Μάρθα: (πηγαινοέρχεται στο χώρο ανήσυχη και τσεκάρει την ώρα)
Αλεξάνδρα: (μπαίνει μέσα ευδιάθετη) Δεν κοιμήθηκες ακόμα;
Μάρθα: Ξέρεις τι ώρα είναι; Πού ήσον; Πάλι με το μαλάκα τρα!ιόσονα; Αλεξάνδρα: (την πλησιάζει κάνει κίνηση να την αγκαλιάσει από τη μέση) Μάρθα: (της αρπάζει το χέρι, της το φέρνει πίσ στην πλάτη και της μιλάει στο αυτί) Ποτανάκι" #άλι μ$ ατόν ήσονα% Δε σο &τάν' ε(ώ; Αλεξάνδρα: )α #η(αίν' ό#ο θέλ' με ό#οιον θέλ'" δεν εί*αμε μιλήσει (ια α#οκλειστικότητα% (η !άρθα την αρπάζει από τα μαλλιά και τη γονατίζει με πλάτη στο κοινό) Μάρθα: +,-.Α/ +,-.Α" (τη χαστουκίζει και φε#γει μακριά της) Αλεξάνδρα: (σηκώνεται, την πλησιάζει, τη γυρνάει πρόσπο με πρόσπο, την αρπάζει από τη μπλο#ζα, τη φέρνει κοντά στο πρόσπό της, μένουνε για λίγο έτσι σχεδόν κολλημένες η μία στο πρόσπο της άλλης) 0αρέθηκα τη 1ήλεια σο" (τη σπρώχνει) σι*άθηκα/ (πηγαίνει πιο πέρα και αρχίζει να μαζε#ει τα πράγματά της) Μάρθα: 2ι κάνεις; Αλεξάνδρα: ($αναπηγαίνει κοντά της, την αρπάζει πάλι από τη μπλο#ζα) Δε σο ε#ιτρέ#'" (τη σπρώχνει) 23.4+/ Μάρθα: (πηγαίνει προς το μέρος της, γυρισμένη πλάτη στο κοινό, η %λε$άνδρα μαζε#ει τα πράγματά της5 6να μαλακισμένο είσαι και τί#οτε άλλο% Αλεξάνδρα: (προχράει ε$οργισμένη προς το μέρος της και τη χαστουκίζει) 2ελειώσαμε (φε#γει) 7τάνει #ια%%% Μάρθα: (σέρνεται) +((νώμη" μη &εύ(εις" σ((νώμη%%%