You are on page 1of 28

THE COTTAGE / HOUSE / END OF THE LINE / I.D.

/ RED
SANDS / CITY OF LIFE AND DEATH / THE DESCENT 2 /
HANGER / SUKEBAN DEKA 2 / cargo / THE HILLS RUN
RED / THE FIRST 7 TH NIGHT / 14 BLADES / THE
BURROWERS / FIRE AND ICE / THE BEASTMASTER /
ATOR , THE FIGHTING EAGLE / barbarian queen / THE
WARRIOR AND THE SORCERESS / GRACE / THE COLLECTOR
/ SINS OF SISTER LUCIA / night of THE CREEPS /
OPAPATIKA / love exposure / mega piranha /
MURDER SET PIECES / HORSE WOMAN DOG / paradise
villa / PANIC BEATS / DETROIT METAL CITY / robo
geisha / a Serbian film / ip man 2 /
SZAMANKA / supernatural, seasons 1-4
Χµ, σωστές καλοκαιρινές διακοπές και µε αρκετά µπάνια στην
Ελλάδα µετά από πέντε περίπου χρόνια (τέσσερα από αυτά τα
καλοκαίρια στην Κίνα) και για το λόγο αυτό το παρόν τεύχος
καθυστέρησε λίγο, καθώς ήταν να βγει µέσα στον Αύγουστο.
Σε σχέση µε το υλικό του zine, αρκετές καλές ταινίες δίνουν
τελικά ένα καλό τεύχος και αυτή την τακτική αναγκάστηκα να
ακολουθήσω αυτή τη φορά, καθώς από αρκετές πρόσφατες
ταινίες µάλλον απογοητεύτηκα παρά ικανοποιήθηκα. Ακόµα
και το πολυαναµενόµενο WOLFMAN remake είχε µεν αρκετό
αίµα και gore αλλά σα σύνολο µε απογοήτευσε και το review του το κρατάω για ένα δεύτερο λυκανθρωπικό αφιέρωµα στο επόµενο τεύχος.
Έτσι βουτάµε σε κάπως πιο ρετρό περιεχόµενο για άλλη µια φορά, περιµένοντας µέσα στο 2010 φιλµ που ίσως δώσουν κάτι παραπάνω, αν και
µε αυτά που περιµένουµε ως το τέλος της χρονιάς (βλ.PIRANHA 3D, RESIDENT EVIL 3D, SAW VII 3D, SPLICE, PREDATORS, 2001
MANIACS κλπ) δε νοµίζω να µείνει και κανείς µε το στόµα ανοιχτό. Καλά που φέτος τουλάχιστον είχα τα τέσσερα seasons του τηλεοπτικού
SUPERNATURAL να µου κρατούν άριστη παρέα και να µε παρηγορούν, γιατί και η Αµερική έπεσε πολύ σε έµπνευση και από Ασία ακόµα
περιµένω κάτι το συνταρακτικό αλλά δε φαίνεται να έρχεται. Το ONG BAK 3 ίσως σώσει την κατάσταση τελικά? Όπως και να έχει, µερίδα του
λέοντος σε Ιαπωνία & HPA σε αυτό το τεύχος και το αφιέρωµα sword n’sorcery ήταν µια ιδέα που προέκυψε ξαφνικά, όπως γίνεται συνήθως µε
τέτοια αφιερώµατα. ∆εν έχει γίνει κάποιο αφιέρωµα σε αυτό το αδικηµένο είδος σινεµά σε ελληνικό έντυπο ως τώρα και αν δε γελιέµαι ούτε σε
κάποιο ξένο έντυπο, από αυτά που διάβαζα και διαβάζω τουλάχιστον.
Επόµενο χτύπηµα µάλλον Γενάρη του 2011, ώστε να γίνει και η ανασκόπηση ταινιών του 2010, µε τα δικά σας polls φυσικά. Με τους ρυθµούς
που βλέπω να κινούµαι (φταίει σίγουρα η µακρά παραµονή στην Ελλάδα) µάλλον πάµε για τρία και όχι τέσσερα τεύχη το χρόνο, αν και όλα
είναι θέµα διάθεσης τελικά και µπορεί να µείνουµε στα τέσσερα. Πάντως στα polls του 2009 το Shock!Aesthetics χτύπησε πολλές κοινές
επιλογές σην κορυφή µε αυτές των αναγνωστών του Fangoria για τα καλύτερα της προηγούµενης χρονιάς, µε µικρές διαφοροποιήσεις βέβαια,
που δείχνουν πως η οικογένεια του Shock! είναι κάπως πιο ιδιόµορφη
και βιτσιόζικη.
Να προσθέσω επίσης πως µε το τρέχον τεύχος, το Shock!Aesthetics
γίνεται το ελληνικό έντυπο φανταστικού µε τα περισσότερα τεύχη,
πράγµα που βέβαια δε θα συνέβαινε αν δεν είχε περάσει στην
ψηφιακή µορφή του, καθώς ιδίως στην Ελλάδα τέτοια έντυπα δεν
επιβίωσαν ποτέ για πολύ. Κάπου κοντά περιµένουµε και νέο τεύχος
του συναδελφικού PIRANHA, οπότε έχετε τα µάτια σας ανοιχτά σε
σχετικά σηµεία διανοµής ή αλλιώς στείλτε ένα mail σε µένα, για να
σας δώσω εµπιστευτικά contact info.
Enjoy, cheer, scream!
Άρης Πουλόπουλος
Σεπτέµβρης 2010, Shock!Tactics Greek headquarters, Αθήνα.

Foto’s εξώφυλλου : 14 BLADES (Kate Tsui) / LOVE EXPOSURE (κορίτσια µε...το πουλί στο χέρι) / MURDER SET-PIECES / END
OF THE LINE / SUPERNATURAL (Ackles & Padalecki)
Foto’s editorial : LOVE EXPOSURE / A SERBIAN FILM / ROBO GEISHA
Foto’s οπισθόφυλλου : DETROIT METAL CITY / SUPERNATURAL (δαίµονας Alistair)

CREDITS
Κριτικές, στήλη Eye Of The Beholder, στήσιµο περιοδικού, νοµική ευθύνη,
δουλειές του ποδαριού : Άρης Πουλόπουλος
Τµήµα ιταλικών νέων, γενική εποπτεία και επιστηµονικές συµβουλές περί
ευρωπαϊκού σινεµά : Ποσειδώνας Τζάκσον
E-mail για παράπονα, µηνύσεις για σεξιστικό περιεχόµενο, απειλές,
εκβιασµούς, ταοϊστικά και µαλαισιανά flying head ξόρκια :
shock-tactics@hotmail.com
Myspace I.D. : guangdongboxer
ου
Soundtrack στησίµατος 13 τεύχους : Mylene Farmere - Les Mots [ 2001].
Επειδή µε αυτή τη διπλή συλλογή ξανάκουσα (και απανωτά, σε σηµείο
αυτισµού) µαζεµένα όλα τα κλασικά κοµµάτια της µεγάλης europop ντίβας
που µε είχαν σηµαδέψει µικρότερο και την ερωτεύτηκα πάλι. Και όποιος
ακούσει το L’Instant X και δεν οµολογήσει πως σαν military pop δε βάζει
και τους Derniere Volonte κάτω, ας µε φτύσει...

Note : από το επόµενο τεύχος στις κριτικές θα υπάρχει ισχυρή βοήθεια, µε νέο µέλος on board στην οµάδα του Shock!Aesthetics
ROBO GEISHA (Noboru Iguchi - Japan / 2009)

Ο κύριος Iguchi επιστρέφει στην καρέκλα του σκηνοθέτη µετά τα SUKEBAN BOY και MACHINE GIRL
και συνεισφέρει σε άλλο ένα φιλµ του αρκετά παραγωγικού ρεύµατος ‘japan violent action’, το οποίο
βέβαια έχω οµολογήσει µε έχει κουράσει αρκετά, λόγω επανάληψης των ίδιων θεµάτων. Εδώ έχουµε αυτό
ακριβώς που υποδηλώνει ο τίτλος, δηλαδή κορίτσια που εκπαιδεύονται ως γκέισσες-δολοφόνοι για
λογαριασµό της εταιρίας Kageno Steel και παράλληλα δέχονται
πλήρεις ροµποτικές τροποποιήσεις στα σώµατά τους, ώστε να
γίνονται τέλειες δολοφονικές µηχανές. Η ηρωίδα του φιλµ είναι µια
καθηµερινή κοπέλα που ζει µια δύσκολη ζωή σε στυλ σταχτοπούτας
και µετατρέπεται σε µια πρώτης τάξεως δολοφόνο, αν και στο τέλος
το αίσθηµα δικαιοσύνης που έχει επικρατεί και ξεκινά πόλεµο
εναντίον των ίδιων των δηµιουργών της, χρησιµοποιώντας το κορµί-
οπλοστάσιό της αλλά και το πείσµα της.
Όσοι έχετε δει ιδίως τα MACHINE GIRL, SAMURAI PRINCESS
και HARD REVENGE MILLY δε θα έχετε ιδιαίτερες εκπλήξεις ως
προς το σενάριο αλλά και τις επιµέρους ιδέες, εποµένως απλά
χαλαρώνετε και απολαµβάνετε τα κορίτσια που µάχονται και τα ειδικά εφέ. Υπάρχουν φυσικά λουτρά
αίµατος και παλαβές ιδέες (πχ,πριόνι στο στόµα, στήθη-πολυβόλα, µασχάλες µε µακριές λεπίδες, σπαθιά
και αστεράκια ninjuku που βγαίνουν από...γυναικεία οπίσθια και οι δύο κοπελιές µε leather bikini που
φορούν φαλλικές µάσκες tengu), αλλά δεν ενθουσιάζουν πλέον όσο στα προηγούµενα φιλµ. Τα επίπεδα
παραγωγής είναι χαµηλά και υπάρχει πάλι µια Troma αισθητική (όπως και στα SAMURAI PRINCESS και
VAMPIRE GIRL VS.FRANKENSTEIN GIRL), κοµπλέ µε gags παρακµιακού χιουµορ και κάποιο βαρετό
µελόδραµα. Ευχάριστη ιδέα πάντως είναι η παρουσία ενός τεράστιου ροµποτικού κάστρου στο τέλος του
φιλµ, που φέρνει αρκετά προς Daimajin. Μεγάλο µειονέκτηµα σίγουρα είναι η χρονική διάρκεια (πάνω
από 100 λεπτά), που συνεπάγεται αρκετές σκηνές πέρα για πέρα ανούσιες (άνετα θα σας προκαλέσουν και χασµουρητά), καθώς τέτοιες ταινίες
δεν πρέπει από τη φύση τους να ξεπερνούν τα 80 λεπτά. Αν δεν σας έχει κουράσει ήδη αυτό το ρεύµα ταινιών λοιπόν, το ROBO GEISHA
παρακολουθείται προβλέψιµα µεν, σχετικά ευχάριστα δε. Προσωπικά, ευχαριστήθηκα περισσότερο το κατά πολύ παλαιότερο ROBOTRIX από
το Χ.Κονγκ, µε παρεµφερή female cyborg ιστορία, που το είδα πρόσφατα σε uncut εκδοχή και µου άρεσε πολύ, καθώς είχε επιπλέον γερές
δόσεις γυµνού και σεξ. Παρουσίασή του είναι έτοιµη για το επόµενο τεύχος. Υπόψιν πως πλέον όλες αυτές οι ‘japan violent action’ ταινίες
έχουν µπει υπό τη σκέπη της εταιρίας Sushi Typhoon, που είναι νέο παρακλάδι της Nikkatsu και οι πιο πρόσφατες παραγωγές τους είναι το
MUTANT GIRLS SQUAD και το ALIEN VS.NINJA αλλά και η νέα ταινία του Sion Sonno, COLD FISH.

SUKEBAN DEKA, THE MOVIE 2 aka SUKEBAN DEKA : KAZAMA SAN SHIMAI NO GYAKUSHU / SUKEBAN DEKA : COUNTER-ATTACK
FROM THE KAZAMA SISTERS (Hideo Tanaka - Japan / 1988)

Σωστή χρονική περίοδος (τα ένδοξα 80’s) και σωστά συστατικά (κορίτσια µε µαθητικές σχολές και οπλισµένα
µε φονικά yo-yo) χαρακτηρίζουν το δεύτερο αυτό φιλµ της δυναστείας SUKEBAN DEKA και δεν είναι
δυνατόν το αποτέλεσµα να µην είναι τουλάχιστον σαγηνευτικό. Αυτή τη φορά όµως η ηθοποιός Yoko
Minamino αποµακρύνθηκε και αφαιρέθηκε και ο ρόλος της και έτσι το βάρος πέφτει στην Yui Asaka, που
ωστόσο µε το γλυκύτατο καρεδάκι της και το σκέρτσο της σηκώνει άξια το βάρος που έχει στους ώµους της.
Η Ιαπωνία περνά µια κρίση µε µεγάλη εγκληµατικότητα στους νέους και ιδρύεται το Jouvenille Deliquency
Bureau, που θυµίζει λίγο ναζιστική νεολαία και είναι επανδρωµένο και µε πρώην µέλη της οµάδας Sukeban
Deka (= undercover µαθήτριες µε yo-yo). Ο άνθρωπος όµως που είναι υπέυθυνος του γραφείου δεν έχει στο
νου του µόνο την καταστολή της εγκληµατικότητας αλλά έχει βάλει
εµπρός ένα σατανικό σχέδιο για να προκαλέσει πραξικόπηµα. Η Yui
Asaka (codename : Asamiya Saki) µυρίζεται πως κάτι περίεργο
συµβαίνει στην υπόθεση, αποχωρεί από το γραφείο και συµµαχεί µε
δύο παλιότερες φίλες της Sukeban και το παλιό της αφεντικό στην
υπηρεσία, για να αντιµετωπίσει τη σκευωρία. Στον αγώνα τους τα
κορίτσια συµµαχούν µε µία οµάδα φυγάδων και ορφανών παιδιών
(και εφήβων), στο κρυσφήγετο των οποίων δίνεται η τελική µάχη, ενάντια σε ένα µικρό στρατό.
Σε σχέση µε το πρώτο φιλµ, µάλλον εδώ έχουµε λιγότερες µάχες, που συµπυκνώνονται κυρίως στο
δεύτερο µισό της ταινίας και δυστυχώς δεν υπάρχει ο απίστευτος κακός που υπήρχε στην πρώτη ταινία
και της έδινε ένα σχεδόν TERMINATOR φινάλε. Παρόλα αυτά, υπάρχει δράση, ο τόνος δεν είναι
καθόλου ανάλαφρος και η όλη ιστορία απηχεί ιδέες που είδαµε αργότερα στο BATTLE ROYALE, µε
το φιλµ να θέτει αρκετούς προβληµατισµούς σχετικά µε την ιαπωνική κοινωνία και τους µηχανισµούς πειθαρχείας και καταστολής. Επίσης, το
budget αξιοποιείται στο έπακρο και έχουµε ένα αστυνοµικό τανκ που διαθέτει κάνουλα νερού και φλογοβόλο και σκηνή καταδίωξης µε ζέπελιν
(που έχει µια τεράστια διαφήµιση της Kodak). Η Yui Asaka είναι
πραγµατικά σκέτη γλύκα και βάζει µαγκιά και πείσµα στο ρόλο της,
µαζί µε πειστικότατο κοριτσίστικο ταµπεραµέντο, πείθοντας και σε
σκηνές δράσης αλλά και υποκριτικα. Οµοίως εντυπωσιακή είναι η
ηγέτιδα των αντιπάλων (βλ.παρακείµενες φωτό), της οποίας το βλέµµα
πετάει πραγµατικά φωτιές. Εξάλλου, µόνο και µόνο το θέαµα
κοριτσιών µε µαθητικές φουστίτσες να τα βάζουν µε τους πάντες είναι
αρκετό για να ξετρελάνει τους ασιατολάγνους, εποµένως δε θα έχουν
κανένα λόγο για να µείνουν παραπονεµένοι. Μάλιστα, µπήκα σε πειρασµό για την κριτική αυτή να µη
γράψω τίποτα και να παραθέσω απλά ένα κάρο φωτογραφίες, κάνοντάς την σαν φωτοροµάντζο... Και τα δύο φιλµ πάντως είναι διαθέσιµα σε
ένα DVD πακέτο από την αµερικανική Tokyo Shock, η Magnolia Pictures έχει κυκλοφορήσει το τρίτο φιλµ (YO-YO GIRL COP του Kenta
Fukasaku), ενώ οι δύο τηλεοπτικές σειρές ως τώρα δεν έχουν δει επίσηµη κυκλοφορία.

MEGA PIRANHA (Eric Forsberg - 2010)

Αυτή τη φορά η Asylum Films έκανε δυο βήµατα µπροστά, έβγαλε το mockbuster της µήνες πριν βγει το
υπερβολικά αργοπορηµένο PIRANHA 3D της Dimension Films και έτσι ίσως και να κερδίζει τις
εντυπώσεις. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους βρίσκονται ο Paul Logan, στο ρόλο ενός πεζοναύτη που
καλείται να λύσει το µυστήριο της δολοφονίας ενός αµερικανού διπλωµάτη στη Βενεζουέλα και η
Tiffany, που οι µεγαλύτεροι από εσάς θα τη θυµάστε από τα 80’s (εγώ δε τη θυµόµουν καθόλου
φυσιογνωµικά) και υποδύεται µία βιολόγο που διεξάγει πειράµατα στην περιοχή. Καθώς τα πειράµατα
αυτά βέβαια πάνε στραβά, δηµιουργούνται δολοφονικά και αδηφάγα πιράνχα, που όχι µόνο
καταφροχθίζουν τα πάντα αλλά σταδιακά φτάνουν σε κολοσσιαίο µέγεθος και απειλούν να φτάσουν στις
ακτές της Αµερικής. Ο Logan (παίζει και στο TERMINATORS της Asylum) έχει το παρουσιαστικό που
αρµόζει στο ρόλο του και µονίµως δυσκοίλιο ύφος, χωρίς βέβαια να είναι ένας νέος Seagal και έχει και
κάποιες σκηνές δράσης, µε αποκορύφωµα αυτή που ξαπλωµένος κάτω κλωτσάει υπερµεγέθη digital
πιράνχα, που είναι λες και του τα πετάει κανείς ένα-ένα πάνω του. Στην υπόλοιπη διάρκεια του φιλµ,
πασχίζει να δώσει µια ερµηνεία τύπου Arnie και επιδίδεται σε κάποιες µάχες και κασκαντεριλίκια, σε
ρυθµούς χαλαρής προπόνησης όµως και χωρίς να πολυ-ιδρώνει. Η Tiffany έχει ένα µάλλον ανούσιο ρόλο
(προκύπτει και ερωτικό ειδύλλιο) και το στήθος της δίνει
πόντους στην ερµηνεία της, αν και δυστυχώς είναι µονίµως
ενδεδυµένο (πέρασαν οι εποχές που πόζαρε για το Playboy,
βλέπετε). Και µιας και είναι εµφανώς γερασµένη, ο κύριος λόγος που επιλέχθηκε για το ρόλο ήταν
προφανώς γιατί στην προηγούµενη giant monster ταινία της Asylum (MEGA SHARK VS.GIANT
OCTOPUS) υπήρχε η ‘αντίπαλός’ της στα 80’s Deborah Gibson. Όσο για το υπόλοιπο καστ, τα
καταφέρνουν σε επίπεδα ερµηνειών Troma και το πιο περίεργο ακόµα είναι πως στο making of που
συνοδεύει το DVD κανένας δε γελά και όλοι δίνουν την εντύπωση πως παίζουν σε µια σοβαρή
παραγωγή.
Σίγουρα δεν πρόκειται για µια καλή ταινία και οι αδυναµίες της είναι πάρα πολλές έως τραγικές,
αλλά σε τελική ανάλυση αυτές οι αδυναµίες την κάνουν ευχάριστη και προσφέρουν µια
χαβαλετζίδικη θέαση, ειδικά αν είσαστε µε την κατάλληλη παρέα, ώστε να καννιβαλίζεστε στα 90 λεπτά που διαρκεί. Από το σηµείο που τα
πιράνχα φτάνουν σε µέγεθος Godzilla το φιλµ απογειώνεται και οι σκηνές καταστροφής (δηµιουργηµένες εξολοκλήρου µε digital εφέ) είναι
σχεδόν σουρεαλιστικές (καρφώνονται σε κτίρια, προκαλούν εκρήξεις κλπ), ενώ όσοι θυµάστε τη σκηνή από το MEGA SHARK VS.GIANT
OCTOPUS όπου καρχαρίας αρπάζει αεροπλάνο εν πτήσει, υπάρχει και εδώ αντίστοιχη σκηνή µε πιράνχα και ελικόπτερο εν πτήσει! Υπάρχει και
σκηνή στην αρχή της ταινίας µε γυµνά στήθη σε αφθονία, προσφέροντας έτσι στο κοινό της Asylum και του Syfy Channel άλλο ένα λόγο για να
πανηγυρίσει µε αυτό το νέο τους πόνηµα.

THE HILLS RUN RED (Dave Parker - 2009)

Φιλµ τρόµου του κύριου Dave Parker , που ίσως το όνοµά του το θυµάστε από το ζόµπι φιλµ THE DEAD HATE
THE LIVING του 2000 και είναι ένα slasher movie και µάλιστα µε αξιοπρεπέστατο budget. Επιπλέον, τα
πράγµατα φαίνονται καλά από το εξώφυλλο του DVD κιόλας, που κοσµείται από ένα φονιά µε µάσκα...µωρού
προσαρτηµένη a-la Jason Vorhees στο παραµορφωµένο πρόσωπό του. Η βασική σεναριακή ιδέα θυµίζει την
ιστορία του John Carpenter για το επεισόδιο CIGARETTE BURNS, της πρώτης περιόδου του MASTERS OF
HORROR και η ταινία ξεκινά µε ένα νεαρό που έχει πεισµώσει να βρει το κακόφηµο φιλµ THE HILLS RUN
RED, του οποίου ο σκηνοθέτης εξαφανίστηκε στα 80's και ελάχιστοι το είχαν δει ακόµα και στην εποχή του.
Μετά από έρευνα, ανακαλύπτει την κόρη του σκηνοθέτη (Sophie Monk, ένα καυτό ξανθό µωρό, µε σαρκώδη
χείλη και τροµερό σώµα, που φέρνει σε πιο bimbo εκδοχή της Angelina Jolie) και όλοι µαζί πάνε στα αυθεντικά
locations που είχε γυριστεί το φιλµ, ώστε να γυρίσουν ένα ντοκιµαντέρ αλλά και να εντοπίσουν κάποια πιθανή
µποµπίνα. Το τί ακολουθεί δεν είναι και δύσκολο να το φανταστεί κανείς, µε τη διαφορά ο,τι υπάρχουν δυο-τρία
ψευτο-twists, που σίγουρα δε θα αφήσουν κανένα µε το στόµα ανοιχτό.
Το φιλµ δεν είναι κακό, καθώς είναι σίγουρα καλογυρισµένο και
διαθέτει αρκετό αίµα, κάποιες καλές splatter σκηνές αλλά και αρκετό
γυµνό (από την Monk), ενώ και η φιγούρα του babyface είναι πιασάρικη
και µπορεί άνετα να ξεκινήσει το δικό του αιµατηρό franchise. Το
σενάριo όµως είναι τόσο επιτηδευµένα εξυπνατζίδικο, που τελικά µου
έφερε στο νου µια φράση που είχα να τη χρησιµοποιήσω από τις εποχές
µου ως φοιτητής και είναι το ‘αστόχηµα βολής’. Το THE HILLS RUN
RED προσπαθεί µε το ζόρι να βάλει πολλές κινηµατογραφικές αναφορές
για το σινεµά τρόµου, να παίξει παιχνίδια µε το είδος και να δώσει κάτι
πρωτότυπο, αλλά o κύριος Parker δεν είναι Craven ούτε Carpenter και η
ταινία του δεν είναι σε επίπεδο SCREAM ή CIGARETTE BRURNS,
καθώς την ξεκινά από την αρχή άτσαλα και οµοίως άτσαλα την
τελειώνει, µε ένα φινάλε που είναι βουτηγµένο στο αίµα µεν, αλλά δε
διαφέρει από τους πολυάριθµους κλώνους των HOSTEL και SAW. Μάλιστα µέσα στον αυτοσαρκασµό
εµπλέκεται ακόµα και ο τίτλος του φιλµ, που είναι στην ουσία ο αγγλικός τίτλος του spaghetti western UN
FIUME DI DOLLARI (Carlo Lizzani-1967) και δεν ξέρω αν θα κάνει τους ιταλόφιλους να συγκινηθούν ή να
το δουν ακόµα πιο δύσπιστα. Η φόρµα επικρατεί της ουσίας τελικά στο συγκεκριµένο slasher φιλµ, που
ωστόσο δεν είναι και µια τόσο άσχηµη επιλογή για µια απλή θέαση, στις δύσκολες εποχές για το σινεµά τρόµου που ζούµε.

SUPERNATURAL, Seasons 1-4 (created by Eric Kripke / 2005 - 2009)

Η µόνη τηλεοπτική σειρά που κατάφερε και µε έστρωσε να τελειώσω απανωτά τέσσερα seasons,
φυσικά κόβοντάς µου τον αντίστοιχο χρόνο θέασης (σύνολο πάνω από 57 ώρες, που αντιστοιχούν σε
82 επεισόδια, µε µέσο όρο 42 λεπτά το καθένα) από ταινίες, οπότε είναι αµαρτία να µη µιλήσω
γι'αυτήν. Ο κυριότερος λόγος βέβαια που µια σειρά για τη δηµόσια αµερικανική τηλεόραση (όχι
δηλ.για συνδροµητικά κανάλια όπως το HBO, αφού το SUPERNATURAL προβλήθηκε από το
τηλεοπτικό κανάλι της Warner) βρίσκεται στις σελίδες του zine είναι άλλος και δεν είναι οι ώρες
θέασης που µου κόστισε. Πρόκειται για µια εξαιρετικά δυνατή και εθιστική τηλεσειρά φανταστικού,
που διαθέτει πλέον και ισχυρή απήχηση αλλά και φανατικό cult κοινό. Ήµουν κι εγώ αρκετά
δύσπιστος στην αρχή, καθώς είχα πετύχει δύο όχι και συγκλονιστικά επεισόδια από το δεύτερο season
σε αγγλόφωνο κανάλι του Χ.Κονγκ και δεν είχα υποψιαστεί το όλο concept, άσε που το
πρωταγωνιστικό δίδυµο των δύο µορφονιών (Jensen Ackles και Jared Padalecki, που υποδύονται τα
αδέρφια Winchester) µου χτύπησε λίγο στα νεύρα, γιατί προφανώς στόχευε αρχικά να σπάσει καρδιές
κοριτσιών σε στυλ PRISON BREAK. Μετά όµως από ισχυρή επιµονή του εγκέφαλου της
συναδελφικής ΕΒ∆ΟΜΗΣ ΠΥΛΗΣ, που µάλιστα κορυφώθηκε µε τη δήλωση πως 'δεν είναι σειρά,
είναι θρησκεία', πήρα το DVD set µε τα τέσσερα πρώτα seasons µαζεµένα και έκατσα αποφασισµένος
να το δω, από την αρχή ως το τέλος.
Η ιστορία στην αρχή τουλάχιστον δεν είναι ιδιαίτερα περίπλοκη και παρακολουθεί δύο αδέρφια που
χάνουν τη µητέρα τους, που όπως αποκαλύπτεται αργότερα έπεσε θύµα ενός ισχυρού δαίµονα, του
Azazel. Ο πατέρας τους, John Winchester, τους µεγαλώνει µε σχεδόν στρατιωτικό τρόπο και
µετατρέποντάς τους σε µαχητές του υπερφυσικού, καθώς γίνεται κυνηγός κάθε λογής
τεράτων, φαντασµάτων, δαιµόνων και στοιχειών και περιοδεύει στην Αµερική
καταδιώκοντας πλάσµατα του σκοταδιού και ψάχοντας φυσικά τον Azazel. Όταν και η
κοπέλα του µικρού αδερφού Sam πέφτει θύµα του ίδιου δαίµονα, επανασυνδέεται µε τον
αδερφό του Dean και αρχίζουν να κάνουν τη δουλειά του πατέρα τους, εξοπλισµένοι κάθε
φορά µε τα ανάλογα µέσα για την περίσταση, που ποικίλουν από βιβλία για εξορκισµούς και
πεντάλφες ως παλούκια, ασηµένια µαχαίρια, σφαίρες µε αλάτι, συµβατικά όπλα ή man-to-
man ξύλο.
Εκεί ακριβώς είναι το δυνατό χαρτί της σειράς, καθώς έχει ένα απλό κεντρικό concept και
µε βάση αυτό τα δύο αδέρφια αντιµετωπίζουν κάθε σχεδόν πλάσµα του σκοταδιού αλλά και
κάθε αµερικανικό urban legend (poltergeist, στοιχειωµένα σπίτια, φαντάσµατα, βαµπίρ,
λυκάνθρωπους, ghouls, djin, τη bloody Mary κλπ), πολλά από τα οποία φυσικά έχετε δει σε
ταινίες τρόµου στο παρελθόν. Και το καλύτερο είναι πως κάθε υπόθεση ερευνάται µαζί µε
το πλήρες background του κάθε τέρατος ή φαντάσµατος, τη µυθολογία γύρω από αυτό και φυσικά τον τρόπο µε τον οποίο αντιµετωπίζεται. Σαν
επιρροές που µπορώ εγώ τουλάχιστον να ανιχνεύσω, από άποψη σεναριακή και γενικότερου ύφους, είναι το POLTERGEIST (και εννοώ την
τηλεοπτική σειρά, που προβαλόταν κάποτε και στην ελληνική τηλεόραση), τα X-FILES (στο SUPERNATURAL εξάλλου συµµετείχε ως
παραγωγός και σκηνοθέτης ο Kim Manners, που βρισκόταν στο team παραγωγών και σκηνοθετών του X-FILES-πέθανε όµως το Γενάρη του
2009) και τα EVILDEAD, ενώ από την τρίτη περίοδο µπαίνουν γερές επιρροές από τις PROPHECY ταινίες, καθώς η υπόθεση οδεύει προς
κανονικότατο αρµαγεδώνα. Μάλιστα η σειρά εφαρµόζει δύο τακτικές που παγίωσαν την επιτυχία των X-FILES : πρώτον, η καλή χηµεία των
δύο πρωταγωνιστών, που είναι εκ διαµέτρου αντίθετοι χαρακτήρες και ο καθένας έχει το δικό του ρόλο στην όλη ιστορία, αλλά ενώνονται µε
ένα κοινό στόχο και, δεύτερον, τη δοµή των επεισοδίων, που ακολουθείται η τακτική 2-3 επεισόδια να είναι άσχετα µε την κεντρική πλοκή του
τρέχοντος season και το επόµενο να επικεντρώνεται σε αυτήν και να την προχωρά, κάνοντας έτσι τη θέαση πιο ευχάριστη αλλά και πιο εθιστική.
Φυσικά υπάρχουν βοηθητικοί χαρακτήρες που κάνουν την εµφάνισή τους τακτικά και εκτός από τον πατέρα John Winchester (Jeffrey Dean
Morgan) είναι αρκετοί άλλοι ‘κυνηγοί’ που βοηθούν τα παιδιά, µε κυριότερο το χαρακτήρα του Bob Singer (Jim Beaver), που από ένα σηµείο
και πέρα γίνεται καθαρά πατρική φιγούρα για τα δύο αδέρφια, αλλά και την Ellen Harvelle (Samantha Ferris).
Πάµε να πιάσουµε τα τέσσερα πρώτα seasons µε τη σειρά, για να επιχειρήσω µια επισκόπηση,
προειδοποιώντας βέβαια για γερά spoilers, για όσους δεν τα έχουν δει και σκοπεύουν να τα δουν. Επίσης
αναφέρω ως αγαπηµένα επεισόδια κάποια από αυτά που δεν ανήκουν στην κεντρική πλοκή του κάθε season,
καθώς αυτά που προχωρούν την πλοκή είναι ούτως ή άλλως πολύ δυνατά.
Season 1 (2005-2006) : Βασική ιδέα είναι ο σχηµατισµός του κυνηγετικού διδύµου από τα δύο αδέρφια, που
ψάχνουν τον πατέρα τους που έχει εξαφανιστεί και ακολουθώντας τα ίχνη του έρχονται αντιµέτωποι µε
διαφορετικές υποθέσεις, κατατροπώνοντας πλάσµατα του σκοταδιού και σώζοντας αθώους ανθρώπους. Στο
τέλος του season βρίσκουν τον πατέρα τους, που τους αποκαλύπτει την ιστορία µε το δαίµονα Azazel και
παίρνουν στην κατοχή τους το θρυλικό πιστόλι του Samuel Colt (το µόνο γνωστό όπλο που µπορεί να
σκοτώνει δαίµονες) ενώ ο µικρός αδερφός αρχίζει να έχει psychic visions, που εξηγούνται στο επόµενο
season. Παράλληλα εµφανίζεται και άλλος ένας δαίµονας, που έχει καταλάβει το σώµα µιας κοπέλας (Nicki
Lynn Aycox- µια ξανθιά κοπελιά που είναι σκέτη φωτιά). Αγαπηµένα µου επεισόδια το 2ο (Wendigo), όπου
αντιµετωπίζουν το οµώνυµο καννιβαλιστικό πλάσµα της ινδιάνικης παράδοσης, το 4ο (Phantom Traveler),
που έχει απίστευτη σε σύλληψη σκηνή εξορκισµού δαίµονα σε αεροπλάνο εν πτήσει, το 11ο (Scarecrow), που
έχει θέµα που πατά στο THE WICKERMAN και αισθητική που θα έκανε και τον Tobe Hooper να ζηλέψει
και το 20ο (Dead Man’s Blood), που έχει µία αγέλη βρυκολάκων και γίνεται και η πρώτη χρήση του colt.
Season 2 (2006-2007) : Ο πατέρας των παιδιών τελικά πεθαίνει και τα αδέρφια συνεχίζουν µόνα τους, αποφασισµένα να βρουν τον Azazel και
να τον σκοτώσουν µια και καλή, καθώς ο εξορκισµός απλά στέλνει τους δαίµονες στην κόλαση, από όπου µπορούν να επιστρέψουν. Τα σχέδια
του δαίµονα όµως είναι καλοστηµένα και στην πλοκή µπαίνουν και άλλα άτοµα µε περίεργες δυνάµεις, που φαίνονται πως έχουν επιλεχθεί για
κάποιο κοινό σκοπό και στο τέλος ένα από αυτά σκοτώνει το µικρό αδερφό. Ο Dean κάνει συµφωνία µε ένα άλλο δαίµονα και τον επαναφέρει
στη ζωή (φυσικά υπάρχει το αντίστοιχο τίµηµα για τον ίδιο) και στο τέλος σκοτώνει τον Azazel, όχι όµως πριν ανοίξει µία πόρτα που ξεχύνει
εκατοντάδες δαιµόνων ελεύθερους στη γη. Αγαπηµένα µου επεισόδια εδώ το 6ο (No Exit), όπου σε µια υπόθεση απλού haunting έρχονται
αντιµέτωποι µε το πνεύµα του πρώτου serial killer της Αµερικής -του H. H. Holmes-, το 8ο (Crossroads Blues), που σχετίζεται µε το µύθο των
hellhounds που έρχονται να πάρουν τις ψυχές όσων έκαναν συµφωνία µε δαίµονες και το 9ο (Croatoan), που είναι ακριβώς σα να βλέπεις virus
movie υπό χειρός Romero στα καλά του, αλλά µε occult υπόβαθρο. Στο 6ο επεισόδιο (The Usual Suspects) βρίσκουµε σε βασικό ρόλο ως guest
τη Linda Blair , ενώ το 17ο (Heart) είναι µε λυκάνθρωπους και έχει και σκηνή σεξ.
Season 3 (2007-2008) : Σε αντίθεση µε όλα τα άλλα seasons που έχουν 22 επεισόδια έκαστο, αυτό έχει µόνο 16, καθώς έπεσε στην περίοδο που
υπήρχαν οι γνωστές απεργίες σεναριογράφων στην Αµερική και η αµερικανική τηλεόραση
είχε πρακτικά παραλύσει. Τα δύο αδέρφια καλούνται να αντιµετωπίσουν το πλήθος δαιµόνων
που απελευθερώθηκαν, ενώ όµως το colt έχει χαθεί και ο Dean έχει ένα µόνο χρόνο ζωής,
καθώς το τίµηµα για να επαναφέρει τον αδερφό του στη ζωή είναι η ψυχή του να συρθεί στην
κόλαση από ένα hellhound, πράγµα που συµβαίνει στο φινάλε της περιόδου. Την εµφάνισή
της κάνει η δαίµονας Lilith, που είναι πιο ισχυρή από τον Azazel, και άλλη µία, η Ruby, που
φαίνεται να τάσσεται µε το µέρος των ανθρώπων και µάλιστα έχει στην κατοχή της ένα
µαχαίρι που µπορεί να σκοτώνει δαίµονες. Επισης εµφανίζεται ο χαρακτήρας της Bela Talbot,
που είναι κλεπταποδόχος αντικειµένων του αποκρυφισµού και πονοκεφαλιάζει πολύ συχνά
τους δύο ήρωες. Αγαπηµένα µου επεισόδια το 2ο (The Kids Are All Right), όπου τα βάζουν
µε µια πόλη γεµάτη εφιαλτικά παιδιά-changellings, το 7ο (Fresh Blood), όπου το θέµα των
βρυκολάκων επιστρέφει µε ένα έξυπνο σεναριακό twist και το επεισόδιο µάλιστα είναι πολύ
αιµατηρό, το 11ο (Mystery Spot), όπου ο Sam σε στυλ ‘µέρα της µαρµότας’ ζει την ίδια µέρα ξανά και ξανά, βλέποντας τον αδερφό του να
σκοτώνεται µε διαφορετικό τρόπο, το 12ο (Jus In Bello), που χτίζει µια εκπληκτική κατάσταση πολιορκίας σε αστυνοµικό τµήµα και από έξω
ορδές ανθρώπων κυριευµένους από δαίµονες και το 15ο (Time Is On My Side), µια σχεδόν λαβκραφτική ιστορία σε
στυλ RE-ANIMATOR και µε guest εµφάνιση του Billy Drago (θα τον θυµάστε ίσως και από το IMPRINT του
Miike).
Season 4 (2008-2009) : Εδώ τα πράγµατα οδεύουν γρήγορα προς τον αρµαγεδώνα, µε τον Dean να επιστρέφει
ζωντανός από την κόλαση χάρη σε θεϊκή παρέµβαση, τον άγγελο Castiel να κάνει την εµφάνισή του και να βοηθά τα
δύο αδέρφια, τον Sam να µετατρέπεται σε µια κινητή µηχανή εξορκισµού δαιµόνων και τη Lilith να σπάει µε
γοργούς ρυθµούς τις 66 σφαγίδες της αποκάλυψης, ώστε να φέρει τον Εωσφόρο στη γη. Στο τέλος οι δαίµονες
πευχαίνουν το σκοπό τους και η επιστροφή του Εωσφόρου ξεκινά. Αγαπηµένα µου επεισόδια το 5ο (Monster Movie),
που είναι γυρισµένο ασπρόµαυρο και τα αδέρφια αντιµετωπίζουν ένα shapeshifter που του αρέσει να
µεταµορφώνεται στα...τέρατα της Universal και το 4ο (Sex And Violence), όπου το κυνήγι καταλήγει σε µία
σειρήνα-succubus. Στο 3ο (In The Beggining) υπάρχει cameo εµφάνιση του Mitch Pileggi (θα τον θυµάστε ως
detective Skinner στα X-FILES), στο 8ο (Wishful Thinking) cameo του Ted Raimi και στο 6ο (Yellow Fever)
υπάρχει µία behind-the-scenes σεκάνς µε τον Jensen Ackles να κάνει ένα απίστευτο
καραόκε-χορευτικό νούµερο µε το Eye Of The Tiger των Survivor.
Συνοπτικά, πρόκειται σίγουρα για την καλύτερη τηλεoπτική σειρά που έχω δει ποτέ
και µε έθισε µε τρόπο πρωτοφανή. Ναι µεν το πρωταγωνιστικό δίδυµο είναι
οµορφόπαιδα αλλά από ένα σηµείο και πέρα (ιδίως µε τη δεύτερη season) η χηµεία
των δύο πρωταγωνιστών είναι τροµερή, βγάζει και δραµατικές καταστάσεις αλλά και
ισοπεδωτικό χιούµορ, άσε που ως προς τα ζητήµατα µε γυναίκες τους χαρακτηρίζει
αρκετή γκαντεµιά. Ο Ackles δεν έχει ιδιαίτερη παρουσία εκτός σειράς εκτός από το
MY BLOODY VALENTINE 3D αλλά τον Padalecki θα τον βρείτε µε ρόλους στα
remake των FRIDAY THE 13TH και HOUSE OF WAX. Υπάρχουν επεισόδια που
είναι καθαρόαιµο σινεµά τρόµου, υπάρχουν επίσης και αρκετά ειδικά εφέ (digital και
χειρόπρακτα) αλλά και αίµα, ωστόσο πρέπει να υπενθυµίσω πως πρόκειται για
δηµόσια τηλεόραση, οπότε δεν γίνεται και της κακοµοίρας από αίµα και gore. Επίσης, αρκετές ιστορίες έχουν όχι µόνο πινελιές slapstick
κωµωδίας αλλά και αυτοκωµωδούνται, όπως πχ. µε την παρουσία των nerds της ιστοσελίδας Ghostfacers και µε πιο χτυπητό παραδειγµα δύο-
τρία επεισόδια που σχολιάζουν ακόµα και το -υπαρκτό- φαινόµενο κάποιων bloggers που έφτασαν τα male bonding στοιχεία των δύο αδερφών
σε πλατωνικό έρωτα. Α, και µην ξεχάσω φυσικά πως το soundtrack κοσµείται συχνά από σύντοµα θέµατα κλασικού ροκ, fm rock και hard rock,
αφού το κασετόφωνο του αυτοκινήτου παίζει µόνο AC/DC, Blue Oyster Cult, Def Leppard και άλλα γκρουπ του είδους. Οµοίως, τα ονόµατα
που χρησιµοποιεί το δίδυµο όταν υποδύεται πράκτορες του FBI µε ψεύτικες ταυτότητες ή όταν κάνει απάτες µε πιστωτικές (βλέπετε, η δουλειά
τους είναι full-time και δεν έρχεται µε αποδοχές) είναι ονόµατα είτε rock stars τέτοιων γκρουπ είτε ονόµατα σκηνοθετών τρόµου.
Προτεινόµενη θέαση 100% για φίλους του σινεµά τρόµου και του φανταστικού, καθώς όσο προχωράει τόσο βελτιώνεται και γίνεται πιο έξυπνη
και εθιστική (αγαπηµένο µου season είναι µάλλον το τρίτο), χωρίς να κουράζει µε σεναριακούς λαβύρινθους. Monster-hunting στοιχεία
συνδυάζονται µε αντρίκιο road movie και µε αρµαγεδώνα, σε ένα κοκτέηλ απλά µοναδικό. Το πέµπτο season παίχτηκε ήδη στην Αµερική και
βγήκε σε DVD το Σεπτέµβρη (έχω δει µερικά επεισόδια ως τώρα, γιατί έσκαγα από περιέργεια), εποµένως ως τότε οι µυηµένοι στη σειρά
σφίγγουν τα δόντια και περιµένουν και οι αµύητοι ξεκινούν τα τέσσερα πρώτα seasons και ολοκληρώνουν το δικό τους µαραθώνιο, που σίγουρα
θα τους αφήσει ικανοποιηµένους και µε το παραπάνω. Προειδοποιώ πάντως πως η σειρά ξεκινά σε κάπως πιο τυπικά monster hunting πλαίσια
αλλά όσο προχωρά τόσο βελτιώνεται, γίνετσι πιο πρωτότυπη και ‘ξεφεύγει’ σεναριακά και αυτό είναι πραγµατικά σπάνιο για τηλεόραση, όπου
βλέπουµε σειρές από την δεύτερη περίοδο κιόλας να τα κάνουν µαντάρα.

THE BURROWERS (J.T. Petty - 2008)

Ο όρος horror western ίσως να µην είναι και ο πιο γνωστός, ωστόσο έχουµε δείγµατα σε αυτό το υπο-είδος
από αρκετά νωρίς, µε ταινιες όπως τα BILLY THE KID VS DRACULA (1966) και A KNIFE FOR THE
LADIES (western-slasher του 1974!), το NEAR DARK (µε βαµπίρ), το THE QUICK AND THE UNDEAD
(µε ζόµπι), το RAVENOUS (µε καννίβαλους) και το DEAD NOON (που ήταν απαράδεκτο). ∆εν περίµενα και
πολλά πράγµατα λοιπόν από το THE BURROWERS, που ήταν straight-to-DVD παραγωγή της Lionsgate και
περίµενε στη συλλογή µου πάνω από χρόνο για θέση στο dvd player µου, αλλά ευτυχώς βγήκα λάθος. Το φιλµ
διαδραµατίζεται το 1879, σε µια περίοδο που ακόµα η Αµερική ήταν ένας αφιλόξενος τόπος για τους πρώτους
της αποίκους και οι µάχες µε τους ινδιάνους ασταµάτητες. Τα µέλη της οικογένειας ενός αγροκτήµατος
εξαφανίζονται και καθώς όλοι πιστεύουν πως είναι έργο Ινδιάνων, ξεκινούν µία αποστολή για εξεύρεσή τους,
αλλά τα πράγµατα είναι πολύ πιο επικίνδυνα από όσο φαντάζονται. Όσοι διαβάσουν από εδώ και κάτω,
προειδοποιώ για spoilers. Η οµάδα έρχεται αντιµέτωπη µε αλλόκοτα νυκτόβια πλάσµατα που ζουν στο έδαφος,
χρησιµοποιούν ένα ισχυρό δηλητήριο για να παραλύσουν τα θύµατά τους, τα θάβουν ζωντανά και µετά
επιστρέφουν για να τα φάνε, όταν τα σώµατα έχουν µαλακώσει αρκετά. Οι µόνοι που γνωρίζουν πώς να τα
σκοτώσουν είναι τα µέλη µίας φυλής Ινδιάνων, που φυσικά µετά χαράς θέλουν να αφήσουν τους λευκούς στα
δόντια των πλασµάτων.
Το BURROWERS πετυχαίνει το σπάνιο φαινόµενο να είναι πειστικό και σαν western φιλµ και σαν φιλµ
τρόµου και αυτό χάρη σε ένα πολύ προσεγµένο σενάριο, επίπεδα παραγωγής που δεν είναι και αυτοκρατορικά (το budget ήταν 7 εκατοµύρια
δολάρια) αλλά αξιοποιούνται µε άρτιο τρόπο, καλές ερµηνείες, άριστη σκηνοθεσία και φωτογραφία και
επίσης προσεγµένα ειδικά εφέ. Τα γυρίσµατα έγιναν στο New Mexico (και όχι στη Βουλγαρία),
προσφέροντας πειστικότατα τοπία, η αναπαράσταση της εποχής είναι προσεγµένη και δίνεται καλή βάση
στην ανάπτυξη των χαρακτήρων. Στο καστ βρίσκουµε και συµµετοχή-έκπληξη του Clancy Brown (θα τον
θυµάστε ως τον κτηνώδη Kugar στο πρώτο HIGHLANDER), που δυστυχώς ξεπαστρεύεται κάπως νωρίς.
Όσο για τα πλάσµατα, ίσως σας θυµίσουν λίγο τα τέρατα του DESCENT, αν και είναι αρκετά πρωτότυπα
ως δηµουργίες και τα εφέ τους είναι καλοφτιαγµένος συνδυασµός puppet µε λατέξ και CGI. Οι σκηνές των
εµφανίσεών τους είναι πολύ απειλητικές, αν και οι σχετικές σεκάνς ποντάρουν περισσότερο σε ατµόσφαιρα
τρόµου παρά σε άπλετο αίµαι και gore.
Ωστόσο και αίµα και κοµµένα µέλη
υπάρχουν, για να ικανοποιήσουν τους
αιµατολάγνους. Ένα σφιχτοδεµένο και
ποιοτικό φιλµ τρόµου που πραγµατικά ξεπερνά τον εαυτό του και ρίχνει
αντρίκιο χαστούκι στην Lionsgate, που το καταδίκασε σε µηδενική
κινηµατογραφική διανοµή, παρά τα αρχικά σχέδια για το αντίθετο. Είχαν
προηγηθεί της ταινίας µία τηλεοπτική σειρά µε τον ίδιο τίτλο και ένα µικρού
µήκους φιλµ βασισµένο στο ίδιο concept (BLOOD RED EARTH), που δεν
τα έχω δει και απορώ που το µικρού µήκους δεν το έβαλαν στα extra’s.
Άλλη µία σκόπιµη βλακεία της Lionsgate υποθέτω... Όσο για το σκηνοθέτη, ειδικεύεται εδώ και κάποια χρόνια σε ταινίες τρόµου, έχει πάρει
καλό feedback από τη σχετική κοινότητα µε τις δουλειές του και η επόµενη ταινία του θα είναι το remake του FACES OF DEATH.

HANGER (Ryan Nicholson - 2009)

Στο προηγούµενο τεύχος µιλήσαµε για το γεµάτο σεξ και βία retro-slasher GUTTERBALLS
του κύριου Nicholson και εδώ έχουµε την αµέσως επόµενη ταινία του. Παρόλο όµως που
περίµενα ένα αντίστοιχο αποτέλεσµα, το φιλµ αυτό µάλλον µε κούρασε παρά µε
ευχαρίστησε. Ένας περίεργος τύπος είναι ερωτευµένος µε µια πόρνη του πεζοδροµίου
(Debbie Rochon), αυτή µένει έγκυος και επειδή ο προαγωγός της δεν µπορεί πλέον να την
αξιοποιήσει για να βγάλει λεφτά, την κακοποιεί, µε αποτέλεσµα το παιδί της να βγει φρικτά
παραµορφωµένο στο πρόσωπο. ∆εκαοκτώ χρόνια αργότερα, ο ίδιος περίεργος τύπος
επιστρέφει, παίρνει το ενήλικο πλέον παιδί της από τα γκέτο των άστεγων, του βρίσκει
δουλειά σε ένα σκουπιδιάρικο και βάζουν µπροστά ένα σχέδιο για να βρουν και να
σκοτώσουν τον προαγωγό που τους κατέστρεψε τη ζωή.
Σε αυτό το φιλµ φαίνονται πολύ πιο έντονα οι επιρροές από Troma που έδειχνε ο σκηνοθέτης στο
GUTTERBALLS και αυτό σηµαίνει τρισάθλιους χαρακτήρες, παρακµιακούς διαλόγους, ατµόσφαιρα και
σκηνικά απόλυτης σήψης και γενικώς σκουπιδιάρικη αισθητική. Όλη ταινία εκτυλίσσεται σε σκηνικά πιο
βρώµικα και παρακµιακά και από αυτά του STREET TRASH και µε χαρακτήρες που ξεστοµίζουν τόσο
ακραίες ατάκες και διαπράττουν τόσο ελεϊνά πράγµατα που θα έκαναν και τον John Waters να χαµογελάσει
συγκαταβατικά. Εκτός από τον φρικτά παραµορφωµένο ‘ηρωα’, που θα µπορούσε να είναι και σε κάποιο
sequel του CLASS OF NUKE’M HIGH ή του TOXIC AVENGER, έχουµε δύο ακόµα παραµορφωµένους και
ηµι-καθυστερηµένους χαρακτήρες που δουλεύουν στα σκουπίδια, τον ‘πατέρα’ του ήρωα που είναι και αυτός
σαν αρουραίος που παριστάνει τον Charles Bronson, τον νταβατζή που είναι το απόλυτο σκουπίδι του
υπόκοσµου και κάποιους γυναικείους χαρακτήρες, που φυσικά παρουσιάζονται ως φτηνιάρικα τσουλιά, που
τους αξίζει η χειρότερη δυνατή µοίρα. Πάντως, υπάρχει όπως και στο GUTTERBALLS µια πολύ πειστική
80’s αισθητική και ένας βρώµικος ρεαλισµός, που τελικά διασώζουν το φιλµ από τον απόλυτο διασυρµό, γιατί
ειδικά σε σύγκριση µε το προηγούµενο φιλµ του σκηνοθέτη απογοητεύει πολύ και έχει και έλλειψη splatter.
Εάν τυχόν σας ενδιαφέρει, στην αρχή της ταινίας υπάρχει cameo του Lloyd Kauffman της Troma, σε ρόλο
τραβεστί που του καίνε το πέος σε...µάτι κουζίνας και η µουσική είναι γεµάτη από punk και metal κοµµάτια,
αν και από τα ονόµατα που αναφέρονται στα credits ξέρω µόνο τους Nomeansno.

MURDER SET-PIECES (Nick Palumbo - 2004)

Επιτέλους στις σελίδες του zine το κακόφηµο, πολυσυζητηµένο και αµφιλεγόµενο φιλµ του κύριου Palumbo,
που είχε δείξει τις διαθέσεις του µε τις δύο προηγούµενες ταινίες του (NUTBAG και το µικρού µήκους
SINISTER), αλλά µε το MURDER SET-PIECES δούλεψε σε φιλµ φορµάτ, µε µεγαλύτερο προϋπολογισµό
και προκάλεσε σοβαρή φασαρία ακόµα και στη horror κοινότητα, χωρίζοντάς τη στα δύο. Τι ασταµάτητες
διαφωνίες ανάµεσα σε κριτικούς και φανς στις σελίδες του περιοδικού Darkside, τι ξεσηκωµοί και µάχες σε
διάφορα horror sites και blogs, κριτικές σε έντυπα ευρείας κυκλοφορίας όπως New York Times και Village
Voice, φανφαρονίστικες δηλώσεις του ίδιου του σκηνοθέτη και φυσικά σαν κερασάκι στην τούρτα η
απόλυτη απαγόρευση του φιλµ στην Αγγλία, που ξέθαψε τον όρο video nasty από τις εποχές που δεν υπήρχαν
ακόµα τα DVD.
Η ιστορία παρακολουθεί τα κατορθώµατα ενός Γερµανού φωτογράφου που ζει στο Las Vegas και είναι
ψυχοπαθής, µισογύνης και νεοναζί, µε αγριότητα που ξεπερνά και τον σχεδόν παρόµοιο πρωταγωνιστή του
ιαπωνικού STAR OF DAVID (aka BEAUTIFUL GIRL HUNTER του 1979). Εάν φροντίσετε να δείτε την
91λεπτη unrated εκδοχή (η rated διαρκεί 83 λεπτά), ο κύριος Palumbo βοµβαρδίζει ασταµάτητα µε
σοκαριστικές σκηνές, αίµα, splatter, γυµνό, βιασµούς, βασανιστήρια, σκηνές οµιλιών του Χίτλερ,
καννιβαλισµό και παιδοκτονία, βάζοντας στο φιλµ ό,τι µπορεί να βάλει κανείς για να το κάνει όσο πιο
ενοχλητικό γίνεται. Για την επιλογή του αυτή κατηγορήθηκε από πολλούς ως υποκριτής, µισογύνης και φασίστας, αν και σίγουρα αυτή η
αρνητική διαφήµιση δεν του βγήκε τελικά σε κακό. Φυσικά, κάθε φιλµ µε διεστραµµένο serial
killer πρέπει να έχει ένα ταιριαστό πρωταγωνιστή και εδώ ο Sven Garrett ενσαρκώνει τέλεια το
ρόλο του. Χωρίς να είναι εκπληκτικός ηθοποιός, έχει το κτηνώδες παρουσιαστικό που αρµόζει στο
ρόλο, σκληροτράχηλη φάτσα και η ερµηνεία του είναι λυσσασµένη, παρόλο που οι ατάκες που
συχνά ξεστοµίζει στα γερµανικά δε µεταφράζονται. Με όσα γερµανικά θυµάµαι πάντως, δε λέει
και τίποτε το ιδιαίτερο, πέρα από µισογυνιστικές ατάκες που θα µπορούσαν να ανήκουν και σε
γερµανικό σκληρό πορνό και σύντοµα σχόλια για την επάνοδο της νασιοναλιστικής Γερµανίας.
Για όσους τυχόν δεν έχουν δει το κακόφηµο και ακραίο αυτό φιλµ, η θέασή του συνίσταται αλλά
αυστηρά µε αντρική παρέα και χωρίς παρουσία γυναίκας σε απόσταση αρκετών µέτρων, εκτός και
αν θέλετε εµφύλιο µε κοινό µέτωπο από την κοπέλα σας και τις φίλες της ή τις κοπέλες των
κολλητών σας. Σαφώς και δεν πρόκειται για το τέλειο slasher φιλµ και έχει κάποιες αδυναµίες,
ωστόσο η ποικιλία των επιρροών του (όπου εκτός του STAR OF DAVID εντοπίζονται το θρυλικό
MANIAC και ο Argento) είναι ενδιαφέρουσα. Να σηµειώσω πως µέσα στα ρατσιστικά
ξεσπάσµατα του πρωταγωνιστή βρίσκει άδοξο τέλος και ο Tony Todd (CANDYMAN), που έχει
cameo εµφάνιση. Οσο για τα gore εφέ (από τον οµάδα Toe Tag, που ανέλαβαν τα εφέ του
AUGUST UNDERGROUND), στο σύνολό τους είναι καλοφτιαγµένα και µε αρκετά old-school
στυλ και µαζί µε τα επίσης φροντισµένα set-designs φέρνουν στο µυαλό την αρρώστια των
ταινιών του Jorg Buttgereit και συµβάλλουν στο αρρωστηµένο κλίµα του φιλµ. Η νέα ταινία του
κύριου Palumbo είναι το CORPSE, για το οποίο δεν έχω feedback κυκλοφορίας προς το παρόν, αν
και από το επίσηµο site του φαίνεται να είναι κάπως πιο συµβατική.

GRACE (Paul Solet - USA & Canada / 2009)

Παραγωγή µε βοήθεια του Adam Green, του σκηνοθέτη του HATCHET, που έχει εδώ και cameo εµφάνιση ως πωλητής αγελαδινού κρέατος, το
GRACE δέχθηκε καλή υποδοχή από τη horror κοινότητα και έτσι το αναζήτησα από περιέργεια περισσότερο. Μία έγκυος γυναίκα (η Madeline
Matheson του CABIN FEVER) θέλει να προχωρήσει σε γέννα µε καθαρά φυσικό/new age τρόπο και µε τη βοήθεια µιας γνωστής της µαίας (της
Samantha Ferris, που έχει παίξει και σε κάποια επεισόδια του SUPERNATURAL). Ένα οδικό δυστύχηµα όµως την κάνει να χάσει και τον
άντρα και το παιδί της. Ωστόσο αποφασίζει να µην προχωρήσει σε έκτρωση του νεκρού παιδιού αλλά να το γεννήσει φυσιολογικά. Έλα όµως
που η µικρή Grace γεννιέται νεκρή αλλά ως εκ θαύµατος ζωντανέυει και φυσικά δεν πρόκειται για ένα φυσιολογικό µωρό. Η µάνα πρέπει από
τη µία να κρατήσει το µωρό ζωντανό και µακριά από τα µάτια του κόσµου και παράλληλα να αποτρέψει την ψυχαναγκαστική της πεθερά από το
να πάρει την κηδεµονία του.
Το θέµα του καταραµένου, τερατώδους ή δαιµονικού µωρού/εµβρύου σίγουρα δεν είναι καινούριο στο σινεµά
τρόµου και αρκεί να θυµηθούµε ταινίες όπως τα ROSEMARY’S BABY, IT’S ALIVE, BEYOND THE DOOR
και BABY BLOOD. Το GRACE είναι βασισµένο στην οµότιτλη µικρού µήκους ταινία του σκηνοθέτη από το
2006 και παραδόξως δείχνει σηµάδια αρκετής ωριµότητας και εµπειρίας για ντεµπούτο φιλµ µεγάλου µήκους.
∆εν ακολουθεί πιστά τη συνταγή καµίας από τις προαναφερόµενες ταινίες και ούτε καταφεύγει σε φτηνές shock
horror πατέντες, αλλά χτίζει την υπόθεσή του προσεκτικά και σε στυλ ψυχολογικού θρίλερ και την κάνει πιο
σκοτεινή και µεταφυσική όσο περνάει η διάρκεια της ταινίας. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα φιλµ τρόµου
που παρόλο το θέµα του (που προσφέρεται για γερό exploitation και µπορεί άνετα να καταλήξει σε γκροτέσκα
αποτυχία), είναι εξαιρετικά καλοφτιαγµένο, µετρηµένο και
πειστικό. Σε αυτό συµβάλλουν πολύ δυνατές ερµηνείες από όλο
το καστ, αρκετές έξυπνες ιδέες (προσοχή σε κάποιες σκηνές για
όσους τη βρίσκουν µε lactation fetish) και πινελιές µαύρου
χιούµορ που δίνονται µε πολύ αποτελεσµατικό τρόπο. Αίµα
υπάρχει σε καλές ποσότητες, αν και φυσικά δεν έχουµε να
κάνουµε µε µια splatter φιέστα αλλά µε ένα κατά βάση
ψυχολογικό φιλµ µε µεταφυσικές επιρροές και οι σχετικές
σκηνές δένουν πολύ φυσικά µε το όλο ύφος του. Το τέλος λιγάκι τα χαλάει και γκρεµίζει το πιο
µετρηµένο στυλ στο οποίο βασίζεται η υπόλοιπη ταινία, αλλά ας µη τα θέλουµε και όλα. Ο
σκηνοθέτης Paul Solet συµµετείχε µε µια ταινία µικρού µήκους (MEANS TO AN END) στη
συλλογή FANGORIA:BLOOD DRIVE 2 και µε το GRACE, που ‘δαγκώνει’ δυνατά, δείχνει γερό ταλέντο τόσο σεναριακά όσο και σκηνοθετικά
και σίγουρα αποτελεί όνοµα που θέλουµε να παρακολουθήσουµε στο µέλλον.

THE COLLECTOR (Marcus Dunstan - 2009)

Serial killer film µε torture porn πινελιές από τους σεναριογράφους των SAW 4 και 5 και έναν από αυτούς
να κάνει εδώ το σκηνοθετικό ντεµπούτο του, το THE COLLECTOR ξεκινά µε στυλ που βροντοφωνάζει
SAW, µαζί µε σεκάνς τίτλων έναρξης µε τεχνοκρατικό horror ύφος και ένα δυνατό power noise κοµµάτι
από τους Combichrist. Η υπόθεσή του µάλιστα δεν είναι κακή και δεν πρόκειται για αναµάσηµα του SAW.
Ένας κλειδαράς αποφασίζει να κάνει διάρρηξη σε ένα πλούσιο σπίτι στο οποίο πέρασε συστήµατα
ασφαλείας, για να πληρώσει χρέος της γυναίκας του, που την απειλούν τοκογλύφοι. Και ενώ ξέρει πως η
οικογένεια θα λείπει σε ταξίδι και µπαίνει στο σπίτι µε ευκολία, ανακαλύπτει µακάβριες παγίδες παντού,
καθώς και το ότι η οικογένεια βρίσκεται εκεί παγιδευµένη και ένας µασκοφόρος µανιακός έχει µετατρέψει
το µέρος σε παιδική χαρά βασανιστηρίων. Έξυπνη εποµένως η ιδέα του να τοποθετηθεί ένας κακός
χαρακτήρας ενάντια σε ένα χειρότερο χαρακτήρα και µάλιστα σε ένα αρκετά µακάβριο setting, καθώς οι
παγίδες στο σπίτι περιλαµβάνουν οξύ, τεράστια καρφιά, κυνηγετικές δαγκάνες, γάντζους ψαρέµατος,
λεπίδες που κρέµονται από το φωτιστικό, λεπίδες στα παράθυρα
αλλά και ένα αρκετά αιµοβόρο λυκόσκυλο. Ο serial killer είναι
ενδεδυµένος µε στρατιωτικά, στο πρόσωπο φορά µια δερµάτινη s+m
µάσκα και τα µάτια του έχουν ένα περίεργο χρώµα. Εκτός βέβαια
από το γεγονός ότι έχει αδυναµία σε έντοµα και οτι είναι απίστευτα
σαδιστικός και διεστραµµένος, δε δίνονται
περισσότερες πληροφορίες για αυτόν και τα κίνητρά
του.
Σίγουρα δεν έχουµε ένα φιλµ τρόµου που καθηλώνει ή είναι εξαιρετικά πρωτότυπο αλλά
τουλάχιστον το COLLECTOR αξιοποιεί σωστά τα συστατικά του και δίνει και αρκετό
σασπένς και αρρωστηµένη ατµόσφαιρα, µαζί µε κάποιες δόσεις gore. Οι παγίδες είναι
επινοητικές, αν και πολύ εύστοχα κάποιες online κριτικές παρατήρησαν πως η ταινία θα
µπορούσε να είναι ένα serial killer sequel στη σειρά...HOME ALONE. Πέρα από την πλάκα
βέβαια, το φιλµ είναι ανώτερο από τους άφθονους κλώνους των SAW και HOSTEL που µας
ταλαιπωρούν τα τελευταία χρόνια και ίσως πιο ενδιαφέρον από κάποια από τα SAW sequels,
καθώς κρατά τα πράγµατα απλά και καθαρά και δεν ταλαιπωρεί µε σεναριακές µανιέρες. Στο κλασικό ύφος αυτής της σχολής ταινιών, το
soundtrack επίσης περιλαµβάνει Bauhaus, Einsturzende Nebauten και Korn.

RED SANDS (Alex Turner - 2009)

Η οµάδα που µας έδωσε το 2004 το military ‘horror’ DEAD BIRDS (µε στρατιώτες στον Β’Παγκόσµιο
εναντίον...προϊστορικών πτεροδάκτυλων) επιστρέφει στο υπο-είδος, αυτή τη φορά µε setting το Αφγανιστάν και
µε το κακό να εκπροσωπείται όχι από πτεροδάκτυλους αλλά από Djin. Η ταινία ξεκινά µε την επεξήγηση πως τα
Djin είναι πλάσµατα της µουσουλµανικής µυθοπλασίας, δηµιουργήθηκαν από φωτιά και πριν τους ανθρώπους,
είναι άµορφα και ως εκ τούτου µισούν τους ανθρώπους και ο µόνος τρόπος να είναι άκακα είναι αν παγιδευτούν
σε κάποια υλική µορφή (όπως πχ.το λυχνάρι). Στο RED SANDS µια οµάδα στρατιωτών στέλνεται σε µια
ερηµική τοποθεσία στο Αφγανιστάν, για να ανακαλύψουν µία οδό ανεφοδιασµού των Ταλιµπάν. Ένας της
οµάδας όµως κάνει τη χαζοµάρα και πυροβολεί ένα αρχαίο άγαλµα που ανακαλύπτουν, το οποίο σπάει και
λογικά απελευθερώνει ένα πνεύµα Djin που κρατούσε φυλακισµένο. Μια Αφγανή κοπέλα έρχεται στο φυλάκειό
τους από το πουθενά και τα πράγµατα δεν αργούν να πάρουν άσχηµη τροπή, καθώς το πνεύµα µπορεί να
καταλαµβάνει ανθρώπινα σώµατα.
Το setting και η ιστορία δεν είναι άσχηµα και στα χέρια µιας πιο ικανής οµάδας (ιδίως σεναριογράφου-
σκηνοθέτη-σπεσιαλίστα ειδικών εφέ) θα µπορούσε να δώσει ένα άριστο και αρκετά κλειστοφοβικό φιλµ
τρόµου. Έλα όµως που εδώ το αποτέλεσµα δεν έχει καµία σχέση ούτε µε τον Carpenter ούτε µε τα
FEAST και το σύνολο είναι µέτριο. Η ταινία περιορίζεται σε µια όχι και τόσο πειστική ατµόσφαιρα
απειλής, ψυχολογικά τρυκ που επίσης δε δένουν καλά, άφθονα false scares και από το µέσο της και πέρα
αρκετά (και µη πειστικά) CGI τερατο-εφέ, όταν το Djin εµφανίζει την πραγµατική µορφή του. Υπάρχουν
λίγες σκηνές µε αίµα και gore αλλά πάλι δεν είναι τίποτε το ιδιαίτερο. Τονίζω βέβαια πως έχω δει πολύ
χειρότερα φιλµ από το 2009 ως τη στιγµή που γράφω αυτές τις γραµµές, οπότε δεν κατατάσσω το RED
SANDS στα ανοσιουργήµατα που δολοφονούν το σινεµά τρόµου αλλά στις ταινίες που αξίζουν ίσως µία
φευγάτη θέαση, για όσους (και µόνο) δεν έχουν κάτι το φρέσκο για να δουν. Η κεντρική του ιδέα
τουλάχιστον είναι πρωτότυπη και πολύ ενδιαφέρουσα, οπότε σαν military horror προσπαθεί να δώσει
κάτι το διαφορετικό και αυτό είναι στα θετικά του.

IP MAN 2 aka YIP MAN 2 (Wilson Yip - China / 2010)

Ο Donnie Yen επιστρέφει ως πρωταγωνιστής, ο Sammo Hung βρίσκεται πλέον εκτός από action director
και συµπρωταγωνιστής και ο Wilson Yip ξανά στην καρέκλα του σκηνοθέτη, στο πολυαναµενόµενο sequel
του αρκετά πετυχηµένου πρώτου φιλµ. Και το IP MAN 2 προσφέρει αυτό που υποσχόταν : ένα βιογραφικό
martial arts έπος γεµάτο κινεζικό εθνικισµό, άφθονες σκηνές πολεµικών τεχνών και τυφλό αντι-δυτικό
µίσος. Η πρώτη ταινία παρακολουθουσε τη ζωή του θρυλικού δασκάλου του wing chun, Yip Man, στην
πόλη Foshan της Καντόνας, όταν ήταν υπό ιαπωνική κατοχή. Στο τέλος ο Yip Man φυγαδεύτηκε
τραυµατισµένος και στο δεύτερο φιλµ τον βλέπουµε να έχει εγκατασταθεί µόνιµα στο Hong Kong, σε µια
περίοδο (1950) όπου η πόλη βρισκόταν σε αναβρασµό λόγω της κατοχής των Άγγλων. Εκεί πρέπει να
επιβιώσει, να ξεκινήσει τη δικιά του martial arts σχολή και παράλληλα να κρατήσει λεπτές ισσοροπίες σε
ένα περιβάλλον που δεν του είναι καθόλου οικείο. Οι αρχικές συγκρούσεις όµως µε τους δασκάλους των
άλλων σχολών και µε τον Sammo Hung (που η σχολή του είναι προφανώς και γκανγκστερική οργάνωση)
περνούν σε δεύτερη µοίρα, όταν οι Βρεττανοί προκαλούν το κινεζικό πνεύµα, διοργανώνοντας ένα
τουρνουά πολεµικών τεχνών και φέρνουν ένα δικό τους boxer, που έχει εξαιρετικά εριστικό ύφος και στο
τέλος ξεσηκώνει όλους τους Κινέζους εναντίον των ‘λευκών διαβόλων’.
Ενώ το πρώτο φιλµ είχε ως κακούς τους βάναυσους και απάνθρωπους Ιάπωνες και αυτό είναι ένα
στερεότυπο που το έχουµε συνηθίσει εδώ και δεκαετίες στο κινεζικό σινεµά, το δεύτερο δαιµονοποιεί τους
∆υτικούς, παρουσιάζοντάς τους ως υπερόπτες, ανεγκέφαλους, ύπουλους και νταήδες. Έτσι,
θα χτυπήσει ίσως κάποιες ευαίσθητες χορδές και προσωπικά µου έκανε εντύπωση πόσες
φορές ακούγεται η λέξη ‘λευκός διάβολος’ (guai lo στα καντονέζικα) στην ταινία, πράγµα
που γενικώς αποφεύγεται στο σινεµά του Χονγκ Κονγκ τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για
µια ρατσιστική και υποτιµητική λέξη που αν τύχει και ακούσω να την ξεστοµίζουν στην Κίνα,
είτε θα στραβοκοιτάξω είτε θα κάνω επιτόπου παρατήρηση, καθώς είναι αντιστοιχο µε το να
πει κάποιος τους Κινέζους ή όλους τους Ασιάτες ‘κιτρινιάρηδες’ και ακόµα χειρότερο. Όπως
και να έχει, ο χαρακτήρας του Άγγλου boxer είναι τραβηγµένος στα άκρα ώστε να γίνει
πλήρως αντιπαθητικός και αυτό έχει µία σχεδόν αστεία γοητεία και φυσικά στο τέλος ο Yip
Man όχι µόνο τον νικά στην αρένα κάνοντας όλους τους Κινέζους υπερήφανους αλλά και
δίνει ένα µάθηµα κινεζικής ταπεινοφροσύνης και ανωτερότητας πνεύµατος. Μάχες φυσικά
και υπάρχουν, όπου εκτός από wing chun βλέπουµε και άλλες µορφές πολεµικών τεχνών, ο
Donnie Yen είναι για άλλη µια φορά σε πολύ καλή φόρµα και σαν αποκορύφωµα υπάρχουν
δύο σκηνές όπου µάχεται εναντίον του Sammo Hung, πράγµα που σίγουρα είναι ένα καλό
δώρο για τους φανς των δύο σταρ. Στο τέλος του φιλµ εµφανίζεται ένα πιτσιρίκι που θέλει να
µάθει να µάχεται από τον Yip Man και όταν τον ρωτάει το όνοµά του απαντά Li Xiu Long
(Bruce Lee). Βλέπετε, ο Bruce Lee έγινε όντως µαθητής του Yip Man το 1954, πριν ξεκινήσει την πορεία του στην Αµερική και την άνοδό του
ως martial arts σούπερστάρ. Και κάτι άλλο για τέλος, παρόλο που το imdb δηλώνει ως χώρα παραγωγής το H.Kong, για πρώτη φορά όλες οι
εταιρίες παραγωγής (δεν ήξερα καν πως υπάρχουν Henan Film Studios-η επαρχεία αυτή είναι εξαθλιωµένη!) και τα ονόµατα παραγωγών στα
credits είναι από κεντρική Κίνα, που σηµαίνει ότι προφανώς όλα τα λεφτά µπήκαν από εκεί. Αυτό υποδηλώνει από τη µία πως η
κινηµατογραφική βιοµηχανία του H.Kong περνάει ακόµα σοβαρή οικονοµική κρίση και από την άλλη εξηγεί και τον υπέρµετρα εθνικιστικό
χαρακτήρα της ταινίας…

CITY OF LIFE AND DEATH aka NANJING! NANJING! (Lu Chuan - China / 2009)

Εδώ έχουµε 100% ιστορικο-πολιτικό υπόβαθρο ταινίας, οπότε ας ξεκινήσουµε µε τα αληθινά γεγονότα στα οποία είναι βασισµένη : το
∆εκέµβρη του 1937 και µε το ξέσπασµα του δεύτερου Σινο-ιαπωνικού Πολέµου, οι Ιάπωνες κατέλαβαν την τότε πρωτεύουσα της δηµοκρατίας
της Κίνας (σε προ-κοµµουνιστική περίοδο φυσικά), Nanjing. Σε διάρκεια 6 εβδοµάδων Ιάπωνες στρατιώτες σκότωσαν µαζικά από 40.000 ως
300.000 Κινέζους (ανάλογα µε ποιάς πλευράς τα στοιχεία πιστεύετε), εκ των οποίων οι περισσότεροι άοπλοι και γυναικόπαιδα, βίασαν µεγάλο
αριθµό γυναικών και λεηλάτησαν εκτεταµένα την πόλη, σε ένα γεγονός που έχει µείνει στην ιστορία ως ‘ο βιασµός της Ναντζίνγκ’. Πρόκεται
για περίοδο που δεν είχε ξεσπάσει ακόµα ο Β’Παγκόσµιος και απλά ζυµώνονταν οι συµµαχίες που θα τον προκαλούσαν, µε τη ναζιστική
Γερµανία να συµπαθεί µεν την Ιαπωνία αλλά να φλερτάρει και µε το φιλελεύθερο κινεζικό κόµµα της Κουονµινγκτάνγκ. Μία οµάδα ξένων που
βρίσκονταν στην πόλη, µε πρωτεργάτη το Γερµανό επιχειρηµατία και µέλος του ναζιστικού κόµµατος
John Rabe, δηµιούργησαν µια ζώνη προσφύγων στην πόλη, για να σώσουν τους άµαχους από τις
φρικαλεότητες των Ιαπώνων.
Η τανία CITY OF LIFE AND DEATH είναι γυρισµένη σε ασπρόµαυρο φιλµ και χωρίζεται σε δύο
τµήµατα, µε το πρώτο να δείχνει την κατάληψη της Nanjing και το δεύτερο τα γεγονότα του βιασµού της
Nanjing και τις προσπάθειες του Rabe για διάσωση των αµάχων. ∆εν είναι φυσικά ούτε η πρώτη ούτε η
τελευταία ταινία που πραγµατεύεται το θέµα και έχουν προηγηθεί τα MEN BEHIND THE SUN, DON’T
CRY NANKING, THE CHILDREN OF HUANG SHI, IRIS CHANG : THE RAPE OF NANKING και
πολλά ακόµα ντοκυµαντέρ και τηλε-σειρές, κατά βάση προερχόµενα από την κεντρική Κίνα και µε
έντονη αντι-ιαπωνική προπαγάνδα. Το φιλµ του Lu Chuan δε διαφέρει και πολύ από τα προηγούµενα, ως
προς την παρουσίαση των Ιαπώνων ως απάνθρωπων, βάρβαρων και σαδιστικών τεράτων, υπερ-
τονίζοντας τις φρικαλεότητες που διέπραξαν µε πολλές σκηνές βιασµών, θανατώσεις µικρών παιδιών,
κρέµασµα ανθρώπων από στήλες ηλεκτρισµού, µαζικές εκτελέσεις, θάψιµο ζωντανών ανθρώπων σε
άµµο, κρέµασµα κοµµένων κεφαλιών σε κοινή θέα και ασταµάτητες λεηλασίες και καταστροφές. Σαν
αντι-πολεµική ταινία σίγουρα τα καταφέρνει πολύ καλά, καθώς είναι τροµερά καλογυρισµένη, µε πολλές
και πειστικότατες σκηνές µαχών, ενώ στο τµήµα που καταδεικνύει τις ιαπωνικές φρικαλεότητες,
ανταγωνίζεται άνετα το SCHINDLER’S LIST σε ρεαλισµό και σοκαριστικές σκηνές. ∆εν ξέρω αν θα σας
αρέσει ή όχι, πάντως είναι µεγάλη παραγωγή, οπτικο-ακουστικά είναι αρτιότατη (κέρδισε και αρκετές
διεθνείς διακρίσεις) και οι εικόνες της είναι σοκαριστικά ρεαλιστικές. Ωστόσο, πάσχει σοβαρά από το
σύνδροµο κινεζικού εθνικισµού και έγινε µε πολύ αυστηρή επίβλεψη από το Κοµµουνιστικό
Κόµµα της Κίνας, ώστε να συµβαδίζει µε την ιστορικο-πολιτική γραµµή του Κόµµατος και να
χαρακτηρίζεται από αντι-ιαπωνική προπαγάνδα. Για το λόγο αυτό έγιναν και υποχρεωτικές
περικοπές κάποιων σκηνών στην ταινία και φυσικά δεν πρόκειται να βγει director’s cut, γιατί ο
σκηνοθέτης θα εκτελεστεί την επόµενη µέρα κιόλας. Το καστ είναι Κινέζοι ηθοποιοί και
κάποιοι άγνωστοι ξένοι ηθοποιοί στους ρόλους των ∆υτικών (φυσικά δεν παίζει ούτε ένας
Ιάπωνας) και οι διάλογοι σε mandarin, ιαπωνικά, αγγλικά, γερµανικά και σε Nanjing διάλέκτο,
που είχα να την ακούσω από το 2004.
Αν αντέξετε τις σοκαριστικές εικόνες και
την προπαγανδιστική υπερβολή, θα
ξαφνιαστείτε από µια συγκλονιστική 7λεπτη
σεκάνς στο τέλος, όπου οι Ιάπωνες
προχωρούν σε µία τελετή πανηγυρισµού για την κατάληψη της πόλης, µε παραδοσιακά
hachijo taiko τύµπανα και παρέλαση µε τελετουργικό πολεµικό χορό, που θα σας κάνει να
ανατριχιάσετε, είτε είστε κινεζόφιλοι είτε ιαπωνόφιλοι είτε ουδέτεροι. Πρόκειται για µια από
τις πιο αξιοµνηµόνευτες σκηνές κινηµατογράφου που έχω δει ποτέ στη ζωή µου, φέρνει
τούµπα ολόκληρη την ταινία και δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Όσο για την Nanjing, την
έχω επισκεφθεί δύο φορές το 2004, είναι µια πραγµατικά πανέµορφη πόλη µε αρχαία ιστορία και σύγχρονο χαρακτήρα µαζί και έχει πανέµορφες
κοπέλες (ανήκει στο ‘τρίγωνο του διαβόλου’ της Κίνας για το οποίο µιλώ συχνά). Φυσικά δεν υπάρχει εκεί ΟΥΤΕ ΕΝΑ εστιατόριο για ιαπωνικό
φαγητό και δεν παίζονται ποτέ ιαπωνικές ταινίες στις αίθουσες, καθώς ακόµα και οι νέες γενιές είναι εξαιρετικά ευαίσθητες µε το θέµα, που δεν
έχει ξεχαστεί καθόλου.

THE FIRST 7TH NIGHT aka TAU CHUT (Herman Yau - H.Kong / 2009)

Η µία από τις τέσσερεις (!) συνολικά ταινίες που γύρισε ο Herman Yau µέσα σε ένα υπερ-παραγωγικό
2009. Και πως σας φαίνεται που η συγκεκριµένη ταινία ξεκινά σαν ghost horror φιλµ, εξελίσσεται σε
αιµατηρό gangster φιλµ και τελειώνει σαν ρεαλιστικό κοινωνικό δράµα, κάνοντας τη µετάβαση µε τρόπο
αρκετά φυσικό? Το όλο στόρυ ξεκινά µε ένα ταξιτζή (Gordon Lam), που δέχεται την πρόταση ενός
αινιγµατικού νεαρού µε φορτηγάκι να τον βοηθήσει να πάει
σε ένα µικρό χωριό στην κεντρική Κίνα (προφανώς όχι και
πολύ µακριά από το Χ.Κονγκ), µε γερή χρηµατική αµοιβή
φυσικά. Για το τί ακολουθεί ακριβώς πρέπει να κρατήσω το
στόµα µου κλειστό, για να µη χαλάσω τις εκπλήξεις σε
όσους τυχόν θέλουν να δουν το φιλµ. Πάντως διαθέτει γερή
βία (και ανέλπιστη σκηνή παραδοσιακού και χειρόπρακτου
splatter), καλή ατµόσφαιρα και διαρκείς ανατροπές που
κρατούν το ενδιαφέρον ζωντανό.
Σίγουρα δεν είναι µεγάλη παραγωγή αλλά χειρίζεται το low
budget του άφογα και διαθέτει και καλές ερµηνείες, πράγµα που δε
συµβαίνει συνήθως σε αντίστοιχα φτηνά φιλµ από Ευρώπη και
Αµερική. Α, και µην ξεχάσω την παρουσία της µοναδικής κοπέλας
του καστ, Michelle Ye, σε ρόλο που είναι µε διαφορά ο πιο σέξι της
καριέρας της. Σε περίπτωση που σας κεντρίσω το ενδιαφέρον περισσότερο για να το δοκιµάσετε, ο
σκηνοθέτης του είναι ο άνθρωπος που συνδύασε το όνοµά του µε το άγριο και βίαιο Cat.III σινεµά του
Χ.Κονγκ στις αρχές των 90’s και µας προσέφερε τα κλασικά BUNMAN-THE UNTOLD STORY και
EBOLA SYNDROME. Μετά πέρασε µια περίοδο αισθητής καµπής αλλά τα τελευταία χρόνια πήρε πάλι
τα πάνω του και για του λόγου το αληθές τσεκάρετε και το εκπληκτικό ρεαλιστικό δράµα WHISPERS
AND MOANS (φανταστική καταγραφή σκηνικών πορνείας στο Χ.Κονγκ) αλλά και το black magic horror διαµαντάκι GONG TAU.
14 BLADES aka GAM YEE WAI (Daniel Lee - H.Kong & China / 2010)

Νέο wu xia φιλµ µε τον Donnie Yen, που από τα τρέηλερ του φαινόταν καλό και θύµιζε λίγο σε ύφος
εποχές που το σινεµά του H.Kong τα πήγαινε εξαιρετικά καλά σε αυτό το είδος. Ενώ είχε ολοκληρωθεί στο
τέλος του 2009, παίχτηκε τελικά στα κινεζικά σινεµά το 2010. Μάλιστα η ιστορία του είναι βασισµένη σε
µια από τις τελευταίες ταινίες των Shaw Brothers, το SECRET SERVICE OF THE IMPERIAL COURT
του 1984 (που έχει και ακριβώς τον ίδιο τίτλο στα κινέζικα). Ο Yen είναι ηγέτης µίας επίλεκτης
στρατιωτικής µονάδας, που σκοπό έχουν να υπηρετούν τον αυτοκράτορα. Είναι µάλιστα εξπέρ στη χρήση
των θρυλικών 14 λεπίδων, από τις οποίες οκτώ χρησιµοποιούνται για ανακρίσεις και έξι για δολοφονίες. Τα
γεγονότα διαδραµατίζονται στην περίοδο της δυναστείας Qing, που ήταν αρκετά προβληµατική για την
Κίνα και ο Yen καταλήγει φυγάς, αναζητώντας την αυτοκρατορική σφραγίδα και αποτρέποντας από το να
πέσει σε λάθος χέρια, ενώ τον κυνηγούν οι πρώην στρατιώτες του και ο ξάδερφος του αυτοκράτορα
(Sammo Hung-χωρίς action σκηνές), που έχει τα δικά του σχέδια. Ο Yen συναντιέται µε µια οµάδα
µισθοφόρων συνοδών που δέχονται να τον βοηθήσουν στην αποστολή του και µεταξύ τους βρίσκεται η
Vicky Zhao, µε την οποία προκύπτει και ερωτικό ειδύλλιο.
∆υστυχώς το φιλµ, παρόλο που τα καταφέρνει καλύτερα από τα απαράδεκτα THREE KINGDOMS :
RESURRECTION OF THE DRAGON, PAINTED SKIN και AN EMPRESS AND THE WARRIORS, δεν
αποδίδει τα αναµενόµενα. Το ροµάντζο για άλλη µια φορά δίνει ένα νερόβραστο αποτέλεσµα και κάνει την
ταινία χλιαρή και οι καλές σεναριακές ιδέες (όπως η οµάδα των επίλεκτων µαχητών και οι 14 λεπίδες)
δεν αξιοποιούνται πλήρως. Όσο για τη Vicky Zhao, κάνει αυτό που ξέρει να κάνει καλά, δηλαδή να
περιφέρεται µε βουρκωµένα τα µάτια και να κλαίει. Το µόνο που µένει είναι κάποιες πολύ καλές
σκηνές µαχών µε δυναµική παρουσία του Donnie Yen και κάποια πλάνα σε ενδιαφέροντα σκηνικά
σετ (που φέρνουν λίγο προς παλιές καλές εποχές, µαζί µε νέον φωτισµούς) και ωραίες τοποθεσίες στις
δυτικές επαρχείες της Κίνας, που θυµίζουν Μέση Ανατολή και δίνουν ένα εξωτικό look. Οι σκηνές
µαχών δεν είναι ιδιαίτερα βίαιες και δε διαθέτουν ούτε καν αρκετό ψηφιακό αίµα, πράγµα που ήταν
δυσσάρεστη έκπληξη. Eπίσης, στα πλαίσια της σύγχρονης µόδας πετυχηµένοι τραγουδιστές να
αναλαµβάνουν action ρόλους, ο νεαρός Chun Wu (του ταϊβανέζικου boy band Fahrenheit) υποδύεται
ένα αρχηγό ληστών, οπλισµένο µε ένα διπλό σπαθί που χρησιµοποιεί ως µπούµερανγκ. Όσο για
κάποιες σκηνές που παραπέµπουν σε Sergio Leone και DJANGO, ίσως σας προκαλέσουν
χαµόγελα ίσως και σήκωµα φρυδιού. Τα ανδρικά βλέµµατα σίγουρα θα τραβήξει πάντως
µε άνεση η Kate Tsui, που υποδύεται τη σχεδόν σατανική µαχήτρια από τις δυτικές
επαρχείες. Η κοπελιά είναι κουκλάρα (ήταν και miss Hong Kong το 2004), είναι γνωστή
κυρίως από ρόλους σε τηλεοπτικές σειρές και λίγες ταινίες (µεταξύ τους το EYE IN THE
SKY που ήταν παραγωγή Johnnie To και το I CORRUPT ALL COPS του Wong Jing) και -
καθώς είναι µικρή σε ηλικία- έχει τα φόντα να γίνει µια νέα Brigitte Lin. Τη θέση της στο
εξώφυλλό µας λοιπόν την πήρε µε την αξία της.
Το κακό βέβαια είναι πως το σινεµά του Χ.Κονγκ πλέον δεν µπορεί µε τίποτα να δώσει
swordsplay ταινίες όπως τα NEW DRAGON INN, THE EAST IS RED ή THE BRIDE
WITH WHITE HAIR και το 14 BLADES δεν καταφέρνει να πείσει για το αντίθετο. Σαφώς
κατώτερο από τις δύο προηγούµενες ταινίες του Donnie Yen (IP MAN και
BODYGUARDS AND ASSASSINS) και παρόλα κάποια καλά στοιχεία, δεν πείθει απόλυτα. Και δυστυχώς, παρόλο που η πλειονότητα των
νέων martial arts/swordsplay παραγωγών του Χ.Κονγκ έχουν πλέον γερές χρηµατοδοτήσεις από την Κεντρική Κίνα, τα πράγµατα είναι µάλλον
απογοητευτικά.

Καιρός για τα αγόρια να θυµηθούν τα νιάτα τους, τα κόµικ και τα βιβλία ηρωϊκής φαντασίας
που διάβάζαν κάποτε και ταινίες που είδαν είτε σε σινεµά είτε σε VHS είτε στην τηλεόραση.
Πρόκειται για ένα υπο-είδος ταινιών που ουσιαστικά ξεκίνησε µε την επιτυχία του CONAN-
THE BARBARIAN (John Milius-1982) και µέσα σε λίγα χρόνια µόνο ξεπήδησαν άφθονες
παρόµοιες ταινίες µε µυώδεις ήρωες (ή και ηρωίδες ενίοτε) να µάχονται µε πολεµιστές,
µάγους, µάγισσες και διαφόρων ειδών τέρατα (ανάλογα µε το budget βέβαια) σε συνήθως
απροσδιόριστες αρχαίες εποχές. Κάποια από τα φιλµ αυτά µάλιστα βγήκαν πριν βγει το
σήκουελ CONAN THE DESTROYER το 1984, ώστε να κάνουν γρήγορα λεφτά µε την
επιτυχία του πρώτου φιλµ. Πολλές από τις ταινίες αυτές είτε βασίζονταν άµεσα ή έµµεσα
σε βιβλία και κόµικ µε sword n’sorcery περιεχόµενο είτε ήταν παραλλαγές/αντιγραφές του
CONAN. Στο είδος πρωταγωνίστησε κυρίως στα 80’s η Αµερική (RED SONJA, η
BEASTMASTER τριλογία, η DEATHSTALKER τετραλογία, THE SWORD AND THE
SORCERER, KRULL, SORCERESS, BARBARIAN QUEEN 1&2, GOR 1&2, THE
WARRIOR AND THE SORCERESS, FIRE AND ICE, AMAZONS). Είχαµε ωστόσο ταινίες
και από την Ιταλία (ATOR THE FIGHTING EAGLE και THE BLADE MASTER του Joe
D’Amato, IRON WARRIOR του Alfonso Brescia, BARBARIAN MASTER του Michele
Massimo Tarantini, THE BARBARIANS του RuggeroMassimo Tarantini, THE
Deodato, CONQUEST του Lucio Fulci, THE IRONτου
BARBARIANS Ruggero
MASTER Deodato,
του Umberto Lenzi,
HEARTS AND ARMOUR του Giacomo Battiato), που φυσικά δεν είχε ιδιαίτερο πρόβληµα στο είδος, αφού είχε εξασκηθεί στο παρελθόν
εντατικά σε peplum (sword&sandal) φιλµ. Από ασιατική πλευρά, µόνο η Ινδονησία προσέφερε φιλµ σε αυτό το στυλ, βοηθούµενη και από
τοπικά κόµικ θέµατα, µε τα THE WARRIOR 1&2 και THE DEVIL’S SWORD, µε πρωταγωνιστή το Barry Prima. Αν θα µπορούσε να αναζητήσει
κανείς πιο πρώιµες κινηµατογραφικές καταβολές, ίσως υπάρχουν στις κλασικές ταινίες JASON AND THE ARGONAUTS (1963) και CLASH OF
THE TITANS (1981), που φυσικά είναι αξέχαστες χάρη στα ειδικά εφέ και τις απίστευτες ιδέες του Ray Harryhausen, την αγγλική παραγωγή
HAWK THE SLAYER του 1980 και την αγγλο-αµερικανική παραγωγή EXCALIBUR του 1981. Και ναι µεν σήµερα το ρεύµα αυτό ταινιών δεν
υπάρχει πλέον (θεωρητικά εξέπνευσε στις αρχές των 90’s), αλλά αν σκεφτείτε φιλµ όπως το THE 13TH WARRIOR (1999), τη LORD OF THE
RINGS τριλογία (2001-2003), το animated BEOWULF (2007), το CLASH OF THE TITANS (2010), το SOLOMON KANE (2010) και το
επερχόµενο WAR OF THE GODS του Tarsem, τα γεγονότα δε µιλούν για θάνατο αυτής της θεµατικής και απλά το είδος έχει αλλάξει ένδυµα
και µάλιστα διαθέτει και µεγαλύτερο budget... Επιστράτευσα τις αναµνήσεις µου από Tolkien, Moorcock, Conan, Slain και…Manowar και
επέλεξα κάποια αντιπροσωπευτικά δείγµατα του είδους, αφήνοντας βέβαια έξω τα δύο CONAN και τη RED SONJA, που είναι ευρέως γνωστά.
Οµοίως, από τα ιταλικά φιλµ επελεξα µόνο ένα προς το παρόν, γιατί ως γνωστό δεν είµαι ιδιαίτερα ιταλόφιλος και από κάποια (όπως το
BARBARIANS) έχω φρικτές αναµνήσεις, αν και κρατάω κάτι για το δεύτερο τµήµα του αφιερώµατος.

THE BEASTMASTER (Don Coscarelli - USA / 1982)

Κατά γενική οµολογία, το φιλµ αυτό είναι ένα από τα καλύτερα δείγµατα των sword and sorcery κλώνων
του CONAN THE BARBARIAN (βγήκε στα σινεµά µήνες µετά το επιδραστικό φιλµ του John Milius,
εποµένως, παίζει και να µην ήταν ακριβώς αρπαχτή) και αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς πατέρας του
πρότζεκτ ήταν ο Coscarelli, γνωστός φυσικά από τα κλασικά PHANTASM και πιο πρόσφατα για το
BUBBA HO-TEP. O Marc Singer υποδύεται τον ήρωα Dar, του οποίου το χωριό σφαγιάστηκε και
ισοπεδώθηκε από τη στρατιά ενός σατανικού ιερέα που χρησιµοποιεί µαύρη µαγεία. Ο ήρωας διαθέτει
καλή σωµατική διάπλαση, γερές µαχητικές ικανότητες και είναι προικισµένος µε ιδιαίτερες δυνάµεις
επικοινωνίας µε άγρια ζώα, πράγµα που του δίνει στο πλευρό του ένα γεράκι, δύο κουνάβια και ένα
µαύρο τίγρη (όχι πάνθηρα-µιλάµε για τίγρη που τον έβαψαν µάυρο). Η κοκκινοµάλα Tanya Roberts (µία
από τους αγγέλους του Τσάρλυ στα early 80’s) ανήκει σε µια φυλή που υποφέρει από τον ιερέα και τις
ανθρωποθυσίες του και ο ήρωάς µας τελικά εκδικείται, κάνει συµµάχους, ερωτεύεται και ανακαλύπτει
και την πραγµατική του ταυτότητα.
Ναι, το φιλµ είναι ένα µείγµα ιδεών που αντλεί διάσπαρτα στοιχεία από την Κόναν µυθολογία (και την
ταινία εδεχοµένως), τη Lord Of The Rings µυθολογία (πχ.το δαχτυλίδι µε το κατασκοπικό µάτι που φορά
αθώα ένας πιτσιρικάς), τον Οιδίποδα Τύρρανο (βλ.ταυτότητα του ήρωα και τον τυφλωµένο πατέρα του
στο τέλος) και...τη βίβλο (βλ.το σατανικό ιερέα που έχει εµµονές Ηρώδη και θυσιάζει µόνο µικρά
παιδιά). Είναι βασισµένο στη σειρά ιστοριών Beast Master της συγγραφέα φαντασίας Andre Norton,
αλλάζοντάς όµως το περιεχόµενο τόσο που η συγγραφέας δεν ήθελε ούτε αναφορά στα credits. ∆εν
ξέρω λοιπόν αν τα στοιχεία αυτά (δεν περιορίζονται στα παραδείγµατα που σας έδωσα και οι αναφορές
είναι πιο πολλές) είναι ιδέες του Coscarelli ή όχι, αν και κάτι µε πάει προς την πρώτη εκδοχή. Όπως και
να έχει, τα αλλόκοτα αυτά στοιχεία αλλά και όλη η αγάπη που µπήκε στο πρότζεκτ κάνει το φιλµ να
δείχνει ελκυστικότατο. Σίγουρα δεν έχει το budget και την άριστη αισθητική επιµέλεια του CONAN
THE BARBARIAN (ούτε τη µουσική του Βασίλη Πολυδούρη), αλλά είναι κλάσεις ανώτερο από τις
ιταλικές ταινίες του είδους και από τις αµερικανικές και έχει ωραία σκηνικά, καλό καστ και αρκετά
ειδικά εφέ. Φανταστικές οι ιδέες των ηµίγυµνων µαγισσών που έχουν σέξι κορµιά και τερατώδη
πρόσωπα, οι άνθρωποι γεράκια (που µοιάζουν αρχικά µε ζόµπι και προσφέρουν σκηνές απρόσµενου
καθαρόαιµου τρόµου a-la Fulci), τα παλουκωµένα πτώµατα και οι τερατοποιηµένοι µαχητές του µάγου,
που θυµίζουν S+M εκδοχή µονοµάχων ρωµαϊκής αρένας. Υπάρχει επίσης αρκετή δράση, πολλά
στοιχεία φανταστικού και οι ερµηνείες είναι µια χαρά για τα standards του είδους. Ο Singer δεν
επιδυκνύει απλά τους µυς του αλλά καταφέρνει να δώσει και µια αξιοπρεπή ερµηνεία, κάνοντας τον
ήρωα αρκετά συµπαθή (τα καταφέρνει σαφώς καλύτερα από τον Arnie), η Roberts πείθει ως προς
αυτό που πρέπει να κάνει (έχει και σκηνή γυµνόστηθη), ενώ οι Rip Torn και John Amos στους
ρόλους του ιερέα και του µαύρου µαχητή-συµµάχου αντίστοιχα είναι επίσης απολαυστικοί.
Για όσους θέλουν να θυµηθούν το THE BEASTMASTER από τις εποχές που το είδαν είτε στο
σινεµά είτε στην τηλεόραση, το DVD της Anchor Bay προσφέρει µια άριστη ευκαιρία. Και για
όσους τυχόν δεν το έχουν δει, µη σας αποτρέψει η ταµπέλα PG, καθώς διαθέτει σκηνές γυµνού, βίας
και τρόµου που σίγουρα δεν το κάνουν κατάλληλο για παιδάκια. ∆ύο sequel και µία τηλεοπτική
σειρά ακολούθησαν, στα οποία δεν είχε ουσιαστική ανάµειξη ο Coscarelli και θεωρούνται αδιάφορα, µε εξαίρεση σαφώς όσους θέλουν να τα
δουν µε οπτική σκληραγωγηµένου µεν αλλά αχόρταγου σκουπιδοφάγου.

FIRE AND ICE (Ralph Bakshi - USA / 1983)

Animated φιλµ διάρκειας 81 λεπτών και προϊόν συνεργασίας των Ralph Bakshi και Frank Frazetta, που έχει
µείνει κλασικό και µάλιστα χρησιµοποιούσε εκτεταµένα τη µέθοδο του rotoscoping, που στην ουσία
βασίζεται σε κινήσεις ζωντανών ηθοποιών για να δηµιουργήσει µε βάση αυτές ή πάνω σε αυτές κινούµενες
εικόνες. Ο Bakshi είναι επίσης γνωστός για τα animated FRITZ THE CAT, WIZARDS, THE LORD OF
THE RINGS και ο Frazetta για σειρά εξωφύλλων και πόστερ για κόµικ και βιβλία, ταινίες και µουσικά
άλµπουµ (ιδίως rock και metal), κατά βάση µε fantasy περιεχόµενο. To FIRE AND ICE έχει ως θέµα του τη
διαµάχη µεταξύ της φυλής του πάγου, η οποία χρησιµοποιεί µάυρη µαγεία για να υποδουλώσει τα υπαρκτά
βασίλεια της γης, και τη φυλή της φωτιάς, που είναι φιλειρηνική. Στη διαµάχη εµπλέκεται ο ήρωας Larn,
που επέζησε από τη σφαγή του χωριού του από το στρατό της φυλής του πάγου και φυσικά θέλει να πάρει
εκδίκηση, σώζοντας παράλληλα και την νεαρή πριγκήπισσα -ενδεδυµένη µονίµως µε ένα αρκετά οριεντάλ
σούπερ-στρινγκ µπικίνι-, που απήχθη από το βασίλειο της φωτιάς και κρατιέται φυλακισµένη.
Σίγουρα η ιστορία (από το δίδυµο Gerry Conway και Roy Thomas-σεναριογράφοι για πολλά Κόναν κόµικ
και του φιλµ CONAN THE DESTROYER) δεν εντυπωσιάζει και µάλιστα είναι αρκετά απλοϊκή και
ελλειπτική ακόµα και για τα στάνταρ του είδους, αδυνατώντας να αναπτυχθεί σωστά και να ξεδιπλώσει έστω
και στο ελάχιστο τους χαρακτήρες της. Πιο χτυπητό παράδειγµα είναι ο εµβόλιµος χαρακτήρας του µαχητή
Darkwolf, που ενώ είναι εκπληκτικός ως ιδέα, αξιοποιείται ελάχιστα Ωστόσο, από άποψη animation ιδεών και εικόνων το φιλµ είναι
πλουσιότατο. Υπάρχουν σκηνές µαχών που είναι καλοφτιαγµένες, στοιχεία φαντασίας που
είναι έξυπνα και background σκηνικά που
πραγµατικά µαγεύουν. Ναι µεν σε σύγκριση µε
σύγχρονα δείγµατα animation µπορεί το
αποτέλεσµα να δείχνει αρκετά πρώϊµο και
σαφώς έχουµε δει από τότε πιο εξελιγµένα και
εντυπωσιακά δείγµατα rotoscoping (πχ.A
SCANNER DARKLY), αλλά ο Bakshi και η
οµάδα του έκαναν όλη τη δουλειά στο χέρι και
χωρίς βοήθεια εξελιγµένων τεχνολογικών µέσων.
Συνοπτικά, ενά πολύ απλοϊκό στόρυ αλλά όµορφες και καλοφτιαγµένες animation ιδέες
χαρακτηρίζουν το FIRE AND ICE, που σίγουρα έχει ιδιαίτερη θέση στο σύµπαν της sword n’sorcery φιλµογραφίας. Από άποψη τεχνοτροπίας
δεν είναι πολύ µακριά από το animated THE LORD OF THE RINGS (1978) αλλά σαφώς πιο ενήλικο σε περιεχόµενο. Ήταν µάλιστα αρκετά
δυσεύρετο σε κάποια αξιοπρεπή έκδοση, ώσπου η αµερικανική Blue Underground το κυκλοφόρησε σε ένα πλούσιο σε έξτρα διπλό DVD το
2005 (και ξανά σε µονό DVD το 2008).

ATOR, THE FIGHTING EAGLE aka ATOR L’INVINCIBILE / ATOR THE INVINCIBLE (David Hills aka
Aristide Massaccesi - Italy / 1982)

Εδώ έχουµε µια ιταλική παραλλαγή του θέµατος του CONAN THE BARBARIAN, κοµπλέ µε µαύρο κακό µάγο
και ξανθιά αµαζόνα, υπό χειρός του σκηνοθέτη που έδωσε φιλµ όπως τα ANTHROPOPHAGUS, BEYOND
THE DARKNESS, DEATH SMILES AT MURDER, EMANUELLE AND THE LAST CANNIBALS,
IMAGES IN THE CONVENT και EROTIC NIGHTS OF THE LIVING DEAD και µετά σοφά το γύρισε στη
βιοµηχανία του σκληρού πορνό, όταν το ιταλικό σινεµά πέθανε οριστικά. Η ιστορία διαδραµατίζεται σε µια
εποχή που θα µπορούσε να είναι βγαλµένη και από peplum ταινία και µε βάση µια προφητεία ένας νεαρός
µαχητής, ο Ator, θα ολοκληρώσει το έργο του πατέρα του και θα ελευθερώσει τη γη (ή µάλλον τα ιταλικά
στούντιο) από την κυριαρχία της σέκτας της αράχνης. Ο Miles O'Keeffe υποδύεται τον οµώνυµο ήρωα και
οµολογώ πως δεν µου άρεσε ποτέ ως ηθοποιός (είχε παίξει και τον Ταρζάν το 1981), οπότε ούτε εδώ προσφέρει
κάτι το ιδιαίτερο, πέρα από το καλογυµνασµένο του σώµα. Το φιλµ ακολουθεί τον ήρωα από βρέφος ως την
ενηλικίωσή του και επικεντρώνεται στην πορεία του ως το κάστρο της
αράχνης, αφού φυσικά έχει έρθει αντιµέτωπος µε µια µάγισσα σε στυλ
Κίρκης, ορδές ζοµποποιηµένων µαχητών και τυφλούς οπλουργούς και
όλα αυτά µε σκηνικά και εφέ που πείθουν στο ελάχιστο. Πάντως η ταινία
παρακολουθείται ευχάριστα και έχει κάποιες καλές στιγµές, αν
παραβλέψετε πολλές λεπτοµέρειες : τους διαλόγους που είναι για γέλια,
το µαλλί του O’Keeffe που φέρνει προς περµανάντ από hard rock γκρουπ, το soundtrack, όπου στην
αρχή ακούγονται ως και...ελέφαντες (ενώ φυσικά δεν εµφανίζεται κανένας στην ταινία), ένα µικρό
αρκουδάκι που συνοδεύει διαρκώς τον ήρωα, ένα ξεκάρφωτο µουσικοχορευτικό νούµερο, το ότι το µόνο
που κάνει ο κακός µάγος είναι να παίζει βαριεστηµένος µε ταραντούλες, το στρατό του που είναι όλοι κι
όλοι δέκα νοµαταίοι, τους τυφλούς οπλουργούς που προφανώς είναι και εντελώς κουφοί (αφού δεν
ακούν καθόλου το σαµατά που κάνει ο άτσαλος Ator) και το γεγονός πως οι αράχνες πλέκουν τους
ιστούς τους πάνω σε δεµένα σκοινιά...
Υπάρχουν φήµες πως ο Michele Soavi δούλεψε ως κάµεραµάν στην ταινία αυτή, χωρίς όµως να είναι
εξακριβωµένες. Ευχάριστη αλλά όχι συγκλονιστική η cameo παρουσία της Μαύρης Εµανουέλας
αυτοπροσώπως, της Laura Gemser δηλαδή, αλλά δυστυχώς χωρίς σκηνή γυµνού και είναι κρίµα να έχεις
αυτή την κοπέλα σε ταινία που δεν στοχεύει και για Κάννες και να µην τη ξεγυµνώνεις. Η ίδια απουσία
γυµνού αλλά και βίας βέβαια ισχύει και για το υπόλοιπο του φιλµ και πραγµατικά δεν καταλαβαίνω προς
τί αυτή η επιλογή για PG rating, καθώς στις εποχές εκείνες η λογοκρισία δεχόταν πολύ χειρότερα από το
ιταλικό σινεµά. Η Sabrina Siani πάντως που υποδύεται την ξανθιά αµαζόνα-κλώνο της Brigitte Nielsen
είναι εντυπωσιακή και ερευνώντας το βιογραφικό της πρόσεξα πως έχει παρουσία σε ουκ ολίγες ιταλικές
ταινίες µε εκµεταλλευτικό χαρακτήρα και άλλα ιταλικά sword n’sorcery φιλµ. Για όσους θέλουν και
παραπάνω δόση από τον ήρωα πάντως, δύο άτυπα sequel ακολούθησαν, στα οποία ο O’Keefe
υποδύθηκε το χαρακτήρα του Ator και ήταν τα THE BLADE MASTER (πάλι από τον Joe D’Amato ως
David Hills) και το IRON WARRIOR του Alfonso Brescia, ενώ ένα remake που γύρισε ο D’Amato αργότερα είχε άλλο πρωταγωνιστή.

THE WARRIOR AND THE SORCERESS (John C. Broderick - USA & Argentina / 1984)

Sword n’ sorcery παραγωγή της Concorde Films του Roger Corman και συµπαραγωγή µε Αργεντινή,
το ΤΗΕ WARRIOR AND THE SORCERESS είναι τελικά ένα φιλµ που απλά φέρει την ταµπέλα και
κάποια συστατικά του συγκεκριµένου είδους, αλλά στην ουσία είνα…µια spaghetti western ιστορία
που εκτυλίσσεται σε ένα χαµηλού προϋπολογισµού post-apocalypse σκηνικό. Ο David Carradine
υποδύεται τον Dark One, ένα επίλεκτο µαχητή µιας θρησκευτικής σέκτας που καταφτάνει σε ένα
χωριό που µαστίζεται από τη διαµάχη δύο ισχυρών φατριών γύρω από το µοναδικό πηγάδι µε νερό.
Και σε στυλ που θα µπορούσε να θυµίζει ένα Django ή ένα Sartana,o πρωταγωνιστής εµπλέκεται
εναλλάξ και µε τις δύο µεριές, χρησιµοποιώντας διάφορα τεχνάσµατα ώστε να έχει προσωπικό κέρδος (σε νοµίσµατα χρυσού). Μα που είναι τα
sword n’sorcery στοιχεία τότε, µπορεί να διερωτηθεί κανείς. Και αυτό είναι ένα καλό ερώτηµα, καθώς το φιλµ τα παέι καλά ως προς τις µάχες
µε σπαθιά αλλά ως προς τα sorcery στοιχεία έχει πολύ λίγα. Σε αυτά περιλαµβάνονται ένα περίεργο ερπετοειδές πλάσµα που είναι ο σύµβουλος
του ενός προύχοντα του χωριού και ένα κθουλο-ειδές τέρας µε πλοκάµια κλεισµένο σε ένα µπουντρούµι, και
τα δύο φτιαγµένα µε σχεδόν παιδικά ειδικά εφέ. Όσο για τη µάγισσα του τίτλου, την υποδύεται η Αργεντινή
Maria Socas και δεν κάνει τίποτε άλλο από το να παρουσιάζεται ηµίγυµνη. Έχει βέβαια και τροµερό στήθος
και τροµερά οπίσθια και το πρόσωπό της είναι σαν µια πιο λατινοαµερικάνικη εκδοχή της Barbara Steele,
αλλά ο ρόλος της θα µπορούσε να λείπει τελείως, όπως και η λέξη sorceress από τον τίτλο. Ωστόσο η ταινία
αποζηµιώνει µε γερές δόσεις γυµνού από την ίδια τη Socas και πολλές άλλες κοπέλες και το γυµνό
εµφανίζεται µε τον πιο εκµεταλλευτικό τρόπο ακόµα και σε σηµεία που δε χρειάζεται να έχουν ερωτισµό. Ο
Carradine δε φαίνεται και πολύ ενθουσιασµένος µε το ρόλο του και τον
παίζει µε στυλ Clint Istwood σε western του Sergio Leone, αν και
τουλάχιστον στις σκηνές µονοµαχιών τα καταφέρνει καλά.
∆ύο επιπλέον παρατηρήσεις αφορούν η µία το σενάριο και η άλλη τα ειδικά
εφέ : δεν µπορώ να καταλάβω γιατί σε ένα απροσδιόριστο παρελθόν/µέλλον
όλοι οι χαρακτήρες φέρονται τόσο ηλίθια (και εννοώ πως πλην του Dark
One ο πιο έξυπνος χαρακτήρας έχει τουλάχιστον ελαφρά διανοητική
καθυστέρηση και οµοίως καθυστερηµένοι είναι όλοι οι διάλογοι) και επίσης
ενώ τα εφέ του φιλµ είναι άθλια και σχεδόν ανύπαρκτα, µία σκηνή χορού
από γυµνή κοπέλα που έχει δύο ζεύγη µαστών είναι απίστευτα ρεαλιστική
σαν αποτέλεσµα, πράγµα που ίσως σηµαίνει ό,τι δεν υπήρχε επέµβαση εφέ
και η κοπέλα ήταν όντως έτσι? Όπως και να έχει, µιλάµε για ένα σαφώς αδύναµο φιλµ, που έχει ωστόσο κάποια διασκεδαστική ιδιαιτερότητα
(έστω και ακούσια) και τουλάχιστον δεν κρύβει τον εκµεταλλευτικό του χαρακτήρα, δικαιώνοντας το R-rating του µε άφθονο γυµνό. Υπόψιν
πως η Concorde Films ειδικεύτηκε για µια περίοδο σε φτηνά sword n’sorcery φιλµ, καθώς ταινίες όπως τα WIZARDS OF THE LOST
KINGDOM 1&2, BARBARIAN QUEEN 1&2, κάποια από τα DEATH STALKER και το AMAZONS ήταν δικές της παραγωγές. Ο David
Carradine πέθανε τον Ιούνιο του 2009 στη Bangkok (σοφή επιλογή!), µάλλον από υπερβάλλοντα ζήλο σε δραστηριότητα ‘αυτοερωτικής
ασφυξίας’, αφήνοντας πίσω του µία φιλµογραφία όχι τόσο εντυπωσιακή σε ποιότητα αλλά σίγουρα εντυπωσιακή σε όγκο και εύρος ταινιών.
Μάλιστα είχε συµµετοχές σε πολλές ταινίες εκείνη την περίοδο, οι οποίες κυκλοφόρησαν µετά το θάνατό του (µία από αυτές είναι το TRUE
LEGEND του Yuen Woo Ping).

BARBARIAN QUEEN (Hector Olivera - USA & Argentina / 1985)

Μπορεί να είδαµε νωρίτερα την ίδια χρονιά το θηλυκό αντίστοιχο του Κόναν στη RED SONJA, αλλά
το θέµα είναι σίγουρα πιασάρικο και έτσι οι παραγωγοί της Concorde Films τσίµπησαν την καυτή Lana
Clarkson, την έντυσαν µε γούνινα βρακάκια, την έγδυσαν και λίγο και φυσικά της έδωσαν και σπαθί,
χρίζοντάς την βασίλισσα των βαρβάρων στο φιλµ αυτό. Γυρισµένο από τον Hector Olivera, που έχει
µακρά θητεία ως σκηνοθέτης και παραγωγός στο αργεντίνικο σινεµά, το BARBARIAN QUEEN
αφηγείται την περιπέτεια της νεαρής Amethea, που τη µέρα
του γάµου της ο στρατός ενός τυραννικού πολέµαρχου
εισβάλλει στο χωριό της, το καταστρέφει, σφαγιάζει όσους
αντιστέκονται και παίρνει τους υπόλοιπους (µαζί και τον
παρά λίγο άντρα της) για σκλάβους. Η Amethea, µαζί µε
άλλες δύο κοπέλες µαχήτριες του χωριού, ξεκινούν αγώνα
για να βρουν τους συγχωριανούς τους, να τους
απελευθερώσουν και να εκθρονίσουν τον τύραννο, που
ταλαιπωρεί ολόκληρη την περιοχή.
Χµ, σπαθιά και µάχες υπάρχουν και µάλιστα σε αφθονία, αν
και η πειστικότητα των µαχών είναι αρκετά αµφίβολη. Τα
sorcery στοιχεία είναι που απουσιάζουν τελείως, κάνοντας το BARBARIAN QUEEN ένα τετριµµένο
b-movie δράσης σε αρχαία εποχή. Τουλάχιστον υπάρχει λίγο αίµα και άφθονο γυµνό, τόσο από ένα
κάρο κοπέλες (που αποτελούν το χαρέµι του τύραννου
και των ιδιωτικών µονοµάχων του) όσο και από την
ίδια την Clarkson, που έχει και µια κλασική πλέον σκηνή βασανισµού (ενδεδυµένη µόνο από τη
µέση και κάτω µε...µπικίνι εσώρουχο) πάνω σε µία ράµπα, από ένα τυπάκο που θα ταίριαζε πιο
πολύ σε κάποιο φουτουριστικό φιλµ τύπου DELICATESSEN ή ACCION MUTANTE.
Παρόµοια σκηνή εξάλλου υπάρχει και στο σήκουελ BARBARIAN QUEEN 2 : THE
EMPRESS STRIKES BACK... Τουλάχιστον η κοπέλα είναι όχι µόνο κουκλάρα αλλά παίζει και
µε πάθος το ρόλο της και η ταινία είναι αρκετά πιο φροντισµένη από το THE WARRIOR AND
THE SORCERESS, καθώς και πιο πολλές εναλλαγές σκηνικών διαθέτει και πιο πολλά
κουστούµια και γενικώς πιο πειστικά στάνταρ παραγωγής. Η Amethea αλλάζει αρκετές
ενδυµασίες (βουκολικό νυφικό, προβιά, ρωµαϊκό µανδύα, σετ φωτογράφησης tribal εσωρούχων
και γυµνόστηθη), µε κορυφαία αυτήν του φινάλε, όπου ντυµένη µε µαχητική leather στολή που
αναδεικνύει άριστα και το στήθος και τα οπίσθιά της δίνει την τελική µάχη εναντίον του
πολέµαρχου και των στρατιωτών του. Η Lara Clarkson ήταν µοντέλο και ηθοποιός σε φτηνές πάντα παραγωγές και µετά από το ρόλο της στο
sword n’ sorcery φιλµ DEATHSTALKER ταυτίστηκε µε το είδος και έπαιξε σε αρκετές τέτοιες ταινίες, ώσπου το ρεύµα πήρε οριστικό
κατήφορο και έτσι έριξε και την καριέρα της σε τριτοκλασάτες επιλογές. Το Φλεβάρη του 2003 είχε άδοξο τέλος, καθώς βρέθηκε νεκρή από
πυροβολισµό στο σπίτι του γνωστού µουσικού παραγωγού Phil Spector, ο οποίος και καταδικάστηκε τελικά για το φόνο της. ∆ε νοµίζω πάντως
να υπάρχει κάποιος που να είδε νεαρός το πόστερ του BARBARIAN QUEEN που παραθέτω και εδώ και να µην τον ψάρωσε, άσχετα µε το αν η
ταινία τελικά δεν αποδίδει τα αναµενόµενα.
END OF PART 1…
LOVE EX POSURE (S ion Sonno - 2008)

Με δύο προηγούµενες ταινίες του Sion Sonno έχουµε ασχοληθεί στο παρελθόν στο zine, το SUICIDE
CIRCLE και το EXTE, ενώ έχω δει και άλλες δουλειές του, όπως τα STRANGE CIRCUS, NORIKO’S
DINNER TABLE και HAZARD και κακώς δεν έχω γράψει γι’αυτές. Πρόκειται για ένα αρκετά
παραγωγικό και ιδιαίτερο σκηνοθέτη, που το 2008 ωστόσο αποφάσισε να υλοποιήσει ένα όραµα σε
πολύ µεγαλύτερη κλίµακα µε το LOVE EXPOSURE. Όταν έσφιξα τα δόντια και ξεκινησα τη θέαση
(το φιλµ διαρκεί 237 λεπτά και ήµουν αποφασισµένος να το τελειώσω µε µία αδιάκοπτη θέαση),
κατάλαβα τελικά γιατί αποθεώθηκε σε όσα διεθνή φεστιβάλ παίχτηκε και ψηφίστηκε καλύτερη ταινία
του 2009 (γιατί τότε πήρε διανοµή στη ∆ύση) από έγκυρα sites που κατέχουν άριστα το ασιατικό
σινεµά, όπως το Midight Eye και το Twitch. Στην ουσία πρόκειται για µια ιστορία αγάπης, αλλά
δωσµένη µέσα από ενα πρίσµα χαοτικό, καθώς από τη µία έχουµε ένα νεαρό που είναι γιος καθολικού
παππά και µετατρέπεται σε ...upskirt φωτογράφο και από την άλλη µία κοπέλα που την κακοποιούσε
σεξουαλικά ο πατέρας της και µισεί τους άνδρες. Στις ζωές τους εµπλέκεται η παραθρησκευτική
οργάνωση Zero Church και το παρακλάδι της - και εταιρία παραγωγής πορνό- Bukkake Sha,
περνώντας τα δύο παιδιά από ένα ταξίδι σχεδόν Jodorowski-κών προεκτάσεων, µε τελικό προορισµό
την αυτογνωσία και την ανακάλυψη της πραγµατικής αγάπης.
Το µεγάλο ερώτηµα προφανώς είναι αν µια τέτοια ιστορία άξιζε ανάπτυξη σε 237 λεπτά. Και η αποψή
µου είναι πως σίγουρα όχι, αλλά από την άλλη η θέαση του τεράστιου σε διάρκεια αυτού φιλµ δε µε
κούρασε καθόλου και οι άφθονες ιδέες του και ο γρήγορος ρυθµός του κρατούν το ενδιαφέρον διαρκώς
ζωντανό. Μάλιστα, αν µε τις προηγούµενες ταινίες του ο Sonno επιχειρούσε να
ψυχογραφήσει τη σύγχρονη Ιαπωνία µε έναυσµα κάποια κεντρικά θέµατα, εδώ το
πετυχαίνει µε τον πιο πλήρη τρόπο, δίνοντας όλα τα χαρακτηριστικά αυτού του έθνους και
κυρίως της νεολαίας µε µορφή ακτινογραφίας. Μοναξιά, αποξένωση, καταπίεση,
διαλυµένες οικογένειες, οικογενειακή βία, νεανική εγκληµατικότητα, σεξουαλική σύγχιση,
αναζήτηση ταυτότητας και χίλια-δυο
άλλα θέµατα παρουσιάζονται έξυπνα
µέσα στο LOVE EXPOSURE. Επίσης
έχουµε αναφορές στο παρελθόν του
ιαπωνικού cult σινεµά (ιδίως τις κλασικές
FEMALE CONVICT SCORPION ταινίες
και άλλα φιλµ όπως τα SUKEBAN DEKA), ερωτισµό που δε δείχνει µεν γυµνό αλλά είναι
άκρως φετιχιστικός και αφοπλιστικά ειλικρινής και ξεσπάσµατα αιµατηρής βίας που θυµίζουν
τα λουτρά αίµατος των ταινιών του Takashi Miike. Σε όσους άρεσε έστω και µία από τις
προηγούµενες ταινίες του σκηνοθέτη, το φιλµ αυτό είναι ένα άριστο δώρο, ενώ και στους τυχόν
αµύητους θα µπορούσε να είναι µια ιαπωνική διαστρέβλωση της AMELIE, καθώς αφήνει το
ίδιο γλυκόπικρο συναίσθηµα. Να προσθέσω επίσης πως οι ερµηνείες όλου του καστ (κατά βάση
νεανικού) είναι εξαιρετικές και τα κορίτσια µε τις µαθητικές στολές και τα coseplay συνολάκια
δίνουν και παίρνουν, καίγοντας καρδιές ασταµάτητα. Η αµέσως επόµενη δουλειά του Sonno
ήταν το UNTIL THE LIGHT TAKES US, που είναι ένα ντοκιµαντέρ για την black metal σκηνή της Νορβηγίας (πράγµα που δείχνει πως ο
άνθρωπος αυτός δε θα σταµατήσει ποτέ να µας εκπλήσσει) και η πιο πρόσφατή του το COLD FISH, υπό τη σκέπη της Sushi Typhoon.

HOUSE aka HAUSU (Nobuh iko O bayashi - 1977)

Σαρωτικό cult hit της εποχής του στα ιαπωνικά σινεµά και εξαιρετικά δυσεύρετο για πολλά χρόνια στη
βαθειά νυχτωµένη ∆ύση, το HOUSE δέχτηκε επιτέλους την καταξίωση που του αξίζει, σε ένα
χορταστικότατο DVD από την Eureka. Επτά γλυκύτατες µαθήτριες πηγαίνουν για καλοκαιρινές διακοπές
στο σπίτι της θείας της µίας από την παρέα. Η θεία είναι πλέον γερασµένη και καθηλωµένη σε αναπηρικό
καροτσάκι, αλλά τα πράγµατα δεν είναι ακριβώς αθώα, καθώς οι κοπέλες αρχίζουν µία-µία να
εξαφανίζονται, ενώ παράλληλα η θεία αυξάνει τη δύναµή της, βοηθούµενη από την αλλόκοτη γάτα της
αλλά και όλα τα αντικείµενα και τους χώρους του σπιτιού, που φαίνονται να απειλούν σοβαρά τα
κορίτσια.
Ναι, πρόκειται για ένα φιλµ µεταφυσικού τρόµου αλλά το σενάριό του είναι πολυσυλλεκτικό και θυµίζει
ιδέες που είδαµε αργότερα σε καθαρόαιµα εφηβικά manga και anime (βλ.τις πιο ανάλαφρες στιγµές των
στούντιο Ghibli ή και την...Candy Candy), ταινίες παραδοσιακού ιαπωνικού τρόµου (βλ.GHOST CAT
OF OTAMA POND, KURONEKO), slapstick horror&gore (βλ.Herschell Gordon Lewis) και ιδέες
γοτθικού τρόµου (βλ.Roger Corman και Mario Bava). Οµοίως πολυσυλλεκτική είναι και η σκηνοθεσία
και το µοντάζ, στα οποία βρίσκουµε τεχνικές δανεισµένες από γερµανικό εξπρεσσιονισµό, ψυχεδελικές
ταινίες των 60’s και γαλλικό νέο κύµα όσο και ιδέες που εµφανίστηκαν σε φιλµ όπως το SUSPRIRIA
(κοµπλέ µε εκκωφαντικό progressive rock µουσικό θέµα-και τα δύο φιλµ βγήκαν την ίδια χρονιά, οπότε
βγάλτε άκρη) και αργότερα το EVILDEAD του Sam Raimi (δαιµονισµός ρολογιού και πιάνου, κοµµένα
ανθρώπινα µέλη που ίπτανται), µαζί µε πλάνα που τοποθετούνται σε ζωγραφισµένες µακέτες και δίνουν ένα έντονο καρτούν αέρα στο
περιεχόµενο. Και φυσικά έχουµε πολλές ιδέες που
στην ουσία συνδυάζουν vampire horror µε yokai
monster horror, βγαλµένες από την πλουσιότατη στο
θέµα ιαπωνική παράδοση.
Φυσικά το αν το HOUSE θα αρέσει ακόµα και στους
φίλους του ιαπωνικού σινεµά τρόµου είναι καθαρά
θέµα προσωπικού γούστου, καθώς δεν είναι ένα
συµβατικό horror φιλµ και δεν ακολουθεί στεγανά.
Ωστόσο το ανάλαφρο ύφος του και ο ανορθόδοξος και καρτουνίστικος τρόπος κινηµατογράφησής
του συµβαδίζουν µε σκηνές αρκετά φρικιαστικές και αιµατηρές και ιδίως στο φινάλε του παίρνει
ένα καθαρά ντελιριακό χαρακτήρα, που ανταγωνίζεται άνετα τα EVILDEAD 1&2 και BRAINDEAD σε αιµατηρή υστερία. Εποµένως, από τα
πρώτα του µόλις λεπτά είτε θα το λατρέψετε και µε το τέλος του θα ουρλιάξετε για ένα χαµένο αριστούργηµα είτε από την αρχή θα σας φανεί
ανάλαφρο και µε το τέλος του θα µιλήσετε για µια άνιση και σχιζοφρενική ταινία. Όπως και να έχει, είναι ένα cult διαµάντι διαθέσιµο επιτέλους
σε ένα ευρύτερο κοινό για να το δει και να το κρίνει. Ο Obayashi, που µε το φιλµ αυτό έκανε το ντεµπούτο του, δεν επικεντρώθηκε αργότερα
στο σινεµά τρόµου και οι πιο γνωστές ταινίες του ήταν τα pink φιλµ DRIFTING CLASSROOM και SADA.

DE TROIT METAL CITY aka DE TROITO METARU S HITI (Toshio Lee - 2008)

Συνήθως δεν αναφέρω πολύ αναλυτικά την υπόθεση µιας ταινίας, αλλά εδώ οφείλω να το κάνω, για
να δώσω να καταλάβετε περισσότερα για τους λόγους του ενθουσιασµού µου. Ένας συνεσταλµένος
και χαζοχαρούµενος - στα όρια του θηλυπρεπούς - νεαρός από την επαρχεία πηγαίνει στο Τόκυο για
να σπουδάσει και να ακολουθήσει το όνειρό του, που είναι να γίνει επαγγελµατίας µουσικός, αφού
αγαπά τη γλυκανάλατη ποπ. Αντ’αυτού όµως καταλήγει µέσω µιας άτυχης επιλογής frontman των
Detroit Metal City, που είναι µια ποζεράδικη σατανική metal µπάντα, µε πολύ ακραίο image,
µισανθρωπική και µισογυνιστική ιδεολογία και επίσης ακραίες εµφανίσεις. Φυσικά ο ήρωάς µας δεν
είναι ευτυχισµένος έτσι και προτιµά να παίζει τη κοριτσίστικη ποπ του µε την κιθάρα του και να
ερωτευτεί µια συµφοιτήτριά του, αλλά οι Detroit Metal City εξελίσσονται σε ένα πραγµατικό θρύλο
για τη µουσική σκηνή της Ιαπωνίας, άσε που η manager του συγκροτήµατος φροντίζει ώστε κανένας
να µην εγκαταλείψει το σκοπό της, που είναι ο ενθρονισµός του γκρουπ ως βασιλιά της παγκόσµιας
metal σκηνής. Και όταν µια τροµερή ευκαιρία για να συµβεί αυτό τελικά προκύπτει (καθώς ο
αµερικανός metal θρύλος Jack Il Dark αποφασίζει να αποχωρήσει από το προσκήνιο και πριν το
κάνει προκαλεί όλες τις µεγάλες metal µπάντες του κόσµου σε µουσικά deathmatches), o
πρωταγωνιστής πρέπει να παλέψει µε τον εαυτό του και να κάνει την κρίσιµη επιλογή.
Βάση της ταινίας είναι το οµώνυµο manga κόµικ
που κυκλοφόρησε από το 2005 και πήρε το όνοµά
του από το single των KISS, Detroit Rock City.
Εκεί που το φιλµ πετυχαίνει φλέβα χρυσού είναι
στο ό,τι δίνει µε άριστο τρόπο τη σύγκρουση του κεντρικού ήρωα µε τον εαυτό του (αφού οι
δύο ταυτότητές του αγγίζουν τα όρια της σχιζοφρένειας), µε ζεστή και ανθρώπινη ιστορία
αλλά και ξεκαρδιστική κωµωδία. Οι ερµηνείες τόσο του πρωταγωνιστή όσο και του
υπόλοιπου καστ (µε τα µάτια να πέφτουν λάγνα στην µάνατζερ του γκρουπ, που είναι
ντυµένη τελείως φετιχιστικά και ξεστοµίζει διαρκώς ατάκες πως ‘µόνο το metal την κάνει να
υγραίνεται’) είναι πολύ καλές και έτσι τα κωµικά gags και το δράµα δένουν υποδειγµατικά.
Μην ξεχάσω να αναφέρω πως το ρόλο του Jack Il Dark παίζει ο Gene Simmons των KISS.
Μουσική φυσικά υπάρχει άφθονη και τα show των DMC είναι εντυπωσιακά, έχοντας αυτή την kitsch παράνοια που χαρακτηρίζει τον ήχο και
την εικονογραφία του ιαπωνικού rock και metal. Συνοπτικά, όσοι αγαπούν το σύγχρονο ιαπωνικό σινεµά και όσοι αγαπούν (ή αγαπούσαν
κάποτε) το metal και το ροκ γενικότερα, θα ευχαριστηθούν τροµερά, θα γελάσουν εγκάρδια και θα συγκινηθούν και ίσως ξεγελαστούν και
κάνουν και λίγο headbanging. Υπόψιν πως ο πρωταγωνιστής Ken’ichi Matsuyama είναι ο ηθοποιός που έπαιζε τον ασυνήθιστο ντετέκτιβ L στην
τριλογία των DEATH NOTE ταινιών και συµµετέχει στο καστ του επερχόµενου NORWEGIAN WOOD του Tran Anh Hung (µεταφορά του
οµώνυµου βιβλίου του Haruki Murakami).

HORSE WOMAN DO G aka uma to onna to inu / poach ing by the water (Hi sayasu Sato - 1990 )

Έχουµε καταπιαστεί σε παλαιότερα τεύχη µε τρεις αντιπροσωπευτικές ταινίες αυτού του ακραίου Ιάπωνα
σκηνοθέτη (LOLITA : VIBRATOR TORTURE, WIFE
COLLECTOR, NAKED BLOOD) και το επεισόδιό του για την
ανθολογία RAMPO NOIR, που καταδεικνύουν περίτρανα την
άνεσή του να κινείται µε τροµερά αποτελέσµατα τόσο στο σινεµά
του νοσηρού και βίαιου ερωτισµού όσο και σε αυτό του κλινικού
splatter. Το HORSE WOMAN DOG ανήκει στην πρώτη
κατηγορία και είναι µια απ'τις µεταγενέστερες ταινίες του
αιρετικού Sato,διαθέτοντας έτσι εντονότερο "γυάλισµα" και
λιγότερες πειραµατικές διαθέσεις. Μια οµάδα ανθρώπων (τρεις
άνδρες και µια dominatrix γυναίκα που φαίνεται να τους
καθοδηγεί) κακοποιούν σεξουαλικά και βασανίζουν δύο
κοπέλες,εξασκώντας πάνω τους άφθονες ερωτικες διαστροφές. Τί περιλαµβάνει το µενού των παραφιλιών
που παρελαύνουν στα 60 λεπτά αυτού του φιλµ? Βιασµούς, θάψιµο στην άµµο, µαστιγώµατα, νεκροφιλία
και κτηνοβασία (µε σκύλο και άλογο παρακαλώ, όπως εξάλλου υποδηλώνει και ο τίτλος). Σε καθαρόαιµο Wakamatsu στυλ όµως (αυτός
εξάλλου αποτελεί τον προπάτορα του είδους), η δεύτερη κοπέλα-θύµα ερωτεύεται ένα από τους άνδρες και το ζευγάρι στο τέλος παίρνει την
εκδίκησή του, σκοτώνοντας τους υπόλοιπους που εµποδίζουν το ειδύλλιο να στεριώσει.
Αυτό που µένει µετά τη θέαση του HORSE WOMAN DOG είναι η αίσθηση ότι αποµακρύνεται από
τον πειραµατικό χαρακτήρα και το σχεδόν ασφυκτικό κλίµα των πιο κακόφηµων ταινιών του Sato
και ακολουθεί µια πιο "ξερή" πορνό αισθητική. Μην ξεγελαστεί κανείς όµως και νοµίσει οτι
πρόκειται για µια συνηθισµένη S+M τσόντα από αυτές που υπάρχουν στα βιντεοκλάµπ, καθώς οι
σκηνές της είναι ωµότατες και αρκετά γραφικές, ακόµα και αυτές µε τα ζώα (όπου έχουµε αρκετό
πιξέλιασµα στα επίµαχα σηµεία, εκτός απ'τη θρυλική σκηνή της εκσπερµάτωσης του αλόγου πάνω
στην κοπέλα, που είναι µη λογοκριµένη). Το µόνο κακό του φιλµ είναι πως ενώ περιέχει
αποσπασµατικές σκηνές πολύ δυνατές και αρρωστηµένες, δε φτάνει τον ασφυκτικό και ενοχλητικά
νοσηρό χαρακτήρα των ενός LOLITA : VIBRATOR TORTURE και έτσι φαίνεται πιο αδύναµο σαν
σύνολο. Παρόλα αυτά, ξεχωρίζει από συνηθισµένα ιαπωνικά bondage/ψευτο-torture XXX πορνό
της αρπαχτής, γιατί έχει την σήµα-κατατεθέν κλινική και απίστευτα ψυχρή άποψη του Sato
(κάνοντας έτσι το φιλµ δυο φορές πιο ενοχλητικό στη θέαση) και διαθέτει και άποψη και υπόθεση
(την τελευταία πολύ περισσότερο θα καταλάβαινα βέβαια αν η κόπια που είδα διέθετε αγγλικούς υπότιτλους). Επίσης ο Sato δίνει ενδιαφέροντα
πλάνα που παραπέµπουν στο SALO του Pasolini και έχουν µια σκοπτοφιλική torture porn αισθητική. Και πάλι δυστυχώς, µε λαµπρή εξαίρεση
τα NAKED KIILER, THE BEDROOM και RAFUREISHA που κυκλοφόρησαν σε DVD στη ∆ύση, το υπόλοιπο έργο του Sato µένει
καταδικασµένο στην αφάνεια και προσβάσιµο στα µάτια λίγων µόνο φίλων του ακραίου σινεµά, κυκλοφορώντας στους κύκλους των traders
µόνο σε πειρατικές και µη υποτιτλισµένες κόπιες.

I.D. aka IDO (Kei Fujiwara - 2005)

Την Kei Fujiwara ίσως τη θυµάστε από το συµπρωταγωνιστικό ρόλο της στο κλασικό πλέον TETSUO :
IRON MAN και αργότερα από το ORGAN, το οποίο και σκηνοθέτησε. Μετά έπεσε στην αφάνεια και ως
εκ τούτου η επόµενή της ταινία, το I.D. έµεινε για αρκετά χρόνια άγνωστη, ώσπου κυκλοφόρησε σε
αµερικανικό και αγγλικό DVD. Το φιλµ αυτό θα µπορούσε να είναι η φυσική συνέχεια του ORGAN και
εκτυλίσσεται σε ένα σφαγείο γουρουνιών, του οποίου το αφεντικό
αλλά και όλοι οι εργαζόµενοι είναι βρωµεροί, διαταραγµένοι και µε
πολύ σοβαρά ψυχολογικά και διανοητικά προβλήµατα. Εκεί
βρίσκεται και ένας άνδρας που λόγω απώλειας µνήµης έχει ξεχάσει
το παρελθόν του και µέσα σε αυτό τον πνιγηρό χώρο δέχεται
σταδιακά µια αλλαγή που φτάνει τα όρια του σουρεαλισµού,
τραβώντας µαζί του και όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες.
Η ταινία έχει µη-συµβατική αφηγηµατική µορφή, χωρίζεται σε
αρκετά κεφάλαια µε αυτόνοµους τίτλους και στην αρχή ξεγελά πως
πρόκειται για ένα arthouse φιλµ µε αρκετά έντονες θεατρικές
επιρροές (η Fujiwara εξάλλου έχει θεατρικό background και
αξιοποιεί ηθοποιούς από τη θεατρική της οµάδα και σε αυτή την
ταινία). Όσο προχωρά όµως, παίρνει πιο ντελιριακό, απόκοσµο και µακάβριο χαρακτήρα και
κορυφώνεται σε ένα αγριότατο και βουτηγµένο στην υπερβολή φινάλε, που ανταγωνίζεται αυτό του ORGAN.
Η αλλόκοτη συµπεριφορά των σχεδόν ψυχοπαθών χαρακτήρων συνοδεύεται µε πολλές ακραίες σκηνές αλλά
και εξωφρενικά splatter εφέ, όπου αίµα, εντόσθια, εµετός, λίπη και ακαθόριστα άλλα υγρά και µάζες κρέατος
γίνονται ένα αηδιαστικό σύνολο. Υπάρχει επίσης σεξουαλική παραφιλία (οφθαλµολαγνεία, τρανσβεστισµός,
βιασµός) και οι σχετικές σκηνές εκτυλίσσονται πάλι στους χώρους του σφαγείου, δίνοντας ένα ακόµα πιο
νοσηρό αποτέλεσµα. Πραγµατικά δεν ξέρω πως ακριβώς να περιγράψω αυτή την ταινία, αλλά όσοι έχουν δει
το ORGAN δε θα τους ξενίσει καθόλου, αν και το I.D. είναι ακόµα πιο πειραµατικό και η πλοκή του είναι
πολύ πιο αφαιρετική. Ίσως µια πιο συµπαγής αφήγηση να έδινε ένα πιο σφιχτό αποτέλεσµα, αλλά αυτό σε
τελική ανάλυση θα αποδυνάµωνε τον αλλόκοτο χαρακτήρα της ταινίας, η οποία µε την παρούσα µορφή της
δίνει την εντύπωση πως είναι γυρισµένη από ένα σχιζοφρενικό άτοµο και µε τρόφιµους ψυχιατρείου στο
καστ. Απλά αν του δώσετε χρόνο να ξετυλιχθεί, θα απολαύσετε την κάθοδο στην παράνοια και θα το ευχαριστηθείτε. Μετά από αυτό το φιλµ, η
Fujiwara έχει εξαφανιστεί τελείως και δεν µπορώ να εντοπίσω συµµετοχή της πουθενά, που σηµαίνει ότι προφανώς έχει αφιερωθεί στις
θεατρικές της δραστηριότητες.

S INS OF SIS TER LUCIA aka S UDOJO LUCIA : KEGASU (K oyu Ohara - 1978)

Nunsploitation σινεµά µε καθαρόαιµη ιαπωνική γεύση από τα στούντιο της Nikkatsu, η οποία µε την εφεύρεση των roman porno (romantic
pornographic) ταινιών στα 60’s και 70’s έλαβε γερό εµπορικό και οικονοµικό boost. Ούτε εγώ θυµάµαι σε πιο τεύχος του zine είχα κάνει το
αφιέρωµα στο nunsploitation είδος (µαζί µε πολλά λάθη για τις ιταλικές
συµµετοχές) αλλά όσοι έχετε δει έστω και µία ταινία του ρεύµατος, δεν
περιµένετε εκπλήξεις τόσο ως προς το σενάριο όσο και ως προς τις σκηνές που
περιέχει το φιλµ. Μια νεαρή κοπέλα (Yuki Nohira, βλ.και WET ROPE
CONFESSION) χάνει την παρθενιά της από τον καθηγητή που της διδάσκει
αγγλικά στο σπίτι και όταν πιάνεται επ’αυτοφόρω από τον πλούσιο µπαµπά,
στέλνεται απευθείας σε µοναστήρι µε καθολικές καλόγριες. Η κοπέλα είναι
τελείως ατίθαση και όταν σταδιακά ανακαλύπτει την υποκρισία και τις
διαστροφές των άλλων καλογριών (πχ.λεσβιακά ζευγάρια στις τάξεις των
κοριτσιών, πριβέ ‘αγιασµοί’ της ηγουµένης µε ένα υπερήλικο άνδρα ιερέα και επίσης πριβέ όργια του
ιερέα µε νεαρές καλόγριες, υπό το βλέµµα της ηγουµένης), ξεσπά και αντιδρά. ∆εν µπορεί βέβαια να
διαφύγει και την δένουν µε ιµάντες στο ‘δωµάτιο συµµόρφωσης’. Έλα όµως που η µοίρα φέρνει δύο
δραπέτες από µια κοντινή φυλακή στο µοναστήρι και η παρουσία τους βοηθά την επαναστάτρια νεαρή να
χρησιµοποιήσει τους δύο άντρες και να βάλει µπρος ένα δαιµόνιο σχέδιο, ώστε να ρίξει ολόκληρο το
µοναστήρι στην ακολασία και να αποκαλύψει την πραγµατική φύση των καλογριών…
Το SINS OF SISTER LUCIA έχει έξυπνες ιδέες
και αρκετά δυνατό θηλυκό χαρακτήρα στον
κεντρικό ρόλο (πράγµα που συνέβαινε συχνά µε
roman porno ταινίες της συγκεκριµένης εταιρίας)
και έτσι έχουµε µεν ένα exploitation φιλµ αλλά µε
καλό σενάριο και παιχνιδιάρικη διάθεση, χωρίς να
γίνεται τόσο ανάλαφρο όσο πχ.το BEHIND
CONVENT WALLS του Walerian Borowczyk. Η
κατάδειξη γυµνής σάρκας και σκηνών soft-core
σεξ είναι σε αφθονία, οι κοπελιές του καστ καλύπτουν πραγµατικά όλα τα γούστα από άποψη ιαπωνικών
σωµατότυπων και φυσικά ο καθαρά ιαπωνικός τόνος στο θέµα δίνεται µε αρκετή βιαιότητα και φετιχισµό
στις σκηνές σεξ. Και σε µιά αρκετά βλάσφηµη σκηνή που τιµά το φιλµ που στην ουσία ξεκίνησε το είδος
του nusnploitation σινεµά (το THE DEVILS του Ken Russel), οι απελευθερωµένες πλέον καλόγριες δένουν την ηγουµένη πάνω στο σταυρό και
η ηρωίδα πειράζει το αιδοίο της µε τη µύτη µιας ξύλινης µάσκας µε πρόσωπο µάγισσας. Το φινάλε ωστόσο του φιλµ φέρνει τα πάντα ανάποδα,
µε ένα πολύ ωραίο και απαισιόδοξο twist. Σίγουρα το SCHOOL OF THE HOLY BEAST του µάστορα Norifumi Suzuki παραµένει η πιο δυνατή
nunsploitation ταινία από την Ιαπωνία (ξεπερνώντας σε ακραίες ιδέες τα οµοεθνή SINS OF SISTER LUCIA, WET ROPE CONFESSION,
CLOISTERED NUN: RUNA’S CONFESSION), αλλά το φιλµ αυτό του Koyu Ohara είναι µια άξια προσθήκη στη συλλογή τόσο των φίλων του
ρεύµατος αυτού ταινιών όσο και των οπαδών της Nikkatsu και των roman porno ταινιών. ∆ιαθέσιµο σε DVD από τη Mondo Macabro, µαζί µε
ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ντοκιµαντέρ για τη Nikkatsu και άφθονα sexploitation trailers.

NIGHT OF THE CREEPS (Fred Dekker - USA / 1986)

Με αρκετή χαρά πήρα το DVD του NIGHT OF THE CREEPS όταν το βρήκα µπροστά µου, καθώς το είχα
δει αρκετά χρόνια πριν στην τηλεόραση και οι µνήµες µου ήταν κάπως θολές. Το φιλµ αυτό ήταν το
ντεµπούτο του κυριου Fred Dekker, που ήταν ο σεναριογράφος του αµερικανικού HOUSE, αργότερα θα
γύριζε τα THE MONSTER SQUAD και ROBOCOP 3 και ένα επεισόδιο για το τηλεοπτικό TALES FROM
THE CRYPT, ενώ για τη σειρά εργάστηκε και ως σεναριογράφος. Η ταινία ξεκινά σε ένα εξωγήινο
διαστηµόπλοιο, όπου ένας εξωγήινος φυγάς πετά έξω από το σκάφος µία κάψουλα µε δείγµα ενός
απόρρητου πειράµατος. Αµέσως µετά η ταινία γίνεται ασπρόµαυρη και βρισκόµαστε στο 1959, όπου η
κάψουλα µε µορφή κοµήτη προσγειώνεται στην ύπαιθρο µιας µικρής αµερικανικής πόλης και ένας νεαρός
πληρώνει την περιέργειά του, δεχόµενος ένα σκουληκοειδές εξωγήινο
παράσιτο στο στόµα του. Cut, µεταφορά στο 1986 και σε έγχρωµο φιλµ
πλέον και δύο nerds κάνουν τη χοντρή γκάφα να απελευθερώσουν το
σώµα του άτυχου νεαρού από ένα θάλαµο κρυόστασης, µε αποτέλεσµα
τα παράσιτα να εξαπλωθούν, µετατρέποντας τους ξενιστές τους σε
ζόµπι. Ο επιθεωρητής Cameron (Tom Atkins, πολύ οικεία 80’s
φυσιογνωµία, αν και θα σπάσετε το κεφάλι σας να θυµηθείτε έστω και
µία ταινία που τον έχετε ξαναδει) έχει σχέση µε τα περιστατικά που
διαδραµατίστηκαν στο παρελθόν και πονοκεφαλιάζεται από την εύρεση πτωµάτων που έχουν τα κεφάλια
τους ανοιγµένα στα δύο. Τελικά αναγκάζεται να συµµαχήσει µε τον ένα από τους δύο nerds για να εξοντώσει τα παράσιτα και τους ξενιστές
τους και να µπορέσει και ο νεαρός να σώσει την κοπέλα που έχει ερωτευτεί.
Το ιδιαίτερο µε το NIGHT OF THE CREEPS είναι πως είναι ένας συνδυασµός sci-fi µε
zombie και slasher φιλµ (για το τελευταίο συστατικό υπάρχει µια αρκετά έξυπνη υποπλοκή)
και παράλληλα είναι παρωδία του είδους. Οι κινηµατογραφικές αναφορές είναι πάρα πολλές
και περιλαµβάνουν τα ονόµατα των χαρακτήρων που έχουν όλοι επίθετα σκηνοθετών
(Cronenberg, Romero, Landis, Raimi κλπ), κλιπάκια από το PLAN 9 FROM OUTER SPACE
και άλλα πολλά, που δένουν σε µια ταινία που είναι καθαρά 80’s ως προς τα συστατικά αλλά
έχει ένα παλιοµοδίτικο retro αέρα µαζί. Υπάρχουν και πολύ ενδιαφέροντα ειδικά εφέ αλλά
και splatter, µαζί µε καλοπροαίρετη κωµωδία, απολαυστικούς χαρακτήρες και ένα
πλουσιότατο 80’s soundtrack, κάνοντας έτσι τη θέαση πολύ συγκινητική. Βάλτε Ed Wood
και Ted Mikels µαζί µε Brian Yuzna και Sam Raimi στο µπλέντερ, ανακατέψτε και χτυπήστε
τους και έτσι προκύπτει το NIGHT OF THE CREEPS, που σίγουρα έχει ιδιαίτερη θέση στις καρδιές των
νοσταλγικών φανς του σινεµά φανταστικού. Παρόµοιο αποτέλεσµα πέτυχε ο Dekker και στο THE MONSTER
SQUAD που γύρισε την επόµενη χρονιά, αν και δυστυχώς δεν συνέχισε το όραµά του στο µέλλον, προσφέροντας και
άλλες δουλειές σε αυτό το ξεχωριστό στυλ.
Προσωπικά facts και αναµνήσεις : την ταινία την είχα δει έφηβος στην τηλεόραση (µάλλον από τον ANT1) και µε
είχε ξαφνιάσει µε τα είδη που έµπλεκε και τα pulp horror εφέ της, παρά τα κωµικά της στοιχεία. ∆εν την πέτυχα ξανά
από τότε, ώσπου βρήκα ανέλπιστα το νέο DVD της Sony, που περιέχει µάλιστα το αυθεντικό (και καθαρά Ed Wood-
ικό) τέλος που ήθελε ο σκηνοθέτης και δεν υπήρχε στο αρχικό φιλµ, καθώς το απέρριψαν οι παραγωγοί.

A SERBIAN FILM aka SRPSKI FILM (Srdjan Spasojevic - Serbia / 2010)

Μιας και η ταινία αυτή απευθύνεται κατά 99% σε αντρικό κοινό, φανταστείτε πως είστε ένας ξεπεσµένος
πορνοστάρ και µια µέρα ένας πλούσιος τύπος σας κάνει προσφορά µε πάρα πολλά λεφτά να
πρωταγωνιστείτε σε δικές του πορνό παραγωγές, µε τον όρο πως δε θα γνωρίζετε ποτέ από πριν το σενάριο
ή τίποτε για τα γυρίσµατα. Tα πρώτα σας γυρίσµατα γίνονται σε ένα έρηµο ορφανοτροφείο και σας
αναγκάζουν σε στοµατικό σεξ από µια γυναίκα, ενώ σε δύο οθόνες µπροστά παίζουν πλάνα από ένα
ανήλικο κορίτσι που τρώει παγωτό. Ακόµα και αν δεν είστε ο πιο έξυπνος άνθρωπος στον κόσµο και το πιο
χρήσιµο πράγµα στο βιογραφικό σας είναι το πουλί σας υποπτεύεστε πως κάτι δεν πάει καλά και αυτή είναι
η αλήθεια και για τον πρωταγωνιστή του A SERBIAN FILM, που µπλέκει σε µια ιστορία πολύ χειρότερη
από ό,τι φανταζόταν ποτέ του.
Το φιλµ αυτό ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία από µια χώρα που δεν έχει παράδοση στο σινεµά τρόµου και από
ένα σκηνοθέτη που ντεµπουτάρει σε ταινία µεγάλου µήκους και δεν τον είχε ακούσει πριν κανένας. Με την
ταινία του όµως αυτή θα ταρακουνήσει για τα
καλά τα νερά στο διεθνή κύκλο του ακραίου
σινεµά, προκαλώντας αντίκτυπο τουλάχιστον
ανάλογο µε αυτό του γαλλικού MARTYRS. Το
σενάριο του φιλµ δεν είναι τελείως απρόβλεπτο
βέβαια και µπορεί κανείς από την αρχή να µαντέψει που πηγαίνει η υπόθεση, αν και
κάποια νοσηρά twists στο τέλος σίγουρα κολλάνε στον τοίχο. Αυτό όµως που
συγκλονίζει είναι ο τελείως ασυµβίβαστος χαρακτήρας του, καθώς καταβροχθίζει
torture porn φιλµ όπως το HOSTEL και arthouse shockers όπως το OLDBOY και δίνει
σειρά από σοκαριστικές σκηνές, βουτηγµένες σε ένα κλίµα άρρωστο, καταθλιπτικό,
απαισιόδοξο αλλά και ρεαλιστικό. Υπάρχει άφθονο γυµνό και σκηνές σεξ (οι κοπέλες µάλιστα είναι ωραιότατες), θέµατα ταµπού που σπάνε µε
τον πιο ωµό τρόπο, αρκετή βαναυσότητα, φαλλοκρατισµός και ως κερασάκι στην τούρτα σκηνές splatter µε απίστευτα καλοφτιαγµένα
χειρόπρακτα gore εφε. Μία σκηνή µάλιστα µου έφερε στο νου το NEKROMANTIK 2 και ο τρόπος της εµµονής της κάµερας στο gore θυµίζει
καλές εποχές που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Βάλτε σε όλα αυτά µια τροµερή ερµηνεία από τον πρωταγωνιστή Srdjan Todorovic, µια µεστή
και µοντέρνα σκηνοθεσία και ένα σκοτεινό ηλεκτρονικό soundtrack που προκαλεί εφιάλτες και έχετε αµέσως το καλύτερο φιλµ του 2010. Να
τονίσω επίσης πως οι ακραίες σκηνές δεν υπάρχουν απλά για να σοκάρουν και εδώ η βία λειτουργεί
στο τέλος καθαρτικά, χωρίς να θέλω να αναλύσω περαιτέρω νοήµατα, γιατί όσοι ψάχνουν ή
κατασκευάζουν κρυµµένα νοήµατα στο τέλος δεν προσέχουν καν τις ταινίες που βλέπουν. Το A
SERBIAN FILM ήδη έχει προκαλέσει κάποιο σούσουρο (είχε και 3σέλιδη παρουσίαση στο
Fangoria) και µε το που θα παιχτεί στα προγράµµατα γνωστών φεστιβάλ όπως το Fantasia θα έχει
ακόµα µεγαλύτερο αντίκτυπο. Προβλέπεται σίγουρα απαγόρευση σε χώρες όπως η Αγγλία (όπου
κόπηκε από το πρόγραµµα του London Frightfest λόγω επέµβασης του BBFC) και ατυχήµατα αν
παιχτεί σε ανυποψίαστα φεστιβάλ και ανυποψίαστο κοινό, όπως το ελληνικό καλή ώρα. Οµοίως και
µε DVD κυκλοφορία ενδέχεται να έχει προβλήµατα και η µόνη διαθέσιµη κόπια ως τώρα είναι ένα
screener copy που µπορείτε να βρείτε στο ίντερνετ.
Πολλές φορές έχω γράψει πως µία ταινία δίνει γροθιές ή χαστούκια ή κλωτσιές, αλλά το A
SERBIAN FILM δίνει -µετά συγχωρήσεως- π*****σκάµπυλα προς κάθε κατεύθυνση και δεν υπολογίζει τίποτα απολύτως. Εγγυηµένη µάλιστα
η αποχώρηση γυναικών λόγω νοσηρότατης σκηνής στη µέση του φιλµ περίπου, αν βέβαια δεν έχουν αποχωρήσει νωρίτερα, καθώς το όλο θέµα
µόνο φεµινιστικό δεν είναι.

THE DESCENT : PART 2 (Jon Harris - UK / 2010)

Sequel στο αρκετά δυνατό και πετυχηµένο φιλµ του κύριου Neil Marshall, ο οποίος όµως εδώ δεν είναι σκηνοθέτης και έχει αναλάβει πόστο
παραγωγού, αφήνοντας τη σκηνοθεσία στον άνθρωπο που µόνταρε µεταξύ άλλων το THE DESCENT, το EDEN LAKE και πιο πρόσφατα το
KICK ASS. Και σαν sequel, για το φιλµ αυτό έπρεπε να επιλέξουν να ξεκινήσει είτε από το φινάλε της αυθεντικής αγγλικής εκδοχής του
πρώτου φιλµ (όπου πρακτικά κανένας χαρακτήρας δεν βγήκε στην επιφάνεια) είτε από το φινάλε της αµερικανικής εκδοχής, που έδειχνε το
χαρακτήρα της Sarah Carter να έχει ξεφύγει από τις σπηλιές. Έξυπνα λοιπόν η ιστορία προτιµά τη δεύτερη εκδοχή και η κοπέλα µεταφέρεται µε
προσωρινή απώλεια µνήµης στο νοσοκοµείο. Η αστυνοµία όµως ψάχνει και τις υπόλοιπες κοπέλες της αποστολής και η πρωταγωνίστρια
αναγκάζεται να επιστρέψει στο υπόγειο σύµπλεγµα από σπηλιές, µαζί µε δύο αστυνοµικούς και µία οµάδα σπηλαιολόγων. Φυσικά τα εφιαλτικά
και σαρκοφάγα πλάσµατα που κατοικούν και κυνηγούν εκεί περιµένουν πως και πως φρέσκο κρέας και ένα
ανελέητο παιχνίδι επιβίωσης ξεκινά για άλλη µια φορά.
Το DESCENT 2 είναι πάρα πολύ πιστό στο πνεύµα και την αισθητική του προκατόχου του, πράγµα που είναι
αυτόµατα θετικό για sequel µιας πολύ πετυχηµένης ταινίας. Έχει κλειστοφοβική και απειλητική ατµόσφαιρα,
είναι έξυπνα γυρισµένο και µεταδίδει ένταση και γνήσιο τρόµο. Αυτά δεν είναι τυχαία, καθώς έχει
επιστρέψει όλη σχεδόν η τεχνική οµάδα του πρώτου φιλµ και υπάρχει και επίβλεψη του Marshall. Υπάρχει
βέβαια µια σηµαντική διαφορά, που ίσως ενοχλήσει κάποιους. Ποντάρει πιο πολύ στα τέρατα και τις σκηνές
τρόµου από ό,τι το πρώτο φιλµ και λιγότερο στους χαρακτήρες, που είναι κάπως πιο στερεότυποι αυτή τη
φορά. Αυτός ο συνδυασµός του 100% θηλυκού και δυναµικού
καστ που είχε η πρώτη ταινία, οι σχέσεις µεταξύ τους και η
κάθοδός τους στα έγκατα της φρίκης έκανε τελικά τον
ψυχολογικό αντίκτυπο του φιλµ τόσο δυνατό και αυτό το
πράγµα λείπει από το sequel. Ωστόσο, οι εκτεταµένες σκηνές
εµφάνισης των τεράτων είναι καλοδεχούµενες και µαζί µε αυτές
και το splatter που αρµόζει στην περίσταση, µε τα ξεσκίσµατα
σάρκας να είναι στην πρώτη γραµµή. Από τις άτυχες κοπέλες
του πρώτου φιλµ επιστρέφουν δύο, η µία είναι η ξανθούλα
Shauna Macdonald και η άλλη η θεά Natalie Mendoza (έχει και ασιατικά γονίδια, γι’αυτό και βγήκε
κουκλάρα), που δίνουν για άλλη µια φορά δυνατές ερµηνείες και έχουν και τον απαραίτητο
τσαµπουκά για να αντιµετωπίσουν τους ‘crawlers’. Όσο για τα εφέ των πλασµάτων, το αποτέλεσµα
είναι πολύ καλό και χωρίς CGI και επιπλέον στο φινάλε εµφανίζεται και το alpha male της αγέλης,
που είναι µεγαλύτερο σε µέγεθος και αποτελεί κάτι παραπάνω από απειλητικό αντίπαλο. Φανς του
πρώτου φιλµ θα επενδύσουν φυσικά άφοβα - παρόλο που δεν θα υπάρχει πλέον το στοιχείο της έκπληξης - και για τους υπόλοιπους θα είναι µια
αρκετά καλή και χορταστική horror θέαση, που θα δώσει έξτρα πόντους στην πρόσφατη αναγέννηση του βρεττανικού σινεµά τρόµου.

THE COTTAGE (Paul Andrew Williams - UK / 2008)

Τελικά η Αγγλία τείνει να δηµιουργήσει άριστη σχολή στις horror/splatter κωµωδίες και το THE
COTTAGE εντάσσεται σε µια οµάδα που περιλαµβάνει τα SHAUN OF THE DEAD, HOT FUZZ,
SEVERANCE, DOGHOUSE και LESBIAN VAMPIRE KILLERS. Ένα δίδυµο όχι και τόσο
επαγγελµατιών απαγωγέων (ο ένας είναι ο Andy Serkis, γνωστός φυσικά ως Gollum στα LORD OF THE
RINGS και ο άλλος ο Reece Shearsmith, που εµφανιζόταν και στο SHAUN OF THE DEAD), µεταφέρουν
µία κοπέλα (Jennifer Ellison, τυπική ξανθούλα Αγγλίδα στη φάτσα αλλά µε φονικό κορµί) σε ένα
επαρχιακό χωριό, ώστε να ζητήσουν λύτρα από τον πατέρα της, που είναι βέβαια βαρόνος της νύχτας. Στο
κόλπο είναι και ένα τρίτο άτοµο, που είναι ο ο αδερφός της κοπέλας και όταν φτάνει και αυτός στην
τοποθεσία, ακολουθούµενος κρυφά από δύο ασιάτες µπράβους του πατέρα του, κάνει την εµφάνισή του
ένας απρόσκλητος καλεσµένος. Πρόκειται για ένα εύσωµο και γεροδεµένο πλην φρικτά παραµορφωµένο
στο πρόσωπο χωρικό, που τελικά αποδεικνύεται κάτι ανάµεσα στον Jason Vorhees και τον Leatherface και
κανονίζει τους απρόσµενους επισκέπτες µε τους πιο βάρβαρους και αιµατηρούς τρόπους.
Το THE COTTAGE στο πρώτο περίπου του µισό εκτυλίσσεται
σαν καταστασιακή κωµωδία και τα καταφέρνει πολύ καλά, χάρη
σε καλογραµµένους χαρακτήρες, έξυπνους διαλόγους και δυνατές
ερµηνείες από το καστ, µε το πρωταγωνιστικό δίδυµο Serkins-
Shearsmith να δείχνει γερή χηµεία. Από τη στιγµή που τα φονικά του παραµορφωµένου χωρικού
ξεκινούν, εξελίσσεται σε ένα slasher comedy, που έχει και γερό gore και ωραίες slapstick ιδέες και
ανταγωνίζεται σχεδόν το αµερικανικό HATCHET. Όσο για τα ειδικά εφέ, µε µεγάλη χαρά βλέπουµε
αρκετές και πολύ δυνατές σκηνές splatter (βγαλµένα άντερα, κόψιµο...πατούσας, φτυάρι σε κεφάλι και
ακόλουθο κόψιµο του κεφαλιού στα δύο, ξερίζωµα κεφαλιού µαζί µε τη σπονδυλική στήλη) και
µάλιστα φτιαγµένες µε 100% χειροποίητα εφέ και χωρίς CGI βοήθεια. ∆ε διαθέτει και το µεγαλύτερο
bodycount που έχουµε δει ποτέ σε slasher φιλµ αλλά τα φονικά του δε λυπούνται την αιµατηρή κατάδειξη και έχουν ακραίες ιδέες. Μην ξεχάσω
και µία ευχάριστη cameo εµφάνιση από τον Doug Bradley (τον Pinhead της HELLRAISER
δυναστείας), ως χωρικό µε ένα σκυλί, σε µια σκηνή που δεν ταιριάζει και πολύ στο σενάριο αλλά είναι
καλοδεχούµενη. Σαφώς πιο καλοδεχούµενο βέβαια είναι το απίστευτο στήθος της Jennifer Ellison,
που -αν και δεν υπάρχει ίχνος γυµνού- σίγουρα βγάζει µάτι και ταιριάζει γάντι µε το ρόλο της ως
αθυρόστοµου, τσαµπουκαλεµένου και κακοµαθηµένου πλουσιοκόριτσου. Και φυσικά σε εποχές που
τόσο horror κωµωδίες (βλ.DEAD AND BREAKFAST, DEAD AND DEADER) έχουν απογοητεύσει
όσο και σύγχρονα slasher (βλ.τα FRIDAY THE 13TH και HALLOWEEN 2 remake) έχουν
σοβαρότατη έλλειψη splatter, το THE COΤTAGE πετυχαίνει και σαν κωµωδία και σαν slasher φιλµ
και προσφέρει 90 διασκεδαστικά και απολαυστικά λεπτά, βάζοντας τα γυαλιά σε αντίστοιχες
αµερικανικές απόπειρες. Μη σας αποτρέψει το τετριµµένο και κάπως χαζό εξώφυλλο της
αµερικανικής DVD εκδοσης, καθώς η ταινία δεν έχει καµία σχέση µε τα Β’ διαλογής φτηνά φιλµ που κυκλοφορούν µε το τσουβάλι στην
Αµερική από εταιρίες όπως η Dimension Extreme. Εγγυηµένη απόλαυση ακόµα και για πολύ δύσκολους!

CARGO (Ivan Engler - Switzerland / 2009)

Κι όµως, έχουµε ένα φουτουριστικό sci-fi φιλµ από την Ελβετία, όσο παράξενο και αν ακούγεται αυτό. Η ιστορία διαδραµατίζεται στο µακρινό
µέλλον, όπου το περιβάλλον της γης έχει σχεδόν καταστραφεί και όσοι έχουν την οικονοµική δυνατότητα µεταφέρονται ως άποικοι σε ένα
πλανήτη που ονοµάζεται Rhea. Κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι µια νεαρή γιατρός, που ξεκινά ένα
µακρινό ταξίδι µε φορτηγό διαστηµόπλοιο, ώστε να µαζέψει χρήµατα και να µεταβεί και αυτή στη Rhea,
που βρίσκονται ήδη η αδερφή της και τα ανήψια της. Έλα όµως που τα πράγµατα δεν είναι τόσο ειδυλλιακά
και υπάρχουν αρκετά µυστικά τόσο σε σχέση µε το διαστηµόπλοιο και την αποστολή του όσο και σε σχέση
µε τη Rhea.
Το CARGO είναι ένα φιλµ επιστηµονικής φαντασίας που δεν κρύβει τις επιρροές του (James Cameron,
Riddley Scott και λίγο από Tarkowski) και σίγουρα δεν πρόκειται να κολλήσει κανένα στον τοίχο τόσο από
άποψη σεναρίου όσο και από άποψη εικόνων. Ωστόσο, είναι ενθαρρυντικό το ότι αξιοποιεί σωστά το
budget του (που δεν ήταν και πολύ υψηλό ακόµα και για standards µεγάλων ευρωπαϊκών παραγωγών) και
δένει καλά τις επιρροές του σε ένα προσεγµένο και ενιαίο σύνολο. Τα ειδικά εφέ και τα διαστηµικά settings
είναι ικανοποιητικά και κάποιες σκηνές αρκετά
κλειστοφοβικές και δηµιουργούν πειστική
ατµόσφαιρα. Φανς όµως ταινιών όπως τα ALIEN, το
EVENT HORIZON και το PANDORUM θα
απογοητεθούν, καθώς το CARGO δε φέρνει
αντιµέτωπο το πλήρωµα της πτήσης µε τέρατα ή κάτι
το υπερφυσικό αλλά χτίζει την ιστορία του γύρω από
ένα κεντρικό ανθρωπιστικό/οικολογικό µήνυµα. Αυτό
σηµαίνει πως δεν υπάρχουν σκηνές δράσης, πράγµα που µπορεί να κάνει κάποιους να
βαρεθούν. Προσωπικά, το παρακολούθησα µε ενδιαφέρον, καθώς έχει µια αρκετά πιο
καθαρή ευρωπαϊκή προοπτική και δεν ποντάρει σε macho χαρακτήρες που µάχονται στο
διάστηµα ή στα έγκατα ενός διαστηµόπλοιου. Η πρωταγωνίστρια Anna-Katharina Schwabroh γράφει ωραία στην οθόνη και προφανέστατα πάνω
της στηρίζεται η ταινία, ενώ οι υπόλοιποι χαρακτήρες δεν είναι και τίποτε το ιδιαίτερο, µε εξαίρεση το χαρακτήρα του sky marshal που
συνοδεύει την πτήση. Καλοδουλεµένο και φιλότιµο sci-fi, που αξίζει µια θέαση από τους οπαδούς του είδους, αν και δεν πρόκειται να
συγκλονίσει ή να συζητηθεί ιδιαίτερα. Να τονίσω επίσης πως το φιλµ είναι γυρισµένο στα γερµανικά, κάτι που από µόνο του δίνει ένα
ξεχωριστό τόνο στην παρακολούθηση, ιδίως για τους γερµανόφιλους.

PANIC BEATS aka LATIDOS DE PANICO (Jacinto Molina - Spain / 1983)

O Paul Naschy πέθανε το 2009, αφήνοντας πίσω του µια πλούσια φιλµογραφία µε ταινίες που
αντιπροσώπευσαν άξια το eurohorror σινεµά, κυρίως µε τους ρόλους του ως Waldemar Daninsky σε
λυκανθρωπικά φιλµ όπως τα NIGHT OF THE WEREWOLF και WEREWOLF SHADOW, ενώ έχει
υποδυθεί το ∆ράκουλα, τον καµπούρη του νεκροτοµείου, τον εξορκιστή παπά, τη µούµια, τον
ιεροεξεταστή και ό,τι άλλο µπορείτε να φανταστείτε από την εικονογραφία του σινεµά τρόµου. Στο
PANIC BEATS (το οποίο σκηνοθέτησε και µε το πραγµατικό του όνοµα) υποδύεται ένα αρχιτέκτονα
παντρεµένο µε µια πλούσια γυναίκα, η οποία όµως έχει σοβαρό πρόβληµα καρδιάς και ως εκ τούτου ο
γιατρός συµβουλεύει το ζεύγος να µετακοµίσουν στο οικογενειακό εξοχικό του σύζυγου στη γαλλική
επαρχεία, ώστε η υγεία της να βελτιωθεί. Από την αρχή τα πράγµατα δε φαίνονται πολύ φυσιολογικά,
καθώς στο σπίτι η γηραιά υπηρέτρια λέει ιστορίες για ένα πρόγονο από το µεσαίωνα, τον Alaric de
Marnac (που ως χαρακτήρας εµφανίστηκε στο HORROR RISES FROM THE TOMB του 1972 και ο
οποίος σε πινακα είναι φυσικά φτυστός ο Naschy), που σκότωσε τη γυναίκα του και δύο εξώγαµα παιδιά
της επειδή τον απατούσε. Επιπλέον, η ανηψιά της υπηρέτριας που µένει και αυτή στο σπίτι είναι ένα
πρώτης τάξης τσουλάκι, ενώ αργότερα
αποκαλύπτεται πως και ο Naschy είναι µεγάλος
παγαπόντης, καθώς όχι µόνο κάνει κίνηση µε το
κορίτσι αλλά έχει και δεσµό µε µια πιο παλιά του
ερωµένη. Τα πράγµατα γίνονται ακόµα πιο
περίπλοκα όταν µακάβρια περιστατικά αρχίζουν να συµβαίνουν στο σπίτι και φαίνεται πως
το φάντασµα του προγόνου είναι ξανά σε δράση. Ή µήπως είναι όλα σχέδιο της ξεπεταγµένης
µικρής? Ή µήπως έχει βάλει το χέρι του ο Naschy, για να πάρει την πλούσια κληρονοµιά?
Όπως και να έχει η εξέλιξη, έχουµε να κάνουµε µε ένα γοτθικό θρίλερ µυστηρίου µπερδεµένο
µε µεταφυσικές πινελιές, που έχει όλα τα συστατικά τα οποία περιµένουµε από µία ισπανική
ταινία της εποχής και ιδίως µια ταινία του Naschy : ατµοσφαιρικά settings, σκηνές µε νεκροταφείο,
ξωκλήσι και πυκνή οµίχλη, γυµνό (από τρεις κοπέλες συνολικά), ξεσπάσµατα µε αίµα και (µη
πειστικό µεν, ζουµερότατο δε) splatter και ένα κεντρικό ρόλο χτισµένο πάνω στο Naschy, που εδώ δεν
υποδύεται κάποιο τέρας αλλά ένα συνηθισµένο - πλην παγαπόντη - άνθρωπο. Η ηθοποιός που
υποδύεται τη νεαρή κοπέλα είναι η Paquita Ondiviela (βλ.φωτό), έχει πρόσωπο και κορµί που
µεταδίδουν µια άγουρη και σχεδόν εφηβική οµορφιά και
από µόνη της αρκεί για να σηκώσει όλο το αισθησιακό
βάρος της ταινίας. Κρίµα που δεν έπαιξε σε κάποια
women-in-prison τανία του Jess Franco, ώστε να την
κρατά επί 90 λεπτά τσίτσιδη αλλά έστω και εδώ λάµπει τόσο µε το κορµί της όσο και το πρόσωπό
της. ∆εν πρόκειται σίγουρα για την καλύτερη ταινία του Ισπανού βετεράνου, καθώς και από
σεναριακή και τεχνική άποψη έχει ατέλειες, ωστόσο η δέουσα ατµόσφαιρα υπάρχει και ο
εκµεταλλευτικός τόνος δίνεται σε τακτά διαστήµατα (από την εναρκτήρια σεκάνς κιόλας, που είναι
ξεδιάντροπα εκµεταλλευτική), µε σκηνές γυµνού και αιµατηρής βίας. Οµολογώ πως έχω αρκετά
κενά στη µεγάλη φιλµογραφία του Naschy, αλλά βλέποντας έστω και µε καθυστέρηση δεκαετιών
ταινίες όπως αυτή, νοιώθω µια τροµερή ζεστασιά και συνειδητοποιώ πως παρόλο που οι Ισπανοί δεν είχαν ποτέ την τεχνική κατάρτιση των
Ιταλών, σε φυσικά σκηνικά και 70’s-80’s horror ατµόσφαιρα µε συγκινούν και µε µαγεύουν πιο πολύ.

SZAMANKA aka THE SHAMAN / CHAMANKA (Andrzej Zulawski - Poland, France & Switzerland / 1996)

∆υστυχώς δεν είµαι γνώστης της φιλµογραφίας του Zulawski και έχω δει µόνο το κλασικό
POSSESSION, φοβούµενος στις υπόλοιπες ταινίες του έντονα art στοχεία, στα οποία ξέρετε πως είµαι
αθεράπευτα αλλεργικός. Έλα όµως που µε το SZAMANKA όχι µόνο δεν απογοητέυθηκα αλλά κόλλησα
στον τοίχο. Για την κριτική αυτή µάλιστα φοράω ξανά καιρό το µανδύα του ξεδιάντροπου προβοκάτορα
και προκαλώ όποιον τον ελκύει το ακραίο σινεµά να δει αυτό το φιλµ. Η ‘Ιταλίδα’ (µόνο έτσι
αναφέρεται σαν χαρακτήρας) είναι µια νεαρή φοιτήτρια µε εµφανέστατο πρόβληµα ψυχικής διαταραχής
(µαζί µε νυµφοµανία) που κάνει σχέση µε τον κατά αρκετά χρονάκια µεγαλύτερο καθηγητή της στην
ανθρωπολογία. Ο καθηγητής έχει και αυτός τα δικά του προβλήµατα και µάλιστα έχει εµµονή µε τη
µούµια ενός άντρα που προφανώς ήταν σαµάνος, τον οποίο η οµάδα του βρήκε θαµµένο και τον ερευνά.
Η εξέλιξη και η (ολέθρια) κορύφωση της ερωτικής τους σχέσης καταγράφεται σε µια Βαρσοβία που
δείχνει γοητευτικά καταθλιπτική και γεµάτη µε αρρωστηµένους και άθλιους χαρακτήρες, µε το ζευγάρι
να έχει κάνει τη σχέση του ένα ακραίο ερωτικό παιχνίδι χωρίς όρια. Από το σηµείο που έρχεται η πρώτη
ερωτική σκηνή (όχι πολύ ώρα από την έναρξη του φιλµ) και ντύνεται µε ένα απίστευτο κοµµάτι µε βάση
επιβλητικά µιλιταριστικά κρουστά, ο σκηνοθέτης κάνει εµφανείς τις προθέσεις του και δεν τις διαψεύδει
ούτε στιγµή ώς το παρανοϊκό και απαισιόδοξο φινάλε.
Το SZAMANKA ανήκει στην ουσία στην κατηγορία των ερωτικών arthouse shockers που κοσµούνται
από φιλµ όπως το THE NIGHT PORTER και το EMPIRE OF THE SENSES και οι σκηνές σεξ είναι
συχνότατες, πολύ τολµηρές αλλά και πρωτότυπα γυρισµένες.
Υπάρχει αρκετή ένταση, παράνοια, φετιχισµός, βίαια
ξεσπάσµατα και ήπιο S+M και µάλιστα µε µεγάλη συχνότητα. Το φιλµ είναι βασισµένο σε σενάριο
µιας φεµινίστριας πολωνέζας, που είχε απορριφθεί από την πολωνική τηλεόραση, λόγω τολµηρού
περιεχοµένου, ενώ και η ταινία τελικά είχε πολλά προβλήµατα στη διανοµή της. Η πρώτη αποκάλυψη
της ταινίας ακούει στο όνοµα Iwona Petry, που υποδύεται την ‘Ιταλίδα’ και µάλιστα είναι η πρώτη της
παρουσία ως πρωταγωνίστρια, καθώς ήταν µοντέλο και φοιτήτρια κοινωνιολογίας και την εντόπισε ο
ίδιος ο Ζουλάφσκι, επιµένοντας να παίξει στην ταινία. Η κοπέλα είναι µια πραγµατική θεά, έχει
πρόσωπο, κορµί και γενική παρουσία που κολάζει και άγιο και εύχοµαι να ακολουθήσει πορεία
ηθοποιού και στο µέλλον, γιατί ο ερωτισµός της ξεπερνά µε άνεση ακόµα και τα πιο δυνατά χαρτιά
των ευρωπαίων γυναικών του χώρου, όπως η Monica Bellucci (που παρόλα αυτά πλέον περνάει σε
στάδιο milf, οπότε ανήκει σε άλλο επίπεδο). Και αν σας έχει εντυπωθεί ο ρόλος της Adjani στο
POSSESSION, η κοπελιά εδώ υποδύεται ένα ακόµα πιο τραβηγµένο και ψυχωτικό χαρακτήρα. Η
δεύτερη αποκάλυψη είναι το µουσικό score του κύριου Andrzej Korzynski, που είχε κάνει και το score
του POSSESSION. Εδώ, πρακτικά µε δύο µόνο βασικά θέµατα και κάποιες παραλλαγές τους όχι µόνο
γεµίζει την ταινία µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο αλλά και την ενισχύει καταλυτικά, κάνοντας τη
θέαση του SZAMANKA µια εξαιρετικά δυνατή οπτικο-ακουστική εµπειρία. Η ταινία δεν έχει πάρει
κυκλοφορία σε DVD ούτε στην Πολωνία ούτε στη Γαλλία και ο µόνος τρόπος να τη δείτε είναι από το
ρωσσικό DVD είτε κατεβάζοντάς την από το ίντερνετ, φροντίζοντας φυσικά να έχει υπότιτλους,
καθώς οι διάλογοι είναι στα πολωνικά (στο ρωσσικό DVD είναι ντουµπλαρισµένοι στα γαλλικά).
Κλάσεις ανώτερο, πιο ρεαλιστικό και πιο έντονο σαν εµπειρία τόσο από το POSSESSION όσο και
από το υπερεκτιµηµένο ANTICHRIST ή και πολλά πρόσφατα ιαπωνικά roman porno φιλµ, το SZAMANKA σηκώνει περίφανα τη σηµαία του
ευρωπαϊκού σινεµά και ο Ζουλάφσκι δείχνει τι ακριβώς σηµαίνει να κάνεις ερωτικό σινεµά στις εποχές µας.

NEWS,
NEWS, UPCOMING FILMS & DIRTY TALK

► Remake του θρυλικού Cat.III φιλµ SEX AND ZEN (1992) θα ετοιµαστεί στο Χ.Κονγκ και µάλιστα
τρισδιάστατο και σε XXX εκδοχή. Το 3-D SEX AND ZEN : EXTREME ECSTASY (βλ.promo φωτό) θα
έχει πρωταγωνίστριες τις Γιαπωνέζες Yukiko Suo και Saori Hara και κάποιες άλλες κοπελιές από
Ταϊβάν, Ιάπωνα στο ρόλο του scholar και υπόσχεται καυτή δράση σε τρεις διαστάσεις, µε φόντο την
αρχαία Κίνα. Το ίδιο εξάλλου έκανε και το παλιό φιλµ, που ήταν βέβαια δισδιάστατο και σε soft-core
µορφή και το remake αυτό θα είναι υπό τη σκέπη της εταιρίας One Dollar Production του Stephen Siu,
παραγωγού επιτυχιών όπως τα THE FLIRTING SCHOLAR, KING OF BEGGARS, THE ICEMAN
COMETH κλπ. Και για όσους απορούν γιατί όχι ντόπιοι στο καστ, υπενθυµίζω πως στην βιοµηχανία
θεάµατος του Χ.Κονγκ όποια κοπέλα και όποιος άντρας ‘λερώσει’ το βιογραφικό του µε πορνό ταινία,
δεν έχει καµία ελπίδα να πάρει ρόλο σε mainstream ταινία ή τηλεπαραγωγή στο µέλλον. Άσε που οι
µισές ηθοποιοί, τραγουδίστριες κλπ εκεί προβάλλουν συνεχώς ότι είναι καλά κορίτσια, αν και αυτό
έσκασε λίγα χρόνια πριν µε το σκάνδαλο των πιπεράτων φωτωγραφιών που ενέπλεκαν τον Edison
Chen, τη Cecilia Chung και τη µία κοπελιά των TWINS…
► Ως...µοναχός σε βουδιστικό µοναστήρι κλείστηκε οικειοθελώς ο Ταϋλανδός Tony Jaa µετά την
ολοκλήρωση του ONG BAK 3, που ελπίζουµε να µην µας παιδέψει πολύ ώσπου να βγει σε DVD.
Καλή τύχη στον εκκεντρικό martial arts σταρ στη νέα φάση της ζωής του (ίσως τον κυνηγούν οι
ταϋλανδέζικες τριάδες και κρύβεται ή απλά ψάχνει επιφώτηση) και του ευχόµαστε να την παλέψει...
Κριτική του ONG BAK 3 θα υπάρχει στο επόµενο τεύχος.

► To review blog ενός φίλου και συµπολεµιστή στο χώρο προτείνω ανεπιφύλακτα σε όσους
θέλουν µία έξτρα καλή µατιά στο διεθνές horror/sci-fi/action/sleaze/cult σινεµά και θα το βρείτε στη
διεύθυνση http://maestroknowsbest.blogspot.com. Θα βρείτε σύντοµα µεν αλλά απολαυστικά
reviews και για νέες και για παλιές ταινίες, διαθέσιµες είτε σε DVD είτε µόνο σε VHS, γραµµένα µε
κέφι και γνώσεις στα είδη που καλύπτονται.

► Από άποψη σήκουελ, περιµένουµε τα JEEPERS CREEPERS 3, SILENT HILL 2, HOSTEL 3


(κατά πάσα πιθανότητα χωρίς συµετοχή του Eli Roth) και το remake του I SPIT ON YOUR
GRAVE. Επίσης Οκτώβρη θα προβληθεί (στα αµερικανικά σινεµά τουλάχιστον) το έβδοµο SAW
VII (aka SAW 3D), που σύµφωνα µε τους παραγωγούς αλλά και το ίδιο το trailer θα είναι και το
τελευταίο.

► Ρετουσαρισµένη έκδοση του κλασικού τρισδιάστατου western του


COMIN’ AT YA ετοιµάζει ο θρύλος Tony Anthony, για το οποίο και µίλησε
στο τεύχος Σεπτεµβρίου του Fangoria. Και δεδοµένου ότι έρχεται από τον
άνθρωπο που σην ουσία ξεκίνησε το ρεύµα των τρισδιάστατων ταινιών
στα 80’s, περιµένουµε ό,τι το καλύτερο, ιδίως µετά την απογοήτευση
‘τρισδιάστατων’ αρπαχτών όπως PIRANHA 3D και CLASH OF THE
TITANS.

► Οκτώβρη θα προβληθεί από το αµερικανικό δίκτυο AMC η σειρά


WALKING DEAD, που είναι µεταφορά του γνωστού ζόµπι κόµικ του
Robert Kirkman και σκηνοθετεί ο Frank Darabont (THE MIST). Τα trailer
και οι promo φωτογραφίες µας έχουν κάνει ήδη τα σάλια να τρέχουν...

► Ελάχιστα φιλµ ενδιαφέροντος παίχτηκαν στις φετεινές Νύχτες Πρεµιέρας και ήταν το βελγικό ‘νεο-giallo’ AMER (απαράδεκτο), το
THE LAST EXORCISM (παραγωγή Eli Roth),το SPLICE, το BITTER FEAST, το αγγλικό MONSTERS, το ιαπωνικό SYMBOL και το
CHATROOM του Nakata,ενώ η προβολή του A SERBIAN FILM ακυρώθηκε (δεν απορώ γιατί). Στο Ευρωπαϊκό Πανόραµα πάντως
που θα ακολουθήσει θα υπάρχει αφιέρωµα σε spaghetti western, αν και δεν έχουν ανακοινωθεί ακόµα όλες οι ταινίες και το αν θα
παιχτούν από µποµπίνα ή από προτζέκτορα.

ITALIAN NEWS (υπό χειρός Ποσειδώνα Τζάκσον)

► THE DARKSIDE. Ακούγεται σαν το υγρό όνειρο κάθε νοσταλγού του Ιταλικού
τρόµου. ∆ιαφηµίζεται σαν µια παραγωγή του βεληνεκούς του LE PACTE DES
LOUPS. Ετοιµάζεται απο τον Αύγουστο του 2008 (αισίως τώρα βρίσκεται στο στάδιο
του post production). Υπόσχεται πρακτικά αιµατηρά εφέ και γυµνό µε το τσουβάλι
(στην unrated εκδοχή) κι άλλα τόσα ψηφιακά (ευτυχώς αυτά περιορίζονται στην
δηµιουργία περιβαλλόντων και δαιµονικών πλασµάτων). Υπεύθυνος για την
ακριβότερη και απαιτητικότερη παραγωγή ταινίας είδους επί Ιταλικού εδάφους, όλων
των εποχών, ένας Γάλλος, µε προϋπηρεσία στα οπτικά
εφέ στην ILM παρακαλώ, ονόµατι Ζεράρ Ντιφεντάλ, ο
οποίος χρηµατοδοτεί προσωπικά το σχέδιο (µιας και οι
εναποµείναντες Ιταλοί παραγωγοί ενώ αρχικά έδειξαν
ενδιαφέρον, στη συνέχεια λάκισαν, θεωρώντας ότι οι
ανάγκες του φιλµ σε ειδικά εφέ και σταντς θα ήταν
αδύνατο να καλυφθούν από ντόπια ταλέντα), έχει γράψει
το σενάριο και σκηνοθετεί. Ηλικιακά, κάπου στα µέσα
Diefenthal & Simonetti της τέταρτης δεκαετίας της ζωής του, µε συµπαθητική
φυσιογνωµία, αρχές φαλάκρας και κάµποσα περιττά κιλά. Παρά τούτου, αναλαµβάνει και τον
πρωταγωνιστικό ρόλο του φιλµ. Ένας ακόµα µεγαλοµανής που έχασε κάθε αίσθηση του µέτρου;
Πιθανόν. Όµως το στόρυ που περιλαµβάνει Ιερά Εξέταση, εξορκισµούς, πληθώρα µαγισσών
και δαιµόνων (ανάµεσα τους και το απόλυτο δαιµονικό celebrity, η αυτού εξοχότητα Παζούζου), οι
συµµετοχές της Μπάρµπαρα Μπουσέ και της Άννα Όρσο στο καστ (σε ρόλους µαγισσών), το πολλά
υποσχόµενο µπούστο της πρωτοεµφανιζόµενης Σιµόνα Κάπια (βλ.φωτό), αλλά και η ανάληψη των Simona Cappia
µουσικών ηνίων από τον Κλαούντιο Σιµονέτι (µε τον οποίο ο σκηνοθέτης έδωσε οµηρικές µάχες για να τον πείσει να
προσανατολίσει το σάουντρακ στο ύφος των δοξασµένων σέβεντις και έϊτις έργων του), όπως και να το κάνουµε, είναι αρκετά για να
εξάψουν την περιέργειά µας και να µας κάνουν να παραχωρήσουµε στον κύριο Ντιφεντάλ το προνόµιο της αµφιβολίας.

► Απ’ότι δείχνουν τα πράγµατα, ο πολυαναµενόµενος τρισδιάστατος ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ που ανακοίνωσε ο Τίντο Μπρας στις αρχές του
τρέχοντος έτους, προς το παρόν είναι παγωµένος. Ωστόσο ο σκηνοθέτης, που έχει να παρουσιάσει κινηµατογραφική ταινία από το
2005, βρίσκεται και πάλι σε δηµιουργικό οργασµό, που σχετίζεται άµεσα µε την
καινούρια του µούσα ονόµατι Κατερίνα Βάρτσι. Η δικηγόρος (αλλά και
διπλωµατούχος ψυχολόγος) Βάρτσι συνελήφθη από τον ανιχνευτή νταρντανών
του σκηνοθέτη όταν συναντήθηκε µαζί του µε την ιδιότητα της δικηγόρου, για να
συζητήσουν τα νοµικά περί µιας dvd κυκλοφορίας. Τα πλούσια ελέη της ώριµης -
την υπολογίζω κοντά στα σαράντα - δεσποινίδος
δεν θα µπορούσαν φυσικά να διαφύγουν της
προσοχής του Μπρας, ο οποίος κατάφερε να την
τουµπάρει και να την αγκαζάρει για
πρωταγωνίστρια ενός υπερτολµηρού φιλµ µικρού
µήκους, µε τίτλο Hotel Courbet που γυρίστηκε για
λογαριασµό του Ιταλικού καναλιού Sky. Αυτή η
Brass & Varzi εµπειρία άνοιξε την όρεξη του δηµιουργού, που
ήδη γυρίζει το νέο του µεγάλου µήκους φιλµ, µε πρωταγωνίστρια την Βάρτσι, και τίτλο ZIVA,
L’ISOLA CHE NON C’É. Πρόκειται για ένα σχέδιο που προηγείται αυτού του τρισδιάστατου
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑ και αφορά την ιστορία της συζύγου ενός φαροφύλακα που ενώ περιµένει την
επιστροφή αυτού από τον πόλεµο (τον B’ παγκόσµιο), στο µεσοδιάστηµα περιµαζεύει τους
τραυµατισµένους φαντάρους διαφόρων εθνικοτήτων, που ξεβράζονται κατά καιρούς στον φάρο, και
τους παράσχει περίθαλψη ιατρικής και ερωτικής φύσεως. Είναι η δεύτερη φορά που ο Μπρας
χρησιµοποιεί πρωταγωνίστρια µιας κάποιας ηλικίας (µετά την Άννα Γκαλιένα στο SENSO ’45), αλλά
αισίως το κορµί της Βάρτσι διατηρεί ακόµα την σφριγηλότητά του και η λέξη “συστολή” δεν
συµπεριλαµβάνεται στο λεξιλόγιό της, πράγµα που σηµαίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να
χρησιµοποιηθεί body double εδώ (όπως εξόφθαλµα συνέβη στην περίπτωση της Γκαλιένα). Varzi

E ND OF T HE LI NE ( Mau ric e D e ve re au x - C an ad a / 2 0 0 7)

Με αυτό το φιλµ µου συνέβη κάτι που δε συµβαίνει εύκολα τον τελευταίο καιρό. Ήµουν σίγουρος πως θα
µου αρέσει από τα πρώτα του λεπτά κιόλας, καθώς η σκηνοθεσία, το soundtrack αλλά και το όλο ύφος
ήταν πολύ οικεία και µάλιστα µου θύµισαν από τη µία το DAY OF THE DEAD και από την άλλη ιταλικό
σινεµά τρόµου των late 80’s-early 90’s. Μία νεαρή γιατρός παρατηρεί τους ασθενείς της να είναι σε
έξαρση και παίρνει το µετρό για να γυρίσει στο σπίτι της, αλλά ξαφνικά ο συρµός ακινητοποιείται. Η ίδια
και οι άλλοι επιβάτες ανακαλύπτουν πως τα µέλη µίας παραθρησκευτικής οργάνωσης είναι πεπεισµένα
πως η µέρα του αρµαγεδώνα έχει φτάσει και µάλιστα προχωρούν σε δολοφονίες απίστων, µε σκοπό να
σώσουν τις ψυχές τους, δοξάζοντας παράλληλα το όνοµα του θεού. Όσοι από αυτούς βρίσκονταν στο
µετρό είναι οπλισµένοι µε σταυρούς-µαχαίρια και σπαθιά και δε διστάζουν να ‘λυτρώσουν’ οποιονδήποτε
βρίσκουν µπροστά τους, καταλήγοντας σε ένα υπόγειο κυνηγητό. Πρόκειται για ντελίριο της
συγκεκριµένης σέκτας, οµαδική παράκρουση ή όντως έχει φτάσει το τέλος του κόσµου? Την απάντηση θα
τη βρείτε στα 90 λεπτά αυτού του φιλµ, που
είναι µια αρκετά πρωτότυπη και καλοφτιαγµένη
ταινία τρόµου, µε σωστά συστατικά και σωστή
εκτέλεσή τους.
Οι επιρροές από ιταλικό σινεµά τρόµου δεν
αρκούνται µόνο στο όνοµα ενός ασθενή της
γιατρού που λέγεται Simonetti αλλά και στα
χρώµατα, τους φωτισµούς, τη µουσική και τα φονικά, µε τα τελευταία κυρίως να
θυµίζουν έντονα Argento στις καλές του εποχές. Μάλιστα το αίµα και το splatter
(µαχαιρώµατα, κόψιµο λαιµού, αποκεφαλισµός µε σπαθί και σπάσιµο κρανίου µε
λοστό) είναι σε αφθονία και µε 100% χειροποίητα εφέ, που δε θα αφήσουν κανένα
παραπονεµένο. Υπάρχει πειστικότατη ατµόσφαιρα τρόµου και scares που είναι έξυπνα
τοποθετηµένα, δίνοντας έτσι ένα αρκετά σφιχτοδεµένο και
πειστικό σύνολο, κάτι που φαίνεται αµέσως από την αρχή και
διατηρείται ως το τέλος. Και για όσους τυχόν φέρουν στο
µυαλό τους το MIDNIGHT MEAT TRAIN του Kitamura (µε
το οποίο υπάρχουν κάποιες σεναριακές και οπτικές
οµοιότητες), υπενθυµίζω πως γυρίστηκε ένα χρόνο αργότερα
από το παρόν φιλµ. Ιδιόµορφο γεγονός το ότι ένα καναδέζικο
φιλµ έχει σχεδόν αυτούσιο ιταλικό look παρά αµερικανικό,
αλλά το END OF THE LINE είναι ένα horror πόνηµα που
δείχνει γερό ταλέντο και ειλικρινείς διαθέσεις. Μάλιστα ο
σκηνοθέτης Maurice Devereaux έχει γυρίσει άλλες τρεις
ταινίες στο παρελθόν (BLOOD SYMBOL, LADY OF THE LAKE, SLASHERS), τις οποίες προσωπικά θα προσπαθήσω να εντοπίσω. Από ό,τι
φαίνεται, µπορεί ο Καναδάς να µην έχει και τη µεγαλύτερη κινηµατογραφική παραγωγή, αλλά όταν χτυπά στο σινεµά τρόµου χτυπά µε αξιώσεις
και το END OF THE LINE µπαίνει σε µία οµάδα µε αξιόλογα φιλµ όπως τα SUBCONSCIOUS CRUELTY, DECOYS 1&2, JACK BROOKS-
MONSTER SLAYER και PONTYPOOL, δείχνοντας άγρια τα δόντια του προς την Αµερική. Η ταινία προβλήθηκε και στο καναδέζικο
φεστιβάλ Fantasia (ο κύριος Karim Hussein βρίσκεται και στα special thanks) και γενικώς απέσπασε θετικότατες κριτικές από τη διεθνή
κοινότητα τρόµου.

PA R AD IS E V I LL A ( Pa rk J on g W on - K o re a / 2 0 0 1)

Αρκετά ασυνήθιστο φιλµ για τα κορεατικά δεδοµένα και το ξέθαψα στη συλλογή µου πρόσφατα,
παρόλο που γυρίστηκε το 2001, καθώς τα τελευταία δύο χρόνια η Κορέα σε ταινίες τρόµου δεν
προσφέρει τίποτε το ιδιαίτερο και δεν είχα κάτι καλό και φρέσκο για να δω. Και η πρώτη έκπληξη ήταν
πως δεν πρόκειται για ένα συνηθισµένο serial killer φιλµ (καθώς για κάτι τέτοιο σε ξεγελά το artwork
του DVD) αλλά για ένα σουρεαλιστικό κοινωνικό δράµα, που έχει πιο πολλές οµοιότητες µε το
VISITOR Q του Takashi Miike. Ένας nerd τυπάκος παθαίνει ψυχωσικό σοκ όταν κάποιος µε το
ψευδώνυµο mr.Viagra του κλέβει όλα τα εξαρτήµατα από τον ήρωα που έχει δηµιουργήσει σε ένα
online RPG παιχνίδι. Αποφασισµένος για τα πάντα, φτάνει σε µία πολυκατοικία που ονοµάζεται
Paradise Villa. Τα πράγµατα εκεί βέβαια κάθε άλλο παρά παράδεισος είναι, καθώς όλοι οι ένοικοι είναι
µέσα στην παρακµή και βουτηγµένοι στην αστική παλαβοµάρα. Ένας νεαρός πουλάει αυτοσχέδια
ερασιτεχνικά πορνό που γυρίζει µε κρυφές κάµερες στα δωµάτια των θηλυκών ενοίκων, µία κοπέλα που
προφανώς δουλεύει σε καραόκε κλαµπ την έχει ψωνίσει λόγω της οµοιότητάς της µε µια κορεάτισσα
πορνοστάρ, µία άλλη είναι ηµίτρελη και πηδιέται µε µεγαλύτερους και γενικώς κάθε διαµέρισµα
κουβαλάει τη δική του τρέλα και τις δικές του
σκοτεινές ιστορίες. Όλες αυτές οι ιστορίες
εξελίσσονται µέσα σε µία µέρα (στην οποία
µάλιστα η εθνική Κορέας παίζει µε την
Ιαπωνία), εµπλέκονται σταδιακά και ως κερασάκι στην τούρτα υπάρχει η άφιξη του
µανιακού νεαρού, που στην έρευνά του για τον mr.Viagra εξαπολύει ένα άνευ
προηγουµένου µακελειό από διαµέρισµα σε διαµέρισµα.
Οι συµπτώσεις, η γκαντεµιά και οι υστερικές αντιδράσεις των πρωταγωνιστών από ένα
σηµείο και πέρα οδηγούν πλήρως την πλοκή και τα αποτελέσµατα είναι ολέθρια. Η
δεύτερη έκπληξη της ταινίας είναι το στοιχείο του σεξ, που είναι πολύ έντονο. Η
κατάδειξη γυµνού βέβαια δεν
είναι και τόσο πυκνή ή τολµηρή
(σε αυτό τον τοµέα το κορεατικό
σινεµά είναι πάντοτε φειδωλό, µε έλάχιστες εξαιρέσεις όπως τα MAGO και THE
SHACKLE), αλλά ο φετιχισµός θυµίζει αρκετά ιαπωνικές ταινίες και αυτό είναι σίγουρα
ευχάριστο. Επίσης θετική είναι η παρουσία των γυναικών (από πιτσιρίκες ως milf) που
βρίσκονται στην ταινία και κρατούν το ανδρικό ενδιαφέρον ζωντανό σε όλη τη διάρκεια
του φιλµ. Υπάρχει αρκετό αίµα και βιαιότητα και το όλο πακέτο δένει µε ένα αρκετά
απαισιόδοξο και ρεαλιστικό φινάλε, προσφέροντας έτσι µια καλή εναλλακτική θέαση για
όσους έχουν απογοητευθεί από την πορεία καµπής του ασιατικού σινεµά τον τελευταίο καιρό. Ο σκηνοθέτης δεν έχει ιδιαίτερα γνωστά φιλµ στο
ενεργητικό του και η πορεία του έχει πρακτικά χαθεί µετά από αυτή την ταινία.

O PA PA T IK A ak a THE IM M OR T A LS / D E M ON W AR R IO R S ( Than ak o rn P on g su w an - Th ai la n d / 2 0 0 7 )

Μου είχε ξεφύγει αυτό το φιλµ και ήταν από εποχές που η οµάδα του ONG BAK (σκηνοθέτης, παραγωγοί,
σεναριογράφοι, ηθοποιοί) είχε διασπαστεί και κάθε µεριά έβγαζε ταινίες µε το κιλό, χωρίς βέβαια να
φτάνουν σε αντίκτυπο ή αξια τη χρυσή συνταγή της πρώτης τους συνεργασίας. Παραγωγός λοιπόν του
OPAPATIKA ο παραγωγός του ONG BAK και το φιλµ ξεκινά µε επεξήγηση πως σύµφωνα µε το
βουδισµό η γέννηση γίνεται µε τρεις µορφές, δηλαδή Sangsethaca (ως σκουλήκι ή παράσιτο), Anthaca
(από αυγό) και Chalaphucha (µέσα από µήτρα) και υπάρχει και µια τέταρτη µορφή, που παρακούει τους
νόµους της φύσης και είναι η (ανα)γέννηση µετά από αυτοκτονία, η οποία ονοµάζεται Opapatika. Η
ιστορία λοιπόν παρακολουθεί διάφορα opapatika
που κυκλοφορούν στην Bangkok µε ανθρώπινη
µορφή, αλλά διαθέτουν ξεχωριστές δυνάµεις το
καθένα και βρίσκονται διαρκώς σε σύγκρουση,
δηµιουργώντας στο τέλος δύο αντίπαλα
στρατόπεδα.
Το σενάριο έχει καλή βάση αλλά εξελίσσεται σε
µια συνταγή που απλά βάζει λίγο από Vampire The
Masquerade, NIGHTWATCH, MATRIX,
TWILLIGHT και HEROES και µελώνει το αποτέλεσµα µε τυπικές σκηνές κλαψας και
ταϋλανδέζικου µελοδράµατος. Εκεί όµως που το φιλµ δεν απογοητεύει καθόλου είναι
στον τοµέα της δράσης και της βίας, που είναι συχνή και καταιγιστική. Υπάρχουν
άφθονες σκηνές δράσης που θυµίζουν σε βιαιότητα και µαζικό bodycount παλιές καλές ταινίες John Woo και Ringo Lam και µάλιστα µε πάρα
πολύ αίµα και χωρίς digital φτήνιες. Cgi υπάρχουν σε πολύ περιορισµένο βαθµό και σε σκηνές που το απαιτούν (όπως αυτές που έχουν shape-
shifting), ενώ τα υπόλοιπα (πίδακες αίµατος, κοψίµατα µελών, τρυπήµατα από σφαίρες κλπ) είναι δοσµένα µε παραδοσιακό τρόπο. Όλη αυτή η
βία γαρνιρίζεται και µε αρκετές σκηνές κασκαντέρ και κάποιες martial arts µάχες, που
είναι βέβαια περισσότερο σε στυλ kick-boxing παρά muay thai. Τα opapatika καθαυτά
είναι ενδιαφέροντα ως παρουσίες και οι δυνάµεις τους δίνουν αρκετή ποικιλία στις
µάχες µεταξύ τους ή µε ανθρώπους, αν και πράγµατι στο τέλος το σενάριο ψιλο-
βουλιάζει σε ένα φινάλε που τα αποµυθοποιεί κάπως. Το καστ είναι κατά 99% αντρικό
και µιά κοπέλα που συµµετέχει είναι και αυτή που δίνει το µελόδραµα, ενώ όλοι οι
άρρενες χαρακτήρες δε σταµατούν παρά για ελάχιστες στιγµές τις µάχες και τα φονικά.
Από άποψη σκηνοθεσίας και µοντάζ (που είναι κρίσιµης σηµασίας σε ταινίες δράσης),
το φιλµ θα µπορούσε να δώσει καλύτερα αποτελέσµατα, αλλά ας µην είµαστε άπληστοι
και τα θέλουµε όλα. Για τους φίλους του ταϋλανδέζικου σινεµά (ειλικρινά δεν ξέρω
πόσοι εκεί έξω ανήκουν σε αυτή την κατηγορία), το OPAPATIKA είναι ένα πρώτης
τάξεως action/horror έδεσµα, που πατά καλά και στα δύο είδη που συνδυάζει. Όχι και
ό,τι καλύτερο σεναριακά και τεχνικά αλλά οι καταιγιστικές και υπερβίαιες σκηνές
δράσης σίγουρα αποζηµιώνουν. Κατά κάποιο περίεργο λόγο µάλιστα η ταινία κυκλοφόρησε και σε ελληνικό DVD µε τίτλο ‘Οι αθάνατοι’. Η
επόµενη ταινία του συγκεκριµένου σκηνοθέτη ήταν το FIREBALL (aka MUAY THAI DUNK) του 2009, που ήταν άλλη µία παραλλαγή της
αρχικής και πετυχηµένης συνταγής του Stephen Chow µε το SHAOLIN SOCCER.

- END OF ISSUE 14 -

↑ Tiffany, από φωτογράφηση του


Playboy στα νιάτα της

← Kate Tsui, απαστράπτουσα µε


ραντάκια και καρεδάκι

Lana Clarkson µε 80’s κόµµωση,


κορδέλα και σπαθί →

You might also like