You are on page 1of 510

ΙΙΙΥΙΝ ϋ .

ΥΑίΟΜ

ΤΟ Π ΡΟ ΒΛΗ Μ Α
Σ Π ΙΝ Ο Ζ Α

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΝ ΔΡΙΤΣΑΝ ΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ
Ό IRVIN D. YALO M ( 19 3 1-) είναι ομότιμος

καθηγητής ψυχιατρικής στήν Ια τρ ική Σχολή

τοϋ Πανεττ. Στάνφορντ των ΗΠΑ. Μαθητής και

συνεργάτης τοϋ Rollo May, θεωρείται ένας

από τούς σημαντικότερους, εν ζωή, εκπροσώ ­

πους της υπαρξιακής σχολής στήν ψυχιατρική

και είναι συγγραφέας τοϋ εγκυρότερου καί

πληρέστερου εγχειριδίου Υ π α ρ ξια κή ς ψυχο­

θεραπείας. Στον επιστημονικό χώρο είναι ιδι­

αίτερα γνωστό τό κλινικό καί ερευνητικό έργο

του στήν ομαδική ψυχοθεραπεία.

Τό πρώτο του βιβλίο, πού τό 2006 κυκλοφό­

ρησε ή νέα αναθεωρημένη καί επαυξημένη του

έκδοση, Θεωρία καί πράξη τής ομαδικής ψυ­

χοθεραπείας ("Α γρ α, 2 0 0 6 ), έχει μεταφραστεί

σε 14 γλώσσες καί αποτελεί βασικό διδακτικό

εγχειρίδιο σε πολλές σχολές ψυχιατρικής καί

ψυχοθεραπείας. Ό Γιάλομ έχει γράψει πολλά

άκόμη επιστημονικά βιβλία καί άρθρα.

Τό λογοτεχνικό του έργο αρχίζει όψιμα καί

περιλαμβάνει δύο συλλογές διηγημάτων ( Ό

δήμιος τοϋ έρωτα καί Ή μάνα και τό νόημα τής

ζωής) καί τρία μυθιστορήματα ( "Οταν εκλαψε ό

Νίτσε, Στο νπβάνι καί Ή θεραπεία τοϋ Σοπενά-

ο υ ερ), πού έχουν γίνει μπέστ-σέλλερ σέ πολλές


Του ίδιου στις Εκδόσεις Ά γρα

ΜΥ Θ Ι Σ Τ ΟΡ ΗΜΑ Τ Α ΚΑΙ Δ Ι Η Γ Η Μ Α Τ Α
ΟΤΑΝ ΕΚΛΑΨΕ Ο ΝΙΤΣΕ - 200ΐ
ΣΤΟ ΝΤΙΒΑΝΙ - 2002
Ο ΔΗΜΙΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ - 2004
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ - 2005
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ - 2007

ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ Δ ΟΚ Ι ΜΙ Α
ΘΡΗ ΣΚΕΙΑ ΚΑΙ Ψ ΥΧΙΑΤΡΙΚΗ - 2003
ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ Ψ ΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ
ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΣΕ ΜΙΑ ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΤΟΥΣ - 2004

ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ


ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΠΙΣΩ ΤΟΝ ΤΡΟΜΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ - 2008
"Ολα σε μεταφράσεις Ευαγγελίας Άνδριτσάνου - Γιάννη Ζερβά
ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΜΑΔΙΚΗΣ Ψ ΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ - 2006
Μετάφραση Δέσποινας Καχατσάχη - Ευαγγελίας Άνδριτσάνου
Επιστημονική επιμέλεια Γιάννη Ζέρβα
ΘΑ ΦΩΝΑΞΩ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΩΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΚΤΗΣΗΣ - 2008
( μέ τον Robert L. Berger )
Μετάφραση Ευαγγελίας Άνδριτσάνου
ΕΝΔΟΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΗ ΟΜΑΔΙΚΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ - 2009
Μετάφραση Ευαγγελίας Άνδριτσάνου -Δέσποινας Καχατσάχη
'Επιστημονική επιμέλεια Γιάννη Ζέρβα
ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ
ΜΙΑ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΕΙΠΩΜΕΝΗ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ - 2010
( μέ τή ν Ginny Elkin )
Μετάφραση Ευαγγελίας Άνδριτσάνου

Ετοιμάζονται :
ΥΠ ΑΡΞΙΑΚΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Rlthellen J osselson
Ο ΙΡΒΙΝ ΓΙΑΛΟΜ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
THE YALO Μ READER
ΣΧΟΛΙΑΣΜΕΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ
TOT ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΤ
ί
’Α ναζητήστε τΙς ’Εκδόσεις Α γρα
στήν ιστοσελίδα μας
w w w .agra.gr

’Εάν έπιθυμεΐτε να λαμβάνετε τον Τιμοκατάλογό μας


καί να ένημερώνεστε για τις νέες έκδόσεις καί
τις έκδηλώσεις μας, μπορείτε να μάς άποστείλετε
ονομα καί διεύθυνση.

Ή μεταφράστρια καί οί ’Εκδόσεις Α γρα εύχαριστούν


τον Σάββα Μιχαήλ για τήν πολύτιμη βοήθειά του
στή μετάφραση καί μεταγραφή έβραϊκών καί φιλοσοφικών όρων.
Επίσης εύχαριστούν τις ’Εκδόσεις ’Εκκρεμές
για τήν παραχώρηση της άδειας χρήσης άποσπασμάτων άπό
τήν έκδοση της *Ηθικής τού Σπινόζα, μετάφραση Εύάγγελου
Βανταράκη, ’Εκκρεμές, 2009, στις σελ 92-93 τού παρόντος τόμου.

ISBN 9 7 8 - 9 6 0 - 5 0 5 - 0 0 1 - 6

Τίτλος πρωτοτύπου: THE SPINOZA PROBLEM

© 2012 by Irvin D. Yalom


Translation rights arranged by Sandra Dijkstra Literary Agency
All Rights Reserved
A' άμερικανική έκδοση: Basic Books, Μάρτιος 2012

και γιά τήν ελληνική έκδοση


© 2 0 1 1 , Ε ΚΔΟΣΕΙΣ Α Γ Ρ Α Α.Ε.
Ζωοδόχου Πηγής 99, 114 73 ’Αθήνα
Τηλ. 2 1 0 . 7 0 1 1 . 4 6 1 - FAX 2 1 0 . 7 0 1 8 . 6 4 9
http : // www.agra.gr, e-m ail: info@agra.gr
Σ τη Μ αίριλνν
Π Ε Ρ I Ε X 0 Μ Ε Ν Α

Πρόλογος 11

1. Άμστερνταμ - Απρίλιος 1656 19


2. Ρεβάλ, Εσθονία - 3 Μαΐου 1910 25
3. Άμστερνταμ -16 5 6 37
4. Εσθονία - 10 Μαΐου 1910 50
5. Άμστερνταμ -16 5 6 6ο

6. ’Εσθονία -19 10 68

7. Άμστερνταμ -16 56 79
8. Ρεβάλ, Εσθονία -1917-1918 9ΐ
9. Άμστερνταμ -16 5 6 ιοο
10. Ρεβάλ, Εσθονία - Νοέμβριος 1918 ιι4
11. Άμστερνταμ -16 5 6 1 26

12. Εσθονία -19 18 141

13. Άμστερνταμ -16 5 6 153


14. Μόναχο -1918-1919 ι68
15. Άμστερνταμ - Ιούλιος 1656 175
16. Μόναχο -19 19 195
17. Άμστερνταμ -16 5 6 204
18. Μόναχο -19 19 217
19. Άμστερνταμ - 27 Ιουλίου 1656 231
20. Μόναχο - Μάρτιος 1922 237
21. Άμστερνταμ - 27 Ιουλίου 1656 254
22. Βερολίνο -19 2 2 265

9
ΙΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

23. Άμστερνταμ - 27 Ιουλίου 1656 282

24. Βερολίνο -19 2 2 298

25. Άμστερνταμ -16 5 8 3 ΐ°


26. Βερολίνο - 26 Μαρτίου 1923 332
27. Ρέινσμπερχ -16 6 2 348
28. Στό γραφείο του Φρήντριχ,
Όλιβερπλατς 3, Βερολίνο - 1925 359
29. Ρέινσμπερχ καί Άμστερνταμ - 1662 378
30. Βερολίνο -19 3 6 399
31. Φόουρμπερχ - Δεκέμβριος 1666 43°
32. Βερολίνο, Κάτω Χώρες - 1939-1945 448
33. Φόουρμπερχ - Δεκέμβριος 1666 466

5Επίλογος 483
Πραγματικότητα η μυθοπλασία; Δ ιενκρινίσεις 5°1

Ευχαριστίες 5°6
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΣΠΙΝΟΖΑ μού προκαλοϋσε άπό παλιά το ενδιαφέρον. Έδώ


και πολλά χρόνια είχα την επιθυμία νά γράφω γι'1αυτόν τον
γενναίο στοχαστή του Που αιώνα που έζησε τόσο μόνος -χ ω ­
ρίς οικογένεια, χωρίς κοινότητα- καί τά βιβλία του άλλαξαν σ τ’ ά-
λήθεια τον κόσμο. 'Ο Σ πινόζα προέβλεψε το διαχω ρισμό κράτους
καί Ε κκλησίας, το φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος, τη γέννηση
τής φυσικής επιστήμης καί έστρω σε το δρόμο γιά το Δ ιαφωτι­
σμό. Το γεγονός δτι σε ηλικία είκοσιτριώ ν ετών άφορίστηκε άπό
τούς Ε βραίους καί ότι στο υπόλοιπο τής ζωής του τά γραπτά του
ήταν απαγορευμένα άπό τούς χριστιανούς πάντοτε με συνάρπαζε,
ίσως έξαιτίας των δικών μου εικονοκλαστικών τάσεων. Κ ι αυτή
ή παράξενη αίσθηση συγγένειας με τον Σ πινόζα ένισχύθηκε όταν
έμαθα δτι καί 6 Αϊνστάιν, ένας άπό τούς πρώτους μου ήρωες, ήταν
οπαδός του. "Οταν ό Α ϊνστάιν μιλούσε γιά Θεό, μιλούσε γιά τον
Θεό τού Σ πινόζα - έναν Θεό πού ισοδυναμει απόλυτα με τή φύση,
έναν Θεό πού περικλείει κάθε ούσία κι έναν Θεό « πού δεν παίζει
ζάρια με το Σ ύμπ αν» - εννοώντας πώς οτιδήποτε συμβαίνει,
χωρίς καμία εξαίρεση, άκολουθει τήν τάξη καί τούς νόμους τής
φύσης.
Π ιστεύω επίσης δτι ό Σ πινόζα, δπως ό Νίτσε καί ό Σοπενά-
ουερ, στών οποίων τή ζωή καί τή φιλοσοφία βάσισα δύο προηγού­
μενα μυθιστορήματα μου, έγραφε πολλά πράγματα μεγάλης ση ­
μ ασίας γιά τον τομέα τής ψυχιατρικής καί τής ψυχοθεραπείας
-γ ιά παράδειγμα δτι οι ιδέες, οι σκέφεις καί τά συναισθήματα
προκαλούνται άπό προηγούμενες εμπειρίες, δτι τά πάθη είναι δυ­
νατό νά μελετηθούν με άπάθεια, δτι ή κατανόηση οδηγεί στήν
12 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

υπέρβαση- και ήθελα να τιμήσω αυτή τή συνεισφορά του με ένα


μυθιστόρημα ιδεών.
Πώς νά γράφω όμως γιά έναν άνθρωπο πού έζησε μ ία ζωή τό­
σο στοχαστική, σημαδεμένη άπό τόσο λίγα άξιοσημείω τα εξωτε­
ρικά γεγονότα; Η ιδιω τική του ζωή ήταν εξαιρετικά κλειστή,
δσο γιά τήν προσω πικότητά του, τήν κράτησε αόρατη μέσα στα
γραπτά του. Δεν είχα στή διάθεσή μου κανένα άπό τα υλικά πού
συνήθως προσφέρονται γιά άφήγηση - ούτε οικογενειακά δράμα­
τα ούτε αισθηματικές περιπέτειες, ζήλιες, περίεργα ανέκδοτα,
έχθρες, ρήξεις ή επανασυνδέσεις. Η άλληλογραφία του ήταν μ ε­
γάλη άλλά μετά το θάνατό του οί σύντροφοί του άκολούθησαν τις
οδηγίες του και άφαίρεσαν σχεδόν όλα τά προσω πικά σχόλια άπό
τις επιστολές του. 'Όχι, δεν υπήρχε πολύ εξω τερικό δράμα στή
ζωή του: Ο ί περισσότεροι μελετητές θεωρούν τον Σ πινόζα
άνθρωπο πράο και γλυκό - μερικοί συγκρίνουν τή ζωή του μέ τή
ζωή τών χριστιανών άγιων, ορισμένοι μ άλιστα άκόμα καί μέ τον
Χριστό.
*Ετσι άποφάσισα νά γράφω ένα μυθιστόρημα γιά τήν ψυχική
του ζωή. Έδώ θά μπορούσε νά μέ βοηθήσει ή επαγγελματική μου
γνώση νά άφηγηθώ τήν ιστορία του. Άλλωστε ήταν κι αυτός ένα
άνθρώπινο πλάσμα, επομένως θά πρέπει νά πάλεφε μέ τις ίδιες
βασικές άνθρώπινες συγκρούσεις πού ταλαιπωρούν κι εμένα καί
τούς πολλούς άσθενεϊς μέ τούς οποίους έχω δουλέφει δλες αυτές
τις δεκαετίες. Θά πρέπει νά άντέδρασε μέ έντονα συναισθήματα
στο γεγονός τού άφορισμού του, στά είκοσιτρία του χρόνια, άπό
τήν εβραϊκή κοινότητα τού Ά μστερνταμ - απόφαση μή άναστρέ-
φιμη, πού πρόσταζε κάθε Έβραϊο, άκόμα καί τή ν ίδια του τήν
οικογένεια, νά άποφύγει γιά πάντα κάθε επαφή μ α ζί του. Κανείς
Εβραίος δέν θά τού άπηύθυνε ποτέ π ιά το λόγο, δέν θά συναλλασ­
σόταν μ α ζί του, δέν θά διάβαζε κείμενα δικά του ούτε θά τον πλη­
σίαζε λιγότερο άπό πέντε μέτρα. Ε ννοείται επίσης δτι κανένας
άνθρωπος δέν ζεϊ χωρίς μ ία εσω τερική ζωή γεμάτη φαντασιώ ­
σεις, όνειρα, πάθη καί λαχτάρα γιά άγάπη. Περίπου το ένα τέταρ­
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 13

το τού κυριότερου έργου του Σπινόζα, τής Ηθικής, είναι αφιερω­


μένο στην «υπέρβαση των δεσμών του πάθους». Ώς ψυχίατρος
ένιωθα βέβαιος δτι ό Σ πινόζα δεν θά μπορούσε να έχει γράψει
αυτή την ενότητα, αν δεν είχε βιώ σει μ ια συνειδητή πάλη με τα
ίδια του τα πάθη.
Για πολλά χρόνια όμως είχα κολλήσει, μήν μπορώντας νά βρω
τήν ιστορία πού α π αιτεί ένα μυθιστόρημα - ώσπου ένα ταξίδι στήν
Όλλανδία πριν άπό πέντε χρόνια άλλαξε τα πάντα. Βρισκόμουν
έκ εϊγ ιά νά δώσω μ ία διάλεξη καί, ώς μέρος τής αμοιβής μου, ζή­
τησα νά περάσω μ ία μέρα άφιερωμένη στον Σπινόζα. 'Ο πρόεδρος
τής *Ολλανδικής Ε ταιρείας γιά τον Σ πινόζα και σπουδαίος φιλό­
σοφος-μελετητής του Σ πινόζα συμφώνησε νά περάσει μ ία ολό­
κληρη μέρα μ α ζί μου συνοδεύοντάς με σε δλα τά σημαντικά μέρη
πού σχετίζονταν μ α ζί του - τά μέρη δπου κατοίκησε, τον τάφο του
καί, το κυριότερο άξιοθέατο, το Μουσείο Σ πινόζα στο Ρ έινσ-
μπερχ. Έκεϊ είχα μ ία επιφοίτηση.
"Εφτασα στο Μουσείο Σ πινόζα, πού άπέχει περίπου σαραντα-
πέντε λεπτά με το αυτοκίνητο άπό το Ά μστερνταμ, με έντονη
προσμονή, άναζητώντας - τ ί άραγε; "Ισως μ ία συνάντηση με το
πνεύμα τού Σ π ινόζα ."Ισως μ ία ιστορία. Μ παίνοντας δμως μέσα
απογοητεύτηκα άμέσως. ΕίΙχα έντονες άμφιβολίες κατά πόσο
αυτό το μικρό φτωχό μουσείο μπορούσε νά με φέρει πιο κοντά
στον Σπινόζα. Τά μόνα κάπω ς προσω πικά άντικείμενα ήταν οί
151 τόμοι τής προσω πικής βιβλιοθήκης τού Σπινόζα, στράφηκα
λοιπόν άμέσως σ ’ αυτά. Οί ξεναγοί μου μοϋ έπέτρεψαν νά τά εξε­
τάσω ελεύθερα κι έτσι άνοιξα το ένα μετά το άλλο δλα εκείνα τά
βιβλία τού Που αιώνα και τά μύρισα ενθουσιασμένος πού άγγιζα
άντικείμενα πού τά είχαν κάποτε άγγίξει τά χέρια τού Σπινόζα.
Αλλά σε λίγο τήν ονειροπόλησή μου διέκοψε ό ξεναγός μ ο υ :
«Ε ννοείται, δρ Γιάλομ, δτι τά υπάρχοντά του -τ ο κρεβάτι, τά
ρούχα, τά παπούτσια, οί πένες και τά βιβλία του- δημοπρατήθη-
καν μετά το θάνατό του γιά νά πληρωθούν τά έξοδα τής κηδείας.
Τά βιβλία πουλήθηκαν και διασκορπίστηκαν στά τέσσερα σημεία
*4 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΓΙΙΝΟΖΑ

τον ορίζοντα άλλα ευτυχώς 6 συμβολαιογράφος είχε συντάξει έναν


πλήρη κατάλογό τους πριν άπό τή δημοπρασία κι έτσι υστέρα άπό
διακόσια καί παραπάνω χρόνια ένας φιλάνθρωπος Ε βραίος συγ­
κέντρωσε καί πάλι τους περισσότερους άπό τους τίτλους, εντοπί­
ζοντας τις ίδιες εκδόσεις με την ίδια χρονολογία καί τον τόπο
έκδοσης. Την ονομάζουμε λοιπόν βιβλιοθήκη του Σ πινόζα άλλά
στην π ραγματικότητα είναι μ ία άνακατασκευή. Τά δάχτυλά του
δεν άγγιξαν ποτέ αυτά τά βιβλία».
Απομακρύνθηκα άπό τή βιβλιοθήκη καί κοίταξα άρκετή ώρα
το ποτρέτο του Σ πινόζα που κρεμόταν στον τοίχο. *Ένιωθα τον
εαυτό μου νά λειώνει μέσα σ '’ αυτά τά τεράστια, θλιμμένα, όβάλ
μ άτια με τά βαριά βλέφαρα, ήταν σχεδόν μ ία μ υστικιστική εμπει­
ρία - κάτι σπάνιο γιά μένα. Τότε όμως ό ξεναγός μου είπ ε : « Δεν
ξέρω αν το γνωρίζετε άλλά δεν υπάρχει πραγμ ατική ομοιότητα
με τον Σπινόζα. Π ρόκειται άπλώς γιά μ ία εικόνα την οποία πα-
ρήγαγε ή φαντασία του καλλιτέχνη άντλώντας άπό μερικές άρά-
δες μίας γραπτής περιγραφής. Άν είχαν γίνει κάποια σκίτσα του
Σ πινόζα δσο ήταν ζωντανός, δεν έχουν σω θεί».
"Ισως νά γράφω τελικά μ ία ιστορία γιά έναν άνθρωπο που ή
παρουσία του ήταν εντελώς φευγαλέα, σκέφτηκα.
Καθώς εξέταζα τά εργαλεία κοπής φακών στο δεύτερο δω μά­
τιο -π ο υ καί πάλι δεν ήταν τά π ρα γμ α τικά του σύνεργα, όπως
έγραφε ή ταμπελίτσα του μουσείου, άλλά ένας πανόμοιος εξοπλι­
σμός-, άκουσα έναν άπό τούς ξεναγούς μου στο άλλο δωμάτιο νά
άναφέρει τούς Ναζί.
Ξ αναγύρισα έκει. «Π ώ ς; Οι Ναζί έφτασαν ως εδώ ; 27’ αυτό
το μ ουσείο;»
«Ν αι, άρκετές εβδομάδες μετά τήν έπιχείρηση-άστραπή με
την οποία κατέλαβαν τήν *Ολλανδία, έφτασαν εδώ οι στρατιώτες
τού ERR με τις μεγάλες λιμουζίνες τους κι έκλεψαν τά πάντα -τ ά
βιβλία, μ ία προτομή κι ένα πορτρέτο του Σ πινόζα-, τά πάντα. Τά
άπομάκρυναν ολα κι έπειτα σφράγισαν καί άπαλλοτρίωσαν τό
μουσείο».
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 15

«ERR ; Τί σημαίνουν αυτά τα άρχιχά; »


«Einsatzstab R eichsleiter R osenberg. Ειδικό απόσπασμα του
Ρ άιχσλάιτερ Ρόζενμπεργκ - πρόκειται γιά τον Άλφρεντ Ρόζεν-
μπεργκ, τον βασικό άντισημίτη ίδεολόγο του ναζισμού. ΤΗταν δ
υπεύθυνος για τα λάφυρα πού συγκέντρωσε το Τρίτο Ράιχ. Με τις
δικές του εντολές το ERR λεηλάτησε ολόκληρη την Ευρώπη -
αρχικά μόνο αντικείμενα πού ανήκαν σε Ε βραίους άλλα σε κατο­
πινές φάσεις του πολέμου οτιδήποτε είχε κάποια άξια ».
«Ε πομένω ς τά βιβλία αυτά άφαιρέθηκαν δύο φορές από τον
Σπινόζα ; » ρώτησα. « Χ ρειάστηκε δηλαδή νά ξαναγοραστούν καί
ή βιβλιοθήκη νά άνασυντεθεϊ καί δεύτερη φορά ; »
«"Οχι - σάν από θαύμα τά βιβλία σώθηκαν καί έπιστράφηκαν
έδώ μετά τον πόλεμο. Λείπουν μόνο δύο-τρία άντίτυπα».
«Κ α ταπ λη κτικ ό ! » Νά μ ία ιστορία έδώ, σκέφτηκα. « Γ ιατί
όμως ό Ρ όζενμπεργκ ν* άσχοληθεϊ μ' αυτά τά β ιβ λ ία ; Το ξέρω
πώς έχουν άρκετά μεγάλη άξια -άφ οϋ προέρχονται άπό τον 17ο
αιώνα ή καί παλιότερα- άλλά γ ια τί δεν εισέβαλαν λόγου χάρη στο
Ρέικσμουζέουμ ν' αρπάξουν έναν Ρέμπραντ πού θά άξιζε πενήντα
φορές όσο αυτή ή συλλογή ; »
«"Οχι, δεν ήταν αυτός ό σκοπός τους. Δεν είχε νά κάνει μέ τά
χρήματα. Το ERR είχε ένα μυστήριο ένδιαφέρον γιά τον Σπινόζα.
Σ τήν έπίσημη άναφορά του ό άξιω ματικός τού Ρόζενμπεργκ, ό
ναζιστής πού έκανε μέ τά ίδια του τά χέρια τήν άρπαγή τής β ι­
βλιοθήκης, πρόσθεσε μ ία φράση πού σημαίνει π ολλά: “ Περιέ­
χουν πολύτιμα πρώ ιμα έργα μεγάλης σπουδαιότητας γιά τή διε-
ρεύνηση τού προβλήματος Σ π ιν ό ζ α Μ π ο ρ ε ίτ ε , αν θέλετε, νά
δείτε τήν άναφορά στο Διαδίκτυο - βρίσκεται άνάμεσα στά έπί-
σημα έγγραφα τής δίκης τής Νυρεμβέργης».
*Ημουν κατάπληκτος. « “ Γιά τή διερεύνηση τού προβλήματος
Σ π ιν ό ζ α Δ ε ν καταλαβαίνω . Τί έννοοϋσε; Ποιό θεωρούσαν οι
Ναζί “ πρόβλημα Σπινόζα ” ; »
Σάν ντουέτο μίμω ν, οι δύο ξεναγοί μου άνασήκωσαν τούς
ώμους τους κι έδειξαν τις άδειες παλάμες τους.
ιό ΤΟ IΙΡΟΒΑΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

Έπέμεινα. «Λ έτε δτι έξαιτίας αυτού τον “ προβλήματος Σ π ι-


νόζα ” , προστάτεψαν τα βιβλία αντί να τα κάψουν, όπως έκαψαν
τόσο μεγάλο μέρος τής Ε υρώ πης;»
Μου έγνεψαν καταφατικά.
« Κ αί που τα είχαν τα βιβλία στη διάρκεια του πολέμου;»
« Κανείς δεν γνωρίζει. Γιά πέντε χρόνια τα βιβλία είχαν εξα­
φανιστεί καί εμφανίστηκαν ξανά το 1946 σ’ ένα γερμανικό ορυχείο
άλατιοϋ».
« ’Ορυχείο άλατιοϋ; Α πίστευτο/» Έ πιασα ένα ά π 'τά βιβλία
-ένα άντίτυπο τής Ίλιάδας τοϋ 16ου αιώ να- καί είπα, χαϊδεύοντάς
τ ο : «Ε πομένω ς αυτή ή π αλιά ιστορία έχει νά πει τη δική της
ιστορία».
Οι ξεναγοί μου με πήγαν νά δώ καί το υπόλοιπο σπίτι. Είχα
έρθει σε καλή στιγ μ ή - ελάχιστοι επισκέπτες είχαν δει το άλλο
μ ισό τοϋ κτιρίου, γ ια τί κατοικοϋνταν εδώ καί αιώνες άπό μ ία
οικογένεια εργατών. Το τελευταίο μέλος της όμως είχε πεθάνει
πρόσφατα κι έτσι ή Ε ταιρεία Σ πινόζα είχε αγοράσει άμέσως το
οίκημα καί τώρα μόλις ξεκινοϋσε τήν επισκευή του γιά νά το εν­
σω ματώ σει στο μουσείο. Π ερπάτησα άνάμεσα στα μπάζα, περ­
νώντας τή φτω χική κουζίνα καί το σαλόνι κι έπειτα άνέβηκα τή
στενή απότομη σκάλα ώς το μικρό υπνοδωμάτιο που δεν είχε τ ί­
ποτε άξιο λόγου. “Έριξα μ ία γρήγορη μ ατιά τριγύρω κι είχα άρχί-
σει νά κατεβαίνω, όταν τα μ ά τια μου έπεσαν σε μ ία επιφάνεια
εξήντα επί εξήντα πόντους πού διακρινόταν νά εξέχει ελάχιστα
στή γωνία τοϋ ταβανιοϋ.
« Αυτό τ ί είναι;»
'Ο ηλικιωμένος επιστάτης σκαρφάλωσε δύο^τρία σκαλιά, τήν
κοίταξε καί μοϋ είπε πώς ήταν μ ία καταπακτή πού όδηγοϋσε σε
μ ία μικροσκοπική σοφίτα, οπού δυο Εβραίες, μ ία ηλικιωμένη μ η ­
τέρα με τήν κόρη της, κρύβονταν άπό τούς Ναζί δσο κρατούσε ό
πόλεμος. « Τις τάΐζαμε καί τις φροντίζαμε πολύ καλά».
Άπ'έξω κατα ιγιστικά πυρά ! 01 τέσσερις στους πέντε Ε βραί­
ους τής ’Ολλανδίας νά έχουν δολοφονηθεί άπό τούς Ν αζί! Κι δμως
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 17

στο πάνω μέρος του σπ ιτιού τού Σπινόζα, κρυμμένες στη σοφίτα,
δυο Ε βραίες γυναίκες να δέχονται τρυφερή φροντίδα σε δλη τη
διάρκεια τού πολέμου. Κ αι κάτω, το μικροσκοπικό μουσείο Σ π ι-
νόζα να έχει λεηλατηθεί, σφ ραγιστεί και άπαλλοτριω θεΐ από έναν
άξιω ματικδ τού ειδικού αποσπάσματος Ρόζενμπεργκ, δ όποιος
πίστευε δτι η βιβλιοθήκη του θά βοηθούσε τούς Ναζί νά ε π ιλ ύ σ ο υ
το «πρόβλημα Σ πινόζα». Κ αί ποιό ήταν το πρόβλημά τους με τον
Σ πινόζα; ’Α ναρωτήθηκα μήπω ς ειδικά αυτός δ ναζιστής, δ Άλ-
φρεντ Ρόζενμπεργκ, άναζητούσε τον Σ πινόζα με τον δικό του
τρόπο καί για τούς δικούς του λόγους. Είχα μ π ε ι στο μουσείο με
ένα μυστήριο καί τώρα έφευγα με δυο.
Λίγο καιρό αργότερα α^χισα νά γράφω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - Α Π ΡΙΛ ΙΟ Σ 1656

ΑΘΩΣ ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΚΤΙΝΕΣ ΦΩΤΟΣ καθρεφτίζονται στο


Κ . νερό του Ζβάνενμπουργκβαλ, τό Άμστερνταμ κλείνει. Οί
βάφεις μαζεύουν τα πορφυρά καί κρεμεζιά υφάσματα πού στε­
γνώνουν στις πέτρινες όχθες τού καναλιού. Οί έμποροι τυλί­
γουν τις τέντες τους καί κατεβάζουν τα ρολά των υπαίθριων
παραπηγμάτων τους. Μερικοί έργάτες πού έπιστρέφουν με
βαριά βήματα στά σπίτια τους σταματούν γιά ένα μεζεδάκι κι
ένα όλλανδέζικο τζίν στά κιόσκια πού πουλάνε ρέγγες στο κα­
νάλι κι έπειτα συνεχίζουν τό δρόμο τους. Τό Άμστερνταμ κι­
νείται άργά: Ή πόλη πενθεί, συνέρχεται άκόμα από τήν πα­
νούκλα πού μόλις πριν άπό λίγους μήνες σκότωνε έναν στούς
έννιά κατοίκους της.
Λίγα μέτρα μακρύτερα άπ’ τό κανάλι, στον άριθμό 4 τής
Μπρέεστραατ, ό χρεοκοπημένος καί μισομεθυσμένος Ρέ-
μπραντ βάν Ρέιν βάζει τήν τελευταία πινελιά στον πίνακά του
« Ό Ιακώβ εύλογεΐ τούς γιούς τού ’Ιωσήφ », ύπογράφει μέ τό
όνομά του στήν κάτω δεξιά γω νία, πετάει χάμω τήν παλέτα
του καί γυρίζει νά κατεβει τή στενή στριφογυριστή σκάλα. Τό
σπίτι τού Ρέμπραντ, πού τρεις αιώνες άργότερα έμελλε νά γ ί­
νει τό μουσείο καί μνημείο τού ζωγράφου, σήμερα γίνεται
μάρτυρας τής ντροπής του. Είναι γεμάτο άγοραστές πού πε­
ριμένουν τή δημοπράτηση ολόκληρης τής περιουσίας τού ζω ­
γράφου. Παραμερίζοντας μέ μία σπρωξιά τούς περίεργους πού
είναι μαζεμένοι στή σκάλα, ό Ρέμπραντ βγαίνει άπό τήν κύρια
είσοδο, εισπνέει τον άλμυρό άέρα καί προχωρεί τρεκλίζοντας
προς τήν ταβέρνα τής γωνίας.
•9
20 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ Σ.ΝΙΝΟΖΑ

Εβδομήντα χιλιόμετρα νοτιότερα, στο Ντέλφτ, ένας άλλος


καλλιτέχνης ξεκινά τήν ανοδική του πορεία. Ό είκοσιτριάχρο-
νος Γιοχάννες Βερμέερ ρίχνει μία τελευταία ματιά στον και­
νούργιο του πίνακα, « Ή μαστροπός». Τον διατρέχει από τα
δεξιά προς τά αριστερά. Πρώτα τήν πόρνη πού φορά κατακί-
τρινη ζακέτα. Ώραια. 'Ωραία. Τό κίτρινο αστράφτει σάν ήλιό-
λουστη μέρα. Έ πειτα τήν ομάδα των άνδρών πού τήν περιτρι­
γυρίζουν. Εξαιρετικοί - λές κι είναι έτοιμοι νά γλιστρήσουν
ένας ένας έξω άπ’ τό τελάρο καί νά σου πιάσουν τήν κουβέντα.
Σκύβει ν' άντικρύσει τά μικροσκοπικά άλλά διαπεραστικά μά­
τια τού λάγνου νεαρού μέ τό κομψευάμενο καπέλο. Ό Βερμέερ
γνέφει μέ ικανοποίηση στή μινιατούρα τού έαυτού του. Πολύ
εύχαριστημένος, βάζει μία γρήγορη ύπογραφή μέ τό όνομά του
στήν κάτω δεξιά γωνία.
Πίσω στο Άμστερνταμ, στήν Μπρέεστραατ πάλι, άλλά
στον άριθμό 57, δύο τετράγωνα απόσταση άπό τή δημοπρασία
πού έτοιμάζεται στο σπίτι τού Ρέμπραντ, ένας νεαρός έμπορος
( είκοσιτριών χρόνων κι αύτός, γεννημένος λίγες μόλις μέρες
νωρίτερα άπό τον Βερμέερ, τον όποιο θά θαύμαζε χωρίς ποτέ
νά τον συναντήσει) έτοιμάζεται νά κλείσει τό μαγαζί του πού
κάνει είσαγωγές-έξαγωγές. Ή όψη του είναι ύπερβολικά λε­
πτοκαμωμένη καί όμορφη γιά μαγαζάτορα. Τά χαρακτηρι­
στικά τού προσώπου του είναι τέλεια, τό σταρένιο δέρμα του
χωρίς κανένα ψεγάδι, τά μάτια του μεγάλα, σκοτεινά καί στο­
χαστικά.
Ρίχνει μία ματιά τριγύρω: Πολλά ράφια είναι έντελώς άδεια,
τό ίδιο κι οί τσέπες του. Τό τελευταίο φορτίο του πού έρχόταν
άπό τήν Μπαια έπεσε στά χέρια πειρατών, καί τού έχει τελειώ­
σει ό καφές, ή ζάχαρη καί τό κακάο. Γιά τριάντα χρόνια ή
οικογένεια Σπινόζα διηύθυνε μία άνθούσα έπιχείρηση χον­
δρεμπορίου, τώρα πιά όμως στούς άδελφούς Σπινόζα -τόν
Γκάμπριελ καί τόν Μπέντο- δέν είχε άπομείνει παρά ένα μι­
κρό μαγαζάκι λιανικής. Είσπνέοντας τόν σκονισμένο άέρα, ό
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1656 21

Μπέντο Σπινόζα αναγνωρίζει καρτερικά τα δύσοσμα περιτ­


τώματα των ποντικών πού συνοδεύουν τα αρώματα των ξερών
σύκων, της σταφίδας, τού καραμελωμένου τζίντζερ, τών αμύ­
γδαλων, τών στραγαλιών καί τις αναθυμιάσεις τού στυφού
ισπανικού κρασιού. Βγαίνει έξω καί αρχίζει τήν καθημερινή
του μονομαχία μέ το σκουριασμένο λουκέτο της εισόδου. Μία
άγνωστη φωνή πού μιλάει έπιτηδευμένα πορτογαλικά τον
ξαφνιάζει.
« Είσαι ό Μπέντο Σπινόζα;»
Στρέφεται κι έρχεται πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ δύο ξένους,
δύο ταλαιπωρημένους νεαρούς πού δείχνουν νά έχουν κάνει με­
γάλο ταξίδι. Ό ένας είναι ψηλός καί τό μεγάλο χοντρό κεφάλι
του κρέμεται προς τά έμπρός, σάν νά παραείναι βαρύ γιά νά τό
κρατήσει όρθιο. Τά ρούχα του είναι καλής ποιότητας άλλά
βρόμικα καί τσαλακωμένα. Ό άλλος φοράει τριμμένα χωριά­
τικα ρούχα καί στέκεται πίσω άπό τον σύντροφό του. Έ χ ει
μακριά άχτένιστα μαλλιά, σκούρα μάτια, έντονο πιγούνι καί
μακριά μύτη. Στέκεται στητός. Μόνο τά μάτια του κινούνται,
χορεύουν σάν τρομαγμένα βατραχάκια.
Ό Σπινόζα τούς γνέφει έπιφυλακτικά.
« Είμαι ό Γιάκομπ Μεντόζα » λέει ό ψηλότερος άπό τούς
δύο. ((Είναι άνάγκη νά σέ δούμε. Πρέπει νά σού μιλήσουμε.
Άπό δώ ό ξάδελφός μου, Φράνκο Μπενίτεζ - μόλις τον έφερα
άπό τήν Πορτογαλία. Ό ξάδελφός μου», είπε ό Γιάκομπ κι
έσφιξε τον ώμο τού Φράνκο, ((περνάει μία κρίση ».
((Μάλιστα » άπαντάει ό Σπινόζα. ((Λοιπόν;»
((Μία πολύ σοβαρή κρίση ».
((Μάλιστα. Καί γιατί ζητάτε εμένα;»
((Μάς είπαν ότι έσύ είσαι ό άνθρωπος πού μπορεί νά τού
δώσει βοήθεια. Ισ ω ς ό μόνος».
((Τί είδους βοήθεια;»
«Ό Φράνκο έχει χάσει κάθε πίστη. Αμφισβητεί τά πάντα.
'Οποιαδήποτε θρησκευτική τελετουργία. Τήν προσευχή. Άκό-
22 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

μα και τήν παρουσία του Θεού. Νιώθει συνέχεια φόβο. Δέν


κοιμάται. Μιλάει για αύτοκτονία».
((Καί ποιος ήταν έκεΐνος πού σάς παραπλάνησε καί σάς
οδήγησε έδώ ; Έ γώ δέν είμαι παρά ένας έμπορος μ’ ένα μικρό
μαγαζί. Κι όχι πολύ επικερδές, όπως βλέπετε». Ό Σπινόζα
δείχνει τή σκονισμένη βιτρίνα άπ’ τήν οποία φαίνονται τα μι-
σοάδεια ράφια. ((Ό πνευματικός μας ήγέτης είναι ό ραβίνος
Μορτέρα. Σ’ αύτόν πρέπει να πά τε».
((Φτάσαμε χθες καί σήμερα τό πρωί είχαμε σκοπό να κά­
νουμε άκριβώς αύτό. Άλλα ό σπιτονοικοκύρης μας, μακρινός
ξάδελφος, μάς συμβούλεψε να μήν πάμε. “ Ό Φράνκο έχει
άνάγκη κάποιον να τον βοηθήσει, οχι να τον κρίνει” είπε. Μάς
προειδοποίησε ότι ό ραβίνος Μορτέρα είναι πολύ αύστηρός μέ
τούς άμφισβητίες, ότι πιστεύει πώς όλοι οι Εβραίοι της Πορ­
τογαλίας πού άσπάστηκαν τό Χριστιανισμό θά είναι καταρα­
μένοι στούς αιώνες, άκόμα κι αν ύποχρεώθηκαν νά διαλέξουν
ή ν’ άλλαξοπιστήσουν ή νά πεθάνουν. “Τό μόνο πού θά κα­
ταφέρει ό ραβίνος Μορτέρα”, είπε ό σπιτονοικοκύρης μας,
“είναι νά κάνει τον Φράνκο νά νιώσει χειρότερα. Πηγαίνετε νά
βρείτε τον Μπέντο Σπινόζα. Σέ κάτι τέτοια θέματα είναι σο­
φός”».
((Τί λόγια είναι α ύτά ; Έ γώ είμαι ένας άπλός έμπορος ».
((Ό ξάδελφός μας λέει 6τι αν δέν είχες ύποχρεωθει νά μπεις
στήν επιχείρηση έπειδή πέθανε ό μεγαλύτερος άδελφός σου κι
ό πατέρας σου, θά είχες γίνει ό έπόμενος μεγάλος ραβίνος τού
Άμστερνταμ ».
(( Πρέπει νά φύγω. Πρέπει νά πάω σέ μία συνάντηση».
(( Πηγαίνεις στή λειτουργία τού Σαββάτου στή συναγωγή;
Ν αί; Κι έμεις. Θά συνοδεύσω τον Φράνκο γιατί πρέπει νά ξα-
ναβρει τήν πίστη του. Μπορούμε νά περπατήσουμε ώς έκεϊ
μ α ζί;»
((’Όχι, σέ άλλου είδους συνάντηση πηγαίνω ».
((Τί άλλου είδους;» λέει ό Γιάκομπ, άλλά άμέσως τό παίρ­
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1656 23

νει πίσω. «Μ έ συγχωρεΐς. Δέν είναι δική μου δουλειά. Μπο­


ρούμε νά βρεθούμε αύριο; Θά ήθελες να μάς βοηθήσεις μέρα
Σάββατο; Επιτρέπεται, άφού είναι μ ιτσβ ά. Σ’ έχουμε άνάγκη.
Ό ξάδελφός μου κινδυνεύει».
<(Παράξενο ». Ό Σπινόζα κουνάει τό κεφάλι. « Δέν έχω ξα­
νακούσει τέτοια παράκληση. Λυπάμαι, άλλα κάνετε λάθος.
Δέν έχω τίποτα νά τού προσφέρω ».
Ό Φράνκο, πού βσο μιλούσε ό Γιάκομπ κοιτούσε κάτω, ση­
κώνει τώρα τά μάτια καί άρθρώνει τά πρώτα λόγια το υ: « Δέν
ζητώ πολλά, μόνο δύο κουβέντες μαζί σου. Θά τό άρνηθεις
σ’ έναν σύντροφο Ε βραίο; Είναι καθήκον σου άπέναντι σ’ έναν
ταξιδιώτη. Αναγκάστηκα νά έγκαταλείψω τήν Πορτογαλία
δπως τήν έγκατέλειψε κι ό πατέρας σου κι ή οίκογένειά σου,
γιά νά ξεφύγω άπό τήν Ιερά Εξέταση ».
<(Τί μπορώ βμως νά ...»
((Δέν πάει χρόνος πού έκαψαν τον πατέρα μου στήν πυρά.
Καί ποιό ήταν τό έγκλημά το υ; Βρήκαν μερικές σελίδες άπό
τήν Τορά θαμμένες στο χώμα πίσω άπ’ τό σπίτι μας. Τον
άδελφό τού πατέρα μου, τον πατέρα τού Γ ιάκομπ, τον δολο­
φόνησαν λίγο καιρό μετά. Έ χ ω μία άπορία. Άναλογίσου
αύτόν τον κόσμο δπου ένας γιος μυρίζει τή σάρκα τού πατέρα
του πού καίγεται. Πού βρίσκεται ό Θεός πού δημιούργησε έναν
τέτοιο κόσμο; Γιατί επιτρέπει τέτοια πράγματα; Θά μέ κα­
τηγορήσεις πού κάνω τέτοιες ερωτήσεις;» Ό Φράνκο κοιτάζει
τον Σπινόζα βαθιά στά μάτια γιά άρκετή ώρα κι έπειτα συνε­
χίζει : «Δ έν φαντάζομαι ένας άντρας πού τό ονομά του σημαί­
νει “εύλογημένος” -Μπέντο στά πορτογαλικά, Μπαρούχ στά
έβραϊκά- ν’ άρνηθει νά μού μιλήσει;»
Ό Σπινόζα συγκατανεύει μέ έπισημότητα. «Θά μιλήσω
μαζί σου, Φράνκο. Μπορείς αύριο τό μεσημέρι;»
((Στή συναγωγή;» ρωτάει ό Φράνκο.
«Ό χ ι, έδώ. Ελάτε νά μέ βρείτε έδώ στο μαγαζί. Θά είναι
άνοιχτό ».
24 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

<(Τό μαγαζί ανοιχτό;» μπαίνει στή μέση ό Γιάκομπ. « Καί


ή αργία του Σαββάτου;»
<(Ό μικρός μου αδελφός ό Γκάμπριελ έκπροσωπει τήν
οικογένεια Σπινόζα στή συναγωγή».
((Ό μως ή ιερή Τορά», έπιμένει ό Γιάκομπ αγνοώντας τον
Φράνκο πού τον τραβάει απ’ τό μ α νίκι,« δηλώνει τήν έπιθυμία
τού Θεού να μήν εργαζόμαστε τό Σάββατο, λέει βτι οφείλουμε
ν’ άφιερώνουμε αύτή τήν ιερή μέρα σέ προσευχές γ ι’ αύτόν καί
στήν τέλεση μιτσβά ».
Ό Σπινόζα στρέφεται προς τό μέρος του καί τού μιλάει
γλυκά, σαν δάσκαλος σ’ έναν μικρό μαθητή: (( Πές μου, Γ ιά­
κομπ, πιστεύεις ότι ό Θεός είναι παντοδύναμος;»
Ό Γ ιάκομπ γνέφει ναι μέ τό κεφάλι.
((Ό τι ό Θεός είναι τέλειος; Πλήρης καί αύτάρκης;»
Ξανά ό Γ ιάκομπ συμφωνεί.
((Επομένως θά συμφωνήσεις βτι, έξ ορισμού, ένα τέλειο καί
πλήρες όν δέν έχει άνάγκες, δεν έχει άνεπάρκειες, δεν έχει
άπαιτήσεις ούτε επιθυμίες. Έ τσ ι δέν είνα ι;»
Ό Γιάκομπ σκέφτεται, διστάζει, έπειτα κουνάει μ’ έπιφύ-
λαξη τό κεφάλι. Ό Σπινόζα παρατηρεί μιά υποψία χαμόγελου
στά χείλη τού Φράνκο.
«Τ ό τε», συνεχίζει ό Σπινόζα, ((υποστηρίζω βτι ό Θεός δέν
έχει έπιθυμίες ούτε ώς προς τό πώς ούτε κάν ώς προς τό αν θά
τον δοξάσουμε. Έπίτρεψέ μου λοιπόν, Γ ιάκομπ, νά άγαπώ τον
Θεό μέ τον δικό μου τρόπο ».
Τά μάτια τού Φράνκο άνοίγουν διάπλατα. Στρέφεται στον
Γ ιάκομπ σάν γιά νά τού π ε ι: ((Β λέπεις; Β λέπεις; Έ ναν τέτοιο
άντρα γύρευα ».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΤΤΕΡΟ

ΡΕ ΒΑ Λ , ΕΣΘΟΝΙΑ - 3 ΜΑΪΟΤ 1910

"Ωρα: 4 μ.μ. Τόπος: ενα παγκάκι στον κεντρικό διάδρομο


εξω από τό γραφείο τον διευθυντή ’Έπσταϊν
στο Γυμνάσιο PetH-Realschule.

ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ ΚΑΘΕΤΑΙ σέ άναμμένα κάρβουνα ό δεκαε-


Σ ξάχρονος Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ πού δεν είναι βέβαιος
γιατί τον φώναξαν στο γραφείο τού διευθυντή. Ό θώρακάς του
είναι νευρώδης, τα μάτια του γκριζογάλανα, τό τευτονικό του
πρόσωπο έχει σωστές άναλογίες, μία μπούκλα άπό καστανά
μαλλιά κρέμεται άκριβώς στήν έπιθυμητή γωνία πάνω άπ’ το
μέτωπό του. Τά μάτια του δεν τά κυκλώνουν μαύροι κύκλοι -
αύτοί θά έρθουν άργότερα. Κρατάει το πιγούνι ψηλά. ’Ίσως νά
δείχνει άψηφισιά άλλά οί γροθιές του πού πότε σφίγγονται πό­
τε χαλαρώνουν σηματοδοτούν φόβο.
Μοιάζει συνηθισμένος, δέν φαίνεται ιδιαίτερος. Είναι σχε­
δόν άντρας κι 6λη ή ζωή είναι μπροστά του. Σέ οκτώ χρόνια
άπό τώρα θά ταξιδέψει άπό τη Ρεβάλ στο Μόναχο, όπου τον
περιμένει μία πολυγραφότατη καριέρα άντιμπολσεβίκου καί
άντισημίτη δημοσιογράφου. Σέ έννέα χρόνια, σέ μία συνέλευση
τού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος, θ’ άκούσει μία διάλεξη
πού θά τόν ξεσηκώσει άπό μία νέα πολλά ύποσχόμενη ήγετική
φυσιογνωμία, έναν βετεράνο τού Πρώτου Παγκοσμίου πολέ­
μου πού ονομάζεται Άντολφ Χίτλερ, καί λίγο μετά τόν Χίτλερ
θά ένταχθεϊ κι ό ίδιος στο κόμμα. Σέ είκοσι χρόνια θ’ άκουμ-
πήσει κάτω τήν πένα του καί θά χαμογελάσει θριαμβευτικά
ολοκληρώνοντας τήν τελευταία σελίδα τού βιβλίου του, Ό μ ν-
25
26 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

θος τον εικοστού αιώ να. Το βιβλίο, πού έμελλε νά πουλήσει


ένα έκατομμύριο αντίτυπα, θά προμηθεύσει το μεγαλύτερο μέ­
ρος της ιδεολογικής θεμελίωσης τού ναζιστικού κόμματος καί
θά προσφέρει μία αιτιολόγηση γιά τον άφανισμό των Εβραίων
τής Εύρώπης. Σέ τριάντα χρόνια οί στρατιώτες του θά εισβά­
λουν σ’ ένα μικρό ολλανδικό μουσείο στο Ρέινσμπερχ καί θά
κατάσχουν τήν προσωπική βιβλιοθήκη τού Σπινόζα πού περι­
λαμβάνει έκατόν πενήντα έναν τόμους. Καί σέ τριανταέξι χρό­
νια άπό τώρα τά μάτια του μέ τούς μαύρους κύκλους, θά δεί­
ξουν άπορία καί θά κουνήσει άρνητικά τό κεφάλι τήν ώρα πού
ό Αμερικανός δήμιος στή Νυρεμβέργη θά τον ρωτήσει:
«Έ χ ετε νά κάνετε κάποια τελευταία δήλωση;»
Ό νεαρός Άλφρεντ άκούει βήματα ν’ άντηχούν στο διάδρο­
μο καί διακρίνοντας τον Χέρ Σαιφερ, τον σύμβουλό του καί κα-
θηγητή του στο μάθημα τής γερμανικής λογοτεχνίας, πετιέται
όρθιος γιά νά τον χαιρετήσει. Καθώς περνά καί άνοίγει τήν
πόρτα τού διευθυντή, ό Χέρ Σαιφερ σμίγει τά φρύδια καί κου­
νάει άποδοκιμαστικά τό κεφάλι. Λίγο πριν μπει μέσα όμως δι­
στάζει, γυρίζει στον Άλφρεντ καί μέ φωνή πού δέν τής λείπει
ή καλοσύνη ψιθυρίζει: « Ρόζενμπεργκ, μέ άπογοήτευσες, όλους
μάς άπογοήτευσες μέ τήν έλλειψη κρίσης πού έδειξες στή χθε­
σινή σου ομιλία. Μία έλλειψη πού δέν τήν άκυρώνει τό γεγονός
ότι έκλέχθηκες έκπρόσωπος τής τάξης. Παρ’ δλα αύτά συνε­
χίζω νά πιστεύω ότι μπορεί νά έχεις μέλλον. Μένουν μόνο με­
ρικές έβδομάδες ώς τήν άποφοίτησή σου. Δέν είναι καιρός γιά
άνοησίες ».
Τή χθεσινή του ομιλία! 'Ώστε γι'αυτό π ρόκ ειτα ι, σκέφτεται
ό Άλφρεντ καί δίνει μία στο μάγουλό του μέ τήν παλάμη του.
Φ υσικά - γ ι'α ντό μέ κάλεσαν. Παρόλο πού ήταν παρόντες
σχεδόν καί οί σαράντα τελειόφοιτοι -κυρίως Γερμανοί τής
Βαλτικής άλλά καί μερικοί Ρώσοι, Έσθονοί, Πολωνοί καί
Εβραίοι-, ό Άλφρεντ είχε έμφανώς άπευθύνει τήν καμπάνια
του άποκλειστικά στή γερμανική πλειονότητα καί τήν είχε ξε­
ΡΕΒΑΛ, ΕΣΘΟΝΙΑ - 3 ΜΑΪΟΥ 1910 27

σηκώσει μιλώντας για τήν άποστολή της να διαφυλάξει τήν


άνώτερη γερμανική κουλτούρα. « Διατηρήστε τή φυλή μας κα­
θαρή» τούς είχε πει. «Μ ήν τήν άδυνατίζετε ξεχνώντας τις
εύγενεις μας παραδόσεις, άποδεχόμενοι κατώτερες ιδέες, άνα-
μειγνύοντας τό αίμα σας με κατώτερες φυλές». ‘Ίσως έπρεπε
νά είχε σταματήσει έκεΐ. Άλλα παρασύρθηκε. ‘Ίσως να τό είχε
παρακάνει.
Τήν ονειροπόλησή του διακόπτει τό άνοιγμα της τεράστιας
τρίμετρης πόρτας καί ή στεντόρεια φωνή τού διευθυντή Έ π -
σταϊν: « Herr R osenberg, bitte h erein » .
Ό Άλφρεντ μπαίνει καί βλέπει τον διευθυντή του καί τον
καθηγητή του των Γερμανικών καθισμένους στή μία άκρη
ενός μεγάλου τραπεζιού άπό βαρύ σκούρο ξύλο. Πάντα ένιωθε
πολύ μικρός μπροστά στον διευθυντή πού είχε ύψος ένα ενε­
νήντα καί τό επιβλητικό του παράστημα, τα διαπεραστικά του
μάτια καί ή πυκνή καλοκουρεμένη γενειάδα του ένσάρκωναν
τήν εξουσία του.
Ό διευθυντής τού γνέφει να καθίσει σε μία καρέκλα στήν
άλλη άκρη τού τραπεζιού. Είναι αισθητά μικρότερη άπό τις
δύο καρέκλες μέ τήν ψηλή ράχη πού βρίσκονται στήν κεφαλή
του. Ό διευθυντής μπαίνει κατευθείαν στο θέμα. «"Ωστε Ρό-
ζενμπεργκ, διαθέτω Εβραίους προγόνους, έτσι ; "Ωστε καί ή
γυναίκα μου είναι Εβραία ; Καί οι Εβραίοι είναι μία κατώτερη
φυλή, γ ι’ αύτό δέν θά έπρεπε νά διδάσκουν Γερμανούς; Καί
ύποθέτω δτι άσφαλώς δεν θά έπρεπε νά φτάνουν στο άξίωμα
τού διευθυντή ; »
Καμιά άπάντηση. Ό Άλφρεντ ξεφυσάει, προσπαθεί να χω ­
θεί μέσα στήν καρέκλα του καί σκύβει τό κεφάλι.
(( Ρόζενμπεργκ, διατυπώνω σωστά τις θέσεις σου ; »
«Κ ύριε..., ξέρετε, κύριε, μίλησα μέ ύπερβολική βιασύνη.
Δέν έννοούσα αύτά τά σχόλια παρά μόνο ώς γενικότητες.
ΤΗταν μία προεκλογική ομιλία, καί μίλησα έτσι έπειδή αύτά
ήθελαν ν’ άκούσουν». Μέ τήν άκρη τού ματιού του ό Άλφρεντ
28 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

βλέπει τον Χέρ Σαΐφερ νά πέφτει βαρύς στήν πλάτη της καρέ­
κλας του, νά βγάζει τα γυαλιά του καί νά τρίβει τά μάτια του.
«Μ άλιστα. Μιλούσες μέ γενικότητες. Τώρα όμως βρίσκο­
μαι έδώ μπροστά σου, όχι γενικώς άλλά είδικώς ».
((Κύριε, τό μόνο πού λέω είναι αύτό πού σκέφτονται όλοι οί
Γερμανοί. "Οτι οφείλουμε νά διασώσουμε τή φυλή μας καί τον
πολιτισμό μας ».
((Καί ώς προς έμένα καί τούς Εβραίους;»
Ό Άλφρεντ σωπαίνει καί σκύβει πάλι το κεφάλι. Θέλει νά
κοιτάξει έξω άπ’ τό παράθυρο πού βρίσκεται περίπου στά μισά
τού τραπεζιού, άλλά σηκώνει φοβισμένος τό βλέμμα στον δι­
ευθυντή.
«Δ έν είσαι σέ θέση βεβαίως ν’ άπαντήσεις. "Ισως λυθεί ή
γλώσσα σου αν σού πώ ότι ή καταγωγή τόσο ή δική μου όσο
καί της γυναίκας μου είναι άμιγώς γερμανική καί ότι οί πρό­
γονοί μας ήρθαν στη Βαλτική τον 14ο αιώνα. Ε πιπλέον είμα­
στε εύσεβεις λουθηρανοί».
Ό Άλφρεντ συγκατανεύει άργά.
((Έσύ όμως μάς άποκάλεσες Εβραίους » συνεχίζει ό διευ­
θυντής.
((Δέν είπα αύτό. Τό μόνο πού είπα ήταν ότι είχαν άκουστει
φ ή μ ες...»
((Φήμες τις όποιες πολύ εύχαρίστως διέσπειρες γιά προσω­
πικό σου όφελος στις έκλογές. Καί πές μου, Ρόζενμπεργκ, σέ
ποιά στοιχεία βασίζονται οί φήμες αύτές; Ή μήπως είναι
έντελώς χωρίς έρεισμα;»
«Σ το ιχ εία ;» ό Άλφρεντ κουνάει τό κεφάλι. ((Έ ... Στο
όνομά σας ίσ ω ς;»
((Ά , τό όνομα Έπστα'ιν είναι έβραϊκό; Εννοείς ότι όλοι οί
Έ πστα ϊν είναι Ε βραίοι; "Η μήπως οί μισοί; "Η μόνο μερικοί;
Ή μήπως μόνο ένας στούς χίλιους; Τί έδειξαν οί έπιστημονι-
κές σου έρευνες;»
Καμιά άπάντηση. Ό Άλφρεντ κουνάει τό κεφάλι.
ΡΕΒΑΛ. ΕΣΘΟΝΙΑ - 3 ΜΑΪΟΥ 1910 29

« Θέλεις νά πεις ότι παρά τά όσα έχεις διδαχτεί ώς προς τήν


έπιστήμη καί τή φιλοσοφία στή σχολή μας, δέν σέ απασχολεί
ποτέ τό πώς γνωρίζεις τά όσα γνωρίζεις. Καί δέν είναι αύτό
ένα άπό τά κυριότερα μαθήματα του Διαφωτισμού; Άποτύχα-
με λοιπόν στήν περίπτωσή σου; "Η μήπως έσυ άπέτυχες νά
σταθείς στο ύψος των δασκάλων σου;»
Ό Άλφρεντ έχει χάσει τή φωνή του. Ό Χέρ Έ πσταϊν παί­
ζει μέ τά δάχτυλά του πάνω στο τραπέζι καί σέ λίγο συνεχίζει.
((Καί τό δικό σου όνομα, Ρόζενμπεργκ; Μήπως είναι καί
τό δικό σου όνομα εβραϊκό;»
<(Είμαι σίγουρος ότι δέν είνα ι».
«Έ γ ώ δέν είμαι καί τόσο σίγουρος. Έπίτρεψέ μου νά σου
δώσω ορισμένες πληροφορίες γύρω άπό τά οικογενειακά ονό­
ματα. Στή Γερμανία κατά τή διάρκεια τού Διαφωτισμού...»,
έδώ ό διευθυντής κάνει μία παύση κι έπειτα γα βγίζει: « Ρόζεν­
μπεργκ, ξέρεις πότε καί τι ήταν ή περίοδος τού Διαφωτισμού;»
Κοιτάζοντας τον Χέρ Σαιφερ καί μέ σιγανή φωνή σάν νά
προσεύχεται, ό Ά λφρεντ άπαντάει: «Ή τα ν τον 18ο αιώνα
κ α ί... καί ήταν ή έποχή... ή εποχή τού ορθού λόγου καί τής
επιστήμης ».
« Σωστό. Καλώς. Ή διδασκαλία τού Χέρ Σαιφερ δέν πήγε
κι έντελώς χαμένη πάνω σου. Προς τό τέλος λοιπόν τού αιώνα
έκείνου θεσπίστηκαν στή Γερμανία ορισμένα μέτρα γιά τή με­
τατροπή τών Εβραίων σέ Γερμανούς πολίτες, οπότε οί
Εβραίοι υποχρεώθηκαν νά έπιλέξουν γερμανικά ονόματα καί
νά πληρώσουν γιά νά τά πάρουν. Ά ν άρνούνταν νά πληρώσουν,
τότε μπορεί νά τούς δίνονταν κάποια γελοία ονόματα όπως
Σμούτσφίνγκερ ή Ντρέκλέκερ.1Οί περισσότεροι ήταν σύμφω­
νοι νά πληρώσουν γιά ένα πιο όμορφο ή πιο κομψό όνομα, ίσως
τό όνομα ένός λουλουδιού -όπως Ρόζενμπλουμ12- ή γιά όνόμα-

1. Κατά λέξη « Βρομοδάχτυλος » καί « Σκατογλείφτης ». ( Σ.τ.μ.)


2. Άνθος τού ρόδου. ( Σ.τ.μ.)
30 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

τα πού συνδέονταν μέ κάποιον τρόπο μέ τή φύση, όπως τό


Γκρύνμπαουμ.1 Ακόμα πιο δημοφιλή ήταν τα ονόματα ένδο­
ξων κάστρων. Γιά παράδειγμα, τό κάστρο τού Έ πσταϊν συν­
δεόταν μέ πολύ εύγενή καταγωγή καί άνήκε σέ μία σπουδαία
οικογένεια της Α γίας Ρωμαϊκής Αύτοκρατορίας, γ ι’ αύτό τό
όνομά του τό έπέλεγαν συχνά Εβραίοι πού ζούσαν στα περί­
χωρά του τον 18ο αιώνα. Μερικοί Εβραίοι πλήρωναν μικρότε­
ρα ποσά καί διατηρούσαν παραδοσιακά έβρα'ικά ονόματα δπως
τό Λεβύ ή τό Κοέν ».
<(Γ ιά νά έρθουμε τώρα στο δικό σου όνομα, Ρόζενμπεργκ12,
είναι έπίσης ενα πολύ παλιό όνομα. Έδώ καί περισσότερα άπό
έκατό χρόνια όμως έχει αποκτήσει μία νέα ζωή. Έ χ ει γίνει
ένα κοινό εβραϊκό έπώνυμο στήν πατρίδα καί σέ διαβεβαιώ
πώς αν, ή όταν, ταξιδέψεις έκει, θά συναντήσεις πολλά ύπερο­
πτικά βλέμματα καί χαμόγελα καί θ’ ακούσεις φήμες ότι στο
αίμα σου έχεις Εβραίους προγόνους. Πές μου Ρόζενμπεργκ,
όταν συμβεΐ κάτι τέτοιο, εσύ πώς θά άπαντήσεις;»
<(Θ’ άκολουθήσω τό δικό σας παράδειγμα, κύριε, καί θά μι­
λήσω γιά την καταγωγή μου ».
« Έ γώ έχω έρευνήσει προσωπικά την οικογενειακή μου γε­
νεαλογία στο βάθος μερικών αιώνων. Έσύ τό έχεις κάνει;»
Ό Αλφρεντ κουνάει άρνητικά τό κεφάλι.
((Γνωρίζεις πώς νά κάνεις μία τέτοια έρευνα;»
Καί πάλι ό Αλφρεντ γνέφει άρνητικά.
((Επομένως μία άπό τις άπαιτούμενες έρευνητικές πτυχια­
κές σου έργασίες θά είναι νά μάθεις τις λεπτομέρειες τής γενεα­
λογικής άναζήτησης καί νά διεξαγάγεις μία έρευνα τής δικής
σου οικογενειακής καταγωγής ».
<(Μία άπό τις έργασίες μου, κύριε;»
« Ναί, γιά νά διασκεδαστούν άπόλυτα οι άμφιβολίες μου γιά

1. Πράσινο δέντρο. (Σ .τ.μ.)


2. Τό δνομά του σημαίνει «Όρος των ρόδων». ( Σ.τ.μ.)
ΡΕΒΑΛ, ΕΣΘΟΝΙΑ - 3 ΜΑΪΟΥ 1910 31

τό κατά πόσο είσαι έτοιμος ν’ άποφοιτήσεις καί για τήν έπάρ-


κειά σου να μπεις στο Πολυτεχνικό ’Ινστιτούτο, θά χρειαστεί
νά έκπονήσεις δύο έργασίες. ’Α φού τελειώσουμε τή συζήτησή
μας, ό κύριος Σαιφερ κι έγώ θά άποφασίσουμε καί τή δεύτερη
έποικοδομητική έργασία σου ».
«Μ άλιστα, κύριε». Ό Άλφρεντ συνειδητοποιεί τώρα σε
πόσο δύσκολη θέση βρίσκεται.
« Πές μου, Ρόζενμπεργκ », συνεχίζει ό διευθυντής Έ πσταϊν,
« γνώριζες 8τι υπήρχαν καί Εβραίοι μαθητές στή χθεσινοβρα­
δινή προεκλογική συγκέντρωση;»
Ό Άλφρεντ μόλις πού συγκατανεύει. Ό διευθυντής συνεχί­
ζει : «Κ αί σκέφτηκες καθόλου πώς θά ένιωθαν καί πώς θ’ άν-
τιδρούσαν στά λόγια σου, 8τι οί Εβραίοι είναι άνάξιοι νά φοι­
τούν στή σχολή μ α ς;»
« Πιστεύω 8τι τό πρώτιστο καθήκον μου είναι άπέναντι
στήν πατρίδα καί ιδίως νά προστατέψω τήν καθαρότητα τής
μεγάλης άριας φυλής μας, τή γενεσιουργό δύναμη κάθε πολι­
τισμού ».
« Ρόζενμπεργκ, οί εκλογές τελείωσαν. Άπάλλαξέ με άπό
τις ρητορείες. Απάντησε στήν έρώτησή μου. Σέ ρώτησα πώς
θά ένιωθαν οί Εβραίοι στο άκροατήριο ».
« Πιστεύω 8τι αν δέν προσέξουμε πολύ, ή έβραϊκή φυλή θά
μάς καταστρέφει. Είναι άνθρωποι άδύναμοι. Ζουν παρασιτικά.
Είναι ό προαιώνιος έχθρός. Ή φυλή πού άντιστρατεύεται τις
άριες άξιες καί τον άριο πολιτισμό ».
'Έκπληκτοι άπό τή σφοδρότητα μέ τήν οποία μιλάει ό
Άλφρεντ, ό διευθυντής 'Έπσταϊν καί ό Χέρ Σαιφερ άνταλλάσ-
σουν άνήσυχες ματιές. Ό διευθυντής προχωρεί τή διερεύνησή
του βαθύτερα.
«Φαίνεται πώς θέλεις ν’ άποφύγεις τό ερώτημα πού σου
έθεσα. Θά δοκιμάσω λοιπόν μία άλλη οδό. ’Ισχυρίζεσαι πώς οί
Εβραίοι είναι μία άδύναμη, παρασιτική, κατώτερη μικρή φυ­
λ ή ;»
32 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΕΠΙΝΟΖΑ

Ό Άλφρεντ γνέφει ναι.


« Πές μου λοιπόν, Ρόζενμπεργκ, πώς γίνεται μία τόσο αδύ­
ναμη φυλή να άπειλεϊ τόσο πολύ τή δική μας παντοδύναμη
άρια φυλή;»
Όσο ό Άλφρεντ προσπαθεί να συντάξει μία απάντηση, ό
Χέρ Έ πσταϊν συνεχίζει: «Γ ια πές μου, Ρόζενμπεργκ, μελέ­
τησες καθόλου τον Δαρβίνο στο μάθημα τού Χέρ Σαιφερ;»
« Ν αι», άπαντάει ό Άλφρεντ, « στο μάθημα της ‘Ιστορίας
μέ τον Χέρ Σαιφερ καί στο μάθημα της Βιολογίας μέ τον Χέρ
Βέρνερ ».
« Καί τί γνωρίζεις γιά τον Δαρβίνο;»
« Γνωρίζω γιά τήν εξέλιξη των ειδών καί γιά τήν έπιβίωση
τών πιο άνθεκτικών ».
« Ά , μάλιστα, οί πιο άνθεκτικοί επιβιώνουν. Φυσικά θά
έχεις διαβάσει διεξοδικά τήν Παλαιά Διαθήκη στο μάθημα
τών Θρησκευτικών, ή μήπως όχι; »
« Ναι, στο μάθημα τού Χέρ Μύλλερ ».
« ‘Ωραία. Ά ς πάρουμε λοιπόν, Ρόζενμπεργκ, τό γεγονός δτι
σχεδόν δλοι οί λαοί καί οί πολιτισμοί πού περιγράφονται στή
Βίβλο -καί πρόκειται γιά δεκάδες- έχουν εξαφανιστεί. Σωστά;»
Ό Άλφρεντ συγκατανεύει.
« Μπορείς να κατονομάσεις μερικούς άπ’ αύτούς τούς λαούς
πού δέν ύπάρχουν π ι ά ; »
Ό Άλφρεντ ξεροκαταπίνει: «Φ οίνικες, Μοαβίτες... καί
Έδομίτες ». Ό Άλφρεντ ρίχνει μία ματιά στον Χέρ Σαιφερ πού
έπιδοκιμάζει.
«Ά ριστα. Όλοι τους δμως πέθαναν καί πάνε. Έκτος άπό
τούς Εβραίους. Οί Εβραίοι έπιβιώνουν ώς σήμερα. Ό Δαρβί-
νος λοιπόν δέν θά συμπέραινε δτι οί Εβραίοι είναι οί άνθεκτι-
κότεροι δλων; Μέ παρακολουθείς;»
Ό Άλφρεντ άπαντά άστραπιαια: « 'Όχι δμως μέ τις δικές
τους δυνάμεις. Ζούσαν πάντα ώς παράσιτα καί άπέτρεπαν τήν
άκόμη μεγαλύτερη άνθεκτικότητα τής άριας φυλής. Οί Έ -
ΡΕΒΑΛ, ΕΣΘΟΝΙΑ - 3 ΜΑΪΟΥ 1910 33

βραΐοι έπιβιώνουν μόνο ρουφώντας τή δύναμή μας, τό χρυσάφι


καί τον πλούτο μας ».
«"Ωστε δεν παίζουν τίμιο παιχνίδι» λέει ό διευθυντής Έ π -
σταϊν. « Ισχυρίζεσαι λοιπόν δτι μέσα στήν οργάνωση της φύ­
σης υπάρχει θέση για τίμιο παιχνίδι. Μέ άλλα λόγια τό ανώ ­
τερο ζώο στον άγώνα του για έπιβίωση δεν θά έπρεπε να χρη­
σιμοποιεί τό καμουφλάζ ή να κρύβεται για να κυνηγήσει. Πα­
ράξενο, δέν θυμάμαι ν’ άναφέρει τίποτα σχετικό μέ δικαιοσύνη
ή τιμιότητα ό Δαρβίνος στο έργο του ».
Ό Αλφρεντ, προβληματισμένος, παραμένει σιωπηλός.
« Καλά, ας τό άφήσουμε αύτό » λέει ό διευθυντής. « Α ς πά­
ρουμε ένα άλλο έπιχείρημα. Φαντάζομαι, Ρόζενμπεργκ, δτι θά
συμφωνήσεις πώς ή εβραϊκή φυλή έχει δώσει μερικούς σπου­
δαίους άνθρώπους. Σκέψου τον Κύριό μας, τον ’Ιησού Χριστό,
πού γεννήθηκε Εβραίος ».
Καί πάλι ό Αλφρεντ άπαντά ταχύτατα: «"Εχω διαβάσει
δτι ό ’Ιησούς γεννήθηκε στή Γαλιλαία, δχι στήν Ίουδαία, δπου
ζούσαν οί Εβραίοι. Ακόμα κι αν μερικοί Γαλιλαιοι κατέληξαν
τελικά νά πιστεύουν στον ιουδαϊσμό, δέν διέθεταν ούτε σταγό­
να ίσραηλινού αίματος μέσα τους ».
« Τί πράγμα;» Ό διευθυντής κάνει μία χειρονομία άπόγνω-
σης, στρέφεται στον Χέρ Σαΐφερ καί τον ρ ω τά: « ’Α πό πού
προέρχονται αύτές οί ιδέες, Χέρ Σαΐφερ; Α ν είχα μπροστά μου
έναν ένήλικο, θά τον ρωτούσα τί έχει πιει. Τέτοια τούς διδά­
σκετε στο μάθημα της Ιστορίας;»
Ό Χέρ Σαΐφερ κουνάει άρνητικά τό κεφάλι καί γυρίζει στον
Αλφρεντ. « Πού τις βρίσκεις αύτές τις ιδέες; Τό βέβαιο είναι
δτι δέν τις έχεις διαβάσει στο μάθημά μου. Τί διαβάζεις, Ρό­
ζενμπεργκ ;»
«"Ενα σπουδαίο βιβλίο, κύριε. 7α θεμέλια τον δέκατου ένα­
τον αιώ να ».
Ό Χέρ Σαΐφερ χτυπάει τό μέτωπό του μέ τήν παλάμη του
καί χώνεται βαθιά στήν καρέκλα του.
34 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

« Περί τίνος πρόκειται;» ρωτάει ό διευθυντής Έ πσταϊν.


«Ε ίναι τό βιβλίο του Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλαιν»
λέει ό Χέρ Σαΐφερ. «Έ να ς Άγγλος πού παντρεύτηκε μάλιστα
τήν κόρη του Βάγκνερ. Γράφει μία πλασματική Ιστορία: τήν
έπινοει δηλαδή στήν πορεία ». Ό Χέρ Σαιφερ κοιτάζει πάλι τον
Άλφρεντ. « Πού βρήκες τό βιβλίο τού Τσάμπερλαιν;»
«Έ ν α μέρος του τό διάβασα στο σπίτι τού θείου μου καί
στή συνέχεια τό άγόρασα άπό τό βιβλιοπωλείο έδώ άπέναντι.
Δεν τό είχαν άλλα τό παρήγγειλαν. Τό διαβάζω έδώ κι έναν
μήνα ».
«Τ ί ένθουσιασμός! Μακάρι να έδειχνες τον ίδιο ένθου-
σιασμό καί για τα σχολικά σου βιβλία » λέει ό Χέρ Σαιφερ,
απλώνοντας τό μπράτσο να δείξει τα ράφια των δερματόδετων
βιβλίων πού γέμιζαν άπ’ τή μια άκρη ώς τήν άλλη τούς τοίχους
στο γραφείο τού διευθυντή. «'Έ στω για ένα άπ’ α ύτά !»
« Χέρ Σαΐφερ », ρωτάει ό διευθυντής,« σάς είναι οικείο αύτό
τό έργο, αύτός ό Τσάμπερλαιν;»
«Ό σο οικείος θά επιθυμούσα να μού είναι οποιοσδήποτε
ψευδοϊστορικός. Πρόκειται για έναν έκλαϊκιστή τού Άρτύρ
Γ κομπινώ, τού Γ άλλου ρατσιστή1πού τα κείμενά του για τή
θεμελιώδη άνωτερότητα των άριων φυλών έπηρέασαν τον
Βάγκνερ. Τόσο ό Γκομπινώ βσο καί ό Τσάμπερλαιν ύπερβάλ-
λουν τον ήγετικό ρόλο τών Άρίων στούς δύο μεγάλους άρχαί-
ους πολιτισμούς, τον ελληνικό καί τον ρωμαϊκό ».
« Μά ήταν μεγάλοι!» διακόπτει ξαφνικά ό Άλφρεντ. « ΛΩς

1. Ό Joseph Arthur Comte de Gobineau ( 14 Ιουλίου 1816 - 1 3 ’Οκτω­


βρίου 1882 ), Γάλλος άριστοκράτης καί λογοτέχνης, άνέπτυξε τή ρατσι­
στική θεωρία τής ανώτερης άριας φυλής στο βιβλίο του Δοκίμιο πάνω
στην ανισότητα τών ανθρωπίνων φυλών, στό όποιο όμως δέν έκφράζεται
καθόλου υποτιμητικά για τούς Εβραίους. Ή ναζιστική προπαγάνδα άναγ-
κάστηκε να παρέμβει πολύ στό κείμενό του προκειμένου να τό χρησιμο­
ποιήσει για τούς δικούς της άντισημιτικούς σκοπούς. ( Σ.τ.μ.)
ΡΕΒΑΛ. ΕΣΘΟΝΙΑ - 3 ΜΑΪΟΥ 1910 35

τή στιγμή πού άναμείχθηκαν μέ κατώτερες φυλές - μέ τούς


δηλητηριώδεις Εβραίους, μέ τούς μαύρους, μέ τούς Άσιάτες.
Τότε παρήκμασαν κι οί δύο πολιτισμοί».
Οί δύο καθηγητές αίφνιδιάστηκαν πού ένας μαθητής
τόλμησε να διακόψει τό διάλογό τους. Ό διευθυντής κοιτά­
ζει μέ νόημα τον Χέρ Σαιφερ σαν να πρόκειται για δική του
εύθύνη.
Ό Χέρ Σαιφερ μετατοπίζει τήν εύθύνη στον μαθητή το υ:
« Μακάρι να είχε τόση ζέση καί μέσα στήν τάξη », καί άπευθυ-
νόμενος στον Αλφρεντ λ έει: « Πόσες φορές σου τό έχω πει,
Ρόζενμπεργκ; Φαινόσουν τόσο άδιάφορος για τήν εκπαίδευσή
σου. Πόσες φορές δέν δοκίμασα να προκαλέσω τή συμμετοχή
σου στις άναγνώσεις πού κάναμε; Καί νά πού σήμερα ξαφνικά
έχεις πάρει φωτιά χάρη σ’ ένα βιβλίο. Πώς νά τό καταλάβει
κανείς αύτό;»
« Ίσ ω ς οφείλεται στο δτι ποτέ ώς τώρα δέν είχα διαβάσει
τέτοιο βιβλίο - ένα βιβλίο πού μιλά άνοιχτά γιά τήν άνωτερό-
τητα της φυλής μας, πού κατηγορεί τούς ιστορικούς βτι χαρα­
κτηρίζουν λανθασμένα τήν ιστορία ώς πρόοδο της άνθρωπότη-
τας, ένώ ή άλήθεια είναι δτι ή δική μας φυλή δημιούργησε τον
πολιτισμό σέ βλες τις μεγάλες αύτοκρατορίες! 'Όχι μόνο στήν
Ελλάδα καί στή Ρώμη άλλά καί στήν Αίγυπτο, στήν Περσία,
άκόμα καί στήν ’Ινδία. Ό λες αύτές οί αύτοκρατορίες κατέρρευ-
σαν μόνο βταν ή φυλή μας μολύνθηκε άπό κατώτερες φυλές
πού τήν περιέβαλλαν ».
Ό Αλφρεντ κοιτάζει τον διευθυντή καί λέει μέ δσο σεβασμό
μπορεί: « Α ν μου επιτρέπετε, κύριε, αύτή είναι ή άπάντηση
στήν έρώτηση πού μου κάνατε προηγουμένως. Αύτός είναι ό
λόγος πού δέν μέ άπασχολει αν θά θίγουν τά αισθήματα με­
ρικών Ε βραίων ή μερικών Σλάβων μαθητών, οί όποιοι εί­
ναι έπίσης κατώτεροι άλλά όχι τόσο οργανωμένοι όπως οί
Εβραίοι».
Ό διευθυντής Έ πσ τα ϊν καί ό Χέρ Σαιφερ άνταλλάσσουν
36 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

πάλι βλέμματα κατανοώντας έπιτέλους καί οί δύο τή σοβαρό­


τητα της κατάστασης. Δέν έχουν απλώς να κάνουν μ’ έναν άτα­
κτο ή παρορμητικό έφηβο.
Ό διευθυντής λ έει: « Ρόζενμπεργκ, σέ παρακαλώ περίμενε
απ’ έξω. Θά συσκεφθούμε κατ’ ιδίαν ».
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ Τ Ρ ΙΤ Ο

ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656

ή Γιόντενμπρέεστραατ
Τ
Ο ΣΟΤΡΟΤΠΟ TOT ΣΑΒΒΑΤΟΥ
ήταν γεμάτη Εβραίους. Όλοι κρατούσαν βιβλίο προσευ­
χών κι ένα μικρό βελούδινο σακουλάκι πού περιείχε τήν έσάρ-
πα της προσευχής. Όλοι οί σεφαραδίτες Εβραίοι τού Ά μ ­
στερνταμ κατευθύνονταν προς τή συναγωγή έκτος άπό έναν.
Αφού κλείδωσε τήν πόρτα τού μαγαζιού του, ό Μπέντο στά­
θηκε στο κατώφλι, κοίταξε για άρκετή ώρα τή ροή των ομο­
θρήσκων του, πήρε βαθιά άνάσα καί χώθηκε στο πλήθος προ­
χωρώντας προς τήν αντίθετη κατεύθυνση. Άπέφυγε να συναν­
τήσει όποιοδήποτε βλέμμα καί ψιθύριζε στον έαυτό του διαβε­
βαιώσεις για να έλαττώσει τήν άμηχανία του : « Κανείς δέν τό
παρατηρεί, κανείς δέν νοιάζεται. Τό αν έχεις ήσυχη συνείδηση
μετράει, όχι άν έχεις κακή φήμη. Τό έχω ξανακάνει πολλές
φορές ». Αλλά ή καρδιά του κάλπαζε άνεπηρέαστη άπό τα αδύ­
ναμα όπλα τού ορθολογισμού. Στή συνέχεια προσπάθησε
ν’ άποκλείσει τον έξω κόσμο, να βυθιστεί στον έαυτό του καί
να άποσπάσει τήν προσοχή του άπό τήν άγωνία του θαυμάζον­
τας αύτή τήν παράξενη μονομαχία άνάμεσα στή λογική καί
στο συναίσθημα, μία μονομαχία βπου ή λογική έβρισκε πάντα
τόν δάσκαλό της.
Ό ταν τα πλήθη άρχισαν ν’ άραιώνουν, άρχισε κι έκεϊνος να
προχωρεί πιο άνετα. 'Έστριψε άριστερά στο δρόμο πού πλαι­
σίωνε τό κανάλι Κόνινγκσχραχτβεστ προς τό σπίτι καί αίθου­
σα διδασκαλίας τού Φρανσίσκους βάν ντέν Έ ντεν, έξαίρετου
δασκάλου λατινικών καί κλασικής φιλολογίας.
Μολονότι ή συνάντησή του μέ τόν Γιάκομπ καί τόν Φράνκο

38 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

ήταν ασυνήθιστη, μία άκόμα πιο άξιομνημόνευτη συνάντηση


είχε ό Σπινόζα στο μαγαζί του αρκετούς μήνες νωρίτερα, βταν
ό Φρανσίσκους βάν ντένΈ ντεν μπήκε για πρώτη φορά στο κα­
τάστημα. Περπατώντας τώρα ό Μπέντο διασκέδαζε στήν άνά-
μνηση αυτής τής γνωριμίας. Οί λεπτομέρειες είχαν παραμείνει
στο νου του μέ άπόλυτη καθαρότητα.
Ε ίναι σχεδόν σούρουπο, παραμονή Σ αβ β άτου κ ι ένας ε π ι­
β λη τικ ός μ εσή λικ ος μ έ επ ίση μ ο ένδυμα κ α ι αριστοκ ρατικ ούς
τρόπους μ π α ίνει στο μ α γ α ζ ί του να επιθεω ρήσει τα εμπορεύ­
μ α τ α . Ό Μ πέντο είναι πολύ άπορροφημένος μ 'α ύτά πού σ η ­
μειώ νει στο ημερολόγιό του κ α ί δεν πα ρατη ρεί την άφ ιξη του
πελάτη. Σ το τέλος ό Β άν ντένΈ ντεν βήχει ευγενικά γ ια να ση -
μ άνει την π α ρουσία του κ ι έπ ειτα σχ ολιά ζει μ έ τρόπο έντονο
άλλα οχι α γ εν ή : «Ν εαρέ, ελπίζω πώ ς δέν είσ α ι υπερβολικά
απασχολημένος γιά νά εξυπηρετήσεις έναν π ελ ά τη » .
Α φήνοντας την πένα του στά μ ισ ά τής λέξης ό Μ πέντο πε-
τιέτα ι όρθιος. « Υ π ε ρ β ο λ ικ ά α π ασχολη μ ένος; Κ άθε άλλο, κύ­
ριε. Ε ίστε ό π ρώ τος π ελάτης ολόκληρης τής ημέρας. Π αρα­
καλώ συγχ ω ρή στε την αφ ηρημάδα μου. Πώς μ πορώ νά σάς
εξυπ η ρ ετή σω ; »
« Θά ήθελα ένα λίτρο κ ρασί κ α ί ίσω ς ένα κιλό απ'αυτές τις
μ ικροσκ οπ ικές σταφ ίδες πού έχεις στο κάτω δοχείο - θά έξαρ-
τ η θ ε ϊα π ό την τιμ ή τους».
Κ αθώ ς ό Μ πέντο ά κουμ πά ένα μολυβένιο βαρίδι στο π ιά το
τής ζυγαριάς του κ αί στο άλλο π ιά το προσθέτει σταφίδες μέ μ ία
πολυκαιρισμένη ξύλινη σέσουλα, ώ σπου τά δύο νά ισορροπή­
σουν, ό Βάν ντέν Έ ντεν π ρ οσ θ έτει: « ’Α λλά διακόπτω το γ ρ ά ­
ψ ιμό σου. Τι ανανεω τική κ α ί άσυνήθιστη -ο χ ι, κ ά τι παραπάνω
από άσυνήθιστη, θά έλεγα μ ο να δ ικ ή - εμπειρία, νά μ π αίνει κ α ­
νείς σ’ ένα μ α γ α ζ ί κ α ί νά συναντά έναν νεαρό υπάλληλο τόσο
άπορροφημένο στο γράψ ιμό του πού νά μην παίρνει είδηση τούς
πελάτες. Ε γώ πού είμ α ι δάσκαλος συνήθως έχω την άντίθετη
εμπειρία. Β λέπω τούς μαθητές μου νά μ η γράφουν κ αί νά μ η
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 39

σκέφτονται, την ώρα που θά 'πρεπε νά κάνουν ακριβώ ς αυτό».


« Ή δουλειά δεν π ά ει κ α λ ά » άπαντά 6 Μ πέντο. « Γ ι'αυτό
κάθομαι εδώ με τις ώρες χω ρίς τ ίπ ο τ 'ά λ λ ο νά κάνω πέρα
απ' το νά σκέφ τομαι καί νά γράφ ω ».
Ό π ελάτης δείχνει το ημερολόγιο του Σ πινόζα, που είναι
ακόμα άνοιχτό στη σελίδα όπου έγραφ ε: « Θά διακινδυνεύσω
μ ία υπόθεση γ ια το τ ί γράφεις. Κ αθώ ς η δουλειά δεν πάει καλά,
άνησυχεϊς αναμφ ίβολα γ ια την τύχη τω ν εμπορευμάτω ν σου.
Κ άνεις κατάλογο τω ν εξόδων κ α ι τω ν εσόδων σου, κάνεις α π ο­
λογισμ ό κ αί καταγράφ εις πιθανές λ ύ σ ε ις; Σ ω σ τ ά ;»
Με το π ρόσω πο κατακόκκινο, 6 Μ πέντο γυρίζει το ημερο­
λόγιό του άνάποδα γ ια νά μ η φ αίνεται.
« Από μένα δεν χ ρειάζεται νά κρύβεσαι, νεαρέ. Ε ίμαι π επ ει­
ραμένος κ ατά σκ οπ ος κ α ί κρατώ μ υ σ τικ ά . Α λλω στε κάνω κ ι
έγώ απαγορευμένες σκέψεις. Ε πιπλέον είμ α ι κατ' επάγγελμ α
δάσκαλος ρητορικής κ αί είναι βέβαιο πώ ς θά μπορούσα νά βελ­
τιώ σω τη γραφή σου ».
Ό Σ π ινόζα άνασηκώ νει το ημερολόγιο, του το δείχνει κ αί
ρωτάει, με μ ία υποψία χα μ όγελου: « Πώς είναι τά πορτογαλικά
σας, κ ύ ρ ιε;»
«Π ο ρ το γ α λ ικ ά ; Ε δώ μ 'ε π ια σ ε ς, νεαρέ μου. Λέω ναι στά
ολλανδικά. Ναι στά γαλλικά, στά α γγλικά , στά γερμανικά. Ναι
στά λατινικά κ αί σ τά ελληνικά. Ναι καί σε λ ίγα ισπ α νικ ά άκό-
μα, καί σ' ένα π α σά λειμ μ α εβραϊκών κ αί άραμαϊκώ ν. ’Ό χι όμως
π ορτογαλικά. Τά ολλανδικά σου είναι εξα ιρετικά . Γ ια τί δεν
γράφεις σ' αυτή τη γ λ ώ σ σ α ; Φ αντάζομαι ότι θά έχεις γεννηθεί
εδώ ».
« Ναι. 'Ο πατέρας μου έφυγε απ'την Π ορτογαλία όταν ήταν
παιδί. Π αρόλο πού χρησιμ οπ οιώ τά ολλανδικά στις εμπορικές
μου συναλλαγές, δεν α ισθάνομ αι την ίδια άνεση στον γ ραπ τό
λόγο. Μερικές φορές γράφω καί στά ισπανικά. Μέ έχουν επίσης
βαθιά δ ια π οτίσει οι εβραϊκές σπουδές».
«Π άντα λαχταρούσα νά διαβάσω τις Γραφές στο π ρω τότυ­
40 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

πο. Δ υστυχώς οι Ιησουίτες δεν με δίδαξαν παρά μόνο ελάχιστα


εβραϊκά. 'Όμως δεν μου εχεις άκόμα α παντήσει τ ί γράφ εις».
« Τ ό συμπ έρασμ ά σας δτι γράφω απολογισμ ούς κ αι σκέψεις
πώ ς νά β ελτιώ σω τις π ω λήσεις μου β α σ ίζετα ι, φ αντάζομ αι,
στο σχόλιό μου δτι ή δουλειά δεν πάει καλά. Λ ογική άπαγω γή\
στη συγεκριμένη π ερ ίπ τω σ η δμω ς απόλυτα εσφαλμένη. Πολύ
σπ άνια ά π α σ χ ολεϊ ή δουλειά τό μυαλό μου κ αι ποτέ δεν γράφω
γ ι'α υ τή » .
«Δ εκτή ή διόρθω ση. Πριν άσχοληθώ δμω ς περισσότερο με
τό θέμα γύρω από τό όποιο περιστρέφ εται τό γράψ ιμό σου, επ ί-
τρεψέ μου σε π αρακαλώ μ ιά μ ικρή παρέκβαση - ένα π α ιδ α γ ω ­
γ ικό σχόλιο, μ ιά συνήθεια πού είναι δύσκολο νά την άποβάλω .
Δεν χ ρη σιμ οπ οίη σες σω στά τη λέξη “ α π α γ ω γ ή 'Η δ ια δικ α ­
σία τής οικοδόμ ησης ενός ορθολογικού συμ π ερά σμ α τος πάνω
σε ειδικές π αρατηρήσεις, δηλαδή ή προς τά επάνω οικοδόμ η­
ση μ ια ς θεω ρίας από συγκεκριμένες παρατη ρή σεις είναι ή επ α ­
γω γή , ενώ ή α π αγω γή ξεκινά μ έ μ ιά α ρ ή ο ή θεω ρία κ αι ε π ι­
χειρ η μ α τολογεί προς τά κάτω έως μ ία συλλογή από συμπ ερά ­
σματα».
Β λέποντας τό σκ επ τικ ό, ίσω ς κ α ι εύγνώμον, ύφος τού Σ π ι-
νόζα ό Βάν ντέν"Εντεν συνεχίζει.
«*Άν δέν γράφ εις γ ιά τη δουλειά σου, νεαρέ, τότε τ ί γ ρ ά ­
φεις ;»
« Είναι α π λ ό : Ό ,τ ι βλέπω εξω από τη β ιτρίνα τού μ αγα ζιού
μου».
Ό Βάν ντέν Έ ντεν άκολουθει τό βλέμμα τού Μ πέντο ώς εξω
στο δρόμο.
«Δ είτε. 01 πάντες κινούνται. Τρέχουν μ π ρ ός-π ίσ ω δλη τη
μέρα, δλη τους τη ζωή. Μέ π οιό σ κ ο π ό ; Τά π λ ο ύ τ η ; Τη φ ή μ η ;1

1. Στήν αγγλική γλώσσα γιά τήν έννοια « απαγωγή » χρησιμοποιείται


ή λέξη “deduction”, μία πολύ πιύ συνηθισμένη καθημερινή λέξη άπύ τήν
αντίστοιχη έλληνική. ( Σ .τ.μ.)
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 41

Τις ηδονές των α ισθ ή σ εω ν; Ε ίναι βέβαιο δτι οι στόχοι αυτοί


αντιπροσω πεύουν λανθασμένες κατευθύνσεις».
« Γ ια τ ί;»
'Ο Μ πέντο είχε π ει δλα δσα ήθελε νά πει αλλά, παίρνοντας
θάρρος από την ερώ τηση του πελάτη του, συνεχίζει: « Κ άτι τέ­
τοιοι στόχοι είναι άχόρταγοι. Κ άθε φορά πού επιτυγχάνουμε
έναν άπ'αύτούς, το μόνο πού κάνει είναι νά γεννάει πρόσθετες
άνάγκες. Ε πομένω ς άκόμα περισσότερη τρεχάλα, περισσότερη
άναζήτηση έ π ’ ά π ειρ ο ν .'Ο πω σδήποτε ό άληθινός δρόμος προς
την άφθαρτη ευτυχία πρέπει νά β ρίσκεται άλλου. Αυτά σκέφ το­
μ α ι καί γύρω άπ’ αυτά γράφω ». Κ ι ό Μ πέντο κοκκινίζει έντονα.
Ποτέ ώς τώ ρα δεν είχε μ ο ιρ α σ τε ί αυτές του τις σκέψεις.
Το π ρόσω πο του π ελάτη του δείχνει πολύ μ εγάλο ενδιαφέ­
ρον. Αφήνει την τσά ντα πού είχε φέρει γ ιά τά ψώνια, π λ η σιά ζει
καί κ οιτάζει τον Μ πέντο καταπρόσω πο.
Αύτή ήταν ή στιγμή - ή υπέρτατη στιγμή. Ό Μπέντο άγα-
ποΰσε έκείνη τη στιγμή, έκείνη τήν έκπληκτη δψη, έκεινο τό
καινούργιο έντονότερο ένδιαφέρον καί τήν έκτίμηση πού δια­
γραφόταν στο πρόσωπο τού αγνώστου. Καί τί άγνωστος!
Ένας απεσταλμένος τού μεγάλου έξω κόσμου πέρα από τήν
κοινότητα των Εβραίων. Έ νας άντρας πού ή σπουδαιότητά
του ήταν ορατή. Ό Μπέντο δέν άντεχε νά μήν ανακαλέσει τη
στιγμή αύτή πάλι καί πά λι: τήν έβλεπε ξανά στη φαντασία του
καί δεύτερη, καί συχνά τρίτη καί τέταρτη φορά. Καί οποτε τού
έρχόταν στο νού, τά μάτια του γέμιζαν δάκρυα. Ένας δάσκα­
λος, ένας κομψός άνθρωπος τού κόσμου νά δείχνει ένδιαφέρον
γιά κείνον, νά τόν παίρνει στά σοβαρά, ίσως καί νά σκέφτεται
« Τί σπάνιος πού είναι αύτός ό νεαρός ».
Καταβάλλοντας προσπάθεια, άπέσπασε τόν έαυτό του άπό
έκείνη τήν ύπέρτατη στιγμή καί συνέχισε ν' άναπολεΐ τήν πρώ­
τη τους συνάντηση.
Ό πελάτης του επ ιμ ένει: « Αές δτι ή άφθαρτη ευτυχία β ρ ί­
σκεται άλλου. Μ ίλησέ μου γ ΐα ύ τ ό τό “ άλλου ” ».
42 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

« Τ ο μόνο που ξέρω είναι ότι δεν β ρίσκ ετα ι σ τα φθαρτά


αντικείμενα. Δεν β ρίσκ εται εκτός άλλα εντός. 'Ο νους είναι που
καθορίζει τ ί είναι τρομ ακτικό, ανάξιο, επιθυμητό η ά νεκτίμ η-
το, επομένω ς ό νους κ αί μόνο ό νους χρειάζεται νά τροπ οπ οιη ­
θεί».
« Π οιό είναι το όνομά σου νεαρέ;»
« Μ πέντο Σ π ινόζα. Σ τά εβραϊκά ονομάζομαι Μ παρούχ».
« Κ αί σ τά λατινικ ά το όνομά σου είναι Μ πενεντίκτους.ΓΈνα
καλό, ευλογημένο όνομα. Έγώ ονομ άζομ αι Φ ρανσίσκους βάν
ντεν Έ ντεν. Διευθύνω μ ία ά κ α δη μ ία κ λα σικ ή ς φ ιλολογίας.
Σ π ινόζα, είπες... χ μ μ , άπό το λ ατινικ ό “ δριηα” κ αί “ δρίηο-
” , πού σημ αίνει ά ντίσ τοιχ α “ άγκάθι ” κ αί “ ά γ κ α θ ω τό ”».
« Ο^εβρίηΠοβα σ τά π ο ρ τ ο γ α λ ικ ά » λέει ό Μ πέντο συμφ ω ­
νώντας. «Ά πό άγκαθερό τό π ο » .
« Τ ο είδος των ερω τημάτω ν που θέτεις μ π ο ρ εί ν' α π οδειχ τεί
γ εμ ά το ά γκ ά θ ια γ ιά τούς ορθόδοξους δογμ ατικ ούς δ α σ κ ά ­
λους ». Τα χείλη του Βάν ντέν"Έντεν σουφρώνουν σ’ ένα πονηρό
χαμόγελο. «Π ές μου, νεαρέ μου, έχεις υπάρξει άγκ ά θι στις
πλευρές τω ν δασκάλω ν σ ο υ ;»
Τώρα κ αί ό Μ πέντο χ α μ ο γ ελ ά ει: «Ν αί, κάποτε αυτό ήταν
άλήθεια. Τώρα όμω ς απομακρύνθηκα άπό τούς δασκάλους μου.
Κ ρατώ τά ά γκ ά θ ια μου κλεισμένα στο ημ ερολόγιό μου. 7α
ερω τήμ ατα πού θέτω δεν είναι ευπρόσδεκτα σε μ ία κοινότητα
γεμ ά τη προλήψεις ».
« Οι προλήψεις κ α ί ή λογικ ή δεν υπήρξαν ποτέ στενοί σύν­
τροφοι. ’Ίσω ς όμω ς νά μ π ορώ νά σέ συ στή σω σέ ορισμένους
συντρόφους πού σκέφ τονται μέ παρόμοιο τρόπο. Γ ιά π αράδειγ­
μ α, ορίστε ένας άνθρωπος πού θά πρέπει νά γνω ρίσεις ». Ό Βάν
ντέν "Έντεν ψάχνει στην τσά ντα του, β γά ζει ένα π αλιό βιβλίο
καί το δίνει στον Μ πέντο. « Είναι ό Α ριστοτέλης, κ αί το βιβλίο
αυτό περιέχει τη δική του διερεύνηση ερω τημάτω ν σάν κι αυτά
πού σέ απ ασχολούν. Κ ι εκείνος θεωρούσε το νού κ αί τον άγώ να
νά τελειοποιήσουμε τις δυνάμεις τής λογικής μας το υπέρτατο
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 43

κ αί μοναδικό ανθρώπινο εγχείρημα. Τα Ηθικά Νικομάχεια


τον ’Α ριστοτέλη θά πρέπει να αποτελέσονν ένα άπό τα επόμενα
μ αθήματά σου».
Ό Μ πέντο φέρνει το β ιβλίο μ π ρ ο σ τά στη μ ύτη του και
εισπνέει το άρω μά τον πριν άνοιξει τις σελίδες. «"Εχω άκονσει
γ ι’αυτόν τον άνθρωπο και θά ήθελα νά τον γνω ρίσω . Αλλά δεν
θά μπορούσαμε ποτέ νά συνομιλήσουμε. Δεν ξέρω ελληνικά».
« Τότε και τά ελληνικά θά πρέπει νά αποτελέσονν μέρος τής
εκπαίδευσής σου. Αφού κ ατα κ τή σ εις πλήρω ς τά λατινικ ά βέ­
βαια. Τί κρίμα πού οι μορφω μένοι ραβίνοι σας γνω ρίζουν τόσο
λίγο τους κλασικούς. Ό ορίζοντας τους είναι τόσο π εριορισμ έ­
νος που συχνά ξεχνούν ότι κ αι οι μ η Ε βραίοι κ αταπιάνονται με
την άναζήτηση τής σοφ ία ς».
Ό Μ πέντο άπ αντά σ τη σ τιγ μ ή , έπιστρέφ οντας όπω ς π άντα
στην εβραϊκή τον ιδιότη τα, κάθε φορά που κάποιος κ α τη γ ορ εί
τούς Ε βραίους. «Α υτό δεν είναι άλήθεια. Τόσο ό ραβίνος
Μενάς όσο και ό ραβίνος Μ ορτέρα έχουν διαβάσει Α ριστοτέλη
άπό τη λατινική μ ετάφ ραση. Κ αι ό Μ άϊμονίδης τον θεωρούσε
τον μεγαλύτερο φ ιλόσοφ ο».
Ό Β άν ντέν "Εντεν ορθώνει το κ ορμ ί τον. « Π ολύ καλά τά
είπες, νεαρέ, πολύ καλά. Με την α π άντηση αυτή μ όλις πέρασες
τις εισαγω γικές μου εξετάσεις. Ή άφ οσίω ση πού έδειξες γ ιά
τούς π αλιούς σου δασκάλους με ώ θεϊ τώ ρα νά σού προτείνω
έπισήμω ς νά φ οιτήσεις στην Α καδημία μου. "Εφτασε ή ώρα όχι
μόνο νά μάθεις γ ιά τον Α ριστοτέλη άλλά νά τον γνω ρίσεις εσύ
ό ίδιος. Μ πορώ νά σε βοηθήσω νά κατανοείς κι αυτόν κ αι όλους
εκείνους τούς συντρόφους τον, όπω ς ό Σ ω κράτης, ό Π λάτων
καί πολλοί ά λλοι».
«'Ό μως υπάρχει τό ζ ή τη μ α τω ν διδάκτρω ν. Ό πω ς σάς
είπα, ή δουλειά δεν π άει κ α λ ά ».
« Θά κάνουμε έναν διακανονισμό. Γ ιά παράδειγμ α, θά δ ια ­
πιστώ σουμε πόσο καλός δάσκαλος εβραϊκών είσαι. *Η κόρη μου
κι εγώ θέλουμε νά β ελτιώ σουμε τά εβραϊκά μας. "Ισως όμω ς
44 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟΖΑ

ν'ανακαλύψ ου με κ ι άλλους τρόπους ανταλλαγής. Προς το


παρόν προτείνω να προσθέσεις ενα κιλό α μ ύγδαλα στο κρασί
κ αί στις σταφ ίδες μου -ό χ ι από κείνες τις μ ικ ρ ο σκ οπ ικ ες- θά
’θελα να δοκιμ άσω εκείνες τις μεγαλούτσικες στο πάνω ρ ά φ ι».
*
Ή άνάμνηση της γένεσης της καινούργιας του ζωής ήταν τόσο
συναρπαστική πού ό Μπέντο, χαμένος στην ονειροπόλησή του,
είχε προχωρήσει πολλά τετράγωνα πέρα απ’ τον προορισμό
του. Τό συνειδητοποίησε αναπηδώντας, ξαναβρήκε σύντομα
τον προσανατολισμό του καί γύρισε προς τα πίσω στο σπίτι
των Βάν ντέν Έ ντεν, μία στενή τετραώροφη κατοικία πού
έβλεπε στο κανάλι Σίνγκελ. Ανεβαίνοντας προς τον τελευταίο
όροφο, όπου γίνονταν τα μαθήματα, ό Μπέντο σταματούσε
πάντα σέ κάθε πλατύσκαλο κι έριχνε ματιές στα δωμάτια όπου
ζούσε ή οικογένεια. Τό περίτεχνα φτιαγμένο δάπεδο τού πρώ­
του ορόφου καί ή μπορντούρα του μέ τούς άνεμόμυλους άπό
άσπρογάλαζα πλακάκια τού Ντέλφτ δέν τού προκαλούσε με­
γάλο ένδιαφέρον.
Στον δεύτερο όροφο τό άρωμα τού ξινολάχανου κι ή διαπε­
ραστική μυρωδιά τού κάρυ τού θύμισαν πώς είχε ξεχάσει γιά
άλλη μία φορά νά φάει μεσημεριανό καί βραδινό.
Στο τρίτο πάτωμα δέν καθυστέρησε νά θαυμάσει τήν άστρα-
φτερή άρπα καί τις κρεμαστές ταπετσαρίες άλλά, όπως κάθε
φορά, άπόλαυσε τις πολλές έλαιογραφίες πού σκέπαζαν τούς
τοίχους. Γιά άρκετά λεπτά τό βλέμμα του στάθηκε σ’ έναν
μικρό πίνακα πού παρίστανε μία βάρκα βγαλμένη στη στεριά
καί παρατήρησε μέ προσοχή τήν προοπτική πού δημιουρ­
γούσαν οί μεγάλες μορφές στην άκτή κι οί δύο μικρότερες μέσα
στη βάρκα, ή μία πού στεκόταν στήν πλώρη κι ή άλλη, άκόμα
μικρότερη, πού στεκόταν στήν πρύμνη, καί τήν κατέγραψε στή
μνήμη του μέ σκοπό νά φτιάξει τό ίδιο βράδυ ένα άντίγραφο μέ
κάρβουνο.
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 45

Στό τέταρτο πάτωμα τον υποδέχτηκε ό Βάν ντέν Έ ντεν


καί άλλοι Ιξι σπουδαστές της άκαδημίας, Ινας πού μάθαινε λα­
τινικά καί Ιξι πού είχαν περάσει πια στα έλληνικά. Ό Βάν ντέν
"Εντεν ξεκίνησε τή βραδιά ώς συνήθως μέ τήν υπαγόρευση
ένός λατινικού κειμένου, τό όποιο οί σπουδαστές έπρεπε νά με­
ταφράσουν είτε στά ολλανδικά είτε στά έλληνικά. Ε λπίζοντας
νά τούς ένσταλάξει τό πάθος γιά τήν κατάκτηση των ξένων
γλωσσών χρησιμοποιούσε στη διδασκαλία του κείμενα πού
προκαλούσαν όχι μόνο ενδιαφέρον αλλά καί άπόλαυση. Έδώ
καί τρεις έβδομάδες χρησιμοποιούσε κείμενα τού Όβίδιου καί
απόψε τούς διάβασε Ινα άπόσπασμα άπό τήν ιστορία τού Νάρ­
κισσου.
Σέ άντίθεση μέ τούς άλλους σπουδαστές, ό Σπινόζα έδειχνε
έλάχιστο ένδιαφέρον γιά τις μαγικές αφηγήσεις φανταστικών
μεταμορφώσεων. "Εγινε σύντομα σαφές 6τι δέν είχε άνάγκη
τή διασκέδαση. Αντίθετα είχε ένα πάθος γιά τή μάθηση καί
μία κλίση στις γλώσσες πού τούς άφηνε άφωνους. Παρόλο πού
ό Βάν ντέν "Εντεν είχε αμέσως άντιληφθει ότι ό Μπέντο θά
ήταν ένας σπάνιος μαθητής, συνέχισε νά έκπλήσσεται βλέπον-
τάς τον νά συλλαμβάνει καί νά άπομνημονεύει κάθε έννοια, κά­
θε γενικό κανόνα καί κάθε γραμματικό ιδιωματισμό πριν προ­
λάβει ή έξήγηση νά βγει άπ’ τά χείλη τού δασκάλου του.
Τήν καθημερινή έξάσκηση στή λατινική γλώσσα τήν παρα­
κολουθούσε καί ή κόρη τού Βάν ντέν "Εντεν, ή Κλάρα-Μαρία,
ένα κορίτσι δεκατριών έτών ψηλό καί αδύνατο μέ μακρύ λαιμό,
μ’ ένα άπολαυστικό χαμόγελο καί μία στραβή σπονδυλική στή­
λη. Ή Κλάρα ήταν κι έκείνη ιδιοφυία στις γλώσσες καί έπιδεί-
κνυε στούς υπόλοιπους μαθητές αύτή τήν ευκολία της χωρίς
καθόλου νά ντρέπεται, χρησιμοποιώντας πότε τή μιά καί πότε
τήν άλλη γλώσσα καθώς συζητούσε μέ τον πατέρα της τά μα­
θήματα πού θά είχε νά μελετήσει ό κάθε σπουδαστής. Στήν
άρχή ό Μπέντο είχε σοκαριστεΐ μαζί της. Μία άπό τις έβραϊκές
άρχές τήν όποια δέν άμφισβήτησε ποτέ ήταν ή κατωτερότητα
46 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ Σ,ΠΙΝΟΖΑ

των γυναικών - λιγότερα δικαιώματα καί κατώτερες πνευμα­


τικές δυνατότητες. Ή Κλάρα-Μαρία τον είχε αίφνιδιάσει άλλα
τή θεωρούσε κάτι τό αξιοπερίεργο, τό τερατώδες, καί ή πεποί­
θησή του βτι οί γυναίκες ήταν συλλήβδην κατά πολύ κατώτε­
ρες πνευματικά άπό τούς άντρες δέν άλλαξε ποτέ.
Μόλις ό Βάν ντέν Έ ντεν βγήκε άπό τήν αίθουσα μέ τούς
πέντε σπουδαστές πού μάθαιναν έλληνικά, ή Κλάρα-Μαρία
άρχισε, μέ μια σοβαρότητα σχεδόν κωμική για τα δεκατρία
της χρόνια, να έξετάζει τον Μπέντο κι έναν Γερμανό φοιτητή,
τον Ντίρκ Κέρκρινκ, στο λεξιλόγιο καί στις κλίσεις τών ονο­
μάτων πού είχαν να μελετήσουν στο σπίτι. Ό Ντίρκ μελετούσε
τα λατινικά για να μπορέσει να μπει στήν ’Ιατρική Σχολή τού
Αμβούργου. Ό ταν τελείωσε τό τέστ τού λεξιλογίου, ή Κλάρα-
Μαρία ζήτησε άπό τον Μπέντο καί τον Ντίρκ να μεταφράσουν
στα λατινικά ένα πολύ γνωστό ολλανδικό ποίημα τού Γιάκομπ
Κάτς γύρω άπό τήν ορθή συμπεριφορά τών άνύπαντρων κορι-
τσιών, τό όποιο τούς διάβασε μέ πολλή γοητεία. Ό ταν ό Ντίρκ
κι άμέσως έπειτα ό Μπέντο τή χειροκρότησαν, έκείνη έλαμψε,
σηκώθηκε καί ύποκλίθηκε.
Τό τελευταίο μέρος της βραδιάς ήταν πάντα τό άγαπημένο
τού Μπέντο. Καί οί οκτώ σπουδαστές συγκεντρώνονταν στή
μεγαλύτερη αίθουσα, τή μοναδική πού είχε παράθυρα, γιά
ν’ άκούσουν τον Βάν ντέν Έ ντεν νά τούς μιλάει γιά τον άρχαϊο
κόσμο. Τό θέμα του γ ι’ άπόψε ήταν ή έλληνική ιδέα της δημο­
κρατίας πού κατά τή γνώμη του άποτελούσε τήν πιο τέλεια
μορφή πολιτεύματος, παρότι -στο σημείο αύτό έριξε μία ματιά
στήν κόρη του πού παρακολουθούσε δλες του τις ομιλίες- δπως
παραδέχτηκε: «Ή έλληνική δημοκρατία άπέκλειε περισσότε­
ρο άπό τό μισό τού πληθυσμού, δηλαδή τις γυναίκες καί τούς
δούλους». Καί συνέχισε: «Δ είτε τήν παράδοξη θέση τών γυ­
ναικών στο άρχαϊο δράμα. Άπό τή μία τούς άπαγόρευαν νά πα­
ρακολουθήσουν τις παραστάσεις ή, σέ κατοπινούς πιό φ ω τι­
σμένους αιώνες, τούς έπέτρεπαν μέν τήν είσοδο στά άμφιθέα-
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 47

τρα άλλα μόνο σέ θέσεις μέ πολύ περιορισμένη ορατότητα.


Άπό τήν άλλη θυμηθείτε τις ήρωικές γυναίκες των τραγωδιών
- γυναίκες άπό άτσάλι πού πρωταγωνίστησαν στις μεγαλύτε­
ρες τραγωδίες τού Σοφοκλή καί τού Ευριπίδη. Επιτρέψτε μου
να σάς περιγράφω μέ συντομία τρεις άπό τούς πιο έντυπωσια-
κούς χαρακτήρες τής παγκόσμιας λογοτεχνίας: τήν Αντιγόνη,
τή Φαίδρα καί τή Μήδεια ».
"Οταν τελείωσε ή ομιλία του, στή διάρκεια τής όποιας άνέ-
θεσε στήν Κλάρα-Μαρία να διαβάσει μερικά άπό τα πιο έντυ-
πωσιακά άποσπάσματα τής Α ντιγόνης στα έλληνικά καί στα
ολλανδικά, ζήτησε άπό τον Μπέντο να μείνει για λίγο άφού φύ­
γουν οί άλλοι.
« Θά ήθελα νά συζητήσω δύο-τρία θέματα μαζί σου, Μπέν­
το. Πρώτα άπ’ όλα, θυμάσαι τί σού πρότεινα στήν πρώτη μας
συνάντηση στο μαγαζί σου; Νά σού γνωρίσω στοχαστές μέ
τούς οποίους σέ συνδέει μία συγγένεια;» Ό Μπέντο συγκατέ-
νευσε καί ό Βάν ντέν Έ ντεν συνέχισε: « Δέν τό έχω ξεχάσει
καί θ’ άρχίσω νά έκπληρώνω τήν υπόσχεσή μου. Ή πρόοδός
σου στά λατινικά είναι έξαιρετική, γ ι’ αύτό καί θά στραφούμε
τώρα στή γλώσσα τού Σοφοκλή καί τού Όμήρου. Τήν έρχό-
μενη έβδομάδα ή Κλάρα-Μαρία θ’ άρχίσει νά σού μαθαίνει τό
έλληνικό άλφάβητο. Έ χ ω έπιλέξει έπίσης ορισμένα κείμενα
πού θά έχουν ιδιαίτερο ένδιαφέρον γιά σένα. Θά δουλέψουμε
πάνω σέ άποσπάσματα τού Αριστοτέλη καί τού Επίκουρου
πού σχετίζονται άκριβώς μέ τά ζητήματα γιά τά όποια έκδή-
λωσες ένδιαφέρον στήν πρώτη μας συνάντηση ».
«Άναφέρεστε στά 6σα κατέγραφα στο ήμερολόγιό μου γιά
τούς φθαρτούς καί άφθαρτους στόχους;»
«Ακριβώς. Ώ ς ένα βήμα προς τήν τελειοποίηση τών λατι­
νικών σου, προτείνω νά ξεκινήσεις άπό τώρα νά κρατάς σημειώ­
σεις στο ήμερολόγιό σου στή λατινική γλώσσα ».
Ό Μπέντο συμφώνησε.
« Καί κάτι άκόμα » συνέχισε ό Βάν ντέν Έ ντεν. « Ή Κλά­
4« ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ UIINOZA

ρα-Μαρία κι έγώ είμαστε έτοιμοι νά ξεκινήσουμε τήν έκπαί-


δευσή μας στα έβραϊκά υπό τή διδασκαλία σου. Συμφωνείς νά
αρχίσουμε τήν άλλη έβδομάδα;»
« Εύχαρίστως » απάντησε ό Μπέντο. « Θά μου έδινε μεγάλη
χαρά καί θά μου έπέτρεπε νά σάς ξεπληρώσω το μεγάλο μου
χρέος ».
« Ί σ ω ς λοιπόν νά έφτασε ή στιγμή νά σκεφτουμε τήν παι­
δαγωγική μέθοδο. Έ χ εις διδακτική έμπειρία;»
« Πριν άπό τρία χρόνια ό ραβίνος Μορτέρα μου ζήτησε νά
τον βοηθήσω νά διδάσκει έβραϊκά στους μικρότερους μαθητές.
Έ χ ω σημειώσει πάρα πολλές σκέψεις γύρω άπό τις ιδιαιτερό­
τητες της έβραϊκής γλώσσας κι έλπίζω κάποια μέρα νά γράψω
μία έβραϊκή γραμματική ».
« Θαυμάσια. Μείνε ήσυχος 6τι θά έχεις πρόθυμους καί προ­
σεκτικούς μαθητές ».
« Κατά σύμπτωση », πρόσθεσε ό Μπέντο, « σήμερα τό με­
σημέρι μου ζητήθηκε μία άλλόκοτη παιδαγωγική παρέμβαση.
Δύο άντρες σέ μεγάλη ταραχή μέ άναζήτησαν πριν άπό λίγες
ώρες καί έπιχείρησαν νά μέ προσλάβουν σάν ένα είδος συμβού­
λου». Καί ό Μπέντο άρχισε νά διηγείται μέ λεπτομέρειες τή
συνάντησή του μέ τον Γιάκομπ καί τον Φράνκο.
Ό Βάν ντέν Έ ντεν τον άκουσε πολύ προσεκτικά καί μόλις
έκεϊνος τελείωσε είπε: «Α πόψε θά προσθέσω άλλη μία λέξη
στο λατινικό λεξιλόγιο πού έχεις νά μάθεις γιά αύριο. Σημείω­
σε, σέ παρακαλώ, “ Caute”. Μαντεύεις τή σημασία άπό τήν
ισπανική λέξη “cautela”».
« Ναι, “προσοχή” - cuidado στά πορτογαλικά. Γιατί δμως
cau te;»
« Στά λατινικά παρακαλώ ».
« Quad cur caute ? »
« ‘Έ χω έναν κατάσκοπο πού μου λέει 6τι οί Εβραίοι φίλοι
σου δέν είναι εύχαριστημένοι πού σπουδάζεις μαζί μου. Καθό­
λου μάλιστα. Ε πίσης δέν είναι εύχαριστημένοι πού άποστα-
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 49

σιοποιεΐσαι 6λο καί περισσότερο από τήν κοινότητά σου. Οβιι-


ίβ, άγόρι μου. Φρόντισε να μήν τούς προκαλέσεις περισσότερο.
Μήν έμπιστεύεσαι σέ ξένους τις βαθύτερες σκέψεις καί αμφι­
βολίες σου. Τήν άλλη έβδομάδα θά δούμε μήπως έχει να σου
προσφέρει κάποια χρήσιμη συμβουλή ό Επίκουρος ».
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 4

ΕΣΘΟΝΙΑ - 10 ΜΑΪΟΤ 1910

ΤΑΝ ΕΦΤΓΕ Ο ΑΛΦΡΕΝΤ, οί δύο παλιοί φίλοι σηκώθηκαν


Ο να ξεπιαστούν, ένω στο μεταξύ ή γραμματέας τού διευ­
θυντή άκουμπούσε πάνω στο τραπέζι ένα πιάτο στρούντελ με
μήλα καί καρύδια. Ξανακάθισαν καί άρχισαν να τρώνε σιωπη­
λοί, δσο εκείνη έτοίμαζε το τσάι.
« Λες λοιπόν, Χέρμαν, πώς αύτή είναι ή όψη τού μέλλον­
τος ;» ρώτησε ό διευθυντής Έ πσταϊν.
<( το^ μέλλοντος πού θα ήθελα να δώ μέ τα μάτια μου.
Χαίρομαι πού πίνω καυτό τσάι - αύτό τό παιδί μού προκα-
λούσε ρίγη».
« Πόσο χρειάζεται να μάς άνησυχεΐ ή έπιρροή πού άσκεΐ
στούς συμμαθητές το υ;»
Μία σκιά πέρασε -ένας μαθητής περπατούσε στο διάδρο­
μο- κι ό Χέρ Σαίφερ σηκώθηκε να κλείσει τήν πόρτα πού είχε
μείνει μισάνοιχτη.
« Είμαι ό καθηγητής-σύμβουλός του άπό τήν πρώτη μέρα πού
ήρθε στο σχολείο, κι έχει παρακολουθήσει άρκετά άπ’ τα μαθή-
ματά μου. Κατά περίεργο τρόπο μού είναι άπόλυτα άγνωστος.
"Οπως βλέπεις έχει πάνω του κάτι τό ψυχρό καί τό άπόμακρο.
Βλέπω τά άγόρια νά έμπλέκονται σέ ζωηρές συζητήσεις, ό Ά λ-
φρεντ όμως δέν συμμετέχει ποτέ. Κρατιέται καλά κρυμμένος ».
<(Δέν θά έλεγα πώς κρυβόταν άκριβώς τά τελευταία λεπτά,
Χέρμαν ».
«Α υτό ήταν κάτι έντελώς καινούργιο. Αίφν ιδιάστηκα. Εί­
δα έναν διαφορετικό Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ. Ή άνάγνωση τού
Τσάμπερλαιν τον έχει κάνει πιο τολμηρό ».
5 *
ΕΣΘΟΝΙΑ - 10 ΜΑΪΟΥ 1910 51

« *Ίσως αύτό να έχει καί τήν καλή του πλευρά. *Ίσως να βρε­
θούν κι άλλα βιβλία στο μέλλον πού θα τού βάλουν φωτιά μέ
άλλον τρόπο. Λές δμως δτι γενικά δέν άγαπάει τά βιβλία ».
«Ε ίναι παράξενο, άλλά δυσκολεύομαι ν’ άπαντήσω. Μερι­
κές φορές νομίζω πώς λατρεύει τήν ιδέα τού βιβλίου ή τήν
αύρα ενός βιβλίου ή ίσως καί μόνο τό έξώφυλλό του. Περιφέ­
ρεται συχνά στο σχολείο μέ μία στοίβα βιβλία υπό μάλης -
Χάουπτμαν, Χάινε, Νίτσε, Χέγκελ, Γκαΐτε. Μερικές φορές ή
στάση του είναι σχεδόν κωμική. Είναι ένας τρόπος νά έπιδει-
κνύει τήν άνώτερη εύφυία του ή νά περηφανεύεται δτι προτιμά
τά βιβλία άπό τή δημοτικότητά του άνάμεσα στους συμμαθη­
τές του. Πολλές φορές έχω άναρωτηθει αν τά διαβάζει πραγ­
ματικά. Σήμερα δέν ξέρω τί νά σκεφτώ ».
« Καί τόσο πάθος γιά τον Τσάμπερλαιν » παρατήρησε ό δι­
ευθυντής. « Γιά άλλα πράγματα έχει δείξει τέτοιο φανατι­
σμό ;»
«Α ύτό είναι τό ερώτημα. Κρατάει τά συναισθήματά του
πολύ ελεγχόμενα, σάν νά θυμάμαι δμως πώς είχε δείξει μία
λάμψη ενθουσιασμού γιά τήν προϊστορία τής περιοχής μας.
Μερικές φορές παίρνω μικρές ομάδες μαθητών νά συμμετά-
σχουν στις άρχαιολογικές άνασκαφές κοντά στήν εκκλησία τού
Αγίου Όλάι. Ό Ρόζενμπεργκ προθυμοποιείται πάντα νά συμ­
μετέχει σέ τέτοιες εξορμήσεις. Μία άπό εκείνες τις φορές βοή­
θησε νά άποκαλυφθούν μερικά εργαλεία τής λίθινης έποχής κι
ένας προϊστορικός βωμός, κι αύτό τον είχε ενθουσιάσει».
« Παράξενο » είπε ό διευθυντής, ξεφυλλίζοντας τό φάκελο
τού Άλφρεντ. « Έ πέλεξε νά φοιτήσει στή δική μας σχολή καί
οχι στο φιλολογικό γυμνάσιο, δπου θά μελετούσε τούς κλασι­
κούς καί άπ’ δπου θά έμπαινε στο πανεπιστήμιο, νά σπουδάσει
Φιλολογία ή Φιλοσοφία πού φαίνονται κυρίως νά τον ένδιαφέ-
ρουν. Γιατί θέλει νά μπει στο Πολυτεχνείο;»
«Έ χ ω τήν εντύπωση δτι οί λόγοι είναι οικονομικοί. Ή μη­
τέρα του πέθανε δταν ήταν μωρό κι ό πατέρας του δουλεύει
52 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

στήν τράπεζα άλλα μόνο περιστασιακά, γιατί είναι φυματικός.


Ό καινούργιος καθηγητής των τεχνικών, ό Χέρ Πούρφιτ, τον
θεωρεί αρκετά καλό στο σχέδιο καί τον ενθαρρύνει να άκολου-
θήσει καριέρα αρχιτέκτονα».
«Κρατάει λοιπόν τις αποστάσεις του άπό τούς υπόλοι­
πους », λέει ό διευθυντής κλείνοντας τό φάκελο τού Αλφρεντ,
« καί δμως κέρδισε τις έκλογές. Πριν άπό δύο-τρία χρόνια δέν
είχε ξαναβγεΐ πρόεδρος της τάξης;»
« Δέν νομίζω πώς αύτό σχετίζεται με τό αν είναι ή όχι δη­
μοφιλής. Οι μαθητές δέν έχουν σέ καμιά έκτίμηση αύτό τό
άξίωμα, καί τά πιο δημοφιλή άγόρια άποφεύγουν συνήθως νά
γίνουν πρόεδροι της τάξης, γιατί κάτι τέτοιο σημαίνει πολλές
άγγαρεΐες καί άπαιτει νά προετοιμάσουν τό λόγο πού θά έκφω-
νήσουν στήν άποφοίτηση. Δέν νομίζω 6τι οί μαθητές παίρνουν
τον Ρόζενμπεργκ στά σοβαρά. Δέν τον έχω δει ποτέ νά γίνεται
τό έπίκεντρο μίας ομάδας ή νά άστειεύεται μέσα σέ μία παρέα.
Συνήθως γίνεται ό ίδιος στόχος άστεϊσμών. Είναι μοναχικός
τύπος, περιφέρεται πάντα μόνος στήν πόλη μέ τό μπλοκ της
ιχνογραφίας του. Δέν άνησυχώ λοιπόν καί τόσο ότι θά μετα­
δώσει τις έξτρεμιστικές του ιδέες στο σχολείο μας ».
Ό διευθυντής σηκώθηκε καί πήγε στο παράθυρο. Α π’ έξω
ορθώνονταν πλατύφυλλα δέντρα μέ καινούργιο άνοιξιάτικο
φύλλωμα καί πιο μακριά μεγαλόπρεπα άσπρα κτίρια μέ κόκ­
κινες τούβλινες στέγες.
« Πές μου κι άλλα γ ι’ αύτόν τον Τσάμπερλαιν. Τά άναγνω-
στικά μου ένδιαφέροντα είναι εντελώς διαφορετικά. Πόσο με­
γάλη είναι ή έπιρροή του στή Γερμανία;»
«Α υξάνεται ταχύτατα. Ανησυχητικά γρήγορα. Τό βιβλίο
του έκδόθηκε πριν άπό περίπου δέκα χρόνια καί ή δημοτικό-
τητά του συνεχίζει νά βρίσκεται στά ύψη. Ακόυσα 6τι έχει
πουλήσει περισσότερα άπό έκατό χιλιάδες άντίτυπα».
« Έσύ τό έχεις διαβάσει;»
«Τό άρχισα, άλλά έχασα πολύ γρήγορα τήν ύπομονή μου
ΕΣΘΟΝΙΑ - 10 ΜΑΪΟΥ 1910 53

καί τό υπόλοιπο άπλώς τό ξεφύλλισα. Τό έχουν δμως διαβάσει


πολλοί φίλοι μου. Οι έκπαιδευμένοι ιστορικοί συμμερίζονται
τή δική μου άντίδραση - τό ίδιο κι ή Εκκλησία καί, φυσικά, ό
εβραϊκός Τύπος. ‘Υπάρχουν δμως πολλές έξέχουσες προσωπι­
κότητες πού τό έγκωμιάζουν, δπως ό Κάιζερ Γουλιέλμος ή ό
Αμερικανός Θήοντορ Ρούζβελτ. Ε πίσης πολλές μεγάλες ξέ­
νες έφημερίδες έχουν δημοσιεύσει θετικές κριτικές, μερικές
μάλιστα σέ βαθμό παραληρήματος. Ή μεγαλόπρεπη γλώσσα
τού Τσάμπερλαιν παριστάνει δτι απευθύνεται στις άνώτερες
ορμές μας. Έ γώ δμως νομίζω δτι ένθαρρύνει τα κατώτερά μας
ένστικτα ».
« Πώς εξηγείς τή δημοτικότητά το υ;»
« Γράφει μέ τρόπο πειστικό. Οί άμόρφωτοι εντυπωσιάζον­
ται. Σέ κάθε σελίδα του θά βρεις βαθυστόχαστα παραθέματα
από τον Τερτυλλιανό, από τον Ιερό Αύγουστίνο ή ακόμα κι
από τόν Πλάτωνα ή άπό κάποιον Ινδό μυστικιστή τού 18ου
αιώνα. Είναι δμως μόνο μία επίφαση λογιοσύνης. Στην πραγ­
ματικότητα έχει άπλώς συλλέξει άσχετα μεταξύ τους απο­
φθέγματα άπό διάφορες περιόδους, γιά νά υποστηρίξει τις δι­
κές του προκατασκευασμένες ιδέες. Τή δημοτικότητά του τήν
ώφέλησε άσφαλώς καί ό πρόσφατος γάμος του μέ τήν κόρη τού
Βάγκνερ. Πολλοί τόν θεωρούν συνεχιστή της ρατσιστικής
κληρονομιάς τού Βάγκνερ ».
« Εστεμμένο άπό τόν ίδιο τόν Βάγκνερ;»
«Ό χ ι, ό Βάγκνερ δέν τόν γνώρισε ποτέ. Πέθανε πριν αρχί­
σει ό Τσάμπερλαιν νά φλερτάρει τήν κόρη του. Αλλά ή Κόζιμα
τού έχει δώσει τήν εύλογία της».
Ό διευθυντής σέρβιρε κι άλλο τσάι. « Πάντως ό νεαρός Ρό-
ζενμπεργκ δείχνει τόσο ολοκληρωτικά παραδομένος στο ρα­
τσισμό τού Τσάμπερλαιν πού ένδέχεται νά μήν είναι εύκολο νά
τόν άποσπάσει κανείς απ’ αύτόν. Α ν τό σκεφτεΐ κανείς δμως,
ποιος μοναχικός, άρκετά άδέξιος καί καθόλου άγαπητός έφη­
βος δέν θά παλλόταν άπό εύχαρίστηση μαθαίνοντας δτι άνήκει
54 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΜΙΝΟΖΑ

σ’ ένα άνώτερο είδος; "Οπ οί πρόγονοι του θεμελίωσαν τούς


μεγάλους πολιτισμούς; Ειδικά ένα αγόρι πού δεν είχε ποτέ του
μητέρα να τον θαυμάσει, πού ό πατέρας του βρίσκεται στο κα­
τώφλι τού θανάτου, πού ό μεγαλύτερος αδελφός του είναι
άρρωστιάρης, πο ύ...»
« Ά χ, Κάρλ, σαν ν’ άκούω τήν ήχώ τού δικού σου όραματι-
στη, έκείνου τού Βιεννέζου δόκτορα Φρόυντ, πού κι αύτός γρά­
φει πολύ πειστικά, κι αύτός έντρυφά στούς κλασικούς, από
τούς οποίους άναδύεται πάντοτε κουβαλώντας άνάμεσα στα
δόντια του ένα νόστιμο ρητό ».
« Mea culpa. ‘Ομολογώ δτι οί ιδέες του μού φαίνονται πιο
λογικές από ποτέ. Γιά παράδειγμα, μόλις είπες δτι πουλήθη­
καν έκατό χιλιάδες άντίτυπα τού άντισημιτικού βιβλίου τού
Τσάμπερλαιν. Άπό τις χιλιάδες άναγνώστες πού ύπάρχουν
πόσοι τον άπορρίπτουν δπως εσύ καί πόσοι ήλεκτρίζονται
άπ’ τα λόγια του δπως ό Ρόζενμπεργκ; Γιατί τό ίδιο βιβλίο
προκαλει τέτοια ποικιλία αντιδράσεων; Κάτι θα έχει ό συγκε­
κριμένος άναγνώστης πού σπεύδει ν’ άγκαλιάσει τό βιβλίο.
Κάτι στή ζωή του, στην ψυχολογία του, στήν εικόνα του για
τον εαυτό του. θ ά πρέπει νά ύπάρχει κάτι βαθιά κρυμμένο μέ­
σα στο νού -ή , δπως λέει ό Φρόυντ, στο άσυνείδητο- πού κάνει
έναν συγκεκριμένο αναγνώστη νά έρωτεύεται έναν συγκεκρι­
μένο συγγραφέα ».
« Πολύ ζουμερό θέμα συζήτησης γιά τό επόμενο δείπνο
μας! Στο μεταξύ ύποπτεύομαι πώς ό νεαρός Ρόζενμπεργκ
ιδρώνει καί ξεϊδρώνει εκεί έξω. Τί θά τον κάνουμε;»
«Ν αί, αποφεύγουμε ν’ άσχοληθούμε μ’ αύτό. Τού ύποσχε-
θήκαμε νά τού δώσουμε εργασίες καί πρέπει νά σκεφτούμε με­
ρικές. *Ίσως νά τό παρατραβάμε. Είναι άραγε έφικτό, έστω καί
έλάχιστα, νά τού άναθέσουμε κάποια εργασία πού νά τού
ασκήσει θετική επιρροή μέσα στις λίγες εβδομάδες πού μάς
άπομένουν; Βλέπω πάνω του τόσο πικρόχολη διάθεση, τόσο
μίσος γιά τούς πάντες καί τά πάντα - έκτος άπό τή φαντασίω­
ΕΣΘΟΝΙΑ - 10 ΜΑΪΟΥ 1910 55

ση του “γνήσιου Γερμανού”. Νομίζω δτι πρέπει να τόν άπο-


μακρύνουμε άπό τις ιδέες καί να τον παρασύρουμε σέ κάτι
απτό, σέ κάτι πού να μπορεί να τό ά γγ ίξει».
« Συμφωνώ. Είναι πιο δύσκολο να μισήσεις έναν άνθρωπο
απ’ 6,τι μία ολόκληρη φυλή» είπε ό Χέρ Σαιφερ. «Κ άνω μία
σκέψη. Γνωρίζω Ιναν Εβραίο, τόν όποιο θα πρέπει να συμπα­
θεί. Ά ς τόν φωνάξουμε καί θ’ αρχίσω άπ’ αύτόν».
Ή γραμματέας τού διευθυντή μάζεψε τούς δίσκους μέ τό
τσάι κι έφερε μέσα τόν Άλφρεντ πού ξανακάθισε στη θέση του
στήν άπέναντι άκρη τού τραπεζιού.
Ό Χέρ Σαιφερ γέμισε αργά τήν πίπα του, τήν άναψε, τρά­
βηξε μία ρουφηξιά, άφησε να βγει ένα σύννεφο καπνού καί
άρχισε: « Ρόζενμπεργκ, έχουμε να σού κάνουμε ακόμα μερικές
ερωτήσεις. Αντιλαμβάνομαι τα αίσθήματά σου για τούς
Εβραίους μέ γενικούς φυλετικούς δρους άλλα είμαι βέβαιος
πώς στη ζωή σου θά έχεις συναντήσει καί 'Εβραίους πολύ άξι­
ους. Τυχαίνει νά γνωρίζω πώς έχουμε τόν ίδιο προσωπικό για­
τρό, τόν Χέρ Άπφελμπαουμ. Μού είπαν δτι αύτός σ’ έφερε
στον κόσμο ».
« Ναι» είπε ό Άλφρεντ. « Είναι ό γιατρός μου άπό τότε πού
γεννήθηκα ».
« Ό λ ’ αύτά τά χρόνια είναι καί στενός μου φίλος. Πές μου,
τόν θεωρείς κι αύτόν δηλητηριώδη; Κι αύτόν παράσιτο; Κα­
νείς δέν δουλεύει πιο σκληρά άπό κείνον στη Ρεβάλ. Ό ταν
ήσουν μωρό, τόν παρακολούθησα μέ τά ίδια μου τά μάτια νά
προσπαθεί μέρα καί νύχτα νά σώσει τή μητέρα σου απ’ τή φυ­
ματίωση. Μού είπαν μάλιστα πώς έκλαψε στήν κηδεία της ».
« Ό δρ Άπφελμπαουμ είναι καλός άνθρωπος. Μάς φροντί­
ζει πάντα καλά. Φυσικά κι εμείς πάντα τόν πληρώνουμε. Μπο­
ρεί νά ύπάρξουν δμως καί καλοί Εβραίοι. Τό ξέρω. Δέν έχω νά
πώ κάτι κακό γιά τόν γιατρό προσωπικά, μόνο γιά τήν
εβραϊκή φύτρα. Είναι αναμφισβήτητο πώς δλοι οί Εβραίοι φέ­
ρουν τό σπόρο αύτής της μισητής φυλής καί π ώ ς ...»
5^ ΓΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 1ΙΙΙΝΟΖΑ

« Ά , πάλι αύτή ή λέξη, “μισητή”», διέκοψε ό διευθυντής,


βάζοντας τά δυνατά του να συγκρατηθεΐ. « Ακούω πολλά για
μίσος, Ρόζενμπεργκ, άλλα δέν άκούω ούτε λέξη για άγάπη.
Μήν ξεχνάς πώς ή άγάπη είναι τό κεντρικό μήνυμα τού Ιησού.
Ό χι μόνο άγάπα τόν Θεό άλλα άγάπα καί τον πλησίον σου ώς
σεαυτόν. Δέν βλέπεις καμιά άντίφαση άνάμεσα σ’ εκείνα πού
διαβάζεις στον Τσάμπερλαιν καί σε 6σα άκούς κάθε έβδομάδα
στήν εκκλησία γιά τή χριστιανική ά γά πη;»
« Κύριε, δέν πηγαίνω κάθε έβδομάδα στήν εκκλησία. Έ χ ω
σταματήσει».
« Καί τί λέει ό πατέρας σου γ ι’ αύτό; Καί ό Τσάμπερλαιν τί
θά ’λ εγ ε;»
« Ό πατέρας μου λέει πώς δέν έχει πατήσει ποτέ τό πόδι
του σέ έκκλησία. Διαβάζω έπίσης 6τι καί ό Τσάμπερλαιν καί
ό Βάγκνερ υποστηρίζουν πώς οί διδαχές της Εκκλησίας πιο
πολύ μάς άποδυναμώνουν παρά μάς ένδυναμώνουν ».
« Δέν άγαπάς τόν Κύριο ήμών Ιησού Χριστό;»
Ό Άλφρεντ έκανε μία παύση, διαισθάνθηκε τό έδαφος γε­
μάτο παγίδες. Τά κατατόπια ήταν έπικίνδυνα: Ό διευθυντής
είχε ήδη χαρακτηρίσει τόν έαυτό του εύσεβή λουθηρανό. Τό
άσφαλές ήταν νά παραμείνει προσκολλημένος στον Τσάμπερ-
λαιν, γ ι’ αύτό άγω νίστηκε νά θυμηθεί τά λόγια του βιβλίου
του. «"Οπως ό Τσάμπερλαιν, θαυμάζω κι έγώ πολύ τόν
’Ιησού. Ό Τσάμπερλαιν τόν άποκαλεΐ ήθική μεγαλοφυΐα.
Είχε πολύ μεγάλο σθένος καί κουράγιο άλλά δυστυχώς ή δι­
δασκαλία του έβραιοποιήθηκε άπό τόν Παύλο, πού μετέτρεψε
τόν Ιησού σ’ έναν ήπιο άνθρωπο γεμάτο οδύνη. Σέ δλες τις
χριστιανικές έκκλησίες βλέπει κανείς πίνακες ή βιτρώ μέ τόν
Χριστό στο σταυρό. Πουθενά δέν βλέπουμε εικόνες τού ισχυ­
ρού ’Ιησού, τού γεμάτου θάρρους Ιησού - τού Ιησού πού τόλ­
μησε ν’ άμφισβητήσει τούς διεφθαρμένους ραβίνους, τού
Ιησού πού πέταξε μόνος του τούς άργυραμοιβούς έξω άπό τό
ναό!»
ΕΣΘΟΝΙΑ - 10 ΜΑΪΟΥ 1910 57

« Ό Τσάμπερλαιν λοιπόν βλέπει τον Χριστό σαν λέοντα, όχι


σαν αμνό;»
«Ν α ι» άπάντησε ό Ρόζενμπεργκ, παίρνοντας θάρρος. «Ό
Τσάμπερλαιν λέει πώς είχε τραγικές συνέπειες τό γεγονός 6τι
ό Ιησούς έμφανίστηκε στον τόπο καί στη χρονική στιγμή πού
έμφανίστηκε. Ά ν ό Χριστός είχε άπευθύνει τα κηρύγματά του
στους γερμανικούς λαούς ή, ας πούμε, στον λαό της Ινδίας, τα
λόγια του θά είχαν έντελώς άλλο άντίκτύπο ».
«Ά ς επιστρέφουμε στο προηγούμενο ερώτημά μου » είπε ό
διευθυντής, συνειδητοποιώντας πώς είχε άκολουθήσει λάθος
μονοπάτι. « Έ χ ω ένα άπλό έρώτημα: Ποιόν άγαπάς; Ποιός
είναι ό ήρωάς σου; Ό άνθρωπος πού θαυμάζεις πάνω άπ’ 6-
λους; Εννοώ πέρα άπ’ τον Τσάμπερλαιν ».
Ό Άλφρεντ δέν είχε έτοιμη τήν άπάντηση. Σκέφτηκε πολύ
πριν μιλήσει. « Ό Γκαίτε ».
Τόσο ό διευθυντής 6σο καί ό Χέρ Σαιφερ άνακάθισαν λίγο
στις θέσεις τους. «Ενδιαφέρουσα επιλογή, Ρόζενμπεργκ»
είπε ό διευθυντής. « Δική σου ή τού Τσάμπερλαιν;»
« Καί των δύο. Νομίζω μάλιστα 6τι τον ίδιο θά έπέλεγε καί
ό Χέρ Σαιφερ. Στήν τάξη μας έχει εγκωμιάσει τον Γ καίτε πε­
ρισσότερο άπό κάθε άλλον». Ό Ά λφρεντ κοίταξε τον Χέρ
Σαιφερ γιά έπιβεβαίωση κι έκεΐνος τού έγνεψε καταφατικά.
« Πές μου λοιπόν, γιατί ό Γ κ α ίτε;» ρώτησε ό διευθυντής.
« Είναι ή αιώνια γερμανική μεγαλοφυΐα. Ό μεγαλύτερος
των Γερμανών. Μία μεγαλοφυΐα της γραφής, της έπιστήμης,
της Τέχνης καί της Φιλοσοφίας. Είναι μεγαλοφυής σέ περισ­
σότερους τομείς άπό κάθε άλλον».
«Ε ξαιρετική άπάντηση» είπε ό διευθυντής μέ ξαφνική
ζωηράδα. « Καί πιστεύω 6τι κατέληξα τώρα στήν πιο κατάλ­
ληλη πτυχιακή έργασία γιά σένα ».
Οι δύο δάσκαλοι συσκέφθηκαν γιά λίγο μιλώντας χαμηλό­
φωνα. Ό Χέρ Έ πσταϊν βγήκε άπό τήν αίθουσα καί σέ λίγο γύ­
ρισε κρατώντας ένα μεγάλο βιβλίο. ‘'Εσκυψε πάνω του μαζί μέ
5« ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΓΙΙΝΟΖΑ

τον Χέρ Σαιφερ καί για μερικά λεπτά φυλλομέτρησαν τις σε­
λίδες διατρέχοντας τό κείμενο. Ό διευθυντής σημείωσε μερι­
κούς άριθμούς σελίδων καί γύρισε στον Άλφρεντ.
« ‘Ορίστε ή εργασία σου. ’Οφείλεις νά διαβάσεις μέ μεγάλη
προσοχή δύο κεφάλαια άπό τήν αύτοβιογραφία τού Γκαιτε
-τό δέκατο τέταρτο καί τό δέκατο έκτο-, καί ν’ άντιγράψεις
όλους τούς στίχους στούς οποίους άναφέρεται στον προσωπικό
του ήρωα, έναν άντρα πού έζησε πριν άπό πολύ καιρό καί πού
λεγόταν Μπέντο Σπινόζα. Είμαι βέβαιος ότι ή έργασία αύτή
Θά σου άρέσει. Θά χαρεις νά διαβάσεις ένα μέρος της αύτοβιο-
γραφίας τού ινδάλματος σου. Ό Γκαιτε είναι ό άνθρωπος πού
άγαπάς, καί φαντάζομαι ότι θά σού φανεί ένδιαφέρον νά μά­
θεις τί λέει γιά τον άνθρωπο πού έκεινος άγαπά καί Θαυμάζει.
Σ ω στά;»
Ό Ά λφρεντ συγκατανεύει έπιφυλακτικά. Ή χαρούμενη
διάθεση τού διευθυντή τον προβληματίζει καί διαισθάνεται μία
παγίδα.
« Επομένως », συνεχίζει ό διευθυντής, « ας είμαστε άπόλυ-
τα σαφείς ώς προς τήν έργασία, Ρόζενμπεργκ. Θά διαβάσεις
τό δέκατο τέταρτο καί τό δέκατο έκτο κεφάλαιο άπό τήν αύτο­
βιογραφία τού Γκαιτε καί Θ’ άντιγράψεις κάθε πρόταση πού
άναφέρεται στον Βενέδικτο ντέ Σπινόζα. Θά φτιάξεις τρία
άντίγραφα, ένα γιά σένα κι άπό ένα γιά μάς τούς δύο. Ά ν άνα-
καλύψουμε 6τι έχεις παραλείψει κάποιο άπό τά σχόλιά του γιά
τον Σπινόζα στο γραπτό σου κείμενο, θά σού ζητήσουμε νά
ξαναγράψεις ολόκληρη τήν έργασία, ώσπου νά είναι πλήρης.
Θά συναντηθούμε σέ δύο έβδομάδες άπό τώρα, γιά νά διαβά­
σουμε αύτό πού έγραψες καί νά συζητήσουμε όλες τις πτυχές
της εργασίας σου. Κατανοητό;»
Δεύτερο καταφατικό νεύμα. « Μπορώ νά ρωτήσω κάτι, κύ­
ριε ; Προηγουμένως μιλήσατε γιά δύο έργασίες. Έ χ ω νά κάνω
τή γενεαλογική έρευνα καί νά διαβάσω τά δύο κεφάλαια. Καί νά
άντιγράψω τρεις φορές τό ύλικό γιά τον Βενέδικτο Σπινόζα ».
ΕΣΘΟΝΙΑ - 10 ΜΑΪΟΥ 1910 59

«Α κριβώ ς» είπε ό διευθυντής. « Καί ποια είναι ή ερώτησή


σου;»
« Αυτά δέν είναι τρεις έργασίες, αντί για δύο, κύριε;»
« Ρόζενμπεργκ », μπήκε στή μέση ό Χέρ Σαΐφερ,« καί είκο­
σι εργασίες να σου βάζαμε, θα ήταν πολύ επιεικής τιμωρία. Το
ν’ άποκαλέσεις τον διευθυντή σου άκατάλληλο για τη θέση του
έπειδή δήθεν είναι ‘Εβραίος είναι έπαρκής λόγος για ν’ άποβλη-
θεΐς από 6λα τα σχολεία όχι μόνο τής Εσθονίας άλλα καί τής
Πατρίδας ».
« Μάλιστα ».
« Περιμένετε, Χέρ Σαΐφερ, ίσως να έχει δίκιο τό παιδί. Ή
εργασία για τόν Γκαίτε είναι τόσο σημαντική πού θέλω να τήν
κάνει μέ πολύ μεγάλη έπιμέλεια ». Καί ό Χέρ Έ πστα ϊν γύρισε
στον Άλφρεντ. « Σέ άπαλλάσσω άπό τή γενεαλογική έργασία.
Επικεντρώσου πλήρως στο κείμενο τού Γ καίτε. Λύεται ή συν­
εδρίαση. Θά σέ δούμε σ’ αύτό τό γραφείο σέ δύο έβδομάδες άπό
τώρα. Τήν ίδια ώρα. Καί φρόντισε τήν παραμονή νά μού έχεις
παραδώσει τά τρία άντίγραφα τής εργασίας σου ».
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ Π Ε Ν Τ Ε

ΑΜ ΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656

φώναξε ό Μπέντο, άκούγον-


Κ
ΑΛΗΜΕΡΑ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ»
τας τον άδελφό του νά πλένεται για να πάει στή λει­
τουργία του Σαββάτου. Α ντί για άπάντηση, ο Γκάμπριελ
μούγκρισε άλλα ξαναγύρισε στο υπνοδωμάτιό τους καί κάθισε
βαρύς στο έπιβλητικό κρεβάτι μέ τον ούρανό πού τό μοιραζό­
ταν μέ τον άδελφό του. Τό κρεβάτι, πού σχεδόν γέμιζε τό δω­
μάτιο, ήταν τό μοναδικό οικογενειακό κειμήλιο πού άπέμενε
άπ’ τό παρελθόν τους.
Ό πατέρας τους, Μίχαελ Σπινόζα, είχε άφήσει 6λα τα
ύπάρχοντα της οικογένειας στον Μπέντο, τον μεγαλύτερο γιο
άλλα οί δύο άδελφές του προσέβαλαν τή διαθήκη του, ύποστη-
ρίζοντας 6τι ή έπιλογή τού πατέρα τους δέν τον καθιστούσε
πραγματικό μέλος της εβραϊκής κοινότητας. Ή έτυμηγορία
τού έβραϊκού δικαστηρίου ήταν θετική για τον Μπέντο, έκεινος
όμως αίφν ιδίασε τούς πάντες παραδίνοντας 6λα τα ύπάρχοντα
τής οικογένειας στις άδελφές του καί κρατώντας για τον εαυτό
του μόνο ένα άντικείμενο - τό κρεβάτι μέ ούρανό των γονιών
του. "Οταν παντρεύτηκαν οί δύο άδελφές τους, ό Μπέντο καί ό
Γκάμπριελ άπέμειναν μόνοι στο κομψό τριώροφο λευκό σπίτι
πού νοίκιαζε ή οικογένεια Σπινόζα έδώ καί πολλές δεκαετίες.
Τό σπίτι τους έβλεπε στο κανάλι Χάουτχραχτ, κοντά στα πιο
πολυσύχναστα σταυροδρόμια τής έβραϊκής περιοχής τού Α μ ­
στερνταμ, μόλις ένα τετράγωνο άπό τή μικρή συναγωγή Μπέθ
Γιακόμπ καί τις αίθουσες διδασκαλίας πού συνδέονταν μαζί της.
Μέ μεγάλη τους λύπη ό Μπέντο καί ό Γ κάμπριελ άποφά-
σισαν νά μετακομίσουν. Άφότου έφυγαν οί άδελφές τους, τό

ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 6ι

παλιό σπίτι παραήταν μεγάλο καί στοιχειωμένο από τις εικό­


νες των πεθαμένων. Καί άκριβό - ό άγγλοολλανδικός πόλεμος
του 1652 καί οί πειρατικές έπιδρομές στα πλοία πού έρχονταν
από τή Βραζιλία είχαν άποβει ολέθρια για τήν έπιχείρηση των
Σπινόζα καί τα δύο άδέλφια υποχρεώθηκαν να νοικιάσουν ένα
μικρό σπίτι σέ άπόσταση πέντε λεπτών μέ τα πόδια από τό
μαγαζί.
Ό Μπέντο κοίταξε προσεκτικά τον αδελφό του. "Οταν ό
Γκάμπριελ ήταν παιδί, τον φώναζαν συχνά « ό μικρός Μπέν­
το », γιατί είχε τό ίδιο μακρύ όβάλ πρόσωπο, τά ίδια διαπερα­
στικά μεγάλα μάτια, τήν ίδια έντονη μύτη. Τώρα όμως ό ένή-
λικος Γκάμπριελ ήταν είκοσι κιλά παχύτερος άπό τον μεγάλο
του άδελφό, δέκα πόντους ψηλότερος καί πολύ πιο δυνατός. Τά
μάτια του όμως δέν έδειχναν νά κοιτάζουν πιά τόσο μακριά.
Τά άδέλφια κάθονταν πλάι πλάι σιωπηλά. Συνήθως του
Μπέντο του άρεσε ή σιωπή κι ένιωθε πολύ άνετα νά μοιράζεται
τά γεύματά του μέ τον Γ κάμπριελ ή νά δουλεύει πλάι του στο
μαγαζί χωρίς ν’ άνταλλάσσουν λέξη. Ή σημερινή σιωπή όμως
ήταν βαριά κι έφερνε σκοτεινές σκέψεις. Ό Μπέντο σκέφτηκε
τήν άδελφή του, τή Ρεμπέκα, πού παλιά ήταν πάντα ομιλητική
καί φλύαρη. Τώρα ούτε έκείνη του μιλούσε καί, δποτε τον
έβλεπε, γύριζε άλλου τά μάτια.
Σιωπηλοί ήταν καί 6λοι οί πεθαμένοι, όλοι όσοι είχαν ξεψυ­
χήσει 6’ αύτό τό ίδιο κρεβάτι: ή μητέρα του, ή Χάννα, πού πέ-
θανε πριν άπό είκοσι χρόνια, όταν ό Μπέντο ήταν έξι χρόνων,
ό μεγαλύτερος άδελφός του ό Ισαάκ, πριν άπό έξι χρόνια, ή
μητριά του, ήΈ στερ, πριν άπό τρία χρόνια, ό πατέρας του κι
ή άδελφή του Μιριάμ πριν άπό δύο μόλις χρόνια. Άπό τά αδέλ­
φια του -αύτή τή θορυβώδη χαρούμενη συμμορία πού έπαιζε
καί τσακωνόταν καί συμφιλιωνόταν καί είχε πενθήσει τή μη­
τέρα τους καί σιγά σιγά είχε άγαπήσει τή μητριά τους- δέν
άπέμεναν παρά μόνο ή Ρεμπέκα κι ό Γ κάμπριελ πού άπομα-
κρύνονταν πολύ γρήγορα άπό κείνον.
62 ΓΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΛ

Κοιτάζοντας το παχουλό χλομό πρόσωπο του Γκάμπριελ ό


Μπέντο έσπασε τή σιωπή. « Πάλι δέν κοιμήθηκες καλά,
Γκάμπριελ; Σ’ ένιωθα να στριφογυρνάς ».
«Ν αι, πάλι. Πώς να κοιμηθώ, Μπέντο; Τίποτα δέν πάει
καλά πιά. Τί θά γ ίν ε ι; Τί θά γ ίν ε ι; Άπεχθάνομαι τά προβλή­
ματα μεταξύ μας. Όρίστε, σήμερα τό πρωί ντύνομαι γιά τήν
άργία του Σαββάτου. Ό ήλιος λάμπει πρώτη φορά αύτή τήν
έβδομάδα, βλέπουμε λίγο γαλάζιο ούρανό πάνω άπ’ τά κεφά­
λια μας καί θά ’πρεπε νά είμαι χαρούμενος σάν τούς γείτονές
μας δεξιά κι άριστερά. Αντίθετα, έξαιτίας τού ίδιου μου του
άδελφου - μέ συγχωρεΐς, Μπέντο, θά σκάσω, αν δέν μιλήσω.
Έξαιτίας σου ή ζωή μου γίνεται δυστυχισμένη. Δέν νιώθω κα­
μιά χαρά νά πηγαίνω στη συναγωγή μου, νά βρίσκομαι μέ τούς
δικούς μου άνθρώπους καί νά προσεύχομαι στον ίδιο μου τον
θεό ».
« Λυπάμαι πού τό άκούω, Γ κάμπριελ. Ποθώ τήν εύτυχία
σου ».
« *Άλλο πράγμα τά λόγια κι άλλο τά έργα ».
« Ποιά έργα;»
« Ποιά έργα;» φώναξε ό Γ κάμπριελ. « Καί νά σκεφτεΐς πώς
τόσο καιρό, 8λη μου τή ζωή, πίστευα πώς τά ήξερες 8λα. Ά ν
μέ ρωτούσε κάποιος άλλος θά έλεγα: “ Πλάκα μου κάνεις”, έσύ
δμως δέν άστειεύεσαι ποτέ. Αλλά είναι βέβαιο πώς ξέρεις ποιά
έργα έννοώ ».
Ό Μπέντο άναστέναξε.
«'Ά ς άρχίσουμε άπό τό γεγονός 8τι άπορρίπτεις τά έβραϊκά
έθιμα καί οχι μόνο, άκόμα καί τήν ίδια μας τήν κοινότητα.
Έ πειτα είναι ή άσέβεια προς τήν άργία του Σαββάτου. Καί ή
άπομάκρυνσή σου άπό τή συναγωγή, καί τό γεγονός 8τι φέτος
δέν έκανες σχεδόν καμιά δωρεά - κάτι τέτοια έργα έννοώ ».
Ό Γ κάμπριελ κοίταξε τον Μπέντο πού έμεινε σιωπηλός.
« Θά σου πώ καί μερικά άλλα έργα, Μπέντο. Μόλις χθές τή
νύχτα άρνήθηκες νά έρθεις στο δείπνο του Σαββάτου στο σπίτι
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 63

τής Σάρα. Τό ξέρεις πώς θα τήν παντρευτώ κι δμως δέν θέλεις


να ένώσεις τις δύο οικογένειες περνώντας τό Σάββατο μαζί
μας. Μπορείς να φανταστείς πώς αισθάνομαι έξαιτίας σου;
Πώς αισθάνεται ή Ρεμπέκα, ή αδελφή μας, έξαιτίας σου; Τί
δικαιολογία να πούμε; Μπορούμε να τούς πούμε πώς ό αδελ­
φός μας προτιμάει να πηγαίνει για μάθημα λατινικών μέ τον
ίησουίτη του;»
« Γκάμπριελ, αν έρχόμουν θά προκαλούσα δυσπεψία σέ
βλους. Τό ξέρεις. Ξέρεις πώς ό πατέρας της Σάρα είναι δεισι-
δαίμων ».
« Τί έννοείς δεισιδαίμων;»
«Ε ννοώ υπέρ ορθόδοξος. Τό έχεις δει κι έσύ δτι καί μόνο ή
παρουσία μου τον ώθει στη θρησκευτική λογομαχία. Τό έχεις
δει πώς όποιαδήποτε άπάντηση κι αν δώσω προκαλεί ακόμα
μεγαλύτερη ασυμφωνία καί στενοχώρια σ’ έσένα καί στη Ρε­
μπέκα. Ή απουσία μου σημαίνει γαλήνη για σένα καί για τή
Ρεμπέκα. Κι αύτή τήν έξίσωση τή σκέφτομαι 6λο καί περισ­
σότερο ».
Ό Γ κάμπριελ κούνησε τό κ εφ ά λι: « Μπέντο, θυμάσαι 6ταν
ήμουνα μικρός, μερικές φορές φοβόμουν, γιατί φανταζόμουν
πώς δταν έκλεινα τα μάτια μου ό κόσμος έξαφανιζόταν. Έσύ
διόρθωνες τον τρόπο πού σκεφτόμουν. Μέ διαβεβαίωνες δτι ή
πραγματικότητα ύπάρχει καί δτι οί νόμοι τής Φύσης είναι
αιώνιοι. Τώρα βμως κάνεις έσύ τό ίδιο λάθος. Φαντάζεσαι πώς
ή λογομαχία γύρω από τον Μπέντο Σπινόζα έξαφανίζεται
βταν έκεΐνος δέν είναι παρών για να τή ζή σει;
« Χθές ήταν μία πολύ οδυνηρή βραδιά » συνέχισε ό Γκά-
μπριελ. « Ό πατέρας τής Σάρα ξεκίνησε τό δείπνο μιλώντας
γιά σένα. Γιά άκόμα μία φορά ήταν έξαλλος πού παρέκαμψες
τό έβραϊκό δικαστήριο τής κοινότητας καί άνέθεσες τήν άγωγή
σου στο ολλανδικό αστικό δικαστήριο. Είπε δτι, άπ’ δσο θυμό­
ταν, κανείς ποτέ δέν είχε προσβάλει τό ραβινικό δικαστήριο μέ
τέτοιο τρόπο. Αποτελεί σχεδόν λόγο άφορισμοΰ. Αύτό θέλεις;
64 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΛ

"Ενα χ έ ρ ε μ ; Μπέντο, ό πατέρας μας έχει πεθάνει, το ίδιο κι ό


μεγάλος μας αδελφός. Είσαι ή κεφαλή της οικογένειας. Α πευ­
θυνόμενος στο ολλανδικό δικαστήριο μάς προσβάλλεις δλους.
Καί ποιά σ τιγμ ή ! Δεν μπορούσες να περιμένεις να τό κάνεις
μετά τό γάμο;»
« Γκάμπριελ, σου τό έχω έξηγήσει πολλές φορές άλλα δέν
μ’ άκους. *Άκουσέ με κι αύτή τή φορά καί θά μάθεις 6λα τά γε­
γονότα. Αλλά πάνω άπ’ δλα, σέ παρακαλώ, προσπάθησε νά
καταλάβεις δτι παίρνω πολύ στά σοβαρά τήν ευθύνη μου άπέν-
αντι σ’ εσένα καί στή Ρεμπέκα. Σκέψου τό δίλημμά μου. Ό
πατέρας μας, εύλογημένος νά είναι, ήταν γενναιόδωρος. "Εκρι­
νε δμως έσφαλμένα, δταν μπήκε έγγυητής ένός γραμματίου
πού κρατούσε αύτός ό άπληστος τοκογλύφος, ό Ντουάρτε Ρο-
ντρίγκες, γιά τή βαρυπενθούσα χήρα Χενρίκες. Ό Πέντρο, ό
άντρας της, ήταν άπλώς ένας γνωστός του πατέρα, ούτε κάν
συγγενής, καί είναι μυστήριο γιατί ό πατέρας μας άνέλαβε νά
έγγυηθει αύτό τό γραμμάτιο. Τον ξέρεις δμως πώς ήταν - δταν
έβλεπε κάποιον νά υποφέρει, άπλωνε καί τά δύο του χέρια νά
βοηθήσει, χωρίς νά σκέφτεται τις συνέπειες. "Οταν ή χήρα καί
τό μοναχοπαίδι της πέθαναν πέρυσι στήν πανούκλα άφήνοντας
τό χρέος άπλήρωτο, ό Ντουάρτε Ροντρίγκες -αύτός ό εύσεβής
Εβραίος πού άνεβαίνει στο βήμα τής συναγωγής καί πού ήδη
τού άνήκουν τά μισά σπίτια τής Γιόντενμπρεεστραατ- προσ­
πάθησε νά μετακυλήσει τή δική του ζημιά σ’ έμάς, πιέζοντας
τό ραβινικό δικαστήριο νά άπαιτήσει άπό τή φτωχή οικογένεια
Σπινόζα νά πληρώσει τό χρέος κάποιου, τον όποιο κανείς άπό
μάς δέν γνώριζε ».
Ό Μπέντο έκανε μία παύση: « Αύτό τό ξέρεις, Γ κάμπριελ,
δέν τό ξέρεις;»
« Ναί, ά λλά ...»
« Αφησέ με νά τελειώσω. Είναι σημαντικό νά τά γνωρίζεις
αύτά. Μπορεί κάποια μέρα νά γίνεις έσύ ή κεφαλή τής οικογέ­
νειας. Ό Ροντρίγκες λοιπόν παρουσίασε τήν ύπόθεση στο
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 65

έβραϊκό δικαστήριο, πολλά μέλη του δικαστηρίου δμως είναι


υποχρεωμένα σ’ αύτόν, άφοΰ είναι ό μεγαλύτερος δωρητής της
συναγωγής. Πές μου, Γκάμπριελ, θά ήθελαν οί δικαστές νά τον
δυσαρεστήσουν; Σχεδόν αμέσως τό δικαστήριο έκρινε δτι ή
οικογένεια Σπινόζα οφείλει ν’ άναλάβει τό χρέος. Έ να χρέος
πού θά στραγγίξει τούς πόρους τής οικογένειας μας γιά τήν
ύπόλοιπη ζωή μας. Καί τό χειρότερο, άποφάσισαν δτι ακόμα
κι ή κληρονομιά πού μάς άφησε ή μητέρα μας πρέπει νά ανα­
λωθεί γιά νά έξοφληθεΐ τό χρέος προς τον Ροντρίγκες. Τά πα­
ρακολουθείς 6λ’ αύτά, Γ κάμπριελ;»
Ό Γκάμπριελ έγνεψε καταφατικά κι ό Μπέντο συνέχισε.
« ’Έ τσι πριν από τρεις μήνες στράφηκα στον ολλανδικό νόμο,
γιατί είναι πιό λογικός. Πρώτα άπ’ δλα τό ονομα Ντουάρτε
Ροντρίγκες δέν έχει καμιά βαρύτητα πάνω τους. Ε πίσης ό
ολλανδικός νόμος δηλώνει δτι ή κεφαλή τής οικογένειας πρέπει
νά έχει κλείσει τά είκοσιπέντε, γιά νά φέρει εύθύνη γιά ένα τέ­
τοιο χρέος. Άφου λοιπόν δέν έχω άκόμα κλείσει τά είκοσιπέν­
τε, μπορεί νά σωθεί ή οίκογένειά μας. Δέν είμαστε υποχρεω­
μένοι ν’ άποδεχτούμε τά χρέη τής περιουσίας του πατέρα μας
καί μπορούμε νά πάρουμε τά χρήματα πού προόριζε ή μητέρα
μας γιά μάς. Κι δταν λέω έμάς, έννοώ έσένα καί τή Ρεμπέκα -
έχω σκοπό νά σάς έκχωρήσω τό δικό μου μερίδιο. Έ γώ δέν
έχω οικογένεια, ούτε έχω άνάγκη τά χρήματα.
»Κ αί κάτι τελευταίο» συνέχισε. « ‘Ως προς τή χρονική
στιγμή. Θεώρησα δτι δέν μάς μένει πολύς καιρός καί δτι ήταν
άνάγκη νά δράσω τώρα. Πές μου, λοιπόν, δέν βλέπεις δτι στήν
πραγματικότητα δρω πολύ ύπεύθυνα άπέναντι στήν οικογέ­
νεια ; Δέν θεωρείς σημαντική τήν έλευθερία; Ά ν έγώ δέν δρά­
σω, τότε θά είμαστε χρεωμένοι γιά δλη μας τή ζωή. Θέλεις
κάτι τέτοιο;»
«Έ γ ώ προτιμώ ν’ άφήσω τά πράγματα σ τ α χέρια του
Θεού. Δέν έχεις δικαίωμα ν’ άμφισβητεις τό νόμο τής θρη­
σκευτικής μας κοινότητας. "Οσο γιά τό νά είμαστε χρεωμένοι,
66 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΝΙΝΟΖΛ

τό προτιμώ από τον έξοστρακισμό. Έξαλλου ό πατέρας της


Σάρα μίλησε καί για άλλα πέρα άπ’ τήν αγωγή. Θέλεις ν’ ακού­
σεις τί άλλο είπ ε ;»
« Νομίζω πώς έσύ θέλεις να μου πεις ».
«Ε ίπ ε δτι τό “πρόβλημα Σπινόζα”, 6πως τό ονόμασε,
φτάνει πολλά χρόνια πίσω , ώς τήν αύθάδειά σου τήν έποχή
πού έτοιμαζόσουν για τό μ π α ρ μ ιτ σ β ά σου. Θυμήθηκε δτι ό
ραβίνος Μορτέρα σέ συμπαθούσε περισσότερο άπ’ δλους τούς
άλλους μαθητές. Ό τι σέ σκεφτόταν σαν πιθανό διάδοχό του.
Άλλα τότε έσύ χαρακτήρισες τη βιβλική ιστορία του Άδάμ καί
της Εύας “μύθο”. Κι 6ταν ό ραβίνος σέ έπέπληξε πού άρνήθη-
κες τό λόγο τού Θεού, έσύ άπάντησες: “Ή Τορά τα μπερδεύει,
γιατί αν ό πρώτος άνθρωπος ήταν ό Άδάμ, τότε ό γιος του, ό
Κάιν, ποιά γυναίκα παντρεύτηκε;” Τό είπες αύτό, Μπέντο;
Αληθεύει δτι είπες πώς ή Τορά “τά μπερδεύει”; »
«Αληθεύει δτι ή Τορά χαρακτηρίζει τον Άδάμ πρώτο άν­
θρωπο. Αληθεύει έπίσης δτι λέει πώς ό γιος του, ό Κάιν, παν­
τρεύτηκε. Έχουμε τό δικαίωμα άσφαλώς νά άναρωτηθούμε τό
προφανές: Ά ν ό Άδάμ ήταν ό πρώτος άνθρωπος, τότε πώς γίνε­
ται νά ύπηρχε γυναίκα νά παντρευτεί ό Κ άιν; Αύτό τό έπιχείρη-
μα -πό λεγόμενο “ζήτημα τών προαδαμιτών”- συζητιέται στις
μελέτες της Βίβλου έδώ καί πάνω άπό χίλια χρόνια. Ά ν μέ
ρωτάς λοιπόν άν πρόκειται γιά μύθο, οφείλω ν’ άπαντήσω “ναι”
- προφανώς ή ιστορία αύτή δέν είναι παρά μία μεταφορά ».
«Τό λές έπειδή δέν τήν καταλαβαίνεις. Μήπως ή δική σου
σοφία ύπερβαίνει τή σοφία τού Θεού; Δέν ξέρεις πώς υπάρ­
χουν λόγοι γιά τήν άγνοιά μας, γ ι’ αύτό οφείλουμε νά έμπι-
στευόμαστε τούς ραβίνους μας γιά νά έρμηνεύουν καί νά άπο-
σαφηνίζουν τις γραφές;»
((Αύτή ή θέση είναι έξαιρετικά βολική γιά τούς ραβίνους,
Γκάμπριελ. Όλοι δσοι είχαν γιά έπάγγελμα τή θρησκεία άνά
τούς αιώνες έπιδίωξαν νά είναι οί μοναδικοί ερμηνευτές τών
μυστηρίων. Αύτό τούς έξυπηρετει πολύ».
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 67

« Ό πατέρας της Σάρα είπε 6τι αύτή ή αύθάδειά σου, ν’ αμ­


φισβητείς τή Βίβλο καί τούς θρησκευτικούς μας ήγέτες, είναι
προσβλητική καί έπικίνδυνη δχι μόνο για τούς Εβραίους άλλα
καί για τή χριστιανική κοινότητα. Κι έκεινοι θεωρούν τή Β ί­
βλο ιερή».
« Γκάμπριελ, πιστεύεις 6τι πρέπει να παραιτούμαστε από
τή λογική, άπο τό δικαίωμά μας ν’ αμφισβητούμε;»
« Δεν διαφωνώ μέ τό δικό σου προσωπικό δικαίωμα στή
λογική καί μέ τό δικό σου δικαίωμα ν’ αμφισβητείς τό νόμο
των ραβίνων. Δέν άμφισβητώ τό δικό σου δικαίωμα ν’ άμφι-
βάλλεις για τήν ιερότητα της Βίβλου. Δέν άμφισβητώ καν τό
δικαίωμά σου να έξοργίζεις τον Θεό. Είναι δικό σου θέμα. *Ίσως
να είναι ή αρρώστια σου. Ή άρνησή σου 6μως να κρατήσεις τις
απόψεις σου για τον εαυτό σου πλήττει έμένα καί τήν αδελφή
σου».
« Γκάμπριελ, αύτή ή συζήτηση μέ τον ραβίνο Μορτέρα για
τον Άδάμ καί τήν Εύα συνέβη πάνω από δέκα χρόνια πίσω.
Άπό τότε κρατούσα τις άπόψεις μου για τον έαυτό μου. Πριν
από δύο χρόνια 6μως ορκίστηκα να ζώ τή ζωή μου μέσα στήν
άρετή, πράγμα πού σημαίνει να μή λέω πια ψέματα. ’Άν λοιπόν
κάποιος μού ζητήσει τή γνώμη μου, θά τήν πώ μέ ειλικρίνεια
- ακριβώς γ ι’ αύτό άρνήθηκα νά έρθω νά δειπνήσω μέ τον πα­
τέρα της Σάρα. Πάνω απ’ όλα 6μως, Γ κάμπριελ, νά θυμάσαι
πώς οί ψυχές μας είναι ξεχωριστές. Οί άλλοι έδώ δέν σέ συγ­
χέουν μαζί μου. Δέν σέ θεωρούν ύπεύθυνο γιά τις διαλείψεις
τού μεγαλύτερου άδελφού σου ».
Ό Γ κάμπριελ βγήκε άπ’ τό δωμάτιο κουνώντας τό κεφάλι
καί μουρμουρίζοντας: « Ό μεγάλος μου αδελφός μιλάει έντε-
λώς παιδιάστικα ».
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο ΕΞΙ

ΕΣΘΟΝΙΑ - 1910

ένας χλομός καί ταραγμένος


Τ
ΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ
Άλφρεντ ζήτησε συνάντηση μέ τον Χέρ Σαίφερ.
«Έ χ ω ένα πρόβλημα, κύριε», άρχισε άνοίγοντας συγχρό­
νως τη σχολική του τσάντα καί βγάζοντας τις έπτακόσιες σε­
λίδες της αύτοβιογραφίας τού Γκαίτε, άπό τις όποιες πετάγον­
ταν κάθε τόσο τσαλακωμένα καί σκισμένα χαρτάκια. *Άνοιξε
τό βιβλίο στον πρώτο σελιδοδείκτη κι έδειξε τό κείμενο.
« Ό Γ καίτε, κύριε, αναφέρει τον Σπινόζα έδώ, σ’ αύτόν τό
στίχο. Κι έπειτα έδώ, ύστερα άπό δύο-τρεΐς γραμμές. Στη συν­
έχεια δμως υπάρχουν αρκετές παράγραφοι δπου τό δνομα δεν
έμφανίζεται καί δεν μπορώ να καταλάβω αν μιλάει για κείνον
ή δχι. Για τήν άκρίβεια έλάχιστα κομμάτια καταλαβαίνω.
Είναι πάρα πολύ δύσκολο ». Γυρίζει τις σελίδες καί δείχνει ένα
άλλο άπόσπασμα: «Ν ά, κι έδώ τό ίδιο. Αναφέρει δύο-τρείς
φορές τον Σπινόζα, κι έπειτα για τέσσερις σελίδες δέν λέει δνο­
μα. Α π ’ δσο καταλαβαίνω, δέν είναι σαφές αν μιλάει για τον
Σπινόζα ή δχι. Μιλάει έπίσης για κάποιον πού λέγεται Γιά-
κομπι. Αύτό γίνεται σέ άλλα τέσσερα σημεία. Τον Φ άονστ τον
καταλάβαινα, δταν τον διαβάζαμε στήν τάξη, τό ίδιο καί 7α
πάθη τον νεαρόν Βέρθερον, άλλα αύτό έδώ τό βιβλίο δέν τό κα­
ταλαβαίνω καθόλου».
« Πολύ πιο εύκολα διαβάζεται ό Τσάμπερλαιν, έ τ σ ι;» Ό
Χέρ Σαίφερ μετάνιωσε άμέσως για τό σαρκασμό του καί βιά­
στηκε νά προσθέσει, μέ γλυκύτερη φω νή : « Τό ξέρω δτι πιθα­
νόν νά μην κατανοείς δλα τά λόγια του Γ καίτε, Ρόζενμπεργκ,
πρέπει δμως νά καταλάβεις πώς δέν πρόκειται γιά ένα σφΐχτΟ-
68
ΕΣΘΟΝΙΑ - 1910 69

δεμένο έργο άλλα για μία σειρά από στοχασμούς γύρω άπύ τή
ζωή του. Έ χεις ποτέ κρατήσει ήμερολόγιο ή σημειώσεις γύρω
από τή ζωή σου;»
Ό Άλφρεντ έγνεψε καταφατικά. « Πριν από δύο-τρία χρό­
νια, άλλα τό έκανα μόνο για λίγους μήνες ».
«ΏραΤα, δές το κι αύτό λοιπόν σαν ένα είδος ήμερολογίου.
Ό Γκαΐτε τό έγραψε εξίσου για τον έαυτό του 6σο καί για τον
άναγνώστη. Πίστεψέ με, 6ταν θά μεγαλώσεις καί θά μάθεις
περισσότερα γιά τις ιδέες του Γκαίτε, θά καταλάβεις καλύτερα
τά λόγια του καί θά τά έκτιμήσεις περισσότερο. Δώσε μου τό
βιβλίο ».
Αφού διέτρεξε μερικές σελίδες σημειωμένες άπό τον Ά λ-
φρεντ, ό Χέρ Σαΐφερ είπ ε: « Βλέπω τό πρόβλημα. Θέτεις ένα
θεμιτό ζήτημα καί θά χρειαστεί νά άναθεωρήσω κάπως τήν
άσκηση. Ά ς κοιτάξουμε λίγο μαζί αύτά τά δύο κεφάλαια ». Μέ
τά κεφάλια τους κοντά κοντά, ό Χέρ Σαΐφερ καί ό Ά λφρεντ
άρχισαν νά μελετούν προσεκτικά τό κείμενο, καί ό Χέρ Σαΐφερ
κατέγραφε σ’ ένα σημειωματάριο μία σειρά άπό άριθμούς σε­
λίδων καί στίχων.
Δίνοντας τό σημειωματάριο στον Άλφρεντ είπ ε: « Όρίστε
αύτά πού πρέπει ν’ άντιγράψεις. Νά θυμάσαι, τρία άντίτυπα
εύανάγνωστα. *Υπάρχει 6μως ένα πρόβλημα. Οί γραμμές αύ-
τές είναι μόνο είκοσι μέ είκοσιπέντε, εργασία πολύ μικρότερης
έκτασης άπό έκείνη πού σου άνέθεσε άρχικά ό διευθυντής καί
άμφιβάλλω άν θά τόν ικανοποιήσει. Πρέπει λοιπόν νά κάνεις
κάτι άκόμα - νά άποστηθίσεις τή συντομευμένη έκδοχή καί νά
τήν άπαγγείλεις άπέξω στή συνάντησή μας μέ τόν κύριο Έ π -
σταϊν. Νομίζω πώς αύτό θά τό δεχτεί».
Λίγες στιγμές άργότερα βλέποντας τό πρόσωπο του Ά λ­
φρεντ νά κατσουφιάζει, ό Χέρ Σαΐφερ πρόσθεσε: « Άλφρεντ,
παρόλο πού δέν μου άρέσει αύτή ή άλλαγή πού βλέπω πάνω
σου -αύτές οί άνοησίες περί φυλετικής άνωτερότητας- έξακο-
λουθώ νά είμαι μέ τό μέρος σου. Τά προηγούμενα τέσσερα
?ο ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

χρόνια ήσουν ένας καλός καί υπάκουος μαθητής - αν καί, 6πως


σου έχω ξαναπεΐ, θά μπορούσες να είσαι πιο έπιμελής. Θά
ήταν τραγικό νά μήν πάρεις τό άπολυτήριο καί νά καταστρέ­
φεις τό μέλλον σου καί τις δυνατότητές σου». Περίμενε λίγο,
ώσπου νά χωνέψει ό μαθητής τά λόγια του. « Βάλε 6λη σου τήν
καρδιά σ’ αύτή τήν έργασία. Ό διευθυντής θά θέλει περισσότε­
ρα άπό μία άπλή άντιγραφή καί άπαγγελία. Άφοσιώσου
λοιπόν σ’ αύτό, Ρόζενμπεργκ. Έ γώ προσωπικά έπιθυμώ νά σέ
δώ νά παίρνεις τό άπολυτήριο ».
«Χ ρειάζεται καί πάλι νά σάς φέρω τό πρώτο άντίγραφο
πριν φτιάξω τά άλλα δύο;»
Ό Χέρ Σαιφερ ένιωσε μεγάλη άπογοήτευση άπό τή μηχα­
νική άπάντηση του Άλφρεντ άλλά είπε μόνο: « Ά ν άκολουθή-
σεις τις οδηγίες των σημειώσεων, δέν θά χρειαστεί».
Καθώς ό Άλφρεντ άρχισε ν’ άπομακρύνεται, ό Χέρ Σαιφερ
τον ξαναφώναξε. « Ρόζενμπεργκ, πριν άπό ένα λεπτό έκανα
μία προσπάθεια νά σέ προσεγγίσω λέγοντάς σου ότι ήσουνα
καλός μαθητής κι 8τι έπιθυμώ νά πάρεις τό άπολυτήριο. Δέν
έχεις τίποτα νά πεις γ ι’ α ύτά ; Μέ είχες άλλωστε τέσσερα χρό­
νια καθηγητή ».
« Μάλιστα ».
« Μ άλιστα;»
« Δέν ξέρω τί νά πώ ».
« Καλώς, Άλφρεντ, μπορείς νά πηγαίνεις ».
Ό Χέρ Σαιφερ γέμισε τό χαρτοφύλακά του μέ έργασίες μα­
θητών πού δέν τις είχε άκόμη διαβάσει, έβγαλε τον Άλφρεντ
άπό τή σκέψη του καί σκέφτηκε τά δύο παιδιά του, τή γυναίκα
του καί τό δείπνο μέ σπ α ϊτσλ ε καί β έ ρ ιβ ο ρ σ τ1πού του τό είχε
ύποσχεθεΐ γιά άπόψε.1

1. Τό πρώτο είναι παραδοσιακό φρέσκο ζυμαρικό της Γερμανίας ένώ


τό δεύτερο είναι παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο μαύρο λουκάνικο της
’Εσθονίας. (Σ .τ.μ.)
ΕΣΘΟΝΙΑ - 1910 7

Ό Άλφρεντ έφυγε σε κατάσταση σύγχυσης γύρω άπό τήν


έργασία του. Είχε άραγε χειροτερέψει τα πράγματα; "Η μή­
πως είχε γλιτώσει τα δύσκολα; Ά λλωστε ή άπομνημόνευση
ποτέ δεν τον προβλημάτιζε. Τού άρεσε να μαθαίνει άπέξω
κομμάτια για θεατρικά σκετσάκια καί ομιλίες.

Δύο έβδομάδες άργότερα ό Άλφρεντ στεκόταν όρθιος στο ένα


άκρο τού μεγάλου τραπεζιού τού Χέρ Έ πστα ϊν περιμένοντας
τις οδηγίες τού διευθυντή, ό όποιος σήμερα φαινόταν πιο γι-
γάντιος καί πιο άγριος άπό κάθε άλλη φορά. Ό Χέρ Σαιφερ,
πολύ πιο μικρόσωμος, μέ τό πρόσωπο σοβαρό, τού έγνεψε να
ξεκινήσει τήν άπαγγελία. Ρίχνοντας μία τελευταία ματιά στο
άντίγραφο μέ τις φράσεις τού Γκαίτε, ό Άλφρεντ όρθωσε τό
άνάστημά του, άνήγγειλε: « Άπό τήν αύτοβιογραφία τού Γ καί­
τε », καί άρχισε:
«Ό νους ο οποίος είχε τόσο α π οφ α σισ τικ ή επίδραση πάνω
μου κ αι τόσο μεγάλη επιρροή στον όλο τρόπο σκέιρης μου ήταν
ό Σ πινόζα. *Έ χοντας μ ά τ α ια α να ζητή σει π α ντού, σε ολόκληρο
τον κ όσμ ο , ενα μέσο να καλλιεργήσω τήν παράξενη φύση μου,
έτνχε τέλος να συναντήσω τήν Ηθική αύτοϋ του ανθρώπου.
Έδώ βρήκα ένα ή ρ εμ ισ τικό γ ια τα πάθη μ ο υ *ήταν σαν ν'άνοιγε
γ ια μένα μ ία π λ α τιά κ α ι απ ρόσκ οπ τη θέα αύτοϋ τοϋ ύλικοϋ κ αι
θνητού κόσμ ου».
«Ε πομένως, Ρόζενμπεργκ», διέκοψε ό διευθυντής, « τ ί
πήρε ό Γ καίτε άπό τον Σ πινόζα;»
« Έ . .. μήπως τήν ήθική το υ;»
«Ό χ ι, οχι. "Υψιστε Θεέ, μά δέν κατάλαβες ό τι5Η θική είναι
ό τίτλος τού βιβλίου τού Σπινόζα; Τί λέει ό Γ καίτε ότι πήρε
άπό τό βιβλίο τού Σπινόζα; Τί πιστεύεις έσύ ότι έννοεΐ “ένα
ήρεμιστικό γιά τά πάθη μου”; »
« Κάτι πού τον ήρέμησε;»
ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

« Ναι, έν μέρει κι αύτό. Συνέχισε δμω ς: ή ίδια ιδέα θά ξα-


νάρθει σε λίγο ».
Γιά νά ξαναβρεΐ τό σημείο, ό Άλφρεντ άπήγγειλε λίγο άπό
μέσα του κι έπειτα άρχισε:
« Εκείνο δμως πού με έδεσε ειδικά με τον Σπινόζα ήταν ή
απεριόριστη ιδιοτέλεια πού άναδυόταν...»
«Ανιδιοτέλεια, οχι ιδιοτέλεια!» γρύλισε ό διευθυντήςΈ π-
σταϊν πού παρακολουθούσε στενά κάθε λέξη τής άπαγγελίας
άπό τις σημειώσεις. «Ανιδιοτέλεια σημαίνει δτι δεν περιμένεις
άνταπόδοση ».
Ό Άλφρεντ κούνησε καταφατικά τό κεφάλι καί συνέχισε:
«Έ χεϊνο δμω ς που με έδεσε ειδικά μ ε τον Σ πινόζα ήταν ή
α π εριόρ ιστη ανιδιοτέλεια που αναδυόταν άπό κάθε τον φράση.
Α υτή ή υπέροχη έ κ φ ρ α σ η : “ Ε κείνος που ά γα π ά σω στά τον
Θεό οφείλει νά μην επ ιθυμ εί ό Θεός νά ά νταποδώ σει την ά γά π η
τ ο ν ” , μ ε δλα τά θεμέλια σ τά όποια σ τη ρ ίζετα ι κ α ι με όλες τις
συνέπειες που την π λαισιώ νουν, γέμ ισ ε δλη τη δύναμη τής σκ έ­
ψης μ ο υ » .
«Α ύτό είναι δύσκολο κομμάτι» είπε ό διευθυντής Έ π -
σταϊν. « Θά σου τό έξηγήσω. Ό Γ καίτε λέει πώς ό Σπινόζα τον
δίδαξε νά έλευθερώνει τό νού του άπό τήν έπίδραση των άλλων.
Ν’ άνακαλύπτει τά δικά του αισθήματα καί τά δικά του συμ­
περάσματα καί νά δρά με βάση αύτά. Με άλλα λόγια, άσε τήν
άγάπη σου νά ρέει καί μήν της επιτρέπεις νά έπηρεάζεται άπό
τή σκέψη της άγάπης πού πιθανόν νά έρθει ώς άνταπόδοση. Νά
κάτι πού θά άξιζε νά τό έφαρμόσουμε στις προεκλογικές ομι­
λίες. Ό Γκαιτε δεν θά έβγαζε έναν λόγο βασισμένο στο θαυ­
μασμό πού θά έπαιρνε άπό τούς άλλους. Ούτε θά έλεγε έκεΐνα
πού οί άλλοι θά ήθελαν νά τον άκούσουν νά λέει. Καταλαβαί­
νεις ; Συλλαμβάνεις τό νόημα;»
Ό Άλφρεντ έγνεψε ναί. Στήν πραγματικότητα τό μόνο πού
καταλάβαινε ήταν δτι ό διευθυντής τον μισούσε βαθύτατα. Πε-
ρίμενε τό νεύμα του γιά νά συνεχίσει:
ΕΣΘΟΝΙΑ - 1910 73

« Ε πιπλέον, δεν πρέπει ν’άρνούμαστε δτι οι π ώ στενοί δε­


σμ οί προκύπτουν άπό δύο α ντίθ ετα .'Η τόσο επιβ λητική ηρεμία
τον Σ πινόζα βρισκόταν σε έντονη αντίθεση με τη δική μου τόσο
δια σ π α σ τικ ή ενεργητικότητα. Ή μ α θ η μ α τικ ή τον μέθοδος
ήταν το αντίθετο των π οιη τικώ ν μον αισθημάτω ν. Ό πειθαρ-
χημένος τρόπος σκέψης τον με έκανε παθιασμένο μ αθητή το ν ,
τον π ιο π ισ τό υμνητή τον. 'Ο νους κ αί ή κ αρδιά , ή κατανόηση
καί το συ ναίσθημα, αναζητούσαν το ένα το άλλο με μ ία ανα γ­
καία συγγένεια, κ α ί από εκ εί προήλθε ή ένωση τω ν π ιο διαφ ο­
ρετικώ ν φ ύσεω ν».
« Καταλαβαίνεις τί εννοεί έδώ μιλώντας για τις δύο δια­
φορετικές φύσεις, Ρόζενμπεργκ;» ρώτησε ό διευθυντής Έ π -
σταϊν.
((Νομίζω δτι έννοεί το νού καί τήν καρδιά ».
«Ακριβώς. Καί ποιός είναι ό Γκαίτε καί ποιος ό Σ πινόζα;»
Ό Άλφρεντ έδειχνε προβληματισμένος.
«Ή έργασία δεν γίνεται για να έξασκήσεις τή μνήμη σου,
Ρόζενμπεργκ! Θέλω να τα κατανοείς αύτά τα λόγια. Ό Γ καίτε
είναι ποιητής. Τί είναι λοιπόν έδώ, ό νους ή ή καρδιά;»
«Ή καρδιά. Είναι δμως κι Ινας μεγάλος νους».
« Ά , μάλιστα. Τώρα καταλαβαίνω γιατί μπερδεύεσαι. Έδώ
δμως λέει δτι ό Σπινόζα τού προσφέρει μία ισορροπία πού τού
έπιτρέπει να συμφιλιώσει τό πάθος του καί τήν υπερτροφική
του φαντασία με τήν αναγκαία ήρεμία καί λογική. Καί γ ι’ αύτό
άκριβώς λέει δτι είναι ό “πιο πιστός υμνητής” τού Σπινόζα.
Καταλαβαίνεις;»
« Μ άλιστα».
« Συνέχισε τώρα ».
Ό Άλφρεντ δίστασε, στο βλέμμα του φάνηκαν σημάδια πα­
νικού. «Έ χασα τό σημείο. Δεν είμαι σίγουρος πού έχουμε μεί­
νει ».
«Τ α πας μία χαρά» παρενέβη ό Χέρ Σαίφερ, σέ μία προσ­
πάθεια να τον ήρεμήσει. «Τ ό ξέρουμε δτι είναι δύσκολο ν’ ά-
74 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

παγγείλεις απέξω με τόσες διακοπές. Μπορείς να κοιτάξεις λ ί­


γο τις σημειώσεις σου, για να βρεις που είσαι».
Ό Άλφρεντ πήρε βαθιά άνάσα, κοίταξε για λίγο τις σημειώ­
σεις του καί συνέχισε:
«'Ο ρισμένοι τον π α ρ ουσία σα ν ώς άθεο κ αι τον θεώ ρησαν
κ α τα κ ρ ιτέο, παραδέχονταν όμω ς ότι ήταν ένας ήσυχος σ το χ α ­
στικός άντρας, ένας καλός π ο λ ίτη ς, ένας συμπαθητικός άνθρω­
πος. Οι επικριτές του Σ π ινόζα φ αίνεται λοιπόν πώ ς ξεχνούν τα
λ όγ ια του Ε υαγγελίου, 44^4πό τω ν καρπώ ν αυτώ ν έπ ιγνώ σε-
σθαι αυτούς ” · γ ια τ ί πώ ς μ π ο ρ ε ί μ ία ζω ή πού ο ί άνθρω ποι καί
ό Θεός την εγκρίνουν νά π η γ ά ζει από διεφθαρμένες αρχές; Δεν
ξεχνώ τη γαλήνη κ αί τή διαύγεια πού με κυρίεψαν τήν πρώ τη
φορά πού φ υλλομέτρησα τήν Η θική αύτοϋ τού α ξιοθ αύμ α ­
στου άνθρώπου. Έ σπ ευσα λοιπόν νά ξανα διαβ άσω το έργο,
στο όποιο οφειλα τόσο π ολ λ ά , κ α ί π ά λι ό ίδιος γαλήνιος αέρας
με τύλιξε. Π αραδόθηκα στήν ανάγνω ση κ αί κοιτάζοντας προς
τα μ έσα σκέφ τηκα πώ ς ποτέ δεν είχα δει τον κόσμο τόσο κ α ­
θαρά».
'Ολοκληρώνοντας τον τελευταίο στίχο, ό Άλφρεντ ξεφύση-
ξε βαθιά. Ό διευθυντής του έγνεψε νά καθίσει στή θέση του καί
σχολίασε: « Ή άπαγγελία σου ήταν ικανοποιητική. Έ χεις
καλή μνήμη. Ά ς έξετάσουμε τώρα πόσο κατανοείς αύτή τήν
τελευταία ένότητα. Πές μου, ό Γκαίτε πιστεύει πώς ό Σπινόζα
είναι άθεος;»
Ό Άλφρεντ κούνησε αρνητικά τό κεφάλι.
« Δέν ακόυσα τήν απάντησή σου ».
« Ό χι, κύριε ». Ό Άλφρεντ μίλησε δυνατά: « Ό Γ καίτε δέν
πίστευε πώς ήταν άθεος. Οί άλλοι όμως πίστευαν πώς ήταν».
« Καί γιατί ό Γ καίτε διαφωνούσε μαζί τους;»
« Λόγω της ήθικής το υ;»
«Ό χ ι, οχι. Δέν είπαμε ότι Η θ ικ ή λεγόταν τό βιβλίο τού
Σπινόζα; Ξαναρωτώ, γιατί ό Γ καίτε διαφωνούσε μέ τούς επ ι­
κριτές τού Σ πινόζα;»
ΕΣΘΟΝΙΑ - 1910 75

Ό Άλφρεντ έμεινε σιωπηλός καί άρχισε νά τρέμει.


«Ε πιτέλους, Ρόζενμπεργκ, κοίτα τις σημειώσεις σου»
είπε ό διευθυντής.
Ό Άλφρεντ διάβασε ξανά τήν τελευταία παράγραφο καί δο­
κίμασε τήν τύχη του. « Επειδή ήταν καλός καί ζούσε μία ζωή
άρεστή στον Θεό;»
«Ακριβώς. Με άλλα λόγια έκεΐνο πού μετράει δεν είναι τί
πιστεύεις ή τί λές δτι πιστεύεις άλλα πώς ζεις. Καί τώρα, Ρό­
ζενμπεργκ, μία τελευταία έρώτηση γ ι’ αύτό τό άπόσπασμα.
Πές μας άλλη μία φορά, τί πήρε ό Γκαίτε άπό τον Σπινόζα;»
« Λέει δτι πήρε έναν άέρα γαλήνης καί ήρεμίας. Λέει επίσης
δτι είδε τον κόσμο πιο καθαρά. Αύτά ήταν τα κυριότερα».
«Ακριβώς. Γ νωρίζουμε πώς ό μεγάλος Γ καίτε κουβαλούσε
ένα άντίτυπο τής 'Ηβικής τού Σπινόζα στήν τσέπη του έπί έναν
χρόνο. Τό φαντάζεσαι; 'Έναν ολόκληρο χρόνο! Κι οχι μόνο ό
Γ καίτε, καί πολλοί άλλοι Γ ερμανοί. Ό Λέσσινγκ κι ό Χάινε μί­
λησαν έπίσης για μία διαύγεια καί ήρεμία πού άντλησαν
απ’ αύτό τό βιβλίο. Ποιος ξέρει, ίσως νά έρθει ή μέρα στή ζωή
σου πού κι έσύ θά νιώσεις τήν άνάγκη γιά τήν ήρεμία καί τήν
καθαρότητα πού προσφέρει ή Η β ική τού Σπινόζα. Δέν θά σού
ζητήσω νά τή διαβάσεις τώρα. Είσαι πολύ μικρός γιά νά συλ-
λάβεις τό νόημά της. Θέλω δμως νά μού ύποσχεθεΐς δτι θά τό
κάνεις πριν κλείσεις τά είκοσιένα. "Η μάλλον θά έπρεπε νά πώ,
διάβασέ τη δταν θά έχεις πλήρως ένηλικιωθει. Μού δίνεις τό
λόγο σου σάν καλός Γερμανός;»
«Μ άλιστα, έχετε τό λόγο μου, κύριε». Γιά νά γλιτώσει
απ’ αύτή τήν ιερά έξέταση, ό Άλφρεντ ήταν έτοιμος νά ύπο-
σχεθεΐ νά διαβάσει ολόκληρη τήν έγκυκλοπαίδεια στά κινέζικα.
« Προχωράμε τώρα στο κυρίως μέρος τής έργασίας. Σού
έχει γίνει άπολύτως σαφές γιατί σού άναθέσαμε νά διαβάσεις
αύτά τά κεφάλαια;»
« Έ . .., δχι κύριε. Νόμιζα άπλώς έπειδή είπα δτι θαύμαζα
τον Γ καίτε πάνω άπ’ δλους ».
76 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

«Έ ν μέρει είναι κι αυτός ό λόγος. Ασφαλώς δμως θά αντι­


λαμβάνεσαι ποιο ήταν τό πραγματικό μου έρώτημα».
Ό Άλφρεντ παρέμενε άνέκφραστος.
« Σε ρωτώ τί σημαίνει για σένα δτι ό άνθρωπος πού έσύ
θαυμάζεις πάνω άπ’ δλους έπιλέγει Ιναν Εβραίο ώς τον άν­
θρωπο πού έκεινος θαυμάζει περισσότερο άπ’ δλους;»
«'Έ ναν Ε βραίο;»
((Δέν ήξερες πώς ό Σπινόζα ήταν Ε βραίος;»
Σιωπή.
((Δέν έμαθες τίποτα γιά τον ίδιο ετούτες τις δύο έβδομάδες;»
«Δ έν γνωρίζω τίποτε γ ι’ αύτόν τον Σπινόζα, κύριε. Δέν
ήταν μέρος της εργασίας ».
((Κι έτσι, δόξα τώ Θεώ, άπέφυγες τό τρομερό άχθος να μά­
θεις κάτι παραπάνω. Έ τσ ι, Ρόζενμπεργκ;»
« Θά τό θέσω ώς έξη ς» παρενέβη ό Χέρ Σαΐφερ. « Σκέψου
τί θά είχε κάνει ό Γκαίτε στη θέση σου. Ά ν τού είχαν ζητήσει
νά διαβάσει τήν αύτοβιογραφία κάποιου πού τού ήταν άγνω­
στος, τί θά έκανε;»
((Θά φρόντιζε νά μάθει γιά κείνον τον άνθρωπο ».
«Α κριβώς. Αύτό είναι τό σημαντικό. Ά ν θαυμάζεις κά­
ποιον, μιμήσου τον. Χρησιμοποίησέ τον σάν καθοδηγητή».
« Εύχαριστώ, κύριε ».
« Ά ς μείνουμε δμως στό έρώτημά μου» είπε ό διευθυντής.
(( Πώς έξηγεΐς τον άπεριόριστο θαυμασμό καί τήν εύγνωμοσύ-
νη τού Γ καίτε γιά έναν Ε βραίο;»
((Ό Γ καίτε τό γνώριζε πώς ήταν Ε βραίος;»
«"Υψιστε Θεέ! Φυσικά τό γνώριζε ».
((Ε πιτέλους Ρόζενμπεργκ », είπε ό Χέρ Σαιφερ πού άρχιζε
πιά κι αύτός νά χάνει τήν ύπομονή του, ((άναλογίσου τήν έρώ-
τησή σου. Τί σημασία έχει άν γνώριζε δτι ό Σπινόζα ήταν
Ε βραίος; Καί πρώτα άπ’ δλα, γιατί νά θέσεις αύτό τό έρώτη­
μα ; Πιστεύεις πώς ένας άνθρωπος τού μεγέθους τού Γ καίτε
-τον όποιο έσύ ό ίδιος άποκάλεσες οικουμενική μεγαλοφυΐα-
ΕΣΘΟΝΙΑ - 1910 77

δέν θά άσπαζόταν μία μεγάλη ιδέα άσχετα από τήν πηγή τη ς;»
Ό Άλφρεντ έδειχνε άποσβολωμένος. Ποτέ δέν είχε βρεθεί
σ’ έναν τέτοιο καταιγισμό θεωρητικών προβληματισμών. Ό
διευθυντής Έπσται'ν άκούμπησε τό χέρι του στο μπράτσο του
Χέρ Σαίφερ, για να τον κάνει να σωπάσει, καί συνέχισε να
σφυροκοπεΐ τον μαθητή του.
« Τό κύριο έρώτημα πού σου έθεσα παραμένει άναπάντητο:
Πώς έξηγεις τό γεγονός δτι ή οικουμενική μεγαλοφυία της
Γερμανίας βοηθήθηκε τόσο πολύ άπό τις ιδέες ένός άνθρώπου
πού άνήκε σέ μία κατώτερη φυλή;»
«Ί σ ω ς να ισχύει έκεινο πού άπάντησα για τον γιατρό
Άπφελμπαουμ. Ίσ ω ς έξαιτίας μίας μετάλλαξης να μπορεί να
προκύψει ένας καλός Εβραίος, παρόλο πού ή φυλή είναι διε­
φθαρμένη καί κατώτερη ».
«Ή απάντηση αύτή δέν είναι άποδεκτή » είπε ό διευθυντής.
«Ά λλο να μιλάς για έναν γιατρό πού είναι καλός καί άσκεί
καλά τό λειτούργημά του κι άλλο νά μιλάς έτσι γιά μία μεγα-
λοφυία πού ίσως νά άλλαξε άκόμα καί τή ροή τής ‘Ιστορίας.
Είναι άλλωστε πασίγνωστη ή μεγαλοφυία πολλών άλλων
Εβραίων. Θά σου θυμίσω κάποιους, τούς οποίους γνωρίζεις κι
έσύ ό ίδιος, πιθανόν όμως νά μήν ξέρεις δτι ήταν Εβραίοι. Ό
Χέρ Σαίφερ μου λέει δτι στήν τάξη του άπήγγειλες ποιήματα
τού Χάινριχ Χάινε. Μου λέει έπίσης δτι σου άρέσει ή μουσική.
Φαντάζομαι λοιπόν πώς έχεις ακούσει μουσική τού Γκούσταβ
Μάλερ καί τού Φέλιξ Μέντελσον. Σ ω στά;»
« Είναι κι αύτοί Εβραίοι, κύριε;»
« Βεβαίως. Φαντάζομαι θά γνωρίζεις δτι καί ό Ντισραέλι,
ό μεγάλος πρωθυπουργός της Α γγλίας, ήταν Εβραίος».
« Δέν τό γνώριζα, κύριε ».
« Μάλιστα. Κι αύτή τήν εποχή εδώ στή Ρίγα παίζονται τά
“ Παραμύθια τού Χόφφμαν” πού ή μουσική τους γράφτηκε άπό
τον Γιάκομπ Όφφεμπαχ, άλλον Ιναν πού άνήκει στήν έβραϊκή
φυλή. Ποιά έξήγηση δίνεις γιά τόσες μεγαλοφυίες;»
?8 ΓΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

« Δέν μπορώ ν’ απαντήσω στήν έρώτησή σας. Πρέπει να τό


σκεφτώ. Μπορώ να φύγω, σάς παρακαλώ; Δέν νιώθω καλά.
Σάς υπόσχομαι να τό σκεφτώ ».
«Ν αι, μπορείς να φ ύγεις» είπε ό διευθυντής. «Θά ήθελα
πολύ να σκεφτεις. Ή σκέψη κάνει καλό. Σκέψου τή σημερινή
μας συζήτηση. Σκέψου τον Γκαΐτε καί τον Εβραίο φιλόσοφο
Σπινόζα ».
*

Αφού έφυγε ό Άλφρεντ, ό διευθυντής Έ πσ τα ϊν καί ό Χέρ


Σαΐφερ κοιτάχτηκαν μερικές στιγμές κι έπειτα ό διευθυντής
μίλησε. «Λ έει πώς θά τό σκεφτεΐ, Χέρμαν. Τό θεωρείς πιθα­
νό ;»
« Σχεδόν καθόλου, θά έλεγα » άπάντησε ό Χέρ Σαΐφερ. «'Άς
τού δώσουμε τό άπολυτήριο νά τον ξεφορτωθούμε. "Εχει μιά
έλλειψη περιέργειας μάλλον άθεράπευτη. "Οπου καί νά σκάψει
κανείς στο μυαλό του, συναντάει ένα υπόστρωμα πετρωμένων
πεποιθήσεων χωρίς έρεισμα ».
«Σ υμφωνώ. Δέν άμφιβάλλω πώς ό Σπινόζα καί ό Γκαΐτε
υποχωρούν ήδη ταχύτατα άπό τή σκέψη του καί δέν πρόκειται
νά τον προβληματίσουν ξανά. Παρ’ δλ’ αύτά νιώθω άνακούφι-
ση. Οί φόβοι μου καθησυχάστηκαν. Αύτός ό νεαρός δέν διαθέ­
τει ούτε τήν έξυπνάδα ούτε τό σθένος γιά νά προκαλέσει κακό
προσελκύοντας άλλους στον τρόπο σκέψης του».
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε Β Δ Ο Μ Ο

ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656

τον α­
Ο
ΜΠΕΝΤΟ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
δελφό του νά προχωρεί προς τή συναγωγή. "Εχει δίκιο 6
Γ κάμ π ριελ· π ρ α γ μ α τικ ά κάνω κακό στους π ιο κοντινούς μου
ανθρώπους. Οι επιλογές πού διαθέτω είναι κι οι δύο ψρικτές -
ή νά συρρικνώ σω τον εαυτό μου παραιτούμενος από την π ιο β α ­
θιά μου φύση κ αι βάζοντας χαλινάρι στην περιέργειά μου η νά
βλάψω τούς δικούς μου. Ή οργή πού είχε άναδυθεΐ για τό πρό­
σωπό του στο δείπνο τού Σαββάτου, όπως τού τήν είχε περι­
γράφει ό Γκάμπριελ, τού έφερε στο νού τήν πατρική προειδο­
ποίηση τού Βάν ντέν Έ ντεν για τούς όλο καί μεγαλύτερους
κινδύνους πού τον άπειλούσαν μέσα στήν έβραϊκή κοινότητα.
Σχεδόν μία ώρα άναλογιζόταν στρατηγικές άπόδρασης απ’ αύ-
τή τήν παγίδα κι έπειτα σηκώθηκε, ντύθηκε, έφτιαξε καφέ καί
βγήκε άπό τήν πίσω πόρτα, μέ τήν κούπα στο χέρι, νά πάει στο
Κατάστημα Ε ισαγω γώ ν-Ε ξαγω γώ ν Σπινόζα.
Έ κεΐ ξεσκόνισε καί σκούπισε πετώντας στο δρόμο τα
σκουπίδια άπό τήν πόρτα της εισόδου, κι έπειτα άδειασε σ’ ένα
δοχείο ένα μεγάλο σακί αρωματικά ξερά σύκα, καινούργια πα­
ραλαβή άπό τήν ’Ισπανία. Κάθισε στή συνηθισμένη του θέση
πλάι στο παράθυρο, ρούφηξε τον καφέ του, μασούλησε μερικά
σύκα καί συγκέντρωσε τή σκέψη του στις ονειροπολήσεις πού
περνούσαν άπ’ τό μυαλό του. Τον τελευταίο καιρό έξασκούνταν
σ’ έναν διαλογισμό, στή διάρκεια τού οποίου αποσυνδεόταν άπό
τή ροή τών σκέψεών του κι έβλεπε τό νού του σάν ένα θέατρο
καί τόν ίδιο σάν μέλος τού κοινού πού παρακολουθούσε τήν πα­
ράσταση πού παιζόταν. Τό πρώτο πού έμφανίστηκε έπί σκη-
"9
8ο ΤΟ ΙΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

νής ήταν το πρόσωπο του Γκάμπριελ μέ όλη του τή θλίψη καί


τή σύγχυση άλλα ό Μπέντο είχε μάθει πώς να κατεβάζει τήν
αύλαία καί νά περνά στήν έπόμενη πράξη. Σε λίγο παρουσιά­
στηκε ή εικόνα τού Βάν ντέν Έ ντεν. Εκείνος έπαίνεσε τήν
πρόοδο τού Μπέντο στα λατινικά άγγίζοντάς του άπαλά τον
ώμο μέ τρόπο πατρικό. Αυτό τό άγγιγμα τού άρεσε. Τώρα
όμως, σκέφτηκε ό Μπέντο, πού ή Ρεμπέκα καί ό Γκάμπριελ
άπομακρύνονται άπό μένα, ποιός θά μέ ξαναγγίξει πο τέ;
Ή σκέψη του στράφηκε έπειτα σέ μία εικόνα τού έαυτού
του νά διδάσκει έβράικά στον δάσκαλό του καί στήν Κλάρα-
Μαρία. Χαμογέλασε καθώς έβαζε τούς μαθητές του νά έπανα-
λαμβάνουν σάν παιδάκια τό άλεφ, μ π έτ, γκ ίμ μ ελ καί τό χαμό­
γελό του έγινε άκόμα πιο πλατύ στήν εικόνα τής μικρής Κλά-
ρα-Μαρία πού τόν έβαζε μέ τή σειρά της νά επαναλαμβάνει τό
έλληνικό άλφα, βήτα, γάμμα. Παρατήρησε πόσο λαμπερή,
σχεδόν φωτεινή παρουσιαζόταν ή Κλάρα-Μαρία - αύτό τό δε-
κατριάχρονο κλαράκι μέ τήν καμπουριασμένη πλάτη, αύτή ή
γυναίκα-παιδί πού τό ζαβολιάρικο χαμόγελό της διέψευδε τήν
προσποίησή της πώς ήταν μία αύστηρή ένήλικη δασκάλα. Μία
άδέσποτη σκέψη πέρασε άπ’ τό νού το υ: Μακάρι νά ήταν με­
γαλύτερη σέ ήλικία.

Τό μεσημέρι τόν μακροσκελή διαλογισμό του διέκοψαν κινή­


σεις πού πήρε τό μάτι του έξω άπ’ τό παράθυρό του. Σέ κάποια
άπόσταση είδε τόν Γιάκομπ καί τόν Φράνκο νά συζητούν κα­
θώς κατευθύνονταν προς τό μαγαζί του. Ό Μπέντο είχε ορκι­
στεί νά συμπεριφέρεται μέ ένάρετο τρόπο καί ήξερε ότι δέν
ήταν σωστό νά παρατηρεί κρυφά τούς άλλους, ιδίως κάποιους
άλλους πού ήταν πιθανό νά κουβεντιάζουν γιά κείνον. Παρ'
8λ’ αύτά δέν κατόρθωνε ν’ άποσπάσει τήν προσοχή του άπό τήν
παράξενη σκηνή πού ξετυλιγόταν μπροστά στά μάτια του.
Ό Φράνκο είχε μείνει τρία-τέσσερα βήματα πίσω άπ' τόν
Γ ιάκομπ, ό όποιος γύρισε, τόν έπιασε άπ' τό χέρι καί προσπά­
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 8ΐ

θησε νά τον τραβήξει. Ό Φράνκο τραβήχτηκε καί άρνήθηκε


κουνώντας έντονα τό κεφάλι. Ό Γιάκομπ του άπάντησε, κι
άφου κοίταξε γύρω για νά βεβαιωθεί πώς δέν τούς έβλεπε κα­
νείς, άκούμπησε τα τεράστια χέρια του στους ώμους του
Φράνκο, τον τράνταξε άπότομα καί τον έσπρωξε μπροστά του,
ώσπου έφτασαν στο μαγαζί.
Για μια στιγμή ό Μπέντο είχε σκύψει μπροστά, καθηλω­
μένος σ’ αυτή τή σκηνή, σέ λίγο 6μως ξαναμπήκε στο διαλο­
γισμό κι άναλογίστηκε τό γρίφο των δύο άνδρών. ’Έ πειτα άπό
λίγα λεπτά τον άπέσπασε άπ’ τήν ονειροπόληση τό άνοιγμα
της πόρτας τού μαγαζιού του καί ό ήχος βημάτων πού έμπαι­
ναν.
Τινάχτηκε όρθιος, χαιρέτησε τούς έπισκέπτες του καί τρά­
βηξε γ ι’ αύτούς δύο καρέκλες, ένώ ό ίδιος κάθισε σ’ ένα γιγάν-
τιο σακί μέ κόκκους καφέ.
« ’'Ερχεστε άπό τή λειτουργία τού Σαββάτου;»
((Ν αί», είπε ό Γιάκομπ, ((ό ένας άπό μάς άνανεωμένος κι ό
άλλος πιο ταραγμένος άπό πριν».
«Ενδιαφέρον. Τό ίδιο γεγονός προκαλεΐ δύο διαφορετικές
άντιδράσεις. Καί πού οφείλεται αύτό τό περίεργο φαινόμενο;»
ρώτησε ό Μπέντο.
Ό Γιάκομπ βιάστηκε ν’ άπαντήσει: «Τ ό ζήτημα δέν πα­
ρουσιάζει καί τόσο ένδιαφέρον κι ή έξήγηση είναι προφανής.
Αντίθετα μέ τον Φράνκο πού δέν έχει πάρει έβραϊκή έκπαίδευ-
ση, έγώ άνατράφηκα μέσα στήν έβραϊκή παράδοση καί στήν
έβραϊκή γλώσσα κ α ί...»
«Ε πιτρέψ τε μου νά διακόψω» είπε ό Μπέντο. «Ακόμα
καί στήν έναρξή της ή έξήγησή σας άπαιτεΐ μία έξήγηση. Ό λα
τά παιδιά πού μεγαλώνουν στήν Πορτογαλία σέ οικογένειες
Μαρράνο στερούνται τήν έκπαίδευση στήν έβραϊκή γλώσσα
καί στό ιουδαϊκό τελετουργικό. Έ τσ ι ήταν κι ό πατέρας μου,
ό όποιος έμαθε έβραϊκά μόνο άφού έφυγε άπ’ τήν Πορτογαλία.
Μού είχε πει πώς, όταν ήταν παιδί στήν Πορτογαλία, κάθε
8·2 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΠΝΟΖΑ

οικογένεια πού έκπαίδευε τά παιδιά της στήν έβραϊκή γλώσσα


καί παράδοση τήν περίμενε βαριά τιμωρία. Γιά τήν άκρίβεια »,
είπε ό Σπινόζα άπευθυνόμενος στον Φράνκο, «χθές μόλις,
ακόυσα τήν ιστορία ένός πολυαγαπημένου πατέρα πού έχασε
τή ζωή του έπειδή ή Ιερά Ε ξέταση άνακάλυψε μία θαμμένη
Τορά ».
Ό Φράνκο πού περνούσε νευρικά τά δάχτυλά του στά μα­
κριά του μαλλιά δέν μίλησε κι έκανε μόνο ένα μικρό νεύμα μέ
τό κεφάλι.
Έπιστρέφοντας στον Γιάκομπ ό Μπέντο συνέχισε: «Τό
έρώτημά μου λοιπόν, Γιάκομπ, είναι, άπό πού προέρχεται ή
δική σου γνώση των έβραϊκών;»
« Ή οίκογένειά μου άσπάστηκε τον Χριστιανισμό πριν άπό
τρεις γενιές », είπε βιαστικά ό Γ ιάκομπ, « άλλά κρυφά παρέ-
μειναν Εβραίοι, αποφασισμένοι νά διατηρήσουν ζωντανή τήν
πίστη τους. Ό ταν έγινα έντεκα χρόνων, ό πατέρας μου μ’ έ­
στειλε στο Ρόττερνταμ νά δουλέψω στήν έμπορική του έπιχεί-
ρηση καί γιά τά έπόμενα οκτώ χρόνια μελετούσα έβραϊκά κάθε
βράδυ μέ τον θειο μου πού ήταν ραβίνος. Εκείνος μέ προετοί­
μασε γιά τό μ π αρ μ ιτσ β ά στή συναγωγή τού Ρόττερνταμ καί
συνέχισε τήν έβραϊκή μου έκπαίδευση ως τό θάνατό του. Τά
τελευταία δώδεκα χρόνια έχω ζήσει τον περισσότερο καιρό
στο Ρόττερνταμ, αν καί πρόσφατα έπέστρεψα στήν Πορτογα­
λία γιά νά σώσω τον Φράνκο ».
« Έσύ », ό Μπέντο στράφηκε τώρα στον Φράνκο, πού τά
μάτια του δέν έδειχναν ένδιαφέρον παρά μόνο γιά τό κακο-
σκουπισμένο πάτωμα τού μαγαζιού, « δέν ξέρεις έβραϊκά;»
Στή θέση του όμως άπάντησε ό Γ ιάκομπ: « Φυσικά καί οχι.
"Οπως είπες κι έσύ, στήν Πορτογαλία άπαγορεύονται τά έβραϊ-
κά. Διδασκόμαστε όλοι νά διαβάζουμε τις γραφές στά λατινι­
κά».
« Επομένως, Φράνκο, δέν γνωρίζεις έβραϊκά;»
Πάλι μπήκε στή μέση ό Γιάκομπ. « Στήν Πορτογαλία κα­
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 «3

νείς δέν τολμάει νά διδάξει έβραϊκά. Αυτό θά σήμαινε δχι μόνο


άμεσο θάνατο, άλλα καί καταδίωξη ολόκληρης της οίκογένειάς
του. Αυτή τή στιγμή ή μητέρα κι οί δύο άδελφές του Φράνκο
κρύβονται».
« Φράνκο », ό Μπέντο σκύβει για νά τον κοιτάξει στά μάτια,
«ό Γιάκομπ έξακολουθεΐ ν’ άπαντάει γιά λογαριασμό σου.
Γιατί έπιλέγεις νά μήν άπαντάς;»
« Προσπαθεί μόνο νά μέ βοηθήσει» ήταν ή ψιθυριστή ά-
πάντηση του Φράνκο.
« Καί σέ βοηθάει τό νά μένεις σιωπηλός;»
« Παραεΐμαι ταραγμένος γιά νά έμπιστευτώ τά λόγια μου »
είπε ό Φράνκο λίγο πιο δυνατά. « Ό Γιάκομπ μιλάει σωστά, ή
οίκογένειά μου βρίσκεται σέ κίνδυνο κι δπως λέει δέν έχω λά­
βει έβραϊκή διαπαιδαγώγηση, αν έξαιρέσουμε τό άλφάβητο
πού μου τό δίδαξε ζωγραφίζοντάς μου γράμματα στήν άμμο.
Ακόμα κι αύτά ήταν υποχρεωμένος νά τά σβήνει σέρνοντας
πάνω τους τά πόδια του ».
Ό Μπέντο στρέφεται ολόκληρος προς τον Φράνκο, γυρνών-
τας σκόπιμα μακριά άπό τον Γ ιάκομπ. « Είναι καί δική σου ή
άποψη δτι, ένώ έκεΐνος αίσθάνθηκε άνανεωμένος άπό τή λει­
τουργία, έσύ ταράχτηκες;»
Ό Φράνκο γνέφει ναι μέ τό κεφάλι.
« Καί σέ τί οφείλεται ή ταραχή σου;»
« Στήν άμφιβολία καί σ’ αύτά πού ένιωσα » λέει ό Φράνκο
ρίχνοντας μία κλεφτή ματιά στον Γ ιάκομπ. « Μερικά αισθή­
ματα τόσο έντονα πού φοβάμαι νά τά περιγράψω. Ακόμα καί
σ'έσένα».
((Έμπιστέψου με, σκοπός μου είναι νά κατανοήσω τά αί-
σθήματά σου, δχι νά τά κρίνω ».
Ό Φράνκο σκύβει τό κεφάλι του πού τρέμει.
«Τόσο μεγάλος φόβος;» συνέχισε ό Μπέντο. « Θά ’θελα νά
προσπαθήσω νά σέ καθησυχάσω. Πρώτα άπ’ δλα ας σκεφτου-
με σέ παρακαλώ αν ό φόβος σου είναι λογικός ».
84 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

Ό Φράνκο έκανε μία γκριμάτσα καί κοίταξε τον Σπινόζα


άπορημένος.
« Ά ς δούμε αν ό φόβος σου έχει νόημα. Σκέψου τα έξης δύο
πράγματα: Πρώτον, δτι έγώ δέν άντιπροσωπεύω καμιά άπει-
λή. Σου δίνω τό λόγο μου δτι ποτέ δέν θά έπαναλάβω τά λόγια
σου. Ά λλωστε αμφιβάλλω κι έγώ ό ίδιος γιά πολλά. Ί σ ω ς μά­
λιστα νά μοιράζομαι ορισμένα από τά αίσθήματά σου. Δεύτε­
ρον, στήν ’Ολλανδία δέν κινδυνεύεις, έδώ δέν υπάρχει Ιερά
Ε ξέταση. Ούτε στο μαγαζί μου ούτε στήν κοινότητα ούτε
στήν πόλη ούτε κάν στή χώρα. Τό Άμστερνταμ είναι έδώ καί
πολλά χρόνια άνεξάρτητο άπό τήν Ίβηρία. Τό γνωρίζεις, έτσι
δέν είνα ι;»
« Ν αι» άπάντησε ό Φράνκο σιγανά.
« Παρ’ δλα αύτά ένα μέρος τού μυαλού σου, πού δέν βρίσκε­
ται υπό τον έλεγχό σου, έξακολουθεΐ νά συμπεριφέρεται σάν νά
υπάρχει μεγάλος άμεσος κίνδυνος. Δέν είναι έντυπωσιακό πώς
διχάζεται ό νούς μ α ς; Πώς ή λογική μας, τό άνώτερο μέρος
τού νού, υποτάσσεται στά συναισθήματα;»
Ό Φράνκο δέν έδειξε νά ένδιαφέρεται γ ι’ αύτά τά θαυμαστά
φαινόμενα.
Ό Μπέντο δίστασε. Έ νιω θε άπ’ τή μία νά χάνει τήν υπομο­
νή του, άπό τήν άλλη όμως αισθανόταν σάν νά έχει μία άποστο-
λή, σχεδόν ένα καθήκον. Πώς νά προχωρήσει; Μήπως ήταν πολύ
νωρίς γιά νά περιμένει τόσο πολλά άπό τον Φράνκο; Θυμήθηκε
τις φορές πού ή δική του λογική ήταν άδύνατο νά καταλαγιάσει
τούς φόβους του. Τό ίδιο είχε συμβεΐ καί τό προηγούμενο βρά­
δυ, τήν ώρα πού περπατούσε άντίθετα στον κόσμο πού κατευ-
θυνόταν προς τή λειτουργία τού Σαββάτου στή συναγωγή.
Στο τέλος άποφάσισε νά χρησιμοποιήσει τή μόνη πειθώ
πού διέθετε καί μέ τήν πιο γλυκιά φωνή τού είπ ε: « Μέ ικέτε­
ψες νά σέ βοηθήσω. Συμφώνησα. Ά ν όμως θέλεις τή βοήθειά
μου, πρέπει νά μ’ έμπιστευτεϊς. Πρέπει νά μέ βοηθήσεις νά σέ
βοηθήσω. Καταλαβαίνεις;»
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 »5

((Ναι» είπε ό Φράνκο μ’ έναν άναστεναγμό.


((Ωραία, άρα τό έπόμενο βήμα σου είναι να διατυπώσεις ξε­
κάθαρα τούς φόβους σου ».
Ό Φράνκο κούνησε τό κεφάλι: «Δ έν μπορώ. Είναι πολύ
τρομακτικοί. Καί έπικίνδυνοι».
«Ό χ ι τόσο τρομακτικοί πού ν’ άντέχουν τό φως τής λο­
γικής. Καί μόλις σου έδειξα πώς δέν είναι ούτε έπικίνδυνοι,
άφοΰ δέν ύπάρχει τίποτα να φοβηθείς. Κουράγιο! Τώρα είναι
ή στιγμή να τούς αντιμετωπίσεις. Ά ν οχι, σου ξαναλέω » -ό
Μπέντο τώρα μίλησε πιο αυστηρά- « δέν έχει νόημα να εξακο­
λουθήσουμε τις συναντήσεις μας ».
Ό Φράνκο πήρε βαθιά άνάσα καί άρχισε:« Σήμερα στή συν­
αγωγή άκουσα νά ψάλλουν τις γραφές σέ ξένη γλώσσα. Δέν
καταλάβαινα τίποτα...»
« Μά Φράνκο », διέκοψε ό Γιάκομπ, « φυσικό είναι νά μήν
καταλάβεις τίποτα. Σ’ τό λέω καί σ’ τό ξαναλέω, αυτό τό πρό­
βλημα είναι παροδικό. Ό ραβίνος παραδίδει μαθήματα έβραϊ-
κών. ‘Υπομονή, ύπομονή ».
« Κι έγώ σου λέω καί σου ξαναλέω », άντέκρουσε άμέσως ό
Φράνκο, μέ τό θυμό νά πλημμυρίζει τώρα τή φωνή του, « πώς
δέν είναι μόνο ή γλώσσα. Άκου με καμιά φορά: Είναι τό 6λο
θέαμα. Σήμερα τό πρωί στή συναγωγή κοίταζα γύρω μου καί
τούς έβλεπα όλους μέ τά περίεργα κεντημένα καλπάκια τους,
μέ τις άσπρογάλανες έσάρπες τής προσευχής, νά κουνάνε
μπρός-πίσω τό κεφάλι σάν παπαγάλοι στήν ταΐστρα τους, μέ
τά μάτια νά κοιτούν τον ούρανό. Τά άκουγα, τά έβλεπα καί
σκέφτηκα - δχι, δέν μπορώ νά πώ τί σκέφτηκα!»
« Πές το, Φράνκο » είπε ό Γ ιάκομπ. « Χθές δέν είπες δτι
αυτός είναι ό δάσκαλος πού ψάχνεις;»
Ό Φράνκο έκλεισε τά μάτια. « Σκέφτηκα, ποιά είναι ή δια­
φορά άνάμεσα σ’ αύτό καί στο θέαμα -δχι, θά τό πώ δπως μου
έρχεται-, στήν άνοησία τής καθολικής λειτουργίας πού οφεί­
λαμε νά παρακολουθούμε έμεις οι νεοφώτιστοι χριστιανοί; Θυ­
86 ΓΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΛ

μάσαι, Γιάκομπ, δταν ήμαστε παιδιά, πώς γελοιοποιούσαμε


τούς Καθολικούς μετά τή λειτουργία; Κοροϊδεύαμε τα παρά­
ξενα κοστούμια των παπάδων, τις άτελείωτες μακάβριες εικό­
νες της σταύρωσης, τις γονυκλισίες μπροστά στά κομματάκια
απ’ τά οστά των αγίων, τήν οστια καί τό κρέας καί τό δτι τρώ­
με τή σάρκα καί πίνουμε τό αίμα τού Χριστού ». Ή φωνή τού
Φράνκο ανέβηκε. «Ε βραίοι ή Καθολικοί... δέν ύπάρχει δια­
φορά. .. είναι σκέτη τρέλα. Ό λα είναι τρέλα ».
Ό Γιάκομπ φόρεσε τό καλπάκι του, άκούμπησε πάνω τό
χέρι του κι έψαλε σιγανά μία προσευχή στά έβραϊκά. Ακόμα
κι ό Μπέντο ένιωθε λιγότερο σίγουρος κι άναζήτησε μέ προ­
σοχή τά πιο γαλήνια λόγια: « Νά κάνεις τέτοιες σκέψεις καί νά
πιστεύεις πώς είσαι ό μόνος, νά νιώθεις μόνος στήν άμφιβολία
σου, αύτό πρέπει νά είναι τρομακτικό ».
Ό Φράνκο βιάστηκε νά προσθέσει: « Είναι καί κάτι άλλο,
μία άλλη πιο φρικτή σκέψη. Όλο σκέφτομαι πώς ό πατέρας
μου θυσίασε τή ζωή του γ ι’ αύτή τήν τρέλα. Γ ι’ αύτή τήν τρέλα
έβαλε σέ κίνδυνο δλους έμάς - έμένα, τούς γονείς του, τή μη­
τέρα μου, τον άδελφό μου, τις αδελφές μου ».
Ό Γ ιάκομπ δέν μπορούσε άλλο νά συγκρατηθεΐ. Πλησίασε
καί σκύβοντας τό τεράστιο κεφάλι του στο αυτί τού Φράνκο
είπε, οχι χωρίς καλοσύνη: « νΙσως ό πατέρας νά γνώριζε πε­
ρισσότερα απ’ τον γιό ».
Ό Φράνκο κούνησε άρνητικά τό κεφάλι, άνοιξε τό στόμα
άλλά τελικά δέν μίλησε.
((Σκέψου έπίσης », συνέχισε ό Γ ιάκομπ, « δτι τά λόγια σου
στερούν τό θάνατο τού πατέρα σου άπό τό νόημά του. Ά ν κά­
νεις τέτοιες σκέψεις, τότε πραγματικά ό θάνατός του γίνεται
ένας άσκοπος θάνατος. Εκείνος πέθανε γιά νά κρατήσει τήν
πίστη ιερή γιά σένα ».
Ό Φράνκο έδειχνε νικημένος καί κατέβασε τό κεφάλι.
Ό Μπέντο συνειδητοποίησε δτι έπρεπε νά παρέμβει. Πρώ­
τα γύρισε στον Γ ιάκομπ καί είπε χαμηλόφωνα: « Πριν άπό λίγο
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 8?

παρακαλούσες τον Φράνκο νά πει τί σκέφτεται. Τώρα πού κά­


νει έκεΐνο πού του ζήτησες, δέν είναι καλύτερα νά τον ένθαρ-
ρύνεις, παρά νά τον κάνεις νά σωπάσει;»
Ό Γιάκομπ έκανε μισό βήμα πίσω. Ό Μπέντο συνέχισε
ν’ απευθύνεται στον Φράνκο μέ τήν ίδια γαλήνια φω νή: « Σέ τί
δίλημμα έχεις βρεθεί, Φράνκο! Ό Γ ιάκομπ ισχυρίζεται πώς αν
δέν πιστεύεις ορισμένα πράγματα πού σου φαίνονται απίστευ­
τα, τότε μετατρέπεις τό μαρτύριο τού πατέρα σου σέ άσκοπο
θάνατο. Καί ποιός θά ήθελε νά βλάψει τον ίδιο του τον πατέρα;
Είναι τόσα τά έμπόδια, όταν προσπαθούμε νά σκεφτούμε ανεξ­
άρτητα. Τόσα πράγματα μάς έμποδίζουν νά τελειοποιήσουμε
τον έαυτό μας χρησιμοποιώντας τό δώρο τού Θεού, τή λογική
μας ».
Ό Γ ιάκομπ κούνησε τό κεφάλι. « Μισό λεπτό. Αύτό τό τε­
λευταίο γιά τό δτι ή λογική είναι δώρο Θεού - έγώ δέν είπα
αύτό. Αλλάζεις τά λόγια μου. Θές νά μιλήσουμε γιά λογική;
Θά σού δείξω έγώ τί θά πει λογική. Χρησιμοποίησε τον κοινό
νοΰ. Ανοιξε τά μάτια σου. Θέλω νά συγκρίνεις! Κοίτα τον
Φράνκο. ' Υποφέρει, κλαίει, σέρνεται, απελπίζεται. Τον βλέ­
πεις ;»
Ό Μπέντο γνέφει ναί.
«Τώρα κοίτα έμένα. Είμαι δυνατός. Αγαπάω τή ζωή. Τον
φροντίζω. Τον έσωσα από τήν Ιερά Εξέταση. Μέ συντηρεί ή
πίστη μου καί τό αγκάλιασμα τών Εβραίων συντρόφων μου.
Μέ παρηγορεΐ ή γνώση ότι ό λαός μας καί ή παράδοσή μας συν­
εχίζονται. Σύγκρινε έμάς τούς δύο μέ τήν πολύτιμη λογική σου
και πές μου, σοφέ άνθρωπε, σέ ποιό συμπέρασμα φτάνει ή λο­
γική ».
Οί πλαστές ιδέες προσφέρουν έπίπλαστη καί εύθραυστη
ανακούφιση, σκέφτηκε ό Μπέντο. Αλλά συγκράτησε τή γλώσ­
σα του.
Ό Γ ιάκομπ έγινε ακόμα πιό προκλητικός. «Έφάρμοσέ το
καί σ’ έσένα αύτό, λογιότατε. Τί είμαστε έμεΐς, τί είσαι έσύ,
88 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

χωρίς τήν κοινότητά μας, χωρίς τήν παράδοσή μ α ς; Μπορείς


να ζήσεις περιπλανώμενος καί μόνος στή γ ή ; Ακούω πώς δεν
έχεις πάρει άκόμα γυναίκα για σύζυγο. Τί ζωή μπορείς να ζή-
σεις χωρίς άνθρώπους; Χωρίς οικογένεια; Χωρίς Θεό;»
Ό Μπέντο πού άπέφευγε πάντα τή σύγκρουση ένιωθε να
τον ταράζει ή έπίθεση τού Γιάκομπ.
Ό Γ ιάκομπ γύρισε στόν Φράνκο καί μίλησε πιο γλυκά : « Κι
έσύ θά αισθανθείς να δυναμώνεις, όταν θά μάθεις τά λόγια καί
τις προσευχές, όταν θά καταλάβεις τί σημαίνουν οί τελετουρ­
γίες ».
« Μ’ αύτά τά λόγια συμφωνώ » είπε ό Μπέντο, προσπαθών­
τας νά μαλακώσει τον Γ ιάκομπ πού είχε οργιστεί τόσο πολύ
μαζί του. « Ή άπορία έπιβαρύνει τό σοκ πού νιώθεις, Φράνκο.
Όλοι οί Μαρράνος πού φεύγουν απ’ τήν Πορτογαλία είναι σάν
χαμένοι, χρειάζεται νά έκπαιδευτούν έξαρχής γιά νά ξαναγί-
νουν Εβραίοι, ξεκινάνε απ’ τήν αρχή σάν παιδιά καί μαθαίνουν
τό άλεφ, μ π ε τ , γκίμ μ ελ. Γιά τρία χρόνια ήμουν βοηθός τού ρα-
βίνου στά μαθήματα έβραϊκών γιά Μαρράνος καί σέ διαβεβαιώ-
νω ότι θά μάθεις πολύ γρήγορα».
« Ό χ ι» έπέμεινε ό Φράνκο, θυμίζοντας τώρα τήν εικόνα πού
είχε δει νωρίτερα ό Μπέντο απ’ τό παράθυρο. « Ούτε έσύ, Γ ιά­
κομπ Μεντόζα, ούτε έσύ, Μπέντο Σπινόζα, μ’ άκούτε. Σας ξα-
ναλέω, δέν πρόκειται γιά τή γλώσσα. Δέν γνωρίζω έβραϊκά
άλλά σήμερα τό πρωί στή συναγωγή σέ όλη τή διάρκεια της
λειτουργίας διάβαζα τήν ισπανική μετάφραση της ιερής Τορά.
Είναι γεμάτη θαύματα. Ό Θεός χωρίζει στά δύο τήν Ερυθρά
Θάλασσα, ό Θεός ρίχνει τις πληγές στούς Αιγύπτιους, ό Θεός
μιλάει μεταμορφωμένος σέ φλέγόμενη βάτο. Γιατί όλα τά θαύ­
ματα συνέβησαν τότε, τον καιρό τής Τορά; Πείτε μου, σάς
ρωτώ καί τούς δύο, έχει περάσει ή έποχή τών θαυμάτων;
Πήγε γιά ύπνο ό πανίσχυρος, παντοδύναμος Θεός; Πού βρι­
σκόταν αύτός ό Θεός, όταν κάηκε ό πατέρας μου στήν πυρά;
Καί γιατί κάηκε; Γιά νά προστατέψει τό ιερό βιβλίο του Θεού
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 16^6 89

αύτοΰ. Δέν ήταν άρκετά δυνατός ό Θεός για να σώσει τον πα­
τέρα μου πού τον σεβόταν τόσο; Ποιος τον χρειάζεται έναν
Θεό τόσο άδύναμο; "Η μήπως δέν ήξερε ό Θεός πώς ό πατέρας
μου πίστευε σ’ έκεινον; Ποιος χρειάζεται έναν Θεό πού 6λ’ αύ-
τά τα άγνοεΐ; Μήπως ό Θεός ήταν άρκετά δυνατός για να τον
προστατέψει άλλα έπέλεξε να μήν τό κάνει; Μά ποιος χρειάζε­
ται έναν τόσο άστοργο θεό; Έσύ, Μπέντο Σπινόζα, ό άνθρω­
πος πού τον ονομάζουν “ευλογημένο”, γνωρίζεις για τον Θεό,
είσαι σοφός. Έξήγησέ τα μου αυτά».
« Γιατί φοβόσουν να μιλήσεις;» ρώτησε ό Μπέντο. « Θέτεις
σημαντικά έρωτήματα, έρωτήματα πού έχουν προβληματίσει
τούς εύσεβεις άνά τούς αιώνες. Πιστεύω ότι τό πρόβλημα έχει
τις ρίζες του σ’ ένα θεμελιώδες καί καθολικό σφάλμα, τό
σφάλμα πώς ύποθέτουμε ότι ό Θεός είναι ένα ζωντανό σκεπτό-
μενο ον, ένα όν κατ’ εικόνα μας, ένα όν πού σκέφτεται σαν κι
έμάς, ένα όν πού σκέφτεται για μάς.
« Οί άρχαΐοι "Ελληνες είχαν κατανοήσει αυτό τό πρόβλημα.
Πριν άπό δύο χιλιάδες χρόνια ένας σοφός άνθρωπος, ό Ξενο-
φάνης, έγραψε ότι αν τα βόδια, τα λιοντάρια καί τα άλογα
είχαν χέρια για να σκαλίσουν εικόνες, τότε θά ζωγράφιζαν τον
Θεό μέ τή δική τους μορφή καί θά του έδιναν σώμα σάν τό δικό
τους. Πιστεύω πώς, αν τά τρίγωνα μπορούσαν νά σκεφτούν,
θά δημιουργούσαν έναν θεό μέ τήν έμφάνιση καί τις ιδιότητες
ένός τριγώνου, τό ίδιο κι οί κύκλοι θά τον έκαναν κυκλικό -»
Ό Γιάκομπ διέκοψε τον Μπέντο άγανακτισμένος: « Μιλάς
σάν έμεις οί Εβραίοι νά μή γνωρίζουμε τίποτα γιά τή φύση
τού Θεού. Μήν ξεχνάς πώς έμεις διαθέτουμε τήν Τορά πού έχει
γραμμένα τά λόγια του. Κι έσύ, Φράνκο, μή νομίζεις πώς ό
Θεός δέν έχει δύναμη. Μήν ξεχνάς πώς οί Εβραίοι έξακολου-
θούν νά ύπάρχουν, πώς δ,τι καί νά μάς κάνουν, έμεις δέν αφα­
νιζόμαστε. Πού είναι τώρα όλοι έκεΐνοι οί παλιοί λαοί -οί Φοί­
νικες, οί Μοαβίτες, οί Έδομίτες- καί τόσοι άλλοι πού δέν γνω ­
ρίζω τά όνόματά τους; Μήν ξεχνάς πώς πρέπει νά μάς οδηγεί
90 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

ό νόμος τον όποιο ό ίδιος ό Θεός έδωσε στους Εβραίους, έδωσε


σ’ έμάς, τον διαλεχτό λαό του ».
Ό Φράνκο έριξε μία ματιά στον Σπινόζα σαν να ήθελε να
π ε ι: « Βλέπεις τί έχω ν’ αντιμ ετω πίσω ;» καί στράφηκε στον
Γιάκομπ. « Όλοι πιστεύουν πώς ό Θεός τούς έχει διαλέξει - οι
χριστιανοί, οί μουσουλμάνοι...»
« Ό χ ι! Τί σημασία έχει τί πιστεύουν οί άλλοι; Τό σημαν­
τικό είναι τί γράφει ή Βίβλος ». Κι ό Γ ιάκομπ στράφηκε στον
Σ πινόζα: « Παραδόξου το, Μπαρούχ, παραδόξου το, σοφέ άν­
θρωπε, δεν λέει ό λόγος του Θεού ότι οί Εβραίοι είναι ό δια­
λεχτός λαός; Μπορείς να τό άρνηθεΐς;»
« Έ χ ω περάσει χρόνια μελετώντας αύτό τό έρώτημα, Γ ιά­
κομπ, καί αν θέλεις θά μοιραστώ μαζί σου τά άποτελέσματα
της έρευνάς μου». Ό Μπέντο μίλησε γλυκά, δπως θ’ άπευθυ-
νόταν ένας δάσκαλος σ’ έναν μαθητή πού τού κάνει πολλές έρω-
τήσεις. « Γιά ν’ άπαντήσω στις έρωτήσεις σας γιά τήν ιδιαιτε­
ρότητα των Εβραίων πρέπει νά έπιστρέψω στήν πηγή. Θά μέ
συνοδεύσετε στήν αναζήτηση της άκριβούς διατύπωσης μέσα
στήν Τορά; Έ χ ω τό άντίτυπό μου σέ άπόσταση μερικών
λεπτών ».
Οί δύο άντρες άντάλλαξαν βλέμματα, τού έγνεψαν καταφα­
τικά καί σηκώθηκαν ν’ ακολουθήσουν τον Μπέντο πού έβαλε
πάλι τις καρέκλες στή θέση τους, κλείδωσε τήν πόρτα τού μα­
γαζιού καί ξεκίνησε μαζί τους γιά τό σπίτι του.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ο Γ Δ Ο Ο

ΡΕ ΒΑ Λ , ΕΣΘΟΝΙΑ - 1 9 1 7 -1 9 1 8

ότι ή περιορι­
Η
ΠΡΟΒΛΕΨΗ TOT ΔΙΕΤΘΤΝΤΗ ΕΠΣΤΑΪΝ
σμένη περιέργεια καί εύφυία του Ρόζενμπεργκ θά τον
καθιστούσε ακίνδυνο άποδείχτηκε έντελώς λανθασμένη. Τό
ίδιο λανθασμένη ήταν κι ή πρόβλεψή του ότι ό Γκαίτε καί ό
Σπινόζα θά έξαφανίζονταν αμέσως από τή σκέψη του. Τό
άντίθετο συνέβη: Ό Άλφρεντ δέν μπόρεσε ποτέ να βγάλει
απ’ τό νοΰ του τήν εικόνα του μεγάλου Γ καίτε να γονατίζει
μπροστά σ’ έναν Εβραίο, τον Σπινόζα.
Ό ποτε έρχονταν στο μυαλό του ό Γκαΐτε καί ό Σπινόζα
( συγχωνευμένοι πια γιά πάντα ), αύτή ή δυσαρμονία διατη­
ρούνταν για λίγο, άμέσως όμως τή διέλυε με όποιο θεωρητικό
εργαλείο είχε πρόχειρο. Μερικές φορές τον έπειθε τό έπιχεί-
ρημα του Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλαιν ότι ό Σπινόζα,
όπως κι ό Χριστός, άνήκε μέν στήν έβραϊκή κουλτούρα άλλά
δέν είχε μέσα του ούτε σταγόνα έβραϊκό αίμα. "Η ίσως ό Σπι-
νόζα να ήταν ένας Εβραίος πού έκλεβε τις σκέψεις αριών δια-
νοητών. "Η ίσως ό Γ καίτε να είχε πέσει θύμα μαγείας υπνω τι­
σμένος άπό τήν έβραϊκή συνωμοσία. Πολλές φορές ό Άλφρεντ
σκεφτόταν τό ένδεχόμενο να μελετήσει σέ βάθος αύτές τις ιδέ­
ες άναζητώντας τή σχετική βιβλιογραφία άλλα ποτέ δέν τό
έκανε πράξη. Τό να σκέφτεσαι, να σκέφτεσαι πραγματικά,
ήταν τόσο σκληρή δουλειά, σαν να μετακινείς βαριά μπαούλα
στη σοφίτα. Έ τσ ι ό Άλφρεντ έγινε όλο καί πιο ικανός στήν
άπώθηση. Άποσπούσε τόν έαυτό του άπό τό ζήτημα αυτό. Κα­
ταπιανόταν μέ πολλές δραστηριότητες. Καί κυρίως, έπεισε τόν
y
92 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΧΑ

έαυτό του βτι δταν μία πεποίθηση είναι πολύ ισχυρή, δέν έχει
ανάγκη άπό διερεύνηση.
Ό γνήσιος καί έντιμος Γερμανός τιμά τον δρκο του κι έτσι,
καθώς πλησίαζαν τα εικοστά πρώτα του γενέθλια, ό Άλφρεντ
θυμήθηκε τήν υπόσχεση πού είχε δώσει στον διευθυντή να δια­
βάσει τήν ’Η θική τού Σπινόζα. Είχε σκοπό να κρατήσει τό λό­
γο του, άγόρασε ένα μεταχειρισμένο άντίτυπο τού βιβλίου καί
ξεκίνησε τήν άνάγνωση, μόνο πού στήν πρώτη κιόλας σελίδα
τον ύποδέχτηκε ένας κατάλογος άκατανόητων ορισμών:

1. Μέ τον δρο αύταίτιο εννοώ αύτό πού ή ουσία του ένέχει τήν
ύπαρξη, ήτοι αύτό πού ή φύση του δέν μπορεί να συλληφθεΐ
παρά ώς ύπάρχουσα.
2. Πεπερασμένο στο γένος του λέγεται ένα πράγμα πού μπο­
ρεί να όριοθετηθεΐ άπό ένα άλλο της ίδιας φύσης. Π.χ., ένα
σώμα λέγεται πεπερασμένο έπειδή συλλαμβάνουμε πάντο­
τε ένα άλλο μεγαλύτερο. Παρομοίως, μια σκέψη όριοθε-
τεΐται άπό μια άλλη σκέψη. Μά ένα σώμα δέν όριοθετειται
άπό μία σκέψη ούτε μία σκέψη άπό ένα σώμα.
3. Μέ τον δρο ύπόσταση εννοώ αύτό πού είναι στον έαυτό του
καί συλλαμβάνεται μέσω τού έαυτοΰ του: δηλαδή αύτό πού
τό έννόημά του δέν χρειάζεται τό έννόημα ένός άλλου πράγ­
ματος άπό τό όποιο νά πρέπει να σχηματιστεί.
4. Μέ τον δρο κατηγόρημα έννοώ αύτό πού άντιλαμβάνεται ό
νοΰς στήν ύπόσταση σαν συν ιστών τήν ούσία της.
5. Μέ τον δρο τρόπος έννοώ τούς έπηρεασμούς της ύπόστα-
σης, ήτοι αύτό πού είναι σέ ένα άλλο καί συλλαμβάνεται
έπίσης μέσω αύτού.
6. Μέ τον δρο Θεός έννοώ τό άπολύτως άπειρο δν, τουτέστιν
μία ύπόσταση συγκείμενη άπό άπειρα κατηγορήματα κα­
θένα έκ τών οποίων έκφράζει μία άπειρη καί αιώνια ούσία.

Ποιος μπορούσε νά καταλάβει αύτές τις έβραι'κές φλυαρίες;


Ό Άλφρεντ πέταξε τό βιβλίο στήν άλλη άκρη τού δωματίου.
ΡΕΒΑΛ, ΕΣΘΟΝΙΑ - 1917-1918 93

"Υστερα άπό μία βδομάδα ξαναδοκίμασε προσπερνώντας τούς


ορισμούς καί προχωρώντας στήν έπόμενη ένότητα των Α ξιω ­
μάτων :
1. Όλα δσα είναι, είναι ή στον έαυτό τους ή σέ ένα άλλο.
2. Αύτό πού δέν μπορεί να συλληφθεΐ μέσω ένός άλλου πρέπει
να συλλαμβάνεται μέσω του έαυτου του.
3. Δοθέντος ένός καθορισμένου αιτίου έπεται άναγκαΐα ένα
άποτέλεσμα, καί άντιθέτως, αν δέν δίδεται κανένα καθορι­
σμένο αίτιο, είναι άδύνατον να έπεται ένα άποτέλεσμα.
4. Ή γνώση του άποτελέσματος έξαρτάται άπό τή γνώση τού
αίτιου καί την ένέχει.
5. Όσα δέν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους δέν μπορούν να
νοηθούν τα μέν μέσω των δέ, ήτοι τό έννόημα τού ένός δέν
ενέχει τό έννόημα τού άλλου.1

Καί τα άξιώματα ήταν έξίσου άκαταλαβίστικα, καί πάλι τό


βιβλίο πετάχτηκε μακριά. Αργότερα ό Άλφρεντ διάβασε σπο­
ραδικά αποσπάσματα άπό τήν έπόμενη ένότητα, τις Προτά­
σεις, οί όποιες τού ήταν έξίσου άπροσπέλαστες. Στο τέλος σκέ-
φτηκε πώς κάθε χωρίο προφανώς βρισκόταν σέ λογική αλλη­
λουχία μέ τούς ορισμούς καί τα άξιώματα πού είχαν προηγη-
θει, έπομένως δέν θά έβγαζε τίποτα άπό μία σποραδική άνά-
γνωση. Άπό καιρό σέ καιρό ξανάπιανε τον λεπτό τόμο, τον
άνοιγε στο πορτρέτο τού Σπινόζα πού βρισκόταν άντικρυστά
στή σελίδα τίτλου κι άπέμενε καθηλωμένος σ’ αύτό τό μακρύ
όβάλ πρόσωπο καί σ’ έκεινα τά τεράστια, βαθυστόχαστα έβραϊ-
κά μάτια μέ τις βαριές βλεφαρίδες ( πού κοιτούσαν ίσια μέσα
στά δικά του μάτια, άπ’ όποια μεριά κι αν κρατούσε τό βιβλίο ).
Ν' άπαλλαγώ άπ’ αύτό τό καταραμένο βιβλίο, μονολόγησε - νά

1. Στις σελίδες 92 καί 93 χρησιμοποιείται ή μετάφραση Εύάγγελου


Βανταράκη άπό τήν έλληνική έκδοση της ’Ηθικής, έκδ. Εκκρεμές, 2009.
(Σ.τ.ε.)
94 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

τό πουλήσω ( άλλα δέν θά του άπέφερε τίποτα, άφοΰ είχε σα­


ραβαλιαστεί άκόμα περισσότερο έπειτα άπό τις πολλές εναέ­
ριες διαδρομές το υ). Νά τό δώσει σε κάποιον ή έστω νά τό πε-
τάξει. Ή ξερε πώς αύτό έπρεπε νά κάνει, άλλά γιά κάποιο πε­
ρίεργο λόγο ό Άλφρεντ δέν μπορούσε ν’ άποχωριστεϊ τήν "Ηθι­
κή.
Γ ια τί; ' Υπήρχε φυσικά ό όρκος του άλλά δέν ήταν αύτός ό
άποφασιστικός παράγοντας. Μήπως δέν είχε πει ό διευθυντής
πώς πρέπει νά έχει ένηλικιωθεΐ πλήρως γιά νά κατανοήσει τήν
’Η θ ικ ή ; Καί μήπως δέν είχε άκόμα μπροστά του πολλά χρόνια
έκπαίδευσης πριν γίνει ένας σωστός ένήλικος;
Ό χι, οχι, δέν ήταν ό όρκος πού τον άπασχολούσε: Τό πρό­
βλημα ήταν ό Γκαιτε. Τον Γκαιτε τον λάτρευε σάν θεό. Κι ό
Γκαιτε λάτρευε τον Σπινόζα. Ό Ά λφρεντ δέν μπορούσε νά
άπαλλαγει άπ’ αύτό τό καταραμένο βιβλίο, επειδή ό Γ καίτε τό
άγαπούσε τόσο ώστε νά τό κουβαλάει στήν τσέπη του γιά έναν
ολόκληρο χρόνο. Αύτές οί σκοτεινές έβραϊκές άνοησίες είχαν
καταλαγιάσει τά άνυπότακτα πάθη του καί τον είχαν κάνει νά
δει τον κόσμο πιο καθαρά άπό ποτέ. Πώς ήταν δυνατό κάτι τέ­
τοιο ; Ό Γ καίτε είδε μέσα τους κάτι πού ό Άλφρεντ δέν μπο­
ρούσε νά τό διακρίνει. νΙσως κάποια μέρα νά έβρισκε έναν δά­
σκαλο πού θά μπορούσε νά τού τό έξηγήσει.
Τά ταραχώδη γεγονότα τού Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου
έβγαλαν σέ λίγο αύτόν τό γρίφο άπό τή συνείδησή του. Αφού
πήρε τό άπολυτήριό του άπό τό Λύκειο τής Ρεβάλ καί άποχαι-
ρέτησε τον διευθυντή Έ πσταϊν, τον Χέρ Σαϊφερ, καί τον Χέρ
Πούρβιτ, τον καθηγητή των καλλιτεχνικών, άρχισε τις σπου­
δές του στο Πολυτεχνικό Ινστιτούτο τής Ρίγα, στή Λετονία,
περίπου διακόσια μιλιά μακριά άπό τό σπίτι του στή Ρεβάλ.
Τό 1915 όμως, καθώς τά γερμανικά στρατεύματα άπειλοΰσαν
καί τήν Εσθονία καί τή Λετονία, ολόκληρο τό Πολυτεχνικό
’Ινστιτούτο μετακόμισε στή Μόσχα, όπου ό Άλφρεντ έζησε ώς
τό 1918, οπότε καί παρέδωσε τήν πτυχιακή του έργασία -τό
ΡΕΒΑΛ, ΕΣΘΟΝΙΑ - 1917-1918 95

άρχιτεκτονικό σχέδιο ένός κρεματορίου- και πήρε τό πτυχίο


του ώς άρχιτέκτονας-μηχανικός.
Παρότι άκαδημαϊκά είχε υψηλές έπιδόσεις, ό Άλφρεντ δέν
ένιωσε ποτέ άνετα μέ τή δουλειά του μηχανικού καί προτι­
μούσε να περνάει το χρόνο του διαβάζοντας μυθολογία καί λο­
γοτεχνία. Τον συνάρπαζαν οί μύθοι της σκανδιναβικής μυθο­
λογίας πού περιλαμβάνονταν στήν Έ ντα \ δπως καί τα μυθι­
στορήματα τού Ντίκενς μέ τή σύνθετη πλοκή άλλα καί τα μνη­
μειώδη έργα τού Τολστόι (τα όποια διάβαζε στα ρωσικά).
Ασχολήθηκε έρασιτεχνικά μέ τή φιλοσοφία διαβάζοντας έπι-
φανειακά τις βασικές ιδέες τού Κάντ, τού Σοπενάουερ, τού Φί-
χτε, τού Νίτσε καί τού Χέγκελ καί, όπως έκανε καί παλιότερα,
άπολάμβανε να διαβάζει φιλοσοφικά βιβλία σέ περίβλεπτους
δημόσιους χώρους.
Μέσα στο χάος της Επανάστασης τού 1917 τού προκάλεσε
τρόμο ή θέα των έκατοντάδων χιλιάδων έξαλλων διαδηλωτών
πού είχαν κατεβει στούς δρόμους άπαιτώντας τήν άνατροπή
της καθεστηκυίας τάξης. Μέ βάση τό έργο τού Τσάμπερλαιν
είχε φτάσει νά πιστεύει πώς ή Ρωσία οφείλε τά πάντα στήν
άρια έπιρροή μέσω των Βίκινγκ, της χανσεατικής ένωσης καί
ορισμένων Γερμανών μεταναστών όπως ό ίδιος. Ή κατάρρευ­
ση τού ρωσικού πολιτισμού δέν σήμαινε παρά ένα πράγμα -
δτι τά βόρεια θεμέλια άνατρέπονταν άπό τις κατώτερες φυλές
-τούς Μογγόλους, τούς Εβραίους, τούς Σλάβους καί τούς Κι­
νέζους- κι δτι ή ψυχή της αληθινής Ρωσίας σύντομα θά χανό­
ταν. Μήπως ή ίδια μοίρα περίμενε άραγε καί τήν Πατρίδα;
Μήπως τό φυλετικό χάος καί ή άποκτήνωση θά έφταναν ώς
τήν ίδια τή Γερμανία;
Ή θέα τού πλήθους πού ξεσηκωνόταν τον άπωθούσε. Οί
μπολσεβίκοι ήταν κτήνη κι ή άποστολή τους ήταν νά κατα- 1

1. Συλλογή σκανδιναβικών επών άπό τήν ’Ισλανδία, πολλά άπό τά


όποια άνάγονται ώς τήν εποχή τών Βίκινγκ. ( Σ.τ.μ.)
96 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΜΙΝΟΖΑ

στρέψουν τον πολιτισμό. Ό Άλφρεντ διερεύνησε διεξοδικά από


που κατάγονταν οί ήγέτες τους καί κατέληξε ότι τουλάχιστον
έννέα στους δέκα ήταν Εβραίοι. Άπό τό 1918 καί μετά σπάνια
μιλούσε απλώς για μπολσεβίκους. Έ λεγε πάντα « οί Εβραίοι
μπολσεβίκοι» κι αυτός ό διπλός προσδιορισμός έπρόκειτο να
εισχωρήσει σιγά σιγά στή ναζιστική προπαγάνδα. Μετά τήν
άποφοίτησή του τό 1918, ό Α λφρεντ έπιβιβάστηκε μ’ ένθου-
σιασμό στο τρένο πού τον μετέφερε άπό τή Ρωσία πίσω στο
σπίτι του στή Ρεβάλ. Τό τρένο προχωρούσε άργά προς τή Δύ­
ση, κι έκεΐνος μέρα τή μέρα κοιτούσε άπό τή θέση του τήν απέ­
ραντη ρωσική έπικράτεια. Καθηλωμένος άπό τήν άπεραντο-
σύνη -α , ή απεραντοσύνη-, τού ήρθε στο νού ή έπιθυμία τού
Χιούστον Σμίθ Τσάμπερλαιν νά υπήρχε περισσότερος ζωτικός
χώρος γιά τήν Πατρίδα. Έδώ, έξω άπό τό παράθυρό του της
δεύτερης θέσης, υπήρχε ό ζωτικός χώρος τον όποιο είχε τόσο
ανάγκη ή Γερμανία, κι όμως άκριβώς αύτή ή απεραντοσύνη
τής Ρωσίας τήν καθιστούσε άνίκητη, έκτος α ν... έκτος αν βρι­
σκόταν ένας στρατός άπό Ρώσους συνεργούς πού νά μαχόταν
πλάι πλάι μέ τον στρατό τής Πατρίδας. Ό σπόρος άλλης μίας
ιδέας φύτρωσε τώρα μέσα το υ: Αύτός ό απειλητικός άνοιχτός
χώρος - πώς νά τον έκμεταλλευτει κανείς; Γιατί νά μήν έφερνε
έδώ τούς Εβραίους, όλους τούς Εβραίους τής Εύρώπης;
Ή σφυρίχτρα τού τρένου, τό σφίξιμο καί τό χαλάρωμα τών
φρένων ήταν τό σινιάλο πώς είχε φτάσει στο σπίτι του. Στή
Ρεβάλ έκανε κρύο οσο καί στή Ρωσία. Φόρεσε όλα τά πουλό-
βερ του, έπλεξε σφιχτά τό κασκόλ γύρω άπ’ τό λαιμό του καί
μέ τις τσάντες στά χέρια, τό πτυχίο του στο χαρτοφύλακά του,
έκπνέοντας σύννεφα αχνού περπάτησε μές απ’ τούς γνώριμους
δρόμους κι έφτασε στήν πόρτα τού σπιτιού τής παιδικής του
ηλικίας, στήν κατοικία τής Θείας Σεσίλια - τής άδελφής τού
πατέρα του. Μόλις χτύπησε τον καλωσόρισαν στριγκλιές
-« Αλφρεντ!»-, πλατιά χαμόγελα, άνδρικές χειραψίες καί γυ­
ναικείες άγκαλιές καί τον οδήγησαν γρήγορα στή ζεστή μυρω-
ΡΕΒΑΛ, ΕΣΘΟΝΙΑ - 1917-1918 97

δάτη κουζίνα για καφέ καί γερμανικό κέηκ, κι ένα απ’ τα μι­
κρά του άνίψια έτρεξε να φωνάξει τή θεία Λύντια που έμενε
στον ίδιο δρόμο, μερικά σπίτια πιο πέρα. Σέ λίγο έφτασε κι
έκείνη φορτωμένη φαγητά γιά ένα έορταστικό δείπνο.
Στο σπίτι τά βρήκε 6λα περίπου δπως τά θυμόταν, κι αυτή
ή σταθερότητα του παρελθόντος του πρόσφερε μία σπάνια
άνάπαυλα άπό τή βασανισμένη αίσθησή του 8τι δέν είχε ρίζες.
Ή θέα του δωματίου του, σχεδόν άπαράλλαχτου έπειτα άπό
τόσα χρόνια, φώτισε τό πρόσωπό του μέ μία έκφραση παιδιά­
στικης εύφορίας. Βουλίαξε στήν παλιά πολυθρόνα όπου συνή­
θιζε νά διαβάζει καί άπόλαυσε τή γνώριμη εικόνα της θείας του
νά χτυπάει μέ θόρυβο τό μαξιλάρι καί νά φουσκώνει τό πά ­
πλωμα γιά νά τό στρώσει στο κρεβάτι. Διέτρεξε μέ τά μάτια
του τό δωμάτιο: Νά τό χαλάκι της προσευχής -μικροσκοπικό
6σο ένα μαντίλι- πάνω στο όποιο πριν άπό καμιά δεκαριά χρό­
νια γιά λίγους μόνο μήνες ( δταν ό άνευλαβής πατέρας του δέν
ήταν κοντά γιά ν’ άκούσει), ό Ά λφρεντ έλεγε τις νυχτερινές
του προσευχές: « Εύλόγησε τή Μητέρα στον ούρανό, εύλόγησε
τον Πατέρα καί κάνε τον πάλι καλά, γιάτρεψε τον άδελφό μου
τον Ό ιγκεν, εύλόγησε τή θεία Σεσίλια καί τή θεία Λύντια καί
6λη μας τήν οικογένεια ».
Έ κει στον τοίχο, άκόμα βλοσυρό καί ισχυρό, άγνοώντας
μακάρια τήν έπισφαλή τύχη τού γερμανικού στρατού, βρισκό­
ταν τό γιγάντιο πορτρέτο τό Κάιζερ Βίλελμ. Στο ράφι κάτω
άπ’ τό πορτρέτο στέκονταν τά μολυβένια στρατιωτάκια τού
Άλφρεντ, Β ίκινγκ πολεμιστές καί Ρωμαίοι στρατιώτες, πού
τώρα τά σήκωσε τρυφερά. Σκύβοντας νά κοιτάξει τή μικρή βι­
βλιοθήκη πού ήταν φορτωμένη μέ τά άγαπημένα του βιβλία, ό
Άλφρεντ έλαμψε άπό χαρά βλέποντάς τα παρατεταγμένα άκό­
μα μέ τήν ίδια σειρά πού τά είχε άφήσει πριν άπό τόσα χρόνια
- τό άγαπημένο του, Τά πάθη τού νεαρού Βέρθερον, έπειτα ό
Δαβίδ Κ όππερφ ιλδ, κι έπειτα 6λα τά άλλα μέ φθίνουσα σπου-
δαιότητα.
98 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

Ό Άλφρεντ έξακολούθησε νά νιώθει οικεία όσο κράτησε τό


δείπνο μέ τις θείες, τούς θείους, τούς ανιψιούς καί τις άνιψιές.
Ό ταν όμως όλοι έφυγαν κι έπεσε σιωπή κι έκεινος ήταν ξα­
πλωμένος κάτω άπ’ το πουπουλένιο του πάπλωμα, το γνώριμο
αίσθημα της άποξένωσης ξαναγύρισε. Ή αίσθηση ότι βρισκό­
ταν στο σπίτι του άρχισε νά ξεθωριάζει. Ακόμα κι ή εικόνα
των δύο θειάδων του πού άκόμα χαμογελούσαν, έγνεφαν καί
συγκατένευαν, ύποχώρησε λίγο λίγο κι άπομακρύνθηκε αφή­
νοντας μόνο παγωμένο σκοτάδι. Πού βρισκόταν τό σπίτι το υ;
Πού άνήκε;
Τήν άλλη μέρα περιπλανήθηκε στούς δρόμους τής Ρεβάλ
άναζητώντας γνώριμα πρόσωπα, παρότι όλοι οί σύντροφοι των
παιδικών του παιχνιδιών είχαν μεγαλώσει κι είχαν σκορπίσει.
Εξάλλου βαθιά μέσα του τό ήξερε πώς άναζητούσε φαντάσμα­
τα - τούς φίλους πού θά ήθελε νά είχε. Έ φτασε ώς τό λύκειο,
όπου οί διάδρομοι κι οί άνοιχτές αίθουσες τού φάνηκαν συγ­
χρόνως οικεία άλλά καί άφιλόξενα. Έ ξ ω άπ’ τήν αίθουσα των
καλλιτεχνικών περίμενε τον Χέρ Πούρβιτ πού είχε κάποτε
ύπάρξει τόσο καλός μαζί του. "Οταν χτύπησε τό κουδούνι,
μπήκε νά μιλήσει γιά λίγο στον παλιό του δάσκαλο. Ό Χέρ
Πούρβιτ κοίταξε λίγο έρευνητικά τό πρόσωπό του, μουρμού­
ρισε ένα έπιφώνημα άναγνώρισης καί τον ρώτησε τόσο γενι-
κόλογα γιά τή ζωή του πού ό Άλφρεντ, τήν ώρα πού έβγαινε,
καθώς άρχιζαν νά παίρνουν τις θέσεις τους οί μαθητές γιά τήν
έπόμενη ώρα, άμφέβαλλε αν τον είχε πράγματι άναγνωρίσει.
"Επειτα άναζήτησε μάταια τήν αίθουσα τού Χέρ Σαιφερ άλλά
ή μόνη πού βρήκε ήταν ή αίθουσα τού Χέρ Έ πσταϊν, ό όποιος
δέν ήταν πλέον διευθυντής παρά καθηγητής Ιστορίας όπως
παλιά, καί πέρασε άπό μπροστά της βιαστικός μέ τό κεφάλι
στραμμένο άλλοΰ. Δέν ήθελε ν’ άρχίσει ό διευθυντής νά τον ρω­
τάει αν είχε κρατήσει τήν ύπόσχεσή του γιά τόν Σπινόζα ούτε
νά διακινδυνέψει τό ένδεχόμενο ή ύπόσχεσή τού Άλφρεντ Ρό-
ζενμπεργκ νά είχε έξανεμιστεΐ άπ" τό μυαλό τού Χέρ "Επσταϊν.
ΡΕΒΑΛ, ΕΣΘΟΝΙΑ - 1917-1918 99

Μόλις βρέθηκε πάλι έξω, κατευθύνθηκε προς την πλατεία


της πόλης, όπου είδε τό στρατηγείο των γερμανικών δυνάμεων
και πήρε παρορμητικά μία άπόφαση πού ίσως να τού άλλαζε
τή ζωή. Είπε στα γερμανικά στόν φρουρό πού είχε βάρδια πώς
ήθελε νά καταταγεί καί τον οδήγησαν στόν λοχία Γκόλντ-
μπεργκ, μία μεγαλόσωμη φιγούρα μέ μεγάλη μύτη, πυκνό
μουστάκι καί τή λέξη «Ε βραίος» γραμμένη φαρδιά-πλατιά
στο πρόσωπο. Χωρίς νά σηκώσει τό κεφάλι άπό τά χαρτιά
του, ό λοχίας άκουσε γιά λίγο τί τού έλεγε ό Άλφρεντ κι έπειτα
άπέρριψε άπότομα τό αίτημά του. « Βρισκόμαστε σέ πόλεμο.
Ό γερμανικός στρατός είναι γιά τούς Γερμανούς, οχι γιά πο­
λίτες κατακτημένων χωρών μέ τις όποιες είμαστε σέ έμπόλε-
μη κατάσταση ».
Απαρηγόρητος καί θιγμένος άπό τον τρόπο τού λοχία ό
Άλφρεντ βρήκε καταφύγιο σέ μία κοντινή μπιραρία, παρήγ-
γειλε ένα ποτήρι ξανθιά μπίρα καί κάθισε στη μία άκρη ένός
μακρόστενου τραπεζιού. Καθώς σήκωνε τό ποτήρι του νά πιει
τήν πρώτη γουλιά, παρατήρησε έναν άντρα μέ πολιτικά νά τον
κοιτάζει. Τά μάτια τους συναντήθηκαν στιγμιαία κι ό ξένος
σήκωσε τό ποτήρι του καί τού έγνεψε. Ό Άλφρεντ άνταπέδω-
σε διστακτικά κι έπειτα ξαναβυθίστηκε στόν έαυτό του. Λίγα
λεπτά άργότερα, όταν ξανασήκωσε τό βλέμμα, είδε τον άγνω­
στο πού ήταν ψηλός, άδύνατος, γοητευτικός κι είχε μακρύ γερ­
μανικό πρόσωπο, νά έξακολουθεί νά τον κοιτάζει μέ τά βαθυ­
γάλανα μάτια του. Στο τέλος ό άγνωστος σηκώθηκε καί κρα­
τώντας τήν μπίρα του στο χέρι, περπάτησε ώς τον Άλφρεντ καί
συστήθηκε.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε Ν Α Τ Ο

ΑΜ ΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656

καί τον Φράνκο


Ο
ΜΠΕΝΤΟ ΕΦΤΑΣΕ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΚΟΜΠ
στο σπίτι πού μοιραζόταν μέ τον Γκάμπριελ καί τούς οδή­
γησε στο γραφείο του, περνώντας πρώτα μέσα από ένα μικρό
σαλόνι έπιπλωμένο χωρίς ίχνος από γυναικείο χέρι - τα μόνα
αντικείμενα ήταν ένα χοντροφτιαγμένο ξύλινο παγκάκι καί μία
καρέκλα, μία ψάθινη σκούπα στή γω νιά καί μία θερμάστρα
μ’ ένα φυσερό. Στο γραφείο τού Μπέντο βρισκόταν ένα τραπέζι
άπό πελεκημένο ξύλο, ένα ψηλό σκαμνί καί μία έτοιμόρροπη
ξύλινη καρέκλα. Τρία δικά του σχέδια μέ κάρβουνο πού παρί-
σταναν σκηνές άπό τά κανάλια τού Άμστερνταμ ήταν καρφω­
μένα στον τοίχο, πάνω άπό δύο ράφια πού λύγιζαν άπό τό βάρος
μίας δωδεκάδας βιβλίων μέ χοντρά δεσίματα. Ό Γιάκομπ κα-
τευθύνθηκε άμέσως στά ράφια γιά νά κοιτάξει τούς τίτλους
άλλά ό Μπέντο έγνεψε στούς δύο άντρες νά καθίσουν καί βγήκε
βιαστικός νά φέρει άλλη μία καρέκλα άπό τό διπλανό δωμάτιο.
« Στή δουλειά μας τώρα », είπε παίρνοντας τό καταταλαι-
πωρημένο του άντίτυπο της έβραϊκής Βίβλου κι άκουμπώντας
το βαριά στο κέντρο τού τραπεζιού. Τό άνοιξε γιά νά τό έξετά-
σουν ό Γ ιάκομπ καί ό Φράνκο, ξαφνικά όμως άλλαξε γνώμη κι
άφησε τις σελίδες νά ξαναπέσουν στή θέση τους.
((Θά τηρήσω τήν ύπόσχεσή μου νά σάς δείξω τί άκριβώς
λέει ή Τορά ή μάλλον τί δέν λέει, ώς προς τό αν οί Εβραίοι είναι
ό διαλεχτός λαός. Προτιμώ όμως νά ξεκινήσω άπό τά κυριό-
τερα συμπεράσματα στά όποια έφτασα στά πολλά χρόνια πού
μελετώ τή Βίβλο ».
Είσπράττοντας τήν έγκριση τού Γ ιάκομπ καί τού Φράνκο
ΑΜ ΣΤ ΕΡΝ ΤΑΜ - 16^6 Ι ΟΙ

ό Μπέντο άρχισε: « Κατά τή γνώμη μου, τό κεντρικό μήνυμα


πού μάς δίνει ή Βίβλος σχετικά μέ τον Θεό είναι πώς είναι τέ­
λειος, πλήρης καί διαθέτει άπόλυτη σοφία. Ό Θεός είναι τό παν
καί δημιούργησε άφ’ εαυτού τον κόσμο καί 6,τι βρίσκεται
σ’ αύτόν. Συμφωνείτε;»
Ό Φράνκο συγκατένευσε άμέσως. Ό Γιάκομπ τό σκέφτηκε
λίγη ώρα, σούφρωσε τό κάτω χείλος του, άνοιξε την παλάμη
τού δεξιού χεριού του κι έκανε ένα άργό επιφυλακτικό νεύμα.
((Αφού ό Θεός είναι έξ ορισμού τέλειος καί δεν έχει άνάγ-
κες, τότε δέν δημιούργησε τον κόσμο γιά τον έαυτό του, άλλά
γιά μάς » είπε ό Μπέντο.
Έ πειτα άπό άλλο ένα καταφατικό νεύμα τού Φράνκο κι άπό
ένα προβληματισμένο βλέμμα καί μία χειρονομία τού Γ ιάκομπ
πού σήμαινε « Καί τι σχέση έχουν 6λ’ α ύτά ;» ό Μπέντο συνέ­
χισε ήρεμα: « Κι άφού μάς δημιούργησε άπό την ίδια Του την
ούσία, ό σκοπός Του γιά όλους εμάς -οί όποιοι, επαναλαμβά­
νω, άποτελούμε μέρος της ούσίας τού Θεού- είναι νά φτάσουμε
στην εύτυχία καί στή μακαριότητα ».
Ό Γ ιάκομπ συμφώνησε θερμά, σάν νά είχε έπιτέλους άκού-
σει κάτι μέ τό όποιο μπορούσε νά συμφωνήσει. «Ν αι, έχω
άκούσει τον θειο μου νά μιλάει γιά τή σπίθα τού Θεού μέσα
στον καθένα μας ».
«Ακριβώς. Ό θειος σου κι έγώ συμφωνούμε άπόλυτα » είπε
ό Σπινόζα. Παρατηρώντας όμως ένα άνεπαίσθητο συνοφρύω-
μα στό πρόσωπο τού συνομιλητή του άποφάσισε νά μήν ξανα­
κάνει τέτοιου είδους σχόλια - ό Γ ιάκομπ παραήταν έξυπνος
καί καχύποπτος γιά νά τού φέρεται συγκαταβατικά. Άνοιξε
τή Βίβλο κι έψαξε τις σελίδες. « Ά ς άρχίσουμε μέ μερικούς
στίχους άπό τούς Ψ α λμ ο νς». Άρχισε νά διαβάζει άργά τά
έβραϊκά δείχνοντας μέ τό δάχτυλο την κάθε λέξη καί μεταφρά-
ζοντάς τη στά πορτογαλικά γιά χάρη τού Φράνκο. ’Έ πειτα
άπό λίγο ό Γ ιάκομπ τον διέκοψε, κουνώντας τό κεφάλι καί λέ­
γοντας : « ’Όχι, όχι, ό χι».
102 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 1Ι11ΝΟ/Α

« Τι ό χι;» ρώτησε ό Μπέντο. « Δέν σου αρέσει ή μετάφρα­


σή μου; Σε βεβαιώνω ό τι...»
« Δέν είναι οι λέξεις πού χρησιμοποιείς », διέκοψε ό Γιά-
κομπ, « είναι ό τρόπος σου. Ώς Εβραίο μέ προσβάλλει ό τρό­
πος πού κρατάς τό ιερό μας βιβλίο. Ούτε τό φιλάς ούτε τό
τιμάς. Σχεδόν τό πέταξες πάνω στο τραπέζι, άκουμπάς τό δά­
χτυλό σου άπλυτο πάνω του. Και διαβάζεις χωρίς ψαλμωδία,
χωρίς κανενός είδους τονισμό, μέ τή ίδια φωνή πού θά διάβα­
ζες μία παραγγελία σταφίδας. Αύτό τό είδος άνάγνωσης προσ­
βάλλει τον Θεό ».
« Προσβάλλει τον Θεό; Γιάκομπ, σέ ικετεύω ν’ άκολουθή-
σεις την οδό της λογικής. Τώρα μόλις δέν συμφωνήσαμε 6τι ό
Θεός είναι πλήρης, δέν έχει άνάγκες καί δέν είναι πλάσμα σαν
έμ άς; Θά μπορούσε ένας τέτοιος Θεός νά προσβληθεί άπό κάτι
τόσο άσήμαντο 6σο τό ύφος μου 6ταν διαβάζω;»
Ό Γ ιάκομπ κούνησε σιωπηλός τό κεφάλι, ενώ ό Φράνκο
συμφώνησε καί πλησίασε την καρέκλα του στον Μπέντο.
Ό Μπέντο συνέχισε νά διαβάζει μεγαλόφωνα τον ψαλμό
στά εβραϊκά καί νά μεταφράζει γιά τον Φράνκο. « Ό Κύριος
βρίσκεται κοντά σέ όλους όσοι τον καλούν». Παρέλειψε μερι­
κούς στίχους καί συνέχισε: « Ό Κύριος είναι καλός μέ όλους
καί τά τρυφερά του ελέη περιβάλλουν όλα τά έργα Του. Πι-
στέψτε με », είπε, <(μπορώ νά βρώ ένα σωρό τέτοια άποσπά-
σματα πού δηλώνουν ξεκάθαρα πώς ό Θεός έχει δώσει σέ
όλους τούς άνθρώπους την ίδια διάνοια κι έχει πλάσει ίδιες τις
καρδιές τους ».
Ό Μπέντο έστρεψε την προσοχή του στον Γ ιάκομπ, αύτός
όμως πάλι κούνησε τό κεφάλι. «Δ ιαφωνείς μέ τή μετάφρασή
μου, Γιάκομπ; Σέ διαβεβαιώ ότι λέει “ όλους τούς άνθρώ­
πους”· δέν λέει “ όλους τούς Εβραίους”».
« Δέν μπορώ νά διαφωνήσω: Οί λέξεις είναι αύτές πού είναι.
Ή Βίβλος λέει αύτά πού λέει. Αλλά ή Βίβλος έχει πολλές λέ­
ξεις καί ύπάρχουν πολλές άναγνώσεις καί πολλές έρμηνεΐες
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 103

από πολλούς άγιους ανθρώπους. Παραβλέπεις ή μήπως δέν


γνωρίζεις τα σπουδαία σχόλια τού Ρασί καί τού Άμπραβα-
νέλ;»
Ό Μπέντο δέν πτοήθηκε. « Μέ τα σχόλια καί τα σχόλια
των σχολίων γαλουχήθηκα. Τα διάβαζα από τήν ανατολή ώς
τή δύση τού ήλιου. Σκέψου όμως, σέ παρακαλώ, 6τι έχω πε­
ράσει χρόνια μελετώντας τα ιερά βιβλία καί, όπως εσύ ό ίδιος
μού είπες, πολλοί στην κοινότητά μας μέ θεωρούν άνθρωπο τού
πνεύματος καί σέβονται τή γνώμη μου. Πριν άπό άρκετά χρό­
νια πήρα τον δικό μου δρόμο, έμαθα σέ βάθος τα άρχαια
έβραϊκά καί άραμαϊκά, άφησα στην άκρη τα σχόλια των άλλων
καί μελέτησα τα ίδια τα λόγια της Βίβλου άπό τήν άρχή. Γιά
να καταλάβει κανείς πλήρως τι λέει ή Βίβλος, χρειάζεται να
γνωρίζει τήν άρχαια γλώσσα καί να τή διαβάσει μέ νέο πνεύμα
χωρίς δεσμεύσεις. Θέλω κι έμεις τώρα να διαβάσουμε καί να
κατανοήσουμε τα άκριβή λόγια της Βίβλου, οχι εκείνο πού κά­
ποιος ραβίνος νόμισε ότι σήμαιναν, οχι κάποιες ύποθετικές με­
ταφορές πού προσποιούνται ότι διακρίνουν οί σοφοί ούτε κά­
ποιο κρυφό μήνυμα πού βλέπουν οί καββαλιστές σέ ορισμένα
σχήματα λέξεων καί άριθμητικές άξιες γραμμάτων. Θέλω να
γυρίσουμε πίσω καί να διαβάσουμε τί άκριβώς γράφει ή Β ί­
βλος. Αύτή είναι ή μέθοδός μου. Θέλετε να συνεχίσω ;»
Ό Φράνκο είπ ε:« Ναι, σέ παρακαλώ, συνέχισε » άλλα ό Γιά-
κομπ δίσταζε. Ή ταν έκδηλη ή ταραχή του, γιατί μόλις άκουσε
τον Μπέντο να τονίζει τή φράση ((όλους τούς άνθρώπους » δι-
αισθάνθηκε πού θά έφτανε τό έπιχείρημά του - οσφραινόταν
τήν παγίδα. Δοκίμασε λοιπόν έναν προληπτικό χειρισμό: « Δέν
άπάντησες άκόμα στο επιτακτικό καί άπλό έρώτημά μου,
“ Άρνεΐσαι ότι οί Εβραίοι είναι ό διαλεχτός λαός; ”»
«Γιάκομπ, κάνεις λάθος ερωτήσεις. Αλλά προφανώς δέν
είμαι κι έγώ άρκετά σαφής. Αύτό πού θέλω είναι νά κλονίσω
τήν όλη στάση σου άπέναντι στήν αύθεντία. Τό ζήτημα δέν
είναι αν τό άρνούμαι έγώ ή αν κάποιος ραβίνος ή άλλος σοφός
104 ΤΟ 11ΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟΖΑ

το υποστηρίζει. ’Άς μήν υψώνουμε τά μάτια αναζητώντας κά­


ποια μεγάλη αύθεντία, άς στρέψουμε καλύτερα το βλέμμα στα
λόγια τού ιερού μας Βιβλίου πού μάς λένε πώς ή άληθινή μας
εύτυχία καί μακαριότητα συνίστανται άποκλειστικά στην
άπόλαυση τού καλού. Ή Βίβλος δέν μάς λέει να περηφανευό­
μαστε για τό γεγονός 6τι μόνο εμείς ό Εβραίοι είμαστε εύλο-
γημένοι ή 6τι χαιρόμαστε περισσότερο, έπειδή οί άλλοι άγνοούν
την άληθινή εύτυχία ».
Ό Γιάκομπ δέν έδειξε να πείθεται, γ ι’ αύτό ό Μπέντο δοκί­
μασε μία άλλη τακτική. « Θά σού δώσω ένα παράδειγμα άπό
αύτά πού ζήσαμε σήμερα. Νωρίτερα στο μαγαζί έμαθα 6τι ό
Φράνκο δέν ξέρει έβραϊκά. Σ ω στά;»
« Ν αί».
« Πές μου λοιπόν αύτό, πρέπει στο έξης έγώ να χαίρομαι
πού ξέρω περισσότερα εβραϊκά άπό κείνον; Μήπως τό γεγονός
ότι έκεΐνος δέν ξέρει εβραϊκά μέ κάνει εμένα πιο μορφωμένο
άπ’ όσο ήμουνα μία ώρα νωρίτερα; Ή χαρά γιά τήν άνωτερό-
τητά μας άπέναντι στούς άλλους δέν είναι ευλογημένη. Είναι ή
παιδιάστικη ή κακοήθης. Δέν είναι άλήθεια;»
Ό Γιάκομπ έδειξε τό σκεπτικισμό του σηκώνοντας τούς
ώμους άλλά ό Μπέντο ένιωσε τονωμένος. Τά πολλά χρόνια
άναγκαίας σιωπής τον είχαν βαρύνει καί τώρα άπολάμβανε τήν
ευκαιρία νά έκφράσει μεγαλόφωνα πολλά άπό τά επιχειρήματα
πού είχε συγκροτήσει. Απευθύνθηκε πάλι στον Γ ιάκομπ: « Θά
συμφωνείς βέβαια ότι ή μακαριότητα βρίσκεται στήν άγάπη.
Αύτό είναι τό ύπέρτατο, τό πυρηνικό μήνυμα όλων των Γ ραφών
- άκόμα καί της χριστιανικής Διαθήκης. Πρέπει νά διακρίνουμε
έκεΐνο πού λέει ή Βίβλος άπό έκεινο πού ισχυρίζονται 6τι λέει
όσοι έχουν τή θρησκεία γιά επάγγελμα. Πολύ συχνά οί ραβίνοι
κι οί ιερείς προωθούν τά προσωπικά τους συμφέροντα διαστρέ-
φοντας τις έρμηνεΐες, ύποστηρίζοντας μέ τις άναγνώσεις τους
ότι μόνο οί ίδιοι κρατούν τό κλειδί πού οδηγεί στήν άλήθεια ».
Παρότι μέ τήν άκρη τού ματιού ό Μπέντο είδε τόν Γ ιάκομπ
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 io s

καί τόν Φράνκο ν’ ανταλλάσσουν άπορημένες ματιές, έξακο-


λούθησε: <(Όρίστε, δείτε σ’ αύτή τήν ένότητα στο Β ιβλίο των
Β ασιλειώ ν 3:12». Ό Σπινόζα άνοιξε τή Βίβλο σέ μία σελίδα
πού τήν είχε σημειώσει μέ κόκκινη κλωστή. «Ακούστε τα λό­
για πού λέει ό Θεός στον Σολομώντα: “Κανείς δέν θά είναι τό­
σο σοφός δσο έσύ στα χρόνια πού θά έρθουν”. 1Σκεφτεΐτε τώρα
γιά λίγο κι οί δύο σας τί λέει ό Θεός στον σοφότερο άνθρωπο
τού κόσμου. Προφανώς αύτό δείχνει πώς τά λόγια τής Τορά
δέν μπορεί κανείς νά τά έρμηνεύσει κυριολεκτικά. Πρέπει νά
τά καταλάβει στο πλαίσιο τής εποχής...»
« Ποιό πλαίσιο;» διέκοψε ό Φράνκο.
<(Εννοώ μέ βάση τή γλώσσα καί τά ιστορικά γεγονότα τού
τότε. Δέν μπορούμε νά καταλάβουμε τή Βίβλο μέ τή γλώσσα
τού σήμερα: Πρέπει νά τή διαβάσουμε γνωρίζοντας τις γλω σ­
σικές συμβάσεις τής έποχής στήν όποια γράφτηκε καί συντέ­
θηκε, δηλαδή πριν άπό δύο χιλιάδες χρόνια περίπου».
« Π ώς;» φώναξε ό Γιάκομπ. « Ό Μωυσής έγραψε τήν Το­
ρά, τά πρώτα πέντε βιβλία, πολύ νωρίτερα άπό δύο χιλιάδες
χρόνια π ρ ίν!»
«Αύτό είναι ένα μεγάλο έρώτημα. Θά ξαναγυρίσω σ’ αύτό
σέ λίγο. Προς τό παρόν ας μείνουμε στον Σολομώντα. Εκείνο
πού θέλω νά ύποστηρίξω είναι πώς τό σχόλιο πού κάνει ό Θεός
στον Σολομώντα είναι άπλώς μία έκφραση πού χρησιμο­
ποιείται γιά νά σημάνει τήν πολύ μεγάλη, ασύγκριτη σοφία καί
σκοπός της είναι νά αύξήσει τήν εύτυχία τού Σολομώντα. Πι­
στεύετε πραγματικά 6τι ό Θεός θά περίμενε άπό τον Σολομώ­
ντα, τον σοφότερο τών άνθρώπων, νά χαρεΐ πού οί άλλοι θά εί­
ναι πάντα λιγότερο έξυπνοι άπό κείνον; Είναι βέβαιο πώς ό
Σολομών, στή σοφία του, θά επιθυμούσε 6λοι νά διαθέτουν τά
ίδια πνευματικά χαρίσματα ».

1. « ’Ιδού δέδωκά σοι καρδίαν φρονίμην καί σοφήν, ώς σύ ού γέγονεν


Ιμπροσθέν σου καί μετά σέ ούκ άναστήσεται δμοιός σ ο ι». ( Σ.τ.μ.)
ιο 6 ΤΟ 1ΙΡΟΒΛΗΜΑ ΙΠΙΝΟΖΑ

Ό Γιάκομπ διαμαρτύρεται. ((Δέν καταλαβαίνω τί λές. Ξε­


χωρίζεις μερικές λέξεις ή φράσεις άλλα αγνοείς το ξεκάθαρο
γεγονός ότι ό Θεός μάς διάλεξε. Τό Ιερό Βιβλίο τό επαναλαμ­
βάνει σέ πολλά σημεία ».
« Όρίστε, δες τί λέει στον Ί ώ β » είπε ό Μπέντο εντελώς
άμετακίνητος. Γύρισε τις σελίδες ώς τό βιβλίο τού Ίώβ, χωρίο
38 καί διάβασε: “ Όλοι οί άνθρωποι πρέπει ν’ άποφεύγουν τό
κακό καί να κάνουν τό καλό ”. Σέ κάτι τέτοια άποσπάσματα
είναι σαφές ότι ό Θεός είχε στο νού του ολόκληρο τό άνθρώπινο
γένος. Μήν ξεχνάς έπίσης 6τι ό Ίώβ ήταν Εθνικός, κι όμως
άπ’ όλους τούς άνθρώπους αύτόν άποδέχτηκε περισσότερο ό
Θεός. Όρίστε οί στίχοι - διάβασε μόνος σου ».
Ό Γιάκομπ άρνήθηκε να κοιτάξει. « Ή Βίβλος μπορεί να
περιλαμβάνει καί μερικά τέτοια λόγια. 'Υπάρχουν όμως χιλιά­
δες άλλα λόγια πού λένε τό άντίθετο. Έμεις οί Εβραίοι είμαστε
διαφορετικοί καί τό ξέρεις. Ό Φράνκο μόλις γλίτωσε άπό την
Ιερά Εξέταση. Πές μου, Μπέντο, είχαμε ποτέ έμεις οί Ε ­
βραίοι Ιερά Ε ξέτα σ η ; Οί άλλοι μάς σκότωναν. Σκοτώσαμε
έμεις ποτέ τούς άλλους;»
Ό Μπέντο γύρισε ήρεμα τά φύλλα, αύτή τή φορά στον
Ίησον τον Νανή 10:37 καί διάβασε: « Καί έκυρίευσαν αύτήν
καί έπάταξαν έν στόματι μαχαίρας αύτήν καί τον βασιλέα
αύτής καί πάσας τάς πόλεις αύτής καί πάσας τάς ψυχάς τάς έν
αύτη* δέν άφήκεν ύπόλοιπον* κατά πάντα 6σα έκαμεν εις τήν
Έ γ λ ώ ν καί έξωλόθρευσεν αύτήν καί πάσας τάς ψυχάς τάς έν
αύτη”. "Η στον Ίησον τον Νανή 11:11 γιά τήν πόλη τής
Ά σώ ρ», συνέχισε ό Μπέντο, «Κ αί πάσας τάς ψυχάς τάς έν
αύτή έπάταξαν έν στόματι μαχαίρας καί έξωλόθρευσαν αύ-
τούς* δέν έμεινεν ούδέν έχον πνοήν καί τήν Άσώρ κατέκαυσεν
έν πυρί».
«'Ή έδώ, στον Σ αμ ονήλ 18:6-11, “καθώς δέ ήρχοντο, ένώ
έπέστρεφεν ό Δαβίδ έκ τής σφαγής τού Φιλισταίου, έξήρχον-
το αί γυναίκες έκ πασών τών πόλεων τού Ισραήλ, ψάλλουσαι
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 16S6 107

καί χορεύουσαι, εις συνάντησιν του βασιλέως Σαούλ, μετά


τυμπάνων, μετά χαράς καί μετά κυμβάλων. [... ] Καί άπεκρί-
νοντο αί γυναίκες αί παίζουσαι προς άλλήλας, καί έλεγον, Ό
Σαούλ έπάταξε τάς χιλιάδας αύτού, καί ό Δαβίδ τάς μυριάδας
αυτού”».
«Δ υστυχώς υπάρχουν πολλές ενδείξεις στήν Τορά πώς,
όταν οι ’Ισραηλίτες είχαν εξουσία, ήταν εξίσου βάναυσοι καί
άνελέητοι όσο κάθε άλλο έθνος. Δεν ήταν ήθικά άνώτεροι, πιο
δίκαιοι ή πιο εύφυεις άπό άλλους άρχαίους λαούς. Το μόνο
άνώτερο πού είχαν ήταν μία καλά οργανωμένη κοινωνία καί
μία ήγεσία πού τούς έπέτρεψε νά ύπάρχουν γιά ένα πολύ με­
γάλο διάστημα. Αλλά τό άρχαΐο εβραϊκό έθνος έχει πάψει προ
πολλού νά ύπάρχει κι άπό τότε βρισκόμαστε σέ ίση μοίρα μέ
τούς άλλους λαούς. Δέν βλέπω τίποτα μέσα στήν Τορά πού νά
ύποδηλώνει ότι οί Εβραίοι είναι άνώτεροι άπό τούς άλλους. Ό
Θεός μοιράζει τη χάρη του εξίσου σέ όλους ».
Μέ μία έκφραση δυσπιστίας στο πρόσωπό του, ό Γιάκομπ
είπ ε: « Λές δηλαδή ότι τίποτα δέν διακρίνει τούς Εβραίους άπό
τούς Ε θνικούς;»
«Α κριβώς, μόνο πού δέν τό λέω έγώ, τό λέει ή 'Ιερή Β ί­
βλος ».
« Πώς γίνεται νά ονομάζεσαι “ Μπαρούχ” καί νά μιλάς έ­
τσι ; Άρνεΐσαι δηλαδή πώς ό Θεός έπέλεξε τούς Εβραίους, τούς
έδειξε εύνοια, τούς βοήθησε, περίμενε πολλά άπ’ αύτούς;»
«Άναλογίσου τί λές. Σου ξαναθυμίζω: Τά άνθρώπινα όντα
έπιλέγουν, προτιμούν, βοηθούν, εύνοούν, προσδοκούν. Ό Θεός
όμως; Έ χει ό Θεός αύτές τις άνθρώπινες ιδιότητες; Θυμήσου
τί είπα γιά τό σφάλμα νά φανταζόμαστε τον Θεό κατ’ εικόνα
μας. Θυμήσου τί σάς είπα γιά τά τρίγωνα καί γιά μία τριγω­
νική μορφή τού Θεού ».
« Μά είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα του » είπε ό Γ ιάκομπ.
« Γύρνα στη Γ ^ εση. Δώσε μου νά σού δείξω πού τό λέει...»
Ό Μπέντο άπήγγειλε άπό μνήμης: «Κ αί είπεν ό Θεός*
ιο 8 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ήμετέραν καί καθ’ όμοίωσιν,


καί άρχέτωσαν των ιχθύων της θαλάσσης καί των πετεινών
τού ούρανού καί των κτηνών καί πάσης τής γης καί πάντων
τών ερπετών τών έρπόντων έπί γης καί έποίησεν ό Θεός τον
άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού έποίησεν αύτόν, άρσεν καί θήλυ
έποίησεν αύτούς ».
«Α κριβώς, Μπαρούχ, αύτά είναι τα λόγια» είπε ό Γιά-
κομπ. « Μακάρι ή εύλάβειά σου να ήταν τόση όση ή μνήμη σου.
Ά ν αύτά είναι τα λόγια τού Θεού, τότε ποιος είσαι έσύ πού
άμφισβητεις ότι είμαστε φτιαγμένοι κατ’ εικόνα το υ;»
« Γιάκομπ, χρησιμοποίησε τη λογική πού σού έχει δοθεί
άπό τον Θεό. Δεν μπορούμε να διαβάσουμε κυριολεκτικά
αύτά τά λόγια. Είναι μεταφορές. Πιστεύεις στ’ άλήθεια πώς
έμεΐς οί θνητοί, πού μπορεί νά είμαστε κουφοί ή κυφοί ή δυσ­
κοίλιοι ή άθλιοι, είμαστε φτιαγμένοι κατ’ εικόνα τού Θεού;
Σκέψου έκείνους πού πέθαναν είκοσι χρονών σάν τή μητέρα
μου, έκείνους πού γεννήθηκαν τυφλοί ή παραμορφωμένοι ή
τρελοί με τεράστια ύδροκέφαλα, έκείνους πού πάσχουν άπό
χοιράδωση \ έκείνους πού τά πνευμόνια τους δέν άντέχουν καί
φτύνουν αίμα, έκείνους πού είναι φιλάργυροι ή δολοφόνοι - κι
αύτοί έχουν πλαστεί κατ’ εικόνα τού Θεού; Νομίζεις πώς ό
Θεός έχει τή δική μας νοοτροπία, πώς θέλει νά τον κολα­
κεύουμε καί ζηλεύει καί γίνεται έκδικητικός, άν παραβούμε
τούς κανόνες το υ; Μπορεί σ’ ένα τέλειο όν νά υπάρχουν τέτοιοι
έλαττωματικοί κακοφορμισμένοι τρόποι σκέψης; Αύτός δέν
είναι παρά ένας τρόπος τού λέγειν έκείνων πού έγραψαν τή
Βίβλο ».
« Έ κείνων πού έγραψαν τή Β ίβλο; Μιλάς υποτιμητικά γιά
τον Μωυσή καί τον Ιησού τού Ναυή καί τούς Προφήτες καί
τούς Κριτές; Άρνεΐσαι ότι ή Βίβλος είναι ό λόγος τού Θεού;»
Ή φωνή τού Γ ιάκομπ δυνάμωνε σέ κάθε φράση κι ό Φράνκο,

1. Π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ιά Ιν α είδ ος φ υ μ α τ ίω σ η ς. ( Σ.τ.μ.)
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 109
πού παρακολουθούσε μέ ένταση κάθε λέξη πού έβγαινε άπό τα
χείλη τού Μπέντο, άκούμπησε το χέρι στο μπράτσο τού συν­
τρόφου του για να τόν κάνει να σωπάσει.
«Δ έν μιλώ ύποτιμητικά για κανέναν» είπε 6 Μπέντο.
« Σ ’ αύτό τό συμπέρασμα φτάνει ό δικός σου νούς. Λέω όμως
δτι τα λόγια κι οί ιδέες της Βίβλου προέρχονται άπό τόν άν-
θρώπινο νού, άπό τούς άνθρώπους πού έγραψαν αύτά τα κεί­
μενα καί πού φαντάστηκαν δτι - ή μάλλον θά ’πρεπε να πώ,
πού επιθύμησαν να μοιάσουν μέ τόν Θεό, να είναι φτιαγμένοι
κατ’ εικόνα τού Θεού ».
« Άρνεΐσαι επομένως δτι μέσα άπό τη φωνή των Προφητών
μιλάει ό Θεός;»
«Ε ίναι προφανές δτι δποια λόγια άναφέρονται μέσα στή
Βίβλο ώς “λόγια του Θεού” δέν γεννιούνται παρά στή φαντα­
σία τού κάθε προφήτη ».
« Φαντασία! Φαντασία, είπ ες;» Ό Γιάκομπ έφραξε μέ τό
χέρι του τό στόμα του πού είχε άνοίξει άπό φρίκη, ένώ ό Φράν­
κο πάσχιζε να καταπνίξει ένα χαμόγελο.
Ό Μπέντο καταλάβαινε πώς κάθε φράση πού άρθρωνε σό-
καρε τόν Γιάκομπ, δέν μπορούσε δμως να πάψει. Αισθανόταν
μεγάλη εύφορία, καθώς έσπαγε τα δεσμά τής σιωπής του κι
έξέφραζε μεγαλόφωνα δλες τις ιδέες πού είχε συλλογιστεί στα
κρυφά ή πού μόνο πολύ συγκαλυμμένα είχε μοιραστεί μέ τόν
ραβίνο. Στό νού του ήρθε ή προειδοποίηση τού Βάν ντέν Έ ντεν
« Οαιιίβ, οβιιίβ!» άλλά γιά μία φορά άγνόησε τή λογική καί
δρμησε μπροστά.
« Ναί, πρόκειται προφανώς γιά φαντασία, Γ ιάκομπ, καί
μή σοκάρεσαι τόσο: Τό γνωρίζουμε άπό τά ίδια τά λόγια τής
Τορά». Μέ τήν άκρη τού ματιού του ό Μπέντο είδε τό χαμό­
γελο τού Φράνκο. « Δές, Γ ιάκομπ », συνέχισε, « διάβασε μαζί
μου στό Δ ευτερονόμιο χχχίν:10: “Καί μέσα στό ’Ισραήλ δέν
σηκώθηκε πλέον προφήτης, δπως ό Μωυσής, τόν όποιο ό
Κύριος γνώρισε πρόσωπο πρός πρόσωπο. Καί άπό τότε δέν
1 ΙΟ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΓΙΙΝΟΖΑ

γεννήθηκε κανείς προφήτης στο Ισραήλ σαν τον Μωυσή πού


ό Θεός τον γνώρισε ένώπιος ένω π ίω ”. Σκέψου τώρα, Γιά-
κομπ, τί σημαίνει αύτό. Ξέρεις φυσικά 6τι ή Τορά μάς λέει
πώς ακόμα κι ό Μωυσής δέν είδε τό πρόσωπο τού Κυρίου, σω­
στά ;»
Ό Γιάκομπ συμφώνησε: « Ναι, αύτό λέει ή Τορά ».
«Ε πομένω ς, Γιάκομπ: άποκλείσαμε την όραση, πράγμα
πού σημαίνει ότι ό Μωυσής άκουσε τήν άληθινή φωνή τού
Θεού, κι 6τι κανένας προφήτης μετά τον Μωυσή δέν άκουσε
τήν άληθινή του φωνή ».
Ό Γ ιάκομπ δέν είχε άπάντηση.
«Έ ξήγησέ μου» είπε ό Φράνκο, πού ώς τώρα άκουγε μέ
προσοχή κάθε λέξη τού Μπέντο. (('Άν κανείς άπό τούς άλλους
προφήτες δέν άκουσε τή φωνή τού Θεού, τότε άπό πού πηγά­
ζουν οί προφητείες;»
Καλωσορίζοντας τή συμμετοχή τού Φράνκο, ό Μπέντο
άπάντησε γοργά: « Πιστεύω πώς οί προφήτες ήταν άνθρωποι
προικισμένοι μέ άσυνήθιστα ζωηρή φαντασία, όχι όμως άπα-
ραίτητα μέ πολύ άνεπτυγμένη λογική ικανότητα ».
((Τότε λοιπόν Μπέντο », είπε ό Φράνκο, ((εσύ πιστεύεις 6τι
οί θαυμαστές προφητείες δέν είναι τίποτα παραπάνω άπό ιδέες
πού τις φαντάστηκαν οί προφήτες;»
«Α κριβώς ».
Ό Φράνκο συνέχισε: « Είναι σάν νά μήν υπάρχει τίποτα τό
ύπερφυσικό. Τό κάνεις νά φαίνεται σάν τά πάντα νά μπορούν
νά εξηγηθούν ».
((Αύτό άκριβώς πιστεύω. Τά πάντα, καί τό έννοώ, τά πάν­
τα έχουν μία φυσική αιτία ».
((Γ ιά μένα », είπε ό Γ ιάκομπ, έξαλλος μέ τον Μπέντο καί
μέ τον τρόπο πού μιλούσε γιά τούς προφήτες, «ύπάρχουν
πράγματα πού μόνο ό Θεός τά γνωρίζει, πράγματα πού προ­
έρχονται μόνο άπό τή βούληση τού Θεού».
«Έ γ ώ πιστεύω πώς 6σο περισσότερα μπορέσουμε νά μά­
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 1 11

θουμε, τόσο λιγότερα θά είναι τά πράγματα πού γνωρίζει μόνο


ό Θεός. Μέ άλλα λόγια, δσο μεγαλύτερη είναι ή άγνοια μας,
τόσο περισσότερα άποδίδουμε στον Θεό ».
« Πώς τολμάς να - »
« Γιάκομπ» διέκοψε ό Μπέντο. « ’Άς θυμηθούμε γιατί συν­
αντηθήκαμε έμεΐς οί τρεις. ’Ήρθατε σ’ έμένα, έπειδή ό Φράνκο
περνούσε μία πνευματική κρίση καί είχε άνάγκη άπό βοήθεια.
Δέν σάς άναζήτησα έγώ - για τήν άκρίβεια σάς συμβούλεψα
άντί για μένα να πάτε στον ραβίνο. Είπατε δτι κάποιοι σάς
είπαν πώς ό ραβίνος θά έκανε τον Φράνκο χειρότερα. Τό θυ­
μάσαι ;»
« Ναί, είναι άλήθεια » είπε ό Γιάκομπ.
« Σέ τί μάς εξυπηρετεί λοιπόν, έσένα κι έμένα, νά μπαίνου­
με σέ τέτοια φιλονεικία; Έ να μόνο πραγματικό ερώτημα υ­
πάρχει» καί ό Μπέντο στράφηκε στον Φράνκο. « Πές μου, σέ
βοηθάω; Σ’ έχει βοηθήσει τίποτα άπ’ δσα έχω π ε ι;»
«Ό λα δσα είπες μού πρόσφεραν άνακούφιση» είπε ό Φράν­
κο. «Μ έ βοηθάς νά μή χάσω τό μυαλό μου. Βρισκόμουν σέ
σύγχυση, καί ή διαυγής σου σκέψη, ό τρόπος σου νά μή θεωρείς
τίποτα άληθινό μέ βάση τήν αύθεντία, δέν... δέν μοιάζει μέ τ ί­
ποτα άπ’ δσα έχω άκούσει ώς τώρα. Ακούω τήν οργή τού Γ ιά­
κομπ καί ζητώ συγγνώμη γιά λογαριασμό του, δσο γιά μένα
δμως - ναί, μέ βοήθησες ».
« Σ’ αυτή τήν περίπτωση », είπε ό Γ ιάκομπ πού ξαφνικά
σηκώθηκε όρθιος, « πήραμε έκεΐνο γιά τό όποιο ήρθαμε κι ή
δουλειά μας έδώ τελείωσε ». Ό Φράνκο αίφνιδιάστηκε κι έμει­
νε καθιστός, άλλά ό Γ ιάκομπ τον έπιασε άπ’ τον άγκώνα καί
τον πήγε στήν πόρτα.
« Σ’ ευχαριστώ, Μπέντο » είπε ό Φράνκο άπό τό άνοιγμα
της πόρτας. « Πές μου, σέ παρακαλώ, είσαι διαθέσιμος καί γιά
άλλες συναντήσεις;»
« Είμαι πάντα διαθέσιμος γιά μία συζήτηση μέ λογικά έπι-
χειρήματα - δέν έχεις παρά νά περάσεις άπ’ τό μαγαζί». Καί
1 12 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

γυρίζοντας στον Γιάκομπ πρόσθεσε: « Δέν είμαι όμως διαθέ­


σιμος για μία λογομαχία πού άποκλείει τή λογική».

"Οταν έχασαν πια το σπίτι τού Μπέντο απ’ τα μάτια τους, ό


Γ ιάκομπ χαμογέλασε πλατιά, έβαλε το χέρι του γύρω απ’ τούς
ώμους τού Φράνκο καί τον έσφιξε. «Τώρα έχουμε ολα όσα μάς
χρειάζονται. Συνεργαστήκαμε καλά. "Επαιξες πολύ καλά το
ρόλο σου -σχεδόν ύπερβολικά καλά, αν θέλεις τή γνώμη μου-
άλλά αύτό δέν πρόκειται νά τό συζητήσω, γιατί τώρα τε­
λειώσαμε έκεΐνο πού είχαμε νά κάνουμε. Άκου τί μάς είπε. Οί
Εβραίοι δέν είναι ό διαλεχτός λαός τού Θεού* δέν διαφέρουν σέ
τίποτα απ’ τούς άλλους λαούς. Ό Θεός δέν έχει αισθήματα γιά
μάς. Οί προφήτες είναι άπλώς άνθρωποι μέ ύπερτροφική φαν­
τασία. Οί ιερές γραφές δέν είναι ιερές άλλά άποκλειστικά έργο
άνθρώπων. Ό λόγος τού Θεού καί ή βούληση τού Θεού δέν
ύπάρχουν. Ή Γένεση καί ή ύπόλοιπη Τορά δέν είναι παρά μύ­
θοι ή μεταφορές. Οί ραβίνοι, άκόμα κι οί πιο σπουδαίοι, δέν
έχουν ειδική γνώση άλλά δρούν μέ βάση τό προσωπικό τους
συμφέρον ».
Ό Φράνκο κούνησε τό κεφάλι. « Δέν έχουμε άκόμα όλα όσα
χρειαζόμαστε. Θέλω νά τον ξαναδώ».
« Μόλις άπαρίθμησα όλα τά αίσχη πού είπ ε: Τά λόγια του
είναι άπολύτως αιρετικά. Αύτό ζήτησε άπό μάς ό θειος
Ντουάρτε καί κάναμε τό θέλημά του. Οί άποδείξεις είναι συν­
τριπτικές : Ό Μπέντο Σπινόζα δέν είναι Εβραίος· είναι έναν-
τίον των Εβραίων ».
« "Οχι», ξαναειπε ό Φράνκο, « δέν διαθέτουμε άρκετά στοι­
χεία. Θέλω ν’ άκούσω περισσότερα. Δέν καταθέτω, αν δέν
άκούσω κι άλλα ».
« Διαθέτουμε περισσότερα απ’ όσα χρειαζόμαστε. Ή οίκο-
γένειά σου κινδυνεύει. Παζαρέψαμε μέ τον θειο Ντουάρτε -
καί στο παζάρι κανείς δέν μπορεί νά τον ρίξει. Αύτό άκριβώς
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 ι> 3

έκανε αύτός ό άνόητος ό Σπινόζα - θέλησε νά τον έξαπατήσει


προσπερνώντας τό έβραϊκό δικαστήριο. Μόνο μέσα από τις
έπαφές του θείου καί τις δωροδοκίες του καί χάρη στο δικό του
πλοίο βρίσκεσαι τώρα μακριά απ’ τή σπηλιά όπου κρυβόσουν
στήν Πορτογαλία. Καί σέ δύο μόνο έβδομάδες τό καράβι του
σαλπάρει πάλι γιά νά φέρει τή μητέρα σου, την άδελφή σου καί
τή δική μου. Θέλεις νά τις σκοτώσουν σάν τούς πατεράδες
μας; Ά ν δέν έρθεις μαζί μου στή συναγωγή νά καταθέσεις στή
διοικούσα έπιτροπή, τότε θά ’ναι σάν ν’ άνάβεις τις πυρές τους ».
« Δέν είμαι ήλίθιος καί δέν πρόκειται νά κάτσω νά μέ δια­
τάζουν σάν πρόβατο» είπε ό Φράνκο. « ’Έχουμε καιρό καί
χρειάζομαι πιο πολλά στοιχεία, πριν καταθέσω στήν έπιτροπή
της συναγωγής. Μία μέρα πάνω, μία μέρα κάτω, δέν έχει δια­
φορά καί τό ξέρεις. Ά λλωστε ό θειος είναι υποχρεωμένος νά
φροντίσει τήν οίκογένειά του, άκόμα κι άν έμεΐς δέν κάνουμε
τίποτα».
«Ό θείος κάνει δ,τι θέλει. Έ γώ τον ξέρω καλύτερα άπό σέ­
να. Δέν άκολουθεΐ άλλους κανόνες έξω άπ’ τούς δικούς του καί
ή γενναιοδωρία δέν είναι τό χαρακτηριστικό του. Δέν θέλω νά
τον ξαναδώ αύτόν τον Σπινόζα. Αύτός συκοφαντεί ολο μας τον
λαό ».
«Ό άνθρωπος αύτός έχει περισσότερη εύφυΐα άπό ολόκλη­
ρη τή συνάθροιση της συναγωγής. Κι άν έσύ δέν θέλεις νά πας,
θά τού μιλήσω μόνος ».
«Ό χ ι, άν πας έσύ, θά ρθώ κι έγώ. Δέν σ’ άφήνω μόνο σου.
Είναι πολύ πειστικός. Κι έμένα τον ίδιο μέ κλονίζει. Ά ν πας
μόνος σου, προβλέπω χέρεμ καί γιά σένα καί γιά κείνον ». Βλέ­
ποντας τήν άπορία τού Φράνκο, πρόσθεσε: « “Αέρεμ” θά πει
άφορισμός - άλλη μία έβραϊκή λέξη πού καλά θά κάνεις νά τή
μάθεις».
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Δ Ε Κ Α Τ Ο

ΡΕ ΒΑ Λ , ΕΣΘΟΝΙΑ - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1918

G
UTEN TAG», είπε ό ξένος τείνοντας τό χέρι του. « ’Ονο­
μάζομαι Φρήντριχ Πφίστερ. Γνωριζόμαστε; Μου φαί­
νεστε γνωστός».
« Ρόζενμπεργκ, Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ. Μεγάλωσα έδώ.
Μόλις έπέστρεψα άπό τή Μόσχα. Τήν περασμένη εβδομάδα
πήρα τό πτυχίο μου άπό τό Πολυτεχνείο ».
« Ρόζενμπεργκ; Ά , ναί, ναι - βέβαια. Είσαι ό μικρός άδελ-
φός του Ό ιγκεν. Έ χ εις τα μάτια του. Μπορώ να καθίσω μαζί
σου;»
« Φυσικά ».
Ό Φρήντριχ άκούμπησε τό ποτήρι με τήν μπίρα του στο
τραπέζι καί κάθισε άπέναντι στον Άλφρεντ. « Ό άδελφός σου
κι έγώ ήμαστε πολύ στενοί φίλοι κι έξακολουθοΰμε να έχουμε
έπαφή. Σ’ έβλεπα συχνά στο σπίτι σας - σ’ έπαιρνα μάλιστα
στήν πλάτη μου. Πόσο είσαι - έξι-έφτά χρόνια μικρότερος άπό
τον Ό ιγ κ ε ν ;»
«'Έ ξι. Μου φαίνεσαι γνώριμος άλλα δέν σε θυμάμαι πολύ
καλά. Δέν ξέρω για ποιό λόγο, θυμάμαι έλάχιστα άπό τα
πρώτα παιδικά μου χρόνια - έχουν όλα σβηστει. Ήμουνα μόνο
έννιά χρονών όταν ό Ό ιγκεν έφυγε άπό τό σπίτι να σπουδάσει
στις Βρυξέλλες. Έ χ ω να τον δώ άπό τότε σχεδόν. Αές ότι είσαι
άκόμα σ’ έπαφή μαζί το υ;»
« Ναί, πριν άπό δύο βδομάδες μάλιστα βγήκαμε για φαγητό
στή Ζυρίχη».
« Στή Ζυρίχη; ’Έ φυγε άπό τις Βρυξέλλες;»
« Πάνε έξι μήνες. Έ παθε άλλη μία φυματική κρίση καί
ι 14
ΡΕΒΑΛ, ΕΣΘΟΝΙΑ - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1918 115

ήρθε στήν Ελβετία για κούρα άνάπαυσης. Έ γώ σπούδαζα στή


Ζυρίχη καί τον έπισκέφτηκα στο σανατόριο. Σέ δύο-τρείς
έβδομάδες θά πάρει έξιτήριο καί θά πάει στο Βερολίνο γιά ένα
έντατικό σεμινάριο πάνω στή λειτουργία των τραπεζών. Τυ­
χαίνει νά μετακομίζω κι έγώ στο Βερολίνο νά συνεχίσω τις
σπουδές μου σέ λίγες έβδομάδες, θά συναντιόμαστε λοιπόν
συχνά έκει. Δέν τά ήξερες 0λ’ α ύτά ;»
« Ό χι, τραβήξαμε ό καθένας τό δρόμο του. Δέν είχαμε ποτέ
στενή σχέση καί τώρα έχουμε ουσιαστικά χάσει έπαφή».
« Ναί, μου τό άνέφερε ό Ό ιγκεν - μέ παράπονο, όπως μου
φάνηκε. Ξέρω πώς ή μητέρα σου πέθανε όταν ήσουνα μωρό,
ήταν πολύ δύσκολο καί γιά τούς δύο σας. Καλά θυμάμαι πώς
κι ό πατέρας σου πέθανε νέος άπό φυματίωση;»
« Ναί, σαραντατεσσάρων χρόνων. Έ γώ τότε ήμουν δεκαε­
πτά. Πέστε μου, Χέρ Π φίστερ...»
«Φρήντριχ, παρακαλώ. Ό φίλος τού άδελφού μας είναι καί
δικός μας. Μπορούμε λοιπόν νά μιλάμε στον ένικό;»
Ό Άλφρεντ συγκατένευσε.
<(Τί πήγαινες λοιπόν νά ρωτήσεις, Ά λφρεντ;»
«Άναρωτήθηκα αν μέ άνέφερε καθόλου ό Ό ιγ κ εν ;»
«Ό χ ι στήν τελευταία μας συνάντηση. Είχαμε τρία χρόνια
νά βρεθούμε κι είχαμε πολλά νά πούμε. Στο παρελθόν μιλούσε
όμως πολλές φορές γιά σένα ».
Ό Άλφρεντ δίστασε κι έπειτα είπ ε: « Μπορείς νά μού πεις
όλα όσα έχει πει γιά μένα;»
« Ό λ α ; Θά προσπαθήσω άλλά πρώτα θά ήθελα νά παρατη­
ρήσω κ ά τ ι: Άπό τή μία μού λές μέ ύφος έντελώς φυσικό ότι
ποτέ δέν είχες στενή σχέση μέ τον άδελφό σου καί φαίνεται
πώς κανείς άπό τούς δύο δέν έκανε προσπάθεια νά έρθει σ’
έπαφή μέ τον άλλον. Άπό τήν άλλη τώρα δείχνεις μεγάλη έπι-
θυμία, διψάς, θά ’λεγα, νά μάθεις νέα του. Είναι λίγο παράδο­
ξο. Μέ κάνει ν’ άναρωτιέμαι μήπως άναζητάς κατά κάποιον
τρόπο τον έαυτό σου καί τό παρελθόν σου ».
11 6 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 1ΙΙΙΝΟΖΑ

Ό Αλφρεντ άντέδρασε μ’ ένα τίναγμα του κεφαλιού αίφνι-


διασμένος άπό την οξυδέρκεια της έρώτησης. « Ναι, έτσι είναι.
Μέ εκπλήσσει πού το παρατήρησες. Αύτές οί μέρες είναι... δέν
ξέρω πώς να το π ώ ... χαοτικές. Στή Μόσχα είδα φανατισμένα
πλήθη να κολυμπούν μέσα στήν άναρχία. Τώρα το ίδιο έρχεται
σέ όλη τήν Ανατολική Εύρώπη, σέ όλη τήν Ευρώπη. ‘Υπάρ­
χουν λαοθάλασσες έκτοπισμένων. Μαζί μ’ αυτούς βρίσκομαι
κι εγώ σέ άναστάτωση, ίσως πιο χαμένος άπό άλλους, άπο-
κομμένος άπο τα πάντα ».
« Κι έτσι άναζητάς μία άγκυρα στο παρελθόν - λαχταράς τό
αναλλοίωτο παρελθόν. Αυτό τό καταλαβαίνω. Θά στύψω τή
μνήμη μου να θυμηθώ τα λόγια τού Ό ιγκεν για σένα. Δώσ’ μου
ένα λεπτό να συγκεντρωθώ καί ν’ άνασύρω τις εικόνες ».
Ό Φρήντριχ έκλεισε τα μάτια καί σέ λίγο τα ξανάνοιξε,
« ‘Υπάρχει ένα εμπόδιο - μπαίνουν στή μέση οί δικές μου άνα-
μνήσεις άπό σένα. Θά σού πώ πρώτα αύτές κι έπειτα θά μπο­
ρέσω ν’ άνασύρω όσα μού είπε ό άδελφός σου. Ε ντά ξει;»
((Ναί, έντάξει» μουρμούρισε ό Αλφρεντ. Δέν ήταν όμως
άπόλυτα έντάξει. Τό άντίθετο. *0 διάλογος αύτός ήταν έξαι-
ρετικά άλλόκοτος: Κάθε λέξη πού έβγαινε άπ’ τό στόμα τού
Φρήντριχ ήταν παράξενη καί άπρόσμενη. Κι όμως ό Αλφρεντ
έμπιστεύτηκε αύτόν τον άντρα πού τον είχε γνωρίσει παιδί. Ό
Φρήντριχ είχε τήν αύρα τού « σπιτιού ».
Κλείνοντας πάλι τά μάτια ό Φρήντριχ άρχισε νά μιλάει μέ
άπόμακρη φωνή - « Μαξιλαροπόλεμος - εγώ προσπαθούσα
άλλά έσύ δέν ήθελες νά παίξεις ... δέν σέ κατάφερνα νά παίξεις.
Ήσουνα σοβαρός - πάρα πολύ σοβαρός. Τακτικός, πολύ τα­
κτικός. .. Τά παιχνίδια, τά βιβλία, τά στρατιωτάκια, όλα πολύ
τακτοποιημένα... Τ’ άγαπούσες έκεΐνα τά στρατιωτάκια... "Ενα
τρομερά σοβαρό άγόρι... Μερικές φορές σ’ έπαιρνα στήν πλάτη
μου... Νομίζω πώς σού άρεσε... Πάντα όμως κατέβαινες πολύ
γρήγορα... "Ισως δέν τό θεωρούσες σωστό νά διασκεδάζου­
μ ε;... Τό σπίτι κρύο... χωρίς μητέρα... ό πατέρας άποτραβηγ-
ΡΕΒΑΛ. ΕΣΘΟΝΙΑ - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1918 117

μένος, μελαγχολικός... Έσύ κι ό Ό ιγκεν δέν μιλούσατε ποτέ...


Πού βρίσκονταν οί φίλοι σου;... Ποτέ δέν είδα φίλους σου στο
σ π ίτι... Όλο φοβόσουνα... έτρεχες στο δωμάτιό σου, έκλεινες
τήν πόρτα, έτρεχες πάντα στα βιβλία σου...»
Ό Φρήντριχ σταμάτησε, άνοιξε τα μάτια, κατάπιε μία με­
γάλη γουλιά μπίρα καί κοίταξε τον Αλφρεντ. «Α υτά μου
έρχονται άπό τήν παρακαταθήκη της μνήμης μου γιά σένα -
άργότερα μπορεί ν’ άνέβουν στήν έπιφάνεια κι άλλες άναμνή-
σεις. Κάτι τέτοιο ήθελες, Α λφρεντ; Θέλω νά είμαι σίγουρος.
Θέλω νά δώσω στόν άδελφό τού πιο στενού μου φίλου αύτό πού
θέλει καί πού έχει άνάγκη ».
Ό Αλφρεντ έγνεψε πώς συμφωνούσε κι έπειτα γύρισε άλ-
λού τό κεφάλι, μή θέλοντας νά δείξει τήν έκπληξή του: Ποτέ δέν
είχε ξανακούσει τέτοια λόγια. Παρόλο πού ό Φρήντριχ μιλούσε
γερμανικά, ή γλώσσα του ήταν έντελώς ξένη γιά τον Αλφρεντ.
« Θά άνασύρω τώρα τά σχόλια πού έχει κάνει ό Ό ιγκεν γιά
σένα ». Ό Φρήντριχ ξανάκλεισε τά μάτια καί σέ λίγο ξαναμί­
λησε μέ τό ίδιο απόμακρο ύφος: « Ό ιγκεν, μίλησέ μου γιά τον
Α λφρεντ». Τώρα άκούστηκε μέ διαφορετική φωνή, ίσως μία
φωνή πού είχε σκοπό νά παραστήσει τή φωνή τού Ό ιγκεν.
« Α ... ό ντροπαλός φοβισμένος μου αδελφός, ένας θαυμά­
σιος καλλιτέχνης -πήρε 6λο τό ταλέντο της οικογένειας- μ’ ά­
ρεσαν πολύ τά σχέδιά του της Ρεβάλ -τό λιμάνι καί τά άγκυ-
ροβολημένα πλοία, τό τευτονικό κάστρο μέ τον έπιβλητικό
πύργο του-, φτασμένα σχέδια άκόμα καί γιά έναν ένήλικο, κι
έκεΐνος ήταν δέν ήταν δέκα χρόνων. Ό μικρός μου άδελφός
-πάντα διάβαζε-, ό καημένος ό Αλφρεντ, ένα μοναχικό παι­
δ ί... Φοβόταν τόσο πολύ τά άλλα παιδιά... Δέν ήταν δημοφι­
λής -τά άγόρια τον κορόιδευαν καί τον φώναζαν “ ό φιλόσο­
φος”-, δέν είχε πάρει καί πολλή άγάπη -ή μητέρα μας πεθα­
μένη, ό πατέρας μας μέ τό ένα πόδι στόν τάφο, οί θείες μας κα­
λόκαρδες άλλά πάντα άπασχολημένες μέ τις δικές τους οικογέ­
νειες-, έγώ θά ’πρεπε νά είχα κάνει πιο πολλά γιά κείνον άλλά
118 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟΖΑ

ήταν δύσκολο νά τον πλησιάσεις... κι έγώ ό ίδιος ζούσα μέ το


τίποτα ».
Ό Φρήντριχ άνοιγόκλεισε δύο-τρεΐς φορές τα μάτια κι έπει­
τα, ξαναπαίρνοντας τή φυσική του φωνή, είπ ε: « Αυτά θυμά­
μαι. Α ναι, καί κάτι άκόμα, Αλφρεντ, πού μέ δυσκολεύει νά
σου το π ώ : Ό Ό ιγκεν σέ θεωρούσε υπεύθυνο γιά το θάνατο
της μητέρας σου».
«'Υπεύθυνο; Ε μένα; Μά δέν ήμουνα παρά μερικών εβδο­
μάδων ».
« "Οταν πεθαίνει κάποιος, ψάχνουμε συχνά νά βρούμε κάτι
ή κάποιον νά τού ρίξουμε τήν εύθύνη ».
«Δ έν μπορεί νά μιλάς σοβαρά. Πές μου, στ’ άλήθεια είπε
τέτοιο πράγμα ό Ό ιγ κ ε ν ; Είναι παράλογο ».
« Πιστεύουμε συχνά πράγματα παράλογα. Εννοείται πώς
δέν τή σκότωσες εσύ αλλά φαντάζομαι πώς ό Ό ιγκεν πιστεύει
βαθιά μέσα του πώς, αν ή μητέρα του δέν είχε μείνει έγκυος
σ’ έσένα, σήμερα θά ζούσε. Αύτά όμως είναι δικές μου εικα­
σίες. Δέν μπορώ νά θυμηθώ πώς άκριβώς τό έλεγε, ξέρω πάν­
τως πώς ένιωθε γιά σένα μία άπέχθεια πού κι ό ίδιος τή χαρα­
κτήριζε παράλογη ».
Ό Αλφρεντ, άσπρος σάν το πανί, έμεινε γιά άρκετή ώρα
σιωπηλός. Ό Φρήντριχ τον κοίταξε, ήπιε λίγη μπίρα καί είπε
μαλακά: « Φοβάμαι πώς είπα πιο πολλά άπ’ όσα έπρεπε. "Οταν
όμως μού ζητάει κάτι ένας φίλος, προσπαθώ νά τού δώσω 6σο
περισσότερα μπορώ ».
« Αύτό είναι καλό. Διεξοδικότητα καί ειλικρίνεια - καλές,
εύγενεις γερμανικές άρετές. Εύγε, Φρήντριχ. Α λλωστε πολλά
μού άκούγονται σωστά. Πρέπει νά ομολογήσω πώς άναρωτή-
θηκα πολλές φορές γιατί ό Ό ιγκεν δέν έκανε περισσότερα γιά
μένα. Κι αύτή τήν κοροϊδία - “ό μικρός φιλόσοφος”- πόσο
συχνά τήν άκουγα άπό τά άλλα άγόρια! Νομίζω πώς μέ έπη-
ρέασε πάρα πολύ καί πραγματοποίησα τήν έκδίκησή μου γιά
όλους τους μέ τό νά γίνω τελικά φιλόσοφος ».
ΡΕΒΑΛ. ΕΣΘΟΝΙΑ - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1918 119

((Μά στό Πολυτεχνείο; Πώς γίνετα ι;»


« Δέν έγινα φιλόσοφος μέ πτυχίο - τό δίπλωμά μου είναι
στή Μηχανική καί στην Αρχιτεκτονική άλλα τό αληθινό μου
σπίτι ήταν πάντα ή Φιλοσοφία, καί άκόμα καί στό Πολυτεχνείο
άνακάλυψα μερικούς σοφούς καθηγητές πού μέ καθοδήγησαν
στις προσωπικές μου άναγνώσεις. Περισσότερο απ’ όλα θαυ­
μάζω τή σαφήνεια της γερμανικής σκέψης. Είναι ή μοναδι­
κή μου θρησκεία. Κι όμως, αυτή τή στιγμή παραπαίω σέ μία
πολύ συγκεχυμένη πνευματική κατάσταση. Νιώθω σχεδόν
ίλιγγο. ’Ίσως χρειάζομαι χρόνο για ν’ άφομοιώσω όλα αύτά πού
είπες ».
« Αλφρεντ, νομίζω πώς μπορώ να έξηγήσω αύτό πού αισθά­
νεσαι. Τό έχω ζήσει ό ίδιος άλλα τό έχω δει καί σέ άλλους. Ή
άντίδρασή σου δέν άφορά τις άναμνήσεις πού σου άνέφερα.
Είναι κάτι άλλο. Ό καλύτερος τρόπος να τό έξηγήσω είναι να
μιλήσω κι έγώ φιλοσοφικά. Κι έγώ έχω πάρει άρκετή έκπαί-
δευση στή Φιλοσοφία καί είναι χαρά για μένα να μιλώ μέ κά­
ποιον πού έχει παρόμοια κλίση ».
« Καί για μένα θά ήταν χαρά. Γιά πολλά χρόνια περιβάλλο­
μαι μόνο άπό μηχανικούς καί λαχταρώ μιά φιλοσοφική συζή­
τηση ».
«Ω ραία, ωραία. Θά ξεκινήσω λοιπόν ώς έξη ς: Θυμάσαι τό
σοκ καί τή δυσπιστία άπέναντι στήν άποκάλυψη τού Κάντ ότι
ή έξωτερική πραγματικότητα δέν είναι όπως συνήθως τήν
προσλαμβάνουμε - ότι δηλαδή έμεις συγκροτούμε τή φύση της
έξωτερικής πραγματικότητας μέσα άπό τις έσωτερικές ψυχι­
κές μας κατασκευές; Γνωρίζεις καλά τον Κάντ, φαντάζομαι;»
« Ναί, πολύ καλά. Δέν βλέπω όμως τή συνάφειά του μέ τήν
τωρινή διανοητική μου κατάσταση ».
« Αύτό πού έννοώ είναι πώς ξαφνικά ό κόσμος σου -στον
έσωτερικό σου κόσμο άναφέρομαι τώρα-, ό όποιος συγκρο­
τείται σέ τόσο μεγάλο βαθμό άπό τά προηγούμενα βιώματά
σου, δέν είναι όπως πίστευες ότι ήταν. Ή , γιά νά τό πώ άλ-
120 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΛ

λιώς, θά χρησιμοποιήσω έναν 8ρο του Χοΰσσερλ, καί θά πώ 8τι


τό Νόημά σου έχει έκραγεΐ».
«Του Χοΰσσερλ; Αποφεύγω τούς Εβραίους ψευτοφιλόσο­
φους. Τί είναι τό Νόημα;»
« Ή συμβουλή μου, Άλφρεντ, είναι νά μήν απορρίπτεις τον
Έ ντμουντ Χοΰσσερλ: Είναι μία από τις πολύ μεγάλες μορ­
φές. Ό όρος του “ Νόημα” άναφέρεται στο πράγμα όπως τό
βιώνουμε, στο πράγμα 8πως δομείται άπό έμάς. Πάρε γιά
παράδειγμα τήν ιδέα ένός κτιρίου. Σκέψου έπειτα 8τι άκουμ-
πάς τό βάρος σου πάνω σ’ ένα κτίριο κι άνακαλύπτεις 8τι τό
κτίριο δέν είναι στερεό κι 8τι τό σώμα σου περνά άπό μέσα
του. Ε κείνη τή στιγμή τό Νόημά σου γιά τό τί είναι κτίριο
έκρήγνυται - ξαφνικά ό “ βιόκοσμός” σου δέν είναι 8πως τον
νόμιζες ».
((Σέβομαι τή συμβουλή σου. Ξεκαθάρισέ μου το 8μως πε­
ρισσότερο - καταλαβαίνω τήν ιδέα 8τι έμεΐς έπιβάλλουμε μία
δομή στον κόσμο, άκόμα 8μως δέν έχω καταλάβει πώς σχετί­
ζεται αύτό μέ τον άδελφό μου κι εμένα ».
((Λοιπόν, αύτό πού λέω είναι 8τι ή άποψή σου γιά τή σχέση
ζωής πού είχες μέ τον άδελφό σου, μεταβάλλεται μέ μία μεγά­
λη πινελιά. Έσύ τον έβλεπες μ’ έναν τρόπο καί ξαφνικά τό πα­
ρελθόν μετατοπίζεται, έστω έλάχιστα, καί άνακαλύπτεις τώρα
8τι μερικές φορές έκεινος σέ άντιμετώπιζε μέ άπέχθεια άκόμα
καί αν, φυσικά, ή άπέχθειά του ήταν παράλογη καί άδικη».
((Λές δηλαδή 8τι μέ πιάνει ίλιγγος έπειδή τό στέρεο έδαφος
τού παρελθόντος μου μετατοπίστηκε;»
«Α κριβώς. Καλά τό διατύπωσες. Ό νους σου είναι ύπερ-
φορτωμένος, καθώς είναι άπόλυτα απασχολημένος μέ τήν άνα-
κατασκευή του παρελθόντος, καί δέν διαθέτει άκόμα τή δυνα­
τότητα νά κάνει τις φυσιολογικές του δουλειές - νά φροντίσει
λόγου χάρη τήν ισορροπία σου ».
Ό Άλφρεντ συγκατένευσε: ((Φρήντριχ, αύτή ή συζήτηση
είναι συναρπαστική. Μου δίνεις πολλή τροφή γιά σκέψη. Θά
ΡΕΒΑΛ. ΕΣΘΟΝΙΑ - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1918 12 1

ήθελα δμως νά έπισημάνω πώς ένα μέρος του ιλίγγου προηγή-


θηκε της κουβέντας μας ».
Ό Φρήντριχ περίμενε ήρεμος, μέ προσμονή. Έ μοιαζε νά
ξέρει νά περιμένει.
Ό Άλφρεντ δίστασε: « Συνήθως δεν άνοίγομαι τόσο πολύ.
Γιά τήν άκρίβεια σχεδόν ποτέ δέν μιλώ γιά μένα σέ κανέναν,
έσύ δμως έχεις κάτι πού είναι πολύ -π ώ ς νά τό π ώ -, μου έμ-
πνέει έμπιστοσύνη καί μέ ένθαρρύνει».
«Κ ατά μία έννοια είμαι κι έγώ μέλος της οικογένειας. Καί
βέβαια ξέρεις δτι παλιούς φίλους δέν αποκτάς ξανά ».
« Παλιούς φίλους δέν άποκτάς ξα νά ...» Ό Άλφρεντ σκέ-
φτηκε γιά λίγο, έπειτα χαμογέλασε: « Καταλαβαίνω. Πολύ
έξυπνη φράση. Λοιπόν, ή μέρα μου ξεκίνησε μ’ ένα αίσθημα
άλλότριο - μόλις χθές έφτασα άπό τη Μόσχα. Τώρα είμαι μό­
νος. Γιά ένα μικρό διάστημα ύπηρξα παντρεμένος - ή γυναίκα
μου πάσχει άπό φυματίωση καί πριν άπό λίγες έβδομάδες ό
πατέρας της τήν έβαλε σ’ ένα σανατόριο στήν Ε λβετία. Δέν
είναι δμως μόνο ή άρρώστια: Ή πλούσια οίκογένειά της δέν
έγκρίνει καθόλου ούτε έμένα ούτε τή φτώχεια μου καί είμαι
βέβαιος πώς ό πολύ σύντομος γάμος μας έχει τελειώσει. Πε­
ράσαμε λίγο καιρό μαζί κι έχουμε σχεδόν σταματήσει νά γρά­
φουμε ό ένας στόν άλλον ».
Ό Άλφρεντ ήπιε βιαστικά λίγη μπίρα καί συνέχισε: « Ό ­
ταν έφτασα έδώ χθές, οί θείες, οί θειοι, τά ξαδέλφια καί τά άνί-
ψια μου έδειξαν πολλή χαρά πού μέ είδαν καί τό καλωσόρισμά
τους μου έκανε καλό. Έ νιω σ α δτι άνήκω κάπου. Ό χι δμως
γιά πολύ. Σήμερα τό πρωί πού ξύπνησα ένιωσα πάλι ξένος καί
άνέστιος καί περπάτησα στήν πόλη κοιτώντας τριγύρω καί
άναζητώντας... τί άραγε; Έ να σπίτι, ύποθέτω, φίλους, έστω
γνώριμα πρόσωπα. Δέν είδα δμως παρά μόνο άγνώστους.
Ακόμα καί στο παλιό μου σχολείο δέν συνάντησα κανέναν
γνωστό μου, έκτος άπό τον άγαπημένο μου καθηγητή, τον δά­
σκαλο τών καλλιτεχνικών, κι αύτός προσποιήθηκε πώς μέ
122 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

αναγνώρισε. Κι ύστερα, δεν πάει καν μία ώρα, ήρθε το τελικό


χτύπημα. Αποφάσισα να πάω έκει δπου άνήκω πραγματικά,
να πάψω να ζώ στήν έξορία, να έπανασυνδεθώ μέ τή φυλή μου
καί να έπιστρέψω στήν Πατρίδα. Μέ σκοπό να καταταγώ στον
γερμανικό στρατό, πήγα στο γερμανικό στρατηγείο έδώ άπέν-
αντι. Έ κει, ό λοχίας της στρατολογίας, ένας Εβραίος πού λέ­
γεται Γκόλντμπεργκ, μέ παραπέταξε σαν έντομο. Μ’ έδιωξε
λέγοντας 8τι ό γερμανικός στρατός είναι για τούς Γερμανούς,
όχι για πολίτες άντιμαχόμενων χωρών ».
Ό Φρήντριχ κούνησε τό κεφάλι μέ κατανόηση. « ’Ίσως τό
τελικό χτύπημα να ήταν εύλογία. Ίσ ω ς να είχες τή μεγάλη τύ­
χη να σου δώσουν έξαίρεση, συγχώρηση άπό έναν παράλογο
καί λασπερό θάνατο στα χαρακώματα ».
« Είπες 8τι ήμουν ένα παιδί άλλόκοτα σοβαρό. Μάλλον έξα-
κολουθώ να είμαι έτσι. Γιά παράδειγμα, παίρνω πολύ σοβαρά
τον Κάντ: Τό θεωρώ ήθική έπιταγή να καταταγώ. Πώς θά
ήταν ό κόσμος μας, αν δλοι λιποτακτούσαν άπό τή θανάσιμα
πληγωμένη πατρίδα; "Οταν έκείνη μάς καλει, έμεις οί γιοί της
πρέπει ν’ άνταποκρινόμαστε».
«Ε ίναι παράξενο -δέν ε ίν α ι;-» , είπε ό Φρήντριχ, «π ώ ς
έμεις οί Γερμανοί τής Βαλτικής είμαστε πιο Γερμανοί άπό
τούς Γ ερμανούς; "Ισως δλοι έμεις πού είμαστε έκτοπισμένοι
νιώθουμε τήν ίδια έντονη λαχτάρα πού περιγράφεις - γιά ένα
σπίτι, γιά έναν τόπο δπου θά άνήκουμε πραγματικά. Εμάς
τούς Γερμανούς τής Βαλτικής μάς πλήττει ή άρρώστια τού
άνέστιου. Έ γώ τό νιώθω τώρα ιδιαίτερα έντονα γιατί ό πατέ­
ρας μου πέθανε στις άρχές τής έβδομάδας. Γ ι’ αύτό βρίσκομαι
στή Ρεβάλ. Κι έγώ δέν γνωρίζω πού άνήκω. Οί παππούδες
μου άπό τήν πλευρά τής μητέρας μου είναι Ελβετοί, κι δμως
ούτε κι έκει άνήκω ».
« Τά συλλυπητήριά μου » είπε ό Άλφρεντ.
« Εύχαριστώ. Τά πράγματα γιά μένα ήταν πιο εύκολα άπό
πολλές άπόψεις. Ό πατέρας μου έφτασε σχεδόν τά ογδόντα καί
ΡΕΒΑΛ. ΕΣΘΟΝΙΑ - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1918 123

ήταν παρών στή ζωή μου καί γεμάτος υγεία. Κι ή μητέρα μου
ζεΐ άκόμα: Περνώ αύτές τις μέρες βοηθώντας τη να μετακο­
μίσει στο σπίτι της άδελφής της. Γιά τήν άκρίβεια, τήν άφησα
λίγο να ξεκουραστεί καί πρέπει σέ λίγο να γυρίσω κοντά της.
Πριν φύγω όμως θέλω να σου πώ δτι πιστεύω πώς τό ζήτημα
της έστίας είναι βαθύ καί έπειγον για σένα. Ά ν θέλεις να το διε-
ρευνήσουμε μαζί περισσότερο, μπορώ να μείνω άκόμα λίγο».
«Δ έν ξέρω πώς να τό διερευνήσω. Ή ικανότητά σου να
μιλάς για βαθιά προσωπικά πράγματα μέ τόση εύκολία μέ
έκπλήσσει. Δέν έχω ξανακούσει κανέναν νά έκφράζει τις μύ­
χιες σκέψεις του τόσο άνοιχτά δσο έσύ ».
« Θά ήθελες νά σέ βοηθήσω νά τό κάνεις κι έσ ύ;»
« Τί έννοεις;»
« Νά σέ βοηθήσω νά προσδιορίσεις καί νά κατανοήσεις τά
αίσθήματά σου σέ σχέση μέ τό πού νιώθεις στο σπίτι σου».
Ό Άλφρεντ φάνηκε έπιφυλακτικός άλλά άφού ήπιε μία με­
γάλη παρατεταμένη γουλιά άπό τή λετονική μπίρα του, δέ­
χτηκε*
«Δοκίμασε τό έξης. Κάνε άκριβώς έκεινο πού έκανα έγώ
δταν άνέσυρα τις άναμνήσεις μου άπό σένα ώς παιδί. Όρίστε
τί σου προτείνω: Σκέψου τή φράση “ όχι στο σπίτι μου” καί
πές τη πολλές φορές στον έαυτό σου, “ οχι στο σπίτι μου”,
“όχι στο σπίτι μου”, “ οχι στο σπίτι μου”».
Γ ιά λίγο τά χείλη τού Άλφρεντ άρθρωσαν σιωπηλά αύτά τά
λόγια κι έπειτα κούνησε τό κεφάλι. «Δ έν μού έρχεται τίποτα.
Τό μυαλό μου άπεργει».
«Τό μυαλό δέν άπεργει ποτέ, πάντα δουλεύει άλλά συχνά
κάτι μπλοκάρει τή γνώση μας δτι δουλεύει. Συνήθως είναι ένα
αίσθημα ντροπής. Στήν περίπτωσή σου φαντάζομαι δτι ντρέ­
πεσαι έμένα. Προσπάθησε άλλη μία φορά. Καλύτερα κλείσε τά
μάτια σου καί ξέχασέ με, ξέχνα τί θά σκεφτώ έγώ γιά σένα,
ξέχνα πώς θά κρίνω αύτά πού θά πεις. Θυμήσου πώς προσ­
παθώ νά σέ βοηθήσω καί πώς έχεις τό λόγο μου δτι αύτή ή συ­
124 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΛ

ζήτηση θά μείνει μεταξύ μας. Δέν θά τή μοιραστώ ούτε μέ τον


Ό ιγκεν. Κλείσε λοιπόν τά μάτια, άσε νά έρθουν στο μυαλό σου
σκέψεις γύρω άπό τό “ οχι σ π ίτι” κι έπειτα δώσ’ τους φωνή.
Πές 6,τι σου έρχεται στο νού - δέν χρειάζεται νά βγάζει νόημα ».
Ό Άλφρεντ έκλεισε πάλι τά μάτια άλλά τά λόγια δέν ήρθαν.
« Δέν σ’ άκούω. Πιο δυνατά, σκέψου φωναχτά ».
Σιγανά ό Άλφρεντ άρχισε νά μ ιλάει: «Ό χ ι στο σπίτι μου.
Πουθενά. Ούτε μέ τή θεία Σεσίλια ούτε μέ τή θεία Λ ύντια...
Δέν υπάρχει τόπος γιά μένα ούτε στο σχολείο ούτε μέ τά άλλα
άγόρια ούτε στήν οικογένεια της γυναίκας μου ούτε στήν Αρ­
χιτεκτονική ούτε στή Μηχανική ούτε στήν Εσθονία ούτε στή
Ρ ω σία... Ή Μητέρα Ρωσία, τί ειρωνεία...»
« Πολύ ωραία, συνέχισε » τον παρότρυνε ό Φρήντριχ.
« Πάντα άπ’ έξω, νά κοιτάζω τούς άλλους μέσα, πάντα θέ­
λω νά τούς δείξω εγώ », κι ό Άλφρεντ σώπασε καί άνοιξε τά
μάτια, « τίποτ’ άλλο δέν μου έρχεται...»
«Ε ίπ ες πώς θέλεις νά τούς δείξεις έσύ. Σέ ποιούς, Ά λ ­
φρεντ ;»
« Σέ δλους έκείνους πού μέ κοροΐδευαν. Στή γειτονιά, στο
σχολείο, στο Πολυτεχνείο, παντού».
« Καί πώς θά τούς δείξεις, Ά λφρεντ; Μείνε σ’ αύτόν τον χα­
λαρό τρόπο σκέψης. Δέν χρειάζεται νά άκούγονται λογικά 6σα
λές ».
« Δέν ξέρω. Κάπως νά τούς κάνω νά μέ προσέξουν ».
« Ά ν σέ προσέξουν, τότε θά νιώθεις στο σπίτι σου;»
« Σπίτι μου δέν υπάρχει. Αύτό προσπαθείς νά μέ κάνεις νά
δ ώ ;»
« Δέν έχω προκαθορισμένο σχέδιο άλλά κάνω μία σκέψη.
Δέν είναι παρά μία εικασία άλλά άναρωτιέμαι άν μπορείς
πράγματι νά νιώσεις “στο σπίτι σου” οπουδήποτε, γιατί τό
σπίτι δέν είναι τόπος, είναι ψυχική κατάσταση. Τό νά είσαι
στ’ άλήθεια σπίτι σου, είναι νά νιώθεις σπίτι σου μέσα στον
έαυτό σου. Κι έσύ, Άλφρεντ, δέν νομίζω πώς νιώθεις σπίτι σου
ΡΕΒΑΛ. ΕΣΘΟΝΙΑ - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1918 »2 5

μέσα στον έαυτό σου. Πιθανόν να μήν τό ένιωσες ποτέ. "Ισως


δλη σου τή ζωή ν’ άναζητάς τό σπίτι σέ λάθος μέρος ».
Ό Αλφρεντ έμοιαζε σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός. Τό
σαγόνι του είχε κρεμάσει, τα μάτια του ήταν καρφωμένα στον
Φρήντριχ. «Τ α λόγια σου μιλάνε ίσια στήν καρδιά μου. Πώς
γνωρίζεις αυτά τα πράγματα, αύτά τα θαυμαστά πράγματα;
Είπες πώς είσαι φιλόσοφος. Άπό έκει προέρχονται δλα α ύτά ;
Πρέπει νά διαβάσω αύτή τή φιλοσοφία ».
« Είμαι έρασιτέχνης. Σάν κι έσένα, θά ήθελα πολύ κι έγώ
νά ζήσω τή ζωή μου μέσα στή φιλοσοφία, αλλά πρέπει νά κερ­
δίσω τά προς τό ζην. Πήγα στήν ιατρική σχολή στή Ζυρίχη κι
έκει έμαθα πολλά γιά τό πώς νά βοηθώ τούς άλλους νά μιλούν
γιά δύσκολα θέματα. Τώρα δμως», είπε ό Φρήντριχ καί ση­
κώθηκε, « πρέπει νά σ’ άφήσω. Ή μητέρα μου μέ περιμένει καί
μεθαύριο πρέπει νά γυρίσω στή Ζυρίχη».
« Κρίμα. Ή κουβέντα μας ήταν πολύ διαφωτιστική καί νιώ ­
θω δτι μόλις αρχίσαμε. Δέν ύπάρχει καθόλου χρόνος νά τή συν-
εχίσουμε πριν φύγεις άπό τή Ρεβάλ;»
«Αύριο μόνο. Τά απογεύματα ή μητέρα μου πάντα ξεκου­
ράζεται. Ησως τήν ίδια ώ ρα; Θέλεις νά βρεθούμε πάλι έδ ώ ;»
Ό Αλφρεντ συγκράτησε τή λαχτάρα του καί τήν έπιθυμία
νά φωνάξει:« Ναί, να ί». Αντίθετα έγνεψε μέ μιά έλάχιστη κ λί­
ση τού κεφαλιού: « Θά χαρώ νά βρεθούμε ».
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε Ν Δ Ε Κ Α Τ Ο

ΑΜ ΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656

Ο ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΠΟΓΕΤΜΑ στήν άκαδημία του Βαν ντέν


Τ Έ ντεν ή Κλάρα-Μαρία έξέταζε έπιμελώς τούς δύο μαθη­
τές της στα λατινικά, δταν τούς διέκοψε ό πατέρας της. *Υπο-
κλίθηκε έπίσημα στήν κόρη του καί είπε : « Συγχωρέστε με
πού παρεμβαίνω, Mademoiselle Βαν ντέν ‘Έ ντεν άλλα πρέπει
νά πώ μία κουβέντα στον κύριο Σ πινόζα». Γυρίζοντας προς
τον Μπέντο είπε : « ’Έλα, σέ παρακαλώ, σε μία ώρα στη μεγά­
λη αίθουσα πού γίνεται το μάθημα των έλληνικών, γιατί θά μι­
λήσουμε για ορισμένα κείμενα τού Αριστοτέλη καί τού Ε π ί­
κουρου. Παρότι τα έλληνικά σου είναι άκόμα στοιχειώδη,
αύτοί οί δύο κύριοι έχουν να σού πούν κάτι σημαντικό ». ‘Έ πει­
τα είπε στον Ντίρκ : « Γνωρίζω δτι τό ένδιαφέρον σου για τα
έλληνικά είναι μικρό, άφού, κατά κακή συγκυρία, επαψαν να
άπαιτούνται για να μπεις στήν ιατρική σχολή, ίσως δμως νά
βρεις ορισμένες πτυχές αύτής τής άνάλυσης χρήσιμες για τήν
κατοπινή σου δουλειά μέ τούς άσθενείς ».
Ό Βάν ντέν Έ ντεν ύποκλίθηκε πάλι έπίσημα στήν κόρη
του : « Καί τώρα, Mademoiselle, θά σάς άφήσω να συνεχίσετε
νά δοκιμάζετε τις δυνάμεις τους στα λατινικά ».
Ή Κλάρα-Μαρία συνέχισε νά διαβάζει σύντομα άποσπά-
σματα άπό τον Κικέρωνα, τα όποια ό Μπέντο καί ό Ντίρκ τα
μετέφραζαν στά ολλανδικά. Δέν ήταν λίγες οί φορές πού χτύ­
πησε τό χάρακά της στο τραπέζι για νά ξυπνήσει τον άφηρη-
μένο Μπέντο, ό όποιος, άντί νά προσέχει τόν Κικέρωνα, είχε
άπορροφηθεΐ έντελώς στον ύπέροχο τρόπο μέ τόν όποιο κι-
ιa6
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 127

νοΰνταν τα χείλη της, 8ταν πρόφερε τα m και τα ρ στο « mul­


ta », « pater », « puer » καί πιο υπέροχα άπ’ 8λα στο « preastan-
tissimum».
« Που χάθηκε ή συγκέντρωσή σου σήμερα, Μπέντο Σπινό-
ζα ; » είπε ή Κλάρα-Μαρία, βάζοντας τα δυνατά της να σου­
φρώσει τό έξαιρετικά εύχάριστο δεκατριάχρονο πρόσωπό της
σ’ ένα αύστηρό συνοφρύωμα.
« Μέ συγχωρείτε, δεσποινίς Βάν ντέν Έ ντεν, γιά μία σ τιγ­
μή είχα χαθεί στις σκέψεις μου ».
« Σκεπτόμενος άναμφίβολα τό άρχαΐο έλληνικό συμπόσιο
του πατέρα μου, έ ; »
«Αναμφίβολα » ύποκρίθηκε ό Μπέντο, ό όποιος σκεφτόταν
πολύ περισσότερο τήν κόρη παρά τον πατέρα. Συνέχιζαν έξάλ-
λου να τον στοιχειώνουν τά θυμωμένα λόγια τού Γιάκομπ πριν
άπό μερικές ώρες πού προέβλεπαν τή μοίρα του, τή μοίρα ένός
μοναχικού απομονωμένου άνθρώπου. Ό Γ ιάκομπ ήταν ίσχυ-
ρογνώμων, είχε περίκλειστο νού κι έσφαλλε σέ ένα σωρό θέμα­
τα, σ’ αύτό δμως είχε δίκιο : Στή μελλοντική ζωή τού Μπέντο
δέν έπρόκειτο να ύπάρχει σύζυγος ούτε οικογένεια ούτε κοινό­
τητα. Ή λογική τού Μπέντο τού ύπαγόρευε 8τι ό στόχος του
έπρεπε να είναι ή έλευθερία, κι 8τι ό άγώνας του ν’ άπελευθε-
ρωθει άπό τούς περιορισμούς καί τις δεισιδαιμονίες της έβραϊ-
κής κοινότητας θα ήταν γελοίος, αν κατέληγε άπλώς να τ ’ αν­
ταλλάξει μέ τα δεσμά μίας γυναίκας καί μίας οικογένειας. Ή
έλευθερία ήταν τό μόνο πράγμα πού κυνηγούσε, ή έλευθερία να
σκέφτεται, να άναλύει, να μεταγράφει τις θυελλώδεις σκέψεις
πού άντηχούσαν μέσα στο μυαλό του. ?Ηταν όμως δύσκολο,
πολύ δύσκολο, ν’ άποσπάσει τήν προσοχή του άπό τά ομορφα
χείλη της Κλάρα-Μαρία.
Ό Βάν ντέν "Εντεν ξεκίνησε τήν άνάλυσή του στο μάθημα
των έλληνικών αναφωνώντας : « Εύδαιμονία. Ά ς έξετάσουμε
τις δύο ρίζες : “ευ”; »Έ β α λε τό χέρι πλάι στο αύτί του καί πε-
ρίμενε. Οί μαθητές άπάντησαν δειλά « καλό », « φυσιολογικό »,
128 ΓΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΠΙΙΝΟΖΑ

((εύχάριστο ». Ό Βάν ντέν Έ ντεν έπανέλαβε τήν έρώτηση μέ


τή λέξη «δ αίμ ω ν», στήν όποια ή αντίδραση ήταν πιο θαρ­
ραλέα καί ομόφωνη: «π νεύμ α », «δαιμόνιο», «έλάσσων θεό­
τητα ».
«Ν αί, ναί, ναί. Καί τα τρία είναι σωστά, σέ συνδυασμό ό­
μως μέ τό “ευ” ή σημασία κλίνει περισσότερο προς τήν “αγα­
θή τύχη”, έπομένως ή ευδαιμονία συνήθως υποδηλώνει τήν
“εύζωία”, τήν “εύτυχία” ή τήν “εύημερία”. Είναι όμως αύτά
συνώνυμα; Έ κ πρώτης οψεως έτσι δείχνουν, στήν πραγματι­
κότητα όμως άμέτρητοι φιλόσοφοι έχουν αναλύσει τις διαφο­
ρετικές τους αποχρώσεις. Ή εύδαιμονία είναι άραγε μία ψυ­
χική κατάσταση; "Η ένας τρόπος ζω ή ς;» Χωρίς να περιμένει
άπάντηση, ό Βάν ντέν Έ ντεν πρόσθεσε: « Ή μήπως είναι
άπλώς ήδονιστική άπόλαυση; "Η μήπως συνδέεται μέ τήν
έννοια της άρετής πού σημαίνει; »Έ β α λε πάλι τό χέρι του στο
αύτί καί περίμενε ώσπου δύο μαθητές άπάντησαν συγχρόνως:
«Η θική ».
«Ν αί, άκριβώς, καί πολλοί άρχαΐοι 'Έλληνες φιλόσοφοι
ένσωματώνουν τήν άρετή στήν έννοια της εύδαιμονίας, έξυψώ-
νοντάς τη ίσως έτσι άπό τήν υποκειμενική κατάσταση τού να
νιώθεις εύτυχής στο υψηλότερο ζήτημα τού να ζεις μία ήθική,
ένάρετη, έπιθυμητή ζωή. Ό Σωκράτης είχε ορισμένες πολύ
έντονες άπόψεις γύρω άπ’ αύτό τό θέμα: Θυμηθείτε τα όσα
διαβάσαμε τήν περασμένη έβδομάδα στήν Α πολογία τού Πλά­
τωνα, όπου ό Σωκράτης προσεγγίζει έναν Αθηναίο συμπολίτη
του καί θέτει τό ζήτημα της άρετής μέ τα παρακάτω λόγια...»
Στο σημείο αύτό ό Βάν ντέν Έ ντεν παίρνει μία θεατρική πόζα,
άπαγγέλλει Πλάτωνα στα έλληνικά κι έπειτα μεταφράζει άρ-
γά στα λατινικά γιά τον Ντίρκ καί τον Μ πέντο: « “Δέν ντρέ­
πεσαι γιά τή λαχτάρα σου νά κατέχεις όσο δυνατόν περισσό­
τερο πλούτο, φήμη καί τιμές, ένώ δέν νοιάζεσαι ούτε σέ άπα-
σχολει ή σοφία ή ή άλήθεια ή ή καλύτερη δυνατή κατάσταση
τής ψυχής σ ο υ;”
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 129

» Μήν ξεχνάτε δτι τά πιο πρώιμα έργα του Πλάτωνα αντα­


νακλούν τις ιδέες του δασκάλου του, του Σωκράτη, ένώ στο πιο
οψιμο έργο του, τήν Π ολιτεία, βλέπουμε να άναδύονται οί δι­
κές του ιδέες, οί όποιες υπογραμμίζουν ορισμένα άπόλυτα μέ­
τρα πού άφορούν τή δικαιοσύνη καί τις άλλες άρετές στή με­
ταφυσική σφαίρα. Πώς συλλαμβάνει ό Πλάτωνας τον θεμε­
λιώδη σκοπό μας στή ζω ή; Κατά τή γνώμη του ό σκοπός
αυτός είναι να κατακτήσουμε τήν υψηλότερη μορφή γνώσης.
Έ τσ ι άντιλαμβανόταν καί τήν έννοια τού “καλού”, άπό τό
όποιο άντλούν τήν άξια τους δλα τά υπόλοιπα. Μόνο τότε, λέει
ό Πλάτων, είμαστε ικανοί ν’ άγγίξουμε τήν ευδαιμονία - πού
κατά τή δική του άποψη είναι μία κατάσταση άρμονίας τής
ψυχής. Θά έπαναλάβω τή φράση “ άρμονία τής ψυχής”, άξίζει
νά τή θυμάστε. Μπορεί νά σάς φανεί πολύ χρήσιμη στή ζωή
σας.
»'Άς πάμε τώρα στον έπόμενο μεγάλο φιλόσοφο, τον Αρι­
στοτέλη, ό όποιος σπούδασε πλάι στον Πλάτωνα γιά είκοσι
περίπου χρόνια. Είκοσι χρόνια! Νά τό θυμάστε αύτό, δσοι άπό
έσάς κλαψουρίζετε δτι τό δικό μου έκπαιδευτικό πρόγραμμα
είναι πολύ δύσκολο καί διαρκεί πολύ.
»Στά χωρία άπό τά 5Η βικά Ν ικομάχεια πού θά διαβάσετε
αύτή τήν έβδομάδα θά δείτε δτι κι ό Αριστοτέλης είχε ορισμέ­
νες έντονες άπόψεις γιά τό τί σημαίνει καλή ζωή. ΤΗταν βέβαι­
ος δτι ή καλή ζωή δέν συνίσταται στις άπολαύσεις των αισθή­
σεων ούτε στή φήμη ή στά πλούτη. Ποιόν θεωρούσε ό Αριστο­
τέλης σκοπό μας στή ζ ω ή ; Πίστευε πώς ό σκοπός μας είναι νά
πραγματώσουμε τή μοναδική καί έσώτερη λειτουργία μας.
‘Τί είναι έκείνο”, ρωτάει ό Αριστοτέλης, “πού μάς διακρίνει
από τις άλλες μορφές ζω ή ς; ” Θέτω καί σ’ έσάς αύτό τό ερώ­
τη μ α ».
Ή τάξη δέν είχε έτοιμες άπαντήσεις. "Υστερα άπό λίγη ώρα
ένας μαθητής λέει: « Ε μείς γελάμε, τά άλλα ζώα δέν μπορούν
νά γελάσουν » καί προκαλεί μερικά γελάκια στούς υπόλοιπους.
!3° ΓΟ 11ΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟΖΑ

''Ενας άλλος λ έει: « Περπατάμε μέ δύο πόδια ».


«Το γέλιο καί τα πόδια - αύτή είναι ή καλύτερή σας απάν­
τη σ η ;» φώναξε ό Βάν ντένΈ ντεν. «Τόσο έπιπόλαιες άπαν-
τήσεις υποβιβάζουν αύτή τή συζήτηση. ΣκεφτεΤτε! Ποιό είναι
τό μεΐζον χαρακτηριστικό πού μάς διακρίνει άπό τις κατώτε­
ρες μορφές ζω ή ς;» Ξαφνικά γυρίζει στον Μ πέντο: « Θέτω τήν
ερώτηση σ’ έσένα, Μπέντο Σπινόζα».
Χωρίς να σκεφτει ούτε μία στιγμή, ό Μπέντο λ έει: «Π ι­
στεύω πώς είναι ή μοναδική μας ικανότητα γιά λογική σκέ-
ψη»;
«Ακριβώς. Γ ι’ αύτό ό Αριστοτέλης υποστήριξε 8τι ό εύτυ-
χέστερος άνθρωπος είναι έκεΐνος πού πραγματώνει σέ μεγα­
λύτερο βαθμό αύτήν άκριβώς τή λειτουργία».
«Ε πομένω ς τό άνώτερο καί εύτυχέστερο έγχείρημα είναι
νά γίνεις φιλόσοφος;» ρώτησε ό Άλφόνς, ό πιο έξυπνος μα­
θητής της τάξης των ελληνικών, πού ένοχλήθηκε άπό τή γρή­
γορη καί εύστοχη άπάντηση τού Μπέντο. « Δέν μοιάζει ίδιο-
τελές γιά έναν φιλόσοφο νά ισχυρίζεται κάτι τέτοιο;»
« Ναί, Άλφόνς, καί δέν είσαι ό πρώτος στοχαστής πού φτά­
νει σ’ αύτό τό συμπέρασμα. Αύτή ή παρατήρησή σου μάς οδη­
γεί στον Επίκουρο, έναν άλλον σπουδαίο "Ελληνα στοχαστή
πού είσήγαγε μερικές ιδέες ριζικά διαφορετικές σχετικά μέ
τήν εύδαιμονία καί μέ τήν άποστολή τού φιλοσόφου. Σέ δύο
έβδομάδες θά διαβάσετε Επίκουρο καί θά δείτε πώς κι αύτός
μιλούσε γιά καλή ζωή άλλα χρησιμοποιούσε μία έντελώς άλλη
λέξη. Ό Επίκουρος μιλάει πολύ γιά τήν “άταραξία” πού με­
ταφράζεται. ..» πάλι ό Βάν ντέν Έ ντεν περιμένει άπάντηση.
Ό Άλφόνς άπαντάει άμέσως « γαλήνη » καί σέ λίγο κι άλλοι
προσθέτουν « ήρεμία » καί « ψυχική γαλήνη ».
«Ν αί, ναί, πολύ ώραΐα» είπε ό Βάν ντέν "Εντεν, έμφανώς
δλο καί πιο εύχαριστημένος άπό τήν επίδοση τής τάξης του.
« Γιά τον Επίκουρο ή άταραξία ήταν ή μοναδική άληθινή
εύτυχία. Καί πώς τήν επιτυγχάνουμε; "Οχι μέσα άπό τήν
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 >31

αρμονία της ψυχής του Πλάτωνα ούτε μέσα από τήν κατάχτη­
ση της λογικής του Αριστοτέλη άλλα απλώς μέ τήν εξάλειψη
τής ανησυχίας καί του άγχους. Α ν σάς μιλούσε αύτή τή στιγμή
ό Επίκουρος, θά σάς προέτρεπε ν’ άπλοποιήσετε τή ζωή σας.
Νά πώς θά τό διατύπωνε, αν στεκόταν μπροστά σας σήμερα ».
Ό Βάν ντένΈ ντεν καθάρισε τό λαιμό του καί μίλησε μέ ύφος
συντροφικό: «Φίλοι μου, οί ανάγκες σας είναι λίγες, ικανο­
ποιούνται εύκολα καί ό δποιος αναγκαίος πόνος είναι εύκολα
άνεκτός. Μήν περιπλέκετε τή ζωή σας μέ άσήμαντους στόχους
όπως τά πλούτη καί ή φήμη: είναι εχθροί τής αταραξίας. Ή φή­
μη, γιά παράδειγμα, προκύπτει άπό τις γνώμες τών άλλων καί
απαιτεί νά ζήσουμε τή ζωή μας δπως οί άλλοι τό επιθυμούν.
Γιά νά κατακτήσουμε καί νά διατηρήσουμε τή φήμη, χρειάζε­
ται νά μάς άρέσουν εκείνα πού αρέσουν στους άλλους καί ν’ άπο-
φεύγουμε δ,τι αποφεύγουν εκείνοι. Μακριά λοιπόν άπό μία ζωή
μέ καλή φήμη δηλαδή μία ζωή μέ πολιτική! "Οσο γιά τά πλού­
τη ; Άποφύγετέ τ α ! Είναι παγίδα. "Οσο πιο πολλά έχουμε τόσο
πιο πολλά λαχταράμε καί τόσο πιο βαθιά είναι ή θλίψη μας,
δταν ή λαχτάρα μας δέν ικανοποιείται. Ακούστε με, φίλοι μου:
Α ν λαχταράτε τήν ευτυχία, μή σπαταλάτε τή ζωή σας στον
αγώνα γιά πράγματα τά όποια τελικά δέν έχετε άνάγκη ».
« Καί τώρα », συνέχισε ό Βάν ντέν Έ ντεν ξαναβρίσκοντας
τή δική του φωνή, «σημειώστε τή διαφορά άνάμεσα στον
Επίκουρο καί στους προκατόχους του. Ό Επίκουρος πιστεύει
δτι τό μεγαλύτερο καλό είναι νά κατακτήσεις τήν αταραξία
μέσω τής άπαλλαγής άπό κάθε άγχος. Ακούω σχόλια καί ερω­
τήσεις. Α , ναι, κύριε Σπινόζα, ερώτηση;»
« Ό Επίκουρος προτείνει μόνο μία άρνητική προσέγγιση;
‘Υποστηρίζει δηλαδή δτι ή απομάκρυνση τού άγχους είναι τό
μόνο πού χρειάζεται, κι δτι ό άνθρωπος χωρίς εξωγενείς άνη-
συχίες είναι τέλειος, φύσει καλός, ευτυχής; Δέν ύπάρχουν κά­
ποια θετικά χαρακτηριστικά, γιά τά όποια νά οφείλουμε νά
πασχίσουμε;»
132 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

((Εξαιρετική ερώτηση. Τά αναγνώσματα πού έχω έπιλέξει


θά φωτίσουν την άπάντηση. Ευτυχώς, κύριε Σπινόζα, δέν θά
χρειαστεί νά περιμένετε ώσπου νά τελειοποιήσετε τά ελληνικά
σας, γιατί μπορείτε νά διαβάσετε τις ιδέες τού Επίκουρου στά
λατινικά, καταγεγραμμένες άπό τον Ρωμαίο ποιητή Λουκρή-
τιο πού έζησε περίπου διακόσια χρόνια άργότερα. "Οταν έρθει
ή ώρα, θά διαλέξω γιά σάς τις κατάλληλες σελίδες. Σήμερα τό
μόνο πού ήθελα ήταν νά θίξω τήν κεντρική ιδέα πού τον δια­
κρίνει άπό τούς άλλους : ότι ή καλή ζωή συνίσταται στήν άπα-
λοιφή τού άγχους. Ακόμα όμως καί μία έπιφανειακή άνάγνω-
ση θά σάς άποκαλύψει ότι ό Επίκουρος είναι πολύ πιο σύνθε­
τος. Ενθαρρύνει τή γνώση, τή φιλία καί τήν ενάρετη μετριο­
παθή ζωή. Ναι, Ντίρκ, θέλεις νά ρωτήσεις κ ά τ ι; Μού φαίνεται
πώς οί μαθητές των λατινικών ρωτούν περισσότερα γιά τούς
"Ελληνες άπό τήν τάξη τών έλληνικών».
« Γνωρίζω μιά ταβέρνα στο Αμβούργο », είπε ό Ντίρκ,« πού
λέγεται “Ή έπικούρεια άπόλαυση”. Μέρος δηλαδή αύτής της
καλής ζωής είναι καί τό κρασί καί ή μπίρα;»
«Τ ήν περίμενα αύτή τήν έρώτηση. "Ημουνα βέβαιος πώς
άπό κάπου θά έμφανιζόταν. Πολλοί χρησιμοποιούν λανθασμέ­
να τό ονομα τού Επίκουρου όταν μιλούν γιά τό καλό φαι ή τό
κρασί. ’Άν τό μάθαινε ό Επίκουρος, θά τού προκαλοΰσε μεγά­
λη έκπληξη. Πιστεύω πώς αύτό τό περίεργο λάθος προέρχεται
άπό τον αύστηρό ύλισμό του. Ό Επίκουρος πίστευε πώς δέν
ύπάρχει άλλη ζωή καί πώς, άφού αύτή ή ζωή είναι ή μόνη πού
διαθέτουμε, τότε πρέπει νά πασχίζουμε γιά τήν έπίγεια εύτυ-
χία μας. Μήν κάνετε τό λάθος όμως νά συμπεράνετε ότι ό
Επίκουρος προτείνει νά ξοδέψουμε τή ζωή μας βουτηγμένοι
σέ αισθησιακές ή λάγνες δραστηριότητες. Μέ κανέναν τρόπο
- ό ίδιος έζησε καί κήρυξε μία ζωή σχεδόν άσκητική. Ε π α ­
ναλαμβάνω, πίστευε πώς ό καλύτερος τρόπος νά μεγεθύνου­
με τήν ήδονή είναι νά έλαχιστοποιήσουμε τον πόνο. "Ενα άπό
τά κυριότερα συμπεράσματά του ήταν ότι ό φόβος τού θανά­
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 ‘ 33

του ήταν μία πολύ μεγάλη πηγή πόνου, καί πέρασε μεγάλο μέ­
ρος της ζωής του αναζητώντας φιλοσοφικές μεθόδους για να
μειώσει τό φόβο για τό θάνατο. Άλλες έρωτήσεις, παρα­
καλώ ».
«Αναφέρει πουθενά τήν προσφορά στους άλλους καί στην
κοινότητα ή τήν αγάπη;» ρώτησε ό Ντίρκ.
«Σ ωστή ερώτηση από έναν μελλοντικό γιατρό. Θά σ’ εν­
διαφέρει νά μάθεις δτι ό Επίκουρος θεωρούσε τον εαυτό του
ιατροφιλόσοφο πού φρόντιζε τις παθήσεις τής ψυχής όπως
ένας γιατρός φροντίζει τις παθήσεις τού σώματος. Κάποτε
είπε δτι μία φιλοσοφία πού δέν μπορεί νά θεραπεύσει τήν ψυχή
έχει δση αξία έχει μία ιατρική πού δέν μπορεί νά θεραπεύσει
τό σώμα. Άνέφερα ήδη μερικές παθήσεις τής ψυχής πού πη­
γάζουν άπό τό κυνήγι τής φήμης, τής εξουσίας, τού πλούτου
καί τής σεξουαλικής ήδονής αλλά δέν ήταν παρά δευτερεύου-
σες. Ό Βεχεμώθ1τού άγχους, τό μεγαλύτερο απ’ δλα τά άγχη,
εκείνο πού βρίσκεται στή βάση δλων τών άλλων ανησυχιών καί
τις θρέφει, είναι ό φόβος τού θανάτου καί τής άλλης ζωής. Μά­
λιστα μία άπό τις πρώτες άρχές τής κατήχησης πού έπρεπε νά
μάθουν οί μαθητές του ήταν δτι είμαστε θνητοί, δτι δέν ύπάρ-
χει άλλη ζωή καί έπομένως δτι μετά θάνατον δέν έχουμε νά
φοβηθούμε τίποτα άπό τούς θεούς. Θά διαβάσεις περισσότερα
γ ι’ αύτό στον Λουκρήτιο σύντομα, Ντίρκ. Ξέχασα δμως ποιο
ήταν τό άλλο σκέλος τής ερώτησής σου ».
« Πρέπει πρώτα νά πώ », είπε ό Ντίρκ, « δτι δέν γνωρίζω
τη λέξη “ Βεχεμώθ ” ».
« Καλή ερώτηση. Ποιος γνωρίζει τη λέξη;» Μόνο ό Μπέντο
σήκωσε τό χέρι.
« Πέστε μας, κύριε Σπινόζα ».
«Τερατώδες κτήνος» είπε ό Μπέντο. «Ά πό τό έβραϊκό
ό’/ιβπια/ι πού εμφανίζεται στή Γένεση καί έπίσης στον ’Ιώ β ».

1. Βιβλικό τέρας. ( Σ.τ.μ.)


134 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

((Καί στον3Ιώ β ; Αυτό δέν τό ήξερα ούτε εγώ. Ευχαριστώ.


Ά ς γυρίσουμε δμως στην ερώτησή σου Ντίρκ».
« Ρωτούσα για τήν αγάπη καί για τήν προσφορά στην κοι­
νότητα ».
« Ά π ’ δσο ξέρω ό Επίκουρος δέν παντρεύτηκε άλλα π ί­
στευε στο γάμο καί στήν οικογένεια γιά ορισμένους δμως
άνθρώπους - γιά κείνους πού ήταν έτοιμοι ν’ άναλάβουν αυτή
τήν ευθύνη. Δέν ένέκρινε δμως τό παράλογο πάθος του έρωτα
πού ύποδουλώνει τον έρωτευμένο καί τελικά οδηγεί σέ περισ­
σότερο πόνο παρά άπόλαυση. Λέει πώς μόλις ικανοποιηθεί ή
τρέλα τού πόθου, ό ερωτευμένος νιώθει άνία ή ζήλια ή καί τά
δύο. Εκείνος έδινε μεγάλο βάρος σέ μία άνώτερη άγάπη, τήν
άγάπη των φίλων πού μάς έξυψώνει σέ μία κατάσταση μακα­
ριότητας. Είναι σημαντικό νά ξέρετε δτι δέν έκανε διακρίσεις
κι δτι άντιμετώπιζε δλους τούς άνθρώπους ισότιμα: Ή σχολή
του ήταν ή μόνη σχολή στήν Αθήνα πού δεχόταν γυναίκες καί
δούλους».
« Ή έρώτησή σου γιά τήν προσφορά, Ντίρκ, είναι σημαντι­
κή. Ή θέση τού Επίκουρου ήταν δτι πρέπει νά ζούμε μία ήσυ­
χη έσωστρεφή ζωή, νά άποφεύγουμε τις δημόσιες εύθύνες, τήν
άνάληψη άξιωμάτων ή κάθε άλλο είδος εύθύνης πού θά μπο­
ρούσε ν’ άπειλήσει τήν άταραξία μας ».
« Δέν άκούω τίποτα σχετικό μέ τή θρησκεία » είπε ένας Κα­
θολικός σπουδαστής, όΈ ντουαρντ, πού ό θειος του είχε ύπάρ-
ξει έπίσκοπος της Αντβερπ. «Ά κούω γιά τήν άγάπη πρός τούς
φίλους άλλα δέν άκούω λέξη γιά τήν άγάπη τού Θεού ή γιά τό
σκοπό τού Θεού στήν ιδέα του γιά τήν εύτυχία ».
« Θίγεις ένα σημαντικό σημείο, Έντουαρντ. Ό Επίκουρος
σοκάρει τούς σημερινούς άναγνώστες, έπειδή ή συνταγή του
γιά τήν εύτυχία δέν έμπλέκει καθόλου τά θεία. Πίστευε δτι ή
εύτυχία πηγάζει άποκλειστικά άπό τον ίδιο μας τό νού καί δέν
άπέδιδε καμιά σπουδαιότητα στή σχέση μας μέ οτιδήποτε
υπερφυσικό ».
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 ¿35

((Λέτε δηλαδή », ρώτησε ό Έντουαρντ, « δτι άρνιόταν τήν


ύπαρξη τού Θεού;»
«Θέλεις να πεις των θεών, στον πληθυντικό. Μήν ξεχνάς
τήν ιστορική περίοδο, Έντουαρντ. Βρισκόμαστε στον τέταρτο
αιώνα π.Χ. καί ό έλληνικός πολιτισμός, δπως κάθε πρώιμος
πολιτισμός μέ έξαίρεση τούς Εβραίους, ήταν πολυθεϊστικός »
είπε ό Βάν ντέν Έ ντεν.
Ό Έντουαρντ συγκατένευσε καί διατύπωσε αλλιώς τήν
ερώτησή του: « Δηλαδή ό Επίκουρος άρνιόταν τα θεία;»
« Ό χι, ήταν τολμηρός άλλα δέν ήταν απερίσκεπτος. Γεννή-
θηκε περίπου εξήντα χρόνια μετά τήν εκτέλεση τού Σωκράτη
ώς αιρετικού καί γνώριζε δτι ή έλλειψη πίστης στους θεούς
ήταν κάτι πού θά έβλαπτε τήν ύγεία του. Υιοθέτησε μία πιο
άσφαλή στάση καί δήλωσε δτι οί θεοί ύπάρχουν καί ζούν μα­
κάρια στο Όρος Όλυμπος έχοντας λησμονήσει άπολύτως τή
ζωή τών άνθρώπων ».
« Μά τί είδους θεοί θά ήταν αυτοί; Πώς μπορεί κανείς νά
φαντάζεται δτι ό Θεός δέν θά ήθελε νά ζούμε σύμφωνα μέ τό
δικό Του σχέδιο;» ρώτησε ό Έντουαρντ. « Είναι άδύνατο νά
φανταστεί κανείς δτι ένας Θεός πού θυσίασε τον ίδιο του τον
Υιό γιά χάρη μας δέν μάς προορίζει νά ζούμε μέ έναν συγκε­
κριμένο άγιο τρόπο ».
« ‘Υπάρχουν πολλές διαφορετικές συλλήψεις τών θεών, έτσι
δπως τις επινόησε ό κάθε πολιτισμός » παρενέβη ό Μπέντο.
« Έ γώ πάντως γνωρίζω μέ τή βαθύτερη βεβαιότητα δτι ό
Κύριός μας ’Ιησούς Χριστός μάς άγαπά καί στήν καρδιά του
έχει ένα μέρος κι έναν προορισμό γιά μάς » είπε ό Έντουαρντ
υψώνοντας τό βλέμμα.
« Τό πόσο ισχυρή είναι μία πεποίθηση δέν σχετίζεται μέ τό
κατά πόσο άληθεύει» άπάντησε ό Μπέντο. « Κάθε θεός έχει
τούς δικούς του πιστούς πού τον λατρεύουν βαθιά καί μέ φα­
νατισμό».
« Κύριοι, κύριοι», παρενέβη ό Βάν ντέν Έ ντεν, « ας άναβά-
136 ΓΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟΖΑ

λουμε αυτή τη συζήτηση, ώσπου νά έχουμε διαβάσει καί κα­


τανοήσει σέ βάθος τα κείμενα. Θά ήθελα δμως νά σου πώ,
Έντουαρντ, δτι ό Επίκουρος δέν μιλούσε επιπόλαια γιά τούς
θεούς: τούς ενσωμάτωνε στην άποψή του γιά την αταραξία καί
μάς προέτρεπε νά τούς κρατάμε κοντά στην καρδιά μας, νά
τούς μιμούμαστε καί νά τούς έχουμε ώς πρότυπα μιας ζωής
μακάριας καί γαλήνιας. Ά λλωστε μέ σκοπό την αποφυγή τής
ταραχής » -στο σημείο αυτό ό Βάν ντένΈ ντεν έριξε μιά ματιά
προς τήν κατεύθυνση τού Μπέντο- « συμβούλευε τούς οπαδούς
του νά συμμετέχουν μέ αταραξία σέ όλες τις δραστηριότητες
τής κοινότητας, ακόμα καί τις θρησκευτικές ».
Ό ’Έντουαρντ δμως δέν μαλάκωσε. « Μά νά προσεύχεσαι
μόνο γιά νά αποφεύγεις τήν ταραχή μου φαίνεται πολύ υποκρι­
τική συμμετοχή ».
« Πολλοί έχουν έκφράσει αύτή τήν άποψη, Έντουαρντ.
Παρ’ ολα αύτά ό Επίκουρος γράφει έπίσης δτι πρέπει νά τ ι­
μούμε τούς θεούς ώς τέλεια δντα. Ά λλωστε παρατηρώντας τήν
τέλεια ύπαρξή τους αντλούμε αισθητική απόλαυση. Ή ώρα
δμως πέρασε, κύριοι. Ό λες οί έρωτήσεις σας είναι έξαιρετικές
καί θά τις προσεγγίσουμε μία προς μία, καθώς θά διαβάζουμε
τό έργο του ».
Ή μέρα τελείωσε μέ τον Μπέντο καί τούς δασκάλους του
νά αλλάζουν ρόλους. Ό Μπέντο δίδαξε μισή ώρα εβραϊκά στον
πατέρα καί στήν κόρη κι έπειτα ό Βάν ντέν Έ ντεν τού ζήτησε
νά μείνει λίγο παραπάνω γιά μία προσωπική κουβέντα.
« Θυμάσαι τή συζήτηση πού κάναμε τή μέρα πού γνωρι­
στήκαμε ;»
((Τή θυμάμαι πολύ καλά, καί πράγματι μού γνωρίζετε συγ­
γενικά πνεύματα πού έχουν παρόμοιες απόψεις ».
« Θά παρατήρησες, φαντάζομαι, δτι μερικά από τά σχόλια
τού Επίκουρου αφορούν άμεσα τή δική σου θέση στήν κοινό­
τητά σου αύτή τήν περίοδο ».
<(Άναρωτήθηκα αν προορίζατε γιά μένα τά δσα είπατε γιά
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 »37

συμμετοχή μέ αταραξία στις θρησκευτικές τελετές της κοινό­


τητας ».
«Έ τ σ ι ακριβώς είναι. Βρήκαν λοιπόν τό στόχο τους;»
« Παραλίγο, αν καί τελικά ή αντίφασή τους τα αποδυνάμω­
σε τόσο πού δέν τό κατόρθωσαν».
« Τί εννοείς;»
« Προσωπικά δέν μπορώ νά φανταστώ τήν αταραξία νά
αναπτύσσεται στο έδαφος της υποκρισίας ».
«'Υποθέτω πώς άναφέρεσαι στή συμβουλή τού Επίκουρου
νά κάνεις οτιδήποτε είναι άναγκαιο γιά νά ένταχθεΐς σέ μία
κοινότητα, άκόμα καί νά συμμετέχεις σέ μία δημόσια προσευ­
χή»·
« Ναι, αυτό εγώ τό ονομάζω υποκρισία. Μέχρι κι όΈ ντου-
αρντ άντέδρασε. Πώς μπορεί νά υπάρχει εσωτερική άρμονία,
αν δέν είμαστε ειλικρινείς μέ τον εαυτό μ α ς;»
«Ή θελα νά σου μιλήσω ειδικά γιά τον Έντουαρντ. Πές
μου ποιά μαντεύεις δτι είναι τά αίσθήματά του γιά τή συζήτη­
σή μας καί γιά σένα συγκεκριμένα;»
Απορημένος μέ τήν ερώτηση ό Μπέντο δέν είχε τί νά πει.
« Δέν γνωρίζω τήν άπάντηση ».
« Σου ζητώ νά μαντέψεις ».
«Μάλλον δέν χαίρεται γιά τήν παρουσία μου. 'Υποθέτω
πώς αισθάνεται θυμό. "Ισως καί άπειλή ».
« Σωστά μάντεψες. Εύκολα προβλέψιμη άπάντηση, θά έλε­
γα. Τώρα άπάντησέ μου στο έξη ς: Αυτό ζη τά ς;»
Ό Μπέντο έγνεψε οχι.
« Καί τί θά θεωρούσε ό Επίκουρος, δτι έτσι δράς μέ τρόπο
πού νά οδηγεί στήν καλή ζω ή ;»
«Ό φείλω νά συμφωνήσω δτι θά θεωρούσε πώς δχι. Εκείνη
τή στιγμή πάντως πίστευα πώς αύτό πού έκανα ήταν φρόνιμο,
επειδή συγκρατούσα άλλα πράγματα πού θά μπορούσα νά
πώ ».
« "Οπως;»
ι38 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΓ11ΝΟΖΑ

(("Οτι ό Θεός δέν μάς έπλασε κατ’ εικόνα το υ: Ε μείς τον


πλάσαμε κατ’ εικόνα μας. Έμεϊς φανταζόμαστε δτι είναι ένα
όν σαν εμάς, πού ακούει τις προσευχές πού μουρμουρίζουμε
καί νοιάζεται για δλα εκείνα πού ευχόμαστε...»
« Θεέ καί Κύριε! Α ν ήσουν έτοιμος να πεις τέτοια πράγμα­
τα, τότε καταλαβαίνω τί εννοείς. Α ς πούμε λοιπόν δτι αυτό
πού είπες δέν ήταν φρόνιμο άλλα ούτε απόλυτη τρέλα. Ό
Έ ντουαρντ είναι ένας ευλαβής Καθολικός. Ό θειος του ήταν
επίσκοπος τής Καθολικής Εκκλησίας. Τό να περιμένεις να
παραιτηθεί από τις πεποιθήσεις του χάρη σέ μερικά σχόλια δι­
κά σου, ακόμα κι αν ύποστηρίζονται από τή λογική, είναι άπο-
λύτως παράλογο καί ενδεχομένως επικίνδυνο. Αυτή τήν περίο­
δο τό Αμστερνταμ έχει τή φήμη δτι είναι ή πιο άνεκτική πόλη
τής Ευρώπης. Μήν ξεχνάς όμως τή σημασία τής λέξης “άνε-
κτικός” - ύποδηλώνει δτι δλοι οφείλουμε ν’ ανεχόμαστε τις πε­
ποιθήσεις των άλλων, άκόμα κι αν τις θεωρούμε παράλογες ».
«Ό λο καί περισσότερο π ισ τεύω », είπε ό Μπέντο, « δτι αν
ό άνθρωπος ζεϊ άνάμεσα σέ ανθρώπους μέ πολύ διαφορετικές
πεποιθήσεις, τότε δέν μπορεί νά προσαρμοστεί σ’ αυτές χωρίς
ν’ άλλάξει σέ πολύ μεγάλο βαθμό τον έαυτό του ».
« Τώρα άρχίζω νά καταλαβαίνω τά δσα μού άνέφερε ό κα­
τάσκοπός μου γιά τήν άνησυχία πού επικρατεί γιά σένα στήν
εβραϊκή κοινότητα. Εκφράζεις άνοιχτά δλες σου τις ιδέες σέ
άλλους Εβραίους;»
« Έδώ κι έναν χρόνο περίπου, στούς διαλογισμούς μου πήρα
τήν άπόφαση νά είμαι ειλικρινής σέ κάθε περίπτωση...»
« Α », φώναξε ό Βάν ντέν Έ ντεν, « κατάλαβα γιατί οί δου­
λειές σου πάνε τόσο άσχημα. "Ενας επιχειρηματίας πού λέει
πάντα τήν άλήθεια είναι σχήμα οξύμωρο ».
Ό Μπέντο κούνησε τό κεφάλι. « Τί θά πει οξύμωρο;»
«Ε ίναι έλληνική λέξη. “ Ό ξύς” σημαίνει αιχμηρός, “μω­
ρός” σημαίνει ανόητος. "Ετσι τό οξύμωρο άναφέρεται σ’ ένα
έσωτερικό παράδοξο. Φαντάσου τί μπορεί νά έλεγε ένας άπό-
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 39

λυτά ειλικρινής έμπορος στον πελάτη του: Σ ε π α ρακα λώ , α γό­


ρασε αυτές τις σταφ ίδες - Θά μου κάνεις μ εγά λη χάρη. Είναι
π α μ π ά λαιες, έχουν ξεραθεί κ αι πρέπει νά τις ξεφορτωθώ πριν
από την άλλη εβδομάδα που θά φ τάσει το επόμενο φορτίο με τις
καινούργιες ζουμερές σταφ ίδες ».
Μή βλέποντας ούτε ίχνος χαμόγελου στο πρόσωπο του
Μπέντο, ό Βάν ντένΈ ντεν θυμήθηκε κάτι πού είχε ήδη διακρί­
νει - ό Μπέντο Σπινόζα δέν είχε αίσθηση του χιούμορ. Ακο­
λούθησε λοιπόν άλλη διαδρομή. « Δέν έχω όμως τήν πρόθεση
νά άντιμετωπίσω ελαφρά τά σοβαρά πράγματα πού μου λές ».
« Μέ ρώτησες πόσο διακριτικός είμαι στήν κοινότητά μου.
Έ χ ω κρατήσει βουβές τις άπόψεις μου, αν εξαιρέσουμε τον
άδελφό μου κι έκείνους τούς δύο ξένους άπό τήν Πορτογαλία
πού ζήτησαν τή συμβουλή μου. Τούς ξαναεΐδα μάλιστα πριν
άπό μερικές ώρες καί, προσπαθώντας νά βοηθήσω τον έναν
πού ισχυρίζεται 6τι περνάει μιά πνευματική κρίση, δέν κρατή­
θηκα κι έξέφρασα τή γνώμη μου γιά τις δεισιδαιμονικές πε­
ποιθήσεις. Μ’ αυτούς τούς δύο επισκέπτες ξεκινήσαμε μία κρι­
τική άνάγνωση τής έβραϊκής Βίβλου. Άπό τή στιγμή πού
άνοίχτηκα σ’ αυτούς, βίωσα έκεινο πού ονόμασες εσω τερική
αρμονία ».
« Μιλάς σάν νά είναι πολύς καιρός πού καταπιέζεις τον εαυ­
τό σου ».
(<Ό χι τόσο 6σο θά ήθελε ή οίκογένειά μου ή ό ραβίνος μου,
ό όποιος είναι άπόλυτα δυσαρεστημένος μαζί μου. Λαχταρώ
μία κοινότητα πού δέν θά είναι σκλαβωμένη σέ ψευδείς πεποι­
θήσεις ».
« Κι ολόκληρο τόν κόσμο νά ψάξεις, δέν πρόκειται νά βρεις
κοινότητα πού νά μήν ύποτάσσεται στή δεισιδαιμονία. "Οσο
ύπάρχει άγνοια, θά ύπάρχει ή προσκόλληση στή δεισιδαιμονία.
Ή μόνη λύση είναι ή έξάλειψη της άγνοιας. Γι’ αύτό διδάσκω ».
« Ανησυχώ πώς ή μάχη αύτή είναι έκ τών προτέρων χαμέ­
νη» άπάντησε ό Μπέντο. «Ή άγνοια κι ή δεισιδαιμονία έξα-
140 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

πλώνονται σαν τή φωτιά καί πιστεύω δτι οί θρησκευτικοί ήγέ-


τες τρέφουν τή φωτιά γιά νά έξασφαλίζουν τά άξιώματά
τους ».
« Ε πικίνδυνα αυτά τά λόγια. Λόγια πού δεν ταιριάζουν μέ
τά χρόνια σου. Σου ξαναλέω δτι χρειάζεται διακριτικότητα,
γιά νά παραμείνεις μέλος όποιασδήποτε κοινότητας ».
« Πιστεύω βαθύτατα δτι πρέπει νά είμαι ελεύθερος. Ά ν δεν
βρίσκεται πουθενά τέτοια κοινότητα, τότε ίσως νά πρέπει νά
ζήσω χωρίς κοινότητα ».
«Ν ά θυμάσαι αύτό πού σου είπα, νά φυλάγεσαι. Ά ν δεν
προσέχεις, είναι πιθανό νά μήν εκπληρωθούν μόνο οί επιθυμίες
σου αλλά καί οί φόβοι σου ».
«Τ ώρα βρίσκομαι πέρα από τό δριο τού “πιθανού”. Πι­
στεύω δτι έχω ήδη θέσει σέ κίνηση τή διαδικασία » απάντησε
ό Μπέντο.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Δ Ω Δ Ε Κ Α Τ Ο

ΕΣΘΟΝΙΑ - 1918

ΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ TOT ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ μέ τον


Τ Φρήντριχ, ό Άλφρεντ καθόταν στήν μπιραρία μέ τό βλέμ­
μα του καρφωμένο στήν είσοδο καί μόλις τον διέκρινε πήδηξε
όρθιος για να τον χαιρετήσει.
«Χαίρομαι που σέ βλέπω, Φρήντριχ. Σ’ ευχαριστώ που
βρήκες χρόνο για μένα ».
Πήραν τήν μπίρα τους καί κάθισαν στο ίδιο ήσυχο γωνιακό
τραπέζι. Ό Άλφρεντ είχε πάρει τήν άπόφαση να μή βρεθεί πά­
λι στο έπίκεντρο τής όλης κουβέντας, γ ι’ αύτό άρχισε ρωτών­
τας : (( Πώς είστε ή μητέρα σου κι έσύ ; »
«Ή μητέρα μου έξακολουθεί να είναι σοκαρισμένη, προσ­
παθεί άκόμα να συλλάβει τήν ιδέα πώς ό πατέρας μου έχει φύ­
γει άπό τή ζωή. Μερικές φορές μοιάζει να ξεχνά πώς δέν υπάρ­
χει πιά. Δύο φορές τής φάνηκε πώς τον διέκρινε σέ μια ομάδα
άνθρώπων πού στέκονταν έξω άπ’ τό σπίτι. Τό πιο παράξενο
όμως είναι ή άρνηση πού έχει στα όνειρά της ! 'Όταν ξύπνησε
σήμερα τό πρωί, είπε ότι ήταν τρομερό για κείνη να πρέπει
ν’ άνοίξει τα μάτια : Χαιρόταν τόσο πολύ πού στο όνειρό της
περπατούσε καί μιλούσε μέ τον πατέρα μου, γ ι’ αύτό δέν τής
άρεσε καθόλου πού ξύπνησε καί βρέθηκε σέ μία πραγματικό­
τητα, στήν όποια έκείνος έξακολουθούσε να είναι νεκρός ».
«Ό σο για μένα», συνέχισε ό Φρήντριχ, «άγω νίζομαι σέ
δύο μέτωπα σαν τον γερμανικό στρατό. Δέν είναι μόνο ή προσ­
πάθεια να δεχτώ τό γεγονός τού θανάτου του άλλα σ’ αύτό τό
σύντομο διάστημα πού βρίσκομαι έδώ χρειάζεται να βοηθήσω
καί τή μητέρα μου. Κι αύτό είναι ζόρικο ».
ι4ι
14 2 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ LUI NOZA

((Τι έννοεΐς ζόρικο;» ρώτησε ό Άλφρεντ.


α Γιά νά βοηθήσεις κάποιον, πιστεύω πώς χρειάζεται νά
μπεις στον δικό του κόσμο. Ό ποτε όμως προσπαθώ νά τό κά­
νω αυτό μέ τή μητέρα μου, τό μυαλό μου φτερουγίζει μακριά,
καί μέσα σε δύο-τρία δευτερόλεπτα έχω άρχίσει νά σκέφτομαι
κάτι έντελώς διαφορετικό. Πριν άπό λίγο εκλαιγε καί, καθώς
τήν άγκάλιασα γιά νά τήν παρηγορήσω, παρατήρησα πώς οί
σκέψεις μου ήδη στρέφονταν στή συνάντηση πού θά είχα μαζί
σου. Γιά μία στιγμή ένιωσα ένοχή. Τότε υπενθύμισα στον έαυ-
τό μου πώς δέν είμαι παρά άνθρωπος καί πώς έμεΐς οί άνθρω­
ποι διαθέτουμε μία έγγενή τάση προς τον προστατευτικό πε­
ρισπασμό. Μέ άπασχολεΐ τό γιατί δέν μπορώ νά παραμείνω
συγκεντρωμένος στο θάνατο τού πατέρα μου. Πιστεύω, έπειδή
μέ φέρνει άντιμέτωπο μέ τον δικό μου θάνατο, κι αύτό τό ένδε-
χόμενο είναι υπερβολικά τρομακτικό γιά νά τό άντέξω. Δέν
μπορώ νά σκεφτώ άλλη έξήγηση. Έσύ τί γνώμη έχ εις;» Ό
Φρήντριχ σταμάτησε καί κοίταξε τον Άλφρεντ ίσια στά μάτια.
α Αύτά τά πράγματα δέν τά γνωρίζω άλλά τό συμπέρασμά
σου μοιάζει εύλογο. Κι έγώ δέν έπιτρέπω στον έαυτό μου νά
σκεφτει βαθιά τό θάνατο. Πάντα άπεχθανόμουν τήν έπιμονή
τού πατέρα μου νά μέ πηγαίνει στον τάφο της μητέρας μου ».
Ό Φρήντριχ έμεινε σιωπηλός, ώσπου νά βεβαιωθεί πώς ό
Αλφρεντ δέν σκόπευε νά πει περισσότερα καί τότε είπ ε: « Σού
έδωσα λοιπόν μία μακροσκελή άπάντηση στήν έρώτηση πώς
είμαι, όπως βλέπεις όμως μ’ άρέσει πολύ νά παρατηρώ καί νά
συζητώ όλους αύτούς τούς μηχανισμούς τού νού. Μήπως ή
άπάντησή μου ήταν πολύ πιο προσωπική άπ’ όσο περίμενες ή
άπ’ όσο έπιθυμούσες;»
«Ή τα ν πράγματι πιο μεγάλη άπ’ δσο περίμενα άλλά ήταν
άληθινή, βαθιά καί πηγαία. Σέ θαυμάζω πού άποφεύγεις τόσο
πολύ τήν έπιφανειακότητα. Πού είσαι τόσο πρόθυμος νά μοι­
ραστείς τις σκέψεις σου είλικρινά καί χωρίς νά νιώθεις ντρο­
πή ».
ΕΣΘΟΝΙΑ - 1918 >43

<(Κι έσύ, Άλφρεντ, στο τέλος της χθεσινής συζήτησης προ­


χώρησες βαθιά μέσα στον έαυτό σου. Είχε έπιπτώσεις αυτό;»
<(Όμολογώ δτι μέ αναστάτωσε: Ακόμα προσπαθώ να κα­
ταλάβω τήν κουβέντα μας ».
α Ποιό μέρος της δέν σου ήταν σαφές;»
((Δέν μιλώ για τή σαφήνεια τών έννοιών άλλα για τήν πα­
ράξενη αίσθηση πού είχα μιλώντας μαζί σου. Κουβεντιάσαμε
πολύ λίγη ώρα -πόσο ήτα ν;-, τρία τέταρτα, κάτι τέτοιο. Κι
δμως άποκάλυψα τόσο πολλά κι ένιωσα τόσο συνδεδεμένος,
τόσο παράξενα... κοντά. Σάν νά σέ γνώριζα στενά δλη μου τή
ζωή ».
α Ή ταν δυσάρεστο αυτό τό αίσθημα;»
<(Καί ναι καί οχι. Ή ταν ωραίο, γιατί άμβλύνει τήν αίσθησή
μου δτι δέν έχω ρίζες, δτι δέν έχω σπίτι. Ή ταν δμως καί δυσ­
άρεστο, γιατί ή χθεσινή συζήτηση ήταν έξαιρετικά άλλόκοτη
- δπως σου ξαναεΐπα, ποτέ δέν έχω ξαναμιλήσει τόσο προσω­
πικά ούτε έχω ποτέ έμπιστευτει έναν άγνωστο τόσο γρήγο­
ρα ».
α Δέν είμαι δμως άγνωστος, άφού είμαι φίλος τού Ό ιγκεν.
"Η ας πούμε δτι είμαι ένας γνώριμος άγνωστος πού άπέκτησε
πρόσβαση στά πιο κρυφά δωμάτια τού σπιτιού τής παιδικής
σου ήλικίας ».
<(Σέ σκέφτηκα πολλές φορές άπό χθές, Φρήντριχ. Προέκυ-
ψε ένα ζήτημα, κι άναρωτιέμαι αν θά μού έπέτρεπες μία προ­
σωπική έρώτηση...»
<(Μά φυσικά. Δέν χρειάζεται νά ρωτάς - μού άρέσουν οί
προσωπικές έρωτήσεις».
« "Οταν σέ ρώτησα πώς άπέκτησες τέτοιες δεξιότητες στή
συζήτηση καί στή διερεύνηση τού νού, άπάντησες πώς οφεί­
λονται στις ιατρικές σπουδές σου. Σκεφτόμουν δμως δλους
τούς γιατρούς πού έχω γνωρίσει καί κανείς τους, ούτε ένας, δέν
διέθετε ποτέ ίχνος άπό τό δικό σου ένδιαφέρον καί διάθεση
έπαφής. Μ’ αυτούς είναι δουλειά - κάνουν μερικές βιαστικές
ι 44 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

έρωτήσεις, δέν μπαίνουν ποτέ σέ προσωπική διερεύνηση, έπει­


τα γράφουν σύντομα κάποια μυστήρια συνταγή στα λατινικά
κι άκολουθεΐτό “ Ό έπόμενος άσθενής, παρακαλώ”. Έσύ πώς
είσαι τόσο διαφορετικός, Φρήντριχ;»
«Δ εν ύπηρξα άπόλυτα ειλικρινής μαζί σου, Ά λφρεντ»
άπάντησε ό Φρήντριχ, κοιτώντας τον στα μάτια μέ τή συνηθι­
σμένη τού ευθύτητα. « Είναι άλήθεια ότι είμαι γιατρός άλλα
σου έκρυψα κάτι - έχω ήδη ολοκληρώσει τήν έκπαίδευσή μου
στήν ψυχιατρική καί άκριβώς ή έμπειρία αύτή διαμόρφωσε τον
τρόπο πού σκέφτομαι καί μιλώ ».
((Μοιάζει τόσο άθώο. Γιατί να μπεις στον κόπο να τό κρύ-
ψ εις;»
((Στις μέρες μας όλο καί περισσότεροι άνθρωποι άρχίζουν
να νιώθουν άνήσυχοι καί κάνουν πίσω άναζητώντας οδό δια­
φυγής, όταν μαθαίνουν πώς είμαι ψυχίατρος. Τούς μπαίνει ή
άνόητη ιδέα ότι οί ψυχίατροι μπορούν να διαβάσουν τή σκέψη
τους καί να μάθουν δλα τα σκοτεινά τους μυστικά».
Ό Ά λφρεντ συμφώνησε. ((*Ίσως να μήν είναι καί τόσο
άνόητη. Χθές έμοιαζε πράγματι σαν να διαβάζεις τή σκέψη
μου ».
«Ό χ ι, όχι, οχι. Μαθαίνω όμως να διαβάζω τή δική μου
σκέψη καί μέσα άπ’ αύτή τήν έμπειρία μπορώ να χρησιμεύσω
σαν οδηγός, για να διαβάσεις έσύ τή δική σου. Αύτή είναι ή κυ-
ριότερη νέα κατεύθυνση τώρα στον κλάδο μου ».
(( Πρέπει να ομολογήσω ότι είσαι ό πρώτος ψυχίατρος πού
γνωρίζω. Δέν ξέρω τίποτα για τον κλάδο σου ».
((Γιά πολλούς αιώνες οί ψυχίατροι έκαναν κυρίως διαγνώ­
σεις καί συνόδευαν στα άσυλα ψυχωτικούς άσθενεΐς, σχεδόν
πάντοτε άνίατους. Τήν τελευταία δεκαετία όμως όλ’ αύτά
άλλαξαν. Ή άλλαγή ξεκίνησε μέ τον Ζίγκμουντ Φρόυντ στή
Βιέννη, ό όποιος έπινόησε μία ομιλητική θεραπεία πού ονομά­
στηκε ψυχανάλυση καί μάς έπιτρέπει να βοηθάμε τούς άσθε-
νεις να ξεπεράσουν τα ψυχολογικά τους προβλήματα. Σήμερα
ίΣΘΟΝΙΑ - 1918 145

μπορούμε νά θεραπεύσουμε παθήσεις όπως τό ακραίο άγχος ή


τό διαρκές πένθος ή κάτι το όποιο ονομάζουμε “υστερία” - μία
πάθηση στήν οποία ή άσθενής έχει σωματικά συμπτώματα
ψυχολογικής προέλευσης, όπως παράλυση ή άκόμα καί τύ­
φλωση. Οί δάσκαλοί μου στή Ζυρίχη, ό Κάρλ Γιούνγκ καί ό
Ό ιγκεν Μπλόιλερ, είναι πρωτοπόροι σ’ αύτόν τον τομέα. Ή
προσέγγισή τους μ’ ένθουσιάζει καί σέ λίγο θά ξεκινήσω μία
πιο προχωρημένη έκπαίδευση στήν ψυχανάλυση στο Βερολίνο
μέ τον Κάρλ Άμπραχαμ, έναν καθηγητή πού χαίρει πολύ με­
γάλης έκτίμησης ».
« Έ χ ω άκούσει μερικά πράγματα γιά τήν ψυχανάλυση.
Έ χ ω άκούσει νά τήν άποκαλούν μία άκόμα έβραϊκή συνωμο­
σία. Όλοι σου οί δάσκαλοι είναι Ε βραίοι;»
« ‘Οπωσδήποτε όχι ό Γ ιούνγκ καί ό Μπλόιλερ ».
« Ό μως, Φρήντριχ, γιατί νά μπεις σ’ έναν κλάδο πού τον νέ-
μονται οί Εβραίοι;»
« Θά τον νέμονται οί Εβραίοι, αν δέν μπούμε σ’ αύτόν κι
έμεΐς οί Γερμανοί. "Η νά τό πώ άλλιώ ς: Παραεΐναι σημαντικός
γιά νά τον άφήσουμε στούς Εβραίους ».
« Γιατί όμως νά μολυνθεις; Γιατί νά γίνεις μαθητής Εβραί­
ω ν; »
« Είναι κλάδος της έπιστήμης. Άκου, Άλφρεντ, σκέψου τό
παράδειγμα ένός άλλου έπιστήμονα, του Γερμανοεβραίου Ά λ-
μπερτ Αϊνστάιν. Ό λη ή Εύρώπη μιλάει γ ι’ αύτόν - τό έργο του
θ' άλλάξει γιά πάντα τήν οψη της Φυσικής. Δέν μπορείς νά χα­
ρακτηρίσεις τή σύγχρονη Φυσική έβραϊκή Φυσική. Ή Φυσική
είναι Φυσική. Στήν ιατρική σχολή ένας άπό τούς καθηγητές
μου στήν άνατομία ήταν Εβραίος τής Ε λβετίας - δέν μου δί­
δαξε όμως έβραϊκή άνατομία. Κι αν ό μεγάλος Ούίλλιαμ Χάρ-
βεϋ1ήταν Εβραίος, καί πάλι δέν θά πίστευες πώς τό αίμα κυ-

1- Ά γγλος γιατρός του 16ου αιώνα πού περιέγραψε πρώτος τήν κυκλο­
φορία τού αίματος. (Σ .τ.μ.)
146 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΠΙΙΝΟΖΛ

κλοφορεΐ; Ά ν ό Κέπλερ ήταν Εβραίος, πάλι δέν θά πίστευες


δτι ή Γή περιστρέφεται γύρω άπό τον ήλιο; Ή έπιστήμη είναι
έπιστήμη, άσχετα ποιος κάνει τή συγκεκριμένη άνακάλυψη».
«Μ έ τούς Εβραίους είναι διαφορετικά» άντέκρουσε ό
Άλφρεντ. « Οί Εβραίοι διαφθείρουν, μονοπωλούν, έξαντλούν
κάθε τομέα. Πάρε την πολιτική. Είδα μέ τά μάτια μου τούς
Εβραίους μπολσεβίκους νά ύπονομεύουν ολόκληρη τή ρωσική
κυβέρνηση. Είδα τό πρόσωπο της άναρχίας στούς δρόμους της
Μόσχας. Πάρε τις τράπεζες. Είδες ποιο ρόλο παίζουν οί Ρό-
τσιλντ σ’ αύτόν τον πόλεμο: Κινούν τά νήματα κι δλη ή Εύρώ-
πη χορεύει. Πάρε τό θέατρο. Μόλις τό άναλάβουν αύτοί, δέν
έπιτρέπουν νά δουλέψουν παρά μόνο οί Ε βραίοι».
« Άλφρεντ, σέ δλους μας άρέσει νά μισούμε τούς Εβραίους,
εσύ δμως τούς μισείς μέ τόση... τόση ένταση. Τούς άναφέρεις
τόσο συχνά στις πολύ σύντομες κουβέντες μας. Γιά νά δούμε...
άνέφερες έκείνο τον Εβραίο λοχία στήν άπόπειρά σου νά κα-
ταταγεΐς, τον Χούσσερλ, τον Φρόυντ, τούς μπολσεβίκους. Τί
θά ’λεγες αν προχωρούσαμε σέ μία φιλοσοφική διερεύνηση
αύτής της έντασης;»
α Τί έννοεΐς;»
« Έ ν α άπό τά πράγματα πού μ’ άρέσουν στήν ψυχιατρική
είναι δτι ρέπει προς τή Φιλοσοφία, άντίθετα μέ κάθε άλλο
κλάδο τής Ιατρικής. "Οπως οί φιλόσοφοι, έτσι κι έμεις οί ψυ­
χίατροι βασιζόμαστε στή λογική διερεύνηση. Βοηθάμε τούς
άσθενεις δχι μόνο νά προσδιορίσουν καί νά έκφράσουν τά συν-
αισθήματά τους άλλά έπιπλέον ρωτάμε “γ ια τί”; Ποιά είναι ή
πηγή το υς; Γιατί άναδύονται στο νού ορισμένα συμπλέγμα­
τα ; Μερικές φορές έχω τήν έντύπωση δτι στήν πραγματικό­
τητα ό κλάδος μας ξεκίνησε άπό τον Σπινόζα, ό όποιος π ί­
στευε πώς τά πάντα, άκόμα καί τά συναισθήματα καί οί σκέ­
ψεις, έχουν μία αιτία πού μέ τήν κατάλληλη διερεύνηση μπο­
ρεί ν’ άνακαλυφθει».
Βλέποντας τήν άπορημένη έκφραση στο πρόσωπο τού Ά λ-
ΕΣΘΟΝΙΑ - 1918 »47

φρεντ, ό Φρήντριχ συνέχισε:« Δείχνεις ν’ απορείς. Θά προσπα­


θήσω να γίνω πιδ σαφής. Σκέψου τήν πολύ σύντομη μικρή δια­
δρομή μας σέ κάτι πού σέ στοιχειώνει - στο αίσθημα δτι “δέν
βρίσκεσαι στο σπίτι σου”. Χθές, μέσα σέ λίγα μόνο λεπτά άτυ­
πης κουβέντας, καταλήξαμε σέ διάφορες πηγές άπό τις όποιες
προέρχεται ή αίσθησή σου δτι δέν έχεις ρίζες. Γιά θυμήσου:
Μίλησες γιά τήν άπουσία τής μητέρας σου καί τον άρρωστο
απόμακρο πατέρα σου. Έ πειτα είπες δτι διάλεξες λάθος άκα-
δημαϊκό κλάδο κι έπειτα μίλησες γιά τήν έλλειψη αύτοεκτίμη-
σης πού έχει σάν άποτέλεσμα νά μήν νιώθεις οικεία μέ τον ίδιο
σου τον έαυτό - σω στά; Μέ παρακολουθείς;»
Ό Άλφρεντ έγνεψε ναι.
« Φαντάσου τώρα πόσο πιο πλούσια θά ήταν ή άνασκαφή
μας, αν είχαμε στή διάθεσή μας πολλές πολλές ώρες στή διάρ­
κεια άρκετών έβδομάδων, γιά νά διερευνήσουμε πιο ολοκλη­
ρωμένα τις πηγές αύτές. Καταλαβαίνεις;»
((Ναι, κατάλαβα».
«Έ τ σ ι λειτουργεί ό κλάδος μου. Κι έκείνο πού υπέθεσα νω­
ρίτερα ήταν δτι άκόμα κι αύτό τό ιδιαίτερα έντονο μίσος σου
γιά τούς Εβραίους θά πρέπει νά έχει ψυχολογικές ή φιλοσο­
φικές ρίζες ».
Κάνοντας έλαφρά πίσω , ό Άλφρεντ είπ ε: ((Έδώ διαφέρου­
με. Έ γώ προτιμώ νά πώ δτι έχω τήν τύχη νά είμαι άρκετά
φωτισμένος, γιά νά κατανοώ τούς κινδύνους πού άντιπροσω-
πεύουν οί Εβραίοι γιά τή φυλή μας καί τή ζημιά πού έκαναν
σέ μεγάλους πολιτισμούς στο παρελθόν ».
((Θά ήθελα νά καταλάβεις, Άλφρεντ, δτι δέν πρόκειται νά
μέ δυσαρεστήσουν τά συμπεράσματά σου. ’Έχουμε παρόμοια
αισθήματα γιά τούς Εβραίους. Λέω άπλώς δτι έσύ τά νιώθεις
πολύ έντονα καί μέ άσυνήθιστο πάθος. Ή άγάπη γιά τή φιλο­
σοφία πού μοιραζόμαστε έσύ κι έγώ, υπαγορεύει δτι μπορούμε
νά έξετάσουμε τή λογική βάση κάθε σκέψης καί πεποίθησης.
Δέν ισχύει αύτό;»
148 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

α Έδώ δέν μπορώ νά συμφωνήσω μαζί σου, Φρήντριχ. Δεν


σέ καταλαβαίνω. Φαίνεται σχεδόν χυδαίο νά υποβάλλει κανείς
τόσο προφανή συμπεράσματα σέ φιλοσοφική διερεύνηση. Εί­
ναι σαν ν’ άναλύεις γιατί βλέπεις τον ουρανό γαλάζιο ή γιατί
σ’ άρέσει ή μπίρα καί τα γλυκά ».
«Χ μ , ναί, Άλφρεντ, ’ίσως νά ’χεις δίκιο». Θυμήθηκε τον
Μπλόιλερ πού τον νουθετούσε πολλές φορές: «Ή ψυχανάλυση,
νεαρέ, δέν είναι πολιορκητικός κριός: Δέν σφυροκοπούμε μέχρι
τελικής πτώσεως, ώσπου τό έξαντλημένο έγώ νά υψώσει κου­
ρελιασμένη τη λευκή σημαία δτι παραδίνεται. 'Υπομονή, υπο­
μονή. Κερδίστε τήν έμπιστοσύνη τού άσθενούς. Αναλύστε καί
κατανοήστε τήν άντίστασή του - άργά ή γρήγορα ή άντίσταση
θά υποχωρήσει κι ό δρόμος προς τήν άλήθεια θ’ άνοίξει». Ό
Φρήντριχ άντιλαμβανόταν πώς θά έπρεπε νά παραιτηθεί άπό
τό θέμα αύτό. Αλλά τό παρορμητικό δαιμόνιο μέσα του, πού
αισθανόταν άπόλυτη άνάγκη νά μάθει, δέν σταματούσε.
α Θά σού πώ κάτι τελευταίο, Άλφρεντ. Ά ς πάρουμε τό πα­
ράδειγμα τού άδελφού σου, τού Ό ιγκεν. Θά συμφωνήσεις δτι
είναι εύφυής, δτι έχει άνατραφει στήν ίδια άκριβώς κουλτούρα
μ’ έσένα, έχει τήν ίδια κληρονομικότητα, τό ίδιο περιβάλλον,
τούς ίδιους συγγενείς κι δμως δέν έπενδύει τό έβραϊκό πρόβλη­
μα μέ τόσο πάθος. Δέν τον μεθά ή γερμανική του καταγωγή
καί προτιμά νά θεωρεί τό Βέλγιο πραγματική του πατρίδα.
Συναρπαστικός γρίφος: Δύο άδέλφια στο ίδιο περιβάλλον νά
βλέπουν τόσο διαφορετικά τον κόσμο ».
«Τό περιβάλλον μας ήταν παρόμοιο άλλά οχι πανομοιότυ­
πο. Γιά παράδειγμα, ό Ό ιγκεν δέν είχε τή δική μου κακή τύχη
νά έχει φιλοεβραιο διευθυντή στο γυμνάσιο ».
«Π ώ ς; Ό διευθυντής Πέτερσον; Αδύνατο. Τον γνώριζα
πολύ καλά, πήγαινα κι έγώ σ’ αύτό τό σχολείο ».
«Ό χ ι, δχι ό Πέτερσον. Τή χρονιά πού θ’ άποφοιτούσα είχε
πάρει έκπαιδευτική άδεια καί τή θέση του είχε άναλάβει ό Χέρ
Έ πσταϊν ».
ΕΣΘΟΝΙΑ - 1918 ι 49

α Μισό λεπτό, Άλφρεντ - τώρα θυμάμαι πώς ό Ό ιγκεν μου


είχε μεταφέρει ένα έπεισόδιο ανάμεσα σ’ έσένα καί στον Χέρ
Έ πσταϊν καί μου είχε μιλήσει για ένα σοβαρό θέμα πού είχε
δημιουργηθεί λίγο πριν αποφοιτήσεις. Τί ακριβώς είχε συμ-
β εϊ;»
Ό Άλφρεντ διηγήθηκε στον Φρήντριχ 6λη τήν ιστορία. Τού
μίλησε για τήν άντισημιτική του ομιλία, για τήν οργή τού
Έ πσταϊν, για τον ένθουσιασμό πού ένιωθε ό ίδιος διαβάζοντας
τον Τσάμπερλαιν, για τήν έργασία πού τού ζήτησαν -νά δια­
βάσει τά σχόλια τού Γκαίτε γιά τον Σπινόζα- καί γιά τήν υπό­
σχεση πού έδωσε νά διαβάσει Σπινόζα.
« Παράξενη ιστορία, Άλφρεντ. 'Υποσχέσου μου πώς θά μού
πεις ποιά είναι τά σχετικά κεφάλαια στήν αύτοβιογραφία τού
Γκαίτε. Πές μου κι αυτό: Τήρησες τήν ύπόσχεσή σου νά δια­
βάσεις Σ πινόζα;»
α Δοκίμασα πολλές φορές άλλά δέν μπόρεσα νά εισχωρήσω
στο λόγο του. ΤΗταν τόσο σκοτεινός πού τά παράτησα. Οί άκα-
τανόητοι ορισμοί καί τά άξιώματα στήν άρχή τού βιβλίου ήταν
γιά μένα ένα άδιάβατο οδόφραγμα».
« Ά , άρχισες άπό τήν Η θική. Μεγάλο σφάλμα. Είναι δύσ­
κολο έργο, γιά νά τό διαβάσεις χωρίς κάποιον νά σέ καθοδηγεί.
Καλύτερα νά είχες άρχίσει μέ τή Θ εολογικο-π ολιτική π ρ α γ ­
μ ατεία πού είναι πιο άπλή. Ό Σπινόζα είναι ύπόδειγμα λο­
γικής συλλογιστικής. Τον έχω έντάξει στο πάνθεό μου μαζί μέ
τον Σωκράτη, τον Αριστοτέλη καί τον Κάντ. Κάποια μέρα
ελπίζω νά συναντηθούμε στήν Πατρίδα καί τότε, άν τό θέλεις,
θά σέ βοηθήσω νά διαβάσεις τήν Η θ ικ ή ».
«"Οπως θά φαντάζεσαι, τά αίσθήματά μου ώς προς τήν
άνάγνωση αύτού τού Εβραίου είναι πολύ φορτισμένα. Ό μω ς
ό μεγάλος Γ καίτε τον είχε σέ έκτίμηση κι έχω ορκιστεί στον
γυμνασιάρχη πώς θά τον διαβάσω. "Ωστε μπορείς νά μέ βοη­
θήσεις νά καταλάβω τον Σπινόζα; Ή προσφορά σου είναι πολύ
ευγενική. Δελεαστική σχεδόν. Θά προσπαθήσω νά καταφέρω
*5 ° ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

νά συναντηθούν οί δρόμοι μας στή Γερμανία καί θά περιμένω


μέ χαρά νά μου γνωρίσεις τον Σπινόζα».
«Τώρα, Αλφρεντ, πρέπει νά γυρίσω στή μητέρα μου καί
αύριο φεύγω, όπως ξέρεις, γιά τήν Ελβετία. Θά ήθελα όμως
νά σου πώ κάτι τελευταίο πριν χωριστούμε. Αισθάνομαι πώς
βρίσκομαι μπροστά σ’ ένα είδος διλήμματος. Άπό τή μία νοιά­
ζομαι γιά σένα κι έπιθυμώ νά είσαι καλά, άπό τήν άλλη όμως
μέ βαραίνει ένα νέο πού ένδέχεται νά σέ πονέσει άλλά πού τε­
λικά νομίζω πώς θά σέ οδηγήσει σέ ορισμένες άλήθειες σχε­
τικά μέ τον έαυτό σου ».
((Ώ ς φιλόσοφος μπορώ ν’ άρνηθώ νά διερευνήσω τήν άλή-
θεια ;»
((Δέν περίμενα λιγότερο έντιμη άπάντηση άπό σένα, Α λ-
φρεντ. Εκείνο πού οφείλω νά σου πώ, είναι ότι τά τελευταία
χρόνια, άκόμα καί τον προηγούμενο μήνα, ό άδελφός σου κι
έγώ έχουμε περάσει πολλές ώρες συζητώντας τό γεγονός ότι
ή μητέρα της γιαγιάς σου -ή προγιαγιά σας- ήταν Εβραία. Ό
Ό ιγκεν μου είπε ότι τήν έπισκέφτηκε κάποτε στή Ρωσία καί
ότι, παρόλο πού είχε βαφτιστεί χριστιανή σέ παιδική ήλικία,
παραδεχόταν τήν έβραϊκή της καταγωγή ».
Ό Αλφρεντ σώπαινε καί τό άγριο βλέμμα του ήταν καρ­
φωμένο κάπου μακριά.
((Α λφρεντ;»
((Τό άρνούμαι. Πρόκειται γιά μία πρόστυχη διάδοση πού
κρέμεται πολύ καιρό άπό πάνω μας καί δέν μου άρέσει καθόλου
πού έσύ τήν άναμεταδίδεις. Τό άρνούμαι. Κι οί θείες μου, οί
άδελφές της μητέρας μου, τό άρνούνται. Ό άδελφός μου είναι
ένας τρελός πού βρίσκεται σέ σ ύγχ υση !» Τό πρόσωπο τού
Αλφρεντ είχε άλλοιωθει άπό τήν οργή. Άρνούμενος νά δια­
σταυρώσει τό βλέμμα του μέ τό βλέμμα τού Φρήντριχ πρόσ-
θεσε: « Δέν μπορώ νά φανταστώ γιατί ό Ό ιγκεν άσπάζεται
αύτό τό ψέμα, γιατί τό λέει σέ άλλους καί γιατί έσύ τό λές
σ’ έμένα ».
ΕΣΘΟΝΙΑ - 1918 »51

((Σέ παρακαλώ, Άλφρεντ » είπε ό Φρήντριχ, χαμηλώνον­


τας τή φωνή του, σχεδόν ψιθυρίζοντας. « Θά ήθελα πρώτα να σέ
διαβεβαιώσω πώς τήν πληροφορία αύτή δέν τή διαδίδω. Είσαι
ό μόνος άνθρωπος στον όποιο τήν έχω άναφέρει, κι έτσι θά πα­
ραμείνουν τά πράγματα. Σου τό ορκίζομαι στή γερμανική μου
τιμή. Όσο γιά τό γιατί σου τό άνέφερα - ας τό σκεφτουμε λο­
γικά. Σου είπα δτι βρισκόμουν μπροστά σ’ ένα δίλημμα: Τό νά
σου τό πώ μου φαινόταν οδυνηρό, τό νά μή σου τό πώ δμως μου
φαινόταν χειρότερο. Μπορώ νά προσποιούμαι δτι είμαι φίλος
σου καί νά μή σου τό π ώ ; Μου τό είπε ό άδελφός σου καί φαι­
νόταν νά σχετίζεται μέ τή συζήτησή μας. Οί καλοί φίλοι μπο­
ρούν καί πρέπει νά μιλούν γιά τά πάντα - τό ίδιο κι οί φιλόσο­
φοι άλλωστε. Νιώθεις πολύ μεγάλο μίσος γιά μένα;»
«Έ χ ω έκπλαγεΐ πού μου είπες κάτι τέτοιο ».
Ό Φρήντριχ θυμήθηκε τήν έποπτεία του μέ τον Μπλόιλερ,
ό όποιος τον είχε πολλές φορές συμβουλέψει: « Δέν χρειάζεται
νά λέτε δλα δσα σκέφτεστε, δόκτωρ Πφίστερ. Ή ψυχοθερα­
πεία δέν προορίζεται γιά νά νιώσετε εσείς καλύτερα βγάζοντας
άπό πάνω σας δυσάρεστες σκέψεις. Μάθετε νά τις κρατάτε.
Μάθετε νά είστε ένα δοχείο γιά τις άνυπότακτες σκέψεις. Τό
παν είναι ή σωστή στιγμ ή». Γύρισε στον Άλφρεντ. «Τ ότε
ίσως έσφαλα καί δφειλα νά τό έχω κρατήσει γιά τον έαυτό μου.
Πρέπει νά μάθω πώς ύπάρχουν ορισμένα πράγματα τά όποια
πρέπει νά μείνουν άνείπωτα. Μέ συγχωρεΐς, Άλφρεντ. Σου τό
είπα λόγω της φιλίας μας κι επειδή πιστεύω δτι τό άχαλίνωτο
πάθος σου μπορεί τελικά νά άποβεΐ αύτοκαταστροφικό. Δές
πόσο κοντά έφτασες στο νά σέ διώξουν άπό τό γυμνάσιο. Ή
μελλοντική σου εκπαίδευση, τό πτυχίο σου, τό λαμπρό μέλλον
πού σέ περιμένει θά είχαν δλα θυσιαστεί. Ή θελα νά βοηθήσω
ν'άποφευχθούν άλλα τέτοιου είδους γεγονότα στο μέλλον».
Ό Άλφρεντ δμως δέν έμοιαζε νά έχει πειστεί. ((Θά τό
σκεφτώ. Καί τώρα είναι ή ώρα πού πρέπει νά φύγεις ».
Βγάζοντας ένα διπλωμένο χαρτί άπό τήν τσέπη τού πουκα-
15* ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΓΙΙΝΟΖΑ

μέσου του καί δίνοντάς το στον Άλφρεντ, ό Φρήντριχ είπ ε:


« Ά ν θελήσεις νά μέ ξαναδεϊς για όποιοδήποτε λόγο -ενδεχο­
μένως για νά συνεχίσουμε κάποιο μέρος τής κουβέντας μας,
για νά σέ βοηθήσω νά διαβάσεις τον Σπινόζα, οτιδήποτε- ορί­
στε ή τωρινή μου διεύθυνση στη Ζυρίχη καί ή διεύθυνση έπι-
κοινωνιας μου στο Βερολίνο, δπου θά βρίσκομαι σέ τρεις μήνες
άπό τώρα. Ε λπ ίζω πραγματικά νά ξανασυναντηθούμε,
Άλφρεντ. Auf Wiedersehen ».
Έ πί δεκαπέντε λεπτά ό Άλφρεντ καθόταν σκυθρωπός. Στο
τέλος άδειασε τό ποτήρι του καί σηκώθηκε νά φύγει. Ξεδί­
πλωσε τό χαρτάκι πού τού είχε άφήσει ό Φρήντριχ κι άφού έρι­
ξε μία ματιά στις διευθύνσεις, τό έσκισε στά τέσσερα, τό πέ-
ταξε στο πάτωμα καί βγήκε άπό την μπιραρία. Τή στιγμή πού
έφτανε στην έξοδο όμως σταμάτησε, τό ξανασκέφτηκε, γύρισε
στο τραπέζι του κι έσκυψε νά μαζέψει τά κομματάκια τού σκι­
σμένου χαρτιού.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Δ Ε Κ Α Τ Ο Τ Ρ Ι Τ Ο

ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656

οι άδελφοί Σπινόζα
Γ
ΤΡΩ ΣΤΙΣ ΔΕΚΑ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ
δούλευαν σκληρά στο μαγαζί τους, ό Μπέντο σκούπιζε καί
ό Γκάμπριελ άνοιγε ένα καφάσι ξερά σύκα πού μόλις είχε φτά­
σει. Ή δουλειά τους διακόπηκε, όταν εμφανίστηκαν στην πόρ­
τα ό Φράνκο καί ό Γιάκομπ πού στάθηκαν διστακτικοί, ώσπου
ό Φράνκο είπ ε: « Ά ν ή προσφορά σου ισχύει άκόμα, θά θέλαμε
νά συνεχίσουμε τή συζήτησή μας. Είμαστε διαθέσιμοι όποια-
δήποτε ώρα είναι βολική γιά σένα ».
« Θά χαρώ νά συνεχίσουμε τή συζήτηση » είπε ό Μπέντο,
άλλά στράφηκε στον Γ ιάκομπ καί ρώτησε: « Τό θέλεις κι εσύ,
Γ ιάκομπ;»
«Έ γ ώ έπιθυμώ μόνο 6,τι κάνει καλό στον Φράνκο ».
Ό Μπέντο σκέφτηκε γιά λίγο αύτή την απάντηση καί είπ ε:
« Περιμένετε ένα λεπτό σάς παρακαλώ », καί σέ λίγο, έπειτα
άπό μία ψιθυριστή συνεννόηση με τον άδελφό του στο πίσω μέ­
ρος τού μαγαζιού, άνακοίνωσε: « Είμαι στη διάθεσή σας. Θέ­
λετε νά περπατήσουμε ώς τό σπίτι μου καί νά συνεχίσουμε
εκεί τή μελέτη των γραφώ ν;»
Ή ογκώδης Βίβλος βρισκόταν πάνω στο τραπέζι κι οί κα­
ρέκλες ήταν στην ίδια θέση, σάν ό Μπέντο νά τούς περίμενε.
«Ά πό πού ν’ άρχίσουμε; Τήν περασμένη φορά θίξαμε πολλά
ερωτήματα».
« Θά μάς έλεγες γιά τον Μωυσή 6τι δεν έγραψε αύτός τήν
Τορά» είπε ό Γιάκομπ, μιλώντας πιο ήπια καί πιο συμβιβα­
στικά άπό τήν προηγούμενη μέρα.
«Έ χ ω μελετήσει τό θέμα αύτό πολλά χρόνια καί πιστεύω
53
»54 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

πώς μια προσεκτική καί άνοιχτόμυαλη άνάγνωση των βιβλίων


του Μωυσή προσφέρει πολλά έσωτερικά τεκμήρια ότι είναι
άδύνατο ό συντάκτης τους να ήταν ό Μωυσής ».
«Τ ι είδους έσωτερικά τεκμήρια; Έξήγησέ μου» είπε ό
Φράνκο.
((Στήν ιστορία του Μωυσή υπάρχουν άσυνέχειες* μερικά
μέρη της Τορά άντιφάσκουν μέ άλλα καί πολλά άποσπάσματα
δέν άντέχουν ούτε στήν κοινή λογική. Θά σάς δώσω παραδείγ­
ματα ξεκινώντας άπό ένα πολύ προφανές πού το έχουν έπιση-
μάνει κι άλλοι πριν άπό μένα.
« Ή Τορά δέν περιγράφει μόνο τον τρόπο θανάτου τού Μω­
υσή καί τήν ταφή του, καθώς καί τις τριάντα μέρες πένθους
των Ε βραίων άλλά τον συγκρίνει έπιπλέον μέ όλους τούς
προφήτες πού ήρθαν έπειτα άπ’ αύτόν καί δηλώνει πώς έκεΐνος
τούς ξεπερνούσε δλους. Είναι προφανές δτι ένας άνθρωπος δέν
μπορεί νά γράψει αύτά πού θά συμβούν μετά τό θάνατό του
ούτε μπορεί νά συγκρίνει τον έαυτό του μέ άλλους προφήτες,
οί όποιοι δέν έχουν κάν γεννηθεί στήν εποχή του. Είναι βέβαιο
λοιπόν πώς τό μέρος αύτό τής Τορά δέν γίνεται νά έχει γραφτεί
άπό έκεΐνον. Σ ω στά;»
Ό Φράνκο συμφώνησε. Ό Γιάκομπ σήκωσε τούς ώμους.
« Δείτε κι εδώ ». Ό Μπέντο άνοιξε τή Βίβλο σέ μιά σελίδα ση­
μειωμένη μέ μία κλωστή κι έδειξε ένα άπόσπασμα άπό τό χχϋ
τής Γένεσης. «Βλέπετε έδώ δτι τό Όρος Μόριά ονομάζεται
Όρος τού Θεού. Καί οί ιστορικοί μας πληροφορούν δτι πήρε τό
όνομα αύτό έπειτα άπό τήν οικοδόμηση τού Ναού, πολλούς αιώ­
νες άργότερα άπό τό θάνατο τού Μωυσή. Δές έτούτο τό άπόσπα­
σμα, Γ ιάκομπ: Ό Μωυσής λέει ξεκάθαρα δτι ό Θεός θά έπιλέξει
σέ κάποια μελλοντική στιγμή έναν τόπο, στον όποιο θά δοθεί τό
όνομα αύτό. Νωρίτερα λοιπόν λέει ένα πράγμα καί άργότερα τό
άντίθετό του. Βλέπεις τήν έσωτερική άντίφαση, Φράνκο;»
Καί οί δύο συνομιλητές του συμφώνησαν.
((Μού επιτρέπετε νά σάς παρουσιάσω άλλο ένα παράδειγ­
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 155

μ α ;» ρώτησε ό Μπέντο, άνήσυχος άκόμα άπό τις θυμωμένες


έκρήξεις του Γιάκομπ στήν προηγούμενη συνάντησή τους. Τον
δυσκόλευαν πάντα οί άντιπαραθέσεις, συγχρόνως όμως τον
ένθουσίαζε τό γεγονός ότι επιτέλους μοιραζόταν τις σκέψεις
του μ’ ένα άκροατήριο. Πήρε θάρρος: Ή ξερε τι έπρεπε να κά­
νει - να μιλήσει μέ μετριοπάθεια καί να παρουσιάσει άτράντα-
χτες άποδείξεις. « Τήν εποχή τού Μωυσή οί Εβραίοι γνώριζαν
πέρα άπό κάθε άμφιβολία ποιά έδάφη άνήκαν στή φυλή τού
Ιούδα άλλα είναι βέβαιο ότι δέν τα γνώριζαν μέ τό όνομα
Άργκόμπ ή Χώρα των Γιγάντων, όπως άναφέρονται στή Β ί­
βλο. Μέ άλλα λόγια, ή Τορά χρησιμοποιεί ονόματα πού δέν
έμφανίστηκαν παρά πολλούς αιώνες έπειτα άπό τον Μωυσή ».
Βλέποντας τούς άκροατές του να συγκατανεύουν συνέχισε:
αΤό ίδιο καί στή Γένεση. Ά ς δούμε τό εξής άπόσπασμα». Ό
Μπέντο άνοιξε μία άλλη σελίδα πού είχε σημαδέψει μέ κόκκινη
κλωστή καί διάβασε τό χωρίο στα εβραϊκά γιά τον Γιάκομπ,
((“καί οί Χαναανίτες τον παλιό καιρό βρίσκονταν στή χώρα”.
Αύτό τό χωρίο βέβαια δέν θά μπορούσε νά είχε γραφτεί άπό
τον Μωυσή, έπειδή οί Χαναανίτες διώχτηκαν μετά τό θάνατό
του. Πρέπει νά γράφτηκε οπωσδήποτε άπό κάποιον άλλον πού
άνέτρεχε σ’ έκείνη τήν έποχή, κάποιον πού ήξερε ότι οί Χαναα­
νίτες είχαν έκδιωχθεΐ».
Βλέποντας πώς τό κοινό του τον παρακολουθούσε ό Μπέντο
συνέχισε: «Έ δώ έχουμε ένα άλλο προφανές πρόβλημα. Ό
Μωυσής ύποτίθεται πώς είναι ό συντάκτης, κι όμως τό κείμενο
όχι μόνο μιλά γιά κείνον σέ τρίτο πρόσωπο άλλά μαρτυρεί καί
πολλές λεπτομέρειες πού τόν άφορούν σάν νά προέρχονται άπό
κάποιον τρίτο' γιά παράδειγμα, “ Ό Μωυσής μίλησε μέ τόν
Θεό”* “ Ό Μωυσής ήταν ό πραότερος των άνθρώπων”' όπως
εκείνο τό χωρίο πού άνέφερα χθές, “ Ό Κύριος μίλησε μέ τόν
Μωυσή ένώπιος ένω πίω ”.
»Α ύτά εννοώ έσωτερικές άσυνέχειες. Ή Τορά είναι τόσο
γεμάτη άπ’ αύτές πού είναι πασιφανές, όσο ό ήλιος τό μεσημέ­
ΐ5 & ΤΟ ΙΙΡΟΒΛΗΜΑ l i l i NOZA

ρι, πώς τά βιβλία του Μωυσή είναι άδύνατο να έχουν γραφτεί


άπό τον ίδιο, καί είναι παράλογο να συνεχίζουμε να ισχυριζό­
μαστε πώς ό συντάκτης της ήταν ό ίδιος ό Μωυσής. Παρακο­
λουθείτε τό συλλογισμό μου;»
Ξανά ό Φράνκο καί ό Γιάκομπ συγκατένευσαν.
((Τό ίδιο μπορεί κανείς να πει καί για τό βιβλίο των Κ ριτών.
Κανείς δέν μπορεί να πιστέψει ότι ό κάθε Κριτής έγραψε τό βι­
βλίο που φέρει τό όνομά του. Ό τρόπος με τον όποιο συνδέον­
ται άρκετά βιβλία μεταξύ τους υποδηλώνει ότι έχουν όλα τον
ίδιο συντάκτη ».
« Ά ν είναι έτσι, τότε ποιος τά έγραψε καί π ό τε;» ρώτησε ό
Γ ιάκομπ.
« Στη χρονολόγηση μάς βοηθάνε ορισμένες φράσεις όπως »
-άνοιξε μία σελίδα των Κ ριτώ ν καί τήν έδωσε στον Γ ιάκομπ νά
διαβάσει- « “Τότε δέν υπήρχε Βασιλιάς”. Βλέπεις πώς τό δια­
τυπώνει, Γ ιάκομπ; Αύτό σημαίνει ότι τό συγκεκριμένο κομμά­
τι γράφτηκε έπειτα άπό τήν εγκαθίδρυση της βασιλείας. Ή δι­
κή μου εικασία είναι ότι ένας άπό τούς κυριότερους συγγραφείς
- συμπιλητές τού βιβλίου των Β ασιλειώ ν ήταν ό "ΙμπνΈζρα ».
« Ποιος είναι αύτός;» ρώτησε ό Γιάκομπ.
(('Ένας γραμματέας τού ιερατείου πού έζησε τον 5ο αιώνα
πριν άπό τήν έποχή μας. Εκείνος πού οδήγησε πέντε χιλιάδες
έξόριστους Εβραίους άπό τή Βαβυλώνα πίσω στήν πόλη τους
τήν Ιερουσαλήμ ».
«Κ αί πότε συντέθηκε ολόκληρη ή Β ίβ λος;» ρώτησε ό
Φράνκο.
«Ν ομίζω πώς μπορούμε νά είμαστε βέβαιοι ότι πριν άπό
τήν έποχή των Μακκαβαίων -γύρω στο 200 πριν άπό τήν έπο­
χή μας δηλαδή- δέν ύπήρχε επίσημη συλλογή ιερών βιβλίων
μέ τον τίτλο Τ ανάχ. 1Αύτή μοιάζει νά άποτέλεσε συμπίλημα

1. ’Ονομασία της έβραϊκής Βίβλου άπό τά αρχικά των τριών μερών τη ς:


Τορά ( Πεντάτευχος ), Νεβιίμ ( Προφήτες ), Κετουβίμ ( Γ ραφές ). ( Σ.τ.μ.)
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 157

ένός πλήθους έγγραφων άπό τούς Φαρισαίους τήν έποχή της


άνοικοδόμησης τού Ναού. Κρατήστε λοιπόν στο νού σας πώς
το τί είναι ιερό καί τί δέν είναι δέν καθορίζεται παρά άπό μία
συλλογή άπόψεων ορισμένων άπόλυτα άνθρώπινων ραβίνων
καί γραμματέων, μερικοί άπό τούς όποιους ήταν άνθρωποι
ευλογημένοι καί σοβαροί, ένώ άλλοι μπορεί νά άγωνίζονταν
γιά τό δικό τους προσωπικό στάτους, νά μάχονταν μέ νύχια
καί μέ δόντια νά καταλάβουν θέσεις έξουσίας μέσα στην κοι­
νότητά τους, ή μπορεί νά τούς θέριζε ή πείνα καί νά σκέφτον­
ταν πώς νά έξασφαλίσουν τον έπιούσιο γιά τις γυναίκες τους
καί τά παιδιά τους. Ή Β ίβλος εχει συντεθεί άπό ανθρώ πινα χέ­
ρια. Δέν ύπάρχει άλλη δυνατή εξήγηση γιά τις πολλές της
άντιφάσεις. Κανένας λογικός άνθρωπος δέν μπορεί νά φαντα­
στεί δτι ένας παντογνώστης Θεός τήν έγραψε έτσι σκόπιμα,
γιά νά άντικρούει δποτε τού έρχεται τον ίδιο του τον εαυτό”».
Ό Γιάκομπ, έμφανώς μπερδεμένος, δοκίμασε νά άντιπα-
ρέλθει τό έπιχείρημα τού Μπέντο. «Ό χ ι άναγκαστικά. Δέν
υπάρχουν κάποιοι μορφωμένοι καββαλιστές πού δηλώνουν δτι
ή Τορά περιλαμβάνει σκόπιμα σφάλματα, τά όποια περιέχουν
πολλά κρυφά μυστικά, κι δτι ό Θεός διατήρησε άδιάφθορη κά­
θε λέξη, άκόμα καί κάθε γράμμα τής Βίβλου;»
Ό Μπέντο συμφώνησε. « ’Έ χω μελετήσει τούς καββα-
λιστές καί πιστεύω πώς θέλουν νά έπιβάλουν τήν αίσθηση δτι
είναι οί μόνοι πού κατέχουν τά μυστικά τού Θεού. Στά γραπτά
τους δέν βρίσκω τίποτα πού νά έχει τήν αύρα ένός θεϊκού μυ­
στικού, μόνο παιδιάστικα συναξαρίσματα. Μαζί σας θέλω νά
έξετάσουμε τά λόγια τής ίδιας τής Τορά, δχι τήν έρμηνεία κά­
ποιων έπιτήδειων ».
Έ πειτα άπό μία σύντομη σιωπή ρώτησε: «Έ γινα ν σαφείς
τώρα οί άπόψεις μου γιά τήν πατρότητα των Γ ραφών;»
«Α ύτές σίγουρα» είπε ό Γιάκομπ. « ’'Ισως νά πρέπει νά
προχωρήσουμε σέ άλλα θέματα. Γιά παράδειγμα, θά θελα ν’ ά-
παντήσεις τις ερωτήσεις τού Φράνκο σέ σχέση μέ τά θαύματα.
15 « ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ IIIINOZA

Σέ ρώτησε γιατί ή Βίβλος βρίθει άπό θαύματα κι δμως άπό τό­


τε δεν έχουμε δει κανένα θαύμα να λαβαίνει χώρα. Πές μας, τί
πιστεύεις έσύ για τα θαύματα;»
«Τ α θαύματα υπάρχουν μόνο χάρη στην άνθρώπινη άγνοια.
Στους παλιούς καιρούς κάθε συμβάν πού δεν μπορούσε να εξη­
γηθεί μέ φυσικές αίτιες θεωρούνταν θαύμα, καί δσο μεγαλύτε­
ρη ήταν ή άγνοια των μαζών για τα έργα της Φύσης τόσο με­
γαλύτερος ήταν ό άριθμός των θαυμάτων».
«'Υπάρχουν δμως μεγάλα θαύματα στα όποια παρευρέθη-
καν πλήθη ολόκληρα: ό χωρισμός τής Έρυθράς Θάλασσας για
να περάσει ό Μωυσής, ό ήλιος πού στάθηκε άκίνητος για τον
’Ιησού τού Ναυή ».
«Ό τ ι παρευρέθηκαν πλήθη δέν είναι παρά ένας τρόπος τού
λέγειν, ένα τέχνασμα γιά νά ύποστηρίξει κανείς τήν άλήθεια
άπίστευτων γεγονότων. Στήν περίπτωση των θαυμάτων είμαι
τής άποψης δτι δσο μεγαλύτερο ήταν τό πλήθος πού ισχυρί­
στηκε δτι τό είδε τόσο λιγότερο πιστευτό είναι τό γεγονός ».
((Τότε πώς έξηγεΐς αύτά τά άσυνήθιστα γεγονότα πού συν-
έβησαν άκριβώς τή σωστή στιγμή, δταν οί Εβραίοι διέτρεχαν
θανάσιμο κίνδυνο;»
« Θά ξεκινήσω ύπενθυμίζοντάς σου τις έκατομμύρια στιγ­
μές δπου δέν συμβαίνουν θαύματα, δπου οί πιο ευλαβείς καί δί­
καιοι άνθρωποι διατρέχουν κίνδυνο θανάτου, κραυγάζουν γιά
βοήθεια καί άντί γ ι’ άλλη απάντηση συναντούν τή σιωπή. Έσύ,
Φράνκο, άναφέρθηκες σ’ αύτό στήν πρώτη κιόλας συνάντησή
μας, δταν ρώτησες γιατί δέν έγινε ένα θαύμα γιά νά σωθεί ό
πατέρας σου άπό τήν πυρά. Σ ω στά;»
« Ν αι» συμφώνησε σιγανά ό Φράνκο, ρίχνοντας μία ματιά
στον Γιάκομπ. « Τό είπα καί τό ξαναλέω - πού είχαν χαθεί τά
θαύματα δταν κινδύνευαν οί Εβραίοι τής Πορτογαλίας; Γιατί
ό Θεός σώ παινε;»
(( Πρέπει νά θέτουμε αύτά τά ερωτήματα » τον ένθάρρυνε ό
Μπέντο. « Θά σάς άναφέρω μερικές άκόμα σκέψεις μου γύρω
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 »59

από τά θαύματα. Πρέπει να έχουμε στο νού μας δτι στις άφη-
γήσεις των θαυμάτων υπάρχουν πάντα κάποιες φυσικές συν­
θήκες πού επικρατούσαν έκείνη την ώρα κι οί όποιες παραλει-
πονται. Για παράδειγμα, ή *Έξοδος μάς λέει: “ Ό Μωυσής
άπλωσε τό χέρι του καί οί θάλασσες έπέστρεψαν στή δύναμή
τους”, άργότερα δμως στον ψαλμό τού Μωυσή διαβάζουμε
μια επιπλέον πληροφορία: “Φύσηξες μέ τον άνεμό Σου καί ή
θάλασσα τούς σκέπασε”. Μέ άλλα λόγια, μερικές άφηγήσεις
παραλείπουν τις φυσικές αίτιες, δηλαδή τούς άνέμους. Βλέ­
πουμε λοιπόν δτι οί γραφές άφηγούνται τά θαύματα μέ τον
τρόπο πού έχει τή μεγαλύτερη δύναμη να συγκινήσει τούς άν-
θρώπους, ειδικά τούς άμόρφωτους άνθρώπους καί νά τούς ωθή­
σει στήν άφοσίωση ».
α Κι δτι ό ήλιος στάθηκε άκίνητος γιά τή νίκη τού Ιησού
τού Ναυή; Κι αύτό ήταν μυθοπλασία;» ρώτησε ό Γιάκομπ,
πασχίζοντας νά μείνει ήρεμος.
((Αύτό τό θαύμα είναι τό πιο άδύναμο. Καταρχάς θυμηθείτε
δτι οί άρχαΐοι στο σύνολό τους πίστευαν δτι ό ήλιος κινιόταν
κι δτι ή Γη ήταν άκίνητη. Τώρα γνωρίζουμε δτι ή Γη είναι
έκείνη πού περιστρέφεται γύρω άπό τον ήλιο. Τό σφάλμα αύτό
είναι απόδειξη τού ανθρώπινου νού πού ύπάρχει πίσω άπό τήν
κατασκευή της Βίβλου. Ε πιπλέον, ή συγκεκριμένη μορφή τού
θαύματος διαμορφώθηκε άπό πολιτικά κίνητρα. Ό θεός "Η­
λιος δέν λατρευόταν άπό τούς εχθρούς τού ’Ιησού τού Ναυή;
Επομένως τό θαύμα είναι ένα μήνυμα πού διαλαλεΐ δτι ό Θεός
των Εβραίων ήταν πιο ισχυρός άπό τον Θεό των Ε θνικώ ν».
« Τό εξηγείς θαυμάσια » είπε ό Φράνκο.
« Μήν πιστεύεις δλα δσα λέει, Φράνκο » είπε ό Γ ιάκομπ.
Καί ρώτησε τον Μ πέντο: « Αύτή λοιπόν είναι ή πλήρης εξή­
γηση τού θαύματος πού συναντάμε στον Ίησον του Ν αυή;»
«Μόνο ένα μέρος της. Ή ύπόλοιπη εξήγηση βρίσκεται
στούς ιδιωματισμούς της έποχής. Πολλά άπ’ δσα ονομάζονταν
θαύματα δέν ήταν παρά τρόπος τού λέγειν. Είναι ό τρόπος πού
ιόο ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 11ΙΙΝΟΖΑ

μιλούσαν καί πού έγραφαν οί άνθρωποι έκεΐνα τα χρόνια.


Εκείνο πού πιθανόν να έννοούσε ό συγγραφέας τού βιβλίου τού
Ίησον τον Ναυή, δταν έλεγε δτι ό ήλιος έμεινε ακίνητος, ήταν
ότι ή μέρα της μάχης φαινόταν ατελείωτη. Ό ταν ή Βίβλος λέει
δτι ό Θεός σκλήρυνε τήν καρδιά τού Φαραώ, αυτό δεν σημαίνει
παρά δτι ό Φαραώ πείσμωσε. "Οταν λέει δτι ό Θεός άνοιξε
σχισμή στο βράχο γιά χάρη των Εβραίων κι δτι άπό κεΐ άνά-
βλυσε νερό, δέν σημαίνει παρά μόνο δτι οί Εβραίοι άνακάλυψαν
πηγές καί ικανοποίησαν τή δίψα τους. Στις Γραφές σχεδόν κα­
θετί άσυνήθιστο αποδιδόταν στον Θεό. Ακόμα καί τά δέντρα
πού έχουν άσυνήθιστο ύψος ονομάζονται “δέντρα τού Θεού”».
((Καί τί έχεις νά πεις », ρώτησε ό Γιάκομπ, « γιά τό θαύμα
των Εβραίων πού έπέζησαν, ένώ άλλοι λαοί έξαφανίστηκαν;»
((Δέν βλέπω τίποτα τό θαυμαστό σ’ αύτό, τίποτα πού νά
μήν μπορεί νά έξηγηθεΐ μέ φυσικά αίτια. Οί Εβραίοι έχουν
έπιζήσει άπό τήν έποχή τής Διασποράς, επειδή άρνούνταν
πάντα νά άναμειχθούν μέ τις άλλες κουλτούρες. Παρέμειναν
διαχωρισμένοι χάρη στις περίπλοκες τελετουργίες τους, στούς
διαιτητικούς κανόνες τους καί άπό τό σημάδι τής περιτομής,
τά όποια τηρούν μέ εύλάβεια. Έ τσ ι έπιβιώνουν άλλά μέ ένα
κόστος: Ή πεισματική τους προσκόλληση στή διαφορετικό­
τητα έχει προσελκύσει πάνω τους τό παγκόσμιο μίσος ».
Ό Μπέντο έκανε μία παύση καί βλέποντας τά σοκαρισμένα
πρόσωπα των συνομιλητών του, είπ ε: « Μήπως σάς προκαλώ
δυσπεψία σερβίροντάς σας πολλά δύσκολα πράγματα πού είναι
άδύνατο νά τά καταπιείτε μέσα σέ μία μέρα;»
« Μήν άνησυχεΐς γιά μένα, Μπέντο Σπινόζα » είπε ό Γ ιά­
κομπ. ((Θά ξέρεις σίγουρα δτι άκούω δέν σημαίνει καταπίνω ».
«"Ισως νά κάνω λάθος άλλά έχω τήν έντύπωση δτι τουλά­
χιστον τρεις φορές κούνησες καταφατικά τό κεφάλι στά λόγια
μου. Σωστά κατάλαβα;»
((Έ γώ κυρίως άκούω άλαζονεία. Πιστεύεις δτι έσύ γνωρί­
ζεις περισσότερα άπό άμέτρητες γενιές ραβίνων, περισσότερα
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 l6l

άπό τον Ρασί, τον Γερσωνίδη, περισσότερα άπό τόν Μαϊμο-


νίδη1)).
« Κι όμως συγκατένευσες ».
« "Οταν δείχνεις τεκμήρια, όταν δείχνεις δύο χωρία της Γέ­
νεσης πού άντιφάσκουν μεταξύ τους, αύτό δεν μπορώ να το
άρνηθώ. Καί πάλι όμως είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν έρμηνεΐες
πού ύπερβαίνουν κατά πολύ τή δική σου γνώση. Είμαι βέβαιος
ότι έσύ είσαι αύτός πού κάνει λάθος, οχι ή Τορά ».
« Δεν ύπάρχει άντίφαση στα λόγια σου; Άπό τή μία σέβε­
σαι τις άποδείξεις άλλα συγχρόνως παραμένεις βέβαιος για κά­
τι, για τό όποιο δέν ύπάρχει άπόδειξη ». Ό Μπέντο γύρισε στον
Φράνκο. <(Κι έσύ; Σήμερα ήσουν ασυνήθιστα σιωπηλός. Αί-
σθάνθηκες δυσπεψία;»
«"Οχι, Μπαρούχ, οχι δυσπεψία - σε πειράζει να σέ άπο-
καλώ με τό έβραϊκό σου αντί για τό πορτογαλικό σου όνομα;
Τό προτιμώ. Δέν ξέρω γιατί. "Ισως έπειδή δέν μοιάζεις μέ κα-
νέναν Πορτογάλο πού γνωρίζω. Καθόλου δυσπεψία - τό άντί-
θετο. Πώς να τό π ώ ; Ανακούφιση, νομίζω. Μου άνακουφίζεις
τό στομάχι. Καί τήν ψυχή ».
« Θυμάμαι πόσο φοβισμένος ήσουνα στήν πρώτη μας συνο­
μιλία. Διακινδύνεψες πολλά άποκαλύπτοντας τήν άντίδρασή
σου άπέναντι στις τελετουργίες τόσο της συναγωγής όσο καί
τού καθεδρικού ναού. Τά χαρακτήρισες καί τά δύο σκέτη τρέ­
λα. Τό θυμάσαι;»
<(Πώς νά τό ξεχάσω ; Τό νά ξέρω όμως ότι δέν είμαι μόνος,
ότι κι άλλοι -ειδικά έσύ- μοιράζονται τις δικές μου άνησυχίες,
είναι ένα δώρο πού διατηρεί τήν ψυχική μου ύγεία ».
«Ή άπάντησή σου μού δίνει τή δύναμη νά προχωρήσω πιο *6

1. Ό Ρασί ( 11ος αί.) ήταν σπουδαίος σχολιαστής της έβραϊκής Βίβλου,


6 Γερσωνίδης (14ος αί.) σπουδαίος ταλμουδιστής, φιλόσοφος, μαθημα­
τικός καί αστρονόμος καί ό Μαϊμονίδης ( 12ος αί.) μελετητής της Τορά,
φιλόσοφος καί γιατρός. ( Σ .τ.μ .)
1 02 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙ1ΝΟΖΑ

πέρα καί να σάς διδάξω περισσότερα γύρω από τήν τελετουρ­


γία. Έ χ ω καταλήξει στο συμπέρασμα δτι τα τελετουργικά της
κοινότητάς μας δεν έχουν καμιά σχέση μέ τον θειο νόμο, καμιά
σχέση μέ τήν εύλογία, τήν άρετή καί τήν άγάπη, καί έχουν κυ­
ρίως νά κάνουν μέ τή διατήρηση της άστικής γαλήνης καί τή
διαιώνιση της ραβινικής έξουσίας-»
«Το παρατραβάς γιά άλλη μία φορά» διέκοψε ό Γιάκομπ,
υψώνοντας τή φωνή του. « Δέν έχει δριο ή άλαζονεία σου; Κι
ένας μαθητής σχολείου τό ξέρει δτι οί γραφές διδάσκουν πώς ή
τήρηση τής τελετουργίας είναι 6 νόμος τού Θεού ».
« Διαφωνούμε. Θά σού ξαναπώ, Γιάκομπ, δτι δέν σού ζητώ
νά μέ πιστέψεις: κάνω έκκληση στή λογική σου καί ζητώ
απλώς νά δεις τά λόγια του ιερού βιβλίου μέ τά δικά σου μάτια.
'Υπάρχουν πολλά χωρία στήν Τορά πού μάς προτρέπουν
ν’ άκολουθήσουμε τήν καρδιά μας καί νά μήν παίρνουμε τις τε­
λετουργίες υπερβολικά σοβαρά. ’Άς κοιτάξουμε τόνΉσαία καί
τον Ιερεμία πού διδάσκουν κι οί δύο έντελώς ξεκάθαρα δτι ό
θειος νόμος ύποδηλώνει έναν τρόπο ζωής βασισμένο στήν άλή-
θεια, δχι μία ζωή προσκόλλησης στήν τελετουργία. Ό Ιερε­
μίας μάς λέει ξεκάθαρα ν’ άφήσουμε κατά μέρος τις θυσίες καί
τά συμπόσια καί συνοψίζει ολόκληρο τον θεϊκό νόμο στά έξής
απλά λόγια ». Ό Μπέντο άνοίγει τή Βίβλο σ’ έναν σελιδοδείκτη
στο βιβλίο τού Ιε ρ ε μ ία , καί διαβάζει: <(“ Πάψε νά πράττεις τό
κακό, μάθε νά πράττεις τό καλό’ έπιδίωξε τό δίκαιο, άνακού-
φισε τούς καταπιεσμένους”».
« Λές δηλαδή δτι ό νόμος τών ραβίνων δέν είναι ό νόμος τής
Τορά;» ρώτησε ό Φράνκο.
((Λέω δτι ή Τορά περιέχει δύο είδη νόμων: άπό τή μία τον
ήθικό νόμο κι άπό τήν άλλη καί νόμους πού σχεδιάστηκαν γιά
νά διατηρήσουν τό ’Ισραήλ ένωμένο σάν ένα θεοκρατικό έθνος
διαχωρισμένο άπό τούς γείτονές του. Δυστυχώς οί Φαρισαίοι
στήν άγνοιά τους δέν μπόρεσαν νά κατανοήσουν τή διαφορά
καί πίστεψαν δτι ή ήθική έξαντλούνταν στήν τήρηση τών κρα­
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 163

τικών νόμων, ένώ αύτοί οί νόμοι δεν προορίζονταν παρά για


τήν καλή συμβίωση μέσα στήν κοινότητα. Δεν είχαν στόχο να
διδάξουν τούς Εβραίους, μόνο να τούς κρατήσουν ύπό έλεγχο.
Ανάμεσα στα δύο είδη νόμων υπάρχει μία θεμελιώδης διαφο­
ρά: Ή τήρηση των τελετουργικών νόμων δεν οδηγεί παρά στήν
αστική γαλήνη, ένώ ή τήρηση τού θεϊκού ή τού ήθικοϋ νόμου
οδηγεί στή μακαριότητα ».
α Επομένως », είπε ό Γιάκομπ, « σωστά ακούω; Συμβου­
λεύεις τον Φράνκο νά μήν υπακούει στον τελετουργικό νόμο;
Νά μήν πηγαίνει στή συναγωγή, νά μήν προσεύχεται, νά μήν
τηρεί τούς διατροφικούς νόμους τών Ε βραίω ν;»
« Με παρανόησες » είπε ό Μπέντο, απαντώντας με τις πρόσ­
φατα άποκτημένες γνώσεις του γιά τον Επίκουρο. «Δ εν άρ-
νοϋμαι τή σημασία τής αστικής γαλήνης, αλλά τή διαφορο­
ποιώ από τήν αληθινή μακαριότητα». Ό Μπέντο στράφηκε
τώρα στον Φράνκο: « Ά ν αγαπάς τήν κοινότητά σου, αν έπι-
θυμεΐς νά είσαι μέλος της, άν θέλεις ν’ άναθρέψεις τήν οίκογέ-
νειά σου μέσα της, άν θέλεις νά ζεΐς ανάμεσα στούς όμοιους
σου, τότε πρέπει νά συμμετέχεις μέ εύχαρίστηση στις δραστη-
ριότητές της, στις όποιες συμπεριλαμβάνεται ή τήρηση τών
θρησκευτικών υποχρεώσεων ».
« Είμαι σαφής πλέον;» ρώτησε τον Γ ιάκομπ.
« Έ γώ έκεΐνο πού ακούω νά λες είναι πώς πρέπει ν’ ακολου­
θούμε τόν τελετουργικό νόμο μόνο γιά τις έντυπώσεις, κι 6τι
στήν πραγματικότητα δεν έχει μεγάλη ισχύ, γιατί τό μόνο πού
έχει σημασία είναι έκεΐνος ό άλλος θεϊκός νόμος, τόν όποιο
ακόμα δέν έχεις ορίσει» είπε ό Γ ιάκομπ.
« Μιλώντας γιά θεϊκό νόμο, έννοώ τό υψηλότερο καλό, τήν
άληθινή γνώση τού Θεού καί τής άγάπης ».
<(Αύτή ή άπάντηση είναι πολύ άόριστη. Ποιά είναι ή “αλη­
θινή γνώση” ; »
((Αληθινή γνώση σημαίνει τελειοποίηση τής διάνοιάς μας
πού μάς έπιτρέπει νά γνωρίσουμε πληρέστερα τόν Θεό. Οί
64 ΊΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ LIIINOZA

έβραϊκές κοινότητες έχουν θεσπίσει ποινές για τή μή τήρηση


του τελετουργικού νόμου: τή δημόσια έπίκριση άπό τό έκκλη-
σίασμα καί τον ραβίνο ή, σέ ακραίες περιπτώσεις, τήν έκδίωξη
ή τό χερεμ. Υ πάρχει άραγε ποινή για τή μή τήρηση του θείου
νόμου; Υ πάρχει, μόνο πού δέν είναι μία συγκεκριμένη τιμω ­
ρία, είναι ή άπουσία τού καλού. Α γαπώ πολύ τα λόγια τού Σο-
λομώντα πού λ έει: “ "Οταν μπει ή σοφία στήν καρδιά σου κι ή
γνώση γίνει εύχάριστη για τήν ψυχή σου, τότε θά κατανοήσεις
τή δικαιοσύνη καί τήν κρίση καί τήν ισοτιμία, κάθε καλή
οδό” 1».
Ό Γιάκομπ κούνησε τό κεφάλι. «Α ύτές οί φράσεις πού
άκούγονται τόσο ύψηλές δέν μπορούν να κρύψουν τό γεγονός
6τι έσύ αμφισβητείς τον θεμελιώδη έβραϊκό νόμο. Ό ίδιος ό
Μα'ιμονίδης διδάσκει 6τι όσοι ακολουθούν τις έπιταγές της
Τορά άνταμείβονται άπό τον Θεό μέ μακαριότητα καί εύτυχία
στον έρχόμενο κόσμο. Μέ τα ίδια μου τα αύτιά άκουσα τον ρα­
βίνο Μορτέρα να δηλώνει μέ έμφαση 6τι όποιος άρνεΐται τή
θεϊκή προέλευση της Τορά, θά άποκοπει άπό τήν αιώνια ζωή
στούς κόλπους τού Θεού ».
«Έ γ ώ πάλι ύποστηρίζω 6τι οί φράσεις τού ραβίνου - “ό
μέλλων κόσμος“ καί “ αιώνια ζωή στούς κόλπους τού Θεού”-
είναι λόγια άνθρώπου, οχι Θεού. Α λλωστε τά λόγια αύτά δέν
τά βρίσκεις μέσα στήν Τορά’ είναι φράσεις των ραβίνων πού
έγραψαν σχόλια πάνω στά σχόλια».
« Αρα », έπέμεινε ό Γιάκομπ, « σ’ ακούω λοιπόν ν’ άρνεισαι
τήν ύπαρξη τού μέλλοντος κόσμου;»
« Ό έρχόμενος κόσμος, ή αιώνια ζωή, ή μακάρια μετά θά­
νατον ζωή - έπαναλαμβάνω, ύλες αύτές οί φράσεις είναι έπι-
νόηση των ραβίνων».

1. Παροιμίαι Σολομώντος, 2:9-10: «Τότε συνήσεις δικαιοσύνην καί


κρίμα καί κατορθώσεις πάντας άξονας αγαθούς. ’Εάν γάρ Ιλθη ή σοφία εις
σήν διάνοιαν, ή δέ αίσθησις τη ση ψυχή καλή είναι δόξη». ( Σ.τ.μ.)
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 ι 65

« Άρνεϊσαι », έξακολούθησε ό Γιάκομπ, <(6τι οί δίκαιοι θά


βρουν διαρκή χαρά καί ένωση με τον Θεό καί 6τι οί κακοί θά
διασυρθοΰν καί θά καταδικαστούν σέ αιώνια τιμω ρία;»
« Είναι ένάντια στή λογική νά νομίζουμε 6τι μετά θάνατον
θά έξακολουθήσουμε νά υπάρχουμε 6πως είμαστε σήμερα. Τό
σώμα κι ή ψυχή είναι δύο όψεις του ίδιου άνθρώπου. Ή ψυχή
δέν μπορεί νά διατηρηθεί μετά τό θάνατο τού σώματος ».
« Γνωρίζουμε 6μως », φώναξε σχεδόν ό Γ ιάκομπ, έμφανώς
άναστατωμένος πιά, « 6τι τό σώμα θ’ άναστηθεΐ. Όλοι οί ρα-
βίνοι μάς τό διδάσκουν. Ό Μαϊμονίδης τό είπε καθαρά. Είναι
ένα από τά δεκατρία άρθρα τού έβράικού συμβόλου της πίστε-
ως. Είναι τό θεμέλιο της πίστης μας ».
« Προφανώς, Γ ιάκομπ, δέν είμαι καλός ξεναγός. Νόμιζα ότι
σάς είχα έξηγήσει πλήρως 6τι τέτοια πράγματα είναι αδύνατα,
νά όμως πού έσύ περιφέρεσαι γιά άλλη μία φορά στή χώρα τών
θαυμάτων. Καί πάλι λοιπόν σου θυμίζω 6τι όλες αύτές είναι
γνώμες τών ανθρώπων δέν έχουν καμιά σχέση μέ τούς νόμους
της Φύσης καί τίποτα δέν μπορεί νά συμβει αντίθετα από τούς
σταθερούς νόμους της Φύσης. Ή Φύση, ή οποία είναι άπειρη
καί αιώνια καί έμπεριέχει κάθε ύλη πού ύπάρχει στο Σύμπαν,
δρά σύμφωνα μέ τακτικούς νόμους πού δέν μπορούν νά τούς
έκτοπίσουν κάποια ύπερφυσικά μέσα. Έ να σώμα πού έχει
αποσυντεθεί, πού έχει ξαναγίνει χώμα, δέν μπορεί νά άνασυν-
τεθεΐ. Ή Γένεση τό λέει μέ έξαιρετική σαφήνεια: “Θά τρώς τό
ψωμί σου ώσπου έπιστρέψεις στο χώμα, από τό όποιο προήλ­
θες, έπειδή χώμα είσαι καί στο χώμα θά έπιστρέψεις”» . 1
((Αύτό σημαίνει 8τι ποτέ δέν θά ξανασυναντήσω τον μάρ­
τυρα πατέρα μου;» ρώτησε ό Φράνκο.
<(Κι έγώ λαχταρώ, 6πως έσύ, νά ξαναδώ τον εύλογημένο

1. Γενεσις, 3:19: «Έ ν ίδρώτι τού προσώπου σου φαγη τον άρτον σου,
έως τού άποστρέψαι σε εις γήν γην, έξ ής έλήφθης, 6τι γη εΐ καί εις γην
άπελεύση». ( Σ .τ.μ .)
ι66 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

μου πατέρα. Άλλα οι νόμοι της Φύσης είναι αύτοί πού είναι.
Συμμερίζομαι τή λαχτάρα σου, Φράνκο, κι 6ταν ήμουνα παιδί
πίστευα κι έγώ πώς θά έρθει τό πλήρωμα τού χρόνου καί κά­
ποια μέρα μετά θάνατον θά ξαναβρεθούμε με τον πατέρα μου
καί μέ τή μητέρα μου - παρότι 6ταν έκείνη πέθανε, ήμουνα τό­
σο μικρός πού σχεδόν δέν τή θυμάμαι. Κι 6τι φυσικά κι έκεΐνοι
θά ξαναβρεθούν μέ τούς δικούς τους γονείς καί οί γονείς τους
μέ τούς δικούς τους ώς τό άπειρο ».
((Τώρα 6μως », συνέχισε ό Μπέντο μέ άπαλή φωνή δασκά­
λου, ((έχω παραιτηθεί απ’ αύτές τις παιδιάστικες έλπίδες καί
τις έχω αντικαταστήσει μέ τή βέβαιη γνώση ότι κρατώ τον
πατέρα μου μέσα μου -τό πρόσωπό του, τήν αγάπη του, τή σο­
φία του- καί μ’ αύτόν τον τρόπο είμαι ήδη ένωμένος μαζί του.
Ή εύλογημένη έπανασύνδεση θά πρέπει νά συμβει σ’ αύτή τή
ζωή, γιατί αύτή ή ζωή είναι ή μόνη πού έχουμε. Δέν ύπάρχει
αιώνια μακαριότητα στον έρχόμενο κόσμο, έπειδή δέν ύπάρχει
έρχόμενος κόσμος. Τό καθήκον μας, τό όποιο πιστεύω ότι μάς
διδάσκει ή Τορά, είναι νά κατακτήσουμε τή μακαριότητα bles­
sedness σ’ αύτή τή ζωή, τήν τωρινή, ζώντας τη μέ αγάπη καί
μαθαίνοντας νά άνακαλύπτουμε τον Θεό. Ή αληθινή εύλάβεια
συνίσταται στή δικαιοσύνη, στή φιλανθρωπία καί στήν άγάπη
τού πλησίον ».
Ό Γιάκομπ σηκώθηκε καί παραμέρισε άπότομα τήν καρέ­
κλα του. «Α ρκετά! Ακόυσα αρκετές αιρετικές άπόψεις γιά
σήμερα. Καί γιά 6λη μου τή ζ ω ή ! Φεύγουμε. Έ λα , Φράνκο ».
Καθώς ό Γ ιάκομπ άρπαζε τό χέρι τού Φράνκο, ό Μπέντο
είπ ε : « Ό χι, οχι ακόμα, Γ ιάκομπ, μένει άκόμα ένα σημαντικό
έρώτημα πού άπορώ πώς αμέλησες νά τό θέσεις ».
Ό Γιάκομπ άφησε τό μπράτσο τού Φράνκο καί κοίταξε
έπιφυλακτικά τον Μπέντο. « Ποιο έρώτημα;»
«Ε ίπ α δτι ή Φύση είναι αιώνια, άπειρη, έμπεριέχει κάθε
ύλη καί πώς οτιδήποτε συμβαίνει ακολουθεί τούς δικούς της
νόμους ».
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 ι 67

« Ν αι;» Τό πρόσωπο του Γιάκομπ ήταν αύλακωμένο από


τήν ταραχή καί τήν απορία. « Ποιά είναι ή έρώτηση;»
« Δέν είπα έπίσης δτι καί ό Θεός είναι αιώνιος, άπειρος καί
έμπεριέχει κάθε ύλη;»
Ό Γιάκομπ έγνεψε ναι, έντελώς χαμένος.
α Λές 6τι με παρακολούθησες, λές δτι ακόυσες αρκετά, κι
δμως δέν μου έθεσες τό πιο θεμελιώδες έρώτημα ».
<(Ποιο είναι αύτό τό θεμελιώδες έρώτημα;»
α’Άν ό Θεός καί ή Φύση έχουν τις ίδιες άκριβώς ιδιότητες,
τότε ποιά ή διαφορά άνάμεσά τους;»
« Ε ντά ξει» είπε ό Γιάκομπ. ((Σε ρ ω τώ : Ποιά είναι ή δια­
φορά ανάμεσα στον Θεό καί στη Φύση;»
« Κι έγώ σου δίνω τήν απάντηση πού ήδη γνω ρ ίζεις: Δέν
υπάρχει καμιά διαφορά. Ό Θεός είναι ή Φύση. Ή Φύση είναι
ό Θεός ».
Οί δύο άντρες κοίταξαν διαπεραστικά τον Μπέντο καί χω­
ρίς άλλη λέξη ό Γ ιάκομπ τράβηξε τον Φράνκο νά σηκωθεί καί
τον έσυρε έξω στο δρόμο.
Μόλις χάθηκαν από τά μάτια του, ό Γ ιάκομπ αγκάλιασε
τον Φράνκο. « 'Ωραία, ωραία, Φράνκο, μάς έδωσε άκριβώς δ,τι
χρειαζόμαστε. Καί τον θεωρούσες σοφό; Είναι τόσο ανόη­
τος !»
Ό Φράνκο τραβήχτηκε άπότομα άπό τό άγκάλιασμα τού
Γιάκομπ. «Τ ά πράγματα δέν είναι πάντα δπως φαίνονται.
Τσως νά είσαι έσύ άνόητος πού τον θεωρείς ανόητο ».
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Δ Ε Κ Α Τ Ο Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο

ΜΟΝΑΧΟ - 1918-1919

ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ. Τό νέο κύμα της


Ο ψυχαναλυτικής σκέψης πού άσπαζόταν ό Φρήντριχ συμ­
φωνούσε μέ τον Σπινόζα 8τι το μέλλον καθορίζεται απ’ 8σα
έχουν συμβεΐ στο παρελθόν, από τή σωματική καί ψυχολογική
μας συγκρότηση - τα πάθη μας, τούς φόβους, τούς στόχους
μας* τό ταμπεραμπέντο μας, τήν αγάπη μας για τον έαυτό
μας, τή στάση μας άπέναντι στούς άλλους.
Α ς πάρουμε όμως τον Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ, έναν ξιπα­
σμένο παραλίγο φιλόσοφο πού δέν μπορούσε να συνδεθεί μέ
τούς άλλους, πού δέν μπορούσε ν’ αγαπήσει καί ν’ αγαπηθεί,
πού δέν είχε περιέργεια για τον έαυτό του καί πού, παρά τήν
έντελώς αύθαίρετη αίσθηση πού είχε για τό πρόσωπό του, πε-
ριφερόταν έπί γης μέ ένα σαφές αίσθημα άνωτερότητας. Θά
μπορούσε 6 Φρήντριχ, ή οποιοσδήποτε άλλος μελετητής της
άνθρώπινης φύσης, νά είχε προβλέψει τήν άπότομη άνοδο τού
Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ; Ό χι, ό χαρακτήρας άπό μόνος του δέν
έπαρκεΐ γιά μία προφητεία. 'Υπάρχει ένα άλλο άπρόβλεπτο
πυρηνικό συστατικό. Πώς νά τό χαρακτηρίσουμε; Μοίρα; Τύ­
χη; Ή άπλή καλή τύχη νά βρίσκεται στο σωστό μέρος τή
σωστή σ τιγμ ή ;
Τή σωστή στιγμή, τον Νοέμβριο τού 1918 -ο πόλεμος τε­
λείωνε καί ή Γερμανία τρεκλίζοντας καί θρηνώντας τήν ήττα
της ήταν βουτηγμένη στο χάος καί περίμενε έναν σωτήρα- καί
στο σωστό μέρος, στο Μόναχο. Ό Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ θά
έπαιρνε σέ λίγο τό δρόμο προς έκεΐνο τό έπιλεγμένο μέρος πού
τά στενά του δρομάκια κι οί δημοφιλείς του μπιραρίες έπώα-
168
ΜΟΝΑΧΟ - 1918-1919 169

ζαν ένα βαρυσήμαντο δράμα καί δεν περίμεναν παρά την άφιξη
του άπόλυτα κακοποιού θιάσου πού θά τό ένσάρκωνε.
Ό Άλφρεντ έμεινε γιά πολλές έβδομάδες ακόμα στή Ρεβάλ
πασχίζοντας νά βιοποριστεΐ διδάσκοντας καλλιτεχνικά σε γερ­
μανόφωνα σχολεία. Κάποια στιγμή μάλιστα είχε καί μία
έκπληξη: Κέρδισε ένα μικρό βραβείο γιά δύο άπό τά σχέδιά του
- τά πρώτα καί μοναδικά χρήματα πού θά του άπέφερε ποτέ ή
τέχνη του. Τό έπόμενο βράδυ, έχοντας διάθεση νά τό γιορτά­
σει, μπήκε άσκοπα σέ μία συνέλευση των δημοτών καί στάθη­
κε συνεπαρμένος στο πίσω μέρος τού άκροατηρίου νά παρακο­
λουθεί έναν διαξιφισμό γύρω άπό τό μέλλον τής Εσθονίας.
Ξαφνικά, σάν σέ όνειρο, άνέβηκε παρορμητικά στο βήμα κι
έκανε μία σύντομη παθιασμένη διάλεξη γιά τούς κινδύνους τού
έβραϊκού μπολσεβικισμού πού καραδοκούσαν στή γειτονική
Ρωσία. Ταράχτηκε άραγε, όταν ό Εβραίος ιδιοκτήτης μιας
μεγάλης άποθήκης τον διέκοψε καί οδήγησε μία μεγάλη ομάδα
Εβραίων νά αποχωρήσουν σέ ένδειξη διαμαρτυρίας; Καθόλου.
Τά χείλια του σούφρωσαν σ’ ένα χαμόγελο γεμάτο νόημα, κα­
θώς ήταν άπόλυτα πεπεισμένος πώς ήταν πολύ καλό πού κα­
θάρισε τό άκροατήριό του άπ’ αύτούς. Δέν ήθελε τό κακό τους.
Έ λπ ιζε πώς μπορούσαν νά μείνουν χαρούμενοι στή ζεστασιά
τής δικής τους κουζίνας. Α πλώς ήθελε νά φύγουν άπό τή Ρε­
βάλ. Σιγά σιγά άρχιζαν νά φυτρώνουν μέσα του οί σπόροι μίας
μεγαλειώδους ιδέας: Νά φύγουν οχι μόνο άπό τή Ρεβάλ, οχι
μόνο άπό τήν Εσθονία αλλά άπ’ όλη τήν Εύρώπη. Ή πατρίδα
δέν θά ήταν ασφαλής, δέν θά εύδοκιμούσε παρά μόνο όταν τό
σύνολο τών Εβραίων είχε έγκαταλείψει τήν Εύρώπη.
Μέρα μέ τήν ήμέρα ή άποφασιστικότητά του νά μετανα­
στεύσει στή Γέρμανία μεγάλωνε' δέν θά συνέχιζε νά κατοικεί
σέ μία άσήμαντη χώρα τής περιφέρειας. Ή ’Εσθονία πού άδεια-
ζε πιά άπό τούς Γερμανούς βάδιζε προς ένα άσταθές μέλλον
ώς άδύναμο άνεξάρτητο κράτος ή, ακόμα χειρότερα, προς τήν
άμεση κατάληψη άπό τούς Ρωσοεβραίους μπολσεβίκους. Πώς
170 ΤΟ ΙΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟ/Α

νά φύγει δμω ς; Οί δρόμοι πού οδηγούσαν έξω από τήν Εσθο­


νία ήταν κλεισμένοι, καί δλα τα τρένα είχαν έπιταχθεΐ από τον
στρατό για τούς κατηφεΐς στρατιώτες πού έπέστρεφαν στή
Γερμανία. Παγιδευμένος καί χωρίς κατεύθυνση, ό Άλφρεντ
δέχτηκε τήν πρώτη του έπίσκεψη από τον άγγελο της καλής
τύχης;
Στο καφενείο των έργατών, δπου δειπνούσε συχνά, έπινε
τήν μπίρα του κι έτρωγε λουκάνικα διαβάζοντας τούς Αδελ­
φούς Κ αραμάζοφ . Τό διάβαζε στα ρωσικά άλλα πάνω στο τρα­
πέζι είχε άνοιχτό κι ένα γερμανικό άντίτυπο καί από καιρό σε
καιρό σταματούσε για νά κρίνει πόσο ακριβής ήταν ή μετά­
φραση. Σέ λίγο, ένοχλημένος άπό τήν εύθυμη φασαρία ένός δι­
πλανού τραπεζιού, σηκώθηκε νά ψάξει γιά ένα πιο ήσυχο μέ­
ρος. Καθώς κοιτούσε γύρω του στο καφενείο, τό αύτί του έπια-
σε κατά τύχη μία συζήτηση στά γερμανικά.
«Ν αί, ναί, φεύγω άπό τή Ρεβάλ» έλεγε ένας μεσόκοπος
φούρναρης μέ άσπρη ποδιά σκονισμένη άπ’ τό αλεύρι, ή οποία
πάσχιζε νά καλύψει μία γιγάντια κοιλιά. Χαμογελούσε πλα­
τιά, καθώς άνοιγε ένα μπουκάλι έορταστικού σνάπς γιά τούς
τρεις συντρόφους του, σέρβιρε, ύψωνε τό ποτήρι του πάνω άπ’
τό κεφάλι του κι έκανε τήν πρόποση: « Πίνω σ’ έσάς, γιά νά
σάς άποχαιρετήσω, άγαπημένοι μου φίλοι, κι έλπίζω νά συ­
ναντηθούμε στήν Πατρίδα. Μία φορά έκανα κι έγώ κάτι έξυ­
πνο στή ζωή μου ».
Έ δειξε τό κεφάλι του κι έπειτα τήν κοιλιά του. « Πήγα
στον στρατιωτικό διοικητή δύο φραντζόλες άπ’ τό γερμανικό
μου ψωμί κι άπ’ τό καλύτερο στρούντελ μου μέ σταφίδες καί
μήλα, ζεστό καί τραγανό, μόλις είχε βγει άπ’ τό φούρνο. Ή
όρντινάντσα του είχε πάρει ύφος άγριο κι ήθελε νά μοΰ τά βου-
τήξει, έλεγε πώς θά τά ’δίνε αύτός στον διοικητή, άλλά έγώ
τού πήρα τον άέρα καί τού ύποσχέθηκα πώς θά ξαναγυρίσω σέ
λίγο μ’ ένα στρούντελ γ ι’ αύτόν, πού τό είχα καί ψηνότανε στο
φούρνο μου. Έπέμεινα κιόλας πώς ό διοικητής είχε ζητήσει νά
ΜΟΝΑΧΟ - 1918-1919

τά παραδώσω μόνο στον ίδιο - αύτό τό έπινόησα έκείνη τή


στιγμή. Μπήκα λοιπόν στο γραφείο του διοικητή, του έδειξα
τό δώρο μου καί τον ικέτεψα να μ’ αφήσει να πάω στο Βερολί­
νο. “Θά βρω τον μπελά μου μόλις φύγει ό στρατός” του είπα.
“Οι Έσθονοί θά μ’ άντιμετωπίσουν σάν συνεργάτη τού έχθρού,
έπειδή ψήνω καλό γερμανικό ψωμί καί γλυκά γιά τούς στρα­
τιώτες. Νά, δείτε αύτό τό ψωμί, βαρύ καί τραγανό. Μυρίστε
το. Γευτείτε το”. Έ κοψα μέ τό χέρι ένα κομμάτι καί τού τό
’χωσα στο άνοιχτό του στόμα. Τό μασούσε καί τά μάτια του
έλαμπαν άπ’ τήν άπόλαυση. “ Γιά μυρίστε καί τό στρούντελ”
είπα καί τού τό έβαλα κάτω απ’ τή μύτη. Μύριζε καί ξαναμύ-
ριζε τό άρωμά του. Σέ λίγο σάν νά μέθυσε: τά μάτια του γύρι­
ζαν καί τά πόδια του άρχισαν νά τρέμουν. “ Άνοΐξτε τώρα τό
στόμα νά πάρετε μία γεύση άπό παράδεισο”. Άνοιξε τό στόμα.
Σάν πουλομάνα τό μικρό της, τον τάιζα μπουκίτσες άπ’ τό
στρούντελ, διαλέγοντας τά κομμάτια πού είχαν τις πιο πολλές
σταφίδες, κι έκεινος μασούσε καί βογκούσε άπό ήδονή. “Ναι,
ναι, ναι”, έλεγε καί χωρίς άλλη λέξη έδωσε έντολή νά μού
φτιάξουν μιά άδεια έξόδου γιά Γερμανία. Παίρνω τό τρένο
αύριο τό πρωί καί γ ι’ αύτό σάς καλώ, φίλοι μου, νά έρθετε νά
γευτείτε τό γλύκισμα πού φουσκώνει, δση ώρα μιλάμε, στο
φούρνο μου».
Ό Άλφρεντ στριφογύριζε τρεις μέρες στο μυαλό του τά όσα
είχε άκούσει, ώσπου ένα πρωί ξύπνησε άποφασισμένος νά μι-
μηθεΐ τήν τόλμη τού φούρναρη. Φτάνοντας στο στρατηγείο μέ
τρία άπό τά καλύτερα σχέδια τής Ρεβάλ πού είχε ζωγραφίσει,
είπε κι αύτός, όπως ό φούρναρης, στήν όρντινάντσα 6τι ήθελε
νά παραδώσει τό δώρο άπευθείας στον διοικητή. Ή άντίσταση
τού στρατιώτη διαλύθηκε άμέσως, 6ταν ό Άλφρεντ πρόσφερε
καί σ’ αύτόν ένα άπ’ τά σχέδια. Μπαίνοντας στο γραφείο τού
διοικητή, ό Άλφρεντ τού έτεινε τά σκίτσα του καί είπ ε: « Σας
προσφέρω ένα μικρό ένθύμιο άπό τη διαμονή σας στη Ρεβάλ.
Έ χ ω διδάξει ζωγραφική σέ Γερμανούς καί τώρα τό μόνο πού
172 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

θέλω είναι νά διδάξω τήν τέχνη μου στους κατοίκους τού Βε­
ρολίνου». Ό διοικητής έπιθεώρησε τα έργα τού Άλφρεντ κι
έκανε μία γκριμάτσα προτείνοντας τό κάτω χείλος του, για να
δείξει τήν έκτίμησή του για τα σκίτσα. "Οταν ό Άλφρεντ τού
άνέφερε τήν ομιλία του στή συνέλευση των δημοτών καί τήν
άποχώρηση των Εβραίων άπδ τό άκροατήριο, ό διοικητής έγι­
νε άκόμα πιο θερμός καί είπε άπό μόνος του 6τι ό Άλφρεντ
μπορεί νά μήν είναι καί τόσο άσφαλής στήν Εσθονία, 6ταν
άποχωρήσουν τα γερμανικά στρατεύματα. "Ετσι τού έξασφά-
λισε τήν τελευταία θέση στο τρένο πού έφευγε γιά τό Βερολίνο
τά μεσάνυχτα.
Σπίτι το υ! Ε πιτέλους πήγαινε στο σπίτι, στήν πατρίδα!
"Ενα σπίτι πού ποτέ του δέν τό είχε γνωρίσει. Ή σκέψη αύτή
άπέκλειε κάθε σωματική ένόχληση στή διάρκεια τού πολυήμε­
ρου παγωμένου ταξιδιού μέ τό τρένο προς τό Βερολίνο. Μόλις
έφτασε 6μως, ό ένθουσιασμός του θάμπωσε στή θέα της κατα­
βεβλημένης στρατιωτικής παρέλασης τού ήττημένου γερμα­
νικού στρατού στήν οδό Unter den Linden.1 Σύντομα ό Ά λ­
φρεντ κατάλαβε πώς τό Βερολίνο δέν ήταν τόσο τού γούστου
του κι ένιωσε πιο μόνος άπό ποτέ. Δέν μιλούσε μέ κανέναν στο
σταθμό ύποδοχής προσφύγων δπου κατέλυσε, παρακολου­
θούσε όμως λαίμαργα τις κουβέντες. « Στο Μόναχο!» έλεγαν
τά χείλη όλων. Έ κεΐ βρίσκονταν οί καλλιτέχνες τής πρωτοπο­
ρίας, έκεΐ καί οί άντισημιτικές πολιτικές ομάδες, τό Μόναχο
ήταν έπίσης ό τόπος συνάντησης των ριζοσπαστών Λευκορώ-
σων άντιμπολσεβίκων προπαγανδιστών. Τού ήταν άδύνατο νά
άντισταθει στήν έλξη τού Μονάχου καί πείστηκε 6τι ή μοίρα
του τον περίμενε έκεΐ. Μέσα σέ μία έβδομάδα κανόνισε νά φύ­
γει μ’ ένα φορτηγό πού μετέφερε ζώα.
Καθώς τά χρήματά του άρχιζαν νά έξανεμίζονται, ό Άλ-

1. Ή δημοφιλέστερη οδός του Βερολίνου πού φτάνει ώς τήν πύλη τού


Βραδεμβούργου. Σέ μετάφραση: « Κάτω άπό τις φιλύρες». ( Σ.τ.μ.)
ΜΟΝΑΧΟ - 1918-1919 •73

φρεντ έτρωγε δωρεάν μεσημεριανό καί βραδινό στο κέντρο


προσφύγων του Μονάχου, τό όποιο πρόσφερε μέν ανεκτό φα­
γητό άλλα απαιτούσε κάτι πού έπληττε τήν άξιοπρέπειά του,
να φέρνει τό δικό του κουτάλι. Τό Μόναχο ήταν άνοιχτό, ήλιό-
λουστο, έσφυζε άπό ζωή, είχε ένα πλήθος από γκαλλερί καί
καλλιτέχνες τού δρόμου. Ό Άλφρεντ κοίταζε μέ στενοχώρια
τις άκουαρέλλες τους - ή δουλειά τους ήταν πολύ καλύτερη άπό
τή δική του άλλά δέν πουλούσαν. Κάθε τόσο τον έπιανε ή άγω-
ν ία : Πώς θά ζούσε; Πού θά έβρισκε δουλειά; Τον περισσότερο
καιρό δμως ένιωθε άνέμελος* σίγουρος 6τι βρισκόταν στο σω­
στό μέρος ήξερε 6τι άργά ή γρήγορα τό μέλλον του έπρόκειτο
νά τού άποκαλυφθει. Περιμένοντας νά συμβει αύτό, περνούσε
τις μέρες του σέ γκαλλερί καί σέ βιβλιοθήκες διαβάζοντας οτι­
δήποτε έβρισκε γύρω άπό τήν έβραϊκή ιστορία καί λογοτεχνία.
Έ τσ ι άρχισε νά σχεδιάζει νά γράψει ένα βιβλίο μέ τίτλο Τό
ίχνος τον Ε βραίον.
Τό όνομα τού Σπινόζα έμφανιζόταν κάθε τόσο στά διαβά-
σματά του γιά τήν έβραϊκή ιστορία. Παρότι είχε φύγει άπό τή
Ρεβάλ μέ 6λα του τά ύπάρχοντα σέ μία μόνο βαλίτσα, έξακο-
λουθούσε νά έχει μαζί του τό άντίτυπο τής 9Η θικής, θυμόταν
όμως τή συμβουλή τού Φρήντριχ καί δέν δοκίμαζε νά τό ξανα­
διαβάσει. Αντίθετα έγραψε τό όνομά του στή λίστα άναμονής
τής βιβλιοθήκης γιά νά δανειστεί τό άλλο βιβλίο τού Σπινόζα,
τή Θεολογ ικ ο-π ολ ιτικ η π ρα γμ α τεία .
Καθώς περιφερόταν στούς δρόμους τού Μονάχου προσπα­
θώντας χωρίς έπιτυχία νά πουλήσει στούς περαστικούς μερικά
σκίτσα του, ή καλή του τύχη ξαναχτύπησε, όταν ύψωσε τό
βλέμμα του σ’ ένα κτίριο πού έφερε τήν έπιγραφή: «Έ ν τ ιτ
Σρένκ - Μαθήματα χορού ». Έ ντιτ Σρένκ - αύτό τό όνομα τό
γνώριζε. Ή Έ ντιτ ήταν πριν άπό πολλά χρόνια συμμαθήτρια
τής συζύγου τού Άλφρεντ, μέ τήν όποια είχε πιά άποξενωθει,
τής Χίλντα, σέ μία σχολή χορού στή Μόσχα. Παρότι ό Ά λ-
φρεντ ήταν άπό τή φύση του ντροπαλός καί δέν είχε μιλήσει
174 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ LIIINOZA

σ τή νΈ ντιτ παρά μια ή δύο φορές, λαχταρούσε να δει ένα γνώ ­


ριμο πρόσωπο κι έτσι χτύπησε απαλά στήν πόρτα της. Ή
Έ ντιτ, φορώντας ένα ολόσωμο μαύρο κορμάκι μ’ ένα πολύ
κομψό φουλάρι στο χρώμα τού νερού γύρω άπ’ τό λαιμό της,
τον χαιρέτησε έγκάρδια, τού ζήτησε νά καθίσει, τού πρόσφερε
καφέ καί τον ρώτησε νέα τής Χίλντα, τήν όποια πάντα συμπα­
θούσε. Στή διάρκεια μίας συζήτησης πού κράτησε πολλή ώρα,
ό Άλφρεντ της μίλησε γιά τήν αβεβαιότητά του γιά τό μέλλον,
γιά τό ένδιαφέρον του γιά τό έβρα'ικό ζήτημα καί γιά τις έμπει-
ρίες του από τή ρωσική έπανάσταση. "Οταν άνέφερε ότι είχε
αρχίσει νά γράφει μία προσωπική περιγραφή των κινδύνων
τού έβραϊκού μπολσεβικισμού, ή "Εντιτ άκούμπησε τό χέρι της
στο δικό του.
« Μά τότε, Άλφρεντ, πρέπει νά έπισκεφθεις τον φίλο μου
ΝτήτριχΈκαρτ, τον έκδοτη της εβδομαδιαίας έφημερίδας^α/
gu t D eutsch. "Εχει παρόμοιες απόψεις καί μπορεί νά τον ένδια-
φέρουν οί δικές σου παρατηρήσεις γιά τή ρωσική έπανάσταση.
Όρίστε ή διεύθυνσή του. Ν’ αναφέρεις οπωσδήποτε ότι πηγαί­
νεις έκ μέρους μου ».
Χωρίς αναβολή, ό Άλφρεντ βγήκε απ’ τό σπίτι της καί κα-
τευθύνθηκε σέ μία συνάντηση πού θά τού άλλαζε τή ζωή. Στο
δρόμο προς τό γραφείο τού "Εκαρτ έψαξε σέ δύο περίπτερα νά
βρει τήν έφημερίδα A uf gu t D eutsch άλλά τού είπαν ότι είχε
έξαντληθεΐ. Ανεβαίνοντας προς τό γραφείο τού "Εκαρτ στον
τρίτο όροφο, θυμήθηκε τήν προειδοποίηση τού Φρήντριχ ότι οί
φανατικές παρορμητικές πράξεις θά ήταν ή καταστροφή του.
Πετώντας όμως τή συμβουλή του στούς πέντε άνέμους άνοιξε
τήν πόρτα, συστήθηκε στόν Ντήτριχ "Εκαρτ άναφέροντας τό
όνομα τής "Εντιτ καί πέταξε παρορμητικά: « Μήπως χρειάζε­
στε έναν μαχητή ένάντια στήν ‘Ιερουσαλήμ; Είμαι άφοσιωμέ-
νος καί θά πολεμήσω μέχρι τήν τελευταία ρανίδα τού αίματός
μου ».
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Δ Ε Κ Α Τ Ο Π Ε Μ Π Τ Ο

ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - ΙΟΥΛΙΟΣ 1656

καθώς ό Μπέντο καί ό Γ κάμπριελ


Δ
ΤΟ ΜΕΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ,
άνοιγαν τό μαγαζί τους, ένα αγόρι πού φορούσε καλπάκι
έφτασε τρέχοντας, σταμάτησε λίγο να πάρει άνάσα καί είπ ε:
«Μπέντο, ό ραβίνος θέλει να σου μιλήσει. Τώρα άμέσως. Πε­
ριμένει στη συναγωγή ».
Ό Μπέντο δέν άπόρησε, τό περίμενε 6τι θά τον καλούσαν.
Δέν βιάστηκε να μαζέψει τή σκούπα του, ήπιε τήν τελευταία
γουλιά καφέ πού άπέμενε στο φλιτζάνι του, άποχαιρέτησε
μ’ ένα νεύμα τον Γ κάμπριελ κι άκολούθησε σιωπηλός τό άγόρι
προς τή συναγωγή. Μέ μία έκφραση μεγάλης άνησυχίας στο
πρόσωπο ό Γκάμπριελ βγήκε άπ’ τό μαγαζί καί τούς παρακο­
λούθησε νά χάνονται στο βάθος τού δρόμου.
Στο γραφείο του στον δεύτερο όροφο τής συναγωγής ό ρα­
βίνος Σαούλ Λεβί Μορτέρα, ντυμένος όπως οί εύποροι ’Ολ­
λανδοί άστοί μέ καμηλό παντελόνι καί σακάκι καί δερμάτινα
παπούτσια μέ άσημένιες άγκράφες, χτυπούσε νευρικά τήν πέ­
να του πάνω στο γραφείο περιμένοντας τον Μπαρούχ Σπινόζα.
ΤΗταν ένας ψηλός κι έπιβλητικός έξηντάχρονος άντρας μέ μύτη
σουβλερή, μάτια τρομακτικά, άποφασιστικά χείλη κι ένα κα-
λοκουρεμένο γκρίζο γενάκι. Ό ραβίνος Μορτέρα είχε πολλές
ιδιότητες -έχαιρε μεγάλης έκτίμησης ώς λόγιος, ήταν πολυ-
γραφότατος ώς συγγραφέας, άκατάβλητος μαχητής σέ δια­
νοητικές διαφωνίες, είχε έπιζήσει άπό πικρές μάχες μέ άντα-
γωνιστές ραβίνους, ήταν γενναίος ύπερασπιστής τής ιερότη­
τας τής Τορά-, ύπομονετικός όμως δέν ήταν. Είχε περάσει
σχεδόν μισή ώρα πού είχε στείλει τον άγγελιαφόρο του, ένα
1~5
176 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΓΙΙΝΟΖΑ

αγόρι πού έκπαιδευόταν για τό μ π αρ μ ιτ σ β ά , να φέρει τον ιδιό­


τροπο πρώην μαθητή του.
Έδώ καί τριανταεπτά χρόνια ό Σαούλ Μορτέρα διοικούσε
την έβραϊκή κοινότητα τού Άμστερνταμ σχεδόν σαν βασιλιάς.
Τό 1619 είχε πάρει τό πρώτο του άξίωμα ώς ραβίνος της Μπέθ
Γιακόμπ, της μίας άπό τις τρεις μικρές σεφαραδικές συναγω­
γές της πόλης. "Οταν τό έκκλησίασμά του ένώθηκε μ’ έκεινο
της Νέβε Σαλόμ καί τής Μπέθ Ίσραέλ τό 1639, ό Σαούλ Μορ-
τέρα έπιλέχθηκε άνάμεσα στούς άλλους ύποψήφιους να πάρει
τή θέση τού άρχιραβίνου της νέας συναγωγής Ταλμούδ Τορά.
Πανίσχυρος διαφεντευτής τού παραδοσιακού εβραϊκού νόμου
είχε προστατέψει για δεκαετίες την κοινότητά του άπό τό σκε­
πτικισμό καί τον άντικληρισμό πού έφερνε μαζί του τό κύμα
των Πορτογάλων προσφύγων, πολλοί άπό τούς όποιους είχαν
υποχρεωθεί να άσπαστούν τό Χριστιανισμό, ένώ άνάμεσά τους
λίγοι ήταν έκεΐνοι πού είχαν πάρει παραδοσιακή έβραϊκή
έκπαίδευση στήν παιδική τους ήλικία. Είχε πια κουραστεί -
είναι σκληρή δουλειά να προσπαθείς να έμφυσήσεις σέ ένηλί-
κους τα δόγματα καί τις αρχαίες παραδόσεις. Είχε μάθει εξαι­
ρετικά καλά τό μάθημα πού άντιλαμβάνονται στο τέλος δλοι οί
θρησκευτικοί δάσκαλοι: Τό σημαντικό είναι νά πιάνεις τούς
μαθητές άπό πολύ τρυφερή ήλικία.
Ακούραστος δάσκαλος ό ίδιος, είχε φτιάξει ένα πολύ περιε­
κτικό πρόγραμμα, είχε προσλάβει πολλούς έκπαιδευτές, δίδα­
σκε καθημερινά τήν εβραϊκή γλώσσα, τήν Τορά καί τό Ταλ­
μούδ στούς μεγαλύτερους μαθητές κι έμπαινε σέ ατελείωτους
διαξιφισμούς μέ τούς άλλους ραβίνους, γιά νά ύποστηρίξει τις
δικές του έρμηνεϊες των νόμων τής Τορά. Μία άπό τις πιο δυσ­
άρεστες μάχες του είχε λάβει χώρα πριν άπό δεκατέσσερα χρό­
νια μέ τον βοηθό καί ανταγωνιστή του, τον ραβίνο ’Ισαάκ Ά-
μποάμπ ντέ Φονσέκα, γύρω άπό τό ζήτημα κατά πόσο οί αμε­
τανόητοι άμαρτωλοί Εβραίοι, ακόμα καί οί Εβραίοι πού έξα-
ναγκάστηκαν μέ τήν απειλή τού θανάτου άπό τήν 'Ιερά Έξέ-
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - ΙΟΥΛΙΟΣ 16% 177

τάση νά άσπαστοΰν τό Χριστιανισμό, έπρόκειτο νά ζήσουν


αιώνια στον έρχόμενο κόσμο. Ό ραβίνος Άμποάμπ πού είχε,
δπως πολλά μέλη τού έκκλησιάσματος, έκχριστιανισμένους
συγγενείς, οί όποιοι έξακολουθούσαν νά ζούν στήν Πορτογα­
λία, υποστήριζε 6τι όποιος γεννήθηκε Εβραίος παραμένει γιά
πάντα Εβραίος κι 6τι 6λοι οί Εβραίοι θά μπουν στο τέλος στον
εύλογημένο έρχόμενο κόσμο. Έπέμενε 6τι τό έβραϊκό αίμα
ήταν πολύ άνθεκτικό καί τίποτα δέν μπορούσε νά τό σβήσει,
ούτε κάν ό άσπασμός μίας άλλης θρησκείας. Κατά παράδοξο
τρόπο στήριζε τον ισχυρισμό του στά λόγια της βασίλισσας
’Ισαβέλλας τής ’Ισπανίας, μεγάλης έχθρού των Εβραίων, ή
οποία άναγνώριζε 6τι τό έβραϊκό αίμα ήταν άνεξίτηλο, 6ταν
θέσπισε τούς νόμους «lim piezas d e s a n g r e»> οί όποιοι άπαγό-
ρευαν στούς « Νέους Χριστιανούς » -δηλαδή στούς έκχριστια-
νισμένους Εβραίους- νά κατέχουν σημαντικά πολιτικά καί
στρατιωτικά άξιώματα.
Ή σκληρή στάση τού ραβίνου Μορτέρα έναρμονιζόταν μέ
τό παρουσιαστικό του -ήταν άνυποχώρητη, άσυμβίβαστη,
άνταγωνιστική- καί ό ραβίνος έπέμενε 6τι κάθε άμετανόητος
Εβραίος πού είχε παραβεΐ τον έβραϊκό νόμο θ’ άποκλειόταν
στον αιώνα άπό τον εύλογημένο έρχόμενο κόσμο καί θά τον πε-
ρίμενε αιώνια τιμωρία. Ό νόμος ήταν νόμος καί δέν υπήρχαν
έξαιρέσεις, ούτε κάν γιά τούς Εβραίους έκείνους πού είχαν
καμφθεί υπό τήν άπειλή τού θανάτου άπό την πορτογαλική καί
ισπανική Ιερά Εξέταση. Κάθε Εβραίος πού δέν είχε ύποστεϊ
περιτομή ή παρέβαινε τούς διατροφικούς νόμους ή δέν τηρούσε
τήν άργία τού Σαββάτου, ή όποιονδήποτε άπό τούς μυριάδες
θρησκευτικούς νόμους, ήταν καταδικασμένος στον αιώνα των
αιώνων.
Οί δηλώσεις τού Μορτέρα περί μή συγχώρεσης έξόργισαν
τούς Εβραίους τού Άμστερνταμ, οί όποιοι είχαν έκχριστιανι-
σμένους συγγενείς πού διέμεναν άκόμα στήν Πορτογαλία καί
στήν Ισπανία, έκεϊνος δμως ήταν άνυποχώρητος. Ή διαμάχη
17« ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ 1Ι1ΙΝΟ/Α

πού ακολούθησε ήταν τόσο πικρόχολη καί διαιρετική, πού τα


πιο ήλικιωμένα μέλη τής συναγωγής έκαναν έκκληση στο
συμβούλιο των ραβίνων τής Βενετίας να παρέμβει καί να δώσει
μία οριστική έρμηνεία τού νόμου. Οί ραβίνοι τής Βενετίας
συμφώνησαν απρόθυμα καί άκουσαν τα έπιχειρήματα των
έκπροσώπων, τα όποια κάθε τόσο έκφράζονταν μέ τσυριχτές
φωνές, για κάθε πλευρά τής περίπλοκης διαφωνίας. Δύο ώρες
μελετούσαν τήν άπάντησή τους. Ό κόσμος άγωνιούσε. Τό
δείπνο είχε άναβληθει, καί τέλος πήραν τήν ομόφωνη άπόφαση
να μήν άποφασίσουν: Δέν ήθελαν να ταχθούν μέ κανένα άπό τα
δύο μέρη τής άκανθώδους αύτής διαμάχης, καί ή έτυμηγορία
τους ήταν 6τι τό πρόβλημα πρέπει να λυθεί άπό τήν ίδια τήν
κοινότητα τού Άμστερνταμ.
Ό μω ς ή κοινότητα τού Άμστερνταμ δέν μπορούσε να κα-
ταλήξει σέ μία άπόφαση, καί, για ν’ αποφευχθεί ένα άνεπανόρ-
θωτο σχίσμα, έστειλε έπειγόντως μία δεύτερη άποστολή στή
Βενετία κάνοντας άκόμα πιο έντονη έκκληση για μια έξωθεν
παρέμβαση. Στο τέλος τό συμβούλιο των ραβίνων τής Βενε­
τίας κατέληξε στήν άπόφαση να υποστηρίξει τήν άποψη τού
Σαούλ Μορτέρα ( ό όποιος συμπτωματικά είχε έκπαιδευτεΐ
στή γ ε σ ίμ π α τής Βενετίας ). Ή άποστολή πού έφερε τήν άπό­
φαση των ραβίνων έπέστρεψε άμέσως κι έναν μήνα άργότερα
πολλά μέλη τού έκκλησιάσματος στέκονταν θλιμμένα στο λ ι­
μάνι καί άποχαιρετούσαν τον καταβεβλημένο ραβίνο Άμπο-
άμπ καί τήν οίκογένειά του, καθώς φόρτωναν τά ύπάρχοντά
τους σ’ ένα καράβι πού ξεκινούσε γιά τη Βραζιλία, 6που έκεί-
νος θά άναλάμβανε ραβινικά καθήκοντα στήν άπομακρυσμένη
παραλιακή πόλη Ρεσίφε. Άπό έκείνη τη στιγμή καί πέρα, κα­
νένας ραβίνος τού Άμστερνταμ δέν άμφισβήτησε ποτέ τον ρα­
βίνο Μορτέρα.
Σήμερα ό Σαούλ Μορτέρα άντιμετώπιζε μία κρίση πολύ
πιο έπώδυνη γιά τον ίδιο. Ή διοίκηση τής συναγωγής πού είχε
συγκληθεί τό προηγούμενο βράδυ είχε πάρει μία άπόφαση
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - ΙΟΥΛΙΟΣ 1656 179

σχετικά μέ το πρόβλημα Σπινόζα καί είχε αναθέσει στον ρα-


βίνο να ένημερώσει τον Μπαρούχ για τον άφορισμό του - ό
όποιος θά λάβαινε χώρα στή συναγωγή Ταλμούδ Τορά σέ δύο
ήμέρες. Έ πί σαράντα χρόνια ό πατέρας τού Μπαρούχ, ό Μί-
χαελ Σπινόζα, είχε υπάρξει ένας άπό τούς στενότερους φίλους
καί ύποστηρικτές τού Σαούλ Μορτέρα. Τό όνομα τού Μίχαελ
υπήρχε άνάμεσα στους ύπογράφοντες τό συμβόλαιο γιά τήν
άγορά τής Μπέθ Γιακόμπ καί γιά δεκαετίες στήριζε γενναιό­
δωρα τό ταμείο τής συναγωγής ( τό όποιο πλήρωνε τό μισθό
τού ραβίνου), καθώς καί άλλες άγαθοεργίες τής συναγωγής.
Όλον έκεινο τον καιρό ό Μίχαελ δέν έχανε σχεδόν ούτε μία
συνάντηση τού « Στέμματος τού Νόμου », τής ομάδας μελέτης
ένηλίκων πού είχε ιδρύσει ό ραβίνος Μορτέρα καί πού συναν­
τιόταν στή ραβινική κατοικία καί άμέτρητες φορές ό Μίχαελ,
κατά καιρούς μαζί μέ τον γιο τού Μπαρούχ, τό παιδί-θαύμα,
είχε καθίσει γιά δείπνο στο τραπέζι του, μαζί μέ καμιά σαραν­
ταριά άλλους πιστούς. Ε πιπλέον ό Μίχαελ, άλλά καί ό μεγα­
λύτερος άδελφός του, ό Άμπραχαμ, είχαν θητεύσει πολλές
φορές ώς παρνάς, μέλη τής έπιτροπής διοίκησης, τού άνώτερου
διοικητικού οργάνου τής συναγωγής.
Τώρα όμως ό ραβίνος ήταν μελαγχολικός. Σήμερα, άπό
στιγμή σέ στιγμή -μά πού ήταν τέλος πάντων ό Μπαρούχ
θά έπρεπε ν’ άναγγείλει στον γιο τού φίλου του τή συμφορά πού
τον περίμενε. Ό Σαούλ Μορτέρα είχε πει τήν προσευχή γιά τον
Μπαρούχ τήν ήμέρα τής περιτομής του, είχε έποπτεύσει τήν
τέλεια παρουσία του στο μ π άρ μ ιτσ β ά καί τον είχε παρακολου­
θήσει νά άναπτύσσεται μέσα στά χρόνια. Τί σπάνια ταλέντα
είχε αύτό τό άγόρι, τί μοναδικά χαρίσματα! Δέν ύπήρχε μά­
θημα στήν έκπαίδευσή του πού νά μήν έμοιαζε υπερβολικά
στοιχειώδες γιά κείνον, καθώς ρουφούσε τις πληροφορίες σάν
σφουγγάρι, καί όλοι οί δάσκαλοι τού είχαν άναθέσει έργασίες
σέ πολύ πιο δύσκολα κείμενα, ένώ οί ύπόλοιποι μαθητές άγω-
νίζονταν νά φέρουν σέ πέρας τή βασική έργασία τής τάξης.
ι8 ο ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΠΝΟΖΑ

Μερικές φορές ό ραβίνος Μορτέρα ανησυχούσε 6τι ό φθόνος


των υπόλοιπων μαθητών θά κατέληγε σέ έχθρότητα άπέναν-
τι στον Μπαρούχ. Κάτι τέτοιο δέν συνέβη π ο τέ: Οί ίκανότη-
τές του ήταν τόσο προφανείς, τόσο πολύ έκτος συναγωνισμού,
ώστε πάντα τον έκτιμούσαν καί ζητούσαν τή φιλία του οί
υπόλοιποι μαθητές, οί όποιοι συχνά συμβουλεύονταν έκεινον
άντί γιά τούς δασκάλους τους σέ περίπλοκα μεταφραστικά ή
ερμηνευτικά ζητήματα. Ό ραβίνος Μορτέρα θυμόταν 6τι κι ό
ίδιος ένιωθε δέος μπροστά στον Μπαρούχ. Δέν ήταν λίγες οί
περιπτώσεις πού είχε ζητήσει άπό τον Μίχαελ νά φέρει τον
γιο του στο δείπνο γιά νά τον θαυμάσει κάποιος τιμώμενος
καλεσμένος. Τώρα 6μως, άναστέναξε ό Σαούλ Μορτέρα, ή
χρυσή περίοδος τού Μπαρούχ, πού κράτησε άπό τά τέσσερα
ώς τά δεκατέσσερα χρόνια του, βρισκόταν πολύ πίσω . Τό
αγόρι είχε άλλάξει, είχε πάρει λάθος μονοπάτι* τώρα ολόκλη­
ρη ή κοινότητα άντιμετώπιζε τον κίνδυνο τό παιδί-θαύμα νά
μετατραπεΐ σέ δράκο πού θά καταβρόχθιζε τούς ομοθρήσκους
του.

Ακούστηκαν βήματα στή σκάλα. Ό Μπαρούχ πλησίαζε. Ό


ραβίνος Μορτέρα έμεινε καθισμένος, κι 6ταν ό Μπαρούχ έμφα-
νίστηκε στο άνοιγμα τής πόρτας, δέν στράφηκε προς τό μέρος
του νά τον καλωσορίσει, παρά τού έδειξε ένα χαμηλό καί άβολο
κάθισμα στο πλάι τού γραφείου του καί είπε ξερά: « Κάθισε
έδώ. Έ χ ω ολέθρια νέα νά σού άνακοινώσω, νέα πού θ’ άλλά-
ξουν τή ζωή σου γιά πάντα ». Μιλούσε τά πορτογαλικά λίγο
κοφτά άλλά άρκετά καλά. Παρόλο πού ή καταγωγή του ήταν
άσκενάζι, όχι σεφαραδική, καί παρότι είχε γεννηθεί καί έκπαι-
δευτει στην ’Ιταλία, είχε παντρευτεί μία Εβραία Μαρράνο καί
είχε μάθει νά μιλάει άρκετά καλά τά πορτογαλικά, γιά νά
εκφωνεί έκατοντάδες κηρύγματα τού Σαββάτου σ’ ένα έκκλη-
σίασμα κυρίως πορτογαλικής καταγωγής.
Ό Μπέντο μίλησε χωρίς ταραχή: « Προφανώς αύτό πού
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - ΙΟΥΛΙΟΣ 1656 18 1

έχει συμβεϊ είναι δτι οί π α ρ ν α σ σ ίμ 1άποφάσισαν νά μέ άφορί-


σουν καί σάς δρισαν άρμόδιο νά έκφωνήσετε τό χέρεμ σέ μία
δημόσια τελετή πού θά γίνει τό συντομότερο στη συναγωγή;»
« Αύθάδης δπως πάντα, βλέπω. Θά έπρεπε νά τό έχω συν­
ηθίσει πιά αλλά έξακολουθώ νά έκπλήσσομαι άπό τή μεταμόρ­
φωση ένός σοφού παιδιού σ’ έναν άνόητο ένήλικο. Είναι σω­
στές οί υποθέσεις σου, Μπαρούχ - αύτό άκριβώς μού άνέθεσαν.
Πράγματι μεθαύριο θά ύποστεις χέρεμ καί θά έξοριστεις γιά
πάντα άπό αύτήν έδώ τήν κοινότητα. Διαφωνώ 6μως μέ τήν
έπιπόλαιη χρήση τού ρήματος “συνέβη”. Μή σού γεννιέται ή
έντύπωση δτι τό χέρεμ είναι άπλώς κάτι πού θά σού συμβει.
Κάθε άλλο. Έσύ μέ τις πράξεις σου προκάλεσες τό χέρεμ πού
πέφτει πάνω σου ».
Ό Μπαρούχ άνοιξε τό στόμα ν’ άπαντήσει άλλά ό ραβίνος
βιάστηκε νά συνεχίσει. « Παρ’ δλα αύτά, μπορεί νά μήν έχουν
άκόμα χαθεί τά πάντα. Είμαι άνθρωπος πιστός, καί ή μακρό­
χρονη φιλία μου μέ τον εύλογημένο σου πατέρα προστάζει νά
κάνω 6,τι περνάει άπό τό χέρι μου γιά νά σού προσφέρω προ­
στασία καί καθοδήγηση. Εκείνο πού θέλω αύτή τή στιγμή
είναι μόνο νά καθίσεις καί νά μ’ άκούσεις. Ή μουν δάσκαλός
σου άπό τότε πού ήσουνα πέντε χρόνων παιδάκι καί δέν είσαι
πιά καί τόσο μεγάλος πού νά μήν μπορώ νά σέ διδάξω κάτι
άκόμα. Θέλω νά σού κάνω ένα πολύ ειδικό μάθημα 'Ιστορίας.
«Ά ς πάμε πίσω », άρχισε ό Σαούλ Μορτέρα μέ τήν πιο ρα-
βινική του φωνή, « στήν άρχαία ’Ισπανία, τή χώρα τών προγό­
νων σου. Ξέρεις δτι οί Εβραίοι πρωτοπήγαν στήν ’Ισπανία
πριν άπό χίλια σχεδόν χρόνια, δπου ζούσαν ειρηνικά γιά αιώ­
νες πλάι στούς Μαυριτανούς καί στούς χριστιανούς, παρά τό γε­
γονός δτι παντού άλλού συναντούσαν έχθρική άντιμετώπιση;»
Ό Μπαρούχ συμφώνησε κουρασμένα μέ μία γκριμάτσα
άνυπομονησίας.

1. Πληθυντικός του παρνάς πού σημαίνει έπίτροπος. ( Σ.τ.μ.)


1 82 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΙΠ ΙΝΟ /Α

Ό ραβίνος Μορτέρα το παρατήρησε άλλα τό άφησε άσχο-


λίαστο. «Τον 13ο καί τον 14ο αιώνα ό λαός μας άρχισε να έκ-
διώκεται άπό τη μία χώρα μετά την άλλη, πρώτα άπό την Α γ­
γλία, άπ’ δπου ξεκίνησε ή καταγγελία για τδ καταραμένο
αίμα, δπου μάς κατηγόρησαν δτι φτιάχναμε άζυμα μέ τό αίμα
παιδιών πού δέν ήταν έβραιόπουλα* στη συνέχεια μάς έδιωξε ή
Γαλλία, έπειτα οί πόλεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και της
Σικελίας -γ ια τήν άκρίβεια ολόκληρη ή Δυτική Εύρώπη-
έκτός άπό τήν ’Ισπανία, δπου ή Οοηνίνβηζα έξακολουθούσε καί
οί Εβραίοι, οί χριστιανοί καί οί Μαυριτανοί συνυπήρχαν μέ φι­
λικές σχέσεις. Άλλα ή σταδιακή χριστιανική άνάκτηση της
’Ισπανίας άπό τούς Μαυριτανούς κατακτητές σήμανε τό τέλος
αύτής τής χρυσής περιόδου. Καί γνωρίζεις πώς τελείωσε ή
Οοηνίνβηζα στα 1391;»
« Ναί, γνωρίζω τούς διωγμούς καί τις γενοκτονίες τού 1391
στην Καστίλλη καί στην Άραγονία. Τά γνωρίζω δλ’ αύτά. Καί
τό ξέρετε δτι τά ξέρω. Γιατί μου τά λέτε σήμερα;»
«Τ ό ξέρω πώς πιστεύεις δτι τά ξέρεις. Άλλο δμως νά τά
ξέρεις έπιφανειακά κι άλλο νά τά γνωρίζεις άληθινά, νά τά
γνωρίζεις μέσα στην καρδιά σου. Αύτό τό στάδιο δέν τό έχεις
άκόμα κατακτήσει. Εκείνο πού σου ζητώ τώρα είναι μόνο νά
μ’ άκούσεις. Τίποτ’ άλλο. Σέ λίγο θά τά καταλάβεις δλα.
» ’Εκείνο πού ήταν πραγματικά διαφορετικό τό 1391», συν­
έχισε ό ραβίνος, « ήταν δτι, έπειτα άπό τή γενοκτονία, οί Ε ­
βραίοι άρχισαν, γιά πρώτη φορά στήν 'Ιστορία, νά άσπάζονται
τον Χριστιανισμό - καί μάλιστα μαζικά, κατά χιλιάδες, κατά
μυριάδες. Οί Εβραίοι τής Ισπανίας παραιτήθηκαν. ΤΗταν ά-
δύναμοι. Αποφάσισαν πώς ή Τορά μας -ό άμεσος λόγος τού
Θεού- καί ή κληρονομιά μας πού άριθμούσε τρεις χιλιάδες
χρόνια, δέν άξιζαν τό τίμημα τής συνεχούς καταδίωξης ».
« Αύτοί οί μαζικοί προσηλυτισμοί τών Εβραίων ήταν συν­
ταρακτικής σημασίας- ποτέ ώς τότε στήν Ιστορία έμεΤς οί Ε ­
βραίοι δέν είχαμε παραιτηθεί άπό τήν πίστη μας. Γιά σύγκρινε
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - ΙΟΥΛΙΟΣ 1656 183

αύτή τήν άντιμετώπιση μέ τήν άντίδραση των Εβραίων τό


1096. Τή γνωρίζεις αύτή τή χρονολογία; Ξέρεις σέ τί άναφέ-
ρομαι, Μπαρούχ;»
« Εννοείτε μάλλον τούς Εβραίους πού σφαγιάστηκαν στις
γενοκτονίες πού συνέβησαν στη διάρκεια των σταυροφοριών -
τή γενοκτονία τού 1096 στο Μάιντς ».
« Καί στο Μάιντς καί σέ πολλά άλλα μέρη σέ 6λη τήν περιο­
χή τού Ρήνου. Ναί, σφαγιάστηκαν, καί ξέρεις ποιοι ξεσήκωναν
τούς σφαγιαστές; Οί καλόγεροι! Κάθε φορά πού σφαγιάζονται
Εβραίοι, έπικεφαλής των διωκτών τους είναι πάντα οί άνθρωποι
τού Σταυρού. Ναί, έκεινοι οί έκλεκτοί Εβραίοι τού Μάιντς,
έκεινοι οί ύπέροχοι μάρτυρες, έπέλεξαν τό θάνατο άντί γιά τον
προσηλυτισμό - πολλοί γύμνωσαν οί ίδιοι τό λαιμό τους μπρο­
στά στούς δολοφόνους τους καί πολλοί άλλοι έσφαξαν μόνοι τους
τις οίκογένειές τους, γιά νά μήν πέσουν στο ξίφος τών άπιστων.
Προτίμησαν νά πεθάνουν παρά νά χάσουν τήν πίστη τους ».
Ό Μπέντο τον κοίταζε δύσπιστα. « Καί επικροτείτε κάτι
τέτοιο; Τό θεωρείτε άξιο έγκωμίων νά βάλει κανείς ό ίδιος τέ­
λος στή ζωή του καί μάλιστα νά σκοτώσει τά παιδιά του μέ
σκοπό...»
« Μπαρούχ, αν δέν θεωρείς κανένα σκοπό έπαρκώς ιερό γιά
νά παραιτηθεί κανείς άπό τήν άσήμαντη ζωούλα του, έχεις νά
μάθεις πολλά άκόμα, τώρα όμως δέν ύπάρχει χρόνος νά σού δι­
δάξω τά ζητήματα αύτά. Δέν βρίσκεσαι έδώ σήμερα γιά νά προ­
βάλεις τήν αύθάδειά σου. Θά έχεις άφθονο χρόνο γ ι’ αύτό άργό-
τερα. Είτε τό άντιλαμβάνεσαι είτε δχι, βρίσκεσαι στο μεγάλο
σταυροδρόμι της ζωής σου, κι έγώ προσπαθώ νά σέ βοηθήσω
νά διαλέξεις ποιόν δρόμο θά πάρεις. Θέλω ν’ άκούσεις μέ προ-
σοχή καί χωρίς νά μιλάς δσα θά πώ γιά τον κίνδυνο τον οποίο
διατρέχει σήμερα ολόκληρος ό έβραϊκός μας πολιτισμός ».
Ό Μπέντο κρατούσε ψηλά τό κεφάλι, άνέπνεε χαλαρά καί
παρατηρούσε πώς ή άγρια φωνή τού ραβίνου πού κάποτε τον
τρόμαζε δέν τού προκαλούσε πιά φόβο.
ι 84 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ Σ Ι IINOZA

Ό ραβίνος Μορτέρα πήρε βαθιά άνάσα καί συνέχισε. « Στον


15ο αιώνα συνεχίστηκαν κατά δεκάδες χιλιάδες οί προσηλυτι­
σμοί στην Ισπανία, κάτι πού συνέβη καί σέ μέλη της δικής σου
οικογένειας. Αλλά ή λαιμαργία της Καθολικής Εκκλησίας γιά
αίμα δέν είχε άκόμα ικανοποιηθεί. Ισχυρίστηκαν πώς οί προσ­
ήλυτοι δέν ήταν άρκετά Χριστιανοί, δτι μερικοί άπ’ αύτούς
έξακολουθούσαν νά αισθάνονται μέσα τούς Εβραίοι, καί άπο-
φάσισαν νά στείλουν τούς ιεροεξεταστές νά ξετρυπώσουν κα­
θετί το έβραϊκό. Ρωτούσαν: “Τί κάνατε την Παρασκευή καί
το Σάββατο; ”, “ Ανάβετε κεριά; ”, “ Ποιά μέρα άλλάζετε τά
σεντόνια;”, “ Πώς φτιάχνετε τή σούπα;” Κι αν οί ιεροεξε­
ταστές άνακάλυπταν κανένα ίχνος έβραϊκής νοοτροπίας ή
έβραϊκής συνήθειας ή έβραϊκής μαγειρικής, οί καλοί παπάδες
έκαιγαν έκείνους τούς πρώην Εβραίους ζωντανούς στήν πυρά.
Ούτε τότε δμως πείστηκαν γιά τήν καθαρότητα των προσήλυ­
των. Κάθε ίχνος των Εβραίων έπρεπε νά καθαριστεί. Δέν ήθε­
λαν τά μάτια των προσήλυτων νά πέσουν πάνω σέ κάποιον Ε ­
βραίο πραγματικά πιστό, γιατί φοβούνταν μήν ξυπνήσουν οί
παλιές συνήθειες, κι έτσι τό 1492 έκδίωξαν δλους τούς Εβραί­
ους, έναν προς έναν, άπό τήν Ισπανία. Πολλοί, μεταξύ των
οποίων καί οί πρόγονοί σου, έγκαταστάθηκαν στήν Πορτογα­
λία άλλά κι έκεΐ δέν γνώρισαν παρά μόνο έφήμερη ήρεμία.
Πέντε χρόνια αργότερα ό βασιλιάς τής Πορτογαλίας έπέμεινε
κάθε Εβραίος νά έπιλέξει ή τον προσηλυτισμό ή τήν έξορία.
Καί γ ι’ άλλη μία φορά δεκάδες χιλιάδες έπέλεξαν τον έκχρι-
στιανισμό καί χάθηκαν άπό τήν πίστη μας. Αύτό ήταν τό
ναδίρ τού έβραϊσμού στήν 'Ιστορία, ένα σημείο τόσο χαμηλό,
ώστε πολλοί, κι έγώ άκόμα, πιστεύουμε δτι σημαίνει δτι πλη­
σιάζει ό έρχομός τού Μεσσία. Θυμάσαι πού σού είχα δανείσει
τή μεγάλη μεσσιανική τριλογία τού ’Ισαάκ Άμπραβανέλ \ πού
ύποστηρίζει άκριβώς αύτό;» 1

1. Τριλογία του έπιφανους Εβραίου πού υπήρξε άξιωματούχος τόσο τού


ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - ΙΟΥΛΙΟΣ 1656 >85

« Θυμάμαι δτι 6 Άμπραβανέλ δέν υποστηρίζει μέ λογικά


έπιχειρήματα τό γιατί χρειάζεται οί Εβραίοι να πέσουν πολύ
χαμηλά, για να συμβει αύτό τό μυθικό γεγονός. Δέν έξηγει
ούτε γιατί ένας Θεός παντοδύναμος δέν είναι σέ θέση να προ­
στατέψει τον περιούσιο λαό του καί τον άφήνει να φτάσει
σ’ αύτό τό σημείο, ούτε γ ια τί...»
« Σιωπή. Σήμερα μόνο θ’ άκούς, Μπαρούχ » φώναξε ό ρα-
βίνος. « Γιά μια φορά, ίσως για τελευταία φορά, κάνε αύτό πού
σου λέω. "Οταν σέ ρωτάω κάτι, άπάντησε ναι ή οχι. Λίγα
πράγματα έχω άκόμα να σου πώ. "Ελεγα πώς είχε φτάσει ή
χειρότερη στιγμή στήν ιστορία των Εβραίων. Πού θά έβρι­
σκαν καταφύγιο οί Εβραίοι τού τέλους τού 15ου καί των άρχών
τού 16ου αιώ να; Πού ύπήρχε άσφαλές λιμ ά νι; Μερικοί μετα-
νάστευσαν άνατολικά, στήν Όθωμανική Αύτοκρατορία, ή στο
Λιβόρνο της Ιταλίας, δπου τούς άνέχονταν χάρη στο πολύτιμο
διεθνές έμπορικό δίκτυο πού είχαν αναπτύξει. Καί άργότερα,
μετά τό 1579, δταν οί βόρειες έπαρχίες τής ’Ολλανδίας διακή­
ρυξαν τήν άνεξαρτησία τους άπό τήν Καθολική ’Ισπανία, με­
ρικοί Εβραίοι βρήκαν τρόπο νά φτάσουν έδώ, στο Αμστερ­
νταμ.
» Πώς μάς ύποδέχτηκαν οί ’Ολλανδοί; Πολύ διαφορετικά
απ’ δλο τον ύπόλοιπο κόσμο. "Εδειξαν άπόλυτη άνοχή στο ζή­
τημα τής θρησκείας. Κανείς δέν σέ ρωτούσε γιά τις θρησκευ­
τικές πεποιθήσεις σου. Οί ίδιοι ήταν καλβινιστές άλλά άνα-
γνώριζαν στούς πάντες τό δικαίωμα νά άσκούν τά θρησκευτικά
τους καθήκοντα μέ δποιον τρόπο ήθελαν - μέ έξαίρεση τούς
Καθολικούς. Γ ιά κείνους δέν ύπήρχε μεγάλη άνοχή. Άλλά αύ­
τό δέν άφορά έμάς. Εμάς οχι μόνο δέν μάς καταδίωκαν έδώ
άλλά μάς καλωσόρισαν, έπειδή ή ’Ολλανδία ήθελε νά γίνει ση­

βασιλιά της Πορτογαλίας όσο άργότερα καί της Ισαβέλλας της Ισπανίας,
γραμμένη μέ σκοπό να έμφυσήσει στούς διωκόμενους Εβραίους τήν έλπί-
δα γιά τόν ερχομό ένός Μεσσία. {Σ.τ.μ.)
ι86 ΓΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΙΠΙΝΟΖΑ

μαντικό έμπορικό κέντρο καί ήξεραν δτι οί έμποροι Μαρράνο


μπορούσαν να βοηθήσουν στήν οικοδόμηση αύτοΰ του έμπο-
ρίου. Σέ λίγο δλο καί περισσότεροι μετανάστες έφταναν άπό
την Πορτογαλία, οί όποιοι έχαιραν μιας άνοχής πού έδώ καί
αιώνες δέν τήν είχαν βρει πουθενά άλλου. Κι άλλοι Εβραίοι
άρχισαν να συγκεντρώνονται έδώ : Κύματα φτωχών άσκενάζι
άρχισαν να συρρέουν άπό τή Γερμανία καί τήν Ανατολική
Εύρώπη, για να ξεφύγουν άπό τήν τυφλή βία ένάντια στους
Εβραίους πού επικρατούσε έκεΐ. Φυσικά αύτοί οί Εβραίοι
άσκενάζι δέν είχαν τήν κουλτούρα τών σεφαραδιτών: Δέν είχαν
ούτε εκπαίδευση ούτε γνώριζαν τέχνες καί οί περισσότεροι
έγιναν γυρολόγοι, πωλητές μεταχειρισμένων ρούχων καί μι-
κροέμποροι άλλά καί πάλι έμεΐς τούς καλωσορίσαμε καί τούς
προσφέραμε ελεημοσύνη. Τό ήξερες δτι ό πατέρας σου έκανε
τακτικές καί γενναιόδωρες προσφορές στο κουτί της έλεημο-
σύνης γιά τούς άσκενάζι στή συναγωγή μ α ς;»
Ό Μπαρούχ συμφώνησε σιωπηλά.
« Κι έπειτα άπό λίγα χρόνια », συνέχισε ό ραβίνος Μορτέρα,
« οί Αρχές τού Άμστερνταμ συμβουλευόμενες τον μεγάλο νο­
μικό Γκρότιους άναγνώρισαν επίσημα τό δικαίωμά μας νά
ζούμε στο Άμστερνταμ. Στήν άρχή ήμαστε άτολμοι κι άκο-
λουθούσαμε τις παλιές μας συνήθειες νά μένουμε άθέατοι.
Έ τσ ι δέν σηματοδοτήσαμε έξωτερικά τις τέσσερις συναγωγές
μας άλλά κάναμε τις λειτουργίες καί τις προσευχές μας σέ κτί­
ρια πού έμοιαζαν μέ ιδιωτικές κατοικίες. Μόνο άφού πέρασαν
πολλά χρόνια χωρίς διωγμούς συνειδητοποιήσαμε πραγμα­
τικά δτι μπορούσαμε νά τελούμε άνοιχτά τις λατρευτικές μας
τελετές καί νιώσαμε σιγουριά δτι τό κράτος θά προστάτευε τή
ζωή καί τήν περιουσία μας. Έμεΐς, οί Εβραίοι τού Άμστερ­
νταμ, έχουμε τήν έξαιρετική τύχη νά ζούμε στο μοναδικό μέρος
σ’ ολόκληρο τον κόσμο δπου οί Εβραίοι μπορούν νά είναι έλεύ-
θεροι. Τό κατάλαβες αύτό; Είναι τό μοναδικό μέρος σ' ολόκλη­
ρο τον κόσμο!»
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - ΙΟΥΛΙΟΣ 1656 187

Ό Μπαρούχ στριφογύρισε μέ δυσφορία στο ξύλινο κάθισμά


του κι έγνεψε μηχανικά μέ τό κεφάλι.
«*Υπομονή, υπομονή, Μπαρούχ. Άκου μόνο λίγο άκόμα -
προχωρώ τώρα σέ θέματα πού έχουν άμεση καί έπείγουσα
σχέση μ’ έσένα. Ή έντυπωσιακή μας έλευθερία συνοδεύεται
από ορισμένες υποχρεώσεις πού έχουν διατυπωθεί πολύ συγ­
κεκριμένα άπό τό δημοτικό συμβούλιο τού Άμστερνταμ. Φαν­
τάζομαι πώς τις γνωρίζεις ».
« Να μή δυσφημούμε τή χριστιανική πίστη καί να μή δοκι­
μάσουμε να προσηλυτίσουμε ή να παντρευτούμε χριστιανούς »
άπάντησε ό Μπαρούχ.
« Είναι κι άλλα. Ή μνήμη σου μπορεί να είναι θαυμαστή
άλλα ξεχνάς τις ύπόλοιπες ύποχρεώσεις. Γιατί άραγε; ’Ίσως
έπειδή δέν σέ βολεύει. Θά σού τις θυμίσω εγώ. Ό Γκρότιους
διακήρυξε έπίσης δτι δλοι οί Εβραίοι πού συμπληρώνουν τό
δέκατο τέταρτο έτος της ήλικίας τους οφείλουν νά διακηρύξουν
τήν πίστη τους στον Θεό, τον Μωυσή, τούς Προφήτες καί τή
μετέπειτα ζωή, κι δτι οί θρησκευτικές καί πολιτικές μας άρχές
οφείλουν νά έγγυηθούν, μέ κόστος τήν άπώλεια της έλευθερίας
μας, δτι κανένα μέλος τού έκκλησιάσματός μας δέν θά πει ή θά
κάνει οτιδήποτε πού ν’ άμφισβητει ή νά ύπονομεύει όποιαδή-
ποτε πτυχή τού χριστιανικού δόγματος ».
Ό ραβίνος Μορτέρα έκανε μιά παύση κι έπειτα άρχισε νά
κουνάει τό δάχτυλό του στον Σπινόζα μιλώντας άργά καί μέ
έμφαση. « Αύτό τό τελευταίο σημείο θά ήθελα νά σού τό τονί­
σω, Μπαρούχ - είναι πολύ σημαντικό νά τό συλλάβεις. Ό άθεϊ-
σμός ή 6 εμ π αιγμ ός τον θρησκευτικού νόμον κ αι τής θρησκευ­
τικής εξουσ ία ς-είτε εβραϊκής είτε χ ρ ισ τια νικ ή ς- απαγορεύεται
ρητά. Ά ν δείξουμε στήν πολιτική άρχή των Όλλανδών δτι δέν
μπορούμε νά κυβερνήσουμε τούς έαυτούς μας, τότε χάνουμε
τήν πολύτιμη έλευθερία μας καί γιά άλλη μία φορά θά ύποτα-
χθούμε στις χριστιανικές άρχές ».
Ό ραβίνος Μορτέρα έκανε κι άλλη παύση. «Τελείωσα τό
ι88 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝ Ο /Α

μάθημα Ιστορίας. Ή μεγάλη μου έλπίδα είναι δτι θά καταλά­


βεις πώς έξακολουθούμε να είμαστε ένας λαός ξεχωριστός, δτι
παρότι σήμερα διαθέτουμε σχετική ελευθερία, ποτέ δέν θά
μπορέσουμε νά έχουμε πλήρη αύτονομία. Ακόμα καί σήμερα
δέν είναι εύκολο νά συντηρήσουμε τούς έαυτούς μας σάν έλεύ-
θεροι άνθρωποι, έπειδή τόσα έπαγγέλματα είναι κλειστά γιά
μάς. Αύτό νά τό έχεις στο νού σου, Μπαρούχ, δταν φαντάζεσαι
τή ζωή σου χωρίς την κοινότητά μας. Κάτι τέτοιο μπορεί νά
σημαίνει δτι έπιλέγεις νά πεθάνεις άπό την πείνα».
Ό Μπαρούχ πήγε ν’ άπαντήσει άλλά ό ραβίνος τού έκανε μέ
τό δείκτη τού δεξιού του χεριού νόημα νά σωπάσει. « Είναι καί
κάτι άλλο πού θέλω νά τονίσω. Σήμερα δέχονται έπίθεση τά
ίδια τά θεμέλια της θρησκευτικής μας κουλτούρας. Τά κύματα
των προσφύγων πού συνεχίζουν νά συρρέουν άπό την Πορτο­
γαλία είναι Εβραίοι πού δέν διαθέτουν καμιά έβραϊκή διαπαι­
δαγώγηση. Τούς είχε άπαγορευτεΐ νά μάθουν έβραϊκά* είχαν
ύποχρεωθεί νά μάθουν τό καθολικό δόγμα καί νά λατρεύουν
τον Θεό ώς Καθολικοί. Βρίσκονται στο μεταίχμιο δύο κόσμων
κι ή πίστη τους είναι πολύ έπισφαλής, είτε πρόκειται γιά τό
καθολικό δόγμα είτε γιά τις έβραϊκές τους πεποιθήσεις. Ή δι­
κή μου άποστολή είναι νά τούς σώσω, νά τούς έπαναφέρω στο
σπίτι τους, στις έβραϊκές τους ρίζες. Ή κοινότητά μας εύημε-
ρεί καί άναπτύσσεται: ήδη παράγουμε σοφούς, ποιητές, θεα­
τρικούς συγγράφεις, καββαλιστές, γιατρούς καί τυπογράφους.
Βρισκόμαστε στο κατώφλι μίας μεγάλης άναγέννησης, στην
οποία ύπάρχει θέση γιά σένα. Οί πολλές σου γνώσεις, τό εύ­
στροφο μυαλό σου καί τά χαρίσματα πού διαθέτεις σάν δάσκα­
λος θά μπορούσαν νά βοηθήσουν έξαιρετικά. Ά ν διδάξεις στο
πλάι μου, άν άναλάβεις έσύ τό έργο μου, δταν έγώ δέν θά βρί­
σκομαι πιά σ’ αύτόν τον κόσμο, θά έκπληρώσεις τά όνειρα τού
πατέρα σου γιά σένα - καί τά δικά μου ».
’'Εκπληκτος ό Μπαρούχ κοίταξε τον ραβίνο στά μάτια. « Τί
έννοεΐτε νά δουλέψω στο πλάι σας; Τά λόγια σας μέ παραξε­
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - ΙΟΥΛΙΟΣ 16% ΐ89

νεύουν. Μήν ξεχνάτε δτι έγώ είμαι ένας μαγαζάτορας καί μά­
λιστα υπό καθεστώς χέρεμ».
« Τό χέρεμ δέν είναι άκόμα σίγουρο. Δέν είναι μία πραγμα­
τικότητα, ώσπου να τό άναγγείλω έγώ δημόσια μέσα στη συν­
αγωγή. Ναί, οί π α ρνασσίμ διαθέτουν υπέρτατη έξουσία άλλα
κι έγώ διαθέτω μεγάλη έπιρροή πάνω τους. Δύο Μαρράνος
πού έφτασαν πρόσφατα, ό Φράνκο Μ πενίτεζ καί ό Γιάκομπ
Μεντόζα, έδωσαν χθές στους π α ρνασσίμ τη μαρτυρία τους, μία
μαρτυρία πού σέ βλάπτει πάρα πολύ. Άνέφεραν δτι πιστεύεις
πώς ό Θεός δέν είναι τίποτα περισσότερο άπό τη Φύση καί δτι
δέν ύπάρχει κόσμος μετά θάνατον. Ναί, ήταν πολύ βλαπτικά
δσα είπαν άλλά, μεταξύ μας, έγώ δέν πιστεύω τή μαρτυρία
τους καί γνωρίζω δτι διαστρέβλωσαν τά λόγια σου. Είναι άνί-
ψια τού Ντουάρτε Ροντρίγκες, ό όποιος έξακολουθει νά είναι
έξαγριωμένος μαζί σου πού άπευθύνθηκες στο ολλανδικό δι­
καστήριο γιά ν’ άποφύγεις τό χρέος σου άπέναντί του, καί είμαι
πεπεισμένος πώς έκεινος τούς διέταξε νά ψευδομαρτυρήσουν.
Καί, πίστεψέ με, δέν είμαι ό μόνος πού τό πιστεύει ΐ).
« Δέν είπαν ψέματα, ραβίνε ».
« Σύνελθε, Μπαρούχ. Σέ γνωρίζω άπό τότε πού γεννήθηκες
καί ξέρω πώς κατά καιρούς ένδέχεται κι έσύ νά κάνεις ανόητες
σκέψεις, δπως κι ό καθένας. Σέ ικετεύω : Έ λα νά μελετήσεις
μαζί μου* άσε με νά έξαγνίσω την ψυχή σου. Άκουσέ με. Θά
σου κάνω μία προσφορά πού δέν θά την έκανα σέ κανέναν άλλο
σ’ αύτόν τον κόσμο. Είμαι βέβαιος δτι μπορώ νά σου παρέχω
μία ισόβια σύνταξη πού θά σέ βγάλει γιά πάντα άπό τήν έπι-
χείρησή σου καί θά σου έξασφαλίσει μία πνευματική ζωή. Τό
άκουσες αύτό; Σου προσφέρω τό δώρο μιας ζωής μέσα στή λο­
γιοσύνη, μιας ζωής δπου θά διαβάζεις καί θά στοχάζεσαι. Θά
μπορείς άκόμα καί νά κάνεις απαγορευμένες σκέψεις, άναζη-
τώντας συγχρόνως τεκμήρια άπό τή σοφία τών ραβίνων πού
νά τις έπιβεβαιώνουν ή νά τις καταρρίπτουν. Σκέψου τήν πρό­
τασή μου: μία ζωή ολοκληρωτικής έλευθερίας. Μόνο ένας δρος
ι 9ο ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 1ΠΙΝΟΖΑ

υπάρχει: ή σιωπή. Πρέπει νά δεχτείς νά κρατήσεις για τον ε­


αυτό σου κάθε σκέψη πού μπορεί νά είναι έπιζήμια για τον λαό
μας».
Ό Μπαρούχ ήταν τόσο χαμένος σέ σκέψεις πού έμοιαζε
μαρμαρωμένος. Έ πειτα άπό μία μακριά σιωπή ό ραβίνος είπ ε:
« Τί λές, Μπαρούχ; Τώρα πού είναι ή στιγμή νά μιλήσεις, έσύ
σωπαίνεις ».
« Πάμπολλες φορές », άπάντησε ό Μπαρούχ μέ ήρεμη φω ­
νή, « ό πατέρας μου μου μιλούσε γιά τη φιλία του μαζί σας καί
γιά τή μεγάλη έκτίμηση πού είχε γιά τό πρόσωπό σας. Μου
είχε έπίσης άναφέρει ότι έσεΐς έκτιμούσατε πολύ τό μυαλό μου
- έλεγε πώς μιλούσατε γιά “άπεριόριστη εύφυΐα”. Ή ταν
πράγματι αύτά τά λόγια σ α ς; Σωστά μου τά μετέφερε;»
« ΤΗταν όντως δικά μου λόγια».
« Πιστεύω ότι ό κόσμος καί καθετί μέσα σ’ αύτόν λειτουρ­
γούν σύμφωνα μέ τον φυσικό νόμο καί ότι μπορώ νά χρησιμο­
ποιήσω τήν εύφυΐα μου γιά ν’ άνακαλύψω τή φύση τού Θεού
καί της πραγματικότητας καί τό δρόμο πού οδηγεί σέ μιά ζωή
μακαριότητας, μέ τήν προϋπόθεση νά τή χρησιμοποιώ μέ
ορθολογικό τρόπο. Σάς τό έχω ξαναπει αύτό, έτσι δέν είνα ι;»
Ό ραβίνος Μορτέρα έχωσε τό κεφάλι του στά χέρια του καί
συγκατένευσε.
« Κι όμως σήμερα μού προτείνετε νά ζήσω τή ζωή μου έπι-
βεβαιώνοντας ή άρνούμενος τις άπόψεις μου μέ βάση τή σοφία
τών ραβίνων. Αύτός δέν είναι ούτε ποτέ θά γίνει ό δικός μου
τρόπος. Ή εξουσία τών ραβίνων δέν βασίζεται στήν καθαρό­
τητα της άλήθειας. Στηρίζεται μόνο στις άπόψεις πού έξέφρα-
σαν πολλές γενιές λογίων πού ζούσαν μέσα στή δεισιδαιμονία,
λογίων πού πίστευαν πώς ή Γη είναι έπίπεδη, πώς ό ήλιος πε­
ριστρέφεται γύρω της καί πώς ένας άντρας πού ονομαζόταν
Άδάμ έμφανίστηκε άπό τό πουθενά κι έγινε ό πατέρας τής
άνθρώπινης φυλής ».
« Άρνεΐσαι τή Θεϊκότητα τής Γένεσης;»
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - ΙΟΥΛΙΟΣ 1656 l9 ‘

((Εσείς άρνεΐστε τά τεκμήρια πού άποδεικνύουν δτι υπήρ­


χαν πολιτισμοί πού προηγήθηκαν κατά πολύ των ’Ισραηλιτών;
Στην Κίνα, στην Α ίγυπτο;»
((Τόση βλασφημία. Δέν συνειδητοποιείς πώς βάζεις σέ κίν­
δυνο τή θέση σου στον ερχόμενο κόσμο;»
((Δέν ύπάρχουν ορθολογικές ένδείξεις για την ύπαρξη μετά
θάνατον ζωής ».
Ό ραβίνος Μορτέρα έμοιαζε κεραυνόπληκτος. «Ακριβώς
αύτά άνέφεραν τά άνίψια τού Ντουάρτε Ροντρίγκες δτι είπες.
Είχα πιστέψει δτι ψεύδονταν μέ εντολή τού θείου τους ».
« Πιστεύω δτι δέν μέ άκούσατε ή δέν θέλατε νά μέ άκούσετε
πριν άπό λίγο, δταν είπα δτι δεν είπαν ψέματα, ραβίνε ».
«Κ αί τά ύπόλοιπα γιά τά όποια σέ κατηγόρησαν; "Οτι
άρνεΐσαι τή θεϊκή προέλευση τής Τορά, δτι ή Τορά δέν γρά­
φτηκε άπό τον Μωυσή, δτι ό Θεός ύπάρχει μόνο άπό φιλοσο­
φική άποψη καί δτι ό τελετουργικός νόμος δέν είναι ιερός;»
« Τά άνίψια τού Ροντρίγκες δέν είπαν ψέματα, ραβίνε ».
Ό ραβίνος Μορτέρα κεραυνοβόλησε τον Μπαρούχ μέ τό
βλέμμα, ένώ ή άγωνία του μετατρεπόταν σέ οργή. «Ή καθε­
μιά απ’ αύτές τις κατηγορίες άποτελει άπό μόνη της λόγο γιά
χέρεμ' δλες μαζί αξίζουν τό σκληρότερο χέρεμ πού έχει έπι-
βληθεΐ ποτέ ».
«'Υπήρξατε δάσκαλός μου στά εβραϊκά καί μέ διδάξατε
πολύ καλά. Θά ήθελα νά σάς τό άνταποδώσω συνθέτοντας τό
χέρεμ γιά λογαριασμό σας. Κάποτε μού δείξατε μερικά άπό τά
πιο άπάνθρωπα χέρεμ πού είχε έκδώσει ή κοινότητα τής Βε­
νετίας καί τά θυμάμαι λέξη προς λέξη ».
« Δέν τό είπα, δτι θά έχεις δσο χρόνο θέλεις γιά νά αύθαδιά-
σεις; 'Ορίστε, βλέπω πώς άρχισες κιόλας)). Ό ραβίνος έκανε
μία παύση γιά νά ήρεμήσει. « Θέλεις νά μέ σκοτώσεις. Θέλεις
νά καταστρέψεις ολοκληρωτικά τό έργο μου. Τό ξέρεις δτι τό
έργο τής ζωής μου ήταν ό ζωτικός ρόλος τής μετά θάνατον
ζωής στήν εβραϊκή σκέψη καί στον έβραϊκό πολιτισμό. Ξέρεις
192 ΓΟ IΙΡΟΒΑΗΜΑ ΙΙΙΙΝ Ο /Α

καλά τό βιβλίο μου, *Η επιβ ίω ση τής ψυχής, το όποιο σου είχα


χαρίσει έγώ ό ίδιος στο μ π αρ μ ιτσ β ά σου. Γνωρίζεις τή μεγάλη
μου διαμάχη μέ τον ραβίνο Άμποάμπ γ ι’ αύτό τό ζήτημα καί
τή νίκη μου;»
« Φυσικά ».
« Πολύ έλαφρά τό αψηφάς δλο αύτό. Έ χεις ιδέα τί διακυ-
βευόταν τό τε; Ά ν είχα χάσει έκείνη τή διαμάχη, αν είχε δια­
κηρυχθεί δτι δλοι οί Εβραίοι έχουν ιση αντιμετώπιση στον
έρχόμενο κόσμο κι δτι ή αρετή δέν θά έπιβραβεύεται καί ή πα-
ραβατικότητα δέν θά τιμωρείται, δέν βλέπεις τί έπιπτώσεις θά
είχε κάτι τέτοιο στήν κοινότητά μ α ς; Ά ν οί άνθρωποι έχουν
έξασφαλισμένη τή θέση τους στή μετά θάνατον ζωή, τότε ποιο
κίνητρο υπάρχει γιά νά έπιστρέψουν στον ’Ιουδαϊσμό; Ά ν δέν
υπάρχει τιμωρία γιά τήν αδικία, τότε φαντάζεσαι πώς θά μάς
αντιμετώπιζαν οί ’Ολλανδοί καλβινιστές; Πόσο θά διαρκούσε
ή έλευθερία μ α ς; Νομίζεις δτι έπαιζα κανένα παιδιάστικο παι­
χνίδι ; Σκέψου τί συνέπειες θά είχαν δλ’ αύτά ».
« Ναι, έκείνη ή μεγάλη διαμάχη - τά λόγια σας μόλις απέ­
δειξαν δτι δέν ήταν μία διαμάχη πού άφορούσε τήν πνευματική
άλήθεια. Γ ι’ αύτό προφανώς ή ραβινεία της Βενετίας δυσκο­
λευόταν ν’ άποφασίσει. Καί οί δύο σας ύποστηρίζατε διαφορε­
τικές έκδοχές της μετά θάνατον ζωής γιά λόγους πού δέν έχουν
καμιά σχέση μέ τήν πραγματικότητα τής ζωής μετά τό θάνα­
το. Ε πιχειρείτε νά έλέγξετε τον πληθυσμό μέσα από τήν έξου-
σία τού φόβου καί τής έλπίδας - τά παραδοσιακά δπλα τών
θρησκευτικών ήγετών άνά τούς αιώνες. Έσεϊς, οί ραβινικές
άρχές άπανταχού τής γής, ισχυρίζεστε δτι κρατάτε τά κλειδιά
προς τή μέλλουσα ζωή καί τά χρησιμοποιείτε γιά νά άσκεϊτε
πολιτικό έλεγχο. Ό ραβίνος Άμποάμπ, άπό τήν άλλη, ύποστή-
ριξε μία άλλη θέση γιά νά άπαντήσει στήν άγωνία τού έκκλη-
σιάσματός του πού ήθελε νά προσφέρει βοήθεια στούς έκχρι-
στιανισμένους συγγενείς του. Δέν ήταν μία πνευματική δια­
φωνία. ΤΗταν μία πολιτική διαμάχη μασκαρεμένη σέ θρησκευ-
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - ΙΟΥΛΙΟΣ 1656 193

τική. Κανείς άπό τούς δύο σας δέν παρείχε καμιά απόδειξη δτι
ό έρχόμενος κόσμος υπάρχει, είτε ορθολογική απόδειξη είτε
πού να προκύπτει έστω άπό τα λόγια της Τορά. Σάς διαβεβαι-
ώνω 6τι κάτι τέτοιο δέν ύπάρχει βέβαια μέσα στήν Τορά, καί
τό ξέρετε ».
« Είναι φανερό δτι δέν άφομοίωσες δσα είπα για τήν εύθύνη
μου άπέναντι στον Θεό καί άπέναντι στήν έπιβίωση τού λαού
μας » είπε ό ραβίνος Μορτέρα.
« Πολλά άπ’ δσα κάνουν οί θρησκευτικοί ήγέτες δέν έχουν
μεγάλη σχέση μέ τον Θεό» άπάντησε ό Μπέντο. «Τ ήν περα­
σμένη χρονιά ρίξατε άνάθεμα σ’ έναν άντρα πού άγόραζε κρέας
άπό έναν κασέρι χασάπη πού ήταν άσκενάζι άντί νά πάει σέ σε-
φαραδίτη. Αύτό πιστεύετε πώς έχει τήν παραμικρή σχέση μέ
τον Θεό;»
«Ή τα ν ένα σύντομο χερεμ πολύ έποικοδομητικό ώς προς
τή σπουδαιότητα πού έχει ή συνοχή τής κοινότητας ».
« Καί τόν περασμένο μήνα έμαθα δτι είπατε σέ μία γυναίκα
πού έρχόταν άπό ένα μικρό χωριό, τό όποιο δέν διέθετε έβραϊκό
φούρνο, δτι μπορούσε νά άγοράζει ψωμί άπό φούρνο Ε θνικών,
μέ τόν δρο δτι θά έριχνε ή ίδια ένα κομμάτι ξύλο στο φούρνο
τους γιά νά συμμετέχει στο ψήσιμο ».
«Ή ρθε σ’ έμένα άπελπισμένη καί φεύγοντας ήταν μία γυ­
ναίκα άνακουφισμένη καί εύτυχής ».
«Φεύγοντας ήταν μία γυναίκα μέ μυαλό άκόμα πιο συρρι-
κνωμένο άπό πριν, μία γυναίκα άκόμα λιγότερο ικανή νά σκε-
φτει άπό μόνη της καί νά άναπτύξει τις ορθολογικές της ικανό­
τητες. Ακριβώς αύτό είναι τό έπιχείρημά μου: Οί θρησκευ­
τικές άρχές, δποια θρησκεία κι αν έκπροσωπούν, πασχίζουν νά
παρεμποδίσουν τήν άνάπτυξη τών ορθολογικών μας ικανοτή­
των )).1

1. Πού πουλούσε κρέας «kosher», δηλαδή καθαρό, σύμφωνα μέ τις


έβραϊκές έντολές. (Σ .τ.μ.)
194 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΜΙΝΟ/.Λ

« Ά ν νομίζεις πώς ό λαός μας μπορεί να έπιζήσει χωρίς


έλεγχο καί έξουσία, είσαι ήλίθιος».
« Πιστεύω 6τι οί θρησκευτικοί ήγέτες χάνουν τήν ίδια τους
τήν πνευματική κατεύθυνση, 6ταν ανακατεύονται στις υποθέ­
σεις τού πολιτικού κράτους. Ή δική σας έξουσία ή συμβουλευ­
τική λειτουργία θά έπρεπε να περιορίζεται σε συμβουλές πού
άφορούν τήν πνευματική εύλάβεια».
« Στις υποθέσεις τού πολιτικού κράτους; Δέν έχεις κατα­
λάβει τί συνέβη στήν ’Ισπανία καί στήν Πορτογαλία;»
« Αύτό άκριβώς έννοώ: Ε κείνες ήταν δύο θεοκρατικές χώ­
ρες. Ή θρησκεία καί ή πολιτεία πρέπει να είναι διαχωρισμένες.
Ό καλύτερος ήγέτης πού μπορώ να φανταστώ θά ήταν ένας
ήγέτης πού έχει έκλεγεϊ μέ έλεύθερες έκλογές, τού όποιου οί
έξουσίες θά περιορίζονται άπό ένα συμβούλιο πού θά εκλέγε­
ται άνεξάρτητα, καί ό όποιος θά δρά σύμφωνα μέ τις έπιταγές
τής δημόσιας ειρήνης καί ασφάλειας καί της κοινωνικής εύμά-
ρειας )>.
« Μπαρούχ, μόλις κατάφερες νά μέ πείσεις πώς θά ζήσεις
μία μοναχική ζωή καί πώς τό μέλλον σου δέν θά περιλαμβάνει
μόνο τή βλασφημία άλλά καί τήν προδοσία. Φύγε ».
Άκούγοντας τά βήματα τού Σπινόζα νά άντηχούν στά σκα­
λιά ό ραβίνος Μορτέρα κοίταξε ψηλά καί μουρμούρισε: « Μί-
χαελ, φίλε μου, έκανα 6,τι μπορούσα γιά τον γιο σου. Έ χ ω
πολλές άλλες ψυχές νά προστατέψω ».
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Δ Ε Κ Α Τ Ο Ε Κ Τ Ο

ΜΟΝΑΧΟ - 1919

: 'Ένας κακοντυμένος, άνεργος,


Φ
ΑΝΤΑΣΤΕΙΤΕ ΤΗ ΣΚΗΝΗ
παντελώς άγνωστος νεαρός μετανάστης, μ’ ένα κουτάλι
της σούπας στήν τσέπη τού σακακιού του, εισβάλλει στο γρα­
φείο ένός πασίγνωστου δημοσιογράφου, ποιητή καί πολιτικού
καί λέει:« Μήπως χρειάζεστε ένα μαχητή ένάντια στήν Ιερου­
σαλήμ ;»
Σίγουρα δέν είναι εύοίωνη άρχή για μια έπαγγελματική συν­
έντευξη ! 'Οποιοσδήποτε υπεύθυνος καί καλλιεργημένος άρχι-
συντάκτης θά άπέρριπτε άμέσως τον εισβολέα ώς άνώριμο,
άλλόκοτο καί πιθανόν έπικίνδυνο. Νά 6μως πού δέν συνέβη κά­
τι τέτοιο - βρισκόμαστε στο Μόναχο τό 1919, καί ο Ντήτριχ
Έ καρτ ένδιαφέρθηκε για τα ωραία λόγια τού νεαρού.
« Ωραία λοιπόν, νεαρέ πολεμιστή, δείξε μου τα όπλα σου ».
«Ή σκέψη μου είναι τό τόξο μου καί ό λόγος μου είνα ι...»,
βγάζοντας τό μολύβι του άπό τήν τσέπη καί κουνώντας το
στον άέρα, ό Άλφρεντ φώ ναξε: « Καί ό λόγος μου είναι τα βέλη
μου!))
«Καλά τά είπες, νεαρέ μαχητή. Τώρα έξιστόρησέ μου τά
κατορθώματά σου, τις έπιθέσεις σου ένάντια στήν 'Ιερουσα­
λήμ ».
*0 Άλφρεντ έτρεμε άπό ένθουσιασμό, καθώς διηγιόταν τά
όσα είχε κάνει ένάντια στους ’Ισραηλίτες: τή σχεδόν ολοκλη­
ρωτική άπομνημόνευση τού βιβλίου τού Χιούστον Στιούαρτ
Τσάμπερλαιν, τον προεκλογικό του λόγο στά δεκαέξι του χρό­
νια, τήν άντιπαράθεσή του μέ τον ένδεχομένως έβραϊκής κα­
ταγωγής διευθυντή Έ πσταϊν ( παρέλειψε βέβαια ν’ άναφέρει
'95
ig6 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

τον Σ πινόζα), τήν απέχθειά του στή θέα της έβραϊο-μπολσε-


βικικής έπανάστασης, τον πρόσφατο άντιεβραϊκό λόγο του που
ξεσήκωσε τον κόσμο στή δημοτική συνέλευση της Ρεβάλ, τα
σχέδιά του νά καταγράψει ώς αύτόπτης μάρτυρας τήν έπανά-
σταση των Εβραίων μπολσεβίκων, τήν ιστορική του ερευνά
για τήν άπειλή πού συνιστά τό έβραϊκό αίμα.
«Ε ξαιρετική άρχή. Μόνο άρχή όμως. Χρειάζεται τώρα νά
έλέγξουμε τί διαμετρήματος είναι τα όπλα σου. Θέλω νά μου
φέρεις μέσα σε είκοσιτέσσερις ώρες χίλιες λέξεις μέ τή μαρτυ­
ρία σου για τήν έπανάσταση των μπολσεβίκων, καί θά δούμε
αν άξίζει νά δημοσιευτεί».
Ό Άλφρεντ δέν έκανε καμιά κίνηση νά φύγει. Ξανακοίταξε
τον ΝτήτριχΈκαρτ, έναν έπιβλητικό άντρα μέ άτριχο κεφάλι,
γυαλιά μέ σκούρο σκελετό πού έκρυβαν δύο γαλάζια μάτια, μέ
κοντή άλλα σαρκώδη μύτη κι ένα φαρδύ καί μάλλον μοχθηρό
σαγόνι.
((Σέ είκοσιτέσσερις ώρες, νεαρέ. Καιρός ν’ άρχίσεις».
Ό Άλφρεντ κοίταξε γύρω του άπρόθυμος νά φύγει άπό τό
γραφείο τούΈ καρτ. ’Έ πειτα είπε μέ συστολή:« Μήπως ύπάρ-
χει κάποιο γραφείο, κάποια γω νιά καί λίγο χαρτί νά χρησιμο­
ποιήσω ; Δέν έχω άλλο χώρο άπό τή δημοτική βιβλιοθήκη, κι
είναι γεμάτη μέ άγράμματους πρόσφυγες πού προσπαθούν νά
ζεσταθούν».
Ό ΝτήτριχΈ καρτ έκανε νόημα στή γραμματέα του. (( Πή­
γαινε αύτόν τον ύποψήφιο στο πίσω γραφείο. Δώσ’ του χαρτί
καί τό κλειδί». Στον Ά λφρεντ είπε: ((Δέν είναι πολύ ζεστό
άλλά είναι ήσυχο κι έχει χωριστή είσοδο, έτσι μπορείς νά δου­
λέψεις καί τή νύχτα, άν χρειαστεί. Auf Wiedersehen, θά τά
πούμε αύριο τήν ίδια ώρα άκριβώς ».
Ό δημοσιογράφος άνέβασε τά πόδια στο γραφείο του,
έσβησε τό πούρο του στο τασάκι, τέντωσε τήν πλάτη στήν πο­
λυθρόνα του κι έτοιμάστηκε νά πάρει έναν σύντομο ύπνάκο.
Παρόλο πού μόλις είχε κλείσει τά πενήντα, δέν είχε φερθεί
ΜΟΝΑΧΟ - 1919 197

καλά στο σώμα του, καί ή σάρκα του είχε ανάγκη άπό καλή
μεταχείριση. Γεννημένος σέ πλούσια οικογένεια, γιός ένός άπό
τούς συμβολαιογράφους καί δικηγόρους τού βασιλιά, είχε χά­
σει τή μητέρα του όταν ήταν παιδί καί τον πατέρα του λίγα
χρόνια άργότερα. Πρός τό τέλος της έφηβείας του είχε κυλήσει
σέ μία μποέμικη ζωή βουτηγμένη στά ναρκωτικά, τά όποια σέ
λίγο έξάντλησαν τήν περιουσία πού τού είχε άφήσει ό πατέρας
του. ’Έ πειτα άπό μία σειρά άποτυχημένες άπόπειρες στήν τέ­
χνη καί σέ κάποια ριζοσπαστικά πολιτικά κινήματα κι ύστερα
άπό έναν χρόνο σπουδών στήν ιατρική σχολή, ό Έ καρτ απέ­
κτησε μία πολύ σοβαρή έξάρτηση άπό τή μορφίνη, λόγω της
όποιας χρειάστηκε ψυχιατρική νοσηλεία γιά άρκετούς μήνες.
Στή συνέχεια έγινε θεατρικός συγγραφέας, κανένα δμως άπό
τά έργα του δέν είδε τά φώτα της σκηνής. Απόλυτα βέβαιος
γιά τή λογοτεχνική του άξια έριξε τό φταίξιμο γιά τήν άποτυ-
χία του στούς Εβραίους, οί όποιοι πίστευε δτι είχαν τον έλεγχο
τών γερμανικών θεάτρων καί οί όποιοι θίγονταν άπό τις πολι­
τικές του άπόψεις. Ή έπιθυμία του νά έκδικηθει τον οδήγησε
σέ μία καριέρα έπαγγελματία άντισημίτη: Άναγεννήθηκε ώς
δημοσιογράφος καί λάνσαρε τό έβδομαδιαιο φύλλο A uf Gut
D eu tsch 1 ώς τό τελευταίο άπό μία σειρά έντύπων πού είχε
σκοπό νά καταπολεμήσει τήν έξουσία τών Εβραίων. Τό 1919
ή εποχή ήταν πολύ κατάλληλη, τό δημοσιογραφικό του ύφος
πολύ πειστικό καί σέ λίγο ή έφημερίδα του εγινε άπαραίτητο
άνάγνωσμα γιά δλους δσοι ένδιαφέρονταν γιά τις φαύλες συν­
ωμοσίες τών Εβραίων.
Παρόλο πού ή ύγεία του ήταν κακή καί ή ένεργητικότητά
του βρισκόταν σέ χαμηλά έπίπεδα, ή δίψα του γιά άλλαγή ήταν
πολύ μεγάλη καί περίμενε μέ λαχτάρα τήν έλευση ένός Γερμα-

1. Ό τίτλος μεταφράζεται κατά λέξη « σέ καλά γερμανικά » αλλά έχει


περισσότερο τή σημασία ένός έντυπου πού λέει τά σύκα σύκα καί τή σκά­
φη σκάφη. ( Σ.τ.μ.)
1(^8 ΓΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝ Ο /Α

νοΰ σωτήρα - ένός άντρα μέ έξαιρετική δύναμη καί χάρισμα, ό


όποιος θά οδηγούσε τή Γερμανία να καταλάβει τήν ένδοξη θέ­
ση πού δικαιωματικά της άνήκε. Διέβλεψε άμέσως ότι αύτός ό
όμορφος νεαρός Ρόζενμπεργκ δέν ήταν ό άντρας πού άναζη-
τούσε: Πίσω άπό τήν τολμηρή του είσοδο παραήταν έμφανής
ή άξιολύπητη λαχτάρα του για άποδοχή. ’Ίσως όμως να μπο­
ρούσε να παίξει έναν ρόλο προετοιμάζοντας τό έδαφος για
κείνον πού κάποτε θά έρχόταν.

Τήν έπόμενη μέρα ό Άλφρεντ καθόταν στο γραφείο τούΈ καρτ


σταυρώνοντας καί ξεσταυρώνοντας νευρικά τά πόδια του, όσο
παρακολουθούσε τον έκδοτη νά διαβάζει τις χίλιες λέξεις του.
Ό Έ κ α ρ τ έβγαλε τά γυαλιά του καί τον κοίταξε. « Γιά κά­
ποιον πού έχει πτυχίο Αρχιτεκτονικής καί δέν έχει ποτέ ξα­
ναγράψει τέτοια πρόζα, θά έλεγα ότι αύτό τό κείμενο δίνει
ύποσχέσεις. Είναι αλήθεια ότι μέσα σ’ έτούτες τις χίλιες λέξεις
δέν υπάρχει ούτε μία γραμματικά ορθή πρόταση κι όμως, παρά
τό ένοχλητικό αύτό χαρακτηριστικό, τό κείμενό σου διαθέτει
δύναμη. Έ χ ει ένταση, εύφυΐα καί συνθετική παρουσίαση, καί
βρίσκει κανείς μέσα του άκόμα καί μερικές —οχι άρκετές βέ­
βαια- πολύ ζωντανές εικόνες. Κηρύσσω λοιπόν τό τέλος τής
δημοσιογραφικής σου παρθενίας. Θά δημοσιεύσω τό άρθρο
σου. Έ χ εις όμως δουλειά νά κάνεις: Ό λες οί φράσεις σου
έχουν άνάγκη άπό βελτίωση. Φέρε κοντά τήν καρέκλα σου καί
θά τις δούμε μαζί γραμμή γραμμή ».
Ό Άλφρεντ μετακίνησε εύχαρίστως τήν καρέκλα του πλάι
στον Έ καρτ.
« Αύτό είναι τό πρώτο σου μάθημα δημοσιογραφίας » συν­
έχισε έκεινος. «Ή δουλειά τού συγγραφέα είναι νά έπικοινωνεΐ
μέ τούς άναγνώστες. Δυστυχώς πολλές άπό τις φράσεις σου
άγνοούν αύτή τήν άπλή έπιταγή καί επιχειρούν άντίθετα νά
συσκοτίσουν τό νόημα ή νά μεταδώσουν τήν αίσθηση ότι ό
συγγραφέας γνωρίζει πολύ περισσότερα άπ”όσα έπιλέγει νά
ΜΟΝΑΧΟ - 1919 199

πει. Όλες αύτές οί φράσεις είναι για τήν γκιλοτίνα. Κοίταξε


έδώ κι έδώ κι έδώ ». Τό κόκκινο μολύβι τού Ν τήτριχΈ καρτ
άρχισε να διαγράφει, καί ή μαθητεία τού Ά λφρεντ Ρόζεν-
μπεργκ ξεκίνησε.
Τό άναθεωρημένο άρθρο τό Άλφρεντ δημοσιεύτηκε ώς μέ­
ρος μίας σειράς « Ό έβραϊσμός μέσα καί έξω », καί σύντομα ό
Άλφρεντ έγραψε καί άλλες πολλές μαρτυρίες τού χάους πού
είχαν δημιουργήσει οί μπολσεβίκοι, οί όποιες άπό άποψη
ύφους προοδευτικά βελτιώνονταν. Μέσα σε λίγες έβδομάδες
άπέκτησε μισθό ώς βοηθός τούΈ καρτ καί μέσα σέ λίγους μή­
νες ό Έ καρτ ήταν τόσο ικανοποιημένος πού τού ζήτησε να
γράψει τήν εισαγωγή στο βιβλίο του Ο ί τυμβω ρύχοι τής Ρ ω ­
σίας, δπου περιέγραφε μέ ζωντανές λεπτομέρειες πώς οί Ε ­
βραίοι είχαν ύπονομεύσει τό τσαρικό καθεστώς.
Ή ταν οί άλκυονίδες μέρες τού Άλφρεντ καί ώς τό τέλος της
ζωής του έλαμπε άπό χαρά, όποτε θυμόταν έκείνη τήν περίοδο
πού δούλευε στο πλάι του ’Έκαρτ καί πού τον συνόδευε μέ τό
ταξί να μοιράσουν σέ δλο τό Μόναχο τήν πύρινη προκήρυξη
πού είχε γράψει ό Έ καρτ μέ τίτλο « Προς όλους τούς έργάτες ».
Επιτέλους ό Άλφρεντ είχε σπίτι, είχε πατέρα, είχε σκοπό.
Μέ τήν ένθάρρυνση τού Έ καρτ ολοκλήρωσε τήν ιστορική
του έρευνα γύρω άπό τούς Εβραίους καί μέσα σ’ έναν χρόνο
έξέδωσε τό πρώτο του βιβλίο Το ίχνος των Ε βραίω ν άνά τϊς
εποχές. Μέσα του βρίσκονταν οί σπόροι τών συνθημάτων πού
θά γίνονταν τά κυριότερα λαϊτμοτίβ τού ναζιστικού άντισημι-
τισμού: οί Εβραίοι ώς πηγή τού καταστροφικού ύλισμού, τής
άναρχίας καί τού κομμουνισμού, οί κίνδυνοι τής έβραϊκής μα­
σονίας, τά κακοήθη όνειρα τών Εβραίων φιλοσόφων άπό τον
Έ ζρα καί τον Έζεκιήλ ώς τον Μάρξ καί τον Τρότσκυ καί, πά­
νω απ’ δλα, ή άπειλή πού άντιπροσώπευε γιά τον άνώτερο πο­
λιτισμό ή μόλυνση μέ έβραϊκό αίμα.
Μέ μέντορα τον Έ καρτ, ό Άλφρεντ συνειδητοποίησε άκό-
μα περισσότερο δτι ό Γερμανός έργάτης, καταπιεσμένος άπό
200 ΓΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

τις οικονομικές πιέσεις πού ασκούσαν οί Εβραίοι, υποτασσό­


ταν καί δενόταν χειροπόδαρα ακόμα περισσότερο από τή χρι­
στιανική ιδεολογία. Ό Έ καρτ άρχισε να βασίζεται στον
Άλφρεντ για ν’ ανακαλύψει ένα ιστορικό πλαίσιο όχι μόνο για
τον αντισημιτισμό αλλά, άνιχνεύοντας στήν ανάπτυξη τού
’Ιησουιτισμού έπιρροές άπό τον Ιουδαϊσμό τού Ταλμούδ, καί
για κάποια πολύ ισχυρά άντιχριστιανικά αισθήματα.
Ό Έ καρτ πήγαινε τον νεαρό προστατευόμενό του σε πολι­
τικές άναμετρήσεις, τον σύστηνε σέ πολιτικά πρόσωπα πού
διέθεταν έπιρροή καί σέ λίγο τού άγόρασε πρόσκληση για νά
συμμετάσχει κι ό Άλφρεντ στήν Εταιρεία της Θούλης καί τον
συνοδέυσε στήν πρώτη συνάντηση αύτής τής μεγαλόπρεπης
μυστικής οργάνωσης.
Στή συνάντηση τής Θούλης ό ’Έκαρτ, άφού σύστησε τον
Ά λφρεντ σέ πολλά μέλη, τον άφησε μόνο για νά συζητήσει
κατ’ ίδιαν μέ μερικούς συναδέλφους του. Ό Άλφρεντ κοίταξε
γύρω του. 7Ηταν για κείνον ένας καινούργιος κόσμος - άντί για
μια μπιραρία βρισκόταν σέ μια αίθουσα συνεδριάσεων στο
έκπληκτικό «Ξενοδοχείο των Τεσσάρων Ε πο χώ ν» τού Μο­
νάχου. Ποτέ του δέν είχε ξαναβρεθεΐ σέ τέτοιο μέρος. Δοκίμα­
σε τό πάχος τού κόκκινου χαλιού κάτω άπ’ τα λειωμένα πα­
πούτσια του καί κοίταξε ψηλά τό καταστόλιστο ταβάνι, όπου
ήταν ζωγραφισμένα παχιά σύννεφα καί στρουμπουλά χερου­
βείμ. Δέν έβλεπε πουθενά μπίρα, προχώρησε λοιπόν στο κεν­
τρικό τραπέζι καί σερβιρίστηκε ένα ποτήρι γλυκό γερμανικό
κρασί. Κοιτάζοντας τά άλλα μέλη, γύρω στά εκατόν πενήντα
στο σύνολο, πού όλοι τους ήταν έμφανώς εύποροι, καλοντυμέ­
νοι καί παραφαγωμένοι, ό Άλφρεντ άρχισε νά ντρέπεται γιά
τά ρούχα του, όλα άγορασμένα άπό δεύτερο χέρι.
Συνειδητοποιώντας ότι ήταν σαφέστατα ό πιο φτωχός καί
κακοντυμένος άντρας μέσα στήν αίθουσα, έβαλε τά δυνατά του
νά άναμειχθεΐ μέ τά άλλα μέλη τής Θούλης καί προσπάθησε
μάλιστα νά διακριθει κάπως παρουσιάζοντας τόν έαυτό του,
ΜΟΝΑΧΟ - 1919 201

δποτε του δινόταν ή εύκαιρία, ώς φιλόσοφο-συγγραφέα. "Οταν


βρισκόταν μόνος του έξασκοΰνταν δοκιμάζοντας μια νέα έκ­
φραση πού συνδύαζε ένα μικρό σούφρωμα των χειλιών μ’ ένα
έλάχιστο νεύμα κι ένα μισοκλείσιμο των βλεφάρων, τό όποιο
έλπιζε να σημαίνει: « Ναι, καταλαβαίνω άκριβώς τί έννοεΐτε -
δέν είμαι απλός γνώστης, γνωρίζω πολύ περισσότερα απ’ δσα
φαντάζεστε». Αργότερα τό ίδιο βράδυ έλεγξε τήν έκφραση
αύτή στον καθρέφτη της τουαλέτας καί τή βρήκε ικανοποιητι­
κή. Σέ λίγο θά γινόταν τό σήμα κατατεθέν του.
«Χ αίρετε! Είστε ό καλεσμένος τού Ν τήτριχΈ καρτ;» ρώ­
τησε ένας άντρας μέ έντονο βλέμμα, μακρύ πρόσωπο, μουστά­
κι καί γυαλιά μέ μαύρο σκελετό. ((Είμαι ό Άντον Ντρέξλερ,
μέλος τής επιτροπής ύποδοχής».
« Ρόζενμπεργκ, Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ. Είμαι συγγραφέας
καί φιλόσοφος, συνεργάτης της A uf Gut D eutsch. Ναι, είμαι ό
καλεσμένος τού Ν τήτριχΈ καρτ».
((Μού έχει πει καλά λόγια γιά σάς. Είναι ή πρώτη σας έπί-
σκεψη καί θά έχετε έρωτήσεις. Τί θά θέλατε νά σάς πώ γιά τήν
οργάνωσή μ α ς;»
(( Πολλά πράγματα. Πρώτα άπ’ δλα ένδιαφέρομαι νά μάθω
γιά τήν ονομασία της, “Θούλη”».
((Γιά ν’ άπαντήσω σ’ αύτό, θά ξεκινήσω λέγοντάς σας δτι ή
άρχική μας ονομασία ήταν “ Όμάδα μελέτης τής γερμανικής
άρχαιότηταςΠ ολλοί πιστεύουν δτι ή Θούλη ήταν ένας γή ι­
νος δγκος πού έχει τώρα έξαφανιστει στήν περιοχή είτε τής
’Ισλανδίας είτε τής Γροιλανδίας, ή όποια θεωρείται άρχική πα­
τρίδα τής άριας φυλής ».
«Ή Θούλη; Γνωρίζω καλά τήν ιστορία τής άριας φυλής
άπό τον Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλαιν, καί δέν θυμάμαι
ν’ άναφέρει κάτι γ ι’ αύτήν ».
((Ά, ό Τσάμπερλαιν είναι άπό τούς καλύτερους ιστορικούς
πού διαθέτουμε άλλά ή Θούλη άνήκει στήν προϊστορία. Βρί­
σκεται στήν έπικράτεια τού μύθου. Ή οργάνωσή μας ήθελε
•202 ΤΟ 1ΙΡΟΒΛΗΜΑ LIIINO/A

ν’ αποτίνει φόρο τιμής στους εύγενεις προγόνους μας, τούς


όποιους γνωρίζουμε μόνο μέσα από την προφορική μας ιστο­
ρία ».
«Ε πομένως δλοι αύτοί οί έντυπωσιακοί άνθρωποι συναν­
τιούνται απόψε έδώ, έπειδή ένδιαφέρονται για τό μύθο, για την
αρχαία ιστορία; Δεν τό αμφισβητώ - για την ακρίβεια τό θεω­
ρώ αξιοθαύμαστο να βλέπω τόση γαλήνη καί πνευματική αφο­
σίωση σέ μία εποχή τόσο ασταθή, όπου ή Γερμανία μπορεί
από ώρα σέ ώρα να διαλυθεί».
« Ή συνεδρίαση δέν έχει αρχίσει ακόμα, Χέρ Ρόζενμπεργκ.
Πολύ σύντομα θά καταλάβετε γιατί ή Ε ταιρεία τής Θούλης
έχει σέ μεγάλη εκτίμηση τα άρθρα σας στην A uf gu t D eutsch.
Φυσικά έχουμε βαθύτατο ένδιαφέρον γιά τήν αρχαία ιστορία.
Ακόμα περισσότερο δμως μάς ένδιαφέρει ή μεταπολεμική μας
ιστορία, ή ιστορία έν έξελίξει, τήν όποια τά παιδιά μας καί τά
έγγόνια μας θά μαθαίνουν μία μέρα άπό τά βιβλία».
Ό Ά λφρεντ ένθουσιάστηκε άπό τις ομιλίες. Ό ένας μετά
τον άλλον οί ομιλητές προειδοποιούσαν γιά τον μεγάλο κίνδυνο
πού αντιμετώ πιζε ή Γερμανία άπό τούς μπολσεβίκους καί
τούς Εβραίους. Όλοι τόνισαν τήν έπείγουσα ανάγκη γιά δρά­
ση. Προς τό τέλος τής βραδιάς ό Έ καρτ, ζαλισμένος άπό τήν
αδιάκοπη ροή γερμανικού κρασιού, άκούμπησε τό χέρι του
στον ώμο τού Άλφρεντ καί άναφώνησε: «Ε κπληκτικοί και­
ροί, έ, Ρόζενμπεργκ; Καί θά γίνουν ακόμα πιο έκπληκτικοί.
Νά γράφεις τις ειδήσεις, νά μεταβάλλεις τις στάσεις τών
άνθρώπων, νά καθοδηγείς τήν κοινή γνώμη είναι εύγενή εγχει­
ρήματα. Ποιος μπορεί νά τ ’ άρνηθει; Αλλά τό νά φτιάχνεις τήν
είδηση, ναί, νά κατασκευάζεις τήν είδηση - ναι, σ’ αύτό έγκει­
ται ή άληθινή δόξα! Καί θά είσαι μαζί μας σ’ αύτό, Άλφρεντ.
Θά δεις, θά δεις. Πίστεψέ με, ξέρω τί έρχεται».
Κάτι μνημειώδες ήταν στά σκαριά. Ό Άλφρεντ τό διαι-
σθάνθηκε πολύ έντονα καί, υπερβολικά άναστατωμένος γιά νά
κοιμηθεί, συνέχισε νά περπατά στούς δρόμους τού Μονάχου
ΜΟΝΑΧΟ - 1919 203

μία ώρα άφότου άποχαιρέτησε τον Έ καρτ. ’Έχοντας στο νού


του τή συμβουλή του καινούργιου του φίλου Φρήντριχ Πφί-
στερ για τήν άνακούφιση από τήν ένταση, πήρε μία βαθιά καί
γρήγορη ανάσα από τή μύτη, κράτησε τον άέρα για λίγα δευ­
τερόλεπτα κι ύστερα τον έβγαλε άργά άπό τό στόμα. Έ πειτα
άπό δύο-τρεις έπαναλήψεις ένιωθε καλύτερα, έντυπωσιάστηκε
μάλιστα άπό τήν άποτελεσματικότητα ενός τέτοιου άπλού
κόλπου. Δέν υπήρχε άμφιβολία - ό Φρήντριχ ήταν λίγο μάγος.
Τού Άλφρεντ δέν τού είχε άρέσει βέβαια ή τροπή πού είχε πά­
ρει ή κουβέντα τους για μια πιθανή εβραϊκή γραμμή κατα­
γωγής στήν οικογένεια τής γιαγιάς του, παρ’ δλα αύτά 6μως
είχε θετικά αισθήματα γιά τον Φρήντριχ. Ή θελε νά διασταυ­
ρωθούν ξανά οί δρόμοι τους. Μπορούσε νά τό επιδιώξει.
Έπιστρέφοντας στο σπίτι βρήκε στο πάτωμα ένα σημείω­
μα πού τού είχαν ρίξει στή θυρίδα τού ταχυδρομείου* έγραφε:
«Ή Δημόσια Βιβλιοθήκη τού Μονάχου θά κρατήσει γιά μία
έβδομάδα στο ονομά σας τή Θ εολογιχο-π ολιτική π ρα γμ α τεία
τού Σπινόζα στο γραφείο εξόδου ». Ό Άλφρεντ τό ξαναδιάβα­
σε πολλές φορές. Τί παράξενα άνακουφιστικό ήταν αύτό τό
μικρό φθαρτό σημείωμα τής βιβλιοθήκης πού είχε βρει τον
τρόπο νά φτάσει ώς τό μικροσκοπικό του διαμέρισμα μέσα
άπό τούς πολύβουους επικίνδυνους δρόμους τού Μονάχου.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Δ Ε Κ Α Τ Ο Ε Β Δ Ο Μ Ο

ΑΜ ΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656

ΜΠΕΝΤΟ ΠΕΡΠΑΤΗΣΕ μέσα απ’ τούς δρόμους τού Φλό-


Ο οϊεμπουργκ, της περιοχής τού Άμστερνταμ στήν όποια
ζούσαν οί περισσότεροι σεφαραδίτες Εβραίοι κοιτάζοντας τα
πάντα μ’ ένα αίσθημα σπαραγμού. Κοιτούσε πολλή ώρα τήν
κάθε εικόνα, σαν να ήθελε να τήν εμποτίσει μέ διάρκεια, για να
μπορεί να τήν ανακαλέσει ξανά στο μέλλον, παρότι ή φωνή της
λογικής του ψιθύριζε πώς βλα θά γίνουν καπνός καί πώς τή
ζωή πρέπει νά τή ζούμε στο παρόν.
Μόλις γύρισε στο μαγαζί, ό Γκάμπριελ μέ τήν ανησυχία
ζωγραφισμένη στά μάτια παράτησε τή σκούπα του κι έτρεξε
κοντά του. « Μπέντο, πού ήσουν; Συζητούσες βλη αύτή τήν
ώρα μέ τον ραβίνο;»
«Κάναμε μία μεγάλη, καθόλου φιλική συζήτηση κι άπό
εκείνη τήν ώρα γυρίζω βλη τήν πόλη προσπαθώντας νά ήρε-
μήσω. Θά σού πώ 6λα βσα συνέβησαν, θέλω όμως νά είναι
μπροστά κι ή Ρεμπέκα».
«Δ έν πρόκειται νά έρθει, Μπέντο. Τώρα δέν είναι μόνο ε­
κείνη θυμωμένη - είναι κι ό άντρας της. Άπό πέρυσι πού ό Σα-
μουέλ ολοκλήρωσε τις ραβινικές του σπουδές, τηρεί μία στάση
όλο καί πιο σκληρή. Τής απαγορεύει πιά καί νά σέ δει άκόμα ».
« Θά έρθει, αν τής πεις πόσο σοβαρή είναι ή κατάσταση ».
Ό Μπέντο έπιασε τον Γκάμπριελ άπ’ τούς ώμους μέ τά δύο
του χέρια καί τον κοίταξε στά μάτια.« Τό ξέρω πώς θά ’ρθει. Πές
της το, στή μνήμη τής εύλογημένης μας οικογένειας. Θύμισέ
της πώς είμαστε οί μόνοι πού ζούμε άκόμα. Ά ν τής πεις αύτό
θά έρθει καί θά είναι ή τελευταία φορά πού θά μιλήσουμε ».
■2(4
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 205

Ό Γκάμπριελ ήταν έμφανώς αναστατωμένος. « Τί συνέβη;


Μέ τρομάζεις, Μπέντο ».
«Σ έ παρακαλώ, Γκάμπριελ. Δέν μπορώ να τα πώ δύο
φορές - είναι πολύ βαρύ. Σέ παρακαλώ, φέρε έδώ τή Ρεμπέκα.
Μπορείς να βρεις τρόπο να τό κάνεις. Είναι τό τελευταίο πράγ­
μα πού σου ζητώ ».
Ό Γκάμπριελ έβγαλε βιαστικά την ποδιά του, τήν πέταξε
στον πάγκο στο βάθος τού μαγαζιού κι έφυγε τρέχοντας. Έ πέ-
στρεψε έπειτα άπο είκοσι λεπτά έχοντας πίσω του μία βλο­
συρή Ρεμπέκα. Μήν μπορώντας ν’ άρνηθει την έκκληση τού
Γκάμπριελ -άλλωστε εκείνη είχε μεγαλώσει τον Μπέντο στά
τρία χρόνια πού μεσολάβησαν άπο τό θάνατο τής μητέρας
τους, της Χάνα, ώς τον δεύτερο γάμο τού πατέρα τους μέ τήν
Έ στερ-, παλλόταν άπο θυμό μπαίνοντας στο μαγαζί. Χαιρέ­
τησε τον Μπέντο μέ μία παγερή κίνηση τού κεφαλιού καί μιά
άπαγορευτική χειρονομία.
« Λοιπόν;»
Ό Μπέντο, πού είχε ήδη κολλήσει στήν είσοδο ένα σημείω­
μα στά πορτογαλικά καί στά ολλανδικά ότι τό μαγαζί θά ξα­
νανθίζει σέ λίγη ώρα, άπάντησε: « ’Άς πάμε στο σπίτι, όπου
μπορούμε νά μιλήσουμε χωρίς νά μάς ένοχλήσουν».
Μόλις έφτασαν, ό Μπέντο έκλεισε τήν πόρτα της εισόδου
κι έγνεψε στά άδέλφια του νά καθίσουν, ενώ εκείνος έμεινε
όρθιος κι άρχισε νά βηματίζει. « ’Άν καί θά ήθελα πολύ νά πώ
ότι πρόκειται γιά ένα προσωπικό ζήτημα, τό ξέρω πώς δέν
είναι έτσι. Ό Γκάμπριελ μού εξήγησε ξεκάθαρα πώς τά δικά
μου θέματα έπηρεάζουν ολόκληρη τήν οικογένεια. Φοβάμαι
πώς αύτό πού θά σάς πώ θά σάς σοκάρει. Είναι δύσκολο άλλά
πρέπει νά σάς πώ τά πάντα. Δέν θέλω κανένας άλλος, άπολύ-
τως κανένας μέσα στήν κοινότητα, νά γνωρίζει περισσότερα
άπο εσάς γιά 0,τι πρόκειται νά συμβεΐ».
Ό Μπέντο σταμάτησε. Ό άδελφός κι ή αδελφή του τον πα­
ρακολουθούσαν μέ άπόλυτη προσοχή, σάν μαρμαρωμένοι στις
·2θ6 ΙΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ LIIINO/A

θέσεις τους. Ό Μπέντο πήρε βαθιά ανάσα. « Θά μπω κατευ­


θείαν στο θέμα. Σήμερα τό πρωί ό ραβίνος Μορτέρα μου είπε
δτι οί π α ρ νασσιμ συγκάλεσαν συμβούλιο καί δτι πρόκειται νά
έπιβάλουν χέρεμ. Αύριο θά μέ αφορίσουν».
« Χ έρεμ ;» ξεφώνισαν ταυτόχρονα ό Γκάμπριελ καί ή Ρε-
μπέκα. Τά πρόσωπά τους είχαν γίνει σταχτιά.
«Δ έν υπάρχει τρόπος νά τό σταματήσουμε;» ρώτησε ή
Ρεμπέκα. « Ό ραβίνος Μορτέρα δέν θά πάρει τό μέρος σου; Ό
πατέρας μας ήταν ό καλύτερός του φίλος!»
« Μίλησα μαζί του μία ολόκληρη ώρα, καί μου είπε δτι δέν
ήταν στο χέρι του - οί π α ρ νασ σιμ έκλέγονται άπό τήν κοινό­
τητα καί κατέχουν δλη τήν εξουσία. Δέν έχει άλλη επιλογή
άπό τό νά κάνει έκεινο πού τον προστάζουν. Είπε δμως καί δτι
συμφωνεί μέ τήν άπόφασή τους ».
Δίστασε γιά λίγο. «Δ έν πρέπει νά σάς κρύψω τίποτα».
Κοιτάζοντας τά άδέλφια του στά μάτια παραδέχτηκε: « Πράγ­
ματι είπε δτι ίσως νά υπήρχε ένας τρόπος. Είπε πώς, άν άλλα­
ζα έντελώς τις άπόψεις μου, άν τις άποκήρυσσα δημοσίως καί
άν δήλωνα δτι άπό αύτή τή στιγμή καί πέρα άσπάζομαι τά δε­
κατρία άρθρα τής πίστεω ς τού Μαϊμονίδη, τότε θά έκανε
έκκληση στους π α ρ νασ σιμ άσκώντας δλη του τήν έπιρροή γιά
νά άναθεωρήσουν τό χέρεμ. Μου πρόσφερε μάλιστα -δέν νομί­
ζω δμως πώς θά ήθελε αύτό νά γίνει γνωστό, γιατί μου τό πρό-
τεινε ψιθυριστά- μία ισόβια σύνταξη άπό τό ταμείο τής συνα­
γωγής, άν ορκιζόμουν ν’ άφιερώσω τή ζωή μου στήν εύλαβή
καί σιωπηλή μελέτη τής Τορά καί τού Ταλμούδ ».
« Κ αί;» ρώτησε ή Ρεμπέκα, καρφώνοντάς τον μέ τό βλέμμα.
« Κ αί...» - ό Μπέντο κοίταξε τό πάτωμα. «Άρνήθηκα. Γιά
μένα ή ελευθερία είναι κάτι άνεκτίμητο ».
((Θεότρελε! Σκέψου τί κάνεις » .Ή Ρεμπέκα άρχισε νά τσυ-
ρίζει. « Θεέ μου, άδελφέ μου τί έχεις πά θει; Έ χεις χάσει τά
μυαλά σου;» Έ σκυψε προς τά εμπρός σάν νά είχε σκοπό νά τό
βάλει στά πόδια.
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 *207

«Ρ εμ π έκα» είπε ό Μπέντο, πασχίζοντας να διατηρήσει


ήρεμη τή φωνή του. « Αύτή είναι ή τελευταία φορά, ή απολύ­
τως τελευταία πού είμαστε μαζί. Τό χέρεμ σημαίνει απόλυτη
έξορία. Θά σου απαγορεύεται να μου ξαναμιλήσεις ή να ξανα­
έρθεις ποτέ σ’ επαφή μαζί μου. Ποτέ καί μέ τίποτα. Σκέψου
πώς θά νιώθεις κι έσύ καί όλοι μας, αν ή τελευταία μας συνάν­
τηση είναι πικρόχολη καί χωρίς άγάπη ».
Ό Γκάμπριελ, υπερβολικά ταραγμένος γιά νά μείνει καθι-
στός, σηκώθηκε κι αύτός καί βημάτιζε στο δωμάτιο. « Μπέν­
το, γιατί λές συνεχώς “ή τελευταία”; Ή τελευταία φορά πού
θά σέ δούμε, ή τελευταία σου παράκληση, ή τελευταία συνάν­
τηση ; Πόσον καιρό θά κρατήσει τό χ έρ εμ ; Πότε θά τελειώ σει;
Έ χ ω άκούσει γιά χέρεμ πού κρατάνε μία-δύο μέρες καί άλλα
πού κρατάνε μία βδομάδα ».
Ό Μπέντο κατάπιε τό σάλιο του καί κοίταξε ξανά τά άδέλ-
φια του στά μάτια. «Α ύτό τό χέρεμ θά είναι διαφορετικό.
Γνωρίζω τή διαδικασία τών χέρεμ καί, αν τό κάνουν σωστά,
αύτό τό χέρεμ δέν θά έχει τέλος. Θά είναι ισόβιο καί μή άνα-
στρέψιμο ».
(( Πήγαινε νά ξαναβρεις τον ραβίνο » είπε ή Ρεμπέκα. « Δέ-
ξου τήν προσφορά του, σέ παρακαλώ, Μπέντο. Όλοι κάνουμε
λάθη, δταν είμαστε νέοι. Γύρισε πάλι στον κύκλο μας. Τίμα τον
Θεό. Γίνε ό Εβραίος πού είσαι. Γίνε γιος τού πατέρα σου. Ό
ραβίνος Μορτέρα θά σέ πληρώνει γιά δλη σου τή ζωή. Μπορείς
νά διαβάζεις, νά μελετάς, νά κάνεις δ,τι θελήσεις, νά σκέφτεσαι
δ,τι έχεις όρεξη. Α πλώς θά τά κρατάς γιά σένα. Δέξου τήν
προσφορά του, Μπέντο. Δέν βλέπεις πώς γιά χάρη τού πατέρα
μας σέ πληρώνει γιά νά μήν αύτοκτονήσεις;»
« Σέ παρακαλώ », είπε ό Γκάμπριελ πιάνοντας τό χέρι τού
Μπέντο, « δέξου τη. Κάνε μία καινούργια άρχή ».
« Μά θά μέ πλήρωνε γιά νά κάνω κάτι τό όποιο δέν μπορώ.
Έ χ ω σκοπό νά συνεχίσω ν’ άναζητώ τήν άλήθεια καί ν’ άφιε-
ρώσω τή ζωή μου στή γνώση τού Θεού, ένώ ή δική του προ-
2θ8 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟΖΑ

τάση άπαιτεΐ νά ζήσω μέσα στήν υποκρισία, επομένως να


φερθώ ανέντιμα απέναντι στον Θεό. Αύτό δέν θά τό κάνω ποτέ.
Δέν πρόκειται ν’ ακολουθήσω καμιά άλλη δύναμη επί γης παρά
μόνο τήν ίδια μου τή συνείδηση ».
Ή Ρεμπέκα άρχισε νά κλαίει. Έ πια σε τό κεφάλι της καί
κουνιόταν μπρός-πίσω λέγοντας: «Δ έν σε καταλαβαίνω, δέν
καταλαβαίνω, δέν καταλαβαίνω ».
Ό Μπέντο πήγε κοντά της κι άκούμπησε τό χέρι του στον
ώμο της. Ε κείνη τό άποδίωξε κι έπειτα σήκωσε τό κεφάλι καί
στράφηκε στον Γκάμπριελ. « Έσύ ήσουνα πολύ μικρός, εγώ
δμως θυμάμαι σάν νά ’ταν χθές, τον εύλογημένο μας πατέρα
νά περηφανεύεται πώς ό ραβίνος Μορτέρα άποκάλεσε τον
Μπέντο τον καλύτερο μαθητή πού είδε ποτέ».
Κοίταξε τον Μπέντο μέ τά δάκρυα νά κυλάνε ρυάκι στο
πρόσωπό της. «Έ λ εγ ε δτι είχες τήν πιο μεγάλη καί βαθιά
εύφυία. Πώς έλαμπε ό πατέρας μας δταν άκουγε πώς ίσως νά
γινόσουνα ό έπόμενος μεγάλος σοφός, ίσως ό επόμενος Γερσω-
νίδης. Πώς μπορεί νά ήσουν ό μεγάλος σχολιαστής της Τορά
τού 17ου αιώνα! Ό ραβίνος πίστευε σ’ έσένα. Έ λεγε πώς τό
μυαλό σου συγκρατούσε τά πάντα κι δτι κανένας άπό τούς πρε-
σβύτερους τής συναγωγής δέν μπορούσε νά σέ αντιμετωπίσει
στή θεολογική συζήτηση. Κι δμως, παρ’ δλα αύτά, παρά τά
θεόσταλτα χαρίσματά σου, κοίτα τί έκανες. Πώς τά πετάς δλα
στά σκουπίδια;» Ή Ρεμπέκα πήρε τό μαντίλι πού τής έτεινε
ό Γκάμπριελ.
Σκύβοντας γιά νά τήν κοιτάξει ίσια στά μάτια, ό Μπέντο
είπ ε : « Ρεμπέκα, προσπάθησε νά καταλάβεις, σέ παρακαλώ.
Τώρα ίσως νά μή γίνεται, κάποια στιγμή στο μέλλον δμως θά
καταλάβεις αύτά τά λόγια: Ακολούθησα τον δικό μου δρόμο
έξαιτίας άκριβώς δλων μου τών χαρισμάτων, όχι παρά τά χα­
ρίσματά μου. Τό καταλαβαίνεις; Έξαιτίας τους, δχι παρά τήν
ύπαρξή τους ».
« Ό χι, δέν τό καταλαβαίνω καί ποτέ δέν θά σέ καταλάβω,
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 209

παρόλο πού σέ ξέρω από τότε πού γεννήθηκες, παρόλο πού οί


τρεις μας κοιμόμασταν τόσα χρόνια στο ίδιο κρεβάτι μετά τό
θάνατο της μητέρας μας ».
« Τό θυμάμαι» είπε ό Γκάμπριελ. « Θυμάμαι πού κοιμόμα­
σταν μαζί κι έσύ μάς διάβαζες ιστορίες άπό τή Βίβλο, Μπέντο.
Καί μάθαινες κρυφά στή Ρεμπέκα καί στή Μιριάμ νά διαβά­
ζουν. Θυμάμαι πού έλεγες πώς είναι μεγάλη άδικία τά κορί­
τσια νά μή διδάσκονται άνάγνωση ».
« Τό είπα αύτό στον άντρα μου» είπε ή Ρεμπέκα. «Τού λέω
τά πάντα: Τού είπα βτι μάς δίδασκες κι βτι μάς διάβαζες κι ότι
άμφισβητούσες τά πάντα, βλα τά θαύματα. Καί πώς συνήθιζες
νά τρέχεις στον πατέρα καί νά ρωτάς: “ Πατέρα, πατέρα, στ’ ά-
λήθεια συνέβησαν α ύτά ; ” Θυμάμαι πού μάς διάβαζες γιά τον
Νώε καί τον κατακλυσμό καί ρωτούσες τον πατέρα αν ό Θεός
μπορούσε νά είναι στ’ αλήθεια τόσο άπάνθρωπος. “ Γιατί τούς
έπνιξε β λ ο υ ς τ ο ν ρώτησες. “Καί τότε πώς ξανάρχισε ή άν-
θρώπινη φυλή; Καί τά παιδιά τού Νώε ποιούς θά παντρεύον­
ταν ; ” - τήν ίδια έρώτηση πού έκανες γιά τον Κάιν καί τον
Άβελ. Ό Σαμουέλ πιστεύει πώς αύτά ήταν τά πρώτα σημάδια
της άρρώστιας σου. Πώς σέ συνοδεύει έκ γενετής μία κατάρα.
Μερικές φορές σκέφτομαι πώς τό φταίξιμο είναι δικό μου.
Όμολόγησα στον άντρα μου πώς έγώ γελούσα μέ όλα οσα έλε­
γες, μέ δλα τά βλάσφημα σχόλιά σου. Τσως νά σέ ένθάρρυνα
νά σκέφτεσαι μ' αύτόν τον τρόπο ».
Ό Μπέντο κούνησε τό κεφάλι. «Ό χ ι, Ρεμπέκα, μήν παίρ­
νεις έσύ τό φταίξιμο γιά τή δική μου περιέργεια. Είναι ή φύση
μου. Γιατί κοιτάμε νά ρίξουμε φταίξιμο στον εαυτό μας όταν
κάτι συμβαίνει γιά λόγους πού μάς ύπερβαίνουν; Θυμάσαι πώς
κατηγορούσε ό πατέρας μας τον έαυτό του γιά τό θάνατο τού
άδελφού μ ας; Πόσες φορές δέν τον άκούσαμε νά λέει πώς, αν
δέν είχε στείλει τον Ισαάκ σέ άλλες γειτονιές νά παραδίδει
φορτία καφέ, δέν θά είχε κολλήσει πανούκλα. Μά αύτή είναι ή
πορεία της Φύσης. Δέν μπορούμε νά τήν ελέγξουμε. Τό νά ρί­
2 10 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

χνουμε τό φταίξιμο στον έαυτό μας είναι απλώς ένας τρόπος


να τον έξαπατάμε δτι είναι τόσο δυνατός πού μπορεί να ελέγξει
τή Φύση. Θέλω δμως Ρεμπέκα να ξέρεις πώς εκτιμώ τον
άντρα σου. Ό Σαμουέλ είναι έξαιρετικός άνθρωπος. Απλώς
διαφωνούμε για τήν πηγή τής γνώσης. Έ γώ δέν πιστεύω πώς
ή αμφισβήτηση είναι αρρώστια. Αρρώστια είναι ή τυφλή ύπα-
κοή χωρίς καμιά άμφισβήτηση ».
Ή Ρεμπέκα δέν είχε τί ν’ απαντήσει. Τα τρία αδέλφια βυ­
θίστηκαν στή σιωπή, ώσπου ό Γκάμπριελ ρώτησε: «Μ ά,
Μπέντο, χέρεμ για πάντα; ‘Υπάρχει τέτοιο πράγμα; Δέν τό
έχω ξανακούσει».
« Είμαι σίγουρος πώς αύτό θ’ άποφασίσουν, Γκάμπριελ. Ό
ραβίνος Μορτέρα λέει πώς πρέπει να τό κάνουν, για να δείξουν
στους ’Ολλανδούς πώς είμαστε σέ θέση να κυβερνήσουμε τούς
έαυτούς μας. ’Ίσως να είναι τό καλύτερο για δλους. Έ τσ ι θά
ενωθείτε πάλι μέ τήν κοινότητα, ή Ρεμπέκα κι έσύ. Θά χρεια­
στεί νά συνδεθείτε μέ τούς άλλους καί νά ύπακούσετε στο χέ­
ρεμ. Είναι άναγκαΐο νά βρίσκεστε άπό τήν πλευρά δσων θά μέ
άποφεύγουν. Κι έσεΐς, δπως κι δλοι οί ύπόλοιποι, πρέπει νά
ύπακούσετε στο νόμο καί νά μείνετε μακριά μου ».
« Τό καλύτερο γιά όλους, Μ πέντο;» ρώτησε ό Γ κάμπριελ.
« Πώς μπορείς νά λές τέτοια πράγματα; Πώς γίνεται νά είναι
τό καλύτερο γιά σένα; Πώς μπορεί τό καλύτερο νά είναι νά ζεις
άνάμεσα σέ άνθρώπους πού σέ μισούν;»
((Δέν θά μείνω έδώ. Θά ζήσω κάπου άλλού ».
(( Πού θά μπορούσες νά ζήσεις;» ρώτησε ή Ρεμπέκα. « Σκο­
πεύεις νά άσπαστεΐς τό Χριστιανισμό;»
« ’Όχι, μή σέ άνησυχεΐ κάτι τέτοιο. Βρίσκω δτι τά λόγια τού
’Ιησού περιέχουν μεγάλη σοφία. Συγγενεύουν μέ τό κεντρικό
μήνυμα της δικής μας Βίβλου. Δέν πρόκειται όμως νά άσπα-
στώ καμιά δεισιδαιμονική άποψη γιά έναν Θεό, ό όποιος έχει
έναν γιο, σάν όποιονδήποτε άνθρωπο, καί τον στέλνει σέ μία
άποστολή νά μάς σώσει. "Οπως δλες οί θρησκείες, καί ή δική
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 16<>6 2 11

μας μαζί, οί χριστιανοί φαντάζονται έναν Θεό πού έχει ανθρώ­


πινες ιδιότητες, ανθρώπινες έπιθυμίες καί ανάγκες ».
((Ό μως, αν παραμείνεις Εβραίος, πού θά ζήσεις;» ρώτησε
ή Ρεμπέκα. «Έ να ς Εβραίος μπορεί να ζήσει μόνο μέ Εβραί­
ους ».
« Θά βρω τρόπο νά ζήσω χωρίς τήν έβραϊκή κοινότητα ».
((Μπέντο, ίσως νά έχεις πολλά χαρίσματα, είσαι όμως κι
ένα άπλοι'κό παιδί» είπε ή Ρεμπέκα. «Τό σκέφτηκες καλά;
Ξέχασες τον Ούριέλ ντε Κόστα;» « Ποιόν;» ρώτησε ό Γκά-
μπριελ.
((Ό Ντε Κόστα ήταν ένας αιρετικός πού τού έπέβαλε χέρεμ
ό ραβίνος Μοντένα, ό δάσκαλος τού ραβίνου Μορτέρα » είπε ή
Ρεμπέκα. «Έ σύ ήσουν άκόμα μωρό, Γκάμπριελ. Ό Ντέ Κό­
στα άμφισβήτησε όλους μας τούς νόμους -τήν Τορά, τήν κιπά,
τά φυλακτήρια, τήν περιτομή, άκόμα καί τή μ ε τζ ο ν τ ζ ά 1 στις
πόρτες μας- 6,τι κάνει κι ό άδελφός σου. Τό χειρότερο απ’ όλα
είναι ότι άρνήθηκε τήν άθανασία τής ψυχής καί τήν άνάσταση
τού σώματος. Ή μία μετά τήν άλλη οί εβραϊκές κοινότητες τής
Γερμανίας καί τής ’Ιταλίας τον έδιωξαν κι αύτές μέ χέρεμ. Κα­
νείς δέν τον ήθελε έδώ, έκεΐνος όμως ικέτευε συνεχώς νά γυρί­
σει. Στο τέλος τον δεχτήκαμε. Άρχισε όμως πάλι τά τρελά
του. Γιά άλλη μία φορά ικέτεψε νά συγχωρεθει, καί ή συνα­
γωγή έκανε μία τελετή μετάνοιας. Έσύ ήσουνα πολύ μικρός,
Γκάμπριελ, άλλά ό Μπέντο κι έγώ παρακολουθήσαμε μαζί τήν
τελετή. Τή θυμάσαι;»
Ό Μπέντο έγνεψε πώς τή θυμόταν καί ή Ρεμπέκα συνέχι­
σε : ((Τον ύποχρέωσαν νά γδυθεί μέσα στή συναγωγή, δέχτηκε
τριανταεννέα τρομερές βουρδουλιές στην πλάτη κι όταν τελείω­
σε ή τελετή, ύποχρεώθηκε νά ξαπλώσει μπρούμυτα στο άνοιγ­

1. Κ υ ιά : Τό έβραϊκό καπελάκι. Μ ετζοντζά: Μικρός κύλινδρος μέ


απόσπασμα άπό τή Βίβλο, καρφωμένος στήν πόρτα των εβραϊκών σπι-
τιών ή των συναγωγών. ( Σ.τ.μ.)
2 12 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΠΙΝΟΖΛ

μα της πόρτας, καί 6λο τό έκκλησίασμα πάτησε πάνω του φεύ­


γοντας, δλα τα παιδιά τον κυνηγούσαν καί τον έφτυναν. Έμεις
δέν τό κάναμε - 6 πατέρας μάς τό απαγόρευσε. Λίγο καιρό
μετά ό Ντε Κόστα πήρε ένα πιστόλι καί αύτοπυροβολήθηκε
στο κεφάλι».
((‘Έ τσι γίνετα ι» συνέχισε ή Ρεμπέκα άπευθυνόμενη στον
Μπέντο. ((Δέν υπάρχει ζωή έξω άπό τήν κοινότητα. Ό πω ς
έκεινος δέν τά κατάφερε ούτε κι έσύ θά τά καταφέρεις. Πώς θά
ζήσεις; Δέν θά έχεις χρήματα -δέν θά σου έπιτρέψουν νά στή­
σεις έπιχείρηση σ' αύτή τήν κοινότητα-, ό Γκάμπριελ κι έγώ
θά άπαγορεύεται νά σέ βοηθήσουμε. Μέ τή Μιριάμ είχαμε
ορκιστεί στή μητέρα μας 8τι θά σάς φροντίζουμε καί λίγο πριν
πεθάνει ή Μιριάμ μου ζήτησε νά σάς προσέχω έγώ. Τώρα 6-
μως δέν έχω τί άλλο νά κάνω. Πώς θά ζήσεις;»
((Δέν ξέρω, Ρεμπέκα. Οί ανάγκες μου είναι λίγες. Κοίτα
γύρω σου». ‘Έδειξε μέ τό χέρι τό δωμάτιο. «Τ ά καταφέρνω
μέ πολύ λ ίγα ».
((Άπάντησέ μου όμως, πώς θά έπιβιώ σεις; Χωρίς χρήμα­
τα, χωρίς φίλους;»
((Σκέφτομαι νά δουλέψω τό γυαλί γιά νά ζώ. Νά φτιάχνω
φακούς. Νομίζω πώς θά είμαι καλός σ’ αύτό ».
((Γυαλί γιά ποιό πράγμα;»
((Ματογυάλια. Μεγεθυντικούς φακούς. "Ισως καί τηλεσκό­
π ια ».
Ή Ρεμπέκα κοίταξε τον αδελφό της μέ έκπληξη. «Έ να ς
Εβραίος νά κόβει γυαλί, μά τί έχεις πάθει, Μπέντο; Γιατί
είσαι τόσο άλλόκοτος; Δέν σ’ ένδιαφέρει ή πραγματική ζωή.
Δέν σ’ ένδιαφέρει μιά γυναίκα, μιά σύζυγος, μιά οικογένεια.
"Οταν ήμαστε παιδιά, έλεγες πώς ήθελες νά παντρευτείς έμένα
αλλά έδώ καί πολλά χρόνια -άπό τήν έποχή τού μ παρ μ ιτσ β ά
σου- δέν έχεις ξαναμιλήσει γιά γάμο, καί ποτέ δέν σέ άκουσα
νά ένδιαφέρεσαι γιά καμιά γυναίκα. Είναι αφύσικο. Ξέρεις τί
π ισ τεύω ; Νομίζω πώς δέν συνήλθες ποτέ άπό τό θάνατο τής
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 16^6 213

μητέρας μας. Τήν είδες να ξεψυχάει, να άγκομαχά καί ν’ αγω ­


νίζεται να πάρει άνάσα. Ή ταν φρικτό. Θυμάμαι πώς μου έ­
σφιγγες το χέρι πάνω στή μαούνα πού μετέφερε τό σώμα της
στο νεκροταφείο Μπέθ Χαίμ στήν Άουντεκερκ. Εκείνη τήν
ημέρα δέν είπες κουβέντα - είχες καρφωμένο τό βλέμμα στο
άλογο πού τραβούσε τή μαούνα μέσα στο κανάλι. Οί γείτονες
κι οί φίλοι θρηνούσαν καί χτυπιούνταν τόσο δυνατά πού οί
’Ολλανδοί φρουροί άνέβηκαν στή βάρκα καί μάς διέταξαν να
σωπάσουμε. Καί σέ όλη τή διάρκεια τής νεκρώσιμης τελετής
κρατούσες τα μάτια σου κλειστά σαν να κοιμόσουνα όρθιος.
Δέν είδες πού έκαναν έπτά φορές τό γύρο τού σώματος τής μη­
τέρας. Έ γώ σέ τσίμπησα όταν τήν άπόθεσαν στή γή καί άνοι­
ξες τα μάτια καί τρόμαξες, κι όταν άρχισαν όλοι να τής πετούν
φούχτες χώμα, προσπάθησες να τό σκάσεις. Ίσ ω ς να ήταν
πολύ βαρύ για σένα - ίσως ό θάνατός της να σέ τραυμάτισε
πολύ βαθιά. Για πολλές έβδομάδες άργότερα δυσκολευόσουν
να μιλήσεις. Ίσ ω ς να μήν τό ξεπέρασες ποτέ, γ ι’ αύτό δέν δια­
κινδυνεύεις ν’ άγαπήσεις άλλη γυναίκα, δέν διακινδυνεύεις άλ­
λη μία άπώλεια, άλλον έναν τέτοιο θάνατο. Ίσ ω ς γ ι’ αύτό δέν
άφήνεις καμιά νά γίνει σημαντική γιά σένα ».
Ή Ρεμπέκα συνέχισε σάν ό άδελφός της νά μήν τήν είχε
ακούσει: « Πιστεύω πώς δέν έχεις συνέλθει άπ’ όλους τούς θα­
νάτους. "Οταν πέθανε ό άδελφός μας, ό ’Ισαάκ, έδειξες τόσο λ ί­
γο συναίσθημα, σχεδόν σάν νά μήν τό καταλάβαινες. Κι όταν ό
πατέρας σου είπε πώς έπρεπε νά σταματήσεις τις ραβινικές
σπουδές σου γιά ν’ άναλάβεις τό μαγαζί, έσύ άπλώς συγκατα­
τέθηκες. Μέσα σέ μία στιγμή άλλαξε όλη σου ή ζωή κι έσύ συγ­
κατατέθηκες έτσι άπλά. Σάν νά μήν ήταν τίποτα σημαντικό ».
((Δέν μού φαίνεται λογικό » είπε ό Γκάμπριελ. « Ό χαμός
τών γονιών μας δέν είναι ή έξήγηση. Κι έγώ στήν ίδια οικογέ­
νεια έζησα κι έγώ πόνεσα άπό τούς ίδιους θανάτους άλλά δέν
σκέφτομαι σάν τον Μπέντο. Έ γώ θέλω νά είμαι Εβραίος. Θέ­
λω γυναίκα καί οικογένεια ».
2 14 ΤΟ ΙΊΡΟΒΑΗΜΑ II ΙΙΝ()ΖΑ

((Ά λλω στε», είπε ό Μπέντο, ((πότε μ’ ακούσατε να λέω


πώς ή οικογένεια δέν είναι κάτι σημαντικό; Νιώθω μεγάλη
χαρά για σένα, Μπέντο. Μ’ άρέσει πολύ ή ιδέα βτι ξεκινάς τή
δική σου οικογένεια. Μέ πονάει βαθύτατα ή σκέψη 8τι ποτέ δέν
θά δώ τά παιδιά σου ».
((Έσύ βμως άγαπάς ιδέες, δχι άνθρώπους » μπήκε στή μέ­
ση ή Ρεμπέκα. ((‘Ίσως νά οφείλεται στον τρόπο πού σέ μεγά­
λωσε ό πατέρας. Θυμάσαι τον πίνακα μέ τό μ έλι;»
Ό Μπέντο έγνεψε ναί.
((Τί είναι αύτό;» ρώτησε ό Γκάμπριελ.
(("Οταν ό Μπέντο ήταν πολύ μικρός, ίσως τριών ή τεσσά­
ρων -δέν θυμάμαι-, ό πατέρας τού έμαθε νά διαβάζει μέ μία
παράξενη μέθοδο. Αργότερα μου είπε 8τι ήταν μία τακτική δι­
δασκαλίας πού συνηθιζόταν πριν άπό εκατοντάδες χρόνια.
"Εδωσε στον Μπέντο έναν πίνακα 6που ήταν ζωγραφισμένο
ολόκληρο τό άλεφ, μ π έ τ , γκ ίμ μ ελ καί τόν κάλυψε μέ μέλι. Τού
είπε νά γλείψει 6λο τό μέλι. Ό πατέρας πίστευε πώς αύτό θά
βοηθούσε τόν Μπέντο ν’ άγαπήσει τά εβραϊκά γράμματα καί
τήν έβραϊκή γλώσσα ».
(("Ισως νά λειτούργησε ύπερβολικά καλά» συνέχισε ή Ρε­
μπέκα. «"Ισως γ ι’ αύτό άγαπάς περισσότερο τά βιβλία καί τις
ιδέες άπ’ 6σο άγαπάς τούς άνθρώπους ».
Ό Μπέντο δίστασε. Ό ,τι καί νά έλεγε θά χειροτέρευε τά
πράγματα. Ούτε ή άδελφή του ούτε ό άδελφός του μπορούσαν
ν’ άνοίξουν τό μυαλό τους γιά νά δεχτεί τις δικές του ιδέες, κι
ίσως τελικά νά ήταν πολύ καλύτερα έτσι. Ά ν κατόρθωνε νά
τούς βοηθήσει νά δούν τί σημαίνει στην πραγματικότητα αύτή
ή τυφλή ύπακοή στην έξουσία τού ραβίνου, τότε θά κινδύνευαν
νά χάσουν κάθε έλπίδα εύχαρίστησης άπό τό γάμο τους κι άπό
τήν κοινότητά τους. "Επρεπε νά τούς άποχωριστεΐ χωρίς τήν
εύλογία τους.
((Τό ξέρω πώς έχεις θυμώσει, Ρεμπέκα, κι έσύ, Γ κάμπριελ.
Κι 6ταν κοιτάζω τά πράγματα άπό τή δική σας σκοπιά, κατα­
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1656 2 15

λαβαίνω γιατί. Εσείς δμως δέν μπορείτε να τα δείτε από τή


δική μου, καί μέ θλίβει βαθιά πού πρέπει να χωριστούμε χωρίς
κατανόηση. "Οσο κι αν είναι μικρή παρηγοριά γιά σάς, τά άπο-
χαιρετιστήρια λόγια μου είναι αύτά: Σάς υπόσχομαι δτι θά ζή-
σω μία ένάρετη ζωή κι δτι θ’ άκολουθήσω τά λόγια της Τορά
ν’ άγαπώ τον πλησίον, νά μήν κάνω κακό στους άνθρώπους,
ν’ άκολουθώ τήν οδό της άρετης καί νά κατευθύνω τις σκέψεις
μου στον άπειρο καί αιώνιο Θεό μας ».
Ή Ρεμπέκα δμως δέν τον άκουγε. Είχε κι άλλα νά πει.
((Σκέψου τον πατέρα σου, Μπέντο. Δέν άναπαύεται δίπλα στις
συζύγους του, ούτε δίπλα στή μητέρα μας ούτε δίπλα στήν
Έ στερ. Αναπαύεται σέ καθαγιασμένο τόπο πλάι στον άγιότε-
ρο των άνθρώπων. Αναπαύεται τον αιώνιο ύπνο τιμημένος γιά
τήν άφοσίωσή του στή συναγωγή καί στο νόμο μας. Ό πατέ­
ρας μας γνώριζε τήν έπερχόμενη άφιξη τού Μεσσία καί γνώ ­
ριζε τήν άθανασία της ψυχής. Σκέψου - σκέψου πώς θά ένιωθε
έκεινος γιά τον γιό του τον Μπαρούχ. Σκέψου πώς νιώθει τώ ­
ρα, αφού τό πνεύμα του δέν έχει πεθάνει. Αίωρειται, βλέπει,
γνωρίζει δτι ό άγαπημένος του γιος είναι αιρετικός. Αύτήν ά-
κριβώς τή στιγμή ό πατέρας μας σέ καταριέται!»
Ό Μπέντο δέν μπόρεσε νά κρατηθεί. « Κάνεις άκριβώς δ,τι
κάνουν οί ραβίνοι κι οί σοφοί. Καί σ’ αύτό άκριβώς τό σημείο
είναι πού διαχωρίζω τή θέση μου άπό κείνους. Διακηρύσσετε
δλοι μέ τόση βεβαιότητα πώς τό πνεύμα τού πατέρα μου μέ
παρακολουθεί καί μέ καταριέται. Άπό πού προέρχεται ή βε­
βαιότητά σας; Ό χι άπό τήν Τορά! Τή γνωρίζω απέξω, δέν
περιέχει ούτε λέξη άπ’ δλ’ αύτά. Δέν ύπάρχει καμιά άπολύτως
άπόδειξη γιά δσα ισχυρίζεσαι γιά τό πνεύμα τού πατέρα. Τό
ξέρω πώς αύτά τά παραμύθια τ ’ άκούς άπό τούς ραβίνους, άλλά
δέν βλέπεις πώς έξυπηρετούν τούς στόχους τους; Οί ραβίνοι
μάς κρατάνε ύποταγμένους μέσα άπ’ τό φόβο κι άπό τήν έλπί-
δα: τό φόβο γ ι’ αύτά πού θά συμβούν μετά τό θάνατό μας καί
τήν έλπίδα πώς, αν ζήσουμε μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο,
2 ι6 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟΖΑ

-έναν τρόπο πού είναι καλός για τήν κοινότητα καί για να δι-
αιωνίζεται ή έξουσία των ραβίνων- θά άπολαύσουμε μία μα­
κάρια ζωή στον ερχόμενο κόσμο ».
Ή Ρεμπέκα είχε κλείσει τ ’ αύτιά της μέ τα χέρια της άλλα
ό Μπέντο δυνάμωσε τή φωνή του. «Έ γ ώ σου λέω πώς όταν
πεθαίνει τό σώμα, πεθαίνει κι ή ψυχή. Δεν υπάρχει κόσμος
μετά τό θάνατο. Δέν θά έπιτρέψω στους ραβίνους ούτε σέ κα-
νέναν άλλον νά μου άπαγορέψει νά σκέφτομαι λογικά, γιατί μό­
νο μέσα άπ’ τή λογική μπορούμε νά γνωρίσουμε τον Θεό, κι
αύτή ή άναζήτηση είναι ή μόνη αληθινή πηγή εύτυχίας σ’ αύτή
τή ζωή ».
Ή Ρεμπέκα σηκώθηκε κι έτοιμάστηκε νά φύγει. Πλησίασε
τον Μπέντο καί τον κοίταξε στά μάτια. « Σ ’ άγαπώ όπως
ήσουν κάποτε μέσα στην οίκογένειά μας » είπε καί τον άγκά-
λιασε. ((Αύτή τή στιγμή όμως» -τον χαστούκισε δυνατά-,
((σέ μισώ ». Αρπαξε τον Γκάμπριελ άπό τό χέρι καί τον έσυρε
έξω άπ’ τό δωμάτιο.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Δ Ε Κ Α Τ Ο Ο Γ Δ Ο Ο

ΜΟΝΑΧΟ - 1919

Ο ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, καθώς ό Άλφρεντ


Τ περίμενε στήν ούρα για να δανειστεί τό βιβλίο τού Σπινό-
ζα, τού ήρθε στο νού ένα δνειρο τής προηγούμενης νύχτας:
Π ερπατώ κ αί συζητώ με τον Φ ρήντριχ μ έσα στο δάσος. Ξαφ­
νικά εκείνος εξαφ ανίζεται, κ ι εγώ είμ αι μόνος μου κ αί δια στα υ­
ρώ νομαι με άλλους ανθρώπους που δεν φ αίνεται να με βλέπουν.
Νιώθω αόρατος. Δεν μ ε βλέπει κανείς. Τότε τό δάσος σκ οτει­
νιάζει. Νιώθω φόβο. Αύτά μόνο θυμόταν. ‘Ήξερε πώς τό όνειρο
είχε κι άλλα στοιχεία άλλα τού ήταν αδύνατο να τα ανακαλέσει.
Παράξενο, σκέφτηκε, πόσο φευγαλέα μπορούν να είναι τα
όνειρα. Γιά τήν ακρίβεια δέν θυμόταν καν ότι είχε ονειρευτεί,
ώσπου ξαφνικά έμφανίστηκε αύτό τό στιγμιότυπο στή σκέψη
του. Ή άνάμνηση θά πρέπει να προκλήθηκε άπό κάποια σύν­
δεση άνάμεσα στον Σπινόζα καί στον Φρήντριχ. Περίμενε
στήν ούρα για να δανειστεί τή Θ εολογικο-π ολιτικη π ρ α γ μ α ­
τεία τού Σπινόζα, τό βιβλίο πού τού είχε προτείνει ό Φρήντριχ
να διαβάσει πριν επιχειρήσει να διαβάσει τήν 9Η θική. Τί πα­
ράξενο πού ό Φρήντριχ έρχόταν στο μυαλό του τόσο συχνά -
όταν μάλιστα είχαν συναντηθεί μόνο δύο φορές. Ό χι, αύτό δέν
ήταν άπολύτως άκριβές. Ό Φρήντριχ τον γνώριζε άπό παιδί.
"Ισως νά οφειλόταν άπλώς στήν παράξενη, άλλόκοτα προσω­
πική κουβέντα τους.
"Οταν ό Άλφρεντ έφτασε στο γραφείο, ό Έ καρτ δέν είχε
άκόμα κάνει τήν εμφάνισή του. Αύτό δέν ήταν άσυνήθιστο,
καθώς ό "Εκαρτ έπινε πολύ κάθε βράδυ καί οί πρωινές του
ώρες ήταν άκανόνιστες. Ό Άλφρεντ άρχισε νά διαβάζει τόν
21--
2 18 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

πρόλογο του βιβλίου του Σπινόζα, όπου περιέγραφε τί σκό­


πευε νά αποδείξει. Αύτό τό βιβλίο δέν παρουσίαζε δυσκολία
στήν ανάγνωση - ή πρόζα του ήταν διαυγής σαν κρύσταλλο. Ό
Φρήντριχ είχε δίκιο, ήταν λάθος πού είχε ξεκινήσει μέ τήν 7/0ι-
κή. Ή πρώτη κιόλας σελίδα τού τράβηξε άμέσως τήν προσοχή.
« Ό φόβος γεννά τήν προκατάληψη» διάβασε. Καί: «Μ προ­
στά στις άντιξοότητες οί άδύναμοι καί άπληστοι άνθρωποι
χρησιμοποιούν τήν προσευχή καί κλαινε σάν γυναίκες, γιά νά
ικετεύσουν τον Θεό νά τούς βοηθήσει». Πώς γινόταν νά έχει
γράψει κάτι τέτοιο ένας Εβραίος τού 17ου αιώ να; Αύτά ήταν
τά λόγια ένός Γερμανού τού 20ού!
Ή έπόμενη σελίδα περιέγραφε πώς « ή μεγαλοπρέπεια καί
ή τελετουργικότητα πού έπενδύεται στη θρησκεία στομώνει τό
νού τού άνθρώπου μέ δογματισμό, άπωθει τήν ύγιή λογική καί
δέν άφήνει χώρο ούτε γιά μία σταλιά άμφιβολία». Ε ντυπ ω ­
σιακό ! Καί δέν τελείωνε έκεΐ! Ό Σπινόζα συνέχιζε νά μιλάει
γιά τή θρησκεία λέγοντας ότι είναι « ένα ύφασμα άπό γελοία
μυστήρια » πού προσελκύει τούς άνθρώπους, « οί όποιοι άπε-
χθάνονται κατηγορηματικά τή λογική ». Ό Αλφρεντ άφησε
ένα έπιφώνημα. Τά μάτια του γούρλωσαν.
Οί Εβραίοι ήταν « ό περιούσιος λαός » τού Θεού; « Ανοη­
σίες » έγραφε ό Σπινόζα. Μία φωτισμένη καί ειλικρινής άνά-
γνωση τού μωσαϊκού νόμου άποκάλυπτε, έπέμενε ό Σπινόζα,
ότι ή μόνη εύνοια πού είχε δείξει ό Θεός στούς Εβραίους ήταν
ότι έπέλεξε γ ι’ αύτούς μία στενή λουρίδα γης, όπου θά μπο­
ρούσαν νά ζήσουν έν ειρήνη.
Κι όσο γιά τις γραφές ώς « λόγο τού Θεού » ; Ή δυνατή πρό­
ζα του σκόρπιζε αύτή τήν ιδέα στούς πέντε άνέμους, καθώς
ύποστήριζε ότι ή Βίβλος δέν περιέχει παρά μόνο πνευματική
άλήθεια -δηλαδή τήν άσκηση της δικαιοσύνης καί της φιλαν­
θρωπίας-, όχι κοσμικές άλήθειες. Όλοι έκεϊνοι πού άνακαλύ-
πτουν κοσμικούς νόμους καί άλήθειες μέσα στή Βίβλο είτε
σφάλλουν είτε τό κάνουν άπό ιδιοτέλεια, έπέμενε ό Σπινόζα.
ΜΟΝΑΧΟ - 1919 2 19

Ό πρόλογος τελείωνε μέ μία προειδοποίηση : « Ζητώ από


τούς πολλούς να μή διαβάσουν τό βιβλίο μου », καί στή συνέ­
χεια έξηγούσε ότι « ό δεισιδαίμων αμόρφωτος λαός, πού θεωρεί
δτι ή λογική δέν είναι τίποτα περισσότερο από ύπηρέτρια τής
Θεολογίας, δέν θ’ αποκομίσει τίποτα απ’ αυτό τό έργο. Α ντί­
θετα μάλιστα, ή πίστη τους μπορεί να κλονιστεί δυσάρεστα ».
‘Έκπληκτος άπό τα λόγια αύτά, ό Άλφρεντ δέν μπορούσε
να μή θαυμάσει τήν τόλμη τού Σπινόζα. Ή σύντομη βιογρα-
φική εισαγωγή έλεγε δτι, αν καί τό βιβλίο έκδόθηκε άνώνυμα
τό 1670 ( δταν ό Σπινόζα ήταν τριανταοκτώ ετών ), ή ταυτότη­
τα τού συγγραφέα ήταν εύρέως γνωστή. Να λές αύτά τα λόγια
τό 1670 ήθελε πολύ κουράγιο : Δέν είχαν περάσει παρά μόνο δύο
γενιές άπό τότε πού ό Τζορντάνο Μπρούνο είχε καεί στήν πυρά
ώς αιρετικός καί μόνο μία γενιά άπό τή δίκη τού Γαλιλαίου
στο Βατικανό. Ή εισαγωγή σημείωνε δτι τό βιβλίο άπαγορεύ-
τηκε πολύ σύντομα στή χώρα άπό τήν Καθολική Εκκλησία,
άπό τούς Εβραίους καί λίγο άργότερα άπό τούς καλβινιστές.
Ό λ’ αύτά άποτελούσαν θαυμάσιες συστάσεις.
Δέν μπορούσε κανείς ν’ άμφισβητήσει τήν έξαιρετική εύ-
φυΐα τού συγγραφέα. Τώρα επιτέλους καταλάβαινε ό ‘Άλφρεντ
γιατί ό μεγάλος Γκαίτε καί δλοι οί άλλοι Γερμανοί πού άγα-
πούσε τόσο πολύ -ό Σέλλινγκ, ό Σίλλερ, ό Χέγκελ, ό Λέσ-
σινγκ, ό Νίτσε- έκτιμούσαν αύτόν τον άνθρωπο. Πώς να μή
θαυμάζουν ένα τέτοιο μυαλό ; Εκείνοι βέβαια ζούσαν σέ άλλον
αιώνα καί δέν είχαν ιδέα γιά τήν καινούργια φυλετική έπιστη-
μη, γιά τούς κινδύνους τού δηλητηριασμένου αίματος - έκεινοι
απλώς θαύμαζαν αύτή τή μετάλλαξη, αύτό τό σπάνιο λουλούδι
πού άναδύθηκε άπό τό βούρκο. Ό Άλφρεντ διάβασε τή σελίδα
τίτλου: « Benedictus Spinoza» - χμμ, Μπενεντίκτους, ένα
δνομα πού δέν θύμιζε καθόλου μα καθόλου σημιτικό δνομα. Τό
βιογραφικό σημείωμα έγραφε δτι στα είκοσιτρία του χρόνια οί
Εβραίοι τον άφόρισαν κι δτι έκτοτε ό Σπινόζα δέν ξαναήρθε
ποτέ σέ έπαφή μέ Εβραίο. Δέν ήταν λοιπόν στ’ άλήθεια Έ -
220 ΓΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟ/.Α

βραΐος. Ήταν μία μετάλλαξη - οί ίδιοι οί Εβραίοι είχαν ανα­


γνωρίσει πώς δέν ήταν Εβραίος καί, άφου πήρε αύτό τό δνομα,
φαίνεται πώς τό είχε συνειδητοποιήσει κι ό ίδιος.
Γύρω στις έντεκα έμφανίστηκε ό Ντήτριχ Έκαρτ καί πέ­
ρασε τό μεγαλύτερο μέρος της μέρας διδάσκοντας στον Άλ-
φρεντ πώς να γίνει πιο έπιτυχημένος συντάκτης. Σέ λίγο τού
άνέθεσε τήν εύθύνη να έπιμελείται τα περισσότερα άρθρα πού
υποβάλλονταν στήν έφημερίδα. Μέσα σέ λίγες έβδομάδες τό
κόκκινο μολύβι τού Άλφρεντ κινιόταν μέ ταχύτητα άστρα-
πης, βελτίωνε έπιδέξια τό ύφος καί αύξανε σέ ένταση τα λόγια
των άλλων συνεργατών. Ό ‘Άλφρεντ ένιωθε πολύ τυχερός' όχι
μόνο είχε έναν υπέροχο δάσκαλο άλλα ήταν καί τό μοναδικό
«παιδί» τού Ντήτριχ. Σέ λίγο όμως αύτό έπρόκειτο ν’ άλλά-
ξει. ‘Ήδη έκκολαπτόταν άλλος ένας προστατευόμενος - ένας
προστατευόμενος πού θά καταλάμβανε όλο τό χώρο.
Ή άλλαγή ήρθε άρκετές έβδομάδες άργότερα, τον Σεπτέμ­
βριο τού 1919, όταν ό Άντον Ντρέξλερ, ό άνθρωπος πού είχε
καλωσορίσει τον Άλφρεντ στήν Εταιρεία της Θούλης, έμφα­
νίστηκε στο γραφείο σέ κατάσταση μεγάλης διέγερσης. Ό
Ντήτριχ έτοιμαζόταν να κλείσει τήν πόρτα του για να μιλή­
σουν οί δύο τους, όταν ό Ντρέξλερ, μέ τήν έγκριση τού έκδοτη,
έκανε νόημα στον Άλφρεντ να μπει κι έκεΐνος.
«Άλφρεντ, θά ήθελα νά σέ ένημερώσω» είπε ό Ντρέξλερ.
« Είμαι σίγουρος πώς ξέρεις ότι, λίγο μετά τήν πρώτη συνε­
δρίαση πού παρακολούθησες στήν Εταιρεία της Θούλης, με­
ρικοί άπό έμάς ιδρύσαμε ένα νέο πολιτικό κόμμα - τό Γερμα-
νικό Εργατικό Κόμμα. Είχες έρθει σέ μία άπό τις πρώτες συν­
εδριάσεις, μία άπό τις μικρές. Τώρα όμως είμαστε έτοιμοι νά
έπεκταθούμε. Ό Ντήτριχ κι έγώ θέλουμε νά σέ προσκαλέσου-
με νά παρευρεθεΐς στήν έπόμενη συνεδρίασή μας καί νά γρά­
ψεις ένα κεντρικό άρθρο γιά τό κόμμα. 'Υπάρχουν πολλά άλλα
κόμματα καί είναι άνάγκη νά φανούμε περισσότερο ».
Ό Άλφρεντ, άφού έριξε μία ματιά στον Έκαρτ, πού τό
ΜΟΝΑΧΟ - 1919 22 1

έντονο νεύμα του υποδήλωσε ότι έπρόκειτο για κάτι περισσό­


τερο από πρόσκληση, απάντησε: « Θά φροντίσω να παρευρεθώ
στήν άμέσως επόμενη συνεδρίασή σας ».
Ό Ντρέξλερ φάνηξε ικανοποιημένος, έκανε νόημα στον
Άλφρεντ να κλείσει τήν πόρτα του γραφείου καί κάθισε. « Λοι­
πόν, Ντήτριχ, νομίζω πώς βρήκαμε έκεινον πού περίμενες.
Άκου τί συνέβη. Θυμάσαι φυσικά πώς, όταν άποφασίσαμε να
μετατρέψουμε τό κίνημα άπό μία εταιρεία μελετών για τα μέ­
λη τής Θούλης σέ ενεργό πολιτικό κόμμα μέ άνοιχτές συνε­
δριάσεις, χρειάστηκε να υποβάλουμε αίτηση στον στρατό για
να μάς δώσει τή σχετική άδεια; Μάς ειδοποίησαν λοιπόν ότι
κατά καιρούς θά παρευρίσκονταν στις συνεδριάσεις μας μερι­
κοί παρατηρητές τού στρατού».
«Τον θυμάμαι αύτόν τον όρο καί τον έπικροτώ πλήρως.
Είναι άναγκαΐο νά κρατηθούν φρόνιμοι οί κομμουνιστές ».
«Λ οιπόν», συνέχισε ό Ντρέξλερ, «σ έ μία συνεδρίαση της
περασμένης εβδομάδας, όπου παρευρίσκονταν περίπου είκοσι-
πέντε μέ τριάντα άνθρωποι, ήρθε καθυστερημένος ένας άνθρω­
πος μέ τραχύ παρουσιαστικό, κακοντυμένος καί κάθισε στήν
τελευταία σειρά. Ό Κάρλ, ό σωματοφύλακας καί φρουρός μας,
μού ψιθύρισε πώς είναι παρατηρητής τού στρατού μέ πολιτικά
κι ότι τον έχουν δει καί σέ άλλες πολιτικές συγκεντρώσεις, σέ
θέατρα καί λέσχες, νά ψάχνει γιά έπικίνδυνους ταραξίες ».
((Αύτός λοιπόν ό παρατηρητής -Χίτλερ είναι τό όνομά του,
είναι δεκανέας στον στρατό, άλλά άπολύεται σέ λίγους μήνες-
παρέμεινε έντελώς σιωπηλός, όσο ό κεντρικός ομιλητής έδινε
μία βαρετή διάλεξη γιά τήν κατάργηση τού καπιταλισμού.
"Οταν όμως άρχισε ή συζήτηση, τά πράγματα ζωντάνεψαν.
Κάποιος άπό τό άκροατήριο έκανε μία μακροσκελή παρέμβα­
ση πού ύποστήριζε αύτό τό ήλίθιο σχέδιο πού άκούγεται δεξιά
κι άριστερά, ότι πρέπει ή Βαυαρία νά άποκοπει άπό τήν ύπό-
λοιπη Γερμανία, νά ένωθεΐ μέ τήν Αύστρία καί νά σχηματί­
σουν τό κράτος της Νότιας Γερμανίας. Άμέσως ό Χίτλερ έξα-
222 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΠΙΙΝΟΖΑ

γριώθηκε, πήδηξε πάνω, δρμηξε στο βήμα καί έκφώνησε μία


πύρινη έπίθεση ενάντια σ’ αύτή τήν ιδέα ή σέ όποιαδήποτε
πρόταση θά στόχευε σκόπιμα στο να έλαττώσει τή δύναμη της
Γερμανίας. Συνέχισε για μερικά λεπτά νά κατακεραυνώνει
τούς εχθρούς τής Γερμανίας -όσους συμμαχούν μέ τούς έγ-
κληματίες των Βερσαλλιών πού προσπαθούν νά δολοφονήσουν
τή χώρα μας, νά μάς κατακομματιάσουν, νά μάς στερήσουν τό
ένδοξο πεπρωμένο μας-, καί λοιπά.
«Ή ταν σέ έξαλλη κατάσταση, έμοιαζε μέ τρελό στά πρό­
θυρα νά ξεφύγει τελείως άπο κάθε έλεγχο. Το άκροατήριο
μουρμούριζε άνήσυχο, καί πήγα νά ζητήσω άπ’ τον Κάρλ νά
τον βγάλει έξω - ό μόνος λόγος πού δίσταζα ήταν, καταλα­
βαίνετε, επειδή είναι τού στρατού. Εκείνη όμως τή στιγμή,
σάν νά μάντευε τί σκεφτόμουν, ξαναβρήκε τον έλεγχο καί τήν
αύτοκυριαρχία του καί έκφώνησε έναν έντελώς αύτοσχέδιο
δεκαπεντάλεπτο λόγο πού έπεκτάθηκε σέ ένα σωρό θέματα.
Ώς προς το περιεχόμενο δέν είχε τίποτα πρωτότυπο. Οί άπό-
ψεις του -ενάντια στούς Εβραίους, ύπέρ τού στρατού, ένάντια
στούς κομμουνιστές- είναι παρόμοιες μέ τις δικές μας. Αλλά
ό τρόπος πού μιλούσε σέ καθήλωνε. ’Έπειτα άπό λίγα λεπτά
όλοι, καί τό έννοώ, όλοι είχαν μείνει άφωνοι, ήταν άπόλυτα
καθηλωμένοι στά πύρινα γαλάζια μάτια του καί στήν κάθε
του λέξη. Αύτός ό άνθρωπος έχει τό χάρισμα. Τό κατάλαβα
άμέσως, γι'αύτό μετά τή συνεδρίαση έτρεξα ξοπίσω του καί
τού έδωσα τό φυλλάδιό μου, πού λέγεται Ή πολιτική μον
άφνπνι<ττ\. Τού έδωσα καί τήν κάρτα μου καί τον προσκάλεσα
νά έρθει σ’ έπαφή μαζί μου, γιά νά μάθει περισσότερα γιά τό
κόμμα ».
((Καί;» ρώτησε ό Έκαρτ.
((Ήρθε στο σπίτι μου χθές τή νύχτα. Μιλήσαμε γιά πολλή
ώρα σχετικά μέ τούς στόχους καί τον προορισμό τού κόμμα­
τος. Είναι πλέον τό 555ο μέλος καί θά μιλήσει στήν έπόμενη
συγκέντρωση τού κόμματος ».
ΜΟΝΑΧΟ - 1919 223

«Το πεντακοσιοστό πεντηκοστό πέμπτο;» παρενέβη ό


Άλφρεντ. « Εκπληκτικό! Έχετε μεγαλώσει κιόλας τόσο πο­
λύ;»
«Μεταξύ μας, καί μόνο μεταξύ μας, Άλφρεντ, τα μέλη
είναι 55» ψιθύρισε ό Ντρέξλερ. « Για διαφημιστικούς λόγους
θέλουμε να προσθέσεις ένα ψηφίο καί να τα κάνεις 555. Θά μάς
πάρουν περισσότερο στα σοβαρά, αν μάς θεωρούν μεγαλύτε­
ρους ».
Λίγες νύχτες άργότερα όΈκαρτ καί ό Άλφρεντ πήγαν μαζί
ν’ άκούσουν τήν ομιλία τού δεκανέα Χίτλερ. "Έπειτα θά δει­
πνούσαν στο σπίτι τού "Έκαρτ. Ό Χίτλερ στάθηκε μέ αύτοπε-
ποίθηση άπέναντι στο κοινό των σαράντα άνθρώπων καί χωρίς
εισαγωγή εξαπέλυσε γρήγορα μία παθιασμένη προειδοποίηση
γιά τον κίνδυνο πού άντιπροσώπευαν οί Εβραίοι γιά τή Γερ­
μανία. « Βρίσκομαι έδώ », είπε μέ φωνή πού παλλόταν, « γιά
νά σάς προειδοποιήσω γιά τούς Εβραίους καί νά σάς ώθήσω
σ’ ενα νέο είδος άντισημιτισμού. Πρεσβεύω έναν άντισημιτισμό
πού βασίζεται σέ γεγονότα, δχι σέ συναισθήματα. Ό συναι­
σθηματικός άντισημιτισμός δέν οδηγεί παρά μόνο σέ άναποτε-
λεσματικά πογκρόμ. Δέν είναι αύτή ή λύση. "Εχουμε άνάγκη
πολύ περισσότερα άπό αύτό. Χρειαζόμαστε έναν ορθολογικό
άντισημιτισμό. Ό ορθολογισμός μάς οδηγεί σέ ένα καί μόνο
άτράνταχτο συμπέρασμα: τήν καθολική έξάλειψη των Εβραί­
ων άπό τή Γερμανία ».
Στή συνέχεια διατύπωσε μία άλλη προειδοποίηση: «Ή
έπανάσταση πού καθαίρεσε τήν εστεμμένη κεφαλή της Γερμα-
νίας άπό τήν έξουσία δέν πρέπει νά άνοίξει τήν πόρτα στον ίου-
δαιο-μπολσεβικισμό ».
Ό Άλφρεντ άπόρησε μέ τον 6ρο πού έπέλεξε ό Χίτλερ. Ή ­
ταν άκριβώς ή φράση πού χρησιμοποιούσε έδώ καί άρκετό
καιρό ό ίδιος, καί νά πού αύτός ό δεκανέας σκεφτόταν μέ τον
ίδιο τρόπο - μέ τις ίδιες λέξεις. Αύτό ήταν καί κακό καί καλό.
Κακό, έπειδή ό Άλφρεντ ένιωθε οτι ό όρος τού ανήκε, άλλά καί
224 ΤΟ 11ΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

καλό, έπειδή συνειδητοποιούσε πώς είχε έναν ισχυρό σύμ-


μαχ°’
« Θά σάς πώ κι άλλα για τον εβραϊκό κίνδυνο » συνέχισε ό
Χίτλερ. « Θά σάς πώ κι άλλα γιά τον ορθολογικό αντισημιτι­
σμό. Δέν αφορά τή θρησκεία των Εβραίων. Ή θρησκεία τους
δεν είναι χειρότερη από τις άλλες θρησκείες - ύλες αποτελούν
μέρος τής ίδιας μεγάλης θρησκευτικής απάτης. Επίσης δέν
άφορά την ιστορία τους ή τήν άπαίσια παρασιτική κουλτούρα
τους - μολονότι τά άμαρτήματά τους ένάντια στή Γερμανία
στή διάρκεια των αιώνων είναι πάμπολλα. Όχι, ό λόγος δέν
είναι αύτά. Τό σημαντικό ζήτημα είναι ή φυλή τους, τό μολυ-
σμένο αίμα πού κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό άδυνατίζει
καί άπειλεΐ τή Γερμανία.
«Τό μολυσμένο αίμα δέν μπορεί ποτέ νά γίνει καθαρό. Θά
σάς μιλήσω γιά τούς Εβραίους έκείνους πού έπέλεξαν νά βα­
φτιστούν, τούς προσήλυτους χριστιανούς Εβραίους. Αύτοί εί­
ναι οί χειρότεροι. Αύτοί άντιπροσωπεύουν τον μεγαλύτερο κίν­
δυνο. Αύτοί θά μολύνουν ύπουλα καί θά καταστρέψουν τή με­
γάλη χώρα μας, άκριβώς όπως κατέστρεψαν κάθε μεγάλο πο­
λιτισμό ».
Ό Αλφρεντ τίναξε τό κεφάλι άκούγοντας αύτά τά λόγια.
’Έχει δίκιο, έχει δίκιο, σκεφτόταν. Αύτός ό Χίτλερ τού θύμιζε
ολα 6σα ήξερε. Τό αίμα δέν αλλάζει. Ό Εβραίος είναι πάντα
Εβραίος. Ό Αλφρεντ χρειαζόταν νά ξανασκεφτει τον τρόπο
πού άντιμετώπιζε τό ζήτημα Σπινόζα.
« Καί τώρα, σήμερα » -ο Χίτλερ συνέχισε καί βάλθηκε σέ
κάθε του επιχείρημα νά χτυπάει τή γροθιά του στο στήθος
του- « ήρθε ό καιρός νά συνειδητοποιήσετε πώς δέν μπορείτε
νά κάνετε οτι δέν βλέπετε τό πρόβλημα. Ούτε μπορεί νά λυθεί
μέ μικρά βήματα - τό πρόβλημα τού κατά πόσο μπορεί ποτέ
τό έθνος μας νά ξαναγίνει ύγιές. Τό έβραϊκό μικρόβιο πρέπει
νά άφανιστεΐ. Μήν παρασύρεστε καί σκέφτεστε 8τι μπορείτε
νά καταπολεμήσετε μία έπιδημία χωρίς νά σκοτώσετε τό φο-
ΜΟΝΑΧΟ - 1919 2 25

ρέα, χωρίς νά καταστρέψετε τό βάκιλλο. Μήν πιστεύετε πώς


μπορείτε νά καταπολεμήσετε τή φυλετική φυματίωση, χωρίς
νά φροντίσετε νά άπαλλάξετε τό έθνος από τό φορέα αύτής της
φυλετικής φυματίωσης ».
Ό Χίτλερ τόνιζε κάθε φράση μέ μία φωνή πού γινόταν όλο
καί πιο στριγκή, κάθε πρόταση άνέβαινε πιο ψηλά σέ τόνο,
ώσπου φαινόταν σίγουρο πώς ή φωνή του θά έσπαγε - κάτι
τέτοιο όμως δεν συνέβη. Τή στιγμή πού τελείωσε ούρλιάζον-
τ α ς: « Αύτή ή εβραϊκή μόλυνση δεν θά υποχωρήσει, αύτή ή
δηλητηρίαση τού έθνους δεν πρόκειται νά τελειώσει, ώσπου ό
ίδιος ό φορέας, ό Εβραίος, νά έκδιωχθεΐ άπό άνάμεσά μ α ς! »,
6λο τό άκροατήριο σηκώθηκε όρθιο καί χειροκρότησε ενθου­
σιασμένο.
Εκείνο τό βράδυ τό δείπνο στο σπίτι τού Έ καρτ ήταν γιά
λίγους - μόνο τέσσερις ήταν παρόντες: ό Άλφρεντ, ό Ντρέξ-
λερ, ό ’Έκαρτ καί ό Χίτλερ. Αλλά ένας διαφορετικός Χίτλερ -
ένας Χίτλερ εύγενικός καί ευχάριστος, οχι ό οργισμένος Χ ίτ­
λερ πού γρονθοκοπούσε τό στήθος του.
Ή γυναίκα τού Έ καρτ, ή Ρόζα, μία φίνα γυναίκα, τούς συν­
όδεψε ώς τό σαλόνι άλλά σέ λίγα λεπτά άποσύρθηκε διακρι­
τικά άφήνοντας τούς τέσσερις άντρες στήν ιδιωτική τους συ­
ζήτηση. Ό Έ καρτ, σέ μία γενναιόδωρη χειρονομία, έβγαλε
άπό τό κελλάρι του ένα άπό τά καλύτερα κρασιά τους άλλά ή
πληθωρικότητά του ύπέστη μεγάλο πλήγμα, όταν συνειδητο­
ποίησε ότι ό μέν Χίτλερ δέν έπινε ποτέ άλκοόλ ένώ ό Άλφρεντ
δέν έπινε πάνω άπό ένα ποτήρι. Εκείνο πού τον κατέβαλε
ακόμα περισσότερο ήταν ότι ό Χίτλερ ήταν χορτοφάγος καί
δέν γεύτηκε καθόλου άπό τήν άχνιστή ψητή πάπια πού ή
οικονόμος έφερε περήφανη στήν τραπεζαρία. Αφού ή οικονό­
μος έτοίμασε στά γρήγορα γιά τον Χίτλερ μία ομελέτα καί
πατάτες, οί τέσσερίς τους έφαγαν καί συζήτησαν γιά πάνω
άπό τρεις ώρες.
((Μιλήστε μας, λοιπόν, Χέρ Χίτλερ, γιά τήν τωρινή θέση
‘2'2 6 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΧΑ

σας καί για τό μέλλον σας στον στρατό» τον παρότρυνε ό


Έ καρτ.
« Δέν υπάρχει μέλλον στον στρατό, από τότε που ή Συνθήκη
των Βερσαλλιών -καταραμένη να είναι- αποφάσισε τό όριο
των έκατό χιλιάδων για τούς δικούς μας στρατιώτες καί κα­
νένα όριο για τούς έχθρούς μας. Αύτή ή συρρίκνωση σημαίνει
ότι σέ έξι μήνες περίπου θά μέ άπολύσουν. Προς τό παρόν έχω
λίγα καθήκοντα πέρα άπό την παρακολούθηση τών συγκεν­
τρώσεων τών πιο άπειλητικών άπό τα πενήντα πολιτικά κόμ­
ματα πού λειτουργούν τώρα στο Μόναχο ».
«Κ αί γιατί θεωρείται απειλητικό τό Γερμανικό Εργατικό
Κόμμα;» ρώτησε ό ’Έκαρτ.
«Λ όγω τής λέξης “ έργατικό”. Αύτό έγείρει ύποψίες γιά
κομμουνιστική έπιρροή. Σάς διαβεβαιώ δμως, Χέρ Έ καρτ,
ότι έπειτα άπό τη δική μου άναφορά, ό στρατός θά σάς παρέχει
μόνο ύποστήριξη. Ή κατάσταση είναι έπικίνδυνη γιά όλους
μας. Οί μπολσεβίκοι ήταν ύπεύθυνοι γιά τή ρωσική ύποχώρη-
ση στον πόλεμο, καί τώρα έχουν άφοσιωθεΐ στή διάβρωση τής
Γερμανίας καί στή μετατροπή της σ’ ένα μπολσεβίκικο κρά­
τος».
« Μιλήσαμε χθές έσεις κι έγώ », είπε ό Ντρέξλερ, « γιά τό
πρόσφατο κύμα δολοφονιών άριστερών ήγετών. Θά σάς πεί­
ραζε νά έπαναλάβετε στον Χέρ Έ καρτ καί στον Χέρ Ρόζεν-
μπεργκ πώς πιστεύετε δτι πρέπει ν’ άντιδράσει ό στρατός καί
ή άστυνομία;»
« Πιστεύω πώς οί δολοφονίες είναι έλάχιστες. Ά ν έξαρτιό-
ταν άπό μένα, θά έξασφάλιζα περισσότερες σφαίρες στούς δο­
λοφόνους ».
Ό Έ καρτ καί ό Ντρέξλερ χαμογέλασαν πλατιά άκούγοντας
τήν άπάντηση, καί ό Έ καρτ ρώτησε: « Καί ή άποψή σας γιά
τό κόμμα μας μέχρι στιγμ ής;»
« Μου άρέσει αύτό πού βλέπω. Συμφωνώ άπολύτως μέ τις
διακηρύξεις τού κόμματος καί, άφού σκέφτηκα καλά τό ζήτη­
ΜΟΝΑΧΟ - 1919 227

μα, δέν βλέπω κανένα λόγο γιατί να μήν ένώσω τή μοίρα μου
με τό κόμμα σας ».
«Κ αί τό μικρό μας μέγεθος;» ρώτησε ό Ντρέξλερ. «Ό
Άλφρεντ, ό δημοσιογράφος μας, έξεπλάγη λίγο 6ταν έμαθε 6τι
οί πρώτοι πεντακόσιοι μαχητές μας ανήκαν στή σφαίρα του
μύθου ».
((Ά , ώς δημοσιογράφος », είπε ό Χίτλερ στρεφόμενος στον
Άλφρεντ, ((ελπίζω 6τι θά συμφωνήσετε πώς ή άλήθεια είναι
οτιδήποτε πιστεύει τό κοινό. Για να μιλήσω άνοιχτά, Χέρ
Ντρέξλερ, τό μικρό μέγεθος μας είναι κατά τή γνώμη μου προ­
τέρημα οχι έλάττωμα. Έ χ ω τή στρατιωτική μου άμοιβή, ό
ανώτερος μου δέν άπαιτεΐ πολλά άπό μένα, καί γιά τούς επό­
μενους έξι μήνες σκοπεύω νά δουλέψω άσταμάτητα γιά τό
κόμμα καί έλπίζω σύντομα νά άφήσω πάνω του τή σφραγίδα
μου ».
((Μπορώ νά πάρω τό θάρρος νά ρωτήσω περισσότερες πλη­
ροφορίες γιά τήν υπηρεσία σας στον στρατό, Χέρ Χίτλερ;» ρώ­
τησε ό Έ καρτ. ((Εκείνο πού μέ ενδιαφέρει κυρίως είναι ό βαθ­
μός σας. Διαθέτετε τόσο έντονες καί έμφανεΐς ήγετικές ικανό­
τητες. Θά έπρεπε νά είχατε υψηλό βαθμό, έσεΐς όμως είστε δε­
κανέας ».
((Τό έρώτημα αύτό θά πρέπει νά τό θέσετε στούς άνωτέ-
ρους μου. ‘Υποπτεύομαι 8τι θά έλεγαν πώς είχα τή δυνατότητα
νά γίνω μεγάλος ήγέτης άλλά 6τι έδειξα υπερβολικά μεγάλη
άντίσταση νά γίνω άκόλουθος. Μεγαλύτερη σημασία όμως έ­
χουν τά γεγονότα ». Στράφηκε στον Άλφρεντ γιά νά βεβαιωθεί
6τι κρατούσε σημειώσεις. ((’Έλαβα δύο σίδηρους σταυρούς γιά
τήν άνδρεία μου. Επικοινωνήστε αν θέλετε μέ τον στρατό γιά
νά τό έλέγξετε, Χέρ Ρόζενμπεργκ. Ό καλός δημοσιογράφος
πρέπει νά έλέγχει τις πληροφορίες του, έστω καί αν ορισμένες
φορές έπιλέγει νά μήν τις χρησιμοποιήσει. Τραυματίστηκα
δύο φορές πολεμώντας στήν πρώτη γραμμή. Τήν πρώτη φορά
τραυματίστηκα στο πόδι άπό οβίδα. Αντί 6μως νά άπολαύσω
228 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

μια μακρόχρονη ανάρρωση, έπέμεινα να έπιστρέψω αμέσως


στο σύνταγμά μου. Ή δεύτερη ήταν δώρο των Βρετανών φίλων
μας - άέριο μουστάρδας. Πολλοί άπό έμάς τυφλωθήκαμε πα­
ροδικά καί επιβιώσαμε μόνο επειδή ένας άπό έμάς έβλεπε άπό
τό ένα μάτι. Εκείνος μάς οδήγησε καί περπατήσαμε κρατημέ­
νοι ό ένας άπό τον άλλον κάνοντας άλυσίδα μέ τα χέρια μας άπό
τό μέτωπο ώς τό σταθμό τών πρώτων βοηθειών. Νοσηλεύτη­
κα στο Νοσοκομείο Ρ38β\ν8ΐΙί άπ’ όπου βγήκα πριν άπό έναν
χρόνο μέ άρκετή ζημιά στις φωνητικές μου χορδές ».
Ό Άλφρεντ, πού κρατούσε μέ ζήλο σημειώσεις, σήκωσε τό
κεφάλι καί είπ ε: « Απόψε οί φωνητικές σας χορδές άκούγονταν
πολύ ψυχωμένες ».
«Ν αι, αύτή τήν αίσθηση είχα κι εγώ. Είναι παράξενο άλλά
όσοι μέ γνωρίζουν άπό πριν τον τραυματισμό μου λένε πώς τό
άέριο έκανε τή φωνή μου πιο δυνατή. Καί πιστέψτε με, δέν θά
παραλείψω να τή χρησιμοποιήσω ένάντια στούς Γάλλους καί
στούς Βρετανούς έγκληματίες ».
« Είστε έξαιρετικός ομιλητής, Χέρ Χίτλερ », είπε όΈ καρτ,
«κ α ί πιστεύω ότι ή συνεισφορά σας στο κόμμα μας θά είναι
πολύτιμη. Πέστε μου, έχετε εκπαιδευτεί να μιλάτε σέ κοινό;»
« Μόνο πολύ λίγο στον στρατό. Λόγω μερικών αύτοσχέδιων
λόγων πού είχα βγάλει στούς άλλους στρατιώτες μου πρόσφε-
ραν δύο-τρείς ώρες έκπαίδευσης καί μου άνέθεσαν νά έκφωνή-
σω λόγο στούς Γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου πού έπέστρε-
φαν, σχετικά μέ τούς μεγαλύτερους κινδύνους πού άντιμετω-
πίζει ή Γερμανία: τον κομμουνισμό, τούς Εβραίους, τό είρη-
νιστικό κίνημα καί τήν άνυπακοή. Ό στρατιωτικός μου φάκε­
λος περιέχει μία έκθεση άπό τον άνώτερό μου πού μέ άποκαλεΐ
“γεννημένο ρήτορα”. Τό πιστεύω. Διαθέτω ένα χάρισμα κι
έχω τήν πρόθεση νά τό έκμεταλλευτώ γιά τούς σκοπούς του
κόμματός μας ».
Ό Έ κα ρ τ συνέχισε νά ρωτάει ποιά ήταν ή μόρφωση καί τα
άναγνώσματα τού Χίτλερ. Προς μεγάλη του έκπληξη ό Ά λ-
ΜΟΝΑΧΟ - 1919 2 29

φρεντ άκουσε 6τι 6 Χίτλερ είχε υπάρξει ζωγράφος καί πώς


συμμεριζόταν τόν άποτροπιασμό του πού οί Εβραίοι είχαν τον
έλεγχο της Ακαδημίας Τεχνών της Βιέννης καί τού άρνήθηκαν
τήν είσοδο στή σχολή ζωγραφικής. Οί δύο τους συμφώνησαν
να βγουν μία μέρα να σχεδιάσουν μαζί. Στο τέλος της βραδιάς,
καθώς οί καλεσμένοι έτοιμάζονταν να φύγουν, ό Έ καρτ ζήτη­
σε άπό τόν Άλφρεντ να μείνει λίγο παραπάνω για να συζητή­
σουν μερικά θέματα τής δουλειάς. "Οταν έμειναν μόνοι, ό
"Εκαρτ σέρβιρε καί στους δύο τους μπράντυ, άγνοώντας τήν
άρνηση τού Άλφρεντ καί είπ ε: «Ή ρθε, λοιπόν, Άλφρεντ. Πι­
στεύω δτι άπόψε είδαμε τό μέλλον τής Γερμανίας. Είναι άξε­
στος καί χοντροκομμένος - έχει πολλά μειονεκτήματα, τό ξέ­
ρω. Αλλά έχει δύναμη, πολλή δύναμη! Καί τά σωστά αισθή­
ματα. Δέν συμφωνείς;»
Ό Άλφρεντ δίσταζε. « Βλέπω αύτά πού λέτε. Αλλά όταν
σκέφτομαι τις έκλογές, οραματίζομαι μεγάλα μέρη τής Γερ­
μανίας πού μπορεί νά μή συμφωνούν. Μπορούν ν’ άγκαλιά-
σουν έναν άντρα πού δέν πέρασε ούτε μία μέρα στο πανεπι­
στήμιο ;»
« Κάθε άνθρωπος είναι μία ψήφος. Ή μεγάλη πλειοψηφία
έχει πάρει τή μόρφωσή της στούς δρόμους σάν τόν Χίτλερ ».
Ό Άλφρεντ άποτόλμησε νά προχωρήσει περισσότερο.
«Ό μ ω ς πιστεύω πώς ή μεγαλοσύνη τής Γερμανίας πηγάζει
άπό τά μεγάλα μας πνεύματα - τόν Γκαιτε, τόν Κάντ, τόν
Χέγκελ, τόν Σίλλερ, τόν Λάιμπνιτς. Δέν συμφωνείτε;»
« Γι’ αύτό σού ζήτησα νά μείνεις. Ό Χίτλερ χρειάζεται -πώ ς
νά τό π ώ ρ α φ ινά ρ ισ μ α . Συμπλήρωση. Διαβάζει - ελάχιστα
δμως καί χρειάζεται νά καλύψουμε τά κενά του. Αύτή θά είναι
ή δική μας δουλειά, Ρόζενμπεργκ - δική σου καί δική μου. Πρέ­
πει δμως νά είμαστε επιδέξιοι καί διακριτικοί. Διαισθάνομαι
πώς είναι πολύ περήφανος, καί τό ήράκλειο καθήκον πού βρί­
σκεται μπροστά μας είναι νά τόν μορφώσουμε χωρίς νά τό πά­
ρει είδηση».
230 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΓΙΙΝΟΖΑ

Ό Άλφρεντ περπάτησε ώς τό σπίτι του μέ βαρύ βήμα. Τό


μέλλον είχε άρχίσει να γίνεται πιο ξεκάθαρο. Έ να νέο δράμα
άρχιζε να ξετυλίγεται στή σκηνή, καί παρότι ήταν τώρα βέ­
βαιος πώς θά συμμετείχε στή διανομή, ό ρόλος πού τού ανέθε­
σαν δεν ήταν έκεινος πού ονειρευόταν.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Δ Ε Κ Α Τ Ο Ε Ν Α Τ Ο

ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 27 ΙΟ ΥΛΙΟΥ 1656

Ταλμούδ Τορά, της με­


Τ
Ο ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΝΑΓΩΓΗΣ
γαλύτερης συναγωγής των σεφαραδιτών Εβραίων, έμοι­
αζε μέ όποιοδήποτε σπίτι τού Χάουτχραχτ, ένός μεγάλου καί
πολυσύχναστου καναλιού 6που ζούσαν πολλοί από τούς σεφα-
ραδίτες τού Αμστερνταμ. Τό έσωτερικό της 6μως μέ τήν πο­
λυτελή μαυριτάνικη έπίπλωση ήταν από άλλο κόσμο. Στον
πλαϊνό τοίχο -τον τοίχο πού βρισκόταν στην κατεύθυνση της
'Ιερουσαλήμ- ήταν στημένη μια περίτεχνα σκαλισμένη ιερή κι­
βωτός πού είχε μέσα της τούς παπύρους της Τορά, κρυμμένους
πίσω άπό μία σκουροκόκκινη βελούδινη κουρτίνα. Μπροστά
στήν κιβωτό ένα ξύλινο βήμα χρησίμευε σαν πλατφότμα στήν
όποια στέκονταν ό ραβίνος, ό κάντορας, ό άναγνώστης τής
ήμέρας καί άλλοι άξιωματούχοι. Ό λα τα παράθυρα ήταν σκε­
πασμένα μέ βαριές κουρτίνες κεντημένες μέ πουλιά καί κλή­
ματα, οί όποιες έμπόδιζαν τον περαστικό νά δει τό έσωτερικό
τής συναγωγής.
Ή συναγωγή έπαιζε τό ρόλο τού κέντρου τής εβραϊκής κοι­
νότητας, τού εβραϊκού σχολείου καί τού οίκου τής προσευχής
γιά άπλές πρωινές λειτουργίες, μεγαλύτερες τελετές τού Σαβ­
βάτου καί γιά τούς εορτασμούς των Μεγάλων Εορτών.
Τις σύντομες καθημερινές λειτουργίες προσευχής δέν τις
παρακολουθούσαν πολλοί άνθρωποι. Πολλές φορές ύπήρχαν
μόνο δέκα άντρες -τό αναγκαίο μινιάν - καί αν δέν ήταν πα-1

1. Σύνολο δέκα τουλάχιστον Εβραίων άνδρών πού έχουν ένηλικιωθεΐ


θρησκευτικά, δηλαδή έχουν κάνει μπαρ μιτσβά. ( Σ.τ.μ.)

2Λ \
232 ΓΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟ/,Α

ρόντες δέκα, τότε δλοι έτρεχαν να βρουν επειγόντως κάποιον


ακόμα. Εννοείται δτι οί γυναίκες δέν μπορούσαν να συμμετέ­
χουν στο μινιάν. Τό πρωί της Πέμπτης 27 Ιουλίου 1656 δμως
δέν βρίσκονταν μέσα στη συναγωγή μόνο δέκα πιστοί πού προσ­
εύχονταν σιωπηλά, άλλα σχεδόν τριακόσια μέλη πού φωνα-
σκούσαν, πού είχαν καταλάβει δλες τις θέσεις καί δλο τον δια­
θέσιμο χώρο για όρθιους. Παρόντες δέν ήταν μόνο οί τακτικοί
πιστοί καί οί Εβραίοι τού Σαββάτου άλλα άκόμα καί οί άκρι-
βοθώρητοι Εβραίοι των Μεγάλων Εορτών.
Ποιος ήταν ό λόγος αύτής της οχλαγωγίας καί της εντυπω­
σιακής προσέλευσης; Ή φρενίτιδα είχε πυροδοτηθεί άπό την
ίδια άγωνία, άπό τήν ίδια φρίκη καί τον ίδιο σκοτεινό ένθου-
σιασμό πού είχε φλογίσει άνά τούς αιώνες τα πλήθη πού έτρε­
χαν να παραστούν σέ σταυρώσεις, σέ άπαγχονισμούς, σέ άπο-
κεφαλισμούς καί σέ αιιίο-άα-ίό. Α π’ άκρη σ’ άκρη της έβραϊ-
κής κοινότητας τού Άμστερνταμ είχε κυκλοφορήσει ταχύτατα
ή φήμη πώς ό Μπαρούχ Σπινόζα έπρόκειτο να άφοριστει.
Τα χερεμ ήταν συχνά στήν έβραϊκή κοινότητα τού Άμστερ­
νταμ. Κάθε λίγους μήνες έκφωνούνταν κι άπό ένα χερεμ καί
κάθε ένήλικος Εβραίος είχε παραστεί σέ πολλά. Άλλα τό γι-
γάντιο πλήθος τής 27ης Ιουλίου δέν περίμενε ένα συνηθισμένο
χερεμ. Ή οικογένεια Σπινόζα ήταν πολύ γνωστή σέ κάθε
Εβραίο τού Άμστερνταμ. Ό πατέρας τού Μπαρούχ καί ό θείος
του ό Άμπραχαμ, είχαν πολλές φορές ύπηρετήσει στή μ α χ α -
μ άντ, τή διοικητική έπιτροπή τής συναγωγής, καί οί δύο
άντρες ήταν θαμμένοι στο πιο αγιασμένο έδαφος τής συνα­
γωγής. Εκείνο δμως πού πάντα έρεθίζει περισσότερο τα πλή­
θη είναι ή πτώση τών πιο ύψηλά ίστάμενων: Ή σκοτεινή
πλευρά τού θαυμασμού είναι ό φθόνος σέ συνδυασμό μέ τήν
άγανάκτηση γιά τή δική του άσημαντότητα.
Έ νώ διαθέτουν μακριά προϊστορία, τά χερεμ περιγράφον-
ται γιά πρώτη φορά τον 2ο αιώνα πριν άπό τήν έποχή μας στή
Μισνά, τό πρώτο γραπτό συμπίλημα προφορικών ραβί νικών
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 2? ΙΟΥΛΙΟΥ 1656 233

παραδόσεων. Μια συστηματική σύνοψη παραπτωμάτων πού


επιφέρουν χερεμ συντέθηκε τον 15ο αιώνα άπό τον ραβίνο Γιο-
σέφ Κάρο στό βιβλίο του Το στρωμένο τραπέζι ( Σονλχάν
Α ρούχ) που γνώρισε μεγάλη άπήχηση, τυπώθηκε έπανειλημ-
μένα καί ήταν πολύ γνωστό στούς Εβραίους πού κατοικούσαν
στό Άμστερνταμ τον 17ο αιώνα. Ό ραβίνος Κάρο κατονόμαζε
πολυάριθμα παραπτώματα πού έπέφεραν χερεμ , όπως ή χαρ­
τοπαιξία, ή ασέλγεια, ή φοροδιαφυγή, ή δημόσια προσβολή
μελών της κοινότητας, ό γάμος χωρίς τή συναίνεση των γονέων,
ή διγαμία καί ή μοιχεία, ή άνυπακοή σέ μία άπόφαση τής μα-
χαμάντ , ή έλλειψη σεβασμού προς τον ραβίνο, ή άνάμειξη σέ
θεολογική συζήτηση μέ Εθνικούς, ή άρνηση τής ισχύος τού
προφορικού ραβινικού νόμου καί ή άμφισβήτηση τής άθανα-
σίας τής ψυχής ή τής θεϊκής προέλευσης τής Τορά.
Τήν περιέργεια τού πλήθους όμως πού είχε μαζευτεί στή
Συναγωγή Ταλμούδ Τορά δεν είχε έξάψει μόνο το πρόσωπο
καί οι λόγοι που είχαν προκαλέσει τό έπικείμενο χερεμ άλλα
κυρίως οί φήμες πού προέβλεπαν 6τι θά έφαρμοστεΐ μέ άκρα
αύστηρότητα. Τα περισσότερα χερεμ ήταν ήπιες δημόσιες έπι-
πλήξεις πού είχαν άποτέλεσμα ένα πρόστιμο ή τήν άποφυγή
έπαφής μέ τον άποσυνάγωγο για μερικές μέρες ή έβδομάδες.
Σέ πιο σοβαρά παραπτώματα, όπως ή βλασφημία, ή ποινή συ­
νήθως διαρκούσε περισσότερο - σέ μία περίπτωση μάλιστα
ορίστηκε γιά έντεκα χρόνια. Πάντα όμως ήταν δυνατή ή άπο-
κατάσταση, αν τό άτομο ήταν πρόθυμο νά μετανοήσει καί νά
άποδεχτεΐ μία καθορισμένη ποινή - ένα μεγάλο πρόστιμο ή,
στήν περίπτωση τού έπαίσχυντου Ούριέλ ντέ Κόστα, δημόσια
μαστίγωση. Τις ήμέρες όμως πού προηγήθηκαν τής 27ης ’Ιου­
λίου 1656 είχαν κυκλοφορήσει φήμες ότι τό σημερινό χερεμ θά
τό χαρακτήριζε μία αύστηρότητα χωρίς προηγούμενο.
Σύμφωνα μέ τό έθιμο, στη διάρκεια τού χερεμ τό έσωτερι-
κό τής συναγωγής φωτιζόταν μόνο μέ μαύρα κεριά, έπτά άπό
τά όποια βρίσκονταν σ’ ένα μεγάλο κρεμαστό πολύφωτο καί
234 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ 1ΙΙΙΝΟΖΑ

άλλα δώδεκα σέ έσοχές στους γύρω τοίχους. Ό ραβίνος Μορ-


τέρα καί ό βοηθός του, ό ραβίνος Άμποάμπ, πού έπειτα από
δεκατρία χρόνια είχε έπιστρέψει από τή Βραζιλία, στέκονταν
πλάι πλάι στο βήμα μπροστά στήν Ιερή Κιβωτό, περιστοιχι-
ζόμενοι άπό τα έξι μέλη των π α ρνασσίμ . Αφού περίμενε μέ
επισημότητα να σωπάσει τό έκκλησίασμα, ό ραβίνος Μορτέρα
σήκωσε ψηλά ένα έβραϊκό έγγραφο καί, χωρίς χαιρετισμό ή
εισαγωγή, διάβασε τήν έβραϊκή διακήρυξη μέ τή στεντόρεια
φωνή του. Τό μεγαλύτερο μέρος τού πλήθους τον άκουγε σιω ­
πηλό. Οί λίγοι πού καταλάβαιναν τά έβραϊκά ψιθύριζαν στά
πορτογαλικά στούς διπλανούς τους, οί όποιοι μέ τή σειρά τους
μετέδιδαν τήν πληροφορία άπό σειρά σέ σειρά. "Οταν ό ραβίνος
ολοκλήρωσε τήν άνάγνωση, ή διάθεση τού κόσμου είχε βαρύνει
καί τούς έζωναν ζοφερές σκέψεις.
Ό ραβίνος Μορτέρα έκανε δύο βήματα πίσω ένώ ό ραβίνος
Άμποάμπ προχώρησε μπροστά καί άρχισε νά μεταφράζει λέξη
προς λέξη τό εβραϊκό χέρεμ στά πορτογαλικά:
Οί άρχοντες παρνασσίμ αναγγέλλουν ότι, έχοντας άπό καιρό
λάβει γνώση των φαύλων απόψεων καί πράξεων τού Μπαρούχ
ντέ Σπινόζα, επιχείρησαν μέ διάφορους τρόπους καί ύποσχέ-
σεις νά τον μεταστρέψουν άπό τή φαυλότητά του. Επειδή δέν
κατόρθωσαν νά τον κάνουν νά διορθώσει τήν κακή συμπεριφο­
ρά του καί επειδή λαμβάνουν καθημερινά όλο καί βαρύτερες
πληροφορίες γιά τις βδελυρές αιρετικές θεωρίες του, τις όποιες
έχει οχι μόνο έξασκήσει άλλά καί διδάξει, καθώς καί γιά τις
τερατώδεις πράξεις του, καί διαθέτοντας πολυάριθμους αξιό­
πιστους μάρτυρες οί όποιοι έχουν καταθέσει καί πιστοποιήσει
τό γεγονός αύτό παρουσία τού έν λόγω Σπινόζα, οί άρχοντες
παρνασσίμ έχουν πειστεί ότι αληθεύουν καί αφού όλα τά πα­
ραπάνω έρευνήθηκαν παρουσία των σεβαστών ραβίνων, οί
παρνασσίμ αποφάσισαν ότι ό έν λόγω Σπινόζα πρέπει νά άφο-
ριστει καί νά έκδιωχθεΐ άπό τον λαό τού ’Ισραήλ.
«Βδελυρές αιρετικές θεω ρίες»; « Φαυλότητα; » ; «Τέρα-
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 27 ΙΟΥΛΙΟΥ 1656 235

τώδεις πράξεις;» "Ενα σούσουρο υψώθηκε άπό τό έκκλησία-


σμα. "Εκπληκτα τα μέλη κοίταζαν τό ένα τό άλλο. Πολλοί
γνώριζαν τον Μπαρούχ Σπινόζα άπό τότε πού γεννήθηκε. Οί
περισσότεροι τον θαύμαζαν καί κανείς δέν είχε υπόψη του κα­
μιά ανάμειξή του σέ φαυλότητες, τερατώδεις πράξεις ή βδε-
λυρές αιρετικές θεωρίες. Ό ραβίνος Άμποάμπ συνέχισε:
Σύμφωνα μέ τις προσταγές των αγγέλων καί κατ’ έντολή
των αγίων άφορίζουμε, εκδιώκουμε, αναθεματίζουμε καί
καταριόμαστε τον Μπαρούχ Σπινόζα μέ τή συναίνεση τού
Θεού, ευλογημένο να είναι τό όνομά Του, καί μέ τή συναίνεση
ολόκληρης τής ιερής συνάθροισης, καί ένώπιον αύτών των
ιερών παπύρων πού έχουν γραμμένες τις 613 έντολές* τον
αναθεματίζουμε μέ τον άφορισμό μέ τον όποιο ό Ιησούς τού
Ναυή καταράστηκε όποιον ξανάχτιζε τήν Ιεριχώ καί μέ τό
ανάθεμα τό όποιο έριξε ό Έλισσαΐος στα παιδιά τού οίκου
τού Άχαμπ καί μέ όλες τις μομφές πού είναι γραμμένες στο
Βιβλίο τού Νόμου.
Άπό τό μέρος τής συναγωγής όπου στέκονταν οί άντρες, ό
Γκάμπριελ στράφηκε στον γυναικωνίτη γιά νά βρει τή Ρε-
μπέκα, προσπαθώντας νά καταλάβει τήν άντίδρασή της σ’ αύ-
τόν τον βίαιο αναθεματισμό τού άδελφού τους. Ό Γκάμπριελ
είχε ξαναβρεθεΐ σέ χέρεμ, ποτέ όμως δέν είχε ξαναδεΐ τέτοια
σφοδρότητα. Καί τό χειρότερο δέν είχε έρθει άκόμα. Ό ραβίνος
Άμποάμπ συνέχισε:
Καταραμένος νά είναι ό Μπαρούχ Σπινόζα τήν ήμέρα καί
καταραμένος τή νύχτα* καταραμένος νά είναι όταν πέφτει γιά
ύπνο καί καταραμένος όταν σηκώνεται. Καταραμένος νά
είναι όταν βγαίνει άπό τό σπίτι καί καταραμένος όταν έπι-
στρέφει. Ό Κύριος δέν θά τού δείξει έλεος αλλά ή οργή τού
Κυρίου καί ό φθόνος του θά βρίσκονται πάνω του καί ό Κύ­
ριος θά κηλιδώσει τό όνομά του κάτω άπό τον ουρανό. Καί ό
Κύριος θά τόν διαχωρίσει στήν κακία του άπό όλες τις φυλές
τού Ισραήλ, σύμφωνα μέ τις κατάρες τής διαθήκης πού είναι
236 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 1ΙΙΙΝΟ/Α

γραμμένες σέ αύτό τό Βιβλίο του Νόμου. Άλλα έσεις πού μέ­


νετε προσκολλημένοι στον Κύριο καί Θεό σας είστε όλοι ζων­
τανοί τή σημερινή ήμέρα.
Ό ραβίνος Άμποάμπ οπισθοχώρησε καί τώρα έκανε ό ρα-
βίνος Μορτέρα ένα βήμα μπροστά, κατακεραυνώνοντας μέ τό
βλέμμα τό εκκλησίασμα, σχεδόν καρφώνοντας τα μάτια του σέ
έναν έναν πιστό, κι έπειτα άργά, τονίζοντας τήν κάθε συλλαβή,
έκφώνησε τήν άποφυγή κάθε έπαφής μέ τον άποσυνάγωγο.
Προστάζουμε οτι κανείς δέν πρέπει να έρθει σέ έπικοινωνία
μέ τον Μπαρούχ Σπινόζα ούτε καν σέ γραπτή μορφή ούτε να
τού χορηγήσει καμία χάρη ούτε να μείνει μαζί του κάτω άπό
τήν ίδια στέγη ούτε να τον πλησιάσει σέ ακτίνα τεσσάρων
πήχεων ούτε να διαβάσει καμία πραγματεία τήν όποια έχει
συνθέσει ή συγγράψει εκείνος.
Ό ραβίνος Μορτέρα έγνεψε στον ραβίνο Άμποάμπ. Χωρίς
λέξη οί δύο άντρες πιάστηκαν άπό τό μπράτσο καί κατέβηκαν
ένωμένοι άπό τό βήμα. Τούς άκολούθησαν οί έξι π α ρνα σ σϊμ
καί όλοι μαζί διέσχισαν τή συναγωγή καί βγήκαν έξω. Ό κό­
σμος ξέσπασε σέ άγριες κραυγές. Ούτε τα γηραιότερα μέλη
δέν θυμούνταν τόσο σκληρό χέρεμ. Δέν είχε άναφερθε! καν ή
δυνατότητα μετάνοιας ή άποκατάστασης. Όλοι καταλάβαιναν
τί σήμαιναν τα λόγια τού ραβίνου. Τό χέρεμ αύτό θά διαρκούσε
για πάντα.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε Ι Κ Ο Σ Ι

ΜΟΝΑΧΟ - ΜΑΡΤΙΟΣ 1922

ΑΘΩΣ ΠΕΡΝΟΥΣΑΝ ΟΙ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ, ό Αλφρεντ άρχισε


Κ ν’ άλλάζει γνώμη για το ρόλο πού τού είχαν άναθέσει. Δέν
τον βάραινε πια, ήταν μία καταπληκτική εύκαιρία, ήταν ό τέ­
λειος ρόλος για να μπορέσει ν’ ασκήσει εύρύτατη έπιρροή στη
μοίρα της πατρίδας. Τό κόμμα ήταν ακόμα μικρό άλλα ό
Αλφρεντ ήξερε ότι θά ήταν τό κόμμα τού μέλλοντος.
Ό Χίτλερ κατοικούσε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα κοντά στο
γραφείο καί έπισκεπτόταν σχεδόν καθημερινά τον Ντήτριχ
Έ καρτ πού δίδασκε τον προστατευόμενό του όξύνοντας τον
αντισημιτισμό του, έπεκτείνοντας τό πολιτικό του όραμα καί
συστήνοντας τον σέ σημαντικούς Γερμανούς της δεξιάς παρά­
ταξης. Τρία χρόνια άργότερα, ό Χίτλερ θά αφιέρωνε τον δεύ­
τερο τόμο τού βιβλίου του M ein K a m p f1 στον Έ καρτ, « τον
άνθρωπο πού άφιέρωσε τή ζωή του στην άφύπνιση τού έθνους
μας μέσα άπό τά γραπτά του, τή σκέψη του, τις πράξεις του ».
Καί ό Αλφρεντ έβλεπε συχνά τον Χίτλερ, πάντα αργά τό από­
γευμα ή τό βραδάκι, έπειδή ό Χίτλερ ξενυχτούσε καί συνήθιζε
νά κοιμάται ώς τό μεσημέρι. Συζητούσαν, έκαναν περιπάτους
καί έπισκέπτονταν γκαλλερί καί μουσεία.
'Υπήρχαν δύο Χίτλερ. Ό ένας ήταν ό θηριώδης ρήτορας πού
ήλέκτριζε καί ύπνώτιζε κάθε συνάθροιση στήν όποια άπευθυ-
νόταν. Ό Αλφρεντ δέν είχε ξαναδεΐ τέτοιο φαινόμενο, 6σο γιά
τον Αντον Ντρέξλερ καί τον Ντήτριχ Έ καρτ ήταν έκστασια-
σμένοι, γιατί έπιτέλους είχαν βρει τον άνθρωπο πού θά όδη-

1. Ό αγών μον. ( Σ.τ.μ.)


2;Γ
23« ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ LIIINO/A

γούσε τό κόμμα τους στο μέλλον. Ό Άλφρεντ παρευρισκόταν


σέ πολλές από τις ομιλίες που ήταν πάμπολλες. Μέ απεριόρι­
στη ένέργεια ό Χίτλερ μιλούσε όποτε έβρισκε όποιοδήποτε
κοινό, σέ γωνίες πολυσύχναστων λεωφόρων, σέ γεμάτα τραμ
καί κυρίως σέ μπιραρίες. Ή φήμη του ώς ομιλητή έξαπλώθηκε
πολύ γρήγορα καί τα άκροατήριά του μεγάλωναν - μερικές
φορές ξεπερνούσαν τα χίλια άτομα. Γιά να μπορέσουν να έν-
ταχθούν περισσότεροι άνθρωποι στο κόμμα τους, ό Χίτλερ
πρότεινε ν'άλλάξουν τήν ονομασία του άπό « Γερμανικό Ε ρ­
γατικό Κόμμα» σέ «Έθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Ε ργα­
τικό Κόμμα » ( Nazionalsozialistiche Deutsche Arbeiterpartei
ή NSDAP).
Κατά καιρούς έκανε καί ό Άλφρεντ ομιλίες στα μέλη τού
κόμματος, στις όποιες παρευρισκόταν ό Χίτλερ καί πάντα τις
χειροκροτούσε. «Ο ί ιδέες ήταν θαυμάσιες» έλεγε. «Ά λλα
χρειάζεται περισσότερη φλόγα, περισσότερη φλόγα».
'Υπήρχε όμως καί ό άλλος Χίτλερ - ό συμπαθής, ό χαλαρός,
ό αβρός Χίτλερ πού άκουγε μέ προσοχή τούς στοχασμούς τού
Άλφρεντ γύρω άπό τήν Ιστορία, τήν Αισθητική, τή γερμανική
λογοτεχνία. «Σκεφτόμαστε μέ τον ίδιο τρόπο» άναφωνούσε
συχνά, λησμονώντας τό γεγονός πώς ό Άλφρεντ ήταν έκεΐνος
πού είχε φυτέψει πολλούς άπό τούς σπόρους πού τώρα βλά-
σταιναν στο δικό του μυαλό.
Μία μέρα ό Χίτλερ τον έπισκέφτηκε στο καινούργιο του
γραφείο στήν έφημερίδα Völkischer B eo b a ch ter ( Λ αϊκός Π α­
ρατηρητής ) για να τού δώσει ένα άρθρο γύρω άπό τον άλκοο-
λισμό, τό όποιο ήθελε να δημοσιεύσει. Νωρίτερα τήν ίδια χρο­
νιά, τό ναζιστικό κόμμα είχε άγοράσει τήν έφημερίδα τής Ε ­
ταιρείας τής Θούλης, τον Π αρατηρητή τον Μ ονάχον, τον είχε
άναβαπτίσει στα γρήγορα καί τον είχε άναθέσει στον Ντήτριχ
Έ καρτ, ό όποιος έκλεισε τήν παλιά του έφημερίδα καί μετέ­
φερε όλο του τό προσωπικό στήν καινούργια. "Οσο ό Άλφρεντ
διάβαζε τό άρθρο, ό Χίτλερ περίμενε καί άπόρησε όταν τον είδε
ΜΟΝΑΧΟ - ΜΑΡΤΙΟΣ 1922 239

ν’ άνοίγει τό συρτάρι του γραφείου του καί να βγάζει τό χειρό­


γραφο ένός άρθρου, τό όποιο συμπτωματικά είχε άρχίσει ό
ίδιος να γράφει για τον άλκοολισμό.
Διαβάζοντας στα γρήγορα τό άρθρο του Άλφρεντ, ό Χίτλερ
τον κοίταξε καί άναφώνησε: « Είναι παρόμοια ».
« Ναι, μοιάζουν τόσο πού θ’ άποσύρω τό δικό μου » άπάν-
τησε ό Άλφρεντ.
« ’'Οχι, έπιμένω να μήν τό κάνεις. Δημοσίευσε καί τα δύο.
Θά έχουν μεγαλύτερο άντίκτυπο, ιδίως μάλιστα αν δημοσιευ­
τούν στο ίδιο φύλλο ».
Καθώς ό Χίτλερ άναλάμβανε περισσότερο έκτελεστικό ρό­
λο μέσα στο κόμμα, άποφάσισε πώς όλοι οί ομιλητές τού κόμ­
ματος έπρεπε να παραδίνουν τούς λόγους τους πρώτα σ’ έκει-
νον για έγκριση. Αργότερα, άπό αύτή τη διαδικασία έξαίρεσε
τον Άλφρεντ - είπε ότι δέν ήταν άναγκαιο, γιατί οί λόγοι τους
είχαν μεγάλες ομοιότητες. Ό Άλφρεντ όμως διέκρινε μερικές
διαφορές. Πρώτα απ’ 6λα ό Χίτλερ, παρά τήν περιορισμένη
μόρφωσή του καί παρά τά τεράστια κενά στις γνώσεις του, διέ­
θετε έξαιρετική αύτοπεποίθηση. Χρησιμοποιούσε συνεχώς λέ­
ξεις όπως ((άκλόνητο », υπονοώντας τήν άπόλυτη βεβαιότητα
τών πεποιθήσεών του καί τήν άπόλυτη δέσμευσή του νά μή με-
ταβάλει ποτέ καμία πτυχή τους, όποιες κι αν είναι οί συνθήκες.
Άκούγοντάς τον νά μιλάει, ό Άλφρεντ απορούσε. Άπό πού πή­
γαζε αύτή ή σιγουριά; Εκείνος θά πουλούσε καί τήν ψυχή του
γιά νά νιώθει τέτοια αύτοπεποίθηση καί ζάρωνε άπό άηδία πα­
ρατηρώντας τον έαυτό του ν’ άναζητά πάντα ψίχουλα έγκρισης
καί άποδοχής.
'Υπήρχε κι άλλη μία διαφορά. Έ νώ ό Άλφρεντ μιλούσε γιά
τήν άναγκαιότητα της ((άπομάκρυνσης » τών Εβραίων άπό
τήν Ευρώπη ή της ((μετεγκατάστασης » ή ((μετατόπισης » ή
((έκδίωξής » τους, ό Χίτλερ χρησιμοποιούσε διαφορετική γλώσ­
σα. Μιλούσε γιά « έξόντωση » καί ((έξάλειψη » τών Εβραίων,
άκόμα καί γιά κρέμασμα όλων τών Εβραίων άπό τούς φανό-
240 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

στάτες. Προφανώς 6μως αύτό ήταν θέμα ρητορικής, γνώσης


πώς να φανατίζει τούς άκροατές του.
Καθώς περνούσαν οί μήνες, ό Άλφρεντ συνειδητοποίησε βτι
είχε υποτιμήσει τον Χίτλερ. ΤΗταν ένας άνθρωπος σημαντικής
εύφυιας, ένας αύτοδίδακτος πού φυλλομετρούσε λαίμαργα τα
βιβλία, πού συγκρατοΰσε κάθε πληροφορία καί πού έκτιμούσε
βαθιά τήν τέχνη καί τή μουσική τού Βάγκνερ. Καθώς 6μως
τού έλειπε ή συστηματική πανεπιστημιακή έκπαίδευση, ή βά­
ση τής μόρφωσής του ήταν άνιση καί περιελάμβανε γιγάντια
χάσματα άγνοιας. Ό Άλφρεντ έκανε 6,τι μπορούσε για να τα
καλύψει άλλα ήταν πολύ δύσκολο. Ή περηφάνια τού Χίτλερ
ήταν τόση, πού δεν μπορούσε ποτέ να τού συστήσει άνοιχτά τί
να διαβάσει. ’Έμαθε λοιπόν να τον έποπτεύει έμμεσα, γιατί
είχε παρατηρήσει πώς 6ποτε μιλούσε, λόγου χάρη για τον Σίλ-
λερ, έπειτα άπό λίγες μέρες ό Χίτλερ ήταν σέ θέση να κάνει μία
έκτεταμένη συζήτηση, μέ άκλόνητη μάλιστα βεβαιότητα, γύ­
ρω άπό τα δραματικά έργα τού ποιητή.

Τήν άνοιξη τής ίδιας χρονιάς ό Ν τήτριχΈ καρτ πλησίασε μία


μέρα τήν πόρτα τού γραφείου τού Άλφρεντ, κρυφοκοίταξε γιά
λίγο άπό τό τζάμι τον προστατευόμενό του νά έπιμελειται μέ
μεγάλη άφοσίωση ένα άρθρο κι έπειτα κούνησε τό κεφάλι, χτύ­
πησε τό τζάμι καί τού έκανε νόημα νά τον άκολουθήσει στο δι­
κό του γραφείο. Μόλις μπήκαν, τού έγνεψε νά καθίσει.
« ’'Εχω κάτι νά σού πώ - γιά τον Θεό, Άλφρεντ, σταμάτα
νά δείχνεις τόσο άνήσυχος. Τά καταφέρνεις πάρα πολύ καλά.
Είμαι άπόλυτα ικανοποιημένος άπό τήν έργατικότητά σου. Θά
σού συνιστούσα μάλιστα κάπως λιγότερη έργατικότητα, με­
ρικές μπίρες παραπάνω, καί πολλή παραπάνω κουβεντούλα.
Ή πολλή δουλειά δέν είναι πάντα άρετή. Αλλά αύτά μπορούν
νά περιμένουν. Άκου, έχεις άρχίσει νά γίνεσαι πολύτιμος γιά
τό κόμμα καί θέλω νά έπιταχύνω τήν έξέλιξή σου. Συμφωνείς
ΜΟΝΑΧΟ - ΜΑΡΤΙΟΙ 1922 24 1

6τι οί συντάκτες πού δημοσιεύουν πράγματα τα όποια γνωρί­


ζουν διαθέτουν ένα πλεονέκτημα;»
« Φυσικά ». Ό Άλφρεντ πάσχιζε να διατηρήσει τό χαμόγε­
λο στο πρόσωπό του άλλα ήταν άνήσυχος για τή συνέχεια. Ό
Έ καρτ ήταν εντελώς άπρόβλεπτος.
« ‘Έχεις ταξιδέψει στήν Εύρώπη;»
((Ελάχιστα ».
((Πώς μπορείς λοιπόν να γράφεις για τούς εχθρούς μας,
χωρίς να τούς έχεις δει μέ τα ίδια σου τα μάτια; Ό καλός πο­
λεμιστής πρέπει μερικές φορές να σταματάει για να ακονίσει
τα όπλα του. Δέν συμφωνείς;»
((Αναμφισβήτητα » συμφώνησε ό Άλφρεντ επιφυλακτικός.
(( Πήγαινε λοιπόν να ετοιμάσεις τα πράγματά σου. Ή πτή­
ση σου για τό Παρίσι φεύγει σέ τρεις ώρες ».
((Γιά τό Παρίσι; Σέ τρεις ώ ρες;»
((Ναί. Ό Ντιμίτρι Ποπόφ, ένας από τούς μεγαλύτερους
Ρώσους χρηματοδότες τού κόμματος, έχει έκεί μία σημαντική
έπαγγελματική συνάντηση. Πετάει σήμερα μέ δύο συνεργάτες
του καί συμφώνησε να συγκεντρώσει χρήματα άπό τή λευκο-
ρωσική κοινότητα τού Παρισιού. Πετάει μέ ένα άπό τα και­
νούργια Γιούνκερ Ρ 13 πού διαθέτουν τέσσερις θέσεις ταξιδιω­
τών. Είχα προγραμματίσει να τον συνοδεύσω έγώ, άλλα χθές
είχα κάτι πόνους στο στήθος καί πρέπει να τό ματαιώσω. Ό
γιατρός μου κι ή γυναίκα μου μού άπαγορεύουν να ταξιδέψω.
Θέλω να πας εσύ στή θέση μου ».
((Λυπάμαι για τήν άρρώστια σας, Χέρ ’Έκαρτ. Άλλα αν ό
γιατρός συστήνει άνάπαυση, δέν θά έπρεπε να σάς άφήσω μόνο
να έτοιμάσετε τις έπόμενες δύο εκδόσεις...»
((Ό γιατρός δέν μίλησε για άνάπαυση. Είναι απλώς επιφυ­
λακτικός, γιατί δέν γνωρίζει πώς μπορεί να επηρεάσει ή πτήση
τήν πάθησή μου. Τα φύλλα είναι σχεδόν έξ ολοκλήρου γραμ­
μένα. Θά τά φροντίσω έγώ. Πήγαινε στο Παρίσι».
((Τί θέλετε νά κάνω εκ εί;»
·24 2 ΓΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΠΙ1ΝΟΖΛ

« Θέλω νά συνοδέψεις τον Χέρ Ποπόφ στις συναντήσεις του


μέ τούς υποψήφιους χρηματοδότες. Ά ν τό έπιθυμεΐ, μπορείς
νά κάνεις εσύ ορισμένες παρουσιάσεις στούς χρηματοδότες.
Είναι καιρός νά μάθεις πιά πώς νά μιλάς στούς πλούσιους.
‘Έ πειτα θά γυρίσεις άργά μέ τό τρένο. Έ χεις στή διάθεσή σου
μία ολόκληρη έβδομάδα, καί δέκα μέρες, αν θέλεις. Ζήσε ελεύ­
θερα. Ταξίδεψε όπου θέλεις καί άπλώς παρατήρησε. Δες πώς
καταβροχθίζουν οι εχθροί μας τή Συνθήκη τών Βερσαλλιών.
Κράτα σημειώσεις. Ό λα όσα θά παρατηρήσεις θά είναι χρήσι­
μα γιά τήν εφημερίδα. Καί κάτι άλλο: Ό Χέρ Ποπόφ συμφώ­
νησε νά σου προμηθεύσει άφθονα γαλλικά φράγκα. Θά τά
χρειαστείς. Τό γερμανικό μάρκο δέν έχει σχεδόν καμιά άξια
στο εξωτερικό, λόγω τού πληθωρισμού. Ούτε καί στο εσωτε­
ρικό άλλω στε!»
« Μία φραντζόλα ψωμί στοιχίζει όλο καί άκριβότερα κάθε
μέρα » συμφώνησε 6 Άλφρεντ.
«Α κριβώς. Γράφω ένα σημείωμα γιά τό έπόμενο τεύχος,
όπου δικαιολογώ τό γιατί χρειάζεται νά αύξήσουμε γιά άλλη
μία φορά τήν τιμή της εφημερίδας ».
Τή στιγμή τής άπογείωσης, ό Άλφρεντ κρατήθηκε γερά
άπό τό κάθισμά του καί κοίταξε άπό τό παράθυρο τό Μόναχο
νά μικραίνει κάθε δευτερόλεπτο. Διασκεδάζοντας μέ τό φόβο
του, ό Χέρ Ποπόφ, μέ τά χρυσά του δόντια ν’ άστράφτουν, φώ ­
ναξε γιά ν’ άκουστεΐ πάνω άπ’ τό θόρυβο τών μηχανών:
« Πρώτη φορά π ετά ς;» Ό Άλφρεντ τού έγνεψε ναι καί κοίταξε
πάλι έξω άπ’ τό παράθυρο, εύγνώμων πού ό θόρυβος έκανε
άδύνατη τή συνέχιση τής κουβέντας μαζί του καί μέ τούς
άλλους δύο επιβάτες. Σκέφτηκε τό σχόλιο τού Έ καρτ γιά τήν
κουβεντούλα. Αλήθεια γιατί δυσκολευόταν τόσο στήν άνώδυνη
φλυαρία; Γιατί ήταν τόσο μυστικοπαθής; Γιατί δέν είπε στον
‘Έκαρτ ότι μία φορά είχε ταξιδέψει στήν Ελβετία μέ τή θεία
του καί ότι πριν άπό μερικά χρόνια, άμέσως πριν άπό τό ξέ­
σπασμα τού πολέμου, είχε έπισκεφτεΐ τό Παρίσι μέ τή Χίλντα
ΜΟΝΑΧΟ - ΜΑΡΤΙΟΣ 1922 243

πού ήταν τότε άρραβωνιαστικιά του; ‘Ίσως κατά βάθος να ή­


θελε να διαγράψει τό παρελθόν του στή Βαλτική καί να ξανα-
γεννηθει ώς Γερμανός πολίτης στήν πατρίδα. ‘Όχι, οχι - κα­
ταλάβαινε πώς αύτό είχε τις ρίζες του βαθύτερα. Κάθε φορά
πού άνοιγόταν, ένιωθε άπειλή. Γι’ αύτό οί δύο φορές πού είχε
μιλήσει μέ τον Φρήντριχ σ’ έκείνη τήν μπιραρία ήταν τόσο
σπάνιες καί τόσο απελευθερωτικές. Προσπάθησε νά σκαλίσει
βαθύτερα μέσα στον εαυτό του αλλά, όπως πάντα, δεν βρήκε
άκρη. Πρέπει ν’ άλλάξω, σκέφτηκε. Πρέπει νά έπισκεφτώ τον
Φρήντριχ.
Τήν επόμενη μέρα ό Χέρ Ποπόφ βασίστηκε πάνω του γιά
ν’ άναλύσει τό πολιτικό πρόγραμμα τού κόμματος καί γιά νά
εξηγήσει γιατί τό κόμμα τους ήταν τό μοναδικό πού μπορούσε
νά σταματήσει τούς ίουδαιο-μπολσεβίκους. "Ενας τραπεζίτης
πού φορούσε ένα έκθαμβωτικό διαμαντένιο δαχτυλίδι στο μι­
κρό του δάχτυλο, είπε στον Ά λφρεντ: « Ά π’ δ,τι κατάλαβα, τό
έπίσημο όνομα τού κόμματος τώρα είναι “ Έθνικοσοσιαλι-
στικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα”; »
« Ναί».
« Γιατί διαλέξατε ένα τόσο απροσδιόριστο καί συγκεχυμένο
όνομα; Ή λέξη “έθνικό” υποδηλώνει τή Δεξιά, ή λέξη “σοσια­
λιστικό” τήν Αριστερά, ή λέξη “γερμανικό” τή Δεξιά καί ή
λέξη “εργατικό” τήν Αριστερά! Πώς μπορεί τό κόμμα σας νά
είναι δλ’ αύτά ταυτόχρονα; Κάτι τέτοιο είναι άδύνατο ».
«Ακριβώς αύτό θέλει ό Χίτλερ, νά είναι τά πάντα γιά τούς
πάντες - έκτος από τούς Εβραίους καί τούς μπολσεβίκους φυ­
σικά. "Εχουμε ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα. Ό πρώτος
στόχος μας είναι νά μπούμε στή Βουλή μέ μεγάλα ποσοστά
μέσα στά επόμενα χρόνια ».
« Στή Βουλή; Πιστεύετε ότι οί αδαείς μάζεις μπορούν νά
κυβερνήσουν;»
« Ό χι. Πρώτα όμως πρέπει νά κατακτήσουμε τήν εξουσία.
Ή βουλευτική δημοκρατία μας είναι θανάσιμα άδυνατισμένη
244 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝ Ο /Α

από τις έπιδρομές των μπολσεβίκων καί, πιστέψτε με, κάποια


μέρα θ’ απαλλαγούμε εντελώς από αύτό τό βουλευτικό σύστη­
μα. ‘Έ τσι ακριβώς τό έχει πει έπανειλημμένως ό Χίτλερ στις
συζητήσεις του μαζί μου. Καί μέ τό νέο του πρόγραμμα έχει
καταστήσει πολύ σαφείς τούς στόχους του κόμματος. Σας έχω
φέρει αντίτυπα τού νέου προγράμματος μέ τα είκοσιπέντε ση­
μεία».
Στο τέλος τών έπισκέψεών τους ό Χέρ Ποπόφ έδωσε τον
Άλφρεντ έναν παραφουσκωμένο φάκελο γεμάτο γαλλικά φράγ­
κα. ((Κάνατε καλή δουλειά, Χέρ Ρόζενμπεργκ. Αύτά τα φράγ­
κα θά σάς εξασφαλίσουν ώς τό τέλος τού ταξιδιού σας στήν
Εύρώπη. Οί παρουσιάσεις σας ήταν έξαιρετικές, όπως άκρι-
βώς μέ είχε διαβεβαιώσει ό Χέρ Έ καρτ. Καί σε πολύ καλά ρω­
σικά. ‘Υπέροχα ρωσικά. Όλοι έπηρεάστηκαν εύνοϊκά».

Μία εβδομάδα αργίας μπροστά το υ! Τί εύχαρίστηση καί μόνο


νά περιφέρεται όπου ήθελε. Ό ‘Έκαρτ είχε δίκιο - π ρα γμ α τικ ά
δούλευε πολύ σκληρά. Καθώς περπατούσε στούς δρόμους τού
Παρισιού, συνέκρινε τήν εύθυμία καί τή χλιδή πού έβλεπε παν­
τού μέ τήν έρήμωση τού Βερολίνου καί μέ τή φτώχεια καί τον
άναβρασμό τού Μονάχου. Τό Παρίσι έδειχνε έλάχιστες ούλές
άπό τον πόλεμο, οί πολίτες του φαίνονταν καλοτάισμένοι, τά
έστιατόρια ήταν γεμάτα καί παρ’ όλα αύτά ή Γαλλία συνέχιζε
νά ρουφάει τό αίμα της Γερμανίας μαζί μέ τήν Α γγλία καί τό
Βέλγιο μέ δρακόντειες απαιτήσεις επανόρθωσης. Ό Αλφρεντ
άποφάσισε νά περάσει δύο μέρες στο Παρίσι -τον τραβούσαν
οί εικαστικές έκθέσεις καί οί έμποροι τέχνης- κι έπειτα νά πά­
ρει τό τρένο προς τά βόρεια γιά τό Βέλγιο καί τέλος γιά τήν
’Ολλανδία, τή χώρα τού Σπινόζα. Άπό έκει θά έκανε τό μακρύ
ταξίδι της επιστροφής μέ τρένο μέσω Βερολίνου, όπου θά έπι-
σκεπτόταν καί τόν Φρήντριχ.
Στο Βέλγιο διαπίστωσε ότι οί Βρυξέλλες δέν τού άρεσαν.
ΜΟΝΑΧΟ - ΜΑΡΤΙΟΣ 1922 *45

Βρήκε μάλιστα άπωθητική τήν δψη του κτιρίου του βελγικού


νομοθετικού σώματος, δπου οί έχθροί τής Γερμανίας δεν έ­
παυαν να επινοούν νέες μεθόδους για να λεηλατήσουν τήν πα­
τρίδα. Τήν έπόμενη μέρα έπισκέφτηκε τό γερμανικό στρατιω­
τικό νεκροταφείο στήν "Υπρ, στήν οποία οί Γερμανοί είχαν
ύποστεΐ τόσο τρομακτικές απώλειες στον παγκόσμιο πόλεμο
καί δπου ό Χίτλερ είχε πολεμήσει μέ γενναιότητα. Κι έπειτα
προχώρησε βόρεια προς τό Άμστερνταμ.
Δεν είχε ιδέα τί αναζητούσε. Τό μόνο πού ήξερε ήταν δτι τό
πρόβλημα Σπινόζα βομβούσε στο πίσω μέρος τού μυαλού του.
Εξακολουθούσε να τού προκαλεΐ τό ένδιαφέρον ό Εβραίος δια-
νοητής. Ό χι, σκέφτηκε, οχι να σού προκαλεΐ τό ένδιαφέρον να
είσαι ειλικρινής: τον θαυμάζεις, δπως άλλωστε κι ό Γ καίτε. Ό
Άλφρεντ δεν έπέστρεψε ποτέ τό αντίτυπο τής Θ εολογικο-πο-
λιτικής π ρα γμ α τεία ς τού Σπινόζα πού είχε δανειστεί από τή
βιβλιοθήκη καί τις νύχτες διάβαζε μερικές παραγράφους στο
κρεβάτι. Δέν κοιμόταν καλά* για κάποιον άνεξήγητο λόγο, μό­
λις έπεφτε στο κρεβάτι τον έπιανε άγχος κι έμοιαζε να πολε­
μάει τον ύπνο. "Ήταν κι αύτό κάτι πού έπρεπε να τό συζητήσει
μέ τον Φρήντριχ.
Στο τρένο άνοιξε τήν Π ραγμ ατεία στή σελίδα δπου είχε
άποκοιμηθει τήν προηγούμενη νύχτα. Γιά άλλη μία φορά τον
έντυπωσίασε πόσο ατρόμητος ήταν ό Σπινόζα πού τόλμησε
ν’ άμφισβητήσει τή θρησκευτική εξουσία τον 17ο αιώνα. Πώς
έπισήμαινε τις αντιφάσεις στις Γ ραφές καί τον παραλογισμό
να θεωρεί κανείς ένα έγγραφο θεϊκής προέλευσης, δταν είναι
γεμάτο ανθρώπινα λάθη. Τον συνάρπαζαν ιδιαίτερα τα χωρία
έκεΐνα δπου ό Σπινόζα χλεύαζε τούς ιερείς καί τούς ραβίνους
πού νόμιζαν δτι κατείχαν τό προνόμιο να γνωρίζουν τα νοήμα­
τα τού Θεού.

Ά ν είναι βλασφημία να δηλώνει κανείς δτι οί Γ ραφές περιέ­


χουν σφάλματα, τότε τί δνομα να δώσουμε σ’ έκείνους πού
246 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ LIIINOZA

προσθέτουν κρυφά σ’ αύτές τις δικές τους φαντασιώσεις, πού


υποβιβάζουν τούς ιερούς γραμματείς σε σημείο πού να φαί­
νονται δτι γράφουν άοριστίες καί άνοησίες;

Καί νά πώς ο Σπινόζα ξεπάστρευε μέ μία ανάλαφρη κίνηση


τούς ζηλωτές τού έβραϊκού μυστικισμού: « ‘Έ χω διαβάσει κι
έχω γνωρίσει ψευτολόγιους καββαλιστές πού ή τρέλα τους
ποτέ δέν παύει νά μου προκαλεϊ έκπληξη ».
Τί παράδοξο! "Ενας Εβραίος εξίσου γενναίος δσο καί σο­
φός. Ποιά θά ήταν ή αντίδραση τού Χιούστον Στιούαρτ Τσά-
μπερλαιν στο πρόβλημα Σπινόζα; Κι αν τον επισκεπτόταν στο
Μπάιροϋτ γιά νά τον ρωτήσει; Ναί, θά τό κάνω - θά ζητήσω
από τον Χίτλερ νά έρθει κι αύτός. Ε μείς οί δύο δέν είμαστε
άλλωστε οί πνευματικοί του κληρονόμοι; Τό πιθανότερο είναι
ό Τσάμπερλαιν νά συμπεράνει δτι ό Σπινόζα δέν ήταν Ε ­
βραίος. Καί μέ τό δίκιο του - πώς γίνεται νά ήταν; Κι ας είχε
ύποστει συνεχή θρησκευτική κατήχηση, άπέρριπτε τον Θεό
τών Εβραίων καί τον εβραϊκό λαό. Ό Σπινόζα είχε σοφία
ψυχής - σίγουρα δέν θά είχε μέσα του εβραϊκό αίμα.
ΛΩς τώρα πάντως στή γενεαλογική του αναζήτηση τό μόνο
πού είχε άνακαλύψει ήταν δτι ό πατέρας τού Σπινόζα, ό Μίχα-
ελ ντ’ Έσπινόζα, καταγόταν πιθανότατα από τήν ’Ισπανία καί
είχε μεταναστεύσει στήν Πορτογαλία κι έπειτα στο Ά μ ­
στερνταμ στις αρχές τού 17ου αιώνα. Οί έρευνές του πάντως
είχαν άποφέρει καί ορισμένα άπρόσμενα, ενδιαφέροντα άποτε-
λέσματα. Μόλις τήν περασμένη εβδομάδα είχε άνακαλύψει δτι
τον 15ο αιώνα ή βασίλισσα ’Ισαβέλλα είχε εξαγγείλει τούς νό­
μους γιά τήν καθαρότητα τού αίματος ( lim piezas d e s a n g r e )
πού απαγόρευαν στούς έκχριστιανισμένους Εβραίους νά κα­
ταλαμβάνουν θέσεις επιρροής στήν κυβέρνηση καί στον στρα­
τό. Ή βασίλισσα είχε τή σοφία νά καταλάβει δτι ή κακοήθεια
τών Εβραίων δέν πήγαζε από τις θρησκευτικές τους ιδέες -
κυλούσε στο ίδιο τους τό αίμα. Καί τό έκανε νόμο! Ζήτω ή βα­
ΜΟΝΑΧΟ - ΜΑΡΤΙΟΣ 1922 247

σίλισσα Ισαβέλλα! Ό Άλφρεντ άλλαζε τώρα γνώμη για κείνη.


Παλαιότερα τή συνέδεε μόνο μέ τήν ανακάλυψη της Αμερικής
- αύτής της χαβούζας μέσα στήν οποία αναμειγνύονταν όλες
οί φυλές.
Τό Άμστερνταμ τού φάνηκε πιο εύχάριστο άπό τις Βρυξέλ­
λες, ίσως λόγω τής ούδετερότητας πού είχαν κρατήσει οί
’Ολλανδοί στον παγκόσμιο πόλεμο. Μπαίνοντας γιά μισή μέρα
σ’ ένα γκρουπ τουριστών άλλά χωρίς νά σχετιστεί μαζί τους, ό
Άλφρεντ τριγύρισε τά κανάλια τού Άμστερνταμ καί σταμά­
τησε γιά νά έπισκεφτεΐ τά σημεία πολιτιστικού ένδιαφέροντος.
Ή τελευταία στάση ήταν στή Γιόντενσμπρεεστραατ, γιά νά
έπισκεφτούν τή Μεγάλη Σεφαραδική Συναγωγή. Ή ταν άπο-
κρουστική καί τεράστια, είχε καθίσματα γιά δύο χιλιάδες π ι­
στούς καί έμφάνιζε τήν μπάσταρδη φύση των Εβραίων στον
χειρότερο βαθμό της - τόση ήταν ή άνάμειξη έλληνικών κιό­
νων, άψιδωτών χριστιανικών παράθυρων καί μαυριτάνικων
ξυλόγλυπτων. Ό Άλφρεντ φαντάστηκε τον Σπινόζα νά στέ­
κεται μπροστά στήν κεντρική εξέδρα δεχόμενος τό άνάθεμα
καί τήν κατάρα άνίδεων ραβίνων καί στή συνέχεια νά βγαίνει
πιθανότατα μέ κρυφή χαρά γιά τήν άπελευθέρωσή του. Σέ λ ί­
γο όμως ό Άλφρεντ άναγκάστηκε νά διαγράψει αύτή τήν εικό­
να, καθώς στον οδηγό πού κρατούσε διάβασε ότι ό Σπινόζα δέν
είχε πατήσει ποτέ τό πόδι του σ’ αύτή τή συναγωγή. Είχε χτι­
στεί τό 1675, είκοσι χρόνια περίπου μετά τον άφορισμό του, ό
όποιος, όπως γνώριζε ό Άλφρεντ, θά τού άπαγόρευε τήν είσοδο
σέ κάθε συναγωγή, θά τον εμπόδιζε άκόμα καί νά συνομιλήσει
μέ όποιονδήποτε Εβραίο.
Στήν άπέναντι πλευρά τού δρόμου ύψωνόταν μία συνα­
γωγή άσκενάζι, πιο σκοτεινή, πιο στιβαρή καί λιγότερο επ ι­
τηδευμένη. "Ενα τετράγωνο μακρύτερα βρισκόταν τό σημείο
όπου είχε γεννηθεί ό Σπινόζα. Τό ίδιο τό σπίτι είχε κατεδα­
φιστεί πριν άπό πολύ καιρό καί στή θέση του είχε στηθεί μία
γιγάντια καθολική εκκλησία άφιερωμένη στον Μωυσή καί
248 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ 1ΙΙΙΝΟΖΑ

στον Άαρών. Ό Άλφρεντ άνυπομονοΰσε νά τό πει στον Χίτ-


λερ. Ή ταν ένα παράδειγμα πού άποδείκνυε εκείνο πού κι οί
δύο τους ύποστήριζαν τόσο σθεναρά - ότι ¿’Ιουδαϊσμός καί ή
χριστιανική θρησκεία ήταν δύο όψεις τού ίδιου νομίσματος. Ό
Άλφρεντ χαμογέλασε, καθώς θυμήθηκε τήν έξυπνη φράση
τού Χίτλερ - αύτός ό έντυπωσιακός άνθρωπος είχε τόση
εύφράδεια: « ’Ιουδαϊσμός, Καθολικισμός, Προτεσταντισμός -
ποιά ή διαφορά; Όλα τους είναι μέρος τής ίδιας Θρησκευτικής
α π ά τη ς ».
Τό άλλο πρωί ό Άλφρεντ άνέβηκε σ’ ένα άτμοκίνητο τραμ
για τό χωριό Ρέινσμπερχ, όπου βρισκόταν τό Μουσείο Σπινό-
ζα. Ή διαδρομή κρατούσε μόνο δύο ώρες άλλα οί σκληροί ξύ­
λινοι πάγκοι τού τραμ τήν έκαναν νά φαίνεται πολύ μακρύτε-
ρη. Ή στάση πού βρισκόταν πιο κοντά στο Ρέινσμπερχ άπειχε
τρία χιλιόμετρα άπό τον προορισμό του, στον όποιο έφτασε μέ
κάρο. Τό μουσείο ήταν ένα μικρό τούβλινο κτίριο καί στον
έξωτερικό τοίχο του ύπήρχε ό άριθμός 28 καί δύο άναμνη-
στικές πλάκες. Στήν πρώτη πλάκα διάβασε:

ΟΙΚΙΑ ΣΠΙΝΟΖΑ
ΑΠΟ ΤΟ 1660 ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΓΙΑΤΡΟΥ
ΕΔΩ ΚΑΤΟΙΚΗΣΕ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΜΠ. ΝΤΕ ΣΠΙΝΟΖΑ
ΑΠΟ ΤΟ 1660 ΩΣ ΤΟ 1663.

Ή δεύτερη πλάκα έγραφε:


ΑΛΙΜΟΝΟ, ΑΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΗΤΑΝ ΣΟΦΟΙ
ΚΑΙ ΔΙΕΘΕΤΑΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΚΑΛΗ ΘΕΛΗΣΗ,
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΘΑ ΗΤΑΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
ΕΝΩ ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΛΑΣΗ.

Μωρολογίες, σκέφτηκε ό Άλφρεντ. Ό Σπινόζα περιτριγυ­


ριζόταν άπό ήλίθιους. Περπατώντας γύρω άπό τό κτίριο άνα-
ΜΟΝΑΧΟ - ΜΑΡΤΙΟΣ 1922 249

κάλυψε δτι τό μισό σπίτι ήταν μουσείο καί τό άλλο μισό κα-
τοικοΰνταν άπό μία οικογένεια χωρικών πού χρησιμοποιούσε
μία διαφορετική πλαϊνή είσοδο. 'Ένα παλιό άλέτρι στο μονο­
πάτι υποδήλωνε δτι ήταν μάλλον άγρότες. Ή πόρτα τού μου­
σείου ήταν τόσο χαμηλή πού ό Άλφρεντ χρειάστηκε να σκύψει
για να περάσει. ‘Έ πειτα αναγκάστηκε να πληρώσει είσοδο
σ' έναν κακοντυμένο Εβραίο φύλακα πού έμοιαζε να έχει μόλις
ξυπνήσει. Ό φύλακας αποτελούσε ενδιαφέρον θέαμα! Είχε να
ξυριστεί μέρες καί βαριές σακούλες κρέμονταν κάτω απ’ τα
θολά μάτια του.
Ό Άλφρεντ ήταν ό μοναδικός έπισκέπτης καί κοίταζε γύ­
ρω του μέ άπογοήτευση. Όλόκληρο τό μουσείο τό αποτε­
λούσαν μόνο δύο μικρά δωμάτια γύρω στά τρία μέτρα έπί τέσ­
σερα, τά όποια δέν είχαν παρά ένα μικρό παράθυρο τό καθένα
πού έβλεπε στο πίσω μέρος, σ’ ένα χωράφι μέ μηλιές. Τό ένα
δωμάτιο δέν παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον, περιείχε διάφορα
έργαλεΐα τρόχισης φακών τού 17ου αιώνα, τό άλλο δμως
ένθουσίασε τον Άλφρεντ, γιατί περιείχε τήν προσωπική βι­
βλιοθήκη τού Σπινόζα σε μία σειρά άπό ράφια πού κάλυπταν
τον πλαϊνό τοίχο κι έκλειναν μέ τζάμια, τά όποια είχαν άπόλυ-
τη άνάγκη άπό πλύσιμο. "Ενα χοντρό κόκκινο κορδόνι μέ
φούντες στηριγμένο σέ τέσσερις ορθοστάτες έμπόδιζε τον επ ι­
σκέπτη νά πλησιάσει. Τά ράφια λύγιζαν άπό τό βάρος μεγά­
λων τόμων - οί περισσότεροι στέκονταν δρθιοι αλλά οί μεγα­
λύτεροι ήταν βαλμένοι οριζόντια, δλοι τους δμως ήταν σκλη-
ρόδετοι μέ γερά δεσίματα τού 17ου αιώνα ή καί ακόμα παλαι-
ότερα. Έδώ ύπήρχε ένας άληθινός θησαυρός. Ό Άλφρεντ πά­
σχισε νά μετρήσει τούς τίτλους - ήταν πολύ περισσότεροι άπό
έκατό. Ό φύλακας πού καθόταν σέ μία καρέκλα στή γωνία,
έριξε μία ματιά πάνω άπ’ τήν εφημερίδα του καί φώναξε:
« H onderd een en v ijftig» .
« Δέν μιλώ ολλανδικά. Μόνο γερμανικά καί ρωσικά » άπάν-
τησε ό Άλφρεντ, οπότε ό φύλακας τού είπε άμέσως σέ έξαιρε-
25ο TO IΙΡΟΒΛΗΜΑ UIINOZA

τικά γερμανικά: «Ein hund ert ein u n d fü n fz ig '» καί ξαναγύ-


ρισε στήν άνάγνωσή του.
Στον πλαϊνό τοίχο μια μικρή γυάλινη προθήκη περιείχε τις
πρώτες πέντε έκδόσεις της Θεολογ ικ ο-π ολιτικ ής πραγμ ατείας
- του βιβλίου πού κουβαλούσε μαζί του ό Άλφρεντ σε μία μι­
κρή τσάντα. Ό λες οί έκδόσεις ήταν άνοιγμένες στη σελίδα τ ί­
τλου καί, όπως έξηγούσε ή λεζάντα στα ολλανδικά, στα γαλ­
λικά, στα άγγλικά καί στα γερμανικά, οί εκδότες είχαν θεω­
ρήσει τό βιβλίο τόσο έμπρηστικό ώστε δέν άναγραφόταν ούτε
τό ονομα τού συγγραφέα ούτε τό όνομα τού έκδοτη. Ε πίσης
σε καθεμιά άπό τις πέντε έκδόσεις έμφανιζόταν άλλος τόπος
έκδοσης.
Ό φύλακας φώναξε τον Άλφρεντ να πλησιάσει τό γραφείο
καί να υπογράψει στο βιβλίο έπισκεπτών. Ό Άλφρεντ υπέ­
γραψε κι έπειτα τό ξεφύλλισε παρατηρώντας ποιοι άλλοι είχαν
υπογράψει. Ό φύλακας έσκυψε, γύρισε μερικές σελίδες πίσω,
τού έδειξε τήν υπογραφή τού Ά λμπερτ Αϊνστάιν ( μέ ήμερο-
μηνία 2 Νοεμβρίου 1920), χτύπησε μέ τό δάχτυλό του τή σε­
λίδα καί είπ ε : « Βραβείο Νομπέλ Φυσικής. Διάσημος έπιστή-
μονας. Πέρασε σχεδόν μία ολόκληρη μέρα έδώ διαβάζοντας βι­
βλία άπ’ τή βιβλιοθήκη κι έγραψε ένα ποίημα προς τιμήν τού
Σπινόζα. Κοιτάξτε έδώ », κι έδειξε ένα μικρό κορνιζαρισμένο
χαρτί πού κρεμόταν στον τοίχο πίσω του. « Είναι ό γραφικός
του χαρακτήρας - μάς έφτιαξε άντίγραφο. Ή πρώτη στροφή
τού ποιήματος».
Ό Άλφρεντ πλησίασε καί διάβασε:

Πώς ά γαπ ώ αυτόν τον ενάρετο άντρα


Π ερισσότερο άπ’ό'σο μπορώ να πώ με λόγια.
Κ ι όμω ς φ οβάμαι πώ ς παραμένει μόνος
Με τή λαμπερή άλω τον.

1. «Ε κατόν πενήντα ένα». ( Σ .τ.μ .)


ΜΟΝΑΧΟ - ΜΑΡΤΙΟΣ 1922 251

Του ήρθε άναγούλα. Κι άλλες μωρολογίες. "Ενας Εβραίος


ψευτοεπιστήμονας περιβάλλει μέ φωτοστέφανο έναν άντρα ό
όποιος άπέρριψε καθετί έβραϊκό. « Ποιος διευθύνει τό μου­
σείο ;» ρώτησε ό Αλφρεντ. « Τό ολλανδικό κράτος;»
«"Οχι, είναι ιδιωτικό».
(( Ποιος τό χρηματοδοτεί; Ποιος πληρώνει τα έξοδα;»
«Ή Εταιρεία Σπινόζα, κάποιοι μασόνοι καί μερικοί ιδιώ­
τες Εβραίοι δωρητές. Αύτός έδώ άγόρασε τό σπίτι καί τό με­
γαλύτερο μέρος της βιβλιοθήκης » - είπε ό φύλακας καί γυρί­
ζοντας τις σελίδες τού ογκώδους βιβλίου επισκεπτών πίσω
στήν άρχή, έδειξε τήν πρώτη υπογραφή μέ χρονολογία 1899:
Τζώρτζ Ρόζενταλ.
((Ό Σπινόζα όμως δέν ήταν Εβραίος. Οί Εβραίοι τον είχαν
άφορίσει».
(("Οποιος γεννήθηκε Εβραίος, μένει πάντοτε Εβραίος. Για-
τί τόσες ερωτήσεις;»
((Είμαι συγγραφέας καί συντάκτης μίας γερμανικής έφη-
μερίδας ».
Ό φύλακας έσκυψε να κοιτάξει καλά τήν ρπογραφή του.
«Aha, Rosenberg· Bist an undzencker ? » 1
((Τί γλώσσα μιλάτε; Δέν καταλαβαίνω ».
((Γίντις. Ρώτησα αν είστε Εβραίος ».
Ό Αλφρεντ όρθωσε τό άνάστημά του. « Γιά κοίταξέ με κα­
λά. Μοιάζω μέ Εβραίο;»
Ό φύλακας τον κοίταξε άπό πάνω ώς κάτω. « "Οχι καί τόσο
άρχοντικός » είπε καί σύρθηκε πάλι ώς τήν καρέκλα του.
Βρίζοντας άπό μέσα του, ό Αλφρεντ ξαναγύρισε στή βιβλιο­
θήκη καί τεντώθηκε 6σο πιο πολύ μπορούσε πάνω άπ’ τό σκοι­
νί, για να διαβάσει τούς τίτλους τών βιβλίων τού Σπινόζα. Λί­
γο παραπάνω άπ’ δσο έπρεπε. "Εχασε τήν ισορροπία του κι
έπεσε βαρύς πάνω στα ράφια. Ό φύλακας πού καθόταν στή

1. « Είσαι δικός μας;» στα γίντις. (Σ.τ.μ.)


25 2 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΧΑ

γωνιά του πέταξε κάτω τήν έφημεριδα κι έτρεξε νά βεβαιωθεί


πώς δέν είχε γίνει ζημιά στα βιβλία. Ε ίπε: « Τί κάνεις; Είσαι
τρελός; Τα βιβλία αύτά είναι άνεκτίμητα ».
(( Προσπαθούσα νά δώ τούς τίτλους ».
((Γιατί θές νά τούς ξέρεις;»
((Είμαι φιλόσοφος. Θέλω νά δώ άπό πού έπαιρνε τις ιδέες
του».
« Πρώτα λες ότι δουλεύεις σε έφημεριδα, τώρα ότι είσαι φι­
λόσοφος ;»
« Είμαι καί τά δύο. Φιλόσοφος καί συντάκτης εφημερίδας.
Τό κατάλαβες;»
Ό φύλακας τού έριξε μία φαρμακερή ματιά.
Ό Άλφρεντ άνταπέδωσε καρφώνοντας τό βλέμμα στά χεί­
λια του πού κρέμαγαν, στη χοντρή κακοφτιαγμένη μύτη, στις
τρίχες πού φύτρωναν στά βρόμικα σαρκώδη αύτιά του. « Σού
είναι πολύ δύσκολο νά τό καταλάβεις;»
« Καταλαβαίνω πολλά ».
«Καταλαβαίνεις ότι ό Σπινόζα είναι σημαντικός φιλόσο­
φος ; Γ ιατί έχετε τά βιβλία του σε τέτοια άπόσταση; Γ ιατί δέν
έχετε κάπου τον κατάλογο τών βιβλίων; Τά άληθινά μουσεία
ύπάρχουν γιά νά εκθέτουν τά πράγματα οχι γιά νά τά κρύβουν ».
«Δεν ήρθες γιά νά μάθεις περισσότερα γιά τον Σπινόζα.
Βρίσκεσαι εδώ γιά νά τον καταστρέφεις. Γιά ν’ άποδείξεις πώς
οί ιδέες του είναι κλεμμένες ».
« ’Αν είχες τήν παραμικρή ιδέα πώς λειτουργεί ό κόσμος,
θά ήξερες πώς κάθε φιλόσοφος επηρεάζεται καί έμπνέεται άπό
τούς φιλόσοφους πού προηγήθηκαν. Ό Κάντ επηρέασε τον
Χέγκελ’ ό Σοπενάουερ έπηρέασε τον Νίτσε* ό Πλάτωνας έπη-
ρέασε τούς πάντες. Είναι κοινώς γνωστό ότι...»
«Επηρεάζεται, έμπνέεται. ’'Ερχεσαι στά λόγια μου: έσύ
δέν είπες “άπό πού έπηρεάστηκε”. Ούτε “άπό πού έμπνεύ-
στηκε”. Οί λέξεις πού χρησιμοποίησες ήταν “άπό πού έπαιρνε
τις ιδέες του”. Αύτό είναι άλλο ».
ΜΟΝΑΧΟ - ΜΑΡΤΙΟΣ 1922 253

((Άχά, θά μπούμε σέ ταλμουδική άντιπαράθεση1; Σέ όλους


σας άρέσει να τό κάνετε αύτό. Ξέρεις πολύ καλά τί έννοούσα-»
((Ξέρω άκριβώς τί έννοούσες ».
((Μουσείο νά σου πετυχει. Αφήνετε τον *Άινσταϊν πού είναι
δικός σας νά περάσει μία ολόκληρη μέρα μελετώντας τή βι­
βλιοθήκη, κι όλους τούς άλλους τούς κρατάτε ένα μέτρο μα­
κριά ».
« Σάς ύπόσχομαι, Χέρ Ρόζενμπεργκ, φιλόσοφε-συντάκτη,
πώς μόλις κερδίσετε τό βραβείο Νομπέλ θά σάς άφήσω νά πά­
ρετε άγκαλιά όποιο βιβλίο θέλετε άπ’ τή βιβλιοθήκη. Καί τώρα
τό μουσείο κλείνει. Έ ξ ω !»

Ό Άλφρεντ είχε πάρει μία ιδέα πώς θά ήταν ή κόλαση: ένας


Εβραίος φύλακας νά άσκεΐ έξουσία πάνω σ’ έναν Άριο, Ε ­
βραίοι νά έμποδίζουν τήν πρόσβαση σέ όσους δέν άνήκουν στή
φυλή τους, νά κρατούν φυλακισμένο έναν μεγάλο φιλόσοφο ό
όποιος άπεχθανόταν τούς Εβραίους. Αύτή τή μέρα δέν θά τήν
ξεχνούσε ποτέ.

1. Αναφορά στήν περίπλοκη αντιπαράθεση για τή διασαφήνιση ταλ-


μουδικών κειμένων ή οποία στα έβραϊκά ονομάζεται πιλπονλ. ( Σ.τ.μ.)
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε Ι Κ Ο Σ Τ Ο Π Ρ Ω Τ Ο

ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 27 ΙΟΥΛΙΟΥ 1656

από τή Συναγωγή Ταλμούδ


Δ
ΤΟ ΤΕΤΡΑΓΩΝΑ ΜΑΚΡΙΑ
ι Τορά 6 Μπέντο, μέ τή βοήθεια του Ντίρκ, του συμμαθητή
του άπό τήν Ακαδημία του Βάν ντένΈ ντεν, πακέταρε τούς δε­
κατέσσερις τόμους της βιβλιοθήκης του σ’ ένα μεγάλο ξύλινο
κιβώτιο καί στή συνέχεια έλυσε τό μεγάλο κρεβάτι της οικο­
γένειας Σπινόζα. Οί δύο τους φόρτωσαν έπειτα κρεβάτι καί βι­
βλία σε μία μαούνα στο κανάλι Νιόουε Χέρρενχραχτ για να τα
στείλουν στο σπίτι τού Βάν ντένΈ ντεν, δπου θά ζούσε για λ ί­
γο καιρό ό Μπέντο. Ό Ντέρκ άνέβηκε στή μαούνα να συνοδέ­
ψει τα πράγματα, ένώ ό Μπέντο έμεινε να συσκευάσει τα υπό­
λοιπα υπάρχοντά του -δύο παντελόνια, ένα ζευγάρι παπούτσια
μέ μπρούντζινη άγκράφα, τρία πουκάμισα, δύο λευκά κολάρα,
έσώρουχα, μία πίπα καί καπνό- σέ μία τσάντα πού θά τήν κου­
βαλούσε στο σπίτι τού Βάν ντέν Έ ντεν. Ή τσάντα ήταν έλα-
φριά κι ό Μπέντο χάρηκε πού είχε τόσο λίγα υπάρχοντα. Α ν
δέν ήταν τό κρεβάτι καί τά βιβλία, θά μπορούσε νά ζήσει έλεύ-
θερος άπό τά πάντα, σάν νομάδας.
Ρίχνοντας μία τελευταία ματιά στο δωμάτιο, μάζεψε τό
ξυράφι του, τό σαπούνι καί τήν πετσέτα καί τότε πήρε τό μάτι
του σ’ ένα ψηλό ράφι τά φυλακτήριά του. Είχε νά τά άγγίξει
άπό τή μέρα πού πέθανε ό πατέρας του. Τεντώθηκε κι έπιασε
τά δύο μικρά δερμάτινα κουτιά μέ τά λουριά τους καί τά κρά­
τησε τρυφερά - ίσως, σκέφτηκε, γιά τελευταία φορά. Τί πε­
ρίεργα άντικείμενα! Ε πίσης περίεργο, άναλογίστηκε, πόσο
τον τραβούσαν καί τον άπωθούσαν συγχρόνως. Τά σήκωσε
ψηλά καί τά εξέτασε. Στο κουτί πού έγραφε πάνω ρός, κεφάλι,
*54
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 27 ΙΟΥΛΙΟΥ 1656 255

ήταν συνδεδεμένα δύο δερμάτινα λουριά. Άπ’ τό κουτί πού


έγραφε γιάντ, μπράτσο, κρεμόταν ένα μακρύ λουρί. Τα ρηχά
κουτιά είχαν μέσα τούς στίχους τής Άγιας Γραφής γραμμέ­
νους σέ περγαμηνή. Καί φυσικά δλα -τό δέρμα άπ’ τό όποιο
είχαν φτιαχτεί τά κουτιά, οί τένοντες πού χρησιμοποιούνταν
σάν σύνδεσμοι, ή περγαμηνή, οί ταινίες- προέρχονταν άπό ζώα
κασέρ.
Στο νου του ήρθε μιά άνάμνηση άπό δεκαπέντε χρόνια νω­
ρίτερα. Συχνά σάν παιδί παρακολουθούσε μέ άκόρεστη περιέρ­
γεια τον πατέρα του νά φοράει τό τα λέθ 1του καί νά βάζει τά
φυλακτήρια πριν άπ’ τό πρωινό - κάτι πού τό έκανε κάθε εργά­
σιμη μέρα γιά δλη του τή ζωή. ( Φυσικά δεν χρησιμοποιούσε
ποτέ τά φυλακτήρια τό Σάββατο.) Μιά μέρα ό πατέρας του
γύρισε καί τού είπε: « Ξέρεις τί κάνω, έτσι δέν είναι;»
((Ναί!» άπάντησε ό Μπέντο.
«Καί σ’ αύτό δπως σέ δλα», άπάντησε ό πατέρας του,
« άκολουθώ τήν Τορά. Τά λόγια τού Δευτερονομίου μάς προσ­
τάζουν: “Καί πρέπει νά τά δέσετε σάν σήμα στο χέρι σας, καί
πρέπει νά τά φοράτε σάν κόσμημα στο μέτωπο άνάμεσα στά
μάτια σας”».
"Υστερα άπό λίγες μέρες ό πατέρας του γύρισε στο σπίτι
μ' ένα δώρο - άκριβώς αύτό τό σέτ τά φυλακτήρια πού κρα­
τούσε τώρα ό Μπέντο στο χέρι του.
((Αύτά είναι γιά σένα, Μπαρούχ, άλλά οχι γιά σήμερα. Θά
τά κρατήσουμε ώσπου νά κλείσεις τά δώδεκα. Τότε, λίγες
βδομάδες πριν άπό τό μπαρ μιτσβά σου, θά άρχίσουμε νά βά­
ζουμε φυλακτήρια μαζί εσύ κι έγώ ». Ό Μπέντο είχε ένθουσια-
στεΐ τόσο πολύ στήν ιδέα δτι θά έβαζε φυλακτήρια μαζί μέ τον
πατέρα του, καί τόσο τον είχε κατακλύσει μέ έρωτήσεις γιά τό
πώς άκριβώς γινόταν ή διαδικασία, πού σέ λίγες μόνο μέρες ό
πατέρας του δέχτηκε. ((Σήμερα θά κάνουμε μία πρόβα, μόνο

1. Τ ό έβρ αϊκ ό σ ά λ ι τή ς π ρ ο σ ε υ χ ή ς . ( Σ.τ.μ.)


256 TO I ΙΡΟΒΛΗΜΑ 1ΠΙΝΟΖΑ

για μία φορά, έπειτα 6μως θά κρύψουμε τα φυλακτήρια ώσπου


να έρθει ή ώρα σου. Σύμφωνοι;» Κι ό Μπέντο συμφώνησε
πρόθυμα.
Ό πατέρας του συνέχισε: « Θά έξασκηθούμε μαζί. Έσύ θά
κάνεις 6,τι κάνω. Βάλε τό κουτί γ ιάντ πάνω πάνω στο άριστε-
ρό σου μπράτσο, στο ύψος τής καρδιάς, καί γύρνα τό λουρί
επτά φορές γύρω άπ’ τό μπράτσο σου, ώσπου νά φτάσεις στον
καρπό. Βλέπεις - κοίτα εμένα. Νά θυμάσαι, Μπαρούχ, άκρι-
βώς επτά φορές — οχι έξι, ούτε οκτώ- γιατί έτσι μάς δίδαξαν οί
ραβίνοι».
’Έπειτα ό πατέρας του έψαλε τήν άντίστοιχη εύλογία:
B aruch Atah Adonai Eloheinu M elech H aolamA sher Kidish-
anu B'mitzvotav V'tziu L'haniach Tefillin
( Ευλογημένος είσαι, Κύριε 6 Θεός μας, ό Βασιλεύς τον κό­
σμον που μας αγίασες με τις εντολές Σον και μάς πρόσταζες
νά βάζουμε τα τεφιλλίν.1)
Ό πατέρας του άνοιξε τό βιβλίο τής προσευχής, τό έδωσε
στον Μπέντο καί είπε: «Έ λα, διάβασε εσύ τήν προσευχή».
Αλλά ό Μπέντο δέν τό πήρε. Σήκωσε τό κεφάλι γιά νά δει ό
πατέρας του πώς είχε τά μάτια κλειστά’ έπειτα έπανέλαβε τις
προσευχές άκριβώς όπως τις είχε πει ό Μίχαελ. Μόλις ό
Μπέντο άκουγε μία προσευχή -ή όποιοδήποτε άλλο κείμενο-
δέν τό ξεχνούσε ποτέ. Λάμποντας άπό περηφάνια, ό πατέρας
του τον φίλησε τρυφερά στά δύο του μάγουλα. «Ά , τί μ ιτ σ β ά ,
τί μυαλό. Μέσα στήν καρδιά μου ξέρω πώς θά γίνεις ένας άπό
τούς πιο σπουδαίους Εβραίους ».
Ό Μπέντο διέκοψε τήν ονειροπόλησή του γιά νά γευτεί τά
λόγια « ένας άπό τούς πιο σπουδαίους Εβραίους ». Δάκρυα κύ­
λησαν στά μάγουλά του, καθώς έπέστρεφε στήν άνάμνησή του.
«Έ λα τώρα νά συνεχίσουμε μέ τό φυλακτήριο σέλ ρόςν

1. Τ ο έβ ρ α ϊκ ό όνομ α τω ν φ υ λα κ τ η ρ ίω ν . ( Σ.τ.μ.)
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 27 ΙΟΥΛΙΟΥ 16S6 257

είπε ό πατέρας του. « Φόρεσέ το στο μέτωπό σου όπως έγώ -


ψηλά, έκεΐ πού ξεκινούν τα μαλλιά σου, άκριβώς άνάμεσα
άπ’ τά μάτια σου. Τώρα τοποθέτησε τον σφιχτό κόμπο άκρι­
βώς στή βάση τού σβέρκου. Καί τώρα πές τήν έπόμενη προσ­
ευχή».
Baruch Atah Adonai Eloheinu M elech Haolam Asher Kidish-
anu B'mitzvotav V'tziuAl Mitzvat Yefillin
( Ευλογημένος είσα ι, Κύριε 6 Θεός μ ας, ό Βασιλεύς τον κό­
σμον που μας αγίασες με τΙς εντολές Σου και μας έδωσες τήν
εντολή νά φοράμε τεφιλλίν.)
Γιά άλλη μια φορά, προς μεγάλη χαρά τού πατέρα του, ό
Μπέντο έπανέλαβε τα λόγια του λέξη προς λέξη.
« ’Έ πειτα φέρνεις τις δύο ταινίες πού κρέμονται μπροστά
στούς ώμους σου, αλλά πρέπει νά βεβαιωθείς 6τι ή μαυρισμένη
πλευρά κοιτάζει προς τά έξω. Ή άριστερή ταινία πρέπει νά
φτάνει άκριβώς εδώ » - ό πατέρας του άκούμπησε τό δάχτυλό
του τον άφαλό τού Μπέντο καί τον γαργάλησε. ((Καί τό δεξί
λουρί θά τό κατεβάσεις μερικούς πόντους πιο χαμηλά - άκρι­
βώς εκεί πού βρίσκεται τό μικρό σου βρυσάκι».
((Τώρα ξαναγυρνάμε πάλι στο λουρί σελ γ ιά ντ καί τό δέ­
νουμε γύρω άπό τό μεσαίο δάχτυλο τρεις φορές. Βλέπεις πώς
τό κ άνω ; Κι έπειτα τό τυλίγεις γύρω άπ’ τό χέρι σου. Βλέπεις
πώς σχηματίζει τό γράμμα shin γύρω άπό τό μεσαίο μου δά­
χτυλο ; Ναι, είναι δύσκολο νά τό διακρίνεις. Τί άντιπροσωπεύει
τό γράμμα s h in ;»
Ό Μπέντο δέν ήξερε.
((To shin είναι τό πρώτο γράμμα της λέξης S had dai, Παν­
τοδύναμος ».
Ό Μπέντο θυμήθηκε πώς είχε νιώσει μία άσυνήθιστη γα­
λήνη στριφογυρίζοντας τις δερμάτινες ταινίες γύρω άπό τό κε­
φάλι καί άπ’ τό μπράτσο του. Ή αίσθηση τού περιορισμού, τό
δέσιμο, τού προκαλούσε πολύ μεγάλη εύχαρίστηση κι ένιωθε
2 58 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΓΙΙΝΟ/Α

πώς είχε ένωθεΐ σχεδόν με τον πατέρα του που ήταν κι αύτός
δεμένος με τις δερμάτινες ταινίες μέ τον ίδιο τρόπο.
Ό πατέρας του τελείωσε τό μάθημα: « Μπέντο, ξέρω πώς
δέν πρόκειται να ξεχάσεις μέ ποιά σειρά γίνονται 0λ’ αύτά, άλ­
λα πρέπει νά άντισταθεΐς στήν επιθυμία νά φοράς φυλακτήρια,
ώσπου νά φτάσουν οι έπίσημες πρόβες γιά τό μ π α ρ μ ιτσ β ά
σου. Μετά τό μ π αρ μ ιτσ β ά θά βάζεις τεφιλλιν κάθε πρωί γιά
τήν υπόλοιπη ζωή σου έκτος άπό - π ό τε;»
((Έκτος άπό τά Σάββατα καί τις άργίες».
«Σ ω σ τά ». Ό πατέρας του τον φίλησε στο μάγουλο. « Ό ­
πως κάνω κι έγώ καί όλοι οί Ε βραίοι».
Ό Μπέντο άφησε τήν εικόνα τού πατέρα του νά ξεθωριάσει,
ξαναγύρισε στο παρόν, κοίταξε τά περίεργα κουτάκια καί γιά
μία στιγμή ένιωσε έναν πόνο που δεν έπρόκειτο ποτέ νά ξανα­
βάλει φυλακτήρια, πού δέν θά ξαναένιωθε ποτέ αύτή τήν εύχά-
ριστη αίσθηση τού περιορισμού. Ή ταν άραγε άνέντιμος πού
δέν είχε ύπακούσει στήν επιθυμία τού πατέρα του; Ό χι. Ό
πατέρας του, εύλογημένο τό όνομά του, ήταν παιδί μιας έπο-
χής δεμένης χειροπόδαρα άπό τή δεισιδαιμονία. Ξανακοιτά­
ζοντας τά μπερδεμένα λουριά ρός καί γιά ντ πού είχαν γίνει
κόμπος, ό Μπέντο ήξερε πώς είχε πάρει μία άπόφαση πού ήταν
σωστή γιά τον ίδιο. Τό δώρο τού πατέρα του όμως τί νά τό κά­
νει ; Δέν μπορούσε νά τ ’ άφήσει νά τό βρει ό Γκάμπριελ. Ό
άδελφός του θά πληγωνόταν πολύ. Έ πρεπε νά τά πάρει μαζί
του κι άργότερα θ’ αποφάσιζε τί θά τά κάνει. Προς τό παρόν
έβαλε τά κουτάκια στήν τσάντα του πλάι στο ξυράφι καί στο
σαπούνι κι έπειτα κάθισε νά γράψει ένα μακρύ καί τρυφερό
γράμμα στον Γ κάμπριελ.
Στά μισά τού γράμματος συνειδητοποίησε τήν τρέλα του.
Ήδη, μαζί μέ όλη τήν κοινότητα, τό χέρεμ θά άπαγόρευε ρητά
καί στον Γ κάμπριελ νά διαβάσει οτιδήποτε είχε γράψει ό άδελ­
φός του. Μή θέλοντας νά τού προκαλέσει περισσότερο πόνο, ό
Μπέντο έσκισε τό γράμμα του κι έγραψε στά γρήγορα ένα ση­
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 27 ΙΟΥΛΙΟΥ 1656 259

μείωμα πού περιείχε μερικές γραμμές μέ τις άπολύτως άπαραί-


τητες πληροφορίες καί τό άκούμπησε στο τραπέζι της κουζίνας.
Γχάμπριελ, αλίμονο, τελευταία λόγια. Πήρα τό κρεβάτι που
μου άφησε ό πατέρας στη διαθήκη του μ αζί μέ τα ροϋχα, τό
σαπούνι και τα βιβλία μ ο υ ."Ολα τα υπόλοιπα τ'αφήνω σ'εσέ­
να, μαζί μέ ολόκληρη την επιχείρησή μας, φτωχή όπως είναι.
Μέ τις στάσεις πού είχε στο δρόμο της, ό Μπέντο ήξερε πώς
ή μαούνα πού μετέφερε τα ύπάρχοντά του θά έκανε δύο ώρες
να φτάσει στο σπίτι τού Βάν ντένΈ ντεν. Ό ίδιος μπορούσε να
καλύψει μέ τα πόδια τήν άπόσταση σέ μισή ώρα, είχε χρόνο
λοιπόν να κάνει έναν τελευταίο περίπατο στούς δρόμους της
εβραϊκής γειτονιάς, δπου είχε περάσει όλη του τή ζωή. Άφησε
τήν τσάντα του καί ξεκίνησε μέ σχετική ήρεμία καί μέ γρήγο­
ρο βήμα, πολύ σύντομα δμως ένιωσε έντονα πιεσμένος άπό
τούς άλλόκοτα έρημους δρόμους πού τού ύπενθύμιζαν πώς δλοι
σχεδόν οί άνθρωποι πού γνώριζε βρίσκονταν τή στιγμή αύτή
στή συναγωγή καί άκουγαν τον ραβίνο Μορτέρα να άναθεμα-
τίζει τό δνομα τού Μπαρούχ Σπινόζα καί να τούς διατάζει να
τον άποφεύγουν στο έξής καί για πάντα. Φαντάστηκε πώς θά
ήταν αν έκανε αύτή τή βόλτα τήν έπομένη: Ό λα τά μάτια
θ’ άπέφευγαν τά δικά του, οί παρέες θά χωρίζονταν στά δύο γιά
νά περάσει, σάν νά υποχωρούσαν μπροστά σ’ έναν λεπρό.
Παρότι προετοιμαζόταν έδώ καί μήνες γ ι’ αύτή τή στιγμή,
σοκαρίστηκε άπρόσμενα άπό τον πόνο πού τον κατέλαβε - τον
πόνο τού άνέστιου, τού χαμένου, τον πόνο εκείνου πού γνωρίζει
δτι ποτέ δέν θά ξαναπερπατήσει αύτούς τούς φορτωμένους
άναμνήσεις δρόμους τής νεότητάς του, τούς δρόμους τού
Γκάμπριελ καί τής Ρεμπέκα καί δλων των παιδικών του φίλων
καί τών γειτόνων του, τούς δρόμους δπου κάποτε περπατούσαν
έκεΐνοι οί άγαπημένοι πού δέν πατούσαν πιά κανέναν δρόμο
στή γή - ό πατέρας του Μίχαελ κι ή μητέρα του Χάννα, ή μη­
τριά του Έ στερ καί τά πεθαμένα άδέλφια του ’Ισαάκ καί Μι-
200 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

ριάμ. Προσπέρασε μία σειρά από μαγαζάκια. Αύτοί οί δρόμοι


ήταν ό τελευταίος άπτός του σύνδεσμος με τούς νεκρούς.
Είχαν κι εκείνοι πατήσει τούς ίδιους δρόμους καί τα μάτια
τους είχαν άντικρύσει τήν ίδια θέα : τό χασάπικο κασερ τού
Μεντόζα, τό φούρνο τού Μανουέλ, τον πάγκο μέ τις ρέγγες τού
Σιμόν. Τώρα δμως ό σύνδεσμος θά διαλυόταν* τά μάτια του
δέν θά κοιτούσαν ποτέ τίποτα άπ’ δσα είχαν κοιτάξει ό νεκρός
πατέρας, ή μητέρα καί ή μητριά του. Μοναξιά - τώρα τήν
ένιωθε δσο ποτέ άλλοτε.
Σχεδόν άμέσως παρατήρησε πώς στο μυαλό του άνέτελλε
κι ένα άντίθετο αίσθημα. «Ε λευθερία» ψιθύρισε. « Πολύ έν-
διαφέρον! » Δέν ήταν μία σκέψη πού τήν προκάλεσε* άναδύθη-
κε σάν άντιπερισπασμός στον πόνο της μοναξιάς. Σάν τό μυα­
λό του νά πάσχιζε αύτόματα νά ισορροπήσει. Πώς γίνετα ι;
Μήπως μέσα του υπήρχε μία δύναμη άνεξάρτητη άπό τή συν­
ειδητή βούληση πού γεννούσε σκέψεις, πού πρόσφερε προστα­
σία καί τού έπέτρεπε ν’ άνθίσει;
((Ναι, έλευθερία » είπε -είχε άπό καιρό τή συνήθεια νά κά­
νει μακροσκελείς συζητήσεις μέ τον έαυτό του-, « ή έλευθερία
είναι τό άντίδοτο. Επιτέλους είσαι έλεύθερος άπό τό ζυγό τής
παράδοσης. Θυμήσου πόσο λαχταρούσες καί πάσχιζες ν’ άπε-
λευθερωθείς άπό τήν προσευχή, άπό τήν τελετουργία κι άπ’ τις
προλήψεις. Θυμήσου πόσο μεγάλο μέρος τής ζωής σου τό πέ­
ρασες αιχμάλωτος τής τελετουργίας. Τις άμέτρητες ώρες τις
άφιερωμένες στά φυλακτήρια. Τις τρεις φορές τήν ήμέρα πού
έψαλλες τις αντίστοιχες προσευχές στή συναγωγή, δπως καί
κάθε φορά πού έπινες νερό ή έτρωγες ένα μήλο ή μία μπουκιά
φαγητό. Κάθε φορά πού έπρόκειτο νά ξεκινήσει όποιοδήποτε
γεγονός τής ζωής. Θυμήσου τις άτελείωτες ώρες πού άπήγ-
γελλες τον άλφαβητικό κατάλογο των άμαρτιών καί πού χτυ­
πούσες τό έντελώς άθώο στήθος σου καί προσευχόσουν γιά
συγχώρεση ».
Ό Μπέντο στάθηκε σέ μία γέφυρα πάνω άπό τό κανάλι
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 27 ΙΟΥΛΙΟΥ 1656 26 I

Βέρουερς κι έσκυψε πάνω απ’ τό κρύο πέτρινο τοιχίο για νά κοι­


τάξει τό μελανό νερό σκεπτόμενος τήν έποχή πού μελετούσε
τούς θρησκευτικούς σχολιαστές. Ό λίγος χρόνος πού τού άπέ-
μενε άπό τήν τήρηση των έθίμων ήταν άφιερωμένος στήν ανά­
γνωση των σχολιαστών. Μέρα τή μέρα, νύχτα τή νύχτα για
ώρες άμέτρητες μελετούσε τα λόγια -πολλά τετριμμένα, κά­
ποια εύφυή- στρατιών άπό λογίους πού είχαν περάσει ζωές
ολόκληρες νά σχολιάζουν τό νόημα καί τις ύποδηλώσεις τών
λόγων τού Θεού στις γραφές άλλά καί νά αιτιολογούν καί νά
έρμηνεύουν τις 613 μ ιτζβ όβ ( έντολές), πού ρύθμιζαν κάθε
πτυχή της ζωής τών Εβραίων. Κι έπειτα, όταν άρχισε νά με­
λετά τήν Καββάλα μέ τον ραβίνο Άμποάμπ, τά μαθήματά του
είχαν γίνει τόσο άποκρυφιστικά, καθώς μάθαινε τις κρυφές ση­
μασίες κάθε γράμματος καί τις προεκτάσεις τών άριθμών πού
άντιστοιχούσαν σέ κάθε γράμμα.
Κι όμως κανένας άπό τούς ραβίνους δασκάλους του καί άπό
τούς άρχαίους λογίους δέν είχε ποτέ άμφισβητήσει τήν έγκυ-
ρότητα τού βασικού βιβλίου τους ούτε άναρωτηθει άν τά βι­
βλία τού Μωυσή περιείχαν πράγματι αύτούσια τά λόγια τού
Θεού. "Οταν στο μάθημα της έβραϊκής ιστορίας, πάνω άπό δέ­
κα χρόνια πρίν, είχε τολμήσει νά σχολιάσει 6τι ό Θεός δέν γ ι­
νόταν νά έχει γράψει ένα κείμενο μέ τόσο πολλές άντιφάσεις, ό
ραβίνος Μορτέρα είχε σηκώσει αργά τό κεφάλι, τού είχε ρίξει
μία άγρια ματιά γεμάτη δυσπιστία καί είχε άπαντήσει: « Πώς
μπορείς έσύ πού είσαι ακόμα παιδί, μία ψυχή μονάχη, νά αμφι­
σβητείς 6τι ό συντάκτης του είναι ό Θεός καί νά ύποθέτεις 6τι
γνωρίζεις τήν άπειρη γνώση τού Θεού καί τις προθέσεις Τ ου;
Δέν ξέρεις 6τι ή παρουσίαση της Διαθήκης στον Μωυσή έγινε
παρουσία δεκάδων, τί λέω, έκατοντάδων χιλιάδων άνθρώπων,
ολόκληρου τού έθνους τού Ισραήλ; Τήν παρακολούθησαν πε­
ρισσότεροι άνθρωποι άπ’ όποιοδήποτε άλλο γεγονός σέ ολό­
κληρη τήν Ιστορία ».
Ό τόνος τού ραβίνου μετέδιδε σέ 6λη τήν τάξη τήν προσδο­
26 2 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙIINOZA

κία του ότι κανένας μαθητής δέν θά άνακινούσε ποτέ ξανά τέ­
τοιο ανόητο ζήτημα. Καί κανείς ποτέ δέν τό έκανε. Οΰτε, όπως
έβλεπε ό Μπέντο, είχε ποτέ κανείς άλλος πέρα από τον ίδιο πα­
ρατηρήσει 6τι στήν εύλαβική στάση πού τηρούσε απέναντι
στήν Τορά ό λαός τού ’Ισραήλ είχε περιπέσει συλλογικά
σ’ έκεΐνο τό άμάρτημα άπό τό όποιο ό Θεός τον είχε προειδο­
ποιήσει, μέσω τού Μωυσή, νά απέχει: τήν ειδωλολατρία. Οί
άπανταχού Εβραίοι λάτρευαν οχι βέβαια χρυσά είδωλα αλλά
είδωλα άπό χαρτί καί μελάνι.
Παρακολουθώντας ένα βαρκάκι νά έξαφανίζεται σ’ ένα
πλαϊνό κανάλι, ό Μπέντο ακούσε κάποιον νά τρέχει προς τό μέ­
ρος του. Σήκωσε τά μάτια καί είδε τον Μάννυ, τον γιο τού
φούρναρη, τον κοντόχοντρο καί λίγο αργόστροφο άλλά άφο-
σιωμένο συμμαθητή καί φίλο του άπό τότε πού γεννήθηκε.
Μηχανικά ό Μπέντο χαμογέλασε καί σταμάτησε νά τον χαι­
ρετήσει. Χωρίς όμως νά άργοπορήσει τό ρυθμό του καί χωρίς
νά δώσει σημάδι άναγνώρισης, ό Μάννυ τον προσπέρασε βια­
στικός, διέσχισε τή γέφυρα καί κατέβηκε στο δρόμο προς τήν
κατεύθυνση τού φούρνου τού πατέρα του.
Ό Μπέντο ρίγησε. Επομένως τό χέρεμ είχε κιόλας συντε-
λεστεϊ! Ό χι πώς δέν τό είχε άντιληφθεΐ ότι ήταν κάτι πραγ­
ματικό - τό άγριο βλέμμα τού ραβίνου Μορτέρα τό είχε κάνει
απόλυτα σαφές, τό ίδιο κι οί άδειοι δρόμοι καί τό χαστούκι της
Ρεμπέκα πού πονούσε άκόμα τό μάγουλό του. Ό μω ς έκεΐνο
πού έκανε τήν πραγματικότητα νά τον κατακλύσει ήταν ό
Μάννυ πού άπέστρεψε τό πρόσωπό του άπό κείνον. Κατάπιε
τό σάλιο του καί σκέφτηκε: Κ αλύτερα - δεν με εξαναγκάζουν
νά κάνω τίπ οτα διαφορετικό άπ’ δ,τι θά είχα κάνει άπό δική μου
επιθυμία. Με τρόμαζε τό σκάνδαλο, άφοϋ όμως τό θέλουν έτσι,
παίρνω ευχαρίστω ς τό μ ονοπ άτι πού μου άνοίγεται.
« Δέν είμαι πιά Εβραίος » μουρμούρισε ό Μπέντο, άκού-
γοντας τον ήχο της φράσης του. Τήν έπανέλαβε ξανά καί ξανά.
Δεν είμ αι π ιά Ε βραίος. Δεν είμ αι π ιά Ε βραίος, δέν είμ αι πιά
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 27 ΙΟΥΛΙΟΥ 1656 263

Εβραίος. Ανατρίχιασε. Ή ζωή του φαινόταν κρύα καί ανέστια.


Έ τσ ι δμως τήν ένιωθε από τότε πού είχαν πεθάνει ό πατέρας
του κι ή μητριά του. Άπό σήμερα έπαυε να είναι Εβραίος.
νΙσως τώρα, ως άποσυνάγωγος, να μπορούσε να σκέφτεται καί
να γράφει 6,τι έπιθυμούσε, καί να μπορούσε να ανταλλάσσει
άπόψεις με τούς Εθνικούς.
Αρκετούς μήνες νωρίτερα είχε δώσει έναν σιωπηρό 6ρκο να
ζήσει ένάρετα μέ τιμιότητα καί άγάπη. Τώρα ώς μή-Έβραΐος
μπορούσε να ζήσει πιο γαλήνια. Οί Εβραίοι θεωρούσαν ανέκ­
αθεν 6τι οί άληθινές άπόψεις κι ένα άληθινό σχέδιο ζωής, στο
όποιο έχεις καταλήξει μέσα άπ’ τή λογική καί όχι μέσα άπό τα
προφητικά μωσαϊκά κείμενα, δέν έχει θέση στο δρόμο τής
άγιότητας. Ή κατακραυγή ένάντια στή λογική φαινόταν άνόη-
τη στον Μπέντο, τώρα λοιπόν πού δέν ήταν πιά Εβραίος, δέν
θά μπορούσε νά ζήσει μία ζωή έμφορούμενη άπό λογική;
Κατεβαίνοντας άπό τή γέφυρα σκέφτηκε ξα φ νικά : Τί ε ί­
μ α ι ; 'Άν δέν είμ αι Ε βραίος, τότε τ ί ε ίμ α ι; Έ βγαλε άπ’ τήν τσέ­
πη του τό σημειωματάριο πού κουβαλούσε πάντα μαζί του -
τό ίδιο στο όποιο τον είχε δει ό Βάν ντέν Έ ντεν νά γράφει στήν
πρώτη τους συνάντηση. Στρίβοντας δεξιά σ’ ένα δρομάκι κά­
θισε στήν άκρη τού καναλιού καί αναζήτησε μία απάντηση
στις γραπτές παρατηρήσεις πού είχε συντάξει τά τελευταία
δύο χρόνια, σταματώντας γιά νά ξαναδιαβάσει τά σχόλια πού
είχαν περισσότερο στηρίξει τήν απόφασή του.

Ά ν βρίσκομαι ανάμεσα σέ ανθρώπους πού δέν συμφωνούν


καθόλου μέ τή φύση μου, δέν θά μπορώ καθόλου νά προσαρ­
μοστώ σ’ έκείνους χωρίς νά μεταβάλω σέ μεγάλο βαθμό τον
έαυτό μου.
Ένας έλεύθερος άνθρωπος πού ζεΐ άνάμεσα στούς άνίδεους
πασχίζει οσο περισσότερο μπορεί ν’ άποφεύγει τήν εύνοιά τους.
Ένας έλεύθερος άνθρωπος δρά μέ ειλικρίνεια, οχι μέ προσ­
ποίηση.
264 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

Μόνο οί έλεύθεροι. άνθρωποι είναι γνήσια ωφέλιμοι ό ένας


στον άλλον καί μπορούν να συνάψουν άληθινές φιλίες.
Καί είναι άπολύτως έπιτρεπτό, από τό ανώτατο δίκαιο
της Φύσης, 6λοι οί άνθρωποι να χρησιμοποιούν τή σαφή λο­
γική, για να προσδιορίσουν πώς να ζουν μέ τρόπο πού θα τούς
έπιτρέψει να ευδοκιμήσουν.

Έ κλεισε τό σημειωματάριό του, σηκώθηκε καί γύρισε μέσα


απ’ τούς έρημους δρόμους στο σπίτι του για να πάρει τά πράγ­
ματά του. Ξαφνικά μία φωνή γεμάτη αγωνία τόν φώναξε από
π ίσ ω : « Μπαρούχ Σπινόζα, Μπαρούχ Σπινόζα » !
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε Ι Κ Ο Σ Τ Ο Δ Ε Τ Τ Ε Ρ Ο

ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1922

τήν πρώτη μέρα της άνοιξης ήταν όπως το


Τ
Ο ΒΕΡΟΛΙΝΟ
θυμόταν ό Άλφρεντ άπό τή σύντομη παραμονή του τό χει­
μώνα τού 1919. Κάτω άπό εναν ούρανό στο χρώμα τού γρανίτη,
μέ τσουχτερούς άνέμους καί συνεχές ψιλόβροχο πού ποτέ δεν
έμοιαζε ν’ αγγίζει τό χώμα, αύστηροί μαγαζάτορες ντυμένοι
σαν κρεμμύδια κάθονταν μέσα σε μαγαζιά χωρίς θέρμανση. Ή
λεωφόρος Unter den Linden ήταν άδεια άλλα σέ κάθε γωνιά
τή φρουρούσαν στρατιώτες. Τό Βερολίνο ήταν έπικίνδυνο : Οί
βίαιες πολιτικές διαδηλώσεις καί οί δολοφονίες κομμουνιστών
καί σοσιαλδημοκρατών ήταν καθημερινό φαινόμενο.
Πριν άπό τέσσερα χρόνια, λίγο πριν να τον άποχαιρετήσει,
ό Φρήντριχ είχε γράψει « Νοσοκομείο Charité, Βερολίνο » σ’
έκεΐνο τό χαρτάκι πού ό Άλφρεντ άρχικά είχε σκίσει, άλλα ενα
λεπτό άργότερα είχε γυρίσει να μαζέψει τα πεταμένα κομμά­
τια του. Πλησιάζοντας εναν φρουρό, ό Άλφρεντ ζήτησε να τού
πει πώς θά πάει στο νοσοκομείο. Εκείνος τον έπιθεώρησε άπό
τήν κορφή ως τα νύχια καί γρύλισε : « Ψήφος ; »
Ό Άλφρεντ άπορημένος ρώτησε : « Τί πράγμα ; »
(( Ποιόν ψήφισες ; »
« Ά » είπε ό Άλφρεντ καί ορθώθηκε. « Θά σάς πώ ποιόν θά
ψηφίσω στις έπόμενες έκλογές : τον Άντολφ Χίτλερ καί ολό­
κληρο τό άντιεβρα'ικό-άντιμπολσεβικικό πρόγραμμα τού Έ -
θνικοσοσιαλιστικού κόμματος ».
«Δ έν ξέρω κανέναν Χ ίτλερ», άπάντησε ό στρατιώτης,
« ούτε τό ’χω άκούσει ποτέ αύτό τό κόμμα. Άλλα τό πρόγραμ­
μα πού λές μ’ άρέσει. "Οσο για τό Charité - δέν θά τό χάσεις,
2 65
266 ΓΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙ1ΝΟ/Α

είναι τό μεγαλύτερο νοσοκομείο τού Βερολίνου ». “Έδειξε έναν


δρόμο στ’ αριστερά του. « Στρίβεις έδώ καί όλο εύθεΐα ».
((Εύχαριστώ. Καί μήν ξεχάσετε τό όνομα Χίτλερ. Θά έρθει
πολύ σύντομα ή ώρα πού θά τον ψηφίσετε ».

Ό ύπάλληλος στήν ύποδοχή τού νοσοκομείου άναγνώρισε άμέ-


σως τό όνομα τού Φρήντριχ Πφίστερ: « Ά μάλιστα, ό δόκτωρ
Πφίστερ εργάζεται στο τμήμα έξωτερικών περιστατικών για
νευρικές καί ψυχικές παθήσεις. Προχωρήστε στο διάδρομο,
βγαίνετε άπό τή δεξιά πόρτα καί όλο εύθεια στο έπόμενο κ τί­
ριο ».
Ή ύποδοχή τού άλλου κτιρίου ήταν τόσο γεμάτη μέ νεαρούς
ή τό πολύ μεσήλικους άντρες πού φορούσαν άκόμα τα γκρίζα
στρατιωτικά τους άμπέχονα, ώστε τού Άλφρεντ τού πήρε δε­
καπέντε λεπτά να φτάσει σπρώχνοντας ώς τή θυρίδα, όπου κα-
τάφερε τελικά νά κάνει τήν άλαφιασμένη ύπάλληλο νά τον
προσέξει χαμογελώντας της εύγε νικά καί δηλώνοντας: « Σάς
παρακαλώ, σάς παρακαλώ, είμαι στενός φίλος τού δρος Πφί­
στερ. Σάς βεβαιώνω ότι θά θελήσει νά μέ δει».
Εκείνη τον κοίταξε στά μάτια. Ό “Άλφρεντ ήταν ένας όμορ­
φος νεαρός. « ’Ονομάζεστε;»
«Ά λφρεντ Ρόζενμπεργκ».
« Μόλις τελειώσει τή συνεδρία του θά τον ειδοποιήσω ότι
βρίσκεστε έδώ ». Σέ είκοσι λεπτά χάρισε στον Άλφρεντ ένα
ζεστό χαμόγελο καί τού έγνεψε νά τήν άκολουθήσει σ’ ένα με­
γάλο γραφείο.
Ό Φρήντριχ τον περίμενε φορώντας μιά ταινία μέ καθρέ­
φτη στο κεφάλι, λευκή ιατρική μπλούζα μέ τσέπες γεμάτες
εργαλεία -φακό, στυλό, οφθαλμοσκόπιο καί ξύλινα γλωσσο-
πίεστρα- κι ένα στηθοσκόπιο γύρω άπ’ τό λαιμό.
«Ά λφρεντ, τί έκπληξη! Πολύ ευχάριστη. Δέν τό περίμενα
πώς θά σέ ξανάβλεπα. Τί κάνεις; Πώς ήταν ή ζωή σου μετά
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1922 ¿67

τή συνάντησή μας στήν Ε σθονία; Τί σέ φέρνει στο Βερολίνο;


’Ή έδώ ζε ΐς; Βλέπεις δτι είμαι λίγο πιεσμένος, γιατί σέ βομ­
βαρδίζω ό άνόητος μ’ δλες αύτές τις έρωτήσεις χωρίς να περι­
μένω ν’ άκούσω τις άπαντήσεις. "Οπως πάντα τό ιατρείο είναι
τρομερά γεμάτο, άλλα στις έφτάμισι θά ’χω τελειώσει - είσαι
έλεύθερος έκείνη τήν ώ ρα;»
((Απολύτως. Είμαι απλώ ς... έ ... περαστικός από τό Βερο­
λίνο. Σκέφτηκα να δοκιμάσω τήν τύχη μου, μήπως καταφέρω
να σέ δω » είπε ό Άλφρεντ, ένώ συγχρόνως νουθετούσε τον
έαυτό του: Γ ια τί δεν του λες τον π ρα γμ α τικ ό λόγο που β ρίσκ ε­
σαι έδώ ;
« ‘Ωραία, ωραία. Ά ς φάμε τό βράδυ μαζί να τα πούμε. Θά
χαρώ πολύ ».
«Κ ι έγώ τό ίδιο».
((Θά σέ βρω στο γραφείο υποδοχής στις έφτά καί μισή ».
Ό Άλφρεντ πέρασε τό άπόγευμά του περιφερόμενος στήν
πόλη καί συγκρίνοντας τούς κακόγουστους δρόμους τού Βερο­
λίνου μέ τις άπαστράπτουσες λεωφόρους τού Παρισιού. Τις
στιγμές πού τό κρύο τού φαινόταν ανυπόφορο, περιφερόταν
στις αίθουσες των μουσείων πού ήταν κάπως πιο ζεστές, αν
καί ούτε αύτές θερμαίνονταν. Στις έφτά έπέστρεψε στήν αίθου­
σα άναμονής τού νοσοκομείου πού τώρα ήταν σχεδόν άδεια.
Στις έφτά καί μισή ακριβώς έμφανίστηκε ό Φρήντριχ καί τον
συνόδεψε στήν τραπεζαρία τών γιατρών, μιά αίθουσα χωρίς
παράθυρα πού μύριζε ξινολάχανο καί δπου πολυάριθμα γκαρ­
σόνια στριφογύριζαν σερβίροντας πελάτες μέ άσπρες μπλού­
ζες. ((Βλέπεις, Άλφρεντ, κι έδώ τά ίδια, δπως σέ δλη τή Γερ-
μανία: τραπέζια έχουμε άφθονα, ανθρώπους νά σερβίρουν πολ­
λούς, τό φαγητό δμως σ πανίζει».
Τό δείπνο στο νοσοκομείο, πάντοτε κρύο γεύμα, πρόσφερε
λεπτές φέτες Bierwurst καί Leberwurst, χωριάτικο τυρί Lim­
burger, κρύες βραστές πατάτες, ξινολάχανο καί πίκλες. Ό
Φρήντριχ ζήτησε συγγνώμη. « Λυπάμαι πού δέν μπορώ νά σού
268 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

προσφέρω κάτι καλύτερο. Ε λπ ίζω νά έφαγες ένα ζεστό γεύμα


μέσα στή μέρα ».
Ό Άλφρεντ είπε πώς ναί. «Έ φ α γα λουκάνικα στο τρένο.
Δέν ήταν άσχημα ».
«Το έπιδόρπιο θά μάς αποζημιώσει. Ζήτησα άπό τον μά­
γειρα κάτι ιδιαίτερο - ό γιος του είναι άσθενής μου καί πολλές
φορές μου έτοιμάζει κάποια λιχουδιά». Ό Φρήντριχ κάθισε
αναπαυτικά καί ξεφύσηξε έμφανώς έξαντλημένος. «Κ αί τώρα
μπορούμε έπιτέλους νά χαλαρώσουμε καί νά κουβεντιάσουμε.
Νά σού πώ όμως πρώτα γιά τον άδελφό σου. Μόλις μού έγραψε
καί ρωτούσε αν είχα κανένα νέο σου. "Οσο ήταν στο Βερολίνο,
τον έβλεπα συχνά άλλά πριν άπό έξι μήνες μετακόμισε στις
Βρυξέλλες γιά ν’ άναλάβει μιά πολύ καλή θέση σέ μιά βελγική
τράπεζα. Ή φυματίωσή του συνεχίζει νά βρίσκεται σέ ύφεση ».
« *Ω ό χι» βόγκηξε ό Άλφρεντ.
« Τί συμβαίνει; "Υφεση σημαίνει ότι πηγαίνει καλύτερα».
((Εννοείται. Άντέδρασα έτσι γιά τις Βρυξέλλες. Ά ν τό ’ξέ­
ρα - έμεινα μία μέρα έκεΐ στο ταξίδι μου ».
(( Πώς νά τό ’ξερες; Ή Γερμανία έχει σκορπίσει στους πέν­
τε άνέμους. Ό Ό ιγκεν έγραφε πώς δέν έχει ιδέα πού ζεις. Ούτε
πώς ζεις. Τό μόνο πού είχα μπορέσει νά τού πώ έπειτα άπ’ τή
συνάντησή μας στή Ρεβάλ ήταν ότι έλπιζες νά έρθεις κάποια
μέρα στή Γερμανία. Ά ν θέλεις, μπορώ νά δώσω στον καθένα
σας τή διεύθυνση τού άλλου ».
« Ναί, θέλω νά τού γράψω ».
« Θά τή φέρω μετά τό φαγητό - είναι στο δωμάτιό μου.
Έσύ τί έκανες στις Βρυξέλλες;»
« Θέλεις ολόκληρη την ιστορία ή μιά περίληψη;»
« Όλόκληρη. "Εχω άφθονο χρόνο ».
« Δέν είσαι πολύ κουρασμένος; Ό λη μέρα άκουγες τά προ­
βλήματα τού κόσμου. Τί ώρα ξεκίνησες τό π ρ ω ί;»
«Δουλεύω άπό τις έφτά. Άλλά ή συζήτηση μέ τούς άσθε-
νεΐς δέν είναι τό ίδιο μέ τό νά μιλάω μαζί σου. Έσύ κι ό Όιγκεν
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1922 269

είστε τό μόνο πού μου μένει από τή ζωή μου στήν Εσθονία -
ήμουνα μοναχοπαίδι κι δπως ίσως θυμάσαι, ό πατέρας μου είχε
πεθάνει λίγο πριν απ’ τήν προηγούμενή μας συνάντηση. Πριν
από δύο χρόνια πέθανε κι ή μητέρα μου. Νοσταλγώ τό παρελ­
θόν, ίσως σε υπερβολικό βαθμό. Καί λυπάμαι πολύ πού τήν τε­
λευταία φορά χωριστήκαμε μέ ένταση - έπειδή έγώ φέρθηκα
έπιπόλαια. Πές μου λοιπόν, σε παρακαλώ, δλη τήν ιστορία».
Ό Άλφρεντ μίλησε πρόθυμα για τή ζωή του τα τελευταία
τρία χρόνια. Ό χι, ήταν κάτι παραπάνω άπό προθυμία: Καθώς
μιλούσε, μια ζεστασιά τον τύλιγε ώς τό μεδούλι, ή ζεστασιά πού
νιώθει κανείς δταν μοιράζεται τά καθέκαστα της ζωής του μέ
κάποιον πού θέλει στ’ άλήθεια νά τ ’ ακούσει. Μίλησε γιά τήν
άπόδρασή του άπό τή Ρεβάλ μέ τό τελευταίο τρένο γιά Βερολί­
νο, γιά τό καμιόνι μέ τις άγελάδες πού τον μετέφερε στο Μόνα­
χο, γιά τήν τύχη νά γνωριστεί μέ τον Ντήτριχ Έ καρτ, γιά τή
δουλειά του στή σύνταξη της έφημερίδας, γιά τή συμμετοχή του
στο Έθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, γιά τήν παθιασμένη σχέση του
μέ τον Χίτλερ. Άνέφερε δτι ολοκλήρωσε μεγάλα σχέδιά του -
δτι έγραψε τό βιβλίο Τό Ιχνος τον Ε βραίον καί δτι τήν προηγού­
μενη χρονιά έξέδωσε Τά πρω τόκολλα των σοφών της Σιών.
Τό δεύτερο βιβλίο κίνησε τό ένδιαφέρον τού Φρήντριχ. Δέν
πήγαιναν πολλές έβδομάδες πού είχε άκούσει νά μιλάνε γιά τό
κείμενο αύτό σέ μιά παρουσίαση πού έκανε ένας διακεκριμένος
ιστορικός στήν Ψυχαναλυτική Εταιρεία τού Βερολίνου μέ θέ­
μα τήν αιώνια ανάγκη τού άνθρώπου νά έφευρίσκει άποδιο-
πομπαίους τράγους. Ό Φρήντριχ είχε μάθει δτι Τά πρω τόκολ­
λα των σοφών της Σ ιώ ν διαφημίζονταν ώς περιλήψεις τών δια­
λέξεων πού είχαν δοθεί στο Πρώτο Σιωνιστικό Συνέδριο στή
Βασιλεία τό 1897, οί όποιες δήθεν άποκάλυπταν μιά διεθνή
έβραϊκή συνωμοσία γιά νά ύπονομευτούν οί χριστιανικοί θε­
σμοί, γιά νά έπέλθει ή Ρωσική Επανάσταση καί γιά νά στρω­
θεί ό δρόμος γιά τήν παγκόσμια κυριαρχία τών Εβραίων. Ό
ομιλητής στό ψυχαναλυτικό συνέδριο είχε πει δτι τά Π ρωτό­
270 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝ Ο /Α

κολλά είχαν έπανεκδοθεΐ πρόσφατα σέ ολοκληρωμένη μορφή


από μια άδίστακτη έφημερίδα του Μονάχου, παρά τό γεγονός
δτι αρκετά σημαντικά έπιστημονικά ιδρύματα είχαν αποδείξει
πειστικά δτι έπρόκειτο γιά άπατη. Τό γνώ ριζε άραγε ό Άλ-
φρεντ δτι έπρόκειτο γ ιά α π ά τ η ; άναρωτήθηκε ό Φρήντριχ. Κ ι
αν τό γνώ ριζε, μήπ ω ς και π ά λι θά τά δη μ οσίευε; Γ ι’ αύτά δμως
δεν είπε λέξη. Στή συστηματική προσωπική ψυχανάλυση πού
είχε κάνει τά προηγούμενα τρία χρόνια είχε μάθει όχι μόνο
ν’ άκούει άλλά καί νά σκέφτεται πριν μιλήσει.
« Ή υγεία τού Έ καρτ χειροτερεύει» συνέχισε ό Αλφρεντ,
μιλώντας γιά τις φιλοδοξίες του. « Αύτό μέ θλίβει, γιατί υπήρ­
ξε γιά μένα ένας θαυμάσιος μέντορας. Από τήν άλλη ξέρω πώς ή
άποχώρησή του θ’ ανοίξει τό δρόμο γιά νά γίνω έγώ αρχισυντά­
κτης της εφημερίδας τού Έθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, τού
Λ αϊκόν Π αρατηρητή. Ό ίδιος ό Χίτλερ μού είπε δτι είμαι σαφώς
ό καλύτερος υποψήφιος. Ή έφημερίδα έξελίσσεται σέ πολύ
ισχυρό έντυπο καί πολύ σύντομα θά κυκλοφορεί καθημερινά. Ή
μεγαλύτερη έλπίδα μου δμως είναι πώς ή θέση μου έκεΐ, σέ
συνδυασμό μέ τή στενή σχέση μου μέ τό Χίτλερ, θά μέ οδηγή­
σουν τελικά νά διαδραματίσω κεντρικό ρόλο στο κόμμα ».
Ό Αλφρεντ ολοκλήρωσε τήν άφήγησή του άποκαλύπτον-
τας στον Φρήντριχ ένα μεγάλο μυστικό: « Τώρα σχεδιάζω ένα
πραγματικά σημαντικό βιβλίο πού θά τό ονομάσω Ό μύθος
τον εικοστού αιώνα. Ε λπ ίζω πώς θά καταστήσει σαφές σέ κά­
θε σκεπτόμενο άτομο τό μέγεθος της έβραϊκής άπειλής γιά τον
δυτικό πολιτισμό. Θά μού πάρει πολλά χρόνια νά τό γράψω,
πιστεύω δμως πώς τελικά θά διαδεχτεί τό μεγάλο έργο τού
Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλαιν, Τά θεμέλια τον δέκατου
ένατον αιώνα. Αυτή λοιπόν είναι ή ιστορία μου ώς τό 1923».
((Μέ έντυπωσιάζουν τά δσα έχεις κατορθώσει μέσα σέ τόσο
μικρό διάστημα, Αλφρεντ. Δέν τελείωσες δμως. Α ς φτάσουμε
στο σήμερα. Στις Βρυξέλλες τί έκανες;»
((Α , ναι. Σού είπα τά πάντα έκτος άπό έκεΐνο πού μέ ρώ­
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1922 271

τησες!» Καί ό Άλφρεντ περιέγραψε μέ λεπτομέρειες το ταξίδι


του στο Παρίσι, στο Βέλγιο καί στήν Όλλανδία. Γιά κάποιο
λόγο, τον όποιο δέν μπόρεσε να προσδιορίσει, παρέλειψε
εντελώς ν’ άναφερθεΐ στήν έπίσκεψή του στο Μουσείο Σπινόζα
στο Ρέινσμπερχ.
«Τ ί πλούσια τριετία, Ά λφρεντ! Θά είσαι περήφανος για
όλα αύτά πού πραγματοποίησες. Μέ τιμά τό γεγονός ότι μου
τα έμπιστεύεσαι. Κάτι μου λέει ότι πιθανόν να μήν τα έχεις
μοιραστεί μέ κανέναν ώς τώρα - ιδίως μάλιστα τις φιλοδοξίες
σου. Έ χ ω δίκιο;»
<(Πολύ δίκιο. Έ χ ω να μιλήσω τόσο προσωπικά άπό τήν τε­
λευταία φορά πού συναντηθήκαμε. 'Υπάρχει κάτι σ’ έσένα,
Φρήντριχ, τό όποιο μέ ένθαρρύνει νά άνοιχτώ». Ό Άλφρεντ
ήταν σχεδόν έτοιμος νά τού πει ότι ήθελε νά άλλάξει ορισμένα
θεμελιακά στοιχεία τής προσωπικότητάς του, όταν έμφανί-
στηκε ό μάγειρας μέ μιά γενναία δόση ζεστής Ιιπζθγ ίοΓίβ. 1
« Φρεσκοψημένη γιά σάς καί γιά τον καλεσμένο σας, δρ
Πφίστερ ».
<(Πολύ εύγενικό, Χέρ Στάινερ. Κι ό γιος σας ό Χ άνς; Πώς
πάει αύτή τήν εβδομάδα;»
«Τ ις μέρες πάει καλύτερα άλλά έξακολουθεϊ νά έχει φρι-
κτούς έφιάλτες. Σχεδόν κάθε νύχτα τον άκούω νά ουρλιάζει.
Οί έφιάλτες του έχουν γίνει ό έφιάλτης μου ».
« Είναι φυσικό νά έχει έφιάλτες στήν κατάστασή του. Κάν­
τε ύπομονή - θά ύποχωρήσουν, Χέρ Στάινερ. Πάντα έτσι γ ί­
νεται ».
« Τί πρόβλημα εχει ό γιος το υ;» ρώτησε ό Άλφρεντ όταν
έφυγε ό μάγειρας.
« Δέν μπορώ νά σου μιλήσω γιά κανέναν άσθενή άτομικά,
Άλφρεντ, δέν τό έπιτρέπει ή ιατρική δεοντολογία. Μπορώ

1. Αύστριακό γλυκό πού φέρει τό όνομα της πόλης Λίντς - ή δική μας
πάστα φλόρα. (Σ .τ.μ.)
2 7 ‘¿ ΤΟ Ι1ΡΟΒΛΗΜΑ ΣΓΙΙΝΟΖΑ

δμως νά σου πώ τό έξη ς: Θυμάσαι εκείνα τα πλήθη πού είδες


στήν αναμονή; Όλοι τους υποφέρουν από τό ίδιο πράγμα - πο­
λεμική νεύρωση.1Κι έτσι γίνεται σε κάθε νοσοκομείο της Γερ­
μανίας. Όλοι τους υποφέρουν τρομερά: είναι ευερέθιστοι, έ­
χουν αδυναμία συγκέντρωσης, παθαίνουν τρομερές κρίσεις
άγχους καί κατάθλιψης. Δέν παύουν νά ξαναζούν την τραυμα­
τική τους εμπειρία. Στή διάρκεια της μέρας τρομακτικές εικό­
νες εισβάλλουν στο μυαλό τους. Τις νύχτες στους εφιάλτες
τους βλέπουν τούς συντρόφους τους νά διαμελίζονται από τις
έκρήξεις καί τον δικό τους θάνατο νά πλησιάζει. Παρόλο πού
νιώθουν τυχεροί πού γλίτωσαν τό θάνατο, ύποφέρουν ολοι άπό
ένοχή πού έπέζησαν, ένώ τόσοι άλλοι πέθαναν. Κλωθογυρίζουν
στο μυαλό τους τί θά μπορούσαν νά είχαν κάνει γιά νά τούς σώ­
σουν κι δτι θά μπορούσαν νά είχαν πεθάνει εκείνοι στή θέση
τους. Α ντί νά νιώθουν περήφανοι, πολλοί αισθάνονται δειλοί.
Είναι ένα πρόβλημα τεραστίων διαστάσεων, Άλφρεντ άπό τό
όποιο πάσχει μιά ολόκληρη γενιά Γερμανών. Καί φυσικά, πέ­
ρα απ’ αύτό, είναι καί τό πένθος των οικογενειών. Χάσαμε τρία
έκατομμύρια άντρες στον πόλεμο. Σχεδόν κάθε οικογένεια στή
Γερμανία έχασε έναν γιο ή έναν πατέρα ».
« Κι 8λ’ αύτά », είπε άμέσως ό Άλφρεντ, « έπιδεινώνονται
άπό τήν τραγωδία αύτης της σατανικής Συνθήκης των Βερ­
σαλλιών πού δλα τά βάσανά τους τά κατέστησε μάταια».
Ό Φρήντριχ παρατήρησε πόσο έπιδέξια ό Άλφρεντ μετέ­
στρεψε τή συζήτηση προς τήν πολιτική πού άποτελούσε τή
γνωστική του βάση αλλά τό αγνόησε. «Ενδιαφέρουσα εικα­
σία, Άλφρεντ. Γιά νά τήν έπιβεβαιώσουμε θά έπρεπε νά γνω ­
ρίζουμε τί συμβαίνει στις αίθουσες άναμονής τών στρατιω­
τικών νοσοκομείων τού Παρισιού καί τού Λονδίνου. "Ισως έσύ

1. Στή διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου επικράτησαν οί α γγλι­


κοί δροι war neurosis καί shell shock γιά νά περιγράφουν τά σύνδρομα μετα-
τραυματικού στρές τών στρατιωτών πού έπαιρναν μέρος στις μάχες. ( Σ.τ.μ.)
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1922 273

νά βρίσκεσαι σέ πολύ εύνοϊκή θέση για να διερευνήσεις αύτό το


ζήτημα για τήν έφημερίδα σου καί, για νά είμαι ειλικρινής, θά
εύχόμουν νά έγραφες σχετικά. "Οσο περισσότερη δημοσιότητα
πάρουμε τόσο περισσότερο θά βοηθηθούμε. Ή Γερμανία χρει­
άζεται νά άσχοληθεΐ πιό σοβαρά μ’ αύτό τό ζήτημα. Χρειαζό­
μαστε περισσότερους πόρους ».
«"Εχεις τό λόγο μου. Θά γράψω ένα άρθρο γιά τό θέμα άμέ-
σως μόλις γυρίσω ».
Καθώς άπολάμβαναν κι οί δύο άργά άργά τη λίντσερ τόρτε
τους, ό Άλφρεντ ρώτησε τον Φρήντριχ: (("Εχεις ολοκληρώσει
λοιπόν τώρα τήν έκπαίδευσή σου;»
«Ν αι, τό μεγαλύτερο μέρος τής έπίσημης εκπαίδευσης.
Αλλά ή ψυχιατρική είναι ένας παράξενος τομέας γιατί, άντί-
θετα άπ’ ό,τι συμβαίνει μέ όλους τούς άλλους κλάδους τής
Ιατρικής, στήν πραγματικότητα δεν τελειώνεις ποτέ. Τό ση­
μαντικότερο όργανο πού διαθέτεις είναι ό ’ίδιος σου ό έαυτός,
καί ή δουλειά τής αύτοκατανόησης δεν έχει τέλος. Ε ξακο­
λουθώ νά μαθαίνω. Ά ν διακρίνεις πάνω μου κάτι πού μπορεί
νά μέ βοηθήσει νά καταλάβω περισσότερα γιά τον εαυτό μου,
μή διστάσεις σέ παρακαλώ νά μου τό έπισημάνεις ».
((Μου είναι άδύνατο νά φανταστώ κάτι τέτοιο. Τί νά δ ώ ; Τί
θά μπορούσα νά σου π ώ ;»
((‘Οτιδήποτε παρατηρείς. "Ισως νά μέ πιάσεις νά σέ κοιτά­
ζω μέ περίεργο τρόπο, νά σέ διακόπτω ή νά χρησιμοποιώ κά­
ποια λέξη άνάρμοστη. "Ισως κάποια στιγμή νά σέ παρανοήσω
ή νά σου κάνω αδέξιες ή έκνευριστικές έρωτήσεις - οτιδήποτε.
Τό εννοώ, Άλφρεντ. Θέλω νά τό άκούσω ».
Ό Άλφρεντ είχε μείνει άφωνος, είχε σχεδόν άποσυντονι-
στει. Δεύτερη φορά πού τού συνέβαινε. Είχε ξαναμπει στον
παράξενο κόσμο τού Φρήντριχ μέ τούς έντελώς διαφορετικούς
κανόνες συνομιλίας - έναν κόσμο πού δέν τον είχε ξανασυναν-
τήσει πουθενά άλλού.
«Λ οιπόν», συνέχισε ό Φρήντριχ, «είπες ότι βρισκόσουν
274 ΤΟ 1ΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

στο Άμστερνταμ καί έπρεπε να γυρίσεις στο Μόναχο. Τό Βε­


ρολίνο όμως δεν είναι ακριβώς στο δρόμο σου».
Χώνοντας τό χέρι στήν τσέπη του παλτού του, ό Άλφρεντ
έβγαλε τή Θ εολογικ ο-π ολιτική π ρ α γμ α τεία τού Σπινόζα.
« Μια μεγάλη διαδρομή με τό τρένο ήταν τό καλύτερο μέρος
για να διαβάσω αύτό ». "Εδειξε τό βιβλίο στον Φρήντριχ. ((Τό
τελείωσα στο τρένο. Είχες πολύ δίκιο πού μού τό πρότεινες».
« Με έντυπωσιάζεις, Άλφρεντ. Είσαι πραγματικά άφοσιω-
μένος μελετητής. Δεν υπάρχουν πολλοί σαν κι εσένα. Πέρα
άπό τούς έπαγγελματίες φιλόσοφους πολύ λίγοι άνθρωποι δια­
βάζουν Σπινόζα όταν περάσουν οί φοιτητικές τους μέρες. Θά
πίστευα ότι τώρα πιά μέ τό καινούργιο σου έπάγγελμα καί με
ολα τά συνταρακτικά γεγονότα πού συμβαίνουν στήν Εύρώπη,
θά είχες ξεχάσει έντελώς τον σοφό Μπέντο. Πές μου πώς σού
φάνηκε τό βιβλίο;»
« Σαφές, γενναίο, εύφυές. Είναι μιά καταιγιστική κριτική
τού ιουδαϊσμού καί τού χριστιανισμού - ή, όπως θά έλεγε ό
Χίτλερ, “τής συνολικής θρησκευτικής άπάτης”. Παρ’ όλα
αύτά δεν μέ έπεισαν οί πολιτικές άπόψεις τού Σπινόζα. Είναι
σαφώς άφελής στον τρόπο πού ύποστηρίζει τή δημοκρατία καί
τήν άτομική έλευθερία. Δέν έχει κανείς παρά νά δει πού έχουν
οδηγήσει σήμερα τή Γερμανία αύτές οί ιδέες. Ό Σπινόζα φαί­
νεται νά ύποστηρίζει ένα σύστημα σάν τό άμερικανικό, όλοι
όμως ξέρουμε πού βαδίζει ή Αμερική - προς ένα όνειδος γε­
μάτο μπάσταρδους καί μιγάδες ».
Ό Άλφρεντ έκανε μιά παύση καί οί δύο άντρες έφαγαν τις
τελευταίες μπουκιές τής λίντσερ τόρτε πού ήταν άληθινή πο­
λυτέλεια σέ τόσο στερημένες έποχές.
((Πές μου όμως περισσότερα γιά τήν 'Ηθική » συνέχισε.
((5Εκείνο τό βιβλίο ήταν πού είχε προσφέρει στον Γκαίτε τόσο
μεγάλη γαλήνη καί όραμα, τό βιβλίο πού κουβαλούσε στήν τσέ­
πη του γιά έναν χρόνο. Θυμάσαι πού προσφέρθηκες νά μέ ξενα­
γήσεις σ’ αύτό, νά μέ βοηθήσεις νά μάθω πώς νά τό διαβάζω;»
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1922 275

«Τό θυμάμαι καί ή προσφορά μου ισχύει. Ε λπίζω μόνο να


μπορώ ν’ άνταποκριθώ, γιατί τό μυαλό μου έχει κατακλυστεΐ
από τις μικρές καί μεγάλες σκέψεις της δουλειάς μου. Έ χ ω να
σκεφτώ τον Σπινόζα άπό τήν τελευταία φορά που ήμαστε μαζί.
Άπό που ν’ άρχίσω;» Ό Φρήντριχ έκλεισε τα μάτια. « Μετα-
φέρομαι πίσω στις μέρες πού ήμουνα στο πανεπιστήμιο καί
άκουγα τα μαθήματα τού καθηγητή μου της Φιλοσοφίας.
Θυμάμαι πού έλεγε 6τι ό Σπινόζα ήταν μια άπό τις κορυφές της
πνευματικής ιστορίας. Ό τι ήταν ένας μοναχικός άνθρωπος πού
τον είχαν άφορίσει οί Εβραίοι, πού τα βιβλία του είχαν άπαγο-
ρευτει άπό τούς χριστιανούς καί ό όποιος άλλαξε τον κόσμο. Ό
καθηγητής μου ύποστήριζε 6τι ό Σπινόζα είσήγαγε τη σύγχρο­
νη έποχή, 6τι άπό κείνον ξεκίνησε ό Διαφωτισμός καί ή άνάδυ-
ση τής φυσικής επιστήμης. Μερικοί θεωρούν 6τι ήταν ό πρώτος
Δυτικός άνθρωπος πού έζησε φανερά χωρίς νά είναι προσκολ-
λημένος σέ καμιά θρησκεία. Θυμάμαι πόσο άνοιχτά δήλωνε ό
πατέρας σου 6τι περιφρονούσε τήν Εκκλησία. Ό Ό ιγκεν μου
έλεγε 6τι άρνιόταν νά πατήσει τό πόδι του σέ έκκλησία άκόμα
καί τό Πάσχα ή τά Χριστούγεννα. Αληθεύει;»
Κοίταξε τον Άλφρεντ στά μάτια κι εκείνος συμφώνησε:
«Α ληθεύει».
((Άρα στην πραγματικότητα ό πατέρας σου τη στάση του
τήν οφείλε στον Σπινόζα. Πριν άπό τον Σπινόζα μιά τέτοια
άνοιχτή θέση άπέναντι στή θρησκεία θά ήταν άδιανόητη. Καί
ήταν πολύ οξυδερκής ή έπισήμανσή σου γιά τό ρόλο του στην
άνοδο τής δημοκρατίας στην Αμερική. Ή Αμερικανική Δια­
κήρυξη τής Ανεξαρτησίας βασίστηκε στις ιδέες τού Βρετανού
φιλοσόφου Τζών Λόκ πού μέ τη σειρά του είχε έμπνευστει άπό
τον Σπινόζα. Γιά νά δούμε, τί άλλο; Ά , θυμάμαι έπίσης τον
καθηγητή μας νά τονίζει ιδιαίτερα τήν προσκόλληση τού Σπι-
νόζα στην έμμένεια.1Ξέρεις τί έννοώ μ’ αύτό;»

1. ΙιτίΓηΒ ηβηορ. (Σ.τ.μ.)


276 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

Ό Άλφρεντ έκανε μια αβέβαιη χειρονομία.


« Είναι τό αντίθετο της υπερβατικότητας. Άναφέρεται στήν
ιδέα δτι αυτή ή κοσμική ύπαρξη είναι τό μόνο που υπάρχει, δτι
οί νόμοι της Φύσης κυβερνούν τα πάντα καί δτι ό Θεός ίσούται
άπόλυτα με τή Φύση. Ή άρνηση τού Σπινόζα να άποδεχτεΐ
όποιαδήποτε μέλλουσα ζωή είχε τεράστια σημασία για τή φι­
λοσοφία πού άκολούθησε, γιατί σήμαινε πώς κάθε ήθική, κάθε
κώδικας για τό νόημα της ζωής καί για τή συμπεριφορά πρέ­
πει να ξεκινά άπό αύτόν τον κόσμο καί άπό αύτή τήν ύπαρξη ».
Ό Φρήντριχ έκανε μια παύση. « Αύτά είναι δλα δσα θυμάμαι
- Ά ναί, κάτι τελευταίο. Ό καθηγητής μου υποστήριζε πώς ό
Σπινόζα ήταν ό πιο ευφυής άνθρωπος πού πάτησε ποτέ τό πόδι
του στή γη ».
((Τον καταλαβαίνω αύτόν τον ισχυρισμό. Είτε συμφωνείς
μαζί του είτε οχι, είναι σαφές πώς είναι ένας έκπληκτικός
νούς. Είμαι βέβαιος πώς ό Γκαίτε καί ό Χέγκελ καί δλοι οί με­
γάλοι στοχαστές μας τό άναγνώριζαν ».
Κ ι ό μ ω ς, πώ ς ήταν δυνατό τέτοιες σκέψεις να έχουν προέλ-
Θει άπό έναν'Ε βραίο; πήγε να προσθέσει ό Άλφρεντ, άλλα στα­
μάτησε. Κι οί δύο άντρες φρόντιζαν μάλλον ν’ άποφύγουν τό
ζήτημα πού είχε οδηγήσει σέ τόση πικρία στήν τελευταία τους
συνάντηση.
«Τ ό έχεις άκόμα έκεινο τό άντίτυπο τής 5Η θικής, Ά λ ­
φρεντ ;»
Ό μάγειρας ήρθε στο τραπέζι τους καί τούς σέρβιρε τσάι.
« Μήπως σάς καθυστερούμε;» ρώτησε ό Φρήντριχ, κοιτά­
ζοντας γύρω καί άνακαλύπτοντας δτι ήταν οί μόνοι πού είχαν
μείνει στήν τραπεζαρία.
«Ό χ ι, δχι, δρ Πφίστερ. Έ χ ω πολλά νά κάνω. Θά είμαι έδώ
γιά ώρες άκόμα ».
"Οταν έφυγε ό μάγειρας, ό Άλφρεντ είπ ε: « Εξακολουθώ νά
τό έχω άλλά έχω χρόνια νά τό άνοίξω ».
Φυσώντας τό τσάι του καί πίνοντας μιά γουλιά ό Φρήντριχ
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1 9 2 2 277

είπ ε: « Νομίζω πώς έφτασε ή στιγμή ν’ αρχίσεις νά τό διαβά­


ζεις. Είναι δύσκολο βιβλίο. Έ γώ παρακολούθησα έναν χρόνο
παραδόσεις πάνω στήν Η θική καί συχνά μάς έπαιρνε μια ολό­
κληρη ώρα για ν’ άναλύσουμε μία σελίδα. Ή συμβουλή μου
είναι νά μή βιαστείς. Είναι ένα κείμενο πλούσιο σέ βαθμό πού
δεν λέγεται καί θίγει σχεδόν κάθε σημαντική πτυχή της Φιλο­
σοφίας - τήν άρετή, τήν έλευθερία, τον ντετερμινισμό, τή φύση
τού Θεού, τό καλό καί τό κακό, τήν προσωπική ταυτότητα, τή
σχέση ψυχής καί σώματος. "Ισως μόνο ή Π ολιτεία τού Πλά­
τωνα νά διαθέτει τόσο μεγάλο εύρος ».
Ό Φρήντριχ ξανακοίταξε γύρω του τό άδειο έστιατόριο.
(( Παρά τις εύγενικές άρνήσεις τού Χέρ Στάινερ, φοβάμαι πώς
τον καθυστερούμε. Ά ς πάμε στο δωμάτιό μου κι έκεΐ θά κεν­
τρίσω τή μνήμη μου ρίχνοντας μιά γρήγορη ματιά στις ση­
μειώσεις μου γιά τον Σπινόζα καί θά βρω νά σού δώσω καί τή
διεύθυνση τού Ό ιγκεν ».

Τό δωμάτιο τού Φρήντριχ στον κοιτώνα των γιατρών ήταν


σπαρτιάτικο καί δέν περιείχε παρά μόνο μιά μικρή βιβλιοθήκη,
ένα γραφείο, μιά καρέκλα κι ένα καλοστρωμένο κρεβάτι. Προσ-
φέροντας τήν καρέκλα στον Άλφρεντ, ό Φρήντριχ τού έδωσε
τό δικό του άντίτυπο της Η θ ικής νά τού ρίξει μιά ματιά, ένώ
εκείνος κάθισε στο κρεβάτι κι άρχισε νά ξεφυλλίζει ένα παλιό
ντοσιέ με σημειώσεις. "Επειτα άπό δέκα λεπτά άρχισε: « Λοι­
πόν, μερικά γενικά σχόλια. Πρώτα απ’ 6λα -καί είναι σημαν­
τικό- μή σέ άποθαρρύνει τό γεωμετρικό ύφος. Δέν πιστεύω 6τι
ποτέ κανένας άναγνώστης τό βρήκε εύχάριστο. Θυμίζει
Εύκλείδη μέ άκριβεις ορισμούς, άξιώματα, προτάσεις, άποδεί-
ξεις καί πορίσματα. Είναι διαβολικά δύσκολο νά διαβαστεί καί
κανείς δέν έχει καταλάβει γιατί ό Σπινόζα έπέλεξε νά γράψει
μέ τέτοιο τρόπο. Θυμάμαι πού μού είπες 6τι έπαψες νά προσ­
παθείς επειδή σού φάνηκε άπροσπέλαστο, σέ προτρέπω 6μως
■278 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

νά μήν τό έγκαταλείψεις. Ό καθηγητής μου άμφιβάλλει αν ό


Σπινόζα σκεφτόταν πράγματι με τέτοιο τρόπο καί πιστεύει
πώς μάλλον τό θεώρησε ένα ανώτερο παιδαγωγικό τέχνασμα.
"Ισως νά του φάνηκε ένας φυσικός τρόπος για νά παρουσιάσει
τή θεμελιώδη ιδέα του πώς τίποτα δέν είναι τυχαίο, πώς τά
πάντα στη Φύση είναι τακτοποιημένα, κατανοητά καί άναγ-
κασμένα άπό άλλα αίτια νά είναι άκριβώς αύτό πού είναι. Ή
ίσως νά ήθελε μέσα στο βιβλίο νά έπικρατεΐ ή λογική, νά κα­
ταστήσει τον εαυτό του έντελώς άόρατο καί ν’ άφήσει τή λο­
γική νά υποστηρίξει τά συμπεράσματά του, οχι νά άνατρέξει
στή ρητορική ή στήν αύθεντία ούτε νά τά κρίνει ό άναγνώστης
μέ βάση τήν έβράική καταγωγή του. "Ηθελε τό έργο του νά
κριθεΐ όπως κρίνεται ένα μαθηματικό κείμενο - άπό τήν ίδια
τή λογική της μεθόδου του ».
Ό Φρήντριχ ξαναπήρε τό βιβλίο του άπό τον Άλφρεντ καί
τό ξεφύλλισε. « Είναι χωρισμένο σέ πέντε μέρη » είπε. « “ Περί
τού Θεού”, “ Περί της Φύσης καί τής προέλευσης τού πνεύμα­
τος”, “ Περί της προέλευσης καί της φύσης των συναισθημα­
τικών έπηρειών”, “ Περί της άνθρώπινης δουλείας”, “ Περί
της άνθρώπινης έλευθερίας”. Ή τέταρτη ένότητα, “ Περί της
άνθρώπινης δουλείας”, είναι εκείνη πού προσωπικά μ’ ένδια-
φέρει περισσότερο, γιατί είναι ή πιο σχετική μέ τον κλάδο μου.
Είπα νωρίτερα πώς έχω νά σκεφτώ τον Σπινόζα άπό τήν προ­
ηγούμενη συνάντησή μας άλλά καθώς μιλάμε συνειδητοποιώ
πώς δέν είναι άλήθεια. Πολύ συχνά διαβάζοντας ή άκούγοντας
διαλέξεις ψυχιατρικής ή μιλώντας μέ άσθενεϊς, ξαναφέρνω στο
μυαλό μου τή μεγάλη άλλά πολύ παραγνωρισμένη έπιρροή πού
έχει άσκήσει ό Σπινόζα στον δικό μου κλάδο τής ψυχιατρικής.
Καί τό πέμπτο μέρος, “ Περί τής δύναμης τού νού ήτοι περί
τής άνθρώπινης έλευθερίας”, έχει κι αύτό σχέση μέ τή δουλειά
μου καί θά πρέπει νά σ’ ένδιαφέρει. ‘Υποπτεύομαι πώς αύτό τό
κομμάτι ήταν τό πιο εύεργετικό γιά τον Γκαίτε ».
((Μερικές σκέψεις γιά τά δύο πρώτα μέρη...» κι ό Φρήντριχ
ΒΙτΡΟΛΙΝΟ - 1ι)22 279

κοίταξε τό ρολόι του. ((Είναι για μένα οί πιο δύσκολες καί πιο
δυσνόητες ενότητες καί ποτέ δέν κατάφερα να κατανοήσω όλες
τις έννοιες. Τό κύριο έπιχείρημα τού Σπινόζα είναι δτι τα πάν­
τα στο Σύμπαν δέν είναι παρά μια αιώνια υπόσταση, ή Φύση
ή Θεός. Καί ποτέ μήν ξεχνάς πώς χρησιμοποιεί τις δύο λέξεις
μέ ταυτόσημο νόημα ».
«Κ αί γεμίζει κάθε σελίδα μέ άναφορές στον “ Θεό” ; » ρώ­
τησε ό Άλφρεντ. ((Νόμιζα πώς δέν ήταν πιστός ».
((Αύτό έχει προκαλέσει μεγάλες συζητήσεις. Πολλοί τον
ονομάζουν πανθεϊστή. Ό καθηγητής μου προτιμούσε να τον
ονομάζει πλάγιο άθεϊστή, ό όποιος χρησιμοποιεί έπανειλημμέ-
να τή λέξη “Θεός” για να ένθαρρύνει τούς άναγνώστες τού 17ου
αιώνα να συνεχίσουν τήν άνάγνωση. Καί για να γλιτώσει καί ό
ίδιος καί τα βιβλία του άπό τήν πυρά. Είναι βέβαιο πάντως πώς
δέν χρησιμοποιεί τή λέξη “Θεός” μέ τή συμβατική σημασία.
Καταφέρεται ενάντια στήν άφέλεια τού ισχυρισμού των άνθρώ-
πων δτι είναι φτιαγμένοι κατ’ εικόνα τού Θεού. Κάπου, νομίζω
στήν άλληλογραφία του, γράφει πώς αν τα τρίγωνα διέθεταν
νόηση, τότε θά δημιουργούσαν έναν τριγωνικό θεό. Ό λες οί
άνθρωπομορφικές έκδοχές τού Θεού δέν είναι παρά δεισιδαιμο-
νικές εφευρέσεις. Γιά τον Σπινόζα, Φύση καί Θεός είναι συνώ­
νυμα. Θά μπορούσαμε νά πούμε δτι φυσικοποιει τον Θεό ».
(( Προς τό παρόν δέν άκούω τίποτα σχετικό μέ ήθική ».
((Θά χρειαστεί νά φτάσεις στήν τέταρτη καί στήν πέμπτη
ένότητα. Τό πρώτο πού καθιστά σαφές είναι δτι ζούμε σ’ έναν
ντετερμινιστικό κόσμο γεμάτο μέ εμπόδια προς τήν εύδαιμο-
νία μας. ‘Οτιδήποτε συμβαίνει είναι άποτέλεσμα των νόμων
της Φύσης πού δέν άλλάζουν καί οί άνθρωποι είναι μέρος τής
Φύσης καί ύπόκειται σ’ αύτούς τούς ντετερμινιστικούς νόμους.
Επιπλέον ή Φύση είναι άπείρως σύνθετη. Λέει μάλιστα δτι ή
Φύση διαθέτει άπειρο άριθμό τρόπων ή κατηγορημάτων, κι δτι
εμείς οί άνθρωποι μπορούμε νά κατανοήσουμε μόνο δύο άπ’
αύτά, τή σκέψη καί τήν υλική υπόσταση ».
28 ο ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

Ό Άλφρεντ ρώτησε μερικά πράγματα ακόμα για τήν


’Η θική άλλα ό Φρήντριχ παρατήρησε ότι έμοιαζε να πιέζεται
να συνεχίσει τη συζήτηση. Ε πιλέγοντας με προσοχή τη
στιγμή διακινδύνεψε ένα σχόλιο. «Ά λφρεντ, είναι θαυμάσιο
για μένα να θυμάμαι καί να αναλύω τον Σπινόζα μαζί σου. Θέ­
λω να είμαι βέβαιος όμως ότι δεν παρέλειψα κάτι. *Ως θερα­
πευτής έχω μάθει να δίνω προσοχή σέ διαισθήσεις πού περνούν
άπό τό νού μου, καί τώρα διαισθάνομαι κάτι για σένα ».
Τα φρύδια τού Ά λφρεντ υψώθηκαν μέ έλπίδα καί προσ­
μονή.
«Διαισθάνομαι ότι ήρθες να μιλήσουμε οχι μόνο για τον
Σπινόζα άλλα καί για κάποιον άλλο λόγο ».
Πες τον τήν αλήθεια, είπε ό Άλφρεντ στον εαυτό του. Μ ί­
λησε τον γ ια τήν έντασή σον, γ ια τις άνπνίες σον. Γ ια το γ ε­
γονός ότι δεν σέ άγαποϋν. Γ ια το ότι π άντα είσα ι ένας ξένος, ότι
β ρ ίσκ εσα ι σέ α π όστα ση , ότι δέν είσα ι μέρος μ ια ς ομάδας. Α ν­
τίθετα όμως είπε: «Ό χ ι, ήταν θαυμάσιο πού σέ είδα, πού
ακόυσα τα νέα σου, πού έμαθα περισσότερα για τον Σπινόζα -
άλλωστε πόσο συχνά πέφτει κανείς έπάνω σέ κάποιον πού
μπορεί νά τον εισαγάγει στο έργο το υ; Ε πιπλέον άποκόμισα
κι ένα καλό άρθρο γιά τήν εφημερίδα. Ά ν μπορείς νά μού δώ­
σεις νά διαβάσω καί ορισμένα ιατρικά άρθρα πάνω στήν πολε­
μική νεύρωση, θά γράψω τό άρθρο στο τρένο προς τό Μόναχο
καί θά τό βάλω στο φύλλο της έρχόμενης εβδομάδας. Θά σού
τό στείλω ».
Ό Φρήντριχ πήγε στο γραφείο του καί φυλλομέτρησε μιά
στοίβα άπό περιοδικά. «'Υπάρχει μιά καλή έπισκόπηση στο
Jo u rn a l o f N ervous D iseases. Πάρε τό τεύχος μαζί σου καί
στεΐλ’ το μου μέ τό ταχυδρομείο όταν τελειώσεις. 'Ορίστε καί
ή διεύθυνση τού Ό ιγκεν ».
Καθώς ό Άλφρεντ σηκωνόταν άργά καί κάπως άπρόθυμα,
ό Φρήντριχ άποφάσισε νά δοκιμάσει ένα τελευταίο τρόπο -
άλλο ένα κόλπο πού είχε μάθει άπό τόν δικό του άναλυτή καί
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1922 281

τό είχε χρησιμοποιήσει πολλές φορές μέ τούς ασθενείς του.


Σπάνια αποτύγχανε.
« Μείνε για λίγο, Άλφρεντ. Έ χ ω μια τελευταία έρώτηση.
Θά ήθελα να φανταστείς κάτι. Κλείσε τα μάτια καί φαντάσου
6τι φεύγεις τώρα άπό έδώ. Φαντάσου βτι άπομακρύνεσαι άπό
τή συζήτησή μας κι έπειτα φαντάσου βτι είσαι καθισμένος στο
τρένο στήν πολύωρη διαδρομή προς το Μόναχο. "Οταν φτάσεις
σ’ αύτό μέ τή φαντασία σου, είδοποίησέ με ».
Ό Άλφρεντ έκλεισε τα μάτια καί σέ λίγο έγνεψε βτι ήταν
έτοιμος.
«Τώρα θέλω να κάνεις τό έξης. Ξανασκέψου τή συζήτηση
πού κάναμε άπόψε καί ρώτησε τον εαυτό σου: *Υπάρχουν
πράγματα για τα όποια μετανιώνω στή συζήτηση πού έκανα
μέ τον Φρήντριχ; Μήπως ύπηρχαν σημαντικά ζητήματα πού
δέν τά έθιξα;»
Ό Άλφρεντ κράτησε τά μάτια κλειστά κι έπειτα άπό μιά
μακριά σιωπή έγνεψε άργά μέ τό κεφ ά λι: « Ναί, ύπάρχει κά­
τι. ..»
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε Ι Κ Ο Σ Τ Ο Τ Ρ Ι Τ Ο

ΑΜ ΣΤΕΡΝΤΑΜ - 27 ΙΟ ΥΛΙΟ Υ 1656

ΜΠΕΝΤΟ ΣΤΡΑΦΗΚΕ ΑΜΕΣΩΣ μόλις ακούσε νά φωνά­


Ο ζουν τό όνομά του καί είδε έναν άναμαλλιασμένο δακρυ-
σμένο Φράνκο πού έπεσε άμέσως στα γόνατα κι έσκυψε τό κε­
φάλι, ώσπου τό μέτωπό του άγγιξε τό πεζοδρόμιο.
« Φράνκο; Τί γυρεύεις εδ ώ ; Καί τί κάνεις πεσμένος στο
έδαφος;»
« Πρέπει νά σέ δώ, νά σέ προειδοποιήσω, νά σέ ικετέψω νά
μέ συγχωρέσεις. Σέ παρακαλώ, συγχώρεσέ με. Σέ παρακαλώ,
δώσ’ μου τήν εύκαιρία νά σου εξηγήσω ».
<(Σήκω πάνω, Φράνκο. Δέν είναι άσφαλές νά σέ δουν νά μου
μιλάς. Πηγαίνω στο σπίτι μου. Άκολούθησέ με άπό άπόσταση
καί μπές μέσα χωρίς νά χτυπήσεις. Πρώτα όμως βεβαιώσου
πώς δέν σέ είδε κανείς ».
Αίγα λεπτά άργότερα στο γραφείο τού Μπέντο ό Φράνκο
συνέχισε μέ τρεμάμενη φωνή: « ’Έρχομαι άπό τή συναγωγή.
Οί ραβίνοι σέ καταράστηκαν. ’Έδειξαν τρομερή άγριότητα.
Καταλάβαινα τά πάντα γιατί τά μετέφραζαν στά πορτογαλικά
- τόση άγριότητα δέν τή φανταζόμουνα ποτέ. Πρόσταξαν κα­
νείς νά μή σου άπευθύνει τό λόγο, νά μή σέ κοιτάζει ο ύτε-»
« Γ ι’ αύτό σου είπα πώς ήταν έπικίνδυνο νά σέ δουν μαζί
μου».
« Τό είχες μάθει; Πώς γίνετα ι; ’Έρχομαι κατευθείαν άπ' τή
συναγωγή. Έ φυγα τρέχοντας άμέσως μόλις τελείωσε τό χέ-
ρεμ ».
«Τό ήξερα πώς θά συνέβαινε άργά ή γρήγορα. ΤΗταν πε­
πρωμένο ».
■ιΧι
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - Γ ΙΟΥΛΙΟΥ 1656 283

((Μά είσαι καλός άνθρωπος. Προσφέρθηκες να μέ βοηθή­


σεις. Καί μέ βοήθησες. Καί κοίτα τί σου κάνουν. Έ γώ φταίω
για δλα ». Ό Φράνκο έπεσε πάλι στα γόνατα, πήρε τό χέρι του
Μπέντο καί τό πίεσε στο μέτωπό του. « Σέ σταυρώνουν κι έγώ
είμαι ό Ιούδας. Σέ πρόδωσα ».
Ό Μπέντο τράβηξε τό χέρι του καί τό άκούμπησε για μια
στιγμή στο κεφάλι τού Φράνκο. « Σήκω όρθιος σέ παρακαλώ.
Έ χ ω να σου πώ μερικά πράγματα. Πάνω άπ’ δλα πρέπει να
καταλάβεις πώς δέν φταις εσύ. Έψαχναν μια δικαιολογία για
να τό κάνουν».
«Ό χ ι, υπάρχουν πράγματα πού δέν τα ξέρεις. Έ χ ει έρθει
ή ώ ρα: πρέπει να σου έξομολογηθώ. Σέ προδώσαμε, ό Γιά-
κομπ κι έγώ. Πήγαμε στους π α ρνα σ σιμ κι ό Γιάκομπ τούς
είπε δλα όσα μάς είπες. Κι έγώ δέν έκανα τίποτα για να τον
σταματήσω. 'Όσο μιλούσε, στεκόμουν πλάι του καί συγκατέ-
νευα. Καί κάθε νεύμα τού κεφαλιού μου κάρφωνε ένα καρφί
στο σταυρό σου. Άλλα ήμουν ύποχρεωμένος να τό κάνω. Δέν
είχα άλλη έπιλογή. Πίστεψέ με, δέν είχα άλλη έπιλογή».
« Πάντα ύπάρχει έπιλογή, Φράνκο ».
«Ωραίο άκούγεται άλλα δέν είναι άλήθεια. Ή άληθινή ζωή
είναι πιό περίπλοκη άπ’ αύτό ».
Ξαφνιασμένος, ό Μπέντο τον κοίταξε καλύτερα. ~Ηταν ένας
Φράνκο κάπως διαφορετικός. « Γιατί δέν είναι άλήθεια;»
« Κι αν έχεις μπροστά σου δύο επιλογές πού κι οί δύο τους
είναι θανατηφόρες;»
« Θανατηφόρες;»
Ό Φράνκο άπέφυγε τό βλέμμα τού Μπέντο. « Σού λέει κάτι
τό όνομα Ντουάρτε Ροντρίγκες;»
Ό Μπέντο έγνεψε μέ τό κεφάλι. «Ε ίναι ό άνθρωπος πού
προσπάθησε να ληστέψει τήν οίκογένειά μου. Ό άνθρωπος πού
δέν είχε άνάγκη τήν έπικήρυξη τού ραβίνου για να μέ μισή­
σει ».
« Είναι θειος μου ».
284 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠ1ΝΟΖΛ

((Ναι, το ξέρω, Φράνκο. Μου τό είπε χθες ό ραβίνος Μορ-


τέρα ».
« Σου είπε πώς ό θειος μου μου πρόσφερε δύο επιλογές »
συνέχισε ό Φράνκο. « ’Άν συμφωνούσα να σέ προδώσω, θά μέ
έφερνε σώο εδώ άπο την Πορτογαλία κι έπειτα, δταν θά είχα
εκπληρώσει το δικό μου μέρος της συμφωνίας, θά έστελνε πά­
λι άμέσως πλοίο στην Πορτογαλία γιά νά σώσει τή μητέρα
μου, τήν άδελφή μου καί τή θεία μου, τή μητέρα τού Γιάκομπ.
Κρύβονται κι οί τρεις τους, γιατί κινδυνεύουν άπό τήν Ιερά
Ε ξέταση. Ά ν άρνιόμουν, θά τις άφηνε στήν τύχη τους στήν
Πορτογαλία ».
« Μά φυσικά! Πήρες τή σωστή άπόφαση. Έ σωσες τήν οί-
κογένειά σου ».
« Αύτό όμως δεν σβήνει τήν ντροπή μου. Μόλις ή οίκογέ-
νειά μου θά είναι άσφαλής, σκοπεύω νά ξαναπάω στους π α ρ-
νασ σϊμ καί νά τούς ομολογήσω πώς σέ προκαλέσαμε νά πεις
τά όσα είπες ».
«Ό χ ι, Φράνκο, μήν τό κάνεις αύτό. Τό καλύτερο πού μπο­
ρείς νά μού προσφέρεις τώρα είναι ή σιω πή».
« Ή σ ιω π ή ;»
« Είναι τό καλύτερο γιά μένα, γιά δλους μας ».
(( Γιατί είναι τό καλύτερο; Πραγματικά σέ παραπλανήσαμε
καί σέ κάναμε νά πεις τά πράγματα πού είπες ».
« Δέν είναι άλήθεια. Ό ,τι είπα τό είπα χωρίς νά μέ άναγκά-
σει κανείς».
«Ό χ ι, δείχνεις έλεος γιά μένα, γιά νά μετριάσεις τον πόνο
μου. Αλλά ή ένοχή μου παραμένει. Όλο αύτό ήταν θέατρο,
ήταν προσχεδιασμένο. Άμάρτησα. Σέ έξαπάτησα. Σού προκά-
λεσα μεγάλο κακό ».
«Δ έν μέ εξαπάτησες, Φράνκο. Τό ήξερα πώς θά χρησί­
μευες ώς μάρτυρας έναντίον μου. Σκόπιμα μίλησα τόσο άνοι-
χτά. Ή θελα νά καταθέσεις. Έ γώ έξαπάτησα έσένα».
« Έ σ ύ ;»
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 27 ΙΟΥΛΙΟΥ 1656 285

«Να(, σέ έκμεταλλεύτηκα. Καί τό χειρότερο, τό έκανα,


παρά τήν άμυδρή αίσθηση πού είχα δτι έσύ κι έγώ μπορεί να
σκεφτόμαστε μέ παρόμοιο τρόπο ».
«Καλά κατάλαβες. Αλλά τό γεγονός δτι σκεφτόμαστε μέ
παρόμοιο τρόπο ένισχύει τήν ένοχή μου. "Οταν ό Γιάκομπ πε­
ριέγραφε στους π αρνασσίμ τις απόψεις σου, έγώ σώπαινα, ένώ
θά έπρεπε νά είχα φωνάξει μέ τήν πιο δυνατή φωνή μου, “ Έ γώ
συμφωνώ μέ τον Μπαρούχ Σπινόζα. Οί απόψεις τού είναι καί
δικές μου”».
((’Άν τό είχες κάνει, τότε θά σέ περίμενε ή χειρότερη τύχη.
Ό θείος σου θά σέ έκδικούνταν, ή οίκογένειά σου θά έμπαινε
σέ άκόμα μεγαλύτερο κίνδυνο, έγώ καί πάλι θά είχα άφοριστει
καί οί π αρνασσίμ θά είχαν άφορίσει κι έσένα μαζί μου ».
« Μπαρούχ Σ πινόζα-»
((Σέ παρακαλώ, λέγε με Μπέντο. Ό Μπαρούχ Σπινόζα δέν
ύπάρχει πιά ».
((Σύμφωνοι, Μ πέντο. Μπέντο Σπινόζα, είσαι ένα αίνιγμα.
Δέν καταλαβαίνω τίποτα απ’ δσα συμβαίνουν σήμερα. Άπάν-
τησέ μου σέ μιά άπλή έρώτηση: Ά ν ήθελες νά έγκαταλείψεις
αύτή τήν κοινότητα, γιατί δέν έφευγες άπλώς μέ δική σου
πρωτοβουλία; Γιατί νά προκαλέσεις στον έαυτό σου τέτοια
άτίμωση καί καταστροφή; Γ ιατί δέν έφυγες μακριά; Γ ιατί δέν
πήγες κάπου άλλου;»
« Γ ια τ ί; Μά μήπως μοιάζω μέ Όλλανδό; "Ενας Εβραίος
δέν έξαφανίζεται έτσι εύκολα. Σκέψου δμως καί τά άδέλφια
μου. Σκέψου πόσο δύσκολο θά ήταν νά τούς έγκαταλείψω κι
έπειτα νά παίρνω κάθε τόσο ξανά τήν άπόφαση πώς πρέπει νά
παραμείνω μακριά τους. Καλύτερα έτσι. Καλύτερα καί γιά τήν
οίκογένειά μου. Τώρα δέν είναι πιά άναγκασμένοι νά άντιμε-
τωπίζουν κάθε τόσο τή δυσκολία της άπόφασης νά μή μιλάνε
στον άδελφό τους. Τήν άπόφαση τήν πήρε τό χέρεμ τού ραβί-
νου γ ι’ αύτούς καί γιά μένα στο έξής καί γιά πάντα ».
((Λές δηλαδή δτι είναι καλύτερο νά άναθέτεις τήν ίδια σου
•286 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ 1ΙΙΙΝΟ/Α

τή μοίρα στους άλλους; Νά μήν επιλέγεις εσύ καί να υπο­


χρεώνεις τούς άλλους νά πάρουν αύτή τήν άπόφαση για σένα;
Μά πριν από λίγο δέν είπες βτι πάντα ύπάρχει επιλογή;»
Ό Μπέντο άναπήδησε καί ξανακοίταξε αύτον τον διαφορε­
τικό Φράνκο, έναν Φράνκο στοχαστικό καί εύθύ χωρίς ίχνος
άπό εκείνον τον δειλό κωμικό Φράνκο των προηγούμενων συν-
αντήσεών τους. «'Υπάρχει μεγάλη άλήθεια σ’ αύτά πού λές.
Πώς έφτασες νά σκέφτεσαι μέ τέτοιο τρόπο;»
« Ό πατέρας μου πού κάηκε στήν πυρά άπό τήν 'Ιερά Ε ξέ­
ταση ήταν σοφός άνθρωπος. Πριν τον ύποχρεώσουν νά άσπα­
στε! τό Χριστιανισμό ήταν ό άρχιραβίνος καί ό σύμβουλος της
κοινότητάς μας. Ακόμα κι όταν πιά γίναμε όλοι χριστιανοί, οί
χωρικοί συνέχιζαν νά τον έπισκέπτονται γιά νά συζητήσουν τά
σοβαρά προβλήματα της ζωής τους. Έ γώ καθόμουν συχνά στο
πλάι του κι έμαθα πάρα πολλά γιά τήν ένοχή καί τήν ντροπή,
γιά τήν έπιλογή καί τό πένθος ».
« Έσύ, γιος ένός σοφού ραβίνου; Επομένως στις συναντή­
σεις μας μέ τον Γιάκομπ άπέκρυπτες τή γνώση σου καί τις
άληθινές σου σκέψεις. ''Οταν μιλούσα γιά τά λόγια τής Τορά,
ύποκρινόσουν άγνοια ».
Ό Φράνκο χαμήλωσε τό κεφάλι καί συμφώνησε. «Α να ­
γνωρίζω πώς έπαιξα έναν άπατηλό ρόλο. Ή άλήθεια βμως
είναι πώς πράγματι άγνοώ τά έβραϊκά πράγματα. *0 πατέρας
μου λόγω τής σοφίας του καί τής άγάπης του γιά μένα, θέλησε
νά μή διδαχτώ τις παραδόσεις μας. Γιά νά παραμείνουμε ζων­
τανοί, έπρεπε νά είμαστε χριστιανοί. Σκόπιμα δέν μέ δίδαξε
τίποτα άπό τήν έβραϊκή γλώσσα ή τά έθιμα, γιατί οί πονηροί
ιεροεξεταστές είχαν μεγάλη ικανότητα νά έντοπίζουν τά ίχνη
τών έβραϊκών ιδεών».
« Καί ή έκρηξή σου γιά τήν τρέλα πού χαρακτηρίζει κάθε
θρησκεία; Κι αύτό προσποίηση ήταν;»
«Ά φαλώς ό χι! Τό σχέδιο τού Γ ιάκομπ ήταν βέβαια έγώ νά
έκφράζω έντονες θρησκευτικές άμφιβολίες, γιά νά σέ ένθαρ-
AMITFPNTAM - 27 ΙΟΥΛΙΟΥ 1656 ‘287

ρύνω να λύσεις τή γλώσσα σου. Άλλα αύτό μου ήταν πανεύκο­


λο - κανείς ήθοποιός δέν έπαιξε ποτέ εύκολότερο ρόλο. Γιά τήν
ακρίβεια, Μπέντο, ήταν μεγάλη ανακούφιση για μένα να ξε­
στομίζω αύτά τα λόγια. ΛΩς τότε πάντα έκρυβα τα αίσθήματά
μου. Όσο περισσότερα στοιχεία τού χριστιανικού δόγματος
καί παραμύθια μέ θαύματα μέ υποχρέωναν να μάθω τόσο πε­
ρισσότερο συνειδητοποιούσα πώς καί ή χριστιανική καί ή
έβραϊκή πίστη βασίζονται σέ παιδιάστικες υπερφυσικές φαν­
τασιώσεις. Κάτι τέτοιο δμως δέν μπορούσα ποτέ να τό έκφρά-
σω στον πατέρα μου. Δέν μπορούσα να τον πληγώσω τόσο πο­
λύ. Έ πειτα τον δολοφόνησαν, έπειδή έκρυβε σελίδες άπό τήν
Τορά πού πίστευε πώς περιείχαν τα αύθεντικά λόγια τού Θεού.
Πάλι δέν μπορούσα να πώ τίποτα. Τό ν’ άκούω δμως τις δικές
σου σκέψεις ήταν εξαιρετικά άπελευθερωτικό, κι ή αίσθηση δτι
έπαιζα θέατρο μειώθηκε, παρότι κι έκείνη ή ειλικρινής συζή­
τησή μου μαζί σου γινόταν κι αύτή στην υπηρεσία της έξαπά-
τησης. Σύνθετο παράδοξο ».
«Καταλαβαίνω άπόλυτα. Όσο μιλούσαμε κι έγώ ένιωθα
μεγάλη εύφορία πού επιτέλους έλεγα τήν άλήθεια για τα π ι­
στεύω μου. Καταλάβαινα πόσο σόκαρε αύτό τον Γιάκομπ άλλα
αύτό δέν μέ άπέτρεπε ούτε στο ελάχιστο. Τό άντίθετο μάλιστα
- ομολογώ πώς μάλλον τό εύχαριστιόμουν πού τον σόκαρα,
έστω κι αν είχα συναίσθηση των σκοτεινών συνεπειών πού
θ' άκολουθούσαν ».
Οί δύο νέοι άντρες βυθίστηκαν στή σιωπή. Ή άγων ιώδης
αίσθηση άπόλυτης άπομόνωσης πού είχε νιώσει ό Μπέντο δταν
τον άπέφυγε ό Μάννυ, ό γιος τού φούρναρη, άρχιζε να ξεθω­
ριάζει. Αύτή ή συνάντηση, αύτή ή στιγμή ειλικρίνειας μέ τον
Φράνκο, τον άγγιζε καί τον ζέσταινε. Ό πω ς τό συνήθιζε, δέν
έμεινε πολλή ώρα μέ τα συναισθήματά του, παρά μπήκε στο
ρόλο τού παρατηρητή κι άρχισε νά διερευνά τί συνέβαινε στο
νού του, έπισημαίνοντας κυρίως τή γλυκύτητα πού άρχιζε νά
έξαπλώνεται μέσα του. Ακόμα καί ή άπόλυτη έπίγνωση δτι
¿88 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΠ ΙΝ Ο /Α

ήταν εφήμερη δέν μείωσε τήν ήδύτητά της. Α , ή φ ιλία ! Αύτό


λοιπόν είναι τό συστατικό πού κρατά συνδεδεμένους τούς αν­
θρώπους - αύτή ή ζεστασιά, αύτή ή ψυχική διάθεση πού δια­
σκορπίζει τή μοναξιά. Μέ τις πολλές του άμφιβολίες, μέ τούς
πολλούς του φόβους καί μέ τό ν’ άποκαλύπτει τόσο λίγα είχε
πολύ σπάνια γευτεί τή φιλία στή ζωή του.
Ό Φράνκο έριξε μια ματιά στο σάκο πού είχε έτοιμάσει ό
Μπέντο κι έσπασε τή σιωπή. « Σήμερα φεύγεις;»
Ό Μπέντο έγνεψε ναι.
« Καί πού π α ς; Τί θά κάνεις; Πώς θά συντηρηθείς;»
« Ε λπίζω πώς βαδίζω προς μιά ζωή άπερίσπαστου διαλο­
γισμού. Τήν περασμένη χρονιά έκπαιδεύτηκα πλάι σ’ έναν τε­
χνίτη πού κατασκευάζει φακούς νά φτιάχνω φακούς γιά ματο­
γυάλια καί -κάτι πού μέ ένδιαφέρει πολύ περισσότερο- οπτικά
έργαλεΐα, τηλεσκόπια καί μικροσκόπια. Οί άνάγκες μου είναι
λίγες καί πιστεύω πώς θά είναι εύκολο νά συντηρήσω τον έαυ-
τό μου».
((Θά μείνεις έδώ στο Α μστερνταμ;»
« Προς τό παρόν. Στο σπίτι τού Φρανσίσκους Βάν ντέν
Έ ντεν πού διευθύνει μιά διδακτική άκαδημία κοντά στο Σίν-
γκελ. Κάποια στιγμή μπορεί νά μεταφερθώ σέ κάποια μικρό­
τερη κοινότητα, δπου θά μπορώ νά άκολουθήσω τις μελέτες
μου σέ πιο ήσυχο περιβάλλον».
« Θά είσαι έντελώς μόνος; Φαντάζομαι πώς τό στίγμα τού
άφορισμού θά κρατάει τούς άλλους άνθρώπους σέ άπόσταση ».
«Α ντίθετα, θά μού είναι πιο εύκολο νά ζήσω άνάμεσα σέ
Εθνικούς ώς άποσυνάγωγος Εβραίος. ’Ίσως άκόμα περισσότε­
ρο ώς ένας Εβραίος πού τον άφόρισαν διά παντός παρά ώς άπο-
στάτης ό όποιος άναζητάει άπλώς τή συντροφιά τώνΕ θνικώ ν».
« Αρα είναι κι αύτός ένας λόγος πού καλωσόρισες τό χέ-
ρεμ ;»
« Ναί, τό ομολογώ, όπως ομολογώ καί κάτι άκόμα: Σχεδιά­
ζω κάποτε νά γράψω, καί πιστεύω 6τι είναι μεγαλύτερη ή πι-
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 27 ΙΟΥΛΙΟΥ 1656 289

θανότητα νά διαβαστεί ευρύτερα τό έργο ένός αποσυνάγωγου


Εβραίου παρά ένός μέλους της έβραϊκής κοινότητας ».
« Είσαι βέβαιος γ ι’ αύτό;»
« Τό εικάζω άπλώς άλλά έχω ήδη άναπτύξει σχέσεις μέ συν­
αδέλφους πού μοιράζονται τον τρόπο σκέψης μου, οί όποιοι μέ
παροτρύνουν νά καταγράψω τούς στοχασμούς μου».
« Είναι χριστιανοί;»
« Ναι, ένα άλλο είδος χριστιανών όμως άπό τούς φανατι­
κούς Καθολικούς της Ίβηρικής χερσονήσου πού έχεις γνωρί­
σει. Δέν πιστεύουν στο θαύμα τής άνάστασης ούτε πίνουν τό
αίμα τού Χριστού στή λειτουργία ούτε καίνε ζωντανούς όσους
έχουν διαφορετικές πεποιθήσεις. Είναι χριστιανοί μέ φιλελεύ­
θερες άπόψεις πού άποκαλούν τούς εαυτούς τους κολλεγιαστές1
καί κάνουν τις δικές τους σκέψεις χωρίς νά έξαρτώνται άπό
τούς ιεροκήρυκες καί τις έκκλησίες ».
«Σχεδιάζεις έπομένως νά άσπαστείς τή δική τους θρη­
σκεία ;»
(( Ποτέ. Σκοπεύω νά ζήσω μιά θρησκευτική ζωή χωρίς τήν
παρεμβολή καμιάς θρησκείας. Πιστεύω ότι τό μόνο πού κά­
νουν όλες οί θρησκείες -ό Καθολικισμός, ό Προτεσταντισμός,
τό Ίσλάμ άλλά καί ό Ιουδαϊσμός- είναι νά μάς έμποδίζουν νά
δούμε τις πυρηνικές θρησκευτικές άλήθειες. Ε λπ ίζω πώς κά­
ποτε ό κόσμος θ’ άπαλλαγεί άπό τις θρησκείες, πώς κάποτε θά
έπικρατήσει μιά οικουμενική θρησκεία, στήν οποία όλοι οί
άνθρωποι θά χρησιμοποιούν τή λογική τους ικανότητα γιά νά
βιώσουν καί νά τιμήσουν τον Θεό ».
((Αύτό σημαίνει πώς εύχεσαι τό τέλος τού ’Ιουδαϊσμού;»
((Τό τέλος όλων των παραδόσεων πού παρεμποδίζουν τό δι­
καίωμα τού άνθρώπου νά σκέφτεται ελεύθερα ».
1. ’Ολλανδική θρησκευτική σέκτα τού 17ου αί. πού πήρε το όνομά της
άπό τις θρησκευτικές συναντήσεις της (collegia), στις όποιες δέν υπήρχε
Ιερέας και κάθε μέλος είχε δικαίωμα νά εξηγήσει τις Γραφές, να διευθύνει
τήν προσευχή κλπ. ( Σ .τ.μ .)
290 ΓΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 1ΙΙΙΝΟΖΑ

Για λίγο ό Φράνκο σώπασε. «Μ πέντο, είσαι τόσο ακραίος


πού μέ φοβίζεις. Πνίγομαι αν φανταστώ δτι ή παράδοσή μας,
ένώ έπιβίωσε χιλιάδες χρόνια, θά ’ρθει ή μέρα πού θά άφανι-
σ τει».
«Τ α πράγματα πρέπει να τα θεωρούμε πολύτιμα για τήν
άλήθεια τους, δχι για τήν άρχαιότητά τους. Οί άρχαιες θρη­
σκείες μάς παγιδεύουν έπιμένοντας πώς, αν έγκαταλείψουμε
τήν παράδοση, προσβάλλουμε όλους τούς πιστούς πού έζησαν
πριν άπό εμάς. Κι αν κάποιος άπό τούς προγόνους μας μαρτύ­
ρησε, τότε παγιδευόμαστε άκόμα περισσότερο, γιατί νιώθουμε
πώς είναι ζήτημα τιμής να διαιωνίσουμε τα πιστεύω τού μάρ­
τυρα, παρότι έμεις άντιλαμβανόμαστε δτι είναι γεμάτα σφάλ­
ματα καί προλήψεις. Δεν μού έκμυστηρεύτηκες πώς κάτι τέ­
τοιο αίσθάνθηκες μετά τό μαρτύριο τού πατέρα σου;»
« Ναί, δτι θά στερούσα τή ζωή του άπό κάθε νόημα, αν
άρνιόμουν αύτό γιά τό όποιο πέθανε ».
« Πόσο στερημένη άπό νόημα θά ήταν δμως ή δική σου μία
καί μοναδική ζωή, αν τήν άφιέρωνες σ’ ένα σύστημα σφαλερό
καί γεμάτο προλήψεις - σ’ ένα σύστημα πού έπιλέγει έναν μόνο
λαό καί άποκλείει δλα τά άλλα όντα;»
« Μπέντο Σπινόζα, τό μυαλό μου τεντώνεται ύπερβολικά
γιά νά σέ παρακολουθήσει. Λίγο άκόμα καί θά διαλυθεί. Δέν
έχω τολμήσει ποτέ νά σκεφτώ τέτοια πράγματα. Δέν μπορώ
νά φανταστώ τή ζωή μου χωρίς νά άνήκω στήν κοινότητά μου,
στή δική μου ομάδα. Πώς έσένα σού είναι τόσο εύκολο;»
« Εύκολο; Δέν είναι εύκολο, γίνεται δμως εύκολότερο αν οί
άγαπημένοι σου έχουν πεθάνει. Ό διά παντός άφορισμός μου
μού άναθέτει τώρα ένα έργο: νά άναπλάσω ολόκληρη τήν ταυ­
τότητά μου καί νά μάθω νά ζώ χωρίς νά είμαι Εβραίος ή χρι­
στιανός ή ν'άνήκω σέ όποιαδήποτε άλλη θρησκεία. *Ίσως νά
είμαι ό πρώτος τέτοιος άνθρωπος».
« Πρόσεχε! Είναι πιθανό ό μόνιμος άφορισμός σου νά μήν
είναι τόσο μόνιμος. Στά μάτια τών άλλων μπορεί νά μή διαθέ­
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 27 ΙΟΥΛΙΟΥ 1656 291

τεις τήν πολυτέλεια νά είσαι μή-Έβραίος. Μπαρούχ, τί ξέρεις


για τα lim piezas d e sangre; μ
« Για τούς ίβηρικούς νόμους τού αίματος; Ό χι πολλά, μόνο
δτι ή ’Ισπανία τούς έθεσε σέ έφαρμογή για νά έμποδίσει τούς
Εβραίους πού είχαν άλλαξοπιστήσει νά άποκτήσουν μεγάλη
δύναμη ».
«Α π ’ 6σα μου είπε ό πατέρας μου, ξεκίνησαν άπό τον Τορ-
κουεμάδα, τον μεγάλο ιεροεξεταστή πού έπεισε πριν άπό δια­
κόσια χρόνια τή βασίλισσα Ισαβέλλα πώς τό εβραϊκό στίγμα
παρέμενε στο αίμα παρά τον έκχριστιανισμό. Καθώς ό ίδιος ό
Τορκουεμάδα είχε Εβραίους προγόνους πριν άπό τέσσερις γε­
νιές, δρισε τό δριο των Νόμων τού Αίματος τρεις γενιές πίσω.
"Ετσι οί πρόσφατα έκχριστιανισμένοι ή άκόμα καί δσοι είχαν
γίνει χριστιανοί δύο ή τρεις γενιές πίσω παραμένουν άντικεί-
μενα βαθιάς καχυποψίας καί άποκλείονται άπό πολλά έπαγ-
γέλματα - άπό τήν Εκκλησία, άπό τον στρατό, άπό πολλές συν­
τεχνίες καί άπό τις δημόσιες ύπηρεσίες ».
((Οί κατάφωρα ψευδείς πεποιθήσεις τού τύπου “τρεις άλλά
δχι τέσσερις γενιές” είναι προφανές πώς εφευρίσκονται γιά νά
έξυπηρετήσουν τον εφευρέτη τους. Οί ψευδείς πεποιθήσεις θά
μάς περιβάλλουν πάντοτε, δπως οί φτωχοί της Γης. Ή διαιώ­
νισή τους βρίσκεται πέρα άπό τον έλεγχό μου. Ή προσπάθειά
μου τώρα είναι νά νοιάζομαι μόνο γιά τά πράγματα εκείνα πά­
νω στά οποία διαθέτω κάποιον έλεγχο ».
(("Οπως;»
((Νομίζω πώς διαθέτω πραγματικό έλεγχο μόνο πάνω σ’
ένα πράγμα: στήν πρόοδο της κατανόησής μου ».
((Μπέντο, έχω τήν έξαιρετικά ισχυρή έπιθυμία νά σού πώ
κάτι τό οποίο ξέρω πώς είναι άδύνατο ».
(("Οχι δμως καί άδύνατο νά ειπω θεί».
((Τό ξέρω πώς είναι άδύνατο, άλλά θέλω νά έρθω μαζί σου!
Οί στοχασμοί σου είναι σπουδαίοι καί ξέρω πώς θά προχωρήσεις
σέ άκόμα σπουδαιότερους. Θέλω νά σέ άκολουθήσω, νά είμαι ό
2 92 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ 1ΙΙΙΝΟΖΑ

μαθητής σου, ό ύπηρέτης σου, νά μοιραστώ 6,τι κάνεις, να γίνω


άντιγραφέας των χειρογράφων σου, να διευκολύνω τή ζωή σου ».
Για μια στιγμή ό Μπέντο δεν μίλησε. ‘Έ πειτα κούνησε το
κεφάλι.
« Αυτό πού λες μου είναι πολύ εύχάριστο, δελεαστικό μά­
λιστα. Θά ήθελα νά σου άπαντήσω καί άπό μέσα καί άπέξω.
((Πρώτα άπό μέσα. Παρόλο πού έπιθυμώ καί έπιμένω σέ
μιά μοναχική ζωή γιά νά συνεχίσω τούς στοχασμούς μου, δι­
αισθάνομαι πώς ένα άλλο κομμάτι μου λαχταρά τήν άνθρώπι-
νη έπαφή. Μερικές φορές είμαι ικανός νά μπώ σ’ έναν άφατο
πόθο γιά έκεΐνο τό παλιό συναίσθημα 6τι περιβάλλομαι άπό
μιά στοργική οικογένεια πού μ’ άγκαλιάζει κι αύτό τό γεμάτο
λαχτάρα κομμάτι μου καλωσορίζει τήν επιθυμία σου καί μέ
κάνει νά θέλω νά σ’ άγκαλιάσω καί νά σου άπαντήσω: “Ναί,
ναί, ν α ί!” Ταυτόχρονα όμως ένα άλλο κομμάτι μου, τό ισχυ­
ρότερο καί άνώτερο κομμάτι, κραυγάζει γιά ελευθερία. Πονάω
πού τό παρελθόν έχει περάσει καί δέν πρόκειται νά γυρίσει πο­
τέ. Πονάω όταν σκέφτομαι πώς όλοι όσοι μ’ άγκάλιαζαν έχουν
πεθάνει καί μαζί μισώ αύτόν τον πόνο πού μέ φυλακίζει καί μέ
άναστέλλει. Δέν μπορώ νά έπηρεάσω τά γεγονότα τού παρελ­
θόντος άλλά έχω πάρει τήν απόφαση στο μέλλον νά άποφύγω
τούς έντονους δεσμούς. Ποτέ ξανά δέν θά άφεθώ στήν παιδιά­
στικη έπιθυμία μου νά μέ κανακέψουν. Καταλαβαίνεις;»
« Καταλαβαίνω πολύ καλά ».
«Α ύτό άπό μέσα. Τώρα θά σου άπαντήσω καί άπέξω.
'Υποθέτω πώς ή λέξη “άδύνατο” πού χρησιμοποίησες άναφε-
ρόταν στήν αδυναμία νά έγκαταλείψεις τήν οίκογένειά σου. Ά ν
βρισκόμουν στή θέση σου κι έγώ θά τό θεωρούσα άδύνατο.
Ή δη δυσκολεύομαι νά έγκαταλείψω τον μικρότερο αδελφό
μου. Ή άδελφή μου έχει δική της οικογένεια καί άνησυχώ λ ι­
γότερο γιά κείνην. Ό μω ς, Φράνκο, δέν είναι μόνο ή οίκογένειά
σου πού σέ έμποδίζει νά μέ άκολουθήσεις. 'Υπάρχουν κι άλλα
έμπόδια. Πριν άπό λίγα λεπτά μόλις μού είπες πώς δέν μπο-
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 27 ΙΟΥΛΙΟΥ 1656 293

ρεΐς να φανταστείς τή ζωή σου έξω από μια κοινότητα. Ό μως


ό δικός μου δρόμος είναι ένας δρόμος μοναξιάς καί ή μόνη κοι­
νωνία πού λαχταράω είναι ή απόλυτη ένωση μέ τον Θεό. Ποτέ
δέν θά παντρευτώ. Ακόμα κι αν έπιθυμήσω τό γάμο, κάτι τέ­
τοιο δέν θά είναι δυνατό. Ενδέχεται νά μπορώ νά ζήσω χωρίς
νά άνήκω σέ κάποια θρησκεία ως μοναχικός έκκεντρικός άλλά
είναι αμφίβολο αν άκόμα καί ή ’Ολλανδία, ή πιο άνεκτική χώρα
στον κόσμο, θά έπέτρεπε σ’ ένα ζευγάρι νά ζήσει μέ τέτοιο τρό­
πο καί νά άναθρέψει τά παιδιά του χωρίς ν’ άνήκουν σέ κάποια
θρησκεία. Ή μοναχική μου ζωή σημαίνει έπίσης 6τι δέν θά
υπάρχουν θείες, θειοι καί ξαδέλφια, δέν θά υπάρχουν οικογε­
νειακές γιορτές, πασχαλινά γεύματα, Ρός Ά σσανά. 1Μόνο μο­
ναξιά ».
« Καταλαβαίνω, Μπέντο. Καταλαβαίνω πώς έγώ είμαι πιο
κοινωνικό ζώο καί ίσως έχω περισσότερες άνάγκες. Απορώ μέ
τήν τόση αύτάρκειά σου. Δέν μοιάζεις νά θέλεις ούτε νά έχεις
ανάγκη κανέναν ».
« Μου τό έχουν πει τόσες φορές αύτό, πού άρχίζω νά τό π ι­
στεύω κι έγώ ό ίδιος. Δέν είναι πώς δέν χαίρομαι τή συντροφιά
τών άλλων - αύτή τή στιγμή, Φράνκο, ή κουβέντα μας μου
είναι πολύτιμη. Άλλά έχεις δίκιο, δέν μου είναι άπόλυτα άπα-
ραίτητη ή κοινωνική ζωή. Ή τουλάχιστον δέν μου είναι τόσο
άπαραίτητη 6σο μοιάζει νά είναι γιά τούς άλλους. Θυμάμαι
πόσο άπελπίζονταν ή αδελφή μου κι ό άδελφός μου 6ταν δέν
τούς προσκαλούσαν σέ κάποια εκδήλωση μέ τούς φίλους τους.
Αύτές οί καταστάσεις έμένα δέν μέ επηρέασαν ποτέ ούτε στο
ελάχιστο ».
« Ναί», συμφώνησε ό Φράνκο, « είναι άλήθεια: δέν θά μπο­
ρούσα νά ζήσω μέ τον δικό σου τρόπο. Μου είναι πράγματι ξέ­
νος. Δές δμως, Μπέντο, τί άλλη έπιλογή διαθέτω. Είμαι ένας
άνθρωπος πού έχει τις ίδιες άμφιβολίες καί τήν ίδια έπιθυμία

1. Ή έβραϊκή Πρωτοχρονιά. ( Σ.τ.μ.)


294 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΠΝΟΖΑ

μ’ έσένα νά ζήσει χωρίς δεισιδαιμονία κι δμως είμαι καταδι­


κασμένος να κάθομαι σέ μια συναγωγή νά προσεύχομαι σ’ έναν
Θεό πού δεν μ’ ακούει, ν’ ακολουθώ ανόητες τελετουργίες, νά
ζώ σάν υποκριτής, νά άσπαστώ μιά ζωή χωρίς νόημα. Αύτό
μου μένει; Αύτό θά πει ζ ω ή ; ‘Έ τσι δέν θά υποχρεωθώ νά ζώ
μιά μοναχική ζωή ακόμα καί καταμεσής στο πλήθος;»
«Ό χ ι, Φράνκο, ή ζωή αύτή δέν είναι τόσο κακή. Γιά πολύ
καιρό παρατηρούσα τήν κοινότητα καί ύπάρχει τρόπος νά ζή-
σεις κι έσύ μέσα της. Εκχριστιανισμένοι Εβραίοι άπό τήν
Πορτογαλία καί τήν Ισπανία συρρέουν κάθε μέρα στο Α μ ­
στερνταμ καί πολλοί, είναι αλήθεια, λαχταρούν μέ πάθος νά
έπιστρέψουν στις πατρογονικές έβραϊκές τους ρίζες. Καθώς
κανείς τους δέν έχει πάρει έβραϊκή έκπαίδευση, πρέπει ν’ αρχί­
σουν νά μαθαίνουν έβραϊκά καί τον έβραϊκό νόμο σάν νά ήταν
παιδιά, καί ό ραβίνος Μορτέρα δουλεύει πρωί καί βράδυ γιά νά
τούς έπαναφέρει στο δρόμο τού Ιουδαϊσμού. Πολλοί θά τον μι-
μηθούν καί θά γίνουν άκόμα πιο θρήσκοι άπό κείνον άλλά, πί-
στεψέ με, θά ύπάρξουν καί άλλοι σάν έσένα πού έχοντας έξα-
ναγκαστει νά γίνουν χριστιανοί έχουν χάσει κάθε ένθουσιασμό
γιά όποιαδήποτε θρησκεία καί θά συνδεθούν μέ τήν έβραϊκή
κοινότητα χωρίς κανένα θρησκευτικό πάθος. Α ν κοιτάξεις γύ­
ρω σου θά τούς βρεις, Φράνκο ».
« Καί πάλι όμως ή προσποίηση, ή ύποκρισία...»
« Θά σού πώ μερικά πράγματα γιά τις ιδέες τού Ε πίκου­
ρου, ένός σοφού άρχαίου "Ελληνα διανοητή. Ό Επίκουρος π ί­
στευε, όπως πρέπει νά πιστεύει κάθε λογικός άνθρωπος, πώς
δέν ύπάρχει άλλη ζωή καί πώς πρέπει νά ζήσουμε τή ζωή μας
όσο πιο ειρηνικά καί χαρούμενα γίνεται. Ποιός είναι ό σκοπός
τής ζω ή ς; Ή άπάντησή του ήταν 8τι πρέπει νά έπιδιώκουμε
τήν άταραξία, πού θά μπορούσαμε νά τή μεταφράσουμε “ήρε-
μία” ή “έλευθερία άπό τή συναισθηματική δυσφορία”. "Ελεγε
πώς οί άνάγκες τού σοφού άνθρώπου είναι λίγες καί ικανο­
ποιούνται εύκολα, ένώ οί άνθρωποι μέ άσίγαστη λαχτάρα γιά
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 27 ΙΟΥΛΙΟΥ 1656 295

έξουσία ή πλούτο, ίσως σαν τον θείο σου, ποτέ δέν κατακτούν
τήν αταραξία, γιατί αύτού του είδους ή λαχτάρα πολλαπλασιά-
ζεται συνεχώς. "Οσο περισσότερα αγαθά κατέχεις τόσο περισ­
σότερο σέ κατέχουν αύτά. "Οταν σκέφτεσαι να φτιάξεις μια
ζωή έδώ, προσπάθησε να έπιδιώξεις τήν άταραξία. Έντάξου
σ' έκεινο τό κομμάτι της κοινότητας που σου προκαλει τή λι-
γότερη ψυχική πίεση. Παντρέψου μια γυναίκα μέ αισθήματα
παρόμοια μέ τα δικά σου - θά βρεις πολλές γυναίκες πού
έκχριστιανίστηκαν καί πού σάν έσένα θά προσκολληθούν στον
Ιουδαϊσμό μόνο γιά τήν άσφάλεια τής συμμετοχής σέ μιά κοι­
νότητα. Κι αν ή ύπόλοιπη κοινότητα επιδίδεται μερικές φορές
τό χρόνο σέ τελετουργίες προσευχής, τότε προσευχήσου μαζί
τους ξέροντας ότι τό κάνεις μόνο μέ σκοπό τήν άταραξία, γιά
νά άποφύγεις τήν άναστάτωση καί τή δυσφορία πού προκαλει
ή μή συμμετοχή ».
((Μήπως μου μιλάς άφ’ ύψηλού, Μπέντο; Εννοείς ότι έγώ
θά πρέπει νά συμβιβαστώ μέ τήν άταραξία, ένώ έσύ θά έπιδιώ-
κεις κάτι άνώτερο; ’Ή κι έσύ τήν άταραξία θά έπιδιώ ξεις;»
«Δύσκολη έρώτηση. Ν ομίζω -» Ξαφνικά άκούστηκαν κω ­
δωνοκρουσίες. Ό Μπέντο σταμάτησε λίγο ν’ άκούσει, έριξε
μιά ματιά στο σάκο του καί συνέχισε: « Αλίμονο, δέν ύπάρχει
χρόνος γιά σκέψη. Πρέπει νά φύγω πολύ σύντομα, πριν γεμί­
σουν οί δρόμοι μέ κόσμο. Έν συντομία, όμως, δέν έχω έπιλέξει
συγκεκριμένα τήν άταραξία ώς στόχο μου, μάλλον κατευθύνω
τον έαυτό μου προς τό στόχο νά τελειοποιήσω τή λογική μου.
"Ισως όμως ό στόχος νά είναι ό ίδιος, παρότι ή μέθοδος είναι
διαφορετική. Ή λογική μέ οδηγεί στο έκπληκτικό συμπέρα­
σμα πώς τά πάντα στον κόσμο συνίστανται σέ μιά ούσία, τή
Φύση, ή, αν τό θέλεις, τον Θεό καί ότι τά πάντα, χωρίς καμιά
έξαίρεση, μπορούν νά γίνουν κατανοητά μέσα άπό τή φώτιση
τού φυσικού νόμου. Καθώς κατανοώ μέ μεγαλύτερη σαφήνεια
τή φύση τής πραγματικότητας, βιώνω πότε πότε, γνωρίζον­
τας βέβαια πώς δέν είμαι παρά μιά ρυτίδα στήν έπιφάνεια τού
296 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝ Ο /Α

Θεοΰ, μια κατάσταση χαράς ή μακαριότητας. ‘Ίσως αύτή να


είναι ή δική μου παραλλαγή τής αταραξίας. ‘Ίσως ό Ε πίκου­
ρος να έχει δίκιο πού μάς συμβουλεύει να έχουμε στόχο τη γα­
λήνη. Άλλα ό κάθε άνθρωπος, σύμφωνα μέ τις έξωτερικές
συνθήκες τής ζωής του άλλα καί μέ τή φυσική κλίση τού μυα­
λού του καί μέ τα έσωτερικά ψυχικά του χαρακτηριστικά, πρέ­
πει να την έπιδιώξει μέ τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο ».
Οί καμπάνες ξαναχτύπησαν.
« Πριν χωρίσουμε, Φράνκο, θά ήθελα να σού ζητήσω κάτι
τελευταίο ».
« Πές μου. Σού είμαι πολύ ύποχρεωμένος».
((Σού ζητώ άπλώς σιωπή. Σήμερα σού είπα πράγματα πού
δέν είναι παρά μισογεννημένες σκέψεις. Έ χ ω μπροστά μου
πολλή διανοητική έπεξεργασία. 'Υποσχέσου μου πώς όλα όσα
είπαμε σήμερα θά είναι τό μυστικό μας. Μυστικό άπό τούς
πα ρνασσίμ , άπό τον Γιάκομπ, άπό όποιονδήποτε γιά πάντα ».
«Έ χ εις τήν ύπόσχεσή μου πώς θά πάρω τά μυστικά σου
στον τάφο μου. Ό πατέρας μου, εύλογημένος νά είναι, μού
έμαθε πολύ καλά ότι ή σιωπή είναι ιερή».
«Τώρα πρέπει νά πούμε άντίο, Φράνκο».
(( Περίμενε άλλο ένα λεπτό, Μπέντο Σπινόζα, γιατί κι έγώ
έχω μιά τελευταία έπιθυμία. Μόλις είπες ότι μπορεί νά έχουμε
παρόμοιους στόχους στή ζωή καί παρόμοιες άμφιβολίες άλλά
ό καθένας μας πρέπει νά πάρει άλλο δρόμο. ‘Έ τσι κατά κάποιο
τρόπο θά ζήσουμε διαφορετικές ζωές πού κι οί δύο όμως θά
κατευθύνονται προς τον ίδιο στόχο. Ά ν ή μοίρα καί ό χρόνος
είχαν λίγο μετακινηθεί κι είχαν άλλάξει τις έξωτερικές συν­
θήκες καί τό ταμπεραμέντο μας, ίσως νά ζούσες έσύ τή ζωή
μου κι έγώ τή δική σου. Νά ποιά είναι ή έπιθυμία μου: Θέλω
πότε πότε νά μαθαίνω γιά τή ζωή σου, έστω κι αν είναι κάθε
χρόνο ή κάθε δύο ή κάθε τρία. Καί θέλω κι έσύ νά μαθαίνεις
πώς έξελίσσεται ή δική μου ζωή. ‘Έ τσι θά μπορεί ό καθένας
μας νά βλέπει τί θά μπορούσε νά τού είχε συμβεί - τήν άλλη
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 2^ ΙΟΥΛΙΟΥ 1656 297

ζωή πού θά μπορούσε νά έχει ζήσει. Θά μου ύποσχεθεΐς πώς


θά παραμείνεις σ’ έπαφή μαζί μου; Δέν ξέρω άκόμα μέ ποιό
μηχανισμό μπορεί αύτό νά συμβεΐ. Θά μέ ένημερώνεις όμως
γιά τή ζωή σου;»
« Τό θέλω κι έγώ 6σο κι έσύ, Φράνκο. Ό νους μου είναι ξε­
κάθαρος γιά τήν άναγκαιότητα νά φύγω άπό τό σπίτι μου άλλά
ή καρδιά μου ταλαντεύεται περισσότερο άπ’ όσο περίμενα καί
μέ χαρά δέχομαι τή δελεαστική πρότασή σου νά παρακολου­
θήσω τήν άλλη τροπή πού θά μπορούσε νά είχε πάρει ή ζωή
μου. *Υπάρχουν δύο άνθρωποι πού θά γνωρίζουν πάντα τά κα-
τατόπια μου, ό Φρανσίσκους Βάν ντέν Έ ντεν κι ένας φίλος, ό
Σίμον ντέ Φρίς πού ζεΐ σ’ ένα σπίτι στο Σίνγκελ. Μέσω αυτών
θά βρω τρόπο νά έπικοινωνώ μαζί σου είτε μέ γράμμα είτε μέ
προσωπικές συναντήσεις. Τώρα πρέπει νά φύγεις. Πρόσεξε νά
μή σέ δούν ».
Ό Φράνκο άνοιξε τήν πόρτα, κοίταξε μέ προσοχή τριγύρω
κι άπομακρύνθηκε μέ μεγάλα βήματα. Ό Μπέντο έριξε μιά
τελευταία ματιά στο σπίτι του, μετέφερε τό σημείωμά του γιά
τον Γκάμπριελ σέ μιά καρέκλα κοντά στήν είσοδο γιά νά τό δει
πιο εύκολα, καί μέ τό σάκο στο χέρι άνοιξε τήν πόρτα καί
βγήκε έξω σέ μιά καινούργια ζωή.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε Ι Κ Ο Σ Τ Ο Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο

ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1922

ΟΙΠΟΝ», ΔΙΣΤΑΣΕ Ο ΑΛΦΡΕΝΤ, «υπάρχει κάτι πού θά


Λ μετάνιωνα άν δεν τό συζητούσα μαζί σου άλλα... χμμ...
δυσκολεύομαι να τό άναφέρω. Όλο τό βράδυ δεν έχω μπορέσει
να μιλήσω γ ι’ αυτό ».
Ό Φρήντριχ περίμενε υπομονετικά. Στο νού του άκουσε τα
λόγια τού έπόπτη του, τού Κάρλ Ά μπραχαμ: « "Οταν βρίσκε­
σαι σέ άδιέξοδο, ξέχνα τό περιεχόμενο και έπικεντρώσου κα­
λύτερα στην άντίσταση. Θά διαπιστώσεις ότι έτσι θά μάθεις
άκόμα περισσότερα γιά τον άσθενή σου». "Εχοντας αύτά στο
νού του, ό Φρήντριχ άρχισε: « Νομίζω πώς μπορώ νά βοηθήσω,
Άλφρεντ. Νά τί θά σού προτείνω. Προς τό παρόν ξέχνα τί ήθε­
λες νά μού πεις κι ας διερευνήσουμε άντίθετα όλα τά έμπόδια
πού δέν σ’ άφήνουν νά τό πεις ».
« Ποιά έμπόδια;»
«'Οτιδήποτε σού κλείνει τό δρόμο τήν ώρα πού πας νά μού
μιλήσεις γ ι’ αύτά. Ά ς πούμε, τί συνέπειες θά είχε τό νά μού
πεις αυτό πού θές νά π ε ις;»
« Συνέπειες; Δέν είμαι σίγουρος τί έννοείς ».
Ό Φρήντριχ ήταν ύπομονετικός. "Ηξερε πώς τήν άντίσταση
πρέπει νά τήν πλησιάζεις μέ διακριτικότητα κυκλώνοντάς τη
άπ’ όλες τις πλευρές. « Θά τό πω άλλιώς. "Εχεις κάτι πού έπι-
θυμεις νά τό πεις άλλά δέν μπορείς. Τί άρνητικά πράγματα
μπορεί νά συνέβαιναν, άν μιλούσες; Έ χ ε ύπόψη σου πώς είμαι
κι έγώ κεντρικός παράγοντας σ’ αύτό. Δέν προσπαθείς νά πεις
κάτι σ’ ένα άδειο δωμάτιο - προσπαθείς νά τό πεις σ’ εμένα.
"Ετσι δέν είνα ι;»
298
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1922 •299

"Ενα απρόθυμο νεύμα συμφωνίας από τον Άλφρεντ. Ό


Φρήντριχ συνέχισε: « Προσπάθησε τώρα να φανταστείς πώς
μου έχεις μόλις άποκαλύψει αύτό πού έχεις στο μυαλό σου.
Πώς φαντάζεσαι δτι θά σέ άντιμετωπίσω έ γ ώ ;»
((Δέν ξέρω πώς θ’ άντιδρούσες έσύ. Απλώς νομίζω οτι έγώ
θά ένιωθα ντροπή ».
« Ή ντροπή όμως άπαιτει πάντα έναν άλλον άνθρωπο καί
σήμερα αυτός ό άνθρωπος είμαι έγώ, κάποιος πού σέ γνωρίζει
άπό τότε πού ήσουνα παιδάκι». Ό Φρήντριχ ήταν πολύ περή­
φανος γιά τή γλυκιά φωνή του. Οί νουθεσίες τού Κάρλ Ά -
μπραχαμ νά πάψει νά επιτίθεται στην άντίσταση σάν ταύρος
σέ ύαλοπωλειο είχαν φέρει άποτέλεσμα.
« Έ νά», είπε ό Άλφρεντ παίρνοντας βαθιά άνάσα, «π ρ ώ ­
τα άπ’ δλα μπορεί νά ένιωθες οτι σ’ εκμεταλλεύομαι γιά νά μέ
βοηθήσεις. Ντρέπομαι πού ζητώ τις έπαγγελματικές σου ύπη-
ρεσίες δωρεάν. Ε πίσης αύτό μέ κάνει νά νιώθω πώς έγώ είμαι
ό άδύναμος κι έσύ ό δυνατός ».
((Εξαιρετική αρχή, Άλφρεντ. Ακριβώς αύτό έννοούσα. Καί
τώρα βλέπω τή δύσκολη θέση σου. Θά πρέπει νά σού φαίνεται
πολύ άνιση ή θέση μας. Ούτε έμένα θά μού άρεσε νά ύποχρεω-
θώ τόσο πολύ σέ κάποιον άλλο. Άπό τήν άλλη δμως έσύ έχεις
ήδη άνταποδώσει, άφού συμφώνησες νά γράψεις ένα άρθρο
στήν έφημερίδα γιά χάρη μου».
((Δέν είναι τό ίδιο. Έσύ δέν άντλεΐς άπ’ αύτό κάτι προσω­
πικό ».
« Τό καταλαβαίνω. Πές μου δμως, πιστεύεις πώς μέ δυσά­
ρεστε! νά σού προσφέρω κ ά τ ι;»
((Δέν ξέρω - ίσως. Ά λλωστε ό χρόνος σου είναι πολύτιμος.
Κάνεις αύτή τή δουλειά άπ’ τό πρωί ώς τό βράδυ έπ’ άμοιβή ».
« Ούτε ή απάντησή μου δτι σέ θεωρώ περίπου μέλος τής
οίκογένειάς μου σού λέει κ ά τ ι;»
« Ούτε. Θεωρώ δτι τό λές γιά νά μέ καθησυχάσεις ».
« Πές μου, πώς είναι γιά σένα δταν συζητάμε γιά τον Σπι-
300 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 1.1 ΜΙΜΟΖΑ

νόζα, βταν μιλάμε για Φιλοσοφία; ‘Έ χω τήν αίσθηση πώς


εκείνες τις στιγμές είσαι πιο χαλαρός ».
«Ν αι, έκεΐνο είναι διαφορετικό. Παρόλο που μέ διδάσκεις,
έχω τήν έντύπωση πώς ή φιλοσοφική συζήτηση σου είναι
εύχάριστη ».
«Ν αι, σωστά τό λές. Έ νώ τό ν’ ακούω έσένα να αναλύεις
τον έαυτό σου δεν θά μου ήταν εύχάριστο;»
((Δεν μπορώ νά φανταστώ κανέναν απολύτως λόγο νά σου
είναι εύχάριστο ».
((Άκου μιά σκέψη - μιά άπλή εικασία. Μήπως έχεις κά­
ποια άρνητικά αισθήματα γιά τον έαυτό σου, γ ι’ αύτό νομίζεις
πώς αν άνοιχτεΐς, θά νιώσω κι έγώ άρνητικά αισθήματα γιά
σένα;»
Ό Ά λφρεντ έδειχνε προβληματισμένος. ((Είναι πιθανό,
φαντάζομαι, παρ’ δλ’ αύτά δέν είναι ό πιο σημαντικός παρά­
γοντας. Α πλώς δέν μπορώ νά φανταστώ τον έαυτό μου νά
ένδιαφέρεται μέ τέτοιο τρόπο γιά άλλον άνθρωπο ».
((Αύτό άκούγεται σημαντικό καί φαντάζομαι πώς είναι γιά
σένα ένα ρίσκο νά μου τό λές. Πές μου, Ά λφρεντ: Μήπως σχε­
τίζεται μ’ έκεΐνο τό θέμα τό όποιο θά μετάνιωνες αν δέν μου τό
άνέφερες;»
Ό Άλφρεντ χαμογέλασε πλατιά. ((Θεέ μου! Είναι έντυπω-
σιακό τό πόσο μέ καταλαβαίνεις, Φρήντριχ! Ναί, οχι άπλώς
σχετίζεται. Είναι άκριβώς αύτό ».
(( Πές μου κι άλλα». Ό Φρήντριχ χαλάρωσε. Τώρα έπλεε
σέ γνώριμα νερά.
((Λοιπόν, πριν φύγω άπό τό Μόναχο, μέ φώναξε στο γρα­
φείο του ό διευθυντής μου, ό Ντήτριχ Έ καρτ. *Ήθελε άπλώς
νά μου μιλήσει γιά τό ταξίδι μου στο Παρίσι άλλά έγώ δέν τό
ήξερα, καί μόλις μπήκα στο γραφείο του τό πρώτο πράγμα
πού έκανε ήταν νά μέ πειράξει πού ήμουνα τόσο άνήσυχος.
‘Έ πειτα, άφού μέ διαβεβαίωσε πώς κάνω πολύ καλά τή δου­
λειά μου, είπε 6τι θά μου έκανε πολύ καλό νά είμαι λιγότερο
ΒΚΡΟΛΙΝΟ - 1922 301

έργατικός, νά πίνω λίγο περισσότερο αλκοόλ καί να κάνω πολύ


περισσότερη άνώδυνη κουβεντούλα».
« Καί τα λόγια του έπεσαν διάνα ».
« Ναι, γιατί είναι άλήθεια - μου τό έχουν πει πολλές φορές
μέ τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Τό λέω κι έγώ στον έαυτό μου.
Απλώς μου είναι άδύνατο νά κάνω παρέα μέ κουφιοκέφαλους
άνθρώπους καί τίποτα άπ’ 6σα κουβεντιάζουμε νά μην είναι
άξιο λόγου ».
Μία σκηνή ήρθε στο μυαλό του Φρήντριχ: έκείνη ή φορά
πριν άπό είκοσιπέντε χρόνια που είχε προσπαθήσει χωρίς έπι-
τυχία νά πάρει τον Άλφρεντ στήν πλάτη του. Στήν προηγού-
μενή τους συνάντηση τό είχε περιγράφει στον Άλφρεντ κι είχε
προσθέσει: «Δ έν σου άρεσε νά παίζεις)). Τον συνάρπαζε που
κάτι τέτοια χαρακτηριστικά διατηρούνταν έφ’ 6ρου ζωής. Τί
σπάνια ευκαιρία νά μελετήσει τή γένεση καί τή διαμόρφωση
της προσωπικότητας! Μπορεί νά ήταν μιά μεγάλη έπαγγελ-
ματική άνακάλυψη. Ποιος άλλος άναλυτής είχε ποτέ τήν ευ­
καιρία νά άναλύσει κάποιον που τον γνώριζε άπό π α ιδί; Ε π ι­
πλέον ό Φρήντριχ είχε γνωρίσει προσωπικά τους σημαντικούς
ένηλίκους στή ζωή του άσθενους: τον πατέρα του Άλφρεντ,
τον άδελφό του, τήν άνάδοχη μητέρα του, τή θεία Σεσίλια,
άκόμα καί τον γιατρό του. Γνώριζε έπίσης καλά τό φυσικό του
περιβάλλον -τό σπίτι του, τά μέρη 6που έπαιζε-, είχαν φοιτή­
σει στο ίδιο σχολείο μέ τους ίδιους καθηγητές. Τί κρίμα που ό
Άλφρεντ δέν ζουσε στο Βερολίνο, γιά νά τον βάλει σέ κανονική
ψυχανάλυση.
((Κι έκείνη άκριβώς τή στιγμή, άμέσως μετά τό σχόλιο του
Ν τήτριχΈ καρτ», συνέχισε ό Άλφρεντ, « άποφάσισα νά έρθω
νά σέ δώ. Αντιλαμβανόμουν πώς είχε δίκιο. Δέν είχαν περάσει
πολλές μέρες που είχα κρυφακούσει μιά συζήτηση γιά μένα
άνάμεσα σέ δύο υπαλλήλους. Μέ ονόμαζαν “σ φίγγα”)).
« Τί συναισθήματα σου προκάλεσε αύτό;»
«Ανάμεικτα. ΤΗταν άσήμαντοι, μιά καθαρίστρια κι ένας
302 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ 1ΠΙΝΟ/Α

κλητήρας, καί συνήθως δεν δίνω προσοχή σέ γνώμες ανθρώ­


πων του είδους τους. Αυτή τή φορά 6μως μου κίνησαν τό ένδια-
φέρον, έπειδή είχαν άπόλυτο δίκιο. Είμαι κλειστός καί σφιγ­
μένος καί ξέρω πώς πρέπει να αλλάξω αυτό τό κομμάτι μου
για να μπορέσω να πετύχω στο Έθνικοσοσιαλιστικό κόμμα)).
«Ε ίπες “άνάμεικτα”. Τί τό θετικό έχει τό να είσαι σφίγ­
γ α ;»
«Χ μμ, δεν είμαι σίγουρος, ίσως τό 6 τ ι-»
((Περίμενε, ας σταματήσουμε για ένα λεπτό, Αλφρεντ.
Παρασύρθηκα. Κι είναι άδικο για σένα. Σου εκτοξεύω προσω­
πικές έρωτήσεις, ενώ στήν πραγματικότητα δεν έχουμε άκόμα
συμφωνήσει τί άκριβώς κάνουμε έδώ. Ή , για να τό πώ μέ τήν
τεχνική ορολογία της δουλειάς μου, δέν έχουμε προσδιορίσει
τό πλαίσιο της σχέσης μας, έτσι δέν είνα ι;»
Ό Αλφρεντ φαινόταν ν’ άπορεΐ. ((Τό πλαίσιο;»
« Α ς πάμε λίγο πίσω κι ας κάνουμε μια συμφωνία για τις
προθέσεις μας. Έ γώ υποθέτω 6τι θέλεις να προχωρήσεις σέ
άλλαγές στον έαυτό σου δουλεύοντάς τες σέ μια ψυχοθεραπεία.
Σ ω στά;»
((Δέν είμαι σίγουρος τί θά πει δουλεύοντάς τες σέ μιά ψυχο­
θεραπεία ».
((Είναι αύτό πού κάνεις τόσο καλά τά τελευταία δέκα λε­
πτά : νά μιλάς είλικρινά καί άνοιχτά γιά 6σα σέ άνησυχούν».
((Θέλω οπωσδήποτε νά κάνω ορισμένες άλλαγές στον έαυ­
τό μου. Επομένως, ναί, θέλω ψυχοθεραπεία. Κι έπίσης θέλω
νά δουλέψω μαζί σου ».
((Ό μω ς Αλφρεντ, ή άλλαγή άπαιτει πολλές, πάρα πολλές
συναντήσεις. Απόψε κάνουμε μόνο μιά εισαγωγική κουβέντα
καί αύριο έγώ φεύγω γιά ένα τριήμερο ψυχαναλυτικό συνέδριο.
Σκέφτομαι τό μέλλον. Τό Βερολίνο είναι πολύ μακριά άπό τό
Μόναχο. Δέν θά είχε περισσότερο νόημα νά δεις έναν ψυχανα­
λυτή στο Μόναχο, στον όποιο θά μπορείς νά πηγαίνεις πιο συ­
χνά ; Μπορώ νά σου δώσω μιά καλή παραπομπή-»
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1922 303

Ό Αλφρεντ κούνησε έντονα τό κεφάλι. «Ό χ ι. Κανέναν


άλλον. Είναι άδύνατο να εμπιστευτώ όποιονδήποτε άλλον καί
μάλιστα στο Μόναχο. Έ χ ω τήν πολύ έντονη πεποίθηση 6τι
μια μέρα θά άναλάβω μια θέση έξουσίας σ’ αυτή τη χώρα. Θά
έχω τούς έχθρούς μου καί θά μπορούσε νά μέ καταστρέψει
οποιοσδήποτε θά γνώριζε τά μυστικά μου. Μ’ έσένα τό ξέρω
πώς είμαι άσφαλής ».
((Ναι, μαζί μου είσαι άσφαλής. Τότε ας σκεφτούμε τό πρό­
γραμμά μας - πότε μπορεί νά ξαναέρθεις στο Βερολίνο;»
«Δ εν μπορώ νά τό πώ μέ βεβαιότητα άλλά ξέρω πώς ό
Λ αϊκός Π αρατηρητής πρόκειται σύντομα νά γίνει ήμερήσιος,
οπότε θά καλύπτουμε περισσότερα έθνικά καί διεθνή γεγονό­
τα. Στο μέλλον ίσως νά μπορώ νά έπισκέπτομαι συχνά τό Βε­
ρολίνο, κι έλπίζω νά μπορώ νά σέ βλέπω γιά μιά ή δύο συνε­
δρίες κάθε φορά πού έρχομαι».
(ΓΆν μέ ειδοποιείς λίγο νωρίτερα, θά προσπαθώ κι έγώ
πάντα νά βρίσκω χρόνο γιά σένα. Θέλω νά ξέρεις πώς θά κρα­
τήσω οτιδήποτε μου πεις άπόλυτα καί ολοκληρωτικά άπόρρη-
το )).
((Είμαι σίγουρος. Αύτό έχει τή μέγιστη σημασία γιά μένα
καί ή άρνησή σου νά μου πεις οτιδήποτε προσωπικό γιά τον
άσθενή σου, τον γιο τού μάγειρα, μέ καθησύχασε άκόμα περισ­
σότερο».
((Καί νά είσαι σίγουρος πώς ποτέ δέν θά άποκαλύψω τά μυ­
στικά σου, ούτε κάν τό γεγονός πώς βρίσκεσαι σέ ψυχοθερα­
πεία μαζί μου, σέ κανέναν στον κόσμο - ούτε στον ίδιο τον
άδελφό σου. Ή εμπιστευτικότητα είναι πολύ σημαντική στον
κλάδο μου, καί σού δίνω τό λόγο μου ».
Ό Αλφρεντ έβαλε τό χέρι στήν καρδιά του καί είπ ε: ((Εύ-
χαριστώ. Σ’ εύχαριστώ πολύ ».
«Ξ έρεις», είπε ό Φρήντριχ, «ίσ ω ς νά έχεις δίκιο. Νομίζω
πώς ή συμφωνία μας θά λειτουργούσε καλύτερα αν δέν ήταν
άνιση. Νομίζω πώς κι έγώ θά έπρεπε, ξεκινώντας άπό τήν
3C4 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ LUI NOZA

έπόμενη φορά, νά σέ χρεώνω τή βασική ψυχαναλυτική αμοιβή.


Θά φροντίσω νά είναι κάτι πού μπορείς νά το άντιμετωπίσεις.
Τί λ ές;»
((Θαυμάσια ».
«Ε πομένως ας γυρίσουμε στή δουλειά μας. Επιστρέφουμε
στο θέμα μας. Πριν άπο λίγα λεπτά, δταν λέγαμε πώς σέ άπο-
καλούν σφίγγα, είπες δτι είχες άνάμεικτα αισθήματα. Τώρα
θέλω νά κάνεις ελεύθερο συνειρμό γιά τή λέξη “σ φ ίγγα ”.
Μ’ αυτό έννοώ δτι πρέπει νά δοκιμάσεις ν’ άφήσεις έντελώς
έλεύθερες τις σκέψεις σου γύρω άπο τή λέξη “σ φ ίγγα ” νά
μπουν στο μυαλό σου καί νά σκεφτεΐς φωναχτά. Δεν είναι
άνάγκη νά έχουν λογική ».
« Τ ώ ρα;»
« Ναί, γιά δύο-τρία λεπτά ».
« Σφίγγα -έρημος, τεράστια, μυστηριώδης, ισχυρή, αινιγ­
ματική, άκούει μόνο τον εαυτό της, επικίνδυνη- ή Σφίγγα
στραγγάλιζε δσους δεν άπαντούσαν στο γρίφο της ». Κι ό Ά λ-
φρεντ σώπασε.
« Συνέχισε ».
«Τ ό ξέρεις δτι στά ελληνικά σημαίνει “στραγγαλιστής” ή
εκείνος πού σ φ ίγ γει; Κι ή λέξη “σφιγκτήρας” συνδέεται μέ τή
Σφίγγα -δλοι οί σφιγκτήρες τού σώματος τσιτωμένοι-, σφι-
χτόκωλος ».
«Δ ηλαδή», ρώτησε ό Φρήντριχ, «λέγοντας “άνάμεικτα”
συναισθήματα έννοούσες δτι δεν σου άρεσε πού σέ θεωρούσαν
τόσο σιωπηλό καί απόμακρο καί σφιχτόκωλο αλλά δτι σού
άρεσε νά σέ θεωρούν αινιγματικό, μυστηριώδη, ισχυρό καί
απειλητικό;»
« Ναί, σωστά. Έ τσ ι ακριβώς ».
« Τότε ίσως οί θετικές πλευρές -ή περηφάνια σου γιά τό γε­
γονός πώς είσαι ισχυρός καί μυστηριώδης, ακόμα κι επικίνδυ­
νος- μπορεί νά σέ έμποδίζουν νά κάνεις ανώδυνη κουβεντούλα
καί νά άνοίγεσαι. Αυτό σημαίνει πώς έχεις δυνατότητα έπι-
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1922 3 °5

λογής - νά κάνεις άνώδυνη κουβεντούλα καί νά είσαι μέσα στις


παρέες ή νά παραμείνεις μυστηριώδης, έπικίνδυνος καί άπο-
κλεισμένος ».
« Βλέπω που θέλεις νά φτάσεις. Είναι περίπλοκο ».
« Α π’ βσο θυμάμαι, Άλφρεντ, κι βταν ήσουνα παιδί δεν ή­
σουν άποκλεισμένος;))
« ’Ήμουνα πάντα μοναχικός. Δεν άνήκα σέ καμιά ομάδα».
((Άνέφερες βμως πώς είσαι πολύ καντά στον άρχηγό τού
κόμματος, τον Χέρ Χίτλερ. Αυτό θά πρέπει νά σέ κάνει νά νιώ ­
θεις ώραια. Μίλησέ μου γ ι’ αύτή τή φιλία ».
« Περνάω πολλές ώρες μαζί του. Πίνουμε καφέ, μιλάμε γιά
πολιτική, γιά λογοτεχνία καί γιά Φιλοσοφία. Πηγαίνουμε σέ
γκαλλερί καί μιά μέρα τό περασμένο φθινόπωρο πήγαμε στή
Μαρίενπλατς - τήν ξέρεις;»
((Ναί, τήν κεντρική πλατεία τού Μονάχου ».
((Ακριβώς. Τό φως έκεΐ είναι υπέροχο. Στήσαμε τά καβα-
λέττα μας καί σκιτσάραμε μαζί γιά πολλές ώρες. Εκείνη ή μέ­
ρα υπήρξε μιά άπό τις ώραιότερες μέρες της ζωής μου. Τά σκί­
τσα μας ήταν καλά. Συγχαρήκαμε ό ένας τον άλλον καί άνα-
καλύψαμε ομοιότητες στή δουλειά μας. Κι οί δύο μας είμαστε
πολύ καλοί στις άρχιτεκτονικές λεπτομέρειες άλλά άρκετά
αδύναμοι στις άνθρώπινες φιγούρες. Πάντα άναρωτιόμουν μή­
πως ή άδυναμία μου νά σχεδιάζω φιγούρες ήταν συμβολική κι
άνακουφίστηκα πού είδα πώς κι εκείνος είχε τούς ίδιους περιο­
ρισμούς. Γιά τον Χίτλερ είναι βέβαιο πώς δέν είναι συμβολικό
- δέν ύπάρχει άνθρωπος μέ μεγαλύτερες ικανότητες στήν
έπαφή μέ τούς άλλους άνθρώπους ».
«Άκούγεται πολύ εύχάριστο. Ξαναβγήκατε ποτέ πάλι νά
σχεδιάσετε;»
((Δέν τό πρότεινε ποτέ ».
«Μ ίλησέ μου γιά άλλες ωραίες στιγμές πού είχες μαζί
του)).
«Ή καλύτερη μέρα τής ζωής μου ήταν πριν άπό τρεις έβδο-
306 ΤΟ 1ΙΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟΖΑ

μάδες. Ό Χίτλερ μέ πήρε νά ψωνίσουμε το καινούργιο μου γρα­


φείο. Είχε ένα πορτοφόλι γεμάτο ελβετικά φράγκα - δεν ξέρω
που τα βρήκε καί δέν είμαι ποτέ αδιάκριτος. Προτιμώ νά τον
αφήνω νά μου λέει τά καθέκαστα μέ τον δικό του ρυθμό. Ήρθε
μιά μέρα στον Π αρατηρητή καί λέει “ Πάμε γιά ψώνια. Μπο­
ρείς νά αγοράσεις όποιο γραφείο θέλεις - καί δλα δσα θέλεις
ν’ άκουμπήσεις έπάνω του”. Καί γιά τις έπόμενες δύο ώρες ξε­
φαντώσαμε στά πιο ακριβά μαγαζιά έπίπλων στο Μόναχο ».
« Ή καλύτερη μέρα τής ζωής σου - αύτό σημαίνει πολλά.
Πές μου κι άλλα ».
«"Ενα μέρος της ήταν καί ό ίδιος ό ένθουσιασμός γιά τό
δώρο. Φαντάσου κάποιος νά σέ βγάζει έξω καί νά σου λέει,
“ Αγόρασε δποιο γραφείο θέλεις. Σέ όποιαδήποτε τιμ ή”. Κι
έπειτα τό ότι ό Χίτλερ μου άφιέρωσε τόσο χρόνο καί τόση
προσοχή ήταν πραγματική εύτυχία».
« Γιατί είναι τόσο σημαντικός γιά σένα;»
«Ά πό πρακτική άποψη αύτός είναι τώρα ή κεφαλή τού
κόμματος καί ή έφημερίδα μου είναι ή έφημερίδα τού κόμμα­
τος. Επομένως στήν πραγματικότητα είναι τό άφεντικό μου.
Αλλά δέν νομίζω πώς έννοούσες αύτό ».
«"Οχι, έννοούσα “σημαντικός” μέ μιά βαθύτερη προσω­
πική έννοια ».
« Είναι δύσκολο νά τό βάλω σέ λόγια. Ό Χίτλερ έχει πάντα
αύτή τήν έπίδραση πάνω σου, πάνω στον καθένα ».
« Νά σέ παίρνει νά κάνετε μιά υπέροχη έξόρμηση γιά νά σού
αγοράσει κάτι. Άκούγεται σάν κάτι πού θά ήθελες νά είχε κά­
νει ό πατέρας σου ».
« Τον είχες γνωρίσει τον πατέρα μου! Μπορείς νά τον φαν­
ταστείς νά μέ βγάζει έξω καί νά μού προσφέρει οτιδήποτε,
έστω μιά καραμέλα; Σύμφωνοι, είχε χάσει τή γυναίκα του κι
ή υγεία του ήταν πολύ κακή, είχε καί μεγάλα οικονομικά προ­
βλήματα, καί πάλι 6μως, έγώ δέν πήρα τίποτα άπό κείνον, τ ί­
ποτα άπολύτως ».
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1922 3°7

« Πολύ έντονο συναίσθημα άκούγεται σ’ αύτά τα λόγια)).


«Τ α συναίσθημα μίας ολόκληρης ζω ή ς».
((Ναί, τόν γνώρισα. Καί ξέρω πώς δεν ήταν πολύ πατρικός
άπέναντί σου - 6σο για τη μητέρα σου, αύτή δεν τη γνώρισες
κάν ».
((Ή θεία Σεσίλια έκανε 6,τι μπορούσε. Δεν τήν κατηγορώ
ποτέ - είχε καί τα δικά της παιδιά. Πόσος κόσμος να χωρέσει
στήν άγκαλιά τη ς)).
((Επομένως ένα μέρος της μεγάλης σου χαράς για τόν Χίτ-
λερ προέρχεται άπό τό γεγονός 6τι έπιτέλους κάποιος σου φέρ­
θηκε πραγματικά σαν πατέρας. Τί ήλικία έχ ει;»
« Μόνο λίγα χρόνια μεγαλύτερος μου. Δεν μοιάζει μέ κανέ-
ναν άλλον άνθρωπο πού έχω γνωρίσει. Έ χ ει έρθει άπό τό που­
θενά, σαν κι έμένα, άπό μια οικογένεια άσήμαντη καί άμόρφω-
τη. Στον πόλεμο έφτασε μόνο στο βαθμό τού δεκανέα, παρότι
κέρδισε πολλές διακρίσεις. Δέν διαθέτει οικονομικά μέσα,
κουλτούρα, πανεπιστημιακή μόρφωση. Καί πάλι όμως ύπνω-
τίζει τούς πάντες. Δέν είναι κάτι πού συμβαίνει μόνο μαζί μου.
Οί άνθρωποι μαζεύονται γύρω του. Όλοι άναζητούν τήν παρέα
του καί τή συμβουλή του. Όλοι διαισθάνονται πώς είναι ένας
άνθρωπος τού πεπρωμένου, ό πολικός άστέρας τού γερμανικού
μέλλοντος ».
((Νιώθεις λοιπόν προνομιούχος πού βρίσκεσαι πλάι του. Ή
σχέση σας εξελίσσεται σέ στενή φ ιλ ία ;»
((Αυτό είναι τό ζήτημα - δέν έξελίσσεται. Πέρα άπό έκείνη
τήν “ήμέρα τού γραφείου”, ό Χίτλερ δέν μέ άναζητά. Νομίζω
πώς μέ συμπαθεί άλλά δέν μ’ άγαπάει. Δέν μού ζητάει ποτέ νά
φάμε μαζί. Κάνει πολύ πιο στενή παρέα μέ άλλους. Τήν περα­
σμένη έβδομάδα τόν είδα σέ πολύ οικείες συζητήσεις μέ τόν
Χέρμαν Γκαίρινγκ. Τά κεφάλια τους είχαν πλησιάσει τόσο τό
ένα τό άλλο πού άγγίζονταν. Μόλις είχαν γνωριστεί, κι 6μως
γελούσαν κι άστειεύονταν καί περπατούσαν πιασμένοι άπ’ τό
μπράτσο καί σκουντούσαν ό ένας τόν άλλον στο στομάχι σάν νά
3°8 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 1ΙΙΙΝΟΖΑ

γνωρίζονταν 6λη τους τή ζωή. Γιατί έμένα δεν μού συμβαίνει


ποτέ κάτι τέτοιο;»
« Εκείνη τή φράση σου, “Δεν μ’ άγαπάει” - σκέψου τη λ ί­
γο. Ά σε τό μυαλό σου να περιπλανηθεΐ λίγο γύρω άπ’ αυτή.
Σκέψου μεγαλόφωνα ».
Ό Άλφρεντ έκλεισε τα μάτια.
« Δεν άκούω τίποτα » είπε ό Φρήντριχ.
Ό Άλφρεντ χαμογέλασε. «Α γάπη. Κάποιος να μου πει
“σ’ άγαπώ ”. Μόνο μια φορά τα ακόυσα αύτά τα λόγια άπό τή
Χίλντα στο Παρίσι, πριν παντρευτούμε ».
« Είσαι παντρεμένος! Ναί, κόντευα να τό ξεχάσω. Πολύ
σπάνια άναφέρεις τή γυναίκα σου ».
« Θά ’πρεπε να πώ ήμουνα παντρεμένος. Έπισήμως εξακο­
λουθώ να είμαι. ’Έκανα έναν πολύ σύντομο γάμο τό 1915. Με
τή Χίλντα Λέεσμαν. Ζήσαμε μαζί δύο-τρεΐς έβδομάδες στο
Παρίσι, δπου έκείνη έκανε σπουδές χορεύτριας, καί τό πολύ
τρεις μέ τέσσερις μήνες στή Ρωσία. Καί τότε έμφάνισε βαριά
φυματίωση».
«Τ ί τρομερό. Σάν τον άδελφό σου, τή μητέρα καί τον πα­
τέρα σου. Καί μετά τί συνέβη;»
«Έ δ ώ καί πάρα πολύ καιρό δέν έχω νέα της. Τό τελευταίο
νέο πού είχα ήταν 6τι ή οίκογένειά της τήν έβαλε σ’ ένα σανα­
τόριο στον Μέλανα Δρυμό. Δέν ξέρω αν ζεΐ άκόμα. "Οταν εί­
πες, “τί τρομερό”, μέσα μου έκανα έναν μορφασμό, γιατί δέν
νιώθω καί πολλά γιά δλ’ αύτά. Ποτέ δέν τή σκέφτομαι. Καί
άμφιβάλλω αν έκείνη μέ σκέφτεται. Αποξενωθήκαμε. Θυμά­
μαι ένα άπό τά τελευταία πράγματα πού μου είπε, πώς δέν
είχα ποτέ ένδιαφερθει γιά τή ζωή της, δέν τήν είχα ποτέ ρω­
τήσει πώς περνούσε τή μέρα της ».
« Επομένως », είπε ό Φρήντριχ κοιτάζοντας τό ρολόι του,
« αύτό μάς έπαναφέρει στο λόγο γιά τον όποιο ήρθες σ’ έπαφή
μαζί μου. Ξεκινήσαμε μέ τό 6τι δέν μπαίνεις σέ καθημερινή
κουβέντα, δέν ένδιαφέρεσαι γιά τούς άλλους. "Επειτα ρίξαμε
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1922 3°9

μια ματιά σ’ έκεΐνο τό κομμάτι σου πού θέλει νά μοιάζει μέ


σφίγγα. Μετά στραφήκαμε στή λαχτάρα σου νά σ’ άγαπήσει
καί νά σέ προσέξει ό Χίτλερ καί στο πόσο σέ πονάει νά τον βλέ­
πεις νά προτιμάει άλλους, ένώ έσύ μένεις άπ’ έξω καί παρακο­
λουθείς. Κι έπειτα μιλήσαμε γιά την άπόστασή σου άπό τή γυ­
ναίκα σου. Α ς δούμε τώρα λίγο τήν έγγύτητα καί την άπόστα-
ση έδώ μ’ έμένα. Είπες 6τι έδώ νιώθεις άσφαλής;»
Ό Αλφρεντ συμφώνησε.
« Καί ποιά είναι τά αίσθήματά σου γιά μένα; »
« Μεγάλη άσφάλεια. Ε πίσης νιώθω πώς μέ κατανοείς άπό-
λυτα».
«Δ ιαπιστώ νεις λοιπόν 6τι μέ νιώθεις κοντά σου; Ό τι μέ
συμπαθείς;»
((Καί τά δύο ».
« Αύτή είναι ή μεγάλη άνακάλυψη πού κάναμε σήμερα. Νο­
μίζω πώς πράγματι μέ συμπαθείς, κι ένας σημαντικός λόγος
πού συμβαίνει αύτό είναι 8τι έγώ ένδιαφέρομαι γιά σένα. Νω­
ρίτερα είπες πώς δέν νομίζεις πώς ένδιαφέρεσαι γιά τούς
άλλους. Κι 6μως οί άνθρωποι συμπαθούν τούς άνθρώπους πού
ένδιαφέρονται γιά κείνους. Αύτό είναι τό πιο σημαντικό μήνυ­
μα πού έχω γιά σένα σήμερα. Θά τό ξα να πώ : Οι άνθρω ποι
συμπαθούν τους ανθρώπους πού ένδιαφέρονται γ ιά κείνους.
)) Σήμερα κάναμε καλή καί σκληρή δουλειά. Είναι ή πρώτη
μας συνεδρία καί βούτηξες μέ τήν πρώτη στά βαθιά. Αυπάμαι
πού πρέπει νά τελειώσουμε άλλά ήταν μιά πολύ μεγάλη μέρα
καί ή ένέργειά μου έχει άρχίσει νά φθίνει. Εύχομαι πραγμα­
τικά νά μπορέσεις νά έρχεσαι συχνά νά μέ βλέπεις. Νιώθω πώς
μπορώ νά σέ βοηθήσω ».
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε Ι Κ Ο Σ Τ Ο Π Ε Μ Π Τ Ο

ΑΜ ΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1658

ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ ό Σπινόζα -δχι


Σ Μπαρούχ πια άλλα άπό δώ καί στο έξης γνωστός ώς
Μπέντο ( καί στα γραπτά του Μ πενεντίκτους)- διατήρησε μια
παράξενη νυχτερινή σχέση μέ τον Φράνκο. Σχεδόν κάθε νύχτα
τήν ώρα πού ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του σέ μια μικρή
σοφίτα στο σπίτι τού Βάν ντέν Έ ντεν καί περίμενε μέ άνησυ-
χία τον ύπνο, έμπαινε στις σκέψεις του ή εικόνα τού Φράνκο.
Ή είσοδός του ήταν τόσο άνεπαίσθητη καί κρυφή πού, άντίθε­
τά άπ’ δ,τι συνήθιζε, ό Μπέντο δέν προσπάθησε ποτέ να κατα­
λάβει γιατί τον έφερνε τόσο συχνά στο μυαλό του.
Καμιά άλλη στιγμή δμως δέν τον σκεφτόταν. Οί ώρες πού
ήταν ξύπνιος ήταν γεμάτες μέ διανοητικά έγχειρήματα πού
τού πρόσφεραν περισσότερη χαρά άπό οτιδήποτε είχε ζήσει ώς
τότε. Κάθε φορά πού φανταζόταν τον έαυτό του γέρο καί μα­
ραμένο ν’ άναλογίζεται τή ζωή του, ήταν σίγουρος πώς αύτές
άκριβώς τις ήμέρες θά διάλεγε ώς τήν καλύτερη περίοδο της
ζωής του, αύτές τις μέρες πού ζούσε στήν άκαδημία μέ τον
Βάν ντέν "Εντεν καί τούς άλλους σπουδαστές, πού κατακτούσε
τά λατινικά καί τά έλληνικά καί γευόταν τις μεγάλες φιλοσο­
φικές έννοιες τού κλασικού κόσμου - τό άτομιστικό σύμπαν
τού Δημόκριτου, τήν ιδέα τού άγαθού τού Πλάτωνα, τό άκίνη-
το κινούν τού Αριστοτέλη καί τήν έλευθερία άπό τά πάθη των
Στωικών.
Ή ζωή του ήταν ωραία στήν άπλότητά της. Συμφωνούσε
άπόλυτα μέ τήν επιμονή τού Επίκουρου 6τι οί άνάγκες τού
άνθρώπου είναι λίγες καί ικανοποιούνται εύκολα. Μήν έχοντας
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1658 3* 1

άλλες άνάγκες πέρα άπό τή στέγη, τήν τροφή, μερικά βιβλία,


χαρτί καί μελάνι, μπορούσε να κερδίζει τις γκίλντες πού χρεια­
ζόταν τροχίζοντας φακούς για ματογυάλια μόνο δύο ήμέρες
τήν έβδομάδα καί διδάσκοντας έβραϊκά στούς κολλεγιαστές
πού έπιθυμούσαν να διαβάσουν τις γραφές στήν πρωτότυπη
γλώσσα τους.
Ή άκαδημία τού πρόσφερε όχι μόνο ένα επάγγελμα κι ένα
σπίτι άλλα καί μια κοινωνική ζωή - ορισμένες φορές μάλιστα
περισσότερη άπ’ όση θά ήθελε. Κανονικά έπρεπε νά τρώει βρα­
δινό μέ τήν οικογένεια Βάν ντέν Έ ντεν καί τούς οίκότροφους
της ακαδημίας, έκεϊνος όμως πολλές φορές διάλεγε ν’ άνεβάσει
στο δωμάτιό του ένα πιάτο ψωμί μέ σκληρό ολλανδικό τυρί κι
ένα κερί γιά νά διαβάσει. Οί απουσίες του στο δείπνο άπογοή-
τευαν τή Μαντάμ Βάν ντέν Έ ντεν πού τον θεωρούσε πολύ άνα­
ζωογονητικό συζητητή καί προσπαθούσε χωρίς επιτυχία νά
ένισχύσει τήν κοινωνικότητά του, προσφερόμενη άκόμα καί νά
τού μαγειρεύει τά άγαπημένα του φαγητά καί νά άποφεύγει
γεύματα πού περιείχαν συστατικά άπαγορευμένα στούς Ε ­
βραίους. Ό Μπέντο τή διαβεβαίωνε πώς δέν άκολουθούσε μέ
κανένα τρόπο έβραϊκή δίαιτα αλλά πώς άπλώς ήταν άδιάφορος
προς τό φαγητό καί πώς τον ικανοποιούσε καί τό άπλούστερο
γεύμα - τό ψωμί του, τό τυρί καί τό καθημερινό του ποτήρι μπί­
ρα πού τό συνόδευε καπνίζοντας τή μακριά πήλινη πίπα του.
Έ ξω άπό τά μαθήματα άπέφευγε νά έχει κοινωνικές επα­
φές μέ τούς συμφοιτητές του μέ έξαίρεση τον Ντίρκ, ό όποιος
έπρόκειτο πολύ σύντομα νά φύγει γιά τήν ιατρική σχολή καί
φυσικά τήν αξιολάτρευτη Κλάρα-Μαρία μέ τήν πρόωρη πνευ­
ματική άνάπτυξη. Συνήθως όμως έπειτα άπό λίγη ώρα ξεγλι­
στρούσε άκόμα κι άπ’ αύτούς προτιμώντας τή συντροφιά των
διακοσίων βαριών καί παλιοκαιρισμένων τόμων πού ύπηρχαν
στή βιβλιοθήκη τού Βάν ντέν Έντεν.
Πέρα άπό τό ένδιαφέρον του γιά τούς ώραιότατους πίνακες
πού κρέμονταν στά μαγαζιά των έμπόρων τέχνης στά στενά
312 ΙΌ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟΖΑ

δρομάκια πού ξεκινούσαν άπό το δημαρχείο, ό Μπέντο δεν είχε


μεγάλο ένδιαφέρον για τις τέχνες καί άντιστεκόταν στις άπό-
πειρες τού Βάν ντέν Έντεν να αυξήσει τήν καλλιτεχνική του
εύαισθησία στή μουσική, στήν ποίηση καί στήν πρόζα. Στήν
παθιασμένη βμως άφοσίωση τού σχολάρχη για τό θέατρο ήταν
άδύνατο να άντισταθεΐ. Ό Βάν ντέν Έ ντεν έπέμενε πώς τό
κλασικό δράμα δεν μπορεί να τό έκτιμήσει κανείς παρά μόνο
αν τό διαβάσει μεγαλόφωνα, καί ό Μπέντο συμμετείχε φιλότι­
μα μέ τούς άλλους μαθητές σέ δραματοποιημένες άναγνώσεις
μέσα στήν τάξη, μολονότι παραήταν ντροπαλός για να πει τα
λόγια του μέ άρκετό συναίσθημα. Συνήθως δύο φορές τό χρόνο
ό στενός φίλος του Βαν ντέν’Έντεν, ό διευθυντής τού Δημοτι­
κού Θεάτρου τού Άμστερνταμ, έπέτρεπε στήν άκαδημία να
χρησιμοποιεί τή σκηνή του για μεγάλες παραγωγές μπροστά
σ’ ένα μικρό κοινό συγγενών καί φίλων των μαθητών.
Τό χειμώνα τού 1658, πάνω άπό έναν χρόνο έπειτα άπό τον
άφορισμό τού Μπέντο, θά έπαιζαν τον Ευνούχο τού Τερέντιου,
καί ό Μπέντο είχε άναλάβει τό ρόλο τού Παρμένωνα, ενός πα­
νέξυπνου δούλου. Τήν πρώτη φορά πού έριξε μιά ματιά στά λό­
για του χαμογέλασε φτάνοντας στο παρακάτω άπόσπασμα:
Άν νομίζεις πώς πράγματα άβέβαια μπορούν νά έπιβεβαιω-
θούν μέ τή λογική, τίποτα δέν θά κατορθώσεις, σάν νά πα­
σχίζεις μέσα απ’ τή λογική νά τρελαθείς.
Ό Μπέντο κατάλαβε πώς τήν ώρα πού μοίραζε τούς ρόλους
ό Βάν ντέν ’Έντεν, λειτουργούσε ή ωμή αίσθηση τού χιούμορ
του. Ό δάσκαλός του πείραζε σταθερά τον Μπέντο γιά τον
ύπερτροφικό ορθολογισμό του πού δέν άφηνε χώρο γιά καμιά
καλλιτεχνική εύαισθησία.
Ή παράσταση ήταν θαυμάσια, οί μαθητές έπαιξαν τούς ρό­
λους τους μέ ζήλο, τό κοινό γέλασε πολύ καί χειροκρότησε γιά
ώρα (παρότι δέν καταλάβαιναν πολλά άπό τούς λατινικούς
διαλόγους ) καί ό Μπέντο έφυγε σέ πολύ καλή διάθεση άπό τό
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1658 3*3

θέατρο κρατώντας από τό μπράτσο τούς δύο φίλους του, τήν


Κλάρα-Μαρία ( πού είχε παίξει τήν έταίρα Θαΐδα ) καί τον
Ντίρκ (πού είχε παίξει τον Φαιδρία ). Ξαφνικά πίσω άπ’ τις
σκιές πετάχτηκε ένας μανιασμένος άντρας μέ έξαγριωμένο
βλέμμα κραδαίνοντας ένα μακρύ χασαπομάχαιρο. Ουρλιάζον­
τας στα πορτογαλικά « Η β ^ β , ! » (« Αιρετικέ!» ),
δρμησε στον Μπέντο καί τον έσκισε δύο φορές στήν κοιλιά. Ό
Ντίρκ πάλεψε μέ τον άντρα καί τον έριξε στο έδαφος, ένώ ή
Κλάρα-Μαρία όρμούσε νά βοηθήσει τον Μπέντο καί κρατούσε
τό κεφάλι του στά χέρια της. Ό Ντίρκ ήταν λεπτοκαμωμένος
κι ό άντρας ήταν πολύ δυνατότερος, τον πέταξε άπό πάνω του
καί τό ’βάλε άμέσως στά πόδια μέσα στο σκοτάδι μέ τό μαχαί­
ρι. Ό Βάν ντένΈντεν, πού ήταν γιατρός στά νιάτα του, έτρεξε
νά εξετάσει τον Μπέντο. Βλέποντας τις δύο σχισμές στο
χοντρό μαύρο παλτό του τό ξεκούμπωσε γρήγορα καί διαπί­
στωσε πώς τό πουκάμισό του, κι αύτό σκισμένο, ήταν λεκια­
σμένο μέ αίμα άλλά τά ίδια τά τραύματα ήταν μόνο επιδερμικά.
Ό Μπέντο σοκαρισμένος καί ύποβασταζόμενος άπό τον
Βάν ντένΈντεν καί τον Ντίρκ μπόρεσε νά περπατήσει τά τρία
τετράγωνα πού τούς χώριζαν άπό τό σπίτι καί νά άνέβει άργά
άργά τις σκάλες ώς τό δωμάτιό του. Μέ πολλή δυσκολία κα­
τάπιε μιά γουλιά βαλεριάνα πού τού είχε ετοιμάσει ό σχολάρ-
χης γιατρός. Ξάπλωσε καί, μέ τήν Κλάρα-Μαρία καθισμένη
στο πλάι τού κρεβατιού του νά τού κρατά τό χέρι, βυθίστηκε
σέ λίγο σ’ έναν βαθύ δωδεκάωρο ύπνο.
Τήν έπόμενη μέρα σ’ ολόκληρο τό σπίτι επικρατούσε άτα-
ξία. Νωρίς τό πρωί είχαν εμφανιστεί στήν πόρτα οί δημοτικές
άρχές καί ζητούσαν πληροφορίες γιά τον άντρα πού έκανε τήν
επίθεση, ένώ άργότερα έφτασαν δύο ύπηρέτες μέ σημειώματα
άπό άγανακτισμένους γονείς πού μέμφονταν τον Βάν ντέν
Έντεν όχι μόνο έπειδή παρουσίασε ένα σκανδαλώδες έργο μέ
θέμα τή σεξουαλικότητα καί τήν παρενδυσία άλλά καί γιά τό
γεγονός βτι έπέτρεψε σέ μιά νέα κοπέλα ( τήν κόρη του) νά
3 »4 ΤΟ IΙΡΟΒΑΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

παίξει στο θέατρο - καί μάλιστα τό ρόλο μίας έταίρας. Ό σχο-


λάρχης δμως παρέμενε αξιοθαύμαστα γαλήνιος -δχι, παραπά­
νω άπό γαλήνιος-, βρήκε τις έπιστολές πολύ διασκεδαστικές
καί γελούσε σκεπτόμενος πόσο θά γαργαλούσαν τον Τερέντιο
αυτοί οί άγανακτισμένοι καλβινιστές γονείς. Ή ευθυμία του
καθησύχασε σέ λίγο τήν οικογένεια καί ό ίδιος ξαναγύρισε στή
διδασκαλία των ελληνικών καί των λατινικών.
Ψηλά στή σοφίτα ό Μπέντο έξακολουθούσε νά είναι γεμά­
τος άγωνία καί ν’ άντέχει μέ δυσκολία τήν πίεση πού έσφιγγε
τό στήθος του. Οί εικόνες τής έπίθεσης κυρίευαν ολοένα τό
μυαλό του, οί κραυγές « Αιρετικέ!», ή λάμψη τού μαχαιριού, ή
πίεσή του καθώς έσκιζε τό παλτό του, ή πτώση του στο έδα­
φος κάτω άπ’ τό βάρος τού άντρα. Γιά νά ήρεμήσει, έπικαλέ-
στηκε τό συνηθισμένο του δπλο, τό ξίφος τής λογικής, έκείνη
τήν ήμέρα δμως ούτε αύτό μπορούσε νά νικήσει τό φόβο του.
Ό Μπέντο έπέμεινε. Δοκίμασε νά καθυστερήσει τήν ανα­
πνοή του παίρνοντας μακριές εισπνοές καί άνέσυρε σκόπιμα
τήν τρομακτική εικόνα τού προσώπου τού έπιτιθέμενου -είχε
πυκνή γενειάδα, γουρλωμένα μάτια καί άφριζε σάν λυσσασμέ­
νος σκύλος- καί τήν κράτησε μπροστά στά μάτια του ώσπου ή
εικόνα διαλύθηκε. «Ηρέμησε» μουρμούρισε. «Σκέψου μόνο
έτούτη τή στιγμή. Μή χάνεις ένέργεια σέ 6,τι δέν μπορείς νά
έλέγξεις. Δέν μπορείς νά έλέγξεις τό παρελθόν. Φοβάσαι,
έπειδή φαντάζεσαι αύτό τό παλιό γεγονός νά συμβαίνει τώρα
στο παρόν. Ό νούς σου δημιουργεί τήν εικόνα. Ό νούς σου δη­
μιουργεί τά συναισθήματά σου γ ι’ αύτή τήν εικόνα. Επικεν­
τρώσου μόνο στον έλεγχο τού νού σου ».
Όλες αύτές δμως οί δοκιμασμένες συνταγές πού συγκέν­
τρωνε στο σημειωματάριό του δέν κατόρθωναν νά καθησυχά­
σουν τήν καρδιά του πού χτυπούσε δυνατά καί γρήγορα. Ό
Μπέντο συνέχισε νά προσπαθεί νά καταπραυνει αύτό πού
ένιωθε μέ τή λογική: « Θυμήσου δτι τά πάντα στή φύση έχουν
ένα αίτιο. Έσύ, Μπέντο Σπινόζα, είσαι ένα άσήμαντο κομμάτι
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1658 315

αύτοΰ του εύρύτατου αίτιακού πλέγματος. Σκέψου τή μακριά


διαδρομή του δολοφόνου, τή μακριά άλυσίδα γεγονότων πού
οδήγησαν αναπόφευκτα σ’ αυτή τήν έπίθεση ». Ποιά ήταν άρα­
γε τά γεγονότα αύτά; άναρωτήθηκε. ’'Ισως κάποιες έμπρη-
στικές ομιλίες τού ραβίνου; ’Ίσως κάποια δυστυχία στο πα­
ρελθόν ή στο παρόν τού άνθρώπου πού τού έπιτέθηκε; Ό
Μπέντο άναλογιζόταν όλες αύτές τις σκέψεις καί βημάτιζε
μπρός-πίσω στο δωμάτιό του.
Σέ λίγο άκούστηκε ένας σιγανός χτύπος. Καθώς βρισκόταν
μόνο ένα βήμα άπ’ τήν πόρτα, άπλωσε τό χέρι καί τήν άνοιξε
άμέσως. Είδε τήν Κλάρα-Μαρία καί τον Ντίρκ νά στέκονται
στο άνοιγμα μέ τά χέρια τους ν’ άγγίζονται, τά δάχτυλά τους
πλεγμένα. Τράβηξαν άμέσως τά χέρια τους καί μπήκαν στο
δωμάτιό του.
«Μπέντο» είπε ή Κλάρα-Μαρία κοκκινίζοντας. «Ώ , ση­
κώθηκες καί περπατάς; Δεν πάει μιά ώρα πού ξαναχτυπήσα­
με, κι άφού δεν άπάντησες ρίξαμε μιά ματιά καί κοιμόσουνα
τόσο βαθιά».
«Χμ, ναι, χαίρομαι πού σέ βλέπω όρθιο» είπε ό Ντίρκ.
((Δεν τον έπιασαν άκόμα τον μανιακό άλλά τον είδα καλά καί
θά τον άναγνωρίσω μόλις τον πιάσουν. Ε λπίζω νά τον κλεί-
σουν μέσα γιά πολύ καιρό ».
Ό Μπέντο δεν είπε τίποτα.
Ό Ντίρκ έδειξε τήν κοιλιά τού Μπέντο. « Γιά νά δούμε λίγο
τό τραύμα. Ό Βάν ντέν Έ ντεν μού ζήτησε νά τό έλέγξω ». Ό
Ντίρκ πλησίασε κι έκανε νόημα στήν Κλάρα-Μαρία νά τούς
άφήσει μόνους.
Άλλά ό Μπέντο οπισθοχώρησε καί κούνησε τό κεφάλι.
«Ό χι, οχι. Είμαι μιά χαρά. Όχι αύτή τή στιγμή. Θά ’θελα νά
μείνω λίγο άκόμα μόνος ».
« Εντάξει, θά ξανάρθουμε σέ μία ώρα ». Βγαίνοντας άπ’ τό
δωμάτιο ό Ντίρκ κι ή Κλάρα-Μαρία κοιτάχτηκαν άπορημένοι.
Τώρα ό Μπέντο ένιωθε άκόμα χειρότερα: αύτά τά χέρια
3 ι6 ΤΟ 11ΡΟΒΑΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟ/Α

πού αγγίζονταν καί πού τραβήχτηκαν για να μήν τα δει, αυτό


τό βλέμμα μεγάλης οικειότητας άνάμεσά τους. Πριν από λίγα
μόλις λεπτά οί δύο τους ήταν οί πιο στενοί του φίλοι. Τήν πε­
ρασμένη νύχτα ό Ντίρκ τού είχε σώσει τή ζωή. Μόλις τήν πε­
ρασμένη νύχτα ό Μπέντο είχε λατρέψει τό παίξιμο της Κλά­
ρα-Μαρία, είχε μαγευτεί από κάθε της κίνηση, άπό κάθε ερω­
τικό κίνημα των χειλιών της καί πετάρισμα των βλεφαρίδων
της. Καί τώρα ξαφνικά ένιωθε μίσος καί γιά τούς δύο. Δέν
μπόρεσε νά εύχαριστήσει τον Ντίρκ -δέν μπόρεσε ούτε κάν νά
άρθρώσει τό δνομά του- ούτε τήν Κλάρα-Μαρία πού είχε μεί­
νει μαζί του τήν προηγούμενη νύχτα.
« Γιά σιγά » μουρμούρισε στον εαυτό του. « Γιά κάνε λίγο
πίσω καί κοίταξε τον εαυτό σου άπό μεγάλη άπόσταση. Δες
πώς τά συναισθήματά σου στροβιλίζονται φρενιασμένα - πρώ­
τα άγάπη, έπειτα μίσος, έπειτα θυμός. Πόσο άστατα, πόσο
ιδιότροπα είναι τά πάθη. Κοίτα πώς σέ πετάνε έδώ κι εκεί οί
πράξεις τών άλλων. Ά ν θέλεις νά εύδοκιμήσεις, πρέπει νά ξε-
περάσεις τά πάθη σου άγκιστρώνοντας τά αίσθήματά σου σέ
κάτι πού δέν άλλάζει, σέ κάτι πού διαρκεϊ αιώνια ».
Άλλος ένας χτύπος στήν πόρτα. Ό ίδιος σιγανός χτύπος.
Μήπως ήταν εκείνη; Κι έπειτα ή μελωδική φωνή της. « Μπέν­
το, Μπέντο, μπορώ νά μ πώ ;»
Ή ελπίδα καί τό πάθος άναδεύτηκαν. Ό Μπέντο ζωντάνεψε
άμέσως καί ξέχασε καθετί αιώνιο πού δέν άλλάζει. ’Ίσως ή
Κλάρα-Μαρία νά ήταν μόνη, άλλαγμένη, γεμάτη τύψεις. ’Ίσως
νά τού έπιανε πάλι τό χέρι.
« ’Έλα μέσα».
Ή Κλάρα-Μαρία μπήκε μόνη κρατώντας στο χέρι ένα ση­
μείωμα. «Μπέντο, ένας άντρας μού έδωσε αύτό γιά σένα.
Ένας παράξενος, ταραγμένος, κοντός άντρας μέ βαριά πορτο­
γαλική προφορά, πού κοιτούσε συνεχώς δεξιά κι άριστερά στο
δρόμο. Νομίζω πώς είναι Εβραίος καί περιμένει άπάντηση
άπέναντι, μπροστά στο κανάλι».
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1658 3 *7

Ό Μπέντο πήρε τό σημείωμα απ’ τό άπλωμένο της χέρι, τό


άνοιξε καί τό διάβασε βιαστικά. Ή Κλάρα-Μαρία τον παρα­
κολουθούσε μέ μεγάλη περιέργεια: Ποτέ δέν είχε ξαναδεΐ τον
Μπέντο να καταβροχθίζει κάτι τόσο λυσσασμένα. Τής τό διά­
βασε φωναχτά μεταφράζοντας τις πορτογαλικές λέξεις στα
ολλανδικά.
Μπέντο, έμαθα για χθες τη νύχτα. Τό γνωρίζει ολόκληρη ή
συναγωγή. Θέλω να σε δώ σήμερα. Είναι σημαντικό. Είμαι
κοντά σου στο Σίνγκελ, μπροστά στο κόκκινο πλωτό σπίτι.
Μπορείς νά έρθεις; Φράνκο.
((Κλάρα-Μαρία », είπε ό Μπέντο, « είναι ένας φίλος. Ό μο­
ναδικός φίλος πού μου έμεινε άπό τήν παλιά μου ζωή. Πρέπει
νά πάω νά τον δώ. Θά καταφέρω νά κατέβω τή σκάλα ».
«Ό χι, ό μπαμπάς είπε πώς δέν πρέπει σήμερα ν’ ανέβεις
σκάλες. Θά πώ στον φίλο σου νά ξανάρθει σέ δύο-τρεΐς μέρες ».
«Τονίζει όμως τό “σήμερα”. Πρέπει νά έχει σχέση μέ τό
χθεσινό. Οί πληγές μου δέν είναι παρά γραντζουνιές. Μπορώ
νά τά καταφέρω ».
« ’Όχι, ό μπαμπάς μου άνέθεσε τή φροντίδα σου. Σου τό α­
παγορεύω. Θά τον φέρω εδώ πάνω. Είμαι σίγουρη βτι ό μπα­
μπάς θά δεχόταν ».
Ό Μπέντο συγκατένευσε. « Σ’ ευχαριστώ, πρόσεξε όμως νά
μήν υπάρχει κανείς στο δρόμο - κανείς δέν πρέπει νά τον δει νά
μπαίνει. Ό άφορισμός μου άπαγορεύει σέ κάθε Εβραίο νά μου
μιλήσει. Δέν πρέπει νά τον δουν νά μ’ έπισκέπτεται».
Σέ δέκα λεπτά ή Κλάρα-Μαρία έπέστρεψε μαζί μέ τον
Φράνκο. ((Μπέντο, πότε νά έρθω γιά νά τον συνοδέψω ώς έξω ;»
Μήν παίρνοντας άπάντηση άπό τούς δύο άντρες πού κοιτάζον­
ταν στά μάτια τελείως άπορροφημένοι, άποχώρησε διακριτι­
κά. ((Θά είμαι στο διπλανό δωμάτιο ».
Μόλις άκούστηκε ή πόρτα νά κλείνει, ό Φράνκο πλησίασε
κι έπιασε τον Μπέντο σφιχτά άπ’ τούς ώμους. « Είσαι καλά,
318 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ 1ΠΙΝΟ/Α

Μπέντο; Ή κοπέλα μου είπε πώς δεν έχεις σπουδαία τραύματα ».


«Ό χι, Φράνκο, εδώ μόνο μερικές γραντζουνιές» -είπε κι
έδειξε τήν κοιλιά του-, « άλλα εδώ » -πρόσθεσε δείχνοντας τό
κεφάλι του-, «έχω μια τεράστια πληγή».
((Μέ άνακουφίζει τόσο πού σέ βλέπω ».
((Κι έμένα τό ίδιο. ’Έλα, ας καθίσουμε ». Έδειξε τό κρεβάτι
κι οί δύο άντρες κάθισαν. Ό Φράνκο συνέχισε.
((Στήν άρχή κυκλοφόρησε στήν κοινότητα δτι πέθανες, δτι
σ’ έκαψε ό Θεός. Πήγα στή συναγωγή καί ή άτμόσφαιρα εκεί
ήταν πανηγυρική - ό κόσμος έλεγε πώς ό Θεός είχε άκούσει
τις φωνές τους καί είχε άποδώσει δικαιοσύνη. Κόντεψα να τρε­
λαθώ άπ’ τήν άγων ία καί μόνο δταν μίλησα μέ κάποιους άστυ-
νομικούς πού έρευνούσαν τή γειτονιά για τον δολοφόνο έμαθα
δτι είχες τραυματιστεί καί, δπως ήταν φυσικό, οχι άπό τον
Θεό άλλα άπό έναν τρελό Εβραίο ».
(( Ποιος είναι;»
((Κανείς δέν ξέρει. ’Ή τουλάχιστον κανείς δέν λέει δτι ξέρει.
Ακόυσα πώς είναι ένας Εβραίος πού μόλις έφτασε στο Ά μ­
στερνταμ ».
«Ναί, είναι Πορτογάλος. Φώναζε ‘ΉeΓege” τήν ώρα πού
μου δρμηξε ».
((Είπαν πώς ή οίκογένειά του σκοτώθηκε άπό τήν Ιερά
Εξέταση. Καί ίσως νά τον έρεθίζουν ιδιαίτερα οί Εβραίοι πού
άποκήρυξαν τήν πίστη τους. Μερικοί πρώην Εβραίοι στήν
’Ισπανία καί στήν Πορτογαλία έχουν γίνει οί χειρότεροι εχθροί
τών Εβραίων: κάποιοι ιερείς πού κερδίζουν μιά γρήγορη προ­
αγωγή βοηθώντας τούς ιεροεξεταστές νά διακρίνουν τήν άλή-
θεια πίσω άπό τά φαινόμενα».
((Τώρα λοιπόν τό αίτιακό πλέγμα γίνεται πιο σαφές ».
« Τό αίτιακό πλέγμα;»
((Είναι ώραιο νά ξαναβρίσκομαι μαζί σου, Φράνκο. Μ’ άρέ-
σει πάντα ό τρόπος πού μέ σταματάς καί ζητάς διευκρινίσεις.
Εννοώ άπλώς πώς τό καθετί έχει ένα αίτιο ».
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1658 3 '9

((Ακόμα κι ή έπίθεση αυτή;»


((Ναι, τα πάντα! Τα πάντα υποτάσσονται στους νόμους της
Φύσης καί μέσα άπό τή λογική μας είναι δυνατό να συλλάβου-
με αυτή τήν αλυσίδα αιτιότητας. Πιστεύω πώς αύτό ισχύει όχι
μόνο για τα φυσικά άντικείμενα άλλα καί για καθετί άνθρώπι-
νο καί μόλις ξεκινώ τό έγχείρημα να άντιμετωπίζω τις άνθρώ-
πινες πράξεις, σκέψεις καί ορέξεις άκριβώς σαν να έπρόκειτο
για γραμμές, έπίπεδα καί σώματα».
« Λές δηλαδή ότι μπορούμε να γνωρίζουμε τό αίτιο κάθε
σκέψης καί όρεξης, κάθε ιδιοτροπίας καί ονείρου;»
Ό Μπέντο έγνεψε καταφατικά.
((Αύτό σημαίνει πώς δεν μπορούμε απλώς να άποφασίσου-
με να κάνουμε ορισμένες σκέψεις; Δεν μπορώ εγώ να άποφα-
σίσω να στρέψω τό κεφάλι μου προς τή μια κατεύθυνση κι
έπειτα προς τήν άλλη; "Οτι δεν διαθέτουμε μια απλή έλευθερία
έπιλογής;»
«Ακριβώς αύτό εννοώ. Ό άνθρωπος είναι μέρος τής Φύσης
καί επομένως ύπόκειται στο αίτιακό δίκτυο της Φύσης. Τίπο­
τα στή Φύση -ούτε έμεις οί άνθρωποι- δεν μπορεί απλώς να
έπιλέξει να ξεκινήσει μια δράση άπό ιδιοτροπία. Δεν μπορεί
νά υπάρξει χωριστή έπικράτεια μέσα σέ μιά επικράτεια ».
«Χωριστή έπικράτεια μέσα σέ μιά επικράτεια; Πάλι χά­
θηκα».
((Φράνκο, έχει περάσει πάνω άπό χρόνος άπό τήν τελευταία
φορά πού μιλήσαμε κι άντί νά ρωτήσω νά μάθω τά πάντα γιά
τή ζωή σου, έγώ μιλάω άμέσως γιά Φιλοσοφία».
«Ό χι. Τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό γιά μένα απ’ τό νά
συζητώ έτσι μαζί σου. Είμαι σάν τον άνθρωπο πού πεθαίνει
άπ’ τή δίψα καί συναντά μιά όαση. Τά ύπόλοιπα μπορούν νά
περιμένουν. Μίλησέ μου γιά τήν έπικράτεια μέσα σέ μιά έπι-
κράτεια ».
((Εννοώ πώς, άφού ό άνθρωπος είναι άπ’ όλες τις άπόψεις
μέρος της Φύσης, είναι σφάλμα νά πιστεύουμε πώς διαταράσ­
3 ·2θ ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΙΠΙΝΟ/.Α

σει αντί ν’ ακολουθεί τήν τάξη τής Φύσης. Είναι σφάλμα να


θεωρούμε ότι ό άνθρωπος -άλλα καί όποιαδήποτε άλλη οντό­
τητα μέσα στή Φύση- διαθέτει ελεύθερη βούληση. Όλα όσα
κάνουμε καθορίζονται άπό ορισμένα αίτια, έξωτερικά ή εσω­
τερικά. Θυμάσαι πώς σου είχα άποδείξει παλαιότερα ότι ό
Θεός, ή ή Φύση, δέν διέκρινε τούς Εβραίους ώς διαλεχτό
λαό;»
Ό Φράνκο έγνεψε βτι θυμόταν.
« Μέ τον ίδιο τρόπο άληθεύει καί βτι ό Θεός δέν διάλεξε τό
άνθρώπινο είδος ώς κάτι ιδιαίτερο πού να έξαιρεΐται άπό τούς
νόμους της Φύσης. Πιστεύω πώς αύτή ή ιδέα δέν σχετίζεται
μέ τή φυσική τάξη, άντίθετα προέρχεται άπό τή βαθιά μας
άνάγκη να είμαστε ιδιαίτεροι, να είμαστε άθάνατοι».
((Νομίζω πώς συλλαμβάνω τό νόημα αύτών πού λές - είναι
μια σκέψη πού έχει τεράστιες διαστάσεις. Να μή διαθέτουμε
έλευθερία βούλησης; Διστάζω να τό δεχτώ. Θέλω να τό άμφι-
σβητήσω. Βλέπεις, νομίζω ότι είμαι έλεύθερος να άποφασίσω
να π ώ : “Θέλω να τό άμφισβητήσω”. Κι όμως δέν έχω να προ­
βάλω κανένα έπιχείρημα. *Ως τήν επόμενη φορά πού θά συναν­
τηθούμε θά έχω σκεφτεΐ μερικά. Μιλούσες όμως γιά τον δολο­
φόνο καί γιά τό αίτιακό δίκτυο, όταν σέ διέκοψα. Συνέχισε, σέ
παρακαλώ, Μπέντο ».
((Νομίζω ότι είναι νόμος τής Φύσης νά άνταποκρινόμαστε
σέ ολόκληρες τάξεις πραγμάτων μέ τον ίδιο τρόπο. Αύτός ό
δολοφόνος, πιθανότατα τρελαμένος άπό τό πένθος γιά τήν
οίκογένειά του, άκουσε πώς ήμουν πρώην Εβραίος καί μέ τα­
ξινόμησε μαζί μέ άλλους πρώην Εβραίους πού έβλαψαν τήν
οίκογένειά του ».
((Ό συλλογισμός σου είναι λογικός άλλά πρέπει νά συμπε-
ριλάβει τήν έπιρροή άλλων πού ίσως νά τον ένθάρρυναν νά κά­
νει κάτι τέτοιο ».
((Κι αύτοί οί “άλλοι” ύπόκεινται στο αίτιακό δίκτυο» είπε
ό Μπέντο.
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1658 32 1

Ό Φράνκο έκανε μια παύση καί κούνησε το κεφάλι κατα­


φατικά. « Ξέρεις τί πιστεύω, Μπέντο;»
Ό Μπέντο τον κοίταξε μέ σηκωμένα τα φρύδια.
« Νομίζω πώς κάτι τέτοιο είναι εγχείρημα ζωής ».
« Σ’ αύτο συμφωνούμε άπόλυτα. Καί είμαι πρόθυμος, έξαι-
ρετικά πρόθυμος μάλιστα, να άφιερώσω τή ζωή μου στο
εγχείρημα αύτό. Τί θά έλεγες όμως για τήν έπιρροή κάποιων
άλλων πάνω στον δολοφόνο;»
« Πιστεύω πώς τήν ιδέα αύτή τήν ένστάλαξαν οί ραβίνοι
καί πώς έκεΐνοι διαμόρφωσαν τις σκέψεις καί τις πράξεις τού
άνθρώπου πού σού έπιτέθηκε. Κυκλοφορούν φήμες 6τι τώρα
τον κρύβουν στα υπόγεια τής συναγωγής. Πιστεύω πώ ς οί
ραβίνοι ήθελαν τό θάνατό σου, για να χρησιμεύσει ώς προει­
δοποίηση προς τούς πιστούς για τούς κινδύνους πού έπιφυ-
λάσσει ή αμφισβήτηση τής ραβινικής έξουσίας. Σκοπεύω να
πληροφορήσω τήν άστυνομία για τό πού μπορεί να κρύβε­
ται ».
« ’Όχι, Φράνκο. Μήν τό κάνεις. Σκέψου τις συνέπειες. Ό
κύκλος πένθος-όργή-έκδίκηση-τιμωρία-άντίποινα θά είναι
άτελείωτος καί κάποια στιγμή θά καταπιεί κι έσένα καί τήν
οίκογένειά σου. Διάλεξε έναν θρησκευτικό δρόμο».
Ό Φράνκο ξαφνιάστηκε. ((Θρησκευτικό; Πώς γίνεται νά
χρησιμοποιείς τή λέξη “θρησκευτικός”; »
((Εννοώ έναν δρόμο ήθικό, ένάρετο. Ά ν θέλεις νά άλλάξεις
αύτόν τον κύκλο τής άγωνίας, πρέπει νά συναντηθείς μέ τον
παραλίγο δολοφόνο » είπε ό Μπέντο. «Άνακούφισέ τον, παρη­
γόρησε τό πένθος του, προσπάθησε νά τον φωτίσεις ».
Ό Φράνκο κούνησε τό κεφάλι χωρίς νά μιλήσει προσπα­
θώντας νά χωνέψει τά λόγια τού Μπέντο κι έπειτα είπ ε: ((Μπέν­
το, ας γυρίσουμε σ’ έκεΐνο πού είπες στήν άρχή γιά τή βαθιά
πληγή στο κεφάλι σου. Πόσο σοβαρή είνα ι;»
« Γιά νά είμαι ειλικρινής, Φράνκο, έχω παραλύσει άπ’ τό
φόβο. Τό στήθος μου είναι σφιγμένο καί νιώθω σάν νά πρόκει­
3 22 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙ1ΝΟΖΑ

ται νά σκάσει. Δέν μπορώ νά ήρεμήσω, παρότι αύτό δουλεύω


βλο το π ρ ω ί».
(( Πώς το δουλεύεις;»
((Ό πω ς σου περιέγραψα - υπενθυμίζοντας στον έαυτό μου
πώς τα πάντα έχουν μια αίτια καί πώς αύτό πού συνέβη, συνέ­
βη άναγκαστικά ».
« Τί θά πει άναγκαστικά;»
((Μέ δεδομένους δλους τούς παράγοντες πού έχουν προηγη-
θεΐ, αύτο το συμβάν ήταν άναγκαιο νά συμβεΐ. Δέν ύπηρχε τρό­
πος νά άποφευχθεΐ. Κι ένα άπό τά πιο σημαντικά πράγματα
πού έμαθα είναι δτι δέν έχει νόημα νά προσπαθούμε νά ελέγ­
ξουμε πράγματα πάνω στά όποια δέν διαθέτουμε κανέναν
έλεγχο. Έ χ ω πειστεί πώς πρόκειται γιά έναν συλλογισμό πού
άληθεύει, κι δμως ή εικόνα της επίθεσης ξαναγυρνάει καί μέ
στοιχειώνει πάλι καί π ά λ ι». Ό Μπέντο έκανε μιά παύση,
καθώς ή ματιά του έπεσε στο σκισμένο παλτό του. « Μόλις
συνειδητοποίησα πώς ή θέα αύτού τού παλτού πάνω στήν κα­
ρέκλα μπορεί νά έπιδεινώνει τό πρόβλημα. Μεγάλο λάθος πού
τό κρατώ εδώ. Πρέπει ν’ άπαλλαγώ εντελώς άπ’ αύτό. Σκέ-
φτηκα προς στιγμήν νά σού τό προσφέρω άλλά φυσικά δέν
πρέπει νά σέ δούν νά τό φοράς. ΤΗταν τό παλτό τού πατέρα μου
καί θά τό άναγνωρίσουν εύκολα».
((Διαφωνώ. Δέν είναι καλή ιδέα νά τό βγάλεις άπό τό οπτι­
κό σου πεδίο. Θέλω νά σού πώ τί είχα άκούσει τον πατέρα μου
νά λέει σέ πολύ παρόμοιες καταστάσεις. “ Μήν τό πετάξεις.
Μήν άποκλείσεις ένα μέρος τού μυαλού σου, κάνε άκριβώς τό
άντίθετο”. Γ ι’ αύτό, Μπέντο, προτείνω νά τό έχεις πάντα κρε­
μασμένο σέ πλήρη θέα, κάπου δπου θά τό βλέπεις συνέχεια,
γιά νά σού θυμίζει τον κίνδυνο πού άντιμετωπίζεις ».
((Καταλαβαίνω τή σοφία αύτης της συμβουλής. Χρειάζεται
πολύ κουράγιο γιά νά τήν άκολουθήσεις ».
((Μπέντο, είναι άπόλυτη άνάγκη νά κρατήσεις αύτό τό
παλτό μπροστά στά μάτια σου. Νομίζω πώς ύποτιμάς τό πόσο
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1658 323

έπικίνδυνη είναι ή θέση σου τώρα μέσα στον κόσμο. Χθές λίγο
έλειψε να πεθάνεις. Φαντάζομαι πώς θά φοβάσαι τό θάνατο ».
Ό Μπέντο συμφώνησε. «Ν α ι.’Ά νκαί κάνω προσπάθειες να
ξεπεράσω αύτό τό φόβο ».
« Πώς όμως; Όλοι φοβούνται τό θάνατο ».
«Δ έν τον φοβούνται όλοι στον ίδιο βαθμό. Κάποιοι αρχαίοι
φιλόσοφοι τους οποίους διαβάζω έχουν αναζητήσει τρόπους
για να κατασιγάσουν τον τρόμο του θανάτου. Θυμάσαι τον
Επίκουρο; Κάποτε είχαμε μιλήσει γ ι’ αύτόν ».
Ό Φράνκο έγνεψε καταφατικά. « Ναι, ό άνθρωπος πού είπε
πώς ό σκοπός της ζωής είναι να ζεΐς σέ μια κατάσταση γαλή­
νης. Ποιόν 6ρο είχε χρησιμοποιήσει;»
«Αταραξία. Ό Επίκουρος πίστευε πώς αύτό πού κυρίως
διατάρασσε τήν άταραξία ήταν ό φόβος μας για τό θάνατο καί
δίδασκε στούς μαθητές του διάφορα ισχυρά έπιχειρήματα γιά
νά τόν ελαττώνουν ».
« Ό π ω ς;»
« Ξεκινάει άπό τό έπιχείρημα 6τι δέν ύπάρχει μετά θάνατον
ζωή, έπομένως δέν έχουμε τίποτα νά φοβηθούμε άπό τούς
θεούς μετά τό θάνατό μας. Έ πειτα έλεγε δτι ό θάνατος καί ή
ζωή δέν γίνεται ποτέ νά συνυπάρξουν. Μέ άλλα λόγια δπου
ύπάρχει ζωή, δέν ύπάρχει θάνατος καί 6που ύπάρχει θάνατος,
δέν ύπάρχει ζω ή».
« Αύτό άκούγεται λογικό, αμφιβάλλω δμως άν θά πρόσφερε
γαλήνη μέσα στή νύχτα σέ κάποιον πού ξυπνάει άπό τόν εφιάλ­
τη 6τι πεθαίνει».
« Ό Επίκουρος έχει κι άλλο ένα έπιχείρημα, τό έπιχείρημα
της συμμετρίας, πού ίσως νά είναι άκόμα πιο ισχυρό. Υποστη­
ρίζει δτι ή κατάσταση ανυπαρξίας μετά τό θάνατο είναι πανομοιό­
τυπη μέ τήν κατάσταση άνυπαρξίας πριν άπό τή γέννηση. Κι δτι,
ένώ φοβόμαστε τό θάνατο, δέν νιώθουμε κανένα φόβο δταν σκε­
φτόμαστε έκείνη τήν προηγούμενη, πανομοιότυπη κατάσταση.
Έπομένως δέν έχουμε λόγο νά φοβόμαστε ούτε τό θάνατο ».
324 ΊΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟΖΑ

Ό Φράνκο πήρε βαθιά άνάσα. « Αύτό μου τραβάει τήν προ­


σοχή, Μπέντο. Λες άλήθεια. Αύτό τό έπιχείρημα έχει πράγ­
ματι τή δύναμη να σέ γαληνεύει».
((Τό γεγονός δτι ένα έπιχείρημα διαθέτει τή δύναμη να σέ
γαληνεύει στηρίζει τήν ιδέα δτι κανένα πράγμα δεν είναι πραγ­
ματικά καλό ή κακό, εύχάριστο ή τρομακτικό άφ’ έαυτού καί
καθ’ έαυτό. Μόνο τό μυαλό σου τό καθιστά τέτοιο. Σκέψου το,
Φράνκο - μόνο τό μυαλό σου τό κ αθ ιστά τέτοιο. Αύτή ή ιδέα
διαθέτει πραγματική δύναμη καί είμαι βέβαιος πώς έκεΐ βρί­
σκεται τό κλειδί γιά τήν έπούλωση της πληγής μου. Αύτό πού
πρέπει νά κάνω είναι νά μεταβάλω τήν άντίδραση τού μυαλού
μου άπέναντι στο χθεσινοβραδινό γεγονός. Αλλά δεν έχω άκό-
μα άνακαλύψει πώς νά τό κάνω ».
((Μέ έντυπωσιάζει πού συνεχίζεις νά φιλοσοφείς άκόμα καί
μέσα στον πανικό σου ».
(( Πρέπει νά τό δώ σάν μιά εύκαιρία νά καταλάβω. Τί μπο­
ρεί νά είναι πιο σημαντικό άπ’ τό νά μαθαίνεις άπό πρώτο χέρι
πώς νά μετριάζεις τό φόβο τού θανάτου; Πολύ πρόσφατα διά­
βασα τή φράση τού Ρωμαίου φιλόσοφου Σενέκα, ό όποιος έλε­
γε : “Κανένας τρόμος δεν τολμά νά μπει σέ μιά καρδιά πού έχει
καθαρθεΐ άπό τό φόβο τού θανάτου”. Μέ άλλα λόγια, μόλις νι­
κήσεις τό φόβο τού θανάτου, νικάς καί όλους τούς άλλους φό­
βους ».
((Αρχίζω νά καταλαβαίνω καλύτερα τί σέ συναρπάζει στον
πανικό σου ».
((Τό πρόβλημα γίνεται πιο ξεκάθαρο άλλά ή λύση παραμέ­
νει άθέατη. Αναρωτιέμαι μήπως αύτή τήν περίοδο φοβάμαι
πιο έντονα τό θάνατο, έπειδή νιώθω τόσο πλήρης ».
((Τί πρ ά γμ α ;»
((Εννοώ τόσο πλήρης στή σκέψη μου. Στο μυαλό μου στρο­
βιλίζονται πολλές σκέψεις πού άκόμα δέν έχουν ξεδιπλωθεί κι
ή σκέψη πώς οί ιδέες αύτές μπορεί νά είναι θνησιγενείς μέ πο­
νάει πέρα άπό δσο μπορώ νά έκφράσω ».
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1658 325

« Τότε πρόσεξε, Μπέντο. Προστάτεψέ τες. Καί προστάτεψε


τον έαυτό σου. Παρόλο πού ό δρόμος σου σέ οδηγεί νά γίνεις
ένας μεγάλος δάσκαλος, άπό ορισμένες άπόψεις είσαι πολύ
άφελής. Νομίζω ότι διαθέτεις μέσα σου τόσο λίγη μνησικακία,
πού υποτιμάς τήν ύπαρξή της στούς άλλους. Άκουσέ μ ε: Κιν­
δυνεύεις καί πρέπει νά φύγεις άπό τό Άμστερνταμ. Πρέπει νά
σέ χάσουν οί Εβραίοι άπό τά μάτια τους, ζήσε κρυφά καί άφο-
σιώσου στούς στοχασμούς καί στά γραψίματά σου ».
((Νομίζω πώς μέσα σου έπωάζεται ένας δάσκαλος. Μου δί­
νεις μιά πολύ καλή συμβουλή, Φράνκο, καί σύντομα, πολύ σύν­
τομα μάλιστα, θά τήν άκολουθήσω. Τώρα όμως είναι ή σειρά
σου νά μου μιλήσεις γιά τή ζωή σου ».
((Ό χι άκόμα. Μου ήρθε μιά σκέψη πού μπορεί νά σέ βοη­
θήσει μέ τον τρόμο σου. Είναι μιά έρώτηση: Πιστεύεις πώς θά
είχες τόσο πολύ πληγωθεί έδώ πάνω », είπε ό Φράνκο κι έδειξε
τό κεφάλι του, « αν ό δολοφόνος ήταν ένας άπλός τρελός, όχι
ένας Εβραίος πού είχε συγκεκριμένο λόγο νά σέ έχθρεύεται;»
Ό Μπέντο τό ζύγισε γιά λίγο. « Ή έρώτησή σου είναι εξαι­
ρετική ». Έ γειρε στήν κολόνα τού κρεβατιού, έκλεισε τά μάτια
καί τό σκέφτηκε γιά άρκετά λεπτά. « Νομίζω πώς καταλαβαί­
νω τί θέλεις νά πεις, καί ή παρατήρησή σου φτάνει πολύ βαθιά.
Ό χι, είμαι βέβαιος πώς αν δέν ήταν Εβραίος, τό τραύμα τού
μυαλού μου δέν θά ήταν τόσο βαρύ ».
((Ά », είπε ό Φράνκο, « έπομένως αύτό σημαίνει...»
(( Προφανώς σημαίνει 8τι ό πανικός μου δέν άφορά μόνο τό
θάνατο. Έ χει καί κάποιο άλλο συστατικό πού συνδέεται μέ τήν
άναγκαστική έξορία μου άπό τον έβράικό κόσμο ».
« Κι έγώ αύτό πιστεύω. Πόσο οδυνηρή είναι αύτή τή σ τιγ­
μή ή έξορία σου; Τήν τελευταία φορά πού μιλήσαμε έξέφρασες
μόνο άνακούφιση πού έγκατέλειπες τον κόσμο της δεισιδαιμο­
νίας καί πολλή χαρά στήν προοπτική της έλευθερίας ».
« Πράγματι. Εκείνη ή άνακούφιση καί ή χαρά έξακολου-
θούν νά μέ συνοδεύουν άλλά μόνο στον ξύπνιο μου. Τώρα ζώ
326 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ Σ-ΙΙΙΝΟΖΑ

δύο ζωές. Μέσα στή μέρα είμαι ένας καινούργιος άνθρωπος


πού έχει άπαλλαγεϊ από τό παλιό του δέρμα, πού διαβάζει λα­
τινικά καί έλληνικά καί κάνει συναρπαστικές έλεύθερες σκέ­
ψεις. Τή νύχτα όμως είμαι ό Μπαρούχ, ένας περιπλανώμενος
Εβραίος πού μέ παρηγορούν ή μητέρα μου κι ή άδελφή μου,
πού οί πρεσβύτεροι μέ έξετάζουν στο Ταλμούδ καί πού σκον­
τάφτω στα μαυρισμένα έρείπια μίας συναγωγής. Όσο περισ­
σότερο άπομακρύνομαι άπό τήν πλήρη εγρήγορση καί συνει-
δητότητα τόσο έπιστρέφω κυκλικά στις άπαρχές μου καί γαν­
τζώνομαι σ’ εκείνα τά φαντάσματα της παιδικής μου ηλικίας.
Καί κάτι πού ’ίσως νά σέ έκπλήξει, Φράνκο: Σχεδόν κάθε νύ­
χτα, τήν ώρα πού είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου καί πε­
ριμένω τον ύπνο, μέ έπισκέπτεσαι έσύ ».
«Ε λ π ίζω νά είμαι καλός έπ ισκέπτης».
((Πολύ καλύτερος άπ’ οσο θά μπορούσες ποτέ νά φαντα­
στείς. Σέ προσκαλώ νά έρθεις, γιατί μού φέρνεις άνακούφιση.
Καί σήμερα είσαι καλός έπισκέπτης. Όσο μιλάμε, νιώθω νά
έπιστρέφει μέσα μου ή άταραξία. Καί κάτι πέρα άπό τήν άτα-
ραξία - μέ βοηθάς νά σκεφτώ. Ή ερώτησή σου γιά τον δολο­
φόνο, πώς θ’ άντιδρούσα αν δέν ήταν Εβραίος, μέ βοηθάει νά
συλλάβω πραγματικά τήν πολυπλοκότητα τών καθοριστικών
παραγόντων. Τώρα συνειδητοποιώ ότι πρέπει νά κοιτάξω βα­
θύτερα στά προηγούμενα καί νά έξετάσω σκέψεις πού δέν είναι
άπόλυτα συνειδητές, σκέψεις τής νύχτας δσο καί τής ημέρας.
Σ’ εύχαριστώ γ ι’ αύτό ».
Ό Φράνκο χαμογέλασε πλατιά καί άγγιξε τον ώμο τού
Μπέντο.
((Τώρα δμως, Φράνκο, πρέπει σ τ’ άλήθεια νά μού μιλήσεις
γιά τή ζωή σου ».
«Έ χουν συμβει πολλά, αν καί ή ζωή μου είναι λιγότερο πε­
ριπετειώδης άπό τή δική σου. Ή μητέρα μου κι ή άδελφή μου
έφτασαν έναν μήνα έπειτα άπό τή δική σου άναχώρηση, καί μέ
τή βοήθεια τού ταμείου άρωγής τής συναγωγής βρήκαμε ένα
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1658 327

μικρό διαμέρισμα άρκετά κοντά στο μαγαζί σου. Περνάω


συχνά άπέξω καί βλέπω τον Γκάμπριελ που μέ χαιρετά μ’ ένα
νεύμα άλλά δέν μου μιλάει. Νομίζω δτι γνωρίζει, δπως δλοι,
τό ρόλο πού έπαιξα στο χέρεμ σου. Τώρα είναι παντρεμένος
καί ζεΐ μέ τήν οικογένεια της γυναίκας του. Έ γώ δουλεύω στή
ναυτιλιακή έταιρεία του θείου μου καί βοηθώ στήν άπογραφή
των πλοίων του πού φτάνουν. Μελετώ σκληρά καί κάνω μαθή­
ματα έβραϊκών πολλές φορές τήν έβδομάδα μαζί μέ άλλους
πρόσφυγες. Ή έκμάθηση τών έβραϊκών είναι κοπιαστική άλλά
καί συναρπαστική. Μέ άνακουφίζει καί μου προσφέρει μιά
γραμμή ζωής, μιά αίσθηση συνέχειας μέ τον πατέρα μου καί
μέ τον δικό του πατέρα καί τον πατέρα τού πατέρα του ώς έκα-
τοντάδες χρόνια πίσω. Αύτή ή αίσθηση συνέχειας είναι έξαι-
ρετικά σταθεροποιητική.
« Ό γαμπρός σου ό Σαμουέλ είναι τώρα ραβίνος καί μάς δι­
δάσκει τέσσερις φορές τήν έβδομάδα. Τις άλλες μέρες μάς δι­
δάσκουν έκ περιτροπής άλλοι ραβίνοι, άκόμα κι ό ραβίνος
Μορτέρα. Άπό κάποια λόγια τού Σαμουέλ, ή εντύπωσή μου
είναι δτι ή άδελφή σου ή Ρεμπέκα είναι καλά. Τί άλλο;»
((Καί ό ξάδελφός σου ό Γιάκομπ τί άπέγινε;»
«Έ πέστρεψε στο Ρόττερνταμ καί τον βλέπω πολύ σπά­
νια ».
((Καί τώρα ή σημαντική έρώτηση: Είσαι ικανοποιημένος,
Φράνκο;»
« Ναι, άλλά μέ ένα είδος μελαγχολικής ικανοποίησης. Ή
γνωριμία μαζί σου μού έδειξε μιά άλλη πτυχή τής ζωής, μιά
πνευματική ζωή πού δέν τή βιώνω πλήρως. Μέ παρηγορεΐ
έξαιρετικά νά ξέρω δτι έσύ θά ύπάρχεις καί θά συνεχίσεις νά
μοιράζεσαι τις έξερευνήσεις σου μαζί μου. Ό κόσμος μου είναι
πιο μικρός καί βλέπω ήδη τό μελλοντικό του περίγραμμα. Ή
μητέρα μου καί ή άδελφή μου μού διάλεξαν σύζυγο, ένα κορί­
τσι δεκαέξι χρονών άπό τό χωριό μας στήν Πορτογαλία, καί
σέ λίγες έβδομάδες θά παντρευτούμε. Ε γκρίνω τήν έπιλογή
328 ΙΌ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟΖΑ

τους - ή κοπέλα είναι νόστιμη, ευχάριστη καί μέ κάνει να χα­


μογελώ. Θά γίνει καλή σύζυγος ».
((Θά μπορείς νά της μιλάς γιά δλα δσα σ’ ένδιαφέρουν;»
« Έ τ σ ι πιστεύω. Κι έκείνη διψάει γιά γνώση. "Οπως τά πε­
ρισσότερα κορίτσια τού χωριού μας δεν ξέρει ούτε νά διαβάζει.
"Εχω άρχίσει τήν έκπαίδευσή της ».
((Ε λπίζω νά μήν τήν έκπαιδεύσεις υπερβολικά. Αύτό μπο­
ρεί νά είναι κι έπικίνδυνο. Πές μου δμως, μιλούν γιά μένα στήν
κοινότητα;»
« Μέχρι τό χθεσινοβραδινό περιστατικό, δέν είχα ακούσει
τίποτα. Είναι σάν νά πρόσταζαν τήν κοινότητα οχι μόνο νά σε
αποφεύγει άλλά καί νά μήν άναφέρει τό ονομά σου. Δέν άκούω
νά τό λένε, παρότι φυσικά δέν ξέρω τίποτα απ’ δσα λέγονται
πίσω άπό τις κλειστές πόρτες. "Ισως νά είναι μόνο της φαντα­
σίας μου άλλά πιστεύω πώς τό πνεύμα σου αίωρεΐται πάνω
άπό τήν κοινότητα καί άσκει μεγάλη έπιρροή. Γιά παράδειγ­
μα, ή έβραϊκή μας έκπαίδευσή είναι έξαιρετικά έντατική καί
δέν έπιτρέπει καμία άμφισβήτηση. Είναι σάν οί ραβίνοι νά
φροντίζουν νά μή γεννηθεί ποτέ άλλος Σπινόζα ».
Ό Μπέντο έσκυψε τό κεφάλι.
«"Ισως νά μήν έπρεπε νά σού τό πώ αύτό, Μπέντο. Δέν
ήταν εύγενικό ».
((Τό μόνο πού δέν είναι εύγενικό είναι νά μέ προστατεύεις
άπό τήν αλήθεια ».
Ακούστηκε ένα σιγανό χτύπημα στήν πόρτα καί ή φωνή
της Κλάρα-Μαρία: « Μπέντο ».
Ό Μπέντο άνοιξε.
« Μπέντο, σέ λίγο πρέπει νά φύγω. Πόσο θά μείνει άκόμα ό
φίλος σου;»
Ό Μπέντο κοίταξε έρωτηματικά τον Φράνκο κι αύτός ψι­
θύρισε πώς έπρεπε νά φύγει σέ λίγο, γιατί δέν είχε καλή δι­
καιολογία νά λείπει άπό τή δουλειά του. Ό Μπέντο άπάντησε:
« Κλάρα, δώσε μας λίγα λεπτά άκόμα, σέ παρακαλώ ».
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1658 329

((Θά περιμένω στο δωμάτιο της μουσικής » είπε ή Κλάρα-


Μαρία κι έκλεισε απαλά τήν πόρτα.
« Ποιά είναι, Μπέντο;»
«Ή κόρη του σχολάρχη καί δασκάλα μου. Μέ διδάσκει λα­
τινικά καί έλληνικά ».
« Δασκάλα σου; Αδύνατον. Πόσων χρόνων είνα ι;»
((Γύρω στά δεκαέξι. Άρχισε νά μέ διδάσκει στά δεκατρία
της. Είναι φαινόμενο. Δεν μοιάζει μέ καμιά άλλη κοπέλα».
((Φαίνεται νά νιώθει γιά σένα άγάπη καί τρυφερότητα ».
((Ναι, έτσι είναι άλλά κι έγώ νιώθω τά ίδια αισθήματα.
Ό μως », είπε ό Μπέντο καί δίστασε, γιατί δέν ήταν συνηθισμέ­
νος νά μοιράζεται τά πιο μύχια συναισθήματά του, « δμως σή­
μερα χειροτέρεψε τή θλίψη μου γιατί έδειξε πολύ περισσότερη
τρυφερότητα προς έναν φίλο καί συμμαθητή μου ».
« Ά , ζήλια. Μπορεί νά σέ πονέσει πολύ. Λυπάμαι πολύ,
Μπέντο. Τήν προηγούμενη φορά όμως δέν μου έλεγες 8τι ά-
σπάζεσαι μιά ζωή μοναξιάς καί δτι παραιτεισαι άπό τήν ιδέα
μίας συντρόφου; Έ μοιαζες έντελώς αποφασισμένος νά ζήσεις
μιά ζωή μόνος σου - ή ίσως έντελώς παραιτημένος ».
((Αποφασισμένος καί παραιτημένος. Είμαι άπόλυτα άφο-
σιωμένος στήν πνευματική ζωή καί ξέρω πώς δέν μπορώ ποτέ
ν’ άναλάβω τήν εύθύνη μίας οικογένειας. Ξέρω έπίσης δτι μου
είναι αδύνατο νά παντρευτώ νόμιμα είτε μέ χριστιανή είτε μέ
Εβραία. Καί ή Κλάρα-Μαρία είναι Καθολική. Καί μάλιστα
πολύ εύσεβής Καθολική ».
((Δυσκολεύεσαι λοιπόν νά παραιτηθείς άπό κάτι, τό όποιο
στήν πραγματικότητα ούτε θέλεις ούτε μπορείς νά άποκτή-
σεις ».
((Σ ωστά! Μ’ άρέσει ό τρόπος πού φτάνεις κατευθείαν στήν
καρδιά τού παραλογισμού μου ».
((Λές δμως δτι τήν άγαπάς. Καί τον καλό σου φίλο πού
έκείνη τον προτιμά;»
((Κι έκεΐνον τον άγαπούσα μέχρι σήμερα. Μέ βοήθησε νά
33° ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 1.ΙΙΙΝΟΖΑ

μετακομίσω μετά το χέρεμ. Χθες τή νύχτα μου έσωσε τή ζωή.


Είναι καλός άνθρωπος. Σχεδιάζει να γίνει γιατρός ».
((Έσύ δμως θέλεις ή κοπέλα να ποθεί έσένα κι όχι έκεινον,
παρόλο πού ξέρεις δτι κάτι τέτοιο θά σάς έκανε καί τούς τρεις
δυστυχισμένους ».
((Ναι, αύτό είναι άλήθεια ».
«Ό μ ω ς δσο μεγαλύτερο πόθο νιώσει γιά σένα τόσο μεγα­
λύτερη θά είναι ή απόγνωσή της πού δεν θά σέ έχ ει».
((Ναι, αύτό είναι άναμφισβήτητο».
((Ό μως τήν άγαπάς καί έπιθυμεΐς τήν εύτυχία της. Κι αν
έκείνη πονάει, θά ύποφέρεις κι έσύ - ή δ χ ι;»
((Ναι, ναι, ναι. Ό λα δσα λες είναι σωστά ».
((Καί μιά τελευταία ερώτηση. Λες δτι είναι εύσεβής Καθο­
λική. Οί Καθολικοί λατρεύουν τις τελετουργίες καί τά θαύμα­
τα. Πώς αντιμετωπίζει λοιπόν τις δικές σου ιδέες γιά τον Θεό
ώς Φύση καί τήν άπόρριψη της τελετουργίας καί της δεισιδαι­
μονίας ;»
((Δεν θά έξέφραζα ποτέ αύτές τις άπόψεις μπροστά της ».
((Επειδή θά τις άπορρίψει καί πιθανόν ν’ άπορρίψει κι έσένα
μ α ζί;»
Ό Μπέντο συμφώνησε. ((Κάθε λέξη πού λες είναι σωστή,
Φράνκο. Έ χ ω πασχίσει τόσο σκληρά, έχω παραιτηθεί άπό τό­
σο πολλά γιά νά είμαι έλεύθερος καί τώρα παραιτούμαι άπό
τήν έλευθερία μου καί μαγεύομαι άπό τήν Κλάρα-Μαρία.
Ό ταν τή σκέφτομαι, είμαι άπόλυτα άνίκανος νά κάνω άλλες,
πιο ύψηλές σκέψεις. Σ’ αύτό τό ζήτημα είναι προφανές δτι δέν
είμαι κύριος τού έαυτού μου άλλά σκλάβος τού πάθους. Ένώ ή
λογική μου δείχνει τί είναι καλύτερο, άναγκάζομαι νά άκολου-
θήσω έκεϊνο πού είναι χειρότερο ».
((Είναι πολύ παλιά ιστορία, Μπέντο. Ό έρωτας πάντα μάς
σκλαβώνει. Καί πώς θά άπελευθερωθείς;»
((Μπορώ νά είμαι έλεύθερος μόνο αν κατακόψω άπόλυτα
τούς δεσμούς μου μέ τήν ήδονή τών αισθήσεων, μέ τον πλούτο
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1658 331

καί μέ τή φήμη· Ά ν δέν δώσω προσοχή στή λογική, θά παρα­


μείνω για πάντα σκλάβος του πάθους ».
« Κι 6μως Μπέντο », είπε ό Φράνκο πού σηκώθηκε δρθιος
κι έτοιμάστηκε να φύγει, « ξέρουμε δτι ή λογική δέν μπορεί να
νικήσει τδ πάθος».
« Ναι. Μόνο Ινα δυνατότερο συναίσθημα μπορεί να νικήσει
ένα άλλο. Ό στόχος μου είναι ξεκάθαρος: Πρέπει να μάθω να
μετατρέπω τή λογική σε πάθος ».
« Να μετατρέπεις τή λογική σέ πάθος » ψιθύρισε ό Φράνκο,
καθώς προχωρούσαν προς τδ δωμάτιο της μουσικής, δπου πε-
ρίμενε ή Κλάρα-Μαρία. « Έκπληκτικδς στόχος. Τήν επόμενη
φορά πού θά συναντηθούμε ελπ ίζω νά μάθω πόσο έχεις προ­
χωρήσει ».
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε Ι Κ Ο Σ Τ Ο Ε Κ Τ Ο

ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 26 Μ Α ΡΤΙΟ Υ 1923

Μου είναι δύσκολο να συνεννοηθώ μέ τις γερμανικές οικο­


γένειες τής Βαλτικής: Τις χαρακτηρίζει μια άρνητική
ποιότητα καί ταυτόχρονα έχουν ένα ύφος ανωτερότητας,
σαν να είναι κυρίαρχοι τού παντός, πού δέν τό έχω συναν­
τήσει πουθενά άλλου.
—Ό Άντολφ Χίτλερ γιά τον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ

Α γαπητέ Φρήντριχ,
Μέ μεγάλη μον λύπη πρέπει νά αναβάλω την προγραμ μ ατι­
σμένη επίσκεψή μον. Π αρότι είναι ή τρίτη φορά που το κάνω,
σέ παρακαλώ νά μην παραιτηθείς από την περίπτω σή μον. 'Η
επιθυμία μον νά κάνω μερικές συνεδρίες μ α ζί σου είναι από­
λυτα σοβαρή άλλα οι ά π αιτήσεις από τό χρόνο μου έχουν
αυξηθεί κατακόρυφα. Την περασμένη εβδομάδα ό Χίτλερ μου
ζήτησε νά άντικαταστήσω τον Ν τήτριχ "Εκαρτ στη θέση του
αρχισυντάκτη του Λαϊκού Παρατηρητή. Τώρα ό Χίτλερ κι
εγώ έχουμε έρθει πιο κοντά - έχει ευχαριστηθεί πολύ από τό
γεγονός ότι δημοσίευσα τά Πρωτόκολλα των σοφών τής
Σιών. Πριν από έναν μήνα, μέ τη βοήθεια ενός γενναιόδωρου
χορηγού, ό Παρατηρητής έγινε καθημερινός και τώρα έχει
κυκλοφορία 33.000 φύλλα ( μ άλιστα μπορείς πιά νά βρεις
αντίτυπα στά περίπτερα τού Βερολίνου ).
Κάθε μέρα υπάρχει μιά καινούργια κρίση νά μεταδώ σου­
με. Κάθε μέρα μοιάζει νά διακυβεύεται τό μέλλον τής Γερμα­
νίας. Γιά παράδειγμα, αυτές τις μέρες πρέπει νά αποφασίσου­
με πώς νά αντιμετωπίσουμε τούς Γάλλους πού έχουν εισβάλει
στη Ρούρ γιά νά άποσπάσουν τις εγκληματικές πολεμικές
ΛΛ*
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 26 ΜΑΡΤΙΟΥ 1923 333

αποζημιώσεις τους. Κ αι κάθε μέρα 6 πληθωρισμός πον κλι­


μακώνεται φέρνει ολόκληρη τη χώρα μας στο χείλος τον γκρε­
μόν. Μπορείς να το πιστέψεις ότι ένα δολάριο Η.Π.Α., πον μ ό­
νο πέρνσι άξιζε 400 μάρκα, σήμερα τό πρωί άξίζει 20.000;
Μπορείς να τό πιστέψεις ότι οι εργοδότες στο Μόναχο έχονν
αρχίσει νά πληρώνονν τονς εργάτες τρεις φορές τη μ έρα; Σ νμ-
βαίνει τό ίδιο και στο Βερολίνο; 'Η σύζυγος σννοδεύει τον
άντρα της στη δονλειά, πληρώνονται μια φορά τό πρωί κι εκεί­
νη τρέχει αμέσως ν'αγοράσει τό πρωινό πριν άνέβονν οι τιμές.
Τό μεσημέρι εμφανίζεται πάλι για νά είσπράξει την πληρωμή
( ψηλότερη τώρα ) και πρέπει πάλι νά τρέξει ν'άγοράσει τό μ ε­
σημεριανό -χθες με 100.000 μάρκα άγόραζες τέσσερα λονκά-
νικα, σήμερα άγοράζεις μόνο τρ ία - και τρίτη φορά, πάλι με
ψηλότερη τιμή, στο τέλος τής μέρας, οπότε με τό κλείσιμο των
άγορών κι ώσπον ν'άνοίξει τό πρωί τό χρηματιστήριο τά χρή­
ματα είναι άσφαλή. Είναι σκανδαλώδες, είναι τραγικό.
Κ αί τά π ράγματα θά χειροτερέψονν. Π ιστεύω πώς θά
είναι ό μεγαλύτερος νπερπληθωρισμός στήνΤ στορία: 'Όλοι οι
Γερμανοί θά καταντήσονν πένητες εκτός βέβαια από τονς Έ-
βραίονς, οι όποιοι, φνσικά, θησανρίζονν άπ'αντόντόν εφιάλ­
τη. Τά χρηματοκιβώ τια των εταιρειών τονς σκάνε από τό
χρνσάφι καί τό σννάλλαγμα.
*Η ζωή μον ώς άρχισνντάκτη είναι τόσο φορτωμένη, πον
μού είναι άδύνατο νά βγώ από τό γραφείο γιά φαγητό, πόσο
μάλλον νά πάρω τό τρένο καί νά κάνω τη δεκάωρη διαδρομή
ώς τό Βερολίνο πον στοιχίζει 20 εκατομμύρια μάρκα. Σε π α ­
ρακαλώ, είδοποίησέ με αν σε φέρει κάτι στο Μόναχο, γιά νά
συναντηθούμε εδώ. Θά σού ήμονν νπόχρεος. Έ χεις σκεφτει
ποτέ νά άνοίξεις ιατρείο στο Μ όναχο; Θά μπορούσα νά βοη­
θήσω : Σκέψον πόσες δωρεάν καταχωρήσεις σον θά μπορού­
σα νά δημοσιεύσω.

Ό δρ Κάρλ Άμπραχαμ διάβασε τό γράμμα καί τό ξαναέδωσε


στον Φρήντριχ. « Καί πώς σκοπεύετε ν’ άπαντήσετε;»
334 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ίΛΙΙΝΟΖΑ

((Δέν ξέρω. Θά ήθελα νά τό συζητήσουμε σήμερα σ’ αύτή


τήν ώρα της έποπτείας. Τον θυμάστε; Σάς είχα αναφέρει τή
συζήτησή μου μαζί του πριν από μερικούς μήνες ».
« Τον άνθρωπο πού δημοσίευσε τα Π ρωτόκολλα τής Σ ιώ ν ;
Πώς νά τον ξεχάσω ;»
((Άπό τότε έχω νά δω τον Χέρ Ρόζενμπεργκ. Έ χ ω λάβει
μόνο μερικά γράμματα. Έ χ ω δμως τό χθεσινό φύλλο της έφη-
μερίδας του, τού Λ αϊκόν Π αρατηρητή. Δέν έχετε παρά νά
δείτε τον τίτλο της πρώτης σελίδας:

Κ Α Κ Ο Π Ο ΙΗ Σ Η Π Α ΙΔ ΙΟ Υ ΣΕ Ο ΙΚΟ Α Ν Ο Χ Η Σ Τ Η Σ Β ΙΕ Ν Ν Η Σ :

Α Ν Α Μ ΕΙΞΗ Π Ο Λ Λ Ω Ν ΕΒΡΑΙΩ Ν

Κοιτάζοντας τον τίτλο, ό δρ Άμπραχαμ κούνησε τό κεφάλι


του άηδιασμένος καί ρώτησε: « Τά Π ρω τόκολλα τά διαβάσα­
τε ;»
« Μόνο μερικά άποσπάσματα καί δύο-τρεις κριτικές πού τά
χαρακτηρίζουν άπάτη ».
«Ε ίναι μιά άπάτη προφανής άλλά έπικίνδυνη. Καί δέν
άμφιβάλλω πώς ό άσθενής σας, ό Ρόζενμπεργκ, τό γνώριζε.
Αξιόπιστοι Εβραίοι λόγιοι τής κοινότητάς μου μου είπαν ότι
τά Π ρω τόκολλα μαγειρεύτηκαν άπό έναν κακόφημο Ρώσο
συγγραφέα, τον Σέρζ Νίλους, πού ήθελε νά πείσει τον Τσάρο
ότι οί Εβραίοι προσπαθούσαν νά κυριαρχήσουν στή Ρωσία.
Αφού διάβασε τά Π ρω τόκολλα, ό Τσάρος διέταξε μιά σειρά
άπό αιματηρά πογκρόμ ».
«Ή έρώτησή μου λοιπόν είνα ι», είπε ό Φρήντριχ, «π ώ ς
μπορώ νά κάνω ψυχοθεραπεία μ’ έναν άσθενή πού διαπράττει
τέτοιες κακοήθειες; Τό ξέρω πώς είναι έπικίνδυνος. Πώς νά
διαχειριστώ τήν άντιμεταβίβασή μου;»
((Έ γώ προτιμώ νά σκέφτομαι τήν άντιμεταβίβασή ώς τή
νευρωτική άνταπόκριση τού θεραπευτή απέναντι στον θερα­
πευόμενο. Στήν περίπτωσή σας δμως τά αίσθήματά σας έχουν
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 26 ΜΑΡΤΙΟΥ 1923 335

ορθολογική βάση. Επομένως ή κατάλληλη έρώτηση είναι:


“ Πώς δουλεύει κανείς μ’ έναν άνθρωπο, ό όποιος μέ κάθε άντι-
κειμενικό κριτήριο είναι ένα πρόσωπο άπωθητικό καί κακό­
βουλο, ικανό για μεγάλη καταστροφή”; »
Ό Φρήντριχ άναλογίστηκε τα λόγια τού έπόπτη του.
«Απωθητικό, κακόβουλο. Πολύ έντονοι χαρακτηρισμοί».
« Έ χετε δίκιο, δρ Πφίστερ - ήταν δικοί μου χαρακτηρισμοί
όχι δικοί σας καί πιστεύω πώς άναφέρεστε, πολύ σωστά,
σ’ ένα άλλο ζήτημα, στήν άντιμεταβίβαση τού έπόπτη, ή όποια
μπορεί να παρεμποδίζει τήν ικανότητά μου να σάς διδάσκω.
Τό γεγονός ότι είμαι Εβραίος καθιστά άδύνατο για μένα προ­
σωπικά να έχω σε θεραπεία αύτόν τον θανάσιμο άντισημίτη,
ας δούμε όμως μήπως έξακολουθώ να μπορώ να σάς χρησι­
μεύσω ως επόπτης. Μιλήστε μου κι άλλο για τα αίσθήματά
σας άπέναντί του ».
(( Παρότι έγώ δέν είμαι Εβραίος, ό άντισημιτισμός του μέ
προσβάλλει προσωπικά. Ά λλωστε οί πιο κοντινοί μου άνθρω­
ποι έδώ είναι όλοι τους σχεδόν Εβραίοι - ό άναλυτής μου, έσεΐς
καί τό μεγαλύτερο μέρος τού διδακτικού προσωπικού τού ιν­
στιτούτου ». Ό Φρήντριχ πήρε στα χέρια του τό γράμμα τού
Άλφρεντ. «Κ οιτάξτε. Γράφει μέ περηφάνια για τήν πρόοδο
τής καριέρας του καί περιμένει να εύχαριστηθώ. Έ γώ άντίθε-
τα νιώθω όλο καί περισσότερο θιγμένος καί φοβισμένος για
σάς καί για όλους τούς πολιτισμένους Γερμανούς. Νομίζω πώς
είναι κακό στοιχείο. "Οσο για τό είδωλό του, αύτόν τον Χίτλερ,
ίσως να είναι ή ένσάρκωση τού διαβόλου ».
«Α ύτό είναι τό ένα κομμάτι. ‘Υπάρχει όμως κι ένα άλλο
κομμάτι σας πού θέλει να συνεχίσει να τον βλέπει. Γ ια τί;»
« Είναι αύτό πού έχουμε ξανασυζητήσει - τό διανοητικό
μου ένδιαφέρον για τήν άνάλυση ένός άνθρώπου μέ τον όποιο
είχαμε κοινό παρελθόν. Γνωρίζω τον άδελφό του άπό τότε πού
γεννήθηκα. Γνώριζα τον Άλφρεντ άπό μικρό παιδί».
((Όμως, δρ Πφίστερ, είναι προφανές πώς δέν θά μπορέσετε
33& ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ 2.ΠΙΝΟΖΛ

ποτέ νά τον αναλύσετε. Καί μόνη ή απόσταση καθιστά αδύνατο


κάτι τέτοιο. Στήν καλύτερη περίπτωση θά τον δείτε μόνο για
μερικές σποραδικές συνεδρίες καί ποτέ δέν θά μπορέσετε νά
κάνετε βαθιά άρχαιολογική άνασκαφή στο παρελθόν του ».
«Σ ωστά. Πρέπει νά παραιτηθώ άπ’ αύτή τήν ιδέα. Προ­
φανώς θά υπάρχουν κι άλλοι λόγοι».
((Σάς θυμάμαι νά μου μιλάτε γιά τήν αίσθησή σας πώς τό
παρελθόν σας έχει σβηστει. Ό μόνος πού άπομένει είναι ό φίλος
σας, ό άδελφός τού Ρόζενμπεργκ. Ξεχνώ τό όνομά του - »
«Ό ιγ κ εν ».
((Ναί, ό μόνος πού άπομένει είναι ό Ό ιγκεν Ρόζενμπεργκ
καί σέ πολύ μικρότερο βαθμό, καθώς δέν είχατε ποτέ στενή
σχέση, ό μικρότερος άδελφός του, ό Άλφρεντ. Οί γονείς σας
έχουν πεθάνει, δέν έχετε άδέλφια, δέν έχετε άλλες έπαφές μέ
τά παιδικά σας χρόνια - ούτε πρόσωπα ούτε τόπους. Έ χ ω τήν
έντύπωση ότι προσπαθείτε νά άρνηθεΐτε ότι μεγαλώνετε ή ότι
ή ζωή σας είναι έφήμερη άναζητώντας κάτι άφθαρτο. Ε λπίζω
πώς έχετε άσχοληθεί μ’ αύτό στήν προσωπική σας άνάλυση ».
«Ό χ ι άκόμα. Αλλά τά σχόλιά σας είναι πολύ βοηθητικά.
Δέν μπορώ νά σταματήσω τό χρόνο προσκολλώμενος στον
Ό ιγκεν ή στον Άλφρεντ. Ναί, δρ Άμπραχαμ, μου ξεκαθαρί­
ζετε ότι τό νά βλέπω τον Άλφρεντ δέν λύνει μέ κανένα τρόπο
τις έσωτερικές μου συγκρούσεις».
((Αύτό πού είπατε είναι τόσο σημαντικό, δρ Πφίστερ, πού
θά τό έπαναλάβω. Τό νά βλέπετε τον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ
δέν λύνει μέ κανένα τρόπο τις έσωτερικές σας συγκρούσεις.
Αύτές έχουν θέση στή δική σας άνάλυση. Έ τσ ι δέν είνα ι;»
Ό Φρήντριχ συγκατένευσε καρτερικά.
((Ξαναρωτώ λοιπόν - γιατί θέλετε νά τον βλέπετε;»
((Δέν είμαι βέβαιος. Συμφωνώ πώς είναι ένας έπικίνδυνος
άνθρωπος, ένας άνθρωπος πού σκορπίζει τό μίσος. Έ γώ όμως
έξακολουθώ νά τον σκέφτομαι σάν τό άγοράκι της διπλανής
πόρτας κι όχι σάν έναν άντρα μέ έπικίνδυνες διαθέσεις. Θεωρώ
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 26 ΜΑΡΤΙΟΥ 1923 337

δη έχει παραπλανηθεΐ, οχι δτι είναι σατανικός. Πιστεύει


στ’ αλήθεια αυτές τις φυλετικές ήλιθιότητες καί οι σκέψεις κι
οί πράξεις του προκύπτουν μέ τρόπο απόλυτα συνεπή από τό
κατασκεύασμα τού Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλαιν. Δέν π ι­
στεύω πώς είναι ψυχοπαθητικός, σαδιστής ή βίαιος άνθρωπος.
Στήν πραγματικότητα είναι αρκετά συνεσταλμένος, σχεδόν
δειλός. Δέν τα πάει καλά στήν έπαφή του μέ τούς άνθρώπους
κι έχει άφοσιωθει άπόλυτα στήν έλπίδα νά τον άγαπήσει ό
άρχηγός του, ό Χίτλερ. Μοιάζει νά άντιλαμβάνεται τούς πε­
ριορισμούς του καί δείχνει άπροσδόκητα έτοιμος νά μπει σέ θε­
ραπευτική διαδικασία ».
« Επομένως ποιοι θά είναι οί στόχοι στή θεραπεία το υ;»
«Ί σ ω ς νά είμαι άφελής, δέν είναι άλήθεια δμως δτι, αν
μπορέσω νά τον άλλάξω, νά τον κάνω έναν άνθρωπο πιο ήθικό,
τότε θά κάνει λιγότερο κακό στον κόσμο; Φαντάζομαι πώς
κάτι τέτοιο είναι καλύτερο άπ’ τό νά μήν κάνω τίποτα. "Ισως
μάλιστα νά μπορώ νά τον βοηθήσω νά διερευνήσει τήν ένταση
καί τον παραλογισμό τού άντισημιτισμού του ».
« Λ , αν κατορθώνατε νά άναλύσετε μέ έπιτυχία τόν άντι-
σημιτισμό, τότε θά παίρνατε τό βραβείο Νομπέλ, τό όποιο
προς τό παρόν δέν έχει κατορθώσει ούτε ό Φρόυντ νά κατακτή­
σει. "Εχετε κάποιες ιδέες γιά τό πώς νά προσεγγίσετε τό ζή­
τημα αύτό;»
((Ακόμα οχι, μού είναι πολύ μακρινό καί έννοειται πώς
πρόκειται γιά δικό μου στόχο, οχι γιά τό στόχο τού άσθενούς ».
((Καί ποιός είναι ό δικός του στόχος; Εκείνος τί θέλει;»
((Ό εμφανής στόχος του είναι νά σχετίζεται καλύτερα μέ
τόν Χίτλερ καί μέ τά ύπόλοιπα μέλη τού κόμματος. 'Οποιον-
δήποτε ύψηλότερο στόχο θά χρειαστεί νά τόν εισαγάγω λα­
θραία».
((Είστε καλός λαθρέμπορος;»
((Είμαι άκόμα μαθητευόμενος άλλά έχω μιά ιδέα. Σας έχω
αναφέρει δτι τόν βοήθησα νά κατανοήσει τόν Σπινόζα. Λοιπόν,
33« ΓΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΠ Ν Ο /Α

στο 4ο Μέρος τής ’Η βικής -στήν ένότητα για τό πώς νά ύπερ-


βεΐ κανείς τα δεσμά του πάθους- υπάρχει μια φράση πού μέ
έντυπωσίασε. Ό Σπινόζα λέει δτι ή λογική δέν μπορεί νά ν ι­
κήσει το πάθος καί δτι πρέπει νά μετατρέψει κανείς τη λογική
σέ πάθος ».
((Χμμ, ένδιαφέρον. Πώς σκέφτεστε νά το κάνετε;»
«Δ έν έχω κατά νού καμιά συγκεκριμένη μέθοδο. Ξέρω
δμως δτι πρέπει νά γονιμοποιήσω τήν περιέργειά του γιά τον
έαυτό του. Όλοι οί άνθρωποι δέν ένδιαφέρονται πολύ έντονα
γιά το ποιος είναι ό έαυτός τους; Όλοι δέν θέλουν νά μάθουν
τά πάντα γ ι’ αύτόν; Έ γώ τουλάχιστον σίγουρα. Θά πασχίσω
λοιπόν νά ερεθίσω τήν περιέργεια τού Άλφρεντ γιά τον ίδιο του
τον έαυτό ».
«Ε νδιαφέρων τρόπος νά ορίζετε τήν ψυχοθεραπεία, δρ
Πφίστερ. Καί πρωτότυπος. Ά ς έλπίσουμε νά συνεργαστεί καί
θά κάνω κι έγώ δ,τι μπορώ γιά νά σάς βοηθήσω στήν έπο-
πτεία. Αναρωτιέμαι δμως μήπως τό έπιχείρημά σας διαθέτει
ένα έλάττωμα».
((Καί ποιό είναι αύτό;»
((Ή ύπεργενίκευση. Οί θεραπευτές διαφέρουν. Είμαστε
παράξενα φρούτα. Οί περισσότεροι άλλοι άνθρωποι δέν έχουν
τή δική μας παθιασμένη περιέργεια γιά τήν ψυχή. Προς τό
παρόν αύτό πού άκούω είναι πώς ό δικός του στόχος είναι πολύ
διαφορετικός άπό τον δικό σ α ς: Εκείνο πού ζητάει ό Ρόζεν-
μπεργκ είναι νά γίνει πιο αγαπητός στούς έθνικοσοσιαλιστές
συντρόφους του. Μήν ξεχνάτε λοιπόν τον κίνδυνο ή θεραπεία
νά χειροτερέψει πολύ τά πράγματα γιά δλους μ α ς! Γιά νά γίνω
πιο σαφής, αν καταφέρετε νά βοηθήσετε τον Ρόζενμπεργκ
ν’ άλλάξει, μέ τρόπο πού θά κάνει τον Χίτλερ νά τον άγαπήσει
περισσότερο, τότε τό μόνο πού θά έχετε κατορθώσει θά είναι
νά τον κάνετε άκόμα πιο άποτελεσματικό στή μοχθηρία του ».
((Καταλαβαίνω. Ό στόχος μου είναι νά τον βοηθήσω νά
άσπαστεί έναν άλλο σκοπό έντελώς άντίθετο - νά κατανοήσει
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 26 ΜΑΡΤΙΟΥ 1923 339

καί να έλαττώσει τήν άπεγνωσμένη καί παράλογη ανάγκη του


για τήν αγάπη του Χίτλερ ».
Ό δρ Άμπραχαμ χαμογέλασε στον νεαρό σπουδαστή του.
«Ακριβώς. Μ’ άρέσει πολύ ό ένθουσιασμός σου, Φρήντριχ.
Ποιος ξέρει; "Ισως καί να μπορείς να τό κάνεις. Ά ς δούμε μή­
πως θά μπορούσες να κανονίσεις κάποιες έπαγγελματικές συν­
αντήσεις στο Μόναχο, ώστε να μπορέσεις να κάνεις έκεΐ με­
ρικές συνεδρίες μαζί του ».

Μ ΠΑΪΡΟΤΤ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1923

Παρά τήν πίεση της δουλειάς, ό Άλφρεντ πραγματοποίησε τό


σχέδιό του νά έπισκεφτεΐ τον Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλαιν
καί δεν δυσκολεύτηκε νά πείσει τον Χίτλερ νά τον συνοδεύσει.
Καί τού Χίτλερ ή σκέψη είχε πάρει φωτιά από τό βιβλίο τού
Τσάμπερλαιν 7α θεμέλια του δέκατου ένατου αιώ να καί ώς τό
τέλος της ζωής του θά ισχυριζόταν δτι ό Τσάμπερλαιν ( μαζί
με τον Ν τήτριχΈκαρτ καί τον Ρίχαρντ Βάγκνερ ) ήταν οί κυ-
ριότεροι πνευματικοί του καθοδηγητές.
Ό Τσάμπερλαιν ζούσε στο Μπάιροϋτ, στο Βάνφριντ, τό πε­
λώριο παλιό σπίτι τού Βάγκνερ, μέ τή γυναίκα του τήν Εύα
( τήν κόρη τού Βάγκνερ ) καί τήν Κόζιμα, τή χήρα τού Βάγκ­
νερ πού ήταν πιά όγδονταέξι χρόνων. Τά σχεδόν τριακόσια χ ι­
λιόμετρα ώς τό Μπάιροϋτ ήταν πολύ εύχάριστα γιά τον Ά λ-
φρεντ. ΤΗταν τό πρώτο του ταξίδι μέ τήν άστραφτερή καινούρ­
για Μερσεντές τού Χίτλερ καί μιά εύκαιρία νά άπολαύσει τήν
άποκλειστική προσοχή τού Χίτλερ γιά πολλές ώρες.
Μιά ύπηρέτρια τούς ύποδέχτηκε καί τούς οδήγησε στο πά­
νω πάτωμα, όπου ό Τσάμπερλαιν ήταν καθισμένος σέ μιά άνα-
34° ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟ/Α

πηρική πολυθρόνα μέ τά πόδια τακτικά σκεπασμένα μέ μια


καρώ μπλε καί πράσινη κουβέρτα. Καθώς ύπέφερε από κάποια
μυστηριώδη νευρολογική πάθηση πού τον είχε άφήσει μερικώς
παράλυτο καί άνίκανο να μιλήσει καθαρά, ό Τσάμπερλαιν
έμοιαζε πολύ πιο γέρος άπό τά έβδομήντα χρόνια το υ: Τό δέρ­
μα του ήταν γεμάτο κηλίδες, τό βλέμμα του κενό, τό μισό πρό­
σωπό του παραμορφωμένο άπό έναν σπασμό. Είχε καρφωμένα
τά μάτια του στο πρόσωπο τού Χίτλερ καί κάθε τόσο συγκα-
τένευε δείχνοντας νά καταλαβαίνει τά λόγια του. Στον Ρόζεν-
μπεργκ δέν έριξε ούτε μιά ματιά. Ό Χίτλερ έσκυψε μπροστά,
πλησίασε τό στόμα του στο αύτί τού Τσάμπερλαιν καί είπε:
((Γιά μένα τό μεγάλο βιβλίο σας, Τά θεμέλια τον δέκατου ένα­
τον αιώ να είναι θησαυρός. Ιδίως τά λόγια σ α ς: “Ή γερμανική
φυλή έχει έμπλακει σε μιά θανάσιμη μάχη μέ τούς Εβραίους
πού πρέπει νά δοθεί οχι μόνο μέ τά κανόνια άλλά μέ δλα τά
όπλα πού διαθέτει ή άνθρώπινη ζωή καί κοινωνία”». Ό Τσάμ-
περλαιν κούνησε τό κεφάλι σάν νά συμφωνούσε καί ό Χίτλερ
συνέχισε: «Χέρ Τσάμπερλαιν, σάς ύπόσχομαι πώς είμαι ό
άνθρωπος πού θά πραγματοποιήσει αύτόν τον πόλεμο γιά λο­
γαριασμό σας » καί στή συνέχεια περιέγραψε μέ πολλές λεπτο­
μέρειες τά είκοσιπέντε σημεία τού προγράμματος του καί τήν
άπόλυτη καί άκλόνητη άπόφασή του νά άπαλλάξει τήν Εύρώ-
πη άπό τούς Εβραίους. Ό Τσάμπερλαιν κουνούσε άκόμα πιο
έντονα τό κεφάλι καί πότε πότε γρ ύλιζε: « Ναί, να ί».
Αργότερα, όταν ό Χίτλερ βγήκε άπό τό δωμάτιο γιά μιά
ιδιωτική άκρόαση μέ τήν Κόζιμα Βάγκνερ, ό Ρόζενμπεργκ
έμεινε μόνος μέ τον Τσάμπερλαιν καί τού είπε ότι σέ ήλικία δε­
καέξι έτών είχε κι έκεινος ένθουσιαστεΐ, όπως ό Χίτλερ, με Τά
θεμέλια τον δέκατου ένατου αιώ να καί δτι κι έκεινος χρω­
στούσε στον Τσάμπερλαιν πάρα πολλά. "Επειτα, σκύβοντας
στο αύτί του, όπως είχε κάνει ό Χίτλερ, έξομολογήθηκε:
«Α ρχίζω νά γράφω ένα βιβλίο πού ελπ ίζω πώς θά συνεχίσει
τό έργο σας γιά τον έπόμενο αιώνα ». "Ισως ό Τσάμπερλαιν νά
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 26 ΜΑΡΤΙΟΥ 1923 341

χαμογέλασε - τό πρόσωπό του ήταν τόσο παραμορφωμένο,


πού ήταν δύσκολο να τό διακρίνεις. Ό Άλφρεντ συνέχισε: « Οί
ιδέες καί τα λόγια σας θά βρίσκονται παντού μέσα στις σελίδες
μου. Τώρα μόλις ξεκινώ. Είναι ένα σχέδιο πού θά πραγματο­
ποιηθεί μέσα στήν έπόμενη πενταετία - είναι τόσα αύτά πού
πρέπει νά γίνουν. ‘'Εχω ήδη γράψει όμως ένα άπόσπασμα γιά
τό τέλος: “Οί ιερές ώρες των Γερμανών θά κάνουν πάλι τήν
έμφάνισή τους, όταν τό σύμβολο της άφύπνισης -ή σημαία μέ
τη σβάστικα πού σημαίνει τήν άναγέννηση- θά έχει γίνει τό
μοναδικό κυρίαρχο δόγμα τού Ράιχ”». Ό Τσάμπερλαιν μούγ­
κρισε. Πιθανόν νά έλεγε: « Ναί, να ι».
Ό Άλφρεντ κάθισε άναπαυτικά στήν πολυθρόνα του καί
κοίταξε γύρω. Ό Χίτλερ άκόμα νά φανεί. ‘Έσκυψε πάλι στο
αύτί τού ήλικιωμένου: «Αγαπημένε δάσκαλε, χρειάζομαι τή
βοήθειά σου γιά κάτι. Πρόκειται γιά τό πρόβλημα Σπινόζα.
Πές μου πώς αύτός ό Εβραίος τού Άμστερνταμ μπόρεσε νά
γράψει έργα πού χαίρουν τόσο μεγάλης έκτίμησης άπό τούς
μεγαλύτερους Γερμανούς διανοητές, άκόμα κι άπό τον άθάνα-
το Γκαΐτε. Πώς είναι δυνατό κάτι τέτο ιο ;» Ό Τσάμπερλαιν
κούνησε τό κεφάλι του άναστατωμένος καί έβγαλε μερικούς
συγκεχυμένους ήχους άπό τούς όποιους οί μόνοι πού μπόρεσε
νά διακρίνει ό Ρόζενμπεργκ ήταν « Ja, ja ». Σέ λίγο βυθίστηκε
σέ βαθύ ύπνο.
*

Στο ταξίδι της έπιστροφής οί δύο άντρες μίλησαν πολύ λίγο


γιά τον Τσάμπερλαιν, γιατί ό Άλφρεντ είχε άλλο σκοπό: Νά
πείσει τον Χίτλερ δτι είχε έρθει ή ώρα τό κόμμα τους νά περά­
σει στή δράση. Θύμισε στον Χίτλερ τά βασικά δεδομένα. « Τό
χάος τυλίγει τή Γερμανία » είπε. « Ό πληθωρισμός έχει ξεφύ-
γει άπό τον έλεγχο. Πριν άπό τέσσερις μήνες ένα δολάριο ίσο-
δυναμούσε μέ 75.000 γερμανικά μάρκα, ενώ χθές μέ 150 εκα­
τομμύρια. Χθές ό μπακάλης της γωνίας μού πουλούσε μιά οκά
342 ΓΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ Π ΙΙΝΟ /Α

πατάτες 90 εκατομμύρια. Και είναι βέβαιο πώς σε λίγο οί πρέ­


σες τού κρατικού τυπογραφείου θά βγάλουν χαρτονομίσματα
τού ενός τρισεκατομμυρίου ».
Ό Χίτλερ κούνησε τό κεφάλι επιφυλακτικά. Ό λ’ αύτά τα
είχε ξανακούσει πολλές φορές από τον Άλφρεντ.
« Και είδες δλα τα πραξικοπήματα πού ξεφυτρώνουν δεξιά
κι άριστερά » συνέχισε ό Άλφρεντ. « Τό κομμουνιστικό κίνημα
στή Σαξονία, τά σώματα εφέδρων τού στρατού στήν Ανατο­
λική Πρωσία, τό πραξικόπημα Kapp στο Βερολίνο, τό πραξι­
κόπημα των οπαδών τής άνεξαρτησίας τού Ρήνου. Ό μω ς ή
πραγματική πυριτιδαποθήκη πού είναι έτοιμη νά έκραγεΐ είναι
τό Μόναχο και ολόκληρη ή Βαυαρία. Τό Μόναχο έχει ένα σωρό
δεξιά κόμματα πού άντιπολιτεύονται τήν κυβέρνηση τού Βε­
ρολίνου, άπ’ αύτά όμως είμαστε τό πιο δυνατό καί σαφώς τό
πιο ισχυρό καί τό καλύτερα οργανωμένο. ‘Έ χει έρθει ό καιρός
μ ας! ‘'Εχω ξεσηκώσει τον λαό μέ τά άρθρα πού δημοσιεύω στήν
εφημερίδα μας προετοιμάζοντάς τους γιά μιά πολύ σημαντική
δράση τού κόμματος ».
Ό Χίτλερ εξακολουθούσε νά φαίνεται άβέβαιος. Ό Ά λ­
φρεντ τον πίεσε: « ‘Έ χει έρθει ή ώρα σου. Πρέπει νά δράσεις
τώρα, άλλιώς θά χάσεις τή στιγμή πού σού άνήκει».
"Οταν τό αύτοκίνητο έφτασε έξω άπ’ τά γραφεία τού Λ αϊ­
κόν Π αρατηρητή, ό Χίτλερ είπε μόνο: « Είναι πολλά πού πρέ­
πει νά σκεφτώ, Ρόζενμπεργκ».
Λίγες μέρες άργότερα ό Χίτλερ έπισκέφθηκε τον Άλφρεντ
στο γραφείο του καί μ’ ένα πλατύ χαμόγελο άνέμισε ένα γράμ­
μα πού είχε μόλις λάβει άπό τον Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερ-
λαιν. Τού διάβασε μερικά κομμάτια:
23 Σεπτεμβρίου 1923
Πολύ σεβαστέ και αγαπητέ Χέρ Χ ίτλερ:
"Έχετε κάθε δικαίω μα νά εκπλήσσεστε άπό αυτή τήν εισβολή,
άφον μάλιστα είδατε μέ τά μάτια σας πόσο δύσκολο μον είναι νά
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 26 ΜΑΡΤΙΟΥ 1923 343

μιλήσω. Δεν μπορώ όμως νά άντισταθώ στην παρόρμηση νά σάς


απευθύνω λίγες λέξεις.
;Αναρωτιόμουν γιατί άπ'όλους τους ανθρώπους μόνο εσείς,
εσείς που έχετε τό εξαιρετικό χάρισμα νά ξυπνάτε τους άνθρώ-
πους από τον ύπνο τους κι από τις μονότονες ρουτίνες τους, είστε
εκείνος που μου χάρισε τον πιο χορταστικό και αναζωογονητικό
ύπνο απ’’όσους έχω γευτεί από εκείνη τη μοιραία μέρα τοϋ Αύγου­
στου 1914 που με πρωτοέριξε στο κρεβάτι αυτή ή ϋπουλη αρρώ­
στια. Τώρα πιστεύω πώς αυτό άκριβώς είναι πού χαρακτηρίζει
καί προσδιορίζει την ύπαρξή σας: Ό αληθινός άφυπνιστής είναι
συγχρόνως εκείνος πού χαρίζει τη γαλήνη...
*Η γαλήνη πού μοϋ φέρατε έχει κυρίως νά κάνει με τα μάτια
σας και με τις χειρονομίες σας. Τό μ ά τι σας λειτουργεί σχεδόν σαν
χέρι: Αδράχνει τον άνθρωπο καί τον κρατά*κι έχετε την ιδιαίτερη
ικανότητα νά απευθύνετε τα λόγια σας προσω πικά στον κάθε
ακροατή σέ κάθε δεδομένη στιγμή. Όσο για τα χέρια σας, είναι
τόσο εκφραστικά στην κίνησή τους πού συναγωνίζονται τά μάτια
σας. “Ενας τέτοιος άνθρωπος φέρνει ξεκούραση σ'1ένα φτωχό πνεύ­
μα πού υποφέρει! Τδίως όταν είναι άφοσιωμένος στην υπηρεσία
τής πατρίδας.
Ή π ίστη μου στη γερμανικότητα δεν κλονίστηκε ούτε μ ιά
στιγμή, μολονότι οι ελπίδες μου ομολογώ πώς είχαν πέσει πολύ
χαμηλά. Μ εταμορφώσατε μεμιάς την κατάσταση τής ψυχής μου.
Τό γεγονός ότι ή Γερμανία την ώρα τής μεγαλύτερης άνάγκης της
γέννησε έναν Χίτλερ είναι απόδειξη τής ζω τικότητάς τη ς■κι οι
πράξεις σας τό άποδεικνύουν άκόμα περισσότερο, για τί ή προσω ­
πικότητα καί οι πράξεις ενός άνθρώπου συνδέονται απόλυτα.
Μπόρεσα νά κοιμηθώ χωρίς ούτε μιά έγνοια. Τίποτα δεν μοϋ
χάλασε τον ύπνο. Είθε ό Θεός νά σάς προστατεύει!
Χιούστον Σ τιούαρτ Τσάμπερλαιν

« Θά πρέπει νά άνέκτησε τήν ομιλία του και νά τό υπαγό­


ρευσε - τί καταπληκτικό γράμμα » είπε ό Άλφρεντ, πασχίζον­
344 ΓΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ II ΜΙΜΟΖΑ

τας συγχρόνως νά κρύψει τή ζήλια του. ‘Έπειτα πρόσθεσε γρή­


γορα : « Καί τό άξίζετε, Χέρ Χίτλερ ».
« Καί τώρα σου έχω μερικά πραγματικά νέα » είπε ό Χ ίτ­
λερ. « Ό Έ ριχ Λούντεντορφ ένωσε τις δυνάμεις του μαζί
μ α ς!»
« Μπράβο! Μπράβο!» άπάντησε ό Άλφρεντ. Ό Λούντε­
ντορφ χαρακτηριζόταν τό λιγότερο εκκεντρικός, παρ’ βλα
αύτά έχαιρε γενικής εκτίμησης ώς στρατάρχης ξηράς τού
παγκοσμίου πολέμου.
« Συμφωνεί με τήν ιδέα μου νά προχωρήσουμε σε κίνημα »
συνέχισε ό Χίτλερ. «Σ υμφω νεί πώς πρέπει νά ένώσουμε τις
δυνάμεις μας με άλλες ομάδες τής Δεξιάς, άκόμα καί μέ τις
μοναρχικές ομάδες καί μέ τούς ύπέρμαχους τής άνεξαρτησίας
τής Βαυαρίας, καί νά εισβάλουμε στή βραδινή συνεδρία τής 8ης
Νοεμβρίου, νά άπαγάγουμε άρκετούς Βαυαρούς κυβερνητι­
κούς άξιωματούχους της καί νά τούς άναγκάσουμε μέ τήν
άπειλή βπλων νά μέ άποδεχτούν ώς άρχηγό. Τήν έπόμενη μέρα
θά κάνουμε μιά γιγάντια πορεία στο κέντρο τής πόλης ώς τό
ύπουργεΐο Πολέμου καί μέ τή βοήθεια των ομήρων μας καί μέ
τή φήμη τού στρατάρχη Λούντεντορφ θά πάρουμε μέ τό μέρος
μας τον γερμανικό στρατό. ‘Έ πειτα θά μιμηθούμε τήν πορεία
τού Μουσσολίνι προς τή Ρώμη κάνοντας πορεία προς τό Κόκ­
κινο Βερολίνο γιά νά ρίξουμε τή δημοκρατική κυβέρνηση τής
Γερμανίας ».
« Θαυμάσια! Φύγαμε ». Ό Άλφρεντ ήταν τόσο χαρούμενος
πού σχεδόν δέν τον ένοιαξε πού ό Χίτλερ παρέβλεψε πώς τό
σχέδιο αύτό ήταν πρόταση δική του. Είχε συνηθίσει νά οίκειο-
ποιειται ό Χίτλερ τις ιδέες του χωρίς νά τού άποδίδει τά εύ­
σημα.
Ό μω ς δλα πήγαν στραβά. Τό κίνημα ήταν ένα φιάσκο. Τή
βραδιά τής 8ης Νοεμβρίου ό Χίτλερ πήγε μαζί μέ τον Άλφρεντ
στή συνάντηση τού συνασπισμού των δεξιών κομμάτων. Τά
κόμματα αύτά δέν είχαν ποτέ ώς τώρα έρθει σε συνεννόηση καί
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 26 ΜΑΡΤΙΟΥ 1923 345

ή συνάντηση κατέληξε σέ τόσο μεγάλη άναταραχή, πού σε κά­


ποια στιγμή ό Χίτλερ άναγκάστηκε να πηδήξει πάνω σ’ ένα
τραπέζι καί να πυροβολήσει με τό πιστόλι του στο ταβάνι για
να άποκαταστήσει τήν τάξη. Αμέσως οί Ναζί άπήγαγαν τούς
έκπροσώπους τής βαυαρικής κυβέρνησης με σκοπό να τούς
χρησιμοποιήσουν ώς ομήρους. Νομίζοντας όμως ότι οί τελευ­
ταίοι προσχωρούσαν στή ναζιστική πλευρά δεν τούς φύλαξαν
καλά κι έτσι οί όμηροι τό έσκασαν μες στή νύχτα. Παρ’ όλα
αύτά μπροστά στήν επιμονή τού Λούντεντορφ νά πραγματο­
ποιήσουν τή μαζική πορεία τους τό άλλο πρωί, ό Χίτλερ ύπο-
χώρησε, με τήν ελπίδα νά προκαλέσουν μιά εξέγερση των πο­
λιτών. Ό Λούντεντορφ ήταν βέβαιος πώς ούτε ό στρατός ούτε
ή άστυνομία θά τολμούσαν νά άνοίξουν πύρ εναντίον του. Ό
Ρόζενμπεργκ έτρεξε πίσω στο γραφείο καί ετοίμασε τούς τ ί­
τλους τού Π αρατηρητή καλώντας σέ γενική επανάσταση.
Νωρίς τό πρωί τής 9ης Νοεμβρίου 1923 μιά φάλαγγα δύο χ ι­
λιάδων άνδρών, πολλοί άπό τούς όποιους ήταν οπλισμένοι,
άνάμεσά τους ό Χίτλερ καί ό Ρόζενμπεργκ, ξεκίνησαν τήν πο­
ρεία τους προς τό κέντρο τού Μονάχου. Στήν πρώτη σειρά
περπατούσαν ό Χίτλερ, ό στρατάρχης Λούντεντορφ, άπαστρά-
πτω ν μέσα στή στρατιωτική στολή του καί φορώντας τό
αιχμηρό κράνος τού παγκόσμιου πολέμου, ό Χέρμαν Γκαί-
ρινγκ, ό δημοφιλής ήρωας τού πολέμου φορώντας τά πολλά
παράσημά του καί ό Σόιμπνερ-Ρίχτερ, ό όποιος περπατούσε
κρατώντας τον στενό του φίλο Χίτλερ άπό τό μπράτσο. Ό Ρό­
ζενμπεργκ βρισκόταν στή δεύτερη σειρά, άκριβώς πίσω άπό
τον Χίτλερ. Πίσω του βάδιζε ό Ρούντολφ Έ ς καί ό Πούτσι
Χάνφστενγκλ ( ό χορηγός πού είχε έπιτρέψει στον Π αρατη­
ρητή νά γίνει καθημερινή εφημερίδα ). Μερικές σειρές πιο π ί­
σω βάδιζε ό Χάινριχ Χίμμλερ κρατώντας τή σημαία τού ναζι-
στικού κόμματος.
Φτάνοντας σέ μιά μεγάλη πλατεία είδαν πώς τούς έκοβε τό
δρόμο ό στρατός. Ό Χίτλερ τούς φώναξε νά παραδοθούν.
34^ ΙΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 1ΙΙΙΝΟΖΑ

Εκείνοι δμως άνοιξαν πυρ καί άκολούθησε μια συμπλοκή


διάρκειας τριών λεπτών πού διέλυσε άμέσως τήν πορεία. Δε­
καέξι Ναζί καί τρεις στρατιώτες σκοτώθηκαν. Ό στρατάρχης
Λούντεντορφ βάδισε ώς το τείχος τών στρατιωτών χωρίς να
διστάσει, παραμέρισε τα τουφέκια καί εκεί τον υποδέχτηκε
εύγενικά ένας άξιωματικός, ό όποιος τού ζήτησε συγγνώμη
για τήν άναγκαιότητα να τον θέσει υπό προσωρινή κράτηση.
Ό Γκαίρινγκ δέχτηκε δύο τραύματα στή βουβωνική χώρα
άλλα κατάφερε να συρθεί σε άσφαλές σημείο. Τον μετέφεραν
σ’ έναν καλοσυνάτο Εβραίο γιατρό πού τον φρόντισε έξαιρε-
τικά καί στή συνέχεια τον φυγάδεψαν γρήγορα άπό τή Βαυα­
ρία. Ό Σόιμπνερ-Ρίχτερ πού είχε τό μπράτσο του περασμένο
στο μπράτσο τού Χίτλερ σκοτώθηκε άμέσως παρασέρνοντας
στο έδαφος καί τον Χίτλερ ό όποιος εξάρθρωσε τον ώμο του.
Πάνω στον Χίτλερ έπεσε ένας σωματοφύλακας, ό Ούλριχ
Γκράφ, ό όποιος δέχτηκε πολλές σφαίρες καί τού έσωσε τή
ζωή.
Παρότι ό άντρας πού στεκόταν στο πλάι τού Άλφρεντ σκο­
τώθηκε, εκείνος δεν έπαθε τίποτα, σύρθηκε στο πεζοδρόμιο
μακριά άπό τή σφαγή κι έπειτα τό έβαλε στα πόδια καί χάθηκε
στο πλήθος. Δεν τόλμησε να γυρίσει στο σπίτι του ή στο γρα­
φείο - ή κυβέρνηση έκλεισε άμέσως τον Π αρατηρητή επ’ άόρι-
στον καί τοποθέτησε φρουρούς μπροστά στα γραφεία της εφη­
μερίδας. Τελικά ό Άλφρεντ έπεισε μιά ήλικιωμένη γυναίκα νά
τον άφήσει νά κρυφτεί στο σπίτι της γιά μερικές μέρες καί τις
νύχτες περιπλανιόταν στούς δρόμους τού Μονάχου προσπα­
θώντας νά μάθει τι είχαν άπογίνει οι σύντροφοί του. Ό Χίτλερ
σύρθηκε μέ φοβερούς πόνους μερικά μέτρα πιο κεΐ, έπειτα κά­
ποιοι φίλοι τον τράβηξαν καί τον έχωσαν σ’ ένα αύτοκίνητο πού
τούς περίμενε καί μέ τή συνοδεία ένός γιατρού πού άνήκε στο
κόμμα τον οδήγησαν στο σπίτι τού Πούτσι Χάνφστενγκλ,
όπου περιποιήθηκαν τον ώμο του καί δπου τον έκρυψαν στή
σοφίτα. Έκει, λίγο πριν τον συλλάβουν, έγραψε ένα σημείωμα
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 26 ΜΑΡΤΙΟΥ 1923 347

πρός τόν *Άλφρεντ καί ζήτησε άπό τήν κυρία Χάνφστενγκλ να


τό παραδώσει. Εκείνη βρήκε τον Άλφρεντ τήν έπομένη καί
του τό έδωσε κι αύτός έσκισε άμέσως τό φάκελο καί πρός με­
γάλη του έκπληξη διάβασε:

ίΑ γαπητέ Ρόζενμπεργκ, ήγήσον έσν τον κινήματος από εδώ


και πέρα.
Άντολφ Χίτλερ
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε Ι Κ Ο Σ Τ Ο Ε Β Δ Ο Μ Ο

ΡΕΪΝΣΜΠΕΡΧ - 1662

φόβος του Μπέντο είχε υπο­


Μ
ΕΣΑ ΣΕ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ό
χωρήσει. Είχαν φύγει οί ταχυκαρδίες, τό σφίξιμο στο
στήθος καί οί εικόνες της επίθεσης πού εισέβαλλαν στο μυαλό
του. Καί τί υπέροχη ανακούφιση να άνασαίνει ελεύθερα καί να
νιώθει ασφαλής στο σώμα το υ! Μπορούσε μάλιστα μέ αρκετή
ψυχραιμία να φέρει στο νού του τό πρόσωπο τού παραλίγο δο­
λοφόνου του καί άκολουθώντας τή συμβουλή τού Φράνκο να
κοιτάξει τό σκισμένο μαύρο παλτό του πού κρεμόταν σε πλήρη
θέα στον τοίχο τού δωματίου του.
Μετά τήν άπόπειρα δολοφονίας του καί την επίσκεψη τού
Φράνκο άναλογιζόταν για πολλές έβδομάδες τούς μηχανι­
σμούς μέ τούς όποιους ξεπερνά κανείς τον τρόμο. Πώς είχε
άνακτήσει τή γαλήνη το υ; Μήπως έπειδή κατανοούσε καλύτε­
ρα τα αίτια πού είχαν παρακινήσει τον δράστη; Ό Μπέντο
έτεινε προς αύτή τήν έξήγηση - τού φαινόταν στέρεα. Τού φαι­
νόταν λογική. Άπό τήν άλλη ήταν καχύποπτος μέ τήν τόσο
έντονη προσκόλλησή του στη δύναμη της κατανόησης. Στήν
άρχή άλλωστε δέν τον είχε βοηθήσει. Μόνο μετά τήν έμφάνιση
τού Φράνκο άρχισε ή ιδέα αύτή νά άποκτά άξια. Όσο περισ­
σότερο τό σκεφτόταν τόσο τού γινόταν πιο ξεκάθαρο ότι ό
Φράνκο είχε συνεισφέρει κάτι ούσιαστικό στήν άνάρρωσή του.
Ό Μπέντο θυμόταν ότι τήν ώρα πού έφτασε ό Φράνκο, ό φόβος
του βρισκόταν στο χειρότερο σημείο, έπειτα όμως άρχισε
σχεδόν άμέσως νά παρουσιάζει βελτίωση. Αλλά τί άκριβώς
τού είχε προσφέρει ό Φράνκο; Τό κυριότερο ίσως ήταν ότι είχε
άναλύσει τά συστατικά τού τρόμου καί είχε άποδείξει πώς
ΡΡΪΝΣΜΓΙΕΡΧ - 1662 349

έκεΐνο πού κυρίως άναστάτωνε τον Μπέντο ήταν το γεγονός


6τι ό δράστης ήταν Εβραίος. Με άλλα λόγια ό τρόμος επαυξα­
νόταν άπό τή θαμμένη οδύνη για τον άποχωρισμό του άπό τον
λαό του. Αύτό θά μπορούσε να εξηγήσει τή θεραπευτική δύνα­
μη τού Φράνκο: Ό φίλος του όχι μόνο είχε βοηθήσει τή διαδι­
κασία της λογικής άνάλυσης άλλά, πράγμα μάλλον πιο σημαν­
τικό, είχε προσφέρει τήν ίδια του την παρουσία - τήν έβραϊκή
του παρουσία.
Ε πίσης ό Φράνκο είχε κεντρίσει τον Μπέντο να βγει άπό
τή βασανιστική του ζήλια φέρνοντάς τον άντιμέτωπο μέ τον
παραλογισμό του να ποθεί κάτι τό όποιο ούτε άληθινά επιθυ­
μούσε ούτε ποτέ θά μπορούσε νά άποκτήσει. Ό Μπέντο ξα-
ναβρήκε προοδευτικά τήν ήρεμία του και πριν περάσει πολύς
καιρός άποκατέστησε τή φιλία του μέ τήν Κλάρα-Μαρία καί
μέ τον Ντίρκ. Πάλι δμως μαζεύτηκαν μαύρα σύννεφα στο
μυαλό του τήν ήμέρα πού ή Κλάρα-Μαρία εμφανίστηκε φο­
ρώντας ένα μαργαριταρένιο κολιέ τό όποιο της είχε χαρίσει ό
Ντίρκ. Τά σύννεφα εξελίχθηκαν σε μπουρίνι λίγες μέρες άργό-
τερα, δταν οί δύο τους άνακοίνωσαν τον άρραβώνα τους. Αύτή
τή φορά δμως κυριάρχησε ή λογική. Ό Μπέντο διατήρησε τήν
ισορροπία του καί άρνήθηκε νά έπιτρέψει στά πάθη νά διαρρή-
ξουν τις σχέσεις του μέ τούς δύο καλούς του φίλους.
Παρ’ δλα αύτά ό Μπέντο κρατούσε φυλαγμένη μέσα του
τήν άπτική άνάμνηση της Κλάρα-Μαρία πού τού κρατούσε τό
χέρι εκείνη τή νύχτα, μετά τήν έπίθεση. Θυμόταν επίσης τον
Φράνκο πού τον είχε πιάσει άπ’ τον ώμο άλλά καί τις πολλές
φορές πού κρατιόταν μέ τον άδελφό του τον Γκάμπριελ χέρι μέ
χέρι. Γιά κείνον δμως δέν έπρόκειτο ποτέ νά ύπάρξει άλλο άγ­
γιγμα, δσο κι αν τό λαχταρούσε τό σώμα του. Μερικές φορές
τρύπωναν λαθραία στη σκέψη του φαντασιώσεις δτι άγγίζει
καί άγκαλιάζει τήν Κλάρα-Μαρία ή τή θεία της τή Μάρθα, τήν
όποια επίσης έβρισκε έλκυστική, εύκολα δμως τις άποδίωχνε.
Άλλά οί νυχτερινοί πόθοι ήταν διαφορετικοί: Δέν μπορούσε νά
35 Γ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 1ΙΙΙΝΟΖΑ

κλειδώσει τις πόρτες καί νά απαγορέψει τήν είσοδο στα όνειρά


του, ούτε μπορούσε νά συγκρατήσει τή νυχτερινή ρεύση του
πού συχνά λέκιαζε τά σεντόνια. Ό λα αύτά βέβαια τά κρατούσε
στις βαθύτερες κρύπτες της σιωπής. Κι αν ποτέ τά άποκάλυπτε
στον Φράνκο, προέβλεπε τήν άντίδρασή του: « Πάντα έτσι ήταν
- ή σεξουαλική πίεση είναι μέρος της βιολογικής μας υπόστα­
σης. Είναι ή δύναμη πού έπιτρέπει στο είδος μας νά έπιβιώνει».
Ό Μπέντο καταλάβαινε πόσο σοφή ήταν ή συμβουλή τού
Φράνκο νά φύγει άπό τό Άμστερνταμ, παρ’ όλα αύτά καθυστέ­
ρησε άρκετούς μήνες νά φύγει. Οί γλωσσικές του ικανότητες
άλλά καί ή δύναμη τής λογικής του είχαν σάν άποτέλεσμα πολ­
λοί κολλεγιαστές νά ζητούν τή βοήθειά του γιά νά μεταφρά­
σουν εβραϊκά καί λατινικά έγγραφα. Σύντομα οί κολλεγιαστές
έφτιαξαν μιά φιλοσοφική λέσχη μέ έπικεφαλής τον φίλο του
Σιμόν ντέ Φρίς, ή όποια οργάνωνε συναντήσεις σέ τακτά δια­
στήματα καί πολύ συχνά συζητούσε ιδέες πού τις είχε διατυ­
πώσει ό Μπέντο.
Αύτός όμως ό κύκλος των γνωριμιών πού τον έκτιμούσαν,
ό όποιος συνεχώς μεγάλωνε καί ήταν τόσο σωτήριος γιά τήν
αύτοεκτίμησή του, καταλάμβανε πολύ μεγάλο μέρος τού χρό­
νου του καί τον δυσκόλευε νά άφιερώσει άμέριστη τήν προσοχή
του στούς στοχασμούς πού βομβούσαν στο μυαλό του. Άνέφε-
ρε στον Σιμόν ντέ Φρίς τήν έπιθυμία του νά ζήσει μιά ζωή πιο
ήσυχη καί σέ λίγο ό Σιμόν, μέ τή βοήθεια καί ύπόλοιπων
μελών τής φιλοσοφικής λέσχης, βρήκε ένα σπίτι στο Ρέινσ-
μπερχ όπου θά μπορούσε νά ζήσει. Τό Ρέινσμπερχ, μιά μικρή
κοινότητα πάνω στον ποταμό Φλιτ, σέ άπόσταση σαράντα χι­
λιομέτρων άπό τό Άμστερνταμ, δέν ήταν μόνο τό κέντρο τού
κινήματος τών κολλεγιαστών άλλά βρισκόταν καί σέ βολική
άπόσταση άπό τό Πανεπιστήμιο τού Λέιντεν, στο όποιο ό
Μπέντο πού γνώριζε πιά έπαρκώς τά λατινικά θά μπορούσε νά
παρακολουθήσει μαθήματα Φιλοσοφίας καί νά άπολαύσει τή
συντροφιά άλλων στοχαστών.
ΡΕΪΝΣΜΠΕΡΧ - 1662 351

Ό Μπέντο βρήκε τό Ρέινσμπερχ πολύ του γούστου του. Το


σπίτι ήταν πέτρινο καί γέρο καί είχε πολλά παράθυρα μέ μικρά
τζαμάκια πού έβλεπαν σ’ έναν προσεγμένο κήπο μέ μηλιές.
Στον τοίχο τής εισόδου ήταν ζωγραφισμένο ένα σύντομο ποίη­
μα πού άπηχούσε τή δυσαρέσκεια πολλών κολλεγιαστών γιά
τήν κατάσταση τού κόσμου:
Αλίμονο ! Άν όλοι οι άνθρωποι ήταν
δχι μόνο σοφοί άλλα καί αγαθοί
τότε ή Γη θά ήταν Παράδεισος.
Τώρα συχνά είναι Κόλαση !
Τό διαμέρισμα τού Μπέντο είχε δύο δωμάτια στο ισόγειο
πού τό ένα χωρούσε τό γραφείο, τή γεμάτη βιβλιοθήκη του καί
τό κρεβάτι μέ τον ούρανό καί τό άλλο, τό μικρότερο, χρησίμευε
ώς δωμάτιο έργασίας γιά τήν κοπή φακών. Ό δόκτωρ Χόου-
μαν, ένας χειρουργός, ζούσε μέ τή γυναίκα του στο ύπόλοιπο
σπίτι -μία μεγάλη κουζίνα πού χρησίμευε καί σάν δωμάτιο
ύποδοχής κι ένα ύπνοδωμάτιο στον πάνω όροφο, όπου έφτανες
άπό μιά απότομη σκάλα.
Ό Μπέντο πλήρωνε κι ένα μικρό ποσό επιπλέον γιά τό δεί­
πνο, τό όποιο συνήθως έτρωγε μαζί μέ τον δρα Χόουμαν καί τήν
πολύ εύχάριστη γυναίκα του. Μερικές φορές έπειτα άπό μιά με­
γάλη μέρα μοναχικού γραψίματος καί τροχίσματος φακών, τού
άρεσε ή προοπτική τής συντροφιάς τους, όταν όμως ήταν άπορ-
ροφημένος σέ μιά ιδέα, ξαναγύριζε στις παλιές του συνήθειες
καί γιά αρκετές μέρες δειπνούσε στο δωμάτιό του, κοίταζε τις
γόνιμες μηλιές στον πίσω κήπο, στοχαζόταν καί έγραφε.
'Ένας εύχάριστος χρόνος πέρασε. 'Ένα πρωινό τού Σεπτεμ­
βρίου ό Μπέντο ξύπνησε αδιάθετος, άνήσυχος καί μέ τό κορμί
του πονεμένο. Αποφάσισε όμως νά μήν άλλάξει σχέδια καί νά
ταξιδέψει στο Άμστερνταμ γιά νά μεταφέρει σ’ έναν πελάτη
μερικούς έξοχα φτιαγμένους τηλεσκοπικούς φακούς. Ά λλωσ­
τε ό φίλος του Σίμον ντέ Φρίς, ό γραμματέας τής Φιλοσοφικής
352 ΤΟ ΙΙΡΟΒΛΗΜΑ 2.ΙΙΙΝΟΖΛ

Λέσχης των Κολλεγιαστών, είχε κανονίσει νά παρευρεθεί ο


Μπέντο σέ μια συνάντηση της Λέσχης 6που θά γινόταν ανάλυ­
ση του πρώτου μέρους του νέου έργου του. Ό Μπέντο έβγαλε
άπό την τσάντα του τό τελευταίο γράμμα του Σίμον καί τό ξα­
ναδιάβασε.
Ε ντιμότατε φίλε - περιμένω την άφιξή σου με ανυπομονησία.
Μερικές φορές παραπονιέμαι για τη μοίρα μου, επειδή μάς
χω ρίζει τόσο μεγάλη απόσταση. Ευτυχής, ναί, εξαιρετικά
ευτυχής είναι ό δόκτωρ Χόουμαν που κατοικεί κάτω από την
ίδια στέγη και έχει τη δυνατότητα νά συζητά μ α ζί σου τά πιο
έξοχα θέματα στο γεϋμα, στο δείπνο και στους περιπάτους
σ α ς.ΓΌμως, παρότι τό σώ μα μου βρίσκεται πολύ μακριά σου,
είσαι πολύ συχνά παρών στη σκέψη μου ιδίως μέσα άπό τά
γραπτά σου, την ώρα που τά διαβάζω καί τά αναλύω. Καθώς
όμως δέν είναι όλα τους απολύτως σαφή στα μέλη τής λέσχης
μας, λόγος για τον όποιο έχουμε ξεκινήσει μ ια νέα σειρά συν­
αντήσεων, θά θέλαμε νά ακούσουμε άπό σένα την εξήγηση
των δύσκολων χωρίων, για νά μπορέσουμε υπό την καθοδή­
γησή σου νά υπερασπιστούμε καλύτερα την αλήθεια ενάντια
σ'εκείνους πού άσπάζονται τη δεισιδαιμονία τής θρησκείας
και νά άντέξουμε την επίθεση του κόσμου.

Ε ξαιρετικά άφοσιωμένος,
Σ.Γ. ντέ Φρϊς
Ξαναδιπλώνοντας τό γράμμα ό Μπέντο αίσθάνθηκε χαρά
καί μαζί άμηχανία - χαρά γιά τά καλά λόγια του Σίμον άλλά
καχυποψία γιά τον δικό του πόθο νά έχει ένα θαυμαστικό κοι­
νό. Ή μετακόμισή του στο Ρέινσμπερχ ήταν σίγουρα μιά σοφή
άπόφαση. Καί πιο σοφή θά ήταν μιά μετοίκηση άκόμα πιο μα­
κριά άπό τό Άμστερνταμ, σκέφτηκε.
Περπάτησε τή μικρή άπόσταση ώς τό Οΰχστχεεστ, όπου
πληρώνοντας είκοσιένα στόιφ ερς πήρε τό πρωινό τρέκ σχοϊτ,
μιά μαούνα πού τήν έσερναν άλογα, ή οποία μετέφερε τούς έπι-
ΡΕΪΝΣΜΓ1ΕΡΧ - 1662 353

βάτες κατά μήκος του τρέκφααρτ, του καναλιού πού είχε μόλις
άνοιχτεϊ καί οδηγούσε εύθεϊα στό Άμστερνταμ. Γιά μερικά
στόιφερς παραπάνω θά μπορούσε νά καθίσει μέσα στήν κα­
μπίνα, άλλά ή μέρα ήταν όμορφη καί ήλιόλουστη κι έτσι κάθι­
σε στό κατάστρωμα καί ξαναδιάβασε τήν άρχή τής μελέτης
του,« Πραγματεία γιά τή διόρθωση τής νόησης », τήν οποία θά
άνέλυαν τήν επομένη στή φιλοσοφική λέσχη τού Σίμον. Ξεκι­
νούσε περιγράφοντας τήν προσωπική του άναζήτηση τής
εύτυχίας.

Αφού ή εμπειρία μέ δίδαξε 6τι 6λα τά συνήθη πράγματα πού


περιβάλλουν τήν κοινωνική ζωή είναι μάταια καί φρούδα*
άφού είδα 6τι κανένα άπό τά αντικείμενα των φόβων μου δεν
περιείχε μέσα του τίποτα καλό είτε κακό, παρά μόνο στό μέ­
τρο πού έπηρεάζεται ό νούς απ’ αύτά, πήρα τελικά τήν άπό-
φαση νά διερευνήσω μήπως ύπάρχει κάποιο άληθινό καλό
πού νά έχει τή δύναμη νά μεταδοθεί, τό όποιο θά έπηρέαζε τό
νού άπό μόνο του άποκλείοντας καθετί άλλο: Μήπως στήν
πραγματικότητα ύπάρχει κάτι πού ή άνακάλυψη καί ή κατά-
κτησή του θά μού έδιναν τή δυνατότητα νά άπολαύσω μιά
εύτυχία διαρκή, ύπέρτατη καί ατελείωτη.

Στή συνέχεια περιέγραφε τήν άνικανότητά του νά κατα­


κτήσει τό στόχο του 6σο παρέμενε άκόμα προσκολλημένος
στις πεποιθήσεις τής κουλτούρας του 6τι τά ύπέρτατα άγαθά
ήταν τά πλούτη, ή φήμη καί οί ήδονές των αισθήσεων. Αύτά
τά άγαθά, έπέμενε ό Μπέντο, δεν είναι καλά γιά τήν ύγεία μας.
Διάβασε προσεκτικά τά σχόλιά του γιά τούς περιορισμούς των
συγκεκριμένων κοσμικών άγαθών.

Μιλώντας γιά ηδονή των αισθήσεων τό μυαλό σκλαβώνεται


μέχρι σημείου ακινησίας, σάν νά είχε ήδη κατακτήσει τό
ύπέρτατο άγαθό, έτσι ώστε είναι έντελώς άνίκανο νά σκεφτει
όποιοδήποτε άλλο άντικείμενο* όταν μιά τέτοια ήδονή ικανό-
354 Ι Ο IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΙΠΙΝΟ/.Α

ποιηθεί, ακολουθείται από μια ακραία μελαγχολία, από τήν


οποία ό νους, παρότι δέν σκλαβώνεται, διαταράσσεται καί
αμβλύνεται.
Στήν περίπτωση της φήμης ό νους άπορροφάται ακόμη
περισσότερο, γιατί ή φήμη θεωρείται πάντα καλή καθ’ έαυ-
τήν καί ως ό υπέρτατος σκοπός προς τον όποιο κατευθύνον-
ται δλες οί πράξεις. Επιπλέον ή κατάκτηση τού πλούτου καί
τής φήμης δέν άκολουθεΐται, δπως στήν περίπτωση των
αισθησιακών ήδονών, άπό τή μετάνοια, παρά δσο περισσό­
τερα κατακτούμε τόσο μεγαλύτερη είναι ή χαρά μας καί
κατά συνέπεια τόσο περισσότερο υποκινούμαστε νά αύξή-
σουμε καί τό ένα καί τό άλλο* άπό τήν άλλη, αν οί έλπίδες μας
συμβεΐ νά ματαιωθούν, βυθιζόμαστε στή βαθύτερη θλίψη.
Ή φήμη έχει τό επιπλέον έλάττωμα δτι υποχρεώνει τους
θιασώτες της νά ρυθμίζουν τή ζωή τους σύμφωνα μέ τις γνώ­
μες τών συνανθρώπων τους, άποφεύγοντας δ,τι άποφεύγουν
συνήθως έκεΐνοι καί άναζητώντας δ,τι συνήθως ζητούν έκεΐνοι.

Ό Μπέντο κούνησε εύχαριστημένος τό κεφάλι, ικανοποιη­


μένος κυρίως άπό τήν περιγραφή τού προβλήματος της φήμης.
Καί τώρα προχωρούσε στις θεραπείες: Είχε έκφράσει τις δυσ­
κολίες του νά έγκαταλείψει ένα σίγουρο καί συνηθισμένο
αγαθό γιά κάτι αβέβαιο. Στή συνέχεια μετρίαζε άμέσως τήν
έννοια αύτή λέγοντας δτι, καθώς αναζητούσε ένα μόνιμο άγα-
θό, κάτι που θά παρέμενε άμετάβλητο, ήταν σαφές πώς αβέ­
βαιο ήταν δχι άπό τή φύση του παρά μόνο στήν κατάκτησή
του. Παρότι ή πορεία τών επιχειρημάτων του τον ικανοποιού­
σε, συνεχίζοντας τήν άνάγνωσή του άρχισε νά μή νιώθει άνετα.
*Ίσως νά είχε πει καί άποκαλύψει πάρα πολλά γιά τον έαυτό
του σέ διάφορα σημεία:

Άντιλήφθηκα έτσι δτι βρισκόμουν σέ μιά κατάσταση μεγά­


λου κινδύνου καί υποχρέωσα τον έαυτό μου νά άναζητήσει μέ
δλη του τή δύναμη ένα γιατρικό, δσο αβέβαιο κι αν ήταν
ΡΕΪΝΣΜΓΙΕΡΧ - 1662 355

δπως ό άρρωστος πού παλεύει μέ μια θανάσιμη αρρώστια καί


βλέπει 6τι ό θάνατος θά έρθει οπωσδήποτε για κείνον, αν 8έν
βρεθεί κάποιο γιατρικό, άναγκάζεται να άναζητήσει τό για­
τρικό αύτό μ’ δλη του τή δύναμη, άφοϋ δλες οί ελπίδες του
στηρίζονται πάνω του.

Καθώς διάβαζε, ένιωσε να κοκκινίζει κι άρχισε να μουρ­


μουρίζει στον εαυτό το υ: « Αύτά δεν είναι Φιλοσοφία. Πα­
ραείναι προσωπικά. Τί έκανα; Αύτό δεν είναι παρά ένα επιχεί­
ρημα βουτηγμένο στο πάθος μέ σκοπό νά προκαλέσει συναι­
σθήματα. Παίρνω τήν απόφαση, δχι, περισσότερο απ’ αύτό,
ορκίζομαι πώς στο μέλλον ό Μπέντο Σπινόζα καί ή αναζήτησή
του, οί φόβοι του, οί ελπίδες του θά είναι άόρατα. Ά ν δέν μπο­
ρώ νά πείσω τούς άναγνώστες άποκλειστικά μέσα άπό τή λο­
γική των επιχειρημάτων μου, τά γραπτά μου σφάλλουν».
Συνέχισε νά διαβάζει διάφορα άποσπάσματα δπου περιέ­
γραφε πώς οί άνθρωποι έχουν θυσιάσει πολλές φορές τά πάντα,
άκόμα καί τή ζωή τους, κυνηγώντας τά πλούτη, τή φήμη καί
τήν άπόλαυση αισθησιακών ήδονών. Στή συνέχεια πρότεινε μέ
μικρές δυνατές περιόδους τό φάρμακο:

1. Όλα αύτά τά κακά φαίνονται νά πηγάζουν άπό τό γεγονός


δτι ή εύτυχία ή ή δυστυχία καταλήγει νά έξαρτάται πλή­
ρως άπό τήν ποιότητα του αντικειμένου τό όποιο άγαπάμε.
2. ''Οταν κάτι δέν άποτελεί άντικείμενο άγάπης, δέν θά προ­
κόψουν έριδες αναφορικά μέ αύτό - δέν θά προκόψει αίσθη­
μα θλίψης, μίσους, μέ λίγα λόγια τίποτα δέν θά διαταράξει
τήν ψυχή.
3. Όλα αύτά πηγάζουν άπό τήν άγάπη πραγμάτων πού είναι
φθαρτά, δπως τά αντικείμενα πού άναφέρθηκαν παραπάνω.
4. Όμως ή άγάπη προς ένα πράγμα αιώνιο καί άπειρο τρέφει
τήν ψυχή άποκλειστικά μέ χαρά καί είναι άπαλλαγμένη
άπό κάθε θλίψη, γ ι’ αύτό πρέπει αύτή νά ποθούμε καί νά
άναζητούμε μέ δλη μας τή δύναμη.
356 ΤΟ 11ΡΟΒΛΗΜΑ LII1NO/A

Του ήταν αδύνατο να συνεχίσει το διάβασμα. Το κεφάλι του


άρχισε να βουίζει -πραγματικά δέν ένιωθε καθόλου καλά σή­
μερα- γ ι’ αύτό έκλεισε τά μάτια καί μισοκοιμήθηκε γιά ένα
μικρό διάστημα - τού ίδιου τού φάνηκε σάν ένα τέταρτο της
ώρας. Τό πρώτο πράγμα πού είδε μόλις ξύπνησε ήταν μιά
ομάδα από είκοσι ώς τριάντα άτομα πού περπατούσαν κοντά
κοντά στο πλάι τού καναλιού. Ποιοι ήταν; Πού πήγαιναν;
Καθώς ή μαούνα τούς πλησίαζε κι έπειτα τούς προσπέρασε,
δέν μπορούσε νά πάρει τά μάτια του από πάνω τους. Στήν επό­
μενη στάση πού άπεΐχε άκόμα μιά ώρα μέ τά πόδια άπό τό
σπίτι τού Σίμον ντε Φρίς στο Άμστερνταμ, όπου θά έμενε τη
νύχτα, σηκώθηκε χωρίς ούτε ό ίδιος νά τό περιμένει, άρπαξε
τό σάκο του, πήδηξε έξω άπό τη μαούνα κι άρχισε νά βαδίζει
προς τά πίσω, προς τήν ομάδα πού περπατούσε.
Σέ λίγο έφτασε αρκετά κοντά γιά νά διακρίνει ότι οί άντρες
πού φορούσαν ρούχα ’Ολλανδών έργατών, είχαν όλοι κ ιπ ά στο
κεφάλι. Ναί, ήταν σίγουρα Εβραίοι, άλλά Εβραίοι άσκενάζι
πού δέν θά τον άναγνώριζαν. Πλησίασε. Ή ομάδα είχε σταμα­
τήσει σ’ ένα σημείο χωρίς δέντρα στις όχθες τού καναλιού καί
συγκεντρώθηκε γύρω άπό τον άρχηγό της, προφανώς τον ρα-
βίνο της, ό όποιος άρχισε νά ψέλνει ακριβώς στο χείλος τού νε­
ρού. Ό Μπέντο πλησίασε άκόμα πιο κοντά γιά ν’ άκούει τά λό­
για του. Μία ήλικιωμένη γυναίκα, κοντή καί παχιά, μέ τούς
ώμους καλυμμένους άπό ένα βαρύ μαύρο ύφασμα τον κοίταξε
γιά αρκετή ώρα καί σέ λίγο τον πλησίασε. Ό Μπέντο κοίταξε
τό ρυτιδιασμένο της πρόσωπο, τόσο εύγενικό, τόσο μητρικό,
πού σκέφτηκε τη δική του μητέρα. Ό χι όμως, ή μητέρα του
είχε πεθάνει πιο νέα απ’ δσο ήταν εκείνος τώρα. Αύτή ή γυναί­
κα θά είχε τήν ήλικία της γιαγιάς του. Ή γυναίκα τον πλησία­
σε καί είπ ε : «B ist an undzeriker ?» (« Είσαι δικός μ α ς;» ).
Ό Μπέντο είχε μάθει μόνο ελάχιστες φράσεις γίντις άπό τις
εμπορικές του συναλλαγές μέ Εβραίους άσκενάζι, κατάλαβε
όμως πολύ καλά τήν έρώτηση άλλά δέν μπορούσε ν' άπαντή-
ΡΕΪΝΣΜΝΕΡΧ - 1662 357

σει. Στο τέλος, κουνώντας τό κεφάλι ψιθύρισε: « Σεφαραδί-


της».
« Α Ι ι, ιγ ζ α γ ί α η ιιη ά ζ β ή Ι ίβ Γ . Ο ί ίζ α τ η α ίο η β / ιιτ ι Η ί β ΐβ » .
(«Τ ότε είσαι δικός μας. Όρίστε, ένα δώρο από τή Ρ ίφ κε».)
“Έβαλε τό χέρι στήν τσέπη της ποδιάς της, τού έδωσε ένα με­
γάλο κομμάτι ψωμί καί τού έδειξε τό κανάλι.
Ό Μπέντο τήν εύχαρίστησε καί, καθώς εκείνη απομακρυ­
νόταν, χτύπησε τό μέτωπό του μέ τό χέρι καί μουρμούρισε,
(( Τ ασλίχ. 1Απίστευτο, είναι Ρ ός Ά σσανά - πώς τό ξέχασα;»
Γνώριζε πολύ καλά τήν τελετή τού Τασλίχ. Γιά πολλούς αιώ­
νες οί κοινότητες τών Εβραίων τελούσαν μια άκολουθία για τό
Ρός Ασσανά πλάι στις όχθες τρεχούμενου νερού καί στο τέλος
της πετούσαν ψωμί στο νερό. Θυμήθηκε τα λόγια τών Γρα­
φών: «Ό Κύριος θά μάς ύποδεχτει έν άγάπη· θά καλύψει τις
άνομίες μας. Θά πετάξετε όλες τις άμαρτίες τους στά βάθη της
θάλασσας ». ( Μ ιχαίας 7:19)
Πλησίασε πιο κοντά γιά ν’ ακούει τον ραβίνο, ό όποιος προ-
έτρεπε τήν ομάδα, τούς άντρες πού τον περιτριγύριζαν καί τις
γυναίκες πού είχαν σχηματίσει έναν εξωτερικό κύκλο, νά σκε-
φτούν όλα τά πράγματα πού έκαναν τήν περασμένη χρονιά γιά
τά όποια μετανιώνουν, όλες τις άδικες πράξεις τους καί τις
άτιμες σκέψεις τους, τό φθόνο, τήν αλαζονεία καί τήν ένοχή
τους καί τούς είπε νά τά πετάξουν από πάνω τους, νά πετάξουν
τις κακόβουλες σκέψεις μακριά όπως πετούσαν τώρα τό ψωμί
τους. Ό ραβίνος πέταξε τό ψωμί του στο νερό καί άμέσως τον
άκολούθησαν οί ύπόλοιποι. Ό Μπέντο έχωσε τό χέρι του στήν
τσέπη όπου είχε βάλει τό ψωμί του αλλά τό ξανατράβηξε. Δέν
τού άρεσε νά συμμετέχει σέ καμία τελετουργία, άλλωστε δέν
ήταν παρά ένας περαστικός καί στεκόταν πολύ μακριά άπ’ τό

1. ’Έθιμο της έβραϊκής Πρωτοχρονιάς, κατά τό όποιο οί πιστοί απαλ­


λάσσονται από τις άμαρτίες της προηγούμενης χρονιάς, οί όποιες, συμβο­
λίζονται μέ τό ψωμί πού πετιέται στο νερό. ( Σ.τ.μ.)
35» TO I ΙΡΟΒΛΗΜΑ 1II1NOZA

νερό. Ό ραβίνος έψαλε τις προσευχές στα εβραϊκά καί ό Μπέν-


το έντελώς αντανακλαστικά μουρμούρισε μαζί του τά λόγια.
Στο σύνολό της ήταν μιά εύχάριστη καί εύλογη τελετουργία
καί, καθώς ό κόσμος γύριζε γιά νά έπιστρέψει στή συναγωγή,
πολλοί τού έγνεψαν καί τού εύχήθηκαν « Gut Yontef» (« Καλή
γιορτή»). Ό Μπέντο άπάντησε μέ χαμόγελο: «G ut Y ontef
d i n ) (((Καλή γιορτή καί σ’ έσένα » ). Τού άρεσαν τά πρόσωπά
τους. Έδειχναν καλοί άνθρωποι. Παρότι διέφεραν στήν εμφά­
νιση άπό τά μέλη της δικής του σεφαραδικής κοινότητας, έμοια­
ζαν μέ τούς άνθρώπους πού είχε γνωρίσει ώς παιδί. Ή ταν
απλοί αλλά σώφρονες. Γαλήνιοι καί άνετοι ό ένας μέ τον άλλον.
Τού είχαν λείψει. Πόσο τού είχαν λείψει.
Περπατώντας προς τό σπίτι τού Σίμον καί τσιμπολογών-
τας τό ψωμί της Ρίφκε άναλογιζόταν αύτό πού είχε μόλις ζή-
σει. Προφανώς είχε ύποτιμήσει τή δύναμη τού παρελθόντος.
Ή σφραγίδα του είναι άνεξίτηλη. Δέν μπορεί νά σβηστεί.
Χρωματίζει τό παρόν καί έπηρεάζει έντονα τά αισθήματα καί
τις πράξεις μας. Πιο καθαρά άπό ποτέ καταλάβαινε τώρα ότι
οί μή συνειδητές σκέψεις καί συναισθήματα είναι μέρος τού
αίτιακού πλέγματος. Τόσο πολλά πράγματα ξεκαθαρίζονταν:
ή θεραπευτική δύναμη πού άπέδιδε στον Φράνκο, ή μεγάλη
γλυκιά έλξη πού τού προκάλεσε ή τελετή τού Τ ασλίχ, ακόμα
καί ή καταπληκτική γεύση τού ψωμιού της Ρίφκε πού τό μά­
σησε αργά, σάν νά ήθελε νά άρμέξει κάθε μόριο γεύσης. Ε π ι­
πλέον είχε σιγουρευτεί πιά ότι τό μυαλό του διέθετε ένα αόρα­
το ήμερολόγιο: παρότι είχε ξεχάσει τό Ρ ός Ά σσανά, κάποιο
μέρος τού μυαλού του είχε θυμηθεί πώς ή σημερινή μέρα ση­
ματοδοτούσε την αρχή μίας καινούργιας χρονιάς. *Ίσως αύτή
ή κρυμμένη γνώση νά βρισκόταν πίσω άπό τήν άδιαθεσία πού
τον τυραννούσε άπ’ τό πρωί. Μ’ αύτή τή σκέψη οί πόνοι καί τό
βάρος πού ένιωθε αμέσως εξαφανίστηκαν. Τό βήμα του έγινε
πιο γοργό προχωρώντας προς τό Άμστερνταμ καί προς τον
Σίμον ντέ Φρίς.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε Ι Κ Ο Σ Τ Ο Ο Γ Δ Ο Ο

ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ TOT Φ ΡΗ Ν ΤΡΙΧ ,


Ο ΛΙΒΕΡΠΛΑΤΣ 3, ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1925

Γιατί δέν είστε έσεΐς, κύριοι, πού κρίνετε έμας. Ή κρίση αύτή
έκφέρεται άπό τό αιώνιο δικαστήριο της 'Ιστορίας... Κρίνετέ
μας χίλιες φορές ένοχους : Ή θεά τού αιώνιου δικαστηρίου της
Ιστορίας θα χαμογελάσει καί θα κομματιάσει τούς ισχυρισμούς
του δημόσιου κατήγορου καί την ετυμηγορία τού δικαστηρίου-
γιατί έκείνη μάς απαλλάσσει.
—Αντολφ Χίτλερ, καταληκτικές φράσεις
της απολογίας του στή δίκη τού Μονάχου τό 1924
Τήν 1η Απριλίου 1925 6 Λαϊκός Παρατηρητής εμφανίστηκε
πάλι ώς καθημερινό φύλλο. Καί ποιος τοποθετήθηκε ξανά αρ­
χισυντάκτης, παρ’ όλες μου τις εκκλήσεις καί τα έπιχειρήμα-
τα ; - Ό Ρόζενμπεργκ, αύτός ό άνυπόφορος, στενόμυαλος ψευ-
το-μυθολόγος, αύτός ό ήμιεβραΐος άντισημίτης, ό όποιος, επι­
μένω άκόμα καί σήμερα, έβλαψε τό κίνημα πολύ περισσότερο
από κάθε άλλον μέ εξαίρεση τον Γκαΐμπελς.
—Έρνστ ( Πούτσι ) Χάνφστενγκλ
μέ άφησε άναυδο. Όρίστε,
Τ
Ο ΣΗΜΕΙΩΜΑ TOT ΧΙΤΛΕΡ
Φρήντριχ, θέλω να τό δεις μέ τα μάτια σου. Τό έχω
πάντα στο πορτοφόλι μου. Τό έχω βάλει πια σέ φάκελο - αρχί­
ζει να διαλύεται ».
Ό Φρήντριχ πήρε προσεκτικά τό φάκελο, τον άνοιξε κι
έβγαλε τό σημείωμα.
Αγαπητέ Ρόζενμπεργκ, ήγήσον εσν τον κινήματος από εδώ
καί πέρα.
Άντολφ Χίτλερ

359
36ο ΙΌ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟ/,Α

((Αύτό λοιπόν σου έστειλε αμέσως μετά τό άποτυχημένο


κίνημα - πριν άπό δύο χρόνια;»
«Τ ήν επόμενη μέρα. Τό έγραψε στις 10 Νοεμβρίου 1923».
« Πές μου κι άλλα για τη δική σου αντίδραση ».
«"Οπως είπα, έμεινα άφωνος. Δεν είχα ιδέα 6τι θά έπέλεγε
εμένα γιά νά τον διαδεχτώ ».
α Συνέχισε ».
Ό Αλφρεντ κούνησε τό κεφάλι. « Έ γ ώ ...» Γιά μιά στιγμή
πνίγηκε κι έπειτα ξαναβρήκε τήν αναπνοή του καί ομολόγησε:
((Αίφνιδιάστηκα. Απόρησα. Πώς ήταν δυνατόν; Ό Χίτλερ δεν
είχε μιλήσει ποτέ γιά δική μου ανάμειξη στήν ήγεσία τού κόμ­
ματος πριν άπό αύτό τό σημείωμα - ούτε καί μετά άλλω στε!»
Ό Χίτλερ δεν μ ίλη σε ποτέ γ ιά κ ά τι τέτοιο οντε πριν οντε μ ε­
τά. Ό Φρήντριχ προσπάθησε νά χωνέψει αύτή τήν παράδοξη
σκέψη άλλά συνέχισε νά έχει τήν προσοχή του στραμμένη στά
συναισθήματα τού Αλφρεντ. Ή ψυχαναλυτική του έκπαίδευση
τον είχε κάνει πιο υπομονετικό. "Ηξερε πώς μέ τό χρόνο 6λα
θά ξεδιπλωθούν. ((Στή φωνή σου υπάρχει έντονη συγκίνηση,
Αλφρεντ. Είναι σημαντικό νά παρακολουθούμε τά συναισθή­
ματα. Έσύ τί αισθάνεσαι;»
((Μέ τό κίνημα τά πάντα διαλύθηκαν. Τό κόμμα διασκορ­
πίστηκε. Οί άρχηγοί βρίσκονταν είτε στή φυλακή, 6πως ό
Χίτλερ, είτε έξω άπό τη χώρα, δπως ό Γκαίρινγκ, είτε κρύβον­
ταν, όπως έγώ. Ή κυβέρνηση έθεσε τό κόμμα έκτος νόμου καί
έκλεισε μόνιμα τόν Λ αϊκό Π αρατηρητή. Ή έφημερίδα ξανα-
νοιξε μόνο πριν άπό λίγους μήνες κι έτσι βρίσκομαι πάλι στήν
παλιά μου θέση ».
((Θέλω νά τά ακούσω 6λ’ αύτά άλλά προς τό παρόν ας ξα-
ναγυρίσουμε στά συναισθήματά σου γ ι’ αύτό τό σημείωμα.
Κάνε εκείνο πού κάναμε καί παλιότερα: Φαντάσου τή σκηνή
τή στιγμή πού τό άνοιξες γιά πρώτη φορά καί πές 6,τι σού
έρχεται στο νού ».
Ό Αλφρεντ έκλεισε τά μάτια καί συγκεντρώθηκε. (( Περη­
ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΦΡΗΝΤΡΙΧ, ΟΛΙΒΕΡΠΛΑΤΣ 3. ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1925 361

φάνια. Μεγάλη περηφάνια -διάλεξε έμένα, εμένα πάνω απ’ 6-


λους τούς υπολοίπους-, μου κληροδότησε το σκήπτρο του. Αύ-
τό σήμαινε τα πάντα. Γι’ αύτό τό κουβαλάω μαζί μου. Δέν είχα
ιδέα 6τι μ’ εμπιστευόταν καί μ’ εκτιμούσε τόσο πολύ. Τί άλλο;
Μεγάλη χαρά. Ίσω ς να ήταν ή πιο περήφανη στιγμή της ζωής
μου. Ό χι, οχι ίσως, ήταν πράγματι ή πιο περήφανή μου στιγ­
μή. Τον αγάπησα τόσο πολύ γ ι’ αυτό. Κι έπειτα... κι έπειτα...»
« Κι έπειτα τί, Α λφρεντ; Μή σταματάς ».
« Κι έπειτα δλα έγιναν σκατά! Αρχικά αύτό τό σημείωμα
κι έπειτα... Ή μεγαλύτερή μου χαρά μετατράπηκε στή μεγα­
λύτερη. .. στή μεγαλύτερη πανούκλα τής ζωής μου ».
«Ά πό τή χαρά στήν πανούκλα. Πές μου πώς συνέβη αύτή
ή μεταμόρφωση». Ό Φρήντριχ αντιλαμβανόταν πώς τά δικά
του σχόλια δέν ήταν απαραίτητα. Ό Άλφρεντ έσκαγε άπό
άνάγκη νά μιλήσει.
« Θά μάς πάρει δλη τήν ώρα νά σου τά πώ μέ λεπτομέρειες,
τόσο πολλά συνέβησαν». Κι ό Άλφρεντ κοίταξε τό ρολόι του.
«Τό ξέρω πώς δέν γίνεται νά μου πεις δλα δσα έγιναν τά
τελευταία τρία χρόνια, θά χρειαστώ δμως τουλάχιστον μιά
σύντομη ανασκόπηση, γιά νά μπορέσω νά καταλάβω καλά τήν
ταραχή σου ».
Ό Άλφρεντ κοίταξε τό ψηλό ταβάνι τού εύρύχωρου γρα­
φείου τού Φρήντριχ καί συγκέντρωσε τις σκέψεις του. « Πώς
νά τό π ώ ; Στήν ούσία αύτό τό σημείωμα μού ανέθετε ένα έργο
αδύνατο. Μού ζητούσε νά ήγηθώ μίας θλιβερής ομάδας άπό
δηλητηριώδεις άντρες πού δλοι τους είχαν βλέψεις στήν έξου-
σία, δλοι είχαν προσωπικούς στόχους κι ό καθένας τους επ ι­
δίωκε νά μέ νικήσει. Όλοι τους ρηχοί καί ηλίθιοι, δλοι άπει-
λημένοι άπό τήν άνώτερη εύφυια μου καί εντελώς άνίκανοι νά
καταλάβουν τά λόγια μου. Καί μέ βαθύτατη άγνοια τών αρχών
τις όποιες άντιπροσωπεύει τό κόμμα ».
«Κ αί ό Χίτλερ; Σού ζήτησε νά ήγηθεις τού κόμματος.
Εκείνος δέν σέ στήριξε;»
302 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 1ΠΙΝΟΖΑ

((Ό Χ ίτλερ; Εκείνος άποδείχτηκε απόλυτα απρόβλεπτος


κι έκανε τή ζωή μου ακόμα πιο δύσκολη. Δεν έχεις παρακο­
λουθήσει τό δράμα τού κόμματος;»
« Λυπάμαι, δέν είμαι πολύ ένημερωμένος για τις πολιτικές
έξελίξεις. Εξακολουθούν να με απορροφούν οί νέες έξελίξεις
στον κλάδο μου καί οί πολλοί άσθενεΐς πού απευθύνονται σ’ έ-
μένα - κυρίως στρατιώτες. Άλλωστε είναι καλύτερο ν’ άκούσω
τα πάντα άπό τή δική σου σκοπιά ».
((Θά τα πώ περιληπτικά. "Οπως ίσως γνωρίζεις, τό 1923
προσπαθήσαμε να πείσουμε τούς άρχηγούς της βαυαρικής κυ­
βέρνησης να ένωθούν μαζί μας σε μια πορεία προς τό Βερολίνο,
μέ πρότυπο τήν πορεία τού Μουσσολίνι προς τή Ρώμη. Άλλα
τό κίνημά μας ήταν ένα άπόλυτο φιάσκο. Όλοι παραδέχτηκαν
πώς δέν θά μπορούσε νά είχε εξελιχθεί χειρότερα. Είχε κακό
σχεδιασμό καί κακή εκτέλεση, κι έτσι διαλύθηκε στο πρώτο
σημάδι άντίστασης. "Οταν ό Χίτλερ μού έγραψε αύτό τό ση­
μείωμα, κρυβόταν στή σοφίτα τού Πούτσι Χάνφστενγκλ καί
αντιμετώπιζε τό ένδεχόμενο άμεσης σύλληψης καί πιθανής
άπέλασης. "Οταν ή Φράου Χάνφστενγκλ μού παρέδωσε τό ση­
μείωμα, μού άφηγήθηκε τί συνέβη. Τρία άστυνομικά αύτοκί-
νητα σταμάτησαν μπροστά στο σπίτι καί τότε ό Χίτλερ έπαθε
άμόκ καί σήκωσε τό πιστόλι του λέγοντας ότι προτιμάει νά
αύτοπυροβοληθεΐ παρά ν’ άφήσει αύτά τά γουρούνια νά τον
πιάσουν. Εύτυχώς ό Χάνφστενγκλ είχε μάθει στή γυναίκα του
ζίου-ζίτσου καί ό Χίτλερ, μέ τον τραυματισμένο ώμο του, δέν
μπόρεσε νά τήν άντιμετωπίσει. Ή Φράου Χάνφστενγκλ κατά-
φερε νά τού πάρει μέ τή βία τό πιστόλι άπ’ τά χέρια καί τό πέ-
ταξε μέσα σ’ ένα βαρέλι μέ διακόσια κιλά άλεύρι. Αφού μού
έγραψε βιαστικά αύτό τό σημείωμα, ό Χίτλερ έφυγε πειθήνιος
γιά τή φυλακή. Όλοι πίστεψαν πώς ή καριέρα του είχε τελειώ­
σει, πώς ό Χίτλερ ήταν τελειωμένος κι όλο τό έθνος γελούσε
μαζί του.
» Ή έτσι νόμιζαν. Αλλά έκει, στο ναδίρ του, ήταν πού άνα-
ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΦΡΗΝΤΡΙΧ. ΟΛΙΒΕΡΠΛΛΤΣ 3, ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1923 3^3

δύθηκε ή αληθινή του μεγαλοφυΐα. Μετέτρεψε τό φιάσκο σέ


καθαρό χρυσάφι. Θά είμαι ειλικρινής: Εμένα μου συμπεριφέρ­
θηκε σαν να ήμουν ένα τίποτα. Είμαι συντετριμμένος άπο 6σα
μου έκανε, άλλα τήν ίδια στιγμή είμαι άκόμα περισσότερο πε­
πεισμένος πώς ό Χίτλερ είναι ό άνθρωπος τού πεπρωμένου ».
((Μου τό εξηγείς αύτό, Ά λφρεντ;»
«Ή στιγμή της εξιλέωσής του ήρθε στη δίκη. Έ κεΐ όλοι οί
υπόλοιποι πού είχαν πάρει μέρος στο κίνημα τό μόνο πού έκα­
ναν ήταν να δηλώσουν παθητικά 6τι δέν ήταν ένοχοι έσχάτης
προδοσίας δπως τούς κατηγορούσαν. Μερικοί είσέπραξαν έλα-
φρές ποινές - ό Έ ς, παραδείγματος χάρη, έφαγε επτά μήνες.
Άλλοι, δπως ό στρατάρχης Λούντεντορφ, πού δέν μπορούσαν
νά τον άγγίξουν, θεωρήθηκαν άθώοι καί ελευθερώθηκαν αμέ­
σως. Μόνο ό Χίτλερ έπέμεινε νά δηλώνει δτι είναι ένοχος έσχά­
της προδοσίας καί στή δίκη του μάγεψε τούς δικαστές, τούς
άκροατές καί τούς δημοσιογράφους από κάθε μεγάλη εφημε­
ρίδα της Γερμανίας μέ μιά θαυμαστή απολογία πού κράτησε
τέσσερις ώρες. Ή ταν ή μεγαλύτερη στιγμή του - μιά στιγμή
πού τον έκανε ηρώα στά μάτια δλων των Γερμανών. Αύτά σί­
γουρα θά τά ξέρεις ».
«Ναι. Ό λες οί έφημερίδες είχαν αναφορές στή δίκη, ποτέ
δμως δέν διάβασα τήν ίδια τήν απολογία ».
((Αντίθετα μ’ δλους έκείνους τούς δειλούς πού ύποστήριζαν
πώς είναι άθώοι, ό Χίτλερ διακήρυξε χίλιες φορές τήν ένοχή
του. “ Ά ν ”, είπε, “ή ανατροπή αύτης της κυβέρνησης πού άπο-
τελειται από τούς έγκληματίες τού Νοεμβρίου, οί όποιοι μα­
χαίρωσαν πισώπλατα τον γενναίο γερμανικό στρατό, είναι
έσχάτη προδοσία, τότε είμαι ένοχος. Ά ν τό νά θέλω νά έπανα-
φέρω τό ένδοξο μεγαλείο τού γερμανικού μας έθνους είναι προ­
δοσία, τότε είμαι ένοχος. Ά ν τό νά θέλω νά έπαναφέρω τήν
τιμή τού γερμανικού στρατού είναι προδοσία, τότε είμαι ένο­
χος”. Οί δικαστές συγκινήθηκαν τόσο πού τον συνεχάρησαν,
τού έσφιξαν τό χέρι καί ήθελαν νά τον άθωώσουν άλλά δέν
3^4 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ Εί II NOZA

μπορούσαν: Ό ίδιος έπέμενε νά δηλώνει ένοχος. Στο τέλος τον


καταδίκασαν σε πέντε χρόνια στήν αγροτική φυλακή του Λάνσ-
μπεργκ άλλα τον διαβεβαίωσαν πώς σύντομα θά έπαιρνε χάρη.
Κι έτσι, μέσα σ’ ένα απίστευτο άπόγευμα, από ασήμαντος πο­
λιτικός καί περίγελως έγινε πρόσωπο εθνικής εμβέλειας που
έχαιρε τού γενικού θαυμασμού ».
« Ναί, παρατήρησα πώς τώρα πια όλοι γνωρίζουν τό όνομά
του. Σ’ εύχαριστώ που μού τα είπες δλ’ αύτά. Θά ήθελα τώρα
νά γυρίσω σέ κάτι πού έχω στο μυαλό μου καί μ’ έντυπωσιάζει
- στήν πολύ έντονη λέξη πού χρησιμοποίησες: “πανούκλα”. Τι
συνέβη άνάμεσα σ’ εσένα καί στον Άντολφ Χ ίτλερ;»
((Καί τι δεν συνέβη. Τό πιο πρόσφατο -ο κύριος λόγος γιά
τον όποιο βρίσκομαι εδώ- ήταν πώς με ταπείνωσε δημόσια.
Τον έπιασε ένα άπό εκείνα τά μεγάλα μπουρίνια του καί οργι­
σμένος μέ κατηγόρησε κακόβουλα γιά άνικανότητα, γιά έλλει­
ψη άφοσίωσης καί γιά δ,τι κακό μπορείς νά φανταστείς. Μή
μού ζητήσεις περισσότερες λεπτομέρειες. Τά έχω σβήσει άπ’
τό μυαλό μου, μόνο άποσπασματικά τά θυμάμαι, όπως θυμά­
ται κανείς έναν φευγαλέο εφιάλτη. Άπό τότε έχουν περάσει
τρεις εβδομάδες κι άκόμα δέν έχω συνέλθει».
«Τ ό βλέπω πόσο κλονισμένος είσαι. Τι προκάλεσε τήν
οργή το υ;»
((Ή πολιτική τού κόμματος. Έ γώ άποφάσισα νά προτεί­
νουμε μερικούς ύποψήφιους στις βουλευτικές εκλογές τού
1924. Είναι σαφές πώς τό μέλλον μας βρίσκεται προς αύτή τήν
κατεύθυνση. Τό ολέθριο κίνημα άπέδειξε πώς δέν έχουμε άλλη
επιλογή άπό τό νά μπούμε στο βουλευτικό σύστημα. Τό κόμ­
μα μας ήταν διασπασμένο καί άλλιώς θά διαλυόταν εντελώς.
Αφού τό Έθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα βρισκόταν
έκτος νόμου, πρότεινα τά μέλη μας νά ενώσουν τις δυνάμεις
τους μ’ ένα άλλο κόμμα, τού όποιου άρχηγός ήταν ό στρατάρ­
χης Λούντεντορφ. Τό συζήτησα διεξοδικά μέ τον Χίτλερ σέ
μιά άπό τις πολλές μου επισκέψεις στις φυλακές τού Λάνσ-
ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΦΡΗΝΤΡΙΧ, ΟΛΙΒΕΡΠΛΑΤΣ 3. ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1925 3^5

μπεργκ. Για πολλές εβδομάδες εκείνος άρνιόταν νά πάρει κά­


ποια άπόφαση άλλα στο τέλος άνέθεσε σ’ εμένα τήν αρμοδιό­
τητα νά αποφασίσω. Είναι χαρακτηριστικό του: Πολύ σπάνια
παίρνει άποφάσεις πολιτικής, άναθέτει συνήθως στους κατω­
τέρους του νά τις πάρουν γιά λογαριασμό του. Πήρα τήν άπό­
φαση καί στις εκλογές πήγαμε καλά. Αργότερα δμως, δταν ό
Λούντεντορφ επιχείρησε νά τον περιθωριοποιήσει, ό Χίτλερ
κατήγγειλε δημόσια τήν άπόφασή μου καί διακήρυξε πώς κα­
νείς δέν έχει τό δικαίωμα νά μιλάει έξ ονόματος του - άφαι-
ρώντας μου έτσι κάθε δικαιοδοσία ».
« Φαίνεται πώς ή οργή του προς εσένα είναι ένας μετατοπι­
σμένος θυμός - δτι δηλαδή δέν αφορούσε έσένα πάρά προερχό­
ταν άπό άλλες πηγές, ιδίως άπό τήν προοπτική δτι θά έχανε
τήν εξουσία του ».
«Ναι, ναι, Φρήντριχ. Ακριβώς. Ό Χίτλερ είναι τώρα άφο-
σιωμένος σέ ένα πράγμα καί μόνο: στήν ήγετική του θέση. Τ ί­
ποτα άλλο δέν τού είναι τόσο σημαντικό καί οπωσδήποτε δχι
οί βασικές αρχές τού κόμματός μας. Άπό τότε πού πήρε χάρη,
έπειτα άπό δεκατρείς μήνες φυλακή στο Λάνσμπεργκ, έχει
άλλάξει. Έ χ ει άποκτήσει ένα βλέμμα άπόμακρο, σάν νά βλέ­
πει κάτι πού οί άλλοι δέν μπορούν νά τό δούν, σάν νά βρίσκεται
πάνω καί πέρα άπό τά γήινα. Καί τώρα επιμένει μέ τρόπο
άπόλυτο νά τον άποκαλούμε δλοι “ Führer” καί τίποτ’ άλλο.
Μαζί μου έχει γίνει τρομερά άπόμακρος ».
« Θυμάμαι στήν προηγούμενή μας συνάντηση πού μιλούσες
γιά τό πώς τον ένιωθες μακριά σου, πόσο σέ στενοχωρούσε νά
τόν βλέπεις νά έχει πιο στενή φιλία μέ άλλους - τον Γκαίρινγκ
νομίζω δτι μού είχες άναφέρει;»
« Ναι, άκριβώς. Τώρα δμως αυτό έχει πάρει εύρύτερες δια­
στάσεις. Δημόσια είναι συγκρατημένος μέ δλους. Αλλά κι αύ-
τός ό χωριάτης ό Γ καίρινγκ είναι σημαντικό μέρος τού προ­
βλήματος. ‘Όχι μόνο είναι γλοιώδης, διαιρετικός καί προσβλη­
τικός άπέναντί μου άλλά έχει κι αύτόν τόν φανερό έθισμό στά
366 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ¿.ΠΙΝΟ/Λ

ναρκωτικά - ένα αίσχος. Μου είπαν δτι σέ δημόσιες συγκεν­


τρώσεις βγάζει κάθε ώρα τό μπουκαλάκι μέ τα χάπια του καί
καταπίνει μια χούφτα. Προσπάθησα να τον πετάξω έξω άπ’ τό
κόμμα άλλα δεν κατάφερα να πάρω τή συγκατάθεση τού Χίτ-
λερ. Για τήν ακρίβεια ό Γκαίρινγκ είναι ό δεύτερος από τούς
λόγους πού βρίσκομαι εδώ σήμερα. Παρότι βρίσκεται άκόμα
έξω από τή χώρα, άκουσα άπό άξιόπιστες πηγές δτι διαδίδει
τήν κακόβουλη φήμη δτι ό Χίτλερ σκόπιμα έπέλεξε εμένα για
να ήγηθώ τού κόμματος δσο εκείνος έλειπε, επειδή ήξερε πώς
ήμουν ό πιο άκατάλληλος υποψήφιος πού μπορούσε να φαντα­
στεί. Μέ άλλα λόγια ότι είμαι τόσο άνίκανος ώστε δέν θά απο­
τελούσα απειλή γιά τή θέση καί γιά τήν έξουσία τού Χίτλερ.
Δέν ξέρω τί νά κάνω. Βγαίνω άπό τά ρούχα μου ». Ό Αλφρεντ
άκούμπησε στή ράχη της πολυθρόνας του κι έκλεισε τά μάτια
μέ τά χέρια. ((Χρειάζομαι τή βοήθειά σου. Φαντάζομαι συν­
εχώς πώς τά κουβεντιάζω μαζί σου».
((Τί φαντάζεσαι δτι λέω ή δτι κάνω έ γ ώ ;»
«Έ κεΐσυνα ντώ τό κενό. Ποτέ δέν φτάνω τόσο μακριά».
((Δοκίμασε νά μέ φανταστείς νά σού μιλάω μέ τρόπο πού
θά άνακουφίσει τον πόνο πού νιώθεις. Πές μου, ποιο θά ήταν
τό πιο κατάλληλο πράγμα νά σού π ώ ;» Αύτό ήταν ένα άπό τά
πιο αγαπημένα τεχνάσματα τού Φρήντριχ, γιατί οδηγούσε
πάντοτε σέ μιά βαθύτερη διερεύνηση της σχέσης θεραπευτη-
άσθενούς. Έκτος άπό σήμερα.
«Δ έν μπορώ, δέν μπορώ νά τό κάνω. Έ χ ω άνάγκη νά τ ’
άκούσω άπό σένα ».
Βλέποντας πώς ό Α λφρεντ ήταν πολύ ταραγμένος γιά νά
μπορέσει νά προχωρήσει σέ αύτοστοχασμό, ό Φρήντριχ τού
πρόσφερε υποστήριξη δσο μπορούσε. ((Αλφρεντ, άκου τί σκε­
φτόμουν δσο μιλούσες. Πρώτα άπ’ δλα νιώθω τό βάρος τού
φορτίου σου. Είναι μιά ιστορία τρόμου. Σάν νά βρίσκεσαι στή
φωλιά τού φιδιού, δλοι σέ άντιμετωπίζουν άδικα καί κακό­
βουλα. Καί παρότι πρόσεχα πολύ καλά τί έλεγες, δέν άκουσα
ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΦΡΗΝΤΡΙΧ. ΟΛΙΒΕΡΙΙΛΑΤΣ 3. ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1923 3^7

νά έχεις πάρει άπό πουθενά κάποιου είδους επιβεβαίωση».


Ό Άλφρεντ ξεφύσηξε δυνατά. « ‘Ήδη τό κατάλαβες. Τό
ήξερα πώς θά καταλάβαινες. Κανένας άλλος δέν έπικυρώνει τ ί­
ποτα απ’ δσα κάνω. Πήρα τή σωστή άπόφαση γιά τις εκλογές,
καί τώρα ο Φύρερ άκολουθεϊ άκριβώς τδ δρόμο πού εγώ πρό-
τεινα. Ποτέ δμως, ποτέ δέν άκούω έπαινο ».
« Άπό κανέναν στή ζωή σου;»
«Ή γυναίκα μου ή Χέντβιχ μέ έπαινεΐ-έχω ξαναπαντρευ­
τεί πρόσφατα-, αλλά ό δικός της έπαινος δέν έχει σημασία.
Μόνο τά λόγια τού Χίτλερ μετράνε ».
« Θά ήθελα νά σέ ρωτήσω κάτι, Άλφρεντ. Αύτή τήν κακο­
ποίηση πού σου γίνεται, τις κακόβουλες διαδόσεις, τά ύποτι-
μητικά λόγια τού Χίτλερ, τήν παντελή έλλειψη εκτίμησης -
γιατί τά ανέχεσαι; Τι σέ κρατάει δεμένο έκεΐ, νά ζητάς κι
άλλο; Γιατί δέν φροντίζεις καλύτερα τον εαυτό σου;»
Ό Άλφρεντ κούνησε τό κεφάλι σάν νά περίμενε αύτή τήν
ερώτηση. «Δ έν μού αρέσει νά άκούγομαι κοινότοπος αλλά
πρέπει νά ζήσω. Έ χ ω ανάγκη τά χρήματα. Τι άλλο νά κ ά νω ;
Είμαι πολύ γνωστός ώς δημοσιογράφος τού κόμματος καί δέν
ύπάρχουν άλλες έπαγγελματικές ευκαιρίες. Τό πτυχίο μου τού
αρχιτέκτονα δέν πρόκειται νά μού βρει δουλειά. Σού άνέφερα
μήπως δτι τό θέμα της διατριβής μου ήταν ό σχεδιασμός ενός
κρεματόριου;»
"Οταν ό Φρήντριχ έγνεψε αρνητικά, ό Άλφρεντ συνέχισε:
« Φοβάμαι δμως δτι στήν Καθολική Βαυαρία κανείς δέν σπεύ­
δει νά χτίσει περισσότερα κρεματόρια. Ό χι, δέν έχω άλλες
έπιλογές δουλειάς ».
((Νά είσαι δμως ζεμένος στο άρμα τού Χίτλερ καί νά άνέ-
χεσαι τέτοιες προσβολές, νά επιτρέπεις σέ ολόκληρη τήν αύτο-
εκτίμησή σου νά έπιπλέει ή νά βουλιάζει ανάλογα μέ τις δια­
θέσεις του, δέν είναι καλή συνταγή γιά τήν ψυχική σου ισορρο­
πία ούτε γιά τήν υγεία σου. Γ ιατί σού είναι τόσο σημαντική ή
αγάπη του γιά σένα;»
3 68 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ λΙΙΙΝΟΖΑ

« Έ γώ δέν τό βλέπω έτσι. Δέν είναι μόνο ή αγάπη του αυτό


πού ζητώ. Είναι ή διευκόλυνσή του. Ό σκοπός της ζωής μου
είναι ή κάθαρση της φυλής μας. Τό ξέρω βαθιά μέσα στήν καρ­
διά μου πώς είναι τό έργο τής ζωής μου. Ά ν θέλω νά άναστηθεΐ
ή Γερμανία, άν θέλω μιά Γερμανία και μια Εύρώπη άπαλλαγ-
μένη άπό τούς Εβραίους, τότε πρέπει νά παραμείνω πλάι στον
Χίτλερ. Μόνο μέσα άπ’ αύτόν μπορώ νά εκπληρώσω τό σχέδιό
μου ».
Ό Φρήντριχ έριξε μιά ματιά στο ρολόι. Είχαν άκόμα άφθο­
νο χρόνο, καθώς είχαν προγραμματίσει μιά διπλή συνεδρία γιά
σήμερα καί άλλη μιά διπλή γιά αύριο. «Ά λφρεντ, κάνω μιά
σκέψη γιά τήν άλλαγή συμπεριφοράς τού Χίτλερ άπέναντί σου.
Νομίζω δτι συνδέεται με τήν άλλαγή τής στάσης του γενικά,
μέ τήν άνάληψη τής πόζας τού όραματιστή. Φαίνεται δτι προσ­
παθεί νά άναδημιουργήσει τον έαυτό του, νά άποκτήσει ύπερ­
φυσικές διαστάσεις. Καί νομίζω πώ ς θέλει νά άπομακρυνθεΐ
άπό δλους έκείνους πού τον γνώρισαν δσο ήταν άκόμα ένα συν­
ηθισμένο άνθρώπινο πλάσμα. ’Ίσως αύτό νά κρύβεται πίσω
άπό τό γεγονός δτι άποσυνδέεται άπό σένα ».
Ό Άλφρεντ άναλογίστηκε αύτό τό ενδεχόμενο. «Δ εν τό
είχα ποτέ σκεφτεΐ έτσι. Νομίζω δμως δτι υπάρχει άλήθεια
σ’ αύτό πού λές. Έ χ ει τώρα μιά άλλη έμπιστη ομάδα, καί δλοι
έμεΐς στήν εύρύτερη ομάδα χρειάζεται νά καταβάλουμε μεγά­
λη προσπάθεια γιά νά γίνουμε άκουστοί. Μέ μόνη εξαίρεση τον
Γκαίρινγκ έχει άποκλείσει δλη τήν παλιά φρουρά. 'Υπάρχει
ένας νεοφερμένος πού είναι ιδιαίτερα κακοήθης, ό Γιόζεφ
Γκαιμπελς, ό όποιος πιστεύω πώς θά άποδειχτε! ό Μεφιστο-
φελής τού κινήματος μας πού παλιά τό διέκρινε ή άκεραιότη-
τα. Δέν τον άντέχω καί τά αισθήματα είναι άμοιβαϊα. Αύτή τή
στιγμή ό Γκαΐμπελς είναι άρχισυντάκτης μίας ναζιστικής
έφημερίδας στο Βερολίνο καί σέ λίγο θά διευθύνει δλες τις
άρχαιρεσίες τού κόμματος. 'Υπάρχει κι ένας άλλος έμπιστος:
ό Ρούντολφ Έ ς. Ε μφανίστηκε πριν άπό άρκετό καιρό καί στό
ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΦΡΗΝΤΡΙΧ, ΟΛΙΒΕΡΠΛΑΤΣ 3, ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1925 369

κίνημα διοικούσε ένα παραστρατιωτικό απόσπασμα. Στη ζωή


του Χίτλερ πάντως μπήκε πολύ άργότερα άπό μένα. Ή ταν φυ­
λακισμένος σ’ ένα κοντινό κελί στο Λάνσμπεργκ καί επισκε­
πτόταν τον Χίτλερ καθημερινά. Επειδή αρχικά σκόπευε να
ακολουθήσει τή δουλειά τού πατέρα του, ό Έ ς είχε έκπαιδευ-
τεΐ στή στενογραφία καί άρχισε νά γράφει καθ’ υπαγόρευση τό
βιβλίο τού Χίτλερ Mein K am pf. Όμολογώ 6τι τον ζήλευα.
Πολύ θά χαιρόμουν νά είχα μπει στή φυλακή, αν αύτό σήμαινε
νά συναντώ καθημερινά τον Χίτλερ. Στή φυλακή ολοκλήρωσαν
τον πρώτο τόμο τού βιβλίου καί πιστεύω 6τι ό Έ ς άνέλαβε με­
γάλο μέρος της επιμέλειας - τό όποιο στά περισσότερα σημεία
είναι πολύ κακό. Κι εγώ πού είμαι ό βασικός δια νοητής τού
κόμματος καί πολύ καλύτερος συγγραφέας άπό τον ’Ές - δέν
θά περίμενε κανείς 6τι ό Χίτλερ θά ζητούσε άπό μένα νά τό
έπιμεληθώ; Θά τό βελτίωνα τόσο πολύ. Φυσικά θά είχα κόψει
αρκετά χωρία πού τώρα μετανιώνει δημόσια πού τά έγραψε -
οπωσδήποτε εκείνη τήν απαράδεκτη ενότητα δπου μιλάει γιά
τή σύφιλη. Ό μω ς δέν μού τό ζήτησε ποτέ ».
« Γιατί δέν σού τό ζήτησε;»
« Κάνω κάποιες ύποθέσεις πού δέν μπορώ νά τις μοιραστώ
μέ κανέναν άλλο πέρα άπό σένα. Πρώτα άπ’ δλα νομίζω 6τι
αντιλαμβανόταν πώς δέν θά ήμουν αμερόληπτος έπιμελητής,
άφού μού έχει ύπεξαιρέσει τόσες ιδέες. Γ ιατί πριν μπει στή φυ­
λακή, εγώ ήμουν ό επίσημος φιλόσοφος τού κόμματος. Γιά τήν
ακρίβεια μερικές άπό τις αριστερές εφημερίδες δημοσίευαν τα­
κτικά σχόλια τού τύπου “ ό Χίτλερ είναι τό φερέφωνο τού Ρό-
ζενμπεργκ” ή “ ό Χίτλερ διατάζει 6,τι αποφασίζει ό Ρόζεν-
μπεργκ”. Αύτό τον έθιγε αφάνταστα καί τώρα θέλει νά τό κα­
ταστήσει απόλυτα σαφές πώς είναι ό μόνος ύπεύθυνος γιά τήν
ιδεολογία τού κόμματος καί 6τι εγώ δέν έχω παίξει κανέναν
ρόλο σ’ αύτό. Στό βιβλίο του τό λέει ξεκάθαρα. Έ χ ω μάθει τή
φράση απέξω: “ Σέ μεγάλες περιόδους της άνθρώπινης προ­
όδου μπορεί κατά καιρούς νά συμβεΐ ό πολιτικός της πράξης
37^ ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟΖΑ

καί ό φιλόσοφος της πολιτικής νά είναι ένα καί τό αυτό πρό­


σωπο”. Θέλει νά θεωρεί ό κόσμος 6τι ανήκει σ’ αύτό τό σπάνιο
είδος ήγέτη».
Ό Άλφρεντ ξάπλωσε άνετα στην πολυθρόνα του κι έκλεισε
για μια στιγμή τα μάτια.
((Φαίνεσαι πιο χαλαρός τώρα, Ά λφρεντ».
« Μέ βοηθάει νά σου μιλάω ».
((Νά τό διερευνήσουμε αύτό; Πώς σε βοηθάω;»
« Μου δίνεις νέους τρόπους νά κοιτάζω τά δσα μου έχουν
συμβεΐ. Είναι μιά ανακούφιση νά συζητάω μ’ έναν εύφυή συν­
άνθρωπό μου. Μέ περιβάλλουν τόσες μετριότητες».
((Φαίνεται ότι ό χώρος αύτός κι αύτού τού είδους ή συζή­
τηση προσφέρουν ένα διάλειμμα από τήν απομόνωσή σου. Σω­
στά ;»
Ό Άλφρεντ συμφώνησε.
((Μάλιστα », συνέχισε ό Φρήντριχ, ((καί χαίρομαι πού προσ­
φέρω κάτι τέτοιο. Δεν είναι 6μως αρκετό. Αναρωτιέμαι μήπως
ύπάρχει τρόπος νά σου προσφέρω κάτι πιο ούσιαστικό άπό τήν
άνακούφιση. Κάτι βαθύτερο καί μέ μεγαλύτερη διάρκεια».
((Θά τό ήθελα πολύ. Πώς δμω ς;»
«Ά σ ε με νά δοκιμάσω. Θ’ αρχίσω μέ μιά ερώτηση. 'Υπάρ­
χουν πολλά αρνητικά συναισθήματα πού κατευθύνονται προς
έσένα άπό τον Χίτλερ καί άπό πολλούς άλλους. Τό ερώτημά
μου είνα ι: Ποιόν ρόλο παίζεις εσύ σ’ αύτό;»
((Αύτό τό έχω ήδη έξετάσει. Σέ κάθε περίπτωση μέ μισούν
γιά τήν ανώτερη εύφυια μου. Έ χ ω ένα μυαλό σύνθετο καί οί
περισσότεροι άνθρωποι δέν μπορούν νά παρακολουθήσουν τούς
μαιάνδρους τής σκέψης μου. Δέν φταίω εγώ πού οί άλλοι νιώ ­
θουν δέος απέναντι μου. Μήν μπορώντας νά κατανοήσουν πλή­
ρως τις ιδέες μου πολλοί αισθάνονται ανόητοι κι έπειτα τά βά­
ζουν μαζί μου σάν νά ήταν δικό μου τό φταίξιμο ».
«Ό χ ι, δέν γυρεύω τέτοιου είδους απάντηση. Αύτό στο
όποιο προσπαθώ νά φτάσω είναι: “Τί θέλεις εσύ ν'αλλάξεις
1ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΦΡΗΝΤΡΙΧ. ΟΛΙΒΕΡΠΛΑΤΣ 3. ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1923 37»

στον έαυτό σου; ” Γιατί αυτή είναι ή δική μου προσπάθεια - να


βοηθήσω τούς άσθενεϊς μου ν’ αλλάξουν. Ή άπάντησή σου δτι
το πρόβλημά σου πηγάζει άπό τό άνώτερο μυαλό σου μάς οδη­
γεί σέ άδιέξοδο, γιατί δπως είναι φυσικό δέν θέλεις να θυσιά­
σεις κάτι άπό αύτό τό άνώτερο μυαλό. Κανείς δέν θά τό ήθε­
λε ».
«Δ έν καταλαβαίνω, Φρήντριχ».
((Εννοώ πώς ή θεραπεία συνίσταται στήν αλλαγή, προσ­
παθώ λοιπόν να σέ βοηθήσω να ξεδιαλύνεις τί θέλεις να αλλά­
ξεις στον έαυτό σου. Ά ν λές δτι τα προβλήματά σου οφείλονται
αποκλειστικά στους άλλους, τότε δέν διαθέτω καμιά θεραπευ­
τική λύση παρά μόνο νά σέ ανακουφίζω καί νά σέ βοηθήσω νά
μάθεις νά ανέχεσαι τήν κακοποίηση ή νά σου προτείνω νά βρεις
άλλους συνεργάτες». Ό Φρήντριχ δοκίμασε καί μιά άλλη τα­
κτική πού σχεδόν πάντα έφερνε αποτελέσματα. « Θά σου τό
πώ αλλιώ ς: Τί ποσοστό τών προβλημάτων πού αντιμετω πί­
ζεις οφείλεται στούς άλλους; Τό 20, τό 50, τό 70 ή τό 90 στά
έκατό;»
«Δ έν ύπάρχει τρόπος νά τό ύπολογίσει κανείς αύτό».
((Φυσικά, αλλά δέν περιμένω άκρίβεια. Θέλω άπλώς μιά
έκτίμηση κατά προσέγγιση. Κάνε μου αύτή τή χάρη, Α λ-
φρεντ ».
((Εντάξει, ας πούμε 90 τοις έκατό ».
((Ώραια. Αύτό σημαίνει δτι γιά τό 10 τοις έκατό αύτών τών
δυσάρεστων γεγονότων πού σέ ταράζουν τόσο πολύ ή ευθύνη
είναι δική σου. Αύτό μπορεί νά μάς δώσει κάποια κατεύθυνση.
Πρέπει λοιπόν έσύ κι έγώ νά διερευνήσουμε αύτό τό 10 τοις
έκατό καί νά δούμε αν μπορούμε νά τό καταλάβουμε καί στή
συνέχεια νά τό αλλάξουμε. Μέ παρακολουθείς, Α λφρεντ;»
«Έ χ ω αύτή τήν παράξενη αίσθηση δτι τό κεφάλι μου πλέ­
ει, δπως κάθε φορά πού συζητώ μαζί σου ».
((Αύτό δέν είναι άπαραιτήτως κακό. Ή διαδικασία τής
αλλαγής προκαλεΐ συχνά τήν αίσθηση δτι χάνουμε τήν ίσορρο-
372 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ LUI NOZA

πια μας. Συνεχίζουμε λοιπόν τή δουλειά μας. Α ς έξετάσουμε


αυτό τό 10 τοϊς έκατό. Θέλω να μάθω ποιό ρόλο παίζεις εσύ,
έτσι ώστε οί άλλοι να σου φέρονται τόσο άσχημα ».
((Αυτό τό έχω ήδη καλύψει. Σου είπα πώς οφείλεται στο
φθόνο του κοινού ανθρώπου για όποιον διαθέτει πολύ υψηλή
φαντασία καί διάνοια ».
((Τό γεγονός ότι οί άνθρωποι σέ κακομεταχειρίζονται έξαι-
τίας της άνωτερότητάς σου ανήκει στήν κατηγορία τού 90 τοΐς
έκατό. Α ς μείνουμε επικεντρωμένοι στο 10 τοις έκατό - στο
δικό σου μερίδιο. Λές οτι σέ αποκλείουν, σέ αντιπαθούν, ότι
είσαι θύμα διαδόσεων. Τί κάνεις έσύ πού τα έπιφέρει όλα
α υτά ;»
«Έ κα να ό,τι μπορούσα για να πείσω τον Χίτλερ να απαλ­
λαγεί από τήν ήρα, από τούς μικρόνοες -τούς Γκαίρινγκ, τούς
Στράιχερ, τούς Χίμμλερ, τούς Ρέμ-, μάταια όμως».
«Ό μ ω ς Αλφρεντ, μιλάς για τήν ανωτερότητα τής άριας
γραμμής αίματος, καί όμως αν κυριαρχήσει ό Χίτλερ αυτοί οί
άνθρωποι θά γίνουν οί κυβερνήτες τής άριας φυλής. Πώς γίνε­
ται να είναι τόσο ασήμαντοι, αν αποτελούν μέρος αύτής τής
φυλής; Θά έχουν σίγουρα κάποιες δυνατές πλευρές, κάποιες
αρετές;»
«Χ ρειάζονται μόρφωση καί διαφώτιση. Τό βιβλίο πού
δουλεύω αυτό τον καιρό θά παρέχει τή μόρφωση πού θά
χρειαστούν οί μελλοντικοί Αριοι ήγέτες μας. Α ν μέ στηρίξει
ό Χίτλερ, μπορώ νά εξυψώσω καί νά έξαγνίσω τή σκέψη
τους ».
Ό Φρήντριχ είχε έκπλαγει. Πώς μπόρεσε νά ύποτιμήσει
τόσο τή δύναμη τής αντίστασης τού Α λφρεντ; Ξαναπροσπά­
θησε. ((Τήν περασμένη φορά πού συναντηθήκαμε, Αλφρεντ,
μού έλεγες ότι οί άλλοι στο γραφείο σου σέ χαρακτήριζαν
“σ φίγγα” καί πώς ή κριτική τού Ν τήτριχΈ καρτ σέ είχε πεί­
σει νά προχωρήσεις σέ μερικές πολύ σημαντικές άλλαγές στον
έαυτό σου. Τό θυμάσαι;»
ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΦΡΗΝΤΡ1Χ, ΟΛΙΒΕΡΙΙΛΑΤΣ 3, ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1923 373

((Αυτή είναι παλιά ιστορία. Αύτός ό μύθος και ή έπιρροή


του Ντήτριχ Έ καρτ είναι πια παρελθόν. Πάνε πολλοί μήνες
πού πέθανε ».
((Αυπάμαι πού τό άκούω. Ή ταν μεγάλη απώλεια για σέ­
ν α ;»
« ’Έ χω άνάμεικτα αισθήματα. Του οφείλω πολλά άλλά ή
σχέση μας άτόνησε άπό τότε πού ό Χίτλερ άποφάσισε πώς ό
Έ καρτ παραήταν άρρωστος καί άδύναμος γιά νά συνεχίσει ώς
άρχισυντάκτης του Π αρατηρητή καί μέ βρίσε διάδοχό του. Δέν
ήταν δικό μου τό φταίξιμο, ό Έ καρτ βμως μέ κατηγόρησε δτι
έγώ έφταιγα. Παρότι δοκίμασα 6σο μπορούσα, δέν κατάφερα
νά τον πείσω πώς δέν είχα συνωμοτήσει έναντίον του. Μόνο
καθώς πλησίαζε τό θάνατο μειώθηκε ή μνησικακία του άπέν-
αντί μου. Στήν τελευταία μου έπίσκεψή μου έγνεψε νά πλησιά­
σω τό κρεβάτι του καί μου ψιθύρισε στο α ύ τ ί: “ Ακολούθησε
τον Χίτλερ. Θά μπει στο χορό. Νά θυμάσαι βμως πώς έγώ
ήμουν έκεινος πού βρίσε τό σκοπό”. Μετά τό θάνατό του ό Χίτ­
λερ τον χαρακτήρισε “πολικό άστέρα” τού ναζιστικοΰ κινήμα­
τος. Άλλά, βπως καί μαζί μου, ποτέ δέν του άναγνώρισε δτι
τον δίδαξε οτιδήποτε συγκεκριμένο ».
Ή ένέργεια του Φρήντριχ είχε άρχίσει νά μειώνεται άλλά
συνέχισε νά προσπαθεί. ((Ας έπιστρέψουμε σ’ αυτό πού πήγαι­
να νά σου πώ. "Οταν δούλευες γιά τον Έ καρτ, μου είπες δτι
ήθελες νά κάνεις ορισμένες άλλαγές στον έαυτό σου, νά είσαι
λιγότερο σφίγγα, νά κουβεντιάζεις...»
((Αύτό ήταν τότε. Τώρα δέν έχω καμιά πρόθεση νά έξασθε-
νίσω τον έαυτό μου, γιά νά άποκτήσω τήν εύνοια κατώτερων
εγκεφάλων. Σήμερα μάλιστα θεωρώ αύτή τή σκέψη έντελώς
άπωθητική. Αύτή άκριβώς ή ιδέα είναι ένας μικρόκοσμος του
μεγάλου ζητήματος πού οφείλουμε νά άντιμετωπίσουμε ώς
έθνος: Ο ί αυδνναμοι δέν είναι ίσοι μέ τους δυνατούς. Α ν οί δυ­
νατοί μειώσουν τή βούληση καί τή δύναμή τους, αν παραιτη­
θούν άπό τό πεπρωμένο τους νά είναι ήγέτες ή μολύνουν τό
374 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙ11ΝΟΖΑ

αίμα τους μέ μεικτούς γάμους, τότε υπονομεύουν τό άληθινό


μεγαλείο του έθνους ».
«Ά λφρεντ, βλέπεις τον κόσμο μόνο μέ όρους δυνατού ή
αδύνατου. Είναι βέβαιο πώς θά υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να
δεις - »
α Ή Ιστορία », διέκοψε ό Άλφρεντ μέ τή φωνή του να δυνα­
μώνει, ((είναι ένα έπος μέ δυνατούς καί αδύνατους. Θά σου μι­
λήσω είλικρινά. Τό έργο δυνατών άνδρών όπως ό Χίτλερ, όπως
έγώ κι όπως εσύ, Φρήντριχ, είναι νά προωθήσουμε τήν εύημε-
ρία της ανώτερης άριας φυλής. Έσύ προτείνεις νά δούμε τήν
Ιστορία μέ “άλλους τρόπους”. Άναφέρεσαι φαντάζομαι στούς
τρόπους της Εκκλησίας πού έπιχειρούν νά μάς απελευθερώ­
σουν άπό τούς δεσμούς τού αίματος καί νά δημιουργήσουν τό
κυρίαρχο άτομο - κάτι τό όποιο δέν είναι παρά μιά αφαίρεση
πού δέν διαθέτει πόλο ούτε ισχύ. Οι ιδέες περί ισότητας είναι
όλες τους φαντασιώσεις καί άντιτίθενται στή φύση».
Σήμερα ό Φρήντριχ έβλεπε έναν διαφορετικό Άλφρεντ -
τον Ά λφρεντ Ρόζενμπεργκ τον ίδεολόγο τού ναζισμού, τον
προπαγανδιστή, τον ομιλητή στις μαζικές συγκεντρώσεις των
έθνικοσοσιαλιστών. Αύτό πού έβλεπε δέν τού άρεσε άλλά έπέ-
μεινε αντανακλαστικά στο ρόλο του. « Θυμάμαι πώς τήν πρώ­
τη φορά πού μιλήσαμε ώς ένήλικοι έλεγες ότι σέ εύχαρι-
στούσαν πολύ οί φιλοσοφικές συζητήσεις. Μού είπες ότι δέν
είχες καμιά τέτοια εύκαιρία γιά πολλά χρόνια ».
((Αύτό ήταν πράγματι άλήθεια. Καί έξακολουθει νά ισχύει».
« Μπορώ λοιπόν νά θέσω ορισμένα φιλοσοφικά έρωτήματα
σέ σχέση μέ τά όσα είπ ες;»
« Μετά χαράς ».
((Όλα όσα ύποστήριξες σήμερα βασίζονται σέ μιά θεμε­
λιώδη ύπόθεση: ότι ή άρια φυλή είναι ανώτερη καί ότι πρέπει
νά γίνουν μεγάλες καί δραστικές προσπάθειες γιά νά ένισχυθεί
ή άγνότητα αύτής της φυλής. Σ ω στά;»
« Συνέχισε ».
ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΦΡΗΝΤΡΙΧ, ΟΛΙΒΕΡΠΛΑΤΣ 3. ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1925 375

((Τό έρώτημά μου είναι α πλώ ς: Σέ ποιές άποδείξεις στηρί­


ζεσαι ; Δέν αμφιβάλλω πώς καί κάθε άλλη φυλή, αν τή ρω­
τούσες, θά υποστήριζε τή δική της άνωτερότητα ».
«Αποδείξεις; Κοίτα γύρω σου τούς μεγάλους Γερμανούς.
Χρησιμοποίησε τα μάτια σου καί τ ’ αυτιά σου. Άκου Μπετό-
βεν, Μπάχ, Μπράμς, Βάγκνερ. Διάβασε Γκαιτε, Σίλλερ, Σο-
πενάουερ, Νίτσε. Κοίταξε τις πόλεις μας, τήν άρχιτεκτονική
μας, δές καί τούς μεγάλους πολιτισμούς πού ξεκίνησαν οί Ά -
ριοι πρόγονοί μας καί στο τέλος γκρεμίστηκαν, γιατί μολύν-
θηκαν άπό κατώτερο έβραϊκό αίμα ».
((Φαντάζομαι πώς παραθέτεις κάποια λόγια τού Χιούστον
Στιούαρτ Τσάμπερλαιν. Διάβασα πρόσφατα μέρος τού έργου
του καί, για να είμαι ειλικρινής, οί άποδείξεις πού έπικαλειται
δέν μέ εντυπωσιάζουν, γιατί δέν είναι παρά ισχυρισμοί ότι είδε
κάποιους γαλανομάτηδες καί ξανθούς Άρίους σέ άπεικονίσεις
Α ιγυπτίων ή Ινδών ή Ρωμαίων αύλικών. Αυτά δέν είναι άπο-
δείξεις. Οί ιστορικοί τούς όποιους ρώτησα λένε πώς ό Τσάμ-
περλαιν άπλώς επινόησε μιά Ιστορία ή όποια θά στήριζε τούς
άρχικούς του ισχυρισμούς. Σέ παρακαλώ, Άλφρεντ, δώσε μου
κάποια ουσιαστική άπόδειξη γιά όσα ύποστηρίζεις. Δώσε μου
κάποια άπόδειξη πού θά τή σεβόταν ό Κάντ ή ό Χέγκελ ή ό Σο-
πενάουερ ».
((Απόδειξη ζη τά ς; Ή άπόδειξή μου είναι τά αισθήματα τού
αίματός μου. Έμεις οί άληθινοί Άριοι έμπιστευόμαστε τά πά­
θη μας καί γνωρίζουμε πώς νά τά χαλιναγωγήσουμε, γιά νά
άνακτήσουμε τή θέση τού άρχηγοΰ πού μάς άνήκει δικαιωμα­
τικά».
(( Πάθος άκούω, άποδείξεις όμως εξακολουθώ νά μήν άκούω.
Στον κλάδο τον δικό μου ψάχνουμε τούς λόγους πού βρίσκον­
ται πίσω άπό τά έντονα πάθη. Θά ήθελα νά σοΰ μιλήσω γιά μιά
θεωρία της ψυχιατρικής πού μοιάζει νά σχετίζεται πολύ μέ τή
συζήτησή μας. Ό Άλφρεντ Άντλερ, ένας Βιεννέζος γιατρός,
εχει γράψει πολλά γιά τά οικουμενικά αισθήματα κατώτερό-
376 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ LIIINOZA

τητας πού προκύπτουν καί μόνο έπειδή αναπτυσσόμαστε μέ


τον άνθρώπινο ρυθμό καί βιώνουμε μια παρατεταμένη περίοδο
κατά την οποία αισθανόμαστε αβοήθητοι, αδύναμοι καί έξαρ-
τημένοι. Είναι πολλοί έκεινοι πού βρίσκουν αυτό τό αίσθημα
κατωτερότητας αφόρητο καί αναπληρώνουν άναπτύσσοντας
ένα σύμπλεγμα ανωτερότητας, τό όποιο δέν είναι παρά ή άλλη
όψη του ίδιου νομίσματος. Άλφρεντ, πιστεύω πώς αύτά τά δυ­
ναμικά ένδέχεται νά παίζουν ρόλο στήν περίπτωσή σου. Μιλή­
σαμε γιά τήν έλλειψη χαράς όταν ήσουν παιδί, γιά τό γεγονός
ότι πουθενά δέν ένιωθες στο σπίτι σου, ότι δέν ήσουν δημο­
φιλής κι ότι πάσχιζες νά κατακτήσεις τήν έπιτυχία έν μέρει
γιατί είχες σκοπό “νά τούς δείξεις εσύ”- τό θυμάσαι;»
Καμιά απάντηση από τον Ά λφρεντ πού καθόταν καί τον
κοιτούσε. Ό Φρήντριχ συνέχισε: « Πιστεύω πώς κάνεις τό ίδιο
λάθος πού κάνουν κι οί Εβραίοι, οι όποιοι έπί δύο χιλιετίες
θεωρούν τούς εαυτούς τους έναν ανώτερο λαό, τον διαλεχτό τού
Θεού. Είχαμε συμφωνήσει 6τι ό Σπινόζα κατέρριψε αυτό τό
έπιχείρημα καί δέν αμφιβάλλω πώς, αν ζούσε σήμερα, ή δύνα­
μη της λογικής του θά κατέρριπτε καί τό δικό σου άριο έπιχεί­
ρημα ».
« Σέ προειδοποίησα νά μήν μπούμε στο έβραϊκό ζήτημα. Τί
ξέρει ή ψυχανάλυση άπό φυλές καί αίμα καί πνεύμα; Σέ προ­
ειδοποίησα καί τώρα φοβάμαι πώς σέ έχουν ήδη διαφθείρει».
((Κι έγώ σοΰ είπα ότι αύτή ή γνώση καί αυτή ή μέθοδος πα-
ραειναι καλές καί δυνατές, γιά νά είναι αποκλειστική ιδιοκτη­
σία των Εβραίων. Οί συνάδελφοί μου κι έγώ χρησιμοποιούμε
τις αρχές αύτού τού κλάδου γιά νά προσφέρουμε τεράστια βοή­
θεια σέ στρατιές ολόκληρες άπό τραυματισμένους άριους. Κι
εσύ είσαι πληγωμένος, Άλφρεντ αλλά, παρά τά όσα έσύ ό ίδιος
επιθυμείς, δέν μέ άφήνεις νά σέ βοηθήσω ».
((Κι έγώ πού νόμιζα πώς είχα νά κάνω μ’ έναν Über­
m en sch. Πόσο λάθος είχα κ ά νει!» Ό Άλφρεντ σηκώθηκε,
έβγαλε έναν φάκελο μέ γερμανικά μάρκα άπό τήν τσέπη του,
ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΦΡΗΝΤΡΙΧ, ΟΛΙΒΕΡΠΛΑΤΣ 3, ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1925 377

τον τοποθέτησε μέ μεγάλη ακρίβεια στη γωνία του γραφείου


του Φρήντριχ καί βάδισε προς τήν πόρτα.
« Θά σέ δώ αύριο τήν ίδια ώρα » φώναξε πίσω του ό Φρήντ-
ΡΙΧ'« Ούτε αύριο », φώναξε ό Άλφρεντ άπύ τύ χ ώ λ,« ούτε ποτέ!
Καί θά φροντίσω αυτές οί έβραι'κές έπινοήσεις νά έγκαταλεί-
ψουν τήν Ευρώπη μαζί μέ τούς Εβραίους ».
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε Ι Κ Ο Σ Τ Ο Ε Ν Α Τ Ο

ΡΕΪΝΣΜ ΠΕΡΧ ΚΑΙ ΑΜ ΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1662

ΑΘΩΣ Ο ΜΠΕΝΤΟ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ προς τό Άμστερνταμ,


Κ άπομάκρυνε τις σκέψεις του από τό παρελθόν, από τις νο-
σταλγικές εικόνες των Ρ ός Ά σσανά πού μοιραζόταν μέ τήν
οίκογένειά του καί τού είχαν έρθει στο νού χάρη στους άσκε-
νάζι πού τηρούσαν τό Τ ασλίχ, καί στράφηκε σ’ αυτά πού είχε
μπροστά του. Σέ μια ώρα θά ξαναέβλεπε τον Σίμον, τον καλό
γενναιόδωρο Σίμον, τον πιο φλογερό ύποστηρικτή του. "Ήταν
καλό πού ό Σίμον ζούσε αρκετά κοντά γιά νά τον έπισκέπτεται
από καιρό σέ καιρό, έξίσου καλό όμως ήταν πού δέν ζούσε καί
πολύ κοντά, καθώς σέ άρκετές περιπτώσεις είχε δείξει σημά­
δια έπιθυμίας νά τον πλησιάσει πολύ περισσότερο. Στο νού τού
Μπέντο ήρθε μιά σκηνή από τήν τελευταία έπίσκεψή του στο
Ρέινσμπερχ.

«Μ π έντο» , λέει 6 Σ ίμ ον, « π α ρ ό τ ι είμ α στε φ ίλοι, εξακολου­


θώ νά σέ βρίσκω ά π ια σ το. Κ άνε μου τη χάρη, φίλε μου, κ αι πές
μου πώ ς άκριβώ ς περνάς τη μ έρα σου. Τη χθεσινή μέρα, ας
π ούμ ε».
« (Η χθεσινή μέρα ήταν μ ιά μέρα σάν όλες τις άλλες. Το
πρω ί συγκέντρω σα κ αί κατέγραφ α τις σκέψεις που είχε συλλέ-
ξει τό μυαλό μου στή διάρκεια τής νύχτας καί τις επόμενες ώρες
τις άφιέρω σα στο τρ όχ ισμ α φ ακώ ν».
«Π ώ ς άκριβώ ς τό κ άνεις; Π ερίγραψέ μου τή δια δικα σία
β ή μα προς β ή μ α » .
:ρκ
ΡΕΪΝΣΜΠΕΡΧ ΚΑΙ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1662 379

«Δεν θά σου πώ , θά κάνω κ ά τι κ αλύτερο: Θά σου δείξω .


Αλλά θά πάρει ώ ρα».
« Το μόνο που Θέλω είναι νά μ οιραστώ τη ζωή σου».
«"Ελα μ α ζ ί μου στο άλλο δω μ ά τιο».
Σ το εργαστήριο 6 Μ πέντο τον δείχνει ένα μεγάλο κ ομ μ ά τι
γυαλί. «Α πό εδώ άρχίζω . Το έφερα χθες από το εργαστήριο
γυαλιού που άπέχει ένα χ ιλ ιόμ ετρ ο» . Π αίρνει ένα πριόνι.
« Παρόλο που είναι κοφτερό, δεν οιρκεί. Το άλείφω τώ ρα με λά ­
δι και διαμαντόσκονη». Σ τη συνέχεια 6 Μ πέντο κόβει ένα κυ­
κλικό κ ομ μ ά τι διαμέτρου τριώ ν εκατοστώ ν. « Το επόμενο
βήμα είναι νά το τροχίσω έτσι, ώ στε νά π άρει τη σω στή κ α μ ­
πύλη και τη σω στή γω νία. Π ρώτα Θά το τοποθετήσω σω στά
στην πρέσα - έ τ σ ι» . Ό Μ πέντο απλώ νει με μ εγάλη προσοχή
μαύρο κατρά μ ι γ ιά νά στερεώ σει το κ ομ μ ά τι το γυαλί στη Θέση
τον. « Κ α ι τώ ρα Θά χ ρ η σιμ οπ οιή σω τον τόρνο γ ιά το χοντρό
τρόχισμ α, με ά στριο κ αί χ α λ α ζ ία » ."Έ πειτα από δέκα λεπτά
τρόχ ισμ α ό Μ πέντο τοπ οθ ετεί το γυα λί σ'ένα κ αλονπ ι πάνω
σ'έναν ξύλινο δίσκο που π εριστρέφ εται με τα χύτητα . « Κ α ί τέ­
λος ολοκληρώνουμε μ ε το λεπτό τρόχισμ α. Ε γώ χρη σιμ οπ οιώ
μ είγμ α κορούνδιον κ αί κ α σσιτερίτη . Θά το ξεκινήσω μόνο γ ιά
νά μ η βαρεθείς με τη χρονοβόρα κ αί π λ η κ τικ ή δια δικα σία τον
τροχ ίσμ α τος».
Γ υρίζει νά κ οιτά ξει τον Σ ιμόν. « Τώρα λοιπόν ξέρεις πώ ς
περνώ τά πρω ινά μου κ αί γνω ρίζεις επίσης από τι φ τιάχνονται
τά μ α τογ υά λια ».
Ό Σ ίμον α π α ν τά ει: « Κ αθώς σε παρακολουθώ , Μ πέντο, κά ­
νω δύο άντίθετες σκέψεις. Από τη μία , θέλω νά ξέρεις ότι θαυ­
μ άζω πάρα πολύ την ικανότητά σου καί τη λεπτή σου τεχνική,
άπό την άλλη όμως το μεγαλύτερο μέρος τον μυαλού μου φ ω ­
νάζει: Αυτά άφησέ τα στους βιοτέχνες. Κάθε κοινότητα στην
Ευρώπη έχει τους βιοτέχνες της. Ό άριθμός τών τεχνιτώ ν είναι
άπειρος, πού όμως σ'ολόκληρο τον κόσμο μ π ο ρ εί κανείς νά βρει
έναν άλλο Μ πέντο Σ π ιν ό ζ α ; Κ άνε εκείνο που μόνο εσύ μπορείς
38ο ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 1111ΝΟ/Λ

νά κάνεις, Μ πέντο. 'Ο λοκλήρωσε το φ ιλοσοφ ικό έργο πού π ε­


ριμένει από σένα ό κόσμος. 'Όλος αυτός ό θόρυβος, ή σκόνη,
αυτός ό μολυσμένος αέρας, αυτές οι μυρω διές, κ ι όλη αυτή ή
σπ α τά λη χρόνου. Σε παρακαλώ , σε εκλιπαρώ γ ια άλλη μ ια φο­
ρά, άφησέ με νά σε α παλλάξω από το φ ορτίο τής τέχνης σου.
Άσε με νά σου παρέχω ένα χ ρη μ ατικ ό ποσό κάθε χρόνο γ ια όλη
σου τη ζω ή -ό π ο ιο π οσό θέλεις- γ ια νά ξοδεύεις όλες σου τις
ώρες φιλοσοφώ ντας. Είναι κ ά τι πού μ πορώ νά το ά ντιμ ετω π ί-
σω , κ αί θά μου έδινε άφ άνταστη χαρά νά σου προσφέρω αυτή
τή σ τή ρ ιξ η » .
« Σ ιμόν, είσα ι γενναιόδωρος άνθρωπος. Θέλω νά ξέρεις πώ ς
σ'ά γα π ώ γ ι'α υ τή τή γενναιοδω ρία σου. Αλλά οι άνάγκες μου
είναι λίγες καί καλύπ τονται εύκολα, και τά παραπάνω χρήμ ατα
θά δια σπ ά σουν τή συγκέντρω σή μου, δεν θά τή βοηθήσουν.
Ε ξάλλου -μ π ο ρ ε ί νά μήν το πιστέψ εις άλλά σε βεβα ιώ νω - το
τρ όχ ισμ α τώ ν φακώ ν είναι καλό γ ιά τή σκέψη. Ναι, συγκεν­
τρώ νομαι έντονα στον τόρνο, στή γω νία κ α ι στους βαθμούς τού
γυαλιού, στο φίνο γ υ ά λ ισ μ α κ ι όσο τά κάνω α υτά σε δεύτερο
πλάνο τό μ υαλό μ ου γεννά σκέψεις μ ε τόσο γοργό ρυθμό πού
συχνά τελειώ νω έναν φακό κ αι άνακαλύπτω πώ ς, ώ τού θαύ­
μ ατος, έχω έτοιμες νέες λύσεις γ ιά άκανθώ δη φ ιλοσοφ ικά π ρο­
βλήμ ατα. Δεν φ αίνεται νά είναι α π α ρα ίτη το τό εγώ μου, ή του­
λ ά χ ισ τον ή π ροσοχή μου, γ ιά νά σ υ μ β ε ϊ αυτό. Μ οιάζει με τό
φαινόμενο εκείνο τό όποιο άναφέρουν πολλοί άρχαϊοι, όπου οι
άνθρω ποι λύνουν κ άπ οιο πρόβ λημ α στο όνειρό τους. Πέρα
απ 'αυτό ή επ ισ τή μ η τής οπ τικ ή ς με συναρπάζει. Λυτό τον
καιρό επ εξεργάζομ αι μ ιά εντελώς διαφ ορετική μέθοδο γ ιά τό
τρόχισμ α τών λεπτώ ν φακών τού τηλεσκοπίου πού πιστεύω ότι
θά άποτελέσει μ εγάλη πρόοδο».
Ή συζήτηση τελείωσε μέ τον Σιμόν νά παίρνει τό χέρι του
Μπέντο στα δύο δικά του καί νά τό κρατάει γιά πάρα πολλή
ώρα, ένώ συγχρόνως του έλεγε: «Δ έν θά μου γλιτώσεις. Δέν
θά σταματήσω τις προσπάθειες νά διευκολύνω τή δουλειά σου.
ΡΕΪΝΣΜΠΕΡΧ ΚΑΙ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1662 3«ι

Θέλω να ξέρεις 6τι ή προσφορά μου θά παραμελεί ανοιχτή 6σο


ζώ ».
Εκείνη ήταν ή στιγμή πού ό Μπέντο σκέφτηκε πώς ήταν
καλό πού ό Σίμον δεν ζούσε καί πολύ κοντά.

Στο Άμστερνταμ, σ’ ένα παγκάκι στο πλάι τού Σίνγκελ, ό Σ ί­


μον Γιόουστεν ντε Φρίς περίμενε τήν έπίσκεψη τού φίλου του.
Γιος εύπορων έμπορων, ό Σίμον ζούσε λίγα τετράγωνα μακριά
άπό τον Βάν ντέν Έ ντεν σ’ ένα μεγάλο τετραώροφο σπίτι δι­
πλάσιο σέ φάρδος άπό τά διπλανά του, μέ πρόσοψη στο κανάλι.
Ό Σίμον δχι μόνο λάτρευε τον Μπέντο άλλά τού έμοιαζε καί
στήν δψη - λεπτοκαμωμένος, μικρόσωμος, μέ πολύ ομορφα
καί λεπτά χαρακτηριστικά κι ένα παράστημα πού μαρτυρούσε
μεγάλη άξιοπρέπεια.
Βλέποντας τον ήλιο νά δύει καί τον φωτεινό πορτοκαλή
ουρανό νά γίνεται γκρίζος σάν κάρβουνο, ό Σίμον άρχισε νά βη­
ματίζει άνυπόμονα μπροστά στο σπίτι του καί ν’ άνησυχεΐ 6λο
καί περισσότερο γιά τό πού βρισκόταν ό φίλος του. Τό τρέκσ-
χοϊτ θά έπρεπε νά είχε φτάσει μία ώρα νωρίτερα. Διακρίνοντας
ξαφνικά τον Μπέντο νά περπατά άργά στήν όχθη τού Σίνγκελ
δύο τετράγωνα πιο κάτω τού έκανε νόημα μέ τά χέρια, έτρεξε
νά τον προϋπαντήσει καί έπέμεινε νά κουβαλήσει τον βαρύ σά­
κο του πού περιείχε τετράδια καί τούς καινούργιους φακούς
πού είχε φτιάξει. Μόλις μπήκαν στο σπίτι, ό Σίμον οδήγησε
τον φιλοξενούμενο του στο τραπέζι πού ήταν στρωμένο μέ σι-
καλένιο ψωμί, τυρί καί μιά μυρωδάτη καί πικάντικη άουντε-
βέιφενκονκ ( πίτα της γερόντισσας ), μιά λιχουδιά μέ γλυκάνι­
σο άπό τον Βορρά της ’Ολλανδίας.
Τήν ώρα πού έτοίμαζε τον καφέ, ό Σίμον άνακεφαλαίωσε
τό πρόγραμμα της έπόμενης μέρας. « Ή φιλοσοφική λέσχη θά
συγκεντρωθεί έδώ γύρω στις έννέα τό πρωί. Περιμένω δώδεκα
μέλη, τά όποια θά έχουν διαβάσει τις δέκα σελίδες πού μοΰ
έστειλες. Έ φτιαξα δύο άντίγραφα καί τούς ζήτησα νά τά δια­
3 8·2 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 1ΓΜΝΟΖΑ

βάσουν μέσα σέ μια ήμέρα καί να τα δώσουν έπειτα στους υπό­


λοιπους. Καί τό απόγευμα έχω ένα δώρο για σένα από τή Λέ­
σχη Φιλοσοφίας, πού είμαι σίγουρος πώς δέν θά τό άρνηθεΐς.
Ανακάλυψα κάποια ένδιαφέροντα βιβλία σέ δύο βιβλιοπώλες
-στο μαγαζί τού Άμπραχαμ ντέ Βέες καί σ’ έκεΐνο τού Λού-
μπερτ Μάιντερτς- καί θά σέ συνοδέψω ώς έκεΐ γιά νά διαλέξεις
όποιο προτιμάς άπό έναν γευστικότατο κατάλογο πού περι­
λαμβάνει Βιργίλιο, Χόμπς, Εύκλείδη καί Κικέρωνα».
Ό Μπέντο δέν άρνήθηκε την προσφορά. Αντίθετα, τά μά­
τια του έλαμψαν. « Σίμον, σ’ ευχαριστώ. Είσαι υπερβολικά
γενναιόδωρος ».
Ναί, ό Μπέντο είχε ένα άδύναμο σημείο καί ό Σίμον τό είχε
άνακαλύψει. Ή ταν έρωτευμένος μέ τά βιβλία - όχι μόνο μέ τήν
άνάγνωσή τους άλλά καί μέ τήν κατοχή τους. Παρότι άρνιόταν
εύγενικά άλλά σταθερά κάθε άλλο δώρο, δέν μπορούσε ποτέ νά
άρνηθεΐ ένα πολύτιμο βιβλίο, καί ό Σίμον όπως καί πολλοί άπό
τούς άλλους κολλεγιαστές τού έφτιαχναν σιγά σιγά μιά πολύ
καλή βιβλιοθήκη καί κόντευαν νά γεμίσουν τά μεγάλα ράφια
πού ορθώνονταν στον πλαϊνό τοίχο τού σαλονιού του στο Ρέινσ-
μπερχ. Μερικές φορές άργά τή νύχτα, όταν δέν μπορούσε νά
κοιμηθεί, ό Μπέντο πήγαινε ώς έκεί κι ένιωθε νά τον πλημμυ­
ρίζει μιά ζεστασιά, καθώς κοιτούσε τούς τόμους. Πότε τούς
άλλαζε θέση, τακτοποιώντας τους άλλοτε κατά σειρά μεγέθους
άλλοτε σύμφωνα μέ τό περιεχόμενο ή καί μόνο μέ άλφαβητική
σειρά, καί ορισμένες φορές μύριζε τό άρωμά τους ή τούς χάι-
δευε άπολαμβάνοντας τον όγκο τους ή τήν αίσθηση τών ποικι­
λόχρωμων έξωφύλλων τους στήν παλάμη του.
« Άλλά καί πριν άπό τήν έξοδο γιά βιβλία », συνέχισε ό Σί­
μον, « θά ύπάρχει μιά έκπληξη γιά σένα. "Ενας έπισκέπτης!
Ε λπίζω νά είναι εύπρόσδεκτος. Όρίστε, διάβασε αύτό τό
γράμμα πού ήρθε τήν περασμένη έβδομάδα».
Ό Μπέντο άνοιξε ένα γράμμα πού ήταν σφιχτά τυλιγμένο
καί δεμένο μέ σπάγκο. Ή πρώτη άράδα ήταν γραμμένη στά
ΡΕΪΝΣΜΓΙΕΡΧ ΚΑΙ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1662 3«3

πορτογαλικά καί άναγνώρισε αμέσως τον γραφικό χαρακτήρα


του Φράνκο. «Αγαπημένε μου φίλε, έχει περάσει υπερβολικά
πολύς καιρός». Άπό τό σημείο αυτό, προς μεγάλη έκπληξη
του Μπέντο, τό γράμμα συνεχιζόταν σέ έξαιρετικά έβραϊκά.
«Έ χ ω πολλά πράγματα νά συζητήσω μαζί σου. Τό πρώτο εί­
ναι πώς τώρα είμαι ένας σοβαρός μελετητής καί πατέρας. Δέν
θέλω νά γράψω πολλά καί ή μόνη μου έλπίδα είναι νά μπορέσει
ό φίλος σου νά κανονίσει κάποιον τρόπο γιά νά συναντηθούμε ».
« Πότε έφτασε αύτό, Σίμον;»
« Πριν άπό μία έβδομάδα. Εκείνος πού τό παρέδωσε έπαιρ­
νε τόσες προφυλάξεις, πού ήταν κωμικός. Αμέσως μόλις άνοι­
ξα τήν πόρτα μου πετάχτηκε μέσα. Μου έδωσε τό γράμμα κι
έπειτα μισάνοιξε τήν πόρτα, κοίταξε μέ προσοχή δεξιά κι άρι-
στερά στο δρόμο νά βεβαιωθεί πώς δέν τον έβλεπε κανείς καί
γλίστρησε γρήγορα έξω. Δέν ήθελε ν’ άφήσει τό όνομά του
αλλά είπε πώς τού είχες πει νά χρησιμοποιήσει έμένα ώς σύν­
δεσμο. *Υπέθεσα ότι θά είναι ό φίλος πού σέ είχε τόσο στηρίξει
μετά τήν άπόπειρα δολοφονίας ».
« Ναί, τό όνομά του είναι Φράνκο άλλά κι αύτό πρέπει νά τό
κρατάμε κρυφό. Διατρέχει μεγάλο κίνδυνο - μήν ξεχνάς ότι ό
άφορισμός άπαγορεύει ρητά σέ κάθε Εβραίο νά μού μιλήσει.
Είναι ό μοναδικός μου σύνδεσμος μέ τό παρελθόν κι έσύ είσαι
ό μοναδικός μου σύνδεσμος μαζί του. Θέλω πάρα πολύ νά τον
συναντήσω ».
«Ωραία. Πήρα τήν πρωτοβουλία νά τον ειδοποιήσω ότι θά
βρίσκεσαι σήμερα στο Άμστερνταμ καί τά μάτια του φ ω τί­
στηκαν τόσο πολύ πού τού πρότεινα νά περάσει άπό δώ αύριο
τό πρωί νά σέ δει».
« Τί άπάντησε;»
« Είπε ότι ύπηρχαν ορισμένα έμπόδια άλλά ότι θά κάνει ό,τι
είναι άνθρωπίνως δυνατό γιά νά περάσει κάποια στιγμή πριν
άπό τό μεσημέρι».
« Σ’ εύχαριστώ, Σίμον ».
3 «4 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙ1ΙΝΟΖΑ

Τό άλλο πρωί δυνατοί χτύποι ακούστηκαν στήν πόρτα καί


αντήχησαν σέ όλο τό σπίτι. "Οταν ό Σίμον άνοιξε, χώθηκε μέ­
σα ό Φράνκο φορώντας έναν μακρύ μανδύα μέ κουκούλα πού
τού κάλυπτε τό κεφάλι καί τό μεγαλύτερο μέρος τού προσώ­
που. Ό Σίμον τον οδήγησε στον Μπέντο, ό όποιος τον περίμενε
στο μπροστινό σαλόνι πού έβλεπε τό κανάλι, καί διακριτικά
τούς άφησε μόνους. Ό Φράνκο έλαμπε τήν ώρα πού έπιανε τον
Μπέντο άπ’ τούς ώμους μέ τα δύο του χέρια. « Άχ, Μπέντο, τί
εύλογία να σέ βλέπω ».
« Καί για μένα εύλογία να βλέπω έσένα. Βγάλε τό μανδύα
σου καί άσε με να σέ κοιτάξω, Φράνκο». Ό Μπέντο έκανε τό
γύρο τού φίλου του. « Μπράβο, μπράβο. "Εχεις άλλάξει: Πήρες
βάρος, τό πρόσωπό σου είναι πιο στρογγυλό, πιο ρωμαλέο.
Άλλα μ’ αύτή τή γενειάδα καί μέ τα μαύρα σου ρούχα φαίνεσαι
σαν σπουδαστής τού Ταλμούδ. Καί πόσο επικίνδυνο είναι να
βρίσκεσαι έδώ. Πώς είναι να είσαι παντρεμένος; Καί να είσαι
πατέρας; Είσαι εύχαριστημένος;»
«Τόσες έρωτήσεις!» γέλασε ό Φράνκο. « Ποιά ν’ άπαντή-
σω πρώτη; Τήν τελευταία μάλλον. Αύτή δέν θά θεωρούσε τήν
κυριότερη έρώτηση ό φίλος σου ό Επίκουρος; Ναί, είμαι πολύ
εύχαριστημένος. Ή ζωή μου έχει άλλάξει προς τό καλύτερο.
Έσύ, Μπέντο; Είσαι εύχαριστημένος;»
«Ναί, κι έγώ είμαι. Πιο εύχαριστημένος άπό ποτέ. "Οπως
ίσως νά σού είπε ό Σίμον, μένω στο Ρέινσμπερχ, ένα μικρό
ήσυχο χωριό, καί ζώ άκριβώς όπως τό ήθελα - μόνος μέ λίγους
περισπασμούς. Σκέφτομαι, γράφω καί κανείς δέν προσπαθεί
νά μέ μαχαιρώσει. Τί καλύτερο; Λοιπόν, οί άλλες μου έρωτή-
σεις;»
((Ή γυναίκα μου κι ό γιός μου είναι άληθινή εύλογία. Ε κεί­
νη είναι ή σύντροφος της ψυχής πού έλπιζα ν’ άποκτήσω - τώ­
ρα μάλιστα έξελίσσεται σέ μιά μορφωμένη σύντροφο. Τής
έμαθα νά διαβάζει πορτογαλικά καί έβραϊκά καί τώρα μαθαί­
νουμε μαζί ολλανδικά. Τί άλλο ρώτησε; Ά , γιά τά ρούχα καί
ΡΕΪΝΣΜΙΙΕΡΧ ΚΑΙ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1662 3«5

τήν τριχοφυία μου...» Ό Φράνκο χάιδεψε τά γένια του. « Μπο­


ρεί νά σέ σοκάρει αυτό, άλλα σπουδάζω στο παλιό σου σχολείο,
τό Περέιρα Γεσίμπα. Ό ραβίνος Μορτέρα μου έξασφάλισε μια
τόσο γενναιόδωρη υποτροφία άπό τή συναγωγή, πού δέν χρει­
άζεται πια νά δουλεύω στον θειο μου ούτε πουθενά άλλου ».
« Αύτό είναι πολύ σπάνιο ».
« Ακόυσα νά λένε 6τι κάποτε σου είχε προσφέρει κι έσένα
μιά τέτοια ύποτροφία. "Ισως άπό κάποια παραξενιά της μοίρας
νά βρήκε δρόμο νά φτάσει κι ώς έμένα. "Ισως νά μέ άνταμείβει
έτσι πού σέ πρόδωσα ».
« Πώς τό δικαιολόγησε ό ραβίνος;»
« "Οταν τον ρώτησα “ Πώς μου άξίζει κάτι τέτοιο; ” μέ έξέ-
πληξε. Είπε 6τι ή ύποτροφία ήταν ό τρόπος του καί ό τρόπος
τής έβραϊκής κοινότητας νά τιμήσουν τον πατέρα μου πού ή
φήμη του καί ή φήμη τής μακριάς άλυσίδας ραβίνων προγόνων
του είναι πολύ μεγαλύτερη άπ’ 6,τι φανταζόμουν. Πρόσθεσε
δμως καί 6τι είμαι ένας πολλά ύποσχόμενος σπουδαστής κι οτι
ένδέχεται κάποια μέρα νά άκολουθήσω τά βήματα τού πατέρα
μου ».
((Κι έ σ ύ -;» ό Μπέντο πήρε βαθιά άνάσα. « Πώς τού άπάν-
τησες;»
« Μέ εύγνωμοσύνη. Μπέντο Σπινόζα, μ’ έκανες νά διψώ γιά
γνώση καί, προς μεγάλη εύχαρίστηση τού ραβίνου, έχω βου-
τήξει στη γεμάτη χαρά μελέτη τού Ταλμούδ καί τής Τορά ».
«Κατάλαβα. "Ε, χ μ ... έχεις έπιτύχει πολλά. Τά έβραϊκά
στο σημείωμά σου είναι έξαιρετικά».
« Ναί, είμαι εύχαριστημένος άπό τον έαυτό μου καί ή χαρά
μου γιά 6σα μαθαίνω αύξάνεται μέρα μέ τή μέρα ».
Ακολούθησε μιά σύντομη σιωπή. Τήν ίδια στιγμή άνοιξαν
κι οί δύο τό στόμα τους νά μιλήσουν καί σταμάτησαν. "Επειτα
άπό άλλη μιά σύντομη σιωπή ό Φράνκο ρώτησε: « Μπέντο,
βρισκόσουν σέ μεγάλη άγωνία τήν τελευταία φορά πού σέ είδα
μετά τήν έπίθεση. Συνήλθες γρήγορα;»
386 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟ/Α

Ό Μπέντο απάντησε καταφατικά: « Ναί, κι αυτό οφείλεται


κυρίως σ’ έσένα. Πρέπει νά ξέρεις πώς άκόμα καί τώρα στο
Ρέινσμπερχ έχω τό παλιό μου παλτό μέ τις μαχαιριές κρεμα­
σμένο σέ πλήρη θέα. Ή ταν έξαιρετική ή συμβουλή σου ».
« Μίλησέ μου περισσότερο γιά τή ζωή σου ».
« Ά , τί νά π ώ ; Τροχίζω γυαλί τή μισή μέρα καί τον υπό­
λοιπο καιρό σκέφτομαι, διαβάζω καί γράφω. ’'Εχω πολύ λίγα
έξωτερικά πράγματα νά σου πώ. Ζώ ολοκληρωτικά μές στο
μυαλό μου».
« Κι έκείνη ή κοπέλα πού μέ είχε φέρει στο δωμάτιό σου;
Ε κείνη πού σέ είχε πονέσει τόσο πολύ;»
« Σκοπεύει νά παντρευτεί τον φίλο μου τον Ντίρκ».
Σύντομη σιωπή. Ό Φράνκο ρώτησε: « Κ αί; Πές μου κι
άλλα ».
« Παραμένουμε φίλοι, έκείνη όμως είναι πολύ εύλαβής Κα­
θολική κι έτσι ό Ντίρκ θά άσπαστε! τον Καθολικισμό. Φαντά­
ζομαι πώς ή φιλία μας θά ύποστεΐ πλήγμα, μόλις δημοσιεύσω
τις άπόψεις μου γιά τή θρησκεία ».
«Κ αί ή άνησυχία πού είχες γιά τή δύναμη των παθών
σου;»
« Ά » δίστασε ό Μπέντο. «Ά πό τήν τελευταία μας συνάν­
τηση άπολαμβάνω τή γαλήνη ».
Πάλι σιωπή, τήν οποία έσπασε ό Φράνκο.
« Παρατηρείς κάτι διαφορετικό άνάμεσά μας σήμερα;»
Ό Μπέντο σήκωσε τούς ώμους άπορημένος. « Τί έννοεΐς;»
« Εννοώ τις σιωπές. Παλιότερα δέν ύπήρχαν σιωπές. Πάν­
τα είχαμε πάρα πολλά νά πούμε - φλυαρούσαμε χωρίς σταμα-
τημό. Ποτέ δέν είχαμε ούτε μιά στιγμή σιωπής ».
Ό Μπέντο συμφώνησε.
« Ό πατέρας μου, εύλογημένο τό όνομά του », συνέχισε ό
Φράνκο, « έλεγε πάντα πώς, αν δέν μιλάς γιά τά μεγάλα, τότε
δέν μπορείς νά μιλήσεις γιά τίποτα σημαντικό. Συμφωνείς,
Μπέντο;»
ΡΕΪΝΣΜΠΕΡΧ ΚΑΙ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1662 387

«Ό πατέρας σου ήταν σοφός άνθρωπος. Για τα μεγάλα;


Που πάει ό νους σου;»
« Χωρίς άμφιβολία σχετίζεται μέ τήν όψη μου καί μέ τόν
ένθουσιασμό μου για τήν έβραϊκή μου μόρφωση. ‘Υποθέτω
πώς αύτό σέ άναστάτωσε καί δέν ξέρεις τί να πεις ».
« Ναι, υπάρχει άλήθεια στα λόγια σου. Ά λλα... χ μ ... δέν
είμαι βέβαιος τί να ...»
« Δέν έχω συνηθίσει να σ’ άκούω να παιδεύεσαι μέ τις λέ­
ξεις, Μπέντο. Ά ν μπορώ να μιλήσω για λογαριασμό σου, νο­
μίζω πώς “τα μεγάλα” είναι τό γεγονός ότι δέν έγκρίνεις αυτά
πού σπουδάζω καί όμως, τήν ίδια στιγμή, ή καρδιά σου νοιά­
ζεται για μένα καί θέλεις να σεβαστείς τήν άπόφασή μου καί
να μήν πεις τίποτα πού θά μέ κάνει νά αισθανθώ άβολα ».
« Πολύ καλά τό λές, Φράνκο. Έ γώ δέν έβρισκα τά κα­
τάλληλα λόγια. Τό ξέρεις πώς είσαι άσυνήθιστα καλός σ’ αύ­
τό ;»
« Ποιό είναι αύτό;»
« Εννοώ στο νά κατανοείς τις άποχρώσεις τών όσων λέγον­
ται καί τών όσων δέν λέγονται άνάμεσα στούς άνθρώπους. Μέ
έκπλήσσει ή οξυδέρκειά σου».
Ό Φράνκο έκλινε τό κεφάλι. « Σ’ εύχαριστώ, Μπέντο.
Είναι ένα δώρο άπό τόν εύλογημένο μου πατέρα. Τό έμαθα πα­
ρακολουθώντας τον ώς παιδί.
Πάλι σιωπή.
« Σέ παρακαλώ, Μπέντο, προσπάθησε νά μοιραστείς μαζί
μου τί σκέφτεσαι γιά τή σημερινή μας συνάντηση ».
«Θά προσπαθήσω. Συμφωνώ, κάτι είναι όντως διαφορε­
τικό σήμερα. Έχουμε άλλάξει καί είμαι άσυνήθιστα άμήχανος
στο νά τό άντιμετωπίσω. Πρέπει νά μέ βοηθήσεις νά τό ξεδια­
λύνω ».
« Καλύτερα μίλα άπλώς γιά τό πώς έχουμε άλλάξει. Εννοώ
άπό τή δική σου σκοπιά».
« Πριν ήμουν έγώ ό δάσκαλος κι έσύ ό μαθητής πού συμ­
388 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ LIIINOZA

φωνούσες μέ τις απόψεις μου καί ήθελες να περάσεις όλη σου


τή ζωή στήν έξορία μαζί μου. Τώρα όλα έχουν αλλάξει».
« Επειδή μπήκα στή μελέτη τής Τορά καί του Ταλμούδ;»
Ό Μπέντο κούνησε τό κεφάλι. « Είναι παραπάνω άπό απλή
μελέτη: τα λόγια σου ήταν “χαρούμενη μελέτη”. Καί ήταν
σωστή ή διάγνωσή σου για τα συναισθήματά μου. Πράγματι
φοβόμουν μήπως σέ θίξω ή μήπως μειώσω τή χαρά σου ».
« Πιστεύεις ότι οί δρόμοι μας χωρίζουν;»
« Αύτό δεν κάνουν; Σίγουρα πιά, άκόμα κι αν δέν ήσουν
έπιβαρημένος μέ οικογένεια, δέν θά έπέλεγες φαντάζομαι να
μέ συνοδέψεις στον δικό μου δρόμο ».
Ό Φράνκο δίστασε καί σκέφτηκε άρκετή ώρα πριν άπαν-
τήσει. « Ή άπάντησή μου Μπέντο είναι ναι καί όχι. Νομίζω
πώς δέν θά άκολουθούσα τον δικό σου δρόμο στή ζωή. Παρ'
όλα αύτά, κι έτσι άκόμα, οί δρόμοι μας δέν έχουν χωρίσει».
« Πώς γίνεται αύτό; Έξήγησέ μου ».
«Εξακολουθώ νά άσπάζομαι πλήρως κάθε κριτική τής
θρησκευτικής δεισιδαιμονίας πού πρόφερες σ’ έκεΐνες τις συ­
ζητήσεις πού κάναμε μέ τον Γιάκομπ. Σ’ αύτό σέ άκολουθώ ».
« Κι όμως σου προκαλει τώρα μεγάλη χαρά νά μελετάς δει-
σιδαιμονικά κείμενα;»
«Ό χ ι, αύτό δέν είναι σωστό. Χαρά νιώθω άπό τή διαδικα­
σία τής μάθησης, όχι πάντα άπό τό περιεχόμενο όσων μελε­
τάω. Ξέρεις, δάσκαλε, υπάρχει μιά διαφορά άνάμεσα στά
δύο ».
« Σέ παρακαλώ, δάσκαλε, έξήγησέ το ». Ό Μπέντο, πολύ
ανακουφισμένος τώρα, χαμογέλασε πλατιά καί άπλωσε τό χέρι
του κι άνακάτεψε τά μαλλιά τού Φράνκο.
Ό Φράνκο άνταπέδωσε τό χαμόγελο, έκανε μιά στιγμιαία
παύση γιά νά άπολαύσει τό άγγιγμα τού Μπέντο, καί συνέχι­
σε: «Λ έγοντας “διαδικασία” έννοώ ότι μ’ άρέσει πολύ νά
μπαίνω σέ διανοητική σπουδή. Απολαμβάνω τή μελέτη τών
έβραϊκών καί μ’ εύχαριστεΐ πολύ πού άνοίγεται μπροστά μου
ΡΕΪΝΣΜΠΕΡΧ ΚΑΙ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1662 3«9

ολόκληρος ό αρχαίος κόσμος. Τό μάθημα τής ανάλυσης του


Ταλμούδ είναι πολύ πιο ένδιαφέρον άπ’ 6σο φανταζόμουν. Μία
μέρα συζητούσαμε τήν ιστορία τού ραβίνου Γιοχάνον...»
(( Ποιά άπ’ όλες τις ιστορίες;»
((Εκείνη 6που θεράπευσε έναν ραβίνο δίνοντάς του τό χέρι
καί στή συνέχεια, όταν άρρώστησε ό ίδιος, τον έπισκέφτηκε
ένας άλλος ραβίνος πού τον ρώτησε: “ Σου είναι άποδεκτοί
αύτοί οί πόνοι;” Καί ό ραβίνος Γιοχάνον άπάντησε: “ Ό χι,
ούτε αύτοί ούτε ή άνταμοιβή τους”. Τότε ό άλλος ραβίνος θε­
ράπευσε τον ραβίνο Γ ιοχάνον δίνοντάς του τό χέρι».
« Ναι, τή γνωρίζω αύτή τήν ιστορία. Καί άπό ποιά άποψη
σου φάνηκε ένδιαφέρουσα;»
« Στή συζήτησή μας θίξαμε πολλά έρωτήματα. Γιά παρά­
δειγμα, γιατί ό ραβίνος Γ ιοχάνον δέν θεράπευσε απλώς ό ίδιος
τον έαυτό το υ;»
« Καί φαντάζομαι 6τι ή τάξη άνέλυσε τό έπιχείρημα 6τι ό
φυλακισμένος δέν μπορεί να έλευθερώσει μόνος του τον έαυτό
του καί δτι ή άνταμοιβή τού πόνου βρίσκεται στή μέλλουσα
ζωή ».
« Ναι, τό ξέρω πώς αύτά είναι πολύ γνώριμα καί ίσως βα­
ρετά γιά σένα άλλά σέ κάποιον σάν έμένα κάτι τέτοιες συζη­
τήσεις προκαλούν μεγάλη εύφορία. Πού άλλού θά είχα τήν
εύκαιρία νά κουβεντιάζω τέτοια θέματα πού διερευνούν τήν
ψυχή; "Ενα μέρος της τάξης έλεγε τό ένα, άλλοι διαφωνούσαν,
άλλοι άναρωτιούνταν γιατί χρησιμοποιήθηκαν οί συγκεκρι­
μένες λέξεις, ένώ κάποια άλλη λέξη θά είχε ένδεχομένως με­
γαλύτερη σαφήνεια. Ό δάσκαλός μας μάς ένθαρρύνει νά έξε-
τάζουμε καί τήν παραμικρή πληροφορία πού μάς δίνει τό κεί­
μενο.
((Καί γιά νά πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα », συνέχισε ό
Φράνκο, « τήν περασμένη έβδομάδα άναλύσαμε τήν ιστορία
ένός διάσημου ραβίνου πού ήταν γιά καιρό έτοιμοθάνατος ύπο-
φέροντας μεγάλη άγωνία, άλλά τον κρατούσαν ζωντανό οί
39° ΤΟ ΙΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

προσευχές των μαθητών του καί των ραβίνων συναδέλφων του.


Ή ύπηρέτριά του τον λυπήθηκε καί πέταξε από τήν ταράτσα
μια κανάτα πού έγινε θρύψαλα μέ τόσο σαματά ώστε δλοι τρό­
μαξαν καί σταμάτησαν να προσεύχονται. Εκείνη άκριβώς τή
στιγμή ό ραβίνος πέθανε».
« Ά ναι - ό ραβίνος Γιουδά χά-Νασί. Καί είμαι βέβαιος δτι
συζητήσατε αν ή υπηρέτρια έκανε τό σωστό ή μήπως ήταν
ένοχη άνθρωποκτονίας καί έπίσης αν οί άλλοι ραβίνοι δέν είχαν
έλεος πού τον κρατούσαν ζωντανό καί καθυστερούσαν τήν άφι­
ξή του στή γεμάτη χαρά μέλλουσα ζωή ».
« Φαντάζομαι τή δική σου άπάντηση σ’ αυτό, Μπέντο. Θυ­
μάμαι πάρα πολύ καλά τή στάση σου άπέναντι στήν πίστη σέ
μιά άλλη ζωή ».
«Ακριβώς. Ή θεμελιώδης ύπόθεση δτι μάς περιμένει ένας
άλλος κόσμος είναι εσφαλμένη. Ή τάξη σου δμως δέν έδειξε
προθυμία νά άμφισβητήσει αύτή τήν ύπόθεση ».
((Συμφωνώ, υπάρχουν περιορισμοί. Ακόμα κι έτσι δμως
είναι προνόμιο, είναι χαρά νά κάθεσαι πολλές ώρες μέ άλλους
άνθρώπους καί νά άναλύεις τόσο βαθιά ζητήματα. Καί ό δά­
σκαλός μας μάς διδάσκει πώς νά έπιχειρηματολογούμε. Ά ν
ένα έπιχείρημα μοιάζει πολύ εύλογο, διδασκόμαστε νά άμφι-
σβητούμε γιατί τό άναφέρει ό συγγραφέας - ίσως νά ύπάρχει
κάποιος βαθύτερος συλλογισμός πίσω άπό τις λέξεις. "Οταν
είμαστε πλήρως ικανοποιημένοι άπό τήν κατανόησή μας, τότε
διδασκόμαστε νά ξετρυπώνουμε τή γενική άρχή στήν οποία
βασίζεται ό συλλογισμός. Ά ν ένα έπιχείρημα μοιάζει άσχετο,
τότε μαθαίνουμε νά άμφισβητούμε τό λόγο πού τό συμπεριέ­
λαβε ό συγγραφέας. Μέ λίγα λόγια, Μπέντο, ή σπουδή τού
Ταλμούδ μέ διδάσκει πώς νά συλλογίζομαι καί πιστεύω πώς
τό ίδιο μπορεί νά συνέβη καί μ’ έσένα. "Ισως ή μελέτη τού Ταλ­
μούδ νά άκόνισε τόσο πολύ τό μυαλό σου ».
Ό Μπέντο συμφώνησε. ((Δέν άρνοΰμαι πώς ισχύει κι αύ-
τό, Φράνκο. Αναδρομικά θά προτιμούσα μιά διαδρομή μέ λι-
ΡΕΪΝΣΜΠΕΡΧ ΚΑΙ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1662 39

γότερες παρακάμψεις, πιο ορθολογική. Ό Εύκλείδης, ας


πούμε, προχωρεί κατευθείαν στο στόχο του καί δέν θολώνει τα
νερά μέ αινιγματικές καί συχνά άλληλοαντικρουόμενες ιστο­
ρίες ».
((Ό Εύκλείδης; Ό άνθρωπος πού έφηύρε τή γεωμετρία;»
Ό Μπέντο έγνεψε καταφατικά.
((Ό Εύκλείδης θά μείνει γιά τήν έπόμενη, τήν κοσμική
έκπαίδευσή μου. Προς τό παρόν τό Ταλμούδ κάνει καλά τή
δουλειά του. Ούτως ή άλλως μ’ άρέσουν οί ιστορίες. Προσθέ­
τουν ζωντάνια καί βάθος στά μαθήματα. Σέ όλους άρέσουν οί
ιστορίες ».
«Ό χ ι, Φράνκο, οχι σέ όλους! Γιά έξέτασε τί άποδείξεις
διαθέτεις γ ι’ αύτό τον ισχυρισμό. Είναι ένα άστήριχτο συμπέ­
ρασμα, τό όποιο γνωρίζω προσωπικά ότι δέν άληθεύει».
«Ά χά, εσένα δέν σ’ άρέσουν οί ιστορίες. Ούτε όταν ήσουνα
μικρός;»
Ό Μπέντο έκλεισε τά μάτια καί άπήγγειλε: « Ό τε ήμην νή-
πιος, ώς νήπιος έλάλουν, ώς νήπιος έφρόνουν, ώς νήπιος έλο-
γιζόμην ».
Ό Φράνκο τον διέκοψε καί συνέχισε στον ίδιο τόνο: « "Οτε
δέ γέγονα άνήρ, κατήργηκα τά τού νηπίου». Παύλος, Προς
Κ ορινθίονς Ε π ιστολή Λ'.
« Ε κπληκτικό ! Είσαι πιά τόσο γρήγορος, Φράνκο, έχεις
τόση αύτοπεποίθηση. Δέν θυμίζεις καθόλου έκεΐνον τον κακο-
βαλμένο άμόρφωτο νεαρό πού είχε μόλις κατέβει άπ’ τό πλοίο
πού τον έφερνε άπό τήν Πορτογαλία».
((Αμόρφωτος στά έβραϊκά πράγματα. Μήν ξεχνάς όμως ότι
έμεις οί έκχριστιανισμένοι Εβραίοι είχαμε πάρει άναγκαστική
μέν άλλά πλήρη καθολική μόρφωση. Είχα διαβάσει κάθε λέξη
της Καινής Διαθήκης ».
((Αλήθεια, αύτό τό είχα ξεχάσει. Επομένως άρχισες ήδη τή
δεύτερη έκπαίδευσή σου. Αύτό είναι καλό. *Υπάρχει πολλή σο­
φία καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη. ’Ιδίως στον
392 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΠΝΟΖΑ

Παύλο. Λίγες άράδες άργότερα έκφράζει άκριβώς την άποψή


μου για τις ιστορίες: “ "Οταν έρθει το τέλειο, το μερικό θά
έγκαταλειφθει ”» . 1
Ό Φράνκο έπανέλαβε στον εαυτό του, « “μερικό;” “τέ­
λειο”; »
((Τό “τέλειο”», είπε ό Μπέντο, ((είναι ή ήθική άλήθεια. Τό
“μερικό” είναι τό περιτύλιγμα - σ’ αύτή τήν περίπτωση ή
ιστορία πού παύει να είναι άναγκαία, όταν άποκαλυφθει ή άλή-
θεια ».
«Δ εν είμαι βέβαιος αν άποδέχομαι τον Παύλο ώς πρότυπο
ζωής. Ή ζωή του, έτσι όπως διδάσκεται, μοιάζει να μήν έχει
ισορροπία. Είναι τόσο αύστηρή, τόσο φανατική, τόσο χωρίς
χαρά, καταδικάζει τόσο άπόλυτα όλες τις χαρές τού κόσμου.
Μπέντο, είσαι πολύ σκληρός με τον εαυτό σου. Γιατί να πα­
ραιτηθείς άπό τήν ευχαρίστηση μίας καλής ιστορίας, μια εύ-
χαρίστηση πού μοιάζει εντελώς καλοήθης καί οικουμενική;
Ποιος πολιτισμός δεν έχει ιστορίες;»
((Θυμάμαι έναν νεαρό πού καταφερόταν ενάντια στις ιστο­
ρίες με θαύματα καί μέ προφήτες. Θυμάμαι έναν ταραγμένο
καί άστατο έπαναστατημένο νεαρό πού έναντιωνόταν τόσο
πολύ στήν ορθοδοξία τού Γιάκομπ. Θυμάμαι τήν άντίδρασή
του όταν είχε παρακολουθήσει μια λειτουργία στή συναγωγή.
Έ νώ δέν γνώριζε εβραϊκά, παρακολούθησε τήν πορτογαλική
μετάφραση τής Τορά, είχε αγανακτήσει μέ τις ιστορίες πού
ύπήρχαν μέσα της καί μιλούσε για τήν τρέλα καί τήν άνοησία
τόσο τής έβραϊκής όσο καί τής Καθολικής λατρευτικής άκο-
λουθίας. Τον θυμάμαι να ρωτάει: “ Γιατί πέρασε ή έποχή των
θαυμάτων; Γιατί ό Θεός δέν έκανε ένα θαύμα για να σώσει τον
πατέρα μου;” Καί ό ίδιος νεαρός κατατρωγόταν άπό άμφιβο-

1. Αναφορά μάλλον στήν άμέσως έπόμενη περίοδο, ή οποία λέει με­


ταξύ ά λλω ν: « Ά ρ τι γινώσκω έκ μέρους, τότε δέ έπιγνώσομαι καθώς καί
έπεγνώσθην». (Σ.τ.μ.)
ΡΕΪΝΣΜΠΕΡΧ ΚΑΙ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1662 393

λίες πού ό πατέρας του έδωσε τή ζωή του για μια Τορά γεμάτη
δεισιδαιμονίες, θαύματα καί προφητείες ».
« Ναι, σωστά τα λές. Το θυμάμαι».
(( Πού είναι λοιπόν αύτά όλα τα αισθήματα, Φράνκο; Τώρα
δέν μιλάς παρά μόνο γιά χαρά στή μελέτη τής Τορά καί τού
Ταλμούδ. Καί όμως λές ότι έξακολουθεΐς νά άσπάζεσαι πλή­
ρως τήν κριτική πού άσκώ στις προλήψεις. Πώς γίνεται αύ-
τό ;»
«Ή άπάντηση είναι ή ίδια, Μπέντο, είναι ή διαδικασία τής
μελέτης πού μού δίνει χαρά. Δέν παίρνω τό περιεχόμενο πολύ
στά σοβαρά. Μ’ άρέσουν οί ιστορίες άλλά δέν τις θεωρώ ιστο­
ρική άλήθεια. Δίνω προσοχή στήν ήθική τους, στά μηνύματα
τών γραφών γιά τήν άγάπη, τή φιλανθρωπία, τήν καλοσύνη
καί τήν ήθική συμπεριφορά. Καί τά ύπόλοιπα τά βγάζω άπο
τή σκέψη μου. Ά λλωστε ύπάρχουν ιστορίες καί ιστορίες. Με­
ρικές ιστορίες θαυμάτων είναι, όπως λές, εχθροί τής λογικής.
Άλλες ιστορίες όμως τραβούν τήν προσοχή τού μελετητή καί
αύτό τό θεωρώ χρήσιμο καί στή μελέτη μου καί στή διδασκα­
λία, μέ τήν όποια άρχίζω τώρα νά άσχολούμαι. Γιά ένα πράγ­
μα είμαι σίγουρος: Τούς μαθητές πάντα θά τούς ένδιαφέρουν
οί ιστορίες, ένώ ποτέ δέν θά ύπάρξουν πολλοί σπουδαστές πολύ
πρόθυμοι νά μάθουν γιά τον Εύκλείδη καί τή Γεωμετρία του.
Ά , καί τώρα πού άνέφερα ότι διδάσκω, θυμήθηκα κάτι πού
ήθελα πολύ νά σού π ώ ! Άρχίζω νά διδάσκω τά στοιχεία τής
έβραϊκής γλώσσας καί μάντεψε ποιόν έχω άνάμεσα στούς μα­
θητές μου. Ετοιμάσου γιά ένα σοκ - τον παραλίγο δολοφόνο
σου!»
((Ώ ! Τον παραλίγο δολοφόνο μου; Πραγματικό σοκ! Έσύ,
δάσκαλος τού άνθρώπου πού θέλησε νά μέ σκοτώσει! Μπορείς
νά μού τό έξηγήσεις;»
((Λέγεται Ισαάκ Ραμίρεζ καί ή εικασία σου γιά τις συν­
θήκες πού τόν οδήγησαν στήν πράξη του ήταν άπόλυτα σωστή.
Ή 'Ιερά Εξέταση είχε τρομοκρατήσει τήν οίκογένειά του, οί
394 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ LIIINOZA

γονείς του είχαν σκοτωθεί καί είχε τρελαθεί άπό τον πόνο. Τό
γεγονός ότι ή ιστορία του είναι παρόμοια με τή δική μου μ’
έσπρωξε να προσφερθώ να τον διδάξω, καί μέχρι τώρα τα
πράγματα πάνε καλά. Δεν ξέχασα ποτέ τις έντονες νουθεσίες
σου για τό πώς θά ’πρεπε να τον άντιμετωπίζω. Τις θυμάσαι;»
((Θυμάμαι οτι σου είπα να μήν πεις στήν άστυνομία που
βρίσκεται».
«Ε ίπ ες όμως καί κάτι άλλο. Ε ίπες: “ Ακολούθησε έναν
θρησκευτικό δρόμο”. Θυμάσαι; Αυτό με είχε προβληματίσει».
« Ί σ ω ς να μήν ήμουνα ξεκάθαρος. Α γαπώ τή θρησκεία
άλλα μισώ τή δεισιδαιμονία ».
Ό Φράνκο κούνησε τό κεφάλι. ((Ναι, έτσι τό κατάλαβα κι
έγώ - ότι πρέπει να δείξω κατανόηση, συμπόνοια καί συγχώ-
ρεση. Σ ω στά;»
Ό Μπέντο συμφώνησε μ’ ένα κούνημα τού κεφαλιού.
((Νά, κι αύτό έπίσης υπάρχει μέσα στήν Τορά, ένας ήθικός
κώδικας συμπεριφοράς, όχι μόνο ιστορίες για θαύματα».
«Αναμφίβολα έτσι είναι, Φράνκο. Ή άγαπημένη μου ιστο­
ρία άπό τό Ταλμούδ είναι έκείνη όπου ένας ειδωλολάτρης πλη­
σιάζει τον ραβίνο Χιλλέλ καί τού υπόσχεται νά άσπαστει τον
Ιουδαϊσμό, αν ό ραβίνος μπορέσει νά τού διδάξει ολόκληρη τήν
Τορά στηριγμένος στο ένα πόδι. Ό Χιλλέλ απάντησε: “Αύτό
πού μισείς, μήν τό κάνεις στον διπλανό σου. Αύτή είναι ολό­
κληρη ή Τορά - όλα τά υπόλοιπα είναι σχόλια. Πήγαινε καί
μελέτησέ τη ”».
« Βλέπεις πού σ’ άρέσουν οί ιστορίες- »
Ό Μπέντο πήγε ν’ άπαντήσει άλλά ό Φράνκο διόρθωσε άμέ-
σως τον έαυτό το υ: « - ή τουλάχιστον μιά ιστορία. Οί ιστορίες
μπορούν νά λειτουργήσουν ώς μνημοτεχνικό κόλπο. Γιά πολ­
λούς πολύ πιο άποτελεσματικά άπό τή γυμνή Γεωμετρία ».
((Καταλαβαίνω τί θέλεις νά πεις, Φράνκο, καί δέν άμφιβάλ-
λω ότι οί σπουδές σου σού άκονίζουν τό μυαλό. Εξελίσσεσαι
σέ πολύ δυνατό συζητητή. Είναι προφανές γιατί σέ έπέλεξε ό
ΡΕΪΝΣΜΙ1ΕΡΧ ΚΑΙ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1662 395

ραβίνος Μορτέρα. Απόψε άναλύω κάποια άπό τά γραπτά μου


στα μέλη μίας φιλοσοφικής λέσχης κολλεγιαστών καί δέν ξέ­
ρεις πόσο θά ήθελα να ήταν έτσι ό κόσμος, πού να μπορούσες
να βρίσκεσαι κι έσύ έκει. Θά έδινα πολύ περισσότερη προσοχή
στή δική σου κριτική άπ’ 6,τι σέ όποιουδήποτε άλλου ».
« Θά μέ τιμούσε νά διαβάσω οτιδήποτε δικό σου. Σέ ποιά
γλώσσα γράφεις; Τά ολλανδικά μου βελτιώνονται».
«Δυστυχώς γράφω στά λατινικά. Ά ς έλπίσουμε νά γίνουν
κι αύτά μέρος της δεύτερης έκπαίδευσής σου, γιατί άμφιβάλλω
αν ποτέ θά δώ ολλανδική μετάφραση ».
((’'Εχω μάθει τις βασικές άρχές των λατινικών στήν Καθο­
λική μου έκπαίδευση ».
« Νά στοχεύσεις σέ μιά πλήρη λατινική μόρφωση. Ό ραβί­
νος Μενασσέχ καί ό ραβίνος Μορτέρα γνωρίζουν καλά τά λα­
τινικά καί ένδέχεται νά το έπιτρέψουν, ίσως καί νά σέ ενθαρ­
ρύνουν ».
((Ό ραβίνος Μενασσέχ πέθανε πέρυσι καί φοβάμαι πώς καί
ό ραβίνος Μορτέρα έχει καταπέσει άρκετά ».
«Ώ , άσχημα νέα. Καί πάλι όμως θά βρεις άλλους πού θά σέ
ένθαρρύνουν. Τσως βρεις τρόπο νά φιλοξενηθείς έναν ολόκληρο
χρόνο στή Βενετική Γεσίμπα. Είναι σημαντικό: τά λατινικά
σού άνοίγουν έναν όλοκληρο- »
Ξαφνικά ό Φράνκο σηκώθηκε κι έτρεξε στο παράθυρο νά
κοιτάξει καλύτερα τις φιγούρες τριών άνδρών πού άπομακρύ-
νονταν. Ξαναγύρισε. « Συγγνώμη, Μπέντο, μού φάνηκε πώς
είδα κάποιους άπο τήν κοινότητα. Ανησυχώ πάρα πολύ μήπως
μέ δούν έδώ ».
« Ναι, δέν φτάσαμε ποτέ στήν έρώτησή μου γιά τον κίνδυ­
νο. Πές μου, πόσο μεγάλο κίνδυνο διατρέχεις, Φράνκο;»
Ό Φράνκο χαμήλωσε τό κεφάλι. « Πολύ μεγάλο - τόσο,
πού είναι τό μοναδικό πράγμα τό όποιο δέν μπορώ νά μοι­
ραστώ μέ τή γυναίκα μου. Δέν μπορώ νά της πώ πώς ρισκάρω
όλα όσα άγωνιστήκαμε νά χτίσουμε σ’ αύτόν τον νέο κόσμο.
39^ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 2.ΙΙΙΝΟΖΑ

Είναι ένα ρίσκο πού το παίρνω μόνο για χάρη σου, για κανέναν
άλλον σ’ αύτή τή γή. Καί πρέπει σύντομα να φύγω. Δέν έχω
δικαιολογία να δώσω στή γυναίκα μου ή στους ραβίνους για
τήν άπουσία μου. ‘Υπολόγιζα ότι, αν μέ έβλεπαν, θά μπορούσα
να πώ ψέματα πώς μέ πλησίασε ό Σίμον καί μου ζήτησε να τού
κάνω μαθήματα έβραϊκών».
«Ν αι, κι έγώ τό σκέφτηκα αύτό. Μή χρησιμοποιήσεις
όμως τό όνομά του. Είναι γνωστή ή έπαφή μου μαζί του του­
λάχιστον στον κόσμο των Ε θνικώ ν. Καλύτερα να δώσεις τό
όνομα κάποιου άλλου, τον όποιο θά μπορούσες νά είχες συναν­
τήσει έδώ, ίσως τού Πέτερ Ντάικ, ένός άπό τά μέλη της Φιλο­
σοφικής Λέσχης ».
Ό Φράνκο άναστέναξε. « Είναι θλιβερό νά μπαίνει κανείς
στην επικράτεια τού ψεύδους. Είναι ένα έδαφος άπάτητο γιά
μένα άπό τότε πού σέ πρόδωσα, Μπέντο. Πριν φύγω όμως
ένημέρωσέ με γιά τή φιλοσοφική σου πρόοδο. "Οταν μάθω λα­
τινικά, ίσως ό Σίμον νά μού προμηθεύσει τά έργα σου. Γιά τώ ­
ρα όμως, σήμερα, τό μόνο πού διαθέτω είναι ό προφορικός σου
λόγος. Οί στοχασμοί σου μού προκαλούν έξαιρετικό ένδιαφέ-
ρον. Εξακολουθούν νά μέ προβληματίζουν ορισμένα πράγματα
πού είχες πει στον Γιάκομπ καί σ’ έμένα ».
Ό Μπέντο ύψωσε τό σαγόνι του μέ άπορία.
« Στήν πρώτη μας συνάντηση είχες πει ότι ό Θεός είναι
πλήρης, τέλειος, χωρίς ανεπάρκειες καί δέν έχει άνάγκη νά τον
δοξάζουμε ».
((Ναι, αύτή είναι ή άποψή μου καί αύτά ήταν τά λόγιά μου ».
((Ε πίσης θυμάμαι τό έπόμενο πράγμα πού είπες στον Γ ιά­
κομπ - κι ήταν μιά φράση πού μ’ έκανε νά σ’ άγαπήσω. Είπες
“ Έπίτρεψέ μου σέ παρακαλώ νά άγαπώ τον Θεό μέ τον δικό
μου τρόπο”».
((Καί τί σέ προβληματίζει;»
« Χάρη σ’ έσένα ξέρω πώς ό Θεός δέν είναι ένα όν σάν έμάς.
Ούτε σάν όποιοδήποτε άλλο ον. Τόνισες ιδιαίτερα -κ ι ήταν ή
ΡΕΪΝΣΜΠΕΡΧ ΚΑΙ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ - 1662 397

σταγόνα πού ξεχείλισε τό ποτήρι για τον Γιάκομπ- ότι ό Θεός


είναι ή Φύση. Πές μου, όμως, δίδαξέ με. Πώς μπορείς να είσαι
έρωτευμένος με τή Φύση; Πώς μπορείς ν’ άγαπάς κάτι πού δέν
είναι όν;»
(( Πρώτα άπ’ όλα, Φράνκο, χρησιμοποιώ τή λέξη “Φύση”
μέ συγκεκριμένο τρόπο. Δέν έννοώ τα δέντρα ή τα δάση ή τό
γρασίδι ή τή θάλασσα ή οτιδήποτε δέν έχει φτιαχτεί άπό τον
άνθρωπο. Έννοώ οτιδήποτε ύπάρχει: τήν άπόλυτα άναγκαία,
τέλεια οντότητα. Λέγοντας “Φύση” άναφέρομαι σέ αύτό τό
όποιο είναι άπειρο, ενοποιημένο, τέλειο, ορθολογικό καί έλλο­
γο. Είναι τό έμφυτο αίτιο τού παντός. Καί οτιδήποτε ύπάρχει,
χωρίς έξαίρεση, λειτουργεί μέ βάση τούς νόμους τής Φύσης.
Έ τσ ι όταν λέω 6τι αγαπώ τή Φύση, δέν έννοώ τήν άγάπη πού
έχεις έσύ για τή γυναίκα σου ή για τό παιδί σου. Μιλώ για ένα
άλλο είδος αγάπης, μια διανοητική άγάπη. Στα λατινικά τό
ονομάζω Amor d ei in tellectu a lis ».
((Διανοητική άγάπη τού Θεού;»
«Ν αί, άγάπη τής πληρέστερης δυνατής κατανόησης τής
Φύσης ή τού Θεού. Τή σύλληψη τής θέσης τού κάθε πεπερα­
σμένου πράγματος στή σχέση του προς τά πεπερασμένα αίτια.
Είναι ή κατανόηση, 6σο αύτό είναι δυνατό, τών οικουμενικών
νόμων τής Φύσης ».
«Ε πομένως όταν λές ότι άγαπάς τον Θεό, έκείνο πού
έννοεις είναι ή κατανόηση τών νόμων τής Φύσης ».
«Ν αί, οί νόμοι τής Φύσης δέν είναι παρά ένα άλλο, πιο
ορθολογικό όνομα γιά τις αιώνιες άποφάσεις τού Θεού».
((Διαφέρει λοιπόν άπό τήν κανονική άνθρώπινη άγάπη,
γιατί ένέχει μόνο ένα πρόσωπο;»
((Ακριβώς. Καί ή άγάπη ένός πράγματος πού είναι άνάλλα-
χτο καί αιώνιο σημαίνει ότι δέν ύποβάλλεσαι στις παραξενιές
τού άγαπημένου ή στις άστατες διαθέσεις του ή στο πεπερα­
σμένο τής ύπαρξής του. Σημαίνει έπίσης ότι δέν προσπαθούμε
νά ολοκληρώσουμε τον εαυτό μας σ’ έναν άλλον άνθρωπο ».
39« ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΠΝΟΖΑ

« Ά ν σέ καταλαβαίνω σωστά, προφανώς σημαίνει έπίσης


6τι δέν πρέπει να περιμένουμε να μάς ανταποδώσει την άγά-
πη ».
« Πάρα πολύ σωστά καί πάλι. Δέν μπορούμε να περιμένου­
με καμιά άνταπόδοση. Αντλούμε ένα χαρούμενο δέος άπο μιά
κλεφτή ματιά, άπο μιά προνομιούχα κατανόηση της εύρύτατης
καί άπείρως περίπλοκης διάταξης της Φύσης ».
« Άλλο ένα σχέδιο γιά μιά μελέτη ζω ή ς;»
« Ναι, 6 Θεός ή Φύση διαθέτει έναν άπειρο άριθμό άπο χα­
ρακτηριστικά, τά όποια θά διαφεύγουν έπ’ άπειρον τήν πλήρη
κατανόησή μου. Αλλά ή περιορισμένη μου άντίληψη γεννά ήδη
μεγάλο δέος καί χαρά, ορισμένες φορές μάλιστα έκστατική
χαρά».
« Παράξενη θρησκεία, αν μπορεί νά τήν πει κανείς θρη­
σκεία ». Ό Φράνκο σηκώθηκε. « Πρέπει νά σέ άφήσω κι ας
είμαι άκόμη μπερδεμένος. Έ χ ω όμως μιά τελευταία έρώτηση:
Αναρωτιέμαι τί από τά δύο κάνεις, θεοποιείς τή Φύση ή φυσι-
κοποιεις τον Θεό;»
« Πολύ καλά τό διατύπωσες, Φράνκο. Χρειάζομαι χρόνο,
πολύ χρόνο γιά νά συγκροτήσω τήν άπάντησή μου σ’ αύτό τό
έρώτημα ».
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Τ Ρ Ι Α Κ Ο Σ Τ Ο

ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1936

Ό μύθος τον εικοστού αιώνα - αύτο το πράγμα πού κανένας


δέν μπορεί να το καταλάβει, γραμμένο άπο έναν στενόμυαλο
Γερμανό της Βαλτικής πού σκέφτεται μέ τρομακτικά περί­
πλοκο τρόπο.
—Άντολφ Χίτλερ

Λίγα άπό τα παλαιότερα μέλη τού κόμματος βρίσκονται ανά­


μεσα στούς άναγνώστες τού βιβλίου τού Ρόζενμπεργκ. Έγώ
ό ίδιος τού έριξα μερικές βιαστικές ματιές. 'Οπωσδήποτε είναι
γραμμένο μέ υπερβολικά στριφνό ύφος, κατά τη γνώμη μου.
—Άντολφ Χίτλερ

« Ό Ζίγκμουντ Φρόυντ τιμάται μέ τό Βραβείο Γκαίτε ».


Τό Βραβείο Γκαΐτε, τό μεγαλύτερο έπιστημονικό (φιλο­
λογικό ) καί λογοτεχνικό βραβείο τής Γερμανίας, άπονεμήθη-
κε στον Φρόυντ στις 28 Αύγούστου 1930, τήν ήμέρα των γενε­
θλίων τού Γκαίτε, στη Φραγκφούρτη, στο πλαίσιο μεγάλων
έορταστικών έκδηλώσεων. Ή Εφημερίδα τής Εβραϊκής Κ οι­
νότητας έξέφρασε τη χαρά της έν χορδαΐς καί όργάνοις. Τό
χρηματικό έπαθλο ήταν 10.000 μάρκα... Είναι γνωστό ότι
πολύ σημαντικοί άνθρωποι τού πνεύματος έχουν άπορρίψει
καθ’ ολοκληρίαν τήν ψυχανάλυση τού Εβραίου Ζίγκμουντ
Φρόυντ. Τά κόκαλα τού μεγάλου άντισημίτη Γκαΐτε θά έτρι­
ζαν στον τάφο του, αν άνακάλυπτε ότι ένας Εβραίος είχε πάρει
βραβείο πού έφερε τό όνομά του.
—Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ στόν Λαϊκό Παρατηρητή

399
400 TO I ΙΡΟΒΛΗΜΑ LIIINOZA

((Mein Führer, δείτε σας παρακαλώ αυτό τό γράμμα σχετικά


μέ τον Ράιχσλάιτερ1 Ρόζενμπεργκ πού έστειλε ό δρ Γκέ-
μπαρτ, ό άρχίατρος της Κλινικής Χόενλύχεν».
Ό Χίτλερ πήρε το γράμμα άπο το χέρι τού Ρούντολφ Έ ς
καί το διέτρεξε μέ τα μάτια προσέχοντας περισσότερο τις ενό­
τητες πού είχε ύπογραμμίσει ό Έ ς.
Για μένα υπήρξε αξιοσημείωτα δύσκολο να έρθω σε επαφή με τον
Ράιχσλάιτερ Ρόζενμπεργκ. Ώς γιατρός έχω πάνω άπ’ όλα την
εντύπωση ότι ή αργοπορία τής ανάρρωσής τον οφείλεται σε με­
γάλο βαθμό στην ψυχική του απομόνωση. Παρά τις διακριτικές,
θ ά μπορούσα να πώ, προσπάθειές μου να κατασκευάσω μια γέ­
φυρα, οι τελευταίες αστόχησαν λόγω τής πνευματικής συγκρότη­
σης τού Ράιχσλάιτερ καί λόγω τής ειδικής θέσης που κατέχει
στην πολιτική ζωή. 'Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να απελευ­
θερωθεί από την αγκύλωσή τον είναι να μπορέσει ν’ ανοίξει την
ψυχή του σε εκείνους που έχουν τουλάχιστον τό δικαίωμα να τού
μιλήσουν με ίσους όρους καί διαθέτουν παρόμοιες διανοητικές
ικανότητες, έτσι ώστε να ξαναβρεϊ την ηρεμία καί την αποφασι­
στικότητα πού είναι αναγκαίες για να δράσει άλλα εδώ πού τά λέ­
με καί γιά νά ζήσει.
Την περασμένη εβδομάδα τον ρώτησα αν είχε ποτέ μοιραστεί
μέ κανέναν τις πιο μύχιες σκέψεις τον. Εντελώς απρόσμενα
απάντησε πώς ναι καί άνέφερε τό όνομα κάποιου Φρήντριχ Πφί-
στερ, ενός παιδικού του φίλου από την Εσθονία. ”Εκτοτε έμαθα
ότι αυτός ό Φρήντριχ Πφίστερ είναι τώρα ύπολοχαγός, γιατρός
τής Βέρμαχτ μέ έδρα τό Βερολίνο καί χαίρει γενικής εκτίμησης.
Θά μπορούσα νά ζητήσω νά τον διατάξετε άμεσα νά άναλάβει
καθήκοντα ώς προσωπικός γιατρός τού Ράιχσλάιτερ Ρόζεν­
μπεργκ ;»
Ό Χίτλερ έδωσε τό γράμμα πίσω στον Έ ς. « Δέν ύπάρχει
τίποτα πού νά μέ έκπλήσσει σ’ αύτό τό γράμμα, φρόντισε όμως

1. ΛβίΓ/ΐί/ρΐίΡΓ: « Διοικητής του Ράιχ», ό δεύτερος βαθμός στήν ιεραρ­


χία τού 3ου Ράιχ μετά τόν Φύρερ. (Σ .τ.μ.)
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1936 401

νά μήν τό δε! κανένας άλλος. Καί δώσε διαταγή να μετατεθεί


άμεσα ό ύπολοχαγός Πφίστερ. Ό Ρόζενμπεργκ είναι αφόρη­
τος. Πάντα ήταν. Όλοι τό ξέρουμε. Άλλα είναι άφοσιωμένος
καί τό κόμμα μπορε! ακόμα νά ωφεληθεί από τό ταλέντο του ».
Ή Κλινική Χόενλύχεν, εκατό χιλιόμετρα βόρεια του Βερο­
λίνου, είχε ιδρυθεί από τον Χίμμλερ για τή φροντίδα των πα­
θήσεων ήγετικών στελεχών του ναζιστικοΰ κόμματος καί υψη­
λόβαθμων άξιωματικών τώ νΈ ς-Έ ς. Ό Άλφρεντ είχε ήδη νο­
σηλευτεί τρεις μήνες έκει τό 1935 για μια διεγερτική κατάθλι­
ψη. Τώρα, τό 1936, παρουσίαζε τα ίδια συμπτώματα πού τον
έμπόδιζαν νά λειτουργήσει: κόπωση, διέγερση καί κατάθλιψη.
Ανίκανος νά συγκεντρωθεί στή δουλειά τού άρχισυντάκτη
στον Π αρατηρητή, γιά άρκετές εβδομάδες είχε άποτραβηχτει
έντελώς στον έαυτό του, ένώ μιλούσε σπάνια στή γυναίκα του
καί στήν κόρη του.
"Οταν μπήκε στήν κλινική, δέχτηκε νά υποβληθεί στις ορ­
γανικές έξετάσεις τού δρος Γκέμπαρτ άλλά άρνήθηκε έπίμο-
να νά άπαντήσει σέ ερωτήσεις πού άφορούσαν τήν ψυχική
του κατάσταση ή τήν προσωπική του ζωή. Ό Κάρλ Γκέ-
μπαρτ ήταν ό προσωπικός γιατρός καί φίλος τού Χίμμλερ
άλλά κούραρε καί τά ύπόλοιπα ήγετικά στελέχη τού κόμμα­
τος ( εκτός άπό τον Χίτλερ πού είχε πάντα κοντά του τον προ­
σωπικό του γιατρό, Τεοντόρ Μορέλ). Ό Ά λφρεντ δέν είχε
άμφιβολίες πώς β,τι έλεγε στον Γκέμπαρτ θά μεταδιδόταν
πολύ σύντομα σέ ολόκληρο τό τσούρμο τών εχθρών πού είχε
μέσα στο κόμμα. Γιά τον ίδιο λόγο άρνιόταν νά δει ψυχίατρο.
Νιώθοντας άκινητοποιημένος καί έχοντας βαρεθεί νά κάθε­
ται στή σιωπή μέ τό περιφρονητικό βλέμμα τού Άλφρεντ
άπέναντί του, ό δρ Γ κέμπαρτ λαχταρούσε νά μεταφέρει τον
έκνευριστικό άσθενή του σ' έναν άλλο γιατρό καί είχε δώσει
μεγάλη προσοχή στή σύνθεση αύτής τής προσεκτικά δια­
τυπωμένης έπιστολής προς τον Χίτλερ, ό όποιος, γιά λόγους
πού δέν τούς καταλάβαινε κανείς, θεωρούσε τον Ρόζενμπεργκ
402 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ Σ.ΙΙΙΝΟΖΑ

πολύτιμο καί από καιρό σε καιρό ρωτούσε να πληροφορηθει


για τήν κατάστασή του.
Ό δρ Γκέμπαρτ δεν είχε καμιά ψυχολογική έκπαίδευση
ούτε ή σκέψη του λειτουργούσε μέ ψυχολογικούς βρους άλλα
αναγνώρισε εύκολα τα σημάδια εκτεταμένης διχόνοιας άνάμε-
σα στους άρχηγούς - τον άκατάπαυστο άνταγωνισμό, τήν
άμοιβαία περιφρόνηση, τις άσταμάτητες ραδιουργίες, τήν
άμιλλα για τήν έξουσία καί για τήν έγκριση τού Χίτλερ. Δια­
φωνούσαν για τα πάντα άλλα ό Γκέμπαρτ άνακάλυψε τό μο­
ναδικό πράγμα πού είχαν κοινό: Όλοι μισούσαν τον Άλφρεντ
Ρόζενμπεργκ. 'Ύστερα άπό μερικές εβδομάδες καθημερινών
του επισκέψεων στον Άλφρεντ καταλάβαινε πια γιατί.
Μολονότι ό Άλφρεντ μπορεί να είχε διαισθανθεί τα αίσθή-
ματά του, έξακολουθούσε να σωπαίνει καί περνούσε τις εβδο­
μάδες του στήν Κλινική Χόενλύχεν διαβάζοντας Γερμανούς
καί Ρώσους κλασικούς καί άρνούμενος να συμμετάσχει σε συ­
ζητήσεις μέ τό προσωπικό ή μέ όποιονδήποτε άλλο άσθενή.
Τήν πέμπτη έβδομάδα πού βρισκόταν στήν κλινική, αίσθάν-
θηκε ένα πρωί πολύ μεγάλη άναστάτωση καί άποφάσισε να
κάνει μια μικρή βόλτα στον κήπο. "Οταν άνακάλυψε οτι ήταν
τόσο έξαντλημένος πού δέν μπορούσε να δέσει τα κορδόνια των
παπουτσιών του, έβρισε καί χαστούκισε δυνατά τά δύο του μά­
γουλα, γιά νά ξυπνήσει. "Επρεπε νά κάνει κάτι γιά νά σταμα­
τήσει τό κατρακύλισμα στή μή άναστρέψιμη άπόγνωση.
Στήν άπελπισία του έφερε στο μυαλό του τό πρόσωπο τού
Φρήντριχ. Ό Φρήντριχ θά ήξερε τί νά κάνει. Τί τού πρότεινε
έκεινος; Σίγουρα θά έπιχειρούσε νά καταλάβει τήν αίτια αύτής
τής καταραμένης κατάθλιψης. Φαντάστηκε τά λόγια του:
((Πότε ξεκίνησε ολο αύτό; Ά σε τις σκέψεις σου νά τρέξουν
ελεύθερες καί πήγαινε πίσω στήν άρχή τής πτώσης σου. Πα­
ρατήρησε όλες τις ιδέες, ύλες τις εικόνες πού έρχονται στο
μυαλό σου. Δώσ’ τους προσοχή. Σημείωσέ τες κάπου, αν μπο­
ρείς».
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1936 4°3

Ό Άλφρεντ προσπάθησε. Έ κλεισε τά μάτια καί παρακο­


λούθησε τήν παρέλασή τους στο μυαλό του. Προχώρησε πίσω
στό χρόνο καί είδε να ζωντανεύει μια σκηνή.
Είναι πριν από αρκετά χρόνια, β ρίσκ ετα ι στη δουλειά τον
στον Παρατηρητή καί κάθεται στό γραφείο που τον είχε άγο-
ράσει ό Χίτλερ. Κ άνει την τελική διόρθω ση στην τελευταία σε­
λίδα τον ά ριστονργήμ ατός τον, Der Mythus des 20. Jahrhun­
derts (Ό μύθος τού εικοστού αιώ να ), άφήνει κάτω τό κόκκινο
μολύβι τον, χαμογελάει θριαμβευτικά, τα κ το π ο ιεί τις επ τακ ό­
σιες σελίδες τον χειρογράφ ου σε μ ιά καλοφ τιαγμ ενη στοίβ α
πού τη συγκρατοϋν δυο χοντρά λ ά σ τιχ α κ αί τήν π ιέζει με λα ­
τρεία στό στήθος τον.
Ναι, ή άνάμνηση τής ωραιότερης στιγμής του τού φέρνει
καί τώρα άκόμα ένα δάκρυ, ίσως καί δύο, πού τρέχουν στό
πρόσωπό του. Ό Άλφρεντ νιώθει συμπάθεια για κείνον τον πιο
νέο έαυτό του, για τον νεαρό πού γνώριζε βτι ό Μύθος θά κα-
τέπλησσε τον κόσμο. Ή έπώασή του είχε ύπάρξει μακροχρό­
νια καί κοπιαστική -έπ ί δέκα χρόνια κάθε Κυριακή καί κάθε
άλλη ώρα πού μπορούσε να ξεκλέψει μέσα στήν εβδομάδα-,
άξιζε δμως τον κόπο. Ναι, ναι - τό ήξερε ότι είχε παραμελήσει
τή γυναίκα του καί τήν κόρη του, τί σημασία δμως μπορούσε
να έχει αύτό, αν τό συνέκρινε κανείς μέ τή δημιουργία ένός βι­
βλίου πού θά άναβε φωτιά στον κόσμο ολόκληρο, ένός βιβλίου
πού θά πρότεινε μιά νέα φιλοσοφία τής Ιστορίας μέ βάση τό
αίμα καί τή φυλή καί τό πνεύμα, έναν καινούργιο τρόπο νά
έκτιμά κανείς τό έθνος, τον λαό, τή λαϊκή τέχνη, τήν άρχιτε-
κτονική, τή λογοτεχνία καί τή μουσική καί, πάνω άπ’ δλα, τις
νέες βάσεις των άξιων τού μελλοντικού Ράιχ.
Άπλωσε τό χέρι στό κομοδίνο νά πιάσει τό προσωπικό του
άντίτυπο τού Μύθον καί τό ξεφύλλισε στήν τύχη. Μερικές πα­
ράγραφοι τού έφεραν άμέσως στό νού τον τόπο δπου τον είχε
έπισκεφτεϊ ή έμπνευση. ?Ηταν σέ μιά επίσκεψη στον καθε­
δρικό ναό τής Κολονίας καί κοιτούσε τά βιτρώ μέ τή σταύρωση
404 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ L ili NOZA

του Χρίστου καί τά πλήθη των κάτισχνων αδύναμων μαρτύ­


ρων, βταν τού γεννήθηκε μια εμπνευσμένη σκέψη: δτι ή Ρ ω ­
μαιοκαθολική Εκκλησία δεν εναντιωνόταν στον Ιουδαϊσμό.
Παρότι δήλωνε δτι ήταν κατά των Εβραίων, στήν πραγματι­
κότητα ή Ε κκλησία ήταν ή κυριότερη δίοδος μέσα από τήν
όποια οί εβραϊκές ιδέες μόλυναν τό υγιές σώμα τής γερμα­
νικής σκέψης. Διάβασε τά ίδια του τά λόγια μέ μεγάλη εύχα-
ρίστηση:
Οί μεγάλοι Γερμανοί ζούσαν σέ συμφωνία μέ τή φύση καί
έδειχναν σεβασμό γιά τις ωραίες φυσιογνωμίες τους καί γιά
τήν άρρενωπή ομορφιά τους. Αύτό δμως υπονομεύτηκε άπό
τον άνταγωνισμό τού Χριστιανισμού προς τή σάρκα καί άπό
συναισθηματικές ιδέες δπως ή ιδέα δτι έπρεπε νά σωθούν οί
ζωές ελαττωματικών παιδιών καί άπό τή στάση τής Εκκλη­
σίας πού έπέτρεπε στους εγκληματίες καί σέ δσους έπασχαν
άπό κληρονομικές άρρώστιες νά περάσουν τις άτέλειές τους
στις έπόμενες γενιές. Έ τσι ή μόλυνση τής καθαρότητας τής
φυλής όδηγεϊ στον κατακερματισμό τού χαρακτήρα, στήν
άπώλεια τής αίσθησης τού προσανατολισμού καί τής σκέψης
καί στήν ψυχική άβεβαιότητα. Οί Γ ερμανοί δέν γεννιούνται
μέσα στήν άμαρτία άλλά μέσα στήν άνωτερότητα... Ή Πα-
λαιά Διαθήκη πρέπει νά πάψει μιά γιά πάντα τό ρόλο της ως
βιβλίο θρησκευτικής έκπαίδευσης. Μαζί της θά τελειώσει
καί ή άποτυχημένη προσπάθεια τών τελευταίων δεκαπέντε
αιώνων νά μεταμορφωθούμε δλοι πνευματικά σέ Εβραίους.
Τό πνεύμα τής φωτιάς, τό ήρωικό πνεύμα, πρέπει νά πάρει
τή θέση τής σταύρωσης.
Ναι, σκέφτηκε, κάτι τέτοια άποσπάσματα έκαναν τό Μύθο
νά συμπεριληφθεΐ στον κατάλογο άπαγορευμένων βιβλίων τής
Καθολικής Εκκλησίας τό 1934. Αύτό δμως δέν ήταν δυστύχη­
μα - ήταν ένα θεόσταλτο δώρο πού πολλαπλασίασε τις πωλή-
σεις. Πουλήθηκαν περισσότερες άπό τριακόσιες χιλιάδες άντί-
τυπα καί τώρα ό Μύθος μου ξεπέρασε δλα τά βιβλία έκτος άπό
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1936 4°5

τον ’Α γώνα μ ου, του Χιτλερ. Καί νά πού έγώ είμαι συναισθη­
ματικά χρεοκοπημένος.
Άφησε τό βιβλίο, άκούμπησε τό κεφάλι στο μαξιλάρι καί
βυθίστηκε σέ σκέψεις. Ό Μύθος μου μου έφερε τόση χαρά αλλά
και τόσο βάσανο ! Αυτοί οι ηλίθιοι φ ιλολογικοί κ ριτικοί - δεν
υπήρξε ένας πού νά μην τό χαρακτήρισε u n b eg r eiflich ( ά κ α ­
τανόητο ). Γ ιατί δεν τούς α π ά ν τη σ α ; Γ ια τί δεν τούς ρώ τησα με
δημόσια επ ιστολή αν τούς πέρασε ποτέ ή ιδέα πώ ς ή γραφή μου
μπορεί νά είναι πολύ βαθιά κ αί σύνθετη γ ιά εγκεφάλους μ εγέ­
θους εντόμου; Γ ια τί δεν τούς θύμισα τις συνέπειες πού έχει ή
μ ετω π ική σύγκρουση μ εταξύ μέτριω ν εγκεφάλων καί μεγάλω ν
έργω ν: Π άντοτε οι κατώ τεροι επ ιτίθενται στούς άνώ τερους
στοχαστές. Τί θέλει ό λαός; Τ ρελαίνονται γ ιά την άνόητη χυ­
δαιότητα τού Γ ιούλιους Σ τράιχερ. Α κόμα κι ό Χ ιτλερ π ροτιμ ά
την πρόζα τού Σ τράιχερ. Γ υρίζει τό μ α χ α ίρι στά σπλάχνα μου,
κάθε φορά πού μού θυμίζει οτι τό κουρέλι τού Σ τράιχερ, ή Der
Stürmer, π άντα ξεπερνά σέ πω λήσεις τον Παρατηρητή μου.
Κ αί νά σκεφ τεϊς πώ ς ούτε ένας από τούς ηγέτες τού κό μ μ α ­
τος δέν έχει διαβάσει τό Μύθο μου ! Μόνο ό *Ές ήταν ειλικρινής
καί μού είπε α π ολογ η τικ ά ότι είχε βάλει τά δυνατά του αλλά
τού ήταν άδύνατο νά διαπ εράσει τή δύσκολη π ρόζα μου. Οι
άλλοι δέν άνέφεραν π οτέ τό βιβλίο. Φ αντάσου, νά έχει πουλήσει
τόσες χιλιάδες ά ντίτυπ α κ ι αυτοί οι φθονεροί μ π ά σ τα ρδοι νά μέ
άγνοούν. Γ ιατί όμως μέ άναστατώ νει α ύ τ ό ; Τί θά μ πορούσα νά
περιμένω από τό συρφετό τους; Τό πρόβλημα είναι ό Χιτλερ,
πάντα ό Χιτλερ. "Οσο τό σκέφ τομαι τόσο περισσότερο βεβαιώ ­
νομαι πώ ς ή π τώ σ η μου άρχισε τήν ήμέρα πού έμαθα οτι ό
Γ καϊμπελς διέδιδε παντού πώ ς ό Χ ιτλερ, άφού διάβασε μόνο
λίγες σελίδες, π έταξε τό Μύθο στο π ά τω μ α κ αί άναφώνησε
« Υ π ά ρ χ ε ι άνθρωπος πού μπορεί νά καταλάβει αύτό τό π ρ ά γ ­
μ α ;» Ναι, αυτή ήταν ή σ τιγ μ ή τού θανάσιμου τραύματος. Τε­
λικά μόνο ή κρίση τού Χ ιτλερ έχει ση μ α σία . Αν όμως δέν τού
άρεσε, τότε γ ια τ ί διέταξε νά μ π ει σέ κάθε βιβλιοθήκη κ αί στον
4θ6 TO IΙΡΟΒΛΗΜΑ L ili NOZA

επ ίσημ ο κατάλογο των υποχρεω τικώ ν βιβλίω ν γ ια τα μέλη τον


ναζιστικ οϋ κόμ ματος ; Π ροστάζει ακόμ α κ αί τη H itlerjugend,
τη νεολαία τον, να το διαβάσει. Γ ια τί νά κάνει κ ά τι τέτοιο καί
συγχρόνω ς νά άρνεϊται απ όλυτα νά συνδέσει τον εαυτό του με
το βιβλίο μου ;
Τη δη μ όσια στά ση του μ πορώ νά την καταλάβω . Ξέρω πώ ς
ή στή ρ ιξη τής Κ αθολικής Ε κκλησίας εξακολουθεί νά του είναι
απόλυτα α π α ρ α ίτη τη γ ιά τη θέση του ώς Φυρερ, δποτε, φ υσι­
κά, δεν μ π ο ρ ε ί νά στη ρ ίξει δη μ όσια ένα έργο τόσο κατάφ ω ρα
ά ντιχ ρ ισ τια νικ ό. 'Όταν ή μ α σ τε νέοι, τη δεκαετία τον ’20, ό
Χ ίτλερ συμφ ω νούσε με δλη τον την καρδιά μ ε την άντιθρη-
σκ ευτικ ή μου στά ση . Κ α ι ξέρω πώ ς άκόμ α συμφω νεί. Σ τις
Ιδιω τικές συζη τή σεις π ροχω ρεί π ιο πέρα κι από μένα - πόσες
φορές δέν τον ακόυσα νά λέει πώ ς θά ’θελε νά κρεμάσει τους π α ­
πάδες π λ ά ι π λ ά ι μέ τους ραβίνονς; Τη δη μ όσια σ τά ση του την
καταλαβαίνω . Γ ια τί δμω ς νά μην πει σ'*εμένα π ροσω π ικ ά κ άτι
θετικό, ο τ ιδ ή π ο τ ε ; Γ ια τί νά μ η μέ καλέσει ούτε μ ιά φορά νά
φάμε μ α ζ ί καί νά συζη τή σουμ ε καΓ Ιδίαν; Ό ”Ες μου είπε πώς,
δταν ό 'Α ρχιεπίσκοπος τής Κ ολονίας διαμαρτυρήθηκε στον
Χ ίτλερ γ ιά το Μύθο, εκείνος α π ά ν τη σ ε : «Δ έν π ρόκ ειτα ι νά
χ ρ η σιμ οπ οιή σω αυτό το βιβλίο. Ό Ρ όζενμ περγκ το ξέρει. Τον
το είπα. Δέν θέλω κ α μ ιά σχέση μέ ειδω λολατρίες όπω ς ή Λα­
τρεία του Β ό τα ν Χκ αί λ ο ιπ ά » . Ό τα ν ό Α ρχιεπίσκοπος έπέμει-
νε, ό Χ ίτλερ ισ χ υ ρ ίσ τ η κ ε : «Ό Ρ όζενμ π εργκ απ οφ α σίζει τά
δόγμ ατα του κ ό μ μ α το ς» κ αί στη συνέχεια πείραξε τον Α ρχιε­
π ίσκ οπ ο λέγοντάς τον δτι έδωσε ώ θηση στις πω λήσεις τοϋ Μύ­
θου μέ τις σφοδρές τον επικρίσεις. Κ ι δταν εγώ προσφέρθηκα
νά π α ραιτη θώ άπό το κόμ μα , αν ό Μύθος μου τον έφερνε σέ
δύσκολη θέση, ό Χ ίτλερ άπέρριψε την ιδέα άλλά κ αί π ά λι δέν1

1. Wotan είναι τό γερμανικό όνομα του Σκανδιναβού θεού Ό ντιν άλλά


καί άκρωνύμιο της φράσης Will Of The Aryan Nation, Βούληση τού Άριου
"Έθνους. ( Σ.τ.μ.)
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1936 4°7

προσφέρβηκε νά συναντηθούμε ο ί δύο μας. Κ ι όμως έχει συν­


εχώς π ροσω πικές συναντήσεις με τον Χ ίμμλερ, ενώ δ Χ ίμ-
μλερ είναι π ιο φανερός και π ιο επιθετικός αντίπαλος του Κ αθο­
λικισμ ού από μένα.
Το ξέρω πώ ς με έχει σε εκτίμ ηση. Μου πρότεινε τη μ ια σ η ­
μ αντικ ή θέση μ ετά την ά λ λ η : διπ λω μ ατικ ές αποστολές στο
Λονδίνο, έπειτα στη Ν ορβηγία, στη συνέχεια μέ έχρισε επικε­
φαλής τής ιδεολογικής εκπαίδευσης τού κόμματος, τού Γ ερμα­
νικού "Εργατικού Μ ετώπου κ αί όλων τώ ν συναφών οργανώ ­
σεων. Σ ημ α ντικ ά άξιώ μ α τα. Γ ια τί όμω ς μέ ειδοπ οιεί γ ιά τούς
διορισμούς μου τα χ υδρ ομ ικ ά ; Γ ια τί δέν μέ κ α λ εϊ στο γραφείο
του, νά μού σφ ίξει το χέρι, νά σ υ ζη τή σ ο υ μ ε; Ε ίμαι τόσο α π ω ­
θητικός;
Ναι, δέν υπάρχει ά μ φ ιβ ολ ία : Το πρόβλημα είναι ό Χίτλερ.
Πάνω απ'όλα στον κόσμο αυτό θέλω τη δική του προσοχή. Π ά­
νω απ'όλα φ οβάμαι μ η θίγει εκείνος. Διευθύνω την εφημερίδα
μέ τη μεγαλύτερη επιρροή στη Γ ερμανία. Ε ίμαι υπεύθυνος γ ιά
την π νευματική καί φιλοσοφ ική εκπαίδευση όλων τών έθνικο-
σοσιαλιστώ ν. Γράφω όμως τά άναγκαϊα άρθρα; Δίνω τις άναγ-
καϊες δια λέξεις; Σ υγκροτώ το π ρόγραμ μ α σπ ουδώ ν; Ε πιβλέ­
πω την εκπαίδευση όλων τώ ν νεαρών Γ ερμανώ ν; Ό χι, ό
Ρ άιχ σλάιτερ Ρ όζενμπεργκ είναι τρομερά άπορροφημένος στη
στενοχώ ρια του πού ό Δ ντολφ Χ ίτλερ δέν τού χάρισε ένα χ α ­
μόγελο άγάπ ης ή, ό Θεός νά φυλάει, μ ιά π ρόσκληση σέ γεύμα !
Μέ άηδιάζει ό εαυτός μου. Αυτό πρέπει νά σ τ α μ α τ ή σ ε ι!

Ό Άλφρεντ σηκώθηκε καί κάθισε στο γραφείο πού είχε στο


δωμάτιό του. Άνοιξε τό χαρτοφύλακά του κι έβγαλε τό φάκελο
μέ τίτλο « Ό χ ι». ( Είχε δύο φακέλους, τό φάκελο « Ναι» πού
περιείχε θετικές κριτικές, γράμματα οπαδών του καί άρθρα
του άπό τήν έφημερίδα καί τό φάκελο « ’Ό χι» πού περιείχε
όλες τις αντίθετες γνώμες.) Ό φάκελος « Ναι» ήταν πολύ τα­
λαιπωρημένος. Ό Άλφρεντ ξανακοιτούσε πολλές φορές τήν
4θ8 TO IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΝΙΝΟΖΑ

έβδομάδα τις έπαινετικές κριτικές καί τά γράμματα των θαυ­


μαστών του πού του χρησίμευαν σαν καθημερινό τονωτικό -
σαν να έπαιρνε τις πρωινές του βιταμίνες. Τώρα βμως τό το­
νωτικό είχε άρχίσει να χάνει τή δύναμή του. Τώρα 6λα εκείνα
τά θετικά σχόλια δεν κατόρθωναν νά διεισδύσουν παρά ελάχι­
στα, ίσως ένα χιλιοστό, κι άμέσως έξατμίζονταν. Ό φάκελος
« Ό χ ι», από τήν άλλη, ήταν άγνωστο έδαφος - μιά σπηλιά πού
δέν τήν επισκεπτόταν σχεδόν ποτέ. Σήμερα 6μως, ή σημερινή
μέρα θά τά άλλαζε δλα! Θά αντιμετώπιζε τούς δαίμονές του.
Καθώς άνοιγε τον άγνωστο φάκελο, φανταζόταν τις έπιστολές
καί τά άρθρα, αίφνιδιασμένα, νά τρέχουν νά βρουν καταφύγιο.
Έ να χαμόγελο εμφανίστηκε στά χείλη του, τό πρώτο έπειτα
άπό πολλές εβδομάδες, εύχαριστημένος καθώς ήταν από τό
άστειο του. Τράβηξε ένα κείμενο στήν τύχη - είχε έρθει ή
στιγμή νά ξεπεράσει τήν ανοησία του. "Ενας γενναίος άντρας
ύποχρεώνει τον έαυτό του νά διαβάζει τά πράγματα πού τον
πονάνε κάθε μέρα, ώσπου νά μήν τον πονάνε πιά. Τό κοίταξε
- μιά έπιστολή τού Χίτλερ μέ ήμερομηνία 24 Αύγούστου 1931:

Α γαπητέ μου Χέρ Ρόζενμπεργκ, μόλις διάβαζα στον Λαϊκό


Παρατηρητή, φύλλο 235/236, στήν πρώ τη σελίδα, ένα άρθρο
μέ τίτλο « Σκοπεύει δ Β ιρτ νά κάνει τή σύ γκ λ ιση ;» 1Ή τάση
τον άρθρου είναι νά εμποδίσει τήν κατάρρευση τής σημερινής
μορφής διακυβέρνησης. Έγώ προσω πικά περιοδεύω σε όλό-
κληρη τή Γερμανία γιά νά επιτύχω άκριβώς τό άντίθετο.
Μπορώ νά ζητήσω νά μή μέ μαχαιρώ νει πισώ πλατα ή ίδια
μου ή εφημερίδα μέ άρθρα, τά όποια περιέχουν τακτικές
ανοησίες;
Μέ γερμανικούς χαιρετισμούς ,
Άντολψ Χίτλερ

1. Joseph Wirth, 1879-1956: Γερμανός πολιτικός πού θήτευσε σέ πολ­


λές κυβερνητικές θέσεις. Τήν περίοδο στήν οποία άναφέρεται ή έπιστολή
ήταν υπουργός Εσωτερικών καί οί απόψεις του δέν ήταν καθόλου δήμο-
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1936 409

Τον τύλιξε ένα κύμα απόγνωσης. Ή επιστολή τον πήγαινε


πέντε χρόνια πίσω, καί δμως ή έπίδρασή της ήταν άκόμα πολύ
ίσχορή, πολύ τραυματική. Ποτέ δεν γιατρευόταν από τις μα­
χαιριές τού Χίτλερ. Κούνησε τό κεφάλι μέ δύναμη, για να κα­
θαρίσει τις σκέψεις του. Σκέψου τον, αύτόν τον άνθρωπο πού
λέγεται Χίτλερ, είπε στον έαυτό του. Έδώ πού τα λέμε κι αύ-
τός ένας άνθρωπος είναι. Έκλεισε τα μάτια κι άφησε τις σκέ­
ψεις του να τρέξουν.
Έγώ εισήγαγα τον Χίτλερ στο εύρος και στο βάθος τον γερ­
μανικού πολιτισμού. Έγώ τον έδειξα τό γιγάντιο μέγεθος τής
εβραϊκής μάστιγας. Έγώ ακόνισα τις ιδέες τον για την καθα­
ρότητα τής φνλής καί τον αίματος. Μ αζί περπατήσαμε στονς
δρόμονς, καθίσαμε στα καφενεία, σνζητούσαμε άκατάπαν-
στα, επεξεργαστήκαμε άρθρα τον Παρατηρητή, κάποτε μ ά ­
λιστα ζωγραφίσαμε μαζί. ’Όχι π ια δμως. Τώρα μπορώ μόνο
να τον κοιτάζω μέ έκπληξη, σαν κότα πού κοιτάζει μέ δέος τό
γεράκι. ”Ημονν έκεϊόταν σνγκέντρω σε τα σκορπισμένα μέλη
τον κόμματος βγαίνοντας από τη φνλακή, όταν κατέβηκε στις
βονλεντικές εκλογές, όταν έχτισε τό μηχανισμό τής προπα­
γάνδας τον μέ τέτοιο τρόπο πον δέν ξανάγινε ποτέ στον κόσμο
- έναν μηχανισμό πον επινόησε τη διανομή προκηρύξεων στα
σπ ίτια καί πον ή καμπάνια τον δέν σταματούσε ποτέ, άκόμα
κι δταν δέν νπήρχαν εκλογές στον ορίζοντα. Τον είδα στην
αρχή νά αποδέχεται παθητικά τα πολύ μικρά ποσοστά -λ ιγ ό ­
τερο από 5 τοϊς εκατό- των πρώτων χρόνων καί νά προοδεύει
σννεχώς ώς τό 1930 πον τό κόμμα τον έγινε τό δεύτερο μ εγά ­
λο κόμμα τής Γερμανίας μέ 18 τοϊς εκατό των ψήφων. Κ αί τό
1932 δημοσίενσα πηχιαίονς τίτλονς πον άνακοίνωναν δτι οι
Ναζί έγιναν τό μεγαλύτερο κόμμα, μέ ποσοστό 38 τοϊς εκατό.
Μερικοί λένε δτι ό εγκέφαλος πίσω άπ'δλα αντά ήταν ό
φιλεΐς στή γερμανική δεξιά καί στους έθνικοσοσιαλιστές. Μέ τήν άνοδο
τού Χίτλερ στήν εξουσία έξορίστηκε, για να έπανέλθει στήν ένεργό πολι­
τική δράση μετά τό τέλος τού Β' Παγκόσμιου πολέμου. ( Σ.τ.μ.)
4ΐο ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

Γ χαϊμπελς, εγώ όμως ξέρω πώς ήταν ό Χίτλερ. Ό Χίτλερ


βρισκόταν πίσω άπ'δλα. Έγώ κατέγραφα κάθε βήμα τον για
τον Παρατηρητή. Τον είδα να πετάει από πόλη σε πόλη κά­
νοντας την ίδια μέρα εμφανίσεις σε όλη την επικράτεια και
πείθοντας τό λαό πώς ήταν ένας Ü bermensch, ικανός να βρί­
σκεται παντού την ίδια στιγμ ή. Θ αύμασα πόσο ατρόμητος
ήταν, καθώς σκόπιμα προγραμμάτιζε συναντήσεις καταμε­
σής σε επικίνδυνες γειτονιές που ελέγχονταν από τους κομ­
μουνιστές και διέταζε τις μονάδες εφόδου τον να μάχονται μέ
τους μπολσεβίκους στους δρόμους. Τον είδα νά απορρίπτει τη
συμβουλή μου και νά πηγαίνει στις εκλογές ενάντια στον Χί-
ντενμπονργχ τό 1932. Πήρε μόνο 37 τοις εκατό των ψήφων,
άλλα μου απέδειξε πώς είχε δίκιο που κατέβηκε στις εκλογές:
Ή ξερε πώς κάνεις δέν θά μπορούσε νά νικήσει τον Χίντεν-
μπουργκ αλλά μέ τις εκλογές τό όνομα Χίτλερ μπήκε σέ κάθε
νοικοκυριό. Λίγους μήνες άργότερα συμφώνησε σέ κυβέρνη­
ση συνεργασίας μέ τον Πάπεν και πολύ σύντομα έγινε καγ­
κελάριος. Τον άκολονθησα σέ κάθε πολιτικό του βήμα κι εξα­
κολουθώ νά μην καταλαβαίνω πώς τά κατάφερε.
Κ αι ή φωτιά του Ρ άιχσταγχ. Τον θυμάμαι νά εμφανίζεται
μέ βλέμμα άγριο στις πέντε τό πρω ί στο γραφείο μου ουρλιά­
ζοντας: «Π ου είναι ό κ ό σ μ ο ς;» και ν'απαιτεί νά καλύψουμε
μέ κάθε τρόπο την πυρπόληση του Ρ άιχσταγχ από τους κομ­
μουνιστές. Εξακολουθώ νά μην πιστεύω ότι οι κομμουνιστές
είχαν σχέση μέ τη φω τιά άλλά αυτό δέν έχει σημασία - έχον­
τας μ ιά μεγαλοφυή έμπνευση ό Χίτλερ χρησιμοποίησε τη
φωτιά γιά νά θέσει εκτός νόμου τό Κ ομμουνιστικό Κ όμμα καί
γιά νά συγκεντρώσει στο πρόσωπό του την απόλυτη εξουσία.
Ποτέ δέν πήρε την πλειοψηφία, ποτέ πάνω από 38 τοις εκατό
κι όμως νά που έγινε απόλυτος μονάρχης ! Πώς τά κατάφερε;
Εξακολουθώ νά μην έχω καταλάβει!

Ή ονειροπόληση του Άλφρεντ διακόπηκε άπό έναν χτύπο


στήν πόρτα καί άπό τήν είσοδο τού δρος Γκέμπαρτ πού συνο­
ΒΚΡΟΔΙΝΟ - 1936 4 ιι

δευόταν από τον Φρήντριχ Πφίστερ. « ‘Έχω μια έκπληξη για


σάς, Ράιχσλάιτερ Ρόζενμπεργκ. Σάς φέρνω έναν παλιό φίλο
πού μπορεί να αποδειχτεί πολύ χρήσιμος στήν αντιμετώπιση
τής κατάστασής σας. Θά σάς άφήσω μόνους να μιλήσετε
γΓαύτό ».
Για πολλή ώρα ό Άλφρεντ κοιτούσε οργισμένος τον Φρήντ­
ριχ καί τέλος είπε: « Με πρόδωσες. Πάτησες τον όρκο πού μου
έδωσες για άπόλυτη μυστικότητα. Πώς άλλιώς θά μπορούσε
νά γνωρίζει ό Γκέμπαρτ 6τι εσύ κι εγώ ...»
Ό Φρήντριχ έκανε άμέσως μεταβολή καί, χωρίς νά πει λέξη
ούτε νά κοιτάξει καθόλου τον Άλφρεντ, βγήκε άπό τό δωμά­
τιο.
Σέ κατάσταση πανικού ό Άλφρεντ δρμησε στο κρεβάτι, ξά­
πλωσε, έκλεισε τά μάτια καί προσπάθησε νά ήρεμήσει τή γρή­
γορη άναπνοή του.
Λίγα λεπτά άργότερα ό Φρήντριχ έπέστρεψε με τον δρα
Γκέμπαρτ πού είπε: « Ό δρ Πφίστερ μού ζήτησε νά σάς εξη­
γήσω πώς τον έπέλεξα. Δεν θυμάστε, Ράιχσλάιτερ Ρόζεν­
μπεργκ, τή συζήτηση πού είχαμε πριν άπό τρεις ή τέσσερις
εβδομάδες, στήν όποια σάς ρώτησα αν είχατε ποτέ γυμνώσει
τήν ψυχή σας άπόλυτα σέ κανέναν; Τά λόγια σας ήταν “σ’ έναν
φίλο άπό τήν Εσθονία πού τώρα ζει εδώ, τον δρα Φρήντριχ
Πφίστερ”».
Ό Άλφρεντ κούνησε άργά τό κεφάλι. «Θυμάμαι άόριστα
τή συζήτηση άλλά δέν θυμάμαι νά άνέφερα τό όνομά του)).
«Καί όμως τό άναφέρατε. Πώς άλλιώς θά τό γνώριζα;
Πώς θά γνώριζα κάν 6τι βρίσκεται στή Γερμανία; Τήν περα­
σμένη εβδομάδα, όταν ή κατάθλιψή σας βάθυνε καί άρνιόσαστε
νά μού μιλήσετε, άποφάσισα νά προσπαθήσω νά εντοπίσω τον
φίλο σας σκεπτόμενος 6τι μιά δική του επίσκεψη μπορεί νά
είναι σωτήρια. "Οταν έμαθα πώς άνήκε στή Βέρμαχτ, ζήτησα
άπό τον Φύρερ νά διατάξει τή μετάθεσή του στήν Κλινική Χό-
ενλύχεν)).
412 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΝΙΝΟ/Λ

((Θά σάς πείραζε », είπε ό Φρήντριχ, « νά αναφέρετε στον


Ράισχλάιτερ Ρόζενμπεργκ τήν απάντησή μου;»
« Μόνο πώς γνωριζόσαστε όταν ήσαστε παιδιά στην Εσθο­
νία ».
« Καί κάτι άκόμα » τον ώθησε ο Φρήντριχ.
« Δεν είπατε τίποτα άλλο... μόνο ότι σάς στενοχωρούσε πού
χρειαζόταν νά έγκαταλείψετε τούς πολλούς άσθενεΐς πού έξ-
αρτώνταν άπό σάς άλλά τίποτα δεν έμπαινε πάνω άπό τις εν­
τολές τού Φύρερ ».
« Μπορώ νά έχω μιά σύντομη κατ’ ίδιαν συζήτηση με τον
Ράιχσλάιτερ Ρόζενμπεργκ, πριν φύγετε σήμερα άπό τό τμήμα;»
«Φυσικά. Θά σάς περιμένω στο γραφείο των νοσοκόμων».
Μόλις έκλεισε ή πόρτα, ο Φρήντριχ είπε: «Έ χετε άλλες
έρωτήσεις, Ράιχσλάιτερ Ρόζενμπεργκ;»
«Άλφρεντ, σε παρακαλώ Φρήντριχ. Είμαι ό Άλφρεντ. Θέ­
λω νά μέ φωνάζεις Άλφρεντ».
« Εντάξει. Άλλες ερωτήσεις, Άλφρεντ; Ό δρ Γκέμπαρτ μέ
περιμένει έξω ».
« Έσύ θά είσαι ό γιατρός μου; Σέ διαβεβαιώνω πώς κάτω
άπό τις παλιές συνθήκες θά μου ήταν πολύ εύπρόσδεκτο. Τώρα
όμως πώς μπορώ νά σου μιλήσω; Ανήκεις στη Βέρμαχτ καί
έχεις λάβει εντολές νά άναφέρεις τά πάντα στον Χίτλερ ».
«Ναί, καταλαβαίνω τό δίλημμά σου. Κι εγώ θά ένιωθα
έτσι, αν ήμουν στη θέση σου ». Ό Φρήντριχ κάθισε στην καρέ­
κλα πλάι στο κρεβάτι καί σκέφτηκε γιά μερικές στιγμές. ‘Έ ­
πειτα σηκώθηκε καί βγήκε άπ’ τό δωμάτιο λέγοντας: « Θά γυ­
ρίσω σ’ ένα λεπτό» καί σέ λίγο έπέστρεψε μέ τον δρα Γκέ-
μπαρτ.
« Κύριε », άπευθύνθηκε στον δρα Γκέμπαρτ, « οί διαταγές
μου είναι νά άναλάβω τον Ράιχσλάιτερ Ρόζενμπεργκ καί, φυ­
σικά, θά τις άκολουθήσω όσο καλύτερα μπορώ. *Υπάρχει όμως
ένα εμπόδιο. Είμαστε παλιοί γνώριμοι κι έχουμε εδώ καί καιρό
μοιραστεί μεταξύ μας πολύ μύχιες άνησυχίες. Γιά νά μπορέσω
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1936 413

νά τον βοηθήσω, είναι άπαραίτητο οί συναντήσεις μας να είναι


απόλυτα ιδιωτικές. Πρέπει νά μπορώ νά του ύποσχεθώ άπό-
λυτη μυστικότητα. Γνωρίζω 6τι είναι υποχρεωτικό νά κρα-
τάμε καθημερινά σημειώσεις στον ιατρικό φάκελο καί ζητώ νά
μου έπιτραπει νά σημειώνω περιγραφές μόνο τής οργανικής
του κατάστασης ».
«Δεν είμαι ψυχίατρος, δρ Πφίστερ, άλλά μπορώ νά κατα­
νοήσω τήν άνάγκη γιά εμπιστευτικότητα σ’ αύτή τήν περί­
πτωση. Είναι άντικανονικό άλλά αύτή τή στιγμή προτεραιό­
τητα έχει ή άνάρρωση του Ράιχσλάιτερ Ρόζενμπεργκ καί ή
επιστροφή του στο σημαντικό του έργο. Συμφωνώ με τό αίτη­
μά σας ». Χαιρέτησε τούς δύο άντρες κι έφυγε.
« Σε καθησυχάζει αύτό, Αλφρεντ;»
Ό Αλφρεντ έγνεψε ναι. ((Με καθησυχάζει».
((Καί δεν έχεις άλλες ερωτήσεις;»
((Είμαι ικανοποιημένος. Παρά τή δύστροπη κατάληξη τής
προηγούμενής μας συνάντησης εξακολουθώ νά νιώθω γιά σένα
μιά παράξενη εμπιστοσύνη. Λέω “παράξενη”, έπειδή στήν
πραγματικότητα δεν έμπιστεύομαι κανέναν. Καί έχω άνάγκη
τή βοήθειά σου. Τήν περασμένη χρονιά νοσηλεύτηκα έδώ γιά
τρεις μήνες σε παρόμοια κατάσταση - σε μιά βαθιά μαύρη τρύ­
πα. Μου ήταν άδύνατο νά βγώ. Έ νιωθα τελειωμένος. Δεν
μπορούσα νά κοιμηθώ. ‘Ήμουν έξαντλημένος άλλά δεν μπο­
ρούσα νά ήσυχάσω, δεν μπορούσα νά ξεκουραστώ ».
«Ή κατάστασή σου -τήν όποια ονομάζουμε διεγερτική κα­
τάθλιψη- περνάει σχεδόν πάντα μέσα σε τρεις ως έξι μήνες.
Μπορώ δμως νά σε βοηθήσω νά μειώσουμε τό διάστημα».
((Θά σού είμαι αιωνίως εύγνώμων. Διακυβεύονται τά πάν­
τα, ολόκληρη ή ζωή μου».
«Ά ς άρχίσουμε νά δουλεύουμε. Γνωρίζεις τή μέθοδό μου
καί φαντάζομαι 6τι δεν θά έκπλαγεΐς άκούγοντάς με νά λέω
πώς ή πρώτη μας δουλειά θά είναι νά άπομακρύνουμε βλα τά
πράγματα πού μπορεί νά μάς έμποδίζουν νά δουλέψουμε μαζί.
4 ΐ4 ΓΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟΖΑ

Έ χω κι εγώ ανησυχίες, 6πως κι έσύ. Θέλω νά συγκεντρώσω


λίγο τις σκέψεις μου ».
Ό Φρήντριχ έκλεισε για λίγες στιγμές τα μάτια καί άρχισε.
« Είναι καλύτερα νά παραμερίσω τις αμφιβολίες καί νά πώ
άπλώς δ,τι μου ’ρχεται στο νού. Με βασανίζουν πολλές άμφι-
βολίες γιά τή συνεργασία μας. Είμαστε πάρα πολύ διαφορετι­
κοί. Ή τάση μου είναι νά καταλάβω, νά άποκαλύψω τις κρυμ­
μένες ρίζες των δυσκολιών - αύτή είναι ή βασική πεποίθηση
τής ψυχαναλυτικής μεθόδου. Ή πλήρης γνώση άπομακρύνει
τις συγκρούσεις καί προωθεί τήν ίαση. Μαζί σου δμως άνη-
συχώ πώς δέν μπορώ ν’ άκολουθήσω αύτόν τό δρόμο. Τήν πε­
ρασμένη φορά, δταν έπιχείρησα νά διερευνήσω τις πηγές τών
δυσκολιών σου, έσύ θύμωσες, έγινες άμυντικός καί βγήκες
έξαλλος άπό τό γραφείο μου. Ανησυχώ λοιπόν μήπως δέν
μπορώ νά σου φανώ χρήσιμος - εγώ καί ή προσέγγισή μου ».
Ό Άλφρεντ σηκώθηκε κι άρχισε νά βηματίζει μέσα στο
δωμάτιο.
((Μήπως σέ άναστατώνω μέ τήν είλικρίνειά μου;»
«Ό χι, φταίνε άπλώς τά νεύρα μου. Δέν μπορώ νά καθίσω
πολλή ώρα. Εκτιμώ τήν εύθύτητά σου. Κανένας άλλος δέν μου
μιλάει έτσι. Είσαι ό μοναδικός μου φίλος, Φρήντριχ».
Ό Φρήντριχ προσπάθησε νά χωνέψει αύτά τά λόγια. Τον
συγκινούσαν άθελά του. Καί συγχρόνως ήταν έξαλλος πού τον
είχαν μεταθέσει στήν Κλινική Χόενλύχεν χωρίς προηγούμενη
ειδοποίηση. Ή ξαφνική του μετάθεση σήμαινε νά έγκαταλεί-
ψει έναν μεγάλο άριθμό άσθενών στή μέση τής θεραπείας τους,
χωρίς νά μπορεί νά τούς προσδιορίσει συγκεκριμένη ήμερομη-
νία επιστροφής. Ούτε χάρηκε πού ξαναεΐδε τον Άλφρεντ Ρό-
ζενμπεργκ. Πριν άπό έξι χρόνια τον είχε δει νά τού γυρίζει τήν
πλάτη καί νά όρμά έξω άπ’ τό γραφείο του μουρμουρίζοντας
δυσοίωνες άπειλές γιά τις εβραϊκές ρίζες τού έπαγγέλματός
του, κι ήταν άνακουφιστικό πού δέν τον είχε ξαναδεί. Εξάλλου
είχε δοκιμάσει νά διαβάσει τό Μύθο του εικοστού αιώνα. Κι ό
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1936 4 ‘5

Φρήντριχ όμως, όπως όλοι, τον είχε βρει ακατανόητο. ΤΗταν


ένα από έκεϊνα τα μπέστ-σέλλερ πού όλοι τ’ αγοράζουν καί κα­
νείς δεν τα διαβάζει. Οί λίγες σελίδες του πού διάβασε τον
είχαν άνησυχήσει. Ό Άλφρεντ μπορεί νά υποφέρει, νά λέει
μ 'αυτό το κακόμοιρο ύφος πώ ς είμ α ι ό μοναδικός του φίλος
άλλα είναι ένας άνθρωπος επικίνδυνος - επικίνδυνος γ ια τη
Γερμανία και γ ια όλους μας.
Οί σκέψεις πού συναντούσε κανείς στο Μύθο καί στον
Αγώνα μου τού Χίτλερ ήταν παράλληλες - θυμόταν τά λόγια
του Άλφρεντ πώς ο Χίτλερ είχε κλέψει τις δικές του ιδέες.
Καί τά δύο βιβλία τον άρρώσταιναν - περιείχαν τόση κακία,
τόση χυδαιότητα. Καί ήταν τόσο άπειλητικά ώστε είχε άρχί-
σει νά σκέφτεται τήν πιθανότητα νά μεταναστεύσει καί είχε
ήδη γράψει στον Κάρλ Γιούνγκ καί στον Όιγκεν Μπλόιλερ νά
ρωτήσει άν ύπήρχε θέση στο νοσοκομείο τής Ζυρίχης, 6που
είχε κάνει τήν έκπαίδευσή του. ‘Έπειτα βμως ήρθε τό κατα­
ραμένο χαρτί τής επιστράτευσης πού τον συνέχαιρε γιά τό
διορισμό του ώς ύπολοχαγό στή Βέρμαχτ. Έπρεπε νά είχε
δράσει νωρίτερα. Τον είχε προειδοποιήσει ο ψυχαναλυτής του,
ό Χάνς Μάιερ, ο όποιος πριν άπό άρκετά χρόνια διάβασε μέσα
σ’ ένα Σαββατοκύριακο τό M ein K am pf, είδε προκαταβολικά
τον κατακλυσμό πού θά ερχόταν καί άρχισε νά συμβουλεύει
βλους τούς Εβραίους άσθενεις του έναν προς έναν νά έγκατα-
λείψουν άμέσως τή χώρα. Μέσα σε έναν μήνα έφυγε κι έκεινος
γιά τό Λονδίνο.
Τί νά κάνει λοιπόν; Ό Φρήντριχ είχε πιά έγκαταλείψει τήν
άφελή σκέψη πώς θά μπορούσε νά βοηθήσει τον Άλφρεντ νά
γίνει καλύτερος άνθρωπος - ή ιδέα αύτή τού φαινόταν τώρα
σύμπτωμα τής νεανικής του άφροσύνης. Γιά χάρη τής καριέ-
ρας του (καί γιά τήν άσφάλεια τής συζύγου καί των δύο
μικρών του γ ιω ν), μιά μόνο επιλογή ήταν εφικτή: νά άκολου-
θήσει τις διαταγές, νά κάνει 6,τι μπορούσε γιά νά βγάλει τον
Άλφρεντ άπό τό νοσοκομείο τό γρηγορότερο δυνατό καί νά
4 16 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟΖΑ

επιστρέφει έπειτα στην οικογένεια του καί στους ασθενείς του


στη θέση του στο Βερολίνο. Έπρεπε να θάψει τήν περιφρόνη­
ση πού ένιωθε για τον ασθενή του καί να ένεργήσει σαν έπαγ-
γελματίας. Τό πρώτο βήμα του ήταν να κατασκευάσει ένα ξε­
κάθαρο πλαίσιο για τή θεραπεία.
«Με συγκινούν τα λόγια σου για τή φιλία μας» είπε. «Τό
γεγονός όμως ότι λες πώς είμαι ό μοναδικός σου φίλος με άνη-
συχει. Όλοι έχουμε άνάγκη άπό φίλους καί έμπιστους. Πρέπει
να προσπαθήσουμε να δούμε καλύτερα τήν άπομόνωσή σου:
Δεν υπάρχει άμφιβολία 6τι παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στήν
άρρώστια σου. Όσο για τή συνεργασία μας, θά ήθελα να μοι­
ραστώ μαζί σου ορισμένες άλλες άνησυχίες. Αύτές είναι πιο
δύσκολο να τις έκφράσω, είναι όμως άπόλυτη άνάγκη να τό
κάνω. Κι εγώ έχω ορισμένα έμπιστευτικά θέματα. 'Όπως ξέ­
ρεις, είναι πια ποινικό άδίκημα να άμφισβητεΐς τις θέσεις ενός
κόμματος. Ακόμα καί ό τρόπος πού μιλούν οί άνθρωποι παρα-
κολουθειται, καί είναι βέβαιο πώς αύτή ή παρακολούθηση θά
ένταθει όσο περνάει ό καιρός. Πάντα έτσι γίνεται στά αυταρ­
χικά καθεστώτα. Κι εγώ, όπως καί οί περισσότεροι Γερμανοί,
δέν συμφωνώ με όλες τις θέσεις πού υποστηρίζει τό Έθνικο-
σοσιαλιστικό κόμμα. Έσύ βέβαια γνωρίζεις πολύ καλά πώς ό
Χίτλερ δέν έλαβε ποτέ κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Τήν πε­
ρασμένη φορά πού ειδωθήκαμε -έχουν περάσει πολλά χρόνια,
έξι νομίζω- ορμησες έξω απ’ τό γραφείο μου σέ μιά κατάστα­
ση, αν μού έπιτρέπεις νά τό πώ, έξαλλη καί έκτος ελέγχου.
Σ’ εκείνη τήν κατάσταση δέν θά εμπιστευόμουν ότι θά σεβό­
σουν τις ιδιωτικές μου σκέψεις. Κάτι τέτοιο θά έχει ώς άποτέ-
λεσμα νά πιέζομαι καί νά είμαι λιγότερο άποτελεσματικός στή
δουλειά μου μαζί σου. Τό ξέρω πώς μιλάω πολύ άλλά νομίζω
πώς καταλαβαίνεις τί θέλω νά πώ : Τό άπόρρητο πρέπει νά
ισχύει άμφίδρομα. Έγώ σού δίνω τον προσωπικό καί τον
έπαγγελματικό μου όρκο πώς οτιδήποτε θά πεις θά παραμείνει
εδώ μέσα. Χρειάζομαι όμως τήν ίδια διαβεβαίωση».
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1936 4 17

Οι δύο άντρες κάθισαν άρκετή ώρα σιωπηλοί, ώσπου ό


Άλφρεντ είπ ε: « Καταλαβαίνω. Σου δίνω το λόγο μου πώς 6,τι
πεις θά είναι έμπιστευτικό. Καί μπορώ να καταλάβω 6τι δεν
γίνεται να νιώθεις άσφαλής, αν βγω εκτός ελέγχου ».
«Ακριβώς. Πρέπει λοιπόν να δουλέψουμε με μεγαλύτερη
άσφάλεια καί να πασχίσουμε να νιώσουμε κι οί δύο άσφαλεΐς.
Σύμφωνοι;»
Ό Φρήντριχ έριξε μια καλύτερη ματιά στον άσθενή του. Ό
Άλφρεντ ήταν άξύριστος. Μελανές σακούλες κάτω απ’ τά μά­
τια του μαρτυρούσαν άγρυπνες νύχτες, καί τό πένθιμο ύφος
του ξυπνούσε τά ιατρικά ένστικτα τού Φρήντριχ. Έ διω ξε τήν
άντιπάθειά του κι έπιασε δουλειά. « Πές μου, Άλφρεντ, ποιος
είναι ο στόχος μ α ς; Θέλω νά σε βοηθήσω. Τί θά ήθελες νά πά­
ρεις άπό μένα;»
Ό Άλφρεντ δίστασε γιά λίγη ώρα κι έπειτα είπ ε: « Ά ς δο­
κιμάσουμε αύτή τήν ιδέα. Τις τελευταίες έβδομάδες έχω δια­
βάσει πολύ». ‘Έδειξε τή στοίβα τών βιβλίων πού γέμιζαν τό
δωμάτιο. «Ε πιστρέφω στους κλασικούς, ιδίως στον Γκαΐτε.
Θυμάσαι πού σού είχα άναφέρει τά προβλήματα πού είχα με
τον διευθυντή Έ πσταϊν λίγο πριν άπό τήν αποφοίτησή μου;»
« Θύμισέ μου το καλύτερα ».
«Έ ξαιτίας μίας άντισημιτικής ομιλίας πού είχα κάνει ως
πρόεδρος της τάξης, μού ζήτησε νά άπομνημονεύσω μερικά
άποσπάσματα άπό τήν αύτοβιογραφία τού Γκαίτε ».
« Ά ναι, ναι - τά θυμάμαι 6λα τώρα. Μερικά χωρία γιά τον
Σπινόζα. Σού τά έδωσε επειδή ό Γ καίτε θαύμαζε τόσο πολύ
τον Σπινόζα ».
« Μέ φόβιζε τόσο πολύ τό ενδεχόμενο νά μήν πάρω τό άπο-
λυτήριό μου, πού τά άπομνημόνευσα πολύ καλά. Καί τώρα
άκόμα θά μπορούσα νά τά άπαγγείλω, χάριν συντομίας 6μως
θά άναφέρω τά κυριότερα σημεία: Ό Γ καίτε έγραφε 6τι βρι­
σκόταν σε κατάσταση μεγάλης ταραχής καί ή άνάγνωση τού
Σπινόζα τού χάρισε ένα εντυπωσιακό ήρεμιστικό γιά τά πάθη
418 ΓΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

του. Ή μαθηματική προσέγγισή του πρόσφερε στον Γκαΐτε


μια υπέροχη ισορροπία για τις ταραγμένες σκέψεις του καί τον
οδήγησε στη γαλήνη καί σ’ έναν τρόπο σκέψης πιο πειθαρχη-
μένο πού του έπέτρεψε να έμπιστευτεΐ τα ίδια του τα συμπε­
ράσματα καί να νιώσει έλεύθερος άπό τήν επιρροή των άλλων ».
« Πολύ καλά τα λές, Άλφρεντ. Τί σχέση έχει 6μως αύτό
μ’ έσένα κι εμένα;»
«Α ύτό λοιπόν θέλω άπό σένα. Θέλω έκεΐνο πού πήρε ό
Γκαίτε άπό τον Σπινόζα. Ό λ’ αύτά χρειάζομαι. Θέλω ένα ήρε-
μιστικό για τα πάθη μου. Θ έλω -»
«Α ύτό είναι καλό. Πολύ καλό. Στάσου μια στιγμή. Θέλω
να τό σημειώσω ». Ό Φρήντριχ άνοιξε τήν πένα του, δώρο τού
επόπτη του, κι έγραψε « ήρεμιστικό για τα πάθη ». Ό Αλφρεντ
συνέχισε, ένώ ό Φρήντριχ κρατούσε σημειώσεις: « Ελευθερία
άπό τήν έπιρροή των άλλων. Ισορροπία. Ηρεμία, πειθαρχη-
μένο τρόπο σκέψης».
« Ωραία, Αλφρεντ. Θά ήταν καλό καί γιά τούς δύο μας νά
γυρίσουμε στον Σπινόζα. Αλλωστε τό νά προσπαθείς νά πραγ­
ματοποιήσεις τις ιδέες του ίσως νά ταιριάζει καλά σ’ ένα μυαλό
πού ρέπει προς τή Φιλοσοφία σάν τό δικό σου. Μπορεί έπίσης
νά μάς κρατήσει μακριά άπό τις κακοτοπιές. Α ς συναντηθούμε
αύριο τήν ίδια ώρα καί στο μεταξύ θά μελετήσω κι έγώ ορισμέ­
να κείμενα. Μπορείς νά μού δανείσεις τήν αύτοβιογραφία τού
Γ κ α ίτε; Έσύ έχεις άκόμα έκεΐνο τό άντίτυπο της *Η βικής;»
« Ναι, έκεΐνο πού είχα άγοράσει στά είκοσι μου χρόνια. Λέ­
νε πώς ό Γ καίτε κουβαλούσε τήν 5Η βική στήν τσέπη του γιά
έναν ολόκληρο χρόνο. Έ γώ δεν τήν είχα στήν τσέπη μου. Γιά
τήν άκρίβεια έχω πολλά χρόνια νά τήν πιάσω. Κι 6μως δεν μού
’ρχεται νά τήν πετάξω ».
Παρότι μόλις πριν άπό λίγα λεπτά ό Φρήντριχ ήθελε νά φύ­
γει, τώρα κάθισε πάλι στήν καρέκλα του. « Βλέπω τί πρέπει
νά κάνω. Θά προσπαθήσω νά έντοπίσω τά χωρία καί τις ιδέες
πού βοήθησαν τον Γ καίτε καί πού ένδέχεται νά βοηθήσουν κι
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1936 4 19

εσένα. Νομίζω δμως δτι χρειάζεται να γνωρίζω περισσότερα


για τις συνθήκες πού οδήγησαν στήν τωρινή κρίση απόγνω­
σης».
Ό Άλφρεντ περιέγραψε τήν αύτοανάλυση πού είχε κάνει
νωρίτερα τήν ίδια μέρα. Μίλησε στον Φρήντριχ για τήν αδυνα­
μία του να χαρεί μέ τΙς έπιτυχίες του καί για το πώς ό Μύθος,
τό μεγαλύτερο έπίτευγμά του, τού είχε προκαλέσει τόσο με­
γάλο βάσανο. Ξεστόμισε τα πάντα, ιδίως τό γεγονός πώς δλα
κατέληγαν άναπόφευκτα στον Χίτλερ. Στο τέλος είπε: « Πε­
ρισσότερο άπό κάθε άλλη φορά βλέπω τώρα πώς ολόκληρη ή
αίσθηση πού έχω για τον έαυτό μου έξαρτάται άπό τή γνώμη
τού Χίτλερ για μένα. Πρέπει να τό ξεπεράσω. Μ’ έχει σκλα­
βώσει ή έπιθυμία για τήν έγκρισή του ».
((Θυμάμαι δτι τό ίδιο ζήτημα σε απασχολούσε έντονα στήν
τελευταία μας συνάντηση. Μού είχες πει δτι ό Χίτλερ πάντα
προτιμούσε τή συντροφιά άλλων καί ποτέ δεν σε συμπεριέλαβε
στον στενότερο του κύκλο ».
« Πάρε τώρα τό συναίσθημά του τότε καί πολλαπλασίασέ
το μέ τό δέκα, μέ τό έκατό. Είναι κατάρα. Έ χ ει σταλάξει σέ
κάθε γωνιά τού μυαλού μου. Πρέπει νά τό ξορκίσω ».
« Θά κάνω δ,τι μπορώ. Γιά νά δούμε τί έχει νά μάς προσφέ­
ρει ό Μπενεντίκτους Σπινόζα».
Τό έπόμενο απόγευμα ό Φρήντριχ μπήκε στο δωμάτιο τού
Αλφρεντ καί βρήκε έναν άσθενή ξυρισμένο καί καλύτερα ντυ­
μένο, ό όποιος σηκώθηκε ορθιος μέ σβελτάδα καί τον ύποδέ-
χτηκε λέγοντας : « Ά , Φρήντριχ, ανυπομονώ νά ξεκινήσουμε.
Τις τελευταίες είκοσιτέσσερις ώρες δέν σκεφτόμουν σχεδόν τί-
ποτ’ άλλο άπό τή σημερινή μας συνάντηση ».
« Δείχνεις πιο φωτεινός ».
« ‘Έ τσι νιώθω. Αισθάνομαι καλύτερα άπ’ δλες τις τελευ­
ταίες εβδομάδες. Πώς είναι δυνατόν; Παρότι δύο φορές οί συν­
αντήσεις μας είχαν άσχημη κατάληξη, γιά μένα ήταν κέρδος.
Πώς τό κάνεις αύτό, Φρήντριχ;»
420 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

((‘Ίσως φέρνω τήν έλπίδα;»


« Είναι κι αύτό. *Υπάρχει δμως καί κάτι άλλο ».
α Πιστεύω πώς έχει να κάνει με τήν πολύ άνθρώπινη άνάγ-
κη σου για φροντίδα καί έπαφή. Ά ς το κρατήσουμε αύτό στα
ύπ’ οψιν - είναι σημαντικό. Προς τό παρόν δμως άς έπικεντρω-
θούμε στο πρόγραμμα δράσης μας. Εντόπισα ορισμένα άπο-
σπάσματα τού Σπινόζα πού φαίνονται να σχετίζονται μέ αύτό
πού ζήτησες. ’Άς ξεκινήσουμε μέ τις έξης δύο φράσεις».
Άνοιξε τό άντίτυπό του της Η θικής καί διάβασε:

Διαφορετικοί άνθρωποι μπορούν νά επηρεαστούν από ενα και


τό αύτό αντικείμενο με διαφορετικούς τρόπους.
"Ενας καί ό αύτός άνθρωπος μπορεί νά επηρεαστεί από ενα
καί τό αύτό αντικείμενο με διαφορετικούς τρόπους σε διαφο­
ρετικούς χρόνους.

Βλέποντας τό άπορημένο βλέμμα τού Άλφρεντ, ό Φρήντριχ


έξήγησε: «Τ α παραθέτω μόνο ώς σημείο έκκίνησης για τή
δουλειά μας. Ό Σπινόζα λέει απλώς πώς ό καθένας μας μπορεί
νά επηρεαστεί διαφορετικά άπό τό ίδιο έξωτερικό άντικείμενο.
Ή δική σου άντίδραση άπέναντι στον Χίτλερ μπορεί νά είναι
εντελώς διαφορετική άπό τήν άντίδραση άλλων άνθρώπων.
Άλλοι μπορεί νά τον άγαπούν καί νά τον τιμούν δπως εσύ, κι
δμως ή εύδαιμονία τους καί ή αύτοεκτίμησή τους μπορεί νά
μήν έξαρτώνται ολοκληρωτικά άπό τό πώς τον νιώθουν άπέ-
ναντί τους. Δέν είναι έ τ σ ι;»
«*Ίσως. Αλλά δέν έχω τρόπο νά γνωρίζω τά βαθύτερα βιώ­
ματα τών άλλων ».
« Περνώ μεγάλο μέρος τής ζωής μου έξερευνώντας αύτές
τις περιοχές καί βλέπω πολλές ενδείξεις πού στηρίζουν τό
άξίωμα τού Σπινόζα. Γιά παράδειγμα, οι άσθενεΐς μου έχουν
πολύ διαφορετικές άντιδράσεις άπέναντι μου άκόμα καί στις
πρώτες τους έπισκέψεις. Μερικοί δυσπιστούν, ενώ άλλοι ένδέ-
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1936 42

χεται νά μου δείξουν αμέσως έμπιστοσύνη, άλλοι πάλι αισθά­


νονται δτι είμαι έτοιμος νά τούς τραυματίσω. Καί σέ δλες
αύτές τις περιπτώσεις πιστεύω πώς έγώ σχετίζομαι μέ τον
ίδιο τρόπο μαζί τους. Πώς έξηγειται αύτό; Μόνο υποθέτοντας
δτι υπάρχουν διαφορετικοί ψυχικοί κόσμοι πού άντιλαμβάνον-
ται τό ίδιο συμβάν ».
Ό Άλφρεντ κούνησε τό κεφάλι. « Τί σχέση έχει αύτό μέ τήν
κατάστασή μου;»
«Ωραία. Μή μ’ άφήνεις νά παρεκκλίνω. Τό μόνο πού θέλω
νά έπισημάνω είναι δτι ή σχέση σου μέ τον Χίτλερ παράγεται
ως έναν βαθμό άπό τή δική σου σκέψη. Τό έπιχείρημά μου
είναι άπλό. Πρέπει νά ξεκινήσουμε μέ στόχο νά άλλάξουμε
έσένα, δχι νά έπιχειρήσουμε νά άλλάξουμε τή συμπεριφορά
τού Χίτλερ ».
«Τό δέχομαι αλλά χαίρομαι πού πρόσθεσες “ώς έναν βαθ­
μό”, γιατί ό Χίτλερ φαίνεται απειλητικός σέ δλους. Ακόμα καί
ό Γκαίρινγκ σέ μιά στιγμή πολύ σπάνιας ειλικρίνειας μου είπ ε:
“ Όλοι οί άνθρωποι πού περιβάλλουν τον Χίτλερ λένε πάντα
ναί, γιατί δσοι τού είπαν δχι βρίσκονται στο χώμα”».
Ό Φρήντριχ έγνεψε μέ τό κεφάλι δτι καταλάβαινε.
«Ό μ ω ς μέ έπεισες δτι γιά μένα προσωπικά γίνεται άκόμα
πιό άπειλητικός », συνέχισε ό Άλφρεντ, « καί θέλω νά μέ βοη­
θήσεις νά τό άλλάξω αύτό. Έ χ ει καμιά πρόταση ό Σπινόζα
πώς νά προχωρήσουμε;»
«Ά ς ρίξουμε μιά ματιά σ’ αύτά πού λέει γιά τήν απελευθέ­
ρωση τού έαυτού άπό τήν έπήρεια τών άλλων » είπε ό Φρήντ­
ριχ, κοιτώντας τις σημειώσεις του. « Είναι ένα άπό τά πράγ­
ματα πού έμαθε ό Γκαΐτε άπό τον Σπινόζα. Όρίστε ένα σχε­
τικό άπόσπασμα άπό τό Τέταρτο Μέρος, μιά ενότητα πού λέ­
γεται “ Περί της ανθρώπινης δουλείας” : “ Ό ταν ένας άνθρωπος
είναι λεία τών συναισθημάτων του, δέν είναι κύριος τού έαυτού
του παρά βρίσκεται στο έλεος της τύχης”. Αύτό περιγράφει τί
σού συμβαίνει, Άλφρεντ. Είσαι στο έλεος τών συναισθημάτων
422 Τ ϋ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΠΝΟΖΑ

σου, σέ κατακλύζουν κύματα άγχους, φόβου καί αύτοπεριφρό-


νησης. Πώς τ ’ άκούς αύτό;»
Ό Αλφρεντ έγνεψε καταφατικά.
« Ό Σπινόζα συνεχίζει λέγοντας 6τι, αν ή αύτοεκτίμησή
σου βασίζεται στήν άγάπη πού σου δίνει τό πλήθος, τότε πάντα
θά νιώθεις άγχος, επειδή αύτή ή άγάπη είναι άστατη. Αύτό τό
ονομάζει “κενή αύτοεκτίμηση”».
« Σέ άντίθεση μέ τ ί ; Ποιά είναι ή πλήρης αύτοεκτίμηση;»
« Τόσο ό Γκαίτε όσο καί ό Σπινόζα έπέμεναν 6τι δέν πρέπει
ποτέ να συνδέουμε τή μοίρα μας μέ κάτι πού διαφθείρεται ή
πού είναι άστατο. Ό Σπινόζα μάς προτρέπει άντίθετα να άγα-
πήσουμε κάτι άδιάφθορο καί αιώνιο».
« Καί τί είναι αύτό;»
« Αύτό είναι ό Θεός ή ή έκδοχή τού Σπινόζα για τον Θεό πού
ισοδύναμε! άπόλυτα μέ τή Φύση. Θυμήσου τή φράση τού Σπι-
νόζα πού επηρέασε τόσο τον Γ κ α ίτε: “ "Οποιος άγαπά πραγ­
ματικά τον Θεό, δέν πρέπει νά έπιθυμεΐ ό Θεός νά τού άνταπο-
δώσει τήν άγάπη του”. Αέει ότι αν άγαπάμε τον Θεό μέ τήν
προσδοκία νά λάβουμε ώς άνταπόδοση τή δική του άγάπη,
ζούμε μέσα στήν τρέλα. Ό Θεός τού Σπινόζα δέν είναι έλλογο
ον. ’Άν άγαπάμε τον Θεό, δέν μπορούμε νά λάβουμε άγάπη ώς
άνταπόδοση, λαμβάνουμε όμως ένα άλλο άγαθό ».
« Ποιό άλλο άγαθό;»
((Κάτι πού ό Σπινόζα τό χαρακτηρίζει τό ύψιστο επίπεδο
μακαριότητας - Amor Dei In tellectu a lis. Γιά άκου αύτές τις
φράσεις άπό τήν Η θ ικ ή :

"Ετσι στή ζωή είναι σημαντικό πριν άπό κάθε άλλο πράγμα
νά τελειοποιήσουμε τήν κατανόηση ή λογική. Σ’ αύτό συνί-
σταται ή άνώτερη εύτυχία τού άνθρώπου· πράγματι ή μακα­
ριότητα δέν είναι τίποτε άλλο άπό ικανοποίηση τού πνεύμα­
τος πού προκύπτει άπό τή διαισθητική γνώση τού Θεού.
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1936 423

((Βλέπεις », συνέχισε ό Φρήντριχ, « τό θρησκευτικό αίσθη­


μα του Σπινόζα μοιάζει να είναι μια κατάσταση δέους πού τή
βιώνει κανείς δταν άντιλαμβάνεται τό μεγαλειώδες οικοδόμη­
μα των νόμων τής Φύσης. Καί ό Γκαΐτε άσπάζεται πλήρως
αύτή τήν ιδέα ».
<(Προσπαθώ να σε παρακολουθήσω, Φρήντριχ, άλλα χρειά­
ζομαι κάτι απτό, κάτι πού να μπορώ να τό χρησιμοποιήσω ».
«Δ εν νομίζω πώς τα έξηγώ πολύ καλά. Ά ς έπιστρέψουμε
στο άρχικό σου αίτημα: “ Θέλω αύτό πού άντλησε ό Γκαΐτε
άπό τον Σπινόζα”».
Ό Φρήντριχ κοίταξε τις σημειώσεις του. « Νά τί είπες δτι
θέλεις: “ Γαλήνη της ψυχής, ισορροπία, άνεξαρτησία άπό τήν
έπιρροή τών άλλων κι έναν τρόπο σκέψης ήρεμο καί πειθαρχη-
μένο πού θά οδηγεί σε μιά καθαρή θέαση τού κόσμου”. Παρεμ­
πιπτόντως ή μνήμη σου είναι έξαιρετική. Χθές τή νύχτα διά­
βασα τά σχόλια τού Γκαίτε γιά τον Σπινόζα στήν αύτοβιογρα-
φία του, καί άνέφερες με μεγάλη άκρίβεια τά λόγια του. Μο­
λονότι ό Γκαΐτε θεωρεί τον Σπινόζα μιά εύγενική καί σπάνια
ψυχή πού έζησε μιά παραδειγματική ζωή καί παρότι τού άπο-
δίδει τήν άλλαγή στή ζωή του, δυστυχώς γιά μάς δεν άναφέρει
συγκεκριμένες λεπτομέρειες γιά τον τρόπο με τον όποιο τον
βοήθησε ό Σπινόζα».
« Τί κάνουμε τότε;»
« Νά τί προτείνω. Θά σού πώ ποιές είναι οί δικές μου εικα­
σίες γιά τό πώς τον έπηρέασε ό Σπινόζα, με βάση τά δσα γνω ­
ρίζω. Πρώτα άπ’ δλα μήν ξεχνάς δτι ό Γ καίτε είχε ήδη διαμορ­
φώσει ορισμένες ιδέες παρόμοιες με τού Σπινόζα πριν έρθει σέ
επαφή μαζί του - δτι δλα στή Φύση συνδέονται, δτι ή Φύση
αύτορρυθμίζεται, χωρίς νά υπάρχει τίποτε πέρα ή πάνω άπό
έκείνη. Έ νιω θε λοιπόν δτι έπαιρνε μεγάλη επιβεβαίωση δια­
βάζοντας τον Σπινόζα. Καί οί δύο άντρες έφτασαν σέ μιά κα­
τάσταση άκραίας χαράς συλλαμβάνοντας τήν άρχή τής σύνδε­
σης τών πάντων μέσα στή Φύση. Καί μήν ξεχνάς δτι γιά τον
424 ΓΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ 1ΠΙΝΟΖΑ

Σπινόζα ό Θεός ίσοδυναμούσε με τή Φύση. Δεν άναφέρεται


στον Θεό των χριστιανών ή των Εβραίων άλλα σε μια οικου­
μενική θρησκεία τής λογικής, στήν όποια δεν θά υπήρχαν
πλέον χριστιανοί, Εβραίοι, μουσουλμάνοι ή ίνδουϊστές ».
« Χμ, δεν είχα άντιληφθεΐ δτι ήθελε να έξαλείψει δλες τις
θρησκείες. Ενδιαφέρον».
«Ή τα ν ένας οίκουμενιστής. Προσδοκούσε δτι οί συμβα­
τικές θρησκείες θά ξεθώριαζαν, καθώς δλο καί περισσότεροι
άνθρωποι θά άφοσιώνονταν στήν άναζήτηση τής πληρέστερης
κατανόησης τού Σύμπαντος. Μιλήσαμε λίγο γ ι’ αύτά πριν άπό
πολλά χρόνια. Ό Σπινόζα ήταν ό υπέρτατος όρθολογιστής.
Έ βλεπε μια άτέρμονη ροή αιτιότητας στον κόσμο. Γιά κείνον
ή βούληση ή ή δύναμη τής βούλησης δέν υπάρχει ώς οντότητα.
Τίποτα δέν συμβαίνει χωρίς λόγο. Τα πάντα προκαλούνται
άπό κάτι προηγούμενο, καί δσο περισσότερο άφοσιωνόμαστε
στήν κατανόηση αύτού τού αίτιακού πλέγματος τόσο πιο έλεύ-
θεροι γινόμαστε. Αύτή ή άποψη γιά ένα τακτικό Σύμπαν μέ
προβλέψιμους νόμους πού προέρχονται άπό τά Μαθηματικά,
γιά έναν κόσμο μέ άπειρη έρμηνευτική δύναμη, ήταν πού πρόσ-
φερε στον Γκαΐτε ένα αίσθημα ήρεμίας ».
((Αρκετά, Φρήντριχ, τό κεφάλι μου γυρίζει. Εμένα μόνο τρό­
μο μού προκαλεΐ αύτή ή φυσική τάξη. Είναι τόσο δυσνόητη».
«Ακολουθώ άπλώς τό έρώτημά σου πώς άντλησε ό Γ καίτε
βοήθεια άπό τον Σπινόζα καί τήν έπιθυμία σου να δρέψεις τούς
ίδιους καρπούς. Στο έργο τού Σπινόζα δέν ύπάρχει ομοιόμορ­
φη τεχνική. Δέν προτείνει κάποια συγκεκριμένη άσκηση, δ-
πως είναι ή εξομολόγηση ή ή κάθαρση ή ή ψυχανάλυση. Πρέ­
πει νά τον άκολουθήσει κανείς βήμα βήμα γιά νά φτάσει στή
συνολική του άποψη γιά τον κόσμο, γιά τή συμπεριφορά καί
γιά τήν ήθική ».
«Έ γ ώ δμως βασανίζομαι στή σκέψη τού Χίτλερ. Εκείνος
τί θά μού πρότεινε γιά νά τό ξεπεράσω;»
«Ό Σπινόζα ύποστήριξε τή θέση δτι μπορούμε νά ξεπερά-
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1936 425

σουμε τό βάσανο καί 6λα τα άνθρώπινα πάθη φτάνοντας στήν


κατανόηση του κόσμου ώς συνυφασμένου μέ τή λογική. Ή π ί­
στη του σ’ αύτό είναι τόσο δυνατή πού λέει», ό Φρήντριχ ξε­
φύλλισε τις σελίδες, « θά θεωρήσω τις ανθρώπινες πράξεις καί
συναισθήματα ακριβώς σαν να έπρόκειτο για γραμμές, επ ίπ ε ­
δα καί σώματα ».
« Καί ώς προς έμένα καί τον Χ ίτλερ;»
((Είμαι βέβαιος πώς θά έλεγε δτι είσαι έρμαιο παθών πού
κινητοποιούνται από άνεπαρκεΐς ιδέες καί όχι άπό τις ιδέες πού
ρέουν άπό μιά άληθινή άναζήτηση γιά τήν κατανόηση της φύ­
σης της πραγματικότητας ».
« Καί πώς άπαλλάσσεται κανείς απ’ αύτές τις άνεπαρκεΐς
ιδέες;»
« Ό Σπινόζα δηλώνει ρητά 6τι ένα πάθος παύει νά είναι πά­
θος, μόλις διαμορφώσουμε μιά πιο σαφή καί συγκεκριμένη
ιδέα γ ι’ αύτό - δηλαδή γιά τό αίτιακό πλέγμα πού κρύβεται
κάτω άπ’ τό πάθος ».
Ό Άλφρεντ σώπασε καί σωριάστηκε στήν καρέκλα του μέ
μιά ξινισμένη έκφραση σάν νά είχε μόλις πιει χαλασμένο γάλα.
«Έ χ ει κάτι τό ανησυχητικό αύτό. Πολύ άνησυχητικό. Νομί­
ζω πώς άρχίζω νά βλέπω τον Εβραίο μέσα στον Σπινόζα -
κάτι μαλθακό, χλομό, αδύναμο καί άντιγερμανικό. Άρνεΐται
τή βούληση καί χαρακτηρίζει τά πάθη κατώτερα, ενώ έμεΐς οί
σύγχρονοι Γερμανοί υποστηρίζουμε τήν άντίθετη άποψη. Τό
πάθος καί ή βούληση δεν είναι πράγματα πού πρέπει νά έξα-
λειφθούν. Τό πάθος είναι ή καρδιά καί ή ψυχή τού Λαού, πού ή
άγια τριάδα του είναι γενναιότητα, αφοσίωση καί σωματική
ρώμη. Ναί, δέν υπάρχει άμφιβολία: Ό Σπινόζα έχει στοιχεία
άντιγερμανικά ».
« Άλφρεντ, βγάζεις πολύ βιαστικά συμπεράσματα. Θυμά­
σαι πού είχες πετάξει κάτω τήν ’Η θική, επειδή οί πρώτες σε­
λίδες της ήταν γεμάτες δυσνόητα αξιώματα καί ορισμούς; Γιά
νά κατανοήσουμε τον Σπινόζα, δπως έκανε ό Γ καίτε, πρέπει
426 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

νά έξοικειωθούμε με τή γλώσσα του καί, βήμα τό βήμα, θεώ­


ρημα τό θεώρημα, νά άκολουθήσουμε τήν κατασκευή τής κο­
σμοθεωρίας του. Είσαι άνθρωπος των γραμμάτων. Είμαι βέ­
βαιος πώς πέρασες χρόνια ιστορικών ερευνών για νά γράψεις
τό Μύθο σου. Κι όμως άρνεΐσαι νά άφιερώσεις στον Σπινόζα,
σ’ ένα άπό τά μεγαλύτερα πνεύματα όλων τών έποχών, παρα­
πάνω από μιά φευγαλέα ματιά στους τίτλους τών κεφαλαίων
του. Οί μεγάλοι Γερμανοί διανοητές είχαν βουτήξει βαθιά μέ­
σα στο έργο του. Δώσ’ του τό χρόνο πού τού ά ξίζει».
« Πάντα υπερασπίζεσαι τούς Εβραίους ».
« Ό Σπινόζα δέν άντιπροσωπεύει τούς Εβραίους. Άσπάζε-
ται τον καθαρό λόγο. Οί Εβραίοι τον έδιωξαν».
« Σε προειδοποίησα νά μή σπουδάσεις κοντά σε Εβραίους.
Σέ προειδοποίησα νά μήν μπεις σ’ αύτόν τον έβραϊκό κλάδο.
Σε προειδοποίησα γιά τον μεγάλο κίνδυνο πού σέ άπειλεΐ».
« Μπορείς νά κοιμάσαι ήσυχος. Ό κίνδυνος πέρασε. Όλοι
οί Εβραίοι τού Ψυχαναλυτικού Ινστιτούτου έφυγαν άπό τή
χώρα. Τό ίδιο κι ό Ά λμπερτ Αϊνστάιν. Καί όλοι οί άλλοι σπου­
δαίοι Εβραίοι επιστήμονες τής Γερμανίας. Έ τσ ι έκαναν άλ­
λωστε καί οί μεγάλοι Γ ερμανοί συγγραφείς πού δέν είναι Ε ­
βραίοι - όπως ό Τόμας Μάνν καί διακόσιοι πενήντα άπό τούς
καλύτερους συγγράφεις μας. Πιστεύεις στ’ άλήθεια πώς αύτό
δυναμώνει τή χώρα μ α ς;»
«Ή Γερμανία δυναμώνει καί καθαρίζει κάθε φορά πού ένας
Εβραίος ή ένας λάτρης τών Εβραίων φεύγει άπό τή χώρα ».
« Πιστεύεις πώς τόσο μίσος...»
«Δ έν είναι ζήτημα μίσους. Τό θέμα είναι νά διατηρηθεί ή
φυλή. Γιά τή Γ ερμανία τό Εβραϊκό Ζήτημα θά λυθεί όταν κι
ό τελευταίος Εβραίος θά έχει φύγει άπό τήν εύρύτερη γερμα­
νική περιοχή. Δέν θέλω τό κακό τους. Τό μόνο πού θέλω είναι
νά ζήσουν άλλού ».
Ό Φρήντριχ είχε έλπίσει 6τι θά έξανάγκαζε τον Άλφρεντ
νά δει τις συνέπειες τών στόχων του. Διαισθάνθηκε πώς θά
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1936 427

ήταν μάταιο να προχωρήσει σ’ αύτόν τό δρόμο άλλα του ήταν


αδύνατο να συγκρατηθεΐ: « Δεν βλέπεις κανένα κακό στο να
ξεριζώνεις εκατομμύρια ανθρώπους καί να τούς - αλήθεια τί
θά τούς κάνεις;»
« Πρέπει να πάνε άλλου - στή Ρωσία, στή Μαδαγασκάρη,
οπουδήποτε ».
« Χρησιμοποίησε τή λογική σου! Σκέφτεσαι τον έαυτό σου
σαν φιλόσοφο...»
((‘Υπάρχουν άνώτερα πράγματα άπό τή λογική - ή τιμή, τό
αίμα, τό θάρρος».
((Δές τί σημαίνει αύτό πού προτείνεις, Άλφρεντ. Σε προ­
τρέπω να βρεις τό θάρρος να κοιτάξεις, να δεις στ’ άλήθεια τις
έπιπτώσεις των προτάσεών σου για τούς άνθρώπους. *Ίσως
όμως καί να τις γνωρίζεις ως έναν βαθμό. *Ίσως ή μεγάλη σου
ταραχή να πηγάζει άπό έκεΐνο τό κομμάτι τού μυαλού σου πού
άντιλαμβάνεται τή φρίκη...»
Ακούστηκε ένα χτύπημα στήν πόρτα. Ό Άλφρεντ σηκώ­
θηκε, πήγε ως εκεί, τήν άνοιξε καί προς μεγάλη του έκπληξη
είδε τον Ρούντολφ Έ ς.
((Καλή σας μέρα, Ράιχσλάιτερ Ρόζενμπεργκ. Έ χ ει έρθει ό
Φύρερ να σάς έπισκεφτει. Έ χ ει νέα για σάς καί περιμένει να
παρουσιαστείτε στήν αίθουσα συμβουλίων. Θά περιμένω έξω
νά σάς συνοδεύσω ».
Γιά μιά στιγμή ό Άλφρεντ πάγωσε. Έ πειτα όρθωσε τό σώμα
του. Πήγε στήν ντουλάπα του, άπό τήν όποια έβγαλε τή ναζι-
στική στολή του. Στράφηκε στον Φρήντριχ καί φάνηκε σχεδόν
έκπληκτος πού τον είδε νά βρίσκεται άκόμα έκεΐ. ((‘Υπολοχαγέ
Πφίστερ, πηγαίνετε στο δωμάτιό σας. Περιμένετέ με έκεΐ».
Φόρεσε γρήγορα τή στολή καί τις μπότες του καί βγήκε νά
βρει τόνΈ ς. Περπάτησαν σιωπηλοί ώς τήν αίθουσα όπου πε-
ρίμενε ό Χίτλερ.

Ό Χίτλερ σηκώθηκε νά χαιρετήσει τον Άλφρεντ, τού άνταπέ-


428 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΛ

δώσε τό χαιρετισμό, τού έκανε νόημα να καθίσει και είπε στον


Έ ς να περιμένει άπ’ έξω.
« Φαίνεσαι καλά, Ρόζενμπεργκ. Δεν μοιάζεις καθόλου μέ
νοσηλευόμενο άσθενή. Αύτό μέ ήσυχάζει».
Ό Αλφρεντ, αίφνιδιασμένος άπό τή φιλική στάση του Χίτ-
λερ, μουρμούρισε εύχαριστίες.
« Μόλις ξαναδιάβασα έκεΐνο τό περυσινό άρθρο σου στον
Λ αϊκό Π αρατηρητή για την άπονομή τού βραβείου Νομπέλ
στον Κάρλ φόν Όσιέτσκυ. Εξαιρετικό δείγμα δημοσιογρα­
φίας, Ρόζενμπεργκ. Πολύ άνώτερο άπό τή χλιαρή ύλη πού δη­
μοσιεύεται στήν έφημερίδα μας στή διάρκεια της απουσίας
σου. Έ χ ει άκριβώς τό σωστό ύφος άξιοπρέπειας καί άγανά-
κτησης μέ τήν επιτροπή τού βραβείου πού άπένειμε τό Νομπέλ
Ειρήνης σ’ έναν πολίτη ό όποιος βρίσκεται φυλακισμένος για
προδοσία στήν ίδια του τή χώρα. Συμφωνώ άπόλυτα μέ τή θέ­
ση σου. Είναι πράγματι μια προσβολή καί μια κατά μέτωπον
έπίθεση προς τό κυρίαρχο Ράιχ. Σέ παρακαλώ έτοίμασε τή
νεκρολογία τού ’Οσιέτσκυ. Δέν άντέχει πολύ καλά τό στρατό­
πεδο συγκέντρωσης καί μπορεί νά έχουμε τήν καλή τύχη νά
άναγγείλουμε σύντομα τό θάνατό του.
« Σήμερα 6μως σέ έπισκέπτομαι δχι μόνο γιά νά ρωτήσω
γιά τήν υγεία σου καί γιά νά σού δώσω τά χαιρετίσματά μου
άλλά καί γιά νά σού φέρω ειδήσεις. Μού άρεσε πάρα πολύ ή
πρότασή σου στο άρθρο δτι ή Γερμανία δέν πρέπει πλέον νά
άνέχεται τήν αλαζονεία της Στοκχόλμης καί θά πρέπει νά θε­
σπίσουμε ένα γερμανικό ισοδύναμο τού βρομερού πιά βρα­
βείου Νομπέλ. Έ χ ω ήδη ξεκινήσει ένέργειες καί έφτιαξα μιά
έπιτροπή γιά νά προτείνει υποψήφιους γιά τό Εθνικό Γερμα­
νικό Βραβείο γιά τις Τέχνες καί τις Ε πιστήμες καί παρήγγει-
λα στον Μύλλερ-Έρφουρτ νά σχεδιάσει ένα περίτεχνο διαμαν-
τοστόλιστο μετάλλιο. Τό βραβείο θά συνοδεύεται άπό 100.000
μάρκα τού Ράιχ. Θέλω νά είσαι ό πρώτος πού θά τό μάθει:
Αποφάσισα νά σού άπονείμω τό πρώτο Εθνικό Γερμανικό
ΒΕΡΟΛΙΝΟ - 1936 42Q

Βραβείο. Όρίστε αντίγραφο τής δημόσιας δήλωσης πού θά


στείλω σύντομα στον Τύπο ».
Ό Άλφρεντ πήρε τό χαρτί καί διάβασε λαίμαργα:
«Τό Έθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα καί πέρα από αύτό, ολό­
κληρος ό γερμανικός λαός θά ικανοποιηθεί βαθύτατα μαθαί­
νοντας δτι ό Φύρερ ξεχώρισε τον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ ώς
έναν από τούς παλαιότερους καί πιο άφοσιωμένους πολεμιστές
συντρόφους άπονέμοντάς του τό Γερμανικό Εθνικό Βραβείο ».
« Σας εύχαριστώ. Σας εύχαριστώ, mein Führer. Σάς εύχα-
ριστώ γιά τήν πιο περήφανη στιγμή τής ζωής μου ».
« Καί πότε θά ξαναγυρίσεις στή δουλειά; Ό Π αρατηρητής
σέ χρειάζεται».
«Αύριο. Είμαι πιά άπολύτως καλά».
« Αύτός ό καινούργιος γιατρός, ό φίλος σου, πρέπει νά είναι
θαυματοποιός. Θά πρέπει νά τον επαινέσουμε καί νά τον προ-
αγάγουμε ».
«Ό χ ι, όχι - έγινα καλά πριν φτάσει έκεΐνος. Δέν άξίζει τήν
τιμή. Άλλωστε έκπαιδεύτηκε σ’ εκείνο τό έβραιοκρατούμενο
Ινστιτούτο Φρόυντ τού Βερολίνου καί χύνει μαύρο δάκρυ πού
οί Εβραίοι ψυχίατροι έχουν δλοι φύγει άπό τή χώρα. Προσπά­
θησα άλλά δέν νομίζω δτι μπορώ νά βγάλω τον Εβραίο άπό μέ­
σα του. Πρέπει νά τον παρακολουθούμε. Ίσω ς νά χρειαστεί σω­
φρονισμό. Καί τώρα πηγαίνω νά δουλέψω. Χάιλ, μάιν Φύρερ!»
Ό Άλφρεντ βάδισε ζωηρά ώς τό δωμάτιό του καί άρχισε
άμέσως νά φτιάχνει τις βαλίτσες του. Αίγα λεπτά άργότερα ό
Φρήντριχ χτύπησε τήν πόρτα του.
« Άλφρεντ, φεύγεις;»
« Ναί, φεύγω ».
« Τί συνέβη;»
« Αύτό πού συνέβη είναι δτι δέν χρειάζομαι πλέον τις υπη­
ρεσίες σας, ύπολοχαγέ Πφίστερ. Έπιστρέψτε άμέσως στή θέ­
ση σας στο Βερολίνο ».
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Τ Ρ Ι Α Κ Ο Σ Τ Ο Π Ρ Ω Τ Ο

ΦΟΟΤΡΜΠΕΡΧ - ΔΕΚΕΜ ΒΡΙΟΣ 1666

Αγαπημένε μου Μπέντο,


'Ο Σίμον μου νποσχέθηκε δτι θά σου παραδώ σει αυτό το γράμ­
μ α μέσα σε μ ία εβδομάδα. Άν λοιπόν δεν τον δώσεις εσύ άλλες
οδηγίες, Θά σε έπισκεφθώ στο Φόουρμπερχ προς τό μεσημέρι τής
20ής Δεκεμβρίου. "Εχω πολλά νά σου πώ και πολλά νά μάθω γιά
τη ζωή σου. Πόσο μου έχεις λενψει! Βρισκόμουν υπό τόσο στενή
παρακολούθηση που δεν τολμούσα ούτε κάν νά έπισκεφτώ τον Σ ί­
μον γιά νά τού δώσω γράμμα μου. Θά ήθελα νά ξέρεις δτι δλ'αύτά
τά χρόνια σ'έχω στην καρδιά μου, παρόλο πού δεν έχουμε βρεθεί.
Δεν περνάει μέρα πού νά μη βλέπω τό άκτινοβόλο σου πρόσωπο
και νά μην άκούω τη φωνή σου στη σκέψη μου.
Θά γνω ρίζεις πιθανότατα δτι ό ραβίνος Μορτέρα πέθανε λίγο
καιρό μετά την τελευταία μας συνάντηση και δτι ό γαμπρός σου,
ό ραβίνος Σαμουέλ Κασσέρες πού εκφώνησε τον επικήδειο λόγο
πέθανε κι αυτός λίγες εβδομάδες άργότερα. Η άδελφή σου ή
Ρ εμπέκα ζεϊ με τον γιό της Ντάνιελ πού είναι τώρα δεκαέξι ετών
και προορίζεται κι αυτός γιά ραβίνος. *0 άδελφός σου ό Γκά-
μπριελ, γνωστός π ιά ώς Ά μπραχάμ, είναι επιτυχημένος έμπορος
και ταξιδεύει συχνά στά νησιά Μ παρμπάντος γιά τις δουλειές
του.
Κ ι εγώ είμαι πλέον ραβίνος ! Ναι, ραβίνος ! Μέχρι πρόσφατα
μ άλιστα ήμουν ό βοηθός τού ραβίνου Ά μποάμπ, ό όποιος είναι
τώρα άρχιραβίνος. Σ το Ά μστερνταμ αυτή τήν εποχή επικρατεί
τρέλα και δλοι μιλούν γιά τήν άφιξη τού Μ εσσία, τού Σαμπετάι
Σεβή. Παραδόξως, και Θά σού τό εξηγήσω άργότερα, σ'αυτή τήν
4 :ι<
ΦΟΟΥΡΜΠΕΡΧ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1666 43»

τρέλα που τον περιβάλλει οφείλεται το γεγονός ότι μπορώ να σε


έπισκεφτώ. Παρότι ό ραβίνος Ά μποάμπ εξακολουθεί να παρακο­
λουθεί στενά κάθε μου κίνηση, δεν εχει πια σημασία. Σε φιλώ, και
σύντομα θά τα μάθεις δ λα.
Φράνκο ( γνωστός και ώς ραβίνος Μπενίτεζ )

Ό Μπέντο διάβασε το γράμμα του Φράνκο για δεύτερη κι


έπειτα για τρίτη φορά. Μόρφασε στή δυσοίωνη φράση « δέν
έχει πια σημασία». Τί να σήμαινε αύτό; Πιο κάτω, στήν άνα-
φορά στον νέο Μεσσία, μόρφασε πάλι. Ό Σαμπετάι Σεβή ήταν
στα χείλη 6λων. Μόλις τήν προηγούμενη μέρα ό Μπέντο είχε
λάβει ένα γράμμα για τήν άφιξη τού Μεσσία άπό έναν άπό τούς
άνθρώπους μέ τούς όποιους είχε τακτική άλληλογραφία, τον
Χένρυ Όλντεμπεργκ, γραμματέα της Βασιλικής Ε πιστημο­
νικής Εταιρείας τής Βρετανίας. Ό Μπέντο έφερε τό γράμμα
του καί ξαναδιάβασε τό σχετικό άπόσπασμα:

Έδώ κυκλοφορεί η πολύ διαδεδομένη φήμη δτι ο ι 5Ισραηλίτες,


που ζοϋν για περισσότερα άπό δυο χιλιάδες χρόνια διασκορ­
πισμένοι, πρόκειται να επιστρέφουν στήν πατρίδα τους. Σ τα
μέρη μας λίγοι είναι εκείνοι που τό πιστεύουν άλλα πολλοί τό
εύχονται. Ανυπομονώ να μάθω τ ί έχουν ακούσει γύαύτό οι
Ε βραίοι τού Ά μστερνταμ καί πώς τούς επηρεάζει μ ια τόσο
σπουδαία αναγγελία.

Ό Μπέντο άρχισε να βηματίζει καί να σκέφτεται. Τό πλα­


κοστρωμένο δωμάτιό του έδώ ήταν πιο εύρύχωρο άπό τό παλιό
του δωμάτιο στο Ρέινσμπερχ. Οί δύο βιβλιοθήκες του πού τώ ­
ρα περιείχαν γύρω στούς έξήντα μεγάλους τόμους καταλάμ­
βαναν τον έναν άπό τούς τέσσερις τοίχους. Τό μαχαιρωμένο
παλτό του ήταν κρεμασμένο στόν δεύτερο τοίχο πλάι σέ δύο
μικρά παράθυρα. Τούς δύο τοίχους πού άπέμεναν διακοσμού­
σαν μπορντούρες άπό πλακάκια τού Ντέλφτ μέ άνεμόμυλους
43'2 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 1ΙΙΙΝΟΖΑ

καί καμιά δεκαριά πολύ όμορφα ολλανδικά τοπία φτιαγμένα


άπό ’Ολλανδούς ζωγράφους, συλλογή τού Ντάνιελ Τύντεμαν,
τού σπιτονοικοκύρη του, ένός κολλεγιαστή καί θαυμαστή τής
φιλοσοφίας του. Στή δική του έπιμονή οφειλόταν τό γεγονός
ότι ό Μπέντο έφυγε άπό τό Ρέινσμπερχ πριν άπό τρία χρόνια
καί νοίκιασε ένα δωμάτιο στο σπίτι του στο Φόουρμπερχ, ένα
πολύ όμορφο χωριουδάκι μόνο τρία χιλιόμετρα μακριά άπό τήν
έδρα τής κυβέρνησης στή Χάγη. Ε πιπλέον στο Φόουρμπερχ
κατοικούσε καί μιά πολύτιμη γνωριμία του, ό Χριστιάαν Χέι-
γκενς, ό διαπρεπής άστρονόμος, πού συχνά έπαινούσε τούς φα­
κούς τού Μπέντο.
Ό Μπέντο έπιασε τό μέτωπό του καί μουρμούρισε: ((Ό
Σαμπετάι Σεβή! Ή άφιξη τού Μ εσσία! Τί τρέλα! Θά πάψει
ποτέ ολη αύτή ή άνόητη εύπ ισ τία ; Λίγα πράγματα τον έκνεύ-
ριζαν περισσότερο άπό τις παράλογες άριθμολογικές πίστεις,
καί τό 1666 συγκέντρωνε πάνω του κάθε είδους έξωπραγμα-
τικές προβλέψεις. Πολλοί δεισιδαίμονες χριστιανοί θεωρούσαν
άπό καιρό ότι ό μεγάλος κατακλυσμός είχε συμβεΐ 1656 χρόνια
άπό κτίσεως κόσμου καί ότι ή Δευτέρα παρουσία ή κάποιο
άλλο γεγονός πού θά άλλαζε τον κόσμο έπρόκειτο νά συμβεΐ τό
1656 μ.Χ. ''Οταν ή χρονιά αύτή πέρασε χωρίς άξιοσημείωτα
γεγονότα, εκείνοι μετατόπισαν τις προσδοκίες τους τό 1666,
μιά χρονιά ή οποία άπέκτησε σημασία άπό μιά φράση τής
Α ποκάλυψης πού ονομάζει τον άριθμό τού κτήνους 666 (« καί
ό άριθμός αύτού χξς » - ’Α ποκάλυψη 13:18). Ά π’ αύτό πολλοί
είχαν προβλέψει τον έρχομό τού Αντίχριστου τό 666. Ό ταν
αύτή ή πρόβλεψη άπέτυχε, οί προφήτες των κατοπινών αιώ­
νων όρισαν τή μοιραία ήμερομηνία χίλια χρόνια άργότερα, τό
1666 - καί ή μεγάλη πυρκαγιά τού Λονδίνου, πού ξέσπασε στις
άρχές Σεπτεμβρίου έκείνης τής χρονιάς, ένίσχυσε αύτή τήν
πίστη.
Αλλά κι ό Εβραίοι ήταν έξίσου εύπιστοι. Οί μεσσιανιστές,
ιδίως άνάμεσα στούς Μαρράνος, πραγματικά περίμεναν τήν
ΦΟΟΥΡΜΠΕΡΧ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ! 1666 433

έπικείμενη άφιξη του Μεσσία πού θά συγκέντρωνε τούς δια­


σκορπισμένους Εβραίους καί θά τούς γύριζε πίσω στούς Α γί­
ους Τόπους. Γιά πολλούς ή άφιξη τού Σαμπετάι Σεβή ήταν ή
άπάντηση στις προσευχές τους.
Τήν Παρασκευή, τήν ήμέρα πού έπρόκειτο νά έρθει ό Φράν­
κο, ό Μπέντο ένιωθε άσυνήθιστη ένόχληση άπό τούς ήχους της
πολύβουης άγοράς τού Φόουρμπερχ πού άπεΐχε μόνο τριάντα
μέτρα άπ’ τό δωμάτιό του. Αύτό ήταν άσυνήθιστο - κανονικά
συγκεντρωνόταν στο φιλοσοφικό του έργο παρά τούς θορύβους
καί τά έξωτερικά συμβάντα, σήμερα όμως τό πρόσωπο τού
Φράνκο χόρευε συνεχώς μπροστά στά μάτια του. Αφού έπί
μισή ώρα διάβαζε καί ξαναδιάβαζε τήν ίδια σελίδα τού Ε π ί­
κτητου, παραιτήθηκε, έκλεισε τό βιβλίο καί τό τακτοποίησε
στή βιβλιοθήκη. Σήμερα έπέτρεψε στον έαυτό του νά ονειρο­
πολήσει.
Έ βαλε μιά τάξη στο δωμάτιο, ίσιωσε τά μαξιλάρια κι έ­
στρωσε τά πουπουλένια σκεπάσματα τού κρεβατιού του. ’Έ ­
κανε ένα βήμα πίσω γιά νά θαυμάσει τό έργο του καί σκέφτη-
κ ε : Κάποια μέρα σ’ αύτό τό κρεβάτι θά πεθάνω. Περίμενε άνυ-
πόμονα νά έρθει ό Φράνκο καί άναρωτήθηκε μήπως τό δωμά­
τιο ήταν πολύ κρύο. Ό ίδιος ήταν άδιάφορος γιά τη θερμοκρα­
σία, φανταζόταν όμως δτι ό Φράνκο θά ήταν παγωμένος άπό
τό ταξίδι του. Έ τσ ι κουβάλησε δύο άγκαλιές ξύλα άπό τή στοί­
βα πού ύψωνόταν πίσω άπ’ τό σπίτι άλλά μπαίνοντας μέσα
σκόνταψε καί τά σκόρπισε στο πάτωμα. Τά μάζεψε, τά πήγε
στο δωμάτιό του κι έσκυψε ν’ ανάψει τό τζάκι. Ό Ντάνιελ Τύ-
ντεμαν πού άκουσε τή φασαρία χτύπησε άπαλά τήν πόρτα.
« Καλημέρα. Ανάβεις φ ω τιά ; Μήπως δέν αισθάνεσαι καλά;»
((Δέν είναι γιά μένα ή φωτιά, Ντάνιελ. Περιμένω έναν έπι-
σκέπτη άπό τό Αμστερνταμ ».
((Άπό τό Α μστερνταμ; Θά πεινάει. Θά πώ στήν οικονόμο
νά έτοιμάσει καφέ καί παραπάνω φαγητό ».
Ό Μπέντο πέρασε τό μεγαλύτερο μέρος τού πρωινού κοι­
434 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 1ΙΙΙΝΟΖΑ

τάζοντας έξω άπ’ το παράθυρο. Το μεσημέρι διέκρινε άπό μα­


κριά τον Φράνκο κι έτρεξε γεμάτος χαρά νά τον άγκαλιάσει
καί νά τόν οδηγήσει στο δωμάτιό του. Μόλις μπήκαν άπομα-
κρύνθηκε λίγο γιά νά τον θαυμάσει, έτσι όπως ήταν πιά ντυ­
μένος σάν κανονικός ’Ολλανδός πολίτης, ψηλό καπέλο μέ
φαρδύ γείσο, μακρύ παλτό, σακάκι κουμπωμένο ώς τό λαιμό
μέ τετράγωνο λευκό κολλάρο, παντελόνι καί γκέτες ώς τό γό­
νατο. Τά μαλλιά του ήταν βουρτσισμένα καί τό κοντό γενάκι
του καλοκουρεμένο. Κάθισαν σιωπηλοί στο κρεβάτι τού Μπέν-
το κι έλαμπαν άπό χαρά κοιτώντας ό ένας τον άλλον.
((Σιωπή σήμερα », είπε ό Μπέντο στά γνώριμα πορτογαλι­
κά τους τού πρώτου καιρού, « αύτή τή φορά όμως ξέρω γιατί.
Επειδή έχουμε πάρα πολλά νά πούμε ».
((Καί ή μεγάλη χαρά πνίγει τά λόγια » πρόσθεσε ό Φράνκο.
Ή γλυκιά σιωπή τους διακόπηκε άπό μιά σύντομη κρίση
βήχα τού Μπέντο. Τό φλέγμα πού έφτυσε στο μαντίλι του είχε
καφέ καί κίτρινα στίγματα.
(( Πάλι αύτός ό βήχας, Μπέντο. Είσαι άρρωστος;»
Ό Μπέντο κούνησε τό χέρι του γιά νά άποδιώξει την άνη-
συχία τού φίλου του. « Ό βήχας καί ή δύσπνοια έχουν γίνει μό­
νιμοι κάτοικοι τού στήθους μου καί ποτέ δέν άπομακρύνονται
πολύ άπ’ την κατοικία τους. Ά π’ δλες τις άλλες άπόψεις δμως
ή ζωή μου είναι καλή. Ή έξορία μου ταιριάζει καί είμαι εύγνώ-
μων γιά τή μοναξιά μου - έκτος άπό σήμερα, φυσικά. Κι έσύ
Φράνκο, ή μάλλον πρέπει νά πώ, ραβίνε Φράνκο Μπενίτεζ,
δείχνεις τόσο άλλαγμένος, τόσο περιποιημένος, τόσο... τόσο
’Ολλανδός».
((Ναί, ό ραβίνος Άμποάμπ, παρότι καββαλιστής καί άπό
άλλον κόσμο, θέλει νά ντύνομαι δπως ό μέσος ’Ολλανδός. Ε π ι­
μένει μάλιστα νά κουρεύω τό γένι μου. Νομίζω πώς προτιμά
νά είναι ό μόνος Εβραίος μέ μακριά γενειάδα στήν κοινότητα ».
« Καί πώς στο καλό τά κατάφερες νά φτάσεις τόσο νωρίς
άπό τό Άμστερνταμ;»
ΦΟΟΥΡΜΠΕΡΧ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1666 435

«Ή ρθα χθές μέ τό τρέκσχοϊτ από τό Άμστερνταμ ώς τή


Χάγη καί πέρασα τή νύχτα σ’ ένα έβραϊκό σ π ίτ ι».
« Μήπως διψάς; Θέλεις καφ έ;»
«*Ίσως άργότερα, τώρα δμως νιώθω πείνα μόνο για ένα
πράγμα - να κουβεντιάσω μαζί σου. Θέλω να μάθω για τα
πρόσφατα γραπτά καί τούς στοχασμούς σου ».
« Θά μου είναι πιο εύκολο νά συζητήσω, άφού άπαλλαγώ
πρώτα άπό τήν άνησυχία. Μία φράση στο γράμμα σου μου
προκάλεσε μεγάλη άγω νία». Πήγε στο γραφείο του, έφερε τό
γράμμα τού Φράνκο καί τό κοίταξε. « Έ δ ώ : “ Παρότι ό ραβί-
νος Άμποάμπ έξακολουθεϊ νά παρακολουθεί στενά κάθε μου
κίνηση, δέν έχει πιά σημασία”. Τί συνέβη, Φράνκο;»
((Συνέβη έκεΐνο πού άναγκαστικά θά συνέβαινε - καί π ι­
στεύω δτι χρησιμοποιώ σωστά τή δική σου έννοια τού άναγ-
καστικού, δηλαδή δτι τά πράγματα ήταν άδύνατο νά συμβούν
διαφορετικά ».
((Τί πράγμα ήταν αύτό;»
((Μήν άνησυχεις, Μπέντο. Γιά πρώτη φορά δέν μάς πιέζει
ό χρόνος. Είμαι έλεύθερος ώς τις δύο τό άπόγευμα, πού πρέ­
πει νά πάρω τό τρέκσχοϊτ γιά τό Λέιντεν, δπου θά έπισκεφτώ
μερικές έβραϊκές οικογένειες. Έ χουμε άφθονο χρόνο γιά νά
άναφερθούμε στήν ιστορία τής ζωής μου καί τής ζωής σου.
Ό λα θά ειπωθούν καί δλα θά είναι μιά χαρά άλλά οί ιστορίες
είναι καλύτερο νά λέγονται άπό τήν άρχή καί οχι άπό τό τέ­
λος. Βλέπεις έξακολουθώ ν’ άγαπώ τις ιστορίες καί έπιμένω
στήν προσπάθειά μου νά σέ πείσω νά τις έχεις σέ μεγαλύτερη
έκτίμηση ».
« Ναι, θυμάμαι τήν παράξενη αίσθηση πού είχες δτι κατά
βάθος μού άρέσουν κι έμένα οί ιστορίες. Έδώ μέσα πάντως δέν
θά βρεις πολλές » - είπε καί έγνεψε προς τή βιβλιοθήκη του.
Ό Φράνκο πήγε ώς έκει γιά νά χαζέψει τά βιβλία του καί
κοίταξε τούς τίτλους στά τέσσερα ράφια. « Μά είναι πανέμορ­
φα, Μπέντο. Μακάρι νά μπορούσα νά ζήσω μήνες έδώ διαβά­
43^ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ LIIINOZA

ζοντας τά βιβλία σου καί μιλώντας γ ι’ αύτά. Για δές 8μως


εδώ !» είπε κι έδειξε ένα ράφι. « Τί βλέπουν τά μάτια μου; Μή­
πως δέν βλέπω τούς μεγαλύτερους παραμυθάδες δλων των
έποχών; Τον ’Οβίδιο, τον Όμηρο, τον Β ιργίλιο; Τούς άκούω
μάλιστα να μου ψιθυρίζουν». Κι ο Φράνκο έκανε πώς γέρνει
τ ’ αύτί του προς το μέρος τους. « Παρακαλάνε, “ Σέ παρακα-
λούμε, διάβασέ μας - διαθέτουμε πολλή σοφία άλλα ό κύριός
μας είναι πολύ σοβαρός καί μάς άγνοεΐ έντελώς”».
Ό Μπέντο έβαλε τά γέλια, σηκώθηκε κι άγκάλιασε τον φί­
λο του. «Ά χ , Φράνκο, μου λείπεις. Μόνο έσύ μου μιλάς έτσι.
Όλοι οί ύπόλοιποι είναι γεμάτοι σεβασμό προς τον Σοφό τού
Φόουρμπερχ ».
« Ά ναί. Έσύ κι εγώ βέβαια, Μπέντο, γνωρίζουμε 8τι ό
Σοφός δέν έχει παίξει ό ίδιος κανένα ρόλο γιά νά δέχεται τόσο
σεβαστική μεταχείριση».
Πάλι ξεκαρδίστηκε ό Μπέντο. « Πώς τολμάς νά κάνεις τον
Σοφό νά περιμένει; Λέγε μου έπιτέλους τήν ιστορία σου ».
Ό Φράνκο κάθισε πλάι του καί άρχισε. ((Τήν τελευταία
φορά πού συναντηθήκαμε στο σπίτι τού Σίμον, μόλις είχα ξε­
κινήσει τή μελέτη τού Ταλμούδ καί τής Τορά καί μέ είχε
ένθουσιάσει ή διαδικασία της έκπαίδευσης ».
((Τά λόγια πού χρησιμοποίησες ήταν “βυθισμένος στη χα­
ρούμενη μελέτη”».
Ό Φράνκο χαμογέλασε. « Ακριβώς έτσι τό είχα πει - τό πε-
ρίμενα πώς θά τό θυμάσαι. Πριν άπό τρία-τέσσερα χρόνια ζή­
τησα άπό τον Άμπριχίμ, τον παλιό έπιστάτη της συναγωγής
πού ήταν άρρωστος καί πλησίαζε τό θάνατο νά μού πει τί θυ­
μόταν άπό σένα κι έκεΐνος άπάντησε: “ Ό Μπαρούχ ντέ Έ σπι-
νόζα δέν ξεχνάει τίποτα. Έ χ ει τήν ικανότητα τής απόλυτης
ανάκλησης”. Ναί, πραγματικά ήμουνα πολύ χαρούμενος πού
μάθαινα καί ή όρεξη καί ή ικανότητά μου ήταν τόσο έμφανεΐς,
πού ό ραβίνος Άμποάμπ πολύ σύντομα μέ θεωρούσε τον καλύ­
τερο μαθητή του καί παρέτεινε τήν ύποτροφία μου, γιά νά
ΦΟΟΥΡΜΝΕΡΧ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1666 437

μπορέσω νά συνεχίσω καί νά κάνω ραβινικές σπουδές. Σου


είχα γράψει τότε γ ι’ αύτά. Είχες λάβει τό γράμμα μου;»
Ό Μπέντο έγνεψε καταφατικά. «Τό έλαβα άλλα μέ παρα-
ξένεψε. Για τήν άκρίβεια τά ’χασα. "Οχι μέ τήν άγάπη σου για
τή μάθηση - αύτό τό καταλαβαίνω, είναι κοινό μας χαρακτη­
ριστικό. Άλλα έσύ, ένας άνθρωπος μέ τόσο έντονες άπόψεις για
τούς κινδύνους, τούς περιορισμούς καί τον παραλογισμό τής
θρησκείας, γιατί έπέλεξες νά γίνεις ραβίνος; Γιατί νά συντα-
χθεις μέ τούς έχθρούς της λογικής;»
« Συντάχθηκα μαζί τους γιά τον ίδιο λόγο πού έσύ τούς
έγκατέλειψες ».
Ό Μπέντο ύψωσε τά φρύδια του κι έπειτα κατάλαβε καί
χαμογέλασε άδιόρατα.
«Ν ομίζω πώς καταλαβαίνεις, Μπέντο. Κι οί δύο μας θέ­
λουμε ν’ αλλάζουμε τον ’Ιουδαϊσμό - έσύ άπέξω κι έγώ άπό μέ­
σα! »
«Ό χ ι, όχι, πρέπει νά διαφωνήσω. Ό δικός μου στόχος δέν
είναι νά άλλάξω τον ’Ιουδαϊσμό. Ό δικός μου στόχος, ό ριζο­
σπαστικός οίκουμενισμός, πρεσβεύει τήν έξάλειψη όλων των
θρησκειών καί τή θέσπιση τής άφοσίωσης σέ μιά οικουμενική
θρησκεία, στήν οποία 6λοι οί άνθρωποι έπιδιώκουν νά κατα­
κτήσουν τή μακαριότητα μέσα άπό τήν πλήρη κατανόηση τής
Φύσης. Ά ς ξαναγυρίσουμε όμως άργότερα σ’ αύτό. Ά ν αρχί­
σουμε νά αναλύουμε όλους τούς παραπόταμους, δέν θά φτά­
σουμε ποτέ νά μου έξηγήσεις γιατί δέν έχει πιά σημασία τό γε­
γονός ότι ό ραβίνος Άμποάμπ σέ παρακολουθεί».
«Έ π ειτα άπό τις σπουδές μου λοιπόν », συνέχισε ό Φράνκο,
« ό ραβίνος Άμποάμπ μέ χειροτόνησε, μέ εύλόγησε καί μέ όρι­
σε βοηθό του. Τά πρώτα τρία χρόνια τά πράγματα πήγαν κα­
λά. Συμμετείχα στο πλάι του σέ όλες τις καθημερινές λατρευ­
τικές πράξεις καί έλάφραινα τό φόρτο του άναλαμβάνοντας
πολλά άπό τά μπ αρ μ ιτσ β ά καί άπό τούς γάμους. Σύντομα ή
έμπιστοσύνη του σ’ έμένα ήταν τόσο μεγάλη πού μου έστελνε
43« ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΠΗΝΟΖΛ

δλο καί περισσότερα μέλη της κοινότητας για καθοδήγηση καί


συμβουλές. Άλλα ή χρυσή έποχή, ό καιρός πού μπαίναμε στη
συναγωγή κρατημένοι απ’ τό μπράτσο σαν πατέρας καί γιός,
δέν έπρόκειτο να κρατήσει πολύ. Μαύρα σύννεφα έμφανίστη-
καν στον ορίζοντα ».
((Επειδή θά έρχόταν ό Σαμπετάι Σεβή; Θυμάμαι πώς ό
ραβίνος Άμποάμπ ήταν ένθερμος μεσσιανιστής ».
((Καί πριν άπ’ αύτό. Τα πράγματα πήραν κακή τροπή, δταν
ό ραβίνος Άμποάμπ άρχισε νά μου διδάσκει τήν Καμπαλά».
« Ά ναι, βέβαια. Καί φαντάζομαι πώς τότε έπαψες πιά νά
είσαι ένας χαρούμενος μαθητής ».
((Ακριβώς. Έ βαλα τά δυνατά μου άλλά τά δρια της εύπι-
στίας μου ξεπεράστηκαν κατά πολύ. Προσπάθησα νά πείσω
τον έαυτό μου πώς αύτό τό κείμενο ήταν ένα σημαντικό ιστο­
ρικό ντοκουμέντο πού θά πρέπει εγώ νά τό μελετήσω προσε­
κτικά. Δέν πρέπει ένας άνθρωπος τού πνεύματος νά γνωρίζει
τή μυθολογία τής κουλτούρας του δσο καί των άλλων; Τότε
δμως, Μπέντο, άρχισε ν’ άντηχεϊ στ’ αύτιά μου ή δική σου κρυ­
στάλλινη φωνή καί ή πολύ οξυδερκής κριτική σου γιά τήν Τορά
καί ήμουν έξαιρετικά εύαίσθητος στις άντιφάσεις καί στά
άστήριχτα έπιχειρήματα, στά όποια βασίζεται ή Καμπαλά.
Ά λλωστε εννοείται πώς ό ραβίνος Άμποάμπ έπέμενε δτι δέν
μού δίδασκε μυθολογία άλλά 'Ιστορία, γεγονότα, τή ζωντανή
αλήθεια, τό λόγο τού Θεού. Όσο σκληρά κι αν πάσχιζα νά τά
άφομοιώσω, ή έλλειψη ένθουσιασμού μου γινόταν άμέσως φα­
νερή. Σιγά σιγά, μέρα μέ τή μέρα, τό στοργικό του χαμόγελο
έσβησε. Έ παψε πιά νά μέ πιάνει άπ’ τό μπράτσο καθώς περ­
πατούσαμε. Έ γινε πιο άπόμακρος, πιο άπογοητευμένος. Καί
μιά μέρα, δταν ένας άπό τούς μαθητές μου τού άνέφερε πώς
είχα χαρακτηρίσει “μεταφορά” τήν περιγραφή τού Λούρια1

1. ’Ισαάκ Λούρια: Ραβίνος καί μυστικιστής τού 16ου αιώνα άπό τή Γα-
λιλαία, πού θεωρείται ό πατέρας της νεότερης Καμπαλά. ( Σ.τ.μ.)
ΦΟΟΥΡΜΠΕΡΧ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1666 439

για τήν κτίση του κόσμου κατά τήν Καμπαλά, έκεΐνος μέ έπέ-
πληξε δημόσια καί περιόρισε τα καθήκοντα μου. Νομίζω πώς
τότε ήταν πού τοποθέτησε πληροφοριοδότες σέ όλες μου τις
τάξεις καί στρατολόγησε άνθρώπους να μέ παρακολουθούν καί
να τού άναφέρουν οτιδήποτε έκανα».
«Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν μπορούσες να έρθεις σέ
έπαφή μέ τόν Σίμον για να άλληλογραφήσεις μαζί μου ».
((Ναί, αν καί πρόσφατα ή γυναίκα μου πήρε να διαβάσει τη
δωδεκασέλιδη μετάφραση ορισμένων δικών σου στοχασμών
για τό πώς ξεπερνά κανείς τα πάθη πού είχε κάνει ό Σίμον».
«Ή γυναίκα σου; Νόμιζα δτι δέν μπορούσες να μοιραστείς
μαζί τ η ς-»
« Βάλε μια άνω τελεία. 'Υπομονή. Θά έπιστρέψουμε πολύ
σύντομα σ’ αύτό, γιά νά συνεχίσω δμως μέ τό προσωπικό μου
χρονολόγιο, τά προβλήματα μέ τήν Καμπαλά μού είχαν προ-
καλέσει ήδη άρκετές δυσκολίες. Αλλά ή πραγματική κρίση μέ
τόν ραβίνο Άμποάμπ είχε νά κάνει μέ τόν ύποτιθέμενο Μεσ­
σία, τόν Σαμπετάι Σεβή».
((Τί ξέρεις γ ι’ αύτόν;»
((Φαντάζομαι πώς θά έχεις πολύ καιρό νά διαβάσεις τό Ζ ο-
χάρ \ άλλά θά θυμάσαι σίγουρα τις προβλέψεις γιά τήν έλευση
τού Μεσσία».
((Ναί, θυμάμαι τήν τελευταία μου συζήτηση μέ τόν ραβίνο
Μορτέρα, ό όποιος πίστευε πώς τά ιερά κείμενα προέβλεπαν
τήν έλευση τού Μεσσία, δταν οί Εβραίοι θά βρίσκονται στο
κατώτερο σημείο της ιστορίας τους. Είχαμε μιά δυσάρεστη
στιχομυθία σχετικά μ’ αύτό, δταν τόν ρώτησα: “ Ά ν είμαστε
πράγματι ό περιούσιος λαός, γιατί είναι άναγκαιο νά φτάσουμε
σ’ ένα σημείο μέγιστης άπόγνωσης γιά νά έρθει ό Μεσσίας; ”1

1. Τό Ζοχάρ ( τό Βιβλίο της Λαμπρότητας ), ένας άπό τούς μεγαλύτε­


ρους πυλώνες της Καμπαλά διδάχτηκε άπό τόν ραβίνο Σιμόν μπάρ Γιοχάι
περίπου τό 135 π.Χ. (Σ .τ.μ.)
44° ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

"Οταν είπα δτι φαίνεται πολύ πιθανό δτι ή ιδέα ένός Μεσσία
σχεδιάστηκε άπό τούς άνθρώπους για να άντισταθούν στην
άπελπισία τους, ό ραβίνος εξοργίστηκε πού τόλμησα να άμφι-
σβητήσω τό λόγο τού Θεού».
((Μπορείς να τό πιστέψεις, Μπέντο, δτι νοσταλγώ τις πα­
λιές καλές μέρες πού ζούσε ό ραβίνος Μορτέρα; Ό ραβίνος
Άμποάμπ έχει τόσο άκραΤες μεσσιανικές πεποιθήσεις, πού σέ
σύγκριση μαζί του ό ραβίνος Μορτέρα μοιάζει πολύ φωτισμέ­
νος. Κάποιες συμπτώσεις μάλιστα αύξησαν ακόμα περισσότε­
ρο τό ζήλο του. Θυμάσαι τήν πρόβλεψη τού Ζ οχάρ για τήν
ήμερομηνία γέννησης τού Μ εσσία;»
((Θυμάμαι δτι έλεγε έννέα πέντε - τήν ένατη μέρα τού πέμ­
πτου μήνα».
«Κ αί τώρα, άκουσον άκουσον, λέγεται πώς ό Σαμπετάι
Σεβή γεννήθηκε στις έννέα του Ά β \ στη Σμύρνη της Τουρ­
κίας τό 1656 καί πέρυσι ό Νάθαν, ένας καμπαλιστής άπό τή
Γάζα πού έγινε ό πάτρωνάς του, τον άνακήρυξε Μεσσία.
'Υπάρχουν ένα σωρό διαδόσεις για τα θαύματά του. Λέγεται
δτι είναι χαρισματικός, ψηλός σαν κέδρος, όμορφος, εύσεβής
καί ασκητικός. Λένε πώς νηστεύει για πολύ μεγάλες περιόδους
καί δλη τή νύχτα ψέλνει ύμνους μέ τή μελωδική του φωνή.
"Οπου κι αν ταξιδέψει φαίνεται δτι κάνει δ,τι μπορεί για να
προσβάλει καί να άπειλήσει τις έγκατεστημένες ραβινικές
άρχές. Οί ραβίνοι της Σμύρνης τον έδιωξαν, έπειδή τόλμησε
να άναφέρει τό όνομα τού Θεού άπό τό βήμα τής συναγωγής
καί στή Θεσσαλονίκη πάλι τον έδιωξαν έπειδή τέλεσε έναν γά­
μο μέ γαμπρό τον έαυτό του καί μέ νύφη τήν Τορά. Εκείνος
δμως δέν μοιάζει να άνησυχει καθόλου για τή δυσαρέσκεια των
ραβίνων καί συνέχισε να περιπλανιέται σέ δλους τούς Άγιους
Τόπους μαζεύοντας ακόμα μεγαλύτερα πλήθη οπαδών. Πολύ1

1. Ό 5ος μήνας για τούς Εβραίους. Αντιστοιχεί στο διάστημα 16 ’Ιου­


λίου - 15 Αύγουστου. ( Σ.τ.μ.)
ΦΟΟΥΡΜΠΕΡΧ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1666 44»

γρήγορα ή είδηση του έρχομοΰ του Μεσσία σάρωσε τον έ-


βραϊκό κόσμο σαν τυφώνας. Μέ τα ίδια μου τα μάτια είδα
Εβραίους του Άμστερνταμ να χορεύουν στους δρόμους άκού-
γοντας τό νέο, μερικοί μάλιστα πούλησαν ή χάρισαν όλα τους
τα κοσμικά άγαθά κι έφυγαν για να τον συναντήσουν στους
Άγιους Τόπους. Κι όχι μόνο άμόρφωτοι άνθρωποι άλλα καί
πολλοί διαπρεπείς πολίτες μας είναι σαν μαγεμένοι - άκόμα κι
ό πάντα έπιφυλακτικός ’Ισαάκ Περέιρα έγκατέλειψε όλη του
τήν περιουσία καί πήγε νά τον βρει. Κι άντί νά έπαναφέρει τή
λογική, ό ραβίνος Άμποάμπ κάνει γιορτές καί αύξάνει σέ ση­
μείο φρενίτιδας τον ένθουσιασμό γ ι’ αύτόν τον άνθρωπο. Κι
αύτό παρά τό γεγονός ότι πολλοί ραβίνοι των Α γίω ν Τόπων
απειλούν τον Σαμπετάι Σεβή μέ χέρεμ».
Ό Μπέντο μέ τά μάτια κλειστά έπιασε τό κεφάλι του καί
βόγκηξε: « Οί άνόητοι, οί άνόητοι».
« Περίμενε. Τά χειρότερα δέν τ ’ άκουσες άκόμα. Πριν άπό
τρεις περίπου εβδομάδες έφτασε ένας ταξιδιώτης άπό τήν
Ανατολή καί άνέφερε οτι ό ’Οθωμανός Σουλτάνος ήταν τόσο
δυσαρεστημένος μέ τις ορδές των Εβραίων πού συνέρρεαν
στήν Ανατολή γιά νά βρουν τον Μεσσία, ώστε κάλεσε τον
Σαμπετάι Σεβή στο παλάτι του καί τον έβαλε νά διαλέξει ή νά
πεθάνει μέ μαρτυρικό θάνατο ή νά άσπαστει τό Ίσλάμ. Καί
ποιά ήταν ή άπάντηση τού Σεβή; Ό Μεσσίας διάλεξε άμέσως
νά γίνει μουσουλμάνος!»
«Άσπάστηκε τό Ίσλάμ; Κι αύτό ήταν;» Τό πρόσωπο τού
Μπέντο μαρτυρούσε μεγάλη έκπληξη. « Κι έτσι άπλά ή τρέλα
γιά τον Μεσσία ξεφούσκωσε;»
« ‘Έ τσι θά περίμενε κανείς! Θά περίμενε κανείς όλοι οί οπα­
δοί τού Μεσσία νά καταλάβουν πώς είχαν πέσει θύματα άπά-
της. Καθόλου όμως - άντίθετα ό Νάθαν καί διάφοροι άλλοι
έπεισαν τούς οπαδούς του ότι τό γεγονός πώς άλλαξοπίστησε
ήταν μέρος τού θεϊκού σχεδίου, κι έτσι εκατοντάδες, ίσως καί
χιλιάδες Εβραίοι, τον ακολούθησαν καί άσπάστηκαν τό Ίσλάμ ».
442 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΜΙΝΟΖΑ

« Καί τί συνέβη τότε μ’ έσένα καί τον ραβίνο Άμποάμπ;»


« Δεν μπορούσα πια να συγκρατηθώ καί προέτρεψα δημό­
σια τους πιστούς να συνέλθουν, να σταματήσουν να πουλάνε τα
σπίτια καί τα υπάρχοντά τους καί να περιμένουν τουλάχιστον
έναν χρόνο, πριν μεταναστεύσουν στους Άγιους Τόπους. Ό ρα-
βίνος Άμποάμπ έγινε έξαλλος καί τώρα μέ έθεσε σέ διαθεσι­
μότητα καί μέ απειλεί μέ χέρεμ».
«Μ έ χέρεμ \Μά π ώ ς; Τότε, Φράνκο, θά κάνω κι εγώ μιά
παρατήρηση από τις δικές σου - κάτι πού τό έμαθα άπό σένα ».
« Καί ποιά είναι α ύτή;» ρώτησε ό Φράνκο καί κοίταξε τον
Μπέντο μέ μεγάλο ενδιαφέρον.
« Οί στίχοι καί ή μελωδία σου δέν ταιριάζουν».
« Τί έννοεΐς στίχοι καί μελωδία;»
« Περιγράφεις τόσο τρομερά γεγονότα - δτι ό ραβίνος
Άμποάμπ σέ έπέπληξε δημόσια, δτι άπέσυρε την άγάπη του
άπό τό πρόσωπό σου, δτι έβαλε νά σέ παρακολουθούν, δτι πε­
ριόρισε την ελευθερία σου καί τώρα τό χέρεμ. Κι όμως, παρότι
είχες νιώσει φρίκη στή θέα τού δικού μου χέρεμ, δέν βλέπω
άπόγνωση στο πρόσωπό σου, δέν ακούω φόβο στά λόγια σου.
Μοιάζεις μάλιστα -τ ί νά π ώ - σχεδόν χαρούμενος. Άπό πού
πηγάζει ή ανεμελιά σου;»
« Κάνεις σωστές παρατηρήσεις, Μπέντο, παρότι, βέβαια,
αν είχαμε μιλήσει πριν άπό έναν μήνα, δέν θά ήμουν τόσο χα­
ρούμενος. Πρόσφατα όμως σκέφτηκα μιά λύση. Αποφάσισα
νά μεταναστεύσω! Τουλάχιστον είκοσιπέντε εβραϊκές οικογέ­
νειες πού πιστεύουν στον δικό μου τρόπο νά είσαι Εβραίος
φεύγουν μαζί μου σέ τρεις έβδομάδες γιά τον Νέο Κόσμο, γιά
τό ολλανδικό νησί τού Κουρασάο, δπου θά έγκαταστήσουμε τή
συναγωγή μας καί τον δικό μας τρόπο νά λατρεύουμε τον Θεό.
Χθές έπισκέφτηκα δύο οικογένειες στή Χάγη πού έγκατέλει-
ψαν τή συναγωγή τού ραβίνου Άμποάμπ πριν άπό δύο χρόνια
καί είναι πολύ πιθανό νά έρθουν κι αύτές μαζί μας. Απόψε
ελπ ίζω νά πείσω άλλες δύο οικογένειες ».
ΦΟΟΥΡΜΙΙΕΡΧ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1666 443

« Στο Κουρασάο; Στήν άλλη άκρη του κόσμου;»


« Πίστεψέ με, Μπέντο, παρότι είμαι γεμάτος ελπίδες για τό
μέλλον μας στον Νέο Κόσμο, μέ στενόχωρε! πάρα πολύ ή σκέ­
ψη δτι έσύ κι έγώ μπορεί να μην ξανασυναντηθοϋμε ποτέ. Χθές
στη διαδρομή μέ τό τρέκσχοϊτ άφέθηκα σέ μια ονειροπόληση
-καί δέν είναι ή πρώτη φορά- δτι έρχεσαι να μάς έπισκεφτεΐς
στον Νέο Κόσμο καί άποφασίζεις να μείνεις μαζί μας, να είσαι
ό σοφός καί ό πνευματικός άνθρωπος της κοινότητάς μας. Τό
ξέρω δμως πώς είναι όνειρο. Άπό τή μια ό βήχας καί ή δύσ-
πνοιά σου μου δείχνουν πώς δέν θά μπορέσεις νά κάνεις τό τα­
ξίδι, ένώ ή ικανοποίησή σου άπό τή ζωή σου μου δείχνει πώς
δέν θά θελήσεις νά τό κάνεις ».
Ό Μπέντο σηκώθηκε κι άρχισε νά βηματίζει στο δωμάτιο.
«Ν ιώθω τόση θλίψη, πού δέν μπορώ νά μείνω καθιστός. Πα­
ρόλο πού οί συναντήσεις μας είναι άναγκαστικά σπάνιες, ή πα­
ρουσία σου στή ζωή μου είναι ζωτική γιά μένα. Ή σκέψη ενός
οριστικού άντίο είναι τόσο μεγάλο σοκ, τόσο μεγάλη άπώλεια,
πού δέν βρίσκω λόγια νά μιλήσω γ ι’ αύτή. Καί συγχρόνως ή
άγάπη μου γιά σένα μου γεννά άλλες σκέψεις. Τούς κινδύνους!
Πώς θά ζήσετε; Δέν υπάρχουν άλλοι Εβραίοι καί άλλη συνα­
γωγή στο Κουρασάο; Πώς θά σάς υποδεχτούν;»
«Ό κίνδυνος είναι πανταχού παρών γιά τούς Εβραίους.
Πάντα άντιμετωπίζαμε καταπίεση - αν όχι άπό τούς χριστια­
νούς ή τούς μουσουλμάνους, τότε άπό τούς δικούς μας πρεσβύ-
τερους. Τό Άμστερνταμ είναι τό μοναδικό μέρος στον κόσμο
πού μάς προσφέρει έναν βαθμό έλευθερίας άλλά πολλοί διαβλέ­
πουν ήδη τό τέλος της. Πολλοί εχθροί μας έχουν άρχίσει νά γ ί­
νονται ισχυροί: Ό πόλεμος μέ τούς Άγγλους τελείωσε άλλά
άπ’ δ,τι φαίνεται μόνο παροδικά, ό Λουδοβίκος ό ΙΔ' μάς άπει-
λεΐ καί ή ίδια ή φιλελεύθερη ολλανδική κυβέρνηση μπορεί νά
μήν κατορθώσει γιά πολύ ν’ άντισταθεΐ στούς Όλλανδούς
Όραγγιστές πού θέλουν νά έγκαταστήσουν τή μοναρχία. Δέν
συμμερίζεσαι τις άνησυχίες αύτές, Μπέντο;»
444 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟΖΑ

« Βέβαια! Τόσο πολύ μάλιστα ώστε άφησα κατά μέρος τή


συγγραφή της ’Η βικής καί γράφω τώρα ένα βιβλίο για τις θεο-
λογικές καί πολιτικές μου άπόψεις. Οί θρησκευτικές άρχές
διαθέτουν επιρροή στα κυβερνητικά σώματα καί άναμειγνύον-
ται πιά τόσο πολύ στήν πολιτική, πού πρέπει κάποιος νά τούς
σταματήσει. Πρέπει νά διατηρήσουμε διαχωρισμένη τή θρη­
σκεία από τήν πολιτική».
« Πές μου περισσότερα πράγματα γιά τό καινούργιο βιβλίο,
Μπέντο ».
« Στο μεγαλύτερο μέρος του τό σχέδιαζα από παλιά. Θυμά­
σαι τήν κριτική τής Βίβλου πού είχα κάνει σ’ έσένα καί τον
Γ ιάκομπ;»
« Κάθε λέξη της ».
« Αύτά γράφω στο χαρτί καί θά συμπεριλάβω δλα έκεινα τά
έπιχειρήματα κι άκόμα περισσότερα, έτσι ώστε κάθε λογικά
σκεπτόμενος άνθρωπος νά άμφισβητήσει τή θεϊκή καταγωγή
των γραφών καί νά αποδεχτεί τελικά πώς τά πάντα συμβαί­
νουν σύμφωνα μέ τούς οικουμενικούς νόμους τής Φύσης ».
« Θά δημοσιεύσεις δηλαδή άκριβώς τις ιδέες πού προκάλε-
σαν τό χερεμ σου;»
« Αύτό θά τό συζητήσουμε άργότερα. Ά ς ξαναγυρίσουμε
τώρα στά δικά σου σχέδια. Αύτά έπείγουν περισσότερο ».
« Ή ομάδα μας πείθεται ολο καί πιο πολύ πώς ή μοναδική
μας ελπίδα βρίσκεται στον Νέο Κόσμο. 'Ένα άπό τά μέλη μας
πού είναι έμπορος έπισκέφτηκε ήδη καί έπέλεξε μιά περιοχή,
τήν οποία άγοράσαμε άπό τήν ’Ολλανδική Εταιρεία των Δυ­
τικών ’Ινδιών. Κι έχεις δίκιο: 'Υπάρχει ήδη στο Κουρασάο μιά
επίσημη έβραϊκή κοινότητα. Έμεϊς όμως θά βρισκόμαστε
στήν άλλη πλευρά τού νησιού σέ δική μας περιοχή, θά μάθουμε
νά καλλιεργούμε τή γή καί θά δημιουργήσουμε ένα διαφορε­
τικό είδος έβραϊκής κοινότητας ».
<(Καί ή οίκογένειά σου; Πώς τούς φαίνεται αύτή ή κίνη­
ση; »
ΦΟΟΥΡΜΙΊΕΡΧ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1666 445

«Ή γυναίκα μου ή Σάρα συμφωνεί να έρθει άλλα μόνο μέ


ορισμένους δρους ».
« Μέ ορισμένους δρους; Μπορεί μια Εβραία σύζυγος να θέ­
τει δρους; Τί δρους;»
«Ή Σάρα έχει πολύ ισχυρή θέληση. Συμφωνεί να έρθει, μό­
νο αν κι έγώ συμφωνήσω να πάρω στα σοβαρά τις άπόψεις της
δτι πρέπει να άλλάξει ό τρόπος πού ό ’Ιουδαϊσμός άντιμετωπί-
ζει καί συμπεριφέρεται στις γυναίκες ».
«Δ έν πιστεύω στ’ αύτιά μου. Πώς αντιμετωπίζουμε τις
γυναίκες; Ποτέ μου δέν έχω άκούσει τέτοια άνοησία ».
« Μου ζήτησε να συζητήσω τό θέμα αύτό μαζί σου ».
« Τής μίλησες για μένα; Νόμιζα πώς έπρεπε να κρατάς τήν
έπαφή σου μαζί μου κρυφή άκόμα κι από τή γυναίκα σου ».
«Ή Σάρα έχει αλλάξει. Κι οί δύο μας έχουμε αλλάξει. Δέν
έχουμε πια μυστικά ό ένας άπό τον άλλον. Μπορώ νά της με­
ταφέρω τά λόγια σου;»
Ό Μπέντο συμφώνησε απρόθυμα.
Ό Φράνκο καθάρισε τό λαιμό του καί μίλησε μέ πιο λεπτή
φωνή. <(Κύριε Σπινόζα, συμφωνείτε δτι είναι δίκαιο οί γ υ ­
ναίκες νά άντιμετωπίζονται σάν κατώτερα πλάσματα άπό
κάθε άποψη; Στή συναγωγή είμαστε υποχρεωμένες νά κα­
θόμαστε χωριστά άπό τούς άντρες σέ λιγότερο καλές θέσεις
κ α ί...»
« Σάρα », διέκοψε ό Μπέντο μπαίνοντας άμέσως στο ρόλο
του, « βεβαίως καί κάθεστε χωριστά έσεΐς οί γυναίκες μέ τά
λάγνα βλέμματά σας. Είναι σωστό νά άποσπάτε τούς άντρες
άπό τον Θεό;»
« Ξέρω τί θά σου απαντούσε » είπε ό Φράνκο, καί μιμούμε­
νος τή γυναίκα του συνέχισε: « Εννοείτε δτι οί άντρες είναι σάν
ζώα σέ μόνιμο οίστρο καί παρεκκλίνουν άπό τήν ορθολογική
σκέψη καί μόνο μέ τήν παρουσία μίας γυναίκας - της ίδιας γυ­
ναίκας μέ τήν οποία κοιμούνται πλάι πλάι κάθε νύχτα. Καί μό­
νο ή θέα τού προσώπου μας θά διώξει άπό μέσα τους τήν άγά-
446 ΓΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ λΙΠΝΟΖΑ

πη για τον Θεό. Μήπως φαντάζεστε πώς μάς κάνει αυτό να


νιώθουμε;»
« Ώ , άνόητη γυναίκα - έννοειται πώς πρέπει να μήν είσαι
ορατή! Ή παρουσία του πειρασμού στα μάτια σου, τό πετάρι­
σμα της βεντάλιας σου καί οί έπιπόλαιες κουβέντες σου άντι-
στρατεύονται τον θρησκευτικό διαλογισμό ».
« Επειδή λοιπόν οί άντρες είναι άδύναμοι καί δέν μπορούν
να παραμείνουν συγκεντρωμένοι στο στόχο τους, φταίνε οί γυ­
ναίκες, οχι οί ίδιοι; Ό άντρας μου μου λέει 8τι είπατε κάποτε
πώς τίποτα δέν είναι καλό ή κακό, πώς στον νοΰ έγκειται να
ορίσει τό καθετί ώς καλό ή κακό. Σ ω στά;»
Ό Μπέντο συμφώνησε άπρόθυμα.
«Ε πομένω ς ίσως να πρέπει να βελτιωθεί ό νους των άν-
δρών. ’Ίσως να πρέπει οί άντρες να φορέσουν παρωπίδες άντί
να άπαιτουν άπό τις γυναίκες να φοράνε πέπλο! Σάς είναι
σαφής ή θέση μου ή να συνεχίσω ;»
Ό Μπέντο πήγε να απαντήσει μέ λεπτομέρειες άλλα στα­
μάτησε καί κουνώντας άρνητικά τό κεφάλι είπε: «Σ υνέχι­
σε ».
«Έ μ εις οί γυναίκες μένουμε φυλακισμένες στο σπίτι, δέν
διδασκόμαστε ποτέ τα ολλανδικά κι αυτό μάς περιορίζει τόσο
στα ψώνια όσο καί στή συζήτηση μέ τούς γύρω μας. Κου­
βαλάμε ένα άνισο φορτίο δουλειάς μέσα στήν οικογένεια, ένώ
οί άντρες κάθονται τό μεγαλύτερο μέρος της μέρας καί κάνουν
συζητήσεις για ζητήματα τού Ταλμούδ. Οί ραβίνοι άντιτίθεν-
ται πολύ καθαρά στή μόρφωσή μας, λένε ότι διαθέτουμε υπο­
δεέστερη νοημοσύνη καί ότι θά ήταν ανοησία νά μάς διδάξουν
τήν Τορά, γιατί έμείς οί γυναίκες ποτέ δέν θά μπορούσαμε νά
συλλάβουμε τή συνθετότητά της ».
« Σ’ αύτή τή συγκεκριμένη περίπτωση συμφωνώ μέ τον ρα­
βί νο. Έσύ πιστεύεις πραγματικά οτι οί γυναίκες έχουν ίση
εύφυΐα μέ τούς άντρες;»
«Ρ ώ τα τον άντρα μου. Δίπλα σου στέκεται. Ρώτα τον αν
ΦΟΟΥΡΜΠΕΡΧ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1666 447

δεν μαθαίνω τό ίδιο γρήγορα κι αν δεν κατανοώ τό ίδιο σέ βά­


θος δσο έκείνος ».
Ό Μπέντο έγνεψε έρωτηματικά στον Φράνκο πού χαμογέ­
λασε, καί είπ ε: «Αλήθεια λέει, Μπέντο. Μαθαίνει καί καταλα­
βαίνει έξίσου γρήγορα, ίσως καί πιο γρήγορα άπό μένα. Κι έσύ
γνώριζες κάποτε μια τέτοια γυναίκα. Θυμάσαι έκείνη τήν κο­
πέλα πού σέ δίδασκε λατινικά, πού έσύ ό ίδιος τήν είχες χαρα­
κτηρίσει φαινόμενο; Ή Σάρα πιστεύει μάλιστα οτι οί γυναίκες
θά έπρεπε να συνυπολογίζονται στο μιννάν καί να καλούνται
να διαβάσουν άπό τό βήμα, άκόμα καί να γίνουν ραβίνοι».
« Να διαβάσουν άπό τό βήμα; Να γίνουν ραβίνοι; Αύτό
είναι άπίστευτο! ’Άν οί γυναίκες ήταν ικανές να μοιραστούν
τήν έξουσία, τότε άνατρέχοντας στήν Ιστορία θά βρίσκαμε
πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Πουθενά όμως δέν θά βρεις καμία
γυναίκα, δέν ύπάρχουν παραδείγματα γυναικών πού κυβέρνη­
σαν ισότιμα μέ τούς άντρες ούτε βέβαια γυναίκες πού νά κυ­
βέρνησαν άντρες. Τό μόνο πού μπορούμε νά συμπεράνουμε
είναι δτι οί γυναίκες έχουν μιά έγγενή άδυναμία )).
Ό Φράνκο διαφώνησε. «Ή Σάρα θά έλεγε -κ ι έδώ θά συμ­
φωνήσω μαζί της- δτι τά στοιχεία πού έπικαλείσαι δέν άπο-
δεικνύουν τίποτα. Ό λόγος πού δέν μοιράζονται τήν έξουσία
είνα ι-»
Έ να χτύπημα στήν πόρτα διέκοψε τή συζήτησή τους.
Μπήκε ή οικονόμος κουβαλώντας έναν βαρύ δίσκο μέ φαγητό.
« Κύριε Σπινόζα, μπορώ νά σάς σερβίρω;))
Ό Μπέντο τής έγνεψε, κι έκείνη άρχισε νά τοποθετεί πάνω
στο γραφείο του πιάτα γεμάτα άχνιστά φαγητά. Ό Μπέντο
γύρισε στον Φράνκο. « Ρωτάει άν είμαστε έτοιμοι νά φάμε.
Μπορούμε νά φάμε έδώ )).
Ό Φράνκο κοίταξε τον Μπέντο απορημένος καί απάντησε
στά πορτογαλικά: «Μ πέντο, πώς γίνεται νά πιστεύεις δτι
μπορώ νά φάω αύτό τό φαγητό μαζί σου; Τό ξέχασες; Είμαι
ραβίνος!))
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Τ Ρ Ι Α Κ Ο Σ Τ Ο Δ Ε Τ Τ Ε Ρ Ο

ΒΕΡΟΛΙΝΟ, ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ - 1939-1945

Είναι ό ((παραλίγο Άλφρεντ». Ό Ρόζενμπεργκ κατάφερε να


γίνει παραλίγο άνθρωπος του πνεύματος, παραλίγο δημοσιο­
γράφος, παραλίγο πολιτικός - μόνο παραλίγο 6μως.
— Γ ιόζεφ Γκαϊμπελς

Γιατί χύνει ό κόσμος κροκοδείλια δάκρυα για τή μοίρα μια μι­


κρής μειοψηφίας Εβραίων, μοίρα τήν οποία άξιζαν μέ τό πα­
ραπάνω ;... Ρωτώ τον Ροϋζβελτ, ρωτώ τον άμερικανικό λαό:
Είστε έτοιμοι να υποδεχτείτε άνάμεσά σας αύτούς τούς άνθρώ-
πους πού δηλητήριασαν τον γερμανικό λαό και τό οικουμενικό
πνεύμα τού Χριστιανισμού; Άν ύπήρχε τρόπος ν’ άπαλλαγούμε
άπ’ αύτούς, εύχαρίστως να δίναμε στον καθέναν τους ένα εισι­
τήριο πλοίου δωρεάν κι ένα χαρτονόμισμα χιλίων μάρκων για
τα οδοιπορικά τους.
— Άντολφ Χίτλερ

Παρότι ό Άλφρεντ δεν ύπέφερε ξανά άπό τέτοια έξουθενωτική


κατάθλιψη, ποτέ δεν ένιωσε άνετα στο πετσί του καί γιά τό
υπόλοιπο της ζωής του τό αίσθημα τής αύταξίας του παρου­
σίαζε μεγάλες διακυμάνσεις: άνέβαινε στά ούράνια ή κατέβαι­
νε στά Τάρταρα, άνάλογα μέ τό πόσο φιλικό ένιωθε άπέναντί
του τον Άντολφ Χίτλερ.
Ό Χίτλερ δέν τον άγάπησε ποτέ. Πεπεισμένος δμως 6τι οί
ίκανότητές του ήταν χρήσιμες γιά τό κόμμα συνέχισε νά τού
άναθέτει πλήθος εύθύνες. Όλες τους έρχονταν νά προστεθούν
στον κύριο ρόλο του ώς άρχισυντάκτη τής έφημερίδας τού
44«
ΒΕΡΟΛΙΝΟ. ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ - 1939-1945 449

κόμματος. Ό Λ αϊκός Π αρατηρητής, « ή άγωνιστική έφημερί-


δα του ναζιστικού κόμματος », άκμασε υπό τή διεύθυνσή του:
Τό 1940 είχε ξεπεράσει τό ένα έκατομμύριο φύλλα ήμερησίως.
Προσωπικά ό Χίτλερ προτιμούσε τΙς χυδαίες άντισημιτικές
καρικατούρες στή S türm er τού Στράιχερ, άλλα ό Π αρατη-
ρητής ήταν ή έπίσημη έφημερίδα τού κόμματος καί ό Χίτλερ
ή ό έκπρόσωπός του, ό Ρούντολφ Έ ς, ποτέ δέν παρέλειπαν νά
τή διαβάζουν καθημερινά.
Ό Αλφρεντ είχε έγκάρδια σχέση μέ τον Έ ς καί μέσω αύτού
άποκτούσε πρόσβαση στον Χίτλερ. Αύτό δμως τερματίστηκε
εσπευσμένα στις 10 Μαιου 1941, δταν, έπειτα άπό ένα χαλαρό
πρόγευμα μέ τον Ρόζενμπεργκ πού κράτησε ώρες, ό "Ες οδή­
γησε ώς τό άεροδρόμιο καί, γιά λόγους πού έξακολουθούν καί
σήμερα νά προκαλούν σύγχυση στούς ιστορικούς, πήρε ένα
Μέσερσμιτ BF110 καί πέταξε ώς τή Σκωτία, δπου προσγειώ­
θηκε μέ αλεξίπτωτο καί δπου συνελήφθη αμέσως καί φυλακί­
στηκε άπό τούς Βρετανούς γιά την ύπόλοιπη ζωή του. Τό πό­
στο τού έκπροσώπου άνέλαβε στή θέση του ό Μάρτιν Μπόρμαν
καί έγινε, κατά τήν έκφραση τού Αλφρεντ, « δικτάτορας της
άντικάμαρας». Έκτος άπό σπάνιες περιπτώσεις ό Μπόρμαν
έπέτρεπε τήν πρόσβαση στον Φύρερ μόνο στον πολύ στενό κύ­
κλο - στόν όποιο δέν συμπεριλήφθηκε ποτέ ό Αλφρεντ Ρόζεν­
μπεργκ.
Κι δμως κανείς δέν μπορούσε νά άρνηθει στόν Αλφρεντ τήν
εκπληκτική επιτυχία τού βιβλίου του, Ό μύθος τον εικοστού
αιώνα. ΛΩς τό 1940 είχε πουλήσει πάνω άπό ένα έκατομμύριο
αντίτυπα καί τό μόνο βιβλίο πού τό ξεπερνούσε στή Γερμανία
ήταν Ό Λγών μον. Τά ύπόλοιπα καθήκοντά του ήταν πολλά:
ό ρόλος του ώς διευθυντή τής ιδεολογικής έκπαίδευσης ολό­
κληρου τού ναζιστικού κόμματος άπαιτούσε συχνά συμβούλια
καί δημόσιες διαλέξεις. Οί ομιλίες του ποτέ δέν άπομακρύνθη-
καν άπό τις άρχές στις όποιες κατηχούσε τό κοινό μέ τό βιβλίο
του: άνωτερότητα τής Άριας φυλής, έβραϊκή άπειλή, καθαρό­
45° ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

τητα του αίματος, κίνδυνοι άπό τις άκάθαρτες μεικτές γεννή­


σεις, άναγκαιότητα για ζωτικό χώρο καί κίνδυνοι άπό τή θρη­
σκεία. Ό Άλφρεντ σφυροκοπούσε άκατάπαυστα τό ίδιο θέμα,
τους κινδύνους πού άντιπροσώπευαν οί Εβραίοι για τό Ράιχ,
καί ποτέ δέν παρέλειπε να έπιμείνει δτι τό έβραϊκό ζήτημα
πρέπει να έπιλυθεΐ μέ τήν άπομάκρυνση όλων των Εβραίων
άπό τήν Εύρώπη. "Οταν τό 1939 έγινε πιο ξεκάθαρο δτι καμία
χώρα δέν θά υποδεχόταν τούς Εβραίους τής Γερμανίας, της
Πολωνίας καί της Τσεχίας, ό Άλφρεντ ύποστήριξε τή μετεγ­
κατάσταση των Εβραίων της Εύρώπης σέ κάποια όριοθετη-
μένη περιοχή ( άπορρίπτοντας άπερίφραστα τήν ιδέα ένός κρά­
τους ) έξω άπό τήν Εύρώπη - γιά παράδειγμα, στή Μαδαγα­
σκάρη ή στή Γουιάνα. Γιά λίγο καιρό σκεφτόταν τήν Αλάσκα,
έπειτα όμως άποφάσισε δτι τό παγωμένο της κλίμα θά ήταν
πολύ δυσβάσταχτο γιά τούς Εβραίους.
Τό 1939 ό Χίτλερ κάλεσε τον Ρόζενμπεργκ γιά ένα συμβού­
λιο.
« Ρόζενμπεργκ, κρατώ στο χέρι μου τήν έπίσημη άναγγε-
λία τής βράβευσής σου μέ τό Ε θνικό Γερμανικό Βραβείο.
Είμαι βέβαιος δτι θυμάσαι τή συζήτησή μας, δταν σου είπα δτι
σέ έπέλεξα - άποκάλεσες τή μέρα εκείνη τήν πιο περήφανη τής
ζωής σου. Έ γώ ό ίδιος ένέκρινα τις έξής φράσεις: “ Ό άκού-
ραστος άγώνας τού Ρόζενμπεργκ νά κρατήσει άγνή τήν έθνι-
κοσοσιαλιστική φιλοσοφία είναι ιδιαίτερα άξιέπαινος. Μόνο οί
έποχές πού θά έρθουν θά μπορέσουν νά έκτιμήσουν πλήρως τό
βάθος τής έπιρροής αύτού τού άνθρώπου στή φιλοσοφική θε-
μελίωση τού Έθνικοσοσιαλιστικού Ράιχ”».
Οί κόρες τού Άλφρεντ μεγάλωσαν: Είχε έκπλαγεΐ άπό τή
γενναιοδωρία τού Χίτλερ.
« Καί σήμερα σκοπεύω νά σέ διορίσω σέ μιά θέση γιά τήν
οποία είσαι προορισμένος. Αποφάσισα νά ιδρύσω έπισήμως τή
Χόε Σ οϋλε, τό έκλεκτό ναζιστικό πανεπιστήμιο τού κόμματος.
Θά γίνεις ό διευθυντής του ».
ΒΕΡΟΛΙΝΟ. ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ - 1939-194*> 45

((Είμαι μεγάλη τιμή για μένα, μάιν Φύρερ. Άλλα δεν μου
είπατε ακόμα τί σχέδια έχετε για τή Χόε Σ ο νλ ε».
((Θά είναι ένα κέντρο ανώτερης ιδεολογικής καί έκπαιδευ-
τικής έρευνας πού θά βρίσκεται στή Βόρεια Βαυαρία. 'Οραμα­
τίζομαι ένα άμφιθέατρο τριών χιλιάδων θέσεων, μιά βιβλιοθή­
κη πεντακοσίων χιλιάδων τόμων καί διάφορα παραρτήματα σέ
πολλές πόλεις τού Ράιχ».
Ό Άλφρεντ έβγαλε τό σημειωματάριό του. « Νά γράψω
γ ι’ αύτό στον Π αρα τη ρη τή;»
((Ναί. Ή γραμματέας μου θά σου δώσει τις υπόλοιπες άπα-
ραίτητες πληροφορίες. Είναι καλό νά μπει ήδη στον Π αρατη­
ρητή μιά σύντομη άνακοίνωση της ίδρυσης της σχολής καί τού
διορισμού σου ως διευθυντή. Ή πρώτη σου δουλειά - αύτό
όμως δέν είναι προς δημοσίευση », κι ό Χίτλερ χαμήλωσε τή
φωνή του, «είναι νά συγκροτήσεις τήν πανεπιστημιακή βι­
βλιοθήκη. Καί γρήγορα. Άμεσα. Τά βιβλία είναι ήδη διαθέσι­
μα. Θέλω νά μπεις επικεφαλής τής κατάσχεσης τού περιεχο­
μένου όλων των έβραϊκών καί μασονικών βιβλιοθηκών στις
κατεχόμενες χώρες ».
Ό Άλφρεντ ήταν ένθουσιασμένος: Ή ταν πράγματι ένα
έργο πού τού άρμοζε. Άρχισε άμέσως. Πολύ σύντομα οί άπε-
σταλμένοι του λεηλατούσαν τις εβραϊκές βιβλιοθήκες σέ ολό­
κληρη τήν Ανατολική Εύρώπη κι έστελναν χιλιάδες σπάνια
βιβλία στή Φραγκφούρτη, 6που οί βιβλιοθηκονόμοι έπέλεγαν
τά καλύτερα άπ’ αύτά γιά τή βιβλιοθήκη τής Χόε Σονλε. Ό
Χίτλερ σχεδίαζε έπίσης ένα μουσείο γιά τούς νεκρούς λαούς,
γ ι’ αύτό κάποια άλλα πολύτιμα βιβλία έπιλέγονταν νά εκτε­
θούν τελικά έκεί. Καί μάλιστα σέ σύντομο χρονικό διάστημα.
Ή εντολή τού Χίτλερ στον Άλφρεντ διευρύνθηκε, γιά νά συμ-
περιλάβει έκτος άπό βιβλία καί έργα τέχνης. Σάν κουταβάκι
πού λαχταράει τήν προσοχή τού κυρίου του, ό Άλφρεντ έγραψε
στά πεντηκοστά γενέθλια τού Χίτλερ:
452 ΤΟ ΙΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙ1ΝΟΖΑ

Χάιλ, μάιν Φύρερ:


Σ την επιθυμία μου νά σάς δώσω λίγη χαρά για τα γενέ­
θλιά σας, μάιν Φνρερ, παίρνω την πρωτοβουλία νά σάς προσ­
φέρω φωτογραφίες άπό μερικούς άπό τους πιο πολυτίμους
πίνακες που εξασφάλισε το ειδικό προσω πικό μου άκολου-
θώντας την εντολή σας άπό εβραϊκές συλλογές τέχνης που
βρίσκονταν χωρίς ιδιοκτήτη στις κατεχόμενες χώρες. Οι φω­
τογραφίες αυτές άποτελοϋν προσθήκη στά πενηντατρία πιο
πολύτιμα έργα τέχνης που είχαν παραδοθεϊ στη συλλογή σας
πριν άπό λίγο καιρό.
Σ άς ικετεύω, μάιν Φνρερ, νά μου δώσετε την ευκαιρία
στην επόμενη ακρόασή μου νά σάς δώσω προσω πική άναφορά
γιά το πλήρες εύρος καί το φάσμα αυτής τής κατάσχεσης
έργων τέχνης. Σάς ικετεύω νά δεχτείτε μ ιά σύντομη γραπτή
ενδιάμεση άναφορά γιά τήν πρόοδο καί τό μέγεθος τής κατά­
σχεσης, ή οποία θά χρησιμοποιηθεί ώς βάση γιά τήν κατοπινή
προφορική άναφορά, καθώς επίσης νά δεχτείτε τρία άντίγρα-
φα των προσωρινών καταλόγω ν τών πινάκων, οι όποιοι επί­
σης άναγράφουν μόνο μέρος τής συλλογής πού κατέχετε. Σ τή
διάρκεια τής αίτούμενης άκρόασης θά πάρω τήν πρωτοβουλία
νά σάς δώσω, μάιν Φύρερ, άλλους είκοσι φακέλους μέ πίνα­
κες, μέ τήν ελπίδα αυτή ή βραχύχρονη ενασχόληση μέ τά π α ­
νέμορφα άντικείμενα τής τέχνης πού βρίσκονται πιο κοντά
στήν καρδιά σας νά στείλει μ ιά άχτίδα ομορφιάς καί χαράς
στή σεβαστή ζωή σας.

Τό 1940 ό Χίτλερ γνωστοποίησε έπίσημα σε ολόκληρο τό


ναζιστικό κόμμα τό σχηματισμό του ERR1, του ειδικού απο­
σπάσματος του Ράιχσλάιτερ Ρόζενμπεργκ, που αποστολή του
ήταν νά κατάσχει 6λα τά άντικείμενα τέχνης καί τά βιβλία πού
άνήκαν στους Εβραίους της Εύρώπης γιά τούς σκοπούς τού
Ράιχ. Ό Ρόζενμπεργκ βρέθηκε επικεφαλής ενός γιγάντιου

1. Πρόκειται γιά τά άρχικά: Einsatzstab Reichsleiter Rosenberg. ( Σ.τ.μ.)


ΒΕΡΟΛΙΝΟ. ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ - 1939-1945 453

οργανισμού πού μετακινούνταν μαζί μέ τόν στρατό στα κατε-


χόμενα έδάφη, για να διασφαλίσει καί να άπομακρύνει τή
((χωρίς ιδιοκτήτη » εβραϊκή περιουσία πού θεωρούνταν πολύ­
τιμη για τή Γερμανία.
Ό Άλφρεντ ήταν κατενθουσιασμένος. Ή αποστολή αύτή
ήταν ή μεγαλύτερή του ανταμοιβή. Καθώς περιδιάβαινε τούς
δρόμους της Πράγας καί της Βαρσοβίας μέ τήν ομάδα τού ERR
σκεφτόταν: Ε ξουσία ! 3Ε πιτέλους εξουσία ! Να παίρνω αποφ ά­
σεις ζω ής και θανάτου γ ια τις εβραϊκές βιβλιοθήκες και γκα λ-
λερί τής Ευρώπης. Να διαθέτω δ ια π ρα γ μ α τευτικ ή δύναμη
απέναντι στον Γ καίρινγκ πού ξαφ νικά είναι πολύ καλός μ α ζ ί
μου. Τα αδηφ άγα χέρια του λεηλατούν έργα τέχνης από π α ν­
τού. Τώρα όμω ς εγώ έρχομαι πρώ τος. Π ρώτος εγώ διαλέγω
τα αντικείμενα γ ια τον Φύρερ, πριν προλάβει ό Γ καίρινγκ να τα
βουτήξει γ ια τή δική του συλλογή. Τί α π λη σ τία ! ' Ο Γ καίρινγκ
θά ’πρεπε να είχε απομακρυνθεί πριν από πολύ καιρό. 'Ο Φύρερ
όέν θά έπρεπε νά άνέχεται μ ιά τέτοια προδοσία τώ ν αριώ ν π α ­
ραδόσεων και τής άριας ιδεολογίας.

Ή αρπαγή τών έβραϊκών βιβλιοθηκών της Πολωνίας καί τής


Τσεχοσλοβακίας μεγάλωσε τήν πείνα τού Άλφρεντ για τον με­
γαλύτερο απ’ όλους τούς θησαυρούς - τή βιβλιοθήκη τού Μου­
σείου τού Ρέινσμπερχ. Έχοντας σαφώς στούς στόχους του τή
βιβλιοθήκη τού Σπινόζα, ό Άλφρεντ έγραφε αχόρταγα τον
έναν μετά τον άλλον πηχιαίους τίτλους για τήν έπέλαση τών
Ναζί στο Δυτικό Μέτωπο. « Τίποτα δεν μπορεί νά σταματήσει
τον B litzk neg1μας » σάλπιζε ό Π αρατηρητής. Ή μιά μετά τήν
άλλη οί χώρες έσκυβαν τό κεφάλι στή δύναμη τού Χίτλερ, καί
σέ λίγο έφτασε κι ή σειρά τών Κάτω Χωρών. Παρότι αύτή ή
μικρή χώρα είχε παραμείνει ούδέτερη στον Πρώτο Παγκόσμιο
πόλεμο καί έλπιζε νά κάνει τό ίδιο στον νέο πόλεμο, ό Χίτλερ

1. Πολεμική έπιχείρηση-άστραπή από ξηράς καί άέρος. ( Σ.τ.μ.)


454 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ LIIINOZA

είχε διαφορετικές προθέσεις. Στις 10 Mat ου 1940 οί δυνάμεις


των Ναζί εισέβαλαν στις Κάτω Χώρες μέ 6λο τους τον στρατό.
Τέσσερις μέρες αργότερα ή Λουφτβάφε βομβάρδισε μαζικά τή
βιομηχανική πόλη του Ρόττερνταμ καταστρέφοντας τό ένα τε­
τραγωνικό μίλι του κέντρου της καί τήν έπόμενη μέρα οί
ολλανδικές δυνάμεις παραδόθηκαν. Ό Άλφρεντ ήταν πολύ χα­
ρούμενος, καθώς ετοίμαζε τό πρωτοσέλιδο άρθρο καί τούς τίτ­
λους τού Λ αϊκού Π αρατηρητή για τον πόλεμο των πέντε
ήμερων μέ τήν ’Ολλανδία κι έγραψε ένα κύριο άρθρο για τό πό­
σο αήττητος ήταν ό B litzk neg των Ναζί. Τό προσωπικό τού
Π αρατηρητή παραξενεύτηκε άπό τή συμπεριφορά του - δέν
τον είχαν ξαναδει να χαμογελάει τόσο πλατιά. Πώς γινόταν ό
Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ πού γνώριζαν ν’ άνοίγει σαμπάνιες στό
γραφείο, να κερνάει τούς πάντες καί να κάνει μεγαλόφωνες
προπόσεις, πρώτα στον Φύρερ κι έπειτα στή μνήμη τού Ντή-
τριχ Έ κ α ρ τ ;
Λίγες έβδομάδες νωρίτερα ό Ά λφρεντ είχε διαβάσει μια
φράση τού Ά λμπερτ Α ϊνστάιν: «Τ ό μυστικό τής δημιουργι­
κότητας είναι να ξέρεις να κρύβεις τις πηγές σου ». Στήν άρχή
σάρκασε -«Ξεδιάντροπη ατιμία, χαρακτηριστική έβραϊκή
ύποκρισία»- καί τό περιφρόνησε. Για πολλές μέρες όμως τα
λόγια τού Ά ινσταϊν ξαναγύριζαν ανεξήγητα στό μυαλό του.
Μήπως ήταν τό στοιχείο πού θά έλυνε τό πρόβλημα Σπινόζα;
νΙσως οί ((πρωτότυπες» ιδέες τού Μπέντο Σπινόζα νά μήν
ήταν καί τόσο πρωτότυπες. νΙσως οί αληθινές πηγές τών στο­
χασμών του νά κρύβονταν μέσα στις σελίδες τών 159 βιβλίων
της προσωπικής του βιβλιοθήκης.
Τον Φεβρουάριο τού 1941 τό ERR, τό ειδικό σώμα λεηλασίας
τού Άλφρεντ, ήταν έτοιμο γιά δράση στις Κάτω Χώρες. Ό
Άλφρεντ έφτασε άεροπορικώς στό Άμστερνταμ καί παρευρέ-
θηκε σ’ ένα συμβούλιο πού είχε συγκαλέσει ό Βέρνερ Σβάιρ, ό
Γερμανός άξιωματικός πού ήταν υπεύθυνος γιά τή διάλυση τής
Μασονίας καί άλλων σχετικών οργανώσεων στις Κάτω
ΒΕΡΟΛΙΝΟ, ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ - 1939-1945 455

Χώρες. Οί Ναζί μισούσαν τούς μασόνους καί όχι μόνο όσους


άπό αύτούς ήταν Εβραίοι. Στο Mein K a m p f ό Χίτλερ υποστή­
ριζε ότι ή Μασονία είχε « υποταχθεί » στους Εβραίους καί είχε
παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στήν ήττα τής Γερμανίας στον
Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Παρόντες στο συμβούλιο ήταν
καμιά δεκαριά « έπαρχιακοί έκκαθαριστές » πού αποτελούσαν
τό προσωπικό τού Σβάιρ καί ό καθένας είχε άναλάβει μιά πε­
ριοχή. Πριν τό συμβούλιο ό Σβάιρ είχε ζητήσει άπό τον Ά λ-
φρεντ νά έγκρίνει τις οδηγίες πού σκόπευε νά τούς μοιράσει.
Όλα τά άντικείμενα πού έφεραν μασονικά έμβλήματα έπρεπε
νά καταστραφούν: ποτήρια, προτομές, πίνακες, σήματα, κο­
σμήματα, ξίφη, κύκλοι, στάθμες, μυστριά, σφυριά, έπτάφωτες
λυχνίες καί εξάντες. Ό λα τά ξύλινα άντικείμενα μέ έμβλήματα
πού δεν γινόταν ν’ άφαιρεθούν έπρεπε νά διαλυθούν ή νά καούν.
Ό λες οί δερμάτινες μασονικές ποδιές νά κοπούν στά τέσσερα
καί νά κατασχεθούν. Όσο διάβαζε τις οδηγίες, ό Άλφρεντ χα­
μογελούσε καί δέν έκανε παρά μόνο μία διόρθωση - οί δερμά­
τινες ποδιές νά κοπούν σέ δεκαέξι κομμάτια πριν κατασχεθούν.
Όλα τά ύπόλοιπα τά ένέκρινε καί συνεχάρη τον Σβάιρ γιά τήν
έπιμέλειά του.
Έ πειτα κοιτάζοντας τον κατάλογο των κτιρίων στά όποια
θά γίνονταν οί κατασχέσεις ρώτησε: « Χέρ Σβάιρ, βλέπω ότι
έχετε στον κατάλογό σας τό σπίτι τού Σπινόζα στο Ρέινσ-
μπερχ. Γ ια τί;»
«Όλόκληρη ή Εταιρεία Σπινόζα είναι γεμάτη μασόνους ».
((Κάνουν μασονικές συναντήσεις στο σπίτι τού Σ πινόζα;»
«Ό χ ι άπ’ δσο γνωρίζω. Δέν έχουμε άκόμα άνακαλύψει τά
μέρη συνάντησης στο Ρέινσμπερχ».
((Σας δίνω τήν άδεια νά συλλάβετε όλους όσους ύποπτεύε-
στε ότι είναι μασόνοι, τό σπίτι τού Σπινόζα όμως άφήστε το
στο ERR. Θά τό έπισκεφτώ προσωπικά γιά νά κατάσχω τή βι­
βλιοθήκη καί αν τυχόν βρω μασονικό ύλικό θά σάς τό παρα­
δώσω ».
45& ΓΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ LIIINOZA

«Ε σ είς προσωπικά, Ράιχσλάιτερ; Φυσικά. Μήπως χρειά­


ζεστε βοήθεια; Μέ χαρά θά σάς έδινα μερικούς άπο τούς
άντρες μου ».
«Ό χ ι εύχαριστώ. Οί άνθρωποι τού ERR περιμένουν δια­
ταγές καί είμαστε άπόλυτα προετοιμασμένοι».
« Μου έπιτρέπετε νά ρωτήσω, Ράιχσλάιτερ, τί το σημαν­
τικό έχει αύτο το μέρος γιά νά άπαιτεϊ την προσωπική σας
συμμετοχή;»
« Ή βιβλιοθήκη τού Σπινόζα καί τά έργα του μπορεί νά
είναι σημαντικά γιά τή Χόε Σονλε. Ή βιβλιοθήκη του θά άπαι-
τήσει την προσοχή μου. Μπορεί κάποτε νά εκτεθεί στο Μου­
σείο των Νεκρών Λαών πού σχεδιάζει ό Φύρερ ».
Δύο μέρες άργότερα στις 11 το πρωί ό Ρόζενμπεργκ καί ό
άρχιβοηθός του, ό Όμπερμπεράιχσλάιτερ Σίμμερ, έφτασαν
στο Ρέινσμπερχ μέ μιά πολυτελή λιμουζίνα Μερσεντές, τήν
οποία άκολουθούσε μιά δεύτερη λιμουζίνα κι ένα μικρό φορ­
τηγό πού μετέφεραν το προσωπικό τού ERR καί άδεια κιβώτια.
Ό Άλφρεντ διέταξε δύο στρατιώτες νά φυλάνε τό σπίτι τού
έπιστάτη πού βρισκόταν στο πλάι τού μουσείου καί δύο άλλους
νά συλλάβουν τον πρόεδρο της Εταιρείας Σπινόζα πού έμενε
στο έπόμενο τετράγωνο. Ή πόρτα τού μουσείου ήταν κλειδω­
μένη άλλά δέν τούς πήρε πολλή ώρα νά φέρουν τον έπιστάτη,
τον Χέραρντ Έ γκμοντ, ό όποιος ξεκλείδωσε καί άνοιξε τήν
πόρτα. Ό Άλφρεντ πέρασε μέ μεγάλα βήματα τό χώλ καί προ­
χώρησε κατευθείαν στή βιβλιοθήκη. Δέν ήταν 6πως τή θυμό­
ταν - ήταν πολύ λιγότερο γεμάτη. Μέτρησε άπό μέσα του τά
βιβλία. Ή ταν έξηνταοκτώ.
« Πού είναι τά άλλα βιβλία;» άπαίτησε νά μάθει.
Αίφνιδιασμένος καί τρομαγμένος ό έπιστάτης σήκωσε τούς
ώμους.
«Τ ά ύπόλοιπα όγδοντατρία βιβλία» είπε ό Άλφρεντ βγά­
ζοντας τό πιστόλι του.
«Έ γ ώ είμαι μόνο έπιστάτης. Δέν ξέρω άπ’ αύτά».
ΒΕΡΟΛΙΝΟ. ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ - 1939-1945 457

« Ποιός ξέρει;»
Εκείνη άκριβώς τή στιγμή μπήκαν μέσα οί άντρες του μέ
τον Γιοχάννες Ντίντερικ Μπίρενς ντέ Χάαν, τον πρόεδρο τής
Εταιρείας Σπινόζα, έναν αξιοπρεπή καλοντυμένο ήλικιωμένο
μέ λευκό γενάκι καί γυαλιά. Ό Άλφρεντ γύρισε προς τό μέρος
του κραδαίνοντας τό πιστόλι του προς τή μισοάδεια βιβλιοθή­
κη. ((’Ήρθαμε για τα βιβλία. Γιά να τα μεταφέρουμε σέ ασφα­
λές μέρος. Πού είναι τα υπόλοιπα όγδοντατρία βιβλία; Για
ήλίθιους μάς περνάτε;»
Ό Μπίρενς ντέ Χάαν φαινόταν ταραγμένος άλλα δέν είπε
τίποτα.
Ό Άλφρεντ έψαξε τό δωμάτιο. « Καί πού βρίσκεται τό ποίη­
μα τού Α ϊνστάιν πού ήταν κρεμασμένο εδώ άκριβώς, Χέρ
Πρεζιντέντ;» Ό Άλφρεντ έδειξε μέ τό πιστόλι του ένα σημείο
στον τοίχο.
Ό Μπίρενς ντέ Χάαν φαινόταν έντελώς σαστισμένος. Κού­
νησε τό κεφάλι καί μουρμούρισε: « Δέν γνωρίζω τίποτε για
6λ’ αύτά. Ποτέ στή ζωή μου δέν είδα να κρέμεται κάποιο ποίη­
μα έκει».
((Έδώ καί πόσο καιρό έχεις άναλάβει τή διεύθυνση;»
((Έδώ καί δεκαπέντε χρόνια ».
((Εκείνος ό φύλακας, εκείνος ό άπαίσιος κακοβαλμένος τύ­
πος πού δούλευε έδώ στις αρχές τής δεκαετίας τού ’20 καί συμ-
περιφερόταν σαν τό μέρος να τού άνήκε, πού βρίσκεται;»
« "Ισως έννοειτε τον Άμπραχαμ. Πάνε χρόνια πού πέθανε ».
«Τυχερός είναι. Κρίμα. "Ηθελα τόσο πολύ να τον ξανασυν-
αντήσω. "Εχεις οικογένεια, Χέρ Πρεζιντέντ τού Μουσείου
Σπινόζα;»
Ό Μπίρενς ντέ Χάαν έγνεψε καταφατικά.
((Μπορείς να διαλέξεις: Ή θά μάς πάς έκει πού είναι τα βι­
βλία καί θά έπιστρέψεις άμέσως στήν οίκογένειά σου καί στή
ζεστή κουζίνα σου ή νά μή μάς πεις, καί τότε θά περάσει πολύς
καιρός καί θά φάς πολύ κρύο ώσπου νά τούς ξαναδεις. Σέ βε­
458 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟΖΑ

βαιώνω πώς τά βιβλία θά τά βρούμε, ακόμα κι αν χρειαστεί να


γκρεμίσουμε τό μουσείο σανίδα τή σανίδα καί να μήν άφήσου-
με πίσω παρά ένα σωρό από ξύλα καί πέτρες. Θ’ αρχίσουμε
μάλιστα αύτή τή δουλειά αμέσως ».
Καμιά απάντηση άπό τον Μπίρενς ντε Χάαν.
((Κι έπειτα θά κάνουμε τό ίδιο καί στο διπλανό σπίτι. Κι
έπειτα στο δικό σου σπίτι. Τά βιβλία θά τά βρούμε - σέ διαβε-
βαιώ ».
Ό Μπίρενς ντέ Χάαν σκέφτηκε γιά λίγο κι έπειτα, άπροσ-
δόκητα, στράφηκε στον Έ γκμοντ καί είπ ε : « Πήγαινέ τους
στά βιβλία ».
<(Α παιτώ καί τό ποίημα » πρόσθεσε ό Άλφρεντ.
<(Δεν υπάρχει ποίημα » φώναξε ό Μπίρενς ντέ Χάαν.
Ό έπιστάτης τούς οδήγησε στο διπλανό κτίριο, σ’ ένα κρυ­
φό ντουλάπι μέσα στο κελλάρι, όπου τά υπόλοιπα βιβλία είχαν
άποθηκευτεΐ αδέξια κάτω άπό ένα τσουβάλι καί είχαν σκεπα­
στεί μέ πήλινα σκεύη καί βάζα μέ μαρμελάδες.
Οί στρατιώτες πακετάρισαν καλά τά βιβλία καί δλα τά
άλλα αντικείμενα άξίας -πορτρέτα τού Σπινόζα, ένα τοπίο τού
17ου αιώνα, μιά μπρούντζινη προτομή τού φιλόσοφου, ένα μι­
κρό αναγνωστήριο- σέ ξύλινα κιβώτια καί τά μετέφεραν στο
φορτηγό τους. Δύο ώρες άργότερα αρπαγές καί θησαυροί βρί­
σκονταν καθ’ οδόν γιά τό Άμστερνταμ.
«Έ χ ω πάρει μέρος σέ πολλές τέτοιες έπιχειρήσεις, Ράιχ-
σλάιτερ Ρόζενμπεργκ », είπε ό Σίμμερ στή διαδρομή,« δέν έχω
ξαναδει 6μως κανέναν νά διευθύνει τέτοια έπιχείρηση καλύτε­
ρα άπό έσάς. Νιώθω περήφανος πού σάς είδα έν δράσει. Πώς
γνωρίζατε 6τι έλειπαν βιβλία;»
(( Γνωρίζω πολλά γιά τή βιβλιοθήκη. Θά είναι άνεκτίμητη
γιά τή Χόε Σοϋλε. Θά μάς βοηθήσει μέ τό πρόβλημα Σπινό-
ζα ».
« Τό πρόβλημα Σ πινόζα;»
((Είναι πολύ σύνθετο γιά νά σάς έξηγήσω τώρα μέ λεπτό-
ΒΕΡΟΛΙΝΟ. ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ - 1939-1945 459

μέρειες. *Ας πούμε άπλώς δτι είναι μια μεγάλη έβραϊκή φιλο­
σοφική απάτη πού συνεχίζεται για αιώνες. Θέλω να άσχοληθώ
προσωπικά μ’ αύτό το ζήτημα. Στείλε τα βιβλία κατευθείαν
στα γραφεία του ERR στο Βερολίνο ».
((Με έντυπωσίασε ό τρόπος με τον όποιο χειριστήκατε τον
γέρο. Εντελώς ψυχρά. Αποτελεσματικά. Λύγισε τόσο εύκολα ».
Ό Άλφρεντ έδειξε τό μέτωπό του. « Δείξε τή δύναμή σου.
Δείξε τήν άνώτερη σοφία σου καί τήν άποφασιστικότητά σου.
Προσποιούνται πώς είναι μεγάλοι στοχαστές άλλα τρέμουν
στήν ιδέα δτι τό σπίτι τους θά γίνει σκόνη. Μόλις άνέφερα πώς
θά πάψει νά βλέπει τή ζεστή του κουζίνα, τό παιχνίδι είχε τε­
λειώσει. Γ ι’ αύτόν τό λόγο θά κυριαρχήσουμε εύκολα σ’ ολό­
κληρη τήν Εύρώπη ».
<(Καί τό ποίημα;»
« Τό ποίημα δεν είχε καμιά άξια σέ σύγκριση μέ τά βιβλία.
Ή ταν ξεκάθαρο πώς ό γέρος έλεγε τήν άλήθεια: Κανένας
άνθρωπος πού παραδίνει αύτή τήν άνεκτίμητη βιβλιοθήκη δέν
θά κινδύνευε γιά μερικά ορνιθοσκαλίσματα σ’ ένα κομματάκι
χαρτί. Μάλλον τό ποίημα δέν άνήκε στο μουσείο καί τό είχε
άναρτήσει ό τότε φύλακας ».

Οί δύο ’Ολλανδοί κάθονταν άποκαρδιωμένοι στήν κουζίνα τού


έπιστάτη. Ό Μπίρενς ντέ Χάαν κρατούσε τό κεφάλι του καί
βογκούσε. « Προδώσαμε αύτό πού μάς είχαν έμπιστευτεΐ.
Εμείς οφείλαμε νά φυλάξουμε τά βιβλία ».
«Δ έν μπορούσατε νά κάνετε άλλιώ ς» είπε ό Έ γκμοντ.
((Πρώτα απ’ δλα θά γκρέμιζαν τό μουσείο καί μετά κι αύτό
έδώ τό σπίτι καί θά έβρισκαν δχι μόνο τά βιβλία άλλά κι έκεί-
νη ».
Ό Μπίρενς ντέ Χάαν συνέχισε νά βογκάει.
((Τί θά είχε κάνει ό Σπινόζα;» ρώτησε ό έπιστάτης.
((Τό μόνο πού μπορώ νά φανταστώ είναι δτι θά είχε διαλέ­
460 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΠΝΟΖΑ

ξει τό δρόμο της αρετής. Ά ν ή επιλογή είναι ανάμεσα στο να


σώσεις κάποιο πολύτιμο άντικείμενο ή έναν άνθρωπο, τότε κι
έμεις έπρεπε να σώσουμε τή γυναίκα ».
« Συμφωνώ. Τέλος πάντων έφυγαν. Να της πω 6τι πέρασε
τό κακό;»
Ό Μπίρενς ντέ Χάαν τού έγνεψε καταφατικά. Ό Έ γκμ οντ
άνέβηκε τή σκάλα καί χρησιμοποιώντας ένα μακρύ κοντάρι
χτύπησε τρεις φορές στή γωνία τού ταβανιού τού υπνοδωμα­
τίου. Σέ λίγα λεπτά ή καταπακτή άνοιξε, μια άνεμόσκαλα κρε­
μάστηκε καί άπό μέσα κατέβηκε μια τρομαγμένη μεσήλικη
Εβραία, ή Σέλμα ντέ Φρίς-Κοέν.
« Σέλμα », είπε ό Έ γκμοντ, « μπορείς να ήσυχάσεις. ’Έ φυ­
γαν. Πήραν 6,τι πολύτιμο υπήρχε καί τώρα προχωρούν να λεη­
λατήσουν τήν υπόλοιπη χώρα ».
« Γιατί ήρθαν εδώ ; Τί ζητούσαν;» ρώτησε ή Σέλμα.
<(Όλόκληρη τή βιβλιοθήκη τού Σπινόζα. Δέν έχω ιδέα για­
τί τούς ήταν τόσο σημαντική. Είναι μυστήριο. Θά μπορούσαν
πολύ εύκολα νά άρπάξουν έναν Ρέμπραντ άπό τις δεκάδες πού
κρέμονται στο Ρέικσμουζέουμ στο Άμστερνταμ ό όποιος θά
είχε πολύ μεγαλύτερη άξια άπ’ 6λα αύτά τά βιβλία μαζί. Έ χ ω
δμως κάτι γιά σένα. Έ να βιβλίο δέν το πήραν. Έ να βιβλίο τού
Σπινόζα σέ ολλανδική μετάφραση, μέ τίτλο ’Η θική, πού τό
είχα κρυμμένο χωριστά στο σπίτι μου. Δέν ήξεραν 6τι ύπήρχε,
θά σού τό φέρω αύριο. Μπορεί νά σ’ ένδιαφέρει νά τό διαβάσεις
- είναι τό σημαντικότερο βιβλίο του ».
(( Πώς σέ ολλανδική μετάφραση; Πάντα πίστευα πώς ήταν
’Ολλανδός».
« ΤΗταν, άλλά έκείνη τήν εποχή οί λόγιοι έγραφαν στά λα­
τινικά ».
((Είμαι άσφαλής τώ ρ α;» ρώτησε ή Σέλμα τρέμοντας άκό-
μα. ((Είναι άσφαλές νά φέρω τή μητέρα μου έδώ ; Εσείς είστε
άσφαλεις;»
((Κανείς δέν είναι άπόλυτα άσφαλής μ’ αύτά τά άγρια θηρία
ΒΕΡΟΛΙΝΟ, ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ - 1939-1945 461

να κυκλοφορούν έλεύθερα. Βρίσκεσαι δμως στήν άσφαλέστερη


πόλη ολόκληρης της ’Ολλανδίας ».
« Σφράγισαν τις πόρτες καί τα παράθυρα τού μουσείου μέ
ταινίες, διέλυσαν τήν Εταιρεία Σπινόζα καί ή γερμανική κυ­
βέρνηση ζήτησε να της παραδοθει τό σπίτι. Αμφιβάλλω όμως
δτι θά γυρίσουν ποτέ σ’ αύτό τό άδειο μουσείο. Δέν υπάρχει τ ί­
ποτα σημαντικό πια έδώ. Παρ’ 6λα αύτά, για να είσαι άπόλυτα
άσφαλής, θά ήθελα νά σέ μετακινήσω γιά έναν μήνα σ’ ένα
άλλο μέρος. Αρκετές οικογένειες τού Ρέινσμπερχ προθυμοποι­
ήθηκαν νά σέ κρύψουν. Έ χ εις πολλούς φίλους έδώ. Στο με­
ταξύ θά χρειαστεί νά έγκαταστήσω στο δωμάτιό σου μιά τουα­
λέτα, πριν έρθει ή μητέρα σου τον άλλο μήνα ».

Ό ταν τά βιβλία έφτασαν στο Βερολίνο, ό Άλφρεντ διέταξε


τούς άντρες του νά τά μεταφέρουν άμέσως στο γραφείο τού
σπιτιού του. Τό άλλο πρωί πήρε τό φλιτζάνι μέ τον καφέ του,
κάθισε στο γραφείο του καί τά κοίταζε άπολαμβάνοντας καί
μόνο τήν παρουσία καί τό άρωμα αύτών των πολύτιμων έργων
- των βιβλίων πού ό Σπινόζα είχε κρατήσει στά χέρια του. Γιά
ώρες τά χάιδευε καί διάβαζε τούς τίτλους. Μερικοί συγγράφεις
τού ήταν γνωστοί - ό Βιργίλιος, ό Όμηρος, ό Όβίδιος, ό Καί-
σαρας, ό Αριστοτέλης, ό Τάκιτος, ό Πετράρχης, ό Πλίνιος, ό
Κικέρωνας, ό Λίβιος, ό Όράτιος, ό Αριστοτέλης, ό Ε π ίκτη ­
τος, ό Σενέκας καί μιά πεντάτομη έκδοση των έργων τού Μα-
κιαβέλλι. Ό , θρηνούσε, μ ακ ά ρι νά είχα τελειώ σει φ ιλολογικά
γυμνάσιο. Θά μ π ορούσα να τά διαβάσω . Νά μην ξέρω λέξη λ α ­
τινικά ή ελληνικά - ή τραγω δία της ζω ής μου. ‘Έ πειτα μ’ ένα
ξαφνικό σοκ συνειδητοποίησε πώς δέν ύπήρχε ούτε ένα βιβλίο
πού νά μπορούσε νά τό διαβάσει : κανένα τους δέν ήταν στά
γερμανικά ή στά ρωσικά. 'Υπήρχε τό D iscours d e la m éth od e
τού Καρτέσιου άλλά τά γαλλικά του ήταν στοιχειώδη.
Όσο γιά τά περισσότερα βιβλία, τού ήταν έντελώς άγνω­
462 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

σ τα : Πάρα πολλά έβραϊκά κείμενα, πιθανότατα Παλαιές Δια­


θήκες καί σχολιασμοί τής Βίβλου, καί πολλοί συγγράφεις τούς
οποίους δεν είχε ξανακούσει, όπως ό Νιζόλιους, ό Γιοζέφους
καί ό Παγκνίνους. Μερικά, κρίνοντας άπό τήν εικονογράφηση,
ήταν έγχειρίδια ’Οπτικής ( τού Huygens, τού Longomonta-
n u s), άλλα ’Α νατομίας ( τού Riolan ) ή Μαθηματικών. Ό Α λ-
φρεντ περίμενε πώς θά έβρισκε στοιχεία γιά τις πηγές τού
Σπινόζα άπό τή θέση των σελιδοδεικτών ή άπό σημειώσεις
στά περιθώρια, κι έτσι πέρασε τήν υπόλοιπη μέρα διατρέχον-
τας κάθε βιβλίο σελίδα σελίδα. Μάταια όμως - δέν υπήρχε τ ί­
ποτα, ούτε ίχνος τού Σπινόζα. Τό άπόγευμα πιά άντιλήφθηκε
τή σκληρή πραγματικότητα: τού έλειπε ή γνώση γιά νά μάθει
οτιδήποτε πάνω στον Σπινόζα άπό τά βιβλία του. Προφανώς
τό έπόμενο βήμα θά έπρεπε νά είναι νά ζητήσει νά τον βοηθή­
σουν οί κλασικοί φιλόλογοι.
Ό Χίτλερ είχε δμως άλλα σχέδια γιά κείνον. Λίγο μετά τήν
άφιξη τών βιβλίων στο σπίτι του, τεσσεράμισι έκατομμύρια
ναζιστές στρατιώτες εισέβαλαν στή Ρωσία. Ό Χίτλερ διόρισε
τον Ρόζενμπεργκ υπουργό τού Ράιχ γιά τις άνατολικές κατε-
χόμενες περιοχές καί τού ζήτησε νά οργανώσει ένα μεγάλο
σχέδιο γιά τήν έποίκιση άπό Γερμανούς μίας έκτεταμένης πε­
ριοχής τής Δυτικής Ρωσίας, τήν οποία κατοικούσαν τριάντα
έκατομμύρια Ρώσοι. Δεκαπέντε έκατομμύρια Ρώσοι θά έκτο-
πίζονταν. Στά υπόλοιπα δεκαπέντε θά έπιτρεπόταν νά μείνουν
αλλά μέσα σέ τριάντα χρόνια θά έπρεπε νά έχουν « έκγερμανι-
σ τεΐ».
Ό Αλφρεντ είχε πολύ συγκεκριμένες άπόψεις γιά τή Ρω ­
σία. Πίστευε 6τι μπορούσε νά ήττηθεΐ μόνο άπό τούς ίδιους
τούς Ρώσους καί 6τι οί Γερμανοί θά έπρεπε νά προσπαθήσουν
νά κατακερματίσουν τή χώρα καί νά σχηματίσουν πολεμικές
δυνάμεις συγκροτημένες άπό Ούκρανούς πού θά κινούνταν
ένάντια στούς μπολσεβίκους.
Αύτή ή ύψηλόβαθμη θέση, στήν άρχή ένας θρίαμβος γιά τόν
ΒΕΡΟΛΙΝΟ, ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ - 1939-1945 4^3

Ρόζενμπεργκ, μετατράπηκε γρήγορα σέ καταστροφή. ‘Έ στει­


λε τα σχέδιά του στον Χίτλερ άλλα οί στρατιωτικοί έπικε-
φαλής -ο Γκαίρινγκ, ό Χίμμλερ καί ό Έ ριχ Κόχ- διαφώνησαν
σφοδρά καί άγνόησαν άπόλυτα ή υπονόμευσαν βλες τις ειση­
γήσεις του. Άφησαν δεκάδες χιλιάδες Ούκρανούς αιχμαλώ­
τους πολέμου να πεθάνουν στα στρατόπεδα καί έκατομμύρια
πολίτες να πεθάνουν άπό τήν πείνα φορτώνοντας βλο τό σιτάρι
καί τα τρόφιμα για να σταλουν στη Γερμανία. Ό Ρόζενμπεργκ
συνέχισε να διαμαρτύρεται στον Χίτλερ, ό όποιος στο τέλος
του έδωσε μια σκληρή άπάντηση: « Σταματήστε να άναμει-
γνύεστε στις στρατιωτικές υποθέσεις. Τό πάθος σας για τα
ιδεολογικά ζητήματα σάς έχει άποκλείσει άπό τήν έπαφή με
τις καθημερινές υποθέσεις ».
Συγγραφέας ένός μπέστ-σέλλερ πού είχε πουλήσει ένα έκα-
τομμύριο άντίτυπα. Αρχισυντάκτης μίας άπό τις μεγαλύτερες
έφημερίδες. Διορισμένος στις πιο υπεύθυνες κυβερνητικές θέ­
σεις : έπικεφαλής της ναζιστικής ιδεολογίας καί έκπαίδευσης,
έπικεφαλής τού ERR, υπουργός τού Ράιχ γιά τά κατεχόμενα
άνατολικά εδάφη. Πάντα όμως νά τον άντιπαθούν καί νά τον
γελοιοποιούν όσοι άνήκαν στον στενό ναζιστικό κύκλο. Πώς
κατάφερε ό Ρόζενμπεργκ νά συγκεντρώσει τόσες τιμ ές; Με­
ρικές φορές όταν κάποιος γράφει σκοτεινή, περίπλοκη, άκατα­
νόητη πρόζα δέχεται πολύ ύπερβολικά έγκώμια γιά τήν εύφυια
του. ‘Ίσως γ ι’ αύτό ό Χίτλερ νά έπέμενε νά άναθέτει στον Ρό­
ζενμπεργκ τόσο πολλά άπαιτητικά άξιώματα.
Στο τέλος, καθώς οί Ρώσοι άρχισαν νά άπωθούν τις γερμα­
νικές δυνάμεις καί νά άνακτούν τά έδάφη τους, ή θέση τού
Άλφρεντ ώς ύπουργού τών άνατολικών κατεχόμενων έδαφών
έχασε τή σημασία της κι έτσι έκεινος ύπέβαλε τήν παραίτησή
του. Ό Χίτλερ ήταν πολύ άπασχολημένος γιά ν' άπαντήσει.
Ή έλπίδα του γιά μιά εις βάθος μελέτη τών βιβλίων τού
Σπινόζα δέν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Πριν περάσει πολύς
καιρός, οί Σύμμαχοι βομβάρδιζαν άνελέητα τό Βερολίνο. "Οταν
464 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ Σ.ΙΙΙΝΟΖΑ

καταστράφηκε ένα σπίτι πού άπεΐχε μόνο διακόσια μέτρα από


τό δικό του, ό Άλφρεντ διέταξε να μεταφερθούν τα βιβλία στη
Φραγκφούρτη για μεγαλύτερη άσφάλεια.
Ό Λ αϊκός Π αρατηρητής, « ή α γ ω νισ τικ ή έφημερίδα της
ναζιστικής Γερμανίας », συνέχισε να άγωνίζεται ώς τό τέλος,
καί ό Άλφρεντ δεν έπαψε ποτέ να έκθειάζει μέ δουλοπρέπεια
τον Χίτλερ άπό τις σελίδες της. Σέ ένα άπό τα τελευταία της
φύλλα ( 20 Απριλίου 1945), ό Ρόζενμπεργκ τον τίμησε μέ την
εύκαιρία των πεντηκοστών έκτων γενεθλίων του άναγορεύον-
τάς τον ((Άνθρωπο τού αιώνα ». Δέκα μέρες άργότερα, καθώς
ό ρωσικός στρατός βρισκόταν μόλις λίγα τετράγωνα μακριά
άπό τό υπόγειο καταφύγιο τού Χίτλερ, ό Φύρερ παντρεύτηκε
την Εύα Μπράουν, μοίρασε κάψουλες κυανίου στους καλεσμέ­
νους τού γάμου, έγραψε τη διαθήκη του καί αύτοπυροβολήθη-
κε, άφού πρώτα ή γυναίκα του κατάπιε τό κυάνιο. Είκοσιτέσ-
σερις ώρες άργότερα, στο ίδιο καταφύγιο, ό Γκαιμπελς καί ή
γυναίκα του σκότωσαν τα έξι παιδιά τους μέ μορφίνη καί κυά­
νιο κι έπειτα οί δύο τους αύτοκτόνησαν μαζί. Παρ’ δλα αύτά
τα πιεστήρια τού Π αρατηρητή συνέχισαν να δουλεύουν ώς τήν
παράδοση της Γ ερμανίας στις 8 Μαίου 1945. "Οταν τα γραφεία
του κυριεύτηκαν άπό τούς Ρώσους, βρέθηκαν μερικά μεταχρο­
νολογημένα φύλλα. Τό τελευταίο φύλλο πού δέν κυκλοφόρησε,
μέ ήμερομηνία 11 Μαΐου 1945, περιείχε έναν οδηγό έπιβίωσης
μέ τίτλο ((Ε πιβίωση στούς γερμανικούς άγρούς καί τά δάση ».
Μετά τό θάνατο τού Χίτλερ, ό Άλφρεντ μαζί μέ τούς άλ­
λους ήγέτες τών Ναζί πού ήταν ζωντανοί διέφυγαν στο Φλένσ-
μπουργκ, όπου ό Ναύαρχος Νταίνιτς, ό νέος άρχηγός τού κρά­
τους, συγκέντρωσε τήν κυβέρνησή του. Ό Άλφρεντ έλπιζε
πώς καθώς ήταν ό μεγαλύτερος σέ ήλικία Ράιχσλάιτερ πού
είχε άπομείνει, θά τού ζητούσαν νά συμμετάσχει στον κυβερ­
νητικό σχηματισμό. Κανείς βμως δέν έδωσε σημασία στην πα­
ρουσία του. Τελικά έστειλε στον στρατάρχη Μοντγκόμερυ μιά
πολύ προσεκτικά διατυπωμένη έπιστολή παράδοσης. Ακόμα
ΒΕΡΟΛΙΝΟ, ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ - 1939-1945 4^5

βμως καί οί Βρετανοί δέν έκτίμησαν πλήρως τή σημασία του,


καί ό Ράιχσλάιτερ Ρόζενμπεργκ περί με νε άνυπόμονα στο ξε­
νοδοχείο του έξι μέρες ώσπου ή βρετανική στρατιωτική άστυ-
νομία να περάσει άπό έκει καί να τόν συλλάβει. Λίγο άργότερα
τον παρέδωσαν στήν εύθύνη των Αμερικανών, οί όποιοι των
πληροφόρησαν 6τι μαζί μέ μια μικρή ομάδα άλλων σημαν­
τικών ναζιστών έγκληματιών πολέμου, είχε οριστεί να δικα­
στεί στο ειδικό διεθνές δικαστήριο της Νυρεμβέργης.
Σ ημ αντικώ ν ναζιστώ ν εγκλη μ ατιώ ν π ο λ έ μ ο υ ! Σ οβ α ρά ;
'Ένα χαμόγελο ήρθε στα χείλη του Λλφρεντ.

Στο μεταξύ στο Ρέινσμπερχ τήν ήμέρα της νίκης, ή Σέλμα ντε
Φρίς-Κοέν καί ή ήλικιωμένη μητέρα της Σοφί κατέβηκαν τήν
άνεμόσκαλα άπό τό μικροσκοπικό τους δωμάτιο καί βγήκαν
για πρώτη φορά έδώ καί χρόνια εξω στο φώς τού ήλιου. Περ­
πάτησαν γύρω άπ’ τό σπίτι ώς τήν είσοδο τού Μουσείου Σπι-
νόζα, δπου υπέγραψαν τό βιβλίο έπισκεπτών - τήν πρώτη
υπογραφή μέσα σέ τέσσερα χρόνια: «Αφιερωμένη μέ εύγνω-
μοσύνη για τον καιρό πού μάς έπιτράπηκε να κρυφτούμε έδώ
στο Μουσείο Σπινόζα σέ δλους δσοι μάς φρόντισαν τόσο έξαι-
ρετικά καί έσωσαν τή ζωή μας άπό τή γερμανική άπειλή».
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Τ Ρ Ι Α Κ Ο Σ Τ Ο Τ Ρ Ι Τ Ο

ΦΟΟΤΡΜΠΕΡΧ - ΔΕΚΕΜ ΒΡΙΟΣ 1666

ΟΥΝΩΝΤΑΣ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΕ ΑΠΟΡΙΑ, 6 Μπέντο πλησίασε


Κ τήν οικονόμο καί μουρμούρισε στα ολλανδικά δτι τελικά
δεν θά έτρωγαν γιά μεσημέρι.
"Οταν έκείνη έφυγε, φώναξε, « Κ α σ ε ρ ; Τηρείς τό κ α σ έ ρ ;»
« Φυσικά! Μά τί νόμιζες, Μ πέντο; Είμαι ραβίνος ».
« Κι έγώ είμαι ένας φιλόσοφος πού τά ’χει χαμένα. Μά έσύ
δέν συμφωνείς δτι δέν υπάρχει ένας υπερφυσικός Θεός πού νά
έχει έπιθυμίες ή νά προβάλλει άπαιτήσεις ή νά εύχαριστιέται
καί νά θίγεται ή έστω νά άντιλαμβάνεται τις έπιθυμίες μας, τις
προσευχές μας καί τήν ίδια μας τήν ύπαρξη άκόμα;»
« Βεβαίως συμφωνώ ».
« Καί συμφωνείς δτι ολόκληρη ή Τορά -μαζί μέ τό Λ ενιτικο
μέ τή Χ αλακά καί δλους τούς μυστικούς διατροφικούς της κα­
νόνες- είναι μιά συλλογή θεολογικών, νομικών, μυθολογικών
καί πολιτικών κειμένων πού συμπιλήθηκε άπό τον Έ ζρα πριν
άπό δύο χιλιάδες χρόνια;»
« Φυσικά ».
((Καί θέλεις νά δημιουργήσεις έναν νέο φωτισμένο ’Ιουδαϊ­
σμό ;»
« Αύτό έλπίζω ».
« Έξαιτίας όμως κάποιων νόμων, οί όποιοι γνωρίζεις δτι δέν
είναι παρά άνθρώπινη έπινόηση, δέν μπορείς νά φας μαζί μου;»
((Α , σ’ αύτό δέν τά λές σωστά, Μπέντο ». Ό Φράνκο έπιασε
τό σάκο του κι έβγαλε ένα πακέτο. « Ή οικογένεια πού έπισκέ-
φτηκα στή Χάγη έτοίμασε φαγητό. Α ς μοιραστούμε ένα
έβραϊκό γεύμα ».
4 ί*6
ΦΟΟΥΡΜΠΕΡΧ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1666 467

Καθώς ό Φράνκο ξετύλιγε μια καπνιστή ρέγγα, ψωμί, τυρί


καί δύο μήλα, ό Μπέντο συνέχισε: « Ό μω ς, Φράνκο, ξανα­
ρωτώ, γιατί παραμένεις κασέρ\ Πώς γίνεται να άποκλείεις
έτσι τήν ορθολογική σου σκέψη; Μέ πονάει να βλέπω έναν
άνθρωπο τέτοιας εύφυΐας να υποτάσσεται πειθήνια σέ νόμους
τόσο αύθαίρετους. Καί σέ παρακαλώ, Φράνκο, μή μου δώσεις
τήν τυπική άπάντηση ότι πρέπει να διατηρήσεις ζωντανή τήν
παράδοση δύο χιλιάδων έτών ».
Ό Φράνκο έφαγε μια μεγάλη μπουκιά άπό τή ρέγγα, ήπιε
μια γουλιά νερό καί σκέφτηκε γιά λίγο. « Γιά άλλη μιά φορά
σέ διαβεβαιώνω πώς κι έγώ όπως έσύ -όπως έσύ, Μπέντο- δέν
έγκρίνω τούς παραλογισμούς της θρησκείας μας. Σκέψου τήν
έκκληση πού έκανα στή λογική μιλώντας στούς πιστούς γιά
τον ψευτο-Μεσσία. Κι έγώ, όπως κι έσύ, θέλω ν’ άλλάξω τή
θρησκεία μας, άντίθετα όμως άπό σένα, πιστεύω ότι πρέπει
ν’ άλλάξει άπό μέσα. Γ ιά τήν άκρίβεια όταν έζησα αύτό πού
συνέβη σ’ έσένα κατάλαβα ότι μόνο άπό μέσα είναι δυνατό
ν’ άλλάξει. Γιά νά μπορέσω νά είμαι άποτελεσματικός στήν
προσπάθεια ν’ άλλάξω τον Ιουδαϊσμό καί νά άπομακρύνω τή
συνάθροιση τών πιστώ ν άπό τις ύπερφυσικές έρμηνεΐες, τότε
πρέπει πρώτα νά κερδίσω τήν έμπιστοσύνη τους. Πρέπει νά μέ
βλέπουν σάν δικό τους άνθρωπο κι αύτό σημαίνει πώς πρέπει
νά τηρώ τό κασέρ. Ώς ραβίνος της κοινότητας είναι άναγκαΐο
-επιβάλλεται- κάθε Εβραίος τού κόσμου νά νιώθει άνετα νά
μέ έπισκεφτει καί νά φάει στο σπίτι μου ».
« Καί μέ τον ίδιο τρόπο άκολουθεΐς όλους τούς άλλους νό­
μους καί τά τελετουργικά;»
«Τηρώ τήνάργία τού Σαββάτου. Βάζω τεφ ιλλίν, προσεύχο­
μαι τήν ώρα τού φαγητού καί βέβαια διευθύνω πολλές άπό τις
τελετές της συναγωγής - ή μάλλον διηύθυνα μέχρι πρόσφατα.
Τό ξέρεις, Μπέντο, πώς ό ραβίνος πρέπει νά είναι ολοκληρωτικά
έμβαπτισμένος στή θρησκευτική ζωή τής κοινότητας- »
«Κ ι αύτό», τον διέκοψε ό Μπέντο, «τό κάνεις άποκλει-
468 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 1ΙΙΙΝΟΖΑ

στικά καί μόνο για να κερδίσεις τήν έμπιστοσύνη του κό­


σμου ;»
Για μια στιγμή ό Φράνκο δίστασε. «Ό χ ι αποκλειστικά.
Δεν θά ήμουν ειλικρινής αν τό έλεγα αύτό. Πολλές φορές, τήν
ώρα πού έκτελώ τα τελετουργικά μου καθήκοντα, παραβλέπω
τό περιεχόμενο των λέξεων καί αφήνομαι στήν τελετουργία
καί στο κύμα των εύχάριστων συναισθημάτων πού μέ κατα­
κλύζουν. Οί ύμνοι μέ έμπνέουν καί μέ ταξιδεύουν. Α γαπώ τήν
ποίηση των ψαλμών, όλων των π ιγ ιο ν τ ίμ . 1Α γαπώ τή ρυθμι-
κότητά τους, τις παρηχήσεις τους καί μέ συγκινεΐ πολύ τό πά­
θος πού έκφράζουν για τα γηρατειά καί τό θάνατο καί ή λα­
χτάρα τους για σωτηρία.
«'Υπάρχει όμως κάτι άκόμα πιο σημαντικό» συνέχισε ό
Φράνκο. «"Οταν διαβάζω καί ψέλνω τις έβραϊκές μελωδίες
μαζί μέ ολόκληρη τή συνάθροιση των πιστώ ν, νιώθω άσφά-
λεια. Νιώθω σαν να είμαι στο σπίτι μου, νιώθω σαν να συγχω­
νεύομαι μέ τούς πιστούς μου. Ή αίσθηση πώς δλοι δσοι βρί­
σκονται έκεΐ έχουν τήν ίδια άπόγνωση καί τήν ίδια λαχτάρα μέ
γεμίζει άγάπη για τον καθένα τους. Δέν ένιωσες ποτέ κάτι τέ­
τοιο, Μ πέντο;»
« Σίγουρα τα ένιωσα σέ νεαρή ήλικία. Τώρα όμως οχι. Ε ­
δώ καί πολλά χρόνια. Αντίθετα άπό σένα, μου είναι άδύνατο
νά άποσπάσω τήν προσοχή μου άπό τή σημασία τών λέξεων.
Τό μυαλό μου έπαγρυπνει συνεχώς, καί μόλις μεγάλωσα
άρκετά γιά νά διερευνώ τήν πραγματική σημασία της Τορά, ό
σύνδεσμός μου μέ τήν κοινότητα άρχισε νά ξεθωριάζει».
«Β λέπ εις», είπε ό Φράνκο πιάνοντας τον Μπέντο άπ’ τό
μπράτσο, « σ’ αύτό έχουμε μιά θεμελιώδη διαφορά. Έ γώ δέν
συμφωνώ πώς 6λα τά συναισθήματα πρέπει νά ύποτάσσονται
στή λογική. ‘Υπάρχουν ορισμένα συναισθήματα πού δικαιούν­
ται ισότιμη θέση μέ τή λογική. Ή νοσταλγία, γιά παράδειγμα.

1. Εβραϊκοί ψαλμοί. ( Σ.τ.μ.)


ΦΟΟΥΡΜΠΕΡΧ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1666 469

"Οταν διευθύνω τήν προσευχή, συνδέομαι μέ τό παρελθόν μου,


μέ τον πατέρα καί τον παππού μου καί, ναι, Μπέντο, τολμώ να
τό πώ, σκέφτομαι τούς προγόνους μου πού έλεγαν τα ίδια λό­
για, πού έψελναν τις ίδιες προσευχές, τραγουδούσαν τις ίδιες
μελωδίες έδώ καί δύο χιλιάδες χρόνια. Εκείνες τις στιγμές
χάνω τήν άλαζονεία μου, τήν άτομικότητά μου καί γίνομαι
κομμάτι, πολύ μικρό κομμάτι, μίας άδιάκοπης ροής πού δια­
τρέχει τήν κοινότητα. Ή σκέψη αύτή μου προσφέρει κάτι άνεκ-
τίμητο -πώς να τό π ερ ιγ ρ ά ψ ω ένα ν σύνδεσμο, μια ένωση μέ
τούς άλλους πού είναι έξαιρετικά άνακουφιστική. Τήν έχω
άνάγκη. Καί φαντάζομαι όλοι τήν έχουν άνάγκη».
((Όμως, Φράνκο, τί κερδίζεις μ’ αύτά τα συναισθήματα; Τί
κερδίζεις μέ τό να άπομακρύνεσαι όλο καί περισσότερο άπό
τήν άληθινή κατανόηση; Άπό τήν άληθινή γνώση τού Θεού;»
«Τ ί κερδίζω; Τήν έπιβίωση, ίσως. Πάντα δέν ζούσε ό άν­
θρωπος μέσα σέ κάποιο είδος κοινότητας, άκόμα κι αν έπρό-
κειτο μόνο για τήν οικογένεια; Πώς άλλιώς μπορούμε να έπι-
ζήσουμε; Έσύ δέν νιώθεις καμιά χαρά όντας μέρος μίας κοι­
νότητας ; Δέν έχεις τήν αίσθηση ότι είσαι μέρος μίας ομάδας;»
Ό Μπέντο πήγε ν’ άρνηθεΐ άλλά άμέσως σταμάτησε. « Πα-
ραδόξως βίωσα κάτι τέτοιο τήν ήμέρα πριν άπό τήν προηγού-
μενή μας συνάντηση. Ταξιδεύοντας προς τό Άμστερνταμ συν­
άντησα μιά ομάδα Εβραίων άσκενάζι νά τελούν τό Τασλίχ.
Έγώ ήμουν πάνω στο τρεκαχοΐτ άλλά κατέβηκα άμέσως, τούς
άκολούθησα καί μιά ήλικιωμένη πού λεγόταν Ρίφκε μέ καλωσ­
όρισε καί μού πρόσφερε ψωμί. Δέν ξέρω γιατί τό όνομά της
παραμένει άκόμα στή μνήμη μου. Παρακολούθησα τήν τελετή
νιώθοντας μιά εύχάριστη ζεστασιά καί μιά άσυνήθιστη έλξη
προς τήν κοινότητα. Αντί νά πετάξω τό ψωμί τής Ρίφκε στο
νερό, τό έφαγα. Αργά άργά. Καί είχε μιά άσυνήθιστη νοστι­
μιά. Σέ λίγο όμως, καθώς συνέχιζα τό δρόμο μου, τό γλυκό νο-
σταλγικό αίσθημα έσβησε. Όλη αύτή ή έμπειρία ήταν άκόμα
μιά ύπόμνηση ότι τό χέρεμ μέ είχε έπηρεάσει περισσότερο
47° ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

άπ’ όσο πίστευα. Τώρα όμως έπιτέλους ό πόνος της άπο-


πομπής έχει σβήσει καί δέν νιώθω καμιά άνάγκη, άπολύτως
καμία, να ένταχθώ σέ μια κοινότητα».
<(Έξήγησέ το μου όμως, Μπέντο: Πώς μπορείς, πώς γίνε­
ται να ζεις σέ τόση μοναξιά; Δέν είσαι από τή φύση σου άν­
θρωπος ψυχρός καί άπόμακρος. Είμαι βέβαιος γι’ αύτό γιατί,
κάθε φορά πού είμαστε μαζί, νιώθω έναν τόσο ισχυρό σύνδε­
σμο - κι άπό τή δική σου μεριά, οχι μόνο άπ’ τή δική μου. Τό
ξέρω πώς άνάμεσά μας υπάρχει άγάπη».
« Ναί, κι έγώ αισθάνομαι πολύ έντονα αύτή τήν άγάπη καί
τή θεωρώ πολύτιμη ». Γιά μιά μόνο στιγμή κοίταξε τον Φράν­
κο στά μάτια κι έπειτα τράβηξε τό βλέμμα του. «Ή μοναξιά.
Ρωτάς γιά τή μοναξιά μου. 'Υπάρχουν φορές πού ύποφέρω έξ-
αιτίας της. Καί λυπάμαι τόσο πολύ πού δέν έχω μπορέσει νά μοι­
ραστώ τις ιδέες μου μαζί σου. "Οταν προσπαθώ νά ξεκαθαρίσω
τις σκέψεις μου, ονειροπολώ συχνά ότι τις συζητώ μαζί σου».
(( Ποιος ξέρει, Μπέντο - σήμερα μπορεί νά είναι ή τελευταία
μας εύκαιρία. Μίλησέ μου σέ παρακαλώ τώρα γι’ αύτές. Του­
λάχιστον μίλησέ μου γιά τις κυριότερες κατευθύνσεις προς τις
όποιες στρέφεσαι».
« Τό θέλω, άλλά πώς ν’ άρχίσω; Θά ξεκινήσω άπό τό δικό
μου σημείο έκκίνησης - τί είμαι; Τί είναι ό πυρήνας μου, ή
ούσία μου; Τί είναι έκεΐνο πού μέ κάνει αύτό πού είμαι; Τί
είναι αύτό πού προσδιορίζει ότι είμαι αύτός ό άνθρωπος καί
οχι ένας άλλος; "Οταν σκέφτομαι ότι ύπάρχω, μιά θεμελιώ­
δης άλήθεια φαίνεται αύτονόητη: Κι έγώ, όπως κάθε ζων­
τανό ον, άγωνίζομαι νά παραμείνω στήν ύπαρξή μου. Θά έλε­
γα πώς αύτή ή βούληση γιά ζωή, αύτή ή έπιθυμία νά συνεχί-
σω νά εύημερώ, ένεργοποιει όλα τά έγχειρήματα τού άνθρώ-
που».
((Έσύ έπομένως ξεκινάς άπό τό μεμονωμένο άτομο καί οχι
άπό τον άντίθετο πόλο της κοινότητας, τόν όποιο θεωρώ έγώ
πιο σημαντικό;»
ΦΟΟΥΡΜΠΕΡΧ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1666 47

« Δέν βλέπω δμως τον άνθρωπο ώς μοναχικό δν. Απλώς


βλέπω άπδ διαφορετική σκοπιά τήν ιδέα της σύνδεσης. Έγώ
αναζητώ τήν έμπειρία χαράς πού προκύπτει δχι τόσο πολύ
άπο τή σύνδεση δσο άπο τήν απώλεια της χωριστής ύπόστα-
σης ».
Ό Φράνκο έδειξε μπερδεμένος. «Ακόμα σχεδόν δέν ξεκί­
νησες κι έγώ ήδη μπερδεύτηκα. Ή σύνδεση καί ή απώλεια της
χωριστής ύπόστασης δέν είναι τό ίδιο;»
«'Υπάρχει μια πολύ λεπτή άλλα κρίσιμη διαφορά. Θά προσ­
παθήσω νά σου έξηγήσω. ''Οπως γνωρίζεις, ή βάση στήν οποία
θεμελιώνεται ή σκέψη μου είναι ή ιδέα δτι μέσα άπο τή λογική
καί μόνο μπορούμε νά άντιληφθούμε μέρος τής ούσίας τής Φύ­
σης ή τού Θεού. Λέω “μέρος” γιατί ή πραγματική ύπαρξη τού
Θεού είναι ένα μυστήριο πάνω καί πέρα άπο τό νού μας. Ό
Θεός είναι άπειρος καί άφού εμείς είμαστε πλάσματα πεπερα­
σμένα, ή δράσή μας είναι περιορισμένη. Είμαι σαφής;»
« ΛΩς τώρα ναί».
« Επομένως », συνέχισε ό Μπέντο, « γιά νά αύξήσουμε τήν
κατανόησή μας, πρέπει νά προσπαθήσουμε νά δούμε αύτό τον
κόσμο sub specie aetemitatis - άπο τή σκοπιά τής αιωνιότη­
τας. Μέ άλλα λόγια πρέπει νά ύπερβούμε τά έμπόδια πού θέτει
στήν κατανόησή μας ή προσκόλλησή μας στον ίδιο μας τον
έαυτό». Ό Μπέντο έκανε μιά παύση. «Φράνκο, βλέπω τόση
άπορία στά μάτια σου ».
« Σ’ έχασα. Είπες δτι θά έξηγούσες τήν άπώλεια τής χω­
ριστής ύπόστασης. Αύτό πού πήγε;»
«Υπομονή. Αύτό άκολουθεΐ. Πρώτα πρέπει νά σού δώσω
τή βάση τού συλλογισμού. "Οπως έλεγα, γιά νά δώ τον κόσμο
sub specie aetemitatis πρέπει νά άπεκδυθώ τήν ίδια μου τήν
ταυτότητα -δηλαδή τήν προσκόλλησή μου στον έαυτό μου-
καί νά βλέπω τά πάντα άπο τήν άπόλυτα έπαρκή καί άληθινή
σκοπιά. "Οταν μπορώ νά τό κάνω αύτό, παύω νά αισθάνομαι
σύνορα άνάμεσα στον έαυτό μου καί στούς άλλους. Μόλις συμ­
472 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ LIIINOZA

βει αυτό, μέ πλημμυρίζει μια μεγάλη γαλήνη καί κανένα γε­


γονός πού μέ αφορά, ούτε καν ό θάνατός μου, δεν έχει σημασία.
Κι δταν οί άλλοι επιτύχουν τήν ίδια θέαση, τότε θά δημιουρ-
γηθούν άνάμεσά μας φιλίες, θά επιθυμούμε γιά τούς άλλους
6,τι έπιθυμούμε καί γιά τον έαυτό μας καί θά ενεργούμε μέ τό
πνεύμα τού ύψηλού. Αυτή ή μακάρια καί γεμάτη εύφορία
εμπειρία είναι λοιπόν συνέπεια περισσότερο μίας άπώλειας της
χωριστής ύπόστασης παρά ένός συνδέσμου. Βλέπεις λοιπόν
πώς ύπάρχει διαφορά - ή διαφορά πού ύπάρχει άνάμεσα σέ μιά
ομάδα άνθρώπων πού συνωστίζονται γιά νά έχουν ζεστασιά
καί άσφάλεια καί σέ μιά άλλη ομάδα άνθρώπων πού μοιράζεται
μιά φωτισμένη καί χαρούμενη θέαση της Φύσης ή τού Θεού ».
Ό Φράνκο, εξακολουθώντας νά δείχνει προβληματισμένος,
είπε: « Προσπαθώ νά καταλάβω άλλά δέν είναι εύκολο γιατί
εγώ δέν ένιωσα ποτέ αύτό τό βίωμα, Μπέντο. Νά χάνεις τήν
ταυτότητά σου - είναι δύσκολο νά τό φανταστώ. Μέ πιάνει πο­
νοκέφαλος μόνο πού τό σκέφτομαι. Καί φαίνεται τόσο μονα­
χικό - καί τόσο ψυχρό ».
« Μοναχικό καί δμως παραδόξως αυτή ή ιδέα μπορεί νά
ένώσει δλους τούς άνθρώπους μεταξύ τους - γιατί βρίσκεσαι
ταυτόχρονα χωριστά άπό καί μαζί μ έ1τούς άλλους. Δέν προ­
τείνω ούτε προτιμώ τή μοναξιά. Δέν άμφιβάλλω μάλιστα δτι
αν εσύ κι έγώ είχαμε τή δυνατότητα νά συναντιόμαστε καί νά
κάνουμε καθημερινές συζητήσεις, θά άγωνιζόμασταν πολύ πε­
ρισσότερο γιά τήν κατανόηση. Μοιάζει παράδοξο νά λέει κα­
νείς δτι οί άνθρωποι είναι πολύ πιο χρήσιμοι ό ένας γιά τον
άλλον, δταν ό καθένας τους επιδιώκει τό προσωπικό του καλό.
Αύτό ισχύει δμως, αν είναι άνθρωποι μέ λογική. Ό φωτισμέ­
νος εγωισμός οδηγεί σέ άμοιβαία χρησιμότητα. Όλοι έχουμε
κοινή τήν ικανότητα νά σκεφτόμαστε λογικά, καί δταν ή άφο-

1. Αμετάφραστο λογοπαίγνιο τού συγγραφέα. Στό πρωτότυπο: “ it is


being simultaneously apart from and a part o f ”. ( Σ.τ.μ.)
ΦΟΟΥΡΜΠΕΡΧ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1666 473

σίωσή μας στήν κατανόηση της Φύσης, ή του Θεού, αντικατα­


στήσει βλες τις άλλες προσκολλήσεις μας, είτε είναι θρησκευ­
τικές, πολιτισμικές ή εθνικές, θά προκύψει ένας αληθινός επί­
γειος παράδεισος ».
«Ά ν κατάλαβα τό νόημα των λόγων σου, φοβάμαι δτι ένα
τέτοιο είδος παραδείσου βρίσκεται άκόμα χίλια χρόνια μα­
κριά. Αναρωτιέμαι έπίσης αν θά μπορέσω, ή αν θά μπορέσει
κανείς πού δεν έχει τον δικό σου τρόπο σκέψης, τό δικό σου
εύρος καί βάθος, νά συλλάβει πλήρως αύτές τις ιδέες ».
« Δέν άμφιβάλλω δτι θά χρειαστεί νά καταβάλει προσπά­
θεια. Όλα τά έξαιρετικά πράγματα είναι σπάνια δσο καί δύσ­
κολα. Έ χω πάντως μιά κοινότητα άπό κολλεγιαστές καί άλ­
λους φιλοσόφους πού διαβάζουν καί κατανοούν τά λόγια μου,
παρότι είναι άλήθεια δτι πολλοί απ’ αύτούς μού γράφουν πο­
λυάριθμες επιστολές ζητώντας περισσότερες διευκρινίσεις.
Δέν περιμένω τις ιδέες μου νά τις διαβάσει καί νά τις κατανοή­
σει ένας άπροετοίμαστός νούς. Αντίθετα, σέ πολλούς θά προ-
καλούσαν σύγχυση καί ταραχή, γι’ αύτό θά τούς συμβούλευα
νά μή διαβάσουν τό έργο μου. Γράφω στά λατινικά γιά τον φι­
λοσοφικό νού, καί τό μόνο πού έλπίζω είναι δτι μερικά άπό τά
πνεύματα πού θά έπηρεάσω θά έπηρεάσουν άλλους μέ τή σειρά
τους. Γιά παράδειγμα, αύτή τήν εποχή αλληλογραφώ μεταξύ
άλλων μέ τον Γιόαν ντέ Βίτ, τον μεγάλο κυβερνήτη μας, καί
τον Χένρυ Όλντεμπουργκ, τον γραμματέα της Βρετανικής
Βασιλικής Εταιρείας. Ά ν πιστεύεις δμως δτι τό έργο μου
μπορεί νά μήν έκδοθει ποτέ γιά ένα πλατύτερο κοινό, μπορεί
νά έχεις δίκιο. Είναι πολύ πιθανό οί ιδέες μου νά χρειαστεί νά
περιμένουν χίλια χρόνια ».
Οί δύο άντρες βυθίστηκαν στή σιωπή, ώσπου ό Μπέντο
πρόσθεσε: « Άπ’ δλα δσα είπα γιά τό πόσο βασίζομαι στή λο­
γική, βλέπεις τώρα γιατί είμαι άντίθετος στο νά διαβάζει κα­
νείς καί νά λέει λόγια καί προσευχές χωρίς νά έξετάζει τό πε­
ριεχόμενό τους; Αύτό τό έσωτερικό χάσμα δέν μπορεί νά είναι
474 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ λΙΙΙΝΟΖΑ

καλό για τήν υγεία του μυαλοΰ. Δεν πιστεύω δτι ή τελετουργία
μπορεί να συνυπάρχει μέ ένα νού πού βρίσκεται σέ εγρήγορση
καί σκέφτεται λογικά. Πιστεύω δτι αύτά τα δύο άντιτίθενται
πολύ σκληρά τό ένα στο άλλο ».
« Έ γ ώ δεν θεωρώ τήν τελετουργία έπικίνδυνη, Μπέντο.
Μήν ξεχνάς δτι διδάχτηκα τα πιστεύω καί τις τελετές τόσο
τού Καθολικισμού δσο καί τού ’Ιουδαϊσμού, καί τα τελευταία
δύο χρόνια μελέτησα καί τό Ίσλάμ. "Οσο περισσότερα διαβάζω
τόσο μέ έντυπωσιάζει τό γεγονός πώς κάθε θρησκεία, χωρίς
καμία έξαίρεση, έμπνέει ένα αίσθημα κοινότητας, χρησιμο­
ποιεί τήν τελετουργία καί τή μουσική καί άναπτύσσει μια μυ­
θολογία γεμάτη ιστορίες θαυμαστών γεγονότων. Καί κάθε
θρησκεία χωρίς έξαίρεση ύπόσχεται μια ζωή αιώνια, μέ τον
δρο ό άνθρωπος να ζήσει σύμφωνα μ’ έναν προκαθορισμένο
τρόπο. Δέν είναι άξιοπρόσεχτο δτι θρησκείες πού άναδύθηκαν
άνεξάρτητα σέ διαφορετικά μέρη τού κόσμου μοιάζουν τόσο
πολύ μεταξύ τους;»
« Πού θέλεις νά καταλήξεις;»
« Θέλω νά καταλήξω δτι αν ή τελετουργία, ή ιεροτελεστία
καί, ναί, άκόμα καί ή δεισιδαιμονία είναι τόσο βαθιά χαραγ­
μένες στήν ίδια τή φύση τού άνθρώπου, τότε ίσως νά είναι
νόμιμο νά συμπεράνουμε πώς έμεϊς οί άνθρωποι τά έχουμε
άνάγκη ».
«Έ γώ δέν τά έχω άνάγκη. Τά παιδιά έχουν άνάγκη πράγ­
ματα πού δέν τά έχουν άνάγκη οί ενήλικοι. Ό άνθρωπος πού
ζούσε πριν άπό δύο χιλιάδες χρόνια είχε άνάγκη ορισμένα
πράγματα πού ό σημερινός άνθρωπος δέν τά χρειάζεται. Νο­
μίζω ό λόγος πού ύπάρχει δεισιδαιμονία σέ δλους αύτούς τούς
πολιτισμούς είναι δτι ό άρχαΐος άνθρωπος ήταν τρομοκρατη­
μένος άπό τή μυστηριώδη καί άπρόβλεπτη φύση της ύπαρξης.
Τού έλειπε ή γνώση πού θά μπορούσε νά τού παρέχει έκεΐνο
πού πάνω άπ’ δλα είχε άνάγκη - έξηγήσεις. Καί σ’ εκείνη τήν
άρχαία εποχή ό άνθρωπος στηρίχτηκε στή μοναδική διαθέσιμη
ΦΟΟΥΡΜΠΕΡΧ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1666 475

μορφή έξήγησης -τ6 υπερφυσικό- μέ τις προσευχές καί τις θυ­


σίες καί τούς διατροφικούς νόμους καί- »
« Καί; Προχώρα λίγο ακόμα, Μπέντο, τί έξυπηρετεΐ ή έξή­
γηση;»
«Ή έξήγηση καθησυχάζει. Ανακουφίζει τήν αγωνία τής
άβεβαιότητας. Ό άρχαιος άνθρωπος ήθελε να έπιβιώσει, φο­
βόταν τό θάνατο, ήταν άβοήθητος άπέναντι στο περιβάλλον
του καί ή έξήγηση τού πρόσφερε τήν αίσθηση, ή τουλάχιστον
τήν ψευδαίσθηση, τού έλέγχου. Συμπέρανε δτι, αν συμβαίνουν
δλα αυτά πού ή αιτία τους είναι ύπερφυσική, τότε ίσως να μπο­
ρεί να βρεθεί τρόπος να έξευμενίσει τό ύπερφυσικό ».
«Δεν διαφωνούμε σ’ αύτό, Μπέντο. Απλώς οί μέθοδοί μας
διαφέρουν. Ή άλλαγή ένός πολύ παλιού τρόπου σκέψης είναι
μια άργή διαδικασία. Δεν μπορείς να κάνεις τα πάντα μεμιάς.
Ή άλλαγή, άκόμα κι άπό μέσα, πρέπει να είναι άργή ».
« Είμαι βέβαιος πώς έχεις δίκιο άλλα είμαι έπίσης βέβαιος
πώς μεγάλο μέρος τού άργού αύτού ρυθμού οφείλεται στο σθέ­
νος μέ τό όποιο προσκολλώνται στήν έξουσία οί παλιοί ραβίνοι
καί ιερείς. Έ τσι συνέβη μέ τον ραβίνο Μορτέρα, τό ίδιο καί σή­
μερα μέ τον ραβίνο Άμποάμπ. Νωρίτερα άνατρίχιασα άκού-
γοντας να μού περιγράφεις πώς φούντωσε τις φλόγες της π ί­
στης στον Σαμπετάι Σεβή. Όλόκληρη τήν παιδική μου ήλικία
τήν έζησα άνάμεσα σέ άνθρώπους δεισιδαίμονες. Καί δμως
αύτή ή φρενίτιδα γύρω άπό τον Σεβή μέ σοκάρει. Πώς είναι
δυνατό να ύπάρχουν Εβραίοι πού να πιστεύουν τέτοιες άνοη-
σίες; Φαίνεται άδύνατο να προβλέψει κανείς πού μπορεί να
φτάσει ό παραλογισμός τους. Κάθε φορά πού άνοιγοκλείνω τά
μάτια μου, σέ κάποιο μέρος τού κόσμου γεννιέται ένας άνόη-
τος ».
Ό Φράνκο δάγκωσε τήν τελευταία μπουκιά μήλο, χαμογέ­
λασε καί ρώτησε: ((Μπέντο, μπορώ νά κάνω μιά παρατήρηση
τύπου Φράνκο;»
« Εύχαρίστως, θά είναι τό έπιδόρπιό μου! Τί καλύτερο; Νά
476 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΛ

προετοιμαστώ δμως ». Ό Μπέντο έγειρε τήν πλάτη καί βολεύ­


τηκε στα μαξιλάρια. « Μου φαίνεται πώς θά μάθω κάτι για τον
έαυτό μου ».
α Είπες δτι πρέπει να άπελευθερώσουμε τούς έαυτούς μας
άπο τα δεσμά τού πάθους, κι δμως σήμερα το δικό σου πάθος
διαφάνηκε άρκετές φορές. Παρόλο πού συγχωρεΐς πλήρως
έναν άνθρωπο πού προσπάθησε να σε σκοτώσει, είσαι γεμάτος
πάθος άπέναντι στον ραβίνο Άμποάμπ καί σ’ έκείνους πού έπι-
λέγουν να άποδεχτούν τον νέο Μεσσία».
Ό Μπέντο συμφώνησε: « Ναι, είναι άλήθεια ».
« Θά προχωρήσω παραπέρα - έδειξες πάλι μεγαλύτερη κα­
τανόηση γιά τον δολοφόνο σου άπ’ δ,τι γιά τις άπόψεις της γυ­
ναίκας μου. Δεν είναι έτσι;»
Ό Μπέντο συμφώνησε καί πάλι, αύτή τη φορά πιο άποκαρ-
διωμένος. « Συνέχισε, δάσκαλε».
« Κάποτε μου είπες δτι τά άνθρώπινα συναισθήματα μπο­
ρούν νά νοηθούν καί ώς γραμμές, έπίπεδα καί σώματα. Σω­
στά ;»
Κι άλλο καταφατικό νεύμα.
« Νά δοκιμάσουμε λοιπόν νά έφαρμόσουμε αύτή τήν άρχή
στήν υβριστική άπάντησή σου στον ραβίνο Άμποάμπ καί
στούς εύπιστους οπαδούς τού Σαμπετάι Σεβή; Καί στον ίδιο
τον ραβίνο; Καί στή γυναίκα μου τή Σάρα;»
Ό Μπέντο δεν καταλάβαινε. « Πού θέλεις νά καταλήξεις;»
« Σού ζητώ νά στρέψεις τά δικά σου έργαλεια κατανόησης
στά δικά σου συναισθήματα. Θυμήσου τί μού είχες πει, δταν
ήμουν τόσο έξαλλος μέ τον δολοφόνο. “Τά πάντα, τό κάθε γε­
γονός, χωρίς καμιά εξαίρεση '”, είπες, “έχει μιά αιτία καί πρέ­
πει νά καταλάβουμε δτι τά πάντα συμβαίνουν αναγκαστικά".
Τό θυμάμαι σωστά;»
«Ή μνήμη σου είναι άψογη, Φράνκο ».
« Σ’ εύχαριστώ. Ά ς έφαρμόσουμε λοιπόν καί σήμερα τον
ίδιο συλλογισμό ».
ΦΟΟΥΡΜΓΙΕΡΧ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1666 477

« Ξέρεις 6τι δεν μπορώ νά άρνηθώ μια τέτοια πρόσκληση,


ένώ συγχρόνως ισχυρίζομαι πώς ό λόγος ύπαρξής μου είναι ή
έπιδίωξη της λογικής ».
«Ωραία. Θυμάσαι τό ήθικό δίδαγμα τού ταλμουδικού μύ­
θου για τον ραβίνο Γιοχάνον;»
Ό Μπέντο έγνεψε καταφατικά. « Ό φυλακισμένος δεν μπο­
ρεί νά άπελευθερωθεΐ μόνος του. Φαντάζομαι δτι έννοεΐς πώς
μπορώ ν’ άπελευθερώσω τούς άλλους άλλα όχι τον έαυτό
μου;»
«Ακριβώς. ’Ίσως έγώ νά βλέπω κάποια πράγματα στον
Μπέντο Σπινόζα πού ό ίδιος δεν είναι σέ θέση νά τά δει».
Ό Μπέντο χαμογέλασε. « Καί γιατί ή δική σου δράση είναι
όξύτερη άπο τή δική του;»
« Γιά το λόγο πού άνέφερες πριν άπό ένα λεπτό: επειδή πα­
ρεμβάλλεται ό έαυτός σου καί παρεμποδίζει τήν δράσή σου.
Πάρε, γιά παράδειγμα, τά σκληρά σου λόγια γιά τούς εύπι­
στους άνόητους τού Άμστερνταμ πού έξαπατήθηκαν άπο τον
ψευτο-Μεσσία. Τό δικό σου βιτριολικό πάθος καί ή δική τους
εύπιστία είναι κατ’ άνάγκη έτσι. Δεν θά μπορούσε νά είναι δια­
φορετικά. Έ χω δμως μερικές ύπόνοιες γιά τις ρίζες της συμ­
περιφοράς τους δσο καί της δικής σου».
« Λοιπόν; Συνέχισε ».
« Πρώτα άπ’ δλα είναι ένδιαφέρον τό γεγονός δτι έσύ κι έγώ
ζούμε τά ίδια γεγονότα καί έχουμε διαφορετικές άντιδράσεις.
Γ ιά νά παραθέσω τά δικά σου λόγια, “ Ό νούς μας τό κάνει
αυτό”. Σωστά;»
« Καί πάλι σωστά ».
«Εμένα προσωπικά δέν μέ έκπλήσσει ούτε μέ προβλημα­
τίζει ή εύπιστία τών Μαρράνος ». Ό Φράνκο μιλούσε τώρα μέ
μεγάλη άνεση καί πεποίθηση. « Κατ’ άνάγκη πιστεύουν στον
Μεσσία. Φυσικά εμείς οί Μαρράνος είμαστε έπιρρεπεΐς στή
μεσσιανική νοοτροπία! Άλλωστε στήν Καθολική μας κατήχη­
ση δέν συναντούσαμε συνεχώς τήν ιδέα τού Ιησού ώς άνθρώ-
478 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

που πού ήταν κάτι περισσότερο άπό απλός άνθρωπος, ένός


ανθρώπου πού είχε σταλεί στή Γή σέ μια αποστολή; Καί φυ­
σικά τούς Μαρράνος δεν τούς πειράζει τό γεγονός δτι ό Σα-
μπετάι Σεβή άλλαξοπίστησε με τήν άπειλή βίας. Κι έμεΐς δεν
ζήσαμε άπό πρώτο χέρι τήν ίδια έμπειρία; Εξάλλου πολλοί
άπό μάς ζήσαμε καί τήν προσωπική έμπειρία τής δεύτερης
άλλαγής πίστης καί γίναμε καλύτεροι Εβραίοι».
« Σωστά, σωστά καί πάλι σωστά, Φράνκο. Βλέπεις πόσο
θά μου λείψει ή συζήτηση μαζί σου! Με βοηθάς νά άναγνωρί-
σω τις άνελεύθερες περιοχές μου. Έχεις δίκιο: Τά λόγια μου
γιά τον Σαμπετάι Σεβή, τον ραβίνο Άμποάμπ καί τούς εύπι­
στους άνόητους δεν είναι σύμφωνα με τή λογική. Ένας ελεύ­
θερος άνθρωπος δεν διαταράσσει τή γαλήνη του με τέτοια συν­
αισθήματα περιφρόνησης ή άγανάκτησης. Έ χω άκόμα πολλή
δουλειά μπροστά μου γιά νά έλέγξω τά πάθη μου ».
« Κάποτε μου είπες πώς ή λογική δεν μπορεί νά νικήσει τό
πάθος καί πώς ό μοναδικός τρόπος γιά νά άπελευθερωθούμε
άπό τό πάθος είναι νά μετατρέψουμε τή λογική σέ πάθος ».
«Άχά, νομίζω πώς καταλαβαίνω τί ύπονοεΐς - δτι έχω
άλλοιώσει τόσο πολύ τή λογική, πού ορισμένες φορές δέν μπο­
ρεί κανείς νά τή διακρίνει άπό τον παραλογισμό ».
«Ακριβώς. Παρατήρησα πώς ό θυμός σου καί οί οργισμέ­
νες σου κατηγορίες άναδύονται μόνο δταν άπειλεΐται ή λογι­
κή ».
«Ή λογική καί ή έλευθερία» πρόσθεσε ό Μπέντο.
Ό Φράνκο δίστασε γιά μιά στιγμή, γιά νά διαλέξει προσε­
κτικά τά λόγια του. « Τώρα πού τό ξανασκέφτομαι, ύπάρχει κι
άλλη μιά στιγμή πού είδα τά πάθη σου νά διαφαίνονται: δταν
συζητούσαμε γιά τή θέση καί τά δικαιώματα τών γυναικών.
Πιστεύω δτι τά έπιχειρήματα μέ τά όποια άποδεικνύεις τήν
ύποδεέστερη εύφυΐα τών γυναικών δέν έχουν τή συνηθισμένη
σ’ εσένα στιβαρότητα. Γιά παράδειγμα, δήλωσες δτι οί γυ­
ναίκες δέν μοιράζονται τή διακυβέρνηση, δμως άγνόησες πώς
ΦΟΟΥΡΜΠΕΡΧ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1666 479

έχουν υπάρξει πανίσχυρες βασίλισσες, δπως ή Κλεοπάτρα της


Αίγύπτου, ή Ελισάβετ της Αγγλίας, ή Ισαβέλλα της Ισπα­
νίας καί...»
<(Εντάξει, έντάξει, άλλα σήμερα ό χρόνος μας είναι πολύ­
τιμος καί δέν μπορούμε να καλύψουμε δλα τα θέματα. ’Άς επεξ­
εργαστούμε τή λογική καί τήν έλευθερία. Δέν έχω καμία διά­
θεση τώρα να ασχοληθώ με τό ζήτημα των γυναικών».
α Δέν θά συμφωνήσεις τουλάχιστον δτι είναι κι αύτός ένας
άλλος τομέας πού χρειάζεται να τον έξετάσεις στο μέλλον;»
« ’Ίσως. Δέν είμαι βέβαιος ».
« Έπίτρεψέ μου τότε απλώς να κάνω ένα τελευταίο σχόλιο
καί θά προχωρήσουμε σέ άλλα θέματα ». Χωρίς νά περιμένει
άπάντηση, ό Φράνκο βιάστηκε νά προσθέσει: « Είναι σαφές
πώς έσύ κι έγώ έχουμε πολύ διαφορετική στάση άπέναντι στις
γυναίκες καί νομίζω πώς έχω μιά ιδέα γιά τό αίτιακό δίκτυο
πού τήν προκαλει. Σ’ ενδιαφέρει νά τό άκούσεις;»
« Κανονικά θά έπρεπε, νιώθω δμως μιά άπροθυμία νά σ’ ά-
κούσω ώς τό τέλος ».
«Έ γώ δμως θά συνεχίσω - γιά ένα λεπτό άκόμα. Νομίζω
πώς ή διαφορετική στάση μας πηγάζει άπό τις διαφορετικές
μας έμπειρίες άπό τις γυναίκες. Έγώ είχα μιά πολύ στοργική
σχέση μέ τή μητέρα μου καί τώρα μέ τή γυναίκα καί τήν κόρη
μου. 'Υποθέτω λοιπόν πώς οί δικές σου άπόψεις γιά τις γυ­
ναίκες είναι κατ’ ανάγκη άρνητικές λόγω τής προηγούμενης
επαφής σου μαζί τους. Άπ’ όσα μού έχεις πει τά βιώματά σου
ήταν ζοφερά: Ή μητέρα σου πέθανε δταν ήσουνα παιδάκι καί
οί επόμενες μητέρες σου -ή μεγαλύτερη άδελφή σου καί στή
συνέχεια ή μητριά σου- πέθαναν κι έκεΐνες. 'Ολόκληρη ή κοι­
νότητα γνωρίζει τή σκληρή άπόρριψή σου άπό τήν άδελφή πού
σού άπέμεινε, τή Ρεμπέκα. Ακόυσα δτι κατέθεσε άγωγή γιά
νά προσβάλει τή διαθήκη τού πατέρα σου, έτσι ώστε νά μήν
περάσει ή περιουσία του σ’ έσένα. 'Υπάρχει επίσης καί ή Κλά-
ρα-Μαρία, ή μοναδική γυναίκα πού άγάπησες, κι αύτή σέ
48ο ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 2.ΙΙ1ΝΟ/Λ

πλήγωσε διαλέγοντας έναν άλλον. Πέρα από έκείνη δεν σε


ακόυσα ποτέ να αναφέρεις έστω καί μια θετική έμπειρία με γυ­
ναίκα ».
Ό Μπέντο σώπαινε, κουνώντας λίγο τό κεφάλι, προσπα­
θώντας να χωνέψει άργά τα λόγια του Φράνκο, κι έπειτα είπε:
« ’Άς περάσουμε τώρα στα άλλα θέματα. Πρώτα απ’ όλα υπάρ­
χει κάτι πού δέν σου έχω πει, κι αυτό είναι ότι θαυμάζω πάρα
πολύ τό θάρρος σου να μιλήσεις ανοιχτά στούς πιστούς προ-
τρέποντάς τους για μετριοπάθεια. Ή δημόσια άντίθεσή σου μέ
τον ραβίνο Άμποάμπ βασίστηκε σε αύτό πού ονομάζω “έπαρ-
κεΐς” ιδέες - τήν ενεργοποίησε ή λογική καί όχι τό πάθος. Θά
ήθελα επίσης ν’ ακούσω περισσότερα γιά τό όραμα τού νέου
Ιουδαϊσμού πού έλπίζεις νά δημιουργήσεις. Νωρίτερα ίσως νά
παρεξέτρεψα τή συζήτηση ».
’Ήξεραν κι οί δύο ότι ό χρόνος τελείωνε, κι ό Φράνκο μίλησε
βιαστικά. «Ε λπ ίζω νά δημιουργήσω ένα διαφορετικό είδος
Ιουδαϊσμού βασισμένου στήν αγάπη γιά τον πλησίον καί στήν
κοινή μας παράδοση. Σκοπεύω νά διευθύνω θρησκευτικές τε­
λετές πού δέν θά περιλαμβάνουν καμία αναφορά στο ύπερφυ­
σικό καί θά είναι βασισμένες στήν κοινή μας ανθρώπινη ύπό-
σταση, αντλώντας σοφία άπό τήν Τορά καί στο Ταλμούδ πού
οδηγεί σέ μιά ζωή εμφορούμενη άπό αγάπη καί ήθική. Ναι μέν
θά ακολουθούμε τον έβραϊκό νόμο άλλά στήν ύπηρεσία τής
ανθρώπινης έπαφής καί της ήθικής ζωής, οχι επειδή αποτελεί
θεϊκή εντολή. Καί διάχυτο σέ δλ’ αύτά θά είναι τό πνεύμα τού
φίλου μου, Μπαρούχ Σπινόζα. Καθώς σχεδιάζω τό μέλλον,
μερικές φορές σέ φαντάζομαι σάν πατέρα. Τό όνειρό μου είναι
νά χτίσω μιά συναγωγή, στήν οποία θά μπορούσες νά έστελνες
τον ίδιο σου τον γιό ».
Ό Μπέντο σκούπισε ένα δάκρυ πού κύλησε στο μάγουλό
του. « Ναί, οί απόψεις μας συμφωνούν, αν πιστεύεις ότι πρέπει
νά χρησιμοποιήσουμε όση τελετουργία είναι άναγκαία γιά νά
επικοινωνήσουμε μ’ έκεΐνο τό κομμάτι τής φύσης μας πού έξα-
ΦΟΟΥΡΜΙΙΕΡΧ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1666 48 ΐ

κολουθεΐ νά τή ζητάει, δχι όμως τόσο πολλή πού νά γίνουμε


σκλάβοι της ».
« Αύτή άκριβώς είναι ή θέση μου. Δέν είναι τραγική ειρω­
νεία ότι, παρότι έσύ προσπαθείς νά άλλάξεις τον ’Ιουδαϊσμό
απ' έξω κι έγώ άπό μέσα, ήρθαμε κι οί δύο άντιμέτωποι μέ τό
χέρεμ, έσύ ήδη κι έγώ άσφαλώς σέ λίγο ;»
« Συμφωνώ μέ τό δεύτερο κομμάτι τής φράσης σου -τήν
ειρωνεία νά βρεθούμε κι οί δύο άντιμέτωποι μέ τό χέρεμ-, άλλά
γιά νά μήν τυχόν μέ παρανοήσεις, θά ήθελα νά πώ γιά άλλη μιά
φορά πώς ή δική μου πρόθεση δέν είναι νά άλλάξω τον ’Ιουδαϊ­
σμό. Ή έλπίδα μου είναι ότι μιά ζωτική άφοσίωση στή λογική
θά πρέπει νά σβήσει όλες τις θρησκείες, μαζί καί τον ’Ιουδαϊ­
σμό ». Ό Μπέντο κοιτάζει τό ρολόι του. « ’Α λίμονο, ήρθε ή ώρα
Φράνκο -είναι σχεδόν δύο- καί τό τρέκσχοϊτ φτάνει σέ λίγο ».
Καθώς περπατούσαν ώς τήν άποβάθρα ό Φράνκο είπ ε: « ’Έ ­
χω κάτι τελευταίο πού πρέπει νά σού πώ - γ ι’ αύτό τό βιβλίο
πού σκοπεύεις νά γράψεις μέ τήν κριτική σου γιά τή Βίβλο ».
« Ν αί;»
« Σ’ άγαπώ πού τό γράφεις, άλλά σέ παρακαλώ, φίλε μου,
νά προσέχεις. Μή βάλεις τό όνομά σου. Πιστεύω τά όσα λές,
άλλά ό κόσμος δέν θά τό ύποδεχτεΐ μέ λογική. Τουλάχιστον
οχι σήμερα, όχι όσο ζούμε έμείς».
Ό Φράνκο άνέβηκε στή μαούνα. Ό βαρκάρης έλυσε τούς
κάβους, τά άλογα τράβηκαν τά σκοινιά τους καί τό τρέκσχοϊτ
απομακρύνθηκε άπ’ τήν άποβάθρα. Ό Μπέντο κοιτούσε τή
μαούνα γιά πολλή ώρα. Όσο μίκραινε προχωρώντας προς τον
ορίζοντα τόσο πιο βαρύ τού φαινόταν τό χέρεμ του. Στο τέλος,
όταν δέν έμενε πιά ούτε ίχνος τού Φράνκο, ό Μπέντο άπομα-
κρύνθηκε άργά άπό τήν άποβάθρα καί ξαναγύρισε στήν άγκα-
λιά της μοναξιάς. -
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο 1670 Ο ΜΠΕΝΤΟ, σέ ήλικία τριανταοκτώ έτών, ολοκλή­


Τ ρωσε τή Θ εολογικο-πολιτική π ρα γμ α τεία του. Ό έκδοτης
του προέβλεψε μέ άπόλυτη άκρίβεια δτι θά θεωρούνταν έμπρη-
στικό κείμενο. Έ τσ ι το έξέδωσε άνώνυμα, καί στήν έκδοση
άναφαίνονταν πλασματικοί έκδότες σέ πλασματικές πόλεις. Οί
πωλήσεις του άπαγορεύτηκαν πολύ γρήγορα τόσο άπό τις πο­
λιτικές δσο καί άπό τις θρησκευτικές αρχές. Καί δμως ύπογεί-
ως κυκλοφορούσαν πολυάριθμα άντίτυπα.
Λίγους μήνες άργότερα ό Σπινόζα μετακόμισε άπό τό Φό-
ουρμπερχ στη Χάγη, δπου έζησε την υπόλοιπη ζωή του, νοι­
κιάζοντας άρχικά μιά ταπεινή σοφίτα στο σπίτι της χήρας Βάν
ντέρ Βέρφε καί λίγους μήνες άργότερα σ’ ένα κατάλυμα άκόμα
πιο οικονομικό - ένα σκέτο μεγάλο δωμάτιο στο σπίτι τού
Χέντρικ βάν ντέρ Σπύκ, ένός άνθρώπου πού έβαφε καί διακο­
σμούσε έσωτερικούς χώρους. Μία γαλήνια ζωή - αύτό ήθελε
κι αύτό βρήκε ό Σπινόζα στή Χάγη. Έ κεΐ περνούσε τις μέρες
του διαβάζοντας τά σπουδαία έργα πού είχε στή βιβλιοθήκη
του, δουλεύοντας πάνω στην :Η θική του καί τροχίζοντας φα­
κούς. Τά βράδια κάπνιζε τήν πίπα του καί φλυαρούσε φιλικά
μέ τόν Βάν ντέρ Σπύκ, τή γυναίκα του καί τά έπτά παιδιά
τους, έκτος άπό τις φορές πού παραήταν άπορροφημένος στά
γραπτά του γιά νά βγει άπό τό δωμάτιό του, συχνά γιά πολλές
μέρες. Τις Κυριακές συνόδευε μερικές φορές τήν οικογένεια
γιά ν’ άκούσει τό κήρυγμα στήν κοντινή Νέα Εκκλησία.
'Υποφέροντας άπό έναν βήχα πού δέν βελτιώθηκε ποτέ καί
πού συχνά παρήγε πτύελα μέ κηλίδες αίματος, γινόταν δλο καί
4 « :ι
484 ΓΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝ Ο /Α

πιο άδύναμος χρόνο μέ τό χρόνο. νΙσως ή εισπνοή σκόνης γυα­


λιού άπό τή δουλειά του ώς οπτικού νά έβλαψε τα πνευμόνια
του, τό πιθανότερο όμως είναι νά έπασχε άπό φυματίωση,
όπως ή μητέρα του καί άλλα μέλη τής οίκογένειάς του. Στις 20
Φεβρουάριου 1677 ένιωσε τόσο άδύναμος πού έστειλε νά καλέ-
σουν ένα γιατρό, ό όποιος είπε στήν κυρία Βάν ντέρ Σπύκ νά
βράσει μιά γριά κότα καί νά ταΐσει τον Σπινόζα μέ τό παχύ
ζουμί της. Ε κείνη ακολούθησε τις οδηγίες του καί τό άλλο
πρωί ό Σπινόζα έδειχνε καλύτερα. Νωρίς τό άπόγευμα ή οικο­
γένεια πήγε στην έκκλησία αλλά όταν γύρισαν, υστέρα άπό δύο
ώρες, ό Μπέντο Σπινόζα είχε πεθάνει σέ ήλικία σαραντατεσ-
σάρων έτών.
Ό Σπινόζα έζησε τη φιλοσοφία το υ: Κατέκτησε τψΑτηοΓ
άβί ίηίβΙΙθΜ ιια^, έζησε έλεύθερος άπό τά δεσμά συνταρα­
κτικών παθών καί άντίκρυσε τό τέλος τής ζωής του μέ γαλήνη.
Καί όμως αύτή ή ήσυχη ζωή καί ό ήσυχος θάνατος άφησαν ξο­
πίσω τους μεγάλη άναταραχή πού έξακολουθεΐ νά κοχλάζει
άκόμα καί σήμερα, καθώς πολλοί άνθρωποι είναι έτοιμοι νά
τον τιμήσουν καί νά τον άποκαταστήσουν, ένώ άλλοι τον έκ-
διώκουν καί τον άπαγορεύουν.
Μολονότι δέν άφησε διαθήκη, φρόντισε νά δώσει σαφείς
οδηγίες στον σπιτονοικοκύρη του σέ περίπτωση θανάτου του:
νά στείλει τό γραφείο του καί όλα τά περιεχόμενά του άμέσως
στον έκδοτη του, τον Ρίουβερτς, στο *Άμστερνταμ. Ό Βάν ντέρ
Σπύκ έκπλήρωσε τις έπιθυμίες το υ: Ασφάλισε καλά τό γρα­
φείο καί τό έστειλε στο Άμστερνταμ μέ τό τρέκσχοϊτ. Έφτασε
μέ άσφάλεια περιέχοντας στά κλειδωμένα του συρτάρια τήν
Η θ ική καί άλλα πολύτιμα άνέκδοτα χειρόγραφα καί έπιστο-
λές.
Οί φίλοι τού Μπέντο βάλθηκαν άμέσως νά έπιμεληθούν τά
χειρόγραφα καί τις έπιστολές. Ακολουθώντας τις οδηγίες τού
Σπινόζα άπομάκρυναν κάθε προσωπικό στοιχείο άπό τις έπι­
στολές καί άφησαν μόνο τό φιλοσοφικό τους περιεχόμενο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 4«5

Λίγους μήνες μετά τό θάνατό του, τά Μ εταθανάτια "Εργα


του ( πού περιλάμβαναν τήν Η θική, τήν ήμιτελή Tractatus Ρο-
liticus καί τό De In tellectus E m endatione, καθώς καί μια έπι-
λογή άπό τήν άλληλογραφία του Σπινόζα, μαζί μέ ένα Com­
pendiu m τής εβραϊκής γ ρ αμ μ ατικ ή ς καί τήν Π ραγματεία περί
του ουρανίου τ ό ξ ο υ ) έκδόθηκαν καί στα ολλανδικά καί στά λα­
τινικά, πάλι χωρίς όνομα συγγραφέα, μέ πλασματικό έκδοτη
καί ψευδή τόπο έκδοσης. Ό πω ς ήταν άναμενόμενο, τό ολλαν­
δικό κράτος άπαγόρευσε πολύ σύντομα τό βιβλίο μέ έπίσημο
έγγραφο, κατηγορώντας το γιά βέβηλες βλασφημίες καί άθεϊ-
στικές ιδέες.
"Οταν κυκλοφόρησε τό νέο γιά τό θάνατο τού Σπινόζα, ή
αδελφή του Ρεμπέκα πού τον άπέφευγε γιά είκοσιένα χρόνια,
έπανεμφανίστηκε καί παρουσιάστηκε μαζί μέ τον γιό της
Ντάνιελ ώς μοναδική νόμιμη κληρονόμος του. "Οταν όμως ό
Βάν ντέρ Σπύκ της έδωσε άναφορά γιά τά υπάρχοντα καί τά
χρέη τού Σπινόζα, άλλαξε γνώ μ η: Οί οφειλές τού Μπέντο γιά
τά ένοίκια, γιά τά έξοδα κηδείας, γιά τον κουρέα καί τον φαρ­
μακοποιό ήταν μάλλον μεγαλύτερες άπό τήν άξια πού είχαν τά
υπάρχοντά του. Ό κτώ μήνες άργότερα έγινε ή δημοπρασία
τους ( κυρίως τής βιβλιοθήκης του καί τού τεχνικού έξοπλι-
σμού μέ τον όποιο έφτιαχνε τούς φακούς) καί πραγματικά τά
έσοδα ήταν λιγότερα άπό τά ποσά πού χρωστούσε. Α ντί νά
κληρονομήσει χρέη, ή Ρεμπέκα άρνήθηκε νομικά κάθε αξίωση
στήν περιουσία του καί γιά άλλη μιά φορά χάθηκε άπό τό προ­
σκήνιο τής ιστορίας. Τά λίγα χρέη τού Μπέντο πού έκκρε-
μούσαν έξοφλήθηκαν άπό τον γαμπρό τού Σίμον ντέ Φρίς, τού
φίλου τού Μπέντο. ( Ό Σίμον, ό όποιος είχε πεθάνει δέκα χρό­
νια νωρίτερα, τό 1667, είχε προσφερθει νά άφήσει όλη του τήν
περιουσία στον Μπέντο. Ό Μπέντο είχε άρνηθει λέγοντας ότι
κάτι τέτοιο θά άδικούσε τήν οικογένεια τού Σίμον καί βτι άλ­
λωστε τά χρήματα γιά τον ίδιο δέν θά άποτελούσαν παρά μόνο
περισπασμό. Ή οικογένεια τού Σίμον πρόσφερε στή συνέχεια
486 ΤΟ IΙΡΟΒΑΗΜΑ ΣΙΙΙΝΟΖΑ

μια έτήσια πρόσοδο πεντακοσίων γκίλντερ. Άλλα κι αύτό το


άρνήθηκε ό Σπινόζα έπιμένοντας πώς ήταν περισσότερα
απ’ δσα είχε άνάγκη. Στο τέλος δέχτηκε να παίρνει τό ποσό
των τριακοσίων γκίλντερ τό χρόνο.)
Ή δημοπρασία τής περιουσίας του Σπινόζα διεξάχθηκε
άπό τον Β. βάν ντέν Χόφε, έναν εύσυνείδητο συμβολαιογράφο
που άφησε λεπτομερή κατάλογο των 159 βιβλίων που άνήκαν
στή βιβλιοθήκη του Σπινόζα, μέ ακριβείς πληροφορίες για την
ήμερομηνία, τον έκδότη καί τό μέγεθος του κάθε βιβλίου. Τό
1900 ό Χέορχ Ρόζενταλ, ένας ’Ολλανδός έπιχειρηματίας, χρη­
σιμοποίησε τη λίστα του συμβολαιογράφου για να προσπαθή­
σει να άνασυνθέσει τη συλλογή βιβλίων του φιλοσόφου για τό
σπίτι του Σπινόζα στο Ρέινσμπερχ. Δόθηκε πολύ μεγάλη
φροντίδα να άγοραστουν οί ίδιες έκδόσεις, μέ τις ίδιες χρονο­
λογίες καί τόπους έκδοσης άλλά, φυσικά, δεν έπρόκειτο για τα
ίδια άκριβώς βιβλία πού είχε κρατήσει ό Σπινόζα στα χέρια
του. ( Στο 32ο κεφάλαιο φαντάζομαι μια σκηνή στην οποία ό
Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ δέν τό γνωρίζει αύτό.) Τελικά ό Ρό­
ζενταλ κατόρθωσε να συλλέξει 110 άπό τα 159 βιβλία τής
άρχικής συλλογής. Δώρισε έπίσης στο μουσείο άλλα 35 βιβλία,
παλαιότερα τού 17ου αιώνα, καθώς καί βιβλία σχετικά μέ τη
ζωή καί τή φιλοσοφία τού Σπινόζα.
Ό Σπινόζα θάφτηκε κάτω άπό τις πέτρινες πλάκες στο
έσωτερικό τής Νέας Εκκλησίας, προκαλώντας σέ πολλούς τήν
έντύπωση δτι είχε δψιμα άσπαστε! τό Χριστιανισμό. Μέ δεδο­
μένη δμως τήν πεποίθηση τού Σπινόζα πώς « ή ιδέα δτι ό Θεός
ένδύθηκε τή φύση τού άνθρώπου φαίνεται έξίσου αύτοαναιρού-
μενη δπως θά ήταν ή πρόταση δτι ό κύκλος ένδύθηκε τή φύση
τού τετραγώνου», κάτι τέτοιο μοιάζει πολύ άπίθανο. Στή φι­
λελεύθερη ’Ολλανδία τού 17ου αιώνα ή ταφή μή προτεσταντών
μέσα σέ έκκλησίες δέν ήταν σπάνια. Ακόμα καί οί Καθολικοί,
οί όποιοι έχαιραν άκόμη λιγότερης συμπάθειας στήν προτε-
σταντική’Ολλανδία άπό τούς Εβραίους, θάβονταν καμιά φορά
ΕΠΙΛΟΓΟΙ 4«7

μέσα στήν έκκλησία. ( Τόν έπόμενο αιώνα ή συνήθεια άλλαξε


καί μόνο οί πολύ πλούσιοι καί διακεκριμένοι είχαν αυτό τό δι­
καίωμα.) "Οπως ήταν τό έθιμο, ό τάφος του Σπινόζα ένοικιά-
στηκε για έναν άριθμό έτών, καί όταν δέν υπήρχαν πια διαθέ­
σιμα χρήματα για να διατηρηθεί, ίσως δέκα χρόνια αργότερα,
έγινε έκταφή των οστών του, τα όποια σκορπίστηκαν στήν
αύλή πλάι στήν έκκλησία.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, οί Κάτω Χώρες τον διεκδίκη-
σαν, καί τό όνομά του άπέκτησε τέτοια φήμη, πού τό πορτρέτο
του ήταν τυπωμένο στο ολλανδικό χαρτονόμισμα τών χιλίων
γκίλντερ μέχρι τήν εισαγωγή τού Εύρώ τό 2002. "Οπως όλα τα
πορτρέτα τού Σπινόζα, έτσι κι αύτό φιλοτεχνήθηκε με βάση
πενιχρές γραπτές περιγραφές. Καμιά άποτύπωση τών χαρα­
κτηριστικών του δέν έγινε στη διάρκεια τής ζωής του.
Τό 1927 τοποθετήθηκε στή Νέα Έκκλησία άναμνηστική
πλάκα για τή 250ή έπέτειο άπό τό θάνατό του. Διάφοροι ένθου-
σιώδεις Εβραίοι τής Παλαιστίνης, οί όποιοι ήθελαν να άποκα-
ταστήσουν τον Μπαρούχ Σπινόζα ώς Εβραίο, συμμετείχαν
στήν τελετή. Ή λατινική επιγραφή λέει: «Α ύτό τό χώμα κα­
λύπτει τα οστά τού Μπενεντίκτους Σπινόζα, πού κάποτε ήταν
θαμμένος στή Νέα Ε κκλησία».
Στήν Παλαιστίνη περίπου τήν ίδια έποχή μέ τά αποκαλυ­
πτήρια τής πλάκας, ό Γιόζεφ Κλάουσνερ, ό φημισμένος ιστο­
ρικός καί άργότερα ύποψήφιος στις πρώτες προεδρικές έκλο-
γές τού κράτους τού ’Ισραήλ, έδωσε μιά διάλεξη στο Εβραϊκό
Πανεπιστήμιο, όπου δήλωνε ότι ό έβραϊκός λαός είχε διαπρά-
ξει μιά τρομακτική άμαρτία όταν άφόρισε τον Σπινόζα. Ζή­
τησε νά άποκηρύξουν τήν πεποίθηση ότι ό Σπινόζα ήταν αιρε­
τικός καί τελείωσε λέγοντας: « Στον Σπινόζα, τον Εβραίο
Σπινόζα, φωνάζουμε άπό τήν κορυφή τού Όρους Σκοπούς,
άπό τό νέο μας τέμενος -τό Εβραϊκό Πανεπιστήμιο τής Ι ε ­
ρουσαλήμ- ότι ό άφορισμός άνακλήθηκε! Τό κακό πού σού
έκανε ό ’Ιουδαϊσμός αίρεται, καί οτιδήποτε συν ιστόύσε τό δικό
4 88 ΙΟ IΙΡΟΒΑΗΜΑ LIIINOZA

σου άμάρτημα άπέναντί του θά συγχωρηθει. Είσαι άδελφός


μας, είσαι άδελφός μας, είσαι άδελφός μ α ς!»
Τό 1956, στην τριακοσιοστή έπέτειο άπό τον άφορισμό του
Σπινόζα ό Χέερ Ντούγκλας, ένας άπό τους ’Ολλανδούς θαυμα­
στές του Σπινόζα, συνέλαβε τήν ιδέα νά κατασκευαστεί ένα
δεύτερο μνημείο πλάι στην πλάκα του 1927. Γνωρίζοντας δτι ό
Μπέν-Γκουριόν, ό πρωθυπουργός του ’Ισραήλ, θαύμαζε πολύ
τον Σπινόζα, ό Χέερ Ντούγκλας ζήτησε τήν ύποστήριξή του.
Ό Μπέν-Γκουριόν τήν πρόσφερε μέ ένθουσιασμό καί δταν τό
νέο κυκλοφόρησε στο ’Ισραήλ, τά μέλη μίας εβραϊκής άνθρω-
πιστικής οργάνωσης στή Χάιφα, πού θεωρούσαν τον Σπινόζα
προπάτορα τού έβραϊκού άνθρωπισμού, προσφέρθηκαν νά συν­
εισφέρουν ώς μέρος τού μνημείου ένα μαύρο κομμάτι βασάλτη.
Στά έπίσημα άποκαλυπτήρια τού μνημείου παρευρέθηκε πο­
λύς κόσμος καί πολλοί κυβερνητικοί έκπρόσωποι τόσο τής
’Ολλανδίας δσο καί τού ’Ισραήλ. Ό Μπέν-Γκουριόν δέν βρισκό­
ταν έκει άλλά έπισκέφτηκε τό μνημείο σέ άλλη έπίσημη τε­
λετή τρία χρόνια άργότερα.
Ή καινούργια πλάκα τοποθετήθηκε πλάι στήν πλάκα τού
1927 καί περιλάμβανε ένα άνάγλυφο τής κεφαλής τού Σπινόζα
καί μιά λέξη: « C aute» ( προσοχή ), πού βρέθηκε στο σφραγι­
δόλιθο τού δαχτυλιδιού του. Κάτω άπό τήν πλάκα κολλημένος
ό μαύρος βασάλτης άπό τό ’Ισραήλ περιέχει τήν έβραϊκή λέξη
ηην ά μ τσ α πού σημαίνει « Ό λαός σου ».
Μερικοί ’Ισραηλίτες διαφώνησαν μέ τις άπόπειρες τού
Μπέν-Γ κουριόν νά άποκαταστήσει τον Σπινόζα. Τά ορθόδοξα
μέλη τής Κνεσσέτ ήταν τόσο οργισμένα μέ τήν ιδέα δτι τό
’Ισραήλ θά τιμούσε τον Σπινόζα, πού έκαναν πρόταση μομφής
τόσο γιά τον Μπέν-Γκουριόν δσο καί γιά τήν ύπουργό ’Εξω­
τερικών, Γκόλντα Μέιρ, έπειδή έδωσαν οδηγίες στον πρε­
σβευτή τού ’Ισραήλ στήν ’Ολλανδία νά παρευρεθει στά άποκα­
λυπτήρια.
Νωρίτερα σ’ ένα άρθρο του ό Μπέν-Γκουριόν άναφερόταν
στο ζήτημα τού αφορεσμού τού Σπινόζα. ((Είναι δύσκολο να
κατηγορήσει κανείς τήν έβρα'ική κοινότητα στο ’Άμστερνταμ
τού 17ου αιώνα. Ή θέση τους ήταν πολύ έπισφαλής καί ή τραυ­
ματισμένη έβρα'ική κοινότητα είχε τό δικαίωμα να υπερασπι­
στεί τή συνοχή της. Σήμερα όμως ό έβραϊκός λαός δέν έχει τό
δικαίωμα να αποκλείει για πάντα τον αθάνατο Σπινόζα άπο
τήν ίσραηλιτική κοινότητα ». Ό Μπέν-Γκουριόν έπέμενε ότι ή
έβρα'ική γλώσσα δέν είναι πλήρης χωρίς τα έργα τού Σπινόζα.
Καί πράγματι, λίγο άργότερα άπο τή δημοσίευση τού άρθρου
του, τό Εβραϊκό Πανεπιστήμιο έξέδωσε ολόκληρο τό έργο τού
Σπινόζα στα έβραϊκά.
Μερικοί Εβραίοι ήθελαν ό Μπέν-Γκουριόν να ζητήσει άπο
τούς ραβίνους τού Άμστερνταμ να άκυρώσουν τον άφορισμό,
έκεινος όμως άρνήθηκε καί έγραψε : « Δέν έπιδίωξα να ζητήσω
τήν άκύρωση τού άφορισμού, καθώς το θεώρησα αύτονόητο
ότι ό άφορισμός είναι παντελώς άκυρος. Στο Τέλ-Άβίβ ύπάρ-
49° ΓΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

χει δρόμος πού φέρει τό όνομα του Σπινόζα καί δέν υπάρχει
ούτε ένας λογικός άνθρωπος στη χώρα αύτή πού να πιστεύει
οτι ό άφορισμός έξακολουθεΐ να ισχύει».
Ή βιβλιοθήκη του Σπινόζα κατασχέθηκε άπό τό ERR τό
1942. Ό Όμπερμπεράιχσλάιτερ Σίμμερ, ό έπικεφαλής της
δράσης του ERR στήν ’Ολλανδία, περιέγραψε τήν κατάσχεση
στήν αναφορά πού έγραψε τό 1942 ( ή οποία άργότερα άποτέλε-
σε έπίσημο ντοκουμέντο στή δίκη τής Νυρεμβέργης): « Οί
βιβλιοθήκες τής Societas Spinozana στη Χάγη καί του σπιτιού
του Σπινόζα στο Ρέινσμπερχ συσκευάστηκαν έπίσης. Είναι
συσκευασμένες σέ δεκαοκτώ κιβώτια καί περιλαμβάνουν έπ ί­
σης έξαιρετικά πολύτιμα πρώιμα έργα μεγάλης σπουδαιότη-
τας γ ια τή διερεννηση τον προβ λήμ α τος Σ πινόζα. Δέν ήταν
έπομένως άνευ λόγου πού ό διευθυντής τής Societas Spinozana
δοκίμασε, προβάλλοντας ψευδείς δικαιολογίες τις όποιες άπο-
καλύψαμε, να μάς άποκρύψει τή βιβλιοθήκη».
Ή κλεμμένη βιβλιοθήκη του Ρέινσμπερχ έγκαταστάθηκε
στή Φραγκφούρτη μαζί μέ τό μεγαλύτερο πλήθος προϊόντων
λεηλασίας στήν παγκόσμια ιστορία. *Υπό τήν ηγεσία τού Ρόζεν-
μπεργκ τό ERR έκλεψε περίπου τρία έκατομμύρια βιβλία άπό
χίλιες βιβλιοθήκες. Ό ταν ή Φραγκφούρτη άρχισε να βομβαρδί­
ζεται πυκνά άπό τούς Συμμάχους τό 1944, οί Ναζί βιάστηκαν νά
μεταφέρουν τά λάφυρά τους σέ ύπόγειες άποθήκες. Ή βιβλιοθή­
κη του Σπινόζα, μαζί μέ χιλιάδες άλλα μή καταγεγραμμένα βι­
βλία, στάλθηκαν σέ ένα ορυχείο άλατιού στο Χούνγκεν, κοντά
στο Μόναχο. Στο τέλος του πολέμου όλοι οί θησαυροί τού
Χούνγκεν μεταφέρθηκαν στήν κεντρική άμερικανική στρατιω­
τική άποθήκη Όφφενμπαχ, όπου ένας μικρός στρατός άπό βι-
βλιοθηκονόμους καί ιστορικούς άναζήτησαν τούς κατόχους
τους. Τελικά ένας ’Ολλανδός άρχειοθέτης, ό Χέερ Χράσβινκελ
έντόπισε τά βιβλία τού Σπινόζα καί μετέφερε ολόκληρη τή συλ­
λογή ( έκτος άπό τέσσερα-πέντε βιβλία ) στήν ’Ολλανδία μέ τό
ολλανδικό πλοίο « Μαίρυ Ρόττερνταμ ». Έφτα-σαν στο Ρέινσ-
μπερχ τον Μάρτιο του 1946 καί έκτέθηκαν ξανά στο Μουσείο
Σπινόζα, δπου μπορεί κανείς να τα δει μέχρι σήμερα.

Τδ μήνα πού προηγήθηκε τής δίκης, ό Άλφρεντ παρέμεινε


στήν άπομόνωση στις φυλακές τής Νυρεμβέργης, δπου δέν
έβλεπε παρά μόνο τον δικηγόρο πού προετοίμαζε τήν ύπερά-
σπισή του, έναν Αμερικανό στρατιωτικό γιατρό κι έναν ψυχο­
λόγο. Μόνο στις 20 Νοεμβρίου 1945, τήν πρώτη μέρα τής δί­
κης, είδε ξανά τούς ύπόλοιπους κατηγορούμενους, καθώς συγ­
κεντρώθηκαν μπροστά στο προεδρείο τού δικαστηρίου άλλά
καί τις ομάδες των δημοσίων κατήγορων άπό τις Ηνωμένες
Πολιτείες, τή Μεγάλη Βρετανία, τή Ρωσία καί τή Γαλλία.
Στη διάρκεια των έπόμενων έντεκα μηνών έπρόκειτο νά συν­
αντηθούν συνολικά 218 φορές στήν ίδια αίθουσα.
‘Υπήρχαν είκοσιτέσσερις κατηγορούμενοι άλλά μόνο είκο-
492 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΜΙΝΟΖΛ

σιδύο ήταν παρόντες στή δίκη. Ό εικοστός τρίτος, ό Ρόμπερτ


Λέυ, κρεμάστηκε μέ μια πετσέτα στο κελί του δύο βδομάδες
νωρίτερα καί ό εικοστός τέταρτος, ό Μάρτιν Μπόρμαν, ό « δι­
κτάτορας της άντικάμαρας τού Χίτλερ », θά δικαζόταν έρήμην,
μολονότι ό περισσότερος κόσμος πίστευε δτι είχε σκοτωθεί
κατά τήν εισβολή των Ρώσων στο Βερολίνο. Οί κατηγορούμε­
νοι κάθονταν σε τέσσερις ξύλινους πάγκους τοποθετημένους σε
δύο σειρές, καί πίσω τους στέκονταν προσοχή μιά σειρά στρα­
τιώτες. Ό Άλφρεντ καθόταν δεύτερος στον δεξιό μπροστινό
πάγκο. Στον άριστερό μπροστινό πάγκο κάθονταν ό Γκαίρινγκ,
ό Έ ς, ό Γιόαχιμ φόν Ρίμπεντροπ, υπουργός Ε ξωτερικών τού
Χίτλερ, καί ό στρατάρχης Βίλελμ Καϊτέλ, ύπατος διοικητής
τού στρατού. Στους μήνες της κράτησης πού είχαν προηγηθει
της δίκης, ό Γ καίρινγκ είχε σταματήσει τά ναρκωτικά, είχε χά­
σει δώδεκα κιλά καί τώρα έδειχνε εύθυμος καί γλοιώδης.
Στά δεξιά τού Άλφρεντ καθόταν ό Έ ρνστ Κάλτενμπρούν-
νερ, ό άνώτερος άξιωματικός τ ώ ν Έ ς -Έ ς πού βρισκόταν άκό-
μα έν ζωή. Στά άριστερά του ό Χάνς Φράνκ, κυβερνήτης τής
κατεχόμενης Πολωνίας, ό Βίλελμ Φρίκ, τοποτηρητής τού
Ράιχ στή Βοημία-Μοραβία καί στήν άκρη τού πάγκου ό Γιού-
λιους Στράιχερ, ό έκδοτης τής έφημερίδας Der Stürm er. Ό Ά λ­
φρεντ θά πρέπει νά ένιωθε άνακούφιση πού δέν καθόταν πλάι
στον Στράιχερ, τον όποιο θεωρούσε ιδιαίτερα άπωθητικό.
Στή δεύτερη σειρά κάθονταν έξοχότητες 6πως ό ναύαρχος
Νταίνιτς, πρόεδρος τού Ράιχ μετά τήν αυτοκτονία τού Χίτλερ
καί διοικητής τών ύποβρύχιων έπιχειρήσεων, καί ό στρατάρ­
χης Άλφρεντ Γιόντλ. Καί οί δύο διατηρούσαν μιά άγέρωχη
στρατιωτική έκφραση. Πλάι τους καθόταν ό Φρίτς Ζάουκελ,
έπικεφαλής τού προγράμματος καταναγκαστικών έργων, ό
Άρτουρ Ζάις-Ίνκβαρτ, άρμοστής τών Κάτω Χωρών, καί στή
συνέχεια ό Ά λμπερτ Σπέερ, άρχιτέκτονας καί στενός φίλος
τού Χίτλερ - ένας άνθρωπος πού ό Άλφρεντ τον μισούσε σχε­
δόν όσο καί τον Γκαιμπελς. Έ πειτα ό Βάλτερ Φούνκ, πού με­
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 493

τέτρεψε τήν τράπεζα του Ράιχ σέ άποθήκη για τα χρυσά δόν­


τια καί άλλα τιμαλφή πού άρπάζονταν άπό τα θύματα των
στρατοπέδων συγκέντρωσης, καί ό Μπάλντουρ φόν Σιράχ,
έπικεφαλής τού ναζιστικού προγράμματος για τή νεολαία. Οί
δύο άλλοι κατηγορούμενοι της πίσω σειράς ήταν λιγότερο
γνωστοί έπιχειρηματίες.
Ή έπιλογή των κυριότερων ναζιστών έγκληματιών είχε
πάρει πολλούς μήνες. Δεν άποτελούσαν βέβαια τον άρχικο πυ­
ρήνα άλλα μετά τις αύτοκτονίες τού Χίτλερ, τού Γκαΐμπελς
καί τού Χίμμλερ, οί άνθρωποι αύτοί ήταν οί πιο γνωστοί ναζι-
στές. Επιτέλους, έπιτέλους ό Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ είχε δι-
εισδύσει στον πυρήνα. Πιστός στο χαρακτήρα του ό Γκαί-
ρινγκ, ό δεύτερος τή τάξει μετά τον Χίτλερ, προσπάθησε νά
άναλάβει τον έλεγχο τής ομάδας, χρησιμοποιώντας πότε ένα
σαγηνευτικό πονηρό βλέμμα, πότε μιά άγρια απειλητική μα­
τιά, καί σύντομα πολλοί τού έδειξαν ύπακοή. Ή ομάδα των κα­
τηγόρων, ένοχλημένη άπό τήν προοπτική νά έπηρεάσει ό
Γκαίρινγκ τή μαρτυρία των άλλων κατηγορούμενων, ξεκίνη­
σαν άμέσως ένέργειες γιά νά τον άπομακρύνουν άπό έκείνους.
Πρώτα διέταξαν τον Γ καίρινγκ νά τρώει μόνος στά διαλείμ­
ματα γιά φαγητό τις ημέρες τής δίκης, ένώ οί υπόλοιποι κα­
τηγορούμενοι κάθονταν άνά τρεις. Αργότερα, γιά νά έλαττώ-
σουν ακόμα περισσότερο τήν έπιρροή του, επέβαλαν ακόμα πιο
αύστηρή απομόνωση σέ όλους τούς κατηγορούμενους. Ό Ά λ-
φρεντ, όπως πάντα, άρνήθηκε νά συμμετάσχει στις ελάχιστες
εύκαιρίες κοινωνικής έπαφής πού είχαν άπομείνει - στή διάρ­
κεια των γευμάτων, καθ’ οδόν προς τήν αίθουσα τού δικαστη­
ρίου ή στά ψιθυριστά σχόλια μέσα στο δικαστήριο. Οί άλλοι
δεν έκρυβαν τήν άντιπάθειά τους γ ι’ αύτόν κι ό Άλφρεντ τήν
άνταπέδιδε πλήρως: Αύτοί ήταν οί άνθρωποι τούς οποίους θεω­
ρούσε ύπεύθυνους γιά τήν άποτυχία τού εύγενούς ιδεολογικού
οικοδομήματος, τό όποιο είχαν τόσο προσεκτικά διαμορφώσει
ό ίδιος καί ό Χίτλερ.
494 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ ΙΙΙΙΝΟΖΑ

Λίγες μέρες μετά την έναρξη της δίκης ολόκληρο τό δικα­


στήριο είδε μια συγκλονιστική ταινία πού γυρίστηκε από τα
αμερικανικά στρατεύματα, 6ταν μπήκαν ελευθερωτές στά
στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τίποτα δέν είχε παραλειφθεΐ, ούτε
μιά άνατριχιαστική λεπτομέρεια: Τό δικαστήριο αποσβολώ­
θηκε καί έξανέστη άπό τις εικόνες των θαλάμων αερίων, από
τούς φούρνους των κρεματορίων πού ήταν γεμάτοι άπό μισο-
καμένα πτώματα, άπό τά βουνά των πτωμάτων πού σάπιζαν,
άπό τις γιγάντιες στοίβες άντικειμένων πού είχαν αρπαχτεί
άπό τούς νεκρούς - γυαλιά όράσεως, παπουτσάκια μωρών,
άνθρώπινα μαλλιά. Έ νας Αμερικανός όπερατέρ περνούσε τό
φακό του άπό τά πρόσωπα των κατηγορουμένων, καθώς πα­
ρακολουθούσαν τήν ταινία. Τό κάτασπρο πρόσωπο τού Ρό-
ζενμπεργκ έδειχνε φρίκη καί κοίταξε άμέσως άλλού. ’Έ πειτα
άπό τήν προβολή τής ταινίας έπέμεινε, 6πως έκαναν καί οί
ύπόλοιποι κατηγορούμενοι, 6τι δέν είχε ιδέα γιά τήν ύπαρξη
τέτοιων τόπων.
Ή ταν άλήθεια; Πόσα γνώριζε γιά τις μαζικές έκτελέσεις
των Εβραίων στήν Ανατολική Εύρώπη; Τί γνώριζε γιά τά
στρατόπεδα θανάτου; Ό Ρόζενμπεργκ πήρε τό μυστικό αύτό
στον τάφο του. Δέν άφησε κανένα σχετικό έγγραφο, καμιά βέ­
βαιη απόδειξη. ( Ακόμα καί ή υπογραφή τού Χίτλερ δέν έμφα-
νίστηκε ποτέ σέ κανένα έγγραφο πού νά σχετίζεται μέ τά
στρατόπεδα συγκέντρωσης.) Καί φυσικά ό Άλφρεντ δέν έγρα­
ψε ποτέ τίποτα σχετικό στον Π αρατηρητή, καθώς ή πολιτική
τού ναζισμού άπαγόρευε ρητά όποιαδήπ οτε δημόσια άναφορά
των στρατοπέδων. Ό Ρόζενμπεργκ έσπευσε νά έπισημάνει
στο δικαστήριο δτι είχε άρνηθεΐ νά παρευρεθεΐ στήν κρίσιμη
Διάσκεψη στή Βάνζεε τον Ιανουάριο τού 1942, τήν όποια πα­
ρακολούθησαν οί άνώτεροι γραφειοκράτες τού ναζισμού, στή
διάρκεια τής οποίας ό Ράινχαρτ Χάυντριχ περιέγραψε ζωηρά
τά σχέδια γιά τήν Τελική Λύση. Ό Ρόζενμπεργκ είχε στείλει
στή θέση του τον βοηθό του Άλφρεντ Μάγιερ. Ό Μάγιερ ήταν
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 495

στενός του συνεργάτης για πολλά χρόνια. Είναι άδύνατο να μή


μίλησαν ποτέ οι δύο τους για τη Βάνζεε.
Τή δέκατη έβδομη ήμέρα της δίκης οί κατήγοροι παρουσία­
σαν ώς άποδεικτικό στοιχείο μια τετράωρη ταινία, Το ναζι-
στικό σχέδιο, ή όποια δημιουργήθηκε από την ένωση διαφόρων
προπαγανδιστικών ναζιστικών ταινιών καί έπικαίρων. Ή ται­
νία άρχιζε μέ άποσπάσματα άπό την ταινία της Λένι Ρίφεν-
σταλ Ό θρίαμβος τής θελήσεως, 6που ό Ρόζενμπεργκ, κορδω­
μένος μέσα στήν περίτεχνη στολή τού κόμματος, έκανε μια
πομπώδη αφήγηση. Ό Άλφρεντ καί οί κατηγορούμενοι δεν
έκρυψαν 6τι απόλαυσαν αύτό τό σύντομο ταξίδι πίσω στον
καιρό τής δόξας τους.
"Οταν οί άλλοι κατηγορούμενοι έξετάζονταν κατ’ άντιπαρά-
σταση στήν αίθουσα, ό Άλφρεντ δέν πρόσεχε. Μερικές φορές
σχέδιαζε φιγούρες που παρίσταντο στο δικαστήριο. Ά λλες
φορές ρύθμιζε τα ακουστικά του στή ρωσική μετάφραση της
δίκης, χαμογελώντας άφ’ υψηλού καί κουνώντας τό κεφάλι για
τήν πληθώρα τών λαθών. Ακόμα καί στή διάρκεια της δικής
του έξέτασης άκουγε τή ρωσική μετάφραση καί διαμαρτυρό­
ταν δημόσια για τα πολλά λάθη στή διερμηνεία.
Σέ δλη τή δίκη ό Ρόζενμπεργκ αντιμετωπίστηκε πολύ πιο
σοβαρά άπό τό δικαστήριο απ’ δσο τον είχαν ποτέ αντιμετω­
πίσει οί ίδιοι οί Ναζί. Πολλές φορές τό δικαστήριο τον χαρα­
κτήρισε τον κυρίαρχο ίδεολόγο τού ναζιστικού κόμματος, τον
άνθρωπο που σχεδίασε τήν καταστροφή τής Ευρώπης, καί ό
Ρόζενμπεργκ δέν άρνήθηκε ούτε μιά φορά τις κατηγορίες αύ-
τές. Φαντάζεται κανείς τις ανάμεικτες αντιδράσεις τού Γκαί-
ρινγκ: νά χλευάζει τήν υποτιθέμενη σπουδαιότητα τού Ρό­
ζενμπεργκ στο Τρίτο Ράιχ καί άπό τήν άλλη νά χαχανίζει μέ
τό γεγονός 6τι ό Ρόζενμπεργκ δέν είχε έπίγνωση πώς έτσι
σφράγιζε ό ίδιος τήν καταδίκη του.
Στή μακροσκελή υπεράσπισή του ή ασάφειά του, ό πομπώ­
δης τόνος του καί ή σύνθετη γλώσσα του έκνεύρισαν πάρα πολύ
496 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ 2.ΙΙΙΝΟΖΛ

τούς κατηγόρους. Αντίθετα μέ τον Χίτλερ, έκεΐνοι δεν έξαπα-


τήθηκαν άπο την προσποίηση βάθους, ίσως επειδή οί δικηγό­
ροι της Νυρεμβέργης είχαν ένα έπιπλέον στοιχείο: τα αποτε­
λέσματα των δοκιμασιών Ι(} πού είχε χορηγήσει ό Αμερικανός
ψυχολόγος ύπολοχαγός Τζ.Μ. Γκίλμπερτ. Ό βαθμός 124 πού
πήρε ό Ρόζενμπεργκ τον τοποθέτησε στο μέσο των είκοσιενός
κατηγορουμένων. (Ό Γιούλιους Στράιχερ, ό αρχισυντάκτης
της άγαπημένης έφημερίδας τού Χίτλερ, ήταν ό τελευταίος
στήν κατάταξη μέ 106). Παρόλο πού ό Ρόζενμπεργκ διατήρη­
σε τό καλά έξασκημένο του ύπεροπτικό χαμόγελο, δεν έπειθε
πια κανέναν 8τι οί σκέψεις του ήταν πολύ βαθιές για να τις κα­
ταλάβουν οί άλλοι.
Ό κύριος Αμερικανός κατήγορος, δικαστής Ρόμπερτ Τζ.
Τζάκσον τού Ανώτατου Δικαστηρίου των Η.Π.Α., είπε: «Ό
Ρόζενμπεργκ, ό πνευματικός αρχιερέας τής “ανώτερης φυ­
λής”, ήταν εκείνος πού προμήθευσε τό δόγμα τού μίσους, τό
όποιο έδωσε τήν ώθηση για τον άφανισμό τού έβραϊσμού, καί
ό όποιος έθεσε τις άντιχριστιανικές θεωρίες του σέ έφαρμογή
εις βάρος των Ανατολικών Κατεχόμενων Εδαφών. Ή συγκε­
χυμένη φιλοσοφία του προσέθεσε καί τήν πλήξη στον άτελείω-
το κατάλογο τών ναζιστικών ωμοτήτων ».
Στήν έκδοση τών έπιστολών του ό Τόμας Ντόντ, Αμερι­
κανός εκπρόσωπος τής κατηγορούσας αρχής ( καί πατέρας τού
γερουσιαστή Κρίστοφερ Ντόντ), άποκάλυψε τα συναισθήματά
του για τον Ρόζενμπεργκ: « Πέρασαν άλλες δύο μέρες. Σήμερα
τό πρωί έξέτασα τον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ καί νομίζω 8τι
έκανα αρκετά καλή δουλειά. Ή ταν έξαιρετικά δύσκολος - ένας
παλιάνθρωπος ολο ύπεκφυγές καί ψέματα, τέτοιος πού δέν έχω
ξανασυναντήσει ποτέ μου. Πραγματικά μού είναι πολύ άντι-
παθής - προσποιείται συνεχώς, είναι άπόλυτα υποκριτής ».
Ό Σέρ Ντέηβιντ Μάξγουελ, ό έπικεφαλής τών Βρετανών
κατηγόρων, σχολίασε: « Οί μόνες άποδείξεις πού μάς παρου­
σίασαν ήταν ό ισχυρισμός 8τι ό Ρόζενμπεργκ δέν θά πείραζε
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 497

ούτε μύγα καί δη οί μάρτυρες πράγματι δέν τον είδαν ποτέ να


πειράζει τις μύγες. Ό Ρόζενμπεργκ ήταν ένας μέγας εύφημι-
στής, ένας σχολαστικός γραφειοκράτης πού οί φράσεις του, οί
όποιες έμοιαζαν να μήν ολοκληρώνονται ποτέ, σέρνονταν καί
πλέκονταν καί κολλούσαν ή μια μέ την άλλη σαν παραβρασμέ­
να μακαρόνια ».
Καί ή καταληκτική δήλωση τού έπικεφαλής Ρώσου έκπρο-
σώπου στρατηγού Ρουντένκο έλεγε: « Παρά τις προσπάθειες
τού Ρόζενμπεργκ να αλλοιώσει τα ιστορικά δεδομένα καί γε­
γονότα, δέν μπορεί νά άρνηθεΐ 6τι υπήρξε ό έπίσημος ίδεολό-
γος τού ναζιστικού κόμματος. "Οτι ήδη πριν άπό ένα τέταρτο
τού αιώνα έκεΐνος ήταν πού είχε θέσει τά “θεωρητικά” θεμέ­
λια τού φασιστικού χιτλερικού κράτους, τό όποιο 6λη αύτή την
περίοδο διέφθειρε ήθικά έκατομμύρια Γερμανούς, προετοιμά-
ζοντάς τους “ ιδεολογικά” γιά τά τερατώδη έγκλήματα πού
διαπράχθηκαν άπό τούς οπαδούς τού Χίτλερ ».
Ό Ρόζενμπεργκ δέν διέθετε παρά ένα πιθανό αποτελεσμα­
τικό έπιχείρημα ύπεράσπισης - 6τι οί ναζιστές συνάδελφοί του
δέν τον πήραν ποτέ στά σοβαρά καί δτι δλες οί πολιτικές πού
πρότεινε γιά τις ανατολικές κατεχόμενες χώρες άγνοήθηκαν
πλήρως. Ό ίδιος δμως είχε μιά τόσο ύπερτιμημένη άποψη γιά
τήν αξία του, πού δέν ήθελε νά παραδεχτεί δημόσια τήν άση-
μαντότητά του. "Ετσι έπέλεξε νά μιλάει έπί ώρες μέ άοριστίες
καί παρεκβάσεις. "Οπως άνέφερε ένας παρατηρητής τής δίκης:
«Αδύνατο νά συλλάβεις τί έννοούσε - σάν νά πήγαινες νά πιά-
σεις ένα σύννεφο ».
Αντίθετα άπό τούς άλλους κατηγορούμενους, ό Ρόζεν­
μπεργκ δέν άποκήρυξε ποτέ τήν ιδεολογία του. Στο τέλος έμεινε
ό μόνος άληθινά πιστός στο κόμμα. Ποτέ δέν κατηγόρησε τον
Χίτλερ καί τή ρατσιστική του ιδεολογία. «Έ γ ώ δέν έβλεπα
στον Χίτλερ έναν τύραννο », είπε στο δικαστήριο,« όπως πολλά
έκατομμύρια Έθνικοσοσιαλιστές τον έμπιστευόμουν προσω­
πικά λόγω τής δύναμης πού τον είχα ζήσει νά έπιδεικνύει
49» ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ 1ΙΙΙΝΟ/Α

σ’ έναν δεκατετράχρονο αγώνα. 'Υπηρέτησα πιστά τον Α -


ντολφ Χίτλερ καί οτιδήποτε μπορεί να έκανε το κόμμα στή
διάρκεια αύτών των χρόνων, καί αύτό τό υποστήριξα ». Σε μια
συζήτηση με έναν άλλο κατηγορούμενο ύπεραμύνθηκε τού
Χίτλερ άκόμα πιο έντονα: « Όσες φορές κι αν τα ξαναφέρνω
στο μυαλό μου, έξακολουθώ να μήν μπορώ να πιστέψω 6τι
υπήρχε όποιοδήποτε έλάττωμα στο χαρακτήρα του ». Συνέχι­
σε να επιμένει στήν ορθότητα της ιδεολογίας του. « Αύτό πού
με κινητοποίησε τα τελευταία είκοσιπέντε χρόνια ήταν ή ιδέα
δτι ήθελα να υπηρετήσω όχι μόνο τον γερμανικό λαό, άλλα
ολόκληρη τήν Εύρώπη - στήν πραγματικότητα ολόκληρη τή
λευκή φυλή». Καί λίγο πριν από τό θάνατό του έξέφρασε τήν
ελπίδα 6τι ή ιδέα τού Εθνικοσοσιαλισμού δεν θά ξεχαστεΐ
ποτέ καί θά « άναγεννηθεΐ άπό μιά νέα γενιά άτσαλωμένη άπό
τις στερήσεις».
Ή 1η ’Οκτωβρίου 1946 ήταν ή μέρα της κρίσης. Τό δικαστή­
ριο είχε κάνει 218 άκροαματικές διαδικασίες καί τις τελευταίες
έξι έβδομάδες ή δίκη είχε διακοπεί, ένόσω οί δικαστές έπιδί-
δονταν σέ μακροσκελείς διαβουλεύσεις. Τό πρωί τής 1ης ’Ο­
κτωβρίου ό κάθε κατηγορούμενος έμαθε, μέ τή σειρά στήν
όποια ήταν καθισμένοι, τήν ετυμηγορία τού δικαστηρίου. Τρεις
κατηγορούμενοι -ό Σάχτ, ό Φόν Πάπεν καί ό Φρίτσε- άθωώ-
θηκαν καί άπελευθερώθηκαν άμέσως. Οί υπόλοιποι κρίθηκαν
ένοχοι γιά μερικές ή καί γιά 6λες τις κατηγορίες πού τούς βά­
ραιναν.
Νωρίς τό ίδιο άπόγευμα κάθε κατηγορούμενος έμαθε τήν
ποινή πού τον περίμενε. Ό Αλφρεντ ήταν ό έκτος πού στάθηκε
άπέναντι άπό τούς δικαστές: « Κατηγορούμενε Αλφρεντ Ρό-
ζενμπεργκ, λαμβάνοντας ύπόψιν τή βαρύτητα των κατηγοριών
πού σέ βαραίνουν, τό Δικαστήριο σέ καταδικάζει σέ θάνατο
δι’ άπαγχονισμού ».
Δέκα άκόμα κατηγορούμενοι ακόυσαν τις ίδιες άκριβώς λέ­
ξεις : ό Γκαίρινγκ, ό Ρίμπεντροπ, ό Καϊτέλ, ό Κάλτενμπρο-
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 499

υνερ, ό Γιόντλ, ό Φράνκ, ό Φρίκ, ό Στράιχερ, ό Ζάις-Τνκβαρτ


καί ό Ζόυκελ. Γιά τον Μάρτιν Μπόρμαν ή έτυμηγορία άνακοι-
νώθηκε έρήμην, ένώ οί υπόλοιποι έπτά καταδικάστηκαν σέ
διαφορετικής διάρκειας φυλάκιση.
Οί έκτελέσεις ορίστηκαν για την αύγή της 16ης ’Οκτωβρίου
1946. Μετά τήν καταδίκη τους ένας στρατιώτης φρουρούσε κά­
θε κελί καί παρακολουθούσε τον φυλακισμένο δλο τό εικοσιτε­
τράωρο μέσα άπό ένα μικρό άνοιγμα στην πόρτα. Τήν παρα­
μονή των έκτελέσεων οί κατηγορούμενοι άκουγαν τούς χτύ­
πους των σφυριών άπό τις τρεις άγχόνες πού στήνονταν στήν
αύλή της φυλακής.
Στις 11 τό βράδυ τής 15ης ’Οκτωβρίου, τήν παραμονή των
έκτελέσεων, ό φρουρός έξω άπό τό κελί τού Γκαίρινγκ τον
άκουσε να βογκάει καί τον είδε να συσπάται στο κρεβάτι του.
Ό διοικητής τού στρατοπέδου καί ό γιατρός έτρεξαν στο κελί
του, άλλα ό Γκαίρινγκ ήταν ήδη νεκρός. Κομματάκια γυαλιού
στο στόμα του φανέρωναν ότι είχε δαγκώσει μια κάψουλα κυα­
νίου. Εκατοντάδες τέτοιες κάψουλες αύτοκτονίας είχαν μοι­
ραστεί στούς ήγέτες των Ναζί, άλλα παραμένει καί σήμερα
άκόμα μυστήριο πώς κατόρθωσε ό Γκαίρινγκ να κρύψει τήν
κάψουλα πού έβαλε τέλος στή ζωή του, παρά τις πολυάριθμες
διεξοδικές σωματικές έρευνες όσο καί έρευνες τών προσω­
πικών του άντικειμένων. Οί ύπόλοιποι κατηγορούμενοι δέν
έμαθαν ποτέ τό θάνατό του. Ό Φόν Ρίμπεντροπ άντικατέστη-
σε τον Γκαίρινγκ στήν πρώτη τριάδα. Οί φρουροί μπήκαν στά
κελιά, στο ένα μετά τό άλλο, φώναξαν τό όνομα τού φυλακισμέ­
νου καί συνόδεψαν τον κάθε καταδικασμένο στο γυμναστήριο,
τό όποιο μόλις δύο μέρες πριν είχε χρησιμοποιηθεί άπό τούς
άξιωματικούς τής άμερικανικής άσφάλειας γιά έναν άγώνα
μπάσκετ. Στις 16 ’Οκτωβρίου είχαν στηθεί έκεΐ τρία ξύλινα
ικριώματα βαμμένα μαύρα. Τά δύο άπ’ αύτά χρησιμοποιήθη­
καν έκ περιτροπής. Τό τρίτο πού είχε στηθεί γιά λόγους άσφα-
λείας έμεινε άχρησιμοποίητο. Σανίδες έκρυβαν τή βάση τού
500 ΤΟ IΙΡΟΒΛΗΜΑ 2.ΙΙΙΝΟΖΛ

ικριώματος, έτσι ώστε μόλις θά έπεφτε ό κρεμασμένος, οί θεα­


τές να μήν τον βλέπουν να ψυχορραγεί στην άκρη του σκοινιού.
Ό Ρόζενμπεργκ, τέταρτος στή σειρά, φόρεσε χειροπέδες,
τον έφεραν στή βάση της άγχόνης καί τον ρώτησαν τό όνομά
του. Με σιγανή φωνή άπάντησε « Ρόζενμπεργκ» καί, έχοντας
σέ κάθε του πλευρά έναν λοχία του αμερικανικού στρατού νά
τον συγκρατεΐ, άνέβηκε τά δεκατρία σκαλιά του ικριώματος.
"Οταν ρωτήθηκε αν είχε νά κάνει κάποια τελευταία δήλωση,
τά χωμένα σέ μαύρους κύκλους μάτια του φάνηκαν νά άπο-
ρούν, καθώς κοιτάξε γιά λίγες στιγμές τον δήμιο, κι έπειτα
κούνησε έντονα τό κεφάλι. Οί υπόλοιποι μελλοθάνατοι έκαναν
άπό μιά τελευταία δήλωση - ό Στράιχερ φώναξε: « Μία μέρα
θά σάς κρεμάσουν οί μπολσεβίκοι». Αλλά ό Ρόζενμπεργκ βά­
δισε στο θάνατό του σιωπηλός. Σάν σφίγγα.
Τά πτώματα τού Γκαίρινγκ καί των έννέα κρεμασμένων
τοποθετήθηκαν σέ φέρετρα καί φωτογραφήθηκαν, γιά νά άπο-
μακρυνθεΐ όποιαδήποτε άμφιβολία ότι ήταν πράγματι νεκροί.
Μέσα στο σκοτάδι τής νύχτας μεταφέρθηκαν στο Νταχάου,
όπου άναψαν γιά τελευταία φορά οί φούρνοι γιά νά άποτεφρώ-
σουν τούς κατασκευαστές τους. Εξήντα κιλά στάχτη, δ,τι
άπέμεινε άπό τούς ήγέτες των Ναζί, σκορπίστηκαν σ’ ένα ρυά­
κι καί πολύ σύντομα χύθηκαν στον ποταμό "Ιζαρ, πού κυλάει
μέσα άπ’ τό Μόναχο, καί όπου είχε ξεκινήσει ή πιο θλιβερή καί
σκοτεινή άπ’ όλες τις ιστορίες.
Πραγματικότητα ή μυθοπλασία;
Διευκρινίσεις

πού θά μπο-
Ε
π ιχ ε ί ρ η σ α ν α γ ρ α τ ω ε ν α μ υ θ ι σ τ ό ρ η μ α
ρουσε νά έχει σνμβεϊ. Π αραμένοντας δσο πιο κοντά γινόταν
στα ιστορικά γεγονότα, άντλησα στοιχεία από την επιστημονική
μου ιδιότητα τον ψυχιάτρου γιά νά φανταστώ τον ψυχικό κόσμο
των ηρώων μου, του Μπεντο Σ πινόζα και του Άλφρεντ Ρόζεν-
μπεργκ. Ε πινόησα δυο χαρακτήρες, τον Φράνκο Μπενίτεζ και τον
Φρήντριχ Πφίστερ, γιά νά χρησιμεύσουν ώς πύλες εισόδου στην
ψυχή των πρω ταγω νιστώ ν μου. ”Ολες οι σκηνές στις όποιες
εμφανίζονται είναι βεβαίως φανταστικές.

*Ισως επειδή ό Σπινόζα έπέλεξε νά παραμείνει άφανής, είναι εντυ­


πωσιακά λίγα όσα γνωρίζουμε με βεβαιότητα γιά τη ζωή το υ .'Η
ιστορία τών δύο Εβραίων επισκεπτών, τού Φράνκο και του Γιά-
κομπ, βασίζεται σε μ ία σύντομη περιγραφή πού υπάρχει στην
πρώτη βιογραφία του Σπινόζα, οπού άναφέρονται δύο νέοι άνώνυ-
μοι άντρες, οι όποιοι τον ένέπλεξαν σε μία συζήτηση, με την πρό­
θεση νά τον ενθαρρύνουν νά άποκαλύψει τις αιρετικές του άπόψεις.
*Επειτα από λίγο καιρό ό Σπινόζα διέκοψε τις επαφές μ αζί τους,
τότε όμως εκείνοι τον κατέδωσαν στον ραβίνο Μορτέρα και στην
εβραϊκή κοινότητα. Τίποτα άλλο δεν είναι γνωστό γι'αυτούς τούς
δύο νεαρούς-πράγμα καθόλου δυσάρεστο γιά έναν μυθιστοριογρά­
φο-, μερικοί μελετητές τού Σπινόζα μ άλιστα άμφισβητοϋν τήν
άλήθεια του όλου έπεισοδίου. Θά μπορούσε δμως νά εχει συμβεί.
Ό άπληστος Ντουάρτε Γκονζάλεζ, τον όποιο παρουσιάζω ώς θείο

502 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ LIIINOZA

τους πού βρίσκεται σε αντιδικία με τον Σπινόζα, είναι πράγματι


ιστορικό πρόσωπο.
Τά λόγια και οι ιδέες τον Σ πινόζα που εκφράζονται στις συ­
ζητήσεις του με τον Γ ιάκομπ και τον Φράνκο προέρχονται κυρίως
από το βιβλίο τον Θεολογικο-πολιτική πραγματεία. Για την ά-
κρίβεια σε ολόκληρο το μυθιστόρημα αντλώ πολλά o jio τά λόγια
του Σ πινόζα άπό το κείμενο αυτό, άπό την ’Ηθική του και άπό την
άλληλογραφία του. Ό Σ πινόζα μαγαζάτορας είναι επινόησή μ ο ν
είναι μάλλον απίθανο νά δούλεψε ποτέ ώς έμπορος. 'Ο πατέρας
τον, ό Μ ίχαελ Σ πινόζα, είχε στήσει μ ία επιτυχημένη επιχείρηση
είσαγω γώ ν-έξαγω γώ ν, ή όποια βρισκόταν σε παρακμή όταν ό
Μπέντο ένηλικιώθηκε.
Ό δάσκαλος τον Σ πινόζα, Φρανσίσκους Βάν ντένΈ ντεν, ήταν
ένας εντυπω σιακά γοητευτικός, δραστήριος διανοούμενος, ό
όποιος άργότερα έζησε στο Π αρίσι καί τελικά έκτελέστηκε άπό
τον Λουδοβίκο ΙΑ ' ώς συνωμότης γιά την κατάργηση τής μοναρ­
χίας. eH κόρη του Κλάρα-Μ αρία περιγράφεται σχεδόν άπό δλονς
τούς βιογράφους τον Σ πινόζα ώς ένα γοητευτικό παιδί-θαϋμα.
Αργότερα παντρεύτηκε τον Ντιρκ Κέρκρινκ, συμμαθητή τον
Σ πινόζα στήν Α καδημία τού Βάν ντένΈ ντεν.
Από τά λίγα γεγονότα που είναι γνω στά γιά τον Σπινόζα,
εκείνο που γνωρίζουμε με τή μεγαλύτερη βεβαιότητα είναι ό άφο-
ρισμός του. Α ναπαράγω εδώ με άκρίβεια το επίσημο κείμενο τον
άφορισμοϋ. Το πιθανότερο είναι ότι ό Σ πινόζα δεν ξαναήρθε ποτέ
σέ επαφή μέ Έβραϊο - εννοείται δτι ή συνεχιζόμενη φιλία του μέ
τον 'Εβραίο Φράνκο είναι άπολύτω ς φ ανταστική. Φ αντάστηκα
τον Φράνκο ώς έναν άνθρωπο πολύ προχωρημένο γιά τήν εποχή
του, ώς προενσάρκωση τον Μορντεχάι Κάπλαν πού έζησε τον 20ό
αιώνα, ενός σκαπανέα πού έδρασε γιά τον εκσυγχρονισμό καί τήν
έκκοσμίκευση τού Ιουδαϊσμού. Τά δύο άδέλφια τον Σπινόζα πού
ήταν έν ζωή υπάκουσαν τήν απαγόρευση καί διέκοψαν κάθε επαφή
μέ τον άδελφό τους. Η Ρεμπέκα, δπως τήν περιέγραψα, εμφανί­
στηκε π ράγματι γιά λίγο μετά το θάνατό του, σέ μ ία προσπάθεια
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ "Η ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ; ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ 5 °3

νά διεκδικήσει την περιουσία τον αδελφόν της. Ό Γκάμπριελ με-


τανάστενσε σ'ενα νησί τής Καραϊβικής, δπον και πέθανε από κ ί­
τρινο πυρετό. Ό ραβίνος Μορτερα ήταν ένα από τα πιο επιβλητικά
πρόσωπα τής εβραϊκής κοινότητας τον 17ον αιώνα, καί πολλά από
τά κηρνγματά τον κυκλοφορούν άκόμα.
Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα γιά τη συναισθηματική άντί-
δραση τον Σπινόζα στον αποκλεισμό τον από την κοινότητά τον.
Ή άντίδραση την όποια περιγράφω εδώ είναι εντελώς φανταστική
άλλά, κατά τη γνώμη μου, είναι μία πιθανή άντίδραση του απέναν­
τι στον απόλυτο αποχωρισμό από δ λα τά γνωστά τον πρόσωπα.
Οι πόλεις καί τά σπίτια στά όποια κατοίκησε ό Σπινόζα, ή απα­
σχόλησή τον νά τροχίζει φακούς, ή σχέση τον με τους κολλεγια-
στές, ή φιλία τον με τον Σιμόν ντε Φρίς, οι άνώννμες δημοσιεύσεις
των βιβλίων τον, ή βιβλιοθήκη τον καί τέλος οι συνθήκες τον θα­
νάτου καί τής ταφής τον - δλα αποτελούν ιστορικά δεδομένα.

Στο μέρος τον μυθιστορήματος που εκτυλίσσεται στον 20ό αιώνα


υπάρχει μεγαλύτερη βεβαιότητα. Παρ'1δλα αυτά ό Φρήντριχ
Πφίστερ είναι πρόσωπο επινοημένο καί δλες οι συζητήσεις τον με
τον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ είναι φανταστικές. Άπό δσο είμαι σε
θέση πάντως νά καταλάβω τή χαρακτηρολογική δομή τον Ρ ό­
ζενμπεργκ καί το στάδιο στο όποιο βρισκόταν ή ψυχοθεραπεία
στις αρχές τον 20ον αιώνα, δλοι οι διάλογοι μεταξύ Ρόζενμπεργκ
καί Πφίστερ θά μπορούσαν νά είχαν λάβει χώρα. Άλλωστε, όπως
έχει πει ό Άντρέ Ζ ίντ: «Ή Ί στορία είναι μυθοπλασία πού συνέβη.
Η μυθοπλασία είναι Ιστορία πού θά μπορούσε νά έχει σνμβει».
'Όπως προσδιόρισα στον Πρόλογο, ένα έγγραφο ( με άριθμό
17b-PS) γραμμένο από τον Σ ίμμερ, άξιω ματικό τον ειδικόν σώ ­
ματος ERR τον Ρόζενμπεργκ, ό όποιος κατέσχεσε τή βιβλιοθήκη
τον Σπινόζα, δηλώνει δτι ή βιβλιοθήκη θά βοηθούσε τούς ναζιστές
νά διερευνήσουν το «πρόβλημα Σ πινόζα». Δεν μπόρεσα νά βρώ
άλλα στοιχεία πού νά συνδέουν τον Ρόζενμπεργκ με τον Σπινόζα.
5 °4 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ

Αλλά Θά μπορούσε νά είχε σνμβεϊέτσι. 'Ο Ρόζενμπεργκ Θεωρούσε


τον εαυτό τον φιλόσοφο καί είναι βέβαιο πώς Θά γνώριζε δτι πολ­
λοί Γερμανοί στοχαστές είχαν σε μεγάλη εκτίμηση τον Σπινόζα.
Ε πομένως όλες οι ενότητες που συνδέουν τον Σ πινόζα με τον Ρ ό­
ζενμπεργκ είναι φανταστικές ( όπως καί οι δυο επισκέψεις του
Ρόζενμπεργκ στο Μουσείο Σ πινόζα του Ρέινσμπερχ ). Άπό κάΘε
άλλη άποψη προσπάθησα νά μεταφέρω τις κυριότερες λεπτομέ­
ρειες τής ζωής τον Ρόζενμπεργκ με άκρίβεια. Γνωρίζουμε άπό τά
άπομνημονεύματά του ( τά όποια έγραψε στη φυλακή κατά τη
διάρκεια τής δίκης τής Ν υρεμβέργης) δτι πρά γμ α τι τον « είχε
άνάψει φ ω τιά » στά δεκαέξι τον χρόνια το έργο του άντισημίτη
συγγραφέα Χ ιούστον Σ τιούαρτ Τσάμπερλαιν. Αυτό το γεγονός
ένέπνευσε την π λασματική συνάντηση τού έφηβου Ρόζενμπεργκ
με τον διευθυντή ’Έ πσταϊν και τον Χέρ Σαιφερ.
Τά κνριότερα στοιχεία πού δίνω γιά τήν κατοπινή ζωή τον
Ρόζενμπεργκ προέρχονται άπό ιστορικές π η γ ές: ή οίκογένειά
του, ή εκπαίδευσή τον, ο ιγ ά μ ο ι του, οι καλλιτεχνικές τον άνησυ-
χίες, τά βιώ ματά τον στή Ρ ω σία, ή άπόπειρα νά κ ατα ταγεϊ στον
γερμανικό στρατό, ή άπόδραση άπό τήν Ε σθονία στο Βερολίνο
καί στή συνέχεια στο Μόναχο, ή μαθητεία του πλάι στον Ντήτριχ
*Εκαρτ, ή εξέλιξή τον σέ άρχισυντάκτη, ή σχέση τον μέ τον Χίτ-
λερ, ό ρόλος τον στο κίνημα τού Μονάχου, ή επίσκεψη του μ αζί μέ
τον Χίτλερ στον Χ ιούστον Σ τιούαρτ Τσάμπερλαιν, τά διάφορα
άξιώ ματά τον στή ναζιστική κυβέρνηση, τά γραπτά του, το
Εθνικό Βραβείο πού τού άπονεμήθηκε καί ή στάση τον στή δίκη
τής Νυρεμβέργης.
Νιώθω πιο βέβαιος γιά τον τρόπο μέ τον όποιο παρουσιάζω
τήν ψυχική ζωή τού Ρόζενμπεργκ παρά τού Σπινόζα, γ ιατί έχω
σνλλέξει πολύ περισσότερα στοιχεία άπό τις ομιλίες τού Ρόζεν­
μπεργκ, άπό τά δικά τον αύτοβιογραφικά γραπτά καί άπό τις πα­
ρατηρήσεις άλλων γιά κείνον. Π ράγματι νοσηλεύτηκε δύο φορές
στήν Κ λινική Χόενλύχεν, τρεις εβδομάδες το 1935 καί εξι εβδο­
μάδες το 1936 γιά λόγους εν μέρει τουλάχιστον ψυχιατρικούς.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ή ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ; ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ 5 °5

!Α πέδωσα με ακρίβεια την επιστολή τον ψυχιάτρου Γκέμπαρτ


στον Χίτλερ που περιγράφει τά προβλήματα προσω πικότητας
τον Ρόζενμπεργκ ( με εξαίρεση την τελευταία παράγραφο, ή
οποία άναφέρεται στον Φρήντριχ Πφίστερ ).Ό δ ρ Γκέμπαρτ μ ά ­
λιστα άπαγχονίοτήκε το 1948 ώς εγκληματίας πολέμου λόγω των
ιατρικών πειραμάτω ν που έκτελοϋσε στα στρατόπεδα συγκέν­
τρωσης. 'Η επιστολή τον Τσάμπερλαιν στον Χίτλερ παρατίθεται
κατά λέξη. "Ολοι οι τίτλοι των εφημερίδων, τά διατάγματα και οι
ομιλίες έχουν καταγραφεϊ π ιστά. Οι προσπάθειες του Φρήντριχ
νά κάνει ψυχοθεραπεία με τον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ βασίζονται
στο πώς μπορεί νά είχα προσεγγίσει εγώ τή δυσκολία νά δουλέψω
μ'έναν άνθρωπο σάν τον Ρόζενμπεργκ.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

ΡΩΣΤΩ ΣΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ εύχαριστίες για τΙς σκέψεις


Χ καί τις προτάσεις τους άφοΰ διάβασαν ολόκληρο ή μέρος του κει­
μένου μου: στον Στήβεν Νάντλερ, τον Βάν Χάρβεϋ, τον Ούώλτερ Σό-
κελ, τον Ροϋντολφ Μπίνιον, τή Ρεμπέκα Γκόλντσταϊν, τή Μαρίαν Σί-
ροκερ, τήν Άλις Φόν Χάρτεν καί τα μέλη τής λογοτεχνικής ομάδας
Πήγασος. Ή άτζέντισσά μου Σάντυ Ντάικστρα μου πρόσφερε συνεχή
υποστήριξη καί καθοδήγηση. Πολλές εύχαριστίες στους βοηθούς μου
στήν έρευνα, Κέητ ΜακΚουήν, Μόιρα βάν Ντέικ, Μαρσέλ Όντεν* στή
Μωρήν Λίλλα πού έπιμελήθηκε τις πρώιμες εκδοχές δύο κεφαλαίων
καί σέ πλήθος γενναιόδωρων φίλων καί συναδέλφων πού άνταποκρίθη-
καν μέ καλοσύνη στα πολλά μου αιτήματα για συμβουλές: τον Στέφαν
Άλντερ, τον Ζάκαρυ Μπέηκερ, τον Ρόμπερτ Μπέργκερ, τον Ντάνιελ
Έντελσταϊν, τήν Ντέμπορα Χάυντεν, τον Λάζαρ Φλάισμαν, τον
Ντάγκφιν Φόλλεσνταλ, τον Τζόζεφ Φράνκ, τή Λέια Χίρς, τον Ντάαν
Τζέηκομπς, τή Ρουθέλλεν Τζόσελσον, τή Ρετζίνα Κάμμερερ, τον Τζέυ
Κάπλαν, τή ραβίνο Πατρίσια Κάρλιν-Νόυμαν, τον Μόλυν Λές, τον Πέ-
σαχ Λίχτενμπεργκ, τή Μιριάμ βάν Ρέιεν, τον Άαρον Ροντρίγκ, τον
Έημπραχαμ Β. Ρόζενμπεργκ, τον Μίχα ντέ Φρίς, τον Όρι Σόλτες,
τον Ντέηβιντ Σπίγκλε, τον Ντάνιελ Σπίρο, τον Χάνς Στάινερ, τον
Άιβαρς Στράνγκα, τόν Κάρλο Στρένγκερ, τον Θήο βάν ντέρ Βέρφ, τόν
Χάνς βάν Βέινγκααρ-ντεν, τή Σιμόνα βάν Βέινγκααρντεν-Μπότα καί
τόν Στήβεν Ζίττπερσταϊν.
Είχα τήν καταπληκτική τύχη νά δουλέψω μέ τόν Ντάνιελ Μένα-
κερ, έναν έκπληκτικό έπιμελητή πού μέ βοήθησε νά γράψω τό βιβλίο
πού ήθελα νά γράψω. "Οπως πάντα, είχα καί κατ’ οίκον ύποστήριξη:
Ή πρώτη μου έπιμελήτρια ήταν ή γυναίκα μου, Μαίριλυν, πού είναι ή
πιο άπαιτητική κριτικός μου καί ή σταθερή σύντροφός μου. Ό γιός
μου, Μπέν Γιάλομ, θαυμάσιος επιμελητής, έκανε στό χειρόγραφο τό
τελικό λουστράρισμα.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ TOY IRVIN D. YALOM . TO ΠΡΟΒΛΗΜΑ
ΣΠΙΝΟΖΑ.. ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΑΝΔΡΙΤΣΑ
NOY, ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΣΤΟ .ΦΑΣΜΑ. ΤΗΣ Μ. ΚΑΠΕΝΗ. ΟΙ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙ
ΚΕΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥ
ΡΑ. ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΜΟΝΤΑΖ ΚΑΙ Η ΕΚΤΥΠΩ
ΣΗ ΕΓΙΝΑΝ ΣΤΟ ΛΙΘΟΓΡΑΦΕΙΟ . ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ. ΣΕ
ΧΑΡΤΙ PALATINA 100 ΓΡΑΜΜΑΡΙΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ. Η
ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΑΙ ΣΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΕ 6.000 ΑΝ
ΤΙΤΥΠΑ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2011 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑ
ΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΑΓΡΑ. ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΣΧΕΔΙΑ
ΣΕ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΕΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

’Αριθμός έκδοσης
1.062
I
Ο ΙΟ Σ Η Τ Α Ν Ο Σ Π ΙΝ Ο Ζ Α ; Αυτή ή θαρραλέα μορφή τοΰ 17ου αιώνα,
Π αυτός ό μεγαλοφυής φιλόσοφος πού μέ τό έργο του επηρέασε τήν
παγκόσμια σκέψη, και ό οποίος σε ήλικία εικοσαριών ετών μετατράπηκε
σε αποσυνάγωγο για ολόκληρη τήν εβραϊκή κοινότητα τοΰ "Αμστερνταμ,
καθώς και για τήν ίδια του τήν οικογένεια; Ποιά ήταν ή εσωτερική του
ζωή; Και σε τί οφειλόταν, ακριβώς δύο αιώνες αργότερα, ή έλξη πού
άσκησε στον «φιλόσοφο» τών Νάζι ό Σπινόζα; Γιατί λεηλάτησαν τή βι­
βλιοθήκη του, άλλα δεν έκαψαν τά βιβλία του; Ποιό ήταν τό «πρόβλημα
Σπινόζα » στο οποίο άναφέρονταν; Αυτά τά ερωτήματα απασχολούν εδώ
και πάρα πολλά χρόνια τον ψυχίατρο και μυθιστοριογράφο Ίρβιν Γιάλομ.
Στο συναρπαστικό καινούργιο του μυθιστόρημα, Τό πρόβλημα Σπινόζα,
δεν έξανθρωπίζει μόνο τον φιλόσοφο αλλά αποκαλύπτει τήν αφετηρία
και τό νόημα αυτής τής ισχυρής μά αινιγματικής εμμονής.
Εστιάζει τό βλέμμα του στον "Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ, τον Ναζί ίδεο-
λόγο πού εΰθυνόταν κυρίως γιά τό «διανοητικό» πρόγραμμα τοΰ κόμ­
ματός του. Ό Ρόζενμπεργκ κατατρύχεται άπό τήν πνευματική κληρονο­
μιά τοΰ ήρωά του, τοΰ Γκαϊτε, άπό τή στιγμή πού άνακαλύπτει δτι ό ποιη­
τής έτρεφε θαυμασμό γιά τον Σπινόζα: ‘Έναν αποσυνάγωγο Έβραϊο, πού
ή κοινότητά του τον κατηγόρησε ώς αιρετικό και γιά τον όποϊο ό Ρόζεν-
μπεργκ νιώθει σεβασμό και άπώθηση μαζί.
Μέ τούς παράλληλους βίους τοΰ Σπινόζα και τοΰ Ρόζενμπεργκ, ό Γιά-
λομ ρίχνει ένα διεισδυτικό βλέμμα στούς κινδύνους πού ελλοχεύουν στήν
άναζήτηση τής σοφίας και στις συμφορές πού άκολουθοΰν οποίον είναι
άρκετά θαρραλέος -ή άρκετά άνόητος- ώστε νά άποπειραθεί νά ζήσει
σάν φιλόσοφος.

You might also like