You are on page 1of 6

ΖΕΥΓΑΡΙΑ ΦΙΛΩΝ

1. ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Ηρακλής και Ιόλαος


Ο Ηρακλής γεννήθηκε στη Θήβα και ήταν γιος του ∆ία και της Αλκµήνης, απόγονος του Περσέα. Η
µητέρα του Αλκµήνη ήταν παντρέµενη µε τον Αµφιτρύονα, µε τον οποίον κατέφυγαν στη Θήβα, επειδή
δολοφόνησε τον Ηλεκτρύωνα (πατέρας της Αλκµήνης και γιος του Περσέα). Ο ∆ίας πήρε την µορφή του
Αµφιτρύονα και κοιµήθηκε µε την Αλκµήνη. Πριν γεννηθεί ακόµα ο Ηρακλής, ο ∆ίας ανήγγειλε στους Θεούς ότι θα
γεννηθεί από την Αλκµήνη απόγονος του Περσέα, που θα βασιλεύσει στον Θρόνο των Περσίδων. Όταν γεννήθηκε ο
Ηρακλής, η Ήρα, η γυναίκα του ∆ία, που τον ζήλευε για τις απιστίες του, έστειλε στην κούνια του δύο φίδια, αλλά
το βρέφος τα στραγγάλισε. Ο θετός πατέρας του Ηρακλή, ο Αµφιτρύονας, που ανάλαβε να τον µεγαλώσει, τον
δίδαξε την τέχνη του ηνιόχου, ο Κάστορας του δίδαξε την οπλασκία, ο Αίλυκος την πάλη, ο Εύρυτος το τόξο, ο
κένταυρος Χείρωνας τις επιστήµες και ο Λίνος τη µουσική. Ο µύθος, που σώθηκε από τον Ξενοφώντα, µας
διηγείται το περιστατικό εκείνο, που ο Ηρακλής καθισµένος σ' ένα σταυροδρόµι, είδε να περνούν από µπροστά του
δύο πανέµορφες κοπέλες. Η µια του έδειξε έναν εύκολο δρόµο, φαρδύ και ίσιο, που αν τον ακολουθούσε, θα
χαιρόταν τη ζωή, αλλά θα έκανε ένα σωρό κακές πράξεις που θα τον καταδίκαζαν στην κρίση των ανθρώπων. Αυτή
ήταν η Κακία. Η άλλη κόρη, η Αρετή, του έδειξε ένα δύσκολο δρόµο, γεµάτο κοφτερές πέτρες και αγκάθια, στενό
και δύσβατο, που θα τον βάδιζε δύσκολα, αλλά θα κέρδιζε στο τέλος του την αναγνώριση από τους συνανθρώπους
του. Έτσι ο Ηρακλής ακολούθησε την Αρετή, προτιµώντας να υποφέρει για να διαβεί το δύσβατο δρόµο της, αλλά
να γνωρίσει τη δόξα και την τιµή µε τις καλές του πράξεις και την αρετή του. Ως έφηβος προκάλεσε τον πόλεµο
µεταξύ της Θήβας µε το βασίλειο του Ορχοµενού. Ως ανταµοιβή για τη νίκη του εναντίον του Ορχοµενού, πήρε για
γυναίκα του τη Μέγαρα, κόρη του βασιλιά της Θήβας, µε την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Η Ήρα όµως τον
τρέλανε, µε αποτέλεσµα να σκοτώσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Πήγε στο Μαντείο των ∆ελφών για να
πάρει χρησµό, ώστε να εξαγνισθεί. Σύµφωνα µε τον χρησµό έπρεπε να υπηρετήσει για δώδεκα χρόνια τον
Ευρυσθέα, βασιλιά της Τίρυνθας, και να πραγµατοποιήσει τους άθλους που του πρόσταζε εκείνος. Στο πλαίσιο τών
άθλων ο Ηρακλής σκότωσε το λιοντάρι της Νεµέας, σκότωσε τη Λερναία Ύδρα, έπιασε το γοργό ελάφι της
Κερύνειας, σκότωσε τον Ερυµάνθιο Κάπρο, καθάρισε τους στάβλους του Αυγεία, σκότωσε τις Στυµφαλίδες
Όρνιθες, έπιασε τον άγριο ταύρο της Κρήτης, έκλεψε τα άγρια άλογα του ∆ιοµήδη, πήρε τη ζώνη της Ιππολύτης,
έφερε τα βόδια του Γηρυόνη στον Ευρυσθέα, άρπαξε τα µήλα των Εσπερίδων και τέλος έφερε τον Κέρβερο από τον
Άδη. Εκτός από τους άθλους ο Ηρακλής έχει και άλλα κατορθώµατα. Πήρε µέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία
και ελευθέρωσε την Ησιόνη, την κόρη του βασιλιά Λαοµέδοντα από ένα θαλασσινό τέρας. ∆ε συνέχισε όµως µέχρι
τέλους την εκστρατεία, γιατί ήταν πολύ βαρύς και η Αργώ, το πλοίο των Αργοναυτών, δε µπορούσε να σηκώσει το
βάρος του. Στη Λιβύη νίκησε το γίγαντα Ανταίο, γιο του Ποσειδώνα και της Γης, που ήταν πολύ δυνατός, επειδή
έπαιρνε δύναµη πατώντας τη Γη, το κορµί της µητέρας του. Ο Ηρακλής, καταλαβαίνοντας πού οφειλόταν η δύναµή
του, τον σήκωσε ψηλά µε τα δυνατά µπράτσα του και τον έπνιξε χωρίς δυσκολία. Ύστερα από αυτό το κατόρθωµα,
ο Ηρακλής κουρασµένος, έπεσε να κοιµηθεί. Τότε οι Πυγµαίοι, ένας λαός νάνων, τον αλυσόδεσαν και τον
κάρφωσαν στη γη. Όταν ξύπνησε ο Ηρακλής, τινάχτηκε επάνω και αρπάζοντάς τους στη χούφτα του, τους τύλιξε
όλους στο τοµάρι του λέοντα της Νεµέας που φορούσε. Ο Ηρακλής ελευθέρωσε ακόµα και τον Προµηθέα, που τον
είχε δέσει ο ∆ίας στον Καύκασο για να τον τιµωρήσει επειδή είχε χαρίσει στους ανθρώπους το µυστικό της φωτιάς.
Αυτός έφερε την Άλκηστη από τον Άδη, αφού πάλεψε µε το Χάρο και την ελευθέρωσε. Η Άλκηστη ήταν γυναίκα
του βασιλιά των Φερών Αδµήτου, που, για να σώσει τον άντρα της, δέχτηκε να πεθάνει αντί γι' αυτόν. Ο Ηρακλής
έτυχε να περνά εκείνες τις µέρες από τις Φερές και πέρασε να επισκεφτεί το φίλο του το βασιλιά. Μαθαίνοντας τη
µεγάλη συµφορά που είχε βρει το παλάτι του, έτρεξε και, προλαβαίνοντας το Χάρο, πάλεψε µαζί του και έφερε στη
ζωή ξανά την όµορφη Άλκηστη. Ο Ηρακλής σκότωσε ακόµα, για να απαλλάξει τους ανθρώπους από την τυραννία,
τον αιµοβόρο τύραννο της Αιγύπτου Βούσιρι. Ελευθέρωσε το Θησέα από τη φυλακή του βασιλιά των Μολοσσών
στην Ήπειρο. Το τελευταίο κατόρθωµα του Ηρακλή ήταν ο φόνος του κενταύρου Νέσσου, που προσπάθησε να
κλέψει τη γυναίκα του ήρωα, την όµορφη ∆ηιάνειρα. Τη στιγµή που ο Νέσσος πέθαινε από τα δηλητηριασµένα
βέλη του Ηρακλή εκµυστηρεύθηκε στη ∆ηιάνειρα ότι ο σύζυγός της δεν την αγαπούσε πια και ότι για να
ξανακερδίσει την αγάπη του, έπρεπε να του δώσει να φορέσει ένα χιτώνα, αφού τον βουτήξει πρώτα µέσα στο αίµα
του πεθαµένου κενταύρου. Η ∆ηιάνειρα, που δεν ήξερε ότι το αίµα του Νέσσου ήταν δηλητηριασµένο από τα βέλη,
έδωσε το χιτώνα στον ήρωα. Οι πόνοι του Ηρακλή ήταν τόσο φριχτοί, ώστε τρελάθηκε και, ανάβοντας φωτιά πάνω
στην κορφή του βουνού Οίτη, κάηκε ζωντανός. Ακόµα και σήµερα, η υψηλότερη κορυφή αυτού του βουνού
ονοµάζεται Πυρά. Μετά το θάνατό του ο Ηρακλής αποθεώθηκε, έγινε δηλαδή θεός της δύναµης και της ρώµης. Ο
∆ίας τον πήρε στον Όλυµπο και τον πάντρεψε µε τη θεά της νιότης, την Ήβη. Τον Ηρακλή οι αρχαίοι Έλληνες τον
παρίσταναν συνήθως ντυµένο µε τη λεοντή, να κρατά ένα ρόπαλο στο χέρι, µε παράστηµα γίγαντα και σώµα
δυνατό, νεανικό και εύρωστο.

54
Ο Ιόλαος είναι ανεψιός του Ηρακλή. Είναι γιος του Ιφικλή, του ετεροθαλή αδελφού του ήρωα, και της
Αυτοµέδουσας, της κόρης του Αλκάθοου. Όλη του τη ζωή συνόδευσε το θείο του στους άθλους και ήταν ο οδηγός του
άρµατος του. Για παράδειγµα πήρε µέρος στον αγώνα του εναντίον της Λερναίας ύδρας, έπειτα στην πάλη του
εναντίον του Κύκνου, του γιου του Άρη. Βοήθησε τον Ηρακλή να συλήσει τα όπλα του Κύκνου. Τον συνοδεύει
στην εκστρατεία του, για να κατακτήσει τα βόδια του Γηρυόνη, στην επίθεση εναντίον της Τροίας, και γενικά,
ακόµη και όταν οι φιλολογικές µαρτυρίες δεν αναφέρουν την παρουσία του σε ένα από τα επεισόδια του κύκλου
του Ηρακλή, τα εικονογραφικά µνηµεία δεν παραλείπουν να τον παρασταίνουν δίπλα στον Ηρακλή (παραδείγµατος
χάρη στη χώρα των Εσπερίδων, την πάλη του µε τον Ανταίο, την αναζήτηση του Κέρβερου στον Άδη, κτλ.). Ήταν
µαζί του ανάµεσα στους Αργοναύτες. Αναφέρεται ανάµεσα στους κυνηγούς της Καλυδώνας. Τέλος µε το άρµα του
ήρωα κέρδισε το βραβείο της αρµατοδροµίας στους πρώτους Ολυµπιακούς αγώνες, όταν τους ίδρυσε ο Ηρακλής,
όπως και στους ταφικούς αγώνες που τέλεσαν, για να τιµήσουν τον Πελία. Όταν ο Ηρακλής θέλησε να παντρευτεί
την Ιόλη, παραχώρησε τη γυναίκα του Μέγαρα στον ανεψιό του, ο οποίος την παντρεύτηκε και της έδωσε µία κόρη,
που ονοµάστηκε Λειπεφίλη, προφανώς σε ανάµνηση του χωρισµού της µητέρας της. Ο Ιόλαος, σύντροφος των
νικών, είναι επίσης και σύντροφος της εξορίας, που επιβλήθηκε στον Ηρακλή από τον Ευρυσθέα, και εγκατέλειψε
µαζί του την πόλη της Τίρυνθας, για να καταφύγει στην Αρκαδία. Τον ακολούθησε επίσης, όταν ο Ηρακλής ανέβηκε
στην Οίτη για την τελική θυσία και την αποθέωση. Μετά το θάνατο του Ηρακλή ήρθε να βοηθήσει τους
Ηρακλείδες και προσπάθησε να τους βρει έναν τόπο, για να εγκατασταθούν. Οδήγησε στη Σαρδηνία πολλούς από
αυτούς, ιδίως τους περισσότερους από τους εγγονούς του βασιλιά Θέσπιου, καθώς επίσης και Αθηναίους. Ίδρυσε
πολλές πόλεις, µεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η Ολβία. Κάλεσε τον ∆αίδαλο, που του κατασκεύασε µεγάλα
οικοδοµήµατα, τα οποία υπήρχαν ακόµη και στην εποχή του ∆ιόδωρου. ∆ιηγούνται πως ή πέθανε στη Σαρδηνία ή
ξαναγύρισε και εγκαταστάθηκε στη Σικελία, όπου ίδρυσε πολλά ιερά, για να τιµήσει το θεοποιηµένο Ηρακλή. Ο ίδιος
είχε λατρεία στη Σαρδηνία, αλλά και αλλού· οι πληθυσµοί που εγκατέστησε στο νησί πήραν το όνοµα Ιολείς. Στη
γεροντική του ηλικία (ή ακόµη και µετά το θάνατο του, γιατί αναστήθηκε επίτηδες προκειµένου να εκτελέσει αυτό
το κατόρθωµα) τιµώρησε τον Ευρυσθέα, ο οποίος καταδίωκε µε το µίσος του τους Ηρακλείδες· λένε µάλιστα
ακόµη πως τον σκότωσε. Ο ∆ίας και η Ήβη άκουσαν την προσευχή του και του ξανάδωσαν για µια µέρα τη
δύναµη και τη νιότη του.

Ο Ιόλαος, δεξιά, καυτηριάζει µε αναµµένο δαυλό τις ρίζες των κεφαλιών της Λερναίας Ύδρας, που κόβει ο Ηρακλής, ώστε να
µην ξαναφυτρώσουν. Ερυθρόµορφη στάµνος-ψυκτήρας, περ.470-400π.Χ.(Παλέρµο, Εθνικό Μουσείο)

55
Θησέας και Πειρίθους
Οι µύθοι για το Θησέα ήταν η απάντηση της «ιωνικής» Αθήνας στον άλλο σπουδαίο ήρωα του αρχαίου
κόσµου, τον Ηρακλή, Ο Θησέας θεωρούνταν ιδρυτής της πόλης των Αθηνών, µια και ο ίδιος συνοίκισε τους δήµους
της Αττικής σε ενιαία πόλη που ονοµάστηκε Αθήνα προς τιµή της προστάτιδάς του θεάς Αθηνάς. Ήταν γιος του
Αιγέα και της Αίθρας και γεννήθηκε στην Τροιζήνα απ' όπου καταγόταν η µητέρα του. Ο Αιγέας έφυγε από την
Τροιζήνα πριν γεννηθεί ο Θησέας, αλλά άφησε παραγγελία, αν το παιδί που θα γεννιόταν ήταν αγόρι, µόλις
µεγάλωνε να πήγαινε στην Αθήνα. Η µοίρα του ήταν προδιαγεγραµµένη. Σε ηλικία δεκάξι ετών ξεκίνησαν οι άθλοι
του, που πιστοποιούσαν ότι ήταν ένας εξαιρετικός και διαλεχτός ήρωας. Έµαθε από τη µητέρα του ότι έπρεπε να
κυλήσει ένα βράχο όπου ήταν κρυµµένα τα σανδάλια και το µαχαίρι του πατέρα του που θα τον συντρόφευαν στην
πορεία του προς την Αθήνα και θα βοηθούσαν στην αναγνώρισή του από τον Αιγέα. Η πορεία αυτή αφορούσε το
δρόµο από την Τροιζήνα προς την Αθήνα µέσω της επικίνδυνης στεριάς, αφού εκεί παραµόνευαν διάφοροι
διαβόητοι ληστές. Όλα αυτά, όµως, ήταν στα πλαίσια των απαραίτητων δοκιµασιών του νεαρού Θησέα που
επρόκειτο να παίξει τόσο σηµαντικό ρόλο. Κοντά στην Επίδαυρο είχε το ληµέρι του ο ληστής Περιφήτης, γιος του
Ήφαιστου. Αυτός ήταν ονοµαστός γιατί σκότωνε τα θύµατά του µ' ένα ορειχάλκινο (µπρούντζινο) ή σιδερένιο
ρόπαλο. Γι' αυτό λεγόταν και Κορυνήτης από τη λέξη «κορύνη», αρχαία ονοµασία για το ρόπαλο. Ο Θησέας
τιµώρησε τον Περιφήτη µε το ίδιο του το όπλο. ΄Υστερα από µονοµαχία του πήρε το ρόπαλο και τον σκότωσε µ'
αυτό. Ο δεύτερος άθλος του πραγµατοποιήθηκε στην περιοχή του Ισθµού της Κορίνθου. Εκεί ενέδρευε ο Σίνης ο
πιτυοκάµπτης. Ο Σίνης εφάρµοζε µια ανατριχιαστική τακτική για να εξοντώνει τους διαβάτες. Λύγιζε δυο ψηλά
δέντρα, «πίτυς», γι' αυτό ονοµαζόταν πιτυοκάµπτης, είτε πεύκα είτε κουκουναριές, και στο σηµείο όπου οι κορυφές
τους πλησίαζαν, έδενε το πάνω µέρος του σώµατος του θύµατός του στη µια κορυφή και το κάτω µέρος στην άλλη.
Κατόπιν άφηνε ελεύθερα τα δέντρα, µε φυσικό επακόλουθο το φριχτό διαµελισµό του διαβάτη. Άλλοι µύθοι
διαφοροποιούν κάπως τον τρόπο θανάτωσης των θυµάτων του Σίνη. Αναφέρουν ότι ο Σίνης κατόρθωνε να λυγίζει
ένα δέντρο ως το έδαφος, να δένει τα θύµατά του σ' αυτό και κατόπιν να το αφήνει ελεύθερο, µε αποτέλεσµα να
εκσφενδονίζονται µακριά. Ο Θησέας, όπως και στην περίπτωση του Περιφήτη, πλήρωσε τον Σίνη µε το ίδιο
νόµισµα. Ο ληστής γνώρισε τον τρόµο των θυµάτων του. Στην ίδια περιοχή, στον Κροµµυώνα, ο Θησέας εξοντώνει
τη Φαιά, που ήταν ένας θηλυκός αγριόχοιρος, και κατόπιν το διαβόητο Σκίρωνα, που αποτελούσε µάστιγα των
διαβατών. Ο ληστής δρούσε στους βράχους που ονοµάστηκαν Σκιρωνίδες πέτρες κοντά στα Μέγαρα. Εκεί ο
Σκίρωνας υποχρέωνε τους περαστικούς να του πλένουν τα πόδια και καθώς εκείνοι έσκυβαν, τους πετούσε µε µια
κλοτσιά στη θάλασσα, όπου καραδοκούσε µια πελώρια χελώνα που τους κατασπάραζε. Ο Θησέας άρπαξε τον
Σκίρωνα από τα πόδια και τον έστειλε να συναντήσει τα θύµατά του. Οι δοκιµασίες όµως του Θησέα συνεχίστηκαν.
Περνώντας από την Πελοπόννησο στη Στερεά µέσω του Ισθµού, αντιµετώπισε στην Ελευσίνα τον Κερκυόνα. Ο
Κερκυόνας ήταν παντοδύναµος και προκαλούσε τους διαβάτες να παλέψουν µαζί του, µε τη συµφωνία, αν τον
νικούσαν, να συνέχιζαν το δρόµο τους. Φυσικά κανείς δεν τα κατάφερνε, ο ληστής τους συνέθλιβε όλους στα
µπράτσα του, εκτός του Θησέα που σήκωσε µε άνεση τον Κερκυόνα ψηλά και τον έστειλε να «σκάσει» στο έδαφος.
Υστερα ήρθε η σειρά του Προκρούστη. Ο τροµερός ληστής και φονιάς ήταν γνωστός και µε άλλα ονόµατα, όπως
όλοι οι εγκληµατίες άλλωστε. Τον ονόµαζαν και ∆αµάστη ή Πολυπήµονα. Ο Προκρούστης υποδυόταν το ξενοδόχο.
Είχε στήσει δυο κρεβάτια στο δρόµο που οδηγούσε για την Αθήνα και όποιον ταλαιπωρηµένο οδοιπόρο έβλεπε να
περνά τον προσκαλούσε να ξεκουραστεί. Τα κρεβάτια αυτά όµως, είχαν µια ιδιοµορφία. Το ένα ήταν µακρύ και το
άλλο κοντό. Ο «φιλόξενος» Προκρούστης πρόσφερε στους κοντούς το µακρύ κρεβάτι και στους ψηλούς το κοντό.
Όπως ήταν επόµενο οι άνθρωποι δε χωρούσαν σε κανένα κρεβάτι. Ο Προκρούστης τότε αποκαθιστούσε τις
«ισορροπίες». Τραβούσε ή χτυπούσε µε σφυρί τους κοντούς για να προσαρµοστούν στο µήκος του κρεβατιού και
ακρωτηρίαζε τα επάνω ή κάτω άκρα του σώµατος των ψηλών µε τον ίδιο σκοπό. Όπως και οι προηγούµενοι ληστές,
ο Προκρούστης γνώρισε το θάνατο από τον Θησέα, επάνω σ' ένα από τα κρεβάτια του. Μετά απ' όλα αυτά τα
κατορθώµατα η φήµη του Θησέα ταξίδευε πολύ γρήγορα. Φτάνοντας στην Αθήνα τον ήξεραν πολλοί. Ο Αιγέας είχε
ξαναπαντρευτεί τη Μήδεια, τη κόρη του Αιήτη του βασιλιά της Κολχίδας, η οποία ακολούθησε τον Ιάσονα, αφού
πήρε το χρυσόµαλλο δέρας, και δε γνώριζε ότι ο ήρωας ήταν γιος του. Έτσι υπέκυψε στις παραινέσεις της Μήδειας,
που ήθελε να εξασφαλίσει το µέλλον του γιου της Μήδου, τον οποίο είχε αποκτήσει από τον Αιγέα, να φοβάται το
νεαρό και προσπάθησε να τον ξεφορτωθεί. Του ανέθεσε να απαλλάξει την Αθήνα από τον ταύρο του Μαραθώνα,
που ήταν πάρα πολύ άγριος, µε την ελπίδα ότι ο ταύρος θα τον κατασπαράξει. Ο Θησέας όµως, θανάτωσε τον ταύρο
και γύρισε θριαµβευτής στον Αιγέα. Ο βασιλιάς τον κάλεσε σε γεύµα για να γιορτάσουν, δήθεν, τα επινίκια, αλλά
µε απώτερο στόχο να τον δηλητηριάσει µε δηλητήριο που παρασκεύασε η προικισµένη µε µαγικές ικανότητες
Μήδεια. Μόλις ο Θησέας αντιλήφθηκε το τι συµβαίνει, αποφάσισε να χρησιµοποιήσει το µεγάλο του όπλο: να
δείξει στον πατέρα του τα σηµάδια που αποδείκνυαν ότι ήταν γιος του. Έτσι έβγαλε, δήθεν τυχαία, το µαχαίρι που
είχε αποσπάσει κάτω από το βράχο στην Τροιζηνία για να το χρησιµοποιήσει στο τραπέζι. Ο Αιγέας το αναγνώρισε,
συνειδητοποίησε ότι προσπαθούσε να δηλητηριάσει το γιο του και αφού πέταξε µακριά το δηλητήριο, αγκάλιασε
τον Θησέα και τον κάλεσε να συµβασιλεύσει µαζί του. Παράλληλα έδιωξε τη Μήδεια, η οποία πήρε το γιο της
Μήδο και κατέφυγαν στη Φοινίκη. Μετά τη δραµατική αναγνώριση ο Θησέας κλήθηκε να πραγµατοποιήσει το
µεγαλύτερο από τους άθλους του, που τον έκανε γνωστό σ' όλο τον αρχαίο, αλλά και το σύγχρονο κόσµο. Έπρεπε
56
να απαλλάξει την Αθήνα από το δυσβάσταχτο φόρο απέναντι στην Κρήτη και τον Μινώταυρο. Στον καιρό του
Αιγέα και πριν ακόµα γεννηθεί ο Θησέας, ο Ανδρόγεος, γιος του ονοµαστού βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, νίκησε
στους ιερούς αγώνες της Αθήνας, τα Παναθήναια. Τότε ζηλόφθονοι ανταγωνιστές του τον σκότωσαν για να µην
προλάβει να πρωτεύσει και σ' άλλα αγωνίσµατα. Άλλη εκδοχή του µύθου αναφέρει ότι ο Ανδρόγεος σκοτώθηκε
αντιµετωπίζοντας τον ταύρο του Μαραθώνα, τον οποίο εξόντωσε αργότερα ο Θησέας. Ο Μίνωας, σίγουρος για τη
δολοφονία του γιου του, εκστράτευσε µε το ναυτικό του, που θεωρούνταν πάρα πολύ ισχυρό, εναντίον των Αθηνών.
Κατέλαβε τα Μέγαρα, δεν µπόρεσε, όµως, να κυριεύσει την Αθήνα. Ήταν, όµως, γιος του ∆ία. Ο θεός για να τον
ευχαριστήσει έστειλε επιδηµίες και πείνα στην Αθήνα. Η πόλη για να γλιτώσει έπρεπε να στέλνει κάθε εννιά χρόνια
επτά νέους και νέες ως βορά στον Μινώταυρο, το τέρας µε τη µορφή ταύρου που ζούσε στο βάθος του πολύπλοκου
Λαβύρινθου, κατασκευή του τεχνίτη ∆αίδαλου, στον οποίο όποιος έµπαινε δεν έβρισκε την έξοδο. Ο Μινώταυρος
ήταν καρπός της ένωσης της γυναίκας του Μίνωα Πασιφάης µ' έναν ταύρο. Τον ταύρο αυτόν είχε στείλει από τη
θάλασσα σαν σηµάδι ο Ποσειδώνας στον Μίνωα, που ήθελε να αποδείξει την κυριαρχία του σ' όλη την Κρήτη.
Ζήτησε, όµως, από τον Μίνωα να θυσιάσει τον ταύρο προς τιµή του. Ο Μίνωας όµως δεν το έπραξε και έτσι η οργή
του Ποσειδώνα πήρε πρωτότυπη µορφή. Προκάλεσε τον έρωτα της Πασιφάης για τον ωραίο ταύρο και τη σφοδρή
επιθυµία της για ένωση µαζί του. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν ήταν διόλου εύκολο. Ο πολυτεχνίτης, όµως, ∆αίδαλος
βρήκε τη λύση. Έφτιαξε µια ξύλινη αγελάδα, κούφια εσωτερικά για να χωράει η Πασιφάη, την οποία έντυσε
εξωτερικά µε δέρµα από αληθινή αγελάδα και µε τροχούς την έσυρε ως το λιβάδι όπου έβοσκε ο ταύρος. Προϊόν
αυτού του αφύσικου ζευγαρώµατος ήταν ο Μινώταυρος, τέρας µε κεφάλι ταύρου και σώµα ανθρώπου. Το
ταυρόµορφο τέρας ο Μίνωας έκλεισε στο βάθος του Λαβύρινθου και το έτρεφε µε ανθρώπινο αίµα. Όταν έφτασε το
πλήρωµα του χρόνου η Αθήνα να πληρώσει για τρίτη φορά τον αιµατηρό της φόρο στον Μίνωα, ο Θησέας ζήτησε
από τον πατέρα του να περιληφθεί στην οµάδα των θυµάτων. Οι νέοι και οι νέες που θα πήγαιναν στην Κρήτη
επιλέγονταν µε κλήρο. Ο Θησέας ήταν εθελοντής. Ξεκίνησε, λοιπόν, µ' ένα καράβι µε µαύρα πανιά και υποσχέθηκε
ότι θα σήκωνε άσπρα πανιά κατά την επιστροφή, όταν θα είχε απαλλάξει την Αθήνα από το βαρύ της φόρο.
Ακολουθεί µια έντονη λογοµαχία µεταξύ του Μίνωα και του Θησέα όπου ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι κι αυτός
είναι γιος θεού, του Ποσειδώνα. Για να το αποδείξει αποδέχεται την πρόκληση του Μίνωα και πέφτει να πιάσει το
δαχτυλίδι που πέταξε στη θάλασσα. Εκεί τον υποδέχεται η Αµφιτρίτη που του χαρίζει έναν πορφυρό µανδύα και ένα
στεφάνι από ρόδα οδηγώντας τον στο παλάτι του θεού. Ο Θησέας επιστρέφει από το βυθό µε το δαχτυλίδι και
αποδεικνύει τη θεϊκή του καταγωγή. Στην Κρήτη ο Θησέας βρίσκει σύµµαχο την κόρη του Μίνωα και της
Πασιφάης, την Αριάδνη, η οποία ερωτεύεται το νεαρό και όµορφο βασιλόπουλο από την Αθήνα. Η Αριάδνη
συναντάει τον Θησέα και του προσφέρει τη βοήθειά της µε την προοπτική, όµως, φεύγοντας να την πάρει µαζί του
και να την κάνει γυναίκα του. Ο Θησέας, βέβαια, δεν έπρεπε µόνο να σκοτώσει τον Μινώταυρο, αλλά και να βγει
από τον Λαβύρινθο. Ποιος άλλος µπορούσε να δώσει τη λύση σ' αυτόν το γρίφο εκτός από τον κατασκευαστή του;
Η Αριάδνη κατέφυγε στον ∆αίδαλο και αυτός της συνέστησε ένα έξυπνο κόλπο. Όποιος έµπαινε στον Λαβύρινθο
έπρεπε να πάρει µαζί του ένα κουβάρι κλωστή. ∆ένοντας τη µια άκρη της κλωστής στην άκρη του Λαβύρινθου θα
προχωρούσε προς το βάθος του ξετυλίγµατος το νήµα. Έτσι η επιστροφή θα γινόταν εύκολη. Τυλίγοντας το νήµα
και ακολουθώντας την πορεία του θα έβρισκε την έξοδο του Λαβύρινθου. Ο Θησέας µπαίνοντας στον πολύπλοκο
Λαβύρινθο ακολούθησε τη συµβουλή του ∆αίδαλου. Μάλιστα λέγεται ότι η ίδια η Αριάδνη καθόταν στην άκρη του
Λαβύρινθου βαστώντας το σωτήριο νήµα. Έτσι έµεινε παροιµιώδης ο «µίτος της Αριάδνης». Ο Θησέας µέσα στον
Λαβύρινθο συνάντησε το τέρας, πάλεψε µαζί του και µε το σπαθί του του 'κοψε το λαιµό προσφέροντάς το ως θυσία
στον Ποσειδώνα, κάτι που θα 'πρεπε να κάνει, όπως είπαµε, ο Μίνωας µε τον ταύρο, πατέρα του τέρατος. Με το
µύθο του Μινώταυρου συµπλέκεται και ο µύθος του κατασκευαστή του Λαβύρινθου ∆αίδαλου. Μετά την εξόντωση
του Μινώταυρου ο Θησέας, µαζί µε την Αριάδνη πλέον, φεύγει από την Κρήτη µε το ίδιο πλοίο που είχε φτάσει
εκεί. Πρώτος σταθµός το νησί της Νάξου, όπου Θησέας και Αριάδνη συνευρέθηκαν. Καρπός του έρωτά τους ήταν
δυο παιδιά, ο ∆ηµοφώντας και ο Ακάµαντας, οι οποίοι έλαβαν µέρος και στον Τρωικό πόλεµο, ή σύµφωνα µε
άλλους ο Στάφυλος και ο Οινοπίωνας. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που συναντήθηκαν Θησέας και Αριάδνη.
Ενώ το ζευγάρι κοιµόταν εµφανίστηκε στον Θησέα η θεά Αθηνά και του είπε να εγκαταλείψει την Αριάδνη. Άλλοι
υποστηρίζουν ότι ο Θησέας είχε το νου του σε µια άλλη κοπέλα στην Αθήνα, την όµορφη Αίγλη. Τέλος µια άλλη
εκδοχή µιλάει για τον έρωτα ενός θεού για την Αριάδνη, του ∆ιόνυσου, που µη αντέχοντας να τη βλέπει στο πλευρό
του Θησέα, την άρπαξε και αφού την καλόπιασε, προσφέροντάς της και ένα χρυσό στεφάνι, την έπεισε να µείνει
µαζί του. Ο µεγαλύτερος άθλος του Θησέα, όµως, τελείωσε τραγικά. Κατά την επιστροφή του στην Αθήνα ο
Θησέας ξέχασε ν' αλλάξει τη µαύρη σηµαία του καραβιού του. Στη θέα της ο Αιγέας, που περίµενε µε αγωνία στα
βράχια του Σουνίου, πιστεύοντας ότι ο γιος του έγινε τροφή του Μινώταυρου, έπεσε απελπισµένος στη θάλασσα.
Από τότε η θάλασσα αυτή ονοµάστηκε «Αιγαίο» πέλαγος. Μετά το τέλος του Αιγέα ο Θησέας έγινε βασιλιάς της
Αθήνας, αφού πρώτα εξουδετέρωσε τα πενήντα ξαδέλφια του, παιδιά του αδερφού του Αιγέα, Πάλλαντα, που δεν
τον θεωρούσαν νόµιµο διάδοχο του θρόνου. Η βασιλεία του Θησέα σηµαδεύτηκε από τη συνένωση των δήµων της
Αττικής και τη θεµελίωση των πρώτων θεσµών της Αθηναϊκής πολιτείας. Σύµφωνα µε κάποιους µύθους ο Θησέας
είχε εµπλακεί και στην εκστρατεία των επτά εναντίον των Θηβών. Η εµπλοκή αυτή, βέβαια, ήταν έµµεση και είχε
σχέση µε τη διαφυγή του Αργείου βασιλιά Άδραστου και την ταφή των υπόλοιπων Αργείων. Ο Θησέας µόλις έµαθε
την ανεπιτυχή έκβαση της εκστρατείας, τέθηκε επικεφαλής των πιο διαλεχτών παλικαριών της Αθήνας και έφτασε

57
έξω από τα τείχη της Θήβας. Εκεί απαίτησε τους νεκρούς, κάτι το οποίο αρνήθηκαν οι υπερασπιστές της
Θήβας. Έτσι άρχισε µια φοβερή σύγκρουση ανάµεσα στις δυνάµεις του Θησέα από τη µια µεριά και του Κρέοντα
και τους «σπαρτούς» από την άλλη. Η µάχη ήταν σκληρή, αλλά ο Θησέας ανέβασε το φρόνηµα των αντρών του,
πείθοντάς τους ότι µάχονται για την ίδια την υπόσταση της Αθήνας. Η νίκη έστεψε τον Θησέα και οι Αθηναίοι
πήραν τα πτώµατα των Αργείων, τα οποία έθαψαν ή έκαψαν είτε στην περιοχή της Θήβας είτε στην Αθήνα. Ο µύθος
θέλει στην εκστρατεία εναντίον των Αµαζόνων, των θρυλικών πολεµόχαρων γυναικών, να συνεργάζονται οι δυο
κορυφαίοι ήρωες της ελληνικής µυθολογίας, ο Ηρακλής και ο Θησέας. Βέβαια, ο Θησέας φαίνεται πως έπαιξε
κάπως υποδεέστερο ρόλο σ' αυτή την ιστορία η οποία είχε πρωταγωνιστή τον Ηρακλή. Παρόλα αυτά ο Θησέας
βγήκε κερδισµένος απ' αυτή την εκστρατεία. Ο Ηρακλής του έδωσε, κατ' άλλους την πήρε µόνος του, την περίφηµη
«ζώνη» της Αµαζόνας Ιππολύτης. Απ' αυτή την εκστρατεία κέρδισε για γυναίκα του και την αµαζόνα Αντιόπη, που
σύµφωνα µε κάποιες παραλλαγές του µύθου ήταν η ίδια η Ιππολύτη. Οι Αµαζόνες για να εκδικηθούν τον Θησέα
οργάνωσαν εκστρατεία εναντίον της Αθήνας, η οποία, όµως, δεν πέτυχε. Σ' αυτή την αναµέτρηση σκοτώθηκε η
Αντιόπη πολεµώντας στο πλευρό του άντρα της. Μετά το θάνατο της Αντιόπης ο Θησέας παντρεύτηκε µια άλλη
κόρη του Μίνωα, τη Φαίδρα. Η Φαίδρα, όµως, ερωτεύτηκε το γιο του Θησέα από την Αντιόπη, τον Ιππόλυτο. Ο
Ιππόλυτος ήταν ένας όµορφος νέος και επιδέξιος κυνηγός, γι' αυτό και τον προστάτευε η Άρτεµη. Απέκρουσε τον
παράφορο έρωτα της µητριάς του Φαίδρας, η οποία απελπισµένη αυτοκτόνησε αφήνοντας ένα γράµµα στο οποίο
περιέγραφε τους λόγους της πράξης της. Ο Θησέας επιστρέφοντας από µακρινό ταξίδι βρήκε το γράµµα και
κατηγορώντας τον Ιππόλυτο ως συνυπεύθυνο τον καταράστηκε. Ο Ιππόλυτος προσπάθησε να φύγει µακριά, αλλά
στο δρόµο του συνάντησε έναν ταύρο που έστειλε ο Ποσειδώνας και ο οποίος αφηνίασε τα άλογα του άρµατος του
νέου. Έτσι ο Ιππόλυτος βρήκε τραγικό θάνατο. Ο Θησέας είχε έναν πολύ καλό φίλο, τον Πειρίθου, βασιλιά µιας
µυθικής θεσσαλικής φυλής, των Λαπιθών. Ο θρύλος αναφέρει ότι η βαθιά αυτή φιλία ξεκίνησε µε πρωτοβουλία του
Πειρίθου, που ήθελε πάση θυσία να γνωρίσει τον Θησέα. Έκλεψε, λοιπόν, ένα κοπάδι αγελάδες του Θησέα από τον
Μαραθώνα και περίµενε τον ήρωα να τον κυνηγήσει. Η συνάντησή τους ήταν συγκλονιστική. Ο Πειρίθους τον
περίµενε ήσυχα και όταν ήρθαν αντιµέτωποι, άρχισαν να θαυµάζουν ο ένας τον άλλον. Στο τέλος, έγιναν φίλοι µια
και ο Πειρίθους αναγνώρισε το λάθος του και δήλωσε έτοιµος να δεχτεί οποιαδήποτε ποινή, πράγµα το οποίο
εκτίµησε ο Θησέας. ΄Οπως συνηθιζόταν ανάµεσα στους ήρωες εκείνη την εποχή, η φιλία τους σφραγίστηκε από
όρκους για µελλοντική βοήθεια σε οποιοδήποτε πρόβληµα αντιµετώπιζαν είτε ο ένας είτε ο άλλος. Έτσι ο Θησέας
έτρεξε να βοηθήσει το φίλο του όταν ξέσπασε ο πόλεµος µεταξύ των Λαπιθών και των Κενταύρων -µισών
ανθρώπων, µισών αλόγων- που κατοικούσαν στο Πήλιο. Ο µύθος λέει ότι οι Κένταυροι, καλεσµένοι στους γάµους
του Πειρίθου µε την Ιπποδάµεια, επιχείρησαν να κλέψουν τις γυναίκες των Λαπιθών. Η προσβολή ήταν µεγάλη και
έπρεπε να ξεπλυθεί µόνο µε αίµα. Πράγµατι, ο Πειρίθους µε τη βοήθεια του Θησέα εξόντωσε πολλούς Κένταυρους.
Η φιλία των δυο ηρώων συνδέεται και µε την προσπάθεια ν' αρπάξουν δυο από τις ωραιότερες γυναίκες της εποχής,
τις κόρες του ∆ία, Ελένη και Περσεφόνη. Την Ελένη, τη γνωστή «ωραία Ελένη», που έγινε αιτία για τον Τρωικό
πόλεµο, άρπαξαν όταν ήταν µόλις δώδεκα χρονών και την έφεραν στην Αττική, στην περιοχή των Αφιδνών. Ο
Θησέας είχε θαµπωθεί από την οµορφιά της και σκόπευε να την παντρευτεί. Έπρεπε, όµως, να «νοικοκυρευτεί» και
ο Πειρίθους. Αυτός είχε βάλει στο µάτι την Περσεφόνη, την κόρη της ∆ήµητρας που είχε αρπάξει ο Πλούτωνας και
την είχε πάει στον Κάτω Κόσµο. Έτσι, λοιπόν, οργάνωσαν µια κάθοδο στον Άδη για να πάρουν την όµορφη κόρη.
Όµως οι περιπέτειές τους δεν είχαν τέλος. Οι αδελφοί της Ελένης, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, οι γνωστοί
∆ιόσκουροι, βρήκαν την ευκαιρία και άρπαξαν την Ελένη από την Αττική, ενώ παράλληλα ο Θησέας µε τον
Πειρίθου πιάστηκαν αιχµάλωτοι στον Κάτω Κόσµο. Ο Θησέας κατάφερε να γλιτώσει µε τη βοήθεια του Ηρακλή, ο
οποίος στην κάθοδό του στον Άδη τον απελευθέρωσε. Στην Αθήνα, στο µεταξύ, οι ∆ιόσκουροι είχαν εγκαταστήσει
στο θρόνο τον Μενεσθέα, ο οποίος, όπως ήταν φυσικό, αρνήθηκε να τον εγκαταλείψει για τον Θησέα. Έτσι ο ήρωας
κατέφυγε στο νησί της Σκύρου µε την ελπίδα να πείσει το βασιλιά Λυκοµήδη να τον βοηθήσει να ξαναπάρει το
θρόνο του. Ο Λυκοµήδης φέρθηκε πονηρά. Με την πρόφαση της ξενάγησης του σπουδαίου καλεσµένου του, τον
οδήγησε σε µια απόκρηµνη περιοχή του νησιού, απ' όπου τον γκρέµισε στη θάλασσα. Αυτό ήταν και το τέλος του
µυθικού ήρωα.

58
Ο Θησέας είχε έναν πολύ καλό φίλο, τον Πειρίθου, βασιλιά µιας µυθικής θεσσαλικής φυλής, των Λαπιθών.
Ο θρύλος αναφέρει ότι η βαθιά αυτή φιλία ξεκίνησε µε πρωτοβουλία του Πειρίθου, που ήθελε πάση θυσία να
γνωρίσει τον Θησέα. Έκλεψε, λοιπόν, ένα κοπάδι αγελάδες του Θησέα από τον Μαραθώνα και περίµενε τον ήρωα
να τον κυνηγήσει. Η συνάντησή τους ήταν συγκλονιστική. Ο Πειρίθους τον περίµενε ήσυχα και όταν ήρθαν
αντιµέτωποι, άρχισαν να θαυµάζουν ο ένας τον άλλον. Στο τέλος, έγιναν φίλοι µια και ο Πειρίθους αναγνώρισε το
λάθος του και δήλωσε έτοιµος να δεχτεί οποιαδήποτε ποινή, πράγµα το οποίο εκτίµησε ο Θησέας. Όπως
συνηθιζόταν ανάµεσα στους ήρωες εκείνη την εποχή, η φιλία τους σφραγίστηκε από όρκους για µελλοντική βοήθεια
σε οποιοδήποτε πρόβληµα αντιµετώπιζαν είτε ο ένας είτε ο άλλος. Έτσι ο Θησέας έτρεξε να βοηθήσει το φίλο του
όταν ξέσπασε ο πόλεµος µεταξύ των Λαπιθών και των Κενταύρων -µισών ανθρώπων, µισών αλόγων- που
κατοικούσαν στο Πήλιο. Ο µύθος λέει ότι οι Κένταυροι, καλεσµένοι στους γάµους του Πειρίθου µε την Ιπποδάµεια,
επιχείρησαν να κλέψουν τις γυναίκες των Λαπιθών. Η προσβολή ήταν µεγάλη και έπρεπε να ξεπλυθεί µόνο µε αίµα.
Πράγµατι, ο Πειρίθους µε τη βοήθεια του Θησέα εξόντωσε πολλούς Κένταυρους. Η φιλία των δυο ηρώων
συνδέεται και µε την προσπάθεια ν' αρπάξουν δυο από τις ωραιότερες γυναίκες της εποχής, τις κόρες του ∆ία,
Ελένη και Περσεφόνη. Την Ελένη, τη γνωστή «ωραία Ελένη», που έγινε αιτία για τον Τρωικό πόλεµο, άρπαξαν
όταν ήταν µόλις δώδεκα χρονών και την έφεραν στην Αττική, στην περιοχή των Αφιδνών. Ο Θησέας είχε θαµπωθεί
από την οµορφιά της και σκόπευε να την παντρευτεί. Έπρεπε, όµως, να «νοικοκυρευτεί» και ο Πειρίθους. Αυτός
είχε βάλει στο µάτι την Περσεφόνη, την κόρη της ∆ήµητρας που είχε αρπάξει ο Πλούτωνας και την είχε πάει στον
Κάτω Κόσµο. Έτσι, λοιπόν, οργάνωσαν µια κάθοδο στον Άδη για να πάρουν την όµορφη κόρη. Όµως οι περιπέτειές
τους δεν είχαν τέλος. Οι αδελφοί της Ελένης, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, οι γνωστοί ∆ιόσκουροι, βρήκαν την
ευκαιρία και άρπαξαν την Ελένη από την Αττική, ενώ παράλληλα ο Θησέας µε τον Πειρίθου πιάστηκαν αιχµάλωτοι
στον Κάτω Κόσµο. Ο Θησέας κατάφερε να γλιτώσει µε τη βοήθεια του Ηρακλή, ο οποίος στην κάθοδό του στον
Άδη τον απελευθέρωσε. Στην Αθήνα, στο µεταξύ, οι ∆ιόσκουροι είχαν εγκαταστήσει στο θρόνο τον Μενεσθέα, ο
οποίος, όπως ήταν φυσικό, αρνήθηκε να τον εγκαταλείψει για τον Θησέα. Έτσι ο ήρωας κατέφυγε στο νησί της
Σκύρου µε την ελπίδα να πείσει το βασιλιά Λυκοµήδη να τον βοηθήσει να ξαναπάρει το θρόνο του. Ο Λυκοµήδης
φέρθηκε πονηρά. Με την πρόφαση της ξενάγησης του σπουδαίου καλεσµένου του, τον οδήγησε σε µια απόκρηµνη
περιοχή του νησιού, απ' όπου τον γκρέµισε στη θάλασσα. Αυτό ήταν και το τέλος του µυθικού ήρωα.

∆εξιά ο Θησέας γρονθοκοπεί τον Κένταυρο, αριστερά ένας Λαπίθης, ο Πειρίθους(;) (Ερυθρόµορφος κρατήρας 475-450π.Χ.
Φλωρεντία,Museo Archeologico)

59

You might also like