Professional Documents
Culture Documents
Το έργο του Αριστοτέλη γεννήθηκε µέσα σ' αυτόν τον κόσµο. Οι µεγάλες
εµπνεύσεις, το «µέγα πάθος», έχουν εξαφανιστεί, σε σηµείο µάλιστα που
ο Αριστοτέλης δεν µπορεί πια ούτε να το διαισθανθεί µέσα στο έργο του
Πλάτωνος. Αναφέρω τρία παραδείγµατα.
Πρώτο: Για τον Πλάτωνα παραµένει βασική η διπλή εµπειρία ότι όλα τα
ιστορικά σχήµατα και οι θεσµοί παρέρχονται και ότι το σύνολο της
γνώσης µπορεί να αναλυθεί σε τυχαίες ασύνδετες εντυπώσεις, όπως
διακήρυτταν οι σοφιστές. Όταν λοιπόν πιστεύει πως µπορεί να αποδείξει
ότι, στην περιοχή του συνεχώς µεταβαλλόµενου, του αποσπασµατικού
και του ατελούς, προτάσσεται κατ' αναγκαιότητα ένας άλλος χώρος όπου
τα πάντα πλέρια, τέλεια και οριστικά είναι, αυτό που είναι, δηλ. ο χώρος
των ιδεών, τότε αυτή η θεωρία των ιδεών οπωσδήποτε δεν είναι υπόθεση
µόνο της Γνωσιοθεωρίας και της Οντολογίας, αλλά, επίσης και
προπαντός, είναι η προέκταση προς το αξιόπιστο και το άφθαρτο, χωρίς
το οποίο ο άνθρωπος δεν µπορεί καθόλου να υπάρξει στην ιστορική ζωή.
Γιατί το είναι του ανθρώπου συνεχώς απειλείται από το µη είναι και
µπορεί να αντισταθεί και να ανθέξει µόνο εξαιτίας της συγγένειας του µε
ένα άλλο είναι, που αυτό καθαυτό δεν απειλείται ποτέ, µιας συγγένειας
που γίνεται φανερή στη γνώση. Όλα αυτά έγιναν για τον Αριστοτέλη
εντελώς ξένα. Το ότι όλα στον γήινο, αισθητό κόσµο µας γεννιούνται και
ξαναχάνονται, το βλέπει και το αντιµετωπίζει σαν µια πραγµατικότητα,
εντελώς ήρεµα. Οι θέσεις των σοφιστών είναι υπερβολές που ανήκουν
στο παρελθόν. Ο κόσµος της εµπειρίας δεν είναι βέβαια τέλειος, αλλά
υπάρχουν περιθώρια να ζήσει κανείς σ' αυτόν, αν δεν περιµένει πάρα
πολλά. Τέλος, είναι εύκολο από την απόσταση του παρατηρητή να
καταδείξει κανείς ότι η θεωρία των ιδεών µπορεί να λύνει κάποια
προβλήµατα, αλλά πολύ περισσότερα αφήνει άλυτα - ή δηµιουργεί
καινούργια. Σε τελευταία ανάλυση, η θεωρία των ιδεών είναι για τον
Αριστοτέλη (υπερβολική) υπόθεση.
Τρίτο: Τον Πλάτωνα ενδιέφερε πάντα το πρόβληµα του ενός, δηλαδή της
ιδέας του αγαθού και του κόσµου των ιδεών. Ακόµη και στην περίπτωση
που αφήνει αυτό το θέµα να εκκρεµεί, γιατί το συζητούµενο πρόβληµα
και ο συνοµιλητής δεν φθάνουν µέχρις εκεί, ο χώρος µένει ανοιχτός.
Αυτό το θέµα το είδε πάντα σαν ερώτηµα µεταξύ δύο συνοµιλητών. Η
αλήθεια, όπως την καταλαβαίνει, διαµερίζεται όπως η ιδέα του αγαθού.
Η αλήθεια αυτή δεν είναι ιδιοκτησία του µοναχικού στοχαστή, αλλά
παρεµβάλλεται και φανερώνεται µόνον εκεί όπου δύο άνθρωποι από
κοινού µοχθούν γι' αυτή. Αυτό είναι και το νόηµα του διαλόγου.
Για τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει µόνο ένα ερώτηµα που από την
απάντηση του εξαρτάται η διατήρηση της ουσίας του ανθρώπου. Τη θέση
του κόσµου των ιδεών καταλαµβάνει το θείο, άλλοτε ως το «ακίνητον
κινούν» πέρα από χώρο και χρόνο, άλλοτε ως η θεία περιοχή στην ορατή
περιοχή του οργανωµένου συνόλου, του «Κόσµου», που ορίζεται προς τα
κάτω από τη σελήνη και προς τα πάνω από τον «έσχατον ουρανόν».
Εντούτοις αυτό το θείο ως αντικείµενο µελέτης κατέχει µικρή µόνο
έκταση στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. ∆εν αποτελεί τίποτε περισσότερο
από ένα µέρος του Κόσµου που πρέπει να ερευνηθεί από τον φιλόσοφο
ως σύνολο. Η ζήτηση της αλήθειας είναι λοιπόν η θεώρηση της
εσωτερικής δοµής και του τρόπου δηµιουργίας (αιτίας) των φαινοµένων.
Η Φιλοσοφία µεταβάλλεται σε µια οικουµενική επιστηµονική σύλληψη
και εξήγηση αυτού που υπάρχει. Αυτό σηµαίνει τρία πράγµατα:
Τέλος, υπάρχει µια σύντοµη µαρτυρία για ένα εγκωµιαστικό λόγο προς
τιµή του Πλάτωνος, που έγραψε ο Αριστοτέλης (όπως πολλοί άλλοι
µαθητές) µετά τον θάνατο του δασκάλου. Αν είχαµε στη διάθεση µας
κάτι από το κείµενο, θα ξέραµε ίσως περισσότερα για τις προσωπικές
σχέσεις µεταξύ των δύο φιλοσόφων.
345 Από τη Μικρά Ασία έφυγε, για άγνωστους λόγους, και πήγε στη
Μυτιλήνη, όπου συνδέθηκε µε τον έπειτα µαθητή και διάδοχο του
Θεόφραστο, που καταγόταν από την Ερεσσό της Λέσβου.
Α. ∆. ΣΚΙΑ∆ΑΣ [Π]
Curriculum vitae
Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε στα Στάγειρα το 384 π.Χ., γιος του γιατρού
Νικόµαχου, που κατά κάποια ανεξακρίβωτη πληροφορία της παράδοσης
πρέπει να ήταν προσωπικός γιατρός και φίλος του βασιλιά της
Μακεδονίας Αµύντα Γ' (βασίλευσε περίπου το 393-369 π.Χ.). Μετά τον
θάνατο του πατέρα του, ο Αριστοτέλης έφυγε για την Αθήνα το 367 π.Χ.
και έγινε µέλος της φιλοσοφικής κοινότητας της Ακαδήµειας. Είναι
δυνατόν ακριβώς τότε ο ίδιος ο Πλάτων να έλειπε στη Σικελία, στο
δεύτερο ταξίδι του. ∆εν έχουµε καµιά πληροφορία για τα είκοσι χρόνια
που ο Αριστοτέλης ήταν µέλος της Ακαδήµειας. Ένα από τα λίγα έργα
του Αριστοτέλη που µπορούν να χρονολογηθούν, ο διάλογος Γρύλλος ή
περί Ρητορικής, φαίνεται ότι δηµοσιεύθηκε αµέσως µετά το 360. Μπορεί
να σκεφθεί κανείς - χωρίς να υπάρχουν αποδείξεις- ότι προς το τέλος της
εικοσαετίας θα υπήρχε ένταση στις σχέσεις µεταξύ Αριστοτέλη και
Πλάτωνος. Το 347 πέθανε ο Πλάτων. Ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε την
Αθήνα (δεν χωράει αµφιβολία ότι αυτό σχετιζόταν υε το ότι ο
Σπεύσιππος ανέλαβε τη διεύθυνση της Ακαδήµειας) και πήγε στη Μικρά
Ασία, στον ηγεµόνα του Αταρνέα Ερµεία, και πήρε γυναίκα τη συγγενή
του,Πυθιάδα. Για άγνωστους λόγους, το 345 π.Χ. πήγε στη Μυτιλήνη της
Λέσβου (η σχέση µε τον Θεόφραστο, που καταγόταν από την Ερεσσό της
Λέσβου, πρέπει να άρχισε τότε) και το 343, προφανώς ύστερα από
πρόσκληση του Φιλίππου, γύρισε στη Μακεδονία, όπου (όπως αναφέρει
η µεταγενέστερη παράδοση) στο ανάκτορο της Μιέζας ασχολήθηκε µε τη
µόρφωση του Αλεξάνδρου, που ήταν τότε µόλις 14 ετών. Είναι, βέβαια
αυτονόητο ότι ο Φίλιππος δεν θα προσκαλούσε κάποιον εντελώς
άγνωστο, αλλά στράφηκε προς έναν άνδρα που ήδη µε τις δηµοσιεύσεις
του είχε αποδειχθεί κατάλληλος για το συγκεκριµένο έργο. Η παράδοση
αναφέρει ερµηνευτικά σχόλια στον Όµηρο· παραµένει όµως ανοιχτό
θέµα αν αυτό ευσταθεί και - σε θετική περίπτωση- δικαιολογεί επαρκώς
την πρόσκληση. Το 339/338 πέθανε ο Σπεύσιππος, ο διευθυντής της
Ακαδήµειας. Ανάµεσα στους διαδόχους περιλαµβανόταν και ο
Αριστοτέλης, όµως επειδή έµεινε στη Μακεδονία και δεν ήρθε (όπως θα
περίµενε ίσως κανείς) στην Αθήνα να υποβάλει προσωπικά
υποψηφιότητα, διευθυντής της Ακαδήµειας εκλέχθηκε ο Ξενοκράτης.
Αυτό θα πρέπει να έδωσε στον Αριστοτέλη την αφορµή τυπικά και
οριστικά να αποχωρήσει από τον όµιλο της Ακαδήµειας. Έµεινε βέβαια
στη Μακεδονία µέχρι το 336/335, το έτος που δολοφονήθηκε ο Φίλιππος
και ανέλαβε τη διακυβέρνηση του κράτους ο Αλέξανδρος. Τότε τελείωσε
αυτόµατα και ο ρόλος του Αριστοτέλη ως δασκάλου - ή τουλάχιστον
φαίνεται ότι ο Αλέξανδρος δεν αισθανόταν καθόλου την ανάγκη να έχει
κοντά του τον Αριστοτέλη ως σύµβουλο, που γύρισε τότε στην Αθήνα
και «ίδρυσε στο Λύκειο δική του Σχολή», όπως έχει καταγράψει η
ιστορία της Φιλοσοφίας.
Από πού πήρε η Σχολή το όνοµα Περίπατος δεν έχει διευκρινισθεί µέχρι
σήµερα ικανοποιητικά. Η ίδρυση της δηµιουργεί άλλωστε µερικά
προβλήµατα. Ο Αριστοτέλης ήταν στην Αθήνα µέτοικος, δηλ. δεν είχε το
δικαίωµα να αποκτήσει δική του περιουσία. Τυπικά δεν του απέµενε
τίποτε άλλο παρά (όπως και οι Στωικοί, τριάντα χρόνια αργότερα) να
κάνει έδρα της Σχολής του ένα δηµόσιο οικοδόµηµα, µια στοά περιπάτου
στο κέντρο της Αθήνας. Πρακτικά αυτό δεν ήταν δυνατό να επαρκεί σε
µια Σχολή που συγκέντρωνε την προσοχή της τόσο έντονα σε ειδικές
επιστηµονικές έρευνες· ο Περίπατος δεν µπορούσε να στερηθεί
βιβλιοθήκες και αρχεία. Υποτίθεται ότι αυτά τα πράγµατα στεγάστηκαν
σε ιδιωτικό οίκηµα που διέθεσαν Αθηναίοι φίλοι. Η κατάσταση αυτή
άλλαξε το 315 π.Χ., όταν ο ∆ηµήτριος Φαληρεύς, κυβερνήτης της
Αθήνας και ο ίδιος µέλος της Σχολής του Αριστοτέλη, παραχώρησε στον
διάδοχο του Αριστοτέλη, Θεόφραστο, το ρητό δικαίωµα να αποκτήσει
ένα οικόπεδο για τις ανάγκες της Σχολής. Εντούτοις πρέπει να
διαχωριστεί αποφασιστικά η νοµική αυτή εξασφάλιση της Σχολής από
την πραγµατική ίδρυση της, δηλ. τη δηµιουργία ανεξάρτητου χώρου
συζητήσεων, διδασκαλίας και έρευνας.
Συγγραµµατα
Πρώτες προσπάθειες καταγραφής και συστηµατικής κατάταξης
Από τον Πλάτωνα έχουµε ό,τι έγραψε και δηµοσίευσε, δηλ. η ποσότητα
των κειµένων είναι σήµερα η ίδια όπως και στην εποχή του θανάτου του
και όπως, επίσης, στο τέλος των αρχαίων χρόνων. Με τον Αριστοτέλη
όµως η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική στο σηµείο αυτό. Και πρέπει
εκ των προτέρων να λάβουµε υπ' όψιν δύο γεγονότα που δεν µπορεί να
τα καταλάβει κανείς εύκολα.
Έτσι ελευθερώθηκε ο χώρος για µια φιλοσοφία, που από τη µια µεριά
αναγνώριζε την πραγµατικότητα του καθαρού πνεύµατος, από την άλλη
όµως παρέµενε κοντά στη ζωή και στην πράξη και ικανοποιούσε όλες τις
απαιτήσεις για µια αυστηρά επιστηµονική προσφορά.
Θεωρία
Η µεθοδολογία της αριστοτελικής σκέψης
Είναι χαρακτηριστικό του Αριστοτέλη ότι αρχικά πρέπει να γίνει λόγος
για τη µέθοδο της σκέψης του. Το πρόβληµα της µεθόδου στη Φιλοσοφία
γίνεται οξύ από τους Σοφιστές και µετά. Η οξύνοιά τους, που χαιρόταν
τον πειραµατισµό και ήταν έτοιµη για κάθε παράδοξο, οδήγησε
αναγκαστικά στο ερώτηµα: πού ενυπήρχε το µεθοδολογικό σφάλµα
στους συλλογισµούς που µερικές φορές κατέληγαν σε οφθαλµοφανείς
παραδοξολογίες. Πιο γενικά: το πρόβληµα για το «πώς» µιας
φιλοσοφικής και επιστηµονικής διαδικασίας άρχισε να απαιτεί ένα
αυτόνοµο ενδιαφέρον, παράλληλα προς το πρόβληµα για τον σκοπό και
το πράγµα το ίδιο. Στον Πλάτωνα διακρίνεται αυτό από την αρχή, παρ'
όλο που τα πρωτεία κρατάει πάντα σταθερά το πράγµα το ίδιο σε σχέση
µε τη µέθοδο. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης, σ' αυτό το
σηµείο, αισθανόταν κληρονόµος ακριβώς όχι του Πλάτωνος αλλά του
Σωκράτη, του οποίου το πνευµατικό επίτευγµα µε τη µεγαλύτερη
διάρκεια έβλεπε σαφώς στον χώρο της µεθόδου. Ο Σωκράτης, δηλαδή,
εισήγαγε στη Φιλοσοφία δύο πράγµατα: την επαγωγή και τον ορισµό.
Στην περιοχή της Φύσης, η «ενάργεια» σηµαίνει κατά κύριο λόγο ότι
πρέπει «να πείθεται κανείς στα φαινόµενα». ∆εν υπάρχει αντίθεση
ανάµεσα στα φαινόµενα, που γίνονται αντιληπτά µε τις αισθήσεις, και
στην πραγµατικότητα, που δεν είναι άµεσα αισθητή. Ο άνθρωπος,
δηλαδή, µπορεί να αναγνωρίσει την εσωτερική δοµή της Φύσης,
ξεκινώντας µε τα φαινόµενα που διαπιστώνονται από τον καθένα. Τα
αισθητήρια όργανα µας και οι πνευµατικές µας δυνάµεις δεν είναι,
βέβαια, τέλεια· ωστόσο εργάζονται αξιόπιστα, όσο δεν έχουµε απ' αυτά
υπερβολικές απαιτήσεις. Στην περιοχή του ανθρώπου ισχύει ότι πρέπει
να προφυλάγεται κανείς από µη ρεαλιστικές παραδοξολογίες, και
µάλιστα πάρα πολύ (ο Αριστοτέλης φαίνεται να το ξέρει καλά), αφού
καµιά Ηθική - ούτε και η αριστοτελική- δεν µπορεί να απαρνηθεί
εντελώς το παράδοξο. Ο Αριστοτέλης όµως νιώθει βαθιά αηδία για
παράδοξα, όπως π.χ. ότι η αρετή είναι το µοναδικό καλό και ότι ο
άνθρωπος που κατέχει την αρετή είναι ευτυχής ακόµη κι αν καταδικαστεί
σε θάνατο. Επίσης το «τυχόν» πρέπει να αποκλείεται όσο γίνεται
περισσότερο. Έτσι, στη θεωρία του Πυθαγόρα για τη µετεµψύχωση ο
Αριστοτέλης αντέταξε την άποψη ότι η ανθρώπινη ψυχή δεν µπορεί να
εισέρχεται σε τυχόντα σώµατα ζώων ή και φυτών- και η σύνδεση της µε
το ανθρώπινο σώµα δεν είναι µε κανέναν τρόπο τυχαία. Το ανθρώπινο
σώµα είναι εναρµονισµένο µε την ανθρώπινη ψυχή, και αντίστροφα. Η
θέση αυτή δεν έκανε, βέβαια, προβληµατική µόνο την αθανασία ενός
µέρους της ανθρώπινης ψυχής, αλλά και χρησιµοποιήθηκε από τον
Επίκουρο για την απόδειξη του ότι οι θεοί θα έπρεπε αναγκαστικά να
έχουν σώµα που να µοιάζει µε το ανθρώπινο, αν έχουν ψυχή όµοια µε
του ανθρώπου (µε την προϋπόθεση που δεχόταν ο Αριστοτέλης ότι η
ανθρώπινη ψυχή-Νους είναι συγγενής στην ουσία της µε τον θείο Νου).
Μ' αυτό τον τρόπο γίνεται και ο δηµιουργός της ιστοριογραφίας της
φιλοσοφίας στην αρχαιότητα. Έχουν µαρτυρηθεί τίτλοι από µερικές
µονογραφίες του για παλαιότερους φιλοσόφους. Μας έχουν διασωθεί -
έστω και επεξεργασµένες- τρεις µονογραφίες (για τον Ξενοφάνη, τον
Μέλισσο και τον Γοργία). Όσο ζούσε ακόµη ο Αριστοτέλης, δυνατόν να
έγραψε ο Θεόφραστος το µνηµειώδες έργο Φυσικών δόξαι (οι θεωρίες
των φυσικών φιλοσόφων) από τον Θαλή ως τον Πλάτωνα, σε 18 βιβλία.
Το έργο - εκτός από λίγα αποσπάσµατα- έχει χαθεί, η επίδραση του όµως
διαφαίνεται σε όλες τις µεταγενέστερες µελέτες και τα εγχειρίδια
ιστορίας της φιλοσοφίας. Είχε ως βάση την πεποίθηση ότι σε όλα τα
φιλοσοφικά προβλήµατα θα µπορούσε να παρατηρηθεί µια σταδιακή
εξέλιξη από τις πιο αδέξιες αφετηριακές προσπάθειες µέχρι την
ολοκλήρωση τους στο παρόν, δηλαδή στη Φιλοσοφία του ίδιου του
Αριστοτέλη και του Θεοφράστου. Όποιος αποδίδει στην ιστοριογραφία
απλά το έργο της καταχώρισης του παρελθόντος σαν αυτοσκοπό που
συντελείται µε έναν τρόπο µουσειακό δεν θα ονοµάσει ιστοριογραφία
αυτές τις προσπάθειες του Περίπατου. ∆ιαφορετικά θα κρίνει εκείνος που
έχει τη γνώµη ότι η ιστοριογραφία έχει τότε µόνο ένα υπεύθυνο νόηµα,
όταν είναι σε θέση να δείξει ότι το παρελθόν ενδιαφέρει κάθε φορά το
παρόν - και από ποιες απόψεις συµβαίνει αυτό.
Φιλοσοφική θεµατογραφία
Περνώντας, τώρα, στην ίδια τη φιλοσοφική θεµατολογία, συναντάµε
πρώτα πρώτα τον χωρισµό σε θεωρητική και πρακτική Φιλοσοφία. Η
πρώτη σχετίζεται µε τη γνώση εκείνου που υπάρχει, η δεύτερη µε τους
τρόπους συµπεριφοράς που θα εφαρµόσει και θα πραγµατώσει ο
άνθρωπος στην πράξη. Ο Αριστοτέλης ξέρει οπωσδήποτε ότι, παράλληλα,
υπάρχει και µια τρίτη περιοχή, της παραγωγής προϊόντων που
εκπληρώνουν τον δικό τους σκοπό, ανεξάρτητα από τον παραγωγό. Είναι
η περιοχή του «ποιητικού» και σ' αυτήν ανήκουν κείµενα, όπως η
Ρητορική, η Ποιητική ή ακόµη και τα Μηχανικά, έργο που έχει
παραδοθεί µε το όνοµα του Αριστοτέλη είναι, όµως, µεταριστοτελικό.
Φιλοσοφικά, όµως, η περιοχή αυτή παραµένει ανεκµετάλλευτη, επειδή το
κεντρικό για µας πρόβληµα της συνάρτησης ποιητικού και θεωρητικού,
από τη µια µεριά, και του πρακτικού από την άλλη, δεν έχει
θεµατοποιηθεί καθόλου. Τα συµπεράσµατα των φυσικών επιστηµών, από
τη Φυσική, ως τη Ζωολογία και τη Βοτανική, παραµένουν στενά δεµένα
µε τη θεωρητική περιοχή και δεν γίνεται «ποιητική»- τεχνική
εκµετάλλευση τους. Αντίστροφα, η έρευνα της σχέσης του «ποιητικού»
µε το πρακτικό αρκείται στο πενιχρό συµπέρασµα: όποιος εργάζεται
«ποιητικά» ως χειροτέχνης ή γεωργός χρειάζεται τόση µόνο πρακτική
αρετή, όση είναι αναγκαία οπωσδήποτε για την ευσυνείδητη άσκηση του
επαγγέλµατος του ή τη φροντισµένη κατασκευή των προϊόντων του. Θα
επανέλθουµε στην περίεργη αδυναµία της αριστοτελικής θεωρίας
σχετικά ακριβώς µ' αυτό το θέµα.
Τρίτο: ό,τι ονοµάσαµε µέχρι τώρα ουσία ήταν το κοινό «καθόλου» που
µπορεί να αναγνωριστεί σε ένα περιορισµένο πλήθος ατόµων. Η κοινή
αυτή ουσία συνιστά µια οµάδα. Υπάρχουν όµως και κοινά σηµεία µεταξύ
πολλών οµάδων. Με άλλα λόγια: σε ένα δεδοµένο άτοµο αρχικά
αναγνώριζεται σαν ουσία εκείνο το «καθόλου» που περιλαµβάνει µόνο
άτοµα. Κοντά σ' αυτό έρχεται ένα άλλο, γενικότερο, που συνδέει την
οµάδα στην οποία ανήκουν τα άτοµα µε άλλες οµάδες. Μ' αυτό τον
τρόπο προχωρεί προοδευτικά σε συνεχώς γενικότερο ως το γενικότατο
που περικλείνει όλα τα άτοµα και όλες τις οµάδες. Με τα παραπάνω
περιγράφηκε το σύστηµα των ειδών και των γενών: από το κατώτατο
είδος, όπου υπάρχουν µόνο άτοµα, µέχρι τα ανώτατα γένη, πέρα από τα
οποία πρέπει να τοποθετηθεί το είναι ως το γενικότατο, που µόνο
καταχρηστικά µπορούµε να το ονοµάζουµε ακόµη γένος. Έτσι, π.χ., το
άλογο είναι ζώο, το ζώο είναι έµβιο ον και αυτό, τέλος, όν. Αποτελεί την
ουσία ενός οποιοδήποτε αλόγου το ότι είναι: άλογο - ζώο - έµβιο ον - ον.
Ότι έργο της Φιλοσοφίας είναι κυρίως να ερευνά τις αιτίες των
φαινοµένων είναι µια σκέψη που πρέπει να είχε εµφανιστεί ήδη στους
παλαιούς Μιλήσιους, διατυπώθηκε µε σαφήνεια από τον ∆ηµόκριτο,
πέρασε µετά στον Πλάτωνα (που την παρέλαβε βέβαια µε αρκετό
δισταγµό) και τελικά αναπτύχθηκε πλατιά στον Αριστοτέλη που τη
χώρισε σε δύο απόψεις:
Αποφασιστική είναι φυσικά η αναφορά σ' εκείνη την «πρώτη αιτία» που,
ακίνητη η ίδια, προκαλεί κάθε κίνηση και που συγχρόνως είναι η τελική
αιτία του σκοπού, αφού κάθε κίνηση γίνεται µόνο µε τον σκοπό να
καλύψει ένα τµήµα, όσο είναι δυνατό, από το ολοκλήρωµα του
«ακινήτου κινούντος». Έτσι επιστρέφουµε στο πρόβληµα που θέσαµε
πρωτύτερα, του θείου - που είναι καθαρός νους, και που µπορεί ο δικός
µας νους να το γνωρίσει- συγκερασµένο µε το πρόβληµα της πρώτης
αιτίας της κίνησης και της τελικής αιτίας του σκοπού. Εδώ δεν έχουµε
µια Μεταφυσική που θέτει γενικά το πρόβληµα για το ον πέρα απ' όλους
τους τύπους του όντος, αλλά µια θεολογία - σε αυστηρή έννοια- που
θέτει το πρόβληµα του ενός όντος από το οποίο, σύµφωνα µε µια
περίφηµη φράση του Αριστοτέλη, «κρέµεται ο κόσµος και η φύση». Το
τελευταίο αυτό πρόβληµα διασπάται ακριβώς στον Αριστοτέλη σε δύο
προβλήµατα που δεν µπορούν να αναχθούν το ένα στο άλλο,
αναφέρονται όµως και τα δύο στην έννοια του Ενός, για την οποία δεν
µπορούν να τεθούν παραπέρα ερωτήµατα. Μόνο στην πρώτη περίπτωση
το «Εν» είναι το γενικότατο, που προσαρτάται χωρίς διαφοροποίηση στα
πάντα· στη δεύτερη περίπτωση είναι µια µοναδική αρχή από την οποία
ξεκινούν τα πάντα, και η οποία συνέχει έτσι τα πάντα.
Στην πρακτική Φιλοσοφία δεν τίθεται το θέµα γι' αυτό που υπάρχει, αλλά
γι' αυτό που πρέπει να υπάρχει, δηλ. για το αγαθό ως τον τελικό σκοπό
κάθε πράξης. Εκτός απ' αυτό, το πρόβληµα δεν είναι ακριβώς η γνώση
του αγαθού· η πρακτική Φιλοσοφία θέλει τον άνθρωπο, που µιλάει για το
αγαθό και που του µιλάνε για το αγαθό, να τον κάνει επίσης αγαθό. Μια
πρακτική Φιλοσοφία που θα σταµατούσε στη γνώση του αγαθού θα
έπεφτε έξω ως προς το κύριο αυτό σηµείο. Πρέπει, πολύ περισσότερο, να
είναι χρήσιµη µε την έννοια ότι πρώτα το αγαθό για το οποίο µιλάει
µπορεί να πραγµατωθεί από τον άνθρωπο και ότι, δεύτερο, είναι ικανή να
δείξει τον δρόµο µέσα από τον οποίο επιτυγχάνεται αυτή η πραγµάτωση.
Ο Πλάτων είχε µιλήσει για την Ιδέα ενός αγαθού που είναι αιώνιο,
αµετάβλητο και συγχρόνως µετέχει το ίδιο σε κάθε Ον, γιατί κάθε Ον
έχει τα χαρακτηριστικά του όντος επειδή είναι αγαθό να είναι τέτοιο. Ο
Αριστοτέλης συνδέει το αγαθό µε την ανθρώπινη πράξη. Αγαθό, µε
αυστηρή έννοια, ονοµάζει µόνο αυτό που µπορεί και πρέπει να
πραγµατωθεί µε την ανθρώπινη πράξη. Όπου δεν υπάρχει τέτοια
«πραγµατώνουσα» δράση, δεν υπάρχει και αγαθό. Η συνέπεια είναι ότι
για το αγαθό µπορεί να γίνει λόγος τελικά µόνο στην περιοχή του
µεταβλητού και µεταβλητέου - από άποψη κοσµολογική: στον εσωτερικό
κοσµικό χώρο. Στην περιοχή του αµετάβλητου δεν υπάρχει κανένα
απολύτως αγαθό που θα έπρεπε να πραγµατωθεί - γιατί εφόσον υπάρχει
αγαθό είχε ήδη πραγµατωθεί.
Σύµφωνα µ' αυτά, ορθή συµπεριφορά είναι όταν η γνώση καθοδηγεί και
η κινούσα δύναµη καθοδηγείται. Μ' αυτό που έχει τη γνώση, ως λογικό,
πρέπει να συνεργαστεί αυτό που κινεί, ως άλογο, και µάλιστα
υπακούοντας «όπως ένα παιδί στον πατέρα του».
Γι' αυτή την ορθή συµπεριφορά ο άνθρωπος δεν είναι ικανός από τη
γέννηση του. Πρέπει να ανατραφεί κατάλληλα, και µάλιστα σε δύο
επίπεδα. Εδώ η γνώση των στόχων δεν δηµιουργεί σχετικά προβλήµατα.
Θεµελιώδεις είναι οι τρεις ποιότητες: του «καλού», του «αγαθού», του
«συµφέροντος». Το «καλόν» και το «συµφέρον» είναι εκ διαµέτρου
αντίθετα: ο άνθρωπος επιδιώκει αυθόρµητα το «συµφέρον», ενώ για την
επιδίωξη του «καλού» - που ακριβώς δεν είναι «συµφέρον»- πρέπει
πρώτα να πάρει την κατάλληλη ανατροφή. Τέλος, το «αγαθόν µπορεί να
τοποθετηθεί ως αγαθό «καθ' εαυτό» πλάι σ' αυτό που πρέπει να θεωρηθεί
«καλόν» ή, ακόµη, ως αγαθό «για µένα», πλάι στο αυθόρµητα επιθυµητό
«συµφέρον». Το «καλόν» βρίσκεται, κατά κάποιο τρόπο στο κέντρο της
πρακτικής Φιλοσοφίας, ο Αριστοτέλης όµως δεν το καθορίζει ποτέ
περισσότερο. Συγκεκριµένα, το περιεχόµενο αυτού που κάθε φορά, δηλ.
σε κάθε επιµέρους περίπτωση, είναι «καλόν» το παραλαµβάνει από την
παράδοση, δηλ., απ' ό,τι γίνεται παραδεκτό σε όλες τις εποχές και από
όλους τους ανθρώπους. Ακριβώς γι' αυτό απαιτείται από τον καθένα η
γνώση αυτού που ως «καλόν» πρέπει να επιτευχθεί και είναι οπωσδήποτε
δυνατή µια «διδασκαλία» που οδηγεί στην αναγνώριση του. Το
πραγµατικό πρόβληµα είναι η αγωγή της κινούσας δύναµης, του αλόγου.
Επειδή ο λόγος που οδηγεί στη γνώση αναφέρεται στο άλογο, για να γίνει
µια πράξη ο Αριστοτέλης θεωρεί αποφασιστική την αγωγή του Αλόγου,
και µάλιστα τόσο ώστε ο φιλοσοφικός κλάδος που ερευνά την πράξη
πήρε από κει το όνοµα του. Η αγωγή του Αλόγου γίνεται όχι µε τη
«διδασκαλία», αλλά µε την «άσκηση» και την οικείωση- το αποτέλεσµα
δεν είναι γνώση, αλλά στάση, τρόπος ζωής («έθος»). Ηθική είναι η
επιστήµη που ερευνά τις µορφές και τους τρόπους που καταλήγουν στο
έθος. Στο επίκεντρο βρίσκεται µια εντελώς άλογη διαδικασία: µε την
αδιάλειπτα επαναλαµβανόµενη µίµηση ξένων πράξεων ο άνθρωπος
προσοικειώνεται µια συνήθεια και, πέρα απ' αυτό, µια στάση όπου το
άλογο ακολουθεί µε εµπιστοσύνη την καθοδήγηση του λογικού. Η
ελευθερία στην επιλογή τρόπων πράξης εγκαταλείπεται σε όφελος της
απόφασης να πράττει κανείς πάντα το «καλόν».
Περίπλοκη είναι η δοµή των αρετών στα Ηθικά Νικοµάχεια. Για λόγους
αρχής, πρέπει κατά πρώτο να διακριθούν οι αρετές του Λόγου από τις
αρετές του Αλόγου. Αρετή του Λόγου υπάρχει τόσο ως τελειοποίηση της
θεωρητικής αυτάρκης γνώσης, όσο και ως ορθότητα της πρακτικής
γνώσης που καθοδηγεί το Άλογο. Συνοπτικά, ό,τι δεν ανήκει σ' αυτές τις
δύο οµάδες ισχύει ως αρετή του Αλόγου που καθοδηγείται από τον Λόγο.
Στην πραγµατικότητα βέβαια δεν ξεχωρίζουν εδώ µόνο τρεις
διαφορετικές οµάδες και στην ίδια την πρώτη και σπουδαιότερη οµάδα
υπάρχουν δύο µόνο αρετές που αντιστοιχούν ακριβώς σ' αυτό τον τύπο.
Την πρώτη οµάδα αποτελούν οι τέσσερεις βασικές αρετές που
καθορίστηκαν εξαντλητικά στην Πολιτεία του Πλάτωνος. Οι δύο πρώτες
απ αυτές διαµορφώνονται από το ότι πρώτα το "Αλογο, που στην άµυνα
είναι άλλοτε επιθετικό και άλλοτε έντροµο, µεταβάλλεται σε γενναιότητα
κάτω από την καθοδήγηση του Λόγού και σε συνέχεια από το ότι µε τον
αντίστοιχο τρόπο το Άλογο που δεν γνωρίζει µέτρο στην επιθυµία,
µεταβάλλεται σε αυτοπειθαρχία. Όµως, ήδη η δικαιοσύνη δεν µπορεί πια
να υπαχθεί σ' αυτόν τον τύπο και η ευφυΐα είναι αρετή µόνο του Λόγου.
Μια δεύτερη οµάδα αφορά στην ορθή παρεµβολή των δύο πιο ισχυρών
για τον Αριστοτέλη επιθυµιών («ορέξεων») στην κοινωνική και πολιτική
ζωή: της επιδίωξης «τιµής» και της επιδίωξης «κέρδους» και πλούτου. Σε
γενικές γραµµές, αλλά και στις λεπτοµέρειες, σηµασία έχει να µην κάνει
κανείς ούτε πάρα πολλά ούτε πολύ λίγα, δηλ. να επιζητεί την «τιµή» µε
σύνεση και µέτρο και να µην είναι ούτε σπάταλος ούτε φιλάργυρος.
Η θεωρία περί κράτους κινείται σε άλλο επίπεδο από την ατοµική ηθική.
Ο καθένας πρέπει και µπορεί να γίνει ενάρετος για τον εαυτό του. Το
κράτος είναι ένα οργανωµένο σχήµα που έχει αρετές µόνο στον βαθµό
που τις έχουν οι άρχοντες του και ανήκει καθολοκληρίαν στη
δηµοσιότητα και την ιστορία, που διαµορφώνεται ακριβώς µε τη
δηµιουργία και πτώση κρατικών δοµών. Αυτό περικλείνει αρχικά την
άποψη ότι από το άτοµο µπορεί να περιµένει κανείς να γίνει τέλεια
ενάρετο. Η διαµόρφωση του ιδανικού, του καλύτερου δυνατού κράτους,
αντίθετα, έχει εκ των προτέρων τον χαρακτήρα της ουτοπίας, κρίνοντας
µε βάση την ιστορία. Σε συνέχεια τρεις κύκλοι προβληµάτων επισύρουν
αναπόφευκτα την προσοχή:
∆εν είναι όµως µόνο αυτό. Είναι σαφές ότι υπάρχει τουλάχιστον µία
άποψη που διατρέχει ολόκληρη τη θεωρητική και πρακτική Φιλοσοφία
και κυριαρχεί στο σύνολο.
Η δεύτερη θέση: ισχύει πάντα το γεγονός ότι η σκέψη και η οµιλία µας
αναφέρονται σε σταθερά πράγµατα, και δεν µπορούν ποτέ να συλλάβουν
την κίνηση ως κίνηση. Όµως κάθε κίνηση είναι κίνηση από έναν τόπο α
σε έναν τόπο β ή από µια κατάσταση α σε µια κατάσταση β. Τα οριακά
σηµεία, ανάµεσα στα οποία κινείται κάτι, µπορούν να καθοριστούν· έτσι
η κίνηση απαλλάσσεται από την έννοια του τυχαίου, στην οποία την είχε
εγκαταλείψει η κλασική θεωρία του Πλάτωνος, και τουλάχιστον έµµεσα
γίνεται προσιτή στη γνώση. Σ' αυτό το σηµείο πρέπει να αναζητηθεί η
αφετηρία της Κοσµολογίας. Στην κορυφή βρίσκεται το «ακίνητο κινούν»,
που ο Αριστοτέλης µε κατανοητή ασυνέπεια τοποθετεί κάπου «πέραν»
του τρισδιάστατου κόσµου. Επειδή στην ακινησία πλησιέστατη είναι η
οµοιόµορφη κυκλική κίνηση, το Σύµπαν έχει τη µορφή σφαίρας και στις
ακρότερες περιοχές του διαγράφει µια κυκλική κίνηση. Η κίνηση αυτή
από τη φύση της δεν έχει τέλος, άρα είναι αιώνια και εποµένως θεία- άρα
και ο κόσµος ο ίδιος είναι θείος, εφόσον µέσα σ' αυτόν γίνονται κυκλικές
κινήσεις. Ανάµεσα στην περιφέρεια της κοσµικής σφαίρας και στην
τροχιά της Σελήνης υπάρχει µια περιοχή ορατών θεών. Κάτω από τη
Σελήνη αρχίζει η τελευταία περιοχή, όπου οι κινήσεις µε διάφορο τρόπο
είναι ατελείς.
Πιο σηµαντικό εντούτοις είναι άλλο. Για τον Αριστοτέλη, η κίνηση είναι
όχι µόνο το αντίθετο της ηρεµίας, αλλά - πέρα απ' αυτό- η κίνηση κάθε
κινουµένου έχει σκοπό να καταλήξει στην ηρεµία. Έτσι, η αιτία του
σκοπού αποκτά µια κυρίαρχη θέση, που συνδέει τη θεωρητική µε την
πρακτική Φιλοσοφία, και µάλιστα αυτό ισχύει διττά: όταν ο Αριστοτέλης,
στο περίφηµο χωρίο, εξηγεί ότι το «άκίνητον κινούν» θέτει τα πάντα σε
κίνηση (όπως κάτι που αγαπιέται θέτει σε κίνηση την αγάπη αυτού που
αγαπάει και κάτι που µπορεί να γνωσθεί θέτει σε κίνηση τη γνώση αυτού
που προσπαθεί να γνωρίσει), επιβεβαιώνεται ότι κάθε ακίνητο τελικά
κινείται µόνο για να µοιάσει µε το «ακίνητον κινούν» και ότι ο άνθρωπος,
ο προικισµένος µε γνώση, δεν µπορεί να έχει ανώτερο στόχο στην πράξη
του από τη γνώση του «ακινήτου κινούντος». Η δραστηριότητα του
ανθρώπου έχει δύο στόχους: την ενεργοποίηση της αρετής που
προσκτήθηκε και τη γνώση εκείνου που µπορεί να γνωσθεί. Και µε τους
δύο αυτούς στόχους η δραστηριότητα αυτή διαρθρώνεται µέσα στο
εκτεταµένο τελολογικό σύστηµα, στο οποίο κάθε κίνηση τείνει προς το
σηµείο εκείνο όπου ηρεµεί. Αυτό ισχύει για την κίνηση των τεσσάρων
στοιχείων, γιατί κάθε στοιχείο τείνει προς τον «οικείον τόπον», όπου η
κίνηση του ηρεµεί. Για τη φωτιά, ο τόπος αυτός, φυσικά, είναι στην
περιφέρεια του Κόσµου, για τη γη στο κέντρο. Η κίνηση ανάπτυξης των
οργανισµών τείνει στο σηµείο της «ακµής». Το γεγονός ότι στο
εσωτερικό του κόσµου κανένα στοιχείο δεν είναι δυνατό να παραµείνει
στον τόπο του τελειωτικά και κανένας οργανισµός δεν µπορεί να
κρατήσει σταθερά και τελειωτικά την κατάσταση της «ακµής»
χαρακτηρίζει την ατέλεια αυτού του κόσµου, όπου όλοι οι σκοποί µόνο
εν µέρει, ή οπωσδήποτε, µόνο πρόσκαιρα µπορούν να επιτευχθούν. Είναι
σαφές ότι η παραγωγική πράξη του ανθρώπου έχει συγκεκριµένους
σκοπούς, όπως επίσης είναι σαφές ότι η ηθική πράξη έχει να διαλέξει
ανάµεσα στον αληθινό και στον απλά υποθετικό σκοπό. Σ' αυτό το
σηµείο ο Αριστοτέλης παραµένει, κατά κάποιον τρόπο, πλατωνικός.
Όταν κάθε κίνηση - και η κοσµική και η οργανική και η βουλητική-
τείνει προς έναν στόχο, αυτό σηµαίνει ότι κίνηση πραγµατοποιείται µόνο
όπου υπάρχει ένα «αγαθόν», που το κινούµενο προσπαθεί να πλησιάσει
µε την κίνηση.
θεολογία
Μερικές ειδικές περιοχές πρέπει να διευκρινιστούν περισσότερο, και
µάλιστα κατά πρώτο η Θεολογία.
Έγινε ήδη λόγος για το «ακίνητον κινούν». Η προς τα έξω ενέργεια του
είναι επίδραση µέσω του απλού «είναι». Ούτε δηµιούργησε ούτε
καθοδηγεί τον Κόσµο. Επειδή, όµως, αυτό είναι η ηρεµία της ακινησίας,
κάθε τι- που δεν είναι αυτό το «ακίνητον κινούν»- τείνει προς αυτό και
έτσι κινείται. Ο Αριστοτέλης, βέβαια, πουθενά δεν κάνει λόγο για το ότι
αυτή η κίνηση, σε τελευταία ανάλυση, είναι µάταιη, γιατί ποτέ δεν φτάνει
τον στόχο της. Το «ακίνητον κινούν» είναι επίσης το τέλεια «νοητόν» και
γι' αυτό ο άνθρωπος που έχει «νουν» θα επιχειρήσει να το νοήσει όσο το
δυνατόν ευρύτερα.
Ο Θεός ο ίδιος δεν είναι χωρίς δραστηριότητα· δεν είναι, βέβαια, χωρίς
ζωτικότητα ούτε αδρανεί. Η δραστηριότητα αυτή βρίσκεται κάτω από
ορισµένους όρους: Είναι, γενικά, διηνεκής, πράγµα που δεν συµβαίνει σε
καµιά ανθρώπινη δραστηριότητα· δεν µπορεί επίσης να στραφεί προς
κάτι άλλο, κατώτερο και λιγότερο από αυτόν τον ίδιο τον Θεό.
Αντικείµενο της δραστηριότητας του, κατ' ανάγκη, δεν µπορεί να είναι
παρά αυτός ο ίδιος. Όσο η δραστηριότητα του είναι νόηση, ο Θεός θα
είναι «το εαυτό νοούν νοείν». Αυτή είναι µια οριακή έννοια, που δεν
πρέπει να τη συνδέσει κανείς αναγκαστικά µε το πρόβληµα ποια µορφή
έχει µια σκέψη, όπου υποκείµενο και αντικείµενο είναι ένα και το αυτό.
Κοσµολογία
Ως Κοσµολογία νοούνται εδώ οι θεωρίες που αναφέρονται στον
εσωτερικό χώρο. Παραπάνω έγινε λόγος για τα τέσσερα στοιχεία που
ενώθηκαν ήδη στον Εµπεδοκλή. Εδώ πρέπει να συµπληρωθεί ότι
διαφέρουν µεταξύ τους και στο βάρος και στην ελαφρότητα- εκτός από
τη διαφορά στις κινήσεις που κάνουν σύµφωνα µε τη φύση τους. Η γη
είναι απόλυτα βαριά και το νερό σχετικά βαρύ, η φωτιά είναι απόλυτα
ελαφρή και ο αέρας σχετικά ελαφρός. Σ' αντίθεση µε τον ∆ηµόκριτο,
τονίζεται ότι το βαρύ και το ελαφρό δεν έχουν καµιά σχέση µε τις
κατηγορίες του ποσού (µεγάλο-µικρό, πολύ-λίγο), αλλά είναι
πρωταρχικές ποιότητες. Προσθέτονται τέσσερεις ακόµη ποιότητες, που
γίνονται αισθητές άµεσα µε την αφή: θερµό-ψυχρό-ξηρό-υγρό. Το θερµό
και το ψυχρό είναι ενεργητικές, το ξηρό και το υγρό παθητικές ποιότητες.
Κατανέµονται στα τέσσερα στοιχεία (ο αιθέρας, το πέµπτο στοιχείο, δεν
έχει καµιά απ' αυτές τις ποιότητες) µε τον ακόλουθο τρόπο: η φωτιά είναι
θερµή/ξηρή, ο αέρας θερµός/υγρός, το νερό υγρό/ψυχρό, η γη
ψυχρή/ξηρή. Αυτό δείχνει ακόµη πώς είναι δυνατόν τα στοιχεία να
υπεισέρχονται το ένα στο άλλο µε την απώθηση κάθε φορά µιας
ποιότητας από την αντίθετη της. Ιδιαίτερα σηµαντική είναι η συνεχής
κυκλοφορία µεταξύ αέρα και νερού που δηµιουργεί νέφη, οµίχλη, βροχή,
χαλάζι, αλλά και ποταµούς και θάλασσες. Με την επίδραση του ήλιου
εξατµίζεται η υγρασία της γης- ο ατµός ανεβαίνοντας ξαναχάνει τη
θερµότητα του, µετατρέπεται σε νερό και πέφτει στη γη σαν βροχή. Οι
ποταµοί δηµιουργούνται εν µέρει απ' αυτές τις βροχοπτώσεις, εν µέρει
από τη µεταβολή του ατµού σε νερό, που συντελείται στο εσωτερικό της
γης. Η θάλασσα καθαυτή είναι ακριβώς τόσο αιώνια όσο και ο Κόσµος,
χάνει όµως από την ουσία της µε την εξάτµιση. Την αναπλήρωση
εξασφαλίζουν οι βροχοπτώσεις, που από την ανάµιξη τους µε γήινα
υλικά γίνονται πικρές και αλµυρές. Εκτός απ' αυτό, πρέπει να υπολογίσει
κανείς ότι µε την πάροδο των χρόνων ο συνδυασµός στεριάς και
θάλασσας δεν ήταν πάντα ο ίδιος. Χαρακτηριστική είναι η θέση ότι οι
µύθοι για την πτώση του Φαέθωνα από τη µια µεριά και του
κατακλυσµού του ∆ευκαλίωνα από την άλλη θα µπορούσαν να
ερµηνευθούν: στο παρελθόν µεγάλα τµήµατα της επιφάνειας της γης
είχαν καταστραφεί εντελώς από πυρκαγιές ή από πληµµύρες, µε συνέπεια
να χαθεί σχεδόν εντελώς ο πολιτισµός και οι άνθρωποι, µετά την
καταστροφή, έπρεπε µε κόπο να αρχίσουν ξανά από την αρχή. Επειδή η
γη υπάρχει από αιώνες, έπεται ότι τέτοιες καταστροφές πρέπει να
παρουσιάστηκαν πάρα πολύ συχνά.
Ήδη από την εποχή του Θαλή είχε απασχολήσει τους φυσικούς
φιλοσόφους η αιτιολογία των σεισµών. Ο Αριστοτέλης δίνει την εξήγηση
ότι οι σεισµοί προκαλούνται από µάζες ατµού που εισχωρούν στο
εσωτερικό της γης και από κει, µε ορµητική κίνηση, εκτοξεύονται πάλι
προς τα έξω.
Ψυχολογία
Για την Ψυχολογία είναι βασικό και καθοριστικό ότι η ψυχή, όπως
σηµειώθηκε ήδη, συνενώνει µέσα της εντελώς διάφορες
λειτουργίες· εποµένως πρέπει να ερευνηθεί από τρεις ή και τέσσερεις
διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Πρώτο: η ψυχή είναι η αρχή της ζωής σε κάθε τι που ζει, όπου ως ζωή
εννοείται η ικανότητα του ατόµου να προκαλέσει µια µεταβολή στον
εαυτό του µέσω µιας εσωτερικής κινητήριας δύναµης. Στη βαθµίδα των
φυτών, η ικανότητα αυτή εκδηλώνεται ως ανάπτυξη µέσω της τροφής: τα
φυτά εποµένως έχουν τη φυτική ψυχή (που είναι και η µόνη που έχει το
παιδί στην εµβρυακή ηλικία). Στη βαθµίδα του ζώου προστίθεται και η
κίνηση στον χώρο, που από την πλευρά της προκαλεί την αίσθηση του
προσανατολισµού και την ικανότητα διάκρισης µεταξύ εκείνου που
αξίζει να επιδιωχθεί και εκείνου που πρέπει να αποφευχθεί. Η ψυχή των
ζώων έχει, λοιπόν, ήδη µια πολύ περίπλοκη φύση. Κατά βάση όµοια
δοµηµένη είναι και η ψυχή του νέου ανθρώπου, που δεν έχει εξοπλιστεί
ακόµη µε το λογικό. Για πρώτη φορά στον ενήλικο προστίθεται και η
λογική ψυχή, που µπορεί να γνωρίσει το καλό και την αλήθεια.
Από µια τρίτη πλευρά, η ψυχή είναι η έδρα της γνώσης σε ευρύτατη
έννοια. Αντίθετα µε τον Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι κάθε
γνώση παρέχεται από τα αισθητήρια όργανα. Η διαδικασία είναι η
ακόλουθη: στην αρχή υπάρχουν οι εντυπώσεις από τα πέντε αισθητήρια
όργανα-πρέπει να λεχθεί πρώτα πρώτα ότι κάθε εντύπωση µόνη της και
ανεξάρτητη είναι αξιόπιστη και ορθή (αυτό είναι άσπρο, γλυκό, θερµό,
κ.λπ.)· η πλάνη υπεισέρχεται κατά πρώτο µε τον συνδυασµό. Πολλές
οµοειδείς εντυπώσεις αποτελούν µια εµπειρική πραγµατικότητα (το µέλι
συνήθως είναι γενικά γλυκό) και µια συνεχώς επανερχόµενη εµπειρία
επιτρέπει το τελικό βήµα προς µια επιστηµονική διαπίστωση, ότι ένα
ορισµένο υλικό, µια ορισµένη υπόσταση, έχει παντού και πάντα µια
ορισµένη ποιότητα από ορισµένες υποτιθέµενες αιτίες (το µέλι, από
υποτιθέµενες αιτίες, έχει πάντα την ιδιότητα να είναι γλυκό). Έτσι
επιτυγχάνεται το γενικό, πέρα από τη στατιστική συσσώρευση επιµέρους
περιπτώσεων: αυτό µόνο µπορεί να είναι το αντικείµενο της επιστήµης
(«επιστήµης» ή «τέχνη»). Σ' αυτό το γενικό, που εµπίπτει στη γνωστική
ικανότητα του Λόγου, είναι δυνατό να φθάσει κανείς µόνο µε τα
αισθητήρια όργανα που αντιλαµβάνονται το µερικό. Μ' αυτό τον τρόπο
διατυπώνεται συγχρόνως και η άποψη ότι το γενικό βρίσκεται εκ των
προτέρων µέσα στα πράγµατα της εµπειρίας και όχι πέρα απ' αυτά, ως
ιδέα, όπως πίστευε ο Πλάτων. Η σύνδεση µε την κατ' αίσθηση αντίληψη
είναι πάρα πολύ ισχυρή, καθόσον και η γνώση η ίδια ποτέ δεν µπορεί να
αποδεσµευθεί εντελώς απ' αυτή. Τα επιµέρους δεδοµένα της αντίληψης
παραµένουν στην ψυχή µε τη µορφή της «φαντασίας» και διευκολύνουν
τη γνώση. Ο χαρακτήρας τους είναι πάντα παροδικός και εφήµερος-
διαρκή και σταθερή βεβαιότητα προσφέρει η επιστήµη, που, όπως τονίζει
ο Αριστοτέλης, έχει το όνοµα της από το γεγονός ότι η διάνοια σταµατά
και παραµένει στο γενικό.
Βιολογία
Η βιολογία κυριαρχείται από την απόδειξη της αιτίας του σκοπού, που
επιδρά παντού. Γιατί αν και κατευθύνει κάθε κίνηση σ' ολόκληρο το
οργανωµένο σύνολο που λέγεται «Κόσµος», πουθενά δεν είναι τόσο
προφανής όσο στους ζώντες οργανισµούς, στους οποίους κάθε µέλος
είναι διαµορφωµένο όπως είναι πιο σκόπιµο για την επιβίωση του
συνολικού όντος. Η φύση δεν κάνει τίποτε άσκοπο.
Σ' αυτό το σηµείο η Στοά υπήρξε ανυποχώρητα συνεπής. Για όλα έθεσε
το ερώτηµα τί σκοπό εξυπηρετούν: ο πετεινός χρησιµεύει για να ξυπνάει
τον άνθρωπο νωρίς για τη δουλειά, ο σκύλος για να προστατεύει το
κτήµα από κλέφτες κ.λπ. Η σκοπιµότητα πρέπει να µπορεί να αποδειχθεί
παντού και σε κάθε λεπτοµέρεια. Είναι γνωστό ότι µ' αυτό τον τρόπο η
τελολογική αρχή έφθασε ως τη γελοιότητα.
Στα πρώτα ανήκουν, εκτός από τον άνθρωπο, τα τετράποδα που γεννούν
ζωντανά, τα τετράποδα που γεννούν αβγά και τα άποδα· ακόµη τα πουλιά
και τα ψάρια. Εκτός απ' αυτό, υπάρχουν ενδιάµεσες βαθµίδες µεταξύ
ζώων της ξηράς και της θάλασσας (φάλαινες, σκυλόψαρα, κ.λπ.), µεταξύ
τετραπόδων και πουλιών (κουκουβάγιες και στρουθοκαµήλους).
«Άναιµα» ζώα είναι τα έντοµα, τα ζώα µε όστρακο σκληρό και όστρακο
µαλακό και τα µαλάκια. Στην κατώτατη βαθµίδα κατατάσσονται τα όντα
που βρίσκονται µεταξύ ζώων και φυτών: χταπόδια κ.τ.ό., σπόγγοι,
αστερίες κ.τ.ό.
Ηθική
Έγινε ήδη λόγος ότι η ηθική πράξη γεννιέται όταν η κινούσα δύναµη του
Αλόγου υποτάσσεται στην καθοδήγηση από τον Λόγο που γνωρίζει τον
στόχο της πράξης. Έχει επίσης λεχθεί ότι ο Λόγος υπόκειται σε αγωγή µε
τη µάθηση ενώ, αντίθετα, το Άλογο µε τη µίµηση πρότυπης πράξης, µε
τον εθισµό και τέλος µε την οικείωση- Επίσης αναφέρθηκε και το
πολυµελές σύστηµα των αρετών. Στο σηµείο αυτό πρέπει να
υπογραµµιστεί συµπληρωµατικά και µια άλλη ουσιώδης πλευρά.
Έτσι, το µέσο µεταξύ δύο άκρων γίνεται παράδειγµα πώς ένας τόπος που
αρχικά φαίνεται να προσφέρει δυνατότητες µέγιστης σαφήνειας και
ακρίβειας αρµόζεται (σχετικοποιείται) τελικά κατ' ανάγκη στο
απρόβλεπο πλήθος των συγκεκριµένων καταστάσεων. Πάντως, για τον
Αριστοτέλη ο κάθε άνθρωπος δεν εγκαταλείπεται εντελώς στον εαυτό
του και στην κρίση του. Λιγοστά αλλά σηµαντικά χωρία στα Ηθικά
Νικοµάχεια δείχνουν ότι ο καθένας χωριστά πρέπει να πράττει «όπως θα
έπραττε στη θέση του ο τέλειος άνθρωπος». Όπου λοιπόν οι γενικοί
κανόνες βρίσκονται σε αδυναµία, µένει µόνο ο προσανατολισµός προς το
προσωπικό πρότυπο. Όταν αργότερα γινόταν σύσταση στους
Επικούρειους να πράττουν σαν να τους παρακολουθούσε ο Επίκουρος,
δεν υπήρχε καµιά διαφορά από αυτό που εννοούσε ο Αριστοτέλης.
Πολιτειακός στοχασµός
Από τη θεωρία περί πολιτείας µπορούν να επιλεγούν τρία µόνο θέµατα:
το σύστηµα των πολιτειακών µορφών, η συγκρότηση της άριστης
πολιτείας και η ανάλυση των ιστορικών επαναστάσεων.
Η ιδιότητα του κράτους δεν στηρίζεται µόνο στην ύπαρξη ενός ∆ικαίου
αλλά και στη διαίρεση του λαού σε κυβερνώντες και κυβερνώµενους,
όπου οι πρώτοι είναι υπεύθυνοι και εξουσιοδοτηµένοι να
αντιπροσωπεύουν τους νόµους και να τους επιβάλλουν, αν είναι ανάγκη
και µε τη βία, ενώ οι δεύτεροι οφείλουν να υποταχθούν σ' αυτούς τους
νόµους. Τα ιστορικά κράτη διακρίνονται τόσο ως προς τα πρόσωπα που
ασκούν την εξουσία όπως επίσης και αν την ασκούν προς το συµφέρον
των νόµων και του λαού ή για προσωπικό τους συµφέρον και την
εκµεταλλεύονται για την απόκτηση προσωπικής δύναµης ενάντια στους
άλλους πολίτες. Έτσι προκύπτουν τρεις καλές και τρεις κακές
πολιτειακές µορφές. Μπορεί να κυβερνούν προς όφελος και συµφέρον
όλων ένας και µόνος (µοναρχία) ή µια µικρή οµάδα (αριστοκρατία) ή
ένας µεγάλος αριθµός ή και όλοι (δηµοκρατία). Όταν κυβερνά ένας µόνο
για το προσωπικό του συµφέρον έχουµε την τυραννίδα. Με τον ίδιο
τρόπο αντιστοιχεί στην αριστοκρατία η ολιγαρχία και στη δηµοκρατία η
«κακή δηµοκρατία» (για την οποία, κατά περίεργο τρόπο, ποτέ δεν
πολιτογραφήθηκε ένα όνοµα- η λέξη οχλοκρατία, που χρησιµοποιήθηκε
κατά καιρούς µετά τον Αριστοτέλη δεν καθιερώθηκε).
--------------------------------------------------------------------------------
Αριστοτελισµός
Ο όρος Αριστοτελισµός µπορεί να νοηθεί µε τρεις σηµασίες:
Αυτό σηµαίνει, ακόµη, ότι υπήρχε ένας µόνιµος σεβασµός για την ήδη
υπάρχουσα φιλοσοφική παράδοση. Είναι σπουδαίο να ξέρουµε ποια
προβλήµατα παρουσιάστηκαν σε προηγούµενες εποχές και πώς λύθηκαν
για να µπορεί ο σύγχρονος ερευνητής να βεβαιωθεί κατά πόσο η δική του
προβληµατική και τα συµπεράσµατα του µπορούν να στηριχθούν στην
αυθεντία των προηγούµενων και κατά πόσο του επιτρέπεται να αξιώσει
την επισήµανση και διόρθωση προηγούµενων λαθών, δηλ. την επίτευξη,
από µέρους του, ουσιαστικής προόδου στην πορεία της φιλοσοφίας. Κατ'
αυτόν τον τρόπο ο Αριστοτέλης και ο Περίπατος γίνονται οι δηµιουργοί
της συστηµατικής Ιστορίας της Φιλοσοφίας. ∆εν λείπουν εντελώς οι
πρόδροµοι: ο ∆ηµόκριτος, ο Ιππίας ο Ηλείος, ο ίδιος ο Πλάτων µπορούν
να αναφερθούν και αναφέρθηκαν. Η συστηµατική ενσωµάτωση
ολόκληρης της παλαιότερης ιστορίας ενός προβλήµατος (εµφανής κυρίως
στα έργα: Φυσικά, Περί γενέσεως και φθοράς, Περί ουρανού και στα
Μετεωρολογικά, αλλά και στα Πολιτικά, λιγότερο εµφανής στην Ηθική)
είναι το ιδιαίτερο επίτευγµα του Αριστοτελισµού, που και σ' αυτό το
επίπεδο προσπαθεί να σεβαστεί τα δεδοµένα στοιχεία. Τέλος, πρέπει να
σηµειωθεί ότι, για τον Περίπατο, κάθε γνώση ξεκινάει από τα δεδοµένα
των αισθήσεων. Ο λόγος ερµηνεύει και κατατάσσει αυτά τα δεδοµένα και
επιχειρεί να φθάσει, περνώντας από το αισθητό, σε συµπεράσµατα για το
µη-αισθητό. Ουσιαστικό είναι εδώ λιγότερο το γεγονός ότι οι αισθήσεις,
σε οριακές περιπτώσεις, είναι δυνατόν να παραπλανήσουν και, πολύ
περισσότερο, ότι πρέπει να προχωρήσει κανείς µε την πιο µεγάλη
προσοχή από την περιοχή του αισθητού στην περιοχή του µη αισθητού.
Πρόοδος είναι δυνατή- συντελείται όµως µε πολλή προφύλαξη, ακόµη
και όταν το µέλλον είναι ελπιδοφόρο. Αυτό σηµαίνει ότι ο Αριστοτέλης
αρκείται σε υπαινιγµούς για ορισµένες πραγµατικά κεντρικές θέσεις και
αποφεύγει, κατά το δυνατό, υπαινιγµούς που έχουν θεωρητική δοµή στην
περιοχή, π.χ., της ψυχολογίας και της θεολογίας.
Από την άλλη µεριά, όµως, το αντικείµενο του «θεωρητικού βίου» είχε
για τον ίδιο τον Αριστοτέλη µετατοπιστεί. Επειδή ο κόσµος ο ίδιος είναι
θείος και διακατέχεται από την επίδραση µιας φύσης που οργανώνει τα
πάντα µε τον πιο σωστό και τον πιο σκόπιµο τρόπο, ακριβώς αυτός ο
κόσµος ο ίδιος µε τα βουνά του, µε τα νερά, τα φυτά, τα ζώα, τους
ανθρώπους και τα άστρα του, έγινε αντάξιο αντικείµενο της θεωρίας. Μ'
αυτό τον τρόπο, όµως, ο Αριστοτέλης θεµελίωνε, «εντεύθεν» της
φιλοσοφίας, την αυταξία της επιστήµης γενικά, και µε κάποιο δίκιο
λέγεται ότι ο Αριστοτέλης και ο Αριστοτελισµός δηµιούργησαν τον τύπο
του εντελώς εξειδικευµένου σοφού και ερευνητή προς τον οποίο ακόµη
και σήµερα προσανατολίζεται η επιστήµη.
Η επίδραση στη Στοά πρέπει, γενικά, µέχρι και µετά τον Χρύσιππο
(τέλος 3ου π.Χ. αιώνα) να υπήρξε µικρή. Η στωική κοσµολογία
δηµιουργεί ευρύτατα την εντύπωση ότι αναπτύχθηκε µέσα από την
πολεµική του Περιπάτου (και πρέπει να προσεχθεί ότι, στην πολεµική
αυτή, η Στοά αριθµούσε ανάµεσα στους προδρόµους της τον Ηράκλειτο,
που ο Αριστοτέλης τον εκτιµούσε πολύ λίγο). Πολύ περισσότερο ισχύει
αυτό για την Ηθική, που η γεµάτη πάθος άρνηση της για συµβιβασµούς
είναι µια διαµαρτυρία για τη µεγαλόκαρδη, λεπτή, κοσµοπολίτικη Ηθική
του Περιπάτου. Ιδιότυπη είναι η σχέση στη Λογική. Η παλαιά Στοά όχι
µόνο ζητούσε να διορθώσει και να υπερκεράσει µε τη δική της Λογική το
Όργανον του Αριστοτέλη, αλλά και ήθελε να πραγµατοποιήσει ό,τι ο
Αριστοτέλης είχε, το πολύ-πολύ, επιχειρήσει: να κάνει τη Λογική
χρήσιµη για την ερµηνεία της εµπειρικής πραγµατικότητας.
Μόνο στους χρόνους µετά τον Πορφύριο ο Μάριος Βικτορίνος έκανε µια
λατινική διασκευή των αριστοτελικών Κατηγοριών και, τέλος, ο Βοήθιος
(Boethius, περίπου 470-526 µ.Χ.) σχεδίασε να µεταφράσει ολόκληρο το
Όργανον του Αριστοτέλη και, κατά το πνεύµα των ελληνικών σχολίων,
να το εφοδιάσει µε υποµνήµατα και διασαφητικές µονογραφίες. Το
σχέδιο πραγµατοποιήθηκε εν µέρει, τα έργα όµως που δηµιουργήθηκαν
τότε µετέδωσαν στον λατινικό µεσαίωνα µέχρι τον 12ο αιώνα τη γνώση
της αριστοτελικής Λογικής. Χωρίς τα ίδια να έχουν πρωτοτυπία,
άσκησαν πολύ µεγάλη, κάποτε κυρίαρχη, επίδραση στην ιστορία του
πνεύµατος.
Βέβαια, κατά το τέλος του 13ου αιώνα, η δυσπιστία για τον Αριστοτέλη
τροφοδοτήθηκε και πάλι µε την επίδραση του Αβερρόη. Γεννήθηκε η
κατεύθυνση του «Αβερροϊσµού», που τον εκπροσωπούσε έξοχα ο Σιζέ
ντε Μπραµπάν (Siger de Brabant) και που χαρακτηριζόταν από την
προσπάθεια να παραληφθεί ο Αριστοτέλης χωρίς επιφύλαξη και να
οικοδοµηθεί η αντίληψη για τον προορισµό του ανθρώπου καθαρά µε
βάση την αριστοτελική Ψυχολογία και Ηθική και χωρίς αναφορά στο
θεολογικό «εποικοδόµηµα» που προέκυψε από την Καινή ∆ιαθήκη. Η
εκκλησιαστική εξουσία καταδίκασε µε κάθε µορφή, στο Παρίσι το 1270
και στην Οξφόρδη το 1277, µια σειρά από τις θέσεις που είχαν προέλθει
από αβερροϊστική γραµµή ή από την εξήγηση του Αριστοτέλη από τον
ίδιο τον Αβερρόη. Τελικά, το αποτέλεσµα ήταν µια παράλληλη πορεία:
Στη Σχολή Ελευθέρων Σπουδών και Τεχνών (πρόδροµο των
Φιλοσοφικών Σχολών κατά τον µεσαίωνα) διδασκόταν η φιλοσοφική
αλήθεια, στη Θεολογική η «εξ αποκαλύψεως», και αυτό µε την
προϋπόθεση ότι σε τελευταία ανάλυση δεν θα ήταν δυνατή καµιά
αντίφαση ανάµεσα στις δυο αλήθειες. Έτσι και η φιλοσοφία του 14ου
αιώνα κυριαρχείται από τον Αριοτοτελισµό. Ο Ντουνς Σκώτος δουλεύει
στην έννοια της αιτιότητας µε τις αριστοτελικές κατηγορίες της µορφής
και της ύλης, ο Γουίλιαµ του Όκαµ (William of Ockham) διατύπωσε στη
γραµµή του αριστοτελικού συγγράµµατος για τις κατηγορίες την
αντίθεση µεταξύ του µερικού, που µόνο αυτό είναι πραγµατικό, και του
γενικού, που δεν είναι παρά ο τρόπος της ανθρώπινης έλλογης γνώσης.
Αναγνώριζε ακόµη, πιο αποφασιστικά από τον Θωµά Ακινάτη και τον
Αβερρόη, ότι, αναφορικά µε το πρόβληµα της αθανασίας της ψυχής, ο
Αριστοτέλης δεν µπορούσε να δώσει σαφή απάντηση.
Γενικά, ακόµη τον 14ο και 15ο αιώνα, η αριστοτελική Λογική κρατούσε
την κυρίαρχη θέση της. Νέα ήταν η επίδραση των Πολιτικών, ενός
κειµένου που µε περίεργο τρόπο δεν προσέχθηκε καθόλου στην
αρχαιότητα και στον πρώιµο µεσαίωνα, τώρα όµως (µε µακρινή αναφορά
ήδη στο έργο De regimine principum του Θωµά Ακινάτη και De
Monarchia του ∆άντη) άνοιξε τον δρόµο για τη συζήτηση σχετικά µε την
ορθή µορφή πολιτεύµατος και την προσφορότερη διακυβέρνηση του
κράτους. Αποτελέσµατα τέτοιας συζήτησης ήταν, τον 16ο αιώνα, το έργο
// principe του Μακιαβέλι και στη Γαλλία η περί κράτους θεωρία του
Jean Bodin.
Εντούτοις, τον 15ο αιώνα δηµιουργήθηκε από δυο πλευρές µια νέα
κατάσταση. Από τη µια µε την πτώση του Βυζαντινού κράτους (1453)
κατέφυγε στη ∆ύση µεγάλος αριθµός µορφωµένων Ελλήνων. Έφεραν
µαζί τους ελληνικά χειρόγραφα και η ∆ύση άρχισε να µαθαίνει Ελληνικά,
µε σκοπό να µπορεί να διαβάσει και τον Αριστοτέλη στο πρωτότυπο.
Είκοσι χρόνια αργότερα άρχισαν να δουλεύουν τα πρώτα µεγάλα
τυπογραφεία. Είδαν το φως οι πρώτες τυπωµένες συνολικές εκδόσεις των
έργων του Αριστοτέλη. Από την άλλη πλευρά, η κίνηση που ονοµάζουµε
Αναγέννηση έφερε ακριβώς τον Αριστοτέλη περισσότερο από
οποιονδήποτε άλλο σε ένα ιδιότυπο ηµίφως. Η µεσαιωνική Φιλοσοφία
των Σχολών δούλεψε µε τη Λογική του και επεξεργάστηκε όλο και
περισσότερο αυτό το «εργαλείο» καθαρά ορθολογικής
επιχειρηµατολογίας. Τώρα, αυτή η αυτάρκης φιλοσοφική και θεολογική
λογοκρατία έγινε η θέση που την πολεµούν και προσπαθούν να την
κατανικήσουν µε κάθε µέσο. Ένας ανανεωµένος Πλατωνισµός (η
Ακαδηµία της Φλωρεντίας, ο Marsilio Ficino κ.ά.), τάσεις του
µυστικισµού επέδρασαν από τη µια µεριά, καθώς από την άλλη η θέληση,
πέρα από τα βιβλία και την αυθεντία τους, να έλθουν σε επαφή «µε τα
ίδια τα πράγµατα» και να ερευνήσουν τη δεδοµένη πραγµατικότητα του
ανθρώπου, του κράτους, της φύσης, της Γης και των ηπείρων της
(Μάρκο Πόλο - Χριστόφορος Κολόµβος), των άστρων (Νικ.
Κοπέρνικος). Οι ηθικές, πολιτικές, φυσιογνωστικές µελέτες του
Αριστοτέλη πρόσφεραν και σ' αυτή την επιθυµία πλήθος παρορµήσεις.
∆εν ξεχνά κανείς ότι, τόσο η ανακάλυψη της Αµερικής όσο και η
ανακάλυψη του ηλιοκεντρικού συστήµατος πιθανότατα έχουν σχέση µε
υποδείξεις του Αριστοτέλη. Γενικά, το ενδιαφέρον για επιστηµονικότητα
ήταν δεµένο µε τη µεθοδολογία και τη φυσική φιλοσοφία του
Αριστοτέλη, µέχρι την εποχή που, τον 17ο αιώνα, ο Γουίλιαµ Χάρβυ
έβαλε στη βάση των παραδόσεων του τα βιολογικά-ζωολογικά
συγγράµµατα του Αριστοτέλη και ο Γαλιλαίος εργαζόταν για την
αριστοτελική Λογική.
Η θεωρία για την ενότητα δράσης τόπου και χρόνου - αν και ήταν στην
πραγµατικότητα µια µεταγενέστερη ανάπτυξη που προέκυπτε από
βεβιασµένες ερµηνείες του Αριστοτέλη - επικράτησε στο έργο πολλών
συγγραφέων τραγωδιών, (π.χ. του Τζάν Τζόρτζιο Τρισίνο Gian Giorgio
Trissino) στην Ιταλία, του Ρακίνα και του Κορνηλίου στη Γαλλία και, ως
ένα βαθµό, του Γκαίτε στη Γερµανία. Πολλοί κριτικοί
(συµπεριλαµβανόµενων των Άγγλων κριτικών από τον Σερ Φίλιπ Σίντνεϋ
ως τον Μάθιου Άρνολντ) αποδέχθηκαν αυτούς τους κανόνες, ενώ,
αντίθετα, λίγοι ήταν οι ποιητές - η µεγάλη εξαίρεση ήταν ο Τζών Μίλτον-
που τους καλοδέχθηκαν. Μια µικρότερη επίδραση άσκησε η Ρητορική
του Αριστοτέλη στον χώρο έξω από το πεδίο της συστηµατικής θεωρίας.
Ο αντι-Αριστοτελισµός, από τον 16ο ως τον 18ο αιώνα, άγγιξε µόνο ένα
µικρό µέρος του πραγµατικού Αριστοτέλη. Από τη µια πλευρά ήταν µια
αντίδραση εναντίον του Σχολαστικισµού, ωσάν αυτός να εκπροσωπούσε
πιστά την ίδια τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Έτσι, ο Αριστοτέλης
εσφαλµένα κατηγορήθηκε για ακραίο φορµαλισµό, ανελέητη χρήση
συλλογισµών που συνίσταντο σε κενές περιεχοµένου ή άσχετες έννοιες,
για πολλαπλασιασµό ψευδο-πραγµατικών οντοτήτων, και για την
εφαρµογή «επιστηµονικών» µεθόδων σε γεγονότα ή υποτιθέµενα
γεγονότα για τα οποία µπορούσε να εγγυηθεί µόνο η πίστη. Από την
άλλη πλευρά, ολόκληρος ο Αριστοτέλης καταδικαζόταν εξαιτίας της µη
ικανοποιητικής εξήγησης που έδωσε για την τοπική κίνηση και τις
συνέπειες της στη Μηχανική, ∆υναµική, Κοσµολογία και Αστρονοµία. Η
πτώση του κατά τον 17ο αιώνα ήταν, πάνω απ' όλα, το αποτέλεσµα της
αποτυχίας του να δηµιουργήσει κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα µια γλώσσα που
θα του επέτρεπε να περιγράψει τις µορφές των πραγµάτων και των
συµβάντων (δηλ. τις γνωστικές τους όψεις) µε ακριβείς ή κατά
προσέγγιση µαθηµατικούς τύπους και της αποτυχίας του να δώσει, µέσα
από τη φιλοσοφία του της γνώσης, επαρκή έµφαση στην ανάγκη
πειραµάτων.
[ΒΓ.] ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ
--------------------------------------------------------------------------------