Professional Documents
Culture Documents
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Στο θέατρο δεν παίζει κανείς μόνο για τον εαυτό του. Η θεατρική παράσταση είναι δημόσιο
κοινωνικό γεγονός.
Όταν κλείσει η αυλαία, η παραγωγή και η πρόσληψη της παράστασης έχει τελειώσει. Η
επικοινωνία είναι αμφίδρομη αν και οι αντιδράσεις των θεατών σήμερα, είναι
περιορισμένες.
Η θεατρική παράσταση είναι πρόσκαιρη τέχνη και όχι απτό καλλιτέχνημα. Δεν αντιστέκεται
στο χρόνο όπως η ποίηση και η ζωγραφική. Ως ζωντανή επικοινωνία, αφήνει μόνον έμμεσες
πηγές. Η αναστήλωση και τεκμηρίωσή της είναι από τα πιο δύσκολα πράγματα της
θεατρικής ιστοριογραφίας.
Το νεότερο ελληνικό θέατρο είναι γραμμένο στην ελληνική γλώσσα κατά τα μεταβυζαντινά
χρόνια. Διαρκεί από το 16ο αι. έως σήμερα κι εξαπλώνεται σε όλον τον ελληνόφωνο κόσμο
και στα κέντρα Διασποράς. Κατά τη Βενετοκρατία και την Τουρκοκρατία απαντάται μόνον
στην Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου.
(ως προς το γλωσσικό κριτήριο του ‘ελληνικού’ θεάτρου συμπεριλαμβάνονται και
ξενόγλωσσα δραματικά έργα, εφόσον γράφτηκαν από Έλληνες, ή παρουσιάστηκαν στον
ελληνικό χώρο, όπως η ιταλόφωνη δραματουργία της Κρήτης, η ιταλική όπερα.).
Ελληνικό θέατρο των νεότερων χρόνων : το ιστορικό των δραματικών έργων και θεατρικών
παραστάσεων στον ελληνόφωνο χώρο και στα κέντρα Διασποράς, που γράφονται και
παριστάνονται στην ελληνική κυρίως γλώσσα μεταξύ του 16ου αι. έως σήμερα.
Στη μεταφορά τους από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η σημασία και το περιεχόμενο των
εννοιών αλλάζει συχνά. Εμπλέκονται ντόπια στοιχεία και άλλα κινήματα που
αφομοιώνονται ταυτόχρονα. Πρέπει να προσέχουμε.
Υπάρχουν:
- Εποχιακές έννοιες : προσδιορίζουν μια εποχή
- Υφολογικές έννοιες: προσδιορίζουν ένα ορισμένο ύφος
Πολλές φορές, οι έννοιες είναι και τα δύο.
Αναγέννηση: από το 14ο έως το 16ο αι. ‘Αναγεννάται’ ο αρχαίος κόσμος, σε πλήρη αντίθεση
με τις μεσαιωνικές αντιλήψεις. Το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από τη ζωή στο επέκεινα σε
αυτόν τον κόσμο, από το θεό στον άνθρωπο, θαυμάζονται οι ικανότητες του ανθρώπου και
όχι του θεού και τα εξαιρετικά άτομα αποδεσμεύονται από τις κοινές αντιλήψεις περί
δικαίου και ηθικής.
Ανακαλύπτονται τα αρχαία θεατρικά κτίρια, γίνονται προσπάθειες να αναβιώσει η αρχαία
παράσταση και από μια λανθασμένη αντίληψη της τραγωδίας, γεννιέται η όπερα.
Δημιουργείται το δράμα των ‘τριών κανόνων’ (ενότητα στο χώρο, το χρόνο και την
υπόθεση) που με τη σειρά του δημιουργεί την κλασικίζουσα δραματουργία, η οποία
καθορίζει τη δραματογραφία στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ελλάδα μέχρι το 10ο αι.
Στην κωμωδία αναβιώνουν οι στερεότυποι του Μενάνδρου και της λατινικής κωμωδίας,
εμπλουτιζόμενοι από τύπους της commedia erudita (λόγια κωμωδία) και την αυτοσχέδια
commedia dell’ arte (κωμωδία της τέχνης). Οργανώνονται κυριλάτα θεατρικά φεστιβάλ με
τη συμμετοχή διακεκριμένων καλλιτεχνών.
Κρητική Αναγέννηση: η κρητική λογοτεχνία της όψιμης Βενετοκρατίας (16ος και 17ος αι.). Η
εποχή είναι πιο σύνθετη γιατί δίπλα στα αναγεννησιακά στοιχεία εμφανίζονται και
μανιέρες του πρώιμου μπαρόκ ταυτόχρονα με τη θρησκευτική θεματολογία της
Αντιμεταρρύθμισης.
Μανιερισμός: όρος του 16ου και του 17ου αι. με χρήση κυρίως στην ποίηση και τη
ζωγραφική. Δηλώνει τη maniera, το εξεζητημένο ύφος, το επίπλαστο εύρημα. Π.χ. στην
ποίηση εκδηλώνεται με εξεζητημένα ρητορικά σχήματα, στη ζωγραφική με την
παραμόρφωση των σωματικών μεγεθών. Εμφανίζεται κυρίως στη βουκολική ποίηση
(βοσκοί και βοσκοπούλες συζητούν σε μια μυθολογική Αρκαδία φιλοσοφικά και ερωτικά
ζητήματα) και καλλιεργείται στις αυλές των Ιταλών αρχόντων. Δείχνει τον κόσμο των
βοσκών σε ένα μυθολογικό χώρο καθαρής φύσης (Αρκαδία) όπου οι ερωτικές περιπέτειες
ερωτευμένων νέων για ακατάδεχτες βοσκοπούλες συμβαίνουν μακριά από την πεζή
πραγματικότητα.
Μπαρόκ: χαρακτηρίζει κυρίως το 17ο αι. Η λέξη barocco = ανώμαλο μαργαριτάρι. Συχνά
είναι συνδυασμός Αναγέννησης και Μεσαίωνα: νέα θρησκευτικότητα, έντονη αγάπη για τη
ζωή, ο άνθρωπος ως έρμαιο των δυνάμεων Καλού και Κακού.
Οι ανακαλύψεις όπως το ότι η Γη δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος και οι μακρόχρονοι
πόλεμοι κλονίζουν τις υπάρχουσες αντιλήψεις. Στην παραβολή του κοσμοθεάτρου (κόσμος
= θέατρο, άνθρωποι = ηθοποιοί, σκηνοθέτης = θεός, το έργο = άγνωστο). Οι μαθηματικές
ανακαλύψεις ασχολούνται με το άπειρο. Στην αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική και τη μουσική
κυριαρχεί το υφολογικό στοιχείο, θέμα και παραλλαγή. Στην ποίηση κυριαρχεί ο
ρητορισμός (βερμπαλισμός, γλωσσικός φόρτος), στο θέατρο το θεαματικό (κινούμενα
σκηνικά, μπαλέτα) και μουσική (όπερα). Πολυήμερα φεστιβάλ λαμβάνουν χώρα στις Αυλές.
Αντιμεταρρύθμιση: μετά τη Μεταρρύθμιση του 16ου αι. στη σύνοδο του Τριδέντου
αποφασίζεται η αντεπίθεση του καθολικισμού με την ίδρυση του τάγματος των Ιησουιτών.
Ιδρύονται πάνω από 500 ιησουητικά κολέγια σε ισάριθμες πόλεις που μέσα στα
εκπαιδευτικά τους προγράμματα έχουν και τη διοργάνωση θεατρικών σχολικών
παραστάσεων.
Γαλλικός κλασικισμός: στη δραματογραφία έχουμε την πιστή εφαρμογή των τριών κανόνων
του Αριστοτέλη (ενιαία υπόθεση με αρχή και τέλος, ενιαίος σκηνικός χώρος, σκηνικός
χρόνος που δεν υπερβαίνει τη μια μέρα) και αφορά το 17ο αι. Ιδανικό είναι ο ευγενής
άνθρωπος (homme genereux) και η εθιμοτυπία της Αυλής του Βασιλιά Ήλιου (Λουδοβίκος
ΙΔ’). Κυριότεροι εκπρόσωποι: Κορνήλιος, Ρακίνας, Μολιέρος. Τα έργα τους θεωρούνται στην
Ελλάδα και το 19ο αι. ως πρότυπα της κλασικίζουσας δραματουργίας.
Διαφωτισμός: 18ος αι. κυρίως (στην Ελλάδα και 19ος). Ο άνθρωπος είναι ακόμα στο κέντρο
του ενδιαφέροντος αλλά ο αστός κυριαρχεί σε μια ορθολογική κοινωνία, σε έναν κόσμο
‘πεφωτισμένο’ από την ηθική και τη διανόηση. Ο φιλομαθής και φιλοπερίεργος είναι
αισιόδοξος και προοδευτικός, πιστεύει στη βελτίωση του εαυτού του και του κόσμου. Οι
τέχνες διδάσκουν τα βασικά: ισότητα, ανθρώπινα δικαιώματα, θρησκευτική ανοχή,
εξάλειψη των προλήψεων, αδιαφορία για τη θρησκευτικότητα και τη μεταφυσική.
Το θέατρο είναι το βραδινό σχολείο του καλού αστού: διδάσκει την ψυχολογία του
ανθρώπου, την παιδαγωγική και την κοινωνιολογία. Αλλάζει η αντιμετώπιση της φύσης, της
φυσικότητας, της φυσιολατρίας. Ακόμη και το γέλιο πρέπει να διδάσκει – γελάμε με τις
συμπεριφορές που παρεκκλίνουν από το ιδανικό.
Αισθηματική λογοτεχνία : στο Διαφωτισμό τα ανθρώπινα πάθη επιτρέπονται μόνο σε
ελεγχόμενη δόση (‘πολιτισμένο δάκρυ’ επί σκηνής, μαντηλάκι ως απαιτούμενο σκηνικό).
Αντίβαρο σε αυτό είναι τα συγκινητικά και δακρύβρεχτα έργα που κάνουν θραύση…
Εμπρεσιονισμός: δεν πιστεύει στην ύπαρξη ενός ενιαίου αντικειμενικού κόσμου που μπορεί
να περιγραφεί. Ο θετικισμός στη φιλοσοφία αμφισβητεί το πραγματικό της
πραγματικότητας ως μια «ψευδαίσθηση» των αισθήσεων. Οι ζωγράφοι αποδίδουν την
πραγματικότητα ως φευγαλέα στιγμιότυπα, υποκειμενικές ‘εντυπώσεις’ της στιγμής. Η
πραγματικότητα είναι όχι μόνο υποκειμενική αλλά και ασταθής μέσα στο χρόνο.
Σημείωση του Προύχνερ: Μη μασάτε με τις δυσκολίες όσων είπαμε μέχρι στιγμής.
Πρόκειται για ορισμούς που θα χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία, και θα τα καταλάβετε
αργότερα, μέσα από παραδείγματα.
(σημείωση δική μου: Ευτυχώς γιατί είχα αρχίσει να τα παίζω…)
1.3 Συνέχεια και Ρήξεις – Η Γεωγραφία της Ιστορίας του Νεοελληνικού Θεάτρου
Το νεοελληνικό θέατρο από το 16ο έως τον 20ο αι. δεν εξελίχθηκε με διάρκεια αλλά
παρουσίασε ρήξεις και τομές σε γεωγραφικό, ιδεολογικό, γλωσσικό και δραματουργικό
επίπεδο. Το ίδιο συνέβη με τη θεατρική παράσταση και τη διοργάνωσή της.
Στη νοτιοανατολική Ευρώπη, η θεατρική δραστηριότητα είχε ιστορικές, πολιτικές και
θρησκευτικές συντεταγμένες. Στην επικράτεια των Βενετών ο θεατρικός βίος βρίσκεται στα
πάνω του, το ίδιο συμβαίνει και στην επικράτεια της Αυστροουγγαρίας. Στις χώρες που
βρίσκονταν υπό τουρκικό ζυγό δεν υπάρχει θέατρο γιατί απαγορεύεται από το Ισλάμ. Στις
καθολικές και προτεσταντικές ζώνες παρατηρείται το 15ο και το 16ο αι. ένα σχολικό
θρησκευτικό θέατρο το οποίο δεν απαντάται στις ορθόδοξες και μουσουλμανικές περιοχές
λόγω της εχθρικής στάσης της ανατολικής εκκλησίας απέναντι στα θεάματα.
Οι παραπάνω κανόνες ισχύουν και για τους ελληνόφωνους της μεταβυζαντινής εποχής.
Στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα δεν υπάρχουν οργανωμένες μορφές θεάτρου
(ερασιτεχνικού ή επαγγελματικού) με κάποιες αξιώσεις.
Αυτό σημαίνει πως θέατρο υπάρχει μόνο στις βενετοκρατούμενες Κρήτη και Επτάνησα αν
και μετά το 1821 απαντάται και στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Υπάρχουν όμως πέντε
σημεία που διαφοροποιούν αυτή την εικόνα:
1. Το θέατρο σκιών: οι φιγούρες του είναι επίπεδες, με ανατολική, οθωμανική μορφή με
τον ιθυφαλλικό Karagoz. Καθώς η μουσουλμανική θρησκεία το επιτρέπει είναι διαδεδομένο
σε όλες τις επαρχίες. Στη Χερσόνησο του Αίμου εμφανίζεται από το 17ο αι. αρχικά ως
αυλική και μετά ως λαϊκή διασκέδαση σχεδόν σε κάθε βαλκανική πόλη. Το ίδιο συμβαίνει
και στον ελληνόφωνο χώρο.
2. Η δραστηριότητα των καθολικών ταγμάτων: κυρίως ιησουιτών και καπουκίνων. Οδηγεί
στην ίδρυση κολεγίων και στην οργάνωση ελληνόφωνου σχολικού θεάτρου. Κέντρα της
θεατρικής αυτής δραστηριότητας είναι η Πόλη, η Χίος, η Νάξος και η Σαντορίνη.
Επηρεασμένοι από τους ιησουίτες, αρχίζουν και οι ορθόδοξοι ιερείς να γράφουν και να
παριστάνουν θεατρικά έργα.
3. Το ιδιότυπο καθεστώς στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Οι
φαναριώτικοι οίκοι εξαρτώνται από την Υψηλή Πύλη, πνευματικά όμως στρέφονται προς τη
Δύση και το Διαφωτισμό. Έτσι, πέρα από τις θεατρικές μεταφράσεις, έχουμε μετά το 1800
θεατρικές παραστάσεις στα ελληνικά, στη ρωσική Οδησσό και τη βόρεια ενδοχώρα της
Μαύρης Θάλασσας ως τη Γεωργία.
4. Εξαιρετικές περιπτώσεις παρουσίασης θεατρικών παραστάσεων στον ελλαδικό χώρο της
τουρκοκρατίας: το 1803 στα Αμπελάκια ανεβάζεται από ερασιτέχνες το ‘Μισανθρωπία και
Μετάνοια’. Το χωριό φημίζεται για τη νηματοβαφία του και συνδέεται με την Κεντρική
Ευρώπη. Τη χρονιά της παράστασης, βρίσκεται εκεί ο Γεώργιος Σακελλάριος, μεταφραστής
που ζει στη Βιέννη.
5. Αποκριάτικα δρώμενα και παραστατικά έθιμα του λαϊκού εορτολογίου: κάποια από αυτά
έχουν τη μορφή αυτοσχέδιων μικρών παραστάσεων (Καλόγερος στη Θράκη). Στη δυτική
Ελλάδα έχουμε και σύντομες διασκευές της κρητικής τραγωδίας ‘Ερωφίλη’ του Χορτάτση σε
μορφή μικρών, αποκριάτικων, θεατρικών παραστάσεων.
Ο κανόνας που απαγορεύει τις παραστάσεις στις τουρκοκρατούμενες περιοχές δεν είναι
απαράβατος. Μετά το 1821 γίνονται μεταρρυθμίσεις και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία,
οπότε παρατηρείται άνθηση ιταλικού, γαλλικού, αρμενικού και ελληνικού θεάτρου. Στο
δεύτερο μισό του 19ου αι. η Πόλη είναι μεγαλύτερο θεατρικό κέντρο από την Αθήνα.
1) Γεωγραφικές ασυνέχειες:
Τα ελληνικά κέντρα θεατρικής δραστηριότητας ήταν αρκετά γυριστρούλικα. Το 16ο αι. το
θέατρο ακμάζει στην Κρήτη και τα Επτάνησα. Το 17ο αι. προστίθενται η Πόλη, η Χίος και οι
Κυκλάδες. Το 18ο αι. προσχωρούν τα Ιόνια νησιά, το 19ο το Βουκουρέστι, το Ιάσιο, η
Οδησσός, η Σμύρνη, η Αλεξάνδρεια, η Ερμούπολη, η Πάτρα και τις τελευταίες δεκαετίες η
Αθήνα. Από το 1880 θεατρική κίνηση εμφανίζεται στην ελληνική και ακόμη
τουρκοκρατούμενη επαρχία, τα Χανιά, τις Σαράντα Εκκλησίες της Θράκης.
Πάντως η σημαντική θεατρική κίνηση στην νεότερη Ελλάδα δεν είναι η πρωτεύουσα αλλά
τα Επτάνησα και κυρίως η Κέρκυρα, η Κεφαλονιά και η Ζάκυνθος.
2) Ιδεολογικές αλλαγές
Εδώ η Ελλάδα συμβαδίζει με την Ευρώπη. Από το 17ο αι. έχουμε αλλαγή από το δράμα του
ουμανισμού (αναγεννησιακή τραγωδία και κωμωδία) στο δράμα της Αντιμεταρρύθμισης με
κυρίαρχα τη θρησκευτική θεματολογία και τον ήρωα – μάρτυρα, του οποίου ο θάνατος
είναι ο πνευματικός θρίαμβος της θρησκείας.
Το δράμα του Διαφωτισμού, ηθικοδιδακτικό και μορφωτικό ξεκινάει από τις μεταφράσεις
του Μολιέρου και του Κάρλο Γκολντόνι το 18ο αι. μια τάση που συνεχίζεται και το 19ο. Η
πατριωτική ή με αρχαία θέματα τραγωδία του 19ου αι. ακολουθεί κλασικιστικά πρότυπα
αλλά και ρομαντικά.
Το θέατρο ιδεών αλλάζει ιδεολογικά συμπυκνώνοντας σοσιαλιστικές ιδέες με τον
Υπεράνθρωπο του Νίτσε.
Το δράμα του Μεσοπολέμου στρέφεται σε εγχώρια θεματική και λαϊκές μορφές. Πάντως,
με τις τραγωδίες του Καζαντζάκη και του Σικελιανού, η εικόνα παραμένει διαφορετική.
3) Γλωσσικές μεταβολές
Υπάρχουν δύο τομές:
1800: η δραματογραφία στην κρητική και επτανησιακή διάλεκτο ξεχνιέται με την εισβολή
πιο καθαρής γλώσσας. Ο δεκαπεντασύλλαβος παύει να κυριαρχεί στα έμμετρα, δίνοντας τη
θέση του στη μίμηση αρχαίων μέτρων. Ο πεζός λόγος καλλιεργείται πιο συστηματικά.
1900: το θέατρο των ιδεών επιλέγει τη δημοτική, όλα τα έργα της καθαρεύουσας τα
τινάζουν. Τον 20ο αι. ο Γεώργιος Μιστριώτης ανεβάζει με τους φοιτητές του Πανεπιστημίου
Αθηνών παραστάσεις ελληνικής τραγωδίας στα αρχαία και προκαλεί με την παράσταση της
Ορέστειας αιματηρά επεισόδια (‘Ορεστειακά). Πάντως, η δημοτική ανοίγει ένα ευρύ φάσμα
εκφραστικών δυνατοτήτων. Ξεκινά από τη ‘μαλλιαρή’ του Ψυχάρη και την υψηλή ποίηση
του Σικελιανού για να γυρίσει μετά τον πόλεμο στην καταγραφή της αργκό και των
ιδιωμάτων που χρησιμοποιούσαν οι περιθωριακοί (‘Σε φιλώ στη μούρη’ του Γιώργου
Διαλεγμένου).
4) Δραματουργικοί αναπροσανατολισμοί
Στην κρητική και επτανησιακή δραματουργία το πρότυπο ήταν η ιταλική δραματογραφία
της όψιμης Αναγέννησης, με στοιχεία μανιερισμού και μπαρόκ.
Στην αιγαιοπελαγίτικη δραματουργία, το πρότυπο ήταν η δραματουργία της
Αντιμεταρρύθμισης με την ‘τραγωδία μαρτύρων’.
Στην κωμωδία έχουμε εξάρτηση από την comedia erudite και το 18ο αι. η αυτοσχέδια
comedia del’ arte μαζί με κωμικές μορφές του λαϊκού θεάτρου των Επτανήσων, ώσπου οι
κωμωδίες του Μολιέρου και του Γκολντόνι παραμερίζουν τα στερεότυπα .
Μετά το 1800 τα πρότυπα στην ιταλική και γαλλική παράδοση είναι η αρχαία τραγωδία ή η
ρομαντική τραγωδία που κινείται πιο ελεύθερα.
Στην κωμωδία κυριαρχεί η σάτιρα, καμιά φορά γίνεται προσπάθεια μίμησης του
Αριστοφάνη.
Το 1900 στο ελληνικό θέατρο ιδεών εισβάλλει το μοντέρνο δράμα:
Α) διατηρώντας αυστηρά υπολογισμένη φόρμα όπως ο Ίψεν και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος,
προχωράμε στην παράδοση του ‘καλοφτιαγμένου’ έργου του αστικού ρεαλιστικού θεάτρου
της Γαλλίας και του κοινωνιοκριτικού έργου με ‘θέση’.
Β) καταστρέφοντας τη συμβατική φόρμα (με πράξεις, φινάλε) όπως στα έργα το Maeterling
το οποίο εν μέρει μιμείται ο Καζαντζάκης στα πρώτα έργα του.
Στο Μεσοπόλεμο, το θέμα της δραματικής φόρμας δεν απασχολεί τόσο όσο το
περιεχόμενο. Με την παρουσίαση του Πιραντέλλο, δημιουργείται ένα νέο ενδιαφέρον για
το ‘αναλυτικό δράμα’, στον ‘Οιδίποδα Τύραννο’ αλλά και το αστυνομικό μυθιστόρημα οι
βασικές πληροφορίες για το παρελθόν και το παρόν των σκηνικών χαρακτήρων
αποκαλύπτονται στο τέλος του έργου. Ο πιραντελλισμός (pirandellismo) κατακτά όλη την
Ευρώπη.
1.4 Σχέσεις του νεοελληνικού θεάτρου με αυτό των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Για να καταλάβουμε το νεοελληνικό θέατρο πρέπει να κατανοήσουμε τη μερική του
εξάρτηση και επίδραση από τις εξελίξεις του δυτικού, από το 16ο μέχρι τον 20ο αι. Βέβαια
οι όροι είναι λίγο παραπλανητικοί γιατί ισοπεδώνουν μια σύνθετη και λεπτή διαδικασία.
Για να είμαστε δίκαιοι θα αναφερθούμε
Α) Μίμηση: η υποδοχή, αποδοχή, δεξίωση και απομίμηση
Β) Παράδοση: απόρριψη, άρνηση, δισταγμός, επιλεκτικότητα, ένταξη σε ένα ντόπιο
σύστημα αξιών.
Αφήνουμε προς το παρόν την ‘πρόσληψη’. Η Ελλάδα δεν επηρέασε ποτέ την Ευρώπη εκτός
του αρχαίου Ελληνικού θεάτρου. Ας δούμε το σχήμα:
Μητρόπολη Περιφέρεια
«Ευρώπη» Ελλάδα
Και ακριβέστερα Κεντρο-δυτικο-ευρωπαϊκά φαινόμενα ελληνόφωνος χώρος
Όπως ξέρουμε, και η Ελλάδα Ευρώπη είναι και μάλιστα η ρίζα της. Η διχαστική αυτή χρήση
της έννοιας ‘Ευρώπη’ έχει να κάνει με τη δυτική και κεντρική, όχι με την ανατολική και
νοτιοανατολική που προέρχεται από το Βυζάντιο.
Παράδοση: η ανασταλτική δύναμη στη μεταβίβαση του προτύπου, η τοπική συνέχεια ενός
συγκεκριμένου πολιτισμού, σε συγκεκριμένη φάση του. Είναι ένα εξελισσόμενο ανοιχτό
σύστημα δεσμευτικών δεδομένων και συμβάσεων που αντιδρά από μόνο του στην
εισαγωγή νέων πολιτιστικών στοιχείων. Απορρίπτει, επιλέγει, αφομοιώνει. Δεν είναι ένα
στατικό συντηρητικό σύστημα απαράβατων αξιών εκτός χρόνου αλλά ένα δυναμικό,
ιστορικό συνδυασμό ιδεών, αξιών και συμπεριφορών. Είναι δέκτης και καθρέφτης της
συνέχειας και της μεταβολής των κοινωνικών κανόνων που ισχύουν. Σε κλειστές κοινωνίες,
η συνοχή και η δεσμευτικότητά της μπορεί να γίνει τυραννική. Η Παράδοση έχει πρότυπο
τον εαυτό της.
Beware:! Η διαλεκτική σύμπραξη Μίμησης και Παράδοσης είναι απλά ένα μοντέλο για το
πώς μπορούμε να φανταστούμε περίπου τις διαδικασίες της κυρίως μονομερούς
πολιτισμικής επικοινωνίας. Δεν πρόκειται για υπαρκτή πραγματικότητα αλλά
διαφοροποιείται ανά περίπτωση. Είναι μια εικασία της πραγματικότητας που μας δίνει μια
ιδέα για το γενικό πλαίσιο της διαδικασίας, για τη μεταφορά πολιτιστικών στοιχείων από τη
Μητρόπολη στην Περιφέρεια και με ποιους τρόπους μετουσιώνονται εκεί. Ακολουθούν
παραδείγματα.
Γιάννης Σιδέρης: το 1951 δημοσιεύτηκε ο πρώτος τόμος της Ιστορίας του Νεοελληνικού
Θεάτρου που ανατυπώθηκε το 1990 σε βελτιωμένη μορφή και προσθήκη νέων στοιχείων,
απάλειψη σφαλμάτων, φωτογραφιών κι ευρετηρίων. Το κείμενο δε διαβάζεται εύκολα.
Αρχίζει λίγο πριν την Επανάσταση και φτάνει έως το 1908. Το πλούσιο υλικό του δεν έχει
μέθοδο κι οι αισθητικές του κρίσεις δεν έχουν στόχο. Χρησιμεύει ως συλλογή
πληροφοριών.
Ο δεύτερος – ανέκδοτος – τόμος καλύπτει τα χρόνια 1909 – 1944 θα εκδοθεί. Ο επιμελητής
αναφέρει πως είναι χειρότερος από τον πρώτο.
Ο Σιδέρης είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί μια επιστημονική αντιμετώπιση της
ιστοριογραφίας του Νεοελληνικού Θεάτρου, όταν η αντίστοιχη της λογοτεχνίας είχε πολύ
υψηλό επίπεδο. Έχει κάνει όμως πολλά λάθη.
Συνέλαβε τον όρο ‘ελληνικό θέατρο’ με τη στενή του σημασία: αποκλείει το κρητικό, το
επτανησιακό, το λαϊκό, το κουκλοθέατρο, το θέατρο σκιών, τα θεάματα των πόλεων και της
υπαίθρου, την ιταλική όπερα, τις ξενόγλωσσες παραστάσεις, τη θεατρική ζωή της Μ. Ασίας
και το αυλικό θέατρο του Όθωνα. Ασχολήθηκε αποκλειστικά με τις ελληνόφωνες
παραστάσεις της Αθήνας.
Μίμης Βάλσας: έγραψε την Ιστορία του Νεοελληνικού Θεάτρου στα γαλλικά η οποία
εκδόθηκε στο Βερολίνο μετά το θάνατό του. Προέρχεται από έρευνες του ιδίου κατά το
Μεσοπόλεμο στο Παρίσι, με προσθήκες έως το 1955. Πρόσφατα εκδόθηκε και στα
ελληνικά.
Η ιστορία του σταματάει το 1900. Είναι μάλλον ιστορία της δραματολογίας παρά του
θεάτρου και απευθύνεται σε ξένους μελετητές. Πέρα από έλλειψη πληροφοριών έχει
κάποιες περίεργες τοποθετήσεις και εκτενείς αισθητικές και δραματουργικές αναλύσεις,
κυρίως για έργα του κρητικού θεάτρου.
Ο Βάλσας είναι ο πρώτος που συλλαμβάνει το σύνολο του Νεοελληνικού Θεάτρου με όλα
του τα κεφάλαια, παρά τις γεωγραφικές διαφοροποιήσεις. Δεν προσφέρει τίποτα καινούριο
στην έρευνα αλλά αποτελεί θετικό βήμα στη σωστή ταξινόμηση, αν και έχει αφήσει απέξω
το λαϊκό θέατρο ή τις θεατρικές παραστάσεις.
3. Πρόσφατες έρευνες
Αλίκη Μπακοπούλου – Halls : έγραψε στα αγγλικά ένα έργο που δεν είναι ακριβώς ιστορία
αλλά μια ανίχνευση των παραδόσεων της ελληνικής δραματολογίας μετά το Β’ Παγκόσμιο.
Ανατρέχει όμως και στο παρελθόν, ως το υποθετικό βυζαντινό θέατρο. Παρά τις αδυναμίες
το έργο προσφέρει πλήρες διάγραμμα για το βυζαντινό θέατρο σύμφωνα με τις εικασίες
του Σάθα το κρητικό και επτανησιακό, τον Καραγκιόζη και άλλα. Δίνει έμφαση στις νεότερες
εξελίξεις της δραματουργίας του μεταπολεμικού θεάτρου.
Δημήτρης Σιατόπουλος: η ιστορία του είναι ένα εκλαϊκευτικό συμπίλημα διαφόρων πτυχών
του ελληνικού θεάτρου. Δε στηρίζεται σε προσωπική έρευνα αλλά κάνει μια σύνοψη των
αποτελεσμάτων των προηγούμενων. Υπάρχει ανισότητα στη διάρθρωση του υλικού κάτι
που εξηγείται από το γεγονός ότι πρόκειται για εμπλουτισμένη μορφή παλαιότερης μελέτης
του, με ενδιαφέρον στις προεπαναστατικές και επαναστατικές εξελίξεις του θεάτρου. Οι
αναζητήσεις του σταματούν στην απελευθερωμένη Αθήνα και δεν υπάρχει καθόλου
βιβλιογραφία.
Βάλτερ Πούχνερ: άρθρο που γράφτηκε αρχικά για λεξικό και προσπαθεί να δώσει μια
σφαιρική εικόνα της πορείας του Νεοελληνικού Θεάτρου από το 16ο αι. έως σήμερα.
Υπάρχει σε δυο εκδοχές:
Η πρώτη σταματάει το 1922 και είναι εκτενέστερη η δεύτερη φτάνει στις μεταπολεμικές
εξελίξεις. Περιλαμβάνει νέα κεφάλαια όπως το αιγαιοπελαγίτικο θέατρο κι είναι ένας
οδηγός για μια πιθανή διάρθρωση της ιστορίας του Νεοελληνικού Θεάτρου. Δίνεται
μεγαλύτερη έμφαση στις πρώτες φάσεις, κυρίως στο κρητικό το οποίο από άποψη
αισθητικής και παραστάσεων είναι από τα σημαντικότερα κεφάλαια.
Αγγελική ρήσις: έτσι αποκαλείται στην αρχαία τραγωδία η έντεχνη και συνήθως εκτενής
αφήγηση του μαντατοφόρου για πράγματα που έχουν γίνει εκτός σκηνής, σε παρελθόντα
χρόνο και των οποίων υπήρξε μάρτυρας.
Τειχοσκοπία : η αφήγηση ενός αυτόπτη μάρτυρα που στέκεται στα τείχη της αρχαίας
σκηνογραφίας και βλέπει τι διαδραματίζεται εκτός σκηνής την ίδια στιγμή της αφήγησης.
«Κύκλος των Παθών» : κυπριακό κείμενο, μια σειρά από δέκα σκηνές που αρχίζουν με την
Έγερση του Λαζάρου, συνεχίζουν με τα Πάθη και τελειώνουν με τον άπιστο Θωμά. Είναι
ένας κεντρώνας από παραθέματα τεσσάρων Ευαγγελίων και μερικών απόκρυφων πηγών,
από τα οποία αναγράφονται μόνο τα πρώτα λόγια. Διαθέτει πρόλογο και σκηνικές οδηγίες
προς τον οργανωτή της παράστασης αλλά πολλές από τις ‘διδασκαλίες’ που ρυθμίζουν
διάφορα θέματα έχουν ληφθεί κατά λέξη από τις Γραφές κι έτσι στερούνται σκηνικής
λειτουργικότητας.
Έτσι όπως σώζεται, το έργο δύσκολα μπορεί να παρασταθεί. Χρειάζονται πάνω από 50
πρόσωπα, ενώ κάθε σκηνή απαιτεί δυο με τρία σκηνικά. Οι διδασκαλίες ακολουθούν τη
λογική του ‘κέντρωνος’ και δε ρυθμίζουν τίποτα από τα σκηνικά δρώμενα. Μάλλον
πρόκειται για προσχέδιο των Παθών του Χριστού που μιμείται τα δυτικά Πάθη.
Οι αρχές του νεοελληνικού θεάτρου δε συνδέονται με το Βυζάντιο αλλά με την άνθηση της
κρητικής λογοτεχνίας στην όψιμη φάση της Βενετοκρατίας στην Κρήτη.
Υπάρχουν κάποια έργα παλαιότερα του 16ου αι. που δε μπορούν να θεωρηθούν πρώτα:
- «Η Τραγωδία εις την του Βασιλέως Αυτεξουσίου Αναίρεσιν». Πρόκειται για λίβελο
εναντίον του Πάπα. Μεταφράστηκε από τα ιταλικά στα ελληνικά.
- «Νέαιρα» κωμωδία του Δημητρίου Μόσχου. Είναι γλωσσολογική και υφολογική άσκηση
των ουμανιστικών λόγιων της ιταλικής Αναγέννησης.
- «greghesco» : φαινόμενο χρήσης ελληνικών λέξεων και φράσεων μέσα στη βενετσιάνικη
διαλεκτική κωμωδία του 16ου αι. Το απόσπασμα που συνέγραψε ο Νικόλαος Σοφιανός
αποτελεί το πρώτο διαλογικό κείμενο στη δημοτική.
Κανένα δε θεωρείται «αρχή του νεοελληνικού θεάτρου» όπως ούτε τα «Κορακιστικά» του
Ιακώβου Ρίζου Νερουλού, ή οι φαναριώτικες μεταφράσεις του 180ου αι.
Όπως και να έχει, η εμφάνιση της «Ερωφίλης» του Γεώργιου Χορτάτση αποδεικνύει μια
εξοικείωση και ωρίμανση της δραματουργικής δημιουργίας, η οποία με τη σειρά της
προϋποθέτει την οργάνωση θεατρικών παραστάσεων.
2.2.2 H δραματουργία
Η δραματουργία του κρητικού θεάτρου είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί εγκαθιστά μια
ντόπια παράδοση κλασικίζουσας δραματουργίας που παραμένει ως πρότυπο για 2 αιώνες.
Οι ποιητές των 8 έργων που έχουν σωθεί είναι αριστοκράτες ή γαιοκτήμονες και αστοί που
εργάζονται για τις βενετικές αρχές. Έχουν ουμανιστική μόρφωση και γνωρίζουν την ιταλική
λογοτεχνική κίνηση της εποχής.
Η τραγωδία και το θρησκευτικό δράμα έχουν συγκεκριμένα ιταλικά πρότυπα, τα οποία
όμως αλλάζουν τόσο ώστε να γίνονται αυτοτελή, συχνά ανώτερα. Πρόκειται για τραγωδίες,
κωμωδίες και ποιμενικά δράματα, πεντάπρακτα, διαθέτουν πρόλογο και ιντερμέδια. Η
χειρόγραφη παράδοσή τους γίνεται σχεδόν πάντα μέσω των Επτανήσων όπου μάλλον
παίζονταν μετά την πτώση του Χάνδακα.
Οι τραγωδίες:
«Ερωφίλη» του Γεώργιου Χορτάτση, «Ο Βασιλεύς Ροδολίνος» του Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου
και ο «Ζήνων» άγνωστου συγγραφέα. Οι δυο πρώτες ανήκουν στην κλασικίζουσα
δραματουργία. Η τρίτη ανήκει στο μπαρόκ. Τα κοινά τους είναι, ο πρόλογος, οι πέντε
πράξεις, ο ‘πολιτικός’ στίχος (15σύλλαβος) με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία. Ιντερμέδια έχει
μόνον η Ερωφίλη. Το ύφος τους πάντως είναι διαφορετικό.
Ερωφίλη: σώζεται σήμερα σε τρία χειρόγραφα και δυο εκδόσεις με πολλές παρεξηγήσεις
και παρανοήσεις. Η καλύτερη εκδοχή είναι το χειρόγραφο που φυλάσσεται στο Birmingham
και είναι αυτόγραφο του Ιωάννη Αντώνιου Φόσκολου. Καθώς ανακαλύφθηκε πρόσφατα
χρειάστηκε να επανεκδοθεί η τραγωδία. Γράφτηκε γύρω στο 1600, με πρότυπο την ιταλική
τραγωδία ‘Orbecche”. Είναι όμως καλύτερο από το πρότυπο. Δεν έχει ρητορείες ενώ είναι
καλύτερα δομημένο από ψυχολογική πλευρά.
‘Leit – motiv’ : όρος από τις όπερες του Βάγκνερ. Μουσικό μοτίβο που επανέρχεται όταν
εμφανιστεί ή γίνει λόγος για κάτι συγκεκριμένο. Λογοτεχνικά ο όρος σημαίνει το μοτίβο
που κυριαρχεί σε ένα έργο ή τμήμα του και επανέρχεται συνεχώς.
«memento mori»: ρήση της μεσαιωνικής χριστιανικής φιλοσοφίας. Αναφέρεται στη
ματαιότητα του κόσμου και μπορεί να αποδοθεί ως ‘μνήμη θανάτου’ (κατά λέξη ‘θυμήσου
ότι είσαι θνητός’).
Υπόθεση:
Πρόλογος : εκφωνείται από το Χάρο έχει Leit – motiv σχετικό με το ευμετάβλητο της τύχης
και του πλούτου κι επιμένει στο θέμα του memento mori.
Πρώτη πράξη: ο Πανάρετος μιλά για τα δεινά του έρωτα. Ακολουθεί συζήτηση Πανάρετου –
Καρποφόρου για την προϊστορία της κρυφής ερωτικής σχέσης.
Ο βασιλιάς λέει στο σύμβουλο πως θέλει να παντρέψει την κόρη του. Ο Σύμβουλος
συλλογίζεται την αστάθεια της δύναμης και της τύχης.
Χορικό – ύμνος στον έρωτα.
Δεύτερη πράξη: ο Βασιλιάς αποκαλύπτει την αδυναμία του στην κόρη του. Η Ερωφίλη
αποκαλύπτει στη Χρυσονόμη, τη νένα της, τη σχέση της με τον Πανάρετο και το όνειρο που
είδε: δυο περιστέρια δέχονται επίθεση, το ένα σκοτώνεται, το άλλο αυτοκτονεί. Η Νένα
μονολογεί για τη δύσκολη θέση της Ερωφίλης. Η Νένα ακούει τον Πανάρετο που δεν τη
βλέπει να είναι εξαιρετικά ανήσυχος για τις προτάσεις γάμου στην Ερωφίλη, και την
αντίδρασή της. Ο Πανάρετος θρηνεί για τη μοίρα του. Ο Βασιλιάς τον διατάζει να την
ενημερώσει. Ο Πανάρετος μονολογεί ξανά και φοβάται μήπως η αγαπημένη του δεν του
μείνει πιστή.
Χορικό – ύμνος στη ζωή της υπαίθρου και καταδίκη της υπερηφάνειας.
Τρίτη πράξη: η Ερωφίλη μονολογεί για τις χαρές και τις πίκρες του έρωτα. Διάλογος
εραστών μεταξύ χαράς και θλίψης. Η Ερωφίλη ορκίζεται αιώνια πίστη κι ο Πανάρετος
φοβάται το μέλλον. Μόνος του αγωνιά ανάμεσα στον έρωτα και το φόβο του θανάτου.
Η Ασκιά του δολοφονημένου αδερφού του Βασιλιά εμφανίζεται και ορκίζεται εκδίκηση. Ο
Βασιλιάς εξαίρει τη δύναμη και την τύχη του ενώ η Ασκιά υπόσχεται την καταστροφή του.
Χορικό – καταδίκη της δίψας για πλούτο.
Τέταρτη πράξη: η Νένα και ο Σύμβουλος συζητούν: ο Βασιλιάς άκουσε τους εραστές να
μιλούν και φυλάκισε τον Πανάρετο. Ο Σύμβουλος συλλογίζεται τη δύναμη του έρωτα. Ο
έξαλλος Βασιλιάς προειδοποιείται από το Σύμβουλο να ηρεμήσει αλλά μάταια. Η Ερωφίλη
με το Χορό των κορασίδων αντιμετωπίζει το Βασιλιά. Παραδέχεται την ενοχή της,
εγκωμιάζει τις υπηρεσίες του Πανάρετου στο βασίλειο και ικετεύει. Ο Βασιλιάς τα παίρνει
περισσότερο. Ο Σύμβουλος προσπαθεί να αλλάξει γνώμη στο Βασιλιά. Ο Βασιλιάς
μονολογεί για την κηλιδωμένη του τιμή και για εκδίκηση. Ο Πανάρετος εμφανίζεται
δεμένος και υπερασπίζεται τον εαυτό του. Μιλάει για τις υπηρεσίες που προσέφερε και τη
βασιλική του καταγωγή. Ο Βασιλιάς τον διώχνει.
Χορικό – προσευχή στον ήλιο να σβήσει το φως του.
Πέμπτη πράξη: ο Χορός ακούει τα μαρτύρια του Πανάρετου: του ξερίζωσαν τη γλώσσα και
τα μάτι, του έκοψαν τα χέρια και του έβγαλαν την καρδιά για να τα δώσουν στην Ερωφίλη
ως γαμήλιο δώρο. Ο Βασιλιάς ετοιμάζεται να συναντήσει την κόρη του. Η Ερωφίλη
αποχωρίζεται τη Νένα γεμάτη κακά προαισθήματα. Ο Βασιλιάς προσποιείται πως
συμφωνεί με το γάμο και δίνει στην κόρη του το φριχτό δώρο, ικανοποιημένος από τον
πόνο της. Εκείνη τον αποκηρύσσει. Η Ερωφίλη μονολογεί πριν αυτοκτονήσει. Ο Χορός και η
Νένα τη θρηνούν. Ο σκληρός Βασιλιάς ασυγκίνητος σκοτώνεται από τη Νένα και το Χορό
ενώ η Ασκιά εμφανίζεται από τον Άδη. Η Ερωφίλη μεταφέρεται έξω με τιμές.
Χορικό – το πτώμα του Βασιλιά σύρεται έξω από τη σκηνή.
Έμπιστοι: των βασικών προσώπων. Χρειάζονται στην ‘έκθεση’ την αφήγηση της προϊστορίας
της υπόθεσης. Αν δεν υπήρχαν, ο ποιητής θα έπρεπε να κάνει ανασκόπηση γεγονότων σε
μονόλογο που θα ήταν βαρετός ενώ έτσι, οι αναγκαίες πληροφορίες βγαίνουν από ένα
φυσικό διάλογο.
Η τέχνη ενός κλασικίζοντος δραματουργού φαίνεται από το πώς χειρίζεται την ‘έκθεση’ με
ποια τεχνάσματα δημιουργεί ένα ‘φυσιολογικό’ διάλογο όπου τοποθετούνται οι αναγκαίες
πληροφορίες.
Υπάρχει και η δυνατότητα οι πληροφορίες για το παρελθόν να δίνονται σταδιακά κατά τη
διάρκεια του έργου και μάλιστα προς το τέλος. Αυτό λέγεται αναλυτικό δράμα και τέλειο
παράδειγμα είναι ο Οιδίπους Τύραννος.
1. ‘Κατσούρμπος’: του Γεώργιου Χορτάτση, γραμμένο στο τέλος του 16ου αι. μάλλον.
Μεγαλοφυές και ανοικονόμητο, με πολλά πρόσωπα, μικρές σκηνές και έντονη δράση. Είναι
το πρότυπο των κρητικών κωμωδιών. Τον πρόλογο στις κωμωδίες κάνει συνήθως ο Έρωτας
ή η Τύχη. Ο Νικολός αγαπάει την Κασσάντρα, ψυχοκόρη της Πουλισένας που θέλει να την
εκδώσει στο γέρο Αρμένη, από τον οποίο παίρνει λεφτά και φορέματα. Ο Νικολός βρίσκει
επίσης χρήματα, η Κασσάντρα του πετάει χρυσά βραχιόλια που τα στέλνει στην Πουλισένα.
Η Πουλισένα και η γριά Αρκολιά συνομωτούν για να ξεγελάσουν το γέρο Αρμένη. Η άλλη
μεσίτρα όμως, η Αννέζα τα μαρτυρά όλα στον πατέρα του Νικολού και τη γυναίκα του
Αρμένη. Αποκαλύπτεται πως η Κασσάντρα είναι κόρη του Αρμένη, που την είχαν αρπάξει οι
Τούρκοι όταν ήταν μικρή. Οι δυο νέοι παντρεύονται (και στα δικά μας οι λεύτεροι).
Οι καταστάσεις και οι τύποι είναι συμβατικοί. Υπάρχουν στερεότυπες φιγούρες, όχι
χαρακτήρες. Το έργο σώζεται σε ένα και μοναδικό χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης
μαζί με την ‘Πανώρια’. Κάποιες σκηνές του συνδέονται με αντίστοιχες της ιταλικής λόγιας
κωμωδίας. Είναι πεντάπρακτο, πολυπρόσωπο, ανοικονόμητο δραματουργικά και
αθυρόστομο.
Ποιμενικά Δράματα
Η μόδα των ποιμενικών ξεκινά το 1573 με τον ‘Αμύντα’ του Torquato Tasso που
διασκευάζεται αργότερα στα ελληνικά. Το αποκορύφωμα των ποιμενικών ειδυλλίων είναι ο
«Πιστός Βοσκός» του Giambattista Guarini που κατέκτησε την Ευρώπη. Υπάρχει και μια
κρητική μετάφραση αγνώστου, με τίτλο ‘Ο Πιστικός Βοσκός’. Η πλοκή και η δράση τους
τοποθετείται στους βοσκότοπους της αρχαίας Αρκαδίας και είναι παρόμοια: βοσκοί
χτυπημένοι από τον Έρωτα, δύσκολες παρθένες που αντί να κοιτούν τα πρόβατά τους
κυνηγούν στα δάση και λατρεύουν την Άρτεμη χωρίς να σκέφτονται το γάμο. Σάτυροι και
Νύμφες συμπληρώνουν το καστ γύρω από τους απελπισμένους βοσκούς που σκέφτονται
την αυτοκτονία, όταν επεμβαίνει η Αφροδίτη και σώζει την κατάσταση.
‘Πανώρια’ : το μόνο πρωτότυπο κρητικό ποιμενικό έργο. Είναι του Χορτάτση και αρχικά είχε
τον τίτλο ‘Γύπαρης’. Το νέο είναι πως ο Χορτάτσης ειρωνεύεται την ποιμενική μόδα των
ιταλικών αυλών.
Υπάρχουν δυο ερωτευμένοι, ο Γύπαρης και ο Αλέξης. Τα αντικείμενα του πόθου τους είναι
θεραπαινίδες της Άρτεμης και δε θέλουν να παντρευτούν. Η άρνηση σπρώχνει τα αρσενικά
στην αυτοκτονία και τελικά ο Έρωτας μετά από παρέμβαση της Αφροδίτης, τοξεύει τις
βοσκοπούλες κι όλα τελειώνουν καλά.
Ο έρωτας χωρίς ανταπόκριση και ο αμαζονισμός των κοριτσιών αποκαλύπτονται από τον
ποιητή ως ‘φιλοσοφήματα’ μυθολογικά στοιχεία. Υπάρχει αντιδιαστολή της νεολαίας προς
τον κυρ Γιαννούλη, πατέρα της Πανώριας και της μεσίτρας κυρά Φροσύνης που βοηθά τους
νεαρούς. Ο γέρος θέλει τη Φροσύνη, η οποία θρηνεί τα νιάτα της. Πλησιάζουμε στον
ρεαλισμό και τον πανερωτισμό της αναγεννησιακής κωμωδίας. Οι πραγματικοί βοσκότοποι
της Ίδας αντιπαρατίθενται στο μυθολογικό αρκαδισμό. Οι μεζέδες, οι ερωτικές ορέξεις και
το θέμα της προίκας γίνεται αντικείμενο ειρωνείας. Στο Χάνδακα οι βοσκοί δεν ήταν
λογοτεχνική σύμβαση αλλά πραγματικότητα.
Το έργο σώζεται σε τρία διαφορετικά χειρόγραφα. Έχουν διαφορετικούς προλόγους και
ιντερμέδια. Πρόκειται για επτανησιακές αντιγραφές που προορίζονταν για παράσταση.
Το έργο άσκησε επίδραση στη λογοτεχνία του 17ου και 18ου αι.
Θρησκευτικό δράμα
Καθώς δεν υπήρχε θέατρο στο Βυζάντιο, έτσι και στην κρητική δραματουργία δεν υπάρχουν
παραδόσεις ανάλογες με τη Δύση. Υπάρχουν δύο διαλογικά Πάθη του Χριστού:
«Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού
Χριστού», ένας διαλογικός θρήνος της Παναγίας
«Λόγοι Παρακλητικοί εις τα Τίμια και Άγια Πάθη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και
Θρήνος της Υπεραγίας Θεοτόκου» με διαλογικές ρήσεις προσώπων με έναν αφηγητή με
γεγονότα από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο.
«Η Θυσία του Αβραάμ»: από τα πιο δημοφιλή έργα, μικρής έκτασης χωρίς τις πέντε
πράξεις. Μερικοί το αποδίδουν στο Βιτσέντζο Κορνάρο αλλά αυτό δεν έχει αποδειχτεί.
Χρονολογείται μεταξύ 1600 και 1635. Ήταν σημαντική εκδοτική επιτυχία ως λαϊκό βιβλίο το
18ο και το 19ο αι.
Οι βρωμοτυπογράφοι της Βενετίας επενέβησαν στο αρχικό κείμενο και το έκαναν από
θεατρικό κείμενο σε ψυχωφελές ανάγνωσμα, ενώ έδωσαν και τις λίγες σκηνικές οδηγίες
που υπάρχουν. Πάντως, παιζόταν μέχρι τον 20ο αι.
Η υπόθεση ακολουθεί την Παλαιά Διαθήκη με έμφαση στο ρόλο της Σάρας. Ένας άγγελος
ξυπνά τον Αβραάμ λέγοντας πως πρέπει να θυσιάσει το γιό του Ισαάκ σε βουνό. Ο Αβραάμ
στενοχωριέται αλλά υποτάσσεται. Η Σάρα τον κάνει να τα ξεράσει όλα και θρηνεί
σπαρακτικά ώσπου να ενδώσει και αυτή. Ξυπνάνε τον Ισαάκ και ξεκινάνε αφήνοντας πίσω
τη Σάρα με δυο υπηρέτριες. Οι δούλοι προσπαθούν να αλλάξουν γνώμη στον Αβραάμ αλλά
αυτός, ντουβάρι. Ανεβαίνει με το γιό του στο βουνό και του λέει τα μαύρα μαντάτα. Ο
Ισαάκ αντιστέκεται αλλά όταν μαθαίνει πως η μητέρα του γνωρίζει τα καθέκαστα
υποτάσσεται και αυτός. Την τελευταία στιγμή εμφανίζεται ο Άγγελος, συγχαίρει την πίστη
του Αβραάμ και του λέει πως ο θεός άλλαξε γνώμη. Πατέρας και γιος παίρνουν το δρόμο
του γυρισμού, ενώ ένας δούλος τρέχει να το πει στη Σάρα. Επιστρέφουν όλοι και δοξάζουν
τον Κύριο.
Μιλάμε για ποιητικό αριστούργημα. Συγκινεί με την ανθρωπιά του, την οικογενειακή αγάπη
και θέρμη, πράγματα που δε συναντάμε στη δυτική Ευρώπη. Κινείται στη σφαίρα του
ουμανισμού με έκδηλο το ενδιαφέρον για τον άνθρωπο και την ψυχολογία του. Το γεγονός
πως ο Αβραάμ και η οικογένειά του δεν δέχονται αδιαμαρτύρητα τη θυσία δίνει ξεχωριστό
φιλοσοφικό βάθος. Αφού ο καθένας φτάνει μετά από αγώνα στην απόφαση να
συμμορφωθεί με τη θεϊκή βούληση, η θυσία δε χρειάζεται πια, γιατί την έχει πράξει ο
καθένας μέσα του. Η δοκιμασία δεν εκτελείται με τυφλή υπακοή αλλά σε ψυχολογικό
επίπεδο, με αυτοσυνείδηση και ευθύνη. Το ψυχικό βάθος η υπέροχη ποίηση και η
στιχουργική, απομακρύνουν το έργο από τα αντίστοιχα της δύσης.
Το ξαναλέμε, υπήρξε δημοφιλέστατο έργο.
Τα Ιντερμέδια
«Ενδιάμεσες παραστάσεις», ανεξάρτητα μικρά δράματα ανάμεσα στις πράξεις μιας
παράστασης ή σε ξεχωριστές. Το είδος εξελίσσεται κυρίως στην Ιταλία του 16ου αι. και
είναι το κύτταρο της όπερας. Είναι μικρής έκτασης, με μικρή υπόθεση και πλαισιώνονται
από πολεμικά μπαλέτα και σκηνικές μάχες, χρήση φωνητικής και ενόργανης μουσικής και
οπτικών στοιχείων που απαιτούν μηχανές. Το ίδιο συμβαίνει με τα ιντερμέδια του κρητικού
θεάτρου. Τα θέματά τους είναι ανεξάρτητα από τα δράματα στα οποία ανήκουν και κάποτε
στοιχειοθετούν μια ενότητα από τέσσερα. Γράφονται για συγκεκριμένες παραστάσεις, είναι
ανεξάρτητο ρεπερτόριο και μπορούν να αλλάξουν. Είναι δύσκολο να χρονολογηθούν γιατί
είναι ξεχωριστά των έργων.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να κατηγοριοποιήσουμε τα 18 ιντερμέδια του κρητικού
θεάτρου.
Α) κατά θεματολογικό κύκλο (μυθολογία, Τρωικός Πόλεμος, Σταυροφορίες)
Β) κατά το ιταλικό πρότυπο
Γ) κατά δραματουργικό τύπο ανάλογα με την έκταση, τη δραματική και ποιητική τους υφή:
1. λυρικός ρητορικός τύπος χωρίς σκηνικές απαιτήσεις
2. θεαματικός τύπος με έντονη σκηνική δράση. Υπάρχουν αξιοσημείωτα μηχανικά εφέ όπως
το νέφαλο (σκηνικό νέφος που ανεβαίνει και κατεβαίνει – άτιμη κοινωνία) ο Δούρειος
Ίππος κ.α.
Η έκτασή τους είναι από 34 – 224 στίχους, μοιράζονται σε διάφορα έργα και χειρόγραφα.
Υπήρχαν και μουσικά ιντερμέδια, ή ιντερμέδια απαγγελίας ποιημάτων.
Ιντερμέδια υπήρχαν και στη βενετοκρατούμενη Κρήτη και εκτός θεατρικής παράστασης,
μάλιστα με τη χρήση ειδικών για την εποχή εφέ.
Κατά τη διάρκεια της Αντιμεταρρύθμισης συναντάμε συχνά το θεματικό κύκλο των
Σταυροφοριών, με κυρίαρχο το θρησκευτικό στοιχείο. Επίσης, το έντονο μουσικό και
χορευτικό στοιχείο δείχνουν πως τα ιντερμέδια λειτουργούσαν ως υποκατάστατα της
όπερας.
Άγνωστα έργα
Λίγα πράγματα σώζονται από την πραγματική κρητική δραματουργία.
«Φιορεντίνος και Ντολτσέτα» : διαλογικές σκηνές που σώζονται προφορικά στην Κρήτη και
στο Αιγαίο κι εμφανίζονται πάρα πολλές παραλλαγές. Πρόκειται για παραμύθι που υπάρχει
και ως ‘νουβέλα’ στην αναγεννησιακή ιταλική λογοτεχνία από όπου και προέρχεται.
Το κείμενο της παράστασης έχει μεταφερθεί προφορικά, κάτι αρκετά μοναδικό.
2.2.3 Οι δραματουργοί
Γεώργιος Χορτάτσης : «Ερωφίλη», «Πανώρια», «Κατζούρμπος». Ο επιφανέστερος της
εποχής του αλλά εμείς λίγα πράγματα ξέρουμε για αυτόν. Μάλλον πρόκειται για τον αστό
Γεώργιο Χορτάτση του Ιωάννη (υπήρχαν άλλοι 10 με το ίδιο όνομα) που έζησε από το 1542
έως το 1610. υπήρξε γραμματικός του ευγενή Ματθαίου Καλλέργη αλλά αυτό είναι
ανεπιβεβαίωτο (και τι το γράφεις ρε Βάλτερ, για να μας ταλαιπωρείς?) Υπάρχει πιθανότητα
να ήταν μέλος της Ακαδημίας τον Vivi (ζωηρών) του Ρεθύμνου που μπορεί να ανέβαζε
παραστάσεις.
Ιωάννης Ανδρέας Τρωΐλος : «Βασιλεύς Ροδολίνος»
Μάρκος Αντώνιος Φόσκολος : «Φορτουνάτος»
Βιτσέντζος Κορνάρος : «Ερωτόκριτος», «η θυσία του Αβραάμ» - δεν έχει επιβεβαιωθεί.
2.2.5 Οι παραστάσεις
Η θεατρική δραστηριότητα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη εντάσσεται σε διάφορες
δραστηριότητες: Ακαδημαϊκών, στρατιωτικών, του κλήρου, των πλούσιων αστών, σε πιο
φτωχά σπίτια, σε ανοιχτούς δρόμους.
Οι παραστάσεις είναι ερασιτεχνικές και τους γυναικείους ρόλους υποδύονταν οι άνδρες. Ως
ευκαιρίες ανεβάσματος παράστασης ήταν το καρναβάλι, οι εορταστικές εκδηλώσεις των
Ακαδημιών, υψηλές επισκέψεις, αναχωρήσεις και αφίξεις προσωπικοτήτων κ.α.
Οι παραστάσεις έχουν αστικό, αριστοκρατικό ή στρατιωτικό χαρακτήρα. Δεν είναι λαϊκό
θέατρο της υπαίθρου αν και δεν αποκλείεται η παρουσία απλού λαού. Οι ενδείξεις
δείχνουν πως γίνονταν αργά το απόγευμα πριν το δείπνο και η χρηματοδότηση στηρίζεται
σε μαικήνες, δεν υπάρχει καταγεγραμμένη έκκληση οβολού.
Το κοινό ποικίλλει ανάλογα με τις ευκαιρίες και τους χώρους της παράστασης, πιο ανοιχτό
στις δημόσιες παραστάσεις, κλειστό στις ιδιωτικές.
Ως προς τα σκηνικά, τη σκηνογραφία και τις σκηνικές μηχανές τα περισσότερα έργα μάλλον
παρουσιάζονταν σε αυτό που περιγράφει ο Sebastiano Serlio: είναι στερεότυπα και ίδια για
τα τρία είδη της κλασικίζουσας δραματουργίας: τελάρα σε κεντροαξονική προοπτική. Τα
σπίτια δεξιά κι αριστερά αφήνουν μικρά σοκάκια ενώ η προοπτική του δρόμου περιορίζεται
από την πρόσοψη παλατιού (τραγωδία) ή αστικού σπιτιού (κωμωδία).
Όλα αυτά είναι ζωγραφισμένα, ο χώρος της υποκριτικής είναι το προσκήνιο, ρηχό και
φαρδύ.
Τα σκηνικά δεν πρέπει να είναι ιδιαίτερα πολυτελή, ειδικά στις δημόσιες παραστάσεις.
Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε τους ταλαντούχους κρητικούς ζωγράφους και το
καλλιεργημένο κοινό.
Το γεγονός πως υπήρχαν ιντερμέδια, αποδεικνύει τη δυνατότητα αλλαγής του σκηνικού.
Για το υποκριτικό ύφος κάνουμε υποθέσεις μέσα από όσα δείχνουν οι σκηνικές οδηγίες.
Οι τραγωδίες και τα ποιμενικά δράματα βασίζονται κυρίως στην απαγγελία στίχων, τα
σκηνικά δρώμενα είναι λίγα, το υποκριτικό ύφος μάλλον στατικό. Οι κωμωδίες είναι πιο
πλούσιες από άποψη χειρονομιών και μιμικών εκφράσεων. Οι κωμικοί πρέπει να έχουν μια
ευκινησία. Οι ερασιτέχνες παίζουν χωρίς προσωπίδα.
Η παρουσία επαγγελματικών ιταλικών θιάσων στην Κρήτη είναι μάλλον απίθανη. Οι θίασοι
ήταν μάλλον μικροί.
Για τα κοστούμια δεν ξέρουμε πολλά, υποθέτουμε όμως μια κάποια πολυτέλεια στην
τραγωδία και το ποιμενικό δράμα. Τα σκηνικά είναι λίγα στην τραγωδία, περισσότερα στο
δράμα.
Canevas ή καμβάς: το σενάριο της commedia dell’ arte στο οποίο για κάθε διάλογο ορίζεται
ποιος είναι επί σκηνής, ποιος μιλάει σε ποιόν, σημειώνεται το θέμα και η έκβαση του
διαλόγου αλλά όχι τα ίδια τα λόγια, που παραμένουν αυτοσχεδιαζόμενα, έμπνευση της
στιγμής αλλά και αποτέλεσμα της ρουτίνας και της εμπειρίας των ηθοποιών.
Ο Μολιέρος πήρε θέματα και κωμικούς τύπους από τους Ιταλούς που με τη σειρά τους τον
μιμήθηκαν προκειμένου να εκγαλλίσουν το ρεπερτόριό τους. Έτσι, όταν αναγκάστηκαν να
εγκαταλείψουν το Παρίσι και γύρισαν στην Ιταλία (1696) έφεραν ανακατωμένα τμήματα
του ρεπερτορίου του Μολιέρου που αφομοιώθηκαν από το χωνευτήρι της commedia dell’
arte. Τα πολλά σενάρια που σώζονται είναι ένα ελάχιστο δείγμα της μεγάλης θεατρικής
δραστηριότητας του 17ου αι. στην αυτοσχέδια κωμωδία. Τέτοιου είδους επιρροές είχε ο
Κατσαΐτης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
3.1 Η Θεατρική παράδοση στο Ιόνιο και στο Αιγαίο
Τα χρόνια της Επανάστασης δεν ήταν και η καλύτερη ευκαιρία να αναπτυχθεί το θέατρο.
Ακόμα και μετά την απελευθέρωση οι συνθήκες ήταν αντίξοες. Η Αθήνα παρέμεινε
ασήμαντη μέχρι το τέλος του 19ου αι. Οι εξελίξεις διαδραματίζονται στην Ερμούπολη, στα
Επτάνησα, στις παροικίες και στην Πόλη.
Υπάρχει όμως μια ένδειξη : ο Νικηταράς ζήτησε το 1823 την άδεια να μετατρέψει ένα τζαμί
σε θέατρο. Υπήρχε δηλαδή η πεποίθηση πως το θέατρο μορφώνει, διδάσκει, διορθώνει και
μυεί το θεατή στην εθνική ιστορία.
Παραστάσεις ανεβαίνουν στην Τήνο, τη Σαντορίνη και την Πάρο, αλλά η πολλή δουλειά
γίνεται στις περιοχές που αναφέραμε παραπάνω.
3.1.1 Επτάνησα
Η πολιτική αστάθεια του 19ου αι διακόπτει τη θεατρική ζωή που επανήρθε με την
Αγγλοκρατία. Οι επιδράσεις εξακολουθούν να είναι ιταλικές.
Ζάκυνθος
1813: Ιδρύεται το θέατρο Teatro dei Filopatrii που υπήρχε μέχρι το 1821 κι έπαιζε μόνο
ιταλικό ρεπερτόριο. Από εκεί ξεκίνησε η παράδοση της ιταλικής όπερας στο νησί. Το 1817
ιδρύεται ο θίασος Nobile Societa Filodramatice del Zante που επιβιώνει μέχρι την
Επανάσταση. Οι πληροφορίες μας λένε πως έπαιζαν κάθε βδομάδα και κάθε δεύτερη είχαν
πρεμιέρα. Οι πρόβες ήταν καθορισμένες κι απαγορεύονταν οι θεατές.
1822: Teatro Adam. Λειτούργησε μέχρι το 1831 με ερασιτεχνικό θίασο κι ονομάστηκε έτσι
προς τιμήν του Άγγλου κυβερνήτη. Από το 1831 και μετά ανεβάζει και ελληνικό ρεπερτόριο,
όπως ο ‘Χάσης’ και ο ‘Βασιλικός’.
1836: χτίζεται το Teatro Apollon κι αρχίζει η χρυσή εποχή της ιταλικής όπερας.
1843: Teatro dei Parnassiani: με ερασιτεχνικό θίασο στον οποίο προσχωρεί αργότερα ο
Διονύσιος Ταβουλάρης. Το ρεπερτόριο είναι ελληνικό. Οι θεατές απαγορεύεται να φορούν
καπέλο, να πίνουν, να τρώνε ή να καπνίζουν μέσα στο θέατρο. Απαγορεύεται η διακοπή της
παράστασης από χειροκροτήματα, φωνές και τσακωμούς. Οι ταραξίες απομακρύνονται και
σε περίπτωση επανάληψης μένουν για ένα μήνα εκτός θεάτρου. Απαγορεύεται η ρίψη
λουλουδιών, γλυκών ή χρημάτων και δεν επαναλαμβάνονται άριες.
1871: Χτίζεται το Δημοτικό Θέατρο Φώσκολος σε σχέδια του Ε. Τσίλλερ. Καταστράφηκε στο
σεισμό του 1953.
Κεφαλονιά
Θέατρο έχουμε στο Αργοστόλι και το Ληξούρι. Το ελληνικό πατριωτικό δράμα είναι πιο
έντονο από την ιταλική όπερα.
Θέατρο του Σπυρίδωνος Μπερέτα: το πρώτο θέατρο στο Αργοστόλι. Έχουμε μόνο τα σχέδιά
του. Εκεί έδρασε ερασιτεχνικός θίασος με ιταλικό ρεπερτόριο μεταφρασμένο στα Ελληνικά.
Ληξούρι: εκεί διασκευάζεται η οικία του Αλεξάνδρου Σολωμού ως θέατρο. Εδώ έδρασε ο
πρώτος επαγγελματικός θίασος της Κεφαλονιάς, με ιταλικές όπερες. Εκεί εμφανίστηκαν και
ιταλικοί θίασοι μελοδράματος. Το μακροβιότερο θέατρο ήταν το ‘Κέφαλος’ από το 1858
έως το 1943. Τόσα κτίρια αποδεικνύουν την ένταση της θεατρικής ζωής στα Επτάνησα του
19ου αι.
Κέρκυρα
Στα τέλη του 19ου αι. χτίζεται το Δημοτικό Θέατρο Κέρκυρας, το επιβλητικότερο των
Επτανήσων μέχρι τους γερμανικούς βομβαρδισμούς το 1943.
Η θεατρική ζωή της Κέρκυρας ξεκινάει με την Αγγλοκρατία όπου ανεβαίνουν διάφορες
παραστάσεις. Κατά την Επανάσταση ανεβαίνουν όπερες από ιταλικό θίασο. Βασικός
συντελεστής ο Κωνσταντίνος Κυριακού – Αριστίας. Όταν εκείνος πηγαίνει στο Βουκουρέστι
οι ελληνικές παραστάσεις σταματούν ως το 1832. Αργότερα οι μαθητές της Ιόνιου
Ακαδημίας ανεβάζουν τραγωδίες στα αρχαία. Η μόδα της όπερας επανέρχεται.
Πάτρα
Η πρώτη παράσταση γίνεται σε καφενείο από Γάλλους στρατιώτες το 1829. Το θέατρο ως
θεσμός εδραιώνεται γύρω στο 1850. Fun του ιταλικού μελοδράματος είναι κυρίως οι
Επτανήσιοι έμποροι. Πέρα από τις παραστάσεις, υπάρχουν και θεάματα όπως
ταχυδακτυλουργοί, χοροί, μεταμφιέσεις κ.α. Το ξύλινο παράπηγμα που εξυπηρετούσε όλα
αυτά γίνεται το 1871 το Δημοτικό θέατρο Απόλλων σε σχέδια του Τσίλλερ.
{Το 19ο αι. η διαφορά μεταξύ Γρηγοριανού και Ιουστινιάνιου Ημερολόγιου είναι 12 ημέρες.
Οι ελληνικές πηγές αναφέρουν το παλαιό, οι ξένες το νέο.}
3.3.2 Κωμωδία
Η ελληνική κωμωδία του 19ου αι. είναι κυρίως πολιτική αλλά στηρίζεται στην κωμωδία
ίντριγκας με τις παρεξηγήσεις, μπερδέματα ταυτότητας, επιστολές που αλλάζουν τα
δεδομένα, μια παλαβομάρα τέλος πάντων. Πέρα από τη Βαυαρία, η θεματολογία
ασχολείται με την ξενοκρατία, τη ρευστή πολιτική κατάσταση, τον αποπροσανατολισμό της
αστικής τάξης κα.
Η κοινωνική σάτιρα των Επτανήσων του 18ου αι. είναι ηθογραφική και αυτοκριτική,
χαρακτηριστικά που αποκτήθηκαν κατά την Αγγλοκρατία. Κατά τη βαυαρική Αντιβασιλεία
οι κωμωδίες γίνονται περισσότερο πολιτικές αν και εμφανίζονται κάποιες στα χνάρια του
Μολιέρου και του Γκολντόνι για να καταλήξουν στο κωμικό μονόπρακτο και το
κωμειδύλλιο.
Το γλωσσικό ζήτημα είναι το έναυσμα για να παρουσιαστούν θεατρικοί τύποι που μιλούν
τοπικό ιδίωμα. Ο Δημήτριος Κωνσταντίνος Χατζηασλάνης ή Βυζάντιος έγραψε το
επιτυχημένο ‘Βαβυλωνία’ που ασχολείται με αυτό το θέμα. Οι άλλες του κωμωδίες δε
γνώρισαν την ίδια επιτυχία.
Κύριος εκπρόσωπος της πολιτικής κωμωδίας ηθών είναι ο Μιχαήλ Χουρμούζης, που
εκτέλεσε και χρέη βουλευτή πριν αποσυρθεί στην πατρίδα του την Κωνσταντινούπολη. Η
αξία του αναγνωρίστηκε πρόσφατα.
Η εξέλιξη της κωμωδίας καθορίστηκε από το μονόπρακτο – φάρσα, μια μεταφορά γαλλικών
ή και ιταλικών προτύπων, όπως και από τη στροφή στην ηθογραφική και αγροτική
θεματολογία, με την καλλιέργεια της αγροτικής κωμωδίας των διαλεκτικών τύπων.
3.5.1 Το μονόπρακτο
Ο σημαντικότερος νεωτερισμός είναι η καθιέρωση της μονόπρακτης κωμωδίας στο τέλος
κάθε παράστασης. Η αρχή γίνεται με την ‘Κόρη του Παντοπώλου’ του Άγγελου Βλάχου, μια
σάτιρα των κοριτσιών που ονειρεύονται έρωτες τύπου Άρλεκιν και πέφτουν θύματα
απατεώνων. Με αυτό το έργο καθιερώνεται η ‘χυδαία’ γλώσσα στη σκηνή. Αυτός ο θεσμός
απαιτεί παρουσίαση όλο και περισσότερων έργων από τα μπουλούκια ενώ η εξέλιξή του
είναι το κωμειδύλλιο.
Υπάρχει άλλος ένας δρόμος της κωμωδίας, αυτός της πολιτικής κωμωδίας, πάνω στα
πρότυπα του Χουρμούζη και άλλων. Η εξέλιξη αυτών είναι το κωμειδύλλιο και ο
Καραγκιόζης.
Η μονόπρακτη κωμωδία προσέφερε επιπλέον υποκριτικές ικανότητες στους ηθοποιούς
γιατί εντρυφούσαν στην καθομιλουμένη και τον καθημερινό βίο.
3.5.4 Κωμειδύλλιο
Η λογοτεχνική γενιά του 1880 χαρακτηρίζεται από τη στροφή της εθνικής ταυτότητας από
την αρχαιότητα και το Βυζάντιο στο σύγχρονο λαϊκό πολιτισμό. Το θέατρο οδηγείται κι αυτό
σε ένα νέο είδος με δυο εκδοχές:
- Κωμειδύλλιο : το κύριο στίγμα του δεν είναι μόνο η θεματολογία της υπαίθρου αλλά η
χρήση της μουσικής και του τραγουδιού. Αυξημένη χρήση μουσικής παρατηρείται μετά το
1870 τόσο στη μουσική επένδυση μονόπρακτων, όσο και στη διάδοση του Vaudeville
(γαλλικά επιτραπέζια σατιρικά τραγούδια που το 18ο αι. έγιναν μελοποιημένες
φαρσοκωμωδίες με τη συμμετοχή του κοινού. Το 19ο αι. συγγενεύει με την οπερέτα αλλά
έχει πιο ανοιχτή δομή) της οπερέτας και του βαριετέ (= ποικιλία, ανταποκρίνεται στη δομή
της επιθεώρησης, έχει ακροβατικά, χορό κλπ).
Η γραφικότητα της ελληνικής επαρχίας παρέσερνε το κοινό στη νέα ελληνική ταυτότητα,
τον ελληνικό πολιτισμό. Υπήρξαν ηθοποιοί που ειδικεύτηκαν σε αυτό το είδος ενώ
καθιερώθηκε μια διαλεκτική τυπολογία σκηνικών χαρακτήρων που θα συναντήσουμε και
αργότερα.
- Δραματικό ειδύλλιο: έχει τις ίδιες ιδεολογικές, αισθητικές και κοινωνικές προδιαγραφές.
Θα οδηγήσει στο πατριωτικό δράμα που με το Μακεδονικό Ζήτημα φτάνει σε νέα
κορύφωση.
Με την εμφάνιση της επιστήμης της λαογραφίας, οι αστοί ενδιαφέρονται για τις ‘πατρίδες’
της υπαίθρου, τους γραφικούς τοπικούς τύπους, το couleur locale του λαϊκού πολιτισμού.
Όλα αυτά εκλαμβάνονται ως ‘νατουραλιστική’ εικόνα της πραγματικότητας.
Η εισβολή του γαλλικού νατουραλισμού συμπίπτει με την καθυστερημένη πρόσληψη του
ευρωπαϊκού ρεαλισμού που συμφύει αυτές τις δυο τάσεις που μπορεί να είναι συγγενικές
στη στόχευση, διαφέρουν όμως στα μέσα καταγραφής, στη θεματολογία και στην
ιδεολογική τους φόρτιση.
Κωμειδύλλιο και δραματικό ειδύλλιο ανήκουν στο ρεαλισμό γιατί η γραφικότητά τους έχει
μια τάση ωραιοποίησης που είναι ξένη προς τον απομυθοποιητικό νατουραλισμό.
3.5.5 Επιθεώρηση
Εμφανίζεται το 1894 με το ‘Λίγο απ’ όλα’ και το ‘Αι Υπαίθριαι Αθήναι’. Η ακμή της διαρκεί
από το 1905 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή και το σοβαρό θέατρο περιορίζεται στους
κύκλους των διανοούμενων και τις φιλοδοξίες των θιάσων.
Η επιθεώρηση είναι ανοιχτό είδος με σειρά από νούμερα που σχολιάζουν την επικαιρότητα
σατιρίζουν την πολιτική, έχουν χορευτικά και φαντασμαγορικά στοιχεία, έχουν έντονο
πατριωτισμό ενώ από το 1910 και ύστερα διαθέτουν και δόση ερωτισμού. Η παλαιά
επιθεώρηση ήταν πραγματικός κοινωνικός σχολιασμός για τα τρέχοντα γεγονότα και
καθρέφτιζε τις αξίες, τις συμπεριφορές, τα ήθη και τα έθιμα.
Είναι μετεξέλιξη του κωμειδυλλίου, έχει ανοιχτή δομή και ανεξάρτητα νούμερα που
συνδυάζει ένας κομπέρ = παρουσιαστής. Οι συγγραφείς της υπηρετούν όλα τα θεατρικά
είδη.
Με την επιθεώρηση μπαίνουμε σε μια νέα εποχή για τον επαγγελματισμό στο πρακτικό
θέατρο. Δεν πρόκειται πια για τα μπουλούκια και το ρεπερτόριό τους, αλλά για νέους
τρόπους συνεργασίας πολλών καλλιτεχνών. Τα νούμερα, τα μπαλέτα και η μουσική
απαιτούν νέα σύνολα και μορφή σκηνοθεσίας, που βρίσκεται στα πρώτα της βήματα με το
Θωμά Οικονόμου και τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο. Στην άλλη άκρη βρίσκονται οι θίασοι
‘ποικιλιών’ που μοιάζουν περισσότερο με τσίρκο.
Από τότε αρχίζει η διχοτόμηση του ελληνικού θεάτρου. Το ελαφρό εμπορικό και η σοβαρή
δραματογραφία. Το χάσμα κλείνει μετά το Β’ Παγκόσμιο και πολλοί σημαντικοί θεατρικοί
συγγραφείς καθυστέρησαν να βρουν το δρόμο προς τη σκηνή.
3.7.1 Φασουλής
Για την καταγωγή του έχουμε δυο πιθανότητες:
1. εξελίχθηκε από είδωλα και ομοιώματα που χρησιμοποιούνται σε εθιμικές εκδηλώσεις ή
2. πρόκειται για μεταφορά από την Ιταλία και το εκεί κουκλοθέατρο
η ύπαρξη Ιταλών κουκλοπαιχτών επιβεβαιώνεται το 19ο αι. στα Επτάνησα. Στην Αθήνα
εμφανίζονται το 1870 και ακμάζει μεταξύ 1890-1910 όταν μεσουρανούν ο Καραγκιόζης και
ο κινηματογράφος.
Τεχνικά, η κούκλα (ή ανδρείκελο) έχει κεφάλι και άνω άκρα από σκαλισμένο ξύλο και σώμα
από ύφασμα, κούφιο από μέσα για να μπαίνει το χέρι του κουκλοπαίχτη ο οποίος κινεί με
τα δάχτυλά του τα χέρια και το κεφάλι της κούκλας.
Ο Φασουλής ως κούκλα είναι το χάλι του. τις φωνές των προσώπων μιμούνται ένας ή δυο
κουκλοπαίχτες με τσιριχτή φωνή. Η σκηνή είναι μικρή και αλλάζει εύκολα, υπάρχουν
σκηνικά αντικείμενα και φωτίζεται από λάμπες. Συνοδεύεται από μουσική για τους χορούς
που χορεύουν οι κούκλες. Σε πανηγυρικές παραστάσεις καίγονται και βεγγαλικά.
Οι παραστάσεις αναγγέλλονται στον Τύπο ή από έντυπα προγράμματα.
Για το Φασουλή δεν έχουμε πολλές πηγές. Ξέρουμε πάντως πως ήταν το ίδιο σημαντικός με
το θέατρο Σκιών.
Υπάρχει μια αποκριάτικη εκδοχή με εθιμική και γονιμολατρική καταγωγή που κατά καιρούς
απαγορευόταν από την Πολιτεία και μια άλλη όπου επώνυμοι κουκλοπαίχτες παρουσίαζαν
πλούσιο ρεπερτόριο έργων. Κέρδιζαν πολλά κι έστηναν τη σκηνή τους σε δρόμους, πλατείες
και καφενεία.
Δεν γράφτηκαν ποτέ ειδικά κείμενα για το Φασουλή, ο λόγος ήταν αυτοσχέδιος. Σήμερα
σώζονται πάνω από 200 τίτλοι έργων και μερικά ήταν πολύ καλά.
Στις παραστάσεις αναφέρεται και η επικαιρότητα, υπάρχουν κωμωδίες και κάποιες
τραγωδίες. Οι υποθέσεις επικεντρώνονται στην εξυπνάδα ή τη βλακεία του πρωταγωνιστή
και γενικά στο χαρακτήρα του.
Κορυφαίος ήταν ο Χρήστος Κονιτσιώτης με δράση από το 1839 έως το 1928. Έπαιζε
μολιερικές κωμωδίες, έργα του Γκολντόνι σε παραλλαγές και μυθιστορηματικές περιπέτειες
της εποχής. Υπήρξε σοβαρός ανταγωνιστής των μπουλουκιών.
3.7.2 Καραγκιόζης
Εμφανίζεται το 1890 εξελληνισμένο. Δημιούργησε τις στερεότυπες κωμικές φιγούρες που
αντανακλούν την ηθογραφία της εποχής. Ο λεβέντης Μπάρμπα Γιώργος, ο σιορ Διονύσιος,
ο Ομορφονιός κ.α. Ο Καραγκιόζης ήταν το μεγαλύτερο σε αριθμό θεατών λαϊκό θέατρο των
αρχών του 20ου αι.
Στην Ελλάδα ήταν γνωστός και παλαιότερα στην οθωμανική του μορφή. Τον γνώριζαν
επίσης τα Βαλκάνια και οι Φαναριώτες και σε πολλές πόλεις παραμένει μέχρι τις
παραμονές του Β’ Παγκόσμιου.
Με την προσάρτηση της Ηπείρου το 1881 εμφανίζονται καραγκιοζοπαίχτες που δίνουν
ηρωικές παραστάσεις με πραγματικούς και φανταστικούς καπετάνιους του 1821 και
ελληνική θεματολογία (Ο Μεγαλέξανδρος και το καταραμένο φίδι). Η ελληνική αυτή ένταξη
πρέπει να έγινε στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο, το πιθανότερο στα αστικά Γιάννενα.
Το δεύτερο βήμα έγινε στην Πάτρα από το Δημήτριο Σαρντούνη ή Μίμαροτο 1890.
Δημιουργούνται οι χαρακτήρες του μπάρμπα Γιώργου, του σιορ Διονύσιου και του
Σταύρακα. Τα νέα έργα δίνουν ένα μωσαϊκό της ζωντανής και ιστορικής πραγματικότητας,
αποτελούν μια νεοελληνική λαϊκή μυθιστορία από το Μέγα Αλέξανδρο μέχρι το 1821 κι από
τους τσοπάνους ως τον υπόκοσμο των πόλεων.
Η παράσταση απευθύνεται σε όλους και λειτουργεί ως αναφορά παραδοσιακών θεμάτων
του λαϊκού πολιτισμού, επιβεβαίωση των παραδοσιακών αξιών, πολιτική σάτιρα, κοινωνική
κριτική, επικαιρότητα. Επειδή το θέατρο είναι αυτοσχέδιο, το κοινό επεμβαίνει και ο
καραγκιοζοπαίχτης προσανατολίζει ανάλογα την παράσταση. Έτσι η παράσταση γίνεται
προϊόν λαϊκής συνδημιουργίας, όπως και στο δημοτικό τραγούδι. Αυτό εξασφάλισε τη
μεγάλη απήχηση του Καραγκιόζη που κράτησε μέχρι τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου
Πολέμου. Υπάρχει και σήμερα αλλά διαφορετικός.
Καρναβάλι = carne vale = αποχαιρετισμός στην κρεοφαγία, όπως και το από – κρέως στα
ελληνικά. Μιλάμε για την εβδομάδα της Τυρινής και τη νηστεία της Σαρακοστής.
Το αστικό καρναβάλι είναι μεταφορά της Αποκριάς δυτικού τύπου στην Ελλάδα. Στα παλαιά
Επτάνησα, το πρότυπο ήταν το βενετσιάνικο καρναβάλι που συνδέεται με χορούς και
θεατρικές παραστάσεις. Στο καρναβάλι συμμετείχαν και γυναίκες, μεταμφιεσμένες με την
‘μπαούτα’, τη μαύρη ημιπροσωπίδα. Η μάσκα είχε γίνει τόσο της μόδας που οι γυναίκες τη
φορούσαν όλο το χρόνο, ακόμη και μέσα στην εκκλησία. Η ανωνυμία πίσω από τη μάσκα
έδινε αφορμή για πειράγματα μεταξύ ανδρών και γυναικών αλλά και για πολιτικούς
φόνους.
Προς τα τέλη του 19ου αι. το καρναβάλι δυτικού τύπου επικρατεί σε όλα τα αστικά κέντρα.
Σερπαντίνες, παλιάτσοι, μεταμφιέσεις, χοροί… ακόμα και στα τουρκοκρατούμενα μέρη
όπως τα Γιάννενα ή η Κόνιτσα γινόταν παρέλαση αρμάτων. Το προβάδισμα σε αυτό το
είδος το κατέχει από το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά η Πάτρα.
Η πιο λαμπρή αθηναϊκή Αποκριά συμπίπτει με την οικονομική άνθηση της πρωτεύουσας
από το 1880 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή κι έχουμε αρκετές περιγραφές. Ήταν και μια
έκφραση της εύπορης αστικής τάξης, όπως η όπερα. Πιο λαϊκό χαρακτήρα είχαν τα
‘κούμουλα’ που γίνονταν στους στύλους του Ολυμπίου Διός.
Οφείλουμε να αναφέρουμε τις ‘ομιλίες’ στην Κεφαλονιά και στη Ζάκυνθο, που ανάγονται
στο κρητικό και επτανησιακό θέατρο, έχουν όμως επηρεαστεί από την Comedia dell’ arte.
Ο όρος ‘ομιλία’ ίσως αντιδιαστέλλει σκηνές με διαλογικό χαρακτήρα από σκηνές
παντομίμας.
Υπήρχαν τέτοια βουβά θεάματα (tableaux vivants) όπως ο κινέζικος γάμος, η προίκα και
άλλα. Οι ‘ομιλίες’ παριστάνονταν κατά το καρναβάλι σε πόλεις και χωριά, πάνω σε πατάρι,
με ημιπροσωπίδα και τραγουδιστή μακρόσυρτη απαγγελία. Τα έργα υπάρχουν σε
χειρόγραφα. Νέα έργα γράφονται επί Αγγλοκρατίας ενώ αργότερα παίζονται και δραματικά
ειδύλλια. Τον 20ο αι. δραματοποιούνται ρομάντζα και λαϊκά αναγνώσματα. Ελάχιστα από
αυτά έχουν εκδοθεί. Τα περισσότερα είναι ολιγοπρόσωπα.
«Χρυσαυγή» : ο ερωτευμένος Αλέξης απάγει τη Χρυσαυγή χωρίς να συναντήσει αντίσταση.
Πιάνονται και δικάζονται αλλά τελικά αθωώνονται και παντρεύονται.
«Κρίνος»: ο Βασιλιάς αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του Ανθία με τον Αρμένη. Η Ανθία
όμως τα έχει με τον Κρίνο κι αποφασίζουν να φύγουν. Η παραμάνα της Ανθίας τους δίνει
στο Βασιλιά. Στη δίκη που ακολουθεί, οι νέοι αθωώνονται και παντρεύονται.
«Πιστή Δάφνη»: η πιστή σύζυγος σώζει τον άντρα της από τους πειρατές, παρόλο που ο
πεθερός αρνείται να πληρώσει τα λύτρα.
Διαπιστώνουμε κοινά ανάμεσα στις παραστάσεις αυτές και στις λαϊκές της ‘Ερωφίλης’ στη
δυτική και κεντρική Ελλάδα. Ένας λόγος για αυτή τη σύνδεση είναι ότι Ζακυνθινοί και
Κεφαλονίτες πήγαιναν τα καλοκαίρια να εργαστούν στις σοδιές της Ηπείρου, της Στερεάς
Ελλάδας και της Θεσσαλίας. Αυτοί πρέπει να μετέφεραν τις παραλλαγές της Ερωφίλης.
Συχνά επίσης παιζόταν και η ‘Θυσία του Αβραάμ’.
‘Γκιόστρα’: το κονταροχτύπημα στο δεύτερο μέρος του ‘Ερωτόκριτου’ που έγινε θεατρική
παράσταση δυο ωρών στο Σκουλικάδο της Ζακύνθου. Η ‘γκιόστρα’ ήταν έθιμο που
πριμοδοτούνταν από τη Βενετία που έδινε κάθε χρόνο τα βραβεία. Όταν έπεσε η Βενετία
σταμάτησε και το θέαμα. Οι Άγγλοι προσπάθησαν να το αναβιώσουν ανεπιτυχώς.
Στο Σκουλικάδο όμως γινόταν πιστή αναβίωση κι ήταν πολύ σοβαρή υπόθεση. Συμμετέχει
όλο το χωριό και κάθε ρόλος είναι προνόμιο μιας οικογένειας. Η υπόληψη του χωριού
συνδυάζεται με την επιτυχία της παράστασης. Οι κάτοικοι γνωρίζουν το κείμενο απέξω.
Κάθε σφάλμα σχολιάζεται και το γόητρο των οικογενειών εξαρτάται από το αν εκτελέσουν
σωστά το ρόλο, που κληρονομείται από πατέρα σε γιό. Τα κοντάρια είναι ξύλινα, οι
αντίπαλοι τα διασταυρώνουν στον αέρα, ο λαβωμένος σκύβει πάνω στο άλογο.
Αστικό καρναβάλι υπάρχει στην Αγιάσο της Λέσβου, στην οποία παρουσιάζονται σατιρικές
παραστάσεις, παρωδίες γεγονότων κ.α. Το ‘διονυσιακό’ υπαίθριο καρναβάλι εξευγενίζεται
και από προκλητικό και ανατρεπτικό γίνεται θεαματικό και εορταστικό.
3.10.1 Οι συμφυρμοί του ρεαλισμού και του συμβιβασμού, του σοσιαλισμού και του
εθνικισμού.
Μέχρι το τέλος του αιώνα, η δημιουργική πρόσληψη είναι διακεκομμένη και περιορίζεται
στο Γιάννη Καμπύση.
Ο Ψυχάρης, ενάντια στη γερμανική επίδραση παρουσιάζει δυο δράματα με εκτενή
εισαγωγή, «Για το Ρωμαίϊκο Θέατρο» : ζητά τη συγγραφή εθνικού δράματος χωρίς ξενικές
επιδράσεις
«Γουανάκος»: συμβολιστική και σατιρική κωμωδία εναντίον της καθαρεύουσας.
Ο μόνος που άκουγε τον Ψυχάρη ήταν ο Παλαμάς που το 1902 έγραψε το μόνο του
θεατρικό, την ‘Τρισεύγενη’ επηρεασμένος από την προτροπή του Κωνσταντίνου
Χρηστομάνου να βοηθήσει το φτωχό, ελληνικό ρεπερτόριο με μια τραγωδία υψηλού
επιπέδου.
1907: σημαντική χρονιά για το θέατρο ιδεών. Εμφανίζονται τέσσερις νέοι συγγραφείς: ο
νεαρός Νίκος Καζαντζάκης, ο Σπύρος Μελάς, ο Δημήτρης Ταγκόπουλος και ο Παύλος
Νιρβάνας.
Το 1908 αρχίζει η ουσιαστική θεατρική καριέρα του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Ο Μελάς
σημείωνε μεγάλη επιτυχία καθώς έπαιζε με νατουραλιστικές γραφές. Ο Ξενόπουλος
παράγει έργα με πιο ρηχά θέματα πάνω στη στέρεα τεχνοτροπία του, ακολουθώντας το
κοινό.
Ο Καζαντζάκης δείχνει εξαιρετικό ταλέντο σε διάφορα είδη: στο αστικό ψυχολογικό δράμα,
στο πατριωτικό ιστορικό δράμα, στον εξπρεσιονισμό, στο συμβολισμό, στο υπερρεαλιστικό.
Ο Παντελής Χορν άλλαξε πολλά ύφη γραφής μέχρι να αναγνωριστεί με ‘Το Φυντανάκι’, μια
πλακιώτικη ηθογραφία κι όχι ως νατουραλιστικό δράμα.
Ο Ταγκόπουλος υπήρξε ποιο άκαμπτη θεματολογία και φόρμα. Παρέμεινε πιστός στο
σοσιαλιστικό δράμα. Η τάση αυτή όμως παραμένει περιθωριακή. Γενικά με τους πολέμους
η δραματική παραγωγή περνάει κρίση. Οι κερδισμένοι της αβέβαιης αυτής εποχής είναι η
επιθεώρηση, ο Καραγκιόζης, η οπερέτα και το βουλεβάρτο.
3.10.4 Το γκροτέσκο στο ελληνικό δράμα του μοντερνισμού: Παντελής Χορν ‘Το τίμιο σπίτι’
Θα δούμε τρία έργα που δείχνουν πως την πρώτη δεκαετία του 20ου αι. εμφανίζονται στην
Ελλάδα προδρομικές μορφές του θεάτρου του παραλόγου με νέα υφολογικά στοιχεία.
«Το Τίμιο Σπίτι»: τραγική σάτιρα, ασήμαντη σε σχέση με τα άλλα έργα του Χορν. Στο έργο
συνδυάζονται τα νατουραλιστικά στοιχεία και συμβολιστικά. Ξεκίνησε ίσως ως πείραμα για
να δείξει πως και ο πιο αθώος άνθρωπος μπορεί να γίνει αδίστακτος αν το υπαγορεύουν οι
συνθήκες. Η βία γεννάει μεγαλύτερη βία. Πάντως η σημασία του έργου έγκειται στους
τόνους και τις αποχρώσεις του γκροτέσκου, μοναδικούς για την εποχή. Γλωσσικά, σε μια
περίοδο που μόλις έχει επιβληθεί η δημοτική, γίνεται συνειδητή προσπάθεια απογραφής
της αργκό του υποκόσμου.
Πάντως το έργο είναι μάλλον ηθογραφικό: δείχνει τον boheme στην παγίδα του υποκόσμου
κι όχι τον υπόκοσμο στην παγίδα του. Είπαμε, είναι ψυχολογικό πείραμα κι όχι μια όψη της
ζωής.
Η δραματογραφία των αρχών του 20ου αι. είναι πιο ενδιαφέρουσα από τις θεατρικές
εξελίξεις. Όμως με την ίδρυση του Βασιλικού Θεάτρου και της Νέας Σκηνής, τίθενται νέα
θεμέλια που καρποφορούν πολύ αργότερα.
3.14 Η αναβίωση του αρχαίου δράματος
Έχουμε τρεις βασικούς σταθμούς:
1. Η παράσταση της ‘Άλκηστις’ του Ευριπίδη, μτφ. Χρηστομάνου το 1901 που εγκαινιάζει τη
Νέα Σκηνή
2. ‘Ορέστεια’ σε διασκευή Wilamowitz – Moellendorff, που χρησιμοποίησε ο Max Reinhardt
για τη θρυλική παράσταση της τραγωδίας στη Γερμανία, συντομεύοντας τις τρεις τραγωδίες
σε μια παράσταση. Ανέβηκε στο Βασιλικό Θέατρο το 1903 και δημιούργησε τα επεισόδια
των ‘Ορεστειακών’ τελευταίο αποκορύφωμα των γλωσσικών αγώνων.
3. ‘Οιδίποδας Τύραννος’ του Σοφοκλή, σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη, στην Επαγγελματική
Σχολή Θεάτρου το 1919 με Οιδίποδα τον Αιμίλιο Βεάκη.
ΤΟΜΟΣ Β’
1.1 Η Καθιέρωση του Κινηματογράφου στο Διεθνή Χώρο
1.1.1 Που, πότε και από ποιους έγινε η πρώτη κινηματογραφική προβολή
Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. ήταν πολλοί οι εφευρέτες που προσπάθησαν να
αναπαραστήσουν την κίνηση, αξιοποιώντας τα επιτεύγματα της φωτογραφίας. Τρεις τα
κατάφεραν ικανοποιητικά:
- Τόμας Έντισον (Αμερική)
- Αύγουστος και Λουδοβίκος Λυμιέρ (Γαλλία). Είναι οι πρώτοι που κατασκεύασαν μηχανές
λήψεις (κάμερες) και προβολής σε οθόνη, γύρισαν ταινίες και τις παρουσίασαν στο κοινό. Η
πρώτη δημόσια προβολή σε οθόνη με εισιτήριο, έγινε στις 28 Δεκεμβρίου στο Γκραν Καφέ
στο Παρίσι. Η ημερομηνία είναι ορόσημο γιατί συνδυάζει τις τρεις προϋποθέσεις της νέας
ψυχαγωγίας: εφεύρεση, αίθουσα, κοινό.
1.2.2 Σύνθεση και περιεχόμενο των κινηματογραφικών προβολών από το 1910 και μετά.
Τα δέκα πρώτα χρόνια του 20ου αι. τα προγράμματα περιλάμβαναν επίκαιρα, ταξιδιωτικές
εικόνες, κωμικές ή δραματικές σκηνές.
Στην αρχή της δεύτερης δεκαετίας ο κινηματογράφος αφηγείται σύνθετες ιστορίες μεγάλης
διάρκειας και δημιουργεί τους δημοφιλείς αστέρες. Τα προγράμματα των αιθουσών
περιλαμβάνουν επίκαιρα, κωμωδία και μια δραματική ταινία.
1.3.3 Οι κωμωδίες
Σπυρίδων Δημητρακόπουλος: ο πρώτος που γύρισε κωμικές ταινίες. Εργαζόταν στο βαριετέ
και θέλησε να πρωταγωνιστήσει σε σύντομες κωμικές σκηνές. Ίδρυσε το 1910 την πρώτη
ελληνική εταιρεία παραγωγής, την «Αθήνη Φιλμ» που μάλλον χρηματοδότησε ο ίδιος.
Γύρισε κωμωδίες και κωμικά πορτρέτα πολιτικών.
Βιλλάρ: έλληνας ηθοποιός του οποίου οι πρώτες ελληνικές κωμωδίες έχουν διασωθεί.
Αρχικά εργαζόταν σε βαριετέ του εξωτερικού κι επέστρεψε το 1920 για να εργαστεί στις
επιθεωρήσεις. Το 1920 προβάλλεται η ταινία ‘Ο Βιλλάρ στα λουτρά του Φαλήρου’.
«Αστέρω» 1929
Ποιμενικό ειδύλλιο. Το σενάριο υπογράφει ο ακαδημαϊκός Παύλος Νιρβάνας και ο
συνεργάτης της ‘D.A.G. Film’ Ορέστης Λάσκος. Είναι διασκευή της ‘Ραμόνα’, αμερικάνικης
ταινίας. Η δράση έχει μεταφερθεί στην ύπαιθρο, οι ήρωες είναι τσέλιγκες και
τσελιγκοπούλες. Τα αισθήματα, οι συμπεριφορές και οι περιπέτειές τους δε διαφέρουν από
τα αντίστοιχα αστικά. Η εκδοχή που έχουμε στη διάθεσή μας έχει διάρκεια 12 λεπτών.
Έχουμε 4 πρόσωπα, τον τσέλιγκα Θάνο, τον κυρ – Μήτρο, το γιο του Θύμιο και την Αστέρω.
Ο Θάνος γνωρίζει την Αστέρω και ζητά το χέρι της παρόλο που δεν υπάρχει προίκα. Η
Αστέρω φεύγει μαζί του και την αποχαιρετά το τραγούδι του ερωτευμένου Θύμιου. Ο
Θάνος τσακίζεται σε έναν γκρεμό. Ο κυρ Μήτρος αποκαλύπτει στο Θύμιο πως έχει
καταχραστεί τα κτήματα της Αστέρως και ξεκινούν να τη βρουν. Βρίσκουν την Αστέρω που
στο μεταξύ έχει τρελαθεί αλλά γίνεται καλά όταν ακούει το τραγούδι του Θύμιου. Και ζήσαν
αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Πρωταγωνιστούν ο μεγάλος Αιμίλιος Βεάκης (κυρ Μήτρος), η Αλίκη Θεοδωρίδη (Αστέρω)
και ο Κώστας Μουσούρης. Σκηνοθέτης είναι ο Δημήτρης Γαζιάδης που καταφέρνει μια
στρωτή και κατανοητή αφήγηση. Οι ερμηνείες ήταν πολύ καλές με εξαίρεση την υπερβολή
του Μουσούρη.
Η ‘Αστέρω’ γυρίστηκε βωβή και συνοδευόταν από ήχους γραμμοφώνου. Αργότερα
μετατράπηκε σε ομιλούσα.
1.4.3 Άλλες εταιρείες παραγωγής
Η ‘D.A.G. Film’ γύρισε έξι ταινίες που μαρτυρούν την ελληνική κινητικότητα. Από το 1929
έως το 1932 εμφανίζονται δέκα εταιρείες που κάνουν μια – δυο ταινίες κι εξαφανίζονται.
Το ενδιαφέρον του κοινού και η ήρεμη πολιτική ζωή βοηθούν αυτή τη δραστηριότητα.
Σήμερα σώζονται μόνο πέντε ταινίες. «Μαρία Πενταγιώτισσα», «Ο Μάγος της Αθήνας»,
«Δάφνις και Χλόη», «ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» «Κοινωνική σαπίλα».
«Μαρία Πενταγιώτισσα»
Σενάριο Παύλου Νιρβάνα και Αριστείδη Κυριακού. Είχε παρουσιαστεί με επιτυχία στο
θέατρο.
Βρισκόμαστε στους Πενταγιούς της Ρούμελης και στο παλάτι του Όθωνα. Η Μαρία
κατηγορείται για ηθική αυτουργία στη δολοφονία του αδερφού της, φυλακίζεται κι
ελευθερώνεται με χάρη του βασιλιά. Όταν στο χωριό της την υποδέχονται με τις πέτρες,
γίνεται λησταρχίνα. Συμμετέχει ενεργά στην απελευθέρωση της Ηπείρου. Όταν παύουν οι
εχθροπραξίες και αμνηστεύεται, επιστρέφει στην πατρίδα όπου πεθαίνει από εξάντληση.
Πρόκειται για φιλόδοξη παραγωγή, με σκηνές πλήθους και κοστούμια εποχής. Έχει γνήσιο
τοπικό χρώμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
2.1 Η πτώση της παραγωγής
Η παραγωγή πέφτει κατακόρυφα μετά το 1933. Η ελληνοτουρκική παραγωγή ‘ο Κακός
Δρόμος’ παίρνει κακές κριτικές, κυρίως για λόγους εθνικού γοήτρου. Οι παραγωγοί της
Κώστας Θεοδωρίδης και Γιώργος Χέλμης παραιτούνται.
«Η Προσφυγοπούλα»
Σκηνοθεσία και παραγωγή Τόγκο Μιζράχι, σενάριο Δημήτρης Μπόγρης πρωταγωνιστούν
Μάνος Φιλιππίδης, Σοφία Βέμπο και Νικόλαος Πλέσσας.
Η Σοφία είναι δις πρόσφυγας, από την Ουκρανία κι από το σπίτι της από όπου τη διώχνει η
Ρίτα που εποφθαλμιά τα χρήματα του συζύγου της Λουκά. Ο Λουκάς γίνεται έρμαιο της
Ρίτας και διώχνει τη Σοφία. Όταν ο Λουκάς βρίσκει τη Ρίτα σε άλλη αγκαλιά τη σκοτώνει. Η
Σοφία έχει βρει καταφύγιο στο σπίτι ενός παλιού γνωστού της κι εργάζεται ως
τραγουδίστρια για να συντηρήσει την κόρη της. Ξεπερνά όλες τις δυσκολίες.
Ο Μιζράχι φτιάχνει μια ταινία με ελληνικότητα. Τα εξωτερικά γυρίσματα γίνονται στην
κοιλάδα των Τεμπών. Χρησιμοποίησε έναν επιτυχημένο συγγραφέα για να έχει ένα στέρεο
σενάριο.
Η ταινία υμνεί την αγνότητα της ελληνικής υπαίθρου και χτυπάει το καμπανάκι για τους
κινδύνους που ελλοχεύουν στην πρωτεύουσα.
Αξιοποιούνται οι ηθοποιοί, η μουσική και το τραγούδι.
«Χειροκροτήματα»
Γιώργος Τζαβέλλας: σκηνοθέτης και σεναριογράφος, εμφανίζεται το 1944 και γυρίζει τα
‘Χειροκροτήματα’. Πρωταγωνιστεί ο Αττίκ, που έχει επιστρέψει από το Παρίσι
εγκαινιάζοντας ένα νέο τρόπο ψυχαγωγίας, τη ‘Μάντρα’ όπου εμφανίζεται ο ίδιος και νέοι
καλλιτέχνες.
Στην ταινία ο Τζαβέλλας δεν περιορίζεται σε μια αναπαράσταση, αλλά φτιάχνει μια ταινία
με υπόθεση, όπου ενσωματώνει δεδομένα από τον κόσμο του θεάματος της εποχής.
Ένας γέρος και φτασμένος καλλιτέχνης προσπαθεί να αναδείξει μια νέα τραγουδίστρια.
Όταν εκείνη ερωτεύεται ένα νέο και τον αφήνει, εκείνος πληγώνεται. Χρόνια αργότερα,
εκείνη μεσουρανεί κι εκείνος βρίσκεται στο τέλος. Συναντιούνται, εκείνη τον ευχαριστεί και
του δίνει την ευκαιρία που ζητά κάθε καλλιτέχνης, να πεθάνει στο σανίδι.
Συμπρωταγωνιστούν η Ζινέτ Λακάζ και ο Δημήτρης Χορν. Ως σκηνοθέτης επέδειξε
μαεστρία, φαντασία, ευρηματικότητα, προσοχή στη λεπτομέρεια.
2.4.1 Το μελόδραμα
«Το τραγούδι του χωρισμού» η πρώτη και προπολεμική παραγωγή του Φίνου. Η μοιραία
μπαίνει ανάμεσα στο ευτυχισμένο ζευγάρι και πετυχαίνει προσωρινά. Η αδικημένη μένει
στο δάκρυ και τα παρακάλια περιμένοντας δικαίωση από τον ουρανό. Ο μελοδραματισμός
είναι εμφανής παντού.
Η πρώτη και ίσως μοναδική αρχή της μελοδραματικής ιστορίας είναι ο διδακτισμός της.
Στόχος της είναι να διδάξει το ακροατήριο και ειδικά τις γυναίκες στο να αποφεύγουν τις
κακοτοπιές. Στα μελοδράματα της περιόδου, κεντρικό πρόσωπο είναι η σοβαρή και αθώα
νέα που η κοινωνική απειρία της δεν της επιτρέπει να αξιολογεί σωστά όσους την
πλησιάζουν. Προστατεύεται συνεχώς από πατέρα ή αδελφό αλλά οι ηθικές της αρχές δεν τη
σώζουν τελικά. Οι φίλες της είναι κακές και τη σπρώχνουν στο βούρκο. Ο καταλύτης είναι ο
έρωτας που τίποτα δε μπορεί να τον σταματήσει. Ο απατεώνας, συνήθως άνεργος αλλά
απόλυτα γοητευτικός την παγιδεύει χωρίς εκείνη να μπορεί να το δει. Το μέγα σφάλμα
είναι Η Πρώτη Φορά, όταν η κοπέλα παρακούει τα οικογενειακά διδάγματα και αφήνεται.
Από εκεί και πέρα η ζωή της είναι τελειωμένη, ακόμη κι αν βρεθεί ο Άντρας που θα τη
σώσει. Ένα τυχαίο περιστατικό θα φέρει την εξιλέωση. Ο Θάνατος είναι η μόνη κάθαρση
που αρμόζει στο Σφάλμα.
Άλλο συνηθισμένο μοτίβο είναι η επιστροφή ενός παλαιού έρωτα και συνδυάζεται κατά
κανόνα με τον πρόσφατο τότε πόλεμο και τροφοδοτεί πολλές παραγωγές. Υπάρχει όμως
μια τυποποίηση. Ένα ζευγάρι χωρίζει και ο άντρας πάει στον πόλεμο. Χάνονται τα ίχνη του
και η κοπέλα μετά από πιέσεις παντρεύεται άλλον. Ο αγνοούμενος επιστρέφει και το
ζευγάρι ξανασμίγει.
«Ραγισμένες Καρδιές» του Ορέστη Λάσκου. Ο Μάριος θεωρείται νεκρός και η Λουίζα
αποφασίζει να παντρευτεί τον Άλκη, ευνοούμενο του πατέρα της. Ο Μάριος επιστρέφει
λίγες μέρες πριν το γάμο και τη διεκδικεί. Ο Άλκης του θυμίζει ένα χρέος τιμής και τον
υποχρεώνει να πει στη Λουίζα πως δεν την αγαπά. Εκείνη τρελαίνεται αλλά θεραπεύεται με
τη μουσική, σμίγει με τον Μάριο ενώ ο Άλκης μετανοεί.
Υπάρχουν και ταινίες παρεξηγήσεων, όπως στην ‘Καταδρομή στο Αιγαίο’ και ‘Τα Παιδιά της
Αθήνας’. Πάντως όλοι οι χωρισμοί είναι προσωρινοί.
2.4.2 Το δράμα
Τα όρια μεταξύ δράματος και μελοδράματος είναι συχνά δυσδιάκριτα. Όταν μπαίνει στη
μέση η μουσική ή μελοδραματικές σκηνές χάνονται τελείως. Αυτό συμβαίνει συχνά στις
ταινίες της εποχής καθώς οι συντελεστές ένιωθαν άνετα με το μελόδραμα. Υπάρχουν όμως
φορές που κάνουν υπέρβαση κι αφήνουν να φανεί το ανθρώπινο δράμα.
Η Φωνή της Καρδιάς φορτίζει τα πρόσωπα με ανθρώπινα αισθήματα και αληθινή ζωή. Στα
Χειροκροτήματα δεν υπάρχουν καλοί και κακοί.
«Ο κόκκινος βράχος»
Η πρώτη ταινία του σημαντικού Γρηγόρη Γρηγορίου, μεταφορά του μυθιστορήματος
«Φωτεινή Σάντρη» του Γρηγορίου Ξενόπουλου.
Πρόκειται για ταινία εποχής και οι συντελεστές της έπρεπε να φροντίσουν για την
ανασύσταση του παρελθόντος. Παρά τις αντιξοότητες ο Γρηγορίου τα κατάφερε. Συνέθεσε
την κινηματογραφική απόδοση των αισθημάτων και ιδιαίτερα του ανεξέλεγκτου ερωτικού
πάθους. Στο αποτέλεσμα αυτό έφτασε μέσω του εξπρεσιονισμού.
«Ο Μεθύστακας»
Αν και δεν έχει άμεση σχέση με το είδος, η ταινία επηρέασε τα κατοπινά μελοδράματα. Ο
Χαράλαμπος έχει χάσει το γιό του και τη γυναίκα του, έτσι το ρίχνει στο ποτό. Το
περιβάλλον του είναι μάλλον περιπαικτικό, οι θαμώνες των καπηλειών τον προκαλούν για
να ξεχάσουν τα δικά τους βάσανα. Η κόρη του στενοχωριέται, η πεθερά του γκρινιάζει.
Η κόρη του ερωτεύεται το γιο του αφεντικού της ο οποίος ‘ενηλικιώνεται’ μέσα από αυτό
το αίσθημα. Οι πλούσιοι γονείς του αρχικά αντιδρούν για να συμφωνήσουν στο τέλος. Η
γνωριμία μεταξύ των σογιών καταλήγει σε καταστροφή αφού ο Χαράλαμπος εμφανίζεται
μεθυσμένος. Προκειμένου να εξιλεωθεί, ο Χαράλαμπος αυτοκτονεί. Έτσι γίνεται αποδεκτός.
Υπάρχει μια αιτιολογημένη κλιμάκωση που οδηγεί στην κορύφωση. Η φτωχή πλην τιμία
υπάλληλος που την ερωτεύεται το πλούσιο αφεντικό της (τόσα χρόνια δουλεύω, δε μου
έχει τύχει γμτ!) το οποίο από ανέμελος εραστής γίνεται άντρας για σπίτι. Οι αυθεντικοί
διάλογοι και η υποκριτική των ηθοποιών κινούνται σε δραματικά όρια μακριά από
μελοδραματικές συμβάσεις.
Η ταινία έκανε ρεκόρ εισιτηρίων και χρειάστηκαν δέκα χρόνια για να ξεπεραστεί
εισπρακτικά. Παρουσίαζε με αυθεντικό τρόπο το πρόσφατο δράμα του ελληνικού λαού.
Υπάρχει πένθος και συγκίνηση, αλλά πρέπει να ξεπεραστούν. Η θυσία του ανθρώπου που
έχει τσακίσει από τους πολέμους γίνεται δεκτή από το περιβάλλον με αναγνώριση και
δικαίωση. Τα ανθρώπινα νέα πρόσωπα δίνουν αισιόδοξο μήνυμα σε θεατές που θέλουν να
πάνε μπροστά.
«Τελευταία αποστολή»
Έλληνας αξιωματικός που φεύγει για την Αίγυπτο επιστρέφει στην Ελλάδα να συνεχίσει την
Αντίσταση. Η ουγγαρέζα γυναίκα του έχει συνάψει σχέσεις με το Γερμανό αξιωματικό που
έχει επιτάξει το σπίτι της και προδίδει το σύζυγό της. Όταν η κόρη της ανακαλύπτει την
παράνομη σχέση και καθώς ο πατέρας έχει εκτελεστεί, τραυματίζει τη μητέρα της με ένα
πιστόλι. Η μητροκτονία είναι πράξη κάθαρσης οικογενειακής και εθνικής. Στο τέλος η
μητέρα δηλώνει αυτοτραυματισμό για να απαλλάξει την κόρη της.
«Άννα Ροδίτη»
Η ηρωίδα Καίτη Πάνου ερωτεύεται τον αξιωματικό Άρη - Λάμπρο Κωνσταντάρα, όταν τα
Δωδεκάνησα τελούν υπό ιταλική κατοχή. Ο Άρης απάγει έναν ιταλό αξιωματικό και παίρνει
τη θέση του. Οι ντόπιοι αντιστέκονται παθητικά κι έτσι η Άννα που θεωρείται πως έχει
σχέσεις με Ιταλό γνωρίζει την περιφρόνηση. Κάποια στιγμή έρχεται η αποκάλυψη. Ο Άρης
πάει να πολεμήσει αλλού και η τιμή της Άννας αποκαθίσταται. Καθώς όμως δε μπορεί να
αντέξει την απουσία του, αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Ο Άρης εμφανίζεται στο παρατσάκ
και τη βουτάει.
Εδώ έχουμε μελοδραματικά στοιχεία, όμως η ερμηνεία της Πάνου διαθέτει εσωτερικότητα
και συγκρατημένη δραματικότητα.
2.4.3 Η Κωμωδία
Δεν έχουμε πολλές κωμωδίες αυτήν την περίοδο αλλά θεματικά, εμφανίζονται τα ίχνη του
μέλλοντος, ενώ εμφανίζονται κάποιοι πολλοί σημαντικοί συντελεστές.
Πρώτη κωμωδία, χαμένη πια, είναι το ‘Παπούτσι από τον τόπο σου’, των Σακελλάριου –
Γιαννακόπουλου.
«Διαγωγή Μηδέν»
Σενάριο Δημήτρης Γιαννουκάκης, σκηνοθεσία Μιχάλης Γαζιάδης και Γιάννης Φιλίππου,
πρωταγωνιστούν Έλλη Λαμπέτη, Λάμπρος Κωνσταντάρας και Ντίνος Ηλιόπουλος. Η δράση
εκτυλίσσεται στην επαρχία, κάτι όχι τόσο συνηθισμένο.
Ο δάσκαλος είναι ερωτευμένος με τη μαθήτριά του Μπίλιω, η οποία τον εμπαίζει, κάτι που
ενοχλεί τον αγαπημένο της Φώτη. Ο πατέρας της καταφέρνει και απομακρύνει το δάσκαλο.
Εκείνος, μεταμφιέζεται σε δασκάλα κι επιστρέφει στο χωριό. Επιχειρεί να απαγάγει τη
Μπίλιω και η τιμωρία του είναι να παντρευτεί τη διευθύντρια ερωτόληπτη γεροντόρη του
σχολείου. Ταυτόχρονα, ο πατέρας της Μπίλιως δίνει τη συγκατάθεσή του για το γάμο της
με το Φώτη καθώς ο νέος της έσωσε τη ζωή.
Τα πρόσωπα είναι τυποποιημένα: οι ερωτευμένοι και τα εμπόδια που συναντούν, ο
ερωτόληπτος δάσκαλος, το θηλυκό του αντίστοιχο, ο πρόεδρος ως εκπρόσωπος της τοπικής
εξουσίας και ο αυταρχικός πάτερ – φαμίλιας. Η μεταμφίεση και οι παρεξηγήσεις της είναι
γνώριμο και σίγουρο τέχνασμα της κωμωδίας. Η ταινία έχει μόνον τη διάσταση της φάρσας.
3.1.2 Η Απήχηση
Ο Althusser έγραψε για την ανταπόκριση του θεατή στο θεατρικό δρώμενο:
«Πριν να ταυτοποιηθεί ψυχολογικά με τον ήρωα, η θεατρική συνείδηση πράγματι
αναγνωρίζεται μέσα στο ιδεολογικό περιεχόμενο του έργου και στις μορφές που
προσιδιάζουν σε αυτό το περιεχόμενο. Το θέαμα, πριν γίνει η ευκαιρία για ταυτοποίηση
είναι βασικά η ευκαιρία για πολιτιστική και ιδεολογική αναγνώριση».
Για το μελόδραμα και τους ήρωες του:
«Το ελατήριο της δραματικής τους συμπεριφοράς είναι η συνταύτισή τους με τους μύθους
της αστικής ηθικής, αυτοί οι άθλιοι έχουν την αθλιότητά τους με δανεικά κουρελόρουχα.
Μεταμφιέζουν με αυτά τα προβλήματά τους και την ίδια τους την κατάσταση. Με αυτήν
την έννοια, το μελόδραμα είναι πράγματι μια συνείδηση ξένη, επενδυμένη σε μια
πραγματική κατάσταση».
Τα παραπάνω λειτουργούν ως εξήγηση για το γεγονός ότι οι δημοφιλείς ταινίες είχαν τόσο
μεγάλη απήχηση στα λαϊκά στρώματα. Ο Ελληνικός Μεταπολεμικός Κινηματογράφος
χαρακτηρίζεται ως κινηματογράφος αυτοαναγνώρισης, όπου το ταξικό αντιθετικό στοιχείο
εκφραζόταν καταρχήν δίνοντας την ευκαιρία για ταύτιση στις κυριαρχούμενες τάξεις, αφού
χρησιμοποιούσε τους δικούς του κώδικες αναφοράς.
Μπορεί όμως να θεωρηθεί και ως κινηματογράφος παραμόρφωσης, γιατί αυτές οι
πραγματικές καταστάσεις είχαν μια συνείδηση δανεισμένη από έξω. Η διαλεκτική
αυτοαναγνώρισης – παραμόρφωσης εναρμονίζεται με την αρχή της κάθε συγκρότησης
υποκειμένου. Την παραγνώριση, τη λήθη της εσωτερικής ρήξης, που εδώ ήταν ο Εμφύλιος.
Με την εμβάθυνση της έννοιας της ιδεολογίας ως διαδικασία αναγνώρισης –
παραγνώρισης προσεγγίζουμε τη βιωμένη αλλά φαντασιακή πραγματικότητα. Αφού η
σχέση του πραγματικού με το συμβολικό περνάει οπωσδήποτε από το φαντασιακό, η
μυθοπλασία του κινηματογράφου αναπαράγει τις φαντασιακές ταυτίσεις μέσω των οποίων
έχει βιωθεί συλλογικά αυτή η πραγματικότητα (κοινωνικό φαντασιακό).
Η έννοια του κοινωνικού φαντασιακού από την άποψη της μεθοδολογίας είναι σημείο
συνάντησης μεταξύ της δομικής τάσης του μαρξισμού με τις προσεγγίσεις για την
κουλτούρα που εστιάζουν στην εμπειρία – βίωμα.
Για την εξειδίκευση της παραπάνω προβληματικής (εξειδικευθείτε παρακαλώ) παίρνουμε
υπόψη τα βασικά στοιχεία της θεωρίας της κινηματογραφικής αναπαράστασης. Τα στοιχεία
αυτά λένε πως «η πραγματικότητα που παράγεται στον κινηματογράφο κατασκευάζεται
μετωνυμικά. Δεν προκύπτει από την αναλογική και ευθεία μεταγραφή της εξωφιλμικής
πραγματικότητας. Τα διάφορα στοιχεία της κατασκευής (χώροι, χαρακτήρες, κώδικες)
εντάσσονται στο σύστημα της αναπαράστασης μέσω της διαδικασίας αναγνώρισης –
παραμόρφωσης. Η μετωνυμική εγγραφή εμφανίζεται ως έλλειψη, ως παρουσία –
απουσία».
Σε ότι έχει να κάνει με τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα του Πολέμου, της Κατοχής, της
Αντίστασης και του Εμφύλιου, η σχέση ταινιών και ιστορικοκοινωνικού πλαισίου δεν είναι
ευθύγραμμη, υφίσταται μια παρουσία – απουσία ιδίως της Αντίστασης και του Εμφυλίου.
Ο Εμφύλιος αποσιωπάται, είναι άφαντος. Πρώτος και κυρίαρχος κώδικας είναι η απουσία /
λήθη του Εμφυλίου από τη θεματολογία των ταινιών. Δεν ξεφεύγεις όμως έτσι εύκολα από
το παρελθόν, αυτή η απουσία συμβιώνει με την παρουσία στη λαϊκή μνήμη. Υπάρχουν
επίσης και οι κώδικες του λαϊκού αξιακού και πολιτιστικού φορτίου που λειτουργούν στις
ταινίες ως υπαινιγμός του παρελθόντος.
Αναγνώριση η μνήμη: η παρουσία των στοιχείων της λαϊκής μνήμης / κουλτούρας
Παραγνώριση η λήθη: η απουσία του Εμφύλιου
Ας μην ξεχνάμε πως η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία: η λογοκρισία στο πλαίσιο της
εθνικοφροσύνης με μια σειρά διατάξεων που επηρέαζαν την κινηματογραφική παραγωγή
έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Εκείνο που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να
ερμηνεύσουμε την τεράστια απήχηση των ταινιών, όταν τους έλειπαν τα συγκλονιστικά
γεγονότα της πρόσφατης Ιστορίας.
3.1.3 H αφήγηση
Οι θεατρικές καταβολές. Καταγωγή ειδών, κωδίκων, μοτίβων
Για να δούμε τα είδη του ελληνικού κινηματογράφου πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τις
συνθήκες που διαμόρφωσαν την παραγωγή, ως συνέχεια των θεατρικών επιτυχιών.
Το πρόβλημα του είδους στον Ελληνικό Μεταπολεμικό Κινηματογράφο πρέπει να
συζητηθεί σε συνδυασμό με τη θεατρική προϊστορία αλλά και την άμεση θεατρική
καταγωγή μεγάλου αριθμού φιλμικών κειμένων, κυρίως της πρώτης δεκαετίας.
Η επιτυχία μιας θεατρικής παράστασης λειτουργεί ως οικονομικό κριτήριο για τη μεταφορά
της στη μεγάλη οθόνη. Η μεταφορά αυτή συνέβαλλε στη διαμόρφωση συνέχειας τόσο στον
τρόπο ‘όρασης’ (θεατρικό προσκήνιο) όσο και σε θεματικές και αφηγηματικές στρατηγικές
του μεγάλου όγκου των ταινιών της περιόδου 1950 – 1970. Οι παραδόσεις του εγχώριου
θεάτρου όπως το κωμειδύλλιο, η ηθογραφία και το θέατρο σκιών προσδιορίζουν την
καταγωγή και κάποια χαρακτηριστικά της κινηματογραφικής παραγωγής.
Σημείωση: η διαμόρφωση μιας παράδοσης προφορικότητας είναι η κυρίαρχη τάση της
νεοελληνικής πολιτιστικής πραγματικότητας. «Η σύγκρουση μεταξύ προφορικότητας και
κειμενικότητας ήταν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής πνευματικής ζωής
τους τελευταίους δυο αιώνες». Σε αυτό το σχήμα, που αντιστοιχούσε στην αντιπαράθεση
«αυτοχθόνων» και ξένων στοιχείων, κεντρική θέση για την αντίληψη της λαϊκής κουλτούρας
κατείχε η έννοια του βιώματος = της μοιρασμένης κοινής εμπειρίας που αντιπροσωπευόταν
από τη φωνή.
Το γεγονός πως πλήθος ταινιών είχε μοτίβα από οικείες στο κοινό λαϊκές παραδόσεις του
λαϊκού θεάτρου αλλά και από τις λογοτεχνικές και θεατρικές καταβολές της ηθογραφίας
και του κωμειδυλλίου δίνει μια διαφορετική διαδρομή στον Ελληνικό Μεταπολεμικό
Κινηματογράφο σε σύγκριση με αυτόν της δυτικής Ευρώπης, στον οποίο το μυθιστόρημα
έχει συγγένεια με τον κινηματογράφο και απορρίπτει σταδιακά τη θεατρική φόρμα. Στην
Ελλάδα ακολουθεί περισσότερο την προφορική παράδοση.
Το πρόβλημα του είδους
Genre = όρος του 19ου αι. όπου καταγράφεται η ανάδυση της έννοιας και παραπέμπει στη
σύλληψη κανόνων, νόμων και κανονικοτήτων.
Η ομοιότητα, η επαναληπτικότητα συνδέεται με την ανάγνωση κοινωνικά θεσμισμένων
λόγων. Τα λαϊκά δημοφιλή είδη, θεωρούνται συλλογική πολιτιστική έκφραση αλλά θα
πρέπει να κατανοούνται και εντός του οικονομικού πλαισίου (πολιτιστική βιομηχανία)
εντός του οποίου παράγονται.
Το πρόβλημα του είδους στον Ελληνικό Μεταπολεμικό Κινηματογράφο θα πρέπει να
συζητηθεί σε συνδυασμό με τη θεατρική προϊστορία, δηλαδή τη θεατρική καταγωγή των
ταινιών κυρίως της πρώτης δεκαετίας. Το θέατρο και κυρίως η επιθεώρηση, λειτούργησε ως
ιμάντας μεταβίβασης στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού στην οθόνη.
1. εντοπίζουμε επαναλαμβανόμενα αφηγηματικά θέματα σε σημείο εμμονής. Αυτά
λέγονται μοτίβα (= σωρευτική επανάληψη του ίδιου θέματος με ασήμαντες παραλλαγές /
τελειωμένη αφηγηματική μονάδα με ιδιαίτερη δυνατότητα συμπύκνωσης). Τα μοτίβα
εμφανίζονται ως πυρήνες μυθοπλασίας στις δημοφιλείς ταινίες κι επαναλαμβάνονται σε
πολλές άλλες λόγω της επιτυχίας τους. Η μελέτης τους επιτρέπει να διακριβωθεί η
ομοιογένεια αλλά και η διαφοροποίηση και κατ’ εξαίρεσιν η ρήξη.
2. Λαϊκοί αφηγητές: συγγραφείς, σεναριογράφοι, σκηνοθέτες και ηθοποιοί κυρίως της
επιθεώρησης. Αυτοί γνωρίζουν το πολιτιστικό λαϊκό υπόστρωμα κι έχουν αναπτύξει έντονη
επικοινωνία με το κοινό. Χειρίζονται τις οικείες παραδόσεις του κωμειδυλλίου και της
ηθογραφίας, διαμεσολαβούν μεταξύ του λαϊκού κοινού των πόλεων και του βιοτεχνικού
συστήματος παραγωγής της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας.
2α. Οι ηθοποιοί – χαρακτήρες/τύποι: η ανάδυση μιας σειράς χαρακτήρων από την
ηθογραφία και την επιθεώρηση αποτελεί γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό. Συνδεδεμένοι με
την προφορικότητα, το φωνοκεντρισμό και τον αυτοσχεδιασμό, ενσαρκώθηκαν στην οθόνη
από μεγάλους θεατρικούς ηθοποιούς. Τα σώματά τους (Αυλωνίτης, Βασιλειάδου, Μακρής,
Φωτόπουλος, Ρίζος κ.α). έγιναν οχήματα μεταφοράς της βιωμένης εμπειρίας του λαϊκού
κοινού, αντιπροσωπευτικά ολόκληρων κατηγοριών πληθυσμού.
3.1.5 Παραδείγματα εμφάνισης των κυριοτέρων μοτίβων στις ταινίες 1950-1958. Ο κανόνας
και οι εξαιρέσεις.
«Ο Μεθύστακας» : Σενάριο – σκηνοθεσία Γιώργος Τζαβέλλας. Ο κεντρικός χαρακτήρας
προέρχεται από το μεθυσμένο, κωμικό τύπο της επιθεώρησης που είχε ενσαρκώσει ο ίδιος
ηθοποιός, ο Μακρής. Ο ήρωας αντιπροσωπεύει τους αδικημένους, τους ‘από κάτω’ που
καταστράφηκαν στον πόλεμο και την Κατοχή. Υπάρχουν δυο ιστορίες: α) η ιστορία του
Μεθύστακα, β) η ιστορία δυο νέων που αγαπιούνται, μια γενιά που ξεκινά τη ζωή της μετά
τον πόλεμο. Η ιστορία της Αννούλας και του Άλεκ κινείται στο πρότυπο του μελοδράματος
του θριάμβου, μια δικαίωση που προσφέρει στο κοινό εκπλήρωση και ικανοποίηση.
Ο θάνατος του Μεθύστακα εντάσσεται στο συμβολισμό της ήττας και της λήθης. Οι δυο
ιστορίες και το διπλό τέλος της ταινίας οδηγούν στην αμφιθυμία, κάτι αντίθετο με τη
μονότροπη κάθαρση του μελοδράματος.
‘Μεθύστακας’, ‘Γρουσούζης’ και ‘Καφετζού’: οι παλαιότερες γενιές αποσύρονται και
θυσιάζονται για να βοηθήσουν τους νέους να εκπληρώσουν τα όνειρά τους. Αυτό το είδος
διπλού τέλους εκφράζει την πάλη μεταξύ της λαϊκής μνήμης (χαμένο όνειρο, ήττα) και τις
ανάγκες μιας εποχής ανασυγκρότησης.
Λόγω της παρουσίας του λαϊκού ‘εμείς’ η λαϊκή γειτονιά και οι άνθρωποί της λειτουργούν
ως χώρος που υπαινίσσεται τα χρόνια της Αντίστασης και του Εμφύλιου, δηλαδή την
ομαδικότητα και την αλληλεγγύη.
‘Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο’ του Αλέκου Σακελλάριου. Υπάρχουν δυο παράλληλες
ιστορίες, στην πρώτη κυριαρχούν οι πληθωρικοί φτωχοί λατερνατζήδες και στη δεύτερη η
αισθηματική ιστορία ενός ζευγαριού που συναντάει εμπόδια λόγω κοινωνικών και ταξικών
διαφορών.
Οι λαϊκοί τύποι εισδύουν στην αφήγηση μέσω εκφράσεων, χειρονομιών, της χρήσης ενός
γλωσσικού ιδιώματος, όλα παρμένα από την επιθεώρηση. Η κυρίαρχη παρουσία τους
γίνεται ένας δυνατός αυτοτελής κώδικας αφήγησης που επιβάλλεται και τυφλώνει το θεατή
ξεπερνώντας το ίδιο το σενάριο, την αισθηματική ιστορία.
Η ταινία συνδυάζει το ύφος και το ήθος του αγροτικού χώρου με στοιχεία του αστικού
λαϊκού πολιτισμού, δημιουργώντας ένα συλλογικό ‘εμείς’ που φιλοξενεί όλους τους
ανθρώπινους τύπους, μάγκες, πλανόδιους μουσικούς, τσιγγάνες, χωρικούς, εύθυμες και
δυνατές γυναίκες. Οι αξίες αυτού του συλλογικού ‘εμείς’ είναι η ζωτικότητα και η
αυτοπεποίθηση. Όλοι εκφράζονται με το ρεμπέτικο που καταδεικνύει τη στενή σχέση του
λαού με αυτό.
3.1.6 Οι κατά φύλα εκδοχές του μοτίβου της παρανομίας: ο παράνομος άνδρας - η
αμαρτωλή παραστρατημένη γυναίκα
Μοτίβο παράνομου άνδρα: έχει διπλό ηθικό πρόσημο:
- κακοί παράνομοι : κερδοσκόποι, άρπαγες, καταπιεστές.
- καλοί παράνομοι : ωθούνται από την ανάγκη για επανόρθωση της κοινωνικής αδικίας και
συνδέονται με το πολιτικό ιδεώδες της ανυποταγής. Αυτή η αναφορά του κοινωνικού
φαντασιακού, έχει τις ρίζες της στον Εμφύλιο και βρίσκεται στη ρίζα της επανάληψης και
της απήχησης του μοτίβου της παρανομίας που εμφανιζόταν συχνά στις ταινίες της πρώτης
προπολεμικής περιόδου.
«Στέλλα» Σκηνοθεσία Μιχάλης Κακογιάννης, σενάριο του ίδιου και του Ιάκωβου
Καμπανέλλη καθώς η ταινία βασίζεται στο θεατρικό του τελευταίου ‘Η Στέλλα με τα κόκκινα
γάντια’. Η ταινία θέτει το κρίσιμο θέμα των πατριαρχικών αντιλήψεων στο λαϊκό πολιτισμό.
Η Στέλλα ανήκει στον πρώιμο κώδικα του ρεμπέτικου. Είναι υπερήφανη ταξικά και
φυλετικά, ελεύθερη και ανυπότακτη. Αρνείται να αλλάξει τάξη και δεν παντρεύεται τον
πλούσιο Αλέκο σύμφωνα με το μοτίβο της ταξικής συμφιλίωσης μέσω του γάμου. Αρνείται
να αλλάξει τον εαυτό της και δεν παντρεύεται το Μίλτο που αγαπά, αφού κι αυτός απαιτεί
υποταγή. Η τιμωρία της είναι ο θάνατος ο οποίος έρχεται και σαν συνέπεια της πράξης της,
επιβεβαιώνοντας τον πατριαρχικό κώδικα και ως αποκάλυψη – αποδιοργάνωση της
πατριαρχικής τάξης πραγμάτων. Λειτουργεί κριτικά ως προς τις αντιφάσεις του λαϊκού
περιθωρίου, το οποίο σε γενικές γραμμές εξυμνεί. Είναι μια ταινία – εξαίρεση.
Εξαιρέσεις αποτελούν και 3 ταινίες του Νίκου Κούνδουρου, ο ‘Δράκος’, οι ‘Παράνομοι’ και
το ‘Ποτάμι’. Πρόκειται για πρωτοποριακές ταινίες που κρίνουν και ανατρέπουν τους
κώδικες του λαϊκού πολιτισμού και των κανόνων του.
Κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία έχουμε ένα πλήθος δημοφιλών ποιοτικών ταινιών
που αργότερα χαρακτηρίστηκαν ως νεορεαλιστικές απόπειρες. ‘Νεκρή Πολιτεία’, ‘Μαύρη
Γη’, ‘Πικρό Ψωμί’, ‘Μαγική Πόλη’ και το ‘Ξυπόλητο τάγμα’.
Οι ταινίες αυτές έχουν ενδιαφέρον στον τρόπο που χρησιμοποιούν τον κώδικα άμεσης
καταγραφής της πραγματικότητας ως εργαλείο αμφισβήτησης και καταγγελίας της.
Αποκλίνουν έτσι από τον κανόνα, ο οποίος συνίσταται στην έμμεση και υπαινικτική
αναφορά στην κοινωνική πραγματικότητα.
3.3.7 Η τομή του 1965 – 1966: ταινίες κατάθεσης ενός νέου προσώπου
Το 1966 ήταν χρονιά – σταθμός για την κινηματογραφική παραγωγή. Συμμετέχουν στο 7ο
Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης οι ακόλουθες ταινίες με κοινά χαρακτηριστικά :
- ‘Τζίμης ο Τίγρης’ του Παντελή Βούλγαρη
- ‘Με τη λάμψη στα μάτια’ του Π. Γλυκοφρύδη
- ‘Εκδρομή’ του Τ. Κανελλόπουλου
- ‘Μέχρι το πλοίο’ του Αλέξη Δαμιανού
- ‘Πρόσωπο με πρόσωπο’ του Ροβήρου Μανθούλη
Αυτές οι ταινίες μαζί με το ‘Μπλόκο’ του Άδωνι Κύρου και το ‘Φόβο’ του Κώστα
Μανουσάκη είναι ανεξάρτητες παραγωγές κι οι σκηνοθέτες τους θέλουν να πάρουν άλλους
δρόμους, ανάλογα με τις σύγχρονες διεθνείς αισθητικές και θεματικές συζητήσεις.
Συγκλίνουν ως προς τα στοιχεία με ταινίες έντεχνης λαϊκότητας, αλλά διαφοροποιούνται
κιόλας ως προς την κινηματογραφική γραφή.
Οι ταινίες τομής του 1966 όπως και εκείνες της έντεχνης λαϊκότητας σηματοδοτούν τη
σύζευξη του λαϊκού και του έντεχνου.
Μέσα σε όλα τα σκατά που έφερε η Δικτατορία, είναι η ανακοπή αυτής της συνύπαρξης και
ο διαχωρισμός λαϊκού – ποιοτικού, αν και τα πρώτα χρόνια τα εισιτήρια παρέμεναν υψηλά.
Άλλος σημαντικός καταλύτης ήταν και η εμφάνιση της τηλεόρασης.
Το γεγονός πως το ρεμπέτικο απέκτησε ευρύτερη αποδοχή έδωσε τη δυνατότητα στα
ευρύτερα λαϊκά στρώματα να υιοθετήσουν το λαϊκό τραγούδι ως πρόταση διασκέδασης.
Όμως, παρόλο που ο λαός του μελοδράματος της δεύτερης δεκαετίας ανήκει συχνά στην
‘καθαρή’ εργατική τάξη ‘η κινηματογραφική λαϊκότητα της περιόδου 1960 – 1970 ως
κανόνας του μελοδράματος, είναι λιγότερο αντιθετική και υπονομευτική της συναίνεσης
από εκείνη της προηγούμενης δεκαετίας. Αυτό συμβαίνει, παρά το γεγονός πως ο ‘λαός’
στα μελοδράματα της πρώτης δεκαετίας είναι κυρίως παράνομοι, πόρνες και μικρομεσαίοι,
δηλαδή, ταξικά ανήκει στη χαμηλή μικροαστική τάξη και το υποπρολεταριάτο (λούμπεν). Η
‘ταξική’ καθαρότητα δε συμβαδίζει με τη γνησιότητα σε επίπεδο ήθος και πολιτισμού.
ΓΡΑΜΜΑΤΑΣ
1.3 Μελόδραμα
Το μελόδραμα ακμάζει κατά την πρώτη εικοσαετία του 20ου αιώνα, συνεχίζοντας τα
γαλλικά πρότυπα, ενώ υψηλό είναι το ποσοστό συμμετοχής στην πρωτότυπη συγγραφή
έργων. Η παρουσία του στα θέατρα πρωτεύουσας και επαρχίας είναι δυναμική, όπως
δυναμική είναι και η εκδοτική της παρουσία. Οι συγγραφείς είναι συνήθως γνωστοί
(Τσοκόπουλος, Φυτίλης, Λιδωρίκης). Είναι επίσης λογοτέχνες και διανοούμενοι με πλούσιο
έργο (Πρινέας, Βογιατζάκης).
Η θεματική τους αντλείται από τη σύγχρονη πραγματικότητα κι αποτελούν
αντιπροσωπευτικό δείγμα. Κυριαρχεί το οικογενειακό, κοινωνικό δράμα με έμφαση στις
διαπροσωπικές σχέσεις των μελών της οικογένειας. Η καταπίεση, η συζυγική απιστία, η
αδικία και η κοινωνική ανισότητα, η εξαθλίωση των φτωχών και η αδυναμία του ατόμου να
κατακτήσει την ευτυχία είναι μερικά από τα θέματα.
Ενδεικτικά έργα: ‘Η Αδελφή’ της Αργ. Σακελλαρίου, ‘Ο άλλος κόσμος’ του Νικολόπουλου, ‘Η
ατμόσφαιρα’ – Τσοκόπουλος, ‘Δια το χρήμα’ – Δεληκατερίνης, ‘Όταν λείπει το χρήμα’ –
Ζωγράφου κ.α.
Από τους τίτλους και μόνο καταλαβαίνουμε το κλάμα που έπεφτε. Τα θέματα και οι
καταστάσεις ήταν εξαιρετικά επίκαιρα για την εποχή και αναφέρονται σε νοοτροπίες και
κοινωνικές συμπεριφορές, σε ιδεολογικές αναζητήσεις και αξίες που εμφανίζονται για
πρώτη φορά στην ελληνική κοινωνία. Η εξάρτηση των φτωχών από τους πλούσιους και ότι
αυτό συνεπάγεται, όπως η εκπόρνευση αθώων κοριτσιών από διεφθαρμένους αστούς, η
καταπάτηση των ηθικών κανόνων, η επιβολή των νόμων του καπιταλισμού είναι συνήθη
θέματα.
Οι ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις, η έξαρση της συγκίνησης, η συνειδητή
προσπάθεια των συγγραφέων να κατατάξουν τους ήρωες σε καλούς και κακούς, η ρητορική
φόρτιση του λόγου χαρακτηρίζουν αυτά τα έργα ως μελοδράματα.
1.6 Κωμειδύλλιο
Υβριδικό είδος, προέρχεται από το γαλλικό vaudeville. Έχει στοιχεία της αυτόχθονης
κωμωδίας με την ευρωπαϊκή μουσική, τοπικά γλωσσικά ιδιώματα και ξένα πρότυπα. Το
κωμειδύλλιο για ένα μικρό χρονικό διάστημα κατακτά τις αθηναϊκές σκηνές κι ενθουσιάζει
το κοινό.
Το πρώτο έργο είναι ‘Η τύχη της Μαρούλας’ του Δημήτρη Κορομηλά, ενώ ακολουθεί
πλήθος άλλων όπως ‘Η λύσις του ανατολικού ζητήματος’, ‘Ο μπάρμπα Λινάρδος’ – Δημ.
Κόκκος, για παράδειγμα. Είναι πλαστό δημιούργημα που προκλήθηκε από τη συνένωση
ντόπιων και ξενόφερτων στοιχείων. Από τη μια, η γενιά του ’80 στρέφεται στο λαϊκό
πολιτισμό και την ανάπτυξη της ηθογραφίας κι από την άλλη, το ευχάριστο βαριετέ και η
ανάλαφρη ευρωπαϊκή μουσική μετατοπίζουν το ενδιαφέρον του κοινού σε νέες
κατευθύνσεις. Αυτό, σε συνδυασμό με δοκιμασμένες πρακτικές όπως οι στερεότυποι
χαρακτήρες, η αρμένικη όπερα, η θεματική που στηρίζεται στην πραγματικότητα, οι
κωμικές καταστάσεις και η δημοτική γλώσσα – γνωρίσματα της μονόπρακτης και
πολύπρακτης κωμωδίας, είναι τα επιμέρους δομικά στοιχεία του κωμειδύλλιου. (να του
ζήσουν). Ως πρώτο στάδιο διαμόρφωσης μπορεί να θεωρηθεί η Επτανησιακή
δραστηριότητα, χωρίς όμως να διευκρινίζεται ακριβώς η συμβολή της. Σημαντικό ρόλο
αποτελεί η προσθήκη μουσικής σε μονόπρακτες κωμωδίες. Όμως, η αρχή του
κωμειδυλλίου έρχεται με τη διασκευή της ιταλικής κωμωδίας ‘Οι μυλωνάδες’ από τον Π.
Σούτσα το 1869, ενώ ορόσημο θεωρείται ‘Η τύχη της Μαρούλας’ , μια διασκευή της
μονόπρακτης κωμωδίας του Κορομηλά, ‘Η πέτρα του σκανδάλου’. Η διασκευή γίνεται από
τον ίδιο τον Κορομηλά, που προσθέτει τραγούδια και θεωρείται το πρώτο κωμειδύλλιο.
Από τα 25 που γνωρίζουμε, διαπιστώνουμε πως η θεματική τους ήταν:
- αντιπαραβολή τοπικών – γηγενών εθίμων προς τα ευρωπαϊκά
- ανάδειξη των αγνών επαρχιακών ηθών
- επιδίωξη κοινωνικής και οικονομικής αναρρίχησης με εύκολο πλουτισμό από γάμο ή
κληρονομιά
- ερωτική ίντριγκα
- αξιοποίηση της ιδιωματικής γλώσσας και χιουμοριστική της προσέγγιση
- αντιπροσωπευτικοί τύποι της ελληνικής επαρχίας και του αστικού χώρου
αν προσθέσουμε στα παραπάνω, την απλή καθημερινή γλώσσα, το χιούμορ και τη
διακωμώδηση ηθών κι εθίμων, καταλαβαίνουμε γιατί είχε τόση επιτυχία και
διαχρονικότητα. Από τη φύση του όμως, δεν είναι ούτε αυθυπόστατο ούτε αυτοδύναμο.
Αποτελεί συγκόλληση διάφορων στοιχείων και μετά από μια περίοδο ακμής διασπάται στα
επιμέρους αυτά στοιχεία, που με τη σειρά τους εμφανίζονται ως καινούριες θεατρικές
εκφράσεις που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με το κωμειδύλλιο.
1.8 Επιθεώρηση
Ξενόφερτο είδος που εντάσσεται στην αυτόχθονη δραματική δημιουργία και αναδεικνύεται
σε αντιπροσωπευτικό για όλο τον 20ο αι. Πρότυπο υπήρξε η ισπανική ‘Γκραν Βία’, ένα
μουσικοχορευτικό θέαμα με μικρές, ανεξάρτητες κωμικές σκηνές, ελαφρά σεξουαλικά
υπονοούμενα, μουσική και χορό που θύμιζαν μιούζικ χολ και καμπαρέ. Παίχτηκε στις 23
Απριλίου του 1894 και χάλασε κόσμο. Το κοινό τη λάτρεψε ενώ οι κριτικοί δεν μπορούσαν
να το χαρακτηρίσουν. Συμφώνησαν όμως στο ότι ήταν αυτό που ήθελαν το κοινό και οι
συγγραφείς: ευρωπαϊκή μουσική, ευχάριστο μουσικό – χορευτικό θέαμα, διασκεδαστική
υπόθεση. Άλλωστε, αυτό ταίριαζε σε μια εποχή όπου δημιουργούνταν νέες κοινωνικές,
ιδεολογικές και πολιτισμικές συνθήκες.
Έτσι, αρχίζει ένας αγώνας δρόμου για το ποιος θα οικειοποιηθεί τα στοιχεία της Γκραν Βία
δημιουργώντας ένα ελληνικό πρωτότυπο. Ο πρώτος ήταν ο Μίκιος Λάμπρος, γραμματέας
του Παρνασσού, που με το έργο του ‘Λίγο απ’ όλα’ καθιερώθηκε ως ο πρώτος
επιθεωρησιογράφος. Και αυτό το έργο χάλασε κόσμο. Ο τίτλος του έγινε τίτλος
καταστημάτων, ποτού, έκφραση της μόδας κ.α. Ειδολογικά στηρίζεται στο κωμειδύλλιο
καθώς διατηρεί στοιχεία του όπως τους τύπους της ελληνικής επαρχίας, την ιδιωματική
γλώσσα, τη χαλαρή πλοκή των σκηνών. Όλα αυτά συνδέονται με ευρωπαϊκή μουσική. Από
το ισπανικό πρότυπο δανείζεται τους δυο κομπέρ, τη σύνδεση των κωμικών σκηνών,
(προσθέτει τη σάτιρα της επικαιρότητας), το μουσικοχορευτικό θέαμα, τα τραγούδια που
είχαν ήδη γίνει λαϊκές επιτυχίες. Όμως, η τελική παράμετρος ήταν η ίδια η κοινωνία της
εποχής και ιδιαίτερα η Αθήνα. Έχουμε μια αστική κοινωνία που βαδίζει το μονοπάτι της
εκβιομηχάνισης και του εκσυγχρονισμού, απομακρύνεται από το παρελθόν και κοιτάζει
προς το μέλλον, όπως αυτό διαγράφεται στην Ευρώπη. Όλα αυτά τα ικανοποιεί η
επιθεώρηση.
Με τον πόλεμο του ’97 ανακόπτεται η αστική ανάπτυξη και το ενδιαφέρον για το θέατρο
περιορίζεται. Το τέλμα της επιθεώρησης διαρκεί μέχρι τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του
20ου αι. Τότε εμφανίζεται μια επιθεώρηση το χρόνο και αυξάνεται σε πέντε – έξι για να
φτάσει τα 24 κατά το 1921. Βασικό γνώρισμα των έργων της περιόδου είναι η διατήρηση
του ίδιου τίτλου και των ίδιων συντελεστών για πολλά χρόνια, που επαναλαμβάνει
κοινωνικά σχόλια.
Ενδεικτικές επιθεωρήσεις: ‘Πανόραμα’ – Μωραϊτίνης, ‘Κινηματογράφος’ – Πολ.
Δημητρακόπουλος, ‘Καρνέ’ και ‘Παπαγάλος’ – Αντ. Βώττης και κυρίως τα ‘Παναθήναια’ και
‘Πολεμικά Παναθήναια’ των Μπ. Άννινου, Γ. Τσοκόπουλου – Πολ. Δημητρηιάδη, που
παρουσιάστηκε το 1907 και παρέμεινε στην επικαιρότητα μέχρι το 1922, για όλη τη
διάρκεια δηλαδή των Βαλκανικών Πολέμων και του Α’ Παγκόσμιου.
Βασικό στοιχείο της επιθεώρησης είναι η μουσική, που αναπτύσσεται και ολοκληρώνεται
μέσα στο ίδιο το κωμικό επεισόδιο, οδηγώντας το διάλογο στην κορύφωση,
υπερφορτίζοντας ή υποβαθμίζοντας τη σκηνική δράση. Συνθέτες όπως ο Σπινέλλης, ο
Καίσαρης, ο Γιαννίδης και ο Σογιούλ έδωσαν εξαιρετικά δείγματα εκείνη την περίοδο.
Στην πρώτη φάση της, (τα πρώτα 20 χρόνια του 20ου αι.) η επιθεώρηση είχε κωμικό
χαρακτήρα με πολιτικό περιεχόμενο, καθώς η ανάπτυξή της στηρίζεται στην πολιτική
κατάσταση και την κοινωνική επικαιρότητα, τις οποίες αντιμετωπίζει σατιρικά ή
παρωδιακά, εκφράζοντας τις προσδοκίες του μέσου Αθηναίου θεατή, άλλωστε, σε αυτόν
απευθύνεται.
Η καθαρά μουσική παράμετρος του είδους σταδιακά αυτονομείται και δημιουργείται η
οπερέτα.
Με τα χρόνια η επιθεώρηση μετασχηματίζεται. Ο σχολιασμός της πολιτικής επικαιρότητας,
η ανάδειξη τύπων της ελληνικής κοινωνίας, η προβολή και δημιουργία αξιακών προτύπων,
η κριτική νοοτροπιών και συμπεριφοράς, είναι τα βασικά θεματικά χαρακτηριστικά της. Με
αυτά απευθύνεται σε ένα ομοιογενές κοινό, με συγκεκριμένο και περιορισμένο ορίζοντα
προσδοκιών και προσληπτικών δυνατοτήτων, που ικανοποιούνται από το απλό θέμα και
την έντονη θεατρικότητα. Έτσι κατοχυρώνεται ως εξαιρετικά δραστικό μέσο κοινωνικής
κριτικής με επίκαιρο και καυστικό χαρακτήρα, που φορτίζεται ιδεολογικά κι εκφράζει την
πραγματικότητα της εποχής.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή υπάρχει κάμψη αλλά το είδος επανακάμπτει από το
1926 με 11 επιθεωρήσεις στην πρωτεύουσα και πέντε στην επαρχία.
Τα νέα ήθη επηρεάζουν και την επιθεώρηση. Τα σόκιν αστεία γίνονται πιο απροκάλυπτα
και κερδίζουν έδαφος έναντι της πολιτικής σάτιρας. Τα θέματα είναι ανάλαφρα και
αντλούνται από την κοσμική και κοινωνική ζωή της Αθήνας.
1.9 Κωμωδία
Η κωμωδία έχει αρκετά κοινά σημεία με την επιθεώρηση, ως προς την αναφορά στην
κοινωνική πραγματικότητα και τις συνθήκες του παρόντος.
Η μεγάλη κι επιτυχημένη παράδοση της κωμωδίας είχε ξεκινήσει το 19ο αι. Βυζάντιος,
Χουρμούζης, Μισιτζής είναι μερικοί από τα μεγάλα κεφάλια. Το πηγαίο χιούμορ κάποιων
όπως ο Λάσκαρης, φαίνεται σε πολλά μονόπρακτα και πολύπρακτα έργα που ξεκινούν από
τον προηγούμενο αιώνα και φτάνουν μέχρι τον 20ό. Πάντως δεν υπερβαίνουν τον απλό
ανεκδοτολογικό χαρακτήρα και τις κοινότυπες φαρσικές καταστάσεις. Οι ερωτικές σχέσεις,
οι παρεξηγήσεις και η διακωμώδηση ηθών και εθίμων παραμένουν η βασική θεματική.
Ο κυριότερος εκφραστής είναι ο Γρ. Ξενόπουλος κι ακολουθεί ο Τίμος Μωραϊτίνης που
σατιρίζει τη γυναικεία χειραφέτηση και την πολιτική κατάσταση.
Η Μικρασιατική καταστροφή δημιουργεί νέες συνθήκες, λόγω της εγκατάστασης των
προσφύγων. Οι συγγραφείς βρίσκουν νέους τρόπους έμπνευσης. ‘Επιστροφή των θεών’,
‘Ένα ταξιδάκι στη Σελήνη’ – Μωραϊτίνης, είναι μερικά ενδεικτικά.
Σάτιρα κάνει ο Θεόδωρος Συναδινός. ‘Μπλόφες’, ‘Εσύ φταις’, ‘Πίννες’ είναι μερικά από τα
έργα του.
Στην περίοδο του Μεσοπολέμου ανήκει ο Παντελής Χορν. ‘Σέντζας’, με θέμα την ερωτική
ζωή του ήρωα, κάτι που προκάλεσε αντιδράσεις και προβλήματα στο Χορν.
‘Το Μελτεμάκι’, έργο του Χορν που παρουσιάστηκε από την Κυβέλη το 1927 και καθιέρωσε
τον ηθογραφικό χαρακτήρα στη δραματουργία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ ΑΠΟ ΤΟ 1965 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ
Τα χρόνια από το 1965 – 1966 συνιστούν τομή στην εγχώρια κινηματογραφία. Τότε
εμφανίστηκαν ανεξάρτητες παραγωγές όπως το Μπλόκο του Άδωνι Κύρου, η Εκδρομή του
Τάκη Κανελλόπουλου, το Μέχρι το πλοίο, του Αλέξη Δαμιανού και το Πρόσωπο με
Πρόσωπο του Ροβήρου Μανθούλη. Οι παραγωγές αυτές ανέτρεπαν τις συμβάσεις της
εμπορικής παραγωγής κι απηχούσαν αισθητικές και θεματικές αναζητήσεις του διεθνούς
καλλιτεχνικού κινηματογράφου.
Ελληνικές ταινίες με καλλιτεχνικές ανησυχίες είχαν παρουσιαστεί τη δεκαετία του ’50 από
το Γρηγόρη Γρηγορίου, το Στέλιο Τατασόπουλο, το Γκρεγκ Τάλλας, το Νίκο Κούνδουρο και
το Μιχάλη Κακογιάννη. Όλοι τους είχαν εμπνευστεί από ξένα ρεύματα και μερικές ταινίες
τους είχαν οριστεί ως νεορεαλιστικές. Μέχρι τα μέσα του ’60 ο Κακογιάννης και ο
Κούνδουρος συνέχισαν την καλλιτεχνική τους αναζήτηση. Ο Κακογιάννης διασκεύασε
λογοτεχνικά έργα και αρχαίο δράμα (‘Ερόικα’, ‘Ηλέκτρα’) και ο Κούνδουρος παρουσίασε
προσωπικές, αλληγορικές και συλιζαρισμένες δημιουργίες (‘Το ποτάμι’, Μικρές Αφροδίτες).
Το 1965-1966 ξεχώρισε διότι αρκετοί δημιουργοί εμφανίστηκαν δυναμικά στα αντίστοιχα
Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δίνοντας νέα πνοή. Το πραξικόπημα του 1967 όμως, εμπόδισε την
ανάπτυξη ενός συμπαγούς κινηματογραφικού ρεύματος. Μετά τη δικτατορία, αρκετοί
καινοτόμησαν με τις ταινίες τους όπως ο Αγγελόπουλος, ο Δαμιανός, ο Βούλγαρης. Μετά τη
δικτατορία, προστέθηκαν δημιουργοί που ανανέωσαν και συνεχίζουν να ανανεώνουν τον
ελληνικό κινηματογράφο. Φέρρης, Παναγιωτόπουλος, Ψαρράς, Γιάνναρης κ.α.
Στις ταινίες που θα εξετάσουμε, αυτά ανατρέπονται. Οι δημιουργοί τους εμπνέονται από το
διεθνή κινηματογράφο όπως τα έργα των Ροσελίνι, Φελίνι, Αντονιόνι, Τρυφώ, Γκοντάρ
Βέντερς Ταρκόφσκι κ.α.
Εκδρομή
Σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή του πολέμου του ’40 η Ειρήνη βρίσκεται κοντά στο
μέτωπο και τον ανθυπολοχαγό σύζυγό της Κώστα. Η Ειρήνη τα έχει με το Στράτο, λοχία και
φίλο του άντρα της. Ο Στράτος προσπαθεί να σκοτώσει τον Κώστα για να πάρει την Ειρήνη.
Την παραπλανά λέγοντάς της πως ο άντρας της σκοτώθηκε. Εκείνη αποκαλύπτει το ψέμα,
φεύγει με το Στράτο και οι δυο εραστές έχουν τραγικό τέλος.
Η ταινία είναι μοντερνιστική με επιρροές από τη γαλλική νουβελ βαγκ. Πρόκειται για
μελαγχολικό, λυρικό έργο για τον έρωτα, τις αμφιβολίες της ψυχής και τον πόλεμο. Ο
έρωτας αποδίδεται ως δύναμη πάνω από τη θέληση των ηρώων και τους οδηγεί στην
προδοσία, το ψέμα και τη λιποταξία. Πάνω από τον έρωτα βρίσκεται ο πόλεμος, όχι στις
ηρωικές του στιγμές αλλά στις τραγικές του συνέπειες. Ο πόλεμος επιβάλλει τη σύλληψη
του λιποτάκτη Στράτου οδηγώντας στο θάνατο της Ειρήνης, το όνειρο της οποίας για μια
εκδρομή δε θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Ο πόλεμος διακόπτει τον έρωτα, τη ζωή και ταράζει
κάθε πλευρά του ανθρώπινου ψυχισμού. Το Στράτο – λιποτάκτη σκοτώνει ένας φίλος του.
Ο Κανελλόπουλος δημιουργεί ήρωες πέρα από τους κλασικούς καλούς και κακούς. Η
Ειρήνη είναι μοιχαλίδα, αλλά τα λόγια και οι ενέργειές της την καθιστούν πολυδιάστατη και
δυσερμήνευτη. Ο προδότης της φιλίας και λιποτάκτης Στράτος είναι ένας απελπισμένος
άνθρωπος. Οι ήρωες έχουν σκαμπανεβάσματα, από το μεγαλείο και την αυταπάρνηση,
φτάνουν στον πάτο.
Η αφήγηση ξεκινά ελλειπτικά, απαιτώντας προσπάθεια από το θεατή στην ανασύνθεση των
γεγονότων. Οι πράξεις δεν καταγράφονται σε ρεαλιστικό χρόνο. Μια σειρά εσωτερικών
μονολόγων της Ειρήνης αποκαλύπτουν το χρονικό της σχέσης της με το Στράτο. Τα λόγια
της απευθύνονται στο Στράτο αλλά παραμένουν αμφίσημες, είναι δύσκολο για το θεατή να
καταλήξει ποια χρονική στιγμή εκφράζουν αυτά τα λόγια και οι εικόνες που τα συνοδεύουν.
Ο σκηνοθέτης κλείνει την ταινία με την αναγνώριση της εξουσίας του έρωτα πάνω στον
άνθρωπο και παρουσιάζει ανάγλυφα τη σύγκρουση πόλεμου – θάνατου και έρωτα – ζωής.
Το κανόνι και το Αηδόνι: σπονδυλωτή ταινία σε τρία μέρη. Οι Γιώργος και Ιάκωβος
Καμπανέλλης προσεγγίζουν πρωτότυπα τον πόλεμο με έμφαση στην επίδρασή του στη ζωή.
Η λιτή κινηματογράφηση και η ποιητική απόδοση ενός ονείρου διαφοροποιούν την ταινία
από το τυπικό πολεμικό έργο. Την ίδια στιγμή, μέσα στις μικρές πράξεις υπονόμευσης της
εξουσίας διακρίνουμε μια βουβή απόρριψη της χούντας.
Το Προξενιό της Άννας: η Άννα είναι υπηρέτρια μιας μεσοαστικής οικογένειας. Της
γνωρίζουν τον Κοσμά με σκοπό να παντρευτούν. Περνάνε μια όμορφη μέρα μαζί αλλά τα
αφεντικά τους αναγκάζουν την Άννα να ξεχάσει την προοπτική του γάμου.
Στη διάρκεια της ταινίας δε συμβαίνει κάτι συνταρακτικό. Κάθε ενότητα είναι μια ‘φέτα’
ζωής, τυπικής μεσοαστικής. Οι δουλειές που κάνει η Άννα, η μάζωξη της οικογένειας στο
τραπέζι, η έξοδός της με τον Κοσμά, είναι καταστάσεις που δε θα υπεισέρχονταν σε μια
κλασική ταινία καθώς ο Βούλγαρης αναιρεί την έννοια της ΄δράσης’. Η ζωή της Άννας θα
συνεχιστεί στον ίδιο ρυθμό.
Μέσα από τις τυπικές αυτές σκηνές ο Βούλγαρης κάνει τον κοινωνικό σχολιασμό του. Οι
ασχολίες της Άννας είναι εκείνες χιλιάδων γυναικών που συντηρούσαν την οικογένειά τους
ως υπηρέτριες. Η συνάντηση της οικογένειας φανερώνει τις συνήθειές τους και ταυτόχρονα
φαίνεται όλη η υποκρισία τους. Το αφεντικό της Άννας δίνει ηθικές συμβουλές, ενώ την
παρακολουθεί ηδονοβλεπτικά όταν εκείνη αλλάζει ρούχα. Η γιαγιά συμφωνεί αρχικά να
κάνει η Άννα ‘χριστιανική’ οικογένεια όταν όμως συνειδητοποιεί πως θα χάσει την
υπηρέτριά της τη συκοφαντεί και αμφισβητεί την ανάγκη της να παντρευτεί.
Η έμφαση στις λεπτομέρειες φωτίζει ταξικές και πολιτισμικές διαφορές. Η γιαγιά παίζει
τράπουλα, η Άννα δουλεύει. Το μικρό δωμάτιο της Άννας βλέπει σε τοίχο, της γιαγιάς στον
κήπο. Στην έξοδο με τον Κοσμά βλέπουμε δυο τρόπους διασκέδασης. Στο αναψυκτήριο η
μουσική είναι ευρωπαϊκή και οι θαμώνες παρακολουθούν από μακριά τις ημίγυμνες
χορεύτριες και στην ταβέρνα τα δημοτικά ξεσηκώνουν τον κόσμο να χορέψει και φέρνουν
στους δυο νέους μνήμες από τα χωριά τους. Η συζήτηση των δυο νέων δείχνει τις
δυσκολίες των μη προνομιούχων. Ο πατέρας του Κοσμά πέθανε μετανάστης στον Καναδά
και το χωριό του έχει ερημώσει. Ο πατέρας της Άννας σκοτώθηκε στον πόλεμο, η μητέρα
της μεγάλωσε εννιά παιδιά κι η ίδια δουλεύει ήδη δέκα χρόνια ως υπηρέτρια.
Ο Βούλγαρης δίνει μεγάλη προσοχή στο χειρισμό των τεχνικών μέσων. Η κάμερα ακολουθεί
την Άννα αργά, συχνά από απόσταση και κάποτε σε κοντινά πλάνα φανερώνοντας την
κούραση, τη θλίψη και τη μοναδική στιγμή θυμού της όταν την επιπλήττουν για την
αργοπορία της.
Οι ήχοι ενσωματώνονται ρεαλιστικά στη δράση. Κυριακάτικες ψαλμωδίες, διαφημίσεις και
μουσική από το ραδιόφωνο.
Οι τεχνικές, οι αφηγηματικές μέθοδοι και τα έμμεσα σχόλια του Βούλγαρη, τοποθετούν την
ταινία στα όρια νεορεαλισμού και κοινωνικού ρεαλισμού. Εγγράφεται ολόκληρη στον
αυθεντικό αστικό χώρο
Θίασος: επική τοιχογραφία που σχολιάζει σημαντικά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας μέσα
από το οδοιπορικό ενός περιπλανώμενου θιάσου. Το καθεστώς Μεταξά, ο Β. Π.Π., το
αντάρτικο, τα Δεκεμβριανά, ο εμφύλιος και το προεκλογικό τμήμα του Νοέμβρη του 1952
που θα έφερνε το στρατηγό Παπάγο στην εξουσία. Τα κύρια πρόσωπα είναι τα μέλη του
θιάσου. Ο πατέρας βοηθά τους αντάρτες και εκτελείται από τους Γερμανούς. Η μητέρα τα
φτιάχνει μ’ έναν ηθοποιό του θιάσου μέχρι που τη σκοτώνει ο γιος της Ορέστης. Ο Ορέστης
βγαίνει στο βουνό κι εκτελείται μετά τον πόλεμο. Η μια αδελφή, η Ηλέκτρα γίνεται
σύνδεσμος των ανταρτών. Η άλλη αδερφή εκδίδεται σε ένα λαδέμπορα στην κατοχή, σε
Άγγλους στρατιώτες μεταπολεμικά και παντρεύεται έναν Αμερικάνο. Χαρούμενα πράγματα.
Στην ταινία, η δράση των αριστερών και ειδικά των ανταρτών αποτυπώνεται αξιοπρεπής
και συνεχώς ενάντια στους μηχανισμούς καταστολής.
Η Ελλάδα του Θιάσου είναι διχασμένη ανάμεσα σε νομιμόφρονες και αντιφρονούντες ενώ
ταυτόχρονα γνωρίζει διαρκώς εισβολείς, τους Ιταλούς, τους Γερμανούς, τους Άγγλους και
τους Αμερικάνους. Η παρουσία των τελευταίων επηρεάζει και τον τρόπο ζωής. Όταν ο
αμερικάνος σύζυγος της μικρής αδερφής ζητά πρόποση, ο έφηβος γιος της νύφης τα κάνει
όλα λίμπα και φεύγει για μια βόλτα στη θάλασσα, ακολουθούμενος από το λευκό
τραπεζομάντηλο που έχει πάρει μαζί του. υποδηλώνει το θυμό για την εκποίηση της
Ελλάδας στους ξένους σε καιρό ειρήνης αλλά και την ελπίδα για την αντίδραση της νέας
γενιάς.
Πέρα από το ιστορικό / πολιτικό υπάρχει και το μυθικό επίπεδο. Οι Ορέστης και Ηλέκτρα
παραπέμπουν στο μύθο των Ατρειδών, το ίδιο και τα υπόλοιπα πρόσωπα κι ας μην
κατονομάζονται. Ο πατέρας – Αγαμέμνων, η μητέρα – Κλυταιμνήστρα, ο εραστής –
Αίγισθος, μικρότερη αδερφή – Χρυσόθεμη, φίλος – Πυλάδης. Με αυτές τις μυθικές
αναφορές ο Τεο δεν προτείνει οικουμενικού τύπου ερμηνείες, αλλά τονίζει την ιστορική –
πολιτική διάσταση των ηρώων μέσα από την τέχνη. Ο πατέρας είναι στον αντίποδα του
Αγαμέμνονα, είναι φτωχός, πρόσφυγας και θανατώνεται με τη μεσολάβηση του Αίγισθου
για τη δράση του στον πόλεμο. Ο Αίγισθος είναι παράνομος εραστής και δοσίλογος. Ο
Ορέστης δεν εκδικείται μόνον τον πατέρα του αλλά πολεμά ταυτόχρονα τους ιδεολογικούς
εχθρούς.
Υπάρχει και θεατρικό επίπεδο (τι νομίσατε…) ο θίασος κάνει πάντα πρόβα τη Γκόλφω, το
δημοφιλές δραματικό ειδύλλιο του Σπυρίδωνος Περεσιάδη. Υπάρχουν έτσι το
μελοδραματικό κείμενο του παρελθόντος και η μοντερνιστική τοιχογραφία του Τεο. Η
άρρηκτη σχέση Τέχνης – Ιστορίας, φαίνεται από το ότι οι παραστάσεις διακόπτονται από
συλλήψεις, πολεμικές επιχειρήσεις και φονικά.
Τα τρία επίπεδα δυσκολεύουν πολύ την ταινία αλλά υπάρχουν κι άλλα. Μια φράση της
Αποκάλυψης, ένα απόσπασμα του Λένιν, ποιήματα του Μιχάλη Κατσαρού κ.α. όλα αυτά
ζητούν αποκρυπτογράφηση. Η μουσική παίζει τον ίδιο ρόλο, απόλυτα ενσωματωμένη στη
δράση. Έχει τη μορφή τραγουδιών και ρυθμών που ακούγονται σε ταβέρνες και
συναθροίσεις, βασίζεται σε πραγματικές μελωδίες της εποχής, υπαινίσσεται ιδεολογικές
τοποθετήσεις και σχολιάζει τα γεγονότα.
Η διανοητική πρόκληση, προκύπτει για το θεατή όχι μόνο από το πολυεπίπεδο της ταινίας
αλλά και από την ασυνήθιστη χρήση του αφηγηματικού χρόνου. Ο χρόνος δεν έχει λογική
αλληλουχία. Υπάρχει ομοιότητα στις φράσεις (‘φτάσαμε στο Αίγιο του ’39. Έχουμε δυο
μέρες να κοιμηθούμε’) και του Αίγιου στην αρχή και το τέλος της ταινίας της προσδίδουν
μια κυκλική δομή, που υποδηλώνει την επανάληψη με παραλλαγές της σύγχρονης
ελληνικής ιστορίας.
Στο Θίασο, οι μπρεχτικές τεχνικές είναι εμφανέστερες. Ο Τεό σπάει τη μυθοπλασία με
εμβόλιμες αφηγήσεις της προσφυγιάς, του Δεκέμβρη του ’44 και της Μακρόνησου. Η
κάμερα απομακρύνεται ακόμα περισσότερο από τους ηθοποιούς, κάνοντάς τους συχνά
μικροσκοπικές φιγούρες μέσα στο τοπίο. Οι αργές κινήσεις, οι λιγοστοί διάλογοι και η
έλλειψη δράσης μεταθέτουν το ενδιαφέρον στις ιστορικές υποδηλώσεις της ταινίας.
Τοπίο στην ομίχλη: η 11χρονη Βούλα και ο 6χρονος αδελφός της Αλέξανδρος αποφασίζουν
να πάνε στη Γερμανία όπου πιστεύουν πως θα βρουν τον πατέρα τους. Στην πορεία τους
προς τα σύνορα βρίσκουν ένα είδος προστάτη στο πρόσωπο του νεαρού ηθοποιού Ορέστη.
Στο τέλος τα παιδιά παίρνουν μια βάρκα για να περάσουν τα σύνορα και βρίσκονται σε ένα
ομιχλώδες τοπίο που νομίζουν πως είναι η Γερμανία.
Η ταινία δεν αφορά συγκεκριμένα πολιτικά ή ιστορικά γεγονότα. Ο Τεό επικεντρώνεται
στην αναπαράσταση της σύγχρονης ζωής, στη μύηση του ανθρώπου στον πόνο και στην
αναζήτηση του ονείρου και της ελπίδας. Η Ελλάδα που διασχίζουν τα παιδιά είναι θλιβερή,
μίζερη, έρημη και γεμάτη τσιμεντουπόλεις. Όσοι συναντούν είναι αποστασιοποιημένοι
συγγενείς, σκληροί επαγγελματίες ή σχεδόν αποκτηνωμένες μορφές. Η Βούλα βιάζεται, τα
παιδιά μαθαίνουν τους αιώνιους πόνους του έρωτα (η Βούλα ερωτεύεται τον Ορέστη) και
του θανάτου (βλέπουν ένα άλογο να πεθαίνει).
Η περιπλάνησή τους είναι μια πορεία για την πραγματοποίηση του ονείρου. Να βρουν έναν
πατέρα που δεν έχουν δει ποτέ (και που δεν είναι στη Γερμανία by the way). Η πίστη τους
θα τα οδηγήσει στο τοπίο στην ομίχλη, που σταδιακά ξεδιαλύνει φανερώνοντας ένα δέντρο
που αγκαλιάζουν. Το τέλος είναι ιδιαίτερα αμφίσημο καθώς ο θεατής δε γνωρίζει αν όντως
τα παιδιά έχουν φτάσει σε ένα τέτοιο μέρος, αν ονειρεύονται, αν έχουν σκοτωθεί από το
φρουρό των συνόρων κι αν το τοπίο είναι μεταφυσικό. Πριν, ο Ορέστης έχει βρει ένα
κομμάτι φιλμ που δε διακρινόταν τίποτα και τα είχε ρωτήσει αν έβλεπαν ένα δέντρο πίσω
από την ομίχλη. Κανείς τους δεν το έβλεπε, αλλά το θέμα είναι να πιστεύεις και κάτι
όμορφο που δεν υπάρχει αλλά αξίζει να το φανταστείς.
Υπάρχουν πολλές ποιητικές σκηνές στην ταινία αλλά και αναφορές σε προηγούμενες. Ο
Ορέστης είναι ο γιός της Χρυσόθεμης του Θιάσου. Ο ίδιος ανήκει στο Θίασο και συναντά
τους γνωστούς μας περιπλανώμενους. Ο θίασος του 1988 όμως έχει κουραστεί και δε
βρίσκει αίθουσα να παίξει, οπότε πουλά τα κοστούμια του. Η Ελλάδα που αντιπροσώπευε
σβήνει και τη θέση της παίρνει η σκληρή Ελλάδα που βιώνουν τα παιδιά κι η ονειρική που
εκφράζει ο Ορέστης, μια ανέμελη, θετική μορφή σαν κατάφαση του σκηνοθέτη στη νέα
γενιά.
Η αφήγηση είναι ευθύγραμμη με χαρακτηριστικό του καλλιτεχνικού κινηματογράφου τη
χαλαρή δομή της πλοκής. Ο χρόνος του πλάνου είναι ανθρώπινος (82΄΄) και γίνεται χρήση
αμερικάνικων και μεσαίων πλάνων μαζί με μερικά γκρο πλαν. Έχει λιγότερες σιωπές και η
μουσική βοηθά τη συναισθηματική συμμετοχή του θεατή. Εξακολουθούν όμως να
υπάρχουν πλάνα – σεκάνς, γενικά πλάνα. Οι αναφορές σε πρότερες ταινίες συνεχίζονται.
Τα παιδιά έχουν ονόματα από το Ταξίδι στα Κύθηρα, σε ένα αστυνομικό τμήμα εμφανίζεται
η Ελένη της Αναπαράστασης.
Αν παλιότερα ο Τεό υπονοούσε πως η κινηματογραφική ‘κατασκευή’ σχολίαζε τα αδιέξοδα
της μετανάστευσης, ή την ιστορία, τώρα υπαινίσσεται πως μπορεί να απεικονίσει το όνειρο,
να φανερώσει ένα δέντρο στην ομίχλη για όσους έχουν πιστέψει σε αυτό.
Ήσυχες μέρες του Αυγούστου: σπονδυλωτή. Μια ηλικιωμένη γίνεται φίλη με μια νεότερη
γειτόνισσά της, της δίνει χρήματα κι εκείνη εξαφανίζεται. Ένας συνταξιούχος ναυτικός
παρηγορεί μια χήρα και χωρίζουν με δυο φιλιά. Ένας τραπεζικός φλερτάρει τηλεφωνικά με
μια άγνωστη κι όταν συναντιούνται καταρρέουν από την απογοήτευση και την ακύρωση
της γοητείας του αγνώστου.
Οι ήρωες των ιστοριών δε συναντιούνται μεταξύ τους. Κοινός παρανομαστής, η έρημη
αυγουστιάτικη Αθήνα και η ανάγκη των ανθρώπων για επαφή και ζεστασιά. Τα πρόσωπα
είναι μέσης ή μεγάλης ηλικίας με καθημερινές συνήθειες και γλυκόπικρες αναμνήσεις.
Η δομή της ταινίας με τις παράλληλες απόπειρες επαφής παρατείνουν το κλίμα ατονίας και
κατάπτωσης. Την ίδια στιγμή, η επικοινωνία των ηρώων πλάθει έναν κόσμο ευγενικό, ηθικό
και καλό. Οι πράξεις του συνταξιούχου στην άγνωστη είναι καλές κι ανθρώπινες. Η Αλέκα
έχει πλούσιο συναισθηματικό κόσμο. Οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις κινούνται μεταξύ
σεξουαλικής διέγερσης και ψυχικού δεσμού.
Η πίστη στην ανθρώπινη επικοινωνία επισφραγίζεται στην τελευταία σκηνή. Η ηλικιωμένη
που έχει δηλώσει την εξαφάνιση της γειτόνισσας, συναντά φανταστικά ή μεταθανάτια τον
πρώτο της έρωτα.
Ο σκηνοθέτης αποφεύγει τις δραματικές εντάσεις και εστιάζει σε διαλόγους ή σιωπές για
να αποκαλύψει τις εσωτερικές ανάγκες των ηρώων του . Δεν αφηγείται ιστορίες,
υποβάλλοντας ενορχηστρώνει συναισθήματα.
Πάνω κάτω και πλαγίως: στο σκηνικό είναι η σύγχρονη Αθήνα. Μια χήρα συνευρίσκεται με
ένα νεαρό κι ο γιός της αποκαλύπτει την ομοφυλοφιλία του.
Οι εικόνες σχολιάζουν κωμικά την αθηναϊκή καθημερινότητα. Το μποτιλιάρισμα που
προκαλεί τρακαρίσματα, ο εγκλωβισμός του γιου στην περιστρεφόμενη πόρτα μιας
τράπεζας που προκαλεί το συναγερμό και τρομάζει τους γύρω του, και άλλες παρόμοιες
καταστάσεις.
Ο Κακογιάννης προτείνει μια ανανέωση της κωμωδίας, απορρίπτοντας τη σφιχτή
αιτιοκρατία κι έφτασε μέχρι το παράλογο. Εμπλούτισε την πρότερη θεματολογία
αμφισβητώντας τις διαχωριστικές γραμμές των δυο φύλων, αναγνώρισε το δικαίωμα της
ώριμης γυναίκας στο ερωτικό πάθος κι επικύρωσε την έλξη ανάμεσα σε μια μεγαλύτερη κι
έναν νεότερο όπως και αυτήν μεταξύ ανδρών. Υπάρχει ευτυχισμένο τέλος. Ο γιος κατανοεί
την ερωτική ζωή της μητέρας και η μητέρα αποδέχεται τη διαφορετικότητα του γιού.
Ρεμπέτικο: ξεκινά στη Μικρά Ασία με αναφορές στην Καταστροφή. Υιοθετεί μια κλασική
γραφή για να περιγράψει τη ζωή της ρεμπέτισσας Μαρίκας (σαφής αναφορά στη Νίνου).
Στο πρώτο μισάωρο παρακολουθούμε την παιδική της ηλικία από τη Σμύρνη μέχρι τον
Πειραιά. Κατόπιν βλέπουμε τι γίνεται μετά τα 16 της χρόνια. Ερωτεύεται έναν
ταχυδακτυλουργό, γεννά την κόρη της, ο άντρας της φεύγει στο εξωτερικό, συνάπτει
μακρόχρονη σχέση με ένα ρεμπέτη που την κερατώνει διαρκώς, γίνεται επιτυχημένη
τραγουδίστρια, ταξιδεύει στην Αμερική, επιστρέφει το 1956, μαχαιρώνεται κατά λάθος και
πεθαίνει.
Το Ρεμπέτικο πέρα από βιογραφία είναι μια εξιστόρηση της πορείας του ρεμπέτικου από τη
Μικρά Ασία στα κακόφημα μαγαζιά του Πειραιά κι ύστερα στο εξευγενισμένο πάλκο. Τα
τραγούδια Ξαρχάκου – Γκάτσου αναπαράγουν το ύφος και σχολιάζουν προσωπικά και
συλλογικά βιώματα. Η ταινία σχολιάζει επίσης την επίδραση της ιστορίας στις ανθρώπινες
ζωές. Δεν είναι μόνο το 1922 αλλά ο Β. Π.Π., οι συλλήψεις και οι εξορίες.
Μπορεί επίσης να προσεγγιστεί ως μουσική ταινία που αμφισβητεί την πρότερη σχετική
θεματολογία. Παλιότερα οι πρωταγωνιστές του πάλκου και του θεάματος εμφανίζονταν ως
αγνοί άνθρωποι που έφτυναν αίμα μέχρι να ευτυχήσουν. Εδώ έχουμε ένα σκληρό κόσμο. Οι
ήρωες είναι κυνικοί πραγματιστές και στυγνοί επαγγελματίες. Οι τραγουδίστριες είναι
ανταγωνιστικές, η Μαρίκα αποτυγχάνει σα μητέρα. Οι οικογενειακές σχέσεις είναι
προβληματικές και οι ερωτικές μπλέκουν με τα επαγγε