γιατ΄ έψαχνε τον Αίσωπο,με κοφτερqν μασσιαίραν Aπου τα νεύρα τα πολλά,εζóφωνεν το δείν του Eίσσιεν στον νου του φονικó,άμα πλαστεί καρτζίν του Hρoτα δκυó *µυζουνóπατσους,0α του χαiλατούσε Mες τα *ριζóφκια μονομιάς,αντάν τον συναντούσε *πουρούλλες του να πεταχτούν,που την κελλέν να φύουν Fιατί οι πελλάρες πó΄γράψε,σqμερον εν ισχύουν κατάγνωτον΄ναγέλαστον,ποιóς έσσιει Çανακούση γουρσούζης καλοπέρασην,τζι΄ο δουλευτqς να κρούση Fιατί κατακαλóτζαιρα,σύναεν ούλλο Çύλα Tζιαι φάκαν του ο λάλλαρος,τζιαι μóνος παραμίλα Eίσσιεν τα με τον ζίζιρον,που πάντα τραουδούσεν Tζιαι ζούσε μέσα στην χλιδq,τζιαι τον επροκαλούσε Mε μερσεντές τζιαι γκóμενες,τζι ΄ούλλον πολυτελείες Mέρα τζιαι νύκτα γύριζε,Kαφέ τζιαι παραλίες H μóνη του παρηóρκα,qτουν αμά 0α µρέÇει Ο φίλος ο ττεμπερχανάς,κα0óλου εν 0΄αντέÇει Eφυεν το φ0ινóπωρο,τζι΄qρτασιν τζιαι τα σιóνια Tζ΄ έσσο εµαó0ηκεν , σαν έκαμνε για χρóνια Tζι΄ αντί που τον περίμενε, νάρτει να δκιακονίσει με ρούχα εδκιανεύκετουν, τζι΄ας µρέÇει τζι΄ας σιονίσει πάρκαρεν έÇω με καγιέν, τζιαι παίζει τες πουρούες κτυπά του πóρτα τζιαι καλιεί, για σκι με τες κορούες τζ αμέσως συλλογίστηκε , τζιαι εν ιµρίσκει λóγια κατάλαµε μóνο πελλοί , δουλεύκουν τζιαι ρολóγια ............... Zυνέχισε το ψάÇιμο, με τεντωμένο νεύρο Tζιαι συνοπλάστην μ΄ αλεπούν, που κάτω πó' να δέντρο Fίνειν πετσί τζιαι κóκκαλο , πολλά ελυσσιοπείναν Zτον ύπνο της στο Çύπνιο της,0ωρεί να τρoει σσqναν Aαλεί του ψάχνω τον τζιαι γιo,εκδίκηση για νά΄µρω Hου μ΄ έµαλεν τζιαι έπλεÇα,με κóρακα τον μαύρο Toρα εσιεiττανεύτηκε,εµoµωσε 0αρκέται Tο κρέας ούλλο τρoει το,τζιαι ποιóν εν Çεγελιέται Tράµα να πάμε γλqορα , τον άσχετον να µρούμε Nα πάει ευτύς να κρεμαστεί ,μαζί να του το πούμε *µυζουνóπατσους=για να µουίζουν τα αυτιά *ριζóφκια=κατω απó τα αυτιά *πουρούλλες=µολµóς των ματιoν *λάλλαρος=πολύ ζέστη