You are on page 1of 24

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

ΕΛΛΗΝΑΣ
του Βασίλη Ρίτσου

Ο Διόνυσος, θεός της αμπελουργίας (Πομπηία)

ZYZYZYZYZYZYZYZYZYZY
ZYZYZYZYZYZYZYZYZYZY
Ο Διόνυσος
Διόνυσος ! Ο πανάρχαιος μυστηριακός θεός, απ’ τους πιο σημαντικούς που σκαρφίστηκε ο Αρχαίος
Ελληνικός νους κι ο πιο νέος απ’ όλους. Ο Όμηρος 1 κι ο Ησίοδος 2 που μάθαν στους Έλληνες τους
βίους των θεών δεν ασχοληθήκαν πολύ μαζί του. Ο Ηρόδοτος λέει : Διονύσω δε ύστερον πολλώ
επύθοντο. Για τους αρχαίους όμως δραματουργούς η διονυσιακή θρησκεία ήταν κιόλας παλιά. Ξέραν
με ποιον τρόπο αρχίσαν τα πανηγύρια του τρύγου και το έθιμο της λατρείας του συμβόλου της
ευφορίας, του φαλλού. Στη μυθολογία ο Έλληνας θεός αλλού παίρνει τα χαρακτηριστικά του
Αιγύπτιου Όσιρη, μέσω της Μινωικής Κρήτης, αλλού ταυτίζεται με τον ρόλο του Τριπτόλεμου στα
Ελευσίνια Μυστήρια, αλλού πάλι κυριαρχεί ο σαδιστής θεός του μεθυσιού και του σπαραγμού κι
ακόμα ο σωτήρας θεός της γέννας και της βλάστησης.
Στην αρχή προστάτευε γενικά τη γονιμότητα, αργότερα όμως περιορίστηκε στην προστασία τ’
αμπελιού με τα παράγωγά του (κρασί κ.ά.) γιατί έτσι πιστεύαν πως ήταν πιο έντονος ο
χαρακτηριστικός ιδιόρρυθμος συνδυασμός της ορμής του υγρού στοιχείου απ’ τη μια μεριά κι απ’ την
άλλη της φωτιάς, της υγρασίας της γης και της θερμότητας του Ήλιου. Έτσι ο θεός αυτός άρχισε να
συμβολίζει τις ετήσιες φυσικές μεταβολές κι αντιθέσεις της φύσης και τον γιορτάζαν χαρούμενα την
άνοιξη και πένθιμα τον χειμώνα. Όσο όμως με τον καιρό ο άνθρωπος εξελισσόταν, ο Διόνυσος του
προκαλούσε διάφορες ψυχικές καταστάσεις που εκείνος προσπαθούσε να εκφράσει με λόγο, ήχο και
κίνηση, ζητώντας πάντα τη βοήθεια του θεού.
Σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση για τη γέννηση του Διονύσου, πατρίδα του είναι η Θήβα
και μητέρα του η Σεμέλη (πιθανώς απ’ το Θεμέλη που σημαίνει τα γόνιμα βάθη της γης 3 ), μια απ’ τις
κόρες του Κάδμου 4 που έσμιξε ερωτικά με τον Δία, θεό των σύννεφων και των ανοιξιάτικων βροχών 5 .
Η Ήρα όμως που τον ζήλευε πάντα, πήρε τη μορφή της παραμάνας της Σεμέλης και την παρακίνησε
να ζητήσει απ’ τον Δία να της παρουσιαστεί σ’ όλη του τη θεϊκή μεγαλοπρέπεια. Κι ο άρχοντας των
θεών αφού προσπάθησε να την μεταπείσει και δεν το κατόρθωσε, ικανοποίησε την επιθυμία της και
της παρουσιάστηκε σ’ όλο το τρομερό μεγαλείο του που κορύφωμά του ήσαν οι βροντές κι οι
αστραπές. Φοβισμένη τότε η Σεμέλη απ’ τους κεραυνούς και τις φωτιές που ανάβαν γύρω της κι ενώ
καιγόταν κι η ίδια, την ώρα που ξεψυχούσε γέννησε πρόωρα το παιδί της (Διόνυσος Πυρογενής) που θα
καιγόταν κι αυτό αν η γη δεν έκανε να φυτρώσουν ξαφνικά απ’ τους κίονες της αίθουσας οι
πρώτοι δροσεροί βλαστοί του κισσού που τυλίξαν το νιογέννητο και το προφυλάξαν (Διόνυσος
Περικιόνιος). Αμέσως τότε ο Δίας έσκισε το μηρό του, τοποθέτησε στη σχισμή το παιδί του και την
έραψε (Διόνυσος Μηρορραφής ή Ειραφιώτης 6 ). Όταν συμπληρώθηκε ο χρόνος της κύησης ο Δίας
έκοψε τα ράμματα και τον γέννησε για δεύτερη φορά 7 (Διόνυσος Διμήτωρ ή Δισσότοκος). Μερικοί
μάλιστα λένε (Απολλόδωρος 8 11, 82, 3), πως το νιογέννητο είχε κέρατα και μ’ αυτά έσκισε τον μηρό
και βγήκε μόνο του, γι’ αυτό κι ονομάστηκε στην αρχή Διόνυξος (νύξας τον Δία). Ο μύθος αυτός
επαναλαμβάνεται από πολλούς με σχετικές παραλλαγές στις λεπτομέρειες και παρουσιάζεται σε
διάφορα έργα τέχνης μικρά και μεγάλα.
Ο Δίας φοβήθηκε όμως πως η Ήρα δε θα περιοριζόταν στην πρώτη της απόπειρα κατά του
παιδιού του και θέλοντας να εξασφαλίσει τη ζωή του τον εμπιστεύτηκε στον Ερμή που με τη σειρά
του κι αυτός τον παράδωσε στις Νυσαίες Νύμφες 9 για να τον αναθρέψουν 10 . Νύσα 11 ονομαζόταν το
όρος που κατοικούσαν οι Νύμφες τροφοί του και που απ’ αυτές πήρε τ’ όνομά του. Είχε πολλές πηγές,
δροσερές σπηλιές κι ήταν καταπράσινο απ’ τη βλάστηση. Ίσως και να μην υπήρχε το όρος αυτό παρά
μόνο στη φαντασία των πιστών. Όπως όμως συμβαίνει μ’ όλους τους μυθικούς τόπους, οι άνθρωποι
αρχίσαν να ψάχνουν να τον βρουν κάπου στη γη και τότε πολλοί Ελληνικοί και βάρβαροι τόποι τον
διεκδικήσαν. Πάντως τ’ όνομα του όρους προϋποθέτει τοποθεσία υγρή, δροσερή και γόνιμη 12 . Εκεί
μεγάλωσε ο Διόνυσος (Διόνυσος Ύης 13 ). Μέσα σε μια απ’ τις σπηλιές του που το πάνω μέρος της
σκεπάζαν βλαστοί και φύλλα χλοερού αμπελιού που μεγάλωνε ταυτόχρονα με τον ωραίο γιο του Δία.
Όταν μεγάλωσε και μαζί μ’ αυτόν και τ’ αμπέλι κι είδε ώριμους τους καρπούς του, τους έστυψε,
δοκίμασε ο ίδιος πρώτος τον χυμό τους, μέθυσε και πρόσφερε και στις Νυσαίες Νύμφες, στους
δαίμονες των δασών, στους βοσκούς του όρους και σ’ όσους βρίσκονταν γύρω του. Όλοι τότε νοιώσαν
να λύωνται (καταπραΰνονται) οι θλίψεις τους (Διόνυσος Λυαίος ή Λύσιος) και να πλημμυρίζει η ψυχή
τους από χαρά και πρωτόγνωρο ενθουσιασμό.
Τότε ο Διόνυσος βγήκε απ’ το μέρος που μεγάλωσε κι ορμητικός, φορώντας ποδήρη
γυναικείο χιτώνα (Διόνυσος Θηλύμορφος ή Αρσενοθήλυς) για να μη τον αναγνωρίσει η Ήρα και του
κάνει κακό κι ακόμα στεφανωμένος με χλωρά φύλλα κισσού και δάφνης, έχοντας σαν ακολουθία το
Θίασο 14 που τον αποτελούσαν οι Νύμφες-τροφοί, οι Σάτυροι, οι Σιληνοί, οι ακροβάτες που κρατούσαν
θύρσους 15 και δάδες, φωνάζοντας άγρια, χτυπώντας τύμπανα και κύμβαλα ή παίζοντας σύριγκα με
εκκωφαντικό θόρυβο (Διόνυσος Βρόμιος 16 , Βάκχος 17 , Βακχεύς, Βακχεβάκχος) άρχισε την περιοδεία
του στον κόσμο διαδίδοντας τη λατρεία του και την καλλιέργεια τ’ αμπελιού.
Στους εχθρούς του ο Διόνυσος ήταν σκληρός και τους προξενούσε άγρια μανία φέρνοντάς τους έτσι
σπαραγμένους στον θάνατο. Στους φίλους του όμως χάριζε την ευθυμία, την ευδιαθεσία, τη χαρά κι
έκανε τη ζωή τους πιο ωραία και πιο λαμπερή με το μεθύσι που
τους πρόσφερε. Εδώ ακριβώς, σ΄ αυτό το μεθύσι υπάρχει και
κάποια συμβολική ερμηνεία που βλέπει στον μεθυσμένο και τον
ηθοποιό ένα κοινό γνώρισμα : της αλλοίωση της
προσωπικότητας. Όπως ο μεθυσμένος υπακούει, χωρίς να το
θέλει σ’ αόρατες εσωτερικές δυνάμεις, έτσι κι ο ηθοποιός τη
στιγμή που υποκρίνεται παύει να είναι ο εαυτός του και γίνεται
υποχείριο της συναισθηματικής του ορμής. Η βακχική ζάλη κι η
καλλιτεχνική ψευδαίσθηση ήταν για τους αρχαίους το ίδιο
πράγμα 18 .
Πρώτες απ’ τις Ελληνικές πόλεις που δεχτήκαν τη λατρεία του
Διονύσου είναι, όπως φαίνεται, η Αιτωλία που κατά τον
Απολλόδωρο (Ι, 8, 1) πρώτος τον φιλοξένησε εκεί ο Οινεύς (που
με τη γυναίκα του την Αλθαία ο θεός έκανε τη Δηιάνειρα) κι οι
πόλεις της Αττικής Ελευθερές (Διόνυσος Ελευθερεύς) κ’ Ικαρία. Ο Διόνυσος στη ράχη πάνθηρα. Τμήμα ψηφιδωτού
της ελληνιστικής εποχής, που βρέθηκε στην Πέλλα.
Επειδή όμως οι Ελευθερές ενσωματωθήκαν αργότερα στην
Αττική, οι αττικοί μύθοι του Διονύσου πλέκονται κυρίως γύρω απ’ την περιπέτεια του Ικάριου 19 και
της κόρης του Ηριγόνης. Ο Ικάριος υποδέχτηκε και φιλοξένησε τον Διόνυσο κι ο θεός του έκανε δώρο
το κλήμα. Τότε αυτός το καλλιέργησε και πρόσφερε στους συμπολίτες του απ’ το κρασί του. Εκείνοι
όμως επειδή νομίσαν, μέσα στο πρωτόγνωρο μεθύσι τους, ότι ο Ικάριος τους δηλητηρίασε, τον
σκοτώσαν. Αργότερα η κόρη του Ηριγόνη κρεμάστηκε από ένα δέντρο δίπλα στον τάφο του πατέρα
της 20 . Στα Μικρά Διονύσια ένα μέρος της γιορτής ήταν αφιερωμένο σ’ αυτήν (γίνεται αναφορά στο
ειδικό κεφάλαιο για τις γιορτές του Διονύσου). Τον φόνο του Ικάριου και την αυτοκτονία της
Ηριγόνης, τιμώρησε ο Διόνυσος με λοιμό κι έκανε τις παρθένες της πόλης, μετά από μια μανία που τις
έπιασε ν’ αυτοκτονήσουν όπως η Ηριγόνη.
Όμως τ’ αμπέλι προόδεψε στην Αττική, οι κάτοικοί της ξεπλυθήκαν απ’ τον φόνο, η λατρεία
διαδόθηκε και πολλές εύθυμες γιορτές καθιερωθήκαν για να τιμήσουν τον θεό. Έτσι πλαστήκαν
διάφοροι μύθοι και γίνονταν πανηγύρια για χάρη του. Τόποι που συνδέσαν τ’ όνομά τους με τ’ όνομα
του θεού ήσαν:
Η Εύβοια που προσπαθούσε να επιδείξει τη Νύσα της όπου μεγάλωσε ο Διόνυσος με την επίβλεψη του
Αρισταίου 21 και της κόρης του Μάκριδας ή Νύσας.
Η Νάξος όπου ο Διόνυσος βρήκε την Αριάδνη 22 να κοιμάται όταν την είχε εγκαταλείψει ο Θησέας.
Τότε ο θεός θαμπώθηκε απ’ την ομορφιά της και την παντρεύτηκε, μόλις αυτή ξύπνησε απ’ τις
χαρούμενες φωνές του Θιάσου του κι έκανε μ’ αυτή τον Οινοπίωνα, τον Στάφυλο και την Ευάνθη.
Η ιερή Δήλος που η κόρη του Στάφυλου Ροιά έκανε με τον Απόλλωνα τον Άνιο, τον περίφημο
μάντη 23 .
Η Χίος όπου το κρασί της ήταν πασίγνωστο όπως και τα πανηγύρια και τα τραγούδια της.
Η Κως, η Ρόδος, η Κρήτη όπου οι μύθοι της συνδυαστήκαν με την Αριάδνη και τις παραδόσεις της
Νάξου.
Η Λέσβος, η Λήμνος όπου ο Διόνυσος κι οι μύθοι του πλαισιώνονται με τους μύθους των Καβείρων 24 .
Η Θάσος όπου η επίδραση του θεού αποτυπώθηκε σε νομίσματα όλων σχεδόν των εποχών της.
Η Κύπρος κ.ά.
Στα νησιά και πιθανότατα στη Νάξο πλάστηκε κι ο ωραίος μύθος για την αιχμαλωσία του απ’ τους
Τυρρηνούς πειρατές που τον διηγείται ο Ομηρικός Ύμνος: Είδαν από μακριά Τυρρηνοί πειρατές τον
Διόνυσο νέο ωραιότατο με σκοτεινή κυμματιστή κόμη, με πορφυρό μανδύα, να στέκεται στην ακτή και
τον νομίσαν πλούσιο βασιλόπουλο. Πλησιάσαν, πηδήσαν στην ξηρά, τον πιάσαν και τον σύραν μέχρι το
πλοίο τους όπου τον δέσαν. Τα δεσμά του όμως λύνονταν και πέφταν ελευθερώνοντας τα θεϊκά μέλη, ενώ
τα κατάρτια στολίζονταν με φυλλώματα αμπελιού και τυλιγόταν κισσός γύρω απ’ το μεσαίο κατάρτι
(Διόνυσος Στύλος 25 ) και πλέκονταν στεφάνια γύρω απ’ τα καθίσματα. Κι ενώ ο κυβερνήτης που
κατάλαβε τη θεϊκή ιδιότητα του αιχμαλώτου προσπαθούσε να πείσει τους πειρατές και τον αρχηγό τους
να τον ξαναφέρουν στην ακτή, ο θεός μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι που έβγαζε άγριους μυκηθμούς κι
εμφάνισε πάνω στο πλοίο δασύτριχη αρκούδα. Τρομαγμένοι τότε πειρατές και ναύτες πέφταν στη
θάλασσα, όπου μεταμορφώνονταν σε δελφίνια. Κι ήταν η τιμωρία αυτή των κακοποιών το πρώτο θαύμα
του Διονύσου σαν παντοδύναμου θεού, ο οποίος με τους άλλους αθάνατους πήρε μέρος και στη
γιγαντομαχία 26 .
Σαν θεός νίκησε τον Τρίτωνα 27 που εμπόδιζε τις Ταναγραίες να πλυθούν στη θάλασσα πριν απ’ την
τέλεση των μυστηρίων του, τιμώρησε τον Πενθέα, βασιλιά της Θήβας που εμπόδιζε τα όργια που
γίνονταν στον Κιθαιρώνα για να τον τιμήσουν βάζοντας τη Βάκχη μητέρα του Αγαύη να τον
κατασπαράξει και κατέβηκε στον Άδη που αφού νίκησε τις δυνάμεις του Θανάτου ελευθέρωσε απ’ το
βασίλειό του τη μητέρα του Σεμέλη και την ξανάφερε στη Γη, μετονομάζοντάς την Θυώνη, όπου και
την κράτησε κοντά για να συμμετέχει κι αυτή σ’ όλες τις τιμές που του κάναν.
Έτσι λοιπόν ο Διόνυσος έγινε σύμβολο της ζωής, η παγκόσμια ψυχή, η κοινή πηγή όλων των
ανθρωπίνων ψυχών που προσπαθούν πάντα να καθαρίσουν από κάθε πρόστυχη ανάμιξη το θεϊκό
στοιχείο που υπάρχει μέσα τους. Γι’ αυτό εκείνοι που αφιερώνονταν στον θεό επιζητούσαν, μ’
ορισμένες ιεροτελεστίες να επικοινωνήσουν μ’ αυτόν. Κατά την Ωμοφαγία, την τελετή που ανάγεται
την εποχή του Θεμιστοκλή 28 , οι μυημένοι τρώγαν όλοι μαζί τις ωμές σάρκες ενός ταύρου. Ο ταύρος
αυτός ήταν μια απ’ τις μορφές του Διονύσου, επομένως οι μυημένοι τρώγαν το ίδιο το σώμα του θεού
και πίναν συμβολικά το αίμα του σε μυστικό συμπόσιο (Διόνυσος Ωμηστής).
Υπήρχε όμως κι η θλιβερή πλευρά της λατρείας και των παραδόσεων του Διονύσου όπου ο θεός
παρουσιάζεται σα να κυνηγιέται απ’ τον Θάνατο και να νικιέται τελικά απ’ αυτόν όπως περίπου η
κόρη της Δήμητρας, Περσεφόνη. Γι’ αυτό τον τοποθετούσαν πολύ συχνά στο πλευρό των δυο θεαινών,
πότε της μιας και πότε της άλλης. Βάση του μύθου του Διονύσου Ζαγρέα 29 που δεν ταυτίζεται
συνήθως με το Θηβαίο, είναι η ιδέα της μετάβασης στο θάνατο και της επανόδου στη ζωή: Γιος της
χθόνιας θεότητας Δηούς (Δήμητρας) απ’ τον Δία, συλλαμβάνεται απ’ τους αδελφούς Τιτάνες που αφού
τον κομματιάζουν τον βάζουν σε καζάνι. Ένα κομμάτι όμως του κορμιού του που είχε μέσα την καρδιά
παράπεσε κι η Αθηνά που το είδε και κατάλαβε πως η καρδιά χτυπούσε ακόμα, το έφερε στον Δία. Και
κείνος ή την κατάπιε ή την έραψε μέσα στον σκισμένο μηρό του, όπου ξαναπήρε την αρχική του μορφή ο
θεός και ξαναγεννήθηκε απ’ τον πατέρα του που απ’ τη στάχτη των υπόλοιπων κομματιών έπλασε τους
καλούς ανθρώπους κι απ’ τη στάχτη των Τιτάνων, τους κακούς.
Θλιβερή ήταν όμως κι η λατρεία του Διονύσου που τον τιμούσαν στους Δελφούς σαν ισόθεο με τον
Απόλλωνα. Μας πληροφορεί ο Φιλόχορος 30 (Αποσπ. 23) : εστιν ειδείν την ταφήν αυτού παρά τον
Απόλλωνα τον χρυσούν, βάθρον δε τι είναι υπονοείται η σορός εν η γράφεται: ενθάδε κείται θανών ο
Διόνυσος, ο εκ Σεμέλης.
Σ’ αυτόν τον τάφο λοιπόν του Διονύσου που βρίσκεται κοντά στο χρυσό άγαλμα του Απόλλωνα
πρόσφερε ο ανώτερος απ’ τους ιερείς μυστική θυσία κατά τη μικρότερη μέρα του χρόνου, ενώ την
επόμενη, μόλις η μέρα άρχιζε να μεγαλώνει, ανεβαίναν στην κορφή του Παρνασσού οι Θυιάδες
(Βάκχες των Δελφών), για να ξυπνήσουν τον Διόνυσο Λικνίτη (βρέφος λίκνου, κούνιας) που υποτίθεται
πως πέθαινε και ξαναγεννιόταν κάθε χρόνο. Τον ίδιο συμβολικό χαρακτήρα είχαν κι οι μύθοι του
Άργους και μερικοί της Κρήτης.
Πολύ λίγων θεών η λατρεία διαδόθηκε τόσο πολύ, όσο η λατρεία του Διονύσου, του νεότερου απ’
όλους τους θεούς του Ολύμπου. Γι’ αυτό οι Έλληνες κι οι Ρωμαίοι φτάσαν στο σημείο να υποθέσουν
ότι υπήρχαν περισσότεροι από έναν Διόνυσοι (7-8) άσχετοι μεταξύ τους. Η θεϊκή του υπόσταση
εκφραζόταν με δυο αντίθετους τρόπους: με την καλόκαρδη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε
στις γιορτές του και με τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό κι η λατρεία του παρουσίαζε την αντίθεση
αυτή που εκφραζόταν σ’ οργιαστικές θορυβώδεις μορφές ή σε σιωπηλές τελετές που θυμίζαν θάνατο.
Πολλοί μύθοι πλαστήκαν για τη γέννηση και τις περιπέτειές του. Ο τελευταίος δημιουργήθηκε την
εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου απ’ αυτούς που ονομαστήκαν Αλεξανδροκόλακες 31 κι έλεγε πως ήταν
κατακτητής, χωρίς όπλα, της Ινδίας πριν απ’ τον Μακεδόνα βασιλιά. Λένε μάλιστα πως ένωσε τους
ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη με κλωνιά κισσού κι αμπελιού και πέρασε πάνω σ’ έναν τίγρη αντί γι’
άλογο κι εκεί οφείλεται τ’ όνομα του ενός ποταμού. Ο ίδιος ο Παυσανίας 32 βεβαιώνει (Χ 29κ 4) ότι
σωζόταν το σκοινί το φτιαγμένο από κλωνιά αμπελιού και κισσού που είχε ενώσει τα ποτάμια. Πάνω
από 150 ονόματα αποδίδονταν στον Διόνυσο που λατρευόταν σαν Ύης, γιατί κάποιοι λέγαν πως
ανατράφηκε κι από τις Υάδες Νύμφες της Δωδώνης κι είχε σχέση, όπως κι αυτές κι η μητέρα του
Σεμέλη Ύη, με τις ανοιξιάτικες βροχές, σαν Αιγοβόλος, γιατί ο ίδιος αντικατάστησε με αίγα τ’ ωραίο
αγόρι που θα θυσιαζόταν στο βωμό του, σαν Δενδρίτης και Εύανδρος, πράγμα που αποδεικνύει την
αρχαιότητα της λατρείας με τα ίχνη της πρωτόγονης δεντρολατρείας, σαν Μελπόμενος (από τη Μούσα
Μελπομένη), δηλαδή προστάτης της Μουσικής.
Όλοι οι αρχαίοι ποιητές, Όμηρος, Ησίοδος, Αρχίλοχος 33 , Θέογνις 34 , Πίνδαρος 35 - εκτός απ’ τα Ίσθμια
(7, 5) που βρίσκουμε τον τύπο Διόνυσος - μεταχειρίζονται τον τύπο Διώνυσος. Σε πλάκες της Βοιωτίας
παρουσιάζεται παράλληλα με τον τύπο Διόνυσος, πολλές φορές κι ο τύπος Διονούσιος και
Διονουσόδωρος και Διονουσιόδωρος. Καμιά φορά ο Ανακρέων τον ονομάζει Δεώνυσον, στη Λέσβο,
σύμφωνα με την παράξενη τοπική τους διάλεκτο, Ζόννυσον. Ο τύπος Διόνυξος (νύξας τον Δία)
αναφέρεται μόνο μια φορά απ’ τον Απολλόδωρο. Ο Αττικός τύπος του ονόματος απ’ την αρχή ήταν
Διόνυσος κι είχε λογική την ετυμολογία. Η λέξη παράγεται απ’ το Διός και το νύσος (γένος) ή το πρώτο
συνθετικό είναι πάντα το Διός και το δεύτερο Νύσα, απ’ το όρος που ανατράφηκε και πέρασε την
παιδική του ηλικία.
Σύμβολα του Διονύσου και της λατρείας του είναι τα πιο δυνατά ζώα: λιοντάρι, τίγρης, πάρδαλη,
ταύρος και τα ευκίνητα: όνος, τράγος, κατσίκα, νεβρός 36 (τις δορές τους φοράγαν οι Βάκχες κι ο ίδιος
ο Διόνυσος) και το δελφίνι. Απ’ τα φυτά ήσαν: τ’ αμπέλι, ο κισσός, το μάραθο, οι μενεξέδες (πρώτα
λουλούδια της άνοιξης) και τα τριαντάφυλλα που ήσαν ιερά τόσο για το Διόνυσο όσο και για την
Αφροδίτη. Σύμβολο της γονιμότητας ήταν ο φαλλός και εμβλήματά του: ο πυρσός, ο θύρσος, ο κρατήρ
και διάφορα δοχεία κρασιού κι απ’ τα μουσικά όργανα: ο αυλός, το τύμπανο και τα κύμβαλα. Οι
γιορτές του γίνονταν με ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια στην Αθήνα 37 . Στην Ιταλία όπου η λατρεία του είχε
από νωρίς διαδοθεί, κυρίως στη Μ. Ελλάδα, ο Διόνυσος ταυτίστηκε με μια παλιά ιταλική θεότητα τον
Liber Pater. Στη Ρώμη λοιπόν εορτάζονταν τα Liberalia προς τιμή του Liber και της συντρόφου του
Libera που αργότερα ταυτίστηκε με την Κόρη (Περσεφόνη) των Ελλήνων. Τα Liberalia γίνονταν στις
17 Μαρτίου. Οι γιοι των Ρωμαίων που είχαν συμπληρώσει τα 16 τους χρόνια παίρναν την αντρική
Τήβεννο 38 και μπαίναν πια στην αντρική ηλικία. Αργότερα ήρθε στη Ρώμη απ’ την Κάτω Ιταλία μια
άλλη ακόλαστη γιορτή που γινόταν τη νύχτα απ’ τις γυναίκες για να τιμηθεί ο Βάκχος, τα Bacchanalia
(Βακχεία), η οποία στάθηκε πολύ επικίνδυνη για τα παλιά ήθη των Ρωμαίων, γι’ αυτό η Σύγκλητος
πήρε αυστηρότατα μέτρα για τη διάδοσή της και τέλος το 186 π.Χ. την απαγόρευσε επιβάλλοντας
σκληρές ποινές στους γιορταστές της. Όμως το κακό δεν περιορίστηκε, αλλ’ αντίθετα το μέτρο
συντέλεσε περισσότερο στην έκλυση των ηθών στην αρχή στη Ρώμη κι αργότερα σ’ όλη την Ιταλία.
Τον Διόνυσο τον δεχτήκαν σαν θεότητα μόνο μετά τη δραστηριότητά του ανάμεσα στους ανθρώπους.
Υπήρξε ο πνευματικός ήρωας των γεωργικών πολιτισμών ο οποίος στο χώρο μερικών πολυθεϊστικών
θρησκειών, αντιστοιχεί μ’ αυτόν που λέγεται θεός που πεθαίνει (όπως ο Όσιρις για τους Αιγυπτίους).
Τα κύρια γνωρίσματα αυτού του τύπου του θεοποιημένου ήρωα είναι :
1. Η ίδρυση πολιτικών θεσμών.
2. Ο μύθος του βίαιου θανάτου τον οποίον ακολουθεί διαμελισμός του θύματος.
3. Η γέννηση απ’ τα κομμάτια του πτώματος ενός φυτού για τη διατροφή των ανθρώπων.

Μολονότι ο Διόνυσος ξεφεύγει απ’ τ’ αυστηρό αυτό σχήμα για να πάρει μια μορφή πιο σύνθετη κι η
αποστολή του είναι πιο πλατιά, ωστόσο τα τρία πιο πάνω συστατικά παραμένουν και συντελούν σε
μεγάλο βαθμό στην αναγνώρισή του :
1. Διάφορες παραδόσεις βλέπαν τον Διόνυσο σαν φορέα νέων μορφών πολιτισμού.
2. Ο μύθος του Διονύσου Ζαγρέως. Κάτι ανάλογο ήταν και μια περίφημη δελφική μυσταγωγία που
σύμφωνα μ’ αυτήν ορισμένες γυναίκες κυνηγούσαν ένα ελάφι που το ταυτίζαν με τον Διόνυσο κι
όταν το πιάναν το κομματιάζαν και το καταβροχθίζαν ωμό.
3. Ο Διόνυσος ήταν δεμένος θρησκευτικά με τ’ αμπέλι που το είχε ανακαλύψει αυτός και την
παραγωγή του κρασιού.

Ο χώρος δράσης όμως του θεού δεν περιοριζόταν μόνο στη γεωργία με την ιδιότητά του σαν προστάτη
της καλλιέργειας τ’ αμπελιού και γενικότερα ή σαν σύμβολο της διαδικασίας της βλάστησης που
πεθαίνει και ξαναγεννιέται κάθε χρόνο. Η λατρεία του στις πόλεις συνδεόταν, όπως κι η λατρεία
άλλων θεών (Απόλλων, Άρτεμις) με την ενηλικίωση των νέων. Αυτή ήταν η έννοια μερικών μορφών
λατρείας του Διονύσου που υπονοούσαν μια συμβολική συνάρτηση ανάμεσα στο μυθικό γεγονός του
θανάτου και της γέννησης του θεού απ’ τη μια μεριά κι απ’ την άλλη της περιοδικής μεταμόρφωσης
των νέων, οι οποίοι φεύγοντας απ’ τον κόσμο της παιδικής ηλικίας πεθαίναν σαν νέοι, για να
ξαναγεννηθούν σε μια καινούργια ζωή με τη συμμετοχή τους στην κοινωνία των ενηλίκων. Στην
περιοχή όμως του μυστικισμού η θεϊκή υπόσταση του Διονύσου συγκέντρωνε γύρω της πολλές
εκδηλώσεις ευλάβειας βασισμένες στην πίστη μιας πνευματικής αναγέννησης και στην ανθρώπινη
συμμετοχή στο θείο (Ορφεύς, ορφισμός 39 ), που υποστηρίζονταν από μεταφυσικές τοποθετήσεις κι
εκφράζονταν μ’ οργιαστικές τελετές, οι οποίες στην κορύφωσή τους κάναν αυτούς που παίρναν μέρος
σ’ αυτές να πιστεύουν ότι κατέχονται απ’ τον θεό ή ακόμα κι ότι ταυτίζονται μαζί του. Αυτές οι
μυστηριακές τελετές ήσαν διαδεδομένες σ’ όλον τον ελληνικό κόσμο και καλύπταν την ανάγκη μιας
ανανέωσης του ανθρώπου και της κοινωνίας που να ξεπερνάει τις εξωτερικές πολιτιστικές μορφές και
να εισχωρεί στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, για να τον μεταμορφώσει και να τον ανανεώσει.
Με την πτώση των παραδοσιακών αξιών και τη γρήγορη διαδοχή των πολιτικών κινημάτων (την
παρακμή των βασιλείων που είχαν συγκροτηθεί μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τη
νικηφόρα προέλαση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) ο άνθρωπος αισθάνεται την ύπαρξή του να
παρασύρεται σε μια δίνη καταστροφής και προσπαθεί να την στερεώσει με μια μεταφυσική ελπίδα.
Αυτή όμως η μεταφυσική ελπίδα εξακολουθεί να στηρίζεται στους παλιούς μύθους κι έτσι δε θα
μπορέσει να ικανοποιήσει τις ψυχικές του ανάγκες. Απ’ αυτόν τον λόγο προέρχεται η παρακμή των
παλιών μυστηρίων κι η αντικατάστασή τους απ’ τον Χριστιανισμό, ο οποίος στο έργο της ανανέωσης
και της σωτηρίας δεσμεύει τον άνθρωπο με όλες τις νοητικές και βουλητικές ικανότητες και
συγκεντρώνει την ανανέωση στο πνεύμα, κάνοντας τους εξωτερικούς τύπους λατρείας μέσο σύνδεσης
του Θεού με την ψυχή του ανθρώπου. Οι πιστοί του Διονύσου αποτελούσαν ιδιαίτερες ενώσεις, τους
θιάσους 40 , στους οποίους γίνονταν δεχτοί μόνο μετά από μύηση.
Τόσο η λογοτεχνία όσο κι άλλες τέχνες απ’ την αρχαιότητα μέχρι σήμερα στην Ελλάδα και στο
εξωτερικό, πολλά απ’ τα θέματά τους είναι παρμένα απ’ τους μύθους του Διονύσου. Πρώτος ο
Διθύραμβος ήταν ένας ύμνος στον θεό και συγχρόνως λυρικό χορικό τραγούδι με θέμα τις περιπέτειές
του. Ήταν δηλαδή ένα έξαλλο οργιαστικό άσμα προς τιμή του Διονύσου. Ονομάστηκε έτσι απ’ τις δυο
θύρες που γεννήθηκε ο θεός. Μια της Σεμέλης και μια του Δία (απ’ το μηρό).
Απ’ τον Διθύραμβο αργότερα εξελίχτηκε η Τραγωδία που εκτενέστερη αναφορά σ΄ αυτήν θα γίνει σ’
ιδιαίτερο κεφάλαιο. Πολλές απ’ τις τραγωδίες έχουν θέματα απ’ τους μύθους του Διονύσου, όπως η
τετραλογία Λυκούργεια του Αισχύλου (Ηδωνοί, Βασσάροι, Νεανίσκοι, Λυκούργος). Η δεύτερη
τετραλογία του Αισχύλου που περιλαμβάνει τις τραγωδίες Πενθεύς, Ξάντρια, Σεμέλη, Διόνυσος
Τροφός. Η Ηριγόνη του Σοφοκλή, η Ηριγόνη του Φρυνίχου, η Λυκούργεια Τριλογία του γιου του
Φρυνίχου Πολυφράδμονα, οι Βάκχες του Ευριπίδη και διάφορα έργα των Ρωμαίων ποιητών.
Ο Διόνυσος αν και δεν ήταν ποτέ ανάμεσα στους δώδεκα εκλεκτούς του Ολύμπου 41 , η επίδρασή του
πάνω στο ελληνικό αλλά και στο παγκόσμιο πνεύμα ήταν καθοριστική. Πολύ μεγάλη είναι η ποικιλία
που παρουσιάζεται ο Διόνυσος στις εικαστικές τέχνες απ’ την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Είναι εκείνος
που απελευθέρωσε την Τέχνη ολοκληρωτικά και στέκει ο κατ’ εξοχήν Έλληνας θεός.

Το «Άρμα Θέσπιδος» από Αττικό μελανόμορφο αγγείο. Εικονίζεται ο Διόνυσος με τους σατύρους –
ακολούθους του καθ’ οδόν προς τα «Εν Άστει Διονύσια».

Λατρευτικές μορφές του Διονύσου


Πολλές συζητήσεις γίνονται για την καταγωγή της λατρείας του Διονύσου. Μετά την ανάγνωση της
Γραμμικής Β΄ (ελληνικής γραφής της μυκηναϊκής εποχής) τ’ όνομα του Διονύσου βρέθηκε γραμμένο
στις πινακίδες των Μυκηνών. Υπάρχει μια άποψη ότι η λατρεία αυτού του θεού είναι κρητικής κι
αιγυπτιακής καταγωγής (Πάθη του Όσιρη), άλλη πάλι άποψη υποστηρίζει πως προέρχεται απ’ τη
Θράκη. Το γεγονός πάντως είναι ότι ο Διόνυσος είναι ένας απ’ τους πιο παλιούς θεούς της Ελλάδας
και γι’ αυτό έχει μια σύνθετη μορφή, λειτουργία και λατρεία.

Ωμοφαγικός Διόνυσος
Στις πρωτόγονες φυλές που βρίσκονταν στο πιο χαμηλό στάδιο ανάπτυξης υπήρχε το έθιμο της
Τοτεμικής Αναλήψεως, δηλαδή η μετάληψη του τοτεμικού γένους απ’ το τοτεμικό είδος που η βρώση
του ήταν απαγορευμένη. Η πράξη αυτή παραδινόταν στους θιάσους (μυητικές εταιρίες) που
αντικαθιστούσαν τα τοτεμικά γένη και ξανασυναντιέται στους Μαιναδικούς θιάσους.
Η πράξη του Μαιναδικού θιάσου συνίσταται στο κατασπάραγμα ενός ζώου και το καταβρόχθισμα των
σαρκών του ωμών. Στην Ελλάδα αυτή η πράξη είναι η πιο σημαντική των Μαιναδικών Θιάσων 42 .
Αφομοιώνοντας με τον τοτεμικό τρόπο την ενσάρκωση του θεού, ο ωμοφάγος ταυτίζεται με τον θεό
του θιάσου: Βάκχος εκλήθην οσιωθείς, ψάλλει ο Χορός των μυστών του Ζαγρέως και το ίδιο μπορεί
να πει κι ο μύστης του Διονύσου. Γιατί ο τω Διονύσω καθιερωθείς, άτε ομοιωθείς αυτώ, μετέχει του
ονόματος.
Η ωμοφαγία, σαν μετάληψη, έρχεται σαν κορύφωση ενός εκστασιασμού, κατά τη διάρκεια του οποίου
ο μύστης, έχοντας ήδη μεταφερθεί σε κόσμο θαυμάτων, γεύεται σαν υπέρτατη ηδονή την ένωση με τον
θεό του. Η υπέρτατη όμως αυτή ηδονή δεν είναι αμέτοχη κάποιας κατάθλιψης και φρίκης. Οι μέρες
του σπαραγμού και της ωμοφαγίας είναι μέρες μιασματικές και στυγνές, στις οποίες η ωμοφαγία
περιβάλλεται από νηστείες και κοπετούς.
Ζωομορφικός Διόνυσος
Οι αρχαιότατες τοτεμικές παραστάσεις δίναν στους θεούς μορφές ζώων κι όταν αυτές οι μορφές γίναν
ανθρώπινες τα ζώα που τους προσωποιούσαν μεταβληθήκαν σ’ απλά εμβλήματά τους. Όμως η
τοτεμική πράξη που διασώζεται στους διονυσιακούς θιάσους είναι φυσικό να επιβάλλει τον
ζωομορφισμό των θεών τους. Έτσι στον ομηρικό ύμνο ο θεός παρουσιάζεται σαν λιοντάρι κι ο Χορός
των Βακχών του Ευριπίδη τον καλεί να παρουσιαστεί σαν λιοντάρι. Στους προϊστορικούς χρόνους το
θηρίο αυτό ζει στην Ελλάδα, φανερώνεται στην αιγαιακή ζωομορφία και στους ιστορικούς χρόνους
επιζεί στη Μακεδονία και στη Θράκη. Εν τούτοις δεν ανήκει στα ζώα της διονυσιακής ωμοφαγίας κι η
σύμφυσή του προς τον Διόνυσο ή παραδίδεται από παλιότερη ισάξια θεότητα ή σχετίζεται με τη
σεληνιακή πλευρά του Διονύσου. Αντίθετα ο μικρός πάνθηρας παρουσιάζεται στα χέρια των
Μαινάδων σαν ζώο του διονυσιακού σπαραγμού και το δέρμα του είναι πολύ συχνό επίβλημα (ένδυμα)
και των Μαινάδων και του Διονύσου.
Απ’ τις ζωομορφικές παραστάσεις του θεού την πρώτη θέση έχει ο Ταύρος. Οι Γυναίκες της Ήλιδος
καλούν τον Διόνυσο να φανεί τω βοέω ποδί θύων κι η επωδική επίκλησή τους είναι: Άξιε Ταύρε. Ο
Χορός των Βακχών τον αποκαλεί και σαν ταύρο (φάνηθι ταύρος) κι ο Πενθεύς, τον βλέπει να
προηγείται σαν ταύρος (και ταύρος ημίν πρόσθεν δοκείς και σω κρατί κέρατα προπεφυκέναι). Στην
Τένεδο ο θεός παρασταίνεται από μοσχάρι, στο οποίο φοράν κοθόρνους. Οι Αργείοι αποκαλούν τον
Διόνυσο βουγενή και πολλά ποιητικά επίθετα, όπως βούκερως, δίκερως, κεραός, κερασφόρος,
ταυρόκερως, ταυρομέτωπος, ταυρωπός, χρυσόκερως φανερώνουν την ταυρική παράστασή του.
Ταυρομορφία του Διονυσιακού θιάσου έχουμε στις κερασφόρους Λαφυστίας μαινάδας. Άλλα ζώα της
διονυσιακής ωμοφαγίας ήσαν ο νεβρός, η αίγα, ο τράγος κι ο έριφος.
Ένα λατρευτικό επίθετο του θεού στη Λέσβο Κεμήλιος, ερμηνεύεται απ’ την κεμάδα (νεαρή ελαφίνα).
Το δέρμα του ελαφιού είναι ακόμα σταθερό επίβλημα των Μαινάδων και του θεού, μέχρι που γίνεται
κι αυτό σύμβολο του έναστρου ουρανού στους ώμους του Διονύσου: δαιδαλέην ελάφοιο γέρων ώμοισι
καλύπτρην, αιθερίων μιμηλόν έχων τύπον αιόλον άστρων. Τα λατρευτικά επίθετα του Διονύσου
Αιγοβόλος στις Ποτνίες και Μελάναιγις στην Αττική και στην Ερμιόνη, αναφέρονται στην αίγα και τον
τράγο. Το δεύτερο αντιστοιχεί στην επιβληματική χρήση της τραγής και στον μύθο ότι ο Διόνυσος
φανερώθηκε με τέτοιο επίβλημα στις κόρες του Ελευθήρος. Όταν πάλι οι θεοί, για να ξεφύγουν απ’ τον
Τυφώνα, μεταμορφωθήκαν σε ζώα, ο Διόνυσος μεταμορφώθηκε σε τράγο. Ένας Διόνυσος Ερίφιος
λατρευόταν στο Μεταπόντιο κι από Ορφικοπυθαγορικούς θιάσους, αλλά το επίθετο έρχεται απ’ τον
Τάραντα κι εδώ απ’ τη Λακωνία. Ανάλογους με τον έριφον συσχετισμούς πιστεύεται ότι φανερώνει το
επίθετο του θεού Ειραφιώτης. Μετά τη δεύτερη γέννησή του ο Διόνυσος, για να ξεφύγει απ’ την Ήρα,
μεταμορφώνεται απ’ τον Δία σ’ έριφο.
Άλλη ζωομορφική παράσταση του Διονύσου είναι το φίδι. Τα φίδια βρίσκονται συνέχεια στα χέρια και
στα κεφάλια των Μαινάδων, αλλά τα ξανασυναντάμε και σ’ άλλες λατρείες, στην αρχή στα σεληνιακά
ζώα που σχετίζονται με τις μυήσεις που υπόσχονται ανανέωση της ζωής (γιατί αυτό το ζώο πιστεύεται
ότι ανανεώνεται συνέχεια με την αποβολή του δέρματος), αλλά και σαν παράσταση του Θείου
Βρέφους, του σεληνιακού στη βαθύτερη καταγωγή του. Τον σύνδεσμο με τους φιδοχειρισμούς των
Μαινάδων φανερώνει ακόμα η πάροδος των Βακχών: έτεκεν δ’ (ο Ζευς) ανίκα Μοίραι τέλεσαν,
ταυρόκερων θεόν στεφάνωσέν τε δρακόντων στεφάνοις, ένθεν άγριαν θηροτρόφον μαινάδες
αμφιβάλλονται πλοκάμοις.

Μυητικός Διόνυσος
Απ’ τη Μαιναδική πράξη γνωρίζουμε πολλά στοιχεία της αρχαίας διονυσιακής Μύησης. Νηστείες,
εξαγνισμοί, και καθαρμοί προετοιμάζουν τη μύηση του Μαιναδικού θιάσου. Μια δοκιμασία σιωπής
φανερώνει η παροιμία Βάκχης τρόπον, που λέγεται επί των αεί στεγανών και σιωπηλών, παρ’ όσον αι
Βάκχαι σιωπώσι. Ακολουθεί η αναχώρησις του θιάσου που παίρνει τη μορφή ορειβασίας.
Τόπος των Μαιναδικών οργίων είναι τα όρη κι η πράξη ή η μνήμη των οργίων αυτών διατηρείται στον
Ταΰγετο, τον Παρνασσό, τον Κιθαιρώνα, το Λαφύτιο, τον Κισσό, το Πάγγαιον, τον Αίμο. Τα ποιητικά
επίθετα του Διονύσου ορειμανής, όρειος, ορέσκειος, ουρεσιφοίτης και ίσως και το λατρειακό
Ακρωρείτης προέρχονται απ’ την πράξη αυτή.
Τα μαιναδικά όργια γίνονται τη νύχτα με το φως των λαμπάδων. Από δω προέρχεται και το επίθετο
του Διονύσου Νυκτερινός, η λατρεία ενός Νυκτελίου Διονύσου στην ακρόπολη των Μεγάρων και
κάποια γιορτή που παραμένει άγνωστη κατά τ’ άλλα, Νυκτέλια του Διονύσου. Πολλές άλλωστε γιορτές
του Διονύσου είναι νυχτερινές, όπως τα Λήναια, οι γιορτές στη Λέρνη, οι γιορτές του Διονύσου
Αισυμνήτου στην Πάτρα, του Διονύσου Βακχίου και Λυσίου στη Σικυώνα, η Πανυχίς στη Μεθύμνη, τα
Νυκτοφυλάξια στη Δήλο, τα Λαμπτήρια στην Πελλήνη κι η Σικελική Αγρυπνία. Απ’ τις λαμπάδες πάλι
αυτών των οργίων προέρχονται τα επίθετα του θεού Λαμπτήριος και Φαυφστήριος και τ’ όνομα του
δελφικού μήνα Δαδαδοφορίου. Η ολολυγή (ιερουργική κραυγή), η μουσική των τυμπάνων, των
κυμβάλων και των αυλών κι οι χοροί είναι σταθερά της μυητικής πράξης στοιχεία.
Απ’ την ολολυγή (ιώ, ευοί, ευάν) προέρχονται τα ονόματα της γιορτής των Ιοβακχείων και του θιάσου
των Ιοβάκχων κι ακόμα τα επίθετα του θεού Εύιος και Εύας. Απ’ τις γιορταστικές αυτές κραυγές
προέρχονται και τα επίθετα του θεού Ελελεύς, Ελιγεύς, Ίυος και Ιυγγίης. Απ’ τον φοβερό θόρυβο των
κραυγών, των τυμπάνων και των κυμβάλων προέρχεται το επίθετο Βρόμιος κι απ’ τη μουσική του
θιάσου οι σχέσεις του Διονύσου με τις Μούσες το λατρειακό του επίθετο στη Νάξο Μουσαγέτης.
Σκοπός όλων αυτών είναι η επίτευξη της Μανίας, της ιερής παράκρουσης που μεταβάλλει με τις
γυναίκες του θιάσου τον κόσμο σ’ έναν κόσμο θαυμάτων. Κάτω απ’ την επήρεια αυτής της
παράκρουσης κατασπαράσσεται το θύμα και γίνεται η ωμοφαγία, σαν κορυφαία μυητική πράξη, της
οποίας είδαμε την καταγωγή και τη λειτουργία. Τα στοιχεία που ακολουθούν την αρχαία αυτή
μαιναδική Μύηση είναι η αποκάλυψη (ανακάλυψις) ιερών αντικειμένων, η κατήχησις για μυστικά της
λατρείας, Δοκιμασίες κι Αγωνίσματα. Η μύηση αυτή του μαιναδικού θιάσου είναι τριετηρική, γίνεται
δηλαδή σε κάθε δεύτερο έτος και κατά τη διάρκεια του χειμώνα και κύριος της σκοπός είναι η
κοινωνία κι η ταύτιση με τον θεό με τη μανία και την ωμοφαγία.
Το κύριο επίθετο του θεού είναι Βάκχος με παραλλήλους τύπους Βάκχιος, Βακχείος, Βακχεύς και
Βακχέβακχος, τα οποία σημαίνουν τον θεό στην κατάσταση της ενθουσιαστικής μανίας που καλλιεργεί
η λατρεία του και δηλώνει το ρήμα βακχεύειν. Ευδαιμονική κατάσταση για τους λάτρεις του, η μανία
είναι και το φοβερό όπλο του θεού κατά των εχθρών του ή εκείνων που δεν πειθαρχούν σ’ αυτόν. Ένα
σχόλιο όμως στον Πίνδαρο που χαρακτηρίζει τον Διόνυσο και σαν καθαρκτικόν της μανίας,
αποκαλύπτει κι άλλη πλευρά της διονυσιακής μανίας. Εκείνος που πάσχει από υστερικές ή άλλες
φρενικές ή ψυχικές διαταραχές, τις οποίες οι Έλληνες αποκαλούν μανία, βρίσκει τη θεραπεία του μόνο
με τη συμφιλίωση προς τη θεότητα, η οποία, όπως πιστεύουν, τις διεγείρει. Μπαίνοντας εκείνοι που
πάσχουν στον διονυσιακό θίασο συμφιλιώνονται με τον θεό, ο οποίος τους έφερε στην παράκρουση
και καλλιεργούν πια αυτή την αρρώστια σαν προνομιακή επικοινωνία μ’ αυτόν. Έτσι θεραπεύονται, με
την έννοια ότι η κατάστασή τους δεν είναι πια καταπιεστική γι’ αυτούς κι ότι το μειονέκτημα που τους
απόκοβε απ’ την κοινότητα βρίσκει μέσα στον θίασο, ο οποίος υπηρετεί μαγικούς και θρησκευτικούς
σκοπούς της κοινότητας, την ωφελιμότητα και τη διάσωσή του. Έτσι ο Μανιοδότης Διόνυσος (ο
Βακχείος) είναι συγχρόνως κι απελευθερωτής απ’ τη μανία (Λύσιος και Λυαίος). Ο Διόνυσος ο
Βακχείος κι ο Διόνυσος ο Λύσιος συλλατρεύονται στην Κόρινθο και τη Σικυώνα. Από κει φαίνεται να
προέρχεται κι η θεραπευτική ιδιότητα του Διονύσου. Ένα απ’ τα επίθετά του είναι Παιώνιος κι οι
Αθηναίοι τιμούν έναν Διόνυσο Ιατρόν, επίθετο που κατά την παράδοση ανάγεται σε μια εντολή
δελφικού χρησμού, προέρχεται όμως από ευρύτερο κύκλο. Μερικοί τόποι λατρεύαν ακόμα κι έναν
Διόνυσο Υγιάτην.

Μαιναδικός και Γυναικίας Διόνυσος


Η Διονυσιακή μύηση μας είναι γνωστή μόνο απ’ την πράξη των Μαιναδικών θιάσων στην Ελλάδα.
Απομεινάρια αυτού του Μαιναδισμού απομένουν σε διάφορες χώρες της Ελλάδας. Ο μύθος του
Πενθέα κι η φήμη των μαιναδικών οργίων στον Κιθαιρώνα διασώζουν έντονα την παράδοση του
Μαιναδισμού στη Βοιωτία. Απομεινάρι του είναι το θηβαϊκό γένος της Ινούς 43 που χορηγούσε ιέρειες-
Μαινάδες στη μεταγενέστερη διονυσιακή λατρεία.
Ζωντανό και κατάλοιπο του αρχαίου Μαιναδισμού είναι αι Ολείαι, θίασος γυναικών του Βοιωτικού
Ορχομενού που παίρνει μέρος στις τελετές των Αγρωνίων. Ο Λυκόφρων 44 αναφέρει μαινάδες
Λαφυστίας (γυναίκες) στο όρος Κισσός της Μακεδονίας, ίσως όχι άσχετες με τη λατρεία ενός
Λαφυστίου ή Λαφυστία Διονύσου στη Βοιωτία που ονομάζεται έτσι απ’ το Λαφύτιο όρος. Το παλιότερο
όνομα των Δελφικών Μαινάδων είναι Θυίαι (απ’ το Θύω που σημαίνει μαίνομαι, τρικυμιώ), ενώ το
ιστορικό τους όνομα είναι Θυιάδες. Η σπουδαιότερη λειτουργία τους είναι τα τριετηρικά όργια στον
Παρνασσό, για τα οποία ενώνεται μ’ αυτά ο θίασος αττικών Θυιάδων. Οι γυναίκες δυο θιάσων στη
Σπάρτη κατά τη λατρεία του Διονύσου αποκαλούνται Διονυσιάδες.
Το γενικό όνομα των Μαινάδων στη Λακωνία είναι Δύσμαιναι που σημαίνει ότι βρίσκονται σ’
επικίνδυνη κατάσταση φρενίτιδας. Στην Αρκαδία οι Μαινάδες λέγονται Λήναι. Στην Ήλιδα, από
κάποια γιορτή που λέγεται Θυία, πιστεύεται ότι ονομάζονταν Θυίαι, ταυτίζονται όμως με τον θίασο
των Γυναικών, τις οποίες ξέρουμε σαν Εκκαίδεκα Γυναίκας. Στη Μακεδονία οι μαινάδες λέγονται
γενικά Κλώδωνες και Μιμαλλόνες. Άλλο όνομα εδώ των μαινάδων είναι το Μακέται. Για την πράξη
των Κλωδώνων και Μιμαλλόνων λέγεται αόριστα ότι είναι η ίδια με την πράξη των Μαινάδων της
Θράκης που ονομάζονταν Βασσάραι ή Βασσαρίδες. Μια εικόνα απ’ αυτές μας δίνει η διονυσιακή
πομπή του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου, όπου ανάμεσα σ’ άλλες παρελαύνουν Μακέται αι καλούμεναι
Μιμαλλόνες και Βασσάραι και Λυδαί, κατακεχυμέναι τας τρίχας και στεφανωμέναι τινές μεν όφεσιν, αι
δε μίλακι και αμπέλω και κισσώ, κατείχον δε ταις χερσίν αι μεν εγχειρίδια, αι δ’ όφεις.
Η πράξη του Θρακικού Μαιναδισμού ξεπερνάει σε ζωή τον Μακεδονικό και τον Δελφικό, κι είναι
έντονη μέχρι και τους τελευταίους αιώνες τ’ αρχαίου κόσμου. Τα μαιναδικά όργια είναι τριετηρικά
(γίνονται κάθε δεύτερο έτος) και στη διάρκεια του χειμώνα. Επικεφαλής του Μαιναδικού Θιάσου
παρουσιάζεται, όπως πιστεύεται, ένας αρσενικός κορυφαίος, ιερέας κι ενσαρκωτής του θεού, εξ ου,
όπως φαίνεται και το επίθετο Καθηγεμών του Διονύσου. Το χαρακτηριστικό αυτού του κορυφαίου
είναι το γυναικείο ρούχο του. Αυτό φαίνεται απ’ τη γυναικεία στολή που φοράει ο Πενθεύς για να
πλησιάσει τις Μαινάδες κι έμμεσα απ’ το ρούχο και τους κοθόρνους του υποκριτή της τραγωδίας. Ο
γυναικόστολος αυτός κορυφαίος είναι πρότυπο του γυναικόστολου και γυναικίου Διονύσου. Κάτι
αντίστοιχο έχουμε σε χριστιανική αίρεση της Φρυγίας, στην οποία οι γυναίκες μόνο έχουν ιερατικά
αξιώματα κι όπου κατά συνέπεια ο Χριστός παρασταίνεται με στολή και μορφή γυναικεία. Έτσι κι ο
Διόνυσος, ο θεός των γυναικείων θιάσων φοράει κοθόρνους, κροκωτό 45 και μίτρα. Το επίθετό του
Βασσαρεύς, όπως και το Βασσάραι των μαινάδων της Θράκης, είναι απ’ το γυναικείο φόρεμα
βασσάρα 46 . Ο ανάλογος γυναικείος Διόνυσος πρωτοπαρουσιάζεται στον ομηρικό ύμνο ενώ στα
μνημεία παρουσιάζεται γύρω στο τέλος του 5ου αιώνα και τονίζεται επίμονα κι απ’ τη λατρευτική και
φιλολογική παράδοση. Ο Διόνυσος της λατρείας των Κλωδώνων και Μιμαλλόνων 47 είναι ένας ψευτο-
άντρας, Ψευδάνωρ. Στη Λυκούργια του Αισχύλου ρωτιέται για τον Διόνυσο: ποδαπός ο γύννις; Στις
Βάκχες ο θεός είναι θηλύμορφος ξένος κι ο Ησύχιος δίνει τ’ όνομα Διονύς (τύπος του ονόματος του
Διονύσου. Ο Λουκιανός απορεί για έναν γυναικείο γιο του μεγάλου Δία. Στον Πορφύριο 48 ο θεός
παρουσιάζεται αρρενοθήλυς και για τον Νόννο 5 , τον ποιητή της εποποιίας του, γυναικείην φορέων,
ψευδήμονα μορφήν μιμηλή κροσκόπεπλος εν είμασι φαίνεται κούρη.

Αρχαιοθιασικός Διόνυσος
Όλα τα στοιχεία της Διονυσιακής Μύησης παρέχονται απ’ τους Μαιναδικούς Θιάσους. Απ’ αυτά
υποθέτουν ότι φορείς της αρχαίας Διονυσιακής θρησκείας είναι μόνο γυναίκες. Κάποιος νεότερος
μελετητής προχώρησε περισσότερο και παραδέχτηκε, βάσει πολλών εθνολογικών παραλληλισμών που
συγκεντρωθήκαν, ότι αυτός ο ίδιος ο Μαιναδικός θίασος μετατρέπεται στη συνέχεια σ’ αντρικό,
βασίζοντας έτσι ολόκληρη τη θεωρία του για την καταγωγή της Τραγωδίας σ’ αυτή την άποψη. Αυτό
όμως που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι όπου διασωθήκαν οι αρχαίοι Μαιναδικοί θίασοι, διασωθήκαν
άθικτοι από κάθε αντρική ανάμιξη.
Οι μικτοί θίασοι είναι γεννήματα των μετέπειτα καιρών, όταν έπαψε πια η λειτουργία των αρχαίων
αντρικών θιάσων. Σε διάφορες ιερουργίες των Μαινάδων φαίνεται καθαρά η παρουσία αντρικών
θιάσων. Οι θεομάχοι που κυνηγάν τους Μαιναδικούς θιάσους είναι προβολές των κορυφαίων αντρικών
θιάσων που ακολουθούν. Αυτό φαίνεται κι απ’ τη δίωξη των Προιτίδων 49 απ’ τον Μελάμποδα που
κυνηγάει αυτές επικεφαλής ενός αντρικού θιάσου μετ’ αλαλαγμού και ενθέου χορείας. Οι πλασματικές
μάχες των Μαινάδων με τους άντρες, στους μύθους, προϋποθέτουν αντρικούς θιάσους το ίδιο και τα
ερωτικά όργια των Μαινάδων.
Ποιοι όμως είναι και πού βρίσκονται οι αρχαίοι αυτοί αντρικοί θίασοι που συναλλάσσονται με τους
Μαιναδικούς θιάσους. Η μόνη δυνατή απάντηση είναι ότι τα Μαιναδικά όργια είναι καθαρά
γυναικείας μύησης, σαν διονυσιακή προετοιμασία όμως για τις ιερουργίες με τους αντρικούς θιάσους.
Πραγματικά δε η μεν μαιναδική μύηση είναι τριετηρική, ενώ οι ιερουργίες με τους αντρικούς θιάσους
γίνονται κάθε χρόνο. Ποια είναι η μύηση των αντρικών θιάσων δεν μπορούμε να το ξέρουμε, όμως
μπορούμε να το υποθέσουμε απ’ τις ιερουργίες που γίνονταν κάθε χρόνο με τους γυναικείου θιάσους.
Είναι οι ίδιες μ’ αυτές που γίνονταν για την Κουρητική μύηση, σύμφωνα με την οποία ένας απ’ τον
αντρικό θίασο ορίζεται μετά από αγωνίσματα μέγιστος κούρος, κορυφαίος αυτού του θιάσου και
διεκδικητής της περιοδικής μαγικοθεϊκής βασιλείας.
Κοντολογίς οι ιερουργίες με τους Μαιναδικούς θιάσους είναι αυτές του λεγομένου Εποχικού
Δράματος που βοηθάει τη μετάβαση απ’ τον χειμώνα στην άνοιξη, απ’ τον περασμένο χρόνο στον
καινούργιο. Αν οι αντρικοί αυτοί θίασοι προϋποθέτουν ανάλογη τριετηρική προετοιμαστική μύηση,
δεν το ξέρουμε. Το απόσπασμα απ’ τους Κρήτες του Ευριπίδη που προαναφέρθηκε, περιορίζει την ίδια
με την μαιναδική τριετηρική, ωμοφαγική και νυκτιπολική δράση σε κάποιον μυητικό μόνο βαθμό
βάκχων του θιάσου των Ιδαίων Δακτύλων ή Κουρήτων.

Πολιτικός Διόνυσος
Οι κοινωνικοπολιτικοί αγώνες που κατά καιρούς έχουν γίνει, φανερώνουν έναν Διόνυσο προστάτη της
λαοκρατικής ιδεολογίας. Η εποχή 50 που επανέρχεται ο λόγος για τον Διόνυσο είναι ο 7ος π.Χ. αιώνας
όταν αρχίζει να διαμορφώνεται το δημοτικό στοιχείο, να συγκρούεται με την αριστοκρατία και ν’
αναλαμβάνει την ηγεσία τ’ αγροτικού στοιχείου. Ο προσεταιρισμός ενός θεού που κυριαρχεί στους
αγροτικούς πληθυσμούς, ήταν ένας πολιτικός υπολογισμός της εμποροναυτικής τάξης για τον
προσεταιρισμό και την παρακίνηση τ’ αγροτικού, δηλαδή του πιο συντηρητικού και δυσκίνητου
στοιχείου. Στα μάτια των εμποροναυτών που γνωρίσαν τους Θνήσκοντας Θεούς της Μ. Ασίας, της
Συρίας, της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου, η Θρησκεία του Θνήσκοντος Θεού είχε και κοσμοπολίτικο
χαρακτήρα. Θεός ακόμα που δεν διάκρινε αριστοκράτες και λαϊκούς, δε φθονούσε την ύψωση ούτε
καταφρονούσε τον εκπεσμό, αλλά μοίραζε εξίσου (Ισοδαίτης) τη θεϊκότητά του σ’ όλους τους πιστούς.
Ήταν ο θεός της περιπόθητης ισότητας, του σκοπού των νέων κοινωνικοπολιτικών αγώνων.
Στιγμιότυπα του προσεταιρισμού αυτού έχουμε στις πρώτες νίκες του στοιχείου, τις οποίες πετυχαίνει,
προπομπός της Δημοκρατίας, η αρχαία λαοκρατική Τυραννία 51 .
Λαϊκός στην αναβίωσή του θεός ο Διόνυσος, γίνεται έτσι ο πολιτικός θεός της Δημοκρατίας, όπως ο
Απόλλων της Αριστοκρατίας. Σειρά λατρευτικών επιθέτων του, επισημαίνουν τον πολιτικό του
χαρακτήρα. Κοντά στον Αυξίτην Διόνυσο στην Ηραία της Αρκαδίας λατρεύεται κι ένας Διόνυσος
Πολίτης. Το επίθετο του θεού στην Τροιζήνα Σαώτης συνδέεται με την ιδιότητα του Θνήσκοντος Θεού
ως Σωτήρος, αλλά την πολιτική του απόχρωση δείχνει η θέση του βωμού του δίπλα στον βωμό των
Θεμίδων, των δυνάμεων της πολιτικής δικαιοσύνης. Έναν Διόνυσο Δημόσιον φανερώνουν σ’ εμάς
μετέπειτα επιγραφές (Τράλλεις, Τέως, Μαγνησία Σιπύλου) κι έναν Διόνυσο Δημοτελή γνωρίζουμε από
έναν χρησμό της Δωδώνης προς τους Αθηναίους κι από μια επιγραφή της Καρύστου. Το επίθετο του
Διονύσου στην Πάτρα Αισυμνήτης, απ’ όπου κι αν κατάγεται, παίρνει την πολιτική σημασία,
σημαίνοντας τον θεό της δίκαιης κρίσης.

Ελληνιστικός και Νεοβασιλικός Διόνυσος


Κατά την περίοδο της Δημοκρατίας η Διονυσιακή Θρησκεία που επιβλήθηκε σαν επίσημη θρησκεία κι
επεκτάθηκε σ’ ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο προσαρμοσμένη στην ευκοσμία της αρχαίας πόλης και
στον ελληνικό ορθολογισμό, εγκατάλειψε την παλιά αγριότητα και φρενίτιδα και διοχέτευσε με
πνευματικούς και καλλιτεχνικούς τρόπους τους θησαυρούς του διονυσιακού ενθουσιασμού της. Με
τον τρόπο αυτό η Διονυσιακή Θρησκεία μπαίνει απ’ την αρχαία δημοκρατική πόλη στην ελληνική
επικράτεια. Θεός στην αρχή τ’ αγροτικού, μετά του εμποροναυτικού και τέλος της Δημοκρατίας, ο
Διόνυσος είναι ο πιο λαϊκός θεός της Ελλάδας. Λαϊκός και πανελλήνιος θεός ο Διόνυσος, μπαίνει στις
ελληνιστικές επικράτειες φορέας και των δυο ιδεωδών που πολώνονται οι πόθοι του πλήθους. Απ’ τη
μια μεριά του Ηδονισμού σαν ευδαιμονιστής θεός κι απ’ την άλλη της Σωτηρίας, σαν εγγυητής της
ευδαιμονικής αθανασίας. Και στα δυο αυτά ιδεώδη ο Διόνυσος ανταποκρίνεται με τις δυο πλευρές της
λατρείας του, τη δημόσια και τη θιασική. Οι δυο αυτές πλευρές εξουδετερώνουν φαινομενικά και πάλι
την ταξική ανισότητα, δημιουργώντας ένα φάσμα ισότητας, υποκατάστατο της αρχαίας δημοκρατικής
ισότητας που είχε πια χαθεί. Οι λόγοι αυτοί που κάναν τον Διόνυσο αγαπητό θεό όχι μόνο του λαού
αλλά και των ανωτέρων τάξεων, εξασφαλίζουν για τη Διονυσιακή Θρησκεία την ειδική εύνοια των
ελληνιστικών ηγεμόνων και των Ρωμαίων μετά αυτοκρατόρων.
Μετά τη θριαμβευτική δημοκρατικοποίηση, ο βασιλικός θεός των προϊστορικών λατρειών ξαναβρίσκει
στους τελευταίους αιώνες του κόσμου του τ’ αξίωμα των πρώτων αιώνων. Αξιοσημείωτο είναι, ότι το
πανάρχαιο αξίωμα του βασιλικού θεού ξανάρχεται με την ιδέα της θεϊκότητας του βασιλιά. Οι
ειδικότεροι λόγοι του προσανατολισμού των ελληνιστικών ηγεμόνων είναι κατά βάθος πολιτικοί.
Πρώτος λόγος είναι η ταύτιση του Διονύσου με τον Σαβάζιο που κάνει τον Διόνυσο εθνικό θεό της
Μακεδονίας. Ο σύνδεσμος με τον Μακεδονικό αυτόν Διόνυσο δείχνει τη μακεδονική καταγωγή κι απ’
αυτήν τους τίτλους των δυναστειών τους.
Δεύτερος λόγος είναι η ανάγκη ενιαίων λατρειών για να υπάρχει συνοχή στις εκτεταμένες επικράτειες.
Τρίτος λόγος είναι. Η ισοτιμία της Διονυσιακής Θρησκείας με τις βασικές θρησκείες των θνησκόντων
θεών της Αιγύπτου και της Εγγύς Ανατολής, ισοτιμία που γεφυρώνει τις εθνικές διαφορές για όφελος
των κυριάρχων.
Τέταρτος, η ανάγκη των Πτολεμαίων να φανούν σαν οι προκάτοχοι των Φαραώ, ενσαρκώσεις μιας
θεότητας, η οποία, αν κι ελληνική, νωρίς ταυτίζεται με τον Όσιρη, τον θεό της φαραωνικής βασιλείας.
Οι Σελευκίδες που βασιλεύουν κι αυτοί σε χώρες θνησκόντων θεών που ενσαρκώνονται απ’ τ’
αρχαιότατα χρόνια από εγχώριους βασιλιάδες και βασιλιάδες της Περγάμου δε θ’ αφήναν χωρίς
ανταγωνιστές τη διονυσιακή θεϊκότητα των βασιλιάδων της χώρας του Νείλου. Η μεγάλη επιρροή των
δυο αυτών βασιλειών καλλιεργεί έτσι τη διονυσιακή θεϊκότητα Σαν κύριο χαρακτηριστικό του
ηγεμόνα. Η τάση αυτή των ελληνιστικών ηγεμόνων εκμεταλλεύεται ένα στοιχείο του Θείου Δράματος
κι εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της Διονυσιακής Θρησκείας: Την επιφάνεια του Σωτήρος θεού που
πραγματοποιείται εδώ με την ενσάρκωσή του στο πρόσωπο του ηγεμόνα, του Νέου Διονύσου. Η
ενσάρκωση αυτή βασίζεται στην Αποθέωση του ηγεμόνα, όταν βρίσκεται ακόμα στη ζωή, την οποίαν
προτοφανέρωσε ο Αλέξανδρος.και συνεχίσαν οι διάδοχοί του. Απ’ τον Αλέξανδρο ξεκινάν, σύμφωνα
με την παράδοση, κι οι ταυτισμοί με τον Διόνυσο. Αντίστροφα οι ταυτισμοί με τον Διόνυσο με
ισότιμους μικρασιατικούς θεούς έχουν διαμορφώσει μιαν εκστρατεία του Διονύσου μέχρι τις Ινδίες
που προβάλλεται με την εκστρατεία του Αλεξάνδρου. Έτσι ο ένας μετά τον άλλον οι Αντιγονίδαι, οι
Πτολεμαίοι, οι Σελευκίδαι, οι Ατταλίδαι, οι βασιλιάδες της Καππαδοκίας κι απ’ τους αυτοκράτορες ο
Αντώνιος φανερώνονται σαν ενσαρκώσεις του Διονύσου κι έχουν εμβλήματα του θεού κι οι λατρείες
τους είναι θιασικές. Το ίδιο συμβαίνει με πολλούς Ρωμαίους αυτοκράτορες 52 που αποκτούν τον τίτλο
του Διονύσου ή του Νέου Διονύσου και φτιάχνουν μια εμφάνιση που μοιάζει με την εμφάνιση του
θεού.
Νεοθιασικός Διόνυσος
Απ’ την εποχή του Αλεξάνδρου και μετά παρουσιάζονται στη δημόσια μυστηριακή λατρεία που
καλλιεργείται από πολιτειακούς θιάσους, αναρίθμητοι διονυσιακοί θίασοι, ιδιωτικού μάλλον
χαρακτήρα. Μ’ αυτούς τους θιάσους καλλιεργείται μια νέα διονυσιακή λατρεία μυστηριακού τύπου,
μίγμα διονυσιακών ορφικών και δημητρικών στοιχείων. Τα κύρια χαρακτηριστικά της λατρείας αυτής
είναι η πτώση του ενθουσιασμού και της παραφοράς του Αρχαίου Διονυσιασμού. Η επιβολή της τάξης
και της ευκοσμίας των πολιτειακών λατρειών. Η αναδρομή σε τίτλους της πανάρχαιας Διονυσιακής
Θρησκείας. Περίτεχνες μυητικές τελετές. Και η επαγγελία μιας ευδαιμονικής αθανασίας. Οι
νεοδιονυσιακοί όμως αυτοί θίασοι δεν είναι παρά κατηγορία μόνο του πλήθους των λατρευτικών
θιάσων των ελληνιστικών και ρωμαϊκών μετέπειτα χρόνων.
Ο κύριος λόγος της γενικότερης αυτής θιασικής κίνησης είναι ο θάνατος της αρχαίας αυτόνομης πόλης
σαν κράτος μέσα στις μεγάλες επικράτειες που διαμορφώνονται μετά την εκστρατεία του Αλεξάνδρου
κι η εξαθλίωση του κόσμου που άρχισε ήδη μέσα στις αρχαίες δημοκρατίες που δεν εξελίσσονταν. Οι
ενότητες των γενών, των φατριών, των φυλών, ο κοινωνικός και πολιτικός κορμός της παλιότερης
πολιτείας διαλύονται ή χάνουν τη λειτουργική αξία τους και τ’ άτομο απομένει μόνο και γυμνό μέσα
στις πολυάνθρωπες κοινότητες του κόσμου. Στην περίοδο αυτή, γι’ άλλη μια φορά, αναλαμβάνουν οι
θίασοι, οι θρησκευτικές αδελφότητες, ν’ αντικαταστήσουν το γένος και τις άλλες παλιές ενότητες και
ν’ αποδώσουν στ’ άτομο τον χαμένο ανθρωπισμό. Σ’ ανάλογες ανάγκες βρίσκονται και τα πλήθη των
ξένων που αναζητάν την τύχη τους στα μεγάλα μεσογειακά κέντρα καθώς κι οι δούλοι.
Οι εγχώριοι θεοί δεν ικανοποιούν πια τις θρησκευτικές ανάγκες των λαών των οποίων η ζωή δεν έχει
πια τον λόγο της δικαίωσής της. Η λατρεία των θεών αυτών είναι προ πολλού τυπική, φροντίδα
περισσότερο της πολιτείας παρά της ψυχής και περισσότερο λατρεία μεγάλων νεκρών παρά λατρεία
αθανάτων.
Έτσι απ’ το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα μπαίνουν στην Ελλάδα οι μυστικιστικές λατρείες της
Μακεδονίας, της Θράκης, της Μ. Ασίας και τέλος της Αιγύπτου, για να τονωθούν μετά απ’ την
αλληλεπίδραση τ’ ανατολικού κι ελληνικού κόσμου. Γερασμένα πια τα στοιχεία των ελληνικών
πίστεων και λατρειών, συναντιόνται με τ’ ανάλογα ανατολικά, τονώνονται απ’ αυτά, ξανάρχονται στην
επιφάνεια και χωνεύονται σε συστήματα μυστικισμού και δεισιδαιμονίας. Ο μυστικισμός που
παρουσιάστηκε σ’ ανάλογες συνθήκες με τη διονυσιακή θρησκεία στους αρχαϊκούς καιρούς και
ξέπεσε με την επιβολή της θρησκείας αυτής σαν επίσημης θρησκείας, μεγαλώνει πάλι μέσα στην
εξαθλίωση των λαών. Οι λόγοι αυτοί της νέας θιασικής κίνησης τονώνονται και πολλαπλασιάζονται
μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η ενότητα της οικουμένης αναζητάει την ενότητα των θεοτήτων
και της λατρείας. Η λατρεία του αυτοκράτορα που θέλει να καλύψει αυτή την ανάγκη, την κάνει πιο
απαιτητική. Με δυσκολία φτάνοντας τ’ ανάστημα του κοινού ανθρώπου, πολύ πιο δύσκολα οι
αυτοκράτορες φτάναν τ’ ανάστημα του θεού κι όπου οι θεοί εξασφαλίζαν μεγάλα αγαθά, υποχείριοι
του θανάτου κι αυτοί, δεν ήταν δυνατόν να εξασφαλίσουν απ’ τον θάνατο τους πιστούς τους.
Νικημένοι εντούτοις οι λαοί απ’ τη ζωή περιμέναν όλα απ’ την νίκη κατά του θανάτου. Η ελπίδα μιας
καλύτερης τύχης μετά τον θάνατο, συγγενικό στοιχείο με τις θιασικές λατρείες, έχει ολοκληρωθεί απ’
τον Ορφισμό στην επαγγελία μιας θεϊκής ή διαφορετικά ευδαιμονικής αθανασίας. Ανίκανος όμως ο
Ορφισμός να σταθεί σαν αυτόνομη θρησκεία, περιτυλίγει τη θιασική διονυσιακή θρησκεία. Κάτω απ’
την επιρροή της ορφικοδιονυσιακής αυτής θρησκείας κι ακόμα της ισιακής ή οσιρικής, όλες οι θιασικές
θρησκείες που συγκεντρώνονται κατά κανόνα γύρω από έναν θνήσκοντα θεό, επαγγέλλονται στους
πιστούς τους τη θριαμβική νίκη εναντίον του θανάτου. Η επαγγελία αυτή της σωτηρίας μαγνητίζει,
ολοένα και περισσότερο τους λαούς που απελπισμένοι απ’ τη ζωή δεν αποθέτουν πια την ελπίδα τους
παρά μόνο πέρα απ’ τον τάφο.

Το Διονυσιακό εποχικό Δράμα


Από ένα έθιμο της μαγικής νοοτροπίας αναπτύσσεται ένα δράμα που λέγεται Εποχικό Δράμα.
Σύμφωνα μ’ αυτό το έθιμο, ένα ομοίωμα ανθρώπου που παράσταινε τον Χειμώνα, το έτος που πέρασε
και τον Θάνατο, μεταφέρεται έξω απ’ τα σύνορα της Κοινότητας κι εκεί κομματιάζεται ή ρίχνεται στο
ποτάμι, ενώ πολλές φορές ένα δέντρο που παρασταίνει την Άνοιξη, το Καλοκαίρι, το Νέο έτος και τη
Ζωή, μεταφέρεται απ’ την εξοχή πάλι μέσα στην Κοινότητα. Το είδωλο του περασμένου έτους που
αποβάλλεται συναντιέται στους διονυσιακούς μύθους, τους λεγόμενους της αντιδράσεως 53 , όπου ένας
θεομάχος βασιλιάς, όπως ο Πενθεύς 54 , ο Λυκούργος 55 , ο Βούτης 56 κ.ά. εναντιώνεται στη διάδοση της
Διονυσιακής θρησκείας, καταδιώκει τον Μαιναδικό θίασο και τον θεό μέχρι που χτυπιέται απ’ τον
Διόνυσο με μανία και στο τέλος κομματιάζεται, ρίχνεται στο ποτάμι ή με κάθε τρόπο καταστρέφει τη
ζωή. Άλλοτε πάλι τη θέση των ομοιωμάτων παίρνουν πραγματικά πρόσωπα, αυτοί που κρατάν το
κλαδί. Τέτοια πρόσωπα του αρχαίου Εποχικού Δράματος ανιχνεύονται στον Δαφνηφόρο της θηβαϊκής
Δαφνηφορίας 57 και του Σεπτηρίου 58 και στον νικητή των Ολυμπιακών Αγώνων.
Είναι πάλι φορές που το πνεύμα της βλάστησης ενσαρκώνεται από θηλυκό πρόσωπο που ονομάζεται
βασίλισσα, όπως και τ’ αρσενικό ονομάζεται συχνά βασιλεύς. Στοιχεία του ίδιου δράματος είναι
πλασματικές μάχες από δυο ομάδες 59 , μονομαχία δυο ανταγωνιστών που ενσαρκώνουν το πνεύμα του
παλιού και του νέου χρόνου, όργια κι ένας γάμος που αναδεικνύει το γονιμικό ζευγάρι του χρόνου. Όλ’
αυτά είναι απομεινάρια μιας παλιότερης θιασικής πράξης, κατά την οποία θίασοι αντρών και γυναικών
αναδεικνύουν τους δυο κορυφαίους τους που πρόκειται ν’ αποτελέσουν αυτό το γονιμικό ζευγάρι.
Τα στοιχεία αυτά τα συναντάμε σε πολλούς μύθους και λατρείες του Διονύσου. Ορισμένες
πλασματικές μάχες του Εποχικού Δράματος παρουσιάζονται στις Διονυσιακές παραδόσεις. Στη σκηνή
της Μαιναδικής επιδρομής που περιγράφει ο Άγγελος στις Βάκχες (714), οι Μαινάδες αντιμετωπίζουν
σε μάχη άντρες. Σ΄ έναν απ’ τους μύθους της αντίδρασης ο Διόνυσος, επικεφαλής των Μαινάδων,
πολεμάει τον Περσέα που είναι επικεφαλής τ’ αντρικού στρατού του.
Ένας αιτιολογικός μύθος παρασταίνει τον Μακεδόνα βασιλιά Αργαίο ν’ αντιπαρατάσσει στους
εχθρούς του τις επιχώριες Μαινάδες. Απομεινάρι αυτών των πλασματικών μαχών βρίσκεται στον χορό
της Κωμωδίας που κατάγεται απ’ το Εποχικό Δράμα. Εδώ ο Χορός διπλάσιος απ’ αυτόν της
Τραγωδίας, χωρίζεται καμιά φορά σε δυο αντιχώρια που μάχονται μεταξύ τους. Το ίδιο βρίσκεται
κυρίως στην παράβαση της Κωμωδίας. Είναι ένας χορικός αγών που συνδέεται καμιά φορά με τον
αγώνα των δυο ανταγωνιστών που είναι οι κορυφαίοι των δυο ομάδων. Στη Λυσιστράτη μάλιστα
έχουμε δυο διαφορετικά ημιχόρια, ένα γυναικείο κι ένα αντρικό, εικονογράφηση, κατά έναν τρόπο,
των πλασματικών μαχών των Διονυσιακών θιάσων. Από δω διαμορφώνεται ο Διόνυσος σαν πολεμικός
θεός, όπως φανερώνεται κι απ’ τα επίθετά του Άρειος και Ενυάλιος που τον εξομοιώνουν με τον Άρη.
Εξάλλου στο κυνήγι του Μαιναδικού θιάσου η μονομαχία των δυο ανταγωνιστών βρίσκεται σ’ όλους
τους μύθους της αντιδράσεως και σ’ ορισμένους, όπως του αγώνα του Διονύσου και του Περσέα 60 ή
του Διονύσου και του Τρίτωνα 61 , φαίνεται καθαρά.
Την ίδια εποχική μονομαχία μαρτυράει κι ο μύθος του Μελάνθου 62 και του Ξάνθου 63 , αλλαγμένος
όμως, όπως θα δούμε, σε βασιλοκτονική μονομαχία. Στους μύθους ακόμα της αντιδράσεως εικονίζεται
το κυνήγι του Μαιναδικού θιάσου απ’ τον θεόμαχο βασιλιά. Σκοπός αυτής της δίωξης είναι η εκλογή
της νύμφης του γονιμικού ζευγαριού του έτους. Αυτό φαίνεται κι απ’ τον μύθο του Μελάμποδος 64 ,
εκείνου που καταδιώκει τις κόρες του Προίτου και μετά παντρεύεται τη μια απ’ αυτές κι απ’ τον μύθο
σύμφωνα με τον οποίο ο Βούτης, διώχτης του Μαιναδικού θιάσου, συλλαμβάνει και νυμφεύεται την
Κορωνίδα. Η πράξη αυτή, εκφυλισμένη πια, συναντιέται σαν ιερουργία των Αγριωνίων, κατά την
οποία ο ιερέας του Διονύσου κρατώντας ξίφος κυνηγάει τας Ολείας, γυναίκες Μαιναδικού θιάσου και
σκοτώνει όποιαν προφταίνει.
Για τα ερωτικά όργια του Διονύσου στο Εποχικό Δράμα έχουμε πολλές μαρτυρίες. Σε δράμα με
διονυσιακό θέμα ο Αισχύλος αποκαλεί τις βακχευόμενες γυναίκες χαλιμάδας, επίθετο που σημαίνει
σύμφωνα με τους αρχαίους λεξικογράφους: αι χαλώμεναι προς συνουσία, αναίσχυντοι και θρασείαι,
πόρναι. Οι υποψίες για ερωτικά όργια των Μαινάδων διατρέχουν όλο το δράμα Βάκχαι που είναι το
ευαγγέλιο της Διονυσιακής θρησκείας.
Ο Ίων 65 στ’ ομώνυμο δράμα του Ευριπίδη, όταν μαθαίνει ότι ο Ξούθος, τον οποίο ο χρησμός αποκαλεί
πατέρα του, είχε έρθει στους Δελφούς τον καιρό των μαιναδικών οργίων, δεν αμφιβάλλει πια για την
πατρότητά του. Οι κατηγορίες για τα όργια των ρωμαϊκών Βακχείων (Bacchanalia) κι η ερωτική
σημασία την οποία ο ιερουργικός όρος όργια που σημαίνει μυστικές ιεροτελεστίες προσλαμβάνει απ’
την ιδέα των Αλεξανδρινών και Ρωμαϊκών χρόνων την ουσία των της Διονυσιακής Θρησκείας,
βεβαιώνουν τα ερωτικά όργια των Μαιναδικών θιάσων με αντίστοιχους αντρικούς θιάσους.
Όλ’ αυτά απομένουν στους διονυσιακούς μύθους και στη διονυσιακή λατρεία διασπασμένα, όπως
προαναφέρθηκε, απομεινάρια ενός Εποχικού Δράματος, το οποίον κορύφωνε την πράξη της αρχαίας
Διονυσιακής Μύησης κι απόδιδε τη βλαστική πλευρά του Διονύσου. Το Εποχικό Δράμα διαμορφώνει
την Περιοδική Βασιλεία και μετατρέπεται σε Θείο Δράμα. Πρωταγωνιστής αυτού του Θείου Δράματος
είναι ένας βλαστικός θεός που έχει τη βρεφική ιστορία του και πεθαίνει κι επανέρχεται κάθε χρόνο στη
ζωή, σωτήρας του κόσμου που απειλείται απ’ τον Θάνατο κατά το τέλος της ετήσιας περιόδου κι
εξασφαλίζει με τον ίδιο τον θάνατό και την ανάστασή του τη συνέχεια της Ζωής.

g
ZYZYZYZYZYZYZYZYZYZYZYZYZY
ZYZYZYZYZYZYZYZYZYZYZYZYZY
Οι κυριότερες προσωνυμίες του Διονύσου

Αγριώνιος Δενδρεύς Ημερίδης Λευκυανίτης Πυθόχρηστος


Αιγοβόλος Δενδρίτης Ηρικεπαίος Ληναίος Πυρογενής
Αισυμνήτης Δεώνυσος Ήρως Ληναύς Πωγωνιτής
Αισυμνήτης, Δημόσιος Θεοδαίσιος Λικνίτης Σαβάζιος
Ακρατοφόρος Δημοτελής Θέοινος Λιμναγενής Σαβάζιος
Ακρωρείτης Διθύραμβος Θεός Μέγας Λιμναίος Σάβος
Ακταίος Δίκερως Θηλύμορφος Λυαίος Σαώτης
Αλιεύς Διμήτωρ Θράκιος Λύσιος Σεβαστός
Ανθεύς Διονουσιόδωρος Θρίαμβος Μάσαρις Σεμελήιος
Άνθιος Διονούσιος Θυλλοφόρος Μεθυμναίος Σητάνειος
Ανθιστήρ Διόνυξος Θυωνίδας Μειλίχιος Σκιάνθιος
Ανθρωπορραίστης Διονύς Ίακχος Μελάναιγις Σκυλίτας
Άρειος Διόνυσος Ιατρός Μελανθίδης Σμίνθιος
Άριστος Δισσότοκος Ίηος Μελπόμενος Σταφυλίτης
Αροεύς Διώνυσος Ιόβακχος Μεσατεύς Στύλος
Αρρενοθήλυς Δύαλος Ισοδαίτης Μηθυμναίος Συκετάτης
Αρσενοθήλυς Εβδομεύς Ιυγγίης Μηρορραφής Συκίτης
Αρχαγέτας Εθαστής Ίυος Μηροτραφής Σφαλεώτας
Αρχέβακχος Ειραφιώτης Καδμείος Μινωίτης Σφαλλήν
Ασδούλης Ελελεύς Κάδμος Μόρυχος Σφάλτης
Αττουδινός Ελευθερεύς Καθηγεμών Μουσαγέτης Σωτήρ
Αυαλός Ελεύθερος Καλλίκαρπος Μύστης Τασιβαστηνός
Αυλωνεύς Ελιγεύς Καλυδώνιος Νησιώτης Ταυρόκερως
Αυξίτης Εναγώνιος Κάρπιος Νυκτέλιος Ταυρομέτωπος
Βακχεβάκχος Ένδενδρος Καταγώγιος Οικουρός Ταυρόμορφος
Βακχείος Ενόρχης Καταπώγων Ομφακίτης Ταύρος
Βακχεύς Ενυάλιος Κεβρήνιος Ορειμανής Ταυροφάγος
Βάκχιος Επήκοος Κελαινεύς Όρειος Ταυρωπός
Βάκχιος, Ερίφιος Κεμήλιος Ορέσκειος Τριετηρικός
Βάκχος Εύανδρος Κεραός Ορθός Υγιάτης
Βάλις Ευανθής Κερασφόρος Ουράνιος Ύης
Βασσαρεύς Ευάντητος Κεχηνώς Ουρεσιφοίτης Φαλλήν
Βάσσαρος Εύας Κισσεύς Παιάν Φαλλός
Βαταλδεουηνός Ευβουλεύς Κισσοκόμης Παιώνιος Φαυστήριος
Βοηλάτης Ευεργέτης Κισσός Παραπαίζων Φιγαλεύς
Βουγενής Ευήιος Κολωνάτας Πατρώος Φλιούς
Βούκερως Ευίος Κοραίος Πελάγιος Φλοιός
Βρησ(σ)αίος Εύιος Κορησίτης Περικιόνιος Φυσίζωος
Βρησαγενής Εύκαρπος Κρήσιος Πλουτοδότης Χαριδότης
Βρησεύς Ευρύθεμις Κτίστης Πολίτης Χοιροψάλας
Βρισαίος Εύσιος Κύριος Πρίαπος Χορείος
Βρισεύς Ευστάδυλος Λαθικήδης Πρόβακχος Χορεύς
Βρόμιος Ζαγρεύς Λαμπτήρ Πρόβλαστος Χοροπότης
Γίγων Ζευς Λαμπτήριος Πρόκλαστος Χρυσόκερως
Γυναικίας Ζόννυσος Λαφυστίας Προπάτωρ Ψευδάνωρ
Δάλλιος Ήβων Λαφύστιος Προτρύγαιος Ψίλαξ
Δασύλ(λ)ιος Ηληνείτης Λειβήνος Προτρύγης Ωμάδιος
Ωμηστής

ZY

Οι κυριότερες προσωνυμίες των Μαινάδων

Βασσάραι Θυιάδες Λήναι


Βασσαρίδες Θυίαι Λυδαί
Διονυσιάδες Κλώδωνες Μακέται
Δύσμαιναι Λαφυστίαι Μιμαλόνες

ZYZYZYZYZYZYZYZYZYZYZYZYZY
ZYZYZYZYZYZYZYZYZYZY
Οι γιορτές του Διονύσου
Οι γιορτές του Διονύσου δε γίνονταν μόνο για να τον τιμήσουν σαν θεό του κρασιού αλλά κυρίως σαν
προστάτη των Θεάτρων που τα θεωρούσαν για ιερά του. Σημαντικές γιορτές για να τιμηθεί ο θεός
γίνονταν στην Αθήνα, Πειραιά, Κόρινθο, Σμύρνη, Κέρκυρα, Νάξο, Δήλο, Τήνο, Σικυώνα, Μίλητο και
Βοιωτία. Ενώ μικρότερης σημασίας γίνονταν στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας 66 . Απ’ όλες όμως
αυτές τις γιορτές οι πιο μεγαλοπρεπείς ήσαν εκείνες που γίνονταν στην Αθήνα κι είχαν μεγάλη σχέση
με την αρχή και την ανάπτυξη της Δραματικής Ποίησης.
Το χαρακτηριστικό στις γιορτές αυτές του Διονύσου που ονομάζονταν Διονύσια ήταν η υπερβολική
ευθυμία, ο ενθουσιασμός, η μεγάλη χαρά, το μεθύσι, το δυνατό παίξιμο μουσικών οργάνων, οι Θίασοι
(δηλαδή γυναίκες μεταμφιεσμένες σε Βάκχες, Ναϊάδες κι άλλες Νύμφες), οι Διθύραμβοι, ο φαλλός
(σύμβολο της γονιμότητας της φύσης) κ.ά. Το να πίνει κανείς κατά τη διάρκεια των Διονυσίων ήταν
οφειλόμενο καθήκον προς τον θεό του κρασιού, γι’ αυτό και σ’ ορισμένα μέρη ήταν ασέβεια το να μη
μεθάς στη διάρκεια των Διονυσίων (Λουκιανός).
Οι γιορτές που γίνονταν στην Αθήνα για να τιμηθεί ο θεός ήσαν τέσσερις: Τα Μικρά Διονύσια, τα
Λήναια, τα Ανθεστήρια. και τα Μεγάλα Διονύσια ή εν Άστει.

Μικρά ή κατ’ Αγρούς Διονύσια ή Θεοίνια


Γίνονταν στους περισσότερους δήμους της Αττικής απ’ τις 8-11 του μήνα Ποσειδεώνα (19-22
Δεκεμβρίου) με την επιμέλεια των Δημάρχων 67 . Ήταν η πιο αρχαία απ’ τις Διονυσιακές γιορτές και
στη διάρκειά της ελευθερώνονταν κι οι δούλοι. Ένα μέρος της γιορτής ήταν αφιερωμένο για να τιμηθεί
η Ηριγόνη 68 και λεγόταν Αιώρα, γιατί κρεμάγαν απ’ τα κλαδιά των δέντρων, σ’ ανάμνηση της
κρεμασμένης Ηριγόνης, μάσκες, μικρά αγάλματα κι άλλα καλλιτεχνήματα, ενώ το πλήθος
τραγουδούσε διάφορα λαϊκά τραγούδια σχετικά με την ιστορία του Ικάριου και της κόρης του στους
οποίους προσφέρονταν θυσίες και χορευόταν ο Ασκωλιασμός 69 σ’ ανάμνηση κι αυτός του Ικάριου που
τον χόρεψε πρώτος, όταν είχε μεθύσει, πάνω σ’ ασκί από δέρμα τράγου τον οποίο είχε σκοτώσει
γιατί του έτρωγε τα βλαστάρια απ’ τ’ αμπέλι του. Μ’ αυτό το χορό τέλειωνε κι η Αιώρα. Η γιορτή
όμως των κατ’ αγρούς Διονυσίων συνεχιζόταν, πάντα χαρούμενη, με την περιφορά του φαλλού ενώ
επιτρέπονταν πολλά τολμηρά αστεία. Οι γιορταστές γυρίζαν στους δρόμους πάνω σ’ ένα αμάξι κι από
κει μ’ αισχρολογίες και χειρονομίες προσβάλλαν κείνους που βρίσκονταν γύρω τους (Κώμος εφ’
αμαξών). Απ’ αυτό προέρχεται κι η σημερινή καθημερινή έκφραση τα εξ αμάξης. Σε μερικούς δήμους
και κυρίως του Πειραιά, της Σαλαμίνας, της Ελευσίνας και κάποιων άλλων γίνονταν και δραματικές
παραστάσεις. . Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα γεννήθηκε και το Αττικό Θέατρο που στην αρχή ήταν
μια απλή λαϊκή διασκέδαση και διατηρήθηκε έτσι μέχρι που ο Θέσπις σχημάτισε το Άρμα του
βάζοντας στον Διθύραμβο τον πρώτο Υποκριτή. 70

Λήναια
Η λέξη Λήναια προέρχεται απ’ το ληνός που σημαίνει πατητήρι σταφυλιών 71 . Γίνονταν από τις 8-11
του μήνα Γαμηλιώνα (τον Ληναιώνα των Ιώνων και σημερινό Ιανουάριο). Ήταν η πιο αρχαία γιορτή
και την επιστασία την είχε ο αρμόδιος για τις θρησκευτικές υποθέσεις Άρχων Βασιλεύς 72 . Ο νόμος του
Ευηγόρου 73 προβλέπει για τα Λήναια μόνο μια πομπή καθώς και παραστάσεις τραγωδίας και
κωμωδίας όχι όμως κώμο. Όμως πολλοί μελετητές υποθέτουν ότι υπήρχε και κώμος γιατί ειδικά σ’
αυτή τη γιορτή από πολύ παλιά υπήρχαν στο πρόγραμμα και κωμωδίες.
Τόπος που γίνονταν οι αγώνες ήταν στην αρχή το ιερό του θεού στο Λήναιο 74 . Εκεί θυσιαζόταν ο
τράγος κι ο Χορός 75 τραγουδούσε με συνοδεία αυλού, προς τιμή του Διονύσου, τον Διθύραμβο που
άρχιζε με την προσφώνηση Σεμελ’ Ίακχε πλουτοδότα. Από τότε όμως που τη διοργάνωση την ανάλαβε
το κράτος μεταφερθήκαν στο θέατρο του Διονύσου. Για να γίνει αυτό χρειάστηκε πολύς χρόνος, αν
υπολογιστεί ότι μετά την επίσημη εισαγωγή του κωμικού αγώνα στο πρόγραμμα των Μεγάλων
Διονυσίων πέρασε περίπου μισός αιώνας, όσπου να πάρει θέση στα Λήναια (περίπου 440 π.Χ.). Ο
λόγος ήταν πως η κωμωδία είχε διατηρήσει για πολύν καιρό την αρχική αυτοσχεδιαστική μορφή της
(δηλαδή διοργάνωση και παράσταση από εθελοντές 76 ) κι έτσι δε χρειάζεται καμιά κρατική
επιχορήγηση.
Στα Λήναια η τραγωδία είχε υποδεέστερη θέση σε σχέση με την κωμωδία. Επίσημοι τραγικοί αγώνες
αρχίσαν σχεδόν μια δεκαετία αργότερα και συγχρόνως εγκαινιάστηκε κι ο διαγωνισμός των
υποκριτών. Όπως φαίνεται διαγωνίζονταν μόνο δυο τραγικοί με δυο έργα ο καθένας. Για τα σατυρικά
δράματα δεν έχουμε καμιά πληροφορία. Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι ο τραγικός αγώνας κρινόταν
σε μια μόνο μέρα. Ανάλογη με τον περιορισμένο χαρακτήρα του αγώνα ήταν κι η σημασία του,
δεδομένου ότι οι μεγάλοι τραγικοί δεν παίρνουν συχνά μέρος στα Λήναια. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο
Σοφοκλής κέρδισε μόνο 6 απ’ τις 24 βεβαιωμένες νίκες του, ενώ ο Ευριπίδης μάλλον αγνόησε εντελώς
τη γιορτή. Γενικά μια νίκη στα Μεγάλα Διονύσια είχε μεγαλύτερη σημασία ακόμα και για έναν κωμικό
ποιητή 77 .
Ο χαρακτήρας των Ληναίων δεν ήταν πανελλήνιος όπως των Μεγάλων Διονυσίων. Κι αυτό επειδή τον
χειμώνα διακοπτόταν η θαλάσσια συγκοινωνία κι οι ξένοι δε μπορούσαν να επισκεφτούν την Αθήνα
για να παραβρεθούν στους αγώνες. Γι’ αυτό πολλοί πιστεύουν ότι τα έργα του Αριστοφάνη που
ανεβαστήκαν στα Λήναια παρουσιάζουν πολύ πιο τοπικό χρώμα.

Ανθεστήρια
Γίνονταν απ’ τις 11-13 του μήνα Ανθεστηριώνα (Φεβρουαρίου - Μαρτίου). Στα Ανθεστήρια υπεύθυνος
ήταν ο Άρχοντας βασιλιάς Στη γιορτή αυτή γίνονταν διάφοροι αγώνες κι ο Αρμόδιος για τη γιορτή
Άρχοντας βασιλιάς μοίραζε τα βραβεία στους νικητές. Η πρώτη μέρα των Ανθεστηρίων ονομαζόταν
Πιθοίγια, γιατί ανοίγαν τα πιθάρια για να δοκιμάσουν το νέο κρασί. Η δεύτερη μέρα λεγόταν Χοές
(χους = ποτήρι) γιατί ήταν αφιερωμένη στο ποτό. Αυτή τη μέρα γίνονταν τα Ασκώλια (παιχνίδια με
ασκό) κι ο εξ αμαξών κώμος. Η τρίτη μέρα της γιορτής λεγόταν Χύτροι, γιατί προσφέρονταν χύτροι,
δηλαδή αγγεία με άνθη ή ψημένα χόρτα για θυσία στον Διόνυσο και τον Χθόνιο Ερμή. Στη γιορτή
αυτή παίρναν μέρος κι οι δούλοι μετά από άδεια των κυρίων τους. Στο τέλος της μέρας τους στέλναν
στα σπίτια τους λέγοντάς τους: Θύραζε, Κάρες, ουκ Ανθεστήρια. Κατά τη γιορτή των Ανθεστηρίων
γίνονταν μυστήρια (Άρρητα Ιερά). Πηγαίναν τη νύχτα στις Λίμνες 78 , στον αρχαίο ναό που τον ανοίγαν
μια φορά το χρόνο, στις 12 του Ανθεστηριώνα. Στα μυστήρια αυτά επιμελητής ήταν ο Άρχοντας
βασιλιάς μαζί μ’ άλλους.

Μεγάλα ή εν Άστει Διονύσια


Ήταν η γιορτή που γίνονταν οι περίφημοι Δραματικοί αγώνες. Διαρκούσαν από τις 9-13 του μήνα
Ελαφηβολιώνα (28 Μαρτίου - 2 Απριλίου). Στα Μεγάλα Διονύσια υπεύθυνος ήταν ο Επώνυμος
Άρχοντας. Στις γιορτές αυτές διαγωνίζονταν τρεις Τραγικοί και τρεις Κωμωδιογράφοι που εκλέγονταν
σε προκριματικό αγώνα απ’ τον Αρμόδιο Άρχοντα 79 . Ας δούμε όμως ξέχωρα τι γινόταν την κάθε μέρα
απ’ τις πέντε που διαρκούσαν τα Μεγάλα Διονύσια.
Ημέρα Πρώτη
Η γιορτή άρχίζε με μιαν επίσημη πομπή που πήγαινε το άγαλμα του θεού στις Ελευθερές 80 γιατί από
κει θα έκανε ο Διόνυσος θριαμβευτικά την είσοδό του στην πόλη το ίδιο βράδυ. Ακολουθούσαν τα
Ασκληπιεία κατά τα οποία γινόταν στο Ωδείον 81 ο Προαγών ή Προάγων όπου παρουσιάζονταν
μπροστά στο λαό οι ποιητές, οι υποκριτές, οι χορευτές κι οι χορηγοί, προαναγγέλλοντας τα δράματα
που θα παρουσιάζονταν. Ο κάθε ποιητής εξηγούσε το έργο του περιτριγυρισμένος απ’ τους υποκριτές
και χορευτές που φορούσαν τα καθημερινά τους ρούχα. Το βράδυ γινόταν η επίσημη είσοδος του
θεού. Οι έφηβοι της Αθήνας σηκώναν στα χέρια το ξύλινο άγαλμα και πλήθος λαού με πυρσούς κι
αναμμένα δαδιά ακολουθούσε μέχρι το θέατρο.
Ημέρα Δεύτερη
Το πρωί γινόταν η Πομπή μ’ ένα στολισμένο ταύρο που θυσιαζόταν σε κάποιο ιερό κι ο λαός
ακολουθούσε κρατώντας θύρσους (ραβδιά που στην κορυφή τους είχαν φύλλα κισσού). Αυτής της
μεγάλης πομπής παίρνουμε μια ιδέα απ’ την περιγραφή του Αθήναιου 82 (Ε 197) μιας μεγάλης
Βακχικής πομπής που γινόταν στην Αλεξάνδρεια την εποχή του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου. Νωρίς
τ’ απόγευμα γινόταν ο διαγωνισμός των Κυκλικών Χορών όπου πέντε αντρικές ομάδες και πέντε
παιδικές από πενήντα τραγουδιστές ο καθένας διαγωνίζονταν στην εκτέλεση του Διθυράμβου. Με τη
δύση του ήλιου τέλος γινόταν ο Κώμος 83 . Απ’ αυτή τη στιγμή και μετά σταματούσε κάθε θρησκευτική
επισημότητα κι αρχίζαν με μεγάλο κέφι τα Πάνδια 84 . Οι γιορταστές μεταμφιέζονταν με τον πιο
παράξενο τρόπο, κάνοντας ο καθένας τους μια προσωπική αναβίωση του παλιού Διονυσιακού εθίμου.
Ημέρα Τρίτη
Τα ξημερώματα οι Περιστίαρχοι 85 κάναν θυσία σφάζοντας ένα μικρό χοίρο. Μετά διαλεγόταν με
κλήρο ποιος απ’ τους τραγικούς ποιητές θα ξεκινούσε το διαγωνισμό πρώτος (όλοι προτιμούσαν την
τελευταία μέρα σαν πιο ευνοϊκή) κι ακολουθούσε η παράσταση.
Ημέρα Τετάρτη και Πέμπτη
Η κάθε μέρα απ’ αυτές ήταν αφιερωμένη για την παράσταση των υπόλοιπων δυο Τραγικών ποιητών.
Μια σάλπιγγα ανάγγελλε το κάθε θεατρικό γεγονός, την αρχή της κάθε παράστασης.
ZYZYZYZYZYZYZYZYZYZYZY
ZYZYZYZYZYZYZYZYZYZY
Γιορτές του Διονύσου στην Αθήνα

1. Τα Μικρά ή κατ’ Αγρούς Διονύσια ή Θεοίνια 86 (8-11 Ποσειδεώνα).


2. Τα Λήναια (8-11 Γαμηλιώνα).
3. Τα Ανθεστήρια (11-3 Ανθεστηριώνα).
4. Τα Μεγάλα ή εν Άστει Διονύσια (9-13 Ελαφηβολιώνα).

ZYZYZYZYZYZYZYZYZYZY

Η παράσταση
Οι παραστάσεις αρχίζαν στην Αθήνα απ’ το πρωί και πολύ πριν το άριστον 87 (Αθήναιος ΙΑ). Στην
περίπτωση που προβλεπόταν η συρροή του κόσμου να είναι μεγάλη οι θεατές πιάναν τις θέσεις τους
απ’ τη νύχτα. Απ’ τον ήλιο προφυλάγαν τους Υποκριτές τα οικοδομήματα που βρίσκονταν γύρω απ’
τη Σκηνή και τους θεατές οι Πέτασσοι (είδος πλατύγυρων καπέλων). Την άνοιξη (Μεγάλα Διονύσια)
έρχονταν στο θέατρο στεφανωμένοι με λουλούδια και το χειμώνα (Λήναια) τυλιγμένοι με το ιμάτιο. Σε
περίπτωση ξαφνικής βροχής πηγαίναν στη στοά που βρισκόταν στο πίσω μέρος του θεάτρου ή στα
υπόστεγα που ήσαν πίσω απ’ τη Σκηνή. Οι παραστάσεις πολλές φορές διαρκούσαν 10-12 ώρες και γι’
αυτό στα διαλείμματα συνήθως τρώγαν και πίναν λίγο. Επειδή οι θέσεις ήσαν σκαλισμένες σε βράχο
και δεν ήσαν και τόσο αναπαυτικές, φέρναν μαζί απ’ τα σπίτια τους μικρά μαξιλάρια ή μικρά κομμάτια
σανίδες που τα τοποθετούσαν στα εδώλια για να κάθονται πάνω τους πιο αναπαυτικά. Αυτά τα
μεταφέραν οι δούλοι που κατά τη διάρκεια της παράστασης παραμέναν στη στοά που όπως είπαμε
βρισκόταν στο πίσω μέρος του θεάτρου. Την τάξη στο θεατρικό χώρο επιβλέπαν οι Ραβδούχοι ή
Ραβδοφόροι που ήσαν επιφορτισμένοι γι’ αυτό 88 .
Λίγα πράγματα ξέρουμε για τ’ αρχαίο κοινό (πως σκεφτόταν και πώς αντιδρούσε), γι’ αυτό πρέπει ν’
αποφεύγουμε ισχυρισμούς που διατυπώνονται με υπερβολική αυτοπεποίθηση, Ωστόσο δεν μπορεί ν’
αμφισβητηθεί το γεγονός ότι, σε γενικές γραμμές, το κοινό αυτό ήταν πρόθυμο κ’ ικανό να
κινητοποιήσει τη φαντασία και την ψευδαίσθησή του περισσότερο απ’ ό,τι εμείς σήμερα, ιδιαίτερα αν
θυμηθούμε την παράσταση νυχτερινών σκηνών μέσα στο ηλιόλουστο θέατρο ή τους φανταστικούς
σκηνικούς χώρους της αρχαίας κωμωδίας. Ενσωματωμένες σκηνικές οδηγίες στο κείμενο κι οι
καθιερωμένες δραματικές συμβάσεις διευκολύναν για την κατανόηση του έργου. Για τους ποιητές
πάντως, μπορούμε γενικά να πούμε ότι δείχναν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα
του κοστουμιού και της μάσκας παρά στον σκηνικό διάκοσμο.
Οι διαστάσεις του Διονυσιακού θεάτρου τον 5ο π.Χ. αιώνα είχαν υπερβεί κατά πολύ το επιτρεπτό όριο
που θα έκανε τις συνθήκες, για την παρακολούθηση μιας παράστασης, ευνοϊκές. Η τελευταία σειρά
είχε απόσταση απ’ την πρώτη, των επισήμων, 80 μέτρα κι πρώτη απ’ τους υποκριτές 12 μέτρα. Έτσι
και το πιο εξασκημένο μάτι δε μπορούσε να διακρίνει λεπτομέρειες. Σε μια μεγάλη πόλη όπως η
Αθήνα 89 η κατασκευή ενός τόσο μεγάλου οικοδομήματος ήταν απαραίτητη. Οι περισσότεροι
ελεύθεροι πολίτες κι οι μέτοικοι δείχναν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για τους δραματικούς αγώνες.
Δικαίωμα εισόδου είχαν επίσης αγόρια και γυναίκες 90 κι ακόμα επιτρεπόταν η είσοδος στους δούλους,
όταν συνοδεύαν, όπως προαναφέρθηκε, τους κυρίους τους 91 . Επίσης κατά την περίοδο των Διονυσίων
έρχονταν πολυάριθμες αντιπροσωπείες κι από άλλες πόλεις στην Αθήνα κι έτσι πρέπει να
συνυπολογιστούν σαν θεατές και ξένοι.
Το κράτος ένοιωθε υποχρεωμένο να προσφέρει χώρο σ’ όλους τους ενδιαφερόμενους, ακόμα κι αν μια
μερίδα θεατών δεν είχε ικανοποιητικές οπτικές δυνατότητες. Επειδή οι παραστάσεις ήσαν μοναδικά κι
όχι επαναλαμβανόμενα γεγονότα, ήταν επόμενο, όπως σήμερα στις αθλητικές συναντήσεις, να
πηγαίνουν χιλιάδες θεατές μέσα σε λίγες μέρες. Έτσι γίνονταν πολλές φορές μεγάλοι καυγάδες για την
εξασφάλιση μιας θέσης.
Κατά τη διάρκεια της παράστασης επικρατούσε μεγάλη ησυχία, αλλά οι επιδοκιμασίες κι οι
αποδοκιμασίες κατά των ποιητών γίνονταν με φωνές. Ένδειξη της επιδοκιμασίας των θεατών ήταν το
χειροκρότημα, της αποδοκιμασίας τα σφυρίγματα και στα μέρη του δράματος που θέλαν επανάληψη
γιατί τους αρέσαν φωνάζαν αύθις.
Η μέρα της παράστασης ήταν η μεγάλη στιγμή που ο χορηγός έβγαινε απ’ την αφάνεια και
παρουσιαζόταν δημόσια για να δεχτεί τις τιμητικές διακρίσεις σαν ανταμοιβή για την προσφορά του.
Στην τελετή του προάγωνα του παραχωρούσαν μάλιστα ειδική τιμητική θέση. Μια θέση πολύ κοντά
στη θέση του ιερέα (Δημοσθένης 21,16 και 56).
Οι χορηγοί των διθυραμβικών χορών όταν νικούσαν, σαν εκπρόσωποι της νικήτριας φυλής, όχι μόνο
κερδίζαν το διονυσιακό στεφάνι από κισσό, αλλά κι έναν τρίποδα, βραβείο αθλοθετημένο απ’ το
κράτος 92 . Συγχρόνως είχαν την υποχρέωση να τον στήσουν με δικά τους έξοδα σαν αναθημιτικό
δώρο. Αυτό γινόταν κοντά στο Διονυσιακό θέατρο, στην ανατολική πλευρά της Ακρόπολης. Από κει
περνούσε με κατεύθυνση προς την αγορά η γνωστή μας οδός Τριπόδων, ένας αρχαίος δρόμος που
ένωνε τα δυο ιερά του Διονύσου κι ήταν γεμάτος από εκατοντάδες επινίκιους τρίποδες. Στην αρχή ο
χορηγός έφτιαχνε για τον τρίποδά του μια απλή υποδοχή, μια βάση με τη σχετική επιγραφή. Όμως τον
4ο π.Χ. αιώνα οι κατασκευές αυτές πήραν σιγά-σιγά μνημειακό χαρακτήρα, γιατί οι χορηγοί φροντίζαν
για την υστεροφημία τους και συναγωνίζονταν για το ύψος της δαπάνης. Ένα δείγμα αυτού του είδους
είναι το σωζόμενο μνημείο του Λυσικράτους που φτιάχτηκε το 335/4 π.Χ. Είναι ένας μαρμάρινος
κυκλικός μικρός ναός πάνω σε μια παραλληλεπίπεδη βάση που στη στέγη του ήταν τοποθετημένος
ένας τρίποδας υπερφυσικού μεγέθους 93 .
Στις βάσεις και τις επιγραφές των τριπόδων είναι γραμμένα τ’ όνομα της νικήτριας φυλής και μετά τ’
όνομα του χορηγού και του διδασκάλου. Ακολουθεί η χρονολογία που δίνεται με τ’ όνομα του
άρχοντα, ενώ απ’ τον 4ο αιώνα αναφέρεται και τ’ όνομα του αυλητή.
Ο χορηγός του δραματικού αγώνα που δεν συνδεόταν με κάποια συγκεκριμένη φυλή, αλλά
εκπροσωπούσε απλά τον χορό του, δεν κέρδιζε καμιά επίσημη τιμητική διάκριση προορισμένη γι’
ανάθημα. Έτσι ήταν προσωπικό θέμα του χορηγού και του ποιητή η απόφαση για διαιώνιση της
ανάμνησης της νίκης. Το σίγουρο πάντως είναι πως μια νίκη είχε σαν επακόλουθο μεγάλες τιμές και
δημόσια αναγνώριση.
Απ’ τα δράματα που διδάσκονταν στα Μεγάλα Διονύσια, οι Τραγωδίες τουλάχιστον ήσαν
πρωτοπαρουσιαζόμενες, όμως δεν αποκλειόταν κι η επανάληψη παλιών. Την όλη επιστασία είχε ο
Επώνυμος άρχοντας που έδινε τον Χορό στους ποιητές που θα παίζονταν τα δράματά τους στη γιορτή,
μετά από αίτησή τους. Κατά τη μεγάλη αυτή μέρα απολύονταν όλοι οι φυλακισμένοι κι
απαγορευόταν η κατάσχεση περιουσιών των οφειλετών. Δε σταματούσαν όμως οι πολεμικές
επιχειρήσεις. Στη γιορτή παίρναν μέρος και ξένοι που έρχονταν απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας.
Κάθε ποιητής διαγωνιζόταν με τέσσερα δράματα απ’ τα οποία τα τρία ήσαν Τραγωδίες κι
αποτελούσαν μια Τριλογία και το τέταρτο Σατυρικό δράμα. Τα τέσσερα λοιπόν αυτά δράματα
αποτελούσαν την Τετραλογία. Απ’ τις τρεις τραγωδίες η πρώτη ονομαζόταν Πρότασις η δεύτερη
Επίτασις κι η τρίτη Κατάστασις, δηλαδή κατευνασμός της ψυχικής αναστάτωσης των θεατών. Στο
τέλος παιζόταν το Σατυρικό δράμα για να τους χαροποιήσει.
Η επιλογή των νικητών του διαγωνισμού γινόταν από δέκα Κριτές (απ’ τους δέκα αθηναϊκούς δήμους)
που ορίζονταν με κλήρο κι ορκίζονταν αμεροληψία. Μετά την ψηφοφορία, ο Άρχοντας τραβούσε
πέντε γνώμες απ’ την κάλπη και σ’ αυτές βασιζόταν η τελική κρίση. Τα βραβεία ήσαν Πρωτεία,
Δευτερεία και Τριτεία. Το πρώτο βραβείο (Πρωτεία) ήταν ένα στεφάνι Διονυσιακού Κισσού. Φαίνεται
όμως πως δε λείπαν κι οι παρασκηνιακές ενέργειες των Χορηγών, ούτε τα λαδώματα, όπως τα λέμε
σήμερα (Αχαρνής 557). Οι Κριτές επηρεάζονταν επίσης κι απ’ τις υπέρ ή κατά κραυγές των θεατών. Ο
Αισχύλος κι ο Σοφοκλής κερδίσαν πρώτη νίκη στα μισά τους έργα, ίσως και περισσότερα. Ο Οιδίπους
Τύραννος όμως νικήθηκε από κάποιον Φιλοκλή, ανιψιό του Αισχύλου.
Επίσης η πόλη για να ανταμείψει τον Χορηγό 94 που θα νικούσε ο Χορός του τού πρόσφερε χάλκινο
τρίποδα που εκείνος μπορούσε να τον αφιερώσει σε ναό ή να τον τοποθετήσει πάνω σε μνημείο που
γραφόταν τ’ όνομα του Άρχοντα, του Χορηγού με τη φυλή του και του ποιητή. Γι’ αυτό ο δρόμος
ανατολικά της Ακρόπολης στον οποίο βρίσκονταν τα χορηγικά μνημεία ονομαζόταν Οδός Τριπόδων.
Ένα τέτοιο μνημείο είναι κι αυτό του Λυσικράτη 95 ανατολικά της Ακρόπολης που σώζεται σήμερα και
του Θρασύλλου 96 πάνω απ’ το Διονυσιακό Θέατρο. Ακόμα η πόλη χάραζε σε μαρμαρένιες πλάκες τα
ονόματα των χορηγών που νικήσαν, των ποιητών και των δραμάτων τους κι οι πλάκες αυτές
φυλάσσονταν στ’ αρχεία της πόλης κι ονομάζονταν Διδασκαλίαι. Τέτοιες πλάκες βρίσκονται και
σήμερα, μια μάλιστα απ’ αυτές είναι του 372 π.Χ. που αναφέρει τον Περικλή χορηγό και τον Αισχύλο
ποιητή.
Όπως λοιπόν είδαμε οι Δραματικοί Αγώνες γίνονταν στην Αρχαία Αθήνα δυο φορές το χρόνο: στα
Λήναια και στα Μεγάλα Διονύσια ή εν Άστει.
Στα Μεγάλα Διονύσια οι Τραγικοί Αγώνες χρονολογούνται απ’ το 535 π.Χ. (τότε που νίκησε ο
Θέσπις). Κι οι Κωμικοί απ’ το 486 π.Χ. (που νίκησε ο Χιωνίδης).
Στα Λήναια η Κωμωδία μπαίνει το 432 π.Χ. κι η Τραγωδία το 422 π.Χ., δηλαδή δέκα χρόνια αργότερα.
Παράλληλα με τους διαγωνισμούς των ποιητών, αρχίζουν κι οι διαγωνισμοί των Υποκριτών, των
τραγικών στα μισά του 5ου π.Χ. αιώνα και των κωμικών στο τέλος του 4ου. Το έθιμο των Δραματικών
Αγώνων κρατάει μέχρι τον 2ο π.Χ. αιώνα για την Κωμωδία και μέχρι τα Χριστιανικά χρόνια για την
Τραγωδία.
Παραστάσεις όμως αρχαίου δράματος δε γίνονταν μόνο στην Αθήνα κατά τη διάρκεια των Διονυσίων
αλλά και σ’ άλλα μέρη έξω απ’ το άστυ κι όχι τις ημερομηνίες της γιορτής. Οι πληροφορίες που
έχουμε για τέτοιες παραστάσεις κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα είναι πολύ λίγες. Ξέρουμε όμως ότι ο
Αισχύλος έδωσε παραστάσεις στην Αυλή του βασιλιά Ιέρωνα στις Συρακούσες κι ο Ευριπίδης, τα
τελευταία χρόνια της ζωής του, στην Αυλή του Αρχέλαου στην Πέλλα.
Ακόμα κάποιος αρχαίος υπομνημαστής 97 μας δίνει την πληροφορία ότι η Ανδρομάχη παίχτηκε σ’ έναν
άγνωστο σε μας τόπο έξω απ’ την Αθήνα και κάποιο μέρος απ’ τις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη
μας κάνει να υποθέτουμε ότι το 411 π.Χ. τα έργα του Ευριπίδη παίζονταν ήδη σε διάφορα μέρη 98 . Τον
4ο π.Χ. αιώνα τ’ αθηναϊκό θέατρο εξαπλώνεται με πάρα πολύ γρήγορο ρυθμό σε διάφορα μέρη έξω απ’
την Αθήνα όπου προτιμούσαν ν’ ανεβάζουν τα βραβευμένα έργα των κλασικών.
Οι δραματικοί αγώνες έξω απ’ την Αθήνα αποσυνδεθήκαν τελείως απ’ τη Διονυσιακή λατρεία. Οι
γιορτές προς τιμή κάποιου θεού εξακολουθούσαν να είναι το πλαίσιο για τις παραστάσεις, αλλά ο
Διόνυσος είχε χάσει τη μοναδικότητά του κι ήταν ένας ακόμα ανάμεσα σε πολλούς άλλους θεούς και
δεν υπήρχε καμιά ουσιαστική σχέση ανάμεσα στη θεότητα που εορταζόταν και το δράμα σαν θεσμός.
Στις Θεσπιές της Βοιωτίας λατρεύαν τις Ελικωνιάδες Μούσες, στον Ωρωπό κέντρο λατρείας ήταν το
μαντείο του Αμφιαράου, ενώ στους Δελφούς τιμούσαν τον Απόλλωνα και μάλιστα με μια ετήσια
γιορτή σ’ ανάμνηση της σωτηρίας του πανελλήνιου ιερού απ’ την εισβολή των Κελτών το 279/8 π.Χ.
Στο Άργος οι παραστάσεις ήσαν αφιερωμένες στην Ήρα. Στη Δωδώνη τιμούσαν με παραστάσεις τον
Δία, ενώ στην Επίδαυρο το θέατρο ανήκε στον ιερό χώρο του Ασκληπιού.
Κατά την Ελληνιστική περίοδο αφορμή για παραστάσεις ήσαν πολιτικά γεγονότα, επινίκιες
εκδηλώσεις και βασιλικοί γάμοι. Αξίζουν να σημειωθούν εδώ οι γιορτές της δηλιακής συμμαχίας για
ορισμένους ηγεμόνες που είχαν αποθεωθεί 99 . Έτσι το δράμα με τον καιρό αποκτούσε όλο και
περισσότερο κοσμικό και λογοτεχνικό χαρακτήρα.

ZYZYZYZYZYZYZYZYZYZY
Χρονολογίες των Δραματικών Αγώνων

535 π.Χ. Αρχή Τραγικών Αγώνων στα Μεγάλα Διονύσια. - Νίκη Θέσπη.
486 π.Χ. Αρχή Κωμικών Αγώνων στα Μεγάλα Διονύσια. - Νίκη Χιωνίδη.
432 π.Χ. Αρχή Κωμικών Αγώνων στα Λήναια.
422 π.Χ. Αρχή Τραγικών Αγώνων στα Λήναια.
200 π.Χ. Τέλος Κωμικών Αγώνων(Περίπου).
300 μ.Χ. Τέλος Τραγικών Αγώνων (Περίπου).

ZYZYZYZYZYZYZYZYZYZY
Ο Διόνυσος παίζει τη βάρβιτο, ενώ δυο Σάτυροι
χορεύουν με κρόταλα και κλαδιά αμπέλου
(κύλικα του 480 π.Χ. Εθνική Βιβλιοθήκη Παρίσι)

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1
Όμηρος: Ο μεγαλύτερος απ’ τους ποιητές των αιώνων. Απ’ αυτόν αρχίζει η έντεχνη λογοτεχνία της Ελλάδας και της
Ευρώπης. Γεννήθηκε πιθανώς γύρω στο 800 π.Χ. Για τη ζωή του σωθήκαν μέχρι σήμερα μόνο μύθοι και μερικές υποθέσεις των
γραμματικών. Λένε πως ήταν τυφλός και γιος κάποιου Μαίονος ή Μέλητος που ταυτίστηκε με τον ποταμό Μέλητα της Σμύρνης
και σύμφωνα μ’ ένα επίγραμμα επτά πόλεις διεκδικούσαν τον τίτλο της καταγωγής του: η Σμύρνη, η Χίος, ο Κολοφών, η Ιθάκη,
η Πύλος, το Άργος κι η Αθήνα. Σ’ αυτές προσθέτονται ακόμα και η Σαλαμίνα της Κύπρου, η Ρόδος κι η Κύμη. Στον Όμηρο
αποδίδονταν εκτός απ’ την Ιλιάδα και την Οδύσσεια και τα ποιήματα του επικού κύκλου, όπως ακόμα ο Μαργίτης, η
Βατραχομυομαχία και οι Ύμνοι. Η γνώμη αυτή όμως απορρίφθηκε από πολύν καιρό, αλλά και για τα δυο μεγάλα έπη γεννηθήκαν
αμφισβητήσεις, αν γραφτήκαν απ’ αυτόν τον ποιητή κι ακόμα αν υπήρξε Όμηρος σαν ιστορικό πρόσωπο. Οι ενστάσεις αυτές
μετά από πολλές έρευνες και κυρίως από τότε που αποδείχτηκε ότι η γραφή στην Ελλάδα χρησιμοποιώταν απ’ τη Μυκηναϊκή
εποχή κ’ ίσως και πολύ πριν απ’ αυτήν, καταπέσαν σχεδόν τελείως και το πολυθρύλητο ομηρικό ζήτημα θεωρείται οριστικά πια
λυμένο.
2
Ησίοδος: Ο παλιότερος μετά τον Όμηρο ποιητής της αρχαίας Ελλάδας, ο πατέρας του διδακτικού έπους. Γεννήθηκε στην
Άσκρα της Βοιωτίας τον 8ο π.Χ. αιώνα. Στον Ησίοδο αποδίδονται δυο έπη: Έργα και Ημέραι, στο οποίο δίνει συμβουλές για τη
γεωργία και τη ναυτιλία και Θεογονία που έχει σαν θέμα τη γένεση των θεών και του κόσμου.
3
Σε φρυγικές επιτάφιες επιγραφές παρουσιάζεται κάποια θεά Ζεμελώ κοντά στον θεό τ’ ουρανού Δία. Τ’ όνομα είναι το
ίδιο με της Σεμέλης και σειρά με τις ίδιες ρίζες ινδοευρωπαϊκών ονομάτων που σημαίνουν τη θεά Γη μαρτυρούν ότι η
Ζεμελώ και Σεμέλη σημαίνουν και τα δυο τη θεϊκή μορφή της Γης.
4
Κάδμος: Εθνικός ήρωας των αρχαίων Θηβαίων, οι οποίοι απ’ αυτόν ονομάζονται και Καδμείοι. Ήταν γιος του Αγήνορα και
πατέρας απ’ την Αρμονία της Ινούς, της Σεμέλης και της Αγαύης. Όταν ήρθε στη Βοιωτία, έχτισε την Καδμεία και τη Θήβα,
φέρνοντας και τα καδμεία γράμματα, τα οποία οι Φοίνικες είχαν πάρει απ’ τους Κρήτες. Σε γεροντική ηλικία εγκαταστάθηκε με
την γυναίκα του την Αρμονία στη χώρα των Ιλλυριών.
5
Υπάρχει κι η άποψη ότι ο Δίας γονιμοποίησε τη Σεμέλη όπως ακριβώς και τη Δανάη, με τη μορφή χρυσής βροχής, δηλαδή με
συνεχείς ευεργετικές βροχές που μαλακώνουν τον σκληρό κόλπο της γης και τον διαποτίζουν για ν’ αναπτύξουν εκεί τη ζωή.
6
Ειραφιώτης: Απ’ το έρραφθαι, ραμμένος
7
Ο Αρριανός κι ο Κοίντος Κούρτιος προσπαθήσαν να εξηγήσουν τη γέννηση του Διονύσου απ’ τον μηρό του Δία
υποστηρίζοντας ότι ο θεός γεννήθηκε στο ινδικό όρος Μέρο (απ’ τη λέξη μηρός).
8
Απολλόδωρος ο Ασκληπιάδου: Γραμματικός απ’ την Αθήνα που έζησε για πολλά χρόνια στην Αλεξάνδρεια (ίσως απ’ το
180-109 π.Χ.) Έγραψε πολλά έργα απ’ το οποία εκείνα που τον κάναν ονομαστό ήσαν τα Χρονικά.
9
Οι Νύμφες στην ελληνική μυθολογία, έχουν την ίδια προέλευση με τους ποταμούς. Όμως αυτοί ονομάζονται διοπειείς
(καταγόμενοι απ’ τον Δία ή έχουν πέσει απ’ τον ουρανό), έτσι οι Νύμφες είναι, στον Όμηρο, κόρες του Αιγιόχου Διός, του θεού
των καταιγίδων. Οι Νύμφες οφείλουν τη γέννησή τους στα νερά τ’ ουρανού που πέφτουν στη γη, μπαίνουν στα βάθη της,
συγκεντρώνονται εκεί κι ανοίγουν μυστικούς δρόμους για να φανερωθούν στην επιφάνειά της σαν πηγές. Οι Νύμφες λοιπόν
είναι η προσωποποίηση της υγρασίας της γης, του χυμού που δίνει ζωή στα φυτά και τα δέντρα. Οι Νυσσαίες Νύμφες λέγονται
ακόμα και Νυσηΐδες.Είναι οι Νύμφες που κατοικούσαν στο όρος Νύσα. Ο Διόνυσος από ευγνωμοσύνη που τον μεγαλώσαν με
τη βοήθεια της Μήδειας και των μαγικών της φίλτρων τις έκανε νεότερες.
10
Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση το παιδί το μεγάλωσε η Ινώ, αδερφή της Σεμέλης, αλλά η Ινώ-Λευκοθέα είναι κι αυτή
θεότητα των υδάτων. Σύμφωνα με τον Φερεκύδη, ο θεός ανατράφηκε απ’ τις Νύμφες της Δωδώνης, τις Υάδες, τις Νύμφες των
βροχών που διατηρήσαν τη σημασία τους κι όταν ακόμα γίναν αστερισμοί στον ουρανό.
11
Ο Ντεσάρμ στην Ελληνική Μυθολογία του μας λέει: Κατά τους ιστορικούς χρόνους πολλά όρη στην Ελλάδα είχαν τ’ όνομα
Νύσα, γιατί όλοι οι δήμοι όπου εκαλλιεργείτο η άμπελος, διεκδικούσαν την τιμή ότι αναθρέψαν τον θεό στην παιδική του ηλικία.
Όταν η λατρεία του Διονύσου διαδόθηκε σ’ ολόκληρη την Ελλάδα και σ’ ορισμένα μέρη της Ασίας, πολλοί λόφοι και πόλεις είχαν τ’
όνομα Νύσα, όχι μόνο στη Θράκη, Θεσσαλία, Εύβοια, Βοιωτία και Νάξο, αλλά και στην Καρία, τη Λυδία, τη Καππαδοκία, Αραβία,
ακόμα και στις Ινδίες. Η Νύσα στην αρχή ήταν φανταστικός τόπος τον οποίο επινόησε η Ελληνική φαντασία, συνεπεία ετυμολογικής
παρερμηνείας. Πραγματικά κατά τους Έλληνες, όταν τ’ όνομα Διόνυσος αναλύθηκε στα δυο συστατικά μέρη του, σημαίνει Ζαυς, ο
θεός της Νύσης. Έτσι και ο συγγραφέας των Ομηρικών Ύμνων ετοποθέτησε τη φανταστική Νύσα σε μια απέραντη και θαυμασία
χώρα, η οποία βρίσκεται πολύ μακριά απ’ τη Φοινίκη, αλλά πολύ κοντά στα νερά της Αιγύπτου.
12
Ο Ομηρικός Ύμνος 24 στ. 8-9 λέει: πολύ μακριά απ’ τη Φοινίκη, αλλά πολύ κοντά στα νερά της Αιγύπτου.
13
Ύης = υγρός
14
Θίασος: Κάθε συνάθροιση που έχει σαν σκοπό τη λατρεία κάποιου θεού και κυρίως του Βάκχου. Η λέξη προέρχεται απ’ το
σανσκριτικό dhisanyant που σημαίνει ευγενής.
15
Θύρσοι: Ραβδιά στολισμένα στην κορφή με φύλλα κισσού ή κουκουνάρες από πεύκο ή κορδέλλες.
16
Βρόμιος: Απ’ το βρόμος που σημαίνει δυνατός θόρυβος, ταραχή, πάταγος.
17
Βάκχος: Απ’ τη ρίζα Fαχ- απ’ όπου προέρχεται η λέξη ιαχή.
18
Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου σε ζώο, φυτό ή αστέρι, είναι η παραμόρφωση της πραγματικότητας που το μεθύσι φέρνει
στον άνθρωπο. Μαζί είναι κι οι αμέτρητες μορφές που παίρνει ο ηθοποιός, όταν παύει να είναι ο εαυτός του και γίνεται ήρωας,
βασιλιάς, θεός, ή κωμικός, γελωτοποιός. Υπάρχει άλλωστε και μια παλιά παράδοση που σμίγει κατά έναν τρόπο τη σκηνή με τ’
αμπέλι. Λένε ότι το πρώτο μακιγιάρισμα στην ιστορία της ανθρωπότητας έγινε με το κατακάθι του κρασιού. Ο διονυσιακός
συμβολισμός όμως αφορά και τη μεταμόρφωση του ιδανικού θεατή που συντελείται την ώρα της παράστασης. Η συνύπαρξη του
μύθου και του θεατή δημιουργεί έναν καινούργιο άνθρωπο, δοκιμασμένο και ξαναγεννημένο, όπως ο ίδιος ο Διόνυσος. Ακόμα
δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο Διονυσιακό μεθύσι, σε συνδυασμό με το Απολλώνιο Πνεύμα, στηρίζει ο Νίτσε τη θεωρία του για
την αρχαία ελληνική, αλλά και παγκόσμια, δημιουργία της θεατρικής τέχνης (Γέννηση της Τραγωδίας). Γράφει ο Νίτσε:: Με τη
δύναμη του ναρκωτικού πιοτού ή με τη δύναμη της άνοιξης που ξαναγεννιέται διαπερνώντας χαρούμενα τη Φύση ολάκερη, οι
πρωτόγονοι λαοί ψάλλαν τους ύμνους τους. Η Διονυσιακή έξαρση παρασέρνει στην ορμή της το υποκειμενικό άτομο, μέχρι την
πλήρη λησμονιά του εαυτού του. Ακόμα και στα χρόνια του γερμανικού Μεσαίωνα, πολυάριθμα πλήθη στροβιλίζονταν με την πνοή
της ίδιας Διονυσιακής δύναμης, τραγουδώντας και χορεύοντας… Κι οι Λουθηριακές χορωδίες, γεμάτες από φλόγα και ζωή,
αντηχήσαν όπως η πρώτη Διονυσιακή επίκληση.
19
Ικάριος ή Ικαρίων ή ΄Ικαρος. ΄Ηρωας του ομώνυμου Αττικού δήμου.
20
Ο μύθος αυτός θα μπορούσε εύκολα να εξηγηθεί, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία των ονομάτων της Ηριγόνης και της
σκύλας Μαίρας. Η Ηριγόνη είναι αυτή που γεννιέται την άνοιξη, είναι το νέο τσαμπί του σταφυλιού, ενώ η Μαίρα (απ’ τη ρίζα
μαρ που εκφράζει την ιδέα αυτού που ακτινοβολεί), είναι ο αστερισμός του Κυνός, ο Σείριος.
21
Αρισταίος: Γιος του Απόλλωνα και της Κυρήνης, κόρης του βασιλιά των Λαπιθίων που τον τιμούσαν σε πολλά μέρη της
Ελλάδας, κυρίως στην Κέα, σαν θεό της γεωργίας, κτηνοτροφίας και μελισσοκομίας. Λεγόταν κι Αριστέας.
22
Αριάδνη: Η ετυμολογική ερμηνεία του ονόματος μας δίνει την ιδέα της ομορφιάς και της χαράς και μας κάνει να πιστεύουμε
ότι η θεά αυτή ήταν η προσωποποίηση της ανοιξιάτικης φύσης.
23
Άνιος: Μάντης στη Δήλο, μυθικός εκπρόσωπος των σχέσεων της λατρείας του Απόλλωνα μεταξύ των νησιών της Δήλου,
Ευβοίας και Μυκόνου. Στη Δήλο ο Άνιος αγόρασε τη Δορίππη που τη φέραν εκεί πειρατές απ’ τη Θράκη αντί ενός ίππου. Την
πανρεύτηκε κι απόχτησε απ’ αυτήν τρεις κόρες που τις ονομάζαν οινοτρόπους ή οινοτρόφους κι είχαν πολλές ιδιότητες. Η πιο
παλιά μορφή του μύθου, απ’ τον Φερεκύδη, μας λέει ότι ο πρόγονός τους, ο Διόνυσος τις προίκισε με θαυμαστά δώρα: Έφτανε
μόνο να εκφράσουν την επιθυμία τους ότι θέλαν τρόφιμα κι αμέσως ό,τι άγγιζε η Σπερμώ γινόταν σιτάρι, ό,τι η Οινώ οίνος κι
ό,τι η Ελαιώ λάδι. Όταν περνάγαν οι Αχαιοί απ’ τη Δήλο ο Άνιος προείπε στους αρχηγούς τους πότε θα κυριεύαν την Τροία και
τους παρώτρυνε να μείνουν τα εννιά πρώτα χρόνια κοντά του και να τρέφονται αυτοί κι ο στρατός τους απ’ τα δώρα των
θυγατέρων του. Όμως δεν τον ακούσαν κι αργότερα, σύμφωνα με τον Οβίδιο, τις αρπάξαν βίαια αποσταλμένοι του Αγαμέμνονα
για να θρέψουν τον ελληνικό στρατό. Τότε όμως ο Διόνυσος τις μεταμόρφωσε σε περιστέρια κι έτσι γυρίσαν στο νησί τους.
Άλλα παιδιά του Άνιου ήσαν ο Άνδρος, ο Μύκονος κι ο Θάσος, επώνυμοι όλοι των ομώνυμων νησιών κι η κόρη του η Λαύνα ή
Λαβίνια που αργότερα την αποπλάνησε ο Αινείας και την έφερε μαζί του στην Ιταλία.
24
Κάβειροι: Αρχαιότατες Πελασγικές θεότητες που λατρεύονταν στη Λήμνο, Σαμοθράκη, ΄Ιμβρο και Θάσο κι αργότερα στη
Θήβα. ΄Ησαν τρεις, όπως κι οι αδερφές τους Καβειρίδες, παιδιά του ΄Ηφαιστου και της Καβειρούς.
25
Στύλος: Κατάρτι καραβιού.
26
Aν και σε μιαν άλλην εκδοχή Αρχαιότατες Πελασγικές θεότητες που λατρεύονταν στη Λήμνο, Σαμοθράκη, ΄Ιμβρο και Θάσο
κι αργότρα στη Θήβα. ΄Ησαν τρεις, όπως κι οι αδερφές τους Καβειρίδες, παιδιά του ΄Ηφαιστου και της Καβειρούς. Ήταν
ημίθεος και θνητός κατά τη συμμετοχή του στη γιγαντομαχία και πήρε μέρος σ’ αυτή, όπως ο Ηρακλής, για να εξασφαλιστεί
κατά το χρησμό η νίκη των Ολυμπίων που του δώσαν αντάλλαγμα την αθανασία.
27
Τρίτων: Θαλάσσιος θεός, γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης που κατοικούσε στα χρυσά ανάκτορα του πατέρα του στο
βυθό της θάλασσας.
28
Ο Πλούταρχος αναφέρει (Βίος Θεμιστοκλέους Η, 3) ότι πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας ο Θεμιστοκλής θυσίασε τρεις
νεαρούς αιχμαλώτους στον Ωμηστή Διόνυσο.
29
Διόνυσος Ζαγρεύς: Οι μυθολογικές παραδόσεις γι’ αυτόν τον Διόνυσο είναι πολλές και συνδέονται άμεσα με τη
μυστικιστική λατρεία των Ορφικών. Σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση ο Δίας, έχοντας τον φόβο της Ήρας, παράδωσε
το παιδί για φύλαξη στους Κουρήτες. Η Ήρα όμως ανάθεσε στους Τιτάνες να τον βρουν, πράγμα που έγινε. Ο Ζαγρεύς
προσπάθησε τότε να ξεφύγει και μεταμορφώθηκε διαδοχικά σε λιοντάρι, τίγρη, άλογο, φίδι και ταύρο. ‘Όμως τελικά τον πιάσαν
κι αφού τον κομματιάσαν, αρχίσαν να βράζουν και να τρων τα μέλη του. Ο Δίας όταν κατάλαβε τι γινόταν απ’ τη μυρωδιά,
κεραύνωσε τους Τιτάνες και μετά ανάθεσε στον Απόλλωνα να θάψει τα υπόλοιπα μέλη στον Παρνασσό. Την καρδιά που είχε
μείνει ανέπαφη έκλεψε η Αθηνά απ’ τους Τιτάνες και την έφερε στον Δία, ο οποίος την έκανε σκόνη και πότισε μ’ αυτή τη
Σεμέλη, η οποία μετά απ’ αυτό έμεινε έγκυος και γέννησε τον κυρίως Διόνυσο. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, τον δεύτερο
Διόνυσο γέννησε ο ίδιος ο Δίας αφού κατάπιε τη σκόνη της καρδιάς του Ζαγρέα.
30
Φιλόχορος: Αρχαίος Έλληνας χρονικογράφος. Έγραψε την ιστορία της Αθήνας με τον τίτλο Ατθίς. Έζησε τον 3ο π.Χ. αιώνα.
Σκοτώθηκε το 261 π.Χ. μετά από εντολή του Αντίγονου του Γονατά σαν αντίπαλος του πατέρα του Δημητρίου. Έγραψε ακόμα
Περί εορτών, Περί τραγωδιών κ.ά. Αποσπάσματα των έργων του βρίσκονται στην ιστορική συλλογή του Μύλλερ και μερικά σε
πάπυρο που λέγεται Του Διδύμου.
31
Γίνεται αναφορά στο κεφάλαιο για τους Υποκριτές.
32
Παυσανίας: Μεγάλος Έλληνας περιηγητής απ’ τη Μαγνησία της Μ. Ασίας που άκμασε τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Γύρισε ολόκληρο
τον κόσμο της Μεσογείου εκτός απ’ την Ισπανία. Απ’ τα συγγράμματά του σώθηκε η Ελλάδος περιήγησις, έργο με μεγάλη αξία
για την αρχαιολογία, μνημειολογία, μυθολογία, ιστορία, γεωγραφία κλπ.
33
Αρχιλοχος: Αρχαίος Έλληνας λυρικός και σατιρικός ποιητής απ’ την Πάρο που ονομάστηκε Όμηρος των Ιάμβων (725-650 ή
708-628 π.Χ.). Θέματα στα ποιήματά του ήσαν το κρασί που του άρεσε πολύ κι ο άτυχος έρωτάς του με την ωραία Νεοβούλη,
την οποία άλλοτε εξυμνεί κι άλλοτε σατιρίζει. Δημιούργησε ένα νέο μέτρο το αρχιλόχειον και νίκησε στους ολυμπιακούς αγώνες
παίρνοντας έπαθλο της μουσικής και της ποίησης με τον Ύμνον εις τον Ηρακλέα. Σκοτώθηκε πολεμώντας στη μάχη κατά των
Ναξίων.
34
Θέογνις ο Μεγαρεύς: Έλληνας γνωμικός ελεγειοποιός που άκμασε τον 6ο π.Χ. αιώνα. Σώθηκε μια συλλογή 694 ελεγειακών
στίχων του.
35
Πίνδαρος: Ο μεγαλύτερος απ’ τους λυρικούς ποιητές της αρχαιότητας. Η ποιητική δράση του που περιλαμβάνεται ανάμεσα
στο 498-452 π.Χ. συμπίπτει με την εποχή των μεγάλων εθνικών αγώνων και την ανάπτυξη των εθνικών ιδανικών, των οποίων ο
Πίνδαρος υπήρξε ο εμπνευσμένος υμνητής. Γεννήθηκε περίπου το 518-517 π.Χ. στις Κυνός Κεφαλές κοντά στη Θήβα, από
ευγενή οικογένεια και πέθανε, σύμφωνα με μια παράδοση, στο θέατρο του Άργους. Τα ποιήματά του που διασωθήκαν ή
αποσπάσματα απ’ αυτά κατατάσσονται σε ύμνους, παιάνες, διθυράμβους, προσόδια, παρθένια, υπορχήματα, εγκώμια, σκόλια και
θρήνους. Τα ολόκληρα ποιήματα που σώζονται αντιπροσωπεύουν επινίκιους σ’ ολυμπιονίκες, πυθιονίκες, νεμεονίκες κ’
ισθμιονίκες.
36
Νεβρός: Νεαρό ελάφι.
37
Για τις γιορτές αυτές που λέγονται Διονύσια θα γίνει εκτενής αναφορά στο επόμενο κεφάλαιο.
38
Τήβεννος: Είδος μανδύα ή χλαμύδας των Ρωμαίων.
39
Ορφισμός: Θρησκευτική αίρεση που ήρθε στην Ελλάδα τον 7ο και 6ο π.Χ. αιώνα σαν οργιαστική λατρεία του Διονύσου. Το
δόγμα αυτό που περιλαμβάνεται στα Ορφικά δίδασκε ότι η αποστολή του ανθρώπου συνίσταται στην προσπάθεια, όπως την
αγνότητα του βίου καθαρίσει την ψυχή του απ’ τη μόλυνση που δημιουργεί η επαφή της με το σώμα και μετά από διαδοχικές
μετενσαρκώσεις να γίνει μέτοχος της θείας μακαριότητας, ζώντας αθάνατος στα Ηλύσια πεδία.
40
Tον Θίασο τον αποτελούσαν Σάτυροι, Σιληνοί, Μαινάδες, κι όσοι παίρναν μέρος στα γιορταστικά του όργια. Συχνά
συναντιέται η λέξη στ’ αρχαία χορικά που υμνούν τον θεό του θεάτρου. Στους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες, πήρε την
έννοια της ομάδας ηθοποιών και μ’ αυτήν επιβίωσε μέχρι σήμερα.
41
Οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου είναι: Δίας (θεός τ’ ουρανού), Ποσειδών (της θάλασσας), Απόλλων (του φωτός και της
μουσικής), Ήφαιστος (της φωτιάς και της τέχνης), Ερμής (του αέρα και προστάτης των γραμμάτων και του εμπορίου), Άρης
(του πολέμου όταν φορούσε πανοπλία και της αρρώστιας όταν ήταν άοπλος και κρατούσε στο χέρι πυρσό), Ήρα (τ’ ουρανού
όπως ο άντρας της ο Δίας), Αθηνά (της αστραπής και μετά της σοφίας), Άρτεμις (της σελήνης και μετά του κυνηγιού,
προστάτρια των παρθένων), Δήμητρα (της γης κι όλων των γεννημάτων της, της γονιμότητας), Εστία (του σπιτιού) και
Αφροδίτη (της ομορφιάς και του έρωτα. Σαν Ουρανία προστάτευε της έγγαμες γυναίκες και σαν Πάνδημος τις εταίρες κι αυτές
που είχαν παράνομες σχέσεις).
42
Σ’ αυτήν συμμετέχει κι ο αρσενικός κορυφαίος, όπως φαίνεται στην πάροδο των Βακχών του Ευριπίδη: ηδύς εν όρεσιν, όταν
εκ θιάσων δρομαίων πέση πεδόθεν, νεβρίδος έχων ιερόν ενδυτόν, αγρεύων αίμα τραγοκτόνον, ωμοφάγον χάριν… Από απόσπασμα
όμως των Κρητών του Ευριπίδη πάλι, η ίδια πράξη γίνεται κι απ’ τους πιστούς που λατρεύαν τον Ζαγρέα και στην Κρήτη.
Τελικός σκοπός της ωμοφαγίας είναι η μετάληψη απ’ τη φύση του θεού που ενσαρκώνεται στο σπαραγμένο ζώο.
43
Ινώ: Κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας, δεύτερη γυναίκα του Αθάμαντος. Όταν η Νεφέλη, πρώτη γυναίκα του Αθάμαντος
έσωσε απ’ το μίσος τα παιδιά της Φρίξο και Έλλη, η Ινώ παραφρόνησε και ρίχτηκε με τον γιο της Μελικέρτη στη θάλασσα,
όπου αυτή κι ο γιος της μεταβληθήκαν σε θαλάσσινές θεότητες.
44
Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς: Μεγάλος λόγιος απ’ την Αλεξάνδρεια. Γεννήθηκε το 33ο π.Χ. Έγραψε γύρω στα 64 ή 46 δράματα
και διασώζεται ένα εκτενές ποίημά του Αλεξάνδρα ή Κασσάνδρα κι αποσπάσματα των Πελοπιδών.
45
Κροκωτόν: Χιτόνας σε χρώμα κροκί που φορούσαν οι Έλληνίδες στις γιορτές κι οι θηλυπρεπείς άντρες.
46
Βασσάρα: Μακρύ ποδήρες ρούχο, από δέρμα αλεπούς.
47
Κλώδωνες ή Μιμαλλόνες: Γυναίκες της Μακεδονίας που παίρναν μέρος στα Ορφικά και τα Διονυσιακά όργια.
48
Πορφύριος ο Τύριος ή Φοίνιξ ή Βατανιώτης: Νεοπλατωνικός φιλόσοφος (232-304 μ.Χ.), εχθρός του Χριστιανισμού.
Έγραψε έργα φιλοσοφικά μαθηματικά, αστρονομικά ιστορικά, γραμματικά κλπ.
5
Νόννος: Αιγύπτιος επικός ποιητής του 5ου μ.Χ. αιώνα που εκχριστιανίσθηκε. Έγραψε το έπος Διονυσιακά που το απαρτίζουν
21.000 στίχοι που έχει σαν θέμα την εκστρατεία του Διόνυσου στην Ινδία.
49
Προιτίδες: Απ’ το Προίτος που είναι γιος του Άβαντος, βασιλιά του Άργους που έγινε βασιλιάς της Τίρυνθας.
50
Mετά την Ζ΄ ραψωδία της Ιλιάδος.
51
Ο τύραννος της Σικυώνος Κλεισθένης μεταφέρει τους τραγικούς χορούς (χορωδιακούς θρήνους) που τιμούσαν τα πάθη του
ήρωα των αριστοκρατών Αδράστου, στη λατρεία του Διονύσου. Προπομποί της τυραννίας στην Κόρινθο είναι οι Βακχιάδαι. Τ’
όνομα δείχνει κάποια σχέση με τον Διόνυσο, ίσως από αρχαία ιερατική βασιλεία. Τους Βακχιάδας εκτοπίζει η τυραννία του
Κυψέλου που πάνω στην περίφημη λάρνακά του υπήρχε αναπαράσταση του Διονύσου. Ο διάδοχός του Περίανδρος δοξάζεται
και σαν υποστηριχτής του Αρίωνος και της διαμόρφωσης απ’ αυτόν του τεχνικού διθυράμβου. Ιδιαίτερα δραστήρια στην
υποστήριξη της Διονυσιακής θρησκείας παρουσιάζεται η πολιτική του Πεισιστράτου. Αυτός ανέβασε τον Διόνυσο στην επίσημη
λατρεία της πόλης, αυτός οργάνωσε τα Μεγάλα Διονύσια, αυτός υποστήριξε τη διαμόρφωση της Τραγωδίας, αυτός είναι που
συσχέτισε τον Διόνυσο με τις ελευσινιακές λατρείες. Τόσο συνδέεται με τον θεό, ώστε στο πρόσωπο αγάλματος του Διονύσου
στην Αθήνα, αναγνωρίζουν το πρόσωπο του Πεισιστράτου.
52
Τραϊανός, Αδριανός, Αντωνίνος Πίος, Μάρκος Αυρήλιος, Κομμόδιος, Σεβήρος, Καρακάλλας.
53
Απ’ την αντίδραση που ορισμένοι δημιουργούν για τη λατρεία του Διονύσου.
54
Πενθεύς: Γιος του Εχίονος και της Κόρης του Κάδμου Αγαύης, απ’ την οποία κατασπαράχτηκε όταν γιατί δεν αναγνώριζε
τον Διόνυσο σαν θεό (Βάκχαι του Ευριπίδη).
55
Λυκούργος: Μυθολογικός βασιλιάς της Θράκης, αντίπαλος του Διονύσου που αναφέρεται στην Ιλιάδα σαν παράδειγμα των
τιμωριών που επιβάλλουν οι θεοί σ’ αυτούς που τους αψηφούν (Ιλιάς Ζ΄ 129). Ο Λυκούργος έδιωξε π’ τη χώρα του τον Διόνυσο
που ήρθε εκεί με τις τροφούς του και προξένησε τέτοιο φόβο στον θεό ώστε αυτός να πέσει στη θάλασσα και να σωθεί απ’ τη
Θέτιδα. Οι Θεοί όμως τιμωρήσαν τον Λυκούργο κι ο Δίας τον τύφλωσε.
56
Βούτης: Γιος του αττικού θεού Βορέου κι άντρας της κόρης του Ερεχθέα Χθονίας. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση ο
Βούτης συνωμότησε εναντίον του ετεροθαλούς αδερφού του Λυκούργου, αλλά η συνωμοσία αποκαλύφθηκε κι υποχρεώθηκε να
εγκαταλείψει την πατρίδα του και με του Θράκες συντρόφους του κατέλαβε τη Νάξο την οποία έκανε ορμητήριο για τις
πειρατικές του επιχειρήσεις. Κατά τη διάρκεια μιας απ’ αυτές που είχε σαν σκοπό την αρπαγή γυναικών, οι πειρατές ήρθαν στην
Φθιώτιδα της Αχαίας κι επιτεθήκαν εναντίον των τροφών του Διονύσου. Απ’ αυτές άλλες ριχτήκαν στη θάλασσα κι άλλες
καταφύγαν στο Δρίος, η μόνη που πιάστηκε, η Κορωνίς αναγκάστηκε να γίνει σύζυγος του Βούτου. Ο Διόνυσος τότε έριξε
μανία στον Βούτο, ο οποίος αυτοκτόνησε πέφτοντας σ’ ένα πηγάδι.
57
Δαφνηφορία: Αρχαία γιορτή που γινόταν κάθε εννιά χρόνια στους Δελφούς, Τέμπη και Θήβα προς τιμή του Απόλλωνος, ο
οποίος ονομαζόταν και Δαφνηφόρος ή Δαφναίος Απόλλων.
58
Σεπτήριον ή Σεπτήρια: Γιορτή με μιμικές τελετές που γινόταν κάθε εννιά χρόνια στους Δελφούς σε ανάμνηση της νίκης του
Απόλλωνα κατά του Πύθωνα.
59
Οι πλασματικές αυτές μάχες μας θυμίζουν το Δεύτερο κι Έβδομο Επεισόδιο απ’ τα Πάθη του Όσιρη που έχουμε αναφερθεί.
60
Περσεύς: Ήρωας του Άργους, γιος του Δία και της Δανάης. Σκότωσε τη Μέδουσα κι έσωσε την Ανδρομέδα που πήρε για
γυναίκα του. Αφού σκότωσε ακούσια τον πάππο του Ακρίσιο, βασιλιά του Άργους, αντάλλαξε το Άργος με την Τίρυνθα κι
ίδρυσε τις Μυκήνες και τη Μίδεια.
61
Τρίτων: Θαλασσινή θεότητα, γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης που κατοικούσε στα χρυσά ανάκτορα του πατέρα του
στον βυθό της θάλασσας.
62
Μέλανθος: Ήρωας, απόγονος του βασιλιά της Μεσσηνίας Νηλέως, γιος του Ανδροπόμπου. Αφού εκδιώχτηκε απ’ την Πύλο
απ’ τους Ηρακλείδες, εγκαταστάθηκε στην Αττική, όπου πολιτογραφήθηκε. Προσφέρθηκε να μονομαχήσει με τον βασιλιά της
Θήβας Ξάνθο για να πάρει οριστικό τέλος ο πόλεμος ανάμεσα στην Αθήνα και τους Βοιωτούς. Νίκησε τον αντίπαλό του με τη
βοήθεια του Διονύσου. Σύμφωνα με κάποια άλλη παράδοση, φεύγοντας απ’ την Πύλο πήρε δελφικό χρησμό, σύμφωνα με τον
οποίον έπρεπε να εγκατασταθεί εκεί, όπου θα του προσφέραν να φάει ένα κεφάλι και πόδια. Όταν έφτασε στην Ελευσίνα του
προσφέρθηκε απ’ τους ιερείς το κεφάλι και τα πόδια του ζώου που είχε θυσιαστεί. Έτσι εγκαταστάθηκε στην Ελευσίνα.
63
Ξάνθος: Ο τελευταίος βασιλιάς της Θήβας γύρω στο 1100 π.Χ. που σκοτώθηκε σε μονομαχία απ’ τον Μέλανθο, πατέρα του
Κάδμου.
64
Μελάμπους: Γιος του Αμυθάονος και γενάρχης του μαντικού γένους των Μελαμποδιδών, στο οποίο συγκαταλέγονταν οι
περιφημότεροι μάντεις της αρχαιότητας. Θεράπευσε απ’ τη μανία τις κόρες του Προίτου, Ιφινόη και Ιφιάνασσα παίρνοντας για
γυναίκα του την τελευταία και τα δύο τρίτα του βασιλείου του Προίτου (Τίρυνς).
65
Ίων: Γιος του Ξούθου, γιου του Έλληνος, απ’ την Κρέουσα, κόρη του Ερεχθέα. Γενάρχης των Ιώνων.
66
Γιορτές του Διονύσου: Ανθεστήρια, Αγριάνια, Αγριώνια, Διονύσια (μεγάλα και μικρά), Ηρωίς, Θεοδαίσια, Θεοίνια, Θυία,
Ιοβάκχεια, Καταγώγια, Λαμπτήρια, Λήναια ή Ληναία, Νυκτοφυλάξια, Σμίνθια, Τύρβη, Φαλληφορίαι, Ωσχοφορίαι, Αισυμνήτης,
Ανρωπορραϊστής, Ηραία, Θυιάδες, Κυναίθα, Μαινάδες, Μελάγγεια, Μελάναιγις, Φιγαλεία.
67
Ο θεσμός των Δημάρχων καθιερώθηκε στην Αθήνα σαν κατώτατη διοικητική μονάδα των δήμων απ’ τον Κλεισθένη το 509
π.Χ.
68
Ηριγόνη: Κόρη του Ικάριου που ο μύθος του αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο.
69
Ασκωλιασμός: Αρχαίο αγώνισμα που προσπαθούσαν οι αγωνιζόμενοι να ισορροπήσουν πάνω σ΄ ένα φουσκωμένο ασκό.
70
Σ' επόμενα κεφάλαια θα γίνει εκτενέστερη αναφορά.
71
O Horst-Dieter Blume στο βιβλίο του Einführung is das antike Theaterwesen ισχυρίζεται ότι τ’ όνομα Λήναιον παράγεται απ’
τη σπάνια λέξη ληναί που σημαίνει Βάκχες κι όχι απ’ το ληνόν, το πατητήρι, γιατί μια γιορτή που αναφέρεται στα πατητήρια
μέσα στο χειμώνα αποκλείεται εκ των πραγμάτων.
72
Στην αρχαία Αθήνα οι άρχοντες ήσαν 9. Ο πρώτος λεγόταν ο Άρχων ή Άρχων επώνυμος, ο δεύτερος Βασιλεύς, ο τρίτος
Πολέμαρχος κι οι υπόλοιποι 6 Θεσμοθέται.
73
Πρόκειται για τον Νόμο του Ευηγόρου που παραθέτει ο Δημοσθένης στο λόγο του Κατά Μειδίου. Το περιεχόμενο του Νόμου:
Ευήγορος είπεν, όταν η πομπή η τω Διονύσω εν Πειραιεί και οι κωμωδοί και οι τραγωδοί, και η Ληναίω πομπή και οι τραγωδοί
και οι κωμωδοί, και τοις εν Άστει Διονυσίοις η πομπή και οι παίδες και ο κώμος και οι κωμωδοί και οι τραγωδοί, και Θαργηλίων
τη πομπή και τω αγώνι μη εξείναι μήτε ενεχυράσαι μήτε λαμβάνειν έτερον ετέρου, μηδέ των υπερημέρων, εν τούτοις ταις ημέραις,
εάν δε τις τούτων τι παραβαίνη, υπόδικος έστω τω καθόντι, και προβολαί αυτού έστωσαν εν τη εκκλησία τη εν Διονύσου ως
αδικούντος, καθά περί των άλλων των αδικούντων γέγραπται.
74
Η παλιότερη άποψη που ταύτιζε το Λήναιο με το ιερό του Διονύσου στην περιοχή Λήμναι, στη δυτική πλευρά της
Ακρόπολης πρέπει να θεωρηθεί ξεπερασμένη. Περισσότερο αξιόπιστες είναι οι γραπτές μαρτυρίες που το τοποθετούν στην
περιοχή της αγοράς, μολονότι οι ανασκαφές δε φέραν στο φως κανένα ίχνος ιερού.
75
Γι’ αυτόν τον λόγο και για το ότι οι χορικοί που αποτελούσαν το Χορό ήσαν ντυμένοι με δέρματα τράγων ονομάζονταν
σκωπτικά απ’ τους αστούς τράγοι κι ο χορός τραγικός.
76
Αριστοτέλης Ποιητική.
77
Το Πάριο Μάρμαρο καταγράφει σαν πρώτη νίκη ενός ποιητή πάντα τη νίκη του στα Μεγάλα Διονύσια.
78
Λίμνες: Ιερή περιοχή της Αθήνας, Ν. της Ακρόπολης όπου υπήρχε ιερό του Διονύσου.
79
Ο Άρχοντας που είχε την ικανότητα απ’ το νόμο να εκφέρει έγκυρη γνώμη ειδικά για κάποιο ζήτημα.
80
Ελευθερές: Αρχαία πόλη της Βοιωτίας Ν. του Κιθαιρώνα και δίπλα στον Ελευσίνιο Κηφισό. Τον 6ο π.Χ. αιώνα μπήκε στο
δήμο της Οινόης της Αττικής. Είχε ναό του Διονύσου που ονομαζόταν Ελευθερεύς. Τα τείχη της και τα ερείπιά της σώζονται
κοντά στο σημερινό Γυφτόκαστρο.
81
Ωδείον: Κτίριο όπου γίνονταν οι μουσικοί αγώνες και τα διαγωνίσματα απαγγελίας.
82
Αθήναιος ο Ναυκρατίτης: Γραμματικός απ’ τη Ναύκρατη της Αιγύπτου (170-240 μ.Χ.) που έζησε στην Αλεξάνδρεια.
Έγραψε το περίφημο έργο Δειπνοσοφισταί που αποτελείται από 15 βιβλία και σώθηκε μόνο σ’ αποσπάσματα, περικοπές και σε
σύνοψη που περιλαμβάνει τα δυο πρώτα και την αρχή του τρίτου βιβλίου. Περιέχει πολλά ανέκδοτα και πληροφορίες για τις
εκδηλώσεις της Αρχαίας κι Αλεξανδρινής εποχής.
83
Κώμος: Διασκέδαση με μουσική και χορό που πολλές φορές κατάληγε σε παρέλαση αυτών που διασκεδάζαν στους δρόμους
έχοντας στο κεφάλι στεφάνια και κρατώντας λαμπάδες.
84
Πάνδια: Απ’ τον Πανδίωνα που ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Αθήνας. Κατά την εποχή του ο Διόνυσος κι η Δήμητρα διδάξαν
στους κατοίκους της Αττικής την αμπελουργία και τη γεωργία.
85
Οι διορισμένοι να επιστατούν στα Περίστια που ήταν η θυσία ενός μικρού χοίρου για τον αγνισμό μιας συνέλευσης.
86
Ονομαστήκαν έτσι γιατί ο Διόνυσος πολλές φορές ονομαζόταν Θέοινος. Υπήρχαν επίσης κατά τόπους κ' ιερά που
ονομάζονταν Θεοίνια.
87
Στους κλασικούς χρόνους που συντελέστηκε κι η μεγάλη ανάπτυξη του δράματος, άριστον ήταν ένα πρόχειρο κι απλό
φαγητό που τρώγαν οι αρχαίοι προς το μεσημέρι ή το απόγευμα. Το πιο πολυτελές που το λέγαν δείπνον το παίρναν κανονικά
στο τέλος της μέρας. Το πρωί είχε προηγηθεί το ακράτισμα που ήταν ψωμί βουτηγμένο σε άκρατον οίνον. Στους προκλασικούς
χρόνους τα γεύματα ήσαν πάλι τρία: Το άριστον κατά την ανατολή του ήλιου, το δείπνον κατά τις μεσημβρινές ώρες και το
δόρπον το βράδυ.
88
Οι Ραβδούχοι ή Ραβδοφόροι λέγονταν η τάξη των λειτουργών της πολιτείας που κρατώντας ραβδί ή βακτηρία σαν όργανο κι
έμβλημα της εξουσίας τους, επιβάλλαν την τάξη στις συγκεντρώσεις του πλήθους (Πολύαινος ΙΙΙ 145). Οι ραβδούχοι ήσαν
λοιπόν όργανα της δημόσιας τάξης. Ήσαν, δηλαδή ένα είδος αστυνομικών οργάνων. Στην αρχή ραβδούχοι ήσαν μόνο οι
υπηρέτες του θεάτρου που ονομάζονταν αισυμνήται. Κάθονταν συνήθως δίπλα στη θυμέλη ή στις άκρες της σκηνής κι ήσαν
έτοιμοι να επιβάλουν με τους βοηθούς τους την τάξη σ’ όσους κάναν θόρυβο και παρεκτρέπονταν (Σχόλια στην Ειρήνη του
Αριστοφάνη, 734). Αργότερα ραβδούχοι ήσαν κι αυτοί που ονομάζονταν μαστιγοφόροι ή μαστιγονόμοι. Αυτοί λέγονταν κι
επιτηρηταί ή επόπται. Χρησιμεύαν σαν βοηθοί των αγωνοθετών κατά τη διεξαγωγή των διαφόρων αγώνων. Επαναφέραν στην
τάξη τους αγωνιστές ή αθλητές και γενικά όσους κάναν θόρυβο και παραβιάζαν τους κανονισμούς κι αν υπήρχε ανάγκη τους
μαστιγώναν μέχρι πληγής (Θουκιδίδης 5,50). Αυτοί οι ραβδούχοι φορούσαν ερυθρό ιμάτιο που λεγόταν πορφυρίτης στολισμένο
με χρυσά κεντήματα. Ραβδούχοι ήσαν επίσης οι επόπτες κατά την τέλεση των μυστηρίων ώστε να εφαρμόζονται ακριβώς οι
κανονισμοί.
89
Σύμφωνα με υπολογισμούς, ο αριθμός των πολιτών με την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου είχε φτάσει στο πιο υψηλό
σημείο, δηλαδή στους 170.000 στους οποίους πρέπει να προστεθούν 30.000 μέτοικοι και 115.000 δούλοι.
90
Οι γυναίκες όμως δεν παίζαν κανέναν ιδιαίτερο ρόλο. Η στερεότυπη έκκληση για επιδοκιμασία, στο τέλος των κωμωδιών του
Μενάνδρου, δεν αφορούσε τις γυναίκες.
91
Για να μπορεί να πηγαίνει στο θέατρο ακόμα κι ο πιο φτωχός, ο Περικλής δημιούργησε έν’ αποθεματικό, απ’ το οποίο
πληρώναν τα ημερομίσθια (πρόκειται για τα θεωρικά, την αποζημίωση των 2 οβολών).
92
Οι τρίποδες αντιστοιχούσαν σ’ αρχική μορφή χρήματος, το λεγόμενο χρήμα των σκευών. Χαρακτηριστικό όλων των
παραστάσεων τριπόδων σ’ αγγεία είναι ότι έχουν τρεις κι όχι δυο δακτυλίους μέσ’ απ’ τους οποίους περνούσαν ένα ραβδί και
σηκώναν το σκεύος απ’ τη φωτιά. Αν δεν είναι μια καλλιτεχνική ελευθερία που επιδιώκει την αντιστοιχία ενός δακτυλίου σε
κάθε πόδι, τότε πρέπει να υποθέσουμε ότι ο τρίποδας δεν ήταν σκεύος καθημερινής χρήσης αλλά στολίδι κι αντικείμενο μεγάλης
αξίας.
93
Η επιγραφή του γράφει:
Λυσικράτης Λυσιθείδου Κικυνεύς εχορήγει
Ακαμαντίς παίδων ενίκα θέων ηύλει
Λυσιάδας Αθηναίος εδίδασκε Εαίνετος ήρχε.
94
Η προετοιμασία κι η παράσταση ενός δράματος που λεγόταν Διδασκαλία ήταν πολύ δαπανηρή. Γι’ αυτό η πόλη όρισε με νόμο
τη Χορηγία. Οι Χορηγοί που ήσαν απ’ τους πλουσιότερους πολίτες δαπανούσαν τ' αναγκαία χρηματικά ποσά για την άσκηση των
Χορευτών και την προετοιμασία του Δράματος. Τον Χορηγό τον όριζε η φυλή. Ο Δραματικός ποιητής ζητούσε τον σχηματισμό
χορού απ’ τον Επώνυμο Άρχοντα κι εκείνος με τη σειρά του τον έστελνε στον Χορηγό. Τότε αυτός διάλεγε τους Χορευτές απ’
τη φυλή του και τους παράδινε στον ποιητή ή στον Χοροδιδάσκαλο για να τους κάνει τη Διδασκαλία του δράματος. Στη σπάνια
περίπτωση που κάποιος αρνιόταν ν' αναλάβει τη Χορηγία, για οικονομικούς λόγους, τότε γινόταν η Αντίδοσις. Κατά την
Αντίδοση εκείνος που οριζόταν για μια μεγάλη χορηγία προς την πολιτεία και δεν ήθελε να την αναλάβει, πήγαινε στο
δικαστήριο και πρότεινε κάποιον άλλον πλουσιότερο απ’ αυτόν να την αναλάβει και συγχρόνως πρότεινε επίσης και την
ανταλλαγή της περιουσίας μ’ αυτόν που πρότεινε σε περίπτωση που αρνιόταν κι αυτός. Η δαπάνη για τον Χορό της Τραγωδίας
ήταν τρεις χιλιάδες δραχμές και της Κωμωδίας ήταν μικρότερη. Ποσά μεγάλα για την εποχή αυτή. Ο Χορηγός αναλάμβανε
επίσης μ’ έξοδά του να φτιάχνει τα κοστούμια των Υποκριτών για την παράσταση. Πλήρωνε ακόμα τα βωβά (αυτά που δε
μιλούσαν) ή με την αρχαία έκφραση κωφά πρόσωπα που για τον λόγο αυτό ονομάζονταν Χορηγικοί Ηθοποιοί ή
Παραχορηγήματα. Επειδή πολλές φορές αυτά τα πρόσωπα συνοδεύαν κρατώντας δόρυ τους υποκριτές που υποδύονταν
βασιλιάδες λέγονταν και Δορυφορήματα. Το κράτος πλήρωνε τους υποκριτές (στην αρχή έναν, αργότερα δυο και τέλος τρεις)
που παίζαν όλους τους ρόλους. Η Διδασκαλία της παράστασης γινόταν απ’ τον ίδιο τον ποιητή που συγχρόνως ήταν και
πρωταγωνιστής μέχρι την εποχή που ο Σοφοκλής, επειδή εξ αιτίας της αδύνατης φωνής του δεν μπορούσε να παίξει, εισηγήθηκε
και πέτυχε την απαλλαγή του απ’ αυτό το καθήκον. Έτσι σιγά-σιγά δημιουργήθηκε το επάγγελμα του Δασκάλου ή
Χοροδιδασκάλου (όπως ήταν στην περίπτωση του Αριστοφάνη ο Φιλωνίδης κι ο Καλλίστρατος).
95
Λυσικράτης: Αθηναίος χορηγός που έφτιαξε τον 4ο π.Χ. αιώνα το φερώνυμο μνημείο κάτω απ’ την Α. πλευρά της
Ακρόπολης που σήμερα λέγεται Φανάρι του Διογένους.
96
Θράσυλλος: Χορηγός που νίκησε το 320 π.Χ. Έφτιαξε το φερώνυμο χορηγικό μνημείο που βρίσκεται στην κορφή της
σπηλιάς που σήμερα είναι το εκκλησάκι της Παναγίας Σπηλιώτισσας. Τ’ άγαλμα του Διονύσου Μελπομένου που βρισκόταν
μέσα σ’ αυτό μέχρι το 1800 το πήρε ο Ελγίνος και τώρα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.
97
Υπομνημαστής: Εκείνος που κάνει υπομνήματα (σημειώσεις).
98
Αριστοφάνης Θεσμοφοριάζουσαι στ. 390 κ.ε.
99
Αποθέωσις: Ανακήρυξη ενός θνητού ισάξιου με το θεό κι η απόδοση σ’ αυτόν αντίστοιχων τιμών.

You might also like