You are on page 1of 8

Σάτυροι

Σάτυροι «μετρονόμοι» βάρους που αντέχει η στύση πέους. Λεπτομέρεια από Ψυκτήρα, περίπου 500-490 π.Χ.

Οι Σάτυροι ήταν κατώτερα μυθικά όντα «δαίμoνες» της ελληνικής μυθολογίας, (πνεύματα των βουνών και των δασών).

Σύμφωνα με τη μυθολογία
Στην Ποίηση και στη Τέχνη τους απεικόνιζαν από τη μέση και πάνω σχεδόν ανθρωπόμορφους, φαλακρούς και με μυτερά αυτιά, με πόδια και
ουρά τράγου. Σε αντίθεση με τους Σειληνούς, των οποίων το κάτω μισό του σώματος έμοιαζε με αλόγου. Ήταν, όπως και οι Σειληνοί, υπηρέτες
και σύντροφοι του θεού Διόνυσου, τον οποίον είχαν μεγαλώσει από παιδί. Αγαπημένη τους ασχολία ήταν το παίξιμο αυλού και κιθάρας,
ο τρύγος και το μεθοκόπημα, αλλά και το κυνήγι των κοριτσιών , που αποτελούσαν όλα μαζί την προσωποποίηση της γονιμότητας της Φύσης.
Στα διάφορα έργα τόσο του λόγου όσο και της τέχνης εμφανίζονται θρασείς, πότες, ερωτομανείς με τις Νύμφες και εξαιρετικά φιλόμουσοι και
χορευτές. Περιέργως ο Όμηρος δεν αναφέρεται σ΄ αυτούς. Αντίθετα ο Ησίοδος μνημονεύει αυτούς ως "γένος των κηφήνων", ενώ τους Σειληνούς
τους αποκαλεί "ουτιδανούς" (=άχρηστους) και "αμηχανοέργους" (=τεμπέληδες). Άλλοι ποιητές τους Σάτυρους τους αποκαλούσαν "σκιρτόποδες",
επειδή χόρευαν με σκιρτήματα, ή "γλευκόποτες" (=κρασοπότες), ή "κεραστές" (από τα κέρατα που έφεραν), ή αιγίποδες (=τραγοπόδαροι).

Νύμφη με Σάτυρο
Δραματική ποίηση
Ιδιαίτερα στη δραματική ποίηση οι Σάτυροι αποτελούν τα κύρια πρόσωπα του σατυρικού δράματος εξ ου και η ονομασία του. Στο ποιητικό
αυτό είδος οι Σάτυροι εμφανίζονται ντυμένοι με δέρματα τράγων ονομαζόμενοι έτσι "τράγοι". Στις διάφορες αρχαίες παραστάσεις εμφανίζονται
συνηθέστερα μαζί με τον Διόνυσο και τις Νύμφες, που όμως πολύ συχνά συγχέονται με τους Σειληνούς και ίσως εξ αυτού του λόγου να
προστέθηκαν στους Σάτυρους αυτιά, ουρά, οπλές αλόγου και σκέλια τράγου. Πάντως η σύγχυση αυτή παρατηρείται από τον 4ο αιώνα π.Χ..

Προέλευση
Επικράτησε όμως οι μεν Σάτυροι να απεικονίζονται νέοι, σε αντίθεση με τους Σειληνούς που απεικονίζονταν γέροι με αυτιά αλόγου. Το
πιθανότερο εξ αυτού είναι ότι οι Σάτυροι και οι Σειληνοί δεν έχουν κοινή προέλευση. Φαίνεται όμως ότι από τον θεό Πάνα, στο χώρο του οποίου
βρίσκονται εγκατεστημένοι, πήραν την τραγοπόδαρη μορφή των κάτω άκρων τους. Στην αγγειογραφία οι ώριμοι Σειληνοί φέρονται γενειοφόροι -
πωγωνοφόροι, γέροντες φαλακροί και προγάστορες (=με μεγάλη κοιλιά), σε αντίθεση με τους Σάτυρους που φέρονται ως αγένειοι νέοι
("Σατυρίσκοι").
Τέλος ο Πραξιτέλης τους παριστά περισσότερο εξευγενισμένους (4ος αιώνας π.Χ.) με πολύ μικρά κέρατα που προδίδουν την ιδιότητά τους.

Εκφράσεις
Στις σύγχρονες ελληνικές δημώδεις εκφράσεις η αναφορά σε Σάτυρο χαρακτηρίζει πρόσωπο που επιδιώκει ανήθικες ερωτικές συνευρέσεις, ή
προβαίνει σε ασελγείς πράξεις, (π.χ. εφαψίες, επιδειξίες, παιδεραστές, κ.λπ.).

Σειληνοί

Παράσταση σειληνού σε νόμισμα της Δάλδης, 138-192

Οι Σειληνοί ήταν δαίμονες των ρεόντων υδάτων και της ευφορίας της γης, σύντροφοι του Διόνυσου. Αν και συχνά συγχέονται με τους Σάτυρους,
ήταν διαφορετικά πλάσματα. Έμοιαζαν αρκετά με Κένταυρους, έχοντας αυτιά, ουρά και οπλές αλόγου και κατάγονταν από τη Θράκη και
τη Φρυγία.
Αρχηγός τους ήταν ο Σειληνός, που είχε διαπαιδαγωγήσει το θεό Διόνυσο και που χρησίμευε σαν μάντης στους ανθρώπους, μόνο όμως αφού
αυτοί τον μεθούσαν. Οι Σειληνοί συνήθως διασκέδαζαν το Διόνυσο παίζοντας μουσική και χορεύοντας με τις Μαινάδες, ενώ κατά το μύθο είχαν
πολεμήσει μαζί με το Διόνυσο εναντίον των Γιγάντων.
ΣΕΙΛΗΝΟΣ (Ή ΣΙΛΗΝΟΣ)

ΘΕΟΙ Ή ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΤΩΝ ΡΕΟΝΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΦΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΓΗΣ, ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΤΟΥ
ΘΕΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ.

Στην ελληνική μυθολογία ο Μαρσύας ήταν ένας Σάτυρος από τη Φρυγία. Ο Μαρσύας ήταν δεξιοτέχνης στον αυλό και προκάλεσε τον θεό Απόλλωνα σε σύγκριση της
μουσικής τους τέχνης. Ο Απόλλωνας έπαιξε Λύρα και οι Μούσες και ο Μίδας, που ήταν κριτές της μονομαχίας, ανέδειξαν νικητή τον θεό. Ο Μαρσύας γδάρθηκε ζωντανός, ως
τιμωρία για την Ύβρι που διέπραξε να προκαλέσει θεό. Το αίμα του σχημάτισε τον ομώνυμο ποταμό.

 Σιληνός Μαρσύας: Ο εφευρέτης του Αυλού που διαγωνίσθηκε τον Απόλλωνα

Γνωστός, όσο και τραγικός, αφού πλήρωσε με τη ζωή του το θάρρος του να παραβγεί σε μουσικό αγώνα με τον ίδιο το θεό της μουσικής Απόλλωνα. Στην ελληνική μυθολογία
ο Σιληνός Μαρσύας ήταν ένας Σάτυρος από τη Φρυγία. γιος του Ύαγνι.

Ήταν ένας από την τριάδα των Φρυγών μουσικών, μαζί με τον Ύαγνι και τον Όλυμπο, που εισήγαγαν στην Ελλάδα τον αυλό και την αυλητική τέχνη, καθώς και τη φρυγική
αρμονία....

Σύμφωνα μ' ένα μύθο που διασώθηκε ως τους κλασικούς χρόνους, ο Μαρσύας ήταν ακόμα ο εφευρέτης του αυλού· ο Πλάτων ονόμαζε τον αυλό "όργανο του Μαρσύα". Ο
Μαρσύας προκάλεσε τον Θεό Απόλλωνα σε σύγκριση της μουσικής τους τέχνης.

Όταν λοιπόν ο Μαρσύας ένιωσε πως η δεξιοτεχνία του στον αυλό είχε φτάσει σε υψηλό επίπεδο, τόλμησε να καυχηθεί πως είναι τόσο καλός μουσικός όσο και ο Απόλλων -κι
ακόμα καλύτερος.

Ο θεός θεώρησε τη σύγκριση υβριστική. Τόσο για την αλαζονεία ενός κατωτέρου του όντος όσο και για το ότι ο Μαρσύας ήταν αυλητής και ο αυλός δεν ήταν ακόμα
αποδεκτός στην Ελλάδα ως όργανο πρωτόγονο (σε σύγκριση με τη λύρα του Απόλλωνα) και ως εκπρόσωπος της κατώτερης ασιατικής τέχνης.

Έτσι, ο Απόλλων κάλεσε τον Μαρσύα να αποδείξει την αξία του σε ένα μουσικό διαγωνισμό που έγινε στο όρος Τμώλον της Μικράς Ασίας. Κριτές ήταν ο Τμώλος υπέρ του
θεού, ο Μίδας υπέρ του Μαρσύα και οι Μούσες. Οι κριτές ανακήρυξαν νικητή το θεό. Ο θεός Απόλλων για να τιμωρήσει τον στόμφο και τη αλαζονεία του ο ίδιος έδεσε αυτόν
σε πεύκο και τον έγδαρε ζωντανό όπως διηγείται ο Νίκανδρος, ο Φιλόστρατος, ο Λουκιανός ή όπως αναφέρει ο Πλίνιος, και κρέμασε το δέρμα του στο άνοιγμα ενός σπηλαίου
για παραδειγματισμό. ότι αυτό συνέβη στη Σκύθη.

Το αίμα του σχημάτισε τον ομώνυμο ποταμό.

Σύμφωνα, μάλιστα, με μια λεπτομέρεια του μύθου, ένας από τους κριτές του διαγωνισμού ήταν ο γνωστός, από άλλους μύθους, βασιλιάς της Φρυγίας Μίδας, ο οποίος
ψήφισε υπέρ του Μαρσύα και για τιμωρία του ο θεός μετέτρεψε τα αυτιά του σε αυτιά γαϊδάρου.

Στην Αθήνα πίστευαν, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, ότι το δέρμα του Μαρσύα φυλασσόταν σε σπήλαιο της Ακρόπολης πάνω από την αγορά.

Την μικρασιατική καταγωγή του Μαρσύα αποδεικνύουν πολλοί ομώνυμοι χείμαρροι και τοποθεσίες στη Μικρά Ασία. Κατά Στέφανο τον Βυζάντιο οι τότε ξεναγοί (εξηγητές)
επεδείκνυαν και τον τάφο του Μαρσύα στη πόλη της Πεσσινούντος όπου λατρευόταν κυρίως η θεά Ρέα - Κυβέλη που κατά την ασιατική παράδοση ο Μαρσύας που
ανακάλυψε τον αυλό συνόδευε πάντα αυτή τη θεά.

Εξ όλων όμως των ομώνυμων ποταμών σπουδαιότερος είναι ο Μυσίας της Φρυγίας, παραπόταμος του Μαιάνδρου, πλησίον της πόλης των Κελαινών. Εδώ όπου και η πηγή
του χείμαρου Μαρσύα λέγεται ότι συνέβη ο περίφημος μουσικός διαγωνισμός όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος και ο Ξενοφών.

Λέγεται ακόμη πως η θεά Αθηνά όταν βρήκε τον αυλό και δοκίμασε να παίξει είδε τον εαυτόν της στα νερά του Μαιάνδρου με φουσκωμένα μάγουλα και το πρόσωπό της
παραμορφωμένο και με βδελυγμία το απέρριψε.Ο αυλός έπεσε στη Φρυγία και τον βρήκε ο Μαρσύας.

Ο Παυσανίας (Α', 24, 1) λέει πως ένα άγαλμα της Αθηνάς δείχνει τη θεά να χτυπά το Σιληνό Μαρσύα, γιατί πήρε τους αυλούς, τους οποίους εκείνη ήθελε να ριχτούν μακριά.

Ο μύθος του Μαρσύα, αν και θεωρήθηκε ως πάλη και νίκη (επικράτηση) της κιθάρας έναντι του φρυγικού αυλού και κατ' επέκταση της δωρικής ελληνικής μουσικής έναντι της
φρυγικής, δεν έπαψε και να θεωρείται ότι συμβολίζει την πάλη ανάμεσα στην Απολλώνια και τη Διονυσιακή πλευρά της ανθρώπινης φύσης.

Ο μουσικός αγώνας ανάμεσα στον Απόλλωνα, που αντιπροσωπεύει το πνεύμα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, και στον αυλητή Μαρσύα, που συμβολίζει την υποδεέστερη
(κατά την αντίληψη της εποχής) ασιατική μουσική.

Τελειώνει μεν με τη νίκη του Απόλλωνα και την παραδειγματική τιμωρία του Μαρσύα, αλλά στο τέλος (το 586 π.Χ.) ο περιφρονημένος αυλός καταφέρνει να πολιτογραφηθεί
ως ελληνικό όργανο στους Δελφούς, όταν ο Αργείος αυλητής Σακάδας συνέθεσε μουσικό νόμο και λυρικό άσμα και κέρδισε το πρώτο βραβείο στην εορτή των Πύθιων.

Γι' αυτό και υπάρχει μια αναθεωρημένη εκδοχή του μύθου:ο Απόλλων, μετανιωμένος για ό,τι έκανε στον Μαρσύα, κατέστρεψε "την κιθάρα του και την αρμονία" από αυτή την
αρμονία, λέει ο Παυσανίας, οι Μούσες βρήκαν τη μέση, ο Λίνος τη λιχανό, ο Ορφέας και ο Θάμυρις την Υπάτη και την παρυπάτη αντίστοιχα.

Πήγε και ξεκρέμασε το δέρμα του, ώστε σιγά σιγά να ξεχαστεί το δυσάρεστο αυτό ζήτημα. Δεν τα κατάφερε όμως να σβήσει εντελώς όλα τα ίχνη. Στις παραστάσεις της
αρχαίας ελληνικής τέχνης, ο Ερμής (ο δημιουργός της λύρας του Απόλλωνα) συχνά εικονίζεται να κρατά στο χέρι το «μαρσύπιον», ένα βαλάντιο (πορτοφολάκι) από δέρμα.

Επίσης, «μαρσύπια» και «μάρσιπους» λένε, στη στρατιωτική ορολογία, το ζεύγος των δερμάτινων σάκων εκατέρωθεν της σέλας του αλόγου, μέσα στους οποίους ο ιππέας
τοποθετεί διάφορα χρήσιμα αντικείμενα είδη καθαριότητας, τρόφιμα κ.λπ.

Ας μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε, βέβαια, τα 140 είδη των μαρσιπορόφων θηλαστικών (marsipialia) της μακρινής Αυστραλίας.

Ένα άλλο όνομα για τον Μαρσύα ήταν Μάσσης (Πλούτ. Περί μουσ. 1133F)

[1]

 Σειληνοί

Οι Σειληνοί είναι μυθικά πρόσωπα. Αρχικά τους θεωρούσαν αρσενικά πνεύματα των τρεχούμενων νερών, που καθιστούσαν εύφορη τη γη και τα οποία ήταν προικισμένα με
σύνεση και προφητικές ικανότητες. Ωστόσο, από τον 5o αι. π.κ.χ. η γραμματεία τούς εμφανίζει στην ακολουθία του Διονύσου, ως αχώριστους συντρόφους του στις περιοδείες
και στους πολέμους του εναντίον των Γιγάντων, των Ινδών κ.ά., όπως και τους Σατύρους, με τους οποίους πολλές φορές ταυτίζονταν αφού, σύμφωνα με μαρτυρίες του
Παυσανία, Σειληνοί ονομάζονταν οι ενήλικοι Σάτυροι.

Η αναπαράσταση των Σατύρων με χαρακτηριστικά τράγου αποτελεί ελληνιστική εξέλιξη που προήλθε από τη σύνδεσή τους με τον Πάνα. Σύμφωνα με την παράδοση, οι
δαίμονες αυτοί κατάγονταν από τη Θράκη και τη Φρυγία. Λέγεται μάλιστα ότι ο βασιλιάς της Φρυγίας Μίδας συνέλαβε έναν Σειληνό κοντά σε μια πηγή και, αφού έριξε στο
νερό κρασί με αποτέλεσμα να τον μεθύσει, του απέσπασε τον χρησμό ότι η μεγαλύτερη ευτυχία για τον άνθρωπο θα ήταν να μη γεννιόταν ποτέ ή, αν γεννιόταν, να πέθαινε το
γρηγορότερο.
Στα έργα τέχνης, οι Σειληνοί εμφανίζονται με αφτιά και ουρά αλόγων και πολλές φορές είναι οπλισμένοι. Ωστόσο, η αρχαία πλαστική τούς παρουσίαζε άλλοτε γέρους με
πατρική έκφραση να κρατούν στην αγκαλιά τους τον Βάκχο σε νηπιακή ηλικία, και άλλοτε πάλι κοντόχοντρους και μεθυσμένους άντρες, αποκρουστικούς στην όψη,
στεφανωμένους με κληματόφυλλα και σταφύλια να κρατούν θύρσο ή ραβδί. Πολλές φορές ήταν ξαπλωμένοι δίπλα σε ασκί και άλλοτε πάνω σε γάιδαρο, που ήταν και το ιερό
τους ζώο.

Ο γνωστότερος από τους Σειληνούς ήταν, κατά τη μυθολογία, ο ομώνυμος βασιλιάς της Νίσας στη Λιβύη, ο οποίος ήταν γιος του Ερμή ή του Πάνα και κάποιας Νύμφης (Βλ.
λ. Σειληνός). Οι Σειληνοί ήταν χθόνιες θεότητες με αμφίσημο χαρακτήρα. Αφενός εμφανίζονται να έχουν βίαιο και λάγνο χαρακτήρα που τους φέρνει σε προστριβές με τις
Νύμφες. Ως τέτοιοι παρουσιάζονται σαν αποτρόπαιοι δαίμονες (όπως η Γοργώ, η Μέδουσα ή οι Ερινύες) αποτρέποντας το κακό που οι ίδιοι συμβολίζουν. Ωστόσο, οι
εξατομικευμένες μορφές Σειληνών όπως ο Σειληνός ή ο Μαρσύας παρουσιάζονται ως ευεργετικοί δαίμονες.

Παρουσιάζονταν ως σοφοί δάσκαλοι και μάντεις που είχαν στενή σχέση με τη μουσική. Αυτός ο διττός χαρακτήρας τους προκύπτει από το ότι οι Σειληνοί ήταν χθόνιες
θεότητες (όπως ο Πάνας ή οι Κένταυροι) που μεσολαβούν μεταξύ του πάνω και του κάτω Κόσμου. Έτσι σχετίζονται τόσο με τη γονιμότητα όσο και με τον θάνατο.Είναι
ακριβώς ο χθόνιος χαρακτήρας τους που τους συνδέει με τον Διόνυσο, επίσης χθόνια θεότητα. Ο αλογόμορφος χαρακτήρας τους συνδέεται επίσης με τη βακχική μανία,
καθώς το άλογο στην αρχαία Ελλάδα ήταν σύμβολο της επιληψίας και της θείας μανίας.

ΜΑΡΣΥΑΣ
(ποτάμι)

Ο Μαρσύας είναι γιος του Ύαγνη ή του Όλυμπου ή του Οίαγρου. Είναι Σιληνός, ευρετής του δίαυλου, ακόλουθος της Κυβέλης στους θιάσους της, όπου
έπαιζαν αυλό και τύμπανο, συνδεδεμένος και με τον Διόνυσο.

Ο Μαρσύας, όπως είπαμε, θεωρείται ο εφευρέτης του δίαυλου, ενώ ο Πάνας της σύριγγας ή του αυλού· κατάφερε, μάλιστα, οι Φρύγες να αποκρούσουν
τους Γαλάτες, ενώ αυτός έπαιζε τον αυλό. Στην Αθήνα παραδίδεται ότι τον αυλό τον είχε εφεύρει η Αθηνά, ενώ άλλες παραδόσεις θέλουν κάποιον Αλφαιό
από τη Φρυγία, γιο του Σαγγάριου, να μαθαίνει στη θεά να παίζει· όταν όμως είδε στα νερά ενός ρυακιού ότι ασχήμιζε το πρόσωπό της, πέταξε τον αυλό
μακριά. (Εικ. 1409) Άλλοι λένε ότι η θεά έφτιαξε με κόκαλα ελαφιού αυλό για πρώτη φορά σε ένα συμπόσιο των θεών. Όταν η Ήρα και η Αφροδίτη την
κορόιδεψαν, γιατί το πρόσωπό της παραμορφωνόταν σε κάθε φύσημα του αυλού, η θεά έτρεξε στη Φρυγία για να δει το πρόσωπό της στα νερά ενός
ποταμού. Εκεί πέταξε τον αυλό απειλώντας με φρικτές τιμωρίες όποιον τον μάζευε.

Τον μάζεψε ο Μαρσύας και με αυτόν προκάλεσε τον Απόλλωνα σε μουσικό αγώνα, γιατί θεώρησε τον ήχο του αυλού τον ωραιότερο. Αναπόφευκτη η
τιμωρία του, τόσο γιατί αψήφησε την Αθηνά όσο και γιατί συναγωνίστηκε ένα θεό. Η τιμωρία υπήρξε σκληρή, πόσο μάλλον που η πρώτη φάση του
διαγωνισμού έμεινε χωρίς νικητή. Γι' αυτό ο Απόλλωνας τον προκάλεσε να γυρίσουν ανάποδα τα όργανά τους και να παίξουν. Σε αυτή τη φύση
αποδείχθηκε η ανωτερότητα της λύρας και οι ξεχωριστές ικανότητες του θεού. Κριτής στον αγώνα ορίστηκε ο Τμώλος, ο θεός του ομώνυμου βουνού, και
ο Μίδας· κατά άλλους ο Μίδας υπήρξε αυτόκλητος κριτής στη μουσική διαμάχη ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Μαρσύα. Άλλες μαρτυρίες θέλουν κριτές
του αγώνα τις Μούσες. Περιπλανώμενος ο Μίδας στα βουνά, έφτασε στο σημείο του διαγωνισμού την ώρα που ο Τμώλος ανακήρυσσε τον Απόλλωνα
νικητή· εκείνος πάλι έκρινε την απόφαση ως άδικη. Ο Απόλλωνας θύμωσε και έκανε να βγουν δύο αυτιά γαϊδάρου στο κεφάλι του, προφανώς για να ακούει
καλύτερα ή γιατί γαϊδουρινά αυτιά μοιάζουν ακαλαίσθητα σε ανθρώπινο κεφάλι. Όσο για την τιμωρία του Μαρσύα…[35] Επειδή, πριν από την έναρξη του
αγώνα, είχε οριστεί ο νικητής να επιβάλει στον ηττημένο όποια τιμωρία ήθελε, ο Απόλλωνας, παρασυρμένος από την οργή του, έδεσε τον Μαρσύα σε
πανύψηλο πεύκο (Απολλόδωρος) ή πλάτανο (Πλίνιος) και τον έγδαρε. Μετανιωμένος για τον θυμό του ο θεός έσπασε τη λύρα του και, σύμφωνα με κάποιες
μαρτυρίες, μεταμόρφωσε τον Μαρσύα σε ποταμό της Φρυγίας μετονομάζοντας αυτόν που παλαιότερα λεγόταν Πηγή του Μίδα. Κατά την αρχαιότητα κοντά
στις Κελαινές, στη Φρυγία, έδειχναν ένα σπήλαιο, όπου ο Απόλλωνας είχε κρεμάσει το δέρμα του σάτυρου Μαρσύα (Ξεν., Κύρου Ανάβ.1.2.8) ή έναν ασκό
φτιαγμένο από το δέρμα του (Ηρ. 7.26). Σύμφωνα με άλλο μύθο, το φοβερό εκείνο τρόπαιο είχε κρεμαστεί σ' ένα σπήλαιο της
Ακρόπολης. (Εικ. 1410, 1411, 1412, 1413, 1414, 1415, 1416, 1417, 1418, 1419, 1420, 1421, 1422, 1423, 1424, 1425, 1426, 1427, 1428) Ο Πλίνιος γράφει ότι ο
τόπος του διαγωνισμού ήταν η Αυλοκρήνη στον δρόμο από την Απάμεια προς τη Φρυγία (5.106, και Στράβ. 12.8.15) και ο Στέφανος Βυζάντιος για τον τάφο
του Μαρσύα σ' ένα λόφο κοντά στην Πεσσινούντα, προσθέτει μάλιστα τις πληροφορίες ότι ο Μαρσύας ήταν ιδρυτής της πόλης Τάβαι της Λυδίας και ότι
είχε έναν αδελφό, τον Κιβύρα. Ο Φώτιος αναφέρει ότι σε μια γιορτή προς τιμή του Απόλλωνα προσφέρονταν στον θεό δέρματα θυσιασμένων ζώων στη
μνήμη του Μαρσύα.

Ο Αλκιβιάδης, στο εγκώμιο που πλέκει για τον Σωκράτη, τον συγκρίνει με τους Σιληνούς γενικά και τον Μαρσύα ειδικότερα, τόσο στη μορφή, στην
εξωτερική του εμφάνιση, όσο και στη γοητεία που ασκεί με τα λόγια του και στην κατάληψη του νου του συνομιλητή του. Όπως οι αυλοί του γδαρμένου
Σιληνού.
35
 Η ήττα του Μαρσύα, αν λάβουμε υπόψη τα λεγόμενα του Παυσανία, ήταν αναμενόμενη εξαιτίας των δυνατοτήτων των δύο οργάνων. Σύμφωνα με τον
Παυσανία παλιά έπρεπε οι αυλητές να χρησιμοποιούν τρεις διαφορετικούς αυλούς για να παίζουν κατά τις τρεις τεχνοτροπίες: τη δωρική, τη φρυγική και τη
λυδική (9.12.5). Είναι πιθανό ότι ο Απόλλωνας να έπαιξε σε άλλον τόνο, αφού κούρδισε διαφορετικά τη λύρα του· ή ότι έπαιζε και ταυτόχρονα
τραγουδούσε, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει ο Μαρσύας.

You might also like