Professional Documents
Culture Documents
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ
Ιωάννης Γιαννούλης
Διανυσματική Ανάλυση
Διανυσματική Ανάλυση
Συγγραφή
Ιωάννης Γιαννούλης
Κριτικός αναγνώστης
Ιωάννης Στρατής
http://www.kallipos.gr
ISBN: 978-960-603-413-8
Πρόλογος
3
τρο λειτούργησε και το γεγονός ότι, τουλάχιστον επιφανειακά, μπορεί να αποκομίσει
κανείς την εντύπωση ότι στην ελληνική βιβλιογραφία υπάρχει μια υπερπροσφορά
συγγραμμάτων που ασχολούνται κυρίως με το «λογισμικό» μέρος του αντικειμέ-
νου, παρουσιάζοντας τις σχετικές μεθοδολογίες, δικαιολογώντας τις κυρίως μέσω
διαισθητικών ερμηνειών, ενώ το αντίστοιχο δεν φαίνεται να συμβαίνει όσον αφορά
συγγράμματα που περιέχουν συνεκτικές και αναλυτικές αποδείξεις των σχετικών θε-
ωρημάτων. Το παρόν σύγγραμμα φιλοδοξεί να εμπλουτίσει τη βιβλιογραφία προς
την κατεύθυνση αυτή, τουλάχιστον αναφορικά με τα βασικότερα αποτελέσματα του
αντικειμένου. Από την άλλη, η εστίαση στην πληρότητα της θεωρίας, σημαίνει ότι,
τουλάχιστον στην παρούσα έκδοση, η θεωρία συνοδεύεται από μια σειρά ενδεικτικών
ασκήσεων και εφαρμογών, στις οποίες, όμως, θα μπορούσαν να προστεθούν πολλές
περισσότερες ακόμα. Για περισσότερες ασκήσεις και εφαρμογές, παραπέμπουμε π.χ.
στα βιβλία [1, 10, 16].
Άμεσες προεκτάσεις της θεωρίας που παρουσιάζεται αποτελούν πρώτον, η θεωρία
των Διαφορικών Μορφών, στα πλαίσια της οποίας είναι δυνατή μια ενιαία παρουσί-
αση των κλασικών θεωρημάτων Green, Stokes και Gauss του ολοκληρωτικού λογισμού
και δεύτερον, η θεωρία του ολοκληρώματος Lebesgue, η οποία μπορεί να θεωρηθεί
ως «πλήρωση» του ολοκληρώματος Riemann. Παρ’ όλα αυτά, δεν προκρίθηκε, στην
παρούσα φάση, η παρουσίασή τους εδώ, καθότι, αφενός η «κλασική» προσέγγιση
που ακολουθούμε στο παρόν σύγγραμμα, μπορεί να γίνει και χωρίς αυτές τις θεω-
ρίες και, αφετέρου αυτές προαπαιτούν περαιτέρω γνώσεις, οι οποίες δίνονται στα
πλαίσια της Διαφορικής Γεωμετρίας και της Θεωρίας Μέτρου αντίστοιχα. Σε κάθε
περίπτωση, παραπέμπουμε τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη στα βιβλία [15], για μια
σύντομη εισαγωγή στις Διαφορικές Μορφές (και [4], για μια πληρέστερη) και στο
βιβλίο [9], για μια εισαγωγή στη Θεωρία Μέτρου και στο ολοκλήρωμα Lebesgue.
Το πεδίο των εφαρμογών της παρουσιαζόμενης ύλης είναι εξαιρετικά ευρύ. Οι
πιο άμεσες εφαρμογές της είναι στις Μερικές Διαφορικές Εξισώσεις, στη Διαφορική
Γεωμετρία, στην Κλασική Μηχανική και στις Φυσικές Επιστήμες και, γενικότερα, σε
κάθε επιστημονικό πεδίο που χρησιμοποιεί συναρτήσεις περισσοτέρων μεταβλητών.
Προφανώς, καθώς η ύλη του συγγράμματος είναι κλασική, η παρουσίαση εδώ
μπόρεσε να στηριχθεί σε ένα ευρύ φάσμα σχετικής βιβλιογραφίας. Σύμφωνα με τον
στόχο που περιγράψαμε πιο πάνω, το σύγγραμμα αυτό βασίστηκε κυρίως στα βιβλία
[5, 15], όσον αφορά τα τρία πρώτα κεφάλαια, και στα [7, 15], όσον αφορά το τέταρτο
κεφάλαιο περί ολοκλήρωσης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν του και τα υπόλοιπα σχετικά
συγγράμματα που αναφέρονται στη Βιβλιογραφία.
Ευχαριστώ τη Δήμητρα Ζερβοπούλου για τη βοήθεια στη γλωσσική επιμέλεια και
τον Τάσο Ράπτη για τη βοήθεια στα σχήματα.
Γιάννης Γιαννούλης
Πρόλογος 3
1 Ο Eυκλείδειος χώρος Rn 7
1.1 Αλγεβρική δομή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 7
1.1.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 14
1.2 Γεωμετρική αναπαράσταση του R3 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 15
1.2.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 24
1.3 Τοπολογικές ιδιότητες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 24
1.3.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 33
1.4 Ακολουθίες στον Rn . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 34
1.4.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 42
3 Διαφόριση 72
3.1 Μερικές παράγωγοι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 72
3.1.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 79
3.2 Διαφορίσιμες συναρτήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 80
3.2.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 94
3.3 Γεωμετρική ερμηνεία των παραγώγων . . . . . . . . . . . . . . . . . . 95
3.4 Παράγωγος κατά κατεύθυνση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 101
3.4.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 107
3.5 Μερικές παράγωγοι ανώτερης τάξης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 108
3.5.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 114
3.6 Διαφορικοί τελεστές . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 114
3.6.1 Aσκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 118
5
3.7 Καμπύλες στον Rn . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 120
3.7.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 146
3.8 Θεώρημα Taylor . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 151
3.8.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 156
3.9 Τοπικά και ολικά ακρότατα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 158
3.9.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 170
3.10 Πεπλεγμένες συναρτήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 175
3.10.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 181
3.11 Αντίστροφες συναρτήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 184
3.11.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 187
3.12 Ακρότατα υπό συνθήκη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 188
3.12.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 192
4 Ολοκλήρωση 199
4.1 Πολλαπλά ολοκληρώματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 199
4.1.1 Ολοκληρώματα πάνω από κλειστά ορθογώνια . . . . . . . . . 199
4.1.2 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 231
4.1.3 Ολοκληρώματα πάνω από Jordan-μετρήσιμα σύνολα . . . . . . 232
4.1.4 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 250
4.1.5 Αλλαγή μεταβλητών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 252
4.1.6 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 269
4.2 Επικαμπύλια ολοκληρώματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 271
4.2.1 Επικαμπύλια ολοκληρώματα διανυσματικών πεδίων . . . . . . 271
4.2.2 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 278
4.2.3 Επικαμπύλια ολοκληρώματα πεδίων κλίσεων . . . . . . . . . . 278
4.2.4 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 292
4.2.5 Θεώρημα Green . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 293
4.2.6 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 297
4.2.7 Επικαμπύλια ολοκληρώματα ως προς μήκος καμπύλης . . . . . 297
4.2.8 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 299
4.3 Επιφανειακά ολοκληρώματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 299
4.3.1 Επιφάνειες στον R3 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 299
4.3.2 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 314
4.3.3 Επιφανειακά ολοκληρώματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 315
4.3.4 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 319
4.3.5 Θεώρημα Stokes . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 320
4.3.6 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 322
4.3.7 Θεώρημα Gauss . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 325
4.3.8 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 334
Βιβλιογραφία 340
Ευρετήριο 341
6
Κεφάλαιο 1
Ο Eυκλείδειος χώρος Rn
x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ Rn (1.1)
+ : Rn × Rn → Rn ,
η οποία ορίζεται μέσω της πρόσθεσής τους, όπως λέμε, κατά σημείο, δηλαδή
7
1.1. ΑΛΓΕΒΡΙΚΗ ΔΟΜΗ
(αʹ) η προσεταιριστικότητα:
(βʹ) η αντιμεταθετικότητα:
x̄ + ȳ = ȳ + x̄ ∀ x̄, ȳ ∈ Rn ,
∃ 0̄ := (0, . . . , 0) ∈ Rn ∀ x̄ ∈ Rn : 0̄ + x̄ = x̄,
α(βx̄) = (αβ)x̄ ∀ α, β ∈ R, x̄ ∈ Rn ,
8
1.1. ΑΛΓΕΒΡΙΚΗ ΔΟΜΗ
΄Οπως είπαμε πιο πάνω, η ισχύς των ιδιοτήτων αυτών προκύπτει από τις ιδιότητες
της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού στο R, και για το λόγο αυτό αφήνουμε τον
έλεγχο της ορθότητάς τους, ως άσκηση, στον αναγνώστη.
Επίσης, μέσω των πιο πάνω ιδιοτήτων, εύκολα προκύπτει ότι τα διανύσματα
ē1 , . . . , ēn της (1.2) αποτελούν πράγματι μια βάση του Rn (και άρα αυτός έχει
διάσταση n), αφού είναι γραμμικώς ανεξάρτητα, και κάθε στοιχείο x̄ ∈ Rn της (1.1)
γράφεται στη μορφή
∑
n
x̄ · ȳ := xi yi ∀ x̄ = (x1 , . . . , xn ), ȳ = (y1 , . . . , yn ) ∈ Rn , (1.5)
i=1
(αʹ) συμμετρία:
x̄ · ȳ = ȳ · x̄ ∀ x̄, ȳ ∈ Rn ,
x̄ · x̄ ≥ 0 ∀ x̄ ∈ Rn και x̄ · x̄ = 0 ⇔ x̄ = 0̄.
9
1.1. ΑΛΓΕΒΡΙΚΗ ΔΟΜΗ
Λόγω της ιδιότητας του θετικά ορισμένου του εσωτερικού γινομένου (1.5), μπορεί
να ορισθεί η λεγόμενη Ευκλείδεια νόρμα του διανύσματος x̄ ∈ Rn
√ (∑
n )1/2
∥x̄∥ := x̄ · x̄ = x2i ∀ x̄ ∈ Rn , (1.6)
i=1
(αʹ) μη αρνητικότητα:
Ενώ οι πρώτες δύο ιδιότητες προκύπτουν άμεσα από τον ορισμό της Ευκλείδειας
νόρμας (1.6), μέσω του εσωτερικού γινομένου (1.5) (και τον ορισμό της τετραγωνικής
ρίζας ενός μη αρνητικού αριθμού), η απόδειξη της τριγωνικής ανισότητας χρησιμο-
ποιεί και την, από μόνη της πολύ σημαντική, ανισότητα Cauchy²-Schwarz³
0 < ∥λx̄ + ȳ∥2 = (λx̄ + ȳ) · (λx̄ + ȳ) = λ2 ∥x̄∥2 + 2λx̄ · ȳ + ∥ȳ∥2 (1.11)
με τις ισότητες να προκύπτουν από τον ορισμό (1.6) της Ευκλείδειας νόρμας και τις
ιδιότητες του εσωτερικού γινομένου (1.5) και των πράξεων (1.3), (1.4).
Αφού, λοιπόν, το δευτεροβάθμιο πολυώνυμο του λ στα δεξιά της (1.11) δεν έχει
πραγματικές ρίζες, η διακρίνουσά του θα είναι αρνητική
10
1.1. ΑΛΓΕΒΡΙΚΗ ΔΟΜΗ
x̄ · ȳ = ∥x̄∥∥ȳ∥. (1.12)
Έστω ότι x̄, ȳ ̸= 0̄. Τότε η ισότητα συνεπάγεται, σύμφωνα με την Πρόταση 1.1.1, ότι
τα x̄, ȳ είναι γραμμικώς εξαρτημένα, δηλ., ότι υπάρχει ένα λ ̸= 0 με ȳ = λx̄. Αλλά
τότε x̄ · ȳ = λ∥x̄∥2 > 0 και συνεπώς λ > 0. Από την άλλη, αν κάποιο από τα x̄, ȳ
είναι μηδενικό ή ȳ = λx̄ με λ > 0, η ισότητα ισχύει. 2
Η τριγωνική ανισότητα (1.9) συνεπάγεται και την πολύ χρήσιμη αντίστροφη τρι-
γωνική ανισότητα
∥x̄∥ − ∥ȳ∥ ≤ ∥x̄ − ȳ∥ ∀ x̄, ȳ ∈ Rn . (1.13)
∥x̄∥ = ∥x̄ − ȳ + ȳ∥ ≤ ∥x̄ − ȳ∥ + ∥ȳ∥ ⇒ ∥x̄∥ − ∥ȳ∥ ≤ ∥x̄ − ȳ∥,
∥ȳ∥ = ∥ȳ − x̄ + x̄∥ ≤ ∥ȳ − x̄∥ + ∥x̄∥ ⇒ ∥ȳ∥ − ∥x̄∥ ≤ ∥ȳ − x̄∥ = ∥x̄ − ȳ∥
11
1.1. ΑΛΓΕΒΡΙΚΗ ΔΟΜΗ
δηλ. η αντίστροφη τριγωνική ανισότητα (1.13). Στην περίπτωση της ισότητας, υψώνο-
ντας στο τετράγωνο και χρησιμοποιώντας τον ορισμό (1.6) της Ευκλείδειας νόρμας,
βρίσκουμε ότι η (1.13) ισοδυναμεί με την (1.12). 2
και η 1-νόρμα⁸
∑
n
∥x̄∥1 = |xi | ∀ x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ Rn .
i=1
(∑
n )1/p
∥x̄∥p = |xi |p ∀ x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ Rn , p ∈ R, p ≥ 1, (1.15)
i=1
12
1.1. ΑΛΓΕΒΡΙΚΗ ΔΟΜΗ
∑
n ∑
n
∥x̄∥1 = |xi | ≤ n∥x̄∥∞ και ∥x̄∥2 = |xi |2 ≤ n∥x̄∥2∞ .
i=1 i=1
∑
n
|xi | ≤ |xi | = ∥x̄∥1 , και άρα ∥x̄∥∞ = max{|xi | : i = 1, . . . , n} ≤ ∥x̄∥1
i=1
και, ανάλογα,
∑
n
|xi |2 ≤ |xi |2 = ∥x̄∥2 , και άρα ∥x̄∥2∞ = max{|xi |2 : i = 1, . . . , n} ≤ ∥x̄∥2 .
i=1
Στον R2 οι σχέσεις μεταξύ της Ευκλείδειας νόρμας, της 1-νόρμας και της ∞-
νόρμας γινονται ιδιαίτερα εύληπτες, αν αναπαραστήσουμε σχηματικά στο καρτεσιανό
επίπεδο 0xy τους αντίστοιχους μοναδιαίους κύκλους για αυτές τις νόρμες, βλ. Σχήμα
1.1, δηλαδή τα σύνολα
√
C = {(x, y) ∈ R2 : ∥(x, y)∥ = 1} = {(x, y) ∈ R2 : x2 + y2 = 1},
C1 = {(x, y) ∈ R2 : ∥(x, y)∥1 = 1} = {(x, y) ∈ R2 : |x| + |y| = 1},
C∞ = {(x, y) ∈ R2 : ∥(x, y)∥∞ = 1} = {(x, y) ∈ R2 : max{|x|, |y|} = 1}.
13
1.1. ΑΛΓΕΒΡΙΚΗ ΔΟΜΗ
y y y
1 1
-1 -1
1 x 1 x 1 x
-1 -1
Σχήμα 1.1: Οι μοναδιαίοι κύκλοι για την Ευκλείδεια νόρμα, την ∞-νόρμα και την
1-νόρμα.
(αʹ) συμμετρία:
d(x̄, ȳ) = d(ȳ, x̄) ∀ x̄, ȳ ∈ Rn ,
(βʹ) μη αρνητικότητα:
1.1.1 Ασκήσεις
Άσκηση 1. Δείξτε ότι, για την Ευκλείδεια νόρμα (1.6) στον Rn , ισχύει το Πυθαγόρειο⁹
Θεώρημα
∥x̄ + ȳ∥2 = ∥x̄∥2 + ∥ȳ∥2 ⇔ x̄ · ȳ = 0.
⁹Πυθαγόρας ο Σάμιος, 6ος αιώνας π.Χ., GR
14
1.2. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ R3
Άσκηση 2. Δείξτε, για την Ευκλείδεια νόρμα (1.6) στον Rn , τον κανόνα του πα-
ραλληλογράμμου
Άσκηση 3. Δείξτε ότι ∥x̄ − ȳ∥ ≤ ∥x̄∥ + ∥ȳ∥ ∀ x̄, ȳ ∈ Rn . Πότε ισχύει η ισότητα;
Άσκηση 4. Δείξτε ότι η ∞-νόρμα (1.14) και η 1-νόρμα (1.15) έχουν πράγματι τις
ιδιότητες (1.7)–(1.9) μιας νόρμας.
ē1 = (1, 0, 0), ē2 = (0, 1, 0), ē3 = (0, 0, 1), (1.21)
δηλ. το διάνυσμα
x̄ = (x, y, z) = xē1 + yē2 + zē3 ,
και, αφού η απεικόνιση είναι 1 − 1 και επί, μπορούμε να θεωρήσουμε τις συντεταγμέ-
νες (x, y, z) είτε ως το σημείο P είτε ως το διάνυσμα x̄, δηλ. έχουμε P = (x, y, z) = x̄.
Τις συντεταγμένες x, y, z του P τις βρίσκουμε ως προβολές του σημείου P στους
άξονες 0x, 0y, 0z αντίστοιχα. Παίρνοντας μια ευθεία που περνάει από το P και εί-
ναι κάθετη στο επίπεδο 0xy, βρίσκουμε την προβολή Q του P στο επίπεδο 0xy με
¹⁰René Descartes, 1596–1650, F
¹¹ή αναφοράς
¹²Η διαδικασία αυτή ονομάζεται κανονικοποίηση, και η σχετική απόσταση, απόσταση ανοφοράς.
15
1.2. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ R3
y y
(x1 + x2 , y1 + y2 )
(x0 , y0 ) (x1 , y1 )
y0
(x1 − x2 , y1 − y2 )
(x2 , y2 )
x0 x x
συντεταγμένες (x, y, 0), και παίρνοντας μια ευθεία που περνάει από το Q κάθετη
στον άξονα 0x, βρίσκουμε την προβολή R του Q στον άξονα 0x με συντεταγμέ-
νες (x, 0, 0). O πραγματικός αριθμός x μας λέει πόσο απέχει το R από το σημείο
αναφοράς O = (0, 0, 0) = 0̄ (με μονάδα μέτρησης την απόσταση 1 του σημείου
E1 = (1, 0, 0) = ē1 ) και σε ποιόν ημιάξονα του 0x βρίσκεται. Ανάλογα, βρίσκουμε
και τις άλλες συντεταγμένες. Αντίστροφα, μπορούμε να ταυτίσουμε το διάνυσμα x̄
με ένα «βέλος», που έχει «αρχή» το O = (0, 0, 0) = 0̄ και «τέλος» το σημείο P.
Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε από τα παραπάνω είναι ότι, άν έχουμε ένα
Καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων, ταυτίζουμε τα σημεία P του χώρου με τα δια-
νύσματα x̄, τα οποία δίνονται, ως προς τη συνήθη βάση (1.21), από την τριάδα των
συντεταγμένων (x, y, z).
Έτσι, στα πλαίσια της Αναλυτικής Γεωμετρίας, μπορούμε να αναπαραστήσουμε
πολλά γεωμετρικά αντικείμενα του R3 αλγεβρικά, και αντίστροφα, βλέπουμε ότι τα
περισσότερα από τα αλγεβρικά αντικείμενα, που ορίσαμε στην ενότητα §1.1, έχουν
μια γεωμετρική ερμηνεία. Το ίδιο ισχύει φυσικά και στο επίπεδο, του οποίου τα
σημεία αντιστοιχούμε με διανύσματα στον R2 .
Π.χ. στο Σχήμα 1.2 βλέπουμε αριστερά τη γεωμετρική αναπαράσταση ενός δια-
νύσματος στον R2 ως σημείο του επιπέδου και δεξιά την πρόσθεση και αφαίρεση
δύο διανυσμάτων, ενώ στο Σχήμα 1.3 βλέπουμε ένα διάνυσμα, το αντίθετό του, και
το βαθμωτό γινόμενό τους με τον αριθμό λ > 1.
Όπως βλέπουμε στο Σχήμα 1.2, το μήκος ∥x̄∥ ενός διανύσματος δίνει την από-
σταση d(x̄, 0̄) = ∥x̄ − 0̄∥ = ∥x̄∥ του σημείου x̄ από το σημείο αναφοράς 0̄, και,
γενικότερα, η απόσταση (μεταξύ) δύο σημείων x̄ και ȳ του χώρου Rn δίνεται από
το μήκος της διαφοράς τους, d(x̄, ȳ) = ∥x̄ − ȳ∥.
Ένας μονοδιάστατος υπόχωρος του Rn
16
1.2. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ R3
(x, y)
x
−(x, y)
Σχήμα 1.3: Διάνυσμα στον R2 , το αντίθετό του και το βαθμωτό γινόμενο του καθενός
επί το λ > 1.
η οποία περνάει από το σημείο ā και έχει την κατεύθυνση v̄, βλ. Σχήμα 1.4, ενώ μετα-
φέροντας τον διδιάστατο υπόχωρο ⟨v̄, w̄⟩, όπου v̄, w̄ ∈ R3 γραμμικώς ανεξάρτητα,
κατά το διάνυσμα ā ∈ R3 , παίρνουμε το επίπεδο στον R3
17
1.2. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ R3
v̄
ā
Σχήμα 1.4: Η ευθεία στον R3 που περνάει από το σημείο ā ∈ R3 και έχει την
κατεύθυνση v̄ ∈ R3 \ {0̄}.
w̄
v̄
ā
Σχήμα 1.5: Το επίπεδο στον R3 που περνάει από το σημείο ā ∈ R3 και παράγεται
από τα γραμμικώς ανεξάρτητα διανύσματα v̄, w̄ ∈ R3 .
18
1.2. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ R3
x2
ȳ
ϑ x̄
x1
Σχήμα 1.6: H οξεία γωνία ϑ ∈ [0, π] μεταξύ δύο διανυσμάτων στο επίπεδο 0x1 x2 .
x̄ · ȳ
cos ϑ = , x̄, ȳ ∈ Rn \ {0̄}, (1.24)
∥x̄∥∥ȳ∥
και αφού η απεικόνιση cos : [0, π] → [−1, 1] είναι 1 − 1 και επί, καθορίζεται μονοσή-
μαντα η γωνία ϑ ∈ [0, π] (αλλά όχι ο προσανατολισμός της).
Εδώ αξίζει να δούμε πώς προκύπτει ο τύπος (1.24), και με την ευκαιρία αυτή να
επαναλάβουμε κάποιες πολύ στοιχειώδεις έννοιες τριγωνομετρίας¹³.
Ως γνωστόν, το συνημίτονο cos φ και το ημίτονο sin φ είναι η x- και y-συντε-
ταγμένη αντίστοιχα, ενός διανύσματος ā ∈ R2 μήκους ∥ā∥ = 1, που έχει την αρχή
του στο σημείο αναφοράς (0, 0) και σχηματίζει με τον άξονα 0x τη «γωνία» φ ∈ R,
η οποία δίνεται από το μήκος του τόξου του μοναδιαίου κύκλου από το σημείο (1, 0)
μέχρι το σημείο ā, κατά τη θετική φορά¹⁴, αν φ > 0, και κατά την αρνητική φορά¹⁵, αν
φ < 0, όπου, αν 2kπ ≤ |φ| < 2(k + 1)π, k ∈ N, αυτό σημαίνει ότι έχουμε διατρέξει
τον κύκλο, κατά τη θετική ή αρνητική φορά, k πλήρεις φορές πριν σταματήσουμε στο
ā, βλ. Σχήμα 1.7.
Αν ονομάσουμε A(φ) : R2 → R2 την απεικόνιση που περιστρέφει τα διανύσματα
του R2 κατά φ ∈ R γύρω από το σημείο αναφοράς¹⁶, έχουμε εξ’ ορισμού
( ) ( )
cos φ 1
ā = = A(φ) , φ ∈ R. (1.25)
sin φ 0
19
1.2. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ R3
ā⊥
cos φ
b̄
φ
sin φ
ā
ϑ
•
φ
− sin φ −φ cos φ 1 x
− sin φ ā ′
Σχήμα 1.7: ā = (cos φ, sin φ), ā ′ = (cos φ, − sin φ), ā⊥ = (− sin φ, cos φ) και
b̄ = (cos(φ + ϑ), sin(φ + ϑ))
το οποίο είναι κάθετο στο ā, υπό την έννοια ā⊥ · ā = 0, όπως ήταν, πριν τα στρίψουμε
κατά την ίδια γωνία, κάθετα μεταξύ τους και τα (1, 0) και (0, 1).
Επίσης, είναι γεωμετρικά προφανές ότι η A(φ) είναι γραμμική, αφού για οποια-
δήποτε μοναδιαία ā, b̄ ∈ R2 ισχύει (βλ. και τα Σχήματα 1.2 και 1.3)
20
1.2. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ R3
και συνεπώς μπορούμε να εκφράσουμε την A(φ) μέσω ενός πίνακα, ο οποίος, σύμ-
φωνα με τις (1.25) και (1.26), είναι ο
( )
cos φ − sin φ
A(φ) = , φ ∈ R. (1.27)
sin φ cos φ
Αν δεχθούμε ότι το μήκος του τόξου του μοναδιαίου κύκλου είναι 2π, έχουμε
( )
1 0
A(2kπ) = I = , k ∈ Z, (1.28)
0 1
cos(2kπ) = 1, sin(2kπ) = 0, k ∈ Z.
Από την (1.27) και κάνοντας τις πράξεις στα δεξιά της (1.29), προκύπτει ότι αυτή
ισοδυναμεί με
Ακόμα, από την (1.27) προκύπτει ότι η A(φ) είναι αντιστρέψιμη, αφού
όπου η τελευταία ισότητα ισχύει επειδή το διάνυσμα ā = (cos φ, sin φ) είναι μονα-
διαίο, και από τις (1.28) (για k = 0) και (1.29) έχουμε
21
1.2. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ R3
το οποίο απλώς σημαίνει ότι αν περιστρέψουμε ένα διάνυσμα κατά φ και μετά
αντιστρέψουμε αυτή την περιστροφή, περιστρέφοντας το διάνυσμα που προέκυψε
κατά −φ, θα καταλήξουμε ξανά στο αρχικό διάνυσμα.
Από την άλλη, πάλι με μια απλή γεωμετρική θεώρηση, βλέπουμε ότι αν περιστρέ-
ψουμε το διάνυσμα (1, 0) κατά το ίδιο |φ| όπως στην (1.25), αλλά με την αντίθετη
φορά, έχουμε
( ) ( ) ( )
′ cos φ 1 cos(−φ)
ā = = A(−φ) = , φ ∈ R,
− sin φ 0 sin(−φ)
από όπου προκύπτει ότι η συνάρτηση του συνημιτόνου είναι άρτια, ενώ αυτή του
ημιτόνου περιττή.
Οι πιο πάνω στοιχειώδεις ιδιότητες του συνημιτόνου και του ημιτόνου μας επι-
τρέπουν να εξαγάγουμε και πάρα πολλές άλλες, ιδίως όταν τις συνδυάσουμε με τη
γνώση των τιμών τους για κάποια βασικά μήκη φ τόξων του μοναδιαίου κύκλου¹⁷, τις
οποίες μπορούμε να βρούμε με απλές γεωμετρικές παρατηρήσεις. Π.χ. αν σκεφτούμε
πού απεικονίζει ο πίνακας A(φ) το (1, 0) για τα μήκη φ = π 3π π
2 , π, 2 , 4 , βλέπουμε
εύκολα ότι
π 3π π 1
cos = 0, cos π = −1, cos = 0, cos = √ ,
2 2 4 2
π 3π π 1
sin = 1, sin π = 0, sin = −1, sin = √ .
2 2 4 2
Έτσι, από τις τις τιμές για φ = π
2 και την (1.30), βρίσκουμε τη σημαντικότατη ισότητα
( π)
cos φ = sin φ + , φ ∈ R,
2
η οποία ουσιαστικά μας λέει ότι αν «γνωρίζουμε» τη συνάρτηση του ημιτόνου, τότε
«γνωρίζουμε» και αυτήν του συνημιτόνου.
Επανερχόμενοι στο αρχικό μας ερώτημα, δηλαδή στο να καταλάβουμε γιατί ισχύει
ο τύπος (1.24), έστω ότι έχουμε δύο μοναδιαία διανύσματα
βλ. Σχήμα 1.7. Τότε, επειδή η cos είναι άρτια και η sin περιττή, και από την πρώτη
ισότητα στην (1.30), έχουμε
22
1.2. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ R3
z z z
y y y
1 x 1 x 1 x
Σχήμα 1.8: Η ανοικτή και κλειστή μοναδιαία μπάλα και η μοναδιαία σφαίρα για
n = 3.
y y y
1 x 1 x 1 x
Σχήμα 1.9: Ο ανοικτός και κλειστός μοναδιαίος κυκλικός δίσκος και ο μοναδιαίος
κύκλος (n = 2).
βλ. Σχήμα 1.8. Στην περίπτωση n = 2, τα σύνολα αυτά ονομάζονται ανοικτός και
κλειστός κυκλικός δίσκος και κύκλος αντίστοιχα, βλ. Σχήμα 1.9, ενώ στην περίπτωση
n = 1, όπου ∥x̄∥ = |x| για x̄ = x, αυτά δεν είναι τίποτα άλλο από το ανοικτό
(x − r, x + r) και κλειστό διάστημα [x − r, x + r] και τα άκρα του διαστήματος {x −
r} ∪ {x + r}.
Παρατήρηση 1.2.1. Να προσεχθεί ότι η (ανοικτή και κλειστή) μπάλα και η σφαίρα
έχουν εξ ορισμού θετική ακτίνα r > 0. Να προσεχθεί, ακόμα, ότι στον πιο πάνω
23
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
συμβολισμό για τις μπάλες και τη σφαίρα δεν διακρίνεται η διάσταση του χώρου
Rn , στον οποίο αναφέρονται. Τέλος, παρατηρούμε ότι η κλειστή και η ανοικτή μπάλα
διαφέρουν μεταξύ τους μόνο ως προς το αν περιέχουν ή όχι τη σφαίρα,
1.2.1 Ασκήσεις
Άσκηση 5. Δείξτε, με τη βοήθεια απλών γεωμετρικών ιδιοτήτων (π.χ. ότι το άθροι-
σμα των γωνιών του τριγώνου είναι π) και των ιδιοτήτων του συνημιτόνου και του
ημιτόνου που δείξαμε πιο πάνω, ότι
√
π 1 π 3
cos = , cos = ,
3 2√ 6 2
π 3 π 1
sin = , sin = .
3 2 6 2
Άσκηση 6. Δείξτε με τη βοήθεια των ως τώρα γνωστών ιδιοτήτων του συνημιτόνου
και του ημιτόνου τις ισότητες
24
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
25
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
ȳ
r ε
x̄
Σχήμα 1.10: Για το ȳ ∈ B(x̄, r) με ∥ȳ − x̄∥ = r − ε ισχύει B(ȳ, ε) ⊂ B(x̄, r).
Παρατήρηση 1.3.3. Η τομή ενός άπειρου πλήθους ανοικτών υποσυνόλων δεν είναι,
απαραίτητα, ανοικτό υποσύνολο του Rn . Π.χ. οι ανοικτές μπάλες B(x̄, k1
), k ∈ N,
∩∞
έχουν τομή k=1 B(x̄, k ) = {x̄}, που δεν είναι ανοικτό υποσύνολο του R , αφού δεν
1 n
26
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Παρατήρηση 1.3.5. Κατ’ αναλογία με την Παρατήρηση 1.3.3, εδώ η ένωση ενός άπει-
ρου πλήθους κλειστών υποσυνόλων του Rn δεν είναι απαραίτητα κλειστό σύνολο.
Π.χ. η ένωση όλων των κλειστών μπαλών B̄(x̄, 1 − k+11
), k ∈ N, x̄ ∈ Rn είναι το
∪∞ 1
σύνολο k=1 B̄(x̄, 1 − k+1 ) = B(x̄, 1), δηλ. μια ανοικτή μπάλα, που, σύμφωνα με
την Πρόταση 1.3.1, είναι ένα ανοικτό υποσύνολο του Rn .
Παράδειγμα 1.3.1. Η προηγούμενη Πρόταση 1.3.3, μαζί με την Πρόταση 1.3.1, συνε-
πάγονται άμεσα ότι η σφαίρα (1.33) είναι κλειστό σύνολο, αφού
Στενά συνδεδεμένη με την έννοια της κλειστότητας ενός υποσυνόλου είναι η έννοια
της συμπάγειας. Στην περίπτωση του Rn , και για την τοπολογία που δίνεται από
τον Ορισμό 1.3.1, η συμπάγεια μπορεί να ορισθεί ως εξής.¹⁸
Παράδειγμα 1.3.2. Η ανοικτή μπάλα (1.31), η κλειστή μπάλα (1.32) και η σφαίρα
(1.33) είναι, προφανώς, φραγμένα υποσύνολα του Rn , αφού για κάθε x̄ ∈ Rn και
r > 0 ισχύει
για κάθε ε > 0. Συνεπώς, σύμφωνα με την Πρόταση 1.3.1 και το Παράδειγμα 1.3.1,
η κλειστή μπάλα και η σφαίρα είναι συμπαγή υποσύνολα του Rn .
27
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
y
(x0 , y0 )
(x3 , y3 )
(x2 , y2 )
U
(x1 , y1 )
x
Σχήμα 1.11: Τα (x0 , y0 ), (x3 , y3 ) είναι εξωτερικά σημεία του U, το (x2 , y2 ) εσωτε-
ρικό, και το (x1 , y1 ) συνοριακό.
ανήκουν στο U και άλλα στο Rn \ U), και δεν ασχοληθήκαμε καθόλου με σημεία που
απέχουν, έστω και λίγο, από τον άξονα 0x, καθώς αυτά, θα λέγαμε πάλι διαισθητικά,
είναι ή «αρκετά μέσα», ή «αρκετά έξω» από το σύνολο U, και πάντως όχι στο
«σύνορό» του. Οι διαφορές αυτές μεταξύ των σημείων του Rn σε σχέση με το U καλό
είναι, να οριστούν με ακρίβεια. Το σκοπό αυτό εξυπηρετούν οι επόμενοι ορισμοί, βλ.
και το Σχήμα 1.11
(γʹ) συνοριακό σημείο του U, αν το x̄ δεν είναι ούτε εσωτερικό, ούτε εξωτερικό
σημείο του U.
Rn = int U ∪ ext U ∪ bd U,
από τα οποία κάποια μπορεί να είναι και κενά (βλ. Παράδειγμα 1.3.5).
28
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
αφού, με ανάλογη επιχειρηματολογία όπως εκεί, βλέπουμε ότι, για x ∈ R και ε > 0
η μπάλα B((x, 0), ε) δεν περιέχεται ούτε στο U, ούτε στο R2 \ U, ενώ για y ̸= 0 η
μπάλα B((x, y), |y|) περιέχεται στο U, αν y > 0 και στο R2 \ U, αν y < 0.
Από τους ορισμούς του εσωτερικού και του εξωτερικού ενός υποσυνόλου προκύ-
πτουν, μεταξύ άλλων, οι επόμενες βασικές ιδιότητες.
(αʹ) int U ⊂ U,
Απόδειξη. Το (αʹ) προκύπτει άμεσα από τον ορισμό του εσωτερικού σημείου, αφού
x̄ ∈ B(x̄, ε), για κάθε ε > 0.
Για το (βʹ), έστω x̄ ∈ int U, δηλ. B(x̄, ε) ⊂ U για κάποιο ε > 0. Όμως, η ανοικτή
μπάλα B(x̄, ε) είναι ανοικτό υποσύνολο του Rn και συνεπώς, για κάθε ȳ ∈ B(x̄, ε)
θα υπάρχει ένα ε(ȳ) > 0 με B(ȳ, ε(ȳ)) ⊂ B(x̄, ε) ⊂ U, που συνεπάγεται ότι κάθε
ȳ ∈ B(x̄, ε) είναι εσωτερικό σημείο του U, και άρα, B(x̄, ε) ⊂ int U. Αφού αυτό
ισχύει για κάθε x̄ ∈ int U, το int U είναι ανοικτό.
Στο (γʹ), η κατεύθυνση ⇒ προκύπτει από το (αʹ) και τους ορισμούς του ανοικτού
συνόλου και του εσωτερικού σημείου, ενώ η κατεύθυνση ⇐ έπεται από το (βʹ).
Το (δʹ) προκύπτει άμεσα από τον ορισμό του εσωτερικού σημείου, ενώ στο (εʹ) η
ισότητα είναι, απλώς, η συμβολική γραφή του ορισμού του εξωτερικού σημείου και η
έγκλειση προκύπτει από το (αʹ). 2
Παράδειγμα 1.3.4. Tο εσωτερικό, το εξωτερικό και το σύνορo της ανοικτής και της
κλειστής μπάλας, (1.31) και (1.32) αντίστοιχα, ταυτίζονται. Πιο συγκεκριμένα,
(Στην τρίτη γραμμή, με τον συμβολισμό ∂B(x̄, r) εννοούμε τη σφαίρα (1.33), και ο
συμβολισμός αυτός δικαιολογείται ακριβώς από τις προς απόδειξη ισότητες.)
Εδώ, η πρώτη ισότητα της πρώτης γραμμής και η δεύτερη ισότητα της δεύτερης
γραμμής προκύπτουν από τις Προτάσεις 1.3.4 (γʹ), (εʹ) και 1.3.1. Επίσης, από την
Πρόταση 1.3.4 (δʹ), (εʹ) και, αφού B(x̄, r) ⊂ B̄(x̄, r), παίρνουμε
29
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Παράδειγμα 1.3.5. Το εσωτερικό της σφαίρας είναι το κενό σύνολο, ενώ το εξωτερικό
της είναι το συμπλήρωμά της στον Rn . Συνεπώς, το σύνορο της σφαίρας είναι η ίδια
η σφαίρα.
Ήδη στη σχέση (1.34) είδαμε ότι η ένωση της ανοικτής μπάλας με το σύνορό της,
δηλ. τη σφαίρα, μας δίνει την κλειστή μπάλα. Προκύπτει το ερώτημα αν η κλειστή
μπάλα είναι το μικρότερο κλειστό σύνολο που περιέχει την ανοικτή μπάλα, το οποίο
μπορεί να γενικευθεί και στα ερωτήματα:
(αʹ) ποιο είναι το μικρότερο κλειστό σύνολο που περιέχει ένα δοσμένο U ⊂ Rn ;
(γʹ) ποιες ιδιότητες έχουν τα κλειστά σύνολα που δεν έχουν, π.χ., τα ανοικτά;
Πριν ασχοληθούμε με το πολύ ουσιαστικό ερώτημα (γʹ) στην επόμενη ενότητα των
ακολουθιών, καλό είναι να απαντήσουμε στο πρώτο ερώτημα και να εξετάσουμε τις
ιδιότητες του «μικρότερου κλειστού συνόλου» που περιέχει το (τυχαίο) U ⊂ Rn .
30
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Ορισμός 1.3.4. Έστω U ⊂ Rn . Η τομή όλων των κλειστών υποσυνόλων του Rn που
περιέχουν το U ονομάζεται κλειστή θήκη του U και συμβολίζεται με Ū, δηλ.
∩
Ū := K, όπου K = {K ⊂ Rn : K κλειστό, K ⊃ U}.
K∈K
(αʹ) U ⊂ Ū,
(βʹ) Ū κλειστό,
(γʹ) U ⊂ K ⊂ Rn , K κλειστό ⇒ Ū ⊂ K,
Απόδειξη. (αʹ) Έστω x̄ ∈ U και K, όπως στον Ορισμό 1.3.4. Τότε x̄ ∈ U ⊂ K για
∩
κάθε K ∈ K, και συνεπώς x̄ ∈ K∈K K.
(δʹ) ⇒: Αφού U ⊂ U και U κλειστό, έχουμε από το (γʹ) Ū ⊂ U, και από το (αʹ)
προκύπτει Ū = U.
⇐: Προκύπτει από το (βʹ) .
2
Παρατήρηση 1.3.8. Τα (αʹ), (βʹ), (γʹ) της προηγούμενης πρότασης καθιστούν το Ū, το
μικρότερο κλειστό υποσύνολο του Rn , που περιέχει το U ⊂ Rn .
31
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
(γʹ) int U ⊂ U ′ ,
(δʹ) ext U ⊂ Rn \ U ′ .
U = Ū ⇔ U ′ ⊂ U
U = U ∪ U ′ ⇔ U ′ ⊂ U,
H κλειστή θήκη ενός συνόλου μπορεί να χαρακτηριστεί και ως η ένωση του εσω-
τερικού του συνόλου με το σύνορό του.
32
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Παράδειγμα 1.3.6. Από την προηγούμενη πρόταση και το Παράδειγμα 1.3.4, προ-
κύπτει άμεσα ότι η κλειστή θήκη της ανοικτής μπάλας B(x̄, r) είναι η κλειστή μπάλα
B̄(x̄, r), το οποίο και δικαιολογεί τον συμβολισμό της τελευταίας.
1.3.1 Ασκήσεις
Άσκηση 7. Έστω U = Rn−1 × (0, ∞) = {x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ Rn : xn > 0}. Βρείτε
τα U◦ , ext U, ∂U.
και άρα 0 < yn < 2xn , δηλ. ȳ ∈ U. Συνεπώς, το U είναι ανοικτό και άρα, σύμφωνα
με την Πρόταση 1.3.4(γʹ),
Άρα, αφού από την (1.35) έχουμε (ext U) ∪ ∂U = Rn−1 × (−∞, 0] με (ext U) ∩ ∂U =
∅ (βλ. και για τα δύο την Παρατήρηση 1.3.6), προκύπτει από τις (1.36) και (1.37)
33
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN
Άσκηση 11. Αποδείξτε τις συνεπαγωγές της Παρατήρησης 1.3.9 και βρείτε αντιπα-
ραδείγματα για τις αντίστροφές τους.
(αʹ) την ανοικτή (1.31) και κλειστή (1.32) μπάλα και τη σφαίρα (1.33) στις διαστά-
σεις n = 1, 2, 3,
(γʹ) το σύνολο V ⊂ R2 με V = {(0, 0)} ∪ (B((0, 0), 2) \ B̄((0, 0), 1)) ∪ ∂B((0, 0), 3).
Άσκηση 13. Δείξτε ότι κάθε ανοικτή ή κλειστή μπάλα στον Rn ως προς την Ευ-
κλείδεια νόρμα, ∥ · ∥, περιέχεται σε μια ανοικτή ή κλειστή μπάλα ως πρός τη νόρμα
μεγίστου, ∥ · ∥∞ , αντίστοιχα, και το αντίστροφο.
34
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN
(x6 , y6 )
(x3 , y3 )
x
(x4 , y4 )
(x2 , y2 )
(x5 , y5 )
(x1 , y1 )
N ∋ ν 7→ x̄ν ∈ Rn ,
Το σημείο x̄0 ∈ Rn ονομάζεται όριο της ακολουθίας (x̄ν ) ⊂ Rn . Λέμε ότι μια
ακολουθία (x̄ν ) ⊂ Rn συγκλίνει, αν υπάρχει x̄0 ∈ Rn με x̄ν → x̄0 .
35
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN
y y y
(0,0) x (0,0) x
το οποίο ισοδυναμεί με
∥(xν , yν )∥2 = x2ν + y2ν → 0 (1.39)
(σύμφωνα με τον ακολουθιακό ορισμό της συνέχειας των f(x) = x ≥ 0, και
x2 ,
√
f−1 (y) = y, y ≥ 0, στο x = 0 και y = 0, αντίστοιχα).
Το ότι για όλες τις παραπάνω ακολουθίες (xν , yν ) ισχύει η (1.39), προκύπτει από
το ότι για κάθε μία από αυτές ισχύει xν → 0 και yν → 0, το οποίο συνεπάγεται την
(1.39), σύμφωνα με την άλγεβρα των ορίων μιας πραγματικής ακολουθίας.
Παρατηρούμε, όμως, και αντίστροφα ότι, αν ισχύει η (1.39), θα ισχύει xν → 0 και
yν → 0, αφού για πραγματικές ακολουθίες ισχύει
0 ≤ x2ν ≤ x2ν + y2ν → 0 ⇒ x2ν → 0 ⇔ |xν | → 0 ⇔ xn → 0
και αντίστοιχα για την (yν ). Συνεπώς, αποδείξαμε ότι
(xν , yν ) → (0, 0) ⇔ xν → 0 και yν → 0,
το οποίο γενικεύεται για οποιοδήποτε όριο και για οποιαδήποτε διάσταση n ∈ N
(βλ. Πρόταση 1.4.4).
Αξίζει να παρατηρήσουμε εδώ, τη βασικότερη διαφορά και τη βασικότερη ομοιό-
τητα στη σύγκλιση μιας ακολουθίας στον Rn με n ≥ 2 σε σχέση με τη σύγκλιση μιας
ακολουθίας στον R:
Μια ακολουθία (x̄ν ) ⊂ Rn , που συγκλίνει στο x̄0 , μπορεί να το προσεγγίσει «κι-
νούμενη» σε n διαστάσεις (βλ. Σχήμα 1.13), δηλ. η κατεύθυνση x̄ν+1 − x̄ν από έναν
όρο x̄ν στον όρο x̄ν+1 , εξαρτάται από n παραμέτρους, τις συντεταγμένες της, και
άρα μπορεί να «δείχνει» οπουδήποτε στον n-διάστατο χώρο²¹, ενώ μια ακολουθία
²¹Στη Μηχανική θα λέγαμε ότι η κατεύθυνση έχει n «βαθμούς ελευθερίας».
36
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN
στον R μπορεί να «κινηθεί» προς το όριό της μόνο σε μία διάσταση²². Συνεπώς, οι
διαδρομές μιας ακολουθίας προς ένα όριο μπορεί να είναι πολύ περίπλοκες, καθώς
από τον έναν όρο στον άλλο μπορεί να αλλάζει η κατεύθυνση στον χώρο, κάτι που
δεν συμβαίνει στις πραγματικές ακολουθίες. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι δεν πρέ-
πει να ελεγχουμε την σύγκλιση μιας ακολουθίας στον Rn , προεπιλέγοντας κάποια
κατεύθυνση.
Από την άλλη, σε οποιαδήποτε διάσταση, η σύγκλιση μιας ακολουθίας σε ένα όριο
σημαίνει απλώς ότι η απόστασή της από αυτό τείνει στο 0. Υπενθυμίζουμε εδώ, ότι
η (xν ) ⊂ R συγκλίνει στο x0 ∈ R, αν και μόνο αν |xν − x0 | → 0, όπου η απόλυτη
τιμή | · | ταυτίζεται με την (Ευκλείδεια) νόρμα στον R.
x̄ν → x̄0 ⇔ ∥x̄ν − x̄0 ∥ → 0 ⇔ ∥(x̄ν − x̄0 ) − 0̄∥ → 0 ⇔ x̄ν − x̄0 → 0̄ (1.40)
37
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN
Απόδειξη. Έστω x̄ν → x̄0 , x̄ν → ȳ0 με x̄0 ̸= ȳ0 , δηλ. ∥x̄0 − ȳ0 ∥ > 0. Τότε (για
∥x̄ −ȳ ∥
ε = 0 2 0 > 0) έχουμε από την (1.41)
∥x̄0 − ȳ0 ∥
∃ ν1 ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν1 : ∥x̄ν − x̄0 ∥ < ,
2
∥x̄ − ȳ0 ∥
∃ ν2 ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν2 : ∥x̄ν − ȳ0 ∥ < 0 ,
2
και άρα ∀ ν ∈ N, ν ≥ max{ν1 , ν2 }:
Πρόταση 1.4.2. Κάθε συγκλίνουσα ακολουθία (x̄ν ) ⊂ Rn είναι και φραγμένη, δηλ.
∃ r > 0 : (x̄ν ) ⊂ B(0̄, r).
Απόδειξη. Έστω x̄ν → x̄0 . Τότε (για ε = 1) έχουμε από την (1.41)
Άρα,
∀ ν ∈ N : ∥x̄ν ∥ ≤ max{∥x̄1 ∥, . . . , ∥x̄ν0 ∥, 1 + ∥x̄0 ∥} =: r0
και συνεπώς, για κάθε r > r0 έχουμε το αποδεικτέο. 2
Το επόμενο πρακτικό αποτέλεσμα προκύπτει από την εφαρμογή της (1.40) και
τις ιδιότητες της Ευκλείδειας νόρμας.
Πρόταση 1.4.3. Έστω δύο συγκλίνουσες ακολουθίες στον Rn , x̄ν → x̄0 και ȳν →
ȳ0 , και δύο συγκλίνουσες ακολουθίες στον R, αν → α και βν → β. Τότε
∥αν x̄ν + βν ȳν − (αx̄0 + βȳ0 )∥ ≤ ∥αν x̄ν − αx̄0 ∥ + ∥βν ȳν − βȳ0 ∥
≤ |αν |∥x̄ν − x̄0 ∥ + |αν − α|∥x̄0 ∥ + |βν |∥ȳν − ȳ0 ∥ + |βν − β|∥ȳ0 ∥ → 0.
38
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN
Το πρώτο αποτέλεσμα δείχνει ότι μια ακολουθία στον Rn συγκλίνει, αν και μόνο
αν συγκλίνουν οι ακολουθίες των συντεταγμένων της στο R, και μάλιστα, το όριο
της διανυσματικής ακολουθίας έχει, ως συντεταγμένες, τα όρια των ακολουθιών των
συντεταγμένων. Η πρακτική του χρησιμότητα είναι προφανής.
Αυτό όμως, σημαίνει ότι για κάθε σταθεροποιημένο ε > 0 και ν ≥ ν0 θα ισχύει
∥xν − x0 ∥∞ < √1n ε και άρα, σύμφωνα με την (1.18), ∥xν − x0 ∥ < ε, δηλ.
39
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN
Θεώρημα 1.4.1. Μια ακολουθία (x̄ν ) ⊂ Rn συγκλίνει, αν και μόνο αν είναι ακο-
λουθία Cauchy.
∀ ε > 0 ∃ ν0 ∈ N ∀ ν, µ ∈ N, ν, µ ≥ ν0 :
∥x̄ν − x̄µ ∥ ≤ ∥x̄ν − x̄0 ∥ + ∥x̄µ − x̄0 ∥ < ε.
(1) (n)
⇐: Αφού η x̄ν = (xν , . . . , xν ) ∈ Rn , ν ∈ N, είναι ακολουθία Cauchy, και,
από τον ορισμό της ∞-νόρμας και της ισοδυναμίας (1.18), ισχύει
(i) (i)
|xν − xµ | ≤ ∥x̄ν − x̄µ ∥∞ ≤ ∥x̄ν − x̄µ ∥ ∀ i = 1, . . . , n,
(i)
θα είναι ακολουθίες Cauchy στον R όλες οι ακολουθίες συντεταγμένων (xν )ν∈N ,
i = 1, . . . , n, και άρα, θα συγκλίνουν, λόγω της πληρότητας του R. Όμως τότε, θα
συγκλίνει και η (x̄ν ) ⊂ Rn , σύμφωνα με την προηγούμενη πρόταση. 2
(i)
|xν | < r ∀ ν ∈ N,
²⁴Η κατεύθυνση αυτή δεν χρειάζεται (αν και μπορεί), να αναχθεί, μέσω της Πρότασης 1.4.4, στις ακολου-
θίες συντεταγμένων στο R, αλλά αποδεικνύεται, όπως στο R (βλ. το σχόλιο στο τέλος της Παρατήρησης
1.4.1).
²⁵Bernard Bolzano, 1781–1848, CZ
²⁶Karl Weierstrass, 1815–1897, D
40
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN
(i)
δηλ. οι ακολουθίες (xν )ν∈N ⊂ R είναι φραγμένες για κάθε i = 1, . . . , n. Συνεπώς,
λόγω του Θεώρηματος Bolzano-Weierstrass στον R, κάθε μία από αυτές τις ακο-
λουθίες έχει τουλάχιστον μία συγκλίνουσα υπακολουθία, γενικά όμως, οι αντίστοιχες
υπακολουθίες δεικτών θα είναι διαφορετικές.
Εμείς όμως, θέλουμε να βρούμε μία υπακολουθία δεικτών (kν )ν∈N ⊂ N για όλες
(i) (i)
τις ακολουθίες (xν ), i = 1, . . . , n, έτσι ώστε οι υπακολουθίες (xkν ) να συγκλίνουν
για κάθε i = 1, . . . , n. Αυτό επιτυγχάνεται ως εξής:
(1) (i)
Έστω (x̄ℓν ) μια υπακολουθία της (x̄ν ), έτσι ώστε η (xℓν ) να συγκλίνει. Οι (xℓν ),
i = 2, . . . , n, θα παραμένουν φραγμένες, ως υπακολουθίες φραγμένων ακολουθιών.
(2)
Επίλέγουμε τώρα, μια υπακολουθία (x̄ℓmν ) της (x̄ℓν ) έτσι, ώστε η (xℓm ) να
ν
(1) (1)
συγκλίνει. Τότε, και η (xℓm ) θα συγκλίνει, ως υπακολουθία της συγκλίνουσας (xℓν ),
ν
(i)
ενώ οι (xℓm ), i = 3, . . . , n, θα παραμένουν φραγμένες.
ν
Συνεχίζοντας έτσι επαγωγικά, μετά τη διαδοχική επιλογή n υπακολουθιών, θα
(i)
έχουμε βρεί μία υπακολουθία (x̄kν ) της (x̄ν ), έτσι ώστε όλες οι (xkν ), i = 1, . . . , n,
να συγκλίνουν. 2
Η επόμενη πρόταση χαρακτηρίζει ένα σημείο επαφής του U, δηλ. ένα σημείο της
κλειστής του θήκης Ū, ως ένα σημείο του Rn , για το οποίο υπάρχει μια ακολουθία
στο U, που συγκλίνει σε αυτό.
41
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN
Πρόταση 1.4.7.
Πρόταση 1.4.8.
1.4.1 Ασκήσεις
Άσκηση 14. Δείξτε, με χρήση της Πρότασης 1.4.7, ότι κάθε σφαίρα και κάθε κλειστή
μπάλα στον Rn είναι συμπαγή σύνολα.
42
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN
Άσκηση 17. Δείξτε ότι κάθε ευθεία στον R2 ή τον R3 και κάθε επίπεδο στον R3
είναι κλειστά, αλλά όχι φραγμένα σύνολα.
43
Κεφάλαιο 2
f : U → R, U ⊂ R, (2.1)
fm (x̄) fm (x1 , . . . , xn )
44
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ
ονομάζεται εικόνα³ της f̄, και τα στοιχεία του τιμές της f̄, ενώ το
f̄ : U → Rm , όπου m ≥ 2,
αφού οι τιμές τους f̄(x̄) = ȳ ∈ Rm είναι διανύσματα⁴, ενώ τις πραγματικές συναρ-
τήσεις θα τις συμβολίζουμε με
f : U → R.
Παρατήρηση 2.1.1. Όπως αναφέρθηκε στον Ορισμό 2.1.1, μια συνάρτηση n πραγμα-
τικών μεταβλητών f̄ : U → Rm , U ⊂ Rn , είναι μια απεικόνιση από το U στο Rm ,
δηλαδή σε κάθε x̄ ∈ U αντιστοιχεί ένα μοναδικό f̄(x̄) ∈ Rm .
Αφού στον διανυσματικό χώρο Rn ορίζονται οι πράξεις της πρόσθεσης και του
βαθμωτού πολλαπλασιασμού, μπορούμε να ορίσουμε την πρόσθεση και τον βαθμωτό
πολλαπλασιασμό συναρτήσεων του Ορισμού 2.1.1, όπως λέμε, κατά σημείο. Επίσης,
ορίζεται και η σύνθεση συναρτήσεων.
Πιο συγκεκριμένα, έχουμε τον εξής ορισμό.
45
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ
Παρατήρηση 2.1.2. Με τις πιο πάνω πράξεις της πρόσθεσης και του βαθμωτού
πολλαπλασιασμού το σύνολο των συναρτήσεων του Ορισμού 2.1.1, για δεδομένα
n, m ∈ N, αποκτά τη δομή διανυσματικού χώρου με μηδενικό στοιχείο τη μηδε-
νική συνάρτηση 0̄ : U → Rm , 0̄(x̄) := 0̄ ∈ Rm για κάθε x̄ ∈ U.
fg : U → R, (fg)(x̄) := f(x̄)g(x̄) ∀ x̄ ∈ U,
Παρατήρηση 2.1.3. Από τις συναρτήσεις του Ορισμού 2.1.1 διακρίνουμε τέσσερις
ειδικές κατηγορίες:
46
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ
z
(x, y, f(x, y))
x
(x, y)
ως μια επιφάνεια στο χώρο R3 , που σχηματίζεται «πάνω» από το U, βλ. Σχήμα
2.1. Φυσικά, μια επιφάνεια όπως τη φανταζόμαστε σχηματίζεται μόνο υπό κά-
ποιες συνθήκες στην f, τις οποίες θα γνωρίσουμε στην τελευταία ενότητα των
σημειώσεων περί επιφανειακών ολοκληρωμάτων, §4.3.
Ένα πολύ χρήσιμο παράδειγμα μιας πραγματικής συνάρτησης δύο μεταβλητών
είναι να φανταστούμε ότι αυτή δίνει το ύψος πάνω από τη θάλασσα μιας γεω-
γραφικής περιοχής. Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να δούμε το U ⊂ R2 ως το
τμήμα ενός χάρτη, που μας δίνει τις συντεταγμένες του σημείου (x, y) ∈ U για
το οποίο μιλάμε, και η τιμή z = f(x, y) μας δίνει το ύψος της επιφάνειας της γης
στο σημείο (x, y).
Εμείς, βέβαια, θα μελετήσουμε γενικότερα πραγματικές συναρτήσεις n ≥ 2 με-
ταβλητών, οι οποίες για n ≥ 3 δεν μπορούν να παρασταθούν γραφικά τόσο
άμεσα στον τριδιάστατο χώρο. Παρ’ όλα αυτά, συνιστάται, να έχουμε στο μυαλό
μας την παραπάνω εικόνα, καθώς οι περισσότερες έννοιες που θα αναφέρουμε
ορίζονται για συναρτήσεις με n ≥ 3 μεταβλητές, όπως ακριβώς ορίζονται και
για συναρτήσεις με n = 2 μεταβλητές. Στην ιδέα αυτή, ότι δηλαδή οι πραγματι-
κές συναρτήσεις δύο μεταβλητών χρησιμεύουν ως πρότυπο για τις πραγματικές
συναρτήσεις n ≥ 2 μεταβλητών, συνηγορεί και το γεγονός ότι πολλές από τις
ονομασίες στη γενική περίπτωση προέρχονται από τις αντίστοιχες ονομασίες στην
ειδική περίπτωση δύο μεταβλητών. Π.χ. υπό κατάλληλες ιδιότητες της f : U → R,
47
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ
U ⊂ Rn , το γράφημά της,
Γf = {(x̄, f(x̄)) ∈ Rn+1 : x̄ ∈ U},
ονομάζεται υπερεπιφάνεια στον Rn+1 .
Οι πραγματικές συναρτήσεις ξεχωρίζουν και για έναν άλλο λόγο από τις δια-
νυσματικές: ο χώρος των πραγματικών αριθμών R είναι πλήρως διατεταγμένος.
Αυτό σημαίνει ότι οι τιμές μιας πραγματικής συνάρτησης μπορεί να συγκριθούν
μεταξύ τους, ως προς το μέγεθός τους. Ως αποτέλεσμα, υπάρχουν κάποιες έννοιες
στις πραγματικές συναρτήσεις (π.χ. η μέγιστη ή η ελάχιστη τιμή τους και η έν-
νοια του συνόλου στάθμης, βλ. Ορισμός 2.1.4) οι οποίες δεν έχουν – τουλάχιστον
άμεσα – νόημα στις διανυσματικές.
Τέλος, η πρωτεύουσα σημασία των πραγματικών συναρτήσεων έγκειται στο ότι,
όπως θα δούμε, πολλές ιδιότητες των διανυσματικών συναρτήσεων προκύπτουν
από τις ιδιότητες των συνιστωσών τους πραγματικών συναρτήσεων. Αυτό, ου-
σιαστικά, στηρίζεται άμεσα στον χαρακτηρισμό των ορίων των ακολουθιών στον
Rm , μέσω των ορίων των ακολουθιών των συντεταγμένων τους, βλ. Πρόταση
1.4.4.
Οι πραγματικές συναρτήσεις περιγράφουν στη Φυσική βαθμωτά μεγέθη, δηλ.
χαρακτηριστικές ιδιότητες ενός φαινομένου, οι οποίες ποσοτικοποιούνται μέσω
πραγματικών αριθμών. Τέτοια μεγέθη είναι π.χ. η κατανομή θερμοκρασίας σε ένα
υποσύνολο του χώρου R3 (π.χ. το Αμφιθέατρο 3 του Μαθηματικού Τμήματος του
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων) μια δεδομένη χρονική στιγμή ή η πυκνότητα μάζας
ενός σώματος.
48
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ
Σχήμα 2.2: Ροή ρευστού στον σωλήνα U της (2.2) με διάνυσμα ταχύτητας f̄(x, y, z)
στο σημείο (x, y, z) ∈ U, όπως στην (2.3).
Φυσικά, μπορεί το διάνυσμα ταχύτητας να μην είναι σταθερό σε όλο τον κύλινδρο,
και αυτή είναι και η πιο συνήθης περίπτωση. Στο Σχήμα 2.2 βλέπουμε τη ροή
ενός ρευστού του οποίου η ταχύτητα στο σημείο (x, y, z) ∈ U για το U της
(2.2) εξαρτάται από την απόσταση του x̄ από τον άξονα του κυλίνδρου, και στην
συγκεκριμένη περίπτωση παραβολικά,
Ένα άλλο πολύ οικείο παράδειγμα διανυσματικού πεδίου είναι το βαρυτικό πεδίο
ενός σημειακού σώματος θετικής μάζας που βρίσκεται στην αρχή των αξόνων
0̄ = (0, 0, 0) ∈ R3 . Τότε, η βαρυτική δύναμη που ασκείται σε ένα άλλο σημειακό
σώμα θετικής μάζας, που βρίσκεται σε ένα σημείο (x, y, z) ∈ R3 \ {0̄}, είναι
αντιστρόφως ανάλογη του τετραγώνου της απόστασης από την αρχή των αξόνων,
έχει την κατεύθυνση του διανύσματος (x, y, z) και αντίθετη φορά από αυτό, βλ.
Σχήμα 2.3. Συνεπώς, το συγκεκριμένο βαρυτικό πεδίο έχει τη μορφή
(x, y, z)
f̄(x, y, z) = −c , (x, y, z) ∈ R3 \ {0̄}, c>0 (2.4)
∥(x, y, z)∥3
με
1
∥f̄(x, y, z)∥ = c .
∥(x, y, z)∥2
49
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ
Σχήμα 2.3: Ένα βαρυτικό πεδίο, όπως στην (2.4), π.χ. της Γης.
Αυτές μπορούν να ιδωθούν, κατά κάποιο τρόπο, ως «δυϊκές» προς τις πραγ-
ματικές συναρτήσεις n ≥ 2 πραγματικών μεταβλητών: αντί για περισσότερες
ανεξάρτητες και μία εξαρτημένη, εδώ έχουμε μία ανεξάρτητη και περισσότερες
εξαρτημένες μεταβλητές.
Στην κλασικότερη και πιο συχνή μορφή, στην οποία απαντώνται, το πεδίο ορι-
σμού τους είναι ένα διάστημα I ⊂ R και η συνάρτηση είναι συνεχής. Στην πε-
ρίπτωση αυτή ονομάζονται (παραμετρικές) καμπύλες στον Rn και, για να το-
νίσουμε τη διαφορά τους από τα διανυσματικά πεδία, θα τις σημειώνουμε με
ελληνικά μικρά γράμματα με μία παύλα, συνήθως γ̄ : I → Rn , και την ανεξάρ-
τητη μεταβλητή τους θα την συμβολίζουμε με t ∈ R και θα την λέμε παράμετρο.
Η ιδέα εδώ είναι ότι μια παραμετρική καμπύλη περιγράφει τη διαδρομή στο
χώρο Rn , που διαγράφει ένα σημειακό σωματίδιο ως συνάρτηση του χρόνου,
δηλ. η γ̄ : I → Rn μας δίνει το σημείο γ̄(t) ∈ Rn του χώρου Rn , στο οποίο
βρίσκεται το σωματίδιο τη χρονική στιγμή t ∈ I. Έτσι η εικόνα της παραμετρικής
50
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ
καμπύλης γ̄ : I → Rn
γ̄(I) = {γ̄(t) : t ∈ I} ⊂ Rn
σχηματίζει μια καμπύλη στον Rn , και αυτός είναι και ο λόγος που τέτοιες
συναρτήσεις τις ονομάζουμε (παραμετρικές) καμπύλες. Στα ζητήματα αυτά θα
αναφερθούμε αναλυτικά στην ενότητα §3.7, και στην ενότητα §4.2 θα ορίσουμε
ολοκληρώματα πραγματικών συναρτήσεων και διανυσματικών πεδίων κατά μή-
κος καμπυλών, τα λεγόμενα επικαμπύλια ολοκληρώματα⁵. Περαιτέρω ανάλυση
και μελέτη των καμπυλών γίνεται στη Διαφορική Γεωμετρία.
Παραδείγματα καμπυλών έχουμε ήδη συναντήσει στον R2 και στον R3 , και
αυτό το συνειδητοποιούμε αν σκεφτούμε πώς μπορεί να γραφεί ως εικόνα μιας
διανυσματικής συνάρτησης μίας πραγματικής μεταβλητής ένα γεωμετρικό σχήμα,
⁵line integrals
51
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ
sin t
t
cos t 1 x
Γf = {(t, f(t)) : t ∈ I ⊂ R} ⊂ R2
βλ. Σχήμα 2.5, όπου και εδώ η γ̄ : [0, 2π] → R2 είναι συνεχής.
Επίσης, μια ευθεία στον τριδιάστατο χώρο R3 είναι μια καμπύλη στον R3 , βλ.
Σχήμα 1.4, αφού το σύνολο (1.22) είναι η εικόνα της συνεχούς παραμετρικής
καμπύλης
γ̄ : R → R3 , γ̄(t) = ā + tv̄,
όπου ā, v̄ ∈ R3 με v̄ ̸= 0̄.
52
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ
y
x
Βέβαια, όπως εύκολα φανταζόμαστε, μια καμπύλη μπορεί να έχει πιο πολύπλοκη
και ενδιαφέρουσα μορφή από τις προηγούμενες, όπως π.χ. η καμπύλη
Ένα τμήμα της εικόνας γ̄([0, ∞)) ⊂ R3 της γ̄ βλέπουμε στο Σχήμα 2.6.
η εικόνα της f̄ είναι το γράφημα της f, όπως το βλέπουμε στο Σχήμα 2.1.
Σημειώνουμε, όμως, ότι μια επιφάνεια στον R3 , δεν είναι απαραίτητα το γρά-
φημα μιας συνάρτησης. Αρκεί κανείς να αναλογισθεί ότι στην περίπτωση της
μοναδιαίας σφαίρας στον R3 ,
53
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ
αλλά οποιαδήποτε τομή της σφαίρας με κάποιο επίπεδο που περνάει από την
αρχή των αξόνων και να παίρναμε, δεν θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως
γράφημα μίας πραγματικής συνάρτησης με πεδίο ορισμού πάνω στο επίπεδο
ταυτόχρονα και τα δύο ημισφαίρια στα οποία τη χωρίζει το επίπεδο αυτό. Όμως,
ολόκληρη η σφαίρα⁸ μπορεί να περιγραφεί ως εικόνα μίας διανυσματικής συνάρ-
τησης με χρήση των λεγόμενων σφαιρικών συντεταγμένων, βλ. το Σχήμα 4.6 και
το Παράδειγμα 4.3.3.
Ένα άλλο γνωστό μας παράδειγμα μιας επιφάνειας στον R3 είναι το επίπεδο
του Σχήματος 1.5, το οποίο είναι η εικόνα (1.23) της συνάρτησης δύο μεταβλητών
f̄(λ, µ) = ā + λ v̄ + µ w̄ ∈ R3 , (λ, µ) ∈ R2 ,
f : U → R, U ⊂ Rn , (2.8)
και αυτό γιατί αυτές, από τη μία έχουν «περισσότερες» ιδιότητες από τις διανυσμα-
τικές, το οποίο προκύπτει από τη διάταξη του πεδίου τιμών τους, που είναι το R,
από την άλλη όμως, ως συνιστώσες των διανυσματικών συναρτήσεων, «μεταφέρουν»
πολλές από τις ιδιότητές τους στις τελευταίες.
⁸ας είμαστε ειλικρινείς: εκτός από δύο σημεία της, το «βόρειο» και το «νότιο πόλο» της
54
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ
Η διάταξη του πεδίου τιμών της πραγματικής συνάρτησης (2.8) μας επιτρέπει
καταρχάς να διαμερίσουμε το πεδίο ορισμού της U στα ξένα μεταξύ τους υποσύνολα,
που αποτελούνται από τα σημεία x̄ ∈ U με κοινή τιμή f(x̄) = c ∈ R.
Στο «τοπογραφικό» παράδειγμα μιας πραγματικής συνάρτησης δύο μεταβλητών
θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτά είναι τα σημεία (x, y) ∈ U του χάρτη, για τα
οποία το τοπίο που περιγράφει η f (μέσω του γραφήματός της) έχει το ίδιο ύψος. Στην
περίπτωση της πλαγιάς ενός βουνού μπορούμε, μάλιστα, εύκολα να φανταστούμε ότι
αυτά τα υποσύνολα του U θα έχουν στη χαρακτηριστική τους περίπτωση τη μορφή
καμπύλων, και πράγματι για n = 2 τα υποσύνολα αυτά ονομάζονται και ισοϋψείς
καμπύλες ύψους c, ή καμπύλες στάθμης c.
Βέβαια, αυτό δεν ισχύει πάντα (στο παράδειγμά μας, αρκεί να σκεφτούμε τι
συμβαίνει σε ένα υψίπεδο σταθερού ύψους c) και δεν είναι καν η χαρακτηριστική
μορφή των συνόλων αυτών σε περισσότερες διαστάσεις n ≥ 3. Για το λόγο αυτό, η
πιο γενική και ουδέτερη, ως προς τη μορφή τους, ονομασία είναι σύνολα στάθμης c,
σύμφωνα με τον επόμενο ορισμό.
Γf = {(x, y, x2 + y2 ) ∈ R3 : (x, y) ∈ R2 },
55
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ
Σχήμα 2.7: Το γράφημα της συνάρτησης (2.9) του ελλειπτικού παραβολοειδούς και
οι καμπύλες στάθμης της στο επίπεδο 0xy.
αφού κάθε σημείο (x, y) ∈ βρίσκεται στο σύνολο στάθμης Lf (∥(x, y)∥2 ).
R2
Παρατηρούμε επίσης ότι το γράφημα της f αποτελείται από την ένωση των ξένων
μεταξύ τους υποσυνόλων Lf (c) × {c} του R3 με c ∈ R,
∪ ∪
Γf = Lf (c) × {c} = Lf (c) × {c}
c∈R c≥0
56
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ
f(x, y, z) = x2 + y2 + z2 , (x, y, z) ∈ R3
έχει γράφημα
Γf = {(x, y, z, x2 + y2 + z2 ) ∈ R4 : (x, y, z) ∈ R3 }
f : R2 → R, f(x, y) = d ∀ (x, y) ∈ R2 ,
και ως σύνολο στάθμης c όλο το πεδίο ορισμού της R2 για c = d και το κενό σύνολο
για c ̸= d, {
R2 για c = d,
Lf (c) =
∅ για c ̸= d.
Βλέπουμε δηλαδή ότι και στις δύο περιπτώσεις το σύνολο στάθμης της σταθερής
συνάρτησης δεν είναι καμπύλη στον R2 , τουλάχιστον όπως τις φανταζόμαστε.
Γενικότερα, μια σταθερή συνάρτηση στο U ⊂ Rn ,
f : U → R, f(x̄) = d ∀ x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ U,
57
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ
και ως σύνολο στάθμης c όλο το πεδίο ορισμού της U για c = d και το κενό σύνολο
για c ̸= d, {
U για c = d,
Lf (c) =
∅ για c ̸= d.
Στην περίπτωση n = 3 βλέπουμε και εδώ ότι αν π.χ.
2.1.1 Ασκήσεις
Άσκηση 18. Βρείτε και σχεδιάστε το γράφημα και τις καμπύλες στάθμης της συνάρ-
τησης
( √ )
f(x, y) = h − x2 − y2 , (x, y) ∈ B̄ (0, 0), h , h > 0 σταθερό.
Βρείτε ποια είναι η σχέση του γραφήματος με τις καμπύλες στάθμης, διαπιστώστε
ότι αυτές είναι ξένες μεταξύ τους και ότι η ένωσή τους σας δίνει όλο το πεδίο
ορισμού της f, και ερμηνεύστε τη συνάρτηση, τις καμπύλες στάθμης, και τις τομές του
γραφήματος της f, με τα επίπεδα z = c, c ∈ [0, h], αν φανταστείτε, ότι το γράφημα
της f περιγράφει ένα βουνό.
f(x, y) = x2 − y2 , (x, y) ∈ R2 ,
f(x, y) = x2 + y2 , c = 0, 1, 4, 9,
f(x, y) = e xy
, c = e−2 , e−1 , 1, e, e2 , e3 ,
√
1 2
f(x, y) = cos(x + y), c = −1, 0, , , 1,
2 2
f(x, y, z) = x + y + z, c = −1, 0, 1,
f(x, y, z) = x2 + 2y2 + 3z2 , c = 0, 6, 12,
√
2 2 2 1 2
f(x, y, z) = sin(x + y + z ), c = −1, − , 0, , 1.
2 2
58
2.2. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ
Παρατήρηση 2.2.1. Να προσεχθεί ότι στον πιο πάνω ακολουθιακό ορισμό, η σύγκλιση
x̄ν → x̄0 λαμβάνει χώρα στον Rn , ενώ η σύγκλιση f(x̄ν ) → ℓ λαμβάνει χώρα στον
R.
Πρόταση 2.2.1. Έστω U ⊂ Rn , f : U → R, x̄0 ∈ Rn σημείο συσσώρευσης του U
και ℓ ∈ R. Τότε
Απόδειξη. Έστω ότι, όταν το x̄ τείνει στο x̄0 , η f τείνει και στο ℓ1 και στο ℓ2 με
|ℓ1 − ℓ2 | > 0. Τότε για i = 1, 2
|ℓ1 − ℓ2 |
∃ δi > 0 ∀ x̄ ∈ U ∩ B(x̄0 , δi ) \ {x̄0 } : |f(x̄) − ℓi | <
2
και άρα για δ := min{δ1 , δ2 } > 0 έχουμε
άτοπο. 2
59
2.2. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ
(βʹ) Αφού το x̄0 είναι εσωτερικό σημείο του U, θα υπάρχει ένα δ0 > 0 με B(x̄0 , δ0 ) ⊂
U, και αφού ∀ δ > 0: x̄ ∈ B(x̄0 , δ) ⇔ η̄ := x̄ − x̄0 ∈ B(0̄, δ), έχουμε
60
2.2. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ
αφού
|f(x, y) − x0 | = |x − x0 | ≤ ∥(x, y) − (x0 , y0 )∥
και άρα ∀ ε > 0 ∃ δ := ε > 0 τέτοιο ώστε ∀ (x, y) ∈ B((x0 , y0 ), δ), δηλ.
∀ (x, y) ∈ R2 με ∥(x, y) − (x0 , y0 )∥ < δ να ισχύει |f(x, y) − x0 | < ε.
(βʹ) H f(x, y) = xy, (x, y) ∈ R2 , έχει το γράφημα
Παρατήρηση 2.2.3. Να προσεχθεί ότι, όταν το A δεν είναι ανοικτό, μπορεί ο περιο-
ρισμός της f : U → R στο A ⊂ U,
61
2.2. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ
Παρατήρηση 2.2.4. Σύμφωνα με τον προηγούμενο ορισμό, μια συνάρτηση είναι συ-
νεχής σε κάθε μεμονωμένο σημείο του πεδίου ορισμού της. (Γιατί;) Συνήθως όμως,
όταν μιλάμε για τη συνέχεια μιας συνάρτησης f : U → R σε ένα σημείο x̄0 ∈ U
υπονοούμε ότι το x̄0 είναι σημείο συσσώρευσης του U. Τότε, σύμφωνα με τον ορισμό
του ορίου συνάρτησης, ισχύουν οι ισοδυναμίες (η απόδειξή τους αφήνεται ως άσκηση)
και λέμε ισοδύναμα ότι η f έχει στο x̄0 το όριο f(x̄0 ), ή η f τείνει στο f(x̄0 ), όταν το
x̄ τείνει στο x̄0 , συμβολικά f(x̄) → f(x̄0 ), όταν x̄ → x̄0 .
(αʹ) f + g,
(βʹ) αf για α ∈ R,
(γʹ) fg,
f
(δʹ) , αν g(x̄0 ) ̸= 0,
g
(εʹ) h ◦ f για h : V → R, f(U) ⊂ V ⊂ R, συνεχή στο f(x̄0 ).
Απόδειξη. Σύμφωνα με την Παρατήρηση 2.2.4, αν το x̄0 είναι μεμονωμένο σημείο του
U δεν χρειάζεται να αποδείξουμε τίποτα ενώ, αν το x̄0 είναι σημείο συσσώρευσης,
το παρόν θεώρημα είναι πόρισμα του Θεωρήματος 2.2.1. 2
C(U) := {f : U → R : f συνεχής}.
62
2.2. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ
Πόρισμα 2.2.3.
√
f, g ∈ C(U), α ∈ R ⇒ f + g, αf, fg, |f|, |f| ∈ C(U)
αντίστοιχα, δηλ.
2.2.1 Ασκήσεις
Άσκηση 21. Δείξτε ότι όλες οι σταθερές, πολυωνυμικές⁹ και ρητές¹⁰ πραγματικές
συναρτήσεις περισσοτέρων μεταβλητών είναι συνεχείς στο πεδίο ορισμού τους.
Άσκηση 22. Βρείτε για τις ακόλουθες πραγματικές συναρτήσεις το μέγιστο πεδίο
ορισμού τους και δείξτε ότι είναι συνεχείς:
sin(ex + ey + ez )
f(x, y) = (x2 + y2 )exy , g(x, y, z) = , h(s, t) = e−s cos(st).
ln(x2 + y2 + z2 )
⁹γραμμικοί συνδυασμοί πεπερασμένων γινομένων οποιωνδήποτε ανεξάρτητων μεταβλητών
¹⁰πηλίκα πολυωνυμικών
63
2.2. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ
Δείξτε ότι
(βʹ) H f είναι στο σημείο (0, 0) συνεχής κατά μήκος κάθε ευθείας y = ax, a ∈ R,
δηλ., η g(x) = f(x, ax), x ∈ R, είναι συνεχής στο x = 0.
Άσκηση 24. Βρείτε για τις ακόλουθες πραγματικές συναρτήσεις σε ποιά σημεία
του πεδίου ορισμού τους είναι συνεχείς, όπου το πεδίο ορισμού τους ορίζεται ως
το σύνολο των σημείων του R2 , για τα οποία η εκάστοτε έκφραση στα δεξιά της
συνάρτησης υπάρχει:
x
f1 (x, y) = x4 + y4 − 4x2 y2 , f6 (x, y) = arcsin √ ,
x2
+ y2
x+y
f2 (x, y) = ln(x2 + y2 ), f7 (x, y) = arctan ,
1 − xy
1 x
f3 (x, y) = cos x2 , f8 (x, y) = √ ,
y x 2 + y2
x2 2
f4 (x, y) = tan , f9 (x, y) = xy ,
y
√
y x
f5 (x, y) = arctan , f10 (x, y) = arccos .
x y
lim f(x, y) = L ∈ R.
(x,y)→(a,b)
lim f(x, y), 0 < |y − b| < ε και lim f(x, y), 0 < |x − a| < ε,
x→a y→b
64
2.2. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ
x2 y2
f(x, y) = , x2 y2 + (x − y)2 ̸= 0.
x2 y2 + (x − y)2
Δείξτε ότι
lim lim f(x, y) = lim lim f(x, y) = 0,
x→0 y→0 y→0 x→0
x2 − y2
f(x, y) = , (x, y) ∈ R2 \ {(0, 0)}.
x2 + y2
Βρείτε το όριο της f στο (0, 0) κατά μήκος κάθε ευθείας y = mx, m ∈ R, δηλ. βρείτε
το όριο limx→0 f(x, mx). Μπορούμε να ορίσουμε το f(0, 0) έτσι, ώστε η f να είναι
συνεχής στο (0, 0);
(αʹ) Δείξτε ότι κατά μήκος κάθε ευθείας που περνάει από την αρχή των αξόνων η
f έχει στο (0, 0) το όριο 0 (βλ. και την Άσκηση 29).
(βʹ) Βρείτε μία συνεχή συνάρτηση g : R → R με g(0) = 0 έτσι, ώστε να ισχύει
{
1, x ̸= 0,
f(x, g(x)) =
0, x = 0.
65
2.3. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ
Λύση. Η δεύτερη ισοδυναμία καθώς και η κατεύθυνση ⇒ της πρώτης είναι προφα-
νείς. Για την κατεύθυνση ⇐ της πρώτης ισοδυναμίας, έστω (x̄ν ) ⊂ U με x̄ν → x̄0 .
Τότε, αν ∃ ν0 ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν0 : x̄ν = x̄0 , προφανώς f(x̄ν ) = f(x̄0 ) → f(x̄0 ).
Αν δεν ισχύει η προηγούμενη υπόθεση, τότε, αφαιρώντας από την ακολουθία (x̄ν )
όλους τους όρους x̄ν = x̄0 , έχουμε μια υπακολουθία (ȳn ) ⊂ (x̄n ) ∩ U \ {x̄0 } με
ȳν → x̄0 και άρα f(ȳν ) → f(x̄0 ), δήλ. ∀ ε > 0 ∃ ν0 ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν0 :
|f(ȳν ) − f(x̄0 )| < ε. Το τελευταίο όμως θα ισχύει, και αν αντικαταστήσουμε το ȳν
με το x̄ν , αφού ισχύει και για τους αφαιρεθέντες όρους.
(Εναλλακτικά μπορούμε να πάμε και από το δεξιό μέλος της δεύτερης ισοδυ-
ναμίας στο αριστερό μέλος της πρώτης, όπως στην Πρόταση 2.2.1: Έστω (x̄ν ) ⊂ U
με x̄ν → x̄0 και ε > 0. Τότε ∃ δ > 0 ∀ x̄ ∈ U ∩ B(x̄0 , δ) : |f(x̄) − f(x̄0 )| < ε.
Απ΄ την άλλη, ∃ ν0 ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν0 : x̄ν ∈ U ∩ B(x̄0 , δ). Συνεπώς,
∀ ν ∈ N, ν ≥ ν0 : |f(x̄ν ) − f(x̄0 )| < ε.)
66
2.3. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ
Παρατήρηση 2.3.1. H σύγκλιση x̄ν → x̄0 λαμβάνει χώρα στον Rn , ενώ η σύγκλιση
f̄(x̄ν ) → ℓ̄ λαμβάνει χώρα στον Rm .
Πρόταση 2.3.1. Έστω U ⊂ Rn , f̄ : U → Rm , x̄0 ∈ Rn σημείο συσσώρευσης του
U και ℓ̄ ∈ Rm . Τότε,
Απόδειξη.
Παρατήρηση 2.3.2. Από την προτελευταία ισοδυναμία της Πρότασης 2.3.1 και την
Πρόταση 2.2.1 έχουμε
67
2.3. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ
(αʹ) f̄ + ḡ,
68
2.3. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ
Θεώρημα 2.3.3. To C(U; Rm ), εφοδιασμένο με τις πράξεις της πρόσθεσης και του
βαθμωτού πολλαπλασιασμού, είναι διανυσματικός χώρος. Ειδικότερα ισχύει
Απόδειξη. Έστω (ȳν ) ⊂ f̄(U). Τότε υπάρχει (x̄ν ) ⊂ U με f̄(x̄ν ) = ȳν και, αφού το
U είναι συμπαγές, θα υπάρχει (x̄kν ) ⊂ (x̄ν ) με x̄kν → x̄0 ∈ U, σύμφωνα με την
Πρόταση 1.4.8. Αφού όμως η f̄ είναι συνεχής, θα ισχύει ȳkν = f(x̄kν ) → f(x̄0 ) ∈
f̄(U). 2
1
∀ ν ∈ N ∃ x̄ν , ȳν ∈ U, ∥x̄ν − ȳν ∥ < : ∥f̄(x̄ν ) − f̄(ȳν )∥ ≥ ε.
ν
Έστω μια τέτοια ακολουθία (x̄ν ) ⊂ U. Αφού το U είναι συμπαγές, υπάρχει (x̄kν ) ⊂
(x̄ν ) με x̄kν → x̄0 ∈ U, σύμφωνα με την Πρόταση 1.4.8. Τότε όμως ισχύει και
ȳkν → x̄0 ∈ U, αφού
1
∥ȳkν − x̄0 ∥ ≤ ∥ȳkν → x̄kν ∥ + ∥x̄kν − x̄0 ∥ ≤ + ∥x̄kν − x̄0 ∥ → 0.
kν
και συνεπώς, f̄(x̄kν ) − f̄(ȳkν ) → 0̄, δηλ. για το ε > 0, που επιλέξαμε πιο πάνω
υπάρχει ν0 ∈ N με ∥f̄(x̄kν ) − f̄(ȳkν )∥ < ε, άτοπο. 2
0 0
69
2.3. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ
2.3.1 Ασκήσεις
Άσκηση 33. Βρείτε για τις ακόλουθες διανυσματικές συναρτήσεις το μέγιστο πεδίο
ορισμού τους και δείξτε ότι είναι συνεχείς:
( ) 1
xy
f1 (x, y) = , f2 (x, y) = ex ,
x2 − y2
ey
( ) ( )
sin(xyz) sin(ln x)
f3 (x, y, z) = , f4 (x, y) = ,
cos(x + y) ln(sin x)
−u
( 2 ) e
x + y2 − z2
f5 (x, y, z) = , f6 (u, v) = ev .
2 − tan x
sin(uv)
Άσκηση 34. Δείξτε ότι κάθε ομοπαραλληλική απεικόνιση από τον Rn στον Rm ,
είναι συνεχής.
και
f̄ · ḡ : U → R, (f̄ · ḡ)(x̄) = f̄(x̄) · ḡ(x̄),
είναι συνεχείς στο x̄0 .
είναι συμπαγής.
Λύση. Σύμφωνα με τον Ορισμό 1.3.2 πρέπει, και αρκεί να δείξουμε ότι η Sn−1 είναι
κλειστή και φραγμένη. Η Sn−1 είναι προφανώς φραγμένη, αφού
70
2.3. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ
1 = g(x̄ν ) → g(x̄) = 1,
είναι συνεχής.
71
Κεφάλαιο 3
Διαφόριση
∂f
(x̄) ∈ R ∀ i = 1, . . . , n,
∂xi
(γʹ) μερικώς διαφορίσιμη (στο U) ως προς την i-οστή μεταβλητή, αν είναι μερικώς
διαφορίσιμη σε κάθε x̄ ∈ U ως προς την i-οστή μεταβλητή, δηλ. αν υπάρχει η
μερική παράγωγος της f ως προς την i-οστή μεταβλητή
∂f
: U → R,
∂xi
¹το δij αυτό ονομάζεται και δέλτα του Kronecker
²Leopold Kronecker, 1823-1891, D
72
3.1. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ
(δʹ) μερικώς διαφορίσιμη (στο U), αν είναι μερικώς διαφορίσιμη ως προς κάθε
μεταβλητή (ή, ισοδύναμα, αν είναι μερικώς διαφορίσιμη σε κάθε x̄ ∈ U), δηλ.
αν υπάρχουν οι
∂f
:U→R ∀ i = 1, . . . , n,
∂xi
(εʹ) συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη³ (στο U) , αν είναι μερικώς διαφορίσιμη και
όλες οι μερικές παράγωγοί της είναι συνεχείς,
∂f
∈ C(U) ∀ i = 1, . . . , n.
∂xi
Συμβολισμός. Για τη μερική παράγωγο της f στο x̄ ως προς την i-οστή μεταβλητή,
χρησιμοποιούνται στην βιβλιογραφία διάφοροι συμβολισμοί, όπως
∂f ∂f(x̄) ∂
(x̄) = = f(x̄) = ∂xi f(x̄) = ∂i f(x̄) = fxi (x̄).
∂xi ∂xi ∂xi
Παρατήρηση 3.1.1. Για τον ορισμό της μερικής παραγώγου στο x̄ ∈ U ως προς
την i-οστή μεταβλητή δεν είναι απαραίτητο το U να είναι ανοικτό. Αρκεί το x̄ να
είναι σημείο συσσώρευσης του U ως προς τη μεταβλητή αυτή, δηλ. να υπάρχει μια
ακολουθία (hν ) ⊂ R \ {0} με x̄ + hν ēi ∈ U και hν → 0.
Παρατήρηση 3.1.2. H μερική παράγωγος της f : U → R στο x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈
U ⊂ Rn ως προς την i-οστή μεταβλητή είναι η παράγωγος στο xi ∈ R της f ως
συνάρτησης της i-οστής πραγματικής μεταβλητής και με τις υπόλοιπες μεταβλητές
σταθερές και ίσες με τις συντεταγμένες xj , j ̸= i, του x̄.
Πιο συγκεκριμένα, θεωρώντας τη συνάρτηση
73
3.1. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ
= e∥(x,y)∥ ,
2 +y2 2
f(x, y) = ex (x, y) ∈ R2 .
έχουμε
∂f 2 2 ∂f 2 2
(x, y) = 2xex +y και (x, y) = 2yex +y
∂x ∂y
και, επειδή οι μερικές παράγωγοι της f,
∂f ∂f
: R2 → R και : R2 → R,
∂x ∂y
είναι συνεχείς, η f είναι συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη.
∂f x
(x̄) = i ∀ i = 1, . . . , n, ∀ x̄ ∈ Rn \ {0̄},
∂xi ∥x̄∥
ενώ δεν είναι μερικώς διαφορίσιμη στο 0̄ ως προς καμία μεταβλητή, αφού δεν
υπάρχουν τα όρια
∥0̄ + hēi ∥ − ∥0̄∥ |h|
lim = lim .
h→0 h h→0 h
Επίσης, οι μερικές παράγωγοι της f στο Rn \ {0̄} δεν είναι συνεχώς επεκτάσιμες
στο Rn , αφού δεν υπάρχουν τα όρια
∂f x
lim (x̄) = lim i .
x̄→0 ∂xi x̄→0 ∥x̄∥
74
3.1. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ
∂f x
(x̄) = h ′ (∥x̄∥) i , ∀ i = 1, . . . , n, ∀ x̄ ∈ Rn \ {0̄}.
∂xi ∥x̄∥
2
Για h(z) = ez (και n = 2) και h(z) = z έχουμε τα παραδείγματα (αʹ) και (βʹ),
αντίστοιχα. Στο (αʹ) είδαμε ότι οι μερικές παράγωγοι είναι συνεχείς στο Rn ,
ενώ στο (βʹ), ότι οι συνεχείς μερικές παράγωγοι στο Rn \ {0̄} δεν επεκτείνονται
συνεχώς στο 0̄. (Πώς σχετίζεται αυτή η διαφορετική συμπεριφορά με τη μορφή
των αντίστοιχων h, τα οποία είναι συνεχώς διαφορίσιμα σε όλο το R;)
∂f ( 1 ∑ ) 1
ēj = √ ν → ∞ για ν → ∞ ∀ i = 1, . . . , n,
∂xi ν (n − 1)n
j ̸ =i
∂f
και άρα, τα όρια lim (x̄) δεν υπάρχουν.
x̄→0̄ ∂xi
Όμως, παρόλο που η f είναι μερικώς διαφορίσιμη στο 0̄, δεν είναι συνεχής στο 0̄,
αφού
(1 )
f ēi = 0 → 0 για ν→∞ ∀ i = 1, . . . , n,
ν
(1 ∑n ) 1 1
f ēi = √ → √ για ν → ∞,
ν n n nn
i=1
75
3.1. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ
76
3.1. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ
Από την Παρατήρηση 3.1.2 και την άλγεβρα παραγώγων πραγματικών συναρ-
τήσεων μιας πραγματικής μεταβλητής προκύπτει η ακόλουθη άλγεβρα Ιακωβιανών
πινάκων.
f̄
f̄ + ḡ : U → Rm , f̄ · ḡ : U → R, φf̄ : U → Rm , : U → Rm
ψ
είναι μερικώς διαφορίσιμες στο x̄ με τους Ιακωβιανούς πίνακες
Απόδειξη. (αʹ)
∂(f1 + g1 ) ∂(f1 + g1 )
(x̄) · · · (x̄)
∂x1 ∂xn
.. .. ..
. . .
∂(f + g ) ∂(fm + gm )
m m
(x̄) · · · (x̄)
∂x1 ∂xn
∂f1 ∂f1 ∂g1 ∂g1
(x̄) · · · (x̄) (x̄) ··· (x̄)
∂x1 ∂x ∂x1 ∂xn
n
.. .. .. .. .. ..
= . . . + . . . .
∂fm ∂fm ∂gm ∂gm
(x̄) · · · (x̄) (x̄) ··· (x̄)
∂x1 ∂xn ∂x1 ∂xn
77
3.1. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ
(βʹ)
(∑
m )
grad fj gj (x̄)
j=1
∑
m
= grad (fj gj )(x̄)
j=1
∑m ( )
∂(fj gj ) ∂(fj gj )
= (x̄), . . . , (x̄)
∂x1 ∂xn
j=1
∑m ( )
∂gj ∂fj ∂gj ∂fj
= fj (x̄) (x̄) + gj (x̄) (x̄), . . . , fj (x̄) (x̄) + gj (x̄) (x̄)
∂x1 ∂x1 ∂xn ∂xn
j=1
∑m
( )
= fj (x̄) grad gj (x̄) + gj (x̄) grad fj (x̄)
j=1
∂g1 ∂g1
(x̄) · · · (x̄)
∂x1 ∂xn
( )
.. .. ..
= f1 (x̄) · · · fm (x̄) . . .
∂gm ∂gm
(x̄) · · · (x̄)
∂x1 ∂xn
∂f1 ∂f1
(x̄) · · · (x̄)
∂x1 ∂xn
( )
. . .
+ g1 (x̄) · · · gm (x̄) .
. .
. .
. .
∂fm ∂fm
(x̄) · · · (x̄)
∂x1 ∂xn
(γʹ)
∂(φf1 ) ∂(φf1 )
(x̄) · · · (x̄)
∂x1 ∂xn
.. .. ..
. . .
∂(φf ) ∂(φfm )
m
(x̄) · · · (x̄)
∂x1 ∂xn
∂f ∂f1 ∂φ ∂φ
φ(x̄) 1 (x̄) ··· φ(x̄) (x̄) f (x̄) (x̄) ··· f1 (x̄) (x̄)
∂x ∂xn 1 ∂x1 ∂xn
1
.. .. .. .. .. ..
= . . . + . . .
∂fm ∂fm ∂φ ∂φ
φ(x̄) (x̄) ··· φ(x̄) (x̄) fm (x̄) (x̄) ··· fm (x̄) (x̄)
∂x1 ∂xn ∂x1 ∂xn
78
3.1. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ
f1 (x̄) ( )
.. ∂φ ∂φ
= φ(x̄)Jf̄ (x̄) + . (x̄) ··· (x̄) .
∂x1 ∂xn
fm (x̄)
όπου
( ) ( ( ) ( ) )
1 ∂ 1 ∂ 1 grad ψ(x̄)
grad (x̄) = (x̄), . . . , (x̄) =− .
ψ ∂x1 ψ ∂xn ψ ψ2 (x̄)
2
3.1.1 Ασκήσεις
Άσκηση 38. Υπολογίστε τις μερικές παραγώγους ως προς κάθε μεταβλητή των ακό-
λουθων συναρτήσεων:
xey
(δʹ) f(x, y, z) = , (x, y, z) ∈ R3 με z ̸= 0.
z
Άσκηση 39. Δείξτε ότι οι μερικές παράγωγοι της συνάρτησης
xy
, (x, y) ∈ R2 ,
f(x, y) = + y2 x2
0, (x, y) = (0, 0)
1 1 1
= +···+ .
R R1 Rn
79
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Άσκηση 41. (Καταστατική εξίσωση ιδανικού αερίου) Για ένα ιδανικό αέριο με
πίεση P, όγκο V και απόλυτη θερμοκρασία T , ισχύει η καταστατική εξίσωση
PV = cT c > 0 σταθερά.
∂V ∂T ∂P
= −1.
∂T ∂P ∂V
Άσκηση 42. (Καταστατική εξίσωση πραγματικού αερίου) Για ένα πραγματικό
αέριο με πίεση P, γραμμομοριακό όγκο Vm και απόλυτη θερμοκρασία T , ισχύει η
εξίσωση van der Waals⁶
( )
a
P+ 2 (Vm − b) = RT a, b, R > 0 σταθερές.
Vm
∂Vm ∂T ∂P
= −1.
∂T ∂P ∂Vm
που ισοδυναμούν με
80
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
(βʹ) Στα πλαίσια της Διανυσματικής Ανάλυσης θα ταυτίζουμε πάντα μια γραμμική
απεικόνιση D : Rn → Rm με τον πίνακα
d11 ··· d1n
m×n
D = ... ..
.
..
. ∈R , (3.2)
dm1 ··· dmn
{ēi : i = 1, . . . , n} ⊂ Rn , {ēj : j = 1, . . . , m} ⊂ Rm .
f(x + η) − f(x) − Dη
lim = 0. (3.3)
η→0 η
Όπως γνωρίζουμε, αυτός είναι ο ορισμός της διαφορισιμότητας μιας πραγματικής
συνάρτησης μίας πραγματικής μεταβλητής στο x ∈ U και το μοναδικό D ∈ R,
για το οποίο ισχύει η (3.3), είναι η παράγωγος f′ (x) = D της f στο x.
(εʹ) Από τον Ορισμό 3.2.1 με D, όπως στο (3.2), την Πρόταση 2.2.1 και την Παρα-
τήρηση (γʹ) προκύπτει ότι η f̄ = (f1 , . . . , fm ) : U → Rm είναι διαφορίσιμη στο
x̄ ∈ U, αν και μόνο αν υπάρχουν (dj1 , . . . , djn ) ∈ Rn , j = 1, . . . , m τέτοια, ώστε
81
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Είδαμε, στο Παράδειγμα 3.1.1 (δʹ) (βλ. και Παρατήρηση 3.1.3), ότι μια συνάρ-
τηση περισσοτέρων μεταβλητών, η οποία είναι μερικώς διαφορίσιμη σε ένα σημείο
του πεδίου ορισμού της, δεν είναι απαραίτητα συνεχής σε αυτό το σημείο. Αυτό μας
φαίνεται παράξενο, αν σκεφτούμε τι συμβαίνει σε συναρτήσεις μίας μεταβλητής, και
απλώς σημαίνει ότι η κατάλληλη γενίκευση της διαφορισιμότητας συναρτήσεων μίας
μεταβλητής σε συναρτήσεις περισσοτέρων μεταβλητών δεν είναι η μερική διαφορισι-
μότητα αλλά η διαφορισιμότητα.
Έτσι, σύμφωνα με το επόμενο θεώρημα, μια συνάρτηση περισσοτέρων μεταβλη-
τών, που είναι διαφορίσιμη σε ένα σημείο, είναι και συνεχής σε αυτό. Επίσης, το
θεώρημα λέει ότι η διαφορισιμότητα συνεπάγεται και τη μερική διαφορισιμότητα.
∂fj
(x̄) = dji ∀ j = 1, . . . , m, i = 1, . . . , n.
∂xi
Απόδειξη. (αʹ)
( )
( ) f̄(x̄ + η̄) − f̄(x̄) − Dη̄
lim f̄(x̄ + η̄) − f̄(x̄) = lim ∥η̄∥ + Dη̄
η̄→0̄ η̄→0̄ ∥η̄∥
f̄(x̄ + η̄) − f̄(x̄) − Dη̄
= lim ∥η̄∥ lim + lim Dη̄ = 0 0̄ + 0̄ = 0̄,
η̄→0̄ η̄→0̄ ∥η̄∥ η̄→0̄
όπου η δεύτερη ισότητα προκύπτει από την άλγεβρα ορίων (βλ. Θεώρημα 2.3.1 (αʹ)
και Θεώρημα 2.2.1 (γʹ) εφαρμοσμένο σε κάθε συνιστώσα του γινομένου βαθμωτής
επί διανυσματική συνάρτηση, όπως επίσης και Παρατήρηση 2.2.1), ενώ για κάθε
D ∈ Rm×n ισχύει
lim Dη̄ = 0̄, (3.4)
η̄→0̄
∑
m
( )2
∥Dη̄∥2 = (dj1 , . . . , djn ) · η̄
j=1
∑m
≤ ∥(dj1 , . . . , djn )∥2 ∥η̄∥2
j=1
∑m ∑n
= d2ji ∥η̄∥2 =: ∥D∥2 ∥η̄∥2 , (3.5)
j=1 i=1
82
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Παρατήρηση 3.2.2. Από το Θεώρημα 3.2.1 (βʹ) προκύπτει ότι ο πίνακας D ∈ Rm×n
του Ορισμού 3.2.1 είναι ο μοναδικός Ιακωβιανός πίνακας των μερικών παραγώγων
της f̄ = (f1 , . . . , fm ) : U → Rm στο x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ U ⊂ Rn ,
∂f1 ∂f1
(x̄) ··· (x̄)
∂x1 ∂xn
.. .. ..
Df̄(x̄) = Jf̄ (x̄) = . . . ∈ Rm×n ,
∂fm ∂fm
(x̄) ··· (x̄)
∂x1 ∂xn
ο οποίος, αν η f̄ είναι διαφορίσιμη στο x̄, ονομάζεται παράγωγος⁸ ή διαφορικό⁹ της
f̄ στο x̄, και έτσι ονομάζεται και η γραμμική απεικόνιση
Df̄(x̄) : Rn → Rm ,
⁸derivative
⁹differential
83
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
84
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
∑
k
ȳ(k) := x̄ + ηi ēi ∈ B(x̄, δ0 ) ⊂ U, ∀ k = 1, . . . , n,
i=1
αφού
v v
u k u n
u∑ u∑
∥ȳ − x̄∥ = ∥(η1 , . . . , ηk , 0, . . . , 0)∥ = t
(k)
η2i ≤ t η2i = ∥η̄∥ < δ0 .
i=0 i=1
Επίσης, αφού
( ) ∑n
( )
f(x̄ + η̄) − f(x̄) = f ȳ(n) ) − f(ȳ(0) = f ȳ(k) ) − f(ȳ(k−1)
k=1
∑n
∂f ( (k−1) )
= ηk ȳ + ϑk ηk ēk
∂xk
k=1
και άρα,
∑n ( ∂f ( ) )
∂f
|f(x̄ + η̄) − f(x̄) − grad f(x̄) · η̄| = ηk ȳ(k−1) + ϑk ηk ēk − (x̄)
∂xk ∂xk
k=1
n
∑
∂f ( (k−1) ) ∂f
≤ ∥η̄∥ ȳ + ϑk ηk ēk − (x̄).
∂xk ∂xk
k=1
∂f
Όμως, αφού οι συναρτήσεις ∂x είναι συνεχείς στο x̄ για κάθε k = 1, . . . , n, θα
k
υπάρχει για κάθε ε > 0 ένα δ ∈ (0, δ0 ) τέτοιο, ώστε για όλα τα η̄ ∈ B(0̄, δ) να ισχύει
∂f ∂f ε
∂x (x̄ + η̄) − ∂x (x̄) < n ,
k k
85
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
∑
m
(όπου πάντα ai := 0 αν m < n), θα ισχύει τελικά για κάθε η̄ ∈ B(0̄, δ) \ {0̄}
i=n
86
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
ονομάζεται συνεχής (στο U), αν είναι συνεχής στο x̄ ∈ U για κάθε x̄ ∈ U, δηλ. αν
∑
m ∑
k
lim ∥A(ȳ) − A(x̄)∥ = 0, όπου ∥A(x̄)∥2 = a2ji (x̄)
ȳ→x̄
j=1 i=1
(βλ. (3.5)), και απολύτως ανάλογα με την Πρόταση 1.4.4, αποδεικνύεται ότι η συνάρ-
τηση A είναι συνεχής στο x̄ ∈ U, αν και μόνο αν
Από την Παρατήρηση 3.2.3, τα Πορίσματα 3.2.3 και 3.2.1, και τους ορισμούς
των αναφερομένων εννοιών, προκύπτουν οι ακόλουθες σχέσεις μεταξύ των διαφόρων
ειδών διαφορισιμότητας και της συνέχειας μιας συνάρτησης.
Παρατήρηση 3.2.4. (αʹ) Η προηγούμενη πρόταση ισχύει προφανώς και για πραγ-
ματικές συναρτήσείς και ειδικότερα για τις συνιστώσες συναρτήσεις μιας δια-
νυσματικής συνάρτησης.
(βʹ) Η προηγούμενη πρόταση ισχύει και για περιορισμούς μιας συνάρτησης σε ανοι-
κτά υποσύνολα του πεδίου ορισμού της.
Ειδικότερα, ισχύει και για ανοικτά υποσύνολα γύρω από ένα σημείο. Έτσι,
αν μας ενδιαφέρει η διαφορισιμότητα μιας συνάρτησης σε ένα δοσμένο σημείο
87
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
(γʹ) Εκτός από την αρχική ισοδυναμία στην Πρόταση 3.2.1, όλες οι άλλες συνεπα-
γωγές δεν αντιστρέφονται, και η συνέχεια και η μερική διαφορισιμότητα δεν
συνεπάγονται η μία την άλλη.
Για το τελευταίο, βλ. τα Παραδείγματα 3.1.1 (βʹ) και (δʹ), όπου από το πρώτο
παράδειγμα προκύπτει και ότι η συνέχεια δεν συνεπάγεται τη διαφορισιμότητα
(αφού τότε σύμφωνα με την προηγούμενη πρόταση θα είχαμε και τη μερική δια-
φορισιμότητα), και από το δεύτερο προκύπτει και ότι η μερική διαφορισιμότητα
δεν συνεπάγεται τη διαφορισιμότητα (αφού τότε θα είχαμε και τη συνέχεια).
Όμως, ακόμα και όταν μια συνάρτηση είναι και συνεχής και μερικώς διαφορί-
σιμη, δεν είναι απαραίτητα διαφορίσιμη, βλ. Παράδειγμα 3.2.1, και προφανώς,
μια συνάρτηση μπορεί να είναι διαφορίσιμη, χωρίς να είναι συνεχώς διαφορί-
σιμη, βλ. Παράδειγμα 3.2.2.
(δʹ) Η αρχική ισοδυναμία της Πρότασης 3.2.1, είναι και ο λόγος για τον οποίο ο
χαρακτηρισμός μιας συνάρτησης ως «συνεχώς μερικώς διαφορίσιμης» χρησιμο-
ποιείται σπάνια. Συναρτήσεις με αυτή την ιδιότητα ονομάζονται συνηθέστερα
«συνεχώς διαφορίσιμες» και σύμφωνα με τον Ορισμό 3.1.2 (εʹ), είναι αυτές,
των οποίων όλες οι μερικές παράγωγοι υπάρχουν στο ανοικτό πεδίο ορισμού
τους, και είναι συνεχείς.
Σύμφωνα με την υποσημείωση 3 στη σελίδα 73, οι συνεχώς διαφορίσιμες συ-
ναρτήσεις f : U → R με U ⊂ Rn ανοικτό, λέγονται και C1 -συναρτήσεις και
συμβολίζονται με f ∈ C1 (U). Και οι συνεχώς διαφορίσιμες διανυσματικές συ-
ναρτήσεις f̄ : U → Rm , U ⊂ Rn ανοικτό, λέγονται C1 -συναρτήσεις, και τις
συμβολίζουμε με f̄ ∈ C1 (U; Rm ), όταν m ≥ 2, για να τις ξεχωρίζουμε από τις
πραγματικές.
Παράδειγμα 3.2.1. Έστω η συνάρτηση
{ xy
∥(x,y)∥
, (x, y) ∈ R2 \ {(0, 0)},
f(x, y) = .
0, (x, y) = (0, 0).
H f είναι συνεχώς διαφορίσιμη στο R2 \ {(0, 0)}, συνεχής στο (0, 0), αφού
¹²Συχνά, αυτό εκφράζεται (αυστηρά ιδωμένα, λάθος) λέγοντας ότι η συνάρτηση είναι συνεχώς διαφορί-
σιμη στο σημείο αυτό.
88
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
και μερικώς διαφορίσιμη στο (0, 0), αφού υπάρχουν οι μερικές της παράγωγοι
∂f f(h, 0) − f(0, 0) f(0, h) − f(0, 0) ∂f
(0, 0) = lim = 0 = lim = (0, 0).
∂x h→0 h h→0 h ∂y
Όμως, δεν είναι διαφορίσιμη στο (0, 0), αφού δεν υπάρχει το όριο
f(x, y) − f(0, 0) − grad f(0, 0) · (x, y) xy
lim = lim
(x,y)→(0,0) ∥(x, y)∥ (x,y)→(0,0) ∥(x, y)∥2
89
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Άρα η f είναι διαφορίσιμη. Αλλά δεν είναι συνεχώς (μερικώς) διαφορίσιμη, αφού οι
μερικές της παράγωγοι δεν είναι συνεχείς στο (0, 0), καθώς δεν υπάρχουν τα όρια
∂f ( 1 x 1)
lim (x, 0) = lim 2x sin − cos ,
x→0 ∂x x→0 |x| |x| |x|
∂f ( 1 y 1)
lim (0, y) = lim 2y sin − cos ,
y→0 ∂y y→0 |y| |y| |y|
αφού, π.χ.,
∂f ( 1 ) ∂f ( 2 ) 4
, 0 = −1 → −1, ,0 = (−1)ν+1 → 0.
∂x 2πν ∂x πν πν
f̄
f̄ + ḡ : U → Rm , f̄ · ḡ : U → R, φf̄ : U → Rm , : U → Rm
ψ
είναι διαφορίσιμες στο x̄, και έχουν τις παραγώγους
90
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
(γʹ) Σύμφωνα με την Παρατήρηση 3.2.1 (εʹ), το αποτέλεσμα ακολουθεί από το ότι
( )
(φfj )(x̄ + η̄) − (φfj )(x̄) − φ(x̄) grad fj (x̄) + fj (x̄) grad φ(x̄) · η̄
lim = 0̄
η̄→0̄ ∥η̄∥
για κάθε j = 1, . . . , m, το οποίο ισχύει, σύμφωνα με την απόδειξη του (βʹ).
(δʹ) Ακολουθεί από το (γʹ) (βλ. και την απόδειξη του (δʹ) στο Θεώρημα 3.1.1), αφού
( )
1 1 1 grad ψ(x̄) · η̄
lim − +
η̄→0̄ ∥ η̄ ∥ψ(x̄ + η̄) ψ(x̄) ψ2 (x̄)
(( ) )
ψ(x̄ + η̄) − ψ(x̄) grad ψ(x̄) · η̄ ψ(x̄ + η̄) − ψ(x̄) − grad ψ(x̄) · η̄
= lim −
η̄→0̄ ψ(x̄ + η̄)ψ2 (x̄)∥η̄∥ ∥η̄∥ψ(x̄ + η̄)ψ(x̄)
= 0̄.
91
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Τότε
Γνωρίζουμε ότι
φ̄(η̄)
f̄(x̄ + η̄) = f̄(x̄) + Aη̄ + φ̄(η̄) με lim = 0̄,
η̄→0̄ ∥η̄∥
ψ̄(ξ̄)
ḡ(ȳ + ξ̄) = ḡ(ȳ) + Bξ̄ + ψ̄(ξ̄) με lim = 0̄.
ξ̄→0̄ ∥ξ̄∥
Έχουμε συνεπώς,
92
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Αν δείξουμε ότι
Bφ̄(η̄) + ψ̄(Aη̄ + φ̄(η̄))
lim = 0̄
η̄→0̄ ∥η̄∥
έχουμε το ζητούμενο, αφού τότε
φ̄(η̄)
Αφού lim = 0̄ και lim Bξ̄ = 0̄ = B0̄ (βλ. (3.4)) έχουμε από το Θεώρημα
η̄→0̄ ∥η̄∥ ξ̄→0̄
2.3.2 (γʹ)
Bφ̄(η̄)
lim = 0̄.
η̄→0̄ ∥η̄∥
Επίσης (για ε = 1)
ψ̄(ξ̄)
Από την άλλη, αφού lim = 0̄, δηλ., ισοδύναμα,
ξ̄→0̄ ∥ξ̄∥
Όμως, αφού lim Aη̄ = 0̄ = 0̄, lim φ̄(η̄) = 0̄ =: φ̄(0̄) και lim ψ̄1 (ξ̄) = 0̄ =: ψ̄1 (0̄),
η̄→0̄ η̄→0̄ ξ̄→0̄
και αφού συνθέσεις συνεχών συναρτήσεων είναι συνεχείς (βλ. Θεώρημα 2.3.1 (γʹ) ή,
ισοδύναμα, Θεώρημα 2.3.2 (γʹ)), έχουμε
Ο Κανόνας της Αλυσίδας (Θεώρημα 3.2.4) έχει, στην ειδική περίπτωση της σύν-
θεσης μιας διαφορίσιμης διανυσματικής συνάρτησης μίας πραγματικής μεταβλητής
(δηλ. μιας διαφορίσιμης καμπύλης, βλ. Παρατήρηση 2.1.3 (γʹ) και κυρίως §3.7) με μία
διαφορίσιμη πραγματική συνάρτηση πολλών μεταβλητών, την ακόλουθη μορφή:
93
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
3.2.1 Ασκήσεις
Άσκηση 43. Δείξτε ότι οι ακόλουθες συναρτήσεις είναι διαφορίσιμες (στο πεδίο ορι-
σμού τους) και υπολογίστε την παράγωγό τους σε κάθε σημείο του.
Df(x̄) · x̄ = αf(x̄) ∀ x̄ ∈ Rn .
Df(x, y), Dg(x, y), D(f + g)(x, y), D(2f)(x, y), D(fg)(x, y), D(f/g)(x, y).
¹³Rudolf Lipschitz, 1832–1903, D
¹⁴Leonhard Euler, 1707–1783, CH
94
3.3. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ
Υπολογίστε την παράγωγο της F πρώτα απευθείας και έπειτα με χρήση του Κανόνα
της Αλυσίδας.
95
3.3. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ
Τότε, ο πίνακας Df̄(x̄) = Jf̄ (x̄) ∈ Rm×n ονομάζεται παράγωγος της f̄ στο x̄.
Με άλλα λόγια, αν υπάρχει o Ιακωβιανός πίνακας (3.6), αλλά η (3.7) δεν ικανοποιεί
την (3.8), η f̄ είναι στο x̄ μερικώς διαφορίσιμη, αλλά όχι διαφορίσιμη.
Επειδή
όπου ( )
∂fj ∂fj
grad fj (x̄) = (x̄), . . . , (x̄)
∂x1 ∂xn
η κλίση της fj στο x̄, βλέπουμε ότι η διαφορά των δύο εννοιών διαφορισιμότητας
δεν έγκειται στο αν η συνάρτηση που εξετάζουμε είναι διανυσματική ή πραγματική,
αφού από τις (3.6) και (3.9) προκύπτει
και
f̄ διαφορίσιμη στο x̄ ⇔ fj διαφορίσιμες στο x̄ ∀ j = 1, . . . , m.
Για την κατανόηση της διαφοράς των δύο εννοιών διαφορισιμότητας αρκεί, λοιπόν,
να εξετάσουμε πραγματικές συναρτήσες περισσοτέρων μεταβλητών. Ας κάνουμε αυτή
την εξέταση για πραγματικές συναρτήσεις δύο μεταβλητών. Αυτά που θα πούμε
γενικεύονται ανάλογα, σε περισσότερες μεταβλητές.
Στην περίπτωση λοιπόν μιας πραγματικής συνάρτησης δύο μεταβλητών
το γράφημα της f
Γf = {(x, y, f(x, y)) ∈ R3 : (x, y) ∈ U}
με αναλυτική εξίσωση
z = f(x, y), (x, y) ∈ U,
είναι η «επιφάνεια»¹⁵ στον χώρο R3 ,
η οποία σχηματίζεται, αν «πάνω» από κάθε
σημείο (x, y) ∈ U που βρίσκεται στο επίπεδο 0xy σημειώσουμε παράλληλα στον
άξονα 0z το σημείο (x, y, z), όπου z = f(x, y) ∈ R είναι το ύψος του γραφήματος
¹⁵Για να είναι το γράφημα της f πράγματι επιφάνεια, πρέπει η f να έχει κάποιες ιδιότητες (βλ. Παρά-
δειγμα 4.3.1), τις οποίες διαισθητικά προϋποθέτουμε εδώ, βλ. το Σχήμα 2.1
96
3.3. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ
στο σημείο (x, y), με απόλυτη τιμή την απόσταση του (x, y, f(x, y)) ∈ R3 από το
επίπεδο 0xy.
Οι μερικές παράγωγοι της f σε ένα σημείο (x0 , y0 ) ∈ U
∂f f(x0 + h, y0 ) − f(x0 , y0 )
(x0 , y0 ) = lim ,
∂x h→0 h
∂f f(x0 , y0 + h) − f(x0 , y0 )
(x0 , y0 ) = lim
∂y h→0 h
είναι οι παράγωγοι των συναρτήσεων
(x0 − ε, x0 + ε) × (y0 − ε, y0 + ε) ⊂ U.
∂f
Συνεπώς, η (x0 , y0 ) δίνει την κλίση της εφαπτομένης (ευθείας) στο σημείο
∂x
(x0 , y0 , f(x0 , y0 )) της καμπύλης
που προκύπτει από την τομή του γραφήματος Γf με τo επίπεδo y = y0 και έχει
αναλυτική εξίσωση
z = f(x, y0 ), y = y0 , x ∈ R με (x, y0 ) ∈ U.
∂f
z = f(x0 , y0 ) + (x − x0 ) (x0 , y0 ), y = y0 , x ∈ R.
∂x
∂f
Αντίστοιχα, η (x0 , y0 ) δίνει την κλίση της εφαπτομένης (ευθείας) στο σημείο
∂y
(x0 , y0 , f(x0 , y0 )) της καμπύλης
που προκύπτει από την τομή του γραφήματος Γf με τo επίπεδo x = x0 και έχει
αναλυτική εξίσωση
∂f
z = f(x0 , y0 ) + (y − y0 ) (x0 , y0 ), x = x0 , y ∈ R.
∂y
97
3.3. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ
∂f ∂f
z = f(x0 , y0 ) + (x − x0 ) (x0 , y0 ) + (y − y0 ) (x0 , y0 )
∂x ∂y
= f(x0 , y0 ) + (x − x0 , y − y0 ) · grad f(x0 , y0 ), (x, y) ∈ R2 ,
και είναι κάθετο στο διάνυσμα που δίνεται από το εξωτερικό γινόμενο
∂f
1 0 ē1 ē2 ē3 − ∂x (x0 , y0 )
1 ∂f
×
∂f
0 1 = 0 ∂x (x0 , y0 ) = − ∂y (x0 , y0 ) .
∂f ∂f 0 ∂f
∂x (x0 , y0 ) ∂y (x0 , y0 ) 1 ∂y (x0 , y0 ) 1
Έτσι η αναλυτική εξίσωση του εφαπτόμενου επιπέδου στο σημείο (x0 , y0 , f(x0 , y0 ))
του γραφήματος Γf της f δίνεται από την εξίσωση
∂f
− ∂x (x0 , y0 ) x − x0
∂f
− ∂y (x0 , y0 ) · y − y0 = 0.
1 z − f(x0 , y0 )
98
3.3. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ
ενώ, αν θέσουμε την παράμετρο x = x0 , έχουμε την διανυσματική εξίσωση της εφα-
πτομένης στο σημείο (x0 , y0 , f(x0 , y0 )) της καμπύλης {(x0 , y, f(x0 , y)) ∈ R3 : y ∈
R με (x0 , y) ∈ U},
x x0 0
∈R , y ∈ R.
3
y = y0 + (y − y0 ) 1
∂f
z f(x0 , y0 ) ∂y (x0 , y0 )
Παράδειγμα 3.3.1. Ας εξετάσουμε όλα τα παραπάνω σε μια από τις πιο απλές πραγ-
ματικές συναρτήσεις δύο μεταβλητών, προσπαθώντας να τα «δούμε» (κυριολεκτικά)
γεωμετρικά. Έστω, λοιπόν, η
z = x2 + y2 , (x, y) ∈ R2 .
∂f ∂f
(x0 , y0 ) = 2x0 , (x0 , y0 ) = 2y0 ,
∂x ∂y
και συνεπώς, την κλίση
grad f(x0 , y0 ) = 2(x0 , y0 ).
H f είναι διαφορίσιμη σε κάθε σημείο (x0 , y0 ) ∈ R2 , αφού γενικότερα η
g(x̄) = ∥x̄∥2 , x̄ ∈ Rn ,
με κλίση
grad g(x̄) = 2x̄
99
3.3. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ
y = y0 και x = x0
αντίστοιχα.
Έτσι έχουμε στο σημείο (x0 , y0 ) = (0, 0) τις καμπύλες
z = x2 , y = 0, x∈R και z = y2 , x = 0, y ∈ R,
z = 0, y = 0, x ∈ R, z = 0, x = 0, y ∈ R,
100
3.4. ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΚΑΤΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ
∂f ∂f
(x0 , y0 ), (x0 , y0 ),
∂x ∂y
και ότι οι εφαπτόμενες αυτές ευθείες περιέχονται στο εφαπτόμενο επίπεδο και το
ορίζουν στο σημείο αυτό του γραφήματος, που έχει κλίση
( )
∂f ∂f
grad f(x0 , y0 ) = (x0 , y0 ), (x0 , y0 )
∂x ∂y
.
Ανακύπτουν δύο ερωτήματα:
(βʹ) Αφού οι μερικές παράγωγοι, δηλ. οι παράγωγοι κατά τις κατευθύνσεις (1, 0)
και (0, 1), αντιστοιχούν σε εφαπτόμενες ευθείες που περιέχονται στο εφαπτό-
μενο επίπεδο στο σημείο (x0 , y0 , f(x0 , y0 )) του γραφήματος της συνάρτησης
101
3.4. ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΚΑΤΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ
f, η οποία είναι διαφορίσιμη στο σημείο (x0 , y0 ), θα ισχύει αυτό και για τις
παραγώγους κατά οποιαδήποτε κατευθυνση; Και αν ναι, θα μπορούσαμε να
χρησιμοποιήσουμε την γνώση της κλισης grad f(x0 , y0 ) του εφαπτόμενου επι-
πέδου, για να υπολογίσουμε την παράγωγο σε μια δεδομένη κατεύθυνση;
Και πάλι οι απαντήσεις σε αυτά τα δύο ερωτήματα είναι καταφατικές, αν η f
είναι διαφορίσιμη στο (x0 , y0 ).
∂f ∂f
Dēi (x̄) = (x̄) = (x̄) ∀ i = 1, . . . , n.
∂ēi ∂xi
Θεώρημα 3.4.1. Έστω f : U → R, U ⊂ Rn ανοικτό, διαφορίσιμη. Τότε, υπάρ-
χει η κατευθυνόμενη παράγωγος σε κάθε x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ U, και προς κάθε
κατεύθυνση ν̄ = (ν1 , . . . , νn ) ∈ Rn , ∥ν̄∥ = 1, και ισχύει
αφού
φ̄(h) − φ̄(0) − ν̄h
lim = 0̄.
h→0 h
¹⁶directional derivative
102
3.4. ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΚΑΤΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ
Παρατήρηση 3.4.3. Από την ανισότητα Cauchy-Schwarz (1.10) (βλ. και Πρόταση 1.1.1)
γνωρίζουμε ότι, αν grad f(x̄) ̸= 0̄, το εσωτερικό γινόμενο grad f(x̄) · ν̄ μεγιστοποιεί-
ται, όταν
grad f(x̄)
ν̄ = ,
∥ grad f(x̄)∥
και για αυτό το ν̄ έχουμε από το προηγούμενο Θεώρημα 3.4.1
Αυτό σημαίνει ότι στο σημείο x̄ ∈ U η f παρουσιάζει τον μεγαλύτερο ρυθμό αύξη-
σης στην κατεύθυνση της κλίσης grad f̄(x̄), και ο ρυθμός αυτός είναι ∥ grad f(x̄)∥.
103
3.4. ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΚΑΤΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ
Γενικότερα, αφού η γωνία ϑ ∈ [0, π] μεταξύ grad f(x̄) και ν̄ με ∥ν̄∥ = 1 δίνεται
από τη σχέση
grad f(x̄) · ν̄
cos ϑ = ,
∥ grad f(x̄)∥
έχουμε
Dν̄ f(x̄) = ∥ grad f(x̄)∥ cos ϑ.
Παρατήρηση 3.4.4. Για μια συνάρτηση δύο μεταβλητών f : U → R, U ⊂ R2 ανοικτό,
διαφορίσιμη στο (x0 , y0 ), το Dν̄ f(x0 , y0 ) (με ν̄ = (ν1 ν2 ) ∈ R2 και ∥ν̄∥ = 1)
δίνει την κλίση της εφαπτομένης στο σημείο (x0 , y0 , f(x0 , y0 )) της καμπύλης που
προκύπτει από την τομή του γραφήματος της f
104
3.4. ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΚΑΤΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ
και άρα, περιέχεται στο εφαπτόμενο επίπεδο του γραφήματος της f στο σημείο
(x0 , y0 , f(x0 , y0 )), βλ. (3.10), και έχει κλίση εφαπτομένης
∂f
(x0 , y0 ) = grad f(x0 , y0 ) · ν̄.
∂ν̄
Π.χ., αν ξανακοιτάξουμε το ελλειπτικό παραβολοειδές του Παραδείγματος 3.3.1,
βλέπουμε ότι, σύμφωνα με την Παρατήρηση 3.4.3, η κατεύθυνση της μεγαλύτερης με-
ταβολής της f(x, y) = x2 + y2 στο σημείο (x0 , y0 ) ∈ R2 \ {(0, 0)} είναι η κατεύθυνση
δηλαδή, η κατεύθυνση του (x0 , y0 ) ∈ R2 \ {(0, 0)}, κατά την οποία η καμπύλη
x (1 + h)x0
y = (1 + h)y0 , h ∈ R,
z (1 + h)2 (x20 + y20 )
∂f
(x0 , y0 ) = 2∥(x0 , y0 )∥.
∂ν̄
Να προσεχθεί ότι η παράγωγος κατεύθυνσης εξαρτάται, εδώ, μόνο από την απόσταση
του σημείου (x0 , y0 ) από το (0, 0).
Στο σημείο (x0 , y0 ) = (0, 0) βλέπουμε ότι
δηλαδή, κατά μήκος οποιασδήποτε ευθείας του επιπέδου z = 0 που περνάει από το
(0, 0), η καμπύλη πάνω από αυτή την ευθεία έχει στο σημείο (0, 0, 0) ως εφαπτομένη
την εν λόγω ευθεία, δηλαδή, έχει κλίση εφαπτομένης (παράγωγο κατεύθυνσης) 0.
105
3.4. ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΚΑΤΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ
ισχύει
Dγ̄(0) · grad f(x̄) = 0.
Πράγματι, η συνάρτηση
έχει παράγωγο
D(f ◦ γ̄)(0) = (f ◦ γ̄)′ (0) = 0,
αφού είναι σταθερή. Από την άλλη, από τον Κανόνα της Αλυσίδας (Θεώρημα 3.2.4)
έχουμε
D(f ◦ γ̄)(0) = grad f(x̄) · Dγ̄(0).
Ως παράδειγμα, οι καμπύλες στάθμης c > 0 του ελλειπτικού√ παραβολοειδούς
f(x, y) = x2 + y2 είναι οι κύκλοι κέντρου (0, 0) και ακτίνας c του R2 ,
Οι διαφορίσιμες καμπύλες που περνάνε από το σημείο (x0 , y0 ) ∈ Lf (c) και βρίσκο-
νται εξ ολοκλήρου στο Lf (c) είναι της μορφής
√
γ̄(h) = c(cos φ(h), sin φ(h)), h ∈ (−ε, ε),
με √
γ̄(0) = c(cos φ(0), sin φ(0)) = (x0 , y0 )
και έχουν παράγωγο
√
Dγ̄(0) = c(− sin φ(0), cos φ(0))φ′ (0) = (−y0 , x0 )φ′ (0).
Συνεπώς,
Dγ̄(0) · grad f(x̄) = (−y0 , x0 )φ′ (0) · 2(x0 , y0 ) = 0.
Συνεχίζοντας το ορειβατικό παράδειγμα της Παρατήρησης 3.4.2, σύμφωνα με το
οποίο βρίσκεστε στο σημείο (x0 , y0 , f(x0 , y0 )) της πλαγιάς ενός βουνού, η πιο πάνω
ιδιότητα της κλίσης σημαίνει ότι, αν κινηθείτε στην κατεύθυνση πάνω στο χάρτη, η
οποία είναι κάθετη στην κατεύθυνση της κλίσης, τότε θα παραμείνετε ακριβώς στο
ίδιο ύψος της πλαγιάς, ή αλλιώς, αν περπατάτε πάνω στην πλαγιά χωρίς να αλλάζετε
υψόμετρο, τότε, κάθετα στην κατεύθυνση που κινείστε, θα βλέπετε την πιο απότομη
μεταβολή του ύψους του βουνού. Όσον αφορά το γεφυράκι, αν κοιτάξτε καλά, μάλλον
από τη μία και από την άλλη πλευρά του θα είναι στο ίδιο υψόμετρο, και κάθετο
στην κατεύθυνση ροής του νερού από κάτω του.
106
3.4. ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΚΑΤΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ
3.4.1 Ασκήσεις
Άσκηση 49. Εξετάστε αν υπάρχουν οι παράγωγοι κατά κατεύθυνση για τις ακόλου-
θες συναρτήσεις στα δοσμένα σημεία ā και στην κατεύθυνση των δοσμένων διανυ-
σμάτων b̄, και υπολογίστε τις.
f ā b̄
√ √
x2 + y2 (1, 1) (1/ 2, 1/ 2)
√
sin(xy) (1, 0) (1/2, 3/2)
2 y
x + ze (0, 0, 1) (1, 0, 1)
exyz (1, 1, 1) (1, 2, −1)
M = {(x, x) ∈ R2 : x ̸= 0}
και η συνάρτηση {
ex − 1, (x, y) ∈ M,
f(x, y) =
0, (x, y) ̸∈ M.
Δείξτε ότι
(αʹ) Η f είναι μερικώς διαφορίσιμη, όταν και μόνο όταν (x, y) ̸∈ M.
107
3.5. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΤΑΞΗΣ
f(x + h, x) = 0 ∀ h ̸= 0
και άρα η h 7→ f(x + h, x) δεν είναι συνεχής στο 0 και συνεπώς ούτε διαφορίσιμη,
δηλ. το όριο
∂ f(x + h, x) − f(x, x)
f(x, x) := lim
∂x h→0 h
δεν υπάρχει, που σημαίνει ότι η f δεν είναι μερικώς διαφορίσιμη ως προς x.
Aυτό ισχύει ανάλογα και για την μερική παράγωγο ως προς y.
(βʹ) Έστω ν̄ = ± √1 (1, 1). Τότε
2
± √h
f(0̄ + hν̄) − f(0̄) e 2 −1 1
Dν̄ f(0, 0) = lim = lim = ±√ .
h→0 h h→0 h 2
1 1
√ = Dν̄ f(0, 0) ̸= grad f(0, 0) · ν̄ = (0, 0) · √ (1, 1) = 0.
2 2
Παρατήρηση: Από το (γʹ) και το Θεώρημα 3.4.1 προκύπτει ότι η f δεν είναι
διαφορίσιμη στο (0, 0), παρόλο που, σύμφωνα με το (βʹ), στο σημείο αυτό υπάρχουν
οι παράγωγοί της προς κάθε κατέυθυνση.
Άσκηση 52. Για τα M και A της προηγούμενης Άσκησης 51 και της λύσης της, δείξτε
ότι M̄ = A.
∂k+1 f ∂ ∂k f
:= :U→R
∂xik+1 · · · ∂xi1 ∂xik+1 ∂xik · · · ∂xi1
∀ i1 , . . . , ik+1 = 1, . . . , n.
¹⁷για k = 1: μερικώς διαφορίσιμη
108
3.5. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΤΑΞΗΣ
∂f ∂2 f ∂ ∂f
: U → R, := :U→R ∀ i, j = 1, . . . , n
∂xi ∂xj ∂xi ∂xj ∂xi
∂k f
, i1 , . . . , ik ∈ {1, . . . , n}
∂xik · · · ∂xi1
∂k f ∂k f
:= ,
∂xk
i
∂xik · · · ∂xi1
∂f ∂f
(x, y) = y + 2(x + 2y), (x, y) = x + 4(x + 2y),
∂x ∂y
και
∂2 f ∂2 f ∂2 f ∂2 f
(x, y) = 2, (x, y) = 5, (x, y) = 5, (x, y) = 8,
∂x2 ∂y∂x ∂x∂y ∂y2
¹⁸Μια τέτοια συνάρτηση λέγεται και Ck+1 -συνάρτηση και γράφουμε f ∈ Ck+1 (U).
109
3.5. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΤΑΞΗΣ
∂g ∂g ∂g
(x̄) = yexy − z sin x, (x̄) = xexy , (x̄) = cos x,
∂x ∂y ∂z
και
∂2 g ∂2 g ∂2 g
(x̄) = y2 exy − z cos x, (x̄) = xyexy , (x̄) = − sin x,
∂x2 ∂y∂x ∂z∂x
∂2 g ∂2 g ∂2 g
(x̄) = xyexy , (x̄) = x2 exy , (x̄) = 0,
∂x∂y ∂y2 ∂z∂y
∂2 g ∂2 g ∂2 g
(x̄) = − sin x, (x̄) = 0, (x̄) = 0.
∂x∂z ∂y∂z ∂z2
(βʹ) H συνάρτηση h : R2 → R,
x2 − y2
xy , (x, y) ̸= (0, 0),
h(x, y) := x2 + y2
0, (x, y) = (0, 0),
είναι άπειρες φορές συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη στο R2 \ {(0, 0)} με μερικές
παραγώγους πρώτης τάξης
∂h x4 − y4 + 4x2 y2 ∂h x4 − y4 − 4y2 x2
(x, y) = y , (x, y) = x .
∂x (x2 + y2 )2 ∂y (x2 + y2 )2
∂h ∂h
lim (x, y) = lim (x, y) = 0
(x,y)→(0,0) ∂x (x,y)→(0,0) ∂y
110
3.5. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΤΑΞΗΣ
−y 4
∂2 h ∂h ∂h y (y
∂x (0, y) − ∂x (0, 0)
2 )2
(0, 0) = lim = lim = lim (−1) = −1,
∂y∂x y→0 y y→0 y y→0
4
∂2 h
∂h ∂h
∂y (x, 0) − ∂y (0, 0)
x (xx2 )2
(0, 0) = lim = lim = lim 1 = 1,
∂x∂y x→0 x x→0 x x→0
∂h ∂h
∂2 h ∂y (0, y) − ∂y (0, 0)
(0, 0) = lim = 0.
∂y2 y→0 y
Άρα η h είναι δυό φορές μερικώς διαφορίσιμη. Για να εξετάσουμε αν είναι και
συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη, μένει να εξετάσουμε αν οι μερικές παράγωγοί
της δεύτερης τάξης είναι συνεχείς στο (0, 0).
Στο R2 \ {(0, 0)} οι μερικές παράγωγοι δεύτερης τάξης είναι οι
∂2 h 2
3 −x + 3y
2
(x, y) = 4xy ,
∂x2 (x2 + y2 )3
∂2 h x6 − 9x2 y4 + 9x4 y2 − y6
(x, y) = ,
∂y∂x (x2 + y2 )3
∂2 h x6 − 9x2 y4 + 9x4 y2 − y6
(x, y) = ,
∂x∂y (x2 + y2 )3
∂2 h 2
3 −3x + y
2
(x, y) = 4x y .
∂y2 (x2 + y2 )3
∂2 h ∂2 h
Διαπιστώνουμε ότι οι μεικτές μερικές παράγωγοι ∂y∂x και ∂x∂y ταυτίζονται
στο R2 \ {(0, 0)}, ενώ έχουν διαφορετικές τιμές στο (0, 0). Συνεπώς, και μόνο
από αυτό καταλαβαίνουμε ότι μία τουλάχιστον από αυτές δεν είναι συνεχής
στο (0, 0). Στην πραγματικότητα διαπιστώνουμε εύκολα ότι καμία από τις δύο
μεικτές παραγώγους δεν είναι συνεχής στο (0, 0), αφού δεν υπάρχει το όριό
τους στο σημείο αυτό.
Θεώρημα 3.5.1. (Θεώρημα Schwarz)
Έστω f : U → R, U ⊂ Rn ανοικτό, n ≥ 2, δυο φορές συνεχώς μερικώς διαφορί-
σιμη. Τότε
∂2 f ∂2 f
= ∀ i, j = 1, . . . , n.
∂xj ∂xi ∂xi ∂xj
Απόδειξη. Το θεώρημα είναι πόρισμα της ακόλουθης γενίκευσης. 2
∂2 f ∂2 f
(x̄) = (x̄).
∂xi ∂xj ∂xj ∂xi
111
3.5. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΤΑΞΗΣ
Αφού
∂f f(x̄ + kēj ) − f(x̄)
(x̄) = lim ,
∂xj k→0 k
θέλουμε συνεπώς να δείξουμε ότι
και συνεπώς
2 2
lim ∂ f (x̄ + ϑ1 hēi + ϑ2 kēj ) − ∂ f (x̄) ≤ ε < ε ∀ h ∈ (−δ, 0) ∪ (0, δ)
k→0 ∂x ∂x ∂xj ∂xi 2
j i
112
3.5. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΤΑΞΗΣ
αν το όριο αυτό υπάρχει. Άρα, αν δείξουμε ότι για τα πιο πάνω h, k υπάρχουν
ϑ1 , ϑ2 ∈ (0, 1) τέτοια ώστε
Φ(k) ∂2 f
= (x̄ + ϑ1 hēi + ϑ2 kēj )
hk ∂xj ∂xi
και αφού το όριο
( )
Φ(k) 1 ∂f ∂f
lim = (x̄ + hēi ) − (x̄)
k→0 hk h ∂xj ∂xj
υπάρχει, η απόδειξη θα έχει ολοκληρωθεί.
Θεωρούμε τη συνάρτηση
∂2 f
ψ′ (m) = (x̄ + ϑ1 hēi + mēj ), m ∈ [−|k|, |k|],
∂xj ∂xi
και άρα, σύμφωνα με το Θεώρημα Μέσης Τιμής για συναρτήσεις μίας πραγματικής
μεταβλητής, υπάρχει ϑ2 ∈ (0, 1) τέτοιο ώστε
∂2 f
Φ(k) = h (ψ(k) − ψ(0)) = hkψ′ (ϑ2 k) = hk (x̄ + ϑ1 hēi + ϑ2 kēj ).
∂xj ∂xi
2
∂k f ∂k f
=
∂xik · · · ∂xi1 ∂xiπ(k) · · · ∂xiπ(1)
113
3.6. ΔΙΑΦΟΡΙΚΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ
∂3 f ∂ ∂2 f ∂ ∂2 f ∂3 f ∂2 ∂f
= = = =
∂x4 ∂x2 ∂x1 ∂x4 ∂x2 ∂x1 ∂x4 ∂x1 ∂x2 ∂x4 ∂x1 ∂x2 ∂x4 ∂x1 ∂x2
∂2 ∂f ∂3 f ∂ ∂2 f ∂ ∂2 f ∂3 f
= = = = = .
∂x1 ∂x4 ∂x2 ∂x1 ∂x4 ∂x2 ∂x1 ∂x4 ∂x2 ∂x1 ∂x2 ∂x4 ∂x1 ∂x2 ∂x4
2
3.5.1 Ασκήσεις
Άσκηση 53. Υπολογίστε χωρίς τη χρήση του Θεωρήματος του Schwarz όλες τις με-
ρικές παραγώγους δεύτερης τάξης των συναρτήσεων της Άσκησης 38.
√
Άσκηση 54. Έστω f(x, y) = ln x2 + y2 , (x, y) ∈ R2 \ {(0, 0)}. Δείξτε ότι
∂2 f ∂2 f
2
+ 2 = 0.
∂x ∂y
1
Άσκηση 55. Έστω f(x, y, z) = √ , (x, y, z) ∈ R3 \ {(0, 0)}. Δείξτε ότι
x2 + y2 + z2
∂2 f ∂2 f ∂2 f
+ + = 0.
∂x2 ∂y2 ∂z2
Άσκηση 56. Έστω U ⊂ R2 ανοικτό και f, g ∈ C2 (U) με
∂f ∂g ∂f ∂g
= και =− στο U.
∂x ∂y ∂y ∂x
Δείξτε ότι
∂2 f ∂2 f ∂2 g ∂2 g
+ =0 και + =0 στο U.
∂x2 ∂y2 ∂x2 ∂y2
Άσκηση 57. (Εξίσωση ταλαντούμενης χορδής) Έστω f, g : R → R δυό φορές
διαφορίσιμες, α ∈ R, και u(x, t) = f(x − αt) + g(x + αt), (x, t) ∈ R2 . Δείξτε οτι
∂2 u 2
2∂ u
= α .
∂t2 ∂x2
114
3.6. ΔΙΑΦΟΡΙΚΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ
ονομάζεται κλίση²⁰ της f στο x̄, ενώ το διανυσματικό πεδίο των μερικών παραγώγων
της f ( )
∂f ∂f
grad f = ,..., : U → Rn
∂x1 ∂xn
ονομάζεται κλίση της f.
Παρατήρηση 3.6.1. Η κλίση μιας συνάρτησης f, grad f, μπορεί να θεωρηθεί και σαν
τιμή (εικόνα) στον χώρο των διανυσματικών πεδίων του U του στοιχείου (ορίσματος)
f του χώρου των μερικώς διαφορίσιμων συναρτήσεων του U υπό την απεικόνιση
grad : {f : U → R : f μερικώς διαφορίσιμη} → {f̄ : U → Rn },
( )
∂f ∂f
grad f = ,..., .
∂x1 ∂xn
Μια απεικόνιση από έναν χώρο συναρτήσεων σε έναν χώρο (διανυσματικών) συναρ-
τήσεων ονομάζεται (διανυσματικός) τελεστής²¹. Αν η πράξη που (εκ)τελεί ο τελεστής
είναι κάποιας μορφής διαφόριση, αυτός ονομάζεται διαφορικός τελεστής²².
H κλίση grad , λοιπόν, είναι ένας διανυσματικός διαφορικός τελεστής από τον
χώρο των μερικώς διαφορίσιμων συναρτήσεων, στον χώρο των διανυσματικών πεδίων.
Ο τελεστής αυτός συμβολίζεται με το σύμβολο
( )
∂ ∂
∇= ,..., ,
∂x1 ∂xn
που ονομάζεται ανάδελτα²³. Έχουμε λοιπόν
∑
n
∂fi
div f̄ := :U→R
∂xi
i=1
115
3.6. ΔΙΑΦΟΡΙΚΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ
Η απόκλιση div είναι ένας βαθμωτός διαφορικός τελεστής από τον χώρο των μερικώς
διαφορίσιμων διανυσματικών πεδίων, στον χώρο των συναρτήσεων.
Παρατήρηση 3.6.3. Ένα διανυσματικό πεδίο f̄ ταυτοτικά μηδενικής απόκλισης,
∇ · f̄ ≡ 0,
ονομάζεται ασυμπίεστο²⁵.
Ορισμός 3.6.3. Έστω f̄ = (f1 , f2 , f3 ) : U → R3 , U ⊂ R3 ανοικτό, ένα μερικώς
διαφορίσιμο τριδιάστατο διανυσματικό πεδίο. Το τριδιάστατο διανυσματικό πεδίο
( )
∂f3 ∂f ∂f ∂f ∂f ∂f
curl f̄ := − 2, 1 − 3, 2 − 1 : U → R3
∂x2 ∂x3 ∂x3 ∂x1 ∂x1 ∂x2
ονομάζεται στροβιλισμός ή περιστροφή²⁶ του f̄.
Συμβολισμός. Σε ένα μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας, κυρίως της Ηπειρωτικής Ευ-
ρώπης, ο στροβιλισμός ενός τριδιάστατου διανυσματικού πεδίου f̄ συμβολίζεται με
116
3.6. ΔΙΑΦΟΡΙΚΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ
∂
(Να προσεχθεί και εδώ ότι ο βαθμωτός διαφορικός τελεστής ∂x πρέπει να γράφεται
i
πάντα μπροστά από την προς διαφόριση συνάρτηση fj .)
Ο στροβιλισμός curl είναι ένας διανυσματικός διαφορικός τελεστής από τον χώρο
των μερικώς διαφορίσιμων τριδιάστατων διανυσματικών πεδίων, στον χώρο των τρι-
διάστατων διανυσματικών πεδίων.
∑n
∂2 f
∆f := :U→R
i=1
∂x2i
∆f = div grad f.
Παρατήρηση 3.6.7. Να προσεχθεί ότι, συχνά (και ιδίως στις Φυσικές Επιστήμες),
χρησιμοποιείται για την Λαπλασιανή της f και η (αυστηρά μαθηματικά αδόκιμη)
γραφή ∆f = ∇2 f.
Παρατήρηση 3.6.8. Ο τελεστής του Laplace παίζει σημαντικότατο ρόλο στις Μερικές
Διαφορικές Εξισώσεις (ΜΔΕ), δηλαδή, σε εξισώσεις, όπου δίνεται μια σχέση μεταξύ
των μερικών παραγώγων μιας συνάρτησης u περισσότερων της μιας μεταβλητών, της
ίδιας της συνάρτησης, και ίσως και άλλων συναρτήσεων και πρόσθετων συνθηκών,
που πρέπει να πληρούνται. Από όλες αυτές τις πληροφορίες θέλουμε, ή να βρούμε
την u, ή τουλάχιστον να πούμε κάτι για την συμπεριφορά της.
²⁷irrotational
²⁸Pierre-Simon Laplace, 1749–1827, F
117
3.6. ΔΙΑΦΟΡΙΚΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ
∆u(x̄) = 0,
της οποίας οι δυο φορές συνεχώς διαφορίσιμες λύσεις u ∈ C2 (U), U ⊂ Rn ανοι-
κτό, λέγονται αρμονικές συναρτήσεις. Οι ιδιότητές τους εξετάζονται στην Αρμονική
Ανάλυση και στην Θεωρία Δυναμικού.
Στις Φυσικές Επιστήμες οι ΜΔΕ περιγράφουν διάφορα φαινόμενα και απαντώ-
νται συνήθως στις διαστάσεις n = 2 ή n = 3, όπου x̄ ∈ U ⊂ Rn είναι η μετα-
βλητή του χώρου. Όταν στο φυσικό φαινόμενο που εξετάζουμε περιλαμβάνεται και
η διάσταση του χώρου t ∈ R, τότε έχουμε μια δυναμική διαφορική εξίσωση. Οι γνω-
στότερες είναι η εξίσωση της θερμότητας (με συντελεστή θερμικής αγωγιμότητας
k > 0)
∂ ∑ ∂2 n
u(t, x̄) = k∆u(t, x̄) = k u(t, x1 , . . . , xn ), (t, x̄) ∈ (0, ∞) × Rn (3.12)
∂t
i=1
∂x2i
∂2 ∑ ∂2 n
2
u(t, x̄) = c2 ∆u(t, x̄) = c2 u(t, x1 , . . . , xn ), (t, x̄) ∈ R × Rn (3.13)
∂t
i=1
∂x2i
Να προσεχθεί ότι ο τελεστής του Laplace ∆ δρά στην u, μόνο ως προς την χωρική
μεταβλητή x̄.
3.6.1 Aσκήσεις
Άσκηση 58. Έστω f̄ ∈ C2 (U; R3 ), U ⊂ R3 ανοικτό. Δείξτε ότι: div curl f̄ = 0.
Άσκηση 59. Έστω f, g ∈ C2 (U), U ⊂ Rn ανοικτό. Δείξτε ότι:
118
3.6. ΔΙΑΦΟΡΙΚΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ
∇ · (fḡ) = f∇ · ḡ + ḡ · ∇f
και ισχύει
∑
n n (
∑ ) ∑n ∑
n
∂ ∂ ∂ ∂ ∂
∇ · (fḡ) = (fgi ) = gi f+f gi = gi f+f gi
∂xi ∂xi ∂xi ∂xi ∂xi
i=1 i=1 i=1 i=1
= ḡ · ∇f + f∇ · ḡ.
Λύση.
( )
∂ ∂ ∂ ∂
∇ · (f∇g − g∇f) = ∇ · f g−g f, . . . , f g−g f
∂x1 ∂x1 ∂xn ∂xn
∑n ( )
∂ ∂ ∂
= f g−g f
∂xi ∂xi ∂xi
i=1
(( ) ( ) )
∑n
∂ ∂ ∂2 ∂ ∂ ∂2
= f g+f 2g− g f−g 2f
∂xi ∂xi ∂xi ∂xi ∂xi ∂xi
i=1
∑n
∂2 ∑n
∂2
=f g − g f
i=1
∂x2i i=1
∂x2i
= f∆g − g∆f.
curl curl f̄ = grad div f̄ − ∆f̄, όπου ∆f̄ := (∆f1 , ∆f2 , ∆f3 ),
119
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
f̄ : U → Rm , U ⊂ Rn , n, m ∈ N,
120
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
και ειδικότερα εξετάζουμε τις αναλυτικές ιδιότητες των συναρτήσεων αυτών, δηλ. τα
όρια, τη συνέχεια, τη διαφορισιμότητα και (στο Κεφάλαιο 4) την ολοκληρωσιμότητά
τους.
Ως τώρα, ασχοληθήκαμε κυρίως με πραγματικές συναρτήσεις, όπου m = 1, πε-
ρισσοτέρων (ανεξάρτητων) μεταβλητών, όπου n ≥ 2, και είδαμε ότι οι βασικότερες
αναλυτικές ιδιότητές τους γενικεύονται σε διανυσματικές συναρτήσεις
f̄ = (f1 , . . . , fm ) : U → Rm , m ≥ 2,
fi : U → R, i = 1, . . . , m,
f̄ : I → Rm , I ⊂ R, m ∈ N, m ≥ 2.
Στην περίπτωση αυτή, αφού η διάσταση του χώρου στον οποίο βρίσκεται το πεδίο
ορισμού I είναι ούτως ή άλλως 1, μπορούμε να συμβολίσουμε τη διάσταση του πεδίου
τιμών με n ∈ N, και εξετάζουμε συναρτήσεις της μορφής
f̄ : I → Rn , I ⊂ R, n ∈ N, n ≥ 2.
Μία ειδική περίπτωση τέτοιων συναρτήσεων μελετήσαμε ήδη στην ενότητα §1.4, αφού
για I = N η συνάρτηση f̄ : N → Rn δεν είναι παρά μια ακολουθία στον Rn .
Στην παρούσα ενότητα θα ασχοληθούμε με μια άλλη, πολύ φυσική και συνήθη,
περίπτωση, όπου
I⊂R διάστημα
το οποίο μπορεί να είναι κλειστό, ανοικτό, ημιανοικτό, άνω φραγμένο, κάτω φραγμένο
ή ακόμα και όλο το R = (−∞, ∞). Έχουμε, δηλαδή, για το I ⊂ R τις περιπτώσεις
I = [α, β], (α, β], [α, β), (α, β), [α, ∞), (α, ∞), (−∞, β], (−∞, β), R, (3.14)
f̄ : I → Rn συνεχής.
³⁰Φυσικά, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε και την περίπτωση α = β, αλλά αυτή δεν παρουσιάζει αναλυ-
τικό ενδιαφέρον, αφού, τότε, το πρώτο από τα διαστήματα στην (3.14) θα ήταν το μονοσύνολο I = {α} = {β}
και τα επόμενα τρία θα ισούνταν με το κενό σύνολο I = ∅ ⊂ R.
121
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
γ̄(β)
γ̄(t)
γ̄ ′ (t)
γ̄(α)
122
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
γείται από δύο διαφορετικές θεωρήσεις ενός, καταρχάς, ίδιου αντικειμένου και την
ιστορική εξέλιξή τους.
Από (απλοϊκά) γεωμετρική (και διαισθητική) άποψη, μας φαίνεται φυσικό το
σύνολο C = γ̄(I) ⊂ Rn να ονομάζεται καμπύλη (curve)³¹. Με την πάροδο του
χρόνου, όμως, αναγνωρίστηκε η χρησιμότητα της αναλυτικής περιγραφής ενός τέτοιου
συνόλου C ⊂ Rn , κατά την οποία αυτό παραμετρικοποιείται μέσω μιας συνάρτησης
γ̄ : I → Rn , I ⊂ R, δηλ. μιας παραμετρικοποίησης ή παραμετρικής παράστασης
του C, έτσι ώστε για κάθε τιμή της παραμέτρου t ∈ I να έχουμε ένα σημείο του C =
γ̄(I), και δικαιολογεί το να ονομάσουμε την γ̄ παραμετρική καμπύλη (parametrized
curve). Η χρησιμότητα της αναλυτικής αυτής περιγραφής είναι προφανής, αφού η γ̄
περιέχει περισσότερες πληροφορίες από την γ̄(I), και είναι η ισχύουσα σήμερα, ιδίως
στην Ανάλυση και την Αναλυτική και Διαφορική Γεωμετρία. Αυτό οδηγεί με τη σειρά
του στην τάση, αντί για (εκτός από) την εικόνα γ̄(I), να ονομάζουμε καμπύλη (και) τη
συνάρτηση γ̄ (παραλείποντας τις περισσότερες φορές το επίθετο «παραμετρική»).³²
Στις παρούσες σημειώσεις, όταν αναφερόμαστε σε καμπύλες, θα εννοούμε κατά
βάση παραμετρικές καμπύλες. Πολλές φορές, όμως, ο όρος καμπύλη θα χρησιμοποιεί-
ται και με την έννοια ενός υποσυνόλου του Rn , το οποίο μπορεί να παραμετρικοποι-
ηθεί μέσω μιας παραμετρικής καμπύλης, βλ., π.χ., την έννοια της καμπύλης στάθμης
c στον Ορισμό 2.1.4. Η έννοια που δίνουμε στον όρο κάθε φορά, θα φαίνεται και
από τον μαθηματικό συμβολισμό ή την περιγραφή που τον συνοδεύει, έτσι ώστε να
μην υπάρχουν παρανοήσεις. Άλλες ονομασίες που χρησιμοποιούνται συχνά για μια
παραμετρική καμπύλη γ̄ : I → Rn είναι δρόμος ή οδός (path).
Επίσης, όπως περιγράψαμε πριν από τον Ορισμό 3.7.1, οι παραμετρικές καμπύλες
παίζουν μεγάλο ρόλο και στη Φυσική, όπου πέραν των σημείων που διαπερνά ένα σω-
ματίδιο (δηλ. του συνόλου C = γ̄(I) ⊂ Rn ), μας ενδιαφέρει π.χ. και σε ποια χρονική
στιγμή βρίσκεται το σωματίδιο σε ένα δεδομένο σημείο ή η ταχύτητα με την οποία
κινείται το σωματίδιο κάποια χρονική στιγμή. Στα πλαίσια αυτά οι (παραμετρικές)
καμπύλες ονομάζονται και τροχιές (trajectories).
έχουν όλες ως εικόνα τον μοναδιαίο κύκλο στο επίπεδο R2 , βλ. Σχήμα 2.5,
C = γ̄1 ([0, 2π)) = γ̄2 (R) = γ̄3 ([0, 2π/v]) = {(x, y) ∈ R2 : x2 + y2 = 1}.
³¹Μια άλλη, μάλλον κάπως πεπαλαιωμένη, ονομασία του γ̄(I) ⊂ Rn είναι και τόξο (arc).
³²Κάποιοι συγγραφείς, βλ. π.χ. [3], ονομάζουν την γ̄(I) ίχνος (trace) της γ̄.
123
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
έχουν ως εικόνα την ίδια ευθεία στον Rn , βλ. Σχήμα 1.4 για n = 3,
(βʹ) Αν I = [α, β], τα σημεία γ̄(α), γ̄(β) ∈ Rn λέγονται αρχικό και τελικό σημείο,
αντίστοιχα, της γ̄ : [α, β] → Rn και λέμε ότι η γ̄ τα συνδέει. Αν γ̄(α) = γ̄(β),
η γ̄ λέγεται κλειστή.
124
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
Παράδειγμα 3.7.4. Στο Παράδειγμα 3.7.1, η γ̄3 είναι μια κλειστή καμπύλη, αφού
(cos 0, sin 0) = (cos(2π), sin(2π)) = (1, 0).
Επίσης, είναι απλή στο [0, 2π v ), αφού, αν t1 , t2 ∈ [0, v ) με t1 < t2 και cos(vt1 ) =
2π
cos(vt2 ), θα ισχύει vt1 ≤ π ≤ vt2 (η cos x είναι γνησίως μονότονη, και άρα 1 − 1,
στα [0, π] και [π, 2π]) και άρα, sin(vt1 ) ≥ 0 ≥ sin(vt2 ) με τις ισότητες να ισχύουν
μόνο, αν vt1 = 0 και vt2 = π, όπου, όμως, cos 0 = 1 ̸= −1 = cos π.
Για τον ίδιο λόγο και η γ̄1 είναι απλή, ενώ δεν είναι κλειστή σύμφωνα με τον
προηγούμενο ορισμό (παρόλο που έχει την ίδια εικόνα με την γ̄3 (!)). Από την άλλη, η
γ̄2 δεν είναι απλή. Να προσεχθεί, όμως, ότι η συνεχής επέκταση της γ̄1 στο [0, 2π] και
ο περιορισμός της γ̄2 στο ίδιο διάστημα είναι απλές κλειστές καμπύλες με την ίδια
εικόνα με τις γ̄1 και γ̄2 . Υπό αυτή την έννοια, αν μας ενδιαφέρει μόνο η παραμετρική
παράσταση του μοναδιαίου κύκλου ως μια απλή κλειστή καμπύλη, η απλούστερη
περιγραφή είναι μέσω της παραμετρικοποίησης
γ̄0 (t) = (cos t, sin t), t ∈ [0, 2π],
δηλ. της γ̄3 με v = 1, και σύμφωνα με την Παρατήρηση 3.7.2, ο μοναδιαίος κύκλος
στο R2 , {(x, y) ∈ R2 : x2 + y2 = 1}, είναι μια απλή κλειστή καμπύλη. Γενικότερα,
στο βαθμό που έχουμε την επιλογή της παραμετρικοποίησης μιας καμπύλης, καλό
είναι να επιλέγουμε την κάθε φορά απλούστερη από τις κατάλληλες για αυτό που
θέλουμε να εξετάσουμε.
Η παραμετρική καμπύλη γ̄λ του Παραδείγματος 3.7.2 είναι απλή για κάθε λ ̸= 0,
αφού για t1 , t2 ∈ R
γ̄λ (t1 ) = γ̄λ (t2 ) ⇔ (t1 − t2 )λν̄ = 0̄ ⇔ |t1 − t2 | = 0.
Απλή είναι και η καμπύλη γ̄f του Παραδείγματος 3.7.3, αφού για t1 , t2 ∈ I
γ̄f (t1 ) = γ̄f (t2 ) ⇒ t1 = t2 .
Παράδειγμα 3.7.5. Μια μη απλή καμπύλη γ̄ : I → Rn έχει τουλάχιστον ένα σημείο
x̄ ∈ γ̄(I) ⊂ Rn , το οποίο είναι η εικόνα τουλάχιστον δύο διαφορετικών παραμετρι-
κών τιμών t1 , t2 ∈ I με t1 ̸= t2 . Αν υπάρχουν μόνο δύο διαφορετικά t1 ̸= t2 με
γ̄(t1 ) = γ̄(t2 ) = x̄, το x̄ ονομάζεται διπλό σημείο. Π.χ. η καμπύλη
γ̄(t) = (t2 − 1, t3 − t), t ∈ R, (3.15)
βλ. Σχήμα 3.2, έχει το μοναδικό διπλό σημείο
(0, 0) = γ̄(−1) = γ̄(1),
αφού
(t21 − 1, (t21 − 1)t1 ) = (t22 − 1, (t22 − 1)t2 ) και t1 < t2 ⇒ t1 = −1, t2 = 1.
Επιπλέον, οι περιορισμοί της γ̄ στα υποδιαστήματα (−∞, −1] και [1, ∞) είναι απλές
καμπύλες, ενώ o περιορισμός της στο υποδιάστημα [−1, 1] είναι μια απλή κλειστή
καμπύλη.
125
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
γ̄ ′ (−1) γ̄ ′ (1)
Σχήμα 3.2: Η καμπύλη (3.15) έχει το διπλό σημείο γ̄(−1) = (0, 0) = γ̄(1) με δύο
εφαπτόμενα διανύσματα, κάθετα μεταξύ τους.
Παρατήρηση 3.7.3. Σύμφωνα με όσα μάθαμε ως τώρα για τις διανυσματικές συναρ-
τήσεις, βλ. τις ενότητες §2.3, §3.2, η συνάρτηση γ̄ = (γ1 , . . . , γn ) : I → Rn , I ⊂ R
διάστημα, είναι παραμετρική καμπύλη (δηλ. συνεχής), αν και μόνο αν οι συνιστώσες
συναρτήσεις της, γi : I → R, i = 1, . . . , n, είναι συνεχείς.
Επίσης, η παραμετρική καμπύλη γ̄ : I → Rn είναι διαφορίσιμη, αν και μόνο αν
για κάθε t ∈ I υπάρχει η παράγωγός της
γ1′ (t)
γ̄′ (t) := Dγ̄(t) = ..
. ∈R ,
n
′ (t)
γn
126
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
και της διαφορισιμότητας συμπίπτουν, αφού έχουμε μόνο μία ανεξάρτητη πραγμα-
τική μεταβλητή t ∈ I.)
(βʹ) Ένα σημείο γ̄(t) της καμπύλης λέγεται κανονικό (regular), αν γ̄ ′ (t) ̸= 0̄, και
ιδιάζον (singular), αν γ̄ ′ (t) = 0.
με εικόνα
είναι μια συνεχώς διαφορίσιμη, αλλά μη κανονική καμπύλη, αφού έχει το ιδιάζον
σημείο (0, 0).
γ̄(t + h) − γ̄(t)
γ̄′ (t) = lim
h→0 h
σε ένα σημείο γ̄(t) μιας κανονικής καμπύλης δίνει την κατεύθυνση της εφαπτομένης
{ γ̄′ (t) }
γ̄(t) + s ′ : s ∈ R ⊂ Rn ,
∥γ̄ (t)∥
στο σημείο αυτό, και μπορεί να ερμηνευθεί ως το όριο των κατευθύνσεων των τε-
μνουσών της καμπύλης που περιέχουν το γ̄(t),
{ γ̄(t + h) − γ̄(t) |h| }
γ̄(t) + s : s ∈ R ⊂ Rn , 0 < |h| ≪ 1³⁹,
∥γ̄(t + h) − γ̄(t)∥ h
127
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
y2 = x 3
γ̄(t+h)−γ̄(t)
h
γ̄(t + h)
γ̄(t)
128
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
γ̄1 γ̄2
Στο διπλό σημείο της, (0, 0) = γ̄(−1) = γ̄(1), έχει τα εφαπτόμενα διανύσματα
Ορισμός 3.7.5. Έστω γ̄ : [α, β] → Rn , α < β, μια καμπύλη στον Rn και P ([α, β])
το σύνολο των διαμερίσεων P = {t0 , t1 , . . . , tν } με α =: t0 < t1 < . . . < tν := β,
129
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
γ̄(β)
γ̄(tk−1 )
γ̄(t2 )
γ̄(t1 )
γ̄(α)
Σχήμα 3.6: Η καμπύλη γ̄ και μια πολυγωνική γραμμή, που ενώνει με ευθύγραμμα
τμήματα τα σημεία που αντιστοιχούν σε μια διαμέριση του [α, β].
Παρατήρηση 3.7.6. Σύμφωνα με τον Ορισμό 3.7.5, το μήκος μιας καμπύλης ορίζεται
ως το ελάχιστο άνω φράγμα των μηκών όλων των πολυγωνικών γραμμών που προ-
κύπτουν από την ένωση με ευθύγραμμα τμήματα των σημείων γ̄(tk ) ̸= γ̄(tk−1 ) για
κάθε διαμέριση P του πεδίου ορισμού της γ̄, βλ. Παράδειγμα 3.7.15 και Σχήμα 3.6.
Παρατήρηση 3.7.7. Ο Ορισμός 3.7.5 υπονοεί ότι δεν είναι κάθε παραμετρική καμπύλη
γ̄ : [α, β] → Rn ευθυγραμμίσιμη, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν συνεχείς συ-
ναρτήσεις γ̄ : [α, β] → Rn , για τις οποίες το σύνολο που φαίνεται στα δεξιά του
ορισμού του μήκους δεν είναι άνω φραγμένο.
Ένα κλασικό παράδειγμα μη ευθυγραμμίσιμης καμπύλης είναι η γ̄g : [0, 1] → R2 ,
130
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
∑
2ν
∥γ̄g (0) − γ̄g ( 2ν
1
)∥ + ∥γ̄g ( k1 ) − γ̄g ( k−1
1
)∥
k=2
∑
2ν ∑
2ν
131
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
ισχύει⁴⁰
∫β ∫β
(i)
lim Sν = γi (t) dt ∈ R, i = 1, . . . , n, lim sν = ∥γ̄(t)∥ dt ∈ R,
ν→∞ α ν→∞ α
και άρα, για
∑
ν ( )
(1) (n) β−α 1
S̄ν := (Sν , . . . , Sν ) = γ̄ α + k , ν∈N
ν ν
k=1
έχουμε
∫β
lim S̄ν = γ̄(t) dt,
ν→∞ α
και συνεπώς,
∫β
lim ∥S̄ν ∥ =
γ̄(t) dt
.
ν→∞ α
Όμως,
∑ν ( β − α) 1
ν
(
∑ β − α )
1
∥S̄ν ∥ =
γ̄ α + k
≤
γ̄ α + k
= sν ∀ ν ∈ N,
ν ν ν ν
k=1 k=1
που συνεπάγεται
∫β
∫β
γ̄(t) dt
= lim ∥S̄ν ∥ ≤ lim sν = ∥γ̄(t)∥ dt.
α ν→∞ ν→∞ α
2
⁴⁰αποδεικνύεται με χρήση του (ειδικότερου) Κριτηρίου του Riemann, Θεώρημα 4.1.2, βλ., π.χ., και [13,
Θεώρημα 2.18]
132
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
Σύμφωνα με το Λήμμα 3.7.1, υπάρχει δ ∈ (0, δ1 ] τέτοιο ώστε, αν η πιο πάνω διαμέ-
ριση P έχει λεπτότητα ∥P ∥ < δ, να ισχύει
γ̄(tk ) − γ̄(tk−1 )
ε
− γ̄ (tk )
′
∀ k = 1, . . . , ν
tk − tk−1
< 2(β − α)
από το οποίο προκύπτει ότι δεν υπάρχει άνω φράγμα του συνόλου
{ }
∑
ν
∥γ̄(tk ) − γ̄(tk−1 )∥ : P = {t0 , t1 , . . . , tν } ∈ P ([α, β]) ⊂R
k=1
∫β
που να είναι μικρότερο του α ∥γ̄′ (t)∥ dt ∈ R. Το ότι το ολοκλήρωμα αυτό είναι
άνω φράγμα του πιο πάνω συνόλου προκύπτει άμεσα από το Λήμμα 3.7.2 και το
Θεμελιώδες Θεώρημα του Απειροστικού Λογισμού για πραγματικές συναρτήσεις μίας
πραγματικής μεταβλητής, αφού
∫β ν ∫ tk
∑
′
′
γ̄ (t)
dt =
γ̄ (t)
dt
α k=1 tk−1
ν
∫ tk
∑
∑ ν
≥
γ̄′ (t) dt
= ∥γ̄(tk ) − γ̄(tk−1 )∥ .
tk−1
k=1 k=1
133
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
y
B
2
0 A C
π 2π x
έχει μήκος
∫φ ∫φ ∫φ
L(γ̄) = ∥γ̄ ′ (t)∥ dt = ∥(− sin t, cos t)∥ dt = dt = φ
0 0 0
και συνεπώς ειδικότερα, ο μοναδιαίος κύκλος έχει μήκος φ = 2π, βλ. και Σχήμα 1.7.
είναι η καμπύλη που περιγράφει στο επίπεδο 0xy το σημείο του μοναδιαίου κύκλου,
το οποίο στoν αρχικό χρόνο t = 0 βρίσκεται στην αρχή των αξόνων, όταν αυτός
κυλίεται προς τα δεξιά πάνω στον άξονα 0x, βλ. Σχήμα 3.7.
Το μήκος της κυκλοειδούς, όταν ο κύκλος κυλισθεί, ώσπου το σημείο αυτό να
επανέλθει στον άξονα 0x, είναι
∫ 2π ∫ 2π √
L(γ̄|[0,2π] ) = ∥(1 − cos t, sin t)∥ dt = 2 − 2 cos t dt
0 0
∫ 2π ∫π
=2 sin(t/2) dt = 4 sin τ dτ = 8.
0 0
Ορισμός 3.7.6. Έστω γ̄ : [α, β] → Rn μια καμπύλη και φ : [A, B] → [α, β], όπου
A, B ∈ R, A < B, μια αμφιμονοσήμαντη (δηλ. 1 − 1 και επί) συνεχής συνάρτηση.
Τότε, λέμε ότι η καμπύλη
ζ̄ := γ̄ ◦ φ : [A, B] → Rn
134
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
• διατηρεί τον προσανατολισμό, αν και μόνο αν φ′ (τ) > 0 ∀ τ ∈ [A, B], και
Συνεπώς, λόγω της συνέχειας της φ ′ : [A, B] → [α, β], η παράγωγος δεν αλλάζει
πρόσημο στο [A, B], αλλά είναι, ή παντού θετική, ή παντού αρνητική.
αB − βA β − α
φ(τ) = + τ, τ ∈ [A, B],
B−A B−A
ο οποίος διατηρεί τον προσανατολισμό της γ̄, και
βB − αA β − α
ψ(T ) = − T, T ∈ [A, B],
B−A B−A
⁴¹ Μια αμφιμονοσήμαντη φ ∈ C([A, B]) είναι γνήσια μονότονη, βλ., π.χ., [12, Θεώρημα 4.51].
⁴² Μια αμφιμονοσήμαντη φ ∈ C1 ([A, B]) δεν έχει πάντα διαφορίσιμη αντίστροφη, π.χ., η φ(x) =
x3 , x ∈ [−1, 1]. Όμως, μία φ ∈ C1 ([A, B]) με φ ′ (τ) ̸= 0 ∀ τ ∈ [A, B] είναι ένας C1 -παραμετρικός
μετασχηματισμός φ : [A, B] → φ([A, B]), βλ. την (3.18).
135
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
β−α ′
ζ̄(A) = γ̄(α), ζ̄(B) = γ̄(β), ζ̄ ′ (τ) = γ̄ (φ(τ)),
B−A
ενώ για την η̄ = γ̄ ◦ ψ : [A, B] → Rn ισχύει
β−α ′
η̄(A) = γ̄(β), η̄(B) = γ̄(α), η̄ ′ (T ) = − γ̄ (ψ(T )).
B−A
Ειδικότερα, διαπιστώνουμε ότι για την παραμετρική τιμή t0 = φ(τ0 ) = ψ(T0 ) ∈
[α, β] το εφαπτόμενο διάνυσμα στο σημείο
x̄0 = γ̄(t0 ) = ζ̄(τ0 ) = η̄(T0 ) ∈ C = γ̄([α, β]) = ζ̄([A, B]) = η̄([A, B])
έχει την ίδια κατεύθυνση για τις καμπύλες γ̄ και ζ̄, η οποία είναι η αντίθετη από
αυτήν της καμπύλης η̄.
Παρατήρηση 3.7.10. Στον προηγούμενο ορισμό μιλήσαμε για «διατήρηση και αντι-
στροφή του προσανατολισμού μιας καμπύλης» γ̄ : [α, β] → Rn , χωρίς να έχουμε
ορίσει ποιος είναι ο προσανατολισμός της παραμετρικής καμπύλης γ̄. Αυτό συμ-
βαίνει, επειδή ο προσανατολισμός της γ̄ είναι αναπόσπαστο τμήμα του ορισμού της:
είναι η «χρονική σειρά», με την οποία «διατρέχουμε» τα σημεία γ̄(t) της καμπύ-
λης για αύξοντα t ∈ [α, β], δηλαδή, η πληροφορία ότι, αν t1 < t2 , τότε «πρώτα»
«περνάμε» από το σημείο γ̄(t1 ) και «μετά» από το σημείο γ̄(t2 ).
Επειδή η παράμετρος t κινείται σε ένα διάστημα, δηλ. σε ένα υποσύνολο του
διατεταγμένου μονοδιάστατου χώρου R, μπορούμε να διακρίνουμε τις αναπαραμε-
τρικοποιήσεις της καμπύλης γ̄, σύμφωνα με τον Ορισμό 3.7.6, σε ακριβώς δύο κατη-
γορίες, ξένες μεταξύ τους: αυτές που διατηρούν τη «χρονική σειρά», με την οποία
«διατρέχουμε» τα σημεία της καμπύλης, και αυτές που την αντιστρέφουν.
Σε περίπτωση που μας δίνεται μόνο η εικόνα C ⊂ Rn μιας καμπύλης, μπορεί να
μας δοθεί ο προσανατολισμός της έμμεσα, π.χ. μέσω του χαρακτηρισμού του αρχικού
και τελικού της σημείου, από ποια σημεία «περνάει» πρώτα και από ποια αργότερα
κ.λ.π. Συνήθως, σε αυτήν την περίπτωση, θεωρούμε την C παραμετρικοποιημένη μέσω
μιας απλής παραμετρικής καμπύλης.
Ειδικότερα, στην περίπτωση απλών κλειστών καμπυλών C ⊂ R2 μπορούμε, λόγω
του Θεωρήματος καμπύλης του Jordan (Θεώρημα 3.7.1), να χαρακτηρίσουμε διαισθη-
τικά⁴³ τους δύο πιθανούς προσανατολισμούς της C ως εξής: λέμε ότι η απλή κλειστή
καμπύλη C είναι θετικά προσανατολισμένη ή έχει προσανατολισμό αντίθετο με
την κίνηση των δεικτών του ρολογιού, αν είναι παραμετρικοποιημένη έτσι, ώστε
κινούμενοι κατά την κατεύθυνση της παραμετρικοποίησης, το εσωτερικό της C βρί-
σκεται στα αριστερά μας, ενώ αν το εσωτερικό της C βρίσκεται, κατά την κίνηση στην
κατεύθυνση της παραμετρικοποίησης, στα δεξιά μας, λέμε ότι η C είναι αρνητικά
προσανατολισμένη ή ότι έχει τον προσανατολισμό των δεικτών του ρολογιού.
⁴³ο χαρακτηρισμός αυτός γίνεται αυστηρά με χρήση του λεγόμενου δείκτη στροφής, βλ. π.χ. [17, A IV.]
136
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
γ̄− (α)
γ̄− (τ)
(γ̄− ) ′ (τ)
γ̄− (β)
Αν η C είναι σε ένα τμήμα της κανονική, τότε στο τμήμα αυτό μπορούμε εύκολα
να διαπιστώσουμε, αν το εσωτερικό της C βρίσκεται στα αριστερά της κατεύθυνσης
της παραμετρικοποίησης: αρκεί να στρίψουμε το εφαπτόμενο διάνυσμα( κατά
) γωνία
π 0 −1
2 προς τα αριστερά (δηλ. να το πολλαπλασιάσουμε με τον πίνακα ) και να
1 0
δούμε, αν το κάθετο αυτό διάνυσμα δείχνει προς το εσωτερικό της C.
Bλ. το Παράδειγμα 3.7.11.
137
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
δείχνει προς το εσωτερικό του κύκλου, δηλ. τον μοναδιαίο κυκλικό δίσκο και μάλιστα,
είναι το αντίθετο του διανύσματος θέσης γ̄(t).
H γ̄ μπορεί να αναπαραμετρικοποιηθεί μέσω του C1 -παραμετρικού μετασχημα-
τισμού {
1 [0, 2π
ν ], ν > 0,
φ(τ) = ντ, τ∈ [0, 2π] = ν ̸= 0,
ν [ 2π ,
ν 0], ν < 0,
ως
1
ζ̄(τ) = γ̄(φ(τ)) = (cos(ντ), sin(ντ)), τ∈ [0, 2π].
ν
Ο μετασχηματισμός φ διατηρεί τον προσανατολισμό της γ̄ για ν > 0, ενώ τον αντι-
στρέφει για ν < 0.
Πράγματι, μπορούμε να κοιτάξουμε για ποιες τιμές των παραμέτρων t και τ
διέρχονται οι καμπύλες γ̄ και ζ̄ από τα επόμενα χαρακτηριστικά σημεία του κύκλου
( 2π )
γ̄(0) = (1, 0) = ζ̄(0) = η̄ ,
|ν|
(π) (π) ( 3π )
γ̄ = (0, 1) = ζ̄ = η̄ ,
2 2ν 2|ν|
(π) (π)
γ̄(π) = (−1, 0) = ζ̄ = η̄ ,
ν |ν|
( 3π ) ( 3π ) ( π )
γ̄ = (0, −1) = ζ̄ = η̄ ,
2 2ν 2|ν|
( 2π )
γ̄(2π) = (1, 0) = ζ̄ = η̄(0).
ν
Βλέπουμε ότι για αύξουσες παραμέτρους t και τ, η ζ̄ διέρχεται από τα πιο πάνω
σημεία με την ίδια σειρά, όπως η γ̄, όταν ν > 0, και με την αντίστροφη, όταν ν < 0
ν ≤ τ ≤ 0).
(όπου 2π
Για να έχουμε θετική παράμετρο τ στην περίπτωση ν < 0, μπορούμε να θεωρή-
σουμε εναλλακτικά τον μετασχηματισμό
[ 2π ]
ψ(τ) = ντ + 2π = −|ν|τ + 2π, τ ∈ 0, , ν < 0,
|ν|
που οδηγεί στην αναπαραμετρικοποίηση της γ̄
η̄(τ) = γ̄(ψ(τ)) = (cos(−|ν|τ + 2π), sin(−|ν|τ + 2π))
[ 2π ]
= (cos(|ν|τ), − sin(|ν|τ)), τ ∈ 0, .
|ν|
Η καμπύλη η̄ διέρχεται από τα συγκεκριμένα σημεία του κύκλου, όπως φαίνεται πιο
πάνω, δείχνοντας ξεκάθαρα ότι διατρέχει τον κύκλο αντίστροφα από την γ̄.
Ειδικότερα, για ν = −1 έχουμε την αντίστροφη της γ̄,
η̄(τ) = γ̄− (τ) = (cos τ, − sin τ), τ ∈ [0, 2π],
βλ. και Σχήμα 1.7.
138
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
δηλ. τα εφαπτόμενα διανύσματα των δύο καμπυλών διαφέρουν στο σημείο ζ̄(τ) =
γ̄(φ(τ)) της κοινής εικόνας τους, μόνο κατά τον βαθμωτό παράγοντα φ′ (τ) ∈ R \ {0}.
Ειδικότερα, αν η γ̄ είναι κανονική, τότε και η ζ̄ = γ̄ ◦ φ είναι κανονική (και
αντίστροφα), και τα μοναδιαία εφαπτόμενα διανύσματά τους είναι
όπου η τρίτη ισότητα προκύπτει από τον κανόνα αλλαγής μεταβλητής για το ορισμένο
ολοκλήρωμα πραγματικής συνάρτησης πραγματικής μεταβλητής. Αν ο φ διατηρεί τον
προσανατολισμό, αυτό είναι προφανές, ενώ, αν ο φ τον αντιστρέφει, προκύπτει από
τις ισότητες
∫B ∫B
∥γ̄′ (φ(τ))∥|φ′ (τ)|dτ = − ∥γ̄′ (φ(τ))∥φ′ (τ)dτ
A A
∫α ∫β
= − ∥γ̄′ (t)∥dt = ∥γ̄′ (t)∥dt.
β α
139
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
Το μήκος μιας καμπύλης παρέχει και τον πιο ουσιαστικό C1 -παραμετρικό με-
τασχηματισμό για κανονικές καμπύλες, αφού με χρήση αυτού «κανονικοποιούνται»
διάφορες ιδιότητες μιας καμπύλης, με χαρακτηριστικότερη την καμπυλότητα.
Πρόταση 3.7.1. Η αντίστροφη s−1 της συνάρτησης μήκους τόξου s μιας κανονικής
καμπύλης γ̄ : [α, β] → Rn είναι ένας C1 -παραμετρικός μετασχηματισμός που
διατηρεί τον προσανατολισμό.
Αφού η γ̄ είναι συνεχώς διαφορίσιμη, η συνάρτηση ∥γ̄′ (τ)∥ ∈ R, τ ∈ [α, β], είναι
συνεχής και άρα, σύμφωνα με το Θεμελιώδες Θεώρημα του Απειροστικού Λογισμού
για πραγματικές συναρτήσεις μιας πραγματικής μεταβλητής, ισχύει
Aφού η γ̄ είναι και κανονική, θα έχουμε s′ (t) > 0 ∀ t ∈ [α, β], δηλαδή η
είναι γνησίως αύξουσα (και άρα, και 1 − 1) και επί και συνεχώς διαφορίσιμη. Άρα,
η αντίστροφή της
s−1 : [0, L(γ̄)] → [α, β]
υπάρχει, είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής και έχει συνεχή παράγωγο
1
(s−1 )′ (τ) = , τ ∈ [0, L(γ̄)]. (3.20)
s′ ((s−1 )(τ))
140
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
Απόδειξη. Από τον Κανόνα της Αλυσίδας και τις (3.20) και (3.19) έχουμε
⁴⁴Δοκιμάστε, περιστρέφοντας έναν χάρακα εφαπτομενικά γύρω από κύκλους με διαφορετικές ακτίνες,
π.χ. ένα μικρό πιάτο, ένα μεγάλο πιάτο και ένα ταψί.
141
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
θα θέλαμε να αντιστοιχίσουμε στο όριο αυτό ένα συγκρίσιμο, βαθμωτό μέγεθος (ενώ
οι κατευθύνσεις είναι διανύσματα), προκύπτει ότι για μια καμπύλη γ̄ : [α, β] → Rn ,
παραμετρικοποιημένη ως προς μήκος τόξου, η καμπυλότητά της στο σημείο s ∈ [α, β]
θα πρέπει να είναι
γ̄ ′ (s + h) − γ̄ ′ (s)
k(s) =
lim
,
h→0 h
αν, φυσικά, το όριο αυτό υπάρχει. Έτσι, καταλήγουμε στον επόμενο ορισμό.
Ορισμός 3.7.11. Έστω γ̄ : [α, β] → Rn μια δύο φορές διαφορίσιμη κανονική κα-
μπύλη, παραμετρικοποιημένη ως προς μήκος τόξου. Ο πραγματικός αριθμός
όπου
γ̄ ′ (t)
T̄ (t) =
∥γ̄ ′ (t)∥
το μοναδιαίο εφαπτόμενο διάνυσμα στo σημείο γ̄(t) της καμπύλης γ̄ για την πα-
ραμετρική τιμή t, και s η συνάρτηση μήκους τόξου της καμπύλης, και θα πρέπει να
ισχύει (βλ. Άσκηση 76)
k̃(t) = k(s(t)) ∀ t ∈ [α, β], (3.21)
όπου k η καμπυλότητα του Ορισμού 3.7.11 για την ζ̄ = γ̄ ◦ s−1 : [0, L(γ̄)] → Rn .
Παρατηρούμε ότι, αν η γ̄ είναι παραμετρικοποιημένη ως προς μήκος τόξου, ισχύει
k̃(t) = k(t) ∀ t ∈ [α, β] με k, όπως στον Ορισμό 3.7.11, βλ. Πρόταση 3.7.2.⁴⁵
Παράδειγμα 3.7.12. Έστω η ευθεία γ̄(t) = ā + tb̄, t ∈ R, ā, b̄ ∈ Rn , b̄ ̸= 0̄, με
εφαπτόμενο διάνυσμα γ̄′ (t) = b̄ και συνάρτηση μήκους τόξου s(t) = (t − t0 )∥b̄∥
από κάποιον αρχικό χρόνο t0 ∈ R. Η αναπαραμετρικοποίησή της ως προς μήκος
τόξου είναι η
( ) ( )
s s b̄
ζ̄(s) = γ̄ + t0 = ā + + t0 b̄ = ā + t0 b̄ + s ∀s∈R
∥b̄∥ ∥b̄∥ ∥b̄∥
⁴⁵Να προσεχθεί ότι μια καμπύλη γ̄ παραμετρικοποιημένη ως προς μήκος τόξου μπορεί να έχει διάστημα
ορισμού [α, β] με τυχαίο α ∈ R, αλλά β = α + L(γ̄).
142
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
b̄
ζ̄′ (s) = ∀s∈R
∥b̄∥
και καμπυλότητα
k(s) = ∥ζ̄′′ (s)∥ = 0 ∀ s ∈ R.
Παρατηρούμε ότι μια ευθεία έχει σταθερή μηδενική καμπυλότητα.
Παράδειγμα 3.7.13. Έστω ο κύκλος γ̄(t) = (r cos t, r sin t), t ∈ [0, 2π], r > 0, με
εφαπτόμενο διάνυσμα γ̄′ (t) = (−r sin t, r cos t) και συνάρτηση μήκους τόξου s(t) =
tr, t ∈ [0, 2π]. Η αναπαραμετρικοποίησή του ως προς μήκος τόξου είναι η
(s) ( (s) ( s ))
ζ̄(s) = γ̄ = r cos , r sin ∀ s ∈ [0, 2πr]
r r r
με (μοναδιαίο) εφαπτόμενο διάνυσμα
( (s) ( s )) 1 ( (s) ( s ))
ζ̄′ (s) = −r sin , r cos = − sin , cos ∀ s ∈ [0, 2πr]
r r r r r
και καμπυλότητα
( (s) ( s ))
1
1
k(s) = ∥ζ̄′′ (s)∥ =
− cos , − sin
= ∀ s ∈ [0, 2πr].
r r r r
Παρατηρούμε ότι ένας κύκλος έχει σταθερή καμπυλότητα, η οποία είναι αντιστρόφως
ανάλογη της ακτίνας του.
γραφήματά τους είναι οι εικόνες γ̄α ([−1, 1]) των καμπυλών (βλ. Παράδειγμα 3.7.3)
143
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
3.7.11, εδώ, θα χρησιμοποιήσουμε τον τύπο της καμπυλότητας για την παραμετρική
τιμή t που ορίσαμε στην Παρατήρηση 3.7.14, ο οποίος παίρνει τη μορφή (βλ. τη λύση
της Άσκησης 74)
′′
∥T̄α′ (t)∥
γ̄α (t)∥γ̄α
′ (t)∥2 − γ̄ ′ (t)(γ̄ ′′ (t) · γ̄ ′ (t))
α α α
k̃(t) = = , t ∈ [−1, 1].
∥γ̄α′ (t)∥ ∥γ̄α′ (t)∥4
Έτσι, με
′ ′′
γ̄α (t) = (1, αt), γ̄α (t) = (0, α),
παίρνουμε
α
k̃(t) = , t ∈ [−1, 1],
(1 + α2 t2 )3/2
το οποίο επιβεβαιώνει τη διαίσθησή μας, ότι για t = 0 η καμπυλότητα θα αυξάνει με
το α.
Είδαμε στα προηγούμενα ότι οι περισσότερες ιδιότητες που χαρακτηρίζουν μια
καμπύλη στον Rn απαιτούν κάποιας τάξης διαφορισιμότητα. Αυτό, πολλές φορές
σε προβλήματα της Ανάλυσης και των εφαρμογών της, δεν είναι πάντα δεδομένο
για ολόκληρη την καμπύλη. Αν σκεφτούμε π.χ. το σύνορο ενός ορθογωνίου στον R2 ,
το οποίο αποτελείται από τέσσερα ευθύγραμμα τμήματα, βλέπουμε ότι στις γωνίες
του αυτό θα έχει δύο κάθετα μεταξύ τους εφαπτόμενα διανύσματα, ανάλογα με την
πλευρά, πάνω στην οποία κινούμαστε για να πάρουμε το σχετικό όριο. Παρ’ όλα
αυτά, αφενός το σύνορο αυτό είναι μια καμπύλη, και αφετέρου, θα θέλαμε εδώ,
αλλά και σε ανάλογες πιο περίπλοκες καμπύλες που έχουν «γωνίες», να μελετή-
σουμε τα χαρακτηριστικά τους με τις μεθόδους που είδαμε πιο πάνω. Επίσης, θα
θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε σε διαφορετικά τμήματα της καμπύλης διαφορετικές
παραμετρικοποιήσεις, για λόγους απλούστευσης. Όλα αυτά οδηγούν στην εισαγωγή
των επόμενων εννοιών.
Ορισμός 3.7.12. Έστω οι καμπύλες γ̄i : [αi , βi ] → Rn , i = 1, . . . , k, με
∑
k
α = α1 , β = α1 + (βi − αi ),
i=1
και
( )
∑
i−1
γ̄(τ) := γ̄i τ + αi − α1 − (βj − αj )
j=1
[ ]
∑
i−1 ∑
i
∀ τ ∈ α1 + (βj − αj ), α1 + (βj − αj ) , i = 1, . . . , k,
j=1 j=1
144
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
γ̄ = γ̄1 ⊕ · · · ⊕ γ̄k ,
C = C1 ⊕ · · · ⊕ Ck . (3.22)
∑
k k ∫ βi
∑
L(γ̄) := L(γ̄i ) = ∥γ̄i′ (t)∥ dt (3.24)
i=1 i=1 αi
Παρατήρηση 3.7.17. Αν η γ̄ του Ορισμού 3.7.13 είναι απλή ή απλή κλειστή, τότε και
οι γ̄i , i = 1, . . . , k, είναι απλές, και σύμφωνα με τον Ορισμό 3.7.8 έχουμε για το
μήκος της (3.22)
∑
k
L(C) = L(Ci ).
i=1
⁴⁶ή κατά τμήματα C1 -καμπύλη ή κατά τμήματα λεία ή κατά τμήματα ομαλή
⁴⁷Βασικά, δεν πρόκειται για ορισμό, αλλά για πρόταση, αφού αποδεικνύεται ότι κάθε κατά τμήματα
C1 -καμπύλη είναι ευθυγραμμίσιμη, και ισχύει η (3.24), βλ. π.χ. [7, Satz 177.6].
⁴⁸βλ. Πρόταση 4.1.14 ή π.χ. [13, Θεώρημα 2.43]
145
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
των ευθύγραμμων τμημάτων γ̄i ή Ci = γ̄i ([0, 1]) είναι η πολυγωνική γραμμή ή
πολυγωνική καμπύλη, που ενώνει κατά σειρά τα k + 1 σημεία āi , βλ. π.χ. στο
Σχήμα 3.6.
Μια πολυγωνική γραμμή είναι προφανώς κατά τμήματα κανονική με μήκος
∑
k ∑
k ∑
k
L(γ̄) = L(γ̄i ) = L(Ci ) = ∥āi − āi−1 ∥.
i=1 i=1 i=1
(Αν C απλή ή απλή κλειστή, γράφουμε και L(C) αντί για L(γ̄).)
Βλ. και το επόμενο παράδειγμα και την Παρατήρηση 3.7.6.
∂U = ([a, b] × {c}) ∪ ({b} × [c, d]) ∪ ([a, b] × {d}) ∪ ({a} × [c, d])
=: C1 ∪ C2 ∪ C3 ∪ C4
είναι η ένωση των τεσσάρων πλευρών του, δηλ. των ευθύγραμμων τμημάτων Ci =
γ̄i ([0, 1]), i = 1, . . . , 4, που ενώνουν τις τέσσερις γωνίες του,
( )
γ̄1 (t) = (a, c) + t (b, c) − (a, c) = (a, c) + t(b − a, 0), t ∈ [0, 1],
( )
γ̄2 (t) = (b, c) + t (b, d) − (b, c) = (b, c) + t(0, d − c), t ∈ [0, 1],
( )
γ̄3 (t) = (b, d) + t (a, d) − (b, d) = (b, d) + t(a − b, 0), t ∈ [0, 1],
( )
γ̄4 (t) = (a, d) + t (a, c) − (a, d) = (a, d) + t(c − d, 0), t ∈ [0, 1],
∂U = C1 ⊕ C2 ⊕ C3 ⊕ C4
μήκους
3.7.1 Ασκήσεις
Προσπαθείστε να σχεδιάσετε όσες περισσότερες μπορείτε από τις καμπύλες
αυτής της ενότητας και των ακόλουθων ασκήσεων και, για όσες δεν μπορείτε,
αναζητήστε τις στο διαδίκτυο.
146
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
Άσκηση 68. Υπολογίστε, με τη βοήθεια των Ασκήσεων 66 ή 67, τα μήκη των ακόλου-
θων (τμημάτων) καμπυλών
x
(αʹ) y = a cosh , 0 ≤ x ≤ x0 , a > 0 σταθερό (τμήμα αλυσσοειδούς καμπύλης),
a
(βʹ) r = aφ, 0 ≤ φ ≤ 2π, a > 0 σταθερό (τμήμα της έλικας⁴⁹ του Αρχιμήδη⁵⁰),
x2 y2
+ = 1.
a2 b2
Υπόδειξη: Δείτε και το Παράδειγμα 3.11.1 και την ενότητα περί πολικών
συντεταγμένων στην §4.1.5.
⁴⁹ή σπείρας
⁵⁰Αρχιμήδης ο Συρακούσιος, ∼287 - ∼212 π.Χ., GR
147
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
(βʹ) Δείξτε ότι το μήκος της έλλειψης E δίνεται από τον τύπο
∫ 2π √ √
a2 − b 2
L(E) = L(γ̄) = a 1 − ε2 cos2 tdt, όπου ε := < 1.
0 a
To ε ονομάζεται αριθμητική εκκεντρότητα και το e := aε εκκεντρότητα της
έλλειψης.
είναι μια απλή κλειστή, κατά τμήματα κανονική καμπύλη, βρείτε τα ιδιάζοντα σημεία
της και υπολογίστε το μήκος της.
Λύση. Το εφαπτόμενο διάνυσμα της γ̄ στο σημείο της γ̄(t), t ∈ R, δίνεται από την
παράγωγο γ̄′ (t) = (−r sin t, r cos t, c), t ∈ R, με νόρμα
√
∥γ̄′ (t)∥ = r2 + c2 .
Η παράγωγος γ̄′ : R → R3 είναι συνεχής, αφού όλες οι συνιστώσες της είναι συνεχείς
πραγματικές συναρτήσεις μιας πραγματικής μεταβλητής. Συνεπώς, σύμφωνα με το
Θεώρημα 3.7.2 το μήκος της γ̄|[0,T ] , T > 0, είναι
∫T ∫T √ √
′
L(γ̄|[0,T ] ) = ∥γ̄ (t)∥ dt = r2 + c2 dt = r2 + c2 T .
0 0
(γʹ) Δείξτε ότι γ̄ τέμνει κάθε κύκλο κέντρου (0, 0) σε ακριβώς ένα σημείο και υπο-
λογίστε τη γωνία τομής.
Λύση. (αʹ) γ̄′ (t) = ect (c cos t − sin t, c sin t + cos t),
√ √
∥γ̄′ (t)∥ = ect (c cos t − sin t)2 + (c sin t + cos t)2 = ect c2 + 1,
∫b ∫b √ √
′ ecb − eca
L(γ̄|[a,b] ) = ∥γ̄ (t)∥ dt = ect c2 + 1 dt = c2 + 1 .
a a c
148
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
(βʹ) √
c2 + 1
lim L(γ̄|[a,0] ) = για c > 0,
a→−∞ c
ενώ, για c < 0, το όριο αυτό δεν υπάρχει στο R (τείνει στο άπειρο), αλλά τότε,
υπάρχει το √
c2 + 1
lim L(γ̄|[0,b] ) = για c < 0.
b→∞ −c
(γʹ) Έστω κ̄ : R → R2 , κ̄(t) = r(cos t, sin t), r > 0. Αφού ∥κ̄(t)∥ = r για κάθε
t ∈ R, για να υπάρχουν t1 , t2 ∈ R με κ̄(t1 ) = γ̄(t2 ), θα πρέπει ∥γ̄(t2 )∥ =
ect2 = r, δηλ. t2 = logc r , όπου πράγματι γ̄(t2 ) = κ̄(t2 ). Επιπλέον, ∥γ̄(t)∥ ̸= r
για κάθε t ̸= t2 και συνεπώς, το t2 είναι η μοναδική τιμή της παραμέτρου
t ∈ R, για την οποία η λογαριθμίκη έλικα γ̄ βρίσκεται πάνω στον κύκλο κ̄.
Η γωνία τομής ϑ ∈ [0, π] της έλικας με τον κύκλο στο σημείο γ̄(t2 ) = κ̄(t2 )
δίνεται από το
Άσκηση 73. Έστω γ̄ : (α, β) → Rn μια δυο φορές (συνεχώς) διαφορίσιμη κανονική
καμπύλη. Δείξτε ότι T̄ ′ (t) · T̄ (t) = 0 ∀ t ∈ (α, β) και εκφράστε το T̄ ′ (t) μέσω της γ̄.
Αν T̄ ′ (t) ̸= 0̄, το μοναδιαίο διάνυσμα
T̄ ′ (t)
N̄(t) :=
∥T̄ ′ (t)∥
ονομάζεται πρώτο (μοναδιαίο) κάθετο διάνυσμα της γ̄ στο t.
d d d
0= 1= ∥T̄ (t)∥2 = (T̄ (t) · T̄ (t)) = 2T̄ ′ (t) · T̄ (t).
dt dt dt
Επίσης,
( )
d γ̄′ (t) γ̄′′ (t)∥γ̄′ (t)∥2 − γ̄′ (t) (γ̄′′ (t) · γ̄′ (t))
T̄ ′ (t) = = .
dt ∥γ̄′ (t)∥ ∥γ̄′ (t)∥3
149
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN
Άσκηση 74. Έστω γ̄ : [α, β] → R3 μία δυο φορές (συνεχώς) διαφορίσιμη κανονική
καμπύλη. Δείξτε ότι η καμπυλότητα της γ̄ για την παραμετρική τιμή t = s−1 (τ) ∈
[α, β], όπου s : [α, β] → [0, L(γ̄)] η συνάρτηση μήκους τόξου της γ̄, δίνεται από τον
τύπο
∥γ̄′′ (t) × γ̄′ (t)∥
k(s(t)) = .
∥γ̄′ (t)∥3
Λύση. Σύμφωνα με τις αποδείξεις των Προτάσεων 3.7.2, 3.7.1 και την Άσκηση 73, η
καμπυλότητα της γ̄ για μήκος τόξου τ ∈ [0, L(γ̄)] είναι
)
d ( −1
∥T̄ ′ (t)∥
′′
k(τ) = ∥ζ̄ (τ)∥ =
T̄ (s (τ))
dτ
= ∥γ̄′ (t)∥
∥γ̄′′ (t)∥γ̄′ (t)∥2 − γ̄′ (t) (γ̄′′ (t) · γ̄′ (t)) ∥
=
∥γ̄′ (t)∥4
√
∥γ̄′′ (t)∥2 ∥γ̄′ (t)∥2 − (γ̄′′ (t) · γ̄′ (t))2 ∥
= ,
∥γ̄′ (t)∥3
∥γ̄′′ (t) × γ̄′ (t)∥
= ,
∥γ̄′ (t)∥3
όπου οι τελευταίες δύο ισότητες προκύπτουν από τους τύπους
∥αx̄ − βȳ∥2 = (αx̄ − βȳ) · (αx̄ − βȳ) = α2 ∥x̄∥2 − αβ(x̄ · ȳ), όταν (αx̄ − βȳ) · ȳ = 0,
και
Άσκηση 75. Υπολογίστε την καμπυλότητα της ελικοειδούς καμπύλης της Άσκησης
71.
Λύση. Η έλικα γ̄ : R → R3 , γ̄(t) = (r cos t, r sin t, ct), r > 0, c ∈ R \ {0} είναι μια
άπειρες φορές διαφορίσιμη κανονική καμπύλη με παράγωγο
σταθερού μέτρου √
∥γ̄′ (t)∥ = r2 + c2
και παράγωγο δεύτερης τάξης
σταθερού μέτρου
∥γ̄′′ (t)∥ = r.
Αφού
γ̄′′ (t) · γ̄′ (t) = 0,
150
3.8. ΘΕΩΡΗΜΑ TAYLOR
προκύπτει, από τον τύπο (3.25) και την Άσκηση 74, ότι η καμπυλότητα της έλικας
είναι σταθερή και ίση με
∥γ̄′′ (t)∥ r
= 2 .
∥γ̄′ (t)∥2 r + c2
Άσκηση 76. Δείξτε ότι για μια δυο φορές διαφορίσιμη κανονική καμπύλη γ̄[α, β] →
Rn ισχύει η ισότητα (3.21) της Παρατήρησης 3.7.14.
και από τον ορισμο του k για την ζ̄ = γ̄ ◦ s−1 : [0, L(γ̄)] → Rn και την ισότητα στην
απόδειξη της Πρότασης 3.7.2
d
T̄ ′ (s−1 (τ))
k(τ) =
(T̄ (s−1 (τ)))
=
′ −1
∀ τ ∈ [0, L(γ̄)]
dτ s (s (τ))
α = (α1 , . . . , αn ) ∈ Nn
0, n ∈ N, N0 := N ∪ {0},
|α| := α1 + . . . + αn
με α παραγοντικό
α! := α1 ! . . . αn !
(όπου αi ! := αi · (αi − 1) · . . . · 2 · 1 για αi ∈ N και 0! := 1). Χρησιμοποιούμε τους
συμβολισμούς
x̄α := xα 1 αn
1 . . . xn , x̄ = (x̄1 , . . . , x̄n ) ∈ Rn
∂|α|
Dα f(x̄) := f(x̄).
∂xα
1
1
. . . ∂xα
n
n
⁵¹multiindex
151
3.8. ΘΕΩΡΗΜΑ TAYLOR
∑
n
∂k f
g(k) (t) = (x̄ + tη̄) ηi1 . . . ηik ∀ t ∈ [0, 1].
∂xik . . . ∂xi1
i1 ,...,ik =1
Πράγματι, για k = 1 και γ̄(t) := x̄ + tη̄ έχουμε Dγ̄(t) = γ̄′ (t) = η̄ και άρα, από τον
Κανόνα της Αλυσίδας (Θεώρημα 3.2.4)
∑
n
∂f
g′ (t) = Dg(t) = Df(γ̄(t))Dγ̄(t) = ∇f(x̄ + tη̄) · η̄ = (x̄ + tη̄)ηi .
∂xi
i=1
∑
n
∂ν−1 f
g(ν−1) (t) = (x̄ + tη̄) ηi1 . . . ηiν−1 .
∂xiν−1 . . . ∂xi1
i1 ,...,iν−1 =1
Τότε,
d (ν−1)
g(ν) (t) = g (t)
dt
∑n ( )
d ∂ν−1 f
= (x̄ + tη̄) ηi1 . . . ηiν−1
dt ∂xiν−1 . . . ∂xi1
i1 ,...,iν−1 =1
∑
n ( )
∂ν−1 f
= ∇ (x̄ + tη̄) · η̄ ηi1 . . . ηiν−1
∂xiν−1 . . . ∂xi1
i1 ,...,iν−1 =1
∑
n ∑
n
∂ ∂ν−1 f
= (x̄ + tη̄) ηiν ηi1 . . . ηiν−1
∂xiν ∂xiν−1 . . . ∂xi1
i1 ,...,iν−1 =1 iν =1
∑
n
∂ν f
= (x̄ + tη̄) ηi1 . . . ηiν .
∂xiν . . . ∂xi1
i1 ,...,iν =1
(β) Έστω
∂k f
s(i1 , . . . , ik ) := (x̄ + tη̄) ηi1 . . . ηik
∂xik . . . ∂xi1
152
3.8. ΘΕΩΡΗΜΑ TAYLOR
για κάθε επιλογή k δεικτών (i1 , . . . , ik ) ∈ {1, . . . , n}k , από τους οποίους
α := (α1 , . . . , αn ) ∈ Nn
0 τάξης |α| = α1 + . . . + αn = k.
k! k!
= διαφορετικές επιλογές k δεικτών (i1 , . . . , ik ) ∈ {1, . . . , n}k .
α! α1 ! . . . αn !
Από το Πόρισμα 3.5.1 του Θεωρήματος Schwarz (Θεώρημα 3.5.1) γνωρίζουμε όμως,
ότι, για όλες τις επιλογές (i1 , . . . , ik ) με το ίδιο α, ισχύει
∂k f α1 αn α α
s(i1 , . . . , ik ) = αn (x̄ + tη̄) η1 . . . ηn = D f(x̄ + tη̄) η̄
∂xα
1
1
. . . ∂x n
και άρα,
∑
n ∑
g(k) (t) = s(i1 , . . . , ik ) = s(i1 , . . . , ik )
i1 ,...,ik =1 (i1 ,...,ik )∈{1,...,n}k
∑ k! α ∑ k!
= D f(x̄ + tη̄) η̄α = Dα f(x̄ + tη̄) η̄α .
α! α!
α∈{α∈Nn
0 :|α|=k} |α|=k
Απόδειξη. Θεωρούμε την g : [0, 1] → R, g(t) := f(x̄ + tη̄), η οποία, σύμφωνα με την
προηγούμενη Πρόταση 3.8.1, είναι k + 1 φορές συνεχώς διαφορίσιμη. Άρα, σύμφωνα
με το Θεώρημα Taylor για πραγματικές συναρτήσεις μίας πραγματικής μεταβλητής⁵³,
υπάρχει ϑ ∈ [0, 1] τέτοιο, ώστε
∑
k
g(m) (0) g(k+1) (ϑ)
g(1) = + .
m! (k + 1)!
m=0
153
3.8. ΘΕΩΡΗΜΑ TAYLOR
δηλαδή,
1 ∑ Dα f(x̄)
lim f(x̄ + η̄) − η̄α = 0.
η̄→0̄ ∥η̄∥k α!
|α|≤k
προκύπτει το αποδεικτέο. 2
∑
k
f(x̄ + η̄) = Pm (η̄) + o(∥η̄∥k ) για η̄ → 0̄,
m=0
όπου
∑ Dα f(x̄)
Pm (η̄) := η̄α , η̄ ∈ Rn , m = 0, . . . , k
α!
|α|=m
154
3.8. ΘΕΩΡΗΜΑ TAYLOR
(β) m = 1:
α ∈ Nn0 με |α| = 1 ⇒ α = (0, . . . , 0, 1, 0, . . . , 0) = ēi , i = 1, . . . , n ⇒
∑ Dα f(x̄) ∑
n
Dēi f(x̄) ēi
P1 (η̄) = η̄α = η̄
α! ēi !
|α|=1 i=1
∑n
∂f
= (x̄) ηi = ∇f(x̄) · η̄ ∀ η̄ ∈ Rn .
∂xi
i=1
(γ) m = 2:
α ∈ Nn0 με |α| = 2 ⇒ α = ēi + ēj , i, j = 1, . . . , n με i ≤ j ⇒
∑ Dα f(x̄) ∑
n
Dēi +ēj f(x̄) ēi +ēj
P2 (η̄) = η̄α = η̄
α! (ēi + ēj )!
|α|=2 i,j=1
i≤j
∑
n
D2ēi f(x̄) 2ēi ∑n
Dēi +ēj f(x̄) ēi +ēj
= η̄ + η̄
(2ēi )! (ēi + ēj )!
i=1 i,j=1
i<j
1 ∑ ∂2 f ∑ ∂2 f
n n
= 2
(x̄) η2i + (x̄) ηi ηj
2 ∂x i
∂xi ∂xj
i=1 i,j=1
i<j
1 ∑
n
∂2 f 1 ∑n
∂2 f
= 2
(x̄) η2i + (x̄) ηi ηj
2 ∂xi 2 ∂xi ∂xj
i=1 i,j=1
i̸=j
1 ∑ ∂2 f
n
1
= (x̄) ηi ηj =: η̄T Hf (x̄) η̄ ∀ η̄ ∈ Rn ,
2 ∂xi ∂xj 2
i,j=1
155
3.8. ΘΕΩΡΗΜΑ TAYLOR
Από την Παρατήρηση 3.8.1 έχουμε την ακόλουθη εξειδίκευση του Πορίσματος
3.8.1 του Θεωρήματος Taylor για τις περιπτώσεις k = 0, 1, 2:
1
f(x̄ + η̄) = f(x̄) + grad f(x̄) · η̄ + η̄T Hf (x̄) η̄ + o(∥η̄∥2 ) για η̄ → 0̄. (3.27)
2
3.8.1 Ασκήσεις
Άσκηση 77. Υπολογίστε το πολυώνυμο Taylor δεύτερου βαθμού της
2
f(x, y) = e(x−1) cos y, (x, y) ∈ R2 ,
156
3.8. ΘΕΩΡΗΜΑ TAYLOR
Λύση. Η f είναι δυο φορές συνεχώς διαφορίσιμη, αφού όλες οι μερικές παράγωγοί
της, πρώτης και δεύτερης τάξης, υπάρχουν, και είναι συνεχείς στο R2 . Πράγματι,
( )
∂ ∂ 2
grad f(x, y) = f(x, y), f(x, y) = e(x−1) (2(x − 1) cos y, − sin y)
∂x ∂y
και
( )
∂2 ∂2
∂x2
f(x, y) ∂y∂x f(x, y)
Hf (x, y) = ∂2 ∂2
∂x∂y f(x, y) ∂y2
f(x, y)
( )
(x−1)2 (4(x − 1)2 + 2) cos y −2(x − 1) cos y
=e .
−2(x − 1) cos y − cos y
Η συνέχεια των μερικών παραγώγων ως προς (x, y) προκύπτει από τη συνέχεια των
προβολών (x, y) 7→ x και (x, y) 7→ y, τη συνέχεια των εμπλεκομένων συναρτήσεων
μιας μεταβλητής και τη συνέχεια της σύνθεσης και του γινομένου συνεχών συναρτή-
σεων. Για τον λόγο αυτό, και σύμφωνα με το Θεώρημα του Schwarz (Θεώρημα 3.5.2),
αρκεί ο υπολογισμός μόνο μίας από τις δύο μικτές παραγώγους δεύτερης τάξης
∂2 ∂2
f(x, y) = f(x, y).
∂x∂y ∂y∂x
157
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ
Άσκηση 78. Προσδιορίστε το ανάπτυγμα Taylor μέχρι και όρους τάξης 2 δηλ., το
ανάπτυγμα (3.27), γύρω από το σημείο (x0 , y0 ) = (1, 1) για τις συναρτήσεις
x−y
fi : (0, ∞) × (0, ∞) → R, i = 1, 2, f1 (x, y) = f2 (x, y) = xy .
x+y
Άσκηση 79. Υπολογίστε το πολυώνυμο Taylor τρίτου βαθμού για τη συνάρτηση
f(x, y) = ex sin y γύρω από κάθε (x0 , y0 ) ∈ R2 .
Άσκηση 80. Δείξτε ότι υπάρχει μια συνάρτηση ϑ : R2 → [0, 1], για την οποία ισχύει
1 ( )
sin(x + y) = x + y − (x2 + 2xy + y2 ) sin ϑ(x, y)(x + y) ∀ (x, y) ∈ R2 .
2
158
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ
(βʹ) Συνήθως για τα ολικά ακρότατα δεν αναφέρουμε τη λέξη «ολικό». Εδώ τη
χρησιμοποιούμε, για να τα ξεχωρίσουμε από τα τοπικά ακρότατα.
(γʹ) Από τους πιο πάνω ορισμούς, προκύπτει ότι ένα (γνήσιο) ολικό ακρότατο είναι
πάντα και (γνήσιο) τοπικό ακρότατο.
(δʹ) Υπάρχουν συναρτήσεις που δεν έχουν τοπικά (και άρα ούτε και ολικά) ακρό-
τατα, βλ. Παράδειγμα 3.9.1 (βʹ).
Όπως στις συναρτήσεις μίας μεταβλητής, όπου η παράγωγος και η δεύτερη πα-
ράγωγος (αν υπάρχουν) μας βοηθούν να βρούμε, και να χαρακτηρίσουμε ακρότατα
μιας συνάρτησης, μπορούμε να διατυπώσουμε με χρήση των μερικών παραγώγων (αν
υπάρχουν) αναγκαίες και ικανές συνθήκες, για να έχει μία συνάρτηση περισσοτέρων
μεταβλητών ακρότατο σε ένα εσωτερικό σημείο του πεδίου ορισμού της.
∂f
gi′ (0) = (x̄).
∂xi
159
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ
Άρα, σύμφωνα με το Θεώρημα του Fermat⁵⁵ για πραγματικές συναρτήσεις μιας πραγ-
ματικής μεταβλητής⁵⁶, προκύπτει
∂f
(x̄) = 0 ∀ i = 1, . . . , n.
∂xi
2
f : U → R, f(x̄) = c, c ∈ R σταθερά, U ⊂ Rn ,
έχει σε κάθε σημείο του πεδίου ορισμού της το μοναδικό (μη γνήσιο, αν η U έχει
τουλάχιστον δύο στοιχεία) ολικό (και άρα και τοπικό) ακρότατο, το οποίο είναι
ταυτόχρονα και μέγιστο και ελάχιστο. Παρατηρούμε ότι
grad f(x̄) = 0̄ ∀ x̄ ∈ U.
160
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ
(βʹ) Οι προβολές
fi : Rn → R, fi (x1 , . . . , xn ) = xi , i = 1, . . . , n,
δεν έχουν κανένα ακρότατο, αφού
(γʹ) Η συνάρτηση
f : R2 → R, f(x, y) = x2 − y2 ,
με κλίση
grad f(x, y) = 2(x, −y) ∀ (x, y) ∈ R2
έχει το μοναδικό κρίσιμο σημείο (0, 0), στο οποίο όμως, δεν παρουσιάζει τοπικό
(και άρα ούτε και ολικό) ακρότατο, αφού
(δʹ) Η συνάρτηση
f : Rn → R, f(x̄) = ∥x̄∥,
η οποία είναι μερικώς διαφορίσιμη σε κάθε x̄ ̸= 0̄ με κλίση
x̄
grad f(x̄) = ̸= 0̄ ∀ x̄ ∈ Rn \ {0̄},
∥x̄∥
ενώ δεν είναι μερικώς διαφορίσιμη στο εσωτερικό σημείο x̄ = 0̄ του πεδίου
ορισμού της (βλ. Παράδειγμα 3.1.1 (βʹ)), έχει ως μοναδικό ακρότατο το γνήσιο
ολικό ελάχιστο f(0̄) = 0.
(εʹ) Η συνάρτηση
161
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ
η̄T A η̄ ≥ 0 ∀ η̄ ∈ Rn ,
η̄T A η̄ ≤ 0 ∀ η̄ ∈ Rn ,
(εʹ) μη ορισμένος, αν
δηλαδή,
∃ η̄1 , η̄2 ∈ Rn : η̄T1 A η̄1 < 0, η̄T2 A η̄2 > 0.
162
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ
(εʹ) μη ορισμένος ⇔ ο A έχει και αρνητικές ( < 0), και θετικές ( > 0) ιδιοτιμές.
είναι
Απόδειξη. Οι περιπτώσεις (αʹ) και (βʹ) προκύπτουν προφανώς από τις αντίστοιχες
περιπτώσεις του γενικότερου κριτηρίου της προηγούμενης Πρότασης 3.9.2. Εδώ, θα
τις αποδείξουμε, ανεξάρτητα από αυτήν την πρόταση, μαζί με την περίπτωση (γʹ).
Αν a = 0, έχουμε
( )( )
0 b x
(x, y) = y(2bx + cy)
b c y
163
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ
(γʹ) Hf (x̄) μη ορισμένος ⇒ η f δεν έχει στο x̄ τοπικό ακρότατο, αλλά σαγματικό
σημείο⁵⁷.
1
f(x̄ + η̄) = f(x̄) + η̄T Aη̄ + φ(η̄) με φ(η̄) = o(∥η̄∥2 ) για η̄ → 0̄, (3.29)
2
όπου η ιδιότητα αυτή της φ σημαίνει ότι
164
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ
η̄ 7→ η̄T Aη̄, η̄ ∈ Rn ,
είναι συνεχής (Άσκηση 37), η τελευταία λαμβάνει ελάχιστο στην S (Θεώρημα 2.2.3),
το οποίο είναι θετικό, αφού η̄T Aη̄ > 0 για κάθε η̄ ∈ S. Συνεπώς,
και, αφού φ(η̄) = o(∥η̄∥2 ) για η̄ → 0̄, υπάρχει (για ε = 4∥η̄α ∥2 > 0) δ1 ∈ (0, ∥η̄0 ∥ )
δ
1 1
τέτοιο, ώστε
α 2
|φ(tη̄1 )| ≤ t ∀ t ∈ (−δ1 , δ1 ),
4
165
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ
και άρα,
α 2
f(x̄ + tη̄1 ) ≥ f(x̄) + t > f(x̄) ∀ t ∈ (−δ1 , 0) ∪ (0, δ1 ).
4
Απ’ την άλλη, υπάρχει η̄2 ∈ Rn \ {0̄} με β := η̄T
2 Aη̄2 < 0, και η (3.29) γράφεται
( )
β δ δ
f(x̄ + sη̄2 ) = f(x̄) + s2 + φ(sη̄2 ) ∀ s ∈ − 0 , 0 .
2 ∥η̄2 ∥ ∥η̄2 ∥
−β 2
|φ(sη̄2 )| ≤ s ∀ s ∈ (−δ2 , δ2 ),
4
και άρα,
β 2
f(x̄ + sη̄2 ) ≤ f(x̄) + s < f(x̄) ∀ s ∈ (−δ2 , 0) ∪ (0, δ2 ).
4
Συνεπώς, για κάθε δ ∈ (0, min{δ1 ∥η̄1 ∥, δ2 ∥η̄2 ∥}) έχουμε B(x̄, δ) ⊂ B(x̄, δ0 ) ⊂ U
και
∀ ȳ1 := x̄ + tη̄1 , ȳ2 := x̄ + sη̄2 ∈ B(x̄, δ) \ {x̄} : f(ȳ1 ) > f(x̄) > f(ȳ2 ).
∂2 f(x, y)
(αʹ) > 0 και ∆ > 0 ⇒ η f έχει στο (x, y) γνήσιο τοπικό ελάχιστο,
∂x2
∂2 f(x, y)
(βʹ) < 0 και ∆ > 0 ⇒ η f έχει στο (x, y) γνήσιο τοπικό μέγιστο,
∂x2
(γʹ) ∆ < 0 ⇒ η f δεν έχει στο (x, y) τοπικό ακρότατο.
166
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ
f : R2 → R, f(x, y) = c + x2 + y2 , c ∈ R σταθερά.
προκύπτει από τo Θεώρημα 3.9.2 ότι το σημείο (0, 0) είναι σημείο ολικού ελα-
χίστου.
g : R2 → R, g(x, y) = c − x2 − y2 , c ∈ R σταθερά.
προκύπτει από τo Θεώρημα 3.9.2 ότι το σημείο (0, 0) είναι σημείο ολικού με-
γίστου.
h : R2 → R, h(x, y) = c + x2 − y2 , c ∈ R σταθερά.
προκύπτει από τo Θεώρημα 3.9.2 ότι στο σημείο (0, 0) η h δεν έχει τοπικό
ακρότατο, αλλά σαγματικό σημείο, βλ. Σχήμα 3.9.
167
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ
f(0, 0) = c < f(x, y) = c + ∥(x, y)∥2 ∀ (x, y) ∈ R2 \ {(0, 0)} ⇔ ∥(x, y)∥ > 0.
g(0, 0) = c > g(x, y) = c − ∥(x, y)∥2 ∀ (x, y) ∈ R2 \ {(0, 0)} ⇔ ∥(x, y)∥ > 0.
Τέλος, η συνάρτηση h δεν έχει τοπικό ακρότατο στο σημείο (0, 0), αφού
δηλαδή, σε έναν οσοδήποτε μικρό ανοικτό κυκλικό δίσκο με κέντρο (0, 0) στο πεδίο
ορισμού της h υπάρχουν σημεία για τα οποία η h έχει τιμές και μεγαλύτερες, και
μικρότερες από την τιμή h(0, 0) = c.
Το σημείο (0, 0, h(0, 0)) του γραφήματος της h ονομάζεται σαγματικό σημείο,
επειδή η h(x, 0), x ∈ R, έχει ελάχιστο για x = 0 και η h(0, y), y ∈ R, έχει μέγιστο
για y = 0. Συνεπώς, κατά μήκος των δύο κάθετων αξόνων 0x και 0y που τέμνονται
στο (0, 0), η h συμπεριφέρεται από τη μία, ως κυρτή και από την άλλη, ως κοίλη
συνάρτηση, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα το γράφημα της h γύρω από το σημείο
168
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ
(0, 0, h(0, 0)) να βρίσκεται και στους δύο ημιχώρους, στους οποίους διαχωρίζει τον
R3 το εφαπτόμενο επίπεδο z = c, και να έχει τη μορφή σέλας ή σαμαριού, δηλ.
χρησιμοποιώντας τον λόγιο όρο, σάγματος, βλ. το επόμενο σχήμα για c = 0.
Αυτό αντιστοιχεί στην θετική και στην αρνητική ιδιοτιμή του Εσσιανού πίνακα της
h στο σημείο (0, 0) και, σύμφωνα με το Θεώρημα 3.9.2, αν ο Εσσιανός πίνακας είναι
μη ορισμένος, έχουμε πάντα σαγματικό σημείο. Μπορεί όμως να έχουμε σαγματικά
σημεία, και όταν ο Εσσιανός πίνακας είναι ημιορισμένος, βλ. το επόμενο Παράδειγμα
3.9.3 (δʹ).
Πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα ότι το Θεώρημα 3.9.2 δίνει ικανές συνθήκες μόνο
για την ύπαρξη γνησίων τοπικών ακροτάτων, απαιτώντας ο Εσσιανός πίνακας στο
υπό εξέταση κρίσιμο σημείο, να είναι είτε θετικά, είτε αρνητικά ορισμένος. Όταν ο
Εσσιανός πίνακας είναι μόνο ημιορισμένος, δεν προσφέρεται για τον χαρακτηρισμό
των κρίσιμων σημείων. Αυτό διαπιστώνεται παραστατικά με το επόμενο παράδειγμα.
και ο Εσσιανός πίνακας στο (0, 0) είναι θετικά ημιορισμένος, και ο ίδιος για όλες,
( )
2 0
Hfi (0, 0) = , i = 1, . . . , 4.
0 0
(γʹ) η f3 δεν έχει τοπικό ακρότατο, αλλά σαγματικό σημείο υπό την ευρεία έννοια,
αφού το γράφημά της βρίσκεται εκατέρωθεν του εφαπτόμενου επιπέδου στο
(0, 0, 0),
(δʹ) η f4 δεν έχει τοπικό ακρότατο, αλλά σαγματικό σημείο, αφού κατά μήκος του
άξονα 0x έχει ελάχιστο, και κατά μήκος του άξονα 0y μέγιστο.
169
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ
3.9.1 Ασκήσεις
Άσκηση 81. Προσδιορίστε τη θέση, το είδος και το μέγεθος των τοπικών και ολικών
ακροτάτων της συνάρτησης
Λύση. Καταρχάς, διαπιστώνουμε ότι η επέκταση της f στο R2 είναι άπειρες φορές
συνεχώς διαφορίσιμη. Συνεπώς, στο εσωτερικό int U του πεδίου ορισμού της U,
U = {(x, y) ∈ R2 : 0 ≤ x ≤ π, 0 ≤ y ≤ π − x},
που είναι το
int U = {(x, y) ∈ R2 : 0 < x < π, 0 < y < π − x},
μπορούν να εφαρμοσθούν και η αναγκαία συνθήκη του Θεωρήματος 3.9.1, και η ικανή
συνθήκη του Θεωρήματος 3.9.2.
Η κλίση της f στο R2 είναι
( )
sin y sin(2x + y)
grad f(x, y) = ,
sin x sin(2y + x)
και άρα, στο int U, όπου sin x, sin y ∈ (0, 1], τα κρίσιμα σημεία είναι αυτά, για τα
οποία
sin(2x + y) = sin(2y + x) = 0,
δηλαδή, αφού 2x + y, 2y + x ∈ (0, 2π), τα σημεία με
2x + y = 2y + x = π
από το οποίο προκύπτει ότι το μοναδικό κρίσιμο σημείο στο int U είναι το
(π π)
(x, y) = , .
3 3
Ο Εσσιανός πίνακας της f στο R2 είναι
( )
2 sin y cos(2x + y) sin(2(x + y))
Hf (x, y) =
sin(2(x + y)) 2 sin x cos(2y + x)
√
3
από το οποίο προκύπτει με cos π = −1 και sin π 4π
3 = − sin 3 = 2
( √ √ )
( π π ) (−2 sin π sin 4π
)
−√3 − 23
Hf , = 3 3 = √
3 3 sin 4π
3 −2 sin π3 − 23 − 3
170
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ
και συνεπώς, από το Πόρισμα 3.9.1 έχουμε ότι στο μοναδικό κρίσιμο σημείο στο int U
η f έχει το γνήσιο τοπικό μέγιστο
( π π ) 3√3
f , = . (3.32)
3 3 8
Συνεπώς, εξαντλώντας την ισχύ των Θεωρημάτων 3.9.1 και 3.9.2, βρήκαμε το
μοναδικό τοπικό ακρότατο στο εσωτερικό του U. Μένει να δούμε τι συμβαίνει στο
σύνορό του, όπου αμέσως διαπιστώνουμε ότι
Άσκηση 82. Προσδιορίστε τη θέση, το είδος και το μέγεθος των τοπικών και ολικών
ακροτάτων της συνάρτησης
π
f(x, y) = sin x + sin y + sin(x + y), 0 ≤ x, y ≤ . (3.33)
2
Λύση. Η f είναι άπειρες φορές συνεχώς διαφορίσιμη στο R2 με κλίση
( )
cos x + cos(x + y)
grad f(x, y) = , (3.34)
cos y + cos(x + y)
και Εσσιανό πίνακα
( )
− sin x − sin(x + y) − sin(x + y)
Hf (x, y) = .
− sin(x + y) − sin y − sin(x + y)
Στο εσωτερικό (0, π2 ) × (0, 2 ) του πεδίου ορισμού της [0, 2 ] × [0, 2 ] τα κρίσιμα
π π π
και, αφού η συνάρτηση του συνημιτόνου είναι γνησίως μονότονη και άρα, 1 − 1 στο
(0, π
2 ), προκύπτουν ως κρίσιμα σημεία τα
( π) ( π)
(x, x) ∈ 0, × 0, με cos x = − cos(2x) = 1 − 2 cos2 x,
2 2
όπου χρησιμοποιήσαμε τις τριγωνικές ισότητες
171
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ
και
cos2 α + sin2 α = 1, α ∈ R. (3.36)
Από την επίλυση της
2z2 + z − 1 = (2z − 1)(z + 1) = 0
για z = cos x ∈ (0, 1) με x ∈ (0, π π 1
2 ), και αφού cos 3 = 2 , βρίσκουμε ότι το μοναδικό
κρίσιμο σημείο της f στο εσωτερικό του πεδίου ορισμού της είναι το
(π π) (π π) √
π 2π 3 3
(x, y) = , με f , = 2 sin + sin = ,
3 3 3 3 3 3 2
και αφού
( √ √ )
(π π) ( )
− sin π 2π
3 − sin 3 − sin 2π −√3 − 23
Hf , = 2π
3 = √ ,
3 3 − sin 3 − sin π
3 − sin 2π
3 − 23 − 3
προκύπτει, όπως και στην προηγούμενη άσκηση, ότι στο σημείο αυτό η f έχει γνήσιο
τοπικό μέγιστο.
Μένει να εξετάσουμε την f στο σύνορο του πεδίου ορισμού της. Εκεί, η f γίνεται
π
φ1 (x) = f(x, 0) = 2 sin x, 0≤x≤ ,
(π ) 2
π
φ2 (y) = f , y = 1 + sin y + cos y, 0≤y≤ ,
( 2 π) 2
π
φ3 (x) = f x, = 1 + sin x + cos x, 0≤x≤ ,
2 2
π
φ4 (y) = f(0, y) = 2 sin y, 0≤y≤ ,
2
όπου χρησιμοποιήσαμε την τριγωνική ισότητα⁵⁹
( π)
sin α = cos α − , α ∈ R. (3.37)
2
Ως γνωστόν, οι συναρτήσεις φ1 και φ4 είναι γνησίως αύξουσες στο [0, π
2 ], και
έχουμε (π ) ( π)
f(0, 0) = 0, f , 0 = f 0, = 2,
2 2
ενώ οι συναρτήσεις φ3 και φ2 έχουν στο (0, π π
2 ) το κρίσιμο σημείο x = y = 4 , όπου
έχουν γνήσιο τοπικό μέγιστο
(π) (π) (π π) (π π) √
φ3 = φ2 =f , =f , = 1 + 2,
4 4 4 2 2 4
⁵⁹Οι ισότητες (3.31), (3.35), (3.36), (3.37), μαζί με την 2π-περιοδικότητα της άρτιας συνάρτησης cos
sin
και της περιττής sin, τη γνώση των τιμών τους για 0, π 1
2 , π, και τους ορισμούς tan = cos = cot , έχουν
τεράστια χρησιμότητα για έναν στοιχειώδη χειρισμό τριγωνομετρικών εκφράσεων.
172
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ
173
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ
∑
k
f(x̄) = ∥x̄ − x̄i ∥2 , x̄ ∈ Rn ,
i=1
174
3.10. ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Τότε,
Πόρισμα 3.10.1. Υπό τις προϋποθέσεις και με τους συμβολισμούς του Θεωρήματος
3.10.1 υπάρχει δ1 ∈ (0, δ) τέτοιο, ώστε
∂F̄
(x̄, ḡ(x̄)) ∈ Rm×m αντιστρέψιμος ∀ x̄ ∈ B(x̄0 , δ1 )
∂ȳ
και
( )−1
∂F̄ ∂F̄
Dḡ(x̄) = − (x̄, ḡ(x̄)) (x̄, ḡ(x̄)) ∈ Rm×n ∀ x̄ ∈ B(x̄0 , δ1 ). (3.38)
∂ȳ ∂x̄
και άρα από τον Κανόνα της Αλυσίδας (Θεώρημα 3.2.4) προκύπτει
( )
D F̄ ◦ Ḡ (x̄) = DF̄(Ḡ(x̄))DḠ(x̄)
( )( )
∂F̄ ∂F̄ I } ∈ Rn×n
= (Ḡ(x̄)), (Ḡ(x̄))
|∂x̄ {z } |∂ȳ {z } Dḡ(x̄) } ∈ Rm×n
∈ Rm×n ∈ Rm×m
∂F̄ ∂F̄
= (Ḡ(x̄)) + (Ḡ(x̄))Dḡ(x̄)
∂x̄ ∂ȳ
∂F̄ ∂F̄
= (x̄, ḡ(x̄)) + (x̄, ḡ(x̄))Dḡ(x̄)
∂x̄ ∂ȳ
= O ∈ Rm×n ∀ x̄ ∈ B(x̄0 , δ),
⁶⁰Implicit Function Theorem
175
3.10. ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
∂F̄
det (x̄, ḡ(x̄)) , x̄ ∈ B(x̄0 , δ),
∂ȳ
είναι συνεχής ως πολυωνυμική σύνθεση των συνεχών συναρτήσεων
∂Fj
(x̄, ḡ(x̄)) , j, i = 1, . . . , m,
∂yi
∂F̄
και αφού ο ∂ȳ (x̄0 , ȳ0 ) είναι αντιστρέψιμος, δηλ.
∂F̄
det (x̄0 , ȳ0 ) ̸= 0,
∂ȳ
θα υπάρχει δ1 ∈ (0, δ) με
∂F̄
det (x̄, ḡ(x̄)) ̸= 0 ∀ x̄ ∈ B(x̄0 , δ1 ),
∂ȳ
∂F
(x0 , y0 ) ∈ (a, b) × (c, d) με F(x0 , y0 ) = 0 και (x0 , y0 ) ̸= 0.
∂y
Τότε,
176
3.10. ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
(βʹ) Για την ισχύ του θεωρήματος είναι απαραίτητη η σμίκρυνση του πεδίου ορισμού
U × V της F̄. Σε ολόκληρο το U × V μπορεί για δεδομένο x̄ να υπάρχουν
περισσότερα, ή και κανένα ȳ, που να επιλύουν την F̄(x̄, ȳ) = 0̄.
(x0 , y0 ) ∈ I1 × I2 ⊂ U
∂F
Αν ∂x ∂f
(x0 , y0 ) = ∂x (x0 , y0 ) ̸= 0 τότε υπάρχουν ανοικτά διαστήματα J1 , J2 ⊂ R με
(x0 , y0 ) ∈ J1 × J2 ⊂ U
Οι καμπύλες στάθμης σε μια περιοχή ενός σημείου τους μη μηδενικής κλίσης μπορούν
να παρασταθούν δηλαδή ως γραφήματα μιας συνάρτησης μιας μεταβλητής, είτε της
y ως συνάρτηση της x, είτε της x ως συνάρτηση της y.
Παράδειγμα 3.10.1. Για το ελλειπτικό παραβολοειδές, δηλ. το γράφημα
Lf (c) = ∅, c<0
177
3.10. ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
αφού
grad f(x, y) = (2x, 2y) ̸= (0, 0), (x, y) ∈ Lf (c), c > 0.
∂F̄
A := (x̄0 , ȳ0 ) ∈ Rm×m αντιστρέψιμος,
∂ȳ
και θεωρούμε τη συνάρτηση
με
∂Ḡ ∂F̄
(x̄, ȳ) = I − A−1 (x̄, ȳ) ∀ (x̄, ȳ) ∈ U × V,
∂ȳ ∂ȳ
(γιατί;) όπου I ∈ Rm×m ο μοναδιαίος πίνακας και άρα,
∂Ḡ
(x̄0 , ȳ0 ) = O ∈ Rm×m ,
∂ȳ
∂Ḡ ∂F̄
, : U × V → Rm×m και F̄(x̄, ȳ0 ) : U → Rm με F̄(x̄0 , ȳ0 ) = 0̄
∂ȳ ∂ȳ
178
3.10. ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
τέτοια, ώστε
∂Ḡ
1 ε
∂ȳ (x̄, ȳ)
≤ 2 , ∥F̄(x̄, ȳ0 )∥ < 4∥A−1 ∥ και (3.39)
∂F̄
(x̄, ȳ) ∈ Rm×m αντιστρέψιμος ∀ (x̄, ȳ) ∈ U0 × V 0 . (3.40)
∂ȳ
(Γιατί;) (Για την (3.40) βλ. και την τελευταία παράγραφο στην απόδειξη του Πορί-
σματος 3.10.1.) Από την πρώτη ανισότητα της (3.39) έχουμε
1
∥Ḡ(x̄, ȳ) − Ḡ(x̄, η̄)∥ ≤ ∥ȳ − η̄∥ ∀ x̄ ∈ U0 , ȳ, η̄ ∈ V 0 , (3.41)
2
(γιατί;) που συνεπάγεται
1
∥ȳ − η̄∥ − ∥A−1 (F̄(x̄, ȳ) − F̄(x̄, η̄))∥ ≤ ∥ȳ − η̄∥ ∀ x̄ ∈ U0 , ȳ, η̄ ∈ V 0 ,
2
και άρα,
και ειδικότερα,
ε
≤ ∥F̄(x̄, ȳ) − F̄(x̄, ȳ0 )∥ ∀ x̄ ∈ U0 , ȳ ∈ ∂V0 ,
2∥A−1 ∥
∀ x̄ ∈ U0 , ȳ ∈ ∂V0 .
(β) Θεωρούμε τώρα για κάθε σταθερό x̄ ∈ U0 τη συνάρτηση
η οποία είναι συνεχής και άρα, θα λαμβάνει ελάχιστο στο V 0 (βλ. Θεώρημα 2.2.3).
Το αντίστοιχο σημείο ελαχίστου ȳ ∈ V 0 δεν βρίσκεται στο ∂V0 , σύμφωνα με την
(3.43), και άρα, βρίσκεται στο V0 . Τότε, όμως, ισχύει (Θεώρημα 3.9.1)
∂F̄
grad f(ȳ) = 2 (x̄, ȳ)F̄(x̄, ȳ) = 0̄,
∂ȳ
και από την (3.40) έχουμε
F̄(x̄, ȳ) = 0̄,
ενώ από την (3.42) προκύπτει ότι το ȳ ∈ V0 αυτό είναι μοναδικό. Έτσι, βρήκαμε μια
μοναδική συνάρτηση ḡ : U0 → V0 με F̄(x̄, ḡ(x̄)) = 0̄ για κάθε x̄ ∈ U0 .
179
3.10. ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
(γ) Η ḡ : U0 → V0 που βρήκαμε στο (α) με Ḡ(x̄, ḡ(x̄)) = ḡ(x̄) για κάθε x̄ ∈ U0
είναι συνεχής: Αφού για κάθε x̄1 , x̄2 ∈ U0 έχουμε
ḡ(x̄1 ) − ḡ(x̄2 ) = Ḡ(x̄1 , ḡ(x̄1 )) − Ḡ(x̄2 , ḡ(x̄2 ))
( )
= Ḡ(x̄1 , ḡ(x̄1 )) − Ḡ(x̄1 , ḡ(x̄2 )) − A−1 F̄(x̄1 , ḡ(x̄2 )) − F̄(x̄2 , ḡ(x̄2 )) ,
και με {
}
∂F̄
M := max
(x̄, ȳ)
: (x̄, ȳ) ∈ U0 × V 0
∂x̄
ισχύει
∥F̄(x̄1 , ȳ) − F̄(x̄2 , ȳ)∥ ≤ M∥x̄1 − x̄2 ∥, ∀ x̄1 , x̄2 ∈ U0 , ȳ ∈ V0 ,
(γιατί;) έχουμε με την (3.41)
1
∥ḡ(x̄1 ) − ḡ(x̄2 )∥ ≤ ∥ḡ(x̄1 ) − ḡ(x̄2 )∥ + ∥A−1 ∥∥x̄1 − x̄2 ∥ ∀ x̄1 , x̄2 ∈ U0 ,
2
δηλαδή
∥ḡ(x̄1 ) − ḡ(x̄2 )∥ ≤ 2∥A−1 ∥∥x̄1 − x̄2 ∥ ∀ x̄1 , x̄2 ∈ U0 , (3.44)
που αποδεικνύει την συνέχεια της ḡ.
(δ) Θα δείξουμε τώρα ότι η ḡ : U0 → V0 είναι διαφορίσιμη. Τότε, από τον τύπο
(3.38) προκύπτει ότι η ḡ είναι συνεχώς διαφορίσιμη. Να προσεχθεί ότι το Πόρισμα
3.10.1 ισχύει και υπό την προϋπόθεση ότι η ḡ είναι μόνο διαφορίσιμη.
Έστω x̄ ∈ U0 . Αφού η F̄ είναι διαφορίσιμη στο σημείο (x̄, ḡ(x̄)) ∈ U × V με
F̄(x̄, ḡ(x̄)) = 0̄, θα ισχύει
F̄(x̄ + η̄, ḡ(x̄ + η̄)) = B η̄ + Ch̄(η̄) + φ̄(η̄, h̄(η̄)) ∀ η̄ ∈ B(0̄, δ1 ),
όπου
∂F̄ ∂F̄
h̄(η̄) := ḡ(x̄ + η̄) − ḡ(x̄), B(x̄, δ1 ) ⊂ U0 , B := (x̄, ḡ(x̄)), C := (x̄, ḡ(x̄))
∂x̄ ∂ȳ
και
φ̄(η̄, h̄(η̄)) = o(∥(η̄, h̄(η̄))∥) για (η̄, h̄(η̄)) → 0̄.
Αφού
F̄(x̄ + η̄, ḡ(x̄ + η̄)) = 0̄ ∀ η̄ ∈ B(0̄, δ1 ),
έχουμε με την (3.40)
h̄(η̄) = −C−1 B η̄ − C−1 φ̄(η̄, h̄(η̄)) ∀ η̄ ∈ B(0̄, δ1 ),
και πρέπει, και αρκεί να δείξουμε (γιατί;)
φ̄(η̄, h̄(η̄)) = o(∥η̄∥) για η̄ → 0̄,
που προκύπτει από την (3.44), αφού τότε (γιατί;),
φ̄(η̄, h̄(η̄)) = o(∥(η̄, h̄(η̄))∥) = (∥η̄∥ + ∥h̄(η̄)∥) = (∥η̄∥) για η̄ → 0̄.
2
180
3.10. ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
3.10.1 Ασκήσεις
Άσκηση 88. Δείξτε ότι για αρκούντως μικρά x ∈ R, δηλ. με |x| < δ, δ > 0, υπάρχουν
μοναδικές αρκούντως μικρές λύσεις y(x) της εξίσωσης
esin(xy) + x2 − 2y − 1 = 0
∂ ∂
F(x, y) = esin(xy) cos(xy)x − 2 ⇒ F(0, 0) = −2 ̸= 0.
∂y ∂y
Σύμφωνα με το Θεώρημα Πεπλεγμένης Συνάρτησης, υπάρχουν δ, ε > 0, έτσι ώστε
η F(x, y) = 0 να επιλύεται για κάθε x ∈ (−δ, δ) μοναδικά ως προς y ∈ (−ε, ε). Η
συνάρτηση των μοναδικών λύσεων (−δ, δ) ∋ x 7→ y(x) ∈ (−ε, ε) (με F(x, y(x)) = 0)
είναι συνεχώς διαφορίσιμη και έχει παράγωγο (βλ. (3.38))
∂
F(x, y(x)) esin(xy(x)) cos(xy(x))y(x) + 2x
y′ (x) = − ∂x
∂
=− , x ∈ (−δ, δ).
∂y F(x, y(x))
esin(xy(x)) cos(xy(x))x − 2
Άσκηση 89. Δείξτε, χωρίς ρητή επίλυση, ότι για αρκούντως μικρά x ∈ R υπάρχουν
θετικές λύσεις y(x) της εξίσωσης x2 + y2 = 1 με y′ (x) = − y(x)
x
.
Άσκηση 90. Δείξτε ότι για αρκούντως μικρά x, y, z ∈ R υπάρχει μοναδική λύση
z(x, y) της εξίσωσης
x4 + 2x cos y + sin z = 0
και υπολογίστε τις μερικές παραγώγους της.
181
3.10. ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Άσκηση 91. Δείξτε ότι για αρκούντως μικρά x ∈ R υπάρχουν θετικές λύσεις y(x),
z(x) του συστήματος {
x2 + y2 − 2z2 = 0,
x2 + 2y2 + z2 = 4
και υπολογίστε τις παραγώγους τους.
Αφού αναζητούμε θετικές λύσεις y(x), z(x) της F̄(x, y, z) = 0̄ για x ∈ (−δ, δ), δ > 0,
αναζητούμε ειδικότερα
√
θετικές λύσεις y(0), z(0) της F̄(0, y, z) = 0̄, οι οποίες είναι οι
√2 , 2√ 2
z(0) = y(0) = με
5 5
( √ )
2 2 2
F̄ 0, √ , √ = 0̄.
5 5
Αφού ο πίνακας
( ∂F ) ( )
1 (x,y,z) ∂F1 (x,y,z)
∂F̄(x, y, z) ∂y ∂z y −2z
= ∂F2 (x,y,z) ∂F2 (x,y,z) =2
∂(y, z) 2y z
∂y ∂z
182
3.10. ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
( )
υπάρχουν, σύμφωνα με το Θεώρημα Πεπλεγμένης Συνάρτησης, δ > 0, ε ∈ 0, √2
5
τέτοια, ώστε για κάθε x ∈ (−δ, δ) η F̄(x, y, z) = 0̄ έχει μοναδική λύση
(( √ ) )
2 2 2
(y(x), z(x)) ∈ B √ ,√ ,ε (⇒ y(x), z(x) > 0)
5 5
και η συνάρτηση x 7→ (y(x), z(x)) των λύσεων αυτών έχει παράγωγο (βλ. (3.38))
( ) ( )−1 ( ∂F1 (x,y(x),z(x)) )
y′ (x) ∂F̄(x, y(x), z(x)) ∂x
=−
z′ (x) ∂(y, z) ∂F2 (x,y(x),z(x))
∂x
( ) ( ) ( −3x )
1 z(x) 2z(x) 2x
=− = 5y(x)x , x ∈ (−δ, δ).
10y(x)z(x) −2y(x) y(x) 2x 5z(x)
Άσκηση 92. Δείξτε ότι υπάρχουν θετικές λύσεις u(x, y), v(x, y) του συστήματος
{
x2 + y2 − u2 − v2 = 0,
x2 + 2y2 + 3u2 + 4v2 = 1
και υπολογίστε τις μερικές παραγώγους τους.
Λύση. Θεωρούμε την συνεχώς διαφορίσιμη διανυσματική συνάρτηση
( ) ( )
F1 (x, y, u, v) x2 + y2 − u2 − v2
F̄(x, y, u, v) = = , (x, y, u, v) ∈ R4 .
F2 (x, y, u, v) x2 + 2y2 + 3u2 + 4v2 − 1
Αφού αναζητούμε θετικές λύσεις u(x, y), v(x, y) της F̄(x, y, u, v) = 0̄ για (x, y) ∈
B((x0 , y0 ), δ) και για την απλούστερη επιλογή (x0 , y0 ) = (0, 0) αυτές δεν υπάρχουν,
θεωρούμε, ως επόμενη απλούστερη επιλογή, την
( )
1 1 1 1
F̄ √ ,√ ,√ ,√ = 0̄.
10 10 10 10
Αφού ο πίνακας
( ∂F ) ( )
1 (x,y,u,v) ∂F1 (x,y,u,v)
∂F̄(x, y, u, v) ∂u ∂v u v
= ∂F2 (x,y,u,v) ∂F2 (x,y,u,v)
= −2
∂(u, v) −3u −4v
∂u ∂v
είναι αντιστρέψιμος για uv ̸= 0 με αντίστροφο
( )−1 ( )
∂F̄(x, y, u, v) 1 4v v
=−
∂(u, v) 2uv −3u −u
( )
υπάρχουν, σύμφωνα με το Θεώρημα Πεπλεγμένης Συνάρτησης, δ, ε ∈ 0, √1 τέ-
(( ) ) 10
τοια, ώστε για κάθε (x, y) ∈ B √1 , √1 , δ , η F̄(x, y, u, v) = 0̄ έχει μοναδική
10 10
λύση
(( ) )
(u(x, y), v(x, y)) ∈ B √1 , √1 ,ε (⇒ u(x, y), v(x, y) > 0)
10 10
183
3.11. ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
και η συνάρτηση (x, y) 7→ (u(x, y), v(x, y)) έχει παράγωγο (βλ. (3.38))
( ∂u(x,y) ∂u(x,y)
) ( )( )
∂x ∂y 1 4v(x, y) v(x, y) 2x 2y
∂v(x,y) ∂v(x,y) =
2u(x, y)v(x, y) −3u(x, y) −u(x, y) 2x 4y
∂x ∂y
( 5x )
6y (( ) )
u(x,y) u(x,y)
= −4x −5y , (x, y) ∈ B √1 , √1 ,δ .
10 10
v(x,y) v(x,y)
Απόδειξη. Η συνάρτηση
∂F̄
F̄(x̄0 , f̄(x̄0 )) = 0̄ και (x̄0 , f̄(x̄0 )) = Df̄(x̄0 ) ∈ Rn×n αντιστρέψιμο.
∂x̄
⁶¹Inverse Function Theorem
184
3.11. ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
και
Dḡ(ȳ) = (Df̄(ḡ(ȳ)))−1 ∈ Rn×n ∀ ȳ ∈ V.
Αφού η f̄ : U → Rn , U ⊂ Rn ανοικτό, είναι συνεχής, το
ȳ1 = f̄(x̄1 ) = f̄(x̄2 ) = ȳ2 , x̄1 , x̄2 ∈ U0 ⇒ x̄1 = ḡ(ȳ1 ) = ḡ(ȳ2 ) = x̄2 ,
αφού ȳ1 , ȳ2 ∈ V , δηλ. η f̄|U0 : U0 → V είναι και 1-1, και αφού
185
3.11. ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
με παράγωγο
( )
cos φ −r sin φ
Df̄(r, φ) = , (r, φ) ∈ (0, ∞) × R
sin φ r cos φ
που είναι αντιστρέψιμη, για κάθε (r, φ) ∈ (0, ∞) × R, αφού det Df̄(r, φ) = r > 0,
με αντίστροφη
( )
cos φ sin φ
(Df̄(r, φ))−1 = sin φ cos φ .
−
r r
Συνεπώς, σύμφωνα με το Θεώρημα Αντίστροφης Συνάρτησης (Θεώρημα 3.11.1), η f̄
είναι γύρω από κάθε σημείο (r0 , φ0 ) ∈ (0, ∞) × R τοπικά αντιστρέψιμη με συνε-
χώς διαφορίσιμη τοπική αντίστροφη ḡ, δηλ. υπάρχουν ανοικτά U ⊂ (0, ∞) × R με
(r0 , φ0 ) ∈ U και V ⊂ R2 με f̄(r0 , φ0 ) ∈ V τέτοια, ώστε η f̄|U : U → V είναι 1-1
και επί και η αντίστροφή της ḡ : V → U είναι συνεχώς διαφορίσιμη με παράγωγο
( )
cos φ sin φ
Dḡ(f̄(r, φ)) = (Df̄(r, φ)) −1
= sin φ cos φ ∀ (r, φ) ∈ U.
−
r r
Θέτοντας (x, y) := f̄(r, φ) = (r cos φ, r sin φ), συνεπάγεται ότι
√ x y y y
r= x2 + y2 , = √ = cos φ, = √ = sin φ
r x2 + y2 r x2 + y2
και συνεπώς,
x y
√ √
x2 + y2 x2 + y2
Dḡ(x, y) = y x ∀ (x, y) ∈ V.
−
x + y2
2 2
x +y 2
186
3.11. ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
η οποία είναι συνεχώς διαφορίσιμη, και έχει ως παράγωγο αυτήν, που υπολογίσαμε
πιο πάνω χωρίς ρητή γνώση της ḡ.
Να προσεχθεί ότι η f̄ : (0, ∞) × R → R2 \ {(0, 0)} είναι επί, αλλά δεν είναι 1-1,
αφού f̄(r, φ + 2kπ) = f̄(r, φ) ∀ k ∈ Z. Έτσι, δεν είναι ολικά αντιστρέψιμη, αλλά
μόνο τοπικά.
3.11.1 Ασκήσεις
Άσκηση 96. Μια συνάρτηση f̄ : U → Rm , U ⊂ Rn ανοικτό, n, m ∈ N, είναι
συνεχής, αν και μόνο αν
Άσκηση 98. Δείξτε ότι η συνάρτηση f̄ : R2 → R2 , f̄(x, y) = (ex cos y, ex sin y), είναι
συνεχώς διαφορίσιμη και τοπικά αντιστρέψιμη γύρω από κάθε (x, y) ∈ R2 , αλλά όχι
ολικά αντιστρέψιμη. Υπολογίστε, για κάθε τοπική αντίστροφη της f̄, την παράγωγό
της.
(βʹ) Δείξτε ότι η f̄ είναι διαφορίσιμη, και υπολογίστε την παράγωγό της.
(γʹ) Δείξτε ότι η f̄ είναι 1 − 1, και βρείτε την εικόνα f̄(U) και την αντίστροφη της f̄.
(δʹ) Δείξτε ότι η f̄−1 : f̄(U) → R3 είναι διαφορίσιμη, και υπολογίστε την παράγωγό
της.
187
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ
Για την εύρεση των ακροτάτων υπό συνθήκη χρησιμοποιείται συχνά η μέθοδος
των πολλαπλασιαστών Lagrange⁶³, που βασίζεται στο ακόλουθο θεώρημα.
λj ∈ R, j = 1, . . . , r,
Απόδειξη. Αφού ο Dḡ(x̄0 ) ∈ Rr×n είναι βαθμίδας r, θα έχει r στήλες, έστω αυτές,
που προκύπτουν από την μερική παραγώγιση της ḡ ως προς τις πρώτες r συντε-
ταγμένες (αν δεν ισχύει αυτό, αριθμούμε τις συντεταγμένες κάθε x̄ = (x1 , . . . , xn )
κατάλληλα), και θέτουμε
και
(1) (r) (r+1) (n)
ȳ0 := (x0 , . . . , x0 ), z̄0 := (x0 , . . . , x0 ), έτσι ώστε x̄0 = (ȳ0 , z̄0 ).
∂ḡ
(ȳ0 , z̄0 ) ∈ Rr×r αντιστρέψιμος. (3.46)
∂ȳ
⁶³Joseph-Louis Lagrange, 1736–1813, I
188
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ
Επίσης, αφού η f̄ παρουσιάζει τοπικό ακρότατο υπό τη συνθήκη ḡ(x̄) = 0̄ στο x̄0 ,
έχουμε από τον Ορισμό 3.12.1,
ḡ(ȳ0 , z̄0 ) = 0̄.
Αφού η ḡ είναι και συνεχώς διαφορίσιμη, συνεπάγεται από το Θεώρημα Πεπλεγμένης
Συνάρτησης (Θεώρημα 3.10.1) ότι υπάρχουν δ, ε > 0 με
τέτοια, ώστε
∀ z̄ ∈ W ∃ ! h̄(z̄) ∈ V : ḡ(h̄(z̄), z̄) = 0̄
και η h̄ : W → V είναι συνεχώς διαφορίσιμη. Συνεπώς, για την
Αφού
(h̄(z̄), z̄) ∈ M ∀ z̄ ∈ W,
και η f|M παρουσιάζει τοπικό ακρότατο στο x̄0 = (ȳ0 , z̄0 ) = (h̄(z̄0 ), z̄0 ) ∈ M, η
φ παρουσιάζει τοπικό ακρότατο στο z̄0 ∈ W , και άρα, grad φ(z̄0 ) = 0̄ (Θεώρημα
3.9.1), δηλ.
∂f ∂f
(ȳ0 , z̄0 )Dh̄(z̄0 ) + (ȳ0 , z̄0 ) = 0̄. (3.47)
∂ȳ ∂z̄
Aπ’ την άλλη, αφού
ψ̄(z̄) := ḡ(h̄(z̄), z̄) = 0̄ ∀ z̄ ∈ W,
189
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ
∂ḡ ∂ḡ
= (h̄(z̄), z̄)Dh̄(z̄) + (h̄(z̄), z̄) = O ∈ Rr×(n−r) , ∀ z̄ ∈ W,
∂ȳ ∂z̄
όπου O ο μηδενικός πίνακας και
∂g ∂g1
∂g1 ∂g1
∂xr+1 (x̄) ... ∂xn (x̄)
1
∂x1 (x̄) ... ∂xr (x̄)
∂ḡ ∂ḡ
(ȳ, z̄) :=
..
.
..
.
,
(ȳ, z̄) :=
..
.
..
.
,
∂ȳ ∂z̄
∂gr ∂gr ∂gr ∂gr
∂x1 (x̄) ... ∂xr (x̄) ∂xr+1 (x̄) ... ∂xn (x̄)
190
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ
ή
∑
r
grad f(x̄0 ) = λj grad gj (x̄0 )
j=1
ή
∂f ∑ ∂gj r
(x̄0 ) = λj (x̄0 ), i = 1, . . . , n,
∂xi ∂xi
j=1
είναι, δηλαδή, ένα γραμμικό σύστημα n εξισώσεων για r αγνώστους λj , j = 1, . . . , r.
Παρατήρηση 3.12.2. Η (3.45) είναι αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη ακρότατου
της f|M στο M = {x̄ ∈ U : ḡ(x̄) = 0̄}. Στην πράξη τη χρησιμοποιούμε ως εξής, για
την εύρεση των ακροτάτων της f υπό την συνθήκη ḡ(x̄) = 0̄:
(βʹ) Τα πρώτα τμήματα x̄ των λύσεων (x̄, λ̄), για τα οποία η παράγωγος Dḡ(x̄) έχει
βαθμίδα r, είναι υποψήφια σημεία τοπικών ακροτάτων της f|M .
191
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ
Απόδειξη. Έστω
d := inf{∥x̄ − ȳ∥ : x̄ ∈ A, ȳ ∈ B} ≥ 0,
δηλ. υπάρχουν ακολουθίες (x̄ν ) ⊂ A και (ȳν ) ⊂ B με ∥x̄ν − ȳν ∥ → d. Αφού το A
είναι συμπαγές, θα υπάρχει υπακολουθία (x̄kν ) ⊂ (x̄ν ) με x̄kν → ξ̄ ∈ A και άρα,
και ∥x̄kν ∥ → ∥ξ̄∥ (βλ. Άσκηση 15). Η υπακολουθία (ȳkν ) ⊂ (ȳν ) είναι φραγμένη,
αφού
∥ȳkν ∥ ≤ ∥x̄kν − ȳkν ∥ + ∥x̄kν ∥
και η ακολουθία στην δεξιά πλευρά της τριγωνικής ανισότητας συγκλίνει. Άρα, σύμ-
φωνα με το Θεώρημα Bolzano-Weierstrass, υπάρχει υπακολουθία (ȳℓkν ) ⊂ (ȳkν ) με
ȳℓkν → η̄ ∈ , αφού το B είναι κλειστό. Συνεπώς, x̄ℓkν − ȳℓkν → ξ̄ − η̄ και άρα
3.12.1 Ασκήσεις
Άσκηση 101. Βρείτε τα (τοπικά και ολικά) ακρότατα της συνάρτησης f : R2 → R,
f(x, y) = xy, περιορισμένης στη μονοδιάστατη μοναδιαία σφαίρα, δηλ. στον μονα-
διαίο κύκλο κέντρου (0, 0) στο R2 , S1 = {(x, y) ∈ R2 : x2 + y2 = 1}.
0̄ = grad F(x, y, λ)
= grad (λg(x, y) − f(x, y))
= grad (λx2 + λy2 − λ − xy)
= (2λx − y, 2λy − x, x2 + y2 − 1)
192
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ
{ }
1 1 1 1
⇒ (x, y) ∈ √ (1, 1), √ (1, −1), √ (−1, −1), √ (−1, 1) . (3.50)
2 2 2 2
(βʹ) και (γʹ): Η παράγωγος Dg(x, y) = grad (x2 + y2 − 1) = (2x, 2y) είναι πίνα-
κας βαθμίδας 1, για όλα τα (x, y) ∈ R2 \ {(0, 0)} ⊃ S1 = {(x, y) ∈ R2 : x2 + y2 =
1} = M, αφού για αυτά Dg(x, y) ̸= (0, 0). Άρα, τα υποψήφια σημεία τοπικών ακρο-
τάτων της f|S1 δίνονται ακριβώς από το σύνολο στην (3.50).
(δʹ): Αφού το S1 είναι συμπαγές (βλ. Άσκηση 36) και η f|S1 συνεχής, η τελευταία
θα λαμβάνει ολικό μέγιστο και ολικό ελάχιστο στο S1 , τα οποία ως ολικά θα είναι
και τοπικά ακρότατα και άρα, θα είναι το μέγιστο και το ελάχιστο αντίστοιχα, από
τα
( ) ( )
1 1 1
f √ (1, 1) = = f √ (−1, −1) ,
2 2 2
( ) ( )
1 1 1
f √ (1, −1) = − = f √ (−1, 1) .
2 2 2
Βλέπουμε, λοιπόν, οτι η f περιορισμένη στον μοναδιαίο κύκλο S1 λαμβάνει στα σημεία
√1 (1, 1), √1 (−1, −1) το ολικό της μέγιστο 1 , και στα σημεία √1 (1, −1), √1 (−1, 1)
2 2 2 2 2
1
το ολικό της ελάχιστο − 2 , ενώ άλλα τοπικά ακρότατα δεν υπάρχουν.
Αφού το S1 είναι συμπαγές (Άσκηση 36) και η f|S1 είναι συνεχής, η τελευταία λαμβά-
νει (ολικό) μέγιστο και (ολικό) ελάχιστο, τα οποία είναι και τοπικά ακρότατα και άρα,
193
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ
είναι η μεγαλύτερη και η μικρότερη από τις παραπάνω τιμές, αντίστοιχα. Στο σημείο
(1, 0) οι f και f|S1 παρουσιάζoυν τοπικό ελάχιστο, αφού για (x, y) ∈ (0, ∞) × R:
f(x, y) ≥ 0 = f(1, 0), και στο σημείο (−1, 0) οι f και f|S1 παρουσιάζουν τοπικό μέ-
γιστο, αφού για (x, y) ∈ (−∞, 0) × R: f(x, y) ≤ 0 = f(−1, 0). (Για την f τα τοπικά
ακρότατα στα σημεία (±1, 0) δεν είναι γνήσια, ενώ για την f|S1 είναι. Γιατί;)
Να προσεχθεί ότι στην παρούσα άσκηση έχει εφαρμογή και η Παρατήρηση 3.12.3,
αφού η δοσμένη συνθήκη ισοδυναμεί με y2 = 1 − x2 και άρα, έχουμε
g(x, y, z) = z − x − y = 0, (x, y, z) ∈ R3 .
το οποίο ισοδυναμεί με την εύρεση του ολικού ελαχίστου της φ := f2 υπό τη συνθήκη
g(x, y, z) = 0. Αφού το πεδίο ορισμού R3 των φ, g είναι ανοικτό, οι φ, g είναι ως
πολυωνυμικές άπειρες φορές διαφορίσιμες, και ο πίνακας γραμμή Dg(x, y, z) =
grad g(x, y, z) = (−1, −1, 1) ̸= (0, 0, 0) είναι βαθμίδας 1 ∀ (x, y, z) ∈ R3 , σύμφωνα
με τον Θεώρημα των πολλαπλασιαστών Lagrange, όλα τα υποψήφια σημεία τοπικών
ακροτάτων της φ υπό τη συνθήκη g(x, y, z) = 0 δίνονται από τα (x, y, z) των λύσεων
(x, y, z, λ) ∈ R4 του συστήματος
λ λ λ λ 1 1
⇔ x = 1− , y=− , z= , = ⇔ (x, y, z, λ) = (2, −1, 1, 2)
2 2 2 2 3 3
194
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ
με ( )
1 1
f (2, −1, 1) = √ .
3 3
1
Το ότι το σημείο (x, y, z) = 3 (2, −1, 1) είναι το σημείο ολικού ελαχίστου της f στο
επίπεδο z = x + y προκύπτει από την ύπαρξη ενός τέτοιου σημείου ολικού ελαχίστου
σύμφωνα με την Πρόταση 3.12.1 (για A = {(1, 0, 0)} και B = {(x, y, z) ∈ R3 : z =
x + y}, βλ. και Ασκήσεις 16 και 104), και το οποίο, σύμφωνα με το Θεώρημα των
πολλαπλασιαστών Lagrange, θα συμπεριλαμβάνεται στα υποψήφια σημεία τοπικών
ακροτάτων που βρήκαμε. Αφού υπάρχει μόνο ένα τέτοιο υποψήφιο σημείο, αυτό θα
είναι, αναγκαστικά, το σημείο ολικού ελαχίστου.
Σύμφωνα με την Παρατήρηση 3.12.3, μπορούμε, και εδώ, να αναζητήσουμε κα-
τευθείαν τα τοπικά ακρότατα της
Άσκηση 104. Δείξτε ότι ένα επίπεδο z = αx + βy (α, β ∈ R) του R3 είναι κλειστό.
M := {(x, y, z) ∈ R3 : g(x, y, z) := z − αx − βy = 0}
195
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ
Αφού οι f και ḡ είναι άπειρες φορές διαφορίσιμες στο ανοικτό πεδίο ορισμού τους R3 ,
σύμφωνα με το Θεώρημα των πολλαπλασιαστών Lagrange, όλα τα υποψήφια σημεία
τοπικών ακροτάτων της f|M δίνονται από τα (x, y, z) των λύσεων (x, y, z, λ1 , λ2 ) ∈
R5 του συστήματος
grad F(x, y, z, λ1 , λ2 )
= grad (λ1 x + λ1 y + λ1 z + λ2 x2 + λ2 y2 + λ2 z2 − λ2 − 5x − y + 3z)
= (λ1 + 2λ2 x − 5, λ1 + 2λ2 y − 1, λ1 + 2λ2 z + 3, x + y + z, x2 + y2 + z2 − 1)
= (0, 0, 0, 0, 0)
2 2 √
⇔ λ1 = 1, x= , y = 0, z = − , λ2 = ±2 2
λ2 λ2
( )
1 1
⇒ (x, y, z) = ± √ , 0, ∓ √
2 2
με ( )
1 1 √
f ± √ , 0, ∓ √ = ±4 2.
2 2
Αφού η f είναι συνεχής, και το σύνολο είναι συμπαγές (γιατί;), η f|M θα λαμβάνει
ολικό μέγιστο και ελάχιστο, τα οποία θα περιλαμβάνονται στα υποψήφια τοπικά
ακρότατα που βρήκαμε. Συνεπώς, η f|M έχει ολικό μέγιστο
( ) √
1 1
f √ , 0, − √ =4 2
2 2
και ολικό ελάχιστο ( )
1 1 √
f − √ , 0, √ = −4 2
2 2
και δεν έχει άλλο τοπικό ακρότατο.
196
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ
Για να δείξουμε ότι το M είναι κλειστό, πρέπει, και αρκεί να δείξουμε (βλ. Πρόταση
1.4.7) ότι για κάθε ακολουθία ((xν , yν , zν )) ⊂ M με (xν , yν , zν ) → (x, y, z) ∈ R3
ισχύει (x, y, z) ∈ M. Όμως, αφού η ḡ : R3 → R2 είναι συνεχής, ισχύει
0̄ = ḡ(xν , yν , zν ) → ḡ(x, y, z) = 0̄
Λύση. Η άσκηση ζητάει να βρούμε τα τοπικά ακρότατα της f|S (x, y) = f(x, 2) = x2 +
4 =: h(x), x ∈ R. Από την Ανάλυση πραγματικών συναρτήσεων μιας πραγματικής
μεταβλητής γνωρίζουμε ότι υπάρχει μόνο ένα σημείο τοπικού ακροτάτου της h, το
σημείο ολικού ελαχίστου της x = 0 με ολικό ελάχιστο το h(0) = 4. Συνεπώς, η f έχει
μόνο ένα σημείο τοπικού ακροτάτου στο S, το σημείο ολικού ελαχίστου (x, 2) = (0, 2)
της f|S με ολικό ελάχιστο f|S (0, 2) = 4.
Το σύνολο S αποτελείται από τα σημεία (x, y) ∈ R2 , που πληρούν την συνθήκη
y = 2, δηλ.
S = {(x, y) ∈ R2 : g(x, y) := y − 2 = 0}.
Εξ’ ορισμού, το να βρούμε τα τοπικά ακρότατα της f|S δεν σημαίνει τίποτα άλλο, από
το να βρούμε τα ακρότατα της f υπό την συνθήκη g(x, y) = y − 2 = 0. Παρατηρούμε
ότι και εδώ, δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσουμε την μέθοδο των πολλαπλα-
σιαστών Lagrange, επειδή μπορούμε να εκφράσουμε ρητά την f|S ως συνάρτηση μίας
μεταβλητής. Προφανώς η μέθοδος των πολλαπλασιαστών Lagrange πρέπει να δώσει
το ίδιο αποτέλεσμα. Πράγματι, αφού οι f, g είναι συνεχώς διαφορίσιμες, η παράγωγος
της g είναι βαθμίδας r = 1 για κάθε (x, y) ∈ R2 , επειδή
( )
∂ ∂
Dg(x, y) = grad g(x, y) = ∇g(x, y) = g(x, y), g(x, y) = (0, 1) ̸= (0, 0)
∂x ∂y
∀ (x, y) ∈ R2 ⊃ S,
και το σύστημα
197
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ
έχει την μοναδική λύση (x, y, λ) = (0, 2, 4), η f|S έχει το μοναδικό σημείο τοπικού
ακροτάτου (x, y) = (0, 2) με
Από την ανισότητα αυτή παρατηρούμε ότι το (0, 2) είναι το σημείο ολικού γνήσιου
ελαχίστου της f|S . Επίσης, αφού αν υπήρχαν άλλα τοπικά ακρότατα της f|S , αυτά θα
συμπεριλαμβάνονταν στο σύνολο των (x, y), για τα οποία υπάρχει λ ∈ R, έτσι ώστε
το (x, y, λ) να επιλύει το σύστημα (3.51), συμπεραίνουμε ότι η f|S δεν έχει άλλα
τοπικά ακρότατα και άρα, ειδικότερα, ούτε και ολικό μέγιστο.
Παρατήρηση: Στην άσκηση αυτή γίνεται ιδιαίτερα εμφανές το γεγονός, ότι η
μέθοδος των πολλαπλασιαστών Lagrange μας δίνει μόνο τα υποψήφια σημεία
τοπικών ακροτάτων. Το αν κάποιο από τα σημεία αυτά είναι όντως τοπικό ακρό-
τατο και, αν ναι, τι είδους, πρέπει να εξετάζεται με άλλους τρόπους. Πολλές φορές,
όπως και εδώ, κατά την εξέταση αυτή ενός συγκεκριμένου σημείου, παρατηρούμε ότι
θα μπορούσαμε να είχαμε διαπιστώσει εκ των προτέρων ότι είναι σημείο τοπικού
ακροτάτου, καθώς και το είδος του. Αυτό δεν μειώνει την αξία της μεθόδου, αφού
αυτή περιορίζει δραστικά το σύνολο των πιθανών σημείων ακροτάτου.
198
Κεφάλαιο 4
Ολοκλήρωση
Παρατήρηση 4.1.1. (αʹ) Kάθε κλειστό ορθογώνιο A ⊂ Rn είναι ένα κλειστό και
φραγμένο, δηλαδή συμπαγές, υποσύνολο του Rn .
199
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
B = A, Å = B, ∂A = ∂B = A \ B, v(A) = v(B).
(γʹ) Υπάρχουν βέβαια και ορθογώνια, τα οποία δεν είναι ούτε ανοικτά, ούτε κλει-
στά και είναι αυτά, για τα οποία τα n φραγμένα διαστήματα του R που τα
παράγουν δεν είναι ούτε όλα ανοικτά, ούτε όλα κλειστά. Το εσωτερικό και η
κλειστή θήκη κάθε τέτοιου ορθογωνίου είναι αντίστοιχα, το ανοικτό και κλειστό
ορθογώνιο που παράγεται από τα ίδια (ανοικτά ή κλειστά αντίστοιχα) διαστή-
ματα, ενώ, όπως θα δούμε, ο όγκος του ισούται με τον όγκο του εσωτερικού
του, και τον όγκο της κλειστής θήκης του.
200
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
x2 x2 x2
+ =
x1 x1 x1
Σχήμα 4.1: Η διαμέριση δεξιά είναι κοινή εκλέπτυνση των δύο διαμερίσεων αριστερά.
(δʹ) P ′ = P1′ × · · · × Pn
′ ⊃ P = P ×···×P
1
′
n ⇔ Pi ⊃ Pi ∀ i = 1, . . . , n.
′ δυο διαμερίσεις του A, μια
(εʹ) Αν P = P1 × · · · × Pn και P ′ = P1′ × · · · × Pn
′′ ′
κοινή εκλέπτυνσή τους είναι η P = (P1 ∪ P1 ) × · · · × (Pn ∪ Pn′ ), βλ. Σχήμα
4.1.
και
∑
U(f, P) := sup f|S · v(S), όπου sup f|S = sup {f(x) : x ∈ S},
S∈SP
ονομάζονται αντίστοιχα, κάτω και άνω άθροισμα της f υπό την P, βλ. και τα
Σχήματα 4.2 και 4.3.
201
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Σχήμα 4.2: Ο όγκος inf f|S · v(S) για ένα τυχαίο υποορθογώνιο S. Το άθροισμά τους
για κάθε S που φαίνεται στο επίπεδο 0xy δίνει το L(f, P).
Σχήμα 4.3: Ο όγκος sup f|S · v(S) για ένα τυχαίο υποορθογώνιο S. Το άθροισμά τους
για κάθε S που φαίνεται στο επίπεδο 0xy δίνει το U(f, P).
202
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
(αʹ) ∀ P ∈ P (A): −∞ < inf f · v(A) ≤ L(f, P) ≤ U(f, P) ≤ sup f · v(A) < ∞,
δηλ. για κάθε διαμέριση, το κάτω άθροισμα είναι μικρότερο από το άνω,
και το σύνολο των κάτω αθροισμάτων, όλων των διαμερίσεων, είναι κάτω
φραγμένο, ενώ το σύνολο των άνω αθροισμάτων, όλων των διαμερίσεων,
είναι άνω φραγμένο,
(βʹ) ∀ P, P ′ ∈ P (A) με P ′ ⊃ P:
L(f, P) ≤ L(f, P ′ ) και U(f, P ′ ) ≤ U(f, P),
δηλ. για κάθε εκλέπτυνση P ′ μιας διαμέρισης P, το κάτω άθροισμα της P ′
είναι μεγαλύτερο από το κάτω άθροισμα της P, ενώ το άνω άθροισμα της P ′
είναι μικρότερο από το άνω άθροισμα της P,
έχουμε
∑ ∑ ∑ ∑
inf f · v(S) ≤ inf f|S · v(S) ≤ sup f|S · v(S) ≤ sup f · v(S) .
S∈SP S∈SP S∈SP S∈SP
| {z } | {z } | {z } | {z }
= inf f · v(A) = L(f, P) = U(f, P) = inf f · v(A)
203
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
(S)
(βʹ) Για κάθε S ∈ SP υπάρχουν ℓS ∈ N υποορθογώνια Ti ∈ SP′ , i = 1, . . . , ℓS ,
τέτοια, ώστε
ℓS
∪ (S)
∑
ℓS
(S)
S= Ti , v(S) = v(Ti )
i=1 i=1
και
inf f|S ≤ inf f| (S) ≤ sup f|T (S) ≤ sup f|S ∀ i = 1, . . . , ℓS .
Ti i
Συνεπώς,
∑
ℓS
(S)
∑
ℓS
(S)
inf f|S · v(S) = inf f|S · v(Ti )≤ inf f| (S) · v(Ti )
Ti
i=1 i=1
∑
ℓS
(S)
∑
ℓS
(S)
≤ sup f|
Ti
(S) · v(Ti )≤ sup f|S · v(Ti ) = sup f|S · v(S)
i=1 i=1
και, αφού
(S)
SP′ = {Ti ∈ SP′ : i = 1, . . . , ℓS , S ∈ SP },
προκύπτει
∑ ∑ ∑
ℓS
(S)
∑
inf f|S · v(S) ≤ inf f| (S) · v(Ti )= inf f|T · v(T )
Ti
S∈SP S∈SP i=1 T ∈SP ′
| {z } | {z }
= L(f, P) = L(f, P ′ )
∑ ∑ ∑
ℓS
(S)
∑
≤ sup f|T · v(T ) = sup f|
Ti
(S) · v(Ti )≤ sup f|S · v(S) .
T ∈SP ′ S∈SP i=1 S∈SP
| {z } | {z }
= U(f, P ′ ) = U(f, P)
(γʹ) Έστω P ′′ ∈ P (A) μια κοινή εκλέπτυνση των P, P ′ . Τότε, από τα (β’) και (α’)
έχουμε
L(f, P ′ ) ≤ L(f, P ′′ ) ≤ U(f, P ′′ ) ≤ U(f, P).
2
Παρατήρηση 4.1.4. Να προσεχθεί ότι, σύμφωνα με την Πρόταση 4.1.1 (α’), τα σύνολα
204
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Lf ≤ Uf .
Απόδειξη. Έστω P ∈ P (A). Από την Πρόταση 4.1.1 (γ’), έχουμε L(f, P ′ ) ≤ U(f, P)
∀ P ′ ∈ P (A) και συνεπώς, Lf ≤ U(f, P). Αφού αυτό ισχύει για κάθε P ∈ P (A),
προκύπτει Lf ≤ Uf . 2
205
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Ειδικότερα, για c = 1 ∫
1 = v(A)
A
και, για c = 0 ∫
0 = 0.
A
Παράδειγμα 4.1.2. Έστω f : [0, 1] × [0, 1] → R με
{
0, x ∈ Q
f(x, y) =
1, x ∈ R \ Q.
Έστω P ∈ P (A). Αφού, για κάθε S = [α, β] × [γ, δ] ∈ SP με v(S) > 0, υπάρχουν
x1 ∈ [α, β] ∩ Q και x2 ∈ [α, β] ∩ (R \ Q), έχουμε
inf f|S = 0, sup f|S = 1 ∀ S ∈ SP με v(S) > 0, ∀ P ∈ P (A)
∑
⇒ L(f, P) = 0, U(f, P) = v(S) = v([0, 1] × [0, 1]) = 1 ∀ P ∈ P (A)
S∈SP
⇒ Lf = 0, Uf = 1,
και συνεπώς η f δεν είναι ολοκληρώσιμη.
Θεώρημα 4.1.1. (Κριτήριο ολοκληρωσιμότητας του Riemann¹)
Έστω A ⊂ Rn ένα κλειστό ορθογώνιο, f : A → R μια φραγμένη συνάρτηση,
και L(f, P), U(f, P) τα κάτω και άνω αθροίσματα της f υπό τις διαμερίσεις P,
αντίστοιχα. Τότε,
∀ε>0: 0 ≤ Uf − Lf < ε
ή, ισοδύναμα, Uf = Lf . 2
¹Bernhard Riemann, 1826 -1866, D
206
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Ισχύει και μια διαφορετική εκδοχή του κριτηρίου του Riemann, η οποία ως ανα-
γκαίο κριτήριο ολοκληρωσιμότητας, μας δίνει κάτι ισχυρότερο απ’ ό,τι το Θεώρημα
4.1.1. Από την άλλη, βέβαια, αυτό σημαίνει ότι, ως ικανό κριτήριο, συνήθως, δεν εν-
δείκνυται.
f ολοκληρώσιμη
⇐⇒ ∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ P ∈ P (A) με ∥P ∥ < δ : U(f, P) − L(f, P) < ε.
∑
n
rj
L(f, P ′ ) ≤ L(f, P) + C, U(f, P) − C ≤ U(f, P ′ ), C := 2M∥P ∥v(A) .
βj − αj
j=1
(j) (j)
κj = 1, . . . , kj , j = 1, . . . , n, j ̸= i, με t0 = αj , tkj = βj , διαμερίζονται στα δύο
[ ] [ ] [ ]
(1) (1) (i) (n) (n)
Sℓ = tκ1 −1 , tκ1 × · · · × tκ−1 , s × · · · × tκn −1 , tκn
207
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
και [ ] [ ] [ ]
(1) (1) (i) (n) (n)
Sr = tκ1 −1 , tκ1 × · · · × s, tκ × · · · × tκn −1 , tκn ,
και
όπου [ ]
S ′ = [α1 , β1 ] × · · · × tκ−1 , tκ × · · · × [αn , βn ],
(i) (i)
και άρα,
( )∏
n
∥P ∥
v(S ′ ) = tκ − tκ−1
(i) (i)
(βj − αj ) ≤ v(A),
βi − αi
j=1
j̸=i
ε
L(f, P ′ ) > Lf − ,
2
και έστω ότι οι Pj′ αποτελούνται από rj′ σημεία ̸= αj , βj , j = 1, . . . , n.
Έστω μια τυχαία διαμέριση P. Τότε
L(f, P ′ ∪ P) ≥ L(f, P ′ )
208
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
∑
n
rj′
L(f, P ′ ∪ P) ≤ L(f, P) + ∥P ∥c ′ με c ′ := 2Mv(A) .
βj − αj
j=1
ε ∑
n
rj′′
U(f, P) − ∥P ∥c ′′ < Uf + με c ′′ := 2Mv(A) .
2 βj − αj
j=1
209
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
∫
⇐: Έστω ότι υπάρχει ένας αριθμός A f, όπως στον Ορισμό 4.1.6, και έστω ε > 0.
Τότε, θα υπάρχει ένα δ > 0, έτσι ώστε για κάθε P ∈ P (A) λεπτότητας ∥P ∥ < δ, και
κάθε συλλογή σημείων ξ̄P , όπως στον Ορισμό 4.1.6, να ισχύει
∑ ∫
−ε < f(ξ̄S ) · v(S) − f < ε.
S∈SP A
Αλλά, τότε,
∫ ∫ ∫ ∫
−ε ≤ L(f, P) − f ≤ Lf − f ≤ Uf − f ≤ U(f, P) − f ≤ ε.
A A A A
∫
Αφού αυτό ισχύει για κάθε ε > 0, προκύπτει Lf = A f = Uf . 2
(εʹ) fg ολοκληρώσιμη.
210
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
inf f|S + inf g|S ≤ f(x̄) + g(x̄) ≤ sup f|S + sup g|S
∀ x̄ ∈ S, S ∈ SP , P ∈ P (A),
inf f|S + inf g|S ≤ inf(f + g)|S ≤ sup(f + g)|S ≤ sup f|S + sup g|S
∀ S ∈ SP , P ∈ P (A).
211
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
(γʹ) Έχουμε
212
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
ε ε
∀ ε > 0 ∃ x, y ∈ B :
x > sup B − , y < inf B +
2 2
⇒ ∀ ε > 0 ∃ x, y ∈ B : |x − y| ≥ x − y > sup B − inf B − ε
⇒ ∀ ε > 0 : sup {|x − y| : x, y ∈ B} > sup B − inf B − ε
⇒ sup {|x − y| : x, y ∈ B} ≥ sup B − inf B.]
Αφού η f είναι φραγμένη, και η |f| είναι φραγμένη, και από την (4.4) έχουμε
|f(x̄)| − |f(ȳ)| ≤ |f(x̄) − f(ȳ)| ≤ sup f|S − inf f|S
∀ x̄, ȳ ∈ S, S ∈ SP , P ∈ P (A),
από την οποία, εφαρμόζοντας πάλι την (4.4), προκύπτει
sup |f|S − inf |f|S ≤ sup f|S − inf f|S ∀ S ∈ SP , P ∈ P (A),
και άρα,
|g(x̄) − g(ȳ)| ≤ sup g|S − inf g|S , |f(x̄) − f(ȳ)| ≤ sup f|S − inf f|S
∀ x̄, ȳ ∈ S, S ∈ SP , P ∈ P (A),
213
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
έχουμε
|(fg)(x̄) − (fg)(ȳ)| ≤ sup |f| (sup g|S − inf g|S ) + sup |g| (sup f|S − inf f|S )
∀ x̄, ȳ ∈ S, S ∈ SP , P ∈ P (A),
που από την (4.4) συνεπάγεται
και άρα,
∀ ε > 0 ∃ P ′ , P ′′ ∈ P (A) :
ε ε
U(g, P ′ ) − L(g, P ′ ) < , U(f, P ′′ ) − L(f, P ′′ ) < ,
2 sup |f| 2 sup |g|
το οποίο για μια κοινή εκλέπτυνση P ∈ P (A) των P ′ , P ′′ συνεπάγεται
214
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
και άρα,
∑ ( )
Uf − Lf ≥ Uf|S − Lf|S ≥0 (4.5)
S∈SP
(S)
Από την άλλη, έστω για κάθε S ∈ SP οι τυχαίες διαμερίσεις P(S) = P1 × · · · ×
(∪ ) (∪ )
(S) (S) (S)
Pn ∈ P (S). Τότε, R = S∈SP P1 × ··· × S∈SP Pn ∈ P (A) και κάθε
R ∩ S ∈ P (S) είναι μια εκλέπτυνση της P(S) . Συνεπώς,
∑ ∑
Lf ≥ L(f, R) = L(f|S , R ∩ S) ≥ L(f|S , P(S) ),
S∈SP S∈SP
∑ ∑
Uf ≤ U(f, R) = U(f|S , R ∩ S) ≤ U(f|S , P(S) ),
S∈SP S∈SP
και άρα,
∑ ( )
0 ≤ Uf − Lf ≤ Uf|S − Lf|S . (4.6)
S∈SP
215
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
βλ. Σχήμα 4.4. Αν υποθέσουμε ότι το πλάτος ti − ti−1 της λουρίδας [ti−1 , ti ] × [γ, δ]
είναι πολύ μικρό, και συνεπώς, η f πάνω σε αυτήν προσεγγιστικά σταθερή, μπορούμε
να φανταστούμε ότι ο όγκος μεταξύ αυτής της λουρίδας και του γραφήματος της f
δίνεται προσεγγιστικά από το ολοκλήρωμα
∫ ∫δ
f(x, y)d(x, y) ≈ (ti − ti−1 ) f(xi , y)dy,
[ti−1 ,ti ]×[γ,δ] γ
και συνεπώς, στο πνεύμα της Πρότασης 4.1.3, το ολοκλήρωμα της f πάνω από το A
θα είναι προσεγγιστικά
∫ k ∫
∑
f(x, y)d(x, y) = f(xi , y)d(x, y)
A i=1 [ti−1 ,ti ]×[γ,δ]
∑k ∫δ
≈ (ti − ti−1 ) f(xi , y)dy,
i=1 γ
∫ β (∫ δ )
≈ f(x, y)dy dx,
α γ
όπου για την τελευταία προσέγγιση χρησιμοποιήσαμε την έννοια του αθροίσματος
Riemann, για ολοκληρώματα συναρτήσεων μίας μεταβλητής.
216
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
γ=0
α ti−1 xi ti β x
Φυσικά, τα παραπάνω δεν συνιστούν απόδειξη, αλλά είναι μόνο η διαισθητική μας
εκτίμηση για το τι θα πρέπει να ισχύει, τουλάχιστον στην περίπτωση «καλών» συναρ-
τήσεων f. Στη συνέχεια θα δούμε τι ακριβώς συμβαίνει, και υπό ποιές προϋποθέσεις
ισχύουν τα παραπάνω.
A ∋ x̄ 7→ Lf(x̄,·) ∈ R, A ∋ x̄ 7→ Uf(x̄,·) ∈ R,
όπου Lf(x̄,·) και Uf(x̄,·) το κάτω και άνω ολοκλήρωμα αντίστοιχα, των φραγμένων
συναρτήσεων
f(x̄, ·) : B ∋ ȳ 7→ f(x̄, ȳ) ∈ R, x̄ ∈ A,
είναι ολοκληρώσιμες, και ισχύει
∫ ∫ ∫
f= Lf(x̄,·) dx̄ = Uf(x̄,·) dx̄.
A×B A A
⁵Guido Fubini, 1879 - 1943, I
217
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
L : A ∋ x̄ 7→ Lf(x̄,·) ∈ R, U : A ∋ x̄ 7→ Uf(x̄,·) ∈ R
Θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια την απόδειξη για την L. Η απόδειξη για την U είναι
ανάλογη και αφήνεται ως άσκηση.
Έστω P ∈ P (A × B). Τότε P = PA × PB με PA ∈ P (A) και PB ∈ P (B), και
SP = {S = SA × SB : SA ∈ SPA , SB ∈ SPB }.
Άρα,
∑ ∑ ∑
L(f, P) = inf f|S · v(S) = inf f|SA ×SB · v(SB ) · v(SA ). (4.7)
S∈SP SA ∈SPA SB ∈SPB
Όμως,
και συνεπώς,
∑ ∑
inf f|SA ×SB · v(SB ) ≤ inf f(x̄, ·)|SB · v(SB ) = L(f(x̄, ·), PB )
SB ∈SPB SB ∈SPB
≤ Lf(x̄,·) = L(x̄) ∀ x̄ ∈ SA ,
που συνεπάγεται
∑
inf f|SA ×SB · v(SB ) ≤ inf L|SA ,
SB ∈SPB
218
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Αντίστοιχα, αφού
∑
UL ≤ U(L, PA ) = sup L|SA · v(SA ),
SA ∈SPA
όπου
∑
∀ x̄ ∈ SA : L(x̄) ≤ U (x̄) ≤ U(f(x̄, ·), PB ) = sup f(x̄, ·)|SB · v(SB )
SB ∈SPB
∑
≤ sup f|SA ×SB · v(SB ),
SB ∈SPB
που συνεπάγεται
∑
sup L|SA ≤ sup f|SA ×SB · v(SB ),
SB ∈SPB
έχουμε
∑ ∑ ∑
UL ≤ sup f|SA ×SB · v(SB ) · v(SA ) = sup f|S · v(S) = U(f, P)
SA ∈SPA SB ∈SPB S∈SP
Lf ≤ LL ≤ UL ≤ Uf ,
∫
το οποίο με Lf = Uf = A×B f ολοκληρώνει την απόδειξη για την L. 2
Από το Θεώρημα Fubini, στη γενική του μορφή, προκύπτει άμεσα η συνηθέστερα
χρησιμοποιούμενη μορφή του.
219
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Παρατήρηση 4.1.7. Κατά αναλογία με την προηγούμενη παρατήρηση ισχύει και εδώ
ότι, αν f : A × B → R ολοκληρώσιμη, με A ⊂ Rn , B ⊂ Rm κλειστά ορθογώνια,
∫ και
f(·, ȳ) : A → R ολοκληρώσιμες για κάθε ȳ ∈ B, τότε και η B ∋ ȳ 7→ A f(x̄, ȳ) dx̄
είναι ολοκληρώσιμη με
∫ ∫ (∫ )
f(x̄, ȳ) d(x̄, ȳ) = f(x̄, ȳ) dx̄ dȳ. (4.10)
A×B B A
Τα ολοκληρώματα στα δεξιά των (4.9) και (4.10) ονομάζονται επαναληπτικά ολο-
κληρώματατης f. Ο συνδυασμός των δύο προηγούμενων αποτελεσμάτων οδηγεί στο
ακόλουθο πόρισμα.
Μέχρι στιγμής, εκτός από τον ορισμό μέσω των άνω και κάτω αθροισμάτων,
και το Κριτήριο Riemann, δεν διαθέτουμε άλλα κριτήρια ολοκληρωσιμότητας μιας
φραγμένης συνάρτησης επί ενός κλειστού ορθογωνίου του Rn . Όπως θα δούμε σε
λίγο:
220
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Υπενθυμίζουμε ότι τα κλειστά ορθογώνια είναι συμπαγή υποσύνολα του Rn και άρα,
μια συνεχής συνάρτηση ορισμένη σε αυτά, είναι φραγμένη (και μάλιστα, λαμβάνει
μέγιστο και ελάχιστο).
Το αποτέλεσμα αυτό ,σε συνδυασμό με την επαναληπτική εφαρμογή του Πορί-
σματος 4.1.2 (βλ. και Άσκηση 113), οδηγεί στο επόμενη άκρως πρακτική πρόταση.
Να προσεχθεί ότι οι τα dxi πρέπει να γράφονται με την ανάποδη σειρά από αυτήν
∫β
των α i , για να είναι σαφής η αντιστοιχία μεταβλητής και διαστήματος ολοκλήρωσης.
i
Πολλές φορές, ιδίως σε πιο εφαρμοσμένη βιβλιογραφία, απαντάται (και για τον
λόγο αυτό) και η γραφή
∫ ∫ β1 ∫ β2 ∫ βn
f(x1 , . . . , xn ) d(x1 , . . . , xn ) = dx1 dx2 . . . dxn f(x1 , . . . , xn ),
A α1 α2 αn
∪
k ∑
k
Ui ⊃ A και v(Ui ) < ε.
i=1 i=1
⁶ή όγκο
221
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
(βʹ) Λέμε ότι μια ιδιότητα ισχύει σχεδόν παντού στο S ⊂ Rn , αν ισχύει παντού
στο S εκτός από ένα υποσύνολό του μηδενικού μέτρου.
Ορισμός 4.1.8. To A ⊂ Rn είναι συμπαγές, αν ισχύει ένας από τους τρεις επόμενους
ισοδύναμους χαρακτηρισμούς:
Πρόταση 4.1.5. (αʹ) Οι ορισμοί του μηδενικού μέτρου και του μηδενικού περιε-
χομένου δεν αλλάζουν, αν αντί για κλειστά ορθογώνια θεωρήσουμε ανοικτά.
(βʹ) Κάθε υποσύνολο ενός συνόλου με μηδενικό μέτρο ή περιεχόμενο έχει μηδενικό
μέτρο ή περιεχόμενο, αντίστοιχα.
(εʹ) Κάθε συμπαγές σύνολο μηδενικού μέτρου έχει και μηδενικό περιεχόμενο.
(στʹ) Κάθε κλειστό ορθογώνιο έχει μη μηδενικό περιεχόμενο και μη μηδενικό μέτρο.
Απόδειξη. (αʹ) Κάθε κλειστό ορθογώνιο U = [α1 , β1 ] × · · · × [αn , βn ] (με v(U) >
0) περιέχεται στο ανοικτό
( √ √ )
( n 2 − 1)(β1 − α1 ) ( n 2 − 1)(β1 − α1 )
V= α1 − , β1 + ×···
2 2
( √ √ )
( n 2 − 1)(βn − αn ) ( n 2 − 1)(βn − αn )
· · · × αn − , βn +
2 2
222
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
με
n √
∏ n
v(V) = 2 (βi − αi ) = 2 v(U).
i=1
Έστω A ⊂ Rn με µ(A) = 0 ή v(A) = 0 και ε > 0. Τότε υπάρχει, αντίστοιχα,
ένα άπειρα αριθμήσιμο ή πεπερασμένο σύνολο από κλειστά ορθογώνια Ui με
∪ ∑ ε
Ui ⊃ A και v(Ui ) < .
i
2
i
Άρα, αν αντί για τα κλειστά Ui θεωρήσουμε τα ανοικτά Vi κατασκευασμένα
όπως πιο πάνω, θα έχουμε
∪ ∑
Vi ⊃ A και v(Vi ) < ε.
i i
Από την άλλη, αν ισχύουν οι ορισμοί με ανοικτά ορθογώνια Vi , τότε θα ισχύουν
και με τα κλειστά Ui = V i ⊃ Vi , αφού v(Vi ) = v(V i ) = v(Ui ).
(βʹ) Αν ένα υποσύνολο A καλύπτεται από μια οικογένεια υποσυνόλων, τότε και
κάθε υποσύνολό του B ⊂ A καλύπτεται από αυτήν.
(γʹ) Έστω ότι τα Aκ ⊂ Rn , κ = 1, . . . , k, k ∈ N, έχουν μηδενικό περιεχόμενο,
(κ)
και ε > 0. Τότε, για κάθε κ = 1, . . . , k υπάρχουν κλειστά ορθογώνια Ui ,
i = 1, . . . , ℓκ , ℓκ ∈ N με
∪
ℓκ
(κ)
∑
ℓκ
( (κ) ) ε
Ui ⊃ Aκ και v Ui < ∀ κ = 1, . . . , k.
i=1
k
i=1
Συνεπώς,
∪
k ∪
ℓκ
(κ) ∪
k ∑
k ∑
ℓκ
( (κ) ) ∑k
ε
Ui ⊃ Aκ και v Ui < = ε.
κ=1 i=1 κ=1
k
κ=1 i=1 κ=1
Έστω τώρα, (Ak )k∈N μια ακολουθία υποσυνόλων του μηδενικού μέτρου Rn
και ε > 0. Τότε, για κάθε k ∈ N υπάρχει μια ακολουθία κλειστών ορθογωνίων
( (k) )
Ui i∈N
με
∞ ∞
∑
∪ (k) ( (k) ) ε
Ui ⊃ Ak και v Ui < k ∀ k ∈ N.
i=1
2
i=1
Συνεπώς,
∑∞ ∑ ∞ ∞
∞ ∪
∪ ∞
(k)
∞
∪ ( (k) ) ∑ ε
Ui ⊃ Ak και v Ui < = ε,
k=1 i=1 k=1
2k
| {z } k=1 i=1
| {z } k=1
∞ ∞
∪ ∑
=: =:
k,i=1 k,i=1
223
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
∪∞
και άρα, το σύνολο A έχει μηδενικό μέτρο, αφού το σύνολο των κλειστών
{ (k) k=1 k }
ορθογωνίων Ui : i, k ∈ N είναι αριθμήσιμο (όπως π.χ. το Q ή το N × N
είναι αριθμήσιμα, επειδή το N είναι αριθμήσιμο).
(εʹ) Έστω
∑∞ (Ui )i∈N ένα άπειρα αριθμήσιμο κάλυμμα του A από ανοικτά ορθογώνια,
με i=1 v(Ui ) < ε. Αφού το A είναι συμπαγές, καλύπτεται και από ένα
πεπερασμένο πλήθος από αυτά, τα οποία έχουν προφανώς αθροιστικά όγκο
μικρότερο του ε.
∏n
(στʹ) Έστω A = [α1 , β1 ] × · · · × [αn , βn ] ⊂ Rn με v(A) := i=1 (βi − αi ) > 0
και
[ ] [ ]
(κ) (κ) (κ) (κ)
Uκ = α1 , β1 × · · · × αn , βn , κ = 1, . . . , k, k ∈ N,
∪k
κλειστά ορθογώνια με A ⊂ κ=1 Uκ . Τότε, για κάθε i = 1, . . . , n τα αi , βi
(κ) (κ)
μαζί με αυτά τα αi , βi , που βρίσκονται στο (αi , βi ), ορίζουν μια διαμέριση
Pi του [αi , βi ] και κάθε S ∈ SP της P = P1 × · · · × Pn ∈ P (A) περιέχεται
σε κάποιο Uκ με Uκ ∩ Å ̸= ∅ και v(Uκ ) ≥ v(Uκ ∩ A) ≥ v(S), ενώ για κάθε
τέτοιο Uκ το Uκ ∩ A είναι η ένωση κάποιων S. Συνεπώς,
∑
k ∑
v(Uκ ) ≥ v(S) = v(A) > 0,
κ=1 S∈SP
που σημαίνει ότι το άθροισμα των όγκων ενός πεπερασμένου αριθμού κλει-
στών ορθογωνίων που καλύπτουν το κλειστό ορθογώνιο A δεν μπορεί να γίνει
οσοδήποτε μικρό, δηλ. ότι το A δεν έχει περιεχόμενο 0. Από το (ε’) προκύπτει
ότι τότε, δεν έχει ούτε μηδενικό μέτρο.
224
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
(ζʹ) Έστω ότι το A ⊂ Rn καλύπτεται για τυχαίο ε > 0 από την ένωση ενός
πεπερασμένου αριθμού κλειστών ορθογωνίων Ui , i = 1, . . . , k, k ∈ N. Kάθε
Ui είναι φραγμένο, δηλαδή για κάθε i υπάρχει δi > 0 με Ui ⊂ B(0̄, δi ), και
συνεπώς,
∪
k
A⊂ Ui ⊂ B(0̄, δ) με δ := max{δi : i = 1, . . . , k}.
i=1
2
∑
k
v([αi , βi ]) ≥ v([0, 1]) = 1.
i=1
225
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Τότε,
∞
∪ ∞
∑ ∞
∑ 2ε ε
H⊂ Uk και v(Uk ) = (2k)n−1 = < ε,
k=1
2k+2 (2k)n−1 2
k=1 k=1
√∑
ενώ, αν A ⊂ H με ∥x̄∥ = n 2
i=1 xi ≤ C ∀ x̄ ∈ A, ισχύει
ε
A ⊂ Uk0 για k0 ≥ C με v(Uk0 ) = .
2k0 +1
o(f, ā) := lim g(δ), g(δ) := sup {|f(x̄) − f(ȳ)| : x̄, ȳ ∈ A ∩ B(ā, δ)}, δ > 0,
δ→0
όπου B(ā, δ) = {x̄ ∈ Rn : ∥x̄ − ā∥ < δ} και ∥ · ∥ η Ευκλείδεια νόρμα, ονομάζεται
ταλάντωσητης f στο ā.
⁷Henri Lebesgue, 1875 - 1941, F
226
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Παρατήρηση 4.1.10. (αʹ) Το όριο αυτό υπάρχει πάντα και μάλιστα στο [0, 2 sup |f|],
αφού η g : (0, ∞) → [0, 2 sup |f|] είναι αύξουσα.
Απόδειξη.
Συνεπώς, αφού
∪ ∞
∪
A⊂ V̊x̄ ∪ Ůi
x̄∈A\B i=1
227
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
αρκεί να δείξουμε ότι τα B 1 έχουν μηδενικό μέτρο. Θα δείξουμε ότι έχουν μηδενικό
k
περιεχόμενο.
Έστω k ∈ N, ε > 0 και P ∈ P (A) με U(f, P) − L(f, P) < 2k
ε
. Τότε
∪ ∪
B1 ⊂ ∂S ∪ S, όπου S := {S ∈ SP : S̊ ∩ B 1 ̸= ∅}. (4.13)
k k
S∈SP S∈S
Αν S ∈ S , τότε υπάρχει x̄ ∈ S̊ με
( ) 1
a := lim sup f|A∩B(x̄,δ) − inf f|A∩B(x̄,δ) ≥ ,
δ→0 k
και άρα,
228
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Συνεπώς,
1 ∑ ∑ ε
v(S) ≤ (sup f|S − inf f|S ) · v(S) ≤ U(f, P) − L(f, P) < ,
k 2k
S∈S S∈S
και άρα,
∑ ε
v(S) < . (4.14)
2
S∈S
∪ m ∪
∪ ℓ
(µ)
∑
m ∑
ℓ
( (µ) ) ∑m ∑
ℓ
ε ε ε
∂S ⊂ Tλ με v Tλ = = < .
S∈SP µ=1 λ=1
4ℓm 4 2
µ=1 λ=1 µ=1 λ=1
(4.15)
Από τις (4.13), (4.14) και (4.15) προκύπτει το ζητούμενο. 2
Απόδειξη. Αφού η f είναι συνεχής στο x̄0 με f(x̄0 ) > 0, θα υπάρχει ένα δ > 0, έτσι
f(x̄0 )
ώστε για κάθε x̄ ∈ A ∩ B(x̄0 , δ) να ισχύει f(x̄) ≥ 2 . Συνεπώς, για το κλειστό
f(x̄ )
ορθογώνιο S0 = {x̄ ∈ A : ∥x̄ − x̄0 ∥∞ ≤ 2 n } θα ισχύει inf f|S0 ≥ 20 > 0 και
δ
√
229
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Παρατήρηση 4.1.11.
∫ Προσοχή!
∫ Εδώ το αντίστροφο δεν ισχύει, δηλ. για f, g : A → R
ολοκληρώσιμες: A f = A g ̸⇒ f = g σχεδόν παντού. Αντιπαράδειγμα: A = [−1, 1],
f(x) = x, g = 0.
Απόδειξη. Αφού f = g στο Å, οι τιμές των f και g θα διαφέρουν μόνο σε ένα
(ενδεχομένως κενό) υποσύνολο του ∂A, το οποίο όμως, σύμφωνα με το Παράδειγμα
4.1.3 (γ’), έχει μηδενικό περιεχόμενο. 2
230
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
4.1.2 Ασκήσεις
Άσκηση 108. Έστω f : [0, 1] × [0, 1] → R με
0, 0 ≤ x < 1 ,
f(x, y) = 2
1,
1
≤ x ≤ 1.
2
Δείξτε ότι η f είναι ολοκληρώσιμη, σύμφωνα με τον Ορισμό 4.1.5, και
∫
1
f= .
[0,1]×[0,1] 2
Άσκηση 111. (αʹ) Δώστε ένα κλειστό υποσύνολο του Rn με μηδενικό μέτρο, αλλά
χωρίς μηδενικό περιεχόμενο.
231
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
∫
(αʹ) (2x + 3y) d(x, y), όπου A = [0, 2] × [3, 4],
A
∫
(βʹ) (xy + y2 ) d(x, y), όπου A = [0, 1] × [0, 1],
A
∫
(γʹ) ex+y d(x, y), όπου A = [1, 2] × [1, 2],
A
∫
2 ] × [0, 2 ],
sin(x + y) d(x, y), όπου A = [0, π π
(δʹ)
A
∫
2z
(εʹ) d(x, y, z), όπου A = [1, 2] × [2, 3] × [0, 2],
A (x + y)2
∫
x2 z3
(στʹ) d(x, y, z), όπου A = [0, 1] × [0, 1] × [0, 1].
A 1 + y2
Άσκηση 115. Έστω f : [a, b] → R, g : [c, d] → R συνεχείς. Δείξτε ότι
∫ (∫ ) (∫ )
b d
f(x)g(y)d(x, y) = f(x)dx g(y)dy .
[a,b]×[c,d] a c
232
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
(βʹ) Το ολοκλήρωμα της f είναι καλά ορισμένο, αφού παραμένει αμετάβλητο, αν αντί
για το κλειστό ορθογώνιο A ⊂ Rn με B ⊂ A επιλέξουμε οποιοδήποτε άλλο
κλειστό ορθογώνιο C ⊂ Rn με B ⊂ C. Πράγματι, αν v(A ∩ C) > 0, A\C ̸= ∅,
C\A ̸= ∅ και P ∈ P (A), Q ∈ P (C) τέτοιες, ώστε A ∩ C ∈ SP ∩ SQ , τότε,
σύμφωνα με την Πρόταση 4.1.3,
∫ ∫ ∑ ∫ ∫ ∑ ∫ ∫
fB = fB + fB = fB + fB = fB
A A∩C S A∩C T C
S∈SP \{A∩C} T ∈SQ \{A∩C}
233
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
234
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Όμως,
(εʹ) fg ολοκληρώσιμη.
235
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Από τα (β’) και (γ’) του προηγούμενου θεωρήματος και τον Ορισμό 4.1.11, προ-
κύπτει άμεσα και το ακόλουθο απλό, αλλά πολύ βασικό αποτέλεσμα.
∂A = A \ Å = A ∩ (Å)c = A ∩ Ac = ∂(Ac ),
Å ⊂ A ⇒ (Å)c ⊃ Ac ⇒ (Å)c ⊃ Ac
και
236
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
A = (A ∩ B) ∪ (A ∩ Bc ) = (A ∩ B) ∪ (A \ B),
B = (B ∩ A) ∪ (B ∩ Ac ) = (A ∩ B) ∪ (B \ A),
A ∪ B = (A ∩ B) ∪ (A \ B) ∪ (B \ A),
Μέχρι τώρα, όταν λέμε ότι ένα A ⊂ Rn έχει μηδενικό περιεχόμενο, v(A) = 0,
μπορεί να εννοούμε δύο φαινομενικά ανεξάρτητες ιδιότητες του A:
237
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
(αʹ) είτε, ότι για κάθε ε > 0 υπάρχει ένα πεπερασμένο πλήθος κλειστών ορθογωνίων
που καλύπτουν το A, και έχουν αθροιστικά όγκο < ε, σύμφωνα με τον Ορισμό
4.1.7 (β’),
∫
(βʹ) είτε, αν το A είναι Jordan-μετρήσιμο, ότι ή A = ∅ ή A 1 = 0, σύμφωνα με τον
Ορισμό 4.1.11.
Στην πραγματικότητα όμως, αυτές οι δύο ιδιότητες είναι ισοδύναμες, όπως απο-
δεικνύεται με την επόμενη πρόταση, το οποίο δικαιολογεί και τη χρήση του ίδιου
συμβολισμού για αυτές.
δηλαδή το ∂B έχει μηδενικό περιεχόμενο κατά τον Ορισμό 4.1.7 (β’), και αφού το
B είναι και φραγμένο (βλ. Πρόταση 4.1.5 (ζ’)), θα είναι Jordan-μετρήσιμο, σύμφωνα
με την Πρόταση 4.1.9, και από τον Ορισμό 4.1.11, το Πόρισμα 4.1.11 και την (4.19)
προκύπτει
( )
∪
k ∑k
0 ≤ v(B) ≤ v Ui ≤ v(Ui ) < ε.
i=1 i=1
Όμως, ∑
0 ≤ L(χB , P) = inf χB |S · v(S) ≤ LχB = 0
S∈SP
238
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
και άρα, ∑
U(χB , P) = sup χB |S · v(S) < ε.
S∈SP
239
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
240
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Έτσι, αφού
ισχύει ∑
∪
Γf ⊂ AS και v(AS ) < ε,
S∈SP S∈SP
241
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
και άρα, το M είναι φραγμένο. Σύμφωνα με την Πρόταση 4.1.9, για να αποδείξουμε
ότι το M είναι Jordan-μετρήσιμο, αρκεί να δείξουμε ότι το σύνορό του, ∂M, έχει
(n + 1)-διάστατο μηδενικό περιεχόμενο ή ισοδύναμα, αφού ∂M συμπαγές, (n + 1)-
διάστατο μηδενικό μέτρο.
Κάθε σημείο (x̄, y) = (x1 , . . . , xn , y) ∈ M με τις ιδιότητες
είναι εσωτερικό σημείο του M, αφού για κάθε τέτοιο σημείο υπάρχουν ε, δ > 0 με
και άρα,
που συνεπάγεται (x̄, y) ∈ M̊. Συνεπώς, το σύνορο του M είναι υποσύνολο των
σημείων (x̄, y) ∈ B × [a, b] που δεν ικανοποιούν κάποια από τις ιδιότητες στο (4.24),
δηλαδή το ∂M περιέχεται στην ένωση των συνόλων
∪
k ∑
k
ε
∂B ⊂ Ui και v(Ui ) < .
i=1
b−a
i=1
∞
∪ ∞
∑ ε
{x̄ ∈ B : fℓ ασυνεχής στο x̄} ⊂ Viℓ και v(Viℓ ) < .
i=1
b−a
i=1
Τότε, τα κλειστά ορθογώνια Viℓ × [a, b] ⊂ Rn+1 καλύπτουν το Aℓ , και έχουν αθροι-
στικά όγκο < ε. ΄Ετσι, αποδείξαμε ότι το M είναι Jordan-μετρήσιμο.
242
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Από τις (4.25), (4.28) και (4.29) προκύπτει ο αποδεικτέος τύπος (4.22). 2
243
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Αφού
(y − y0 )2 ≤ r2 − (x − x0 )2
√
⇔ |y − y0 | ≤ r2 − (x − x0 )2
√ √
⇔ − r2 − (x − x0 )2 ≤ y − y0 ≤ r2 − (x − x0 )2
√ √
⇔ y0 − r2 − (x − x0 )2 ≤ y ≤ y0 + r2 − (x − x0 )2
για
(x − x0 )2 ≤ r2
⇔ |x − x0 | ≤ r
⇔ − r ≤ x − x0 ≤ r
⇔ x0 − r ≤ x ≤ x0 + r,
έχουμε
∆ = {(x, y) ∈ R2 : x ∈ B, f1 (x) ≤ y ≤ f2 (x)} (4.31)
με
B := [x0 − r, x0 + r],
√
f1 (x) := y0 − r2 − (x − x0 )2 ,
√
f2 (x) := y0 + r2 − (x − x0 )2 .
αφού
∫1 √ √ 1 ∫1
s2
1 − s2 ds = s 1 − s2 ds + √
0 1 − s2
s=0 0
∫1 √ ∫1 ∫ 1
1 1 1 1 1 π
=− 2
1 − s ds + √ ds = √ ds = arcsin s = .
0 0 1−s 2 2 0 1−s 2 2 s=0 4
∫r √
π
Παρατήρηση 4.1.14. Συγκρατούμε: r2 − t2 dt = r2 για r ≥ 0.
0 4
244
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Όμως,
{ {
1, x̄ ′ ∈ Q(ξ) 1, (ξ, x̄ ′ ) ∈ M
χQ(ξ) (x̄ ′ ) = = = χM (ξ, x̄ ′ ),
0, x̄ ′ ∈ Rn−1 \ Q(ξ) 0, (ξ, x̄ ′ ) ∈ Rn \ M
και συνεπώς, ∫
q(ξ) = χM (ξ, x̄ ′ ) dx̄ ′ ∀ ξ ∈ [a, b].
A
Το συμπέρασμα προκύπτει, τώρα, άμεσα από το Θεώρημα του Fubini 4.1.7. 2
⁸Bonaventura Cavalieri, 1598 - 1647, I
245
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
με
{ }
∆ := (x, y) ∈ R2 : (x − x0 )2 + (y − y0 )2 ≤ r2 ,
√
χ1 (x, y) := z0 − r2 − (x − x0 )2 − (y − y0 )2 ,
√
χ2 (x, y) := z0 + r2 − (x − x0 )2 − (y − y0 )2 ,
Q(ξ) = {(y, z) ∈ R2 : (y − y0 )2 + (z − z0 )2 ≤ r2 − (ξ − x0 )2 },
δηλαδή
√ ένας κλειστός κυκλικός δίσκος στον R2 κέντρου (y0 , z0 ) ∈ R2 και ακτίνας
r − (ξ − x0 )2 ≥ 0. Συνεπώς, σύμφωνα με το προηγούμενο Παράδειγμα 4.1.4, το
2
Q(ξ) είναι Jordan-μετρήσιμο με περιεχόμενο q(ξ) = π (r2 − (ξ − x0 )2 ) για κάθε
ξ ∈ [x0 − r, x0 + r]. Άρα, σύμφωνα με την Αρχή του Cavalieri, ο όγκος της μπάλας
είναι
∫ x0 +r ∫ x0 +r
v(M) = q(ξ) dξ = π (r2 − (ξ − x0 )2 )dξ
x0 −r x0 −r
∫r ( t3 )r 4π 3
= 2π (r2 − t2 )dt = 2π r2 t − = r .
0 3 t=0 3
246
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
247
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
και
∫ ∫ d (∫ ψ2 (y) )
g(x, y) d(x, y) = g(x, y) dx dy.
C c ψ1 (y)
Παράδειγμα 4.1.7. Στο Παράδειγμα 4.1.5 είδαμε ότι ο όγκος της μπάλας M (4.32)
είναι ∫ √
v(M) = 2 r2 − (x − x0 )2 − (y − y0 )2 d(x, y),
∆
όπου ∆ ο κλειστός κυκλικός δίσκος (4.30) του Παραδείγματος 4.1.4, ο οποίος είναι
ένα κανονικό χωρίο ως προς τον άξονα των x, αφού μπορεί να γραφεί στη μορφή
(4.31) με B = [x0 − r, x0 + r] και f1 , f2 : B → R συνεχή,
√ √
f1 (x) = y0 − r2 − (x − x0 )2 , f2 (x) = y0 + r2 − (x − x0 )2 .
248
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
√
∫r ∫ r2 −ξ2 √
=8 r2 − ξ2 − η2 dη dξ,
0 0
ή
∫ ∫ d (∫ ψ2 (y) (∫ χ2 (x,y) ) )
f(x, y, z) d(x, y, z) = f(x, y, z) dz dx dy,
M c ψ1 (y) χ1 (x,y)
αντίστοιχα.
Παράδειγμα 4.1.8. Η κλειστή τριδιάστατη μπάλα M (4.33) του Παραδείγματος 4.32
είναι ένα κανονικό χωρίο ως προς το επίπεδο (x, y), με όγκο
∫
v(M) = 1 d(x, y, z)
M
∫ (∫ z0 +√r2 −(x−x0 )2 −(y−y0 )2 )
= √ 1 dz d(x, y)
∆ z0 − r2 −(x−x0 )2 −(y−y0 )2
∫ x0 +r (∫ y0 +√r2 −(x−x0 )2 (∫ z0 +√r2 −(x−x0 )2 −(y−y0 )2 ) )
= √ √ 1 dz dy dx,
x0 −r y0 − r2 −(x−x0 )2 z0 − r2 −(x−x0 )2 −(y−y0 )2
όπου ∆ ⊂ R2 το κανονικό χωρίο ως προς τον άξονα 0x (4.31) του κλειστού κυκλικού
δίσκου.
249
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
4.1.4 Ασκήσεις
Άσκηση 117. (αʹ) ∫Βρείτε ένα φραγμένο B ⊂ Rn μηδενικού μέτρου για το οποίο το
ολοκλήρωμα B 1 δεν υπάρχει.
(βʹ) Δείξτε ∫ότι, αν το B ⊂ Rn έχει μηδενικό μέτρο και είναι Jordan-μετρήσιμο, τότε
ισχύει B 1 = 0.
Άσκηση 121. Υπολογίστε τον όγκο του σώματος μεταξύ του επιπέδου z = x + y και
του ορθογωνίου [0, 1] × [0, 2]. [Λ: 3]
Άσκηση 122. Υπολογίστε τον όγκο του σώματος που φράσσεται από πάνω από το
παραβολοειδές z = x2 + y2 και από κάτω από το ορθογώνιο [0, 1] × [0, 1]. [Λ: 3
2
]
Άσκηση 123. Υπολογίστε τον όγκο του σώματος που βρίσκεται κάτω από την επι-
φάνεια z = xy2 + y3 και πάνω από το ορθογώνιο [0, 2] × [0, 2]. [Λ: 40
3 ]
x2 y2
Άσκηση 124. Υπολογίστε το εμβαδό του ελλειπτικού δίσκου + ≤ 1 (a, b > 0).
a2 b2
[Λ: πab]
x2 y2 z2
Άσκηση 125. Υπολογίστε τον όγκο του ελλειψοειδούς + + ≤ 1 (a, b, c >
a2 b2 c2
4
0). [Λ: 3 πabc]
250
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Άσκηση 128. Υπολογίστε τον όγκο του τετραέδρου, που περικλείεται από τα τρία
2
επίπεδα συντεταγμένων και το επίπεδο z = 2 − 2x − y. [Λ: 3 ]
Άσκηση 129. Υπολογίστε τον όγκο του σώματος, που περικλείεται από το υπερβολικό
παραβολοειδές z = xy, το τρίγωνο με γωνίες (0, 0, 0), (1, 0, 0), (0, 1, 0) και το επίπεδο
1
x + y = 1. [Λ: 24 ]
Άσκηση 130. Υπολογίστε τον όγκο του σώματος μεταξύ των επιπέδων z = 0 και z =
x2 y2
αx + βy + γ, που φράσσεται από τον ελλειπτικό κύλινδρο a2
+ b2
≤ 1 (a, b > 0).
[Λ: π abγ]
Άσκηση 131. Υπολογίστε τον όγκο του σώματος που περικλείεται από το επίπεδο
xy και το τμήμα του παραβολοειδούς z = 1 − x2 − y2 , που βρίσκεται πάνω από το
επίπεδο αυτό. [Λ: π
2]
∫
Άσκηση 132. Υπολογίστε το ολοκλήρωμα B (x2 + 3y2 + 1) d(x, y), όπου B, ο κυ-
κλικός δίσκος κέντρου (0, 0) και ακτίνας 2. [Λ: 32π]
∫
sin x
Άσκηση 133. Υπολογίστε το ολοκλήρωμα d(x, y), όπου B, το τρίγωνο με
B x
γωνίες (0, 0), (1, 0), (1, 1). [Λ: 1 − cos 1]
251
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Ο τύπος (4.36) ισχύει και στην περίπτωση, που το det Dḡ μηδενίζεται ή η ḡ
δεν είναι 1 − 1 σε ένα υποσύνολο N ⊂ T μηδενικού περιεχομένου¹⁰.
Ομοπαραλληλικός μετασχηματισμός
όπου AT + b̄ = {Aȳ + b̄ : ȳ ∈ T }.
Αν A = I ∈ Rn×n ο μοναδιαίος πίνακας, η ḡ είναι μεταφορά, ενώ, αν b̄ = 0̄, η
ḡ είναι γραμμικός μετασχηματισμός.
Πολικές συντεταγμένες
( ) ( )
x r cos φ
ḡ : (0, ∞) × (0, 2π) =: Aπ → R2 , = ḡ(r, φ) = . (4.37)
y r sin φ
252
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
και
( ) (√ )
r x2 + y2
= ḡ−1 (x, y) = ∀ (x, y) ∈ ḡ(Aπ ) = R2 \ {(x, 0) : x ≥ 0},
φ ϕ(x, y)
όπου
y
arctan , x > 0, y > 0,
x
π
, x = 0, y > 0,
2 y
ϕ(x, y) := π + arctan , x < 0, y ∈ R, (4.38)
x
3π
, x = 0, y < 0,
2
2π + arctan y , x > 0, y < 0,
x
( )
arctan : R → − π2,
π
2 , και ο τύπος (4.36) παίρνει τη μορφή
∫ ∫
f(x, y) d(x, y) = f(r cos φ, r sin φ) r d(r, φ),
ḡ(T ) T
σύμφωνα με το Θεώρημα του Fubini και όπου στο επαναληπτκό ολοκλήρωμα δεξιά
μπορούμε να αλλάξουμε τη σειρά ολοκλήρωσης.
ḡE (0, ϕ) = (0, 0) ∀ ϕ ∈ R και ḡE (r, 0) = ḡE (r, 2π) = (r, 0) ∀ r ∈ R.
είναι από τις συχνότερες και σημαντικότερες εφαρμογές του μετασχηματισμού αυτού!
Πράγματι, αποδεικνύεται ότι ο τύπος (4.39) ισχύει και στην περίπτωση αυτή:
Αν f : ∆0 → R συνεχής, τότε, αφού τα ∆0 ⊂ R2 και T0 ⊂ R2 είναι Jordan-
μετρήσιμα και συμπαγή και η ḡE : R2 → R2 συνεχής, υπάρχουν τα ολοκληρώματα
∫ ∫ 2π ∫ r0
f(x, y) d(x, y) και f(r cos φ, r sin φ) r dr dφ.
∆0 0 0
253
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
∫ φ2 ∫ r0
lim f(r cos φ, r sin φ) r dr dφ
(ρ,φ1 ,φ2 )→(0,0,2π) φ1 ρ
∫ 2π ∫ r0
= f(r cos φ, r sin φ) r dr dφ.
0 0
Συνεπώς,
∫ ∫ 2π ∫ r0
f(x, y) d(x, y) = f(r cos φ, r sin φ) r dr dφ.
∆0 0 0
Συγκρατούμε:
Για κλειστά ορθογώνια T = [r1 , r2 ] × [φ1 , φ2 ] ⊂ [0, ∞) × [0, 2π] και συνεχείς
συναρτήσεις f : ḡE (T ) → R με ḡE (r, φ) = (r cos φ, r sin φ) ισχύει
∫ ∫ φ 2 ∫ r2
f(x, y) d(x, y) = f(r cos φ, r sin φ) r dr dφ (4.40)
ḡE (T ) φ1 r1
και
254
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
x r cos φ
y = r sin φ
z z
y
y
r
φ
x
x r cos φ
y = r sin φ
z 0
x
Κυλινδρικές συντεταγμένες
x r cos φ
ḡ : (0, ∞) × (0, 2π) × R =: Aκ → R3 , y = ḡ(r, φ, z) = r sin φ .
z z
255
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
και
√
r x2 + y2
φ = ḡ−1 (x, y, z) = ϕ(x, y) , ϕ(x, y) όπως στην (4.38),
z z
∀ (x, y) ∈ ḡ(Aκ ) = R3 \ {(x, 0, z) : x ≥ 0, z ∈ R},
όπου T0 = [0, r0 ] × [0, 2π] × [z1 , z2 ] και ḡE : R3 → R3 η επέκταση της ḡ, και κάθε
συνεχές f : K → R ισχύει
∫ ∫ z2 ∫ 2π ∫ r0
f(x, y, z) d(x, y, z) = f(r cos φ, r sin φ, z) r dr dφ dz. (4.43)
K0 z1 0 0
Συγκρατούμε:
Για κλειστά ορθογώνια T = [r1 , r2 ] × [φ1 , φ2 ] × [z1 , z2 ] ⊂ [0, ∞) × [0, 2π] × R
και συνεχείς συναρτήσεις f : ḡE (T ) → R με ḡE (r, φ) = (r cos φ, r sin φ, z) ισχύει
∫ ∫ z2 ∫ φ2 ∫ r2
f(x, y, z) d(x, y, z) = f(r cos φ, r sin φ, z) r dr dφ dz (4.44)
ḡE (T ) z1 φ1 r1
Παράδειγμα 4.1.10. Από την (4.43) προκύπτει, άμεσα, ότι ο όγκος του συμπαγούς
κυλίνδρου (4.42) είναι
∫ ∫ z2 ∫ 2π ∫ r0
v(K0 ) = 1 d(x, y, z) = r dr dφ dz = π (z2 − z1 ) r20 .
K0 z1 0 0
256
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
x r sin ϑ cos φ
y = r sin ϑ sin φ
z z r cos ϑ
ϑ
r y
x φ
x r sin ϑ cos φ
y = r sin ϑ sin φ
z 0
Σφαιρικές συντεταγμένες
x r sin ϑ cos φ
ḡ : (0, ∞) × (0, π) × (0, 2π) =: Aσ → R3 , y = ḡ(r, ϑ, φ) = r sin ϑ sin φ .
z r cos ϑ
και
√
x2 + y2 + z2
r z
ϑ = ḡ−1 (x, y, z) = arccos √ , ϕ(x, y) όπως στην (4.38),
x2 + y 2 + z2
φ
ϕ(x, y)
arccos : (−1, 1) → (0, π), ∀ (x, y, z) ∈ ḡ(Aσ ) = R3 \ {(x, 0, z) : x ≥ 0, z ∈ R},
257
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
258
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Πράγματι, το ḡ(T ) είναι συμπαγές, σύμφωνα με το Θεώρημα 2.3.4, και από την
Πρόταση 1.3.7 έχουμε ∂T = T \ T ◦ και ∂ḡ(T ) = ḡ(T ) \ ḡ(T )◦ .
Έπειτα, αφού η ḡ είναι 1 − 1, έχουμε ḡ(T \ T ◦ ) = ḡ(T ) \ ḡ(T ◦ ).
Επίσης, σύμφωνα με το Θεώρημα Αντίστροφης Απεικόνισης, υπάρχουν για κάθε
ȳ ∈ ḡ(T ◦ ) ένα ε > 0, και ένα U ⊂ T ◦ με B(ȳ, ε) = ḡ(U) ⊂ ḡ(T ◦ ) ⊂ ḡ(T ), και
συνεπώς ḡ(T ◦ ) ⊂ ḡ(T )◦ .
Το Θεώρημα Αντίστροφης Απεικόνισης μπορεί να εφαρμοστεί, όμως, και στην
ḡ−1 : ḡ(A) → Rn (αφού το ḡ(A) είναι ανοικτό¹² και η ḡ−1 συνεχώς διαφορίσιμη
με αντιστρέψιμη παράγωγο σε κάθε ȳ ∈ ḡ(A)) και, με ακριβώς τον ίδιο συλλογισμό
όπως πριν, έχουμε ḡ−1 (ḡ(T )◦ ) ⊂ ḡ−1 (ḡ(T ))◦ = T ◦ και άρα, ḡ(T )◦ ⊂ ḡ(T ◦ ).
Από τα προηγούμενα, προκύπτει
Απόδειξη. Αν
259
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
∫1
= φj′ (t)dt
0
∫1
= Dfj (x̄ + tη̄) · η̄dt
0
∫1
= Dfj (x̄ + tη̄)dt · η̄.
0
Αφού αυτό ισχύει για κάθε j = 1, . . . , m, προκύπτει η (4.46), και από αυτήν, η (4.47),
σύμφωνα με τον ορισμό της νόρμας πίνακα (3.5) και την τριγωνική ανισότητα του
Λήμματος 3.7.2. 2
Προφανώς, διαμερίζοντας κάθε ακμή του κύβου J σε m ίσα τμήματα, βρίσκουμε μία
διαμέριση λεπτότητας < δ του J σε υποκύβους με κοινό μήκος ακμής, η ένωση των
οποίων καλύπτει το N. Αν SP′ το σύνολο των υποκύβων S ∈ SP με S ∩ N ̸= ∅,
προκύπτει ∑
∪
N⊂ S με v(S) < ε.
S∈SP′ S∈SP′
260
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
∪
k ∑
k
N⊂ Ui και v(Ui ) = k(2r)n < ε. (4.49)
i=1 i=1
∪
k
Αφού N = N ∩ Ui , ισχύει
i=1
∪
k
ḡ(N) = ḡ(N ∩ Ui ). (4.50)
i=1
∪
k
N⊂ Ui , Ui := {x̄ ∈ Rn : ∥x̄ − x̄i ∥∞ ≤ ri } ⊂ A, i = 1, . . . , k.
i=1
261
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Πράγματι, αφού το A είναι ανοικτό, έχουμε μια ανοικτή κάλυψη του N από
( ε(x̄) )
B x̄, ⊂ B(x̄, ε(x̄)) ⊂ A, x̄ ∈ N,
2
και αφού το N είναι συμπαγές, καλύπτεται από κάποια
ε(x̄i )
B(x̄i , ri ) ⊂ B̄(x̄i , ri ) = Ui ⊂ A, ri = , i = 1, . . . , k.
2
Από το Θεώρημα Μέσης Τιμής 4.1.15, και αφού το Ui είναι κυρτό και συμπαγές,
έχουμε
Β. Υπό την προϋπόθεση ότι η ḡ είναι 1 − 1 και ότι η (4.35) ισχύει σε ολόκληρο
το A, έχουμε από τις υπόλοιπες προϋποθέσεις και το A. ότι τα ολοκληρώματα στα
αριστερά και στα δεξιά της ισότητας (4.36) είναι καλά ορισμένα, και μένει «μόνο»
να δείξουμε ότι είναι ίσα.
(α) Καταρχάς, θα δείξουμε ότι υπάρχει ένα ανοικτό B ⊂ Rn με T ⊂ B ⊂ A και
τέτοιο ώστε η Dḡ|B να είναι φραγμένη. Αυτό προκύπτει όπως στο A.(δ).
Πράγματι, αφού το T είναι συμπαγές και περιέχεται στο ανοικτό A, υπάρχει
ένας πεπερασμένος αριθμός κλειστών κύβων με κέντρα στο T , οι οποίοι περιέχονται
ολόκληροι μέσα στο A, και η ένωση B των αντίστοιχων ανοικτών κύβων καλύπτει το
T . Όμως, η Dḡ είναι συνεχής στο A και άρα, και στην συμπαγή (αφού πεπερασμένη)
ένωση των κλειστών κύβων, η οποία περιέχεται στο A. Συνεπώς, η Dḡ είναι φραγμένη
πάνω στην ένωση των κλειστών κύβων και άρα, και πάνω στην ένωση B των ανοικτών.
(β) Τώρα, θα δείξουμε ότι μπορούμε να διαμερίσουμε έναν κλειστό κύβο που
περιέχει το T τόσο λεπτά σε έναν πεπερασμένο αριθμό κύβων κοινού μήκους ακμής,
ώστε καθένας από αυτούς που τέμνει το T να περιέχεται ολόκληρος στο B.
Και πάλι, κατά αναλογία με το A.(δ), υπάρχει ένας πεπερασμένος αριθμός από
B(x̄i , ε(x̄i )) ⊂ B (πάντα ως προς τη νόρμα ∥ · ∥∞ ), i = 1, . . . , k, με x̄i ∈ T , έτσι
ώστε
( )
∪
k
ε(x̄i ) ∪k
T ⊂ B x̄i , ⊂ B(x̄i , ε(x̄i )) ⊂ B.
i=1
3 i=1
262
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
r r r 2r
∥x̄ − x̄i ∥∞ ≤ ∥x̄ − x̄0 ∥∞ + ∥x̄0 − ȳ∥∞ + ∥ȳ − x̄i ∥∞ ≤ + + = < ε(x̄i ),
6 6 3 3
και συνεπώς, x̄ ∈ B(x̄i , ε(x̄i )) ⊂ B.
Έτσι, αν πάρουμε έναν κλειστό κύβο J ⊂ Rn με T ⊂ J και τον διαμερίσουμε
σε κλειστούς κύβους με ίδιο για όλους μήκος ακμής ≤ r/3, τότε, όσοι από αυτούς
τέμνουν το T (δηλ. τέτοιοι σαν τον W ) θα περιέχονται στο B.
(γ) Ως επόμενο βήμα, θα δείξουμε ότι ο τύπος (4.36) ισχύει, αν σε κάθε κλειστό
ορθογώνιο U ⊂ T ισχύει
∫ ∫
f(x̄)dx̄ = f(ḡ(ȳ))| det Dḡ(ȳ)|dȳ. (4.51)
ḡ(U) U
Σύμφωνα με το (α), η Dḡ είναι φραγμένη στο B, και από το Θεώρημα Μέσης Τιμής
4.1.15 προκύπτει ότι η ḡ είναι Lipschitz-συνεχής σε κάθε υποκύβο που τέμνει το ∂T ,
και μάλιστα, με τη σταθερά Lipschitz L := supȳ∈B ∥Dḡ(ȳ)∥ που είναι ανεξάρτητη
από τη διαμέριση P.
Συνεπώς, αν Ui , i = 1, . . . , k, όλοι οι υποκύβοι που τέμνουν το ∂T με κέντρα x̄i
και μήκος ακμής 2r > 0, έχουμε (βλ. και την ισοδυναμία (1.18) των ∥ · ∥ και ∥ · ∥∞ )
√
∥ḡ(x̄) − ḡ(x̄i )∥∞ ≤ nLr ∀ x̄ ∈ Ui ∀ i = 1, . . . , k,
263
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
από το οποίο, αφού ḡ(T ) ⊂ ḡ(R ∪ S) = ḡ(R) ∪ ḡ(S) και άρα, ḡ(T ) \ ḡ(S) ⊂ ḡ(R),
προκύπτει και ότι ( ) √
v ḡ(T ) \ ḡ(S) < ( nL)n ε. (4.53)
Αν ισχύει η υπόθεση (4.51), προκύπτει από την Πρόταση 4.1.14 και το A., ότι
∫ ∫
f(x̄)dx̄ = φ(ȳ)dȳ, όπου φ(ȳ) := f(ḡ(ȳ))| det Dḡ(ȳ)|, ȳ ∈ T , (4.54)
ḡ(S) S
και άρα, με M := max{max |f|, max |φ|}, από το Θεώρημα 4.1.11 και τις εκτιμήσεις
(4.52) και (4.53),
∫ ∫
f(x̄)dx̄ − φ(ȳ)dȳ
ḡ(T ) T
∫ ∫ ∫ ∫
= f(x̄)dx̄ + f(x̄)dx̄ − φ(ȳ)dȳ − φ(ȳ)dȳ
ḡ(T )\ḡ(S) ḡ(S) T \S S
∫ ∫
≤ f(x̄)dx̄ + φ(ȳ)dȳ
ḡ(T )\ḡ(S) T \S
√
≤ M(( nL)n + 1)ε.
Αφού αυτό ισχύει για κάθε ε > 0 (με ανεξάρτητη σταθερά), προκύπτει η (4.36).
(δ) Τώρα, θα δείξουμε ότι ο τύπος (4.36) ισχύει για ḡ : A → Rn της μορφής
( )T
ḡ(ȳ) = ȳ ′ , g(ȳ) , ȳ = (ȳ ′ , yn ) ∈ A, ȳ ′ := (y1 , . . . , yn−1 ), (4.55)
∂g(ȳ)
det Dḡ(ȳ) = , ȳ ∈ A, (4.56)
∂yn
ή παντού θετική στο A, ή παντού αρνητική. Έτσι, η ḡ είναι και 1 − 1.
Σύμφωνα με το (γ), αρκεί να δείξουμε ότι η (4.51) ισχύει στο
Πριν συνεχίσουμε, υπενθυμίζουμε τον Κανόνα Αλλαγής Μεταβλητής για μια συ-
νεχή συνάρτηση f : [a, b] → R και g : [α, β] → [a, b] 1 − 1 και επί, συνεχώς διαφο-
ρίσιμη με g ′ (y) ̸= 0 για κάθε y ∈ [α, β]. Σύμφωνα με αυτόν, ισχύει
∫ g(β) ∫β
f(x)dx = f(g(y))g ′ (y)dy,
g(α) α
264
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
∫a ∫b ∫
αφού b f(x)dx = − a f(x)dx = − J f(x)dx, αν a < b και J = [a, b].
Επιστρέφοντας στην απόδειξή μας, ας υποθέσουμε ότι η μερική παράγωγος στην
(4.56) είναι παντού θετική στο A. Τότε, για κάθε σταθερό ȳ ′ ∈ U ′ η συνάρτηση
δηλ. η (4.51).
Αν η μερική παράγωγος στην (4.56) είναι παντού αρνητική, η συνάρτηση στην
(4.59) είναι γνησίως φθίνουσα, και συνεπώς, η (4.60), και άρα και η (4.61), ισχύουν,
αν η δεξιά πλευρά τους πολλαπλασιαστεί με −1, και, όπως πριν, προκύπτει η (4.51).
(ε) Πριν περάσουμε στο τελευταίο βήμα της απόδειξης του B., δηλαδή του τύπου
(4.36) στην περίπτωση που η ḡ είναι 1 − 1 και η (4.35) ισχύει σε ολόκληρο το A, θα
αποδείξουμε την επόμενη πρόταση, την οποία και θα χρειαστούμε.
Πρόταση 4.1.20. Έστω U ⊂ Rn , n ≥ 2, ανοικτό και ḡ = (g1 , . . . , gn ) : U → Rn
συνεχώς διαφορίσιμη με det Dḡ(x̄) ̸= 0 για κάθε x̄ ∈ U. Τότε, για κάθε x̄0 ∈ U
υπάρχουν μια ανοικτή περιοχή W ⊂ U του x̄0 και δύο συναρτήσεις
ψ̄ : W → Rn και ω̄ : ψ̄(W) → Rn
με τις ακόλουθες ιδιότητες:
265
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Θέτουμε
(στ) Ερχόμαστε τώρα στο ουσιαστικότερο βήμα της απόδειξης του τύπου (4.36),
για γενικές συνεχώς διαφορίσιμες και 1 − 1 συναρτήσεις ḡ : A → Rn , που ικανο-
ποιούν τη συνθήκη (4.35) στο ανοικτό A ⊂ Rn . Σύμφωνα με το (γ), αρκεί, και εδώ,
να δείξουμε ότι η (4.51) ισχύει σε κλειστά ορθογώνια U ⊂ T .
266
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
συναρτήσεις με τις ιδιότητες της Πρότασης 4.1.20 και ειδικότερα, ḡ|W = ω̄ ◦ ψ̄.
Ορίζουμε, για κάθε σταθερό yn ∈ [an , bn ], τη συνάρτηση
αφού
det Dḡ(ȳ) = det Dω̄(ψ̄(ȳ)) det Dψ̄(ȳ) ̸= 0 ∀ ȳ ∈ W, (4.63)
¹⁵Αυτό μπορεί να γίνει, αφού κάθε σημείο του U ανήκει σε κάποιο Wj . Συνεπώς, υπάρχει ένας κλειστός
κύβος στο Wj με κέντρο το σημείο, και η ένωση των αντίστοιχων ανοικτών κύβων καλύπτει το U. Αφού το U
είναι συμπαγές, επιλέγουμε μια πεπερασμένη κάλυψη του U από τέτοιους ανοικτούς κύβους και θεωρούμε
μια διαμέριση, για την οποία οι τομές των αντίστοιχων κλειστών κύβων με το U είναι υποορθογώνια ή
ένωση υποορθογωνίων.
267
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
h̄yn (U ′ ) × {yn } = ψ̄(U ′ × {yn }) ⊂ ψ̄(U) ⊂ ψ̄(W), (ω̄ ◦ ψ̄)(U) = ḡ(U) ⊂ ḡ(T ),
η οποία, λόγω της (4.62) και αφού (h̄yn (ȳ ′ ), yn ) = ψ̄(ȳ ′ , yn ), γράφεται ισοδύναμα
∫ ∫
F(η̄ ′ , yn )dη̄ ′ = F(ψ̄(ȳ ′ , yn ))| det Dψ̄(ȳ ′ , yn )|dȳ ′ . (4.64)
h̄yn (U ′ ) U′
Αφού το h̄yn (U ′ ) ⊂ Rn−1 είναι συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο (βλ. A.), αυτό θα
ισχύει και για το¹⁶
h̄yn (U ′ ) × [an , bn ] = ψ̄(U) ⊂ Rn .
Επίσης, οι συναρτήσεις
είναι συνεχείς.¹⁷ Συνεπώς, σύμφωνα με το Θεώρημα 4.1.7 του Fubini, προκύπτει από
την (4.64) ∫ ∫
F(η̄)dη̄ = f(ḡ(ȳ))| det Dḡ(ȳ)|dȳ,
ψ̄(U) U
όπου ∫ ∫ ∫
F(η̄)dη̄ = f(ω̄(η̄))| det Dω̄(η̄)|dη̄ = f(x̄)dx̄,
ψ̄(U) ψ̄(U) ḡ(U)
δηλ. η (4.51), με την απόδειξη της οποίας ολοκληρώνεται και η απόδειξη του B.
Η δεύτερη ισότητα στην τελευταία εξίσωση προκύπτει από το (δ), αφού το ψ̄(W)
είναι ανοικτό και περιέχει το συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο ψ̄(U) (βλ. Πρόταση
4.1.20, (4.63) και A.), η ω̄ : ψ̄(W) → Rn έχει την απαιτούμενη μορφή, είναι 1 − 1
και συνεχώς διαφορίσιμη με det Dω̄ : ψ̄(W) → R ή θετική ή αρνητική (βλ. Πρόταση
4.1.20 και (4.63), όπου W ορθογώνιο), και τέλος, ω̄(ψ̄(U)) = ḡ(U).
¹⁶Η συμπάγεια προκύπτει π.χ. από την Πρόταση 1.4.8 και η Jordan-μετρησιμότητα από το Θεώρημα
4.1.12.
¹⁷H ισότητα των δύο συναρτήσεων δεξιά, προκύπτει από τον ορισμό της F, την ισότητα ḡ|U = (ω̄ ◦ ψ̄)|U
και την (4.63).
268
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
∑
k
√ ∑
k
√
v(ḡ(T ) \ ḡ(S)) ≤ v(ḡ(R)) ≤ v(ḡ(Ui )) ≤ ( nL)n v(Ui ) < ( nL)n ε,
i=1 i=1
δηλ. η (4.53). Συνεχίζοντας ακριβώς όπως μετά την (4.54), προκύπτει ο τύπος (4.36).
2
4.1.6 Ασκήσεις
Άσκηση 134. Ερμηνεύστε το αποτέλεσμα του Παραδείγματος 4.1.10 μέσω της Αρχής
του Cavalieri και υπολογίστε τον όγκο ενός κυλίνδρου
{ }
K = (x, y, z) ∈ R3 : (x − x0 )2 + (y − y0 )2 ≤ r20 , z1 ≤ z ≤ z2
με τρείς τρόπους:
(αʹ) μέσω της Αρχής του Cavalieri,
(γʹ) ερμηνεύοντας τον K ως κανονικό χωρίο ως προς το επίπεδο 0xy και χρησιμο-
ποιώντας τον τύπο (4.34).
Βεβαιωθείτε, κάθε φορά, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του τύπου που χρησιμο-
ποιείτε.
x2 y2
Άσκηση 135. Υπολογίστε το εμβαδό του ελλειπτικού δίσκου + ≤ 1 (a, b > 0)
a2 b2
με χρήση πολικών συντεταγμένων και ενός γραμμικού μετασχηματισμού. Συγκρίνετε
το αποτέλεσμα με αυτό της Άσκησης 124.
x2 y2 z2
Άσκηση 136. Υπολογίστε τον όγκο του ελλειψοειδούς + + ≤ 1 (a, b, c >
a2 b2 c2
0) με χρήση σφαιρικών συντεταγμένων και ενός γραμμικού μετασχηματισμού. Συ-
γκρίνετε το αποτέλεσμα με αυτό της Άσκησης 125.
¹⁸Σύμφωνα με το Β.(β), κάθε κλειστός κύβος που τέμνει το T και έχει μήκος ακμής < c περιέχεται στο
B. Σύμφωνα με το A.(β), μπορούμε να καλύψουμε το N με κλειστούς υποκύβους μήκους ακμής < δ και
συνολικού περιεχομένου < ε/2n μιας διαμέρισης ενός κύβου που περιέχει το T . Επιλέγουμε μια τέτοια
διαμέριση λεπτότητας < min{c/2, δ} και αντικαθιστούμε τους κλειστούς κύβους που καλύπτουν το N με
τους αντίστοιχους ανοικτούς ίδιου κέντρου και διπλού μήκους ακμής.
¹⁹οι «υποκύβοι που τέμνουν το ∂T » είναι στην περίπτωσή μας τα Ui , i = 1, . . . , k
269
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
έχουμε
∫R ( )
2 2
f(R) = 2π e−r rdr = π 1 − e−R
0
και (∫ )2
R
−x2
√
f(R) ≤ g(R) = 4 e dx ≤ f( 2R),
0
από το οποίο για R → ∞ προκύπτει το αποδεικτέο.
270
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Τότε, έχουμε
∫ ∫
f̄ · d(x, y) = (−y, x) · d(x, y)
γ̄ γ̄
271
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
∫β
= (−r sin t, r cos t) · (−r sin t, r cos t)dt
α
∫β
= r2 dt
α
2
= r (β − α)
και
∫ ∫
ḡ · d(x, y) = (x, y) · d(x, y)
γ̄ γ̄
∫β
= (r cos t, r sin t) · (−r sin t, r cos t)dt
α
∫β
= 0dt
α
= 0.
f̄(x̄) = x̄, x̄ ∈ Rn .
Τότε, έχουμε
∫ ∫ ∫β
β2 − α2
f̄ · dx̄ = x̄ · dx̄ = tv̄ · v̄dt = ∥v̄∥2 .
γ̄ γ̄ α 2
Από τον τρόπο ορισμού του επικαμπυλίου ολοκληρώματος (4.65), δηλ. μέσω του
ορισμένου ολοκληρώματος μιας συνεχούς πραγματικής συνάρτησης μίας ανεξάρτητης
πραγματικής μεταβλητής, προκύπτουν από τη θεωρία ολοκλήρωσης τέτοιων συναρ-
τήσεων, άμεσα, οι ακόλουθες ιδιότητες του επικαμπυλίου ολοκληρώματος διανυσμα-
τικού πεδίου.
272
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
∫
(γʹ) f̄ · dx̄ ≤ ∥f̄∥∞ L(γ̄), όπου ∥f̄∥∞ := max {∥f̄(x̄)∥ : x̄ ∈ γ̄([α, β])}.
γ̄
Απόδειξη. Από τον Oρισμό 3.7.7 της αντίστροφης καμπύλης και τον Ορισμό 4.2.1 του
επικαμπυλίου ολοκληρώματος έχουμε
∫ ∫β
f̄ · dx̄ = f̄(γ̄− (t)) · (γ̄− ) ′ (t)dt
γ̄− α
∫β
=− f̄(γ̄(α + β − t)) · γ̄ ′ (α + β − t)dt
α
∫β
=− f̄(γ̄(τ)) · γ̄ ′ (τ)dτ
∫ α
=− f̄ · dx̄
γ̄
Εκτός, όμως, από την πιθανή αντιστροφή του προσανατολισμού κατά τη χρήση
παραμετρικών μετασχηματισμών, κατά τα άλλα το επικαμπύλιο ολοκλήρωμα δια-
νυσματικού πεδίου είναι ανεξάρτητο από τη χρησιμοποιούμενη παραμετρικοποίηση.
Ειδικότερα, ισχύει η επόμενη πρόταση.
273
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
ορισμό του και τον Κανόνα Αλλαγής Μεταβλητής για πραγματικές συναρτήσεις μιας
πραγματικής μεταβλητής, αφού
∫ ∫B
( )
f̄ · dx̄ = f̄ (γ̄ ◦ φ)(τ) · (γ̄ ◦ φ) ′ (τ)dτ
γ̄◦φ A
∫ φ(β)
= (f̄ ◦ γ̄)(φ(τ)) · γ̄ ′ (φ(τ))φ ′ (τ)dτ
φ(α)
∫β
= f̄(γ̄(t)) · γ̄ ′ (t)dt
∫α
= f̄ · dx̄.
γ̄
Παρατήρηση 4.2.1. Από το συνδυασμό των Προτάσεων 4.2.2 και 4.2.3 προκύπτει ότι,
δοθείσης μιας απλής ή απλής κλειστής C1 -καμπύλης C ⊂ Rn (δηλ. ενός C ⊂ Rn ,
το οποίο μπορεί να παραμετρικοποιηθεί μέσω μιας απλής ή απλής κλειστής C1 -
καμπύλης γ̄ : [α, β] → Rn , έτσι ώστε γ̄([α, β]) = C) και ενός προσανατολισμού της
(δηλ. της κατεύθυνσης κατά την οποία η γ̄ διατρέχει την C), μπορούμε να ορίσουμε
το (επικαμπύλιο) ολοκλήρωμα του f̄ κατά μήκος της C ⊂ Rn με τον δεδομένο
προσανατολισμό ως το ολοκλήρωμα του f̄ κατά μήκος της γ̄,
∫ ∫
f̄ · dx̄ := f̄ · dx̄.
C γ̄
Βλ. και την Παρατήρηση 3.7.10 και την C3 στο Παράδειγμα 4.2.4.
274
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
= −r2 (β − α)
και
∫
(x, y) · d(x, y)
γ̄−
∫β
( ) ( )
= r cos(α+β−t), r sin(α+β−t) · r sin(α+β−t), −r cos(α+β−t) dt
α
= 0.
= r2 (β − α)
και
∫
(x, y) · d(x, y)
ζ̄
∫ √β
( ) ( )
= √ r cos(t2 ), r sin(t2 ) · − r sin(t2 )2t, r cos(t2 )2t dt
α
= 0,
και είναι προφανώς και συνεχώς διαφορίσιμος και γνησίως αύξων, αφού
[√ √ ]
φ ′ (t) = 2t > 0 ∀t∈ α, β .
275
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Παρατήρηση 4.2.2. (αʹ) Ο Ορισμός 4.2.2 αποτελεί, πράγματι, γενίκευση του Ορι-
σμού 4.2.1, σύμφωνα με την Πρόταση 4.2.1 (βʹ), η οποία εγγυάται και ότι το ολο-
κλήρωμα είναι ανεξάρτητο από τον τρόπο διαμέρισης σε C1 -καμπύλες. Κατά
τα άλλα, βλ. την Παρατήρηση 3.7.16 και ειδικότερα την Υποσημείωση 47 στη
σελ. 145.
(βʹ) Τα σχόλια της Παρατήρησης 4.2.1 ισχύουν και για κατά τμήματα C1 -καμπύλες,
βλ. και την Παρατήρηση 3.7.10 και τις C1 , C2 στο επόμενο Παράδειγμα 4.2.4.
(αʹ) C1 η πολυγωνική γραμμή²⁰ που ενώνει κατά σειρά τα (0, 0), (0, 1), (1, 1),
(βʹ) C2 η πολυγωνική γραμμή που ενώνει κατά σειρά τα (0, 0), (1, 0), (1, 1),
(γʹ) C3 το τμήμα της παραβολής y = x2 από το σημείο (0, 0) στο σημείο (1, 1).
Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι, και για τα δύο δεδομένα συνεχή διανυσμα-
τικά πεδία f̄ = (f1 , f2 ) : R2 → R2 , έχουμε
∫ ∫ ∫
f̄ · d(x, y) = f̄ · d(x, y) + f̄ · d(x, y),
C1 γ̄1 γ̄2
∫ ∫ ∫
f̄ · d(x, y) = f̄ · d(x, y) + f̄ · d(x, y),
C2 γ̄3 γ̄4
∫ ∫
f̄ · d(x, y) = f̄ · d(x, y),
C3 γ̄5
276
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
όπου
γ̄1 (t) = (t, 0), t ∈ [0, 1], γ̄2 (t) = (1, t), t ∈ [0, 1],
γ̄3 (t) = (0, t), t ∈ [0, 1], γ̄4 (t) = (t, 1), t ∈ [0, 1],
γ̄5 (t) = (t, t2 ), t ∈ [0, 1].
Έτσι, έχουμε
∫ ∫1 ∫1
f̄ · d(x, y) = f1 (t, 0)dt + f2 (1, t)dt,
C1 0 0
∫ ∫1 ∫1
f̄ · d(x, y) = f2 (0, t)dt + f1 (t, 1)dt,
C2 0 0
∫ ∫1
f̄ · d(x, y) = f1 (t, t2 ) + 2tf2 (t, t2 )dt
C3 0
από τα οποία προκύπτει για f̄(x, y) = (f1 (x, y), f2 (x, y)) = (y, x − y)
∫ ∫1
1
(y, x − y) · d(x, y) = (1 − t)dt = ,
C1 0 2
∫ ∫1 ∫1
1 1
(y, x − y) · d(x, y) = (−t)dt + 1dt = − + 1 = ,
C2 0 0 2 2
∫ ∫1
( ) 1 1 1 1
(y, x − y) · d(x, y) = t2 + 2t(t − t2 ) dt = + 2 − 2 = ,
C3 0 3 3 4 2
ενώ, για f̄(x, y) = (f1 (x, y), f2 (x, y)) = (y, y − x), έχουμε
∫ ∫1
1
(y, y − x) · d(x, y) = (t − 1)dt = − ,
C1 0 2
∫ ∫1 ∫1
3
(y, y − x) · d(x, y) = tdt + 1dt = ,
C2 0 0 2
∫ ∫1
( 2 ) 1 1 1
(y, y − x) · d(x, y) = t + 2t(t2 − t) dt = − + = .
C3 0 3 2 6
277
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
4.2.2 Ασκήσεις
Άσκηση 145. Υπολογίστε τα ακόλουθα επικαμπύλια ολοκληρώματα διανυσματικών
πεδίων
∫
(αʹ) (y, x) · d(x, y), όπου γ̄(t) = (t, t2 ), t ∈ [0, 1],
γ̄
∫
(βʹ) (x2 , y2 ) · d(x, y), όπου γ̄(t) = (2t, 4t), t ∈ [0, 1],
γ̄
∫
√
(γʹ) (ex , ey ) · d(x, y), όπου γ̄(t) = ( t, t), t ∈ [0, 1],
γ̄
∫
(δʹ) (xy, yex ) · d(x, y), όπου γ̄ η πολυγωνική γραμμή, που συνδέει κατά σειρά τα
γ̄
σημεία (0, 0), (2, 0), (2, 1), (0, 1), (0, 0),
∫
(εʹ) (y − x, −y, 1) · d(x, y, z), όπου γ̄(t) = (− sin t, cos t, 0), t ∈ [0, 2π],
γ̄
∫
(στʹ) (x2 + 5y + 3yz, 5x + 3xz − 2, 3xy − 4z) · d(x, y, z), όπου γ̄(t) = (sin t, cos t, t),
γ̄
t ∈ [0, 2π].
278
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Παράδειγμα 4.2.5. Ένα από τα γνωστότερα πεδία κλίσεων είναι το βαρυτικό πεδίο
(δυνάμεων)
x̄
f̄(x̄) = −Gm , x̄ ∈ R3 \ {0̄}, G, m > 0,
∥x̄∥3
που περιγράφει τη δύναμη της βαρύτητας, που ασκείται σε ένα σώμα μάζας 1 που
βρίσκεται στο σημείο x̄ ∈ R3 \ {0̄}, από ένα σώμα μάζας m, το οποίο βρίσκεται στην
αρχή των αξόνων 0̄, και όπου G είναι η σταθερά της βαρύτητας, βλ. Σχήμα 2.3
Παρατηρούμε ότι η δύναμη f̄(x̄) δείχνει από το σημείο x̄ προς την αρχή των αξόνων
0̄ (αφού είναι αντίρροπη προς το x̄), και ότι η Ευκλείδεια νόρμα της ικανοποιεί τον
Νόμο Βαρύτητας του Newton²²,
Gm
∥f̄(x̄)∥ = ∀ x̄ ∈ Rn \ {0̄},
∥x̄∥2
δηλ. ότι η ασκούμενη δύναμη είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της
απόστασης των δύο σωμάτων.
Διαπιστώνουμε, επίσης, ότι
Gm
f̄(x̄) = grad φ(x̄) ∀ x̄ ∈ R3 \ {0̄}, όπου φ : R3 \ {0̄} → R, φ(x̄) = ,
∥x̄∥
δηλαδή ότι η συνάρτηση −φ είναι το δυναμικό του βαρυτικού πεδίου στη Φυσική.
{φ + c : c ∈ R}.
279
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
γ̄i (t) = x̄i−1 + t(x̄i − x̄i−1 ) ∈ U ∀ t ∈ [0, 1], i = 1, . . . , k, και x̄k = x̄,
που συνδέει τα x̄0 και x̄. Τότε, θα ισχύει
∑
k ∑
k
g(x̄) − g(x̄0 ) = g(x̄i ) − g(x̄i−1 ) = g(γ̄i (1)) − g(γ̄i (0))
i=1 i=1
∑k ∑
k
= (g ◦ γ̄i ) ′ (t) = grad g(γ̄i (t)) · (γ̄i ) ′ (t) = 0,
i=1 i=1
που συνεπάγεται
g(x̄) = g(x̄0 ) ∀ x̄ ∈ U,
δηλ. ψ = φ στο U. Σημειώνουμε ότι οι δύο πρώτες ισότητες της δεύτερης γραμ-
μής προκύπτουν από την εφαρμογή του Θεμελιώδους Θεωρήματος του Απειροστικού
Λογισμού και του Κανόνα της Αλυσίδας 3.2.4. 2
Μια από τις σημαντικότερες ιδιότητες των συνεχών πεδίων κλίσεων σε ένα χωρίο
συνίσταται στο ότι τα επικαμπύλια ολοκληρώματά τους είναι ανεξάρτητα του δρόμου
και αντίστροφα, ένα συνεχές διανυσματικό πεδίο με την τελευταία ιδιότητα είναι ένα
πεδίο κλίσεων.
Ορισμός 4.2.5. Έστω U ⊂ Rn ένα χωρίο και f̄ : U → R ένα συνεχές διανυσματικό
πεδίο. Λέμε ότι τα επικαμπύλια ολοκληρώματα του f̄ είναι ανεξάρτητα του δρόμου,
αν για κάθε δύο σημεία ā, x̄ ∈ U όλα τα επικαμπύλια ολοκληρώματα του f̄ κατά
μήκος μιας οποιασδήποτε κατά τμήματα C1 - καμπύλης, με εικόνα στο U και με
αρχικό σημείο το ā και τελικό σημείο το x̄, έχουν την ίδια τιμή.
Πρόταση 4.2.5. Έστω U ⊂ Rn ένα χωρίο και f̄ : U → R ένα συνεχές διανυσματικό
πεδίο. Τα επικαμπύλια ολοκληρώματα του f̄ είναι ανεξάρτητα του δρόμου, αν και
μόνο αν είναι μηδενικά κατά μήκος κάθε κλειστής κατά τμήματα C1 -καμπύλης με
εικόνα στο U.
Απόδειξη. ⇒: Έστω γ̄ : [α, β] → Rn μια κατά τμήματα C1 -καμπύλη με γ̄([α, β]) ⊂
U και γ̄(α) = γ̄(β). Τότε, και η γ̄− θα έχει το ίδιο αρχικό και τελικό σημείο και
συνεπώς, θα ισχύει
∫ ∫ ∫ ∫
f̄ · dx̄ = f̄ · dx̄ = − f̄ · dx̄, και άρα f̄ · dx̄ = 0.
γ̄ γ̄− γ̄ γ̄
⇐: Έστω δυο κατά τμήματα C1 -καμπύλες γ̄1 , γ̄2 με κοινά αρχικά και τελικά
σημεία. Τότε η γ̄ = γ̄1 ⊕ γ̄− 1
2 θα είναι μια κλειστή C -καμπύλη και άρα
∫ ∫ ∫ ∫ ∫
0= f̄ · dx̄ = f̄ · dx̄ + f̄ · dx̄ = f̄ · dx̄ − f̄ · dx̄.
γ̄ γ̄1 γ̄−
2 γ̄1 γ̄2
2
280
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
ισχύει ∫
f̄(ȳ) · dȳ = φ(x̄) − φ(ā). (4.68)
γ̄
μια διαμέριση του [α, β], έτσι ώστε οι γ̄i := γ̄|[ti−1 ,ti ] , i = 1, . . . , k, να είναι συνεχώς
διαφορίσιμες. Τότε έχουμε
∫ k ∫
∑ k ∫ ti
∑
f̄ · dȳ = grad φ · dȳ = grad φ(γ̄i (t)) · γ̄i′ (t)dt
γ̄ i=1 γ̄i i=1 ti−1
∑k ∫ ti ∑k
( )
= (φ ◦ γ̄i ) ′ (t)dt = (φ ◦ γ̄i )(ti ) − (φ ◦ γ̄i )(ti−1 )
i=1 ti−1 i=1
∑k
( )
= (φ ◦ γ̄)(ti ) − (φ ◦ γ̄)(ti−1 ) = (φ ◦ γ̄)(β) − (φ ◦ γ̄)(α)
i=1
= φ(x̄) − φ(ā),
όπου στη δεύτερη γραμμή χρησιμοποιήσαμε πάλι τον Κανόνα της Αλυσίδας και το
Θεμελιώδες Θεώρημα του Απειροστικού Λογισμού.
Έτσι, αποδείξαμε την (4.68), από την οποία προκύπτει ότι τα επικαμπύλια ολο-
κληρώματα του f̄ είναι ανεξάρτητα του δρόμου, αφού το δεξί μέρος της ισότητας
(4.68) είναι ανεξάρτητο από τα ενδιάμεσα σημεία της καμπύλης που διανύσαμε για
να πάμε από το ā στο x̄.
⇐: Έστω ā ∈ U. Ορίζουμε μια συνάρτηση φ : U → R,
∫
φ(x̄) := f̄ · dȳ ∀ x̄ ∈ U,
γ̄
281
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
ισχύει
∫ ∫ ∫
φ(x̄ + h̄) = f̄ · dȳ = f̄ · dȳ + f̄ · dȳ
γ̄⊕γ̄h γ̄ γ̄h
∫
= φ(x̄) + f̄ · dȳ
γ̄h
∫
( )
= φ(x̄) + f̄(x̄) · h̄ + f̄(ȳ) − f̄(x̄) · dȳ
γ̄h
∫1
( )
= φ(x̄) + f̄(x̄) · h̄ + f̄(x̄ + th̄) − f̄(x̄) · h̄dt,
0
αφού η γ̄ ⊕ γ̄h είναι μια κατά τμήματα C1 -καμπύλη με εικόνα στο U, αρχικό σημείο
ā και τελικό x̄ + h̄. Όμως, από την ανισότητα Cauchy-Schwarz και το Λήμμα 3.7.2
έχουμε
∫1 ( )
f̄(x̄ + th̄) − f̄(x̄) · h̄dt ≤ ∥h̄∥ max
f̄(x̄ + th̄) − f̄(x̄)
,
0 t∈[0,1]
282
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Df̄(x̄) = Hφ (x̄) ∀ x̄ ∈ U,
ο οποίος σύμφωνα με το Θεώρημα του Schwarz 3.5.1 είναι συμμετρικός. 2
Τότε, έχουμε από το Θεώρημα 3.2.3 (β ′ ), την Πρόταση 4.2.8, τον Κανόνα της Αλυσίδας
για διαφόριση ως προς x̄, τη συμμετρία του Df̄(x̄) ∈ Rn×n , τον Κανόνα της Αλυσίδας
για διαφόριση ως προς t, και το Θεμελιώδες Θεώρημα του Απειροστικού Λογισμού,
κατά αυτή τη σειρά,
∫1
grad φ(x̄) − f̄(x̄0 + t(x̄ − x̄0 ))dt
0
²⁴Ένα υποσύνολο U ⊂ Rn ονομάζεται κυρτό, αν για κάθε δύο σημεία x̄1 , x̄2 ∈ U, το ευθύγραμμο
τμήμα που ενώνει τα x̄1 και x̄2 περιέχεται στο U, δηλ. ∀ x̄1 , x̄2 ∈ U : {x̄1 + t(x̄2 − x̄1 ) : t ∈ [0, 1]} ⊂ U.
283
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
∫1
= (x̄ − x̄0 )D f̄(x̄0 + t(x̄ − x̄0 ))dt
0
∫1
( )
= (x̄ − x̄0 ) D f̄(x̄0 + t(x̄ − x̄0 )) dt
0
∫1
= (x̄ − x̄0 ) t(Df̄)(x̄0 + t(x̄ − x̄0 ))dt
0
∫1
= t(Df̄)(x̄0 + t(x̄ − x̄0 ))(x̄ − x̄0 )dt
0
∫1
d( )
= tf̄(x̄0 + t(x̄ − x̄0 )) dt
0 dt
[ ]1 ∫1
= tf̄(x̄0 + t(x̄ − x̄0 )) − f̄(x̄0 + t(x̄ − x̄0 ))dt
t=0 0
∫1
= f̄(x̄) − f̄(x̄0 + t(x̄ − x̄0 ))dt,
0
δηλ. το αποδεικτέο.
Να προσεχθεί ότι, όπου έχουν χρησιμοποιηθεί ολοκληρώματα ως προς t πινάκων,
αυτά νοούνται κατά αντιστοιχία με τα ολοκληρώματα ως προς t διανυσμάτων στο
Λήμμα 3.7.2. Δηλαδή, το ολοκλήρωμα του πίνακα είναι ο πίνακας των ολοκληρωμάτων
των στοιχείων του. Έτσι, δικαιολογείται και η γραφή γινομένων διανυσμάτων με
ολοκληρώματα πινάκων ή διανυσμάτων με το διάνυσμα «μέσα» ή «έξω» από το
ολοκλήρωμα. Επίσης, στη δεύτερη ισότητα, η Πρόταση 4.2.8 έχει εφαρμοσθεί για
κάθε συνιστώσα του f̄ και για κάθε μερική παράγωγό της, ξεχωριστά. 2
∂
Αν επιπλέον η ∂x f : A → R υπάρχει και είναι συνεχής, τότε η F είναι συνεχώς
διαφορίσιμη, και ισχύει
∫
∂
F ′ (x) = f(x, ȳ)dȳ ∀ x ∈ [a, b]. (4.70)
B ∂x
284
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Απόδειξη. Αφού η f είναι συνεχής στο [a, b] × B, η f(x, ·) : B → R είναι συνεχής για
κάθε x ∈ [a, b],²⁵ και αφού το B είναι Jordan-μετρήσιμο και συμπαγές, υπάρχει το
F(x) για κάθε x ∈ [a, b].²⁶ Με ακριβώς ανάλογα επιχειρήματα, η f(·, ȳ) : [a, b] → R
∫b
είναι συνεχής και υπάρχει το ολοκλήρωμα a f(x, ȳ)dx για κάθε ȳ ∈ B.
Το A είναι συμπαγές, αφού αν (xν , ȳν ) ⊂ A, τότε λόγω της συμπάγειας του
[a, b] θα υπάρχει μια υπακολουθία (xkν ) και ένα x0 ∈ [a, b] με xkν → x0 , και
θεωρώντας την (ȳkν ) ⊂ B θα υπάρχει λόγω της συμπάγειας του B μια υπακολουθία
(ȳkℓν ) και ένα ȳ0 ∈ B με ȳkℓν → ȳ0 , και συνεπώς (xkℓν , ȳkℓν ) → (x0 , ȳ0 ) ∈ A.
Αφού λοιπόν το A είναι συμπαγές και η f : A → R συνεχής, η f θα είναι και
ομοιόμορφα συνεχής,²⁷ και συνεπώς, αν ε > 0, τότε θα υπάρχει ένα δ > 0, έτσι
ώστε για κάθε (x, ȳ), (x0 , ȳ) ∈ A με ∥(x, ȳ) − (x0 , ȳ)∥ = |x − x0 | < δ²⁸ να ισχύει
|f(x, ȳ) − f(x0 , ȳ)| < ε/v(B). Τότε²⁹
∫ ∫ ∫
|F(x) − F(x0 )| = f(x, ȳ)dȳ − f(x0 , ȳ)dȳ = (f(x, ȳ) − f(x0 , ȳ)) dȳ
∫B B B
285
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
286
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
(βλ. Θεώρημα 4.2.1 και Πρόταση 4.2.5). Σύμφωνα, όμως, με την Πρόταση 4.2.7, αν
περιορίσουμε το f̄ ή στο U1 = R2 \ {(x, 0) : x ≤ 0} ή στο U2 = R2 \ {(x, 0) : 0 ≤ x},
τότε είναι πεδίο κλίσεων. Πώς εξηγείται αυτό; Για να το καταλάβουμε καλύτερα, ας
δούμε ποια είναι τα δυναμικά φ1 , φ2 του f̄ στα U1 , U2 αντίστοιχα, τα οποία είναι
και μοναδικά μέχρι προσθετικής σταθεράς, σύμφωνα με την Πρόταση 4.2.4.
Όπως είδαμε στην απόδειξη του Θεωρήματος 4.2.1, μπορούμε να κατασκευά-
σουμε δυναμικά φi , i = 1, 2, των f̄|Ui , θεωρώντας αυθαίρετα κάποιο σταθερό σημείο
āi ∈ Ui και ορίζοντας ως τιμή φi (x̄) του δυναμικού φi σε οποιοδήποτε άλλο ση-
μείο x̄ ∈ Ui την τιμή του επικαμπύλιου ολοκληρώματος του f̄ κατά μήκος μιας
C1 -καμπύλης γ̄i , που ξεκινά από το āi και καταλήγει στο x̄ και με εικόνα που
περιέχεται στο Ui , δηλ.
∫
φi (x̄) = f̄(ȳ) · dȳ, x̄ ∈ Ui , i = 1, 2.
γ̄i
υπολογίζουμε
∫1
φi (0, y) = f̄((−1)i (t − 1), yt) · ((−1)i , y)dt
0
∫1
1
= (−yt, (−1)i (t − 1)) · ((−1)i , y)dt
0 (t − 1)2 + y2 t 2
∫1
1
= (−1)i+1 y dt ∀ y > 0,
0 (t − 1)2 + y2 t2
από όπου βλέπουμε ότι τα δύο δυναμικά δεν διαφέρουν μόνο ως προς μια προσθετική
σταθερά.
Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε μεν, να καλύψουμε το U = R2 \ {(0, 0)} με την
ένωση των U1 και U2 , όπου στο καθένα από αυτά το f̄ είναι πεδίο κλίσεων, αλλά
δεν μπορούμε να βρούμε ένα κοινό δυναμικό του f̄ για όλο το U.
Παρατήρηση 4.2.6. Πέραν από τα θεωρητικά αποτελέσματα του πότε ένα διανυ-
σματικό πεδίο είναι πεδίο κλίσεων, ιδιαίτερο πρακτικό ενδιαφέρον έχει, προφανώς, η
εύρεση ενός δυναμικού. Σημειώνουμε ότι, φυσικά, αν βρούμε ένα δυναμικό, έχουμε
αποδείξει και ότι το εξεταζόμενο διανυσματικό πεδίο είναι πεδίο κλίσεων. Άρα, στην
πράξη μπορούμε να δοκιμάσουμε καταρχάς να βρούμε ένα δυναμικό και, αν συ-
ναντήσουμε δυσκολίες, να εξετάσουμε, αν αυτές είναι ουσιαστικές (δηλ. μήπως δεν
287
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Είναι η μέθοδος που έχουμε χρησιμοποιήσει στην απόδειξη της κατεύθυνσης «⇐»
του Θεωρήματος 4.2.1 και στην Παρατήρηση 4.2.5, όπου, υποθέτοντας ότι το συνεχές
διανυσματικό πεδίο μας f̄ : U → Rn είναι πεδίο κλίσεων στο χωρίο U ⊂ Rn ,
και άρα, σύμφωνα με το Θεώρημα 4.2.1 τα επικαμπύλια ολοκληρώματά του είναι
ανεξάρτητα του δρόμου, επιλέγουμε ένα σταθερό σημείο ā ∈ U και υπολογίζουμε
το δυναμικό φ : U → R στο σημείο x̄ ∈ U ως το ολοκλήρωμα
∫
φ(x̄) = f̄(ȳ) · dȳ
γ̄
γ̄1 (t) = (x0 , y0 ) + t(x − x0 , 0), γ̄2 (t) = (x, y0 ) + t(0, y − y0 ), t ∈ [0, 1].
Έτσι, θα έχουμε
∫
φ(x, y) = f̄(ξ, η) · d(ξ, η)
γ̄
³⁰Με τον όρο αυτό αποδίδουμε τον όρο ansatz, ο οποίος απαντάται συχνά και στην αγγλική βιβλιογραφία,
προερχόμενος από το γερμανικό Ansatz, και σημαίνει ότι προϋποθέτουμε κάτι, π.χ. μια συγκεκριμένη
μορφή λύσης σε μια εξίσωση ή, όπως εδώ, ότι το διανυσματικό πεδίο είναι πεδίο κλίσεων.
³¹Έτσι μεταφράζουμε τον όρο formal, ο οποίος σημαίνει ότι, καταρχάς, δεν εξετάζουμε, αν οι υπολογισμοί
μας είναι αποδεδειγμένοι θεωρητικά.
288
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
∫1
= f1 (x0 + t(x − x0 ), y0 )(x − x0 )dt
0
∫1
+ f2 (x, y0 + t(y − y0 ))(y − y0 )dt
0
∫x ∫y
= f1 (τ, y0 )dτ + f2 (x, τ)dτ,
x0 y0
∂
φ(x1 , . . . , xn ) = fi (x1 , . . . , xn ) ∀ x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ U, ∀ i = 1, . . . , n.
∂xi
(4.72)
Υπολογίζουμε το αόριστο ολοκλήρωμα ως προς τη μεταβλητή x1 , για την πρώτη
εξίσωση, i = 1, ως
όπου ∫
F1 (x1 , . . . , xn ) := f1 (x1 , . . . , xn )dx1
∂ ∂ ( )
φ(x1 , . . . , xn ) = F1 (x1 , . . . , xn ) + g1 (x2 , . . . , xn ) = f2 (x1 , . . . , xn ),
∂x2 ∂x2
από όπου υπολογίζουμε το αόριστο ολοκλήρωμα της g1 ως προς τη μεταβλητή x2 ως
όπου ∫
( ∂ )
F2 (x1 , . . . , xn ) := f2 (x1 , . . . , xn ) − F1 (x1 , . . . , xn ) dx2
∂x2
και η g2 εξαρτάται μόνο από τις x3 , . . . , xn . Έτσι, έχουμε μετά από τα δύο πρώτα
βήματα
289
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
∑
n−1
φ(x1 , . . . , xn ) = Fi (x1 , . . . , xn ) + gn−1 (xn ),
i=1
την οποία παραγωγίζουμε ως προς xn , και παίρνουμε από την εξίσωση για i = n
του συστήματος (4.72)
∂ (∑ )
n−1
∂
φ(x1 , . . . , xn ) = Fi (x1 , . . . , xn ) + gn−1 (xn ) = fn (x1 , . . . , xn ),
∂xn ∂xn
i=1
και gn ∈ R σταθερά.
Καταλήγουμε τελικά να έχουμε υπολογίσει ως υποψήφιο δυναμικό φ του f̄ την
∑
n
φ(x1 , . . . , xn ) = Fi (x1 , . . . , xn ).
i=1
είναι πεδίο κλίσεων, αφού το R2 είναι ανοικτό και κυρτό, και η f̄ άπειρες φορές
συνεχώς διαφορίσιμη, με συμμετρική παράγωγο
( )
0 1
Df̄(x, y) = ∀ (x, y) ∈ R2 .
1 −1
Αυτό εξηγεί και γιατί τα επικαμπύλια ολοκληρώματα του f̄ κατά μήκος των τριών
(ακόμα και ως προς την εικόνα τους) διαφορετικών C1 -καμπυλών του Παραδείγμα-
τος 4.2.4, με κοινό αρχικό και κοινό τελικό σημείο, έχουν την ίδια τιμή.
Μπορούμε να υπολογίσουμε ένα δυναμικό φ : R2 → R του f̄ : R2 → R2 με
χρήση της πρώτης μεθόδου στην Παρατήρηση 4.2.6. Θέτοντας (x0 , y0 ) = (0, 0) και
επιλέγοντας γ̄ = γ̄1 ⊕ γ̄2 με
γ̄1 (t) = (tx, 0), γ̄2 (t) = (x, ty), t ∈ [0, 1], (x, y) ∈ R2 ,
290
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
έχουμε
∫
φ(x, y) = (η, ξ − η) · d(ξ, η)
γ̄
∫1 ∫1
= (0, tx − 0) · (x, 0)dt + (ty, x − ty) · (0, y)dt
0 0
1
= xy − y2
2
για κάθε (x, y) ∈ R2 , το οποίο και επιβεβαιώνεται, αφού
που βρήκαμε στην (4.76) χωρίς τη σταθερά, αφού αυτή δεν παίζει ρόλο, έχουμε, ως
υποψήφιο δυναμικό του f̄, τη συνάρτηση
1
φ(x, y) = xy − y2 , (x, y) ∈ R2 ,
2
η οποία, όπως και στο Παράδειγμα 4.2.6, έχει κλίση το διανυσματικό πεδίο f̄ και
άρα, είναι το δυναμικό του.
Παράδειγμα 4.2.8. Έστω το διανυσματικό πεδίο f̄ : U → R, U ⊂ R2 ,
( ) ( tan y 1 )
f̄(x, y) = f1 (x, y), f2 (x, y) = − 2 + 2xy + x2 , 2
+ x 2 + y2 ,
x x cos y
το οποίο ορίζεται όταν x ̸= 0 και cos y ̸= 0. Συνεπώς,
{ π }
U = (x, y) ∈ R2 : x ̸= 0 και y ̸= kπ + ∀ k ∈ Z
2
∪ { π π}
= (x, y) ∈ R : kπ + < y < (k + 1)π +
2
\ {0} × R.
k∈Z
2 2
291
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Διαπιστώνουμε ότι το U δεν είναι ούτε καν συνεκτικό, και συνεπώς εκ πρώτης
όψεως δεν έχει νόημα να εφαρμόσουμε την πρώτη μέθοδο της Παρατήρησης 4.2.6.
Να προσεχθεί, επίσης, ότι ούτε το Θεώρημα 4.2.1 ισχύει σε όλο το U, αφού αυτό δεν
είναι χωρίο. Βέβαια, για τον περιορισμό του f̄ σε οποιοδήποτε ανοικτό και συνεκτικό
υποσύνολο του U, το Θεώρημα 4.2.1 ισχύει, και, αν το υποσύνολο είναι και αστερό-
μορφο, ο σχετικός περιορισμός είναι πεδίο κλίσεων, αφού, όπως θα δούμε αμέσως, η
παράγωγος του f̄ είναι συμμετρική.
Το f̄ είναι άπειρες φορές διαφορίσιμο στο πεδίο ορισμού του και η παράγωγός
του είναι συμμετρική, αφού
∂ 1 ∂
f1 (x, y) = − 2 + 2x = f2 (x, y) ∀ (x, y) ∈ U.
∂y x cos2 y ∂x
∂ tan y ∂ 1
φ(x, y) = − 2 + 2xy + x2 , φ(x, y) = + x2 + y2 ∀ (x, y) ∈ U.
∂x x ∂y x cos2 y
(4.77)
Υπολογίζοντας το αόριστο ολοκλήρωμα της πρώτης εξίσωσης ως προς x, παίρνουμε
tan y 1
φ(x, y) = + x2 y + x3 + g(y), (4.78)
x 3
οπότε παραγωγίζοντας ως προς y, προκύπτει, μαζί με τη δεύτερη εξίσωση του συ-
στήματος (4.77), η εξίσωση για την g ′ (y)
∂ 1 1
φ(x, y) = 2
+ x2 + g ′ (y) = + x2 + y2 ,
∂y x cos y x cos2 y
tan y 1 1
φ(x, y) = + x2 y + x3 + y3 , (x, y) ∈ U.
x 3 3
Παραγωγίζοντάς την, διαπιστώνουμε ότι πράγματι το φ είναι δυναμικό του f̄ σε όλο
το U.
4.2.4 Ασκήσεις
Άσκηση 146. Για τα διανυσματικά πεδία της Παρατήρησης 4.2.4, δείξτε ότι το πεδίο
ορισμού τους δεν είναι αστερόμορφο, αλλά ότι αυτά είναι πεδία κλίσεων, και βρείτε
ένα δυναμικό τους.
³²Να προσεχθεί ότι η αναγκαία συνθήκη της Πρότασης 4.2.6 απαιτεί από το πεδίο ορισμού μόνο το να
είναι ανοικτό.
292
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Άσκηση 147. Βρείτε για τα επόμενα διανυσματικά πεδία τα μέγιστα πεδία ορισμού
τους και εξετάστε αν είναι πεδία κλίσεων σε αυτά. Αν είναι πεδία κλίσεων υπολογίστε
ένα δυναμικό τους, ενώ αν δεν είναι, εξετάστε εάν ο περιορισμός τους σε κάποιο
κατάλληλο υποσύνολο του πεδίου ορισμού τους είναι πεδίο κλίσεων, και βρείτε ένα
δυναμικό του περιορισμού αυτού.
293
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Απόδειξη. Από την Πρόταση 4.1.17 γνωρίζουμε ότι το D είναι Jordan-μετρήσιμο και
∂f ∂f
συμπαγές, και αφού οι μερικές παράγωγοι ∂x2 , ∂y1 είναι συνεχείς στο D, έχουμε
από την Πρόταση 4.1.18 και το Θεμελιώδες Θεώρημα του Απειροστικού Λογισμού
∫ ( ∫ d ( ∫ ψ2 (y) ∫ b ( ∫ φ2 (x)
∂f2 ∂f1 ) ∂f2 ) ∂f1 )
− = (x, y)dx dy − (x, y)dy dx
D ∂x ∂y c ψ1 (y) ∂x a φ1 (x) ∂y
∫d
( )
= f2 (ψ2 (y), y) − f2 (ψ1 (y), y) dy
c
∫b
( )
− f1 (x, φ2 (x)) − f1 (x, φ1 (x)) dx. (4.80)
a
Από την άλλη, αφού το D είναι ένα κανονικό χωρίο, αν το δούμε ως κανονικό
χωρίο ως προς τον άξονα 0x, το θετικά προσανατολισμένο σύνορό του θα μπορεί να
γραφεί στη μορφή ∂D = γ̄([t1 , t2 ]) με
όπου
και, αν το δούμε ως κανονικό χωρίο ως προς τον άξονα 0y, στη μορφή ∂D = δ̄([t3 , t4 ])
με
1 ⊕ δ̄2 ⊕ δ̄3 ⊕ δ̄4 ,
δ̄ = δ̄− −
όπου
294
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
y y
− −
d γ̄3 d δ̄4
D D
γ̄−
4
γ̄2 δ̄−
1 δ̄3
a b x a b x
c γ̄1 c δ̄2
Σημειώνουμε ότι όλες οι παραπάνω καμπύλες είναι κατά τμήματα συνεχώς δια-
φορίσιμες, επειδή οι συναρτήσεις φ1 , φ2 και ψ1 , ψ2 έχουν αυτή την ιδιότητα. Συ-
νεπώς, αφού το διανυσματικό πεδίο (f1 , f2 ) είναι συνεχές πάνω στο σύνορο ∂D,
υπάρχει το ολοκλήρωμά του κατά μήκος του ∂D και μάλιστα, ισχύει
∫ ∫ ∫
(f1 , f2 ) · d(x, y) = (f1 , 0) · d(x, y) + (0, f2 ) · d(x, y) (4.81)
∂D ∂D ∂D
και
∫ ∫ ∫
(0, f2 ) · d(x, y) = − (0, f2 ) · d(x, y) + (0, f2 ) · d(x, y)
∂D δ̄1 δ̄2
∫ ∫
+ (0, f2 ) · d(x, y) − (0, f2 ) · d(x, y)
δ̄3 δ̄4
∫ ∫d
= − f2 (ψ1 (t), t)dt + f2 (ψ2 (t), t)dt. (4.83)
c
295
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Σημειώνουμε ότι για τον υπολογισμό των ολοκληρωμάτων στις (4.82), (4.83) δια-
μερίζουμε το πεδίο ορισμού των καμπύλων γ̄1 , γ̄3 και δ̄1 , δ̄3 , έτσι ώστε οι περιο-
ρισμοί τους στα τμήματα των διαμερίσεων να είναι C1 -καμπύλες, βλ. τον Ορισμό
4.2.2. 2
Παρατήρηση 4.2.7. Από την απόδειξη προκύπτει ότι, για να ισχύει το συμπέρασμα
∂f ∂f
του Θεωρήματος Green, αρκεί οι συναρτήσεις f1 , f2 , ∂x2 , ∂y1 : U → R να υπάρχουν
και να είναι συνεχείς.
Απόδειξη. Από το Θεώρημα του Green για C1 -κανονικά χωρία και την Πρόταση 4.1.14
έχουμε
k ∫ k ∫ ( ∂f ∫ (
∑ ∑ 2 ∂f1 ) ∂f2 ∂f1 )
(f1 , f2 ) · d(x, y) = − = − ,
∂x ∂y ∂x ∂y
i=1 ∂Di i=1 Di D
296
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
4.2.6 Ασκήσεις
Άσκηση 148. Να υπολογίσετε με χρήση του Θεωρήματος Green τα ακόλουθα ολο-
κληρώματα, θεωρώντας το ∂D θετικά προσανατολισμένο:
∫
(αʹ) (2y, 6x) · d(x, y), D = [0, 1] × [0, 1],
∂D
∫
(βʹ) (y2 , 2x) · d(x, y), D = [0, 1] × [0, 1],
∂D
∫
(γʹ) (xy, x − y) · d(x, y), D = [0, 1] × [1, 3],
∂D
∫
(δʹ) (x − y3 , x3 − y2 ) · d(x, y), D ο μοναδιαίος κυκλικός δίσκος,
∂D
∫
(εʹ) ex (sin y, cos y) · d(x, y), D ο κυκλικός δίσκος κέντρου (0, 0) και ακτίνας
∂D
3.
Άσκηση 149. Να υπολογίσετε με χρήση του Θεωρήματος Green το εμβαδό των ακό-
λουθων υποσυνόλων του R2 :
(γʹ) περιοχή που περικλείεται από την κυκλοειδή r(t − sin t, 1 − cos t), t ∈ [0, 2π],
όπου r > 0 σταθερό, και τον άξονα 0x.
297
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Όπως και στην περίπτωση του μήκους καμπύλης, αποδεικνύεται ότι το ολοκλή-
ρωμα (4.84) είναι αναλλοίωτο κάτω από C1 -παραμετρικούς μετασχηματισμούς. Επί-
σης από τον ορισμό του και τις ιδιότητες του ορισμένου ολοκληρώματος πραγματικής
συνάρτησης μιας μεταβλητής προκύπτει η γραμμικότητα της ολοκλήρωσης και η προ-
σθετικότητα ως προς την ένωση καμπυλών.
Έτσι, έχουμε συνοπτικά τις ακόλουθες ιδιότητες.
298
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Παρατήρηση 4.2.9. Όπως και για το μήκος καμπύλης, έτσι και για τα επικαμπύλια
ολοκληρώματα συναρτήσεων ως προς μήκος καμπύλης, αν η C = γ̄([α, β]) ⊂ Rn
είναι μια απλή ή απλή κλειστή, κατά τμήματα C1 -καμπύλη, γράφουμε και
∫ ∫
fds := fds.
C γ̄
4.2.8 Ασκήσεις
Άσκηση 151. Υπολογίστε τα ακόλουθα επικαμπύλια ολοκληρώματα πραγματικών
συναρτήσεων
∫
(αʹ) (x + y)ds, όπου γ̄(t) = (cos t, sin t), t ∈ [0, π],
γ̄
∫ [ π π]
x
(βʹ) ds, όπου γ̄(t) = (cos t, sin t), t ∈ − , ,
γ̄ x2 + y2 2 2
∫
(γʹ) (x2 + y)ds, όπου γ̄(t) = (t, cosh t), t ∈ [0, 1],
γ̄
∫ √
(δʹ) x2 + y2 + z2 ds, όπου γ̄(t) = (t cos t, t sin t, t), t ∈ [0, 2π].
γ̄
299
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Παρατήρηση 4.3.1. (αʹ) Βλέπουμε και εδώ μια αμφισημία του όρου «επιφάνεια»,
αντίστοιχη με αυτήν του όρου «καμπύλη». Διαισθητικά καταλαβαίνουμε ως
επιφάνεια, την εικόνα S = Φ̄(K) ⊂ R3 , αναλυτικά όμως, είναι ουσιαστικότερη
η παραμετρικοποίησή της Φ̄|K : K → R3 , δηλ. η (παραμετρική) επιφάνεια, της
οποίας εικόνα είναι η S.
Εμείς θα ασχοληθούμε, κυρίως, με την Φ̄|K , την οποία για λόγους απλούστευσης,
σαφήνειας και συντομίας, από εδώ και στο εξής, θα ονομάζουμε συμβατικά
επιφάνεια και θα την συμβολίζουμε με Φ̄ (δηλ. δεν θα τονίζουμε ότι πρόκειται
για τον περιορισμό στο K ⊂ U μίας Φ̄ ∈ C1 (U; R3 )) και, όταν αναφερόμαστε
στην εικόνα S = Φ̄(K) ⊂ R3 της επιφάνειας Φ̄, για να την ξεχωρίζουμε από
την Φ̄, θα την ονομάζουμε συμβατικά, και για συντομία, επιφάνεια στον R3 .
(βʹ) Το ότι στον πιο πάνω ορισμό εμπλέκεται και το ανοικτό υποσύνολο U ⊂ R2 ,
το οποίο περιέχει το παραμετρικό πεδίο K ⊂ R2 της επιφάνειας Φ̄, οφείλεται
στο ότι απαιτούμε η Φ̄ να είναι συνεχώς διαφορίσιμη, και στο ότι έχουμε ορί-
σει τη διαφορισιμότητα μόνο σε ανοικτά υποσύνολα, θέλοντας να αποφύγουμε
δυσκολίες, που μπορεί να προκύψουν κατά τον ορισμό παραγώγων στο σύνορο.
Αυτό μας δίνει την ελευθερία να μπορούμε να ορίσουμε συμπαγή παραμετρικά
πεδία, κάτι, το οποίο μας διευκολύνει στον ορισμό ολοκληρωμάτων συνεχών
συναρτήσεων πάνω στο συμπαγές S ⊂ R3 .
Στην πράξη θα δούμε ότι το ανοικτό U ⊂ R2 του ορισμού θα μας απασχολήσει
λίγο, έως καθόλου.
(γʹ) Όπως αναφέραμε και εισαγωγικά, σύμφωνα με τον πιο πάνω ορισμό, καλού-
νται επιφάνειες και υποσύνολα S ⊂ R3 , τα οποία δεν είναι επιφάνειες με
την κλασική ή τουλάχιστον διαισθητική έννοια του όρου. Π.χ., αν Φ̄ η σταθερή
συνάρτηση Φ̄(u, v) = (x0 , y0 , z0 ) ∈ R3 για κάθε (u, v) ∈ R2 , τότε, το μονο-
σύνολο S = {(x0 , y0 , z0 )} ⊂ R3 σίγουρα δεν είναι μια τυπική επιφάνεια στον
R3 .
Θα μπορούσαμε να αποκλείσουμε τέτοιες παθογένειες, επιβάλλοντας επιπλέον
συνθήκες στον ορισμό της επιφάνειας, αφού, όμως, αυτός εξυπηρετεί τους σκο-
πούς μας ως έχει, δεν απαιτείται να τον επιβαρύνουμε επιπλέον.
300
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
∂Φ̄ ( ∂x ∂y ∂z )T
(u, v) = (u, v), (u, v), (u, v) ∈ R3 , (u, v) ∈ U,
∂u ∂u ∂u ∂u
∂Φ̄ ( ∂x ∂y ∂z )T
(u, v) = (u, v), (u, v), (u, v) ∈ R3 , (u, v) ∈ U,
∂v ∂v ∂v ∂v
έτσι ώστε
( )
∂Φ̄ ∂Φ̄
DΦ̄(u, v) = (u, v) (u, v) ∈ R3×2 , (u, v) ∈ U.
∂u ∂v
301
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
f(x, y) = x2 + y2 , (x, y) ∈ R2 ,
S = {(x, y, x2 + y2 ) ∈ R3 : x2 + y2 ≤ r2 },
Φ̄(x, y) = (x, y, x2 + y2 ), x2 + y2 ≤ r2 ,
με παράγωγο
( ) 1 0
∂Φ̄ ∂Φ̄
DΦ̄(x, y) = (x, y) (x, y) =0 1 , x2 + y2 ≤ r2 .
∂x ∂y 2x 2y
με συνεχή παράγωγο
( ) a1 b1
∂Φ̄ ∂Φ̄
DΦ̄(λ, µ) = (λ, µ) (λ, µ) = a2 b2
∂λ ∂µ a3 b3
302
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
τότε, για κάθε (x, y, z) ∈ Φ̄(K) υπάρχουν μοναδικά (λ, µ) ∈ K με (x, y, z) = Φ̄(λ, µ),
τα ( ) ( ) ( )−1 ( )
λ λ(x, y) a1 b1 x − x0
= := ,
µ µ(x, y) a2 b2 y − y0
όπου
( ) ( )( ) ( ) ( ) ( )
x a1 b1 λ x0 a1 b1 x0
= + ∈ K+ := D ⊂ R2 ,
y a2 b2 µ y0 a2 b2 y0
Συνεπώς, για κάθε (x, y, z) ∈ Φ̄(K) έχουμε (x, y, z) ∈ Γf (D). Όμως, και αντίστροφα,
αν (x, y, z) ∈ Γf (D), θα υπάρχουν μοναδικά (λ, µ) ∈ K, έτσι ώστε (x, y, z) ∈ Φ̄(K).
Ανάλογες παραμετρικοποιήσεις ενός επιπέδου στον R3 , ως γράφημα πραγματι-
κής συνάρτησης δύο μεταβλητών, μπορούν να γίνουν και, αν
( ) ( )
a1 b1 a2 b2
det ̸= 0 ή det ̸= 0.
a3 b3 a3 b3
Παράδειγμα 4.3.3. Μία από τις σημαντικότερες επιφάνειες στον R3 που δεν μπορεί
να περιγραφεί ολόκληρη ως γράφημα μίας συνάρτησης f : U → R με U ⊂ R2 είναι
η σφαίρα κέντρου (x0 , y0 , z0 ) ∈ R3 και ακτίνας r > 0,
με συνεχή παράγωγο
( ) cos ϑ cos φ − sin ϑ sin φ
∂Φ̄ ∂Φ̄
DΦ̄(ϑ, φ) = (ϑ, φ) (ϑ, φ) = r cos ϑ sin φ sin ϑ cos φ
∂ϑ ∂φ − sin ϑ 0
303
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
304
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
(βʹ) ā × ā = 0,
Απόδειξη. Οι ιδιότητες αυτές προκύπτουν, κατευθείαν, από τον ορισμό και αντιστοι-
χούν σε ιδιότητες των οριζουσών. Ειδικότερα, η ιδιότητα (στ ′ ) προκύπτει από το
ότι
a1 a2 a3 b1 b2 b3
ā · (ā × b̄) = a1 a2 a3 , b̄ · (ā × b̄) = a1 a2 a3
b1 b2 b3 b1 b2 b3
(βλ. για αυτό τη δεύτερη ισότητα του ορισμού). 2
Παρατήρηση 4.3.3. Από την τελευταία ιδιότητα της προηγούμενης πρότασης προ-
κύπτει ότι το διανυσματικό γινόμενο ā × b̄ είναι κάθετο στο επίπεδο που περιέχει
τα ā και b̄ (ενώ, αν αυτά είναι συνευθειακά, δηλ. γραμμικώς εξαρτημένα, ισούται με
μηδέν, σύμφωνα με τη δεύτερη και τρίτη ιδιότητα).
Επίσης, σε ένα δεξιόστροφο σύστημα συντεταγμένων η φορά του ā × b̄ δίνεται
από τον «κανόνα του δεξιού χεριού». Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στην περίπτωση
305
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
ā
∥ā∥ sin ϑ
ϑ
b̄
Σχήμα 4.8: Το παραλληλόγραμμο που παράγουν τα ā, b̄ έχει εμβαδό ∥ā × b̄∥.
Με χρήση του διανυσματικού γινομένου ā × b̄, και ιδιαίτερα της ιδιότητάς του να
είναι κάθετο στα διανύσματα ā και b̄, μπορούμε να ορίσουμε το κάθετο διάνυσμα
σε ένα σημείο μιας επιφάνειας στον R3 .
Ορισμός 4.3.3. Έστω μια επιφάνεια Φ̄ με παραμετρικό πεδίο K, όπως στον Ορισμό
4.3.1, και (u, v) ∈ K.
(αʹ) Το διάνυσμα
∂Φ̄ ∂Φ̄
N̄(u, v) := (u, v) × (u, v) (4.86)
∂u ∂v
ονομάζεται κάθετο διάνυσμα της Φ̄ στo σημείο Φ̄(u, v).
(βʹ) Το Φ̄(u, v) ονομάζεται κανονικό, αν N̄(u, v) ̸= 0̄, και ιδιάζον, αν N̄(u, v) = 0̄.
N̄(u, v)
n̄(u, v) := (4.87)
∥N̄(u, v)∥
ονομάζεται μοναδιαίο κάθετο διάνυσμα της Φ̄ στo Φ̄(u, v), και το επίπεδο
{ ∂Φ̄ ∂Φ̄ }
Φ̄(u, v) + λ (u, v) + µ (u, v) : λ, µ ∈ R ⊂ R3 (4.88)
∂u ∂v
ονομάζεται εφαπτόμενο επίπεδο της Φ̄ στo σημείο Φ̄(u, v).
(δʹ) Μια επιφάνεια Φ̄ ονομάζεται κανονική, αν όλα τα σημεία της είναι κανονικά.
306
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
(βʹ) το κάθετο διάνυσμα δείχνει πάντα προς τα «πάνω», δηλ. προς τη θετική κα-
τεύθυνση του άξονα 0z.
(−∇f(x, y), 1)
n̄(x, y) = √
∥∇f(x, y)∥2 + 1
και το εφαπτόμενο επίπεδο στο σημείο Φ̄(x, y) = (x, y, f(x, y)), (x, y) ∈ K, είναι
0
x 1
1
y +λ 0
+ µ ∂f(x, y) : λ, µ ∈ R
∂f(x, y)
f(x, y)
∂x ∂y
ā × b̄
n̄(x, y) = ,
∥ā × b̄∥
και εφαπτόμενο επίπεδο σε κάθε σημείο, τον εαυτό του.
307
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Παράδειγμα 4.3.6. Στην περίπτωση της σφαίρας στον R3 του Παραδείγματος 4.3.3,
το κάθετο διάνυσμα είναι
cos ϑ cos φ − sin ϑ sin φ
N̄(ϑ, φ) = r2 cos ϑ sin φ × sin ϑ cos φ .
− sin ϑ 0
ē1 ē2 ē3 sin ϑ cos φ
= r2 cos ϑ cos φ cos ϑ sin φ − sin ϑ = r2 sin ϑ sin ϑ sin φ
− sin ϑ sin φ sin ϑ cos φ 0 cos ϑ
με
Παρατήρηση 4.3.4. Το διάνυσμα N̄(u, v) είναι κάθετο στην Φ̄ στο σημείο Φ̄(u, v)
υπό την έννοια ότι είναι κάθετο στο εφαπτόμενο διάνυσμα ᾱ ′ (0) κάθε καμπύλης
∂Φ̄ ∂Φ̄
ᾱ ′ (0) = DΦ̄(u, v)γ̄ ′ (0) = (u, v)γ1′ (0) + (u, v)γ2′ (0). (4.91)
∂u ∂v
Αφού το N̄(u, v) είναι το διανυσματικό γινόμενο των δύο διανυσμάτων στα δεξιά
της (4.91), προκύπτει από την Πρόταση 4.3.1 (στ ′ ) ότι
N̄(u, v) · ᾱ ′ (0) = 0.
308
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
τέλος της Παρατήρησης 4.3.3). Συνεπώς, το σύνολο στην (4.88) είναι πράγματι ένα
επίπεδο στον R3 και, σύμφωνα με την (4.91), ο διανυσματικός χώρος που του αντι-
στοιχεί, περιέχει τα εφαπτόμενα διανύσματα στο σημείο αυτό όλων των καμπυλών
της μορφής (4.89).
Από την άλλη, έστω ο γραμμικός συνδυασμός
∂Φ̄ ∂Φ̄
λ (u, v) + µ (u, v) ∈ R3 , λ, µ ∈ R. (4.92)
∂u ∂v
Τότε, η
γ̄(t) = (u, v) + t(λ, µ), t ∈ (−ε, ε),
θα είναι της μορφής (4.90) για κάποιο ε > 0, και η εικόνα της υπό την Φ̄ θα έχει
τη μορφή (4.89), η οποία, σύμφωνα με την (4.91), έχει στο σημείο Φ̄(u, v) το εφα-
πτόμενο διάνυσμα (4.92). Έτσι, αν το Φ̄(u, v) είναι κανονικό, ο διανυσματικός χώρος
που αντιστοιχεί στο επίπεδο (4.88), ταυτίζεται με το σύνολο των εφαπτόμενων δια-
νυσμάτων στο Φ̄(u, v) των καμπυλών της μορφής (4.89).
Όμως, αν ένα σημείο Φ̄(u0 , v0 ) είναι κανονικό, τότε υπάρχει ένα ανοικτό U0 ⊂ U
με (u0 , v0 ) ∈ U0 και U όπως στον Ορισμό 4.3.1, έτσι ώστε κάθε καμπύλη
για κάποιο ε > 0, διαφορίσιμη στο t = 0, να είναι της μορφής (4.89) (με U0 αντί U).
Πράγματι, αφού το Φ̄(u0 , v0 ) είναι κανονικό, κάποιος από τους υποπίνακες
∂x ∂x
∂(x, y) ∂u ∂v ∂(x, z) ∂(y, z)
:=
∂y
, ,
∂(u, v) ∂y ∂(u, v) ∂(u, v)
∂u ∂v
θα είναι αντιστρέψιμος στο σημείο (u0 , v0 ) ∈ U, έστω ο πρώτος. Τότε, η συνάρτηση
είναι συνεχώς διαφορίσιμη στο πεδίο ορισμού της, και η παράγωγός της
∂x ∂x
(u, v) (u, v) 0
∂u ∂v
∂y ∂y
Df̄(u, v, w) =
∂u (u, v) (u, v) 0
∂v
∂z ∂z
(u, v) (u, v) 1
∂u ∂v
είναι αντιστρέψιμη στο σημείο (u0 , v0 , 0).
Συνεπώς, σύμφωνα με το Θεώρημα Αντίστροφης Συνάρτησης 3.11.1, υπάρχουν
ένα ανοικτό U0 ⊂ U με (u0 , v0 ) ∈ U0 και δ, ε0 > 0, έτσι ώστε ο περιορισμός της f̄
f̄ : U0 × (−δ, δ) → B(Φ̄(u0 , v0 ), ε0 )
309
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
γ̄ := π ◦ f̄−1 ◦ ᾱ : (−ε, ε) → R2
είναι διαφορίσιμη στο t = 0 με γ̄(0) = (u0 , v0 ), γ̄((−ε, ε)) ⊂ U0 και Φ̄ ◦ γ̄ = ᾱ,
όπου η τελευταία ισότητα προκύπτει από την (4.93), αφού για κάθε t ∈ (−ε, ε) (με
επαρκώς μικρό ε > 0) ισχύει
310
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Έστω η επιφάνεια Φ̄(u, v) = c̄ + uā + vb̄, όπου ā, b̄, c̄ ∈ R3 με ā, b̄ γραμμικώς
ανεξάρτητα και (u, v) ∈ K = [0, 1] × [0, 1]. Τότε, η εικόνα της Φ̄
∑
k
∥N̄(ui , vi )∥∆ui ∆vi .
i=1
Διαισθητικά, είναι προφανές ότι όσο λεπτότερη είναι η διαμέριση του K, τόσο πε-
ρισσότερο η προσέγγιση αυτή θα πλησιάζει το πραγματικό εμβαδό της επιφάνειας
Φ̄(K) ⊂ R3 , και αυτό αποδεικνύεται αυστηρά όπως στην ενότητα §4.1.1, αφού η
N : K → R3 είναι συνεχής. Τα πιο πάνω αποτελέσματα οδηγούν στον ακόλουθο
ορισμό του εμβαδού μιας επιφάνειας Φ̄.
Ορισμός 4.3.4. Έστω Φ̄ η επιφάνεια του Ορισμού 4.3.1 με παραμετρικό πεδίο K.
Τότε, το ολοκλήρωμα
∫ ∫
∂Φ̄ ∂Φ̄
A(Φ̄) := ∥N̄(u, v)∥ d(u, v) =
(u, v) × (u, v)
d(u, v)
K K ∂u ∂v
ονομάζεται εμβαδό της επιφάνειας Φ̄.
311
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Παρατήρηση 4.3.5. Το ολοκλήρωμα του ορισμού υπάρχει ακριβώς λόγω της συνεχούς
διαφορισιμότητας της Φ̄ και του ότι το παραμετρικό πεδίο K είναι συμπαγές και
Jordan-μετρήσιμο. Να προσεχθεί ότι η ύπαρξη του ολοκληρώματος δεν εξαρτάται
από το αν η Φ̄ είναι κανονική ή όχι, και ότι στην περίπτωση που δεν είναι πουθενά
κανονική, το εμβαδό της είναι μηδέν. Να προσεχθεί επίσης ότι ο ορισμός προσδίδει
ένα εμβαδό στην παραμετρική επιφάνεια Φ̄, και όχι στην εικόνα S = Φ̄(K).
Όπως είδαμε και στο παράδειγμα της απλής επίπεδης επιφάνειας στον R3 (4.94),
όταν λέμε ότι «η επιφάνεια Φ̄ έχει το εμβαδό A(Φ̄)», εννοούμε προφανώς ότι η εικόνα
S = Φ̄(K) ⊂ R3 της Φ̄ έχει αυτό το εμβαδό.
Συνεπώς, τίθεται το ερώτημα αν το εμβαδό της S ⊂ R3 παραμείνει το ίδιο στην
περίπτωση που χρησιμοποιήσουμε μια διαφορετική παραμετρικοποίησή της, Ψ̄|T με
ψ̄(T ) = S, όπου ψ̄ : V → R3 συνεχώς διαφορίσιμη με V ⊂ R2 ανοικτό και T ⊂ V
συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο. Αυτό πράγματι ισχύει αν οι παραμετρικοποιήσεις
Φ̄|K και Ψ̄|T συνδέονται μεταξύ τους μέσω των ακόλουθων παραμετρικών μετασχη-
ματισμών.
(γʹ) Η det Dḡ(s, t) είναι για κάθε (s, t) ∈ V μη αρνητική και συνεπώς, λόγω της
συνέχειάς της, είτε σε όλο το V θετική, είτε σε όλο το V αρνητική.
312
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
της και τις ιδιότητες του μετασχηματισμού ḡ προκύπτει Ψ̄(T ) = Φ̄(ḡ(T )) = Φ̄(K).
Σύμφωνα με τον Ορισμό 4.3.4 του εμβαδού μιας επιφάνειας, έχουμε
∫
∂Ψ̄ ∂Ψ̄
A(Ψ̄) =
(s, t) × (s, t)
d(s, t).
T ∂s ∂t
Από τον Κανόνα της Αλυσίδας (Θεώρημα 3.2.4), όμως, έχουμε
και άρα, σύμφωνα με τους κανόνες της Πρότασης 4.3.1 για το διανυσματικό γινόμενο,
έχουμε
A(S) := A(Φ̄).
313
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
που εξετάσαμε στα Παραδείγματα 4.3.3 και 4.3.6, δηλ. με την παραμετρικοποίησή
της Φ̄ μέσω σφαιρικών συντεταγμένων. Σύμφωνα με την Παρατήρηση 4.3.7 και τον
Ορισμό 4.3.4, έχουμε
∫ ∫
A(S) = A(Φ̄) = ∥N̄(ϑ, φ)∥ d(ϑ, φ) = r2 sin ϑ d(ϑ, φ),
K [0,π]×[0,2π]
4.3.2 Ασκήσεις
Άσκηση 153. (αʹ) Παραμετρικοποιήστε τμήματα του άνω και κάτω ημισφαιρίου
της σφαίρας ακτίνας r > 0 με κέντρο την αρχή των αξόνων ως γραφήματα
συναρτήσεων με πεδίο ορισμού τον κυκλικό δίσκο x2 + y2 = (r − ε)2 , ε ∈
(0, r).
(βʹ) Βρείτε τα κάθετα διάνυσματα, δείξτε ότι τα γραφήματα αυτά είναι κανονικές
επιφάνειες και βρείτε τα μοναδιαία κάθετα και τα εφαπτόμενα επίπεδα σε
κάθε σημείο.
(γʹ) Εξετάστε τι συμβαίνει με τις επιφάνειες αυτές, όταν ε → 0, και σκεφθείτε για
ποιο λόγο η παραμετρικοποίηση ολόκληρων των άνω και κάτω ημισφαιρίων ως
γραφήματα δεν είναι επιφάνεια σύμφωνα με τον Ορισμό 4.3.1.
(δʹ) Εξετάστε το όριο του κάθετου και του μοναδιαίου κάθετου διανύσματος σε ένα
σημείο της επιφάνειας που έχει παραμέτρους στο σύνορο του πεδίου ορισμού
της συνάρτησης, όταν ε → 0. Τι παρατηρείτε;
Άσκηση 154. Δείξτε ότι η επιφάνεια Φ̄ του Παραδείγματος 4.3.1 έχει εμβαδό
√
∫ ( )2 ( )2
∂f ∂f
A(Φ̄) = 1+ .
K ∂x ∂y
Φ̄(u, v) = (u, f(u) cos v, f(u) sin v), (u, v) ∈ [a, b] × [0, 2π].
314
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
315
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Παρατήρηση 4.3.8. (αʹ) Το επιφανειακό ολοκλήρωμα της f πάνω από την Φ̄ είναι
καλά ορισμένο, αφού το K είναι συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο και οι συ-
ναρτήσεις Φ̄ : K → R3 , f : Φ̄(K) → R και N̄ : K → R3 (και άρα, και η
∥N̄∥ : K → R) είναι συνεχείς.
(βʹ) Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, σύμφωνα με τον προηγούμενο ορισμό, το εμ-
βαδό της επιφάνειας Φ̄ με παραμετρικό πεδίο K είναι το επιφανειακό ολοκλή-
ρωμα της συνάρτησης f(x, y, z) = 1, (x, y, z) ∈ Φ̄(K), πάνω από την Φ̄,
∫ ∫
A(Φ̄) = dσ := 1 dσ.
Φ̄ Φ̄
(γʹ) Ακριβώς όπως στην Πρόταση 4.3.2 αποδεικνύεται ότι το επιφανειακό ολοκλή-
ρωμα της f πάνω από την Φ̄ παραμένει αναλλοίωτο κάτω από τους επιτρεπτούς
παραμετρικούς μετασχηματισμούς του Ορισμού 4.3.5, και συνεπώς, ορίζεται το
(επιφανειακό) ολοκλήρωμα της f πάνω από την S = Φ̄(K) ⊂ R3 ως
∫ ∫
f dσ := f dσ,
S Φ̄
έτσι ώστε Φ̄([0, π2 ] × [0, 2π]) = S και με ∥N̄(ϑ, φ)∥ = r sin ϑ (βλ. τα Παραδείγματα
2
316
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Όπως και στις καμπύλες στον Rn , έτσι και στις επιφάνειες στον R3 , εκτός από
το ολοκλήρωμα μιας πραγματικής συνάρτησης, ορίζεται και το ολοκλήρωμα ενός
διανυσματικού πεδίου πάνω από μία επιφάνεια.
Παρατήρηση 4.3.9. Το πιο πάνω ολοκλήρωμα είναι, και εδώ, καλά ορισμένο λόγω
των ιδιοτήτων του K (συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο) και της συνέχειας της ολοκλη-
ρωτέας συνάρτησης (f̄ ◦ Φ̄) · N̄ : K → R, η οποία προέρχεται από τη συνέχεια της f̄
και τη συνεχή διαφορισιμότητα της Φ̄.
Αξίζει να προσεχθεί ότι, αν η Φ̄ είναι κανονική, τότε,
∫ ∫
f̄(Φ̄(u, v)) · N̄(u, v) d(u, v) = f̄(Φ̄(u, v)) · n̄(u, v)∥N̄(u, v)∥ d(u, v),
K K
όπου n̄(u, v) το μοναδιαίο κάθετο διάνυσμα (4.87) της Φ̄ στο σημείο Φ̄(u, v).
Το δεξί μέρος της ισότητας, συγκρινόμενο με τον Ορισμό 4.3.6 μιας πραγμα-
τικής συνάρτησης πάνω από την Φ̄, δικαιολογεί τον συμβολισμό του επιφανειακού
ολοκληρώματος ενός διανυσματικού πεδίου.
Και το επιφανειακό ολοκλήρωμα διανυσματικού πεδίου έχει όλες τις ιδιότητες
που κληρονομεί μέσω του ορισμού του από το διπλό ολοκλήρωμα. Π.χ. για α, β ∈ R
και f̄, ḡ : Φ̄(K) → R3 συνεχή, έχουμε
∫ ∫ ∫
(αf̄ + βḡ) · n̄ dσ = α f̄ · n̄ dσ + β ḡ · n̄ dσ.
Φ̄ Φ̄ Φ̄
317
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Απόδειξη. Όπως αναλύσαμε στην αρχή της απόδειξης της Πρότασης 4.3.2, για τα
δεδομένα Φ̄ και ḡ, η Ψ̄ = Φ̄ ◦ ḡ είναι, πράγματι, μια επιφάνεια με παραμετρικό
πεδίο T και με Ψ̄(T ) = Φ̄(K). Από τον Ορισμό 4.3.7 έχουμε
∫ ∫
∂Ψ̄ ∂Ψ̄
f̄ · n̄ dσ = f̄(Ψ̄(s, t)) · (s, t) × (s, t) d(s, t),
Ψ̄ T ∂s ∂t
και όπως είδαμε στην απόδειξη της Πρότασης 4.3.2 (βλ. την (4.95)), από τον Κανόνα
της Αλυσίδας προκύπτει
∫ ∫
∂Φ̄ ∂Φ̄
f̄ · n̄ dσ = f̄(Φ̄(ḡ(s, t))) · (ḡ(s, t)) × (ḡ(s, t)) det Dḡ(s, t) d(s, t)
Ψ̄ T ∂u ∂v
και άρα, το αποδεικτέο, σύμφωνα με τον Κανόνα Αλλαγής Μεταβλητών, αφού
det Dḡ(s, t) > 0 ∀ (s, t) ∈ T , αν ο ḡ διατηρεί τον προσανατολισμό,
det Dḡ(s, t) < 0 ∀ (s, t) ∈ T , αν ο ḡ αντιστρέφει τον προσανατολισμό.
2
όπου Φ̄|K οποιαδήποτε παραμετρικοποίηση του S ⊂ R3 που έχει τον δοσμένο προ-
σανατολισμό, δηλ. το δοσμένο μοναδιαίo κάθετο n̄.
⁴⁴Εκτός, ίσως, από ένα υποσύνολο μηδενικού περιεχομένου του πεδίου ορισμού του, βλ. Πρόταση 4.1.15.
Να προσεχθεί, επίσης, ότι τα σημεία με N̄(u, v) = 0̄ δεν επηρεάζουν την τιμή του ολοκληρώματος.
318
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
υπάρχει, αφού οι Φ̄ και f̄ είναι άπειρες φορές διαφορίσιμες, και το K είναι συμπαγές
και Jordan-μετρήσιμο, και με
1 0 −v
N̄(u, v) = 0 × 1 = −u
v u 1
έχουμε
∫ ∫
I= (u, v, uv) · (−v, −u, 1) d(u, v) = − uv d(u, v)
K K
∫ 1 ∫ 2π ∫ 2π
11
=− r cos φ r sin φ r dφ dr = − sin(2φ) dφ = 0.
0 0 42 0
4.3.4 Ασκήσεις
Άσκηση 163. Έστω S η σφαίρα στον R3 με κέντρο την αρχή των αξόνων και ακτίνα
a > 0 και f̄ η ταυτοτική συνάρτηση στον R3 .
(αʹ) Υπολογίστε το ολοκλήρωμα της f̄ πάνω από την S. Γιατί δεν χρειάζεται να
πούμε πώς είναι προσανατολισμένη η S, δηλ. να προσδιορίσουμε προς ποια
κατεύθυνση δείχνει το μοναδιαίο κάθετο στην S (όπου υπάρχει);
(βʹ) Υπολογίστε το ολοκλήρωμα της f̄ πάνω στο άνω και κάτω ημισφαίριο της S (δηλ.
για τα σημεία της με z ≥ 0 και z ≤ 0, αντίστοιχα) με τα κάθετα διανύσματα να
δείχνουν στο άνω ημισφαίριο προς τα «πάνω» και στο κάτω προς τα «κάτω»
(δηλ. με τη z-συντεταγμένη τους μη αρνητική και μη θετική, αντίστοιχα).
319
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
x2 y2 z2
Άσκηση 166. Έστω το ελλειψοειδές + + = 1, a, b, c > 0. Υπολογίστε το
a2 b2 c2
ολοκλήρωμα
∫ √
x2 y2 z2
+ + dσ.
S a4 b4 c4
Άσκηση 167. Έστω η επιφάνεια Φ̄(u, v) = (u cos v, u sin v, v) με παραμετρικό πε-
δίο [0, 1] × [0, 2π] και το διανυσματικό πεδίο f̄(x, y, z) = (y, −x, 0). Υπολογίστε το
ολοκλήρωμα του f̄ πάνω από την Φ̄.
Απόδειξη.
∫ ∫β
f̄ · d(x, y, z) = f̄((Φ̄ ◦ γ̄)(t)) · (Φ̄ ◦ γ̄) ′ (t) dt
Φ̄◦γ̄ α
∫β
= (f̄ ◦ Φ̄)(γ̄(t)) · DΦ̄(γ̄(t))γ̄ ′ (t) dt
α
(
∫β )
∂Φ̄ ∂Φ̄
= f̄ ◦ Φ̄ · , f̄ ◦ Φ̄ · (γ̄(t)) · γ̄ ′ (t) dt,
α ∂u ∂v
320
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Από την άλλη, από τον Ορισμό 4.3.7 του επιφανειακού ολοκληρώματος διανυσμα-
τικού πεδίου, έχουμε
∫ ∫
∂Φ̄ ∂Φ̄
curl f̄ · n̄ dσ = (∇ × f̄) ◦ Φ̄ · × ,
Φ̄ K ∂u ∂v
και το μόνο που μένει για να αποδειχθεί το θεώρημα, είναι να δείξουμε ότι οι ολο-
κληρωτέες συναρτήσεις στα δεξιά των δύο τελευταίων ισοτήτων είναι ίσες.
Από τον κανόνα παραγώγισης εσωτερικών γινομένων (βλ. Πρόταση 3.2.3 (β ′ ) με
∂ ∂
D = ∂u και D = ∂v αντίστοιχα), έχουμε
( )
∂ ∂Φ̄ ∂Φ̄ ∂ ( ) ∂ ∂Φ̄
f̄ ◦ Φ̄ · = · f̄ ◦ Φ̄ + f̄ ◦ Φ̄ · ,
∂u ∂v ∂v ∂u ∂u ∂v
( )
∂ ∂Φ̄ ∂Φ̄ ∂( ) ∂ ∂Φ̄
f̄ ◦ Φ̄ · = · f̄ ◦ Φ̄ + f̄ ◦ Φ̄ · ,
∂v ∂u ∂u ∂v ∂v ∂u
και συνεπώς από το Θεώρημα του Schwarz (Θεώρημα 3.5.1) και τον Κανόνα της
Αλυσίδας (Θεώρημα 3.2.4) έχουμε
( ) ( )
∂ ∂Φ̄ ∂ ∂Φ̄ ∂Φ̄ ∂Φ̄ ∂Φ̄ ∂Φ̄
f̄ ◦ Φ̄ · − f̄ ◦ Φ̄ · = · (Df̄) ◦ Φ̄ − · (Df̄) ◦ Φ̄ .
∂u ∂v ∂v ∂u ∂v ∂u ∂u ∂v
Θέτοντας
cx cy cz ey − d z
∂Φ̄ ∂Φ̄
ā = , b̄ = , (Df̄) ◦ Φ̄ = dx dy dz , (∇ × f̄) ◦ Φ̄ = cz − ex ,
∂u ∂v
ex ey ez dx − c y
| {z } | {z }
=A = v̄
μένει να δειχθεί ότι
321
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
4.3.6 Ασκήσεις
Άσκηση 168. Επαληθεύστε το Θεώρημα Stokes για την επιφάνεια στον R3
S = {(x, y, z) ∈ R3 : x2 + y2 + z2 = 4, z ≥ 0}
[ π] (π )
γ̄1 (t) = (t, 0), t ∈ 0, , γ̄2 (t) = ,t , t ∈ [0, 2π],
[ π 2] 2
γ̄3 (t) = (t, 2π), t ∈ 0, , γ̄4 (t) = (0, t), t ∈ [0, 2π],
2
κανονικές καμπύλες. Επίσης, το δοσμένο f̄ : R3 → R3 είναι συνεχώς διαφορίσιμο,
και έχουμε
ē1 ē2 ē3 0
∂
∇ × f̄(x, y, z) = ∂x ∂
∂y
∂
∂z =
0 .
2y 3x −z2 1
Από το Παράδειγμα 4.3.6 έχουμε ότι το κάθετο διάνυσμα στην Φ̄ είναι το
sin ϑ cos φ
N̄(ϑ, φ) = 4 sin ϑ sin ϑ sin φ
cos ϑ
322
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Από την άλλη, για το ∂K με θετικό προσανατολισμό, δηλαδή για την γ̄ = γ̄1 ⊕
γ̄2 ⊕ γ̄−
3 ⊕ γ̄4 , έχουμε
−
∫ ∫ ∫
f̄ · d(x, y, z) = f̄ · d(x, y, z) + f̄ · d(x, y, z)
Φ̄◦γ̄ Φ̄◦γ̄1 Φ̄◦γ̄2
∫ ∫
− f̄ · d(x, y, z) − f̄ · d(x, y, z)
Φ̄◦γ̄3 Φ̄◦γ̄4
∫
= f̄ · d(x, y, z).
Φ̄◦γ̄2
Εδώ, η πρώτη ισότητα προκύπτει από τον Ορισμό 4.2.2, και επειδή για κάθε καμπύλη
γ̄ : [α, β] → Rn και την αντίστροφή της γ̄− : [α, β] → Rn (βλ. Ορισμό 3.7.7) έχουμε
για κάθε t ∈ [α, β]
(Φ̄ ◦ γ̄− )(t) = Φ̄(γ̄− (t)) = Φ̄(γ̄(α + β − t)) = (Φ̄ ◦ γ̄)(α + β − t) = (Φ̄ ◦ γ̄)− (t).
Η δεύτερη ισότητα προκύπτει από τη συγκεκριμένη μορφή της Φ̄ και των γ̄1 , γ̄3 και
γ̄4 (και τον oρισμό του επικαμπυλίου ολοκληρώματος), που συνεπάγονται
[ π]
(Φ̄ ◦ γ̄1 )(t) = (Φ̄ ◦ γ̄3 )(t) ∀ t ∈ 0, , (Φ̄ ◦ γ̄4 ) ′ (t) = (0, 0) ∀ t ∈ [0, 2π].
2
Έτσι, αφού ισχύει και
προκύπτει
∫ ∫ 2π
f̄ · d(x, y, z) = 4 (2 sin t, 3 cos t, 0) · (− sin t, cos t, 0) dt
Φ̄◦γ̄ 0
∫ 2π
=4 (−2 sin2 t + 3 cos2 t) dt = 4π,
0
323
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Αντίστοιχα, όλα τα σημεία του εν λόγω επιπέδου, που βρίσκονται μέσα στην κλειστή
μοναδιαία μπάλα ορίζουν το σύνολο
324
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
325
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Φ̄i (u, v) = (ḡi (u, v), (φi ◦ ḡi )(u, v)) ∀ (u, v) ∈ Ki ,
det Dḡ1 < 0, det Dḡ2 > 0 σχεδόν παντού στα K1 , K2 , αντίστοιχα,
(4.96)
και τέτοια, ώστε για κάθε συνεχές f : K → R να ισχύει ο τύπος του Κανόνα
Αλλαγής Μεταβλητών,
∫ ∫
f(x, y) d(x, y) = f(ḡi (u, v)) | det Dḡi (u, v)| d(u, v). (4.97)
K Ki
Παρατήρηση 4.3.11. Η συνθετότητα του πιο πάνω ορισμού και η διαφορά του από
τον ορισμό ενός απλού κανονικού χωρίου⁵⁰ οφείλεται κυρίως στο ότι ακόμα και για
να διατυπώσουμε τον ισχυρισμό του Θεωρήματος του Gauss απαιτείται
326
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
επειδή δεν είναι 1 − 1 στο πεδίο ορισμού τους) και συνεπώς απαιτούμε από αυτές
κατευθείαν μόνο να ισχύει ο τύπος (4.97).
Επίσης, οι συνθήκες στην παράγωγο των ḡi , οφείλονται στο γεγονός ότι κάθετα
διανύσματα γραφημάτων συναρτήσεων δείχνουν πάντα κατά τη θετική φορά του
άξονα των z (βλ. Παράδειγμα 4.3.4), ενώ εμείς ναι μεν, θέλουμε στο «ταβάνι» να
δείχνουν προς τα εκεί, αλλά στο «πάτωμα» θέλουμε να έχουν την αντίθετη φορά.
Πράγματι, με ḡi = (xi , yi )T τα κάθετα διανύσματα N̄i των επιφανειών Φ̄i είναι
∂xi ∂y
∂xi i ∂(φi ◦ḡi ) ∂yi ∂(φi ◦ḡi )
∂u ∂v ∂u ∂v − ∂v ∂u
∂Φ̄i ∂Φ̄i ∂yi ∂yi ∂xi ∂(φi ◦ḡi ) ∂xi ∂(φi ◦ḡi )
× = ∂u × ∂v = ∂v − ,
∂u ∂v ∂(φi ◦ḡi ) ∂(φi ◦ḡi )
∂u ∂u ∂v
∂u ∂v
det Dḡi
(4.98)
και από την (4.96) προκύπτει ότι οι επιφάνειες Φ̄i είναι σχεδόν παντού κανονικές
με τα μοναδιαία κάθετα διανύσματά τους να δείχνουν προς το εξωτερικό του V .
Τέλος, οι συνθήκες στο σύνορο του K οφείλονται στο ότι θέλουμε το «τοίχωμα»
του V να είναι η ένωση ενός πεπερασμένου αριθμού κανονικών επιφανειών στον R3
(για λεπτομέρειες βλ. την απόδειξη του Θεωρήματος 4.3.2 του Gauss).
Στα επόμενα δύο παραδείγματα θα δείξουμε ότι τα δύο συχνότερα απαντώμενα
και απλούστερα κανονικά χωρία του R3 , ο κύβος και η μπάλα, είναι πράγματι C1 -
κανονικά χωρία.
Παράδειγμα 4.3.10. Έστω ο κύβος V = [a1 , a2 ] × [b1 , b2 ] × [c1 , c2 ] ⊂ R3 . O V
είναι ένα C1 -κανονικό χωρίο ως προς το επίπεδο 0xy με
327
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
το οποίο δείχνει «προς τα κάτω», δηλ. πάλι προς το εξωτερικό του V . (Αν δεν
είχαμε αντιστρέψει τη σειρά των παραμέτρων μέσω της ḡ1 , και είχαμε πάρει και
εδώ την ταυτοτική απεικόνιση, τότε, το μοναδιαίο κάθετο θα έδειχνε και αυτό «προς
τα πάνω», δηλ. προς το εσωτερικό του V .)
Σημειώνουμε, επίσης, ότι προφανώς τα ḡi , i = 1, 2, ικανοποιούν τις προϋποθέσεις
του Κανόνα Αλλαγής Μεταβλητών και άρα, ισχύει ο τύπος (4.97).
Αντίστοιχα, ορίζονται και οι επιφάνειες και οι μετασχηματισμοί, έτσι ώστε ο κύβος
V ⊂ R3 να είναι ένα C1 -κανονικό χωρίο και ως προς τα επίπεδα 0xz και 0yz, δηλ.
συνολικά ένα C1 -κανονικό χωρίο στον R3 .
Σχολιάζοντας τον Ορισμό 4.3.8 υπό το πρίσμα του παραδείγματος αυτού, θα
μπορούσαμε να πούμε ότι το (β ′ ) μέρος του είναι υπερβολικά τεχνικό, αφού θα μπο-
ρούσαμε απλώς να απαιτήσουμε οι συναρτήσεις φ1 , φ2 να είναι συνεχώς διαφορίσι-
μες και να αντιστρέψουμε την κατεύθυνση του μοναδιαίου κάθετου στο «πάτωμα»
μέσω του μετασχηματισμού ḡ1 . Στο επόμενο παράδειγμα θα δούμε ότι αυτή η απλή
προσέγγιση δεν εφαρμόζεται πάντα.
όπου
[π ] [ π]
K = B̄((x0 , y0 ), r), K1 = , π × [0, 2π], K2 = 0, × [0, 2π].
2 2
Εδώ, για τους μετασχηματισμούς ḡi έχουμε
(π )
det Dḡ1 (ϑ, φ) = r2 cos ϑ sin ϑ < 0, (ϑ, φ) ∈ , π × [0, 2π] ⊂ K1 , (4.99)
( 2 π)
det Dḡ2 (ϑ, φ) = r2 cos ϑ sin ϑ > 0, (ϑ, φ) ∈ 0, × [0, 2π] ⊂ K2 . (4.100)
2
Οι μετασχηματισμοί ḡi ορίζονται και είναι συνεχώς διαφορίσιμοι στo R2 . Επίσης,
είναι 1 − 1 με det Dḡi ̸= 0 σε ολόκληρα τα int Ki , το πρώτο, λόγω της (4.37) και
επειδή οι απεικονίσεις
( π) (π )
0, ∋ ϑ 7→ sin ϑ ∈ (0, 1) και , π ∋ ϑ 7→ sin ϑ ∈ (0, 1)
2 2
328
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
είναι 1 − 1 και επί, και το δεύτερο, λόγω των (4.99), (4.100). Συνεπώς, σε κάθε
συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο υποσύνολο των int Ki ισχύει για τους αντίστοιχους
μετασχηματισμούς ḡi ο Κανόνας Αλλαγής Μεταβλητών (Θεώρημα 4.1.14), ως έχει.
Όμως, δεν υπάρχουν ανοικτά Ui ⊂ R2 με Ki ⊂ Ui , έτσι ώστε οι ḡi : Ui → R2 να
είναι 1 − 1 σε ολόκληρο το Ui (ούτε καν σχεδόν παντού). Αυτό οφείλεται αφενός, στην
2π-περιοδικότητα ως προς φ των ḡi και αφετέρου, στο ότι για ϑ ∈ ( π π
2 − ε, 2 + ε)
το sin ϑ δεν είναι 1 − 1 και επίσης,
για φ ± π ∈ [0, 2π] και 0 < ε ≪ 1. Συνεπώς, για ολόκληρα τα Ki δεν μπορεί να
εφαρμοστεί ο Κανόνας Αλλαγής Μεταβλητών ως έχει, αφού παραβιάζεται η συνθήκη
της ολικής αντιστρεψιμότητας σε κάποιο ανοικτό Ui ⊂ R2 με Ki ⊂ Ui .
Παρ’ όλα αυτά, κατά αναλογία με τη μέθοδο που ακολουθήσαμε στην Παρατήρηση
4.1.16 για τις πολικές συντεταγμένες, μπορούμε, και εδώ, να δείξουμε ότι ισχύει ο
τύπος (4.97). Πιο συγκεκριμένα, και για την περίπτωση του K2 , αφού ο Κανόνας
Αλλαγής Μεταβλητών ισχύει για τα συμπαγή και Jordan-μετρήσιμα
[ π ] [ ] π
K2,ε := ε, − ε × ε, 2π − ε ⊂ int K2 , 0<ε< ,
2 4
έχουμε για συνεχή f : K → R
∫ ∫
f(x, y) d(x, y) = f(ḡ2 (ϑ, φ)) | det Dḡ2 (ϑ, φ)| d(ϑ, φ)
ḡ2 (K2,ε ) K2,ε
329
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
και παρατηρούμε ότι δείχνουν προς το εξωτερικό της μπάλας, αφού για το άνω
ημισφαίριο έχουμε cos ϑ ≥ 0, ενώ για το κάτω έχουμε cos ϑ ≤ 0.
Παρατηρούμε, ακόμα, ότι η κλειστή μπάλα ιδωμένη ως κανονικό χωρίο ως προς
το επίπεδο 0xy, δεν έχει «τοίχωμα», αφού
330
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Από τις ιδιότητες (4.97) και (4.96) των μετασχηματισμών ḡi , προκύπτει, όμως, τότε,
∫ ∫
∂ ( )
f3 = f3 ḡ2 (u, v), φ2 (ḡ2 (u, v)) det Dḡ2 (u, v)d(u, v)
V ∂z K2
∫
( )
+ f3 ḡ1 (u, v), φ1 (ḡ1 (u, v)) det Dḡ1 (u, v)d(u, v)
K1
∫
( )
= f3 Φ̄2 (u, v) det Dḡ2 (u, v)d(u, v)
K2
∫
( )
+ f3 Φ̄1 (u, v) det Dḡ1 (u, v)d(u, v),
K1
και συνεπώς από την (4.98) και τον Ορισμό 4.3.7 του επιφανειακού ολοκληρώματος
διανυσματικού πεδίου έχουμε
∫ ∫ ∫
∂
f3 = (0, 0, f3 ) · n̄ dσ + (0, 0, f3 ) · n̄ dσ,
V ∂z Φ̄2 Φ̄1
όπου τα μοναδιαία κάθετα διανύσματα των Φ̄i υπάρχουν σχεδόν παντού και δείχνουν
προς το εξωτερικό του V .
Άρα, υπό αυτή τη συνθήκη (δηλ. τα μοναδιαία κάθετα n̄ να δείχνουν προς το
εξωτερικό του V ), μπορούμε να γράψουμε
∫ ∫ ∫
∂
f3 = (0, 0, f3 ) · n̄ dσ + (0, 0, f3 ) · n̄ dσ, (4.101)
V ∂z S1 S2
331
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
όπου
και άρα, υπό τη συνθήκη τα μοναδιαία κάθετα στις Sj = Φ̄j (Kj ) να δείχνουν προς
το εξωτερικό του V ,
∫
(0, 0, f3 ) · n̄ dσ = 0, j = 1, . . . , k. (4.103)
Sj
332
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
όπου n̄ το μοναδιαίο κάθετο στα σημεία του ∂V , στα οποία υπάρχει μονοσήμαντα,
και το οποίο δείχνει προς το εξωτερικό του V .
Σημειώνουμε ότι στα ιδιάζοντα σημεία των S1 και S2 δεν ορίζεται μοναδιαίο
κάθετο, και ότι στα σημεία του «τοιχώματος» που αντιστοιχούν σε σημεία μη διαφο-
ρισιμότητας της καμπύλης γ̄, αλλά και στα κοινά σημεία «τοιχώματος» και S1 , S2 ,
το μοναδιαίο κάθετο προς το εξωτερικό του V δεν ορίζεται μονοσήμαντα. Όμως, το
σύνολο των σημείων αυτών αντιστοιχεί σε ένα υποσύνολο μηδενικού περιεχομένου
των παραμετρικών πεδίων των αντίστοιχων επιφανειών και συνεπώς, δεν επηρεάζει
την τιμή των επιφανειακών ολοκληρωμάτων.
Τέλος, σημειώνουμε ότι, όπου υπάρχει μονοσήμαντα το μοναδιαίο κάθετο στo ∂V ,
το οποίο δείχνει προς το εξωτερικό του V , ονομάζεται εξωτερικό μοναδιαίο κάθετο.
Αφού το V είναι C1 -κανονικό χωρίο και ως προς τα επίπεδα 0xz και 0yz, με
ακριβώς ανάλογο τρόπο, αποδεικνύεται ότι
∫ ∫ ∫ ∫
∂ ∂
f2 = (0, f2 , 0) · n̄ dσ και f1 = (f1 , 0, 0) · n̄ dσ, (4.105)
V ∂y ∂V V ∂x ∂V
τολισμένα έτσι, ώστε το μοναδιαίο κάθετο να δείχνει προς το εξωτερικό του Vi , και
τέτοια, ώστε για κάθε i ̸= j να ισχύει ή Vi ∩ Vj = ∅ ή Vi ∩ Vj = ∂Vi ∩ ∂Vj . Έστω
333
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Απόδειξη. Αφού τα εσωτερικά των Vi είναι ξένα μεταξύ τους, έχουμε, σύμφωνα με
το Θεώρημα 4.3.2 του Gauss,
∫ k ∫
∑ k ∫
∑
div f̄ = div f̄ = f̄ · n̄ dσ.
V i=1 Vi i=1 ∂Vi
k ∫
∑ ∫ ∑ (∫ ∫ )
f̄ · n̄ dσ = f̄ · n̄ dσ + f̄ · n̄ dσ + f̄ · n̄ dσ .
i=1 ∂Vi ∂V Sij ̸=∅ Sij ∩∂Vi Sij ∩∂Vj
4.3.8 Ασκήσεις
Άσκηση 172. Έστω S ⊂ R3 η σφαίρα με κέντρο τον αρχή των αξόνων και ακτίνα
R > 0 και n̄ το εξωτερικό μοναδιαίο κάθετο στην S. Υπολογίστε με τη βοήθεια του
Θεωρήματος του Gauss το ολοκλήρωμα
∫
I= (x3 , y3 , z3 ) · n̄ dσ.
S
Λύση. Η κλειστή μπάλα B = B̄((0, 0, 0), R) είναι ένα C1 -κανονικό χωρίο στον R3
(βλ. Παράδειγμα 4.3.11) και η
f̄ : R3 → R3 , f̄(x, y, z) = (x3 , y3 , z3 )
334
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
όπου S η επιφάνεια του κύβου [0, 1] × [0, 1] × [0, 1] και n̄ το εξωτερικό μοναδιαίο
κάθετο σε αυτήν.
Λύση. Ο κύβος K := [0, 1] × [0, 1] × [0, 1] στον R3 είναι ένα C1 -κανονικό χωρίο (βλ.
Παράδειγμα 4.3.10) και το διανυσματικό πεδίο
x = 0, y = 0, z = 0 και 2x + 2y + z = 6.
335
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
όπου
K3 = {(x, y) ∈ R2 : 0 ≤ x ≤ 3, 0 ≤ y ≤ 3 − x}, (4.108)
και αναγνωρίζουμε ότι το V είναι ένα κανονικό χωρίο ως προς το επίπεδο 0xy, αφού
οι συναρτήσεις
είναι συνεχείς και το K3 είναι συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο (βλ. Πρόταση 4.1.17).
Όμως, το V είναι και C1 -κανονικό χωρίο ως προς το επίπεδο 0xy, αφού οι συ-
ναρτήσεις φi , i = 1, 2, μπορούν να ορισθούν σε όλο το R2 και είναι εκεί συνεχώς
διαφορίσιμες, και άρα, τα γραφήματά τους πάνω από το K3 είναι κανονικές επι-
φάνειες με παραμετρικό πεδίο K3 (βλ. Παράδειγμα 4.3.1), του οποίου το σύνορο
αποτελείται από ευθύγραμμα τμήματα, δηλ. είναι εικόνα μιας κατά τμήματα κανο-
νικής καμπύλης.
Βέβαια, στην περίπτωση της «βάσης» (x, y, 0), (x, y) ∈ K3 , πρέπει να προσεχθεί
ότι το μοναδιαίο κάθετο διάνυσμα n̄ = (0, 0, 1) θα δείχνει (όπως σε κάθε γράφημα,
βλ. Παράδειγμα 4.3.4) προς τα «πάνω», δηλ. προς το εσωτερικό του V , και άρα, αν
θέλουμε το ολοκλήρωμα ενός διανυσματικού πεδίου πάνω από την ίδια επιφάνεια
στον R3 , αλλά με εξωτερικό μοναδιαίο κάθετο, θα πρέπει να πάρουμε το αντίθετο
του ολοκληρώματος πάνω από το γράφημα αυτό (βλ. την Παρατήρηση 4.3.10), δηλ.
εν προκειμένω, θα πρέπει να πάρουμε ως μοναδιαίο κάθετο το n̄ = (0, 0, −1).
Με αντίστοιχες αναλύσεις, όπως η παραπάνω, βλέπουμε ότι το V ⊂ R3 είναι
1
C -κανονικό χωρίο και ως προς τα επίπεδα 0xz και 0yz, δηλ. γράφεται και ως
όπου
K2 = {(x, z) ∈ R2 : 0 ≤ x ≤ 3, 0 ≤ z ≤ 6 − 2x},
και
V = {(x, y, z) ∈ R3 : (y, z) ∈ K1 , 0 ≤ x ≤ 3 − y − 21 z},
όπου
K1 = {(y, z) ∈ R2 : 0 ≤ y ≤ 3, 0 ≤ z ≤ 6 − 2y}.
Άρα, το V είναι ένα C1 -κανονικό χωρίο στον R3 και, αφού, όπως είδαμε, η f̄ : R3 →
R3 είναι συνεχώς διαφορίσιμο διανυσματικό πεδίο, ισχύει το Θεώρημα του Gauss,
∫ ∫
I1 := div f̄(x, y, z) d(x, y, z) = f̄(x, y, z) · n̄ dσ =: I2 ,
V ∂V
336
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Από την άλλη, αν παρατηρήσουμε ότι τα τρία τμήματα του ∂V που βρίσκονται
στα επίπεδα 0xy, 0xz και 0yz είναι, μαζί με τα εξωτερικά μοναδιαία κάθετά τους
αντίστοιχα, τα
και ότι η τέταρτη επιφάνεια στον R3 , που συμπληρώνει το ∂V , είναι το γράφημα της
φ2 : K3 → R, δηλαδή, μαζί με το εξωτερικό μοναδιαίο κάθετό της, η
N̄ 1
S4 = {(x, y, 6 − 2x − 2y) ∈ R3 : (x, y) ∈ K3 }, n̄ = = √ (2, 2, 1),
∥N̄∥ 5
έχουμε, σύμφωνα με τους Ορισμούς 4.3.6, 4.3.7 και την Παρατήρηση 4.3.9,
4 ∫
∑
I2 = f̄ · n̄ dσ
i=1 Si
∫ ∫ ∫
= (−2xy − z) dσ + (−y2 ) dσ + (x + 3y) dσ
S1 S2 S3
∫
1
+ (2xy + z, y2 , −x − 3y) · (2, 2, 1) √ dσ
S4 5
337
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
∫ ∫
= (−z) d(y, z) + 0 + (x + 3y) d(x, y)
K1 K3
∫
+ (2xy + 6 − 2x − 2y, y2 , −x − 3y) · (2, 2, 1) d(x, y)
K3
∫ 3 ∫ 6−2y ∫ 3 ∫ 3−x
( )
=− z dz dy + 2 6 − 2x + 2(x − 1)y + y2 dy dx
0 0 0 0
∫3 ∫3 (
(3 − x)3 )
= −2 (3 − y)2 dy + 2 (x + 1)(3 − x)2 + dx
0 0 3
∫3 ( ∫3
(3 − x)3 ) (3 − x)3
=2 x(3 − x)2 + dx = 4 dx = 27.
0 3 0 3
Άσκηση 175. (Πρώτος Τύπος του Green) Έστω V ⊂ R3 ένα C1 -κανονικό χωρίο με
∂V τέτοιο, ώστε το μοναδιαίο κάθετο n̄ να υπάρχει παντού, και προσανατολισμένο
έτσι, ώστε το n̄ να δείχνει προς το εξωτερικό του V . Έστω επίσης u, v : W → R δυο
φορές συνεχώς διαφορίσιμες, όπου W ⊂ R3 ανοικτό με V ⊂ W . Τότε ισχύει⁵²
∫ ∫
∂v
∇u · ∇v + u∆v = u dσ.
V ∂V ∂n̄
Λύση. Σύμφωνα με το Θεώρημα 3.4.1 και την Παρατήρηση 3.6.6, ισχύει
∂v
∆v = ∇ · ∇v και = ∇v · n̄
∂n̄
και από το Θεώρημα του Gauss, έχουμε
∫ ∫ ∫
∂v
u dσ = u∇v · n̄ dσ = ∇ · (u∇v).
∂V ∂n̄ ∂V V
Αφού, σύμφωνα με την Άσκηση 63, ισχύει
∇ · (u∇v) = ∇u · ∇v + u∇ · ∇v,
προκύπτει το αποδεικτέο.
Άσκηση 176. (Δεύτερος Τύπος του Green) Με τα δεδομένα της Άσκησης 175 ισχύει
∫ ∫ ( ∂v ∂u )
(u∆v − v∆u) = u −v dσ.
V ∂V ∂n̄ ∂n̄
Άσκηση 177. Έστω V ⊂ ένα R3 C1 -κανονικό
χωρίο με ∂V τέτοιο, ώστε το μοναδιαίο
κάθετο n̄ να υπάρχει παντού και προσανατολισμένο έτσι, ώστε το n̄ να δείχνει προς
το εξωτερικό του V . Έστω επίσης v : W → R, όπου W ⊂ R3 ανοικτό με V ⊂ W ,
μια αρμονική συνάρτηση⁵³.Τότε ισχύει
∫
∂v
dσ = 0.
∂V ∂n̄
⁵²βλ. και τους Ορισμούς 3.4.1 και 3.6.4
⁵³βλ. Παρατήρηση 3.6.8
338
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ
Άσκηση 179. Έστω V ⊂ R3 το κλειστό σύνολο που περικλείεται από τον κυκλικό
δίσκο x2 + y2 ≤ 4 και το παραβολοειδές z = 4 − x2 − y2 , προσανατολισμένα έτσι,
ώστε το μοναδιαίο κάθετο στο ∂V να δείχνει προς το εξωτερικό του V . Επίσης, έστω
f̄ : R3 → R3 , f̄(x, y, z) = (x + y, y + z, x + z).
Δείξτε ότι το V είναι C1 -κανονικό χωρίο και υπολογίστε το ολοκλήρωμα του f̄ πάνω
από το ∂V , πρώτα απευθείας και έπειτα, με τη βοήθεια του Θεωρήματος του Gauss.
Άσκηση 180. Επαναλάβετε την Άσκηση 179 για το V ⊂ R3 που περικλείεται από
τον κύλινδρο x2 + y2 ≤ 9, 0 ≤ z ≤ 5.
339
Βιβλιογραφία
[3] M. P. Do Carmo, Differential Geometry of Curves and Surfaces, Prentice Hall, 1976
340
Ευρετήριο
Θεώρημα Cauchy, 40
καμπύλης του Jordan, 124 σημείο συσσώρευσης
Bolzano-Weierstrass, 40 ακολουθίας, 41
Fubini – γενική μορφή, 217 σύγκλιση ακολουθίας, 35
Fubini – κλασική μορφή, 220 όριο ακολουθίας, 35
Gauss, 330 όρος ακολουθίας, 35
Gauss – γενίκευση, 333 ακρότατο
Green, 293 ολικό
Green – γενίκευση, 296 γνήσιο ελάχιστο, 158
Schwarz, 111 γνήσιο μέγιστο, 159
Stokes, 320 ελάχιστο, 158
Taylor, 153 μέγιστο, 158
Αντίστροφης Συνάρτησης, 184 τοπικό
Αρχή του Cavalieri, 245 γνήσιο ελάχιστο, 158
Κανόνας Αλλαγής Μεταβλητών, γνήσιο μέγιστο, 158
252 ελάχιστο, 158
Κανόνας της Αλυσίδας, 92 μέγιστο, 158
Κριτήριο Lebesgue, 226 υπό συνθήκη, 188
Κριτήριο Lebesgue – γενική ανάδελτα, 115
μορφή, 235 ανισότητα
Κριτήριο Riemann, 206 Cauchy-Schwarz, 10
Κριτήριο Riemann – ειδικότερη τριγωνική, 10
μορφή, 207 αντίστροφη, 11
Μέσης Τιμής, 259 ανοικτό ορθογώνιο, 199
Μέσης Τιμής για ολοκληρώματα, απεικόνιση, 45
214 ομοπαραλληλική, 70
Μέσης Τιμής για ολοκληρώματα ταυτοτική, 49
– γενική μορφή, 236 απόκλιση, 115
Πεπλεγμένης Συνάρτησης, 175 απόσταση, 14
Πολλαπλασιστών Lagrange, 188 αρχή των αξόνων, 15
Πυθαγόρειο, 14 βαθμωτός πολλαπλασιασμός, 7
άξονες, 15 διανυσματικό ή εξωτερικό γινόμενο,
ακολουθία, 35 116, 304
341
διανυσματικό πεδίο, 45 αλυσσοειδής, 147
αστρόβιλο, 117 αναπαραμετρικοποίηση, 135
ασυμπίεστο, 116 αναπαραμετρικοποίηση ως προς
πεδίο κλίσεων, 278 μήκος τόξου, 141
δυναμικό, 279 αντίστροφη, 137
διαφορικός τελεστής, 115 απλή, 124
εξίσωση απλή κλειστή, 124
Laplace, 118 αρνητικά προσανατολισμένη,
θεμελιώδης λύση, 118 136
θερμότητας, 118 θετικά προσανατολισμένη, 136
θεμελιώδης λύση, 118 αστεροειδής, 148
κυματική, 118 γωνία τομής καμπυλών, 129
επίπεδο, 15 διάνυσμα ταχύτητας, 128
επίπεδο στον R3 , 17 διαφορίσιμη, 126
επαναληπτικό όριο, 64 δρόμος ή οδός, 123
επικαμπύλιο ολοκλήρωμα ελικοειδής, 148
ανεξάρτητο του δρόμου, 278 εσωτερικό καμπύλης, 124
διανυσματικού πεδίου, 271, 276 ευθυγραμμίσιμη, 130
ως προς μήκος καμπύλης, 297, εφαπτομένη, 127
298 εφαπτόμενο διάνυσμα, 127
επιφάνεια, 47, 300 μοναδιαίο, 142
εμβαδό, 311, 313 ιδιάζον σημείο καμπύλης, 127
επιφάνεια από περιστροφή, 314 ισοϋψής, 55
εφαπτόμενο επίπεδο, 306 καμπυλότητα, 141
ιδιάζον σημείο, 306 κανονική, 127
κάθετο διάνυσμα, 306 κανονικό σημείο καμπύλης, 127
μοναδιαίο, 306 καρδιοειδής, 147
κανονική, 306 κατά τμήματα κανονική, 145
κανονικό σημείο, 306 κατά τμήματα συνεχώς
παραμετρική, 299 διαφορίσιμη ή κατά
στάθμης, 55 τμήματα C1 -καμπύλη, 145
επιφανειακό ολοκλήρωμα κλειστή, 124
διανυσματικού πεδίου, 317, 318 κυκλοειδής, 134
πραγματικής συνάρτησης, 315, λογαριθμική έλικα, 148
316 μήκος καμπύλης, 130, 140
εσωτερικό γινόμενο, 9 παραμετρική, 50, 122
ευθεία, 15 παράμετρος, 50
ευθεία στον R3 , 17 πολυγωνική ή πολυγωνική
ημίτονο, 19 γραμμή, 146
θετική κατεύθυνση αξόνων, 15 προσανατολισμός, 136
καμπύλη, 51, 122 αντιστροφή, 135
έλικα ή σπείρα του Αρχιμήδη, διατήρηση, 135
147 πρώτο κάθετο διάνυσμα, 149
ένωση καμπυλών, 145 στάθμης, 55
342
συνάρτηση μήκους τόξου p-νόρμα, 12
καμπύλης, 140 Ευκλείδεια, 10
συνεχώς διαφορίσιμη ή ισοδύναμες νόρμες, 12
C1 -καμπύλη, 126 μεγίστου ή ∞-νόρμα, 12
ταχύτητα, 128 ολοκλήρωμα, 205
κανονικό χωρίο, 247 Darboux, 209
C1 -κανονικό χωρίο, 293 Riemann, 209
ως προς τον άξονα 0x, 293 άθροισμα Riemann, 209
ως προς τον άξονα 0y, 293 επαναληπτικό, 220
ως προς τον άξονα 0x, 247 κάτω και άνω άθροισμα, 201
ως προς τον άξονα 0y, 247 κάτω και άνω ολοκλήρωμα, 205
κανονικό χωρίο στον R3 ολοκληρώσιμη συνάρτηση, 205
C1 -κανονικό χωρίο, 326 πάνω από Jordan-μετρήσιμο
C1 -κανονικό χωρίο ως προς το σύνολο, 233
επίπεδο 0xy, 326
ως προς το επίπεδο 0xy, 249 πίνακας
κατευθυνόμενη παράγωγος Εσσιανός, 156
συνάρτησης, 102 Ιακωβιανός, 76
κλειστό ορθογώνιο, 199 αρνητικά ημιορισμένος, 162
διαμέριση, 200 αρνητικά ορισμένος, 162
εκλέπτυνση, 200 θετικά ημιορισμένος, 162
κοινή εκλέπτυνση, 201 θετικά ορισμένος, 162
λεπτότητα, 200 μη ορισμένος, 162
περιεχόμενο ή όγκος, 199 παραβολή του Neile, 127
υποορθογώνιο, 200 παραμετρικός μετασχηματισμός, 135
κυκλικός δίσκος C1 -παραμετρικός
ανοικτός, 23 μετασχηματισμός, 135
κλειστός, 23 επιτρεπτός, 312
κύκλος, 23 επιτρεπτός
μοναδιαίος, 13 αρνητικός, 312
μερική παράγωγος k + 1 τάξης, 108 θετικός, 312
μετασχηματισμός πρόσθεση διανυσμάτων, 7
γραμμικός, 252 σημείο
ομοπαραλληλικός, 252 αναφοράς, 15
σε κυλινδρικές συντεταγμένες, εξωτερικό, 28
255 επαφής, 31
σε πολικές συντεταγμένες, 252 εσωτερικό, 28
σε σφαιρικές συντεταγμένες, 257 κρίσιμο, 160
μετρική, 14 μεμονωμένο, 31
μπάλα σαγματικό, 164
ανοικτή, 23 συνοριακό, 28
κλειστή, 23 συσσώρευσης, 31
νόρμα, 12 στροβιλισμός ή περιστροφή, 116
1-νόρμα, 12 συνάρτηση
343
n πραγματικών μεταβλητών, 44 k + 1 φορές μερικώς
Lipschitz-συνεχής, 260 διαφορίσιμη, 108
άθροισμα συναρτήσεων, 45 k + 1 φορές συνεχώς μερικώς
βαθμωτή, 45 διαφορίσιμη, 109
βαθμωτό γινόμενο συνάρτησης αρμονική, 118
επί πραγματικό αριθμό, 45 κλίση συνάρτησης, 76
γινόμενο συναρτήσεων, 46 μερικώς διαφορίσιμη, 73
γράφημα συνάρτησης, 45 μερικώς διαφορίσιμη σε ένα
διανυσματική, 44 σημείο, 72
μερικώς διαφορίσιμη, 76 ομοιόμορφα συνεχής, 63
μερικώς διαφορίσιμη σε ένα συνεχής, 61
σημείο, 76 συνεχής σε ένα σημείο, 61
ομοιόμορφα συνεχής, 69 συνεχής σε ένα σύνολο, 61
συνεχής, 67 συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη,
συνεχής σε ένα σημείο, 67 73
συνεχής σε ένα σύνολο, 67 όριο συνάρτησης, 59
συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη, συνεχώς διαφορίσιμη, 86
76 σύνθεση συναρτήσεων, 46
συνιστώσες διανυσματικής σύνολο τιμών συνάρτησης, 45
συνάρτησης, 45 ταλάντωση συνάρτησης σε ένα
όριο συνάρτησης, 66 σημείο, 226
διαφορίσιμη, 80 τιμή συνάρτησης, 45
διαφορίσιμη σε ένα σημείο, 80 τοπικά Lipschitz, 94
διαφορικό συνάρτησης, 84 φραγμένη, 70
διαφορικό συνάρτησης σε ένα χαρακτηριστική, 234
σημείο, 83 συνήθης βάση, 7
εικόνα συνάρτησης, 45 συνημίτονο, 19
κατά τμήματα συνεχώς συντεταγμένες, 7
διαφορίσιμη ή κατά σφαίρα, 23
τμήματα C1 -συνάρτηση, μοναδιαία, 70
293 σχεδόν παντού, 222
μερική παράγωγος συνάρτησης, σύνολο
72 Jordan-μετρήσιμο, 234
μηδενική, 46 περιεχόμενο ή όγκος, 234
ομογενής, 94 ανοικτό, 25
παράγωγος συνάρησης, 84 αστερόμορφο, 283
παράγωγος συνάρτησης σε ένα εξωτερικό ενός συνόλου, 28
σημείο, 83 εσωτερικό ενός συνόλου, 28
πεδίο ορισμού συνάρτησης, 45 κλειστή θήκη ενός συνόλου, 31
πεδίο τιμών συνάρτησης, 45 κλειστό, 25
περιορισμός συνάρτησης, 61 κυρτό, 283
περισσοτέρων μεταβλητών, 44 μηδενικού μέτρου, 221
πηλίκο συναρτήσεων, 46 μηδενικού περιεχομένου, 221
πραγματική, 45 παράγωγο, 31
344
χώρος
στάθμης, 55 Banach, 34
συμπαγές, 27 Hilbert, 34
συνεκτικό ανοικτό ή χωρίο ή Ευκλείδειος, 14
τόπος, 279 διανυσματικός ή γραμμικός, 7
σύνορο ενός συνόλου, 28 διάσταση, 7
φραγμένο, 27 διανύσματα, 7
σύστημα συντεταγμένων διδιάστατος υπόχωρος, 17
Καρτεσιανό, 15 μονοδιάστατος υπόχωρος, 16
δεξιόστροφο ορθοκανονικό, 15 με εσωτερικό γινόμενο, 9
κανόνας του δεξιού χεριού, 15 με νόρμα, 12
κυλινδρικές συντεταγμένες, 255 μετρικός, 14
πολικές συντεταγμένες, 252 πλήρης μετρικός, 34
σφαιρικές συντεταγμένες, 257 συνεχών διανυσματικών
τελεστής Laplace, 117 συναρτήσεων, 69
τοπολογία, 26 συνεχών συναρτήσεων, 62
υπερεπίπεδο, 57 τοπολογικός, 26
υπερεπιφάνεια, 48 τριδιάστατος ή φυσικός, 15
345