You are on page 1of 4

ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΩΝ ΘΡΑΚΩΝ

Κ.Γ. Κουρτίδης, Ιστορία της Θράκης, 1932

Εις την Θράκην ήτο πολυ διαδεδομένη η λατρεία του Σαβαζίου Διονύσου.
Ό Σαβάζιος εκαλείτο και Σαουάζιος, Σαυάζιος, Σαράζιος, Σαβάζιος, Σαβάδιος, Σεβάδιος, Σεβάζιος και Σάβος.
«Σαβάζιος επώνυμον Διονύσου. Οι δε υιόν Διονύσου. Και Σάβον ενίοτε καλούσιν αυτόν. Φρυξ δε ο Σαβάζιος» .
Και ο Αριστοφάνης αποκαλεί τον Σαβάζιον Φρυγίλον.
«Τον Φρύγα, τον αυλητήρα, τον Σαβάζιον».
«Φρυγίλω Σαβαζίω, επεί Φρυγών ο θεός»
Ό Σαβάζιος Διόνυσος ήτο θεός Θρακοφρυγικός, εθεωρείτο δε υιός του Διός και της Περσεφόνης.
Ο Kretschmer θεωρεί πατρίδα του Σαβαζίου την Θράκην
Την γνώμην του Kretschmer ασπάζεται και o Franz Cumont όστις λέγει ότι αι Θρακικαί φυλαι έφερον εις την Μικράν Ασίαν
την εθνικήν λατρείαν του Σαβαζίου
Ό Lenormant όμως, όστις θεωρείται ότι έγραψε την τελειοτέραν περί Σαβαζίου μελέτην, λέγει ότι ο Σαβάζιος μετεφέρθη από
την Φρυγίαν εις την Θράκην. Πράγματι δε τούτο ήτο το όνομα, το οποίον έφερεν o μέγας θεός της Έλλησποντιακης Θράκης
αφομοιωθείς υπό των Ελλήνων εις Διόνυσον.
Άλλα ο Σαβάζιος εις την Θράκην, μολονότι η παράδοσίς του κατά μέγα μέρος έμεινεν η ιδία, δεν συνεδυάζετο προς την
Φρυγικήν Μητέρα, η οποία εν τούτοις ελατρεύετο εκεί με το αρχικόν της όνομα Μα.
Κατά τον Ηρόδοτον ο Διόνυσος της Θράκης είχεν ως σύντροφον την Αρτέμιδα. Δηλαδή ο Σαβάζιος εκεί ήτο ενωμένος με την
θεάν της σελήνης, ήτις ωνομάζετο οτέ μεν Κότυς ή Κοτυττώ, οτέ δε Βενδίς.
Εις την πρώτην σειράν των πηγών επί της λατρείας του Θρακός Σαβαζίου, της φύσεως του και των θεοτήτων, προς τας οποίας
συνήπτετο, πρέπει να τοποθετήσωμεν την σειράν των επί του ανάγλυφου εγκεχαραγμένων θείων εικόνων επί των βράχων των
Φιλίππων, των οποίων δεσπόζει λόφος, ονομαζόμενος Διονύσου λόφος. Τρεις κύριαι θεότητες εμφανίζονται εις αυτάς. Ο
Σαβάζιος με μέτωπον ωπλισμένον με δύο μικρά κέρατα, ως του ταύρου, σύμφωνα με την ένδειξιν Διόδωρου του Σικελιώτου,
ή κυνηγέτις Άρτεμις, ήτις αντικαθιστά βεβαιότατα την Βενδίδα, έπειτα δε γηραιότερα τις θεά εις στάσιν και αμφίεσιν
ματρώνας, υπενθυμίζουσα δια της όψεως της την Δήμητρα ή Ήραν, ήτις μεταξύ των ονομάτων του Θρακικού εθνικού Βάκχου
δικαιούται να λάβη την ονομασίαν Κότυς ή Κοτυττώ, την πλησιεστέραν προς την Φρυγικην θεάν Κυβέλην.
Είνε πιθανόν, ότι ο ασιατικός μύθος είχε διέλθει τον Ελλήσποντον και εφαρμοζόμενος εις τας θεάς των θρακών απέδιδεν εις
την Κότυν και την Βενδίδα τους ρόλους, εις τους οποίους η διήγησις Κλήμεντος του Αλεξανδρέως και του Αρνοβίου
εφαρμόζει τα Ελληνικά ονόματα της Δήμητρος και της Περσεφόνης. Και δια τούτο προσωμοίασαν την Βενδίν προς την
Εκάτην λόγω του σεληνιακού αυτής χαρακτήρος.
Επομένως μεταξύ των μύθων, των αναλογούντων εις την γέννησιν του Ζαγρέως, πρέπει κατ ' ανάγκην να σταθώμεν εις τον της
Θράκης, τον μόνον, εις τον οποίον η Περσεφόνη, αντικείμενον της επιχειρήσεως του Θεού, του Διός, υπηρξε μία Άρτεμις,
εκείνον, κατά τον όποιον προς αντικατάστασιν των ονομασιών ο Σαβάζιος ενώνετο προς την Βενδίν ι.
Ό Σαβάζιος, θεός καθαρώς Θρακοφρυγικός, αφωμοιώθη κατόπιν και συνεταυτίσθη ταχέως με τον Ελληνικόν Διόνυσον, θεόν
του οίνου, ώστε δεν ήτο δυνατόν να διακριθη ο εις από τον άλλον. Έμεινε δε Θρακικός μόνον υπό έποψιν λατρείας. Και ενώ
κατ' αρχάς ήτο θεός του φωτός, προσέλαβε κατόπιν την ιδιότητα του Διονύσου.
Προς τον Σαβάζιον διεσώθησαν ύμνοι, εις τον Ορφικόν δε ύμνον προς τον Σαβάζιον υπάρχει δι' αυτόν ο χαρακτηρισμός΄
Σαβάζιε, ος Βάκχον Διόνυσον, ερίβρομον, ειραφιώτην, μηρώ εγκατέραψας, όπως τετελεσμένος έλθοι
Φρυγίας μεδέων
Εκτός δε του ύμνου τούτου του Σαβαζίου Διονύσου διεσώθησαν και ο ύμνος Διονύσου Βασσαρέως του Τριετηρικού,
Διονύσου του Τριετηρικού, είνε δε ο 45 και 52 εκ των καλουμένων Ορφικών ύμνων.
ΕΙς τον 52 υπάρχει ο στίχος΄
βακχέων αγίας τριετηρίδων,
εκ του οποίου, καθώς και του επιθέτου Τριετηρικού, φαίνεται ότι ο Σαβάζιος ελατρεύετο δι' ιδιαιτέρων εορτών κατά πασαν
τριετίαν. Ό Σαβάζιος εκαλείτο εις την Φρυγίαν και Βαγαίος.
Άλλα κατά τον Ήσύχιον, «Βαγαίος' ο Ζευς Φρύγιος (μέγας, πολύς, ταχύς) .
Σημαίνει δηλαδή η λέξις Βαγαίος μάλλον τον Δία, ως μέγαν, τον κατ'εξοχήν θεόν.
Διαφωτιστική είνε πάρα πολύ, δια τούτο δε και σπουδαιότατη, η επιγραφή '
Διί Ηλίω μεγάλω Κυρίω Σαβαζίω
εις την οποίαν καταφαίνεται, ότι ο Σαβάζιος συνεταυτίζετο εις την Φρυγίαν όχι μόνον με τον Δία, αλλά και με τον Ήλιον.
Γενικώς δε άνευ τίνος διακρίσεως ελέγετο εις την Φρυγίαν και Θράκην Ζευς Βάκχος, Ζευς Διόνυσος, Ζευς Σαβάζιος.
Άγνωστος κατά την γνώμην μου η προέλευσις της λέξεως Σαβάζιος.
Η λέξις Σαβάζιος ετυμολογείται κατά τινάς από την Ελληνικήν λέξιν σέβας, εν τοιαύτη δε περιπτώσει σημαίνει κατ' αυτους
σεβάσμιος. Εν γένει όμως εις τους αρχαίους εσήμαινε φωνάζειν ενθουσιωδώς, ως αι Βάκχαι, σαβοί, σαβοί.'
Αι Βάκχαι ως εκ τούτου εκαλούντο και Σαβαί, ήσαν δε, ως είπομεν, ιέρειαι του Βάκχου.
Γενικώς Σαβάζιος Διόνυσος εθεωρείτο ο Φρυγιακός, εις τιμήν του οποίου ετελούντο ιδιαίτερα μυστήρια, ανεξάρτητα των
λοιπών Διονυσιακών μυστηρίων.
«Και ο Σαβάζιος δε των Φρυγιακών έστι και τρόπον τίνα της μητρός το παιδίον, παραδούς τα του Διονύσου και αυτός».
«Οι Φρύγες τον Σαβάζιον τιμώσι. Ποίος δε είνε ο θεός ούτος, ο Ηρακλεώτης εις το περί Ηράκλειας δεύτερον βιβλίον του
λέγει΄ φαίνεται δηλαδή από όσα ευρίσκομεν συλλογιζόμενοι πολλαχόθεν, ότι Διόνυσος και Σαβάζιος είνε εις και ο ίδιος θεός,
έλαβε δε την προσηγορίαν αυτήν από τον εκθειασμόν, ο οποίος γίνεται προς τιμήν του. Διότι το ευάζειν οι βάρβαροι το λέγουν
σαβάζειν. Όθεν και των Ελλήνων τινές ακολουθούντες αυτούς τον ευασμόν τον λέγουν σαβασμόν».
«Σαβοί. Δημοσθένης υπέρ Κτησιφώντος. Οι μεν Σαβούς λέγεσθαι τους τελούμενους τω Σαβαζίω, τουτέστι τω Διονύσω,
καθάπερ τους τω Βάκχω Βάκχους. Τον δε αυτόν είναι Σαβάζιον και Διόνυσον φασιν άλλοι τε και Αμφίθεος β' περί
Ηράκλειας. Ούτω δε φασι και τους Έλληνας τινέζ (ο Σουΐδας διορθώνει των Ελλήνων τινές) τους Βάκχους Σαβούς καλείν.
Μνασέας δε ο Πατρεύς είναί φησιν υιόν του Διονύσου τον Σαβάζιον»
«Ευοί σαβοί». Μυστικά μεν εστίν αποφθέγματα, λέγουσι δε ότι εις την γλώσσαν των Φρυγών σημαίνει τους μύστας· από δε
τούτου ωνομάσθη και ο Σαβάζιος Διόνυσος»
«Σαβαί' ευοϊ σαβαί»
«Σάβους έλεγον και τους αφιερωμένους εις τον Διόνυσον τόπους και τους Βάκχους αυτούς»
«Τους παρά τω Σαβαζίω βακχεύοντας καλούσι σαβούς»
«Σαβούς και Σαβάς και Σαβαζίους τους βακχεύοντας τω Σαβαζίω. Το γαρ σαβάζειν τω θεώ τούτω.
«Υπό δε τίνων ο Διόνυσος Σαβός καλείται»
Εκαλείτο δε ο Διόνυσος και Εύας, κατ' αναλογίαν δε τούτου η Δημήτηρ εκαλείτο Ευάνασσα 7.
Ό Διόνυσος εκαλείτο και Ύης κατά τον Κλείδημον.
Επειδή αι θυσίαι ετελούντο καθ' ον χρόνον ο θεός υεί (βρέχει). Ο δε Φερεκύδης λέγει, ότι και η Σεμέλη ελέγετο Ύη, αι δε
τροφοί του Διονύσου ελέγοντο Υάδες. Ο δε Αριστοφάνης συγκαταλέγει εις τους ξενικούς (Φρυγικούς) θεους τον Ύην. Εν
γένει όμως Ύης ήτο επίκλησις προς τον Σαβάζιον
Υεύς΄ο Σαβάζιος
Υή΄ η Σεμέλη (από της ύσεως)
Ύης΄ο Ζευς όμβριος
(Υετός΄όμβρος, δρόσος, ύδωρ)
Υιήν ή υιόν=την άμπελον
Τα μυστήρια και εν γένει η λατρεία του Σαβαζίου Διονύσου κατ' αρχάς ετελούντο με έξαιρετικην παραφοράν και οργιαστικήν
έξαρσιν από άνδρας και προ πάντων από γυναίκας, απρεπώς και μέχρις ακολασίας σύμφωνα με το Θρακοφρυγικόν
θρησκευτικόν σύστημα, είνε όμως βέβαιον, οτι κατά τους μεταγενεστέρους χρόνους, δηλαδή από την κλασικήν πλέον εποχήν
και κατόπιν, περιωρίσθησαν αι κατά την λατρείαν του Σαβαζίου υπερβολικαί ασχημίαι και ακρότητες.
Ο Δημοσθένης, δια να εξευτελίση τον αντίπαλόν του Αισχίνην, του οποίου η μήτηρ ήτο από την Φρυγίαν, λέγει τον τρόπον,,
κατά τον οποίον ο Αισχίνης μαζί με την μητέρα του προσηύχετο και ετέλει με τους μύστας τα Σαβάζια, ως έξης.
«Ο Αισχίνης, έχων καταγωγήν και ανατροφήν δούλου και όχι ελευθέρου παιδός, ανήρ γενόμενος ανεγίνωσκε τας βίβλους εις
την μητέρα του, τελούσαν τα μυστήρια, και τα άλλα παρεσκεύαζε, την μεν νύκτα νεβρίζων και κρατηρίζων και καθαίρων τους
τελούμενους και σπογγίζων και τρίβων με τον πηλόν και τα πίτυρα και έπειτα σηκωνώμενος από τον καθαρμόν και προστάζω
να λέγουν «έφυγον κακόν, εύρον καλλίτερον»... τας ημέρας δε οδηγών από τους δρόμους τους καλούς θιάσους, τους
στεφανωμένους με τον μάραθρον και την λεύκην, τους όφεις τους παρειάς θλίβων και κουνών αυτούς υπεράνω της κεφαλής
και φωνάζων ευοί σαβοί και χορεύων ύης άττης άττης ύης, αρχηγός της συνοδείας και οδηγός αυτής και κιστοφόρος και
λικνοφόρος και τα τοιαύτα υπό των γραϊδίων προσαγορευόμενος» .
Αλλά η μυστηριώδης των Σαβαζίων τελετή φαίνεται, ότι μάλλον ετελείτο την νύκτα, εξ ου και ο χαρακτηρισμός΄
"Σαβάζια θύσθλα νύχτερα"
Περί τούτου άλλως τε μας πληροφορεί και ο ιστορικός. «Φασί δε εκ Διός και Περσεφόνης έτερον Διόνυσον γενέσθαι, τον υπό
τινων Σαβάζιον ονομαζόμενον, ου την τε γένεσιν και τας θυσίας και τιμάς νυκτερινάς και κρυφίους παρεισάγουσι»
Έτελείτο δε η λατρεία του Σαβαζίου με βακχείας και όργια, απέβλεπε δε, όπως και τα Ορφικά, εις αποκαθάρσεις των ψυχών
και αφέσεις παλαιών ανομημάτων και αμαρτιών.
«Άλλ' επεί των Κορυβάντων φρουρητική πώς έστιν η δύναμις και επιτελεστική, του Σαβαζίου δε εις βακχείας και
αποκαθάρσειςί των ψυχών και λύσεις παλαιών μηνυμάτων οικειότητα παρεσκεύασται, δια ταύτα δη και επίπνοιαι αυτών τω
παντί διεστήκασι»
Ό εξαγνισμός άλλως τε με βαπτίσεις υπάρχει και εις την Θρακοφρυγικην λατρείαν της Κοτυττούς.
Οι ιερείς και οι αγύρται του Σαβαζίου εβεβαίωνον, ότι τα μυστήρια των και οι καθαρμοί των είχον την ιδιαιτέραν ιδιότητα να
καθαιρούν τας ψυχάς και να αποτρέπουν τας ουρανίους ποινάς δια τας παλαιάς αμαρτίας.
Η θρησκεία του Θρακός Σαβαζίου εμπεριείχεν αληθή μυστήρια με καθωρισμένας μυήσεις, αι οποίαι αναπαρίσταναν πολλά
χαρακτηριστικά των Σαβαζιανών μυστηρίων της Φρυγίας, αλλ αι οποίαι διεκρίνοντο απ' αυτά κατά τούτο, ότι ανυψούντο εις
υψηλοτέραν ηθικήν σφαίραν παρά την παραδοξότητα των συμβόλων δια μιας ενεργητικής διαβεβαιώσεως της αθανασίας της
ανθρωπινής ψυχής.
Η λατρεία του Σαβαζίου Θρακος με τα υπό των γυναικών εορταζόμενα όργια, εις τα οποία δε ο μυστικός όφις έπαιζε τον
κυριώτερον ρόλον, διηλθέν ενωρίς είς την Μακεδονίαν και ήτο πολύ διαδεδομένη εκεί. Είνε τα όργια κατ' απομίμησιν των
Μιμαλλόνων, ως λέγει ο Πλούταρχος περί αυτών
Καθώς δε ο Διόνυσος, τοιουτοτρόπως και ο Θρακικός Σαβάζιος ήτο κατ' αρχάς ο θεός της βλαστήσεως και τα μυστήρια, τα
οποία κατ' έτος ετελούντο προς τιμήν του, είχον την κεντρικήν έννοιαν της αναγεννήσεως· Άλλως τε η ιδέα της αθανασίας της
ψυχής, ως λέγομεν και αλλαχού του βιβλίου, είνε αρχαιοτάτη εις την Θράκην. Οι λαοί της Θράκης επίστευον εις την
αθανασίαν της ψυχης, όπως κατόπιν και οι Αχαιοί.
Αλλά πρέπει να προσθέσωμεν, ότι ο Σαβάζιος ως θεός της φύσεως και της παράγωγης έχει ευρύτερον χαρακτηρα από τον
Διόνυσον. «Σαβαζίων μυστηρίων σύμβολον τοις μυουμένοις ο δια κόλπου θεός» .
Έτιμάτο δε ο Σαβάζιος θρησκευτικώς εξίσου, ως φαίνεται, με τον Διόνυσον. ΕΙς τας Αθήνας ελατρεύετο ευρύτατα, ως εις την Θράκην.
Ευχηθήτε πάλιν τόρα είς τον Βάκχον, που τον λέγουν Σαβάζιον εις τους τόπους της Φρυγίας 3.
Έτελούντο δε, ως είπομεν, τα όργια ταύτα με παραφοράς και ακολασίαν υπό τους βαρείς και πυκνούς κρότους των τυμπάνων
και με αληθή κραιπάλην.
Έξέλαμψε λοιπόν η τρυφη των γυναικών και οι τυμπανισμοί και οι πυκνοί Σαβάζιοι ... Μ' έπιασε μια νύστα φοβερη από την
μέθην και κραιπάλην του Σαβαζίου 4.
Περί του Διονύσου και της Διονυσιακής λατρείας αφιερώνομεν ιδιαίτερον κεφάλαιον.
Κατά τον Τζέτζην η Βενδίς (Άρτεμις, Εκάτη) εκαλείτο από τους Θράκας και Ούπις' «Ούπις παρά Θραξίν επίθετον της Αρτέμιδος» .
Η Εκάτη ήτο γενικώς θεά λατρευομένη όχι μόνον εις την Θράκην αλλά και εις όλα τα συγγενή με τους Θράκας εις την
Μικράν Άσίαν εύρισκομενα έθνη. Εκτός της Θράκης και Σαμοθράκης ελατρεύετο εις την Καρίαν, ένθα ετελούντο προς τιμήν
αυτής αγώνες, τα Εκατήσια, εις την Λυκίαν, Παμφυλίαν, Φρυγίαν, Λυδίαν, Μυσίαν και Παφλαγονίαν.
Η Βενδίς εκαλείτο δίλογχος, διότι ως κυνηγετικη φέρει δύο λόγχας ή διότι έχει δύο φώτα, το ιδικόν της και το του ηλίου. Την
σελήνην δηλαδή Βενδίν και Άρτεμιν ενόμιζον
Εκαλείτο δε η Εκάτη υπό των θρακών Βενδίς, ήτο δηλαδή η Βένδεια Άρτεμις. Η δε Βενδίς και Μενδίς'
«Βενδίς' η Άρτεμις Θρακιστί. Παρά δε Αθηναίοις εορτή Βενδίδεια. Βούσβατον' την Άρτεμιν Θράκες»
«Μεγάλη θεος' Αριστοφάνης έφη την Βενδίν. Θρακία γαρ η θεός». Η Βενδίς ήτο θεότης πένθιμος, λατρευομένη υπό των
Θρακών με μυστικισμόν εις τα σπήλαια, εις τα βάθη αυτών. Εις παναρχαίαν ακόμη εποχήν οι εις την Βοιωτίαν και Αττικήν
μεταναστεύσαντες Θράκες μετέφερον εκεί την λατρείαν της Αρτέμιδος. Η λατρεία της Αρτέμιδος ήτο γενι κευμένη εις την
θράκην εις μέγιστον βαθμόν, είχε δε αυτή όχι μόνον χαρακτήρα θρησκευτικόν, αλλά, προϊόντος του χρόνου, είχε προσλάβει
καΐ εΰνικον τοιούτον και κοινωνικόν, εξ ου και ίερόν Βενδίδειον ίδρύθη είς την θράκην, όπου όλοι ανεξαιρέτως, και γυναίκες
ακόμη, ως ε'ίπομεν, εθυσίαζον, προς τούτοις δε ετέλουν προς τιμήν της θεάς πανηγύρεις και ήκολούθουν αυτάς εκατόμβαι.
Άλλ' είνε γνωστόν, ότι γενικώς οι θράκες εξήσκησαν μεγάλην θρησκευτικην επί των Ελλήνων επιρροήν. Και η μεν λατρεία
του Διονύσου εισήχθη εις την Ελλάδα επισήμως κατά την εβδόμην εκατονταετηρίδα, ο Ορφισμός, τροποποίησις των
Διονυσιακών λατρειών, κατά την έκτην, αργότερον δε, κατά την κλασικήν δηλαδή εποχήν, εισήχθη και η λατρεία της
Βενδίδος και της Κοτυττούς.
Οι Ορφικοί επεξέτειναν και διερρύθμισαν τα της λατρείας της θεάς ταύτης εις επίπεδον υψηλότερον, αλλά συγχρόνως και
ηθικώτερον αποκαλούντες αυτήν «Βένδιν κραταιάν».
«Και του Θρακός θεολόγου (του Ορφέως) μετά των πολλών της σελήνης ονομάτων και την Βένδιν εις την Περσεφόνην αναπέμποντας.
Πλουτώνη τε και Ευφροσύνη Βένδις τε κραταιή» .
Η Βενδίς συνεταυτίζετο εις τάς Αθήνας με την Άρτεμιν. Εις τον Πειραιά υπήρχεν ιερόν αφιερωμένον εις αυτήν, όπου
ελατρεύετο ιδιαιτέρως απο των εν τη Αττική Θρακών. Το Βενδίδειον τούτο ήτο τακτικόν προσκύνημα όχι μόνον των εν τη
Αττική μονίμως εγκατεστημένων Θρακών, των πάντοτε ευρισκομένων εκεί μισθοφόρων και των απειραρίθμων δούλων
Θρακών, αλλά και αυτών ακόμη των Ελλήνων. Φαίνεται δε, ότι εις την Μουνυχίαν υπήρχε και Ελληνικόν ιερόν της Αρτέμιδος.
Κατά τον Πλάτωνα και ο Σωκράτης κατέβη μίαν ημέραν εορτής των Βενδιδείων εις τον Πειραιά με τον Γλαύκωνα, δια να
προσευχηθή εις την θεάν Άρτεμιν, συγχρόνως δε να ιδή πώς θα διεξαχθή η Θρακική εορτή των Βενδιδείων, την οποίαν δια
πρώτην φοράν επρόκειτο να πανηγυρίσουν. Πραγματικώς δε, καθώς διηγείται ο Σωκράτης, τω εφάνη ωραία η πομπή των
εντοπίων, ουδόλως όμως κατά την γνώμην του υπελείφθη ως προς την μεγαλοπρέπειαν και η πομπή των Θρακών. Το εσπέρας
έγινεν έφιππος λαμπαδηφορία προς τιμήν της θεάς, κατά την οποίαν οι Θράκες κρατούντες λαμπάδας τας μετέδιδον από χείρα
εις χείρα και έτρεχον έφιπποι. Κατόπιν δε έκαμον παννυχίδα.
Τα Βενδίδεια από τον Πειραιά μετεφέρθησαν εις την Σαλαμίνα, ως βλέπομεν εις το ψήφισμα των θιασωτών της Βενδίδος εις την Σαλαμίνα.
Έδοξε τω κοινώ
Επειδή οι επιμεληταί οι κατασταθέντες επεμελήθησαν των τε θυσιών και των άλλων απάντων των περί το ιερόν της Βενδίδος,
δεδόχθαι τω κοινώ των θιασωτών επαινέσαι αυτούς και στεφανώσαι έκαστον αυτών, μερίσαι δε τον ταμίαν : ΔΠ : δραχμάς.
Τούτο δε λαβόντες οι επιμεληταί αναθέτωσαν εις το ιερόν της Βενδίδος.
Οι Έλληνες και πρώτοι πάντων οι Αθηναίοι παρέλαβαν από τους Θράκας τα Βενδίδεια .
Άλλως τε οι Έλληνες μετά τους Περσικούς προ πάντων πολέμους κατηγορούντο δια την ξενολατρείαν και ιδίως οι Αθηναίοι 994
Ούτοι δε, καθώς εφιλοξένησαν και παρεδέχθησαν τόσα άλλα ξένα ήθη και έθιμα, τοιουτοτρόπως εισήγαγαν και ξενικά ιερά
και μάλιστα με τόσον υπέρμετρον ζήλον, ώστε κατήντησαν εις το σημείον να τους διακωμωδήσουν δια τούτο. Εισήγαγαν
δηλαδη τα λεγόμενα Φρυγία και τα Θράκια, καθώς αυτοί ωνόμαζον τα Βενδίδεια. Και τα μεν Θράκια Βενδίδεια, ως είπομεν,
μνημονεύει ο Πλάτων, τα δε Φρυγία ο Δημοσθένης καταφερόμενος κατά του πολιτικού του αντιπάλου Αισχίνου.
Ήσαν λοιπόν τα Βενδίδεια λατρεία και εορτή κατ' εξοχήν και αποκλειστικώς Θρακική. Πρέπει δε να δοθή εις αυτά ιδιάζουσα
σημασία, διότι απ'αυτα έλαβον την αρχήν τα διάσημα Ορφικά.
Άλλη εκτός των Βενδιδείων Θρακική εορτή ήσαν τα λεγόμενα Κοτύττια.
Ήσαν δε τα Κοτύττια ή Κοτυττώ εορτή της Κότυος, έχουσα την αρχήν της μάλλον από τους Ηδωνούς Θράκας και
εορταζομένη προ πάντων εις αυτούς. Μνημονεύει δε αυτήν και τα κατά την εορτήν ταύτην όργανα ο Αίχύλος ειπών
«Σεμνή Κότυς εν τοις Ηδωνοίς, ορεινά δε όργανα έχοντες οι περί τον Διόνυσον».
Προσθέτει δε αμέσως έπειτα επεξηγηματικώτερον δια τα όργανα, τα οποία μετεχειρίζοντο δια την λατρείαν της Κότυος'
«Και άλλος μεν κρατών εις τάς χείρας αυλούς, κατεργασμένους με τόρνον, γεμίζει αυτούς δια των δακτύλων του με μελωδίαν,
προξενούσαν μανίαν, άλλος δε παίζει με κύμβαλα και ηχεί».
Άλλου δε προσθέτει
«Ψαλμός δε αλαλάζει, υπομυκώνται δε, ωσάν από κάποιο αφανές μέρος, φοβεραί απομιμήσεις φωνών ταύρου, ακούονται δε προς τα έξω
κτυπήματα τυμπάνου, ωσάν τρομακτική βροντή, η οποία βγαίνει από υπόγειον».
Ο Στράβων, ο οποίος μας διέσωσε τα αποσπάσματα ταύτα του Αισχύλου, προσθέτει δα όλα αυτά είνε καθαρώς Φρυγιακης προελεύσεως,
αλλά το τοιούτο διόλου δεν είνε παράδοξον, διότι, καθώς οι Φρύγες είνε Θρακική φυλή και άποικοι των Θρακών, τοιουτοτρόπως και τα
ιερά αυτών μετρφέρθησαν από την Θράκην εις την Φρυγίαν, όπου διετηρήθησαν εις την λατρείαν της Κυβέλης, ενώ εις την Θράκην
εχρησιμοποιήθησαν εις την λατρείαν της Κότυος ι.
Και αυτός ακριβώς είνε ο ουσιωδέστερος λόγος, δια τον οποίον η Θρακική θεότης Κοτυττώ εθεωρήθη όμοια με την Ρέαν ή Κυβέλην, της
οποίας η λατρεία εις την Φρυγίαν ετελείτο, καθ' όν τρόπον περιγράφεται ανωτέρω, υπό των ιερέων της Κορυβάντων.
Κατόπιν όλων τούτων, κατόπιν του χαρακτηρισμού, τον οποιον ο Αισχύλος, ποιητής διακρινόμενος δια τον άκρατον πατριωτισμόν του,
αλλά και δια την άκραν προσήλωσίν του εις τα θεία και τα ιερά και τους πατροπαράδοτους σεμνούς θεσμούς, δίδει εις την Κότυν
αποκαλών αυτήν ευθύς εξ αρχής σεμνήν, δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν πώς η Κοτυττώ εθεωρήθη υπό τίνων ως θεά των ηδονών και της
ακολασίας, αφού η ανωτέρω εικών της λατρείας της παρουσιάζεται απολύτως θεωρητική και μυστηριακή.
Αλλά τούτο οφείλεται πάντως εις τον χαρακτηρισμόν των αρχαίων, οίτινες αγνοούντες τα Κοτύττια εθεώρουν αυτά ως άσεμνα και μυστικά
φρικτά όργια.
Ανέγνως τους Βάπτας (του Ευπόλιδος); Το δράμα όλον; Είτ' ουδέν σοι κακεί καθίκετο; Ουδ' ηρυθρίασας αναγνώσας αυτά.
Ως επίσης.
Talia secreta coluerunt orgia taeda Cecropiam soliti Baptae lassare Cotytto.
Διά την λατρείαν της Θρακικης θεάς Κότυος δεν γνωρίζομεν περισσότερα, ει μη μόνον ότι κατ'αυτήν ήσαν εν χρήσει εκτός άλλων και
καθαρμοί, δια τούτο δε οι τελούντες αυτήν εκαλούντο Βάπται.
Ο διπλούς πέλεκυς, όστις ήτο ιερόν σύμβολον του Διονύσου, ήτο επίσης σύμβολον και της Θρακικης θεάς Κότυος.
Εκτός των δύο τούτων Θρακικών θεοτήτων, της Βενδιδος και της Κότυος, μνημονεύονται και άλλαι καθαρώς εγχώριοι θεότητες, ως λ. χ. η
Μολιόνη, Θράσσα μήτηρ Ώτου και Εφιάλτου.
Επίσης φέρεται ως θεά της Θράκης η Μόλις.
Αλλά και τα ονόματα των γνησίων-εφεστίων Θρακικών θεών ή ηρώων θεοποιηθέντων απαντώσι, μολονότι σπανίως, οίον Μηδιζεύς,
Σουριγέθης, Τιλθάζης, Ασδούλης, Δερζελάτης, Ιαμβοδούλης. Ενίοτε δε πλησίον του Ελληνικού ονόματος του αφομοιωθέντος Θρακικού
θεού παρατίθεται και το Θρακικόν, ως Άρτεμις-Γερμεθίς, Ζευς-Ζβελσθούρδος, Απόλλων-Κενδρησσός κτλ.
Σπουδαία πηγή δια την θρησκείαν των Θρακών είνε τα πολυάριθμα ανάγλυφα των θεών, τα ανακαλυπτόμενα εις την Μοισίαν και βόρειον
Θράκην.
Πολλά εκ των ανάγλυφων τούτων φέρουν Θρακικά ονόματα ή επίθετα των θεών, τα οποία δεν μας είνε γνωστά από άλλας πηγάς.
Μολονότι δε αι θεότητες είνε εκδεδομέναι κατά τον Έλληνορωμαϊκόν τύπον και τέχνην, είνε φανερόν ότι υπό τον εξωτερικόν τούτον
τύπον κρύπτονται οι αρχαίοι εγχώριοι θεοί, τους οποίους οι Θράκες εξηκολούθουν να τιμούν και να λατρεύουν κατά τον ιδικόν των
μυστικοοργιαστικόν τρόπον.
Τράπεζα, ευρεθείσα πλησίον της Φιλιππουπόλεως, φέρει αναμνηστικην επιγραφην Θεώ Μηδυζεί.
Δεν είδον, λέγει ο Dumont, εις την Uράκην ερείπια ναών. Το μόνον άξιον λόγου iερόν ε;iνε το του θεού Μηδιζέως.
Είνε ένα παραλληλόγραμμον μήκους δεκαπέντε βημάτων επί πλά ους δέκα, κτισμένον επάνω εις ένα γήλοφον ολίγον υψηλόν, εις το μέσον δένδρων. Η
περιφέρεια είνε σχηματισμένη με γρανίτας Φιλιππουπόλεως, μήκους ενός και ημίσεος μέτρου και ύψους πενήντα εκατοστομέτρων. Διατηρούν δε εντομάς
εν σχήματι ουράς αλωνίου. Ο ναίσκος ούτος ήτο μόνον εις περίβολος, όστις δεν φαίνεται ότι είχε ποτέ στεγασθή.
Ή τράπεζα, η οποία φέρει την επιγραφήν, κατείχε ένα άκρον. Ουδέν ίχνος στολίσματος οιουδήποτε είδους ευρίσκει τις. Το έδαφος ήτο στρωμένον με
πλίνθους. Τα ερείπια ταύτα επιτρέπουν να φαντασθή τις τί ήτο εν αγροτικόν ιερόν εις την ύπαιθρον της Ελληνορρωμαϊκης Θράκης
Άλλη επιγραφή, αναφερομένη εις τον Σουρεγέθην, είνε.
Θεώ Σουρεγέθη επηκόω κούροι, Μηζέος ευχαριστήριον, Και εις Ζβελσούρδον., Διί Ζβελσούρδω, αυτοκράτορι Καίσαρι, Δομετιανώ .
Επίσης είς αλλάς επιγραφάς.
Διί Ζιαμέγρα., Διί Ζιαμέτρα., θεώ Ζιαμέτραλις 4., Διί Ζβελθυούρδω Μοκάπορις δώρον 5., Θεώ Ζβελθούρδω και Ιαμβοδούλη.
Οι Θεοί των θρακών Ζβελσούρδος, Γεβελέϊζις και Ζάμολξις ήσαν ό,τι ο Ζευς Κεραυνός των Ελλήνων.
Η έκφρασις Κύριος είνε συχνή εις τα Θρακικά μάρμαρα, όπου συ νοδεύει συνήθως το όνομα μεγάλων θεοτήτων, ΚΥΡΙΩ ΔΙΙ, ΚΥΡΙΑ
ΗΡΑ, ΚΥΡΙΩ ΑΠΟΛΛΩΝΙ, ΚΥΡΙΩ ΣΑΒΑΖΙΩ κτλ.
Εις την «Συλλογήν Σταμούλη» ο ήρως της Θράκης εις δεκαπέντε ε πιγραφάς φέρεται ως θεός κυνηγός και ως νεκρός ηρωοποιηθείς ».
Εις ανάγλυφαν εκ Μελενίκου, αφιερωμένον εις τον θεόν Ασδούλην, περιστάνεται και ο Ήρως
Άλλο πάλιν έχει «Θεώ Ήρωε», είνε δε αφιερωμένον τω Ζεινδρουμηνώ» θεώ
Άλλο του Ήρωος'
Μουκατράλις Μουκατράλεος ευχήν 1, ως ωνομάζετο ο αφιερώσας το ανάγλυφον. Έτερον πάλιν εις τον Απόλλωνα' Δίζας Μουκαπόρεως
κυρίω Άπόλλωνι.
Άλλη Θρακική θεότης, λατρευομένη εις την ανατολών ίδίως Μοι σίαν, είνε ο ΔΑΡΖΑΛΑΣ, όστις φέρεται και υπό το όνομα Δαρξάλας.
Αλλά μάλλον είνε Δαρζάλας, διότι αναφέρονται προς τιμήν του θεού τούτου και αγώνες, τα Δαρζάλεια.
Ο ίδιος θεός απαντά και ως Δερξελάτης. Εις τι ανάγλυφον της Μοισίας υπάρχει ή επιγραφή·
. . . ΔΑΡΖΑΛΑ ΟΥΡΒΕΟΝ..., ΡΟΥ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΝ ΑΝΕΘΗΚΕΝ. Εις τι δε νόμισμα της Μοισίας η επιγραφή·
ΔΕΡΞΕΛΑΤΗΣ ΘΕΟΣ ΜΕΓΑΣ 1.
Η επίδρασις των Θρακών επί των Ελληνικών του Ευξείνου αποι κιών εξακριβώνεται και από πολλά μνημεία. Οι κάτοικοι της Οδησσού,
μεταξύ των οποίων ασφαλώς υπήρχον και πολλοί Θράκες, έλαβον από τους Θράκας την λατρείαν του θεού Δερζελάτη ή Δαρζάλα και τον
απεικό νισαν εις τα αργυρά των νομίσματα του δευτέρου π. Χ. αιώνος. Εις τα νο μίσματα μνημονεύονται και αγώνες, οι οποίοι φέρουν το
όνομα του μεγάλου Θεού τούτου, ονομαζόμενοι Δαρζάλεια.
Έχομεν ανωτέρω ειπεί, ότι εις την Οδησσόν κατά την δευτέραν π.Χ. εκατονταετηρίδα εισήχθη η λατρεία του Δακομοισικού θεού Δαρζάλα
ή Δερ ζελάτη, συνδυασθείσα με την λατρείαν του μεγάλου Θεού της πόλεως ταύ της, από την οποίαν κατόπιν εισήχθη και εις τας γειτονικάς
πόλεις Κάλ λατιν και Ίστρον.
Εις την Οδησόν επίσης ελατρεύετο, όπως απεικονίζεται εις τα νο μίσματα αυτής των τελευταίων π. Χ. εκατονταετηρίδων, ποτάμιος τις
θεός, όστις αναμφισβητήτως θα είνε ο προς βορράν αυτής πλησίον ρέων και εις τον Εύξεινον χυνόμενος ποταμός Πάνυσος.

You might also like