You are on page 1of 8

1

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ
ΤΣΑΜΠΟΥΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Αρ.Μητρώου: 37565 Ε.Α.Π.
Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισµό
ΜΕ ΘΕΜΑ :

«Ποια η επίδραση της θρησκείας α) στη διαµόρφωση του χαρακτήρα της


βυζαντινής αυτοκρατορίας και β) στις σχέσεις της µε τους άλλους λαούς;»
(έκταση 2500 λέξεις):
2

Η µακρόχρονη ιστορία του Βυζαντίου, οικοδοµηµένη στα θεµέλια ενός


οργανωµένου και ισχυρού ρωµαϊκού κράτους, κατέληξε σε µία δοµή καθαρά ελληνική,
διαγράφοντας µια πολύπλοκη πορεία. Αυτήν, την πλέον της χιλιετίας διαδροµή, τη
χαρακτηρίζει η σταδιακή επίδραση του ελληνικού πνεύµατος, η αναγνώριση της
χριστιανικής θρησκείας και η ενσωµάτωσή της στις λειτουργίες του κράτους, η ανάµειξη
των χριστιανικών αντιλήψεων µ’ εκείνες της αρχαιότητας, η διάδοση του
ελληνορωµαϊκού πολιτισµού και οι επιδράσεις των ανατολικών λαών. Η βυζαντινή
αυτοκρατορία ουσιαστικά ήταν ένα κράµα της νέας θρησκείας του χριστιανισµού, της
αρχαίας ελληνικής κληρονοµιάς στο χώρο της σκέψης και της διανόησης και της
ρωµαϊκής παράδοσης σε θέµατα οργάνωσης και διοίκησης. Το πολυεθνικό κράτος που
κληρονοµήθηκε από τη ρωµαϊκή αυτοκρατορία, ένα συναπάντηµα λαών και εθνών,
σταυροδρόµι δοξασιών και διαφορετικών τρόπων ζωής, κράµα γενών και πολιτισµών,
αποκτά ενιαία µορφή και υπόσταση ως βυζαντινή αυτοκρατορία. Η συνεκτική δύναµη
της κοινής ορθόδοξης πίστης, το οµόδοξο, µαζί µε την ελληνική γλώσσα, το οµόγλωσσο,
δηµιούργησαν τις βάσεις για τη γέννηση του οµότροπου, του κοινού δηλαδή τρόπου
πολιτείας και ζωής για το βυζαντινό άνθρωπο.1
Το γεγονός ότι η Βυζαντινή αυτοκρατορία άντεξε για τόσα πολλά χρόνια
οφείλεται σε µεγάλο ποσοστό στο πολίτευµα του κράτους που διατηρώντας τον ριζικά
θεοκρατικό και καθολικά µοναρχικό χαρακτήρα του, αναπροσαρµόζονταν µε την πάροδο
του χρόνου, προβλέποντας τις ανάγκες της διοικητικής του οργάνωσης.2 Ακρογωνιαίο
λίθο αποτελεί ο αυτοκράτορας, θεσµός που προέρχεται από τη Ρώµη, αλλά στο Βυζάντιο
απέκτησε καινούργια χαρακτηριστικά. Ο βασιλεύς αυτοκράτωρ, αρχηγός και
προστάτης, είναι η ζωντανή επίγεια εικόνα του Χριστού και ως µοναδικός εκπρόσωπος
του Παντοκράτορα κατέχει βασιλική εξουσία στο σύνολο του πολιτισµένου κόσµου.3
Ανώτατη αρχή, απροσπέλαστη αµετάθετη και αµετάκλητη, βρίσκεται πέρα από κάθε
κριτική και λογοδοσία, ενώ διατηρεί υπό τον έλεγχο του το σύνολο του κρατικού
µηχανισµού.4 Μοναδική προϋπόθεση για την ανάδειξη στην ύπατη πολιτική και
θρησκευτική αρχή είναι η ιδιότητα του χριστιανού πολίτη της αυτοκρατορίας.5 Η
χριστιανική θρησκεία µε το κήρυγµα υποταγής στον κοσµικό φιλόχριστο άρχοντα,
προσφέρει στην απόλυτη µοναρχία ιδεολογικό στήριγµα και συντελεί στη διαµόρφωση
της αυτοκρατορίας σε πολιτειακό κοινωνικό και πολιτισµικό επίπεδο.
Ο αυτοκράτορας βρίσκεται σε άµεση σχέση µε το Θεό, την πηγή κάθε εξουσίας
και έχει καθήκον, κατά το δυνατόν, να πλησιάσει το πρότυπό του. Πρέπει λοιπόν το έργο
του να χαρακτηρίζεται από φιλανθρωπία και να κοσµείται µε τις ύψιστες ηθικές αρετές.
Με την αναγόρευση και τη στέψη, ανάγεται στη σφαίρα του θείου και αφού η εξουσία
του απορρέει θεία χάριτι, η παντοδυναµία του προσκρούει σε ηθικούς περιορισµούς
σύµφωνα µε τη χριστιανική ηθική.6 Υπακούοντας στο κήρυγµα της αγάπης, υποχρεούται
να µεριµνά για τους υπηκόους, εξασφαλίζοντας σ’ αυτούς ευηµερία και γαλήνη, να
παρέχει προστασία στους αδυνάτους και να απονέµει δικαιοσύνη. Η θρησκεία λοιπόν
που δικαιολογεί την απόλυτη µονοκρατορία του βασιλέα, τον υποχρεώνει και σε χρηστή
και συνεπή άσκηση εξουσίας, θέτοντάς του ηθικούς περιορισµούς .7
Ο αυτοκράτορας στη διοίκηση του κράτους έχει όλες τις αρµοδιότητες και όλες οι
1
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόµος ζ΄, εκδ. Εκδοτικής Αθηνών ΑΕ, Αθήνα 1971, σελ. 9.
2
Στο ίδιο, σελ. 13.
3
Στο ίδιο, σελ. 14.
4
Στο ίδιο, σελ. 258.
5
Στο ίδιο, σελ. 13.
6
Πέννα Β., «Βυζαντινοί θεσµοί», στο Γάσπαρης Χ. – Νικολούδης Ν. – Πέννα Β., Ελληνική Ιστορία
Β΄, Βυζάντιο και Ελληνισµός, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2002, σελ. 41.
7
ΙΕΕ, τόµος ζ΄, ό.π., σελ. 258.
3

αποφάσεις είναι δικές του. ∆ιορίζει και απολύει τους κρατικούς λειτουργούς και ελέγχει
πλήρως τα οικονοµικά. Η επικρατούσα άποψη ότι έχει αποσταλεί στη γη από το Θεό ως
έµψυχος νόµος και γι αυτό θεσπίζει νόµους µόνος αυτός, παρουσιάζει και θεµελιώνει τον
απολυταρχικό χαρακτήρα της αυτοκρατορικής εξουσίας. Οι αποφάσεις του
περιβάλλονται µε θρησκευτικό κύρος και η συνειδητή ή και ακούσια παράβαση των
εντολών και νόµων του ισοδυναµεί µε ιεροσυλία.8 Ο ίδιος εξαιρείται από τους νόµους
αφού µε θεϊκή εντολή είναι υπεράνω νόµων και ενεργεί αυτοβούλως. Εν τούτοις µε δική
του θέληση και επιθυµία είναι πρόθυµος να επιβάλλει το νόµο και στον εαυτό του.9 Ο
στρατός, χριστιανικός και αυτοκρατορικός, είναι ο κύριος πυλώνας στήριξης της
κεντρικής εξουσίας. Αποτελεί σηµαντικό µέσο επιβολής της χριστιανικής ειρήνης,
απέναντι σε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, υπό την ανώτατη αρχηγία του
βασιλέα. Οι τάξεις του µένουν ανοικτές σε όλα τα κοινωνικά στρώµατα και σε όλους
τους βυζαντινούς πληθυσµούς, χριστιανικούς και ορθόδοξους, για να αναδείξουν την
οικουµενική πολιτική του Βυζαντίου.10
Στο βυζαντινό κόσµο, πλέον της πολιτειακής αρχής, η εκκλησία ως επίγειος
οργανισµός, επηρεάζει άµεσα έναν παράγοντα της κρατικής υπόστασης, µε
µεταβαλλόµενη όµως κατά περιόδους ένταση. Με δεδοµένο ότι η θρησκευτική πίστη
εξελίσσεται, παράλληλα προς την κρατική δοµή, σε ένα από τα βασικά στοιχεία συνοχής
των λαών της αυτοκρατορίας, η εκκλησία αποτελεί από πολύ νωρίς µέρος της έννοιας
του κράτους και, εποµένως, θεσµό κρατικό. Ο αυτοκράτορας δεν είναι ιερέας, αλλά ως
απόλυτος µονάρχης κατέχει εξουσία ελέω θεού, έχοντας κάθε δικαίωµα παρέµβασης και
πρώτιστο καθήκον την περιφρούρηση της ορθοδοξίας. Συγκαλεί τις οικουµενικές
συνόδους, ελέγχει την πλήρωση των πατριαρχικών θρόνων και αποτελεί τον
υπερασπιστή της πίστεως και το φρουρό της τάξης επεµβαίνοντας απροκάλυπτα στα
εκκλησιαστικά πράγµατα.11 Η προστασία των αυτοκρατόρων µε το ζωηρό ενδιαφέρον
για τα δογµατικά ζητήµατα, σπάνια έχουν αφετηρία τις προσωπικές θεολογικές απόψεις
κάθε µονάρχη, αλλά κυρίως τη µέριµνα για τη διατήρηση και την ενίσχυση της κρατικής
ενότητας. Άµεσο αποτέλεσµα ήταν η συνεχή αύξηση του ενδιαφέροντος για τα
οργανωτικά θέµατα της εκκλησίας και τη δογµατική ενότητά της καθώς επίσης και η
ολοένα σε µεγαλύτερη έκταση παρατηρούµενη επέµβαση µε τη νοµοθεσία στα θέµατα
αυτά. Οι επεµβάσεις αυτές όταν δεν έχουν προκληθεί από την ίδια την εκκλησία,
γίνονται µε την ανοχή της, αρκεί να µην ξεπερνούν το απαράβατο όριο του σεβασµού
στην ορθόδοξη δογµατική διδασκαλία.12
Με τη σταδιακή ενσωµάτωσή της στον κρατικό µηχανισµό κατέστη λοιπόν η
εκκλησία φορέας εξουσίας, η οποία όµως δεν είναι διακριτή από εκείνη της πολιτείας.
Πολιτεία και εκκλησία, στο πλαίσιο της ιδιαίτερης για κάθε µία έννοµης τάξης, ρύθµιζαν
τον τρόπο άσκησης της ενιαίας εξουσίας. Αποβλέποντας η κάθε µία στα µέσα που η
άλλη πλευρά είχε στη διάθεσή της προσπάθησαν η µεν πολιτεία να εξασφαλίσει την
ενότητα της πίστεως έστω και µε δογµατικές παραχωρήσεις, η δε εκκλησία την ορθή
χριστιανική διδασκαλία έστω. Επιδίωξαν τη συνεργασία µέσα σε ένα σχήµα που
αργότερα ονοµάστηκε συναλληλία. Επειδή µάλιστα ούτε το πολιτειακό ούτε το κανονικό
δίκαιο θεσπίζει γενικές αρχές για τη ρύθµιση των µεταξύ τους σχέσεων, η συνεργασία
αυτή και οι ισορροπίες ανάγονται όχι σε θέµα αρχών αλλά προσώπων. Το σηµείο
συνάντησης των προσπαθειών τους δεν είναι το ιδεατό κέντρο αλλά µετατοπίζεται προς
8
Στο ίδιο, σελ. 321.
9
Στο ίδιο, σελ. 319.
10
Στο ίδιο, σελ. 16.
11
Στο ίδιο, σελ. 260.
12
Στο ίδιο, σελ. 274.
4

τη µια ή την άλλη πλευρά, µε σαφή εξάρτηση από την εξασθένηση ή την ενδυνάµωση
της κεντρικής αυτοκρατορικής εξουσίας.13 Η διαπλοκή της εκκλησίας µε την εξουσία και
η χειραγώγηση της από το κράτος προκαλεί και την αλλοτρίωση της που στο πέρασµα
αυτών των αιώνων γίνεται πλήρης. Το άλλοτε πληβειακό και ριζοσπαστικό κίνηµα του
χριστιανισµού µετατρέπεται σε ένα ρεύµα πνευµατικής µεν αναζήτησης, αλλά και σε ένα
χρήσιµο προσάρτηµα της εξουσίας. Οι ιδέες της κοινοκτηµοσύνης και της ισότητας, που
χαρακτήριζαν τους πρώτους χριστιανούς, απερρίφθησαν, µια και οι ηγούµενοι και οι
επίσκοποι είχαν πλέον χιλιάδες δούλους και δουλοπάροικους στις εκτάσεις που τους
παραχωρούσε ο αυτοκράτωρ.14
Ο βυζαντινός άνθρωπος είναι και αυτός σε µεγάλο βαθµό επηρεασµένος από τη
θρησκεία η οποία αποτελούσε στο Μεσαίωνα συστατικό στοιχείο της καθηµερινής ζωής.
Παρά τις ελάχιστες πληροφορίες που δεν επαρκούν για µια ακριβή περιγραφή της
κοινωνικής δραστηριότητας, είναι γνωστό ότι οι δύο ανώτερες τάξεις, η άρχουσα και η
µεσαία, τηρούν τις χριστιανικές υποδείξεις και εντολές. Ασχολούνται συστηµατικά µε
την ελεηµοσύνη είτε από πραγµατική αγάπη για τους συνανθρώπους τους είτε από φόβο
για τη µετά θάνατον τιµωρία, σύµφωνα µε τις απειλές της εκκλησίας. Η τρίτη τάξη, η πιο
πολυάριθµη, οι φτωχοί, απολαύουν της φροντίδας του αυτοκράτορα µε προσπάθειες
δωρεάν διανοµής άρτου, της φιλανθρωπίας των ιδιωτών και ιδιαιτέρως της κοινωνικής
πρόνοιας της εκκλησίας. Η φτώχεια των περισσοτέρων οφείλεται κυρίως στο θεσµό της
δουλείας, ο οποίος παρά τη σταθερή και συνεχή καταδίκη από τη χριστιανική εκκλησία
δεν καταργήθηκε ποτέ.
Η βαθιά προσήλωση ή η απλή πίστη στη θρησκεία, σε συνδυασµό µε τις
προλήψεις, χαρακτηρίζουν τον πολίτη της αυτοκρατορίας που ερµηνεύει την ύπαρξή του
µέσω της θρησκείας. ∆έχεται αγόγγυστα τη µοίρα και φροντίζει µόνο για τη σωτηρία της
ψυχής του, αφού του είναι αδύνατο να φροντίσει για την ευτυχή ρύθµιση της ζωής του.
Έτσι η σωτηρία της βυζαντινής πρωτεύουσας από την πολιορκία των Αράβων
(Αύγουστος 717-718) αποδόθηκε στη µεσολάβηση του Θεού και την παρέµβαση της
Παναγίας,15 ενώ ο φοβερός σεισµός το 1296 ερµηνεύεται ως εκδήλωση της θείας οργής
για την αδικία και τη διαφθορά των δικαστών στην αυτοκρατορία.16
Η χριστιανική θρησκεία επηρέασε και τη βυζαντινή τέχνη, η οποία έφθασε σε
υψηλό επίπεδο δηµιουργικής δύναµης και πρωτοτυπίας, κληροδοτώντας στην
ανθρωπότητα έργα διαχρονικής αξίας. Από τον 4ο αιώνα κυρίαρχη τάση είναι η
αποµάκρυνση από τον αισθητισµό του ελληνικού νατουραλισµού που απέδιδε µε
εξπρεσιονιστικές λεπτοµέρειες την ύλη και µια προσέγγιση προς τον ανατολικής
προέλευσης µυστικισµό και συµβολισµό, που προτιµούσε την υποβολή συγκινήσεων και
όχι την απεικόνιση της υλικής πραγµατικότητας. Το χριστιανικό κοινό ζητούσε
περισσότερο µια τέχνη που να προκαλεί άµεση συγκίνηση παρά την τεχνική
τελειότητα.17 Παράλληλα µε τη λατρεία του Χριστού, του νέου Θεού, ήρθε και η λατρεία
του επίγειου θεού, του αυτοκράτορα, και η τέχνη απέκτησε ακόµη µεγαλύτερη
µεγαλοπρέπεια. Οι βυζαντινοί καλλιτέχνες κατόρθωσαν να πετύχουν την απαραίτητη
λαµπρότητα µε τη χρήση περίτεχνων τεχνοτροπιών, αλλά και σπάνιων και εντυπωσιακών
υλικών.18 Η βυζαντινή τέχνη είναι κυρίως εκκλησιαστική τέχνη και όχι κοσµική, κι αυτό
γιατί οι εκκλησιαστικές κοινότητες µπορούσαν να αναλαµβάνουν καλλιτεχνικές
13
Στο ίδιο, σελ. 274.
14
Κράτος και Εκκλησία Ελευθεροτυπία ένθετο Ιστορικά, τεύχος 233, 22 Απριλίου 2004, σελ. 5.
15
ΙΕΕ, τόµος η΄, ό.π., σελ. 26.
16
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους εκδ. Εκδοτικής Αθηνών ΑΕ, Αθήνα 1971, τόµος θ΄ σελ. 344.
17
ΙΕΕ, τόµος ζ΄, ό.π., σελ. 357.
18
ΙΕΕ, τόµος η΄, ό.π., σελ. 275.
5

πρωτοβουλίες σε ευρύτερη κλίµακα από ότι οι µαστιζόµενοι από πολυειδή προβλήµατα


ιδιώτες. Μέσω της εκκλησίας παρατηρούµε επίσης τη διατήρηση της κλασσικής
παράδοσης. Τα αρχαία κείµενα συγκεντρώνονταν, αντιγράφονταν και έτσι σώζονταν. Οι
λόγιοι του 9ου και 10ου αιώνα µελετούν τα κλασσικά κείµενα µε περιέργεια, ενώ τον 11ο
και 12ο αρχίζει η διαδικασία της αφοµοίωσης και ταύτισης µε το ελληνικό παρελθόν.19
Σύµφωνα µε τις βυζαντινές αντιλήψεις η θεία πρόνοια είχε αναθέσει στον
αυτοκράτορα την εξάπλωση του χριστιανισµού, την επιβολή κράτους δικαίου και
ενότητας δόγµατος, την απόκρουση των βαρβάρων και τη διατήρηση της ειρήνης. Από
αυτή τη χριστιανική-ρωµαϊκή ιδεολογία απέρρεαν οι οικουµενικές αξιώσεις του
Βυζαντίου, εφ’ όσον αποκλειόταν να υπάρχουν περισσότερες από µια αυτοκρατορίες. Η
οικουµένη ήταν µια τεράστια και αυστηρά ιεραρχηµένη οικογένεια λαών µε επικεφαλής
το βασιλέα των Ρωµαίων.20 Όλοι οι υπόλοιποι ήταν σαφώς κατώτεροι από αυτόν και,
εποµένως, η ύπαρξή τους δεν διασπούσε την ιδέα της µίας και µοναδικής αυτοκρατορίας.
Αντιθέτως η επιβουλή εναντίον του βυζαντινού κράτους, του περιούσιου λαού, αποτελεί
έγκληµα και ανοσιούργηµα, αφού προσβάλει την ενσάρκωση της ουράνιας βασιλείας επί
της γης. Ο βυζαντινός πόλεµος είναι οπωσδήποτε πάντα αµυντικός και δίκαιος, γιατί
γίνεται για τη διαφύλαξη όσων υπάρχουν, την ανάκτηση όσων έχουν απολεσθεί και την
κατάκτηση όσων λείπουν.21 Οι αντιλήψεις αυτές, που διατηρήθηκαν από τα τέλη του 4ου
αιώνα και έως την κατάρρευση της αυτοκρατορίας το 1453, καθόριζαν τις σχέσεις του
Βυζαντίου µε τα άλλα κράτη της εποχής του.
Η βυζαντινή διπλωµατία, µαζί µε τις πολεµικές επιχειρήσεις, αποτέλεσε
σηµαντικό µέσο προσπάθειας επίτευξης των στόχων του οικουµενικού δόγµατος. Με µια
αξιοσηµείωτη διπλωµατική δραστηριότητα, που κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα
γνώρισε τη µεγαλύτερη άνθησή της, επιδιώκεται η επιρροή στους βάρβαρους λαούς
µέσω εντυπωσιασµού, δωροδοκιών, πειθούς, σχέσεων γάµου ακόµα και πολύ συχνά
µέσω του εκχριστιανισµού τους. Συχνά επιτυγχάνει να στρέψει βαρβάρους εναντίον
βαρβάρων ή να εξασφαλίσει τη βοήθεια τους για την αντιµετώπιση απειλής από τρίτους.
Η πολιτική της αυτοκρατορίας έχει διπλό στόχο, από τη µια µεριά να εντάξει τους λαούς
αυτούς στη σφαίρα της πολιτικής και πνευµατικής της επιρροής και από την άλλη να
αποκρούει τις επιθέσεις και επιδροµές τους και να αναχαιτίζει τις επεκτατικές τάσεις
τους εις βάρος βυζαντινών εδαφών.22
Ένα από τα αποτελεσµατικότερα όργανα πολιτισµικής αφοµοίωσης των άλλων
λαών ήταν η εκκλησία. Συχνή πρακτική µε την οποία το κράτος προωθεί τα συµφέροντά
του είναι η διάδοση του χριστιανισµού στους όµορους λαούς. Η διαδικασία του
εκχριστιανισµού και του εξελληνισµού, όπως θα δούµε παρακάτω, αποτέλεσε έναν από
τους κυριότερους αγωγούς βυζαντινής επιρροής στους γειτονικούς λαούς και µέσω
αυτών, στο σύγχρονο κόσµο.23 Για να εξασφαλίσει ισορροπία δυνάµεων στην περιοχή
των συνόρων νότια και ανατολικά της Μ. Ασίας, το 10ο αιώνα, η αυτοκρατορική
πολιτική αποσκοπεί και επιτυγχάνει να εντάξει τους εκεί λαούς, Αρµένιους, Ίβηρες και
άλλους µικρότερους, στη σφαίρα της επιρροής της. Οι στενές σχέσεις που εξασφάλισε η
διάδοση του χριστιανισµού επέτρεψε να χρησιµοποιηθεί η περιοχή για την άσκηση της
βυζαντινής πολιτικής και διευκόλυνε τις εµπορικές συναλλαγές.24
Ο προσηλυτισµός, µαζί µε τη διασπορά τους µακριά από οµοεθνείς τους,
19
Κazhdan A.P., Wharton Epstein Ann, Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισµό εκδ. ΜIET, Αθήνα 2004,
σελ. 213-214 & 216.
20
ΙΕΕ, τόµος η΄, ό.π., σελ. 322.
21
Στο ίδιο, σελ. 16.
22
Στο ίδιο, σελ. 24.
23
Στο ίδιο, σελ. 311.
24
ΙΕΕ, τόµος θ΄, ό.π., σελ. 66.
6

αποτέλεσε και το κύριο µέσο για την αφοµοίωση των Σλάβων που είχαν εποικήσει στην
κυρίως Ελλάδα.25 Γενικότερα όµως όλα τα σλαβικά φύλλα των Βαλκανίων και της
Ρωσίας δέχθηκαν βαθύτατες επιδράσεις από την επαφή τους µε τη βυζαντινή
αυτοκρατορία. Οι Βούλγαροι πέρασαν στη βυζαντινή σφαίρα επιρροής µε τον
εκχριστιανισµό τους ο οποίος ήταν αποτέλεσµα της βυζαντινής ιεραποστολικής
διπλωµατίας αλλά και της δικής τους ανάγκης για θρησκευτική υπόσταση, πνευµατική
χειραφέτηση και πολιτική ενότητα. Το οικουµενικό πατριαρχείο πέτυχε για λογαριασµό
του τον προσηλυτισµό των Βουλγάρων υποσκελίζοντας την παπική εκκλησία που
ανταγωνιζόταν και αυτή για την πολιτική και πολιτιστική επίδραση.26 Οι Σέρβοι πέρασαν
και αυτοί στη βυζαντινή επιρροή, αφού προσηλυτίσθηκαν στο χριστιανισµό και
υιοθέτησαν εθιµοτυπία, διοικητική ιεραρχία και νοµικό κώδικα σε µίµηση των
αντίστοιχων βυζαντινών.27 Οι Ρώσοι τέλος, προσχώρησαν και αυτοί στο χριστιανισµό,
µέσω του οποίου επιβλήθηκε ο βυζαντινός πολιτισµός και στις ρωσικές χώρες. Ο
εκχριστιανισµός του νέου αυτού λαού ήταν το πιο αποτελεσµατικό και βέβαιο µέσο για
να αποσοβηθεί ο κίνδυνος που απειλούσε από την πλευρά αυτή την αυτοκρατορία. Στους
επόµενους αιώνες άλλωστε η Ρωσία αποτέλεσε ένα από τα στηρίγµατα του βυζαντινού
κράτους στον αγώνα για επιβίωση.28 Ο εκχριστιανισµός των Σλάβων και των Βουλγάρων
και η δηµιουργία του σλαβικού αλφάβητου και της σλαβικής φιλολογίας, υπήρξαν από
τα µεγαλύτερα επιτεύγµατα του βυζαντινού πολιτισµού. Το αποστολικό έργο της
εκκλησίας θα συντελέσει επίσης στη διάδοση της ελληνικής παιδείας και του ελληνικού
πολιτισµού που έτσι θα αποκτήσει διεθνή ακτινοβολία.29
Οι σχέσεις του βυζαντίου µε τη δύση σηµαδεύονται κι αυτές από την εκκλησία
και την αδυναµία εξασφάλισης ισορροπιών και διευθέτησης διαφορών σε θρησκευτικό,
δογµατικό αλλά κυρίως πολιτικό επίπεδο. Έχουµε το πρώτο σχίσµα (484-519µΧ) µε
αίτια που εστιάζονται στα πρεσβεία τιµής και πρωτοκαθεδρίας ανάµεσα στις επισκοπές
της Κωνσταντινουπόλεως και της Ρώµης. Τα δεύτερο (867-879/880µΧ) µε αίτια κυρίως
οικονοµικά, εκκλησιαστικά, εξουσιαστικά, πρωτοκαθεδρίας, ελέγχου ισχυρών
µητροπόλεων και επιρροής στις νεοσύστατες εκκλησίες. Τα αίτια του τρίτου σχίσµατος
(1054 έως σήµερα) ήταν το ίδιο πολιτικά, εξουσιαστικά και οικονοµικά. Και όλα αυτά να
καλύπτονται από τον τρόπο εκπόρευσης του Αγίου Πνεύµατος και από τα άζυµα. Η
διάσπαση αυτής της ενότητας του χριστιανικού κόσµου, απέβη καταστροφική για το
Βυζάντιο µε την αντιπαλότητα των δύο εκκλησιών, τις σταυροφορίες και δραµατική
αποκορύφωση την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους
σταυροφόρους.30
Εκτός των επιδράσεων που δέχονταν οι άλλοι όµοροι λαοί από το Βυζάντιο και η
ίδια η αυτοκρατορία δέχτηκε επιρροές που ίσως να υπήρξαν λιγότερο εµφανείς αλλά
καθόλου αµελητέες. Τέτοιες ήταν οι αραβικές επιδράσεις στο βυζαντινό πολιτισµό, όπου
η τάση για τον παραµερισµό των εικόνων ως µέσου λατρείας του Θεού απορρέει από τη
βασική αρχή του Ισλάµ της µη απεικόνισης του Θεού. Η τάση αυτή βρήκε υποστήριξη
κυρίως µεταξύ των πληθυσµών της ανατολικής Μικρά Ασίας και υιοθετήθηκε από
αυτοκράτορες που προέρχονταν από την εκεί περιοχή. Η επιβολή της µη απεικόνισης του
Θεού στην αυτοκρατορία, οδήγησε στην Εικονοµαχία, η οποία ταλαιπώρησε το Βυζάντιο
25
Νικολούδης Ν., «Το Βυζάντιο και οι γείτονές του», στο Γάσπαρης Χ. – Νικολούδης Ν. – Πέννα Β.,
Ελληνική Ιστορία Β΄, Βυζάντιο και Ελληνισµός, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2002, σελ. 116.
26
ΙΕΕ, τόµος θ΄, ό.π., σελ. 69.
27
Νικολούδης Ν., ό.π., σελ. 123.
28
ΙΕΕ, τόµος θ΄, ό.π., σελ. 77.
29
Στο ίδιο, σελ. 92.
30
Το σχίσµα Ελευθεροτυπία ένθετο Ιστορικά, τεύχος 132, 2 Μαΐου 2002, σελ. 5.
7

προκαλώντας θρησκευτικές και κοινωνικές συγκρούσεις, για περίπου ενάµιση αιώνα.31


Στη διάρκεια της χιλιόχρονης ζωής του, το Βυζάντιο σηµαδεύτηκε από
πολλαπλές µεταβολές, ορισµένες από τις οποίες επηρέασαν τις δοµές και τα θεµέλιά του.
Φυσικές καταστροφές, λιµοί, ελάττωση του πληθυσµού, στρατιωτικές αποτυχίες και
απώλεια µεγάλων εκτάσεων, οικονοµική ανάκαµψη, ιδιαίτερα στις επαρχίες της
βαλκανικής χερσονήσου, διαµόρφωση µιας κοινωνίας που από ορισµένες απόψεις µπορεί
να συγκριθεί µε τη φεουδαρχία της ∆υτικής Ευρώπης, εµπορική και στρατιωτική
επέλαση της ∆ύσης, συχνές επιθέσεις εναντίον της πρωτεύουσας και κατάληψη της για
περισσότερο από µισόν αιώνα από τους Φράγκους. Αυτές είναι µερικές µόνο από τις
αντικειµενικές συνθήκες που επέδρασαν στο Βυζάντιο. Το γεγονός όµως ότι, όχι µόνο
επέζησε επί έντεκα και πλέον αιώνες, περισσότερο από κάθε άλλον πολιτικό οργανισµό
στην ευρωπαϊκή ιστορία αλλά και ότι σε όλη αυτή την περίοδο, πολέµησε επιτυχώς και
συνεχώς εναντίων εκατοντάδων χιλιάδων εισβολέων αρκεί για να επιβεβαιώσει τη
µοναδικότητα του ιστορικού φαινοµένου. Ένα χριστιανικό, θεοκρατικό και οικουµενικό
κράτος, µε πίστη στη µοναδικότητα και την αιωνιότητα της ύπαρξής του, όπου η
θρησκεία έδωσε την απαραίτητη συνοχή και διαµόρφωσε τα στοιχεία στα οποία
βασίστηκε για την ιστορική του πορεία.

31
Νικολούδης Ν., ό.π., σελ. 107.
8

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόµος ζ΄, εκδ. Εκδοτικής Αθηνών ΑΕ, Αθήνα 1971.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόµος η΄, εκδ. Εκδοτικής Αθηνών ΑΕ, Αθήνα 1971.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόµος θ΄, εκδ. Εκδοτικής Αθηνών ΑΕ, Αθήνα 1971.

Κazhdan A.P., Wharton Epstein Ann, Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισµό εκδ. ΜIET,
Αθήνα 2004.

Νικολούδης Ν., «Το Βυζάντιο και οι γείτονές του», στο Γάσπαρης Χ. – Νικολούδης Ν.
– Πέννα Β., Ελληνική Ιστορία Β΄, Βυζάντιο και Ελληνισµός, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2002.

Κράτος και Εκκλησία Ελευθεροτυπία ένθετο Ιστορικά, τεύχος 233, 22 Απριλίου 2004

Το σχίσµα Ελευθεροτυπία ένθετο Ιστορικά, τεύχος 132, 2 Μαΐου 2002

You might also like