You are on page 1of 364

ΑΓΙΟ Υ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ
Ρ Ρ 2 ΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ΒΙΒΛΙΑ I-VII

€ΙΣ ΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΣΧΟΛΙΑ: ΦΡΑΓΚΙΣΚΗ
ΑΜΠΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

12 α
Ιίη έκ δ ο σ η

ΝΑΥΤΙΛΟΣ '%. Α Ν Α Γ Ν Ο ? Μ Α Γ Α

ΓΚΛΟ ΕΠ Ι
Κ πΗ Ι ΠΛΤΑΚΗ
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ
Π Ρ Ω Τ Ο Σ ΤΟ Μ Ο Σ
ΒΙΒΛΙΑ I-VII

ΝΑΓΤΙΛΟΣ ♦ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ
Διευθυντής σειράς: Τάκης Καγιολής
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΒΙΒΛΙΑ I-VII

Πρόλογος, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια


ΦΡΑΓΚΙΣΚΗ ΑΜΠΑΤΖΟΠΟΓΛΟΓ

ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΠΑΤΑΚΗ
Τό παρόν έργο πνευματικής Ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της
έλληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί καί Ισχύει σήμερα)
καί τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής Ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται άπολύτως
ή άνευ γραπτής άδειας τοΰ έκδότη κατά όποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ήλεκτρονικό,
μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση καί έν γένει άναπαραγωγή, έκμί-
σθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, άναμετάδοση στό κοινό σέ όποιαδήποτε
μορφή καί ή έν γένει έκμετάλλευση τοΰ συνόλου ή μέρους τοΰ έργου.

Εκδόσεις Πατάκη
Ναυτίλος - Αναγνώσματα 12α
Αγίου Αύγουστίνου, Εξομολογήσεις,
τόμος πρώτος, βιβλία I-VII
Τίτλος πρωτοτύπου:
S. Aurelius Augustinus, Confessioties
Πρόλογος, είσαγωγή, μετάφραση άπό τά λατινικά, σχόλια:
Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου
Επιμέλεια, θεώρηση δοκιμίων:
Ιωάννης Βλαντής
Σχεδιασμός σειράς, έξώφυλλο:
Μαρίνα Παπαχριστοδήμα
Στοιχειοθεσία, σελιδοποίηση, φίλμ: Π. Καπένης
Μοντάζ: Ράνια Άμολοχίτου
Copyright® Σ. Πατάκης ΑΕΕΔΕ (Εκδόσεις Πατάκη), Αθήνα, 1997
Πρώτη έκδοση στήν έλληνική γλώσσα άπό τίς ’Εκδόσεις Πατάκη,
Αθήνα, Ιανουάριος 1999
Ακολούθησαν οί Ανατυπώσεις Δεκεμβρίου 1999, Ίανουαρίου 2001,
’Οκτωβρίου 2001, Σεπτεμβρίου 2004, Μαρτίου 2006, Δεκεμβρίου 2007,
Νοεμβρίου 2009, ’Οκτωβρίου 2010, ’Οκτωβρίου 2012, Ιουλίου 2014,
’Απριλίου 2017, Δεκεμβρίου 2018
Ή παρούσα είναι ή δέκατη τέταρτη εκτύπωση, Μάιος 2021
ΚΕΤ 1534 ΚΕΠ 313/21
ISBN (set) 978-960-600-232-8
ISBN (vol. 1) 978-960-600-309-7

ε κ δ ό σ ε ις
W iu m n

ΠΑΝ ΑΓΗ ΤΣΑΛΔΑΡΗ (ΠΡΩΗΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ) 3 9 ,104 37 ΑΘΗΝΑ


ΤΗΛ.: 210.36.50.000,210.52.05.600,901.100.2665 -FAX: 210.36.50.069
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΜΜ. ΜΠΕΝΛΚΗ 16,106 79 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ.: 210.39.31.079
ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ: ΚΟΡΥΤΣΑΣ (ΤΕΡΜΑ ΠΟΝΤΟΥ-ΠΕΡΙΟΧΗ Β’ ΚΤΕΟ),
570 09 ΚΑΛΟΧΩΡ1 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Τ.θ. 1213, ΤΗΛ.: 2310.70.63.54,2310.70.67.15 - FAX: 2310.70.63.55
Web site: http://www.patakis.gr · e-mail: infb@patakis.gr, saies@paukis.gr
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Π ΡΩ ΤΟ Σ ΤΟΜ ΟΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 11-22
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 2 3 -111
’Από την ’Αφρική στην ’Ιταλία 23 ~ Ό Αυγουστίνος έπίσκοπος
Τππώνος 3° ~ Ό καιρός τών ’Εξομολογήσεων 34 ~ 'Ο Αυγουστί­
νος Πατέρας τής ’ Εκκλησίας 37 ~ Ή πνευματική διαμόρφωση τοΰ
Αυγουστίνου 4 2 ~ Χριστιανοί, γνωστικοί καί εθνικοί 47 ~ Σ τό φαρ­
μακείο τών μανιχαίων 5 2 ~ Οί νεοπλατωνικοί 5 8 ~ Ή μυστική
εμπειρία 6 ι ~ Αύτοβιογραφικός λόγος καί μεταστροφή 64 ~ Αύτο-
βιογραφικός λόγος καί προσευχή 6 8 ~ Ή λογοτεχνική παράδοση τής
αυτοβιογραφίας η \ - Αυτοβιογραφία καί εξομολόγηση 77 ~ Τριαδι­
κά σχήματα καί μιμητική έπιθυμία 8 ι ~ Τό πρόβλημα τών λέξεων
86 ~ Τά δάκρυα τής εξομολόγησης g o ~ Ζητήματα υφους 9 3 ~ Οί
’Εξομολογήσεις , οί "Ελληνες καί ο! σύγχρονοι ι ο ί
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 112
Β ΙΒ Λ ΙΟ Π Ρ Ω Τ Ο

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ 11 η- 1 4 8
Ή βρεφική ηλικία 122 ~ Ή βρεφική αθωότητα 12 6 ~ Στήν ήλι-
κία τοΰ νήπιου 12 8 ~ Τά πρώτα γράμματα. Τά παιχνίδια τών μεγά­
λων 130 ~ Στό σχολείο τών «γραμματικών» 13 6 ~ Ή λογοτεχνία.
Ματαιότητες καί ψευδαισθήσεις 140 ~ Ή γλώσσα καί τά ήθη 14 3

Β ΙΒ Λ ΙΟ Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο

Η ΕΦΗΒΕΙΑ »49_ι6 5
’Επικίνδυνα παιχνίδια 152 ~ Ή κλοπή τών αχλαδιών 156 ~ Ή
ηδονή τοΰ κακού 159 ~ Ή μανία τής μίμησης καί ή δύναμη τής
συνενοχής 163

Β ΙΒ Λ ΙΟ Τ Ρ ΙΤ Ο

ΣΤΗΝ ΚΑΡΧΗΔΟΝΑ 16 7 -19 »


Τό πάθος γιά τά θέατρο ι 68 ~ 'Ο Hortensius τοΰ Κικέρωνα 1 7 3 ~
Οί μανιχαΐοι 1 7 5 ~ 'Ο ήθικός νόμος ι 8 ο - Ό θειος νόμος καί
ό ανθρώπινος νόμος 18 3 ~ Τό όνειρό τής Μάνικας ~ ι8 8

7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Β ΙΒ Λ ΙΟ Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ 193-2 22


Μάγοι καί άστρολόγοι 195 ~ Ό θάνατος ενός φίλου 199 ~ Ή φι­
λία 204 ~ Γ ιά την ωραιότητα καί την αρμονία 21 2 ~ Οί κατηγο­
ρίες τ ο ΰ ’Αριστοτέλη 2 ΐ8

Β ΙΒ Λ ΙΟ Π Ε Μ Π Τ Ο
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ: ΚΑΡΧΗΔΟΝΑ, ΡΩΜΗ, ΜΙΛΑΝΟ 2 2 3 -2 5 1
Τά βιβλία τών φιλοσόφων 225 — Οί ανακρίβειες των μανιχαίων 2 28
~ Ό Φαΰστος 232 - Σ τ η Ρώ μη 236 - Οί προσευχές τής Μάνικας
241 ~ Οί φιλόσοφοι τή ς Νέας Άκαόήμειας 244 ~ Ό επίσκοπος
’Αμβρόσιος 248

Β ΙΒ Λ ΙΟ Ε Κ Τ Ο
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗ Σ 2 5 3 -2 8 7
Τό κήρυγμα τοΰ ’Αμβρόσιου 2 5 7 ~ 'Ο άνθρωπος « κα τ’ εικόνα Θεού»
258 ~ Ή αυθεντία τών Γραφών 263 ~ Οί προσδοκίες τοΰ «αίώνος»
265 — Ό ’Αλΰπιος 267 ~ 'Ο Νεβρίδιος. ’Αμφιβολίες καί δισταγμοί
2 7 6 - Σχέδια γιά ένα κοινόβιο. Ή μητέρα τοΰ Άδεοδάτου 283

Β ΙΒ Λ ΙΟ Ε Β Δ Ο Μ Ο

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΩΡΙΜΟΤΗΤΑΣ. ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ 2 8 9 -3 24


Ή ιδέα τοΰ Θεοΰ 2 9 1 ~ Ή ελευθερία τής βούλησης 293 ~ Ή κα­
ταδίκη τής άστρολαγίας 2 g g ~ Τό πρόβλημα τοΰ κακοΰ 3°4 ~ Τά
βιβλία τών πλατωνικών 3 ° 7 ~ Ή μυστική ενατένιση τής θεότητας
3 1 0 ~ Ή υπερβατική αλήθεια 3 1 6 ~ Πλάνες γιά τό πρόσωπο του
Χριστού 3 1 8 ~ Οί κίνδυνοι τοΰ νεοπλατωνισμού 320 ~ Διαβάζοντας
τόν απόστολο Παύλο 322

Σ Η Μ Ε ΙΩ Σ Ε Ι Σ Π Ρ Ω Τ Ο Τ Τ Ο Μ Ο ΐ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 3 2 5 ~ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 3 2 6 - ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ 338 ~ ΒΙΒΛΙΟ


ΔΕΥΤΕΡΟ 345 ~ ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ 348 ~ ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 35 2 ~
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ 355 ~ ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ 357 ~ ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ 359
Γενικό ευρετήριο καί τών δύο τόμων:
τόμος δεύτερος, σ. 33* κ.έ.

8
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ot Εξομολογήσεις, έργο κλασικό πού γνώρισε τεράστια


απήχηση στον δυτικό κόσμο, είναι ή ιστορία τής νεότητας
τοϋ Αυγουστίνου καί ή μαρτυρία τής πνευματικής του πε­
ριπλάνησης καί τής μεταστροφής του, με τή μορφή εξο­
μολόγησης στόν Θεό. Μέ τό έργο αυτό ο Αυγουστίνος
θεωρείται ότι εγκαινιάζει την παράδοση τοΰ έξομολογητι-
κοΰ λόγου, δηλαδή τής αύτοβιογραφικής «εκ βαθέων»
γραφής, πού επιχειρεί νά διερευνήσει αυτό πού ό ίδιος ονό­
μασε «άβυσσο τής ανθρώπινης συνείδησης».
«Πρώτη πνευματική αυτοβιογραφία» καί «μανιφέστο
τοΰ εσωτερικού κόσμου» έχουν χαρακτηρίσει τό κείμενο
αυτό, πού αγαπήθηκε γιά διαφορετικούς λόγους, όχι π ά ­
ντα ανάλογους μέ τίς προθέσεις τοΰ συγγραφέα, καί βρήκε
ένθερμους θαυμαστές σέ συγγραφείς διαφορετικών επο­
χών, όπως ό Πετράρχης, ό Milton ό Τ. S. Eliot καί ό
Henry Miller, αλλά καί επικριτές, όπως ό Nietzsche. «Οί
Εξομολογήσεις είναι τό πιό σοβαρό βιβλίο πού έχει γρα­
φτεί ποτέ»1 έχει π εΐ ο Wittgenstein γιά τό έργο αυτό, πού
αποτελεί κορυφαία έκφραση αγωνίας καί έσωτερικοΰ
αγώνα στήν αναμέτρηση τοΰ ανθρώπου μέ τό Απόλυτο.
ΑΓΙΟΤ ΑΤΓΟΓΣΤΙΝΟΪ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Οι ’Εξομολογήσεις είναι ένα έργο ιδιόμορφο από κάθε


άποψη, πού άντιστέκεται στην ταξινόμηση, αλλά ταυτό­
χρονα έργο-μήτρα γιά μιά τεράστια κατηγορία κειμένων
τοΰ πεζού καί ποιητικού λόγου καί ένα άνεξάντλητο τα ­
μείο έμπνευσης γιά τούς μεταγενέστερους, καί όχι μόνο
γιά εκείνους πού τό άκολούθησαν ώς πρότυπο. Απόηχους
από εικόνες, μοτίβα καί φράσεις του αναγνωρίζουμε σέ
ποιητές καί στοχαστές όλων των εποχών.
Οί ’Εξομολογήσεις ανήκουν σέ εκείνα τά έργα πού συ­
νενώνουν διαφορετικά είδη καί παραδόσεις γιά νά δημιουρ­
γήσουν τη δική τους παράδοση. Μεταξύ άλλων άναγνωρί-
ζουμε τό αγαπημένο θέμα τών φιλοσόφων, τήν άναζήτηση
τής άλήθειας μέ τή μορφή τής φιλοσοφικής περιπλάνησης
καί τής φιλοσοφικής προσευχής, καθώς καί τίς ιστορίες
τής μεταστροφής, πού ήσαν ένα αγαπητό ανάγνωσμα κα­
τά τούς πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Άπό τά διαφορε­
τικά αυτά είδη γεννήθηκε ένας εκπληκτικός συνδυασμός
αύτοβιογραφικής άφήγησης, λυρικού πεζοτράγουδου, μυ­
θιστορήματος ένηλικίωσης καί φιλοσοφικής πραγματείας,
σέ μιά γλώσσα στήν οποία ή φωνή τών νεοπλατωνικών
φιλοσόφων ενώνεται μέ αυτήν τών ψαλμών. Οί ’Εξομολο­
γήσεις προκάλεσαν μιάν επανάσταση στή λατινική Δύση,
υποστηρίζει ό Jacques Fontaine, γιατί ό Αυγουστίνος κα­
τόρθωσε νά δημιουργήσει έναν νέο κώδικα επικοινωνίας,
συνδυάζοντας τρεις πολιτισμούς — τόν άρχαϊο ρωμαϊκό,
τόν βιβλικό καί τόν χριστιανικό— καί τρία επίπεδα ανα­
φοράς, καί πλουτίζοντας τή λατινική γλώσσα όχι μέ νέες
λέξεις άλλά μέ νέες σημασίες2.
Τό κείμενο τών Εξομολογήσεων τό διατρέχει ή άγω -

12
ΙΙΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ

νία τών λέξεων. Ό Αυγουστίνος αναγνωρίζει πολύ πριν


από τούς σύγχρονους ότι οί λέξεις είναι σημεία καί ότι ή
πράξη της αυτοβιογραφίας, δσο καί αν διαπνέεται από φι­
λαλήθεια, στηρίζεται στά δεδομένα τής γλώσσας. Ό ίδιος
ό τίτλος τοΰ έργου, Εξομολογήσεις, εισάγει τόν αναγνώ­
στη στό χώρο τής πολυσημίας καί τών πολλαπλών προ­
θέσεων γιατί είναι μιά λέξη μέ πολλαπλές σημασίες: τής
εξομολόγησης αμαρτιών, τής ομολογίας τής πίστης καί
τής δοξολογίας.
Ό Αυγουστίνος θέτει ως άποδέκτη τής αφήγησής του
τόν παντογνώστη Θεό: «Ά σ ε με, ωστόσο, νά μιλήσω σέ
σένα τόν οίκτίρμονα, εγώ πού είμαι “χώμα καί σ τά χτη ” .
Ά σ ε με νά μιλήσω. Στό έλεος σου μιλώ, καί δχι στή
χλεύη τοΰ άνθρώπου. ’Ίσω ς κι εσύ τώρα μέ βρίσκεις κα­
ταγέλαστο, φτάνει όμως νά στραφείς σέ μένα, καί θά μέ
σπλαχνιστείς»3. Σκοπός του δμως είναι νά τόν ακούσουν
καί νά τόν πιστέψουν οί άνθρωποι: «... εξομολογούμαι σέ
σένα γιά νά μέ ακούσουν οί άνθρωποι, κι άς μήν έχω τρό­
πο νά άποδείξω οτι λέω αλήθεια: όσοι μέ αγαπούν θά μέ
πιστέψουν, κι ή άγάπη θά κρατήσει τ ’ αυτιά τους ανοι­
χτά » 4. Προϋπόθεση τής πίστης είναι ή άγάπη: « Ή άγά­
πη πάντα στέγει, πάντα πιστεύει»3. Σ ’ αυτή τήν παυλια-
νή ρήση θά στηρίξει ό Αυγουστίνος τή μαρτυρία του, δια­
τυπώνοντας ταυτόχρονα έναν δρο πού ισχύει γιά κάθε
αυτοβιογραφική αφήγηση: οί λέξεις της δέν μπορούν νά
έχουν ισχύ παρά μόνο γιά τόν αναγνώστη πού συμπάσχει
καί ταυτίζεται μέ τόν αφηγητή, «δι’ έλέου καί φόβου».
Ό Αυγουστίνος, επιλέγοντας τή μορφή μιας λυρικής
αφήγησης πού απευθύνεται στόν Θεό αλλά προορίζεται νά

13
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡ11ΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

φτάσει σ τ ’ αυτιά τών άνθρώπων, θά μιλήσει γιά τόν ανώ­


τερο εαυτό καί θά τόν αναζητήσει στό λαβύρινθο της μνή­
μης: «Κύριε, εσύ είσαι ό αιώνιος πατέρας, όμως έμενα τά
κομμάτια τής ζωής μου είναι σκόρπια στήν αβεβαιότητα
τών καιρών, χωρίς νά ξέρω πώ ς καί μέ ποιά τάξη. Οί κα­
ταιγισμοί ασύνδετων γεγονότων μου κουρελιάζουν τίς
σκέψεις μου, τά σπλάχνα τής ψυχής μου». Πόσο οικεία
άκούγεται αυτή ή φωνή στόν αναγνώστη, καί πόσο σύγ­
χρονη. Ό Αυγουστίνος, ξετυλίγοντας επίμονα τόν εσωτε­
ρικό του μονόλογο μέσα από τούς δρόμους τοΰ ασυνείδη­
του, συναντά μιάν από τίς καλύτερες παραδόσεις τοΰ αιώ­
να μας.
«Είναι πολλά αυτά πού καθιστούν τίς Εξομολογήσεις
ένα κείμενο απροσδόκητα σύγχρονο, όμως δέν θά πρέπει
νά ξεχνάμε ότι άνήκει σέ μιάν άλλη εποχή, καί θά ήταν
λάθος νά απομονώσουμε τό συγγραφέα από τούς προβλη­
ματισμούς τού αρχαίου κόσμου καί τών πρώτων χριστια­
νικών αιώνων» παρατηρεί ό Henry Chadwick6. Οί ’Εξο­
μολογήσεις συνδέουν τήν αρχαιότητα μέ τόν σύγχρονο κό­
σμο, αλλά δέν παύουν νά είναι προϊόν τής άρχαιότητας.
Ή ελληνική βιβλιογραφία πού διαθέτουμε γιά τίς
Εξομολογήσεις, καί γενικότερα γιά τόν Αυγουστίνο, είναι
εξαιρετικά φτω χή. ’Αντίθετα, γιά τόν Δυτικό κόσμο, τό
έργο αυτό έχει άποτελέσει αντικείμενο εξονυχιστικής
έρευνας. Μέχρι τίς αρχές τοΰ αιώνα, κανείς δέν αμφισβη­
τούσε τήν ιστορικότητα τών ’Εξομολογήσεων. Οί μελε­
τητές συμφωνούσαν ότι πρόκειται γιά τήν ιστορία τής με­
ταστροφής τού συγγραφέα, άληθινή σέ κάθε της λεπτο­
μέρεια- σύμφωνα μέ τήν ιστορία αυτή, ό Αυγουστίνος, από

«4
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ

τά δεκαέξι ώς τά τριάντα δύο του χρόνια, δοκίμασε όλες


τίς εμπειρίες: τό σέξ καί τό θάνατο, την έλξη τοΰ κακού
καί τη θηριωδία των ρωμαϊκών ιπποδρομίων, τόν αριβισμό
καί τη φιλοδοξία γιά κοινωνική άνοδο, τη διανοητική βου­
λιμία καί τήν παθιασμένη φιλοσοφική αναζήτηση πού τόν
οδήγησε άπό τό δογματισμό τών μανιχαίων καί τήν
αστρολογία στό σκεπτικισμό τών άκαδημεικών καί στούς
νεοπλατωνικούς.
Ό Αυγουστίνος «παρεσύρθη άπό τόν στρόβιλον τών
σαρκικών ήδονών καί τών αισθησιακών απολαύσεων» καί
μετά άπό μιά πολυτάραχη ζωή «πολύπλοκων άξιώσεων
καί πολυσχιδών διεκδικήσεων», άναζήτησε τή σωτηρία
του στόν Θεό, γράφει ο Άνδρέας Δαλέζιος, άκολουθώντας
τήν παλαιότερη θέση της Δυτικής κριτικής γιά τίς ’Εξο­
μολογήσεις, στόν πρόλογο τής μοναδικής μετάφρασης τοΰ
έργου πού έγινε μέχρι σήμερα στά ελληνικά7. "Ομως ό
20ός αιώνας υπήρξε καθοριστικός γιά τήν αυγουστίνεια
έρευνα. Μιά νέα γενιά μελετητών έθεσε τό ερώτημα: σέ
ποιό βαθμό ή ευσέβεια καί οί λογοτεχνικές άπαιτήσεις
άφησαν άνεπηρέαστη τήν άλήθεια;
Τή διαμάχη πού ξέσπασε, καί στήν οποία τόν πρώτο
λόγο είχαν οί ιερωμένοι, προκάλεσε ή εργασία τοΰ Ρ. Α1-
faric, ενός νεοτεριστή ιερωμένου πού έξέφρασε τολμηρές
άπόψεις γ ι’ αυτό τό ζήτημα8. Ή διαμάχη πήρε νέα τροπή
τό 1950, όταν δημοσιεύτηκε τό μνημειώδες έργο τοΰ
Pierre Courcelle, Recherches sur les Confessions de
Saint Augustin, πού, όπως έχει λεχθεί, υπήρξε γιά τίς
αυγουστίνειες σπουδές μιά κοπερνίκεια επανάσταση.
Ό Pierre Courcelle μέ τήν έρευνά του προχώρησε όσο

‘5
ΑΓΙΟΓ ΑΤΓΟΤΣΤΙΝΟΪ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

κανείς μέχρι την εποχή του στο ζήτημα του ρολού που
έπαιξε ή μελέτη τών νεοπλατωνικών στη διαμόρφωση τοΰ
νεαρού Αυγουστίνου, καί έπεκτάθηκε σέ ζητήματα πού
αφορούσαν γενικότερα τή ζωή του καί τήν πνευματική
του διαμόρφωση. Τό 1963 ό Courcelle έξέδωσε ένα ακόμη
σημαντικό έργο, στό όποιο έρευνα ζητήματα τής λογοτε­
χνικής παράδοσης τών ’Εξομολογήσεων 9.
Στό τέλος τής δεκαετίας τοΰ ’60 δημοσιεύτηκε ή
πληρέστερη μέχρι σήμερα βιογραφία τοΰ Αυγουστίνου από
τόν ’Άγγλο ιστορικό Peter Brown, μία μελέτη πού συν­
δυάζει τήν έξαντλητική χρήση τών πηγών μέ τό λαμπερό
ύφος καί τήν πρωτοτυπία τών ιδεών10. Ό Brown έξετάζει
τίς συνθήκες συγγραφής τών Εξομολογήσεων καί μας
δείχνει ότι ό συγγραφέας τους δέν είχε γίνει ακόμη ό απαι­
σιόδοξος άνθρωπος τών τελευταίων δεκαετιών τής ζωής
του, ό ηλικιωμένος επίσκοπος πού στράτευσε τή γραφίδα
του στήν καταπολέμηση τών αιρέσεων. Είναι ό άνθρωπος
πού έχει έπιλέξει τήν έγκράτεια, αλλά μπορεί νά γράφει
γιά τήν ομορφιά τής φιλίας σέ ένα πνεύμα έπικούρειο.
Ό Αυγουστίνος τών ’Εξομολογήσεων δέν είναι ο ίδιος
γιά όλους τούς μελετητές του. ’Α πό τίς παλιότερες βιο­
γραφίες του — στίς όποιες περιλαμβάνονται καί εκλαϊκευ­
τικά έργα γιά τό ευρύτερο κοινό, όπως τό βιβλίο τή ς Re­
becca West— μέχρι τίς νεότερες μελέτες τών John
O ’Meara, M ichele Pellegrino καί Peter Brown, υπάρχει
τεράστια απόσταση. Καθένας κατασκευάζει καί προτείνει
τή δική του εκδοχή. Τό μόνο βέβαιο πού διαθέτουμε είναι
τό ι’διο τό έργο, τό όποιο μόνο πρόσφατα αντιμετωπίστηκε
ως λογοτέχνημα στό σύνολό του, ενώ παλαιότερα τό

ι6
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ

ενδιαφέρον συγκέντρωναν μόνο τά πρώτα εννέα βιβλία πού


αποτελούν τό καθαρά αφηγηματικό μέρος — δηλαδή μό­
λις λίγο περισσότερο από τό μισό— , άλλά όχι καί τά τε­
λευταία τέσσερα, πού αποτελούν αναμφίβολα μέρος τής
δομής του.
Οί Εξομολογήσεις ώς λογοτέχνημα απασχολούν σήμε­
ρα, σέ ένα διαφορετικό πλαίσιο, τούς θεωρητικούς τής λο­
γοτεχνίας. Ό Jean Starobinski, ό Philippe Lejeune, ό
James Olney καί πολλοί άλλοι αναγνωρίζουν στό έργο αυτό
όλα τά στοιχεία ενός λογοτεχνικού είδους πού θά γνωρίσει
μεγάλη επιτυχία στόν Δυτικό κόσμο, τής αυτοβιογραφίας.
Στόν έξομολογητικό λόγο τού Αυγουστίνου βρίσκουν όλα
τά έπιμέρους γνωρίσματα τού είδους, γιατί στά δεκατρία
βιβλία τού έργου συνενώνονται όλες οί δυνατές αφηγήσεις
τού εαυτού: ή ιστορική, ή πνευματική καί ή ποιητική.
Μετά τόν Courcelle, ή αύγουστίνεια έρευνα συνεχί­
στηκε μέ αμείωτο ζήλο καί πολλές ένδιαφέρουσες μελέτες
γιά τά ειδικότερα καί γενικότερα ζητήματα των Εξομο­
λογήσεων είδαν τό φώς. Νέες προσεγγίσεις έπιχειρήθη-
καν, όπως αυτή τού Patrice Cambronne, πού εξετάζει τή
σχέση φανταστικού καί θεολογίας στόν Αυγουστίνο11. Α γ
ναμφίβολα, ή πιό χρήσιμη εργασία γιά τίς ’Εξομολογήσεις
είναι αυτή τού ’Αμερικανού λατινιστή O ’Donnell, πού
έκδόθηκε στις αρχές τής δεκαετίας τού ’90 καί περιλαμ­
βάνει μιά νέα έκδοση τού λατινικού κειμένου καί έκτενή
σχολιασμό13. Τά σχόλια στηρίζονται σέ μιά εξονυχιστική
εξέταση τού κειμένου καί τής τεράστιας αύγουστίνειας βι­
βλιογραφίας. Ή εργασία τού O ’Donnell είναι ένα ανεκτί­
μητο βοήθημα γιά τό μεταφραστή.

17
ΛΓΙΟΪ ΑΪΤΟΪ'ΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Στην εισαγωγή πού ακολουθεί, ό "Ελληνας αναγνώ­


στης θά βρει χρήσιμα στοιχεία γιά τή ζωή καί τό έργο τοϋ
συγγραφέα. Προσπάθησα νά δώσω ένα οσο τό δυνατόν
ευρύτερο φάσμα των προβλημάτων τοΰ έργου καί νά π α ­
ρουσιάσω όχι ένα αλλά πολλά κλειδιά ερμηνείας, γιατί,
όπως παρατηρεί ό O ’Donnell: «Γιά ένα κείμενο τόσο πο-
λυεπίπεδο καί περίτεχνο δπως οι ’Εξομολογήσεις, ή προ­
σπάθεια νά βρεθεί ένα μόνο κλειδί δεν έχει νόημα»13. ’Άλ­
λωστε, κάθε ερμηνεία, όπως καί ή ίδια ή μετάφραση, φέ­
ρει τή σφραγίδα τών προσωπικών επιλογών τοΰ γράφο-
ντος.
Ό αναγνώστης τών Εξομολογήσεων βρίσκεται μπρο­
στά σέ ένα έργο μέ πολλές θύρες καί προσβάσεις. «Τώ
κρούοντι άνοιγήσεται» μας υπενθυμίζει ό Αυγουστίνος. Τό
βιβλίο αυτό τό έγραψε, καθώς ό ίδιος λέει, γιά νά δονήσει
τίς καρδιές. "Ομως σ’ αυτό κατόρθωσε νά κλείσει όλα τά
αποθέματα τής καρδιάς του, μέ τη βιβλική καί τή σύγ­
χρονη έννοια τής λέξης, γράφοντας «μέ λογισμό καί μ ’
όνειρο».

Α ίγ α γ ιά τ ή μ ε τ ά φ ρ α σ η
Σήμερα είναι πλέον κοινή ή παραδοχή ότι ή μετάφραση
είναι μιά πράξη επικοινωνίας, ανοιχτή καί ανανεώσιμη,
ένας διάλογος τοΰ μεταφραστή μέ τό κείμενο, μέ άλλα
κείμενα, μέ τήν Γδια τή μετάφραση, καί ακόμη μέ άλλους
πολιτισμούς, γιατί δέν μεταφράζουμε μόνο γλωσσικά,
αλλά καί πολιτισμικά μηνύματα. Στό παλιό δίλημμα τοΰ
μιεταφραστή, πού έθεσαν πρώτοι οί Λατίνοι, άν ή μετά­
φραση πρέπει νά γίνεται κατά λέξη ή κατά νόημα, πολλοί

ι8
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ

αιώνες μεταφραστικής δραστηριότητας καί δημιουργίας


τάχθηκαν υπέρ της ελεύθερης νοηματικής απόδοσης,
προκειμένου νά αποφευχθεί «ή μεταμόρφωσις δένδρων εις
πασσάλους» δπως άποκαλεΐ τη στείρα φιλολογική με­
τάφραση ό Ρόίδης, δανειζόμενος μιά φράση τοϋ Jules
Janin14. "Ομως στίς μέρες μας, ή νέα αντίληψη πού δια­
μορφώνεται επιμένει στό γράμμα, δηλαδή σέ δλο τό πολύ­
πλοκο πλέγμα νοημάτων πού προκύπτει άπό σημαίνοντα
καί σημαινόμενα. Σήμερα ξαναγυρίζουμε στήν «πιστή»
μετάφραση: ξεκινάμε άπό τίς λέξεις γιά νά καταλήξουμε
σέ μιά μετάφραση « κ α τ’ ουσίαν». ’Α ναγνωρίζοντας ότι σέ
κάθε κείμενο υπάρχει ένα μή μεταφράσιμο ποσοστό, άνα-
ζητάμε αντιστοιχίες καί τίς συχνά κρυφές συγγένειες πού
διατηρούν οι γλώσσες αναμεταξύ τους. Σύμφωνα μέ τόν
Walter Benjamin: «Δουλειά τού μεταφραστή είναι νά
άποδεσμεύει στή δική του τή γλώσσα τήν καθαρή εκείνη
γλώσσα πού βρίσκεται στή μαγική εξουσία μιας άλλης, νά
απελευθερώνει τή γλώσσα πού είναι φυλακισμένη σέ ένα
έργο, αναδημιουργώντας το»15.
Αυτό πού δημιουργεί τίς μεγαλύτερες δυσκολίες στό
αύγουστίνειο κείμενο είναι τά ρητορικά σχήματα, οί αντι­
θέσεις, πού είναι κατά κανόνα άδύνατο νά αποδοθούν στά
ελληνικά, διατηρώντας τίς σημασίες καί τή μουσικότητά
τους. Ό Αυγουστίνος παίζει συνεχώς μέ τίς λέξεις, δπως
γιά παράδειγμα αυτές πού b Kenneth Burke ονομάζει
«vert- family», τήν οικογένεια τών λέξεων άπό τή ρίζα
vert-, πού άναφέρονται στή μεταστροφή, αλλά καί μέ μιά
μεγάλη κατηγορία λέξεων μέ ποικίλες σημασίες16. Τό ίδιο
ισχύει καί γιά τήν οικογένεια tend-, από τήν οποία προέρ­

‘9
ΑΓΙΟν ΑΤΓΟΊΓΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

χονται τά distentio, intentio κτλ. Τά παιγνίδια αυτά άπο-


δεικνύονται σοβαρά, γιατί στην ετυμολογία καί τίς συγγέ­
νειες των λέξεων δ Αυγουστίνος θεμελιώνει τή σκέψη του
καί την ορολογία του, αλλά επιπλέον είναι καί μη
μεταφράσιμα, δεδομένου δτι οι λατινικές ρίζες διαφέρουν
από τίς ελληνικές. Ό Αυγουστίνος κ α τ’ ουσίαν επιχειρεί
συνεχώς αυτό πού δ Jakobson ονομάζει ένδογλωσσική με­
τάφραση, δηλαδή την ερμηνεία των γλωσσικών σημείων
από άλλα σημεία τής ίδιας γλώσσας.
Ό Αυγουστίνος ήταν ένας άνθρωπος πού διάβασε τά
έργα στά όποια χρωστούσε τή διαμόρφωσή του — τούς
νεοπλατωνικούς καί τή Βίβλο— σέ λατινικές μεταφρά­
σεις. Αυτό δημιουργεί γιά τόν 'Έ λληνα μεταφραστή μιά
πρόσθετη δυσκολία. Σχεδόν δλόκληρη ή φιλοσοφική δρο-
λογία τού Αυγουστίνου άποτελεΐται άπό αποδόσεις ελλη­
νικών φιλοσοφικών δ'ρων στά λατινικά, κυρίως νεοπλατω­
νικών, δπως ή «διάστασις» — δ πλωτίνειος δρος γιά τόν
δρισμό τού χρόνου, τόν όποιο δ Αυγουστίνος στό Ε νδέκ α ­
το βιβλίο μεταφράζει distentio. Μπαίνουν, λοιπόν, στό
παιχνίδι αιώνες άλληλοεπιδράσεων τής ελληνικής καί τής
λατινικής, πού κλιμακώνονται στή σύγχρονη ελληνική
γλώσσα, κυρίως τή φιλοσοφική, ή οποία μέ τή σειρά της
μεταφράζει πολλούς λατινογενείς ορούς. Σέ τέτοιες περι­
πτώσεις καταφύγαμε στή λύση τών σημειώσεων.
Ή μετάφραση αυτή ακολουθεί τό κείμενο τής κρι­
τικής έκδοσης τού Μ. Skutella, δπως άναδημοσιεύεται
στή γαλλική έκδοση τής Bibliotheque Augustinienne17.
Τηρήθηκε ή διαίρεση τών βιβλίων σέ κεφάλαια καί παρα­
γράφους, πού σημειώνονται με δυό άριθμούς, δ πρώτος γιά

20
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ

τά κεφάλαια καί ό δεύτερος γιά τίς παραγράφους. Οι υπό­


τιτλοι κάθε κεφαλαίου είναι δικοί μας. Ή αρίθμηση τών
κεφαλαίων εμφανίζεται στίς τυπωμένες έκδόσεις τοΰ τέ­
λους τοΰ 15ου καί 16ου αιώνα, ενώ αυτή τών παραγράφων
υιοθετήθηκε στή μεγάλη έκδοση τών μαυριτανιστών μο­
ναχών τό 1679. Πολύτιμη βοήθεια βρήκα στίς μελέτες
γιά ύφολογικά ζητήματα καί στά σχόλια τών σχολιασμέ­
νων εκδόσεων τών ’Εξομολογήσεων από τούς A. Solignac
καί James J. O ’Donnell, έπίσης στίς παρατηρήσεις τοΰ
Erich Auerbach. Άπό τίς μεταφράσεις πού είχα υπόψη
μου, μέ βοήθησαν σημαντικά οί γαλλικές τών Ε. Trehorel
καί G. Bouissou, L. de Mondadon, καί λιγότερο αυτή τοΰ
Ρ. de Labriolle· έπίσης ή αγγλική μετάφραση τοΰ Henry
Chadwick, καί ή πιό ελεύθερη — αλλά καλύτερη, κατά
τόν Peter Brown— μετάφραση τοΰ F. J. Sheed. Αντίθετα,
ή μετάφραση τοΰ Άνδρέα Δαλέζιου δέν μπόρεσε ποτέ νά
μέ κερδίσει, καί δέν γνωρίζω αν έφταιγε μόνο ή χρήση τής
καθαρεύουσας.
'Ό λες οι παραπάνω μεταφράσεις ξεκινούν άπό τήν αρ­
χή τής «πιστότητας». Οί διαφορές στήν προσέγγιση τών
διαφορετικών «πιστών» μεταφράσεων είναι πολλαπλά δι­
δακτικές γιά τόν μεταφραστή πού προσπαθεί νά λύσει
προβλήματα άνάλογα μέ τά μαθηματικά, δπως παρατη­
ρούσε ό Wittgenstein, γνωρίζοντας οτι δέν υπάρχει μιά κα­
θορισμένη μέθοδος γιά τή λύση τους. Τά λάθη καί οί απο­
τυχίες μιας μετάφρασης είναι καί αυτά, άναπόφευκτα, μέ­
ρος τής μετάφρασης.
'Ολοκληρώνοντας αυτή τή μετάφραση στήν παρούσα
μορφή της, μετά άπό πολλά χρόνια προσπάθειας, έχω στό

21
ΑΓΙΟΓ ΑΪΓΟΤΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

μυαλό μου τά λόγια τοΰ George Steiner: «Κάθε γνήσια


μεταφραστική πράξη είναι, άπό μιά τουλάχιστον άποψη,
ένας φανερός παραλογισμός, μιά προσπάθεια ν ’ ανέβει κα­
νείς ανάποδα τήν κυλιόμενη κλίμακα τοΰ χρόνου καί νά
θελήσει νά ορίσει κάτι αστάθμητο: τήν κίνηση τοΰ πνεύ­
ματος»18.
Φ Ρ Α Γ Κ ΙΣ Κ Η Α Μ Π Α ΤΖΟ Π Ο ΤΛΟ Τ

22
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο ΑΥΓΟΥ ΣΤΙΝΟΣ Κ Α Ι ΟΙ ΕΞΟ Μ Ο Λ Ο ΓΗ ΣΕΙΣ

Άπό τήν Αφρική στην Ιταλία


Ό Αυγουστίνος γεννήθηκε τό 354 καί πέθανε τό 430.
Σχεδόν ολόκληρη τή ζωή του τήν έζησε στή ρωμαϊκή βό­
ρεια ’Αφρική, έκτος άπό πέντε χρόνια στήν ’Ιταλία — στή
Ρώμη καί τό Μιλάνο. Τά τελευταία τριάντα τέσσερα χρό­
νια τής ζωής του ήταν επίσκοπος στήν Ίπ π ώ να , ένα πο­
λυσύχναστο λιμάνι, τήν Ά νναμπα τής σημερινής ’Αλγε­
ρίας. Οί ’Ε ξομολογήσεις γράφτηκαν τό 397-400, δταν
ήταν σαράντα τεσσάρων χρόνων.
Πά τή ζωή του γράφει ό ίδιος στις αύτοβιογραφικές
σελίδες των Εξομολογήσεων καί σέ άλλα έργα του. Μιά
πηγή είναι έπίσης ή βιογραφία του, έργο τοϋ μαθητή του
Ποσσίδιου. Σ ’ αυτό τό υλικό, τεράστιο σέ έκταση, έχει
στηριχτεί ο βιογράφος του Peter Brown, ό οποίος έχει φι­
λοτεχνήσει τό πληρέστερο πορτραΐτο τοϋ Αυγουστίνου μέ­
χρι σήμερα1.
Ό Αυγουστίνος γεννήθηκε στήν Ταγάστη, ή Θαγά-

23
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΙΙΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

στη, τής Νουμιδίας, τό σημερινό Σοόκ Άράς τής Α λγε­


ρίας. Ή Ταγάστη ήταν μικρή ορεινή επαρχιακή πόλη. Τό
μεγάλο εμπορικό κέντρο τής εποχής ήταν ή Καρχηδόνα.
Ή μεγάλη οικονομική άνθηση τοΰ προηγούμενου αιώνα
είχε συντελέσει στή δημιουργία μιας τάξης εύπορων γαιο­
κτημόνων πού είχαν χτίσει πολυτελείς έπαύλεις καί ακο­
λουθούσαν τόν ρωμαϊκό τρόπο ζωής. Τό ταξίδι στήν ’Ιτα ­
λία ήταν σύντομο, καί τούς καλοκαιρινούς μήνες έφευγαν
καράβια συνεχώς. Οί πλουσιότεροι πραγματοποιούσαν τα­
κτικά τέτοια ταξίδια γιά νά φροντίσουν τά οικονομικά καί
νομικά τους συμφέροντα. ’Άν καί οί πιό δημοφιλείς δια­
σκεδάσεις ήταν οί άγώνες τού ιπποδρομίου — μονομαχίες
καί θηριομαχίες— , δέν απούσιαζαν καί λιγότερο αιματη­
ρές ευκαιρίες γιά διασκέδαση, δπως οί ποιητικοί άγώνες
καί καλές θεατρικές παραστάσεις, μέ χορηγούς πλούσιους
πολίτες. Ή πόλη διέθετε νομικούς, έπιστήμονες καί ρη-
τοροδιδασκάλους. "Ομως ό Αυγουστίνος δέν μεγάλωσε σ’
αυτό τό άστικό περιβάλλον, άλλά στή μικρή ορεινή πόλη
τής επαρχίας τής Νουμιδίας, καί μόνο αργότερα θά γνώ­
ριζε τή ζωή καί τήν κουλτούρα τών μεγαλουπόλεων.
Ό πληθυσμός τής βόρειας ’Α φρικής ήταν ένα κράμα.
Οί αγρότες ήσαν Βέρβεροι καί Φοίνικες καί μιλούσαν φοι­
νικικά. Σ τά λιμάνια, δπως ή Καρχηδόνα καί ή Τππώνα,
πολλοί από τούς έμπορους ήσαν έλληνόφωνοι, προερχόμε­
νοι άπό τή Σικελία ή τήν Κ άτω ’Ιταλία. Ή γλώσσα τών
μορφωμένων, τής διοίκησης καί τού στρατού ήταν τά λα­
τινικά. Ή παιδεία τού Αυγουστίνου στό σπίτι καί στό
σχολείο ήταν αποκλειστικά λατινική, άν καί τό δνομα τής
μητέρας του, Μόνικα, ήταν βερβερικό.

24
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Ό πατέρας του, ό Πατρίκιος, ήταν Ρωμαίος πολίτης


με μέτρια οικονομικά. ΤΗ ταν παγανιστής καί βαφτίστηκε
χριστιανός λίγο πρίν πεθάνει. Ό Αυγουστίνος τόν παρου­
σιάζει ώς άνθρωπο οξύθυμο, δ δποΐος έτρεφε φιλοδοξίες γιά
τό γιό του, καί μέ μεγάλες θυσίες τόν έστειλε νά σπουδά­
σει ρητοροδιδάσκαλος πρώτα στά Μάδαυρα καί μετά στήν
Καρχηδόνα. "Ομως τό σημαντικότερο πρόσωπο στη ζωή
του υπήρξε ή μητέρα του, ή Μόνικα πού, αντίθετα άπό τόν
άνδρα της, ήταν πιστή χριστιανή καί ονειρευόταν τό ίδιο
γιά τό γιό της. Ό Αυγουστίνος είχε επίσης έναν αδελφό
καί δυό αδελφές.
"Οταν δ πατέρας του πέθανε, ό Αυγουστίνος αναγκά­
στηκε νά διακόψει τίς σπουδές του καί νά γυρίσει στό χ ω ­
ριό του. Μπόρεσε δμως νά συνεχίσει χάρη στή γενναιοδω­
ρία τοΰ συντοπίτη του Ρωμανιανοΰ, ενός εντόπιου μαική­
να, δ δποΐος είχε δεσμούς μέ τήν ’Ιταλία, έγινε προστάτης
καί φίλος του γιά πολλές δεκαετίες καί τόν είχε άκολου-
θήσει στήν αίρεση των μανιχαίων. Ό Αυγουστίνος τοΰ
αφιέρωσε τό πρώτο βιβλίο πού έγραψε μετά τη βάπτισή
του.
Τά χρόνια πού σπούδαζε στήν Καρχηδόνα δ Αυγουστί­
νος γνώρισε τήν ήμιχριστιανική διδασκαλία τών μανι-
χαίων, οπαδών τοΰ Μάνη, καί έγινε «ακροατής» τους.
Παράλληλα, τήν ι'δια εποχή, σέ ήλικία δεκαέξι ετών, συν­
δέθηκε μέ μιά γυναίκα πού κρατά ανώνυμη, μέ τήν όποια
έζησε δεκαπέντε χρόνια. ’Από αυτή τήν παράνομη συμ­
βίωση άπόκτησε ένα γιό, τόν Άδεοδάτο. Έ πρόκειτο κ α τ’
ουσίαν γιά έναν άτυπο γάμο, πού συνηθιζόταν εκείνη τήν
εποχή, δταν δέν υπήρχαν οί κοινωνικές καί οικονομικές

25
ΑΓΙΟV ΑΙΤΟΤΣΤΙΝΟΪ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

προϋποθέσεις από την πλευρά τής νύφης, ικανές νά εξα­


σφαλίσουν τήν κοινωνική άνοδο σέ έναν φιλόδοξο νέο όπως
ό Αυγουστίνος. "Ομως ή σχέση του μέ αυτή τή γυναίκα,
μιά χριστιανή, άφοΰ τή γνώρισε στήν εκκλησία, ήταν
τρυφερή καί της ήταν πιστός, όπως γράφει ό ίδιος (σελ.
171, 195). ’Αργότερα, στό Μιλάνο, ό Αυγουστίνος, μέ τήν
προτροπή τής μητέρας του, θά χώριζε μέ τή γυναίκα
αυτή γιατί αποτελούσε εμπόδιο στή σταδιοδρομία του.
Τά χρόνια τής Καρχηδόνας, ή προσωπική ζωή του,
αλλά κυρίως ή προσχώρησή του στους μανιχαίους, τόν
άπομάκρυναν από τή μητέρα του. Γιά ένα μεγάλο διάστη­
μα έμεινε στό σπίτι τού Ρωμανιανοϋ. "Οταν ό Αυγουστί­
νος μιλά γιά έκλυτα νιάτα, είναι βέβαιο δτι υπερβάλλει.
’Ή δη από τά δεκαέξι του χρόνια είχε μιά σταθερή μονο­
γαμική σχέση. ’Επιπλέον, ή ζωή ενός οπαδού τών μανι-
χαίων επέβαλε τήν τήρηση ενός ολόκληρου συστήματος
αυστηρών κανόνων στόν τρόπο διαβίωσης.
Τήν ίδια εποχή στήν Καρχηδόνα ό Αυγουστίνος γνώρι­
σε γιά πρώτη φορά ένα βιβλίο πού τόν συνάρπασε, τόν
Hortensius τού Κικέρωνα. Τό έργο αυτό τόν έκανε νά
στραφεί ολοκληρωτικά στήν αναζήτηση τής σοφίας.
’Αντίθετα, οί προσπάθειές του νά διαβάσει τή Βίβλο τόν
γέμισαν απογοήτευση, τόσο γιά τό απλοϊκό ύφος οσο καί
γιά τό περιεχόμενο, τό όποιο συναντούσε τή σφοδρή αντί­
δραση τών μανιχαίων, πού θεωρούσαν σκανδαλώδη τή
ζωή τών πατριαρχών. Διάβασε επίσης τίς Κατηγορίες
τού ’Αριστοτέλη, καί έγραψε καί ό ίδιος ένα πρώτο έργο
πού δέν σώθηκε μέ τίτλο De pulchro et apto (Περί ωραι-
ότητος καί αρμονίας).

26
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Μετά τίς σπουδές στην Καρχηδόνα ο Αυγουστίνος


άνοιξε δικό του σχολείο καί άρχισε νά διδάσκει τη ρητορι­
κή, πρώτα στην Ταγάστη καί μετά στην Καρχηδόνα. Σύ­
ντομα όμως αποφάσισε νά φύγει γιά τη Ρώ μη, με τήν
ελπίδα δτι θά έβρισκε ένα σοβαρότερο φοιτητικό ακροατή­
ριο. Έ κ εΐ, πάντα μέ τή βοήθεια τών υψηλά ίστάμενων φί­
λων του μανιχαίων, άρχισε νά διδάσκει, άφοΰ συνήλθε από
μιά σοβαρή ασθένεια. Σ τή Ρώμη, τά διαβάσματά του θά
περιλάβουν μεταφράσεις τών academici, τών άκαδη-
μεικών φιλοσόφων, οπαδών τοΰ σκεπτικισμού. Σταδιακά
θά απομακρυνθεί άπό τήν αίρεση τών μανιχαίων.
’Απογοητευμένος άπό τούς μαθητές στή Ρώμη θά έπι-
διώξει νά αποκτήσει μιά δημόσια θέση ρήτορα στό Μιλά­
νο, πού τότε ήταν έδρα τού αύτοκράτορα. Ή διαμονή του
στήν πόλη αυτή θά άποτελέσει σταθμό στή ζωή του. Κ α­
θοριστική γιά τήν εξέλιξή του θά είναι ή γνωριμία του μέ
τόν επίσκοπο ’Αμβρόσιο καί τό περιβάλλον του. Τό κήρυγ­
μα τού ’Αμβρόσιου, ενός ανθρώπου μέ τεράστια παιδεία,
πού είχε διαβάσει τούς νεοπλατωνικούς καί τούς γνώριζε
τόσο καλά ώστε νά χρησιμοποιεί ορισμένες ιδέες τους στίς
ομιλίες του, τόν έπηρεάσε βαθιά καί τού άνοιξε νέους ορί­
ζοντες, γιατί άκουσε γιά πρώτη φορά μιά ικανοποιητική
ερμηνεία τής Βίβλου.
Στό Μιλάνο ή κοινωνική έπιτυχία συνέχιζε ακόμη νά
άπασχολεΐ τόν Αυγουστίνο. Μέ τήν προτροπή τής μητέ­
ρας του, πού τόν είχε ακολουθήσει, σχεδίαζε νά κάνει έναν
πλούσιο γάμο πού θά τόν βοηθούσε στήν κοινωνική του
άνοδο. Ή παράνομη συμβίωση ήταν εμπόδιο καί γ ι’ αυτό
χώρισε μέ τή σύντροφό του, ή οποία έπέστρεψε στήν

27
ΑΓΙΟV ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Αφρική. Τό χωρισμό του p i την ανώνυμη παλλακίδα τόν


περιγράφει ώς ιδιαίτερα τραυματική εμπειρία, καί συ­
μπληρώνει δτι εκείνη τοΰ ορκίστηκε δτι θά τοΰ μείνει π ι­
στή μετά τό χωρισμό, πράγμα πού ο ίδιος δεν έκανε. Οί
βιογράφοι του πιθανολογούν δτι ή γυναίκα του μάλλον θά
κατέφυγε σέ κάποιο μοναστήρι στήν ’Αφρική.
Τήν περίοδο αυτή 6 Αυγουστίνος είχε ξεφύγει άπό τήν
«παγίδα» των μανιχαίων, δμως αισθανόταν μετέωρος,
καί οί πνευματικές του αναζητήσεις τόν είχαν οδηγήσει σέ
αδιέξοδο. Τότε, πιθανώς άπό τόν κύκλο τοΰ ίδιου τοΰ Α μ ­
βρόσιου, γνώρισε τή σκέψη των platonici, των παγανι­
στών νεοπλατωνικών φιλοσόφων, τοΰ Πλωτίνου καί τοΰ
βιογράφου του Πορφύριου, πού είχε μεταφράσει 6 Μάριος
Βικτωρίνος. Διάβαζε καί θαύμαζε τούς νεοπλατωνικούς,
δμως δέν τόν ικανοποιούσαν. Αυτός ο άνθρωπος, πού είχε
ταχθεί στήν έρευνα της σοφίας, ζητούσε κάτι διαφορετικό
καί, δπως πολλοί άνθρωποι τής εποχής του, δέν άρκοΰ-
νταν σέ φιλοσοφικές κατασκευές πού ικανοποιούσαν τή
νόηση.
Σ τίς ’Εξομολογήσεις, ή πνευματική περιπλάνηση τοΰ
Αυγουστίνου διαγράφεται ώς μιά έπώδυνη αναζήτηση όχι
μόνο απαντήσεων σέ φιλοσοφικά ερωτήματα, αλλά καί ώς
ανάγκη τής καρδιάς νά γνωρίσει τήν αληθινή ευτυχία.
Καθοριστικές γιά τήν πνευματική του εξέλιξη είναι οί δια­
δικασίες πού αποδίδει μέ τή λέξη affectus — αίσθημα. ,Πά
τόν Αυγουστίνο, πολύ πρίν άπό τόν Pascal, ή σοφία θά τε­
θεί προπάντων ώς ζήτημα καρδιάς μέ τή βιβλική σημα­
σία. Ακολουθώντας τά αιτήματα τοΰ καιρού του, μιάς
έποχής πού ή θεολογία αντικαθιστούσε τή φιλοσοφία, δ

28
ΕΙΣΑΓΩΓΠ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Αυγουστίνος θά βρει στό κήρυγμα τοΰ ’Αμβρόσιου την απά­


ντηση στό ερώτημα οχι μόνο τί νά σκεφτεΐ, αλλά καί τί νά
πιστέψει, καί θά προετοιμαστεί γιά τή μεταστροφή του.
Στό Μιλάνο ό Αυγουστίνος είχε κοντά του τούς παλιούς
’Αφρικανούς φίλους καί μαθητές τους πού τόν ακολούθη­
σαν, τόν Άλύπιο καί τόν Νεβρίδιο- επίσης γνώρισε καί νέ­
ους φίλους, όπως ό Βερεκοΰνδος, δάσκαλος φιλολογίας.
Μέσα του θά δυναμώσει ή ανάγκη νά αφιερώσει τή ζωή
του στή φιλοσοφία, καί θά ενστερνιστεί τό ιδεώδες μιας
κοινοβιακής ζωής σύμφωνα μέ τό πρότυπο πολλών νεο­
πλατωνικών καί τοΰ ίδιου τοΰ Πλωτίνου. Τή ζωή αυτή
καί οι φίλοι του τήν ονειρεύονταν απαλλαγμένη από τή
βιοτική μέριμνα, αφιερωμένη στήν έρευνα, τήν περισυλλο­
γή, τήν πνευματική ανάταση. Σκοπός τους ήταν ή αναζή­
τηση τής beata vita, τής μακαριότητας, τής ευτυχίας. Τό
otium liberale, ή ζωή «έν σχολή», ένα είδος μορφωτικής
ανάπαυσης, δέν είχε ως κίνητρο τήν άμεριμνησία, αντίθε­
τα στηριζόταν στήν πειθαρχία καί τόν αυτοέλεγχο. "Ομως
τό σχέδιο τοΰ Αυγουστίνου άπέτυχε, καί αποδίδει τήν
αιτία τής αποτυχίας στίς υποχρεώσεις τοΰ έγγαμου βίου
πολλών από τούς φίλους πού θά συμμετείχαν.
Σ ’ αυτό τό κλίμα ό Αυγουστίνος ΰπέστη έναν ισχυρό
κλονισμό. Μ ετά από ταλαντεύσεις, αποφάσισε νά στραφεί
στό χριστιανισμό. Τήν κρίσιμη απόφαση τήν έλαβε κάποια
στιγμή πού βρισκόταν σέ έναν κήπο στό Μιλάνο, δταν μέ­
σα σέ μιά κρίση απελπισίας ακούσε μιά παιδική φωνή νά
τοΰ λέει: «Tolle, lege» — «Πάρε, διάβασε». Ερμηνεύο­
ντας τή φωνή ως θεία προτροπή, ό Αυγουστίνος θά θυμη­
θεί μιά ανάλογη περίπτωση πού είχε ακούσει γιά τή ζωή

29
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

τοΰ 'Αγίου Αντωνίου, καί, δπως έκανε εκείνος, θά ανοίξει


κι αυτός την Α γία Γραφή στην τύχη, καί τά μάτια του θά
πέσουν σέ ένα άπόσπασμια από τήν επιστολή τοΰ Παύλου
πρός Ρωμαίους (13,13). «Μή κώμοις καί μέθαις, μή κοί-
ταις καί άσελγείαις...» . Ή φράση αυτή θά τοΰ δείξει ορι­
στικά τόν σωστό δρόμο.
Μ ετά τή μεταστροφή καί πρίν από τή βάπτιση ό
Αυγουστίνος θά περάσει ένα διάστημα σέ μιά έξοχική
έπαυλη στό Κασσισιάκο, κοντά στό Μιλάνο, μέ φίλους
του καί μαθητές του, όπου θά γράψει τά έργα Contra Α-
cademicos, De Ordine, De Beata Vita καί Soliloquia. Ή
βάπτισή του έγινε στό Μιλάνο, τό 387. Τόν μιμήθηκαν οί
φίλοι του καί ό γιός του Αδεοδάτος. Μ ετά τή βάπτιση
αποφάσισε νά επιστρέφει στήν Αφρική καί νά ιδρύσει μιά
κοινοβιακή, ήμιμοναστική κοινότητα. 'Ό ταν ή συντροφιά
έφτασε στήν ’Ό στια, ή μητέρα του Μόνικα άρρώστησε
καί πέθανε. Ή επιστροφή καθυστέρησε γιά έναν περίπου
χρόνο.

Ό Αυγουστίνος επίσκοπος 'Ιππώνος


Έπιστρέφοντας στήν Αφρική, ο Αυγουστίνος πήγε στήν
Ταγάστη μέ τούς συντρόφους του. Έ κ ε ΐ μπορούσε πιά νά
πραγματοποιήσει τό όνειρό του γιά μιά ζωή αφιερωμένη
στή μελέτη τού Θεού. Στό ιδιότυπο κοινόβιο τής Ταγά-
στης θά γράψει τά έργα De Genesi contra Manichaeos,
De Magistro, De vera religione, De libero arbitrio, καί
τό πρώτο μέρος τών Enarrationes in Psalmos. Σκοπός
του ήταν νά δημιουργήσει ένα κέντρο θεολογικής σκέψης,

30
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΠΠΩΝΟΣ

καί θεωρούσε ότι ή αφρικανική βιβλική ερευνά καί θεολο­


γία είχε ανάγκη τή βοήθεια τής έλληνικής Ανατολής. Ίο
392 γράφει στόν 'Ιερώνυμε νά τοΰ προμηθεύσει μεταφρά­
σεις των ελληνικών υπομνημάτων τής Γραφής, καί πρώτα
ά π ’ δλα τοΰ Ωριγένη5. Στήν άλληλογραφία τους, πού
κράτησε πολλά χρόνια, ό κατά πολύ νεότερος του Αυγου­
στίνος θά τοΰ άσκοΰσε κριτική διότι καινοτόμησε καί
είσήγαγε τή μετάφραση τής 'Αγίας Γραφής άπό τό εβραϊ­
κό κείμενο καί όχι άπό τή μετάφραση τών Έ βδομήκο-
ντα3. Ό φόβος του ήταν ότι αυτή ή μετάφραση μποροΰσε
νά προκαλέσει σύγχυση στούς πιστούς. Έ ν τελεί, ό
Αυγουστίνος είσήγαγε τή μετάφραση τοΰ 'Ιερώνυμου στό
ποίμνιό του, άλλά όχι χωρίς δισταγμούς4.
Ή ήρεμη ζωή τοΰ κοινοβίου κράτησε μόνο δυό χρόνια.
Στήν ’Αφρική οί άνάγκες τής επαρχιακής έκκλησίας ήταν
μεγάλες. Οί εκκλησιαστικοί άρχοντες έπρεπε νά εξασφα­
λίσουν επισκόπους, καί, όταν ξεχώριζαν κάποιον μέσα στό
εκκλησίασμά, τόν χειροτονούσαν άκολουθώντας συχνά
μεθόδους πού θυμίζουν άπαγω γή. Ό ίδιος σέ μιά ομιλία,
πρός τό τέλος τής ζωής του, λέει ότι φοβόταν τόσο νά ση­
κώσει τό φορτίο τοΰ επισκόπου, ώστε φρόντιζε νά πηγαί­
νει πάντα σέ πόλεις στίς όποιες υπήρχε ήδη επίσκοπος,
γιά νά άποφύγει μιά πιθανή άναγκαστική χειροτονία. "Ο­
μως, τελικά, δέν τό άπέφυγε.
Στήν 'Ιππώ να, έπίσκοπος ήταν ό Βαλέριος, ένας άν­
θρωπος εξίσου ιδιόρρυθμος όσο καί ό Αυγουστίνος, έλλη­
νικής καταγω γής, πού δέν μιλούσε καλά λατινικά. ’Ανα­
γνώρισε στόν Αυγουστίνο τό διάδοχό του, καί τόν έχρισε
ιερέα, έπιβάλλοντάς του τή θέση αυτή πιεστικά. Μιά Κ υ­

31
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ριακή στη λειτουργία τόν έδειξε στό εκκλησίασμα, πού


αμέσως τόν περικύκλωσε με επευφημίες, αλλά καί μεγά­
λη πίεση γιά νά μην ξεφύγει. Ή εκλογή του έγινε «ψήφψ
κλήρου καί λαού», σχεδόν βίαια, όταν ό κόσμος κυριολε­
κτικά τόν άρπαξε καί τόν εξανάγκασε νά δεχτεί. Ό
Αυγουστίνος, ακολουθώντας τίς εντολές τοΰ Βαλέριου,
άρχισε νά κηρύσσει από τή θέση αυτή — αν καί μόνο στόν
επίσκοπο επιτρεπόταν νά κηρύσσει, σύμφωνα μέ τή συνή­
θεια, καθισμένος στήν επισκοπική καθέδρα.
Έ π ί πέντε χρόνια ό Βαλέριος προσπαθούσε νά
εξασφαλίσει τόν Αυγουστίνο ως διάδοχό του γιά νά μήν
τόν διεκδικήσουν άλλες Ε κκλησίες, καί ζήτησε από τόν
Αυρήλιο, τόν προκαθήμενο τής ’Α φρικής, νά τόν διορίσει
βοηθό έπίσκοπο μέ δικαίωμα διαδοχής. Μιά τέτοια χειρο-
τονία δέν ήταν σύμφωνη μέ τό νόμο τής Ε κκλησίας πού
επέβαλε ή Σύνοδος τής Νίκαιας, τόν όποιο ό ελληνόφωνος
Βαλέριος θά πρέπει νά γνώριζε πολύ καλά, αλλά τόν πα-
ρέβλεψε. Πολλοί τά έβλεπαν αυτά μέ δυσπιστία. Ό
Αυγουστίνος, πρώην μανιχαΐος, κάποτε είχε πολεμήσει
τήν καθολική εκκλησία. Μ ήπως τά μοναστήρια πού ήθε­
λε νά ιδρύσει θά γίνονταν φωλιές τού μανιχάιστικού δυϊ­
σμού; Σύμφωνα μέ τό έθιμο, πρίν από τή βάπτιση ό υπο­
ψήφιος έπρεπε νά έχει τήν έξωθεν καλή μαρτυρία. 'Ό μω ς
ό Αυγουστίνος είχε βαφτιστεί στό Μιλάνο χωρίς νά ζητη­
θούν συστατικές επιστολές από τήν ’Αφρική. Ό προκαθή­
μενος γηραιότερος επίσκοπος, ό Αυρήλιος, έγραψε στόν
Βαλέριο καί τοΰ έξέθεσε αυτά τά παράπονα τοΰ κόσμου
καί τίς φήμες κατά τοΰ Αυγουστίνου. Τό γράμμα αυτό δέν
έμεινε κρυφό καί έδωσε λαβή στούς αντιπάλους του, τούς

32
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο ΑΓΓΟΤΣΤΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΪΠΙΙΩΝΟΣ

Γονατιστές. Ό Αυγουστίνος δεν αναφέρει ποτέ τούς Γονα­


τιστές στίς Εξομολογήσεις του, αν καί ήταν συνεχώς, σέ
καθημερινή βάση, ένα από τά κυριότερα προβλήματα πού
τόν απασχολούσαν.
Οί Γονατιστές ήσαν οπαδοί τής δημοφιλούς στά λαϊκά
στρώματα αίρεσης τού Δονάτου. Σ τή Νουμιδία αποτε­
λούσαν τήν πλειονότητα, όχι μόνο στίς αγροτικές περιο­
χές, αλλά καί στά αστικά κέντρα, ακόμη καί στήν 'Ιπ π ώ -
να. Άνάμεσά τους υπήρχαν οί circumcelliones, οί εξτρε­
μιστές, Θρησκόληπτοι μοναχοί πού ορκίζονταν τήν πιστή
τήρηση τής άγαμίας, ακτημοσύνης καί υπακοής, αλλά
στρέφονταν μέ μίσος κατά των κληρικών καί τών πιστών
καί άρπαζαν περιουσίες, βεβήλωναν ναούς καί επιδίδονταν
καί σέ άλλες βιαιότητες. Ή Θρησκευτική διαμάχη προ-
σλάμβανε πολιτικό χαρακτήρα καί εμφανιζόταν ώς διά­
σταση ανάμεσα στή ρωμαϊκή κυριαρχία καί τό λαό. Μ ετά
τό δονατικό σχίσμα τού 311 υπήρχαν δύο επίσκοποι στήν
Καρχηδόνα. Στήν πραγματικότητα ό Αυγουστίνος ήταν ό
επίσκοπος τής μειοψηφίας, υποχρεωμένος νά δίνει καθη­
μερινές μάχες γιά τή ζωή τη ς εναντίον μιας μαχητικής
πλειοψηφίας.
Ό Αυγουστίνος, όσο καί νά ήθελε νά μοιραστεί τά ιδε­
ώδη μιας ομάδας, «παρέμενε ανεπανόρθωτα εκκεντρι­
κός» γράφει b Peter Brown5. Είχε ακόμη πολλά νά εξηγή­
σει γιά τόν εαυτό του. ΤΗ ταν γνωστός γιά τά έργα του
κατά τών μανιχαίων, ωστόσο τόν κατηγορούσαν ακόμη
οτι ήταν κρυπτομανιχαϊος. Τόν είχε βαπτίσει ό ’Αμβρόσιος,
όμως τά γραπτά του φανέρωναν βαθιές σχέσεις μέ τούς
παγανιστές νεοπλατωνικούς.

33
ΑΓΙΟΙ’ ΑΪ'ΓΟΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Ό καιρός των ’Εξομολογήσεων

Οί ’Εξομολογήσεις γράφτηκαν ανάμεσα στά χρόνια 397


καί 400. ’Από τή μεταστροφή του μέχρι την εποχή πού
γράφει τίς ’Εξομολογήσεις, είχαν μεσολαβήσει πολλά γε­
γονότα καί πολλές αλλαγές στή ζωή τοΰ Αυγουστίνου: ο
θάνατος τής μητέρας του, οί διάφορες διαψεύσεις στήν
καθημερινή ζωή του — πολύ διαφορετική από εκείνην
πού είχε φανταστεί μετά τή βάπτιση, καί πού τήν ονει­
ρευόταν άφιερωμένη αποκλειστικά στή μελέτη. Ή συγ­
γραφή των ’Εξομολογήσεων Γσως ήταν γιά τόν Αυγου­
στίνο μιά «πράξη θεραπείας».
Οί ’Εξομολογήσεις, παρατηρεί b Chadwick, είναι ένα
έργο πολεμικής, τουλάχιστον, δσο καί αυτοελέγχου καί
παραδοχής λαθών. Είναι χαρακτηριστικό δτι ό Αυγουστί­
νος, μόλις χειροτονήθηκε, έκανε μιά δημόσια συζήτηση μέ
τόν μανιχαΐο Φορτουνάτο, στήν οποία ύπερίσχυσε. Δέν
κατάφερε δμως νά αντιμετωπίσει μέ τήν ’ίδια άποτελε-
σματίκότητα τούς δονατιστές, παρά τίς προσπάθειές του
νά τούς προσεταιριστεί μέ ήπια μέσα. "Ενα πρώτο του κί­
νητρο λοιπόν ήταν νά αντιμετωπίσει τήν εχθρική κριτική
τόσο μέσα οσο καί έξω από τήν καθολική Ε κκλησία.
Ακόμη καί ή μεταστροφή του, σέ σύγκριση μέ άλλες
συγχρόνων του, δέν είχε τίποτε τό θεαματικό. Βεβαίως ό
Αυγουστίνος είχε έγκαταλείψει τήν έδρα τής ρητορικής
στό Μιλάνο πρίν από τή βάπτιση, αλλά ή παραίτηση,
τουλάχιστον τυπικά, οφειλόταν σέ λόγους υγείας. "Ενας
άπό τούς μαθητές του εκείνης τής εποχής, ο Λικέντιος,
περιέγραφε τή διαμονή τους στό Κασσισιάκο ως κλασική

34
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΟΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΝ

οικογενειακή συγκέντρωση, στην οποία κυριαρχούσαν οί


φιλοσοφικές συζητήσεις.
Ή μεταστροφή τοΰ Αυγουστίνου μπορεί νά μήν έγινε
μέ μεγάλες τυμπανοκρουσίες, αλλά γιά τόν ίδιο ή εξέλιξή
του δέν ήταν καθόλου απλή, καί οΰτε τήν κάνει νά φαίνε­
ται απλή στό βιβλίο του, στό όποιο εκθέτει διά μακρών τίς
φιλοσοφικές ανησυχίες του. Οί ’Εξομολογήσεις δέν θά κα­
τεύναζαν τίς αμφιβολίες των λίγων εκείνων ευσεβών πού
άπεχθάνονταν τούς μανιχαίους καί δέν τούς άρεσε ή ελλη­
νική φιλοσοφία γιατί τούς ήταν δυσνόητη. Γιά παράδειγ­
μα, κανένα βιβλίο δέν έδειχνε τόσο καθαρά σέ χριστιανούς
αναγνώστες τή γοητεία πού μπορούσε νά άσκήσει ο νεο­
πλατωνισμός. Παρά τή μεταστροφή, ό Αυγουστίνος, ό
servus Dei, ό Αυγουστίνος ό επίσκοπος, είχε μείνει σε με­
γάλο βαθμό ό εαυτός του, γράφει ό Peter Brown. Καί οί
’Εξομολογήσεις του τό έδειχναν αυτό στούς φίλους του μέ
μεγάλη χάρη καί πειθώ, αλλά καί μέ μεγάλη άποφασιστι-
κότητα, πού δέν σήκωνε κάν απάντηση, αφού απευθυνό­
ταν οχι στούς ανθρώπους αλλά στόν Θεό.
"Ενα δεύτερο κίνητρο γιά τή συγγραφή τών ’Εξομολο­
γήσεων τοΰ έδωσε ή αλληλογραφία του μέ τόν Παυλίνο
τής Νώλας, παλιό πλούσιο γαιοκτήμονα πού είχε μετα-
στραφεΐ στό χριστιανισμό καί είχε γίνει ιερέας στήν ’Ιτα ­
λία. Τήν αλληλογραφία αυτή άρχισε πρώτος ό Άλύπιος,
λίγο μετά τήν επιστροφή τους στήν ’Αφρική. Τήν περίοδο
αυτή, οί δυό φίλοι, όπως καί οί άλλοι servi Dei πού σπού­
δασαν στήν ’Ιταλία καί ανήκαν στόν κύκλο τοΰ ’Αμβρόσι­
ου, αισθάνονταν αποκομμένοι από τό πνευματικό περιβάλ­
λον τους. Γ ι’ αυτούς ή ’Α φρική ήταν μιά καθυστερημένη

35
ΛΓίον ArrorsTiNor εξομολογήσεις , πρώτος τομος

καί απομονωμένη επαρχία, καί χρειάζονταν βιβλία καί με­


ταφράσεις ελληνικών έργων στά λατινικά. Στον Παυλίνο
λοιπόν απευθύνθηκε ό στενός φίλος τοΰ Αυγουστίνου, ό
Αλύπιος, γιά νά τοΰ ζητήσει βιβλία, όπως ό Αυγουστίνος
είχε ζητήσει μεταφράσεις άπό τόν 'Ιερώνυμο. Σ ’ αυτή
τήν αλληλογραφία ό Παυλίνος ζήτησε μέ τή σειρά του νά
μάθει γιά τή ζωή τους. Γιά τόν Παυλίνο, πού ήταν ακόμη
απλός ιερέας, φαίνεται δτι ό συνδυασμός μοναχού καί επι­
σκόπου, πού είχαν υποχρεωθεί νά δεχτούν οί δυό φίλοι
στήν Αφρική, θά γεννούσε ερωτηματικά.
Πρίν από λίγα χρόνια, παρατηρεί ό Peter Brown, καί ό
Γδιος ό Αυγουστίνος θά έβρισκε αδιανόητο αυτό τό συνδυα­
σμό. 'Ό μ ω ς ό Αυγουστίνος καί ό Αλύπιος εκπροσω­
πούσαν τύπους τού μέλλοντος: ό μοναχός-επίσκοπος θά
γινόταν σημαντικό πρόσωπο γιά τή λατινική Ε κκλησία.
Σ τίς Εξομολογήσεις ό Αυγουστίνος θά έδινε ένα κλασικό
παράδειγμα γιά τά ιδεώδη ενός τέτοιου ανθρώπου6.
Σύμφωνα μέ τόν Brown, στήν αφήγηση τού Αυγου­
στίνου υπάρχει μιά συνεχής ένταση ανάμεσα στό «τότε»
τού νέου ανθρώπου καί τό «τώρα» τού έπισκόπου. Οι Ε ­
ξομολογήσεις είναι τό βιβλίο ενός ανθρώπου πού έχει φτά­
σει νά βλέπει τό παρελθόν του ως μιά εξάσκηση γιά τήν
παρούσα σταδιοδρομία του. ’Έ τσ ι, στήν αφήγησή του ο
Αυγουστίνος διαμορφώνει τή θεματική του καί εστιάζει
τήν προσοχή του σέ ζητήματα πού προδίδουν τίς έγνοιες
τού νέου έπισκόπου 'Ιππώνος. Τήν εποχή αυτή πίστευε
οτι ή κατανόηση καί ή έκθεση των Γραφών έπρεπε νά
είναι ό πυρήνας της ζωής ενός έπισκόπου. Οί σχέσεις του
μέ τίς Γραφές αποτελούν, λοιπόν, κεντρικό θεματικό άξο­

36
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η : Ο ΑΓΓΟΤΣΤΙΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

να στις ’Εξομολογήσεις. Γιά παράδειγμα, εξηγεί ότι


στράφηκε ατούς μανιχαίους οχι γιά τή ριζική λύση πού
πρότειναν ατό πρόβλημα τοΰ κακού, άλλά γιατί τόν είχε
απογοητεύσει ή ανάγνωση τής Βίβλου. Ε π ίσ η ς τόν ’Αμ­
βρόσιο τόν παρουσιάζει μέσα άπό τά μάτια ένός συνα­
δέλφου στό επάγγελμα: ώς ιερέα καί κήρυκα, στη βασιλι­
κή τοΰ Μιλάνου, καί όχι ώς γνώστη τοΰ Πλωτίνου. Ό
Αυγουστίνος θυμάται ότι στήν αρχή, τίς πρώτες του μέρες
στό Μιλάνο, τόν θεωρούσε απόμακρο καί απρόσιτο. Τώρα
πού είναι καί ό ίδιος επίσκοπος, θέλει νά είναι βέβαιος οτι
δέν θά τόν δοΰν με τόν ίδιο τρόπο: θά πεί στους άνά­
γνωστες του ακριβώς πώς αισθάνεται καί σκέφτεται καί
τί αγώνες πρέπει νά δίνει συνεχώς με τούς τρέχοντες πει­
ρασμούς7.

Ό Αυγουστίνος Πατέρας της Εκκλησίας


Μέχρι τό τέλος τής ζωής του ό Αυγουστίνος συνέχισε α­
κούραστος τό έργο τοΰ ποιμένα καί τοΰ ιεροκήρυκα, ζώ-
ντας στήν επισκοπή του πού είχε μετατρέψει σέ μοναστή­
ρι καί δίνοντας τό παράδειγμα τής αυστηρής λιτότητας.
Οί κληρικοί πού ζοΰσαν μαζί του έγιναν σχεδόν δλοι ιδρυ­
τές μοναστηριών καί θεμελίωσαν τόν μοναστικό κανόνα
τών αύγουστινιανών, άπό τίς τάξεις τών οποίων προήλθαν
προσωπικότητες δπως ό Λούθηρος. Οί ομιλίες του, πού
έξέδωσαν τόν 17ο αιώνα οί μαυριτανιστές μοναχοί, είναι
περίπου τετρακόσιες, παρά τήν ευπαθή υγεία του. Οί
αγώνες του κατά τών αιρέσεων, καί κυρίως κατά τών πε-
λαγιανών, τόν υποχρέωναν νά γράφει άκατάπαυστα. Ό

37
ΑΓΙΟν ΑΪΓΟνΣΤΙΝΟν ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

βιογράφος καί φίλος του Ποσσίδιος αμφέβαλλε αν ποτέ


ένας άνθρωπος θά μπορούσε νά διαβάσει δλα τά βιβλία
του. Υπαγόρευε συνεχώς κείμενα θεολογικά, ποιμαντικά,
εξηγητικά, δογματικά, καί μεταξύ άλλων τά σπουδαία
έργα του De Trinitate καί De Civitate Dei.
Ή διδασκαλία του περί Τριάδος υπήρξε αιτία τής δυ­
σπιστίας γιά τόν Αυγουστίνο στήν ’Ορθόδοξη Ε κκλησία.
Ό Αυγουστίνος θεωρήθηκε πατέρας τοΰ filioque. "Ομως,
όπως εξηγεί ό Chadwick, ό Αυγουστίνος δέν αντιλαμβα­
νόταν την Τριάδα ως ζήτημα υποστάσεων. Χρησιμοποιώ­
ντας αριστοτελικούς ορούς, τήν είχε συλλάβει ως ζήτημα
σχέσεων8. ’Ή δη πρίν από τόν Αυγουστίνο, τήν άποψη δτι
τό Πνεύμα εκπορεύεται από τόν Πατέρα καί τόν Υιό,
είχαν υποστηρίξει οί Λατίνοι Πατέρες τής προηγούμενης
γενιάς. Ή ερμηνεία αυτή δέν είχε γίνει δεκτή στήν ’Ανα­
τολή. Σύμφωνα μέ τό Σύμβολο τής Πίστεως, πού υιοθε­
τήθηκε στή Σύνοδο τής Κωνσταντινούπολης τό 381,
άποφασίστηκε ότι τό Πνεύμα εκπορεύεται μόνο έκ τού
Πατρός. Σ τή σύνοδο όμως δέν υπήρχαν Δυτικοί εκπρό­
σωποι, καί ό Αυγουστίνος δέν έμαθε ποτέ γ ι’ αυτή τήν
απόφαση πού έγινε γνωστή στή Δύση τουλάχιστον 20
χρόνια μετά τό θάνατό του. Τέσσερις αιώνες αργότερα τό
ζήτημα οδήγησε στό σχίσμα. "Οταν ό Αυγουστίνος έγρα­
φε τό έργο De Trinitate, παρατηρεί ό Chadwick, δέν είχε
κανέναν λόγο νά μήν αναφέρει δτι τό Πνεύμα έκπορεύεται
καί «έκ τού Υιού». 'Έ νας άνθρωπος πού εΤχε θέσει ως
σκοπό τής ζωής του τήν καταπολέμηση τών αιρέσεων,
γιατί νά δημιουργούσε ό ’ίδιος ζήτημα, παρεκκλίνοντας
από τήν απόφαση τής Συνόδου9;

38
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο ΑΤΓΟΓΣΤΙΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Οί συνεχείς αγώνες τοΰ Αυγουστίνου κατά των αιρέσε­


ων, καί ιδιαιτέρως κατά τοΰ Πελάγιου, θά επηρέαζαν
άλλωστε τή διαμόρφωση τής θεολογίας του, που θά γινό­
ταν συνεχώς πιό απαισιόδοξη, κυρίως στό ζήτημα τής θεί­
ας Χάριτος καί τοΰ απόλυτου προορισμού. Θά επηρέαζαν
όμως καί την προσωπικότητά του. Ό Αυγουστίνος, όταν
άπέτυχαν οί ειρηνικές προσπάθειες νά επαναφέρει τους
αιρετικούς στόν σωστό δρόμο, δέχτηκε την εφαρμογή
σκληρότερων μέτρων. Κ α τ ’ ουσίαν έβλεπε στήν Ε κ κ λ η ­
σία τήν αναβίωση τής ρωμαϊκής ιδεολογίας πού εξασφάλι­
ζαν οί παλιοί καλοί ρωμαϊκοί νόμοι10.
Ό Πελάγιος, Βρετανός μοναχός, είχε εγκατασταθεί
στή Ρώμη τό 400. ΤΗ ταν ένας αξιόλογος στοχαστής πού
ενδιαφερόταν γιά τήν πνευματική πρόοδο καί θέλησε νά
έξάρει τήν ελεύθερη βούληση καί νά μειώσει τό ρόλο τής
παρέμβασης τοΰ Θεοΰ καί τής θείας Χάριτος στή σω τη­
ρία τών πιστών. Πολύ κοντά στό πνεύμα τών παγανιστών
στωικών καί τών Ρωμαίων μοραλιστών, θεωρούσε ότι ή
ήθική τελείωση είναι αποτέλεσμα προσωπικών επιλογών
καί αγαθής προαίρεσης, τήν οποία έν συνεχείς 6 Θεός επι­
βραβεύει. ’Απαντώντας, ό Αυγουστίνος θά άντιτάξει ότι οι
ίδιες οί επιθυμίες τής σωτηρίας οφείλονται στή χάρη τοΰ
Θεού, καί θά προσπαθήσει νά έξάρει τήν παρέμβαση τής
θείας Χάριτος.
Ή βίαιη κριτική του στό αισιόδοξο κήρυγμα τοΰ Π ε­
λάγιου, πού έβλεπε στόν άνθρωπο τήν ικανότητα νά χειρι­
στεί μονάχος του τό ζήτημα τής σωτηρίας του, δείχνει ότι
ό Αυγουστίνος δέν είχε πάψει νά σκέφτεται τό δικό του
παρελθόν, τις αδυναμίες του καί τούς πειρασμούς του. Ή

39
ΛΓΙΟν ΑΤΓΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

αλληλογραφία του, πού άποτελεΐται από τριακόσιες περί­


που έπιστολές — μιά πηγή τεράστιας αξίας γιά την προ­
σωπικότητά του— , δείχνει ότι ό Αυγουστίνος θά συνεχίσει
νά είναι ο οξυδερκής ερευνητής τής ανθρώπινης ψυχής καί
ό άνατόμος τής ανθρώπινης αδυναμίας. ’Έ τσ ι, αυτός ό
άσκητής, ο άνθρωπος πού διάλεξε τήν εγκράτεια, θά μπο­
ρεί νά γράφει τό 414: «’Έ χ ω κάνει, ωστόσο, τούτη τήν
παρατήρηση γιά τήν ανθρώπινη συμπεριφορά, ότι σέ ορι­
σμένους ανθρώπους, όταν ή σεξουαλικότητα καταπιέζεται,
στή θέση της φυτρώνει ή τσιγγουνιά.,.»11. Ό Αυγουστί­
νος, πού τόν ένδιέφεραν οί εσωτερικές συγκρούσεις, οί ψυ­
χικές εντάσεις καί οί αντιφάσεις, συνέχιζε νά πιστεύει ότι ή
συνείδηση τοΰ άνθρώπου είναι άβυσσος, καί νά ακολουθεί
τή διδασκαλία τοΰ Παύλου, ότι ό άνθρωπος δέν έχει τή δύ­
ναμη νά άναλάβει μονάχος του τή σωτηρία του. Γιά τόν
Πελάγιο ο αυτοέλεγχος άρκοΰσε. "Ομως ό Αυγουστίνος
διαφωνούσε, γιατί είχε διαπιστώσει, προλαμβάνοντας τόν
Freud, ότι, ανεξάρτητα από τίς καλές προθέσεις, οί σεξου­
αλικές επιθυμίες υπάρχουν ακόμη καί στόν πιό εγκρατή,
όπως συχνά φανερώνει ένα αθώο lapsus τής γλώσσαςia.
Τό πρόβλημα των εσωτερικών συγκρούσεων ό Αυγου­
στίνος τό γνώριζε από τήν προσωπική του πείρα. Σ τίς Ε ­
ξομολογήσεις χρεώνει τό άγχος του στόν βαθύ διχασμό
του ανάμεσα στόν «χωμάτινο» εαυτό καί τόν πνευματικό
εαυτό, τόν «εξωτερικό» καί τόν «εσωτερικό» άνθρωπο.
Ό πρώτος ήταν αυτός πού γνώριζε νά απολαμβάνει τίς
γήινες χαρές, καί ό δεύτερος, σύμφωνα μέ τήν ανάλυση
πού επιχειρεί ό Ε. R. Dodds, ήταν εκείνος πού εκπροσω­
πούσε ή μητέρα του Μόνικα καί ή Ε κ κ λη σ ία 13. Ό

4ο
Ε ΙΣΑ ΓΩ Γ Η : Ο ΑΪΤΟΓΣΤΙΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Αυγουστίνος προσπάθησε νά άφαιρέσει τόν παλιό του εαυ­


τό μυε τό νυστέρι. "Ομως οι πειρασμοί παρέμεναν. "Οσο
περνούσαν τά χρόνια, θά τούς πολεμούσε μέ μέτρα όλο καί
πιό δραστικά, πού φανερώνουν έναν άνθρωπο κυριευμένο
από φόβους γιά τό σέξ, τούς αιρετικούς, τήν κάθε εί'δους
παρεκτροπή από τή μητέρα Ε κκλησία. Ή μεταστροφή
δέν τού έδωσε τελικά τήν ήρεμία πού προσδοκούσε, γράφει
ο Ε. R. Dodds, καί τό τίμημα τής εγκράτειας πού πλήρω­
σε γιά νά τήν κερδίσει ήταν πολύ ακριβό. « Ή ευτυχής
εναρμόνιση όλων των άνθρώπινων δραστηριοτήτων καί
ορμών παρέμεινε γ ι’ αυτόν, όπως γιά κάθε διχασμένο
άνθρωπο, ένα απλησίαστο ιδανικό»14.
Ό Αυγουστίνος, όπως καί οί άλλοι άνθρωποι της
εποχής του, είχε δεί τό κακό σάν αρρώστια. Ό ίδιος διά­
βαζε βιβλία ιατρικής καί είχε πολλά στή βιβλιοθήκη του.
Θά υιοθετούσε, λοιπόν, ιατρικό λεξιλόγιο γιά τή σωτηρία
καί μάλιστα μέ τεχνικούς όρους τής ρωμαϊκής ιατρικής.
Κεντρική στή «θεραπευτική» στάση του ως πρός τή σχέ­
ση «χάριτος» καί «ελεύθερης βούλησης» ήταν ή ιδέα ότι
ή ικανότητά μας γιά αύτοπροσδιορισμό είναι περιορισμένη,
γιατί έξαρτάται από περιοχές πού δέν ελέγχουμε. Τά έπι-
χειρήματά του, ένισχυμένα μέ ιατρικές μεταφορές καί π α ­
ραδείγματα, συγκινούσαν καί έπειθαν τήν κοινή γνώμη,
πού τάχθηκε στό τέλος μέ τό μέρος του. "Ομως ή νίκη
των ιδεών του εναντίον εκείνων τού Πελάγιου, όπως πα ­
ρατηρεί ό Peter Brown, ήταν ένα από τά πιό σημαντικά
συμπτώματα τή ς βαθιάς αλλαγής πού είχε συντελεστεΐ
στήν εποχή του: ή άνθρώπινη νόηση έχανε τήν αυτονομία
τη ς13.
αγιοτ αγγογςτινογ εξομολογήσεις , πρώτος τομος

Ό Αυγουστίνος άρρώστησε τό 430, δταν οί Βάνδαλοι


είχαν ήδη φτάσει στην ’Αφρική καί πολιορκούσαν τήν Ί π -
πώνα. Σ τη διάρκεια τής άρρώστιας του, δπως γράφει δ
βιογράφος του Ποσσίδιος, ζήτησε νά τόν άφήσουν ολομό­
ναχο. ΤΗ ταν ή ώρα τής προσευχής καί των δακρύων τής
μετάνοιας. Ζήτησε νά τοϋ αντιγράψουν τέσσερις ψαλμους
τοϋ Δαβίδ γιά τή μετάνοια καί νά τους κρεμάσουν στους
τοίχους τοΰ δωματίου του, γιά νά μπορεί νά τούς βλέπει
συνεχώς από τό κρεβάτι του. Πέθανε στίς 28 Αυγούστου.
"Ενα χρόνο μετά, ή 'Ιππώ να λεηλατήθηκε καί κάηκε σχε­
δόν ή μισή, όμως ή βιβλιοθήκη τοΰ Αυγουστίνου σώθηκε.
Ό Ποσσίδιος έμεινε μερικά χρόνια στά ερείπια τής πόλης,
καταγράφοντας τά έργα τοΰ Αυγουστίνου. «Καί όμως»
γράφει στή βιογραφία τοΰ δασκάλου του «πιστεύω πώς
κανείς δέν θά μπορέσει νά κερδίσει δ,τι κέρδισαν εκείνοι πού
μπορούσαν νά τόν βλέπουν καί νά τόν άκοΰν νά μιλά στήν
εκκλησία, καί ακόμη περισσότερο εκείνοι πού γνώρισαν
έστω καί λίγο άπό κοντά αυτό πού ήταν ως άνθρωπος»16.

Ή πνευματική διαμόρφωση τοΰ Αυγουστίνου


Σ τίς έρευνες γιά τήν πνευματική διαμόρφωση τοΰ Αυγου­
στίνου, οί όποιες περιλαμβάνουν ονόματα έπιφανών μελε­
τητώ ν, δπως οί Henri-Ir6n6e Marrou καί Pierre Cour-
celle17, κυριαρχούν τά ερωτήματα: Πόσο ό Αυγουστίνος
επηρεάστηκε άπό τούς νεοπλατωνικούς; Μ ήπως ή θεολο­
γία του δέν είναι παρά νεοπλατωνική φιλοσοφία, «βαφτι­
σμένη» χριστιανική; Ποιά θέση είχε ό νεοπλατωνισμός
στή ζωή καί στά έργα τοΰ Αυγουστίνου; Μιά ανάλογη συ­

4*-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η ΠΝΕΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΤ ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΓ

ζήτηση περιστρέφεται επίσης γύρω από τό χριστιανισμό


■τοΰ Αυγουστίνου.
Ό Pierre Courcelle, προχωρώντας όσο κανείς μέχρι
την εποχή του στό ζήτημα τοΰ ρόλου πού έπαιξε ή μελέτη
τών νεοπλατωνικών στή διαμόρφωση τοΰ νεαρού Αυγου­
στίνου, αφήνει πολύ χώρο στό χριστιανισμό, αλλά επιμένει
στίς νεοπλατωνικές αρχές αυτού τού χριστιανισμού καί,
επιπλέον, διευρύνει τό πεδίο καί περιλαμβάνει τόν ’Αμβρό­
σιο, δείχνοντας ότι στό Μιλάνο, τήν έποχή τών δύο άν-
δρών, τό 380, ο πλατωνικός χριστιανισμός ήταν γενικός
κανόνας.
’Αλλά, τί σήμαινε χριστιανισμός γιά τήν έποχή τού
Αυγουστίνου; Ό ίδιος στίς Retractationes { ’Αναδρομές),
πού έγραψε στό τέλος τής ζωής του, λέει: «Αυτό πού σή­
μερα ονομάζεται χριστιανική θρησκεία υπήρχε καί στούς
αρχαίους, από τότε πού αρχίζει νά υπάρχει ή φυλή τών
ανθρώπων μέχρι τήν έλευση καί τήν ενσάρκωση τού Χρι­
στού, όταν ή αληθινή θρησκεία, πού ήδη υπήρχε, άρχισε
νά ονομάζεται χριστιανική»18. ’Α σφαλώς, παρατηρεί ό
O ’Donnell, ό Αυγουστίνος ήταν πιό αρμόδιος από τούς
σύγχρονούς μας νά κρίνει αν ή πρόσμειξη νεοπλατωνικών
όρων καί αρχών στή χριστιανική διδασκαλία μπορούσε νά
βλάψει αυτό πού κυρίως τόν ένδιέφερε, καί πού δέν ήταν
άλλο από τή σωτηρία. ’Άλλωστε, ό Αυγουστίνος μεγάλω­
σε σέ ένα περιβάλλον πού κύριο χαρακτηριστικό του ήταν
ή συνύπαρξη πολλών παραδόσεων καί ό συγκρητισμός.
Ό Αυγουστίνος στίς ’Εξομολογήσεις αναφέρει ό ίδιος
τούς σταθμούς τής πνευματικής πορείας του. Πρώτος
σταθμός ήταν ή ανάγνωση τού Hortensius τού Κικέρωνα,

43
ΑΓΙΟV ΑΪΤΟΓΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

δεύτερος οΐ Κατηγορίες τού ’Αριστοτέλη. ’Ακολούθησε


μιά αποτυχημένη απόπειρα νά διαβάσει τη Βίβλο. Στό
διάστημα αυτό προσχωρεί στην αίρεση των μανιχαίων.
Παράλληλα, μελετά τά βιβλία των mathematici, των
άστρολόγων. ’Απογοητευμένος, στρέφεται στους άκαδη-
μεικούς. Στό Μιλάνο θά γνωρίσει τά βιβλία τών platonici,
των νεοπλατωνικών, τοΰ Πλωτίνου καί του Πορφύριου,
τά όποια διαβάζονταν στόν κύκλο τοΰ ’Αμβρόσιου. Θά
ακολουθήσει ή μελέτη τοΰ αποστόλου Παύλου, πού θά
άποβεΐ καθοριστική γιά τή μεταστροφή του.
Είναι βέβαιο οτι δ Αυγουστίνος παραλείπει πολλά από
τά διαβάσματά του. Θά πρέπει επίσης νά έχουμε πάντοτε
υπόψη μας οτι, όπως παρατηρεί ό O ’Donnell, όποιοδήπο-
τε από τά κείμενα πού υποδεικνύουν οι μελετητές όταν
άναφέρονται στά πιθανά διαβάσματα τοΰ Αυγουστίνου,
δέν έχει σωθεί στή μορφή πού τό διάβασε. ’Ακόμη καί τόν
Πλωτίνο τόν διάβασε σέ μιά λατινική μετάφραση πού δέν
σώζεται καί, αν λάβει κανείς υπόψη τίς δυσκολίες τοΰ
πλωτίνειου κειμένου, ή μετάφραση θά πρέπει νά διέφερε
σημαντικά απο το πρωτότυπό . 1 ις μονές 6ε6αιες απα­
ντήσεις στό ερώτημα «τί είχε διαβάσει ο Αυγουστίνος»,
τίς δίνουν τά ίδια του τά κείμενα. Ή εξέταση τών ’Εξο­
μολογήσεων στό επίπεδο τών διακειμενικών σχέσεων δεί­
χνει έναν ακούραστο ερευνητή, έναν άνθρωπο ανοιχτό στίς
ιδέες τοΰ καιροΰ του, μέ ένα ευρύτατο φάσμα άναγνω-
στικών προτιμήσεων, πού περιλάμβανε τήν ποίηση, τή
φιλοσοφία, τίς ελευθέριες τέχνες, τίς ιστορίες ζωής τών
πρώτων μαρτύρων, όπως τό Πάθος τής Περπέτουας. Ό
Αύγουστίνος, πού λάτρευε τό θέατρο ως έφηβος καί είχε

44
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

πάρει βραβείο σέ ποιητικούς αγώνες, δέν έγκατέλειψε πο­


τέ την αγάπη του γιά τήν ποίηση, δπως φανερώνει ένα
από τά πρώτα έργα πού έγραψε μετά από τη βάπτισή του,
τό De Musica. Ποιες ήσαν λοιπόν οί βάσεις τής παιδείας
του;
Τά χρόνια τών σπουδών τοΰ Αυγουστίνου στην Καρ-
χηδόνα, ή διδασκαλία γινόταν στά λατινικά, όμως διδά­
σκονταν καί τά ελληνικά30. Οί Αφρικανοί λόγιοι γνώριζαν
σέ βάθος τη λατινική λογοτεχνία. Ή δυσκολία νά προμη­
θεύονται χειρόγραφα τούς υποχρέωνε νά μαθαίνουν από
στήθους τά κλασικά κείμενα, καί υπήρχαν άνθρωποι πού
γνώριζαν απέξω ολόκληρο τόν Βιργίλιο καί λόγους τοΰ
Κικέρωνα. Ή παιδεία στηριζόταν στήν αποστήθιση, καί
οί δυό αυτοί Λατίνοι συγγραφείς ήταν τόσο βαθιά ριζωμέ­
νοι στή μνήμη τοΰ Αυγουστίνου, πού σπανίως μπορούσε νά
γράψει κάτι χωρίς κάποια κατάλοιπα ή κάποιες λεκτικές
μνεΐες, οί όποιες μόνο σχετικά πρόσφατα εντοπίστηκαν.
Γνώριζε καλά επίσης τόν Σαλλούστιο καί τίς κωμωδίες
τοΰ Τερέντιου. "Ομως, αναμφίβολα, ό πρώτος μεγάλος του
δάσκαλος ήταν ό Κικέρων. Τό ελληνικά πού περιλάμβανε
τό πρόγραμμα σπουδών του ό Αυγουστίνος δέν κατάφερε
νά τά μάθει τόσο καλά όσο ό 'Ιερώνυμος. ΕΓναι βέβαιο δτι
μπορούσε νά διαβάσει ελληνικά κείμενα από τό πρωτότυ­
πο, αλλά προτιμούσε τίς μεταφράσεις, καί διάβασε τούς
Πατέρες τής Ανατολικής Ε κκλησίας, ειδικότερα τόν Ω ­
ριγένη, καθώς καί τούς νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, από
μεταφράσεις31.
Ό Αυγουστίνος μεγάλωσε σέ χριστιανικό περιβάλλον.
Τόν 2ο αιώνα μιά εύρωστη χριστιανική άποστολή στή βό­

45
ΑΓΙΟΙ' ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓ1ΙΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ρεια ’Αφρική είχε έγκαταστήσει έ'ναν μεγάλο αριθμό αδελ­


φοτήτων γιά τίς όποιες μεταφράστηκε ή ελληνική Βίβλος
στά λατινικά, σέ μιά μετάφραση χωρίς λογοτεχνικές
αξιώσεις. Αυτή τή Βίβλο χρησιμοποίησε ό Αυγουστίνος.
’Ή δη στήν εποχή του μιά χριστιανική λογοτεχνική παρά­
δοση είχε δημιουργηθεΐ στήν ’Αφρική. ’Α νάμεσα στους
’Αφρικανούς προσήλυτους υπήρχαν διάσημες μορφές, ό­
πω ς ό Τερτυλλιανός, δημιουργός τοΰ λεξιλογίου της Δυ­
τικής θεολογίας, καί ό Κυπριανός, πού έγινε επίσκοπος
Καρχηδόνας αμέσως μόλις βαφτίστηκε καί πέθανε μέ
μαρτυρικό θάνατο τό 258.·
Ή λογοτεχνία τών εθνικών στήν ’Α φρική είχε νά πα ­
ρουσιάσει αξιόλογα επιτεύγματα. Ό Peter Brown παρα­
τηρεί οτι, εκτός άπό τόν Αυγουστίνο, ο πιό διαβασμένος
συγγραφέας τών πρώτων χριστιανικών χρόνων, ό Άπου-
λήιος, ήταν επίσης ’Αφρικανός. Ό Άπουλήιος άπό τά
Μάδαυρα, πού έζησε τόν 2ο αιώνα, ήταν συγγραφέας όχι
μόνο τοΰ δημοφιλούς Χρυσοϋ γάιδαρου ( Μεταμορφώσεις),
τοΰ διάσημου αυτού βιβλίου πού συνδύαζε τή φιλοσοφική
αναζήτηση μέ τήν αυτοβιογραφία σέ ένα ιδιόμορφο κράμα
μαγείας, θρησκείας καί σέξ, αλλά καί άλλων έργων γιά
τήν πλατωνική φιλοσοφία πού επίσης γνώρισαν μεγάλη
επιτυχία. Ή ρωμαϊκή ’Αφρική έδωσε όμως καί άλλους
διακεκριμένους συγγραφείς. Τόν Ιο αιώνα ό Μανίλιος
έγραψε ένα βιβλίο άστρολογίας. Τόν 2ο διακρίθηκε ό Φρό-
ντων, πού έγινε δάσκαλος τού αύτοκράτορα Μάρκου
Αύρηλίου, καί ό Αυλός Γέλλιος, συγγραφέας τών ’'Ατ­
τικών νυχτών. Σύγχρονος τού Αυγουστίνου ήταν ό Μα­
κρόβιος, πού τά σχόλιά του γιά τό « ’Όνειρο τού Σκιπίω -

46
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ, ΓΝΩΣΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟΙ

να», τό τελευταίο βιβλίο τής Πολιτείας τοΰ Κικέρωνα,


εγινε ή πιό σημαντική πηγή πληροφορίας γιά τή νεοπλα­
τωνική φιλοσοφία στή μεσαιωνική Δύση. Λίγο μετά τόν
Αυγουστίνο ο ειδωλολάτρης Μαρτιανός Καπέλλας έγραψε
τούς Γόμους τής φιλοσοφίας καί τοΰ Έρμη, γιά νά διδά­
ξει στους αναγνώστες του τά στοιχεία των επτά ελευθέ­
ριων τεχνών καί νά τούς δείξει με ποιο τρόπο ή μελέτη
μπορεί νά τούς άνεβάσει στούς ουρανούς.
Ή πνευματική διαμόρφωση τοΰ Αυγουστίνου δέν μπο­
ρεί νά έξεταστεΐ παρά μόνο σέ συνάρτηση μέ τά κυρίαρχα
ρεύματα καί τίς λογοτεχνικές ιδέες της εποχής του. Ή
λογοτεχνία τών πρώτων χριστιανικών αιώνων, τόσο τών
εθνικών οσο καί τών χριστιανών, είχε δώσει μιά σειρά
έργων στά όποια κύριο μέλημα ήταν ή αναζήτηση τής
αλήθειας. Συνδύαζαν τήν προσωπική ιστορία μέ τή φιλο­
σοφική αναζήτηση, εκφράζοντας τό βαθύτερο αίτημα τών
ανθρώπων γιά τήν securitas, τήν ήθική ασφάλεια, πού ή
απουσία της ήταν κύριο χαρακτηριστικό τής ζωής τών
ανθρώπων τών ύστερων χρόνων τής αυτοκρατορίας. Πολ­
λά από τά θέματα καί τά μοτίβα τών Εξομολογήσεων τά
συναντάμε στή συμβολική γλώσσα, τών παγανιστών καί
τών γνωστικών τοΰ προηγούμενου αιώνα.

Χριστιανοί, γνωστικοί καί εθνικοί


'Όσο ή Pax Romana πλησίαζε στό τέλος της, τό κυρίαρ­
χο γνώρισμα αυτής τής περιόδου ήταν ή ήθική καί υλική
ανασφάλεια. Πολλοί έχουν δει άναλογίες καί συγγένειες μέ
τήν εποχή μας. Ό Spengler, στήν Παρακμή της Δύσης,

47
ΑΓΙΟΙ' ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

προχώρησε ακόμη περισσότερο καί ονόμασε τίς δύο επο­


χές «σύγχρονες». Μέσα στη-βαθιά κρίση τοΰ ελληνορω­
μαϊκού κόσμου καί των πρώτων χριστιανικών αιώνων, τό
κυρίαρχο αίσθημα ήταν ή αποξένωση. Την ί'δια μοναξιά
τοΰ άνθρώπου στό φυσικό σόμπαν εκφράζει ή μοντέρνα
κοσμολογία, παρατηρεί ό Hans Jonas, καί αυτή τήν ί'δια
έξέφρασε ό νιτσεϊκός μηδενισμός καί άργότερα ό υπαρξι-
σμος“ .
Ή κρίση αυτή οδηγούσε σέ μιά στροφή πρός τόν εαυ­
τό. Τή στροφή τήν αναγνωρίζουμε σέ διάφορες ευφάντα­
στες μυθολογικές κατασκευές των γνωστικών τού 2ου
αιώνα, πού αντλούν τίς εικόνες τους άπό πολλές πηγές,
χριστιανικές καί παγανιστικές, ανατολικές καί ελληνικές.
Αυτό πού ό Αυγουστίνος ονομάζει abyssus humanae con-
scientiae, κάτι άνάλογο μέ εκείνο πού ονομάζουμε σήμερα
άσυνείδητο, ως σύλληψη συγγένευε μέ τόν μυστηριώδη
πρωταρχικό «βυθό» τών βαλεντινιανών, στόν όποιο
άρχικώς κατοικούν όλα τά πράγματα χωρίς κανείς νά τά
γνωρίζει, καί μέ τόν «φραγμό», ό όποιος στά συστήματα
τού Βασιλείδη καί τού Βαλεντίνου άποκόπτει τόν κόσμο
της ανθρώπινης εμπειρίας άπό τόν. κόσμο τοΰ φωτός23. Οί
κατασκευές αυτές αντιστοιχούσαν σέ δυϊστικά συστήμα­
τα. Ό δυϊσμός είναι ή κυρίαρχη ιδέα πού χαρακτηρίζει τό
πνεύμα αυτής της εποχής, καί τήν έξέφρασαν διάφορες
αιρέσεις τών ήμιχριστιανών καί χριστιανών γνωστικών,
πού εμφανίστηκαν τούς πρώτους μεταχριστιανικούς
αιώνες.
Ό γνωστικισμός στίς διάφορες μορφές του ξεκινούσε
άπό τήν αρχή τής ριζικής διχοτόμησης άνάμεσα στόν κό­

48
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ, ΓΝΩΣΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟΙ

σμο καί τόν άνθρωπο καί, έν συνεχείς, ανάμεσα στόν κό­


σμο καί τόν Θεό. Σ ’ αυτή την τριμερή σύλληψη — άνθρω­
πος, κόσμος, Θεός— ό άνθρωπος καί ό Θεός συνανήκουν,
ενώ 6 κόσμος είναι διαμετρικά αντίθετος. 'Ό μ ω ς άνθρω­
πος καί Θεός, παρά τή θεμελιώδη τους σχέση, είναι χωρι­
σμένοι, καί αυτό άκριβώς πού τούς χωρίζει είναι ό κόσμος.
Ή θεότητα είναι άπολύτως ξένη πρός τό φυσικό σύμπαν,
άπό τό όποιο είναι άδύνατον νά πληροφορηθοϋμε γ ι’ αυτήν
οτιδήποτε. Ή γνώση της θεότητας γιά τούς γνωστικούς
μπορεί νά επιτευχθεί άποκλειστικά μέσω μιας άποκάλυ-
ψης-
Σύμφωνα μέ τήν κοσμολογία των γνωστικών, ό κό­
σμος δέν είναι δημιούργημα τοΰ Θεοϋ άλλά μιας κατώ τε­
ρης άρχής. Σύμφωνα μέ τήν άνθρωπολογία τους, ό εσω­
τερικός εαυτός τοΰ άνθρώπου δέν άποτελεϊ μέρος τοΰ φυ­
σικού κόσμου ούτε δημιούργημά του, άλλά βρίσκεται μέσα
στόν κόσμο, τόσο υπερβατικός καί ξένος καί άγνωστος όσο
είναι καί τό υπερκόσμιο άντίστοιχό του, ό « ’Άγνωστος
Θεός». Γιά τούς γνωστικούς, ό άνθρωπος είναι μόνος, καί
ή μοναξιά του τόν τρομάζει, όπως θά τρόμαζε τόν Π α-
σκάλ. Αυτό τόν άνθρωπο, έναν ξένο ριγμένο στόν κόσμο,
θά τόν ξαναβροΰμε στόν Heiddegger. Θά είναι ό παγιδευ-
μένος άνθρωπος τοΰ Sartre καί τών ύπαρξιστών, ό «ξένος»
τοΰ Camus.
Μιά σύντομη διατύπωση γιά τό νόημα τή ς διδασκα­
λίας τοΰ γνωστικισμού θά μπορούσε νά είναι ή έξης: ό Θε­
ός δέν κατακτιέται μετά άπό μιά διαδικασία μάθησης,
άλλά μετά άπό τήν άνακάλυψή του μέσα στόν άνθρωπο.
«Γνώση»Μ σήμαινε κ α τ ’ άρχήν γνώση τοΰ Θεού- όμως,

49
ΑΓΙΟV ΑΪΓΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

εφόσον ή φύση τοΰ Θεού ήταν ριζικά υπερβατική, ή γνώ­


ση αυτή ήταν κάτι φυσικά αδύνατον καί γ ι’ αυτό μιά αφύ­
σικη κατάσταση. Ή γνώση αυτή περιλάμβανε οτιδήποτε
σχετικό μέ τή θεότητα, δηλαδή τήν τάξη καί τήν ιστορία
των ουράνιων κόσμων, καί ο,τι πηγάζει από αυτούς, δη­
λαδή τή σωτηρία τοΰ ανθρώπου, μέ άλλα λόγια ζητήματα
πού δέν μπορούν νά γίνουν γνωστά με τίς συνηθισμένες
διανοητικές διαδικασίες55.
Οί διάφορες παγανιστικές καί ήμιχριστιανικές θεωρίες
έβλεπαν τήν ύλη ώς ανεξάρτητη αρχή καί πηγή τοΰ κα­
κού καί τόν αισθητό κόσμο ώς περιοχή ή ακόμη καί δη­
μιούργημα μιας κακόβουλης προσωπικής δύναμης. Γιά τούς
Πέρσες, καθώς καί γιά τούς μανιχαίους, ό κόσμος ήταν
τό θέατρο αυτής τής σύγκρουσης. Ό κόσμος, γιά τούς
περισσότερους γνωστικούς, ήταν ολόκληρος παραδομένος
στόν «εχθρό». Σίγουρα σέ έναν τέτοιο κόσμο, παρατηρεί ό
Dodds, αυτό πού ό Πλωτίνος καί αργότερα ό Αυγουστίνος
ονόμασαν «έσωτερικός άνθρωπος», αυτό πού ό απόστολος
Παύλος καί οι γνωστικοί ονόμασαν «πνευματικός άνθρω­
πος», πρέπει νά αισθανόταν ξένος καί εξόριστος30.
Σ τή συμβολική γλώσσα των γνωστικών, ό άνθρωπος
σ ’ αυτό τόν κόσμο είναι ένας ξενιτεμένος, καταδικασμένος
νά περιοδεύει μακριά από τήν πατρίδα του, καί ή ζωή
αυτού τού οδοιπόρου είναι γεμάτη άγχος καί νοσταλγία,
γράφει ό Hans Jonas37. Γιά τόν Μάρκο Αύρήλιο «ολη ή
ζωή τού σώματος είναι ποτάμι πού περνά, ή ζωή τής
ψυχής όνειρό καί ψευδαίσθηση· ή ύπαρξή του πόλεμος καί
ποφαμονή σέ ξένη χώρα· ή υστεροφημία του λήθη»38. Ή
ψυχή τού ανθρώπου στή διάρκεια τής γήινης αποδημίας

50
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ, ΓΝΩΣΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟΙ

της υποφέρει, καί ψάχνει τό καταφύγιο, τό σίγουρο λιμάνι:


τό θέμα τής peregrinatio θά γίνει ένα από τά πιό αγαπη­
μένα τών συγγραφέων, καί αργότερα τοϋ ίδιου τοϋ Αυγου­
στίνου στίς Εξομολογήσεις.
Γιά τόν Πλωτίνο, παρατηρεί ό Dodds29, τό οδοιπορικό
της ξενιτεμένης ψυχής είναι τό ταξίδι τής ανακάλυψης
τοϋ έαυτοΰ: «Π άντα εϊσω»30, τά πάντα βρίσκονται μέσα
μας. Τό ζήτημα πλέον είναι ή αναζήτηση τοϋ έαυτοΰ εντός
καί όχι εκτός. Ό κόσμος τών αισθητών Θά διαχωρισθεΐ
τήν εποχή αυτή ριζικά από τόν κόσμο τών νοητών: « Έ -
σμέν έκαστος κόσμος νοητός»31. Τά λόγια τοϋ ’Αγαμέ­
μνωνα στόν "Ομηρο: « Ά ς φύγουμε γιά τή δική μας χ ώ ­
ρα» θά αποκτήσουν νέο νόημα γιά συγγραφείς όπως ο
Πλωτίνος32 καί ό Γρηγόριος Νύσσης33: ή ψυχή πρέπει νά
φύγει από τήν ομορφιά τών αισθήσεων καί τήν πλανεύτρα
Κίρκη καί νά επιστρέφει στή δική της χώρα. Τή φράση θά
έπαναλάβει καί ό Αυγουστίνος στήν Πολιτεία τοϋ ΘεοϋΜ.
Ή αίσθηση ότι ό άνθρωπος είναι ξένος στόν κόσμο καί
ό κόσμος μιά ξένη χώρα ήταν ιδιαίτερα ισχυρή στούς χρι­
στιανούς. «"Οτι ξένοι καί παρεπίδημοί εισιν» γράφει ό
Παύλος35. Σ ’ αυτό τόν κόσμο οί χριστιανοί είδαν τήν
έκπτω τη κατάσταση τοϋ ανθρώπου ως τιμωρία γιά τό
προπατορικό αμάρτημα. Ή αποδημία «εις χώραν μα­
κράν»36, όμοια μέ αυτή τής παραβολής τοϋ ασώτου υίοϋ,
είναι ένα από τά κεντρικά θέματα τών Εξομολογήσεων.
Ή ζωή στόν κόσμο θά έρμηνευθεΐ ώς μιά έπώδυνη καί
επικίνδυνη παραμονή σέ έναν τόπο έντελώς διαφορετικό
από τή σφαίρα τής θεότητας, στήν regio dissimilitudinis,
τόν «τόπο άνομοιότητος» τοϋ Πλωτίνου.

5 ΐ
ΑΓΙΟΙ’ ΑΓΓΟ 1'ΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Ό Αυγουστίνος είχε την εικόνα ενός Θεοΰ πού αποτε­


λεί κέντρο τοΰ κόσμου. «Έ σύ κατοικούσες μέσα μου,
όμως εγώ ήμουν εκτός» γράφει στό Τρίτο βιβλίο. Τό «λί­
κνο» τής πίστης, ή «φωλιά» τής Εκκλησίας, είναι εικόνες
πού μεταφράζουν τήν έπιστροφή στόν Θεό ως επιστροφή
στό κέντρο. Ή γεωγραφία τοΰ Αυγουστίνου είναι χτισμένη
ολόκληρη μέ άναχωρήσεις καί έπιστροφές από καί πρός
αυτό τό κέντρο37. ’Ακολουθεί τήν ελληνική παράδοση της
ομόκεντρης αναπαράστασης τοΰ κόσμου, αλλά στό σημείο
αυτό συναντά τήν παγκόσμια μυθική σκέψη, όπως έχει
δείξει δ Mircea Eliade38. Οί εικόνες αυτές, εκτός από τήν
ποιητική τους δύναμη, έχουν μεγάλη ψυχολογική αξία πού
συγκινεΐ μέχρι σήμερα τούς στοχαστές καί τούς ποιητές.
Ό Αυγουστίνος θά προσπαθούσε νά έπιστρέψει σ ’
αυτό τό κέντρο, όμως, πρίν φτάσει εκεί, θά περνούσε από
αλλού.

Σ το φαρμακείο των μανιχαίων


Τήν εποχή τού Αυγουστίνου ή διχοτόμηση σώματος καί
ψυχής ήταν μιά από τίς θεμελιώδεις ιδέες τού χριστιανι­
σμού καί των αιρέσεων. Τό σώμα, ή σάρκα, ο χωμάτινος
εαυτός, ήσαν ή βέβαιη είσοδος τής αμαρτίας στόν άνθρω­
πο. "Ομως ή ιδέα αυτή ήταν ήδη διαδεδομένη γενικότερα
τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Τή δυσφορία γιά τό
σώμα τή μοιραζόταν καί ό Πλωτίνος καί άλλοι νεοπλα­
τωνικοί. Σύμφωνα μέ τόν Dodds «ή έχθρα πρός τό σώμα
ήταν ενδημική νόσος ολόκληρου τού πολιτισμού αυτής
- >
λ f f f t yi
της περιοοου», για παγανιστές και χριστιανούς .

52
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΣΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ ΤΩΝ ΜΑΝΙΧΑΙΩΝ

Οι π ιό ακραίες εκδηλώσεις τής έχθρας αυτής παρατη­


ρούνται στους χριστιανούς καί τούς γνωστικούς, αλλά τά
συμπτώματα της εμφανίζονται μέ ελαφρά μορφή καί
ατούς εθνικούς. Πολλοί εθνικοί, όπως ό Μάρκος Αύρή-
λιος, μπορούσαν νά ύπομείνουν τόν εαυτό τους μόνο εφόσον
πραγματοποιούσαν μιά τομή άνάμεσα στό πνεύμα καί τό
σώμα, μιά διχοτόμηση πού ερχόταν άπό τήν κλασική
Ελλάδα, άλλα προσέλαβε παράξενες μορφές καί έφτασε
σέ άκρότητες τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Ή
πεποίθηση τών χριστιανών πατέρων τής ερήμου, οτι ή
ζωή τού σώματος είναι ό θάνατος τής ψυχής, είχε ως
άποτέλεσμα διαρκείς αύτοβασανισμούς πού περιλάμβαναν
καί τόν αύτοευνουχισμό, εάν άληθεύει ή σχετική μαρτυρία
τού Ευσέβιου γιά τόν Ωριγένη40.
Σ ’ αυτό τόν κόσμο, στόν όποιο τό κακό είχε προσλάβει
υλική υπόσταση, οι δαίμονες βρίσκονταν παντού σάν βα­
κτηρίδια. Γιά τόν Αυγουστίνο, πού μεγάλωσε σέ χριστια­
νικό σπίτι, ή χριστιανική πίστη ήταν σάν εμβόλιο κατά
τής άρρώστιας. 'Ό ταν ό Αυγουστίνος ήταν παιδί τόν
«αλάτισαν» γιά νά κρατήσουν μακριά τούς δαίμονες41. 'Ο ­
λόκληρη ή εποχή θά χρησιμοποιούσε μεταφορές τής άσθέ-
νειας καί οί θρησκείες θά προέβαλλαν κυρίως τίς θεραπευ­
τικές τους ιδιότητες στούς πιστούς. Αυτή τή μεταφορική
γλώσσα, καθώς καί ένα ολόκληρο φαρμακευτικό εργαστή­
ριο γιά τήν άντιμετώπιση τού κακού, βρήκε ό Αυγουστί­
νος στή διδασκαλία τών μανιχαίων.
Ό μανιχαίσμός, σύμφωνα μέ τόν Hans Jonas, άνήκει
στό κυρίαρχο ρεύμα τού γνωστικισμού, τουλάχιστον σέ
δ,τι άφορά τήν κεντρική ιδέα του, πού είναι ό δυϊσμός. Ό

53
ΛΓΙΟΓ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Μάνης, μιά θρησκευτική ιδιοφυία τοΰ 3ου αιώνα μ.Χ .,


έζησε στη Μεσοποταμία καί έκτελέστηκε με τόν μαρτυ­
ρικό θάνατο τής σταύρωσης άπό τόν Πέρση διοικητή τό
276. Ή θρησκεία του διαδόθηκε με εκπληκτική τα χύτη­
τα, καί οι μανιχαϊστικές κοινότητες ανθούσαν δχι μόνο
στή ρωμαϊκή αυτοκρατορία άλλά καί στήν ’Ά πω Ανατο­
λή. Λίγα χειρόγραφα σώζονται άπό τή θρησκεία αυτή,
κυρίως μέ ύμνους, στά κοπτικά καί στά κινέζικα. Μιά ά­
πό τίς κυριότερες πηγές είναι τά κείμενα τού ίδιου τοΰ
Αυγουστίνου.
Ό Μάνης ήταν οπαδός τοΰ περσικού γνωστικισμού
καί ήθελε νά μεταρρυθμίσει τή διδασκαλία τού Ζωροά-
στρη, είσάγοντας σ ’ αυτή χριστιανικές καί ινδικές ιδέες.
ΤΗ ταν ό μόνος άπό τούς γνωστικούς πού θέλησε νά φτιά­
ξει ένα ολοκληρωμένο θρησκευτικό σύστημα. Σύμφωνα
μέ τό σύστημα αυτό, δυϊστικό στή σύλληψή του, τό αγα­
θό καί τό πονηρό, ή ύλη καί τό πνεύμα, τό φως καί τό
σκότος βρίσκονται άντιμέτωπα. Τό σύμπαν είναι προϊόν
αυτών των άντίρροπων δυνάμεων, μείγμα φωτός καί σκό­
τους, καλού καί κακού. Τό ίδιο ισχύει καί γιά τόν άνθρω­
πο, πού ή ψυχή του άνήκει στό βασίλειο τού φωτός καί τό
σώμα του στό βασίλειο τού σκότους. ”Οπως δμως τά φυ­
τά τείνουν πρός τό φώς, έτσι καί ό άνθρωπος τείνει νά
άπαλλαγεϊ άπό τό σώμα του. Συνεπώς, ή σωματικότητα
καί ό αισθητός κόσμος ενέχονται γιά τό κακό στόν άνθρω­
πο.
Οί μανιχάΐοι στή λατρεία τους περιλάμβαναν ως λυ­
τρωτικές δυνάμεις τόν ήλιο, τόν ’Ιησού, καί τέλος τόν ίδιο
τόν Μάνη. Ό Μάνης άρνιόταν όποιαδήποτε αυθεντία στίς

54
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΣΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ ΤΩΝ ΜΑΝΙΧΑΙΩΝ

Γραφές, ήθελε ωστόσο νά θεωρείται χριστιανός, καί επό­


μενε νά παραμένει στη χριστιανική κοινότητα, αμφισβη­
τώντας όμως τά ιερά κείμενα καί τό δόγμα της καί χρησι­
μοποιώντας κατά βούληση ορισμένους όρους καί θέματα
τών Γραφών. Ό Ιησούς τοΰ Μάνη ήταν σύμβολο της πά-
-τχουσας ανθρωπότητας καί όχι ιστορικό πρόσωπο καί θε­
ότητα πού ενσαρκώθηκε. Δεχόταν τη σταύρωση μόνο με
(Τυμβολική σημασία, καί κήρυττε ότι ήταν αισθητή σέ
ολόκληρο τό σόμπαν, όπως στούς κορμούς τών δέντρων.
Ό τ ι δήποτε έπαιρνε ο Μάνης από τό χριστιανισμό τό
ερμήνευε στό δυϊστικό καί πανθείστικό πλαίσιο τής εξαιρε­
τικά πολύπλοκης μυθολογίας του, πού αποτελούσε μέρος
τής διδασκαλίας του.
Ό Μάνης έδινε μιά δραστική απάντηση στό πρόβλημα
τοΰ κακού. Διαχωρίζοντας τίς δυνάμεις τού καλού καί τού
κακού, υποστήριζε ότι τό κακό δέν μπορούσε νά προέρχε­
ται από τόν Θεό, αλλά από τήν εισβολή τού κακού μέσα
στό καλό. Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία του, τό καλό, πού
ύφίστατο τίς επιθέσεις τού κακού, ήταν μιά παθητική δύ­
ναμη, σέ αντίθεση μέ τό κακό, πού τό θεωρούσαν επιθετι­
κό· συνεπώς τό καλό ήταν καταδικασμένο νά δέχεται πα­
θητικά τίς επιθέσεις τού κακού. Ή κριτική πού άσκησε ό
Αυγουστίνος σ ’ αυτή τή διδασκαλία ήταν ότι οδηγεί στό
νά πιστέψουμε ότι ή δύναμη τού Θεού είναι περιορισμένη,
καθώς, εφόσον άποδεικνύεται ανίκανος νά ελέγξει τή δύ­
ναμη τού κακού, δέν είναι παντοδύναμος.
Τό ελκυστικό στοιχείο τής διδασκαλίας τού Μάνη
ήταν ότι άπέρριπτε τήν αυστηρή καί τρομερή μορφή τού
Θεού-πατέρα τής Παλαιάς Διαθήκης, πού μπορούσε νά

55
ΑΓΙΟΪ' ΑΪΓΟΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

είναι έλεήμων καί ταυτόχρονα εκδικητής. Ό Θεός γ ι’


αυτόν αποτελούσε τό ίίψιστο αγαθό καί ήταν απολύτως
αθώος, συνεπώς δεν έπρεπε νά θεωρείται ούτε στό έλάχι-
στο υπεύθυνος γιά τό κακό. "Ολη ή δραστικότητα τοΰ
θρησκευτικού συστήματος τών μανιχαίων βασιζόταν σέ
έναν άμετρο σεβασμό πρός τόν Θεό, καί υπόσχονταν δτι
μπορούν νά οδηγήσουν όποιονδήποτε άνθρωπο στόν Θεό,
με μοναδική προϋπόθεση νά άρνηθεϊ διά της απλής λο­
γικής όποιαδήποτε άλλη αυθεντία.
Ή θρησκεία τών μανιχαίων, γράφει b Chadwick,
εξέφραζε σέ ποιητική μορφή μιά απέχθεια γιά τόν υλικό
κόσμο. Τό κάτω μέρος τού σώματος τό θεωρούσαν έργο
τού διαβόλου. Τό σέξ τό εξομοίωναν μέ τό σκότος, δηλαδή
τήν ουσία τού κακού. Διακήρυσσαν μιά αυστηρότατη
ασκητική ζωή. "Ομως μόνο οί «έκλεκτοί», ή ανώτερη
βαθμίδα τής αίρεσης, ζούσαν έναν πραγματικά ασκητικό
βίο, πού έπεκτεινόταν οχι μόνο στήν απαγόρευση τού γά ­
μου αλλά καί στήν αποχή από τό κρέας καί τό κρασί, ένώ
οί τροφές πού έτρωγαν έπρεπε νά είναι ειδικές. Οί υπόλοι­
ποι οπαδοί, οί «ακροατές», ήσαν κατηχούμενοι καί φρό­
ντιζαν γιά τή συντήρηση τών εκλεκτών. Στούς ακροατές
τό σέξ επιτρεπόταν μόνο τίς ασφαλείς ημέρες τού μήνα,
γιά νά αποφεύγεται ή σύλληψη παιδιών, αλλά τή σεξουα­
λικότητα γενικά τήν αντιμετώπιζαν αρνητικά, ως επινόη­
ση τού διαβόλου43.
Π ώ ς λοιπόν αυτή ή θρησκεία μπορούσε νά ασκήσει
έλξη σέ έναν νέο όπως ό Αυγουστίνος, πού τόν ένδιέφερε
τό σέξ; Ή απάντηση είναι οτι, εφόσον θεωρούσε τό σέξ
έργο τού κακού, απάλλασσε τόν πιστό της από όποιαδή-

56
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΣΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ ΤΩΝ ΜΑΝΙΧΑΙΩΝ

ποτέ ευθύνη γιά τή σεξουαλική του δραστηριότητα. Μέ


τόν ίδιο τρόπο ή θεολογία τοϋ Μάνη απάλλασσε τόν πιστό
από αισθήματα ενοχής στό ζήτημα τοΰ κακοϋ γενικότερα:
Ό άνθρωπος δέν φέρει ευθύνες γιά τίς πράξεις του, άφοΰ
τό κακό δέν τό διαπράττει ό ίδιος αλλά κάποια άλλη φύση
μέσα του, μέ αποτέλεσμα νά είναι απαλλαγμένος από κά­
θε ευθύνη γιά τίς κακές πράξεις του. Οί οπαδοί τοΰ Μάνη
ήσαν βαθιά απαισιόδοξοι σχετικά μέ τήν ύπαρξη τοϋ κα­
κοϋ στόν άνθρωπο, δμως ή άπαισιοδοξία τους άφοροϋσε
μόνο μιά πλευρά τοΰ έαυτοϋ τους, εφόσον τήν άλλη, τήν
καλή πλευρά τους, τή θεωρούσαν απρόσβλητη από τό κα­
κό καί μέρος τής θείας υπόστασης. « Ό Αυγουστίνος ώς
μανιχαϊος» γράφει ό Brown «μπορούσε νά απολαμβάνει τό
παρήγορο συναίσθημα δτι, παρά τίς παρεκτροπές του, τό
δεσμό του μέ τήν παράνομη σύζυγο καί τή διάστασή του
μέ τή μητέρα του, τουλάχιστον τό καλό μέρος τού εαυτού
του παρέμενε ακηλίδωτο»43.
Ή επιμελημένη αποφυγή κάθε αισθήματος ενοχής
ήταν αυτό πού αργότερα ό Αυγουστίνος θά θεωρούσε ώς
τό σοβαρότερο σύμπτωμα τής μανιχαίστικής φάσης του.
Καί ή έμφαση πού έδωσε στό ζήτημα τής ενοχής, καθώς
καί τής θείας Χάριτος, δπως επίσης καί τό τριαδικό σχήμα
τής θεολογίας του, θά πρέπει νά εξετάζονται σέ συνάρτη­
ση μέ τήν πολεμική του κατά τού δυϊσμού τών μανιχαίων.
Ή αίρεση τοϋ Μάνη, άν καί μικρή, ήταν πολύ ισχυρή,
καλά δικτυωμένη καί διέθετε τήν αίγλη τής μυστικής
εταιρείας. Οί μανιχαΐοι ήσαν αυστηροί στήν εμφάνιση,
γνωστοί γιά τά χλω μά τους πρόσωπα. "Οταν βρίσκονταν
σέ ξένες πόλεις, έμεναν μόνο μέ τά μέλη τής αίρεσής τους.

57
ΑΓΙΟν ΑΪΤΟΓΣΤΙΝΟ V ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Οί αρχηγοί τους ταξίδευαν σε διάφορα μέρη τοΰ ρωμαϊκού


κόσμου στά όποια υπήρχε ένα ολόκληρο δίκτυο από εστίες
τους, από τήν Κίνα μέχρι τήν ’Ισπανία. Οί παγανιστές
τούς άπεχθάνονταν, οί χριστιανοί τούς μισούσαν καί τούς
φοβόνταν. ’Αργότερα θά ύφίσταντο άγριους διωγμούς.
« ΤΗσαν οι μπολσεβίκοι τοΰ 4ου αιώνα» γράφει ό Brown
«μιά πέμπτη φάλαγγα ξένης προέλευσης πού διείσδυε στη
χριστιανική ’Εκκλησία»44. Ό Αυγουστίνος παρέμεινε «α­
κροατής» γιά έννέα χρόνια, άλλά ήδη στή Ρώμη είχε
άπογοητευθεΐ από τήν αίρεσή τους καί, όπως γράφει ό
ί'διος, τούς άκολουθοΰσε πλέον μόνο τυπικά, μέχρι νά βρει
κάτι καλύτερο. Αυτό τό καλύτερο θά τό έβρισκε στό Μι­
λάνο, στό κήρυγμα τοΰ ’Αμβρόσιου. "Ομως τό δρόμο της
επιστροφής θά τόν προετοίμαζε ή ανάγνωση των νεοπλα­
τωνικών.

Ο ί ν ε ο π λ α τ ω ν ικ ο ί

Πριν γνωρίσει τούς νεοπλατωνικούς στό Μιλάνο, ό


Αυγουστίνος γράφει ότι διάβασε τούς academici. Οί φιλό­
σοφοι τής Νέας Άκαδήμειας υποστήριζαν ότι είναι αδύνα­
τον νά υπάρξει ένα απόλυτο κριτήριο γιά τήν αλήθεια καί
εφάρμοζαν τήν «εποχή», δηλαδή τήν αναστολή κάθε κρί­
σης. Ε ίχε διαβάσει τά Academica τοΰ Κικέρωνα, στά
όποια συγκεντρώνονταν οί θέσεις τής σχολής, από τόν
Άρκεσίλα μέχρι τόν Άντίοχο. "Ενα άλλο βοήθημα γιά τόν
Αυγουστίνο ήταν τό σύγγραμμα τοΰ Βάρρωνα περί φιλο­
σοφίας καί τό εγχειρίδιο τοΰ Κέλσου Opiniones omnium
philosophorum.

58
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΟΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΟΙ

Ό Αυγουστίνος γράφει δτι έμεινε βαθιά απογοητευμέ­


νος άπό αυτά τά διαβάσματα, δμως, σύμφωνα με τόν Α.
Solignac, τους χρωστά τή φιλοσοφική του διαμόρφωση,
γιατί χάρη σ ’ αυτά εξοικειώθηκε μέ τους προβληματι­
σμούς τής ελληνικής φιλοσοφικής γλώσσας καί σκέψης
καί έφτασε προετοιμασμένος στά βιβλία τών platonici. Τά
βιβλία αυτά ήσαν έργα τοΰ Πλωτίνου καί τοΰ βιογράφου
του Πορφύριου, μεταφρασμένα στά λατινικά από τόν Μά­
ριο Βικτωρίνο. Ό Solignac υποστηρίζει δτι δ Αυγουστίνος
γνώριζε αρκετές άπό τίς Έννεάδες — σίγουρα την πρώτη,
την τρίτη, τήν πέμπτη καί την έκτη— καί έπισημαίνει
ομοιότητες45. Ό A. Mandouze δίνει ένα ολόκληρο σχήμα
τών διαβασμάτων αυτών τοΰ Αυγουστίνου, υπογραμμίζο­
ντας δτι πολλές ιδέες τους τίς πήρε κατευθείαν άπό τόν
Αμβρόσιο46, ενώ δ Courcelle θεωρεί βέβαιο δτι δ Αυγου­
στίνος γνώριζε επίσης έργα τοΰ Φίλωνα Αλεξανδρείας. Ό
John Μ. Rist εκφράζει επιφυλάξεις γιά την επίδραση τοΰ
Πορφύριου καί άμφιβάλλει εάν δ Αυγουστίνος γνώριζε πε­
ρισσότερες άπό λίγες Έννεάδες τοΰ Πλωτίνου, άλλά υπο­
στηρίζει δτι ή μεταστροφή τοΰ Αυγουστίνου στό χριστια­
νισμό τόνωσε τά φιλοσοφικά του ενδιαφέροντα, στά δποΐα
περιέλαβε καί τή διαμάχη στωικών καί σκεπτικών, καί
τόν έκανε νά τροποποιήσει κλασικές θέσεις στό ζήτημα
τής πίστης καί τής νόησης47.
Τί βρήκε δ Αυγουστίνος σ ’ αυτά τά βιβλία; Τί δέν
βρήκε; Ό ίδιος, στό "Εβδομο βιβλίο, γράφει δτι βρήκε
τροφή γιά τή νόηση, δχι δμως γιά τήν καρδιά. Βρήκε νά
μιλοΰν γιά τόν "Ενα, δέν βρήκε δμως τά δάκρυα τής με­
τάνοιας. Βρήκε νά μιλοΰν γιά τήν εμπειρία τής μυστικής

59
ΛΓΙΟϊ ΛΪΓΟϊΣ ΤΙΝΟν ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ένωσης μέ τόν Θεό καί τή δοκίμασε καί ό ίδιος, δμως άπέ-


τυχε. Φυσικά, ο Αυγουστίνος στά βιβλία των νεοπλατω­
νικών βρήκε πολύ περισσότερα, καί κυρίως έναν τρόπο νά
συλλάβει τόν 'Έ να , πού ήταν τότε τό κύριο μέλημά του,
δπως υπήρξε καί γιά τόν Πλωτίνο, καί αποτελούσε την
προϋπόθεση γιά τήν αναζήτηση τής beata vita, τής πλω -
τίνειας «ευδαιμονίας», ή οποία γιά τό χριστιανό ίσοδυνα-
μεΐ p i τη μακαριότητα, τήν ευτυχία. Κορύφωση αυτής
τής αναζήτησης θά είναι ή ενόραση καί ή μυστική προ­
σέγγιση, ή θέαση τού Θεού «πρόσωπο p i πρόσωπο»48,
γιατί αυτός θά γίνει σκοπός τής φιλοσοφίας πού μετατρε­
πόταν σέ θεολογία. «Βλέποντας τόν Θεό θά δεις τόν εαυ­
τό σου» γράφει ο Σέξτος Εμπειρικός επαναλαμβάνοντας
μιά ιδέα τού Πλάτωνα49, καί αντίστροφα «ή ψυχή τού
άνθρώπου είναι ό καθρέφτης τού Θεού»50. Ή ιδέα αυτή,
εκφρασμένη μέ τά λόγια τού Παύλου «βλέπομεν γάρ άρτι
δι’ έσόπτρου έν αϊνίγματι...» , έγινε κεντρική γιά τόν Αυ­
γουστίνο καί επαναλαμβάνεται πολλές φορές στίς ’Εξομο­
λογήσει ς51.
Πολλές σελίδες τών ’Εξομολογήσεων δείχνουν τήν
επίδραση πού άσκησε ο πλωτίνειος μυστικισμός στόν
Αυγουστίνο. Ή θεωρητική βάση τού πλωτίνειου μυστικι-
σμοΰ ήταν παλαιότερη. Τό θέμα τής αναχώρησης από τά
αισθητά στή θεία έρημία, σύμφωνα μέ τόν Dodds, έπιση-
μαίνεται στόν Νουμήνιο53. «Αυτός πού έχει παραδοθεΐ στό
διαλογισμό, πρέπει νά είναι σάν τόν παρατηρητή πού βλέ­
πει μέσα σέ μιά άδεια θάλασσα μιά μοναχική βαρκούλα.
’Έ τσ ι πρέπει νά κάνει δποιος θέλει νά άποσυρθεΐ άπό τά
αισθητά καί νά φθάσει σέ μοναχική επαφή p i τό ’Αγαθό,

6ο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

εκεί πού δέν υπάρχει ούτε ανθρώπινο ον ούτε κάποιο άλλο


πλάσμα οΰτε σώμα μεγάλο ή μικρό, αλλά μόνο έ'να είδος
θείας έρημίας, ή όποια στήν πραγματικότητα δέν μπορεί
νά ειπωθεί ούτε νά περιγράφει, εκεί πού υπάρχουν τά εν­
διαιτήματα, οι καταφυγές καί οι λαμπρότητες τοϋ ’Α γα­
θού καί τό ίδιο τό ’Αγαθό σέ κατάσταση ειρήνης καί φιλό-
τητας, ή υπέρτατη αρχή πού ίπταται γαλήνια πάνω από
τίς παλίρροιες τής Ύπάρξεως»53. Τούτο τό ενδιαίτημα τής
θεότητας προαναγγέλλει μιά από τίς ποιητικότερες συλ­
λήψεις τού Αυγουστίνου, τόν «ουρανό τού ουρανού», πού
ομοια μέ τόν «ύπερουράνιο τόπο» τού πλατωνικού Φαιδρού
καί τό νοητό καί άσώματο στερέωμα τού Φίλωνα θά γίνει
ενα από τά σύμβολα τής ανάτασης τής ψυχής54.
Ή ανύψωση στόν πρωταρχικό καί υπέρτατο Θεό,
μέσω τού διαλογισμού καί τών τρόπων πού ό Πλάτων υπο­
δεικνύει στό Συμπόσιο, θά προσλάβει γιά τούς νεοπλατωνι­
κούς τή μορφή τής μυστικής ένωσης. Σέ ένα αύτοβιο-
γραφικό χωρίο γράφει ό Πλωτίνος: «Ξύπνησα έξω από τό
σώμα καί μέσα στόν εαυτό μου, κατέληξα νά είμαι εξωτε­
ρικός γιά ολα τά άλλα πράγματα καί νά περιέχομαι μέσα
στόν εαυτό μου, καί τότε είδα μιά υπέροχη ωραιότητα καί
ήμουν πεισμένος, οσο ποτέ, οτι ανήκα στήν ΰψιστη τάξη,
καί άπήλαυσα ενεργητικά τήν εύγενέστερη μορφή ζω ής»55.

Ή μυστική εμπειρία
Σέ ολόκληρο τό έργο του ό Αυγουστίνος έπανειλημμένως
άναφέρεται στή διαδικασία ανόδου πρός τόν Θεό, μετά τήν
οποία ακολουθεί ή επάνοδος στόν κόσμο τών αισθητών.


ΑΓΙΟΪ ΑΤΓΟΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Σ τίς Εξομολογήσεις, περιγράφει μιά τέτοια εμπειρία στό


"Εβδομο βιβλίο πού μοιάζει νά έχει αύτοβιογραφική αξία.
Ό τότε ρήτορας τού Μιλάνου, όταν διάβασε μέ ενθουσια­
σμό καί έπαρση τά βιβλία των νεοπλατωνικών, νόμισε ότι
θά ήταν ικανός νά φτάσει στην κατάσταση τής ένώσεως,
όπως ό Πλωτίνος καί ό Πορφύριος. Προσπάθησε, λοιπόν,
νά ατενίσει τό θείο φως. "Ομως, αν καί ή λάμψη τοϋ Θεοΰ
τοΰ θάμπωσε τά μάτια50, ή προσπάθεια τόν άφησε ταπει­
νωμένο καί απογοητευμένο, γιατί αίσθάνθηκε οτι τόν άπέ-
κρουσε ή ι’δια ή θεότητα57. ’Α ντίθετα, ή δεύτερη εμπειρία
πού αναφέρει μετά τη βάπτιση, αυτή πού μοιράστηκε μέ
τή μητέρα του στήν ’Ό στια, περιγράφεται ως μιά κατά­
σταση πραγματικής έκστασης: «Δοσμένοι στό διαλογι­
σμό καί στήν ενατένιση, γιά μιά στιγμή αγγίξαμε τήν
“άπαρχήν τοΰ Πνεύματος”»58.
Γιά τήν πρώτη απόπειρα στό Μιλάνο γράφει b Cour-
celle: «"Οσο προσωπική καί αν είναι ή εμπειρία τοΰ Αυ­
γουστίνου, καταγράφεται σύμφωνα μέ μιά συγκεκριμένη
οπτική καί σύμφωνα μέ μιά λογοτεχνική παράδοση, πού
δέν συμπίπτει δμως μέ αυτή τών νεοπλατωνικών»58. Κ α­
τά τόν Courcelle δέν πρέπει νά τήν αναζητήσουμε στόν
Πλωτίνο, αλλά στόν ’Ιουδαίο Φίλωνα, τόν όποιο διάβαζε
επίσης ό ’Αμβρόσιος. ’Ίσ ω ς λοιπόν ό Αυγουστίνος έμαθε,
υπό τήν έπίδραση τοΰ ’Αμβρόσιου καί τοΰ περιβάλλοντος
του, νά μεταφράζει μέ όρους τοΰ Φίλωνα ’Αλεξανδρείας
τόν αποτυχημένο χαρακτήρα τών πρώτων μυστικιστικών
εμπειριών του00.
Ό Αυγουστίνος περιγράφει τήν εμπειρία ως τραυματι­
κή, γιατί αισθάνεται ότι αποκρούστηκε από τήν Γδια τή

62
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

θεότητα. Τά μάτια τής ψυχής του προσπάθησαν νά δουν


τό φως, αλλά τυφλώθηκαν από τη λάμψη του, γιά νά βρε­
θεί στη regio dissimilitudinis, τόν «τόπο άνομοιότητος»61.
Είχε διαπράξει τό αμάρτημα τής υπεροψίας νομίζοντας
οτι μπορεί νά δεί τόν Θεό χωρίς νά έχει έξαγνισθεϊ. Αυτό
πού αίσθάνθηκε τό διατυπώνει με τη λέξη reverberasti. Ή
εμπειρία του ήταν ανάλογη με τό «σκοτοδινιάν» τοΰ Φί-
λωνα62. 'Ο Φίλων στό De opificio mundi περιγράφει τήν
άνοδο τοΰ νοΰ, τόν έρωτα τών νοητών, καθώς καί τη μαρ­
μαρυγή πού τοΰ προκαλεΐ ο χείμαρρος από φωτεινές ακτί­
νες63. Γιά μιάν ανάλογη εμπειρία γράφει ό Γρηγόριος Νΰσ-
„„64
<ΤΥ]ζ
’Αντίθετα από τήν πρώτη αυτή αποτυχημένη προσπά­
θεια μυστικής ένωσης, ή δεύτερη ανάλογη έμπειρία τοΰ
Αυγουστίνου όταν ήταν στήν ’Ό στια, γιά τήν οποία γρά­
φει στό ’Έ νατο βιβλίο, θά είναι έπιτυχημένη. Ε ίχε προη-
γηθεΐ ή μεταστροφή του καί είχε μάθει δτι είναι μάταιο νά
στηρίζεται κανείς στίς προσωπικές δυνάμεις του γιά νά
φτάσει στόν τέλειο εξαγνισμό, πού είναι προϋπόθεση τής
έκστασης, καθώς καί δτι, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοΰ
αποστόλου Παύλου, ή απόλαυση τοΰ Θεοΰ είναι προνόμιο
μόνο τών χριστιανών πού έχουν μεταστραφεΐ στόν Θεό®.
Στήν ’Ό στια ή μυστική έμπειρία γιά τόν Αυγουστίνο
δέν ήταν μόνο αποτέλεσμα νοητικής προσπάθειας, δπως
γιά τούς εθνικούς, αλλά είχε μυσταγωγικό χαρακτήρα,
γιατί είχε μεσολαβήσει ή μεταστροφή66.
Ή μεταστροφή τοΰ Αυγουστίνου, κεντρικό θέμα τών
Εξομολογήσεων, περιγράφεται στό ’Όγδοο βιβλίο, στήν
περίφημη σκηνή τοΰ κήπου στό Μιλάνο. 'Ό μ ω ς, ένώ δέν

63
ΑΓΙΟΤ ΑΤΓΟΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ. ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

χωρά αμφιβολία γιά την ιστορικότητα τής ίδιας της με­


ταστροφής, έχει συζητηθεί ή ιστορικότητα τής σκηνής
στόν κήπο. Σέ ποιό βαθμό ό Αυγουστίνος εχει προσαρμό­
σει τή λογοτεχνική αναπαράσταση τής μεταστροφής του
στίς ίσχύουσες λογοτεχνικές μήτρες; Τό ίδιο ερώτημα
μπορεί νά τεθεΐ καί γιά άλλα δομικά στοιχεία τής αυτο­
βιογραφ ικής άφήγησης τοΰ Αυγουστίνου, όπως ή προσευ­
χή καί ή εξομολόγηση.

Αύτοβίογραφίκός λόγος καί μεταστροφή


Ή μεταστροφή τοΰ Αυγουστίνου σχετίζεται άμεσα μέ τή
μυστική εμπειρία: ο άνθρωπος πλησιάζει τόν Θεό, γίνεται
όμοιος p i τόν Θεό, «θεοποιείται». Πρόκειται γιά τήν ιδέα
τής πλωτίνειας «επιστροφής». Είναι ένα λεξιλόγιο μέ μα-
κρά ιστορία καί τό συναντάμε, μέ τήν έννοια τής τελείω­
σης χάρη στό διαλογισμό, όχι μόνο στους εθνικούς, όπως
ό Ε π ίκ τη το ς καί οι στωικοί, οι νεοπλατωνικοί καί οί
ερμητικοί, άλλά επίσης στόν Ειρηναίο, τόν Κλήμεντα, τόν
Ωριγένη καί τόν Γρηγόριο Νύσσης67.
Σ τό μεγάλο χωνευτήρι τής ύστερης αυτοκρατορίας,
όπου έπρεπε νά συγχωνευτούν άνθρωποι μέ τίς πιό διαφο­
ρετικές θρησκευτικές καί κοινωνικές καταβολές, φαίνεται
ότι τό άγχος πού δημιουργούσε ή κρίση ταυτότητας απο­
τελούσε ένα τεράστιο πρόβλημα. Ή άνάγκη τής μετα­
στροφής ήταν κοινή σέ εθνικούς καί χριστιανούς. Οί ιστο­
ρίες τής μεταστροφής άνταποκρίνονταν άκριβώς σ ’ αυτή
τήν άνάγκη τών άνθρώπων γιά άλλαγή ταυτότητας, γιά
«άναγέννηση», πού μόνο ή άναζήτηση τού Ε ν ό ς καί ή

64
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΤΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ

ταύτιση μέ τόν Θεό μπορούσε νά φέρει. Ή θρησκευτική


μεταστροφή πίστευαν ότι έπέφερε τή διαγραφή τών περα­
σμένων αμαρτημάτων και τή μαγική εξαφάνιση — τουλά­
χιστον πρός στιγμήν— της επιθυμίας γιά αμαρτία. «Μέ
φροϋδικούς όρους» γράφει ό Dodds «ένας άνθρωπος θά
μπορούσε νά βρεί τή λύση στήν κρίση του, ένδοβάλλοντας
τήν κυρίαρχη πατρική εικόνα. ’Α πό τότε καί μετά θά μπο­
ρεί νά προσεύχεται, όπως οί άδαμίτες, στόν “ Πατέρα μας
πού βρίσκεται μέσα μας” »68.
Τό θέμα τής μεταστροφής, από τήν ψυχολογική καί
ήθική του σκοπιά, είχε προσελκύσει τό ενδιαφέρον τών
συγγραφέων τοΰ ελληνορωμαϊκού κόσμου πολύ πρίν από
τό χριστιανισμό. Τό βρίσκουμε στό λογοτεχνικό είδος τής
«διατριβής», πού καλλιέργησαν οί κυνικοί καί στωικοί φι­
λόσοφοι, καί πού είχε έντονο ήθικοδιδακτικό χαρακτήρα.
'Ορισμένες σελίδες τών ’Εξομολογήσεων έχουν έντονα
τόν τόνο τής «διατριβής» καί άπηχοϋν τίς Σάτιρες τοΰ
Πέρσιου69.
Ή μεταστροφή εμφανίζεται επίσης στις αυτοβιογρα-
φικές αφηγήσεις παγανιστών μέ θέμα τήν αναζήτηση τής
αλήθειας. Ό Δίων Χρυσόστομος άφηγεΐται πώ ς συνειδη­
τοποίησε τήν επιπολαιότητα τής ρητορικής καί στράφηκε
στή φιλοσοφία. Τόν Ιο αιώνα ό γιατρός Θεσσαλός άφη-
γεϊται πώ ς πέρασε από διάφορες έπιστήμες, από τή γραμ­
ματική στήν ιατρική, πώ ς διάβασε όλα τά βιβλία διάφο­
ρων βιβλιοθηκών, μέχρι νά καταλάβει ότι όλα αυτά ήσαν
ματαιότητες καί ότι τό καλύτερο ήταν νά προσευχηθεί γιά
τή θεία αποκάλυψη. Τόν 2ο αιώνα ό άστρολόγος Βέττιος
Ουάλης διέσχιζε καί αυτός βουνά καί θάλασσες, παρατη-

%
ΑΓΙΟΙ' ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, 11Ρ12ΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ροΰσε τόπους καί ανθρώπους μέχρι νά θεωρηθεί άξιος μιας


αποκάλυψης πού θά τοϋ προσέφερε σίγουρο λιμάνι. ’Α νά­
λογη διαδρομή έκανε ό Μένιππος τοϋ Λουκιανού, όμως σ ’
αυτό τό έργο-παρωδία οί φιλόσοφοι τοΰ έδωσαν άντιφατι-
κές άπαντήσεις καί, τελικά, ένας μάγος Βαβυλώνιος τόν
οδήγησε στόν "Αδη, οπού έμαθε ότι οί πιό σοφοί είναι οί
άδαεΐς70.
Οί Πατέρες, "Ελληνες καί Λατίνοι, χρησιμοποίησαν
συχνά τόν αυτοβιογραφικό λόγο σέ έργα μέ θέμα τήν
άναζήτηση τής άλήθειας. Τόν συναντάμε στό Διάλογο μέ
τόν Τρύφωνα τοΰ άπολογητή ’Ιουστίνου, ένα ψευδεπί­
γραφο μυθιστόρημα πού σώζεται μόνο σέ λατινική με­
τάφραση, στίς Recognitiones τοΰ Κλήμεντα Άλεξανδρέ-
ως καί στόν πρόλογο τοΰ έργου De Trinitate τοΰ αγίου
Ίλαρίου τοΰ Πουατιέ, τό όποιο ό Αυγουστίνος άναμφίβο-
λα γνώριζε. Σ ’ αυτό ή άφήγηση της μεταστροφής καί τοΰ
δρόμου πού διήνυσε ό συγγραφέας μέχρι νά φτάσει τήν
securitas, έχει πολλά κοινά μέ αυτήν τοΰ Αυγουστίνου. Ό
άγιος 'Ιλάριος, όπως καί ό Αυγουστίνος, θά «πέσει τυ­
χαία» σέ κάποια σελίδα των Γραφών, συγκεκριμένα σέ
μιά φράση τής Εξόδου, πού θά τοΰ δείξει τόν άληθινό δρό­
μο. Τά έργα αυτά, παρατηρεί ό Courcelle, δείχνουν ότι μιά
μακρά παράδοση προσκαλοΰσε καί έπέτρεπε στόν Αυγου­
στίνο νά περιγράφει τή ζωή του ως μιά άναζήτηση τής
άλήθειας, εναγώνια καί φλογερή, μέσα άπό χίλιες υλικές
καί ήθικές παρεκκλίσεις, μέχρι τήν άνακάλυψη τοΰ μονα­
δικού άληθινοΰ δρόμου πού θά τοΰ προσφέρει τήν se­
curitas71.
"Ομως ή μεταστροφή στόν Αυγουστίνο γίνεται μέ τή

66
Ε Ι Σ Α Ι Ί ίΓ Η : Α Τ Τ Ο Β Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Ο Σ Λ Ο Γ Ο Σ Κ Α Ι Μ Ε Τ Α Σ Τ Ρ Ο Φ Η

μεσολάβηση τής θείας Χάριτος. Τό πρώτο χριστιανικό


αύτοβιογραφικό έργο μιέ ένα ανάλογο συμβάν ήταν ή αφή­
γηση τοΰ Παύλου στις Πράξεις των ’Αποστόλων, κείμενο
γιά τό οποίο ο Αυγουστίνος έτρεφε απεριόριστο σεβασμό.
Μιά άλλη χριστιανική αυτοβιογραφία, πού αναμφίβολα
γνώριζε, ήταν επίσης μιά ιστορία μεταστροφής: οι πρώτες
σελίδες τοΰ έργου τοΰ αγίου Κυπριανού Ad Donatum, τοΰ
ενδεχομένως άμεσου πρόγονου των ’Εξομολογήσεων1*.
Κοινή καί γιά τά δύο έργα είναι ή σκηνή τοΰ κήπου, ό
όποιος φαίνεται νά αποτελεί ιδεώδες σκηνικό γιά τίς μετα­
στροφές, αλλά τό κυριότερο είναι ότι καί στό έργο αυτό ή
μεταστροφή τίθεται ως ζήτημα στό όποιο προϋπόθεση
είναι ή θεία Χάρις. Αυτό πού είναι αδύνατο νά κάνει μόνος
του ό άνθρωπος, γίνεται δυνατό μέ τή χάρη τοΰ Θεοΰ, καί
σύμφωνα μέ τά λόγια τοΰ αγίου Κυπριανού: «Quae apud
homines impossibilia, apud Deum possibilia sunt».
Ό Αυγουστίνος λέει ότι στόν κήπο τοΰ Μιλάνου άκου-
σε μιά φωνή πού έμοιαζε παιδική νά λέει: «Tolle, lege»73.
Πρόκειται γιά τήν ελληνική «κληδώνα». Ειδικότερα αυτό
τό είδος τής προτροπής μέσα από μιά φωνή παιδιού συνα-
ντάται σέ πολλούς συγγραφείς τής ελληνιστικής εποχής,
όπως στόν Πλίνιο, στόν Πλούταρχο καί στόν Δίωνα Χρυ­
σόστομο. Τό άνοιγμα ενός βιβλίου στήν τύχη, καθώς καί ή
ανάγνωση ενός χωρίου πού άποδεικνύεται σημαντικό γιά
τόν αφηγητή, ανήκαν τόσο στήν ιουδαϊκή όσο καί στήν
πρώιμη χριστιανική παράδοση. Οί άγιογράφοι παρουσιά­
ζουν συχνά ανάλογες σκηνές.
Ή ειδική διατύπωση τής προτροπής πού άκουσε ό
Αυγουστίνος πρίν από τή μεταστροφή του εντοπίζεται,


ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

σύμφωνα με τόν Courcelle, σέ διαφορετικά κείμενα εθνι­


κών καί χριστιανών74. ΤΗ ταν μιά φωνή έξ ουρανού πού
αντιστοιχούσε σέ ένα όραμα. 'Οράματα καί οπτασίες με
προτρεπτικό χαρακτήρα συνηθίζονταν στίς αφηγήσεις
τού μαρτυρίου τών πρώτων χριστιανών, πού γνώριζαν με­
γάλη άπήχηση από τήν εποχή τού Τερτυλλιανοΰ, όπως τό
Μαρτύριο τής Περπέτουας, τό Μαρτύριο τοΰ 'Αγίου Μο-
ντανοϋ, ή Ζωή τοΰ 'Αγίου Κυπριανού. 'Ό μ ω ς καί ό Γρη-
γόριος Ναζιανζηνός είχε δει ένα όνειρό πρίν από τή μετα­
στροφή του: είδε, δπως καί ό Αυγουστίνος, δυό παρθένες,
τήν «αγνεία» καί τή «σωφροσύνη», νά τόν προτρέπουν νά
ενωθεί μέ τήν ουράνια συνοδεία τών «άζύγων». Τά αυτο-
βιογραφικά ποιήματα τού Γρηγορίου Ναζιανζηνού, πού
είχαν μεταφραστεί στά λατινικά από τόν Ρουφίνο περίπου
τό 399, ίσως αποτελούσαν μιά άπό τίς δευτερεύουσες
αιτίες πού ώθησαν τόν Αυγουστίνο νά γράψει τίς ’Εξομο­
λογήσεις.

Αύτοβιογραφίκός λόγος καί προσευχή


Τό αυτοβιογραφικό μέρος τών ’Εξομολογήσεων διακόπτε­
ται άπό λυρικά κομμάτια, έπικλήσεις ή προσευχές. 'Ό ­
πω ς επισημαίνει ό Peter Brown, δέν θά ήταν δύσκολο έκ
πρώτης όψεως νά τοποθετήσει κανείς τίς ’Εξομολογήσεις
στήν παράδοση τής φιλοσοφικής προσευχής στόν Θεό,
δηλαδή μιας μορφής οικείας σέ μιά μακρά παράδοση θρη­
σκευτικής φιλοσοφίας καί στούς νεοπλατωνικούς φιλο­
σόφους.
Ό θεός τών νεοπλατωνικών ήταν ένας άγνωστος θε-

68
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΓΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΓΧΗ

ός, καί ό μόνος τρόπος νά γνωρίσει γ ι’ αυτόν περισσότερα


ο φιλόσοφος ήταν νά ενωθεί με αυτόν απόλυτα, όπως ειδα-
μιε, με τη μυστική ένωση. Ή φιλοσοφική ερευνά, λοιπόν,
προσέγγιζε τή συμπυκνωμένη ιδιότητα μιας πράξης προ­
σ ευχή- Καί ή άναζήτηση της σοφίας ήταν διαποτισμένη
από μιά λαχτάρα νά δεχθεί ό φιλόσοφος τή φώτιση, φτά­
νοντας στήν ίδια τήν πηγή της μέσα στήν ανθρώπινη συ­
νείδηση καί έγκαθιστώντας μιάν άμεση σχέση μέ τόν
θεό75. Στό ερώτημα πώ ς θά φθάσουμε από τό «πλήθος»
στόν "Ενα, απαντούσε ό Πλωτίνος: «"Ας έπικαλεσθοΰμε
τόν ϊδιο τόν Θεό όχι μέ λόγια (δυνατά), αλλά τείνοντας μέ
τήν ψυχή πρός αυτόν μέ τόν τρόπο τής προσευχής, γιατί
μέ αυτό τόν τρόπο μπορούμε νά προσευχηθούμε μόνοι στόν
μοναδικό»76.
Ή προσευχή λοιπόν, σύμφωνα μέ τόν Brown, ήταν
ένα αναγνωρισμένο όχημα γιά τή στοχαστική ερευνά. Ό
Αυγουστίνος είχε αρχίσει ένα από τά πρώτα φιλοσοφικά
έργα του, Soliloquia, μέ μιά προσευχή, καί θά τέλειωνε τό
θεωρητικό του αριστούργημα De Trinitate, μέ μιάν άλλη77.
Γιά τόν Αυγουστίνο, μιά τέτοια μετατροπή τής εσωτε­
ρικής προσευχής σέ λέξεις θεωρούνταν ήδη μιά θεραπεία:
« ’Ηταν ένα αλάφρωμα τής καρδιάς, ένα καθάρισμα τού
εσωτερικού ματιού»79. Ή παράδοση αυτή συναντά τήν
ίουδαιοχριστιανική ιδέα τή ς θυσίας αίνέσεως: «σοί θύσω
θυσίαν αίνέσεως καί έν όνόματι Κυρίου έπικαλέσομαι»79.
"Ομως οί προσευχές τών φιλοσόφων θεωρούνταν μέρος
ενός προκαταρκτικού σταδίου γιά τήν ανάβαση τού νού
στόν Θεό, καί δέν είχαν ποτέ χρησιμοποιηθεί σέ ολόκληρο
τό έργο, όπως έκανε ό Αυγουστίνος στίς ’Εξομολογήσεις,

69
ΑΓΙΟΙ" Α ΪΤ Ο Π Τ ΙΝ Ο Ϊ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

γιά νά στήσει μιά ζωντανή συζήτηση μαζί του. "Οπως


παρατηρεί ό Dodds: « Ό Πλωτίνος ποτέ του δεν κουβέ­
ντιασε μέ τόν "Ενα, δπως ό Αυγουστίνος στίς Έξομολο-
/ ϋΟ
γη σ εις» .
Σ τήν πραγματικότητα, ό Αυγουστίνος δέν κουβεντιά­
ζει, αλλά θέτει τόν Θεό ως αποδέκτη των λόγων του-
δμως μέσα από τίς γεμάτες θέρμη προσφωνήσεις deus
cordi mei, dulcedo mea, tardum gaudium meum, τόν πα­
ρουσιάζει τόσο οικείο, ώστε ό αναγνώστης νά τόν αισθάνε­
ται παρόντα. Ταυτόχρονα, καθιστώντας τόν Θεό αποδέ­
κτη τής εξομολόγησής του, έγγυάται γιά τήν απόλυτη
αλήθεια της εξομολόγησής του: δέν θά έλεγε ποτέ ψέμα­
τα στόν Θεό.
Ποιος είναι δμως ό ρόλος τοΰ δευτερεύοντος αποδέκτη,
τοϋ ανθρώπου; Ά ν άποδέκτης δέν ήταν ό άνθρωπος, για­
τί θά χρειαζόταν ό Αυγουστίνος νά εξομολογηθεί στόν πα­
ντογνώστη Θεό πράγματα πού ασφαλώς τοΰ είναι γνω­
στά; Ό διπλός προορισμός τοΰ λόγου, πρός τόν Θεό καί
τόν άνθρωπο-άκροατή, παρατηρεί ό Starobinski, καθιστά
τήν αλήθεια ανακοινώσιμη καί τήν πράξη τής ανακοίνω­
σης αληθινή81. Πά τή σύγχρονη θεωρία τής αυτοβιογρα­
φίας, οι ’Εξομολογήσεις αποτελούν χαρακτηριστικό πα­
ράδειγμα85. Ό διπλός προορισμός τοΰ λόγου δέν άφαιρεΐ
από τό έργο τόν βασικό χαρακτήρα κάθε αυτοβιογραφίας,
δηλαδή τήν πράξη τή ς δημοσιοποίησης καί τή διαδικασία
χάρη στήν οποία τό ιδιωτικό μετασχηματίζεται σέ δημό­
σιο. Προϋπόθεση τής δημοσιοποίησης είναι ή παρουσία
τών άλλων, καί ή «προσωπική ιστορία» είναι «αληθινή»
στό βαθμό πού γίνεται πιστευτή.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ή λογοτεχνική παράδοση τής αυτοβιογραφίας

Οί ’Εξομολογήσεις, όπως είδαμε, δεν γράφτηκαν σέ ένα


κενό. Ό Αυγουστίνος χρησιμοποίησε υπάρχουσες λογοτε­
χνικές καί υφολογικές μήτρες γιά νά προσδώσει μορφή
στήν εμπειρία του. Οί Εξομολογήσεις είναι αναμφίβολα
ενα έργο που δέν στερείται προγόνων. Ή φιλολογική έρευ­
να δέν δέχεται τήν παλαιότερη άποψη δτι τό έργο δέν έχει
σχέση μέ τίς προηγούμενες αυτοβιογραφίες. Τό έρώτημα
τίθεται σήμερα διαφορετικά: σέ ποιό βαθμό ο Αυγουστίνος
καινοτομεΐ;
«Τό γεγονός δτι οί 5Εξομολογήσεις έχουν γίνει έργο
κλασικό, έπηρεάζει τήν κρίση μας» γράφει 6 Peter Brown.
«Τείνουμε νά τό δεχθούμε ή νά τό άπορρίψουμε, ανάλογα
μέ τίς προτιμήσεις μας, σάν νά ήταν 6 Αυγουστίνος σύγ­
χρονος. 'Ό μ ω ς, ακόμη καί δταν κάνουμε τήν τιμή στόν
Αυγουστίνο νά τον κρίνουμε ώς σύγχρονό μας, δέν πρέπει
νά ξεχνάμε δτι ένας Ρωμαίος τής εποχής του, πού θά
άνοιγε αυτό τό βιβλίο, θά έπρεπε νά μένει κατάπληκτος,
βλέποντας σ ’ αυτό παραδοσιακές μορφές νά μεταμορφώ­
νονται καί νά γίνονται αγνώριστες»83.
Ή περιπλάνηση, οί πειρασμοί, οί θλιβερές σκέψεις γιά
τή θνητή ζωή του ανθρώπου καί ή αναζήτηση τής αλή­
θειας ήσαν ανέκαθεν τό υλικό τής αυτοβιογραφίας των
αίσθαντικών καί καλλιεργημένων ψυχών πού άρνοϋνταν
τίς έπιπόλαιες λύσεις σέ παρόμοια προβλήματα. Μέσα
από αυτό τό πνεύμα δημιουργήθηκε ή παράδοση τής
«θρησκευτικής αυτοβιογραφίας» τών εθνικών. Αυτή τήν
παράδοση θά συνεχίσουν οί χριστιανοί τοΰ 4ου αιώνα, καί

7‘
ΑΓΝΗ' AVPOl'STINOV ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

θά φτάσει στήν κορύφωσή της με τις Εξομολογήσεις τοϋ


Αυγουστίνου.
Τούς βίους τών πρώτων χριστιανών τούς κάλυπτε ή
σκιά τοΰ θανάτου. 'Ό ταν έγραφαν γιά τόν εαυτό τους, ή
κορυφαία στιγμή τής ζωής τους, ο μαρτυρικός τους θάνα­
τος, έκανε ολο τό παρελθόν τους νά μοιάζει ασήμαντο. Πά
παράδειγμα, ο βιογράφος τοΰ αγίου Κυπριανού προσπερ­
νούσε σαράντα ολόκληρα χρόνια από τή ζωή τού ήρωά του
χωρίς ούτε ένα σχόλιο, γιά νά επικεντρωθεί αποκλειστικά
στά τελευταία τέσσερα πρίν από τό μαρτύριό του. Αληθι­
νή ζωή του δεν θεωρούνταν παρά μόνον ή ζωή μετά τή
βάπτιση, καί μόνον αυτή μπορούσε νά έχει ενδιαφέρον γιά
ένα χριστιανό τού 3ου αιώνα. 'Ό μ ω ς τήν εποχή τού
Αυγουστίνου ή Ε κκλησ ία είχε πιά καθιερωθεί στή ρω­
μαϊκή κοινωνία. Οί χειρότεροι εχθροί γιά ένα χριστιανό
δέν ήσαν πλέον έξω άπό αυτόν, άλλά μέσα του: οι αμαρ­
τίες του, ή άμφιβολία γιά τόν εαυτό του. Καί ή κορύφωση
τής ζωής ενός άνθρώπου δέν ήταν πλέον ο μαρτυρικός θά­
νατος, άλλά ή μεταστροφή στό χριστιανισμέ καί ή άπο-
μάκρυνση άπό τούς κινδύνους τού δικού του παρελθό-
Ολ
ντος .
Ό Αυγουστίνος, γράφει ό Brown, δέν χρειαζόταν νά
ψάξει πολύ γιά νά βρει άκροατήριο γιά τίς ’Εξομολογήσεις
του. Τό ακροατήριο αυτό είχε δημιουργηθεΐ σχετικά πρό­
σφατα χάρη στήν εκπληκτική διάδοση τής άσκητικής
ζωής στόν λατινικό κόσμο. Οί ’Εξομολογήσεις ήταν ένα
βιβλίο γιά τούς servi Dei, τούς δούλους τού Θεού. Είναι
ένα κλασικό τεκμήριο γιά τά γούστα μιας ομάδας άνθρώ-
πων ιδιαίτερα εκκεντρικών, τών spiritales, τών άνθρώπων

72
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

τοΰ πνεύματος . Γ ι’ αυτούς τούς ανθρώπους αποτελούσε


σημαντική πηγή πληροφόρησης σχετικά με τήν πορεία
μιας διάσημης μεταστροφής. Ταυτόχρονα άπηύθυνε μιά
συνταρακτική έκκληση πρός τούς ανθρώπους πού παρέ­
μεναν ακόμη έξω από τίς βασιλικές τών χριστιανών, αλλά
θά μπορούσαν νά γίνουν μέλη αύτής τής νέας ομάδας:
τούς αύστηρούς μανιχαίους καί τούς ειδωλολάτρες νεο­
πλατωνικούς.
Οί ’Εξομολογήσεις ανήκουν στήν παράδοση τής αγιο­
γραφίας, δηλαδή έργων τής όψιμης αρχαιότητας τά όποια
είχαν ένα παραδειγματικό, ήθικοδιδακτικό χαρακτήρα.
Αύτό σημαίνει ότι ό παρουσιαζόμενος εαυτός προτείνεται
ως παράδειγμα πρός μίμηση. "Ομως ό Αύγουστίνος έφερε
κάτι καινούργιο στό είδος αύτό. Θεωρώντας ότι πηγή τής
ανθρώπινης δυστυχίας είναι ή απομάκρυνση από τόν Θεό
καί τό σκόρπισμα τού εαυτού στά εφήμερα, έθεσε τήν επι­
στροφή στόν Θεό καί τή μεταστροφή ως όρο τής θεραπεί­
ας καί τής εύτυχίας. Μέ τόν τρόπο αύτό μετέβαλε τήν
αύτοβιογραφία σέ ένα έπος τής εσωτερικής περιπλάνησης
στά άδυτα τού εαυτού, μέ έναν ηρώα έξελισσόμενο πού
τείνει πρός τή διάπλασή του, τήν formatio. Ή αναζήτηση
στό άδυτο τού εαυτού — στήν «άβυσσο τής ανθρώπινης
συνείδησης»— οδηγεί ακριβώς στήν formatio. Αύτή τήν
formatio εξυπηρετεί ή πράξη τή ς αφήγησης, πού συνιστά
ένα είδος χαρτογράφησης τού εαυτού, ανάλογο μέ αύτό
πού συναντάμε πολλούς αιώνες αργότερα στή γερμανική
λογοτεχνική εκδοχή τής formatio, τό Bildungsroman, τό
μυθιστόρημα «διάπλασης» τού 18ου αιώνα. Ταυτόχρονα,
μιά τέτοια αφήγηση προτείνει καί στά άλλα μέλη που

73
ΛΓΙ01Γ ΑΥΤΟΪΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

συναποτελοΰν την ομάδα τή διαδρομή πού πρέπει νά κά­


νουν. Σ τις Εξομολογήσεις τοΰ Αυγουστίνου αυτό πού
προτείνεται ώς πρότυπο στην ομάδα δέν είναι κάποιος ι­
δεώδης εαυτός, αλλά ή ίδια ή διαδικασία τής μετάβασης
πρός τόν εαυτό. Ή peregrinatio, τό ταξίδι τοΰ ανθρώπου
στη γη θά έχει ώς κατάληξη τήν αποκαλυπτική εμπειρία
τής μυστικής ένωσης.
Αυτό τό ταξίδι ό Αυγουστίνος δέν επιθυμεί νά τό κάνει
μόνος, αλλά μέ συντρόφους. Τόν ενδιαφέρουν απόλυτα οί
συνοδοιπόροι. Ε κ τ ό ς βεβαίως άπό φίλους — καί είναι χα ­
ρακτηριστικό ότι, σύμφωνα μέ τό βιογράφο του Peter
Brown, υπήρξε ένας άνθρωπος πού δέν.έμενε ποτέ μόνος,
ακόμη καί στις ώρες τής μελέτης— συντροφεύεται άπό
βιβλία, κυρίως βιβλία μέ ιστορίες των βίων άλλων αγίων,
τά όποια ενσωματώνουν τίς κυρίαρχες αξίες γιά τήν ομά­
δα καί προτείνονται ώς πρότυπα ζωής αλλά καί ώς χάρ­
τες τοΰ ταξιδιού. Αυτές τίς ζωές θέλει νά μιμηθεΐ ό
Αυγουστίνος, καί αυτές νά μιμηθοΰν οί αναγνώστες του.
Σ τίς Εξομολογήσεις, ή μεταστροφή τοΰ έαυτοΰ τίθε­
ται πρωταρχικά ώς επιθυμία μίμησης άλλων εαυτών. Στό
’Όγδοο βιβλίο αυτό γίνεται σαφές. Ό Αυγουστίνος είχε
διαβάσει πολλά βιβλία φιλοσόφων μέ ποικίλες θεωρίες,
όμως τελικά μεταστρέφεται όταν τόν επισκέπτεται ό φί­
λος του Ποντικιανός καί τοΰ διηγείται ιστορίες ζωής αν­
θρώπων πού προσηλυτίστηκαν. Τότε μόνο ή επιθυμία τής
μίμησης τόν κυριεύει αποφασιστικά. Θέλει νά τούς μιμη-
θεΐ, αλλά θέλει καί ή αύτοβιογραφική αφήγησή του νά
διαβαστεί καί νά άποτελέσει μέρος παρόμοιων κειμένων85.
Τό πρότυπο ζωής πού θά δώσει ό Αυγουστίνος, προϋ­

74
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

ποθέτει τήν ολοκλήρωση τού ανθρώπου, τή θεραπεία τής


ψυχής από τούς διχασμούς, τή συγκρότηση τοΰ εαυτού σέ
έ'να σύνολο ενιαίο, κ α τ ’ εικόνα καί ομοίωση τοΰ Θεού καί
τής θείας ενότητας. Γιά νά πραγματοποιηθεί αυτή ή ενό­
τητα, θά χρειαστεί ή κατάδυση στήν «άβυσσο τής ανθρώ­
πινης συνείδησης», πού παρουσιάζεται στίς Εξομολογή­
σεις ως μιά άκρως εναγώνια επιχείρηση. Ό Αυγουστίνος
θά προσκρούσει στά «αχανή ανάκτορα τής μνήμης», οπού
σωρεύονται τά σκόρπια κομμάτια τού εαυτού. «Κύριε, εσύ
είσαι ό αιώνιος πατέρας, όμως έμενα τά κομμάτια μου
είναι σκόρπια στήν αβεβαιότητα των καιρών, χωρίς νά ξέ­
ρω πώ ς καί μέ ποιά τάξη. Οί καταιγισμοί ασύνδετων γε­
γονότων μού κουρελιάζουν τις σκέψεις μου, τά σπλάχνα
τής ψυχής μου...»86. ’Αλλού θά περιγράψει τήν αναζήτηση
τού εσώτερου εαυτού ώς μία πορεία σέ ένα «απέραντο δά­
σος, γεμάτο από παγίδες καί κινδύνους», πού θά γίνει τό
«σκοτεινό δάσος» τού Dante87.
Ή μνήμη γιά τόν Αυγουστίνο δέν είναι μόνο δώρο τού
Θεού, αλλά καί ο τόπος στόν όποιο κατοικεί ό Θεός μέσα
στόν άνθρωπο. Στό Δέκατο βιβλίο τών Εξομολογήσεων,
αφιερωμένο στή μνήμη, ό Αυγουστίνος θά αναγορεύσει τόν
Θεό «Κάτοικο τής μνήμης». Αυτός ό Θεός τή ς μνήμης
δίνει στόν Αυγουστίνο τή δυνατότητα όχι μόνο νά θυμηθεί,
αλλά μέσψ αυτής τής διαδικασίας νά συγκροτήσει τόν ψυ­
χικό του κόσμο, νά άνασυντάξει αυτό πού ήταν σκόρπιο.
Ή μνημόνευση τών περιστατικών τής ζωής του απο­
τελεί λοιπόν μέρος τής θεραπείας του. Γιατί αυτή θά απο­
δείξει περίτρανα ότι ό γιατρός υπάρχει καί είναι αποτελε­
σματικός, έφόσον αυτός τού έδωσε τή δυνατότητα νά θυ-

75
ΑΓΙΟ ί ΑΪΤΟΓΣΤΙΝΟΐ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

μηθεΐ τά περιστατικά τής ζωής του, δηλαδή νά ανασύρει


τά σκόρπια κομμάτια του καί νά συγκροτήσει τή νέα του
ταυτότητα. Μέσα από τή σκέψη τοΰ Αυγουστίνου ο
άνθρωπος θά γίνει τέλειος όταν θά γίνει έκεΐνος πού τά
θυμάται όλα, όπως ο Θεός, καί θά έχει καταργήσει τό
χρόνο, τή φθορά καί τό θάνατο. Γιατί, όσα δέν θυμάται ό
χρονικός άνθρωπος, τά θυμάται ό άχρονος Θεός, πού είναι
ταυτόχρονα άφθαρτος, αλώβητος, απρόσβλητος από τά
βάσανα τών ανθρώπων. Σ ’ αυτό τόν Θεό θά εξομολογηθεί
ό Αυγουστίνος, καί από αυτό τό γιατρό θά ζητήσει τή θε­
ραπεία του.
Ή πρόταση τοΰ Αυγουστίνου στούς συνανθρώπους
του είναι κατά βάσιν μιά πρόταση θεραπείας, πού άπαντά
στήν κρίση ταυτότητας. Χρησιμοποιώντας τή σύγχρονη
ορολογία, θά λέγαμε ότι προτείνει μιά πράξη αυτοπροσδιο-
ρισμοϋ. Ή απάντηση στό ερώτημα «ποιος είμαι;», ή
όποιαδήποτε πειστική απάντηση, θεωρείται απαραίτητη
γιά τό αίσθημα τής securitas — γιά νά επιστρέφουμε στή
γλώσσα τής εποχής τοΰ Αυγουστίνου. Γιά νά είναι δρα­
στική ή μεταστροφή, τό άτομο πρώτα πρέπει νά άναρω-
τηθεΐ «ποιος ήμουν;». Σ ’ αυτό τό ερώτημα αντιστοιχεί ή
πράξη τής εξομολόγησης.
Σ τίς ’Εξομολογήσεις οί λέξεις confiteor, εξομολο­
γούμαι, καί confessio, εξομολόγηση, εμφανίζονται 111
φορές καί άναφέρονται σέ μιά πράξη εκφώνησης πού
απευθύνεται στόν Θεό. 'Ό μ ω ς ό Θεός είναι εκείνος πού
καθιστά μιά τέτοια πράξη εφικτή. Ό Αυγουστίνος, άπο-
δίδοντας τό κείμενό του σέ μιάν ανώτερη δύναμη, τοΰ
προσδίδει κύρος. Ταυτόχρονα άντικρούει αυτούς πού δεί­

γ6
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΛΤΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

χνουν αμφιβολία γιά τά γραφόμενα Έου, καθιστώντας


σαφές ότι γράφει μόνο γιά εκείνους πού είναι ενωμένοι μα­
ζί του στην άγάπη τοΰ Θεοϋ — καί εδώ πάλι επικαλείται
την άνώτερη δύναμη. 'Ό π ω ς παρατηρεί ό O ’Donnell,
αυτή ή στρατηγική προορίζεται νά αποθαρρύνει τόν εχθρι­
κό ή σκεπτικιστή αναγνώστη88. Ό Αυγουστίνος παραδέ­
χεται ότι γιά έναν τέτοιο αναγνώστη τό κείμενό του δέν
εχει κύρος, υπονοεί όμως ότι τό σφάλμα δέν είναι τοΰ συγ­
γραφέα αλλά τοΰ αναγνώστη. Παράλληλα, ή μορφή τής
εξομολόγησης τών αμαρτημάτων τοΰ παρέχει τή δυνατό­
τητα νά δώσει στούς πιστούς εναν κατάλογο τών πράξεων
πού θά έπρεπε νά άποφεύγουν, συνεπώς ενισχύει τόν ήθι-
κοδιδακτικό χαρακτήρα.

Αυτοβιογραφία καί εξομολόγηση


Οί Εξομολογήσεις είναι έ'να έργο σπάνιας εκζήτησης καί
πολυπλοκότητας. Ό ίδιος ο τίτλος τοΰ έργου είναι άμφί-
σημος. Στήν εκκλησιαστική λατινική ό όρος σήμαινε α)
τήν ομολογία της πίστης τών μαρτύρων μπροστά στό δι­
καστήριο, β) τήν «εξομολόγηση», δηλαδή τήν ομολογία
αμαρτημάτων καί γ ) τήν ευχαριστία. Ό Αυγουστίνος
χρησιμοποιεί τή λέξη εξομολόγηση κυρίως μέ τή σημασία
τής ομολογίας τών αμαρτημάτων, καί λιγότερο μέ αυτήν
τής ομολογίας τής πίστης καί τής ευχαριστίας89.
Ό ίδιος ό Αυγουστίνος έγραψε πολλές φορές σχετικά
μέ τούς όρους confiteor καί confessio: « Ή εξομολόγηση
είναι διπλή, γιατί είναι εξομολόγηση τής αμαρτίας αλλά
καί τής ευχαριστίας»90. Αλλοΰ: «Υ πάρχει ή εξομολόγηση

77
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡίΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

τού ανθρώπου πού στενάζει καί τού ανθρώπου πού άναπέ-


μπει τίς ευχαριστίες του»91.
Πολλά αποσπάσματα τών ’Εξομολογήσεων δείχνουν
καθαρά οτι αυτή ή αμφισημία εκφράζει ακριβώς τό σκοπό
καί τό περιεχόμενο τοϋ βιβλίου. Αυτό επιβεβαιώνεται στίς
Retractationes ( ’Ανάδρομες), έργο πού έγραψε ό Αυγου­
στίνος πρός τό τέλος τής ζωής του, στό όποιο σχολιάζει ό
ίδιος τά έργα του: «Τά δεκατρία κεφάλαια τών ’Εξομολο­
γήσεων μου, στά όποια γράφω γιά τίς κακές καί τίς κα­
λές πράξεις μου, ευχαριστούν τόν καλό καί δίκαιο Θεό».
Τήν εποχή τού Αυγουστίνου, ή δεύτερη σημασία τής
λέξης είχε αρχίσει νά ξεχνιέται, καί ή πρώτη ήταν αυτή
πού ερχόταν στό νοΰ. Πάλι από τόν Αυγουστίνο μαθαίνου­
με οτι μόλις τό άκροατήριό του άκουγε τή λέξη confiteri,
οί άνθρωποι άρχιζαν νά χτυπάν τό στήθος τους95. 'Ό μ ω ς ό
Αυγουστίνος είχε επιφυλάξεις γιά παρόμοια ξεσπάσματα.
’Ή θελε νά θυμούνται καί τή δεύτερη σημασία τής λέξης,
καί έφερνε ως παράδειγμα τό «εξομολογούμαι σοι, πάτερ»
( Ματθ . 11,2δ) τού ’Ιησού, ό όποιος ήταν αναμάρτητος,
συνεπώς ή πράξη του δέν μπορούσε νά είναι τίποτε άλλο
έκτος απο ευχαριστία” .
Ή πρώτη σημασία, ή μομφή εναντίον τού εαυτού, είναι
συχνή σέ χριστιανούς συγγραφείς όλων τών περιόδων.
Αυτό είναι φυσικό, αφού ή πίστη τους θέτει ήθικές απαι­
τήσεις τίς όποιες δέν μπορούν νά ικανοποιήσουν πλήρως.
Μεταξύ τών εθνικών είναι συγκριτικώς σπάνια. Τά πυθα­
γόρεια Χρυσά έπη συνιστούν τήν αυτοεξέταση: «Μήν πάς
γιά ύπνο πριν άναλογιστεΐς οσα έπραξες ή παρέλειψες νά
πράξεις κατά τή διάρκεια τής ήμέρας· έπιτίμησε τόν έαυ-

78
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΓΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

τό σου γιά τις κακές πράξεις καί αγαλλίασε γιά τίς κα­
λές». Ό Ε π ίκ τη το ς παραθέτει τή συμβουλή επιδοκιμά­
ζοντας την καί ό Σενέκας την εφαρμόζει. Τόν 2ο αιώνα τά
πιό έντονα παραδείγματα αυτοκατηγορίας τά δίνει ό Μάρ­
κος Αύρήλιος, θυμωμένος μέ την αποτυχία του νά κάνει
πράξη τη φιλοσοφική ζωή: «Μετανοώ» λέει «είμαι εκ­
νευρισμένος μέ τόν εαυτό μου, είμαι λυπημένος καί δυσα-
ρεστημένος, αισθάνομαι νά υποφέρω από στέρηση». Ή
ίδια αίσθηση τόν κυνηγάει καί δταν γίνεται αύτοκράτο-
ρΛζ
Ό έλεγχος τής συνείδησης καί ή εξομολόγηση των
αμαρτιών δέν ήταν λοιπόν ένα θέμα καινούργιο γιά τόν
ύστερο ρωμαϊκό κόσμο. Έ χ ε ι ύποστηριχθεϊ ότι οί ’Εξομο­
λογήσεις σχετίζονται μέ τήν ετήσια εξομολόγηση αμαρ­
τιών, πού συνήθιζαν οί μανιχαΐοι, αλλά κάτι τέτοιο δέν
εύσταθεΐ. Φαίνεται εντελώς απίθανο ότι ο Αυγουστίνος θά
χρησιμοποιούσε ώς πλαίσιο γιά τό έργο του μιά μορφή λό­
γου πού θά μπορούσε τόσο εύκολα νά παραλληλιστεί μέ
μιά μανιχαϊστική, αλλά δχι ακόμη χριστιανική, πρακτι­
κή95.
Ά ν ή ιδέα της εξομολόγησης στή λογοτεχνική παρά­
δοση δέν ήταν καινούργια, ομοίως καί ή ιδέα της αυτοβιο­
γραφίας μέ τή μορφή τής εξομολόγησης δέν ήταν καινούρ­
για90. ΤΗ ταν παραδοσιακό θέμα νά εκθέτει κανείς τήν ψυ­
χή του στίς εντολές τού Θεού, γνωρίζοντας δτι αυτός
έρευνα τίς ψυχές τών ανθρώπων. "Ομως αυτό πού ήταν
εντελώς ασυνήθιστο, παρατηρεί b Brown, ήταν ή επιμονή
τού Αυγουστίνου δτι κανένας άνθρωπος δέν γνωρίζει αρκε­
τά τήν καρδιά του, δτι αυτή ή αχανής έκταση ήταν τόσο

79
ΑΓΙΟΙ' ΑΪΤΟΪΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

πολύπλοκη, τόσο μυστήρια, πού κανείς δέν μπορούσε νά


γνωρίζει με βεβαιότητα τόν εαυτό του, καί ακόμη περισ­
σότερο ότι ήταν πολύ εύκολο νά έξαπατηθεΐ κανείς νομί­
ζοντας ότι γνωρίζει τί είναι σωστό. Στό Δέκατο βιβλίο ό
Αυγουστίνος συνεχώς επαναλαμβάνει τό φόβο του ότι δέν
άρκοΰν οί συνειδητές καλές προθέσεις γιά νά είμαστε κα­
λοί, αλλά χρειάζεται ή μεσολάβηση τής θείας Χάριτος.
«Πρόσταζε ό,τι θέλεις, όμως δώσε αυτό πού προστά­
ζεις»07.
Ή παραδοχή τής ενοχής γίνεται ολοένα πιό έντονη
ανάγκη γιά τόν Αυγουστίνο. Είναι αυτό πού άρνούνταν νά
κάνουν οί μανιχαΐοι, υποστηρίζοντας τή χωριστή φύση
τού κακού έξω από τόν άνθρωπο. Γιά τόν Αυγουστίνο στό
Μιλάνο, ή άρνηση της ένοχής είναι ό πρώτος έχθρός- ή
αύτάρκεια τών νεοπλατωνικών ο δεύτερος. ’Έ πρεπε κα­
νείς νά δεχθεί τήν ένοχή του καί νά ζητήσει βοήθεια από
τόν Θεό. Αυτό πού έλειπε από τούς νεοπλατωνικούς ήταν
τά δάκρυα τής εξομολόγησης ("Εβδομο βιβλίο, 21.27).
Γ ι’ αυτό ό Αυγουστίνος θά χρησιμοποιήσει τή γλώσσα
τών Ψαλμών. Σύμφωνα μέ τόν Brown τήν έποχή του ή
χρήση τών Ψαλμών ήταν σημαντική καινοτομία: γιά
πρώτη φορά ένα λογοτεχνικό έργο πνευματικής αυτοβιο­
γραφίας ενσωμάτωνε τό εξωτικό ιδίωμα τών χριστια­
νικών κοινοτήτων. "Ομως γιά τόν Αυγουστίνο ο σκοπός
δέν ήταν αισθητική καινοτομία. Ό ψαλμωδός είναι ένας
άνθρωπος p i καρδιά, έχει όμως καί «οστά», κάτι ακόμη
βαθύτερο από τήν καρδιά καί τά αισθήματα, καί αυτά ό
Θεός τού τά συντρίβει: «Ούκ έκρύβη τό όστούν μου από
σού ό έποίησας έν κρυφή»38.

8ο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΤΡΙΑΔΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΙΜΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΤΜΙΑ

’Έ χει πάντα ύποστηριχθεΐ ότι τόν Αυγουστίνο τόν έν-


νά ενώσει τόν Θεό τοΰ Αβραάμ, τοΰ ’Ισαάκ καί τοΰ
’Ιακώβ μέ τόν Θεό τών φιλοσόφων, παρατηρεί ό Brown.
Κανένα άλλο βιβλίο δεν δείχνει αυτή τή συγχώνευση με
μεγαλύτερη λογοτεχνική άρετή άπό τίς ’Εξομολογήσεις.

Τριαδικά σχήματα καί μιμητική επιθυμία


Οί ’Εξομολογήσεις είναι ένα έργο πού τό διατρέχει ή αγω ­
νία καί τό διαπερνά σέ τέτοιο βαθμό, ώστε νά υπονομεύει
ακόμη καί τήν αφηγηματική δομή. "Οταν στήν πρώτη
σελίδα άκοΰμε δτι ή καρδιά τοΰ ανθρώπου είναι ανήσυχη
μέχρι νά άναπαυθεΐ στούς κόλπους τοΰ Θεοΰ, ή φυσική
προσδοκία είναι ή κίνηση άπό τήν άνησυχία στήν ήσυχία.
"Ως ένα βαθμό αυτό αληθεύει: μέ τό βάπτισμα θά έρθει ή
πολυπόθητη γαλήνη.
'Ό μ ω ς μετά τή μεταστροφή βρίσκουμε τόν Αυγουστί­
νο πολύ πιό ανήσυχο άπό δ,τι θά μπορούσαμε νά περιμέ­
νουμε. Τό δεύτερο μισό τοΰ Δέκατου βιβλίου καί ολόκλη­
ρο τό Ε νδέκατο καί τό Δέκατο τρίτο — δηλαδή κυρίως
τά μέρη τοΰ έργου πού έχουν δυσκολέψει τίς σύγχρονες
προσπάθειες νά αναγνωρίσουν στό κείμενο ενότητα καί
συνοχή καί τήν ομαλή μετάβαση άπό τήν αγωνία στήν
ψυχική γαλήνη— δείχνουν τόν Αυγουστίνο άκόμη ανή­
συχο γιά μεγαλύτερα καί μικρότερα ζητήματα®8. Πολλοί
έχουν υποστηρίξει δτι τά μέρη αυτά έχουν γραφεί αργότε­
ρα καί είναι μιά προσθήκη στό καθαρά αύτοβιογραφικό
μέρος. 'Ό μ ω ς γιά τόν O ’Donnell τά τελευταία κεφάλαια
μας βοηθοΰν νά κατανοήσουμε ολόκληρη τή δομή τοΰ


ΑΓΙΟV AVrOVSTINOl" ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

έργου. Ή ερμηνεία του στηρίζεται στη διαπίστωση τής


σημασίας πού έχουν γιά τόν Αυγουστίνο τά τριαδικά
σχήματα.
Τό ζήτημα τής τριαδικής σύλληψης τού έργου έχει
εξετάσει δ Η. Kusch, συγγραφέας μιας δυσεύρετης δια­
τριβής αλλά καί ενός έκτενοϋς άρθρου, στό όποιο εισάγει
δυό ιδέες: πρώτον, ότι ή δομή των τελευταίων βιβλίων
τών ’Εξομολογήσεων αντανακλά τά τριαδικά σχήματα
πού κυριαρχούσαν σέ άλλα έργα τού Αυγουστίνου καί δεύ­
τερον, οτι οι τρεις πειρασμοί γιά τούς όποιους διαβάζουμε
στήν Πρώτη επιστολή τού ’Ιωάννη (Α 7ω., 2,ιο>) άντανα-
κλοϋν άφενός αυτά τά τριαδικά σχήματα, αφετέρου βοη­
θούν νά καταλάβουμε τή δομή τών πρώτων βιβλίων100.
Ό Αυγουστίνος θεώρησε ότι οι αναλογίες πού χρησι­
μοποίησαν παλαιότεροι εκκλησιαστικοί συγγραφείς άπό
τόν φυσικό κόσμο γιά νά κάνουν εύληπτο τό δόγμα τής
Τριάδας (ρίζα, κλάδος καί καρπός- πηγή, ποταμός καί
ρεύμα- ήλιος, άκτίς καί φώς) δέν ήσαν κατάλληλες γιά νά
τό ερμηνεύσουν. Γ ι’ αυτό χρησιμοποίησε άλλες αναλογίες,
άπό τόν ψυχικό κόσμο τού ανθρώπου, πού είναι κ α τ ’ εικό­
να Θεού: μνήμη, νόησις, βούλησις- αίωνιότης, αλήθεια,
θέλησις- νούς, γνώσις, αγάπη- πατήρ, εικών, χάρις- ύπάρ-
χειν, νοεΐν, ζήν- φυσική, λογική καί ηθική ύπαρξις.
Τό δόγμα τής Τριάδος υπολάνθανε στά γραπτά τού
Αυγουστίνου άπό τήν εποχή του στό Κασσισιάκο, στό
έργο De Beata Vita, αλλά θά γίνει σαφέστερο στό De
libero arbitrio. Σ τίς ’Εξομολογήσεις δηλώνεται σαφώς
στό Δέκατο τρίτο βιβλίο ώς esse, nosse, velle, πού μπορεί
νά συσχετιστεί μέ τήν τριάδα τού Πορφύριου: ουσία,

82
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΤΡΙΑΔΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΙΜΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΤΜΙΑ

γνώσις ουσίας, εαυτών φιλία. Τό δόγμα τής τριαδικής


αντανάκλασης τοΰ Θεοϋ στη δημιουργία θά τελειοποιηθεί
στά τελευταία βιβλία τοΰ έργου του De Trinitate.
Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, τά τριαδικά σχήματα
δέν έχουν μόνο δογματική σημασία άλλα καί ρητορική
άποτελεσματικότητα, καί μπορούμε νά τά χρησιμοποιή­
σουμε ώς βασικό εργαλείο στή μέθοδο τής κειμενικής
άνάλυσης. Ά ν τό ζήτημα ήταν μόνο ή ιστορία τής μετα­
στροφής στόν Θεό, γράφει ό O ’Donnell, τό έργο θά έπρε­
πε νά τελειώνει στό ’Όγδοο βιβλίο. ”Ομως ή προσθήκη
των υπόλοιπων βιβλίων, καί κυρίως τοΰ Δέκατου, στό
όποιο ό Αυγουστίνος εμφανίζεται ώς θύμα των τριών πει­
ρασμών σύμφωνα μέ τό χωρίο τοΰ ’Ιωάννη (Α Ίω., 2 , 16),
μας υποχρεώνει νά διαβάσουμε καί τά πρώτα βιβλία κάτω
άπό ένα διαφορετικό πρίσμα101.
Στό Δεύτερο καί στό Τέταρτο βιβλίο τό θέμα είναι ή
έπιθυμία τής σάρκας (σεξουαλικά άμαρτήματα τής έφη-
βείας καί ή συμβολική άναπαράσταση τής πτώσης στό
περιστατικό τής κλοπής τών άχλαδιών). Στό Τρίτο βιβλίο
τό θέμα είναι ή έπιθυμία τών ματιών (περιέργεια γιά τά
θεάματα στήν Καρχηδόνα), καί στό Π έμπτο ή ambitio
saeculi (φιλοδοξία τοΰ «αίώνος»). Ή άπαλλαγή άπό τούς
πειρασμούς, στά επόμενα βιβλία, θά άκολουθήσει τήν
άντίθετη φορά: ό Αυγουστίνος πρώτα θά πάψει νά ένδια-
φέρεται γιά τη δημόσια σταδιοδρομία, έπειτα θά παραιτη­
θεί άπό τήν περιέργεια πού τόν οδήγησε στήν αίρεση τών
μανιχαίων καί, τέλος, θά άπαλλαγεΐ άπό τόν πειρασμό τής
σάρκας καί θά άποφασίσει τήν έγκράτεια. Ή άλλαγή
αυτή θά τοΰ έπιτρέψει νά δει τό όραμα τής ’Ό στιας.

83
ΑΓΙΟV ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Οι τρεις πειρασμοί οί όποιοι, σύμφωνα μέ τόν ’Ιωάννη,


αντιστοιχούν σέ τρεις επιθυμίες, μπορούν νά αποτελόσουν
την αφετηρία γιά μιά διαφορετική ερμηνευτική προσέγγι­
ση. Οί τρεις επιθυμίες διακρίνονται όλες γιά τό στοιχείο
τής μίμησης. Θά έπιχειρήσουμε νά τίς εξετάσουμε καί νά
προτείνουμε μιά ερμηνεία πού στηρίζεται στή θεωρία τού
Rene Girard, ό όποιος συσχετίζει τήν επιθυμία με τή βία.
Γιά τόν Girard, μιά έννοια-κλειδί εΤναι ό μιμητισμός. Οί
άνθρωποι μιμούνται συνεχώς. Ή επιθυμία είναι κατεξο-
χήν μιμητική: ή διεκδίκηση ενός καί τοΰ αυτού άντικειμέ-
νου, ή «προσκτητική μίμηση», προξενεί τήν εξίσου μιμη­
τική βία καί οδηγεί τήν ανθρώπινη ομάδα σέ «μιμητικές
κρίσεις», στίς όποιες καταργεΐται κάθε φραγμός πού
εμποδίζει τήν άλληλοεξόντωση. Οί θρησκευτικές άπαγο-
ρεύσεις καί οί τελετουργίες άποσκοπούν ακριβώς στήν
αποφυγή της μιμητικής κρίσης, καί ή βία εκτονώνεται μέ
τό μηχανισμό τής άποδιοπόμπησης, σύμφωνα μέ τόν
πλατωνικό όρο, δηλαδή μέ τή θυσία ενός αποδιοπομπαίου
ανθρώπου ή ζώου, διαδικασία ιδιαίτερα οικεία στήν ίουδαι-
οχριστιανική παράδοση. "Ενα θαυμάσιο παράδειγμα τής
δύναμης τού μιμητισμού δίνει ό Αυγουστίνος στό "Εκτο
βιβλίο, όταν περιγράφει τίς αντιδράσεις τού φίλου του Ά -
λύπιου στό ιπποδρόμιο. Οί τρεις πειρασμοί πού θέλει νά
άποφύγει ό Αυγουστίνος, είναι όλοι πειρασμοί τής μιμη­
τικής έπιθυμίας. Σύμφωνα μέ αυτή τήν υπόθεση εργα­
σίας, ή κατάπνιξη τών επιθυμιών καί ή εγκράτεια μπο­
ρούν νά ερμηνευτούν διαφορετικά: πρόκειται γιά μιά τε­
χνική κατάπαυσης τής μιμητικής έπιθυμίας πού είναι
υπαίτια γιά τή βία. Ή τεχνική αυτή, ιδιαίτερα γνωστή

84
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΤΡΙΑΔΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΙΜΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ

στους ασκητές τών ανατολικών θρησκειών, βρίσκει στό


χριστιανισμό ένα στερεότερο θεμέλιο: ο Ίησοΰς, ένας θε­
άνθρωπος, δέν είναι τέκνο τής βίας. Ό τρόπος τής γέννη­
σης του, ή άμωμη σύλληψη, ακυρώνει τή μιμητική επιθυ­
μία, γιατί δέν γεννήθηκε από μιά γυναίκα που τή βίασε
ένας θεός, δπως συμβαίνει κατά κανόνα στους μύθους τής
θεογονίας, άλλά άπό μιά παρθένα10-’.
Σύμφωνα p i τήν Γδια υπόθεση εργασίας, μπορεί κανείς
νά έρμηνεύσει τήν άγαμία τοϋ Αυγουστίνου. Ή απόφαση
τοΰ Αυγουστίνου νά τηρήσει τήν άγαμία έχει συζητηθεί
πολύ, δεδομένου δτι στήν εποχή του ή εγκράτεια γιά τούς
ιερείς δέν ήταν καθόλου υποχρεωτική. Ή στάση τοϋ
Αυγουστίνου στό ζήτημα αυτό έχει ερμηνευτεί διαφορετι­
κά. Ή Paula Fredriksen, στήν ψυχαναλυτική της προ­
σέγγιση, θεωρεί οτι ή άπόφαση αυτή σχετίζεται μέ τή
ναρκισσική δομή τής προσωπικότητάς του103. Ό Peter
Brown υποθέτει οτι μέ αυτό τόν τρόπο ό Αυγουστίνος ήθε­
λε νά διαφοροποιηθεί εντελώς άπό τούς νεοπλατωνικούς.
Σύμφωνα μέ τόν O ’Donnell, ή απόλυτη εγκράτεια ήταν
ένα γνώρισμα τοϋ Θεοΰ, άρα προϋπόθεση τής «θέωσης»104.
Ε μ ε ίς, ακολουθώντας τόν Rene Girard, βλέπουμε στήν
άγαμία μιά άλληγορική έκφραση τής παρθενίας, δηλαδή
τή βασική προϋπόθεση γιά τήν αποφυγή τής βίας καί τήν
πραγματοποίηση τής κυρίαρχης ίουδαιοχριστιανικής επι­
ταγής «αγαπάτε άλλήλους».
Οί διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις — καί δέν είναι
ασφαλώς οί μόνες— συμφωνούν σέ ένα σημείο: στήν άγω -
νία τοϋ Αυγουστίνου. Καί ή αγωνία αυτή παίρνει μιά
μορφή όχι τόσο παράξενη γιά ένα δάσκαλο τής ρητορικής,

§5
Al’IOV AVI'OVSTINOr ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

δηλαδή τή ς «τέχνης τής φλυαρίας»: γίνεται ή αγωνία


τών λέξεων.

Το πρόβλημα τών λέξεων


Ή διαπίστωση δτι στις ’Εξομολογήσεις διαπλέκονται
διάφορα κείμενα επιτρέπει ακόμη περισσότερο νά εκτιμή­
σουμε τήν πρωτοτυπία τοΰ έργου. Ό Αυγουστίνος, ό
άνθρωπος που γνώριζε απέξω τους συγγραφείς που αγα­
πούσε καί χρησιμοποιούσε, τόν Κικέρωνα, κείμενα τών
νεοπλατωνικών καί, τέλος, τά κείμενα τής Βίβλου, αντι­
μετώπιζε τίς λέξεις p i μεγάλη δυσπιστία καί απαισιοδο­
ξία.
Ό Αυγουστίνος συνειδητοποιούσε απόλυτα τή δυσκο­
λία τή ς ανθρώπινης επικοινωνίας, ακόμη καί δταν οί
άνθρωποι μιλούν τήν Γδια γλώσσα. Θεωρούσε ότι αυτό
οφείλεται στήν έκπτω τη κατάσταση τού ανθρώπου.
Αυτός ό δάσκαλος τών λέξεων δέν ήθελε νά παραδεχτεί
τήν υψηλή τους χρησιμότητα, καί ήταν κατηγορηματι­
κός στό δτι είναι ανεπαρκείς γιά νά γεφυρώσουν τό χάσμα
ανάμεσα στήν καθημερινή χρήση τού λόγου καί σέ λογικά
επιχειρήματα. Γνώριζε δτι οί σημασίες προσδιορίζονται
από τή χρήση τους σέ μιά συγκεκριμένη κοινότητα, γ ι’
αυτό οί ίδιες λέξεις μπορεί νά σημαίνουν άλλα σέ διαφορε­
τικά συμφραζόμενα. Οί λέξεις γιά τόν Αυγουστίνο, δπως
καί γιά τόν Πλωτίνο, ήσαν σημεία: «Μεστά δέ πάντα ση­
μείων καί σοφός τις ό μαθών έξ άλλου άλλο»105.
Ή αγωνία τού Αυγουστίνου σχετικά μέ τό ζήτημα
τών λέξεων εκδηλώνεται ευθύς εξαρχής, στήν πρώτη πα ­

86
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

ράγραφο τοΰ κειμένου τών Εξομολογήσεων, όταν διατυ­


πώνει τήν αμηχανία τοΰ τί πρέπει νά κάνει μέ τίς λέξεις
καί μέ τόν Θεό: «Δώσε μου, Κύριε, τή χάρη νά γνωρίσω,
νά συλλάβω πώ ς ν ’ αρχίσω. Πρώτα νά σέ επικαλεστώ ή
νά σέ δοξάσω; ’Ή μήπως πρίν σέ έπικαλεστώ, πρέπει
πρώτα νά σέ γνωρίσω; Γιατί, πώ ς θά ήταν δυνατόν νά σ’
επικαλεστεί οποιοσδήποτε, αν σέ άγνοεΐ; Εκείνος πού δέν
ξέρει ποιόν επικαλείται μπορεί άλλον αντί άλλου νά επικα­
λεστεί». Ό Αυγουστίνος δέν παύει νά μας υπενθυμίζει ότι
οί λέξεις δέν εΓναι παρά «σημεία» πού μπορούν νά πάρουν
διάφορες σημασίες.
Ό Αυγουστίνος έδινε μεγάλη σημασία στήν επικοινω­
νία χωρίς λέξεις. Δέν θά είχε νά τοΰ μάθει τίποτε τό βιβλίο
τοΰ Edmund Leach Πολιτισμός καί επικοινωνία (1976),
παρατηρεί ό Chadwick100: καταλαβαίνουμε αυτό πού θέλει
κάποιος νά μας πει όχι τόσο άπό τίς λέξεις όσο από τίς κι­
νήσεις, τήν έκφραση τοΰ προσώπου, τόν τόνο τής φωνής,
τίς κινήσεις καί τίς πράξεις πού επενδύονται μέ πληροφο­
ριακή ή τελεστική σημασία.
Τήν άπάντηση στό πρόβλημα τών λέξεων ό Αυγουστί­
νος τή βρίσκει στήν εκχώρηση τών Γραφών στή χριστια­
νική κοινότητα. Τό γεγονός οτι ό Θεός χρησιμοποίησε λέ­
ξεις γιά νά εκχωρήσει τό ευαγγέλιο τής αγάπης στήν
ανθρωπότητα έχει ως συνέπεια ότι οί λέξεις μπορούν νά
αντιμετωπιστούν διαφορετικά. Ή Βίβλος άποτελεΐται
άπό λέξεις ανθρώπινες, αλλά γιά τήν κοινότητα τών π ι­
στών είναι θείο δώρο. Αυτό σημαίνει ότι στό εσωτερικό
τών λέξεων-σημείων υπάρχει επίσης ή θεία πραγματικό­
τητα. Ή ί'δια αρχή ισχύει καί γιά τά άγια μυστήρια, όπως

87
ΑΓΙΟV AITOVSTINOV ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ή βάπτιση, πού είναι σημεία ορατά αλλά δεν μπορούν νά


κατανοηθούν έξω από τη λατρευτική τους διάσταση, πού
είχε τεράστια σημασία γιά τόν Αυγουστίνο, όπως γενικό­
τερα γιά τούς σύγχρονούς του.
Ά ν καί τη διάσταση τής λατρείας ό Αυγουστίνος την
περιβάλλει μέ μυστικότητα, γράφει εντούτοις δτι θέλει νά
«ποιήσει» τήν αλήθεια, δηλαδή νά μεταμορφώσει τό νοη­
τό σέ ορατό, κάτι πού επιτυγχάνουν μόνο τά μυστήρια:
«“ ’Ιδού γάρ αλήθειαν ήγάπησας” 107, καί “ό δέ ποιων ταύ-
την έρχεται πρός τό φως” 108. “Αυτή τήν αλήθεια θέλω
ενώπιον σου νά ποιήσω” 109στήν καρδιά μου, μέ τήν εξομο­
λόγηση, αλλά καί στό βιβλίο μου, μπροστά σέ πολλούς
μάρτυρες, μέ τή γραφίδα μου»110. Μπορούμε εδώ νά ανα­
γνωρίσουμε τή ρητή πρόθεση τού Αυγουστίνου νά επι­
στρατεύσει τίς λέξεις γιά μιά διαφορετική χρήση πού σχε­
τίζεται μέ τή λατρευτική διάσταση.
Σ τις ’Εξομολογήσεις οί λέξεις χρησιμοποιούνται μέ
σκοπό νά γίνουν μυστήριο, μιά πράξη ευχαριστίας μέ λέ­
ξεις, μιά εσωτερική «θυσία αίνέσεως». Τό τελετουργικό
μέρος τη ς υπηρετεί ή συνεχής καταμέτρηση των δημι­
ουργημάτων, στά όποια, σύμφωνα μέ τόν Παύλο, μπο­
ρούμε νά αναγνωρίσουμε τήν αόρατη τελειότητα τού Θε­
ού. Τόν ίδιο σκοπό υπηρετούν τά εκατοντάδες παραθέμα­
τα από τούς Ψαλμούς, πού ενσωματώνονται στή λογο­
τεχνική δομή τού έργου, ώστε σέ ορισμένες περιπτώσεις
νά ενώνουν τά κεφάλαια σάν επωδός. ’Ιδιαίτερα σημα­
ντικοί γ ι ’ αυτόν είναι ό 4ος, ό 41ος καί ό 138ος ψαλ-

88
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Έ ν τώ έπικαλεΐσθαί με είσήκουσάς μου, 6 Θεός τής


δικαιοσύνης μου ■εν θλίψει έπλάτυνάς με.
οίκτείρησόν μ ε καί είσάκουσον τής προσευχής μου.
υιοί ανθρώπων, έ'ως πότε δαρυκάρδιοι; ίνατί αγαπάτε
ματαιότητα καί ζητείτε ψευδός;
καί γνώτε, οτι εθαυμάστωσε Κύριος τόν δσιον αυτοΰ-
Κύριος είσακούσεταί μου εν τ φ κεκραγέναι με
πρός αυτόν1'2.

Ή εξομολόγηση ώς τρόπος σωτηρίας ξανάρχεται στόν


41ο ψαλμό:

ίνατί περίλυπος ει, ή ψυχή μου, καί ίνατί συνταράσσεις


με; ελπισον επί τόν Θεόν, ότι εξομολογησομαι
αυτφ· σωτήριον τοϋ προσώπου μου καί6 Θεός μου 113.

Καί πάλι, στόν 138ο:

έξομολογήσομαί σοι, οτι φοδερώς εθαυμαστώθης · θαυ­


μάσια τά έργα σου, καί ή ψυχή μου γινώσκει σφο­
δρά.
ουκ έκρύδη τό όστοϋν μου από σου, δ έποίησας εν
κρυφή, καί ή ΰπόστασίς μου έν τοΐς κατωτάτοις
της γης-
τό άκατέργαστόν μου ειδον οι οφθαλμοί μου, καί επ ί τό
διδλίον σου πάντες γραφήσονταν ημέρας πλασθή-
σονται καί ουθείς έν αυτοϊς“\

Ή εξομολόγηση, μέσα από την αύτοβιογραφική «έκ


βαθέων» αφήγηση πού τή διακόπτουν τά συνεχή παραθέ­
ματα από τούς Ψαλμούς, ζητά όχι απλώς νά υπηρετήσει

89
A n o r Avr or sTi Nor εξομολογ ήσει ς , πρώτος τομος

λογοτεχνικές μορφές, ή νά βάλει τίς λέξεις της σέ' άλλο


έπικοινωνιακό κώδικα, αλλά ζητά τη μεταμόρφωσή τους
άπό τή ρευστή ανθρώπινη πραγματικότητα στην αμετά­
βλητη καί άχρονη θεία πραγματικότητα, ζητά δηλαδή νά
γίνουν μυστήριο. Ό Αυγουστίνος επιδιώκει νά επιτύχει
μιά πράξη ευχαριστίας μέ λέξεις, μιά εσωτερική «θυσία
αινέσεως», τής οποίας τό τελετουργικό μέρος υπηρετεί ή
συνεχής παράθεση εδαφίων των Ψαλμών.

Τά δάκρυα τής εξομολόγησης


Τά δάκρυα της εξομολόγησης ήταν αυτό πού έλειπε άπό
τούς νεοπλατωνικούς, γράφει στό "Εβδομο βιβλίο τών ’Εξο­
μολογήσεων ο Αυγουστίνος, ο «υιός τών δακρύων» όπως
τόν άποκάλεσαν, γιά λόγους εντελώς διαφορετικούς, δηλαδή
γιά τά δάκρυα πού έχυνε γ ι’ αυτόν ή μητέρα του115. ’Ίσως
όμως όχι καί εντελώς άσχετους, γιατί ό Αυγουστίνος, πού
πίστευε στά δράματα καί στίς πιό απλοϊκές εκδηλώσεις λα­
τρείας, πιθανόν νά πίστευε, όπως δ κάθε ερωτευμένος, ότι τά
δάκρυα θά φέρουν κοντά μας μαγικά τά αγαπημένα πρόσω­
πα. Τά δάκρυα αυτά θά τά βρει στή φωνή τοϋ ψαλμωδοΰ.
Ό απαισιόδοξος επίσκοπος, αυτός πού είχε θρηνήσει
τό θάνατο τοϋ ανώνυμου φίλου του καί τό θάνατο της μά­
νας του, έχει γράψει μερικές άπό τίς αίσθαντικότερες σε­
λίδες γιά τό πένθος καί τά δάκρυα. "Ομως αυτός δ παρα­
τηρητής της ανθρώπινης καρδιάς, άποδεικνύεται ταυτό­
χρονα ένας άπό τούς πρώτους θεωρητικούς τοΰ γέλιου. Τό
καταγέλασμα, ή χλεύη, δ έμπαιγμός τών συνανθρώπων
του απασχολούν κ α τ’ επανάληψη τό συγγραφέα τών Έ -

90
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΤΑ ΔΑΚΡΤΑ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ

ξομολογήσεων, καί οι σκέψεις πού διατυπώνει σχετικά μέ


τό ζήτημα αυτό στηρίζονται σέ παρατηρήσεις τής συμπε­
ριφοράς τών θεατών στά ιπποδρόμια, στή διάρκεια των
ιδιαίτερα φονικών αγώνων τής εποχής του, ή τών ανθρώ­
πων πού συγκροτούνται σέ ομάδα καί διασκεδάζουν παρα­
βλάπτοντας τούς άλλους110.
Ό Αυγουστίνος θέλει νά μιλήσει σέ ανθρώπους πού τόν
πιστεύουν όχι απλώς καλή τή πίστει, αλλά συμπάσχοντας
μέ τόν άλλο. Ακολουθώντας τήν παυλιανή άντίληψη ότι ή
πίστη είναι προϋπόθεση τής αγάπης117, θέτει τό ελεος ως
στήριγμα τής άνθρώπινης κοινότητας καί τό γέλιο άκρι-
βώς στούς αντίποδες. Ό Αυγουστίνος, συνδέοντας τό γέ ­
λιο καί τό χλευασμό μέ τό «αίσθημα θριάμβου», γιά τό
όποιο μιλά ό Freud άναφερόμενος στήν ψυχολογία τής
ομάδας118, προαναγγέλλει τίς σύγχρονες ερμηνείες τού γέ ­
λιου, κυρίως τίς διάφορες θεωρίες τής υπεροχής, πού
άνθησαν στίς αρχές τού αιώνα καί συνδέουν τό γέλιο μέ
τήν επιθετικότητα119.
Τά δάκρυα τής εξομολόγησης δέν είναι μόνο δάκρυα
ενοχής, άλλά καί δάκρυα τής ευχαριστίας, τά δάκρυα τού
ερωτευμένου μέ τόν πιό «ασφαλή» έρωτα, τόν έρωτα τού
Θεού. Ό ερωτευμένος, όπως ό ψαλμωδός, θά φωνάξει:

εσημειώθη έφ ’ ημάς τό φως τού προσώπου σου, Κύριε.


εδωκας ευφροσύνην εις την καρδίαν μου ■από καρπού
σίτου καί οίνου καί ελαίου αυτών έπληθύνθησαν.
εν ειρήνη επί τό αυτό κοιμηθήσομαι καί υπνώσω' οτι
σύ, Κύριε, κατά μάνας επ ’ ελπίδι κατφκισάς με150.

Καί αλλού:


ΑΓΙΟΙ' ΑΪ'ΓΟΓΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

"Ον τρόπον έπιποθεϊ ή ελαφος επί τάς πηγάς τών ΰδά-


των, ούτως έπιποθεϊ ή ψυχή μου πρός σε, 6 Θεός,
έδίφησεν ή ψυχή μου πρός τόν Θεόν τόν ισχυρόν, τόν
ζώντα' πότε ήξω καί όφθήσομαι τ φ προσώπψ τοϋ
θεοΰ,τυι.

Ε ρ ω τικ ές μεταφορές είχε χρησιμοποιήσει καί ό


Πλωτίνος, δπως καί πολλοί χριστιανοί μυστικοί. Οί π η ­
γές τής ερωτικής παράδοσης τοϋ Δυτικοϋ μυστικισμοϋ
μπορούν νά άναζητηθοϋν στον ’Ωριγένη, συγκεκριμένα
στά σχόλιά του στό ΤΑσμα ασμάτων, καί στον ίδιο τόν
’Αμβρόσιο πού χρησιμοποιούσε την ίδια γλώσσα μιλώ­
ντας γιά τήν ’Εκκλησία: «Φιλησάτω με από φιλημάτων
στόματος αυτού»132. Ή ερωτική γλώσσα τών Εξομολο­
γήσεων θά προσφέρει στήν παράδοση αυτή ένα ολόκληρο
σύστημα μεταφορικών σχημάτων μιας ερωτικής εξομο­
λόγησης.
Ό Αυγουστίνος, αυτός πού ήταν κάποτε «ερωτευμέ­
νος με τόν έρωτα», θά παραμείνει ένας έξαλλα ερωτικός
άνθρωπος, ένας «διά Χριστόν σαλός», πού -θά δονεί τίς
καρδιές τών ποιητών, τών εραστών τοϋ ’Απόλυτου, καί
δσων βρίσκουν ανακούφιση στήν κατεξοχήν ναρκισσική
ενασχόληση μέ τή γραφή καί τίς λέξεις. ’Αναζητώντας
αυτό πού υπάρχει πέρα από τίς λέξεις καί τίς εφήμερες
καί περιστασιακές χρήσεις τους, ό πολυγραφότατος Π α­
τέρας τοϋ Δυτικού κόσμου θά γίνει ένας δάσκαλος όχι μό­
νο γιά τούς συγγραφείς τού έσωτερικού μονολόγου, άλλά
καί γιά ποιητές πού θά έκφράσουν τόν μοντέρνο άνθρωπο,
δπως ό Τ. S. Eliot.

92
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ζητήματα ύφους

Ό Αυγουστίνος, γράφει δ Jacques Fontaine, ήταν δ κληρο­


νόμος μιας τριπλής πολιτισμικής κληρονομιάς, πού την
αποτελούσε ή αρχαία λογοτεχνία, ή Βίβλος καί οί χριστια­
νοί λογοτέχνες, πού ήσαν, από τόν Τερτυλλιανό μέχρι τόν
'Ιλάριο καί τόν Κυπριανό, μιά «τρίτη φυλή». Ή θεολογία
τού Αυγουστίνου συνέχιζε την ιουδαιοελληνιστική θεολο­
γία, στήν όποια συγκεράστηκαν ελληνικά καί εβραϊκά
στοιχεία. Τά στοιχεία αυτά, όπως έχει δείξει δ Moses
Hadas, δ χριστιανισμός δέν τά πήρε από τούς παγανιστές,
αλλά από έναν ήδη εξελληνισμένο ιουδαϊσμό, δπως αυτός
τού Φίλωνα ’Αλεξάνδρειάς, τόν όποιο διάβαζε δ κύκλος τού
’Αμβρόσιου στό Μιλάνο, καθώς καί δ ίδιος δ Αυγουστίνος133.
Συνδυάζοντας μέ τρόπο πολύ προσωπικό τόν πλούτο αυτής
τής τριπλής κληρονομιάς, δ Αυγουστίνος έφτιαξε ένα νέο
λογοτεχνικό είδος, έναν νέο κώδικα επικοινωνίας134.
Οί ’Εξομολογήσεις είναι τό έργο ενός ρήτορα. Οί σελί­
δες τους είναι γεμάτες ρητορικά σχήματα, κυρίως αντιθέ­
σεις, συχνά διπλές καί δμοιοκατάληκτες, οξύμωρα, άντι-
μεταβολές, κλίμακες, παιχνίδια μέ τίς λέξεις, δηλαδή ό-
λόκληρο τό δπλοστάσιο τής ρητορικής τέχνης. Παρά τό
γεγονός δτι οί χριστιανοί τής εποχής του δέν περιφρο-
νούσαν τήν κλασική ρητορική, ή εκζήτηση τού ύφους ενό­
χλησε δρισμένους αναγνώστες του, γιατί οί ευφυείς ρητο­
ρικοί χειρισμοί του γεννούσαν δυσπιστία. Ά ν καί θαύμαζαν
τά σχήματα τής λατινικής ρητορικής τέχνης, πού δ
Αυγουστίνος χρησιμοποιούσε τόσο άνετα, κάποιοι ωστόσο
τά θεωρούσαν ένδειξη άνειλικρίνειας. 'Ό μ ω ς τήν πιό σκλη-

93
Λ ΠΙΟ Γ Α ΐ ' Γ Ο Ι ' Σ Τ Ϊ Ν Ό ν ΕΞΟΜΟΛΟΓΉΣΕΙΣ» ΠΡΩ ΤΟ Σ ΤΟΜΟΣ

ρή κριτική τής ρητορικής τέχνης την ασκεί ο ίδιος: θά


εκφωνούσε ένα λόγο γιά τόν αύτοκράτορα, καί τό κοινό
προσδοκούσε ωραίες φράσεις, τορνευμένες καί ρυθμικές,
καί όχι αλήθειες. Πολλές σελίδες τών ’Εξομολογήσεων
είναι αφιερωμένες στήν πιό σκληρή κριτική τής «τέχνης
τής φλυαρίας».
Γιά τόν Αυγουστίνο, ένα δάσκαλο τής ρητορικής καί
δεινό ρήτορα, τά ζητήματα τού υφους παρέμειναν πρω­
τεύοντα. Ή πειθώ συνέχιζε νά είναι κύριο μέλημά του. Τό
λατινικό ρήμα γιά τήν πράξη τού πείθειν, suadere, ήταν
άπό τήν ίδια ρίζα μέ τή λέξη suavitas, τήν ήδύτητα τού
υφους, πού είχε θαυμάσει στόν ’Αμβρόσιο125. Αυτή τή λέξη
προτιμούσε νά χρησιμοποιεί ως άπώτερο στόχο τής τέ­
χνης του, πού τήν έβλεπε ως συντελεστή τέρψης, από­
λαυσης γιά τό ακροατήριο, χωρίς όμως νά παραμελεί
άλλους στόχους, δπως movere, flectere, δηλαδή νά συ-
γκινήσει καί νά κάμψει τούς πιστούς1311.
Ό Αυγουστίνος γνώριζε νά προσαρμόζεται στά ακροα­
τήριά του. Τά ερμηνευτικά έργα του, πού προορίζονταν
άρχικά ως κηρύγματα, διακρίνονται γιά δημώδεις φρά­
σεις, γλώσσα καί ρυθμό. Ό Αυγουστίνος ακολουθούσε
άναλόγως ύφος λόγιο ή δημώδες, σύμφωνα μέ τό σκοπό
πού ήθελε νά επιτύχει καί πού ήταν τριπλός: νά διδάξει
(probare ή docere) νά τέρψει (delectare), νά συγκινήσει
(movere). Γράφει ό ίδιος ρητά γ ι’ αυτό τό ζήτημα στό
έργο του De doctrina Christiana, πού έγραψε τό 395-398,
δηλαδή περίπου τήν εποχή τών Εξομολογήσεων. Στό
σημαντικό αυτό έργο εξηγεί γιατί ένας συγγραφέας πρέπει
νά χρησιμοποιεί τήν κοινή γλώσσα δταν θέλει νά γίνεται

94
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΖΗΤΗΜΑΤΑ Ϊ'ΦΟΤΣ

ευκολότερα κατανοητός, καί αναλύει δύο χωρία τής Βί­


βλου από την άποψη τής ύφολογικής καί τής ρητορικής
τους αξίας137.
Στό έργο De doctrina Christiana ο Αυγουστίνος δέν
άπέρριπτε τη χρήση τής ακαδημαϊκής ρητορικής στά
εκκλησιαστικά κηρύγματα. Θεωρούσε αυτονόητο νά τή
χρησιμοποιούν, γιά νά μην αφήνουν τά όπλα αυτά μόνο
στούς «δικηγόρους τών ψεμάτων». Συνιστούσε τή χρήση
καί τών τριών έπιπέδων υφους πού είχαν υιοθετήσει οί Λα­
τίνοι, ακολουθώντας τόν ελληνικό διαχωρισμό σέ ύφος
ταπεινό, μέσο καί υψηλό. "Ομως διαφωνεί με τόν Κικέρω-
να ό όποιος, σύμφωνα με τήν παραδοσιακή αντίληψη, συ-
νιστούσε τήν προσαρμογή τους στά θέματα καί τά πρόσω­
πα, πού μπορούσαν νά είναι ασήμαντα καί καθημερινά, πιό
σοβαρά καί τέλος υψηλά καί σπουδαία (parva, modica,
magna). Γιά τήν έξήγηση καί τή διδασκαλία έβρισκε κα­
τάλληλο τό ταπεινό ύφος πού, σύμφωνα μέ τόν Κικέρωνα,
έπρεπε νά είναι χωρίς στολίδια, καί ως παράδειγμα έφερνε
τή Βίβλο. Γιά τό μέσο ύφος πρότεινε ως παράδειγμα τόν
Κυπριανό καί τόν ’Αμβρόσιο. Τέλος, τό υψηλό τό θεωρούσε
κατάλληλο γιά κηρύγματα πού άποσκοποΰσαν νά έμπνεύ-
σουν καί νά παρακινήσουν ανθρώπους στή δράση.
Ό Αυγουστίνος διαφωνούσε όμως ρητά μέ τόν Κικέ-
ρωνα σέ ένα σημείο: στή διαφοροποίηση τού υφους ανάλο­
γα μέ τή σημασία τών προσώπων καί τών θεμάτων. Γιά
τό χριστιανό όλοι οί άνθρωποι, ακόμη καί οί πιό ταπεινοί,
ήσαν σημαντικοί, καί δέν ήταν επιτρεπτό νά γίνονται δια­
κρίσεις μεταξύ τών πιστών. ’Άλλωστε τό παράδειγμα τό
έδωσε ό ι'διος ό ’Ιησούς, πού ενσαρκώθηκε καί ήρθε νά ζή-

95
ΑΓΙΟV AITOVSTINOV ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

σει ανάμεσα σέ απλούς ανθρώπους. Ό Αυγουστίνος θά


υιοθετήσει μιά διαφορετική χρήση τής λέξης humilis, πού
ήταν ή πρώτη στήν προτίμηση των Λατίνων ρητόρων
δταν ήθελαν νά προσδιορίσουν τό ταπεινό ύφος. Ή λέξη θά
χρησιμοποιηθεί γιά τήν ενσάρκωση τοϋ Χρίστου καί γιά
τό απέριττο ύφος τής 'Αγίας Γραφής128.
Ή τομή πού δημιούργησε ό Αυγουστίνος με τό ΰφος
των Εξομολογήσεων οφείλεται άκριβώς στήν humilitas,
υποστηρίζει ό Erich Auerbach στό Mimisis, τό κλασικό
έργο του γιά τή λογοτεχνική αναπαράσταση στή Δύση. Ή
humilitas εμφανίζεται σέ δλα τά είδη τής χριστιανικής λο­
γοτεχνίας, κυρίως στίς βιογραφίες των μαρτύρων, ένα νέο
λογοτεχνικό είδος πού καλλιεργήθηκε τούς πρώτους χρι­
στιανικούς χρόνους. Οί μάρτυρες ήσαν άνθρωποι ταπεινοί,
από δλα τά κοινωνικά στρώματα- δταν δμως οδηγούνταν
στό μαρτύριο, τό ζοΰσαν θριαμβικά. Οί αφηγήσεις αυτές
από τήν αρχή θά έκλειναν όλη τή δύναμη τής ώμής πραγ­
ματικότητας. Ή Passio Perpetuae, ή άφήγηση τοϋ μαρ­
τυρίου τής Περπέτουας, είναι ένα τέτοιο χαρακτηριστικό
δείγμα. Ή Περπέτουα πεθαίνει τραγικά σάν τήν ’Αντιγό­
νη, καί δέν είναι μόνο γεμάτη αξιοπρέπεια, όπως εκείνη,
αλλά καί θρίαμβο. Αυτό τό μείγμα θριάμβου καί άπέριττου
ρεαλισμού συνένωνε στοιχεία πού θεωρούνταν μέχρι τότε
ασύμβατα: τήν παρουσία τοϋ τραγικού καί τού υψηλού σέ
μιά ταπεινή ύπαρξη. Ή άναπαράσταση τού μαρτυρίου,
πού γινόταν μέ ακραίο ρεαλισμό, είχε τό πρότυπό της τόσο
στή λογοτεχνία δσο καί στήν πραγματικότητα, στό πάθος
τού Χριστού, όπως αυτό περιγράφεται στά Ευαγγέλια129.
Ό Auerbach στήν ανάλυσή του χρησιμοποιεί τό άπό-

96
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΪΦΟΤΣ

σπασμα από τό "Εκτο βιβλίο, στό όποιο ό Αυγουστίνος


μιλά γιά τόν φίλο του Άλύπιο καί τά θεάματα τοΰ ιπποδρο­
μίου (8.13). Σ ’ αυτό βλέπουμε ένα άτομο αριστοκρατικής
καταγωγής νά εξομοιώνεται με τό πλήθος. Γράφει: Et non
erat iam ille, qui venerat, sed unus de turba, ad quam ven-
erat (κατά λέξη: Δέν ήταν πιά εκείνος πού ήταν όταν είχε
έρθει, άλλά ένας από τό πλήθος πρός τό όποιο είχε έρθει).
Ή φράση αυτή, πού θά ήταν αδιανόητη ώς πρός τό ύφος
γιά τήν κλασική αρχαιότητα, είναι χριστιανική, ή καλύτε­
ρα αυγουστίνεια. Δείχνει τόν εσωτερικό αγώνα, τό ευμετά­
βλητο τής ψυχής, τίς συγκρούσεις καί τίς αντιθέσεις της.
Σέ ολόκληρη τήν αφήγηση τής σκηνής αυτής ό Αυγουστί­
νος χρησιμοποιεί τή σύνταξη κατά παράταξη, όχι όμως γιά
νά περιγράφει αυτά πού συνέβαιναν στό ιπποδρόμιο, όπως
θά έκαναν οί προγενέστεροι χριστιανοί συγγραφείς, άλλά
αυτά πού διαδραματίζονταν στήν ψυχή τοΰ Άλύπιου. Προ­
σπαθεί δηλαδή νά έκφράσει τόν δραματικό χαρακτήρα τών
εσωτερικών γεγονότων, καί τόν ενδιαφέρει νά ένσωματώ-
σει τό εσωτερικό γεγονός, τραγικό καί προβληματικό, στή
συγκεκριμένη πραγματικότητα130.
Ά ν καί ή ρητορική τοΰ Αυγουστίνου — λογοπαίγνια,
αντιθέσεις, παραλληλισμοί— είναι κλασική, γίνεται αντι­
ληπτό από τόν τρόπο σύνταξης πού χρησιμοποιεί στίς ’Ε ­
ξομολογήσεις, συγκεκριμένα τής σύνταξης κατά παράτα­
ξη, ότι τό κείμενο δέν είναι κλασικό. Πρόκειται, βεβαίως,
γιά τή βιβλική παράταξη, ενώ ή δραματοποίηση ενός
εσωτερικού γεγονότος, ή χρήση ενός προσωπικού ιδιωτι­
κού τόνου, είναι επίσης χριστιανικό καί όχι κλασικό χαρα­
κτηριστικό.

97
ΛΓΙΟΓ AVrOVSTINOV ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Μέ τίς Εξομολογήσεις, υποστηρίζει b Auerbach, ή


αισθητική τοϋ διαχωρισμού ανάμεσα σέ ένα ύφος υψηλό
καί ένα ΰφος ταπεινό φτάνει στό τέλος της. Ό Αυγουστί­
νος εισάγει ένα νέο ύφος, που φέρει τά στοιχεία τοΰ υψη­
λού, χωρίς όμως νά περιφρονεΐ την καθημερινή πραγματι­
κότητα μέ τήν άσχήμια της, τήν άσημαντότητά της, τούς
ταπεινούς άνθρώπους της άπό τά χαμηλότερα στρώματα.
Καθιερώνει ένα νέο sermo humilis, τήν ομιλία μέ ύφος τα ­
πεινό πού θά ταίριαζε στήν κωμωδία, άλλά ξεπερνά τή συ­
νηθισμένη χρήση του γιά νά κινηθεί μέ άνεση στά υψηλό­
τερα καί βαθύτερα ζητήματα, στό υψηλό καί τό αιώνιο.
«Αυτός ό άνθρωπος» γράφει b Auerbach «πού γνώριζε καί
τούς δυό πολιτισμούς, τόν κόσμο τής κλασικής ρητορικής
καί τήν ίουδαιοχριστιανική σκέψη, ήταν Γσως ο πρώτος
πού συνειδητοποίησε τόν ύφολογικό άνταγωνισμό πού φέρ­
νει άντιμέτωπους αυτούς τούς δύο κόσμους, καθώς καί τήν
προβληματική αυτού τού άνταγωνισμού, τήν οποία θά
εκθέσει ο ’ίδιος στό έργο του De doctrina Christiana»'31.
Ό Αυγουστίνος ήταν ρήτορας άλλά καί ποιητής. Πριν
γίνει επίσκοπος στήν 'Ιππώ να έγραψε τό έργο Psalmus
contra partem Donati, πού προοριζόταν νά ψάλλεται άπό
τό εκκλησίασμα, άκολουθώντας τό τονικό μέτρο καί όχι
τήν προσωδία, γιά νά είναι πιό κοντά στό λαϊκό αισθητή­
ριο πού είχε χάσει τήν αίσθηση τής ποσότητας των συλ­
λαβών. ’Έ τσ ι, προχώρησε πιό πέρα άπό τόν ’Αμβρόσιο,
πού έγραφε σέ ποσοτικά μέτρα, παρ’ όλο πού οί περισσό­
τεροι στίχοι του μπορούσαν νά άπαγγελθούν μέ βάση τόν
/ ιίί
τονισμο \
Ό Αυγουστίνος άγαπούσε τό ρυθμό, τό μέτρο, τή μου­

98
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΦΟΪΣ

σικότητα τοΰ λόγου, καί τούς είχε αφιερώσει τό σύγγραμ­


μα De Musica. Ή μαθηματική ανάλυση της μουσικής
τοΰ γεννούσε πάντα ζωηρό ενδιαφέρον, γιατί σ ’ αυτήν
έβλεπε, μαζί μέ τούς νεοπλατωνικούς, μιαν άποκάλυψη
τής άριθμητικής καί λογικής τελειότητας133. Ή μουσική
τόν έθελγε τόσο πολύ, ώστε νά άναρωτιέται στό Δέκατο
βιβλίο των 5Εξομολογήσεων μήπως ή γοητεία πού άσκεΐ
μπορεί νά γίνει εμπόδιο στήν άναζήτηση τοΰ Θεού, άφού
άποπλανά σέ τέτοιο βαθμό τίς αισθήσεις. Τό κείμενο των
’Εξομολογήσεων, χάρη στή βαθιά του μουσικότητα καί
τόν πλούτο τών μεταφορών του, είναι ένα κείμενο άνάμ£-
σα στήν πρόζα καί στό στίχο, καί άνήκει σ ’ αυτό πού
άργότερα θά ονομαστεί πεζό ποίημα. Οί έσωτερικές ομοιο­
καταληξίες είναι κανόνας. Συχνά βρισκόμαστε πολύ κο­
ντά σέ οκτασύλλαβους στίχους, όπως αυτούς τών ύμνων
τού ’Αμβρόσιου, πού τού έδωσαν παρηγοριά μετά τήν κη­
δεία τής μητέρας του. Σέ πολλά σημεία τού κειμένου μπο­
ρούμε νά μιλήσουμε γιά «ελεύθερους άμβροσιανούς στί­
χους»134.
Ή σύγχρονη άντίληψη γιά τήν ποιητική πρόζα μάς
επιτρέπει νά δώσουμε στόν εσωτερικό μονόλογο τών Ε ξο­
μολογήσεων αυτή τήν τόσο δύσκολα προσδιοριζόμενη θέ­
ση άνάμεσα στίς κατηγορίες τής πρόζας καί τής ποίησης,
γράφει b Jacques Fontaine, άνάμεσα στό ηδη καί στό οχι
ακόμη (iam et nondum) πού ήταν μιά άπό τίς άγαπημένες
φράσεις τού Αυγουστίνου, όταν ήθελε νά μιλήσει γιά τήν
περιπέτεια τοΰ πνεύματος»135.
Μέ ένα είδος μουσικού μιμητισμού ή εκφορά τοΰ λόγου
τοΰ Αυγουστίνου προσαρμόζεται στό χρώμια καθενός άπό

99
ΛΓΙ01' Λ1ΤΟΪΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

τά λογοτεχνικά εί'δη πού έμιφανίζονται διαδοχικά στις ’Ε ­


ξομολογήσεις, μέ έναν εκπληκτικά γοργό ρυθμό: φράση
ζωηρή στην αφήγηση τών περιστατικών, ταχύτητα τοΰ
πλάγιου ύφους, μακριές φράσεις που επαναλαμβάνονται
κατά κύματα, όταν ό Αυγουστίνος ξεδιπλώνει τό στοχα­
σμό του, σύντομες φράσεις ικεσίας πού ξεπετάγονται εδώ
κι εκεί άδιάκοπα.
Ή ποιητικότητα τοΰ κειμένου χρωστά πολλά στις με­
ταφορές της, πού έχουν συχνά άλληγορικό χαρακτήρα130.
Τή σημασία τών μεταφορών στόν Αυγουστίνο έχει ερευνή­
σει b Auerbach στήν παλαιότερη μελέτη του Figura 137. Ή
μεταφορά γιά τόν Αυγουστίνο έχει σχέση μέ τήν αντίληψή
του γιά τόν ανθρώπινο χρόνο καί τήν ιστορία, πού ανήκουν
στήν τάξη τών μεταβλητών, τών εφήμερων, σέ αντίθεση
μέ τήν αιωνιότητα τοΰ Θεοΰ. Σ τή μεταφορά εγκαθιδρύεται
μιά σχέση ανάμεσα σέ δύο γεγονότα ή δύο πρόσωπα. Μπο­
ρεί ανάμεσα στούς δύο πόλους τής μεταφοράς νά υπάρχει
χρονική απόσταση, βρίσκονται εντούτοις καί οί δύο μέσα
στόν ανθρώπινο χρόνο, σ’ αυτό τό ποτάμι τής ανθρώπινης
ιστορίας πού κυλά άδιάκοπα, σέ αντίθεση μέ τήν απαρασά­
λευτη καί αμετάβλητη θεότητα. Τά επεισόδια τής Π α-
λαιάς Διαθήκης βρίσκονται σ ’ αυτό τό ποτάμι, όπως καί
εκείνα τής Καινής Διαθήκης, καί μπορούμε νά δούμε τά
πρώτα ως μεταφορές ή ως προφητείες τών δεύτερων.
Αυτό δέν γίνεται νά τό κατανοήσουμε παρά μέσα άπό τή
θρησκευτική διάσταση. Ή μεταφορά, λοιπόν, translatio
στά λατινικά, είναι μιά πρόσκληση γιά υπέρβαση138.
Σ τίς Εξομολογήσεις ό άνθρωπος, «σάρκα καί αίμα»,
προσπαθεί νά μιλήσει στόν Θεό του μέ λέξεις, γιατί αυτό

ιο ο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΟΙ «ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ», 01 ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ

τό μέσο διαθέτει. Καί θέλει νά βάλει «τή σάρκα καί τό


αίμα» στό βιβλίο σάν θεία μετάληψη. Τό βιβλίο αυτό θά
συνεχίσουν νά τό γράφουν οί ποιητές τοϋ Δυτικοΰ κόσμου,
οί κυνηγοί τοϋ άπόλυτου, μέ μνημειώδη επιμονή καί υπο­
μονή, ανεξαρτήτως σχολών, τεχνοτροπιών, τάσεων καί
λογοτεχνικών παραδόσεων.

Οί Εξομολογήσει?, οί Έλληυε? καί οί σύγχρονοι


Οί ’Εξομολογήσεις στή Δόση κυκλοφόρησαν σέ πολυάριθ­
μες μεταφράσεις καί άποτέλεσαν συνεχώς άντικείμενο
έρευνας- όμως δέν ίσχυσε τό ίδιο καί στήν Ε λλά δα . Οί ’Ε ­
ξομολογήσεις δέν μεταφράστηκαν παρά μόνο στά μέσα
τοϋ 20οΰ αιώνα. Τό ίδιο ισχύει γενικότερα γιά τό έργο τοϋ
Αυγουστίνου. «Είναι γεγονός δτι άπό τό ογκώδες έργο τοϋ
Αυγουστίνου, πού άσκησε πελώρια επίδραση στή Δύση,
κυκλοφορούν στή χώρα μας μόνο οί ξεπερασμένες πιά με­
ταφράσεις άπό τόν Ά. Δαλέζιο...» γράφει ό Δ. Ζ. Νική­
τας σέ εργασία του γιά τήν παρουσία τού Αυγουστίνου
στήν Ανατολική ’Εκκλησία1,19.
Ή παρουσία τοϋ Αυγουστίνου ήταν ισχνή καί στή βυ­
ζαντινή περίοδο, καί τό γεγονός αποδίδεται πρωτίστως σέ
άγνοια τής λατινικής καί σέ έλλειψη μεταφράσεων. Ή
διαφορετική γλώσσα εμπόδιζε τούς ’Ανατολικούς καί τούς
Δυτικούς νά δημιουργήσουν στενότερες επαφές, αλλά οχι
μόνον: «Δέν ήταν εύκολο νά εκτιμήσει ό ’Α νατολικός τό
πνεύμα ενός Λατίνου, διότι πίσω άπό λέξεις, άπό επιχειρή­
ματα καί ιδέες κρυπτόταν ολόκληρος κόσμος διαφορετικού
τρόπου σκέψεως καί ά γώ νω ν...» παρατηρεί σέ μιά άπό

ΙΟΙ
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

τις λιγοστές μελέτες τής ελληνικής βιβλιογραφίας γιά τόν


Αυγουστίνο ό μητροπολίτης Σηλυβρίας Αίμιλιανός150.
Στούς Βυζαντινούς ό Αυγουστίνος γεννούσε δυσπι­
στία, γιατί ήταν εκείνος στον όποιο είχαν αποδώσει την
πατρότητα τού filioque. Ε ντούτοις, ό πατριάρχης Φώ­
τιος είχε αθωώσει τόν Αυγουστίνο: «την μέν καινοτομίαν,
ώς την δεσποτικήν φωνήν κιβδηλεύουσαν καί παραχαράσ-
σουσαν άποστρεφόμεθα- τόν πατέρα δέ αυτής, σιγώντα
μάλιστα καί μή παρόντα, μηδ’ άντιλέγοντα, ου μέν ουν, ού
καταδικάζομεν»141.
.Τό διάστημα 1261-1274, περίοδος κατά την οποία καλ­
λιεργήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ένα ήπιο φιλενωτικό
κλίμα, ξεφύτρωσε ή πρώτη μετάφραση έργων τού Αυγου­
στίνου, συγκεκριμένα τό έργο του Περί Τριάδος πού μετα­
γλώττισε ό Μάξιμος Πλανούδης143. Συνεχιστής τού με­
ταφραστικού έργου τού Μάξιμου Πλανούδη ήταν ό Δημή-
τριος Κυδώνης, γνωστότερος ώς μελετητής τού έργου
τού Θωμά Άκύίνάτη. Ό Κυδώνης μετέφρασε κείμενα
τού Αυγουστίνου καί έξέδωσε ένα ανθολόγιο143. Τέτοια
ανθολόγια είχαν κυκλοφορήσει καί στή Δύση, όμως οί συ-
μπιλητές τους έπέλεγαν σύμφωνα μέ τή δική τους κρίση
διάφορες sententiae, αλλάζοντας σέ ορισμένες τή σειρά
καί αλλού συνενώνοντας φράσεις σέ νέο σύνολο, μέ αποτέ­
λεσμα νά παραποιείται ή σκέψη τού Αυγουστίνου- αυτό
ακριβώς συνέβη καί μέ τήν ελληνική έκδοση144.
Παρά τίς θεολογικές διαμάχες, οί ανατολικοί Π ατέ­
ρες, όπως ό Γρηγόριος Παλαμας, αναφέρουν συχνά μέ σε­
βασμό τόν Αυγουστίνο. Σέ μιά συλλογή έξι μαρτυριών από
διάφορες συνόδους, πού έξέδωσε ό Δημήτριος Κυδώνης, ό

102
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΟΙ «ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ», ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ

Αυγουστίνος χαρακτηρίζεται ώς «αδελφός καί συνεπίσκο-


πος», «μακάριος», «έξοχώτατος καί μέγας διδάσκαλος»,
«άγιος καί εκκριτος», «τής εκκλησίας θεολόγος καί
άγιος»1°.
Ή συλλογή μαρτυριών τοΰ Κυδώνη καθώς καί έ'να
έντεχνο εγκώμιο δεκαεπτά ιαμβικών τρίμετρων πού αφιέ­
ρωσε στόν Λατίνο Πατέρα ο Μ ιχαήλ Κριτόβουλος ό
’Ίμβριος, φανερώνουν τό υψηλό γόητρο πού είχε ο Λατίνος
επίσκοπος, τουλάχιστον στή συνείδηση αυτών τών δύο
συγγραφέων. Τό στιχούργημα τοΰ Κριτόβουλου μεταφέρει
κάτι από τή φήμη τοΰ Αυγουστίνου στή Δύση, πού ήταν
ήδη μεγάλη.

"Οστις έρωτα θεού εσχεν έμφρόνως


καί πυρ άνήφεν αγάπης εν καρδία
άλοΰς όλως τε τω πόθω τοΰ δεσπότου
καί κατοχής δε έμπνευσθείς θειοτέρας
τόν άνδρα τούτον έκτόπως θαυμαζέτω
τόν θειον όντως καί σεπτόν Αυγουστίνον
τοΰ διακαούς έρωτος καί τού πάθους
καί τής ένθεου κατοχής τε καί ξένηςίΚ.

Τόν 19ο καί στίς αρχές τοΰ 20οΰ αιώνα δημοσιεύτηκαν


κεκραγάρια πού μετάφρασαν 6 Ευγένιος Βούλγαρις, ό
Δ. Σ . Μενάγιας καί ο μητροπολίτης Πενταπόλεως Νε­
κτάριος Κεφαλάς147. Ή μετάφραση τοΰ Νεκτάριου πα­
ρουσιάζει χωριστό ενδιαφέρον, γιατί, ενώ στηρίζεται σέ
αυτή τοΰ Ευγενίου Βουλγάρεως, αποδίδει τό πεζό κείμενο
σέ έμμετρη μορφή καί τονίζει τόν βαθύτατα ποιητικό χα ­
ρακτήρα του148.

103
ΑΓΙΟΙ' ΑΪΤΟΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Ό Νικόδημος ό 'Αγιορείτης περιέλαβε τόν Αυγουστίνο


στό Συναξάριό του, γιά νά ωθήσει καί τη Ρωσική Ε κ ­
κλησία νά πράξει τό ίδιο. Ή ’Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά
τή μνήμη του στίς 15 ’Ιουνίου149.
Ωστόσο, παρά τό γεγονός ότι ο Αυγουστίνος ήταν
γνωστός στό Βυζάντιο, δπως δείχνει ό μεγάλος αριθμός
χειρογράφων των μεταφράσεων τοΰ Μάξιμου Πλανούδη
καί τών αδελφών Κυδώνη, τά δύο μείζονα έργα του, οί ’Ε ­
ξομολογήσεις καί ή Πολιτεία τοΰ Θεού, θά μεταφραστούν
στά ελληνικά σέ ολοκληρωμένη μορφή γιά πρώτη φορά
στά μέσα τοΰ 20οΰ αιώνα άπό τόν Άνδρέα Δαλέζιο.
Ή διαπίστωση αΰτοΰ τοΰ κενοΰ της ελληνικής βιβλιο­
γραφίας οφείλεται γενικότερα στό μειωμένο ενδιαφέρον
τής ’Ανατολής γιά τόν Αυγουστίνο, ο όποιος αντιμετωπί­
στηκε αποκλειστικά ώς Λατίνος Πατέρας, καί όχι ως
συγγραφέας έργων πού παρουσιάζουν άλλο ενδιαφέρον πέ­
ραν τοΰ θρησκευτικού. "Ομως, οί Εξομολογήσεις στή
Δύση διαβάστηκαν άπό χριστιανούς καί αγνωστικιστές
ώς λογοτέχνημα. Στό έργο αυτό ή ανθρωπολογία τοΰ
Αυγουστίνου είναι εξίσου ισχυρή μέ τή θεολογία του, καί ό
’Ισίδωρος Σεβίλλης, ήδη στήν αυγή τοΰ 6ου αιώνα, θά τό
θαύμαζε για τήν ψυχολογική ανάλυση τοΰ αμαρτήματος.
Ή απήχηση τοΰ έργου σέ ανθρώπους μέ διαφορετικά
ενδιαφέροντα δείχνει οτι όλοι βρήκαν κάτι σ ’ αυτό, πού θά
μπορούσαμε πολύ απλά νά τό ονομάσουμε αγωνία γιά τήν
ανθρώπινη κατάσταση. Αυτή είναι άποτυπωμένη ακόμη
καί στήν ίδια τή μορφή τοΰ έργου, στήν ανήσυχη πρόσμει­
ξη ειδών καί αναγνωστικών κωδίκων, όπως εξηγήσαμε
μιλώντας γιά τό ύφος του. Τό ενδιαφέρον γιά τίς Εξομο­

104
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΟΙ «ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ», ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ

λογήσεις θά ένταθεΐ ξανά τόν 20ό αιώνα, καί θά τό συνα­


ντήσουμε σέ διανοητές χριστιανούς καί μή, διαφόρων φι­
λοσοφικών τάσεων, όπως b Husserl, ό Heiddegger, b Ri-
coeur.
Θά μπορούσε νά πει κανείς ότι στόν 20ό αιώνα τό έργο
χρωστά τή φήμη του σέ συγγραφείς πού διανύουν, όπως οί
στοχαστές τού υστέρου ρωμαϊκού καί πρωτοχριστιανικού
κόσμου, τήν Γδια πορεία άπό τή φιλοσοφία στή θεολογία,
αλλά αυτή τή φορά πρός τήν αντίστροφη κατεύθυνση. Ε ­
πιστρέφουν στή φιλοσοφία γιά νά στοχαστούν τόν άνθρω­
πο, όπως τότε, σάν έναν «ξένο», σάν έ'να όν πού βρέθηκε
τυχαία «ριγμένο στόν κόσμο», στήν παγερότητα καί τήν
έρημία ενός εχθρικού σύμπαντος, μέ εναν Θεό πού σωπαί­
νει, όπως ένιωθε στήν αρχή τής περιπλάνησής του ό
Αυγουστίνος. Βρίσκουν στις Εξομολογήσεις τά ερωτήμα­
τα πού έθεσε κι εκείνος στήν αρχή, τά ϊδια αδιέξοδα, τούς
φόβους, τήν Γδια άνάγκη γιά γιατρό καί θεραπεία.
Σ τίς 5Εξομολογήσεις ο Αυγουστίνος άπέτυχε σέ ένα
σημείο: ήθελε νά γράψει γιά τή μεταστροφή του στήν « ’Α­
λήθεια» καί τόν μόνο «άληθινό Θεό», ήθελε δηλαδή νά
γράψει ένα βιβλίο θεολογικό, όμως έγραψε προπάντων ένα
βιβλίο γιά τόν άνθρωπο. Ή ανθρωπολογία κέρδισε, καί
υπερκέρασε τή θεολογία. Πρίν από τό ερώτημα «τί είναι ό
Θεός», προβάλλει συνεχώς κυριαρχικά τό έρώτημα «τί
είναι ό άνθρωπος». Καί τά δύο ερωτήματα συμπλέκονται
στόν ιστό τού κειμένου ενός ρήτορα, πού ενδεχομένως είχε
τήν πρόθεση τού «τέρπειν» καί συνάμα τού «διδάσκειν»·
όμως όλα τά τεχνάσματα, όλες οί προσταγές τής ρητο­
ρικής κάμπτονται μπροστά στήν αγωνία γιά τήν άνθρώπι-

105
ΑΓΙΟΙ' ΑΥΓΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, 11ΡΟΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

νη κατασταση που αποτυπωνεται στο κείμενο ως αγωνία


τών λέξεων, δηλαδή αγωνία τοΰ ποιητή.
Οί αναρίθμητοι αναγνώστες τών 5Εξομολογήσεων
αναγνώρισαν στό έργο αυτό τη γεύση τών πολύ ανθρώπι­
νων προβλημάτων τους καί τών αδιεξόδων τους, καί τό
επιβεβαιώνουν όχι μόνο οί θαυμαστές αλλά καί οί εχθροί
του, όπως ό Nietzsche ή ό Andre Suares, μέσα στόν άμε­
τρο θυμό τους γιά τόν ισχυρό αλλά γοητευτικό αντίπαλο.
Ή suavitas καί ή humilitas τού Αυγουστίνου αποδείχθη­
καν χημικές ουσίες με μακρόχρονη, αθροιστική δράση,
ουσίες γεννημένες μέσα από τήν αλχημεία τοΰ ερωτικού
λόγου, ενός λόγου βέβαιου γιά τό αντικείμενο τοΰ έρωτα,
ακόμη καί όταν — ή κυρίως όταν— μένει ανεπίδοτος καί
αναπάντητος, δηλαδή ναρκισσικός.
Ό Αυγουστίνος, ένας Αφρικανός από τά υψίπεδα τής
Αλγερίας, πού άργησε νά φτάσει στήν Καρχηδόνα καί νά
δει τή θάλασσα, είναι στίς ’Εξομολογήσεις του πολύ "Ε λ­
ληνας, ή καλύτερα πολύ «ελληνικός». Θά μπορούσε νά
είναι ένα από τά καβαφικά πρόσωπα, πού διαβάζουν Φιλό-
στρατο, ή ακόμη καί ένας από τούς συγγραφείς πού διά­
βαζε ο Καβάφης.
Στό ερώτημα εάν καί πόσο επηρέασαν οί ’Εξομολογή­
σεις τούς "Ελληνες λογοτέχνες, ή απάντηση δέν είναι
εύκολη. Τό έργο άσκησε τέτοια επίδραση στή Δύση καί,
κυρίως, έπαιξε τέτοιο ρόλο στή διαμόρφωση τοΰ λογοτε­
χνικού γούστου, ώστε νά εισχωρεί μέ τρόπους εντελώς
απροσδόκητους στά πιό ετερόκλητα κείμενα καί νά επη­
ρεάζει μορφές έκφρασης καί λογοτεχνικά είδη. Ά ν ή θεο­
λογία καί ή φιλοσοφία τών μεσαιωνικών λογίων καί τών

ιο6
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΟΙ «ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ», ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ

ιδρυτών των μεσαιωνικών πανεπιστημίων έχει τίς ρίζες


της στίς ιδέες τοΰ Αυγουστίνου, τό ίδιο ισχύει καί γιά τίς
λογοτεχνικές ιδέες, κυρίως δπως διαμορφώθηκαν στό κί­
νημα τοΰ νεοπλατωνισμού τοΰ 15ου αιώνα, δταν ό Π ε-
τράρχης στό Secretum θά παραθέσει εκατοντάδες χωρία
καί θά παρουσιάσει τόν Αυγουστίνο ως δάσκαλό του. "Ο­
μως καί τόν 19ο αιώνα, στην ακμή τοΰ ρομαντισμού, ό
Renan από τίς ’Εξομολογήσεις θά έμπνευστεΐ τόν «"Υμνο
στην ’Ακρόπολη». Συνεπώς, σέ μιά έρευνα γιά τίς νεοελ­
ληνικές τύχες τών ’Εξομολογήσεων δέν θά έπρεπε νά α­
ναζητήσουμε μόνον άμεσες επιδράσεις, αλλά κυρίως τούς
απόηχους. "Ομως καί στό σημείο αυτό, θά πρέπει πάντα
νά λαβαίνει κανείς υπόψη δτι τά μοτίβα τοΰ έργου έχουν
ταξιδέψει τόσο πολύ, ώστε νά αποτελούν πλέον τόπους σέ
μιά τεράστια ποικιλία κειμένων, από τό φιλοσοφικό δοκί­
μιο μέχρι τό λαϊκό ρομάντζο.
Ό Pierre Courcelle, φτιάχνοντας έναν μακρύ κατάλο­
γο τών «απογόνων» τών ’Εξομολογήσεων, περιλαμβάνει
ονόματα από κάθε αιώνα: Άβελάρδος, M aitre Eckhart,
Πετράρχης, "Αγιος ’Ιωάννης τοΰ Σταυρού, Pascal, M on­
taigne, Racine, Chateubriand, Renan. Ό κατάλογος στα­
ματά στόν Fran 5 ois Mauriac. "Ομως ό κατάλογος αυτός
περιλαμβάνει μόνο Γάλλους συγγραφείς. ’Αν προστεθούν οί
Ά γγλοι, μεταξύ τών οποίων ό Milton καί ό Τ. S. Eliot,
είναι πολύ μεγαλύτερος.
’Ανεξάρτητα από τήν απουσία παλαιότερων ελληνικών
μεταφράσεων, οί ’Εξομολογήσεις είναι, κατά τή γνώμη
μου, ένα έργο πού δίνει πολλαπλά τό «παρών» στή νεοελ­
ληνική λογοτεχνία. ’Έ μμεσα ή άμιεσα, οί λογοτέχνες μας
ΑΓΙΟΙ' ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

άντλησαν από τόν πλούτο του καί χρησιμοποίησαν μοτίβα


του. Πολλοί βεβαίως θά πρέπει νά διάβασαν τίς ’Εξομολο­
γήσεις σέ άλλες γλώσσες, σέ κάποια από τίς πολλές με­
ταφράσεις. Γιά έκείνους πού φοίτησαν σέ καθολικά σχο­
λεία, ή θήτευσαν στήν καθολική λογοτεχνία, ή γνώση τού
έργου πρέπει νά ήταν άμεση. Φτάνει νά σκεφτοΰμε τήν
παιδεία τού Σολωμοΰ καί τού Κάλβου, ή τη σχέση τού
Σεφέρη μέ τόν καθολικό Τ. S. Eliot.
Ό ρομαντικός Σολωμός βρήκε στόν Αυγουστίνο τήν
αντίληψη γιά τή σχετικότητα τού χωροχρόνου, ανάλογη
μέ αυτή τών Γερμανών ρομαντικών: στά αύτόγραφα μνη­
μονεύει τή θεωρία του δτι ό Χριστός, σέ τρεις ώρες πάνω
στό σταυρό, συνέπτυξε τά τρία χρόνια διδασκαλίας του150.
Ή σχετικότητα αυτή «βρίσκεται στό ιδεολογικό κέντρο
τών ’Ελεύθερων πολιορκημενων» επισημαίνει ό Γιώργος
Βελουδής151.
Ό μυστικιστής Σολωμός ακολούθησε τόν μή χριστια­
νικό μυστικισμό τού Swedenborg καί τών ρομαντικών,
όπως έχει δείξει στήν ωραία εργασία του ό Χρηστός Π α-
πάζογλου13*’. Ή έξαρση τού μή χριστιανικού, θεοσοφικού
μυστικισμού, υπήρξε κυρίαρχη τάση τόν 19ο αιώνα153.
Δείχνει δτι ό άνθρωπος ξαναγύρισε στό συμπαντικό φαρ­
μακείο καί στίς μεθόδους τής μεταφορικής θεραπείας γιά
νά τίς κάνει προέκταση τής ύπαρξης «εδώ κάτω», αλλά
άπό έναν διαφορετικό δρόμο, πού εξασφαλίζει τήν αυτονο­
μία τής νόησης134. "Ομως πρέπει νά λάβουμε υπόψη δτι οί
Δυτικοί μυστικοί δέν ξέφυγαν ποτέ άπό τήν έμμεση επί­
δραση τού Αυγουστίνου, ακόμη καί εκείνοι πού παρεξέκλι-
- i l l / /
irs
ναν απο τον χριστιανικό μ,υστικισμΛ .

ιο8
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΟΙ «ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ», ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ

Ό μυστικισμός τών Ε λλήνω ν συγγραφέων, χριστια­


νικός ή θεοσοφικός, δεν έχει έπαρκώς μελετηθεί— ας θυ­
μηθούμε μόνο τόν Σικελιανό. Πιστεύω οτι πολλοί "Ελλη­
νες ποιητές, πού πάλεψαν μέ την πολυσημία τών λέξεων,
γνωρίζουν τί θά πει βιβλίο άπό «σάρκα καί αίμα» όσο καί
ο Αυγουστίνος.
Οι ’Εξομολογήσεις είναι ό μακρινός πρόγονος της έξο-
μολογητικής ποίησης, πού θέλει νά μιλήσει απλά καί άμε­
σα, καί είναι πολλά τά δείγματα αυτής τής ποίησης. Ό
έξομολογητικός λόγος τοΰ Γιώργου Σεφέρη, πού ακολού­
θησε τό δίδαγμα τοΰ Καρυωτάκη γιά μιά «ταπεινή τέχνη,
χωρίς ύφος», καθώς καί ή στροφή πρός τόν εσωτερικό
άνθρωπο καί τά θέματα τής «άλλης» ζωής, τοΰ «άλλου
χρόνου», μας οδηγούν στά βήματα τών νεοπλατωνικών
καί τοΰ Αυγουστίνου.
Τόν μακρινό απόηχο τών ’Εξομολογήσεων θά τόν ξα-
ναβροϋμε στό μυθιστόρημα τού Γιώργου Σεφέρη "Εξι νύ­
χτες στην Ακρόπολη. Στό ταξίδι τοΰ ηρώα αναγνωρίζου­
με τή μακραίωνη παράδοση τής πλοκής τοΰ ταξιδιού τής
αναζήτησης, τής ομηρικής, βιβλικής, νεοπλατωνικής, με­
σαιωνικής καί αναγεννησιακής λογοτεχνίας, παρατηρεί ή
Νάτια Χαραλαμπίδου. Ή πλοκή αυτή είναι ιδιαίτερα
ευδιάκριτη στίς Εξομολογήσεις™. Ό Σεφέρης γνώρισε
τόν Αυγουστίνο άπό τόν Τ. S. Eliot. Σ τό «Γράμμα σ ’ έναν
Ξένο Φίλο», μιλώντας γιά τή μετάφρασή του τής Ε ρ η ­
μης χώρας, γράφει: «Θυμούμαι πόσο κουράστηκα νά βρώ
άν ή λέξη “burning” πού τελειώνει τό “ Κήρυγμα τής φω­
τιάς” άναφέρεται στόν Αυγουστίνο ή στόν Βούδδα. Δέν ξέ­
ρω άν τό βρήκα ακόμη»157.

log
ΑΓΙΟ)· ΑΪΤΟΤΣΤΙΝΟν ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Ό Τ. S. E liot, γιά τόν όποιο οι ’Εξομολογήσεις καί


ή Θεία Κωμωδία υπήρξαν δύο κύριες πη γές έμπνευσης,
πίστευε ότι ό καθολικισμός, χάρη στά μυστήρια πού
άρνοΰνται άλλα δόγματα, έχει επιτύχει νά ενώσει
γράμμα καί πνεύμα, σημαίνον καί σημαινόμενο, φύση
καί πολιτισμό, τό ανθρώπινο καί τό θείο158. ’Ακολουθώ­
ντας τόν Αυγουστίνο, θεωρούσε ότι οί λέξεις τού ποιητή
έχουν άλληγορική αξία καί είναι προορισμένες νά μ ετα ­
σχηματίζονται καί νά αποκτούν νέες σημασίες, όπως
ακριβώς ή Π αλαιά Διαθήκη διαβάζεται άλληγορικά μέ
τά κλειδιά πού μάς δίνει ή Καινή. Ή ποιητική με­
ταφορά, κατά τόν Τ. S. Eliot, ανακαλεί τήν figura,
στήν οποία πραγματοποιείται ή μυστική ένωση των αι­
σθητών καί τώ ν νοητών, όπως τήν εννοούσε ό Αυγου­
στίνος15”.
Τήν ί'δια άντίληψη γιά τόν μυστηριακό χαρακτήρα
τής ποιητικής μεταφοράς μπορούμε αναμφισβήτητα νά
αναζητήσουμε σέ χριστιανούς ορθόδοξους συγγραφείς,
κυρίως αυτούς πού συνδέονται μέ τήν εμφάνιση ενός με­
ταβυζαντινού μυστικισμού, όπως ό Θεσσαλονικιός Ν. Γ.
Π εντζίκης160. Ά λλω σ τε τά φιλοσοφικά. ρεύματα τού
20ού αιώνα, πού άπηχοΰν τή σκέψη τού Αυγουστίνου, ό
χριστιανικός υπαρξισμός, ό περσοναλισμός, ό νεοπλατω­
νισμός, έχουν συνδεθεί μέ τά πνευματικά ενδιαφέροντα
τών λογοτεχνών τής Θεσσαλονίκης, πόλης στήν οποία
γνώρισε επίσης ιδιαίτερη άνθηση μεταπολεμικά ό έξομο-
λογητικός λόγος. ’Ίσ ω ς δέν είναι τυχαίο ότι σ ’ έναν
Θεσσαλονικιό λογοτέχνη, τόν Γιώργο Ίωάννου, ανήκει
ή πρώ τη, από όσο γνωρίζω, απόπειρα μετάφρασης ενός

1 ΙΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΟΙ «ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ», ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΙ'ΓΧΡΟΝΟΙ

αποσπάσματος των Εξομολογήσεων στή δημοτική161.


Ή ιστορία των ’Εξομολογήσεων στήν Ε λ λ ά δ α δέν είναι
μόνο μιά ιστορία σιωπής.
Ή δημοσίευση αυτής τής μετάφρασης πραγματοποιεί­
ται σέ μιά στιγμή που οι Εξομολογήσεις, όπως είδαμε,
συζητιούνται σέ διαφορετικά πλαίσια στό χώρο των άν-
θρωπιστικών σπουδών, καί γιά διαφορετικά ζητήματα
πού υπερβαίνουν κατά πολύ τό χώρο τής θεολογίας. Ή
άνθρωπολογία καί ή μεταφορολογία τού Αυγουστίνου
προσφέρουν ένα άνεκτίμητο πεδίο στον ερευνητή, ενώ
έπιμέρους ζητήματα, όπως ή μιμητική επιθυμία, τό γέ­
λιο, ή ίδια ή πράξη τής άφήγησης, καθιστούν τό έργο
παραδειγματικό γιά τίς διεπιστημονικές άναζητήσεις.
"Ομως τά μεγάλα θέματα τών Εξομολογήσεων παρα­
μένουν πάντα επίκαιρα. Ή Γδια ή beata vita δέν έπαψε
ποτέ νά είναι ένα ιδεώδες. Μέσα άπό τήν προοπτική
αυτής τή ς ευρύτερης άναζήτησης, θέλω νά ευχαριστήσω
τούς δασκάλους μου καί τούς παλιότερους καί νεότερους
φίλους καί συναδέλφους πού μέ ένεθάρρυναν νά συνεχίσω
καί νά ολοκληρώσω τήν παρούσα εργασία, καί μέ βοήθη­
σαν μέ πολύτιμες συμβουλές: τόν Κ ώ στα Άξελό' τόν
Αβραάμ Κ ο έν τόν Δημήτρη Τριανταφυλλόπουλο, τόν
Στέφανο Γιαννόπουλο, τόν Μ ιχάλη Χρυσανθόπουλο · τόν
Μίλτο Πεχλιβάνο- ιδιαίτερα ευχαριστώ τόν Μ ιχάλη Κ α-
ραχάλιο, γιά τίς χρήσιμες μεταφραστικές υποδείξεις ■τέ­
λος, τόν Γιάννη Βλαντή, πού άνέλαβε τήν έπιμέλεια τής
έκδοσης.

111
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

A l f a r icΡ ., L' evolution intellectuelle de Saint Augustin, l. Du


Manichiisme au Neoplatonisme, Παρίσι 1918.
A r e n d t Hannah, Le concept de l’amour chez Augustin, (Der Liebs-
begriff bei Augustin, 1929), μτφρ. από τά γερμανικά Anne-
Sophie Astrup, Rivages, Παρίσι 1996.
Aubin Paul, Le probleme de la «conversion». Etudes sur un terme
commun a I’hellenisme et au christianisme des trois premiers
siecles, Παρίσι 1963.
A u e r b a c h Erich, «Sermo Humilis», στό Literary Language and
its Public in Latin Antiquity and in the Middle Ages (1958),
μτφρ. από τά γερμανικά Ralph Mariheim, Princeton Univer­
sity Press, Πρίνστον 1965.
A u e r b a c h Erich, «Figura» (1938), στό Scenes from the Drama of
European Literature, Meridian Books, Νέα Ύόρκη 1959.
A u e r b a c h E ric h , Mimisis. La reprisentation de la rialiti dans
la litterature occidentale (1946), μτφρ. από τά γερμανικά
Com61ius Heim, Gallimard, Παρίσι 1968.
B r o w n Peter, «St. Augustine’s Attitude to Religious Coercion»,
Journal o f Roman Studies 34 (1964) σ. 107-116.
B r o w n Peter, Augustine o f Hippo. A Biography (1967), Faber,
Λονδίνο 1969.
Burke Kenneth, The Rhetoric o f Religion. Studies in Logology
(1961), University of California Press, Μπέρκλεϋ 1970.

112
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

C a m bro n n e Patrice, «Imaginaire et th6ologie dans les Confes­


sions de Saint Augustin», Bulletin de litterature ecclesiastique
3 4 (1987) σ. 206-228.
C h a d w ic k Henry, Augustine, Past Masters, Oxford University
Press, ’Οξφόρδη 1986. ..
C o u r c e l l e Pierre, Les Confessions de Saint Augustin dans la tra­
dition littiraire. Antecedents et Pos teritέ, Etudes Augustini-
ennes, Παρίσι 1963.
D o d d s E. R., «Augustine’s Confessions: a study of spiritual mal­
adjustment», Hibbert Journal 26 (1927-1928) a. 459-473.
F l e is h m a n Avrom, Figures o f autobiography, Johns Hopkins
University Press, Βαλτιμόρη 1983.
F o n t a in e Jacques, «Une revolution litteraire dans l’occident latin:
Les Confessions de Saint Augustin», Bulletin de Littirature
Ecclesiastique 3-4 (1987) σ. 173-193.
F r e d r ik s e n Paula, «Augustine and his Analysts: The Possibility
of a Psychohistory», Soundings 51 (1987).
H a d a s Moses, Hellenistic Culture. Fusion and Diffusion, Colum­
bia University Press, Νέα Ύόρκη 1959.
H a r p h a m Geoffrey Galt, «Conversion and the Language of Auto­
biography», στό Studies in Autobiogrdphy, έπιμ. James Ol-
ney, Oxford University Press, Νέα Ύόρκη 1988.
J a e g e r H., «L’examen de conscience dans les religions non-chri-
tiennes et avant le christianisme», Numen 6 (1959) σ. 176-
233.
J o n a s Hans, The Gnostic Religion. The Message o f the Alien God
and the Beginning o f Christianity (1958), Routledge, Λονδίνο
1992.
J o n es A. Η. M., The Later Roman Empire 284-602. A Social, E-
conomic, and Administrative Survey, ’Οξφόρδη 1964.
M a d e c G., «E x tua castitate...», Revue des Etudes Augustiniennes
7 (1961) a. 245.

113
ΑΓΙΟΙ" ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

M a n d o u z e A ., Saint Augustin. L ’aventure de la raison et de la


grdce, Παρίσι 1968.
M a r r o u Henri-Irdnde, Saint Augustin et la fin de la culture an­
tique, Παρίσι 1938.
O ’C o n n e l l R. J., «The Riddle of Augustine’s Confessions. A
Plotinian key», International Philosophical Quarterly 4 (1964)
σ. 327-372.
O ’ D o n n e l l James J., Augustine, Confessions, Introduction, τόμ.
1, Clarendon Press, ’Οξφόρδη 1992.
O ’ M e a r a Jo h n J ., The Young Augustine. The Growth o f St. Au­
gustine’s Mind up to his Conversion, Lo ng m an , Λονδίνο 1954.
O ’ M e a r a John J., «Augustine and Neo-Platonism», Recherches
Augustiniennes 1 (1958) σ. 91-111.
P e l l e g r in o M., Les Confessions de St. Augustin, Παρίσι 1960.
PfipiN Jean, «Recherches sur le sens et les origines de l’expression
Caelum caeli dans le livre XII des Confessions de St. Au­
gustin», Bulletin Du Cange 23 (1953) σ. 185-274.
PfipiN Jean, «St. Augustin et la fonction protreptique de l’alld-
gorie», Recherches Augustiniennes 10 (1958) σ. 243-286.
R is t John M., Augustine. Ancient thought baptized, Cambridge
University Press, Καίμπριτζ, 1995.
R o y O . D u , U intelligence de la.ftii en la Trinite selon Saint Au­
gustin: GenUse da sa thiologie trinitaire jusqu’en 391, Παρί­
σι 1966.
S o l ig n a c A., Les Confessions, τ ό μ . 1, (Euvres de Saint Augustin,
Desclee de Brower, Παρίσι 1962.
S p en g e m a n n William C., The Forms o f Autobiography, Yale
University Press, Νιού Χέβεν καί Λονδίνο, 1980.
S t a r o b in s k i Jean, «Le style de l’autobiographie» στό La relation
critique, Gallimard, Παρίσι 1970.
T e s t a r d Maurice, Chritiens latins des premiers siecles. La litte-
rature et la vie, Les Belles Lettres, Παρίσι 1981.

“ 4
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

D odds Ε. R ., ’Εθνικοί καί χριστιανοί σέ μιά εποχή αγωνίας


(1963), μτφρ. Κώστας Άντύπας, έκδ. «’Αλεξάνδρεια», ’Α­
θήνα 1995.
ΚΑΛΑΜΑΚΗΣ Διονύσιος X., Ανβολόγιον έκ των έργων Αυγου­
στίνου Ίππώνος, εξελληνισθεν υπό Δημητρίου τοϋ Κυδώ-
νη, εκδ. Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», ’Αθήνα 1996.
ΜΠΑΛΑΝΟΣ Δημήτριος Σιμός, Πατρολογία, ’Αθήνα 1930.
ΜΠΕΡΑΤΗΣ Θεόδωρος, άρχιμ., Ό «υιός των δακρύων». Ό ιε­
ρός Αυγουστίνος, Σωτήρ, Άθήναι 1981.
ΝΙΚΗΤΑΣ Δ. Ζ., « Ή παρουσία τού Αυγουστίνου στήν ’Ανατο­
λική Εκκλησία», Κληρονομιά 14 (1982) σ. 7-24.
Η. J., Ιστορία τής λατινικής λογοτεχνίας, μτφρ. Κ. X.
R o se
Ι^όλλιος, Μορφωτικό "Ιδρυμα ’Εθνικής Τραπέζης, ’Αθήνα
1978.
ΤίΜΙΑΔΗΣ Αίμιλιανός, Μητροπολίτης Σηλυβρίας, Ό ιερός Αυ­
γουστίνος, έκδ. «Χριστιανική Ε λπίς», Θεσσαλονίκη 1988.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
C h a d w ic k Henry, Saint Augustine. Confessions, Oxford Univer­
sity Press, ’Οξφόρδη καί Νέα 'Υόρκη 1991.
L a b r io l l e Pierre de, Saint Augustin, Confessions, Les Belles
Lettres, Παρίσι 1925.
M o n d a d o n Louis de, Saint Augustin, Confessions (1947), ed.
Pierre Horay, collection «Points», Παρίσι 1982.
P u s e y E. B., The Confessions o f St. Augustine, Everyman’s Li­
brary, Λονδίνο 1953.
S h e e d F. J., The Confessions o f St. Augustine, Sheed and Ward,
Λονδίνο καί Νέα 'Υόρκη 1954.
T rabu cco Joseph, Saint Augustin. Les Confessions, Gamier, Πα­
ρίσι 1937.

“ 5
Β ΙΒ Λ ΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

«Μ έγας είσαι, Κύριε, και αίνετός σφόδρα»1. «Είναι μεγά- <·<


λη ή δύναμή σου καί απροσμέτρητη ή σοφία σου»2. Καί δ
άνθρωπος, τούτο τό ελάχιστο κομμάτι της δημιουργίας
σου, θέλει νά δοξάσει τη μεγαλοσύνη σου. Θέλει νά σέ με-
γαλύνει δ άνθρωπος, αυτός πού παντού περιφέρει μαζί του
τό θνητό του σαρκίο, πού παντού περιφέρει τη μαρτυρία
της αμαρτίας του, τη μαρτυρία δτι «αντιτάσσεσαι στούς
υπερήφανους»3. Τούτο τό ελάχιστο κομμάτι της δημιουρ­
γίας σου, δ άνθρωπος, θέλει νά δοξάσει τή μεγαλοσύνη
σου. Έ σ ύ τού ξυπνάς τή λαχτάρα νά σέ δοξάζει καί νά
ευφραίνεται, γιατί δικά σου πλάσματα είμαστε, καί ή καρ­
διά μας δέν ήσυχάζει οσο δέν άναπαύεται μέσα σου4.

Δώσε μου, Κύριε, τή χάρη νά γνωρίσω, νά συλλάβω


πώ ς ν ’ άρχίσω. Πρώτα νά σέ επικαλεστώ ή νά σέ δοξάσω;

U7
ΑΓΙΟΤ ΑΓΓΟί'ΣΤΙΝΟί ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

’Ή μήπως πριν σέ επικαλεστώ, πρέπει πρώτα νά σέ γνω­


ρίσω; Γιατί, πώ ς θά ήταν δυνατόν νά σ ’ επικαλεστεί ο­
ποιοσδήποτε, αν σέ αγνοεί; Εκείνος πού δέν ξέρει ποιόν
έπικαλεΐται μπορεί άλλον αντί άλλου νά επικαλεστεί. ’Αλ­
λά γιατί σέ επικαλούμαστε; Γιατί, άν όχι γιά νά σέ γνωρί­
σουμε; Κ αί πώ ς γίνεται νά επικαλεστούμε κάποιον, άν δέν
πιστεύουμε σ ’ αυτόν; Καί γίνεται νά πιστέψουμε σ ’ αυ­
τόν, χωρίς ν ’ ακούσουμε τό κήρυγμά του; Δοξάζουν τόν
Κύριο εκείνοι πού τόν αναζητούν. Καί όσοι τόν αναζητούν,
θά τόν βρούν. Καί όσοι τόν βρούν, θά τόν δοξάσουν.
Μέ τήν επίκλησή μου, Κύριε, θέλω νά σέ αναζητήσω,
καί μέ τήν πίστη μου νά σέ επικαλεστώ. Γ ιατί τό κήρυγ­
μά σου μάς δόθηκε. Σέ φωνάζει ή πίστη μου, Κύριε, ή π ί­
στη πού εσύ μού έδωσες, ή πίστη αυτή πού έμφύσησες
μέσα μου μέ τόν Γίό σου πού ένανθρώπισες, μέ τή μεσί-
τευση τού Κήρυκά σουδ.
2.2 "Οταν επικαλούμαι τόν Θεό μου, τόν Θεό μου καί Κ ύ­
ριό μου, σημαίνει ότι τόν καλώ πρώτα μέσα μου. "Ομως
υπάρχει χώρος μέσα μου γιά νά ’ρθεΐ ό Θεός μου, χώρος
γιά νά χωρέσει έντός μου ο Θεός, ό Θεός πού έφτιαξε τόν
ουρανό καί τή γη; Κύριέ μου καί Θεέ μου, γίνεται νά
υπάρχει κάτι έντός μου πού νά περιέχει έσένα; Νά σέ πε­
ριέχουν άραγε ο ουρανός καί ή γη , πού εσύ έπλασες, καί
μέσα τους έπλασες κι εμένα; Νά σέ περιέχουν άραγε όλα
τά όντα, αφού χωρίς έσένα δέν θά υπήρχαν; Κ ι έγώ υπάρ­
χω . Γ ιατί τότε σού ζητώ νά ’ρθεΐς έντός μου καί νά σκη-
νώσεις, αφού δέν θά υπήρχα άν δέν ήσουν μέσα μου; Δέν
είμαι ακόμη στόν "Αδη, όμως έσύ, «καί στόν "Αδη άν κα-
τεβώ, είσαι έκεΐ»6. ’Ό χ ι, Θεέ μου, δέν θά υπήρχα, θά

118
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

ήμουν ένα τίποτε, άν δέν ήσουν μέσα μου. "Ομως δχι, καί
πάλι όχι: άν εγώ δέν ήμουν μέσα σου, δέν θά υπήρχα, για­
τί «από σένα ξεκινούν, από σένα περνούν καί σέ σένα έρχο­
νται τά πάντα»7. Ναί, Κύριε, ναί, έτσι είναι. Νά σέ καλέ­
σου ποΰ, άφοΰ είμαι μέσα σου; Σέ μένα θά ερχόσουν από
ποϋ; Μ ήπως μπορώ νά βγώ έξω από τόν ουρανό καί τή
γή, γιά νά ’ρθει από εκεί σέ μένα ό Θεός μου; Γ ιατί ο Θε­
ός μου έχει πει: «Τόν ουρανόν καί τήν γην εγώ πληρώ»8.
’Εσύ πληροίς τόν ουρανό καί τη γή. ’Άραγε γ ι’ αυτό σέ 3·3
περιέχουν, ή μήπως ένα μέρος σου περισσεύει επειδή δέν
σέ περιέχουν; Καί τό περίσσευμά σου ποΰ τό αδειάζεις,
όταν ή γή καί ό ουρανός είναι γεμάτα από σένα; ’Ή μή­
πω ς εσύ, πού συνέχεις εντός σου τά πάντα, δέν έχεις ανά­
γκη νά σέ περιέχει οτιδήποτε, γιατί εσύ, «ό τά πάντα
πληρών», έλα τά πληροίς συνέχοντάς τα μέσα σου; Έ σύ
είσαι στέρεος, δχι όμως γιατί είναι στέρεα τά δοχεία πού
γεμίζεις: κι άν θραύονταν αυτά, δέν θά χυνόσουν. ’Ακόμη
καί όταν ξεχύνεσαι9 καί μας πλημμυρίζεις, δέν πέφτεις
έσύ, αλλά έμεΐς άνυψωνόμαστε καί, χωρίς νά σκορπίζεσαι,
συλλέγεις τά κομμάτια μας10.
Καί πάλι, δλα αυτά τά πληροίς άραγε μέ ολόκληρο τό
είναι σου, ή επειδή είναι αδύνατον νά σέ χωρέσουν ολόκλη­
ρον, περιέχουν ένα μέρος σου; Καί δλα μαζί περιέχουν
άραγε τό ΐ'διο μέρος σου, ή κάθε δν χωριστά περιέχει δ,τι
τοϋ ταιριάζει, μεγάλο μέρος τά μεγάλα καί μικρό τά μι­
κρά; ’Άραγε άλλα μέρη σου είναι μεγαλύτερα καί άλλα μι­
κρότερα, ή μήπως είσαι ολόκληρος παντού, μά τίποτε δέν
σέ χωρά ολόκληρον11;
Θεέ μου, τί είσαι λοιπόν; Σέ ρωτώ, τί άλλο μπορεί νά 4·4

iig
ΑΓΙΟΊΓ ΛΪΤΟΓΣΤΙΝΟΪ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

είσαι; 'Έ να είσαι μόνο, ό Κύριός μου καί Θεός μου. Ποιος
άλλος είναι Κύριος εκτός από τόν Κύριο; Ποιος άλλος
είναι Θεός εκτός από τόν Θεό μας12;
'Ύψιστε, άπειρόκαλλε, τρανέ καί παντοδύναμε, ό
σπλαχνικότερος καί ό δικαιότερος, ό κρυφότερος καί ό φα­
νερότερος, ό ωραιότερος καί δυνατότερος, ό σταθερός καί
ασύλληπτος· εσύ, ό αμετάβλητος πού μεταβάλλεις τά
πάντα- εσύ, ό ποτέ νέος καί ποτέ παλαιός πού άνανεώνεις
τά πάντα- εσύ πού παλαιώνεις τούς κραταιούς καί τούς
γκρεμίζεις άπό τά υψη, καί τό άγνοοΰν13! Έ σ ύ άδιάκοπα
εργάζεσαι κι άδιάκοπα άναπαύεσαι, συλλέγοντας χωρίς νά
στερείσαι, στηρίζοντας καί πληρώντας καί προστατεύο­
ντας, δημιουργώντας καί πληθύνοντας καί ολοκληρώνο­
ντας. Άναζητάς, ενώ τίποτε δέν σοϋ λείπει. ’Αγαπάς χ ω ­
ρίς νά παθιάζεσαι, ζηλεύεις χωρίς νά παιδεύεσαι. ’Ανώδυ­
νη είναι ή έγνοια σου κι άτάραχη ή οργή σου. Μεταβάλ­
λεις τά έργα σου, όχι τά σχέδιά σου. "Ο,τι βρίσκεις, τό ξα­
ναπαίρνεις χωρίς ποτέ νά τό έχεις χάσει. Ποτέ σου φτω ­
χός, χαίρεσαι τά κέρδη σου. Ποτέ σου φιλάργυρος, άπαι-
τεΐς τούς τόκους. Σοΰ δίνουν τά τρίδιπλα γιά νά είσαι
οφειλέτης, ενώ σοΰ άνήκουν όσα έχουν καί δέν έχουν14. Τά
χρέη σου τά εξοφλείς χωρίς νά είσαι χρεωμένος. ’Εξοφλείς
χρέη άλλά δέν βγαίνεις χαμένος. Καί μέ όσα λέω, τί κα-
τάφερα νά π ώ γιά σένα, Θεέ μου, ζωή μου, άγια μου γλυ-
κύτητα, καί τί μπορεί νά πει κανείς όταν μιλά γιά σένα;
'Ό μ ω ς, άλίμονο σ ’ έκείνους πού σέ άποσιωποΰν, γιατί όσο
κι άν φλυαρούν, μένουν μουγγοί.
5·5 Ποιος θά μέ άξιώσει νά βρώ σέ σένα τη γαλήνη; Ποιος
θά μέ άξιώσει νά ’ρθεΐς στήν καρδιά μου καί νά τή μεθύ-

120
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

σεις, καί νά ξεχάσω ολα μου τά βάσανα στην αγκαλιά σου,


τό μοναδικό μου αγαθό;
Τί είσαι γιά μένα; Δείξε μου έλεος, κάνε νά βρώ τίς λέ­
ξεις. Τί νά είμαι εγώ άραγε γιά σένα; Τί σοΰ είμαι καί μέ
προστάζεις νά σ ’ αγαπώ, καί οργίζεσαι μαζί μου όταν δέν
σ ’ άγαπώ, καί μέ απειλείς μέ φριχτές συμφορές; Αλλά
είναι άραγε μικρότερη συμφορά τό νά μή σ ’ άγαπώ; Α λί­
μονο μου! Πές μου, Κύριε ό Θεός μου, πές μου, εσύ ό με-
γαλόθυμος, τί είσαι γιά μένα. «Πές στήν ψυχή μου: Έ γ ώ
είμαι ή σωτηρία σου»15. Πές μου το νά τό ακούσω. ’Ιδού
τά αυτιά τής καρδιάς μου ενώπιον σου, Κύριε. Κάνε νά σέ
ακούσουν- πές στήν ψυχή μου: « Έ γ ώ είμαι ή σωτηρία
σου», κι έγώ θά τρέξω νά σ ’ άγκαλιάσω. «Μή άποστρέ-
ψης τό πρόσωπόν σου α π ’ έμοΰ»16. ’Άς πεθάνω — γιά νά
μήν πεθάνω— , φτάνει νά τό δώ17.
Τό σπίτι τής ψυχής μου είναι στενό, δέν σέ χωρά. Με- 6
γάλωσέ το. Είναι έρείπιο. Άναστήλωσέ το. ’Έ χ ε ι πολλά
πού δέν θά σοΰ άρεσαν. Τό παραδέχομαι, τό ξέρω. Ποιος
δμως θά τό καθαρίσει; Καί σέ ποιόν άλλο έκτος από έσένα
νά φωνάξω: «Καθάρισέ με, Κύριε, άπό τίς κρυφές πληγές
μου, απάλλαξε τό δούλο σου άπό τούς εχθρούς»18. « Π ι­
στεύω, γ ι’ αυτό μιλώ»19. Σύ τό γνωρίζεις, Κύριε. «Μ ή­
πω ς δέν έριξα έπάνω μου, Θεέ μου, δλες τίς αμαρτίες μου,
μήπως κι εσύ δέν μοΰ συγχώρεσες τήν ασέβεια τής καρ­
διάς μου;»20 «Δέν αντιλέγω στήν κρίση σου»21, γιατί εσύ
είσαι ή άλήθεια. Δέν θέλω νά ξεγελαστώ, καί τρέμω μή­
πω ς ή αμαρτία μέσα μου πει ψέματα στόν εαυτό τη ς22.
’Ό χ ι, δέν αντιλέγω στήν κρίση σου, γιατί «ποιος τό αντέ­
χει, Κύριε, νά δεις άπό κοντά όλες τίς αμαρτίες του;»23.

121
ΑΓΙΟΙ1 ΑΤΓΟΓΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Ή βρεφική ηλικία

6-7 ’Άσε με, ωστόσο, νά μιλήσω σέ σένα τόν οίκτίρμονα,


εγώ πού είμαι «χώ μα καί στάχτη»51. ’Άσε με νά μιλήσω.
Στό έλεος σου μιλώ καί όχι στή χλεύη τοϋ ανθρώπου®.
’Ίσ ω ς κι εσύ τώρα νά μέ βρίσκεις καταγέλαστο56, φτάνει
όμως νά στραφείς σέ μένα, καί θά μέ σπλαχνιστείς57. "Ε ­
να θέλω μόνο νά σοΰ π ώ , Κύριε, πώ ς δέν γνωρίζω άπό ποΰ
ήρθα εδώ — πώ ς νά τό πώ , σέ τούτη τή θνητή ζωή, ή σέ
τοΰτο τόν ζωντανό θάνατο58; Δέν ξέρω άπό ποΰ ήρθα. Π ά­
ντως ένα γνωρίζω: πώ ς εδώ μέ δέχτηκε «τό πλήθος τών
οίκτιρμών σου»59, όπως έμαθα άπό τούς γεννήτορες τής
σάρκας μου, πού άπό μέσα τους καί μέσα τους μοϋ έδωσες
μορφή όταν ήρθε ή ώρα μου — γιατί αυτό εγώ δέν τό
θυμάμαι.
’Εκεί, λοιπόν, είχα γιά παρηγοριά τό γάλα, βάλσαμο
τοΰ άνθρώπου. Δέν γέμιζαν όμως μ ’ αυτό μονάχες τους
τά στήθη τους οΰτε ή μάνα οΰτε οι παραμάνες μου. Μέσα
άπό αυτές εσύ μοΰ χορηγούσες τήν τροφή πού χρειάζονται
τά βρέφη, σύμφωνα μέ τήν τάξη πού θέσμισες καί τά
πλούτη πού έχεις άποθέσει στά βάθη τής δημιουργίας
σου. Έ σ ύ μ ’ έκανες νά μή γυρεύω περισσότερα άπό οσα
μοΰ έδινες, κι έκανες τίς παραμάνες μου νά θέλουν νά μοϋ
δώσουν αυτό πού έσύ τούς έδωσες, γιατί ένα αίσθημα
εναρμονισμένο μέ τήν τάξη σου30 τίς έκανε νά θέλουν νά
δώσουν σέ μένα αυτό πού παΐρναν άπό σένα πλουσιοπάρο­
χα. "Εκανε καί σ ’ αυτές καλό τό καλό πού έπαιρνα ά π ’
αυτές, καί πού δέν 7τήγαζε άπό τό σώμα τους, άλλά περ­
νούσε μόνο μέσα άπό αυτό. Γ ιατί έσύ μόνο, Θεέ μου, είσαι

122
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η ΒΡΕΦΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

ή πηγή όλων των αγαθών, καί όλη ή σωτηρία μου πηγά ­


ζει από εσένα, τόν Θεό μου. Αυτό τό αναγνώρισα αργότε­
ρα, κι ένιωσα νά μοΰ τό φωνάζεις μέσα α π ’ τό καθετί πού
υπάρχει εντός μου κι έκτος μου. Γ ιατί τότε, δέν ήξερα
παρά νά βυζαίνω καί νά ησυχάζω όταν τό σώμα ήταν
ευχαριστημένο, καί νά κλαίω όταν αυτό πονοΰσε, κι αυτό
ήταν όλο.
’Αργότερα άρχισα νά χαμογελώ, πρώτα στόν ύπνο μου 8
καί αργότερα ξύπνιος. Αυτό τουλάχιστον μοΰ έχουν πεΐ,
καί τό πίστεψα, άφοϋ έτσι γίνεται καί μέ τ ’ άλλα παιδιά,
γιατί δέν θυμάμαι ό ίδιος τί έκανα εκείνο τό διάστημα.
Σ ιγά σιγά άρχισα νά έχω αίσθηση τοΰ χώρου καί ήθε­
λα νά φανερώνω τίς επιθυμίες πού δέν μπορούσα μόνος νά
ικανοποιήσω σέ κείνους πού μπορούσαν. ΤΗ ταν όμως αδύ­
νατον, γιατί αυτές ήσαν εντός μου καί αυτοί έκτος, καί δέν
διέθεταν κάποια αίσθηση πού νά έπιτρέπει νά εισχωρήσουν
στό νού μιου. ’Έ τσ ι, τό μόνο πού μού έμενε ήταν νά τσιρί­
ζω καί νά κουνάω χέρια καί πόδια — σημάδια πού έμοια­
ζαν μέ τίς έπιθυμίες μου, άλλά όχι μέ άκρίβεια, καί έτσι
κατάφερνα κάτι νά φανερώνω, δηλαδή τά στοιχειώδη. Κ ι
όταν αυτοί δέν μέ ύπακούανε, είτε έπειδή δέν είχαν κατα­
λάβει τί ακριβώς θέλω, είτε γιά νά μή μέ παραχαϊδέψουν,
εγώ οργιζόμουν μέ τήν απειθαρχία τους. Οί μεγαλύτεροι
συμπεριφέρονταν σάν έλεύθεροι άνθρωποι καί άρνιόνταν νά
γίνουν σκλάβοι μου, γ ι’ αυτό κι έγώ τούς έκδικιόμουν
κλαψουρίζοντας. ’Έ τσ ι κάνουν τά βρέφη, τό έχω δει καί
μονάχος όποτε μπόρεσα νά τά μελετήσω. ’Από τά βρέφη
έμαθα, χωρίς τά ίδια νά τό ξέρουν, ποιά θά πρέπει νά ήταν
τότε ή συμπεριφορά μου, καί περισσότερα μού άποκάλυ-

123
ΑΓΙΟΪ ΛΓΓΟΪΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ψαν αυτά μέσα στην άγνοια τους, παρά εκείνοι πού με


είχαν αναθρέψει καί μέ γνώριζαν.
9 Τά βρεφικά μου χρόνια έχουν πιά πεθάνει από καιρό
καί εγώ συνεχίζω νά ζώ, "Ομως εσύ, Κύριε, ζεΐς αιώνια
καί τίποτε σέ σένα δέν πεθαίνει, γιατί πρίν γεννηθούν οί
αιώνες καί πρίν άπό ολα οσα μπορούν νά ονομαστούν
«πρίν», είσαι 6 Θεός πού ορίζει τό κάθε πλάσμα του. Σέ
σένα βρίσκεται ή σταθερή αιτία όλων τών ασταθών όντων.
Σέ σένα ολα τά μεταβλητά έχουν τίς αμετάβλητες ρίζες
τους. Σέ σένα ολα τά άλογα καί τά πρόσκαιρα έχουν τόν
αιώνιο λόγο τους. Πές μου, λοιπόν, σέ μένα τόν ικέτη σου,
Θεέ μου, καί ελέησε τόν άθλιο δούλο σου. Πές μου άν τά
παιδικά μου χρόνια ήρθαν στή θέση μιας άλλης ζωής πού
είχε πεθάνει. ’Άραγε ή ζωή αυτή νά είναι εκείνη πού πέρα­
σα στήν κοιλιά της μάνας μου; Κ άτι γνωρίζω γ ι’ αυτό, καί
έχω δεΤ, φυσικά, έγκυες γυναίκες. "Ομως, ακόμη πρωτύ­
τερα, τί ήμουν, Θεέ μου, χαρά τής ψυχής μου; ’Ήμουν κά­
ποιος; ’Ήμουν κάπου; Τήν απάντηση σ ’ αυτό τό ερώτημα
κανένας δέν μπορεί νά μού τή δώσει. Ούτε ό πατέρας ούτε
ή μάνα μου θά τό μπορούσαν, ούτε τών άλλων ή πείρα ούτε
ή δική μου μνήμη. ’Ίσ ω ς μάλιστα θά γελάς μαζί μου πού
θέτω αυτό τό ερώτημα. ’Ίσω ς μέ προστάζεις νά σέ υμνώ
καί νά σού εξομολογούμαι μόνο οσα γνωρίζω.
‘ο Εξομολογούμαι στό ονομά σου, Πατέρα, Κύριε τού
ουρανού καί τής γής31, καί σέ δοξάζω γιά τή γέννησή μου
καί γιά τά βρεφικά μου χρόνια, πού τά έχω λησμονήσει.
Έ σ ύ έδωσες στόν άνθρωπο τήν ικανότητα νά βγάζει ορι­
σμένα συμπεράσματα γιά τόν εαυτό του παρατηρώντας
άλλους ανθρώπους, καί ακόμη νά μπορεί νά στηρίζει τίς

124
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η ΒΡΕΦΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

γνώσεις του γιά ορισμένα από αυτά τά ζητήματα στίς


μαρτυρίες απλών γυναικών. 'Έ να είναι βέβαιο, δτι εγώ τό­
τε υπήρχα καί ζοΰσα καί, δσο τέλειωνε ή βρεφική μου ηλι­
κία, έψαχνα νά βρώ κατάλληλα σημεία γιά νά φανερώνω
στους άλλους τά αίσθήματά μου.
'Έ να τέτοιο ζωντανό πλάσμα* από ποΰ άλλου μπορεί νά
βγεΤ, Κύριε, αν δχι από σένα; Ή μήπως θά ήταν δυνατόν
6 άνθρωπος νά είναι ό δημιουργός τοϋ έαυτοΰ του; 'Υπάρ­
χει άραγε κάπου άλλου κάποια πηγή, ά π ’ δπου νά μπο­
ρούν νά ρέουν μέσα μας τό είναι καί ή ζωή, άν δχι άπό σέ­
να, Κύριε, τό δημιουργό μας; Γ ιά σένα τό είναι καί ή ζωή
είναι ένα καί τό αυτό, άφοϋ εσύ είσαι ή αρχή τού υψιστου
είναι καί τής υψιστης ζωής.
Ναί, έσύ είσαι ό υψιστος, καί τό δικό σου σήμερα ούτε
άλλάζει ούτε τελειώνει. Καί δμως σέ σένα τελειώνει, για­
τί «εξ αυτού καί δι’ αυτού καί εις αυτόν τά πάντα»32. ’Άν
δέν περιείχες τά πάντα, άπό πού θά περνούσαν; «Τά χρό-
νια σου οεν φευγουν» , τα χρονιά σου είναι ενα ατελείωτο
σήμερα. Πόσες δμως άπό τίς μέρες μας καί άπό τίς μερες
τών προγόνων μας δέν πέρασαν μέσα άπό τό δικό σου σή­
μερα καί δέν δέχτηκαν άπό σένα τό μέτρο καί τό νόημά
τους, καί πόσες δέν θά περάσουν, γιά νά δεχτούν καί αυτές
τό μέτρο καί τό νόημά τους. 'Ό μ ω ς έσύ μένεις παντοτι­
νός, άνόλεθρος, καί δλα τά χθεσινά καί τά περασμένα τά
κάνεις ένα σήμερα, τά έχεις κάνει ένα σήμερα.
■. Σ ’ αυτόν πού δέν καταλαβαίνει, τί νά ευχηθώ; Μακάρι
νά χαρεΐ κι αυτός καί νά πει: «Τί έστι τούτο!»34. Μακάρι νά
χαρεϊ καί νά πει δτι καλύτερα πού δέν τά βρήκε αυτά άλλά
βρήκε εσένα, παρά νά τά έχει βρει καί νά σε έχει χάσει.

125
ΑΓΙΟΙ’ ΑΤΤΟΤΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Ή β ρ ε φ ικ ή α θ ω ό τ η τ α

7·11 Θεέ μου, ακούσε! ’Ακούσε τους αμαρτωλούς35! "Ενας


άνθρωπος σοΰ τά λέει αυτά. Δείξε έλεος, γιατί εσύ τόν
έφτιαξες, αλλά δέν έφτιαξες την αμαρτία μέσα του.
Ποιος μέ κάνει νά θυμάμαι τίς αμαρτίες τής βρεφικής
ήλικίας μου; Γ ιατί κανείς δέν είναι αναμάρτητος ενώπιον
σου, ούτε και το βρέφος που εχει μο/ις μια μέρα στη ζωή .
Ποιος μέ κάνει νά τίς θυμάμαι; Μ ήπως τίς θυμάμαι επει­
δή, παρατηρώντας τά μωρά, αναγνωρίζω στή συμπεριφο-
ρα τους οΛα εκείνα που ο ιόιος εχω ςεχασει ;
Ποιο ήταν τότε τό αμάρτημά μου; Μ ήπως πού άνοιγα
μέ βουλιμία τό στόμα καί ζητούσα νά θηλάσω κλαίγο-
ντας; "Αν έκανα τώρα τό Γδιο πράγμα, όχι βέβαια γιά τό
γάλα, αλλά γιά τίς τροφές τής ήλικίας μου, θά μέ κατη­
γορούσαν καί θά μέ κοροΐδευαν. Ά ρα από τότε κιόλας
έκανα πράξεις έπιλήψιμες, αλλά επειδή δέν ήμουν σέ θέση
νά τό καταλάβω, ήταν αντίθετο πρός τή συνήθεια καί τή
λογική νά μέ κατηγορούν γιά πράγματα παρόμοια. Βε­
βαίως, όσο μεγαλώνουμε τά ξεριζώνουμε όλα αυτά από
μέσα μας καί τά αποβάλλουμε. "Ομως κανέναν δέν γνωρί­
ζω πού νά καθαρίζει τό κακό πετώντας τό καλό. Ή τ α ν
καλό, λοιπόν, πού ζητούσα τόσο πιεστικά εγώ, ένα βρέ­
φος, πράγματα ανεπίτρεπτα, αφού βλάπτουν; Ή τ α ν κα­
λό νά χτυπιέμαι γιατί δέν γίνονταν σκλάβοι μου άνθρωποι
ελεύθεροι καί μεγαλύτεροι μου, καί νά φρενιάζω ακόμη
καί μ ’ αυτούς πού μέ γέννησαν καί μέ κάθε άνθρωπο πού
είχε τή σύνεση νά μήν ικανοποιεί τίς ορέξεις μου; Ή τ α ν
καλό νά τούς κλωτσάω καί νά θέλω νά τούς βλάψω, όταν

126
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η ΒΡΕΦΙΚΗ ΑΘΩΟΤΗΤΑ

εκείνοι δεν ύπάκουαν στις διαταγές μου πού μόνο νά μέ


βλάψουν θά μπορούσαν;
Ή αθωότητα τών παιδιών βρίσκεται σ τ ’ ανίσχυρα μέ­
λη τους καί όχι στην ψυχή τους. Κάποτε κάθισα γιά ώρα
μονάχος καί παρατηρούσα ένα παιδί. Ξεχείλιζε από μο-
χθηρία. Δέν μιλούσε ακόμη, όμως χλώμιαζε από χολή καί
κοίταζε μέ ζήλια τόν ομογάλακτο αδελφό του. Ποιος δέν
τά ξέρει αυτά; Οί μάνες κι οι παραμάνες λένε πώ ς ξορκί­
ζουν αυτό τό κακό, μακάρι νά ’ξέρα μέ ποιό φάρμακο. Τί
είδους αθωότητα όμως είναι αυτή, νά τρέχει πλούσιο καί
άφθονο,τό γάλα από τή μητρική πηγή, κι εμείς νά μήν
αντέχουμε νά τό μοιραστούμε μέ έναν αδελφό πού τό έχει
τόσο ανάγκη γιατί αυτό είναι ή μοναδική τροφή πού τόν
κρατά ζωντανό; "Ομως όλα αυτά τά ανέχονται μέ επιεί­
κειά, όχι επειδή είιΐ&ι ασήμαντα ή έχουν μικρή σημασία,
αλλά επειδή θεωρούν ότι έξαφανίζονται μέ τήν ένηλικίω-
ση. Αυτός είναι ό μοναδικός λόγος, καί άποδεικνύεται από
τό γεγονός ότι ανάλογες συμπεριφορές σέ έναν ένήλκο δύ­
σκολα γίνονται ανεκτές μέ συγκατάβαση.
Έ σ ύ , ό Κύριος καί Θεός μου, έχεις δώσει στό παιδί τή 12
ζωή καί τό σώμα. Τό σώμα αυτό, καθώς βλέπουμε, τό
έχεις προικίσει μέ αισθήσεις καί μέλη πού τού ταιριάζουν
τέλεια. Τό έχεις κοσμήσει μέ χάρη. Γ ιά νά κρατιέται σώο
καί ακέραιο, τού έβαλες όλες τίς ορμές τών ζωντανών
πλασμάτων. Γ ι’ αυτό τό δώρο μέ προστάζεις νά σέ υμνώ,
«νά σού εξομολογούμαι καί νά ψάλλω τό όνομά σου, "Υψι-
στε»38, γιατί έσύ είσαι ένας Θεός παντοδύναμος καί αγα­
θός, ακόμη καί μόνο γ ι’ αυτό σου τό δημιούργημα. Κανέ­
νας άλλος δέν μπορεί νά τό φτιάξει εκτός από εσένα, τόν

127
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Θεό μου τό μοναδικό, τό χορηγό κάθε μέτρου, εσένα τόν


άπειρόκαλλο, γιατί δίνεις σέ δλα μορφή καί ορίζεις την τά ­
ξη όλων τών πραγμάτων μέ τό νόμο σου39.
Αυτή λοιπόν τήν περίοδο τής ζωής μου, Κύριε, εγώ
προσωπικά δέν τή θυμάμαι. Σέ άλλους στηρίζομαι γιά δσα
έγιναν καί βγάζω συμπεράσματα από άλλα βρέφη. "Οσο
πιθανές, δμως, κι άν είναι οί εικασίες μου, δυσκολεύομαι
νά τή λογαριάσω σάν κομμάτι από τή ζωή μου σ ’ αυτό
τόν κόσμο. Καθώς κρύβεται στά σκοτάδια τής λησμονιάς,
μοιάζει απαράλλαχτα μέ κείνη πού πέρασα στήν κοιλιά
τής μάνας μου. Ά ν δμως «ή μάνα μου μάς στήν ανομία μέ
συνέλαβε» κι «εάν μιές στό κρίμα μέ έθρεψε στό στήθος
τη ς» 40, πές μιου λοιπόν, ποϋ, πές μου, Θεέ μου, σέ έκλι-
παρώ, πές, Κύριε, στό δούλο σου, ποϋ καί πότε υπήρξα
αθώος; Έ δ ώ , δμως, τελειώνω μ ’ εκείνη τήν περίοδο. Τί
άλλο νά πώ , άλλωστε, αφού δέν συγκρατώ στή μνήμη
ούτε ένα ίχνος της;

Στήν ηλικία του νήπιου


8·*3 Γιά νά φτάσω μέχρι έδώ πού τώρα βρίσκομαι, πέρασα
από τήν ηλικία τού βρέφους στήν ηλικία τού νήπιου41.
Είναι αλήθεια; "Η μήπως αυτή ή δεύτερη ήλικία ήρθε καί
πήρε τή θέση τής πρώτης; ’Ό χ ι, ή πρώτη δέν έφυγε —
ποϋ θά πήγαινε; Καί δμως δέν ήταν πιά ή ίδια, ούτε κι
εγώ ήμουνα βρέφος, αλλά παιδάκι πού άρχιζε νά μιλάει.
Αυτό τό θυμάμαι· αλλά πώ ς έμαθα νά μιλάω τό κατάλα­
βα αργότερα. Καί νά πώ ς έγινε: δέν μέ δίδαξαν οί μιεγάλοι,
μαθαίνοντάς μιου τίς λέξεις μέ· κάποια τάξη μεθοδική,

128
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΣΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΓ ΝΗΠΙΟΥ

όπως έγινε λίγο αργότερα μέ τά γράμματα. ’Ό χ ι, μοναχός


έμαθα, μέ τόν δικό μου νοΰ πού μοϋ έδωσες εσύ, ο Θεός
μου. Γύρευα νά έξωτερικεύσω δσα είχα στή σκέψη μου μέ
κλαψουρίσματα, ξεφωνητά καί κινήσεις των διάφορων
μελών τοΰ σώματος, γιά νά μοΰ ικανοποιήσουν τίς ορέξεις
μου, μά δέν τά κατάφερνα νά έκφράσω ούτε τί ακριβώς
ήθελα ούτε από ποιόν τό ήθελα. Τότε ερχόταν αρωγός μου
ή μνήμη: δταν κάποιος ονόμαζε κάτι, καί τόν έβλεπα νά
κάνει μιά κίνηση — αμέσως μετά τόν ήχο τής φωνής—
γιά νά πιάσει ένα αντικείμενο, τό μυαλό συγκρατοΰσε τόν
ήχο πού αντιστοιχούσε στό συγκεκριμένο αντικείμενο.
Αυτό πού ήθελε νά μοϋ πει τό καταλάβαινα από τίς κινή­
σεις τοΰ σώματος, τή φυσική αυτή γλώσσα δλων τών
λαών, τήν οποία υπηρετεί ή έκφραση τοΰ προσώπου, τό
κλείσιμο τών ματιών, ή κίνηση τών υπόλοιπων μελών καί
δ τόνος τής φωνής, πού προδίνουν αυτά πού αισθάνεται ή
ψυχή δταν γυρεύει κάτι ή τό αποκτά ή τό αποδιώχνει ή τό
αποφεύγει. ’Άκουγα λοιπόν τίς λέξεις τοποθετημένες στή
θέση τους σέ διάφορες φράσεις, καί λίγο λίγο άρχισα νά
αντιλαμβάνομαι σέ ποιό πράγμα αντιστοιχούσε κάθε ση­
μείο. "Οταν τό στόμα έμαθε νά προφέρει αυτά τά σημεία,
τότε μπορούσα πιά νά έκφράσω αυτό πού ήθελα.
Χρησιμοποιούσα, λοιπόν, τά σημεία αυτά γιά νά έκ­
φράσω στούς γύρω μου αυτό πού ήθελα. ’Έ τσ ι, υπό τήν
καθοδήγηση τών γονιών μου καί μέ τίς ευλογίες τών ένή-
λικων, έμπαινα όλο καί πιό βαθιά στά ταραγμένα νερά τής
κοινωνίας τών ανθρώπων.

129
ΑΓΙΟΓ ΑΤΓΟΓΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡίίΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Τά πρώτα γράμματα.
Τά παιχνίδια των μεγάλων

9·*4 Θεέ μου, Θεέ [ίου, τί βάσανα δέν γνώρισα καί τί έξευ-
τελισμούς δταν ήμουν παιδί, καί τό μόνο πού μοϋ πρότει-
ναν σάν κανόνα ένάρετης ζωής ήταν νά είμαι υπάκουος σέ
ανθρώπους πού μοναδικό τους ενδιαφέρον ήταν νά μέ διδά­
ξουν ένα πράγμα: πώς νά λάμψω εδώ, σ ’ αυτό τόν κόσμο,
καί πώ ς νά διαπρέψω στίς τέχνες τή ς φλυαρίας γιά νά
κερδίσω άνθρώπινες τιμές καί πλοότη. Μέ στεΐλαν τότε
στό σχολείο νά μάθω γράμματα. "Ομως μοΰ ήταν αδύνα­
τον νά καταλάβω ό άμοιρος γιατί είναι τέλος πάντων τόσο
χρήσιμα. Κ αί όμως, λίγο νά έκανα πώ ς τεμπελιάζω, οι
μεγάλοι μέ έδερναν, καί έβρισκαν άριστη αυτή τή μέθοδο.
Κ αί σ ' αυτούς τούς δρόμους προχωρούσα, δρόμους γεμά­
τους αγκάθια πού είχαν ανοίξει αμέτρητοι πρόγονοί μας
γιά νά περάσουμε κι εμείς, φορτωμένοι μέ διπλούς κόπους
καί βάσανα, εμείς οι γιοι τοΰ Άδάμ45!
"Ομως από τότε, Κύριε, γνωρίζαμε ανθρώπους πού
προσεύχονταν σ τ ’ δνομά σου. ’Από αυτούς τούς ανθρώ­
πους μάθαμε, δσο βέβαια μπορούσαμε, νά σέ σκεφτόμαστε
σάν κάποιον μεγάλο πού μπορεί, ακόμα κι αν δέν μάς φα­
νερώνεται, νά μάς ακούει καί νά μάς συντρέχει. Κ ι έτσι
άρχισα, παιδί ακόμη, νά προσεύχομαι σέ σένα, «στήριγμα
καί καταφυγή μου»43, κι έσπασα τά δεσμοί της γλώσσας
— ήμουν μικρός, μά τί φωνή έβγαλα!— γιά νά σ ’ επικα­
λεστώ καί νά σέ έκλιπαρήσω νά μή μέ δέρνουν στό σχο­
λείο. Κ αί δταν δέν άκουγες τά παρακάλια μου, «γιά νά
μήν παραδοθώ στήν ανοησία»44, τότε οΕ μεγάλοι, ακόμη

130
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ

καί οί γονείς μου πού ήθελαν μόνο τό καλό μου, γελούσαν


όταν έτρωγα τίς ξυλιές, πού τότε ήταν γιά μένα ό,τι χει­
ρότερο καί ο,τι πιό προσβλητικό.
Κύριε, έχω τούτη τήν απορία. Μπορεί άραγε νά ύπάρ- *
ξει ένας άνθρωπος μέ γενναία καρδιά, πού νά σοΰ έχει δο­
θεί μέ μιάν αγάπη άνευ ορίων — δμως αυτό μπορεί επίσης
νά τό κάνει καί μιά απλοϊκή καρδιά— αναρωτιέμαι λοι­
πόν, μπορεί άραγε νά υπάρξει ένας άνθρωπος μέ τόσο με­
γάλη αγάπη μέσα του, τόσο δεμένος μαζί σου πού νά μή
λογαριάζει πιά ούτε τά σουβλιά ούτε τά σιδερένια νύχια
καί δλα τά άλλα σύνεργα τών βασανιστηρίων — δηλαδή
ολα αυτά πού τά τρέμουν οί άνθρωποι σ’ ολόκληρη τήν
οικουμένη, καί σοΰ προσπέφτουν καί σέ ικετεύουν γιά νά
τούς γλιτώσεις— , καί αυτός ο ίδιος άνθρωπος νά γελά μέ
αυτούς πού τά φοβούνται; Κ αί δμως αυτό έκαναν οί γονείς
μου δταν γελούσαν βλέποντάς με νά τρώω ξύλο από τό
δάσκαλο. Γιατί, αληθινά, αυτό τό ξύλο τό έτρεμα σάν βα­
σανιστήριο, καί μέ τήν ίδια δύναμη σέ ικέτευα νά μέ προ­
φυλάξεις. Αυτό δμως δέν σημαίνει δτι λιγόστευαν καί οί
αταξίες μου, αφού δέν έγραφα ούτε διάβαζα καί δέν είχα τό
μυαλό στά γράμματα δσο μού ζητούσαν.
Δέν υστερούσα σέ μνήμη ή σέ ευφυΐα. Ευδόκησες, Κ ύ­
ριε, νά έχω αρκετή γιά τήν ήλικία μου. Μού άρεσε δμως
νά παίζω, καί γ ι’ αυτό μέ τιμωρούσαν άνθρωποι πού έκα­
ναν τά ίδια καί απαράλλαχτα. "Ομως οί μεγάλοι τά παι­
χνίδια τους τά ονομάζουν «σοβαρές υποθέσεις». Δηλαδή οί
μεγάλοι τιμωρούν τά παιδιά γιά πράγματα πού κάνουν οί
ίδιοι, καί κανείς δέν λυπάται ούτε αυτά ούτε εκείνους, ενώ
θά έπρεπ;ε νά τούς λυπάται δλους. Τώρα ένας δίκαιος κρι-
ΑΓΙΟΤ ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΐ' ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

της ίσως νά τό έβρισκε σωστό πού ως παιδί τιμωρήθηκα,


όταν ξεμυαλιζόμουν καί άφοσιωνόμουν στην μπάλα45 καί
τά παιχνίδια, αντί νά μαθαίνω τά μαθήματα πού, όταν με­
γάλωνα, θά γίνονταν στά χέρια μου ένα άλλο επιζήμιο
παιχνίδι. Αυτός όμως πού μέ χτυπούσε δεν έκανε καί τί­
ποτε διαφορετικό από εκείνο πού κάνει ένας μεγάλος όταν
συμβεΐ νά τόν νικήσει, ακόμη καί στήν πιό ασήμαντη συ­
ζήτηση, ένας συνάδελφός του. Ή οργή καί ή ζήλια πού
πνίγουν τούς μεγάλους είναι διπλάσια από αυτά πού δοκί­
μαζα εγώ όταν με κέρδιζε στήν μπάλα ό συμπαίκτης μου.
ιο .ιβ Καί όμως άμάρταινα, Κύριε καί Θεέ μου, εσύ πού ρυθ­
μίζεις καί δημιουργείς όλα τά πλάσματα τής φύσης,
εκτός από τίς αμαρτίες, πού μόνο τίς ρυθμίζεις. Ναί, Κ ύ­
ριε καί Θεέ μου, άμάρταινα πηγαίνοντας ενάντια στίς προ­
σταγές των δασκάλων καί τών γονιών μου. Γιατί αργότε­
ρα θά μπορούσα νά χρησιμοποιήσω καλά τά γράμματα
πού μ ’ έβαζαν νά μάθω, άσχετα μέ ποιά πρόθεση. Καί δέν
ήμουν απείθαρχος επειδή είχα διαλέξει κάτι καλύτερο! Α ­
λίμονο, τό έκανα μόνο καί μόνο επειδή άγαπούσα τό παι­
χνίδι καί τ ’ αγωνίσματα καί τόν κομπασμό τού νικητή,
καί τ ’ αυτιά μου τά γαργαλούσαν όλα εκείνα τά παραμύ­
θια γιά ψεύτικους ήρωισμούς, γιατί συνδαύλιζαν μέσα μου
τή φλόγα νά μιμηθώ παρόμοια κατορθώματα40. Ά , τι
ήταν αυτή ή περιέργεια πού μέ έτρωγε γιά τά δημόσια θε­
άματα, δηλαδή τά παιχνίδια τών μεγάλων47! Οί διοργανω­
τές τους κερδίζουν βεβαίως από αυτά μεγάλες τιμές, γ ι’
αυτό ευχαρίστως εύχονται τό ίδιο καί γιά τά παιδιά τους.
Μέ τήν ίδια όμως ευχαρίστηση εγκρίνουν καί τήν τιμωρία
τών παιδιών τους, άν τυχόν ξεμυαλιστούν από τά θεάμα-

132
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ

τα καί παραμελήσουν τά μαθήματα πού θά τούς επιτρέ­


ψουν αργότερα — γιατί αυτό προσδοκούν— νά γίνουν με
τή σειρά τους χορηγοί παρόμοιων θεαμάτων.
Κύριε, «δές τα όλα αυτά καί σπλαχνίσου μας»48. Ε ­
λευθέρωσε μας, εμάς πού σέ καλούμε μέσα μας, έλευθέ-
ρωσε ακόμη καί όσους δέν σέ καλούν, κάνε νά σέ καλέσουν
γιά νά τούς ελευθερώσεις.
Παιδί ακόμη, είχα ακούσει νά μιλούν γιά τήν ύπόσχε- " - '7
ση της αιώνιας ζωής, πού μας δόθηκε μέσα από τήν τα­
πεινότητα τού Κυρίου καί Θεού μας, πού κατέβηκε σέ μας
τούς υπερόπτες. Μοΰ είχαν βάλει ήδη, Κύριε, τό σημάδι
τού σταυρού σου, μέ είχαν αλατίσει μέ τό άλας σου μόλις
βγήκα από τήν κοιλιά τής μάνας μου, πού σέ είχε μόνη
ελπίδα τη ς49.
Είδες, Κύριε, πώ ς μιά μέρα, όταν ήμουν πολύ μικρός,
ένα βράσιμο στό στήθος μού έφερε πυρετό, καί λίγο έλειψε
νά πεθάνω. Είδες τότε, Θεέ μου, εσύ πού ήσουν ψύλακάς
μου, μέ τί θέρμη καί μέ πόση πίστη ικέτεψα νά βαφτιστώ
στό όνομα τού Χριστού σου, παρακαλώντας τή μητέρα
μου — πού σέ σεβόταν απέραντα— καί τή μητέρα όλων
μας, τήν Ε κκλησ ία σου.
Ή μητέρα μου ήταν σέ απόγνωση. Ή αγνή καρδιά
τη ς, μέ πίστη σέ σένα καί μέ διπλάσια αγάπη, αυτή πού
μεριμνούσε όχι μόνο γιά τή σάρκα μου αλλά καί γιά τήν
αιώνια σωτηρία μου, βάλθηκε νά φροντίζει βιαστικά νά γί­
νει ή τελετή τής μύησής μου στό μυστήριο τή ς σωτηρίας.
Μέ τήν ομολογία τής πίστης μου στό άγιο όνομά σου θά
άποπλύνονταν τά κρίματά μου. "Ομως, απροσδόκητα, έ­
γινα καλά, κι έτσι ή βάπτισή μου αναβλήθηκε. Ό λόγος

‘33
ΑΓΙΟΤ ΑΤΓΟΪΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ήταν ότι, αν θά ζοϋσα, θά ξανάπεφτα μοιραία στά Γδια


αμαρτήματα, άλλά μετά τη βάπτιση ή ευθύνη μου θά
ήταν βαρύτερη καί πιό επικίνδυνη.
Ή δ η άπό τότε πίστευα σέ σένα. Πίστευα κι εγώ,
όπως εκείνη, καί ολόκληρο τό σπίτι μας, μέ μοναδική ε­
ξαίρεση τόν πατέρα μου. Αυτός, αν καί δέν πίστευε ακό­
μη, δέν μείωνε μέσα μου τό κύρος της μητρικής θεοσέβει­
ας καί οΰτε μέ εμπόδιζε νά πιστεύω στόν Χριστό. Ε κείνη
έβαζε δλα τά δυνατά της νά έχω εσένα, Θεέ μου, γιά πα­
τέρα, περισσότερο άπό εκείνον, καί στό σημείο αυτό τή
βοηθούσες νά νικήσει τόν άντρα της. Τού ήταν υποταγμέ­
νη, έστω καί αν ή ίδια υπερτερούσε σέ ήθος, γιατί ήταν
υποταγμένη σέ σένα, πού της είχες προστάξει τήν υποτα­
γή·
ι8 Θεέ μου, σέ παρακαλώ, θέλω νά μάθω, αν κι έσύ τό
θέλεις, γιά ποιό σκοπό αναβλήθηκε τότε ή βάπτισή μου.
Ή τ α ν άραγε γιά τό καλό μου πού μοΰ άφησαν χαλαρά τά
χαλινάρια τής αμαρτίας; Φαίνεται πώ ς τό Γδιο σκέφτονται
δταν καί τώρα άκόμη ακούω νά λένε εδώ κι εκεί: «Ά σ ε
τον νά κάνει δ,τι θέλει, αφού είναι άκόμη αβάφτιστος».
'Ό μ ω ς δέν τούς άκούς ποτέ νά λένε, δταν πρόκειται γιά
τήν υγεία τού σώματος: «Ά σ ε τον νά πονέσει καί άλλο,
αφού είναι άκόμη άρρωστος». Πόσο καλύτερα θά ήταν νά
είχα αμέσως θεραπευτεί, καί νά είχαμε πρώτα α π ’ δλα
φροντίσει, κι έγώ καί οι δικοί μου, γιά τή σωτηρία τής
ψυχής μου. ’Από τότε κιόλας θά έπρεπε νά τήν ασφαλί­
σουν κάτω άπό τή σκέπη σου, νά βρει ή ψυχή τήν προ­
στασία πού έσύ θά τής έδινες.
Ναί! Θά ήτανε χίλιες φορές καλύτερα! 'Ό μ ω ς ή μάνα

‘34
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ

μου προέβλεπε τό φοβερό κύμα των πειρασμών πού με πε-


ρίμεναν όταν θά έμπαινα στην εφηβεία. Γ ι’ αυτό προτίμη­
σε νά τό αφήσει νά ξεσπάσει πάνω σε έναν πηλό πού θά
μπορούσε αργότερα νά αποκτήσει μορφή, παρά σέ έ'ναν
άνθρωπο πού μέσα του έχει κιόλας σκηνώσει ή άγια εικό­
να χάρη στή βάπτιση30.
Σ τή διάρκεια, λοιπόν, τής παιδικής μου ήλικίας, πού »2·9
τούς ένέπνεε λιγότερο φόβο άπό τήν εφηβεία, δεν αγα­
πούσα τά γράμματα καί μισούσα τήν πίεση πού μού
ασκούσαν γιά νά τά μάθω. "Ομως αυτοί μέ πίεζαν γιά τό
καλό μου. Αυτός πού δεν έκανε καλά ήμουν εγώ. Γιατί, αν
δεν είχα ύποστεΐτήν πίεση, τί θά είχα μάθει; Βεβαίως, δέν
είναι καλό νά γίνεται κάτι μέ τό ζόρι, έστω καί αν τό απο­
τέλεσμα είναι καλό. Αλλά ούτε καί αυτοί πού μέ ζόριζαν
έκαναν καλά. Τό καλό, Θεέ μου, εσύ μού τό έκανες. Αυτοί,
έτσι κι αλλιώς, όταν μέ πίεζαν νά μορφωθώ, ένδιαφέρο-
νταν μόνο νά μού δώσουν ένα εφόδιο γιά νά κορέσω πάθη
ακόρεστα, άθλια πλούτη καί δόξα κατάπτυστη. "Ομως
εσύ, «πού γνωρίζεις πόσες είναι οί τρίχες τή ς κεφαλής
μας»51, χρησιμοποιούσες τήν πλάνη όλων εκείνων πού μέ
πίεζαν νά μάθω γράμματα, πρός όφελος μου. Τή δική μου
πλάνη, πού δέν ήθελα νά μάθω, τή χρησιμοποιούσες σάν
τιμωρία, πού τήν άξιζα μέ τό παραπάνω, γιατί ήμουν μι­
κρός στήν ηλικία αλλά προχωρημένος στήν αμαρτία. " Ε ­
τσι μέ έκανες νά ώφεληθώ άπό τις πλάνες τους καί γιά
τίς δικές μου νά πάρω ο,τι μού άξιζε. Γ ιατί εσύ έχεις ορί­
σει ή ψυχή πού άτακτεΐ νά γίνεται τιμωρία γιά τόν εαυτό
της.

135
ΑΓΙΟΓ ΑΙΤΟΪΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Στο σχολείο τών «γραμματικών»

1 3 -2 0 Τά ελληνικά τά μισούσα. Μά γιά ποιο λόγο, επιτέλους,


με υποχρέωναν νά τά μάθω, παιδάκι ακόμη; Πάντως τό
μίσος έκεΐνο καί τώρα ακόμη δέν μπορώ νά τό καταλάβω.
Αντίθετα, τά λατινικά τά αγαπούσα πολύ, καί όχι αυτά
πού διδάσκουν οι πρώτοι δάσκαλοι άλλά αυτά πού διδά­
σκουν οί λεγόμενοι γραμματικοί52. ’Αλλά καί τά στοιχειώ­
δη μαθήματα, στά όποια διδάσκονται ή ανάγνωση, ή
γραφή καί ή άριθμητική, δέν μοϋ φαίνονταν λγότερο βα­
ρετά. Καί αυτά, όπως καί τά ελληνικά, τά αισθανόμουν
σάν τιμωρία. Τώρα, αυτή τήν αποστροφή μου ποΰ άλλου
νά τήν άποδώσω, αν οχι στήν κενότητα, τήν επιπολαιό­
τη τα καί τήν αμαρτία μέσα μου, εκείνη τήν πρώτη πού
διέπραξε ό Αδάμ; Μ άλστα, «ήμουν μόνο σάρκα, ήμουν
μόνο πνεύμα πορευόμενον καί ούχί έπιστρέφον»53. Καί
όμως εκείνα τά πρώτα μαθήματα ήσαν καί τά καλύτερα,
γιατί ήσαν τά πιό ασφαλή. Αυτά μοϋ έδωσαν άλλωστε τή
δυνατότητα νά μπορώ νά διαβάζω όποιο κείμενο πέφτει
στά χέρια μου καί νά μπορώ νά γράφω ό,τι θέλω, καί σ ’
αυτά συνεχίζω νά τή χρωστάω. *Ησαν καλύτερα από
εκείνα πού μέ έβαζαν νά μαθαίνω αργότερα από στήθους
γιά τίς περιπλανήσεις κάποιου Αινεία, ξεχνώντας τίς δι­
κές μου πλάνες, καί νά δακρύζω πού σκοτώθηκε ή Διδώ
από έρωτα, όταν εγώ, μακριά από σένα, Θεέ μου, ζωή
μου, σκότωνα αδάκρυτος τόν εαυτό μου.
21 Σ τ ’ αλήθεια, τί πιό λυπητερό από ένα πλάσμα αξιολύ­
πητο, πού δέν λυπάται τόν εαυτό του άλλά τή Διδώ, καί
κλαίει γιά τό θάνατό της. Κλαίει πού πέθανε ή Διδώ άπό

136
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΩΝ «ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΩΝ»

αγάπη γιά τόν Αινεία, καί δέν κλαίει πού πεθαίνει ό ίδιος
γιατί δέν σέ αγαπά, Θεέ μου, φώς τής καρδιάς μου, ψωμί
πού θρέφεις τό μέσα στόμα τής ψυχής μου, πού ζωοποιείς
νοΰ καί λογισμό. Τότε δέν σ ’ αγαπούσα. «Πορνευόμουν
μακριά σου»54, καί γιά τήν έκπόρνευσή μου όλοι μοΰ έλε­
γαν: «εύγε, εύγε»55! ’Ά, «ή φιλία τού κόσμου είναι έχθρα
τού Θεού»56. Λένε: «εύγε, καί εις άνώτερα», γιά νά νιώσει
μειονεκτικά όποιος δέν μοιάζει μέ αυτούς. Κ ι εγώ δέν
έκλαιγα γ ι’ αυτά, έκλαιγα γιά τή Διδώ «πού γύρεψε τό
θάνατο μέ τό μαχαίρι»57, ενώ γύρευα γιά λογαριασμό μου
ό,τι κατώτερο άνάμεσα στά πλάσματα τής δημιουργίας
σου, καί άποξεχνούσα εσένα: χώμα ήμουν, στό χώμα γυρ-
νοΰσα. Καί εάν μοΰ άπαγόρευαν νά διαβάζω τέτοια πράγ­
ματα, θά ύπέφερα πού δέν θά μπορούσα νά τά διαβάζω, γιά
νά μέ κάνουν νά υποφέρω! Τέτοια φληναφήματα τά θεω­
ρούν μόρφωση άνώτερη καί πιό εποικοδομητική άπό τήν
απλή γραφή καί άνάγνωση.
'Ό μ ω ς τώρα ό Θεός μου «έλάλησε»58 στήν ψυχή μου, 22
καί ή άλήθεια σου μού λέει: « ’Ό χ ι, είναι ψέματα, δέν είναι
όπως τά λένε». Ε κ είνα τά πρώτα γράμματα ήσαν καί τά
καλύτερα. Είμαι πανέτοιμος νά ξεχάσω τίς περιπλανήσεις
τού Αινεία καί τά παρόμοια, όμως δέν ξεχνώ πώ ς νά
γράφω καί νά διαβάζω. Μπρος στά κατώφλια τών σχολεί­
ων τών γραμματικών κρέμονται πέπλα. Δέν συμβολίζουν
τόσο τά υψηλά μυστήρια πού διδάσκονται εκεί μέσα.
Μάλλον συμβολίζουν τό κουκούλωμα τής πλάνης.
Ά ς φωνάζουν όσο θέλουν οί έπικριτές μου, δέν τούς
φοβάμαι πιά, γιατί ανοίγω σέ σένα, Θεέ μου, τήν καρδιά
μου καί σού εξομολογούμαι, καί όσο ή ψυχή μου καταδι-

‘37
α γιο γ α γ γ ο γ ς τ ιν ο γ ε ξ ο μ ο λ ο γ ή σ ε ις , π ρ ώ τ ο ς τομος

κάζει κάθε παλιό μου ξεστράτισμα γιά νά ’ρθεΐ ατό δρόμο


σου, τόσο γαληνεύει59. Ά ς φωνάζουν όσο θέλουν οί μετα­
πράτες καί οι πελάτες τής λογοτεχνίας. ’Άν τούς έκανα
την ερώτηση: «Είναι αλήθεια πώς ό Αινείας ήρθε κάποτε
στήν Καρχηδόνα, όπως λέει ό ποιητής;», οι αδαείς θά έ­
λεγαν ότι άγνοοΰν, καί οί ειδήμονες ότι πρόκειται γιά άνα-
κρίβεια. Ά ν όμως ρωτούσα πώς γράφεται τό όνομα τού
Αινεία, όσοι έχουν μάθει ανάγνωση θά μοϋ απαντούσαν
ορθά, σύμφωνα μέ τη συνθήκη καί τη σύμβαση πού έχουν
συνάψει οι άνθρωποι γιά νά ορίζουν τή σημασία αυτών τών
σημείων. Ά ν , πάλι, τούς ρωτούσα ποιά απώλεια θά θεω­
ρούσαν μεγαλύτερη στή ζωή τους, νά ξεχάσουν τήν ανά­
γνωση καί τη γραφή ή τίς φαντασιοπληξίες τών ποιητών,
όποιος έχει τό μυαλό στή θέση του μαντεύει τήν άπάντη-
°η·
Αύτή ήταν ή παιδική μου αμαρτία: στήν καρδιά μου
τήν πρώτη θέση έπαιρναν πράγματα άχρηστα αντί γιά τά
π ιό χρήσιμα. Καί ακόμη περισσότερο, τά άχρηστα τά
άγαπούσα, κι έτρεφα μίσος γιά τά χρήσιμα. Τό «ένα κι ένα
κάνουν δύο, δύο καί δύο τέσσερα» μού ήταν μισητό, ενώ
μέ μάγευαν οί ψεύτικες εικόνες: τό ξύλινο άλογο της Τροί­
ας καί μέσα του οί πάνοπλοι στρατιώτες, ή Τροία στίς
φλόγες καί «τό φάντασμα της Κρέουσας»60.
>4-23 Γ ιατί, λοιπόν, αντιπαθούσα τά ελληνικά; Μ ήπως λέει
άλλα ή δική τους λογοτεχνία; Μ ήπως ό "Ομηρος δέν
υφαίνει περίτεχνα παρόμοιους μύθους; Τά ψέματά του
είναι γλυκύτατα. "Ομως γιά μένα, ως παιδί, ήσαν πικρά
σάν τό φαρμάκι. Υ ποθέτω πώ ς τά Ελληνόπουλα τό ίδιο
θά αισθάνονται γιά τόν Βιργίλιο όταν τόν διδάσκονται p i

‘ 38
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΩΝ «ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΩΝ»

τό ζόρι, όπως εγώ τόν "Ομηρο. Φαίνεται πώ ς όλη τη γοη­


τεία τής ελληνικής λογοτεχνίας μοΰ τη χαλούσε ή δυσκο­
λία — ναί, ή δυσκολία τής εκμάθησης— τής ξένης γλώσ­
σας. Γ ιατί δέν ήξερα βεβαίως ούτε μιά λέξη ελληνικά, καί
γιά νά τά μάθω μέ απειλούσαν μέ τρομερές τιμωρίες61.
Είναι αλήθεια ότι κάποτε, βρέφος ακόμη, δέν γνώριζα
ούτε τά λατινικά, όμως αυτά τά έμαθα παρατηρώντας
τους άλλους, χωρίς φόβο, χωρίς νά μέ τρομοκρατούν μέ
απειλές. ’Αντίθετα μάλιστα, μέ χάιδευαν, κι έτσι τά μά­
θαινα, μέ τ ’ αστεία, μέ τά γέλια, μέσα στη χαρά τού παι­
χνιδιού. Ναί, ένα είναι βέβαιο, ότι τά έμαθα χωρίς τήν
απειλητική πίεση των άλλων. Γιατί, άν κάτι μέ πίεζε νά
έξωτερικεόσω τίς σκέψεις μου μέ λόγια, ήταν τό μυαλό
μου, καί ό μόνος τρόπος νά τό κάνω ήταν νά μάθω έναν
ό λέξεων από ανθρώπους πού δέν δίδασκαν άλλά
απλώς μιλούσαν. Κ αί τό έκανα γιατί ήθελα εγώ ο ίδιος νά
ακούσουν αυτά πού ένιωθα.
Ή παραπάνω διαπίστωση δείχνει ολοκάθαρα πόσο ή
έλεύθερη περιέργεια παίζει έναν αποτελεσματικότερο ρόλο
στη μάθηση α π ’ ό,τι ό καταναγκασμός πού συνοδεύεται
από απειλές. Ωστόσο, οί νόμοι σου όρισαν, Θεέ μου, ή πει­
θαρχία νά δαμάζει τήν περιέργεια. ’Από τίς βέργες τών δα­
σκάλων μέχρι τά βασανιστήρια τών μαρτύρων, οί νόμοι
σου έχουν τή δύναμη νά συνδυάζουν τή δοκιμασία μέ τή
σωτηρία πού μας φέρνει σέ σένα, μακριά άπό τίς θανάσι­
μες χαρές πού μας έβγαλαν από τό δρόμο σου.
«Είσάκουσε, Κύριε, τήν προσευχή μου»62. Κάνε ή ψυ- ΐ5·24
χή μου νά μή λυγίσει, νά μείνει σταθερή στή διδαχή σου,
κάνε κι εγώ νά μή λυγίσω καί νά σού εξομολογηθώ όλα τά

‘39
ΑΓΙΟΙ" ΑΥΓΟΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ελέη σου, σε σένα πού μ ’ έβγαλες από τό δρόμο τής κατα­


στροφής. Θέλω εσύ νά μέ γλυκάνεις περισσότερο α π ’ όλες
τίς χαρές πού κυνηγούσα. Κάνε νά σ ’ αγαπώ μέ όλη μου
τη δύναμη, νά κρατηθώ από τό χέρι σου μέ όλη μου την
καρδιά «κι εσύ νά μέ λυτρώσεις από κάθε πειρασμό»63
μέχρι τό τέλος. Γ ιατί εσύ είσαι, Κύριε, «6 Βασιλεύς μου
καί ό Θεός μου»64. Είθε νά αφιερώσω στην υπηρεσία σου
ό,τι χρήσιμο διδάχτηκα ώς παιδί, καί ό,τι λέω, ό,τι γρά­
φω καί διαβάζω καί αριθμώ ας είναι στην υπηρεσία σου.
Γ ια τί, καί όταν διδασκόμουν όλες εκείνες τίς κούφιες
γνώσεις, εσύ μοΰ έδινες την ικανότητα γιά μάθηση, όμως
τώρα μοΰ συγχώρεσες την ένοχη χαρά πού έβρισκα στά
κούφια διαβάσματα. ’Έ μαθα, βεβαίως, από αυτά τά κεί­
μενα πολλές χρήσιμες λέξεις. "Ομως αυτές μπορούμε νά
τίς μάθουμε καί από πράγματα πού δέν είναι μόνο κούφια
λόγια, καί αυτός είναι ό ασφαλής δρόμος γιά τή μόρφωση
τών παιδιών.

Ή λογοτεχνία.
Ματαιότητες καί ψευδαισθήσεις
,6·25 ’Αλίμονο, χείμαρρε τής ανθρώπινης συνήθειας. Ποιος
μπορεί νά σού άντισταθεΤ; ’Αλίμονο, ποτέ σου δέν θά ξερα­
θείς; Μέχρι πότε θά παρασέρνεις τά παιδιά τής Εΰας στή
μεγάλη θάλασσα, τήν αδηφάγα, αυτήν πού δύσκολα δια­
σχίζουν ακόμη καί όσοι ταξιδεύουν μέ πλεούμενο τό ξύλο
τού σταυρού63; Μέσα σου δέν διάβασα γιά κάποιον Δία, θεό
τού κεραυνού καί ταυτόχρονα τής μοιχείας; Αυτά τά δύο
πώ ς θά μπορούσαν νά γίνονται ταυτόχρονα; Καί όμως,

140
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: II ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΈΪ'ΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

έτσι τόν άναπαριστούν, γιά νά υπερασπίζονται τήν αληθι­


νή μοιχεία χάρη στό κύρος ενός πλάστου θεοΰ πού εμφανί­
ζεται επί σκηνής με αστραπόβροντα, κραδαίνοντας τόν
κεραυνό στό χέρι.
’Αναρωτιέμαι αν υπάρχει άνάμεσα σέ όλους αυτούς
τούς μεγαλόσχημους δασκάλους έστω καί ένας πού θά
μπορούσε νά άκούσει νηφάλια έναν άλλο του συνάδελφο νά
τού φωνάζει: «Αυτά τά επινόησε ο "Ομηρος. ’Έδωσε
στούς θεούς ανθρώπινα χαρακτηριστικά, όμως θά προτι­
μούσα νά έδινε σέ μάς θεϊκό μεγαλείο»66. Καί θά ήταν
ακόμη πιό σωστός όποιος προσέθετε καί τούτο: «Ναί, μύ­
θους έπλασε ό "Ομηρος, δέν χωρά αμφιβολία. "Ομως αυτό
πού έκανε στήν πραγματικότητα ήταν νά δώσει σέ άνθρώ-
πους ακόλαστους θεϊκά χαρακτηριστικά, γιά νά μην έχει
τό έγκλημα εμφάνιση εγκλήματος, καί όποιος τό δια-
πράττει νά φαίνεται ότι δέν μιμείται ανθρώπους έξώλης
καί προώλης, αλλά έπουράνιες θεότητες».
Κ αί όμως, καταχθόνιε χείμαρρε, οί άνθρωποι ρίχνουν 26
μέσα σου τά ίδια τους τά παιδιά. Καί μάλιστα πληρώνουν
δίδακτρα γιά νά τούς μάθουν αυτά τά πράγματα. Καί,
επιπλέον, αυτή τήν υπόθεση τή θεωρούν τόσο σπουδαία,
ώστε νά γίνεται δημόσια, στήν ’Αγορά, κάτω άπό τό βλέμ­
μα τού νόμου πού τούς δίνει καί δημόσιο μισθό, έκτος άπό
τά ιδιωτικά δίδακτρα67. Σπάνε τά νερά σου μέ ορμή πάνω
στά βράχια, καί άκούγεσαι νά λές: « Ε λ ά τε , εδώ διδάσκο­
νται οί λέξεις, εδώ διδάσκεται ή ρητορική, είναι απολύτως
αναγκαία γιά νά αποκτήσετε πειθώ καί νά μπορείτε νά
αναπτύξετε τίς σκέψεις σας». Δηλαδή, γιά νά μάθουμε
λέξεις όπως χρυσή βροχή, στήθος, αποπλάνηση, ουράνιοι

ΐ4ΐ
ΑΓΙΟΪ ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

θόλοι, καί τόσες άλλες πού διαβάζουμε σ ’ ενα έργο τού


ποιητή Τερέντιου, πού έχει τόν Δία ώς πρότυπο τής ακο­
λασίας του; Ό νεαρός βλέπει την εικόνα τοΰ Δία σέ μιά
τοιχογραφία, νά ρίχνει, σύμφωνα μέ την παράδοση, χρυσή
βροχή στό στήθος τής Δανάης, μέ σκοπό νά τήν αποπλα­
νήσει. Κ οιτάχτε πώς συνδαυλίζει μέσα του τά ακόλαστα
πάθη, σάν νά ’χει τήν έγκριση έξ ουρανού! Λέει: «Κ αί τί
Θεός! Μέ τίς τρομερές βροντές του κάνει νά τρέμουν οί
ουράνιοι θόλοι. Δέν θά μπορούσα, όμως, νά κάνω κι εγώ τό
Γδιο, εγώ, ένας θνητός; Βεβαίως καί μπόρεσα, καί καμα­
ρώνω»68.
’Ό χ ι, είναι χίλιες φορές ψέμα πώ ς οί λέξεις μαθαίνο-
νται πιό άνετα χάρη σέ τέτοιες χυδαιότητες. Είναι όμως
σίγουρο πώ ς χάρη σ ’ αυτές τίς λέξεις ή χυδαιότητα δια-
πράττεται έκ τού ασφαλούς. Δέν κατηγορώ τίς λέξεις.
Αυτές είναι σάν δοχεία εκλεκτά καί πολύτιμα. Κατηγορώ
τό κρασί τής πλάνης, πού μάς τό κέρασαν οινόφλυγες δά­
σκαλοι μέσα σ ’ αυτά τά δοχεία καί, όταν δέν τό πίναμε,
μάς τιμωρούσαν, καί δέν υπήρχε ούτε ένας νηφάλιος δά­
σκαλος γιά νά μάς συμπαρασταθεί.
Κ ι έγώ , Θεέ μου, πού άφοβα τώρα πιά τά θυμάμαι ολα
αυτά ενώπιον σου, κάθισα ό άθλιος καί τά έμαθα ευχαρί­
στως, καί μού άρεσαν πολύ, καί αυτό τούς έκανε νά λένε
δτι είμαι ένα παιδί πού υπόσχεται πολλά.
*7-a7 Θεέ μου, άφησέ με τώρα νά σού πώ καί γιά τά πνευ­
ματικά μου χαρίσματα, πού είναι δικό σου δώρο, καί σέ
τί τρέλες τά σπατάλησα. Γιά παράδειγμα, μού πρότει-
ναν νά συμμετάσχω σέ έναν ποιητικό διαγωνισμό, κι εγώ
πετούσα από τή χαρά μου γιά τούς επαίνους πού θά κέρ-

142
ΒΙΒΛΙΟ ΙΙΡΩΤΟ: Η ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΘΗ

διζα αν πετύχαινα, αλλά κι έτρεμα συνάμα τήν ντροπή


καί τά χτυπ ήμ ατα αν αποτύγχανα. “Επρεπε ν ’ απαγ­
γείλω τά λόγια πού λέει ή 'Ή ρ α μέ οργή καί πόνο, επει­
δή δεν μπορεί «νά φέρει από τήν Ιτ α λ ία τό βασιλιά τών
Τρώων»69. Γνώριζα πώ ς τά λόγια αυτά ποτέ τη ς δέν τά
είπε. 'Ό μ ω ς μάς άνάγκαζαν νά πλανιόμαστε στούς δρό­
μους τής ποιητικής φαντασίας καί νά μεταφέρουμε σέ
πεζό αυτό πού ό ποιητής είχε συνθέσει έμμετρα. Πρώτος
θά έβγαινε εκείνος πού θά κατόρθωνε νά έκφράσει, δσο
γίνεται πιό χαρακτηριστικά, τήν οργή καί τόν πόνο τοΰ
παριστανώμενου προσώπου, ντύνοντας τά αισθήματα
αυτά p i τίς φράσεις, ταιριαστές μέ τό ύψος τής θέσης
του.
Σέ τί χρησίμευαν όλα αυτά; ’Ά , ζωή μου άληθινή, Θεέ
μου, τί μπορεί νά σήμαινε πού χειροκρότησαν εμένα γιά
τήν άπαγγελία μου πιό πολύ άπό τούς άλλους συμμαθητές
μου; Τί ήταν δλα αυτά; Καπνός καί άέρας! Δέν υπήρχε
τέλος πάντων κανένα άλλο θέμα γιά ν ’ άσκηθεΐ τό μυαλό
μου καί ή γλώσσα μου; ΟΙ ψαλμοί σου, Κύριε, μόνο οι
ψαλμοί πού διαβάζουμε στίς Γραφές σου, αυτοί μονάχα θά
μπορούσαν νά δαμάσουν τίς άνησυχίες τής καρδιάς, αυτοί
θά τήν εμπόδιζαν νά γίνει έρμαιο στήν άφροσύνη καί ευτε­
λής λεία στά πουλιά. Γιατί υπάρχουν πολλοί τρόποι νά
προσφέρουμε θυσία στούς άποστάτες άγγέλους..

Ή γλώσσα καί τά ήθη


Τί τό παράξενο, λοιπόν, Θεέ μου, πού είχα όλότελα πα- ,8·28
ρασυρθεΐ άπό αυτά τά κούφια διαβάσματα καί σπατα-

‘43
ΑΓΙΟΓ ΑΪΤΟΓΣΤΙΝΟν ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

λούσα τη ζωή μου μακριά σου; Μοϋ πρότειναν νά μιμηθώ


ανθρώπους οι οποίοι θά ένιωθαν μεγάλη ταραχή αν τους
μάλωναν γιά ένα βαρβαρισμό ή ένα σολοικισμό, κι ας μι­
λούσαν γιά μιά καλή πράξη τους, καί αντίθετα θά γέμιζαν
περηφάνια αν τούς επαινούσαν γιά τό ανθηρό καί περίτε­
χνο ύφος, κι ας μιλούσαν γιά μιάν άσωτία τους.
Τά βλέπεις αυτά, Κύριε, καί σωπαίνεις, γιατί «είσαι
μακρόθυμος καί πολυέλεος καί άληθινός»70. "Ομως θά
σωπαίνεις παντοτινά; Αφού από τώρα κιόλας τραβάς μέ­
σα από τούτη τή φριχτή κόλαση μιά ψυχή πού σέ άνα-
ζητά καί πού «διψάει γιά τίς χαρές σου»71, μιά ψυχή πού
σού λέει: «Έ ξεζήτησέ σε τό πρόσωπόν μου· τό πρόσωπόν
σου, Κύριε, ζητήσω»78. "Ομως ή ψυχή πού ζεΐ μέσα στά
πάθη της, ζεΐ στό σκοτάδι, καί είναι μακριά από τό πρό­
σωπό σου. Τό μακριά από σένα καί τό κοντά σέ σένα δέν
είναι ζήτημα απόστασης, καί ούτε φεύγει καί ξαναγυρνά
κανείς πεζός. ’Ό χ ι, ούτε κι έκεΐνος ο δευτερότοκος σου
γιός χρειάστηκε νά αγοράσει άλογα ή αμάξια ή καράβια73.
Δέν έβαλε φτερά γιά νά πετάξει καί ούτε τού φάγανε οί
δρόμοι τά ποδάρια του, όταν πήγε σέ χώρες μακρινές καί
σπατάλησε άσωτα δσα τού έδωσες. Γιατί, όσο στάθηκες
πατέρας σπλαχνικός στήν αναχώρησή του, δίνοντας πλου­
σιοπάροχα, ακόμη σπλαχνικότερος τού στάθηκες, δταν
έπέστρεψε ξεκληρισμένος74. Ζούσε τότε κυριευμένος από
τίς ηδονές, καί ζούσε στό σκοτάδι, μακριά από τό πρόσω­
πό σου.
29 Δές, Κύριε καί Θεέ μου, δές, όπως βλέπεις πάντα, μέ
καρτερία, δές μέ πόση αυστηρότητα τηρούν οι άνθρωποι
τίς συμβάσεις δταν πρόκειται γιά γράμματα καί συλλα-

144
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΘΗ

βές, συμβάσεις πού κληρονόμησαν από τούς προκατόχους


των λέξεων, καί δες πόσο ολιγωρούν μπροστά στό αιώνιο
συμβόλαιο τής άτέρμονης σωτηρίας, πού κληρονόμησαν
από σένα. Κοίτα σέ ποιό σημείο φτάνουν: αν ο μαθητής ή
ο δάσκαλος των ήχων παραβιάσει έναν κανόνα τής γραμ­
ματικής καί προφέρει κακόφωνα την πρώτη συλλαβή τής
λέξης homo (άνθρωπος)75, οί γύρω του θά ενοχληθούν πο­
λύ περισσότερο παρά εάν παραβιάσει μιά δική σου εντολή
— εάν, λόγου χάρη, μισήσει ένα συνάνθρωπο. ’Αλλά καί ό
χειρότερος εχθρός δέν μπορεί νά βλάψει περισσότερο από
τό μίσος τού ανθρώπου γιά τόν άνθρωπο. Οί πληγές πού
θά τού ανοίγαμε, άν τόν καταδιώκαμε γιά νά τού κάνουμε
κακό, πάλι δέν θά ήταν μεγαλύτερες από τίς πληγές πού
ανοίγει στήν καρδιά τό μίσος. Κ αί είναι εξίσου βέβαιο πώ ς,
όσα γράμματα καί άν μάθει ό άνθρωπος, καμιά γνώση δέν
μπορεί νά χαραχτεί τόσο βαθιά όσο ή ενδόμυχη γνώση,
γραμμένη στή συνείδηση, ότι δέν πρέπει νά κάνουμε στόν
άλλο αυτό πού οί ίδιοι δέν θά θέλαμε νά πάθουμε70.
Πόσο είσαι μυστικός, Θεέ μου, στή σιωπή των ου­
ρανών σου! Μόνο εσύ είσαι μέγας. Κ ι εσύ, μέ τόν ακα­
τάβλητο νόμο σου, σκορπάς τήν τιμωρία τής τύφλωσης
στις άνομες επιθυμίες. ’Άς πάρουμε ως παράδειγμα κά­
ποιον πού φημίζεται γιά ρητορική δεινότητα. Στέκει
μπροστά σέ ένα συνάνθρωπο, τό δικαστή, καί τόν περι­
στοιχίζει ένα πλήθος ανθρώπων, καί αυτός εξαγριωμένος
αγορεύει εναντίον τού εχθρού του, ένός ανθρώπου. Βράζει
τό μίσος μέσα του, όμως παίρνει όλα του τά μέτρα μήν τυ­
χόν τού ξεφύγει ένα λάθος καί προφέρει κακόφωνα τή λέ­
ξη homo (άνθρωπος)77, καί τού είναι απολύτως αδιάφορο

145
ΑΓΙΟΙ" ΑΪΓΟΪΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ. ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

πού ή μανία του θά σκοτώσει έναν άνθρωπο, ένα συνάν­


θρωπο78.
*9-3° Αυτά ήταν τά ήθη τοϋ κόσμου στον όποιο εγώ, άμοιρο
παιδάκι, έπρεπε νά μυηθώ. Καί αυτός ήταν ό στίβος στόν
όποιο εγώ επρεπε νά παλέψω: ό φόβος μου μήν κάνω ένα
βαρβαρισμό ήταν μεγαλύτερος από την προσπάθεια νά μη
φθονήσω εκείνους πού δεν έκαναν.
Τά λέω σέ σένα όλα αυτά, Θεέ μου, καί σοΰ τά εξομο­
λογούμαι, γιά νά δεις γιά ποιά πράγματα μέ έπαινοΰσαν
εκείνοι πού ό έπαινός τους ήταν γιά μένα τό κριτήριο ότι
είμαι στόν καλό δρόμο. Γιατί δέν έβλεπα τό βάραθρο τού
αίσχους, δέν έβλεπα ότι είχα βουλιάξει εκεί μέσα, «μακριά
από τό βλέμμα σου»79. Παρακάτω δέν γινόταν. Ναί, μέ τά
αναρίθμητα ψέματά μου ξεγελούσα ακόμη καί τούς οικεί­
ους μου, παιδαγωγούς, δασκάλους καί γονείς, τόσο μεγά­
λη ήταν ή αγάπη μου γιά τό παιχνίδι, τέτοιο τό πάθος μου
γιά όλα εκείνα τά γελοία πού έβλεπα στή σκηνή, καί πού
ξετρελαινόμουν νά τά μιμούμαι. Καί κάτι ακόμη, έκλεβα
κρυφά από τό κελάρι καί από τό τραπέζι τών γονιών μου
— είτε από λαιμαργία είτε γιά νά δίνω στά παιδιά καί νά
εξαγοράζω τή συντροφιά τους στό παιχνίδι, πού σίγουρα
τούς άρεσε όσο καί σέ μένα, όμως μού τό πουλούσαν. Α λ­
λά καί στό παιχνίδι, ή ήλίθια επιθυμία μου νά είμαι πάνω
α π ’ όλους δέν μού έπέτρεπε νά ανεχθώ μιά ήττα: κέρδιζα,
λοιπόν, μέ τρικλοποδιές. Καί όμως, άρνιόμουν νά μού κά­
νουν τά ίδια πού έκανα στούς άλλους, καί κατηγορούσα
αλύπητα τόν ένοχο. ’Άν όμως ήμουν έγώ ό κατηγορούμε­
νος, τό έβρισκα προτιμότερο νά εξοργιστώ παρά νά τό
παραδεχτώ.

146
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΘΗ

Αυτή είναι, λοιπόν, ή παιδική αθωότητα; ’Ό χ ι, Κύριε,


δχι! Δέξου, Θεέ μου, νά με ακούσεις: Δεν υπάρχει παιδική
αθωότητα. Ή συμπεριφορά τοϋ ανθρώπου παραμένει ή ί­
δια: Τά ίδια πράγματα γίνονται όταν έχουμε νά κάνουμε μέ
παιδαγωγούς καί δασκάλους, καί λιχουδιές καί μπάλες
καί ξόβεργες γιά τά πουλιά, καί τά ίδια ακριβώς γίνονται
αργότερα, όταν έχουμε νά κάνουμε μέ άρχοντες καί βασι­
λιάδες, καί χρυσάφι, καί κτήματα καί σκλάβους. 'Ό π ω ς
οί ηλικίες διαδέχονται ή μία τήν άλλη, έτσι καί τή σχολι­
κή ράβδο τή διαδέχεται τό μαστίγιο.
Γ ι’ αυτό, δταν παίνεψες τά παιδιά καί είπες εσύ, ό Βα­
σιλέας μας, πώ ς δική τους είναι ή βασιλεία των ουρανών80,
τίμησες τήν ταπεινότητα πού συμβολίζει τό μικρό τους
ανάστημα.
Καί δμως, Κύριε, σοΰ χρωστώ ευγνωμοσύνη, σέ σένα *ο·3*
τόν υπέρτατο καί πανάγαθο δημιουργό καί κυβερνήτη τοΰ
κόσμου, πού θέλησες νά είμαι αυτός πού ήμουν ως παιδί.
Γ ιατί καί τότε υπήρχα, ζοΰσα, αισθανόμουν, καί φρόντιζα
γιά τήν αυτοσυντήρησή μου, κατάλοιπο τής μυστικότα­
της ενότητας από τήν οποία γεννήθηκα. "Ενα βαθύτερο
ένστικτο μοΰ έλεγε νά προσέχω νά είναι ακέραιες οί αισθή­
σεις μου καί, άκόμη καί στίς παραμικρές μου σκέψεις γιά
τά μικροπράγματα, έβρισκα χαρά στήν αλήθεια. Δέν ήθε­
λα νά κάνω λάθη. "Ημουν γερός στή μνήμη, ασκημένος
στήν ομιλία, τρυφερός στή φιλία. Φυλαγόμουν άπό τόν πό­
νο, τήν απόρριψη, τήν άγνοια. 'Ό λ α αυτά δέν είναι χαρί­
σματα αξιοθαύμαστα καί αξιέπαινα γιά ένα μειράκιο; 'Ό ­
μως ήσαν δλα δώρα τοΰ Θεοϋ μου. Δέν τά έδωσα εγώ στόν
εαυτό μου. Καί δλα αυτά πού ήμουν εγώ, ήσαν δλα άγα-

«47
ΑΓΙΟί ΑΓΓΟΪ'ΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

θά, καί αγαθός είναι αυτός πού μέ επλασε καί όχι εγώ.
Αυτός είναι τό αγαθό μου καί τόν δοξάζω γιά τά αγαθά
πού μοΰ εδωσε, ακόμη καί στην παιδική ήλικία.
Τό δικό μου αμάρτημα ήταν πού αναζητούσα τίς άπο-
λαύσεις, τά μεγαλεία καί τίς αλήθειες όχι σ ’ εκείνον, άλλά
στά πλάσματά του, δηλαδή στόν εαυτό μου καί στούς
άλλους συνανθρώπους μου81. Κ ι αυτό μέ εκανε νά πέφτω
σέ βάσανα, σέ συγχύσεις, σέ πλάνες. Σ ’ ευγνωμονώ, Θεέ
μου, γλυκύτητά μου, τιμή μου κι εμπιστοσύνη μου, σ ’
ευγνωμονώ γιά τά δώρα σου. "Ομως φύλαξέ τα εσύ γιά
λογαριασμό μου, γιατί έτσι θά προφυλάξεις κι εμένα, καί
όσα μοΰ εδωσες θά πληθύνουν καί θά τελειωθοϋν. Καί θά
είμαι μαζί σου, αφού ή ζωή μου είναι δώρο σου.

148
Β ΙΒ Λ ΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΕΦΗΒΕΙΑ

Θέλω νά θυμηθώ τίς παλιές αμαρτίες μου καί τίς σαρκι- 1·*
κές άσωτίες μου, οχι από αγάπη γ ι’ αυτές. Μόνο από
αγάπη γιά σένα τό κάνω, Θεέ μου. Τό κάνω άπό άγάπη
γιά την άγάπη σου. Γ ι’ αυτό ξαναγυρίζω στους άνομους
δρόμους μου καί μέ πικρία τους ξανασυλλογίζομαι, γιά νά
μέ γλυκάνεις εσύ, ώ πιστή μου γλυκύτητα, γλυκύτητα
ευφρόσυνη καί άσφαλής, που μέ συλλέγεις όταν σκορπί­
ζομαι καί σπάω σέ χίλια κομμάτια, καί ολα τά ενώνεις
πάλι, κάθε φορά πού φεύγω μακριά άπό έσένα, τόν "Ενα,
γιά νά χαθώ στά πολλά1.
Τότε, στην εφηβεία μου, φλεγόμουν νά χορτάσω θανά­
σιμες ήδονές. Ριχνόμουν άνενδοίαστα σέ έρωτες εφήμε­
ρους, επίβουλους, καί «ή ομορφιά μου μαράθηκε»2. Σ άπι­
ζα μπρος στά μάτια σου, γιά νά αισθάνομαι ωραίος καί νά
φαίνομαι ωραίος στά μάτια τών ανθρώπων.

«49
ΛΓΙΟν ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟν ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

■2 Τό μόνο πού με απασχολούσε ήταν ν ’ αγαπώ καί ν ’


αγαπιέμαι. Δέν περιοριζόμουν όμως τουλάχιστον στή
σχέση ψυχής μέ ψυχή. ’Έ βγαινα άπό τούς φωτεινούς
δρόμους τής φιλίας, μάκραινα άπό τό φως3. Ή λάσπη
τή ς σαρκικής επιθυμίας καί ό βρασμός τής ήβης άνάδι-
ναν καπνούς πού άπλωναν σκοτάδι στήν καρδιά μου, καί
δέν μπορούσε πιά νά διακρίνει τό φώς τής τρυφερότητας
άπό τά σκοτάδια τής λαγνείας. ’Έβραζαν καί τά δύο μέ­
σα μου, χωρίς διάκριση. Κρατούσαν αιχμάλωτη τη νεα­
νική μου επιπολαιότητα καί μέσα άπό τούς γκρεμούς
τής επιθυμίας τήν έριχναν στά βάραθρα τής έκπόρνευ-
σης.
Ή οργή σου είχε πέσει επάνω μου, δμως τό αγνοούσα.
’Ήμουν κουφός: μέ είχε κουφάνει ο βρόντος άπό τίς αλυ­
σίδες πού μέ κράταγαν δεμένο στό θνητό σαρκίο μιου.
Αυτό ήταν τό τίμημα τής υπεροψίας μου. ’Έ φευγα συ­
νεχώς μακριά σου, κι έσύ μέ άφηνες. Γκρεμιζόμουν καί
σπαταλιόμουν στίς μοιχείες, σκορπιζόμουν καί εξατμιζό­
μουν, κι έσύ σώπαινες.
Έ σ ύ , χαρά μου άργοπορεμένη, σώπαινες, κι εγώ
έφευγα δλο καί πιό μακριά σου καί δλο καί περισσότερο
σκορπούσα τό στείρο σπέρμα μου πού γεννούσε πόνο, κο­
μπάζοντας γιά τήν καχεξία μου καί άδημονώντας μέσα
στήν ανία μου.
3 Κανείς δέν βρέθηκε νά μέ φέρει στήν τάξη, νά δώσει
σωστή κατεύθυνση στήν έλξη πού ασκούσαν επάνω μου οί
εφήμερες ομορφιές τών καινούργιων γνωριμιών. Κανείς
δέν βρέθηκε νά βάλει δρια στή φιληδονία μου. Τά νιάτα
πού τρικύμιζαν μέσα μου θά μπορούσαν νά βρούν στό γά ­

150
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕίΤΕΡΟ: Η ΕΦΗΒΕΙΑ

μο ένα ήσυχο λιμάνι, άφοΰ δεν μπορούσαν νά ησυχάσουν


αλλιώς. ’Έ τσ ι θά εκπλήρωνα τόν φυσικό προορισμό μου,
τή γέννηση παιδιών. Αυτό προστάζει ο νόμος σου, Κύριε,
πού δημιουργείς τά θνητά βλαστάρια μας καί πού μπορείς,
μέ τό απαλό σου χέρι, νά ξεβοτανίζεις τά αγκάθια πού δέν
έχουν θέση στόν Παράδεισό σου. Γιατί, ακόμη κι όταν ε­
μείς φεύγουμε μακριά σου, ή παντοδυναμία σου δέν μένει
μακριά μας. Νά είχα τουλάχιστον μπορέσει νά ακούσω
τότε πιό προσεκτικά τό λόγο σου, πού άκουγόταν από ψη­
λά: « Ό άντρας κι ή γυναίκα θά τυραννιστοΰν από τό βά­
σανο τής σάρκας, δμως εγώ θά σάς προφυλάξω»4. Κ ι ακό­
μη: «Είναι καλό ό άντρας νά μην αγγίζει τή γυναίκα»5,
καί: «Αυτός πού δέν έχει γυναίκα, μιά φροντίδα έχει μόνο,
πώ ς νά αρέσει στόν Θεό, δμως δ παντρεμένος έχει στό νοΰ
του πώ ς νά αρέσει στή γυναίκα»0. Αυτά τά λόγια θά έπρε­
πε νά ακούσω, άν είχα σταθεί πιό προσεκτικός. Ναί, κι
αυτά ακόμη: «Ευνουχίσου γιά τή βασιλεία τών ουρα­
νών»7. Ά ν τά είχα ακούσει αυτά, θά λαχταρούσα τήν
ευτυχία στή δική σου αγκαλιά.
’Αλίμονο μου! ’Έβραζα καί άφηνα νά μέ παρασέρνει ο 4
χείμαρρος πού μ ’ έπαιρνε μακριά σου. Παρέβαινα δλους
τούς νόμους σου. 'Ό μ ω ς δέν ξέφευγα κι από τή ράβδο σου
— ποιος άνθρωπος μπορεί νά ξεφύγει; Γ ιατί ήσουν πάντα
στό πλευρό μου, αυστηρός καί συνάμα πονετικός, έκανες
δλα τά παιχνίδια τής άσωτίας μου νά μοΰ αφήνουν μιά
γεύση πικρίας. ΤΗ ταν γιά νά βάλεις μέσα μου ένα αίσθη­
μα αηδίας καί νά μέ κάνεις νά γυρέψω άλλες χαρές, άμω-
μες. Τέτοιες χαρές δέν θά μπορούσα νά τίς βρώ αλλού, μό­
νο κοντά σου, Κύριε, «πού κάνεις τά παθήματα μαθήμα-
ΑΓΙΟΙ' ΑΪ'ΓΟΪ'ΣΤΙΝΟν ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

τα »8 καί χτυπάς γιά νά γιατρέψεις καί «μάς σκοτώνεις


γιά νά μην πεθάνουμε μακριά σου»9.
Ποΰ βρισκόμουνα; Π ώς βρέθηκα εξόριστος, τόσο μα­
κριά σου, τόσο μακριά «από τη θαλπωρή τοΰ οίκου σου»10;
Δέν είχε ζήσει ούτε δεκαέξι χρόνια τό κορμί μου, καί τό
είχε κιόλας κυριέψει όλότελα ή σάρκα καί είχε παραδοθεΐ
σέ μιά φρενίτιδα, νόμιμη γιά την αναισχυντία τών ανθρώ­
πων αλλά παράνομη ενώπιον τοΰ νόμου σου. Οί δικοί μου
δέν προσπάθησαν νά μέ σώσουν από τόν κατήφορο μέ τό
γάμο. Τό μόνο που τους ένδιέφερε ήταν νά μάθω δσο τό δυ­
νατόν καλύτερα νά ρητορεύω καί μέ τους λόγους μου νά
πείθω.

'Επικίνδυνα παιχνίδια
3·5 ’Έ τυ χ ε έκείνη τή χρονιά νά διακόψω τίς σπουδές μου.
Χρειάστηκε νά γυρίσω από τά Μάδαυρα, γειτονική πόλη
στήν οποία πρωτοξενιτεΰτηκα γιά νά μυηθώ στίς τέχνες
τής λογοτεχνίας καί τής ρητορικής11. Στό μεταξύ προ­
σπαθούσαν νά βρουν τά αναγκαία χρήματα γιά νά μέ στεί-
λουν ακόμη μακρύτερα, στήν Καρχηδόνα. "Ομως γιά τά
σχέδια αυτά ό πατέρας μου, πολίτης τής Ταγάστης μέ
πολύ μέτρια οικονομικά, συμβουλευόταν περισσότερο τή
φιλοδοξία του παρά τήν περιουσία του12.
Γιά ποιόν τά αφηγούμαι αυτά; ’Ό χ ι γιά σένα, Θεέ μου.
Τά αφηγούμαι σέ σένα γιά νά τά αφηγηθώ στούς συναν­
θρώπους μου, οσο λιγοστοί κι αν είναι εκείνοι πού θά τύχει
νά βρεθούν τά γραφτά μου στά χέρια τους. Καί γιά ποιό
λόγο τά γράφω; Είναι γιά νά μπορεί οποίος τά διαβάσει,

152
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

καί μαζί του κι έγώ, νά δούμε μέσα από ποια βάθη πρέπει
νά σέ φωνάξουμε. 'Ό μ ω ς στά αυτιά σου τίποτε δέν είναι
πιό κοντά από μιά καρδιά μετανιωμένη καί μιά ζωή πού
τη σφραγίζει ή πίστη σου.
'Έναν άνθρωπο σάν τόν πατέρα μου δλοι τότε τόν άνέ-
βαζαν στους ουρανούς γιά την πρόθεσή του νά ξοδέψει πα ­
ραπάνω από τίς οικονομικές του δυνατότητες καί νά στεί­
λει τό γιό του γιά σπουδές σέ άλλη πόλη, μακρινή. Γιατί
πολλοί συμπολίτες του, p i τά τριπλά λεφτά από εκείνον,
δέν έκαναν τή θυσία αυτή γιά τά παιδιά τους. Καί όμως
ένας τέτοιος πατέρας δέν ένδιαφερόταν νά μάθει άν βρι­
σκόμουν στόν ίσιο δρόμο καί ποιά ήσαν τά ήθη μου. Τόν
ένδιέφερε ή ευρωστία τοϋ λόγου μου, δηλαδή ή αρρώστια
της ψυχής μου. Γ ιατί άρρωστη έμενε ή ψυχή καί άκαρπη,
δσο δέν τή γονιμοποιοΰσες εσύ, ό μόνος αληθινός καί άγα-
θός αφέντης τοΰ άγροΰ σου. Γ ιατί ή καρδιά μου αγρός σου
είναι.
Σ τά δεκαέξι μου χρόνια, λοιπόν, οι οικονομικές δυσκο- 6
λίες τών δικών μου p i υποχρέωσαν νά διακόψω τίς σπου­
δές μου. Απαλλαγμένος άπό κάθε υποχρέωση άρχισα νά
ζώ κοντά τους. Τότε πιά τά ζιζάνια τής σάρκας ριου έγιναν
ψηλότερα άπό τό μπόι μου, καί δέν υπήρχε ούτε ένα χέρι
νά τά ξεριζώσει. ’Αντίθετα, μόλις ό πατέρας μου είδε, μιά
μέρα στά λουτρά, τά σημάδια τοΰ νεογέννητου ανδρισμού
μου, τό ρούχο τής ανήσυχης εφηβείας μου, έτρεξε νά τό
πει στή μάνα μου — λές κι έβλεπε κιόλας τόν εαυτό του
παππού— , πλημμυρισμένος άπό εκείνη τή μέθη πού κάνει
τούς άνθρώπους νά άποξεχνιοΰνται καί νά ξεχνούν έσένα,
τό δημιουργό τους, γιά ν ’ άγαπήσουν οχι έσένα άλλά τά

153
ΑΓΙΟΙ' ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

δημιουργήματα σου. Είχε μεθύσει από τό αόρατο κρασί


μιας βούλησης πού ξεστρατίζει καί ξεπέφτει σέ πράγματα
κατώτερα. 'Ό μ ω ς μέσα στην καρδιά τής μάνας μου είχες
κιόλας αρχίσει νά οίκοδομεΐς τό ναό σου, νά ρίχνεις τά θε­
μέλια τού οίκου σου, ενώ εκείνος βρισκόταν άκόμη στό
στάδιο τής κατήχησης, στό όποιο είχε μπει σχετικά
πρόσφατα. Τήν κατέλαβε τότε αγωνία κι ένα άγιο δέος.
Λαχτάρησε μέσα της γιατί, αν καί δέν ήμουν άκόμη
βαφτισμένος, εκείνη φοβόταν μήν πάρω τόν στραβό δρόμο,
αυτόν πού παίρνουν όσοι σοϋ «στρέφουν τήν πλά τη»13.
7 Αλίμονο! Π ώ ς θά τολμήσουν τά χείλη μου νά προφέ­
ρουν όσα θά εξιστορήσω στή συνέχεια; ’Ε γώ έφευγα μα­
κριά σου κι εσύ σώπαινες. 'Ό μ ω ς σώπαινες πραγματικά;
Τότε από ποιόν έρχονταν τά λόγια τής μάνας μου, τής π ι­
στής σου δούλης, πού έβαζες νά αντηχούν στά αυτιά μου;
’Από σένα βεβαίως, Κύριε. 'Ό μ ω ς από αυτά τίποτε δέν
έφτανε ώς τήν ψυχή μου γιά νά περάσει από εκεί καί στίς
πράξεις μου. "Ενα πράγμα ευχόταν εκείνη — τήν ανάμνη­
ση τής τοτινής της νουθεσίας τήν κρατώ φυλαγμένη μά­
σα μου— καί γιά ένα πράγμα ανησυχούσε: δέν ήθελε νά
έχω σχέσεις σαρκικές, κι άκόμη περισσότερο μιέ γυναίκα
παντρεμιένη. «Γυναικείες κουβέντες» έλεγα εγώ, καί ή
άνδρική περηφάνια μέ εμπόδιζε νά τίς πάρω στά σοβαρά.
Αυτή ή συμβουλή ήταν δική σου, όμως εγώ τό αγνοούσα.
Πίστευα ότι μιλούσε αυτή καί όχι εσύ, ενώ στά λόγια της
άντηχούσε ή δική σου φωνή. Δέν περιφρονούσα έκείνην
αλλά εσένα, εγώ ό δούλος σου καί γιός της, ο γιός τής
δούλης σου. Τό αγνοούσα καί μέ παρωπίδες προχωρούσα,
κι ήταν τέτοια ή τύφλωσή μου πού, όταν άκουγα τά παι­

‘54
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΪΤΕΡΟ: ΕΠΙΚΙΝΔΓΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

διά τής ηλικίας μου νά καυχιώνται γιά τίς ξετσιπωσιές


τους και νά κοκορεύονται γιά κάποια αισχρότητα που εγώ
δέν είχα δοκιμάσει, ένιωθα ντροπή πού ήμουν ό λιγότερο
ξεσκολισμένος. Αυτά δέν τά κάναμε μοναχά γιά την ήδονή
τής πράξης, αλλά καί από ψωροπερηφάνια. Υ πάρχει κάτι
πού νά αξίζει περισσότερο την περιφρόνηση από τη δια­
στροφή; Ω στόσο εγώ, γιά νά άποφύγω τή δική τους πε­
ριφρόνηση, γινόμουν ολοένα καί πιό έμπειρος γνώστης τής
διαστροφής. ’Άν τύχαινε σέ κάτι νά υστερώ από αυτούς,
παράσταινα πώ ς κι αυτό τό έχω δοκιμάσει. Φοβόμουν μή­
πω ς μέ άπορρίψουν έξαιτίας τής άθωότητάς μου, γιατί ό
αγνός ήταν κατώτερος γ ι’ αυτούς.
Τέτοιες ήταν οί παρέες μου. Μαζί τους όργωνα τό δρό- 8
μο τούτης τής «Βαβυλώνας», καί μαζί τους κυλιόμουνα
στό βούρκο, σάν νά ήταν ό βούρκος αυτός «πανάκριβα μυ­
ρωδικά καί αρώματα»14. Γ ιά νά μέ κρατά δεμένο ακόμη
σφιχτότερα έν μέσω Βαβυλώνος, ό αόρατος εχθρός «μέ
καταπατούσε»15- μέ αποπλανούσε, γιατί εγώ ήμουν πλα­
νεμένος. Ή μάνα μου είχε ξεφύγει βέβαια έκ μέσου Βα­
βυλώνος, όχι όμως καί από τά περίχωρα: όταν ό άνδρας
της τήν ενημέρωσε γιά τά νέα μου καί όταν αίσθάνθηκε
τούς κινδύνους πού παραμόνευαν καί πόσο ολέθριοι μπο­
ρούσαν νά γίνουν, περιορίστηκε απλώς νά μού συστήσει
σεμνή διαγωγή. Δέν φρόντισε όμως νά βάλει τίς ορμιές μου
στό δρόμο τής συζυγικής τρυφερότητας, αφού δέν γινόταν
νά κοπούν μέ τό μαχαίρι. ’Ό χ ι, δέν φρόντισε, καί ό λόγος
ήταν πώ ς φοβόταν μήπως ό πρώιμος γάμος βλάψει τή
σταδιοδρομία μου, πού τόσα όνειρα στηρίζανε άπάνω της.
Ναι, έτρεφαν όνειρα καί οί δυό τους, όχι γιά τή μιέλλουσα

<55
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ζωή πού έσό έδωσες στόν άνθρωπο, άλλά γιά τη μέλλουσα


λογιοσύνη μου. ’Ήθελαν καί οί δυό τους νά σπουδάσω:
εκείνος γιατί σκεφτόταν μόνο τή ματαιοδοξία του, πού τοΰ
καλλιεργούσα εγώ, καί δεν σκεφτόταν εσένα. Ε κείνη πά ­
λι, από τήν πλευρά τη ς, υπολόγιζε δτι ή παραδοσιακή λο­
γοτεχνική μόρφωση θά με έφερνε ευκολότερα κοντά σου
καί δτι πάντως δέν θά με έβλαπτε. ’Έ τσ ι τουλάχιστον
υποθέτω δτι σκέφτονταν οί γονείς, από δσα θυμάμαι γιά
τό χαρακτήρα τους.
Μοΰ χαλάρωσαν λοιπόν κι άλλο τά λουριά, γιά νά
μπορώ νά διασκεδάζω ελεύθερα, ένώ θά έπρεπε νά μοΰ
δείξουν μεγαλύτερη αυστηρότητα. Μέ άφηναν νά σπατα-
λιέμαι σέ όλων των ειδών τίς συγκινήσεις. Μέσα άπό δλα
αυτά, μιά πυκνή ομίχλη μέ εμπόδιζε νά δώ, Θεέ μου, τό
φώς τής αλήθειας σου. Ναί, «ή άνομία ξεχυνόταν σάν λί­
πος άπό τό σώμα μου»16.

Ή κλοπή των αχλαδιών


4-9 Ή κλοπή είναι ασφαλώς κάτι πού τιμωρεί ό νόμος
σου, Κύριε, καί δχι μονάχα δ δικός σου άλλά καί αυτός
πού είναι γραμμένος στίς καρδιές τών ανθρώπων17 καί πού
δέν μπορεί νά τόν σβήσει εντελώς ούτε ή πόρωση. ’Ακόμη
καί ό κλέφτης δέν ανέχεται νά τόν κλέβουν. Ναί, δέν τό
ανέχεται, ακόμη καί δταν είναι πλούσιος καί ό άλλος πάμ ­
φτωχος. ’Ε γώ όμως θέλησα νά κλέψω· καί έκλεψα. Δέν
μέ έσπρωχνε ή στέρηση, άλλά ή αναισθησία καί ή περι­
φρόνησή μου γιά τή δικαιοσύνη καί ό υψηλός βαθμός τής
πόρωσής μου. ’Έ κλεψα πράγματα πού δέν μοΰ έλειπαν

156
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΤΤΕΡΟ: Η ΚΛΟΠΗ ΤΩΝ ΑΧΛΑΔΙΩΝ

καί πού δεν τά είχα μόνο σέ ποσότητα, αλλά καί σέ καλύ­


τερη ποιότητα. ’Ή θελα νά απολαύσω οχι τό αντικείμενο
τής κλοπής, αλλά την ίδια τήν κλοπή καί τό αμάρτημα.
Κοντά στό αμπέλι μας υπήρχε μιά αχλαδιά γεμάτη
αχλάδια. Δέν άξιζαν ούτε στην εμφάνιση ούτε στη γεύση.
’Ή μασταν μιά μικρή παρέα. Είχε πιά νυχτώσει άπό ώρα,
όμως εμείς οι άθλιοι συνεχίζαμε νά παίζουμε στά χωράφια
δπως συνηθίζαμε. Καί τί κάναμε; Π ήγαμε νά τινάξουμε
μιάν αχλαδιά καί νά πάρουμε τά αχλάδια. Μαζέψαμε ένα
σωρό, οχι γιά νά τά φάμε, αλλά γιά νά τά ρίξουμε στά γου­
ρούνια. ’Ακόμη κι άν φάγαμε μερικά, πάλι τό σπουδαιότε­
ρο γιά μας ήταν ή ήδονή τοΰ απαγορευμένου18.
Θεέ μου, αυτή είναι ή καρδιά μου. Αυτή είναι ή καρδιά
πού λυπήθηκες, χαμένη βαθιά στήν άβυσσο. Αυτή ή καρ­
διά σοΰ λέει τώρα τί αναζητούσε εκεί, σοΰ λέει πώ ς έκανε
τό κακό χωρίς άλλο λόγο, παρά μόνο γιά νά κάνει κακό!
Ή τ α ν άτιμη ή πράξη μου, καί δμως μοϋ άρεσε. Μοϋ άρε­
σε νά κατρακυλάω, μοΰ άρεσε νά ξεπέφτω, οχι γιά τά
λάφυρα τοΰ ξεπεσμού αλλά γιά τόν ίδιο τόν ξεπεσμό. Ή
άθλια ψυχή μου κατρακυλούσε άπό τά αστέρια σου στά
χαλάσματα. ’Ασχημονούσε, οχι γιά κέρδη αλλά γιά τήν
ίδια τήν ασχήμια.
Τόν άνθρωπο τόν προσελκύουν τά ομορφα πράγματα, 5·10
δπως τό χρυσάφι καί τό ασήμι καί δλα τά παρόμοια. Τήν
αφή, πάνω άπό δλα, τήν ενδιαφέρει νά αγγίζει πράγματα
πού τήν ευχαριστούν. Τό ίδιο ισχύει καί γιά τίς άλλες
αισθήσεις τού σώματος απέναντι στά υλικά πράγματα.
Τόν άνθρωπο τόν προσελκύει ακόμη ή πρόσκαιρη αίγλη, ή
δύναμη τής εξουσίας· ωστόσο δλα αυτά έχουν τό τίμημά

157
ΑΓΙΟV ΛΤΓΟΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

τους, γιατί από αυτά πηγάζει ή επιθυμία τής κλοπής, τοΰ


σφετερισμού. "Ομως, Κύριε, ό άνθρωπος μπορεί νά απο­
λαμβάνει τά αγαθά τής ζωής χωρίς νά παραβαίνει τό νό­
μο σου19 καί νά φεύγει μακριά σου. Γ ιατί ή ζωή πού ζοΰμε
σ ’ αυτό τόν κόσμο προσφέρει καί άλλες απολαύσεις πού
χρωστούν τήν ωραιότητά τους στην ισορροπία καί τήν
αρμονία ανάμεσα στά γήινα πράγματα. Καί άν ή φιλία
ανάμεσα στούς ανθρώπους είναι ένα αίσθημα τόσο γλυκό
καί τρυφερό, είναι γιατί πολλές ψυχές ενώνονται κι εναρ­
μονίζονται.
"Ομως γιά όλα αυτά τά ωραία αμαρτάνει 6 άνθρωπος,
όταν οίστρηλατεΐται από τόν πόθο του γ ι’ αυτά καί γιά
άλλα ευτελέστερα, καί εγκαταλείπει άλλα αγαθά, καλύ­
τερα κι ανώτερα, έσένα, Κύριε καί Θεέ μας, τή δική σου
αλήθεια καί τό νόμο σου. "Οσες απολαύσεις καί νά
προσφέρουν τά κατώτερα αγαθά, δέν συγκρίνονται μέ τίς
απολαύσεις τού Θεού μου πού τά δημιούργησε. Γ ι’ αυτό
«ο δίκαιος κοντά σου ευφραίνεται, κι Εκείνος ευφραίνει
τίς δίκαιες καρδιές»30.
"Οταν ερευνούν τά κίνητρα ενός εγκλήματος, ή μόνη
αιτία πού γίνεται πιστευτή είναι ή επιθυμία τού ενόχου νά
αποκτήσει κάποιο άπό τά παραπάνω αγαθά ή ό φόβος μήν
τό χάσει. Μπορεί νά είναι ταπεινά καί ευτελή μπροστά
στά άλλα, τά υψηλά, πού δίνουν αληθινή ευτυχία, όμως
σπουδαία φαντάζουνε στό μάτι τού ανθρώπου καί τόν π α ­
ρασύρουν. Ό τάδε έγκλημάτησε. Γ ιατί εγκλημάτησε;
Ε ίτε γιατί άγαποΰσε τή γυναίκα ενός άλλου, είτε γιατί
ζήλεψε τήν περιουσία του, είτε γιατί φοβόταν μήπως
προφτάσει ο άλλος καί τόν σκοτώσει πρώτος γιά χρήματα

158
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΓΤΕΡΟ: Η ΗΔΟΝΗ ΤΟΓ ΚΑΚΟΓ

ή γιά μιά γυναίκα, είτε γιατί έβραζε γιά εκδίκηση. Θά


σκότωνε ποτέ κανείς έναν άνθρωπο έτσι, χωρίς λόγο, μόνο
καί μόνο γιά τη χαρά τοΰ φόνου; Ποιος θά πίστευε ποτέ
κάτι τέτοιο; ’Έ χ ω διαβάσει γιά κάποιον πού υπήρξε διά­
σημος γιά την άμετρη σκληρότητα καί τη μανία του, ότι
«ήταν κακός καί σκληρός ακόμη καί όταν δέν είχε συγκε­
κριμένο λόγο»21. Ωστόσο ό συγγραφέας φρόντισε νά
αναφέρει ένα κίνητρο: «Φοβόταν μήπως ή απραξία απο­
χαυνώσει τό μυαλό ή τό χέρι του». ’Αλλά γιατί αυτό; Γ ια-
τί ήθελε, λέει, όταν θά έχει ασκηθεί τέλεια πιά στό έγκλη­
μα, νά κατακτήσει τή Ρώ μη καί νά αποκτήσει τιμές,
εξουσία, πλούτη· νά απαλλαγεί από τό φάσμα τοΰ νόμου
καί νά κορέσει τίς φιλοδοξίες του χωρίς τά εμπόδια πού
τοΰ δημιουργούσε ή οικονομική του μετριότητα καί τό
εγκληματικό του παρελθόν. ’Άρα, ακόμη καί ό Κατιλίνας
— γιατί περί αύτοΰ πρόκειται— δέν αγάπησε τό έγκλημα
αλλά, σαφώς, κάτι άλλο πού τόν ώθοΰσε στό έγκλημα.

Ή ηδονή τοΰ κακού


'Ό μ ω ς ρωτάω εσένα, πράξη μου, τί μοΰ άρεσε σέ σένα, 6·12
τότε στά δεκαέξι μου; Γ ιατί πήγα ό άθλιος νά κλέψω μές
στή νύχτα; Τί μπορούσες νά έχεις σ τ ’ αλήθεια τό αξιοζή­
λευτο, αφού ήσουν μιά κλοπή; Μά γιατί σοΰ μιλάω σάν νά
είσαι κάτι; Τά κλεμμένα φρούτα ήσαν ωραία μονάχα ως
δημιουργήματα τού Θεού μου, τού δημιουργού των πά ­
ντων. Ναί, ήταν δικά σου δημιουργήματα, Θεέ μου, εσύ
πού είσαι ό ωραιότερος από όλα σου τά πλάσματα, εσύ ό
παντοδύναμος, ό Θεός μου ό πανάγαθος, τό μοναδικό άγα-

‘59
ΑΓΙΟΓ ΑΤΓΟΪ'ΣΤΙΝΟ V Ε30 ΜΟΛΟ ΓΗ ΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

θό μου. τΗσαν ωραία τά αχλάδια έκεΐνα, δμως ή ψυχή


μου δέν τά όρέχτηκε γ ι’ αυτά τά ιδία. Ε ίχα πολλά καί πο­
λύ καλύτερα από αυτά. Τά έκοψα μόνο καί μόνο γιά νά
κλέψω. Καί, μόλις τά έκοψα, τά πάταξα. Στην πραγματι­
κότητα, τό μόνο πού ήθελα νά δοκιμάσω ήταν ή γεύση
τής αμαρτίας. ’Άν έτρωγα έστω καί μιά μοναδική μπου­
κιά από αυτά τά αχλάδια, τή νοστιμιά θά τούς τήν έδινε ή
κλοπή μου.
Καί τώρα, Κύριε ο Θεός μου, αναρωτιέμαι ποιά από­
λαυση βρήκα σέ κείνη τήν κλοπή. Δέν είχε τίποτε τό
άξιοζήλευτο δπως μιά πράξη τίμια καί συνετή. ’Ό χ ι, δέν
είχε τίποτε πού νά αξίζει τό θαυμασμό, δπως τόν αξίζουν
άλλα έργα σου: τό ανθρώπινο μυαλό, ή μνήμη καί οι
αισθήσεις, αλλά καί δ,τι φυτρώνει επάνω στή γή· τά
άστρα πού κοσμούν τό στερέωμα καί ή ξηρά καί ή θάλασ­
σα, γεμάτες ωραία, νεογέννητα πλάσματα, φτιαγμένα γιά
νά άντικαταστήσουν εκείνα πού πεθαίνουν. Δέν είχε κάν
εκείνη τήν έπίπλαστη κι έπιφανειακή ομορφιά πού έχουν
οί διαστροφές γιά νά μας ξεπλανεύουν.
‘3 Ή ανθρώπινη υπεροψία μιμείται τήν ουράνια ανωτερό­
τητα, δμως εσύ είσαι δ ένας, ό ανώτατος, ο έπουράνιος
Θεός. Ή ανθρώπινη φιλοδοξία ζητά τιμές καί δόξα, όμως
σέ σένα μόνο πρέπει τιμή καί δόξα στόν αιώνα. Ή σκλη­
ρότητα τών ισχυρών γυρεύει νά σκορπά τόν τρόμο. "Ομως
τρομερός εΓναι μόνο ο Θεός, γιατί πόσο, πού, μέχρι πού καί
ποιος μπορεί νά σφετεριστεί ή νά άφαιρέσει κάτι από τήν
εξουσία του; Καί πότε, μέ ποιόν τρόπο; Π ώς θά τά κα-
τάφερνε καί πού θά πήγαινε; ΟΣ φιλήδονοι προσπαθούν μέ
χάδια νά κερδίσουν τήν αγάπη. Τίποτε δμως δέν χαϊδεύει

ι6ο
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΓΤΕΡΟ: Η ΗΔΟΝΗ ΤΟΓ ΚΑΚΟΓ

απαλότερα από την καλοσύνη σου καί δεν υπάρχει έρωτας


πιό λυτρωτικός από τόν έρωτα γιά την Αλήθεια σου, τό
μέγιστο κάλλος, τό ΰψιστο φως. Οί φιλοπερίεργοι ισχυρίζο­
νται ότι τούς διακατέχει ο πόθος τής γνώσης. Μόνο εσύ
όμως γνωρίζεις τά πάντα. ’Αλλά ακόμη καί την άγνοια καί
τήν αφέλεια τίς κουκουλώνουν μέ τό όνομα τής δήθεν
απλότητας καί αθωότητας, ενώ ό μοναδικά απλός είσαι
εσύ, καί ό πιό αθώος είσαι έσύ, γιατί ακόμη καί ο πιό αθώος
άνθρωπος έχει διαπράξει κάποιο αμάρτημα. Ή νωθρότητα
εμφανίζεται ως αναζήτηση τής γαλήνης. Μπορεί όμως νά
υπάρξει γαλήνη μακριά σου; Ή χλιδή έμφανίζεται ώς συ­
νώνυμο τής αφθονίας καί τής πλησμονής. Ποιόν όμως χορ­
ταίνει, ποιόν γεμίζει; Μονάχα έσύ είσαι ή πληρότητα καί ό
ανεξάντλητος θησαυρός τής αγνής απόλαυσης. Ή γενναι­
οδωρία κρύβει πίσω της τήν άσωτία. "Ομως ό μόνος γεν­
ναιόδωρος, ό μόνος πού όλα τά μοιράζει πλούσια είσαι έσύ.
’Άν ή φιλαργυρία γυρεύει τά πολλά, έσύ τά έχεις όλα. Καί
άν ό φθόνος έποφθαλμιά τήν υπεροχή, γυρεύει τά αδύνατα,
γιατί ό μόνος υπέροχος είσαι έσύ. Καί άν ή οργή γυρεύει
έκδίκηση, αδίκως προσπαθεί-νά κάνει δικαιοσύνη: μονάχα
έσύ έκδικεΐσαι δίκαια. Ό φόβος γιά τά προσφιλή μας πρό­
σωπα ή πράγματα παραφυλά μπροστά σέ άξαφνους, απρό­
βλεπτους κινδύνους, καί παίρνει μέτρα ασφαλείας. Υ πάρ­
χει όμως γιά σένα τίποτε ξαφνικό ή απρόβλεπτο; 'Υπάρχει
περίπτωση νά χάσεις κάτι πού αγαπάς; Καί υπάρχει
ασφάλεια σταθερή μακριά σου; Ή λύπη κυριεύει τόν
άνθρωπο πού έχασε αγαθά, γιατί τοΰ κολάκευαν τήν πλεο­
νεξία του. ’Ή θελε όλα νά τά διατηρήσει, νά γίνει όμοιος μέ
σένα πού δέν μπορεί κανείς νά σοΰ άφαιρέσει οτιδήποτε.

ι6ι
ΑΓΙΟΙ' ΑΓΓΟΤΣΤΙΝΟν ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

*4 «Πορνεύει» ή ψυχή όταν φεύγει μακριά σου52, όταν


ζητά νά βρει άλλου, έξω από εσένα, τό αγνό, τό διάφανο.
Αυτά τά βρίσκει μόνο όταν γυρίζει κοντά σου. "Οσοι φεύ­
γουν μακριά σου ή σοΰ εναντιώνονται, εσένα μιμούνται
βλάσφημα. ’Αλλά τί δείχνει αυτή ή απομίμηση; Δείχνει
ότι πάλι έσένα άναδεικνύουν δημιουργό τού σύμπαντος,
καί έτσι δείχνουν δτι είναι αδύνατον ό άνθρωπος νά χωρι­
στεί όλότελα από έσένα.
Ποιά απόλαυση λοιπόν μοϋ έδωσε ή κλοπή; Σέ τί
πράγμα πήγα νά μιμηθώ τόν Κύριό μου, ένοχα καί
βλάσφημα; Μοϋ άρεσε τά χα πού παραβίασα τό νόμο σου
μέ τήν άπάτη, αφού δέν γινόταν νά τόν καταργήσω; ’Ή ­
θελα άραγε μέσα από τή φυλακή μου νά παραστήσω τόν
ελεύθερο καί νά πάρω τό απαγορευμένο ατιμωρητί; Τί
άθλια παρωδία παντοδυναμίας! Ό δούλος τρέχει νά ξεφύ-
γει από τόν αφέντη του γιά νά αρπάξει τό είδωλο της
ελευθερίας του. Τί σαπίλα! Τί ζωή κόλαση, τί άβυσσος
θανάτου! Μπορούσε λοιπόν νά μού αρέσει τό παράνομο,
αποκλειστικά γιατί ήταν παράνομο;
7 ‘5 «Π ώ ς θά σού ανταποδώσω, Κύριε»23 τό δτι τώρα ή
μνήμη μου μπορεί νά τά θυμάται δλα αυτά χωρίς φόβο
στήν ψυχή; Θά σ ’ αγαπώ, Κύριέ μου, καί θά σέ ευγνω­
μονώ καί θά δοξάζω τό δνομά σου, γιατί μού συγχώρεσες
τόσες πράξεις φαύλες καί ολέθριες. Σ τή χάρη σου καί τή
μακροθυμία σου χρωστώ πού έκαναν νά λιώσουν σάν πά ­
γος οί αμαρτίες μου. Κ αί πάλι στή δική σου χάρη χρωστώ
πού δέν έκανα περισσότερα κακά. Γ ιατί ποιος ξέρει τί
άλλο θά μπορούσα νά έχω κάνει, αφού αγάπησα τό
έγκλημα γιά τό έγκλημα.

162
ΒΙΒΛΙΟ ΛΕΪΤΕΡΟ: ΜΑΝΙΑ ΤΗΣ ΜΙΜΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΓΝΑΜΗ ΣΤΝΕΝΟΧΗΣ

’Αναγνωρίζω ότι μοΰ τά συγχώρεσες δλα, καί τό κακό


πού έκανα αλλά καί αυτό πού δέν έκανα, χάρη στη δική
σου καθοδήγηση. Π ώς μπορεί ένας άνθρωπος πού γνωρί­
ζει τήν άδυναμία του νά νομίζει δτι ή αγνότητα καί ή άθω-
ότητα εΓναι προσωπικά του κατορθώματα; Μ ήπως γιά νά
σέ άγαπά λιγότερο; Μ ήπως γιά νά δείξει δτι δέν τοΰ χρειά­
ζεται τό έλεος σου, πού συγχωρεΐ τίς αμαρτίες των μετα-
νοούντων; "Οποιος ακούσε τό άγιο κάλεσμά σου καί σέ
υπάκουσε, χωρίς νά έχει κάνει στή ζωή του πράξεις δπως
αυτές πού θυμάμαι καί σοΰ εξομολογούμαι, ας μή μέ περι­
γελάσει. ’Άς μή λιγοστέψει ή άγάπη του γιά σένα. Ά ς
σκεφτεΐ πώ ς εμένα μέ θεράπευσε ο ΐ'διος γιατρός πού
εκείνον τόν προφύλαξε, ή μάλλον τόν βοήθησε νά μήν
άρρωστήσει βαρύτερα. Ά ς δει δτι ή άρρώστια τής άμαρ-
τίας μου ήταν βαριά, καί δτι τό χέρι πού μέ άλάφρυνε άπό
τό βάρος, σ ’ εκείνον τέτοιο μεγάλο βάρος δέν τό έδωσε. Ά ς
τό νιώσει αυτό καί άς σ ’ άγαπήσει άκόμη περισσότερο.

Ή μανία τής μίμησης


καί ή δύναμη της συνένοχης
Τί «καρπούς» έκοψα λοιπόν εγώ ο άθλιος μέ τίς πρά­ 8. ι6
ξεις μου24; Κοκκινίζω δταν τίς θυμάμαι καί, πάνω άπό
όλα, δταν θυμάμαι εκείνη τήν κλοπή πού μοΰ άρεσε γιά
έναν καί μοναδικό λόγο: γιατί ήταν κλοπή. Γ ιατί δχι μόνο
αυτό πού έκλεψα ήταν τιποτένιο, άλλά κι εγώ έγινα πιό
τιποτένιος. Θυμάμαι δμως ένα πράγμα, δτι μονάχος μου
δέν θά τήν είχα άποτολμήσει. Ναί, θυμάμαι πώ ς έτσι
αισθανόμουν τότε. Ναί, μονάχος μου άποκλείεται νά τήν

163
ΑΓΙΟΙ' ΑΓΓΟΥΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

έκανα. Γ ιατί αυτό πού μοΰ άρεσε έπίσης ήταν ή συντροφιά


των συνενόχων μου. Συνεπώς δέν είναι ακριβές ότι μοΰ
άρεσε μόνο ή κλοπή καί τίποτε άλλο — ή μάλλον ναί,
«τίποτε» άλλο, άφοϋ κι αυτό τό άλλο πού θά πώ πάλι
είναι μιά ποταπότητα.
Τί συνέβη λοιπόν στην πραγματικότητα; Ποιος θά
μπορούσε νά μοΰ τό μάθει; Ποιος άλλος από εκείνον πού
καταυγάζει την καρδιά μου καί διαλύει τίς σκιές μου;
Γ ιατί ποιος άλλος έκανε νά δουλέψει τό μυαλό, καί νά ψά­
ξω καί νά συζητήσω καί νά σκεφτώ; ’Άν μοΰ άρεσαν τότε
σ τ ’ άλήθεια τά άχλάδια πού έκλεψα, άν ήθελα σ τ’ αλή­
θεια νά τά χαρώ, θά μπορούσα νά κάνω καί μονάχος τήν
ένοχη πράξη μου καί νά ικανοποιηθώ. Δέν θά χρειαζόταν
νά τριφτεί ή ψυχή μου μέ τίς συνένοχες ψυχές τών φίλων
μου γιά ν ’ ανάψει ή φωτιά τής πλεονεξίας μου. Γ ιά μένα
όμως καρπός τής ήδονής δέν ήταν τά άχλάδια, γ ι’ αυτό
λέω πώ ς ή ηδονή ήταν στό ίδιο τό έγκλημα, τό όποιο δια-
πράξαμε αφού προηγουμένως γίναμε ομάδα.
9· *7 Ποιό αίσθημα λοιπόν κυρίευε τό πνεύμα μου35; "Ενα
είναι βέβαιο, πώ ς ξεχείλιζε από μοχθηρία. ’Αλίμονο, έτσι
αισθανόμουν. "Ομως τί ακριβώς αισθανόμουν; «Έ ά ν τε
γάρ ασεβήσω, οίμοι»®. Αισθανόμουν ένα γέλιο37, κάτι σάν
γαργαλητό στήν καρδιά, όταν κάναμε φάρσες σέ ανθρώ­
πους ανυποψίαστους, πού δέν μας είχαν ικανούς νά βλά­
ψουμε καί άντιδρούσαν μέ αγανάκτηση. Καί άν μοΰ άρεσε,
ήταν γιατί δέν τό έκανα μονάχος. Νά ήταν άραγε γιατί
δέν γελάει κανείς εύκολα μονάχος; Ναί, κανείς δέν τό κά­
νει αύτό εύκολα. Υπάρχουν βεβαίως άνθρωποι πού τούς
πιάνουν τά γέλια, άκόμη καί όταν είναι ολομόναχοι, μέ

164
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΜΑΝΙΑ ΤΗΣ ΜΙΜΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΗ ΣΥΝΕΝΟΧΗΣ

κάτι αστείο πού αίσθάνθηκαν ή σκέφτηκαν. Έ γ ώ όμως


την πράξη εκείνη δεν θά την έκανα μονάχος. ’Ό χ ι, μονά­
χος άποκλείεται νά τήν έκανα.
Θεέ μου, εκθέτω ενώπιον σου τή ζωντανή άνάμνηση
τής ψυχής μου. Δέν θά έκλεβα μονάχος μου, καί δέν μέ
ένδιέφερε τό άντικείμενο τής κλοπής, αλλά ή ίδια ή πράξη
τής κλοπής. ’Άν ήμουν μονάχος, δέν θά μοϋ άρεσε καί δέν
θά τό είχα κάνει. ’Ά, φιλία, είσαι μεγάλος εχθρός. ’Α σκείς
μιάν ανεξερεύνητη γοητεία στά μυαλά! Τά παιχνίδια καί
τά αστεία γεννούν ακατανίκητη επιθυμία νά βλάψουμε,
γεννούν την όρεξη νά κάνουμε κακό στόν άλλο χωρίς προ­
σωπικό όφελος, χωρίς κάν πνεύμα εκδίκησης. Λέει κά­
ποιος: «εμπρός, πάμε», κι αμέσως ντρέπεται οποίος μένει
πίσω, καί ντρέπεται πού ντράπηκε.
Ποιος θά μπορούσε νά ξεμπλέξει τούς κόμπους σέ ένα '°·'8
τόσο μεγάλο, τόσο περίπλοκο μπέρδεμα; Τόση πόρωση,
δέν θέλω μήτε νά τή σκέφτομαι μήτε νά τή βλέπω. Θέλω
έσένα, τή δικαιοσύνη καί τήν άθωότητα. Θέλω τήν
ομορφιά σου, τήν αγνή λάμψη της. Θέλω νά χορτάσω τό
φως σου τό άστείρευτο. Θέλω τή γαλήνη. Θέλω νά ζήσω
χωρίς ταραχή. Τά βρήκα κοντά σου. "Οποιος μπαίνει στόν
οΓκο σου μπαίνει «στή χαρά τού Κυρίου»28. Δέν έχει νά
φοβάται, γιατί έχει έσένα καί καλύτερα δέν γίνεται, γιατί
έχει τό καλύτερο. Ταξίδεψα μακριά σου. Περιπλανήθηκα
μακριά άπό τό δικό σου καταφύγιο. Ξεμάκρυνα από τή δι­
κή σου σταθερότητα. Αυτή ήταν, Θεέ μου, ή εφηβεία μου,
καί είχα γίνει γιά τόν εαυτό μου «έρημη χώρα»29.

165
Β ΙΒ Λ ΙΟ Τ Ρ ΙΤ Ο

ΣΤΗΝ ΚΑΡΧΗΔΟΝΑ

τΗρθα στην Καρχηδόνα. Έ κ εΐ, μέσα στον κυκεώνα, από »·*


παντοΰ μέ ζώσαν οί φωτιές ερώτων αναίσχυντων1. Δέν είχα
ακόμη ερωτευτεί καί λαχταρούσα νά γνωρίσω τόν έρωτα.
Ή στέρηση τού έρωτα, από μιά στέρηση βαθύτερη3, μ ’ έκα­
νε νά μισώ τόν εαυτό μου. Ερωτευμένος μέ τόν έρωτα, ανα­
ζητούσα έναν έρωτα καί μισούσα τήν ασφάλεια. ’Αναζη­
τούσα ένα δρόμο μέ παγίδες3. Ή ψυχή μου πεινούσε, στερη­
μένη άπό εσωτερική τροφή. Δέν είχε εσένα, Θεέ μου, νά τή
χορτάσεις. "Ομως τότε δέν είχα καμιά όρεξη γιά αγνές
τροφές, όχι βέβαια επειδή τίς είχα χορτάσει. ’Αντίθετα, όσο
πιό άδειος έμενα, τόσο δέν μπορούσα νά δεχτώ τήν τροφή
σου. ’Ήμουν άρρωστος. Ή ψυχή μου, άρρωστημένη, κατα-
πληγιασμένη4, έβγαινε έξω α π ’ τόν εαυτό της μέσα στή λα­
χτάρα της νά τριφτεί πάνω σέ πλάσματα αισθητά, πού
ωστόσο δέν θά τά αγαπούσε άν δέν είχαν μέσα τους ψυχή.

167
ΑΓΙΟΙ’ ΑΤΓΟΪ'ΣΤΙΝΟΪ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Μοϋ άρεσε ν ’ αγαπώ καί ν ’ αγαπιέμαι1 μού άρεσε


όμως ακόμη πιό πολύ ό έρωτας τοΰ κορμιού. ’Έ τσ ι λέρω­
να τήν πηγή της φιλίας μέ βρώμικες επιθυμίες καί θόλω­
να τά νερά της μέ τό βούρκο τής λαγνείας. ’Ήμουν φαύ­
λος καί πορωμένος, δμως περηφανευόμουν γιά τούς κο­
σμικούς καί εξευγενισμένους τρόπους μου καί περιέφερα
βουνά ματαιοδοξίας. ’Έ τρ εχα ασυγκράτητα στην ηδονή,
λαχταρώντας νά αιχμαλωτιστώ. Κ ι εσύ, Θεέ τής
ευσπλαχνίας, μέ πόσο φαρμάκι δέν μού πότισες τότε εκεί­
νη τή γλυκύτητα! Καί έκανες πολύ καλά. Γιατί δταν ό
έρωτάς μου βρήκε ανταπόκριση καί γνώρισα παράνομα
τήν ήδονή καί τίς αλυσίδες της, καί ήμουν πανευτυχής
μές στά δεσμά μου, δέν άργησα νά παραδοθώ στίς πυρω­
μένες βέργες τής ζηλοτυπίας, στίς υποψίες, στούς φό­
βους, στίς σκηνές καί στούς τσακωμούς.

Το πάθος γιά τό θέατρο


Τό θέατρο μέ συνάρπαζε. Παρακολουθούσα μέ ενθου­
σιασμό έργα μέ εικόνες πού μού θύμιζαν τίς δικές μου δυ­
στυχίες, καί μέ αυτές συνδαύλιζα τή φωτιά μου. Γιατί
άραγε αρέσει στόν άνθρωπο νά υποφέρει βλέποντας πράγ­
ματα θλιβερά καί τραγικά, πού δέν θά ήθελε νά πάθει; Θέ­
λει εντούτοις νά υποφέρει γ ι’ αυτά τά παθήματα, ως θεα­
τής, καί βρίσκει ευχαρίστηση ακριβώς στό δτι υποφέρει.
Αυτό δέν είναι τέλεια παράνοια; Γιατί, δσο περισσότερο
μας συγκινούν αυτές οί σκηνές τόσο γινόμαστε πιό επιρρε­
πείς σέ παρόμοιες καταστάσεις. "Οταν κάποιος πάσχει
προσωπικά, τό λένε δυστυχία. 'Ό ταν συμπάσχει μέ τίς

ι6 8
ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

συμφορές των άλλων, τό λένε συμπόνια. "Ομως τί είδους


αίσθημα συμπόνιας είναι αυτό πού αισθάνεται ο θεατής γιά
καταστάσεις ψεύτικες καί σκηνοθετημένες; Δέν τοΰ
ζητάνε νά συντρέξει τούς πάσχοντες, αλλά μόνο νά τούς
λυπηθεί. Σ τις παραστάσεις αυτές ή αξία τοΰ ηθοποιού
κρίνεται από τό βαθμό συγκίνησης πού μπορεί νά προκα-
λέσει. Ή ανθρώπινη δυστυχία, είτε άφορά γεγονότα ιστο­
ρικά είτε επινοημένα, πρέπει νά συγκινήσει τό θεατή,
διαφορετικά θά σηκωθεί καί θά φύγει δυσαρεστημένος,
άγανακτισμένος. Πρέπει όμως νά τόν κάνουν νά υποφέρει,
καί τότε μόνο θά μείνει προσηλωμένος καί πανευτυχής3.
’Ή θελα νά κλαίω, ήθελα νά υποφέρω! Αυτό πού έπι- 3
θυμεΐ βεβαίως κάθε άνθρωπος είναι νά χαίρεται, όχι νά
υποφέρει. Τοΰ αρέσει όμως νά συμπονά, καί αυτό δέν γίνε­
ται ανάλγητα. Είναι άραγε αυτός ό μοναδικός λόγος πού
τοΰ αρέσει νά υποφέρει;
Δέν υπάρχει αμφιβολία ότι ή πηγή αυτών των αισθη­
μάτων είναι ή φιλία. "Ομως ποΰ οδηγεί τό ρεΰμα της; Ποΰ
παρασύρει; Γιατί νά ξεχύνεται σ ’ αυτό τό χείμαρρο από
πίσσα, σ ’ αυτά τά τάρταρα, όπου βράζουν καί κοχλάζουν
σκοτεινές επιθυμίες; Καί γιατί ή φιλία μονάχη της νά θέ­
λει νά μεταμορφώνεται από ουράνιο φως σέ σκοτάδι, γιατί
νά θέλει νά γίνεται διαστροφή καί καταστροφή; Μ ήπως
θά πρέπει λοιπόν νά καταδικάσουμε τή συμπόνια; ’Ό χ ι βέ­
βαια! 'Ορισμένες φορές μπορεί καί ή λύπη νά είναι καλό
πράγμα. 'Ό μ ω ς, ψυχή μου, φυλάξου από τό ρύπο. ’Έ χεις
προστάτη τόν Θεό μου, τόν Θεό των πατέρων μας, πού
τοΰ πρέπει «πάσα δόξα καί ύμνος εις τόν αιώνα τών αιώ­
νων»6. Ψ υχή μου, φυλάξου από τό ρύπο.

169
ΛΓΙΟΓ ΑΓΓΟΪΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Δέν έχω πάψει νά αισθάνομαι συμπόνια, αλλά όχι


όπως τά χρόνια εκείνα στό θέατρο. Τότε χαιρόμουν μαζί
p i τούς εραστές, όταν έσμιγαν γιά ν ’ απολαύσουν τίς ένο­
χες χαρές τους, όσο καί αν αυτές ήταν φανταστικές καί
σκηνοθετημένες, καί, όταν χώριζαν καί τίς στερούνταν,
ένιωθα λύπη καί συνέπασχα μαζί τους. 'Ωστόσο καί τά
δύο μού προκαλούσαν ευχαρίστηση. Σήμερα νιώθω πολύ
μεγαλύτερο οίκτο γ ι’ αυτόν πού χαίρεται μέ την αμαρτία,
παρά γ ι’ αυτόν πού υποφέρει επειδή στερήθηκε μιά απα­
γορευμένη ηδονή ή επειδή έχασε μιά ευτυχία πού φέρνει
δυστυχία. Πρόκειται γιά μιά συμπόνια σ τ’ αλήθεια πολύ
πιό αληθινή, γιατί ή λύπη εδώ δέν προκαλεΐ καμιά ευχα­
ρίστηση.
Ή αδελφική άγάπη υποχρεώνει νά συμπονάμε τόν
αμαρτωλό. "Οποιος όμως πονά αληθινά τούς αδελφούς
του, προτιμά νά μή χρειάζεται κανείς τή συμπόνια του.
Γιατί, μόνο αν δεχτούμε ότι μπορεί νά υπάρξει μιά καλο­
σύνη πού θέλει τό κακό, πράγμα αδύνατο, τότε μόνο ένας
άνθρωπος, αληθινά κι είλικρινά οίκτίρμων, θά μπορούσε
νά εύχεται νά υπάρχουν αμαρτωλοί, γιά νά έχει ό οίκτος
του αντικείμενό. ’Ίσ ω ς λοιπόν σέ κάποιες περιπτώσεις ο
πόνος αυτού τού είδους νά είναι αποδεκτός, όμως σέ καμιά
περίπτωση δέν πρέπει νά τόν επιδιώκουμε. Έ σύ, Κύριε
καί Θεέ μου, πού αγαπάς τίς ψυχές, νιώθεις γ ι’ αυτές μιά
συμπόνια άπείρως πιό αγνή καί απαλλαγμένη από τά δι­
κά μας μπερδεμένα κίνητρα·. Γιατί έσύ είσαι άτρωτος στίς
λύπες. «Ποιος έχει τέτοια δύναμη»7;
4 "Ομως τά χρόνια έκεΐνα, εγώ ό άθλιος ήθελα νά
υποφέρω καί γύρευα αφορμές γιά πόνο. Στήν άναπαρά-

170
ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

στάση τής ξένης δυστυχίας, μιας δυστυχίας φανταστικής


καί σκηνοθέτη μένης, δσο πιό πολλά δάκρυα έχυνα τόσο
περισσότερο μοΰ άρεσε καί μέ. σαγήνευε τό παίξιμο τοϋ
ήθοποιοΰ. Καθόλου παράξενο! Σάν πρόβατο χαμένο ά π ’ τό
κοπάδι σου, δυστυχισμένο, ανυπόμονο νά μπει στη φύλαξή
σου, είχα κολλήσει αυτή τή σιχαμερή ψώρα. ΓΓ αυτό μ ’
άρεσε νά υποφέρω, αλλά όχι βεβαίως μέ εκείνο τόν πόνο
πού τόν αισθάνεται κανείς βαθιά μέσα του, γιατί δέν ήθελα
ασφαλώς νά πάθω αυτά πού συνέβαιναν στή σκηνή. ’Ή θε­
λα μόνο ν ’ ακούω γιά καημούς φανταστικούς, πού δέν μέ
άγγιζαν παρά έπιδερμικά. "Οταν όμως κάποιος ξύνει τό
δέρμα μέ τά νύχια, τό ξύσιμο προκαλεϊ αποστήματα,
έλκη, πύο καί σήψη. Αυτή ήταν, Θεέ μου, ή ζωή μου. "Ο­
μως, ζωή ήταν αυτή;
Τό έλεος σου, μέ ανοιγμένες φτεροΰγες, μέ παρακολου- 3·5
θοΰσε πιστά από μακριά. Σέ τί αισχρότητες είχα μπλε­
χτεί! Έ γ ώ , ό κυνηγός τής βέβηλης περιέργειας, κατά-
φερνα μόνο νά γίνω λιποτάκτης σου, νά χάνομαι σέ βάθη
απιστίας καί νά προσκυνώ δαίμονες. Γιατί σ ’ αυτούς «έ­
θυα» ολοκαυτώματα μέ τίς κακές πράξεις μου, κι εσύ γιά
τήν καθεμιά μέ μαστίγωνες. Τό θράσος μου δέν είχε όρια.
Μιά μέρα, στή λειτουργία τών άχράντων μυστηρίων σου,
μέσα στόν ιερό χώρο τής εκκλησίας σου, μιοϋ άρεσε ένα
κορίτσι, κι ένιωσα λαχτάρα γιά τούς καρπούς τής Εΰας.
Τήν πλησίασα, γνωριστήκαμε καί συνδεθήκαμε. Καί από
αυτή τή σχέση έδρεψα μόνο θνητούς καρπούς, καί αυτή
ήταν ή σκληρή τιμωρία μου, όμως μηδαμινή μπροστά στό
μέγεθος τής πράξης μου8. Γιά νά γλιτώσω από τούς τερά­
στιους κινδύνους εκείνου τοϋ τρόπου ζωής, τώρα καταφεύ-

17 1
ΛΓΙΟΓ ΛΪΤΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡίΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

γω , Θεέ μου, στό μεγάλο σου έλεος, εγώ πού λιποτα-


κτοΰσα κι έφευγα δλο καί πιό μακριά σου μιέ τό κεφάλι
δλο καί πιό ψηλά. ’Ή θελα εγώ νά ορίζω τό βήμα μου. ’Ή ­
θελα την ελευθερία τοϋ δραπέτη9.
6 Τίς σπουδές μου τις θεωρούσαν τιμή γιά τόν πολίτη10.
Καί πού οδηγούσαν; Σ τά δικαστήρια. ’Ή θελαν νά δια-
κριθώ σέ έναν τομέα στόν όποιο ή ανωτερότητα μετριέται
μέ τήν ανεντιμότητα. Είναι μεγάλη ή ανθρώπινη τυφλό­
τητα, επιβραβεύει καί τήν ίδια τήν τυφλότητα!
Σ τή σχολή τής ρητορικής ήμουν ό πρώτος. Καμάρω­
να από περηφάνια καί φούσκωνα από έπαρση. ’Ήμουν
ωστόσο πιό ήσυχος από τούς άλλους, τούς αύτοαποκα-
λούμενους «άνατροπεΐς»11, τό γνωρίζεις, Κύριε. Δέν έ­
παιρνα μέρος στίς αταξίες τους. Αυτή τή σκοτεινή καί
σατανική ονομασία τή χρησιμοποιούσαν γιά νά δείξουν οτι
ξεχωρίζουν. Ε π ειδή ζούσαμε στό ίδιο περιβάλλον, ντρε­
πόμουν, ό ξεδιάντροπος, πού δέν ήμουν μέλος τής συ­
ντροφιάς τους. 'Ωστόσο, συχνά έκανα παρέα μαζί τους
καί ή φιλία τους μέ ευχαριστούσε, οση φρίκη κι αν ένιωθα
γιά τίς πράξεις τους. Οί «άνατροπεΐς» συνήθιζαν νά κά­
νουν καψόνια γιά νά «σπάσουν» τούς καινούργιους, παιδιά
δειλά καί συνεσταλμένα. Σκοπός τους ήταν νά αναστα­
τώσουν τά παιδιά αυτά μέ τά ήλίθια χορατά τους, γιά νά
δώσουν τροφή στίς κακόβουλες διασκεδάσεις τους. Μιά
τέτοια συμπεριφορά μέ τί άλλο μοιάζει παρά μέ συμπε­
ριφορά δαιμόνων; Ποιό άλλο ονομα λοιπόν τούς ταίριαζε
καλύτερα παρά τού «άνατροπέα»; Πάντως αυτές οί πρά­
ξεις υπονόμευαν περισσότερο αυτούς τούς ίδιους, γιατί
αυτούς άνέτρεπαν καί διέστρεφαν τά πνεύματα τοΰ κακού,

172
ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ: Ο «HORTENSIUS» ΤΟΪ ΚΙΚΕΡΩΝΑ

καί τούς έκαναν νά πέφτουν στίς παγίδες πού έστηναν γιά


τούς άλλους. ’Ή θελαν νά κοροϊδέψουν καί νά έξαπατή-
σουν, καί βρίσκονταν άπατημένοι κι έμπαιγμένοι.

Ό Hortensius του Κικέρωνα


Σ ’ αυτό τό περιβάλλον, νέος ακόμη καί ευάλωτος, με- 4-7
λετοϋσα εγχειρίδια ρητορικής τέχνης. Ό πόθος μου νά
διακριθώ ώς ρήτορας άπέβλεπε σέ ένα σκοπό επιλήψιμο
καί σαθρό, τή χαρά τής ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Τότε,
ανάμεσα στά~άλλα βιβλία τού κανονικού προγράμματος
σπουδών, διάβασα ένα βιβλίο γραμμένο από κάποιον Κικέ-
ρωνα, συγγραφέα πού σχεδόν ολοι θαυμάζουν γιά τό ύφος
του, αδιαφορώντας γιά τό ήθος του. Τό βιβλίο ονομάζεται
Hortensius καί εκθειάζει τή μελέτη τής φιλοσοφίας15.
Τό βιβλίο αυτό ήταν γιά μένα μιά στροφή. ’Έδωσε
άλλη κατεύθυνση στήν καρδιά καί στίς προσευχές μου,
καί μέ έφερε πιό κοντά σου, Κύριε, γιατί μέ έκανε νά δώ­
σω άλλη προτεραιότητα σ ’ αυτά πού ευχόμουν καί επιθυ­
μούσα. Ξαφνικά, δλες οι προσδοκίες πού έτρεφα γιά μα­
ταιότητες μού φάνηκαν στερημένες νοήματος. Μιά φωτιά
δυνατή άναψε μέσα μου, καί ένα μόνο τώρα λαχταρούσα,
τήν αθάνατη σοφία. Ε ίχα αρχίσει νά ετοιμάζομαι γιά τό
δρόμο τής επιστροφής σέ σένα, Κύριε. Τό έργο αυτό δέν τό
διάβαζα πιά ώς γλωσσική άσκηση, δηλαδή ώς τό μονα­
δικό μάθημα γιά τό όποιο κατέβαλα τά δίδακτρα πού
έστελνε τώρα ή μητέρα μου — γιατί ήμουν πιά στά δεκα­
εννιά μου καί ό πατέρας μου είχε πεθάνει πρίν από δύό
χρόνια. ’Ό χ ι, έπαψα νά τό διαβάζω ώς γλωσσική άσκηση,

173
ΑΓΙΟΪ ΑΪΤΟΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΙ1ΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

γιατί δεν μέ έπειθε πιά μόνο γιά τό ύφος του, αλλά καί γ ι’
αυτά πού έλεγε.
8 ’Ά ! Πόση φλόγα με έκαιγε, Κύριε, πόση φλόγα νά φύ­
γω , νά πετάξω πάνω από τά γήινα καί νά επιστρέφω κο­
ντά σου. Καί άγνοοΰσα δτι οδηγός μου ήσουν εσύ, γιατί σέ
σένα βρίσκεται ή σοφία. Τήν αγάπη γιά τη σοφία οί "Ε λ­
ληνες την ονομάζουν φιλοσοφία, κι αυτή τήν αγάπη μοϋ
καλλιεργούσε τό βιβλίο εκείνο. "Ομως υπάρχουν άνθρωποι
πού χρησιμοποιούν τή φιλοσοφία ως μέσο αποπλάνησης:
μέ αυτή τή σπουδαία, τή γοητευτική καί σεβαστή λέξη
χρωματίζουν καί φτιασιδώνουν τίς πλάνες τους. Στό βιβλίο
αυτό κατονομάζονται καί ξεσκεπάζονται σχεδόν όλοι οί πα-
λαιότεροι ή οί σύγχρονοι πού φέρθηκαν ανάλογα. ’Από τά
παραπάνω φαίνεται πόσο σωτήρια είναι ή προτροπή πού
έδωσε τό Πνεύμα σου, μέσα από τά λόγια τού αγαθού καί
άφοσιωμένου δούλου σου: «Φυλαχτείτε νά μήν πέσετε
στήν παγίδα της φιλοσοφίας καί στήν πλανεύτρα κενολο­
γία της, μήν τυχόν σάς κάνει νά άκολουθήσετε τό δρόμο
των ανθρώπων καί τίς διδαχές αυτού τού κόσμου, καί όχι
τό δρόμο τού Χριστού, εκείνου πού μέσα του κατοικεί, σέ
ολη τήν πληρότητά της, ή θεότητα μέ σωματική μορ­
φή»13.
Έ σ ύ τό ξέρεις, φως της καρδιάς μου, δτι τά χρόνια
εκείνα άγνοοΰσα τά λόγια τοΰ ’Αποστόλου. Ωστόσο, ένα
πράγμα πού μού άρεσε σ ’ εκείνο τό εγκώμιο της φιλο­
σοφίας, είναι δτι δέν μέ ώθούσε νά άσπαστώ τή μιά ή τήν
άλλη αίρεση. Ό Κικέρων μέ προέτρεπε νά αγαπήσω, νά
γυρέψω καί νά αποκτήσω, νά βρω καί νά άγκαλιάσω σφι­
χτά τήν ΐ'δια τή σοφία, δποια καί άν ήταν. ’Άναβε μιά δυ-

‘ 74
ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΟΙ ΜΑΝΙΧΑΙΟΙ

νατή φλόγα μέσα μου, ωστόσο κάτι έλειπε, κι αυτό λιγό­


στευε τή δύναμη της φλόγας: από όλα αυτά έλειπε τό
όνομα τοΰ Χριστού, τό όνομα τού Σωτήρα μου καί Τίοϋ
σου. Τό όνομα ορυτό ευδόκησες νά τό πιει ή παιδική.μου
καρδιά μαζί με τό γάλα τής μάνας μου, κι έμενε βαθιά ρι­
ζωμένο μέσα μου. Όποιοδήποτε βιβλίο χωρίς αυτό τό όνο­
μα, όσες αρετές κι αν διέθετε σέ λόγο, σέ ύφος καί σέ άκρί-
βεια, δέν μπορούσε νά μέ κατακτήσει ολόκληρο.
Τότε αποφάσισα νά μελετήσω τίς άγιες Γραφές καί νά 5·9
δώ τί έλεγαν. Αυτό πού βλέπω τώρα είναι ότι οί Γραφές
μένουν κλειστές γιά τούς σοφούς, αλλά δέν ανοίγονται ούτε
στά νήπια14. Στήν αρχή όλα φαίνονται απλά- όσο όμως
προχωρεί ή ανάγνωση προβάλλουν τεράστιες δυσκολίες,
σάν νά τίς σκεπάζει ένα πέπλο μυστηρίου. Τότε όμως δέν
ήμουνα σέ θέση νά μπώ, αλλά ούτε καί νά ανέβω ταπεινά
τίς βαθμίδες μέ σκυμμένο τό κεφάλι. "Οταν γιά πρώτη φο­
ρά ασχολήθηκα μέ τίς Γραφές, ούτε μού πέρασε από τό
μυαλό νά κάνω αυτό πού λέω τώρα. Μού φάνηκε ότι δέν
μπορούσαν νά συγκριθούν μέ τό μεγαλείο τού Κικέρωνα.
Ή έπαρση μέ έκανε νά περιφρονώ τό ταπεινό ύφος τους,
καί τό μυαλό μου δέν εισχωρούσε σέ βάθος. Γιατί οί Γραφές
είναι γραμμένες γιά νά μεγαλώνουν μαζί μέ τούς μικρούς,
κι εγώ δέν καταδεχόμουν νά είμαι μικρός. Νόμιζα ότι μέ
έκανε μεγάλο τό φούσκωμα τής περηφάνιας.

Ο ί μ α ν ιχ α ΐο ι

’Έ τσ ι έπεσα σέ ανθρώπους15πού ληρολογούσαν άλαζο- 610


νικά, σκέφτονταν υλικά16 καί ρητόρευαν ακατάσχετα. Στό

‘ 75
ΑΓΙΟΙ’ ΑΐΤΟΤΣΤΙΝΟΪ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

στόμα τους είχαν τίς παγίδες τοΰ διαβόλου, ένα κράμα


από δελεαστικές συλλαβές: τό όνομά σου, τό όνομα τοΰ
Κυρίου μας Ίησοΰ Χρίστου καί τό όνομα τοΰ Παράκλη­
του καί Παρηγορητή μας, τοΰ 'Αγίου Πνεύματος17. Τά
ονόματα αυτά δέν τά άφηναν από τό στόμια τους, ήταν
όμως μόνο ήχος καί θόρυβος πού έκανε ή γλώσσα. Στην
καρδιά τους δέν υπήρχε ίχνος αλήθειας. Κ αί όμως τη λέ­
ξη «αλήθεια» τήν πιπίλιζαν άσταμάτητα καί μοΰ μι­
λούσαν συνεχώς γ ι’ αυτήν, καί ας μήν υπήρχε μέσα τους.
Διατύπωναν έσφαλμιένες απόψεις όχι μόνο γιά σένα, πού
είσαι ή ’Αλήθεια, αλλά καί γιά τά στοιχεία αυτού τού κό­
σμου, πού είναι δημιούργημά σου. Σ χετικά μέ αυτό τό
ζήτημα έχουν π ει κάποιες άλήθειες καί οί φιλόσοφοι,
όμως εγώ δέν στέκομαι σ ’ αυτές γιατί έχω μοναδικό μου
οδηγό τήν αγάπη σου, πανάγαθε Πατέρα, υπέρτατο κάλ­
λος μου.
’Ώ ’Αλήθεια, ’Αλήθεια, πόσο σέ αναζητούσα, πόσο
στέναζα γιά σένα από τά βάθη μου, άπό τό μεδούλι τοΰ
μυαλού μου. Καί οι άνθρωποι εκείνοι μοΰ επαναλάμβαναν
τό όνομιά σου συνεχούς καί άδιαλείπτως, στά ήχηρά λόγια
τους καί στούς τόμους των ογκωδέστατων βιβλίων τους.
Έ γ ώ πεινούσα γιά τήν τροφή σου, κι εκείνοι έφερναν
μπροστά μου πιάτα μέ τόν ήλιο καί τό φεγγάρι, πού είναι
ωραία έργα, δικά σου έργα, αλλά έργα καί τίποτε άλλο,
καί όχι εσύ ό ίδιος. Δέν μοΰ δίναν έσένα, ή έστω τά πρώτα
έργα σου, γιατί τά πρώτα έργα σου είναι πνευματικά καί
όχι υλικά, όσοδήποτε υπέρλαμπρα καί ουράνια. 'Ό μ ω ς
εμένα ή πείνα καί ή δίψα μου δέν ήταν κάν γιά τά πνευμα­
τικά σου έργα, αλλά γιά σένα, ώ ’Αλήθεια, πού δέν πα ­

176
ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΟΙ ΜΑΝΙΧΑΙΟΙ

ραλλάζεις, καί πού ακόμη κι ή έλαχιστότερη μετατροπή


σού είναι άγνωστη18. Τά πιάτα πού έβαζαν μπροστά μου
είχαν μέσα τους μόνο φανταχτερά φαντάσματα19. Καλύ­
τερα θά ήταν νά αγαπήσω μόνο τόν ήλιο, πού είναι τουλά­
χιστον αληθινός, γιατί τόν βλέπουμε μέ τά μάτια μας, πα ­
ρά εκείνα τά ψέματα πού κατασκεύαζε τό μυαλό τους γιά
νά εξαπατά τά μάτια. 'Ό μ ω ς τά έτρωγα, γιατί νόμιζα ότι
αυτά είσαι, αλλά στήν πραγματικότητα χωρίς μεγάλη
όρεξη, γιατί στό στόμα μου δέν έβρισκα τή γεύση σου. ’Ό ­
χι, δέν είχες καμιά σχέση μέ αυτά τά άδεια τερατολογή-
ματα, πού αντί νά μέ θρέψουν p i εξαντλούσαν περισσότερο.
Οι τροφές πού τρώει κανείς στά όνειρα μοιάζουν από­
λυτα μέ εκείνες πού τρώει ό άνθρωπος ξύπνιος. "Οσοι
όμως κοιμούνται δέν μπορούν νά τραφούν, γιατί άπλού-
στατα είναι κοιμισμένοι. Ε κείνες οί επινοήσεις τους δέν
είχαν ίχνος ομοιότητας μέ σένα, όπως σέ γνωρίζω τώρα
πού μού μίλησες. ΤΗ ταν φαντάσματα σωμάτων, σώματα
ψεύτικα, λιγότερο πραγματικά από τά αληθινά σώματα
πού βλέπουμε μέ τά μάτια της σάρκας μας, είτε στόν
ουρανό είτε στή γή. Τά μάτια βλέπουν ζώα καί πουλιά, καί
μέσα από αυτά τά βλέπουμε κι εμείς, καί είναι πιό αληθι­
νά από αυτά πού βλέπουμε στά όνειρά μας. Γ ι’ αυτό είναι
ασφαλέστερο νά περιορίζουμε σ’ αυτά τή φαντασία μας,
καί όχι νά τή χρησιμοποιούμε γιά νά κατασκευάζουμε
άλλα, μεγαλύτερα, χωρίς σαφές περίγραμμα, απολύτως
ανύπαρκτα. Έ γ ώ τέτοια έτρωγα τότε, καί έμενα νηστι­
κός.
'Ό μ ω ς εσύ, έρωτά μου, πού μέσα στήν αγκάλη σου
αδυνατίζω γιά νά δυναμώνω20, δέν είσαι αυτά τά σώμυατα

177
ΑΓΙΟΪ AVrOVSTINOr Ε20Μ0Λ0ΓΙΙΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

πού βλέπουμε στον ουρανό, ούτε οσα βλέπουμε στη γη,


ούτε οσα δέν βλέπουμε σέ ουρανό καί γή. Αυτά τά σώμα­
τα είναι δικά σου έργα, καί δέν τά βάζεις πάνω από άλλα
έργα σου. Πόσο μακριά είσαι λοιπόν από εκείνα τά δικά
τους φαντάσματα που κι εγώ τά πίστεψα, φαντάσματα
υλικών πλασμάτων, εντελώς ανύπαρκτα. Πιό αξιόπιστες
από έκεΐνα είναι οί φανταστικές απεικονίσεις*1 σωμάτων
υπαρκτών, κι άκόμη πιό άξιόπιστα είναι τά ίδια τά σώμα­
τα. Έ σ ύ δμως δέν είσαι σάν κι αυτά. Α λλά δέν είσαι ούτε
ψυχή, δηλαδή αυτό πού δίνει ζωή στά σώματα καί είναι
καλύτερο καί ασφαλέστερο από τά ίδια τά σώματα. Έ σύ
είσαι ή ζωή τών ψυχών, ή ζωή τής ζωής, ζωή μέ ζωή δι­
κή της, αμετάβλητη, ώ ζωή τής ψυχής μου.
11 Ποΰ ήσουν τότε έσύ; Πόσο μακριά μου; Περιπλανιό­
μουνα μακριά σου, σέ ξένη γή. ’Έ μενα νηστικός, δέν μπο­
ρούσα νά μοιραστώ μήτε τήν τροφή τών χοίρων, πού εγώ
ο ίδιος τάιζα μέ «φλούδες»22. ’Ά , πόσο καλύτερα ήσαν τά
παραμύθια τής λογοτεχνίας, πόσο καλύτερη ή φαντασία
τών ποιητών μπροστά σ ’ αυτές τίς άπατηλές δαιμονο­
πληξίες ! Γιατί οί στίχοι, ή ποίηση καί οί ιπτάμενες Μή­
δειες23 είναι ασφαλώς χρησιμότερα από τά πέντε στοιχεία
τών μανιχαίων, πού τό καθένα τους είναι αλλιώτικα μπο-
γιατισμένο καί τοΰ καθενός τό χρώμα αντιστοιχεί μέ ένα
άπό τά Πέντε Σπήλαια τοΰ σκότους24, πράγματα πα ­
ντελώς άνύπαρκτα, πού καταστρέφουν οποίον τά πιστεύ­
ει. Μέ τούς στίχους καί τήν ποίηση μπορώ νά δώσω αλη­
θινή τροφή. ’Ά λλω στε, όταν τραγουδούσα τό «Π έταγμα
τής Μήδειας», δέν ισχυριζόμουν οτι ή ιστορία είναι αληθι­
νή, καί αν άκουγα άλλον νά τήν τραγουδά, δέν θά τόν πί-

>78
ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΟΙ ΜΑΝΙΧΑΙΟΙ

στευα. "Ομως, αλίμονο, τά δικά τους παραμύθια τά π ί­


στεψα. ’Από ποια σκαλοπάτια, με έσυραν στά βάθη τής
κόλασης, πόσο μόχθησα κι έλιωσα από τόν πυρετό της
στέρησης, πεινασμένος γιά την αλήθεια53, πεινασμένος γιά
σένα, σοΰ τό εξομολογούμαι, γιά σένα, Θεέ μου, πού μοϋ
πρόσφερες τό έλεος σου πρίν σοϋ προσφέρω την εξομολό­
γησή μου. Καί δέν ακολουθούσα τή λογική τού νού, πού
ευδόκησες νά μέ κάνει ανώτερο από τά ζώα, αλλά τίς
αισθήσεις τού σώματος. "Ομως έσύ ήσουν βαθύτερος από
ο,τι πιό βαθύ έχω μέσα μου, καί υψηλότερος από ο,τι πιό
υψηλό έχω μέσα μου.
Ε ίχα πέσει σέ κείνη τήν αδιάντροπη καί μωρόδοξη γυ­
ναίκα τής παραβολής τού Σολομώντα, πού κάθεται σ’ ένα
θρονί μπροστά στή θύρα καί λέει: «Φάτε, πιείτε κι εύφραν-
θεΐτε μέ τά κρυμμένα ψωμιά καί τό κλεμμένο νερό»26. Μέ
αποπλάνησε, γιατί μέ βρήκε εκτός εαυτού, μέ βρήκε νά
βλέπω μόνο μέ τά μάτια τής σάρκας καί νά αναμασάω
δσα είχα καταβροχθίσει μέ αυτά.
’Αγνοούσα τήν ύπαρξη μιας άλλης πραγματικότητας, 7·>2
αυτής πού σ τ ’ αλήθεια «είναι», καί, σάν νά μέ κέντριζε
κάτι, συμφωνούσα μέ αυτούς τούς γελοίους απατεώνες
καί τίς ιδέες τους, καί σ ’ αυτές στηριζόμουν γιά νά απα­
ντήσω από πού πηγάζει τό κακό, αν ό Θεός είναι κλεισμέ­
νος σέ ένα σώμα, αν έχει μαλλιά ή νύχια, αν πρέπει νά θε­
ωρούμε «δίκαιο» τόν πολύγαμο ή αυτούς πού σκοτώνουν
ανθρώπους ή θυσιάζουν ζώα. Τέτοιες έρωτήσεις μέ μπέρ­
δευαν μέσα στήν άγνοιά μου, καί πίστευα πώς πλησιάζω
τήν αλήθεια ενώ απομακρυνόμουν. Δέν γνώριζα δτι τό κα­
κό είναι αποκλειστικά καί μόνο ή στέρηση τού καλού, πού

‘ 79
ΑΓΙΟν ΑΙΤΟΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡίΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

μπορεί νά φτάνει καί ως τό μηδέν. Αυτό πώ ς μπορούσα νά


τό δώ, αφού γιά μένα ή «όραση» περιοριζόταν στά υλικά
πράγματα γιά τά μάτια καί στά «φαντάσματα» γιά τό
νοϋ;
Δέν γνώριζα ότι ό Θεός είναι πνεύμα37 καί ότι δέν είναι
σώμα μέ μέλη πού έχουν μήκος καί πλάτος, καί ούτε είναι
μάζα. Γιατί στη μάζα ένα μέρος είναι μικρότερο από τό
σύνολο. Καί άν ακόμη υποθέσουμε ότι είναι άπειρη, πάλι
ένα συγκεκριμένο μέρος της, πού καταλαμβάνει ορισμένο
χώρο, θά είναι μικρότερο από ό,τι τό σύνολό της. Δέν μπο­
ρεί νά είναι ολόκληρη παντού, όπως ένα πνεύμα- όμως ό
Θεός είναι πνεύμα. ’Αγνοούσα εντελώς αυτό πού υπάρχει
μέσα μας, χάρη στό όποιο υπάρχουμε, καί γιά ποιό λόγο ή
Γραφή λέει ότι είμαστε πλασμένοι «κ α τ’ εικόνα Θεού»38.

Ό η θ ικ ό ς ν ό μ ο ς

•3 Δέν γνώριζα έπίσης την αληθινή, τή βαθύτερη δικαιο­


σύνη, εκείνην πού κρίνει όχι σύμφωνα μέ τίς συνήθειες
τών ανθρώπων, αλλά μέ τόν ορθότατο νόμο τού παντοδύ­
ναμου Θεού. Σύμφωνα μέ αυτό τό νόμο τά ήθη τών τόπων
καί τών εποχών είναι ανάλογα μέ τούς τόπους καί τίς
έποχές, όμως ό ίδιος ό νόμος παντού καί πάντα μένει αμε­
τάβλητος. Δέν διαφέρει από τόπο σέ τόπο καί ούτε αλλά­
ζει από εποχή σέ εποχή. Συνεπώς ό ’Αβραάμ, ό ’Ισαάκ
καί ό ’Ιακώβ, ό Μωυσης καί ό Δαβίδ ήσαν δίκαιοι, καί
μαζί μέ αυτούς όλοι εκείνοι πού δόξασε τό στόμα τού
Θεού. "Ομως άνθρωποι αδαείς, πού δικάζουν «υπό ανθρώ­
πινης ήμέρας»39, τούς θεώρησαν ασεβείς. Είναι σάν κά­

ι8ο
ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ: Ο ΗΘΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ

ποιος νά αγνοεί τά πάντα σχετικά μέ μιά πανοπλία, δηλα­


δή σέ ποιο μέρος τοϋ σώματος αντιστοιχεί κάθε κομμάτι
της, καί νά προσπαθεί νά καλύψει τό κεφάλι μέ τήν περι­
κνημίδα καί τό πόδι μέ τήν περικεφαλαία, κι έπειτα νά
γκρινιάζει πού δέν τά κατάφερε- ή σάν νά παραπονιέται
ένας έμπορος ότι δέν τόν αφήνουν νά δουλέψει τό απόγευ­
μα σέ μέρα αργίας, όταν ή αγορά κλείνει τό μεσημέρι, ένώ
μπορούσε νά πουλήσει τό πρωί. Είναι δυνατόν σέ ένα σπί­
τι νά ισχύουν παντού καί γιά όλους τά ί'δια; Τά ίδια στό
στάβλο, στό τραπέζι, στά δωμάτια; Γιατί λοιπόν ν ’ άγα-
νακτοΰμε άν άλλο αντικείμενο προορίζεται γιά τή δουλειά
τού οινοχόου κι άλλο γ ι’ αυτήν τού σταβλίτη, καί άν δέν
επιτρέπεται ή χρήση των πάντων στούς πάντες; Μ ήπως
στό Γδιο σπίτι καί στήν Γδια οικογένεια έχουν όλοι τήν ίδια
ελευθερία νά κάνουν ο,τι θέλουν, δπου θέλουν;
"Ομως αυτό κάνουν οσοι σκανδαλίζονται δταν άκούν
δτι τούς χρόνους εκείνους στούς πατριάρχες έπιτρέπονταν
πράγμιατα πού σήμερα απαγορεύονται, ή δταν άκοΰν δτι ό
Θεός έδωσε τότε άλλες εντολές στούς δίκαιους καί άλλες
δίνει σήμερα, ανάλογες μέ τίς"συνθήκες κάθε εποχής, ανε­
ξάρτητα εάν παλαιοί καί σύγχρονοι υπηρετούν τήν ίδια δι­
καιοσύνη. 'Ωστόσο όλοι μπορούν νά δούν δτι στό ίδιο σπίτι,
την ιόια μέρα, άλλη όουλεια κάνει ο ένας, άλλη ο άλλος.
Γνωρίζουν επίσης δτι μέσα σέ μιά ώρα μπορεί νά απαγο­
ρευτεί κάτι πού επιτρεπόταν χρόνια καί δτι μιά πράξη
μπορεί σέ μιά γωνιά τή ς γής νά έπιτρέπεται καί νά επι­
βάλλεται, καί σέ μιάν άλλη γειτονική νά άπαγορεύεται
καί νά τιμωρείται. ’Άραγε αυτό σημαίνει δτι ή δικαιοσύνη
μετατρέπεται καί αλλάζει; ’Ό χ ι, δλους τούς καιρούς τούς

ι8ι
ΛΓΙΟΊΓ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

κυβερνά ή ιδία δικαιοσύνη, δμως οί καιροί αλλάζουν διότι


άπλούστατα είναι πρόσκαιροι.
Οί άνθρωποι, στή σύντομη διάρκεια τής ζωής τους,
άδυνατοϋν νά συσχετίσουν συνθήκες πού δέν εζησαν οί ί­
διοι, άλλά πού ίσχυσαν τούς περασμένους αιώνες σέ
άλλους λαούς, με αυτές πού ισχύουν στην εποχή τους καί
στούς λαούς πού γνωρίζουν άμεσα. "Οταν όμως πρόκειται
γιά ένα καί τό αυτό σώμα, γιά την ίδια μέρα ή γιά τό ίδιο
σπίτι, εύκολα βλέπουν τί ταιριάζει σέ κάθε μέλος του, σέ
κάθε ώρα τής ημέρας ή σέ κάθε χώρο τοϋ σπιτιού. Αυτά
τά δέχονται, δμως μέ τά άλλα δυσανασχετούν.
‘4 Τότε αυτά τά άγνοοΰσα, δέν μοϋ περνούσαν κάν άπό τό
μυαλό. ΤΗ ταν άλήθειες πού τίς είχα συνεχώς μπροστά
στά μάτια μιου, καί δμως δέν τίς έβλεπα. "Οταν, γιά πα­
ράδειγμα, έγραφα ποιήματα, δέν μού επιτρεπόταν νά βά­
λω συλλαβές μέ τό ίδιο μήκος παντού άδιακρίτως, καί έ­
πρεπε νά χρησιμοποιήσω διαφορετικούς πόδες άνάλογα μέ
τά μέρη καί τό μέτρο. ’Ακόμη καί στόν ίδιο στίχο δέν μπο­
ρούσα νά βάλω τόν ίδιο πόδα οπουδήποτε. Ωστόσο ή .τέ­
χνη τής προσωδίας έχει τούς ίδιους κανόνες, πού άποτε-
λούν ένα σύνολο καί ισχύουν παντού τό ίδιο.
Δέν ήμουν άρκετά οξυδερκής γιά νά δώ δτι ή δικαιοσύ­
νη, στήν οποία άγαθοί καί άγιοι άνθρωποι είναι υποχρεω­
μένοι νά υποτάσσονται, διαμορφώνει τίς εντολές της σέ
ένα σύνολο μέ τρόπο υπέροχο καί πολύ πιό υψηλό καί τίς
μοιράζει άνάλογα μέ τίς συνθήκες διαφορετικών έποχών,
χωρίς στό βάθος ή ίδια νά άλλάζει. Καί έγώ, στήν τυφλό-
τη τά μου, κατέκρινα τούς άγιους πατριάρχες πού είχαν
κάνει στήν εποχή τους δχι μόνο αυτά πού τούς πρόσταξε

182
ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ: Ο ΘΕΙΟΣ ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΝΟΜΟΣ

καί τούς ένέπνευσε ο Θεός, αλλά είχαν προφητέψει καί τό


μέλλον, όπως τούς τό άποκάλυψε ό Θεός.

Ό θείος νόμος καί ό ανθρώπινός νόμος


Σέ κανέναν τόπο καί σέ καμιά εποχή δεν μπορεί νά 8·*5
είναι λάθος νά άγαπούν οί άνθρωποι τόν Θεό με όλη τους
τήν καρδιά καί όλο τους τό μυαλό, καί νά άγαποΰν τόν
πλησίον τους σάν τόν εαυτό τους30. Τίς πράξεις πού
στρέφονται εναντίον τής φύσης31, όπως γιά παράδειγμα
τίς πράξεις τών κατοίκων τών Σοδόμων, οί άνθρωποι πρέ­
πει νά τίς άποδοκιμάζουν καί νά τίς τιμωρούν παντού καί
πάντα. Α κόμη καί άν τίς έκαναν όλοι οί άνθρωποι, πάλι
μπροστά στόν θειο νόμο θά ήσαν πράξεις κολάσιμες, γιατί
ο θείος νόμος δέν έπλασε τόν άνθρωπο γιά νά χρησιμοποιεί
τό σώμα του μέ τέτοιον τρόπο. Παραβιάζουμε τήν ίδια τή
σχέση μας μέ τόν Θεό, όταν τή φύση πού εκείνος δημιούρ­
γησε τή λερώνουμε μέ τίς διαστροφές της σεξουαλικής
επιθυμίας.
'Ό σο γιά τίς πράξεις πού στρέφονται εναντίον τών
άνθρώπινων ήθών καί εθίμων, αυτές πρέπει πάντα νά ά-
ντιμετωπίζονται σέ συνάρτηση μέ τά διαφορετικά ήθη καί
έθιμα. Μιά πολιτεία ή ένα έθνος στηρίζονται σέ συμβάσεις
συμφωνημένες άπό κοινού, καί τίς διατηρούν σέ ισχύ τά
έθιμα ή οί νόμοι, πού δέν πρέπει νά παραβιάζει ένας πολί­
της ή ένας ξένος κατά τό κέφι του. "Οποιος δέν προσαρμό­
ζεται μέ τό σύνολο βρίσκεται έν άδίκψ.
"Οταν όμως ό Θεός διατάζει νά γίνει κάτι σέ έναν τό­
πο, αυτό πρέπει νά γίνει, έστω καί άν αντιβαίνει τή συνή-

‘83
ΑΓΙΟΪ ΑΪΤΟ ΤΣΤΙΝΌΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΙΙΣΕΙΣ, ΠΓΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

θεία ή την οποία σύμβαση των ανθρώπων, ή έστω καί αν


είναι πρωτάκουστο γιά τό συγκεκριμένο μέρος. ’Ά ν ίσχυε
παλιότερα καί καταργήθηκε, πρέπει νά έπανισχύσει. ’Άν
δέν ήταν καθιερωμένο, νά καθιερωθεί. 'Έ νας ήγεμόνας
έχει τό δικαίωμα νά δίνει νέες διαταγές στό κράτος πού
κυβερνά, έστω καί άν κανείς πρίν από αυτόν, καί ο ίδιος
ακόμη, δέν έδωσε ποτέ παρόμοιες. Ή πολιτεία τόν υπα­
κούει, καί ή ύπακοή δέν αντιβαίνει στην κοινωνία των
ανθρώπων. Τί λέω; ’Αντίθετη πρός τήν κοινωνία των
ανθρώπων θά ήταν ή άρνηση γιά ύπακοή, γιατί ή ύπακοή
στους ήγεμόνες είναι μέσα στίς συνθήκες τής ανθρώπινης
κοινωνίας. ’Ά ν λοιπόν τή διαταγή τήν έδωσε ό Θεός, πού
κυβερνά ολόκληρη τήν οικουμένη, είναι δυνατόν νά διστά­
σουμε, έστω καί γιά μιά στιγμή, άν πρέπει νά τόν ύπα-
κούσουμε; "Οπως ακριβώς ισχύει στήν ανθρώπινη ιεραρ­
χία, ό ανώτερος πάντα νά εξουσιάζει τόν κατώτερο, έτσι ό
Θεός, δ ανώτατος πάντων, μάς εξουσιάζει δλους.
>6 Τά παραπάνω ισχύουν καί γιά τίς πράξεις πού στρέφο­
νται έναντίον τοΰ ανθρώπου μέ σκοπό νά τόν βλάψουν είτε
μέ λεκτική35 είτε μέ σωματική βία, ή συχνά καί μέ τά δύο
μαζί. Ό πόθος γιά έκδίκηση στρέφει τόν εχθρό έναντίον
τοΰ εχθρού · ό πόθος γιά τό ξένο αγαθό στρέφει τόν ληστή
έναντίον τοΰ οδοιπόρου- ακόμη καί ο φόβος μπορεί νά
στρέψει τόν θρασύδειλο έναντίον ενός συνανθρώπου, έπει-
δή τόν φοβάται ή τόν ύποπτεύεται. Ό φθόνος σπρώχνει
τόν δυστυχή νά στραφεί έναντίον τοΰ καλότυχου, αλλά
καί τόν καλότυχο τόν κάνει νά στρέφεται έναντίον τών
αντιζήλων του, από φόβο μήν τόν φτάσουν καί τόν ξεπε-
ράσουν. Τέλος, πολλοί άνθρωποι θέλουν τό κακό τών

184
ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ: Ο ΘΕΙΟΣ ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΝΟΜΟΣ

άλλων απλά καί μόνο γιά την ηδονή, δπως οί θεατές τών
ιπποδρομίων δταν βλέπουν τους μονομάχους νά σφάζονται,
καθώς κι εκείνοι που συνηθίζουν νά χλευάζουν καί νά
εξευτελίζουν τούς άλλους.
Αυτές είναι οί κυριότερες μορφές τοΰ κακού. Οί ρίζες
τους είναι στην τάση γιά εξουσία, στην περιέργεια καί τη φι-
ληδονία33. Εμφανίζονται ή καθεμιά χωριστά, ή οί δύο, ή καί
οί τρεις μαζί. ’Έ τσι, ένας κακός άνθρωπος παραβιάζει τίς
δέκα εντολές, τό δεκάχορδο ψαλτήρι σου34, πού οί τρεις άνα-
φέρονται στό νόμο σου καί οί επτά στις σχέσεις μέ τούς συ­
νανθρώπους του, Θεέ μου απειράγαθε καί γλυκύτατε. ’Αλλά
ποιά διαφθορά θά μπορούσε νά βλάψει εσένα τόν αδιάφθορο;
Ή , ποιά επίθεση θά μπορούσε νά έχει όποιαδήποτε συνέπεια
γιά σένα τόν άτρωτο; Στην πραγματικότητα αυτά πού τι­
μωρείς είναι πράξεις πού διαπράττουν οί άνθρωποι κατά τού
εαυτού τους, γιατί, καί όταν ακόμη αμαρτάνουν ενώπιον σου,
ασεβούν κατά τής ψυχής τους. «Έψεύσατο ή αδικία
έαυτή»35, όταν οί άνθρωποι καταστρέφουν ή διαστρέφουν τή
φύση πού εσύ ό ίδιος δημιούργησες καί κυβερνάς μέ τή θεία
οικονομία σου, ή άκόμη καί όταν κάνουν κατάχρηση πραγ­
μάτων επιτρεπτών, ή όταν παθιάζονται γιά τά απαγορευμέ­
να καί τά χρησιμοποιούν «παρά φύσιν»36. ’Αλλά καί δταν
επαναστατούν εναντίον σου, μέ τή σκέψη ή μέ τά λόγια, πά­
λι τή δική τους ψυχή τραυματίζουν καί «πρός κέντρα λακτί­
ζουν»37, τό ίδιο καί δταν σπάζουν τούς φραγμούς τής ανθρώ­
πινης κοινωνίας φατριάζοντας ή στασιάζοντας, ανάλογα μέ
τίς συμπάθειες ή τίς άντιπάθειές τους, καί πανηγυρίζουν γιά
τό παράτολμο κατόρθωμά τους. Αυτά συμβαίνουν δταν
εγκαταλείπουμε εσένα, τήν πηγή τής ζωής, τόν ένα καί μό-
ΑΓΙΟΙ' ΑΪΓΟΓΣΤΙΝΟν ΕΞΟΜΟΛΟΓΙΙΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

νο αληθινό δημιουργό καί κυβερνήτη τής οικουμένης, καί


όταν από αγάπη γιά τό άτομό μας προτιμάμε νά αγαπάμε τό
μέρος σάν δλο.
Σέ σένα έπιστρέφουμε, μετανιωμένοι καί ταπεινοί. Ε ­
σύ μας εξαγνίζεις από τίς κακές συνήθειες, άκοΰς μεγαλό-
θυμα τίς αμαρτίες πού σοϋ εξομολογούμαστε καί τούς στε­
ναγμούς τών αλυσοδεμένων38 καί λύνεις τά δεσμά πού
εμείς χαλκεύουμε, φτάνει νά μήν ορθώνουμε εναντίον σου
κέρατα39 ψευδούς ελευθερίας, άπό άπληστία γιά περισσό­
τερα κέρδη, μέ κίνδυνο νά χάσουμε τό πάν, ή επειδή
άγαπάμε περισσότερο τόν εαυτό μας άπό εσένα, τό ΰψιστο
άγαθό.
9·ΐ7 Ε κ τ ό ς άπό τίς προσβολές κατά τού θείου νόμου καί
τίς επιθέσεις εναντίον τών άνθρώπων καί τά τόσα άλλα
άδικήματα, υπάρχουν καί οί αμαρτίες εκείνων πού βρίσκο­
νται στό δρόμο τού καλού. Οί δίκαιοι κριτές άποδοκιμά-
ζουν αυτούς τούς άνθρώπους έν όνόματι τού νόμου της τε­
λειότητας, πρέπει όμως καί νά τούς επαινούν, γιατί οί
άνθρωποι αυτοί προμηνύουν μιά πλούσια συγκομιδή καί
είναι σάν τά βλαστάρια πού υπόσχονται τό θερισμό. Υ ­
πάρχουν πράξεις πού μοιάζουν μέ ολίσθημα ή άδίκημα, δέν
είναι ωστόσο αμαρτήματα άν δέν προσβάλλουν ούτε εσέ­
να, τόν Κύριο καί Θεό μας, ούτε τήν κοινωνία τών άνθρω­
π ο ί. Γιά παράδειγμα, ό άνθρωπος πού κάνει προμήθεια
άγαθών γιά τίς δύσκολες μέρες δέν είναι κ α τ’ άνάγκη
άπληστος, ούτε σημαίνει οτι αυτός πού είναι εξουσιοδοτη­
μένος άπό τίς άρχές νά επιβάλλει ποινές, μέ σκοπό τό
φρονηματισμό, τό κάνει γιατί τόν ευχαριστεί νά βλάπτει.
Πολλές λοιπόν είναι οί πράξεις πού οί άνθρωποι δέν

ι86
ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ: Ο ΘΕΙΟΣ ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΝΟΜΟΣ

εγκρίνουν, άλλά εσύ εχεις δώσει αποδείξεις δτι είναι ορθές,


καί είναι άλλες πού οί πάντες επιδοκιμάζουν, αλλά είναι
άποδεδειγμένο δτι εσύ τίς τιμωρείς. Αυτό συμβαίνει γιατί μιά
πράξη άλλιώς φαίνεται εξωτερικά, άλλες είναι οί προθέσεις
εκείνου πού τήν έκανε, καί οί άκριβεΐς συγκυρίες μάς μένουν
κρυφές. Ό τ α ν δμως διατάζεις ξαφνικά κάτι τό άσυνήθιστο
καί τό άπρόβλεπτο, κάτι πού άπαγόρευες σέ άλλες εποχές,
κανείς δέν θά άμφέβαλλε δτι πρέπει νά υπακούσει, άκόμη
καί άν κρατήσεις κρυμμένη γιά ένα διάστημα τήν αίτια,πού
τό διατάζεις, ή· έστω καί άν άντιβαίνει στίς συνήθειες μιας
ανθρώπινης κοινωνίας. Ή μόνη δίκαιη·κοινωνία είναι εκείνη
πού υπακούει. "Ομως μακάριοι είναι όσοι γνωρίζουν δτι εσύ
είσαι αυτός πού διατάζει. "Ολες οί πράξεις εκείνων πού σέ
υπηρετούν γίνονται είτε γιά νά υποδεικνύουν τί πρέπει νά γί­
νεται στό παρόν είτε γιά νά προαναγγείλουν τό μέλλον40.
Τίς άλήθειες αυτές τίς άγνοοΰσα καί γελούσα μέ τούς
άγιους υπηρέτες σου καί τούς προφήτες σου. Κ αί τί κα-
τάφερνα περιγελώντας τους; ’Έ κανα μόνο εσένα νά γελάς
μαζί μου καί παραδινόμουν προοδευτικά καί άσυναίσθητα'
στίς γελοιότητες τών μανιχαίων καί πίστευα δτι τό σύκο
κλαίει δταν τό κόβουν καί δτι μαζί μέ αυτό κλαίει κι ή μά­
να του, τό δέντρο, καί δτι τό γάλα του είναι δάκρυα. Κ ι δτι
άν τό σύκο αυτό τό έτρωγε ένας «άγιος», άφού βεβαίως τό
είχε κόψει κάποιος άλλος καί είχε φορτωθεί -τήν κακή
πράξη, θά έβγαιναν άγγελοι άπό τήν άναπνοή του, καθώς
αυτό θά άνακατευόταν μέ τά έντερά του, καί δτι άπό τούς
μυκηθμούς τής προσευχής του καί άπό τά ρεψίματά του
θά έβγαιναν κομμάτια τού ίδιου τού Θεού. Καί αυτά τά
κομμάτια τού δήθεν άληθινού Θεού θά έμεναν φυλακισμέ-
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓ1ΙΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

να μέσα στό σύκο, αν δεν ελευθερώνονταν από τά δόντια ή


τό στομάχι τοΰ «αγίου». ’Έ φτασα νά πιστεύω, ό τρισά­
θλιος, πώ ς πρέπει νά νιώθουμε περισσότερη συμπόνια γιά
τούς καρπούς τής γής παρά γιά τούς ανθρώπους, πού γιά
δική τους χάρη έκανες τά δέντρα νά καρπίζουν. Οί μανι-
χαϊοι, δταν ένας πεινασμένος άνθρωπος ζητούσε νά φάει
λίγη άπό τήν «καθαγιασμένη» τροφή τους χωρίς νά είναι
δικός τους, καί κάποιος έδινε ένα κομμάτι της, θεωρούσαν
τήν πράξη αυτή άξια αποκεφαλισμού41.

Το ovetpo της M oViko?


11.19 Τότε «μού έδωσες τό χέρι άπό ψηλά»42 κι «έβγαλες
τήν ψυχή μου άπό τά βαθιά σκοτάδια τη ς»43. Γιατί ή μά­
να μου, πιστή σου δούλη, θρηνούσε γιά μένα ενώπιον σου
περισσότερο άπό δσο θρηνούν οί μανάδες μπροστά .στό
πτώ μα τού νεκρού παιδιού τους. ’Έ βλεπε πώς ήμουν νε­
κρός, τής τό έδειχνε ή πίστη καί ή φώτιση πού αντλούσε
άπό εσένα. Καί τήν είσάκουσες. Τήν είσάκουσες καί δέν
περιφρόνησες τά δάκρυά της πού έκαναν λιμνούλες όπου
στεκόταν γιά νά προσευχηθεί. Τήν είσάκουσες, καί τότε
είδε ένα όνειρο. Μέ τό όνειρο αυτό τήν ένθάρρυνες νά έρθει
νά μείνει μαζί μου, στό σπίτι πού ζούσα τότε, καί νά κάθε­
ται μαζί μου στό Γδιο τραπέζι. Μέχρι εκείνη τή στιγμή
είχε άρνηθεΤ, γιατί αισθανόταν φρίκη καί αποστροφή γιά
τή βλάσφημη ζωή πού έκανα, μιά ζωή γεμάτη άπό τίς
πλάνες μου44. Στό όνειρο εκείνο είδε ότι στεκόταν ορθή
πάνω σέ έναν κανόνα45. "Ενας νέος άντρας τήν πλησίασε.
ΤΗ ταν όμορφος, έλαμπε καί χαμογελούσε, ενώ εκείνην

ι 88
ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΜΟΝΙΚΑΣ

την έπνιγε ή απελπισία. Τή ρώτησε τί έχει καί υποφέρει


τόσο πολύ καί γιατί κλαίει μέρα νύχτα. Τής είπε ακόμη
— όπως συνηθίζεται στους οιωνούς— δτι δέν τή ρωτά γιά
νά μάθει ό ίδιος, αλλά γιά νά την καθοδηγήσει. Ε κείνη
τοΰ άποκρίθηκε δτι θρηνούσε γιά τό κατρακόλισμά μου.
Τότε αυτός τής είπε νά ήρεμήσει καί τήν παρακάλεσε νά
κοιτάξει προσεκτικά καί νά δει δτι έκεϊ δπου στεκόταν
εκείνη, εκεί ήμουν κι εγώ. Αυτή κοίταξε, καί τότε μέ είδε
δρθιο στό πλάι τη ς, πάνω στόν ίδιο κανόνα. Ά π ό πού
ερχόταν αυτό τό δνειρο; ’Από σένα, Κύριε, πού τ ’ αυτιά
σου είχαν πλησιάσει τήν καρδιά τη ς46. ’Ώ εσύ, πανάγαθε
καί παντοδύναμε, νοιάζεσαι γιά τόν καθένα μας σάν νά
είχες, μόνο τήν έγνοια του, καί δμως μας νοιάζεσαι όλους
μας, τόν καθένα χωριστά.
Πού άραγε νά οφείλεται ή αντίδρασή μου δταν μοϋ τό 20
διηγήθηκε; Προσπάθησα νά τής επιβάλω τή δική μου
έρμηνεία, δτι δηλαδή δέν πρέπει νά απελπίζεται γιατί μιά
μέρα θά άσπαστεΐ τό δικό μου πιστεύω. Ε κ είνη όμως μοϋ
άπάντησε χωρίς ίχνος δισταγμού: « ’Ό χ ι, δχι, άλλα έλεγε
ή προφητεία». Δέν τής είπε δτι έκεϊ πού στεκόμουν εγώ,
έκεϊ θά ήταν κι έκείνη, αλλά δτι στό σημείο πού έκείνη
στεκόταν, έκεϊ θά βρισκόμουν κι έγώ.
Σοϋ έξομολογοϋμαι, Κύριε, άν ή μνήμη δέν μέ άπατά —
καί τό περιστατικό αυτό τό έχω συλλογιστεί πολλές φο­
ρές— , δτι δέν ήταν τόσο τό ϊδιο τό δνειρο πού μοΰ έκανε
έντύπωση, δσο ή απάντηση πού μού έδινες μέσα άπό τό στό­
μα μιας μητέρας πού έπαγρυπνούσε. Ή δική μου έρμηνεία,
δσο καί άν ήταν έσφαλμένη, ήταν πάντως συζητήσιμη-
δμως έκείνη δέν κάμφθηκε ούτε στιγμή, καί είδε άμέσως

189
ΑΓΙΟΙ· AVrOl'STINOr ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ. ΠΡΟΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

αυτό που έπρεπε νά δει καί πού δεν πέρασε από τό δικό μου
μυαλό πρίν μοΰ δώσει εκείνη την απάντηση. Τό όνειρό αυτό
ήταν ο προάγγελος τής χαράς πού θά ένιωθε ή ευλαβική
αυτή γυναίκα, βεβαίως μετά άπό πολλά χρόνια- όμως ή
άγωνία της μαλάκωσε άπό εκείνη κιόλας τή στιγμή.
Πράγματι, είχαν περάσει εννιά ολόκληρα χρόνια άπό
τότε. Τά χρόνια αυτά τά πέρασα κυλισμένος στή λάσπη47,
στά σκοτάδια τοΰ ψεύδους. ’Έ κανα συχνά προσπάθειες νά
βγώ καί νά σταθώ στά πόδια μου, δμως κατρακυλούσα
ολοένα πιό βαθιά. 'Ό λο αυτό τό διάστημα ή μάνα μου, μιά
χήρα γυναίκα πού τήν ψυχή της κοσμούσαν οί άρετές πού
άγαπάς, ή άγνότητα, ή εύλάβεια καί ή σωφροσύνη, ήταν
τώρα πιό ξαλαφρωμένη γιατί είχε ελπίδες. Ε κείνη δέν
έπαψε στιγμή νά κλαίει καί ν ’ άναστενάζει στήν προσευ­
χή της καί νά ολοφύρεται στά πόδια σου γιά μένα. Οί δε­
ήσεις της έφταναν ενώπιον σου48, εμένα δμως μέ άφηνες
ακόμη νά κυλιέμαι καί νά βασανίζομαι στά σκοτάδια.
Στό διάστημα αυτό έδωσες καί άλλη μιάν άπάντηση
πού φέρνω τώρα στό νού μου. Γιατί πολλά είναι αυτά πού
προσπερνώ άπό τή βιασύνη μου νά προφτάσω νά σού εξο­
μολογηθώ εκείνα πού μέ βασανίζουν περισσότερο, άλλά
είναι βεβαίως καί πολλά πού δέν τά θυμάμαι πιά. ’Έδωσες
λοιπόν άκόμη μιάν άπάντηση στή μάνα μου, μέσω τού ιε­
ρέα σου, ενός επισκόπου πού είχε τραφεί στούς κόλπους
τής ’Εκκλησίας καί είχε μελετήσει σέ βάθος τίς Γραφές
σου. Ή μάνα μου λοιπόν τόν παρακάλεσε νά δεχτεί νά συ­
ζητήσει μαζί μου, νά άνασκευάσει τήν πνευματική μου
πλάνη καί νά μού διδάξει τό σωστό, πράγμα πού συνήθιζε
νά κάνει, ίσως δμως άποκλειστικά γιά εκείνους πού θεω-

igo
ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΜΟΝΙΚΑΣ

ροϋσε κατάλληλους. Εκείνος τότε άρνήθηκε καί, όπως


κατάλαβα αργότερα, έπραξε με μεγάλη σύνεση. Τής απά­
ντησε δτι δεν ήμουν έτοιμος γιά τη διδαχή του, γιατί
ήμουν φουσκωμένος από τά καινά δαιμόνια εκείνης τής
αίρεσης καί γιατί μέ τά γελοία καί άβάσιμα έπιχειρήματά
μου είχα ήδη κλονίσει πολλές αθώες ψυχές, σύμφωνα μέ
τίς πληροφορίες πού ή ίδια τοΰ έδωσε. « ’Άφησέ τον νά κά­
νει αυτά πού κάνει» τής είπε «μονάχα νά προσεύχεσαι
στόν Θεό γ ι’ αυτόν. Μέ τή μελέτη θά ανακαλύψει μόνος
του τό είδος τής πλάνης καί τό μέγεθος τής ασέβειας».
Τής διηγήθηκε επίσης δτι καί αυτόν, παιδί ακόμη, ή μάνα
του τόν είχε ρίξει στά χέρια των μανιχαίων πού είχαν πα ­
ρασύρει καί τήν ίδια, καί δέν είχε απλώς διαβάσει, άλλά
καί αντιγράψει δλα τά. βιβλία τους. "Ομως στό τέλος είδε
καθαρά, χωρίς κανείς νά έρθει νά τοΰ κουβεντιάσει γιά νά
τόν μεταπείσει, πόσο πρέπει νά κρατιόμαστε μακριά από
αυτή τήν αίρεση, καί μονάχος του ξέκοψε.
"Οσα καί νά τής έλεγε, εκείνη ήταν αδύνατο νά δεχτεί
τήν άρνησή του. Έ πέμενε, τόν ικέτευε, έχυνε διπλά δά­
κρυα παρακαλωντας τον νά μέ δει καί νά συζητήσουμε.
Τότε κι έκεΐνος, άπαυδησμένος πιά, τής λέει: «Φύγε, πα ­
ράτα με. Μέ τή ζωή πού κάνεις καί μέ τά δάκρυα πού χύ ­
νεις, τό παιδί σου δέν χάνεται». Σ τίς συζητήσεις μας ή
μάνα μου συχνά θυμόταν δτι τά λόγια του τά είχε δεχθεί
σάν φωνή έξ ουρανού. '
Β ΙΒ Λ ΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ

Πέρασαν εννέα χρόνια. Τά χρόνια αυτά, από τά δεκαεννέα '·*


μου μέχρι τά είκοσι οκτώ, οί όμοιοι μου καί εγώ τά ζούσα-
με «πονηροί καί γόητες, πλανώντες καί πλανώμενοι»1. Κι
ήμασταν τέτοιοι σέ ό,τι κάναμε: στόν δημόσιο βίο μέ τίς
σπουδές μας, τίς λεγάμενες «ελευθέριες τέχνες»5, στόν
ιδιωτικό μέ την ψεύτικη θρησκεία μας. ’Ή μασταν υπερ­
φίαλοι στη γνώση, δαιμονόπληκτοι στην πίστη καί άδειοι
σέ όλα. Ά π ό τη μιά κυνηγούσαμε τήν κούφια αίγλη τής
δημοτικότητας καί τά χειροκροτήματα στοάς ποιητικούς
αγώνες, τά στεφάνια άπό άχυρο, τά γελοία θεάματα καί
τίς ξέφρενες ήδονές. Ά πό τήν άλλη θέλαμε νά εξαγνι­
στούμε άπό αυτή τη βρωμιά καί κουβαλούσαμε προσφορές
σέ εκείνους πού ονομάζονται «άγιοι» καί «εκλεκτοί» των
μανιχαίων, λές καί άπό τό εργαστήρι τής γαστέρας τους
θά μάς χάλκευαν θεούς καί αγγέλους γιά νά μας λυτρώ-

‘93
ΑΓΙΟΙ’ ΑΓΓΟΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

σουν! Αυτό τό είδος τής ζωής έκανα καί αυτά απασχο­


λούσαν εμένα καί τούς φίλους μου, πού ήσαν καί αυτοί,
όπως εγώ , θύματα- ήσαν όμως καί δικά μου θύματα.
’Ά ς γελούν δσο θέλουν μαζί μου οι υπερήφανοι, όσοι
δέν έρχονται σέ σένα μέ τήν καρδιά τους συντριμμένη καί
ταπεινωμένη γιά τή σωτηρία τους. Ναί, Θεέ μου, άς γε­
λούν όσο θέλουν. Έ γ ώ θά σού εξομολογηθώ δλα τά αίσχη
μου γιά νά δοξάσω τό ονομά σου. Δέξου την ικεσία μου καί
ευδόκησε ή μνήμη πού διαθέτω στό παρόν νά κλείσει σέ
έναν κύκλο τό παρελθόν, καί τά λάθη πού μέ κύκλωναν3
νά τά προσφέρω σέ σένα, «θυσίαν αλαλαγμού»4. Γιατί
χωρίς εσένα, τί είμαι; Είμαι ένας οδηγός στήν άβυσσο.
Καί τώρα πού είμαι καλά, τί είμαι; "Ενα βρέφος πού θη­
λάζει τό γάλα σου καί γεύεται εσένα, «τήν βρώσιν τήν μέ-
νουσαν εις ζωήν αιώνιον»5; Τί άλλο είναι ό άνθρωπος, ο
οποιοσδήποτε άνθρωπος, από τή στιγμή πού γίνεται
άνθρωπος; ’Ά ς μάς χλευάζουν δσο θέλουν οί κραταιοί καί
δυνατοί0. Ε μ ε ίς , ασθενείς καί πένητες7, θά σού εξομολο­
γηθούμε.
Τά χρόνια έκεΐνα δίδασκα τή ρητορική τέχνη. Ε μ π ο ­
ρευόμουν τήν ευγλωττία καί τίς νίκες της, νικημένος από
τήν πλεονεξία μου. Προτιμούσα δμως, Κύριε, δπως ξέ­
ρεις, νά έχω καλούς μαθητές — δηλαδή αυτό πού λέν
«καλούς». Δέν είχα τήν πρόθεση νά τούς έξαπατήσω δταν
τούς δίδασκα τήν τέχνη νά εξαπατούν καί νά χειρίζονται
δικανικά τερτίπια — δχι βέβαια γιά νά πέσει τό κεφάλι
ενός αθώου, αλλά συχνά γιά νά σωθεί ένας ένοχος. Θεέ
μου, μέ είδες από μακριά νά παραπαίω, διέκρινες τή φλό­
γα τής ακεραιότητάς μου νά τρεμοσβήνει καί μόλις νά

‘94
ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΜΑΓΟΙ ΚΑΙ ΑΣΤΡΟΛΟΓΟΙ

φαίνεται πίσω από παραπετάσματα καπνού, σ ’ εκείνα τά


μαθήματα πού έδινα σέ εραστές τής ματαιότητας καί κυ­
νηγούς τού ψεύδους9, έγώ πού ήμουν σέ δλα όμοιος τους.
Τά χρόνια εκείνα ζοΰσα μέ μιά γυναίκα. Δέν ήταν αυτό
πού άποκαλοΰν νόμιμη συμβίωση. Σ τη σχέση αυτή μέ
είχαν οδηγήσει οι ανήσυχες ορμές μου καί ή απερισκεψία
μου. Δέν πήγαινα δμως μέ άλλες καί της ήμουν πιστός.
Μέ εκείνην έμαθα, άπό προσωπική πείρα, πόση απόσταση
υπάρχει άνάμεσα στό σοφό συμβόλαιο τού γάμου, πού σκο­
πός του είναι ή δημιουργία οικογένειας, καί στούς δεσμούς
με σκοπό τόν σεξουαλικό έρωτα9. Στούς δεσμούς αυτούς
τά παιδιά είναι ανεπιθύμητα, άνεξαρτήτως εάν μιετά, αφού
γεννηθούν, μάς γίνονται έκ των πραγμάτων αγαπητά.

Μάγοι καί άστροΧόγοι


Θυμάμαι ακόμη ότι τήν ίδια εποχή σκόπευα νά λάβω 3
μέρος σέ ένα διαγωνισμό δραματικής τέχνης, καί ένας
οίωνοσκόπος έβαλε νά μέ ρωτήσουν πόσα συμφωνούσα νά
τόν πληρώσω γιά νά εξασφαλίσω τή νίκη. Έ γ ώ απάντη­
σα ότι αισθανόμουν μίσος καί αποστροφή γιά τέτοιες
αισχρές τελετουργίες. Καί άπό χρυσάφι νά ήταν τό στε­
φάνι πού θά κέρδιζα, δέν θά άφηνα νά σκοτωθεί ούτε μύγα
γιά νά τό κερδίσω. Γιατί βεβαίως ο άνθρωπος αυτός θά
σκότωνε ζώα καί θά έκανε, καθώς φαίνεται, θυσία στούς
δαίμονες γιά νά κερδίσει τήν ψήφο τους γιά λογαριασμό
μου. "Ομως, άν έδιωξα τούτο τόν πειρασμό, δέν τό έκανα
άπό άγάπη γιά τήν αγνότητα πού μοΰ ζητάς, Θεέ τής
καρδιάς μου10. Δέν ήξερα τότε νά σ’ άγαπώ, άφού δέν μπό­

ι 95
ΑΓΙΟΓ ΑΤΓΟΓΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ροΰσα νά σέ συλλάβω παρά μιόνο σάν ένα ολικό σώμα πού


εκπέμπει φως. "Οταν παθιάζεται ή ψυχή γιά τέτοιες φα­
ντασιοπληξίες, τί άλλο κάνει παρά νά «πορνεύει»11 μακριά
σου, πιστεύοντας σέ ψέματα καί «βόσκοντας ανέμους»12;
Άρνήθηκα τότε νά κάνουν γιά λογαριασμό μου θυσία
στούς δαίμονες, όμως εγώ, δέσμιος της πρόληψής μου,
τούς πρόσφερα θυσία τόν εαυτό μου. Τί άλλο κάνει αυτός
πού «βόσκει ανέμους» από τό νά δίνει τροφή στούς δαίμω­
νες, δηλαδή νά άφήνει τήν πλάνη του νά τόν παραδίδει
στίς ορέξεις τους καί στόν έμπαιγμό τους;
3-4 Γιά τούς ίδιους λόγους δέν έπαυα κάθε τόσο νά συμ­
βουλεύομαι εκείνους τούς άλλους πλάνους, τούς λεγάμε­
νους «μαθηματικούς»13, μέ τή δικαιολογία ότι αυτοί δέν
έκαναν θυσίες ούτε δεήσεις σέ κάποιο πνεύμα γιά νά μα­
ντέψουν τό μέλλον. Ω στόσο ή αληθινή χριστιανική ευσέ­
βεια απορρίπτει καί καταδικάζει κατηγορηματικά αυτές
τίς μεθόδους.
Είναι μεγάλο αγαθό, Κύριε, νά σοϋ εξομολογούμαστε
καί νά σοΰ λέμε: «Λυπήσου μιας, θεράπευσε τήν ψυχή
μας, γιατί άμαρτήσαμε ενώπιον σου»14- όμως δέν πρέπει
νά κάνουμε κατάχρηση τής καλοσύνης σου καί νά επιτρέ­
πουμε στόν εαυτό μας νέες αμαρτίες. Πρέπει στό νοϋ μας
νά έχουμε τό λόγο τού Κυρίου: «γιατρεύτηκες, πρόσεξε νά
μήν ξαναμαρτήσεις γιά νά μήν άρρωστήσεις βαρύτερα»15.
Οί άστρολόγοι προσπαθούν νά γκρεμίσουν αυτή τή σω τή­
ρια διδαχή, όταν λένε: «Οί αιτίες πού αμαρτάνουμε προ­
καθορίζονται από τόν ουρανό» καί « γι’ αυτή τήν πράξη
υπεύθυνη είναι ή Αφροδίτη ή ο Κρόνος ή ό ’Ά ρης». Είναι
ολοφάνερο ότι έτσι θέλουν νά απαλλάξουν τόν άνθρωπο

196
ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΜΑΓΟΙ ΚΑΙ ΑΣΤΡΟΛΟΓΟΙ

άπό τήν ευθύνη γιά τά λάθη του, δηλαδή νά μείνει ό


άνθρωπος μόνο σάρκα καί αίμα καί σάπια υπεροψία, καί
νά ρίξουν τήν ευθύνη αναγκαστικά στό δημιουργό, τόν κυ­
βερνήτη τοϋ ούρανοϋ καί των άστρων. "Ομως αύτός δέν
είναι άλλος άπό εσένα, Θεέ μου, πηγή τής πραότητας καί
τής δικαιοσύνης, πού «θά δώσεις στόν καθένα άνάλογα μέ
τά έργα του»10καί δέν θά καταφρονέσεις τίς συντριμμένες
καί ταπεινωμένες καρδιές1'.
Τήν εποχή εκείνη ζοϋσε ένας σοφός άνθρωπος, μέ βα- 5
θιά γνώση τής ιατρικής τέχνης καί μέ τεράστια φήμη σ ’
αύτό τόν τομέα10. Αύτός είχε άποθέσει στήν άρρωστημένη
κεφαλή μου τό στεφάνι τοϋ νικητή σ ’ εκείνο τό διαγωνι­
σμό πού άνέφερα προηγουμένως, όχι μέ τήν ιδιότητα τοϋ
γιατροϋ άλλά τοϋ ανθύπατου. Γιατί ο γιατρός μου είναι μό­
νο ένας, εσύ, πού «άντιτάσσεσαι στούς υπερήφανους καί
συγχωρεϊς τούς ταπεινούς»19. Καί τότε όμως, μέσα άπό
αύτό τό γέροντα, δέν παρέλειψες νά μέ βοηθήσεις ούτε
άρνήθηκες νά φροντίσεις τήν άρρωστη ψυχή μου. ·
Συνδεθήκαμε στενότερα καί ήμουν συχνά παρών σέ
συζητήσεις του πού παρακολουθούσα μέ μεγάλη προσοχή.
Μιλούσε μέ απλό ύφος καί δίχως φράσεις περίτεχνες,
όμως τό μυαλό του ήταν κοφτερό καί εξέθετε τίς άπόψεις
του μέ τρόπο εύχάριστο καί ταυτόχρονα ανεπιτήδευτο.
"Οταν κατάλαβε άπό τίς παρατηρήσεις μου πώ ς έχω μα­
νία μέ τά βιβλία εκείνων πού φτιάχνουν ωροσκόπια, μέ
συμβούλεψε σάν πατέρας, γιατί ακριβώς έτσι αισθανόταν
άπέναντί μου, νά τά παρατηρήσω καί νά μήν σπαταλάω
χρόνο καί δυνάμεις, αναγκαίες γιά πράγματα χρήσιμα·, σέ
τέτοια πράγματα άχρηστα καί γελοία. Κατά τά λεγόμενά

‘97
ΑΓΙΟΤ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

του, είχε μελετήσει καί ό ίδιος τόσο καλά αυτό τό θέμα


στά νιάτα του, που είχε φτάσει νά σκέφτεται νά τό ασκή­
σει ώς επάγγελμα γιά νά κερδίζει τόν επιούσιο. Πίστευε
πώ ς, άφοΰ είχε μπορέσει νά καταλάβει τά βιβλία τοΰ 'Ι π ­
ποκράτη, θά μπορούσε σίγουρα νά τά καταλάβει καί αυτά.
Σέ λίγο καιρό δμως τά παράτησε καί άφοσιώθηκε οριστι­
κά στήν ιατρική. Είχε δειό άνθρωπος πώ ς δλα αυτά ήταν
σκέτη απάτη καί, από τιμιότητα, δέν ήθελε νά κερδίζει
χρήματα κοροϊδεύοντας τόν κοσμάκη. «Έ σ ύ βέβαια» πρό-
σθεσε «έχεις τή ρητορική γιά νά κερδίζεις τή ζωή σου,
καί, αν μελετάς αυτή τήν κάλπικη επιστήμη, δέν τό κά­
νεις από ανάγκη νά αυξήσεις τό εισόδημά σου. ’Έ χεις λοι­
πόν έναν σοβαρό λόγο νά βασιστείς στή γνώμη μου γιά τήν
αστρολογία, αν άναλογιστεΤς πόσο σκληρά εργάστηκα γιά
νά τή μάθω τόσο καλά, ώστε νά μπορώ νά ασχοληθώ μ ’
αυτήν επαγγελματικά».
Τόν ρώτησα πού λοιπόν αποδίδει τό γεγονός ότι πολλές
από τίς προβλέψεις πού γίνονται μέ τόν τρόπο αυτό βγαί­
νουν αληθινές, καί μοΰ είπε δτι είναι καθαρά αποτέλεσμα
τύχης, μιας δύναμης διάχυτης παντού στή φύση τών
πραγμάτων. ’Ά ν κάποιος, γιά παράδειγμα, ανοίξει τίς σε­
λίδες έποιουδήποτε ποιητή καί τίς συμβουλευτεί στήν τύ­
χη, κάλλιστα θά μπορέσει νά βγάλει ένα στίχο πού νά
ταιριάζει θαυμάσια μέ τό πρόβλημα πού θέλει νά λύσει,
άσχετα άν ο ποιητής άσχολεϊται μέ ένα έντελώς διαφορε­
τικό θέμα. Κ αί έβρισκε δτι δέν πρέπει νά απορεί κανείς άν
ή ανθρώπινη ψυχή μπορεί, χάρη σέ κάποιο ανώτερο ένστι­
κτο πού ή ίδια αγνοεί, νά δίνει μιάν απάντηση — δχι
βέβαια χάρη στό ωροσκόπιο, αλλά στήν τύχη— πού νά
ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΦΙΛΟΪ

ταιριάζει με τό πρόβλημα ή τη ζωή τοϋ ενδιαφερομένου.


Νά λοιπόν τί διδάγματα μοϋ έδωσες χάρη σ ’ έκεΐνον 6
τόν άνθρωπο, ή καλύτερα με τή μεσολάβηση εκείνου τοΰ
ανθρώπου. Τά λόγια αυτά, πού αργότερα θά επαλήθευα
καί ό ίδιος με τήν προσωπική μου έρευνα, τά χάραξες βα­
θιά στή μνήμη μου. Τότε όμως, ούτε εκείνος ούτε καί ο
αγαπημένος μου ό Νεβρίδιος, ένας νεαρός μου φίλος, ένα
παιδί βαθύτατα καλό καί έξαιρετικά ενάρετο, πού θεω­
ρούσε πώ ς οτιδήποτε έχει σχέση μέ τή μαντική είναι γε­
λοίο, κατάφεραν νά μοΰ μειώσουν τό ενδιαφέρον. Ό λόγος
είναι ότι ασκούσε μεγαλύτερη επιρροή επάνω μου ή αυθε­
ντία τών συγγραφέων πού είχαν γράψει τά βιβλία. Δέν
είχα βρει ακόμη μιάν ακαταμάχητη απόδειξη πού νά μέ
κάνει νά δώ ξεκάθαρα ότι οί προβλέψεις τών άστρολόγων
είναι καθαρά αποτέλεσμα σύμπτωσης ή τύχης καί όχι
τής επιστήμης τών άστρων, όπως αυτοί διατείνονταν.

Ό θάνατος ένός φίλου


Τά χρόνια εκείνα, όταν άρχισα γιά πρώτη φορά νά δι- 4·7
δάσκω στή γενέτειρά μου, τήν Ταγάστη, άπόκτησα ένα
φίλο. Τά κοινά μας ενδιαφέροντα μάς είχαν φέρει πολύ κο­
ντά. ’Ή μασταν συνομήλικοι, καί οί δύο στό άνθος τής
ηλικίας. Μαζί είχαμε μεγαλώσει από παιδιά, μαζί πήγαμε
στό σχολείο, μαζί παίξαμε. Τότε δέν ήταν ακόμη φίλος
μου, όμως ούτε καί αργότερα έγινε φίλος, σύμφωνα μέ
αυτό πού ορίζει ή αληθινή φιλία. Γιατί αληθινή φιλία δέν
υπάρχει, άν δέν ενώσεις εσύ τίς δυό ψυχές πού αισθάνονται
έλξη μέ εκείνη τήν αγάπη πού χύνεται στίς καρδιές μας

‘99
ΑΓΙΟV ΑΪΤΟΤΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

«διά Πνεύματος Αγίου τοϋ δοθέντος ήμΐν»20. ΤΗταν ωστό­


σο άπειρα τρυφερή ή φιλία μας, μιά φιλία πού την έτρεφε
ή άγάπη μας γιά τά ί'δια πράγματα. Καί λέω γιά τά Γδια
πράγματα, γιατί τόν είχα άπομακρύνει από τήν άληθινή
πίστη, τήν οποία δέν άσπαζόταν βαθιά καί είλικρινά, από
νεανική επιπολαιότητα. Αυτός ήταν ένας λόγος νά τόν
παρασέρνω ευκολότερα στίς δικές μου δεισιδαιμονίες καί
ελεεινές φαντασιοπληξίες πού έκαναν τή μάνα μου νά χύ­
νει τόσα δάκρυα γιά μένα. Έ γ ώ τοϋ είχα πλανέψει τό
μυαλό κι εκείνος τήν ψυχή μου πού δέν μπορούσε νά κάνει
χωρίς αυτόν. "Ομως έσύ ήσουν παρών, γιατί κυνηγάς
τούς λιποτάκτες σου, έσύ, «6 Θεός των εκδικήσεων»21 αλ­
λά καί ή πηγή τοϋ ελέους, πού έχεις τρόπους θαυμαστούς
γιά νά μιας ξαναφέρνεις στό δρόμο σου. Πήρες τόν άνθρω­
πο αυτό από τή ζωή, ναί, αυτό έκανες, πρίν προφτάσει νά
κλείσει ένα χρόνο ή φιλία μας, πού ήταν πιό τρυφερή άπό
ο,τι πιό τρυφερό είχα νιώσει ως τότε στή ζωή μου.
8 Υ πάρχει άραγε κανείς πού νά μπορεί νά σέ δοξάσει22
γιά τά άναρίθμητα αγαθά πού έδωσες, έστω σ ’ αυτόν τόν
ένα; Θεέ μου, τί έκανες τότε; ’Ά , πόσο ανεξερεύνητη είναι
ή άβυσσος τή ς κρίσης σου23! "Οσο ό φίλος μου ψηνόταν
στόν πυρετό, μιέ χαμένες τίς αισθήσεις, μούσκεμα στόν
ιδρώτα καί χωρίς ελπίδες νά ζήσει, τόν βάφτισαν έν
άγνοια του. Έ γ ώ δέν έδωσα σημκχσία στό γεγονός. Προε­
ξοφλούσα οτι ή ψυχή του θά κρατούσε αυτά πού είχε πά­
ρει άπό μένα, καί οχι οσα τοϋ έκαναν πάνω στό αναίσθητο
σώμα του. "Ομως τά πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς
διαφορετικά. Ό φίλος μιου συνήλθε καί άρχισε νά ξαναβρί­
σκει τίς αισθήσεις του. Τότε, μέ τήν πρώτη ευκαιρία πού

200
ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΦΙΛΟΙ"

μιλήσαμε — καί αυτό συνέβη μόλις μπόρεσε νά ανοίξει τό


στόμα, άφοΰ δέν έφευγα από κοντά του οΰτε στιγμή, τόσο
ήμασταν δεμένοι— , δοκίμασα νά αστειευτώ μαζί του γιά
εκείνο τό βάφτισμα που δέχτηκε ερήμην τοΰ νοΰ καί τών
αισθήσεων. "Ομως, τοΰ είχαν πει δτι τόν βάφτισαν. Μέ
κοίταξε λοιπόν έντρομος, σάν νά έβλεπε έναν έχθρό, καί μέ
μιά παράξενη καί πρωτόγνωρη γ ι’ αυτόν ανεξαρτησία
γνώμης μέ συμβούλεψε νά μήν τοΰ ξαναπώ τέτοια πράγ­
ματα αν ήθελα νά παραμείνω φίλος του. Έ γ ώ , εμβρόντη­
τος καί ταραγμένος, ανέβαλα τήν άπάντησή μου γ ι’ αργό­
τερα. Σκόπευα νά τόν άφήσω νά γίνει πρώτα καλά, νά
άναλάβει δυνάμεις, κι έπειτα νά τόν ξαναφέρω στά νερά
μου. "Ομως εκείνος γλίτωσε μιά καί καλή από τήν τρέλ-
λα μου: λίγες μέρες αργότερα, ένόσω ήμουν άπών, τοΰ ξα-
νανέβηκε ο πυρετός καί πέθανε.
Ό πόνος μοΰ σκοτείνιασε τήν καρδιά. Παντοΰ έβλεπα 9
τό θάνατο. Ή ζωή στήν πόλη μοΰ είχε γίνει μαρτυρική, τό
πατρικό μου δέν μέ χώραγε. "Ολα δσα είχα μοιραστεί μα­
ζί του είχαν γίνει ένα μαρτύριο άβάσταχτο χωρίς αυτόν.
Τά μάτια μου τόν άναζητοΰσαν παντοΰ καί δέν τόν έβρι­
σκαν, καί όλα μοΰ φαίνονταν μισητά. Μισοΰσα κάθε γωνιά
πού μοΰ τόν θύμιζε, τώρα πού δέν ήταν πιά εκεί καί δέν
υπήρχε τρόπος νά ακούσω μέσα μου εκείνο τό κρυφό ψιθύ-
ρισμα: «Νά τος, έρχεται», όπως κάθε φορά πού τόν περί-
μενα, όταν ζοΰσε. Ε ίχα γίνει γιά τόν εαυτό μου ένα πρό­
βλημα. Ρωτούσα τήν ψυχή μου γιατί υποφέρει καί γιατί
μέ βασανίζει τόσο, καί δέν γνώριζε νά μοΰ πει. "Αν πάλι
τής έλεγα: « ’Έ χ ε τίς ελπίδες σου στόν Θεό»'4, δέν θά
υπάκουε, καί δικαιολογημένα, γιατί είχε αγαπήσει καί

201
ΑΓΙΟΓ ΑΓΓΟΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

είχε χάσει έναν άνθρωπο μέ σάρκα καί οστά, χίλιες φορές


αληθινότερο καί καλύτερο από τά φαντάσματα τών μανι-
χαίων πού τής πρότεινα γιά αντιστύλι. Τό μόνο πού με
γλύκαινε ήταν τά δάκρυα, καί «έν τή τρυφή μου»23 έπαιρ­
ναν τη θέση του.
5·ιο Τώρα, Κύριε, αυτά έχουν πιά περάσει. Ό καιρός μα­
λάκωσε τό τραύμα. Θέλω όμως νά μοΰ πεις εσύ, ή μόνη
άλήθεια, θέλω νά βάλω τό αυτί τής καρδιάς μου κοντά
στό στόμα σου, καί νά μοΰ πεις γιατί τά δάκρυα μαλακώ­
νουν τόν πόνο; Μ ήπως εσύ, ό πανταχοΰ παρών, είσαι
απών στην ανθρώπινη δυστυχία; Μ ήπως εσύ μένεις στόν
εαυτό σου , ενόσω εμείς ριχνόμαστε ασταματητα σε όοκι-
μασιές; "Ομως, αν δέν σοΰ κλάψουμε τόν πόνο μας κι αν
δέν ακούσεις, δέν μας μένει άλλη ελπίδα. Μ ήπως λοιπόν
γ ι’ αυτό από τίς πίκρες τής ζωής βγαίνουν καρποί πού
μας γλυκαίνουν, όπως τό κλάμα, οί λυγμοί, τά αναφιλητά,
τό μοιρολόγι; Αυτό ισχύει οπωσδήποτε στήν περίπτωση
τών προσευχών πού έχουν ένα συγκεκριμένο αντικείμενο.
"Ομως δέν μπορεί νά ισχύει τό ίδιο γιά τόν πόνο καί τό
πένθος γιά μιά χαμένη ύπαρξη, πού μέ κυρίευαν τότε.
Γιατί, όσο καί άν ύπέφερα καί θρηνούσα, δέν έλπιζα νά τόν
ξαναζωντανέψω μέ τά δάκρυα. 'Απλά, ή δυστυχία μου δέν
άφηνε χώρο γιά ευτυχία. ’Ή μήπως τό πικρό κλάμα μάς
γλυκαίνει, γιατί μάς ελαφρώνει από πράγματα πού ήσαν
κάποτε χαρμόσυνα καί μετά μάς γίναν ανυπόφορα;
6 (1 Γ ιατί μιλώ όμως τώρα γιά όλα αυτά; Δέν είναι ό και­
ρός τών ερωτήσεων, είναι ό καιρός τών εξομολογήσεων.
’Έ νιω θα δυστυχία- καί κάθε ψυχή νιώθει δυστυχία όταν
δένεται μέ πλάσματα θνητά, γιατί όταν τά χάνει, συντρί-

202
ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΦΙΛΟΙ"

βεται καί δυστυχεί. "Ομως, καί πρίν τά χάσει, μήπως δέν


δυστυχούσε; ’Έ τσ ι ήμουν τότε, καί έκλαιγα πικρά καί
«εφησύχαζα μέσα στην πικρία»57. ’Ήμουν δυστυχισμένος·
όμως ή ζωή, με όλη της τή δυστυχία, σίγουρα μοΰ ήταν
πιό πολύτιμη από τό φίλο μου. Θά ήθελα νά τήν αλλάξω,
όχι όμως καί νά τή χάσω γιά τό φίλο μου, όπως έγινε με
τόν Ό ρέστη καί τόν Πυλάδη πού προτίμησαν νά πεθάνουν
μαζί — όπως μάς λέει ή παράδοση, αν δέν είναι μύθος—
παρά νά χωριστούν, γιατί ό χωρισμός γ ι’ αυτούς ήταν χει­
ρότερος από τό θάνατο. Σέ μένα, άντιθέτως, υπήρχε ένα
αίσθημα τελείως διαφορετικό από τούτο εδώ πού άνέφερα:
ένιωθα βεβαίως βαθιά αποστροφή γιά τή ζωή, όμως είχα
συνάμα καί τό φόβο τού θανάτου. "Αν ή αγάπη μου γ ι’
αυτόν ήταν μεγάλη, άλλο τόσο μεγάλος ήταν κι ο φόβος
καί τό μίσος μου γιά τό θάνατο πού μού τόν άρπαξε. Ό
θάνατος είχε γίνει ο πιό μεγάλος εχθρός μου. «Τώρα» έλε­
γα «αφού έφαγε αυτόν, θά μας φάει όλους». Αυτή ακρι­
βώς ήταν, θυμάμαι, ή κατάστασή μου.
Αυτή είναι ή καρδιά μου, Θεέ μου, κοίταξε μέσα της.
Δές την τώρα, πού ή μνήμη μου δουλεύει, ώ έλπίδα μου,
εσύ πού μέ καθαρίζεις από κάθε ακάθαρτο αίσθημα. Μέ
κάνεις νά στρέφω σέ σένα τό πρόσωπο καί «ελευθερώνεις
τά πόδια μου από τήν παγίδα»58. Ναί, μού φαινόταν παρά­
ξενο πού οι υπόλοιποι θνητοί συνέχιζαν νά ζούν καί είχε
πεθάνει αυτός πού έγώ είχα αγαπήσει σάν αθάνατο. ’Ακό­
μη περισσότερο μέ ξάφνιαζε πού έγώ, ο δεύτερος εαυτός
του, συνέχιζα νά ζώ. Ω ραία τό έχει πει κάποιος, μιλώντας
γιά τό φίλο του: «Είναι ή μισή ψυχή μου»59. Γιατί κι έγώ
ένιωθα πώ ς ή ψυχή του καί ή ψυχή μου ήταν μιά ψυχή σέ

203
ΑΓΙΟΤ ΑΪΓΟΤΣΤΙΝΟΪ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

δυό κορμιά. Γ ι’ αυτό ή ζωή μοϋ είχε γίνει ανυπόφορη:


πώ ς θά ζοϋσα μισός; Μά ίσως γ ι’ αυτό καί νά φοβόμουν
νά πεθάνω, γιά νά μήν πεθάνει ολόκληρος αυτός πού τόσο
αγαπούσα30.

Ή φιλία
7-<2 ’Ά , τί τρέλλα νά μήν ξέρεις νά αγαπάς τούς ανθρώ­
πους ανθρώπινα! Πόσο ήλίθιος είναι ό άνθρωπος όταν δέν
ξέρει νά υπομένει τήν άνθρώπινη μοίρα του. Αυτή ήταν
τότε ή κατάστασή μου. Πνιγόμουν, αναστέναζα, χτυπιό­
μουνα καί σπάραζα καί είχα χάσει κάθε αίσθηση χρόνου ή
μέτρου. Περιέφερα τήν ψυχή μου, κουρελιασμένη καί μα­
τωμένη, καί παντού τά έβρισκε δλα ανυπόφορα- όμως
οΰτε κι εγώ ήξερα τί νά τήν κάνω, ποΰ νά τήν πάω. Οί
χάρες τή ς έξοχης, τά παιχνίδια καί τά τραγούδια, οί ευω­
διαστοί κήποι, τά εκλεκτά δείπνα, οί ήδονές τής κλίνης
καί τής κάμαρης, ακόμη καί τά βιβλία καί οί στίχοι, τά
πάντα μέ άφηναν αδιάφορο. Τί λέω, μοΰ προκαλοΰσαν
αποστροφή δλα, ακόμη καί τό φως. Χωρίς αυτόν μοΰ είχε
γίνει αβάσταχτο καί βαρύ τό καθετί, εκτός από τά δάκρυα
καί τούς αναστεναγμούς. Μόνο σ ’ αυτά έβρισκα κάποια
ανακούφιση. Μά δταν κόπαζαν κι αυτά, τότε ένιωθα νά μέ
πλακώνει όλο τό βάρος τής δυστυχίας μου.
Θεέ μου, θά έπρεπε νά υψωθώ σέ σένα γιά νά θερα­
πευτώ. Τό γνώριζα, μά δέν τό ήθελα ούτε καί τό μπο­
ρούσα. Γιατί, δταν προσπαθούσα νά σέ σκεφτώ, δέν ήσουν
ακόμη γιά μένα κάτι τό στέρεο καί συγκεκριμένο. Δέν
ήσουν εσύ, αλλά ένα άδειο φάντασμα. Θεός μου ήταν ή

204
ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Η ΦΙΛΙΑ

πλάνη μου. ’Ά ν δοκίμαζα νά καταφύγω σ ’ αυτήν γιά νά


βρει τή γαλήνη ή ψυχή μου, γλιστρούσε στό κενό καί μέ
ξαναπλάκωνε. Κ ι έ'μενα πάλι μόνος κι ήμουν μιά θλιβερή
φυλακή γιά τόν εαυτό μου, καί δέν άντεχα νά μείνω έκεΐ,
αλλά δέν μπορούσα ούτε καί νά ξεφύγω. Πού νά έφευγε ή
καρδιά μου γιά νά γλιτώσει από τήν καρδιά μου; Πού νά
έφευγα εγώ γιά νά γλιτώ σω από τόν εαυτό μου; Π ώ ς νά
σταματούσα τό κυνηγητό μιου;
Καί όμως, έφυγα από τήν πατρίδα. Τά μάτια μου τόν
αναζητούσαν λιγότερο σέ μέρη δπου δέν είχαν συνηθίσει νά
τόν βλέπουν. ’Έ τσ ι, από τήν πόλη της Ταγάστης πήγα
στήν Καρχηδόνα.
Ό χρόνος δέν μένει αργός. "Οσο κυλάει μέσα από τίς 8·'3
αισθήσεις μας, απεργάζεται έργα θαυμαστά. Νά λοιπόν
πού ερχόταν καί έφευγε «ημέραν έξ ήμέρας»31, καί τό πέ­
ρασμά του φύτευε μέσα μου νέες προσδοκίες καί άλλες
αναμνήσεις. Σ ιγά σιγά μέ συνέφερνε, προσφέροντάς μου
νέες απολαύσεις, όχι όμως διαφορετικές από τίς συνηθι­
σμένες· κι αυτές έκαναν τόν πόνο νά υποχωρεί. Στήν
πραγματικότητα, τόν πόνο εκείνο μπορεί νά μήν τόν διαδέ­
χονταν νέες λύπες, τόν διαδέχονταν δμως τουλάχιστον νέ­
ες αφορμές γιά λύπες. Γιατί άν ό πόνος είχε φωλιάσει τό­
σο εύκολα καί τόσο βαθιά στήν καρδιά μου, ήταν επειδή
είχα σκορπίσει τήν ψυχή μου στήν άμμο, αφού αγάπησα
έναν άνθρωπο θνητό σάν νά ήταν αθάνατος.
Ή μεγαλύτερη πηγή ανακούφισης καί ανάνηψης ήταν
ή παρηγοριά πού βρήκα σέ άλλους φίλους. Μέ αυτούς μοι­
ραζόμουν τήν αγάπη πού χρώσταγα σέ σένα, Κύριε, καί
αυτό ήταν ένα τεράστιο παραμύθι, ένα χρόνιο ψέμα. Μέ τά

205
ΑΓΙΟΤ ΑΐΤΟΤΣΤΙΝΟΊΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

απατηλά χάδια του έφθειρε τό μυαλό μου, πού « τ ’ αυτιά


του τά τρώει ή περιέργεια»32. Τί κι αν πέθανε ένας φίλος
μου; Τό παραμύθι αυτό δεν πέθανε μέσα μου. Τώρα, μέ
τούς νέους φίλους μου, τό μυαλό μου τό άπορροφοϋσαν
άλλα πράγματα: συζητούσαμε καί γελούσαμε- φροντίζα­
με ο ένας τόν άλλο- διαβάζαμε μαζί ωραία βιβλία- περνού­
σαμε άπό τό άστεΐο στό σοβαρό- διαφωνούσαμε, άλλα χ ω ­
ρίς μίσος — δπως διαφωνεί ένας άνθρωπος μέ τόν εαυτό
του— , καί αυτές οί σπάνιες διαφωνίες έκαναν νά χαιρό­
μαστε διπλά όταν ξαναβρίσκαμε τή συνηθισμένη μας
άρμονία- πάντα κάτι μαθαίναμε ό ένας στόν άλλο καί κά­
τι μάθαινε ο ένας άπό τόν άλλο- λυπόμασταν άν κάποιος
έφευγε, καί γιορτάζαμε δταν έπέστρεφε. Αυτά, καί άλλα
παρόμοια σημεΐα, πού βγαίνουν άπό την καρδιά τών
άνθρώπων όταν άγαποΰν καί άγαπιοΰνται, καί εκφράζο­
νται μέ τό πρόσωπο, τή γλώσσα, τά μάτια, καί μέ χίλιους
δυό άλλους ευχάριστους τρόπους, άναβαν μιά φλόγα πού
ένωνε τίς ψυχές μας, καί άπό πολλές γίνονταν μία.
9·*4 Αυτά άγαπάμε στούς φίλους. Τά άγαπάμε τόσο πολύ,
πού ή άνθρώπινη συνείδηση αισθάνεται ένοχη όταν δέν
άγαπά αυτόν πού μάς άγαπά καί δταν δέν άνταποδίδει την
άγάπη — χωρίς καμιά άπαίτηση άπό τό σώμα τοΰ φίλου,
εκτός άπό χειρονομίες πού φανερώνουν φροντίδα. Γ ι’ αυτό
είναι τόσο μεγάλο τό πένθος καί ο σπαραγμός δταν πεθαί­
νει ένας φίλος. Γ ι’ αυτό δλη ή γλυκύτητα γίνεται πικρία
καί ή καρδιά πνίγεται στά δάκρυα καί ή χαμένη ζωή τοΰ
νεκρού γίνεται δ θάνατος τών ζωντανών.
«Μακάριοι οί άγαπώντές σε»33! Ευτυχισμένος δποιος
άγαπά τό φίλο του σέ σένα, δποιος άγαπά άκόμη καί τόν

2θ6
ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Η ΦΙΛΙΑ

εχθρό του34, γιά την αγάπη σου! Είναι ό μόνος πού δεν θά
χάσει ποτέ ένα άγαπημένο πρόσωπο, γιατί τούς άγαπά
ολους σ ’ εκείνον πού ποτέ δέν χάνεται. Καί εκείνος δέν
είναι άλλος άπό τόν Θεό μας, αυτόν πού έπλασε τόν ουρα­
νό καί τή γή, καί πού τά πληροί, γιατί έτσι τά έπλασε:
πληρώντας τα35. Ε σ ένα κανείς δέν σέ χάνει, εκτός αν σέ
έγκαταλείψει, κι δταν σέ έγκαταλείπει, δέν έχει ποΰ νά
πάει καί ποΰ νά καταψύχει36 καί παραδέρνει μακριά άπό τή
συμπόνια σου καί κοντά στην οργή σου. Γιατί παντού θά
τόν βρει ή τιμωρία του, καί αυτός πού τιμωρεί είναι ό νό­
μος σου. Καί «ό νόμος σου είναι ή άλήθεια»37, καί «ή άλή-
θεια είσαι εσύ»33.
«Κύριε τών δυνάμεων, γύρνα σέ μάς καί φανέρωσέ μας 10.15
τό πρόσωπό σου, καί θά σωθούμε»39. Γιατί, οπού κι αν
στραφεί ή ψυχή τού άνθρώπου, σέ ο,τι καί αν προσηλωθεί,
θά είναι γιά νά υποφέρει, δσο ωραία καί άν είναι τά πλά­
σματα πού θά άγαπήσει: οτιδήποτε τή βγάζει εκτός σου,
τή βγάζει έκτος τού εαυτού της. "Ολα αυτά τά πλάσμα­
τα, άν δέν τά έδινες εσύ, δέν θά υπήρχαν. "Ολα γεννιούνται
καί πεθαίνουν. "Οταν άρχίζουν νά υπάρχουν, μεγαλώνουν
γιά νά ωριμάσουν καί, δταν έχουν πλέον ωριμάσει, γερνούν
καί χάνονται. ’Ό χ ι, δέν γερνούν δλα, δμως δλα χάνονται.
Ά π ό τή στιγμή πού γεννιούνται καί άρχίζουν νά υπάρ­
χουν, δσο πιό γρήγορα μεγαλώνουν τόσο γρηγορότερα χά ­
νονται. ’Έ τσ ι ορίζει ό νόμος πού τά κυβερνά. Τόσο μόνο
τούς έδωσες: νά άποτελούν μόνο ένα μέρος ενός συνόλου
πραγμάτων πού δέν υπάρχουν ταυτόχρονα, άλλά μόνο πα ­
ροδικά καί διαδοχικά, καί δλα μαζί νά άποτελοΰν τό σύνο­
λο τού οποίου άποτελούν μέρος. "Ενα παράδειγμα είναι ή

207
ΑΓΙΟΤ ΑΓΓΟΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ομιλία μας, πού χτίζεται από ηχητικά σημεία. Ποτέ δέν


θά καταφέρναμε νά φτιάξουμε μιά φράση ακέραια, αν ή
κάθε λέξη, άφοΰ έπιτελέσει τόν προορισμό της, δέν υπο­
χωρούσε μπροστά στήν επόμενη.
«Αινεί, ή ψυχή μου, τόν Κύριον»40. ’Αξίωσε την ψυχή
μου νά σέ δοξάζει γιά ολα αυτά, Θεέ μου, δημιουργέ των
πάντων, χωρίς δμως νά σταθεί καί νά προσηλωθεί σ ’
αυτά μέ τήν αγάπη πού περνά διαμέσου των αισθήσεων
τού σώματος. Γιατί αυτά είναι πράγματα πού παρέρχο­
νται καί δέν «είναι». Κουρελιάζουν τήν ψυχή μέ δηλητη­
ριώδεις επιθυμίες, γιατί ή ψυχή γιά νά ήσυχάσει θέλει νά
στηρίζεται στά άντικείμενα τής άγάπης της. Π ώς δμως
νά στηριχτεί σέ δντα τόσο εφήμερα καί μεταβλητά; Φεύ­
γουν, καί είναι αδύνατον οί αισθήσεις τού σώματος νά τρέ-
ξουν πίσω τους. Κανείς δέν μπορεί νά τά κρατήσει, ακόμη
καί δταν είναι παρόντα. ΟΕ σωματικές αισθήσεις είναι
αργές, γιατί ανήκουν στό σώμα καί έχουν τό ρυθμό του.
Είναι αρκετές γιά νά εκπληρώσουν τούς σκοπούς γιά τούς
όποιους φτιάχτηκαν. Δέν είναι δμως αρκετές γιά νά κρα­
τήσουν τά δντα πού τρέχουν από τήν προκαθορισμένη
αρχή τους στό προκαθορισμένο τέλος τους. Γιατί από τόν
Λόγο σου, πού τά έπλασε, άκοϋνε αυτό: «Μέχρι τούτου
έλεύσει καί μή ύπερβήσει»41.
u.i6 Ψ υχή μου, μήν είσαι μάταιη, μήν άφήσεις τό βουητό
της ματαιότητάς σου νά σοΰ ξεκουφαίνει τό μέσα αυτί.
’Άκου κι εσύ: ό Λόγος σέ καλεϊ νά επιστρέφεις. Μόνο εκεί
βασιλεύει άδιατάρακτη γαλήνη, μόνο εκεί ή αγάπη δέν σέ
εγκαταλείπει δσο εσύ δέν φεύγεις. Δές πώς τά πράγματα
φεύγουν, γιά νά δώσουν σέ άλλα τή θέση τους, καί πώ ς ή

2 θ8
ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Η ΦΙΛΙΑ

ολότητα τοΰ υλικού κόσμου συγκροτείται από όλα τά μέ­


ρη της. « Έ γ ώ ποτέ δέν θά φύγω» λέει ό Λόγος τοΰ Θεοΰ.
Στήσε εκεί τό σπίτι σου. Έναπόθεσε σ ’ αυτόν, ψυχή μου,
όσα αυτός σοΰ έδωσε, τώρα πιά που κουράστηκες από τά
ψέματα. Έναπόθεσε στήν Αλήθεια όσα σοΰ έδωσε ή ’Α­
λήθεια. Τίποτε δέν θά χάσεις. "Ο,τι μαράθηκε απάνω σου
θά ξανανθίσει, καί όλα τά βάσανά σου θά γιατρευτούν. 'Ό ­
σα γκρεμίστηκαν θά άναστηλωθοϋν, θά γίνουν καινούργια
καί θά ξαναγίνουν κομμάτι σου. Δέν θά πέφτουν καί δέν θά
σέ παρασύρουν, αλλά θά είναι δεμένα μαζί σου καί θά διαρ­
κούν, καί θά μένουν κοντά στόν Θεό πού διαρκεΐ «εις τόν
αιώνα»13.
Ψ υχή μου, ή διαστροφή σου σέ βάζει νά ακολουθείς τή *7
σάρκα σου. Ή μεταστροφή σου θά βάλει τή σάρκα νά σέ
ακολουθεί. 'Ό σ α αισθάνεσαι μέσα από αυτήν, είναι μόνο
ένα μέρος, καί αγνοείς τό σύνολο στό όποιο τά μέρη αυ­
τά ανήκουν καί, παρ’ όλ’ αυτά, σέ θέλγουν. ”Αν όμως οί
αισθήσεις τού σώματος μπορούσαν νά συλλάβουν τό σύνο­
λο καί δέν περιορίζονταν μόνο, γιά τιμωρία σου, σέ ένα μέ­
ρος τού σύμπαντος, θά ευχόσουν τά πάντα νά είναι παρό­
ντα, γιά νά μπορείς νά τά άπολαύσεις στήν ολότητά τους.
Γιά παράδειγμα, όταν κάποιος μιλά, τά λόγια τά άκούς μέ
τίς αισθήσεις τού σώματος. Δέν θά ήθελες λοιπόν δ ομιλη­
τής νά σταματά σέ κάθε συλλαβή, αλλά θά προτιμούσες
οί συλλαβές νά φεύγουν, νά έρχονται άλλες, καί έτσι νά
μπορέσεις νά τά ακούσεις όλα. Τό ίδιο συμβαίνει πάντοτε
μέ όλα τά μέρη πού ανήκουν σέ ένα σύνολο αλλά δέν συνυ­
πάρχουν ταυτόχρονα: τό σύνολό τους μάς θέλγει περισσό­
τερο άπό τό κάθε κομμάτι χωριστά, καί ένα επιδιώκουμε,

209
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

νά τά συλλάβουμε στην ολότητά τους. "Ομως ανώτερος


από όλα είναι εκείνος που τά έφτιαξε, καί αυτός είναι ο
Θεός μας. Αυτός ποτέ δεν φεύγει, και τίποτε δεν τόν δια­
δέχεται.
12 . ι8 ’’Αν σέ θέλγουν τά υλικά, δόξασε γ ι’ αυτά τόν Θεό. ’Α­
νταπόδωσε τήν αγάπη σου γ ι’ αυτά στό δημιουργό τους,
γιατί, αλλιώ ς, από αιτία χαράς θά γίνουν αιτία πόνου. "Αν
σέ θέλγουν οι ψυχές, αγάπα τες στό πρόσωπο τοΰ Θεοΰ,
γιατί κι αυτές μεταβάλλονται καί αποκτούν σταθερότητα
μόνο σ ’ εκείνον. ’Αλλιώς, φεύγουν καί χάνονται. ’Αγάπα
τες εντός του. Φέρε μαζί σου όσες μπορείς κοντά του, καί
πές τους: «Αυτόν πρέπει νά αγαπάμε. Αυτός όλα τά
έφτιαξε, καί είναι κοντά μιας». Τά έφτιαξε, όμιως μετά δέν
έφυγε. Βγήκαν άπό αυτόν, αλλά έμειναν μέσα του. Κοι­
τάξτε, θά τόν δείτε όπου υπάρχει ή γεύση τής αλήθειας.
Είναι στά βάθη τής καρδιάς, όμιως ή καρδιά πλανιέται
μακριά του. «’Αποστάτες, γυρίστε στό δρόμο της καρδιάς
σας»43 καί δεθείτε μιέ αυτόν πού σάς έπλασε. Σταθείτε κο­
ντά του γιά νά σταθείτε ορθοί, άναπαυθεΐτε σ ’ αυτόν γιά
νά γαληνέψετε. Πού τρέχετε στίς κακοτοπιές; Τί κυ­
νηγάτε; Τά άγαθά πού άγαπάτε άπό αυτόν πηγάζουν. "Ο­
μως τά άγαθά έχουν γλυκύτητα μόνο όταν τά γυρεύετε σ’
αυτόν. Θά γίνουν πικρά, καί δικαίως, γιατί είναι άδικο νά
αγαπάμε όσα εκείνος μάς έδωσε καί νά ξεχνάμε ποιος τά
έδωσε. Τί ωφελεί νά πορεύεστε στά χαμένα, στριφογυρ-
νώντας σέ «δρόμους δύσβατους»44 καί κακοτράχαλους;
Δέν υπάρχει γαλήνη έκεΐ πού νομίζετε. Ψ άξτε όσο θέλετε,
όμως αυτό πού θέλετε μήν τό ψάχνετε στά χαμένα.
Ζητάτε τήν ευτυχισμένη ζωή45 στά κατατόπια τοΰ θανά-

210
ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Η ΦΙΛΙΑ

του. Δέν είναι εκεί. Π ώ ς θά γινόταν νά υπάρχει ευτυχι­


σμένη ζωή έκεΐ οπού δέν υπάρχει ζωή;
Αυτός, πού γιά μάς είναι ή ζωή, κατέβηκε εδώ κάτω ‘9
καί ύπέφερε τό θάνατό μας καί τόν σκότωσε μέ τήν πε­
ρίσσεια τής δικής του ζωής. Μέ βροντερή φωνή μας φώ­
ναξε νά γυρίσουμε στόν μυστικό εκείνο τόπο από όπου κί­
νησε γιά νά έρθει σέ μάς. Π ρώτα ήταν ή μήτρα μιάς παρ­
θένας. ΈκεΤ νυμφεύτηκε τήν ανθρώπινη φύση του, τή
θνητή σάρκα, γιά νά μήν είναι πιά θνητή. ’Από έκεϊ, σάν
νυμφίος πού βγαίνει από τή νυφιάτικη κλίνη, σάν γίγα ­
ντας, ξανοίχτηκε καί πήδηξε στή μέση τοΰ δρόμου του46.
Δέν βραδυπόρησε, άλλά έτρεξε, κράζοντας δυνατά μέ τά
λόγια του, μέ τά έργα του, τό θάνατο καί τή ζωή του, τήν
κάθοδο στόν "Αδη, τήν άνοδο στούς ουρανούς, πάντα
κράζοντας δυνατά νά επιστρέφουμε σ ’ αυτόν. Κ αί χάθη­
κε από τά μάτια μας «γιά νά επιστρέφουμε στήν καρδιά
μας»47 καί νά τόν βρούμε μέσα της. ’Αναχώρησε, όμως
πάλι είναι εδώ. Δέν θέλησε νά είναι μαζί μας γιά πολύ,
όμως δέν μάς έγκατέλειψε. ’Αναχώρησε γιά ένα μέρος
από τό όποιο ποτέ δέν αποχώρησε, γιατί «ό κόσμος έγινε
από αυτόν»48 κι έκεΐνος ήταν μέσα στόν κόσμο καί «ήρθε
στόν κόσμο γιά νά σώσει τούς αμαρτωλούς»49. Σ ’ αυτόν
εξομολογείται ή ψυχή μου, κι αυτός θά τήν καθαρίσει,
γιατί αμάρτησε ενάντιον του νομού του . «Ιιοι των
άνθρώπων, ως πότε θά σηκώνετε τό βάρος στήν καρδιά
σας51; Ή ζωή κατέβηκε σέ σάς! Δέν θέλετε νά σηκω­
θείτε καί νά ζήσετε; Π ώ ς όμως θά σηκωθείτε, άφοϋ νομί­
ζετε ότι φτάσατε ψηλά καί “σηκώσατε κεφάλι εναντίον
τοΰ ουρανού” »52; Κατεβεϊτε λοιπόν, γιά νά άνεβεϊτε, καί

211
ΑΠ01' ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ανεβείτε στον Θεό. Γιατί, ανεβαίνοντας εναντίον τοΰ Θε­


ού, ξεπέσατε.
Π ές τους το, ψυχή μου, «γιά νά κλάψουν στήν κοιλά­
δα τών δακρύων»53. Πάρε τους καί ΰψωσέ τους μαζί σου
στόν Θεό, γιατί τό Πνεύμα του οδηγεί τά λόγια σου, όταν
σέ πυρπολεί ή φωτιά τής α γά πη ς.

Γιά την ωραιότητα καί την αρμονία


'3·2° Αυτά τότε τά αγνοούσα καί αγαπούσα τίς κατώτερες
ομορφιές καί βάδιζα στην άβυσσο. ’Έ λ εγα στους φίλους
μου: «Τί άλλο αγαπάμε εκτός από τό ωραίο; Καί τί είναι
τό ωραίο; Καί τί είναι ή ωραιότητα; Τί μάς τραβάει καί
μάς δένει μέ τά πράγματα που αγαπάμε; ”Αν δέν έκλειναν
μέσα τους πραγματικά χάρη καί ομορφιά, δέν θά ασκούσαν
επάνω μας καμιά έλξη». Καί παρατηρούσα καί έβλεπα ότι
τά υλικά δημιουργήματα συγκροτούνται σέ σύνολο καί οτι
ή ωραιότητά τους βρίσκεται στό οτι εναρμονίζονται αναμε­
ταξύ τους καί μέ τό σύνολο, δπως γιά παράδειγμα ένα μέ­
λος τού σώματος ταιριάζει μέ τό σώμα στό σύνολό του ή
δπως τό υπόδημα μέ τό πόδι, καί ουτω καθεξής. Αυτός ό
συλλογισμός ξεπήδησε σάν πηγή από τό βάθος τής καρ­
διάς μου καί έγραψα ένα βιβλίο «Γιά τήν ωραιότητα καί
τήν αρμονία»54, μέ δύο ή τρία, θαρρώ, κεφάλαια — εσύ ξέ­
ρεις, Θεέ μου, γιατί εγώ έχω πιά ξεχάσει. Δέν τό έχω πιά
τό βιβλίο, καί ούτε ξέρω πώς χάθηκε.
*4·21 Ποιό ήταν όμως τό κίνητρο πού μέ ώθησε, Κύριε καί
Θεέ μου, νά αφιερώσω τό έργο αυτό στόν 'Ιέριο, ρήτορα
από τή Ρώμη; Τόν άνθρωπο τόν αγνοούσα στήν όψη, όμως

212
ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ

τόν αγαπούσα από τή λαμπρή φήμη του στό χώρο τής


παιδείας, καί γιατί ορισμένα λόγια του πού ακόυσα μοϋ
άρεσαν ιδιαίτερα. Ό σημαντικότερος λόγος που μου άρεσε,
ωστόσο, ήταν επειδή άρεσε στους άλλους. Παντού τού
έπλεκαν εγκώμια. Τούς έκανε τρομερή εντύπωση πώς
ένας Σύριος, πού είχε σπουδάσει τήν ελληνική ρητορική,
τώρα είχε επεκτείνει τίς αξιοθαύμαστες ικανότητες του
καί στή λατινική, ενώ παράλληλα κατείχε τέλεια τή φιλο­
σοφία. Π ώ ς συμβαίνει νά θαυμάζουμε καί νά άγαπάμε έναν
άνθρωπο πού βρίσκεται μακριά; Μ ήπως επειδή ή αγάπη
πού βγαίνει άπό τό στόμα τού θαυμαστή εισχωρεί στήν
καρδιά τού ακροατή; ’Ό χ ι βέβαια! 'Ό μ ω ς ή αγάπη τού
ενός μπορεί νά ανάψει τήν αγάπη στόν άλλο. Μπορούμε
λοιπόν νά αγαπήσουμε εκείνον πού εκθειάζουν, όταν πει-
σθοΰμε ότι ο θαυμασμός βγαίνει άπό μιά καρδιά ανυπόκρι­
τη, δηλαδή όταν τό θαυμασμό τόν υπαγορεύει ή αγάπη.
’Έ τσ ι αγαπούσα τότε τούς ανθρώπους, ακολουθώντας ^
τήν κρίση τρίτων καί όχι τή δική σου κρίση, Θεέ μου, τήν
αλάθητη. 'Ό μ ω ς δέν τούς θαύμαζα όπως θαυμάζει κανείς
έναν ξακουστό ηνίοχο ή έναν δημοφιλή θηριοδαμαστή,
αλλά τελείως διαφορετικά, μέ σοβαρότητα, όπως θά ήθε­
λα νά θαυμάζουν καί μένα. Δέν θά ήθελα νά μέ θαυμάζουν
καί νά μέ αγαπούν σάν ήθοποιό, παρ’ όλο πού ο ίδιος θαύ­
μαζα καί αγαπούσα τούς ήθοποιούς. Θά προτιμούσα νά ζώ
στήν άφάνεια παρά νά χαίρομαι τή δημοσιότητά τους καί,
άν ήταν νά μέ άγαπούν μέ αυτό τόν τρόπο, θά προτιμούσα
νά μέ μισούν. Π ώ ς μπορούν όμως νά εξισορροπούνται μέ­
σα στήν ίδια ψυχή τάσεις τόσο διαφορετικές; Π ώς γίνεται
νά αγαπώ μιά ιδιότητα σέ έναν άλλο αλλά νά τήν άπεχθά-

213
ΑΓΙΟΪ ΑΠΌΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

νομαι στον εαυτό μου — διότι διαφορετικά δεν θά τήν άπο-


στρεφόμουν και δέν θά την άπέρριπτα— , ενώ καί οί δυό
είμαστε άνθρωποι; Τό πράγμα είναι κατανοητό, στην πε­
ρίπτωση πού σέ κάποιον αρέσουν τά άλογα αλλά ό ίδιος
δέν θά ήθελε νά είναι άλογο. Π ώς όμως μπορούμε νά
πούμε τό ίδιο καί γιά τόν ήθοποιό, μέ τόν όποιο μοιραζό­
μαστε τήν ίδια φύση; Π ώ ς γίνεται νά μού άρέσει κάτι σέ
έ'ναν άνθρωπο όμοιο μου, πού όμως ποτέ δέν θά ήθελα νά
τό έχω ; Τί άβυσσος ή ψυχή τού ανθρώπου! Έ σ ύ, Κύριε,
γνωρίζεις μέχρι πόσες είναι οί τρίχες τής κεφαλής μας καί
καμιά δέν μπορεί νά σού κρυφτεί. Κ αί οί τρίχες τής
κεφαλής μιας είναι πάλι ευκολότερο νά μετρηθούν από τά
αισθήματα καί τά κίνητρα τής καρδιάς μας.
23 Ό ρήτορας εκείνος ανήκε στήν κατηγορία τών αν­
θρώπων πού αγαπούσα τόσο, ώστε νά θέλω νά τού μοιάσω.
Ναί, πλανιόμουν καί παρασυρόμιουν από κάθε άνεμο55. "Ο­
μως εσύ μέ κυβερνούσες μυστικά. Σέ τί άραγε στηρίζομαι
γιά νά σού εξομολογούμαι μέ τόση βεβαιότητα ότι τόν
άνθρωπο αυτό τόν είχα αγαπήσει όχι τόσο γιά τά χαρί-
σματά του, όσο επειδή τόν εγκωμίαζαν; 'Απλούστατα, άν
οί ίδιοι άνθρωποι τόν κατηγορούσαν αντί νά τόν εγκωμιά­
ζουν καί περιέγραφαν τίς ίδιες ιδιότητες, αλλά μέ έπικρι-
τική καί περιφρονητική διάθεση, δέν θά γεννιόταν ούτε θά
φούντωνε μέσα μου τό ενδιαφέρον. Βεβαίως ούτε τά δεδο­
μένα θά άλλαζαν ούτε καί ό άνθρωπος. Τό μόνο πού θά
είχε άλλάξει θά ήταν τά αισθήματα πού έτρεφαν οί αφη­
γητές. Ν ά πόσο σαθρή, πόσο αδύναμη είναι ή ψυχή, όσο
δέν στηρίζεται στό βράχο τής αλήθειας. Σάν αέρας φυσάν
οί φλυαρίες από τό στήθος τών ανθρώπων πού άνεμίζουν

214
ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΓΙΑ TUN UPAIOTHTA ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ

τίς γνώμες τους, καί ή ψυχή παρασύρεται κατά τή μεριά


πού φυσάει ό άνεμος, καί περιστρέφεται καί στροβιλίζεται,
καί άγεται καί φέρεται. "Ενα σύννεφο τής κρύβει τό φώς
καί δέν διακρίνει την άλήθεια. "Ομως ή αλήθεια είναι
μπροστά μας.
ΤΗ ταν σημαντικό γιά μένα νά γνωρίσει αυτός ο άνθρω­
πος τήν πραγματεία μου καί τίς έρευνές μου. ’Ά ν μάλιστα
τά επικροτούσε, θά ήταν διπλός ο ενθουσιασμός μου. Στήν
αντίθετη περίπτωση, ή καρδιά μου, μιά καρδιά έπιπόλαιη
καί κούφια χωρίς τή σταθερότητα πού δίνεις εσύ, θά πλη­
γωνόταν βαθύτατα. Καί όμως, τό πρόβλημα εκείνο τής
ωραιότητας καί τής αρμονίας, πού μοϋ είχε δώσει τήν
ευκαιρία νά τού γράψω, μοΰ άρεσε νά τό φέρνω ολοένα μο­
νάχος στή σκέψη καί νά τό θαυμάζω, χωρίς νά χρειάζομαι
τόν έπαινο τρίτων.
Δέν είχα δει ακόμη ότι αυτό τό σπουδαίο πρόβλημα ‘5-24
έχει τίς ρίζες του στή δική σου τέχνη, ώ παντοδύναμε, εσύ
πού «φτιάχνεις μόνος πράγματα θαυμαστά»56. Τό δικό μου
τό μυαλό περιοριζόταν στίς μορφές των υλικών όντων. Ό
ορισμός πού πρότεινα γιά τό ωραίο, κ α τ’ αντιδιαστολή
πρός τό αρμονικό, ήταν ότι τό ωραίο είναι αυτό πού αρέσει
από μόνο του, ενώ τό αρμονικό είναι κάτι πού θέλγει, στό
βαθμό πού εναρμονίζεται μέ άλλα πράγματα. Αυτή τή
διάκριση τή θεμελίωνα αντλώντας παραδείγματα από τό
σώμα. ’Έ π ειτα στρεφόμουν στή φύση τού πνεύματος,
όμως οί εσφαλμένες ιδέες πού είχα γιά τά πνευματικά
όντα δέν μέ άφηναν νά διακρίνω τήν άλήθεια. Ή άλήθεια
κατάκλυζε μέ ορμή τά μάτια μου, όμως εγώ έστρεφα τό
ταραγμένο μου μυαλό από τήν άυλη πραγματικότητα

215
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

στήν υλική, δηλαδή στις γραμμές, στά χρώματα καί


στους επιβλητικούς δγκους. Ε π ειδή δέν μπορούσα νά δια­
κρίνω ανάλογα πράγματα στό πνεύμα μου, πίστευα ότι
δέν μπορώ νά διακρίνω τό πνεύμα μου. Καί άκόμη, επειδή
άγαπούσα τήν ειρήνη καί τή θεωρούσα μέγιστη άρετή,
καί μισούσα τή διχόνοια, πού τή θεωρούσα μέγιστη κακία,
άπέδιδα στήν άρετή ένότητα καί στήν κακία ένα είδος διά­
σπασης. Νόμιζα λοιπόν δτι ό λογικός νοΰς καί ή φύση τής
άλήθειας καί τού υπέρτατου άγαθού είναι ιδιότητες τής
ενότητας. Καί άντιθέτως, δτι ή ουσία τής άλογης ζωής
καί ή πηγή τού υψιστου κακού είναι ιδιότητες τής διά­
σπασης. Πίστευα επίσης δτι τό κακό δέν ήταν άπλώς μιά
ουσία, άλλά τού άπέδιδα ζωή, πού δέν προερχόταν δμως
άπό εσένα, Θεέ μου, «άπό δπου δλα πηγάζουν»57. ’Έ τσ ι
νόμιζα, ό άθλιος.
Τήν άρετή τήν ονόμαζα μονάδα, μιά νοητή υπόσταση
χωρίς φύλο. Τό κακό τό ονόμαζα δυάδα, δπως ή οργή στά
έγκλήματα, ή ηδονή τής σάρκας στήν άκολασία59. Δέν
ήξερα τί έλεγα! Ε ίχα πλήρη άγνοια. Δέν είχα μάθει δτι τό
κακό δέν είναι κανενός είδους ουσία, άλλά ούτε δτι κι ή
νόησή μας είναι τό υπέρτατο καί άμετάβλητο άγαθό.
25 Οί πράξεις κατά τού θείου νόμου γίνονται δταν τό κί­
νητρο τού νού, πού ωθεί στή δράση, είναι διεφθαρμένο καί
εκδηλώνεται άνεξέλεγκτα κι επιζήμια- οί πράξεις έναντίον
των άνθρώπων γίνονται δταν τά αισθήματα τής ψυχής,
άπό τά όποια ξεκινά ή φιληδονία, έχουν χάσει τό μέτρο- οί
πλάνες, τέλος, καί οί εσφαλμένες γνώμες καταστρέφουν
τή ζωή δταν ή λογική τού άνθρώπου χάσει τό μέτρο καί
διαστρεβλωθεί59.

2ΐ 6
ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ

’Έ τσ ι ήταν τότε ή ζωή μου. Δεν γνώριζα ότι ή ψυχή


πρέπει νά φωτιστεί από ένα φώς πού βρίσκεται έξω από
αυτήν γιά νά μπορέσει νά συμμετάσχει στήν αλήθεια, για­
τί ή ίδια δέν αποτελεί τή φύση τής αλήθειας: «ότι σύ φω-
τιεΐς λύχνον μου, Κύριε ό Θεός μου, φωτιεΐς τό σκότος
μου»™- «όλοι πήραμε από τή δίκιά σου πληρότητα»61, για­
τί εσύ είσαι τό φώς τό αληθινό πού φωτίζει κάθε άνθρωπο
σ ’ αυτόν εδώ τόν κόσμο, καί «ούτε αλλάζεις ούτε σέ κρύ­
βουν ίσκιοι»02.
Προσπαθούσα τότε πολύ νά σέ πλησιάσω, όμως εσύ μέ 26
απωθούσες. ’Ή θελες νά γνωρίσω τή γεύση τού θανάτου63,
γιατί «αντιτάσσεσαι στούς υπερήφανους»64. Καί υπήρχε
μεγαλύτερη υπεροψία από τή δική μου, όταν μέσα στήν
αχαρακτήριστη αφροσύνη μου βεβαίωνα ότι ως πρός τή
φύση μου είμαι όμοιος μέ σένα; "Ημουν ένα ον μεταβλητό,
καί αυτό μού ήταν ολοφάνερο: γιά ποιόν άλλο λόγο λοιπόν
έκανα όλες εκείνες τίς προσπάθειες νά γίνω σοφός, άν όχι
επειδή λαχταρούσα νά αλλάξω πρός τό καλύτερο; Προτι­
μούσα ωστόσο νά πιστεύω ότι κι εσύ είσαι μεταβλητός,
παρά νά δεχθώ ότι είμαι διαφορετικός από σένα. Γ ι’ αυτό
κι έσύ μέ άπόδιωχνες καί αντιστεκόσουνα μπροστά στό
πείσμα τής αφροσύνης πού μ ’ έκανε νά πλάθω μέ τή φα­
ντασία μου μορφές από ύλη, σάν νά ήσαν σώματα. Έ γ ώ ,
άνθρωπος από σάρκα, κατηγορούσα τή σάρκα. ’Έ τσ ι,
έμενα «πνεύμα πορευόμενον»65, καί αντί νά έρθω σέ σένα
περιπλανιόμουν ανάμεσα σέ πράγματα πού δέν υπάρχουν
ούτε εντός σου, ούτε εντός μου, ούτε καί εντός τού σώμα­
τος. Καί αυτά τά αποκυήματα τής φαντασίας μου δέν
ήσαν έργα τής άλήθειας σου αλλά τέρατα τής δικής μου

217
ΑΓΙΟΓ ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

μωροδοξίας, πού τά επινοούσε σάν νά ήταν υλικά σώματα.


Καί αυτά τά έλεγα στους μικρούς σου πιστούς καί δικούς
μου συμπολίτες, χωρίς νά ξέρω δτι έτσι καταδικαζόμουν
σέ εξορία. Μέσα στην ανοησία τής φλυαρίας μου τούς
έλεγα: «Π ώ ς μπορεί νά σφάλλει ή ψυχή, άφοϋ την έφτια­
ξε ό Θεός;». Δέν ήθελα δμως νά μοϋ πουν: «Π ώ ς μπορεί
νά σφάλλει ό Θεός;». Προτιμούσα νά υποστηρίζω δτι
κ α τ’ ανάγκην σφάλλει ή δική σου άφθαρτη υπόσταση,
παρά νά ομολογήσω δτι ή δική μου φθαρτή υπόσταση είχε
διαλέξει ελεύθερα τόν λάθος δρόμο καί ή πλάνη της ήταν
ή τιμωρία της.
27 ’Ήμουν στά είκοσι έξι ή στά είκοσι έπτά μου όταν έγρα­
ψα έκεΐνο τό βιβλίο. Στό μυαλό μου στριφογύριζα συνεχώς
αυτές τις φανταστικές υλικές εικόνες, καί μοΰ ξεκούφαιναν
τό αυτί τής καρδιάς· καί όσο κι αν προσπαθούσα δέν άκου-
γα, γλύκιά μου ’Αλήθεια, τήν εσώτερη μελωδία σου. "Ο­
μως αυτήν άποζητοΰσα δταν στοχαζόμουν τό ωραίο καί τό
αρμονικό. Ή θ ε λ α νά σταθώ όρθιος ένώπιόν σου, νά σέ
ακούσω καί «νά χαρώ χαρά μεγάλη στή φωνή τού νυμφί-
ου»°°. "Ομως δέν μπορούσα, γιατί μέ παρέσυραν οί φωνές
τής πλάνης μου καί τό βάρος τής υπεροψίας μιου μέ τσάκι­
ζε καί μέ γκρέμιζε. Δέν ήθελες νά χαρίσεις σ τ’ αυτιά μου
τήν αγαλλίαση καί τήν ευφροσύνη. Γιά νά αγαλλιάσουν τά
οστά μιου, έπρεπε πρώτα νά ταπεινωθούν67.

Οί κατηγορίες τον Αριστοτέλη


ι6.2β Τί κέρδισα λοιπόν πού γύρω στά είκοσι μου χρόνια έπε­
σε στά χέρια μου ένα βιβλίο τού ’Αριστοτέλη, πού όνομά-

2 ΐ8
ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΤΟΪ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

ζεται «Δέκα κατηγορίες»08; Καί μόνο στό άκουσμα τής


λέξης αυτής, πού ο δάσκαλός μου τής ρητορικής στην
Καρχηδόνα καί άλλοι πού θεωρούνταν μορφωμένοι την
πρόφεραν ξελιγωμένοι από αυταρέσκεια, μέ καταλάμβανε
αγωνία, σάν νά έπρόκειτο γιά κάτι τό έξαιρετικό, κάτι τό
θεόπνευστο. Τό διάβασα λοιπόν τό έργο μόνος, καί τό κα­
τάλαβα. Καί τί κέρδισα; Μοΰ συνέβη αργότερα νά κουβε­
ντιάσω μέ ανθρώπους πού ομολογούσαν πώς μέ δυσκολία
είχαν κατανοήσει τό έργο αυτό, παρ’ όλη τη βοήθεια διά­
σημων δασκάλων, πού όχι μονάχα τούς τό εξηγούσαν
προφορικά αλλά τούς είχαν βοηθήσει καί μέ διαγράμματα
πού χάραζαν στό χώμα. Δέν είχαν ωστόσο νά μού ποΰν,
από αυτά πού τούς έμαθαν οί δάσκαλοι, τίποτε περισσότε­
ρο από αυτά πού είχα ήδη μάθει μονάχος μέ τήν προσωπι­
κή μου μελέτη.
Μού φαινόταν ότι τό έργο αυτό έξέθετε μέ μεγάλη
σαφήνεια τό ζήτημα των ουσιών καί τών κατηγορημάτων
τους, όπως γιά παράδειγμα ο άνθρωπος: ποιά ή ουσία του-
ποιό είναι τό μέγεθος του, όπως τό ύψος του σέ πόδες- μέ
ποιόν συγγενεύει, δηλαδή τίνος είναι άδελφός· πού ζεΐ' πό­
τε γεννήθηκε- είναι ορθός ή καθιστάς- ύποδημένος ή οπλι­
σμένος ■ ενεργητικός ή παθητικός· καί θά μπορούσε νά
προσθέσει κανείς όλες τις ιδιαιτερότητες πού υπάγονται
στά εννέα γένη, όπως αυτές πού άνέφερα ως παράδειγμα,
άλλά άκόμη στό γένος τής ίδιας τής ουσίας.
Τί κέρδισα λοιπόν από όλα αυτά; 'Απλώς μέ έβλα- 29
πταν, γιατί, πιστεύοντας ότι στίς δέκα κατηγορίες περι­
λαμβάνεται άνεξαιρέτως ό,τι υπάρχει, προσπαθούσα μέ
τόν ίδιο τρόπο νά συλλάβω άκόμη κι εσένα, Θεέ μου, έσέ-

219
ΛΓΙΟΤ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ*· ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΓΟΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

να πού είσαι θαυμαστά απλός καί αναλλοίωτος. Προσπα­


θούσα νά σέ συλλάβω σάν νά ήσουν εξαρτημένος από τό
μεγαλείο ή τό κάλλος τής μορφής σου09. Τίς ιδιότητες
αυτές σοΰ τίς απέδιδα όπως ακριβώς τίς αποδίδουμε σέ
ένα σώμα, ενώ ή δική σου μεγαλοσύνη καί τό κάλλος
είσαι εσύ ό ί'διος. Ά ντιθέτω ς, ένα σώμα δέν είνώι μεγάλο
καί ωραίο μόνο επειδή είναι σώμα: θά εξακολουθούσε νά
είναι σώμα ακόμη κι αν ήταν μικρότερο ή άσχημο. "Οσα
σκεφτόμουνα γιά σένα ήταν ψέματα, δέν είχαν ίχνος αλή­
θειας. ΤΗ ταν αποκυήματα τής αθλιότητάς μου καί όχι ή
σταθερότητα τής ευδαιμονίας σου. ’Εσύ πρόσταξες κι έτσι
έγινε, καί μού έδωσε ή γή αγκάθια καί τριβόλια γιά νά
βγάζω μέ κόπο τό ψωμί μου70.
3° Τί κέρδισα λοιπόν πού είχα ολομόναχος διαβάσει καί
κατανοήσει όλα αυτά τά βιβλία τών τεχνών πού ονομάζο­
νται «ελευθέριες», ενώ έμενα υπόδουλος στίς κακές επι­
θυμίες μου; Χαιρόμουν νά τά διαβάζω, χωρίς όμως νά
γνωρίζω τήν πηγή από τήν οποία προερχόταν ο,τι αληθι­
νό καί βέβαιο περιείχαν. Ε ίχα τήν πλάτη γυρισμένη στό
φώς καί στεκόμουν καταπρόσωπο στά φωτισμένα αντι­
κείμενα- καί έβλεπα τά άντικείμενα, αλλά όχι τό φώς πού
τά φώτιζε. ’Έ μαθα, χωρίς μεγάλο κόπο καί χωρίς εξηγή­
σεις δασκάλων, γιά τήν τέχνη τού λόγου καί τού διαλό­
γου, γιά τή γεωμετρία, γιά τή μουσική καί τούς άριθμούς.
Τό γνωρίζεις, Κύριε καί Θεέ μου, γιατί ή γρήγορη αντίλη­
ψη καί ή κοφτερή κρίση μου, ή ικανότητά μου νά κατα­
νοώ γρήγορα καί νά άναλύω σέ βάθος, είναι δώρα σου. "Ο­
μως αυτό δέν μέ έκανε νά σοΰ τά προσφέρω θυσία. Γ ι’
αυτό, αντί νά μού είναι χρήσιμα, μέ έβλαπταν, γιατί όλοι

220
ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

μου οί κόποι καί οί προσπάθειες ήταν γιά νά διαφεντεύω


μόνος μου ο,τι καλύτερο διέθετα ώς άνθρωπος. ’Αντί «νά
φυλάξω τή δύναμή μου γιά σένα»71, πήγα σέ χώρα μακρι­
νή καί τή σπατάλησα στις άσωτίες μου, αυτές τίς αχόρ­
ταγες έταΐρες7ί. Τί κέρδισα λοιπόν πού διέθετα ένα αγαθό,
τήν ευφυΐα, άλλά δέν τό χρησιμοποιούσα καλά; Δέν αντι­
λαμβανόμουν κάν πόσο δύσκολο είναι νά κατανοήσουν τίς
επιστήμες αυτές ακόμη καί άνθρωποι μελετηροί καί προι­
κισμένοι. Τό κατάλαβα μόνον δταν προσπάθησα δ ίδιος νά
τίς εκθέσω σέ τέτοιους άνθρώπους, καί δ μόνος άνάμεσά
τους, πού μπορούσε νά παρακολουθεί τή διδασκαλία μου
χωρίς νά μένει πίσω, ήταν ο καλύτερος μαθητής.
Τί κέρδισα λοιπόν άπό όλα αυτά; ’Έ φτασα νά σκέφτο- 31
μαι δτι εσύ, ο Κύριος καί Θεός μου, εσύ ή ’Αλήθεια, είσαι
ένα σώμα τεράστιο καί φωτεινό, κι εγώ ένα κομμάτι άπό
αυτό τό σώμα! Τί τεράστια διαστροφή! "Ομως έτσι
ήμουν, καί δέν κοκκινίζω, Θεέ μου, νά σού εξομολογούμαι
τά ελέη σου73 καί νά σέ επικαλούμαι, εγώ πού τότε δέν
κοκκίνιζα, δταν δίδασκα μπροστά σέ άνθρώπους τίς
βλασφημίες μου καί γάβγιζα εναντίον σου. Σέ τί λοιπόν μέ
ώφέλησε ή ευστροφία τού νού γιά τά θεωρητικά ζητήμα­
τα καί ή άνάλυση εξαιρετικά πολύπλοκων βιβλίων χωρίς
άνθρώπινη βοήθεια, δταν έσφαλλα τόσο επαίσχυντα καί
βλάσφημα στή διδασκαλία τής αγάπης! Τί πείραζε λοιπόν
άν τό μυαλό τών μικρών παιδιών σου ήταν πιό αργό; Αυτά
δέν έφευγαν μακριά σου. ’Έμεναν στή φωλιά τής Ε κ κ λ η ­
σίας σου, γιά νά φυτρώσουν τά φτερά τους μέ ασφάλεια
καί νά γίνουν φτερούγες τού ελέους, μέ μόνη τροφή τήν
υγιή πίστη75.

221
ΑΓΙΟV ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΙΙΡ11ΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

"Ω Κύριε καί Θεέ μας, βάζουμε τίς ελπίδες μας κάτω
από τίς φτεροΰγες σου. Προστάτεψε μας καί κράτησέ μας
στήν αγκάλη σου. Ναί, θά μάς κρατάς, θά μάς κρατάς
άπό μικρά παιδιά, καί μέχρι νά ασπρίσουν τά μαλλιά μας,
εσύ θά μάς κρατάς. "Οσο παίρνουμε άπό σένα δύναμη,
έχουμε δύναμη. "Αν τη γυρέψουμε σέ μάς, θά είναι αδυνα­
μία. Τό μόνο μας αγαθό είναι ή ζωή κοντά σου, όμως π ή ­
ραμε τούς δρόμους καί χάσαμε τό δρόμο. Ευδόκησε, Κ ύ­
ριε, νά μεταστραφοΰμε γιά νά μήν καταστραφοϋμε, γιατί
τό μόνο αδιάφθορο αγαθό μας είναι ή ζωή κοντά σου, καί
αυτό τό αγαθό είσαι εσύ. Δέν φοβόμαστε μήπως ό δρόμος
δέν έχει έπιστροφή μετά άπό τόση καταστροφή. Ε μ ε ίς
μπορεί νά λείπουμε, δμως δέν καταστρέφεται τό σπίτι
μας, ή αίωνιότητά σου75.

222
Β ΙΒ Λ ΙΟ ΠΕΜ ΠΤΟ

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ:


ΚΑΡΧΗΔΟΝΑ, ΡΩΜΗ, ΜΙΛΑΝΟ

Δεξου τίς εξομολογήσεις μου, σοΰ τίς προσφέρω θυσία «μέ 11


τό χέρι τής γλώσσας μου»1πού εσύ έπλασες καί τής ξύ­
πνησες τόν πόθο νά δοξάσει τό όνομά σου2. Θεράπευσε τά
οστά μου3 γιά νά πουν: «Κύριε, ποιος είναι όμοιος σου;»4.
Αυτός πού σοΰ εξομολογείται όσα συμβαίνουν μέσα του δέν
σοΰ μαθαίνει κάτι πού αγνοείς. Ή καρδιά πού μένει κλει­
στή δέν σοΰ κλείνει τά μάτια, καί ή ανθρώπινη σκληρότη­
τα δέν αποκρούει τό χέρι σου, γιατί εσύ όποτε θέλεις τή
λιώνεις, είτε σάν αρωγός είτε σάν τιμωρός, καί «από τή
φωτιά σου κανείς δέν ξεφεύγει»5.
Κύριε, ευδόκησε ή ψυχή μου νά σέ μεγαλύνει γιά νά σέ
αγαπήσει, καί νά σοΰ εξομολογηθεί τά ελέη σου γιά νά δο­
ξάσει τό όνομά σου. Γιατί όλα σέ δοξάζουν καί ποτέ δέν
παύουν, ούτε ποτέ σωπαίνει ολόκληρη ή οικουμένη, τό δι-

223
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ. ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

κό σου δημιούργημα. Ε σένα δοξάζουν όλα τά πνεύματα


μέσα από τό στόμα τών πιστών σου, καί όλα τά έμψυχα
καί τά υλικά μέσα από τό στόμα έκείνων πού τά βλέπουν
καί ή ψυχή μας βγαίνει από τό λήθαργο καί εξυψώνεται
σέ σένα, καί από τά δημιουργήματα ανεβαίνει στό δημι­
ουργό τους πού τά έφτιαξε θαυμαστά. Έ κ ε ϊ ξαναβρίσκει
θάρρος καί αληθινή δύναμη.
2 ’Ά ς πορεύονται μακριά από σένα οι ανήσυχοι, οί ασε­
βείς! ’Εσύ τούς βλέπεις, καί τό βλέμμα σου διαπερνά τίς
σκοτεινές· σκιές τους. Δίπλα τους λάμπει ή ομορφιά, καί
δέν τήν αμαυρώνει ή άσκήμια τους. Καί ποϋ μπορέσαν νά
σέ βλάψουν; Σέ τί μπορέσαν νά ατιμάσουν τό βασίλειό
σου, πού από άκρη σέ άκρη, από τά υψη τοΰ ουρανού ώς
τά πέρατα τής γης, παραμένει δίκαιο κι ακέραιο; Κ αί ποϋ
θά πάνε όταν θά φύγουν «από τού προσώπου σου»0; Καί
ποϋ τά χα είναι ο τόπος όπου εσύ δέν θά τούς ξαναβρεΐς;
’Έ φυγαν, γιατί άπέφυγαν τό βλέμμα σου, καί τί κατάφε-
ραν; Βαδίζουν τυφλοί καί σκοντάφτουν καί πέφτουν επά­
νω σου7, γιατί εσύ όλα όσα φτιάχνεις δέν τά εγκαταλεί­
πεις. Ναί, ή ασέβεια τούς έφερε σέ πιό μεγάλη ανασφά­
λεια, αυτούς πού γύρεψαν νά άποδράσουν από τή δική σου
γαλήνη, γιά νά σκοντάψουν στή δικαιοσύνη σου καί νά πέ­
σουν στήν οργή σου. ’Ασφαλώς θά αγνοούσαν ότι βρίσκε­
σαι παντού, εσύ πού κανένας χώρος δέν σέ περιέχει. Μόνο
εσύ είσαι γιά όλους παρών, ακόμη καί γιά εκείνους πού
φεύγουν μακριά σου. ’Ά ς ζητήσουν τή μεταστροφή τους,
άς ζητήσουν εσένα! Αυτοί έγκατέλειψαν τό δημιουργό
τους, όμως εσύ δέν έγκατέλειψες τά πλάσματά σου9. ’Ά ς
ζητήσουν τή μεταστροφή τους, κι ευθύς θά σέ βροΰν στήν
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ

καρδιά τους, μέσα στην καρδιά αυτών πού εξομολογούνται


στό δνομά σου καί πέφτουν στά πόδια σου καί κλαΐνε στήν
αγκάλη σου, εκεί δπου τελειώνουν οι δύσκολοι δρόμοι τους.
Έ σύ απαλά τούς στεγνώνεις τά δάκρυα, καί κλαΐνε ακό­
μη πιό πολύ- καί τό κλάμα είναι από χαρά. Γιατί έσύ τούς
ξαναφτιάχνεις καί τούς παρηγορεϊς. Πού ήμουν εγώ όταν
σε γύρευα; Έ σ ύ ήσουν μπροστά μου, δμως εγώ ξεμάκραι­
να από τόν εαυτό μου, καί ούτε αυτόν πιά δέν έβρισκα, καί
άκόμη λιγότερο εσένα.

Τά βιβλία των φιλοσόφων


Ε νώ πιον τοϋ Θεοΰ μου θά μιλήσω τώρα διεξοδικά γιά
τά είκοσι εννιά μου χρόνια. Τόν καιρό εκείνο ήταν νεοφερ-
μένος από την Καρχηδόνα ένας μανιχαΐος επίσκοπος, πού
ονομαζόταν Φαύστος. ΤΗ ταν «παγίδα διαβόλου»9 καί είχε
τυλίξει πολλούς μέ τά δίχτυα τής γλώσσας του πού έστα­
ζε μέλι. Μπορεί κι εγώ νά παίνευα αυτή τήν ευγλωττία
του, δμως δέν τήν μπέρδευα μέ τίς αλήθειες πού επιθυ­
μούσα τόσο νά μάθω. Κοίταζα λιγότερο σέ τί πιάτο σέρβι­
ρε τά λόγια του καί περισσότερο μέ ένδιέφερε μέ τί λογής
φαγητά τής γνώσης μπορούσε νά μέ θρέψει αυτός, 6 πιό
όνομαστός άνάμεσά τους, 6 περίφημος Φαύστος. Οι φήμες
πού είχα ακούσει πρίν τόν συναντήσω μού τόν παρουσία­
ζαν ώς άνθρωπο μέ εξαιρετική ευρυμάθεια σέ όλους τούς
τομείς των ανώτερων γνώσεων καί βαθύ γνώστη τών
ελευθέριων τεχνών.
Ε π ειδή είχα διαβάσει πολλά έργα φιλοσόφων10 καί
είχα συγκρατήσει τίς θεωρίες τους, συνέκρινα ορισμένες
ΑΓΙΟΙ" ΑΪΓΟΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ιδέες τους με τά ατέλειωτα παραμύθια τών μανιχαίων καί


μοϋ φαίνονταν πολύ πιό ευλογες. *Ησαν ιδέες ανθρώπων
πού μπόρεσαν νά σκεφτοΰν τό νόημα τών πραγμάτων
αυτού τού κόσμου, έστω καί αν δέν βρήκαν τό δεσπότη
του11. «Γιατί είσαι μέγας, Κύριε, καί τό βλέμμα σου
στρέφεται στά ταπεινά πλάσματα, αλλά τούς υπερήφα­
νους μόνο από μακριά τούς βλέπεις»14. Γιά τούς υπερό­
πτες είσαι άπρόσιτος, άκόμη καί άν ή περιέργεια καί ή
ευστροφία τους καταφέρνει νά μετρήσει τά άστέρια τού
ουρανού καί τούς κόκκους τής άμμου, νά υπολογίσει τούς
άστερισμούς καί νά ερευνήσει τήν πορεία τών ουράνιων
σωμάτων.
4 Μέ τό μυαλό καί τήν ευφυΐα πού τούς έδωσες οί φιλό­
σοφοι διερεύνησαν πολλά ζητήματα καί έκαναν διάφορες
άνακαλύψεις. Άπό πολλά χρόνια νωρίτερα προανήγγειλαν
εκλείψεις τού ήλιου καί τής σελήνης καθώς καί τήν ημέ­
ρα καί τήν ώρα καί τό βαθμό τους καί δέν έπεσαν έξω
στούς υπολογισμούς τους. ’Έ γινε αυτό άκριβώς πού είχαν
προβλέψει. ’Έ χουν καταγράψει τούς κανόνες πού άνακά-
λυψαν σέ βιβλία πού διαβάζονται άκόμη καί σήμερα. Τά
βιβλία αυτά επιτρέπουν νά γίνονται προβλέψεις σχετικά
μέ τό έτος, τήν ήμέρα τού μηνός, τήν ώρα τής ημέρας καί
τό βαθμό τής έκλειψης είτε γιά τόν ήλιο είτε γιά τή σελή­
νη, καί γίνεται άκριβώς όπως τό έχουν προαναγγείλει.
"Οποιοι δέν ξέρουν άπό αυτά τά πράγματα, θαμπώνο­
νται καί εντυπωσιάζονται, καί αντιστρόφους έκεΐνοι πού τά
γνωρίζουν, αύτοθαυμάζονται καί περιαυτολογούν. Οι άσε-
βεΐς καί εξημμένες κεφαλές τους, μακριά άπό τό φώς σου
πάσχουν άπό έλλειψη φωτός. Προβλέπουν τήν έκλειψη τού
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΟΙ ΠΡΟΣΕΓΧΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΙΚΑΣ

ήλιου στό μέλλον, όμως τή δική τους έκλειψη στό παρόν


δεν την βλέπουν — γιατί δέν ερευνούν σύμφωνα μέ τό
πνεύμα της θρησκείας από πού πηγάζει ή ευφυΐα πού χρη­
σιμοποιούν γ ι’ αυτές τίς έρευνες— καί, επιπλέον, όταν ανα­
καλύπτουν ότι έσύ είσαι ό δημιουργός τους, δέν σού δίνονται
γιά νά διαφυλάξεις έσύ γ ι’ αυτούς όσα τούς έδωσες. Δέν σού
προσφέρουν θυσία τόν εαυτό τους, λές καί τόν έφτιαξαν οί
ίδιοι. Υψιπετείς σάν τά πουλιά, δέν θανατώνουν την υπερη­
φάνεια τους- περίεργοι σάν τά ψάρια πού διασχίζουν «τρί-
βους θαλασσών», δέν θανατώνουν τήν περιέργεια τους· τρυ-
φηλοί σάν «τά ζώα τής πεδιάδας» δέν θανατώνουν τίς ήδο-
νές τους13, γιά νά αναλώσεις έσύ, «ο Θεός ήμών πύρ κατα-
ναλίσκον»14, τίς θνητές τους μέριμνες καί νά τούς ξαναπλά-
σεις γιά τήν αιωνιότητα.
’Αγνοούν τήν οδό, τόν Λόγο σου, μέ τόν όποιο έφτιαξες 5
όχι μόνο αυτά πού άριθμούνται, αλλά καί αυτούς τούς ί­
διους πού αριθμούν, καί τήν αίσθηση χάρη στήν οποία βλέ­
πουν όσα αριθμούν, καί τήν ευφυΐα χάρη στήν οποία χρη­
σιμοποιούν τούς αριθμούς. "Ομως της δικής σου σοφίας
«ούκ έστιν αριθμός»15. Ό Μονογενής σου Υιός έγινε γιά
μάς «σοφία καί δικαιοσύνη καί αγιοσύνη»15 καί καταδέ­
χτηκε νά μετρηθεί σάν ένας από μάς17 καί απέδωσε «τά
τού Καίσαρος τώ Καίσαρι»18. ’Αγνοούν την όδό πού θά
έπρεπε νά ακολουθήσουν γιά νά κατεβούν από τίς κορυφές
τής αλαζονείας τους καί ν ’ ανεβούν σ ’ Εκείνον. Τό δρόμο
αυτό τόν αγνοούν, καί πιστεύουν ότι είναι υψηλοί καί υπέρ-
λαμπρα αστρα* να όμως που κατρακύλησαν στη γη «καί
έσκοτίσθη ή άσύνετος αυτών καρδία»20. Λένε συχνά αλή­
θειες γύρω από τά φαινόμενα τής δημιουργίας, όμως τήν

227
ΑΓΙΟΙ’ ΑΪΤΟ Ϊ'ΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

’Αλήθεια, τόν αρχιτέκτονα τής δημιουργίας σου, δέν την


αναζητούν με ευσέβεια, καί γ ι’ αυτό καί δέν τη βρίσκουν.
’Ή , εάν τη βρουν καί γνωρίσουν τόν Θεό, δέν τόν τιμούν
ώς Θεό καί δέν τόν ευγνωμονούν. Χάνονται μέσα στά δια-
νοήματά τους καί αποδίδουν στόν εαυτό τους τά δικά σου
έργα καί «φάσκοντες είναι σοφοί έμωράνθησαν», καί μέσα
στην τυφλή διαστροφή τους προσπαθούν τά δικά τους
γνωρίσματα νά τά αποδώσουν σέ σένα, δηλαδή νά φορτώ­
σουν τό ψεύδος τους σέ σένα, τήν ’Αλήθεια, καί «τή δόξα
τού Θεού τού άφθαρτου τή μεταλλάζουν σέ εικόνες πού
παριστάνουν τόν φθαρτό άνθρωπο, ή τά πουλιά ή τά τε­
τράποδα ή τά ερπετά, καί μεταβάλλουν τήν αλήθεια σου
σέ ψέμα, τιμώντας καί λατρεύοντας οχι τόν κτίστη αλλά
τά κτίσματα»31.

Οί άνακρίββυες τών μανιχαίων


Σ τά βιβλία των φιλοσόφων υπάρχουν ωστόσο ορισμένα
σωστά συμπεράσματα σχετικά μέ τή δημιουργία, καί τά
είχα συγκρατήσει στή μνήμη. ’Έβρισκα λογική τήν εξή­
γηση πού στηριζόταν στούς αριθμούς, στήν τάξη τών επο­
χών καί στίς ορατές αποδείξεις τών άστρων. "Οταν λοιπόν
τά συνέκρινα μέ τά κηρύγματα τού Μάνη, πού έγραψε τε­
ράστια καί εξωφρενικά κατεβατά σχετικά μέ αυτά τά ζη­
τήματα, δέν τόν έβλεπα νά δίνει κάποια λογική εξήγηση
γιά τά ήλιοστάσια, τίς ισημερίες ή τίς εκλείψεις τών
άστρικών σωμάτων, αλλά ούτε καί γιά οτιδήποτε σχετικό
μέ εκείνα πού είχα διαβάσει στά βιβλία τής κοσμικής
γνώσης. Υποχρεωνόμουν νά πιστεύω τά βιβλία του, όμως
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΟΙ ΑΝΑΚΡΙΒΕΙΕΣ ΤΩΝ ΜΑΝΙΧΑΙΩΝ

αυτά δέν ήσαν σύμφωνα με δσα είχα ο ίδιος διερευνήσει


χάρη στη λογική τών αριθμών καί την παρατήρηση των
ματιών μου. Ή απόσταση ήταν μεγάλη.
’Ώ Κύριε, Θεέ τής αλήθειας, σίγουρα δεν άρκοΰν αυτές 4-7
οί γνώσεις στον άνθρωπο γιά νά σοΰ αρέσει. "Οποιος έχει
γνώσεις, ά λλ’ άγνοεΐ εσένα, είναι δυστυχής. "Οποιος δέν
έχει γνώσεις, αλλά γνωρίζει έσένα, είναι ευτυχής. ’Αλλά
καί εκείνοι πού καί τίς γνώσεις έχουν κι έσένα γνώρισαν,
είναι ευτυχείς οχι γιά τίς γνώσεις, αλλά γιατί γνώρισαν
τόν Θεό καί τόν δοξάζουν καί τόν ευχαριστούν ως Θεό καί
δέν «έματαιώθησαν έν τοΐς διαλογισμοΐς αυτών»5*.
Ό άνθρωπος πού γνωρίζει οτι έχει ένα δέντρο, καί σέ
ευγνωμονεί πού μπορεί νά τό χρησιμοποιεί — έστω καί άν
άγνοεΐ πόσες πιθαμές είναι τό ύψος του καί πόση ή πε­
ριφέρεια τών κλαδιών του— , είναι καλύτερος άπό εκείνον
πού μπορεί νά υπολογίσει τό ύψος του καί νά μετρήσει τά
κλαδιά του, αλλά ούτε τό δέντρο τού ανήκει ούτε τό δη­
μιουργό του γνωρίζει καί αγαπά. Κάτι ανάλογο ισχύει γιά
τόν πιστό, πού είναι δικά του τά πλούτη ολου τού κό­
σμου53, πού «μηδέν έχει καί τά πάντα κατέχει»54, αφού
είναι δεμένος μέ σένα πού ολα σέ υπηρετούν, άκόμη καί άν
άγνοεΐ τίς περιφορές τής Μεγάλης άρκτου. Θά ήταν πα­
ραφροσύνη νά αμφιβάλουμε δτι είναι πολύ καλύτερος άπό
εκείνον πού ξέρει νά μετράει τόν ουρανό καί νά υπολογίζει
τά άστρα καί νά ζυγίζει τά υλικά σώματα, αλλά παραβλέ­
πει έσένα, πού «διέθεσες τά πάντα σύμφωνα μέ τό μέτρο,
τόν αριθμό καί τό βάρος τους»55.
Μά ποιος έπιτέλους ζήτησε άπό έναν όποιονδήποτε 5-8
Μάνη νά γράψει γιά δλα αυτά τά πράγματα; Ή ευσέβεια

229
·\ΓίΟ V AVTOVSTINOV ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

μαθαίνεται καί χωρίς αυτά. ’Έ χεις πει στόν άνθρωπο: « Ή


θεοσέβεια είναι σοφία»56. Ό Μάνης θά μπορούσε νά αγνοεί
τή θεοσέβεια, ακόμη καί άν γνώριζε τέλεια τίς φυσικές επι­
στήμες. "Ομως ή τεράστια αναισχυντία του, νά τολμήσει
νά τίς διδάξει χωρίς νά τίς γνωρίζει, άποδεικνύει δτι ήταν
εντελώς ανίδεος στά ζητήματα της σοφίας. Είναι ματαιο-
δοξία, ακόμη καί όταν δέν μάς λείπουν οί γνώσεις, νά τίς
κάνουμε αντικείμενο θρησκευτικής διδασκαλίας. Ή ευσέ­
βεια ζητά νά σοΰ τίς προσφέρουμε ως θυσία εξομολόγησης57.
Ό Μάνης παρεξέκλινε από αυτή τήν αρχή, καί μίλησε
πολύ γιά αυτά τά πράγματα. "Ομως εκείνοι πού πραγματι­
κά τά γνωρίζουν τοΰ καταλόγισαν άγνοια. ’Από αυτό φάνη­
κε καθαρά ποιές θά μπορούσαν νά είναι οί σκέψεις του γιά
άλλα, πιό δυσπρόσιτα. Ε πειδή ήθελε νά τόν βάλουν πολύ
ψηλά, προσπάθησε νά πείσει τούς ανθρώπους ότι τό "Αγιο
Πνεύμα, ή παραμυθία καί ό θησαυρός των πιστών, έ'δρευε,
μέ όλη τήν αυθεντία του, προσωπικά σ ’ αυτό τόν Γδιο. "Ο­
ταν άποκαλύφθηκε ότι έκανε λάθη σχετικά μέ τόν ουρανό,
τά άστρα, τήν κίνηση τού ήλιου καί τοΰ φεγγαριού, έγινε
κατάφωρο ότι οί προθέσεις του δέν ήσαν λιγότερο ιερόσυ­
λες· γιατί μπορεί αυτά τά θέματα νά μήν έχουν σχέση μέ τή
θρησκεία, όμως εκείνος όχι μόνο μιλούσε γιά πράγματα πού
δέν γνώριζε, αλλά ήταν τόσο ξέφρενη ή ματαιοδοξία του καί
τόσο μεγάλη ή έπαρσή του, ώστε νά αποδίδει τά ψέματα
πού ξεστόμιζε στήν υποτιθέμενη θεϊκή του υπόσταση.
9 "Οταν συμβαίνει νά μοΰ μιλά ένας χριστιανός αδελφός
μου γιά τέτοιου είδους ζητήματα, χωρίς νά τά κατέχει
στήν εντέλεια, ακούω τίς απόψεις του μέ υπομονή, ακόμη
κι άν συγχέει κάποια πράγματα. Κ ατά τή γνώμη μου δέν

230
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΟΙ ΑΝΑΚΡΙΒΕΙΕΣ ΤΩΝ ΜΑΝΙΧΑΙΩΝ

έχουν τίποτε πού νά τόν βλάπτει. Τί θά πάθει άν αγνοεί τή


θέση καί τή φύση ενός υλικού δημιουργήματος; Σημασία
έχει νά μήν πιστεύει πράγματα ανάρμοστα γιά σένα, Κ ύ­
ριε, τό δημιουργό τών πάντων. "Ομως τό κακό γ ι’ αυτόν
θά άρχιζε από τή στιγμή πού θά φανταζόταν δτι τά ζητή­
ματα αυτά αφορούν άμεσα τή διδαχή τής σωτηρίας, καί
θά έπέμενε νά υποστηρίζει πράγματα πού δέν κατανοεί.
Καί πάλι, έστω καί από μιά τέτοια αδυναμία, τόν προστα­
τεύει μητρικά τό έλεος σου, φτάνει νά βρίσκεται μέσα στό
λίκνο της πίστης, μέχρι πού ό άνθρωπος «νά άνδρωθεΐ τε­
λείω ς» καί νά πάψει νά αφήνεται νά τόν παρασέρνει εδώ κι
εκεί «ό άνεμος τής κάθε διδασκαλίας»28.
"Οσο γιά εκείνον τόν άνθρωπο πού άνακήρυξε τόν εαυ­
τό του χάρη στήν πειθώ του δάσκαλο, σύμβουλο, οδηγό
καί αρχηγό άλλων ανθρώπων, καί είχε τό θράσος, άν καί
τόν έπιασαν σέ πολλά σημεία νά σφάλλει, νά θέλει νά πεί­
σει τούς οπαδούς του ότι δέν είναι άνθρωπος αλλά τό ίδιο
τό "Αγιο Πνεύμα σου, πώ ς θά πρέπει κανείς νά τόν κρίνει;
"Ενας άνθρωπος τόσο φαντασμένος καί άφρων αξίζει μόνο
τήν αποστροφή καί τήν πλήρη απόρριψη.
Δέν είχα ακόμη ξεκαθαρισμένη άποψη γιά τίς θεωρές
τού Μάνη καί δέν απέκλεια δτι μπορούσαν νά προσφέρουν
μιάν ερμηνεία σέ ζητήματα δπως ή εναλλαγή μεγαλύτε­
ρων καί μικρότερων ημερών καί νυχτών, ή ή εναλλαγή
ήμέρας καί νύχτας, ή οί εκλείψεις τών άστρικών σωμά­
των καί άλλα παρόμοια φαινόμενα, γιά τά όποια είχα δια­
βάσει καί στά βιβλία τών φιλοσόφων. ’Ά ν τυχόν όμως συ-
νέβαινε κάτι τέτοιο, με ποιόν τρόπο θά μπορούσα νά είμαι
βέβαιος δτι είναι δπως τά λέει εκείνος καί όχι δπως οί

231
ivrior λ π ό ϊ ς τ ι ν ο τ εξ ομολογ ήσε ι ς , πρώτος τομος

άλλοι; 'Ο μόνος τρόπος λοιπόν γιά νά βγώ από τήν αβε­
βαιότητα θά ήταν νά δώσω πίστη στήν αυθεντία του πού
οφειλόταν στην υποτιθέμενη αγιοσύνη του.

Ό Φαΰστο?
'Ό σο κράτησαν τά εννιά περίπου χρόνια πού τό άνήσυ-
χο πνεύμα μου άκουγε τούς οπαδούς τού Μάνη, περίμενα
με τρομερή λαχτάρα νά έρθει ό Φαΰστος. "Ολοι οι άλλοι
μανιχαΐοι πού είχε συμβεϊ νά γνωρίσω, δταν οί τυχόν
αντιρρήσεις μου τούς έφερναν σέ αμηχανία, άρχιζαν νά
μοΰ διαφημίζουν τόν Φαΰστο: μόλις θά ερχόταν ό άνθρω­
πος αυτός, από τήν πρώτη κιόλας συζήτηση, θά μοΰ έλυ­
νε μέ ευκολία καί σαφήνεια όλες τίς απορίες μου, ακόμη
καί γιά τά σπουδαιότερα ζητήματα.
ΤΗρθε λοιπόν, καί μοΰ φάνηκε χαρισματικός καί ευχά­
ριστος ομιλητής. ’Έ λεγε τά Γδια πού λένε κι εκείνοι, αλλά
ο λόγος του ήταν πολύ πιό γλαφυρός. Γινόταν όμως νά
σβήσει ή δίψα μου μόνο μέ πολύτιμα ποτήρια καί εξαίρετο
σερβίρισμα119; Τά αυτιά μου είχαν πιά χορτάσει από παρό­
μοια άναμασήματα. Τί καί άν αυτός τά έλεγε καλύτερα;
Ούτε καλύτερα μοΰ φαίνονταν ούτε καί αληθινότερα, αλλά
ούτε καί τό πνεύμα του μοΰ φαινόταν πιό σοφό επειδή ή
μορφή του ήταν πιό εκφραστική καί ό λόγος τού κομψότε­
ρος. Αυτοί πού μοΰ τόν διαφήμιζαν δέν ήσαν καλοί κριτές:
ό άνθρωπος αυτός τούς φαινόταν συνετός καί σοφός μόνο
καί μόνο επειδή τούς σαγήνευε μέ τή ρητορική του τέχνη.
Γνώριζα μιάν άλλη κατηγορία ανθρώπων, πού ακόμη
κι ή αλήθεια τούς φαίνεται ύποπτη καί τήν άμφισβητοΰν

232
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: Ο ΦΑΤΣΤΟΣ

όταν τούς προσφέρεται μέ λόγια περίτεχνα καί χειμαρρώ­


δη. Αυτό μοΰ τό είχε διδάξει ό Θεός μου μέ τρόπους θαυμα­
στούς καί κρυφούς — καί πιστεύω σ ’ αυτό πού μοΰ δίδα­
ξες, γιατί είναι αληθινό, καί δέν υπάρχει άλλος δάσκαλος
τής αλήθειας, σέ οποία μορφή της ή προέλευση. Ε ίχα μά­
θει λοιπόν από σένα ότι ένα πράγμα δέν είναι κ α τ’ ανάγκην
αληθινό επειδή λέγεται μέ ευφράδεια, ούτε δμως κ α τ’ ανά­
γκην είναι έσφαλμένο επειδή λέγεται μέ γλώσσα πού τραυ­
λίζει- καί άντιστρόφως, δέν είναι κ α τ’ ανάγκην σωστό δ,τι
λέγεται μέ τήν απέριττη γλώσσα τής τρέχουσας ομιλίας,
ούτε δμως είναι λανθασμένο δταν χρησιμοποιείται ένα λα ­
μπερό ρητορικό ύφος. Ε ίχα μάθει δτι ή σοφία καί ή μωρία
μοιάζουν μέ τροφές, πού άλλες είναι χρήσιμες καί άλλες
άχρηστες. "Οπως ακριβώς αυτά τά δύο είδη τροφών μπο­
ρούν νά προσφερθοΰν σέ σκεύη τόσο τού χωριού δσο καί τής
πόλης, έτσι καί τό ύφος μπορεί νά είναι υψηλό ή ταπεινό.
Γιά καιρό περίμενα μέ λαχτάρα τόν Φαύστο. "Οταν >'
ήρθε, μέ γοήτευσε μέ τήν όρμητικότητα καί τό αίσθημα πού
έβαζε στήν ομιλία του, καί τήν πετυχημένη έπιλογή τών λέ­
ξεων πού χρησιμοποιούσε μέ τόση άνεση γιά νά ντύνει τή
σκέψη του. Μέ γοήτευε καί τόν έκθείαζα κι εγώ μαζί μέ
τούς άλλους, καί μάλιστα ακόμη περισσότερο από τούς
άλλους. Στενοχωριόμουν πού δέν ήταν δυνατόν, μέσα στό
πλήθος τών ακροατών πού τόν περιστοίχιζαν, νά τοΰ κάνω
ερωτήσεις καί νά έχω μιά προσωπική συζήτηση μαζί του μέ
τή δυνατότητα διαλόγου, γιά νά τού υποβάλω τά προβλήμα­
τα πού μέ βασάνιζαν. Παρουσιάστηκε, τέλος, ή ευκαιρία, καί
κατάφερα μαζί μέ τούς φίλους μου νά τραβήξω τήν προσοχή
του μόλις ή στιγμή φάνηκε ευνοϊκή γιά ερωτήσεις καί άπα-

233
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ντήσεις. "Οταν τοΰ υπέβαλα ορισμένα από τά προβλήμα­


τα πού μέ απασχολούσαν, αμέσως ανακάλυψα οτι βρισκό­
μουν μπροστά σέ έναν άνθρωπο πού δέν είχε ιδέα γιά τίς
ελευθέριες τέχνες, εκτός άπό γραμματική καί λογοτεχνία,
άλλά καί αυτά άκόμη τά γνώριζε σέ πολύ γενικές γραμ­
μές. Ε ίχε διαβάσει μερικούς λόγους τού Κικέρωνα, έναν
μικρό άριθμό άπό πραγματείες τοΰ Σενέκα, ήξερε καί κά­
τι λίγα άπό ποίηση, καθώς καί τά λίγα συγγράμματα τής
αίρεσής του, μεταφρασμένα μέ τέχνη στά λατινικά. Σ τά
παραπάνω θά πρέπει νά προστεθεί ή καθημερινή άσκηση
τοΰ λόγου. Χάρη σ ’ αυτήν είχε μπορέσει νά άποκτήσει
ρητορική δεινότητα, πού γινόταν άκόμη πιό πειστική κι
ελκυστική χάρη στήν ευφυΐα του καί τή φυσική του χάρη.
Τά θυμάμαι άραγε σωστά, Κύριέ μου καί Θεέ μου; Ε ­
σύ είσαι ό κριτής τή ς συνείδησής μρυ. Σ ’ εσένα άνοίγω
τήν καρδιά μου καί τή μνήμη μου. Έ σ ύ τότε μέ οδη­
γούσες μέσα άπό τούς μυστικούς δρόμους τής πρόνοιας
σου και ηόη μου εοαζες «κατα προσωπον»™ τα επαισχυ-
ντα λάθη μου, γιά νά τά δώ καί νά τά μισήσω.
7 ·ΐ 2 "Οταν μοΰ έγινε ολοφάνερη ή άνεπάρκεια τού Φαύστου
στίς ελευθέριες τέχνες, δηλαδή στό χώρο στόν όποιο είχα
θεωρήσει οτι διέπρεπε, άρχισα νά χάνω κάθε ελπίδα ότι θά
μπορούσε νά μού άναλύσει καί νά μού λύσει τά προβλήμα­
τα πού μέ βασάνιζαν. Θά μπορούσε ωστόσο, άκόμη καί άν
δέν είχε ιδέα άπό επιστήμες, νά κατέχει τουλάχιστον τήν
άλήθεια στή θρησκεία. ΤΗταν όμως μανιχαΐος, συνεπώς
αυτό ήταν άδύνατον. Τά δικά τους βιβλία είναι γεμάτα άπό
άτελείωτους μύθους γιά ουρανούς καί άστέρια, ήλιους καί
φεγγάρια. Αυτό πού επιθυμούσα νά μάθω άπό τόν Φαύστο

234
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: Ο ΦΑΓΣΤΟΣ

ήταν εάν τά συμπεράσματα πού είχα συναγάγει έπί τή βά­


σει τών αριθμών, ακολουθώντας τά βιβλία τών φιλοσό­
φων, συμφωνούσαν με τά βιβλία τών μανιχαίων, ή εάν του­
λάχιστον προσέφεραν ισάξιες αποδείξεις. Ε ίχα πάψει όμως
νά τόν θεωρώ ικανό νά εξηγήσει τόσο λεπτά ζητήματα.
Πάντως τού υπέβαλα τίς ερωτήσεις πού ήθελα νά συ­
ζητήσω μαζί του. Αυτός, μέ μεγάλη μετριοφροσύνη, δέν
άποτόλμησε νά σηκώσει τέτοιο βάρος. Ε ίχε συνείδηση
τής άνεπάρκειάς του καί δέν ντρεπόταν νά τήν ομολογή­
σει. Δέν ήταν άπό εκείνους τούς μεγαλορρήμονες — ά, πό­
σους τέτοιους είχα συναντήσει!— πού έσπευδαν νά μοΰ δί­
νουν μαθήματα πάνω σέ παρόμοια ζητήματα, άερολογώ-
ντας. Ό άνθρωπος αυτός είχε καρδιά πού, άν καί δέν ήταν
«ευθεία» απέναντι σου31, ήταν τουλάχιστον προσεκτική μέ
τόν εαυτό της. Ε ίχε επίγνωση τής άγνοιάς του καί δέν
ήθελε νά έμπλακεΐ άκριτα σέ μιά συζήτηση άπό δπου δέν
θά μπορούσε εύκολα νά βγει ούτε καί νά υποχωρήσει.
Αυτό μέ έκανε νά τόν συμπαθήσω περισσότερο. Ή με­
τριοφροσύνη μιάς ψυχής πού ομολογεί τά όριά της είναι
πολύ ωραιότερη άπό τίς γνώσεις πού ζητούσα. Αυτή τήν
ιδιότητα τού τήν αναγνώριζα κάθε φορά πού οί έρωτήσεις
μου ήσαν δυσκολότερες καί λεπτότερες.
"Ενα είναι τό γεγονός, δτι δλος μου ό ενθουσιασμός γιά «3
τά γραπτά τού Μάνη κατέρρευσε, καί ακόμη λιγότερες
ελπίδες στήριζα στούς άλλους λόγιους τής αίρεσης, αφού ό
επιφανέστερος άνάμεσά τους άποδείχτηκε τόσο άπειρος
στά πιεστικά μου ερωτήματα. 'Ωστόσο άρχισα νά συχνάζω
στόν κύκλο του. Μέ τράβαγε τό θερμό ενδιαφέρον του γιά
τή λογοτεχνία, τό μάθημα πού ως ρητοροδιδάσκαλος τότε

235
ΑΓΙΟΙ' ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

δίδασκα ατούς έφηβους τής Καρχηδόνας. Διάβαζα μαζί


του είτε βιβλία πού τά είχε ακούσει κι επιθυμούσε νά τά
γνωρίσει, είτε αυτά πού έκρινα πώς θά ταίριαζαν στά
ενδιαφέροντά του. Κατά τά άλλα, ολος ό ζήλος μου νά
προχωρήσω υψηλότερα στήν αίρεση έσβησε από τότε πού
τόν γνώρισα. Πάντως δέν διέκοψα όλότελα τη σχέση μου
μαζί τους, αλλά μέ τό πρόσχημα οτι δέν έβρισκα τίποτε
καλύτερο είχα αποφασίσει νά μείνω έκεΐ πού είχα ξεπέσει
στά τυφλά, εκτός εάν φανερωνόταν μιά καλύτερη επιλογή.
’Έ τσ ι, αυτός ο περίφημος Φαΰστος, πού είχε σταθεί
γιά τόσο κόσμο «παγίδα θανάτου»3*, εμένα, χωρίς νά τό
θέλει ή νά τό ξέρει, ερχόταν νά μέ ελευθερώσει από τά δε-
σμά μου. Γιατί, μέσα στή μυστική σου πρόνοια, τά χέρια
σου δέν έγκατέλειπαν, Θεέ μου, τήν ψυχή μου- καί ή μά­
να μου έχυνε μέρα καί νύχτα δάκρυα από τό αίμα τής
καρδιάς της καί σοΰ τά προσέφερε θυσία- κι εσύ μεσολά­
βησες μέ τρόπους θαυμαστούς. Ναί, εσύ μεσολάβησες,
Θεέ μου, γιατί «τά βήματα τού ανθρώπου τά οδηγεί ό Κ ύ­
ριος, κι ή θέλησή του μας άνοίγει δρόμους»33. Μπορούσε
νά έρθει από άλλού ή σωτηρία, αν τό δικό σου χέρι δέν ξα-
ναέφτιαχνε εκείνο πού έφτιαξε;

Στή νώμη
8.14 Χάρη στή δική σου ενέργεια πείσθηκα λοιπόν νά πάω
στή Ρώμη καί νά διδάξω έκεΐ, μέ καλύτερες συνθήκες, τά
Γδια πού δίδασκα στήν Καρχηδόνα. Δέν θά παραλείψω νά
σοΰ εξομολογηθώ τί ήταν αυτό πού έπαιξε καθοριστικό ρό­
λο σέ αυτή μου τήν απόφαση. Γιατί αυτό μέ κάνει γιά άλλη

236
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΣΤΗ ΡΩΜΗ

μιά φορά νά στοχαστώ καί νά διακηρύξω τό βάθος των


μυστικών βουλών σου καί τό πανταχοΰ παρόν έλεος σου.
’Ά ν θέλησα νά πάω στη Ρώ μη, δέν ήταν γιά νά αυξή­
σω τά κέρδη καί τό κύρος μου, δπως μοϋ υπόσχονταν οί
φίλοι πού μοΰ είχαν δώσει αυτή τή συμβουλή. Είναι αλή­
θεια οτι κι αυτά τά επιχειρήματα είχαν τότε κάποιαν επί­
δραση επάνω μου. "Ομως ό κύριος λόγος, καί σχεδόν ο μο­
ναδικός, ήταν πώ ς, σύμφωνα μέ τά οσα άκουγα, οι σπου­
δαστές εκεί πέρα ήσαν πιό ήσυχοι, μέ περισσότερους πε­
ριορισμούς καί καλύτερα οργανωμένη πειθαρχία. Ποτέ δέν
έμπαιναν ξεδιάντροπα στήν τάξη ένός δασκάλου, άν δέν
ήσαν γραμμένοι στό μάθημά του, γιά νά προκαλέσουν τα ­
ραχή. Γιά νά γίνουν δεκτοί έπρεπε οπωσδήποτε νά έχουν
πάρει προηγουμένως τήν άδειά του. Ά ντιθέτω ς, στήν
Καρχηδόνα ή ασυδοσία τών σπουδαστών δέν έχει όρια.
Εισβάλλουν άσύστολα σάν δαιμονισμένοι καί κάνουν άνω
κάτω τήν τάξη πού έχει επιβάλει 6 δάσκαλος γιά τό καλό
τών μαθητών του. Επιδίδονται σέ ένα σωρό άχρειότητες
μέ μνημειώδη αναισθησία, πράξεις πού θά έπρεπε νά τι­
μωρούν οί νόμοι, άλλά τίς προστατεύει ή συνήθεια. "Ομως
αυτό φανερώνει ακόμη καλύτερα τήν αθλιότητά τους,
γιατί νομίζουν οτι έχουν τό έλεύθερο νά κάνουν πράγματα
πού έ αιώνιος νόμος σου ποτέ δέν θά έπέτρεπε. Τούς εξυ­
πηρετεί νά πιστεύουν οτι τά κάνουν ατιμωρητί, όμως τι­
μωρούνται τήν ίδια εκείνη στιγμή από τή δική τους τυ­
φλότητα καί παθαίνουν κακά άσυγκρίτως μεγαλύτερα
από αυτά πού προξενούν.
Αυτά τά ήθη, πού δέν θέλησα νά τά οίκειοποιηθώ ως
σπουδαστής, έπρεπε τώρα νά τά άνέχομιαι από ξένους

237
ΑΓΙΟΓ ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

σπουδαστές ώς δάσκαλος. Γ ι’ αυτό μέ μεγάλη ευχαρί­


στηση θά πήγαινα σέ μέρος οπού δεν γίνονται τέτοια
πράγματα, όπως τουλάχιστον μοΰ έλεγαν έκεΐνοι πού
γνωρίζουν. ’Αλλά στην πραγματικότητα ήσουν έσύ, «ή
ελπίδα καί ό κλήρος μου πάνω στη γή»34, πού ευδόκησες
νά με κάνεις νά πάω σέ άλλη πόλη «γιά τή σωτηρία τής
ψυχής μου»35. Έ σ ύ με κέντριζες νά φύγω από τήν Καρ-
χηδόνα, καί μοΰ παρουσίαζες τά πλεονεκτήματα τής Ρ ώ ­
μης. Γιά νά με προσελκύσεις εκεί χρησιμοποίησες ανθρώ­
πους πού ένδιαφέρονταν αποκλειστικά γιά μιά ζωή νεκρή,
πού οί πράξεις τους σ ’ αυτή τή ζωή φανέρωναν τήν ακρι­
σία τους, καί οί υποσχέσεις τους γιά τή Ρώμη τή ματαιο-
δοξία τους. Κ αί όμως έσύ, γιά νά οδηγήσεις εκεί «τά βή­
ματά μου»35, χρησιμοποιούσες μυστικά καί τή δική τους
καί τή δική μου διαστροφή. Εκείνους πού μοΰ τάραζαν
τήν ησυχία, τούς τύφλωνε ή λυσσασμένη τους άναισχυ-
ντία· τούς φίλους πού με προσκαλοΰσαν νά πάω άλλου,
τούς κυρίευε ή κενοδοξία- δσο γιά μένα, εδώ μισούσα μιάν
αληθινή δυστυχία, καί πήγαινα εκεί γιά νά βρώ μιά ψεύτι­
κη ευτυχία.
*5 "Ομιως έσύ, ό Θεός μου, γνώριζες τό λόγο πού έφευγα
από τήν Καρχηδόνα καί πήγαινα στή Ρώμη, καί δέν τόν
φανέρωνες ούτε σέ μένα ούτε στή μάνα μου. 7Η ταν φριχτά
άναστατωμένη όταν έφευγα, καί ήρθε μαζί μου μέχρι τό
λιμάνι. "Ομως εγώ τήν ξεγέλασα. Έ ν ώ είχε αρπαχτεί από
πάνω μου, θέλοντας νά με κάνει ή νά γυρίσω ή νά τήν πά ­
ρω μαζί μου, έγώ προσποιήθηκα δτι δέν ήθελα νά άφήσω
μοναχό ένα φίλο πού τά χα περίμενε νά φυσήξει άνεμος γιά
νά σαλπάρει. Καί είπα ψέματα στή μάνα μου, σέ μιά τέ-

238
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΣΤΗ ΡΩΜΗ

τοια μάνα, καί τό ’σκασα. Ναί, μέχρι κι αυτό μοΰ τό συγ-


χώρεσες. Μέ σπλαχνίστηκες καί δέν μέ κατάπιαν τά κύ­
ματα, τέτοιος πού ήμουν, ένα ελεεινό απόβρασμα, καί μ ’
έφερες στά νερά τής χάρης σου. Καί τά νερά αυτά ήρθαν νά
μέ ξεπλύνουν καί νά στεγνώσουν τά άλλα νερά πού άνά-
βλυζαν καθημερινά γιά μένα ενώπιον σου από τά μάτια τής
μάνας μου, καί έβρεχαν τή γή στό κάθε βήμα της.
Καθώς λοιπόν εκείνη άρνιόταν νά φύγει χωρίς εμένα,
την έπεισα μέ χίλια βάσανα νά περάσει τη νύχτα σέ ένα
παρεκκλήσι, αφιερωμένο στη μνήμη τοΰ μακάριου Κ υ­
πριανού, πού γειτόνευε μέ τό καράβι μας. Κ αί τήν ίδια
εκείνη νύχτα έφυγα στά κλεφτά. Ε κ είνη έμεινε νά οδύρε­
ται καί νά προσεύχεται. Κ αί τί σοΰ ζητούσε, Θεέ μου, μέ
τά τόσα δάκρυα; Μοναχά νά μή μ ’ άφήσεις νά μπαρκάρω.
'Ό μ ω ς εσύ, πού ή ματιά σου βλέπει βαθιά, είσάκουσες τήν
πιο ουσιαστική της προσευχή, καί δέν τής έδωσες αυτό
πού σού ζητούσε τότε, γιά νά μέ κάνεις νά γίνω αυτό πού
σού ζητούσε πάντα.
Ό αγέρας φύσηξε καί γέμισε τά πανιά μας,- καί χάθη­
κε ή ακτή από τά μάτια μας. "Οταν ξημέρωσε, έκείνη
πήγε εκεί καί στάθηκε, τρελλή από τήν απελπισία, παρα­
ληρώντας καί γεμίζοντας τ ’ αυτιά σου μέ τ ’ αναφιλητά
της. "Ομως αυτό εσύ δέν τό λάβαινες υπόψη σου. "Οπως
θέλησες νά γιατρέψεις εμένα από τή φιλοδοξία μου μέ τήν
ίδια μου τή φιλοδοξία, έτσι κι ή μάνα μου δεχόταν τό δί­
καιο μαστίγιο τού πόνου, γιατί πονούσε μέ τόν πόνο τής
σάρκας. ’Ή θελε νά είμαι στό πλάι τη ς, καθώς όλες οί μα­
νάδες, καί μάλιστα αυτή τό ήθελε περισσότερο από τίς
άλλες, καί ούτε πού υποψιαζόταν τί τής προετοίμαζες

239
ΑΓΙΟΙ’ Α ΠΌΤΣΤΙΝΟΪ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ. ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

παίρνοντας με από κοντά της. ’Αγνοούσε ποια χαρά την


περίμενε. ’Έ κ λα ιγε καί ολοφυρόταν, καί ό παιδεμός της
μαρτυρούσε άπάνω της τά σημάδια από τήν κληρονομιά
τής Εΰας: βογκώντας γύρευε εκείνο πού με βογκητά είχε
γεννήσει. Π αρ’ όλα αυτά, άφού πρώτα με κατηγόρησε γιά
απάτη καί σκληρότητα, άρχισε πάλι νά προσεύχεται γιά
μένα καί πήρε τό δρόμο γιά τό σπίτι της, ενώ εγώ ήμουν
στό δρόμο γιά τη Ρώμη.
9 ·ι 6 Φθάνοντας στη Ρώμη, έπεσα άρρωστος. Ή σωματική
ασθένεια μέ υποδέχτηκε σάν σωστό μαστίγωμα. Βάδιζα
γραμμή γιά τήν κόλαση, φορτωμένος μέ ολα τά κακά πού
είχα κάνει σέ σένα, στόν εαυτό μου καί σέ τρίτους. Καί
ήσαν πολλά καί ασήκωτα, καί βάραιναν τήν αλυσίδα πού
μας δένει όλους μέ τό πρώτο έκεΐνο αμάρτημα πού μας
κάνει νά πεθαίνουμε «έν τώ Ά δάμ»37. Δέν μοΰ είχες δώσει
ακόμη άφεση στό όνομα τού ’Ιησού Χριστού. Δέν είχε
ακόμη καταλύσει ό Χριστός μέ τό σταυρό του τίς προσβο­
λές πού σού έκανα μέ τίς αμαρτίες μου. Π ώς όμως θά
μπορούσε νά μέ σώσει ένας σταυρός πού τότε πίστευα ότι
τόν σήκωσε επάνω του ένα φάντασμα; 'Ό σο ψεύτικος μοϋ
φαινόταν τότε ό σαρκικός του θάνατος, άλλο τόσο αληθι­
νός ήταν ό θάνατος τής ψυχής μου. Καί όσο ό θάνατος
τής σάρκας του ήταν αληθινός, άλλο τόσο ή ζωή τής
ψυχής μου, πού δέν τόν πίστευε, ήταν ψεύτικη.
’Ανέβαινε ό πυρετός κι εγώ έσβηνα καί χανόμουνα. Καί
πού θά πήγαινα σ τ ’ αλήθεια, άν έφευγα τότε από τή ζωή;
Στό πύρ καί στά μαρτύρια πού αρμόζανε στίς πράξεις μου,
όπως ορίζει ο νόμος τής αλήθειας σου. Ή μάνα μου αγνο­
ούσε τήν αρρώστια μου, καί όμως, έστω καί από μακριά,

240
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΟΙ ΠΡΟΣΕΤΧΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΙΚΑΣ

προσευχόταν γιά μένα. Κ αί εσύ, ό πανταχοϋ παρών, καί


εκεί πού ήταν την εισακόυσες, καί έκεΐ πού ήμουν με ελέ­
ησες. Γιατρεύτηκα στό σώμα, όχι όμως στην καρδιά πού
συνέχιζε νά πάσχει από τη βλάσφημη μωρία της. Γιατί
καί σέ τέτοιον κίνδυνο πού βρέθηκα, πάλι δέν ζήτησα τό
βάφτισμά σου. Παιδί, ήμουν πολύ καλύτερος, άφοϋ σέ
ανάλογο κίνδυνο, θυμάμαι, τό είχα ζητήσει από τή μάνα
μου, τήν πιστή δούλη σου, όπως σοΰ είπα πρωτύτερα σέ
τούτη τήν εξομολόγηση. Τώρα ήμουν πιά μεγάλος, όμως
είχα μεγαλώσει μέσα στό αίσχος μου, καί περιγελούσα ό
τρελλός τις συμβουλές τής ιατρικής σου. Έ σ ύ όμως δέν
μέ άφησες νά πεθάνω μέ έναν τέτοιο διπλό θάνατο. 'Έ να
παρόμοιο χτύπημα στήν καρδιά τής μάνας μου θά ήταν
μοιραίο, γιατί, όσα κι άν πώ , πάλι δέν θά είναι αρκετά γιά
νά περιγράφω πόσο μέ αγαπούσε καί πόσο ή αγωνία της
νά μέ δει γεννημένο πνευματικά ήταν πιό επίπονη από τίς
ώδινες τής σάρκας.

ΟΙ προσευχές της ΜοίΊκας

’Ό χ ι, σ τ’ αλήθεια δέν βλέπω πώ ς θά συνερχόταν άν *7


ένας θάνατος υπό αυτές τίς συνθήκες ερχόταν νά τρυπήσει
σάν ξίφος ό,τι πιό τρυφερό είχε στά σπλάχνα της. Π ώς θά
μπορούσαν όμως νά χαθούν οί τόσες ικεσίες της, πού δέν
είχαν ούτε αρχή ούτε τέλος, καί πού θά πήγαιναν, άν όχι
στό δικό σου αυτί; Κ αί πώς έσύ, ό Θεός τών οίκτιρμών, θά
καταφρονούσες μιά καρδιά «συντετριμμένη καί ταπεινω­
μένη»38; Γνώριζες πώς αυτή, χήρα γυναίκα, τόσο αγνή
καί εγκρατής, έ'δινε τίς ελεημοσύνες τη ς διπλές, λάτρευε

241
ΑΓΙΟΙ- ΑΓΓΟΪ'ΣΤΙΝΟί ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

καί θεράπευε τούς αγίους σου καί δεν περνούσε μέρα χ ω ­


ρίς νά φέρει την προσφορά της στό δικό σου θυσιαστήριο-
καί ερχόταν στην εκκλησία σου δύο φορές την ήμερα,
πρωί καί βράδυ, όχι γιά νά κουτσομπολέψει καί νά φλυα­
ρήσει σάν γυναίκα τής ήλικίας τη ς, αλλά γιά ν ’ ακούσει
το λογο σου και να εισακουστούν οι προσευχές της . Αυτή
ή γυναίκα δέν σοΰ ζητούσε μέ τά δάκρυά της ασήμι καί
χρυσάφι ούτε αγαθά φθαρτά καί εφήμερα, αλλά τήν ψυχι­
κή σωτηρία τού παιδιού της. ’Ά ν ήταν αυτή πού ήταν,
στή χάρη σου τό χρώσταγε. Π ώ ς θά γινόταν νά τήν πε­
ριφρονήσεις καί νά τήν άποδιώξεις χωρίς νά τήν συντρέ­
ξεις; ’Ό χ ι, ασφαλώς όχι, Κύριε! ’Εσύ βεβαίως ήσουν έκεΐ
καί τήν είσάκουγες, καί ενεργούσες με τή σειρά πού εσύ
είχες ορίσει. Δέν διανοούμαι κάν πώς θά υπήρχε περίπτω­
ση νά διαψεύσεις τά όνειρα πού είχε ίδεΐ, τούς δικούς σου
οιωνούς πού ήδη μνημόνευσα, καί άλλους πού δέν μνημό­
νευσα. Ε κ είνη τούς είχε φυλάξει με πίστη στήν καρδιά
της καί πάντα, στίς προσευχές τη ς, σού τούς παρουσίαζε
ως συμβόλαια υπογραμμένα από τό χέρι σου. Γιατί εσύ, ό
έλεήμων «εις τόν αιώνα»40, εσύ πού μας χαρίζεις όλα μας
τά χρέη, καταδέχεσαι νά γίνεις οφειλέτης καί νά χρωστάς
όσα ύποσχέθηκες.
ιο.ι8 Μέ θεράπευσες λοιπόν από τήν αρρώστια καί έσωσες
τό γιό της δούλης σου, πρώτα στό σώμα, γιά νά τού δώ­
σεις αργότερα μιά σωτηρία καλύτερη, ασφαλέστερη.
Βρισκόμουν πιά στή Ρώμη, συνέχιζα ωστόσο τίς σχέ­
σεις μου μέ εκείνους τούς ψευδείς καί ψευδόμενους αγίους,
καί όχι μοναχά μέ τή βαθμίδα τών «ακροατών», στούς
οποίους άνήκε καί ό άνθρωπος πού μέ φιλοξένησε στή

242
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΟΙ ΠΡΟΣΕΤΧΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΙΚΑΣ

διάρκεια τής αρρώστιας καί τής ανάρρωσής μου, αλλά καί


μέ ανθρώπους πού ανήκαν στη βαθμίδα τών λεγομένων
«εκλεκτών».
Συνέχιζα νά πιστεύω δτι δέν είμαστε εμείς πού αμαρ­
τάνουμε, αλλά δτι κάποια ξένη φύση αμαρτάνει μέσα μας.
Ή υπεροψία μου κολακευόταν στή σκέψη δτι είναι ύπερά-
νω αμαρτίας, καί δτι, εάν έκανα κάποιο κακό, δέν ήμουν
υποχρεωμένος νά τό εξομολογούμαι ενώπιον σου, γιά νά
θεραπεύσεις την ψυχή μου πού αμάρτησε εναντίον σου41.
Προτιμούσα νά δικαιολογώ τόν εαυτό μου, καί άντιθέτως
νά κατηγορώ κάποια ξένη δύναμη πού αποτελούσε μέρος
μου, αλλά δέν ήταν δ εαυτός μου42. Βεβαίως στήν πραγ­
ματικότητα ένας ήμουν, μέ ένα εγώ, καί αν κάτι μέ έκοβε
σέ δύο κομμάτια, αυτό ήταν ή άσέβειά μου. Καί τό αμάρ­
τημα νά μήν παραδέχομαι τίς αμαρτίες μου, τίς έκανε
ακόμη πιό βαριές. Ναί, Θεέ μου παντοδύναμε, ήταν τόσο
φρικτή ή ανομία μου, πού προτιμούσα νά πιστεύω, σύμ­
φωνα μέ αυτή τήν αίρεση, δτι τό κακό μέσα μου νικάει
εσένα, καί δχι δτι πρέπει εγώ νά νικηθώ γιά νά σωθώ.
Δέν είχες βάλει ακόμη «φυλακήν τ φ στόματί μου, καί
θύραν περιοχής περί τά χείλη μου»43, γιά νά μήν ξεπέσει ή '9
καρδιά μου «εις λόγους πονηριάς τού προφασίζεσθαι
προφάσεις έν άμαρτίαις σύν άνθρώποις έργαζομένοις τήν
ανομίαν»44. Γ ι’ αυτό συνέχιζα νά συνδέομαι «μετά τών
έκλεκτών αυτών»45, χωρίς δμως νά στηρίζω δποιαδήποτε
ελπίδα προόδου σ ’ αυτή τήν ψεύτικη διδασκαλία. ’Ήμουν
άποφασισμένος νά περιοριστώ σ ’ αυτή μέχρι νά βρώ κάτι
πιό αξιόλογο. Ή μ ο υν δμως πλέον ολοένα πιό χλιαρός καί
άδιάφορος.

243
ΑΓΙΟV ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ!' ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Οι φιλόσοφοί τής Νέας Άκαδήμειας

*9 Τήν Γδια έποχή μπήκε στό μυαλό μου μιά άλλη ιδέα,
ότι οί φιλόσοφοι, οί ονομαζόμενοι άκαδημεικοί, οι όποιοι
υποστήριζαν τό σκεπτικισμό καί αμφέβαλλαν γιά τά π ά ­
ντα, θέτοντας ώς αρχή ότι καμιά αλήθεια δέν είναι προσι­
τή στόν άνθρωπο, ήσαν συνετότεροι από όλους τούς
άλλους. Ε ίχα τήν εντύπωση ότι αυτό ήταν τό νόημα τής
θεωρίας τους σέ γενικές γραμμές, όπως άλλωστε καί ό
περισσότερος κόσμος. Δέν καταλάβαινα όμως ακόμη τήν
πρόθεσή τους40.
Δέν παρέλειψα νά έκφράσω στόν οικοδεσπότη μου ότι
δέν μοϋ άρεσε ή υπερβολική εμπιστοσύνη πού έβλεπα νά
τρέφει γιά τά μυθεύματα από τά όποια βρίθουν τά βιβλία
τών μανιχαίων. Συνέχιζα ωστόσο νά συνδέομαι φιλικά
μαζί του, στενότερα από ό,τι μέ άλλους πού δέν είχαν
σχέση μέ αυτή τήν αίρεση, χωρίς όμως νά τήν υπερασπί­
ζομαι πιά μέ τόν ί'διο ζήλο όπως παλιότερα. Τό γεγονός
όμως ότι συνέχιζα νά τούς συναναστρέφομαι — καί ή Ρ ώ ­
μη έκρυβε πολλούς— μέ έκανε νά μήν βιάζομαι ιδιαίτερα
νά ψάξω αλλού, καί έπιπλέον δέν έτρεφα καμιά ελπίδα ότι
θά μπορούσα νά βρω τήν αλήθεια στή δική σου Έ κ κ λ η -
20 σία, Κύριε τού ουρανού καί τής γής, δημιουργέ ορατών
καί αοράτων47. Οί μανιχαϊοι μέ κρατούσαν μακριά της,
γιατί p i τίς παρερμηνείες τους μέ έκαναν νά βρίσκω παι­
δαριώδες ότι ενσαρκώθηκες καί απόκτησες μορφή ανθρώ­
πινη καί μέλη όμοια στό σχήμα μέ τά δικά μας48. "Οταν
ήθελα νά σκεφτώ τόν Θεό, τό μόνο πού μπορούσα τότε νά
φανταστώ ήταν μιά μάζα από όλη — κατά τήν άποψή

244
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΑΚΑΔΗΜΕΙΑΣ

μου δεν υπήρχε τίποτε πού νά μην είναι από ύλη: καί εδώ
ακριβώς βρισκόταν ή κυριότερη καί σχεδόν ή μοναδική
αιτία τής αναπόφευκτης πλάνης μου.
Γιά τόν ίδιο λόγο, άλλωστε, πίστευα δτι τό κακό έχει 20
υλική υπόσταση, καί τό φανταζόμουν δτι εχει τή δική του
απαίσια καί άμορφη μάζα, καί οτι αυτή είναι είτε πυκνή,
οπότε τήν ονομάζουν γή, είτε αραιή καί λεπτή , δπως ή
υλη τοΰ αέρα, τόν όποιο φαντάζονται σάν ένα πνεύμα κα­
κοποιό πού ύφέρπει μέσα από τή γή. Καί, καθώς τό
αίσθημα τοΰ σεβασμού μέ υποχρέωνε νά πιστεύω δτι δέν
ήταν δυνατόν ό αγαθός Θεός νά έχει δημιουργήσει μιά κα­
κή φύση, θεωρούσα δτι υπάρχουν δύο μάζες αντίπαλες,
καί δτι είναι καί οί δυό τους απεριόριστες, δμως ή κακή
είναι μικρότερη καί ή καλή μεγαλύτερη. ’Από αυτή τή δη­
λητηριώδη αρχή πήγαζαν καί οί υπόλοιπες βλάσφημες
πλάνες μου.
Κάθε φορά πού τό πνεύμα μου προσπαθούσε νά επι­
στρέφει στήν καθολική πίστη, προσέκρουε ακριβώς στό
δτι ή καθολική πίστη δέν έλεγε αυτά πού εγώ νόμιζα σω­
στά. Νόμιζα δτι είναι μεγαλύτερη ευσέβεια νά πιστεύω δτι
εσύ, Θεέ μου, πού σού «εξομολογούμαι τά ελέη σου»48,
είσαι στά πάντα άπειρος — εκτός από ένα σημείο, στό
όποιο σού άντιτίθεται ή μάζα τού κακού— από τό νά σέ
σκέφτομαι περιορισμένο μέσα στή μορφή τού άνθρώπινου
σώματος. ’Έβρισκα προτιμότερο νά πιστεύω δτι δέν έχεις
δημιουργήσει κανένα κακό — γιατί μέσα στήν άγνοιά μου,
τό κακό τό θεωρούσα δχι μόνο ουσία, αλλά ουσία υλική,
εφόσον τό πνεύμα δέν μπορούσα νά τό συλλάβω παρά σάν
ένα λεπτό υλικό σώμα, τό όποιο δμως ήταν διάχυτο πα-

245
ΑΓΙΟν ΛVΓ ΟΓ Σ ΤIΝ ΟV ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ντού στό χώρο— παρά νά πιστέψω ότι ή φύση τοΰ κακού,


όπως τό αντιλαμβανόμουν, προερχόταν από εσένα. Τόν
ίδιο τόν Σωτήρα μας, τόν Μονογενή σου Γίό, τόν φαντα­
ζόμουν νά βγαίνει μέσα από τόν όγκο τής δικής σου υπέρ­
λαμπρης μάζας γιά νά μάς σώσει. Δέν πίστευα γ ι’ αυτόν
παρά μόνο τά ανόητα αποκυήματα τής φαντασίας μου.
Πίστευα ότι μιά φύση σάν τή δική του ήταν αδύνατο νά
έχει γεννηθεί από τήν Παρθένο Μαρία χωρίς νά άναμει-
χθεΐ μέ τή σάρκα. Καί, σύμφωνα μέ τήν εικόνα πού σχη­
μάτιζα στό μυαλό μου, δέν έβλεπα πώς γινόταν νά άνα-
μειχθεΐ χωρίς νά μιανθεΐ. Φοβόμουν νά τόν πιστέψω
ένσαρκωμένο, γιά νά μήν αναγκαστώ νά τόν θεωρήσω
μιασμένο.
Σήμερα τά πνευματικά σου τέκνα, όταν θά τά διαβά­
ζουν αυτά στίς εξομολογήσεις μου, μπορεί νά χαμογελούν
μαζί μου μέ συγκατάβαση. "Ομως αυτός ήμουνα.
ιι.2ΐ Κ ατά τά άλλα, έβρισκα ότι τά σημεία τών Γραφών,
στά όποια ασκούσαν οι μανιχαΐοι κριτική, ήσαν πράγματι
τρωτά. Ωστόσο, ορισμένες φορές αισθανόμουν σ τ ’ άλή-
θεια τήν επιθυμία νά συναντήσω έναν άνθρωπο πού νά
γνωρίζει σέ βάθος τά βιβλία αυτά γιά νά τά συζητήσω μα­
ζί του σελίδα πρός σελίδα καί νά ακούσω τή γνώμη του.
’Ή δη από τήν Καρχηδόνα, τά λόγια κάποιου Έλπίδιου,
στή διάρκεια δημόσιων μαθημάτων καί διαλέξεων κατά
τών μανιχαίων, είχαν αρχίσει νά μέ κλονίζουν. Ό Έ λ π ί-
διος χρησιμοποιούσε αποσπάσματα από τίς Γραφές, τά
όποια δέν θά μπορούσε νά άντικρούσει εύκολα οποιοσδή­
ποτε. Οι απαντήσεις τών μανιχαίων μού είχαν φανεί ανε­
παρκείς. ’Ά λλω στε άπέφευγαν νά τίς διατυπώνουν δημό­

246
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΑΚΑΛΗΜΕΙΑΣ

σια καί τό έκαναν μόνο αναμεταξύ μας, σέ στενό κύκλο. Ό 12·22


δικός τους ισχυρισμός ήταν δτι ή Καινή Διαθήκη είχε νο­
θευτεί από κάποιους πού ήθελαν νά μπολιάσουν τόν ιουδαϊ­
κό νόμο στή χριστιανική πίστη. Δέν είχαν όμως νά παρου­
σιάσουν οί ίδιοι κανένα ανόθευτο άντίτυπο. Τό κυριότερο
είναι πώ ς έγώ συνέχιζα νά σκέφτομαι ότι τά πάντα αποτε­
λούνται μόνο από υλη. Αυτό πού μέ κρατούσε δέσμιο καί μέ
έπνιγε περισσότερο από οτιδήποτε, ήταν οί περίφημες υλι­
κές μάζες. Άσφυκτιούσα κάτω από τό βάρος τους καί δέν
μπορούσα νά άνασάνω τόν διάφανο αέρα τής αλήθειας σου.
’’Αρχισα νά ασχολούμαι μέ τή διδασκαλία τής ρητό- 12.22
ρικής, πού υπήρξε ή αφορμή νά έρθω στή Ρώμη. Στήν
αρχή συγκέντρωσα στό σπίτι μου μερικούς μαθητές πού
είχαν ακούσει γιά μένα καί, χάρη σ ’ αυτούς, άρχισα νά γί­
νομαι γνωστός.
Σύντομα ανακάλυψα ότι στή Ρώμη οί σπουδαστές
έκαναν κάτι πού ποτέ μου δέν είχα αντιμετωπίσει στήν
’Αφρική. Είναι αλήθεια ότι εδώ δέν υπήρχαν «άνατροπεϊς»
καί αδελφότητες νέων, όπως καί ο ίδιος διαπίστωσα. ’Έ ­
μαθα όμως ότι οί μαθητές, γιά νά γλιτώσουν από τά δίδα­
κτρα ενός δασκάλου, συμφωνούσαν αναμεταξύ τους καί
ένα ωραίο πρωί περνούσαν ομαδικά σέ άλλον δάσκαλο καί
καταπατούσαν τό λόγο τους: γ ι’ αυτούς τό χρήμα ήταν
πιό ακριβό άπό τή δικαιοσύνη. ’'Αρχισα λοιπόν νά νιώθω
μίσος καί γ ι’ αυτούς, όχι όμως «τέλειον μίσος»50. Ή αιτία
τού μίσους μου ήταν ότι κινδύνευα νά βρεθώ θύμα τους,
καί όχι επειδή αδικούσαν τό σύνολο. Δέν υπάρχει αμφιβο­
λία ότι τέτοιοι άνθρωποι είναι άτιμοι καί «πορνεύουν μα­
κριά σου»51, γιατί αγαπούν τά επιπόλαια κι εφήμερα παι-

247
ΑΓΙΟΙ' ΑΪΤΟΪΣΤΙΝΟΪ' ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

χνίδια καί κυνηγούν ένα βρώμικο κέρδος πού λερώνει τό


χέρι πού τό αγγίζει. ’Αγκαλιάζουν τά πράγματα τοΰ κό­
σμου, αυτά πού φεύγουν, άλλά περιφρονοΰν εσένα πού μέ­
νεις καί καλεΐς την πόρνη ψυχή τοΰ άνθρώπου καί τή συγ­
χαίρεις όταν γυρίζει κοντά σου. Σήμερα τέτοιους ανθρώ­
πους κάλπηδες καί φαύλους συνεχίζω νά τούς μισώ, όμως
δέν παύω νά νοιάζομαι γ ι’ αυτούς, γιατί μπορούν νά διορ­
θωθούν καί νά βάλουν τίς σπουδές πάνω από τό χρήμα, καί
πάνω από τίς σπουδές νά βάλουν εσένα, Θεέ μου, πού είσαι
ή ’Αλήθεια καί ή αστείρευτη πηγή τοΰ ασφαλούς αγαθού
καί τής απαρασάλευτης γαλήνης. Τότε όμως ήμουν
άποφασιμένος νά μήν άνεχθώ τή συμπεριφορά τους, όχι
από ενδιαφέρον νά γίνουν αυτοί καλύτεροι γιά χάρη σου,
άλλά γιά νά μή βγω εγώ χαμένος έξαιτίας τους.

Ό επίσκοπος 'Αμβρόσιος
*3·23 Τότε ειδοποίησαν από τό Μιλάνο τόν τοποτηρητή τής
Ρώμης καί τού ανέθεσαν νά βρει γιά τήν πόλη αυτή ενα
δάσκαλο ρητορικής, πού ή μετακίνησή του θά γινόταν μέ
έξοδα κρατικά. Έ γ ώ διεκδίκησα αμέσως τή θέση, μέ τή
μεσολάβηση των Γδιων εκείνων φίλων μου πού βρίσκονταν
υπό τήν επίδραση τής μανιχαϊστικής μέθης. Ούτε έγώ τό
γνώριζα ούτε εκείνοι, ότι στήν πραγματικότητα έφευγα
γιά νά λευτερωθώ άπό αυτούς. Παρακάλεσα λοιπόν τόν
Σύμμαχο, πού ήταν τότε έπαρχος, νά μέ στείλει εκεί αμέ­
σως μετά άπό μιά δοκιμαστική ομιλία πού μού ζήτησαν.
ΤΗρθα στό Μιλάνο, στόν επίσκοπο ’Αμβρόσιο, έναν
άπό τούς επιφανέστερους ανθρώπους σ ’ ολόκληρο τόν κό-

248
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ

σμο καί ευσεβή λειτουργό σου. Μέ τό θερμό κήρυγμά του


μοίραζε τότε στό λαό σου τό άνθος τοϋ σταριού σου καί
«τό έλαιον άγαλλιάσεως»52καί τή νηφάλια μέθη τοϋ κρα­
σιού σου. Χωρίς νά τό γνωρίζω, τό χέρι σου μέ οδηγούσε
κοντά του γιά νά βρω οδηγό πού θά μέ έβαζε συνειδητά
στό δρόμο σου. Αυτός ό άνθρωπος τοϋ Θεού μέ δέχτηκε
πατρικά καί χάρηκε γιά τόν ερχομό μου στήν ξένη χώρα,
μέ τήν αγάπη που ταιριάζει σ ’ έναν επίσκοπο.
’'Αρχισα νά τόν αγαπώ, στήν αρχή σάν έναν άνθρωπο
γεμάτο καλοσύνη απέναντι μου, αλλά όχι σάν δάσκαλο
μιας αλήθειας πού δεν έλπιζα πιά νά βρώ στήν Ε κκλησ ία
σου. Παρακολουθούσα μέ ενθουσιασμό τά δημόσια κηρύγ-
ματά του, όχι όμως p i τήν πρόθεση πού θά έπρεπε νά
έχω , αλλά γιά νά σταθμίσω τή ρητορική του δεινότητα,
γιά νά δώ άν ήταν ανάλογη μέ τή φήμη του καί εάν ό λό­
γος του έρεε τόσο άνετα όσο έλεγαν. Προσήλωνα λοιπόν
όλη μου τήν προσοχή στίς λέξεις του καί αδιαφορούσα γιά
τό περιεχόμενο. Αυτό πού p i έθελγε στό κήρυγμά του
ήταν ή ήδύτητα53. ’Ά ν καί είχε μορφή πιό δουλεμένη από
αυτήν τού Φαύστου, δέν είχε περιττά λογοπαίγνια καί
στολίδια. Ώ ς πρός τό περιεχόμενο, δέν ετίθετο θέμα σύ­
γκρισης. Ό Φαϋστος, μέσα από τίς μανιχαϊστικές φενά­
κες, πελαγοδρομούσε καί χανόταν. Ό ’Αμβρόσιος, μέσα
από σώφρονες χειρισμούς, προσέφερε τή διδαχή τής σω­
τηρίας. ’Αλλά ή σωτηρία είναι μακριά από τούς αμαρτω­
λούς, καί εγώ ήμουν αμαρτωλός. Καί όμως, τήν πλησία­
ζα σιγά σιγά καί δέν τό γνώριζα.
Ναί, δέν μέ ένδιέφερε νά μάθω τι έλεγε, παρά μόνο νά »4·24
ακούσω πώ ς τό έλεγε. ’Από τότε πού είχα πάψει νά έλπί-

249
ΑΓΙΟΓ ΑΙΤΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ζω οτι ένας άνθρωπος μπορεί νά βρει τό δρόμο πού οδηγεί


σέ σένα, μού είχε άπομείνει μόνο αυτή ή ανόητη ενασχό­
ληση. "Ομως μαζί μέ τις λέξεις, πού συγκέντρωναν όλο
τό ενδιαφέρον μου, έρχονταν στό μυαλό μου καί τά νοήμα­
τα, γιά τά όποια αδιαφορούσα. Δέν ήταν βεβαίως δυνατόν
νά τίς αδειάσου από τό περιεχόμενο. Έ ν ώ άνοιγα τήν καρ­
διά μου05 γιά νά συγκρατήσω τά ρητορικά σχήματα, ει­
σχωρούσαν μέσα μου καί οί αλήθειες πού έλεγε, όμως
βαθμιαία. Σύντομα άρχισα νά βρίσκω ότι οί ιδέες του δέν
ήσαν άβάσιμες. Διαπίστωνα ότι ή καθολική πίστη μπο­
ρούσε γενναία ν ’ άντισταθεΐ στις κριτικές τών μανιχαίων,
τίς όποιες μέχρι τότε τίς θεωρούσα ακαταμάχητες, κυ­
ρίως όταν τόν άκουσα νά εξηγεί διάφορα δυσνόητα κομμά­
τια από τίς Γραφές, πού «ή κατά γράμμα ερμηνεία τους
μέ σκότωνε»35. "Οταν άκουσα λοιπόν τό πνευματικό νόη­
μα πού άπέδιδε σ ’ αυτά τά αποσπάσματα, άρχισα νά
ελέγχω τόν έαυτό μου πού τόσο εύκολα είχε παραιτηθεί
από τήν ελπίδα ότι ό νόμος καί οί προφήτες μπορούσαν νά
άντισταθούν στά αναθέματα καί στους έμπαιγμούς τών
μανιχαίων. Ούτε καί τότε όμως παραδέχτηκα ότι έπρεπε
ν ’ άσπαστώ τήν καθολική πίστη, αποκλειστικά έπειδή
είχε μορφωμένους ύποστηρικτές, ικανούς νά άντικρούσουν
τούς άντιρρησίες μέ πλούσια καί ατράνταχτα επιχειρήμα­
τα, ούτε καί ότι έπρεπε νά καταδικάσω τήν παράταξή μου
επειδή ό άντίπαλος έφερνε ισοπαλία. Μπορεί ή καθολική
Ε κ κ λη σ ία νά μή μού φαινόταν πιά νικημένη, όμως δέν
μού φαινόταν νικήτρια.
25 Συνέχιζα ωστόσο νά είμαι δοσμένος μέ όλες μου τίς
δυνάμεις στήν προσπάθεια νά βρω εκείνο τό αποφασιστικό

250
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ

επιχείρημα πού θά μοΰ έπέτρεπε νά αποδείξω ότι οί μανι-


χαΐοι πλανώνται. Καί τό μόνο πού χρειαζόταν ήταν νά
συλλάβω την ύπαρξη μιας πνευματικής ουσίας. Αυτό θά
άρκοϋσε γιά νά διαλύσει δλα τά μηχανεύματά τους καί νά
τά ξεριζώσει από τη σκέψη μου. 'Ό μ ω ς δεν τό κατάφερνα.
Γιά τά ζητήματα πού αφορούν τη φυσική τάξη τοΰ
υλικού κόσμου, δπως τήν προσλαμβάνουν οί αισθήσεις τοΰ
σώματος, φρονούσα, μετά από πολλή σκέψη καί σύγκρι­
ση, δτι οί απόψεις ενός μεγάλου αριθμού φιλοσόφων ήσαν
πιό εύλογες. Υιοθέτησα λοιπόν τή γενικευμένη στάση τού
σκεπτικισμού περί των πάντων, τήν οποία αποδίδουν
στούς φιλοσόφους της Άκαδήμειας, καί άρχισα κι εγώ νά
αμφιβάλλω γιά δλα καί νά πελαγοδρομώ στίς διάφορες θε­
ωρίες. Τότε άποφάσισα νά φύγω από τούς μανιχαίους. Π ί­
στευα δτι, εφόσον περνούσα μιά τέτοια κρίση αμφιβολίας,
δέν έπρεπε νά μένω σέ μιάν αίρεση τήν οποία είχα κιόλας
τοποθετήσει σέ κατώτερη μοίρα από τίς θεωρίες ορισμέ­
νων φιλοσόφων. 'Ό μ ω ς άρνιόμουν κατηγορηματικά νά
εμπιστευτώ τή θεραπεία τής άρρωστης ψυχής μου σ ’
αυτούς τούς φιλοσόφους, αφού τό σωτήριο δνομα τού Χρι­
στού έλειπε από τή θεωρία τους.
Τότε αποφάσισα νά μπώ ως κατηχούμενος στήν καθο­
λική Ε κ κ λησ ία, τήν Ε κ κ λη σ ία πού μού είχαν συστήσει
οί γονείς μου, ώσότου βρώ ένα φώς ασφαλέστερο γιά νά
κατευθύνω τήν πορεία μου.

251
Β ΙΒ Λ ΙΟ ΕΚΤΟ

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Κύριε, «ή ελπίς μου έκ νεότητάς μου»1, ποϋ ήσουν καί ποΰ ' ·«
είχες «μεταναστεύσει»2; Έ σ ύ δεν είσαι αυτός πού με
έπλασε; Έ σ ύ δέν με ξεχώρισες από τά τετράποδα καί μέ
έκανες σοφότερο από τά πετεινά τοΰ ουρανού3; Σε δρόμους
σκοτεινούς καί ολισθηρούς πλανιόμουν καί χανόμουν4. Σε
αναζητούσα έξω από μένα καί δέν έβρισκα «τόν Θεό τής
καρδιάς μου»5. ’Έ φτασα ως τά βάθη τής θάλασσας6, π ε­
λαγωμένος, απελπισμένος, χωρίς νά ξέρω αν θά βρώ ποτέ
μου την αλήθεια.
Τότε ήρθε ή μάνα μου. Ή αφοσίωση τής έδωσε τη δύ­
ναμη νά μέ ακολουθήσει σέ γή καί θάλασσα. Ε ίχε εσένα
προστάτη στόν κάθε κίνδυνο, καί στίς κρίσιμες στιγμές
τού ταξιδιού εμψύχωνε ακόμη καί τούς ναύτες, πού είναι
υποχρεωμένοι νά δίνουν κουράγιο στούς άπειρους καί φοβι­
σμένους ταξιδιώτες. Ε κ είνη τούς υποσχόταν ότι θά έφτα-

253
ΑΓΙΟΤ AVrOVSTINOr ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ναν σώοι στό λιμάνι, γιατί τής τό είχες ύποσχεθεΐ έσύ σέ


ένα όνειρό.
Μέ βρήκε πράγματι σέ κρίσιμη κατάσταση. Ε ίχα χά ­
σει πιά κάθε ελπίδα δτι θά βρω τό δρόμο τής αλήθειας.
"Οταν τής ανακοίνωσα δτι δέν είμαι πλέον οπαδός τοΰ
Μάνη, αλλά ούτε έχω γίνει ακόμη καθολικός χριστιανός,
δέν αναπήδησε από χαρά, δπως ο άνθρωπος πού άκούει
μιάν άπροσδόκητη είδηση, παρ’ δλο πού από εκείνη τή
στιγμή θά μπορούσε πιά νά είναι ήσυχη γ ι’ αυτή τουλάχι­
στον τήν πλευρά μου, πού έκανε τήν άθλια ύπαρξή μου νά
μοιάζει p i ζωή νεκρού, ενός νεκρού όμως πού έπρόκειτο ν ’
άναστηθεΐ— αυτό τό νεκρό θρηνούσε ή μάνα μου ενώπιον
σου καί σού τόν προσέφερε νοερά, σάν σέ ένα φέρετρο, γιά
νά μού πεις, δπως είπες στόν γιό τής χήρας: «Νεανίσκε,
σοί λέγω , έγέρθητι»7· καί ξαναζωντάνεψε, ξανάρχισε νά
μιλάει καί τόν ξανάδωσες στή μητέρα του.
Δέν πανηγύρισε καί ούτε σκίρτησε ή καρδιά της από
χαρά όταν έμαθε πώ ς είχε πραγματοποιηθεί μιά τόσο ση-
μιαντική επιθυμία της πού σού τή ζητούσε κάθε μέρα μέ
προσευχές καί δάκρυα. Δέν είχα βρει ακόμη τήν άλήθεια,
είχα ωστόσο απαγκιστρωθεί από τήν πλάνη μου. Ε κ είνη
όμως ήταν σίγουρη δτι τό έργο σου δέν θά έμενε μισό,
αφού τής τό είχες ύποσχεθεΐ ολόκληρο, καί μού απάντησε
μέ τήν καρδιά γεμάτη ήρεμία καί αυτοπεποίθηση πώς
είχε απόλυτη πίστη στόν Χριστό δτι πρίν φύγει από αυτή
τή ζωή θά μ ’ έβλεπε πιστό καθολικό. Αυτά τά λόγια είπε
μπροστά μου. "Ομως μπροστά σέ σένα, τήν πηγή τού
ελέους^ξεχείλιζαν ποτάμια από μέσα της οί προσευχές
καν'ίά δάκρυα, άαί σού ζητούσε νά έρθεις γρήγορα βοηθός

254
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ: ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

μου8καί νά φωτίσεις τά σκοτάδια μου9. Κ ι έτρεχε μέ ακό­


μη μεγαλύτερο ζήλο στην εκκλησία σου καί κρεμόταν από
τά χείλη τοϋ Αμβρόσιου σάν «από πηγή πού ρέει στήν
αιωνιότητα»10.
Τόν αγαπούσε αυτό τόν άνθρωπο σάν «άγγελο Θεού»11,
γιατί, καθώς είχε μάθει στό αναμεταξύ, αυτός ήταν ή
αίτια πού είχα φτάσει σ ’ αυτό τόν κλυδωνισμό καί τήν
αβεβαιότητα. 7Η ταν βέβαιη γιά τό προαίσθημά τη ς οτι,
γιά νά περάσω από την αρρώστια στήν υγεία, έπρεπε νά
μεσολαβήσει ή επικίνδυνη φάση πρίν από τήν ανάρρωση,
πού οι γιατροί ονομάζουν «κρίσιμη».
Μιά μέρα ή μητέρα μου, ακολουθώντας τό έθιμο τής 2.2
Αφρικής, είχε πάει χυλό, ψωμί καί αγνό κρασί15στά μνή­
ματα των αγίων, δμως ό θυρωρός τήν εμπόδισε. 'Ό ταν
έμαθε δτι ό επίσκοπος είχε απαγορεύσει αυτό τό έθιμο, δέ­
χτηκε τήν απαγόρευση μέ τόση εύλάβεια καί υπακοή, πού
έμεινα κι εγώ κατάπληκτος βλέποντας μέ πόση ευκολία
καταδίκασε τό δικό της έθιμο, αντί νά άμβισβητήσει τή
δική του απαγόρευση. Δέν ήταν κυριευμένη από τό πάθος
νά πίνει τό κρασί τών προσφορών, όπως συμβαίνει μέ τό­
σους ανθρώπους, άντρες καί γυναίκες, πού ή φιλοποσία
ανάβει μέσα τους τό μίσος γιά τήν αλήθεια, καί τούς φτά­
νει νά ακούσουν τή φράση «δέν πίνω» γιά νά πάθουν ναυ­
τία, δπως ο μέθυσος μπροστά σ ’ ένα ποτήρι νερό. Αυτή,
δταν έφερνε τό πανέρι της μέ τίς νεκρώσιμες προσφορές
πού οφείλε νά δοκιμάσει πρίν τίς μοιράσει, μόνο συμβατικά
έπαιρνε ένα ποτηράκι μέ κρασί νερωμένο καί μόλις καί με­
τά βίας έβρεχε τόν νήφωνα ουρανίσκο της. ’Ά ν ήταν πολ­
λοί οι τάφοι τών αγίων πού έκρινε οτι έπρεπε νά τιμήσει,

255
ΑΓΙΟΪ ΑΓΓΟΙ'ΣΤΙΝΟ V ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡίίΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

έβγαζε πάντα μόνο αυτό τό ένα ποτηράκι καί τό έφερνε


γύρω. Κ ι έκεΐνες οί μικρές γουλιές, πού μοιραζόταν μέ
τούς παρόντες, ήταν άπό κρασί όχι μονάχα νερωμένο
αλλά καί χλιαρό, γιατί ή ευσέβειά της δέν άποζητοΰσε τίς
ηδονές τού ασεβούς, αλλά τού πιστού.
Μόλις λοιπόν έμαθε ότι ο λαμπρός σου κήρυκας καί
δάσκαλος της ευσέβειας είχε απαγορεύσει αυτές τίς προ­
σφορές ακόμη καί σέ νήφωνες πιστούς, γιά νά μη βρίσκουν
ευκαιρία οί οινόφλυγες νά τό ρίχνουν στό πιοτό, αλλά καί
επειδή τέτοια μνημόσυνα13 θύμιζαν πολύ τίς προλήψεις
των έθνικών, τά έκοψε δίχως δεύτερη κουβέντα καί, άντί
γιά ένα πανέρι μέ καρπούς τής γης, έμιαθε νά φέρνει στά
μνήματα των μαρτύρων τήν καρδιά της, γεμάτη μέ πολύ
πιό αγνές επιθυμίες, όπως τό νά δίνει ο,τι μπορεί στους
φτωχούς καί νά γιορτάζει τήν κοινωνία τού σώματος τού
Κυρίου, πού τά Πάθη του υπήρξαν παράδειγμα πρός μί-
μησιν γιά τούς μάρτυρες πού θυσιάστηκαν καί θριάμβευ­
σαν.
Καί όμως, Κύριε καί Θεέ μου, έχω τήν εντύπωση —
ή καρδιά μου ενώπιον σου αυτό συλλογιέται14— πώ ς ή
μάνα μου δέν θά είχε έτσι εύκολα δεχτεί νά ξεκόψει άπό
τή συνήθειά τη ς, αν ή απαγόρευση ερχόταν άπό άλλον
άνθρωπο λιγότερο προσφιλή της άπό ό,τι ο ’Αμβρόσιος.
Τού είχε άπέραντη άγάπη, γιατί τόν θεωρούσε σωτήρα
μου. "Ομως κι αυτός τήν άγαποΰσε γιά τήν ένάρετη ζωή
τη ς, γιά «τό πνεύμα της πού φλεγόταν»15 νά κάνει έλεη-
μοσύνες καί γιά τό ζήλο μέ τόν όποιο ερχόταν στήν
εκκλησία σου. Γ ι’ αυτό καί συχνά, όταν μέ έβλεπε ό ’Αμ­
βρόσιος, άρχιζε νά τής πλέκει τό εγκώμιο καί μέ συνέχαι-

256
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ: ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΜΒΡΟΣΙΙΟΥ

ρε πού είχα τέτοια μάνα. ’Αγνοούσε τί γιος ήμουν εγώ γιά


εκείνη καί πόσο ό γιος αυτός αμφέβαλλε γιά τά πάντα καί
θεωρούσε εντελώς απίθανο ότι θά βρει τήν «οδό τής
ζω ής»16.

Το κήρυγμα του 'Αμβρόσιου


Τότε δέν σού ζητούσα άκόμη τή βοήθειά σου μέ τούς 3·3
στεναγμούς τής προσευχής μου. Τό πνεύμα μου ήταν δο­
σμένο ολόκληρο στήν έρευνα καί σέ ατέλειωτες συζητή­
σεις. "Οσο γιά τόν ’Αμβρόσιο, τόν θεωρούσα άνθρωπο
ευτυχισμένο, σύμφωνα μέ τήν τρέχουσα άντίληψη, αφού
τόσο τόν τιμούσαν τά υψηλότερα πρόσωπα. Γιά μένα ή
μόνη δυσκολία στη ζωή του ήταν ή άγαμία. "Ομως σέ τί
έναπέθετε τίς ελπίδες του, ποιοι ήταν οί αγώνες πού έπρε­
πε νά δίνει εναντίον τών πειρασμών πού δημιουργούσε ή
υψηλή θέση του, άλλά καί ποιά παρηγοριά έβρισκε στίς
αντιξοότητες, καί μέ πόση χαρά γευόταν τόν άρτο σου μέ
τό μυστικό εκείνο στόμα τής καρδιάς, μού ήταν πράγμα­
τα εντελώς άγνωστα καί δέν είχα καμιά πείρα σ ’ αυτά.
Ούτε κι εκείνος όμως γνώριζε τήν άγωνία μου καί οΰτε
ποιά άβυσσος κινδύνων άνοιγόταν μπροστά μου. ΤΗ ταν
αδύνατον νά τού υποβάλω τίς ερωτήσεις πού ήθελα, όπως
ήθελα. ΤΗ ταν πάντα τριγυρισμένος από ένα σμήνος άν-
θρώπων πού ζητούσαν τή συμβουλή του καί τού απασχο­
λούσαν συνεχώς τ ’ αυτιά καί τό στόμα. Καί τά μικρά δια­
λείμματα πού δέν ήταν μαζί τους τά χρησιμοποιούσε γιά
νά θρέφει τό σώμα μέ τήν άναγκαία τροφή καί τό πνεύμα
μέ τή μελέτη.

257
ΑΓΙΟΙ' ΑΓΓΟΊΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ. ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

"Οταν διάβαζε, τά μάτια του έτρεχαν στή σελίδα καί


τό μυαλό του άναδιφοΰσε τό νόημα, ενώ ή φωνή του καί ή
γλώσσα του αναπαύονταν. Συχνά συνέβαινε νά είμαστε
εκεί — γιατί ή πόρτα ήταν ανοιχτή γιά ολους καί δέν
υπήρχε ή συνήθεια νά ανακοινώνουν τους επισκέπτες—
καί τόν βλέπαμε νά μελετά έτσι, σιωπηλά, καί ποτέ φω­
ναχτά. Μέναμε γιά πολλή ώρα καθισμένοι χωρίς νά
ποΰμε λέξη — ποιός θά τολμούσε νά ενοχλήσει έναν
άνθρωπο τόσο άπορροφημένο;— κι έπειτα φεύγαμε εικά­
ζοντας πώ ς σ ’ αυτό τό σύντομο διάστημα πού τοΰ άπόμε-
νε γιά νά δροσίσει τήν ψυχή του δέν θά ήθελε νά τόν απα­
σχολούν. ’Ίσ ω ς μάλιστα γ ι’ αυτό νά άπέφευγε τή μεγα­
λόφωνη ανάγνωση, από φόβο μήπως κάποιος από τό
ακροατήριο, πού θά τόν παρακολουθούσε γεμάτος προσο­
χή καί ενδιαφέρον, συναντούσε κάπου δυσκολίες καί τόν
υποχρέωνε νά έμπλακεΐ σέ ερμηνείες καί συζητήσεις γιά
δύσκολα ζητήματα. ’Ά ν σπαταλούσε έτσι τό χρόνο πού
διέθετε, θά έπρεπε νά διαβάσει λιγότερα βιβλία από οσα
ήθελε. ’Ίσ ω ς πάλι ένας άλλος λόγος πού διάβαζε σιωπη­
λά ήταν γιά νά προστατεύει — καί δικαιολογημένα— τή
φωνή του, πού βράχνιαζε εύκολα. Γιά οποίον λόγο πά ­
ντως καί άν τό έκανε αυτό, ένας τέτοιος άνθρωπος δέν
μπορούσε παρά νά κάνει τό σωστό17.

Ό άνθρωπος «κατ εικόνα Θεοϋ»


4 "Ενα είναι βέβαιο, οτι δέν μού δινόταν ποτέ ευκαιρία νά
συμβουλευτώ τήν καρδιά του, τό άγιο μαντείο σου, παρά
μόνο γιά πράγματα πού δέν απαιτούσαν χρόνο. "Ομως

258
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ ΘΕΟΤ»

εμένα ή ψυχή μου φλεγόταν κι επιθυμούσε νά τής χαρίσει


χρόνο άφθονο γιά νά την ξεδιψάσει, καί αυτός ο χρόνος δεν
βρισκόταν ποτέ. Ευτυχώ ς μπορούσα νά τόν ακούω κάθε
Κυριακή — ούτε μιά φορά δεν έλειψα— «νά εξηγεί ορθά
τό λόγο της αλήθειας » 18 στό κοινό. Άκούγοντάς τον άρχι­
σα όλο καί περισσότερο νά βεβαιώνομαι ότι όλοι οί κόμποι
των θρασύτατων συκοφαντιών, πού έπλεκαν γύρω από τίς
Γραφές σου εκείνοι οί πλάνοι γιά νά μάς εξαπατούν, μπο­
ρούσαν νά λυθούν.
"Ενα πράγμα πού έμαθα άκούγοντάς τον είναι ότι τή
φράση πού λέει ότι τόν άνθρωπο τόν έπλασες κ α τ’ εικόνα
IQ / t Λ / ·> / / C /
σου , τα πνευματικά σου παιοια — αυτα που η χάρη σου
ξαναγέννησε μέσα από τήν καθολική Ε κκλησ ία — τήν
έρμηνεύουν διαφορετικά από ό,τι νόμιζα: δέν πιστεύουν καί
ούτε αντιλαμβάνονται ότι ή ομοιότητα αυτή αφορά τό
ανθρώπινο σώμα. "Ομως έγώ δέν είχα τήν παραμικρή,
έστω καί συγκεχυμένη, υποψία τι θά μπορούσε νά είναι
μιά πνευματική ουσία. Αίσθάνθηκα ωστόσο μεγάλη ανα­
κούφιση, αλλά καί σύγχυση, όταν κατάλαβα ότι τόσα
χρόνια ό στόχος τών έπιθέσεών μου δέν ήταν ή καθολική
πίστη, αλλά οί επινοήσεις τών υλιστικών ερμηνειών. ”Α,
πόσο θράσος καί πόση ασέβεια είχα δείξει! ’Αντί νά μάθω
τή διδασκαλία σου ερευνώντας σέ βάθος, έγώ τήν κατηγο­
ρούσα επιπόλαια.
"Ομως έσύ, ο τόσο υψηλός αλλά καί τόσο κοντινός, ό
τόσο κρυφός αλλά καί τόσο φανερός, πού δέν είναι άλλα
μέλη σου μικρότερα καί άλλα μεγαλύτερα καί είσαι ολό­
κληρος «πανταχοΰ» καί «ούδαμού» εντός χώρου20,
ασφαλώς καί δέν έχεις τή δική μας σωματική μορφή. Ώ -

259
ΑΓΙΟν ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

στόσο έπλασες τόν άνθρωπο κ α τ’ εικόνα σου, όσο καί αν ο


άνθρωπος, από τήν κεφαλή έως τά πόδια, είναι εντός τοΰ
χώρου.
4-5 Τί σημαίνει λοιπόν ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα σου;
Ά φοΰ δεν τό γνώριζα, θά έπρεπε «νά κροΰσω θύρες » 31 μέ
τό χέρι, καί όχι νά τίς εκπορθώ, θά έπρεπε νά ρωτώ,
αντί νά επιτίθεμαι καί νά άντικροόω, λες καί γνώριζα
έγώ καλύτερα τήν αληθινή πίστη. Τότε άρχισε νά μέ
τρώει μέσα μου όλο καί δυνατότερα ή έγνοια νά μάθω
ποιό ήταν τό σωστό, τί νά πιστέψω - κι ένιωθα πιό μεγά­
λη τήν ντροπή μου πού είχα άφεθεΐ νά μέ ξεγελούν καί
νά μέ αποκοιμίζουν μέ υποσχέσεις, καί είχα φτάσει στό
σημείο νά επαναλαμβάνω μέ παιδιάστικη άφέλεια τόσες
ασάφειες σάν αλήθειες άτράνταχτες. Πόσο εσφαλμένα
ήσαν όλα αυτά, μόνο άργότερα τό κατάλαβα. Τότε κ α ­
τάλαβα πώ ς ήσαν εξαιρετικά άμφίβολα, πώ ς ολα εκείνα
τά ατράνταχτα επιχειρήματα πού είχα γιά νά κατηγορώ
τήν καθολική Ε κ κ λ η σ ία ήσαν σαθρά: ναί, γ ι’ αυτό
ήμουν βέβαιος πιά. ’Ίσ ω ς νά μήν είχα ακόμη βεβαιωθεί
ότι ή Ε κ κ λ η σ ία σου δίδασκε τήν αλήθεια, τουλάχιστον
όμως έβλεπα πώ ς δέν δίδασκε αυτά πού τόσο αυστηρά
καταδίκαζα. Ή καρδιά μου σάστιζε, οί ιδέες μου άλλα­
ζαν! Ή σύγχυσή μου p i οδηγούσε στή μεταστροφή μου.
Πόσο χαιρόμουν, Θεέ μου, διαπιστώνοντας πώ ς ή μονα­
δική σου Ε κ κ λη σ ία , τό σώμα τού Μονογενούς σου,
στήν οποία παιδί ακόμη έμαθα τό όνομα τού Χριστού,
δέν άρεσκόταν σέ παιδιάστικους λήρους, καί ότι κανένα
άρθρο τής ορθής διδαχής δέν σέ περιόριζε, εσένα τό δη­
μιουργό τών πάντων, σέ κάποιο χώρο, έστω πελώριο καί

26ο
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ ΘΕΟΤ»

ευρύχωρο, όμως περιορισμένο στό σχήμα των μελών τοΰ


ανθρώπου.
Χαιρόμουν ακόμη πού δεν ήμουν πιά αναγκασμένος νά 6
διαβάζω τόν αρχαίο νόμο σου καί τούς προφήτες μέ τό ίδιο
μάτι όπως παλιά, πού μ ’ έκανε νά βλέπω σ ’ αυτόν τόσα
παράλογα καί νά αποδίδω στούς αγίους σου σκέψεις πού
ποτέ τους στήν πραγματικότητα δέν έκαναν. Καί μοΰ
άρεσε ν ’ ακούω τόν ’Αμβρόσιο νά επαναλαμβάνει συχνά
δημοσίως στά κηρύγματά του μέ τη μεγαλύτερη επιμονή
ότι «τό γράμμα σκοτώνει καί τό πνεύμα ζωοποιεί»32, καί
νά τό συνιστά ως αρχή. Τά κείμενα αυτά, αν τά διάβαζε
κανείς κατά γράμμα, έμοιαζαν νά μιλούν γιά πράγματα
πού αντιβαίνουν στό νόμο. 'Ό μ ω ς αυτός άνασήκωνε τό
μυστικό πέπλο καί αποκάλυπτε τό πνευματικό νόημά
τους. Αυτά πού έλεγε μού άρεσαν, αγνοούσα ωστόσο άν
λέει την αλήθεια. Πράγματι ήμουν επιφυλακτικός καί δέν
άφηνα τήν καρδιά μου νά δοθεί απόλυτα, από φόβο μήν τήν
γκρεμίσω σέ άλλο βάραθρο. "Ομως αυτή ή αναστολή μέ
έριχνε σέ χειρότερο θάνατο. ’Απαιτούσα νά είμαι τό Γδιο
βέβαιος γιά πράγματα πού δέν έβλεπα, όσο είμαι βέβαιος
ότι επτά καί τρία κάνουν δέκα. Δέν ήμουν ασφαλώς τόσο
ανόητος, ώστε ν ’ αμφισβητώ ότι ο νοΰς διαθέτει τήν ικα­
νότητα νά λύνει τέτοια προβλήματα, άλλά άπαιτούσα νά
έχω τήν ίδια βεβαιότητα γιά κάθε αλήθεια, είτε γιά υλικά
όντα, απρόσιτα στίς αισθήσεις, είτε γιά πνευματικά όντα,
πού ή σκέψη μου δέν μπορούσε ακόμη νά τά συλλάβει πα ­
ρά p i υλική μορφή.
Γιά νά γίνω καλά, ένα χρειαζόταν: νά πιστέψω. Θά
έπρεπε πρώτα τά μάτια τού νοΰ μου νά βρούν τρόπο νά

26ΐ
ΑΓΙΟΓ ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

σταθούν εξαγνισμένα μπροστά στην αιώνια καί ακατάλυ­


τη αλήθεια σου. Νά όμως τί συμβαίνει με τόν άνθρωπο
πού έχει δοκιμάσει έναν κακό γιατρό: φοβάται πιά νά
εμπιστευτεί καί τόν καλό. Καί αυτό ακριβώς συνέβαινε
καί μέ τήν άρρωστημένη μου ψυχή, πού ό μοναδικός τρό­
πος θεραπείας της ήταν ή πίστη: από φόβο μήν ξαναπι-
στέψει πράγματα ψεύτικα, άρνιόταν τίς φροντίδες σου κι
άπόδιωχνε τά χέρια σου, τά χέρια πού ετοιμάζουν τό για­
τρικό τής πίστης καί τό μοιράζουν, φάρμακο πανίσχυρο,
στούς νοσοΰντες ολόκληρης τής οικουμένης.
5·7 Ωστόσο, ήδη από έκείνη τήν εποχή, ή διδασκαλία
τής καθολικής Ε κκλησίας ερχόταν πρώτη στήν προτί­
μησή μου. Αυτό πού έλεγε ή Ε κκλησία, δηλαδή νά π ι­
στεύουμε χωρίς νά ζητάμε αποδείξεις — είτε γιατί υπάρ­
χουν αποδείξεις αλλά δέν είναι σέ δλους προσιτές, είτε για­
τί δέν υπάρχουν— , μοΰ φαινόταν πιό συνετό καί χωρίς
καμιά τάση γιά έξαπάτηση, ενώ οι μανιχαΐοι, πού κοροΐ­
δευαν τήν πίστη καί διαφήμιζαν αναίσχυντα τήν έπιστη-
μονικότητα τής θεωρίας τους, ζητούσαν έπειτα νά πιστέ­
ψουμε πράγματα παράλογα καί εξωφρενικά, πού δέν ήσαν
σέ θέση νά αποδείξουν.
Τότε, Κύριε, σιγά σιγά, μ ’ ένα χέρι απαλό καί σπλα­
χνικό, άρχισες νά ξεχερσώνεις καί νά σμιλεύεις τήν καρ­
διά μου, καί μ ’ έκανες νά προσέξω πόσο άμέτρητα ήταν
τά πράγματα στά όποια έδινα πίστη χωρίς νά τά έχω δει,
χωρίς νά είμαι παρών όταν συνέβησαν. Γιά παράδειγμα,
τόσα καί τόσα γεγονότα από τήν ιστορία τών εθνών, τό­
σες πόλεις καί μέρη πού δέν είχα δει, καί τόσα άλλα, τά
όποια είχα πιστέψει στηριγμένος στά λόγια φίλων, για-

262
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ: Η ΑΓΘΕΝΤΙΑ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ

τρων καί χίλιων δύο άλλων ανθρώπων. Πιστεύουμε σ ’


αυτά πού μάς λένε, γιατί αλλιώς θά ήταν αδύνατον νά κά­
νουμε οτιδήποτε σ ’ αυτή τή ζωή. Τέλος, μήπως δέν είχα
τήν ακλόνητη πεποίθηση δτι είμαι γιος τών γονιών μου;
Αυτό ειδικά δέν θά μπορούσα νά τό ξέρω, παρά μόνο δίνο­
ντας πίστη στά λόγια τους.
’Έ τσ ι μέ έπεισες δτι αυτοί πού πρέπει νά κατηγο-
ροΰνται γιά πλάνη δέν είναι δσοι πιστεύουν στίς Γραφές
σου, πού ή αυθεντία τους είναι στέρεα θεμελιωμένη σχεδόν
σε ολα τα εσνη, αλλά οσ<κ όεν πιστεύουν. Κ ι ακόμη οτι όεν
θά έπρεπε ν ’ ακούω δσους θά έρχονταν νά μοϋ άντιτείνουν:
«Άπό ποΰ γνωρίζεις δτι τά κείμενα αυτά τά έδωσε στους
ανθρώπους ό μόνος αληθινός Θεός, δ Θεός τής απόλυτης
φιλαλήθειας;». Ναί, αυτό πού χρειαζόταν ήταν πάνω α π ’
δλα ή πίστη, γιατί όλα τά έργα τών φιλοσόφων πού είχα
μελετήσει, όλες οι επιθέσεις τους καί οι παραπλανητικές
ερμηνείες τους δέν είχαν καταφέρει νά ξεριζώσουν άπό μέ­
σα μου, έστω καί γιά μιά μέρα, τήν πίστη δτι υπάρχεις —
αδιάφορο εάν αγνοούσα τόν τρόπο— καί ούτε ποτέ μ ’ έκα­
ναν ν ’ αμφιβάλω δτι εσύ κυβερνάς τά ανθρώπινα.

Ή αυθεντία τών Τραφών


Αυτό ίσως νά τό πίστευα, άλλοτε μέ μεγαλύτερη καί 8
άλλοτε μέ μικρότερη ένταση, πάντα δμως πίστευα δτι
υπάρχεις καί μεριμνάς γιά μάς, έστω καί άν αγνοούσα τί
πρέπει νά σκεφτώ γιά τήν ουσία σου, ή ποιος δρόμος φέρ­
νει ή ξαναφέρνει τόν άνθρωπο κοντά σου. Γ ι’ αυτό, όντας
βέβαιος πιά πώ ς δέν έχουμε έμεϊς τρόπο νά βρούμε τήν

263
ΑΓΙΟΓ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

αλήθεια με τήν καθαρή λογική, κατάλαβα πώ ς αυτός


είναι ό λόγος πού χρειαζόμαστε τήν αυθεντία των αγίων
Γραφών, καί από τότε άρχισα νά πιστεύω ότι δέν θά είχες
δώσει στίς Γραφές τόσο μεγάλο κύρος σε ολόκληρη τήν
οικουμένη, εάν δέν ήθελες μέσα από αυτές νά σέ πιστέ­
ψουν οί άνθρωποι καί μέσα άπό αυτές νά σέ άναζητήσουν.
’Έ χοντας ήδη ακούσει πειστικές ερμηνείες πολλών
χωρίων τών Γραφών, εκείνα πού άλλοτε μοΰ φαίνονταν
ακατανόητα τώρα πιά τά απέδιδα στά βαθιά μυστήρια
τής αλήθειας πού κλείνουν μέσα τους. Ή αυθεντία τών
Γραφών μοΰ φαινόταν ακόμη πιό άξιοσέβαστη καί ταιρια­
στή σέ μιά άγια πίστη, γιατί ενώ αυτά τά κείμενα ήσαν
προσιτά σέ οποίον ήθελε νά τά διαβάσει, δέν έπαυαν συνά­
μα νά διατηρούν καί τό μεγαλείο τού μυστηρίου τους γιά
εκείνον ό όποιος θά ήθελε νά εισχωρήσει βαθύτερα. Χάρη
στή διαύγεια της γλώσσας καί στό απλό καί ταπεινό ύφος
τους οι Γραφές προσφέρονται σέ όλο τόν κόσμο, ταυτό­
χρονα όμως κεντρίζουν τήν προσοχή εκείνων οί όποιοι δέν
έχουν «καρδίαν έλαφράν»*'3. Δέχονται όλο τόν κόσμο
στούς κόλπους τους, όμως ελάχιστους αφήνουν νά φτά­
σουν ως εσένα μέσα άπό «τή στενή πύλη»24. Αυτοί όμως
θά ήσαν άκόμη λιγότεροι, εάν τό κύρος τής αυθεντίας
τους δέν ήταν τόσο υψηλό κι εάν δέν τραβούσαν τά πλήθη
στούς κόλπους τής άγιας ταπεινοσύνης τους.
Αυτά στοχαζόμουν, κι εσύ ήσουν δίπλα μου. Στέναζα
καί μέ άκουγες. Παράδερνα καί μέ κυβερνούσες. Χανό­
μουν στούς μεγάλους δρόμους τού «αιώνος»25, κι έσύ δέν
μέ έγκατέλειπες.

264
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ

Οι προσδοκίες του «αίώνος»

Ποθούσα άπληστα τιμές, κέρδη, γάμο, κι εσύ μέ δλα 6 .g


αυτά γελούσες. Τό κυνήγι αυτών των επιδιώξεων μού
άφηνε μόνο μιά γεύση πικρίας, δμως ή χάρη σου μού δει­
χνόταν σπλαχνική, αφού δέν άφηνε νά μού δίνουν χαρά
άλλα πράγματα όσο δέν εύφραινόμουν κοντά σου.
Δές τήν καρδιά μου, Κύριε. Δικό σου θέλημα είναι πού
τά μνημονεύω όλα αυτά καί σού τά εξομολογούμαι. Κάνε
σήμερα τήν ψυχή μου νά δεθεί απόλυτα μαζί σου. Έ σύ
τήν έβγαλες από τό δόκανο τού θανάτου. Πόσο ύπέφερε!
Κ ι έσύ τήν κέντριζες πάνω στίς πληγές, γιά νά τ ’ άφήσει
δλα καί νά στραφεί σέ σένα πού είσαι «πάνω α π ’ δλα»*.
Δίχως εσένα δλα θά ήσαν μηδέν. ’Ή θελες νά στραφεί σέ
σένα καί νά γιατρευτεί.
Πόσο ύπέφερα, καί πώ ς μέ έκανες μιά μέρα νά νιώσω
τή συμφορά μου σέ δλο της τό μέγεθος. Ή τ α ν ή μέρα πού
ετοιμαζόμουν νά βγάλω έναν πανηγυρικό λόγο γιά τόν
αύτοκράτορα27, καί βεβαίως θά έλεγα ένα σωρό ψέματα,
καί αυτά τά ψέματα θά ξεσήκωναν τά χειροκροτήματα
ακροατών πού γνώριζαν δτι έλεγα ψέματα. Αυτές οι έγνοι­
ες μέ τυραννούσαν καί μέ γέμιζαν άγχος. Οί σκέψεις έκα­
ναν τήν καρδιά μου νά χτυπά καί μ ’ έκαιγαν σάν πυρετός.
Ξαφνικά, καθώς διέσχιζα μιά συνοικία τού Μιλάνου, πήρε
τό μάτι μου ένα φτωχό, ένα ζητιάνο. Ή τ α ν πιωμένος καί
χοράτευε ξέγνοιαστα, χαρούμενα. ’Αναστέναξα καί είπα
στούς φίλους πού μέ συνόδευαν δτι δλα μας τά βάσανα
είναι αποτέλεσμα της μωρίας μας. 'Ό λ ες μας οί προσπά­
θειες, τό ίδιο καί αυτή πού μέ παίδευε εκείνη τήν ήμέρα

265
Α ΓΙΟ Γ A lT O V S T IN O r Ε Ξ Ο Μ Ο Λ Ο Γ Η Σ Ε ΙΣ , Π Ρ ίίΤ Ο Σ /Γ Ο Μ Ο Σ

— μέ κέντριζε, βλέπεις, αδιάκοπα ή βουκέντρα^ης απλη­


στίας καί μ ’ έκανε νά σέρνω τό φορτίο τής δυστυχίας μου,
πού όσο τό έσερνα γινόταν βαρύτερο— , σ’ ένα καί μόνο
άποσκοποϋσαν, σέ μιά ζωή χαρούμενη κι αμέριμνη. "Ο­
μως αυτό τό είχε καταφέρει ό ζητιάνος, ενώ εμείς ούτε
πού γνωρίζαμε εάν ποτέ θά τό πετύχουμε. Γιατί αυτό πού
εγώ κυνηγούσα νά πετύχω μέ χίλιους τρόπους καί τεχνά­
σματα, δηλαδή τή χαρά μιας πρόσκαιρης ευτυχίας πάνω
στή γη, αυτός τό κέρδιζε μέ πενταροδεκάρες άπό ελεημο­
σύνες. Βέβαια, τήν άληθινή χαρά ούτε κι αυτός τήν είχε,
άλλά ούτε κι αυτή πού άναζητοϋσα εγώ ήταν άληθινότε-
ρη άπό τή δική του. "Ομως δέν υπήρχε άμφιβολία ότι
αυτός ήταν ευτυχισμένος κι εγώ άγχωμένος, αυτός ήρε­
μος κι εγώ άνάστατος. "Αν κάποιος μέ ρωτούσε τί θά
προτιμούσα, νά χαίρομαι ή νά φοβάμαι, θ ’ άπαντούσα:
«Ν ά χαίρομαι». Έ ά ν όμως μέ ρωτούσε τί θά προτιμούσα,
νά γίνω σάν κι εκείνον ή νά μείνω δπως ήμουν τότε, θά
διάλεγα νά μείνω δπως ήμουν, κι ας μέ έτρωγε τό άγχος
καί οί φόβοι. Τί διαστροφή! Μ ήπως λοιπόν είχα δίκιο; "Ο­
χι βέβαια! ’Ασφαλώς καί δέν έπρεπε νά βάζω τόν εαυτό
μου πάνω άπό τό ζητιάνο, μόνο καί μόνο επειδή ήμουν
πιό μορφωμένος. Οί γνώσεις μου δέν μού έδιναν καμιά χα ­
ρά. Τις χρησιμοποιούσα γιά νά άρέσω στούς άνθρώπους,
δχι γιά νά τούς μορφώσω. Νά λοιπόν γιατί κι εσύ, μέ τή
«ράβδο» τής πειθαρχίας σου38 «μού έσπασες τά κόκα­
λα »39.
Κράτησέ τους μακριά άπό τήν ψυχή μου, Κύριε,
δσους λένε: «Σημασία έχει νά βρίσκει κανείς τή χαρά μέ
τόν δικό του τρόπο. Ό ζητιάνος τήν έβρισκε στό πιοτό, κι

266
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ: ΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΤΟΤ «ΑΙΩΝΟΣ»

εσύ στή δόξα». Σε ποιά δόξα, Κύριε; Σέ μιά δόξα πού δεν
ήταν ή δική σου! Γιατί δσο ή δική του χαρά δέν ήταν αλη­
θινή, άλλο τόσο και ή δική μου δόξα δέν ήταν αληθινή, καί
μοϋ τύφλωνε χειρότερα τό πνεύμα. Ε κείνος, τό Γδιο βρά­
δυ, θά χώνευε τό κρασί του, ένώ εγώ με τό δικό μου είχα
κοιμηθεί καί είχα ξυπνήσει καί θά κοιμόμουν καί θά ξυ­
πνούσα, μέρες ατελείωτες. Ναί, σ τ ’ αλήθεια, σημασία
έχει νά βρίσκει ό καθένας τή χαρά μέ τόν τρόπο του, τό
γνωρίζω δά, αλλά πόση ή απόσταση ανάμεσα σέ μιά χαρά
καρτερική, γεμάτη πίστη, καί στήν τεχνητή ευθυμία τού
ζητιάνου! Τήν εποχή εκείνη υπήρχε βεβαίως μεγάλη από­
σταση άνάμεσα σ ’ εκείνον καί σ ’ εμένα. Σίγουρα δμως ό
πιό ευτυχισμένος ήταν αυτός, δχι μόνο γιατί μπορούσε νά
ευφραίνεται τήν ώρα πού οί δικές μου έγνοιες μού έτρωγαν
τά σπλάχνα, αλλά καί γιά τό δ,τι εκείνος κέρδιζε τό κρα-
σάκι του δίνοντας τήν ευχή του στούς διαβάτες, ένώ εγώ
δέν έκανα τίποτε άλλο από τό νά τροφοδοτώ τή ματαιοδο-
ξία μου μοιράζοντας ψέματα.
Ε ίπα καί άλλα παρόμοια στούς φίλους μου. Καί άλλες
φορές, μέ αφορμή ανάλογες περιστάσεις, έβλεπα σέ ποιά
κατάσταση βρίσκομαι καί ύπέφερα γιά τό κατάντημά μου,
καί τό κακό γινόταν διπλό. Έ ά ν συνέβαινε κάτι τό χαρμό­
συνο, δέν είχα διάθεση μήτε τό χέρι μου ν ’ απλώσω. Τί
νόημα θά είχε, αφού θά έφευγε πρίν τό αγγίξω;

Ό Άλύπιος
Συχνά εγώ κι οί φίλοι μέ τούς οποίους μοιραζόμουν τή 7·11
ζωή μου συζητούσαμε γ ι’ αυτά τά ζητήματα κι ενώναμε

267
ΑΓΙΟΙ' ΑΪΓΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, Ι1Ρ12ΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

τούς αναστεναγμούς μας. Περισσότερο καί με μεγαλύτε­


ρη οικειότητα τά κουβέντιαζα με τόν Άλύπιο καί τόν Νε-
βρίδιο. Ό Άλύπιος ήταν συμπατριώτης μου. Οι γονείς
του ήταν υψηλής καταγωγής. Ή τ α ν νεότερος μου καί
είχε παρακολουθήσει τά μαθήματά μου όταν άρχισα νά δι­
δάσκω στη γενέτειρα, άλλά έγινε μαθητής μου κι άργότε-
ρα στήν Καρχηδόνα. Μέ άγαποϋσε πολύ γιατί μέ θεω­
ρούσε άνθρωπο άγαθό καί μορφωμένο. Κ ι εγώ τόν αγα­
πούσα γιά τή μεγάλη φυσική του κλίση στήν άρετή, πού
είχε φανερωθεί από νωρίς, παρ’ όλο πού ήταν μικρός στήν
ήλικία. Ά λ λ ά νά τί τού συνέβη: μέσα στό ήθικό βάραθρο
τή ς Καρχηδόνας, όπου λύσσαγε ό κόσμος γιά τά ελαφρά
θεάματα, ό Άλύπιος έγινε θύμα τού πάθους του γιά τό
ιπποδρόμιο. Τήν εποχή πού αυτός κυλιόταν άθλια σ ’ όλα
αυτά, εγώ διατηρούσα μιά δημόσια αίθουσα διδασκαλίας,
όπου δίδασκα τή ρητορική. Δέν είχε γίνει ακόμη μαθητής
μου έξαιτίας κάποιων διαφορών πού είχαν προκύψει ανά­
μεσα σέ μένα καί τόν πατέρα του. Ε ίχα μάθει γιά τό ολέ­
θριο πάθος του γιά τό ιπποδρόμιο, καί στεναχωριόμουν
βλέποντάς τον νά διαψεύδει τόσες ωραίες ελπίδες ή νά τίς
έχει κιόλας καταστρέφει. "Ομως δέν είχα τρόπο νά τόν
συνετίσω καί νά τόν ξαναβάλω στόν ίσιο δρόμο, ούτε ως
φίλος ούτε ως δάσκαλος, γιατί είχα τήν εντύπωση ότι
συμμεριζόταν κι αυτός τά αισθήματα τού πατέρα του απέ­
ναντι μου. Τίποτε τέτοιο όμως δέν συνέβαινε. Πράγματι
εκείνος άγνόησε τίς διαθέσεις τού πατέρα του κι άρχισε νά
μέ χαιρετάει καί νά έρχεται στήν τάξη μου. Ά κ ουγε γιά
λίγο, κι έπειτα έφευγε.
12 Ε ίχα λοιπόν έγκαταλείψει κάθε ιδέα ότι θά μπορούσα

268
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ: Ο ΑΛΤΠΙΟΣ

νά ασκήσω πάνω του κάποιαν επιρροή γιά νά νικήσει τό


τυφλό και άγριο πάθος του γιά τούς αγώνες καί νά μήν
εξανεμιστούν τά τόσα του χαρίσματα. "Ομως εσύ, Κύριε,
πού κυβερνάς όλα σου τά δημιουργήματα, δεν εγκαταλεί­
πεις τά τέκνα σου καί δεν λησμόνησες καί αυτό τό παιδί
σου, πού έπρόκειτο αργότερα νά γίνει διάκονος τού μύστη-
ριου σου . Οτι το έργο αυτό ήταν οικο σου πέρα ως πέρα,
δέν χωρά αμφιβολία, ακόμη καί αν όργανο τής σωτηρίας
του έγινα εγώ, έν πλήρη άγνοια μου.
Μιά μέρα, ενώ καθόμουν στή συνηθισμένη θέση μου
μπροστά στούς μαθητές μου, μπήκε ο Άλύπιος, χαιρέτη­
σε, κάθισε καί άρχισε νά παρακολουθεί προσεκτικά τό μά­
θημα. Τήν ώρα εκείνη σχολίαζα ένα κείμενο πού είχα δια­
λέξει κατά τύχη. Έ ν ώ σχολίαζα, έκρινα ότι ταίριαζε 6 πα ­
ραλληλισμός μέ τούς αγώνες τού ιπποδρομίου. Γιά νά
κερδίσει σέ ζωντάνια καί σαφήνεια ή ιδέα πού προσπα­
θούσα νά τούς εξηγήσω, χρησιμοποίησα μιά γλώσσα καυ­
στική καί γεμάτη σαρκασμό γιά τούς δούλους αυτού τού
πάθους. « Ό Θεός, σύ έγνως » 31 πώς εκείνη τή στιγμή δέν
είχα καθόλου τήν πρόθεση νά γιατρέψω από τό σαράκι τόν
Άλύπιο. "Ομως εκείνος πήρε κατάκαρδα τά λόγια μου θε­
ωρώντας ότι τά είχα π ει γιά λογαριασμό του. "Ενας
άλλος θά είχε θυμώσει μαζί μου, αλλά αυτός, πού ήταν
έντιμο παιδί, θύμωσε μέ τόν εαυτό του καί άρχισε από τό­
τε νά μέ αγαπάει ακόμη πιό πολύ.
Τό έχεις πει καί τό έχεις βάλει καί στίς Γραφές σου:
« ’Έ λ ε γ χ ε σοφόν καί αγαπήσει σε»32. Δέν τόν είχα έλέγξει
εγώ, όμως εσύ, πού όλους τούς επιστρατεύεις στίς βουλές
σου, τίς μόνες σωστές, ακόμη κι όταν δέν τό γνωρίζουν,

269
ΑΓΙΟΓ ΑΪΤΟΤΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

εκανες την καρόια και τη γλώσσα μου καυτα κάρβουνά"


γιά νά καυτηριάσεις τά χαλασμένα κομμάτια μιας ψυχής
που υποσχόταν πολλά, καί νά την θεραπεύσεις. 'Όποιος
δέν αναγνωρίζει τά ελέη σου ας σωπάσει, ας μη δοξάζει τό
όνομά σου. Έ γ ώ σοΰ τά αναγνωρίζω από τά βάθη τής
καρδιάς μου.
Γιατί ό Ά λύπιος, μετά από εκείνα τά λόγια, βγήκε
από τό βαθύ πηγάδι όπου είχε πέσει μέ τη θέλησή του,
τυφλωμένος από την ηδονή πού τόν καταδυνάστευε. Τίνα­
ξε την ψυχή του δυνατά, μέ αυτοκυριαρχία, καί όλες οι
βρωμιές τοΰ ιπποδρομίου ξεκόλλησαν από πάνω του καί
δέν ξαναπάτησε εκεί τό πόδι του. ’Έ π ειτα νίκησε τήν
αντίδραση τοΰ πατέρα του καί τόν έπεισε νά μέ πάρει δά­
σκαλό του. Ό πατέρας του υποχώρησε καί συμφώνησε.
Ξανάρχισε λοιπόν νά παρακολουθεί τά μαθήματά μου, γιά
νά πιαστεί κι αυτός μαζί μέ μένα στά δίχτυα τών μανιχαί-
ων. Τούς θαύμαζε γιά τήν εγκράτεια πού έπεδείκνυαν, τήν
οποία θεωρούσε αληθινή καί αυθεντική. 'Ό μ ω ς αυτή ή
εγκράτεια έκρυβε απάτη καί δόλο, ήταν μιά στημένη μη­
χανή γιά νά αιχμαλωτίζει τίμιες ψυχές, πού δέν έχουν
ακόμη μάθει πώ ς νά φτάνουν στό βάθος τής αρετής καί
γ ι’ αυτό αφήνονται εύκολα νά τούς ξεγελάσει ή επιφάνεια,
τό υποκριτικό μασκάρεμα τής άρετής.
8.13 Ό Ά λύπιος δέν σκόπευε τότε νά έγκαταλείψει τή γ ή ­
ινη σταδιοδρομία πού τόσο τοΰ έκθείαζαν οι γονείς του, γ ι’
αυτό είχε έρθει πρίν από μένα στή Ρώμη γιά νά σπουδάσει
νομικά. 'Ό μ ω ς εκεί πιά οί μονομάχοι τόν άποτρέλλαναν.
Τόν κυρίευσε ένα τρομερό πάθος γ ι’ αυτού τού είδους τά
θεάματα, καί μέ τρόπο απίστευτο. Καί ιδού πώ ς συνέβη.

2ηο
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ:Ο ΑΛΪΠΙΟΣ

Έ ν ώ αυτά τοΰ προκαλοΰσαν πιά φρίκη καί αποστροφή,


μερικοί φίλοι καί συμμαθητές του τόν συνάντησαν τυχαία
στό δρόμο γυρνώντας από ένα συμπόσιο, καί, παρά την
επίμονη άρνηση καί αντίστασή του, τόν έσυραν μέ τό ζόρι
στό άμφιθέατρο. ’Έ τυ χ ε νά είναι ακριβώς οι ήμερες των
πιό σκληρών καί φονικών αγώνων. Τους έλεγε: «Πιστεύ­
ετε πώ ς άν σύρετε τό κορμί μου καί τό τοποθετήσετε εκεί
μέσα, μπορείτε νά βάλετε καί τό μυαλό μου καί τά μάτια
μου νά δουν αυτά τά πράγματα; Θά είμαι εκεί δίχως νά
είμαι εκεί, καί έτσι θά σάς νικήσω, κι εκείνα κι εσάς». Τόν
άφησαν νά λέει, χωρίς όμως καί νά πάψουν νά τόν τραβο-
λογοϋν μαζί τους, ίσως γιατί αυτό ήθελαν ακριβώς νά
δουν, άν θά μπορέσει νά κρατήσει τό λόγο του. "Οταν
έφτασαν εκεί καί κάθισαν όπου μπορούσαν, είχε ανεβεί πιά
ο πυρετός τής πιό άγριας ηδονής. Ό Άλύπιος κρατούσε
κλειστές τίς θύρες τών ματιών του κι εμπόδιζε τό πνεύμα
του νά βουτηχτεΐ σέ τέτοια κακά. Μία στιγμή όμως τόν
νίκησε ή περιέργεια, αλλά ήταν σίγουρος ότι θά μπορούσε
νά ξεπεράσει καί νά νικήσει μέσα του ό,τι καί νά έβλεπε,
καί άνοιξε τά μάτια. Τότε δέχτηκε ένα χτύπημα πού τοΰ
άνοιξε στήν ψυχή πληγή βαθύτερη από τήν πληγή στό
κορμί τοΰ μονομάχου. Πόσο πιό άθλια ήταν ή δική του
πτώ ση, κι άς είχε ή άλλη ξεσηκώσει τέτοιο σάλαγο! Ό
σάλαγος αυτός πέρασε από τ ’ αυτιά του καί τοΰ ξεσφρά-
γισε τά μάτια, καί άπό έκεϊ τοΰ χτύπησε καί τοΰ ισοπέδω­
σε τό πνεΰμα, πού μέχρι τότε είχε δείξει περισσότερη τόλ­
μη παρά δύναμη — αυτή άλλωστε ήταν καί ή αδυναμία
του, πώ ς είχε στηριχτεί στόν εαυτό του αντί νά στηριχτεί
σέ σένα. Πράγματι, άπό τή στιγμή πού είδε αυτό τό αίμα,

271
ΑΓΙΟν ΑΪΓΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

λες καί ήπιε μαζί όλη τή θηριωδία, καί αντί ν ’ άποστρέψει


τά μάτια, τά στύλωσε πιά γιά τά καλά. Ρουφούσε τήν
τρέλλα. Χωρίς πιά νά καταλαβαίνει τί κάνει, απολάμβα­
νε τόν φονικό αγώνα καί μεθούσε από μιάν αιμοχαρή ή-
δονή. ’Έ παψ ε νά είναι αυτός πού ήταν τή στιγμή πού είχε
μπει, κι έγινε πιά έ'να σώμα μέ τόν όχλο τού ιπποδρομίου,
όλότελα εξομοιωμένος με τούς φίλους πού τόν έμπασαν
εκεί μέσα. Τί άλλο νά π εΐ κανείς; Είδε, φώναξε, άναψε καί
κόρωσε. Φεύγοντας από εκεί κουβάλησε μαζί του μιά
μανία πού θά τόν κέντριζε νά ξανάρθει, καί όχι μόνο μ ’
έκείνους πού τόν είχαν παρασύρει, αλλά συχνότερα ακόμη
από έκείνους, μαζί μέ άλλους πού ο ίδιος πλέον θά παρέ­
συρε.
Καί όμως τό δικό σου χέρι, γεμάτο έλεος καί δύναμη,
τόν τράβηξε από εκεί μέσα καί τόν έμαθε νά μην εμπι­
στεύεται τόν εαυτό του, αλλά εσένα. Αυτό όμως έγινε πο­
λύ αργότερα.
9-14 Ή έμπειρία αυτή έμενε από τότε χαραγμένη στη μνή­
μη του, γιά νά τού χρησιμεύσει σάν φάρμακο στό μέλλον.
Μιά ανάλογη δοκιμασία πέρασε ό Άλύπιος καί σέ μιάν
άλλη περίσταση, όταν ήταν ακόμη μαθητής, καί μάλιστα
δικός μου, στήν Καρχηδόνα. "Ενα μεσημέρι, στήν αγορά,
ενώ έκανε βόλτες καί προετοίμαζε τήν απαγγελία πού θά
έκανε, δηλαδή τή συνηθισμένη σχολική άσκηση, έπέτρε-
ψες νά τόν συλλάβουν οί αστυνόμοι τής αγοράς. Δέν π ι­
στεύω πώ ς αυτό τό έπέτρεψες γιά άλλο λόγο, Θεέ μου,
παρά μόνο γιά νά δώσεις στόν νέο αυτό άνθρωπο, πού προ­
οριζόταν γιά μιά τόσο λαμπρή σταδιοδρομία, τή δυνατό­
τη τα ν ’ αρχίσει νά μαθαίνει από νωρίς πόσο δύσκολο είναι

272
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ:Ο ΑΛΓΠΙΟΣ

ένας άνθρωπος νά καταδικάζει έ'ναν άλλο άνθρωπο, πόσο


παρακινδυνευμένη είναι ή εύπιστία, όταν προσωπικά έχου­
με άγνοια.
Έ ν ώ λοιπόν περπατούσε μοναχός πάνω κάτω μπροστά
από τό δικαστήριο, κρατώντας τίς πλάκες καί τό κονδύλι
του, ξαφνικά εμφανίζεται ένας νεαρός σπουδαστής, πού
ήταν μαζί καί κλέφτης μέ δλη τή σημασία τής λέξης, καί
κάτω από τό μανδύα του κρατούσε ένα πελέκι. Χωρίς νά
τόν άντιληφθεΐ ό Άλύπιος, μπήκε στή στοά μέ τό μολυβέ-
νιο κιγκλίδωμα πού περιβάλλει τό δρόμο των αργυροχόων,
καί άρχισε νά κόβει τό μολύβι. 'Ό μ ω ς μέ τό θόρυβο πού
έκανε τό πελέκι οί άρχυροχόοι, πού βρίσκονταν από κάτω,
ανησύχησαν καί έστειλαν ανθρώπους νά συλλάβουν στήν
τύχη οποίον θά έβρισκαν. Ό κλέφτης αχούσε τίς φωνές
τους καί τό έβαλε στά πόδια, παρατώντας τό εργαλείο
του, μήν τυχόν καί τόν συλλάβουν μέ αυτό απάνω του. Ό
Άλύπιος, πού δέν τόν είχε δει νά μπαίνει, τόν διέκρινε τήν
ώρα πού έβγαινε καί τόν είδε νά απομακρύνεται σβέλτα.
Περίεργος νά μάθει τό λόγο, μπήκε στή στοά καί βρήκε τό
πελέκι. Τήν ώρα πού στεκόταν έκπληκτος καί τό εξέταζε,
καταφθάνουν οί φρουροί καί τόν βρίσκουν μοναχό νά κρατά
τό σιδερικό, πού μέ τό θόρυβό του τούς είχε ξεσηκώσει.
Τόν συλλαμβάνουν αμέσως καί τόν τραβούν μαζί τους- καί
μπροστά στούς μαζεμένους θαμώνες τής άγοράς καυ-
χιώνται δτι συνέλαβαν έναν κλέφτη ε π ’ αυτοφώρου καί
τόν οδηγούν κατευθείαν στά χέρια τής δικαιοσύνης.
'Ό μ ω ς τό μάθημα δέν πήγε πιό πέρα. Γιατί ευθύς άμε- '5
σως, Κύριε, έσπευσες νά έρθεις υπερασπιστής τού αθώου
— άλλωστε ήσουν καί ό μόνος μάρτυρας. Καί πράγματι,

273
ΑΓΙΟΓ ΑΪΤΟΤΣΤΙΝΟΪ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ενώ οί δεσμώτες του τόν έσερναν είτε στή φυλακή είτε γιά
βασανιστήρια, συνάντησαν στό δρόμο έναν αρχιτέκτονα,
έφορο τών δημόσιων κτηρίων. Οί άνθρωποι χαρήκαν πολύ
δταν τόν είδαν νά έρχεται, γιατί έτρεφε υποψίες εναντίον
τους δτι έκλεβαν διάφορα αντικείμενα πού εξαφανίζονταν
στήν άγορά. Τώρα επιτέλους θά τοϋ έδειχναν ποιος είχε
κάνει τίς βρωμοδουλειές. "Ομως ο αρχιτέκτονας είχε συ­
ναντήσει πολλές φορές τόν Άλύπιο στό σπίτι ενός συ­
γκλητικού, δπου κι ό ίδιος σύχναζε. Μονομιάς τόν ανα­
γνώρισε, τόν πήρε από τό χέρι καί τραβώντας τον παρά­
μερα από τό πλήθος τόν ρώτησε πώ ς έγινε αυτό τό θλιβε­
ρό επεισόδιο. ’Έ μαθε τά καθέκαστα καί, μπροστά στήν
αναταραχή τοΰ κόσμου πού στεκόταν εκεί φωνάζοντας
άπειλητικά, έδωσε εντολή νά τόν ακολουθήσουν όλοι οί
παρόντες. ’Έ φτασαν μπροστά στό σπίτι τοϋ νεαρού δρά­
στη. Έ κ εΐ, στήν πόρτα, στεκόταν ένα σκλαβάκι. Λόγψ
τής ήλικίας του δέν φοβόταν δτι θά μπορούσε νά εκθέσει
τόν κύριό του· θά μπορούσε λοιπόν νά τά ξεσκεπάσει όλα
χωρίς δυσκολία. Τό σκλαβάκι αυτό ήταν στήν άγορά μέ
τόν κύριό του, τό δράστη τής κλοπής, καί δ Άλύπιος θυ­
μήθηκε τό πρόσωπό του καί τό είπε στόν αρχιτέκτονα.
’Εκείνος έδειξε στό παιδάκι τό εργαλείο καί τόν ρώτησε
σέ ποιόν άνήκει. «Δικό μας είναι» απάντησε όλο προθυ­
μία. Τότε τόν ρώτησαν περισσότερα καί άποκάλυψε καί
τά υπόλοιπα.
’Έ τσ ι ή κατηγορία βάρυνε τώρα αυτό τό σπίτι, μπρο­
στά στό αμήχανο πλήθος πού είχε σπεύσει νά πανηγυρίσει
γιά τή σύλληψη τού Άλύπιου. Ό μελλοντικός κήρυκας
τού λόγου σου, ό αυριανός κριτής σέ τόσες υποθέσεις τής

274
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ:Ο ΑΛΤΠΙΟΣ

Ε κκλησίας σου βγήκε από αυτή τή δοκιμασία πιό έμπει­


ρος καί καλύτερα εφοδιασμένος.
Ε ίχα βρει λοιπόν τόν ’Αλύπιο στή Ρώμη. Ή φιλία μας ίο. ι 6
δέθηκε ακόμη πιό γερά καί, γιά νά μη χωρίσουμε, μέ ακο­
λούθησε στό Μιλάνο. Παράλληλα, άφοΰ είχε σπουδάσει
δίκαιο, θά μπορούσε νά άσκήσει εκεί τό επάγγελμα τού
νομομαθούς, ακολουθώντας στό σημείο αυτό περισσότερο
την επιθυμία των γονιών του παρά τή δική του. Ε ίχε κιό­
λας γίνει τρεις φορές σύμβουλος στό δικαστήριο καί είχε
καταπλήξει τούς πάντες, αλλά ο ίδιος έμενε ακόμη πιό
κατάπληκτος βλέποντάς τους νά βάζουν τό χρυσάφι πάνω
από τήν τιμιότητα. Δοκιμάστηκε καί ο ίδιος, καί όχι μο­
νάχα μέ δόλωμα τή δωροδοκία αλλά καί τόν εκβιασμό.
Σ τή Ρώμη ήταν σύμβουλος τού επιτρόπου των οικονο­
μικών της ’Ιταλίας. ’Εκείνη τήν εποχή υπήρχε ένας π α ­
νίσχυρος συγκλητικός πού είχε εξαγοράσει πολύ κόσμο μέ
τό χρήμα του καί άλλους τούς γονάτιζε μέ εκβιασμούς.
’Ή θελε λοιπόν νά αποκτήσει, χρησιμοποιώντας όπως συ­
νήθως τή δύναμή του, μιάν εξουσιοδότηση πού οί νόμοι
απαγόρευαν. Ό Άλύπιος άντιτάχθηκε. Τού ύποσχέθηκε
αμοιβή, κι αυτός τήν κλώτσησε. Τόν πήρε μέ τίς απειλές,
κι αυτός τίς αγνόησε. Σέ όλους προξένησε κατάπληξη
αυτή ή σπάνια ψυχική ακεραιότητα κι ή αδιαφορία του γιά
τήν εύνοια ή τήν έχθρα ενός ανθρώπου πασίγνωστου γιά
τίς τεράστιες δυνατότητές του νά κάνει ρουσφέτια ή νά
εκμηδενίζει άντιπάλους. Μέχρι καί ό ίδιος ό δικαστής πού
είχε τόν ’Αλύπιο ως σύμβουλο, αν καί δέν ήθελε νά δώσει
τήν εξουσιοδότηση, φοβόταν νά τήν άπορρίψει ανοιχτά, κι
έριξε σ ’ εκείνον τήν ευθύνη. Δήλωσε ότι δέν μπορούσε νά

275
ΑΓΙΟ Ϊ AVrO rSTIN O r ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

την εγκρίνει γιατί, αν τό έκανε — κι εδώ δέν ψευδόταν— ,


ό Ά λύπιος θά υπέβαλλε παραίτηση.
Τό μόνο πράγμα πού λίγο έλειψε νά τόν λυγίσει ήταν
τό πάθος του γιά τά βιβλία. Θά μπορούσε, με έξοδα τού
δημοσίου, νά βάλει νά τού αντιγράψουν χειρόγραφα γιά
λογαριασμό του. 'Ό μ ω ς στό ζήτημα αυτό ακούσε τή δι­
καιοσύνη, καί ή πράξη αυτή ήταν τό πιό μεγάλο κέρδος
του. Γιατί προτίμησε τή φωνή της τιμιότητας, έστω καί
αν αυτή τού τό απαγόρευε, από τή φωνή τής εξουσίας του
πού τού τό έπέτρεπε.
Δέν ήταν βέβαια καί σπουδαίο τό πράγμα, όμως
«οποίος είναι πιστός στά μικρά είναι καί στά μεγάλα»34,
καί ποτέ δέν είναι άχρηστος ό λόγος πού ξεστόμισαν τά
χείλη της ’Αλήθειας σου: « ’Ά ν μές στά άνομα πλούτη
σταθήκατε άπιστοι, ποιος θά σάς έμπιστευτεϊ τό αληθινό
αγαθό; Καί άν μπρος στά αγαθά τού άλλου δέν σταθήκα­
τε πιστοί, ποιος θά σάς δώσει αυτό πού σάς ανήκει;»35.
Τέτοιος ήταν ο άνθρωπος πού είχε δεθεί μαζί μου τότε
καί μοιραζόταν τούς δισταγμούς μου στίς συζητήσεις μιας
γιά τόν τρόπο ζωής πού θά έπρεπε νά ακολουθήσουμε.

Ό Ne/ήοίδιο?. Αμφιβολίες καί δισταγμοί


'7 Ό Νεβρίδιος είχε φύγει καί αυτός από τήν πατρίδα
του, πού γειτόνευε μέ τήν Καρχηδόνα, αλλά καί από τήν
ίδια τήν Καρχηδόνα, οπού πήγαινε πολύ συχνά. ’Άφησε
πίσω μιά σεβαστή πατρική περιουσία — ήταν γιός γαιο­
κτήμονα— , τό σπίτι του καί τή μάνα του, πού δέν μπο­
ρούσε νά τόν ακολουθήσει, κι ήρθε στό Μιλάνο μιέ μοναδι-

276
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ: Ο ΝΕΒΡΙΔΙΟΣ. ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΣΤΑΓΜΟΙ

κό σκοπό νά ζήσει μαζί μου καί νά μοιραστούμε ολοκλη­


ρωτικά μιά ζωή δοσμένη στη μελέτη τής αλήθειας καί
της σοφίας. "Ομοια μέ μένα ύπέφερε, ομοια κλυδωνιζόταν
καθώς μέ θέρμη αναζητούσε τήν αληθινή ευτυχία στή
ζωή, ενώ τό μυαλό του, γερά ακονισμένο, διερευνοϋσε τά
πιό δύσκολα προβλήματα. Είχαν βρεθεί λοιπόν έκεΐ συ­
ναγμένα τά στόματα τριών πεινασμένων, καί τό ένα έμφυ-
σοϋσε τήν πείνα του στό άλλο καί στρέφονταν σέ σένα
καρτερώντας «νά ’ρθει ή κατάλληλη ώρα νά τούς δώσεις
τήν τροφή σου»36. Τό καθετί πού κάναμε στήν κοινωνική
ζωή μας, τό ακολουθούσε πάντα πικρία καί απογοήτευση
— δώρο τού ελέους σου— , καί όταν αναρωτιόμασταν γιά
τήν αιτία, νέα σκοτάδια μας περικύκλωναν. Τότε σκύβαμε
τό κεφάλι βουρκωμένοι καί λέγαμε: «"Ως πότε θά κρατή­
σει αυτή ή κατάσταση;». Τό λέγαμε καί τό ξαναλέγαμε
αδιάκοπα. Τό λέγαμε, χωρίς δμως ν ’ άπαρνιόμαστε καί
τόν γνωστό μας τρόπο ζωής. Γιατί δέν βλέπαμε στόν ορί­
ζοντα κάτι σταθερό γιά νά τό άγκαλιάσουμε στή θέση του.
’Από τούς τρεις μας, εκείνος πού δυσανασχετούσε π ε- ' ι.ι8
ρισσότερο ήμουν εγώ, όταν θυμόμουν μέ βάρος στήν καρ­
διά πόσος καιρός είχε περάσει από τά δεκαεννιά μου, τότε
πού είχε πρωτοανάψει μέσα μου τό πάθος γιά τή φιλο­
σοφία καί ήμουν αποφασισμένος, δταν τή βρώ, νά έγκατα-
λείψω τούς μάταιους πόθους καί τίς κούφιες ελπίδες καί
τίς φρεναπάτες τους. Μά νά πού είχα φτάσει πιά στά
τριάντα, καί συνέχιζα νά κυλιέμαι στήν ί'δια λάσπη, μέ μο­
ναδική έγνοια νά χαρώ άπληστα τό παρόν πού μού γλ ι­
στρούσε από τά χέρια καί μέ κομμάτιαζε. ’Έ λ εγα : «Αύριο
θά τή γνωρίσω, αύριο ή σοφία θά μού φανερωθεί, θά λάμ-

277
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ!" ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ψει καί θά τήν κρατήσω. Νά, αύριο έρχεται ο Φαύστος,


αυτός θά μοΰ τά εξηγήσει ολα. Μ ήπως όμως δεν είναι
σπουδαίοι καί οί φιλόσοφοι τής Άκαδήμειας; ’Άδικο έχουν
νά αμφισβητούν δτι υπάρχει βέβαιη απάντηση γιά τό τί
είναι ορθό στή ζωή; ’Ά ς ερευνήσουμε ωστόσο μέ μεγαλύ­
τερη προσοχή καί άς μή χάνουμε τίς έλπίδες μας. Μ ήπως
τόσα σημεία τών βιβλίων τής Ε κκλησίας δέν έπαψαν νά
μοΰ φαίνονται παράλογα, γιατί υπάρχει καί άλλος ορθότε­
ρος τρόπος νά ερμηνευτούν; Ναί, θά πάω εκεί πού μ ’ έβα­
λαν μικρό οί γονείς μου κι εκεί θά μείνω ώσότου λάμψει τό
φώς τής αλήθειας. 'Ό μ ω ς πού νά τό γυρέψω; Πότε νά τή
γυρέψω; Ό ’Αμβρόσιος δέν έχει χρόνο νά μέ ακούσει, κι
εμένα δέν μού μένει χρόνος γιά μελέτη. Καί πού νά βρω τά
βιβλία; Πότε καί πού νά τ ’ αγοράσω; ’Από ποιόν νά τά
δανειστώ; ’Ά χ , θά πρέπει νά εξοικονομήσω χρόνο, νά δια­
θέσω ώρες γιά τή σωτηρία τής ψυχής μου! Τώρα τουλά­
χιστον έχω νά ελπίζω σέ κάτι: ή καθολική πίστη δέν δι­
δάσκει αυτό πού νόμιζα καί αδίκως τήν κατηγορούσα. Ε ­
κείνοι πού τήν έχουν σπουδάσει θεωρούν ασέβεια νά π ι­
στεύει κανείς οτι ο Θεός είναι κλεισμένος σέ ανθρώπινο
σώμα. Γιατί λοιπόν νά διστάσουμε νά χτυπήσουμε τήν
πόρτα πού ανοίγει τό δρόμο καί στίς υπόλοιπες αλήθειες;
'Ό μ ω ς, αλίμονο, πού θά βρώ χρόνο; "Ως τό μεσημέρι έχω
τούς μαθητές. Μένει βέβαια ή υπόλοιπη μέρα. Ν ά αφιε­
ρώσω τήν υπόλοιπη μέρα στήν προσπάθεια; Καί πότε θά
μείνει καιρός νά έπισκεφτώ τούς ισχυρούς φίλους μου;
Π ώ ς θά κάνω χωρίς τή δική τους υποστήριξη; Καί πότε
θά προετοιμάσω αυτά πού θά πουλήσω στούς μαθητές
τήν επομένη; Καί δέν πρέπει νά μείνει καί λίγη ώρα γιά

278
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ: Ο ΝΕΒΡΙΔΙΟΣ. ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΣΤΑΓΜΟΙ

αναψυχή, έτσι πού είμιαι φορτωμένος με χίλιες σκοτούρες;


»"Ο χι, νά σού λείπουν αυτά. ’Ά ς άφήσουμε πιά τίς ‘9
κούφιες φιλοδοξίες μας. ’Ά ς άφοσιωθούμε αποκλειστικά
στήν αναζήτηση τής αλήθειας. Ή ζωή είναι μόνο αθλιό­
τητα, καί ή στιγμή τού θανάτου απρόβλεπτη. Μπορεί νά
έρθει ξαφνικά. Σέ ποιά κατάσταση θά μάς βρει; Κ αί ποϋ
θά μάθουμε τότε αυτά πού εδώ κάτω άμιελήσαμε; Μ ήπως
αυτή μας τήν αδιαφορία θά τήν ξεπληρώσουμε μέ πόνο;
Ή μήπως ό θάνατος, επειδή νεκρώνει τίς αισθήσεις, νε­
κρώνει καί τή συνείδηση; Είναι κι αυτό ένα ζήτημα πού θά
πρέπει νά ερευνήσω. 'Όμιως οχι, πάψε νά σκέφτεσαι οτι
μπορεί νά είναι έτσι ό θάνατος! Λές νά είναι άσκοπο, λές
νά είναι χωρίς λόγο πού ή τρανή αυθεντία τής χριστια­
νικής πίστης διαδίδεται σ ’ ολόκληρο τόν κόσμιο; Ποτέ δέν
θά είχαν ολοκληρωθεί μέ θειο τρόπο τόσα καί τόσο σπου­
δαία πράγματα γιά μάς, εάν ό θάνατος τοϋ κορμιού άποτέ-
λειωνε καί τή ζωή τής ψυχής. Γιατί λοιπόν διστάζουμε νά
άπαρνηθοϋμε εφήμερες προσδοκίες; Γιατί δέν δίνουμε ολό­
ψυχα τόν εαυτό μας σ ’ έναν μοναδικό σκοπό, νά βρούμε
τόν Θεό καί τήν αληθινή ευτυχία;
»Στάσου όμως, μιά στιγμή! Τά πράγματα αυτού τού
κόσμου έχουν τή γλύκα τους, κι αυτή δέν είναι διόλου
ευκαταφρόνητη. Δέν πρέπει νά βιαστώ νά κόψω απερίσκε­
π τα τίς παλιές συνήθειες. Φαντάσου αν θελήσω νά ξανα-
γυρίσω, θά ήταν τόσο ταπεινωτικό! Νά, αίφνης, είναι τό
πού πρόκειται οπού νά ’ναι ν ’ αποκτήσω — τί θέ­
λω παραπάνω; ’Έ π ειτα , έχω ένα σωρό φίλους πού διαθέ­
τουν τά μέσα. ’Ά ν δέν βρεθεί τίποτε καλύτερο καί δέν βια­
στώ, κάπου θά μού βροΰν μιά θέση διοικητή επαρχίας. Θά

279
ΑΓΙΟΙ” ΑΓΓΟΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

παντρευτώ και μια γυναίκα που να εχει τον τροπο της,


γιά νά μην φορτωθώ τά έξοδά της. Δεν είναι καί μεγάλες
οί φιλοδοξίες μου. "Ενα σωρό άνδρες επιφανείς, εξοχα π α ­
ραδείγματα πρός μίμηση, ακόμη καί μετά τό γάμο άφο-
σιώθηκαν στη μελέτη της σοφίας».
2ο Τέτοιες σκέψεις γυρνοΰσαν καί ξαναγυρνοϋσαν στό
μυαλό μου καί ή ψυχή άνεμιζόταν στό φύσημα τοϋ κάθε
αγέρα, καί ο καιρός περνούσε, αλλά στόν Κύριο δέν γύρι­
ζα. ’Ανέβαλλα «ήμέραν έξ ημέρας » 37 νά έρθω νά ζήσω μέ­
σα σου, αλλά δέν ανέβαλλα τόν καθημερινό μου θάνατο.
’Αγαπούσα τήν ευτυχία, άλλά φοβόμουν νά τη βρω εκεί
πού βρίσκεται καί τήν αναζητούσα όλο καί μακρύτερα.
Νόμιζα πώ ς αν στερηθώ τήν αγκαλιά μιας γυναίκας, θά
γίνω πιό δυστυχισμένος, άλλά μήτε πού μού περνούσε από
τό μυαλό νά γιατρέψω τούτη τήν αδυναμία p i τό φάρμα­
κο τής αγάπης σου, γιατί δέν τό είχα ακόμη γνωρίσει. Θε­
ωρούσα δτι ή εγκράτεια πηγάζει από τή δική μιας δύναμη,
καί τή δύναμη αυτή δέν τήν έβρισκα στόν εαυτό μου. ’Ή ­
μουν τόσο άνόητος, πού ούτε αυτό τό γνώριζα, καί ας είναι
γραμμένο πώ ς γιά νά είναι κανείς έγκρατής πρέπει έσύ νά
τού δώσεις τή χάρη38. Καί ασφαλώς θά μού τήν έδινες τή
χάρη αν είχα κλάψει μπροστά στή θύρα σου καί άν είχα
άκουμπήσει τήν έγνοια μιου απάνω σου, μέ πίστη ακλόνη­
τη σέ σένα.
ΐ 2.2 ΐ Είναι αλήθεια πώ ς ό Άλύπιος μού έβαζε φρένο στά
όνειρα γιά γάμο. ’Έ λ εγε συνεχώς τό ίδιο τροπάρι: δτι άν
έβαζα μπροστά τό σχέδιο τού γάμου, δέν θά είχαμιε πιά
εξασφαλισμένο τόν ελεύθερο χρόνο γιά νά ζήσουμε μαζί
μιά ζωή, δπως άπό παλιά τήν ονειρευόμασταν, άφιερωμέ-

28ο
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ: Ο ΝΕΒΡΙΔΙΟΣ. ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΣΤΑΓΜΟΙ

νη στόν έρωτα τή ς σοφίας. 'Ό σο καί αν φαίνεται παράξε­


νο, ό Άλύπιος την εποχή έκείνη ζοΰσε σέ τέλεια αγνότη­
τα. Ε ίχε γνωρίσει τόν σαρκικό έρωτα στην αρχή τής εφη­
βείας του, αλλά είχε μάλλον νιώσει απογοήτευση καί θλί­
ψη παρά έλξη, κι από τότε ζοΰσε σέ πλήρη αγνότητα.
Έ γ ώ από τήν πλευρά μου τοϋ άντέτασσα τό παρά­
δειγμα παντρεμένων ανθρώπων, που καί τό πνεύμα είχαν
καλλιεργήσει καί τή θεία χάρη είχαν άξιωθεΐ νά δεχθούν,
διατηρώντας συνάμα τίς φιλίες τους μέ πίστη καί τρυφε­
ρότητα. "Ομως στήν πραγματικότητα έγώ βρισκόμουνα
πολύ μακριά από αυτές τίς μεγάλες καρδιές. "Αρρωστος,
αιχμάλωτος τής σάρκας, έσερνα τήν αλυσίδα μου μέ μιά
θανάσιμη φιληδονία, καί μού άρεσε* καί φοβόμουν μήν τυ­
χόν λυθεί καί άπέκρουα τά λόγια τού συνετού φίλου, δηλα­
δή έδιωχνα τό χέρι πού γύρευε νά μού λύσει τά δεσμά —
σάν νά μέ χτύπαγε στό πονεμένο μέρος. "Εκανα κάτι πα ­
ραπάνω: τό φίδι μέσα μου μιλούσε από τό στόμα μου στόν
Άλύπιο, κι έστηνε απαλά βρόχια στό δρόμο γιά νά παγι­
δευτούν τά τίμια κι ελεύθερα πόδια του.
Τού έκανε πράγματι εντύπωση πώς έγώ, πού μού είχε 22
τόσο μεγάλη έκτίμηση, είχα τόσο κολλήσει σ ’ αυτό τό
είδος ηδονής, ώστε νά βεβαιώνω κάθε φορά πού συζητού­
σαμε πώ ς δέν τό έχω σκοπό έ π ’ ούδενί νά ζήσω άγαμιος.
Καί γιά νά υπερασπιστώ τόν εαυτό μου δταν έβλεπα οτι
δυσανασχετεί, τού έλεγα πώ ς υπάρχει τεράστια διαφορά
ανάμεσα στή δική του σύντομη καί παροδική έμπειρία,
πού σχεδόν μήτε τή θυμόταν, καί γ ι’ αυτό άλλωστε τού
ήταν τόσο εύκολο νά τή θεωρεί ασήμαντη, καί στίς δικές
μου απολαύσεις, πού άποτελοΰσαν μέρος τής καθημερινό-

2δ ΐ
ΛΓΙΟΤ ΛΊΓΓΟΤΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΉΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

τητάς μου. Τώρα, άν σ ’ αυτά προσέθετε καί τά τίμια δε-


σμά τοΰ γάμου, γιατί νά απορεί άν μιά τέτοια ζωή εγώ
καθόλου δέν την περιφρονοΰσα; Κατέληξε μέ τά πολλά νά
τό εύχεται καί ο ίδιος γιά λογαριασμό του, καί οχι γιατί
τόν γοήτεψαν τά ήδονικά καλέσματα, αλλά από περιέρ­
γεια. ’Ή θελε, καθώς έλεγε, νά γνωρίσει τί είναι επιτέλους
αυτό τό πράγμα καί γιατί ή ζωή μου, πού εκείνος τήν
προτιμούσε όπως ήταν, χωρίς αυτό θά μου φαινόταν οχι
ζωή αλλά μαρτύριο. Ελεύθερος καθώς ήταν από τέτοια
δεσμά, τή δική μου σκλαβιά δέν τήν καταλάβαινε καί ή
απορία γεννούσε μέσα του τήν περιέργεια — ήθελε νά
αποκτήσει καί αυτός τήν εμπειρία. Κ αί ασφαλώς σύντομα
θά έφτανε στήν εμπειρία, πού θά τόν έκανε νά γλιστρήσει
στή σκλαβιά. Θά ικανοποιούσε τήν περιέργειά του υπο­
γράφοντας συμβόλαιο μέ τό θάνατο39, γιατί οποίος κυνηγά
τόν κίνδυνο40 πέφτει στήν παγίδα του.
Σ τήν πραγματικότητα, ή ομορφιά τού γάμου, τόσο γιά
αυτόν δσο καί γιά μένα, ήταν άσχετη μέ τό σεβάσμιό στίς
άρχές της συμβίωσης ή στήν ανατροφή των παιδιών —
πράγμα πού μέτραγε ελάχιστα ή καθόλου. Αυτό πού μέ
κρατούσε δέσμιο καί μέ κατατυραννούσε ήταν ή συνήθεια
τού κορεσμού τη ς σάρκας, πού δέν χόρταινε ποτέ. "Οσο
γιά τόν Ά λύπιο, αυτός είχε υποδουλωθεί στήν περιέργεια.
’Ιδού ή κατάστασή μας! ’Εσύ, δμιως, ό Μεγαλοδύνα-
μος, πού δέν λησμονάς τόν πηλό μέ τόν όποιο μάς έπλα­
σες, μάς συμπόνεσες μέσα στήν κατάντια μας καί ήρθες
νά μάς συντρέξεις μέ τρόπο θαυμαστό καί μυστικό.
*3 -23 Οί πιέσεις πού δεχόμουν γιά νά παντρευτώ συνεχίζο­
νταν επίμονα. Μέ τή μιεσολάβηση τής μάνας μου ζήτησα

282
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ: Ο ΝΕΒΡΙΔΙΟΣ. ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΣΤΑΓΜΟΙ

<τέ γάμο ένα κορίτσι, καί μοϋ ύποσχέθηκαν νά μοΰ τη δώ­


σουν. Ή μάνα μου έλπιζε δτι εφόσον παντρευόμουν, θά δε­
χόμουν τόν σωτήριο καθαρμό τοΰ νεροΰ τής βάπτισης.
Χαιρόταν πού μ ’ έβρισκε κάθε μέρα περισσότερο διατεθει­
μένο νά τό συζητήσω. Γιά κείνην τό νά πιστέψω θά ήταν
ή εκπλήρωση των ονείρων καί των υποσχέσεων πού τής
είχες δώσει.
Μέ δική της πρωτοβουλία, αλλά καί μέ τή δική μου
προτροπή, σέ παρακαλοΰσε καθημερινά νά τής φανερώ­
σεις μέ ένα όνειρο κάτι γιά τόν μελλοντικό γάμο μου, όμως
δέν θέλησες. ’Έ β λεπε μόνο τά ψεύτικα καί φανταστικά
γεννήματα τοΰ ανθρώπινου μυαλού, όταν τό απασχολεί
επίμονα ένα πρόβλημα. Μοΰ τά διηγιόταν, αλλά όχι μέ τή
βεβαιότητα πού συνήθως είχε όταν τής φανέρωνες κάτι
σχετικό μέ τό μέλλον μου. Σχολίαζε αυτό πού είδε αρνητι­
κά. ΤΗ ταν, καθώς έλεγε, σέ θέση νά διακρίνει τή διαφορά
άνάμεσα σ ’ αυτό πού εσύ τής αποκάλυπτες καί σ ’ εκείνο
πού ονειρευόταν ή ψυχή τη ς, από μιά ανεξήγητη οσμή πού
δέν μπορούσε νά εξηγήσει μέ λέξεις41.
'Ωστόσο έπέμεινα στό σχέδιο τού γάμου, αλλά τό κο­
ρίτσι πού ζητήσαμε ήθελε ακόμη σχεδόν δυό χρόνια γιά νά
φτάσει σέ ήλικία γάμουω. Ε π ειδ ή όμως μού άρεσε, απο­
φάσισα νά περιμένω.

Σχέδια γιά ίνα κοινόβιο.


Ή μητέρα τοΰ Άδεοδάτου
Στήν παρέα μας όλοι μισούσαμε τήν πολυπραγμοσύνη. 14· 24
Οί υλικές φροντίδες μας προξενούσαν φρίκη. Τόσο στή

283
ΑΓΙΟΤ ΛΓΓΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

σκέψη μας δσο καί στίς συζητήσεις μας είχαμε κιόλας


καταρτίσει ένα σχέδιο: νά άποτραβηχτοϋμε από την τύρ­
βη καί νά ζήσουμε μιά ζωή «έν σχολή», μακριά από τίς
βιοτικές μέριμνες43. Κ ι αυτή τή ζωή ιδού πώς θά τήν
οργανώναμε: θά έβαζε ο καθένας τά υπάρχοντά του σέ
κοινό ταμείο κι έτσι θά φτιάχναμε κοινή περιουσία. Μέ
τόν τρόπο αυτό — καί ή εγγύηση ήταν ή φιλία μας— κα­
νείς δέν θά είχε προσωπική ιδιοκτησία. Τά πάντα θά
ανήκαν στόν καθένα καί σέ όλους μας. Λογαριάζαμε ότι σέ
αυτό τό κοινόβιο θά μπορούσαμε νά είμαστε γύρω στά δέ­
κα άτομα, καί άνάμεσά μας ήταν καί μερικοί πολύ ευκα­
τάστατοι — καί ιδιαίτερα ο Ρωμανιανός, συμπατριώτης
μας, τόν όποιο είχαν οδηγήσει εκείνη τήν εποχή στήν
αυλή τοΰ αύτοκράτορα σοβαρά περιουσιακά προβλήματα.
ΤΗ ταν επιστήθιος φίλος μου από τά παιδικά μου χρόνια.
Αυτός στήριζε περισσότερο τήν πρότασή μας — καί ήταν
μεγάλη ή πειστικότητα των επιχειρημάτων του γιατί διέ­
θετε καί τά περισσότερα χρήματα από όλους μας.
ακόμη κανονίσει ότι δύο από έμας θά άναλάμ-
βαναν τό ρόλο τοΰ επιτρόπου γιά ένα χρόνο, καί αυτοί θά
επωμίζονταν όποια υλική μέριμνα, γιά νά μένουν οί άλλοι
απερίσπαστοι. 'Ό ταν όμως φτάσαμε στό ερώτημα άν θά
συμφωνήσουν καί οι γυναίκες — οί σύζυγοι ορισμένων καί
οί μέλλουσες σύζυγοι τών υπολοίπων— , κατέρρευσε ολό­
κληρο τό σχέδιο. Αυτό τό τόσο ωραίο καί μελετημένο
σχέδιο διαλύθηκε καί τό έγκαταλείψαμε.
Ξανάρχισε ό βραχνάς καί τό άγχος καί τό κυνήγι τής
σταδιοδρομίας. Ξαναβρεθήκαμε νά βαδίζουμε στούς πο­
λυάνθρωπους καί χιλιοπατημένους δρόμους τοΰ «αίώνος».

284
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ: ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΙΝΟΒΙΟ. Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΤ ΑΔΕΟΔΑΤΟΤ

«Χίλιοι λογισμοί ήσαν στην καρδιά μας, δμως οι δικές σου


βουλές μένουν απαρασάλευτες καί αιώνιες»44. Γ ι’ αυτό
καί όλα τά δικά μας σχέδια τά περιγελούσες, καί προοικο-
νομοϋσες τά δικά σου. Περίμενες «τόν κατάλληλο καιρό
γιά νά μας δώσεις την τροφή σου, γιά νά ανθίζεις εσύ τό
χέρι σου καί νά γεμίσεις τίς ψυχές μέ την ευλογία σου»43.
Στό αναμεταξύ οί αμαρτίες μου πολλαπλασιάζονταν. 15-25
Ξερίζωσαν από τό πλευρό μου τη γυναίκα πού μοιραζόταν
χρόνια ολόκληρα τό κρεβάτι μου — τη θεώρησαν εμπόδιο
στό γάμο μου. ’Ή μασταν δεμένοι. Ή καρδιά μου πληγώ ­
θηκε καί κουρελιάστηκε, καί μάτωνε γιά καιρό.
Ε κ είνη γύρισε στήν ’Αφρική. Μοΰ υποσχέθηκε πώς
δέν θά γνώριζε άλλον άντρα καί μοΰ άφησε τό νόθο παιδί
πού είχαμε αποκτήσει μαζί, τόν Άδεοδάτο. "Ομως εγώ,
δυστυχισμένος, ανίκανος νά μιμηθώ ακόμη καί μιά γυναί­
κα, άδημονοΰσα μέ τήν καθυστέρηση. Μέχρι νά πα­
ντρευτώ τό κορίτσι πού μοΰ είχαν ύποσχεθεϊ θά έπρεπε νά
περιμένω δύο χρόνια. Καθώς δέν ήμουν κ α τ’ αρχήν οπα­
δός τοΰ γάμου αλλά σκλάβος της ήδονής, συνδέθηκα μέ
μιάν άλλη γυναίκα, πού δέν τήν είχα βεβαίως ώς σύζυγο,
αλλά τή χρησιμοποιούσα γιά νά θρέφω καί νά συντηρώ
τήν αρρώστια τής ψυχής μου, γιά νά τήν κρατώ πάντα
στή γνώριμη ένταση, ή καί σέ μεγαλύτερη, περιμένοντας
τό γάμο.
"Ομως ή πληγή μου από τό χωρισμό μέ τήν πρώτη
μου σύντροφο δέν έκλεισε. Μετά από τό φούντωμα καί τόν
ισχυρό πόνο, κακοφόρμισε. 7Η ταν σάν νά κρύωσε ο πόνος,
δμως ή κατάστασή μου έγινε πιό απελπιστική.
Σέ σένα πρέπει ή τιμή καί ή δόξα, ώ πηγή τοΰ ελέους! 16.26

285
ΛΓΙΟΊΓ A V rorS T IN O r ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

'Ό σο εγώ χειροτέρευα, τόσο έσύ με πλησίαζες. Τό χέρι


σου ήταν κιόλας εκεί, έτοιμο νά μέ βγάλει από τό βούρκο
καί νά μέ ξεπλύνει. Έ γ ώ όμως δέν τό γνώριζα. Τίποτε δέν
μέ κρατούσε από τό νά χωθώ ακόμη βαθύτερα στό βάρα­
θρο των σαρκικών ηδονών, εκτός από τό φόβο τού θανάτου
καί της μελλοντικής σου κρίσης: ό φόβος αυτός δέν έφυγε
ποτέ άπό τήν καρδιά μου, σέ όλες τίς διαφορετικές
γνώμες πού είχα υποστηρίξει.
Μέ τόν Άλύπιο καί τόν Νεβρίδιο συζητούσαμε γιά
«τόν ΰψιστο βαθμό τού καλού καί τού κακού»40. Στό ση­
μείο αυτό θά ήμουν πρόθυμος νά ακολουθήσω τόν Ε π ί ­
κουρο, αν δέν πίστευα πώ ς μετά τό θάνατο ή ζωή της
ψυχής συνεχίζεται καί κρινόμαστε γιά τίς πράξεις μας,
πράγμα πού ό Επίκουρος άρνήθηκε νά δεχτεί. ’Ιδού πώς
έθετα τό πρόβλημα: υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία άπό τό
νά άπολαμβάνουμε, αθάνατοι, μιά κατάσταση αέναης σω­
ματικής ήδονής χωρίς κανένα φόβο απώλειας; Τί άλλο
καλύτερο νά ζητήσει κανείς; Δέν καταλάβαινα ότι αυτή
ακριβώς ή σκέψη μου φανέρωνε καί τή μεγάλη μου αθλιό­
τητα. ’Ήμουν τόσο χαμηλά πεσμένος, τόσο τυφλωμένος,
ώστε νά μήν μπορώ νά συλλάβω τό φώς τής αρετής μέ
ανιδιοτέλεια, τήν ομορφιά πού δέν βλέπουμε μέ τό μάτι
τής σάρκας παρά μόνο μέ τό εσώτερο βλέμμα.
Μέσα στή δυστυχία μου, δέν μού περνούσε κάν άπό τό
μυαλό ν ’ άναρωτηθώ άπό ποιά πηγή έρεε τό γλυκό αίσθη­
μα πού ένιωθα συζητώντας μέ τούς φίλους μου, έστω καί
γιά τέτοια άσχημα θέματα, ούτε γιά ποιό λόγο δέν θά
μπορούσα νά είμαι ευτυχισμένος μόνο μέ τίς αισθήσεις,
αλλά χωρίς τούς φίλους μου, καί άς είχα, όπως εΤχα τότε,

286
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ: ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΙΝΟΒΙΟ. Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΤ ΑΔΕΟΔΑΤΟΤ

όσες ηδονές μπορούσα νά έπιθυμήσω. Τούς φίλους αυτούς


πραγματικά τούς αγαπούσα με μιαν αγάπη πέρα ώς πέρα
ανυστερόβουλη, κι ένιωθα δτι καί αυτοί μέ αγαπούσαν τό
ίδιο ανυστερόβουλα.
Τί δύσβατοι δρόμοι! ’Αλίμονο στην «πονηρή ψυχή»47
πού είχε τήν άποκοτιά νά ελπίζει πώ ς θά έβρισκε κάτι κα­
λύτερο μακριά σου! Στριφογυρνάει, πέφτει στό πλάι, ανά­
σκελα, μπρούμυτα, όμως παντού νιώθει άβολα. Γ ι’ αυτήν
μόνο εσύ είσαι ή ανάπαυση.
’Ιδού, είσαι εδώ μπροστά μας, καί μάς ελευθερώνεις
από τίς άθλιες πλάνες μας καί μάς βάζεις στό δρόμο σου,
καί μάς παρηγορεΐς καί μάς λές: «Προχωρείτε, σάς π η ­
γαίνω εγώ, εγώ θά σάς οδηγήσω στό τέρμα καί εκεί πάλι
εγώ θά σάς πηγαίνω»48.

287
Β ΙΒ Λ ΙΟ ΕΒΔΟΜ Ο

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΩΡΙΜΟΤΗΤΑΣ.


ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ

Ή νεότητά μου, φαύλη καί ολέθρια, είχε πιά μαραθεί. Β ά- *· *


διζα τώρα πρός την ωριμότητα. "Ομως, όσο γινόμουν με­
γαλύτερος τόσο ή κενότητά μου γινόταν πιό κατάπτυστη.
’Αδυνατούσα νά συλλάβω μιάν ουσία αν δέν είχε μορφή σάν
κι αυτές πού έχουν μάθει νά βλέπουν τά μάτια. Κ ι έτσι
ήμουν, μέχρι πού άρχισα ν ’ ακούω κάτι πιό σοβαρό γιά τη
σοφία.
Πράγματι από τότε έπαψα νά συλλαμβάνω εσένα, Θεέ
μου, μέ μορφή ανθρώπινου σώματος. Αυτή τήν πλάνη
τουλάχιστον τήν άπέφευγα τώρα, καί ένιωσα μεγάλη χ α ­
ρά όταν ξαναβρήκα τίς ’ίδιες ιδέες στήν πίστη τή ς πνευμα­
τικής μας μητέρας μας, τής καθολικής ’Εκκλησίας σου.
Π ώ ς όμως νά σέ συλλάβω1; Βρισκόμουν σέ αδιέξοδο. Προ­
σπαθούσα νά συλλάβω έγώ, ένας άνθρωπος — καί τί

289
ΑΓΙΟΙ’ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

άνθρωπος!— έσένα, τόν υψιστο, τόν μοναδικό, αληθινό


Θεό! "Οτι είσαι άφθαρτος, άνόλεθρος καί αμετάβλητος,
τό πίστευα με ολόκληρο τό είναι μου. ’Ά ν καί δέν γνώριζα
τό πώ ς καί τό γιατί, έβλεπα πεντακάθαρα καί ήμουν άπό-
λυτα βέβαιος ότι τό φθαρτό είναι κατώτερο άπό τό άφθαρ­
το. Τό τρωτό τό θεωρούσα άναμφίβολα κατώτερο άπό τό
άνόλεθρο. Καί τό άμετάβλητο τό θεωρούσα καλύτερο άπό
τό μεταβλητό.
Ή καρδιά μου άντιδροΰσε στά κατασκευάσματα τοΰ
μυαλού καί με φωνές διαμαρτυρίας μοΰ ζητούσε νά διώξω
μιά γιά πάντα αυτό τό σμάρι άπό βέβηλες εικόνες πού
στροβιλίζονταν στή φαντασία μου, νά τίς διώξω μακριά
άπό τά μάτια της σκέψης μου. ’Αλλά μόλις διαλύονταν,
νά τες πάλι «έν ριπή οφθαλμού » 2 νά στροβιλίζονται γύρω
μου καί νά μού θαμπώνουν τήν δράση καί νά τη σκοτει­
νιάζουν. Κ ι ενώ δέν σέ φανταζόμουν πιά σάν ένα δν μέ
άνθρώπινο σώμα, ένιωθα πάλι την άνάγκη νά σέ σκέφτο­
μαι σάν κάτι υλικό πού εκτείνεται στό χώρο, είτε εντός
κόσμου είτε διάχυτο, εκτός κόσμου, στό άπειρο. Αυτό τό
δν τό θεωρούσα άφθαρτο, άνόλεθρο καί άμετάβλητο, δη­
λαδή άνώτερο άπό τό φθαρτό, τό τρωτό καί τό μεταβλη­
τό. "Ομως οτιδήποτε μή εκτατό στό χώρο μού φαινόταν
δτι στερείται ύπάρξεως, δτι είναι τό απόλυτό μηδέν, ούτε
κάν ένα κενό, δπως γιά παράδειγμα αυτό πού δημιουρ-
γεΐται δταν βγάλει κανείς ένα σώμα άπό έναν τόπο καί ό
χώρος αυτός κενωθεί άπό οτιδήποτε υλικό, είτε γήινο,
είτε υγρό, είτε αιθέριο, είτε ουράνιο. "Ενα τέτοιο κενό θά
ήταν, τέλος πάντων, ένας χώρος κενός, μέ μηδενική χ ω ­
ρητικότητα, άλλά δχι τό απόλυτο μηδέν3.

290
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Ή ιδβα τοΰ Θεοΰ

’Έ τσ ι, «ή καρδία μου έπαχύνθη » 4 καί δεν μπορούσα 2


πιά νά δώ καθαρά ούτε τόν ίδιο τόν εαυτό μου. Ε ίχα φτά­
σει νά πιστεύω πώς οτιδήποτε δεν διέθετε έκταση στό
χώρο, είτε γιά νά απλωθεί, είτε γιά νά σκορπιστεί, είτε γιά
νά συρρικνωθεΐ, είτε γιά νά πάρει κάποια άλλη ανάλογη
μορφή, απλώς δέν υπήρχε. Γιατί αυτός είναι ο τρόπος με
τόν όποιο τά μάτια συνηθίζουν νά δέχονται τίς εικόνες τοΰ
αισθητού κόσμου, καί μέ τόν ίδιο τρόπο λειτουργεί τό
πνεΰμα. Δέν έβλεπα ότι αυτή ή ενέργεια, χάρη στήν οποία
σχημάτιζα τίς εικόνες, δέν καταλαμβάνει έκταση, αν καί
γιά νά μπορεί νά τίς σχηματίσει, θά έπρεπε νά είναι κάτι
πολύ σπουδαίο. ’Ακόμη κι εσένα, ώ ζωή τής ζωής μου, σέ
συνελάμβανα τότε σάν ένα όν τεράστιο, πού διαποτίζει από
παντού τό άπειρο καί εισχωρεί σέ ολόκληρη τή μάζα τοΰ
κόσμου γιά ν ’ απλωθεί πρός κάθε κατεύθυνση διαμέσου
απέραντων εκτάσεων, διαπερνώντας ολόκληρη τή γή καί
τόν ουρανό, έτσι ώστε τά πάντα νά σέ περιέχουν καί νά
εκτείνονται μέσα στά όριά σου, αλλά εσύ νά είσαι άπειρος.
Καί σκεφτόμουν ότι όχι μόνο ή μάζα τοΰ ουρανού, τοΰ αέ­
ρα, τής θάλασσας, αλλά ακόμη καί ή μάζα τής γής δέν σ ’
εμποδίζουν νά τίς διαπερνάς καί νά εισδύεις σέ όλα τά μέ­
ρη τους, μεγάλα καί μικρά, γιά νά δεχτούν τήν παρουσία
σου, όπως ακριβώς τό στρώμα τοΰ αιθέρα, αυτού τοΰ αιθέ­
ρα πού βρίσκεται πάνω από τή γή, δέν φράζει τό φώς τοΰ
καί αφήνει νά τό διαπερνά καί νά εισδύει εντός του
καί νά τό πληροί στό σύνολό του, χωρίς νά τό διασπά ή νά
τό τέμνει. Καί αυτό γιατί πίστευα ότι ή μυστική πνοή σου

291
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

κυβερνά την ολότητα τής δημιουργίας σου εξωτερικά καί


εσωτερικά.
’Έ τσ ι άποφαινόμουν, αδυνατώντας νά συλλάβω κάτι
διαφορετικό. 'Ό μ ω ς έσφαλλα, γιατί σύμφωνα με τό συλ­
λογισμό μου θά έπρεπε ένα μεγάλο μέρος τής γης νά μπο­
ρεί νά χωρέσει ένα εξίσου μεγάλο μέρος σου, μέ άλλα λό­
για τά πάντα νά σέ περιέχουν ανάλογα μέ τό μέγεθος
τους, δηλαδή τό σώμα ενός ελέφαντα θά έπρεπε νά χωρά
μεγαλύτερο μέρος σου από τό σώμα ενός σπουργιτιοΰ,
άφοΰ ό ελέφαντας είναι μεγαλύτερος από τό σπουργίτι καί
καταλαμβάνει μεγαλύτερο χώρο. Θά έπρεπε δηλαδή νά
ενυπάρχεις πολυμερισμένος: στά μεγάλα μέρη τοϋ κόσμου
μέ μεγάλα μέρη σου, καί στά μικρά μέ μικρά. Βεβαίως,
δέν είναι έτσι. 'Ό μ ω ς δέν είχες ακόμη ρίξει φώς στό σκό­
τος μου5.
2·3 Κύριε, γιά νά νικήσω αυτούς τούς πλανεμένους πλά­
νους καί τούς μουγγούς λογοκόπους — γιατί 6 Λόγος σου
μόνο από τά χείλη σου άκούγεται— θά έφτανε μόνο τό
επιχείρημα πού από καιρό, από τήν Καρχηδόνα ακόμη,
συνήθιζε νά τούς αντιτάσσει ό Νεβρίδιος καί πού μάς κλό­
νισε ολους όταν τό άκούσαμε: «Τί θά μπορούσαν νά σοϋ
κάνουν οί δυνάμεις τού σκότους, πού οί μανιχαϊοι θέτουν
ώς αντίπαλό σου, εάν εσύ άρνιόσουν νά πολεμήσεις μαζί
τους;». ’Ά ν κάποιος απαντούσε οτι θά μπορούσαν παρ’
ολα αυτά νά σέ βλάψουν, αυτό θά σήμαινε οτι ούτε άφθαρ­
τος είσαι ούτε άνόλεθρος. ”Αν όμως έλεγε οτι δέν μπορούν
νά σού κάνουν τίποτε, γιατί είσαι άφθαρτος, τότε τί νόημα
θά είχε ή πάλη, καί μάλιστα μιά πάλη στήν οποία ένα μέ­
ρος σου, ένα από τά μέλη σου ή ένα προϊόν τής ουσίας σου,

292
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: Η ΙΔΕΑ ΤΟΓ ΘΕΟΪ

θά έπρεπε νά άναμειχθεΐ με εχθρικές δυνάμεις, δηλαδή φύ­


σεις πού δέν δημιούργησες εσύ, καί νά υποστεΐ φθορά καί
νά αλλάξει πρός τό χειρότερο καί από την κατάσταση
ευτυχίας νά περάσει στη δυστυχία καί νά χρειάζεται βοή­
θεια γιά νά ελευθερωθεί καί νά καθαρθεΐ; Οί μανιχαΐοι λέ­
νε ότι έτσι είναι ή ψυχή, δτι αυτή χρειάζεται βοήθεια καί
δτι εκείνος πού έρχεται αρωγός είναι ο Λόγος σου: υπόδου­
λη εκείνη, αυτός ελεύθερος· μιασμένη εκείνη, αυτός άμω-
μος· φθαρμένη έκείνη, αυτός απείραχτος αλλά έντούτοις
φθαρτός, εφόσον προέρχεται από τήν ίδια ουσία μέ τήν ψυ­
χή. Έ ά ν λοιπόν οι μανιχαΐοι δέχονται δτι τό καθετί σέ σέ­
να είναι άφθαρτο, δηλαδή δτι είναι άφθαρτη ή ουσία από
τήν οποία άποτελεΐσαι, τότε δλη αυτή ή υπόθεση είναι ένα
ψεύτικο καί αισχρό παραμύθι. Έ ά ν δμως πουν δτι είσαι
φθαρτός, τότε δέν χωρά συζήτηση δτι ολόκληρη ή θέση
τους είναι ένα άθλιο ψέμα.
Τά επιχειρήματα αυτά ήσαν καί μέ τό παραπάνω
αρκετά γιά ν ’ άντικρούσω εκείνους τούς ανθρώπους πού
έπρεπε p i κάθε τρόπο νά έξεμέσω καί πού μοΰ βαραίνουν
τόσο τό στομάχι. Τέτοιοι άνθρωποι, μέ τέτοιες ιδέες καί
τέτοια αισθήματα γιά σένα, δέν μπορούσαν παρά νά οδη­
γούν σέ φριχτή ιεροσυλία τό μυαλό καί τή γλώσσα.

Ή ελευθερία τής βούλησης


Ωστόσο, ένα πρόβλημα έξακολουθούσε νά μέ βασανί- 3·4
ζει. Μπορεί νά υποστήριζα καί νά πίστευα ακλόνητα δτι
είσαι απρόσβλητος από κάθε φθορά ή ανατροπή, εσύ ό
αληθινός Κύριος καί Θεός μας, εσύ πού δημιούργησες οχι

293
αγιο τ α τ γο τ ς τ ιν ο τ ε ς ο μ ο λ ο γ η ς ε ις , π ρ ώ τ ο ς τομος

μόνο τίς ψυχές μιας αλλά καί τά σώμιατά μιας, καί όχι μό­
νο τίς ψυχές καί τά σώματά μας αλλά τούς πάντες καί τά
πάντα, όμως δέν μπορούσα μέ κανέναν τρόπο νά εξηγήσω
καί νά καταλήξω σέ κάποιο συμπέρασμα σχετικά μέ τό
πρόβλημα τού κακού. Π άντως, οποία καί αν ήταν αυτή ή
αιτία, ένα ήταν βέβαιο, δτι εγώ στή διερεύνησή μου θά
έπρεπε μέ κάθε τρόπο νά μήν έκλάβω τόν αμετάβλητο
Θεό ως μεταβλητό, γιατί κινδύνευα νά γίνω εγώ κακός
αντί νά βρω τήν αιτία τού κακού. Τώρα δμως πού είχα πιά
πειστεί δτι ή διδασκαλία έκείνων τών ανθρώπων ήταν
ψεύτικη, διέτρεχα λιγότερο κίνδυνο. Καί τούς άπέφευγα
πιά μέ δλη τή δύναμη τής ψυχής μου. ’Αναζητώντας τήν
αιτία τού κακού, διαπίστωσα οτι ήσαν βουτηγμένοι στήν
κακία, καί ή κακία τους τούς έκανε νά φαντάζονται τήν
ουσία σου υποταγμένη στό κακό, καί οχι τόν εαυτό τους
δράστη κακών.
5 ’Έ βαζα τώρα δλη μου τήν προσοχή γιά νά καταλάβω
αυτό πού άκουγα6, δτι δηλαδή ή αιτία πού γινόμαστε δρά­
στες κακών είναι ή ελευθερία τής βούλησής μας, καί δτι
γ ι’ αυτό υποφέρουμε τή δίκαιη κρίση σου. "Ομως αυτό δέν
μπορούσα νά τό συλλάβω καθαρά. ’Έ βαζα δλη μου τή δύ­
ναμη γιά νά σηκώσω τά μάτια τής σκέψης μου από τήν
άβυσσο, αλλά δέν τά κατάφερνα· καί δλο βούλιαζα καί
τριπλασίαζα τίς προσπάθειες, δμως πάλι βούλιαζα.
"Ενα πράγμα μόνο μέ ανύψωνε πρός τό φώς σου: δσο
καλά γνώριζα δτι είμαι ζωντανός, άλλο τόσο καί δτι δια­
θέτω βούληση. "Οταν ήθελα ή δέν ήθελα κάτι, γνώριζα
δτι εγώ είμαι αυτός πού θέλει ή δέν θέλει καί οχι κάποιος
άλλος έξω από εμένα, καί ήμουν απόλυτα βέβαιος γ ι’

294
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: Η ΕΛΕΓΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΤΛΗΣΗΣ

αυτό. ’Άρχισα λοιπόν νά αντιλαμβάνομαι ότι εκεί πρέπει


νά βρίσκεται καί ή αιτία της αμαρτίας μου. "Οταν ενερ­
γούσα παρά τή θέλησή μου, ήμουν μάλλον σέ κατάσταση
παθητική παρά ένεργητική: οί πράξεις αυτές δέν ήσαν
αμαρτήματα, άλλά τιμωρία, έτσι τό έκρινα. Δέν ήταν δύ­
σκολο νά δεχτώ ότι μιά τέτοια τιμωρία δέν ήταν άδικη,
άφοϋ θεωρώ ότι είσαι δίκαιος.
Τότε άρχιζαν νέες άπορίες: «Ποιος μ ’ έφτιαξε; Δέν μ ’
έφτιαξε ό Θεός μου; Ό Θεός μου δέν είναι μόνο άγαθός,
άλλά ή ίδια ή άγαθότητα. Π ώ ς γίνεται λοιπόν νά θέλω τό
κακό καί νά μήν θέλω τό καλό; Μ ήπως αυτό είναι μιά τι­
μωρία που τήν άξίζω; Ποιος έσπειρε, ποιος φύτεψε μέσα
μου αυτή τή “ρίζα τής πικρίας” 7, άφοϋ αυτός πού μ ’ έχει
πλάσει ολόκληρο είναι ό Θεός τής πραότητας; ’Άν υπεύ­
θυνος ήταν ό διάβολος, άπό πού προέρχεται ό διάβολος;
Καί άν άκόμη καί αυτού τού ίδιου ξεστράτισε ή βούλησή
του καί άπό άγγελος έγινε διάβολος, άπό πού προέρχεται
αυτή ή κακή βούληση πού τόν έκανε διάβολο, όταν ό
άγγελος είναι ένα άπολύτως άγαθό δημιούργημα τού πα ­
νάγαθου δημιουργού;». Αυτές οί σκέψεις συνέχιζαν νά μέ
τυραννοΰν καί νά μέ πνίγουν. Δέν άφηνόμουν όμως νά πα ­
ρασυρθώ ξανά στήν κόλαση τής πλάνης τών μανιχαίων,
εκεί πού κανείς δέν εξομολογείται στό όνομά σου9, καί άντί
νά άναγνωρίσουν ότι δράστης τού κακού είναι ό άνθρωπος,
λένε ότι εσύ είσαι θύμα του.
Προσπαθούσα λοιπόν μέ άνάλογο τρόπο νά άνακαλύψω 4-6
και άλλες αρχές. Ε ίχα ηοη όεχτει την αρχή οτι το αφσαρ-
το είναι καλύτερο άπό τό φθαρτό, καί ομολογούσα ότι,
όπως καί άν είσαι, είσαι άφθαρτος. Κανείς δέν μπόρεσε,

295
ΛΓΙΟΤ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ούτε θά μπορέσει ποτέ, νά συλλάβει κάτι καλύτερο από


εσένα, άρα είσαι τό υπέρτατο αγαθό. Εφόσον λοιπόν είναι
απολύτως αληθές καί βέβαιο ότι τό άφθαρτο είναι ανώτε­
ρο από τό φθαρτό, όπως ήδη κι εγώ ο ίδιος τό έθετα, στό
άφθαρτο θά έπρεπε νά σέ αναζητήσω, κι έπειτα νά ερευ­
νήσω τήν αρχή τοΰ κακού, δηλαδή από πού πηγάζει ή
φθορά πού είναι απολύτως αδύνατον νά προσβάλει τήν
ουσία σου. Γιατί ή φθορά δέν έχει απολύτως κανέναν τρό­
πο νά προσβάλει τόν Θεό μας — μέ καμιά βούληση, καμιά
αναγκαιότητα, καμιά απρόβλεπτη συνθήκη— , αφού
αυτός είναι ο Θεός καί αυτό πού θέλει είναι καλό, καί ο
ίδιος είναι τό καλό, ενώ ή φθορά φέρνει μόνο τό κακό.
Έ πιπροσθέτως, καμιά βούληση δέν μπορεί νά σέ εξα­
ναγκάσει σέ οτιδήποτε χωρίς νά τό θέλεις, γιατί ή βούλη­
σή σου δέν είναι μεγαλύτερη από τή δύναμή σου. Θά ήταν
μεγαλύτερη, μοναχά εάν εσύ ό ίδιος ήσουν μεγαλύτερος
από τόν έαυτό σου, γιατί ή βούληση καί ή δύναμη τού Θε-
ου είναι ο ιόιος ο ϋεος . Επίσης, τίποτε όεν είναι απρο-
βλεπτο γιά σένα πού γνωρίζεις τά πάντα. Καί όχι μόνο τά
γνωρίζεις, αλλά υπάρχουν επειδή εσύ τά γνωρίζεις. "Ο­
μως άς μήν καθυστερούμε άλλο μέ τό ερώτημα «γιατί ή
ουσία τού Θεού είναι άφθαρτη». Μά, εάν ήταν φθαρτή, δέν
θά ήταν Θεός.
5·7 Αναζητούσα τήν πηγή τού κακού, αλλά τήν αναζη­
τούσα μέ τρόπο κακό καί δέν έβλεπα ότι τό κακό βρισκό­
ταν στήν ίδια μου τήν αναζήτηση. Μέ τά μάτια τού νού
ατένιζα ολόκληρη τήν πλάση καί όσα μπορεί κανείς νά
διακρίνει μέσα της: έβλεπα τή γη, τή θάλασσα, τόν αέρα
καί τ ’ αστέρια, τά δέντρα καί τά ζώα τά θνητά, αλλά καί

296
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΤΛΗΣΗΣ

οσα δέν διακρίνονται, όπως τό στερέωμα p i δλους τούς


αγγέλους σου καί δλα τά πνευματικά δντα. "Ομως καί
αύτά τά φανταζόμουν σέ κάποιο χώρο, σάν νά ήταν υλικά
δντα, τό ενα εδώ καί τό άλλο έκεΐ, ανάλογα p i τή φαντα­
σία μου. Τή δημιουργία σου τή φανταζόμουν σάν μιά ενιαία
τεράστια μάζα, στήν οποία διακρίνονται τά διάφορα είδη
τών σωμάτων. Τά σώματα αυτά θεωρούσα δτι είναι δλα
υλικά, ανεξαρτήτως εάν ήσαν άπό υλη ή πνεύμα [εάν δη­
λαδή άνήκαν στόν αισθητό ή στό νοητό κόσμο]. Τό μέγεθος
τής μάζας αυτής δέν μπορούσα ασφαλώς νά τό γνωρίζω,
καί τή φανταζόμουν τόσο μεγάλη όσο χρειάζεται, αλλά
πίστευα δτι κάπου τελειώνει. Πίστευα, Κύριε, δτι τήν πε­
ριβάλλεις καί τή διαπερνάς άπό άκρη σέ άκρη, αλλά δτι
εσύ δ ίδιος πουθενά δέν τελειώνεις, γιατί είσαι άπειρος. Σ ’
έβλεπα σάν μιά θάλασσα πού απλώνεται παντού μέσα
στήν άπεραντοσύνη, καί αυτή ή θάλασσα έχει μέσα της
ενα σφουγγάρι10. Τό σφουγγάρι μπορεί νά είναι τεράστιο,
κάπου όμως τελειώνει, καί άπό παντού τό διαποτίζει ή
απέραντη αυτή θάλασσα.
Κ άπω ς έτσι μπορούσα νά συλλάβω τή δημιουργία σου,
πλήρη άπό εσένα, αυτήν πεπερασμένη κι εσένα άπειρο, κι
έλεγα: «’Ιδού δ Θεός καί ιδού τά πράγματα πού δημιούρ­
γησε δ Θεός. Ό Θεός είναι καλός καί δέν χωρά αμφιβολία
δτι είναι άνώτερος άπό τά δημιουργήματά του, αλλά έπει-
δή είναι καλός τά έπλασε καλά, τά περιβάλλει καί τά
πληροί. Μά τότε, τό κακό πού βρίσκεται; Ά π ό πού, μέσα
άπό ποιούς δρόμους γλίστρησε εδώ κάτω; Ποιά είναι ή ρί­
ζα τού κακού καί ποιος δ σπόρος του; ’Ή μήπως τελικά
δέν υπάρχει; Τότε γιατί νά φοβόμαστε καί νά άποφεύγου-

297
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

με κάτι πού δέν υπάρχει; "Ομως ακόμη καί αν ό φόβος


μας είναι αδικαιολόγητος, πάντως ένα είναι βέβαιο, ότι ό
φόβος ό ίδιος είναι από μόνος του ενα κακό που τρυπάει
καί τυραννάει τήν καρδιά τοΰ ανθρώπου. Καί τό κακό
αυτό γίνεται ακόμη χειρότερο από τό γεγονός ότι φοβόμα­
στε κάτι ανύπαρκτο. ’Ά ρα ή υπάρχει ένα κακό πού τό φο­
βόμαστε, ή τό κακό είναι αυτός ο φόβος.
» Ά π ό ποΰ λοιπόν πηγάζει τό κακό, άφοΰ ό Θεός πού
είναι καλός έφτιαξε όλα τά πράγματα καλά; Είναι αλή­
θεια ότι αυτός, τό υψιστο καί υπέρτατο αγαθό, έχει φτιά­
ξει αγαθά κατώτερά του. "Ομως όλα είναι καλά, δημιουρ­
γός καί δημιουργήματα. Ά π ό ποΰ λοιπόν πηγάζει τό κα­
κό; Νά ήταν τάχατες κακή ή υλη πού έλαβε, καί όταν πιά
τήν είχε δημιουργήσει καί τής είχε δώσει μορφή καί τήν
έκανε καλή, έμεινε ένα κομμάτι πού δέν μπόρεσε νά τό με­
τατρέψει σέ καλό; "Ομως πώ ς μπορεί νά είναι δυνατόν
κάτι τέτοιο; Άφοΰ είναι παντοδύναμος, πώς στάθηκε ανί­
κανος νά τό αλλάξει καί νά τό μεταμορφώσει ολόκληρο,
ώστε νά μήν περισσέψει κάτι κακό; Καί έπιπλέον, εάν
αυτή ή υλη ήταν κακή, γιατί θέλησε νά τή μεταμορφώσει
καί όχι νά τήν εκμηδενίσει, χρησιμοποιώντας τήν παντο­
δυναμία του; Μ ήπως όμως αυτή θά μπορούσε νά υπάρχει
ακόμη καί παρά τή θέλησή του; "Αν πάλι ήταν αιώνια,
γιατί τήν άφησε νά υπάρχει σ ’ αυτή τήν κατάσταση επί
αναρίθμητους αιώνες, καί μόνο αργότερα θέλησε ν ’ ασχο­
ληθεί μέ αυτήν; Έ ά ν πάλι θέλησε ξαφνικά νά φτιάξει κά­
τι άπό αυτήν, τότε γιατί, αυτός ο παντοδύναμος, δέν προ­
τίμησε νά τήν κάνει νά μήν υπάρχει καί νά παραμείνει
αυτός τό αληθινό, τό υπέρτατο καί απόλυτο αγαθό; Καί

298
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: Η ΕΛΕΙ'ΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΤΛΗΣΗΣ

αν ακόμη, επειδή είναι καλός, επρεπε νά φτιάξει οπωσδή­


ποτε κάτι καλό, δέν μπορούσε νά καταστρέφει αυτή τήν
κακή ύλη καί νά τήν εκμηδενίσει, γιά νά φτιάξει μιά καλή
στή θέση τη ς, καί από αυτήν πιά νά πλάσει ολα τά έργα
του; Έ ά ν όμως πράγματι δέν μπορούσε νά δημιουργήσει
κάτι καλό χωρίς τήν ύλη αυτή, πού δέν ήταν δικό του δη­
μιούργημα, τότε πώ ς είναι παντοδύναμος;»".
Παρόμοιες σκέψεις στριφογύριζαν στήν άθλιά μου
καρδιά, πού τήν τυραννούσε τό άγχος γιατί φοβόταν τό
θάνατο καί δέν είχε βρει τήν άλήθεια. 'Ωστόσο, μέσα σ ’
αυτή τήν καρδιά ρίζωνε ολοένα πιό γερά ή πίστη στόν ’Ιη­
σού Χριστό, στόν Κύριο καί Σωτήρα μας, όπως τή διδά­
σκει ή καθολική Ε κκλησ ία σου. ’Ασφαλώς σέ πολλά ση­
μεία ή πίστη αυτή ήταν ακόμη άδιαμόρφωτη καί κλυδω­
νιζόταν μακριά άπό τούς κανόνες τής διδασκαλίας σου.
"Ομως τό πνεύμα μου δέν τήν έγκατέλειπε, καί καθημερι­
νά διαποτιζόταν άπό αυτήν ολοένα περισσότερο.

Ή καταδίκη της αστρολογίας


Ε ίχα ήδη άπό καιρό άπορρίψει τίς απατηλές προφη- 6·8
τεϊες καί τά βέβηλα ληρολογήματα τών άστρολόγων12.
Κ αί γ ι’ αυτό ευχαριστώ, Θεέ μου, τήν ευσπλαχνία σου
άπό τά βάθη τής ψυχής μου. Γιατί έσύ καί μόνο έσύ μάς
βγάζεις άπό τήν άβυσσο οπού μας βουλιάζουν θανάσιμα οί
πλάνες μας. Ναί, έσύ, ή ζωή ή άθάνατη καί ή σοφία πού
φωτίζει τό πνεύμα όταν τή χρειάζεται, χωρίς ή ίδια νά
χρειάζεται κανένα φώς, καί κυβερνά ολόκληρο τόν κόσμο,
μέχρι καί τά φύλλα πού πέφτουν άπό τά δέντρα. Έ σ ύ μέ

299
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

θεράπευσες από αυτή τη μανία μου, πού μ ’ έφερνε σέ σύ­


γκρουση μέ τόν πανέξυπνο γέροντα Βινδικιανό καί τόν
Νεβρίδιο, τόν θαυμαστά προικισμένο νεαρό φίλο μου. Καί
οί δυό τους ισχυρίζονταν, ό πρώτος μέ λυσσασμένη επιμο­
νή καί ό δεύτερος όχι τόσο σθεναρά, είναι αλήθεια, αλλά
πολύ τακτικά, οτι δέν υπάρχει τέχνη πού νά προφητεύει
τό μέλλον. Συχνά αυτή τήν ιδιότητα τήν έχουν οί απλές
εικασίες τών άνθρώπων, μοΰ έλεγε ό Βινδικιανός, καί
όταν λέει κανείς πολλά, μπορεί άνάμεσά τους νά βρίσκο­
νται καί μερικά πού θά συμβοϋν, δχι επειδή τό γνωρίζουν
οί όμιλοϋντες, αλλά άφοϋ μιλούν, δλο καί κάτι από αυτά
πού λένε θά βγει σωστό.
Τήν έποχή εκείνη προνόησες νά αποκτήσω ένα φίλο.
Δέν ήταν φανατικός οπαδός τών άστρολόγων καί ούτε είχε
ιδιαίτερες γνώσεις γ ι’ αυτά τά ζητήματα, τούς συμβου­
λευόταν ωστόσο από περιέργεια. Γνώριζε όμως ένα περι­
στατικό τό όποιο, καθώς έλεγε, τού είχε διηγηθεΐ ό πατέ­
ρας του, αλλά σίγουρα αγνοούσε δτι αυτό τό περιστατικό
θά κατέστρεφε τήν εμπιστοσύνη μου στή μαντική τέχνη.
Ό Φιρμίνος — αυτό ήταν τό δνομα τού φίλου μου—
είχε σπουδάσει τίς ελευθέριες τέχνες καί τή ρητορική.
’Ήμουν ένας από τούς στενότερους φίλους του, γ ι’ αυτό
ήρθε μιά μέρα νά μέ συμβουλευτεί γιά ορισμένες προσωπι­
κές του δποθέσεις από τίς όποιες θ ’ αποκτούσε μεγάλα
κέρδη, εννοείται κέρδη επίγεια. ’Ή θελε λοιπόν νά τού πώ
τήν πρόγνωσή μου, «τί λένε τ ’ άστρα», δπως λέει δ λαός.
Τήν έποχή εκείνη εγώ είχα αρχίσει νά κλίνω πρός τήν
άποψη τού Νεβρίδιου. Χωρίς λοιπόν νά άρνηθώ νά κάνω
τίς προβλέψεις μου, τού διατύπωσα καί τίς επιφυλάξεις

3° °
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΗΣ ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑΣ

μου. Καί πρόσθεσα οτι ήμουν σχεδόν πεισμένος πώ ς πρό­


κειται γιά μιά ανόητη πρακτική πού στερείται σοβαρότη­
τας. Τότε εκείνος μοΰ είπε οτι κάποτε ό πατέρας του
έτρεφε μεγάλο ενδιαφέρον γιά τά βιβλία αυτού τοΰ είδους,
καί την ίδια εποχή είχε ένα φίλο πού έπιδιδόταν κι αυτός
στη μαντική. ’Έ τσ ι, οί δυό από κοινού — πράγμα πού
βοηθούσε— καί μέ διπλό ζήλο, συνδαύλιζαν καί φούντω­
ναν στήν καρδιά τους τό πάθος τους γ ι’ αυτές τίς γελοιό­
τητες . Είχαν φτάσει σέ τέτοιο σημείο, ώστε νά παρατη­
ρούν ποιά στιγμή γεννιόνταν τά κατοικίδια ζώα στά σπίτια
τους καί νά σημειώνουν ακόμη καί τή θέση των άστρων,
τά χα γιά νά συγκεντρώσουν υλικό γιά τήν έρευνα τής
ψευδο-έπιστήμης τους.
Ό πατέρας τού Φιρμίνου, λοιπόν, τού διηγήθηκε οτι
τήν εποχή πού ή μάνα του ήταν έγκυος σ ’ αυτόν, ήταν
επίσης έγκυος μιά σκλάβα τού φίλου τού πατέρα του,
πράγμα πού ασφαλώς δέν τού διέφυγε, αφού παρατηρούσε
ως καί τά γεννητούρια τών σκυλιών του. Νά, λοιπόν, τί
έγινε: άρχισαν οί δυό τους νά μετράν, ό ένας τήν εγκυμο­
σύνη τής γυναίκας του, ό άλλος τής σκλάβας του, καί νά
λογαριάζουν τίς μέρες, τίς ώρες, μέχρι καί τά δευτερόλε­
π τα τής ώρας μέ μαθηματική ακρίβεια. "Ομως οί δυό γυ­
ναίκες γέννησαν ταυτόχρονα, πράγμα πού σήμαινε οτι τά
δυό νεογέννητα, ό γιός τού ενός καί ο σκλάβος τού άλλου,
θά έπρεπε νά έχουν τό ίδιο ωροσκόπιο μέχρι καί στίς πιό
παραμικρές λεπτομέρειες. Πράγματι, όταν τίς γυναίκες
τίς έπιασαν οί πόνοι, αυτοί έστειλαν ό ένας στόν άλλο τήν
είδηση γιά τό νέο. Είχαν μάλιστα έτοιμους αγγελιοφό­
ρους, γιά νά τούς στείλουν ό ένας στό σπίτι τού άλλου μό­

301
ΑΓΙΟΥ ΑΤΓΟΤΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

λις ot γυναίκες θά γεννούσαν, πράγμα καθόλου δύσκολο


γιά δύο πλούσιους γαιοκτήμονες. Οί δύο αγγελιοφόροι,
σταλμένοι ό καθένας από τη δική του πλευρά, συναντή­
θηκαν σέ ΐση απόσταση από τά δύο σπίτια, καί αυτό σή-
μαινε οτι καί γιά τό ένα παιδί καί γιά τό άλλο τά άστρα
είχαν άκριβώς τήν ίδια θέση, συνεπώς καί οί δύο είχαν τό
ίδιο ωροσκόπιο. "Ομως ό Φιρμίνος, πού ήταν γιός ανθρώ­
που από τήν άνώτερη τάξη, τράβηξε απρόσκοπτα στίς
λεωφόρους της κοινωνικής επιτυχίας13. Γέμισε πλούτη,
άπόκτησε αξιώματα. Α ντίθετα, ο άμοιρος ο σκλάβος συ­
νέχισε νά υπηρετεί τά άφεντικά του — όπως μοϋ είπε ο
Φιρμίνος πού τόν γνώριζε— καί τό βάρος τοΰ ζυγού του
δέν έγινε σταλιά ελαφρύτερο.
9 "Οταν άκουσα αυτή τήν αφήγηση, τήν οποία πίστεψα
γνωρίζοντας τόν φιλαλήθη χαρακτήρα τού αφηγητή,
όλες οί παλιές μου άντιστάσεις νά έγκαταλείψω τήν
αστρολογία διαλύθηκαν καί κατέρρευσαν. Π ρώτα πρώτα
δοκίμασα νά άπομακρύνω τόν Φιρμίνο από τό πάθος τής
περιέργειας, λέγοντάς του οτι, έτσι κι άλλιώς, οσο καί άν
εξέταζα τούς αστερισμούς γιά νά προφητέψω τήν αλή­
θεια, εκτός από αυτούς θά έπρεπε νά λάβω υπόψη μου
τήν υψηλή θέση τών γονιών του στήν κοινωνία, τούς τίτ­
λους ευγένειας τής οίκογένειάς του στήν πόλη οπού
ζούσαν, τό γεγονός οτι γεννήθηκε ελεύθερος πολίτης, τή
λαμπρή παιδεία του καί τήν πλατιά του καλλιέργεια. Κι
επίσης, εάν ερχόταν κι εκείνος ο σκλάβος νά μέ συμβου­
λευτεί, μολονότι γεννημένος στόν ίδιο άστερισμό, θά
έπρεπε αντίστοιχα νά λάβω υπόψη μου οτι ή δική του
οικογένεια ανήκε στά χαμηλότερα στρώματα, οτι ήσαν

302
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΗΣ ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑΣ

δούλοι, καί δλα τά υπόλοιπα πού ήσαν εντελώς διαφορετι­


κά καί απείχαν πολύ από τά αγαθά τοΰ πρώτου. Ά ρ α ,
ενώ τά άστρα θά έλεγαν τά Ιδια πράγματα, εγώ θά έπρε­
πε νά προφητέψω διαφορετικά πράγματα γιά νά έχουν
κάποια αληθοφάνεια, ένώ, εάν έλεγα καί γιά τούς δύο τά
Ιδια, θά έβγαιναν ψέματα. ’Από εδώ λοιπόν έβγαλα τό συ­
μπέρασμά μου, γιά τό όποιο ήμουν πλέον απόλυτα βέβαι­
ος: αν οί προφητείες τών άνθρώπων πού μελετάν τά
άστρα βγαίνουν αληθινές, αυτό δέν οφείλεται στη μαντι­
κή τέχνη, αλλά στην τύχη. Καί όταν βγαίνουν ψεύτικες,
δέν είναι από λάθος της μεθόδου, άλλά άπό ψεύδος τής
τύχης.
Χάρη σ ’ αυτό τό περιστατικό, ό δρόμος πιά ήταν ανοι­ ίο
χτός. ’Άρχισα μέσα μου νά κοσκινίζω διάφορα επιχειρή­
ματα σέ σχέση μέ αυτά τά πράγματα. ’Ή θελα νά είμαι σέ
θέση νά αντιμετωπίζω αυτούς τούς άγύρτες πού βγάζουν
λεφτά μέ την άστρολογία. Ά πό εδώ καί πέρα ήθελα νά
τούς χτυπήσω καί νά αποδείξω ότι είναι ψεύτες καί γε­
λοίοι. Θά μπορούσε αίφνης κάποιος νά μού άντιτάξει ότι ό
Φιρμίνος μού είχε διηγηθεΐ— ή ό πατέρας του σ ’ αυτόν—
μιά ψεύτικη ιστορία. Κάθισα λοιπόν καί μελέτησα προσε­
χτικά την περίπτωση τών παιδιών πού γεννιούνται δίδυ­
μα. Κατά κανόνα βγαίνουν άπό τήν κοιλιά τής μάνας τό­
σο κοντά τό ένα μέ τό άλλο, πού αυτή ή ελάχιστη διαφο­
ρά χρόνου — όποια καί άν είναι ή σημασία της μέσα στή
φυσική τάξη— δέν γίνεται αντιληπτή άπό τόν άνθρωπο,
όσοδήποτε καί νά τήν περιλάβει ό άστρολόγος στόν πίνακα
πού πρέπει νά μελετήσει γιά νά βγάλει μιάν αληθινή πρό­
βλεψη. "Ομως τί αληθινή πρόβλεψη; Ό άστρολόγος πού

3°3
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

θά είχε εμπρός του τόν ίδιο τόν πίνακα γιά τόν Ή σαΰ καί
τόν Ια κ ώ β , θά έπρεπε νά προβλέψει τά ίδια καί γιά τους
Λ / Τ 7 > C/ Λ f Τ t VN f V A 0 t ") t C/
duo. Κ αι όμως όεν είχαν την ιοια τύχη. Αρα, εαν απο οσα
θά έλεγε έβγαινε κάτι αληθινό, δεν θά τό χρωστούσε στήν
τέχνη του, αλλά στην τύχη.
Κύριε, εσύ είσαι ό δίκαιος κυβερνήτης τού σύμπαντος,
πού μ ’ ένα μυστικό σου άγγιγμα — πού δεν τό αισθάνο­
νται ούτε έκεΐνοι πού δίνουν ούτε έκεΐνοι πού δέχονται
μαντικές συμβουλές— κάνεις αυτούς τούς δεύτερους νά
λαβαίνουν μιάν απάντηση ανάλογη μέ τίς κρυφές αρετές
τής ψυχής τους. Αυτή ή απάντηση βγαίνει μέσα από τήν
άβυσσο τής δικαιοκρισίας σου. Νά μή λέει ό άνθρωπος
«τί» καί «γιατί» καί «πώ ς». ’Ό χ ι, δέν είναι δική του δου­
λειά νά τό λέει, γιατί είναι άνθρωπος.

Το πρόβλημα τον κακοΰ


’Ώ στήριγμά μου, p i είχες λυτρώσει έπιτέλους από
αυτά τά δεσμά. "Ομως γιά τό άλλο ερώτημα, από πού
πηγάζει τό κακό, δέν έβρισκα απάντηση. Δέν άφηνες
ωστόσο νά παρασυρθώ: ή σκέψη μου, δσο καί άν κλυδωνι­
ζόταν, δέν απομακρυνόταν άπό τήν πίστη στήν ύπαρξή
σου, στό αμετάβλητο τής ουσίας σου, στή φροντίδα σου
καί στήν κρίση σου. Τώρα πιά πίστευα στόν Χριστό, τόν
Τίό σου καί Κύριό μας καί στήν αυθεντία τής 'Αγίας
Γραφής, γιά τήν οποία μας έγγυάται τό κύρος τής καθο­
λικής Ε κκλησίας σου. Ε ίχα πιστέψει πώς έσύ άνοιξες τό
δρόμο τής σωτηρίας στόν άνθρωπο γιά νά τόν φέρεις στή
ζωή πού ακολουθεί μετά τό θάνατο.
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ TOV KAKOV

Μέ ξεκάθαρη καί στέρεη γνώμη μέσα μου ώς πρός


αυτά τά ζητήματα, συνέχιζα νά ερευνώ πυρετωδώς την
πηγή τοΰ κακοϋ. Π ώς μέ βασάνιζε αυτή ή γέννα τοΰ μυα­
λού, καί πώ ς βογκοΰσα! Καί τ ’ αυτιά σου, Θέε μου, μέ
άκουγαν, άλλά τό αγνοούσα.
Σώπαινα, άλλά οσο καί αν έμενε ή καρδιά βουβή, οί
κραυγές μου έφταναν σέ σένα τόν φιλεύσπλαχνο. Κανείς
άπό τούς γύρω μου δέν γνώριζε τήν κατάστασή μου, μο­
νάχα έσύ. 'Ό σ α άκουγαν οί δικοί μου άπό τό στόμα μου,
στήν πραγματικότητα ήσαν τόσο λίγα. Π ώς θά γινόταν ν ’
ακούσουν ολόκληρο τόν ήχο τής ψυχής μου; Δέν θά
άρκούσε ούτε ό χρόνος ούτε οί λέξεις. "Ομως στά δικά σου
αυτιά έφτανε 6 στεναγμός πού μάτωνε τήν καρδιά μου,
καί ή επιθυμία μου απλωνόταν ολόκληρη στά πόδια σου,
καί «τό φώς τών ματιών μου μέ είχε έγκαταλείψει»14. ’Ά ,
τό φώς αυτό ήταν εσώτερο, μά εγώ ήμουν στραμμένος
πρός τά έξω. Τό φώς αυτό δέν ήταν κλεισμένο σέ ένα
χώρο, μά εγώ προσήλωνα τά μάτια στά αισθητά, σέ
πράγματα περιορισμένα στό χώρο, καί δέν έβρισκα σ ’
αυτά ούτε γαλήνη ούτε στήριγμα. Αυτά τά αισθητά μέ
υποδέχονταν, χωρίς δμως νά μού προσφέρουν εκείνο πού
θά μ ’ έκανε νά π ώ «φτάνει πιά, καλά είναι εδώ», άλλά
μήτε καί μέ άφηναν νά γυρίσω σ ’ αυτό πού χρειαζόμουν
γιά νά είμαι καλά. Μπορεί νά ήμουν ανώτερος άπό αυτά,
ήμουν όμως κατώτερος άπό σένα. Μόνο έσύ μπορούσες νά
γίνεις ή άληθινή χαρά μου, κι έφτανε μόνο νά σού υποτα­
χτώ , νά υποταχτώ σέ σένα πού έκανες νά μού υποτάσσο­
νται τά δημιουργήματά σου, οσα έφτιαξες κατώτερα άπό
μένα. "Ενα ήταν τό σωστό μέτρο καί ή οδός πού θά όδη-

3°5
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

γουσε στη σωτήρια μου: να μένω «κατ εικόνα σου» και


νά σέ υπηρετώ υποτάσσοντας τό κορμί μου15.
"Ομως, όσο εγώ σήκωνα τό κεφάλι εναντίον σου καί
πολεμούσα άλαζονικά τόν Κύριό μου «κάτω από την πα-
χια ασπιοα μου»10, τοσο ακόμη και αυτα τα κατώτερα
πράγματα υπερτερούσαν καί p i νικούσαν, καί δεν έβρισκα
πού νά σταθώ νά πάρω ανάσα. 'Ό τα ν άπόθετα σ ’ αυτά τό
βλέμμα μου, όλα μαζί με πολιορκούσαν, καί όταν άφοσιω-
νόμουν στό διαλογισμό, οί εικόνες τών υλικών πραγμάτων
μού έφραζαν τό δρόμο σάν νά μού έλεγαν: «Γιά πού τό
’βαλές έτσι βρωμερός καί τρισάθλιος;». Μέ νικούσαν,
γιατί ήμουν ολόκληρος μιά πληγή, καί «μέ πληγές ταπει­
νώνεις τόν υπερήφανο»17. Ή έπαρσή μου μέ καταδίκαζε
νά μένω μακριά σου, καί τό φούσκωμα τού μυαλού μου
στράβωνε τά μάτια μου.
8. 1 2 Κύριε, εσύ μένεις στόν αιώνα. Δέν κρατάς όμως αιώνια
τήν οργή σου18. Συμπόνεσες αυτόν πού είναι χώ μα καί
στάχτη. Ευδόκησες νά ευπρεπίσεις τήν ασχήμια μου. Καί
μέ κέντριζες καί μέ συνδαύλιζες, ώστε νά μή μού άρέσει
τίποτε καί όλα νά τά βρίσκω άθλια κι άνυπόφορα, ώσπου
νά γίνεις εσύ μέσα μου ή μόνη βεβαιότητα. Καί τό φού­
σκωμα τού μυαλού μου άρχισε νά συνέρχεται κάτω άπό
τή μυστήρια θεραπεία τού χεριού σου. Καί ή ταραγμένη
καί σκιαγμένη όραση τής σκέψης μου γιατρευόταν «ήμέ-
ραν έξ ήμέρας»19, γιατί στάλαζες μέσα μου τό κολλύριο
πού καίει καί πονά, αλλά σώζει.

3°6
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Τά βιβλία τών πλατωνικών

Πρώτα θέλησες νά μιοΰ δείξεις πώς «τιμωρείς τούς 9·«3


υπερήφανους καί ελεείς τούς ταπεινούς»20 καί με πόση
ευσπλαχνία φανέρωσες στον άνθρωπο τήν οδό τής ταπει­
νότητας, άφοΰ «ό Λόγος σου έγινε σάρκα καί κατοίκησε
ανάμεσα μας»21, καί μοϋ προμήθευσες, μέσω ενός λογίου,
ανθρώπου τρομερά υπερφίαλου, ορισμένα βιβλία τών πλα ­
τωνικών μεταφρασμένα από τά ελληνικά στά λατινικά22.
Σ τά βιβλία αυτά διάβασα — όχι ακριβώς μέ αυτά τά
λόγια, αλλά ακριβώς μέ αυτό τό νόημα καί επί τή βάσει
διαφόρων συλλογισμών— ότι «έν αρχή ήταν ό Λόγος, καί
6 Λόγος ήταν παρά τ φ Θεώ, καί ό Θεός ήταν ό Λόγος. ΤΗ -
ταν εν αρχή παρα τω Θεώ και τα παντα; όι'
δι’ αυτου
ι εγενοντο
καί άνευ αυτού ούδέν δσα εγενοντο είναι ζωή έν αύτώ, καί
ή ζωή ήταν τό φώς τών ανθρώπων καί τό φώς έλαμψε
στά σκοτάδια, καί τά σκοτάδια δεν τό συνέλαβαν». Κι
ακόμη δτι ή ψυχή τοϋ ανθρώπου, μολονότι ή ί'δια είναι
«μαρτυρία» τοΰ φωτός, δεν είναι ή ίδια «αυτό τό φώς»·
άλλά ό Λόγος-Θεός είναι «τό φώς τό άληθινό πού φωτίζει
κάθε άνθρωπο στόν κόσμο». Διάβασα ακόμη δτι «ήταν έν
τ φ κόσμω, καί ο κόσμος ό όποιος έγένετο δι’ αυτού δέν τόν
αναγνώρισε». "Ομως στά βιβλία αυτά δέν διάβασα δτι
«ήρθε στό σπίτι του καί οί δικοί του δέν τόν δέχτηκαν,
άλλά σ’ έκείνους πού τόν δέχτηκαν καί πίστεψαν στό όνο­
μά του έδωσε τή δύναμη νά γίνουν παιδιά τοΰ Θεού»23.
Διάβασα ακόμη δτι ό Λόγος, ό Θεός, δέν γεννήθηκε '4
άπό τή σάρκα ούτε άπό τό αίμα, ούτε από τή βούληση τών
ανθρώπων ούτε άπό τή βούληση τής σάρκας, άλλά άπό

307
ΑΓΙΟΓ ΑΤΓΟΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

τόν Θεό. "Ομως τά βιβλία αυτά δεν έλεγαν ότι «ό


έγινε σάρκα καί κατοίκησε άνάμεσά μας»*’4.
Σ τά βιβλία των πλατωνικών βρήκα νά λέγεται με
διαφορετικά λόγια καί τρόπους οτι ό Υιός, «δς έν μορφή
Θεοΰ υπάρχων ουχ άρπαγμόν ήγήσατο τό είναι ίσα τω
Θεώ»'5, γιατί είναι δμοιος με αυτόν από τή φύση του. Δέν
έγραφαν δμως οτι «έλαβε τή μορφή δούλου καί εκμηδενί­
στηκε, καί κατά τά πάντα εξομοιώθηκε με τόν άνθρωπο,
καί άφοϋ έγινε δμοιος μέ τόν άνθρωπο δέχτηκε νά ταπει­
νωθεί καί νά υπομείνει τά πάντα, ακόμη καί τό θάνατο,
θάνατο σταυρικό, καί δτι γ ι’ αυτό δ Θεός τόν υπερύψωσε
καί τοϋ έδωσε ένα δνομα υπεράνω κάθε ονόματος, καί
δταν άκούγεται τό όνομα τοΰ Ίησοΰ, πρέπει νά κλίνει κά­
θε γόνυ, στόν ουρανό καί στή γή καί στήν κόλαση, καί ή
κάθε γλώσσα νά ομολογεί δτι δ Κύριος Χριστός είναι έν
τή δόξη τοΰ Θεοΰ Πατέρα» — όχι, τά βιβλία αυτά δέν τό
έγραφαν.
Διάβασα ωστόσο δτι, πρό των χρόνων καί υπεράνω
των χρόνων, υπάρχει αιώνιος καί αμετάβλητος δ Υιός σου
δ μοναδικός, δ συναιώνιός σου καί δτι οί ψυχές «δέχονται
την πληρότητα» για να είναι ευτυχισμένες, και οτι 6α-
πτίζονται στήν αιώνια σοφία της καί ξαναγεννιοΰνται
σοφές. "Ομως δέν διάβασα δτι «στό πλήρωμα τοΰ χρόνου
πέθανε γιά τούς ασεβείς»27, καί δτι «δέν έφείσθης τοΰ Μο­
νογενούς σου Υίοΰ, αλλά τόν παρέδωσες γιά χάρη μας»28
— όχι, αυτά δέν τά έγραφαν, γιατί αυτά «τά έκρυψε από
τούς σοφούς καί τά φανέρωσε στά νήπια», γιά νά ’ρθουν
σ ’ αυτόν «όσοι είναι σέ βάρος καί σέ θλίψη» καί νά τούς
ένδυναμώσει. Γιατί είναι «πράος καί ταπεινός στήν καρ­

3°8
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΛΟΜΟ: ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΩΝ

διά»'19 καί βάζει τούς πράους νά βαδίζουν στήν οδό τής δι­
καιοσύνης καί διδάσκει τήν οδό του στους ειρηνικούς30.
Ναί, αυτός βλέπει τά βάσανά μας καί τούς κόπους μας
καί συγχωρεΐ όλες τίς αμαρτίες μιας31. Εκείνοι όμως πού
βλέπουν άφ’ ύψηλοϋ καί ρίχνουν μπόι ψεύτικο άνεβασμένοι
στούς κοθόρνους τής γνώσης πού περνιέται ώς ανώτερη,
δέν τόν άκοΰν νά λέει: «Σάς τό λέω νά τό ξέρετε, είμαι
πράος καί ταπεινός στήν καρδιά, καί θά βρείτε ανάπαυση
γιά τίς ψυχές σας»3'. Αυτοί, αν καί γνώρισαν τόν Θεό,
«δέν τόν δοξάζουν σάν Θεό καί δέν τοΰ εξομολογούνται την
ευγνωμοσύνη τους, αλλά χάνονται μέσα στίς σκέψεις τους
καί θολώνει ή ανόητη καρδιά τους. Ισχυρίζονται οτι είναι
σοφοί, αλλά είναι απλώς μωρόπιστοι»33.
Διάβασα ακόμη γιά «τή δόξα τής αφθαρσίας σου», πού 15
οί λαοί ψεύτισαν μέ κάθε λογής «ομοιώματα εικόνων πού
παριστάνουν τόν φθαρτό άνθρωπο καί τά πετεινά τοΰ ού-
ρανου και τα τετραποοα και τα ερπετά» , για τις τροφές
πού έφαγε ο Ή σαΰ στήν Αίγυπτο καί έχασε τό δικαίωμα
τοΰ πρωτότοκου, γιά τόν πρωτότοκο λαό σου πού τίμησε
τό κεφάλι ενός τετραπόδου κι «έπιστρέφοντας οικειο-
θελώς στήν Αίγυπτο»33 έριξε τήν ψυχή του, πού είναι κ α τ’
εικόνα σου μπρος στήν εικόνα ενός βοδιού πού τρώει άχυ­
ρα, γιά νά τό προσκυνάει36.
Βρήκα καί αυτές τίς τροφές στά βιβλία αυτά, όμως δέν
τίς δοκίμασα36. Γιατί εσύ θέλησες, Κύριε, νά βγάλεις από
τόν Ια κ ώ β τήν ντροπή τοΰ δευτερότοκου καί «ο μεγαλύ­
τερος νά υπηρετήσει τό νεότερο»37, καί κάλεσες τά έθνη
νά σέ κληρονομήσουν. Κ ι εγώ ένας εθνικός ήμουν, καί
ήρθα κοντά σου- καί μοναδικός σκοπός μιου έγινε εκείνο τό

3°9
ΑΓΙΟΤ ΑΤΓΟΤΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

χρυσάφι, τό δικό σου χρυσάφι, αυτό πού θέλησες νά πάρει


ο λαός σου άπό την Αίγυπτο, άλλά, οπού καί αν βρίσκε­
ται, είναι δικό σου. ’Εσύ είπες στους Αθηναίους, με τη
φωνή τοΰ ’Αποστόλου σου, αυτό πού είχαν πει καί οί δικοί
τους φιλόσοφοι — γιατί τά βιβλία αυτά έρχονται άπό την
’Αθήνα30-— δτι «σέ σένα είναι ή ζωή, ή κίνηση καί ή
ύπαρξη»39. Αυτά τράβηξαν τήν προσοχή μου καί όχι τά
είδωλα των Αιγυπτίων, στά όποια θυσίαζαν τό χρυσάφι
σου όσοι «διέστρεψαν τήν άλήθεια τοΰ Θεού σέ ψέμα, τι­
μώντας καί θεραπεύοντας όχι τό δημιουργό, άλλά τά δη­
μιουργήματα»40.

Ή μυστική ενατένιση της θεότητας


ιο .ι6 Τά βιβλία των πλατωνικών μοϋ λέγαν νά έπιστρέψω
στόν εαυτό μου. Εισχώρησα τότε στά βάθη τής ύπαρξής
μου, καί ό οδηγός μου ήσουν εσύ, καί τό κατόρθωσα γιατί
εσύ «έγινες βοηθός μου»41. Εισχώρησα, καί μέ τά μάτια
τής ψυχής μου ενατένισα ένα φως νά λάμπει άμετακίνη-
το, πιό ψηλά άπό τά μάτια τής ψυχής μου, πιό ψηλά άπό
τή σκέψη μου. Δέν μιλώ γιά τό φώς πού βλέπει καθημε­
ρινά ό άνθρωπος, ούτε καί γιά κάποιο άνάλογο φώς, άκό-
μη πιό ισχυρό, πού νά γεμίζει τά πάντα μέ τό μεγαλείο
του42. ’Ό χ ι, δέν ήταν τέτοιο. ΤΗ ταν κάτι διαφορετικό, κά­
τι ολωσδιόλου διαφορετικό άπό όλα τά φώτα πού γνωρί­
ζουμε. Βρισκόταν επάνω άπό τό πνεύμα μου, άλλά όχι
όπως τό λάδι επάνω άπό τό νερό, καί όχι όπως ό ουρανός
επάνω άπό τή γή. ΤΗ ταν όμως άνώτερό μου, γιατί αυτό
p i δημιούργησε, κι ήμουν κατώτερος, γιατί άπό αυτό δη-

3 10
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: Η ΜΪΣΤΙΚΗ ΕΝΑΤΕΝΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΑΣ

μιουργήθηκα. "Οποιος γνωρίζει την αλήθεια, τό γνωρίζει,


καί οποίος τό γνωρίζει, γνωρίζει τήν αιωνιότητα. Τό φως
αυτό τό γνωρίζει ή αγάπη43.
*Ω αλήθεια αιώνια, αγάπη άληθινή καί άγαπημένη
αιωνιότητα! Έ σ ύ είσαι ό Θεός μου, γιά σένα μέρα νύχτα
άναστενάζω. Σέ πρωτογνώρισα τότε καί μέ άνέβασες ψη­
λά, γιατί ήθελες νά δώ ότι υπήρχε κάτι πού δέν μπορούσα
άκόμη νά τό δώ. Κ αί θάμπωσες τά άδύναμα μάτια μου
όταν οί άκτίνες σου μέ τύλιξαν ορμητικά, καί ρίγησα άπό
έρωτα καί τρόμο41, καί άνακάλυψα πώς ήμουν μακριά σου,
«σέ ξένη έπικράτεια»45, καί ήταν σάν ν ’ άκουγα τή φωνή
σου νά μοΰ λέει άπό ψηλά: « Έ γ ώ είμαι ή τροφή των με­
γάλων. Μεγάλωσε κι έγώ θά σέ θρέψω. Καί δέν θά μέ με-
ταβάλεις μέσα σου σάν τροφή τής σάρκας, άλλά έσύ θά
μεταβληθεΐς μέσα μου».
Είδα πώ ς «παίδεψες τόν άνθρωπο γιά τήν άνομία του,
καί τήν ψυχή μου τή στέγνωσες σάν δίχτυ άράχνης»46.
Καί είπα: «Μ ήπως ή άλήθεια είναι κάτι άνύπαρκτο, άφοΰ
δέν μεταδίδεται μέσα άπό τό χώρο, είτε τόν πεπερασμένο
είτε τόν άπειρο;». Καί μοΰ φώναξες άπό μακριά:«Έ γώ
είμι ο ών»47. Καί τό άκουσα, καθώς άκούει κανείς κάτι μέ­
σα στά φυλλοκάρδια του, καί δέν μοΰ έμεινε πιά ίχνος
άμφιβολίας. Ευκολότερο θά μοΰ ήταν ν ’ άμφιβάλω γιά τή
ζωή μου παρά γιά τήν ύπαρξη τής άλήθειας, πού γίνεται
ορατή στή διάνοια «μέσα άπό τά δημιουργήματα»48.
Κοίταξα τότε καί τά υπόλοιπα γήινα όντα πού είναι 1'- ‘7
κάτω άπό σένα, καί είδα πώ ς δέν μπορούν νά είναι ούτε
απλώς όντα, ούτε απλώς μή όντα. Είναι όντα γιατί έσύ τά
δημιούργησες. Δέν είναι, γιατί δέν είναι άμετάβλητα όπως

3 11
ΑΓΙΟΪ ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

εσύ. Γιατί αληθινά υπάρχει μόνο αυτό που μένει άμετά-


βλητο. «Τό δικό μου καλό είναι νά μένω προσκολλημένος
στόν Θεό μου»49. "Οσο δέν μένω σ ’ αυτόν, ούτε καί μέσα
μου μπορώ νά μένω, ενώ αυτός μένοντας αυτό πού είναι,
«άνανεώνει ολα του τά πλάσματα50. Έ σ ύ είσαι ό Κύριός
μου, γιατί τά δικά μου άγαθά δέν σοΰ χρειάζονται»51.
ΐ 2 .ι 8 Καί είδα ολοκάθαρα πώς άκόμη καί οσα μπορούν νά
ύποστοϋν φθορά είναι καλά. ’Ά ν ήσαν τά υψιστα άγαθά, ή
αν δέν ησαν άγαθά, δέν θά μπορούσαν νά φθαρούν, γιατί
στη μιά περίπτωση θά ησαν άφθαρτα, στην άλλη, τι καλό
θά ’χαν μέσα τους γιά νά φθαρεί; Ή φθορά είναι κάτι πού
βλάπτει, καί δέν μπορεί νά βλάψει παρά μόνο άφαιρώντας
τό καλό. Είτε θά πούμε οτι ή φθορά δέν άφαιρεΐ τίποτε
καλό, πράγμα άδύνατο, είτε οτι αυτό πού ύφίσταται φθορά
χάνει ένα καλό στοιχείο του, πράγμα ολοφάνερο. Έ άν
άφαιρούσε κανείς άπό ένα πράγμα κάθε καλό στοιχείο
του, τότε αυτό άναγκαστικά θά έπαυε νά υπάρχει. Γ ιατί
έάν συνεχίζει νά υπάρχει, άλλχ δέν είχε τίποτε καλό πού
νά μπορεί νά ύποστεΐ φθορά, αυτό θά σήμαινε οτι έχει γί­
νει καλύτερο, άφού θά παρέμενε άφθαρτο στό μέλλον. Ό
ισχυρισμός οτι ένα πράγμα γίνεται καλύτερο δταν έχει
χάσει πλέον κάθε καλό, είναι τουλάχιστον εξωφρενικός.
Τό σωστό είναι νά δεχτούμε οτι, άν τού άφαιρέσει κανείς
οτιδήποτε καλό, θά γίνει μή όν. Συνεπώς, έάν ένα πράγμα
«είναι», είναι καλό. "Οσα πράγματα «είναι», είναι καλά,
φτάνει νά «είναι». "Οσο γιά τό κακό, πού τόσο παιδευό­
μουν νά βρώ την πηγή του, δέν είναι κάποια ουσία, γιατί
άν είναι μιά ουσία υπαρκτή, μοιραία θά είναι καλή. Είτε θά
ήταν μιά ουσία άφθαρτη, άρα ένα υπέρτατο άγαθό, ή μιά

3 12
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: Η ΜΤΣΤΙΚΗ ΕΝΑΤΕΝΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΑΣ

ουσία φθαρτή, άρα επίσης καλή, εφόσον, γιά νά μπορεί νά


ύποστεΐ φθορά, σημαίνει ότι είναι καλή.
’Έ τσ ι είδα, καί τό είδα πλέον ολοκάθαρα, δτι δλα τά
δημιουργήματά σου είναι καλά, καί δέν υπάρχει καμιά
ουσία πού νά μήν είναι έργο σου. Κ ι επειδή δέν τά έφτιαξες
όλα ομοιόμορφα, είναι βεβαίως καλό τό καθένα μονάχο
του, όμως στήν ολότητά τους είναι «καλά λίαν»52, γιατί
έτσι τά έφτιαξε ό Θεός μας, «καλά λίαν».
Γιά σένα δέν υπάρχει κακό. Καί όχι μόνο γιά σένα, ·3*9
άλλά καί γιά ολόκληρη τή δημιουργία σου, γιατί τίποτε
δέν υπάρχει έξω από αυτήν πού νά μπορεί νά εισχωρήσει
καί νά καταστρέφει τήν τάξη πού εσύ όρισες. Υπάρχουν
όμως κάποια μέρη τής δημιουργίας σου πού δέν εναρμονί­
ζονται μέ άλλα, γΓ αυτό καί τά θεωρούν κακά. "Ομως καί
αυτά άκόμη βρίσκουν νά ταιριάξουν μέ κάποια άλλα, καί
αφού γιά εκείνα είναι καλά, είναι καί τά ίδια καλά. Καί
ολα όσα δέν ταιριάζουν αναμεταξύ τους, ταιριάζουν μέ τό
κατώτερο μέρος τού σύμπαντος, αυτό πού ονομάζουμε γη.
Καί ή γη έχει επίσης τό ταίρι τη ς, τόν συννεφιασμένο κι
άνεμοδαρμένο ουρανό.
’Ό χ ι, άς μή μου ξανάρθει ποτέ πιά στό νοΰ ή σκέψη:
«Καλύτερα αυτά νά μήν υπήρχαν». "Αν ήμουν υποχρεω­
μένος νά βλέπω μόνο αυτά, απομονωμένα άπό τά υπόλοι­
πα, πράγματι θά επιθυμούσα άλλα, καλύτερα. "Ομως
άκόμη καί μόνο γ ι’ αυτά θά έπρεπε νά δοξάζω τό όνομά
σου, γιατί τά πάντα δείχνουν οτι πρέπει νά σέ δοξάζουμε,
«τά θηρία στή γή καί όλες οί άβυσσοι, ή φωτιά, τό χαλά­
ζι, τό χιόνι, οί καταιγίδες πού ύπακούουν στόν Λόγο σου 1
τά βουνά καί όλοι οί λόφοι, τά καρπισμένα δέντρα, οί κέ­

3*3
ΑΓΙΟΓ ΑΪΓΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

δροι, τά ζώα καί τά κοπάδια, τά ερπετά καί τά πετούμε­


να. Δοξασμένο νά είναι τ ’ όνομά σου επί τής γής, καί είθε
όλοι ο! δεσπότες καί όλοι οί λαοί, οί άρχοντες καί οί κριτές,
τά παλικάρια καί οί παρθένες νά δοξάζουν τό ονομά σου»53.
Δοξασμένο νά είναι, Θεέ μου, τό όνομά σου στόν ουρανό,
καί είθε όλοι οί άγγελοι καί όλες οί δυνάμεις σου, ο ήλιος
καί ή σελήνη, καί οί ουρανοί τών ουρανών, καί τά νερά πού
βρίσκονται πάνω από τούς ουρανούς, νά δοξάζουν τό όνο­
μά σου54!
Τώρα ή σκέψη μου αγκάλιαζε τά πάντα στην ολότητά
τους, καί άπό τή στιγμή εκείνη δέν ευχόμουν τίποτε κα­
λύτερο. Τά άνώτερα τά έβρισκα σαφώς καλύτερα άπό τά
κατώτερα, γιά μένα όμως καλύτερα ακόμη καί άπό αυτά
ήσαν όλα στό σύνολό τους: είχα θεραπευτεί!
14-20 "Οσοι βρίσκουν ψεγάδια στή δημιουργία σου είναι αθε­
ράπευτοι55. Κ ι εγώ έμενα αθεράπευτος όσο έβρισκα ψεγά­
δια σέ πολλά άπό τά έργα σου. Ε π ειδ ή όμως ή ψυχή μου
δέν τολμούσε νά παραδεχτεί ότι φταίει ό Θεός μου, τά ψε­
γάδια δέν ήθελε νά τά αποδώσει σέ σένα. Κ ι έτσι έφτασε
νά άποφαίνεται ότι υπάρχουν δύο ουσίες. ’Αλλά όσο μι­
λούσε αυτή τήν ξένη γλώσσα, δέν ήσύχαζε. Καί όταν
συνήλθε άπό τήν πλάνη αυτή, φαντάστηκε έναν άλλο
Θεό, μέσα σ ’ ένα χώρο άπειρο, καί πίστεψε ότι αυτός
ήσουν εσύ. Τόν έστησε μέσα τη ς, άλλά καί τούτη τή φορά
κατάντησε ναός γιά ένα είδωλο, ναός πού έβλεπες μέ φρί­
κη. "Ωσπου κάποια στιγμή, χωρίς νά τό ξέρω, πήρες τό
κεφάλι μου στά χέρια σου καί μοΰ έκλεισες τά μάτια γιά
νά μή βλέπουν πιά τή ματαιότητα56. Καί τότε έπεσα γιά
λίγο σέ νάρκη καί ή τρέλλα μου καταλάγιασε. "Οταν ξύ-

3*4
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: Η ΜΤΣΤΙΚΗ ΕΝΑΤΕΝΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΙΙΤΑΣ

πνησα ήσουν κοντά μου, καί είδα ότι είσαι άπειρος, αλλά
τώρα με διαφορετικό τρόπο, γιατί ή ενόραση αυτή δέν
ερχόταν από τά μάτια τής σάρκας.
Τότε έστρεψα τό βλέμμα στά άλλα όντα. Είδα ότι όλα <5 ·21
σοϋ χρωστούν την ύπαρξή τους, καί όλα είναι μέσα σου,
όχι σάν νά είναι κλεισμένα σέ ένα χώρο, αλλά όλα τά
κρατάς εσύ στην αγκαλιά σου, καθώς σέ μιά παλάμη, μέ
την αλήθεια σου. Καί είναι όλα αληθινά, αφού «είναι», καί
τίποτε δέν είναι ψεύτικο, εκτός καί άν φαντάζεται κανείς
ώς όντα τά μη όντα. Καί είδα ότι κάθε όν είναι όχι μονάχα
στην κατάλληλη θέση, αλλά καί στόν κατάλληλο χρόνο,
καί ότι εσύ είσαι ό μόνος αιώνιος, καί δέν έτέλεσες τό έργο
τής δημιουργίας μετά άπό παρέλευση χρόνων. Γιατί οί
χρόνοι, παρελθόντες καί μέλλοντες, δέν θά μπορούσαν
ούτε νά περάσουν ούτε νά έρθουν, άν δέν ήσαν έργο δικό
σου καί άν δέν ήσουν εσύ ό προαιώνιος.
Ή πείρα μέ έχει διδάξει ότι δέν πρέπει νά μάς φαίνεται ι 6·22
παράξενο άν ό άρρωστημένος ουρανίσκος δυσκολεύεται
ακόμη καί μέ τό ψωμί, πού γιά τόν απείραχτο ουρανίσκο
είναι άπόλαυση, ούτε άν τά πειραγμένα μάτια άπεχθάνο-
νται τό φως, ενώ τ ’ απείραχτα τό λατρεύουν. "Οταν οί
άνομοι βρίσκουν ψεγάδια ακόμη καί στη δικαιοσύνη σου,
πόσο μάλλον στην όχεντρα καί στό σκουλήκι, πού εσύ τά
έφτιαξες καλά καί εναρμονισμένα μέ τά κατώτερα μέρη
τής δημιουργίας σου. Αυτά τά μέρη όμως ταιριάζουν
στούς ίδιους, αφού μοιάζουν μ ’ εκείνα πού σού μοιάζουν λ ι­
γότερο. Σ τά άνώτερα μέρη ταιριάζουν αυτοί πού προσπα­
θούν νά μοιάσουν μέ σένα ολοένα περισσότερο.
Γύρεψα τότε νά βρώ τί είναι ή άμιαρτία. Κ αί αυτό πού

3*5
ΑΓΙΟΪ' ΑΪΤΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

βρήκα δέν ήταν μιά ουσία, αλλά μιά βούληση διαστρεβλω­


μένη, παραστρατημένη, μακριά άπό την υπέρτατη ουσία,
άπό σένα, τόν Θεό μου. Μιά βούληση στραμμένη στά κα­
τώτερα πράγματα, πού πετά τά σπλάχνα τη ς57, τά εσώ­
τερα άγαθά της, γιά νά γεμίσει άπό τά πράγματα τοΰ έξω
κόσμου.

Ή υπερβατική αλήθεια
*7·23 Καί τότε πλημμύρισα άπό θαυμασμό: άγαποΰσα εσένα
καί όχι πιά ένα φάντασμα στή θέση σου. "Ομως δέν μπο­
ρούσα νά κρατηθώ γιά πολύ στη χαρά τοΰ Θεού μου. "Οσο
κι αν ένιωθα νά μέ τραβά ή ωραιότητά σου, πάλι γοργά μέ
παράσερνε μακριά σου τό φορτίο μου καί γκρεμιζόμουν κα­
ταγής μέ άναφιλητά. Τό φορτίο αυτό ήταν ή συνήθεια τής
σάρκας. "Ομως ή άνάμνησή σου παρέμενε. Δέν είχα την
παραμικρή άμφιβολία ποιος είναι εκείνος πού θά έπρεπε νά
τοΰ δοθώ, άλλά δέν ήμουν άκόμη έτοιμος, γιατί «τό φθαρ­
τό σώμα βαραίνει τήν ψυχή, καί τό χωμάτινο σαρκίο φου­
σκώνει τά μυαλά»58. ’Ήμουν ωστόσο παραπάνω άπό βέ­
βαιος τώρα πιά οτι «τά άόρατά σου άπό κτίσεως κόσμου
καθώς καί ή αιώνια δύναμη καί ή θεότητά σου γίνονται
ορατα στη σκέψη μέσα απο τα οημιουργηματα σου» .
Έ ν ώ έψαχνα νά βρώ τί είναι αυτό πού μοΰ επιτρέπει νά
εκτιμώ τήν ωραιότητα τών σωμάτων, τών ουράνιων καί
τών γήινων, καί σέ ποιές άρχές στηρίζομαι, ώστε νά διατυ­
πώνω ισχυρισμούς γιά τά μεταβλητά καί νά άποφαίνομαι
«αυτό έτσι πρέπει νά είναι, εκείνο άλλιώς», κι ένώ αναρω­
τιόμουν ποΰ θεμελίωνα τούς ισχυρισμούς μου, έφτασα στήν

316
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: Η ΪΠΕΡΒΑΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

απαρασάλευτη καί αληθινή αιωνιότητα της αλήθειας, πού


είναι πάνω άπό τή δική μου μεταβλητή σκέψη.
’Ανέβαινα λοιπόν τά σκαλοπάτια, καί άπό τά σώματα
έφτασα στήν ψυχή που αισθάνεται μέσα άπό τό σώμα, καί
άπό εκεί πήγα στήν εσωτερική της δύναμη, στήν οποία οί
αισθήσεις τοϋ σώματος διαβιβάζουν τό μήνυμα των εξωτε­
ρικών άντικειμένων, κάτι πού συμβαίνει καί στά ζώα. Καί
άπό εκεί πήγα άκόμη πιό πέρα, στή δύναμη τής λογικής,
πού συλλέγει καί κρίνει αυτά πού κομίζουν οί σωματικές
αισθήσεις. Αυτή ή δύναμη μέσα μου, πού είναι κι ή ί'δια με­
ταβλητή, ορθώθηκε τότε γιά νά συλλάβει τό είναι της.
Ελευθέρωσε τή σκέψη άπό τή συνήθεια, διώχνοντας τά
άντιφατικά είδωλα πού τήν πολιορκούσαν, γιά ν ’ άνακα-
λόψει ποιό ήταν αυτό τό φώς πού τήν πλημμύριζε, όταν
άναφωνοϋσε χωρίς δισταγμό ότι τό άμετάβλητο προη­
γείται τοΰ μεταβλητού, καί άπό ποΰ ερχόταν ή γνώση
αυτού τοΰ άμετάβλητου — γιατί άν δέν τό γνώριζε δέν θά
μπορούσε νά λέει οτι προηγείται τού μεταβλητού, κι έτσι
έφτασε σ’ αυτό πού «είναι». Δέν ήταν παρά μιά άστραπή
σέ τρεμάμενα μάτια. Ε κ είνη άκριβώς τή στιγμή κατάλα­
βα οτι «τά άόρατά σου γίνονται ορατά στή σκέψη μέσα
άπό τά δημιουργήματά σου»60. Δέν είχα όμως άρκετή δύ­
ναμη νά σταθώ προσηλωμένος, γιατί τό άδύναμο βλέμμα
μου άπωθήθηκε καί μέ ξαναγύρισε στή συνηθισμένη μου
κατάσταση. Μέσα μου δέν κουβαλούσα παρά τήν άνάμνη-
ση τής άγάπης καί έναν πόθο γιά κάτι πού εύώδιασε, άλλά
δέν ήμουν άκόμη άξιος νά τό γευτώ61.
Ναί, γύρευα τό δρόμο γιά ν ’ άποκτήσω τή δύναμη νά 18.24
σέ άπολαύσω, άλλά δέν τόν έβρισκα όσο δέν έκλεινα μέσα

3*7
ΑΓΙΟΪ Α ΪΓΟ ΪΣΤ ΙΝ ΟΪ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

μου «τόν άνθρωπο Ιησού Χριστό, πού μεσιτεύει μεταξύ


τού Θεού καί των ανθρώπων62, πού είναι ύπεράνω όλων,
Θεός ευλογημένος στούς αιώνες»63. Μάς καλεΐ καί μάς
λέει: « Έ γ ώ είμαι ή οδός, ή αλήθεια καί ή ζω ή»64. Τήν
τροφή πού έγώ ο άδύναμος δέν έφτανα νά πάρω, εκείνος
τήν είχε ενώσει μέ τή σάρκα, αφού «ό Λόγος σάρξ έγένε-
το»Κ γιά νά θρέψει εμάς, τά παιδιά, μέ τό γάλα τής σο­
φίας σου, μέ τήν οποία έπλασες τά πάντα.
’Ό χ ι, δέν είχα γίνει ακόμη αρκετά ταπεινός γιά νά δε­
χ τ ώ μέσα μου τόν Θεό μου, τόν ταπεινό Ίησοΰ, καί νά
καταλάβω τί μάς διδάσκει ή αδυναμία του. Ναί, ό Λόγος
σου, ή αιώνια αλήθεια, αυτός πού εξουσιάζει τά ανώτερα
μέρη της δημιουργίας σου καί υψώνει ως εσένα όσους σοΰ
υποτάσσονται, έχτισε εδώ κάτω στή γή μιά ταπεινή κα­
τοικία μέ τόν πηλό μας. Καί τό έκανε γιά νά βγάλει από
τόν ξιπασμένο εαυτό τους εκείνους πού τοΰ χρωστούν
υποταγή καί νά τούς φέρει σ ’ αυτόν γιά νά τούς γιατρέψει
από τήν έπαρση καί νά τούς θρέψει μέ τήν αγάπη. Καί τό
έκανε γιά νά μήν τούς παρασύρει ακόμη μακρύτερα ή υπε­
ροψία καί ή εμπιστοσύνη στόν έαυτό τους, αλλά γιά νά
ταπεινωθούν όταν θά δούν πεσμένη στά πόδια τους τήν
ταπεινωμένη θεότητα νά μοιράζεται τούς «δερμάτινους
χιτώ νας» μιας66, γιά νά καμφθούν καί νά τής προσπέσουν,
κι αυτή ν ’ άνορθωθεϊ καί νά τούς στηρίξει.

Πλάι/es γιά τό πρόσωπο τον Χριστού


19·25 Έ γ ώ όμως σκεφτόμουν άλλιώς. Τόν Χριστό, τόν Κ ύ­
ριό μου, περιοριζόμουν νά τόν βλέπω σάν έναν άνθρωπο μέ

3 ΐ8
dpn
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: ΠΛΑΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΤ ΧΡΙΣΤΟΙ-

εξαιρετική σοφία, ανώτερη από τοΰ καθενός. Σκεφτόμουν


ότι ή θαυματουργή του γέννηση από μιά παρθένα συμβό­
λιζε τήν περιφρόνηση πού πρέπει νά τρέφουμε γιά τά
έφήμερα αγαθά, γιά νά κερδίσουμε τήν αιωνιότητα, καί
οτι χάρη στή θεία πρόνοια είχε άξιωθεΐ τό χάρισμα τοΰ
μεγάλου δασκάλου. ’Αλλά τό μυστήριο τοΰ Λόγου πού
έγινε σάρκα, αυτό ούτε πού μπορούσα νά τό υποψιαστώ.
Γνώριζα τά κείμενα πού σώζονταν γ ι’ αυτόν, καί στά
όποια άναφέρεται ότι είχε φάει καί είχε πιει καί περπατή­
σει καί κοιμηθεί, κι άκόμη ότι γέλασε, λυπήθηκε, κουβέ­
ντιασε. Γνώριζα ότι ή σάρκα δέν ενώθηκε μέ τόν Λόγο
χωρίς ψυχή καί νοϋ άνθρώπου. ΓΓ αυτό κανείς δέν άμφι-
βάλλει, φτάνει νά γνωρίζει τήν άμεταβλησία τοΰ Λόγου
σου, κι εγώ τουλάχιστον τό γνώριζα καί δέν είχα ως πρός
αυτό καμιά άμφιβολία. Τό νά κουνάει κανείς χέρια καί
πόδια κατά τή θέλησή του ή νά μήν τά κουνάει, άλλοτε
νά νιώθει ένα αίσθημα καί άλλοτε κανένα, άλλοτε νά
εκφράζεται μέ φθόγγους καί νά φτιάχνει λέξεις καί νά
λέει σκέψεις σοφές καί άλλοτε νά σωπαίνει, όλα αυτά εί­
ναι γνωρίσματα τής μεταβλητότητας στήν ψυχή καί στό
νοΰ τοΰ άνθρώπου. ’Ά ν ή γραπτή παράδοση τοΰ άπέδιδε
τίς ιδιότητες αυτές χωρίς νά τίς έχει, τότε καί όλα τά
υπόλοιπα πού γράφει γ ι’ αυτόν θά έπρεπε νά θεωρηθούν
ύποπτα, καί τότε ή φυλή των άνθρώπων δέν θά μπορούσε
πιά νά στηρίζεται στίς Γραφές γιά ν ’ άντλήσει τά νάματα
της σωτήριας πίστης. ’Επειδή όμως οί Γραφές λένε τήν
άλήθεια, έβλεπα στόν Χριστό έναν ολόκληρο, σωστό άν­
θρωπο, καί όχι μονάχα ένα σώμα άνθρώπου ή ένα σώμα
καί μιά ψυχή χωρίς άνθρώπινο νοΰ. ’ Η ταν ένας πραγμα-

3ΐ9
ΑΓΙΟΓ ΑΓΓΟΤΣΤΙΝΟV ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ. ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

τικός άνθρωπος ό όποιος, κατά τή γνώμη μου, θά έπρεπε


νά θεωρηθεί ανώτερος από όλους τους ανθρώπους, όχι
γιατί είναι ή ενσάρκωση τής άλήθειας, αλλά γιατί υπε­
ρείχε σέ ανθρώπινα προτερήματα καί σέ σοφία που άγγιζε
την τελειότητα.
Ό Άλύπιος από τή μεριά του θεωρούσε ότι ή πίστη
των καθολικών χριστιανών σ ’ έναν Θεό ντυμένο με σάρκα
σημαίνει ότι στόν Χριστό υπάρχει μοναχά ό Θεός καί ή
σάρκα. Νόμιζε ότι τόν άντιλαμβάνονται χωρίς ανθρώπινη
ψυχή καί νοΰ, όμως ό ίδιος ήταν απόλυτα βέβαιος ότι ό
Χριστός θά ήταν αδύνατο νά κάνει τίς πράξεις πού τοΰ
αποδίδει ή παράδοση, άν δέν ήταν πλάσμα ζωντανό καί
λογικό. Βάδιζε λοιπόν κι αυτός σημειωτόν στό δρόμο τής
πίστης. ’Αργότερα όμως, όταν έμαθε ότι αυτή ακριβώς
ήταν ή πλάνη τών αιρετικών άπολλιναριστών, αγκάλιασε
αμέσως μέ ανακούφιση τήν καθολική πίστη.
'Ομολογώ ότι έγώ έμαθα μετά από έκεΐνον ότι ή καθο­
λική πίστη, μέ τήν ερμηνεία της γιά τόν Λόγο πού έγινε
σάρκα, διαχωρίζει τή θέση της από τή διαστρέβλωση τοΰ
Φωτίνου. Οί καταδίκες τών αιρέσεων έκαναν νά φανεί ή
αληθινή σκέψη τής Ε κκλησίας σου καί τό περιεχόμενο
τής ορθής διδασκαλίας. «Χρειάζονταν οί αιρέσεις γιά νά
ξεχωρίσουν οί δοκιμασμένες καρδιές από τίς αδύνατες»67.

Οί κίνδυνοι τοΰ νεοπλατωνισμού


20.26 Τήν εποχή εκείνη, λοιπόν, τά έργα τών πλατωνικών
μέ παρότρυναν νά αναζητήσω τήν αλήθεια έξω άπό τήν
υλη καί «τά άόρατά σου πού μπορούν νά τά δούν μέ τό

320
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ

νού μέσα, από τά δημιουργήματα σου»08. Καί τήν αντίκρι­


σα, 'Ό μ ω ς ένιωσα νά με αποκρούει ή θεότητα, γιατί ή
σκοτεινάδα τοϋ μυαλού μου μ ’ εμπόδιζε νά τήν ατενίσω.
’Ήμουν ωστόσο βέβαιος οτι υπάρχεις καί οτι είσαι άπει­
ρος, χωρίς αναγκαστικά νά είσαι καί διάχυτος σέ χώρους
άπειρους ή πεπερασμένους. ’Ήμουν βέβαιος οτι εσύ αληθι­
νά είσαι, καί είσαι πάντα ό ί’διος, καί δεν αλλάζεις σέ κανέ­
να μέρος σου καί σέ καμιά θέση σου καί κίνηση, καί οτι
ολα τά άλλα όντα προέρχονται άπό εσένα, καί τό γεγονός
οτι υπάρχουν αποτελεί τήν ακλόνητη καί άκαταμάχητη
απόδειξη. Ναί, ήμουν πλέον βέβαιος γιά ολα αυτά, δέν
είχα όμως τή δύναμη νά σέ απολαύσω.
Φλυαρούσα λοιπόν τόσα χρόνια σάν γνώστης, αλλά,
όσο δέν αναζητούσα τό δρόμο μου στόν Χριστό τό σωτήρα
μας, άπό γνώστης κινδύνευα νά γίνω άγνοούμενος, εγώ
πού φρόντιζα νά περνιέμαι γιά σοφός, εγώ πού έσερνα τό
ασήκωτο φορτίο τής τιμωρίας μου χωρίς νά κλαίω γ ι’
αυτό πικρά, καί επιπλέον καυχιόμουν γιά τίς γνώσεις μου.
Πού ήταν λοιπόν τό έλεος, αυτό πού θεμελιώθηκε πάνω
στήν ταπεινότητα τού ’Ιησού; Πότε θά μού τό μάθαιναν
αυτό τά συγγράμματα των πλατωνικών; Πιστεύω πώς
θέλησες νά πέσουν στά χέρια μου πρίν νά έμβαθύνω στίς
Γραφές σου, έπειδή θέλησες νά μού έντυπωθούν στή μνή­
μη. Καί αυτό, γιατί αργότερα, όταν θά έβρισκα καταφύγιο
στά δικά σου κείμενα καί όταν τό στοργικό σου χέρι θά
είχε κλείσει τίς πληγές μου, θά μπορούσα πιά νά διακρίνω
καί νά μάθω οριστικά ποιό χάσμα χωρίζει τήν προκατά­
ληψη άπό τήν ομολογία τής πίστης, τί χωρίζει αυτούς πού
καταλαβαίνουν πού πρέπει νά πάνε αλλά δέν γνωρίζουν

321
ΑΓΙΟΤ ΑΓΓΟΤΣΤΙΝΟΪ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

την οδό, από εκείνους πού τήν έχουν βρει καί βαδίζουν
στήν τρισμακάριστη πατρίδα, όχι μόνο γιά νά την ατενί­
σουν από μακριά, αλλά γιά νά την κατοικήσουν.
”Αν πράγματι είχα πρώτα διδαχτεί τ ’ άγια γράμματά
σου, καί είχα δεχτεί τη γλυκύτητά σου έντρυφώντας σ ’
αυτά, καί έφταναν άργότερα στά χέρια μου αυτά τά βι­
βλία, θά υπήρχε φόβος νά μέ βγάλουν από τό σπίτι τής
αρετής. ’Ακόμη καί αν δέν τό κατόρθωναν, κι έμενα στα­
θερός στην πίστη μου καί έμπλεος από σωτήρια αισθήμα­
τα, θά υπήρχε πάντα ο κίνδυνος νά σκεφτώ ότι καί τά βι­
βλία αυτά μπορούσαν νά γεννήσουν παρόμοια αισθήματα,
εάν κάποιος περιοριζόταν σ ’ αυτά.

Α ία β ά ζ ο ν τ α ς τ ό ν ά π ό σ τ ο λ ο Π α ύ λ ο

·27 Τότε ρίχτηκα άπληστα στά τίμια έργα τού πνεύματός


σου, καί πρώ τα ά π ’ όλα στόν άπόστολο Παύλο. Οι άλλο-
τινές μου αμφιβολίες, τότε πού νόμιζα ότι βρίσκεται σέ
αντίφαση μέ τόν εαυτό του καί σέ ασυμφωνία μέ τό νόμο
καί τούς προφήτες, εξαφανίζονταν. Τά άγια του λόγια μού
φανερώνονταν τώρα μέ μιά καί μοναδική μορφή, καί
«άναριγούσα από αγαλλίαση»69.
’Ά ρχισα νά διαβάζω, καί κατάλαβα αμέσως ότι κάθε
αλήθεια πού είχα διαβάσει στούς πλατωνικούς λεγόταν κι
εδώ, όμως εδώ ήταν θεμελιωμένη στή χάρη σου, γιά νά
μήν μπορεί νά καυχιέται αυτός πού βλέπει ότι είδε μόνος
του, καί νά αναγνωρίζει ότι τού δόθηκε όχι μόνο αυτό πού
βλέπει, αλλά καί ή ικανότητα νά βλέπει. Τί έχει όμως πού
δέν τού τό δώρισες εσύ70; Καί τόν παρακίνησες όχι μόνο νά
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΠΑΓΛΟ

βλέπει έσένα, που μένεις πάντα ό ί'διος, αλλά καί νά για­


τρευτεί γιά νά σέ δεχτεί, καί οποίος δεν μπορεί νά σέ δει
γιατί είναι μακριά σου, νά σέ αναζητήσει, νά ψάξει τό δρό­
μο σου γιά νά φτάσει κοντά σου καί νά σέ δει καί νά σέ κά­
νει ζωή του.
Ακόμη κι δταν ένας άνθρωπος βρίσκει αγαλλίαση στό
νόμο τοΰ Θεοΰ, εννοώ στόν εσωτερικό άνθρωπο, τί κάνει ό
άλλος, ό εξωτερικός καί σάρκινος εαυτός μας μέ τό νόμο
πού έλλοχεύει στό κορμί καί αντιπαλεύει τό νόμο τοΰ
πνεύματος71; Π ώ ς θά γλιτώσει άπό τό νόμο τής αμαρτίας
πού βρίσκεται στά μέλη του; Κύριε, εσύ είσαι δίκαιος,
αλλά εμείς αμαρτωλοί. Ε μ ε ίς γεννήσαμε τήν ανομία,
εμείς διαπράξαμε τό αμάρτημα καί τό χέρι σου βάρυνε
επάνω μας7ί. Δίκαια γίναμε αιχμάλωτοι τοΰ πρώτου α­
μαρτωλού, τοΰ άρχοντα τοΰ θανάτου, πού ξεπλάνεψε τή
θέλησή μας καί τήν έφερε στό δρόμο της δικής του θέλη­
σης πού «δέν έμεινε στήν αλήθεια σου»73.
Τί θά κάνει ό άνθρωπος μέσα στή δυστυχία του; Ποιος
θά τόν λυτρώσει άπό τούτο τό θανάσιμο κορμί; Ποιος
άλλος άπό τή θεία χάρη σου, μέσα άπό τό πρόσωπο τοΰ
’Ιησού Χριστού καί Κυρίου μας, πού εσύ τόν γέννησες συ-
νάναρχό σου καί τόν έπλασες γιά νά σταθεί στήν αρχή τού
δρόμου σου74; Ή κοσμική εξουσία σέ τίποτε δέν τόν βρήκε
ένοχο καί άξιο γιά θάνατο, όμως τόν θανάτωσε- καί μέ τήν
πράξη αυτή λύθηκε τό συμβόλαιο τού θανάτου μας75.
"Ολα αυτά δέν υπάρχουν στά βιβλία τών πλατωνικών.
Σ τά βιβλία αυτά δέν βρήκα τήν κατάνυξη, ούτε τά δάκρυα
τής εξομολόγησης, ούτε τή θυσία σου, ούτε «πνεύμα συ-
ντριμμένο, ούτε καρδιά συντριμμένη καί ταπεινωμένη»76.

323
A n o r α τ το τςτιν ο τ ε ξ ο μ ο λ ο γ ή σ ε ις , πρώ τος τομος

Δέν υπάρχει τίποτε γιά τη σωτηρία τοΰ λαοΰ σου, ούτε


γιά την «πόλη σάν νύμφη»77, ούτε γιά «τόν αρραβώνα τοΰ
πνεύματος»78 καί τό ποτήρι τής σωτηρίας μας. Σ ’ αυτά
κανείς δεν ψάλλει: «Π ώ ς νά μήν υποταχθεί ή ψυχή μου
στόν Κύριο; 'Αυτός είναι ο Θεός μου καί ή σωτηρία μου·
μαζί του δέν κλυδωνίζομαι»79.
Δέν άκούγεται από μέσα τους τό κάλεσμα: Ε λ ά τε σέ
μένα «οί κοπιώντες καί πεφορτισμένοι»80. Περιφρονοϋν τή
διδαχή του γιατί «είναι πράος καί ταπεινός στην καρδιά
του» καί γιατί «τά έκρυψε αυτά από τούς σοφούς καί συ­
νετούς καί τ ’ άποκάλυψε στά νήπια»81.
’Ά λλο πράγμα είναι νά βλέπεις από έναν δασωμένο
λόφο, πέρα μακριά, τήν πατρίδα της ειρήνης, χωρίς δμως
νά βλέπεις καί τό μονοπάτι πού θά σέ φέρει έκεΐ, καί νά
περιπλανιέσαι καί νά χάνεσαι καί νά πέφτεις στις παγίδες
πού σοΰ στήνουν οί αποστάτες δραπέτες, αυτοί πόύ έχουν
αρχηγό τό δράκο καί τό λιοντάρι, καί άλλο είναι νά
τραβάς τό δρόμο πού θά σέ βγάλει έκεΐ, κάτω από τή σκέ­
πη τοΰ έπουράνιου βασιλέα, προφυλαγμένο από τούς λι­
ποτάκτες τής ουράνιας φρουράς. Γιατί τό δρόμο αυτό τόν
αποφεύγουν σάν τό χειρότερο κακό.
Αυτές οί σκέψεις μέ άγγιζαν ώς μέσα στά σπλάχνα
μου, δταν διάβαζα τόν «ελάχιστο των αποστόλων» σου82,
καί ατένιζα τά έργα σου καί πλημμύριζα από θαυμασμό83.

324
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΡΩΤΟΥ ΤΟΜΟΥ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

1. M ichael C. O ’ Drury, «Συνομιλίες μέ τόν W ittgenstein», μτφρ.


Ζηνοβίας Δρακοπούλου, Έποπτεία 97 (1985) σ. 19-58. Γ ιά τήν επί­
δραση πού άσκησαν οι 5Εξομολογήσεις στον Βίτγκενσταϊν, βλ. έπί-
σης R ay M onk, Λούντ&ιχ Βίτγκενσταϊν: τό χρέος τής μεγαλοφυΐας,
μτφρ. Γρηγόρης Ν. Κονδύλης, Scripts, ’Αθήνα 1998, σ. 369-379.
2. Jacques Fontaine, «Une revolution littSraire dans l ’occident
latin: L es Confessions de Saint Augustin», B ulletin de Litterature
Eccldsiastique 3-4 (1987) σ. 190.
3. Πρώτο StSXio, 6.7.
4. Δέκατο £ι6λίο, 3.3.
5 . A 'K o p . , 13,7.
6 . Henry Chadw ick, A ugustine, Past Masters, O xford University
Press, ’Οξφόρδη 1986, σ. 3.
7. 'Αγίου Αυγουστίνου, Οι Εξομολογήσεις. Εισαγωγή, μετάφρα-
σις, σημειώσεις: Άνδρέας Δαλεζιος, ’Αθήνα 1965 (S' εκδ.) σ. στ'.
8 . Ρ. A lfaric, L ’evolution intellectuelle de Saint A ugustin, I. D u
M anichiism e au N eoplatonism e, Παρίσι 1918.
9. Pierre Courcelle, L es Confessions de Saint A ugustin dans la tra­
dition litteraire. A ntecedents e tP o ste riti, Etudes Augustiniennes, Πα­
ρίσι 1963.
10. Peter Brow n, Augustine o f Hippo. A Biography, Faber, Λονδίνο
1969.

32 5
ΑΓΙΟΙ' ΑΤΓΟΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

11. Patrice Cambronne, «Imaginaire et th iologie dans les C onfes­


sions de Saint Augustin», B ulletin de L itera tu re Ecclesiastique 3-4
(1987) a. 206-228.
12. James J. O ’Donnell, Augustine: Confessions, Introduction,
τόμ. 1, Clarendon Press, ’Οξφόρδη 1992.
13. "Ο .π ., σ. xxiii.
14. Έ μ μ . Ρόίδη, « Ή συνωμοσία τού Φιέσκου», "Α παντα τόμ.
Γ ', φιλολογική έπιμέλεια "Α λκ ή ς ’Αγγέλου, Έ ρ μ η ς, ’Αθήνα 1978,
σ. 296.
16. W alter Benjamin, «The task o f the translator», Illuminations,
Fontana, Ν έα Ύ ά ρκη 1973, σ. 80.
16. Kenneth Burke, The Rhetoric o f Religion. Studies in Logology
( l9 6 l) , University o f California Press, Μ πέρκλεϋ 1970.
17. Bibliothbque Augustinienne. CEuvres de Saint Augustin. Les
Confessions, τόμ . 13 καί 14, κείμενο έκδοσης τοΰ Μ . Skutella, εισα­
γ ω γ ή καί σημειώσεις A . Solignac, μετάφραση Ε. Trdhorel καί G.
Bouisson, Desclde de Brouwer, Παρίσι 1962. Ή κριτική έκδοση τοΰ
Μ . Skutella δημοσιεύτηκε στήν Bibliotheca Teubneriana τή ς Λιψίας
τό 1934.
18. G eorge Steiner, A fter Babel. A spects o f Language and Trans­
lation, O xford University Press, ’Οξφόρδη 1976, σ. 7 1.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Peter Brow n, Augustine o f Hippo. A Biography, Faber, Λονδίνο


1 9 6 9 .'
2. Ep. 28 (394-395) στό The W orks o f Saint A ugustine, τόμ. 6 :
«The Letters o f Saint Augustine», έκδ. αίδ. M arcus Dods, Ε δ ιμ ­
βούργο 1872, σ. 79.
3. Γύρω στό 373 δ ’ Ιερώνυμος π ήγε στήν 'Ιερουσαλήμ. Τό 375-
378 άποσύρθηκε στήν έρημο καί δσο βρισκόταν εκεί έμαθε τά εβραϊ­
κά. "Ε π ε ιτα χειροτονήθηκε ιερέας στήν ’Αντιόχεια, α λλά ξαναγύρισε
στή Ρ ώ μ η , δπου συνδέθηκε μέ τόν πάπα Δάμασο. Φαίνεται δτι σ ’
αυτόν χρω στά τήν ιδέα νά ετοιμάσει μιά αναθεωρημένη πλήρη με­

326
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ

τάφραση άπό τό πρωτότυπο τή ς Βίβλου στά λατινικά. Τό έργο αυτό


ολοκλήρωσε στη Β ηθ λεέμ , δπου κατευθύνθηκε μέ τούς συντρόφους
του, την Π α ύλα καί τήν κόρη τη ς Εύστόχιον, καί ίδρυσαν δύο μονα­
στικές κοινότητες, μία γιά άνδρες καί μία γιά γυναίκες.
Σ τ ή Β η θ λεέμ ολοκλήρωσε τήν αναθεώρηση τη ς Π αλαιας Δια­
θή κη ς, χρησιμοποιώντας ω ς οδηγό τά 'Εξαπλά τοΰ Ω ριγένη, τοΰ
μεγαλύτερου μ ελετη τή τή ς Βίβλου πού παρουσίασε ή ’Α νατολική
Ε κ κ λ η σ ία . ’Ε π ίση ς μετάφρασε έργα τοΰ ’Ωριγένη. Β λ . Η. J. Rose,
'Ιστορία τής λατινικής λογοτεχνίας, μτφρ. Κ . X . Γρόλλιος, Μορφω­
τικ ό "Ιδρυμα ’ Εθνικής Τραπέζης, ’Αθήνα 1978, σ. 208-209.
4. Ερ. 7 1 , στό The W orks o f Saint Augustine, τόμ. 6 : «The Letters
o f Saint Augustine», έκδ. αιδ. M arcus D ods, ’ Εδιμβούργο 1872.
5. Peter Brow n, A ugustine o f H ippo, ό'.π., σ. 163.
6 . Peter Brown, ό.π., σ. 161.
7. Peter Brow n, δ.π., σ. 163-164.
8 . Henry Chadw ick, A ugustine, Past Masters, O xford University
Press, ’Οξφόρδη 1986, σ. 93.
9. Τήν παρέκκλιση τοΰ Αυγουστίνου καί άλλων Λατίνων Π α τέ­
ρων στά ζή τη μ α τή ς διδασκαλίας τοΰ 'Α γίου Πνεύματος ό Γεννάδιος
Σχολάριος τή ν καταλόγισε στή στενότητα τή ς λα τινικής γλώσσας:
οί ’Ανατολικοί Πατέρες χρησιμοποιούν διαφορετικά ρήματα καί
σαφώς διευκρινίζουν τήν έκπόρευση τοΰ 'Α γίου Πνεύματος έκ τοΰ
Πατρός καί τήν «πέμψιν» του έκ τοΰ Πατρός καί τοΰ Γίοΰ, ενώ οί
Δυτικοί Πατέρες χρησιμοποίησαν καί στίς δύο περιπτώσεις τό ρήμα
procedere, τό όποιο όμως δέν ίσοδυναμεϊ μέ τό ελληνικό «έκπορεύε-
σθαι», α λλά μέ τό γενικότερης σημασίας «πρόιεναι», τό όποιο αρμό­
ζει τόσο στίς λέξεις «έκπόρευσις» όσο κα ί «πέμψις». Β λ . στον θ .
Μ περάτη, άρχιμ., Ό «υιός των δακρύων». Ό ιερός Αυγουστίνος, Σ ω -
τήρ, Άθήναι 1981, σ. 186-189.
10. Peter Brow n, «St. Augustine’ s Attitude to Religious Coercion»,
Journal o f R om an Studies 34 (1964) σ. 10 7-116 . Σ τ ό άρθρο αυτό ό
συγγραφέας υποστηρίζει ότι ό Αυγουστίνος στούς άντιαιρετικούς
αγώνες του ερμήνευε τό ρόλο τή ς ’Ε κ κλη σ ία ς κα ί τό ρόλο του χρησι­
μοποιώντας τό μοντέλο τή ς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καί ότι ή στά ­
ση του άντανακλα τήν αυταρχική καί πατριαρχική κοινωνία τής
εποχής του. Μ έσα άπό αυτό τό πρίσμα τα ύτιζε τούς αιρετικούς μέ

327
ΛPI ΟΓ ΑΪΤΟΪΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

τούς παγανιστές καί τούς έβραίους, βλέποντας αναλογίες στήν ιστο­


ρία τής εποχής του καί στήν παλαιότερη καί θεωρώντας οτι ή Και­
νή Διαθήκη ήταν μιά νέα εκδοχή τής Παλαιάς. Σύμφωνα μέ τό
ερμηνευτικό σχήμα του, ή θεία οικονομία έπέτρεψε στούς έβραίους νά
υπάρξουν ως προεικόνιση τών χριστιανών, δηλαδή των αληθινών τέ­
κνων τοΰ ’Αβραάμ, όπως έγραφε στό Tractatus adversus Judaeos.
Βλ. Bernhard Blumenkranz, «Augustin et les Juifs. Augustin et le ju-
dai'sme», Recherches A ugustiniennes 1 (1958) σ. 225.
11. D e bono viduitatis ad Julianum , 20.26.
12. D e perfections justitiae hominis, 21.44.
13. E. R. Dodds, «Augustine’ s Confessions: A study o f spiritual
maladjustment», The H ibbert Journal 26 (1927-28) σ. 459-473.
14. E. R. Dodds, ο.π., σ. 459.
15. Peter Brow n, Augustine o f H ippo, ο.π., σ. 369.
16. Sancti A ugustini Vita, 31.9.
17. Ή πιό πρόσφατη εργασία είναι αυτή τοΰ John Μ . Rist, A u ­
gustine. A ncient thought baptized, Cam bridge University Press, Κ α ί-
μπριτζ, 1995.
18. Retractationes, 1.12.3.
19. James J. O ’ Donnell, Augustine: Confessions, Introduction and
text, τόμ. 1, Clarendon Press, ’Οξφόρδη 1992, σ. xxii.
20. Henri-Irdn^e Marrou, Saint A ugustin et la fin de la culture an­
tique, Παρίσι 1938.
21. Βλ. A . Solignac, Les Confessions, τόμ. 1, CEuvres de Saint
Augustin, D escl 6e de Brow er, Παρίσι 1962, σ. 662· έπίσης Henry
Chadw ick, Augustine, Past Masters, Oxford University Press, ’Οξφόρ­
δη 1986, σ. 6-9.
22. Hans Jonas, The Gnostic Religion. The M essage o f the A lien
G od and the B eginning o f Christianity (1958), Routledge, Λονδίνο
1992, σ. 322.
23. E. R. Dodds, Έ θ νιχο ί καί χριστια νοί σ έ pud επ ο χ ή αγωνίας
(1963), μτφρ. Κ ώ σ τ α ς Ά ν τύ π α ς, «’Αλεξάνδρεια», ’Αθήνα 1995, σ. 44.
24. Τή λέξη χρησιμοποίησαν διάφορες αιρέσεις, καί ήδη τή χρη­
σιμοποιεί ό Ειρηναίος στόν τίτλο τοΰ συγγράμματος του γιά τίς αιρέ­
σεις αυτές.
25. Hans Jonas, ο.π., σ. 34.

328
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ

26. Ε. R. Dodds, ’Εθνικοί καί χριστιανοί, ο.π., σ. 45.


27. Hans Jonas, ο.π., σ. 49.
28. Μάρκος Ά ντω νίνος, 2 .17 καί 12 . 1.2 .
29. Ε. R. Dodds, ’Εθνικοί καί χριστιανοί, ο.π., σ. 134.
30. Εννεάδες, 6 .11.11.3 8 .
3 1. Έννεάδες, 3.10. 2 . 1 .
32. Π ρβλ.: «φεύγωμεν δη φίλην ές πατρίδα... τίς ουν ή φυγή καί
π ώ ς;» . Έννεάδες, 1.6.8.16.
3 3 . P.G . 44, 1145Β .
34. Civ. D ei, 9 .17. .
35. Έ6ρ., 11,13 . .
36. Λ ουκ., 15,14.
37. Η. Fugier, « L ’image de Dieu-Centre dans les Confessions de
St. Augustin», Revue des Etudes Augustiniennes 1 (1955) σ. 379.
38. M ircea Eliade, Εικόνες καί σύμβολα (19 9 1), μτφρ. από τά
γ α λλικ ά ’Ά γ γ ε λ ο ς Ν ίκας, έκδ. Ά ρσενίδης, ’Αθήνα 1994.
39. Ε. Εθνικοί καί χριστιανοί, ο.π., σ. 67.
R. Dodds,
40. Ή παραφροσύνη αύτή, κατά τόν Dodds, δεν είχε ρίζες στήν
ελληνική παράδοση. Κύρια πηγή είναι ή βιογραφία τού ’Απολλώνιου
τοΰ Τυανέως από τόν Φιλόστρατο. Ό ασκητισμός τοΰ ’Απολλώνιου
δμως ήταν μετριοπαθής καί περιλάμβανε αποχή άπό σεξουαλικές
σχέσεις, φυτοφαγία καί τόν ορκο σιωπής. Οί εθνικοί μοραλιστές,
δπως ό Πλούταρχος καί ό Επίκτητος, καταδίκαζαν αυτές τίς πρα­
κτικές, καί χριστιανοί μέ ελληνική παιδεία, όπως ό Κλήμης Άλεξαν-
δρεύς, αντιστέκονταν μέ σθένος απέναντι τους. Βλ. Dodds, Εθνικοί
καί χριστιανοί, ο.π., σ. 64-66.
4 1. ’Εξομολογήσεις, 1 .1 1 .1 7 . Βλ. σελ. 133 τοΰ τόμου αύτοϋ.
42. Henry Chadw ick, A ugustine, ο.π., σ. 11-13 .
43. Peter Brow n, A ugustine o f H ippo, ο.π. (σημ. 2 l) σ. 51.
44. Peter Brow n, ο.π., σ. 46.
45. A . Solignac, ο.π. (σημ. 2 l) σ. 13 καί 111.
46. A . M andouze, Saint Augustin. L ’aventure de la raison et de la
grdce, Παρίσι 1968, σ. 476-478.
47. John M . Rist, Augustine. A ncient thought baptized, Cambridge
University Press, Κ α ίμ π ρ ιτζ 1995.
48. A K op., 13,12.

329
ΑΓΙΟΙ' ΛΓΓΟΓΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

49. Άλκι€., 133c.


50. ’Αποφθέγματα, 446.
5 1. A Κορ., 13 ,12 ’ επίσης Β Κορ., 3,18 «ημείς δε πάντες άνακε-
καλυμμένω προσώπψ την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τήν αυτήν
εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου
Π νεύματος».
52. Ε. R. Dodds, ’Εθνικοί καί χριστιανοί, ό.π., σ. 149. Ό Νουμή-
νιος επηρέασε επίσης τόν Ω ριγένη. Ό 'Ιερώνυμος λέει δτι ό ’Ωριγέ­
νης έχει αποδείξει τίς αρχές τοΰ χριστιανισμού στηριζόμενος στόν
Π λά τω να , τόν ’Α ριστοτέλη, τόν Νουμήνιο καί τόν Κορνοΰτο.
53. Νουμήνιος, άπόσπ. 11 Leemans=Eua06«^, Ευαγγ. προπ.,
11.21.
54. Jean Ρέρϊη, «Recherches sur le sens et les origines de Γ ex­
pression “ Caelum caeli” dans le livre ΧΠ des Confessions de St. A u ­
gustin», B ulletin D u C ange 23 (1953) σ. 185.
55. Έννεάδες, 4 .8 . 1. 1.
56. Π ρβλ. τή χρήση τού «reverberasti» (7.10.16).
57. Π ρβλ. τή χρήση τοΰ «repulsus sensi» (7.20.26).
’Εξομολογήσεις, 9.10.24. Βλ. σελ. 70 στόν δεύτερο τόμο.
58.
Σύμφωνα μέ τόν Courcelle, ό Πλάτων, στό περίφημο χωρίο τής
59.
Πολιτείας του, άναφέρεται δύο φορές στή λάμψη πού παράγεται από
αυτό πού ονομάζει «μαρμαρυγαί», πού τίς ατενίζουν οί φυλακισμένοι στή
σπηλιά. Ή λέξη' «μαρμαρυγαί» σΰναντατάι επίσης στόν Κλήμεντα Ά-
λεξανδρέα, στόν ’Ωριγένη, στόν ’Ιάμβλιχο καί στόν Πρόκλο· βλ. Pierre
Courcelle, Les Confessions de Saint Augustin dans la tradition litUraire.
Antecedents et Posterite, Etudes Augustiniennes, Παρίσι 1963, σ. 55.
60. Pierre Courcelle, ό'.π., σ. 49-50.
61. ’Εξομολογήσεις, 7.10 .16. Π ρόκειται γιά τόν «τόπο άνομοιό-
τη το ς» τοΰ Π λω τίνου. Β λ . επίσης σελ. 3 11 καί 361 (σημ. 45) αύτοΰ
τοΰ τόμου.
62. Σύμφωνα μέ τόν Dodds, ή πρώτη μυστική εμπειρία είναι ή
μυστική ένωση πού περιγράφεται από τόν Π λω τίνο ώ ς «έκστασις,
απλωσις καί επίδοσις (παράδοση) τοΰ εαυτού, έφεση πρός τήν
επαφή, ή οποία είναι ταυτόχρονα γαλήνη καί πνευματική προσπάθεια
προσαρμογής» (Έννεάδες, 4.9.11.22). Κ α τά τά φαινόμενα δ χρι­
στιανικός μυστικισμός έλκει τ ή χρήση τοΰ ορού έκστασις από τόν

330
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Π λω τίνο, μέσω τοΰ Γρηγορίου Ν ύσσης. Ό Φ ίλω ν δ ’Ιουδαίος περι­


γράφει επίσης μιά κατάσταση διαφορετική, προσωρινής κα τοχής,
στην οποία τό θείο πνεύμα κατέρχεται στον άνθρωπο καί δέν είναι δ
άνθρωπος που άνυψώνεται. Είναι αυτό πού στίς μέρες μας ονομάζου­
με «πνευματιστική καταλήψια». Β λ . Ε. R. Dodds, Εθνικοί καί χρι­
στιανοί, ο.π., σ. 119.
63 . Την περιγραφή αυτή δίνει σχολιάζοντοις τό χωρίο τής Γένε­
σης σύμφωνα μέ τό όποιο δ άνθρωπος είναι δημιουργημένος «κατ’
εικόνα καί δμοίωσιν», δμως μπορεί ή εικόνα νά είναι «ανόμοια» σέ
σχέση μέ τό αρχέτυπο: «άθρόου φωτός άκρατοι καί αμιγείς αυγαί
χειμάρρου τρόπον έκχέονται, ως ταΐς μαρμαρυγαΐς τό τής διανοίας
ομμα σκοτοδινιάν. Έπεί δ’ ού σύμπασα είκών έμφερής άρχετύπω
παραδείγματι, πολλαί δ’ εισίν ανόμοιοι...» (Φίλων, D e opificio mun-
di, 23.34.204).
64. « Δ Γ ον τρόπον τινα πλησσεται καί τραυματίζεται τή άνελπι­
στία τοΰ ποθουμένου ατελή τε καί άναπόλαυστον τοΰ καλοΰ τήν επι­
θυμίαν νομίσασα» In Cant., 12, έκδ. Jager, σ. 369, 18. Βλ. Courcelle,
ο.π. (σημ. 59) σ. 53.
65. Pierre Courcelle, ο.π., σ. 48-49.
66. Γιά τούς εθνικούς δ διαλογισμός προϋπέθετε άσκηση τοΰ νοΰ·
έπρεπε νά άρχίσει μέ μαθηματικά καί νά έπεκταθεΐ στή διαλεκτική.
Ή μυστική ένωση δέν ήταν υποκατάστατο τής νοητικής προσπά­
θειας αλλά τό αποκορύφωμα καί δ τελικός σκοπός της. Βλ. Dodds,
Εθνικοί καί χριστιανοί, ο.π., σ. 140.
67. Paul Aubin, Le p ro b lim e de la «conversion», i tu d e sur un
terme com m un ά I’hillSnism e et au christianism e des trois prem iers
siicles, Παρίσι 1963.
68 . E. R. Dodds, ’Εθνικοί καί χριστιανοί, ο.π. (σημ. 59) σ. 127.
69. Pierre Courcelle, ο.π., σ. 1 1 1 - 1 1 4 .
70. Pierre Courcelle, ο.π., σ. 97.
7 1. Pierre Courcelle, ο.π., σ. 97.
72. Pierre Courcelle, ο.π., σ. 121.
73. Pierre Courcelle, ο.π., σ. 127-133.
74. Pierre Courcelle, ο.π., σ. 155-163.
ο.π., σ. 165.
75. Peter Brow n, Augustine o f H ippo,
76. «ΓΩδε ουν λεγέσθω θεόν αυτόν επικαλεσαμένοις ού λόγω γε-

33 ΐ
ΑΓΙΟΙ' ΑΪΤΟΤΣΤΙΝΟΪ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

γονώ, α λλά τ ή ψυχή εκτείνασιν εαυτούς εις ευχήν πρός εκείνον,


εΰχεσθαι τόν τρόπον τούτον δυναμένους μόνους πρός μόνον», ( Έ ν ν ε-
ά8ες, 5. 10.6).
77. Peter Brow n, Augustine o f H ippo, ο.π., a. 166.
78. D e serm. Dom . in m onte, 2.3.14.
79. Ψ α λμ ο ί, 115,8.
80. E. R. Dodds, «Augustine’ s Confessions: a study o f spiritual
maladjustment», ο.π. (σημ. 13), σ. 471.
81. Jean Starobinski, «Le style de Γ autobiographic», στό La re­
lation critique, Gallimard, Παρίσι 1970, σ. 91.
82. Β λ . στους W illiam C . Spengemann, The Forms o f A utobio­
graphy, Y a le University Press, Νιού Χέβεν καί Λονδίνο 1980, καί
A vrom Fleishman, Figures o f autobiography, Johns Hopkins Univer­
sity Press,-Β αλτιμόρη 1983.
83. Peter Brown, A ugustine o f H ippo, ο.π., σ. 165.
84. Peter Brow n, ο.π., σ. 159-160.
85. G eoffrey Galt Harpham, «Conversion and the Language of
Autobiography», στό Studies in Autobiography, έπιμ. James Olney,
O xford University Press, Ν έα Ύ όρκη 1988.
86 . ’Ε ξομολογήσεις, 11.29.39. Β λ . σελ. 188 στόν δεύτερο τόμο.
87. ’Ε ξομολογή σεις , 10.35.56. Β λ . σελ. 136 στόν δεύτερο τόμο.
88 . James J. Ο ’ Donnell, τόμ. 1, ο.π. (σημ. 19) σ. 4-5.
89. Σύμφωνα με τόν Ω ριγένη «ή εξομολόγησις την ευχαριστίαν
καί δοξολογίαν σημαίνει- κεϊται δέ καί επί τής έξομολογήσεως τών
αμαρτιών». Ή λέξη έξομολογεϊσϋαι στή μετάφραση τώ ν Έ βδομή-
κοντα, μέ τη σημασία τή ς εξομολόγησης καί τή ς ευχαριστίας, συνα-
ντάται ειδικά στούς «θυσιαστήριους» ψαλμούς, δπως γιά παράδειγ­
μα στόν 17ο καί τόν 29ο. "Ο ταν ένας τέτοιος ψαλμός είχε ώς άντι-
κείμενο ένα αμάρτημα πού συγχωρέθηκε, ή ομολογία αυτού τού
αμαρτήματος ήταν ταυτόχρονα ευχαριστία στόν Θεό πού συγχωρει.
Σ τ ά εβραϊκά τό ρήμα jada (hiphil Hoda) είχε τήν ίδια διπλή σημασία
τή ς ομολογίας καί τή ς ευχαριστίας, ενώ υπήρχε μιά ά λλη λέξη άπό
τήν ίδια ρίζα γιά τ ή θυσία χάριτος, τό ουσιαστικό t6da. Ό Ratzinger
παρατηρεί οτι τόσο στίς ’Ε ξομολογήσεις οσο καί σέ ά λ λ α έργα ή con-
fessio γιά τόν Αυγουστίνο έγκαθιστά τόν άνθρωπο στήν άλήθεια καί
τόν καθιστά ικανό νά δεχθεί τή συγγνώμη. Β λ . Jos Ratzinger, «Orig-

332
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ

inalitat und (Jberlieferung in Augustins B eg riff der Confessio», Revue


des Etudes Augustiniennes 3 (1957) σ. 375-392.
90. Enarr. in P s., 29.19.
91. Enarr. in Ps., 94.4.
92. Enarr. in P s., 78.17.
93. Enarr. in Ps., 78.17.
94. H. Jaeger, « L ’examen de conscience dans les religions non-
chretiennes et avant le christianisme», Numen 6 (1959) σ. 176-233.
Ε π ίσ η ς E. R. Dodds, Ε θ ν ικ ο ί κ α ί χρστιανοί, ο.π., σ. 65-67.
95. Peter Brown, A ugustine o f H ippo, ο.π., σ. 179.
96. "Ο π ω ς υποστηρίζει ο C ourcelle, ή ιδέα τή ς αυτοβιογραφίας
μέ τή μορφή εξομολόγησης δέν ήτα ν καινούργια. Πρίν από τόν
Αυγουστίνο εμφανίζεται σέ ένα ακόμη έργο χριστιανού συγγραφέα,
στην C onfessio τού αγίου Κυπριανού τού Ά ν τ ιο χ έ ω ς , στό όποιο ό
συγγραφέας αυτοκατηγορεΐται γιά τό αμάρτημα τ ή ς πνευματικής
περιέργειας πού τόν έκανε νά παρασυρθεΐ από διάφορες δεισιδαιμο­
νίες. ’Α νάλογα καί δ Αυγουστίνος αυτοκατηγορεΐται γιά τή ν περιέρ­
γεια πού τόν οδήγησε στήν αστρολογία καί σ τή μα ντική τέχνη . "Ο ­
μ ω ς ό συνδυασμός αυτός εξομολόγησης κα ί αυτοβιογραφίας έχει
πα γανιστική προέλευση. Ό ίδιος ό άγιος Κυπριανός χρησιμοποιεί
ένα σ χή μ α αρχαιότερο, από τό ελληνικό μυθιστόρημα, συγκεκρι­
μένα τίς Μ ετα μ ο ρφ ώ σεις τού Λούκιου, πού ακολούθησε κα ί ό Ά -
πουλήιος γιά τίς Μ ετα μ ορφ ώ σεις του. Β λ . L e s Confessions, ο.π.,
σ. 15 -17 .
97. Peter Brown, Augustine o f H ippo, ο.π., σ. 179.
98. Ψ α λμ ο ί, 138,15. Β λ . Peter Brown, ο.π., σ. 173 -174.
99. James J. O ’Donnell, ο.π. (σημ. 19) σ. xviii.
100. Η . K u sch, «Studien iiber Augustinus», στό F estschrift Franz
Dornseiff, Λιψία 1953, 124-200. Τά τριαδικά σχήμα τα στό έργο τού
Αυγουστίνου έχει μ ελετήσει επίσης ό Ο . Du R o y, V intelligence de la
fo i en la Trinite selon saint Augustin: G enise da sa tM ologie trinitaire
ju sq u ’en 391, Παρίσι 1966.
101. James J. O ’ Donnell, ο.π., σ. xxxv-xxxvi.
102. Ή ερμηνευτική υπόθεση τού Rene Girard μπορεί κατά τή
γνώμη μας νά άποβέΐ ιδιαίτερα χρήσιμη στήν ερμηνεία τώ ν ’Ε ξομο­
λογήσεω ν κ α ί νά άναδείξει έναν πλούτο σημασιών. Β λ . Rene Girard,

333
α γ ιο γ A rro riT iN o r εξ ο μ ο λ ο γή σ ε ις , πρώ τος τομος

« Τ ά χεκρυ μ μ ενα από κ α τα β ο λ ή ς . ..» (1978), μτφρ. Κ . Ί . Γ κ ό τσ η ,


εκδ. Γ . Ά . Κουρή, ’Αθήνα 1994.
103. Paula Fredriksen, «Augustine and his Analysts: The Possibil­
ity o f a Psychohistoiy», Soundings 51 (1987) σ. 206-227.
104. G . M adec, «E x tua castitate...», R evue des Etudes Au-
gustiniennes 7 (19 6 1) a. 245.
105. Έ ννεάδες, 2.3.7.10.
106. Henry Chadw ick, «A n asker o f questions. Augustine’s pil­
grim path from classical scholar to Christian saint», Times Literary
Supplem ent, M arch 24 1996, a. 34.
107. Ψ α λμ ο ί, 50,8.
108. Ί ω ., 3,21.
109. «veritatem facere»: ή αλήθεια γιά την οποία μίλα εδώ ό
Αυγουστίνος δεν είναι ψυχολογική, δηλαδή τό πέρασμα από τό ασυ­
νείδητο στή συνείδηση, α λλά ό ίδιος ό Θεός.
110. Ε ξομολογή σεις, 10. 1. 1. Β λ . καί σελ. 83 στόν δεύτερο τόμο.
1 1 1 . James O ’Donnell, ο.π. (σημ. 19) σ. xxii.
112. Ψ α λμ ο ί, 4,1-4.
113. Ψ α λμ ο ί, 41,6.
114. Ψ α λμ ο ί, 138,14-16.
115 . Θεοδώρου Μ περάτη, άρχιμ., Ό «υιός τω ν δακρύων». Ό ιε­
ρός Α υγουστίνος, Σ ω τή ρ , Ά θ ή ν α ι 1981.
116 . Ε ξομολογήσεις, 3.8.16 καί 3.3.6. Β λ . καί σελ. 146 καί 172
στόν τόμο αυτό.
117 . « Ή ά γ ά π η ... πάντα πιστεύει», Α Κ ορ., 13,7.
118. Group Psychology and the Analysis o f the Ego ( l9 2 l) , The
Penguin Freud Library, Λονδίνο, 1991, τόμ. 12, σ. 163-164.
119. Henri Bergson, L e rire, Παρίσι 1900.
120. Ψ α λμ ο ί, 4,7-9.
121. Ψ α λμ ο ί, 4 1,1-3 .
122. "Α σμα ασμά τω ν, 1,2. Στόν Peter Brown, A ugustine o f H ip­
po, ο.π., σ. 83.
123. Β λ . M oses Hadas, Hellenistic Culture. Fusion and Diffusion,
Colum bia University Press, Ν έα Ύ όρκη 1959, σ. 179.
124. Jacques Fontaine, «Une involution litt&aire dans l ’ occident

334
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ

latin: L es Confessions de Saint Augustin», B ulletin de Littirature


tccU sia stiq u e 3-4 (1987) σ. 173-193.
125. ’Εξομολογήσεις, 5.13.23. Β λ . καί σελ. 248 κ.έ. στόν τόμο αυτό.
126. Kenneth Burke, A R hetoric o f M otives (1950), University o f
California Press, Μ πέρκλεϋ 1969, σ. 52.
127. M aurice Testard, Chretiens latins des prem iers siicles. La
littirature e t la vie, L es B elles Lettres, Παρίσι 1981, σ. 97-98.
128. Erich Auerbach, «Sermo Humilis», στό Literary Language
and its P ublic in L atin Antiquity and in the M iddle A ges (1958), μτφρ.
από τά γερμανικά Ralph M anheim, Princeton University Press, Πρίν-
στον 1965, σ. 27-66.
129. E rich Auerbach, «Sermo Humilis», ο.π., σ. 65.
130. Erich Auerbach, M im isis. La reprisentation de la r ia liti
dans la littirature occidentale (1946), μτφρ. από τά γερμανικά Cor-
ηέΐϊιιε Heim, Gallimard, Παρίσι 1968, σ. 79-80.
131. Erich Auerbach, M im isis, ο.π., σ. 83.
132. H. J. Rose, 'Ιστορία τ η ς λα τιν ικ ή ς λογοτεχνία ς, μτφρ. Κ . X .
Γραλλιου, Μορφωτικό "Ιδρυμα Ε θ ν ικ ή ς Τραπέζης, ’Αθήνα 1978, σ. 225.
133. Jacques Fontaine, ο.π., σ. 188.
134. "Ε να τέτοιο παράδειγμα δίνει b Fontaine άπό τήν πρώ τη
παράγραφο τοϋ έργου: «...ut laudare te delectet/quia fecisti nos ad
te/et inquietum est cor nostrum/donec requiescat in te», ο.π. (σημ.
124) σ. 188.
135. Jacques Fontaine, ο.π., σ. 192.
136. Σ τ ις ’Ε ξομολογήσεις ο Αυγουστίνος έκθειάζει τόν άλληγορι-
κό χαρακτήρα τή ς Γραφής. Τ ό ίδιο κάνει καί στό D e doctrina Chris­
tiana. Οί άλληγορικές σημασίες παροτρύνουν τόν πιστό νά σκεφτεΐ,
καί προστατεύουν τόν νέο κώ δικα άπό τις επιθέσεις τώ ν ασεβών. "Ο ­
μ ω ς ικανοποιούν καί τούς νεοφώτιστους πού ησαν παλιοί ρήτορες,
καί μετατοπίζουν τό αντικείμενο τή ς τέρψης άπό τά ρητορικά τεχνά ­
σματα στό άλληγορικό περιεχόμενο. Β λ . Jean Ρέρϊη, «St. Augustin et
la fonction protreptique de l ’alldgorie» R echerches Augustiniennes, 1
(1958) σ. 243-286.
137. Erich Auerbach, «Figura» (1938), στό Scenes fr o m the D ra­
ma o f European Literature, M eridian Books, Ν έα Ύ ό ρ κη 1959.
138. Erich Auerbach, M im isis, ο.π., σ. 84-85.

335
ΑΓΙΟΪ ΑΪΤΟΪΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

139. Δ . Ζ . Ν ικ ή τα ς, « Ή παρουσία τοϋ Αυγουστίνου στήν ’Ανα­


το λικ ή Ε κ κ λ η σ ία » , Κ ληρονομιά 14 (1982) σ. 8 .
140. Αίμιλιανός Τιμιάδης, μητροπολίτης Σηλυβρίας, 'Ο ιερός
Α υγουστίνος, έκδ. «Χ ριστιανική Ε λ π ίς » , Θεσσαλονίκη 1988. Ό
συγγραφέας επισημαίνει τόν διαφορετικό τρόπο σκέψης, τόν αποφα­
τικ ό καί μυστικιστικό τή ς ορθόδοξης ’Ανατολής, καί τόν «αναλυτικό,
λογιστικό καί καταφατικό» τή ς Δύσης: «Τέτοια προβλήματα μορφο-
λογικά, φαινομενολογικά, γλω σσικά, διατυπώσεως ορολογίας,, πού
δέν είναι καθαρά θεολογικά, πόση δυσπιστία καί έπιφυλακτικότητα
δέν προκάλεσαν στούς μέν καί στούς δέ;» (σ. 47-48).
141. P .G ., 102.816. Β λ . Μάρκου Δ . ’ Ορφανού, Ή έκ π ό ρ ευ σ ις τοϋ
Ά γ ιο υ Π νεύ μ α το ς κ α τά τόν ιερόν Φώτιον, ’Αθήνα 1979, σ. 14-16.
'Ό μ ω ς ό Αυγουστίνος δέν ήταν άγνωστος στήν ’Ανατολή. Σύμφωνα
μέ τό βιογράφο του Ποσσίδιο, κείμενά του είχαν μεταφραστεί στά
ελληνικά. ^ Α λλά μέχρι τήν παλαιολόγεια αναγέννηση τό έργο του
έμεινε άγνωστο. ’Α κόμη κα ί'ό Φ ώ τιος, άν καί δηλώνει τήν εκτίμησή
του γιά τόν μεγάλο Λατίνο Πατέρα, δέν διέθετε βαθύτερη γνώση τού
έργου του, παρατηρεί ό Δ . Ζ . Ν ικ ή τα ς, ο.π., σ. 10.
142. Αυγουστίνου, Π ε ρ ί Τριάδος. Β ιβ λία Π εντεκα ίδεκα , άπερ εκ
τ ή ς τώ ν Λ α τίνω ν εις τ ή ν 'Ε λ λ ά δ α μ ε τ ή ν ε γ κ ε Μ άξιμος δ Π λα νού-
δης. Ε ισ α γω γή, ελληνικό καί λατινικό κείμενο, γλωσσάριο, Editio
princeps, Μ ανόλης Π απαθωμόπουλος, ’ Ισαβέλλα Τσαβαρή, Gian-
paolo Rigotti, ’Α καδημία ’Αθηνών, ’Α θήνα 19 9 5 .
143. Sententiarum ex operibus S. A ugustini delibatarum lib e r με­
τέφρασε επίσης τά έργα D e fid e sive de regula verae fid e i ad Petrum
(Π ρός Π έτρο ν π ερ ί π ίσ τεω ς), Soliloquia animae a d D eum , ( Μονόλο­
γοι τ ή ς ψ υ χή ς πρός τόν θ εό ), έργο πού θεωρείται ψευδεπίγραφο. Ε ­
πίσης μετέφρασε επιστολές κ.ά. Τό μεταφραστικό έργο τού Δημη-
τρίου Κ υδώ νη συνέχισε ό αδελφός του Πρόχορος Κυδώ νης. Τόν 16ο
αί. ό ’ Ιωάννης Κ ασσομάτης μετάφρασε τό έργο D e gratia et libero
arbitrio a d Valentinum et cum illo monachos ( θ είο υ Αύρελίου Α υγο υ ­
στίνου 'Ιππω νίου επισκόπου β ίβ λο ν π ερ ί Χ ά ρ ιτο ς κ α ί αυτεξουσίου
πρός Ο ΰαλεντϊνον κ α ί τούς μ ε τ ’ α ύ το ϋ μοναχούς. Τόν 17ο αί. με--
ταφράζει τούς Μ ονολόγους ο Νεόφυτος Ροδινός ό Κύπριος. Ε π ίσ η ς
σώζονται ανώνυμες μεταφράσεις. Β λ. Δ . Ζ . Ν ικ ή τα ς, ο .π .,σ . 11- 21 .
144. Διονυσίου X . Κ α λα μ ά κ η , Α νθολόγω ν εκ τώ ν έργω ν

336
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Α υγουστίνου Ίπ π ώ νο ς, έζέλληνισθέν υπό Δ η μ η τρ ίο υ το ύ Κ υδώ νη,


έκδ. Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», ’Αθήνα 1996, σ. 19.
145. Δ . Ζ . Ν ικ ή τα ς, δ.π., σ. 22 .
146. Β λ . Μ. Rackl, D ie griechischen A ugustinus fjbersetzungen
[M iscellanea Francesco Ehrle, τόμ. I = Studi e Testi 37] Ρ ώ μ η 1924,
σ. 5, στίχοι 1- 8 , στόν Δ . Ζ . Ν ικ ή τα , δ.π ., σ. 17.
147. Β λ . στόν Δ . Σ . Μ παλάνο, Π α τρολογία , ’Α θήνα 1930, σ. 480.
148. Ό μεταφραστής γράφει στόν πρόλογο: «Τό Κεκραγάριον
καίτοι έν π εζώ λό γω γεγραμμένον, ούχ ήττον δύναται νά θεωρηθή
ποίημα υψηλόν, διότι έστίν αληθής ποίησις». Β λ . Μ ητροπολίτου Π ε-
νταπόλεω ς Νεκταρίου Κεφ αλά, Κ εκραγάριον, ήτοι βιβλία 4, μ ε λ έ -
ται, μονολόγια, π ερ ί τ ή ς Χ ρ ισ το ύ θεωρίας κ α ί τ ό π ερ ί συντριβής κ α ρ ­
διάς, ’Αθήνα 1910.
149. Αίμιλιανός Τιμιάδης, δ.π ., σ. 56.
150. Α ύτόγρα φ α , άρ. 413. Β λ . Louis Coutelle, Π λα ισιώ νοντα ς τό
Σ ολω μό (1965-1989), Νεφέλη, ’Αθήνα 1990, σ. 1 15.
151. Γιώργος Βελουδής, Διονύσιος Σολω μός. Ρ ο μ α ντική ποίηση
κ α ί ποιητική. Οι γερμανικές πληγές, Γνώ ση, ’Αθήνα 1989, σ. 370-371.
152. Χρηστός Π απάζογλου, Μ υ σ τικ ισ τικ ά θέμα τα κ α ί σ ύμβολα
σ τό «Carmen Saeculare» το ύ Διονυσίου Σολω μού, Κέδρος, ’Αθήνα
1995, σ. 12: «Τά πολυπληθή μυστικιστικά θέματα στόν Σολωμό —
δράματα, άγγελοι, μυστικές φωνές, ουράνιες αρμονίες— απαντούν ως
θέματα καί σέ πολλά γα λλικά κείμενα τού πρώτου μισού τού 19ου αιώ­
να καί έχουν κοινή π ηγή τά διαδεδομένα μυστικιστικά κείμενα κυρίως
τώ ν Swedenborg καί Saint-Martin».
153. 'Ό π ω ς επισημαίνει δ Π απάζογλου, ή γένεση τού μυστικι­
στικού θεοσοφισμού, πού ανάγεται στίς νεοπλατωνικές θεωρίες, άνα-
βίωσε ω ς αντίδραση στό Διαφωτισμό κα ί διαδόθηκε καί εκτός μυστι­
κιστικώ ν κύκλω ν σάν μόδα σέ διάφορες εφαρμογές καί στήν καθημε­
ρινή πρακτική (μεσμερισμός, μαγνητισμός καί ά λλε ς θεραπευτικές
τού σώματος καί τή ς ψυχής «συμπαθητικές» τεχνικές), επίσης στή
φιλοσοφία καί στήν κοινωνική ιδεολογία, όπως στίς π ολιτικές θεω­
ρίες περί παγκοσμίου αρμονίας (δ.π., σ. 13).
154. Α υτό ακριβώς υπήρξε τό αντικείμενο τή ς διαμάχης μεταξύ
Αυγουστίνου καί Π ελάγιου, πού όδήγησε τόν Λατίνο Πατέρα στίς πιό
ακραίες θέσεις του.

337
ΑΓΙΟV ΑΪΤΟΪΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

155. Ή διαφορά τώ ν illuminds από τούς χριστιανούς μυστικούς


είναι ή «διαφορά μεταξύ μεταφοράς καί κυριολεξίας» παρατηρεί ό
Π απάζογλου. « Κ α τά την Ε κ κ λ η σ ία ο Παύλος λέει δτι οι άνθρωποι
βλέπουν την αόρατη τελειότητα τού Θεού νά φανερώνεται στά έργα
του σάν σ έ καθρέφτη. ’Αντίθετα γιά τούς θεοσοφιστές ό Παύλος φέρε­
ται νά λέει ότι ό Θεός αντικατοπτρίζεται όντως στη φύση, επομένως οί
ορατές μορφές τή ς φύσης αποτελούν απεικονίσεις τού Θεού' καταρ-
γεΐται έτσι ή διάκριση μεταξύ δημιουργού καί δημιουργήματος» (ο.π.,
σ. 125).
156. Natia Charalambidou, «Seferis’ Six N ights on the A cropolis :
A Modernist Tale?», G reek M odernism and Beyond, Rowman and
Littlefield, 1997, (ανακοίνωση στό συνέδριο στό Μ πέρμινχαμ τόν ’Ι ­
ούλιο τού 1995).
157. Γιώ ργος Σεφέρης, Δ οκιμές, τόμ. Β ', ’Ίκαρος, ’Αθήνα 1974,
σ. 19. Ό Γιώ ργος Σεφέρης μετέφρασε τήν ’Έ ρ η μ η χώ ρα τού Τ. S.
Eliot. Σ τ ό «Κ ήρ υγμ α τή ς Φ ω τιά ς», σύμφωνα μέ τίς σημειώσεις τού
Eliot, ό στίχος 307 παραπέμπει στήν αρχή τού Τρίτου βιβλίου τών
’Ε ξομολογήσεω ν. « Ηρθα τό τε στήν Καρχηδόνα καί παντού τριγύ­
ρω μου χοχλακούσε τό λεβέτι τώ ν ντροπιασμένων ερώτων»
μεταφράζει ό Σεφέρης. Σ τ ό μέρος αυτό ό ποιητής έξηγεΐ δτι ή παρά­
θεση τού Αυγουστίνου καί τού Βούδα, αυτών τώ ν δύο αντιπροσώπων
τού ανατολικού καί τού δυτικού ασκητισμού, δέν είναι συμπτω μα τι-
κ ή . Θ . Σ . ’Έ λ ιο τ , Ή έρημη χώ ρα, μτφρ. εισαγωγή, σχόλια Γιώργου
Σεφέρη, Ί κ α ρ ο ς, ’Α θήνα 1973, σ. 145-6.
158. G regory S. Jay, Τ. S. E liot and the P oetics o f Literary H isto­
ry, Louisiana State University Press, Λονδίνο, 1983, σ. 234.
159. Β λ . Erich Auerbach, Mimesis, ο.π., a. 84.
160. M iltos Pechlivanos, «Orthographie und Orthodoxie: N. G.
Pentzikis im Lande von Kratylos», στό Zeichen zwischen K lartext und
A rabeske, S. Kotzinger καί G. Rippl (επιμ.), έκδ. Rodopi, ’'Α μστερ­
ντα μ καί Ά τ λ ά ν τ α 1994, σ. 337-347.
161. Ιερο ύ Αυγουστίνου, ’Ε ξομολογήσεις, απόσπασμα, βιβλίο
Δ ', IV , V , V I, «Μ ιά σφοδρή νεανική φιλία», μτφρ. Γιώργος Ί ω ά ν -
νου, Ε νδοχώ ρα 37 (1966) σ. 27-31.

338
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Β ΙΒ Λ ΙΟ Π ΡΩΤΟ

1. Ψ α λμ ο ί, 47,2.
2 . Ψ α λμ ο ί, 146, 5.
3. Λ Π έτρ ., 5,5.
4. «...tu excitas ut laudare te delectet»: γιά τόν Αυγουστίνο ή d-
electatio, συνώνυμο τή ς τέρψης καί τή ς απόλαυσης, α π οτελεί τήν
κύρια π η γή τή ς ανθρώπινης δράσης καί σ ’ αυτήν οφείλεται ή κινη­
τοποίηση τή ς ψ υχής, ή οποία κατευθύνει τήν voluntas (βούληση). Ή
αντίληψη αυτή δεν είναι ξένη πρός τή λατινική ρητορική παράδοση
(Κ ικέρω ν, Or., 21.69), ενώ είναι επίσης έκδηλες οι βιβλικές καταβο­
λές τη ς, καί ά π η χεΐ τόν ψ αλμό 5,12: «καί εύφρανθείησαν πάντες οί
έλπίζοντες επί σέ· εις αιώνα άγαλλιάσονται, καί κατασκηνώσεις έν
αύτοϊς» επίσης τούς ψαλμούς 20 ,2 : «επί τ φ σωτηρίω σου ά γα λλιά -
σεται σφόδρα» καί 32,21: «οτι έν α υτώ ευφρανθήσεται ή καρδία
ημώ ν, καί έν τ φ όνόματι τ φ άγίω αυτού ήλπίσαμεν». Β λ . O ’Donnell,
Augustine: C onfessions , ό'.π., τόμ. 2, σ. 12-13 καί Solignac, L es C on­
fessions, ο.τζ., τόμ. 1 , σ. 647-649.
5. Ή πρώ τη παράγραφος κλιμακώ νεται μέ έπαναλήψεις τώ ν λ έ ­
ξεων invoco: έπικαλοΰμαι (9 φορές)· laudo: δοξάζω, μεγαλώνω (7 φο­
ρές)· scio: γνωρίζω (5 φορές). Ό Αυγουστίνος θέτει έδώ τό κεντρικό
ζή τη μ α τού έργου, τό ζή τη μ α τή ς προτεραιότητας ανάμεσα στήν
έπίκληση καί στή γνώ ση τού Θεού (έδώ ή γνώση δέν διακρίνεται
σαφώς από τήν π ίστη). Ε π ικ α λο ύ μ α ι τόν θ ε ό γιατί τόν έχω γνωρί­
σει, ή τόν κ α λώ γιά νά τόν γνωρίσω; Ό Αυγουστίνος, ακολουθώντας
τόν Π αύλο, προτείνει τήν εξής σειρά: κήρυγμα, γνώ ση, έπίκληση
« Π ώ ς ουν έπικαλέσωνται εις ον ούκ έπίστευσαν; π ώ ς δέ πιστεύσου-
σιν ου ούκ ήκουσαν; π ώ ς δέ άκούσουσι χωρίς κηρύσσοντος;» (Ρ ω μ .,
10,14). Ε π ικ α λο ύ μ α ι τόν Θεό γιατί έχω άκούσει τό κήρυγμά του,
άρα τόν γνωρίζω, δμως ή γνώση αυτή δέν φτάνει στήν τελείω σή της
παρά μόνο μέ τ ή συνεχή προσευχή τή ς έπ ίκλησης. "Ο μω ς πού έχει
θέση ό αίνος; Ό αίνος προϋποθέτει τήν αναζήτηση: ψάχνω, βρίσκω,
δοξάζω. Ή συνεχής αναζήτηση έχει κεφαλαιώδη σημασία γιά τόν
Αυγουστίνο, καί έδώ ακριβώς προτείνεται ό υποδειγματικός τρόπος
τ η ς , πού θεμελιώνεται στήν πίστη καί στήν προσευχή γιά νά κατα-
λήξει στή δοξολογία. Ή έκφραση τή ς σκέψης αυτής ά π η χ εΐ ισχυρά

339
ΑΓΙΟΙ' ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

τά λόγια τοΰ ψαλμωδοΰ: «συνέτισόν με, καί έξερευνήσω τόν νόμον


σου» ( Ψ α λμ ο ί, 118,34) καί: «καί αΐνέσουσι Κύριον οί έκζητοΰντες
αυτόν» ( Ψ α λ μ ο ί , 21,27). Β λ . Solignac, ο.π., τόμ. 13, σ. 647-649.
6 . Ψ α λμ ο ί, 138,8.
7. Ρ ω μ ., 11,36.
8 . Ίερ ., 24.
9. Ί ω ή λ ,3 ,ί.
10. «colligis nos»: «καί συνάξει τούς άπολομένους ’Ισραήλ» ( Ή σ .,
11, 12)· επίσης «καί τάς διασποράς τοΰ ’Ισραήλ έπισυνάξει» ( Ψ α λ ­
μοί, 146,2). Σ τ ό χωρίο αυτό εισάγεται ή έννοια τή ς dispersio, δια-
σποράς ή σκορπίσματος, κεντρικής γιά τήν αυγουστίνεια φιλοσοφία.
Ή γλώ σσα τοΰ χωρίου, εκτός από τίς βιβλικές αναφορές, έχει ένα
νεοπλατωνικό αντίστοιχο στόν Π λω τίνο: «[ψυχή] μέρος γενομένη
μονοΰταί τε καί ασθενεί καί πολυπραγμονεί καί πρός μέρος βλέπει»
(Έ νν εά δ ες, 6 .9 .1.1-14 ). Ό O ’ Donnell παρατηρεί ότι αυτά πού συ­
γκρότησε ο Αυγουστίνος από τά βιβλία τω ν νεοπλατωνικών καί τά
χρησιμοποιεί στίς Ε ξο μολογή σεις, δείχνουν περισσότερο τήν προ-
σπάθειά του νά κρατήσει δ,τι ήταν συμβατό μέ τή δική του θεωρία
καί νά τό προσαρμόσει σ ’ αυτήν, καί λιγότερο τήν κατασκευή μιας
θεωρίας νεοπλατω νικής εμπνεύσεως, βλ. ο.π., τόμ. 2 , σ. 21 .
11. Ή ιδέα έπίσης στόν Π λω τίνο, Έ ννεάδες, 6.4-5.
12. Ψ α λμ ο ί, 17,32.
13. Π ρβλ. «ό παλαιώ ν δρη καί ούκ οιδασιν» (Ί ώ 6 , 9,5).
14. Α Κ ορ., 4,7.
15. Ψ α λμ ο ί, 34,3.
16. Ψ α λμ ο ί, 26,9.
17. «Moriar, ne moriar, ut earn videam». Τό νόημα μπορεί νά
αποδοθεί πιό ελεύθερα ω ς εξής: « Γ ιά νά μήν είμαι νεκρός, ας πεθάνει
ή αμαρτία μέσα μου γιά νά μπορέσω νά τό δώ». Τό πρόσωπο τοΰ Θ ε-
οΰ δέν μπορεί κανείς νά τό δει ( ’Έ ξοδ., 33,20), εδώ όμως τό πρόσωπο
χρησιμοποιείται μεταφορικά καί σημαίνει τή στιγμή πού θά δούμε
τόν Θεό δχι «δι’ έσόπτρου έν αίνίγματι», α λλά «πρόσωπον πρός πρό-
σωπον» (Α Κ ορ., 13,12). Έ π ίσ η ς ’Ό γδοο βιβλίο 1. 1, σελ. 11 στόν
δεύτερο τόμο.
18. Ψ α λμ ο ί, 18 ,13-14.
19. Ψ α λμ ο ί, 115 ,1.

34°
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ

20 . Ψ α λμ ο ί, 31,5 καί 11.


21. Ίώ&, 9,3.
22 . Ψ α λμ ο ί, 26,12.
23. Ψ α λμ ο ί, 129,3.
24. Γ εν ., 18,27.
25. Ή ευαισθησία τοϋ Αυγουστίνου απέναντι στό σαρκασμό καί
γενικότερα στό γέλιο, είναι εμφανής από τή συχνή αναφορά στή στά ­
ση αυτή, ά λλά καί άπό μιά άποκαλυπτική παρατήρηση στό Τρίτο βι­
βλίο (8.16, σελ. 145-6 στόν τόμο αυτό).
26. « Ό κατοίκων έν ούρανοϊς έκγελάσεται αυτούς, καί έ κύριος
έκμυκτηριεϊ αυτούς.» ( Ψ α λμ ο ί, 2,4).
27. Ίερ ., 12,15.
28. Β λ . Λουκρήτιος, 3.869.
29. Ψ α λμ ο ί, 50,3.
30. «ordinatum affectum »' ό Αυγουστίνος άντιλαμβάνεται τήν
άνθρώπινη υπόσταση τριαδικά, καί τά τρία μέρη πού τήν άποτελούν
άντιστοιχούν στά τρία πρόσωπα τη ς 'Αγίας Τριάδας. Ή λέξη affectus
(αίσθημα) εκπροσωπεί τή βούληση γιά δράση καί άντιστοιχεΐ στό
τρίτο πρόσωπο. "Ο μ ω ς καί ή ordo, μέρος μιας ά λλη ς τριαδικής σύλ­
ληψης τοϋ Αυγουστίνου (modus/species/ordo: βλ. Π ρώ το βιβλίο, 7.12,
σελ. 128 καί σημ. 39 τοϋ Πρώτου βιβλίου, στόν τόμο αυτό), επίσης
άντιστοιχεΐ στή δράση τοϋ τρίτου προσώπου τή ς Τριάδας.
3 1. Μ α τθ ., 11,25.
32. Ρ ω μ ., 11,36.
33. Ψ α λμοί, 101,28.
34. ”Εξοδ., 16,15.
35. Ή σ ., 1,4.
36. «τίς γάρ καθαρός έσται άπό ρύπου; ά λ λ ’ ούδείς, εάν καί μία
ήμερα ό βίος αύτοΰ επί τ ή ς γ ή ς, άριθμητοί δέ μήνες αυτού παρ’
αυτού» (7 ώ β , 14,4).
37. Γ ιά τή σημασία τή ς παιδικής συμπεριφοράς στήν κατανόηση
τή ς άνθρώπινης φύσης, βλ. στόν Κ ικέρω να, D e fin ib u s, 5.55. Παρα­
τηρήσεις γιά τά βρέφη βλ. επίσης στόν Σενέκα, D e constantia Sapi-
entis, 11.2 .
38. Ψ α λμοί, 91,2.
39. « ...a quo est orrmis modus, form osissime, qui formas omnia
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

et lege tua ordinas om nia.»· ή επιλογή τω ν λέξεων είναι προσεκτική


και ακριβής, κα ί αντιστοιχεί στά τρία πρόσωπα τή ς Τριάδας (mod­
us/ species/ordo), πού είναι σημαντική γιά τ ή σκέψη τοΰ Α υγουστί­
νου. M odus είναι ό τρόπος μέ τόν όποιο υπάρχουν τά όντα αρχικά,
όταν δημιουργήθηκαν άμορφα, καί α ντιστοιχεί στή δημιουργική
πράξη τοΰ Π ατρός, τοΰ πρώτου προσώπου τή ς Τριάδας. Ή έννοια
ά π οτελεΐ σύνθεση κικερώνειων καί νεοπλατωνικών ιδεών. Species
είναι συνώνυμο τή ς forma καί άποδίδει τήν π λα τω νική «ιδέα», δη­
λαδή τ ή συγκεκριμένη μορφή τήν οποία αποκτούν τά οντα διά τοΰ
Λόγου, τοΰ Γίοΰ, δευτέρου προσώπου τή ς Τριάδας. Ordo είναι ή δύ­
ναμη πού ζω οποιεί καί κινητοποιεί τά οντα, αντίστοιχη πρός τό " Α ­
γιο Πνεύμα. Ή τριαδική θεολογία τοΰ Αυγουστίνου, μιά σύλληψ η
ρητά άντιμανιχαϊστική, ή οποία αναπτύσσεται έκτενώ ς στά τρία τε­
λευταία βιβλία τώ ν Ε ξομολογήσεω ν, έχει καταβολές στή λατινική
ρητορική — τά τρία είδη ερωτήσεων, «an sit, quid sit, quale sit»—
στόν Κ ικέρω να καί στούς νεοπλατωνικούς. Β λ . O ’Donnell, A u ­
gustine: C onfessions, ο.π., τόμ. 2, σ. 46-51.
40. Ψ α λμ ο ί, 50,7.
4 1. Σύμφωνα μέ τή ρωμαϊκή παράδοση οί ηλικίες τοΰ άνθρώπου
είναι πέντε. Ό Αυγουστίνος υιοθέτησε ένα σχήμα έξι ηλικιώ ν στά
επτά πρώ τα βιβλία τώ ν 5Ε ξομολογήσεω ν, οι όποιες αντιστοιχούν σέ
αντίστοιχα σχήμ α τα τώ ν έξι ημερών τή ς δημιουργίας καί τώ ν έξι
ήλικιώ ν τή ς ανθρώπινης ιστορίας σύμφωνα μέ τή Β ίβλο. Κ ά θ ε ένα
από αύτά τά σχήμα τα φωτίζει τό ά λλο, καί ολα μοιράζονται τήν
έβδομη ημέρα, τή ς ανάπαυσης, πού δέν έχει άρχή καί τέλος. Οί η λ ι­
κίες αυτές είναι: 1. infantia, ή βρεφική ή λικία (Ά δ ά μ -Ν ώ ε )· 2 .
pueritia, ή παιδική ή λικία (Ν ώ ε-Ά βρα ά μ)· 3. adulescentia, ή εφηβεία
(Ά βρα ά μ-Δ αβίδ)· 4. inventus, ή ώριμη ή λικία (Δαβίδ-αιχμαλωσία
στή Βαβυλώνα)· 5. χωρίς ειδικό όνομα (αιχμαλω σία στή Βαβυλώνα-
Ίησ οΰς)· 6 . senectus, γεράματα (Ίησοΰς-τέλος τοΰ κόσμου). Τό
σχήμα τώ ν ή λικιώ ν ό Αυγουστίνος τό εγκαταλείπει άπό τό "Ογδοο
βιβλίο, μετά τή μεταστροφή του. Β λ . O ’Donnell, ο.π., τόμ. 2, σ.
52-55.
42. Γ εν ., 3,16.
43. Ψ α λμ ο ί, 93,22.
44. «καί οΰκ εις άνοιαν έμοί» ( Ψ α λμ ο ί, 21,3).

342
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ

45. «pila»· τήν εποχή τοΰ Αυγουστίνου συνηθίζονταν διάφορα


παιχνίδια μ πά λα ς. Οί μπά λες ήταν υφασμάτινες, πολύχρω μες, γεμ ι­
σμένες με αλογότριχα.
46. Β Τιμ., 4,3-4.
47. Τίς χορηγίες γιά τά θεάματα αυτά, πού περιλάμβαναν αγωνί­
σματα τοΰ ιπποδρομίου καί θεατρικές παραστάσεις, τίς άναλάμβαναν
πλούσιοι πολίτες μέ σκοπό την αύτοπροβολή καί την απόκτηση κύ ­
ρους. Συχνά, γιά νά άνταποκριθοϋν στά έξοδα, πουλούσαν έπαύλεις ή
κτήματα.
48. Ψ α λμ ο ί, 24,16.
49. Τούς κατηχούμενους τούς αγίαζαν μέ τό σημείο τοΰ σταυρού
καί τοποθετούσαν αλάτι στή γλώ σσα τους σάν πράξη έξορκισμού.
Τήν εποχή τοΰ Αυγουστίνου οί γονείς ανέβαλλαν τ ή βάπτιση τώ ν
παιδιών, ένώ συχνά κα τά λλη λη στιγμή θεωρούνταν οί τελευταίες
ώρες πρίν από τό θάνατο. Ό κατηχούμενος μπορούσε νά ονομάζεται
χριστιανός, α λλά οχι «πιστός» (fidelis).
50. Γ εν ., 1,27. Ή σκέψη αυτή αναπτύσσεται έκτενώ ς στό Δ έκα ­
το τρίτο βιβλίο (βλ. 12.13 καί 13.14, σελ. 246 κ.έ. στόν δεύτερο τόμο).
5 1. Μ α τθ ., 10,30.
52. Πληροφορίες γιά τήν παιδεία τήν εποχή τού Αυγουστίνου δί­
νει b Henri-Ir6n6e Marrou στό βασικό έργο του St. A ugustin et la fin de
la culture antique, Παρίσι 1938. ’Α πό τά αύτοβιογραφικά στοιχειά
πού δίνει ό Αυγουστίνος μπορούμε νά συμπεράνουμε δτι, γύρω στά
επτά του χρόνια, πή γε σ ’ ένα σχολείο αντίστοιχο τού δημοτικού γιά
νά μάθει γραφή, ανάγνωση καί αριθμητική. Ό δάσκαλος σ ’ αυτά τά
σχολεία ήταν ταπεινής κα τα γω γή ς, συχνά απελεύθερος, καί ονομα­
ζόταν litterator, primus magister, magister ludi litterari. Π ολλές οικο­
γένειες, πιό εύπορες από αυτήν τού Αυγουστίνου, έπαιρναν ιδιωτικό
δάσκαλο. Τό σχολείο ήταν μιά απλή αίθουσα στήν αγορά, καί οί μα ­
θητές κάθονταν σέ σκαμνάκια χω ρίς τραπέζια. Φαίνεται οτι ή διδα­
σκαλία ήταν δίγλωσση, στά λατινικά καί τά ελληνικά, ένώ γιά τήν
αριθμητική χρησιμοποιούσαν ένα πολύπλοκο σύστημα πού χρειαζό­
ταν αποστήθιση. Οί σω ματικές ποινές ήταν συχνές: «manum ferulae
subducere», (βάζω τό χέρι κά τω από τ ή ράβδο) σήμαινε « μ ελετώ » .
Ό Αυγουστίνος εξομολογείται οτι δέν αγαπούσε τά μαθήματα τώ ν
δασκάλων, α λλά προτιμούσε αυτά τώ ν grammatici (τώ ν «γραμμα­

343
Α1Ί0Γ ΑΪΤΟΓΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

τικ ώ ν» ), δηλαδή αυτά τή ς δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σύμφωνα


πάντα με τόν M airou, αυτή άρχιζε γύρω στά έντεκα ή δώδεκα έτη.
Ο ί γραμματικοί αμείβονταν καλύτερα από τούς δασκάλους, α λλά καί
αυτοί ανήκαν σ τά κατώτερα στρώματα — απελεύθεροι, νόθα παιδιά,
άνθρωποι κατεστραμμένοι οικονομικά, κ τ λ . Ή αίθουσα διδασκαλίας
ήταν επίσης στήν αγορά καί, όπως γράφει δ Αυγουστίνος, ή πόρτα
έκλεινε μέ velum , δηλαδή ένα είδος παραπετάσματος, πέπλου. Ή
έκπαίδευση συνέχιζε νά είναι δίγλωσση. Ώ ς πράς τό λατινικό πρό­
γραμμα δ Αυγουστίνος αναφέρει ρητά τόν Β ιργίλιο καί τόν Τερέντιο.
Τό πρόγραμμα περιλάμβανε επίσης τόν Σαλλούστιο, τόν Τίτο Λίβιο
καί τόν Κ ικέρω να (Marrou, ο.π., σ. 374). Ή διδασκαλία περιλάμβα­
νε γραμματική, μετρική, πραγματολογικά στοιχειά, ά λλά ελάχιστα
σχόλια αισθητικού χαρακτήρα. Οί μαθητές ασκούνταν σέ ένα είδος
έκθεσης ιδεών, σύμφωνα μέ τό ελληνικό πρότυπο τώ ν «προγυμνα-
σμάτων» (Marrou, ο.π., σ. 239). Α υτές οί γραπτές ασκήσεις, σέ πιό
σύνθετη μορφή, συνεχίζονταν καί αργότερα, στήν ανώτατη έκπαίδευ­
ση, δηλαδή στό σχολεΤο τού rhetor, τού ρητοροδιδασκάλου.
53. «καί έμνήσθη δτι σάρξ είσι, πνεύμα πορευόμενον καί ούχί έπι-
στρέφον» ( Ψ α λμ ο ί, 77,39).
54. Ψ α λμ ο ί, 72,27.
55. Ψ α λμ ο ί, 34,21.
56. 7α κ ., 4,4.
57. Αίνειάδα, 6,457.
58. Ψ α λμ ο ί, 84,9.
59. Ψ α λμ ο ί, 118 ,1.
60. Αίνειάδα, 2,772.
61. "Ε να ερώτημα πού απασχολεί τούς μελετητές είναι τά ε λ λ η ­
νικά τού Αυγουστίνου. Πόσο καλά τά γνώριζε; Ε ίχ ε διαβάσει τούς
νεοπλατωνικούς στό πρωτότυπο ή στή μετάφραση; Μπορούσε νά δια­
βάσει αμετάφραστα κείμενα; Ό Solignac, σχολιάζοντας τίς διάφορες
γνώ μ ες, κα ταλήγει δτι δ Αυγουστίνος σίγουρα δέν είχε ταλέντο στίς
γλώ σσ ες, όπως δ σύγχρονός του 'Ιερώνυμος πού εκπόνησε τ ή δόκιμη
μετάφραση τή ς Βίβλου, ά λλά είχε μάθει αρκετά ελληνικά, σάν καλός
μα θητής, ώ στε νά μπορεί νά διαβάσει ελληνικά στό πρωτότυπο. Φαί­
νεται εντούτοις δτι προτιμούσε τίς μεταφράσεις. Β λ . Solignac, Les
Confessions, ο.π., τόμ. 13, σ. 662.

344
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΓΤΕΡΟ

62. Ψαλμοί, 101,2.


63. «ότι εν σοί ρυσθήσομαι από πειρατηρίου» (Ψαλμοί, 17,30).
64. Ψαλμοί, 5,3.
65. Σ οφία Σ ο λ., 14,6.
66 . Κ ικέρω ν, Tuscul., 1.26.
67. Σύμφωνα με αύτοκρατορικό νόμο τού 376, οί κοινοτικοί δά­
σκαλοι έπαιρναν έ'ναν βασικό μισθό από τό δημόσιο, τόν όποιο συ­
μπλήρωναν με τ ά δίδακτρα τω ν μαθητών. Τό ύψος τω ν διδάκτρων
ήταν καθορισμένο καί αναγραφόταν σέ δημοσιοποιημένες επιγραφές.
68 . Τερέντιος, E unuchus, 585-589.
69. Αίνειάδα, 1,38.
70. Ψαλμοί, 102,8 .
71. Ψαλμοί, 41,3.
72. Ψαλμοί, 26,8.
73. Β λ . Εννεάδες, 1.6.8.29. Έ δ ώ ό Αυγουστίνος φτιάχνει μιά
εικόνα πού ά π η χ εΐ την ομηρική ’Οδύσσεια καί τήν παραβολή τοΰ
ασώτου υίοΰ.
74. Λουχ., 15 ,11-3 2 .
75. Δηλαδή χωρίς νά προφέρεται ή δασεία στήν αρχή της λέξης
homo.
76. Ματθ., 7,12 . «Et certe non est interior litterarum scientia
quam scripta conscientia»: Ή conscientia είναι ή ενδόμυχη γνώση
πού άκολουθεΐ τόν πρώτο εσωτερικό νόμο. Β λ . Δεύτερο βιβλίο, σελ.
156 καί σημ. 17 στόν τόμο αυτό.
77. Σ τ ά λατινικά inter omines άντί inter homines.
78. "Οπως οί περισσότεροι Πατέρες τής Εκκλησίας, ό Αυγου­
στίνος ήταν κατά τής θανατικής ποινής.
79. Ψαλμοί, 30,23.
80. Ματθ., 19,14.
81. Έδώ ό Αυγουστίνος συνδυάζει ιδέες από τήν Π ρός Ρω μαίους
επιστολή καί τόν Πλωτίνο ( Έννεάδες, 1.6.8).

Β Ι Β ΛΙ Ο Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο
1. Έ δ ώ άκούγεται καθαρά ή νεοπλατω νική απήχηση «ει φεύγοι

345
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

τό εν εις πλήθος θρυπτόμενα» (Πλωτίνος, Έ ννεάδες, 6 .9 .1.11-1 2 )·


«μέρος γενομένη μονοϋταί τε καί ασθενεί καί πολυπραγμονεί καί
πρός μέρος βλέπει» (Πλωτίνος, Έ ννεάδες, 6.9.1.1-14).
2 . Δ α ν., 10, 8 .
3. 'Υποστηρίχτηκε από πολλούς οτι ή φράση αυτή υπαινίσσε­
ται ομοφυλοφιλία —κυρίως από την Rebecca W est, στην εκλαϊκευ­
τική καί εχθρική βιογραφία της τοΰ Αυγουστίνου (Λονδίνο, 1933)—
χωρίς νά υπάρχει καμιά άλλη σχετική μαρτυρία. Ή συζήτηση γύ­
ρω από αυτό τό ζήτημα, παρατηρεί ό O ’Donnell, προδίδει μιά νευρι­
κότητα, ή οποία άπουσιάζει εντελώς από τόν ίδιο τόν Αυγουστίνο,
πού επιτρέπει όποιαδήποτε ερμηνεία. Βλ. O ’Donnell, Augsustine:
Confessions, τόμ. 2, ο.π., σ. 109-110.
4. Α Κ ορ., 7,28.
5. Α Κ ορ., 7 ,1.
6 . Α Κ ορ., 7,32-33.
7. Μ ατ0., 19,12.
8 . Ψ α λμ ο ί, 93,20.
9. Δ ε υ τ ., 39.
10. Μ ιχα ία ς, 2,9.
11. Ό Αυγουστίνος, μετά τό σχολείο τοΰ γραμματικού, πήγε στά
Μάδαυρα γιά νά συνεχίσει τις σπουδές του στή σχολή ενός rhetor,
ρητοροδιδασκάλου. Τίς σπουδές αύτές, πού θά μπορούσαν νά θεωρη­
θούν ανώτερες καί περιλάμβαναν μαθήματα λογοτεχνίας καί ρητο­
ρικής, ό Αυγουστίνος τίς συνέχισε στήν Καρχηδόνα, σέ ηλικία δεκα­
επτά ετών. Στό στάδιο αυτό διδασκόταν συστηματικά ό Κικέρων καί
συνεχίζονταν οί γραπτές ασκήσεις.
12. Ό βιογράφος τού Αυγουστίνου Ποσσίδως γράφει οτι 6 πατέρας
τού Αυγουστίνου είχε τή θέση τού κοινοτικού συμβούλου (curator)
στήν Ταγάστη, πού τού προσέδιδε κύρος, αλλά συνεπαγόταν καί
πολλά έξοδα.
13. Ίερ ., 2,27.
14. Ά σ μ α , 4,14.
15. Ψ α λμ ο ί, 55,3.
16. Ψαλμο/, 72,7.
17. Τήν ιδέα ένός εσωτερικού νόμου ό Αυγουστίνος ενδεχομένως
τήν έχει βρει στόν Κ ικέρω να (D e leg., 2.4.8). Ό νόμος αυτός, θείας

346
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

προελεύσεως, ταυτίζεται μέ τή «λογική καί τό πνεύμα τοΰ σοφού».


"Ο μ ω ς, έξαιτίας τού προπατορικού αμαρτήματος, εγκαθίσταται στον
άνθρωπο ένας δεύτερος νόμος, ό νόμος τή ς αμαρτίας, γιά τόν όποιο
μιλά ό άπόστολος Παύλος ( Ρωμ ., 2,15). Γ ι ’ αυτό ό Θεός έδωσε
στους ανθρώπους τόν γραπτό νόμο μέ τίς δέκα εντολές, ό όποιος ενι­
σχύει τόν φυσικό νόμο μέσα στόν άνθρωπο. Β λ . Solignac, L es C on­
fessions, ο.π., τόμ. 13, σ. 663.
18. Γ ια τί τόση επιμονή στήν κλοπή τώ ν αχλαδιών; Διαφορετικές
έρμηνεϊες έχουν δοθεί, καί ό Courcelle υποστηρίζει ότι θά πρέπει νά
δούμε τή ν κλοπή συμβολικά, ως αναφορά στό αμάρτημα τού Ά δ ά μ ,
ενώ υπάρχει καί ή άποψη ότι πρόκειται γιά μεταφορά ενός σεξουαλι­
κού αμαρτήματος. Ό O ’Donnell παρατηρεί ότι ή χρονολογική θέση
τή ς κλοπής στή σειρά τή ς αφήγησης επιτρέπει νά τή δούμε ως ένα
μεΐζον σύμ πτω μ α τή ς π τώ σ ης τή ς βούλησης, πού άρχισε μέ τή φι-
ληδονία. Σημειώνει επίσης ένα παράλληλο κείμενο τού σύγχρονου
ψευδο-Παφνούτιου, σχετικό μέ τήν κλοπή σύκων από μιά παρέα π α ι­
διών. Β λ . O ’Donnell, Augustine: Confessions, ο.π., τόμ. 2, σ. 126-127.
19. Ψαλμοί, 118,142.
20 . Ψαλμοί, 63,11.
21. Σαλλούστιος, Catilina, 16.
22 . Ψαλμοί, 72,27.
23. Ψαλμοί, 115,3.
24. Ρωμ., 6 ,21 .
25. «Quid erat ille affectus animi?» [Ποιό ήταν λοιπόν τό αίσθη­
μα (affectus) τού πνεύματός μου (animus);]. Κεντρική γιά τόν
Αυγουστίνο είναι ή ζωή τών αισθημάτων (affectus), τά όποια συνδέει
μέ τή ζωή τού πνεύματος, τή βούληση καί τή φύση τής ψυχικής δρα­
στηριότητας. Δέν άναφέρεται λοιπόν άκριβώς σ’ αύτό πού εμείς θά
ονομάζαμε ψυχολογική κατάσταση ούτε καί στήν «κατάσταση τού
πνεύματος», αλλά σέ μιά μυστηριώδη σχέση τών αισθημάτων καί
τού νού. Βλ. Brown, A ugustine o f H ippo, σ. 170-172.
26. «εάν τε γάρ άσεβήσω, οιμοι· εάν δέ ώ δίκαιος, ού δύναμαι
άνακύψαι» {Ιώβ, 10,15). Σ τ ή λατινική μετάφραση τή ς Βίβλου πού
χρησιμοποιεί ό Αυγουστίνος: «delicta quis intellegit?» («Ποιός θά
καταλάβει τά άσεβήματά του;»).
27. Οί παρατηρήσεις τού Αυγουστίνου γιά τό γέλιο, καί γενικότε-

347
ΑΓΙΟΓ ΑΪΤΟΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

ρα γιά τη σημασία τοΰ σαρκασμού, προαναγγέλλουν τη μεταγενέστε­


ρη «θεωρία τή ς υπεροχής», ή οποία εξετάζει τό γέλιο δίνοντας έμφα­
ση στό στοιχεΤο τή ς κυριαρχίας καί τοΰ θριάμβου τοΰ εγώ , καθώς καί
τή ς αύξησης τή ς επιθετικότητας. Σ τό ίδιο χωρίο ό Αυγουστίνος κάνει
όξυδερκεΤς παρατηρήσεις σχετικά μέ τή μιμητική επιθυμία, ένα ζή τ η ­
μα πού τόν απασχολεί καί άλλοΰ, προαναγγέλλοντας τόν Rend Giraid.
28. Μ α τθ ., 25,21.
29. «regio egestatis»· εδώ γίνεται αναφορά στήν παραβολή τοΰ
άσώτου: «έγένετο λιμ ός ισχυρός κατά τήν χώραν εκείνην, καί αυτός
ήρξατο ΰστερεΐσθαι» ( Λ ο υ χ ., 15,14). Π α ρά λληλα εμφανίζεται τό νε­
οπλατωνικό θέμα τή ς εσωτερικής ένδειας, τή ς «απορίας» κα ί τή ς
«πενίας», σύμφωνα μέ τόν Πορφύριο. Σ χ ε τικ ά μέ τίς τύ χες τή ς φρά­
σης αυτής στή λογοτεχνία, μπορούμε μεταξύ άλλω ν νά αναφέρουμε
τόν τίτλο τοΰ ποιήματος τοΰ Τ. S. Eliot ’’Ε ρ η μ η χώρα-

Β ΙΒ ΛΙ Ο Τ Ρ ΙΤ Ο
1. «V eni Carthaginem et circumstrepebat me undique sartago
flagitiosorum amorum». Τό λογοπαίγνιο μέ τίς λέξεις Carthago-sarta-
go είναι αδύνατον νά άποδοθεϊ στά έλληνικά. Σ χ ε τικ ά μέ τή σημασία
τή ς λέξης flagitium , πράξης πού στρέφεται κατά τή ς φύσης καί τοΰ
θείου νόμου, βλ. στό Τρίτο βιβλίο, 8.15, σελ. 183 στον τόμο αυτό.
2 . «secretiore indigentia»: ό Αυγουστίνος επαναλαμβάνει εδώ τό
νεοπλατωνικό θέμα τή ς «πενίας» ή τή ς «απορίας», ακολουθώντας
κυρίως τόν Πορφύριο ( Ά φ ο ρμ α ί πρός τ ά νοητά, Χ ΐ). Πρόκειται γιά
τήν εσωτερική ένδεια τοΰ ανθρώπου, ό όποιος σκορπίζεται στά αισθη­
τά πράγματα αντί νά συγκεντρώνεται στον εαυτό του γιά νά ανακα­
λύψει τόν Θεό. Β λ . Solign ac, LesC onfessions, τόμ. 13, σ. 665 καί 679.
3. Ψ α λμ ο ί, 90,3.
4. ’Ιώ β, 2,7-8.
5. Τό χωρίο αυτό αποτελεί τήν εκτενέστερη συζήτηση τής
εποχής τοΰ Αυγουστίνου γιά τό θέατρο, τόν τραγικό οίκτο καί τήν
κάθαρση. Ό Αυγουστίνος δέν γνώριζε τά κείμενα τοΰ ’Αριστοτέλη
σχετικά μέ τό θέμα αυτό, καί είναι πιό κοντά στόν Πλάτωνα ( Π ο λ ι­
τεία , 10.606-7 καί Φ ίληβος, 48a-b).

348
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ

6 . Δ ον., 3,52.
7. Β Κ ο ρ ., 2,16.
8 . Παραφράσαμε τό λατινικό «Ausus sum etiam in celebritate
sollemnitatum tuarum infra parietes ecclesiae tuae concupiscere et
agere negotium procurandi fructus mortis»: Ό συγγραφέας, πολύ δια­
κριτικά, άναφέρεται στή σύναψη τοΰ δεσμού του με τήν ανεπίσημη
γυναίκα του, πού τού έδωσε τόν «θνητό καρπό», τό γιό του Ά δεοδά-
το. Ή τιμωρία τού συγγραφέα ήταν ό θάνατος τοΰ Άδεοδάτου στά
δεκαέξι του χρόνια. Β λ . σ χετικά στην Ε ισα γω γή.
9. Τούς δούλους πού δραπέτευαν τούς κυνηγούσαν ανελέητα. Μ ό­
νο προσωρινά μπορούσαν νά βροΰν άσυλο στην εκκλησία , καί αυτό
μόνο άν είχαν κακοποιηθεί. Συνεπώς πρόκειται γιά μιάν ελευθερία
καταδίκου πού τόν καταδιώκουν οί αρχές.
10. «studia honesta»: τίμιες σπουδές, εδώ μέ τήν έννοια τού διακε­
κριμένου.
11. «eversores»: προφανώς άδελφότητα τώ ν «παλιώ ν» σπουδα­
στώ ν. Ή λέξη eversio/eversor έχει τήν έννοια τ ή ς ανατροπής α λλά
καί τή ς κατάλυσης τή ς πατρικής εξουσίας, παραπέμπει δηλαδή στή
συμπεριφορά τού άσωτου υιού.
12. Τό έργο αυτό έχει χαθεί καί είναι γνω στό μόνο από αναφορές,
κυρίως τού Αυγουστίνου. '0 Κ ικέρω ν τό έγραψε τό 45 π .Χ ., λίγο
πριν πεθάνει, ακολουθώντας ω ς ένα βαθμό τό έργο τού ’Α ριστοτέλη
Π ρ ο τρ επ τικ ό ς, α πό τό όποιο σώ ζονται αποσπάσματα. Σ τ ό έργο
αυτό άντικρούεται ή άποψη που προβά λλεται στόν H ortensius, ότι
ή φιλοσοφία δέν είναι κοινωνικά χρήσιμη καί δέν σ υ μ βά λλει στήν
ανθρώπινη ευτυχία. Ό Αυγουστίνος είχε μ ελετήσ ει προσεκτικά τόν
Κ ικέρω να στά νεανικά του χρόνια, κα ί είναι προφανές ότι τόν θαύ­
μ α ζε. Ό λόγος πού χρησιμοποιεί τό χαρακτηρισμό «κάποιος» οφεί­
λ ε τ α ι μά λλον στό ότι δέν ήθελε στό βιβλίο του νά προβάλει έναν
εθνικό συγγραφέα.
13. Κ ολοσσ., 2,8-9.
14. Λ ο υχ., 10,21.
15. Β λ . Ε ισα γω γή, σελ. 52 κ.έ.
16. «carnales»: οί «σάρκινοι», οί άνθρωποι πού δέν αποδίδουν τή
σω στή σημασία στό πνεύμα. Έ δ ώ εννοεί τούς μανιχαίους οί όποιοι,
παρά τή ν απέχθειά τους γιά τά υλικά καί τήν ά σ κητική ήθική τους,

349
ΑΓΙΟΙ- ΑΙΤΟΪΣΤΙΝΟΪ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

υποστήριζαν μιά θεωρία υλισ τική με τά σημερινά κριτήρια, πού σ τη ­


ριζόταν αποκλειστικά στον ορατό κόσμο. Κανένα θρησκευτικό σύ­
στημ α , παρατηρεί ό Brown, δέν είχε πραγματευθεΐ τόσο δραστικά τόν
ορατό κόσμο, τόν όποιο θεωρούσε εξωτερίκευση μιας εσωτερικής δια­
μ ά χη ς πνευματικού χαρακτήρα μεταξύ καλού καί κακού. Ό φυσικός
κόσμος παρουσιαζόταν ώ ς έ'να «γιγαντιαϊο φαρμακείο», στό όποιο θά
διυλίζονταν οί ουσίες τώ ν θραυσμάτων τού βασιλείου τού φωτός. Β λ.
Brow n, Augustine o f H ippo, ο.π., σ. 56.
17. Οί μανιχάϊοι υποστήριζαν οτι είναι γνήσιοι χριστιανοί, θεωρώντας
οτι τά μέλη τη ς ’Ορθόδοξης Ε κ κ λη σ ία ς κατέχουν μόνο τή μισή αλήθεια.
Δίδασκαν μιάν εκδοχή τής Αγίας Τριάδας, πού άρνιόταν τήν αλήθεια τής
ενσάρκωσης τού ’Ιησού, αλλά τόν θεωρούσε απλώς σωτήρα- επίσης
σύμφωνα μέ αυτούς ό Παράκλητος είναι ό άλλος εαυτός τού Μάνη.
18. Ί αχ., 1,19.
19. «phantasmata»· Ό Αυγουστίνος χρησιμοποιεί εδώ τή λέξη μέ
τήν έννοια τή ς κατασκευής ενός φανταστικού πλάσματος πού αποτε­
λ ε ί αποκύημα τή ς φαντασίας.
20 . ΒΚορ., 11, 10.
21 . «phantasiae»' αντίθετα από τά φαντάσματα, δηλαδή τις
εικόνες ανύπαρκτων πραγμάτων, οί φαντασίες είναι εικόνες υπαρ­
κτώ ν πραγμάτων στό νού.
22 . Λουχ., 15,16.
23. ’Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, 7.219-236.
24. Σύμφωνα μέ τό μύθο τώ ν μανιχαίων τ ά πέντε στοιχεία είναι
τό σκοτάδι, τό νερό, ό άνεμος, ή φωτιά καί ό καπνός, καί παράγουν
αντίστοιχα τά ερπετά, τά ψάρια, τ ά πουλιά, τά τετράποδα καί τά δί­
ποδα. Β λ . Αυγουστίνος, D e moribus, 2.9.14.
25. «Quibus gradibus deductus in profunda inferi, quippe laborans
et aestuans inopia veri». Χάρη στό ρυθμό καί τήν εσωτερική ομοιοκα­
ταληξία, ή φράση αυτή είναι ένα δείγμα ποιητικής τέχνης, πού επιβε­
βαιώνει τόν ισχυρισμό του οτι ή ποίηση μπορεί νά δώσει αληθινή τροφή.
26. «άρτων κρύφιων ήδέως άψασθε καί ύδατος κλοπής γλυ κε­
ρού» ( Παροιμ., 9,17).
27. Ί ω ., 4,24.
29. Α Κορ., 4,3.
30. Ματθ., 22,37-39.

35°
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ

3 1. «flagitia»· στήν παράγραφο αυτή ο συγγραφέας έπαναλαμ-


βάνει τή διάκριση πού έχει κάνει ανάμεσα σέ δύο είδη ανήθικων πρά­
ξεων στό D e doctrina Christiana (3.10.14), ανάμεσα στό flagitium
(πράξη αισχρή, κολάσιμη πού προσβάλλει τόν θείο νόμο), καί τό faci-
nus (κακούργημα, πράξη πού προκαλεΐ βλάβη στό συνάνθρωπο).
32. Ό Αυγουστίνος εδώ, όπως κα ί σέ ά λ λ α έργα του, στηλιτεύει
τή ν ιδιαίτερα διαδεδομένη συνήθεια τώ ν ύβρεων στήν ’Αφρική.
33. Ίω., 1,2.
34. Ψαλμοί, 91,4.
35. Ψαλμοί, 26,12.
36. Ρωμ., 1,26.
37. Π ράξεις, 26,14.
38. Ψαλμοί, 101,21.
39. Ψαλμοί, 74,5.
40. Στή σκληρή κριτική τών μανιχαίων κατά τών ήθών της Πα-
λαιας Διαθήκης, ό Αυγουστίνος άντέτεινε οτι πράξεις όπως ή αυτο­
κτονία τοϋ Σαμψών καί ή θυσία τοΰ ’Ισαάκ, πού αποτελούσαν στόχο
ανελέητης κριτικής, φαίνονται ανήθικες αλλά έχουν προφητικό χα­
ρακτήρα.
41. ΟΕ ανώτεροι στήν ιεραρχία τών μανιχαίων, οί «άγιοι» ή
«εκλεκτοί», θεωρούνταν οτι διαθέτουν άποκλειστικά τό χάρισμα νά
απελευθερώνουν τά θεία μόρια τών τροφών πού τούς ετοίμαζαν καί
τούς προσέφεραν οί «κατηχούμενοι» στήν ώρα τής προσευχής τους.
Μεταξύ αυτών τών τροφών ήταν καί φρούτα — έκτός από μήλα, πού
συνδέονταν μέ τό μήλο τού Άδάμ. ’Απαγορευόταν όμως νά δώσει κα­
νείς ψωμί σέ ένα φτωχό, γιά νά μήν ενωθούν τά θεία μόρια τού ψω­
μιού μέ αυτό τόν άνθρωπο.
42. Ψαλμοί, 143,7.
43. Ψαλμοί, 85,13.
44. Ό Αυγουστίνος τό τε έμενε στό σπίτι τού προστάτη του Ρ ω -
μανιανού, μαζί μέ τήν ανεπίσημη σύντροφό του, βλ. Εισαγω γή, σελ. 25.
45. «regula»: χάρακας, π ή χ η ς.
46. Ψαλμοί, 9,38.
47. Ψαλμοί, 68,3.
48. Ψαλμοί, 87,3.

35*
ΑΓΙΟΤ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

Β ΙΒ Λ Ι Ο ΤΕ ΤΑΡ Τ Ο

1. Β Τ ι μ ., 3 ,1 3 .
2 . «liberae artes»· οι ελευθέριες τέχνες ήταν ή λογοτεχνία, ή ρη­
τορική καί ή διαλεκτική, καί συμπληρώνονταν μέ τήν αριθμητική,
γεω μετρία, μουσική καί αστρονομία.
3. «circuire praesenti memoria praeteritos circuitus erroris mei».
Άττηχεΐται ό ψ αλμός 11,9: «κύκλω οι ασεβείς περιπατοΰσι·» καί
17,6: «ώδινες αδου περιεκύκλωσάν με».
4. Ψαλμοί, 26,6.
5. 7 ω ., 6,27.
6 . Ψαλμοί, 23,8.
7. Ψ α λ μ ο ί 73,21.
8 . Ψαλμοί, 4,3.
9. «libidinosi amori»: ή λέξη libido εχει γενικότερα τή σημασία
τή ς επιθυμίας γιά ικανοποίηση τω ν αισθήσεων, ή οποία οδηγεί στή
συνήθεια καί τή ν υποδούλωση τοΰ ανθρώπου. Β λ . ’Όγδοο βιβλίο,
5.10, σελ. 22 κ.έ. στον δεύτερο τόμο.
10. Ψαλμοί, 72,26.
11. Ψαλμοί, 72,:27.
12. Ώ σ η έ, 12,2.
13. ’’Ε τ σ ι ονομάζονταν οί άστρολόγοι πού προλέγαν τό μέλλον επί
τ ή βάσει μαθηματικών υπολογισμών.
14. Ψαλμοί, 40,5 καί 91,2.
15. 7 ω ., 5,14.
16. Ρωμ., 2 ,6 .
17. Ψαλμοί, 50,19.
18. Ό "Ε λβ ιος Βινδικιανός ήταν γιατρός τοΰ αύτοκράτορα Β α λ ε -
ντινιανοΰ Α \ Θεωρείτο αυθεντία στήν ιατρική καί είχε γράψει σ χ ετι­
κά βιβλία. Ή αρνητική στάση του απέναντι στήν αστρολογία δέν
ήταν ή συνηθισμένη στάση τώ ν γιατρών τή ς εποχής του, πού χρησι­
μοποιούσαν προγνωστικά α λλά καί ξόρκια γιά τίς θεραπείες τους.
19. Α Π έτρ ., 5,5.
20. Ρωμ., 5,5.
21 . Ψαλμοί, 92,1.
22 . Ψαλμοί, 105,2.

352
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

23. Ψαλμοί, 35,7.


24. Ψαλμοί, 41,6.
25. Ψαλμοί, 138 ,11.
26. Σοφία Σολ., 7,27.
27. Ψαλμοί, 41,6.
28. Ψαλμοί, 24,15.
29. Ό β ίδιος, Tristia, 4.4.72.
30. Ό Αυγουστίνος στίς Retractationes ( ’Αναδρομές) λογόκρινε
φράση αυτή ώ ς αταίριαστα ρητορική, άρα οχι σοβαρή έξομολόγη-
( 2 . 6 . 2).
a

31. Ψαλμοί, 60,9.


32. Β Τιμ., 4,3-4. Γίνεται υπαινιγμός στό σχετικό εδάφιο τοΰ
Παύλου: «κατά τά ς επιθυμίας τά ς ιδίας έαυτοΐς έπισωρευσουσι διδα­
σκάλους κνηθόμενοι τήν ακοήν, καί από μεν τή ς αλήθειας τήν ακοήν
άποστρέψουσιν, επί δέ τούς μύθους έκτραπήσονται».
33. Τω6. 13,14.
34. Ματθ., 5,44.
35. Ί ερ., 23,24.
36. Ψαλμοί, 138,7.
37. Ψαλμοί, 118,142.
38. Ίω ., 16,4.
39. Ψαλμοί, 79,8.
40. Ψαλμοί, 145,2.
41. 7ώ β , 38 ,11.
42. Ψαλμοί, 101,13.
43. Ή σ „ 46,8.
44. Σοφία Σολ., 5,7.
45. «beata vita»: ή πλα τω νική «ευδαιμονία», κεντρικό θέμα τω ν
νεοπλατωνικών, τό όποιο πραγματεύεται έκτενώς ό Πλωτίνος στήν Έν-
νεάδα 1.4. Β λ . καί στό Δέκατο βιβλίο, σελ. 115 κ.έ. στόν δεύτερο τόμο.
46. Ψαλμοί, 18,6.
47. Ή σ ., 46,8.
48. Ίω., 1,10.
49. Α Τιμ., 1 , 5 .
50. Ψαλμοί, 40,5.
5 1. Ψαλμοί, 4,3.

353
ΑΓΙΟΙ' ΑΤΓΟΤΣΤΙΝΟΤ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

52. Ψαλμοί, 72,9.


53. Ψαλμοί, 83,7.
54. D e pulchro et apto: το έργο αυτό, πλατωνικής καί πυθαγό­
ρειας έμπνεύσεως, καί επηρεασμένο από τή μελέτη τοϋ Κικέρωνα,
δέν σώθηκε. Τό συγκεκριμένο έργο, παρατηρεί ο O ’Donnell, αποκτά
χωριστό ενδιαφέρον, άν τό εξετάσουμε σέ σχέση μέ τίς μετέπειτα
αναζητήσεις τοϋ Αυγουστίνου, καί μπορεί κανείς νά τό δει σάν μιά
πρώτη απόπειρα πνευματικής ανύψωσης πρός τό θείο, όπως στό
Ένατο βιβλίο. Βλ. O ’ Donnell, Augustine: Confessions, ο.π., τόμ. 2,
σ. 246-248.
55. Έφεσ., 4,14.
56. Ψαλμοί, 135,4.
57. Α Κορ., 8,6.
58. Ό Αυγουστίνος χρησιμοποιεί τήν πυθαγόρεια ορολογία. Ή
αισθητική θεωρία του σχετίζετα ι μέ αυτή τω ν στω ικώ ν γιά τ ή συμ­
μετρία ω ς συστατικό στοιχείο τή ς ομορφιάς.
59. «Flagitia, facinora, errores»: Οί πράξεις κατά τοϋ θείου νόμου
(flagitia) αφορούν τήν ψυχή, οί πράξεις κατά τω ν ανθρώπων (facino­
ra) τό πνεύμα, καί οί πλάνες (errores) τό νοϋ. Ή τριάδα αύτή τω ν α­
μαρτημάτων, χαρακτηριστική γιά τήν τριαδική θεολογία τού Αυγου­
στίνου, συνοψίζει τή ν π τώ σ η του, καί αντιστοιχεί στήν τριάδα ani-
mus/anima/mens rationalis, (πνεύμα, ψυχή, νοϋς.) Γ ιά τά flagitia/fa-
cinora βλ. στό Τρίτο βιβλίο, 8.16 καί 9 .17, σελ. 184-6 στόν τόμο αυτό.
60. Ψαλμοί, 17,29.
61. Ίω „ 1,16.
62. Ίαχ., 1,17.
63. Ματθ., 16,28.
64. Α Πέτρ., 5,5.
65. Ψαλμοί, 77,39.
66. Ίω ., 3,29.
67. Ψαλμοί, 50,10.
68. Τό έργο είχε μεταφράσει ό Μάριος Βικτωρίνος λίγο πρίν από
τήν εποχή τού Αυγουστίνου.
69. Ό Πλωτίνος ( Έννεάίες, 6.2.3.) θεωρούσε τίς Κατηγορίες
ως ένα σύστημα ταξινόμησης αυτού τοϋ κόσμου, αλλά οχι τής θείας
σφαίρας, αντίθετα άπό τόν ’Αλέξανδρο τόν Άφροδισιέα πού θεωρούσε

354
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

οτι άναφέρονται σέ όλες τίς μορφές ύπαρξης, αισθητής καί νοητής.


Ό Πορφύριος πρότεινε μιά μέση οδό, ερμηνεύοντας τίς Κατηγορίες
ώς έργο πού δέν άσχολεΐται μέ τή μεταφυσική αλλά μέ ζητήματα
καθαρής λογικής, συνεπώς κατάλληλο γιά τούς άρχάριους στή φιλο­
σοφία. Σύμφωνα μέ τή σειρά πού τούς δίνει ό ’Αριστοτέλης, οί κατη­
γορίες είναι: ουσία, ποσότης, ποιότης, πρός τί, τόπος, χρόνος,
κεΐσθαι, έξις, πράττειν, παθεΐν.
70. Γ εν., 3,18.
71. Ψαλμοί, 58,10.
72. Λουχ., 15,13.
73. Ψαλμοί, 106,8.
74. Ψαλμοί, 83,4.
75. Είναι ιδιαίτερα προβληματική ή άπόδοση τοΰ κειμένου καί
τοΰ παιχνιδιού τών λέξεων, των άντιθέσεων καί των επαναλήψεων:
firmitas-infirmitas, aversi-perversi, revertamur ut non evertamur. ’'Ε ­
χουμε επίσης ένα κράμα άναφορών στήν Παλαιά Διαθήκη (Ψιχλμοί,
16,8 καί 8,62' επίσης 'Έζοδ., 19,4 καί Ήσ., 46,4).

Β ΙΒ ΛΙ Ο Π Ε Μ Π Τ Ο
1. Ποφοψ.., 18,21.
2. Ψαλμοί, 53,8.
3. Ψ α λμ ο ί, 6,3.
4. Ψαλμοί, 34,10.
5. Ψαλμοί, 18,7.
6. Ψαλμοί, 138,7.
7 .Ρ ω μ ., 1 1 ,7 - 1 1 .
8. Σοφία Σολ., 11,25.
9. Α Τιμ., 3,7.
10. Ό Solignac υποστηρίζει δτι πρόκειται γιά τά βιβλία τών mathe-
matici, έργα τοΰ Φαβόνιου Εύλόγιου, τοΰ Βάρρωνα, τοΰ Νικόμαχου,
πολύ δημοφιλή στήν εποχή του- επίσης τό ογκώδες έργο τοΰ Κορνη-
λίου Κέλσου Opiniones omnium Philosophorum, καθώς καί έργα Ε λ ­
λήνων δοξογράφων, όπως οί Φυσιχαί Γνώμαι τοΰ Θεόφραστου. Βλ.
Solignac, Les Confessions, ο.π., τόμ. 13, σ. 91-93.

355
ΑΓΙΟΙ' AVrOVSTINOr ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

1 1. Σ οφία Σ ο λ., 13,9.


12. Ψ α λμ ο ί, 137,6.
13. ’Α πόηχος τοΰ ψαλμοΰ 8,8 είναι τό εδάφιο γιά τά τρία αμαρ­
τήματα: επιθυμία τή ς σαρκός, επιθυμία τώ ν οφθαλμών καί α λα ζο­
νεία τοΰ βίου, εδώ με διαφορετική σειρά, Ί ω ., 2,6.
14. Έ 6 ρ ., 12,29. Πιθανή αναφορά στό μύθο τοΰ φοίνικα.
15. Ψ α λμ ο ί, 146,5.
16. Α Κ ορ., 1,30.
17. Ή σ ., 53,12.
18. Μα-τθ., 22,21.
19. Ή σ ., 11,12 .
20. Ρ ω μ ., 1,21.
21. Ρ ω μ ., 1,21-25.
22. Ρ ω μ ., 1,21.
23. Π αροιμ., 17,6.
24. Β Κ ο ρ ., 6,10.
25. Σ οφία Σ ο λ., 11,20.
26. Ίώ € , 28,28.
27. Μ α τθ ., 11,25.
28. Έ φ εσ ., 4 ,13 -14 .
29. Ψ α λμ ο ί, 74,9.
30. Ψ α λμ ο ί, 49,21.
3 1. Ψ α λμ ο ί, 77,37.
32. Ψ α λμ ο ί, 17,6.
33. Ψ α λμ ο ί, 36,23.
34. Ψ α λμ ο ί, 141,6.
35. Ψ α λμ ο ί, 34,3.
36. Ψ α λμ ο ί, 36,23.
37. Α Κ ορ., 15,22.
38. Ψ α λμ ο ί, 50,19.
39. Α Τιμ., 5,10.
40. Ψ α λμ ο ί, 117 ,1 .
41. Ψ α λμ ο ί, 40,5.
42. Ό άφυπνισμένος-μυημένος μανιχαΐος ταυτιζόταν μόνο σε ένα
μέρος τοΰ εαυτού του μέ τήν «καλή ψυχή». Ή ψυχή είναι ένα μόριο
τοΰ Θεοΰ χαμένο στήν ΰλη, από τήν οποία πρέπει νά απελευθερωθεί.

356
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ

Σ τη ν κατάσταση αυτή δέχεται τήν επίθεση τοϋ «κακοΰ», πού είναι


μιά εντελώ ς διαχωρισμένη δύναμη.
43. Ψ α λμ ο ί, 140,3.
44. Ψαλμοί, 140,4.
45. Ψαλμοί, 140,4 «μετά τω ν εκλεκ τώ ν αυτών»; Άναφέρεται
στούς «εκλεκτούς» ή «άγιους» τώ ν μανιχαίων. Σ τ ό σχόλιό του γ ι ’
αυτό τόν ψαλμό ό Αυγουστίνος άναφέρεται υπαινικτικά στη θεωρία
τώ ν μανιχαίων. ( Enarratio in Ps. 140,10).
46. Β λ . Ε ισα γω γή, σελ. 58 κ.έ..
47. Κολοσσ., 1,46.
48. Οί μανιχαΐοι έπέκριναν ιδιαίτερα τήν άποψη δτι ο άνθρωπος
είναι « κ α τ’ εικόνα» τού Θεοΰ.
49. Ψαλμοί, 106,8.
50. Ψαλμοί, 138,22.
5 1. Ψαλμοί, 72,27.
52. Ψαλμοί, 44,8.
53. «suavitas»: ήταν μιά βασική ιδιότητα τη ς ρητορικής γιά τόν
Κικέρω να. Ή λέξη προέρχεται άπό τήν ίδια ρίζα τοϋ suadere, πείθω.
54. «cor»: εδώ ή καρδιά έχει τ ή σημασία τή ς ορθής κρίσης, τοϋ
πνεύματος.
55. Β Κορ., 3,6.

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ

1. Ψαλμοί, 70,5.
2. Ψαλμοί, 10,1.
3. Ίώ 6 , 35,10.
4. Ψαλμοί, 34,6.
5. Ψαλμοί, 72,26.
6. Ψαλμοί, 67,23.
7. Λουχ., 7,12.
8. Ψαλμοί, 69,1.
9. Ψαλμοί, 17,29.
10. Ίω„ 4,14.

357
ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

11. Γ α λ α τ ., 4,14.
12. «refrigerium»: πρόκειται γιά έ'να ρωμαϊκό έθιμο, τό ανα­
μνηστικό γεΰμα τών συγγενών δίπλα στόν τάφο τοΰ νεκροΰ. Γιά
τούς χριστιανούς ή λέξη σήμαινε τόν «τόπο αναψυχής», τη διαμο­
νή της ψυχής μετά τό θάνατο, αλλά καί τό ίδιο τό έθιμο πού συνε­
χίστηκε.
13. Σ τ ό πρωτότυπο «parentalia».
14. Ψ ά λμ ο ί, 18,15.
15. Ρ ω μ ., 12 ,11.
17. Σ τή ν αρχαιότητα, ή σιω πηλή ανάγνωση ήταν μιά πρακτική
οχι άγνω στη, α λλά ασυνήθιστη.
18. Β 7 ϊμ „ 2,15.
19. Γ εν ., 1,20.
20. Π λω τίνος, Έ ννεάδες, 3.9.4.
21. Μ α τθ ., 7,7.
22. Β Κ ο ρ ., 3,6.
23. Σοφία Σ ο λ., 19,4.
24. Μ α τθ ., 7,13.
25. Έ φ εσ ., 2,2.
26. Ρ ω μ ., 9,5.
27. Σύμφωνα μέ τόν Courcelle έπρόκειτο γιά έναν δημόσιο πανη­
γυρικό πού εκφωνήθηκε στήν επέτειο τώ ν δέκα χρόνων τής βασιλείας
τοΰ αύτοκράτορα Βαλεντινιανοϋ Β ', στίς 22 Νοεμβρίου τού 385. Β λ.
Recherches sur les Confessions de Saint Augustin, Παρίσι 1950, σ. 80-83.
28. Ψ ά λμ ο ί, 22,4.
29. Ψ ά λμ ο ί, 4 1 ,1 1 .
30. Ό Ά λ ύ π ιο ς έγινε επίσκοπος τή ς Τ αγά στης, τή ς γενέτειρας
τοΰ Αυγουστίνου, όταν εκείνος ήταν ακόμη ιερέας στήν Ίπ π ώ να .
Διατήρησε τή φιλία του καί αλληλογραφούσε μέ τόν Αυγουστίνο μέ­
χρι τό τέλος τή ς ζω ή ς του. Άπεβίω σε ίσω ς λίγο μετά τό θάνατο τοΰ
Αυγουστίνου.
3 1. Ψ ά λμ ο ί, 68,6.
32. Π αροιμ., 9,8.
33. Ί ε ζ ., 1,13.
34. Λ ο υχ., 16,10.
35. Λ ο υ χ ., 16 ,11-12 .

358
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

36. Ψ α λμ ο ί, 103,27.
37. Σοφία Σολ, 5,7.
38. Σοφία Σολ., 8,21.
39. Ή σ ., 28,18.
40. Σειράχ, 3,27.
41. Τήν εποχή τοΰ Αυγουστίνου ο κόσμος πίστευε οτι τό πνεύμα
τοΰ κακοΰ έχει δυσάρεστη οσμή.
42. Γ ιά τόν ρωμαϊκό νόμο ή ελά χιστη η λικ ία ήταν τά δώδεκα.
43. «otiose»: εν σχολή. Ό αμέριμνος βίος, αφιερωμένος στή με­
λέτη τη ς φιλοσοφίας, δεν ήταν μόνο ένα ιδανικό γιά τούς εθνικούς,
ά λλά καί τό ιδεώδες τή ς χριστιανικής ζω ής: «Σχολάσατε καί γνώ τε,
οτι εγώ εϊμι ό Θεός». Σ τ ά τέλη τοΰ 4ου αιώνα ή παράδοση τοΰ otium
είχε ανανεωθεί καί είχε γίνει πιό πολύπλοκη, όπως παρατηρεί ό
Brown, προσλαμβάνοντας τ ή μορφή φιλοσοφικής κοινότητας. Ό
Π λω τίνος είχε οραματιστεί μιά πόλη φιλοσόφων, πού θά ονομαζόταν
Π λατω νόπολις. Π ολλοί σύγχρονοι τοΰ Αυγουστίνου άποσύρθηκαν
στίς έπαύλεις τους μετατρέποντάς τες σέ μοναστήρια γιά λαϊκούς.
Τό παράδειγμα αύτοΰ τοΰ τρόπου ζω ή ς είχε δώσει καί ο Μ άνλιος Θ ε­
όδωρος. Β λ . Brow n, Augustine o f Hippo, ο.π., σ. 1 15 -116 .
44. Παροψ.., 19,21.
45. Ψ α λμ ο ί, 144,15-16.
46. Τό ζήτημ α είχε απασχολήσει τόν Κικέρωνα CDefinibus, 1.12.40).
47. Ή σ ., 3,9.
48. Ή σ ., 46,4.

Β ΙΒ ΛΙ Ο ΕΒΔΟΜΟ

1. Ό Αυγουστίνος δέν χρησιμοποιεί τό ρήμα cogito μέ τή σημασία


τή ς άφηρημένης έννοιοποίησης, ά λλά δίνει ό ίδιος μιά σημασία τή ς λ έ ­
ξης (βλ. Δέκατο βιβλίο, 11.18 , σελ. 99 κ.έ. στόν δεύτερο τόμο): είναι ή
κίνηση μέ τήν οποία ή ψυχή συλλέγει, συγκεντρώνει καί συγκροτεί
δλες τίς λανθάνουσες καί οχι ακόμη ξεκαθαρισμένες γνώσεις γιά ένα
ζήτημ α, ώ στε νά μπορέσει ή προσοχή νά τίς εξετάσει. "Ο ταν ό Αυγου­
στίνος προσπαθεί νά συλλάβει τόν Θεό, δηλαδή νά σχηματίσει μιά ιδέα

359
ΑΓΙΟΓ ΑΤΓΟΪΣΤΙΝΟΓ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

γ ι’ αυτόν, ή ιδέα αυτή είναι ανάμεσα στήν άφηρημένη έννοια καί στήν
εικόνα. Β λ . Solignac, Les Confessions, ο.π., τόμ. 13, σ. 577.
2. Α Κορ., 15,52.
3. «tamquam spatiosum nihil»' ή ιδέα τοΰ θεού στήν οποία κατα­
λή γει εδώ ό Αυγουστίνος θυμίζει τό μαθηματικό διάστημα, δηλαδή
ένα διάστημα πού συλλαμβάνουμε άνεξάρτητα άπό όποιοδήποτε π ε­
ριεχόμενο. Μ ιάν άνάλογη ιδέα είχε διατυπώσει ό Τερτυλλιανός, άκο-
λουθώντας τούς στωικούς.
4. «incrassatus corde»: «έπαχύνθη ή καρδία» (Μ ατθ. 13,15)· ή
καρδιά εδώ με τ ή βιβλική σημασία, ώ ς έδρα τή ς φρόνησης, τή ς σω ­
σ τή ς καί βαθιάς σκέψης. Μ έ τόν ίδιο τρόπο χρησιμοποιεί τή λέξη ό
Pascal.
5. Ψαλμοί, 17,29.
6. Ό Αυγουστίνος εδώ κάνει έναν υπαινιγμό στά κηρύγματα τοΰ
’Αμβρόσιου, ό όποιος τοποθετούσε τήν αιτία τοΰ κακοΰ στήν έλευθε-
ρία, βλ. Ρ. Courcelle, Recherches, ό.π., σ. 99-100.
7. Έ6ρ., 12,15.
8. Ψαλμοί, 6,6.
9. Ή ίδια άντίληψη άπαντά στόν Π λω τίνο (Έννεάδες, 6.8.13).
Τό Έ ν α είναι ταυτόχρονα ό εαυτός του καί ή πράξη του- δέν οφείλει
τή ν ύπαρξή του στήν τύ χ η ή σέ σύμπτω σ η' είναι άπόλυτα ελεύθερο
καί ή βούλησή του είναι ταυτόσημη με τήν ουσία του· ή «άκλόνητη
καί άκίνη τη » δύναμή του είναι ή μεγαλύτερη δυνατή γιατί δέν άπο-
μακρύνεται ποτέ άπό τό Έ ν α .
10. Ό Πλωτίνος χρησιμοποιεί τήν εικόνα τοΰ διχτυού ( Έννεάδες,
4.3.9.38).
11. Σύμφωνα με τόν Πλωτίνο, ή ανώτατη δύναμη μπορεί νά χρη­
σιμοποιήσει τό κακό γιά έναν εύγενή σκοπό, καί είναι ικανή νά μετα­
μορφώνει άμορφα πράγματα δίνοντάς τους νέα μορφή ( Έννεάδες,
3.2.5.23).
12. «mathematici»: ο£ άστρολάγοι.
13. «dealbatiores vias»: κ .λ. οί ασπρισμένοι δρόμοι. Ό Labriolle γιά
τήν ερμηνεία αυτής τή ς μεταφοράς παραπέμπει στήν ερμηνεία πού δί­
νει ό ’Έ ρασμος: οί ρωμαϊκοί δρόμοι ήσαν λιθόστρωτοι, καί ατούς πιό
πολυσύχναστους άσβέστωναν τούς αρμούς συχνά. Μεταφορικά λοιπόν
οί δρόμοι αυτοί σήμαιναν τόν πλοΰτο καί τήν επιτυχία.

36°
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

14. Ψ α λμ ο ί, 3 7 ,9 -11.
15. Σ τ ό σημείο αυτό ορίζεται ή ανθρώπινη κα τάσταση. Ό προ­
ορισμός τού ανθρώπου είναι ν ’ ανυψωθεί, ώ στε νά μοιάσει με τόν
Θεό: μέ τη ν έννοια αυτή πρέπει νά ύπερβεΐ τό ανθρώπινο, όμως μόνο
χάρη σ τη βοήθεια τοϋ Θεοΰ. Ό άνθρωπος πρέπει νά αναγνωρίσει τήν
κατάστασή του γιά νά φτάσει στόν α πώ τα το προορισμό του
κα ί στήν ολοκλήρωση τοΰ έαυτοΰ του. Β λ . Solignac, L es Confes-
sions, ο.π., τό μ . 13, σ. 682.
16. Ίώ β , 15,26.
17. Ψ α λμ ο ί, 88 ,11.
18. Ψ α λμ ο ί, 84,6.
19. Ψ α λμ ο ί, 60,9.
20. Α Π έ τρ ., 5,5.
2 1. Ί ω ., 1,14.
22. Πρόκειται προφανώς γιά έναν ειδωλολάτρη νεοπλατωνικό,
ίσως τόν Μάνλιο Θεόδωρο, ισχυρή προσωπικότητα τοϋ Μιλάνου καί
προστάτη τοΰ Αυγουστίνου πρίν από τη μεταστροφή του.
23. Ίω ., 1,1-1 2 .
24. Ί ω ., 1,13 -14 .
25. Φιλ., 2 ,6 -11. "Ο λη ή παράγραφος πού ακολουθεί στηρίζεται
στό ίδιο χωρίο.
26. Ί ω ., 1,16.
27. Ρ ω μ ., 5,6.
28. Ρ ω μ ., 8,32.
29. Μ α τθ ., 11,25-29.
30. Ψ α λμ ο ί, 24,9.
3 1. Ψ α λμ ο ί, 24,18.
32. Μα-τθ., 11,29.
33. Ρ ω μ ., 1,21-23.
34. Γ εν ., 25,33.
35. Π ράξεις, 7,39.
36. Τά βιβλία των πλατωνικών διανθίζονταν από πολυθεϊστικά
στοιχεία.
37. Ρ ω μ ., 9,13.
38. Π ράξεις, 17,28.
39. Ό Π λω τίνος είχε διδάξει στή Ρ ώ μ η κα ί ό Πορφύριος έζησε
ΑΓΙΟΪ ΑΓΓΟΓΣΤΙΝΟΪ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

στή Σ ικελία , όμως γιά τόν Αυγουστίνο ή ’Αθήνα ήταν ή συμβολική


πατρίδα τ ή ς ελληνικής φιλοσοφίας. Β λ . Civitas D ei, 18.9.
40. Ρωμ., 1,25.
4 1. Ψαλμοί, 29 ,11.
42. Σ τ ό φώς αύτό αναγνωρίζουμε τό φώς τοΰ Π λω τίνου. Β λ.
Έννεάδες, 5.3.9-12.
43. Π λω τίνος, Έννεάδες, 1.6.7.2. Γ ιά τόν Π λω τίνο τό καλό είναι
ωραίο καί αυτός πού τό γνωρίζει οδηγείται άπό αισθήματα αγάπης·
βλ. επίσης 6.9.9.46.
44. Π λω τίνος, Έννεάδες, 1.6.7.12-19.
45. «in regione dissimilitudinis»: πρόκειται γιά τόν «τόπο άνο-
μοιότητος» τοΰ Π λω τίνου ( Έννεάδες, 1.8 .13 .15 ), πού προέρχεται
άπό τήν Πολιτεία τοϋ Π λάτω να (273d). Ή φράση αυτή, πού γνώρι­
σε ιδιαίτερη επιτυχία μέχρι τόν 12ο αιώνα, άναφέρεται στήν προσπά­
θεια τοΰ ανθρώπου νά συλλάβει τό Θείο, καί έν συνεχείς τή συνειδη-
τοποίηση τή ς τεράστιας άνομοιότητας ανάμεσα στό δημιούργημα
καί στό δημιουργό.
46. Ψαλμοί, 38,12.
47. Έξοδ., 3,14.
48. Ρωμ., 1,20.
49. Ψαλμοί, 72,28.
50. Σοφία Σολ, 7,27.
5 1. Ψαλμοί, 15,2.
52. Γ εν., 1,31.
53. Ψαλμοί, 148,7-12.
54. Ψαλμοί 148,1-5.
55. Ψαλμοί, 37,4 καί 8.
56. Ψαλμοί, 118,37.
57. Σειράχ, 10,9.
58. Σοφία Σολ., 9,15.
59. Ρωμ., 1,20.
61. Ό Courcelle υποστηρίζει ότι σ ’ αυτήν καί στίς προηγούμενες
παραγράφους, άπό τήν παρ. 16 κ.έ., ό Αυγουστίνος άναφέρεται σέ μιά
άποτυχημένη άπόπειρα μυστικής εμπειρίας, τή ς «ένώσεως», όπως
τήν είχαν δοκιμάσει ό Π λω τίνος καί ό Πορφύριος. "Ο μ ω ς ή εικόνα
τή ς δυνατής άστραπής πού τυφλώνει, καί τή ς reverberatio ή reper-

362
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

cussio, καί γενικότερα τό λεξιλόγιο αυτών τώ ν παραγράφων βρίσκο­


νται δχι στόν Π λω τίνο α λλά στά έργα τοϋ Φ ίλωνος ’Αλεξάνδρειάς,
βλ. Ε ισ α γω γή, σελ. 61-63.
62. Α Τιμ., 2,5.
63. Ρωμ., 9,5.
64. 7 ω „ 14,6.
65. Ίω., 1,14.
66. Γ εν., 3,21.
67. Α Κορ., 1 1 ,1 9 .
68. Ρωμ., 1, 20 .
69. Ψαλμοί, 2 ,11.
70. Α Κορ., 4,7.
7 1. Ρωμ., 7,22-23.
72. Ψαλμοί, 31,4.
73. Ίω., 8,44.
74. Παροιμ., 8,22.
75. Κ ολ, 2,14.
76. Ψιχλμοί, 50,19.
77. Άποχ., 21,2.
78. Β Κορ., 5,5.
79. Ψαλμοί, 61,2-3.
80. Ματθ., 11,28.
81. Ματθ., 11,25.
82. Α Κορ., 15,9.
83. Ά 6 α χ ., 3,2.

363
0 ί «ΕΞ Ο Μ Ο Λ Ο ΓΗ ΣΕΙΣ», 'έργο κλασικό πού γνώ ρισε
τερ ά σ τια Α πήχηση στον δυτικό κόσμο, είναι ή ιστορία
τής νεότητας του Αυγουστίνου καί τής μετα στρο φ ής του.
Me τό 'έργο αυτό ό Α υγουστίνος θεωρείται ότι εγκ α ινιά ­
ζει τη ν παράδοση του εξομολογητικοΰ λόγου, πού ε π ι­
χειρεί νά διερευνήσει αυτό πού ό ίδιος ονόμασε « ά β υ σ ­
σο τής ανθρώ πινης συνείδησης».
Ό Αυγουστίνος τω ν « ’Κξομολογήσεων» δεν είναι ό Ιδιος
γιά όλους τούς μ ελετη τές τον. Α π ό τις παλα ιότερες β ι­
ογραφίες του μέχρι τίς νεότερες μ ελέτες υπάρχει τερ ά ­
στια α πόσταση. Καθένας προτείνει τή δική του εκδοχή.
Τό μόνο βέβαιο είναι τό ίδιο τό έργο, τό όποιο μόνο
π ρ ό σ φ α τα Α ντιμ ετω π ίσ τη κ ε ώς λ ο γο τέχνη μ α στό σ ύ ­
νολό του. ΥΙαλαιότερα τό ενδιαφέρον συγκέντρω ναν μόνο
τό π ρ ώ τα εννέα βιβλία, αλλά οχι καί τά τελευτα ία τ έ σ ­
σερα. μία φ ιλοσοφική κ α ί θεολογική π ρ α γμ α τεία πού
ά π ο τελεϊ Αδιάσπαστο μέρος τή ς δομής τοΰ έργου.
Οί « Ε ξ ο μ ο λ ο γή σ ε ις » ανήκουν σέ έκεΐνα τά έργα πού
συνενώνουν διαφορετικά ε'ίδη κ α ί παραδόσεις γιά νά
δημιουργήσουν τή δική τους παράδοση. Μετα^ιί άλλω ν
Αναγνωρίζουμε τό αγαπημένο θέμα τω ν φιλοσόφων, τήν
Αναζήτηση τής Αλήθειας μέ τή μορφή τή ς φιλοσοφικής
περιπλά νηση ς καί τή ς φιλοσοφικής προσευχής, καθώς
καί τίς ιστορίες τής μετα στρ ο φ ής. .Α πό τά διαφορετικά
αυτά είδη γεννήθηκε ένας εκπληκτικός συνδυασμός αυτο-
β ιογρα φ ικής Αφήγησης, λυρικού πεζοτράγουδου, μυθι­
στορήματος ένηλικίωσης καί φιλοσοφικής πρα γμα τεία ς,
σέ μιά γλώ σ σα στύ]ν όποια ή φωνή τω ν νεοπλατω νικώ ν
φιλοσόφω ν ενώ νεται μέ αυτήν τώ ν φαλμώ ν.
Φ.Α.
ISBN 978-960-600-309-7
Βοηθ. κωδ. μηχ/σης 02309

ΕΚΛΟΓΕΙΕ
ΠΑΤΑΚΗ
www.pataki5.gr
1Mil II
9 7896061003097

You might also like