Professional Documents
Culture Documents
ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ
ΤΣΑΜΠΟΥΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Αρ.Μητρώου: 37565 Ε.Α.Π.
Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισµό
ΜΕ ΘΕΜΑ :
αποφάσεις είναι δικές του. ∆ιορίζει και απολύει τους κρατικούς λειτουργούς και ελέγχει
πλήρως τα οικονοµικά. Η επικρατούσα άποψη ότι έχει αποσταλεί στη γη από το Θεό ως
έµψυχος νόµος και γι αυτό θεσπίζει νόµους µόνος αυτός, παρουσιάζει και θεµελιώνει τον
απολυταρχικό χαρακτήρα της αυτοκρατορικής εξουσίας. Οι αποφάσεις του
περιβάλλονται µε θρησκευτικό κύρος και η συνειδητή ή και ακούσια παράβαση των
εντολών και νόµων του ισοδυναµεί µε ιεροσυλία.8 Ο ίδιος εξαιρείται από τους νόµους
αφού µε θεϊκή εντολή είναι υπεράνω νόµων και ενεργεί αυτοβούλως. Εν τούτοις µε δική
του θέληση και επιθυµία είναι πρόθυµος να επιβάλλει το νόµο και στον εαυτό του.9 Ο
στρατός, χριστιανικός και αυτοκρατορικός, είναι ο κύριος πυλώνας στήριξης της
κεντρικής εξουσίας. Αποτελεί σηµαντικό µέσο επιβολής της χριστιανικής ειρήνης,
απέναντι σε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, υπό την ανώτατη αρχηγία του
βασιλέα. Οι τάξεις του µένουν ανοικτές σε όλα τα κοινωνικά στρώµατα και σε όλους
τους βυζαντινούς πληθυσµούς, χριστιανικούς και ορθόδοξους, για να αναδείξουν την
οικουµενική πολιτική του Βυζαντίου.10
Στο βυζαντινό κόσµο, πλέον της πολιτειακής αρχής, η εκκλησία ως επίγειος
οργανισµός, επηρεάζει άµεσα έναν παράγοντα της κρατικής υπόστασης, µε
µεταβαλλόµενη όµως κατά περιόδους ένταση. Με δεδοµένο ότι η θρησκευτική πίστη
εξελίσσεται, παράλληλα προς την κρατική δοµή, σε ένα από τα βασικά στοιχεία συνοχής
των λαών της αυτοκρατορίας, η εκκλησία αποτελεί από πολύ νωρίς µέρος της έννοιας
του κράτους και, εποµένως, θεσµό κρατικό. Ο αυτοκράτορας δεν είναι ιερέας, αλλά ως
απόλυτος µονάρχης κατέχει εξουσία ελέω θεού, έχοντας κάθε δικαίωµα παρέµβασης και
πρώτιστο καθήκον την περιφρούρηση της ορθοδοξίας. Συγκαλεί τις οικουµενικές
συνόδους, ελέγχει την πλήρωση των πατριαρχικών θρόνων και αποτελεί τον
υπερασπιστή της πίστεως και το φρουρό της τάξης επεµβαίνοντας απροκάλυπτα στα
εκκλησιαστικά πράγµατα.11 Η προστασία των αυτοκρατόρων µε το ζωηρό ενδιαφέρον
για τα δογµατικά ζητήµατα, σπάνια έχουν αφετηρία τις προσωπικές θεολογικές απόψεις
κάθε µονάρχη, αλλά κυρίως τη µέριµνα για τη διατήρηση και την ενίσχυση της κρατικής
ενότητας. Άµεσο αποτέλεσµα ήταν η συνεχή αύξηση του ενδιαφέροντος για τα
οργανωτικά θέµατα της εκκλησίας και τη δογµατική ενότητά της καθώς επίσης και η
ολοένα σε µεγαλύτερη έκταση παρατηρούµενη επέµβαση µε τη νοµοθεσία στα θέµατα
αυτά. Οι επεµβάσεις αυτές όταν δεν έχουν προκληθεί από την ίδια την εκκλησία,
γίνονται µε την ανοχή της, αρκεί να µην ξεπερνούν το απαράβατο όριο του σεβασµού
στην ορθόδοξη δογµατική διδασκαλία.12
Με τη σταδιακή ενσωµάτωσή της στον κρατικό µηχανισµό κατέστη λοιπόν η
εκκλησία φορέας εξουσίας, η οποία όµως δεν είναι διακριτή από εκείνη της πολιτείας.
Πολιτεία και εκκλησία, στο πλαίσιο της ιδιαίτερης για κάθε µία έννοµης τάξης, ρύθµιζαν
τον τρόπο άσκησης της ενιαίας εξουσίας. Αποβλέποντας η κάθε µία στα µέσα που η
άλλη πλευρά είχε στη διάθεσή της προσπάθησαν η µεν πολιτεία να εξασφαλίσει την
ενότητα της πίστεως έστω και µε δογµατικές παραχωρήσεις, η δε εκκλησία την ορθή
χριστιανική διδασκαλία έστω. Επιδίωξαν τη συνεργασία µέσα σε ένα σχήµα που
αργότερα ονοµάστηκε συναλληλία. Επειδή µάλιστα ούτε το πολιτειακό ούτε το κανονικό
δίκαιο θεσπίζει γενικές αρχές για τη ρύθµιση των µεταξύ τους σχέσεων, η συνεργασία
αυτή και οι ισορροπίες ανάγονται όχι σε θέµα αρχών αλλά προσώπων. Το σηµείο
συνάντησης των προσπαθειών τους δεν είναι το ιδεατό κέντρο αλλά µετατοπίζεται προς
8
Στο ίδιο, σελ. 321.
9
Στο ίδιο, σελ. 319.
10
Στο ίδιο, σελ. 16.
11
Στο ίδιο, σελ. 260.
12
Στο ίδιο, σελ. 274.
4
τη µια ή την άλλη πλευρά, µε σαφή εξάρτηση από την εξασθένηση ή την ενδυνάµωση
της κεντρικής αυτοκρατορικής εξουσίας.13 Η διαπλοκή της εκκλησίας µε την εξουσία και
η χειραγώγηση της από το κράτος προκαλεί και την αλλοτρίωση της που στο πέρασµα
αυτών των αιώνων γίνεται πλήρης. Το άλλοτε πληβειακό και ριζοσπαστικό κίνηµα του
χριστιανισµού µετατρέπεται σε ένα ρεύµα πνευµατικής µεν αναζήτησης, αλλά και σε ένα
χρήσιµο προσάρτηµα της εξουσίας. Οι ιδέες της κοινοκτηµοσύνης και της ισότητας, που
χαρακτήριζαν τους πρώτους χριστιανούς, απερρίφθησαν, µια και οι ηγούµενοι και οι
επίσκοποι είχαν πλέον χιλιάδες δούλους και δουλοπάροικους στις εκτάσεις που τους
παραχωρούσε ο αυτοκράτωρ.14
Ο βυζαντινός άνθρωπος είναι και αυτός σε µεγάλο βαθµό επηρεασµένος από τη
θρησκεία η οποία αποτελούσε στο Μεσαίωνα συστατικό στοιχείο της καθηµερινής ζωής.
Παρά τις ελάχιστες πληροφορίες που δεν επαρκούν για µια ακριβή περιγραφή της
κοινωνικής δραστηριότητας, είναι γνωστό ότι οι δύο ανώτερες τάξεις, η άρχουσα και η
µεσαία, τηρούν τις χριστιανικές υποδείξεις και εντολές. Ασχολούνται συστηµατικά µε
την ελεηµοσύνη είτε από πραγµατική αγάπη για τους συνανθρώπους τους είτε από φόβο
για τη µετά θάνατον τιµωρία, σύµφωνα µε τις απειλές της εκκλησίας. Η τρίτη τάξη, η πιο
πολυάριθµη, οι φτωχοί, απολαύουν της φροντίδας του αυτοκράτορα µε προσπάθειες
δωρεάν διανοµής άρτου, της φιλανθρωπίας των ιδιωτών και ιδιαιτέρως της κοινωνικής
πρόνοιας της εκκλησίας. Η φτώχεια των περισσοτέρων οφείλεται κυρίως στο θεσµό της
δουλείας, ο οποίος παρά τη σταθερή και συνεχή καταδίκη από τη χριστιανική εκκλησία
δεν καταργήθηκε ποτέ.
Η βαθιά προσήλωση ή η απλή πίστη στη θρησκεία, σε συνδυασµό µε τις
προλήψεις, χαρακτηρίζουν τον πολίτη της αυτοκρατορίας που ερµηνεύει την ύπαρξή του
µέσω της θρησκείας. ∆έχεται αγόγγυστα τη µοίρα και φροντίζει µόνο για τη σωτηρία της
ψυχής του, αφού του είναι αδύνατο να φροντίσει για την ευτυχή ρύθµιση της ζωής του.
Έτσι η σωτηρία της βυζαντινής πρωτεύουσας από την πολιορκία των Αράβων
(Αύγουστος 717-718) αποδόθηκε στη µεσολάβηση του Θεού και την παρέµβαση της
Παναγίας,15 ενώ ο φοβερός σεισµός το 1296 ερµηνεύεται ως εκδήλωση της θείας οργής
για την αδικία και τη διαφθορά των δικαστών στην αυτοκρατορία.16
Η χριστιανική θρησκεία επηρέασε και τη βυζαντινή τέχνη, η οποία έφθασε σε
υψηλό επίπεδο δηµιουργικής δύναµης και πρωτοτυπίας, κληροδοτώντας στην
ανθρωπότητα έργα διαχρονικής αξίας. Από τον 4ο αιώνα κυρίαρχη τάση είναι η
αποµάκρυνση από τον αισθητισµό του ελληνικού νατουραλισµού που απέδιδε µε
εξπρεσιονιστικές λεπτοµέρειες την ύλη και µια προσέγγιση προς τον ανατολικής
προέλευσης µυστικισµό και συµβολισµό, που προτιµούσε την υποβολή συγκινήσεων και
όχι την απεικόνιση της υλικής πραγµατικότητας. Το χριστιανικό κοινό ζητούσε
περισσότερο µια τέχνη που να προκαλεί άµεση συγκίνηση παρά την τεχνική
τελειότητα.17 Παράλληλα µε τη λατρεία του Χριστού, του νέου Θεού, ήρθε και η λατρεία
του επίγειου θεού, του αυτοκράτορα, και η τέχνη απέκτησε ακόµη µεγαλύτερη
µεγαλοπρέπεια. Οι βυζαντινοί καλλιτέχνες κατόρθωσαν να πετύχουν την απαραίτητη
λαµπρότητα µε τη χρήση περίτεχνων τεχνοτροπιών, αλλά και σπάνιων και εντυπωσιακών
υλικών.18 Η βυζαντινή τέχνη είναι κυρίως εκκλησιαστική τέχνη και όχι κοσµική, κι αυτό
γιατί οι εκκλησιαστικές κοινότητες µπορούσαν να αναλαµβάνουν καλλιτεχνικές
13
Στο ίδιο, σελ. 274.
14
Κράτος και Εκκλησία Ελευθεροτυπία ένθετο Ιστορικά, τεύχος 233, 22 Απριλίου 2004, σελ. 5.
15
ΙΕΕ, τόµος η΄, ό.π., σελ. 26.
16
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους εκδ. Εκδοτικής Αθηνών ΑΕ, Αθήνα 1971, τόµος θ΄ σελ. 344.
17
ΙΕΕ, τόµος ζ΄, ό.π., σελ. 357.
18
ΙΕΕ, τόµος η΄, ό.π., σελ. 275.
5
αποτέλεσε και το κύριο µέσο για την αφοµοίωση των Σλάβων που είχαν εποικήσει στην
κυρίως Ελλάδα.25 Γενικότερα όµως όλα τα σλαβικά φύλλα των Βαλκανίων και της
Ρωσίας δέχθηκαν βαθύτατες επιδράσεις από την επαφή τους µε τη βυζαντινή
αυτοκρατορία. Οι Βούλγαροι πέρασαν στη βυζαντινή σφαίρα επιρροής µε τον
εκχριστιανισµό τους ο οποίος ήταν αποτέλεσµα της βυζαντινής ιεραποστολικής
διπλωµατίας αλλά και της δικής τους ανάγκης για θρησκευτική υπόσταση, πνευµατική
χειραφέτηση και πολιτική ενότητα. Το οικουµενικό πατριαρχείο πέτυχε για λογαριασµό
του τον προσηλυτισµό των Βουλγάρων υποσκελίζοντας την παπική εκκλησία που
ανταγωνιζόταν και αυτή για την πολιτική και πολιτιστική επίδραση.26 Οι Σέρβοι πέρασαν
και αυτοί στη βυζαντινή επιρροή, αφού προσηλυτίσθηκαν στο χριστιανισµό και
υιοθέτησαν εθιµοτυπία, διοικητική ιεραρχία και νοµικό κώδικα σε µίµηση των
αντίστοιχων βυζαντινών.27 Οι Ρώσοι τέλος, προσχώρησαν και αυτοί στο χριστιανισµό,
µέσω του οποίου επιβλήθηκε ο βυζαντινός πολιτισµός και στις ρωσικές χώρες. Ο
εκχριστιανισµός του νέου αυτού λαού ήταν το πιο αποτελεσµατικό και βέβαιο µέσο για
να αποσοβηθεί ο κίνδυνος που απειλούσε από την πλευρά αυτή την αυτοκρατορία. Στους
επόµενους αιώνες άλλωστε η Ρωσία αποτέλεσε ένα από τα στηρίγµατα του βυζαντινού
κράτους στον αγώνα για επιβίωση.28 Ο εκχριστιανισµός των Σλάβων και των Βουλγάρων
και η δηµιουργία του σλαβικού αλφάβητου και της σλαβικής φιλολογίας, υπήρξαν από
τα µεγαλύτερα επιτεύγµατα του βυζαντινού πολιτισµού. Το αποστολικό έργο της
εκκλησίας θα συντελέσει επίσης στη διάδοση της ελληνικής παιδείας και του ελληνικού
πολιτισµού που έτσι θα αποκτήσει διεθνή ακτινοβολία.29
Οι σχέσεις του βυζαντίου µε τη δύση σηµαδεύονται κι αυτές από την εκκλησία
και την αδυναµία εξασφάλισης ισορροπιών και διευθέτησης διαφορών σε θρησκευτικό,
δογµατικό αλλά κυρίως πολιτικό επίπεδο. Έχουµε το πρώτο σχίσµα (484-519µΧ) µε
αίτια που εστιάζονται στα πρεσβεία τιµής και πρωτοκαθεδρίας ανάµεσα στις επισκοπές
της Κωνσταντινουπόλεως και της Ρώµης. Τα δεύτερο (867-879/880µΧ) µε αίτια κυρίως
οικονοµικά, εκκλησιαστικά, εξουσιαστικά, πρωτοκαθεδρίας, ελέγχου ισχυρών
µητροπόλεων και επιρροής στις νεοσύστατες εκκλησίες. Τα αίτια του τρίτου σχίσµατος
(1054 έως σήµερα) ήταν το ίδιο πολιτικά, εξουσιαστικά και οικονοµικά. Και όλα αυτά να
καλύπτονται από τον τρόπο εκπόρευσης του Αγίου Πνεύµατος και από τα άζυµα. Η
διάσπαση αυτής της ενότητας του χριστιανικού κόσµου, απέβη καταστροφική για το
Βυζάντιο µε την αντιπαλότητα των δύο εκκλησιών, τις σταυροφορίες και δραµατική
αποκορύφωση την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους
σταυροφόρους.30
Εκτός των επιδράσεων που δέχονταν οι άλλοι όµοροι λαοί από το Βυζάντιο και η
ίδια η αυτοκρατορία δέχτηκε επιρροές που ίσως να υπήρξαν λιγότερο εµφανείς αλλά
καθόλου αµελητέες. Τέτοιες ήταν οι αραβικές επιδράσεις στο βυζαντινό πολιτισµό, όπου
η τάση για τον παραµερισµό των εικόνων ως µέσου λατρείας του Θεού απορρέει από τη
βασική αρχή του Ισλάµ της µη απεικόνισης του Θεού. Η τάση αυτή βρήκε υποστήριξη
κυρίως µεταξύ των πληθυσµών της ανατολικής Μικρά Ασίας και υιοθετήθηκε από
αυτοκράτορες που προέρχονταν από την εκεί περιοχή. Η επιβολή της µη απεικόνισης του
Θεού στην αυτοκρατορία, οδήγησε στην Εικονοµαχία, η οποία ταλαιπώρησε το Βυζάντιο
25
Νικολούδης Ν., «Το Βυζάντιο και οι γείτονές του», στο Γάσπαρης Χ. – Νικολούδης Ν. – Πέννα Β.,
Ελληνική Ιστορία Β΄, Βυζάντιο και Ελληνισµός, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2002, σελ. 116.
26
ΙΕΕ, τόµος θ΄, ό.π., σελ. 69.
27
Νικολούδης Ν., ό.π., σελ. 123.
28
ΙΕΕ, τόµος θ΄, ό.π., σελ. 77.
29
Στο ίδιο, σελ. 92.
30
Το σχίσµα Ελευθεροτυπία ένθετο Ιστορικά, τεύχος 132, 2 Μαΐου 2002, σελ. 5.
7
31
Νικολούδης Ν., ό.π., σελ. 107.
8
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόµος ζ΄, εκδ. Εκδοτικής Αθηνών ΑΕ, Αθήνα 1971.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόµος η΄, εκδ. Εκδοτικής Αθηνών ΑΕ, Αθήνα 1971.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόµος θ΄, εκδ. Εκδοτικής Αθηνών ΑΕ, Αθήνα 1971.
Κazhdan A.P., Wharton Epstein Ann, Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισµό εκδ. ΜIET,
Αθήνα 2004.
Νικολούδης Ν., «Το Βυζάντιο και οι γείτονές του», στο Γάσπαρης Χ. – Νικολούδης Ν.
– Πέννα Β., Ελληνική Ιστορία Β΄, Βυζάντιο και Ελληνισµός, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2002.
Κράτος και Εκκλησία Ελευθεροτυπία ένθετο Ιστορικά, τεύχος 233, 22 Απριλίου 2004