You are on page 1of 14

Χαιρετισμός

Ομόκυκλοί μου, καλησπέρα!


Αρκετά χρόνια τώρα, με την αμέριστη συμπαράσταση και εθελοντική εργασία των
αγαπητών μας Στέλιου και Στέργιου, αναλύουμε την Καινή Διαθήκη, προκειμένου να
φωτισθεί ο νους μας, να γλυκάνει η καρδιά μας και να δυναμώσει η πίστη μας. Εν
είδει διαλείμματος από τη συνήθη τακτική μας, θα σας παρουσιάσω κάτι από αυτά
που σπούδασα στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, σχετικό, πάντως, με τα εδώ
ενδιαφέροντά μας.

Το Ε.Α.Π.
Καταρχάς, πριν προχωρήσω στο θέμα που επέλεξα να σας παρουσιάσω, να σας πω
δύο λόγια για το πανεπιστήμιο αυτό: Το Ε.Α.Π. είναι ένα από τα 19 πανεπιστήμια της
Ελλάδας και δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, για να δώσει την
ευκαιρία απόκτησης ανώτατης εκπαίδευσης σε άτομα των οποίων η εποχή της
πρώτης νεότητάς τους παρήλθε. Είναι οργανωμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε η
εκπαίδευση σε αυτό να είναι εφικτή για οικογενειάρχες και εργαζόμενους, δηλαδή, να
μην απαιτείται η καθημερινή, φυσική παρουσία των φοιτητών στη Σχολή τους. Τα
διά ζώσης μαθήματα είναι, σχετικά, λίγα και γίνονται τα Σαββατοκύριακα, ενώ η
επικοινωνία των φοιτητών με τους καθηγητές συμπληρώνεται μέσω του Διαδικτύου
και του τηλεφώνου. Στη διάρκεια του κάθε ακαδημαϊκού έτους, οι φοιτητές εκπονούν
γραπτές εργασίες και, εφόσον αυτές κριθούν επαρκώς αξιόλογες, εξετάζονται διά
ζώσης και γραπτώς, το καλοκαίρι. Αν επιτύχουν και στις γραπτές εξετάσεις, τότε
συνεχίζουν τις σπουδές τους· έως ότου, τελικά, να τις ολοκληρώσουν και να πάρουν
το πτυχίο τους.
Προσωπικά, επέλεξα τη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ε.Α.Π. και,
ειδικότερα, το πρόγραμμά της Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό, παρότι το
αντικείμενό του δεν σχετίζεται άμεσα με το επάγγελμά μου. Η επιλογή μου αυτή
βασίστηκε στην πεποίθησή μου ότι τα σημαντικότερα από αυτά που αφορούν στον
άνθρωπο και, ειδικά, στον σύγχρονο Έλληνα άνθρωπο, είναι άρρηκτα συναρτημένα
με τη μακραίωνη ελληνική παράδοση, δηλαδή, με τον ζωντανό πολιτισμό μας· που
κάθε γενιά τον κληρονομεί βιωματικά από την προηγούμενη και, ανανεώνοντάς τον,
τον αφήνει κληροδότημα στην επόμενη.

1
Ελληνικός πολιτισμός και Ορθοδοξία
Υπ’ αυτή την έννοια, λοιπόν, η Ορθοδοξία είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο του
πολιτισμού μας· αρχαίο, αφού η αφετηρία του βρίσκεται στους ελληνορωμαϊκούς
χρόνους, πριν από δύο χιλιετίες, αλλά και σύγχρονο, αφού, ούσα ζωντανή η
Ορθοδοξία μέχρι και σήμερα, αφορά άμεσα στο παρόν μας και προδιαγράφει καίρια
το μέλλον του γένους μας. Από πολιτισμικής άποψης, η Ορθοδοξία δεν έχει να κάνει
μόνο με τα δόγματά της και τα ιεροτελεστικά της, ούτε μόνο με την ηθικοδιδασκαλία
της. Η Ορθοδοξία είναι και τρόπος της κοινής μας ζωής, που αφήνει το αποτύπωμά
της σε κάθε έκφανση της καθημερινότητάς μας. Είναι τρόπος της αρχιτεκτονικής μας
και των εικαστικών μας τεχνών, τρόπος της λογοτεχνίας μας, της μουσικής μας αλλά
και της εκκλησιαστικής μας υμνωδίας, της θεολογικής σκέψης αλλά και της
πολιτικής, της κοινωνικής και της οικονομικής πρακτικής· είναι τρόπος να
σχετιζόμαστε μεταξύ μας, να νοηματοδοτούμε τόσο τον ατομικό όσο και τον
συλλογικό μας βίο. Είναι, τελικά, ο τρόπος με τον οποίο εμείς οι Ελληνορθόδοξοι
γράφουμε την ιστορία του Γένους μας εδώ και περίπου είκοσι αιώνες.
Στο πλαίσιο των σπουδών μου εκπόνησα 48 εργασίες επί ζητημάτων ελληνικού
πολιτισμού, κάποιες φορές, έμμεσα ή άμεσα, και του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο
οποίος έχει επηρεαστεί σημαντικά από τον ελληνικό. Βάσει της εμπειρίας που
απέκτησα από τα διαβάσματά μου, θα ήθελα να σημειώσω το εξής: Σήμερα, μετά από
τα διακόσια περίπου χρόνια προσπάθειας να ενσωματώσουμε οι απελευθερωμένοι
από τους Τούρκους Έλληνες το ελληνικό κράτος στον Δυτικό κόσμο, είναι δύσκολο
να ξεχωρίσει κανείς τι μας έμεινε γνήσια ελληνικό και τι ξενόφερτο παραμένει
αναφομοίωτο από εμάς. Είναι, όμως, γεγονός ότι τα μεγάλα ζητήματα της ζωής, που
απασχολούν τους Έλληνες από την Αρχαιότητα ακόμη, απασχολούν και τον Δυτικό
άνθρωπο.

2
Εισαγωγή στο θέμα
Ένα από αυτά τα ζητήματα επέλεξα να σας παρουσιάσω σήμερα: είναι το ζήτημα
του ανθρωπίνου αυτεξουσίου, δηλαδή, το κατά πόσον η ανθρώπινη βούληση είναι
πράγματι ελεύθερη και όχι προκαθορισμένη. Αρχικά, θα σκιαγραφήσω τις απόψεις
των Ελλήνων Στωικών φιλοσόφων για το θέμα αυτό, οι οποίοι έδρασαν, κυρίως, στη
λεγόμενη Ελληνιστική περίοδο, δηλαδή κατά τους τρεις τελευταίους προ Χριστού
αιώνες· και, εν συνεχεία, τις αντίστοιχες απόψεις ενός Έλληνα παγανιστή φιλοσόφου
των τελευταίων χρόνων της Βυζαντινής περιόδου, λίγο πριν την Άλωση της
Κωνσταντινούπολης: του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος. Ακολούθως, θα σας
παρουσιάσω την αυγουστίνεια προσέγγιση για το ανθρώπινο αυτεξούσιο, έτσι όπως ο
Άγιος της Εκκλησίας Ιερός Αυγουστίνος τη διατύπωσε τον 4 ο μ.Χ. αιώνα, αλλά και
θα σας δείξω πώς ένας φιλόσοφος της Δύσης, ο Καρτέσιος (1596-1650), στήριξε την
υπόθεση της ύπαρξης του Θεού και εξήγησε την ευκολία με την οποία ο άνθρωπος
λανθάνει υπ’ ευθύνη του στους συλλογισμούς του και στις πράξεις του. Τέλος, θα
αναφερθώ στο πώς ξεκαθάρισε τα της ορθόδοξης πίστης, ειδικά για το ζήτημα της
ελεύθερης βούλησης, ο άγιος της Εκκλησίας μας Ιωάννης Δαμασκηνός, κατά τον 8 ο
μ.Χ. αιώνα:

3
Οι Έλληνες Στωικοί
Σύμφωνα με τους Έλληνες Στωικούς φιλοσόφους, ο κόσμος λειτουργεί ως ένα
όλον, αέναα μεταβαλλόμενο, βάσει απαράβατων και αιώνια ισχυρών νόμων, το
σύνολο των οποίων το ονόμαζαν εἱμαρμένη. Έλεγε ο Χρύσιππος (3ος αι. π.Χ.) πως ο
κόσμος μοιάζει με ένα σχοινί που ξετυλίγεται: κατά το ξετύλιγμά του,
αποκαλύπτονται τα κρυφά του μέρη, έτσι ακριβώς όπως αυτά είναι πριν ακόμη
ξετυλιχτεί· χωρίς, συνεπώς, να παρουσιάζεται τίποτε το πραγματικά νέο.
Παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα συμβάντα αποτελούν απολύτως καθορισμένες,
αιτιακά διαδοχικές και, μάλιστα, κυκλικά και πανομοιότυπα επαναλαμβανόμενες
όψεις του σύμπαντος κόσμου.
Έτσι, το ανθρώπινο αὐτεξούσιον λαμβάνει στη Στωϊκή φιλοσοφία ιδιότυπο νόημα:
δεν έγκειται στην ελεύθερη επιλογή, αλλά στο ότι το πρωταρχικό αίτιο της κάθε
πράξης εντοπίζεται εντός του πράττοντος, δηλαδή στον χαρακτήρα του. Όπως
συμβαίνει και με τον κυλιόμενο επί οριζοντίου επιπέδου κύλινδρο: πέρα από την
απαραίτητη εξωτερική ώθηση, το σχήμα του αποτελεί προϋπόθεση και βασική αιτία
της κύλισής του. Το στωικό συμπέρασμα είναι ότι κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος
για τις πράξεις του. Η απόφαση, δε, του καθενός για το τι πράττει κάθε φορά,
καθορίζεται από τον λόγον, με τον οποίο προικίστηκε από τη θεία λογικότητα που
διέπει το σύμπαν. Ο έχων επιτύχει την κατάλυψιν της συμπαντικής λογικότητας,
δηλαδή αυτός που απέκτησε την επίγνωση της τελειότητας με την οποία ο κόσμος
μεταβαλλόμενος υφίσταται αιωνίως, είναι ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος. Αυτός
ο τύπος του ανθρώπου ανήκει στον στωικό σοφό, του οποίου η ειδοποιός διαφορά
από τον καθημερινό άνθρωπο έγκειται στο ότι κατέχει την αρετή, νοουμένη ως το
σύνολο των επιμέρους αρετών που καθιστούν έναν άνθρωπο ικανό να συλλάβει την
τελειότητα του κοσμικού γίγνεσθαι. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο σοφός, απαθής και
ολόψυχα, συγκατατίθεται στις επιταγές της εἱμαρμένης, αποκτώντας έτσι το υπέρτατο
για τον άνθρωπο αγαθό, την εὐδαιμονία. Νομίζω ότι γίνεται αντιληπτό το γιατί οι
αρχαίοι ημών πρόγονοι έχουν χαρακτηριστεί μοιρολάτρες, από τους
εκχριστιανισμένους απογόνους τους.

4
Ενότητα 2: Ο Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων
Οι ιδέες του Στωικισμού επιβίωσαν για πολλούς αιώνες, και μέσα στον
χριστιανικό κόσμο. Κατά το πρώτο μισό του 15 ου αι. μ.Χ., επί παραδείγματι, ο
Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων θεωρούσε την ἀνάγκη ως τη μόνη δύναμη που μπορεί να
συνέχει τον κόσμο και, ως εκ τούτου, απέρριπτε οποιαδήποτε θέση υπέρ θεϊκής
παρέμβασης σε αυτόν. Για τον Πλήθωνα δεν μπορεί να υπάρχει χώρος για
ενδεχόμενα στο κοσμικό γίγνεσθαι, διότι τότε η τάξη του κόσμου θα υπονομευόταν
αμετάκλητα. Άλλωστε, χωρίς την αναγκαιότητα, υποστηρίζει στο έργο του Νόμων
συγγραφή, θα ήταν αδύνατη κάθε πρόγνωση και, συνεπώς, η ίδια η γνώση. Πάντως, ο
προκαθορισμός όλων των συμβάντων βάσει απόλυτης αναγκαιότητας δεν φαινόταν
πρόβλημα στην αντίληψη του Πλήθωνος, αφού σε αυτή ο στοχαστής έβλεπε τη
λογική συνθήκη που διασφαλίζει την τελειότητά του. Στη χρονική αφετηρία του
κόσμου, ο Πλήθων έθετε, ως πρωταρχική αιτία και προνοητή των πάντων, τον πρώτο
θεό, τον οποίο αναγνώριζε με το αρχετυπικό θεϊκό όνομα Δίας.
Όσο για το κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα της ἐλευθερίας, το αποτελούν
ακρογωνιαίο λίθο στη θεολογική σκέψη των Βυζαντινών, ο Πλήθων έπαιρνε
αρνητική θέση σχετικά με την ύπαρξή της, κατά την κοινή της έννοια, ταυτίζοντας
κάθε γνώμη υπέρ της με τον παραλογισμό περί τυχαιότητας στο γίγνεσθαι. Τέτοια
ἑλευθερία, για τον φιλόσοφο, θα ισοδυναμούσε με ύπαρξη αναίτιων συμβάντων ή με
αίτια ασυνόδευτα σίγουρων αποτελεσμάτων, υπόθεση απαράδεκτη στο φιλοσοφικό
του σύστημα, καθώς τότε ακόμη κι οι θεοί θα ήταν αδύνατο να γνωρίζουν τα
μέλλοντα. Κάτι τέτοιο, βέβαια, θα ερχόταν σε αντίθεση με την πληθωνική άποψη,
που θέλει τον Δία και τους υφιστάμενούς του θεούς να αποτελούν τα αίτιά τους.
Τις συνέπειες των θέσεών του για την ελευθερία του ανθρώπου, έτσι όπως την
καταλάβαιναν οι συγκαιρινοί του, ο Πλήθων τις αντιλαμβάνονταν πλήρως. Η ἀνάγκη
και η νομοτέλεια που αυτή επιβάλει, ως ο ρυθμιστικός παράγοντας όλων των
εκφάνσεων της ύπαρξης, εξάλειφαν και τη δυνατότητα να μπορεί ο άνθρωπος να
κάνει ό,τι θέλει στη ζωή του, να επιλέγει ελεύθερα ανάμεσα από δυνατά μέλλοντα,
εφόσον τέτοια δεν μπορούν να υπάρχουν. Για τον θιασώτη της ειμαρμένης Πλήθωνα,
όμως, μία τέτοια ελευθερία, εκτός από άτοπη για λόγους μεταφυσικούς, είναι και
άσκοπη για την ανθρωπιστική της σημασία. Η συλλογιστική του είναι ιδιαίτερα
ενδιαφέρουσα:
Αν υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος είχε την κοινώς νοουμένη ελευθερία,
5
αδιαμφισβήτητα θα έκανε τις επιλογές του με κριτήριο την απόκτηση της
εὐδαιμονίας, που είναι ο αδιαμφισβήτητος φυσικός σκοπός του. Αυτή, όμως,
διασφαλίζεται από την εσωτερική του προδιάθεση προς την ευπραξία, έτσι όπως την
προκαθόρισε γι’ αυτόν ο αγαθός Δίας, τοποθετώντας μέσα του μία μορφή εξουσίας,
τη φρόνησιν. Συνεπώς, ο Πλήθων, φτάνοντας στο πεδίο της ηθικής, υποστήριζε ότι η
εὐλευθερία του ατόμου επιτυγχάνεται έμμεσα, όταν πραγματώνει τη ζωή του βάσει
της προδιάθεσής του προς την ευπραξία, υπό της καθοδήγησης της εσωτερικής του
φρόνησης· δηλαδή ασκούμενος στην αρετή.
Με τον τρόπο του, λοιπόν, ο Πλήθων κατάφερε να επιτύχει μία σύζευξη του
προκαθορισμού και της θείας πρόνοιας, με τρόπο που να μην αφήνει τον άνθρωπο
αμέτοχο σε όσα αφορούν στη ζωή του.
Όπως διεφάνη από τα παραπάνω, η έγνοια των Στωικών της Ελληνιστικής
περιόδου και του Γεωργίου Γεμιστού-Πλήθωνος να περισωθεί μία, έστω σχετική,
ελευθερία του ανθρώπου, διέτρεξε τους ελληνικούς αιώνες της ιστορίας των ιδεών,
από τον 3ο αι. π.Χ. έως, τουλάχιστον, το τέλος της Βυζαντινής περιόδου. Ούσα αυτή η
έγνοια ο άξονας των προβλημάτων και των θέσεων που παρουσιάστηκαν,
προσδιόρισε τον κοινό τους παρονομαστή: να αποκτούν η ατομική ηθική και η
μέριμνα της ορθής διάπλασής της ουσιαστική σημασία, ώστε ο πεπερασμένος
ατομικός βίος και η αβέβαιη ανθρώπινη ζωή να καθίστανται πλήρεις νοήματος.

6
Ενότητα 3: Ο Ιερός Αυτουστίνος και ο Καρτέσιος
Οι περίφημες ρήσεις si fallor, sum του Ιερού Αυγουστίνου και cogito ergo sum του
Καρτέσιου απέχουν χρονικά δώδεκα αιώνες, τόσους όσοι χωρίζουν και τους βίους
των διάσημων Λατίνων εμπνευστών τους· συναποτελούν, δε, ορόσημα μίας μακράς
εποχής, κατά την οποία η προσπάθεια θεμελίωσης της ανθρώπινης αυτοτέλειας και
της συνεπαγόμενης ευθύνης εκάστου ανθρώπου έναντι των ενεργημάτων του υπήρξε
για τη φιλοσοφική σκέψη φλέγον ζήτημα. Με την πρώτη, ο άγιος της Εκκλησίας
Αυγουστίνος επισήμανε το προφανές της ύπαρξης του ατόμου που συλλογίζεται,
έστω και στην ασθενέστερη απέναντι στον σκεπτικιστικό έλεγχο περίπτωση, αυτή
κατά την οποία το διαλογιζόμενο άτομο διατυπώνει μία εσφαλμένη κρίση. Με τη
δεύτερη, ο νεωτερικός φιλόσοφος Καρτέσιος εντόπιζε στις συν-ειδήσεις του ατομικού
νου, κατά τον χρόνο που αυτές ενεργούνται, την άμεση και αδιαμφισβήτητη
αυτοεπιβεβαίωση της υπόστασης αυτού του νου. Έτσι, αμφότεροι οι στοχαστές
διατήρησαν ανοικτό το πεδίο για τη διερεύνηση του ζητήματος της ελευθερίας στην
ανθρώπινη βούληση και, συνεπακόλουθα, της ατομικής ευθύνης. Η ενδεχόμενη
απόδειξη, μάλιστα, του αὐτεξουσίου ήταν –και παραμένει μέχρι σήμερα- άμεσα
συνδεδεμένη με τις σκοποθεσίες της χριστιανικής θεολογίας -κυρίως στην περίπτωση
του Αυγουστίνου-, και της επιστημολογίας -ειδικότερα στην περίπτωση του
Καρτέσιου. Ακριβέστερα, μόνον κατά τον βαθμό ελευθερίας της ανθρώπινης
βούλησης θα ήταν δυνατόν να στοιχειοθετηθούν, σε επίπεδο θρησκείας και
κοινωνικής συνύπαρξης η ευθύνη του ατόμου για τις πράξεις του και, αναλόγως, σε
επιστημολογικό επίπεδο η εγκυρότητα της παραγόμενης από τον άνθρωπο γνώσης για
τον εξωτερικό του κόσμο.
Ξεκινώντας από τον Αυγουστίνο, παρατηρούμε ότι, κινούμενος στο ασφυκτικό
πλαίσιο της χριστιανικής παράδοσης, θεωρούσε τον άνθρωπο ως το έλλογο
ψυχοσωματικό πλάσμα του Θεού, που προικίστηκε από Αυτόν με τη διανοητική
ικανότητα να διακρίνει το σωστό από το λάθος και με την ελεύθερη βούληση να
επιλέγει και να πράττει το πρώτο· προίκα την οποία απώλεσε υπ’ ευθύνη του, όταν,
και πάλι ελεύθερα, δηλαδή συνειδητά, έστρεψε το ενδιαφέρον της βούλησής του από
το θέλημα του ζωοδότη πλάστη του στα του εαυτού του. Παρεκκλίνοντας έτσι από
τον θεϊκά καθορισμένο υπαρκτικό του σκοπό, ο πρώτος άνθρωπος εξέπεσε από τον
Παράδεισο, λαμβάνοντας την ατελή και φθαρτή φύση του ανθρώπου της Ιστορίας.
Κατά τον Αυγουστίνο, ο μεταπτωτικός άνθρωπος κληρονόμησε το αμάρτημα του
7
προπάτορά του εν είδει θεϊκής τιμωρίας, λόγω της ανυπακοής του ανδρόγυνου Αδάμ-
Εύα στον κανόνα που ο Θεός τού είχε θέσει εξαρχής: να απέχει από τη βρώση του
απαγορευμένου καρπού που ένα συγκεκριμένο δέντρο του Παραδείσου παρήγαγε.
Έκτοτε, η βούλησή του σύρεται, κατ’ ανάγκην, εκ της αμαρτωλής, πλέον, φύσης του,
δηλαδή από τις εφήμερες, και γι’ αυτό μάταιες, σαρκικές του επιθυμίες. Ακόμη και
όταν ο άνθρωπος νομίζει πως βούλεται να ακολουθήσει το θέλημα του Θεού, η
βούλησή του αυτή είναι στην πραγματικότητα λειψή και γι’ αυτό ατελέσφορη,
καθότι, πέρα από το ενδιαφέρον της για το ηθικώς ορθό, η έλξη της από το σαρκικώς
ευχάριστο εμποδίζει την πραγμάτωσή της. Μόνον η θεϊκή φώτιση της ψυχής του,
ενέργεια που ανήκει στην ανεξιχνίαστη προαίρεση του Θεού, καθιστά τη βούλησή
του ολοκληρωμένη, ικανή να στραφεί ανεμπόδιστα στα θελήματά Του. Παρότι η
αυγουστίνεια αντίληψη περί της ανθρώπινης βούλησης δείχνει φαλικιδευμένα τα
ενδεχόμενα ελεύθερης δράσης της, ο στοχαστής του πρώιμου Μεσαίωνα επέμενε πως
η ευθύνη για τα ατομικά πεπραγμένα βαρύνει ακέραια το ανθρώπινο ενεργούν
υποκείμενο. Διότι, κατ’ αυτόν, εκτός του ότι το προπατορικό αμάρτημα αφορά στην
καθόλου ανθρώπινη φύση, στην οποία μετέχουν εξ αδιαιρέτου όλα τα άτομα του
ανθρωπίνου είδους, είναι το ίδιο το άτομο που διά της συνειδητής επανάληψης των
αμαρτημάτων του εθίζεται στην αμαρτία.
Ο στοχαστής της πρώιμης νεωτερικότητας Καρτέσιος, από την άλλη μεριά,
διέκρινε τη σωματική από την πνευματική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης,
δίνοντας πρωτεύουσα υπαρκτική και γνωστική αξία στη δεύτερη, ταυτίζοντας τον
ατομικό εαυτό με καθεαυτή τη νοητική του λειτουργία· και θεωρούσε τον νου,
δηλαδή τον φορέα αυτής της λειτουργίας, ως χαρτογράφο της πραγματικότητας βάσει
των ιδεών που σχηματίζει γι’ αυτή. Μία, μάλιστα, ιδέα του νου, η ιδέα του περί του
Θεού, περί του τέλειου όντος στο οποίο τα πάντα οφείλουν την ύπαρξή τους, δεν
δύναται να έχει την αιτία της στην έρευνα του νου επί της πεπερασμένης
πραγματικότητας, διότι δεν υπάρχει κάτι σε αυτή που να εγγίζει στην τελειότητα και,
συνεπώς, να προκαλεί μία τέτοια ιδέα. Έτσι, ο Καρτέσιος, θεωρώντας ότι είχε απτή
την απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, αφού μόνον Αυτός θα μπορούσε να εμφυτέψει
την ιδέα του στον ανθρώπινο νου, περιέλαβε τον Θεό στο φιλοσοφικό του σύστημα,
ώστε να διασφαλίσει τη δυνατότητα πρόσβασης του νου στην αλήθεια: ο οπωσδήποτε
ξένος, λόγω της τελειότητάς του, Θεός με κάθε έννοια ψεύδους και απάτης, μόνον
ικανό για τη διάκριση της αλήθειας θα δημιουργούσε τον ανθρώπινο νου. Όσο για το
εμπειρικό δεδομένο των σφαλμάτων της ανθρώπινης σκέψης, η καρτεσιανή εξήγηση
8
γι’ αυτά αφήνει το παραπάνω συμπέρασμα αλώβητο, μετακυλίοντας την ευθύνη τους
από τον δημιουργό του ανθρωπίνου νου Θεό στον ίδιο τον χρήστη του. Ο τρόπος του
σκέπτεσθαι εδράζεται για τον Καρτέσιο στη σύνθεση του γνωρίζειν και του εκλέγειν,
και, ενώ για το πρώτο ο νους εξασφαλίζει κάποιες περιοχές της εποπτείας του
χαρτογραφημένες σαφώς και διακριτώς, για το δεύτερο η βούληση, δυνάμενη να
κινείται ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς ακόμη και έξω από τα όριά τους,
ενδέχεται να σφάλλει, όταν βεβαιώνει ή αρνείται ή, έστω, αμφιβάλλει για τις
προτεινόμενες από τον νου παραστάσεις της πραγματικότητας. Συγκεκριμένα, όταν η
βούληση εκλέγει από τα εκτός της σαφούς και διακριτής εικόνας που της παρέχει ο
νους, τότε σίγουρα σφάλλει, ενώ, αντίθετα, όταν αυτοπεριορίζεται να δρα και να
κρίνει εντός των ορίων αυτής, τότε εκλέγει ορθά, έχοντας, μάλιστα, ξεκάθαρη τη
βεβαιότητα για το ορθόν των εκλογών της, καθόσον δεν εμφιλοχωρεί σε αυτές καμία
αμφιβολία.
Καθώς, όμως, αμφότεροι οι Αυγουστίνος και Καρτέσιος υποστήριξαν τα
κατηγορήματα της παναγαθότητας και παντογνωσίας του Θεού, τα οποία, κατ’
αυτούς και αντίστοιχα, είτε αποκαλύφθηκαν από τον ίδιο τον Θεό στις ενέργειές Του
είτε συνάγονται λογικά από την τελειότητα της ιδέας του, θα έπρεπε να τα
συμβιβάσουν με το γεγονός της ανθρώπινης παρεκτροπής, την οποία επίσης
αμφότεροι αναγνώριζαν και, ως προς το τεχνικό της μέρος, όπως δείχθηκε
παραπάνω, εξήγησαν ικανοποιητικά. Με άλλα λόγια, όφειλαν να απαντήσουν στο
ερώτημα «γιατί ο Θεός των αγαθών προθέσεων και γνώστης του ανθρώπινου
μέλλοντος έπλασε τον άνθρωπο έτσι, ώστε να μπορεί να παρεκτρέπεται». Για τον
Αυγουστίνο, η ανθρώπινη παρεκτροπή, ως παρακολούθημα της επιτραπείσας από τον
Θεό δυνατότητας της ύπαρξης του κακού -του κακού ως έλλειψης του καλού και όχι
υπαρκτικώς αυτόνομου-, εντάσσεται στα ανεξιχνίαστα σχέδιά Του και στον τρόπο
απονομής της δικαιοσύνης Του και, ως εκ τούτων, η αντίφασή της με την αγαθότητά
Του είναι μόνον φαινομενική. Η ακριβής γνώση Του για το ανθρώπινο μέλλον, δε,
είναι άσχετη με την ανθρώπινη, γραμμική αντίληψη της έννοιας του χρόνου, ώστε
αυτά που για τον άνθρωπο σημαίνουν παρελθόν και μέλλον να είναι μεγέθη
αδιαφοροποίητα στην ολιστική θεώρηση του κόσμου από τον Θεό και, συνεπώς, η
παντογνωσία Του εκλαμβάνεται από τον Αυγουστίνο ως ουσιαστικά αβλαβής για την
ελευθερία της βούλησης του ανθρώπου. Ο Καρτέσιος, αντίστοιχα, θεωρεί άγονο έναν
τέτοιο προβληματισμό, λόγω της σχετικότητας της ατελούς ανθρώπινης φύσης και
της απορρέουσας από αυτή λειτουργίας του νου: μόνον ιδωμένη ως μέρος της
9
ολότητας της Δημιουργίας, και όχι ανεξάρτητα, θα μπορούσε η δυνατότητα της
ανθρώπινης παρεκτροπής, δηλαδή η δυνατότητα ολίσθησης της βούλησης προς το
σφάλμα, να κριθεί και ως προς τη συμβατότητά της με τη θεϊκή παναγαθότητα και
παντογνωσία. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν μπορεί να συμβεί, καθότι ο χαρισμένος στον
άνθρωπο από τον Θεό νους μόνον ένα μικρό τμήμα του κόσμου μπορεί να εποπτεύει
και, συνεπώς, ο άνθρωπος δεν πρέπει να προβαίνει σε τέτοιου είδους κρίσεις. Έτσι, ο
Καρτέσιος δεν έχει λόγο να αμφιβάλλει ότι η επιλογή του τέλειου Θεού να πλάσει τον
άνθρωπο έτσι όπως τον έπλασε, υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο την τελειότητα της
σύνολης Δημιουργίας, χωρίς η ανθρώπινη παρεκτροπή να αντιφάσκει με κάποιο από
τα κατηγορήματά Του.
Η έννοια της ελευθερίας, στην οποία ενέχεται εξ ορισμού το στοιχείο του μη
εξαναγκασμού, εκλαμβάνεται από τους δύο φιλοσόφους ιδιότυπα, καθόσον την
εντάσσουν ως σχετικό γνώρισμα μίας βούλησης που οφείλει, επίσης εξ ορισμού, να
μένει προσανατολισμένη σε συγκεκριμένο σκοπό. Ζεμένη σε αυτόν τον σκοπό, η
ελευθερία αυτή προσδιορίζεται από την προβολή της αρνητικής της εικόνας, δηλαδή
της ανελευθερίας της βούλησης, που λαμβάνει τη μορφή αδυναμίας να πραγματώσει
αυτόν τον σκοπό. Για τον Αυγουστίνο, η βούληση του ανθρώπου είναι ανελεύθερη
όταν δεν καταφέρνει να είναι προσανατολισμένη ολοκληρωτικά προς το θέλημα του
Θεού, υπόθεση την οποία στοιχειοθετεί με δύο τρόπους: κατά πρώτον, με το ότι η
ανθρώπινη φύση δημιουργήθηκε από τον Θεό έτσι ώστε ο άνθρωπος να αντλεί την
ευτυχία του μόνον όταν μένει στραμμένος ολοκληρωτικά προς τον πλάστη του και,
κατά δεύτερον, από την ταραχή που χαρακτηρίζει τη ζωή του αμαρτωλού ανθρώπου
της Ιστορίας. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι, ψυχογραφώντας τον ίδιο του τον
εαυτό, κατά τις παρελθούσες αυτής της ψυχογράφησης ημέρες του, όταν τη βούλησή
του την απασχολούσαν ακόμη οι σαρκικές ηδονές, φιλοτεχνεί την εικόνα του ως
αλυσοδεμένο με τις υλιστικές του επιθυμίες. Αντίθετα, στην μακαριότητα που
προσφέρει η αέναη θέαση του Θεού ο Αυγουστίνος αναγνωρίζει το τεκμήριο της
ελευθερίας, καθόσον μόνον τότε διαρρηγνύεται η προαναφερθείσα αλυσίδα και
εκλείπει η βάσανος των απατηλών σαρκικών βουλήσεων. Στη σκέψη του Καρτέσιου,
αντίστοιχα, η κατάσταση της ανελεύθερης βούλησης συνδέεται με την αστοχία της
στις κρίσεις της για τον περιβάλλοντα κόσμο και, σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο,
σχεδιάζεται και η απόδρασή της από τη φυλακή των πλανών της. Στο άκρως
νοησιαρχικό φιλοσοφικό του σύστημα, η πεμπτουσία της ελευθερίας ταυτίζεται με το
ορθώς κρίνειν, δηλαδή με την απόκτηση της βέβαιης για την εγκυρότητά της γνώσης.
10
Συμπερασματικά, η ελευθερία της βούλησης, κατά τους Αυγουστίνο και Καρτέσιο,
αποτέλεσε έννοια σχετική με τον ρόλο της στη ανθρώπινη νοητική λειτουργία, ώστε
η τελευταία να υπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον σκοπό για τον οποίο ο
Θεός έπλασε τον άνθρωπο: να τον προσανατολίζει υπαρκτικά προς τον Θεό-
δημιουργό, σύμφωνα με τον Αυγουστίνο· να τον κατευθύνει σε ορθές κρίσεις και,
τελικά, στη γνώση, σύμφωνα με τον Καρτέσιο.

11
Ενότητα 4: Ιωάννης Δαμασκηνός
Κατά τον 8ο αιώνα μ.Χ., ο Δαμασκηνός, συνεπής στη χριστιανική εκκλησιαστική
παράδοση, ανασκεύασε, στο σύγγραμμά του Έκθεσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως,
τις στωικές αντιλήψεις του καιρού του. Εκεί υποστήριξε την καίρια για τη
χριστιανική ανθρωπολογία θέση υπέρ του αὐτεξουσίου, ώστε, αφενός, η ελευθερία
του ανθρώπου να αποτελεί στοιχείο της Δημιουργίας εκ των ων ουκ άνευ και,
αφετέρου, να εναρμονίζεται με την πίστη στη Θεία Πρόνοια, με την οποία το Ιερό
Ευαγγέλιο αντικατέστησε την εἱμαρμένη των Στωικών, στον ρόλο της
κατευθυντήριας του κόσμου δύναμης.
Στον Δαμασκηνό, η Θεία Πρόνοια δεν είναι η λογικότητα που διέπει το στωικό
σύμπαν, αλλά η φροντίδα με την οποία ο έλλογος και αγαθός Θεός ρυθμίζει τον
κόσμο, για το καλό του Ανθρώπου. Ως «φύσει» πανάγαθος και σοφός, ο Θεός
παρουσιάζεται στην Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία να προνοεί άριστα, ώστε στα
έργα της Προνοίας Του ο άνθρωπος οφείλει θαυμασμό, επαίνους και ανεπιφύλακτη
την αποδοχή του. Ενώ, όμως, στην αντίστοιχη αποδοχή της εἱμαρμένης από τους
Στωικούς, το ζητούμενο ήταν μία απάθεια -αν και διαφορετική της απραξίας-,
ταυτιζόμενη με την εὐδαιμονία, πλέον, η αποδοχή της Θείας Πρόνοιας από τον
Άνθρωπο εκλαμβάνεται ως η ελεύθερα ενεργούμενη, θετική απόκριση του σε κάθε
δοθείσα από τον Θεό ευκαιρία σωτηρίας του: να πράττει το άτομο ενάρετα, αναλόγως
της θεϊκής αγαθότητας, ώστε να μετάσχει στην αγαπητική κοινωνία του Θεού,
προκειμένου να κερδίσει την Αιώνια Ζωή. Συνεπώς, για τον αναβαθμισμένο στον
χριστιανισμό ρόλο του αὐτεξουσίου δεν υφίσταται καμιά απόκλιση μεταξύ του
σημαίνοντός του και του σημαινομένου του.
Ο Δαμασκηνός, προκειμένου να υποστηρίξει την άποψή του, σύμφωνα με την
οποία «τὰ ἐφ’ ἡμῖν οὐ τῆς Προνοίας ἐστίν, ἀλλὰ τοῦ ἡμητέρου αὐτεξουσίου», που
σημαίνει ότι «οι δικές μας πράξεις δεν καθορίζονται από τη Θεία Πρόνοια, αλλά από
το αὐτεξούσιόν μας», προβαίνει στην οριοθέτηση του πεδίου της ανθρώπινης
ελευθερίας: σε αυτό ανήκουν οι εκούσιες πράξεις των ανθρώπων, μετά την παιδική
τους ηλικία, και, μάλιστα, όταν αυτές προκύπτουν από βουλή, προαίρεση και
συνείδηση των παραμέτρων τους.
Για την απόδειξη της ύπαρξης του αὐτεξουςῖου, ο άγιος της Εκκλησίας
χρησιμοποιεί τους ορισμούς και τις εξηγήσεις που οι αντίπαλοί του έδιναν για τα
αίτια των συμβάντων. Έλεγε, λοιπόν, ότι τα αισχρά έργα των ανθρώπων δεν θα ήταν
12
δυνατόν να αποδοθούν στον Θεό, λόγω της αγαθότητάς Του. Αλλά και γενικότερα, τα
ανθρώπινα έργα ούτε η εἱμαρμένη ή η ανάγκη θα μπορούσαν να τα προκαθορίζουν,
γιατί δεν συμβαίνουν πάντα και με τον ίδιο τρόπο· ούτε κάποια υποτιθέμενη δύναμη
τύχης είναι δυνατόν να τα επιφέρει, καθόσον τότε, θα σπάνιζαν και δεν θα
αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο· ούτε στη φύση οφείλονται, γιατί το έργο της
αφορά στα ζώα και τα φυτά, την ανάπτυξη και τη φθορά· προφανώς, ούτε στους
αυτοματισμούς με τους οποίους μεταβάλλεται η ανόργανη ύλη οφείλονται. Δεν μένει,
άρα, παρά τα έργα των ανθρώπων να έχουν την αιτία τους στους ίδιους τους
ανθρώπους και, ειδικότερα, στις σκέψεις τους, οι οποίες, με τη σειρά τους, δεν θα
μπορούσαν να μην ενεργούνται ελεύθερα, γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, θα
υποχρεούμασταν να δεχθούμε το άτοπο, να είναι περιττό στον άνθρωπο το
πολυτιμότερο γνώρισμά του.
Το άτομο, όμως, δεν βιώνει μόνο την εμπειρία της εκτέλεσης των έργων του, αλλά
και αυτή των διαμορφωτικών της ζωής του συμβάντων που, προφανώς, έχουν την
πηγή τους έξω από το πεδίο άσκησης του αὐτεξουςῖου του. Αυτά αφορούν στην
Πρόνοια, με την οποία, κατά τον Δαμασκηνό, τη θεολογία της Ορθοξίας και την
εκκλησιαστική μας παράδοση, ο Θεός οικονομεί την σωτηρία των ανθρώπων, χωρίς,
όμως, να προκαθορίζει τις πράξεις τους. Αρκετά απομακρυσμένος από την
σχολαστικότητα της Δυτικής θεολογικής σκέψης, με κύριο έρεισμα την Αγία Γραφή,
την πατερική παρακαταθήκη και τη μαρτυρία του Βυζαντινού μοναστικού
μυστικισμού, ο χριστιανός στοχαστής της Ανατολής αβίαστα αναγνώριζε ως
ανεξιχνίαστη τη σωτηριολογική μέθοδο του Θεού. Μπορεί να μην είναι πάντα ίδιος ο
τρόπος με τον οποίο η Θεία Πρόνοια επεμβαίνει στα ανθρώπινα, αλλά παραδείγματα
από τη Γραφή βεβαιώνουν ότι οι παρεμβάσεις της, είτε με ευδοκία είτε με
παραχώρηση, σταθερά και παιδαγωγικά, σκοπό έχουν την παροχή στο ανθρώπινο
αὐτεξούσιον δυνατότητας στην ενάρετη ζωή.
Εν κατακλείδι, ο μη προκαθορισμός των ανθρωπίνων πράξεων από τον Θεό είναι
το κλειδί για την κατά τον Δαμασκηνό ελευθερία της βούλησης. Μόνον τότε,
άλλωστε, η αρετή είναι κατορθωτή και δικαιολογείται η επιβράβευση του ενάρετου
ανθρώπου από τον Θεό.

13
Συμπεράσματα:
Όπως είδαμε, λίγο πολύ, χριστιανοί ή μη χριστιανοί, οι περισσότεροι από τους εν
λόγω στοχαστές, αν και όχι με την ίδια μεθοδολογία, ούτε με την ίδια επιτυχία,
τάχθηκαν υπέρ της ανθρώπινης αυτεξουσιότητας, δηλαδή υπέρ της άποψης ότι ο
άνθρωπος σκέφτεται και πράττει ελεύθερα. Γιατί αυτό το ενδιαφέρον για το
ανθρώπινο αυτεξούσιο; Διότι μόνον αν ο άνθρωπος δύναται να πράττει κατά την
ελεύθερη βούλησή του, είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη ηθικού μέτρου
για τα πεπραγμένα του, και μόνον τότε το άτομο μπορεί να λογίζεται υπεύθυνο το
ίδιο για τη ζωή του, αλλά και να δικαιολογείται η κριτική του από τον συνάνθρωπο
και, κυρίως, από τον Θεό. Μόνον τότε μπορεί ο άνθρωπος να λογίζεται άξιος για τη
σωτηρία του ή υπεύθυνος για τον χαμό του. Αλλά και μόνον τότε μπορεί να
υποστηριχθεί η άποψη που θέλει τον Θεό, εκτός από έλλογο ον, και ον αγαθό. Σε
άλλη περίπτωση, τα πάντα χάνουν το νόημά τους· όλα καταρρέουν. Ευτυχώς, για μας
τους Ελληνορθόδοξους τουλάχιστον, το αὐτεξούσιον είναι δεδομένο δώρο του Θεού
και αποτελεί το όχημα με το οποίο πορευόμαστε προς την «όντως ζωή»· δηλαδή,
προς την ελευθερία μας από τα δεσμά των παθών μας, διά της μετοχής μας στην
Εκκλησία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

14

You might also like