You are on page 1of 346

Ιωάννης Γιαννούλης

ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ
Ιωάννης Γιαννούλης

Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Μαθηματικών


Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Διανυσματική Ανάλυση
Διανυσματική Ανάλυση

Συγγραφή
Ιωάννης Γιαννούλης

Κριτικός αναγνώστης
Ιωάννης Στρατής

Copyright ©ΣΕΑΒ, 2015

Το παρόν έργο αδειοδοτείται υπό τους όρους της άδειας CreativeCommons


Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα 3.0. Για να
δείτε ένα αντίγραφο της άδειας αυτής επισκεφτείτε τον ιστότοπο
https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ

Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο


Ηρώων Πολυτεχνείου 9, 15780 Ζωγράφου

http://www.kallipos.gr

ISBN: 978-960-603-413-8
Πρόλογος

Το παρόν βιβλίο έχει ως αντικείμενό του τη βασική θεωρία των συναρτήσεων


περισσοτέρων της μίας, ανεξάρτητων ή εξαρτημένων πραγματικών μεταβλητών, στα
πλαίσια της Μαθηματικής Ανάλυσης.
Έτσι, ξεκινώντας από την παρουσίαση της αλγεβρικής-γεωμετρικής και τοπολογι-
κής δομής του Ευκλείδειου χώρου Rn στο πρώτο κεφάλαιο, εισάγονται στο δεύτερο
κεφάλαιο οι προαναφερθείσες συναρτήσεις και εξετάζεται η έννοια των ορίων και της
συνέχειάς τους. Το τρίτο κεφάλαιο πραγματεύεται τα σχετικά με τη μερική διαφο-
ρισιμότητα και τη διαφορισιμότητα πραγματικών και διανυσματικών συναρτήσεων
περισσοτέρων ανεξάρτητων μεταβλητών, αλλά περιέχει και ένα σχετικά εκτενές εισα-
γωγικό υποκεφάλαιο που αναφέρεται σε συνεχείς διανυσματικές συναρτήσεις μίας
ανεξάρτητης πραγματικής μεταβλητής, δηλαδή σε καμπύλες στον Rn . Στο τέταρτο
και τελευταίο κεφάλαιο εισάγεται, καταρχάς, η έννοια του πολλαπλού ολοκληρώ-
ματος Riemann μιας φραγμένης πραγματικής συνάρτησης περισσοτέρων μεταβλητών
πάνω από κλειστά ορθογώνια του Rn με τη βοήθεια άνω και κάτω αθροισμάτων (δη-
λαδή, ακριβέστερα, εισάγεται το ολοκλήρωμα Darboux), η οποία επεκτείνεται κατά
φυσιολογικό τρόπο σε φραγμένα υποσύνολα του Rn με σύνορο μηδενικού μέτρου,
τα λεγόμενα Jordan-μετρήσιμα σύνολα. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η θεωρία των
ολοκληρωμάτων διανυσματικών και πραγματικών συνεχών συναρτήσεων, ορισμένων
πάνω σε κατά τμήματα συνεχώς διαφορίσιμες καμπύλες, καθώς και η θεωρία των
ολοκληρωμάτων τέτοιων συναρτήσεων, ορισμένων σε τμήματα συνεχώς διαφορίσιμων
παραμετρικών επιφανειών.
Όπως ήδη προαναφέρθηκε, στόχος του συγγράμματος είναι να αναπτύξει όλη
την παραπάνω κλασική θεωρία σε ένα αυστηρό πλαίσιο, δηλαδή αποδεικνύοντας
τα θεωρήματα που παρουσιάζονται, χρησιμοποιώντας τα γνωσιακά προαπαιτούμενά
τους, που είναι κυρίως η Ανάλυση Πραγματικών Συναρτήσεων Μίας Πραγματικής
Μεταβλητής και η Γραμμική Άλγεβρα, ενίοτε περιορίζοντας ελαφρώς τη γενικότητα
κάποιων εννοιών και θεωρημάτων. Κίνητρο για αυτήν την προσέγγιση ήταν να δώσει
στον αναγνώστη ένα κείμενο, σε όσο το δυνατόν απλούστερη μορφή, στο οποίο να
μπορεί να ανατρέξει, στο βαθμό που ενδιαφέρεται, για να γνωρίσει τη θεμελίωση
εννοιών, οι οποίες χρησιμοποιούνται ευρέως στα Μαθηματικά και στις Φυσικές Επι-
στήμες, και την οποία, εξ αντικειμένου, οφείλει να γνωρίζει, ή τουλάχιστον να είναι
σε θέση να κατανοήσει, ένας πτυχιούχος Μαθηματικός. Ενισχυτικά σε αυτό το κίνη-

3
τρο λειτούργησε και το γεγονός ότι, τουλάχιστον επιφανειακά, μπορεί να αποκομίσει
κανείς την εντύπωση ότι στην ελληνική βιβλιογραφία υπάρχει μια υπερπροσφορά
συγγραμμάτων που ασχολούνται κυρίως με το «λογισμικό» μέρος του αντικειμέ-
νου, παρουσιάζοντας τις σχετικές μεθοδολογίες, δικαιολογώντας τις κυρίως μέσω
διαισθητικών ερμηνειών, ενώ το αντίστοιχο δεν φαίνεται να συμβαίνει όσον αφορά
συγγράμματα που περιέχουν συνεκτικές και αναλυτικές αποδείξεις των σχετικών θε-
ωρημάτων. Το παρόν σύγγραμμα φιλοδοξεί να εμπλουτίσει τη βιβλιογραφία προς
την κατεύθυνση αυτή, τουλάχιστον αναφορικά με τα βασικότερα αποτελέσματα του
αντικειμένου. Από την άλλη, η εστίαση στην πληρότητα της θεωρίας, σημαίνει ότι,
τουλάχιστον στην παρούσα έκδοση, η θεωρία συνοδεύεται από μια σειρά ενδεικτικών
ασκήσεων και εφαρμογών, στις οποίες, όμως, θα μπορούσαν να προστεθούν πολλές
περισσότερες ακόμα. Για περισσότερες ασκήσεις και εφαρμογές, παραπέμπουμε π.χ.
στα βιβλία [1, 10, 16].
Άμεσες προεκτάσεις της θεωρίας που παρουσιάζεται αποτελούν πρώτον, η θεωρία
των Διαφορικών Μορφών, στα πλαίσια της οποίας είναι δυνατή μια ενιαία παρουσί-
αση των κλασικών θεωρημάτων Green, Stokes και Gauss του ολοκληρωτικού λογισμού
και δεύτερον, η θεωρία του ολοκληρώματος Lebesgue, η οποία μπορεί να θεωρηθεί
ως «πλήρωση» του ολοκληρώματος Riemann. Παρ’ όλα αυτά, δεν προκρίθηκε, στην
παρούσα φάση, η παρουσίασή τους εδώ, καθότι, αφενός η «κλασική» προσέγγιση
που ακολουθούμε στο παρόν σύγγραμμα, μπορεί να γίνει και χωρίς αυτές τις θεω-
ρίες και, αφετέρου αυτές προαπαιτούν περαιτέρω γνώσεις, οι οποίες δίνονται στα
πλαίσια της Διαφορικής Γεωμετρίας και της Θεωρίας Μέτρου αντίστοιχα. Σε κάθε
περίπτωση, παραπέμπουμε τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη στα βιβλία [15], για μια
σύντομη εισαγωγή στις Διαφορικές Μορφές (και [4], για μια πληρέστερη) και στο
βιβλίο [9], για μια εισαγωγή στη Θεωρία Μέτρου και στο ολοκλήρωμα Lebesgue.
Το πεδίο των εφαρμογών της παρουσιαζόμενης ύλης είναι εξαιρετικά ευρύ. Οι
πιο άμεσες εφαρμογές της είναι στις Μερικές Διαφορικές Εξισώσεις, στη Διαφορική
Γεωμετρία, στην Κλασική Μηχανική και στις Φυσικές Επιστήμες και, γενικότερα, σε
κάθε επιστημονικό πεδίο που χρησιμοποιεί συναρτήσεις περισσοτέρων μεταβλητών.
Προφανώς, καθώς η ύλη του συγγράμματος είναι κλασική, η παρουσίαση εδώ
μπόρεσε να στηριχθεί σε ένα ευρύ φάσμα σχετικής βιβλιογραφίας. Σύμφωνα με τον
στόχο που περιγράψαμε πιο πάνω, το σύγγραμμα αυτό βασίστηκε κυρίως στα βιβλία
[5, 15], όσον αφορά τα τρία πρώτα κεφάλαια, και στα [7, 15], όσον αφορά το τέταρτο
κεφάλαιο περί ολοκλήρωσης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν του και τα υπόλοιπα σχετικά
συγγράμματα που αναφέρονται στη Βιβλιογραφία.
Ευχαριστώ τη Δήμητρα Ζερβοπούλου για τη βοήθεια στη γλωσσική επιμέλεια και
τον Τάσο Ράπτη για τη βοήθεια στα σχήματα.

Γιάννης Γιαννούλης

Ιωάννινα, Δεκέμβριος 2015


Περιεχόμενα

Πρόλογος 3

1 Ο Eυκλείδειος χώρος Rn 7
1.1 Αλγεβρική δομή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 7
1.1.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 14
1.2 Γεωμετρική αναπαράσταση του R3 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 15
1.2.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 24
1.3 Τοπολογικές ιδιότητες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 24
1.3.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 33
1.4 Ακολουθίες στον Rn . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 34
1.4.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 42

2 Όρια και συνέχεια συναρτήσεων 44


2.1 Συναρτήσεις περισσοτέρων μεταβλητών . . . . . . . . . . . . . . . . . 44
2.1.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 58
2.2 Όρια και συνέχεια πραγματικών συναρτήσεων . . . . . . . . . . . . . 59
2.2.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 63
2.3 Όρια και συνέχεια διανυσματικών συναρτήσεων . . . . . . . . . . . . . 66
2.3.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 70

3 Διαφόριση 72
3.1 Μερικές παράγωγοι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 72
3.1.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 79
3.2 Διαφορίσιμες συναρτήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 80
3.2.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 94
3.3 Γεωμετρική ερμηνεία των παραγώγων . . . . . . . . . . . . . . . . . . 95
3.4 Παράγωγος κατά κατεύθυνση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 101
3.4.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 107
3.5 Μερικές παράγωγοι ανώτερης τάξης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 108
3.5.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 114
3.6 Διαφορικοί τελεστές . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 114
3.6.1 Aσκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 118

5
3.7 Καμπύλες στον Rn . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 120
3.7.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 146
3.8 Θεώρημα Taylor . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 151
3.8.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 156
3.9 Τοπικά και ολικά ακρότατα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 158
3.9.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 170
3.10 Πεπλεγμένες συναρτήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 175
3.10.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 181
3.11 Αντίστροφες συναρτήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 184
3.11.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 187
3.12 Ακρότατα υπό συνθήκη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 188
3.12.1 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 192

4 Ολοκλήρωση 199
4.1 Πολλαπλά ολοκληρώματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 199
4.1.1 Ολοκληρώματα πάνω από κλειστά ορθογώνια . . . . . . . . . 199
4.1.2 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 231
4.1.3 Ολοκληρώματα πάνω από Jordan-μετρήσιμα σύνολα . . . . . . 232
4.1.4 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 250
4.1.5 Αλλαγή μεταβλητών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 252
4.1.6 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 269
4.2 Επικαμπύλια ολοκληρώματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 271
4.2.1 Επικαμπύλια ολοκληρώματα διανυσματικών πεδίων . . . . . . 271
4.2.2 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 278
4.2.3 Επικαμπύλια ολοκληρώματα πεδίων κλίσεων . . . . . . . . . . 278
4.2.4 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 292
4.2.5 Θεώρημα Green . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 293
4.2.6 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 297
4.2.7 Επικαμπύλια ολοκληρώματα ως προς μήκος καμπύλης . . . . . 297
4.2.8 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 299
4.3 Επιφανειακά ολοκληρώματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 299
4.3.1 Επιφάνειες στον R3 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 299
4.3.2 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 314
4.3.3 Επιφανειακά ολοκληρώματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 315
4.3.4 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 319
4.3.5 Θεώρημα Stokes . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 320
4.3.6 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 322
4.3.7 Θεώρημα Gauss . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 325
4.3.8 Ασκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 334

Βιβλιογραφία 340

Ευρετήριο 341

6
Κεφάλαιο 1

Ο Eυκλείδειος χώρος Rn

1.1 Αλγεβρική δομή


Ο Eυκλείδειος¹ χώρος Rn είναι, πρώτα απ’ όλα, ο διανυσματικός (ή γραμμικός)
χώρος διάστασης n ∈ N πάνω από το σώμα των πραγματικών αριθμών R, ο οποίος
έχει ως στοιχεία του τα διανύσματα

x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ Rn (1.1)

με συντεταγμένες xi ∈ R, i = 1, . . . , n, ως προς τη συνήθη βάση

ē1 := (1, . . . , 0), ..., ēn := (0, . . . , 1) ∈ Rn (1.2)

και είναι εφοδιασμένος με την πράξη της πρόσθεσης δύο διανυσμάτων

+ : Rn × Rn → Rn ,

η οποία ορίζεται μέσω της πρόσθεσής τους, όπως λέμε, κατά σημείο, δηλαδή

x̄ + ȳ = (x1 , . . . , xn ) + (y1 , . . . , yn ) := (x1 + y1 , . . . , xn + yn ) ∈ Rn , (1.3)

για δύο οποιαδήποτε διανύσματα x̄ = (x1 , . . . , xn ) και ȳ = (y1 , . . . , yn ) του Rn ,


και την πράξη του βαθμωτού πολλαπλασιασμού ενός πραγματικού αριθμού με ένα
διάνυσμα
: R × Rn → Rn ,
η οποία ορίζεται και αυτή μέσω του πολλαπλασιασμού κατά σημείο, δηλαδή

αx̄ = α(x1 , . . . , xn ) := (αx1 , . . . , αxn ) ∈ Rn , (1.4)

για έναν οποιονδήποτε πραγματικό αριθμό α ∈ R και ένα οποιοδήποτε διάνυσμα


x̄ ∈ Rn .
¹Ευκλείδης από την Αλεξάνδρεια, 4ος–3ος αιώνας π.Χ., GR

7
1.1. ΑΛΓΕΒΡΙΚΗ ΔΟΜΗ

Επαναλαμβάνουμε, εδώ, ότι οι προσθέσεις xi + yi ∈ R και οι πολλαπλασιασμοί


αxi ∈ R για i = 1, . . . , n, στα δεξιά των ορισμών (1.3) και (1.4), είναι οι γνωστές
πράξεις στο (σώμα των πραγματικών αριθμών) R. Αυτό έχει ειδικότερα ως συνέπεια,
οι πράξεις της πρόσθεσης και του βαθμωτού πολλαπλασιασμού, όπως ορίστηκαν στις
(1.3) και (1.4), να είναι καλά ορισμένες στο Rn , υπό την έννοια ότι, προσθέτοντας
δύο τυχαία διανύσματα του Rn και πολλαπλασιάζοντας ένα τυχαίο διάνυσμα με
έναν τυχαίο πραγματικό αριθμό, όπως στις (1.3) και (1.4), το αποτέλεσμα είναι πάλι
ένα διάνυσμα, δηλαδή ένα στοιχείο του Rn .
Ακόμα, ο τρόπος ορισμού των πράξεων (1.3) και (1.4) (δηλ. κατά σημείο) έχει
σαν αποτέλεσμα οι ιδιότητες της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού στο R, να
συνεπάγονται τις ιδιότητες των πράξεων (1.3) και (1.4), που καθιστούν τον Rn ,
εφοδιασμένο με αυτές τις πράξεις, έναν διανυσματικό χώρο πάνω από το R. Έτσι,
ό,τι είναι γνωστό από τη Γραμμική Άλγεβρα για διανυσματικούς χώρους, ισχύει και
εδώ.
Ως γνωστόν, οι ιδιότητες ενός διανυσματικού χώρου είναι

• ως προς την πρόσθεση:

(αʹ) η προσεταιριστικότητα:

x̄ + (ȳ + z̄) = (x̄ + ȳ) + z̄ ∀ x̄, ȳ, z̄ ∈ Rn ,

(βʹ) η αντιμεταθετικότητα:

x̄ + ȳ = ȳ + x̄ ∀ x̄, ȳ ∈ Rn ,

(γʹ) η ύπαρξη ουδετέρου:

∃ 0̄ := (0, . . . , 0) ∈ Rn ∀ x̄ ∈ Rn : 0̄ + x̄ = x̄,

(δʹ) η ύπαρξη αντιθέτου:

∀ x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ Rn ∃ − x̄ := (−x1 , . . . , −xn ) ∈ Rn : −x̄ + x̄ = 0̄,

• ως προς τον βαθμωτό πολλαπλασιασμό:

(αʹ) η μοναδιαία ιδιότητα:


1x̄ = x̄ ∀ x̄ ∈ Rn ,
(βʹ) η συμβατότητα με τον πολλαπλασιασμό στο R:

α(βx̄) = (αβ)x̄ ∀ α, β ∈ R, x̄ ∈ Rn ,

• ως προς τον συνδυασμό της πρόσθεσης με τον βαθμωτό πολλαπλασιασμό:

(αʹ) η επιμεριστικότητα του βαθμωτού πολλαπλασιασμού, ως προς την πρό-


σθεση:
α(x̄ + ȳ) = αx̄ + αȳ ∀ x̄, ȳ ∈ Rn , α ∈ R,

8
1.1. ΑΛΓΕΒΡΙΚΗ ΔΟΜΗ

(βʹ) η επιμεριστικότητα της πρόσθεσης στο R, ως προς τον βαθμωτό πολλα-


πλασιασμό:

(α + β)x̄ = αx̄ + βx̄ ∀ α, β ∈ R, x̄ ∈ Rn .

΄Οπως είπαμε πιο πάνω, η ισχύς των ιδιοτήτων αυτών προκύπτει από τις ιδιότητες
της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού στο R, και για το λόγο αυτό αφήνουμε τον
έλεγχο της ορθότητάς τους, ως άσκηση, στον αναγνώστη.
Επίσης, μέσω των πιο πάνω ιδιοτήτων, εύκολα προκύπτει ότι τα διανύσματα
ē1 , . . . , ēn της (1.2) αποτελούν πράγματι μια βάση του Rn (και άρα αυτός έχει
διάσταση n), αφού είναι γραμμικώς ανεξάρτητα, και κάθε στοιχείο x̄ ∈ Rn της (1.1)
γράφεται στη μορφή

x̄ = (x1 , . . . , xn ) = x1 ē1 + · · · + xn ēn .

Στη συνέχεια, όταν θα αναφερόμαστε στον Rn , θα τον εννοούμε ως τον δια-


νυσματικό χώρο Rn πάνω από το R, δηλ. ως το σύνολο των στοιχείων του (1.1)
εφοδιασμένο με τις πράξεις (1.3), (1.4).
Στον Rn μπορεί να οριστεί το εσωτερικό γινόμενο


n
x̄ · ȳ := xi yi ∀ x̄ = (x1 , . . . , xn ), ȳ = (y1 , . . . , yn ) ∈ Rn , (1.5)
i=1

δηλαδή μια απεικόνιση (πράξη) · : Rn × Rn → R, που έχει τις ιδιότητες:

(αʹ) συμμετρία:
x̄ · ȳ = ȳ · x̄ ∀ x̄, ȳ ∈ Rn ,

(βʹ) γραμμικότητα (ως προς το πρώτο όρισμα):

(αx̄ + βȳ) · z̄ = α(x̄ · z̄) + β(ȳ · z̄) ∀ α, β ∈ R, x̄, ȳ, z̄ ∈ Rn ,

(γʹ) θετικά ορισμένο:

x̄ · x̄ ≥ 0 ∀ x̄ ∈ Rn και x̄ · x̄ = 0 ⇔ x̄ = 0̄.

Το ότι το εσωτερικό γινόμενο (1.5) ικανοποιεί αυτές τις ιδιότητες, προκύπτει


άμεσα από τον ορισμό του, των ορισμό των πράξεων (1.3), (1.4) και τις ιδιότητες της
πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού πραγματικών αριθμών.
Με τον ορισμό του εσωτερικού γινομένου (1.5) ο Rn γίνεται ένας (διανυσματικός
ή γραμμικός) χώρος με εσωτερικό γινόμενο (πάνω από το R), με ό,τι αυτό συνεπά-
γεται από τη Γραμμική Άλγεβρα. Σημειώνουμε ότι το εσωτερικό γινόμενο (1.5) είναι
γνωστό και ως κανονικό εσωτερικό γινόμενο.

9
1.1. ΑΛΓΕΒΡΙΚΗ ΔΟΜΗ

Λόγω της ιδιότητας του θετικά ορισμένου του εσωτερικού γινομένου (1.5), μπορεί
να ορισθεί η λεγόμενη Ευκλείδεια νόρμα του διανύσματος x̄ ∈ Rn

√ (∑
n )1/2
∥x̄∥ := x̄ · x̄ = x2i ∀ x̄ ∈ Rn , (1.6)
i=1

δηλαδή μιας απεικόνισης ∥ · ∥ : Rn → R με τις ιδιότητες

(αʹ) μη αρνητικότητα:

∥x̄∥ ≥ 0 ∀ x̄ ∈ Rn και ∥x̄∥ = 0 ⇔ x̄ = 0̄, (1.7)

(βʹ) απόλυτη ομογένεια:

∥αx̄∥ = |α|∥x̄∥ ∀ α ∈ R, x̄ ∈ Rn , (1.8)

(γʹ) τριγωνική ανισότητα:

∥x̄ + ȳ∥ ≤ ∥x̄∥ + ∥ȳ∥ ∀ x̄, ȳ ∈ Rn . (1.9)

Ενώ οι πρώτες δύο ιδιότητες προκύπτουν άμεσα από τον ορισμό της Ευκλείδειας
νόρμας (1.6), μέσω του εσωτερικού γινομένου (1.5) (και τον ορισμό της τετραγωνικής
ρίζας ενός μη αρνητικού αριθμού), η απόδειξη της τριγωνικής ανισότητας χρησιμο-
ποιεί και την, από μόνη της πολύ σημαντική, ανισότητα Cauchy²-Schwarz³

|x̄ · ȳ| ≤ ∥x̄∥∥ȳ∥ ∀ x̄, ȳ ∈ Rn . (1.10)

Πρόταση 1.1.1. Στον Rn , εφοδιασμένο με το εσωτερικό γινόμενο (1.5) και την


Ευκλείδεια νόρμα (1.6), ισχύει η ανισότητα Cauchy-Schwarz (1.10) (και η ισότητα
ισχύει, αν και μόνο αν τα διανύσματα x̄, ȳ ∈ Rn είναι γραμμικώς εξαρτημένα).

Απόδειξη. Έστω x̄, ȳ ∈ Rn γραμμικώς ανεξάρτητα, δηλ.

∀ (α, β) ∈ R2 \ {(0, 0)} : αx̄ + βȳ ̸= 0̄.

Ειδικότερα, για κάθε λ ∈ R ισχύει, σύμφωνα με την (1.7),

0 < ∥λx̄ + ȳ∥2 = (λx̄ + ȳ) · (λx̄ + ȳ) = λ2 ∥x̄∥2 + 2λx̄ · ȳ + ∥ȳ∥2 (1.11)

με τις ισότητες να προκύπτουν από τον ορισμό (1.6) της Ευκλείδειας νόρμας και τις
ιδιότητες του εσωτερικού γινομένου (1.5) και των πράξεων (1.3), (1.4).
Αφού, λοιπόν, το δευτεροβάθμιο πολυώνυμο του λ στα δεξιά της (1.11) δεν έχει
πραγματικές ρίζες, η διακρίνουσά του θα είναι αρνητική

4(x̄ · ȳ)2 − 4∥x̄∥2 ∥ȳ∥2 < 0,


²Augustin-Louis Cauchy, 1789–1857, F
³Hermann Amandus Schwarz, 1843–1921, D

10
1.1. ΑΛΓΕΒΡΙΚΗ ΔΟΜΗ

από όπου προκύπτει η γνήσια ανισότητα Cauchy-Schwarz.


Από την άλλη, αν τα x̄, ȳ ∈ Rn \ {0̄} είναι γραμμικώς εξαρτημένα, θα υπάρχει
λ ∈ R \ {0} με ȳ = λx̄, και η (1.10) θα έχει τη μορφή |λ|∥x̄∥2 = |λ|∥x̄∥2 , ενώ, αν
κάποιο από τα x̄, ȳ ∈ Rn είναι μηδέν, η (1.10) θα δίνει 0 = 0. 2

Με χρήση της ανισότητας Cauchy-Schwarz (1.10), αποδεικνύεται η τριγωνική ανι-


σότητα (1.9).

Πρόταση 1.1.2. Στον Rn , εφοδιασμένο με την Ευκλείδεια νόρμα (1.6), ισχύει η


τριγωνική ανισότητα (1.9) (και η ισότητα ισχύει, αν και μόνο αν ή ∥x̄∥∥ȳ∥ = 0 ή
∥x̄∥∥ȳ∥ > 0 και τα x̄, ȳ είναι ομόρροπα, δηλ. ∃ λ > 0 : ȳ = λx̄).
Απόδειξη. Υψώνοντας το αριστερό μέρος της (1.9) στο τετράγωνο και χρησιμοποιώ-
ντας τον ορισμό της Ευκλείδειας νόρμας (1.6) και τις ιδιότητες του εσωτερικού γινο-
μένου, παίρνουμε

∥x̄ + ȳ∥2 = (x̄ + ȳ) · (x̄ + ȳ) = ∥x̄∥2 + 2x̄ · ȳ + ∥ȳ∥2


≤ ∥x̄∥2 + 2|x̄ · ȳ| + ∥ȳ∥2 ≤ ∥x̄∥2 + 2∥x̄∥∥ȳ∥ + ∥ȳ∥2 = (∥x̄∥ + ∥ȳ∥)2 ,

όπου η δεύτερη ανισότητα προκύπτει από την ανισότητα Cauchy-Schwarz (1.10).


Παίρνοντας ρίζες και λόγω της μη αρνητικότητας της νόρμας, προκύπτει η (1.9).
Οι πιο πάνω ανισότητες γίνονται ισότητες, αν και μόνο αν

x̄ · ȳ = ∥x̄∥∥ȳ∥. (1.12)

Έστω ότι x̄, ȳ ̸= 0̄. Τότε η ισότητα συνεπάγεται, σύμφωνα με την Πρόταση 1.1.1, ότι
τα x̄, ȳ είναι γραμμικώς εξαρτημένα, δηλ., ότι υπάρχει ένα λ ̸= 0 με ȳ = λx̄. Αλλά
τότε x̄ · ȳ = λ∥x̄∥2 > 0 και συνεπώς λ > 0. Από την άλλη, αν κάποιο από τα x̄, ȳ
είναι μηδενικό ή ȳ = λx̄ με λ > 0, η ισότητα ισχύει. 2

Η τριγωνική ανισότητα (1.9) συνεπάγεται και την πολύ χρήσιμη αντίστροφη τρι-
γωνική ανισότητα

∥x̄∥ − ∥ȳ∥ ≤ ∥x̄ − ȳ∥ ∀ x̄, ȳ ∈ Rn . (1.13)

Πόρισμα 1.1.1. Στον Rn , εφοδιασμένο με την Ευκλείδεια νόρμα (1.6), ισχύει η


αντίστροφη τριγωνική ανισότητα (1.13) (και η ισότητα ισχύει, αν και μόνο αν ή
∥x̄∥∥ȳ∥ = 0 ή ∥x̄∥∥ȳ∥ > 0 και τα x̄, ȳ είναι ομόρροπα).
Απόδειξη. Από την τριγωνική ανισότητα (1.9) έχουμε

∥x̄∥ = ∥x̄ − ȳ + ȳ∥ ≤ ∥x̄ − ȳ∥ + ∥ȳ∥ ⇒ ∥x̄∥ − ∥ȳ∥ ≤ ∥x̄ − ȳ∥,
∥ȳ∥ = ∥ȳ − x̄ + x̄∥ ≤ ∥ȳ − x̄∥ + ∥x̄∥ ⇒ ∥ȳ∥ − ∥x̄∥ ≤ ∥ȳ − x̄∥ = ∥x̄ − ȳ∥

και από τις ανισότητες στα δεξιά προκύπτει

−∥x̄ − ȳ∥ ≤ ∥x̄∥ − ∥ȳ∥ ≤ ∥x̄ − ȳ∥,

11
1.1. ΑΛΓΕΒΡΙΚΗ ΔΟΜΗ

δηλ. η αντίστροφη τριγωνική ανισότητα (1.13). Στην περίπτωση της ισότητας, υψώνο-
ντας στο τετράγωνο και χρησιμοποιώντας τον ορισμό (1.6) της Ευκλείδειας νόρμας,
βρίσκουμε ότι η (1.13) ισοδυναμεί με την (1.12). 2

Γενικά, ένας διανυσματικός χώρος X (πάνω από το R) εφοδιασμένος με μια


νόρμα⁴, δηλ. με μια απεικόνιση ∥ · ∥ : X → R που έχει τις ιδιότητες (1.7) – (1.9),
λέγεται (διανυσματικός ή γραμμικός) χώρος με νόρμα.⁵ Όπως είδαμε, για την περί-
πτωση του εσωτερικού γινομένου (1.5) στον Rn , ένας χώρος με εσωτερικό γινόμενο
είναι ένας χώρος με νόρμα, με τη νόρμα που, όπως λέμε, επάγεται από το εσωτερικό
γινόμενο, όπως στην περίπτωσή μας, όπου η Ευκλείδεια νόρμα (1.6) επάγεται από
το εσωτερικό γινόμενο (1.5).
Υπάρχουν όμως και νόρμες οι οποίες δεν επάγονται από κάποιο εσωτερικό γινό-
μενο. Στην περίπτωση του Rn θα μας φανούν ιδιαίτερα χρήσιμες η νόρμα μεγίστου
ή ∞-νόρμα⁶, ⁷

∥x̄∥∞ = max{|xi | : i = 1, . . . , n} ∀ x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ Rn (1.14)

και η 1-νόρμα⁸

n
∥x̄∥1 = |xi | ∀ x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ Rn .
i=1

Η 1-νόρμα και η Ευκλείδεια νόρμα (ή 2-νόρμα) είναι οι ειδικές περιπτώσεις p = 1


και p = 2 της p-νόρμας

(∑
n )1/p
∥x̄∥p = |xi |p ∀ x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ Rn , p ∈ R, p ≥ 1, (1.15)
i=1

η οποία όμως δεν θα μας απασχολήσει εδώ, στη γενικότητά της.


Το ότι οι νόρμες (1.14) και (1.15) ικανοποιούν πράγματι τις ιδιότητες (1.7)–(1.9),
αφήνεται ως άσκηση στον αναγνώστη (βλ. Άσκηση 4).
Οι τρείς νόρμες που θα μας απασχολήσουν εδώ, δηλ. η Ευκλείδεια νόρμα (1.6), η
∞-νόρμα (1.14) και η 1-νόρμα (1.15), είναι ισοδύναμες υπό την ακόλουθη έννοια.
Ορισμός 1.1.1. Δύο νόρμες ∥ · ∥1 , ∥ · ∥2 : X → R ενός διανυσματικού χώρου X,
λέγονται ισοδύναμες, αν υπάρχουν σταθερές c, C > 0 έτσι, ώστε

c∥x∥1 ≤ ∥x∥2 ≤ C∥x∥1 ∀ x ∈ X. (1.16)


⁴ή στάθμη
⁵ή σταθμητός χώρος ή νορμικός χώρος
⁶Ανάλογα και με τη μορφή του χώρου στον οποίο ορίζεται, η νόρμα αυτή λέγεται στα αγγλικά και
infinity norm, maximum norm, sup norm, supremum norm, uniform norm, Chebyshev norm.
⁷Pafnuty Lvovich Chebyshev, 1821–1894, RUS
⁸Στα αγγλικά οι πιο εντυπωσιακές ονομασίες είναι taxicab norm και Manhattan norm. Πιο συνηθισμένες
είναι οι ονομασίες 1-norm, ℓ1 -norm, L1 -norm.

12
1.1. ΑΛΓΕΒΡΙΚΗ ΔΟΜΗ

Παρατήρηση 1.1.1. Η (1.16) ισοδυναμεί με


1 1
∥x∥2 ≤ ∥x∥1 ≤ ∥x∥2 ∀ x ∈ X.
C c
Πρόταση 1.1.3. Η Ευκλείδεια νόρμα (1.6), η ∞-νόρμα (1.14) και η 1-νόρμα (1.15)
στον Rn είναι, ανά δύο, ισοδύναμες. Ειδικότερα, για κάθε x̄ ∈ Rn ισχύει

∥x̄∥∞ ≤ ∥x̄∥1 ≤ n∥x̄∥∞ , (1.17)



∥x̄∥∞ ≤ ∥x̄∥ ≤ n∥x̄∥∞ , (1.18)
√1 ∥x̄∥ ≤ ∥x̄∥1 ≤ n∥x̄∥. (1.19)
n

Απόδειξη. Έστω x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ Rn . Τότε, για κάθε i = 1, . . . , n, ισχύει εξ


ορισμού |xi | ≤ ∥x̄∥∞ = max{|xi | : i = 1, . . . , n}, και άρα


n ∑
n
∥x̄∥1 = |xi | ≤ n∥x̄∥∞ και ∥x̄∥2 = |xi |2 ≤ n∥x̄∥2∞ .
i=1 i=1

Από την άλλη, για κάθε i = 1, . . . , n, ισχύει


n
|xi | ≤ |xi | = ∥x̄∥1 , και άρα ∥x̄∥∞ = max{|xi | : i = 1, . . . , n} ≤ ∥x̄∥1
i=1

και, ανάλογα,


n
|xi |2 ≤ |xi |2 = ∥x̄∥2 , και άρα ∥x̄∥2∞ = max{|xi |2 : i = 1, . . . , n} ≤ ∥x̄∥2 .
i=1

(Η τελευταία ισότητα ισχύει, αφού, αφενός εξ ορισμού |xi | ≤ ∥x̄∥∞ ∀ i = 1, . . . , n,


και άρα |xi |2 ≤ ∥x̄∥2 ∞ ∀ i = 1, . . . , n, που συνεπάγεται m := max{|xi | : i =
2

√ ≤ ∥x̄∥∞ , και, αφετέρου πάλι εξ ορισμού |xi | √≤ m ∀ i = 1, . . . , n, και άρα


1, . . . , n} 2 2

|xi | ≤ m ∀ i = 1, . . . , n, που συνεπάγεται ∥x̄∥∞ ≤ m.)


Από τις παραπάνω ανισότητες προκύπτουν οι ισοδυναμίες της ∥ · ∥1 και της ∥ · ∥
με την ∥ · ∥∞ , (1.17), (1.18) και από τον συνδυασμό αυτών των δύο, η ισοδυναμία της
∥ · ∥1 με την ∥ · ∥, (1.19). 2

Στον R2 οι σχέσεις μεταξύ της Ευκλείδειας νόρμας, της 1-νόρμας και της ∞-
νόρμας γινονται ιδιαίτερα εύληπτες, αν αναπαραστήσουμε σχηματικά στο καρτεσιανό
επίπεδο 0xy τους αντίστοιχους μοναδιαίους κύκλους για αυτές τις νόρμες, βλ. Σχήμα
1.1, δηλαδή τα σύνολα

C = {(x, y) ∈ R2 : ∥(x, y)∥ = 1} = {(x, y) ∈ R2 : x2 + y2 = 1},
C1 = {(x, y) ∈ R2 : ∥(x, y)∥1 = 1} = {(x, y) ∈ R2 : |x| + |y| = 1},
C∞ = {(x, y) ∈ R2 : ∥(x, y)∥∞ = 1} = {(x, y) ∈ R2 : max{|x|, |y|} = 1}.

13
1.1. ΑΛΓΕΒΡΙΚΗ ΔΟΜΗ

y y y
1 1

-1 -1
1 x 1 x 1 x

-1 -1

∥(x, y)∥ = 1 ∥(x, y)∥∞ = 1 ∥(x, y)∥1 = 1

Σχήμα 1.1: Οι μοναδιαίοι κύκλοι για την Ευκλείδεια νόρμα, την ∞-νόρμα και την
1-νόρμα.

Mε τη βοήθεια της Ευκλείδειας νόρμας (1.6), μπορεί να ορισθεί η απόσταση


μεταξύ δύο διανυσμάτων του Rn

d(x̄, ȳ) := ∥x̄ − ȳ∥ ∀ x̄, ȳ ∈ Rn . (1.20)

Η συνάρτηση d : Rn × Rn → R είναι μια μετρική, δηλ. ικανοποιεί τις ιδιότητες

(αʹ) συμμετρία:
d(x̄, ȳ) = d(ȳ, x̄) ∀ x̄, ȳ ∈ Rn ,

(βʹ) μη αρνητικότητα:

d(x̄, ȳ) ≥ 0 ∀ x̄, ȳ ∈ Rn και d(x̄, ȳ) = 0 ⇔ x̄ = ȳ,

(γʹ) τριγωνική ανισότητα:

d(x̄, ȳ) ≤ d(x̄, z̄) + d(z̄, ȳ) ∀ x̄, ȳ, z̄ ∈ Rn .

O Rn είναι, δηλαδή, ένας μετρικός χώρος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Παρατήρηση 1.1.2. Ο διανυσματικός χώρος Rn πάνω από το R με διάσταση n ∈ N,


δηλαδή το σύνολο των διανυσμάτων (1.1), εφοδιασμένο με τις πράξεις (1.3), (1.4) και
το εσωτερικό γινόμενο (1.5), το οποίο επάγεται την Ευκλείδεια νόρμα (1.6), και αυτή
την απόσταση (1.20), ονομάζεται Ευκλείδειος χώρος Rn .

1.1.1 Ασκήσεις
Άσκηση 1. Δείξτε ότι, για την Ευκλείδεια νόρμα (1.6) στον Rn , ισχύει το Πυθαγόρειο⁹
Θεώρημα
∥x̄ + ȳ∥2 = ∥x̄∥2 + ∥ȳ∥2 ⇔ x̄ · ȳ = 0.
⁹Πυθαγόρας ο Σάμιος, 6ος αιώνας π.Χ., GR

14
1.2. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ R3

Άσκηση 2. Δείξτε, για την Ευκλείδεια νόρμα (1.6) στον Rn , τον κανόνα του πα-
ραλληλογράμμου

2∥x̄∥2 + 2∥ȳ∥2 = ∥x̄ + ȳ∥2 + ∥x̄ − ȳ∥2 .

Άσκηση 3. Δείξτε ότι ∥x̄ − ȳ∥ ≤ ∥x̄∥ + ∥ȳ∥ ∀ x̄, ȳ ∈ Rn . Πότε ισχύει η ισότητα;

Άσκηση 4. Δείξτε ότι η ∞-νόρμα (1.14) και η 1-νόρμα (1.15) έχουν πράγματι τις
ιδιότητες (1.7)–(1.9) μιας νόρμας.

1.2 Γεωμετρική αναπαράσταση του R3


Ο n-διάστατος Ευκλείδειος χώρος Rn , στις διαστάσεις n = 1, 2, 3, μπορεί να
αναπαρασταθεί ή να ταυτιστεί γεωμετρικά με την ευθεία, το επίπεδο και τον τριδιά-
στατο ή φυσικό χώρο αντίστοιχα, μέσω της εισαγωγής Καρτεσιανών¹⁰ συστημάτων
συντεταγμένων.¹¹
Στην περίπτωση του φυσικού χώρου R3 αυτό μπορεί να γίνει θεωρώντας τρεις
ευθείες, τους λεγόμενους άξονες, που τέμνονται σε ένα σημείο, το οποίο ονομάζουμε
αρχή των αξόνων ή σημείο αναφοράς, και μάλιστα έτσι, ώστε να είναι, ανά δύο,
κάθετες μεταξύ τους. Πάνω σε κάθε μία από αυτές διακρίνουμε τρία σημεία ίσης
απόστασης από το σημείο αναφοράς, την οποία θεωρούμε ως απόσταση μήκους 1¹².
Οι κατευθύνσεις από το σημείο αναφοράς προς τα επιλεγμένα αυτά σημεία δίνουν
τη θετική κατεύθυνση των αξόνων, και μπορούν να επιλεγούν έτσι, ώστε να ικα-
νοποιούν τον λεγόμενο κανόνα του δεξιού χεριού, δηλ. να αντιστοιχούν κατά σειρά
στον αντίχειρα, τον δείκτη και τον μέσο του δεξιού μας χεριού. Με αυτόν τον τρόπο,
έχουμε εισάγει στον R3 ένα (Καρτεσιανό) δεξιόστροφο ορθοκανονικό σύστημα συ-
ντεταγμένων, το οποίο συμβολίζουμε με 0xyz, όπου το 0 συμβολίζει την αρχή των
αξόνων και τα x, y, z τις θετικές κατευθύνσεις των αξόνων.
Αν έχουμε, τώρα, ένα σημείο P του φυσικού χώρου R3 , μπορούμε να του αντι-
στοιχίσουμε 1 − 1 και επί ένα διάνυσμα x̄ του διανυσματικού χώρου R3 , αυτό με τις
συντεταγμένες x, y, z ως προς τη συνήθη βάση

ē1 = (1, 0, 0), ē2 = (0, 1, 0), ē3 = (0, 0, 1), (1.21)

δηλ. το διάνυσμα
x̄ = (x, y, z) = xē1 + yē2 + zē3 ,
και, αφού η απεικόνιση είναι 1 − 1 και επί, μπορούμε να θεωρήσουμε τις συντεταγμέ-
νες (x, y, z) είτε ως το σημείο P είτε ως το διάνυσμα x̄, δηλ. έχουμε P = (x, y, z) = x̄.
Τις συντεταγμένες x, y, z του P τις βρίσκουμε ως προβολές του σημείου P στους
άξονες 0x, 0y, 0z αντίστοιχα. Παίρνοντας μια ευθεία που περνάει από το P και εί-
ναι κάθετη στο επίπεδο 0xy, βρίσκουμε την προβολή Q του P στο επίπεδο 0xy με
¹⁰René Descartes, 1596–1650, F
¹¹ή αναφοράς
¹²Η διαδικασία αυτή ονομάζεται κανονικοποίηση, και η σχετική απόσταση, απόσταση ανοφοράς.

15
1.2. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ R3

y y
(x1 + x2 , y1 + y2 )
(x0 , y0 ) (x1 , y1 )
y0

(x1 − x2 , y1 − y2 )
(x2 , y2 )
x0 x x

Σχήμα 1.2: Αριστερά: το (x0 , y0 ) ∈ R2 ως σημείο και ως διάνυσμα. Δεξιά: Άθροισμα


και διαφορά δύο διανυσμάτων στον R2 .

συντεταγμένες (x, y, 0), και παίρνοντας μια ευθεία που περνάει από το Q κάθετη
στον άξονα 0x, βρίσκουμε την προβολή R του Q στον άξονα 0x με συντεταγμέ-
νες (x, 0, 0). O πραγματικός αριθμός x μας λέει πόσο απέχει το R από το σημείο
αναφοράς O = (0, 0, 0) = 0̄ (με μονάδα μέτρησης την απόσταση 1 του σημείου
E1 = (1, 0, 0) = ē1 ) και σε ποιόν ημιάξονα του 0x βρίσκεται. Ανάλογα, βρίσκουμε
και τις άλλες συντεταγμένες. Αντίστροφα, μπορούμε να ταυτίσουμε το διάνυσμα x̄
με ένα «βέλος», που έχει «αρχή» το O = (0, 0, 0) = 0̄ και «τέλος» το σημείο P.
Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε από τα παραπάνω είναι ότι, άν έχουμε ένα
Καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων, ταυτίζουμε τα σημεία P του χώρου με τα δια-
νύσματα x̄, τα οποία δίνονται, ως προς τη συνήθη βάση (1.21), από την τριάδα των
συντεταγμένων (x, y, z).
Έτσι, στα πλαίσια της Αναλυτικής Γεωμετρίας, μπορούμε να αναπαραστήσουμε
πολλά γεωμετρικά αντικείμενα του R3 αλγεβρικά, και αντίστροφα, βλέπουμε ότι τα
περισσότερα από τα αλγεβρικά αντικείμενα, που ορίσαμε στην ενότητα §1.1, έχουν
μια γεωμετρική ερμηνεία. Το ίδιο ισχύει φυσικά και στο επίπεδο, του οποίου τα
σημεία αντιστοιχούμε με διανύσματα στον R2 .
Π.χ. στο Σχήμα 1.2 βλέπουμε αριστερά τη γεωμετρική αναπαράσταση ενός δια-
νύσματος στον R2 ως σημείο του επιπέδου και δεξιά την πρόσθεση και αφαίρεση
δύο διανυσμάτων, ενώ στο Σχήμα 1.3 βλέπουμε ένα διάνυσμα, το αντίθετό του, και
το βαθμωτό γινόμενό τους με τον αριθμό λ > 1.
Όπως βλέπουμε στο Σχήμα 1.2, το μήκος ∥x̄∥ ενός διανύσματος δίνει την από-
σταση d(x̄, 0̄) = ∥x̄ − 0̄∥ = ∥x̄∥ του σημείου x̄ από το σημείο αναφοράς 0̄, και,
γενικότερα, η απόσταση (μεταξύ) δύο σημείων x̄ και ȳ του χώρου Rn δίνεται από
το μήκος της διαφοράς τους, d(x̄, ȳ) = ∥x̄ − ȳ∥.
Ένας μονοδιάστατος υπόχωρος του Rn

⟨x̄⟩ := {λx̄ : λ ∈ R}, x̄ ∈ Rn \ {0̄},

που παράγεται από ένα μη μηδενικό διάνυσμα x̄ ∈ Rn , σχηματίζει γεωμετρικά την


ευθεία στον χώρο που περνάει από το σημείο αναφοράς 0̄ ∈ Rn και το σημείο x̄,

16
1.2. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ R3

λ(x, y), λ > 1

(x, y)
x

−(x, y)

−λ(x, y), λ > 1

Σχήμα 1.3: Διάνυσμα στον R2 , το αντίθετό του και το βαθμωτό γινόμενο του καθενός
επί το λ > 1.

ενώ o διδιάστατος υπόχωρος του Rn

⟨x̄, ȳ⟩ := {λx̄ + µȳ : λ, µ ∈ R}, x̄, ȳ ∈ Rn γραμμικώς ανεξάρτητα,

που παράγεται από δύο γραμμικώς ανεξάρτητα διανύσματα x̄, ȳ ∈ Rn αναπαρι-


στάται από το επίπεδο που περιέχει τα σημεία 0̄, x̄, ȳ.
Ειδικότερα, οι υπόχωροι

⟨ēi ⟩ = {xi ēi : xi ∈ R}, i = 1, . . . , n,

δίνουν τους άξονες 0xi του συστήματος συντεταγμένων και οι υπόχωροι

⟨ēi , ēj ⟩ = {xi ēi + xj ēj : xi , xj ∈ R}, i, j = 1, . . . , n, i ̸= j,

τα επίπεδα 0xi xj αντίστοιχα.


Μεταφέροντας τον μονοδιάστατο υπόχωρο ⟨v̄⟩, όπου v̄ ∈ R3 \ {0̄}, κατά το διά-
νυσμα ā ∈ R3 , παίρνουμε την ευθεία στον R3

ā + ⟨v̄⟩ = ā + {λv̄ : λ ∈ R} := {ā + λv̄ : λ ∈ R} ⊂ R3 , (1.22)

η οποία περνάει από το σημείο ā και έχει την κατεύθυνση v̄, βλ. Σχήμα 1.4, ενώ μετα-
φέροντας τον διδιάστατο υπόχωρο ⟨v̄, w̄⟩, όπου v̄, w̄ ∈ R3 γραμμικώς ανεξάρτητα,
κατά το διάνυσμα ā ∈ R3 , παίρνουμε το επίπεδο στον R3

ā + ⟨v̄, w̄⟩ = ā + {λv̄ + µw̄ : λ, µ ∈ R} = {ā + λv̄ + µw̄ : λ, µ ∈ R} ⊂ R3 , (1.23)

το οποίο περνάει από το σημείο ā και παράγεται από τα γραμμικώς ανεξάρτητα


διανύσματα v̄, w̄, βλ. Σχήμα 1.5.

17
1.2. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ R3

Σχήμα 1.4: Η ευθεία στον R3 που περνάει από το σημείο ā ∈ R3 και έχει την
κατεύθυνση v̄ ∈ R3 \ {0̄}.


Σχήμα 1.5: Το επίπεδο στον R3 που περνάει από το σημείο ā ∈ R3 και παράγεται
από τα γραμμικώς ανεξάρτητα διανύσματα v̄, w̄ ∈ R3 .

18
1.2. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ R3

x2

ϑ x̄

x1

Σχήμα 1.6: H οξεία γωνία ϑ ∈ [0, π] μεταξύ δύο διανυσμάτων στο επίπεδο 0x1 x2 .

Με τη βοήθεια του εσωτερικού γινομένου, μπορούμε να βρούμε την οξεία γωνία


ϑ ∈ [0, π] μεταξύ δύο διανυσμάτων x̄, ȳ ∈ Rn \ {0̄} στο επίπεδο που αυτά σχηματί-
ζουν, βλ. Σχήμα 1.6. Πιο συγκεκριμένα, ισχύει

x̄ · ȳ
cos ϑ = , x̄, ȳ ∈ Rn \ {0̄}, (1.24)
∥x̄∥∥ȳ∥

και αφού η απεικόνιση cos : [0, π] → [−1, 1] είναι 1 − 1 και επί, καθορίζεται μονοσή-
μαντα η γωνία ϑ ∈ [0, π] (αλλά όχι ο προσανατολισμός της).
Εδώ αξίζει να δούμε πώς προκύπτει ο τύπος (1.24), και με την ευκαιρία αυτή να
επαναλάβουμε κάποιες πολύ στοιχειώδεις έννοιες τριγωνομετρίας¹³.
Ως γνωστόν, το συνημίτονο cos φ και το ημίτονο sin φ είναι η x- και y-συντε-
ταγμένη αντίστοιχα, ενός διανύσματος ā ∈ R2 μήκους ∥ā∥ = 1, που έχει την αρχή
του στο σημείο αναφοράς (0, 0) και σχηματίζει με τον άξονα 0x τη «γωνία» φ ∈ R,
η οποία δίνεται από το μήκος του τόξου του μοναδιαίου κύκλου από το σημείο (1, 0)
μέχρι το σημείο ā, κατά τη θετική φορά¹⁴, αν φ > 0, και κατά την αρνητική φορά¹⁵, αν
φ < 0, όπου, αν 2kπ ≤ |φ| < 2(k + 1)π, k ∈ N, αυτό σημαίνει ότι έχουμε διατρέξει
τον κύκλο, κατά τη θετική ή αρνητική φορά, k πλήρεις φορές πριν σταματήσουμε στο
ā, βλ. Σχήμα 1.7.
Αν ονομάσουμε A(φ) : R2 → R2 την απεικόνιση που περιστρέφει τα διανύσματα
του R2 κατά φ ∈ R γύρω από το σημείο αναφοράς¹⁶, έχουμε εξ’ ορισμού
( ) ( )
cos φ 1
ā = = A(φ) , φ ∈ R. (1.25)
sin φ 0

Από μια απλή γεωμετρική θεώρηση προκύπτει ότι, αν στρίψουμε το διάνυσμα


¹³και μέσα από μια πολύ στοιχειώδη θεώρηση
¹⁴δηλ. αντίθετα προς την κίνηση των δεικτών του ρολογιού
¹⁵δηλ. σύμφωνα με την κίνηση των δεικτών του ρολογιού
¹⁶όπου θεωρούμε ότι τα διανύσματα έχουν ως αρχή τους το (0, 0)

19
1.2. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ R3

ā⊥
cos φ

φ
sin φ

ϑ

φ
− sin φ −φ cos φ 1 x

− sin φ ā ′

Σχήμα 1.7: ā = (cos φ, sin φ), ā ′ = (cos φ, − sin φ), ā⊥ = (− sin φ, cos φ) και
b̄ = (cos(φ + ϑ), sin(φ + ϑ))

(0, 1) κατά φ, παίρνουμε το διάνυσμα


( ) ( )
− sin φ 0
ā⊥ = = A(φ) , φ ∈ R, (1.26)
cos φ 1

το οποίο είναι κάθετο στο ā, υπό την έννοια ā⊥ · ā = 0, όπως ήταν, πριν τα στρίψουμε
κατά την ίδια γωνία, κάθετα μεταξύ τους και τα (1, 0) και (0, 1).
Επίσης, είναι γεωμετρικά προφανές ότι η A(φ) είναι γραμμική, αφού για οποια-
δήποτε μοναδιαία ā, b̄ ∈ R2 ισχύει (βλ. και τα Σχήματα 1.2 και 1.3)

A(φ)(λā) = λA(φ)ā και A(φ)(ā + b̄) = A(φ)ā + A(φ)b̄

20
1.2. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ R3

και συνεπώς μπορούμε να εκφράσουμε την A(φ) μέσω ενός πίνακα, ο οποίος, σύμ-
φωνα με τις (1.25) και (1.26), είναι ο
( )
cos φ − sin φ
A(φ) = , φ ∈ R. (1.27)
sin φ cos φ

Αν δεχθούμε ότι το μήκος του τόξου του μοναδιαίου κύκλου είναι 2π, έχουμε
( )
1 0
A(2kπ) = I = , k ∈ Z, (1.28)
0 1

αφού αν περιστρέψουμε ένα διάνυσμα κατά k ∈ N πλήρεις κύκλους γύρω από


το (0, 0) κατά τη θετική ή αρνητική φορά, ή δεν το περιστρέψουμε καθόλου, θα
καταλήξουμε στο αρχικό διάνυσμα. Σύμφωνα με την (1.27), η (1.28) ισοδυναμεί με

cos(2kπ) = 1, sin(2kπ) = 0, k ∈ Z.

Ακόμα, είναι γεωμετρικά προφανές ότι, αν στρίψουμε ένα οποιοδήποτε διάνυσμα


πρώτα κατά φ και μετά κατά ϑ, θα το έχουμε στρίψει συνολικά κατά φ + ϑ, και
ότι το ίδιο θα προκύψει αν αλλάξουμε τη σειρά με την οποία εκτελούμε αυτές τις
περιστροφές. Αυτό σημαίνει ότι

A(φ + ϑ) = A(ϑ)A(φ) = A(φ)A(ϑ), φ, ϑ ∈ R. (1.29)

Από την (1.27) και κάνοντας τις πράξεις στα δεξιά της (1.29), προκύπτει ότι αυτή
ισοδυναμεί με

cos(φ + ϑ) = cos φ cos ϑ − sin φ sin ϑ,


sin(φ + ϑ) = sin φ cos ϑ + cos φ sin ϑ, φ, ϑ ∈ R. (1.30)

Από τον συνδυασμό της (1.29) με την (1.28) προκύπτει

A(φ + 2kπ) = A(φ), φ ∈ R, k ∈ Z,

δηλ., ισοδύναμα, η 2π-περιοδικότητα του συνημιτόνου και του ημιτόνου

cos(φ + 2kπ) = cos φ, sin(φ + 2kπ) = sin φ, φ ∈ R, k ∈ Z.

Ακόμα, από την (1.27) προκύπτει ότι η A(φ) είναι αντιστρέψιμη, αφού

det A(φ) = cos2 φ + sin2 φ = 1, φ ∈ R,

όπου η τελευταία ισότητα ισχύει επειδή το διάνυσμα ā = (cos φ, sin φ) είναι μονα-
διαίο, και από τις (1.28) (για k = 0) και (1.29) έχουμε

I = A(−φ)A(φ) = A(φ)A(−φ), δηλαδή, A(φ)−1 = A(−φ), φ ∈ R,

21
1.2. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ R3

το οποίο απλώς σημαίνει ότι αν περιστρέψουμε ένα διάνυσμα κατά φ και μετά
αντιστρέψουμε αυτή την περιστροφή, περιστρέφοντας το διάνυσμα που προέκυψε
κατά −φ, θα καταλήξουμε ξανά στο αρχικό διάνυσμα.
Από την άλλη, πάλι με μια απλή γεωμετρική θεώρηση, βλέπουμε ότι αν περιστρέ-
ψουμε το διάνυσμα (1, 0) κατά το ίδιο |φ| όπως στην (1.25), αλλά με την αντίθετη
φορά, έχουμε
( ) ( ) ( )
′ cos φ 1 cos(−φ)
ā = = A(−φ) = , φ ∈ R,
− sin φ 0 sin(−φ)

από όπου προκύπτει ότι η συνάρτηση του συνημιτόνου είναι άρτια, ενώ αυτή του
ημιτόνου περιττή.
Οι πιο πάνω στοιχειώδεις ιδιότητες του συνημιτόνου και του ημιτόνου μας επι-
τρέπουν να εξαγάγουμε και πάρα πολλές άλλες, ιδίως όταν τις συνδυάσουμε με τη
γνώση των τιμών τους για κάποια βασικά μήκη φ τόξων του μοναδιαίου κύκλου¹⁷, τις
οποίες μπορούμε να βρούμε με απλές γεωμετρικές παρατηρήσεις. Π.χ. αν σκεφτούμε
πού απεικονίζει ο πίνακας A(φ) το (1, 0) για τα μήκη φ = π 3π π
2 , π, 2 , 4 , βλέπουμε
εύκολα ότι
π 3π π 1
cos = 0, cos π = −1, cos = 0, cos = √ ,
2 2 4 2
π 3π π 1
sin = 1, sin π = 0, sin = −1, sin = √ .
2 2 4 2
Έτσι, από τις τις τιμές για φ = π
2 και την (1.30), βρίσκουμε τη σημαντικότατη ισότητα
( π)
cos φ = sin φ + , φ ∈ R,
2
η οποία ουσιαστικά μας λέει ότι αν «γνωρίζουμε» τη συνάρτηση του ημιτόνου, τότε
«γνωρίζουμε» και αυτήν του συνημιτόνου.
Επανερχόμενοι στο αρχικό μας ερώτημα, δηλαδή στο να καταλάβουμε γιατί ισχύει
ο τύπος (1.24), έστω ότι έχουμε δύο μοναδιαία διανύσματα

ā = (cos φ, sin φ) και b̄ = (cos(φ + ϑ), sin(φ + ϑ)) ,

βλ. Σχήμα 1.7. Τότε, επειδή η cos είναι άρτια και η sin περιττή, και από την πρώτη
ισότητα στην (1.30), έχουμε

ā · b̄ = cos φ cos(φ + ϑ) + sin φ sin(φ + ϑ)


= cos φ cos(−φ − ϑ) − sin φ sin(−φ − ϑ)
= cos(φ − φ − ϑ)
= cos ϑ.
¹⁷ο οποίος έχει συνολικό μήκος 2π

22
1.2. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ R3

z z z

y y y

1 x 1 x 1 x

B((0, 0, 0), 1) B̄((0, 0, 0), 1) ∂B((0, 0, 0), 1)

Σχήμα 1.8: Η ανοικτή και κλειστή μοναδιαία μπάλα και η μοναδιαία σφαίρα για
n = 3.

y y y

1 x 1 x 1 x

B((0, 0), 1) B̄((0, 0), 1) ∂B((0, 0), 1)

Σχήμα 1.9: Ο ανοικτός και κλειστός μοναδιαίος κυκλικός δίσκος και ο μοναδιαίος
κύκλος (n = 2).

Τέλος, με τη βοήθεια της απόστασης ορίζονται η ανοικτή μπάλα, η κλειστή μπάλα


και η σφαίρα ακτίνας r > 0 και κέντρου x̄ στον Rn αντίστοιχα, ως

B(x̄, r) := {ȳ ∈ Rn : ∥ȳ − x̄∥ < r}, (1.31)


B̄(x̄, r) := {ȳ ∈ R : ∥ȳ − x̄∥ ≤ r},
n
(1.32)
∂B(x̄, r) := {ȳ ∈ Rn : ∥ȳ − x̄∥ = r}, (1.33)

βλ. Σχήμα 1.8. Στην περίπτωση n = 2, τα σύνολα αυτά ονομάζονται ανοικτός και
κλειστός κυκλικός δίσκος και κύκλος αντίστοιχα, βλ. Σχήμα 1.9, ενώ στην περίπτωση
n = 1, όπου ∥x̄∥ = |x| για x̄ = x, αυτά δεν είναι τίποτα άλλο από το ανοικτό
(x − r, x + r) και κλειστό διάστημα [x − r, x + r] και τα άκρα του διαστήματος {x −
r} ∪ {x + r}.
Παρατήρηση 1.2.1. Να προσεχθεί ότι η (ανοικτή και κλειστή) μπάλα και η σφαίρα
έχουν εξ ορισμού θετική ακτίνα r > 0. Να προσεχθεί, ακόμα, ότι στον πιο πάνω

23
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

συμβολισμό για τις μπάλες και τη σφαίρα δεν διακρίνεται η διάσταση του χώρου
Rn , στον οποίο αναφέρονται. Τέλος, παρατηρούμε ότι η κλειστή και η ανοικτή μπάλα
διαφέρουν μεταξύ τους μόνο ως προς το αν περιέχουν ή όχι τη σφαίρα,

B(x̄, r) ∪ ∂B(x̄, r) = B̄(x̄, r) με B(x̄, r) ∩ ∂B(x̄, r) = ∅. (1.34)

1.2.1 Ασκήσεις
Άσκηση 5. Δείξτε, με τη βοήθεια απλών γεωμετρικών ιδιοτήτων (π.χ. ότι το άθροι-
σμα των γωνιών του τριγώνου είναι π) και των ιδιοτήτων του συνημιτόνου και του
ημιτόνου που δείξαμε πιο πάνω, ότι

π 1 π 3
cos = , cos = ,
3 2√ 6 2
π 3 π 1
sin = , sin = .
3 2 6 2
Άσκηση 6. Δείξτε με τη βοήθεια των ως τώρα γνωστών ιδιοτήτων του συνημιτόνου
και του ημιτόνου τις ισότητες

sin(2φ) = 2 sin φ cos φ,


cos(2φ) = 2 cos2 φ − 1, φ ∈ R,
και
φ+ϑ φ−ϑ
sin φ + sin ϑ = 2 sin cos ,
2 2
φ+ϑ φ−ϑ
cos φ + cos ϑ = 2 cos cos ,
2 2
φ+ϑ φ−ϑ
cos ϑ − cos φ = 2 sin sin , φ, ϑ ∈ R.
2 2

1.3 Τοπολογικές ιδιότητες


Μετά από τις αλγεβρικές-γεωμετρικές ιδιότητες του Rn , θα αναφερθούμε τώρα
στις λεγόμενες τοπολογικές του ιδιότητες, οι οποίες σχετίζονται άμεσα με την έννοια
του ορίου μιας ακολουθίας στον Rn ή μιας (πραγματικής ή διανυσματικής) συνάρ-
τησης, ορισμένης σε ένα υποσύνολό του. Οι ιδιότητες που θα εξετάσουμε στηρίζονται
στην έννοια της μετρικής d, που ορίστηκε στον Rn μέσω της (1.20), και άρα, ό,τι
ισχύει σε έναν αφηρημένο μετρικό χώρο, ισχύει και εδώ.
Η βασική έννοια της (Γενικής) Τοπολογίας είναι η έννοια των ανοικτών υποσυνό-
λων ενός δοσμένου συνόλου. Αν το σύνολο αυτό είναι ένας μετρικός χώρος, μπορούν
να οριστούν ανοικτά υποσύνολα με τη βοήθεια της μετρικής. Στην περίπτωση του
Rn , εφοδιασμένου με την Ευκλείδεια νόρμα, αυτό σημαίνει ότι θα ορίσουμε τα ανοι-
κτά υποσύνολά του, χρησιμοποιώντας τις ανοικτές μπάλες (1.31). Πιο συγκεκριμένα,
έχουμε τον ακόλουθο ορισμό.

24
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

Ορισμός 1.3.1. Ένα υποσύνολο U ⊂ Rn ονομάζεται


(αʹ) ανοικτό, αν ∀ x̄ ∈ U ∃ ε > 0 : B(x̄, ε) ⊂ U,

(βʹ) κλειστό, αν το Rn \ U είναι ανοικτό.


Παρατήρηση 1.3.1. Σύμφωνα με το (αʹ) του Ορισμού 1.3.1, το κενό υποσύνολο ∅ ⊂
Rn είναι ανοικτό, και άρα, σύμφωνα με το (βʹ), ολόκληρος ο χώρος Rn ⊂ Rn είναι
ένα κλειστό υποσύνολο του εαυτού του. Από την άλλη, πάλι σύμφωνα με το (αʹ), το
Rn είναι ανοικτό, και άρα, από το (βʹ), το ∅ κλειστό. Συνεπώς, το ∅ και το Rn είναι
ταυτόχρονα και ανοικτά και κλειστά υποσύνολα του Rn .
Κατά τα άλλα, αποδεικνύεται ότι ένα μη κενό και γνήσιο υποσύνολο του Rn ,
∅ ̸= U ⊊ Rn , δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και ανοικτό και κλειστό, κατά τον
Ορισμό 1.3.1.
Παρατήρηση 1.3.2. Ένα υποσύνολο U ⊂ Rn μπορεί να μην είναι ούτε ανοικτό, ούτε
κλειστό. Π.χ. το σύνολο

U = {(x, y) ∈ R2 : x < 0, y ≥ 0} ∪ {(x, y) ∈ R2 : x ≥ 0, y > 0},


με συμπληρωματικό

R2 \ U = {(x, y) ∈ R2 : x < 0, y < 0} ∪ {(x, y) ∈ R2 : x ≥ 0, y ≤ 0},


δεν είναι ούτε ανοικτό, ούτε κλειστό, αφού για ένα σημείο (x, 0) με x < 0, και
οποιοδήποτε ε > 0, η ανοικτή μπάλα B((x, 0), ε) δεν περιέχεται στο U, μιας και
(x, − 2ε ) ∈ B((x, 0), ε) ∩ (R2 \ U), και αντίστοιχα, η B((x, 0), ε) με x ≥ 0 δεν περιέ-
χεται στο R2 \ U, μιας και (x, 2 ε
) ∈ B((x, 0), ε) ∩ U.
Πριν συνεχίσουμε, θα δικαιολογήσουμε τους χαρακτηρισμούς των συνόλων (1.31)
και (1.32), ως ανοικτής και κλειστής μπάλας αντίστοιχα.
Πρόταση 1.3.1. Κάθε ανοικτή μπάλα (1.31) είναι ανοικτό υποσύνολο του Rn και
κάθε κλειστή μπάλα (1.32) είναι κλειστό υποσύνολο του Rn .
Απόδειξη. Έστω x̄ ∈ Rn , r > 0, και ȳ ∈ B(x̄, r). Tότε ∥ȳ − x̄∥ < r, που σημαίνει, ότι
υπάρχει ένα ε > 0 με ∥ȳ − x̄∥ = r − ε. Αλλά τότε, θα έχουμε για κάθε z̄ ∈ B(ȳ, ε)

∥z̄ − x̄∥ ≤ ∥z̄ − ȳ∥ + ∥ȳ − x̄∥ < ε + r − ε = r


και άρα, z̄ ∈ B(x̄, r). Συνεπώς, B(ȳ, ε) ⊂ B(x̄, r). Αφού αυτό ισχύει για κάθε ȳ ∈
B(x̄, r), έχουμε ότι η B(x̄, r) είναι ανοικτή. Βλ. Σχήμα 1.10.
Αντίστοιχα, έστω τώρα ȳ ∈ Rn \ B̄(x̄, r) ή, ισοδύναμα, ∥ȳ − x̄∥ > r, που σημαίνει
ότι θα υπάρχει ε > 0 έτσι, ώστε ∥ȳ − x̄∥ = r + ε. Τότε, για κάθε z̄ ∈ B(ȳ, ε) θα
ισχύει σύμφωνα με την τριγωνική ανισότητα

∥z̄ − x̄∥ ≥ ∥ȳ − x̄∥ − ∥z̄ − ȳ∥ > r + ε − ε = r,


και άρα B(ȳ, ε) ⊂ Rn \ B̄(x̄, r). Συνεπώς, το Rn \ B̄(x̄, r) είναι ανοικτό, και άρα η
κλειστή μπάλα B̄(x̄, r) είναι κλειστή. 2

25
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ


r ε

Σχήμα 1.10: Για το ȳ ∈ B(x̄, r) με ∥ȳ − x̄∥ = r − ε ισχύει B(ȳ, ε) ⊂ B(x̄, r).

Μια θεμελιώδης ιδιότητα των ανοικτών υποσυνόλων είναι η εξής.

Πρόταση 1.3.2. Η ένωση μιας οικογένειας ανοικτών υποσυνόλων του Rn και η


τομή ενός πεπερασμένου πλήθους ανοικτών υποσυνόλων του Rn είναι ανοικτά
υποσύνολα του Rn .

Απόδειξη. Έστω x̄ ∈ i∈I Ui , όπου Ui ανοικτό για κάθε i ∈ I. Τότε ∃ i0 ∈ I με

x̄ ∈ Ui0 και, αφού το Ui0 είναι ανοικτό, υπάρχει ε > 0 με B(x̄, ε) ⊂ Ui0 ⊂ i∈I Ui .

Έστω τώρα x̄ ∈ k i=1 Ui με Ui ανοικτό για κάθε i = 1, . . . , k, όπου k ∈ N.
Άρα, ∀ i = 1, . . . , k υπάρχει εi > 0 με B(x̄, εi ) ⊂ Ui , και συνεπώς, θέτοντας

ε = min{εi : i = 1, . . . , k} > 0, έχουμε B(x̄, ε) ⊂ ki=1 Ui . 2

Παρατήρηση 1.3.3. Η τομή ενός άπειρου πλήθους ανοικτών υποσυνόλων δεν είναι,
απαραίτητα, ανοικτό υποσύνολο του Rn . Π.χ. οι ανοικτές μπάλες B(x̄, k1
), k ∈ N,
∩∞
έχουν τομή k=1 B(x̄, k ) = {x̄}, που δεν είναι ανοικτό υποσύνολο του R , αφού δεν
1 n

υπάρχει ανοικτή μπάλα που να περιέχεται σε αυτό.


Ειδικότερα, αποδεικνύεται εύκολα ότι το μονοσύνολο {x̄} ⊂ Rn είναι κλειστό,
αφού το Rn \ {x̄} είναι ανοικτό. Πράγματι, για κάθε ȳ ∈ Rn \ {x̄} ή, ισοδύναμα,
ȳ ̸= x̄, ισχύει B(ȳ, ∥x̄ − ȳ∥) ⊂ Rn \ {x̄}.

Παρατήρηση 1.3.4. Η ισχύς της προηγούμενης πρότασης για το ανοικτά υποσύνολα


του Rn , κατά τον Ορισμό 1.3.1, στα οποία ανήκουν τα ∅, Rn (σύμφωνα με την
Παρατήρηση 1.3.1), τον καθιστά έναν τοπολογικό χώρο, του οποίου η τοπολογία
δίνεται ακριβώς από το σύνολο των ανοικτών αυτών υποσυνόλων.

Η προηγούμενη πρόταση, σχετικά με ενώσεις και τομές ανοικτών συνόλων, έχει


το συμπληρωματικό της ανάλογο για κλειστά σύνολα.

Πρόταση 1.3.3. Η τομή μιας οικογένειας κλειστών υποσυνόλων του Rn και η


ένωση ενός πεπερασμένου πλήθους κλειστών υποσυνόλων του Rn είναι κλειστά
υποσύνολα του Rn .

26
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

Απόδειξη. Αν Ki κλειστά υποσύνολα του Rn , όπου, είτε i ∈ I με I ένα οποιοδή-


ποτε σύνολο δεικτών, είτε i = 1, . . . , k με k ∈ N, τα συμπεράσματα της πρότασης
προκύπτουν άμεσα από την Πρόταση 1.3.2 και τον ορισμό του κλειστού συνόλου,
αφού
∩ ∪ ∪
k ∩
k
Rn \ Ki = (Rn \ Ki ) και Rn \ Ki = (Rn \ Ki ).
i∈I i∈I i=1 i=1
2

Παρατήρηση 1.3.5. Κατ’ αναλογία με την Παρατήρηση 1.3.3, εδώ η ένωση ενός άπει-
ρου πλήθους κλειστών υποσυνόλων του Rn δεν είναι απαραίτητα κλειστό σύνολο.
Π.χ. η ένωση όλων των κλειστών μπαλών B̄(x̄, 1 − k+11
), k ∈ N, x̄ ∈ Rn είναι το
∪∞ 1
σύνολο k=1 B̄(x̄, 1 − k+1 ) = B(x̄, 1), δηλ. μια ανοικτή μπάλα, που, σύμφωνα με
την Πρόταση 1.3.1, είναι ένα ανοικτό υποσύνολο του Rn .

Παράδειγμα 1.3.1. Η προηγούμενη Πρόταση 1.3.3, μαζί με την Πρόταση 1.3.1, συνε-
πάγονται άμεσα ότι η σφαίρα (1.33) είναι κλειστό σύνολο, αφού

∂B(x̄, r) = {ȳ ∈ Rn : ∥ȳ − x̄∥ = r}


= {ȳ ∈ Rn : ∥ȳ − x̄∥ ≤ r} ∩ {ȳ ∈ Rn : ∥ȳ − x̄∥ ≥ r}
= B̄(x̄, r) ∩ (Rn \ B(x̄, r)).

Στενά συνδεδεμένη με την έννοια της κλειστότητας ενός υποσυνόλου είναι η έννοια
της συμπάγειας. Στην περίπτωση του Rn , και για την τοπολογία που δίνεται από
τον Ορισμό 1.3.1, η συμπάγεια μπορεί να ορισθεί ως εξής.¹⁸

Ορισμός 1.3.2. Ένα υποσύνολο U ⊂ Rn ονομάζεται

(αʹ) φραγμένο, αν ∃ r > 0 : U ⊂ B(0̄, r),

(βʹ) συμπαγές, αν είναι κλειστό και φραγμένο.

Παράδειγμα 1.3.2. Η ανοικτή μπάλα (1.31), η κλειστή μπάλα (1.32) και η σφαίρα
(1.33) είναι, προφανώς, φραγμένα υποσύνολα του Rn , αφού για κάθε x̄ ∈ Rn και
r > 0 ισχύει

B(x̄, r), ∂B(x̄, r) ⊂ B̄(x̄, r) ⊂ {ȳ ∈ Rn : ∥ȳ∥ ≤ r + ∥x̄∥} ⊂ B(0̄, r + ∥x̄∥ + ε)

για κάθε ε > 0. Συνεπώς, σύμφωνα με την Πρόταση 1.3.1 και το Παράδειγμα 1.3.1,
η κλειστή μπάλα και η σφαίρα είναι συμπαγή υποσύνολα του Rn .

Αν προσέξει κανείς το παράδειγμα στην Παρατήρηση 1.3.2, για να δείξουμε ότι


ούτε το U, ούτε το Rn \ U είναι ανοικτό (και άρα το U δεν είναι κλειστό), εστιάσαμε
την προσοχή μας στον άξονα 0x, ο οποίος, θα λέγαμε διαισθητικά, είναι το «σύνορο»
μεταξύ του U και του συμπληρώματός του (ασχέτως αν, από τα σημεία του άλλα
¹⁸Σε γενικότερους μετρικούς και τοπολογικούς χώρους η συμπάγεια ορίζεται συνήθως διαφορετικά και
ο χαρακτηρισμός που δίνουμε εδώ για τον Rn προκύπτει ως συμπέρασμα.

27
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

y
(x0 , y0 )
(x3 , y3 )

(x2 , y2 )
U

(x1 , y1 )
x

Σχήμα 1.11: Τα (x0 , y0 ), (x3 , y3 ) είναι εξωτερικά σημεία του U, το (x2 , y2 ) εσωτε-
ρικό, και το (x1 , y1 ) συνοριακό.

ανήκουν στο U και άλλα στο Rn \ U), και δεν ασχοληθήκαμε καθόλου με σημεία που
απέχουν, έστω και λίγο, από τον άξονα 0x, καθώς αυτά, θα λέγαμε πάλι διαισθητικά,
είναι ή «αρκετά μέσα», ή «αρκετά έξω» από το σύνολο U, και πάντως όχι στο
«σύνορό» του. Οι διαφορές αυτές μεταξύ των σημείων του Rn σε σχέση με το U καλό
είναι, να οριστούν με ακρίβεια. Το σκοπό αυτό εξυπηρετούν οι επόμενοι ορισμοί, βλ.
και το Σχήμα 1.11

Ορισμός 1.3.3. Έστω U ⊂ Rn . Ένα σημείο x̄ ∈ Rn λέγεται

(αʹ) εσωτερικό σημείο του U, αν ∃ ε > 0 : B(x̄, ε) ⊂ U,

(βʹ) εξωτερικό σημείο του U, αν το x̄ είναι εσωτερικό σημείο του Rn \ U,

(γʹ) συνοριακό σημείο του U, αν το x̄ δεν είναι ούτε εσωτερικό, ούτε εξωτερικό
σημείο του U.

Τα σύνολα των εσωτερικών, εξωτερικών και συνοριακών σημείων του U ονομάζο-


νται εσωτερικό (int U ή U◦ ), εξωτερικό (ext U) και σύνορο (bd U ή ∂U) του U,
αντίστοιχα.

Παρατήρηση 1.3.6. Από τον προηγούμενο ορισμό προκύπτει ότι κάθε U ⊂ Rn


διαμερίζει τον Rn στα ακόλουθα τρία, ξένα μεταξύ τους, υποσύνολα:

Rn = int U ∪ ext U ∪ bd U,

από τα οποία κάποια μπορεί να είναι και κενά (βλ. Παράδειγμα 1.3.5).

Παράδειγμα 1.3.3. Για το U ⊂ R2 , στο παράδειγμα της Παρατήρησης 1.3.2 έχουμε

∂U = R × {0}, int U = R × (0, ∞), ext U = R × (−∞, 0),

28
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

αφού, με ανάλογη επιχειρηματολογία όπως εκεί, βλέπουμε ότι, για x ∈ R και ε > 0
η μπάλα B((x, 0), ε) δεν περιέχεται ούτε στο U, ούτε στο R2 \ U, ενώ για y ̸= 0 η
μπάλα B((x, y), |y|) περιέχεται στο U, αν y > 0 και στο R2 \ U, αν y < 0.

Από τους ορισμούς του εσωτερικού και του εξωτερικού ενός υποσυνόλου προκύ-
πτουν, μεταξύ άλλων, οι επόμενες βασικές ιδιότητες.

Πρόταση 1.3.4. Έστω U ⊂ Rn . Τότε

(αʹ) int U ⊂ U,

(βʹ) int U ανοικτό,

(γʹ) U ανοικτό ⇔ int U = U,

(δʹ) U ⊂ V ⊂ Rn ⇒ int U ⊂ int V,

(εʹ) ext U = int (Rn \ U) ⊂ Rn \ U.

Απόδειξη. Το (αʹ) προκύπτει άμεσα από τον ορισμό του εσωτερικού σημείου, αφού
x̄ ∈ B(x̄, ε), για κάθε ε > 0.
Για το (βʹ), έστω x̄ ∈ int U, δηλ. B(x̄, ε) ⊂ U για κάποιο ε > 0. Όμως, η ανοικτή
μπάλα B(x̄, ε) είναι ανοικτό υποσύνολο του Rn και συνεπώς, για κάθε ȳ ∈ B(x̄, ε)
θα υπάρχει ένα ε(ȳ) > 0 με B(ȳ, ε(ȳ)) ⊂ B(x̄, ε) ⊂ U, που συνεπάγεται ότι κάθε
ȳ ∈ B(x̄, ε) είναι εσωτερικό σημείο του U, και άρα, B(x̄, ε) ⊂ int U. Αφού αυτό
ισχύει για κάθε x̄ ∈ int U, το int U είναι ανοικτό.
Στο (γʹ), η κατεύθυνση ⇒ προκύπτει από το (αʹ) και τους ορισμούς του ανοικτού
συνόλου και του εσωτερικού σημείου, ενώ η κατεύθυνση ⇐ έπεται από το (βʹ).
Το (δʹ) προκύπτει άμεσα από τον ορισμό του εσωτερικού σημείου, ενώ στο (εʹ) η
ισότητα είναι, απλώς, η συμβολική γραφή του ορισμού του εξωτερικού σημείου και η
έγκλειση προκύπτει από το (αʹ). 2

Παράδειγμα 1.3.4. Tο εσωτερικό, το εξωτερικό και το σύνορo της ανοικτής και της
κλειστής μπάλας, (1.31) και (1.32) αντίστοιχα, ταυτίζονται. Πιο συγκεκριμένα,

int B(x̄, r) = B(x̄, r) = int B̄(x̄, r),


ext B(x̄, r) = Rn \ B̄(x̄, r) = ext B̄(x̄, r),
bd B(x̄, r) = ∂B(x̄, r) = bd B̄(x̄, r).

(Στην τρίτη γραμμή, με τον συμβολισμό ∂B(x̄, r) εννοούμε τη σφαίρα (1.33), και ο
συμβολισμός αυτός δικαιολογείται ακριβώς από τις προς απόδειξη ισότητες.)
Εδώ, η πρώτη ισότητα της πρώτης γραμμής και η δεύτερη ισότητα της δεύτερης
γραμμής προκύπτουν από τις Προτάσεις 1.3.4 (γʹ), (εʹ) και 1.3.1. Επίσης, από την
Πρόταση 1.3.4 (δʹ), (εʹ) και, αφού B(x̄, r) ⊂ B̄(x̄, r), παίρνουμε

B(x̄, r) ⊂ int B̄(x̄, r) και ext B(x̄, r) ⊃ Rn \ B̄(x̄, r).

29
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

Αφού πάντα int U ⊂ U και ext U ⊂ Rn \ U, και επιπλέον B̄(x̄, r) = B(x̄, r) ∪


∂B(x̄, r), το μόνο που μένει, για να αντικαταστήσουμε τις εγκλήσεις αυτές με ισότητες,
είναι να ελέγξουμε, αν κάποια σημεία της σφαίρας ∂B(x̄, r) περιέχονται είτε στο
int B̄(x̄, r), είτε στο ext B(x̄, r).
Όμως, για κάθε ȳ ∈ ∂B(x̄, r) και κάθε ε > 0 ισχύει
( min{ε, r} )
x̄ + 1 + (ȳ − x̄) ∈ B(ȳ, ε) ∩ (Rn \ B̄(x̄, r)),
2r
( min{ε, r} )
x̄ + 1 − (ȳ − x̄) ∈ B(ȳ, ε) ∩ B(x̄, r),
2r
το οποίο σημαίνει ότι το ȳ δεν βρίσκεται ούτε στο int B̄(x̄, r) (αφού δεν υπάρχει
ανοικτή μπάλα με κέντρο ȳ εξ ολοκλήρου μέσα στο B̄(x̄, r)), ούτε στο ext B(x̄, r)
(αφού δεν υπάρχει ανοικτή μπάλα με κέντρο ȳ εξ ολοκλήρου έξω από το B(x̄, r),
δηλ. εξ ολοκλήρου μέσα στο Rn \ B(x̄, r)). Συνεπώς, πράγματι, ισχύουν οι ισότητες
στις πιο πάνω εγκλήσεις, δηλ. ισχύουν η δεύτερη ισότητα της πρώτης γραμμής και
η πρώτη ισότητα της δεύτερης γραμμής. Η τρίτη γραμμή προκύπτει από τις πρώτες
δύο και τη σχέση (1.34).

Παρατήρηση 1.3.7. Όπως γίνεται εμφανές στο προηγούμενο παράδειγμα, το σύνορο


ενός συνόλου μπορεί να ανήκει, ή να μην ανήκει στο σύνολο. Αυτό μπορεί να ισχύει
για ολόκληρο το σύνορο, όπως στην περίπτωση της ανοικτής και της κλειστής μπάλας,
ή μόνο για ένα τμήμα του, όπως στην περίπτωση του Παράδειγματος 1.3.3 (βλ. και
Παρατήρηση 1.3.2).
Αντίθετα, σύμφωνα με την Πρόταση 1.3.4 (αʹ) και (εʹ), το εσωτερικό ενός συνόλου
περιέχεται πάντα στο σύνολο, ενώ το εξωτερικό του περιέχεται πάντα στο συμπλή-
ρωμα του συνόλου.

Παράδειγμα 1.3.5. Το εσωτερικό της σφαίρας είναι το κενό σύνολο, ενώ το εξωτερικό
της είναι το συμπλήρωμά της στον Rn . Συνεπώς, το σύνορο της σφαίρας είναι η ίδια
η σφαίρα.

Ήδη στη σχέση (1.34) είδαμε ότι η ένωση της ανοικτής μπάλας με το σύνορό της,
δηλ. τη σφαίρα, μας δίνει την κλειστή μπάλα. Προκύπτει το ερώτημα αν η κλειστή
μπάλα είναι το μικρότερο κλειστό σύνολο που περιέχει την ανοικτή μπάλα, το οποίο
μπορεί να γενικευθεί και στα ερωτήματα:

(αʹ) ποιο είναι το μικρότερο κλειστό σύνολο που περιέχει ένα δοσμένο U ⊂ Rn ;

(βʹ) ποια η σχέση του συνόλου αυτού με το U και το σύνορό του;

(γʹ) ποιες ιδιότητες έχουν τα κλειστά σύνολα που δεν έχουν, π.χ., τα ανοικτά;

Πριν ασχοληθούμε με το πολύ ουσιαστικό ερώτημα (γʹ) στην επόμενη ενότητα των
ακολουθιών, καλό είναι να απαντήσουμε στο πρώτο ερώτημα και να εξετάσουμε τις
ιδιότητες του «μικρότερου κλειστού συνόλου» που περιέχει το (τυχαίο) U ⊂ Rn .

30
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

Ορισμός 1.3.4. Έστω U ⊂ Rn . Η τομή όλων των κλειστών υποσυνόλων του Rn που
περιέχουν το U ονομάζεται κλειστή θήκη του U και συμβολίζεται με Ū, δηλ.

Ū := K, όπου K = {K ⊂ Rn : K κλειστό, K ⊃ U}.
K∈K

Πρόταση 1.3.5. Έστω U ⊂ Rn . Τότε

(αʹ) U ⊂ Ū,

(βʹ) Ū κλειστό,

(γʹ) U ⊂ K ⊂ Rn , K κλειστό ⇒ Ū ⊂ K,

(δʹ) U κλειστό ⇔ U = Ū,

Απόδειξη. (αʹ) Έστω x̄ ∈ U και K, όπως στον Ορισμό 1.3.4. Τότε x̄ ∈ U ⊂ K για

κάθε K ∈ K, και συνεπώς x̄ ∈ K∈K K.

(βʹ) To Ū είναι κλειστό, ως η τομή μιας οικογένειας κλειστών υποσυνόλων του Rn ,


σύμφωνα με την Πρόταση 1.3.3.

(γʹ) Αφού K ∈ K, ισχύει L∈K L ⊂ K.

(δʹ) ⇒: Αφού U ⊂ U και U κλειστό, έχουμε από το (γʹ) Ū ⊂ U, και από το (αʹ)
προκύπτει Ū = U.
⇐: Προκύπτει από το (βʹ) .
2

Παρατήρηση 1.3.8. Τα (αʹ), (βʹ), (γʹ) της προηγούμενης πρότασης καθιστούν το Ū, το
μικρότερο κλειστό υποσύνολο του Rn , που περιέχει το U ⊂ Rn .

Τα σημεία της κλειστής θήκης Ū ενός συνόλου U μπορούν να χαρακτηριστούν


μέσω της σχέσης τους με το U. Για το σκοπό αυτό, εισάγονται οι ακόλουθοι ορισμοί.

Ορισμός 1.3.5. Έστω U ⊂ Rn . Ένα σημείο x̄ ∈ Rn λέγεται

(αʹ) μεμονωμένο σημείο του U, αν ∃ ε > 0 : U ∩ B(x̄, ε) = {x̄},

(βʹ) σημείο συσσώρευσης του U, αν ∀ ε > 0 : U ∩ B(x̄, ε) \ {x̄} ̸= ∅,

(γʹ) σημείο επαφής του U, αν x̄ ∈ U ή x̄ σημείο συσσώρευσης του U.

Το σύνολο των σημείων συσσώρευσης του U ονομάζεται παράγωγο σύνολο (U ′ ) του


U και το σύνολο των σημείων επαφής του U είναι το σύνολο U ∪ U ′ .
Παρατήρηση 1.3.9. Μεταξύ των σημείων των Ορισμών 1.3.5 και 1.3.3, για U ⊂ Rn
ισχύουν, μεταξύ άλλων, και οι ακόλουθες σχέσεις, η αντιστροφή των οποίων δεν ισχύει
απαραίτητα.

31
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

(αʹ) x̄ μεμονωμένο σημείο του U ⇒ x̄ ∈ U ∩ ∂U,

(βʹ) x̄ ∈ U ⇒ x̄ ή μεμονωμένο σημείο, ή σημείο συσσώρευσης του U,

(γʹ) int U ⊂ U ′ ,

(δʹ) ext U ⊂ Rn \ U ′ .

Με τη βοήθεια του παράγωγου συνόλου U ′ μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την


κλειστή θήκη Ū ενός υποσυνόλου U ⊂ Rn , ως το σύνολο των σημείων επαφής του.

Πρόταση 1.3.6. Έστω U ⊂ Rn . Τότε Ū = U ∪ U ′ .

Απόδειξη. ⊃: Αφού πάντα U ⊂ Ū (Πρόταση 1.3.5(αʹ)), πρέπει και αρκεί να δείξουμε


ότι U ′ ⊂ Ū ή, ισοδύναμα, ότι Rn \ Ū ⊂ Rn \ U ′ . Έστω, λοιπόν, x̄ ∈ Rn \ Ū. Τότε,
αφού το Ū είναι κλειστό, υπάρχει ε > 0 με B(x̄, ε) ⊂ Rn \ Ū ⊂ Rn \ U, και άρα
B(x̄, ε) ∩ U = ∅, που σημαίνει ότι το x̄ δεν είναι σημείο συσσώρευσης του U.
⊂: Πρέπει και αρκει να δείξουμε ότι Rn \ (U ∪ U ′ ) ⊂ Rn \ Ū. ΄Εστω, λοιπόν,
ότι το x̄ ∈ Rn \ U δεν είναι σημείο συσσώρευσης του U. Τότε, υπάρχει ε > 0 με
B(x̄, ε) ∩ U = ∅ ή, ισοδύναμα, U ⊂ Rn \ B(x̄, ε), και άρα Ū ⊂ Rn \ B(x̄, ε), ή,
ισοδύναμα, B(x̄, ε) ⊂ Rn \ Ū, που συνεπάγεται x̄ ∈ Rn \ Ū. 2

Από την προηγούμενη πρόταση σε συνδυασμό με την Πρόταση 1.3.5(δʹ), προκύπτει


ο χαρακτηρισμός των κλειστών υποσυνόλων του Rn , ως αυτών των υποσυνόλων, που
περιέχουν τα σημεία συσσώρευσής τους.

Πόρισμα 1.3.1. U ⊂ Rn κλειστό ⇔ U ′ ⊂ U.

Απόδειξη. Σύμφωνα με την Πρόταση 1.3.5(δʹ), το πόρισμα γράφεται ισοδύναμα

U = Ū ⇔ U ′ ⊂ U

και, σύμφωνα με την Πρόταση 1.3.6

U = U ∪ U ′ ⇔ U ′ ⊂ U,

το οποίο προφανώς ισχύει. 2

H κλειστή θήκη ενός συνόλου μπορεί να χαρακτηριστεί και ως η ένωση του εσω-
τερικού του συνόλου με το σύνορό του.

Πρόταση 1.3.7. Έστω U ⊂ Rn . Τότε Ū = U◦ ∪ ∂U.

Απόδειξη. Σύμφωνα με την Παρατήρηση 1.3.6, ο ισχυρισμός ισοδυναμεί με την ισό-


τητα Rn \ Ū = ext U. Αφού Ū κλειστό και U ⊂ Ū, έχουμε από την Πρόταση 1.3.4(γʹ)
και (δʹ)
Rn \ Ū = int (Rn \ Ū) ⊂ int (Rn \ U) = ext U.
Από την άλλη, για κάθε x̄ ∈ ext U υπάρχει ε > 0 με B(x̄, ε) ⊂ Rn \ U, και συνεπώς,
x̄ ∈ (Rn \ U) ∩ (Rn \ U ′ ) = Rn \ (U ∪ U ′ ) = Rn \ Ū, όπου η τελευταία ισότητα
προκύπτει από την Πρόταση 1.3.6. 2

32
1.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

Παράδειγμα 1.3.6. Από την προηγούμενη πρόταση και το Παράδειγμα 1.3.4, προ-
κύπτει άμεσα ότι η κλειστή θήκη της ανοικτής μπάλας B(x̄, r) είναι η κλειστή μπάλα
B̄(x̄, r), το οποίο και δικαιολογεί τον συμβολισμό της τελευταίας.

1.3.1 Ασκήσεις
Άσκηση 7. Έστω U = Rn−1 × (0, ∞) = {x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ Rn : xn > 0}. Βρείτε
τα U◦ , ext U, ∂U.

Λύση. Έστω x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ U. Τότε B(x̄, xn ) ⊂ U, αφού σύμφωνα με την (1.18)


για ȳ = (y1 , . . . , yn ) ∈ B(x̄, xn ) ισχύει

|yn − xn | ≤ ∥ȳ − x̄∥∞ ≤ ∥ȳ − x̄∥ < xn ,

και άρα 0 < yn < 2xn , δηλ. ȳ ∈ U. Συνεπώς, το U είναι ανοικτό και άρα, σύμφωνα
με την Πρόταση 1.3.4(γʹ),

U◦ = U = Rn−1 × (0, ∞). (1.35)

Έστω τώρα x̄ ∈ Rn−1 × {0}, δηλ. x̄ = (x1 , . . . , xn−1 , 0) με xi ∈ R για κάθε


i = 1, . . . , n − 1. Τότε για κάθε ε > 0 θα ισχύει
ε ε
x̄ + ēn ∈ B(x̄, ε) ∩ U και x̄ − ēn ∈ B(x̄, ε) ∩ (Rn \ U)
2 2
(όπου ēn = (0, . . . , 0, 1)), αφού από τη μια ∥ ± 2 ε
ēn ∥ = 2ε < ε και από την άλλη
x̄ ± 2 ēn = (x1 , . . . , xn−1 , ± 2 ) με 2 > 0. Συνεπώς, δεν υπάρχει ε > 0 έτσι, ώστε
ε ε ε

η B(x̄, ε) να περιέχεται (ολόκληρη) ή μέσα στο Rn \ U, ή μέσα στο U, και άρα το


x̄ ∈ Rn−1 × {0} δεν είναι ούτε εξωτερικό, ούτε εσωτερικό σημείο του U, δηλ. είναι
συνοριακό σημείο. Δείξαμε δηλαδή μέχρι τώρα ότι

Rn−1 × {0} ⊂ ∂U. (1.36)

Από την άλλη, το V = Rn−1 × (−∞, 0) = {x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ Rn : xn < 0}


είναι, όπως και το U, ανοικτό, αφού για x̄ ∈ V και ȳ ∈ B(x̄, −xn ), ισχύει |yn − xn | <
−xn , και άρα 2xn < yn < 0, δηλ. ȳ ∈ V . Συνεπώς,

Rn−1 × (−∞, 0) ⊂ ext U. (1.37)

Άρα, αφού από την (1.35) έχουμε (ext U) ∪ ∂U = Rn−1 × (−∞, 0] με (ext U) ∩ ∂U =
∅ (βλ. και για τα δύο την Παρατήρηση 1.3.6), προκύπτει από τις (1.36) και (1.37)

∂U = Rn−1 × {0}, ext U = Rn−1 × (−∞, 0).

Άσκηση 8. Έστω U ⊂ Rn . Δείξτε ότι



int U = A, όπου A = {A ⊂ Rn : A ανοικτό, A ⊂ U}.
A∈A

33
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN

Άσκηση 9. Έστω U ⊂ Rn . Δείξτε ότι

x̄ ∈ ∂U ⇔ ∀ ε > 0 : B(x̄, ε) ∩ U ̸= ∅ και B(x̄, ε) ∩ (Rn \ U) ̸= ∅.

Άσκηση 10. Έστω U, V ⊂ Rn . Δείξτε ότι: U ⊂ V ⇒ Ū ⊂ V̄ .

Άσκηση 11. Αποδείξτε τις συνεπαγωγές της Παρατήρησης 1.3.9 και βρείτε αντιπα-
ραδείγματα για τις αντίστροφές τους.

Άσκηση 12. Βρείτε για τα ακόλουθα σύνολα το εσωτερικό, το εξωτερικό, το σύνορο,


τα μεμονωμένα σημεία, το παράγωγο σύνολο, τα σημεία επαφής και την κλειστή
θήκη, και σχεδιάστε τα, αν είναι υποσύνολα του R ή του R2 :

(αʹ) την ανοικτή (1.31) και κλειστή (1.32) μπάλα και τη σφαίρα (1.33) στις διαστά-
σεις n = 1, 2, 3,

(βʹ) το U ⊂ R2 της Παρατήρησης 1.3.2,

(γʹ) το σύνολο V ⊂ R2 με V = {(0, 0)} ∪ (B((0, 0), 2) \ B̄((0, 0), 1)) ∪ ∂B((0, 0), 3).

Άσκηση 13. Δείξτε ότι κάθε ανοικτή ή κλειστή μπάλα στον Rn ως προς την Ευ-
κλείδεια νόρμα, ∥ · ∥, περιέχεται σε μια ανοικτή ή κλειστή μπάλα ως πρός τη νόρμα
μεγίστου, ∥ · ∥∞ , αντίστοιχα, και το αντίστροφο.

1.4 Ακολουθίες στον Rn


Οι ακολουθίες στον Rn , συμβολικά (x̄ν )ν∈N ⊂ Rn ή, απλούστερα, (x̄ν ) ⊂ Rn ,
ορίζονται εντελώς ανάλογα με τις πραγματικές ακολουθίες (xν ) ⊂ R και έχουν, ως
επί το πλείστον, τις ίδιες ιδιότητες με αυτές, οι οποίες αποδεικνύονται πανομοιότυπα,
με μόνη διαφορά την αντικατάσταση της απόλυτης τιμής | · | στον R, με την Ευκλεί-
δεια νόρμα ∥ · ∥ στον Rn . Οι περισσότερες από αυτές τις ιδιότητες δεν είναι καν
χαρακτηριστικό των ακολουθιών στον Rn , αλλά ισχύουν όμοια και σε (πλήρεις) με-
τρικούς χώρους, αν αντικαταστήσουμε την απόσταση ∥x̄ − ȳ∥ δύο σημείων στον Rn
με την μετρική d(x, y) του μετρικού χώρου, στον οποίο βρίσκονται οι εξεταζόμενες
ακολουθίες.
Το βασικότερο αποτέλεσμα, που προκύπτει από την μελέτη των ακολουθιών στον
Rn , είναι ότι κάθε ακολουθία Cauchy συγκλίνει, το οποίο τον καθιστά έναν πλήρη
μετρικό χώρο. Ειδικότερα, αφού ο Rn είναι ένας χώρος με νόρμα, είναι τώρα ένας
πλήρης χώρος με νόρμα, δηλαδή ένας χώρος Banach¹⁹, και ακόμα ειδικότερα, αφού η
νόρμα του επάγεται από ένα εσωτερικό γινόμενο, είναι τώρα ένας πλήρης χώρος με
εσωτερικό γινόμενο, δηλαδή ένας χώρος Hilbert²⁰. Η γενική θεωρία πλήρων χώρων
με νόρμα ή εσωτερικό γινόμενο είναι αντικείμενο της Συναρτησιακής Ανάλυσης.
¹⁹Stefan Banach, 1892–1945, PL
²⁰David Hilbert, 1862–1943, D

34
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN

(x6 , y6 )
(x3 , y3 )

x
(x4 , y4 )
(x2 , y2 )
(x5 , y5 )
(x1 , y1 )

Σχήμα 1.12: Οι πρώτοι έξι όροι μιας ακολουθίας στον R2 .

Ορισμός 1.4.1. Μια απεικόνιση από το N στον Rn ,

N ∋ ν 7→ x̄ν ∈ Rn ,

ονομάζεται ακολουθία στον Rn , και γράφουμε


(1) (n)
(x̄ν )ν∈N = (xν , . . . , xν )ν∈N ⊂ Rn , ή (x̄ν ) ⊂ Rn , ή x̄ν ∈ Rn , ν ∈ N.

Τα σημεία x̄ν ∈ Rn ονομάζονται όροι της ακολουθίας (x̄ν ) ⊂ Rn .

Ορισμός 1.4.2. Μια ακολουθία (x̄ν ) ⊂ Rn συγκλίνει στο σημείο x̄0 ∈ Rn , αν η


ακολουθία των αποστάσεων των όρων της από το x̄0 συγκλίνει στο 0,

∥x̄ν − x̄0 ∥ → 0 για ν → ∞,


και γράφουμε
(1) (n) (1) (n)
x̄ν → x̄0 για ν → ∞, ή x̄ν → x̄0 , ή (xν , . . . , xν ) → (x0 , . . . , x0 ).

Το σημείο x̄0 ∈ Rn ονομάζεται όριο της ακολουθίας (x̄ν ) ⊂ Rn . Λέμε ότι μια
ακολουθία (x̄ν ) ⊂ Rn συγκλίνει, αν υπάρχει x̄0 ∈ Rn με x̄ν → x̄0 .

Παράδειγμα 1.4.1. Οι ακολουθίες (xν , yν ) ∈ R2 , ν ∈ N, όπου (xν , yν ) =


(1 ) ( 1 ) (1 1) (1 1 ) ( √ )
, 0 , ή 0, 2 , ή , , ή , 3 , ή sin(1/ ν), e−ν (1.38)
ν ν ν ν ν ν
συγκλίνουν όλες στο σημείο (0, 0) ∈ R2 , αφού για όλες ισχύει

∥(xν , yν ) − (0, 0)∥ = ∥(xν , yν )∥ = x2ν + y2ν → 0,

35
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN

y y y

(0,0) x (0,0) x (0,0) x


y y

(0,0) x (0,0) x

Σχήμα 1.13: Οι πρώτοι όροι των ακολουθιών της (1.38).

το οποίο ισοδυναμεί με
∥(xν , yν )∥2 = x2ν + y2ν → 0 (1.39)
(σύμφωνα με τον ακολουθιακό ορισμό της συνέχειας των f(x) = x ≥ 0, και
x2 ,

f−1 (y) = y, y ≥ 0, στο x = 0 και y = 0, αντίστοιχα).
Το ότι για όλες τις παραπάνω ακολουθίες (xν , yν ) ισχύει η (1.39), προκύπτει από
το ότι για κάθε μία από αυτές ισχύει xν → 0 και yν → 0, το οποίο συνεπάγεται την
(1.39), σύμφωνα με την άλγεβρα των ορίων μιας πραγματικής ακολουθίας.
Παρατηρούμε, όμως, και αντίστροφα ότι, αν ισχύει η (1.39), θα ισχύει xν → 0 και
yν → 0, αφού για πραγματικές ακολουθίες ισχύει
0 ≤ x2ν ≤ x2ν + y2ν → 0 ⇒ x2ν → 0 ⇔ |xν | → 0 ⇔ xn → 0
και αντίστοιχα για την (yν ). Συνεπώς, αποδείξαμε ότι
(xν , yν ) → (0, 0) ⇔ xν → 0 και yν → 0,
το οποίο γενικεύεται για οποιοδήποτε όριο και για οποιαδήποτε διάσταση n ∈ N
(βλ. Πρόταση 1.4.4).
Αξίζει να παρατηρήσουμε εδώ, τη βασικότερη διαφορά και τη βασικότερη ομοιό-
τητα στη σύγκλιση μιας ακολουθίας στον Rn με n ≥ 2 σε σχέση με τη σύγκλιση μιας
ακολουθίας στον R:
Μια ακολουθία (x̄ν ) ⊂ Rn , που συγκλίνει στο x̄0 , μπορεί να το προσεγγίσει «κι-
νούμενη» σε n διαστάσεις (βλ. Σχήμα 1.13), δηλ. η κατεύθυνση x̄ν+1 − x̄ν από έναν
όρο x̄ν στον όρο x̄ν+1 , εξαρτάται από n παραμέτρους, τις συντεταγμένες της, και
άρα μπορεί να «δείχνει» οπουδήποτε στον n-διάστατο χώρο²¹, ενώ μια ακολουθία
²¹Στη Μηχανική θα λέγαμε ότι η κατεύθυνση έχει n «βαθμούς ελευθερίας».

36
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN

στον R μπορεί να «κινηθεί» προς το όριό της μόνο σε μία διάσταση²². Συνεπώς, οι
διαδρομές μιας ακολουθίας προς ένα όριο μπορεί να είναι πολύ περίπλοκες, καθώς
από τον έναν όρο στον άλλο μπορεί να αλλάζει η κατεύθυνση στον χώρο, κάτι που
δεν συμβαίνει στις πραγματικές ακολουθίες. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι δεν πρέ-
πει να ελεγχουμε την σύγκλιση μιας ακολουθίας στον Rn , προεπιλέγοντας κάποια
κατεύθυνση.
Από την άλλη, σε οποιαδήποτε διάσταση, η σύγκλιση μιας ακολουθίας σε ένα όριο
σημαίνει απλώς ότι η απόστασή της από αυτό τείνει στο 0. Υπενθυμίζουμε εδώ, ότι
η (xν ) ⊂ R συγκλίνει στο x0 ∈ R, αν και μόνο αν |xν − x0 | → 0, όπου η απόλυτη
τιμή | · | ταυτίζεται με την (Ευκλείδεια) νόρμα στον R.

Παράδειγμα 1.4.2. Η ακολουθία


(1 1 1)
(xν , yν , zν ) = sin ν, cos ν, 1 − , ν ∈ N,
ν ν ν
συγκλίνει στο σημείο (0, 0, 1) ∈ Rn , αφού

1 2
∥(xν , yν , zν ) − (0, 0, 1)∥ = ∥(xν , yν , zν − 1)∥ = ∥(sin ν, cos ν, −1)∥ = → 0.
ν ν
Παρατήρηση 1.4.1. Από τον Ορισμό 1.4.2 της σύγκλισης μιας ακολουθίας στον Rn
προκύπτει άμεσα

x̄ν → x̄0 ⇔ ∥x̄ν − x̄0 ∥ → 0 ⇔ ∥(x̄ν − x̄0 ) − 0̄∥ → 0 ⇔ x̄ν − x̄0 → 0̄ (1.40)

(η αριστερή και η δεξιά ισοδυναμία είναι απλώς ο ορισμός της σύγκλισης).


Το φαινομενικά άκρως τετριμμένο αυτό αποτέλεσμα περιέχει μια πολύ χρήσιμη
πληροφορία, και για τη θεωρητική κατανόηση, και για την πρακτική απόδειξη της σύ-
γκλισης μιας ακολουθίας σε ένα σημείο: ουσιαστικά, πρέπει να κατανοήσουμε μόνο
τη σύγκλιση στο μηδέν, καθώς, αφαιρώντας από την ακολουθία το (υποψήφιο) όριο,
έχουμε να εξετάσουμε μόνο, αν η προκύπτουσα ακολουθία είναι μηδενική (αυτό κά-
ναμε και στο Παράδειγμα (1.4.2)).
Επίσης, αφού η ακολουθία ∥x̄ν − x̄0 ∥, ν ∈ N, είναι μια ακολουθία πραγματικών
αριθμών, προκύπτει, από τον Ορισμό 1.4.2 και τον ορισμό της σύγκλισης ακολουθίας
στον R, η ισοδυναμία

x̄ν → x̄0 ⇔ ∀ ε > 0 ∃ ν0 ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν0 : ∥x̄ν − x̄0 ∥ < ε. (1.41)

Ο χαρακτηρισμός αυτός της σύγκλισης ακολουθίας στον Rn , επιτρέπει να εξάγουμε


άμεσα κάποιες ιδιότητές της, με τον ίδιο τρόπο, όπως στον R (ουσιαστικά, «αντικα-
θιστώντας» την απόλυτη τιμή με την Ευκλείδεια νόρμα).
Ακολουθούν δύο τέτοια αποτελέσματα.

Πρόταση 1.4.1. Το όριο μιας συγκλίνουσας ακολουθίας (x̄ν ) ⊂ Rn ορίζεται μονο-


σήμαντα και συμβολίζεται με lim x̄ν .
ν→∞
²²Μπορεί να πηγαίνει μόνο «μπροστά» και «πίσω», έχει έναν «βαθμό ελευθερίας».

37
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN

Απόδειξη. Έστω x̄ν → x̄0 , x̄ν → ȳ0 με x̄0 ̸= ȳ0 , δηλ. ∥x̄0 − ȳ0 ∥ > 0. Τότε (για
∥x̄ −ȳ ∥
ε = 0 2 0 > 0) έχουμε από την (1.41)

∥x̄0 − ȳ0 ∥
∃ ν1 ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν1 : ∥x̄ν − x̄0 ∥ < ,
2
∥x̄ − ȳ0 ∥
∃ ν2 ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν2 : ∥x̄ν − ȳ0 ∥ < 0 ,
2
και άρα ∀ ν ∈ N, ν ≥ max{ν1 , ν2 }:

∥x̄0 − ȳ0 ∥ ∥x̄0 − ȳ0 ∥


∥x̄0 − ȳ0 ∥ ≤ ∥x̄0 − x̄ν ∥ + ∥x̄ν − ȳ0 ∥ < + = ∥x̄0 − ȳ0 ∥,
2 2
το οποίο είναι άτοπο (αφού για κανένα α ∈ R δεν ισχύει α < α). 2

Πρόταση 1.4.2. Κάθε συγκλίνουσα ακολουθία (x̄ν ) ⊂ Rn είναι και φραγμένη, δηλ.
∃ r > 0 : (x̄ν ) ⊂ B(0̄, r).
Απόδειξη. Έστω x̄ν → x̄0 . Τότε (για ε = 1) έχουμε από την (1.41)

∃ ν0 ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν0 : ∥x̄ν − x̄0 ∥ < 1

και, αφού ∥x̄ν ∥ ≤ ∥x̄ν − x̄0 ∥ + ∥x̄0 ∥,

∃ ν0 ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν0 : ∥x̄ν ∥ < 1 + ∥x̄0 ∥.

Άρα,
∀ ν ∈ N : ∥x̄ν ∥ ≤ max{∥x̄1 ∥, . . . , ∥x̄ν0 ∥, 1 + ∥x̄0 ∥} =: r0
και συνεπώς, για κάθε r > r0 έχουμε το αποδεικτέο. 2

Το επόμενο πρακτικό αποτέλεσμα προκύπτει από την εφαρμογή της (1.40) και
τις ιδιότητες της Ευκλείδειας νόρμας.

Πρόταση 1.4.3. Έστω δύο συγκλίνουσες ακολουθίες στον Rn , x̄ν → x̄0 και ȳν →
ȳ0 , και δύο συγκλίνουσες ακολουθίες στον R, αν → α και βν → β. Τότε

αν x̄ν + βν ȳν → αx̄0 + βȳ0 .

Απόδειξη. Το αποτέλεσμα προκύπτει από τις ιδιότητες των συγκλινουσών ακολου-


θιών στον R, αναφορικά με το άθροισμά τους και με το γινόμενο μιας φραγμένης
επί μια μηδενική ακολουθία, αφού οι (αν ), (βν ) ⊂ R, ως συγκλίνουσες, είναι και
φραγμένες. Έτσι έχουμε

∥αν x̄ν + βν ȳν − (αx̄0 + βȳ0 )∥ ≤ ∥αν x̄ν − αx̄0 ∥ + ∥βν ȳν − βȳ0 ∥
≤ |αν |∥x̄ν − x̄0 ∥ + |αν − α|∥x̄0 ∥ + |βν |∥ȳν − ȳ0 ∥ + |βν − β|∥ȳ0 ∥ → 0.

38
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN

Τα επόμενα τρία αποτελέσματα βασίζονται στην ισοδυναμία της Ευκλείδειας νόρ-


μας με την ∞-νόρμα ∥x̄∥∞ = max{|xi | : i = 1, . . . , n}. Όπως δείξαμε, ισχύει

∥x̄∥∞ ≤ ∥x̄∥ ≤ n∥x̄∥∞ ∀ x̄ ∈ Rn . (1.18)

Το πρώτο αποτέλεσμα δείχνει ότι μια ακολουθία στον Rn συγκλίνει, αν και μόνο
αν συγκλίνουν οι ακολουθίες των συντεταγμένων της στο R, και μάλιστα, το όριο
της διανυσματικής ακολουθίας έχει, ως συντεταγμένες, τα όρια των ακολουθιών των
συντεταγμένων. Η πρακτική του χρησιμότητα είναι προφανής.

Πρόταση 1.4.4. Έστω


( (1) (n) ) ( (1) (n) )
x̄ν = xν , . . . , xν ∈ Rn , ν ∈ N, και x̄0 = x0 , . . . , x0 ∈ Rn .
Τότε
(i) (i)
x̄ν → x̄0 ⇔ xν → x0 ∀ i = 1, . . . , n.
Απόδειξη. ⇒: Αφού σύμφωνα με την (1.18) ισχύει για κάθε ν ∈ N
(i) (i)
|xν − x0 | ≤ ∥x̄ν − x̄0 ∥∞ ≤ ∥x̄ν − x̄0 ∥ ∀ i = 1, . . . , n,

προκύπτει από την (1.41) για κάθε i = 1, . . . , n


(i) (i)
∀ ε > 0 ∃ ν0 ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν0 : |xν − x0 | ≤ ∥x̄ν − x̄0 ∥ < ε,
το οποίο σημαίνει, σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό της σύγκλισης μια ακολουθίας
(i) (i)
στο R, ότι xν → x0 για κάθε i = 1, . . . , n.
(i) (i)
⇐: Αφού xν → x0 για κάθε i = 1, . . . , n, έχουμε για κάθε i = 1, . . . , n
(i) (i)
∀ ε > 0 ∃ νi ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ νi : |xν − x0 | < √1 ε.
n

Να προσεχθεί ότι για κάθε i = 1, . . . , n έχουμε γενικά κάποιο διαφορετικό νi ∈ N,


από το οποίο και μετά ισχύει η εκτίμηση στα δεξιά. Όμως, αφού τα i = 1, . . . , n
είναι πεπερασμένα ως προς το πλήθος²³, μπορούμε να πάρουμε το μεγαλύτερο από
αυτά, δηλ. μπορούμε να θέσουμε ν0 := max{νi : i = 1, . . . , n} και τότε, θα έχουμε
για κάθε i = 1, . . . , n
(i) (i)
∀ ε > 0 ∃ ν0 ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν0 : |xν − x0 | < √1 ε.
n

Αυτό όμως, σημαίνει ότι για κάθε σταθεροποιημένο ε > 0 και ν ≥ ν0 θα ισχύει
∥xν − x0 ∥∞ < √1n ε και άρα, σύμφωνα με την (1.18), ∥xν − x0 ∥ < ε, δηλ.

∀ ε > 0 ∃ ν0 ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν0 : ∥xν − x0 ∥ < ε,


ή, αλλιώς, σύμφωνα με την (1.41), x̄ν → x̄0 . 2
²³Αυτό είναι σημαντικό εδώ, αφού, αν είχαμε άπειρα i, ενδεχομένως δεν θα υπήρχε ένα μέγιστο ν0 .

39
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN

Η προηγούμενη πρόταση έχει σαν συνέπεια, η πληρότητα του R να μεταφέρεται


στον Rn .

Ορισμός 1.4.3. Μια ακολουθία (x̄ν ) ⊂ Rn λέγεται ακολουθία Cauchy, αν

∀ ε > 0 ∃ ν0 ∈ N ∀ ν, µ ∈ N, ν, µ ≥ ν0 : ∥x̄ν − x̄µ ∥ < ε. (1.42)

Θεώρημα 1.4.1. Μια ακολουθία (x̄ν ) ⊂ Rn συγκλίνει, αν και μόνο αν είναι ακο-
λουθία Cauchy.

Απόδειξη. ⇒:²⁴ ΄Εστω x̄n → x̄0 . Τότε, σύμφωνα με την (1.41),


ε
∀ ε > 0 ∃ ν0 ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν0 : ∥x̄ν − x̄0 ∥ <
2
και συνεπώς,

∀ ε > 0 ∃ ν0 ∈ N ∀ ν, µ ∈ N, ν, µ ≥ ν0 :
∥x̄ν − x̄µ ∥ ≤ ∥x̄ν − x̄0 ∥ + ∥x̄µ − x̄0 ∥ < ε.
(1) (n)
⇐: Αφού η x̄ν = (xν , . . . , xν ) ∈ Rn , ν ∈ N, είναι ακολουθία Cauchy, και,
από τον ορισμό της ∞-νόρμας και της ισοδυναμίας (1.18), ισχύει

(i) (i)
|xν − xµ | ≤ ∥x̄ν − x̄µ ∥∞ ≤ ∥x̄ν − x̄µ ∥ ∀ i = 1, . . . , n,
(i)
θα είναι ακολουθίες Cauchy στον R όλες οι ακολουθίες συντεταγμένων (xν )ν∈N ,
i = 1, . . . , n, και άρα, θα συγκλίνουν, λόγω της πληρότητας του R. Όμως τότε, θα
συγκλίνει και η (x̄ν ) ⊂ Rn , σύμφωνα με την προηγούμενη πρόταση. 2

Από το R κληρονομείται στον Rn και η ιδιότητα μιας φραγμένης ακολουθίας να


έχει συγκλίνουσα υπακολουθία, δηλ. το Θεώρημα Bolzano-Weierstrass.

Θεώρημα 1.4.2. (Θεώρημα Bolzano²⁵-Weierstrass²⁶)


Κάθε φραγμένη ακολουθία (x̄ν ) ⊂ Rn έχει τουλάχιστον μια συγκλίνουσα υπακο-
λουθία (x̄kν ) ⊂ (x̄ν ).
(1) (n)
Απόδειξη. Αφού η x̄ν = (xν , . . . , xν ) ∈ Rn , ν ∈ N, είναι φραγμένη, υπάρχει
r > 0 τέτοιο, ώστε ∥x̄ν ∥ < r για κάθε ν ∈ N. Από την ισοδυναμία (1.18) της
Ευκλείδειας νόρμας με την ∞-νόρμα προκύπτει ότι για κάθε i = 1, . . . , n ισχύει

(i)
|xν | < r ∀ ν ∈ N,
²⁴Η κατεύθυνση αυτή δεν χρειάζεται (αν και μπορεί), να αναχθεί, μέσω της Πρότασης 1.4.4, στις ακολου-
θίες συντεταγμένων στο R, αλλά αποδεικνύεται, όπως στο R (βλ. το σχόλιο στο τέλος της Παρατήρησης
1.4.1).
²⁵Bernard Bolzano, 1781–1848, CZ
²⁶Karl Weierstrass, 1815–1897, D

40
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN

(i)
δηλ. οι ακολουθίες (xν )ν∈N ⊂ R είναι φραγμένες για κάθε i = 1, . . . , n. Συνεπώς,
λόγω του Θεώρηματος Bolzano-Weierstrass στον R, κάθε μία από αυτές τις ακο-
λουθίες έχει τουλάχιστον μία συγκλίνουσα υπακολουθία, γενικά όμως, οι αντίστοιχες
υπακολουθίες δεικτών θα είναι διαφορετικές.
Εμείς όμως, θέλουμε να βρούμε μία υπακολουθία δεικτών (kν )ν∈N ⊂ N για όλες
(i) (i)
τις ακολουθίες (xν ), i = 1, . . . , n, έτσι ώστε οι υπακολουθίες (xkν ) να συγκλίνουν
για κάθε i = 1, . . . , n. Αυτό επιτυγχάνεται ως εξής:
(1) (i)
Έστω (x̄ℓν ) μια υπακολουθία της (x̄ν ), έτσι ώστε η (xℓν ) να συγκλίνει. Οι (xℓν ),
i = 2, . . . , n, θα παραμένουν φραγμένες, ως υπακολουθίες φραγμένων ακολουθιών.
(2)
Επίλέγουμε τώρα, μια υπακολουθία (x̄ℓmν ) της (x̄ℓν ) έτσι, ώστε η (xℓm ) να
ν
(1) (1)
συγκλίνει. Τότε, και η (xℓm ) θα συγκλίνει, ως υπακολουθία της συγκλίνουσας (xℓν ),
ν
(i)
ενώ οι (xℓm ), i = 3, . . . , n, θα παραμένουν φραγμένες.
ν
Συνεχίζοντας έτσι επαγωγικά, μετά τη διαδοχική επιλογή n υπακολουθιών, θα
(i)
έχουμε βρεί μία υπακολουθία (x̄kν ) της (x̄ν ), έτσι ώστε όλες οι (xkν ), i = 1, . . . , n,
να συγκλίνουν. 2

Παρατήρηση 1.4.2. Τα όρια των συγκλινουσών υπακολουθιών μιας ακολουθίας ονο-


μάζονται σημεία συσσώρευσης της ακολουθίας.

Με χρήση ακολουθιών στον Rn μπορούμε να δώσουμε εναλλακτικούς, πολλές


φορές πιο χρηστικούς (και ίσως πιο κατανοητούς) χαρακτηρισμούς των εννοιών, οι
οποίες σχετίζονται με την κλειστότητα ενός συνόλου U ⊂ Rn , όπως τις γνωρίσαμε
στην προηγούμενη ενότητα, §1.3, των τοπολογικών ιδιοτήτων.
Καταρχάς, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ένα σημείο συσσώρευσης του U, ως ένα
σημείο του Rn , για το οποίο υπάρχει μία ακολουθία στο U, η οποία δεν έχει το
σημείο αυτό ως όρο της, αλλά στο οποίο συγκλίνει.

Πρόταση 1.4.5. ΄Εστω U ⊂ Rn και x̄ ∈ Rn . Τότε

x̄ ∈ U ′ ⇔ ∃ (x̄ν ) ⊂ U \ {x̄} : x̄ν → x̄.

Απόδειξη. Σύμφωνα με τον Ορισμό 1.3.5, το x̄ ∈ Rn είναι σημείο συσσώρευσης του


U, αν για κάθε ε > 0 ισχύει U ∩ B(x̄, ε) \ {x̄} ̸= ∅. Συνεπώς, αν x̄ ∈ U ′ , υπάρχει για
κάθε ν ∈ N κάποιο x̄ν ∈ U \ {x̄} με ∥x̄ν − x̄∥ < ν 1
→ 0. Από την άλλη, αν υπάρχει
μια ακολουθία (x̄ν ) ⊂ U \ {x̄} με x̄ν → x̄, θα υπάρχει, σύμφωνα με την (1.41), για
κάθε ε > 0 κάποιο ν0 ∈ N με ∥x̄ν0 − x̄∥ < ε και συνεπώς, U ∩ B(x̄, ε) \ {x̄} ̸= ∅. 2

Η επόμενη πρόταση χαρακτηρίζει ένα σημείο επαφής του U, δηλ. ένα σημείο της
κλειστής του θήκης Ū, ως ένα σημείο του Rn , για το οποίο υπάρχει μια ακολουθία
στο U, που συγκλίνει σε αυτό.

Πρόταση 1.4.6. Έστω U ⊂ Rn και x̄ ∈ Rn . Τότε

x̄ ∈ Ū ⇔ ∃ (x̄ν ) ⊂ U : x̄ν → x̄.

41
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN

Απόδειξη. Σύμφωνα με την Πρόταση 1.3.6, Ū = U ∪ U ′ . Συνεπώς, αν x̄ ∈ U, η


σταθερή ακολουθία x̄ν = x̄ για κάθε ν ∈ N είναι μια ακολουθία (x̄ν ) ⊂ U με
x̄ν → x̄ (αφού ∥x̄ν − x̄∥ = 0 → 0), ενώ, αν x̄ ∈ U ′ , υπάρχει σύμφωνα με την
προηγούμενη πρόταση κάποια ακολουθία (x̄ν ) ⊂ U \ {x̄} ⊂ U με x̄ν → x̄.
Έστω, τώρα, (x̄ν ) ⊂ U με x̄ν → x̄. Αν υπάρχει κάποιo ν ∈ N με x̄ν = x̄, θα
ισχύει x̄ ∈ U, ενώ, αν x̄ν ̸= x̄ για κάθε ν ∈ N, θα ισχύει x̄ ∈ U ′ , σύμφωνα με την
προηγούμενη πρόταση. 2

Ως πόρισμα της προηγούμενης πρότασης, προκύπτει ο χαρακτηρισμός ενός κλει-


στού συνόλου του Rn , ως ενός συνόλου, του οποίου όλες οι συγκλίνουσες ακολουθίες
στον Rn , που περιέχονται σε αυτό, έχουν και το όριό τους μέσα σε αυτό.

Πρόταση 1.4.7.

U ⊂ Rn κλειστό ⇔ ∀ (x̄ν ) ⊂ U με x̄ν → x̄ ∈ Rn : x̄ ∈ U.

Απόδειξη. ⇒: Έστω U ⊂ Rn κλειστό και (x̄ν ) ⊂ U με x̄ν → x̄ ∈ Rn . Από την


Πρόταση 1.4.6 προκύπτει x̄ ∈ Ū = U (βλ. Προτάση 1.3.5 (δ)).
⇐: Έστω x̄ ∈ Ū. Τότε, υπάρχει (x̄ν ) ⊂ U με x̄ν → x̄ (Πρόταση 1.4.6) και
συνεπώς, x̄ ∈ U. Άρα U = Ū, δηλαδή U κλειστό (Πρόταση 1.3.5 (δ)). 2

Η επόμενη πρόταση χρησιμοποιεί την προηγούμενη, για να χαρακτηρίσει ένα συ-


μπαγές υποσύνολο του Rn , ως ένα σύνολο, του οποίου όλες οι ακολουθίες έχουν μια
συγκλίνουσα υπακολουθία στον Rn με όριο μέσα στο σύνολο αυτό.

Πρόταση 1.4.8.

U ⊂ Rn συμπαγές ⇔ ∀ (x̄ν ) ⊂ U ∃ (x̄kν ) ⊂ (x̄ν ) και x̄ ∈ U : x̄kν → x̄.

Απόδειξη. ⇒: Έστω (x̄ν ) ⊂ U. Αφού το U ⊂ Rn είναι συμπαγές, δηλ. κλειστό


και φραγμένο, η (x̄ν ) θα είναι φραγμένη, και συνεπώς, σύμφωνα με το Θεώρημα
Bolzano-Weierstrass, θα έχει συγκλίνουσα υπακολουθία (x̄kν ) με x̄kν → x̄ ∈ Rn ,
και μάλιστα x̄ ∈ U, σύμφωνα με την προηγούμενη πρόταση.
⇐: Έστω ότι το U δεν είναι φραγμένο. Τότε, για κάθε ν ∈ N θα υπάρχει x̄ν ∈ U
με ∥x̄ν ∥ ≥ ν, και άρα για κάθε υπακολουθία (x̄kν ) της (x̄ν ) θα ισχύει ∥x̄kν ∥ ≥
kν ≥ ν, δηλ. η (x̄kν ) δεν θα είναι φραγμένη, άρα ούτε και συγκλίνουσα, το οποίο
είναι άτοπο ως προς την υπόθεση. Συνεπώς, το U είναι φραγμένο.
Έστω τώρα (x̄ν ) ⊂ U με x̄ν → x̄ ∈ Rn . Τότε για κάθε υπακολουθία (x̄kν ) της
(x̄ν ) θα ισχύει x̄kν → x̄, και συνεπώς, από την υπόθεση, x̄ ∈ U. Σύμφωνα με την
προηγούμενη πρόταση αυτό σημαίνει ότι το U είναι κλειστό. 2

1.4.1 Ασκήσεις
Άσκηση 14. Δείξτε, με χρήση της Πρότασης 1.4.7, ότι κάθε σφαίρα και κάθε κλειστή
μπάλα στον Rn είναι συμπαγή σύνολα.

Άσκηση 15. Δείξτε ότι: x̄ν → x̄ ∈ Rn ⇒ ∥x̄ν ∥ → ∥x̄∥ ∈ R.

42
1.4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΤΟΝ RN

Άσκηση 16. Έστω x̄ ∈ Rn . Δείξτε ότι το μονοσύνολο {x̄} είναι συμπαγές.

Άσκηση 17. Δείξτε ότι κάθε ευθεία στον R2 ή τον R3 και κάθε επίπεδο στον R3
είναι κλειστά, αλλά όχι φραγμένα σύνολα.

43
Κεφάλαιο 2

Όρια και συνέχεια


συναρτήσεων

2.1 Συναρτήσεις περισσοτέρων μεταβλητών


Μέχρι τώρα, στο σχολείο και στα πρώτα μαθήματα Ανάλυσης στο πανεπιστήμιο,
ασχολούμασταν κυρίως με συναρτήσεις μίας ανεξάρτητης πραγματικής μεταβλητής
με μία εξαρτημένη πραγματική μεταβλητή, δηλ. με συναρτήσεις της μορφής

f : U → R, U ⊂ R, (2.1)

όπου y = f(x) ∈ R η εξαρτημένη μεταβλητή και x ∈ U η ανεξάρτητη μεταβλητή.


Στη Διανυσματική Ανάλυση αντικείμενο της μελέτης μας είναι συναρτήσεις, οι
οποίες, στην πλήρη γενικότητά τους, έχουν ως ανεξάρτητη μεταβλητή ένα διάνυσμα,
που παίρνει διάφορες τιμές σε ένα υποσύνολο του Rn και των οποίων η εξαρτημένη
μεταβλητή παίρνει τιμές στον Rm , όπου n, m ∈ N, όχι απαραίτητα ίδια.
Προφανώς, όταν n = m = 1, έχουμε μια συνάρτηση της μορφής (2.1).

Ορισμός 2.1.1. Έστω U ⊂ Rn , n ∈ N. Μια συνάρτηση f̄ : U → Rm , m ∈ N, δηλ.


μια απεικόνιση
   
f1 (x̄) f1 (x1 , . . . , xn )
 ..   .. 
Rn ⊃ U ∋ x̄ = (x1 , . . . , xn ) 7→ f̄(x̄) =  . = . ∈R ,
m

fm (x̄) fm (x1 , . . . , xn )

ονομάζεται συνάρτηση n πραγματικών μεταβλητών ή, αν n ≥ 2, συνάρτηση πε-


ρισσοτέρων πραγματικών μεταβλητών.
Ειδικότερα, αν m ≥ 2, η συνάρτηση ονομάζεται διανυσματική, ενώ, αν m = 1, η

44
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ

συνάρτηση ονομάζεται πραγματική¹, ². Αν m = n ≥ 2, η συνάρτηση ονομάζεται και


διανυσματικό πεδίο.
Οι πραγματικές συναρτήσεις fj : U → R, j = 1, . . . , m, ονομάζονται συνιστώσες
της f̄, το U ⊂ Rn ονομάζεται πεδίο ορισμού και το Rm πεδίο τιμών της f̄, το

f̄(U) := {ȳ ∈ Rm : ∃ x̄ ∈ U : f̄(x̄) = ȳ} = {f̄(x̄) ∈ Rm : x̄ ∈ U} ⊂ Rm

ονομάζεται εικόνα³ της f̄, και τα στοιχεία του τιμές της f̄, ενώ το

Γf̄ := {(x̄, f̄(x̄)) : x̄ ∈ U} ⊂ Rn+m

ονομάζεται γράφημα της f̄.

Συμβολισμός. Ακολουθώντας τον συμβολισμό διανυσμάτων με μια παύλα, x̄ ∈ Rn ,


θα συμβολίζουμε στις παρούσες σημειώσεις διανυσματικές συναρτήσεις με

f̄ : U → Rm , όπου m ≥ 2,

αφού οι τιμές τους f̄(x̄) = ȳ ∈ Rm είναι διανύσματα⁴, ενώ τις πραγματικές συναρ-
τήσεις θα τις συμβολίζουμε με
f : U → R.

Παρατήρηση 2.1.1. Όπως αναφέρθηκε στον Ορισμό 2.1.1, μια συνάρτηση n πραγμα-
τικών μεταβλητών f̄ : U → Rm , U ⊂ Rn , είναι μια απεικόνιση από το U στο Rm ,
δηλαδή σε κάθε x̄ ∈ U αντιστοιχεί ένα μοναδικό f̄(x̄) ∈ Rm .

Αφού στον διανυσματικό χώρο Rn ορίζονται οι πράξεις της πρόσθεσης και του
βαθμωτού πολλαπλασιασμού, μπορούμε να ορίσουμε την πρόσθεση και τον βαθμωτό
πολλαπλασιασμό συναρτήσεων του Ορισμού 2.1.1, όπως λέμε, κατά σημείο. Επίσης,
ορίζεται και η σύνθεση συναρτήσεων.
Πιο συγκεκριμένα, έχουμε τον εξής ορισμό.

Ορισμός 2.1.2. Έστω f̄, ḡ : U → Rm , U ⊂ Rn . Τότε ορίζονται

(αʹ) το άθροισματων f̄ και ḡ,

f̄ + ḡ : U → R, (f̄ + ḡ)(x̄) := f̄(x̄) + ḡ(x̄) ∀ x̄ ∈ U,

(βʹ) το βαθμωτό γινόμενο της f̄ με το α ∈ R,

αf̄ : U → R, (αf̄)(x̄) := αf̄(x̄) ∀ x̄ ∈ U,


¹ή βαθμωτή
²Πολλές φορές, τις «πραγματικές συναρτήσεις» τις αναφέρουμε απλώς ως «συναρτήσεις», ενώ τις
«διανυσματικές συναρτήσεις» τις αναφέρουμε με το πλήρες όνομά τους.
³ή σύνολο τιμών ή εικόνα του U υπό την f̄
⁴Προφανώς, ο συμβολισμός αυτός δεν είναι ενιαίος στη βιβλιογραφία.

45
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ

(γʹ) η σύνθεση της f̄ με την h̄ : V → Rk , όταν f̄(U) ⊂ V ⊂ Rm ,

h̄ ◦ f̄ : U → R, (h̄ ◦ f̄)(x̄) := h̄(f̄(x̄)) ∀ x̄ ∈ U.

Παρατήρηση 2.1.2. Με τις πιο πάνω πράξεις της πρόσθεσης και του βαθμωτού
πολλαπλασιασμού το σύνολο των συναρτήσεων του Ορισμού 2.1.1, για δεδομένα
n, m ∈ N, αποκτά τη δομή διανυσματικού χώρου με μηδενικό στοιχείο τη μηδε-
νική συνάρτηση 0̄ : U → Rm , 0̄(x̄) := 0̄ ∈ Rm για κάθε x̄ ∈ U.

Στην περίπτωση πραγματικών συναρτήσεων ορίζεται επιπλέον, η πράξη του πολ-


λαπλασιασμού πραγματικών συναρτήσεων.

Ορισμός 2.1.3. Έστω f, g : U → R, U ⊂ Rn . Τότε ορίζονται

(αʹ) το γινόμενο των f και g,

fg : U → R, (fg)(x̄) := f(x̄)g(x̄) ∀ x̄ ∈ U,

(βʹ) αν g(x̄) ̸= 0 ∀ x̄ ∈ U, το πηλίκο της f δια την g,


( )
f f f(x̄)
: U → R, (x̄) := ∀ x̄ ∈ U,
g g g(x̄)

Παρατήρηση 2.1.3. Από τις συναρτήσεις του Ορισμού 2.1.1 διακρίνουμε τέσσερις
ειδικές κατηγορίες:

(αʹ) πραγματικές συναρτήσεις f : U → R, U ⊂ Rn , n ≥ 2:


Αυτές θα μελετηθούν πολύ αναλυτικά. Είναι οι πιο άμεσες γενικεύσεις των γνω-
στών μας συναρτήσεων μίας μεταβλητής, όπου n = 1, και θα δούμε ότι θα
χρησιμoποιήσουμε πολλά αποτελέσματα από τη θεωρία των τελευταίων.
Οι πιο οικείες από τις πραγματικές συναρτήσεις περισσοτέρων μεταβλητών είναι
αυτές με δύο μεταβλητές (x, y) ∈ U ⊂ R2 , οι οποίες μπορούν να παρασταθούν
άμεσα στον τριδιάστατο χώρο με τις συντεταγμένες (x, y, z) ∈ R3 . Πιο συγκε-
κριμένα, μπορούμε να φανταστούμε το πεδίο ορισμού τους U ⊂ R2 , ως ένα
υποσύνολο του επιπέδου 0xy. Στην προσανατολισμένη κάθετη ευθεία προς το
επίπεδο αυτό, που είναι παράλληλη προς τον άξονα 0z και έχει την ίδια φορά
με αυτόν, μπορούμε να φανταστούμε την τιμή z = f(x, y) ∈ R σημειωμένη σε
απόσταση |z| από το επίπεδο 0xy, «πάνω» από αυτό, αν z > 0, και «κάτω» από
αυτό, αν z < 0. Έτσι, αν π.χ. U = [a, b] × [c, d], μπορούμε να έχουμε μια καλή
ιδέα μιας πραγματικής συνάρτησης δύο μεταβλητών f : U → R με f(x, y) > 0
για κάθε (x, y) ∈ U, αν φανταστούμε το γράφημά της

Γf = {(x, y, f(x, y)) ∈ R3 : (x, y) ∈ U}

46
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ

z
(x, y, f(x, y))

x
(x, y)

Σχήμα 2.1: Το γράφημα μιας τυπικής f : U → R, U ⊂ R2 ως επιφάνεια στον R3 .

ως μια επιφάνεια στο χώρο R3 , που σχηματίζεται «πάνω» από το U, βλ. Σχήμα
2.1. Φυσικά, μια επιφάνεια όπως τη φανταζόμαστε σχηματίζεται μόνο υπό κά-
ποιες συνθήκες στην f, τις οποίες θα γνωρίσουμε στην τελευταία ενότητα των
σημειώσεων περί επιφανειακών ολοκληρωμάτων, §4.3.
Ένα πολύ χρήσιμο παράδειγμα μιας πραγματικής συνάρτησης δύο μεταβλητών
είναι να φανταστούμε ότι αυτή δίνει το ύψος πάνω από τη θάλασσα μιας γεω-
γραφικής περιοχής. Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να δούμε το U ⊂ R2 ως το
τμήμα ενός χάρτη, που μας δίνει τις συντεταγμένες του σημείου (x, y) ∈ U για
το οποίο μιλάμε, και η τιμή z = f(x, y) μας δίνει το ύψος της επιφάνειας της γης
στο σημείο (x, y).
Εμείς, βέβαια, θα μελετήσουμε γενικότερα πραγματικές συναρτήσεις n ≥ 2 με-
ταβλητών, οι οποίες για n ≥ 3 δεν μπορούν να παρασταθούν γραφικά τόσο
άμεσα στον τριδιάστατο χώρο. Παρ’ όλα αυτά, συνιστάται, να έχουμε στο μυαλό
μας την παραπάνω εικόνα, καθώς οι περισσότερες έννοιες που θα αναφέρουμε
ορίζονται για συναρτήσεις με n ≥ 3 μεταβλητές, όπως ακριβώς ορίζονται και
για συναρτήσεις με n = 2 μεταβλητές. Στην ιδέα αυτή, ότι δηλαδή οι πραγματι-
κές συναρτήσεις δύο μεταβλητών χρησιμεύουν ως πρότυπο για τις πραγματικές
συναρτήσεις n ≥ 2 μεταβλητών, συνηγορεί και το γεγονός ότι πολλές από τις
ονομασίες στη γενική περίπτωση προέρχονται από τις αντίστοιχες ονομασίες στην
ειδική περίπτωση δύο μεταβλητών. Π.χ. υπό κατάλληλες ιδιότητες της f : U → R,

47
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ

U ⊂ Rn , το γράφημά της,
Γf = {(x̄, f(x̄)) ∈ Rn+1 : x̄ ∈ U},
ονομάζεται υπερεπιφάνεια στον Rn+1 .
Οι πραγματικές συναρτήσεις ξεχωρίζουν και για έναν άλλο λόγο από τις δια-
νυσματικές: ο χώρος των πραγματικών αριθμών R είναι πλήρως διατεταγμένος.
Αυτό σημαίνει ότι οι τιμές μιας πραγματικής συνάρτησης μπορεί να συγκριθούν
μεταξύ τους, ως προς το μέγεθός τους. Ως αποτέλεσμα, υπάρχουν κάποιες έννοιες
στις πραγματικές συναρτήσεις (π.χ. η μέγιστη ή η ελάχιστη τιμή τους και η έν-
νοια του συνόλου στάθμης, βλ. Ορισμός 2.1.4) οι οποίες δεν έχουν – τουλάχιστον
άμεσα – νόημα στις διανυσματικές.
Τέλος, η πρωτεύουσα σημασία των πραγματικών συναρτήσεων έγκειται στο ότι,
όπως θα δούμε, πολλές ιδιότητες των διανυσματικών συναρτήσεων προκύπτουν
από τις ιδιότητες των συνιστωσών τους πραγματικών συναρτήσεων. Αυτό, ου-
σιαστικά, στηρίζεται άμεσα στον χαρακτηρισμό των ορίων των ακολουθιών στον
Rm , μέσω των ορίων των ακολουθιών των συντεταγμένων τους, βλ. Πρόταση
1.4.4.
Οι πραγματικές συναρτήσεις περιγράφουν στη Φυσική βαθμωτά μεγέθη, δηλ.
χαρακτηριστικές ιδιότητες ενός φαινομένου, οι οποίες ποσοτικοποιούνται μέσω
πραγματικών αριθμών. Τέτοια μεγέθη είναι π.χ. η κατανομή θερμοκρασίας σε ένα
υποσύνολο του χώρου R3 (π.χ. το Αμφιθέατρο 3 του Μαθηματικού Τμήματος του
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων) μια δεδομένη χρονική στιγμή ή η πυκνότητα μάζας
ενός σώματος.

(βʹ) διανυσματικά πεδία f̄ : U → Rn , U ⊂ Rn , n ≥ 2:


Eίναι οι συχνότερα απαντώμενες διανυσματικές συναρτήσεις. Ο λόγος για αυτό
είναι ότι, όπως και οι πραγματικές συναρτήσεις, τα διανυσματικά πεδία έχουν
μία άμεση φυσική ερμηνεία, κυρίως στις δύο και τρείς διαστάσεις στο χώρο.
Η ιδέα που πρέπει να έχουμε εδώ είναι ότι σε κάθε σημείο x̄ ∈ U ⊂ Rn ενός
υποσυνόλου U του χώρου Rn , αντιστοιχούμε ένα διάνυσμα f̄(x̄) ∈ Rn του ίδιου
χώρου, το οποίο το αναπαριστούμε έτσι, ώστε η «αρχή» του να είναι στο x̄. Π.χ.
αυτό μπορεί να είναι το διάνυσμα της ταχύτητας που έχει ένα ρευστό μέσα στον
τριδάστατο οριζόντιο κύλινδρο γύρω από τον άξονα 0x και με ακτίνα r > 0
(σωλήνας)
U = R × B((0, 0), r) = {(x, y, z) ∈ R3 : y2 + z2 ≤ r2 }. (2.2)
Αν σε κάθε σημείο x̄ ∈ U το ρευστό έχει σταθερή ταχύτητα f̄(x̄) = (α, 0, 0),
α ∈ R, έχουμε το διανυσματικό πεδίο
f̄ : U → R3 , f̄(x̄) = (α, 0, 0), α ∈ R,
και παρατηρούμε ότι, για α > 0, το ρευστό κατευθύνεται προς τα δεξιά, παράλ-
ληλα με τον άξονα 0x και κατά τη φορά του, για α < 0, προς τα αριστερά, ενώ,
για α = 0, το ρευστό είναι στάσιμο, αφού έχει μηδενική ταχύτητα.

48
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ

Σχήμα 2.2: Ροή ρευστού στον σωλήνα U της (2.2) με διάνυσμα ταχύτητας f̄(x, y, z)
στο σημείο (x, y, z) ∈ U, όπως στην (2.3).

Φυσικά, μπορεί το διάνυσμα ταχύτητας να μην είναι σταθερό σε όλο τον κύλινδρο,
και αυτή είναι και η πιο συνήθης περίπτωση. Στο Σχήμα 2.2 βλέπουμε τη ροή
ενός ρευστού του οποίου η ταχύτητα στο σημείο (x, y, z) ∈ U για το U της
(2.2) εξαρτάται από την απόσταση του x̄ από τον άξονα του κυλίνδρου, και στην
συγκεκριμένη περίπτωση παραβολικά,

f̄ : U → R3 , f̄(x, y, z) = c(r2 − y2 − z2 , 0, 0), c > 0. (2.3)

Ένα άλλο πολύ οικείο παράδειγμα διανυσματικού πεδίου είναι το βαρυτικό πεδίο
ενός σημειακού σώματος θετικής μάζας που βρίσκεται στην αρχή των αξόνων
0̄ = (0, 0, 0) ∈ R3 . Τότε, η βαρυτική δύναμη που ασκείται σε ένα άλλο σημειακό
σώμα θετικής μάζας, που βρίσκεται σε ένα σημείο (x, y, z) ∈ R3 \ {0̄}, είναι
αντιστρόφως ανάλογη του τετραγώνου της απόστασης από την αρχή των αξόνων,
έχει την κατεύθυνση του διανύσματος (x, y, z) και αντίθετη φορά από αυτό, βλ.
Σχήμα 2.3. Συνεπώς, το συγκεκριμένο βαρυτικό πεδίο έχει τη μορφή

(x, y, z)
f̄(x, y, z) = −c , (x, y, z) ∈ R3 \ {0̄}, c>0 (2.4)
∥(x, y, z)∥3
με
1
∥f̄(x, y, z)∥ = c .
∥(x, y, z)∥2

Τέλος, το πιο απλό διανυσματικό πεδίο είναι η ταυτοτική απεικόνιση

f̄(x̄) = x̄, x̄ ∈ Rn , (2.5)

η οποία αντιστοιχεί σε κάθε διάνυσμα x̄ ∈ Rn το ίδιο το διάνυσμα. Το μήκος


του διανύσματος f̄(x̄) = x̄ ισούται με την απόσταση του σημείου x̄ από την αρχή
των αξόνων 0̄, βλ. Σχήμα 2.4.

(γʹ) διανυσματικές συναρτήσεις μίας μεταβλητής f̄ : U → Rn , n ≥ 2, U ⊂ R:

49
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ

Σχήμα 2.3: Ένα βαρυτικό πεδίο, όπως στην (2.4), π.χ. της Γης.

Αυτές μπορούν να ιδωθούν, κατά κάποιο τρόπο, ως «δυϊκές» προς τις πραγ-
ματικές συναρτήσεις n ≥ 2 πραγματικών μεταβλητών: αντί για περισσότερες
ανεξάρτητες και μία εξαρτημένη, εδώ έχουμε μία ανεξάρτητη και περισσότερες
εξαρτημένες μεταβλητές.
Στην κλασικότερη και πιο συχνή μορφή, στην οποία απαντώνται, το πεδίο ορι-
σμού τους είναι ένα διάστημα I ⊂ R και η συνάρτηση είναι συνεχής. Στην πε-
ρίπτωση αυτή ονομάζονται (παραμετρικές) καμπύλες στον Rn και, για να το-
νίσουμε τη διαφορά τους από τα διανυσματικά πεδία, θα τις σημειώνουμε με
ελληνικά μικρά γράμματα με μία παύλα, συνήθως γ̄ : I → Rn , και την ανεξάρ-
τητη μεταβλητή τους θα την συμβολίζουμε με t ∈ R και θα την λέμε παράμετρο.
Η ιδέα εδώ είναι ότι μια παραμετρική καμπύλη περιγράφει τη διαδρομή στο
χώρο Rn , που διαγράφει ένα σημειακό σωματίδιο ως συνάρτηση του χρόνου,
δηλ. η γ̄ : I → Rn μας δίνει το σημείο γ̄(t) ∈ Rn του χώρου Rn , στο οποίο
βρίσκεται το σωματίδιο τη χρονική στιγμή t ∈ I. Έτσι η εικόνα της παραμετρικής

50
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ

Σχήμα 2.4: Η ταυτοτική απεικόνιση (2.5) στον R2 .


.

καμπύλης γ̄ : I → Rn
γ̄(I) = {γ̄(t) : t ∈ I} ⊂ Rn
σχηματίζει μια καμπύλη στον Rn , και αυτός είναι και ο λόγος που τέτοιες
συναρτήσεις τις ονομάζουμε (παραμετρικές) καμπύλες. Στα ζητήματα αυτά θα
αναφερθούμε αναλυτικά στην ενότητα §3.7, και στην ενότητα §4.2 θα ορίσουμε
ολοκληρώματα πραγματικών συναρτήσεων και διανυσματικών πεδίων κατά μή-
κος καμπυλών, τα λεγόμενα επικαμπύλια ολοκληρώματα⁵. Περαιτέρω ανάλυση
και μελέτη των καμπυλών γίνεται στη Διαφορική Γεωμετρία.
Παραδείγματα καμπυλών έχουμε ήδη συναντήσει στον R2 και στον R3 , και
αυτό το συνειδητοποιούμε αν σκεφτούμε πώς μπορεί να γραφεί ως εικόνα μιας
διανυσματικής συνάρτησης μίας πραγματικής μεταβλητής ένα γεωμετρικό σχήμα,
⁵line integrals

51
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ

sin t

t
cos t 1 x

Σχήμα 2.5: Ο μοναδιαίος κύκλος, βλ. (2.6)

δηλ. ένα υποσύνολο του Rn , το οποίο διαισθητικά αμέσως αναγνωρίζουμε ως


«καμπύλη». Έτσι, το γράφημα

Γf = {(t, f(t)) : t ∈ I ⊂ R} ⊂ R2

μιας συνεχούς πραγματικής συνάρτησης f : I → R, όπου I ⊂ R διάστημα, είναι


μια καμπύλη στον R2 , αφού ισχύει

Γf = γ̄(I), όπου γ̄ : I → R2 , γ̄(t) = (t, f(t)),

και, όπως θα δούμε σύντομα, η γ̄ είναι συνεχής.


Ακόμα, προφανώς, ένας κύκλος στο επίπεδο είναι μια καμπύλη στον R2 , π.χ., ο
μοναδιαίος κύκλος με κέντρο (0, 0) και ακτίνα 1,

C = γ̄([0, 2π]) = {γ̄(t) = (cos t, sin t) : t ∈ [0, 2π]} ⊂ R2 , (2.6)

βλ. Σχήμα 2.5, όπου και εδώ η γ̄ : [0, 2π] → R2 είναι συνεχής.
Επίσης, μια ευθεία στον τριδιάστατο χώρο R3 είναι μια καμπύλη στον R3 , βλ.
Σχήμα 1.4, αφού το σύνολο (1.22) είναι η εικόνα της συνεχούς παραμετρικής
καμπύλης
γ̄ : R → R3 , γ̄(t) = ā + tv̄,
όπου ā, v̄ ∈ R3 με v̄ ̸= 0̄.

52
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ

y
x

Σχήμα 2.6: Η καμπύλη (2.7).

Βέβαια, όπως εύκολα φανταζόμαστε, μια καμπύλη μπορεί να έχει πιο πολύπλοκη
και ενδιαφέρουσα μορφή από τις προηγούμενες, όπως π.χ. η καμπύλη

γ̄(t) = (t cos(αt), t sin(αt), t) ∈ R3 , t ≥ 0, α > 0. (2.7)

Ένα τμήμα της εικόνας γ̄([0, ∞)) ⊂ R3 της γ̄ βλέπουμε στο Σχήμα 2.6.

(δʹ) συναρτήσεις δύο μεταβλητών με τιμές στον R3 , f̄ : U → R3 , U ⊂ R2 :


Με αυτές θα ασχοληθούμε στην ενότητα §4.3 περί επιφανειών και επιφανειακών
ολοκληρωμάτων, καθότι στην τυπική⁶ τους περίπτωση η εικόνα τους⁷ είναι μια
επιφάνεια στον R3 .
Π.χ. αν θεωρήσουμε τη συνάρτηση

f̄(x, y) = (x, y, f(x, y)) ∈ R3 , (x, y) ∈ U ⊂ R2 , όπου f : U → R,

η εικόνα της f̄ είναι το γράφημα της f, όπως το βλέπουμε στο Σχήμα 2.1.
Σημειώνουμε, όμως, ότι μια επιφάνεια στον R3 , δεν είναι απαραίτητα το γρά-
φημα μιας συνάρτησης. Αρκεί κανείς να αναλογισθεί ότι στην περίπτωση της
μοναδιαίας σφαίρας στον R3 ,

∂B((0, 0, 0), 1) = {(x, y, z) ∈ R3 : x2 + y2 + z2 = 1}


⁶generic
⁷και όχι το γράφημά τους, όπως στην περίπτωση (αʹ)

53
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ

το άνω και το κάτω ημισφαίριό της μπορούν να παρασταθούν ως γραφήματα


των συναρτήσεων

f± (x, y) = ± 1 − x 2 − y2 , (x, y) ∈ B̄((0, 0), 1),

αλλά οποιαδήποτε τομή της σφαίρας με κάποιο επίπεδο που περνάει από την
αρχή των αξόνων και να παίρναμε, δεν θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως
γράφημα μίας πραγματικής συνάρτησης με πεδίο ορισμού πάνω στο επίπεδο
ταυτόχρονα και τα δύο ημισφαίρια στα οποία τη χωρίζει το επίπεδο αυτό. Όμως,
ολόκληρη η σφαίρα⁸ μπορεί να περιγραφεί ως εικόνα μίας διανυσματικής συνάρ-
τησης με χρήση των λεγόμενων σφαιρικών συντεταγμένων, βλ. το Σχήμα 4.6 και
το Παράδειγμα 4.3.3.
Ένα άλλο γνωστό μας παράδειγμα μιας επιφάνειας στον R3 είναι το επίπεδο
του Σχήματος 1.5, το οποίο είναι η εικόνα (1.23) της συνάρτησης δύο μεταβλητών

f̄(λ, µ) = ā + λ v̄ + µ w̄ ∈ R3 , (λ, µ) ∈ R2 ,

όπου ā, v̄, w̄ ∈ R3 με v̄, w̄ ∈ R3 γραμμικώς ανεξάρτητα.


Αξίζει εδώ να παρατηρηθεί ότι μία ευθεία στον R3 είναι η εικόνα μιας συνάρτη-
σης μίας μεταβλητής, ενώ ένα επίπεδο στον R3 είναι η εικόνα μιας συνάρτησης
δύο μεταβλητών, και ότι, γενικότερα, μια καμπύλη στον R3 εξαρτάται από μία,
ενώ μια επιφάνεια στον R3 , από δύο μεταβλητές. Με άλλα λόγια, μπορούμε να
φανταστούμε ότι μια καμπύλη είναι μια «παραμορφωμένη» ευθεία και μια επι-
φάνεια ένα «παραμορφωμένο» επίπεδο, κάτι που αφενός μας είναι διαισθητικά
προφανές και αφετέρου είναι και η κύρια ιδέα στη μαθηματική ανάλυση αυτών
των αντικειμένων, τουλάχιστον, όπως λέμε, τοπικά, δηλ. σε μια μικρή περιοχή
γύρω από ένα σημείο τους. Από την άλλη, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 1, το ότι
για την περιγραφή ευθειών και επιπέδων (στον R3 ) χρειαζόμαστε μία και δύο
μεταβλητές, αντίστοιχα, είναι απόρροια του ότι παράγoνται από μονοδιάστα-
τους και διδιάστατους υπόχωρους (του R3 ), βλ. τις (1.22) και (1.23). Βλέπουμε
εδώ, δηλαδή, εμβληματικά την αλληλοσύνδεση της (Γραμμικής) Άλγεβρας, της
(Αναλυτικής και Διαφορικής) Γεωμετρίας και της Ανάλυσης.

Όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη παρατήρηση, οι βασικότερες συναρτήσεις


στη Διανυσματική Ανάλυση, με τις οποίες και θα ασχοληθούμε εκτενώς, είναι οι
πραγματικές συναρτήσεις n ≥ 2 μεταβλητών,

f : U → R, U ⊂ Rn , (2.8)

και αυτό γιατί αυτές, από τη μία έχουν «περισσότερες» ιδιότητες από τις διανυσμα-
τικές, το οποίο προκύπτει από τη διάταξη του πεδίου τιμών τους, που είναι το R,
από την άλλη όμως, ως συνιστώσες των διανυσματικών συναρτήσεων, «μεταφέρουν»
πολλές από τις ιδιότητές τους στις τελευταίες.
⁸ας είμαστε ειλικρινείς: εκτός από δύο σημεία της, το «βόρειο» και το «νότιο πόλο» της

54
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ

Η διάταξη του πεδίου τιμών της πραγματικής συνάρτησης (2.8) μας επιτρέπει
καταρχάς να διαμερίσουμε το πεδίο ορισμού της U στα ξένα μεταξύ τους υποσύνολα,
που αποτελούνται από τα σημεία x̄ ∈ U με κοινή τιμή f(x̄) = c ∈ R.
Στο «τοπογραφικό» παράδειγμα μιας πραγματικής συνάρτησης δύο μεταβλητών
θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτά είναι τα σημεία (x, y) ∈ U του χάρτη, για τα
οποία το τοπίο που περιγράφει η f (μέσω του γραφήματός της) έχει το ίδιο ύψος. Στην
περίπτωση της πλαγιάς ενός βουνού μπορούμε, μάλιστα, εύκολα να φανταστούμε ότι
αυτά τα υποσύνολα του U θα έχουν στη χαρακτηριστική τους περίπτωση τη μορφή
καμπύλων, και πράγματι για n = 2 τα υποσύνολα αυτά ονομάζονται και ισοϋψείς
καμπύλες ύψους c, ή καμπύλες στάθμης c.
Βέβαια, αυτό δεν ισχύει πάντα (στο παράδειγμά μας, αρκεί να σκεφτούμε τι
συμβαίνει σε ένα υψίπεδο σταθερού ύψους c) και δεν είναι καν η χαρακτηριστική
μορφή των συνόλων αυτών σε περισσότερες διαστάσεις n ≥ 3. Για το λόγο αυτό, η
πιο γενική και ουδέτερη, ως προς τη μορφή τους, ονομασία είναι σύνολα στάθμης c,
σύμφωνα με τον επόμενο ορισμό.

Ορισμός 2.1.4. Έστω f : U → R, U ⊂ Rn , και c ∈ R. Tο υποσύνολο του πεδίου


ορισμού U της f, που περιέχει όλα τα x̄ ∈ U για τα οποία η f̄ παίρνει την τιμή c,

Lf (c) := {x̄ ∈ U : f(x̄) = c}

ονομάζεται σύνολο στάθμης c της f.


Για n = 2, το σύνολο στάθμης c ονομάζεται και καμπύλη στάθμης c της f,

Lf (c) = {(x, y) ∈ U : f(x, y) = c},

ενώ, για n = 3, το σύνολο στάθμης c ονομάζεται και επιφάνεια στάθμης c της f,

Lf (c) = {(x, y, z) ∈ U : f(x, y, z) = c}.

Παρατήρηση 2.1.4. Να προσεχθεί ιδιαίτερα ότι τα σύνολα στάθμης είναι υποσύνολα


του πεδίου ορισμού U της f, με Lf (c) = ∅ αν c ∈ R \ f(U), και ότι στις περιπτώσεις
n = 2 και n = 3 τα υποσύνολα αυτά πάρα πολλές φορές δεν έχουν τη μορφή
καμπυλών ή επιφανειών αντίστοιχα, βλ. Παράδειγμα 2.1.3.

Παράδειγμα 2.1.1. Το γράφημα της συνάρτησης

f(x, y) = x2 + y2 , (x, y) ∈ R2 , (2.9)

βλ. Σχήμα 2.7, είναι το σύνολο

Γf = {(x, y, x2 + y2 ) ∈ R3 : (x, y) ∈ R2 },

δηλ. ένα ελλειπτικό παραβολοειδές, και οι καμπύλες


√ στάθμης c ∈ R είναι οι κύκλοι
του επιπέδου R2 κέντρου (0, 0) και ακτίνας c > 0, αν c > 0,
( √ )
Lf (c) = {(x, y) ∈ R2 : x2 + y2 = c} = ∂B (0, 0), c για c > 0, (2.10)

55
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ

Σχήμα 2.7: Το γράφημα της συνάρτησης (2.9) του ελλειπτικού παραβολοειδούς και
οι καμπύλες στάθμης της στο επίπεδο 0xy.

η αρχή (0, 0) των αξόνων 0x, 0y, αν c = 0,

Lf (0) = {(0, 0)},

και το κενό σύνολο, αν c < 0,

Lf (c) = ∅ για c < 0.

Παρατηρούμε ότι για διαφορετικά c ∈ R τα σύνολα στάθμης c είναι ξένα μεταξύ


τους (δηλ. έχουν κενή τομή), και ότι η ένωση όλων των Lf (c) με c ∈ R δίνει το πεδίο
ορισμού της f, ∪ ∪
Lf (c) = Lf (c) = R2 ,
c∈R c≥0

αφού κάθε σημείο (x, y) ∈ βρίσκεται στο σύνολο στάθμης Lf (∥(x, y)∥2 ).
R2
Παρατηρούμε επίσης ότι το γράφημα της f αποτελείται από την ένωση των ξένων
μεταξύ τους υποσυνόλων Lf (c) × {c} του R3 με c ∈ R,
∪ ∪
Γf = Lf (c) × {c} = Lf (c) × {c}
c∈R c≥0

Για c > 0 τα σύνολα

Lf (c) × {c} = {(x, y, c) ∈ R3 : (x, y) ∈ Lf (c)} = {(x, y, c) ∈ R3 : x2 + y2 = c}



είναι κύκλοι κέντρου (0, 0, c) και ακτίνας c στο επίπεδο z = c, και είναι οι τομές
των επιπέδων αυτών με το γράφημα της f. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι προκύπτουν
από τη μεταφορά της καμπύλης Lf (c) × {0}, που βρίσκεται στο επίπεδο z = 0, κατά
το διάνυσμα (0, 0, c),

Lf (c) × {c} = (0, 0, c) + Lf (c) × {0} := {(0, 0, c) + (x, y, 0) ∈ R3 : (x, y) ∈ Lf (c)}.

56
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ

Αντίστροφα, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι καμπύλες στάθμης Lf (c) προκύπτουν


από την κάθετη προβολή στο επίπεδο R2 των συνόλων Lf (c) × {c},

Lf (c) = {(x, y) ∈ R2 : (x, y, z) ∈ Lf (c) × {c}}.

Κλείνουμε την ανάλυση της συνάρτησης του ελλειπτικού παραβολοειδούς (2.9)


με την παρατήρηση ότι το σύνολο στάθμης c > 0 (2.10) είναι πράγματι μια καμπύλη
στον R2 .
Παράδειγμα 2.1.2. Η συνάρτηση

f(x, y, z) = x2 + y2 + z2 , (x, y, z) ∈ R3

έχει γράφημα

Γf = {(x, y, z, x2 + y2 + z2 ) ∈ R4 : (x, y, z) ∈ R3 }

και σύνολο στάθμης c > 0


( √ )
Lf (c) = {(x, y, z) ∈ R3 : x2 + y2 + z2 = c} = ∂B (0, 0, 0), c για c > 0,

δηλ. μια σφαίρα στον R3 κέντρου (0, 0, 0) και ακτίνας c > 0, η οποία (όπως θα
δούμε πιο αυστηρά αργότερα, αλλά κατανοούμε ουσιαστικά ήδη) είναι πράγματι
μια επιφάνεια στον R3 . Διαπιστώνουμε, δηλαδή, εδώ ότι μια πραγματική συνάρτηση
στον R3 μπορεί να έχει ως σύνολα στάθμης επιφάνειες στον R3 .
Επίσης έχουμε Lf (0) = {(0, 0, 0)} και Lf (c) = ∅ για c < 0.

Παράδειγμα 2.1.3. Μια σταθερή συνάρτηση στον R2 ,

f : R2 → R, f(x, y) = d ∀ (x, y) ∈ R2 ,

όπου d ∈ R σταθερά, έχει ως γράφημα το οριζόντιο επίπεδο z = d του R3 ,

Γf = {(x, y, d) ∈ R3 : (x, y) ∈ R2 } = {(x, y, z) ∈ R3 : z = d},

και ως σύνολο στάθμης c όλο το πεδίο ορισμού της R2 για c = d και το κενό σύνολο
για c ̸= d, {
R2 για c = d,
Lf (c) =
∅ για c ̸= d.
Βλέπουμε δηλαδή ότι και στις δύο περιπτώσεις το σύνολο στάθμης της σταθερής
συνάρτησης δεν είναι καμπύλη στον R2 , τουλάχιστον όπως τις φανταζόμαστε.
Γενικότερα, μια σταθερή συνάρτηση στο U ⊂ Rn ,

f : U → R, f(x̄) = d ∀ x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ U,

όπου d ∈ R σταθερά, έχει ως γράφημα το τμήμα U × {d} του υπερεπιπέδου xn+1 =


d του Rn+1

Γf = {(x̄, d) := (x1 , . . . , xn , d) ∈ Rn+1 : x̄ ∈ U} = {(x̄, xn+1 ) ∈ Rn+1 : xn+1 = d},

57
2.1. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ

και ως σύνολο στάθμης c όλο το πεδίο ορισμού της U για c = d και το κενό σύνολο
για c ̸= d, {
U για c = d,
Lf (c) =
∅ για c ̸= d.
Στην περίπτωση n = 3 βλέπουμε και εδώ ότι αν π.χ.

U = [α1 , β1 ] × [α2 , β2 ] × [α3 , β3 ] ⊂ R3 ,

το σύνολο στάθμης c = d δεν είναι επιφάνεια, όπως θα την φανταζόμασταν.

2.1.1 Ασκήσεις
Άσκηση 18. Βρείτε και σχεδιάστε το γράφημα και τις καμπύλες στάθμης της συνάρ-
τησης
( √ )
f(x, y) = h − x2 − y2 , (x, y) ∈ B̄ (0, 0), h , h > 0 σταθερό.

Βρείτε ποια είναι η σχέση του γραφήματος με τις καμπύλες στάθμης, διαπιστώστε
ότι αυτές είναι ξένες μεταξύ τους και ότι η ένωσή τους σας δίνει όλο το πεδίο
ορισμού της f, και ερμηνεύστε τη συνάρτηση, τις καμπύλες στάθμης, και τις τομές του
γραφήματος της f, με τα επίπεδα z = c, c ∈ [0, h], αν φανταστείτε, ότι το γράφημα
της f περιγράφει ένα βουνό.

Άσκηση 19. Μελετήστε γραφικά τη συνάρτηση

f(x, y) = x2 − y2 , (x, y) ∈ R2 ,

δηλ. προσπαθήστε να σχεδιάσετε το γράφημα και τις καμπύλες στάθμης c ∈ R της


f. Μπορείτε να βοηθηθείτε σχεδιάζοντας καταρχάς τις τομές του γραφήματος με τα
επίπεδα x = α, y = β και z = γ για διάφορα α, β, γ ∈ R.

Άσκηση 20. Για τις ακόλουθες συναρτήσεις f : Rn → R βρείτε και προσπαθήστε να


σχεδιάσετε τα σύνολα στάθμης Lf (c) για τα c ∈ R, που δίνονται κάθε φορά.

f(x, y) = x2 + y2 , c = 0, 1, 4, 9,
f(x, y) = e xy
, c = e−2 , e−1 , 1, e, e2 , e3 ,

1 2
f(x, y) = cos(x + y), c = −1, 0, , , 1,
2 2
f(x, y, z) = x + y + z, c = −1, 0, 1,
f(x, y, z) = x2 + 2y2 + 3z2 , c = 0, 6, 12,

2 2 2 1 2
f(x, y, z) = sin(x + y + z ), c = −1, − , 0, , 1.
2 2

58
2.2. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

2.2 Όρια και συνέχεια πραγματικών συναρτήσεων


Ορισμός 2.2.1. Έστω U ⊂ Rn , f : U → R, x̄0 ∈ Rn σημείο συσσώρευσης του U και
ℓ ∈ R. Τότε, λέμε ότι η f τείνει (ή συγκλίνει) στο ℓ όταν το x̄ τείνει στο x̄0 , ή η f
έχει στο x̄0 το όριο ℓ, συμβολικά f(x̄) → ℓ, όταν x̄ → x̄0 , αν

∀ (x̄ν ) ⊂ U \ {x̄0 } : x̄ν → x̄0 ⇒ f(x̄ν ) → ℓ.

Παρατήρηση 2.2.1. Να προσεχθεί ότι στον πιο πάνω ακολουθιακό ορισμό, η σύγκλιση
x̄ν → x̄0 λαμβάνει χώρα στον Rn , ενώ η σύγκλιση f(x̄ν ) → ℓ λαμβάνει χώρα στον
R.
Πρόταση 2.2.1. Έστω U ⊂ Rn , f : U → R, x̄0 ∈ Rn σημείο συσσώρευσης του U
και ℓ ∈ R. Τότε

f(x̄) → ℓ, όταν x̄ → x̄0 ⇔ ∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ x̄ ∈ U ∩ B(x̄0 , δ) \ {x̄0 } : |f(x̄) − ℓ| < ε.

Απόδειξη. ⇒: Έστω ότι ∃ ε > 0 ∀ δ > 0 ∃ x̄ ∈ U ∩ B(x̄0 , δ) \ {x̄0 } : |f(x̄) − ℓ| ≥ ε.


Τότε ειδικότερα ∀ ν ∈ N ∃ x̄ν ∈ U ∩ B(x̄0 , ν 1
) \ {x̄0 } : |f(x̄ν ) − ℓ| ≥ ε, δηλ. ∃ (x̄ν ) ⊂
U \ {x̄0 } με x̄ν → x̄0 και f(x̄ν ) ̸→ ℓ, άτοπο.
⇐: Έστω (x̄ν ) ⊂ U \ {x̄0 } με x̄ν → x̄0 και ε > 0. Τότε ∃ δ > 0 ∀ x̄ ∈ U ∩
B(x̄0 , δ) \ {x̄0 } : |f(x̄) − ℓ| < ε. Απ΄ την άλλη, ∃ ν0 ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν0 : x̄ν ∈
U ∩ B(x̄0 , δ) \ {x̄0 }. Συνεπώς, ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν0 : |f(x̄ν ) − ℓ| < ε. 2

Πρόταση 2.2.2. Έστω U ⊂ Rn , f : U → R και x̄0 ∈ Rn σημείο συσσώρευσης


του U. Το όριο μιας συγκλίνουσας συνάρτησης f, όταν το x̄ τείνει στο x̄0 , είναι
μοναδικό και συμβολίζεται με lim f(x̄).
x̄→x̄0

Απόδειξη. Έστω ότι, όταν το x̄ τείνει στο x̄0 , η f τείνει και στο ℓ1 και στο ℓ2 με
|ℓ1 − ℓ2 | > 0. Τότε για i = 1, 2

|ℓ1 − ℓ2 |
∃ δi > 0 ∀ x̄ ∈ U ∩ B(x̄0 , δi ) \ {x̄0 } : |f(x̄) − ℓi | <
2
και άρα για δ := min{δ1 , δ2 } > 0 έχουμε

∀ x̄ ∈ U ∩ B(x̄0 , δ) \ {x̄0 } : |ℓ1 − ℓ2 | ≤ |ℓ1 − f(x̄)| + |f(x̄) − ℓ2 | < |ℓ1 − ℓ2 |,

άτοπο. 2

Παρατήρηση 2.2.2. (αʹ) Από την Πρόταση 2.2.1 προκύπτει

lim f(x̄) = ℓ ⇔ lim |f(x̄) − ℓ| = 0.


x̄→x̄0 x̄→x̄0

59
2.2. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

(βʹ) Αφού το x̄0 είναι εσωτερικό σημείο του U, θα υπάρχει ένα δ0 > 0 με B(x̄0 , δ0 ) ⊂
U, και αφού ∀ δ > 0: x̄ ∈ B(x̄0 , δ) ⇔ η̄ := x̄ − x̄0 ∈ B(0̄, δ), έχουμε

lim f(x̄) = ℓ ⇔ ∀ ε > 0 ∃ δ ∈ (0, δ0 ) ∀ x̄ ∈ B(x̄0 , δ) \ {x̄0 } : |f(x̄) − ℓ| < ε


x̄→x̄0
⇔ ∀ ε > 0 ∃ δ ∈ (0, δ0 ) ∀ η̄ ∈ B(0̄, δ) \ {0̄} : |f(x̄0 + η̄) − ℓ| < ε
⇔ lim f(x̄0 + η̄) = ℓ.
η̄→0̄

Θεώρημα 2.2.1. Έστω f, g : U → R, U ⊂ Rn , x̄0 σημείο συσσώρευσης του U και


lim f(x̄) = ℓ ∈ R, lim g(x̄) = m ∈ R. Τότε υπάρχουν τα όρια
x̄→x̄0 x̄→x̄0

(αʹ) lim (f + g)(x̄) = ℓ + m,


x̄→x̄0

(βʹ) lim (αf)(x̄) = α ℓ για α ∈ R,


x̄→x̄0

(γʹ) lim (fg)(x̄) = ℓ m,


x̄→x̄0
( )
f ℓ
(δʹ) lim (x̄) = , αν m ̸= 0,
x̄→x̄0 g m
(εʹ) lim (h ◦ f)(x̄) = h(ℓ) για h : V → R, f(U) ⊂ V ⊂ R, συνεχή στο ℓ ∈ V.
x̄→x̄0

Απόδειξη. Οι αποδείξεις των (αʹ), (γʹ) και (δʹ) αφήνονται ως ασκήσεις.


Απόδειξη του (εʹ): Έστω (x̄ν ) ∈ U \ {x̄0 } με x̄ν → x̄0 . Τότε (f(x̄ν )) ⊂ V με
f(x̄ν ) → ℓ ∈ V και άρα, αφού η h : V → R είναι συνεχής στο ℓ, (h ◦ f)(x̄ν ) =
h(f(x̄ν )) → h(ℓ).
Απόδειξη του (βʹ): Ακολουθεί αμέσως από το (εʹ) για h(y) = αy, y ∈ R. 2

Πόρισμα 2.2.1. Έστω f : U → R, U ⊂ Rn , x̄0 σημείο συσσώρευσης του U και


lim f(x̄) = ℓ ∈ R. Τότε υπάρχουν τα όρια
x̄→x̄0

(αʹ) lim |f(x̄)| = |ℓ|,


x̄→x̄0
√ √
(βʹ) lim |f(x̄)| = |ℓ|.
x̄→x̄0

Απόδειξη. Προκύπτει άμεσα από


√ το Θεώρημα 2.2.1, (εʹ) για τις συνεχείς συναρτήσεις
h(y) = |y|, y ∈ R, και h(y) = |y|, y ∈ R, αντίστοιχα. 2

Παράδειγμα 2.2.1. (αʹ) H f(x, y) = x, (x, y) ∈ R2 , έχει γράφημα το κεκλιμένο


επίπεδο στον R3
Γf = {(x, y, x) ∈ R3 : (x, y) ∈ R2 }
με αλγεβρική εξίσωση στον χώρο z = x και καμπύλες στάθμης c ∈ R τις ευθείες

Lf (c) = {(x, y) ∈ R2 : x = c} = {(c, y) ∈ R2 : y ∈ R}

60
2.2. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

με αλγεβρική εξίσωση στο επίπεδο xy την x = c. Επίσης

lim f(x, y) = lim x = x0 ,


(x,y)→(x0 ,y0 ) (x,y)→(x0 ,y0 )

αφού
|f(x, y) − x0 | = |x − x0 | ≤ ∥(x, y) − (x0 , y0 )∥
και άρα ∀ ε > 0 ∃ δ := ε > 0 τέτοιο ώστε ∀ (x, y) ∈ B((x0 , y0 ), δ), δηλ.
∀ (x, y) ∈ R2 με ∥(x, y) − (x0 , y0 )∥ < δ να ισχύει |f(x, y) − x0 | < ε.
(βʹ) H f(x, y) = xy, (x, y) ∈ R2 , έχει το γράφημα

Γf = {(x, y, xy) ∈ R3 : (x, y) ∈ R2 }

με αλγεβρική εξίσωση z = xy και καμπύλες στάθμης c ∈ R

Lf (c) = {(x, y) ∈ R2 : xy = c},


c
δηλαδή τις υπερβολές στο επίπεδο xy με αλγεβρική εξίσωση y = . Επίσης,
x
σύμφωνα με το Παράδειγμα 2.2.1.αʹ και την άλγεβρα ορίων, για x̄ = (x, y),
x̄0 = (x0 , y0 )
lim xy = lim x · lim y = x0 y0
x̄→x̄0 x̄→x̄0 x̄→x̄0

sin(x2 +y2 ) sin(∥x̄∥2 )


(γʹ) f(x, y) = x2 +y2
= ∥x̄∥2
= f(x̄), ∥x̄∥ > 0. Βλέπουμε ότι η f εξαρτάται
μόνο από την απόσταση του x̄ = (x, y) από το σημείο αναφοράς 0̄ = (0, 0). (Mια
τέτοια συνάρτηση ονομάζεται συχνά ακτινική (radial).)

Ορισμός 2.2.2. Η συνάρτηση f : U → R, U ⊂ Rn , λέγεται

(αʹ) συνεχής στο σημείο x̄0 ∈ U, αν

∀ (x̄ν ) ⊂ U : x̄ν → x̄0 ⇒ f(x̄ν ) → f(x̄0 )

(βʹ) συνεχής στο A ⊂ U, αν η f : U → R είναι συνεχής σε κάθε σημείο x̄0 ∈ A.

(γʹ) συνεχής, αν η f : U → R είναι συνεχής στο U.

Παρατήρηση 2.2.3. Να προσεχθεί ότι, όταν το A δεν είναι ανοικτό, μπορεί ο περιο-
ρισμός της f : U → R στο A ⊂ U,

f|A : A → R, f|A (x̄) := f(x̄) ∀x̄ ∈ A

να είναι συνεχής, ενώ η f να μην είναι συνεχής στο A.


(Αντιπαράδειγμα: Γιατί αυτό δεν μπορεί να συμβεί όταν το A είναι ανοικτό;)

61
2.2. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

Παρατήρηση 2.2.4. Σύμφωνα με τον προηγούμενο ορισμό, μια συνάρτηση είναι συ-
νεχής σε κάθε μεμονωμένο σημείο του πεδίου ορισμού της. (Γιατί;) Συνήθως όμως,
όταν μιλάμε για τη συνέχεια μιας συνάρτησης f : U → R σε ένα σημείο x̄0 ∈ U
υπονοούμε ότι το x̄0 είναι σημείο συσσώρευσης του U. Τότε, σύμφωνα με τον ορισμό
του ορίου συνάρτησης, ισχύουν οι ισοδυναμίες (η απόδειξή τους αφήνεται ως άσκηση)

f συνεχής στο x̄0 ⇔ lim f(x̄) = f(x̄0 )


x̄→x̄0
⇔ ∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ x̄ ∈ U ∩ B(x̄0 , δ) : |f(x̄) − f(x̄0 )| < ε

και λέμε ισοδύναμα ότι η f έχει στο x̄0 το όριο f(x̄0 ), ή η f τείνει στο f(x̄0 ), όταν το
x̄ τείνει στο x̄0 , συμβολικά f(x̄) → f(x̄0 ), όταν x̄ → x̄0 .

Αποδεικνύεται ότι η πρόσθεση, το βαθμωτό γινόμενο, το γινόμενο, το πηλίκο και η


σύνθεση συνεχών συναρτήσεων είναι συνεχείς συναρτήσεις. Πιο συγκεκριμένα ισχύει:

Θεώρημα 2.2.2. Έστω f, g : U → R συνεχείς στο x̄0 ∈ U ⊂ Rn . Τότε οι ακόλουθες


συναρτήσεις είναι συνεχείς στο x̄0 :

(αʹ) f + g,

(βʹ) αf για α ∈ R,

(γʹ) fg,
f
(δʹ) , αν g(x̄0 ) ̸= 0,
g
(εʹ) h ◦ f για h : V → R, f(U) ⊂ V ⊂ R, συνεχή στο f(x̄0 ).

Απόδειξη. Σύμφωνα με την Παρατήρηση 2.2.4, αν το x̄0 είναι μεμονωμένο σημείο του
U δεν χρειάζεται να αποδείξουμε τίποτα ενώ, αν το x̄0 είναι σημείο συσσώρευσης,
το παρόν θεώρημα είναι πόρισμα του Θεωρήματος 2.2.1. 2

Πόρισμα 2.2.2. Έστω f : U → R συνεχής στο x̄0 ∈ U ⊂ Rn . Τότε οι συναρτήσεις

|f| : U → R, |f|(x̄) := |f(x̄)| ∀ x̄ ∈ U,


√ √ √
|f| : U → R, |f|(x̄) := |f(x̄)| ∀ x̄ ∈ U,

είναι συνεχείς στο x̄0 .

Απόδειξη. Προκύπτει άμεσα από


√ το Θεώρημα 2.2.2(εʹ) για τις συνεχείς συναρτήσεις
h(y) = |y|, y ∈ R, και h(y) = |y|, y ∈ R, αντίστοιχα. 2

Ορισμός 2.2.3. Έστω U ⊂ Rn . Tο σύνολο των συνεχών συναρτήσεων f : U → R


ονομάζεται χώρος των συνεχών συναρτήσεων και συμβολίζεται με

C(U) := {f : U → R : f συνεχής}.

62
2.2. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

Πόρισμα 2.2.3.

f, g ∈ C(U), α ∈ R ⇒ f + g, αf, fg, |f|, |f| ∈ C(U)

Θεώρημα 2.2.3. Έστω f : U → R συνεχής και U ⊂ Rn συμπαγές. Τότε το f(U)


είναι συμπαγές και η f λαμβάνει μέγιστο και ελάχιστο στο U, τα

max f := max f(U) = max{f(x̄) ∈ R : x̄ ∈ U},


min f := min f(U) = min{f(x̄) ∈ R : x̄ ∈ U}

αντίστοιχα, δηλ.

∃ x̄m , x̄M ∈ U : min f = f(x̄m ) ≤ f(x̄) ≤ f(x̄M ) = max f ∀ x̄ ∈ U.

Απόδειξη. Το ότι το f(U) ⊂ R είναι συμπαγές, προκύπτει ως ειδική περίπτωση


m = 1 του Θεωρήματος 2.3.4. Όμως κάθε συμπαγές υποσύνολο του R λαμβάνει
μέγιστο και ελάχιστο. Στην περίπτωση του min f η αναλυτική απόδειξη έχει ως εξής:
Αφού το f(U) ⊂ R είναι συμπαγές, είναι και φραγμένο. Άρα έχει μέγιστο κάτω
φράγμα
inf f := inf f(U) = inf{f(x̄) ∈ R : x̄ ∈ U} ∈ R,
δηλ. [ )
1
∀ ν ∈ N ∃ (x̄ν ) ⊂ U : f(x̄ν ) ∈ inf f, inf f +
ν
και άρα f(x̄ν ) → inf f. Τότε όμως, αφού το f(U) είναι και κλειστό, θα ισχύει σύμφωνα
με την Πρόταση 1.4.7, inf f = min f ∈ f(U), δηλ. ∃ x̄m ∈ U : f(x̄m ) = min f. 2

Ορισμός 2.2.4. Η συνάρτηση f : U → R, U ⊂ Rn , λέγεται ομοιόμορφα συνεχής, αν

∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ x̄, ȳ ∈ U, ∥x̄ − ȳ∥ ≤ δ : |f(x̄) − f(ȳ)| < ε


Θεώρημα 2.2.4. Έστω U ⊂ Rn συμπαγές και f : U → R συνεχής. Τότε η f είναι
ομοιόμορφα συνεχής.

Απόδειξη. Είναι η ειδική περίπτωση m = 1 του Θεωρήματος 2.3.5. 2

2.2.1 Ασκήσεις
Άσκηση 21. Δείξτε ότι όλες οι σταθερές, πολυωνυμικές⁹ και ρητές¹⁰ πραγματικές
συναρτήσεις περισσοτέρων μεταβλητών είναι συνεχείς στο πεδίο ορισμού τους.

Άσκηση 22. Βρείτε για τις ακόλουθες πραγματικές συναρτήσεις το μέγιστο πεδίο
ορισμού τους και δείξτε ότι είναι συνεχείς:

sin(ex + ey + ez )
f(x, y) = (x2 + y2 )exy , g(x, y, z) = , h(s, t) = e−s cos(st).
ln(x2 + y2 + z2 )
⁹γραμμικοί συνδυασμοί πεπερασμένων γινομένων οποιωνδήποτε ανεξάρτητων μεταβλητών
¹⁰πηλίκα πολυωνυμικών

63
2.2. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

Άσκηση 23. Έστω η συνάρτηση f : R2 → R με


{
xy2
x2 +y2
, (x, y) ̸= (0, 0),
f(x, y) =
0, (x, y) = (0, 0).

Δείξτε ότι

(αʹ) Η f είναι συνεχής στο R2 \ {(0, 0)}.

(βʹ) H f είναι στο σημείο (0, 0) συνεχής κατά μήκος κάθε ευθείας y = ax, a ∈ R,
δηλ., η g(x) = f(x, ax), x ∈ R, είναι συνεχής στο x = 0.

(γʹ) H f είναι ασυνεχής στο (0, 0).

Άσκηση 24. Βρείτε για τις ακόλουθες πραγματικές συναρτήσεις σε ποιά σημεία
του πεδίου ορισμού τους είναι συνεχείς, όπου το πεδίο ορισμού τους ορίζεται ως
το σύνολο των σημείων του R2 , για τα οποία η εκάστοτε έκφραση στα δεξιά της
συνάρτησης υπάρχει:
x
f1 (x, y) = x4 + y4 − 4x2 y2 , f6 (x, y) = arcsin √ ,
x2
+ y2
x+y
f2 (x, y) = ln(x2 + y2 ), f7 (x, y) = arctan ,
1 − xy
1 x
f3 (x, y) = cos x2 , f8 (x, y) = √ ,
y x 2 + y2
x2 2
f4 (x, y) = tan , f9 (x, y) = xy ,
y

y x
f5 (x, y) = arctan , f10 (x, y) = arccos .
x y

Άσκηση 25. Έστω U ⊂ R2 ανοικτό, (a, b) ∈ U και f : U → R με

lim f(x, y) = L ∈ R.
(x,y)→(a,b)

Έστω επίσης ότι για κάποιο σταθερό ε > 0 το όρια

lim f(x, y), 0 < |y − b| < ε και lim f(x, y), 0 < |x − a| < ε,
x→a y→b

υπάρχουν (στο R). Δείξτε ότι για τα επαναληπτικά όρια ισχύει

lim lim f(x, y) = lim lim f(x, y) = L.


x→a y→b y→b x→a

Άσκηση 26. Έστω η συνάρτηση


x−y
f(x, y) = , x + y ̸= 0.
x+y

64
2.2. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

Δείξτε ότι για τα επαναληπτικά όρια ισχύει

lim lim f(x, y) = 1, lim lim f(x, y) = −1.


x→0 y→0 y→0 x→0

Υπάρχει το όριο lim(x,y)→(0,0) f(x, y);

Άσκηση 27. Έστω η συνάρτηση

x2 y2
f(x, y) = , x2 y2 + (x − y)2 ̸= 0.
x2 y2 + (x − y)2
Δείξτε ότι
lim lim f(x, y) = lim lim f(x, y) = 0,
x→0 y→0 y→0 x→0

αλλά ότι το το όριο lim(x,y)→(0,0) f(x, y) δεν υπάρχει.

Άσκηση 28. Έστω η συνάρτηση



x sin 1 , y ̸= 0,
f(x, y) = y

0, y = 0.

Δείξτε ότι lim(x,y)→(0,0) f(x, y) = 0, αλλά

lim lim f(x, y) ̸= lim lim f(x, y).


x→0 y→0 y→0 x→0

Άσκηση 29. Έστω η συνάρτηση

x2 − y2
f(x, y) = , (x, y) ∈ R2 \ {(0, 0)}.
x2 + y2
Βρείτε το όριο της f στο (0, 0) κατά μήκος κάθε ευθείας y = mx, m ∈ R, δηλ. βρείτε
το όριο limx→0 f(x, mx). Μπορούμε να ορίσουμε το f(0, 0) έτσι, ώστε η f να είναι
συνεχής στο (0, 0);

Άσκηση 30. Έστω η συνάρτηση f : R2 → R με


{
0, αν y ≤ 0 ή y ≥ x2 ,
f(x, y) =
1, αν 0 < y < x2 .

(αʹ) Δείξτε ότι κατά μήκος κάθε ευθείας που περνάει από την αρχή των αξόνων η
f έχει στο (0, 0) το όριο 0 (βλ. και την Άσκηση 29).
(βʹ) Βρείτε μία συνεχή συνάρτηση g : R → R με g(0) = 0 έτσι, ώστε να ισχύει
{
1, x ̸= 0,
f(x, g(x)) =
0, x = 0.

65
2.3. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

(γʹ) Είναι η f συνεχής στο (0, 0);

Άσκηση 31. Έστω U ⊂ Rn και f : U → R συνεχής σε ένα εσωτερικό σημείο ā του


U με f(ā) ̸= 0. Δείξτε ότι υπάρχει ε > 0 έτσι, ώστε όλα τα f(x̄) για x̄ ∈ B(ā, ε) να
έχουν το ίδιο πρόσημο με την τιμή f(ā).

Άσκηση 32. Αποδείξτε τις ισοδυναμίες της Παρατήρησης 2.2.4.

Λύση. Η δεύτερη ισοδυναμία καθώς και η κατεύθυνση ⇒ της πρώτης είναι προφα-
νείς. Για την κατεύθυνση ⇐ της πρώτης ισοδυναμίας, έστω (x̄ν ) ⊂ U με x̄ν → x̄0 .
Τότε, αν ∃ ν0 ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν0 : x̄ν = x̄0 , προφανώς f(x̄ν ) = f(x̄0 ) → f(x̄0 ).
Αν δεν ισχύει η προηγούμενη υπόθεση, τότε, αφαιρώντας από την ακολουθία (x̄ν )
όλους τους όρους x̄ν = x̄0 , έχουμε μια υπακολουθία (ȳn ) ⊂ (x̄n ) ∩ U \ {x̄0 } με
ȳν → x̄0 και άρα f(ȳν ) → f(x̄0 ), δήλ. ∀ ε > 0 ∃ ν0 ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν0 :
|f(ȳν ) − f(x̄0 )| < ε. Το τελευταίο όμως θα ισχύει, και αν αντικαταστήσουμε το ȳν
με το x̄ν , αφού ισχύει και για τους αφαιρεθέντες όρους.
(Εναλλακτικά μπορούμε να πάμε και από το δεξιό μέλος της δεύτερης ισοδυ-
ναμίας στο αριστερό μέλος της πρώτης, όπως στην Πρόταση 2.2.1: Έστω (x̄ν ) ⊂ U
με x̄ν → x̄0 και ε > 0. Τότε ∃ δ > 0 ∀ x̄ ∈ U ∩ B(x̄0 , δ) : |f(x̄) − f(x̄0 )| < ε.
Απ΄ την άλλη, ∃ ν0 ∈ N ∀ ν ∈ N, ν ≥ ν0 : x̄ν ∈ U ∩ B(x̄0 , δ). Συνεπώς,
∀ ν ∈ N, ν ≥ ν0 : |f(x̄ν ) − f(x̄0 )| < ε.)

2.3 Όρια και συνέχεια διανυσματικών συναρτήσεων


Οι ορισμοί, οι προτάσεις και οι αποδείξεις τους, που γνωρίσαμε στην ενότητα
§2.2 σχετικά με τα όρια και την συνέχεια πραγματικών συναρτήσεων f : U → R,
ισχύουν στο μεγαλύτερό τους μέρος ανάλογα και για διανυσματικές συναρτήσεις
f̄ : U → Rm , αφού οι πρώτες είναι η ειδική περίπτωση m = 1 των δεύτερων.
Εξαίρεση αποτελούν τα αποτελέσματα που σχετίζονται με την (εσωτερική) πράξη
του πολλαπλασιασμού και την διάταξη στον R, τις οποίες δεν έχουμε ορίσει στον
Rm για m ≥ 2. Κατά τα άλλα ουσιαστικά αρκεί να αντικαταστήσουμε στις σχετικές
έννοιες την απόλυτη τιμή | · |, που είναι η Ευκλείδεια μετρική στο πεδίο τιμών R
των πραγματικών συναρτήσεων, με την Ευκλείδεια μετρική ∥ · ∥ στο πεδίο τιμών
Rm των διανυσματικών συναρτήσεων.
Για αυτούς τους λόγους, αναφέρουμε στα επόμενα τα ισχύοντα σχετικά με τα
όρια και την συνέχεια διανυσματικών συναρτήσεων n πραγματικών μεταβλητών, χω-
ρίς απόδειξη και προ(σ)καλούμε τον αναγνώστη να ελέγξει τα παραπάνω λεχθέντα,
ξαναδιαβάζοντας τις σχετικές αποδείξεις στην ενότητα §2.2 και κάνοντας νοερά την
αναφερθείσα αντικατάσταση. Στα επόμενα ισχύει πάντα n, m, k ∈ N.

Ορισμός 2.3.1. Έστω U ⊂ Rn , f̄ : U → Rm , x̄0 ∈ Rn σημείο συσσώρευσης του U


και ℓ̄ ∈ Rm . Τότε λέμε ότι η f̄ τείνει (ή συγκλίνει) στο ℓ̄, όταν το x̄ τείνει στο x̄0 ,
ή η f έχει στο x̄0 το όριο ℓ̄, συμβολικά f(x̄) → ℓ̄, όταν x̄ → x̄0 , αν

∀ (x̄ν ) ⊂ U \ {x̄0 } : x̄ν → x̄0 ⇒ f̄(x̄ν ) → ℓ̄.

66
2.3. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

Παρατήρηση 2.3.1. H σύγκλιση x̄ν → x̄0 λαμβάνει χώρα στον Rn , ενώ η σύγκλιση
f̄(x̄ν ) → ℓ̄ λαμβάνει χώρα στον Rm .
Πρόταση 2.3.1. Έστω U ⊂ Rn , f̄ : U → Rm , x̄0 ∈ Rn σημείο συσσώρευσης του
U και ℓ̄ ∈ Rm . Τότε,

f̄(x̄) = (f1 (x̄), . . . , fm (x̄)) → ℓ̄ = (ℓ1 , . . . , ℓm ) όταν x̄ → x̄0


⇔ ∀ j = 1, . . . , m : fj (x̄) → ℓj όταν x̄ → x̄0
⇔ ∀ j = 1, . . . , m : lim fj (x̄) = ℓj
x̄→x̄0
⇔ ∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ x̄ ∈ U ∩ B(x̄0 , δ) \ {x̄0 } : ∥f̄(x̄) − ℓ̄∥ < ε
⇔ ∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ x̄ ∈ U ∩ B(x̄0 , δ) \ {x̄0 } : f̄(x̄) ∈ B(ℓ̄, ε).

Απόδειξη.

∀ (x̄ν ) ⊂ U \ {x̄0 } : x̄ν → x̄0 ⇒ f̄(x̄ν ) → ℓ̄


⇔ ∀ (x̄ν ) ⊂ U \ {x̄0 } : x̄ν → x̄0 ⇒ fj (x̄ν ) → ℓj ∀ j = 1, . . . , m
⇔ ∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ x̄ ∈ U ∩ B(x̄0 , δ) \ {x̄0 } : |fj (x̄) − ℓj | < ε ∀ j = 1, . . . , m
⇔ ∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ x̄ ∈ U ∩ B(x̄0 , δ) \ {x̄0 } : ∥f̄(x̄) − ℓ̄∥ < ε.

Πρόταση 2.3.2. Έστω U ⊂ Rn , f̄ : U → Rm και x̄0 ∈ Rn σημείο συσσώρευσης


του U. Το όριο μιας συγκλίνουσας συνάρτησης f̄, όταν το x̄ τείνει στο x̄0 , είναι
μοναδικό και συμβολίζεται με lim f̄(x̄).
x̄→x̄0

Παρατήρηση 2.3.2. Από την προτελευταία ισοδυναμία της Πρότασης 2.3.1 και την
Πρόταση 2.2.1 έχουμε

lim f̄(x̄) = ℓ̄ ⇔ lim ∥f̄(x̄) − ℓ̄∥ = 0,


x̄→x̄0 x̄→x̄0

και άρα, σύμφωνα με την Παρατήρηση 2.2.2 (βʹ), επίσης

lim f̄(x̄) = ℓ̄ ⇔ lim f̄(x̄0 + η̄) = ℓ̄.


x̄→x̄0 η̄→0̄

Ορισμός 2.3.2. Η συνάρτηση f̄ : U → Rm , U ⊂ Rn , λέγεται

(αʹ) συνεχής στο σημείο x̄0 ∈ U, αν

∀ (x̄ν ) ⊂ U : x̄ν → x̄0 ⇒ f̄(x̄ν ) → f̄(x̄0 )

(βʹ) συνεχής στο A ⊂ U, αν η f̄ : U → Rm είναι συνεχής σε κάθε σημείο x̄0 ∈ A.

(γʹ) συνεχής, αν η f̄ : U → Rm είναι συνεχής στο U.

67
2.3. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

Παρατήρηση 2.3.3. Μια διανυσματική συνάρτηση είναι συνεχής σε κάθε μεμονωμένο


σημείο του πεδίου ορισμού της. Όταν το x̄0 είναι σημείο συσσώρευσης του U, ισχύει

f̄ συνεχής στο x̄0 ⇔ lim f̄(x̄) = f̄(x̄0 )


x̄→x̄0

Και στις δύο περιπτώσεις ισχύουν οι ισοδυναμίες

f̄ συνεχής στο x̄0 ⇔ ∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ x̄ ∈ U ∩ B(x̄0 , δ) : ∥f̄(x̄) − f̄(x̄0 )∥ < ε


⇔ ∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ x̄ ∈ U ∩ B(x̄0 , δ) : f̄(x̄) ∈ B(f̄(x̄0 ), ε)
⇔ ∀ j = 1, . . . , m : fj συνεχείς στο x̄0 , όπου f̄ = (f1 , . . . , fm ).

Θεώρημα 2.3.1. Έστω f̄, ḡ : U → Rm , U ⊂ Rn , x̄0 σημείο συσσώρευσης του U


και lim f̄(x̄) = ℓ̄ ∈ Rm , lim ḡ(x̄) = m̄ ∈ Rm . Τότε υπάρχουν τα όρια
x̄→x̄0 x̄→x̄0

(αʹ) lim (f̄ + ḡ)(x̄) = ℓ̄ + m̄,


x̄→x̄0

(βʹ) lim (αf̄)(x̄) = α ℓ̄ για α ∈ R,


x̄→x̄0

(γʹ) lim (h̄ ◦ f̄)(x̄) = h̄(ℓ) για h : V → Rk , f̄(U) ⊂ V ⊂ Rm , συνεχή στο ℓ̄ ∈ V.


x̄→x̄0

(δʹ) lim ∥f̄(x̄)∥ = ∥ℓ̄∥,


x̄→x̄0
√ √
(εʹ) lim ∥f̄(x̄)∥ = ∥ℓ̄∥.
x̄→x̄0

Απόδειξη. Η απόδειξη του (αʹ) αφήνεται ως άσκηση.


Απόδειξη του (γʹ): Έστω (x̄ν ) ∈ U \ {x̄0 } με x̄ν → x̄0 . Τότε (f̄(x̄ν )) ⊂ V με
f̄(x̄ν ) → ℓ̄ ∈ V και άρα, αφού η h̄ : V → Rk είναι συνεχής στο ℓ̄, (h̄ ◦ f̄)(x̄ν ) =
h̄(f̄(x̄ν )) → h̄(ℓ̄).
Απόδειξη των (βʹ), (δʹ), (εʹ): Προκύπτουν άμεσα από το (γʹ) για √τις συνεχείς συ-
ναρτήσεις h̄1 (ȳ) = αȳ ∈ Rm , h2 (ȳ) = ∥ȳ∥ ∈ R και h3 (ȳ) = ∥ȳ∥ ∈ R για
ȳ ∈ Rm , αντίστοιχα. 2

Θεώρημα 2.3.2. Έστω f̄, ḡ : U → Rm συνεχείς στο x̄0 ∈ U ⊂ Rn . Τότε οι


ακόλουθες συναρτήσεις είναι συνεχείς στο x̄0 :

(αʹ) f̄ + ḡ,

(βʹ) αf̄ για α ∈ R,

(γʹ) h̄ ◦ f̄ για h̄ : V → Rk , f̄(U) ⊂ V ⊂ Rm , συνεχή στο f̄(x̄0 ),

(δʹ) ∥f̄∥, όπου ∥f̄∥ : U → R, ∥f̄∥(x̄) := ∥f̄(x̄)∥ ∀ x̄ ∈ U,


√ √ √ √
(εʹ) ∥f̄∥, όπου ∥f̄∥ : U → R, ∥f̄∥(x̄) := ∥f̄(x̄)∥ ∀ x̄ ∈ U,

68
2.3. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

Ορισμός 2.3.3. Έστω U ⊂ Rn . Tο σύνολο των συνεχών συναρτήσεων f̄ : U → Rm


ονομάζεται χώρος των συνεχών συναρτήσεων και συμβολίζεται με

C(U; Rm ) := {f̄ : U → Rm : f̄ συνεχής}.

Θεώρημα 2.3.3. To C(U; Rm ), εφοδιασμένο με τις πράξεις της πρόσθεσης και του
βαθμωτού πολλαπλασιασμού, είναι διανυσματικός χώρος. Ειδικότερα ισχύει

f̄, ḡ ∈ C(U; Rm ), α ∈ R ⇒ f̄ + ḡ, αf̄ ∈ C(U; Rm ).

Θεώρημα 2.3.4. Έστω f̄ : U → Rm συνεχής και U ⊂ Rn συμπαγές. Τότε το f̄(U)


είναι συμπαγές.

Απόδειξη. Έστω (ȳν ) ⊂ f̄(U). Τότε υπάρχει (x̄ν ) ⊂ U με f̄(x̄ν ) = ȳν και, αφού το
U είναι συμπαγές, θα υπάρχει (x̄kν ) ⊂ (x̄ν ) με x̄kν → x̄0 ∈ U, σύμφωνα με την
Πρόταση 1.4.8. Αφού όμως η f̄ είναι συνεχής, θα ισχύει ȳkν = f(x̄kν ) → f(x̄0 ) ∈
f̄(U). 2

Ορισμός 2.3.4. Η συνάρτηση f̄ : U → Rm , U ⊂ Rn , λέγεται ομοιόμορφα συνεχής,


αν
∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ x̄, ȳ ∈ U, ∥x̄ − ȳ∥ < δ : ∥f̄(x̄) − f̄(ȳ)∥ < ε.
Θεώρημα 2.3.5. Έστω U ⊂ Rn συμπαγές και f̄ : U → Rm συνεχής. Τότε η f̄ είναι
ομοιόμορφα συνεχής.

Απόδειξη. Έστω ότι η f̄ δεν είναι ομοιόμορφα συνεχής, δηλ.

∃ ε > 0 ∀ δ > 0 ∃ x̄, ȳ ∈ U, ∥x̄ − ȳ∥ < δ : ∥f̄(x̄) − f̄(ȳ)∥ ≥ ε.


1
Έστω ένα τέτοιο ε > 0. Τότε ειδικότερα (για δ = ν )

1
∀ ν ∈ N ∃ x̄ν , ȳν ∈ U, ∥x̄ν − ȳν ∥ < : ∥f̄(x̄ν ) − f̄(ȳν )∥ ≥ ε.
ν
Έστω μια τέτοια ακολουθία (x̄ν ) ⊂ U. Αφού το U είναι συμπαγές, υπάρχει (x̄kν ) ⊂
(x̄ν ) με x̄kν → x̄0 ∈ U, σύμφωνα με την Πρόταση 1.4.8. Τότε όμως ισχύει και
ȳkν → x̄0 ∈ U, αφού

1
∥ȳkν − x̄0 ∥ ≤ ∥ȳkν → x̄kν ∥ + ∥x̄kν − x̄0 ∥ ≤ + ∥x̄kν − x̄0 ∥ → 0.

Αλλά η f̄ είναι συνεχής. Άρα,

f̄(x̄kν ) → f̄(x̄0 ), f̄(ȳkν ) → f̄(x̄0 )

και συνεπώς, f̄(x̄kν ) − f̄(ȳkν ) → 0̄, δηλ. για το ε > 0, που επιλέξαμε πιο πάνω
υπάρχει ν0 ∈ N με ∥f̄(x̄kν ) − f̄(ȳkν )∥ < ε, άτοπο. 2
0 0

69
2.3. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

2.3.1 Ασκήσεις
Άσκηση 33. Βρείτε για τις ακόλουθες διανυσματικές συναρτήσεις το μέγιστο πεδίο
ορισμού τους και δείξτε ότι είναι συνεχείς:
 
( ) 1
xy
f1 (x, y) = , f2 (x, y) =  ex  ,
x2 − y2
ey
( ) ( )
sin(xyz) sin(ln x)
f3 (x, y, z) = , f4 (x, y) = ,
cos(x + y) ln(sin x)
 −u 
( 2 ) e
x + y2 − z2
f5 (x, y, z) = , f6 (u, v) =  ev  .
2 − tan x
sin(uv)
Άσκηση 34. Δείξτε ότι κάθε ομοπαραλληλική απεικόνιση από τον Rn στον Rm ,

A : Rn → Rm , A(x̄) = Dx̄ + b̄, όπου D ∈ Rm×n , b̄ ∈ Rm σταθερά,

είναι συνεχής.

Άσκηση 35. Έστω U ⊂ Rn ανοικτό, ḡ : U → Rm φραγμένη (δηλ. ḡ(U) ⊂ Rm


φραγμένο) και

f̄ = (f1 , . . . , fm ) : U → Rm συνεχής στο x̄0 ∈ U με f̄(x̄0 ) = 0̄.

Δείξτε ότι οι συναρτήσεις

fj ḡ : U → R, (fj ḡ)(x̄) = fj (x̄)ḡ(x̄), j = 1, . . . , m,

και
f̄ · ḡ : U → R, (f̄ · ḡ)(x̄) = f̄(x̄) · ḡ(x̄),
είναι συνεχείς στο x̄0 .

Άσκηση 36. Δείξτε ότι η μοναδιαία σφαίρα στον Rn

Sn−1 := ∂B(0̄, 1) = {x̄ ∈ Rn : ∥x̄∥ = 1}

είναι συμπαγής.

Λύση. Σύμφωνα με τον Ορισμό 1.3.2 πρέπει, και αρκεί να δείξουμε ότι η Sn−1 είναι
κλειστή και φραγμένη. Η Sn−1 είναι προφανώς φραγμένη, αφού

Sn−1 ⊂ B(0̄, r) ∀ r > 1.

Για να δείξουμε ότι είναι κλειστή μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το κριτήριο της


Πρότασης 1.4.7, δηλ. πρέπει, και αρκεί να δείξουμε ότι για κάθε ακολουθία (x̄ν ) ⊂
Sn−1 με x̄ν → x̄ στο Rn ισχύει x̄ ∈ Sn−1 . Όμως

x̄ ∈ Sn−1 ⇔ g(x̄) := ∥x̄∥ = 1,

70
2.3. ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

και αφού η g : Rn → R είναι συνεχής (γιατί;), θα ισχύει

1 = g(x̄ν ) → g(x̄) = 1,

και άρα όντως x̄ ∈ Sn−1 .

Άσκηση 37. Δείξτε ότι κάθε τετραγωνική μορφή

Q : Rn → R, Q(x̄) = x̄T A x̄, A ∈ Rn×n σταθερός,

είναι συνεχής.

Λύση. Υπάρχουν διάφορα επιχειρήματα για το ότι η Q είναι συνεχής.


Πρώτον, μπορεί κανείς να δει ότι η Q είναι ένα πολυώνυμο δεύτερου βαθμού
των ανεξάρτητων μεταβλητών x̄ = (x1 , . . . , xn ) και άρα, αφού οι προβολές x̄ 7→ xi ,
i = 1, . . . , n, είναι συνεχείς, και η Q θα είναι συνεχής, σύμφωνα με την άλγεβρα
συνεχών πραγματικών συναρτήσεων περισσοτέρων μεταβλητών.
Δεύτερον, μπορεί κανείς να δει ότι Q(x̄) = x̄ · (Ax̄) και να χρησιμοποιήσει το ότι
μια γραμμική διανυσματική συνάρτηση, η ταυτοτική διανυσματική συνάρτηση και το
εσωτερικό γινόμενο δύο συνεχών διανυσματικών συναρτήσεων είναι συνεχείς.
Τρίτον, μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει απευθείας τον ε-δ-ορισμό της συνέχειας.
Συνιστούμε στον αναγνώστη να επεξεργαστεί τις παραπάνω μεθόδους αποδει-
κνύοντας τα επιμέρους βήματα και να διακρίνει την, για αυτόν, απλούστερη μέθοδο.

71
Κεφάλαιο 3

Διαφόριση

3.1 Μερικές παράγωγοι


Ορισμός 3.1.1. Έστω f : U → R, U ⊂ Rn ανοικτό, n ≥ 2. Η f λέγεται

(αʹ) μερικώς διαφορίσιμη στο x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ U ως προς την i-οστή μετα-


βλητή, i = 1, . . . , n, αν υπάρχει η μερική παράγωγος της f στο x̄ ως προς
την i-οστή μεταβλητή

∂f f(x̄ + hēi ) − f(x̄)


(x̄) := lim ∈ R, i = 1, . . . , n,
∂xi h→0 h

όπου ēi = (0, . . . , 0, 1, 0, . . . , 0) ∈ Rn το διάνυσμα βάσης με συντεταγμένες¹, ²


{
1, j = i,
δij := j = 1, . . . , n,
0, j ̸= i,

(βʹ) μερικώς διαφορίσιμη στο x̄ ∈ U, αν είναι μερικώς διαφορίσιμη στο x̄ ως προς


όλες τις μεταβλητές της, δηλ. αν υπάρχουν οι

∂f
(x̄) ∈ R ∀ i = 1, . . . , n,
∂xi

(γʹ) μερικώς διαφορίσιμη (στο U) ως προς την i-οστή μεταβλητή, αν είναι μερικώς
διαφορίσιμη σε κάθε x̄ ∈ U ως προς την i-οστή μεταβλητή, δηλ. αν υπάρχει η
μερική παράγωγος της f ως προς την i-οστή μεταβλητή

∂f
: U → R,
∂xi
¹το δij αυτό ονομάζεται και δέλτα του Kronecker
²Leopold Kronecker, 1823-1891, D

72
3.1. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ

(δʹ) μερικώς διαφορίσιμη (στο U), αν είναι μερικώς διαφορίσιμη ως προς κάθε
μεταβλητή (ή, ισοδύναμα, αν είναι μερικώς διαφορίσιμη σε κάθε x̄ ∈ U), δηλ.
αν υπάρχουν οι
∂f
:U→R ∀ i = 1, . . . , n,
∂xi
(εʹ) συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη³ (στο U) , αν είναι μερικώς διαφορίσιμη και
όλες οι μερικές παράγωγοί της είναι συνεχείς,
∂f
∈ C(U) ∀ i = 1, . . . , n.
∂xi

Συμβολισμός. Για τη μερική παράγωγο της f στο x̄ ως προς την i-οστή μεταβλητή,
χρησιμοποιούνται στην βιβλιογραφία διάφοροι συμβολισμοί, όπως
∂f ∂f(x̄) ∂
(x̄) = = f(x̄) = ∂xi f(x̄) = ∂i f(x̄) = fxi (x̄).
∂xi ∂xi ∂xi
Παρατήρηση 3.1.1. Για τον ορισμό της μερικής παραγώγου στο x̄ ∈ U ως προς
την i-οστή μεταβλητή δεν είναι απαραίτητο το U να είναι ανοικτό. Αρκεί το x̄ να
είναι σημείο συσσώρευσης του U ως προς τη μεταβλητή αυτή, δηλ. να υπάρχει μια
ακολουθία (hν ) ⊂ R \ {0} με x̄ + hν ēi ∈ U και hν → 0.
Παρατήρηση 3.1.2. H μερική παράγωγος της f : U → R στο x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈
U ⊂ Rn ως προς την i-οστή μεταβλητή είναι η παράγωγος στο xi ∈ R της f ως
συνάρτησης της i-οστής πραγματικής μεταβλητής και με τις υπόλοιπες μεταβλητές
σταθερές και ίσες με τις συντεταγμένες xj , j ̸= i, του x̄.
Πιο συγκεκριμένα, θεωρώντας τη συνάρτηση

fi (x) := f(x1 , . . . , xi−1 , x, xi+1 , . . . , xn ), x ∈ (xi − ε, xi + ε)


με ε > 0, έτσι ώστε

{x1 } × · · · × {xi−1 } × (xi − ε, xi + ε) × {xi+1 } × · · · × {xn } ⊂ U,


έχουμε
∂f
(x̄)
∂xi
f(x1 , . . . , xi−1 , xi + h, xi+1 , . . . , xn ) − f(x1 , . . . , xi−1 , xi , xi+1 , . . . , xn )
= lim
h→0 h
fi (xi + h) − fi (xi )
= lim
h→0 h
= fi′ (xi ).
Συνεπώς, για τη μερική παράγωγο της f στο x̄ ως προς την i-οστή μεταβλητή
ισχύουν όλα, όσα ισχύουν για την παράγωγο της fi στο σημείο xi .
³ή C1 -συνάρτηση, συμβολικά f ∈ C1 (U)

73
3.1. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ

Παραδείγματα 3.1.1. (αʹ) Έστω η συνάρτηση

= e∥(x,y)∥ ,
2 +y2 2
f(x, y) = ex (x, y) ∈ R2 .

Θεωρώντας τις συναρτήσεις


2 +y2 2 +y2
f1 (x) = ex , x ∈ R, και f2 (y) = ex , y ∈ R,

έχουμε

f1′ (x) = 2xex f2′ (y) = 2yex


2 +y2 2 +y2
, x ∈ R, και , y ∈ R.

Συνεπώς, σύμφωνα με την Παρατήρηση 3.1.2, η f είναι μερικώς διαφορίσιμη σε


κάθε (x, y) ∈ R2 με μερικές παραγώγους στο (x, y) ∈ R2

∂f 2 2 ∂f 2 2
(x, y) = 2xex +y και (x, y) = 2yex +y
∂x ∂y
και, επειδή οι μερικές παράγωγοι της f,

∂f ∂f
: R2 → R και : R2 → R,
∂x ∂y
είναι συνεχείς, η f είναι συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη.

(βʹ) Έστω η συνάρτηση


f(x̄) = ∥x̄∥, x̄ ∈ Rn .
H f είναι συνεχής (στο Rn ) και συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη στο Rn \ {0̄} με
μερικές παραγώγους

∂f x
(x̄) = i ∀ i = 1, . . . , n, ∀ x̄ ∈ Rn \ {0̄},
∂xi ∥x̄∥

ενώ δεν είναι μερικώς διαφορίσιμη στο 0̄ ως προς καμία μεταβλητή, αφού δεν
υπάρχουν τα όρια
∥0̄ + hēi ∥ − ∥0̄∥ |h|
lim = lim .
h→0 h h→0 h

Επίσης, οι μερικές παράγωγοι της f στο Rn \ {0̄} δεν είναι συνεχώς επεκτάσιμες
στο Rn , αφού δεν υπάρχουν τα όρια

∂f x
lim (x̄) = lim i .
x̄→0 ∂xi x̄→0 ∥x̄∥

(γʹ) Έστω h : (0, ∞) → R (συνεχώς) διαφορίσιμη. Τότε η συνάρτηση

f(x̄) = h(∥x̄∥), x̄ ∈ Rn \ {0̄},

74
3.1. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ

είναι (συνεχώς) μερικώς διαφορίσιμη με (συνεχείς) μερικές παραγώγους

∂f x
(x̄) = h ′ (∥x̄∥) i , ∀ i = 1, . . . , n, ∀ x̄ ∈ Rn \ {0̄}.
∂xi ∥x̄∥
2
Για h(z) = ez (και n = 2) και h(z) = z έχουμε τα παραδείγματα (αʹ) και (βʹ),
αντίστοιχα. Στο (αʹ) είδαμε ότι οι μερικές παράγωγοι είναι συνεχείς στο Rn ,
ενώ στο (βʹ), ότι οι συνεχείς μερικές παράγωγοι στο Rn \ {0̄} δεν επεκτείνονται
συνεχώς στο 0̄. (Πώς σχετίζεται αυτή η διαφορετική συμπεριφορά με τη μορφή
των αντίστοιχων h, τα οποία είναι συνεχώς διαφορίσιμα σε όλο το R;)

(δʹ) Έστω η συνάρτηση f : Rn → R, n ≥ 2, με



 x1 · · · xn για x̄ ̸= 0̄,
f(x̄) = ∥x̄∥n
0 για x̄ = 0̄.

Η f είναι συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη στο Rn \ {0̄} με μερικές παραγώγους

∂f x1 · · · xi−1 xi+1 · · · xn (∥x̄∥2 − nx2i )


(x̄) = ∀ i = 1, . . . , n, ∀ x̄ ∈ Rn \ {0̄}.
∂xi ∥x̄∥n+2

Η f είναι όμως, μερικώς διαφορίσιμη και στο 0̄ με μερικές παραγώγους

∂f f(0̄ + hēi ) − f(0̄) 0


(0̄) = lim = lim =0 ∀ i = 1, . . . , n.
∂xi h→0 h h→0 h

Συνεπώς, η f είναι μερικώς διαφορίσιμη στο Rn και συνεχώς μερικώς διαφορί-


σιμη στο Rn \ {0̄}, αλλά όχι στο Rn , αφού

∂f ( 1 ∑ ) 1
ēj = √ ν → ∞ για ν → ∞ ∀ i = 1, . . . , n,
∂xi ν (n − 1)n
j ̸ =i

∂f
και άρα, τα όρια lim (x̄) δεν υπάρχουν.
x̄→0̄ ∂xi
Όμως, παρόλο που η f είναι μερικώς διαφορίσιμη στο 0̄, δεν είναι συνεχής στο 0̄,
αφού
(1 )
f ēi = 0 → 0 για ν→∞ ∀ i = 1, . . . , n,
ν
(1 ∑n ) 1 1
f ēi = √ → √ για ν → ∞,
ν n n nn
i=1

και άρα το όριο lim f(x̄) δεν υπάρχει.


x̄→0̄

75
3.1. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ

Παρατήρηση 3.1.3. Από το τελευταίο παράδειγμα συγκρατούμε την πολύ βασική


πληροφορία: Μια συνάρτηση περισσοτέρων μεταβλητών μπορεί να είναι μερικώς
διαφορίσιμη σε ένα σημείο, χωρίς να είναι συνεχής στο σημείο αυτό.
Ο Ορισμός 3.1.1 της μερικής διαφορισιμότητας πραγματικών συναρτήσεων περισ-
σοτέρων μεταβλητών γενικεύεται με φυσικό τρόπο σε διανυσματικές συναρτήσεις.
Ορισμός 3.1.2. Έστω f̄ = (f1 , . . . , fm ) : U → Rm , U ⊂ Rn ανοικτό, n ≥ 2. Η f̄
λέγεται
(αʹ) μερικώς διαφορίσιμη στο x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ U ως προς την i-οστή μεταβλητή,
i = 1, . . . , n,
(βʹ) μερικώς διαφορίσιμη στο x̄ ∈ U,

(γʹ) μερικώς διαφορίσιμη (στο U) ως προς την i-οστή μεταβλητή,

(δʹ) μερικώς διαφορίσιμη (στο U),

(εʹ) συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη (στο U),


αν όλες οι συνιστώσες συναρτήσεις fj , j = 1, . . . , m, της f̄ έχουν τις αντίστοιχες
ιδιότητες, σύμφωνα με τον Ορισμό 3.1.1.
Ορισμός 3.1.3. Έστω f̄ = (f1 , . . . , fm ) : U → Rm , U ⊂ Rn ανοικτό, n ≥ 2, μερικώς
διαφορίσιμη στο x̄ ∈ U. Ο πίνακας των μερικών παραγώγων της f̄ στο x̄
 
∂f1 ∂f1
(x̄) ··· (x̄)
 ∂x1 ∂xn 
 
∂(f1 , . . . , fm )  .. .. .. 
Jf̄ (x̄) := (x̄) :=  . . .  ∈ Rm×n ,
∂(x1 , . . . , xn )  
 ∂fm ∂fm 
(x̄) ··· (x̄)
∂x1 ∂xn
ονομάζεται Ιακωβιανός⁴ πίνακας (Jacobian matrix) της f̄ στο x̄.
Ειδικότερα, για m = 1, δηλ. για f : U → R, ο Ιακωβιανός πίνακας της f στο x̄
ονομάζεται κλίση⁵ (gradient) της f στο x̄
( )
∂f ∂f
Jf (x̄) = grad f(x̄) = (x̄), . . . , (x̄) ∈ Rn .
∂x1 ∂xn
Παρατήρηση 3.1.4. Ο Ιακωβιανός πίνακας Jf̄ (x̄) ∈ Rm×n μιας μερικώς διαφορίσι-
μης διανυσματικής συνάρτησης f̄ στο σημείο x̄, έχει ως γραμμές του, τις κλίσεις των
συνιστωσών συναρτήσεων fj , j = 1, . . . , m, στο x̄
 
grad f1 (x̄)
 ..  m×n
Jf̄ (x̄) =  . ∈R .
grad fm (x̄)
⁴Carl Gustav Jacob Jacobi, 1804–1851, D
⁵Πολύ συχνά στη βιβλιογραφία ως κλίση θεωρείται το αντίστοιχο διάνυσμα-στήλη, δηλ. το ανάστροφο
του διανύσματος-γραμμή εδώ. Η κλίση ονομάζεται και βάθμωση.

76
3.1. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ

Από την Παρατήρηση 3.1.2 και την άλγεβρα παραγώγων πραγματικών συναρ-
τήσεων μιας πραγματικής μεταβλητής προκύπτει η ακόλουθη άλγεβρα Ιακωβιανών
πινάκων.

Θεώρημα 3.1.1. (Άλγεβρα Ιακωβιανών πινάκων) Έστω U ⊂ Rn ανοικτό, n ≥ 2,


και
f̄, ḡ : U → Rm και φ, ψ : U → R με ψ(x̄) ̸= 0
μερικώς διαφορίσιμες στο x̄ ∈ U. Τότε οι συναρτήσεις


f̄ + ḡ : U → Rm , f̄ · ḡ : U → R, φf̄ : U → Rm , : U → Rm
ψ
είναι μερικώς διαφορίσιμες στο x̄ με τους Ιακωβιανούς πίνακες

(αʹ) (Ιακωβιανός πίνακας αθροίσματος διανυσματικών συναρτήσεων)

Jf̄+ḡ (x̄) = Jf̄ (x̄) + Jḡ (x̄) ∈ Rm×n ,

(βʹ) (Κλίση εσωτερικού γινομένου διανυσματικών συναρτήσεων)

grad (f̄ · ḡ)(x̄) = f̄(x̄)T Jḡ (x̄) + ḡ(x̄)T Jf̄ (x̄) ∈ Rn ,

(γʹ) (Ιακωβιανός πίνακας βαθμωτής επί διανυσματική συνάρτηση)

Jφf̄ (x̄) = φ(x̄)Jf̄ (x̄) + f̄(x̄) grad φ(x̄) ∈ Rm×n ,

(δʹ) (Ιακωβιανός πίνακας πηλίκου διανυσματικής δια βαθμωτή συνάρτηση)

ψ(x̄)Jf̄ (x̄) − f̄(x̄) grad ψ(x̄)


J f̄ (x̄) = ∈ Rm×n ,
ψ ψ2 (x̄)

όπου τα f̄(x̄), ḡ(x̄) θεωρούνται διανύσματα-στήλες.

Απόδειξη. (αʹ)
 
∂(f1 + g1 ) ∂(f1 + g1 )
(x̄) · · · (x̄)
 ∂x1 ∂xn 
 
 .. .. .. 
 . . . 
 
 ∂(f + g ) ∂(fm + gm ) 
m m
(x̄) · · · (x̄)
∂x1 ∂xn
   
∂f1 ∂f1 ∂g1 ∂g1
(x̄) · · · (x̄) (x̄) ··· (x̄)
 ∂x1 ∂x   ∂x1 ∂xn 
 n   
 .. .. ..   .. .. .. 
= . . . + . . . .
   
 ∂fm ∂fm   ∂gm ∂gm 
(x̄) · · · (x̄) (x̄) ··· (x̄)
∂x1 ∂xn ∂x1 ∂xn

77
3.1. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ

(βʹ)
(∑
m )
grad fj gj (x̄)
j=1

m
= grad (fj gj )(x̄)
j=1
∑m ( )
∂(fj gj ) ∂(fj gj )
= (x̄), . . . , (x̄)
∂x1 ∂xn
j=1
∑m ( )
∂gj ∂fj ∂gj ∂fj
= fj (x̄) (x̄) + gj (x̄) (x̄), . . . , fj (x̄) (x̄) + gj (x̄) (x̄)
∂x1 ∂x1 ∂xn ∂xn
j=1
∑m
( )
= fj (x̄) grad gj (x̄) + gj (x̄) grad fj (x̄)
j=1
 
∂g1 ∂g1
(x̄) · · · (x̄)
 ∂x1 ∂xn 
( )
 .. .. .. 

= f1 (x̄) · · · fm (x̄)  . . . 
 
 ∂gm ∂gm 
(x̄) · · · (x̄)
∂x1 ∂xn
 
∂f1 ∂f1
(x̄) · · · (x̄)
 ∂x1 ∂xn 
( )
 . . . 

+ g1 (x̄) · · · gm (x̄)  .
. .
. .
. .
 
 ∂fm ∂fm 
(x̄) · · · (x̄)
∂x1 ∂xn

(γʹ)
 
∂(φf1 ) ∂(φf1 )
(x̄) · · · (x̄)
 ∂x1 ∂xn 
 
 .. .. .. 
 . . . 
 
 ∂(φf ) ∂(φfm ) 
m
(x̄) · · · (x̄)
∂x1 ∂xn
   
∂f ∂f1 ∂φ ∂φ
φ(x̄) 1 (x̄) ··· φ(x̄) (x̄) f (x̄) (x̄) ··· f1 (x̄) (x̄)
 ∂x ∂xn   1 ∂x1 ∂xn 
 1   
 .. .. ..   .. .. .. 
= . . . + . . . 
   
 ∂fm ∂fm   ∂φ ∂φ 
φ(x̄) (x̄) ··· φ(x̄) (x̄) fm (x̄) (x̄) ··· fm (x̄) (x̄)
∂x1 ∂xn ∂x1 ∂xn

78
3.1. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ

 
f1 (x̄) ( )
 ..  ∂φ ∂φ
= φ(x̄)Jf̄ (x̄) +  .  (x̄) ··· (x̄) .
∂x1 ∂xn
fm (x̄)

(δʹ) Από το (γʹ) έχουμε


( ) ( )
1 1
J f̄ (x̄) = (x̄)Jf̄ (x̄) + f̄(x̄) grad (x̄),
ψ ψ ψ

όπου
( ) ( ( ) ( ) )
1 ∂ 1 ∂ 1 grad ψ(x̄)
grad (x̄) = (x̄), . . . , (x̄) =− .
ψ ∂x1 ψ ∂xn ψ ψ2 (x̄)
2

3.1.1 Ασκήσεις
Άσκηση 38. Υπολογίστε τις μερικές παραγώγους ως προς κάθε μεταβλητή των ακό-
λουθων συναρτήσεων:

(αʹ) f(x, y) = x3 − 2x2 y2 + 4xy3 + y4 + 10, (x, y) ∈ R2 ,

(βʹ) f(x, y) = (x2 + y2 )exy , (x, y) ∈ R2 ,

(γʹ) f(x, y, z) = xyz sin(x + y + z), (x, y, z) ∈ R3 ,

xey
(δʹ) f(x, y, z) = , (x, y, z) ∈ R3 με z ̸= 0.
z
Άσκηση 39. Δείξτε ότι οι μερικές παράγωγοι της συνάρτησης

xy
 , (x, y) ∈ R2 ,
f(x, y) = + y2 x2
0, (x, y) = (0, 0)

υπάρχουν παντού και υπολογίστε τις.

Άσκηση 40. (Παράλληλη σύνδεση αντιστάσεων) Έστω οι n ηλεκτρικές αντιστά-


σεις R1 , . . . , Rn . Αν αυτές συνδεθούν παράλληλα, τότε η συνολική αντίσταση R του
συστήματος δίνεται από τον τύπο

1 1 1
= +···+ .
R R1 Rn

Εκφράστε το ρυθμό μεταβολής ∂R/∂Rk της συνολικής αντίστασης R ως προς τη


μεταβολή του Rk .

79
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Άσκηση 41. (Καταστατική εξίσωση ιδανικού αερίου) Για ένα ιδανικό αέριο με
πίεση P, όγκο V και απόλυτη θερμοκρασία T , ισχύει η καταστατική εξίσωση

PV = cT c > 0 σταθερά.

Δείξτε ότι για ένα τέτοιο αέριο, ισχύει

∂V ∂T ∂P
= −1.
∂T ∂P ∂V
Άσκηση 42. (Καταστατική εξίσωση πραγματικού αερίου) Για ένα πραγματικό
αέριο με πίεση P, γραμμομοριακό όγκο Vm και απόλυτη θερμοκρασία T , ισχύει η
εξίσωση van der Waals⁶
( )
a
P+ 2 (Vm − b) = RT a, b, R > 0 σταθερές.
Vm

Δείξτε ότι για ένα τέτοιο αέριο, ισχύει

∂Vm ∂T ∂P
= −1.
∂T ∂P ∂Vm

3.2 Διαφορίσιμες συναρτήσεις


Ορισμός 3.2.1. H f̄ : U → Rm , U ⊂ Rn ανοικτό, λέγεται

(αʹ) διαφορίσιμη⁷ στο x̄ ∈ U, αν υπάρχει μια γραμμική απεικόνιση D : Rn → Rm


τέτοια ώστε
f̄(x̄ + η̄) − f̄(x̄) − Dη̄
lim = 0̄, (3.1)
η̄→0̄ ∥η̄∥

(βʹ) διαφορίσιμη (στο U), αν είναι διαφορίσιμη σε κάθε x̄ ∈ U.

Παρατήρηση 3.2.1. (αʹ) Σύμφωνα με την Παρατηρήση 2.3.2 ισχύει

f̄(x̄ + η̄) − f̄(x̄) − Dη̄ f̄(ȳ) − f̄(x̄) − D(ȳ − x̄)


lim = 0̄ ⇔ lim = 0̄,
η̄→0̄ ∥η̄∥ ȳ→x̄ ∥ȳ − x̄∥

που ισοδυναμούν με

∥f̄(x̄ + η̄) − f̄(x̄) − Dη̄∥ ∥f̄(ȳ) − f̄(x̄) − D(ȳ − x̄)∥


lim =0 ⇔ lim = 0.
η̄→0̄ ∥η̄∥ ȳ→x̄ ∥ȳ − x̄∥

Να προσεχθεί, επίσης, η πολύ χρήσιμη ισοδύναμη μορφή της Παρατήρησης (εʹ).


⁶Johannes Diderik van der Waals, 1837–1923, NL
⁷differentiable

80
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

(βʹ) Στα πλαίσια της Διανυσματικής Ανάλυσης θα ταυτίζουμε πάντα μια γραμμική
απεικόνιση D : Rn → Rm με τον πίνακα
 
d11 ··· d1n
  m×n
D =  ... ..
.
..
. ∈R , (3.2)
dm1 ··· dmn

ο οποίος την αναπαριστά, ως προς τις συνήθεις βάσεις

{ēi : i = 1, . . . , n} ⊂ Rn , {ēj : j = 1, . . . , m} ⊂ Rm .

Γράφοντας τα διανύσματα στους Rn και Rm ως στήλες των συντεταγμένων


τους, ως προς τις βάσεις αυτές, έχουμε
    
d11 ··· d1n η1 η1
   ..   
Dη̄ =  ... ..
.
..
 .  ∈ R
.
m
∀ η̄ =  ...  ∈ Rn .
dm1 ... dmn ηn ηn

(γʹ) Στην περίπτωση m = 1 έχουμε: Μια πραγματική συνάρτηση f : U → R,


U ⊂ Rn ανοικτό, είναι διαφορίσιμη στο x̄ ∈ U, αν και μόνο αν υπάρχει
D = (d1 , . . . , dn ) ∈ Rn τέτοιο, ώστε

f(x̄ + η̄) − f(x̄) − D · η̄


lim = 0.
η̄→0̄ ∥η̄∥

(δʹ) Ειδικότερα στην περίπτωση m = n = 1 έχουμε: Μια πραγματική συνάρτηση


μιας πραγματικής μεταβλητής f : U → R, U ⊂ R ανοικτό, είναι διαφορίσιμη στο
x ∈ U, αν και μόνο αν υπάρχει D ∈ R τέτοιο, ώστε

f(x + η) − f(x) − Dη
lim = 0. (3.3)
η→0 η
Όπως γνωρίζουμε, αυτός είναι ο ορισμός της διαφορισιμότητας μιας πραγματικής
συνάρτησης μίας πραγματικής μεταβλητής στο x ∈ U και το μοναδικό D ∈ R,
για το οποίο ισχύει η (3.3), είναι η παράγωγος f′ (x) = D της f στο x.

(εʹ) Από τον Ορισμό 3.2.1 με D, όπως στο (3.2), την Πρόταση 2.2.1 και την Παρα-
τήρηση (γʹ) προκύπτει ότι η f̄ = (f1 , . . . , fm ) : U → Rm είναι διαφορίσιμη στο
x̄ ∈ U, αν και μόνο αν υπάρχουν (dj1 , . . . , djn ) ∈ Rn , j = 1, . . . , m τέτοια, ώστε

fj (x̄ + η̄) − fj (x̄) − (dj1 , . . . , djn ) · η̄


lim =0 ∀ j = 1, . . . , m,
η̄→0̄ ∥η̄∥

δηλαδή, αν και μόνο αν οι συνιστώσες fj , j = 1, . . . , m, της f̄ είναι διαφορίσιμες


στο x̄.

81
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Είδαμε, στο Παράδειγμα 3.1.1 (δʹ) (βλ. και Παρατήρηση 3.1.3), ότι μια συνάρ-
τηση περισσοτέρων μεταβλητών, η οποία είναι μερικώς διαφορίσιμη σε ένα σημείο
του πεδίου ορισμού της, δεν είναι απαραίτητα συνεχής σε αυτό το σημείο. Αυτό μας
φαίνεται παράξενο, αν σκεφτούμε τι συμβαίνει σε συναρτήσεις μίας μεταβλητής, και
απλώς σημαίνει ότι η κατάλληλη γενίκευση της διαφορισιμότητας συναρτήσεων μίας
μεταβλητής σε συναρτήσεις περισσοτέρων μεταβλητών δεν είναι η μερική διαφορισι-
μότητα αλλά η διαφορισιμότητα.
Έτσι, σύμφωνα με το επόμενο θεώρημα, μια συνάρτηση περισσοτέρων μεταβλη-
τών, που είναι διαφορίσιμη σε ένα σημείο, είναι και συνεχής σε αυτό. Επίσης, το
θεώρημα λέει ότι η διαφορισιμότητα συνεπάγεται και τη μερική διαφορισιμότητα.

Θεώρημα 3.2.1. Έστω ότι η f̄ = (f1 , . . . , fm ) : U → Rm , U ⊂ Rn ανοικτό, είναι


διαφορίσιμη στο x̄ ∈ U, δηλαδή υπάρχει ένα D ∈ Rm×n , όπως στο (3.2) για το
οποίο ισχύει η (3.1). Tότε

(αʹ) η f̄ είναι συνεχής στο x̄,

(βʹ) η f̄ είναι μερικώς διαφορίσιμη στο x̄ με μερικές παραγώγους

∂fj
(x̄) = dji ∀ j = 1, . . . , m, i = 1, . . . , n.
∂xi

Απόδειξη. (αʹ)
( )
( ) f̄(x̄ + η̄) − f̄(x̄) − Dη̄
lim f̄(x̄ + η̄) − f̄(x̄) = lim ∥η̄∥ + Dη̄
η̄→0̄ η̄→0̄ ∥η̄∥
f̄(x̄ + η̄) − f̄(x̄) − Dη̄
= lim ∥η̄∥ lim + lim Dη̄ = 0 0̄ + 0̄ = 0̄,
η̄→0̄ η̄→0̄ ∥η̄∥ η̄→0̄

όπου η δεύτερη ισότητα προκύπτει από την άλγεβρα ορίων (βλ. Θεώρημα 2.3.1 (αʹ)
και Θεώρημα 2.2.1 (γʹ) εφαρμοσμένο σε κάθε συνιστώσα του γινομένου βαθμωτής
επί διανυσματική συνάρτηση, όπως επίσης και Παρατήρηση 2.2.1), ενώ για κάθε
D ∈ Rm×n ισχύει
lim Dη̄ = 0̄, (3.4)
η̄→0̄

αφού από την ανισότητα Cauchy-Schwarz (1.10) έχουμε


m
( )2
∥Dη̄∥2 = (dj1 , . . . , djn ) · η̄
j=1
∑m
≤ ∥(dj1 , . . . , djn )∥2 ∥η̄∥2
j=1
∑m ∑n
= d2ji ∥η̄∥2 =: ∥D∥2 ∥η̄∥2 , (3.5)
j=1 i=1

82
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

και άρα για ∥D∥ > 0


( ]
ε
∀ε>0∀δ∈ 0, ∀ η̄ ∈ B(0̄, δ) : ∥Dη̄∥ ≤ ∥D∥∥η̄∥ < ε
∥D∥
(ενώ αν ∥D∥ = 0 δεν χρειάζεται να δείξουμε τίποτα.)
(βʹ) Από την Παρατήρηση 3.2.1 (εʹ) έχουμε ∀ j = 1, . . . , m
fj (x̄ + η̄) − fj (x̄) − (dj1 , . . . , djn ) · η̄
lim = 0,
η̄→0̄ ∥η̄∥
δηλαδή, με δ0 > 0 τέτοιο, ώστε B(x̄, δ0 ) ⊂ U, ισχύει

∀ ε > 0 ∃ δ ∈ (0, δ0 ) ∀ η̄ ∈ B(0̄, δ) \ {0̄} :


|fj (x̄ + η̄) − fj (x̄) − (dj1 , . . . , djn ) · η̄|

∥η̄∥
και συνεπώς, για η̄ = hēi , h ∈ R, i = 1, . . . , n,
|fj (x̄ + hēi ) − fj (x̄) − dji h|
∀ ε > 0 ∃ δ ∈ (0, δ0 ) ∀ h ∈ (−δ, 0) ∪ (0, δ) : < ε,
|h|
δηλαδή
fj (x̄ + hēi ) − fj (x̄) − dji h
lim =0
h→0 h
και άρα, ισοδύναμα,
∂fj fj (x̄ + hēi ) − fj (x̄)
(x̄) = lim = dji .
∂xi h→0 h
2

Παρατήρηση 3.2.2. Από το Θεώρημα 3.2.1 (βʹ) προκύπτει ότι ο πίνακας D ∈ Rm×n
του Ορισμού 3.2.1 είναι ο μοναδικός Ιακωβιανός πίνακας των μερικών παραγώγων
της f̄ = (f1 , . . . , fm ) : U → Rm στο x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ U ⊂ Rn ,
 
∂f1 ∂f1
(x̄) ··· (x̄)
 ∂x1 ∂xn 
 
 .. .. .. 
Df̄(x̄) = Jf̄ (x̄) =  . . .  ∈ Rm×n ,
 
 ∂fm ∂fm 
(x̄) ··· (x̄)
∂x1 ∂xn
ο οποίος, αν η f̄ είναι διαφορίσιμη στο x̄, ονομάζεται παράγωγος⁸ ή διαφορικό⁹ της
f̄ στο x̄, και έτσι ονομάζεται και η γραμμική απεικόνιση
Df̄(x̄) : Rn → Rm ,
⁸derivative
⁹differential

83
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

που αντιστοιχεί στον πίνακα αυτόν.


Αν η f̄ : U → Rm , U ⊂ Rn ανοικτό, είναι διαφορίσιμη, οι απεικονίσεις

Df̄ : U → Rm×n και Df̄ : U → L(Rn , Rm ), x̄ 7→ Df̄(x̄),

ονομάζονται παράγωγος ή διαφορικό της f̄ (στο U), όπου L(Rn , Rm ) ο διανυσμα-


τικός χώρος των γραμμικών απεικονίσεων από το Rn στο Rm .
Ειδικότερα, για m = 1, και f : U → R διαφορίσιμη στο x̄ ∈ U, η παράγωγος της
f στο x̄ δίνεται από την κλίση της f στο x̄
( )
∂f ∂f
Df(x̄) = grad f(x̄) = (x̄), . . . , (x̄) ∈ Rn .
∂x1 ∂xn

Σύμφωνα με την Παρατήρηση 3.2.1 (εʹ), η παράγωγος Df̄(x̄) ∈ Rm×n μιας f̄ =


(f1 , . . . , fm ) : U → Rm διαφορίσιμης στο x̄ ∈ U ⊂ Rn , έχει ως γραμμές της τις
παραγώγους των συνιστωσών συναρτήσεων fj , j = 1, . . . , m, στο x̄
   
Df1 (x̄) grad f1 (x̄)
 ..   ..  m×n
Df̄(x̄) =  . = .  = Jf̄ (x̄) ∈ R .
Dfm (x̄) grad fm (x̄)

Από το προηγούμενο θεώρημα προκύπτει προφανώς άμεσα, το εξής αποτέλεσμα.

Πόρισμα 3.2.1. Έστω U ⊂ Rn ανοικτό και f̄ : U → Rm διαφορίσιμη. Tότε

(αʹ) η f̄ είναι συνεχής,

(βʹ) η f̄ είναι μερικώς διαφορίσιμη και σε κάθε x̄ ∈ U ο Ιακωβιανός πίνακας της


f̄ στο x̄ είναι η παράγωγος της f̄ στο x̄,

Jf̄ = Df̄ : U → Rm×n .

Σύμφωνα με το προηγούμενο θεώρημα, αν μια συνάρτηση είναι διαφορίσιμη σε


ένα σημείο, τότε, η παράγωγός της δίνεται από τον Ιακωβιανό πίνακα (δηλαδή τις
μερικές παραγώγους) της συνάρτησης σε αυτό το σημείο. Συνεπώς, με τα μέχρι
τώρα γνωστά, για να ελέγξουμε αν μια συνάρτηση είναι διαφορίσιμη σε ένα σημείο,
υπολογίζουμε τον Ιακωβιανό της πίνακα στο σημείο αυτό, και μετά ελέγχουμε, αν
για τον πίνακα αυτόν ισχύει η (3.1).
Υπάρχει όμως και μία άλλη μέθοδος, για να διαπιστώσουμε τη διαφορισιμότητα
μιας συνάρτησης, η οποία απαιτεί μόνο τη γνώση των μερικών παραγώγων σε ένα
ανοικτό σύνολο, που περιέχει το σημείο που μας ενδιαφέρει¹⁰. Συγκεκριμένα, το επό-
μενο θεώρημα δείχνει ότι, αν όλες οι μερικές παράγωγοι μιας συνάρτησης υπάρχουν
σε ένα ανοικτό σύνολο που περιέχει ένα δοσμένο σημείο και είναι συνεχείς στο σημείο
αυτό, τότε η συνάρτηση είναι διαφορίσιμη σε αυτό το σημείο.
¹⁰δηλ. σε μια ανοικτή περιοχή του σημείου ή γύρω από το σημείο

84
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Θεώρημα 3.2.2. Έστω f : U → R μερικώς διαφορίσιμη στο ανοικτό U ⊂ Rn και


∂f
έστω, ότι όλες οι μερικές της παράγωγοι ∂x
i
: U → R, i = 1, . . . , n, είναι συνεχείς
στο x̄ ∈ U. Τότε η f είναι διαφορίσιμη στο x̄.
Απόδειξη. Αφού το U είναι ανοικτό, υπάρχει δ0 > 0 τέτοιο, ώστε B(x̄, δ0 ) ⊂ U.
Έστω η̄ = (η1 , . . . , ηn ) ∈ B(0̄, δ0 ) \ {0̄}. Τότε


k
ȳ(k) := x̄ + ηi ēi ∈ B(x̄, δ0 ) ⊂ U, ∀ k = 1, . . . , n,
i=1

αφού
v v
u k u n
u∑ u∑
∥ȳ − x̄∥ = ∥(η1 , . . . , ηk , 0, . . . , 0)∥ = t
(k)
η2i ≤ t η2i = ∥η̄∥ < δ0 .
i=0 i=1

Επίσης, αφού

ȳ(k) − ȳ(k−1) = ηk ēk για k = 1, . . . , n, όπου ȳ(0) := x̄,

υπάρχουν, σύμφωνα με το Θεώρημα Μέσης Τιμής για πραγματικές συναρτήσεις μιας


πραγματικής μεταβλητής, ϑk ∈ [0, 1] τέτοια, ώστε
( ) ( ) ( ) ( )
f ȳ(k) − f ȳ(k−1) = f ȳ(k−1) + ηk ēk − f ȳ(k−1)
∂f ( (k−1) )
= ηk ȳ + ϑk ηk ēk .
∂xk
Συνεπώς,

( ) ∑n
( )
f(x̄ + η̄) − f(x̄) = f ȳ(n) ) − f(ȳ(0) = f ȳ(k) ) − f(ȳ(k−1)
k=1
∑n
∂f ( (k−1) )
= ηk ȳ + ϑk ηk ēk
∂xk
k=1

και άρα,
∑n ( ∂f ( ) )
∂f
|f(x̄ + η̄) − f(x̄) − grad f(x̄) · η̄| = ηk ȳ(k−1) + ϑk ηk ēk − (x̄)
∂xk ∂xk
k=1
n

∂f ( (k−1) ) ∂f
≤ ∥η̄∥ ȳ + ϑk ηk ēk − (x̄) .
∂xk ∂xk
k=1
∂f
Όμως, αφού οι συναρτήσεις ∂x είναι συνεχείς στο x̄ για κάθε k = 1, . . . , n, θα
k
υπάρχει για κάθε ε > 0 ένα δ ∈ (0, δ0 ) τέτοιο, ώστε για όλα τα η̄ ∈ B(0̄, δ) να ισχύει

∂f ∂f ε

∂x (x̄ + η̄) − ∂x (x̄) < n ,
k k

85
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

και αφού για κάθε η̄ ∈ B(0̄, δ) έχουμε


v
uk−1
u∑
∥ȳ(k−1)
+ ϑk ηk ēk − x̄∥ = ∥(η1 , . . . , ηk−1 , ϑk ηk , 0, . . . , 0)∥ = t η2i + ϑ2k η2k
i=1
v v
u k u n
u∑ u∑
≤t η2i ≤ t η2i = ∥η̄∥ < δ
i=1 i=1


m
(όπου πάντα ai := 0 αν m < n), θα ισχύει τελικά για κάθε η̄ ∈ B(0̄, δ) \ {0̄}
i=n

|f(x̄ + η̄) − f(x̄) − grad f(x̄) · η̄| ∑


n
ε
< = ε.
∥η̄∥ n
k=1
2

Το προηγούμενο θεώρημα για πραγματικές συναρτήσεις γενικεύεται, προφανώς,


και σε διανυσματικές συναρτήσεις.
Πόρισμα 3.2.2. Έστω f̄ = (f1 , . . . , fm ) : U → Rm μερικώς διαφορίσιμη στο
∂f
ανοικτό U ⊂ Rn και έστω, ότι όλες οι μερικές της παράγωγοι ∂xj : U → R,
i
j = 1, . . . , m, i = 1, . . . , n, είναι συνεχείς στο x̄ ∈ U. Τότε η f̄ είναι διαφορίσιμη
στο x̄.
Απόδειξη. Σύμφωνα με τον Ορισμό 3.1.2, οι συνιστώσες fj της f̄ είναι μερικώς δια-
φορίσιμες, και οι μερικές τους παράγωγοι συνεχείς στο x̄. Άρα, σύμφωνα με το Θε-
ώρημα 3.2.2, οι συνιστώσες fj είναι διαφορίσιμες στο x̄, και συνεπώς, σύμφωνα με
την Παρατήρηση 3.2.1 (εʹ), αυτό ισχύει και για την f̄. 2

Προφανώς, από τα προηγούμενα προκύπτει ότι, αν οι μερικές παράγωγοι μιας


συνάρτησης υπάρχουν και είναι συνεχείς σε ένα ανοικτό σύνολο, τότε η συνάρτηση
είναι διαφορίσιμη στο σύνολο αυτό.
Πόρισμα 3.2.3. Έστω f̄ : U → Rm συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη στο ανοικτό
U ⊂ Rn . Τότε η f̄ είναι διαφορίσιμη.
Παρατήρηση 3.2.3. H f̄ = (f1 , . . . , fm ) : U → Rm , U ⊂ Rn ανοικτό, ονομάζεται
συνεχώς διαφορίσιμη¹¹ (στο U), αν είναι διαφορίσιμη και η παράγωγός της,
Df̄ : U → Rm×n ,
είναι συνεχής, όπου μια συνάρτηση
 
a11 (x̄) ··· a1k (x̄)
 
A : U → Rm×k , U ⊂ Rn ανοικτό, A(x̄) =  ..
.
..
.
..
. ,
am1 (x̄) ··· amk (x̄)
¹¹continuously differentiable

86
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

ονομάζεται συνεχής (στο U), αν είναι συνεχής στο x̄ ∈ U για κάθε x̄ ∈ U, δηλ. αν


m ∑
k
lim ∥A(ȳ) − A(x̄)∥ = 0, όπου ∥A(x̄)∥2 = a2ji (x̄)
ȳ→x̄
j=1 i=1

(βλ. (3.5)), και απολύτως ανάλογα με την Πρόταση 1.4.4, αποδεικνύεται ότι η συνάρ-
τηση A είναι συνεχής στο x̄ ∈ U, αν και μόνο αν

lim |aji (ȳ) − aji (x̄)| = 0 ∀ j = 1, . . . , m, i = 1, . . . , k.


ȳ→x̄

Από την Παρατήρηση 3.2.3, τα Πορίσματα 3.2.3 και 3.2.1, και τους ορισμούς
των αναφερομένων εννοιών, προκύπτουν οι ακόλουθες σχέσεις μεταξύ των διαφόρων
ειδών διαφορισιμότητας και της συνέχειας μιας συνάρτησης.

Πρόταση 3.2.1. Έστω U ⊂ Rn ανοικτό και f̄ : U → Rm . Τότε ισχύουν:

f̄ συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη ⇐⇒ f̄ συνεχώς διαφορίσιμη


=⇒ f̄ διαφορίσιμη
{
f̄ συνεχής,
=⇒
f̄ μερικώς διαφορίσιμη.

Απόδειξη. Αν η f̄ είναι συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη, τότε, σύμφωνα με τον Πόρισμα


3.2.3, είναι διαφορίσιμη, και σύμφωνα με το Πόρισμα 3.2.1, η παράγωγός της είναι
ο Ιακωβιανός της πίνακας, ο οποίος σύμφωνα με τον Ορισμό 3.1.2 (εʹ) αποτελείται
από συνεχή στοιχεία. Σύμφωνα με τους ισοδύναμους χαρακτηρισμούς της συνέχειας
συναρτήσεων με τιμές στο χώρο των πινάκων της Παρατήρησης 3.2.3, αυτό σημαίνει
ότι η παράγωγος είναι συνεχής, και άρα η f̄ συνεχώς διαφορίσιμη. Το τελευταίο
συνεπάγεται εξ ορισμού ότι η f̄ είναι διαφορίσιμη, και άρα σύμφωνα με το Πόρισμα
3.2.1 συνεχής και μερικώς διαφορίσιμη.
Αντίστροφα, αν η f̄ είναι συνεχώς διαφορίσιμη, τότε εξ ορισμού θα είναι διαφορί-
σιμη, και από το Πόρισμα 3.2.1 προκύπτει ότι θα είναι και μερικώς διαφορίσιμη και
ότι ο Ιακωβιανός της πίνακας θα είναι η παράγωγός της. Αφού αυτή είναι συνεχής,
θα έχουμε από τις ισοδυναμίες της Παρατήρησης 3.2.3, ότι οι μερικές παράγωγοι της
f̄ είναι συνεχής, και συνεπώς, σύμφωνα με τον Ορισμό 3.1.2 (εʹ), η f̄ είναι συνεχώς
μερικώς διαφορίσιμη. 2

Παρατήρηση 3.2.4. (αʹ) Η προηγούμενη πρόταση ισχύει προφανώς και για πραγ-
ματικές συναρτήσείς και ειδικότερα για τις συνιστώσες συναρτήσεις μιας δια-
νυσματικής συνάρτησης.

(βʹ) Η προηγούμενη πρόταση ισχύει και για περιορισμούς μιας συνάρτησης σε ανοι-
κτά υποσύνολα του πεδίου ορισμού της.
Ειδικότερα, ισχύει και για ανοικτά υποσύνολα γύρω από ένα σημείο. Έτσι,
αν μας ενδιαφέρει η διαφορισιμότητα μιας συνάρτησης σε ένα δοσμένο σημείο

87
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

μπορούμε να υπολογίσουμε τις μερικές παραγώγους της, σε μια οσοδήποτε


μικρή ανοικτή περιοχή γύρω από το σημείο αυτό, και να εξετάσουμε, αν αυτές
είναι συνεχείς. Να σημειωθεί, ότι, αν αυτό ισχύει, τότε έχουμε αποδείξει και τη
συνεχή διαφορισιμότητα της συνάρτησης γύρω από το σημείο.¹²

(γʹ) Εκτός από την αρχική ισοδυναμία στην Πρόταση 3.2.1, όλες οι άλλες συνεπα-
γωγές δεν αντιστρέφονται, και η συνέχεια και η μερική διαφορισιμότητα δεν
συνεπάγονται η μία την άλλη.
Για το τελευταίο, βλ. τα Παραδείγματα 3.1.1 (βʹ) και (δʹ), όπου από το πρώτο
παράδειγμα προκύπτει και ότι η συνέχεια δεν συνεπάγεται τη διαφορισιμότητα
(αφού τότε σύμφωνα με την προηγούμενη πρόταση θα είχαμε και τη μερική δια-
φορισιμότητα), και από το δεύτερο προκύπτει και ότι η μερική διαφορισιμότητα
δεν συνεπάγεται τη διαφορισιμότητα (αφού τότε θα είχαμε και τη συνέχεια).
Όμως, ακόμα και όταν μια συνάρτηση είναι και συνεχής και μερικώς διαφορί-
σιμη, δεν είναι απαραίτητα διαφορίσιμη, βλ. Παράδειγμα 3.2.1, και προφανώς,
μια συνάρτηση μπορεί να είναι διαφορίσιμη, χωρίς να είναι συνεχώς διαφορί-
σιμη, βλ. Παράδειγμα 3.2.2.

(δʹ) Η αρχική ισοδυναμία της Πρότασης 3.2.1, είναι και ο λόγος για τον οποίο ο
χαρακτηρισμός μιας συνάρτησης ως «συνεχώς μερικώς διαφορίσιμης» χρησιμο-
ποιείται σπάνια. Συναρτήσεις με αυτή την ιδιότητα ονομάζονται συνηθέστερα
«συνεχώς διαφορίσιμες» και σύμφωνα με τον Ορισμό 3.1.2 (εʹ), είναι αυτές,
των οποίων όλες οι μερικές παράγωγοι υπάρχουν στο ανοικτό πεδίο ορισμού
τους, και είναι συνεχείς.
Σύμφωνα με την υποσημείωση 3 στη σελίδα 73, οι συνεχώς διαφορίσιμες συ-
ναρτήσεις f : U → R με U ⊂ Rn ανοικτό, λέγονται και C1 -συναρτήσεις και
συμβολίζονται με f ∈ C1 (U). Και οι συνεχώς διαφορίσιμες διανυσματικές συ-
ναρτήσεις f̄ : U → Rm , U ⊂ Rn ανοικτό, λέγονται C1 -συναρτήσεις, και τις
συμβολίζουμε με f̄ ∈ C1 (U; Rm ), όταν m ≥ 2, για να τις ξεχωρίζουμε από τις
πραγματικές.
Παράδειγμα 3.2.1. Έστω η συνάρτηση
{ xy
∥(x,y)∥
, (x, y) ∈ R2 \ {(0, 0)},
f(x, y) = .
0, (x, y) = (0, 0).

H f είναι συνεχώς διαφορίσιμη στο R2 \ {(0, 0)}, συνεχής στο (0, 0), αφού

|xy| ∥(x, y)∥2


≤ = ∥(x, y)∥ ∀(x, y) ∈ R2 \ {(0, 0)}
∥(x, y)∥ ∥(x, y)∥
και άρα
lim f(x, y) = 0,
(x,y)→(0,0)

¹²Συχνά, αυτό εκφράζεται (αυστηρά ιδωμένα, λάθος) λέγοντας ότι η συνάρτηση είναι συνεχώς διαφορί-
σιμη στο σημείο αυτό.

88
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

και μερικώς διαφορίσιμη στο (0, 0), αφού υπάρχουν οι μερικές της παράγωγοι
∂f f(h, 0) − f(0, 0) f(0, h) − f(0, 0) ∂f
(0, 0) = lim = 0 = lim = (0, 0).
∂x h→0 h h→0 h ∂y
Όμως, δεν είναι διαφορίσιμη στο (0, 0), αφού δεν υπάρχει το όριο
f(x, y) − f(0, 0) − grad f(0, 0) · (x, y) xy
lim = lim
(x,y)→(0,0) ∥(x, y)∥ (x,y)→(0,0) ∥(x, y)∥2

βλ. Παράδειγμα 3.1.1 (δʹ).


Παράδειγμα 3.2.2. Έστω η συνάρτηση
{
∥(x, y)∥2 sin ∥(x1,y)∥ , ∥(x, y)∥ ̸= 0,
f(x, y) = (x, y) ∈ R2 .
0, ∥(x, y)∥ = 0,
H f είναι συνεχώς διαφορίσιμη στο R2 \ {(0, 0)} με παράγωγο στο (x, y) ∈ R2 \
{(0, 0)} την κλίση της f στο (x, y),
( )
∂f ∂f
Df(x, y) = grad f(x, y) = (x, y), (x, y) ,
∂x ∂y
όπου, αφού
1 1 1
h(t) := t2 sin , t > 0 =⇒ h′ (t) = 2t sin − cos ,
t t t
έχουμε, βλ. Παράδειγμα 3.1.1 (γʹ),
∂f 1 x 1
(x, y) = 2x sin − cos ,
∂x ∥(x, y)∥ ∥(x, y)∥ ∥(x, y)∥
∂f 1 y 1
(x, y) = 2y sin − cos .
∂y ∥(x, y)∥ ∥(x, y)∥ ∥(x, y)∥
Η f είναι επίσης μερικώς διαφορίσιμη στο (0, 0), αφού
∂f f(h, 0) − f(0, 0) 1
(0, 0) = lim = lim h sin = 0,
∂x h→0 h h→0 h
∂f f(0, h) − f(0, 0) 1
(0, 0) = lim = lim h sin = 0,
∂y h→0 h h→0 h
δηλ. υπάρχει η κλίση
grad f(0, 0) = (0, 0).
Η f είναι και διαφορίσιμη στο (0, 0) με παράγωγο Df(0, 0) = grad f(0, 0) = (0, 0),
αφού
f(x, y) − f(0, 0) − grad f(0, 0) · (x, y)
lim
(x,y)→(0,0) ∥(x, y)∥
f(x, y) 1
= lim = lim ∥(x, y)∥ sin = 0.
(x,y)→(0,0) ∥(x, y)∥ (x,y)→(0,0) ∥(x, y)∥

89
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Άρα η f είναι διαφορίσιμη. Αλλά δεν είναι συνεχώς (μερικώς) διαφορίσιμη, αφού οι
μερικές της παράγωγοι δεν είναι συνεχείς στο (0, 0), καθώς δεν υπάρχουν τα όρια

∂f ( 1 x 1)
lim (x, 0) = lim 2x sin − cos ,
x→0 ∂x x→0 |x| |x| |x|
∂f ( 1 y 1)
lim (0, y) = lim 2y sin − cos ,
y→0 ∂y y→0 |y| |y| |y|
αφού, π.χ.,

∂f ( 1 ) ∂f ( 2 ) 4
, 0 = −1 → −1, ,0 = (−1)ν+1 → 0.
∂x 2πν ∂x πν πν

Σε αντιστοιχία με τη λεγόμενη άλγεβρα Ιακωβιανών πινάκων για μερικώς δια-


φορίσιμες συναρτήσεις, υπάρχει και μια άλγεβρα παραγώγων διαφορίσιμων συναρ-
τήσεων. Να προσεχθεί, ότι η παράγωγος μιας διαφορίσιμης συνάρτησης ταυτίζεται
με τον Ιακωβιανό πίνακά της, αλλά ικανοποιεί, επιπλέον, και τη συνθήκη του ορίου
(3.1). Συνεπώς, το κύριο αποτέλεσμα του επόμενου θεωρήματος είναι, ότι η διαφο-
ρισιμότητα μένει αναλλοίωτη κάτω από τις συνήθεις πράξεις συναρτήσεων.

Θεώρημα 3.2.3. (Άλγεβρα παραγώγων) Έστω U ⊂ Rn ανοικτό και

f̄, ḡ : U → Rm και φ, ψ : U → R με ψ(x̄) ̸= 0

διαφορίσιμες στο x̄ ∈ U. Τότε οι συναρτήσεις


f̄ + ḡ : U → Rm , f̄ · ḡ : U → R, φf̄ : U → Rm , : U → Rm
ψ
είναι διαφορίσιμες στο x̄, και έχουν τις παραγώγους

(αʹ) (Παράγωγος αθροίσματος διανυσματικών συναρτήσεων)

D(f̄ + ḡ)(x̄) = Df̄(x̄) + Dḡ(x̄) ∈ Rm×n ,

(βʹ) (Παράγωγος εσωτερικού γινομένου διανυσματικών συναρτήσεων)

D(f̄ · ḡ)(x̄) = ḡ(x̄)T Df̄(x̄) + f̄(x̄)T Dḡ(x̄) ∈ Rn ,

(γʹ) (Παράγωγος βαθμωτής επί διανυσματική συνάρτηση)

D(φf̄)(x̄) = φ(x̄)Df̄(x̄) + f̄(x̄)Dφ(x̄) ∈ Rm×n ,

(δʹ) (Παράγωγος πηλίκου διανυσματικής δια βαθμωτή συνάρτηση)


( )
f̄ ψ(x̄)Df̄(x̄) − f̄(x̄)Dψ(x̄)
D (x̄) = ∈ Rm×n ,
ψ ψ2 (x̄)

90
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

όπου τα f̄(x̄), ḡ(x̄) θεωρούνται διανύσματα-στήλες.


Απόδειξη. Αφού οι συναρτήσεις f̄, ḡ, φ και ψ είναι διαφορίσιμες στο x̄, είναι εκεί
και μερικώς διαφορίσιμες, και συνεπώς σύμφωνα με το Θεώρημα 3.1.1, οι εκφράσεις
στα δεξιά των παραπάνω ισοτήτων ισούνται με τους Ιακωβιανούς πίνακες των f̄ + ḡ,
f̄ · ḡ, φf̄ και ψ

στο x̄, αντίστοιχα. Μένει μόνο να δείξουμε ότι αυτοί οι Ιακωβιανοί
πίνακες (δηλ. οι εκφράσεις στα δεξιά των ισοτήτων) ικανοποιούν τη συνθήκη του
ορίου (3.1).
(αʹ)
( )
(f̄ + ḡ)(x̄ + η̄) − (f̄ + ḡ)(x̄) − Df̄(x̄) + Dḡ(x̄) η̄
lim
η̄→0̄ ∥η̄∥
f̄(x̄ + η̄) − f̄(x̄) − Df̄(x̄)η̄ ḡ(x̄ + η̄) − ḡ(x̄) − Dḡ(x̄)η̄
= lim + lim = 0̄.
η̄→0̄ ∥ η̄ ∥ η̄→0̄ ∥η̄∥
(βʹ) Από την απόδειξη του (βʹ) στο Θεώρημα 3.1.1 έχουμε

(f̄ · ḡ)(x̄ + η̄) − (f̄ · ḡ)(x̄) − grad (f̄ · ḡ)(x̄) · η̄


lim
η̄→0̄ ∥η̄∥
( )
∑ m
(fj gj )(x̄ + η̄) − (fj gj )(x̄) − fj (x̄) grad gj (x̄) + gj (x̄) grad fj (x̄) · η̄
= lim
η̄→0̄ ∥η̄∥
j=1
∑ m (
fj (x̄ + η̄) − fj (x̄) − grad fj (x̄) · η̄
= lim gj (x̄ + η̄)
η̄→0̄ ∥η̄∥
j=1

gj (x̄ + η̄) − gj (x̄) − grad gj (x̄) · η̄


+ fj (x̄)
∥η̄∥
)
( ) grad fj (x̄) · η̄
+ gj (x̄ + η̄) − gj (x̄) = 0̄.
∥η̄∥

(γʹ) Σύμφωνα με την Παρατήρηση 3.2.1 (εʹ), το αποτέλεσμα ακολουθεί από το ότι
( )
(φfj )(x̄ + η̄) − (φfj )(x̄) − φ(x̄) grad fj (x̄) + fj (x̄) grad φ(x̄) · η̄
lim = 0̄
η̄→0̄ ∥η̄∥
για κάθε j = 1, . . . , m, το οποίο ισχύει, σύμφωνα με την απόδειξη του (βʹ).
(δʹ) Ακολουθεί από το (γʹ) (βλ. και την απόδειξη του (δʹ) στο Θεώρημα 3.1.1), αφού
( )
1 1 1 grad ψ(x̄) · η̄
lim − +
η̄→0̄ ∥ η̄ ∥ψ(x̄ + η̄) ψ(x̄) ψ2 (x̄)
(( ) )
ψ(x̄ + η̄) − ψ(x̄) grad ψ(x̄) · η̄ ψ(x̄ + η̄) − ψ(x̄) − grad ψ(x̄) · η̄
= lim −
η̄→0̄ ψ(x̄ + η̄)ψ2 (x̄)∥η̄∥ ∥η̄∥ψ(x̄ + η̄)ψ(x̄)
= 0̄.

91
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Ο χρησιμότερος κανόνας διαφόρισης είναι ο λεγόμενος Κανόνας της Αλυσίδας


(chain rule) ή Κανόνας παραγώγου σύνθετης συνάρτησης.

Θεώρημα 3.2.4. (Κανόνας της Αλυσίδας)


Έστω U ⊂ Rn , V ⊂ Rm ανοικτά, f̄ : U → Rm με f̄(U) ⊂ V , ḡ : V → Rk , και
έστω ότι η f̄ είναι διαφορίσιμη στο x̄ ∈ U και η ḡ είναι διαφορίσιμη στο ȳ := f̄(x̄).
Τότε η σύνθετη συνάρτηση ḡ ◦ f̄ : U → Rk είναι διαφορίσιμη στο x̄ με παράγωγο

D(ḡ ◦ f̄)(x̄) = Dḡ(f̄(x̄))Df̄(x̄).

Απόδειξη. Θέτουμε A := Df̄(x̄), B := Dḡ(ȳ) = Dḡ(f̄(x̄)). Θέλουμε να δείξουμε ότι

(ḡ ◦ f̄)(x̄ + η̄) − (ḡ ◦ f̄)(x̄) − BAη̄


lim = 0̄.
η̄→0̄ ∥η̄∥

Αφού το V είναι ανοικτό, θα υπάρχει δ1 > 0 τέτοιο ώστε B(ȳ, δ1 ) ⊂ V . Συνεπώς,


αφού το U είναι ανοικτό, και η f̄ ως διαφορίσιμη είναι και συνεχής στο x̄ ∈ U, θα
υπάρχει δ2 > 0 τέτοιο, ώστε B(x̄, δ2 ) ⊂ U και f̄(B(x̄, δ2 )) ⊂ B(ȳ, δ1 ) ⊂ V . Έστω,
λοιπόν, στα επόμενα

η̄ ∈ B(0̄, δ2 ) \ {0̄} ⊂ Rn και ξ̄ ∈ B(0̄, δ1 ) \ {0̄} ⊂ Rm .

Τότε

x̄ + η̄ ∈ B(x̄, δ2 ) \ {x̄} ⊂ U, f̄(x̄ + η̄) ∈ B(ȳ, δ1 ) ⊂ V, ȳ + ξ̄ ∈ B(ȳ, δ1 ) \ {ȳ} ⊂ V.

Γνωρίζουμε ότι

f̄(x̄ + η̄) − f̄(x̄) − Aη̄


lim = 0̄,
η̄→0̄ ∥η̄∥
ḡ(ȳ + ξ̄) − ḡ(ȳ) − Bξ̄
lim = 0̄,
ξ̄→0̄ ∥ξ̄∥
δηλαδή, ισοδύναμα, ότι

φ̄(η̄)
f̄(x̄ + η̄) = f̄(x̄) + Aη̄ + φ̄(η̄) με lim = 0̄,
η̄→0̄ ∥η̄∥
ψ̄(ξ̄)
ḡ(ȳ + ξ̄) = ḡ(ȳ) + Bξ̄ + ψ̄(ξ̄) με lim = 0̄.
ξ̄→0̄ ∥ξ̄∥

Έχουμε συνεπώς,

(ḡ ◦ f̄)(x̄ + η̄) = ḡ(f̄(x̄ + η̄)) = ḡ(f̄(x̄) + Aη̄ + φ̄(η̄))


= ḡ(f̄(x̄)) + BAη̄ + Bφ̄(η̄) + ψ̄(Aη̄ + φ̄(η̄)).

92
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Αν δείξουμε ότι
Bφ̄(η̄) + ψ̄(Aη̄ + φ̄(η̄))
lim = 0̄
η̄→0̄ ∥η̄∥
έχουμε το ζητούμενο, αφού τότε

(ḡ ◦ f̄)(x̄ + η̄) − (ḡ ◦ f̄)(x̄) − BAη̄ Bφ̄(η̄) + ψ̄(Aη̄ + φ̄(η̄))


lim = lim = 0̄.
η̄→0̄ ∥η̄∥ η̄→0̄ ∥η̄∥

φ̄(η̄)
Αφού lim = 0̄ και lim Bξ̄ = 0̄ = B0̄ (βλ. (3.4)) έχουμε από το Θεώρημα
η̄→0̄ ∥η̄∥ ξ̄→0̄
2.3.2 (γʹ)
Bφ̄(η̄)
lim = 0̄.
η̄→0̄ ∥η̄∥

Επίσης (για ε = 1)

∃ δ3 ∈ (0, δ2 ) ∀ η̄ ∈ B(0̄, δ3 ) \ {0̄} : ∥φ̄(η̄)∥ ≤ ∥η̄∥.

ψ̄(ξ̄)
Από την άλλη, αφού lim = 0̄, δηλ., ισοδύναμα,
ξ̄→0̄ ∥ξ̄∥

ψ̄(ξ̄) = ∥ξ̄∥ψ̄1 (ξ̄) με lim ∥ψ̄1 (ξ̄)∥ = 0̄,


ξ̄→0̄

έχουμε για η̄ ∈ B(0̄, δ3 ) \ {0̄}

∥ψ̄(Aη̄ + φ̄(η̄))∥ ∥Aη̄ + φ̄(η̄)∥∥ψ̄1 (Aη̄ + φ̄(η̄))∥


=
∥η̄∥ ∥η̄∥
≤ (∥A∥ + 1)∥ψ̄1 (Aη̄ + φ̄(η̄))∥.

Όμως, αφού lim Aη̄ = 0̄ = 0̄, lim φ̄(η̄) = 0̄ =: φ̄(0̄) και lim ψ̄1 (ξ̄) = 0̄ =: ψ̄1 (0̄),
η̄→0̄ η̄→0̄ ξ̄→0̄
και αφού συνθέσεις συνεχών συναρτήσεων είναι συνεχείς (βλ. Θεώρημα 2.3.1 (γʹ) ή,
ισοδύναμα, Θεώρημα 2.3.2 (γʹ)), έχουμε

lim ∥ψ̄1 (Aη̄ + φ̄(η̄))∥ = 0,


η̄→0̄

και άρα, και


∥ψ̄(Aη̄ + φ̄(η̄))∥
lim = 0,
η̄→0̄ ∥η̄∥
το οποίο ολοκληρώνει την απόδειξη. 2

Ο Κανόνας της Αλυσίδας (Θεώρημα 3.2.4) έχει, στην ειδική περίπτωση της σύν-
θεσης μιας διαφορίσιμης διανυσματικής συνάρτησης μίας πραγματικής μεταβλητής
(δηλ. μιας διαφορίσιμης καμπύλης, βλ. Παρατήρηση 2.1.3 (γʹ) και κυρίως §3.7) με μία
διαφορίσιμη πραγματική συνάρτηση πολλών μεταβλητών, την ακόλουθη μορφή:

93
3.2. ΔΙΑΦΟΡΙΣΙΜΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Πόρισμα 3.2.4. (Κανόνας της Αλυσίδας για καμπύλες) Έστω γ̄ = (γ1 , . . . , γn ) :


I → Rn μια διαφορίσιμη καμπύλη, U ⊂ Rn ανοικτό με γ̄(I) ⊂ U, και f : U → R
διαφορίσιμη. Τότε η f ◦ γ̄ : I → R είναι διαφορίσιμη με παράγωγο

(f ◦ γ̄)′ (t) = grad f(γ̄(t)) · γ̄′ (t)


∂f ∂f
= (γ̄(t))γ1′ (t) + · · · + ′
(γ̄(t))γn (t) ∀ t ∈ I.
∂x1 ∂xn

3.2.1 Ασκήσεις
Άσκηση 43. Δείξτε ότι οι ακόλουθες συναρτήσεις είναι διαφορίσιμες (στο πεδίο ορι-
σμού τους) και υπολογίστε την παράγωγό τους σε κάθε σημείο του.

(αʹ) f(x, y) = x + y στο R2 ,


xy
(βʹ) f(x, y, z) = για (x, y, z) ∈ R3 με z ̸= 0,
z
( √ )
x
√ + y
(γʹ) f̄(x, y) = για x, y > 0,
x+y
( )
1 + ln√
x
(δʹ) f̄(x, y, z) = √ για x, y, z > 0.
x y+ z

Άσκηση 44. Έστω η f̄ : U → Rm , U ⊂ Rn ανοικτό, διαφορίσιμη στο x̄ ∈ U. Δείξτε


ότι η f είναι τοπικά Lipschitz¹³ στο x̄, δηλ. υπάρχει ένα ε > 0 και μια σταθερά
L > 0, έτσι ώστε

∥f̄(x̄) − f̄(ȳ)∥ ≤ L∥x̄ − ȳ∥ ∀ ȳ ∈ B(x̄, ε) ⊂ Rn .

Άσκηση 45. (Θεώρημα Euler¹⁴ για ομογενείς συναρτήσεις) Έστω f : Rn → R


διαφορίσιμη και ομογενής, βαθμού α, δηλ. f(tx̄) = tα f(x̄) για κάθε t > 0 και κάθε
x̄ ∈ Rn . Δείξτε ότι ισχύει

Df(x̄) · x̄ = αf(x̄) ∀ x̄ ∈ Rn .

Άσκηση 46. Έστω οι συναρτήσεις f, g : R2 → R με

f(x, y) = sin(xy) και g(x, y) = ex+y .

Υπολογίστε τις παραγώγους

Df(x, y), Dg(x, y), D(f + g)(x, y), D(2f)(x, y), D(fg)(x, y), D(f/g)(x, y).
¹³Rudolf Lipschitz, 1832–1903, D
¹⁴Leonhard Euler, 1707–1783, CH

94
3.3. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ

Άσκηση 47. Έστω οι συναρτήσεις

f(u, v) = ln(u2 + v2 ), (u, v) ∈ R2 \ {(0, 0)},


g1 (x, y) = xy, (x, y) ∈ R2 ,

x
g2 (x, y) = , (x, y) ∈ (0, ∞) × (0, ∞)
y
και η σύνθεσή τους
( )
( ) x
F(x, y) = f g1 (x, y), g2 (x, y) = ln x y + 2 2 2
, (x, y) ∈ (0, ∞) × (0, ∞).
y

Υπολογίστε την παράγωγο της F πρώτα απευθείας και έπειτα με χρήση του Κανόνα
της Αλυσίδας.

Άσκηση 48. Έστω U ⊂ Rn ανοικτό, x̄0 ∈ U και f, g : U → R με f συνεχή στο x̄0


και g διαφορίσιμη στο x̄0 , όπου g(x̄0 ) = 0. Δείξτε ότι η fg είναι διαφορίσιμη στο x̄0
με D(fg)(x̄0 ) = f(x̄0 )Dg(x̄0 ).

3.3 Γεωμετρική ερμηνεία των παραγώγων


Στις προηγούμενες παραγράφους γνωρίσαμε δυο ειδών διαφορισιμότητες συναρ-
τήσεων f̄ = (f1 , . . . , fm ) : U → Rm , U ⊂ Rn ανοικτό, σε ένα σημείο x̄ ∈ U:

• τη μερική διαφορισιμότητα, σύμφωνα με την οποία υπάρχει ο Ιακωβιανός πί-


νακας  
∂f1 ∂f1
(x̄) ··· (x̄)
 ∂x1 ∂xn 
 
 .. .. .. 
Jf̄ (x̄) =  . . .  ∈ Rm×n , (3.6)
 
 ∂fm ∂fm 
(x̄) ··· (x̄)
∂x1 ∂xn
με στοιχεία τις μερικές παραγώγους των j-οστών συνιστωσών fj : U → R της
f̄ στο x̄ ως προς την i-οστή μεταβλητή

∂fj fj (x̄ + hēi ) − fj (x̄)


(x̄) = lim ∈ R, j = 1, . . . , m, i = 1, . . . , n,
∂xi h→0 h

• και τη διαφορισιμότητα, σύμφωνα με την οποία ο Ιακωβιανός πίνακας Jf̄ (x̄)


αναπαριστά τη βέλτιστη γραμμική προσέγγιση στη συνάρτηση f̄ στο σημείο x̄,
δηλ. τη γραμμική απεικόνιση

Df̄(x̄) : Rn → Rm , Df̄(x̄)η̄ = Jf̄ (x̄)η̄, (3.7)

95
3.3. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ

για την οποία ισχύει

f̄(x̄ + η̄) − f(x̄) − Df̄(x̄)η̄


lim = 0̄. (3.8)
η̄→0̄ ∥η̄∥

Τότε, ο πίνακας Df̄(x̄) = Jf̄ (x̄) ∈ Rm×n ονομάζεται παράγωγος της f̄ στο x̄.

Με άλλα λόγια, αν υπάρχει o Ιακωβιανός πίνακας (3.6), αλλά η (3.7) δεν ικανοποιεί
την (3.8), η f̄ είναι στο x̄ μερικώς διαφορίσιμη, αλλά όχι διαφορίσιμη.

Επειδή

fj (x̄ + η̄) − f(x̄) − grad fj (x̄) · η̄


(3.8) ⇐⇒ lim =0 ∀ j = 1, . . . , m, (3.9)
η̄→0̄ ∥η̄∥

όπου ( )
∂fj ∂fj
grad fj (x̄) = (x̄), . . . , (x̄)
∂x1 ∂xn
η κλίση της fj στο x̄, βλέπουμε ότι η διαφορά των δύο εννοιών διαφορισιμότητας
δεν έγκειται στο αν η συνάρτηση που εξετάζουμε είναι διανυσματική ή πραγματική,
αφού από τις (3.6) και (3.9) προκύπτει

f̄ μερικώς διαφορίσιμη στο x̄ ⇔ fj μερικώς διαφορίσιμες στο x̄ ∀ j = 1, . . . , m

και
f̄ διαφορίσιμη στο x̄ ⇔ fj διαφορίσιμες στο x̄ ∀ j = 1, . . . , m.
Για την κατανόηση της διαφοράς των δύο εννοιών διαφορισιμότητας αρκεί, λοιπόν,
να εξετάσουμε πραγματικές συναρτήσες περισσοτέρων μεταβλητών. Ας κάνουμε αυτή
την εξέταση για πραγματικές συναρτήσεις δύο μεταβλητών. Αυτά που θα πούμε
γενικεύονται ανάλογα, σε περισσότερες μεταβλητές.
Στην περίπτωση λοιπόν μιας πραγματικής συνάρτησης δύο μεταβλητών

f : U → R, (x, y) 7→ f(x, y), (x, y) ∈ U, U ⊂ R2 ανοικτό,

το γράφημα της f
Γf = {(x, y, f(x, y)) ∈ R3 : (x, y) ∈ U}
με αναλυτική εξίσωση
z = f(x, y), (x, y) ∈ U,
είναι η «επιφάνεια»¹⁵ στον χώρο R3 ,
η οποία σχηματίζεται, αν «πάνω» από κάθε
σημείο (x, y) ∈ U που βρίσκεται στο επίπεδο 0xy σημειώσουμε παράλληλα στον
άξονα 0z το σημείο (x, y, z), όπου z = f(x, y) ∈ R είναι το ύψος του γραφήματος
¹⁵Για να είναι το γράφημα της f πράγματι επιφάνεια, πρέπει η f να έχει κάποιες ιδιότητες (βλ. Παρά-
δειγμα 4.3.1), τις οποίες διαισθητικά προϋποθέτουμε εδώ, βλ. το Σχήμα 2.1

96
3.3. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ

στο σημείο (x, y), με απόλυτη τιμή την απόσταση του (x, y, f(x, y)) ∈ R3 από το
επίπεδο 0xy.
Οι μερικές παράγωγοι της f σε ένα σημείο (x0 , y0 ) ∈ U

∂f f(x0 + h, y0 ) − f(x0 , y0 )
(x0 , y0 ) = lim ,
∂x h→0 h
∂f f(x0 , y0 + h) − f(x0 , y0 )
(x0 , y0 ) = lim
∂y h→0 h
είναι οι παράγωγοι των συναρτήσεων

(x0 − ε, x0 + ε) ∋ x 7→ f(x, y0 ), (y0 − ε, y0 + ε) ∋ y 7→ f(x0 , y),

αντίστοιχα, όπου ε > 0 τέτοιο, ώστε

(x0 − ε, x0 + ε) × (y0 − ε, y0 + ε) ⊂ U.
∂f
Συνεπώς, η (x0 , y0 ) δίνει την κλίση της εφαπτομένης (ευθείας) στο σημείο
∂x
(x0 , y0 , f(x0 , y0 )) της καμπύλης

{(x, y0 , f(x, y0 )) ∈ R3 : x ∈ R με (x, y0 ) ∈ U},

που προκύπτει από την τομή του γραφήματος Γf με τo επίπεδo y = y0 και έχει
αναλυτική εξίσωση

z = f(x, y0 ), y = y0 , x ∈ R με (x, y0 ) ∈ U.

Η εφαπτομένη αυτή βρίσκεται στο επίπεδο y = y0 , το οποίο είναι παράλληλο του


επιπέδου 0xz, και έχει αναλυτική εξίσωση

∂f
z = f(x0 , y0 ) + (x − x0 ) (x0 , y0 ), y = y0 , x ∈ R.
∂x
∂f
Αντίστοιχα, η (x0 , y0 ) δίνει την κλίση της εφαπτομένης (ευθείας) στο σημείο
∂y
(x0 , y0 , f(x0 , y0 )) της καμπύλης

{(x0 , y, f(x0 , y)) ∈ R3 : y ∈ R με (x0 , y) ∈ U},

που προκύπτει από την τομή του γραφήματος Γf με τo επίπεδo x = x0 και έχει
αναλυτική εξίσωση

z = f(x0 , y), x = x0 , y ∈ R με (x0 , y) ∈ U.

Η εφαπτομένη αυτή βρίσκεται στο επίπεδο x = x0 , το οποίο είναι παράλληλο του


επιπέδου 0yz, και έχει αναλυτική εξίσωση

∂f
z = f(x0 , y0 ) + (y − y0 ) (x0 , y0 ), x = x0 , y ∈ R.
∂y

97
3.3. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ

Οι δύο αυτές εφαπτόμενες ευθείες τέμνονται στο σημείο (x0 , y0 , f(x0 , y0 )) ∈ Γf ,


βρίσκονται καθεμία σε ένα επίπεδο που είναι κάθετο στο άλλο, και ορίζουν ένα
μοναδικό επίπεδο που τις περιέχει, με αναλυτική εξίσωση

∂f ∂f
z = f(x0 , y0 ) + (x − x0 ) (x0 , y0 ) + (y − y0 ) (x0 , y0 )
∂x ∂y
= f(x0 , y0 ) + (x − x0 , y − y0 ) · grad f(x0 , y0 ), (x, y) ∈ R2 ,

και κλίση grad f(x0 , y0 ) .


Το επίπεδο αυτό ονομάζεται εφαπτόμενο επίπεδο στο σημείο (x0 , y0 , f(x0 , y0 ))
του γραφήματος Γf της f, αν και μόνο αν

f(x, y) − f(x0 , y0 ) − (x − x0 , y − y0 ) · grad f(x0 , y0 )


lim = 0,
(x,y)→(x0 ,y0 ) ∥(x − x0 , y − y0 )∥

δηλ., αν και μόνο αν η f είναι διαφορίσιμη στο σημείο (x0 , y0 ) ∈ U.


Τότε, όπως τονίσαμε και εισαγωγικά, η κλίση grad f(x0 , y0 ) του εφαπτόμενου
επιπέδου στο σημείο (x0 , y0 , f(x0 , y0 )) του γραφήματος Γf της f είναι η παράγωγος
Df(x0 , y0 ) της f στο σημείο (x0 , y0 ),
( )
∂f ∂f
grad f(x0 , y0 ) = (x0 , y0 ), (x0 , y0 ) = Df(x0 , y0 ).
∂x ∂y

Tο εφαπτόμενο επίπεδο στο σημείο (x0 , y0 , f(x0 , y0 )) του γραφήματος Γf της


διαφορίσιμης συνάρτησης f στο σημείο αυτό αποτελείται από τα σημεία (διανυσμα-
τική εξίσωση)
       
x x0 1 0
       
y =  y0  + (x − x0 )  0  + (y − y0 )  1 ,
∂f ∂f
z f(x0 , y0 ) ∂x (x0 , y0 ) ∂y (x0 , y0 )
x, y ∈ R, (3.10)

και είναι κάθετο στο διάνυσμα που δίνεται από το εξωτερικό γινόμενο
     ∂f 
1 0 ē1 ē2 ē3 − ∂x (x0 , y0 )

    1  ∂f 
×
∂f
 0 1 = 0 ∂x (x0 , y0 ) = − ∂y (x0 , y0 ) .

∂f ∂f 0 ∂f
∂x (x0 , y0 ) ∂y (x0 , y0 ) 1 ∂y (x0 , y0 ) 1

Έτσι η αναλυτική εξίσωση του εφαπτόμενου επιπέδου στο σημείο (x0 , y0 , f(x0 , y0 ))
του γραφήματος Γf της f δίνεται από την εξίσωση
 ∂f
  
− ∂x (x0 , y0 ) x − x0
 ∂f   
− ∂y (x0 , y0 ) ·  y − y0  = 0.
1 z − f(x0 , y0 )

98
3.3. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ

Τέλος, αν στην διανυσματική εξίσωση του εφαπτόμενου επιπέδου θέσουμε την


παράμετρο y = y0 , έχουμε την διανυσματική εξίσωση της εφαπτομένης στο σημείο
(x0 , y0 , f(x0 , y0 )) της καμπύλης {(x, y0 , f(x, y0 )) ∈ R3 : x ∈ R με (x, y0 ) ∈ U},
     
x x0 1
     
∈R , x ∈ R,
3
y =  y0  + (x − x0 )  0
z f(x0 , y0 ) ∂f
∂x (x0 , y0 )

ενώ, αν θέσουμε την παράμετρο x = x0 , έχουμε την διανυσματική εξίσωση της εφα-
πτομένης στο σημείο (x0 , y0 , f(x0 , y0 )) της καμπύλης {(x0 , y, f(x0 , y)) ∈ R3 : y ∈
R με (x0 , y) ∈ U},
     
x x0 0
     
∈R , y ∈ R.
3
y =  y0  + (y − y0 )  1
∂f
z f(x0 , y0 ) ∂y (x0 , y0 )

Αντίστοιχα, θέτωντας y = y0 ή x = x0 στην αναλυτική εξίσωση του εφαπτόμενου


επιπέδου, παίρνουμε τις αναλυτικές εξισώσεις των εφαπτόμενων (ευθειών) στις κα-
μπύλες που προκύπτουν από την τομή του Γf με τα επίπεδα y = y0 ή x = x0 ,
αντίστοιχα.

Παράδειγμα 3.3.1. Ας εξετάσουμε όλα τα παραπάνω σε μια από τις πιο απλές πραγ-
ματικές συναρτήσεις δύο μεταβλητών, προσπαθώντας να τα «δούμε» (κυριολεκτικά)
γεωμετρικά. Έστω, λοιπόν, η

f(x, y) = x2 + y2 = ∥(x, y)∥2 , (x, y) ∈ R2 .

Το γράφημα Γf της f είναι το ελλειπτικό παραβολοειδές με αναλυτική εξίσωση

z = x2 + y2 , (x, y) ∈ R2 .

Η f έχει στο σημείο (x0 , y0 ) τις μερικές παραγώγους

∂f ∂f
(x0 , y0 ) = 2x0 , (x0 , y0 ) = 2y0 ,
∂x ∂y
και συνεπώς, την κλίση
grad f(x0 , y0 ) = 2(x0 , y0 ).
H f είναι διαφορίσιμη σε κάθε σημείο (x0 , y0 ) ∈ R2 , αφού γενικότερα η

g(x̄) = ∥x̄∥2 , x̄ ∈ Rn ,

με κλίση
grad g(x̄) = 2x̄

99
3.3. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ

είναι διαφορίσιμη, επειδή

∥x̄ + η̄∥2 − ∥x̄∥2 − 2x̄ · η̄


lim = lim ∥η̄∥ = 0.
η̄→0̄ ∥η̄∥ η̄→0̄

Συνεπώς, υπάρχει το εφαπτόμενο επίπεδο στο σημείο (x0 , y0 , x2 2


0 + y0 )

z = x20 + y20 + 2x0 (x − x0 ) + 2y0 (y − y0 ), (x, y) ∈ R2

που είναι κάθετο στο δίανυσμα

(−2x0 , −2y0 , 1).

Παρατηρούμε, όπως γεωμετρικά το φανταζόμασταν, ότι στα ακόλουθα σημεία έχουμε


τα εξής εφαπτόμενα επίπεδα, κλίσεις και κάθετα

(x0 , y0 ) εφαπτόμενο επίπεδο κλίση κάθετο


(0, 0) z=0 grad f(0, 0) = (0, 0) (0, 0, 1)
(±1, 0) z = 1 ± 2(x ∓ 1) grad f(±1, 0) = (±2, 0) (∓2, 0, 1)
(0, ±1) z = 1 ± 2(y ∓ 1) grad f(0, ±1) = (0, ±2) (0, ∓2, 1)

Η τομή του παραβολοειδούς με τα επίπεδα

y = y0 και x = x0

δίνεται από τις καμπύλες με αναλυτικές εξισώσεις

z = x2 + y20 , y = y0 , x ∈ R, και z = x20 + y2 , x = x0 , y ∈ R,

αντίστοιχα, που έχουν στο σημείο (x0 , y0 , x2 2


0 + y0 ) τις εφαπτόμενες ευθείες

z = x20 + y20 + 2x0 (x − x0 ), y = y0 , x ∈ R,


και z= x20 + y20 + 2y0 (y − y0 ), x = x0 , y ∈ R,

αντίστοιχα.
Έτσι έχουμε στο σημείο (x0 , y0 ) = (0, 0) τις καμπύλες

z = x2 , y = 0, x∈R και z = y2 , x = 0, y ∈ R,

με εφαπτόμενες ευθείες στο σημείο (0, 0, 0)

z = 0, y = 0, x ∈ R, z = 0, x = 0, y ∈ R,

στα σημεία (x0 , y0 ) = (±1, 0) τις καμπύλες

z = x2 , y = 0, x∈R και z = 1 + y2 , x = ±1, y ∈ R,

100
3.4. ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΚΑΤΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

με εφαπτόμενες ευθείες στα σημεία (±1, 0, 1)

z = 1 ± 2(x ∓ 1), y = 0, x ∈ R, z = 1, x = ±1, y ∈ R,

και στα σημεία (x0 , y0 ) = (0, ±1) τις καμπύλες

z = x2 + 1, y = ±1, x∈R και z = y2 , x = 0, y ∈ R,

με εφαπτόμενες ευθείες στα σημεία (0, ±1, 1)

z = 1, y = ±1, x ∈ R, z = 1 ± 2(y ∓ 1), x = 0, y ∈ R.

3.4 Παράγωγος κατά κατεύθυνση


Μάθαμε, μέχρι τώρα, ότι οι μερικές παράγωγοι μιας μερικώς διαφορίσιμης πραγ-
ματικής συνάρτησης πολλών μεταβλητών είναι οι παράγωγοι της συνάρτησης ως
προς μια μεταβλητή της, θεωρώντας τις υπόλοιπες ως σταθερούς αριθμούς. Είδαμε
επίσης, στην απλούστερη περίπτωση μιας διαφορίσιμης πραγματικής συνάρτησης
δυο μεταβλητών f : U → R, U ⊂ R2 ανοικτό, ότι οι εφαπτόμενες στο σημείο
(x0 , y0 , f(x0 , y0 )) (με (x0 , y0 ) ∈ U) των καμπυλών, που δημιουργούνται από την
τομή του γραφήματος της συνάρτησης με τα επίπεδα y = y0 και x = x0 έχουν ως
κλίσεις τις μερικές παραγώγους

∂f ∂f
(x0 , y0 ), (x0 , y0 ),
∂x ∂y
και ότι οι εφαπτόμενες αυτές ευθείες περιέχονται στο εφαπτόμενο επίπεδο και το
ορίζουν στο σημείο αυτό του γραφήματος, που έχει κλίση
( )
∂f ∂f
grad f(x0 , y0 ) = (x0 , y0 ), (x0 , y0 )
∂x ∂y
.
Ανακύπτουν δύο ερωτήματα:

(αʹ) Αφού οι μερικές παράγωγοι είναι οι παράγωγοι των x 7→ f(x, y0 ) και y 7→


f(x0 , y), δηλ. οι παράγωγοι κατά μήκος των ευθειών y = y0 και x = x0 του
επιπέδου 0xy, που έχουν τις κατευθύνσεις (0, 1) και (1, 0), δεν θα μπορούσαμε
να εξετάσουμε τις παραγώγους της f στο σημείο (x0 , y0 ) κατά μήκος οποιασ-
δήποτε ευθείας που περνάει από το σημείο (x0 , y0 ), δηλ. ως προς οποιαδήποτε
κατευθυνση (α, β) ̸= (0, 0);
Η απάντηση είναι καταφατική, αν η f είναι διαφορίσιμη στο (x0 , y0 ), και στοι-
χειοθετεί την έννοια της παραγώγου κατά κατεύθυνση.

(βʹ) Αφού οι μερικές παράγωγοι, δηλ. οι παράγωγοι κατά τις κατευθύνσεις (1, 0)
και (0, 1), αντιστοιχούν σε εφαπτόμενες ευθείες που περιέχονται στο εφαπτό-
μενο επίπεδο στο σημείο (x0 , y0 , f(x0 , y0 )) του γραφήματος της συνάρτησης

101
3.4. ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΚΑΤΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

f, η οποία είναι διαφορίσιμη στο σημείο (x0 , y0 ), θα ισχύει αυτό και για τις
παραγώγους κατά οποιαδήποτε κατευθυνση; Και αν ναι, θα μπορούσαμε να
χρησιμοποιήσουμε την γνώση της κλισης grad f(x0 , y0 ) του εφαπτόμενου επι-
πέδου, για να υπολογίσουμε την παράγωγο σε μια δεδομένη κατεύθυνση;
Και πάλι οι απαντήσεις σε αυτά τα δύο ερωτήματα είναι καταφατικές, αν η f
είναι διαφορίσιμη στο (x0 , y0 ).

Ας δούμε λοιπόν, τι συμβαίνει.

Ορισμός 3.4.1. Έστω f : U → R, U ⊂ Rn ανοικτό, x̄ ∈ U και ν̄ ∈ Rn με ∥ν̄∥ = 1.


Τό όριο
∂f f(x̄ + hν̄) − f(x̄)
Dν̄ f(x̄) := (x̄) := lim
∂ν̄ h→0 h
λέγεται, αν υπάρχει, κατευθυνόμενη παράγωγος¹⁶ στην κατεύθυνση ν̄, ή παράγω-
γος κατά κατεύθυνση ν̄ της f στο x̄.

Παρατήρηση 3.4.1. Αν η f είναι μερικώς διαφορίσιμη στο x̄ έχουμε

∂f ∂f
Dēi (x̄) = (x̄) = (x̄) ∀ i = 1, . . . , n.
∂ēi ∂xi
Θεώρημα 3.4.1. Έστω f : U → R, U ⊂ Rn ανοικτό, διαφορίσιμη. Τότε, υπάρ-
χει η κατευθυνόμενη παράγωγος σε κάθε x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ U, και προς κάθε
κατεύθυνση ν̄ = (ν1 , . . . , νn ) ∈ Rn , ∥ν̄∥ = 1, και ισχύει

Dν̄ f(x̄) = grad f(x̄) · ν̄.

Απόδειξη. Έστω x̄ ∈ U. Αφού το U είναι ανοικτό, υπάρχει ε > 0 με B(x̄, ε) ⊂ U.


Τότε x̄ + hν̄ ∈ B(x̄, ε) ∀ h ∈ (−ε, ε). Θεωρούμε τη συνάρτηση
   
φ1 (h) x1 + hν1
 ..   .. 
∈R , h ∈ (−ε, ε),
n
φ̄(h) =  .  := x̄ + hν̄ =  .
φn (h) xn + hνn

για την οποία ισχύει


   
φ1′ (0) ν1
 ..   .. 
Dφ̄(0) =  .  =  .  = ν̄,

φn (0) νn

αφού
φ̄(h) − φ̄(0) − ν̄h
lim = 0̄.
h→0 h
¹⁶directional derivative

102
3.4. ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΚΑΤΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

Με αυτή τη συνάρτηση έχουμε

f(x̄ + hν̄) − f(x̄) f(φ̄(h)) − f(φ̄(0))


Dν̄ f(x̄) = lim = lim
h→0 h h→0 h
(f ◦ φ̄)(h) − (f ◦ φ̄)(0) ′
= lim = (f ◦ φ̄) (0).
h→0 h
Αλλά f ◦ φ̄ : Rn → Rm με m = n = 1, και, από τον Κανόνα της Αλυσίδας, προκύπτει

(f ◦ φ̄)′ (0) = D(f ◦ φ̄)(0) = Df(φ̄(0))Dφ̄(0) = Df(x̄)Dφ̄(0) = grad f(x̄) · ν̄.

Παρατήρηση 3.4.2. Φυσικά, και από το προηγούμενο θεώρημα επαληθεύεται η Πα-


ρατήρηση 3.4.1, ότι, αν η f είναι διαφορίσιμη στο x̄, έχουμε ∀ i = 1, . . . , n
( )
∂f ∂f ∂f
Dēi (x̄) = grad f(x̄) · ēi = (x̄), . . . , (x̄), . . . , (x̄) · (0, . . . , 1, . . . , 0)
∂x1 ∂xi ∂xn
∂f
= (x̄).
∂xi

Παρατήρηση 3.4.3. Από την ανισότητα Cauchy-Schwarz (1.10) (βλ. και Πρόταση 1.1.1)
γνωρίζουμε ότι, αν grad f(x̄) ̸= 0̄, το εσωτερικό γινόμενο grad f(x̄) · ν̄ μεγιστοποιεί-
ται, όταν
grad f(x̄)
ν̄ = ,
∥ grad f(x̄)∥
και για αυτό το ν̄ έχουμε από το προηγούμενο Θεώρημα 3.4.1

Dν̄ f(x̄) = ∥ grad f(x̄)∥. (3.11)

Αυτό σημαίνει ότι στο σημείο x̄ ∈ U η f παρουσιάζει τον μεγαλύτερο ρυθμό αύξη-
σης στην κατεύθυνση της κλίσης grad f̄(x̄), και ο ρυθμός αυτός είναι ∥ grad f(x̄)∥.

Αυτό μπορεί κανείς να το φανταστεί πολύ παραστατικά: Σκεφτείτε ότι βρίσκεστε


στην πλαγιά ενός βουνού, δηλ. στο σημείο (x0 , y0 , f(x0 , y0 )), όπου (x0 , y0 ) είναι οι
συντεταγμένες της θέσης σας στο χάρτη, και f(x0 , y0 ) το ύψος της θέσης σας, δηλ. η
απόστασή της από το επίπεδο της θάλασσας. Τότε, η πιο απότομη ανάβαση προς την
κορυφή θα είναι στην κατεύθυνση grad f(x0 , y0 ) πάνω στο χάρτη, ενώ η πιο απότομη
κατάβαση στην κατεύθυνση − grad f(x0 , y0 ). Αν βρίσκεστε πάνω σε ένα γεφυράκι,
το νερό από κάτω σας, θα ρέει με την κατεύθυνση − grad f(x0 , y0 ).
Το βασικότερο που πρέπει να συγκρατήσετε από αυτή την εικόνα είναι, ότι οι
κατευθύνσεις αυτές δίνονται πάνω στο χάρτη, δηλαδή είναι διδιάστατες και όχι τρι-
διάστατες, με άλλα λόγια, δεν σας λένε πόσο απότομη είναι η ανάβαση ή η κατάβαση.
Αυτό, δηλ. την τρίτη συντεταγμένη, σας τη δίνει η παράγωγος κατά κατεύθυνση.

103
3.4. ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΚΑΤΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

Γενικότερα, αφού η γωνία ϑ ∈ [0, π] μεταξύ grad f(x̄) και ν̄ με ∥ν̄∥ = 1 δίνεται
από τη σχέση
grad f(x̄) · ν̄
cos ϑ = ,
∥ grad f(x̄)∥
έχουμε
Dν̄ f(x̄) = ∥ grad f(x̄)∥ cos ϑ.
Παρατήρηση 3.4.4. Για μια συνάρτηση δύο μεταβλητών f : U → R, U ⊂ R2 ανοικτό,
διαφορίσιμη στο (x0 , y0 ), το Dν̄ f(x0 , y0 ) (με ν̄ = (ν1 ν2 ) ∈ R2 και ∥ν̄∥ = 1)
δίνει την κλίση της εφαπτομένης στο σημείο (x0 , y0 , f(x0 , y0 )) της καμπύλης που
προκύπτει από την τομή του γραφήματος της f

Γf = {(x, y, z) ∈ R3 : z = f(x, y), (x, y) ∈ U}


με το επίπεδο κάθετα στο 0xy, το οποίο περιέχει την ευθεία
( ) ( ) ( )
x x0 ν1
= +h , h ∈ R.
y y0 ν2
Η εν λόγω καμπύλη είναι δηλαδή η
   
x x0 + hν1
y =  y0 + hν2  =: γ̄(h), h ∈ (−ε, ε),
z f(x0 + hν1 , y0 + hν2 )
και είναι διαφορίσιμη στο h = 0, αφού
   
ν1 ν1
Jγ̄ (0) =  ν2 = ν2 
d
dh f(x0 + hν1 , y0 + hν2 )|h=0
grad f(x0 , y0 ) · ν̄
και
γ̄(h) − γ̄(0) − Jγ̄ (0)h
lim = 0̄
h→0 h
ν h − ν1 h ν h − ν2 h
⇐⇒ lim 1 = 0, lim 2 = 0,
h→0 h h→0 h
f(x0 + hν1 , y0 + hν2 ) − f(x0 , y0 ) − grad f(x0 , y0 ) · ν̄h
lim = 0.
h→0 h
Συνεπώς, Dγ̄ (0) = Jγ̄ (0) και η εφαπτομένη (ευθεία) στο σημείο (x0 , y0 , f(x0 , y0 )) =
γ̄ν̄ (0) δίνεται από την
     
x x0 ν1
y = γ̄ν̄ (0) + Dγ̄ (0)h =  y0  + h  ν2 
z f(x0 , y0 ) grad f(x0 , y0 ) · ν̄
     
x0 1 0
=  y0  + hν1  0  + hν2  1 , h ∈ R,
∂f ∂f
f(x0 , y0 ) ∂x (x0 , y0 ) ∂y (x0 , y0 )

104
3.4. ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΚΑΤΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

και άρα, περιέχεται στο εφαπτόμενο επίπεδο του γραφήματος της f στο σημείο
(x0 , y0 , f(x0 , y0 )), βλ. (3.10), και έχει κλίση εφαπτομένης
∂f
(x0 , y0 ) = grad f(x0 , y0 ) · ν̄.
∂ν̄
Π.χ., αν ξανακοιτάξουμε το ελλειπτικό παραβολοειδές του Παραδείγματος 3.3.1,
βλέπουμε ότι, σύμφωνα με την Παρατήρηση 3.4.3, η κατεύθυνση της μεγαλύτερης με-
ταβολής της f(x, y) = x2 + y2 στο σημείο (x0 , y0 ) ∈ R2 \ {(0, 0)} είναι η κατεύθυνση

grad f(x0 , y0 ) (x0 , y0 )


ν̄ = = ,
∥ grad f(x0 , y0 )∥ ∥(x0 , y0 )∥

δηλαδή, η κατεύθυνση του (x0 , y0 ) ∈ R2 \ {(0, 0)}, κατά την οποία η καμπύλη
   
x (1 + h)x0
y =  (1 + h)y0 , h ∈ R,
z (1 + h)2 (x20 + y20 )

έχει εφαπτομένη στο σημείο (x0 , y0 , x2 2


0 + y0 ) την
     
x x0 x0
 y  =  y0  + h  y0 , h ∈ R,
z x20 + y20 2∥(x0 , y0 )∥

με κλίση εφαπτομένης την παράγωγο κατεύθυνσης

∂f
(x0 , y0 ) = 2∥(x0 , y0 )∥.
∂ν̄
Να προσεχθεί ότι η παράγωγος κατεύθυνσης εξαρτάται, εδώ, μόνο από την απόσταση
του σημείου (x0 , y0 ) από το (0, 0).
Στο σημείο (x0 , y0 ) = (0, 0) βλέπουμε ότι

Dν̄ f(0, 0) = grad f(0, 0) · ν̄ = (0, 0) · ν̄ = 0 ∀ ν̄ ∈ R2 , ∥ν̄∥ = 1,

δηλαδή, κατά μήκος οποιασδήποτε ευθείας του επιπέδου z = 0 που περνάει από το
(0, 0), η καμπύλη πάνω από αυτή την ευθεία έχει στο σημείο (0, 0, 0) ως εφαπτομένη
την εν λόγω ευθεία, δηλαδή, έχει κλίση εφαπτομένης (παράγωγο κατεύθυνσης) 0.

Παρατήρηση 3.4.5. Η κλίση grad f(x̄) μιας διαφορίσιμης συνάρτησης f : U → R,


U ⊂ Rn ανοικτό, στο σημείο x̄ ∈ U, είναι κάθετη στο σύνολο στάθμης f(x̄) της f,

Lf (f(x̄)) = {ȳ ∈ U : f(ȳ) = f(x̄)},

δηλ., για κάθε διαφορίσιμη καμπύλη

γ̄ : (−ε, ε) → Rn με γ̄((−ε, ε)) ⊂ Lf (f(x̄)) και γ̄(0) = x̄

105
3.4. ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΚΑΤΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

ισχύει
Dγ̄(0) · grad f(x̄) = 0.
Πράγματι, η συνάρτηση

f ◦ γ̄ : (−ε, ε) → R, (f ◦ γ̄)(h) = f(x̄),

έχει παράγωγο
D(f ◦ γ̄)(0) = (f ◦ γ̄)′ (0) = 0,
αφού είναι σταθερή. Από την άλλη, από τον Κανόνα της Αλυσίδας (Θεώρημα 3.2.4)
έχουμε
D(f ◦ γ̄)(0) = grad f(x̄) · Dγ̄(0).
Ως παράδειγμα, οι καμπύλες στάθμης c > 0 του ελλειπτικού√ παραβολοειδούς
f(x, y) = x2 + y2 είναι οι κύκλοι κέντρου (0, 0) και ακτίνας c του R2 ,

Lf (c) = {(x, y) ∈ R2 : x2 + y2 = c}.

Οι διαφορίσιμες καμπύλες που περνάνε από το σημείο (x0 , y0 ) ∈ Lf (c) και βρίσκο-
νται εξ ολοκλήρου στο Lf (c) είναι της μορφής

γ̄(h) = c(cos φ(h), sin φ(h)), h ∈ (−ε, ε),

με √
γ̄(0) = c(cos φ(0), sin φ(0)) = (x0 , y0 )
και έχουν παράγωγο

Dγ̄(0) = c(− sin φ(0), cos φ(0))φ′ (0) = (−y0 , x0 )φ′ (0).

Συνεπώς,
Dγ̄(0) · grad f(x̄) = (−y0 , x0 )φ′ (0) · 2(x0 , y0 ) = 0.
Συνεχίζοντας το ορειβατικό παράδειγμα της Παρατήρησης 3.4.2, σύμφωνα με το
οποίο βρίσκεστε στο σημείο (x0 , y0 , f(x0 , y0 )) της πλαγιάς ενός βουνού, η πιο πάνω
ιδιότητα της κλίσης σημαίνει ότι, αν κινηθείτε στην κατεύθυνση πάνω στο χάρτη, η
οποία είναι κάθετη στην κατεύθυνση της κλίσης, τότε θα παραμείνετε ακριβώς στο
ίδιο ύψος της πλαγιάς, ή αλλιώς, αν περπατάτε πάνω στην πλαγιά χωρίς να αλλάζετε
υψόμετρο, τότε, κάθετα στην κατεύθυνση που κινείστε, θα βλέπετε την πιο απότομη
μεταβολή του ύψους του βουνού. Όσον αφορά το γεφυράκι, αν κοιτάξτε καλά, μάλλον
από τη μία και από την άλλη πλευρά του θα είναι στο ίδιο υψόμετρο, και κάθετο
στην κατεύθυνση ροής του νερού από κάτω του.

106
3.4. ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΚΑΤΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

3.4.1 Ασκήσεις
Άσκηση 49. Εξετάστε αν υπάρχουν οι παράγωγοι κατά κατεύθυνση για τις ακόλου-
θες συναρτήσεις στα δοσμένα σημεία ā και στην κατεύθυνση των δοσμένων διανυ-
σμάτων b̄, και υπολογίστε τις.

f ā b̄
√ √
x2 + y2 (1, 1) (1/ 2, 1/ 2)

sin(xy) (1, 0) (1/2, 3/2)
2 y
x + ze (0, 0, 1) (1, 0, 1)
exyz (1, 1, 1) (1, 2, −1)

Άσκηση 50. Έστω η συνάρτηση f : R2 → R


 2
 xy
, x ̸= 0,
f(x, y) = x2 + y4

0, x = 0.
Εξετάστε τη συνέχεια, τη μερική διαφορισιμότητα, τη διαφορισιμότητα και τη συνεχή
διαφορισιμότητα της f σε κάθε σημείο (x, y) ∈ R2 , και δώστε, όπου υπάρχουν,
τις μερικές παραγώγους, την κλίση, την παράγωγο και την παράγωγο προς κάθε
κατεύθυνση.
Άσκηση 51. Έστω το σύνολο

M = {(x, x) ∈ R2 : x ̸= 0}
και η συνάρτηση {
ex − 1, (x, y) ∈ M,
f(x, y) =
0, (x, y) ̸∈ M.
Δείξτε ότι
(αʹ) Η f είναι μερικώς διαφορίσιμη, όταν και μόνο όταν (x, y) ̸∈ M.

(βʹ) Η κατευθυνόμενη παράγωγος Dν̄ f(0, 0) υπάρχει για κάθε ν̄ ∈ R2 , ∥ν̄∥ = 1.

(γʹ) Υπάρχει ν̄ ∈ R2 , ∥ν̄∥ = 1, με Dν̄ f(0, 0) ̸= grad f(0, 0) · ν̄.


Λύση. (αʹ) Το σύνολο A := {(x, x) ∈ R2 : x ∈ R} = M ∪ {(0, 0)} είναι κλειστό, αφού
(xν , xν ) → (x, y) ∈ R2 συνεπάγεται x = y, και άρα το B := R2 \ A ⊂ R2 \ M είναι
ανοικτό, και η f|B είναι μερικώς διαφορίσιμη ως μηδενική. Η f είναι όμως μερικώς
διαφορίσιμη και στο (0, 0), αφού
∂ f(x, 0) − f(0, 0) 0−0
f(0, 0) = lim = lim = 0,
∂x x→0 x x→0 x
∂ f(0, y) − f(0, 0) 0−0
f(0, 0) = lim = lim = 0.
∂y y→0 y y→0 y

107
3.5. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΤΑΞΗΣ

Συνεπώς, η f είναι σίγουρα μερικώς διαφορίσιμη σε κάθε (x, y) ̸∈ M.


Έστω τώρα (x, y) ∈ M, δηλ. x = y ̸= 0 και άρα f(x, x) = ex − 1 ̸= 0. Αλλά

f(x + h, x) = 0 ∀ h ̸= 0

και άρα η h 7→ f(x + h, x) δεν είναι συνεχής στο 0 και συνεπώς ούτε διαφορίσιμη,
δηλ. το όριο
∂ f(x + h, x) − f(x, x)
f(x, x) := lim
∂x h→0 h
δεν υπάρχει, που σημαίνει ότι η f δεν είναι μερικώς διαφορίσιμη ως προς x.
Aυτό ισχύει ανάλογα και για την μερική παράγωγο ως προς y.
(βʹ) Έστω ν̄ = ± √1 (1, 1). Τότε
2

± √h
f(0̄ + hν̄) − f(0̄) e 2 −1 1
Dν̄ f(0, 0) = lim = lim = ±√ .
h→0 h h→0 h 2

Έστω ν̄ = (ν1 , ν2 ) ∈ R2 \ {± √1 (1, 1)}, ∥ν̄∥ = 1. Τότε ν1 ̸= ν2 και άρα


2

f(0̄ + hν̄) − f(0̄) f(hν1 , hν2 ) 0


Dν̄ f(0, 0) = lim = lim = lim = 0.
h→0 h h→0 h h→0 h

(γʹ) Σύμφωνα με το (αʹ) και το (βʹ) έχουμε για ν̄ = √1 (1, 1)


2

1 1
√ = Dν̄ f(0, 0) ̸= grad f(0, 0) · ν̄ = (0, 0) · √ (1, 1) = 0.
2 2
Παρατήρηση: Από το (γʹ) και το Θεώρημα 3.4.1 προκύπτει ότι η f δεν είναι
διαφορίσιμη στο (0, 0), παρόλο που, σύμφωνα με το (βʹ), στο σημείο αυτό υπάρχουν
οι παράγωγοί της προς κάθε κατέυθυνση.

Άσκηση 52. Για τα M και A της προηγούμενης Άσκησης 51 και της λύσης της, δείξτε
ότι M̄ = A.

3.5 Μερικές παράγωγοι ανώτερης τάξης


Ορισμός 3.5.1. Έστω f : U → R, U ⊂ Rn ανοικτό, n ≥ 2, k ∈ N. Η f ονομάζεται

(αʹ) k + 1 φορές μερικώς διαφορίσιμη, αν είναι k φορές μερικώς διαφορίσιμη¹⁷ και


υπάρχουν οι μερικές παράγωγοι k + 1 τάξης της f

∂k+1 f ∂ ∂k f
:= :U→R
∂xik+1 · · · ∂xi1 ∂xik+1 ∂xik · · · ∂xi1
∀ i1 , . . . , ik+1 = 1, . . . , n.
¹⁷για k = 1: μερικώς διαφορίσιμη

108
3.5. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΤΑΞΗΣ

(βʹ) k + 1 φορές συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη, αν είναι k + 1 φορές μερικώς


διαφορίσιμη και όλες οι μερικές παράγωγοί της τάξης ≤ k + 1 είναι συνεχείς.¹⁸

Παρατήρηση 3.5.1. Στην πιό απλή περίπτωση μια συνάρτηση f : U → R, U ⊂ Rn


ανοικτό, n ≥ 2, λέγεται δυό φορές (συνεχώς) μερικώς διαφορίσιμη, αν υπάρχουν
οι μερικές παράγωγοι πρώτης και δεύτερης τάξης της f

∂f ∂2 f ∂ ∂f
: U → R, := :U→R ∀ i, j = 1, . . . , n
∂xi ∂xj ∂xi ∂xj ∂xi

(και είναι συνεχείς).

Παρατήρηση 3.5.2. Οι μερικές παράγωγοι k τάξης με k ≥ 2

∂k f
, i1 , . . . , ik ∈ {1, . . . , n}
∂xik · · · ∂xi1

ονομάζονται μερικές παράγωγοι ανώτερης τάξης ή πολλαπλές μερικές παράγωγοι.


Στην περίπτωση όπου i1 = . . . = ik = i ∈ {1, . . . , n} γράφονται

∂k f ∂k f
:= ,
∂xk
i
∂xik · · · ∂xi1

ενώ αν οι δείκτες iℓ , ℓ = 1, . . . , k, δεν είναι όλοι ίδιοι ονομάζονται μεικτές μερικές


παράγωγοι.

Παραδείγματα 3.5.1. (αʹ) Οι συναρτήσεις

f(x, y) = xy + (x + 2y)2 , (x, y) ∈ R2 ,


g(x, y, z) = exy + z cos x, (x, y, z) ∈ R3

είναι k φορές συνεχώς μερικώς διαφορίσιμες για κάθε k ∈ N. Αυτό ισχύει


επειδή όλες οι μερικές τους παράγωγοι οποιασδήποτε τάξης μπορούν να ιδω-
θούν ως παράγωγοι αθροισμάτων, γινομένων και συνθέσεων άπειρες φορές
διαφορίσιμων (και άρα συνεχών) συναρτήσεων μιας μεταβλητής.
Οι μερικές τους παράγωγοι πρώτης και δεύτερης τάξης είναι για την f

∂f ∂f
(x, y) = y + 2(x + 2y), (x, y) = x + 4(x + 2y),
∂x ∂y
και

∂2 f ∂2 f ∂2 f ∂2 f
(x, y) = 2, (x, y) = 5, (x, y) = 5, (x, y) = 8,
∂x2 ∂y∂x ∂x∂y ∂y2
¹⁸Μια τέτοια συνάρτηση λέγεται και Ck+1 -συνάρτηση και γράφουμε f ∈ Ck+1 (U).

109
3.5. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΤΑΞΗΣ

και για την g (με x̄ = (x, y, z) για συντομία)

∂g ∂g ∂g
(x̄) = yexy − z sin x, (x̄) = xexy , (x̄) = cos x,
∂x ∂y ∂z
και

∂2 g ∂2 g ∂2 g
(x̄) = y2 exy − z cos x, (x̄) = xyexy , (x̄) = − sin x,
∂x2 ∂y∂x ∂z∂x
∂2 g ∂2 g ∂2 g
(x̄) = xyexy , (x̄) = x2 exy , (x̄) = 0,
∂x∂y ∂y2 ∂z∂y
∂2 g ∂2 g ∂2 g
(x̄) = − sin x, (x̄) = 0, (x̄) = 0.
∂x∂z ∂y∂z ∂z2

(βʹ) H συνάρτηση h : R2 → R,

 x2 − y2
xy , (x, y) ̸= (0, 0),
h(x, y) := x2 + y2

0, (x, y) = (0, 0),

είναι άπειρες φορές συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη στο R2 \ {(0, 0)} με μερικές
παραγώγους πρώτης τάξης

∂h x4 − y4 + 4x2 y2 ∂h x4 − y4 − 4y2 x2
(x, y) = y , (x, y) = x .
∂x (x2 + y2 )2 ∂y (x2 + y2 )2

H h είναι επίσης μερικώς διαφορίσιμη στο (0, 0) με μερικές παραγώγους

∂h h(x, 0) − h(0, 0) ∂h h(0, y) − h(0, 0)


(0, 0) = lim = 0, (0, 0) = lim = 0.
∂x x→0 x ∂y y→0 y
H h είναι συνεπώς μερικώς διαφορίσιμη και αφού ισχύει και

∂h ∂h
lim (x, y) = lim (x, y) = 0
(x,y)→(0,0) ∂x (x,y)→(0,0) ∂y

(γιατί;) είναι συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη.¹⁹


Αφού στο R2 \ {(0, 0)} η h είναι άπειρες φορές συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη,
για να εξετάσουμε τη μερική διαφορισιμότητά της σε ανώτερες τάξεις αρκεί
να την εξετάσουμε σχετικά στο σημείο (0, 0). Οι μερικές παράγωγοι δεύτερης
τάξης στο σημείο αυτό είναι οι
∂h ∂h
∂2 h ∂x (x, 0) − ∂x (0, 0)
(0, 0) = lim = 0,
∂x2 x→0 x
¹⁹Διαπιστώνουμε εξ άλλου ότι και η h είναι συνεχής, βλ. Παρατήρηση 3.1.3.

110
3.5. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΤΑΞΗΣ

−y 4
∂2 h ∂h ∂h y (y
∂x (0, y) − ∂x (0, 0)
2 )2
(0, 0) = lim = lim = lim (−1) = −1,
∂y∂x y→0 y y→0 y y→0
4
∂2 h
∂h ∂h
∂y (x, 0) − ∂y (0, 0)
x (xx2 )2
(0, 0) = lim = lim = lim 1 = 1,
∂x∂y x→0 x x→0 x x→0
∂h ∂h
∂2 h ∂y (0, y) − ∂y (0, 0)
(0, 0) = lim = 0.
∂y2 y→0 y
Άρα η h είναι δυό φορές μερικώς διαφορίσιμη. Για να εξετάσουμε αν είναι και
συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη, μένει να εξετάσουμε αν οι μερικές παράγωγοί
της δεύτερης τάξης είναι συνεχείς στο (0, 0).
Στο R2 \ {(0, 0)} οι μερικές παράγωγοι δεύτερης τάξης είναι οι

∂2 h 2
3 −x + 3y
2
(x, y) = 4xy ,
∂x2 (x2 + y2 )3
∂2 h x6 − 9x2 y4 + 9x4 y2 − y6
(x, y) = ,
∂y∂x (x2 + y2 )3
∂2 h x6 − 9x2 y4 + 9x4 y2 − y6
(x, y) = ,
∂x∂y (x2 + y2 )3
∂2 h 2
3 −3x + y
2
(x, y) = 4x y .
∂y2 (x2 + y2 )3
∂2 h ∂2 h
Διαπιστώνουμε ότι οι μεικτές μερικές παράγωγοι ∂y∂x και ∂x∂y ταυτίζονται
στο R2 \ {(0, 0)}, ενώ έχουν διαφορετικές τιμές στο (0, 0). Συνεπώς, και μόνο
από αυτό καταλαβαίνουμε ότι μία τουλάχιστον από αυτές δεν είναι συνεχής
στο (0, 0). Στην πραγματικότητα διαπιστώνουμε εύκολα ότι καμία από τις δύο
μεικτές παραγώγους δεν είναι συνεχής στο (0, 0), αφού δεν υπάρχει το όριό
τους στο σημείο αυτό.
Θεώρημα 3.5.1. (Θεώρημα Schwarz)
Έστω f : U → R, U ⊂ Rn ανοικτό, n ≥ 2, δυο φορές συνεχώς μερικώς διαφορί-
σιμη. Τότε
∂2 f ∂2 f
= ∀ i, j = 1, . . . , n.
∂xj ∂xi ∂xi ∂xj
Απόδειξη. Το θεώρημα είναι πόρισμα της ακόλουθης γενίκευσης. 2

Θεώρημα 3.5.2. Έστω f : U → R, U ⊂ Rn ανοικτό, n ≥ 2, μερικώς διαφορίσιμη


∂2 f
και έστω ότι υπάρχει η ∂xj ∂xi : U → R, i, j ∈ {1, . . . , n}, i ̸= j, και είναι συνεχής
2
στο σημείο x̄ ∈ U. Τότε υπάρχει και η ∂x∂ ∂x
f
(x̄) και ισχύει
i j

∂2 f ∂2 f
(x̄) = (x̄).
∂xi ∂xj ∂xj ∂xi

111
3.5. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΤΑΞΗΣ

Απόδειξη. Θέλουμε να δείξουμε ότι


∂f ∂f
∂xj (x̄ + hēi ) − ∂xj (x̄) ∂2 f
lim = (x̄),
h→0 h ∂xj ∂xi
δηλ. ότι

∂f (x̄ + hē ) − ∂f
∂x i ∂xj (x̄) ∂2 f
∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ h ∈ (−δ, 0) ∪ (0, δ) : j − (x̄) < ε.
h ∂xj ∂xi

Αφού
∂f f(x̄ + kēj ) − f(x̄)
(x̄) = lim ,
∂xj k→0 k
θέλουμε συνεπώς να δείξουμε ότι

∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ h ∈ (−δ, 0) ∪ (0, δ) :



2
lim f(x̄ + hēi + kēj ) − f(x̄ + hēi ) − f(x̄ + kēj ) + f(x̄) − ∂ f (x̄) < ε,
k→0 hk ∂xj ∂xi
δηλ. ότι

Φ(k) ∂2 f
∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ h ∈ (−δ, 0) ∪ (0, δ) : lim − (x̄) < ε,
k→0 hk ∂xj ∂xi
όπου
Φ(k) := f(x̄ + hēi + kēj ) − f(x̄ + hēi ) − f(x̄ + kēj ) + f(x̄).
2
Έστω ε > 0. Αφού το U είναι ανοικτό και η ∂x∂ ∂x
f
συνεχής στο x̄, θα υπάρχει
j i
δ > 0, τέτοιο ώστε B(x̄, δ) ⊂ U και
2
∂ f ∂2 f ε
(ȳ) − (x̄) < ∀ ȳ ∈ B(x̄, δ).
∂x ∂x ∂xj ∂xi 2
j i

Έστω h, k ∈ R \ {0} με h2 + k2 < δ2 . Τότε

x̄ + ϑ1 hēi + ϑ2 kēj ∈ B(x̄, δ) ∀ ϑ1 , ϑ2 ∈ [0, 1]

και άρα για τέτοια h, k, ϑ1 , ϑ2


2
∂ f ∂2 f ε
(x̄ + ϑ hē + ϑ k ē ) − (x̄) <
∂x ∂x 1 i 2 j
∂xj ∂xi 2
j i

και συνεπώς

2 2
lim ∂ f (x̄ + ϑ1 hēi + ϑ2 kēj ) − ∂ f (x̄) ≤ ε < ε ∀ h ∈ (−δ, 0) ∪ (0, δ)
k→0 ∂x ∂x ∂xj ∂xi 2
j i

112
3.5. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΤΑΞΗΣ

αν το όριο αυτό υπάρχει. Άρα, αν δείξουμε ότι για τα πιο πάνω h, k υπάρχουν
ϑ1 , ϑ2 ∈ (0, 1) τέτοια ώστε
Φ(k) ∂2 f
= (x̄ + ϑ1 hēi + ϑ2 kēj )
hk ∂xj ∂xi
και αφού το όριο
( )
Φ(k) 1 ∂f ∂f
lim = (x̄ + hēi ) − (x̄)
k→0 hk h ∂xj ∂xj
υπάρχει, η απόδειξη θα έχει ολοκληρωθεί.
Θεωρούμε τη συνάρτηση

φ(ℓ) := f(x̄ + ℓēi + kēj ) − f(x̄ + ℓēi ), ℓ ∈ [−|h|, |h|]


η οποία είναι διαφορίσιμη με παράγωγο
∂f ∂f
φ′ (ℓ) = (x̄ + ℓēi + kēj ) − (x̄ + ℓēi ), ℓ ∈ [−|h|, |h|].
∂xi ∂xi
Άρα, σύμφωνα με το Θεώρημα Μέσης Τιμής για συναρτήσεις μιας πραγματικής με-
ταβλητής, υπάρχει ϑ1 ∈ (0, 1) τέτοιο ώστε
( )
∂f ∂f
Φ(k) = φ(h) − φ(0) = hφ′ (ϑ1 h) = h (x̄ + ϑ1 hēi + kēj ) − (x̄ + ϑ1 hēi ) .
∂xi ∂xi
Θεωρούμε τώρα τη συνάρτηση
∂f
ψ(m) := (x̄ + ϑ1 hēi + mēj ), m ∈ [−|k|, |k|],
∂xi
η οποία είναι επίσης διαφορίσιμη με παράγωγο

∂2 f
ψ′ (m) = (x̄ + ϑ1 hēi + mēj ), m ∈ [−|k|, |k|],
∂xj ∂xi
και άρα, σύμφωνα με το Θεώρημα Μέσης Τιμής για συναρτήσεις μίας πραγματικής
μεταβλητής, υπάρχει ϑ2 ∈ (0, 1) τέτοιο ώστε

∂2 f
Φ(k) = h (ψ(k) − ψ(0)) = hkψ′ (ϑ2 k) = hk (x̄ + ϑ1 hēi + ϑ2 kēj ).
∂xj ∂xi
2

Πόρισμα 3.5.1. Έστω f : U → R, U ⊂ Rn ανοικτό, n ≥ 2, k φορές συνεχώς


μερικώς διαφορίσιμη. Τότε

∂k f ∂k f
=
∂xik · · · ∂xi1 ∂xiπ(k) · · · ∂xiπ(1)

για κάθε i1 , . . . , ik ∈ {1, . . . , n} και για κάθε μετάθεση π των αριθμών 1, . . . , k.

113
3.6. ΔΙΑΦΟΡΙΚΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ

Απόδειξη. Το αποτέλεσμα προκύπτει από το Θεώρημα του Schwarz με επαγωγή ως


προς k, και χρήση του γεγονότος ότι κάθε μετάθεση είναι σύνθεση αλλαγών της θέσης
γειτονικών αριθμών. Π.χ. για n = 4, k = 3 έχουμε

∂3 f ∂ ∂2 f ∂ ∂2 f ∂3 f ∂2 ∂f
= = = =
∂x4 ∂x2 ∂x1 ∂x4 ∂x2 ∂x1 ∂x4 ∂x1 ∂x2 ∂x4 ∂x1 ∂x2 ∂x4 ∂x1 ∂x2
∂2 ∂f ∂3 f ∂ ∂2 f ∂ ∂2 f ∂3 f
= = = = = .
∂x1 ∂x4 ∂x2 ∂x1 ∂x4 ∂x2 ∂x1 ∂x4 ∂x2 ∂x1 ∂x2 ∂x4 ∂x1 ∂x2 ∂x4
2

3.5.1 Ασκήσεις
Άσκηση 53. Υπολογίστε χωρίς τη χρήση του Θεωρήματος του Schwarz όλες τις με-
ρικές παραγώγους δεύτερης τάξης των συναρτήσεων της Άσκησης 38.

Άσκηση 54. Έστω f(x, y) = ln x2 + y2 , (x, y) ∈ R2 \ {(0, 0)}. Δείξτε ότι
∂2 f ∂2 f
2
+ 2 = 0.
∂x ∂y
1
Άσκηση 55. Έστω f(x, y, z) = √ , (x, y, z) ∈ R3 \ {(0, 0)}. Δείξτε ότι
x2 + y2 + z2
∂2 f ∂2 f ∂2 f
+ + = 0.
∂x2 ∂y2 ∂z2
Άσκηση 56. Έστω U ⊂ R2 ανοικτό και f, g ∈ C2 (U) με
∂f ∂g ∂f ∂g
= και =− στο U.
∂x ∂y ∂y ∂x
Δείξτε ότι
∂2 f ∂2 f ∂2 g ∂2 g
+ =0 και + =0 στο U.
∂x2 ∂y2 ∂x2 ∂y2
Άσκηση 57. (Εξίσωση ταλαντούμενης χορδής) Έστω f, g : R → R δυό φορές
διαφορίσιμες, α ∈ R, και u(x, t) = f(x − αt) + g(x + αt), (x, t) ∈ R2 . Δείξτε οτι

∂2 u 2
2∂ u
= α .
∂t2 ∂x2

3.6 Διαφορικοί τελεστές


Ορισμός 3.6.1. Έστω f : U → R, U ⊂ Rn ανοικτό, n ≥ 2, μερικώς διαφορίσιμη. Το
διάνυσμα των μερικών παραγώγων της f στο σημείο x̄ ∈ U,
( )
∂f ∂f
grad f(x̄) := (x̄), . . . , (x̄) ∈ Rn
∂x1 ∂xn

114
3.6. ΔΙΑΦΟΡΙΚΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ

ονομάζεται κλίση²⁰ της f στο x̄, ενώ το διανυσματικό πεδίο των μερικών παραγώγων
της f ( )
∂f ∂f
grad f = ,..., : U → Rn
∂x1 ∂xn
ονομάζεται κλίση της f.
Παρατήρηση 3.6.1. Η κλίση μιας συνάρτησης f, grad f, μπορεί να θεωρηθεί και σαν
τιμή (εικόνα) στον χώρο των διανυσματικών πεδίων του U του στοιχείου (ορίσματος)
f του χώρου των μερικώς διαφορίσιμων συναρτήσεων του U υπό την απεικόνιση
grad : {f : U → R : f μερικώς διαφορίσιμη} → {f̄ : U → Rn },
( )
∂f ∂f
grad f = ,..., .
∂x1 ∂xn
Μια απεικόνιση από έναν χώρο συναρτήσεων σε έναν χώρο (διανυσματικών) συναρ-
τήσεων ονομάζεται (διανυσματικός) τελεστής²¹. Αν η πράξη που (εκ)τελεί ο τελεστής
είναι κάποιας μορφής διαφόριση, αυτός ονομάζεται διαφορικός τελεστής²².
H κλίση grad , λοιπόν, είναι ένας διανυσματικός διαφορικός τελεστής από τον
χώρο των μερικώς διαφορίσιμων συναρτήσεων, στον χώρο των διανυσματικών πεδίων.
Ο τελεστής αυτός συμβολίζεται με το σύμβολο
( )
∂ ∂
∇= ,..., ,
∂x1 ∂xn
που ονομάζεται ανάδελτα²³. Έχουμε λοιπόν

∇ : {f : U → R : f μερικώς διαφορίσιμη} → {f̄ : U → Rn },


( ) ( )
∂f ∂f ∂ ∂
∇f = grad f = ,..., = ,..., f.
∂x1 ∂xn ∂x1 ∂xn
Συμβολικά μπορούμε να ερμηνεύσουμε
( μιας συνάρτησης f ως το βαθ-
την κλίση )
∂ ∂
μωτό γινόμενο του διανύσματος ∇ = ,..., επί την βαθμωτή συνάρτηση
∂x1 ∂xn
f, όπου όμως το ∇ πρέπει πάντα να γράφεται μπροστά από την συνάρτηση.
Ορισμός 3.6.2. Έστω f̄ = (f1 , . . . , fn ) : U → Rn , U ⊂ Rn ανοικτό, n ≥ 2, ένα
μερικώς διαφορίσιμο διανυσματικό πεδίο. Η συνάρτηση


n
∂fi
div f̄ := :U→R
∂xi
i=1

ονομάζεται απόκλιση²⁴ του f̄.


²⁰gradient
²¹operator
²²differential operator
²³nabla
²⁴divergence

115
3.6. ΔΙΑΦΟΡΙΚΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ

Παρατήρηση 3.6.2. Συμβολικά γράφουμε


( την απόκλιση
) ενος διανυσματικού πεδίου
∂ ∂
f̄ ως το εσωτερικό γινόμενο του ∇ = ,..., επί το f̄,
∂x1 ∂xn
( ) ∑n
∂ ∂ ∂
div f̄ = ∇ · f̄ = ,..., · (f1 , . . . , fn ) = fi .
∂x1 ∂xn ∂xi
i=1

Η απόκλιση div είναι ένας βαθμωτός διαφορικός τελεστής από τον χώρο των μερικώς
διαφορίσιμων διανυσματικών πεδίων, στον χώρο των συναρτήσεων.
Παρατήρηση 3.6.3. Ένα διανυσματικό πεδίο f̄ ταυτοτικά μηδενικής απόκλισης,

∇ · f̄ ≡ 0,
ονομάζεται ασυμπίεστο²⁵.
Ορισμός 3.6.3. Έστω f̄ = (f1 , f2 , f3 ) : U → R3 , U ⊂ R3 ανοικτό, ένα μερικώς
διαφορίσιμο τριδιάστατο διανυσματικό πεδίο. Το τριδιάστατο διανυσματικό πεδίο
( )
∂f3 ∂f ∂f ∂f ∂f ∂f
curl f̄ := − 2, 1 − 3, 2 − 1 : U → R3
∂x2 ∂x3 ∂x3 ∂x1 ∂x1 ∂x2
ονομάζεται στροβιλισμός ή περιστροφή²⁶ του f̄.
Συμβολισμός. Σε ένα μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας, κυρίως της Ηπειρωτικής Ευ-
ρώπης, ο στροβιλισμός ενός τριδιάστατου διανυσματικού πεδίου f̄ συμβολίζεται με

rot f̄ = curl f̄.


Παρατήρηση 3.6.4. Ως γνωστόν, το διανυσματικό (ή εξωτερικό) γινόμενο δύο δια-
νυσμάτων x̄ = (x1 , x2 , x3 ), ȳ = (y1 , y2 , y3 ) ∈ R3 ορίζεται ως

ē1 ē2 ē3

x̄ × ȳ := (x2 y3 − x3 y2 , x3 y1 − x1 y3 , x1 y2 − x2 y1 ) = x1 x2 x3 ,
y1 y2 y3
όπου η τελευταία «ορίζουσα» έχει συμβολικό χαρακτήρα.
Συνεπώς, συμβολικά γράφουμε τον στροβιλισμό
( ενος τριδιάστατου
) διανυσματικού
∂ ∂ ∂
πεδίου f̄ ως το εξωτερικό γινόμενο του ∇ = , , επί το f̄,
∂x1 ∂x2 ∂x3

( ) ē1 ē2 ē3
∂ ∂ ∂
curl f̄ = ∇ × f̄ = , , × (f1 , f2 , f3 ) = ∂x
∂ ∂
∂x2

∂x3
∂x1 ∂x2 ∂x3 f1 f2 f3
1
( )
∂ ∂ ∂ ∂ ∂ ∂
= f3 − f2 , f1 − f3 , f2 − f1 .
∂x2 ∂x3 ∂x3 ∂x1 ∂x1 ∂x2
²⁵incompressible
²⁶rotation

116
3.6. ΔΙΑΦΟΡΙΚΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ


(Να προσεχθεί και εδώ ότι ο βαθμωτός διαφορικός τελεστής ∂x πρέπει να γράφεται
i
πάντα μπροστά από την προς διαφόριση συνάρτηση fj .)
Ο στροβιλισμός curl είναι ένας διανυσματικός διαφορικός τελεστής από τον χώρο
των μερικώς διαφορίσιμων τριδιάστατων διανυσματικών πεδίων, στον χώρο των τρι-
διάστατων διανυσματικών πεδίων.

Παρατήρηση 3.6.5. Ένα τριδιάστατο διανυσματικό πεδίο f̄ ταυτοτικά μηδενικού


στροβιλισμού,
∇ × f̄ ≡ 0̄,
ονομάζεται αστρόβιλο²⁷.

Ορισμός 3.6.4. Έστω f : U → R, U ⊂ Rn ανοικτό, n ≥ 2, δυό φορές μερικώς


διαφορίσιμη. Η συνάρτηση

∑n
∂2 f
∆f := :U→R
i=1
∂x2i

ονομάζεται Λαπλασιανή²⁸ (Laplacian) της f.

Παρατήρηση 3.6.6. Συμβολικά η Λαπλασιανή της f μπορεί να γραφεί ως


( ) ( ) ∑n
∂ ∂ ∂ ∂ ∂2
∆f = ∇ · ∇f = ,..., · ,..., f= f,
∂x1 ∂xn ∂x1 ∂xn
i=1
∂x2i

και άρα, είναι η απόκλιση της κλίσης της f,

∆f = div grad f.

Η Λαπλασιανή (ή ο τελεστής Laplace) ∆ είναι ένας βαθμωτός διαφορικός τε-


λεστής από τον χώρο των δυο φορές διαφορίσιμων συναρτήσεων, στον χώρο των
συναρτήσεων.

Παρατήρηση 3.6.7. Να προσεχθεί ότι, συχνά (και ιδίως στις Φυσικές Επιστήμες),
χρησιμοποιείται για την Λαπλασιανή της f και η (αυστηρά μαθηματικά αδόκιμη)
γραφή ∆f = ∇2 f.

Παρατήρηση 3.6.8. Ο τελεστής του Laplace παίζει σημαντικότατο ρόλο στις Μερικές
Διαφορικές Εξισώσεις (ΜΔΕ), δηλαδή, σε εξισώσεις, όπου δίνεται μια σχέση μεταξύ
των μερικών παραγώγων μιας συνάρτησης u περισσότερων της μιας μεταβλητών, της
ίδιας της συνάρτησης, και ίσως και άλλων συναρτήσεων και πρόσθετων συνθηκών,
που πρέπει να πληρούνται. Από όλες αυτές τις πληροφορίες θέλουμε, ή να βρούμε
την u, ή τουλάχιστον να πούμε κάτι για την συμπεριφορά της.
²⁷irrotational
²⁸Pierre-Simon Laplace, 1749–1827, F

117
3.6. ΔΙΑΦΟΡΙΚΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ

Ίσως η σημαντικότερη από όλες τις ΜΔΕ είναι η εξίσωση Laplace

∆u(x̄) = 0,
της οποίας οι δυο φορές συνεχώς διαφορίσιμες λύσεις u ∈ C2 (U), U ⊂ Rn ανοι-
κτό, λέγονται αρμονικές συναρτήσεις. Οι ιδιότητές τους εξετάζονται στην Αρμονική
Ανάλυση και στην Θεωρία Δυναμικού.
Στις Φυσικές Επιστήμες οι ΜΔΕ περιγράφουν διάφορα φαινόμενα και απαντώ-
νται συνήθως στις διαστάσεις n = 2 ή n = 3, όπου x̄ ∈ U ⊂ Rn είναι η μετα-
βλητή του χώρου. Όταν στο φυσικό φαινόμενο που εξετάζουμε περιλαμβάνεται και
η διάσταση του χώρου t ∈ R, τότε έχουμε μια δυναμική διαφορική εξίσωση. Οι γνω-
στότερες είναι η εξίσωση της θερμότητας (με συντελεστή θερμικής αγωγιμότητας
k > 0)
∂ ∑ ∂2 n
u(t, x̄) = k∆u(t, x̄) = k u(t, x1 , . . . , xn ), (t, x̄) ∈ (0, ∞) × Rn (3.12)
∂t
i=1
∂x2i

και η κυματική εξίσωση (με ταχύτητα διάδοσης c > 0)

∂2 ∑ ∂2 n

2
u(t, x̄) = c2 ∆u(t, x̄) = c2 u(t, x1 , . . . , xn ), (t, x̄) ∈ R × Rn (3.13)
∂t
i=1
∂x2i

Να προσεχθεί ότι ο τελεστής του Laplace ∆ δρά στην u, μόνο ως προς την χωρική
μεταβλητή x̄.

3.6.1 Aσκήσεις
Άσκηση 58. Έστω f̄ ∈ C2 (U; R3 ), U ⊂ R3 ανοικτό. Δείξτε ότι: div curl f̄ = 0.
Άσκηση 59. Έστω f, g ∈ C2 (U), U ⊂ Rn ανοικτό. Δείξτε ότι:

∆(fg) = g∆f + 2∇f · ∇g + f∆g.


Άσκηση 60. Δείξτε ότι η συνάρτηση
{
c1 ∥x̄∥1n−2 , n ≥ 3,
u(x̄) = x̄ ∈ Rn \ {0̄}
c2 ln ∥x̄∥, n = 2,

είναι αρμονική στο Rn \ {0̄} για κάθε c1 , c2 ∈ R.


(Για ειδικά c1 , c2 η u ονομάζεται θεμελιώδης λύση²⁹ της εξίσωσης Laplace.)
Άσκηση 61. Δείξτε ότι η συνάρτηση

u(t, x̄) = (4πkt)−n/2 e−∥x̄∥


2 /(4kt)
, (t, x̄) ∈ (0, ∞) × Rn
είναι λύση της εξίσωσης θερμότητας (3.12).
(Η u ονομάζεται θεμελιώδης λύση της εξίσωσης θερμότητας.)
²⁹fundamental solution

118
3.6. ΔΙΑΦΟΡΙΚΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ

Άσκηση 62. Έστω f ∈ C2 (R), ϑ̄ ∈ Rn , c > 0, ω := ∥ϑ̄∥c. Δείξτε ότι η

u(t, x̄) = f(ϑ̄ · x̄ − ωt), (t, x̄) ∈ R × Rn

είναι λύση της κυματικής εξίσωσης (3.13).

Άσκηση 63. Έστω f : Rn → R, ḡ = (g1 , . . . , gn ) : Rn → Rn μερικώς διαφορίσιμες.


Εκφράστε την ισότητα
div (fḡ) = f div ḡ + ḡ · grad f
με την βοήθεια του τελεστή ανάδελτα και αποδείξτε την.

Λύση. Με τη βοήθεια του τελεστή ανάδελτα ∇ = ( ∂x


∂ ∂
, . . . , ∂xn
) η ισότητα γράφεται
1

∇ · (fḡ) = f∇ · ḡ + ḡ · ∇f

και ισχύει


n n (
∑ ) ∑n ∑
n
∂ ∂ ∂ ∂ ∂
∇ · (fḡ) = (fgi ) = gi f+f gi = gi f+f gi
∂xi ∂xi ∂xi ∂xi ∂xi
i=1 i=1 i=1 i=1
= ḡ · ∇f + f∇ · ḡ.

Άσκηση 64. Έστω f, g : Rn → R δυό φορές μερικώς διαφορίσιμες. Δείξτε ότι

∇ · (f∇g − g∇f) = f∆g − g∆f.

Λύση.
( )
∂ ∂ ∂ ∂
∇ · (f∇g − g∇f) = ∇ · f g−g f, . . . , f g−g f
∂x1 ∂x1 ∂xn ∂xn
∑n ( )
∂ ∂ ∂
= f g−g f
∂xi ∂xi ∂xi
i=1
(( ) ( ) )
∑n
∂ ∂ ∂2 ∂ ∂ ∂2
= f g+f 2g− g f−g 2f
∂xi ∂xi ∂xi ∂xi ∂xi ∂xi
i=1
∑n
∂2 ∑n
∂2
=f g − g f
i=1
∂x2i i=1
∂x2i
= f∆g − g∆f.

Άσκηση 65. Έστω f̄ = (f1 , f2 , f3 ) : R3 → R3 ένα δυό φορές συνεχώς διαφορίσιμο


τριδιάστατο διανυσματικό πεδίο. Εκφράστε τους δύο πρώτους όρους της ισότητας

curl curl f̄ = grad div f̄ − ∆f̄, όπου ∆f̄ := (∆f1 , ∆f2 , ∆f3 ),

με την βοήθεια του τελεστή ανάδελτα και αποδείξτε την.

119
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

Λύση. Με την βοήθεια του τελεστή ανάδελτα ∇ = ( ∂x


∂ ∂
, . . . , ∂xn
) η ισότητα γρά-
1
φεται ( ) ( )
∇ × ∇ × f̄ = ∇ ∇ · f̄ − ∆f̄
Γνωρίζοντας ότι, εξ ορισμού
( )
∂f3 ∂f ∂f ∂f ∂f ∂f
∇ × f̄ = − 2, 1 − 3, 2 − 1 ,
∂x2 ∂x3 ∂x3 ∂x1 ∂x1 ∂x2
έχουμε
 ( ) ( )
∂ ∂f2 ∂f1 ∂ ∂f1 ∂f3
− ∂x2 ) − ∂x3 −
( )  ∂x2 ( ∂x1 ( ∂x3 ∂x1 ) 
 ∂ ∂f1 
∇ × ∇ × f̄ =  ∂x3
∂f3
− ∂f2 ∂
∂x3 ) − ∂x1
∂f2
− ∂x2 ) 
 ( ∂x2 ( ∂x1 
∂ ∂f1 ∂f3 ∂ ∂f3 ∂f2
∂x1 ∂x3 − ∂x1 − ∂x2 ∂x2 − ∂x3
 ∂2 f2 ∂2 f1 ∂2 f ∂2 f

1 3
∂x2 ∂x1 − ∂x22
− ∂x23
+ ∂x3 ∂x1
 
 ∂2 f3 ∂2 f2 ∂2 f 2 ∂2 f 1 
= − − + ∂x1 ∂x2 
 ∂x3 ∂x2 ∂x23 ∂x21 
∂2 f1 ∂2 f3 ∂2 f 3 ∂2 f 2
∂x1 ∂x3 − ∂x21
− ∂x22
+ ∂x2 ∂x3
 ∂2 f2 ∂2 f1 ∂2 f3

∂x2 ∂x1 + ∂x21
+ ∂x3 ∂x1
 2 
 ∂ f3 ∂2 f2 ∂2 f1 
=  ∂x3 ∂x2 + + ∂x1 ∂x2  − ∆f̄
 2 ∂x22 
∂ f1 ∂2 f3 ∂2 f2
∂x1 ∂x3 + ∂x23
+ ∂x2 ∂x3
 ( )
∂ ∂f2 ∂f1 ∂f3
+ +
 ∂x1 ( ∂x2 ∂x1 ∂x3 ) 
 ∂ ∂f3 ∂f2 ∂f1 
=  ∂x2 + + ∂x1 )  − ∆f̄
 ( ∂x3 ∂x2 
∂ ∂f1 ∂f3 ∂f2
∂x3 +
∂x1 + ∂x3 ∂x2
 ( ) 

∇ · f̄
 ∂1 ( )
∂x
=  ∂x2 ∇ · f̄  − ∆f̄
( )
∂x3 ∇ · f̄

( )
= ∇ ∇ · f̄ − ∆f̄.

3.7 Καμπύλες στον Rn


Όπως είπαμε και εισαγωγικά (βλ. §2.1), και εν μέρει διαπίστωσε εν τω μεταξύ και
μόνος του ο αναγνώστης, στη Διανυσματική Ανάλυση ασχολούμαστε με συναρτήσεις

f̄ : U → Rm , U ⊂ Rn , n, m ∈ N,

όπου είτε η ανεξάρτητη μεταβλητή x̄ ∈ U ⊂ Rn , είτε η εξαρτημένη f̄(x̄) ∈ Rm


είναι διάνυσμα, δηλ. κάποια από τις διαστάσεις n, m είναι διάφορη της μονάδας,

120
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

και ειδικότερα εξετάζουμε τις αναλυτικές ιδιότητες των συναρτήσεων αυτών, δηλ. τα
όρια, τη συνέχεια, τη διαφορισιμότητα και (στο Κεφάλαιο 4) την ολοκληρωσιμότητά
τους.
Ως τώρα, ασχοληθήκαμε κυρίως με πραγματικές συναρτήσεις, όπου m = 1, πε-
ρισσοτέρων (ανεξάρτητων) μεταβλητών, όπου n ≥ 2, και είδαμε ότι οι βασικότερες
αναλυτικές ιδιότητές τους γενικεύονται σε διανυσματικές συναρτήσεις

f̄ = (f1 , . . . , fm ) : U → Rm , m ≥ 2,

αφού, αν κάποια ιδιότητα (όριo, συνέχεια, διαφορισιμότητα) ισχύει σε ένα σημείο


x̄ ∈ U για κάθε μία από τις συνιστώσες πραγματικές συναρτήσεις της f̄,

fi : U → R, i = 1, . . . , m,

η ιδιότητα αυτή θα ισχύει και για την f̄.


Όπως, όμως, διακρίναμε την περίπτωση m = 1, n ≥ 2, μπορούμε να αναρωτη-
θούμε τι συμβαίνει, όταν n = 1, m ≥ 2, δηλ. τι είναι και ποιες ιδιότητες έχουν οι
διανυσματικές συναρτήσεις μίας ανεξάρτητης πραγματικής μεταβλητής

f̄ : I → Rm , I ⊂ R, m ∈ N, m ≥ 2.

Στην περίπτωση αυτή, αφού η διάσταση του χώρου στον οποίο βρίσκεται το πεδίο
ορισμού I είναι ούτως ή άλλως 1, μπορούμε να συμβολίσουμε τη διάσταση του πεδίου
τιμών με n ∈ N, και εξετάζουμε συναρτήσεις της μορφής

f̄ : I → Rn , I ⊂ R, n ∈ N, n ≥ 2.

Μία ειδική περίπτωση τέτοιων συναρτήσεων μελετήσαμε ήδη στην ενότητα §1.4, αφού
για I = N η συνάρτηση f̄ : N → Rn δεν είναι παρά μια ακολουθία στον Rn .
Στην παρούσα ενότητα θα ασχοληθούμε με μια άλλη, πολύ φυσική και συνήθη,
περίπτωση, όπου
I⊂R διάστημα
το οποίο μπορεί να είναι κλειστό, ανοικτό, ημιανοικτό, άνω φραγμένο, κάτω φραγμένο
ή ακόμα και όλο το R = (−∞, ∞). Έχουμε, δηλαδή, για το I ⊂ R τις περιπτώσεις

I = [α, β], (α, β], [α, β), (α, β), [α, ∞), (α, ∞), (−∞, β], (−∞, β), R, (3.14)

όπου α, β ∈ R, α < ³⁰β. Στην περίπτωση αυτή η ανεξάρτητη μεταβλητή συμβολίζεται


συνήθως με t ∈ I ⊂ R και μπορούμε να τη φανταστούμε ως μεταβλητή του χρόνου
(time). Επίσης, εστιάζουμε κυρίως στις περιπτώσεις όπου

f̄ : I → Rn συνεχής.
³⁰Φυσικά, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε και την περίπτωση α = β, αλλά αυτή δεν παρουσιάζει αναλυ-
τικό ενδιαφέρον, αφού, τότε, το πρώτο από τα διαστήματα στην (3.14) θα ήταν το μονοσύνολο I = {α} = {β}
και τα επόμενα τρία θα ισούνταν με το κενό σύνολο I = ∅ ⊂ R.

121
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

γ̄(β)

γ̄(t)
γ̄ ′ (t)

γ̄(α)

Σχήμα 3.1: Η εικόνα της (παραμετρικής) καμπύλης γ̄ : [α, β] → R2 με το αρχικό και


τελικό σημείο της, τον προσανατολισμό της και το εφαπτόμενο διάνυσμα στο σημείο
γ̄(t).

Ο λόγος γιατί περιοριζόμαστε σε τέτοιες συναρτήσεις (και γιατί συμβολίζουμε με t


την ανεξάρτητη μεταβλητή) είναι γιατί φανταζόμαστε ότι η f̄ περιγράφει τη διαδρομή
που διανύει ένα σωματίδιο στον Rn με την πάροδο του χρόνου, δηλ. φανταζόμαστε
ότι το σωματίδιο βρίσκεται στο σημείο f̄(t) ∈ Rn κατά τη χρονική στιγμή t ∈ I. Αν ο
χρόνος είναι συνεχής και δεν παρουσιάζει κενά, και το σωματίδιο δεν εξαφανίζεται,
θα πρέπει το πεδίο ορισμού I να είναι (οδικά) συνεκτικό, δηλ. μεταξύ δύο χρονικών
στιγμών t1 , t2 ∈ I με t1 < t2 θα πρέπει και όλες οι στιγμές t ∈ [t1 , t2 ] να βρίσκονται
στο πεδίο ορισμού I, αφού και για αυτές το σωματίδιο θα βρίσκεται σε κάποιο σημείο
του Rn . Επίσης, αν με τη ροή του χρόνου το σωματίδιο δεν κάνει άλματα από ένα
σημείο του χώρου σε κάποιο άλλο, θα πρέπει η f̄ να είναι συνεχής.
Αυτή η διαισθητική ερμηνεία είναι και το κινήτρο για την ονομασία τέτοιων δια-
νυσματικών συναρτήσεων μιας ανεξάρτητης πραγματικής μεταβλητής, καθώς και των
εννοιών που σχετίζονται μαζί τους. Για να τις ξεχωρίζουμε και οπτικά από τις δια-
νυσματικές συναρτήσεις n ≥ 2 ανεξάρτητων πραγματικών μεταβλητών, θα τις συμ-
βολίζουμε εδώ με ελληνικά γράμματα, συνήθως με γ̄.

Ορισμός 3.7.1. Μία συνεχής συνάρτηση γ̄ = (γ1 , . . . , γn ) : I → Rn , I ⊂ R διάστημα,


ονομάζεται (παραμετρική) καμπύλη στον Rn και η εικόνα της, γ̄(I), καμπύλη στον
Rn , βλ. Σχήμα 3.1.

Παρατήρηση 3.7.1. Ο αναγνώστης δικαίως θα απορεί με την παρουσία παρενθέσεων


στο όνομα ενός μαθηματικού αντικειμένου, καθώς και με την επανάληψη ενός όρου
για δύο διαφορετικά πράγματα στον πιο πάνω ορισμό. Η επικάλυψη αυτή δημιουρ-

122
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

γείται από δύο διαφορετικές θεωρήσεις ενός, καταρχάς, ίδιου αντικειμένου και την
ιστορική εξέλιξή τους.
Από (απλοϊκά) γεωμετρική (και διαισθητική) άποψη, μας φαίνεται φυσικό το
σύνολο C = γ̄(I) ⊂ Rn να ονομάζεται καμπύλη (curve)³¹. Με την πάροδο του
χρόνου, όμως, αναγνωρίστηκε η χρησιμότητα της αναλυτικής περιγραφής ενός τέτοιου
συνόλου C ⊂ Rn , κατά την οποία αυτό παραμετρικοποιείται μέσω μιας συνάρτησης
γ̄ : I → Rn , I ⊂ R, δηλ. μιας παραμετρικοποίησης ή παραμετρικής παράστασης
του C, έτσι ώστε για κάθε τιμή της παραμέτρου t ∈ I να έχουμε ένα σημείο του C =
γ̄(I), και δικαιολογεί το να ονομάσουμε την γ̄ παραμετρική καμπύλη (parametrized
curve). Η χρησιμότητα της αναλυτικής αυτής περιγραφής είναι προφανής, αφού η γ̄
περιέχει περισσότερες πληροφορίες από την γ̄(I), και είναι η ισχύουσα σήμερα, ιδίως
στην Ανάλυση και την Αναλυτική και Διαφορική Γεωμετρία. Αυτό οδηγεί με τη σειρά
του στην τάση, αντί για (εκτός από) την εικόνα γ̄(I), να ονομάζουμε καμπύλη (και) τη
συνάρτηση γ̄ (παραλείποντας τις περισσότερες φορές το επίθετο «παραμετρική»).³²
Στις παρούσες σημειώσεις, όταν αναφερόμαστε σε καμπύλες, θα εννοούμε κατά
βάση παραμετρικές καμπύλες. Πολλές φορές, όμως, ο όρος καμπύλη θα χρησιμοποιεί-
ται και με την έννοια ενός υποσυνόλου του Rn , το οποίο μπορεί να παραμετρικοποι-
ηθεί μέσω μιας παραμετρικής καμπύλης, βλ., π.χ., την έννοια της καμπύλης στάθμης
c στον Ορισμό 2.1.4. Η έννοια που δίνουμε στον όρο κάθε φορά, θα φαίνεται και
από τον μαθηματικό συμβολισμό ή την περιγραφή που τον συνοδεύει, έτσι ώστε να
μην υπάρχουν παρανοήσεις. Άλλες ονομασίες που χρησιμοποιούνται συχνά για μια
παραμετρική καμπύλη γ̄ : I → Rn είναι δρόμος ή οδός (path).
Επίσης, όπως περιγράψαμε πριν από τον Ορισμό 3.7.1, οι παραμετρικές καμπύλες
παίζουν μεγάλο ρόλο και στη Φυσική, όπου πέραν των σημείων που διαπερνά ένα σω-
ματίδιο (δηλ. του συνόλου C = γ̄(I) ⊂ Rn ), μας ενδιαφέρει π.χ. και σε ποια χρονική
στιγμή βρίσκεται το σωματίδιο σε ένα δεδομένο σημείο ή η ταχύτητα με την οποία
κινείται το σωματίδιο κάποια χρονική στιγμή. Στα πλαίσια αυτά οι (παραμετρικές)
καμπύλες ονομάζονται και τροχιές (trajectories).

Αυτό που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα είναι, ότι διαφορετικές παραμετρικές


καμπύλες γ̄ : I → Rn μπορούν να έχουν την ίδια εικόνα C = γ̄(I) (ή, ισοδύναμα, ότι η
ίδια καμπύλη C ⊂ Rn μπορεί να παραμετρικοποιηθεί με διαφορετικές παραμετρικές
παραστάσεις γ̄ : I → Rn , γ̄(I) = C).

Παράδειγμα 3.7.1. Οι τρείς διαφορετικές παραμετρικές καμπύλες

γ̄1 : t 7→ (cos t, sin t), t ∈ [0, 2π),


γ̄2 : t 7→ (cos t, sin t), t ∈ R,
γ̄3 : t 7→ (cos(vt), sin(vt)), t ∈ [0, 2π/v], v > 0,

έχουν όλες ως εικόνα τον μοναδιαίο κύκλο στο επίπεδο R2 , βλ. Σχήμα 2.5,

C = γ̄1 ([0, 2π)) = γ̄2 (R) = γ̄3 ([0, 2π/v]) = {(x, y) ∈ R2 : x2 + y2 = 1}.
³¹Μια άλλη, μάλλον κάπως πεπαλαιωμένη, ονομασία του γ̄(I) ⊂ Rn είναι και τόξο (arc).
³²Κάποιοι συγγραφείς, βλ. π.χ. [3], ονομάζουν την γ̄(I) ίχνος (trace) της γ̄.

123
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

Παράδειγμα 3.7.2. Όλες οι παραμετρικές καμπύλες

γ̄λ : t 7→ ā + tλv̄ ∈ Rn , t ∈ R, ā ∈ Rn , ∥v̄∥ = 1, λ ∈ R \ {0},

έχουν ως εικόνα την ίδια ευθεία στον Rn , βλ. Σχήμα 1.4 για n = 3,

γ̄λ (R) = {ā + tλv̄ ∈ Rn : t ∈ R}.

Παράδειγμα 3.7.3. Το γράφημα Γf = {(t, f(t)) ∈ R2 : t ∈ I} μιας συνεχούς πραγ-


ματικής συνάρτησης μιας πραγματικής μεταβλητής f : I → R, I ⊂ R διάστημα, είναι
μια καμπύλη στο επίπεδο R2 με παραμετρική παράσταση

γ̄f (t) = (t, f(t)) ∈ R2 , t ∈ I,

και εικόνα γ̄f (I) = Γf .

Ορισμός 3.7.2. Έστω μια παραμετρική καμπύλη γ̄ : I → Rn .

(αʹ) Aν η γ̄ : I → Rn είναι 1 − 1, λέμε ότι η γ̄ είναι απλή(ή καμπύλη Jordan³³).

(βʹ) Αν I = [α, β], τα σημεία γ̄(α), γ̄(β) ∈ Rn λέγονται αρχικό και τελικό σημείο,
αντίστοιχα, της γ̄ : [α, β] → Rn και λέμε ότι η γ̄ τα συνδέει. Αν γ̄(α) = γ̄(β),
η γ̄ λέγεται κλειστή.

(γʹ) Μια κλειστή παραμετρική καμπύλη γ̄ : [α, β] → Rn λέγεται απλή, αν o πε-


ριορισμός της στο [α, β), γ̄|[α,β) , είναι 1 − 1.

Παρατήρηση 3.7.2. Η ίδια ορολογία χρησιμοποιείται και για την καμπύλη C =


γ̄(I) ⊂ Rn και, αντίστροφα, θα χαρακτηρίζουμε μία καμπύλη C ⊂ Rn με αυτούς
τους όρους, αν υπάρχει παραμετρική καμπύλη γ̄ : I → Rn με C = γ̄(I) που έχει
τις αντίστοιχες ιδιότητες. Ειδικότερα, η C ⊂ Rn λέγεται απλή κλειστή καμπύλη, αν
υπάρχει μια απλή κλειστή παραμετρική καμπύλη γ̄ : [α, β] → Rn με γ̄([α, β]) = C.

Για λόγους (εγκυκλοπαιδικής) πληρότητας αναφέρουμε, χωρίς απόδειξη, το ακό-


λουθο διαισθητικά προφανές, αλλά όχι απλά αποδείξιμο³⁴, θεώρημα.

Θεώρημα 3.7.1. (Θεώρημα καμπύλης του Jordan)


Κάθε απλή κλειστή καμπύλη C ⊂ R2 διαχωρίζει το συμπλήρωμά της, R2 \ C, σε
δύο ανοικτά και συνεκτικά³⁵ υποσύνολα, των οποίων αποτελεί το σύνορο και εκ
των οποίων το ένα είναι φραγμένο και ονομάζεται εσωτερικό³⁶ της καμπύλης C.
³³Camille Jordan, 1838 - 1922, F
³⁴βλ. π.χ. [11, Ch. 10]
³⁵βλ. τον Ορισμό 4.2.4
³⁶ Να προσεχθεί ότι, εδώ, δεν εννοούμε το εσωτερικό του συνόλου C ⊂ R2 , υπό την έννοια του Ορισμού
1.3.3.

124
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

Παράδειγμα 3.7.4. Στο Παράδειγμα 3.7.1, η γ̄3 είναι μια κλειστή καμπύλη, αφού
(cos 0, sin 0) = (cos(2π), sin(2π)) = (1, 0).
Επίσης, είναι απλή στο [0, 2π v ), αφού, αν t1 , t2 ∈ [0, v ) με t1 < t2 και cos(vt1 ) =

cos(vt2 ), θα ισχύει vt1 ≤ π ≤ vt2 (η cos x είναι γνησίως μονότονη, και άρα 1 − 1,
στα [0, π] και [π, 2π]) και άρα, sin(vt1 ) ≥ 0 ≥ sin(vt2 ) με τις ισότητες να ισχύουν
μόνο, αν vt1 = 0 και vt2 = π, όπου, όμως, cos 0 = 1 ̸= −1 = cos π.
Για τον ίδιο λόγο και η γ̄1 είναι απλή, ενώ δεν είναι κλειστή σύμφωνα με τον
προηγούμενο ορισμό (παρόλο που έχει την ίδια εικόνα με την γ̄3 (!)). Από την άλλη, η
γ̄2 δεν είναι απλή. Να προσεχθεί, όμως, ότι η συνεχής επέκταση της γ̄1 στο [0, 2π] και
ο περιορισμός της γ̄2 στο ίδιο διάστημα είναι απλές κλειστές καμπύλες με την ίδια
εικόνα με τις γ̄1 και γ̄2 . Υπό αυτή την έννοια, αν μας ενδιαφέρει μόνο η παραμετρική
παράσταση του μοναδιαίου κύκλου ως μια απλή κλειστή καμπύλη, η απλούστερη
περιγραφή είναι μέσω της παραμετρικοποίησης
γ̄0 (t) = (cos t, sin t), t ∈ [0, 2π],
δηλ. της γ̄3 με v = 1, και σύμφωνα με την Παρατήρηση 3.7.2, ο μοναδιαίος κύκλος
στο R2 , {(x, y) ∈ R2 : x2 + y2 = 1}, είναι μια απλή κλειστή καμπύλη. Γενικότερα,
στο βαθμό που έχουμε την επιλογή της παραμετρικοποίησης μιας καμπύλης, καλό
είναι να επιλέγουμε την κάθε φορά απλούστερη από τις κατάλληλες για αυτό που
θέλουμε να εξετάσουμε.
Η παραμετρική καμπύλη γ̄λ του Παραδείγματος 3.7.2 είναι απλή για κάθε λ ̸= 0,
αφού για t1 , t2 ∈ R
γ̄λ (t1 ) = γ̄λ (t2 ) ⇔ (t1 − t2 )λν̄ = 0̄ ⇔ |t1 − t2 | = 0.
Απλή είναι και η καμπύλη γ̄f του Παραδείγματος 3.7.3, αφού για t1 , t2 ∈ I
γ̄f (t1 ) = γ̄f (t2 ) ⇒ t1 = t2 .
Παράδειγμα 3.7.5. Μια μη απλή καμπύλη γ̄ : I → Rn έχει τουλάχιστον ένα σημείο
x̄ ∈ γ̄(I) ⊂ Rn , το οποίο είναι η εικόνα τουλάχιστον δύο διαφορετικών παραμετρι-
κών τιμών t1 , t2 ∈ I με t1 ̸= t2 . Αν υπάρχουν μόνο δύο διαφορετικά t1 ̸= t2 με
γ̄(t1 ) = γ̄(t2 ) = x̄, το x̄ ονομάζεται διπλό σημείο. Π.χ. η καμπύλη
γ̄(t) = (t2 − 1, t3 − t), t ∈ R, (3.15)
βλ. Σχήμα 3.2, έχει το μοναδικό διπλό σημείο
(0, 0) = γ̄(−1) = γ̄(1),
αφού
(t21 − 1, (t21 − 1)t1 ) = (t22 − 1, (t22 − 1)t2 ) και t1 < t2 ⇒ t1 = −1, t2 = 1.
Επιπλέον, οι περιορισμοί της γ̄ στα υποδιαστήματα (−∞, −1] και [1, ∞) είναι απλές
καμπύλες, ενώ o περιορισμός της στο υποδιάστημα [−1, 1] είναι μια απλή κλειστή
καμπύλη.

125
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

γ̄ ′ (−1) γ̄ ′ (1)

Σχήμα 3.2: Η καμπύλη (3.15) έχει το διπλό σημείο γ̄(−1) = (0, 0) = γ̄(1) με δύο
εφαπτόμενα διανύσματα, κάθετα μεταξύ τους.

Παρατήρηση 3.7.3. Σύμφωνα με όσα μάθαμε ως τώρα για τις διανυσματικές συναρ-
τήσεις, βλ. τις ενότητες §2.3, §3.2, η συνάρτηση γ̄ = (γ1 , . . . , γn ) : I → Rn , I ⊂ R
διάστημα, είναι παραμετρική καμπύλη (δηλ. συνεχής), αν και μόνο αν οι συνιστώσες
συναρτήσεις της, γi : I → R, i = 1, . . . , n, είναι συνεχείς.
Επίσης, η παραμετρική καμπύλη γ̄ : I → Rn είναι διαφορίσιμη, αν και μόνο αν
για κάθε t ∈ I υπάρχει η παράγωγός της
 
γ1′ (t)
 
γ̄′ (t) := Dγ̄(t) =  ..
. ∈R ,
n

′ (t)
γn

όπου για I = [α, β] με α, β ∈ R, α < β, θεωρούμε στα άκρα του διαστήματος ως


παραγώγους των γi : [α, β] → R, i = 1, . . . , n, τις πλευρικές παραγώγους

γi (t) − γi (α) γi (t) − γi (β)


γi′ (α) = lim και γi′ (β) = lim .
t→α+ t t→β− t
Τέλος, μια διαφορίσιμη παραμετρική καμπύλη γ̄ είναι συνεχώς διαφορίσιμη, αν
και μόνο αν η παράγωγός της, γ̄ ′ : I → Rn , είναι συνεχής. Μια τέτοια καμπύλη θα
την ονομάζουμε και C1 -καμπύλη.³⁷
Προφανώς, μια C1 -καμπύλη είναι και διαφορίσιμη και μια διαφορίσιμη καμπύλη
είναι και συνεχής. (Να προσεχθεί ότι, εδώ, οι έννοιες της μερικής διαφορισιμότητας
³⁷Άλλες ονομασίες που χρησιμοποιούνται είναι λεία (smooth) ή ομαλή, απαιτείται όμως μεγάλη προσοχή
γιατί αυτές οι ονομασίες χρησιμοποιούνται στη βιβλιογραφία με διαφορετικές σημασίες.

126
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

και της διαφορισιμότητας συμπίπτουν, αφού έχουμε μόνο μία ανεξάρτητη πραγμα-
τική μεταβλητή t ∈ I.)

Ορισμός 3.7.3. Έστω γ̄ : I → Rn μια διαφορίσιμη καμπύλη στον Rn .

(αʹ) H παράγωγος γ̄ ′ (t), t ∈ I, ονομάζεται εφαπτόμενο διάνυσμα (tangent vector)


της καμπύλης στο σημείο γ̄(t) (ή για την παραμετρική τιμή t).

(βʹ) Ένα σημείο γ̄(t) της καμπύλης λέγεται κανονικό (regular), αν γ̄ ′ (t) ̸= 0̄, και
ιδιάζον (singular), αν γ̄ ′ (t) = 0.

(γʹ) H γ̄ ονομάζεται κανονική (regular), αν είναι συνεχώς διαφορίσιμη και όλα τα


σημεία της είναι κανονικά.

Παρατήρηση 3.7.4. Λέμε ότι μια καμπύλη C ⊂ Rn είναι διαφορίσιμη, ή συνεχώς


διαφορίσιμη ή κανονική, αν υπάρχει μια παραμετρικοποίησή της, γ̄ : I → Rn με
γ̄(I) = C, η οποία έχει τις αντίστοιχες ιδιότητες.
Παράδειγμα 3.7.6. H παραβολή του Neile³⁸, βλ. Σχήμα 3.3,

γ̄(t) = (t2 , t3 ), t ∈ R, (3.16)

με εικόνα

γ̄(R) = {(x, y) ∈ R2 : x ≥ 0, y = ±x3/2 } = {(x, y) ∈ R2 : x ≥ 0, y2 = x3 }

και εφαπτόμενα διανύσματα

γ̄′ (t) = (2t, 3t2 ), t ∈ R,

είναι μια συνεχώς διαφορίσιμη, αλλά μη κανονική καμπύλη, αφού έχει το ιδιάζον
σημείο (0, 0).

Παρατήρηση 3.7.5. Από γεωμετρική άποψη, το εφαπτόμενο διάνυσμα

γ̄(t + h) − γ̄(t)
γ̄′ (t) = lim
h→0 h
σε ένα σημείο γ̄(t) μιας κανονικής καμπύλης δίνει την κατεύθυνση της εφαπτομένης
{ γ̄′ (t) }
γ̄(t) + s ′ : s ∈ R ⊂ Rn ,
∥γ̄ (t)∥
στο σημείο αυτό, και μπορεί να ερμηνευθεί ως το όριο των κατευθύνσεων των τε-
μνουσών της καμπύλης που περιέχουν το γ̄(t),
{ γ̄(t + h) − γ̄(t) |h| }
γ̄(t) + s : s ∈ R ⊂ Rn , 0 < |h| ≪ 1³⁹,
∥γ̄(t + h) − γ̄(t)∥ h

127
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

y2 = x 3

Σχήμα 3.3: Η παραβολή του Neile, (3.16)

γ̄(t+h)−γ̄(t)
h

γ̄(t + h)
γ̄(t)

Σχήμα 3.4: Το διάνυσμα της ταχύτητας από το γ̄(t) ως το γ̄(t + h).

όταν h → 0, βλ. Σχήμα 3.4.


Από φυσική άποψη, το εφαπτόμενο διάνυσμα γ̄ ′ (t) μπορεί να ερμηνευθεί ως
το διάνυσμα ταχύτητας (velocity vector) ενός σωματιδίου που βρίσκεται στη θέση
γ̄(t) ∈ Rn τη χρονική στιγμή t ∈ I (και έχει την ταχύτητα ∥γ̄′ (t)∥).
Τα εφαπτόμενα διανύσματα κανονικών καμπυλών μπορούν να χρησιμοποιηθούν
για να υπολογίσουμε τη γωνία τομής μεταξύ δύο καμπυλών. Πιο συγκεκριμένα
³⁸William Neile, 1637-1670, UK
³⁹Ο συμβολισμός 0 < ε ≪ 1 σημαίνει ότι το ε είναι «πάρα πολύ μικρό» (σε σχέση με το 1).

128
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

γ̄2′ (t2 ) γ̄1′ (t1 )


ϑ

γ̄1 γ̄2

Σχήμα 3.5: Η γωνία τομής ϑ των καμπυλών γ̄1 και γ̄2 .

έχουμε τον ακόλουθο ορισμό.

Ορισμός 3.7.4. Έστω γ̄i : Ii → Rn , i = 1, 2, δύο κανονικές καμπύλες με σημείο


τομής γ̄1 (t1 ) = γ̄2 (t2 ). Η γωνία ϑ ∈ [0, π] μεταξύ των εφαπτόμενων διανυσμάτων
γ̄1′ (t1 ) και γ̄2′ (t2 ) με
γ̄1′ (t1 ) · γ̄2′ (t2 )
cos ϑ =
∥γ̄1′ (t1 )∥∥γ̄2′ (t2 )∥
ονομάζεται γωνία τομής των καμπυλών γ̄i στο σημείο γ̄1 (t1 ) = γ̄2 (t2 ), βλ. Σχήμα
3.5.

Παράδειγμα 3.7.7. Η καμπύλη του Παραδείγματος 3.7.5 είναι κανονική, αφού η


παράγωγός της είναι συνεχής, με εφαπτόμενα διανύσματα

γ̄′ (t) = (2t, 3t2 − 1) ̸= 0̄, ∀ t ∈ R.

Στο διπλό σημείο της, (0, 0) = γ̄(−1) = γ̄(1), έχει τα εφαπτόμενα διανύσματα

γ̄′ (−1) = (−2, 2) και γ̄′ (1) = (2, 2)

τα οποία είναι κάθετα μεταξύ τους, βλ. Σχήμα 3.2.

Σίγουρα μια ενδιαφέρουσα και άκρως πρακτική πληροφορία αναφορικά με μία


καμπύλη είναι το μήκος της, το οποίο ορίζεται ως ακολούθως.

Ορισμός 3.7.5. Έστω γ̄ : [α, β] → Rn , α < β, μια καμπύλη στον Rn και P ([α, β])
το σύνολο των διαμερίσεων P = {t0 , t1 , . . . , tν } με α =: t0 < t1 < . . . < tν := β,

129
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

γ̄(β)

γ̄(tk−1 )

γ̄(t2 )

γ̄(t1 )

γ̄(α)

Σχήμα 3.6: Η καμπύλη γ̄ και μια πολυγωνική γραμμή, που ενώνει με ευθύγραμμα
τμήματα τα σημεία που αντιστοιχούν σε μια διαμέριση του [α, β].

ν ∈ N, του διαστήματος [α, β]. Η γ̄ ονομάζεται ευθυγραμμίσιμη (rectifiable), αν


υπάρχει (στο R) το μήκος της καμπύληςγ̄
{ }

ν
L(γ̄) := sup ∥γ̄(tk ) − γ̄(tk−1 )∥ : P = {t0 , t1 , . . . , tν } ∈ P ([α, β]) ∈ R.
k=1

Παρατήρηση 3.7.6. Σύμφωνα με τον Ορισμό 3.7.5, το μήκος μιας καμπύλης ορίζεται
ως το ελάχιστο άνω φράγμα των μηκών όλων των πολυγωνικών γραμμών που προ-
κύπτουν από την ένωση με ευθύγραμμα τμήματα των σημείων γ̄(tk ) ̸= γ̄(tk−1 ) για
κάθε διαμέριση P του πεδίου ορισμού της γ̄, βλ. Παράδειγμα 3.7.15 και Σχήμα 3.6.

Παρατήρηση 3.7.7. Ο Ορισμός 3.7.5 υπονοεί ότι δεν είναι κάθε παραμετρική καμπύλη
γ̄ : [α, β] → Rn ευθυγραμμίσιμη, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν συνεχείς συ-
ναρτήσεις γ̄ : [α, β] → Rn , για τις οποίες το σύνολο που φαίνεται στα δεξιά του
ορισμού του μήκους δεν είναι άνω φραγμένο.
Ένα κλασικό παράδειγμα μη ευθυγραμμίσιμης καμπύλης είναι η γ̄g : [0, 1] → R2 ,

130
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

γ̄g (t) = (t, g(t)), με {


t cos(π/t), t ∈ (0, 1],
g(t) =
0, t = 0.
Πράγματι, για τη διαμέριση P = {0, 2ν
1 1
, 2ν−1 , . . . , 13 , 12 , 1} έχουμε



∥γ̄g (0) − γ̄g ( 2ν
1
)∥ + ∥γ̄g ( k1 ) − γ̄g ( k−1
1
)∥
k=2

2ν ∑

2ν ∥(1, 1)∥ + ∥(1, 2k − 1)∥ → ∞ για ν → ∞.


1 1 1
= k(k−1)
> k
k=2 k=2
Σύμφωνα με το επόμενο θεώρημα, όλες οι συνεχώς διαφορίσιμες καμπύλες είναι
ευθυγραμμίσιμες και το μήκος τους δίνεται από έναν πολύ απλό τύπο.
Θεώρημα 3.7.2. Μία συνεχώς διαφορίσιμη καμπύλη γ̄ : [α, β] → Rn είναι ευθυ-
γραμμίσιμη με μήκος
∫β

L(γ̄) = γ̄ (t) dt.
α
Για την απόδειξη θα χρειαστούμε το επόμενα δύο λήμματα.
Λήμμα 3.7.1. Έστω η συνεχώς διαφορίσιμη καμπύλη γ̄ : [α, β] → Rn . Τότε,

γ̄(t) − γ̄(τ)
∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ t, τ ∈ [α, β], |t − τ| ∈ (0, δ) :
− γ̄ ′
(t) < ε.

t−τ
Απόδειξη. Αφού η γ̄ : [α, β] → Rn είναι συνεχώς διαφορίσιμη, αυτό θα ισχύει και
για κάθε συνιστώσα γi : [α, β] → R, i = 1, . . . , n, της γ̄, δηλ. οι γi′ : [α, β] → R
υπάρχουν και είναι συνεχείς και άρα και ομοιόμορφα συνεχείς στο [α, β]. Συνεπώς,
ε
∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ t, s ∈ [α, β], |t − s| < δ ∀ i = 1, . . . , n : γi′ (s) − γi′ (t) < √ ,
n
και αφού (σύμφωνα με το Θεώρημα Μέσης Τιμής) για κάθε t, τ ∈ [α, β] με 0 <
|t − τ| < δ υπάρχουν ϑi ∈ (0, 1), i = 1, . . . , n, με
γi (t) − γi (τ)
= γi′ (t + ϑi (τ − t)) ∀ i = 1, . . . , n,
t−τ
όπου |t − (t + ϑi (τ − t))| = |ϑi ||τ − t| < δ, θα έχουμε το αποδεικτέο:
∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ t, τ ∈ [α, β], |t − τ| ∈ (0, δ) :
2 ∑n 2
γ̄(t) − γ̄(τ) γi (t) − γi (τ)

− γ̄ (t) = − γi (t)

t−τ t−τ
i=1
∑n
′ ∑
n
ε2
= γ (t + ϑi (τ − t)) − γ′ (t) 2 ≤ = ε2 .
i i
n
i=1 i=1
2

131
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

Λήμμα 3.7.2. (Τριγωνική ανισότητα διανυσματικών ολοκληρωμάτων)


Για το ολοκλήρωμα της καμπύλης γ̄ = (γ1 , . . . , γn ) : [α, β] → Rn
∫β ( ∫β ∫β )
γ̄(t) dt := γ1 (t) dt, . . . , γn (t) dt ∈ Rn
α α α
ισχύει
∫β ∫β

γ̄(t) dt ≤ ∥γ̄(t)∥ dt.
α α
Απόδειξη. Αφού η καμπύλη γ̄ είναι συνεχής, θα είναι συνεχείς και άρα, και ολο-
κληρώσιμες όλες οι συνιστώσες της, γi , i = 1, . . . , n, καθώς και η συνάρτηση ∥γ̄∥ :
[α, β] → R, ∥γ̄∥(t) := ∥γ̄(t)∥. Συνεπώς, για τα αθροίσματα Riemann

ν ( β − α) 1
(i)
Sν := γi α + k , ν ∈ N, i = 1, . . . , n,
ν ν
k=1
ν (
∑ β − α )
1
sν := γ̄ α + k , ν ∈ N,
ν ν
k=1

ισχύει⁴⁰
∫β ∫β
(i)
lim Sν = γi (t) dt ∈ R, i = 1, . . . , n, lim sν = ∥γ̄(t)∥ dt ∈ R,
ν→∞ α ν→∞ α
και άρα, για

ν ( )
(1) (n) β−α 1
S̄ν := (Sν , . . . , Sν ) = γ̄ α + k , ν∈N
ν ν
k=1
έχουμε
∫β
lim S̄ν = γ̄(t) dt,
ν→∞ α
και συνεπώς,
∫β

lim ∥S̄ν ∥ = γ̄(t) dt .
ν→∞ α
Όμως,
∑ν ( β − α) 1
ν (
∑ β − α )
1
∥S̄ν ∥ = γ̄ α + k ≤ γ̄ α + k = sν ∀ ν ∈ N,
ν ν ν ν
k=1 k=1
που συνεπάγεται
∫β ∫β

γ̄(t) dt = lim ∥S̄ν ∥ ≤ lim sν = ∥γ̄(t)∥ dt.
α ν→∞ ν→∞ α
2
⁴⁰αποδεικνύεται με χρήση του (ειδικότερου) Κριτηρίου του Riemann, Θεώρημα 4.1.2, βλ., π.χ., και [13,
Θεώρημα 2.18]

132
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

Απόδειξη. (Θεωρήματος 3.7.2) Αφού η γ̄ : [α, β] → Rn είναι συνεχώς διαφορίσιμη,


η γ̄′ : [α, β] → Rn υπάρχει και είναι συνεχής. Συνεπώς, και η ∥γ̄′ ∥ : [α, β] → R
υπάρχει και είναι συνεχής (γιατί;) και άρα, και ολοκληρώσιμη. Συνεπώς, για κάθε ε >
0 υπάρχει δ1 > 0 τέτοιο, ώστε για κάθε διαμέριση P = {t0 , t1 , . . . , tν } ∈ P ([α, β])
λεπτότητας ∥P ∥ := max{tk − tk−1 : k = 1, . . . , ν} < δ1 να ισχύει

β ∑
′ ′
ν
γ̄ (t) dt − γ̄ (tk ) (tk − tk−1 ) < ε .
α 2
k=1

Σύμφωνα με το Λήμμα 3.7.1, υπάρχει δ ∈ (0, δ1 ] τέτοιο ώστε, αν η πιο πάνω διαμέ-
ριση P έχει λεπτότητα ∥P ∥ < δ, να ισχύει

γ̄(tk ) − γ̄(tk−1 ) ε
− γ̄ (tk )

∀ k = 1, . . . , ν
tk − tk−1 < 2(β − α)

και συνεπώς (γιατί;),



β ∑

ν

γ̄ (t) dt − ∥γ̄(tk ) − γ̄(tk−1 )∥
α
k=1

β ∑
′ ′
ν

≤ γ̄ (t) dt − γ̄ (tk ) (tk − tk−1 )
α
k=1

ν
ε ∑ν
ε(tk − tk−1 )
+ ′
γ̄(tk ) − γ̄(tk−1 ) − γ̄ (tk )(tk − tk−1 ) < + = ε,
2 2(β − α)
k=1 k=1

από το οποίο προκύπτει ότι δεν υπάρχει άνω φράγμα του συνόλου
{ }

ν
∥γ̄(tk ) − γ̄(tk−1 )∥ : P = {t0 , t1 , . . . , tν } ∈ P ([α, β]) ⊂R
k=1
∫β
που να είναι μικρότερο του α ∥γ̄′ (t)∥ dt ∈ R. Το ότι το ολοκλήρωμα αυτό είναι
άνω φράγμα του πιο πάνω συνόλου προκύπτει άμεσα από το Λήμμα 3.7.2 και το
Θεμελιώδες Θεώρημα του Απειροστικού Λογισμού για πραγματικές συναρτήσεις μίας
πραγματικής μεταβλητής, αφού
∫β ν ∫ tk

′ ′
γ̄ (t) dt = γ̄ (t) dt
α k=1 tk−1

ν ∫ tk

∑ ∑ ν

≥ γ̄′ (t) dt = ∥γ̄(tk ) − γ̄(tk−1 )∥ .
tk−1
k=1 k=1

133
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

y
B
2

0 A C
π 2π x

Σχήμα 3.7: Η κυκλοειδής καμπύλη (3.17).

Παράδειγμα 3.7.8. Το τόξο του μοναδιαίου κύκλου

γ̄ : [0, φ] → R2 , γ̄(t) = (cos t, sin t), φ > 0,

έχει μήκος
∫φ ∫φ ∫φ
L(γ̄) = ∥γ̄ ′ (t)∥ dt = ∥(− sin t, cos t)∥ dt = dt = φ
0 0 0

και συνεπώς ειδικότερα, ο μοναδιαίος κύκλος έχει μήκος φ = 2π, βλ. και Σχήμα 1.7.

Παράδειγμα 3.7.9. H κυκλοειδής καμπύλη

γ̄ : R → R2 , γ̄(t) = (t − sin t, 1 − cos t), (3.17)

είναι η καμπύλη που περιγράφει στο επίπεδο 0xy το σημείο του μοναδιαίου κύκλου,
το οποίο στoν αρχικό χρόνο t = 0 βρίσκεται στην αρχή των αξόνων, όταν αυτός
κυλίεται προς τα δεξιά πάνω στον άξονα 0x, βλ. Σχήμα 3.7.
Το μήκος της κυκλοειδούς, όταν ο κύκλος κυλισθεί, ώσπου το σημείο αυτό να
επανέλθει στον άξονα 0x, είναι
∫ 2π ∫ 2π √
L(γ̄|[0,2π] ) = ∥(1 − cos t, sin t)∥ dt = 2 − 2 cos t dt
0 0
∫ 2π ∫π
=2 sin(t/2) dt = 4 sin τ dτ = 8.
0 0

Ορισμός 3.7.6. Έστω γ̄ : [α, β] → Rn μια καμπύλη και φ : [A, B] → [α, β], όπου
A, B ∈ R, A < B, μια αμφιμονοσήμαντη (δηλ. 1 − 1 και επί) συνεχής συνάρτηση.
Τότε, λέμε ότι η καμπύλη

ζ̄ := γ̄ ◦ φ : [A, B] → Rn

134
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

προκύπτει από την αναπαραμετρικοποίηση της γ̄ μέσω του παραμετρικού μετα-


σχηματισμού φ.
Αν ο παραμετρικός μετασχηματισμός φ είναι γνήσια αύξουσα συνάρτηση, λέμε
ότι διατηρεί τον προσανατολισμό της καμπύλης γ̄ ενώ, αν είναι γνήσια φθίνουσα
συνάρτηση, λέμε ότι αντιστρέφει τον προσανατολισμό.⁴¹
Αν οι φ : [A, B] → [α, β] και φ−1 : [α, β] → [A, B] είναι συνεχώς διαφορίσιμες,
η φ ονομάζεται C1 -παραμετρικός μετασχηματισμός.⁴²

Παρατήρηση 3.7.8. Η εικόνα μιας παραμετρικά μετασχηματισμένης καμπύλης ζ̄ =


γ̄ ◦ φ ταυτίζεται με την εικόνα της καμπύλης γ̄, από την οποία προκύπτει, δηλ. ισχύει
γ̄([α, β]) = ζ̄([A, B]).
Πράγματι, αν x̄ ∈ γ̄([α, β]), τότε υπάρχει t ∈ [α, β] με x̄ = γ̄(t) και τ ∈ [A, B] με
t = φ(τ). Συνεπώς, x̄ = γ̄(φ(τ)) = ζ̄(τ) ∈ ζ̄([A, B]). Αντίστροφα, αν x̄ ∈ ζ̄([A, B]),
τότε υπάρχει τ ∈ [A, B] με x̄ = ζ̄(τ) = γ̄(φ(τ)), όπου φ(τ) ∈ [α, β], και άρα,
x̄ ∈ γ̄([α, β]).
Παρατήρηση 3.7.9. Αν φ : [A, B] → [α, β] είναι ένας C1 -παραμετρικός μετασχημα-
τισμός, τότε αυτός

• διατηρεί τον προσανατολισμό, αν και μόνο αν φ′ (τ) > 0 ∀ τ ∈ [A, B], και

• αντιστρέφει τον προσανανατολισμό, αν και μόνο αν φ′ (τ) < 0 ∀ τ ∈ [A, B].

Πράγματι, ένας C1 -παραμετρικός μετασχηματισμός φ έχει σε όλο το διάστημα


ορισμού του παράγωγο διαφορετική του μηδενός, φ′ (τ) ̸= 0 ∀ τ ∈ [A, B], αφού
( )′ ( )′
φ−1 ◦ φ (τ) = φ−1 (φ(τ)) φ′ (τ) = 1 ∀ τ ∈ [A, B]. (3.18)

Συνεπώς, λόγω της συνέχειας της φ ′ : [A, B] → [α, β], η παράγωγος δεν αλλάζει
πρόσημο στο [A, B], αλλά είναι, ή παντού θετική, ή παντού αρνητική.

Παράδειγμα 3.7.10. Μια οποιαδήποτε καμπύλη γ̄ : [α, β] → Rn , α, β ∈ R, α < β,


μπορεί να αναπαραμετρικοποιηθεί ως προς οποιοδήποτε άλλο διάστημα παραμέ-
τρων [A, B] με A, B ∈ R, A < B, μέσω των (ομοπαραλληλικών) C1 -παραμετρικών
μετασχηματισμών

αB − βA β − α
φ(τ) = + τ, τ ∈ [A, B],
B−A B−A
ο οποίος διατηρεί τον προσανατολισμό της γ̄, και

βB − αA β − α
ψ(T ) = − T, T ∈ [A, B],
B−A B−A
⁴¹ Μια αμφιμονοσήμαντη φ ∈ C([A, B]) είναι γνήσια μονότονη, βλ., π.χ., [12, Θεώρημα 4.51].
⁴² Μια αμφιμονοσήμαντη φ ∈ C1 ([A, B]) δεν έχει πάντα διαφορίσιμη αντίστροφη, π.χ., η φ(x) =
x3 , x ∈ [−1, 1]. Όμως, μία φ ∈ C1 ([A, B]) με φ ′ (τ) ̸= 0 ∀ τ ∈ [A, B] είναι ένας C1 -παραμετρικός
μετασχηματισμός φ : [A, B] → φ([A, B]), βλ. την (3.18).

135
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

ο οποίος τον αντιστρέφει.


Παρατηρούμε ότι για την ζ̄ = γ̄ ◦ φ : [A, B] → Rn ισχύει

β−α ′
ζ̄(A) = γ̄(α), ζ̄(B) = γ̄(β), ζ̄ ′ (τ) = γ̄ (φ(τ)),
B−A
ενώ για την η̄ = γ̄ ◦ ψ : [A, B] → Rn ισχύει

β−α ′
η̄(A) = γ̄(β), η̄(B) = γ̄(α), η̄ ′ (T ) = − γ̄ (ψ(T )).
B−A
Ειδικότερα, διαπιστώνουμε ότι για την παραμετρική τιμή t0 = φ(τ0 ) = ψ(T0 ) ∈
[α, β] το εφαπτόμενο διάνυσμα στο σημείο

x̄0 = γ̄(t0 ) = ζ̄(τ0 ) = η̄(T0 ) ∈ C = γ̄([α, β]) = ζ̄([A, B]) = η̄([A, B])

έχει την ίδια κατεύθυνση για τις καμπύλες γ̄ και ζ̄, η οποία είναι η αντίθετη από
αυτήν της καμπύλης η̄.

Παρατήρηση 3.7.10. Στον προηγούμενο ορισμό μιλήσαμε για «διατήρηση και αντι-
στροφή του προσανατολισμού μιας καμπύλης» γ̄ : [α, β] → Rn , χωρίς να έχουμε
ορίσει ποιος είναι ο προσανατολισμός της παραμετρικής καμπύλης γ̄. Αυτό συμ-
βαίνει, επειδή ο προσανατολισμός της γ̄ είναι αναπόσπαστο τμήμα του ορισμού της:
είναι η «χρονική σειρά», με την οποία «διατρέχουμε» τα σημεία γ̄(t) της καμπύ-
λης για αύξοντα t ∈ [α, β], δηλαδή, η πληροφορία ότι, αν t1 < t2 , τότε «πρώτα»
«περνάμε» από το σημείο γ̄(t1 ) και «μετά» από το σημείο γ̄(t2 ).
Επειδή η παράμετρος t κινείται σε ένα διάστημα, δηλ. σε ένα υποσύνολο του
διατεταγμένου μονοδιάστατου χώρου R, μπορούμε να διακρίνουμε τις αναπαραμε-
τρικοποιήσεις της καμπύλης γ̄, σύμφωνα με τον Ορισμό 3.7.6, σε ακριβώς δύο κατη-
γορίες, ξένες μεταξύ τους: αυτές που διατηρούν τη «χρονική σειρά», με την οποία
«διατρέχουμε» τα σημεία της καμπύλης, και αυτές που την αντιστρέφουν.
Σε περίπτωση που μας δίνεται μόνο η εικόνα C ⊂ Rn μιας καμπύλης, μπορεί να
μας δοθεί ο προσανατολισμός της έμμεσα, π.χ. μέσω του χαρακτηρισμού του αρχικού
και τελικού της σημείου, από ποια σημεία «περνάει» πρώτα και από ποια αργότερα
κ.λ.π. Συνήθως, σε αυτήν την περίπτωση, θεωρούμε την C παραμετρικοποιημένη μέσω
μιας απλής παραμετρικής καμπύλης.
Ειδικότερα, στην περίπτωση απλών κλειστών καμπυλών C ⊂ R2 μπορούμε, λόγω
του Θεωρήματος καμπύλης του Jordan (Θεώρημα 3.7.1), να χαρακτηρίσουμε διαισθη-
τικά⁴³ τους δύο πιθανούς προσανατολισμούς της C ως εξής: λέμε ότι η απλή κλειστή
καμπύλη C είναι θετικά προσανατολισμένη ή έχει προσανατολισμό αντίθετο με
την κίνηση των δεικτών του ρολογιού, αν είναι παραμετρικοποιημένη έτσι, ώστε
κινούμενοι κατά την κατεύθυνση της παραμετρικοποίησης, το εσωτερικό της C βρί-
σκεται στα αριστερά μας, ενώ αν το εσωτερικό της C βρίσκεται, κατά την κίνηση στην
κατεύθυνση της παραμετρικοποίησης, στα δεξιά μας, λέμε ότι η C είναι αρνητικά
προσανατολισμένη ή ότι έχει τον προσανατολισμό των δεικτών του ρολογιού.
⁴³ο χαρακτηρισμός αυτός γίνεται αυστηρά με χρήση του λεγόμενου δείκτη στροφής, βλ. π.χ. [17, A IV.]

136
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

γ̄− (α)

γ̄− (τ)

(γ̄− ) ′ (τ)

γ̄− (β)

Σχήμα 3.8: Η αντίστροφη της καμπύλης του Σχήματος 3.1.

Αν η C είναι σε ένα τμήμα της κανονική, τότε στο τμήμα αυτό μπορούμε εύκολα
να διαπιστώσουμε, αν το εσωτερικό της C βρίσκεται στα αριστερά της κατεύθυνσης
της παραμετρικοποίησης: αρκεί να στρίψουμε το εφαπτόμενο διάνυσμα( κατά
) γωνία
π 0 −1
2 προς τα αριστερά (δηλ. να το πολλαπλασιάσουμε με τον πίνακα ) και να
1 0
δούμε, αν το κάθετο αυτό διάνυσμα δείχνει προς το εσωτερικό της C.
Bλ. το Παράδειγμα 3.7.11.

Από τον Ορισμό 3.7.6, σε συνδυασμό με την προηγούμενη παρατήρηση και το


Παράδειγμα 3.7.10, προκύπτει ο ακόλουθος ορισμός.

Ορισμός 3.7.7. Έστω μια καμπύλη γ̄ : [α, β] → Rn . Τότε η καμπύλη

γ̄− (τ) = γ̄(α + β − τ), τ ∈ [α, β],

ονομάζεται αντίστροφη καμπύλη της γ̄, βλ. Σχήμα 3.8.

Παράδειγμα 3.7.11. Ο μοναδιαίος κύκλος στον R2

γ̄ : [0, 2π] → R2 , γ̄(t) = (cos t, sin t),

είναι θετικά προσανατολισμένος, αφού έχει εφαπτόμενο διάνυσμα

γ̄ ′ (t) = (− sin t, cos t) με ∥γ̄ ′ (t)∥ = 1 ∀ t ∈ [0, 2π],

το οποίο, αν στραφεί προς τα αριστερά,


( )( ) ( )
0 −1 − sin t − cos t
= ,
1 0 cos t − sin t

137
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

δείχνει προς το εσωτερικό του κύκλου, δηλ. τον μοναδιαίο κυκλικό δίσκο και μάλιστα,
είναι το αντίθετο του διανύσματος θέσης γ̄(t).
H γ̄ μπορεί να αναπαραμετρικοποιηθεί μέσω του C1 -παραμετρικού μετασχημα-
τισμού {
1 [0, 2π
ν ], ν > 0,
φ(τ) = ντ, τ∈ [0, 2π] = ν ̸= 0,
ν [ 2π ,
ν 0], ν < 0,
ως
1
ζ̄(τ) = γ̄(φ(τ)) = (cos(ντ), sin(ντ)), τ∈ [0, 2π].
ν
Ο μετασχηματισμός φ διατηρεί τον προσανατολισμό της γ̄ για ν > 0, ενώ τον αντι-
στρέφει για ν < 0.
Πράγματι, μπορούμε να κοιτάξουμε για ποιες τιμές των παραμέτρων t και τ
διέρχονται οι καμπύλες γ̄ και ζ̄ από τα επόμενα χαρακτηριστικά σημεία του κύκλου
( 2π )
γ̄(0) = (1, 0) = ζ̄(0) = η̄ ,
|ν|
(π) (π) ( 3π )
γ̄ = (0, 1) = ζ̄ = η̄ ,
2 2ν 2|ν|
(π) (π)
γ̄(π) = (−1, 0) = ζ̄ = η̄ ,
ν |ν|
( 3π ) ( 3π ) ( π )
γ̄ = (0, −1) = ζ̄ = η̄ ,
2 2ν 2|ν|
( 2π )
γ̄(2π) = (1, 0) = ζ̄ = η̄(0).
ν
Βλέπουμε ότι για αύξουσες παραμέτρους t και τ, η ζ̄ διέρχεται από τα πιο πάνω
σημεία με την ίδια σειρά, όπως η γ̄, όταν ν > 0, και με την αντίστροφη, όταν ν < 0
ν ≤ τ ≤ 0).
(όπου 2π
Για να έχουμε θετική παράμετρο τ στην περίπτωση ν < 0, μπορούμε να θεωρή-
σουμε εναλλακτικά τον μετασχηματισμό
[ 2π ]
ψ(τ) = ντ + 2π = −|ν|τ + 2π, τ ∈ 0, , ν < 0,
|ν|
που οδηγεί στην αναπαραμετρικοποίηση της γ̄
η̄(τ) = γ̄(ψ(τ)) = (cos(−|ν|τ + 2π), sin(−|ν|τ + 2π))
[ 2π ]
= (cos(|ν|τ), − sin(|ν|τ)), τ ∈ 0, .
|ν|
Η καμπύλη η̄ διέρχεται από τα συγκεκριμένα σημεία του κύκλου, όπως φαίνεται πιο
πάνω, δείχνοντας ξεκάθαρα ότι διατρέχει τον κύκλο αντίστροφα από την γ̄.
Ειδικότερα, για ν = −1 έχουμε την αντίστροφη της γ̄,
η̄(τ) = γ̄− (τ) = (cos τ, − sin τ), τ ∈ [0, 2π],
βλ. και Σχήμα 1.7.

138
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

Στις επόμενες τρεις παρατηρήσεις αναφέρουμε την επίδραση των αναπαραμετρι-


κοποιήσεων καμπυλών, μέσω C1 -παραμετρικών μετασχηματισμών, όσον αφορά τα
εφαπτόμενα διανύσματά τους, τις γωνίες μεταξύ δύο καμπυλών που τέμνονται, και
το μήκος τους.

Παρατήρηση 3.7.11. Έστω γ̄ : [α, β] → Rn μια διαφορίσιμη καμπύλη και φ :


[A, B] → [α, β] ένας C1 -παραμετρικός μετασχηματισμός. Τότε, για την μετασχημα-
τισμένη καμπύλη ζ̄ = γ̄ ◦ φ : [A, B] → Rn ισχύει

ζ̄′ (τ) = γ̄′ (φ(τ))φ′ (τ) ∀ τ ∈ [A, B],

δηλ. τα εφαπτόμενα διανύσματα των δύο καμπυλών διαφέρουν στο σημείο ζ̄(τ) =
γ̄(φ(τ)) της κοινής εικόνας τους, μόνο κατά τον βαθμωτό παράγοντα φ′ (τ) ∈ R \ {0}.
Ειδικότερα, αν η γ̄ είναι κανονική, τότε και η ζ̄ = γ̄ ◦ φ είναι κανονική (και
αντίστροφα), και τα μοναδιαία εφαπτόμενα διανύσματά τους είναι

• ίσα, αν ο φ διατηρεί τον προσανατολισμό, και,

• αντίθετα, αν ο φ αντιστρέφει τον προσανατολισμό.

Παρατήρηση 3.7.12. Έστω γ̄i : [αi , βi ] → Rn , i = 1, 2, δύο κανονικές καμπύ-


λες με γωνία τομής ϑ στο σημείο γ̄1 (t1 ) = γ̄2 (t2 ) και φi : [Ai , Bi ] → [αi , βi ]
δύο C1 -παραμετρικοί μετασχηματισμοί. Τότε, σύμφωνα με τον Ορισμό 3.7.4 και
την Παρατήρηση 3.7.11, για την γωνία τομής ϑ′ των μετασχηματισμένων καμπυλών
ζ̄i = γ̄i ◦ φi : [Ai , Bi ] → Rn στο σημείο ζ̄1 (τ1 ) = ζ̄2 (τ2 ) με τi = φ−1
i (ti ) ισχύει

• ϑ′ = ϑ, αν οι φi ή διατηρούν ή αντιστρέφουν και οι δύο τον προσανατολισμό,

• ϑ′ = π − ϑ, αν ο ένας από τους φi διατηρεί, ενώ ο άλλος αντιστρέφει τον


προσανατολισμό.

Παρατήρηση 3.7.13. Έστω γ̄ : [α, β] → Rn μια συνεχώς διαφορίσιμη καμπύλη και


φ : [A, B] → [α, β] ένας C1 -παραμετρικός μετασχηματισμός. Τότε για την μετασχη-
ματισμένη καμπύλη ζ̄ = γ̄ ◦ φ : [A, B] → Rn ισχύει
∫B ∫B ∫β
L(ζ̄) = ∥ζ̄′ (τ)∥dτ = ∥γ̄′ (φ(τ))∥|φ′ (τ)|dτ = ∥γ̄′ (t)∥dt = L(γ̄),
A A α

όπου η τρίτη ισότητα προκύπτει από τον κανόνα αλλαγής μεταβλητής για το ορισμένο
ολοκλήρωμα πραγματικής συνάρτησης πραγματικής μεταβλητής. Αν ο φ διατηρεί τον
προσανατολισμό, αυτό είναι προφανές, ενώ, αν ο φ τον αντιστρέφει, προκύπτει από
τις ισότητες
∫B ∫B
∥γ̄′ (φ(τ))∥|φ′ (τ)|dτ = − ∥γ̄′ (φ(τ))∥φ′ (τ)dτ
A A
∫α ∫β
= − ∥γ̄′ (t)∥dt = ∥γ̄′ (t)∥dt.
β α

139
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

Η προηγούμενη παρατήρηση επιτρέπει τον ορισμό του μήκους καμπυλών C ⊂ Rn


ως υποσυνόλων του Rn .

Ορισμός 3.7.8. Έστω C ⊂ Rn και γ̄ : [α, β] → Rn μια απλή ή απλή κλειστή


C1 -καμπύλη με γ̄([α, β]) = C. Τότε, ονομάζουμε μήκος της C το μήκος της γ̄,
∫β
L(C) := L(γ̄) = ∥γ̄ ′ (t)∥dt.
α

Το μήκος μιας καμπύλης παρέχει και τον πιο ουσιαστικό C1 -παραμετρικό με-
τασχηματισμό για κανονικές καμπύλες, αφού με χρήση αυτού «κανονικοποιούνται»
διάφορες ιδιότητες μιας καμπύλης, με χαρακτηριστικότερη την καμπυλότητα.

Ορισμός 3.7.9. Έστω μια κανονική καμπύλη γ̄ : [α, β] → Rn . Η συνάρτηση


∫t
s(t) = ∥γ̄′ (τ)∥ dτ, t ∈ [α, β],
α

ονομάζεται συνάρτηση μήκους τόξου της καμπύλης γ̄.

Πρόταση 3.7.1. Η αντίστροφη s−1 της συνάρτησης μήκους τόξου s μιας κανονικής
καμπύλης γ̄ : [α, β] → Rn είναι ένας C1 -παραμετρικός μετασχηματισμός που
διατηρεί τον προσανατολισμό.

Απόδειξη. Η συνάρτηση μήκους τόξου της γ̄ ορίζεται ως


∫t

s(t) = γ̄ (τ) dτ, t ∈ [α, β].
α

Αφού η γ̄ είναι συνεχώς διαφορίσιμη, η συνάρτηση ∥γ̄′ (τ)∥ ∈ R, τ ∈ [α, β], είναι
συνεχής και άρα, σύμφωνα με το Θεμελιώδες Θεώρημα του Απειροστικού Λογισμού
για πραγματικές συναρτήσεις μιας πραγματικής μεταβλητής, ισχύει

s′ (t) = ∥γ̄′ (t)∥, t ∈ [α, β]. (3.19)

Aφού η γ̄ είναι και κανονική, θα έχουμε s′ (t) > 0 ∀ t ∈ [α, β], δηλαδή η

s : [α, β] → [0, L(γ̄)]

είναι γνησίως αύξουσα (και άρα, και 1 − 1) και επί και συνεχώς διαφορίσιμη. Άρα,
η αντίστροφή της
s−1 : [0, L(γ̄)] → [α, β]
υπάρχει, είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής και έχει συνεχή παράγωγο
1
(s−1 )′ (τ) = , τ ∈ [0, L(γ̄)]. (3.20)
s′ ((s−1 )(τ))

Συνεπώς, η s−1 είναι ένας C1 -παραμετρικός μετασχηματισμός που διατηρεί τον


προσανατολισμό. 2

140
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

Ορισμός 3.7.10. Έστω γ̄ : [α, β] → Rn μια κανονική καμπύλη, με συνάρτηση μήκους


τόξου s : [α, β] → [0, L(γ̄)]. H καμπύλη

ζ̄ := γ̄ ◦ (s−1 ) : [0, L(γ̄)] → Rn

ονομάζεται αναπαραμετρικοποίηση της γ̄ ως προς μήκος τόξου, και λέμε ότι η ζ̄


είναι παραμετρικοποιημένη ως προς μήκος τόξου.

Πρόταση 3.7.2. Έστω γ̄ : [α, β] → Rn μια κανονική καμπύλη. Η αναπαραμετρι-


κοποίησή της ως προς μήκος τόξου, ζ̄ = γ̄ ◦ (s−1 ) : [0, L(γ̄)] → Rn , έχει σε κάθε
σημείο της μοναδιαία ταχύτητα,

∥ζ̄′ (τ)∥ = 1 ∀ τ ∈ [0, L(γ̄)],

και αντίστροφα, μια κανονική καμπύλη γ̄ : [α, β] → Rn , που έχει μοναδιαία


ταχύτητα σε κάθε σημείο της, είναι παραμετρικοποιημένη ως προς μήκος τόξου,
∫t
s(t) = ∥γ̄′ (t)∥ dτ = t − α ∀ t ∈ [α, β].
α

Απόδειξη. Από τον Κανόνα της Αλυσίδας και τις (3.20) και (3.19) έχουμε

γ̄′ (s−1 (τ))


ζ̄′ (τ) = (γ̄ ◦ (s−1 ))′ (τ) = γ̄′ (s−1 (τ))(s−1 )′ (τ) = ∀ τ ∈ [0, L(γ̄)].
∥γ̄′ (s−1 (τ))∥
Το δεύτερο σκέλος της πρότασης είναι προφανές. 2

Κλείνουμε τη μελέτη των καμπυλών στον Rn , αναφερόμενοι στη διαισθητικά χα-


ρακτηριστικότερη διαφορά μιας τυχαίας καμπύλης από μια ευθεία στον Rn , η οποία
δικαιολογεί εξάλλου και την ονομασία τους. Την καμπυλότητα. Αυτή ορίζεται ως η
(μη αρνητική) τιμή που περιγράφει πόσο πολύ αλλάζει η κατεύθυνση της εφαπτομένης
μεταξύ δύο κοντινών σημείων της καμπύλης, σε σχέση με την απόσταση που πρέπει
να διανύσουμε πάνω στην καμπύλη, για να πάμε από το ένα στο άλλο. Κρατώντας
το ένα από τα δύο σημεία σταθερό, του προσδίδουμε την τιμή που προκύπτει, όταν
η απόστασεις αυτές τείνουν στο μηδέν, δηλ. θεωρώντας όλο και κοντινότερα σημεία
του.
Αν δεχθούμε αυτόν τον, ακόμα μη μαθηματικοποιημένο, ορισμό, τότε αναμένουμε
μια ευθεία να έχει σε κάθε σημείο της καμπυλότητα μηδέν, ένας κύκλος να έχει
σταθερή καμπυλότητα (και αν το καλοσκεφτούμε, έχουμε και την εντύπωση ότι, όσο
πιο μικρή είναι η ακτίνα, τόσο πιο μεγάλη θα είναι η καμπυλότητα⁴⁴), μία «κλειστή»
στροφή να έχει μεγαλύτερη καμπυλότητα από μια πιο «ανοικτή», κ.ο.κ
Αφού, λοιπόν, μας ενδιαφέρει το όριο της μεταβολής της κατεύθυνσης της εφα-
πτομένης (δηλ. του μοναδιαίου εφαπτόμενου διανύσματος), από ένα σημείο της κα-
μπύλης σε ένα άλλο, σε σχέση με την απόστασή τους πάνω στην καμπύλη, και επειδή

⁴⁴Δοκιμάστε, περιστρέφοντας έναν χάρακα εφαπτομενικά γύρω από κύκλους με διαφορετικές ακτίνες,
π.χ. ένα μικρό πιάτο, ένα μεγάλο πιάτο και ένα ταψί.

141
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

θα θέλαμε να αντιστοιχίσουμε στο όριο αυτό ένα συγκρίσιμο, βαθμωτό μέγεθος (ενώ
οι κατευθύνσεις είναι διανύσματα), προκύπτει ότι για μια καμπύλη γ̄ : [α, β] → Rn ,
παραμετρικοποιημένη ως προς μήκος τόξου, η καμπυλότητά της στο σημείο s ∈ [α, β]
θα πρέπει να είναι
γ̄ ′ (s + h) − γ̄ ′ (s)

k(s) = lim ,
h→0 h
αν, φυσικά, το όριο αυτό υπάρχει. Έτσι, καταλήγουμε στον επόμενο ορισμό.

Ορισμός 3.7.11. Έστω γ̄ : [α, β] → Rn μια δύο φορές διαφορίσιμη κανονική κα-
μπύλη, παραμετρικοποιημένη ως προς μήκος τόξου. Ο πραγματικός αριθμός

k(s) := ∥γ̄′′ (s)∥, s ∈ [α, β],

ονομάζεται καμπυλότητα της γ̄ για την παραμετρική τιμή s.

Παρατήρηση 3.7.14. Αν γ̄ : [α, β] → Rn είναι μια δύο φορές διαφορίσιμη κανονική


καμπύλη, η οποία δεν είναι απαραίτητα παραμετρικοποιημένη ως προς μήκος τόξου,
οι προηγούμενες σκέψεις οδηγούν στον ορισμό της καμπυλότητας για την παραμε-
τρική τιμή t ∈ [α, β] ως
T̄ (t + h) − T̄ (t)

k̃(t) = lim ,
h→0 s(t + h) − s(t)

όπου
γ̄ ′ (t)
T̄ (t) =
∥γ̄ ′ (t)∥
το μοναδιαίο εφαπτόμενο διάνυσμα στo σημείο γ̄(t) της καμπύλης γ̄ για την πα-
ραμετρική τιμή t, και s η συνάρτηση μήκους τόξου της καμπύλης, και θα πρέπει να
ισχύει (βλ. Άσκηση 76)
k̃(t) = k(s(t)) ∀ t ∈ [α, β], (3.21)
όπου k η καμπυλότητα του Ορισμού 3.7.11 για την ζ̄ = γ̄ ◦ s−1 : [0, L(γ̄)] → Rn .
Παρατηρούμε ότι, αν η γ̄ είναι παραμετρικοποιημένη ως προς μήκος τόξου, ισχύει
k̃(t) = k(t) ∀ t ∈ [α, β] με k, όπως στον Ορισμό 3.7.11, βλ. Πρόταση 3.7.2.⁴⁵
Παράδειγμα 3.7.12. Έστω η ευθεία γ̄(t) = ā + tb̄, t ∈ R, ā, b̄ ∈ Rn , b̄ ̸= 0̄, με
εφαπτόμενο διάνυσμα γ̄′ (t) = b̄ και συνάρτηση μήκους τόξου s(t) = (t − t0 )∥b̄∥
από κάποιον αρχικό χρόνο t0 ∈ R. Η αναπαραμετρικοποίησή της ως προς μήκος
τόξου είναι η
( ) ( )
s s b̄
ζ̄(s) = γ̄ + t0 = ā + + t0 b̄ = ā + t0 b̄ + s ∀s∈R
∥b̄∥ ∥b̄∥ ∥b̄∥
⁴⁵Να προσεχθεί ότι μια καμπύλη γ̄ παραμετρικοποιημένη ως προς μήκος τόξου μπορεί να έχει διάστημα
ορισμού [α, β] με τυχαίο α ∈ R, αλλά β = α + L(γ̄).

142
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

με (μοναδιαίο) εφαπτόμενο διάνυσμα


ζ̄′ (s) = ∀s∈R
∥b̄∥
και καμπυλότητα
k(s) = ∥ζ̄′′ (s)∥ = 0 ∀ s ∈ R.
Παρατηρούμε ότι μια ευθεία έχει σταθερή μηδενική καμπυλότητα.

Παράδειγμα 3.7.13. Έστω ο κύκλος γ̄(t) = (r cos t, r sin t), t ∈ [0, 2π], r > 0, με
εφαπτόμενο διάνυσμα γ̄′ (t) = (−r sin t, r cos t) και συνάρτηση μήκους τόξου s(t) =
tr, t ∈ [0, 2π]. Η αναπαραμετρικοποίησή του ως προς μήκος τόξου είναι η
(s) ( (s) ( s ))
ζ̄(s) = γ̄ = r cos , r sin ∀ s ∈ [0, 2πr]
r r r
με (μοναδιαίο) εφαπτόμενο διάνυσμα
( (s) ( s )) 1 ( (s) ( s ))
ζ̄′ (s) = −r sin , r cos = − sin , cos ∀ s ∈ [0, 2πr]
r r r r r
και καμπυλότητα
( (s) ( s )) 1
1
k(s) = ∥ζ̄′′ (s)∥ = − cos , − sin = ∀ s ∈ [0, 2πr].
r r r r
Παρατηρούμε ότι ένας κύκλος έχει σταθερή καμπυλότητα, η οποία είναι αντιστρόφως
ανάλογη της ακτίνας του.

Παράδειγμα 3.7.14. ΄Εστω οι παραβολές fα (x) = α 1 2 x , x ∈ [−1, 1], α > 0. Τα


2

γραφήματά τους είναι οι εικόνες γ̄α ([−1, 1]) των καμπυλών (βλ. Παράδειγμα 3.7.3)

γ̄α (x) = (x, α 12 x2 ), x ∈ [−1, 1].

Οι καμπύλες γ̄α έχουν συνάρτηση μήκους τόξου


∫x ∫x √ ∫ αx √
1
sα (x) = ∥γ̄α′ (t)∥ dt = 1 + α2 t2 dt = 1 + τ2 dτ
−1 −1 α −α
1 1( √ ) αx

= τ 1 + τ2 + arsinh τ
α2 τ=−α
1 1( √ √ )
= αx 1 + α2 x2 + arsinh(αx) + α 1 + α2 + arsinh α
α2
1( √ 1 √ 1 )
= x 1 + α2 x2 + arsinh(αx) + 1 + α2 + arsinh α .
2 α α
Αντί (όπως κάναμε στα δύο πρώτα παραδείγματα) να αναπαραμετρικοποιήσουμε
τις καμπύλες γ̄α ως προς μήκος τόξου, και να υπολογίσουμε μετά την καμπυλότητά
τους για την παραμετρική τιμή s = sα (x), χρησιμοποιώντας τον τύπο του Ορισμού

143
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

3.7.11, εδώ, θα χρησιμοποιήσουμε τον τύπο της καμπυλότητας για την παραμετρική
τιμή t που ορίσαμε στην Παρατήρηση 3.7.14, ο οποίος παίρνει τη μορφή (βλ. τη λύση
της Άσκησης 74)
′′
∥T̄α′ (t)∥ γ̄α (t)∥γ̄α
′ (t)∥2 − γ̄ ′ (t)(γ̄ ′′ (t) · γ̄ ′ (t))
α α α
k̃(t) = = , t ∈ [−1, 1].
∥γ̄α′ (t)∥ ∥γ̄α′ (t)∥4
Έτσι, με
′ ′′
γ̄α (t) = (1, αt), γ̄α (t) = (0, α),
παίρνουμε
α
k̃(t) = , t ∈ [−1, 1],
(1 + α2 t2 )3/2
το οποίο επιβεβαιώνει τη διαίσθησή μας, ότι για t = 0 η καμπυλότητα θα αυξάνει με
το α.
Είδαμε στα προηγούμενα ότι οι περισσότερες ιδιότητες που χαρακτηρίζουν μια
καμπύλη στον Rn απαιτούν κάποιας τάξης διαφορισιμότητα. Αυτό, πολλές φορές
σε προβλήματα της Ανάλυσης και των εφαρμογών της, δεν είναι πάντα δεδομένο
για ολόκληρη την καμπύλη. Αν σκεφτούμε π.χ. το σύνορο ενός ορθογωνίου στον R2 ,
το οποίο αποτελείται από τέσσερα ευθύγραμμα τμήματα, βλέπουμε ότι στις γωνίες
του αυτό θα έχει δύο κάθετα μεταξύ τους εφαπτόμενα διανύσματα, ανάλογα με την
πλευρά, πάνω στην οποία κινούμαστε για να πάρουμε το σχετικό όριο. Παρ’ όλα
αυτά, αφενός το σύνορο αυτό είναι μια καμπύλη, και αφετέρου, θα θέλαμε εδώ,
αλλά και σε ανάλογες πιο περίπλοκες καμπύλες που έχουν «γωνίες», να μελετή-
σουμε τα χαρακτηριστικά τους με τις μεθόδους που είδαμε πιο πάνω. Επίσης, θα
θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε σε διαφορετικά τμήματα της καμπύλης διαφορετικές
παραμετρικοποιήσεις, για λόγους απλούστευσης. Όλα αυτά οδηγούν στην εισαγωγή
των επόμενων εννοιών.
Ορισμός 3.7.12. Έστω οι καμπύλες γ̄i : [αi , βi ] → Rn , i = 1, . . . , k, με

γ̄i (βi ) = γ̄i+1 (αi+1 ) για i = 1, . . . , k − 1.


Τότε, η καμπύλη γ̄ : [α, β] → Rn με


k
α = α1 , β = α1 + (βi − αi ),
i=1
και
( )

i−1
γ̄(τ) := γ̄i τ + αi − α1 − (βj − αj )
j=1
[ ]

i−1 ∑
i
∀ τ ∈ α1 + (βj − αj ), α1 + (βj − αj ) , i = 1, . . . , k,
j=1 j=1

144
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

ονομάζεται ένωση των καμπυλών γ̄i , i = 1, . . . , k, και θα την συμβολίζουμε με

γ̄ = γ̄1 ⊕ · · · ⊕ γ̄k ,

και αντίστοιχα, για C = γ̄([α, β]), Ci = γ̄i ([αi , βi ]) ⊂ Rn , i = 1, . . . , k, γράφουμε

C = C1 ⊕ · · · ⊕ Ck . (3.22)

H γ̄ ονομάζεται κατά τμήματα συνεχώς διαφορίσιμη⁴⁶ ή κατά τμήματα κανο-


νική, αν οι γ̄i , i = 1, . . . , k, είναι συνεχώς διαφορίσιμες ή κανονικές, αντίστοιχα.
Οι αντίστοιχοι όροι χρησιμοποιούνται και για την εικόνα της γ̄, (3.22).

Παρατήρηση 3.7.15. Αν γ̄ : [α, β] → Rn μια καμπύλη και P = {t0 , t1 , . . . , tk } μια


διαμέριση του [α, β], δηλ. α = t0 < t1 < . . . < tk = β, τότε

γ̄ = γ̄1 ⊕ · · · ⊕ γ̄k με γ̄i = γ̄|[ti−1 ,ti ] , i = 1, . . . , k. (3.23)

Η γ̄ ονομάζεται κατά τμήματα συνεχώς διαφορίσιμη ή κατά τμήματα κανονική,


αν υπάρχει μια διαμέριση, έτσι ώστε η (3.23) να έχει αυτές τις ιδιότητες, αντίστοιχα.

Ορισμός 3.7.13. Έστω γ̄ = γ̄1 ⊕ · · · ⊕ γ̄k : [α, β] → Rn κατά τμήματα συνεχώς


διαφορίσιμη. Τότε, ο πραγματικός αριθμός


k k ∫ βi

L(γ̄) := L(γ̄i ) = ∥γ̄i′ (t)∥ dt (3.24)
i=1 i=1 αi

ονομάζεται μήκος της γ̄.

Παρατήρηση 3.7.16. Ο προηγούμενος ορισμός⁴⁷ είναι συμβατός με τον ορισμό του


μήκους για C1 -καμπύλες (βλ. Θεώρημα 3.7.2), αφού, αν η γ̄ της (3.23) είναι συ-
νεχώς διαφορίσιμη, η ισότητα (3.24) ισχύει, λόγω της προσθετικότητας των πεδίων
ολοκλήρωσης του ορισμένου ολοκληρώματος μίας πραγματικής μεταβλητής,⁴⁸ η οποία
εγγυάται και ότι το μήκος της καμπύλης είναι ανεξάρτητο από τον τρόπο διαμέρισής
της σε C1 -καμπύλες.

Παρατήρηση 3.7.17. Αν η γ̄ του Ορισμού 3.7.13 είναι απλή ή απλή κλειστή, τότε και
οι γ̄i , i = 1, . . . , k, είναι απλές, και σύμφωνα με τον Ορισμό 3.7.8 έχουμε για το
μήκος της (3.22)

k
L(C) = L(Ci ).
i=1
⁴⁶ή κατά τμήματα C1 -καμπύλη ή κατά τμήματα λεία ή κατά τμήματα ομαλή
⁴⁷Βασικά, δεν πρόκειται για ορισμό, αλλά για πρόταση, αφού αποδεικνύεται ότι κάθε κατά τμήματα
C1 -καμπύλη είναι ευθυγραμμίσιμη, και ισχύει η (3.24), βλ. π.χ. [7, Satz 177.6].
⁴⁸βλ. Πρόταση 4.1.14 ή π.χ. [13, Θεώρημα 2.43]

145
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

Παράδειγμα 3.7.15. Έστω āi ∈ Rn , i = 0, . . . , k, με āi−1 ̸= āi , i = 1, . . . , k, και

γ̄i (t) = āi−1 + t(āi − āi−1 ), t ∈ [0, 1], i = 1, . . . , k.

Τότε, η ένωση, κατά τον Ορισμό 3.7.12,

γ̄ = γ̄1 ⊕ · · · ⊕ γ̄k : [0, k] → Rn ή C = γ̄([0, k]) = C1 ⊕ · · · ⊕ Ck ,

των ευθύγραμμων τμημάτων γ̄i ή Ci = γ̄i ([0, 1]) είναι η πολυγωνική γραμμή ή
πολυγωνική καμπύλη, που ενώνει κατά σειρά τα k + 1 σημεία āi , βλ. π.χ. στο
Σχήμα 3.6.
Μια πολυγωνική γραμμή είναι προφανώς κατά τμήματα κανονική με μήκος


k ∑
k ∑
k
L(γ̄) = L(γ̄i ) = L(Ci ) = ∥āi − āi−1 ∥.
i=1 i=1 i=1

(Αν C απλή ή απλή κλειστή, γράφουμε και L(C) αντί για L(γ̄).)
Βλ. και το επόμενο παράδειγμα και την Παρατήρηση 3.7.6.

Παράδειγμα 3.7.16. Έστω ∅ ̸= U = (a, b) × (c, d) ⊂ R2 . Τότε, το σύνορό του

∂U = ([a, b] × {c}) ∪ ({b} × [c, d]) ∪ ([a, b] × {d}) ∪ ({a} × [c, d])
=: C1 ∪ C2 ∪ C3 ∪ C4

είναι η ένωση των τεσσάρων πλευρών του, δηλ. των ευθύγραμμων τμημάτων Ci =
γ̄i ([0, 1]), i = 1, . . . , 4, που ενώνουν τις τέσσερις γωνίες του,
( )
γ̄1 (t) = (a, c) + t (b, c) − (a, c) = (a, c) + t(b − a, 0), t ∈ [0, 1],
( )
γ̄2 (t) = (b, c) + t (b, d) − (b, c) = (b, c) + t(0, d − c), t ∈ [0, 1],
( )
γ̄3 (t) = (b, d) + t (a, d) − (b, d) = (b, d) + t(a − b, 0), t ∈ [0, 1],
( )
γ̄4 (t) = (a, d) + t (a, c) − (a, d) = (a, d) + t(c − d, 0), t ∈ [0, 1],

και άρα, το σύνορο ∂U είναι η απλή κλειστή πολυγωνική γραμμή

∂U = C1 ⊕ C2 ⊕ C3 ⊕ C4

μήκους

L(∂U) = L(C1 ) + L(C2 ) + L(C3 ) + L(C4 ) = 2(b − a) + 2(d − c).

3.7.1 Ασκήσεις
Προσπαθείστε να σχεδιάσετε όσες περισσότερες μπορείτε από τις καμπύλες
αυτής της ενότητας και των ακόλουθων ασκήσεων και, για όσες δεν μπορείτε,
αναζητήστε τις στο διαδίκτυο.

146
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

Άσκηση 66. Έστω f : [a, b] → R συνεχώς διαφορίσιμη. Ονομάζουμε καμπύλη y =


f(x), a ≤ x ≤ b, την καμπύλη

γ̄(t) = (t, f(t)) ∈ R2 , t ∈ [a, b],

Δείξτε ότι η γ̄ είναι απλή, κανονική και ευθυγραμμίσιμη με μήκος


∫b √
( )2
L(γ̄) = 1 + f ′ (t) dt.
a

Άσκηση 67. Έστω f : [a, b] → R συνεχώς διαφορίσιμη και η καμπύλη r = f(φ),


a ≤ φ ≤ b, σε πολικές συντεταγμένες

γ̄(φ) = f(φ)(cos φ, sin φ), φ ∈ [a, b].

Δείξτε ότι η γ̄ είναι συνεχώς διαφορίσιμη με μήκος


∫b √
( )2 ( )2
L(γ̄) = f(φ) + f ′ (φ) dφ.
a

Άσκηση 68. Υπολογίστε, με τη βοήθεια των Ασκήσεων 66 ή 67, τα μήκη των ακόλου-
θων (τμημάτων) καμπυλών
x
(αʹ) y = a cosh , 0 ≤ x ≤ x0 , a > 0 σταθερό (τμήμα αλυσσοειδούς καμπύλης),
a
(βʹ) r = aφ, 0 ≤ φ ≤ 2π, a > 0 σταθερό (τμήμα της έλικας⁴⁹ του Αρχιμήδη⁵⁰),

(γʹ) r = a(1 + cos φ), 0 ≤ φ ≤ 2π, a > 0 σταθερό (καρδιοειδής καμπύλη).

Άσκηση 69. Έστω a > b > 0 και η παραμετρική καμπύλη

γ̄(t) = (a cos t, b sin t) ∈ R2 , t ∈ [0, 2π].

(αʹ) Δείξτε ότι η γ̄ είναι μια απλή κλειστή C1 -καμπύλη με εικόνα


{ 2 }
2 x y2
E = γ̄([0, 2π]) = (x, y) ∈ R : 2 + 2 = 1 ⊂ R2 .
a b

H γ̄ είναι, δηλαδή, παραμετρικοποίηση της έλλειψης E με εξίσωση

x2 y2
+ = 1.
a2 b2
Υπόδειξη: Δείτε και το Παράδειγμα 3.11.1 και την ενότητα περί πολικών
συντεταγμένων στην §4.1.5.
⁴⁹ή σπείρας
⁵⁰Αρχιμήδης ο Συρακούσιος, ∼287 - ∼212 π.Χ., GR

147
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

(βʹ) Δείξτε ότι το μήκος της έλλειψης E δίνεται από τον τύπο
∫ 2π √ √
a2 − b 2
L(E) = L(γ̄) = a 1 − ε2 cos2 tdt, όπου ε := < 1.
0 a
To ε ονομάζεται αριθμητική εκκεντρότητα και το e := aε εκκεντρότητα της
έλλειψης.

Άσκηση 70. Δείξτε ότι η αστεροειδής καμπύλη

γ̄(t) = a(cos3 t, sin3 t), t ∈ [0, 2π], a > 0 σταθερό,

είναι μια απλή κλειστή, κατά τμήματα κανονική καμπύλη, βρείτε τα ιδιάζοντα σημεία
της και υπολογίστε το μήκος της.

Άσκηση 71. Υπολογίστε για την ελικοειδή καμπύλη

γ̄ : R → R3 , γ̄(t) = (r cos t, r sin t, ct), r > 0, c ∈ R \ {0}

το μήκος της γ̄|[0,T ] , T > 0.

Λύση. Το εφαπτόμενο διάνυσμα της γ̄ στο σημείο της γ̄(t), t ∈ R, δίνεται από την
παράγωγο γ̄′ (t) = (−r sin t, r cos t, c), t ∈ R, με νόρμα

∥γ̄′ (t)∥ = r2 + c2 .

Η παράγωγος γ̄′ : R → R3 είναι συνεχής, αφού όλες οι συνιστώσες της είναι συνεχείς
πραγματικές συναρτήσεις μιας πραγματικής μεταβλητής. Συνεπώς, σύμφωνα με το
Θεώρημα 3.7.2 το μήκος της γ̄|[0,T ] , T > 0, είναι
∫T ∫T √ √

L(γ̄|[0,T ] ) = ∥γ̄ (t)∥ dt = r2 + c2 dt = r2 + c2 T .
0 0

Άσκηση 72. Δίνεται η λογαριθμική έλικα

γ̄ : R → R2 , γ̄(t) = (ect cos t, ect sin t), c ∈ R \ {0}.

(αʹ) Υπολογίστε το μήκος της καμπύλης γ̄|[a,b] για a < b, a, b ∈ R.

(βʹ) Υπάρχει το όριο lim L(γ̄|[a,0] );


a→−∞

(γʹ) Δείξτε ότι γ̄ τέμνει κάθε κύκλο κέντρου (0, 0) σε ακριβώς ένα σημείο και υπο-
λογίστε τη γωνία τομής.

Λύση. (αʹ) γ̄′ (t) = ect (c cos t − sin t, c sin t + cos t),
√ √
∥γ̄′ (t)∥ = ect (c cos t − sin t)2 + (c sin t + cos t)2 = ect c2 + 1,
∫b ∫b √ √
′ ecb − eca
L(γ̄|[a,b] ) = ∥γ̄ (t)∥ dt = ect c2 + 1 dt = c2 + 1 .
a a c

148
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

(βʹ) √
c2 + 1
lim L(γ̄|[a,0] ) = για c > 0,
a→−∞ c
ενώ, για c < 0, το όριο αυτό δεν υπάρχει στο R (τείνει στο άπειρο), αλλά τότε,
υπάρχει το √
c2 + 1
lim L(γ̄|[0,b] ) = για c < 0.
b→∞ −c

(γʹ) Έστω κ̄ : R → R2 , κ̄(t) = r(cos t, sin t), r > 0. Αφού ∥κ̄(t)∥ = r για κάθε
t ∈ R, για να υπάρχουν t1 , t2 ∈ R με κ̄(t1 ) = γ̄(t2 ), θα πρέπει ∥γ̄(t2 )∥ =
ect2 = r, δηλ. t2 = logc r , όπου πράγματι γ̄(t2 ) = κ̄(t2 ). Επιπλέον, ∥γ̄(t)∥ ̸= r
για κάθε t ̸= t2 και συνεπώς, το t2 είναι η μοναδική τιμή της παραμέτρου
t ∈ R, για την οποία η λογαριθμίκη έλικα γ̄ βρίσκεται πάνω στον κύκλο κ̄.
Η γωνία τομής ϑ ∈ [0, π] της έλικας με τον κύκλο στο σημείο γ̄(t2 ) = κ̄(t2 )
δίνεται από το

γ̄′ (t2 ) · κ̄′ (t2 )


cos ϑ =
∥γ̄′ (t2 )∥∥κ̄′ (t2 )∥
1
= √ (c cos t2 − sin t2 , c sin t2 + cos t2 ) · (− sin t2 , cos t2 )
2
c +1
1
= √ ∈ (0, 1).
2
c +1
Βλέπουμε ότι η γωνία τομής της έλικας με τον κύκλο είναι ανεξάρτητη της
ακτίνας του κύκλου, και ότι για |c| → 0 στο σημείο τομής τους η έλικα με τον
κύκλο σχεδόν εφάπτονται, ενώ για |c| → ∞ τέμνονται σχεδόν κάθετα.

Άσκηση 73. Έστω γ̄ : (α, β) → Rn μια δυο φορές (συνεχώς) διαφορίσιμη κανονική
καμπύλη. Δείξτε ότι T̄ ′ (t) · T̄ (t) = 0 ∀ t ∈ (α, β) και εκφράστε το T̄ ′ (t) μέσω της γ̄.
Αν T̄ ′ (t) ̸= 0̄, το μοναδιαίο διάνυσμα

T̄ ′ (t)
N̄(t) :=
∥T̄ ′ (t)∥
ονομάζεται πρώτο (μοναδιαίο) κάθετο διάνυσμα της γ̄ στο t.

Λύση. Αφού ∥T̄ (t)∥ = 1 ∀ t ∈ (α, β), έχουμε

d d d
0= 1= ∥T̄ (t)∥2 = (T̄ (t) · T̄ (t)) = 2T̄ ′ (t) · T̄ (t).
dt dt dt
Επίσης,
( )
d γ̄′ (t) γ̄′′ (t)∥γ̄′ (t)∥2 − γ̄′ (t) (γ̄′′ (t) · γ̄′ (t))
T̄ ′ (t) = = .
dt ∥γ̄′ (t)∥ ∥γ̄′ (t)∥3

149
3.7. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΣΤΟΝ RN

Άσκηση 74. Έστω γ̄ : [α, β] → R3 μία δυο φορές (συνεχώς) διαφορίσιμη κανονική
καμπύλη. Δείξτε ότι η καμπυλότητα της γ̄ για την παραμετρική τιμή t = s−1 (τ) ∈
[α, β], όπου s : [α, β] → [0, L(γ̄)] η συνάρτηση μήκους τόξου της γ̄, δίνεται από τον
τύπο
∥γ̄′′ (t) × γ̄′ (t)∥
k(s(t)) = .
∥γ̄′ (t)∥3
Λύση. Σύμφωνα με τις αποδείξεις των Προτάσεων 3.7.2, 3.7.1 και την Άσκηση 73, η
καμπυλότητα της γ̄ για μήκος τόξου τ ∈ [0, L(γ̄)] είναι
)
d ( −1 ∥T̄ ′ (t)∥
′′
k(τ) = ∥ζ̄ (τ)∥ = T̄ (s (τ))
dτ = ∥γ̄′ (t)∥
∥γ̄′′ (t)∥γ̄′ (t)∥2 − γ̄′ (t) (γ̄′′ (t) · γ̄′ (t)) ∥
=
∥γ̄′ (t)∥4

∥γ̄′′ (t)∥2 ∥γ̄′ (t)∥2 − (γ̄′′ (t) · γ̄′ (t))2 ∥
= ,
∥γ̄′ (t)∥3
∥γ̄′′ (t) × γ̄′ (t)∥
= ,
∥γ̄′ (t)∥3
όπου οι τελευταίες δύο ισότητες προκύπτουν από τους τύπους

∥αx̄ − βȳ∥2 = (αx̄ − βȳ) · (αx̄ − βȳ) = α2 ∥x̄∥2 − αβ(x̄ · ȳ), όταν (αx̄ − βȳ) · ȳ = 0,
και

∥x̄ × ȳ∥2 = ∥x̄∥2 ∥ȳ∥2 − (x̄ · ȳ)2 . (3.25)

Άσκηση 75. Υπολογίστε την καμπυλότητα της ελικοειδούς καμπύλης της Άσκησης
71.

Λύση. Η έλικα γ̄ : R → R3 , γ̄(t) = (r cos t, r sin t, ct), r > 0, c ∈ R \ {0} είναι μια
άπειρες φορές διαφορίσιμη κανονική καμπύλη με παράγωγο

γ̄′ (t) = (−r sin t, r cos t, c)

σταθερού μέτρου √
∥γ̄′ (t)∥ = r2 + c2
και παράγωγο δεύτερης τάξης

γ̄′′ (t) = (−r cos t, −r sin t, 0)

σταθερού μέτρου
∥γ̄′′ (t)∥ = r.
Αφού
γ̄′′ (t) · γ̄′ (t) = 0,

150
3.8. ΘΕΩΡΗΜΑ TAYLOR

προκύπτει, από τον τύπο (3.25) και την Άσκηση 74, ότι η καμπυλότητα της έλικας
είναι σταθερή και ίση με
∥γ̄′′ (t)∥ r
= 2 .
∥γ̄′ (t)∥2 r + c2
Άσκηση 76. Δείξτε ότι για μια δυο φορές διαφορίσιμη κανονική καμπύλη γ̄[α, β] →
Rn ισχύει η ισότητα (3.21) της Παρατήρησης 3.7.14.

Λύση. Από τον ορισμό του k̃ έχουμε


T̄ ′ (t)

k̃(t) = ′ ∀ t ∈ [α, β]
s (t)

και από τον ορισμο του k για την ζ̄ = γ̄ ◦ s−1 : [0, L(γ̄)] → Rn και την ισότητα στην
απόδειξη της Πρότασης 3.7.2
d T̄ ′ (s−1 (τ))

k(τ) = (T̄ (s−1 (τ))) = ′ −1 ∀ τ ∈ [0, L(γ̄)]
dτ s (s (τ))

Για τ = s(t) προκύπτει το ζητούμενο.

3.8 Θεώρημα Taylor


Ορισμός 3.8.1. Ένα διάνυσμα

α = (α1 , . . . , αn ) ∈ Nn
0, n ∈ N, N0 := N ∪ {0},

ονομάζεται πολλαπλός δείκτης⁵¹ τάξης

|α| := α1 + . . . + αn

με α παραγοντικό
α! := α1 ! . . . αn !
(όπου αi ! := αi · (αi − 1) · . . . · 2 · 1 για αi ∈ N και 0! := 1). Χρησιμοποιούμε τους
συμβολισμούς
x̄α := xα 1 αn
1 . . . xn , x̄ = (x̄1 , . . . , x̄n ) ∈ Rn

i := 1) και, αν η επόμενη πολλαπλή μερική παράγωγος τάξης |α| μιας πραγ-


(όπου x0
ματικής συνάρτησης f υπάρχει στο x̄,

∂|α|
Dα f(x̄) := f(x̄).
∂xα
1
1
. . . ∂xα
n
n

⁵¹multiindex

151
3.8. ΘΕΩΡΗΜΑ TAYLOR

Πρόταση 3.8.1. Έστω U ⊂ Rn ανοικτό, f : U → R k φορές συνεχώς διαφορίσιμη,


x̄ ∈ U και η̄ ∈ Rn τέτοιο, ώστε {x̄ + tη̄ : t ∈ [0, 1]} ⊂ U. Τότε, η g : [0, 1] → R,
g(t) := f(x̄ + tη̄) είναι k φορές συνεχώς διαφορίσιμη, και ισχύει
∑ k!
g(k) (t) = Dα f(x̄ + tη̄) η̄α ∀ t ∈ [0, 1].
α!
|α|=k

Απόδειξη. (α) Αποδεικνύεται επαγωγικά ως προς k:


n
∂k f
g(k) (t) = (x̄ + tη̄) ηi1 . . . ηik ∀ t ∈ [0, 1].
∂xik . . . ∂xi1
i1 ,...,ik =1

Πράγματι, για k = 1 και γ̄(t) := x̄ + tη̄ έχουμε Dγ̄(t) = γ̄′ (t) = η̄ και άρα, από τον
Κανόνα της Αλυσίδας (Θεώρημα 3.2.4)


n
∂f
g′ (t) = Dg(t) = Df(γ̄(t))Dγ̄(t) = ∇f(x̄ + tη̄) · η̄ = (x̄ + tη̄)ηi .
∂xi
i=1

Έστω, τώρα, ότι για κάποιο ν = 2, . . . , k ισχύει


n
∂ν−1 f
g(ν−1) (t) = (x̄ + tη̄) ηi1 . . . ηiν−1 .
∂xiν−1 . . . ∂xi1
i1 ,...,iν−1 =1

Τότε,

d (ν−1)
g(ν) (t) = g (t)
dt
∑n ( )
d ∂ν−1 f
= (x̄ + tη̄) ηi1 . . . ηiν−1
dt ∂xiν−1 . . . ∂xi1
i1 ,...,iν−1 =1

n ( )
∂ν−1 f
= ∇ (x̄ + tη̄) · η̄ ηi1 . . . ηiν−1
∂xiν−1 . . . ∂xi1
i1 ,...,iν−1 =1

n ∑
n
∂ ∂ν−1 f
= (x̄ + tη̄) ηiν ηi1 . . . ηiν−1
∂xiν ∂xiν−1 . . . ∂xi1
i1 ,...,iν−1 =1 iν =1

n
∂ν f
= (x̄ + tη̄) ηi1 . . . ηiν .
∂xiν . . . ∂xi1
i1 ,...,iν =1

(β) Έστω
∂k f
s(i1 , . . . , ik ) := (x̄ + tη̄) ηi1 . . . ηik
∂xik . . . ∂xi1

152
3.8. ΘΕΩΡΗΜΑ TAYLOR

για κάθε επιλογή k δεικτών (i1 , . . . , ik ) ∈ {1, . . . , n}k , από τους οποίους

αν ∈ {0, . . . , k} δείκτες παίρνουν την τιμή ν ∈ {1, . . . , n}

και άρα, παράγουν ένα διάνυσμα

α := (α1 , . . . , αn ) ∈ Nn
0 τάξης |α| = α1 + . . . + αn = k.

Κάθε τέτοιο διάνυσμα α είναι ίδιο για

k! k!
= διαφορετικές επιλογές k δεικτών (i1 , . . . , ik ) ∈ {1, . . . , n}k .
α! α1 ! . . . αn !
Από το Πόρισμα 3.5.1 του Θεωρήματος Schwarz (Θεώρημα 3.5.1) γνωρίζουμε όμως,
ότι, για όλες τις επιλογές (i1 , . . . , ik ) με το ίδιο α, ισχύει

∂k f α1 αn α α
s(i1 , . . . , ik ) = αn (x̄ + tη̄) η1 . . . ηn = D f(x̄ + tη̄) η̄
∂xα
1
1
. . . ∂x n

και άρα,


n ∑
g(k) (t) = s(i1 , . . . , ik ) = s(i1 , . . . , ik )
i1 ,...,ik =1 (i1 ,...,ik )∈{1,...,n}k
∑ k! α ∑ k!
= D f(x̄ + tη̄) η̄α = Dα f(x̄ + tη̄) η̄α .
α! α!
α∈{α∈Nn
0 :|α|=k} |α|=k

Θεώρημα 3.8.1. (Θεώρημα Taylor⁵²)


Έστω U ⊂ Rn ανοικτό, x̄ ∈ U και η̄ ∈ Rn τέτοιο, ώστε {x̄ + tη̄ : t ∈ [0, 1]} ⊂ U,
και έστω f : U → R k + 1 φορές συνεχώς διαφορίσιμη. Τότε, υπάρχει ϑ ∈ [0, 1]
τέτοιο, ώστε να ισχύει ο τύπος του Taylor
∑ Dα f(x̄) ∑ Dα f(x̄ + ϑη̄) α
f(x̄ + η̄) = η̄α + η̄ . (3.26)
α! α!
|α|≤k |α|=k+1

Απόδειξη. Θεωρούμε την g : [0, 1] → R, g(t) := f(x̄ + tη̄), η οποία, σύμφωνα με την
προηγούμενη Πρόταση 3.8.1, είναι k + 1 φορές συνεχώς διαφορίσιμη. Άρα, σύμφωνα
με το Θεώρημα Taylor για πραγματικές συναρτήσεις μίας πραγματικής μεταβλητής⁵³,
υπάρχει ϑ ∈ [0, 1] τέτοιο, ώστε


k
g(m) (0) g(k+1) (ϑ)
g(1) = + .
m! (k + 1)!
m=0

⁵²Brook Taylor, 1685–1731, UK


⁵³βλ. π.χ. [12, Θεώρημα 5.87]

153
3.8. ΘΕΩΡΗΜΑ TAYLOR

Όμως, από την προηγούμενη Πρόταση 3.8.1 έχουμε

g(m) (0) ∑ Dα f(x̄)


= η̄α , m = 1, . . . , k,
m! α!
|α|=m

g(k+1) (ϑ) ∑ Dα f(x̄ + ϑη̄) α


= η̄
(k + 1)! α!
|α|=k+1

και άρα, το αποδεικτέο. 2

Πόρισμα 3.8.1. Έστω f : U → R, U ⊂ Rn ανοικτό, k φορές συνεχώς διαφορίσιμη.


Τότε, ισχύει για κάθε x̄ ∈ U
∑ Dα f(x̄)
f(x̄ + η̄) = η̄α + o(∥η̄∥k ) για η̄ → 0̄,
α!
|α|≤k

δηλαδή,  
1  ∑ Dα f(x̄)
lim f(x̄ + η̄) − η̄α  = 0.
η̄→0̄ ∥η̄∥k α!
|α|≤k

Απόδειξη. Αφού το U ⊂ Rn είναι ανοικτό, για κάθε x̄ ∈ U υπάρχει δ > 0 τέτοιο,


ώστε B(x̄, δ) ⊂ U. Σύμφωνα με το Θεώρημα Taylor (Θεώρημα 3.8.1), για κάθε η̄ ∈
Rn με ∥η̄∥ < δ υπάρχει ϑ ∈ [0, 1] τέτοιο, ώστε
∑ Dα f(x̄) α ∑ Dα f(x̄ + ϑη̄)
f(x̄ + η̄) = η̄ + η̄α
α! α!
|α|≤k−1 |α|=k
∑ Dα f(x̄) ∑ Dα f(x̄ + ϑη̄) − Dα f(x̄)
= η̄α + η̄α
α! α!
|α|≤k |α|=k

και άρα, αφού για κάθε α ∈ Nn |α|


0 με |α| = k οι D f είναι συνεχείς και |η̄ | ≤ ∥η̄∥ ,
α α

προκύπτει το αποδεικτέο. 2

Παρατήρηση 3.8.1. Σύμφωνα με το προηγούμενο Πόρισμα 3.8.1 του Θεωρήματος


Taylor (Θεώρημα 3.8.1), έχουμε για f : U → R, U ⊂ Rn ανοικτό, k φορές συνεχώς
διαφορίσιμη στο x̄ ∈ U


k
f(x̄ + η̄) = Pm (η̄) + o(∥η̄∥k ) για η̄ → 0̄,
m=0

όπου
∑ Dα f(x̄)
Pm (η̄) := η̄α , η̄ ∈ Rn , m = 0, . . . , k
α!
|α|=m

154
3.8. ΘΕΩΡΗΜΑ TAYLOR

είναι ομογενή πολυώνυμα βαθμού m ∈ {0, . . . , k} του η̄ = (η1 , . . . , ηn ) ∈ Rn ,


δηλαδή, ισχύει
Pm (λη̄) = λm Pm (η̄) ∀ λ ∈ R ∀ η̄ ∈ Rn .
To πολυώνυμο

k
Tk,f,x̄ (x̄ + η̄) := Pm (η̄), η̄ ∈ Rn
m=0
ονομάζεται πολυώνυμο Taylor βαθμού k της f στο x̄.
Ας δούμε αναλυτικότερα τα πολυώνυμα Pm για m = 0, 1, 2:
(α) m = 0:
α ∈ Nn 0 με |α| = 0 ⇒ α = (0, . . . , 0) = 0̄ ⇒
∑ Dα f(x̄) D0̄ f(x̄) 0̄
P0 (η̄) = η̄α = η̄ = f(x̄) ∀ η̄ ∈ Rn .
α! 0̄!
|α|=0

(β) m = 1:
α ∈ Nn0 με |α| = 1 ⇒ α = (0, . . . , 0, 1, 0, . . . , 0) = ēi , i = 1, . . . , n ⇒

∑ Dα f(x̄) ∑
n
Dēi f(x̄) ēi
P1 (η̄) = η̄α = η̄
α! ēi !
|α|=1 i=1
∑n
∂f
= (x̄) ηi = ∇f(x̄) · η̄ ∀ η̄ ∈ Rn .
∂xi
i=1

(γ) m = 2:
α ∈ Nn0 με |α| = 2 ⇒ α = ēi + ēj , i, j = 1, . . . , n με i ≤ j ⇒

∑ Dα f(x̄) ∑
n
Dēi +ēj f(x̄) ēi +ēj
P2 (η̄) = η̄α = η̄
α! (ēi + ēj )!
|α|=2 i,j=1
i≤j

n
D2ēi f(x̄) 2ēi ∑n
Dēi +ēj f(x̄) ēi +ēj
= η̄ + η̄
(2ēi )! (ēi + ēj )!
i=1 i,j=1
i<j

1 ∑ ∂2 f ∑ ∂2 f
n n
= 2
(x̄) η2i + (x̄) ηi ηj
2 ∂x i
∂xi ∂xj
i=1 i,j=1
i<j

1 ∑
n
∂2 f 1 ∑n
∂2 f
= 2
(x̄) η2i + (x̄) ηi ηj
2 ∂xi 2 ∂xi ∂xj
i=1 i,j=1
i̸=j

1 ∑ ∂2 f
n
1
= (x̄) ηi ηj =: η̄T Hf (x̄) η̄ ∀ η̄ ∈ Rn ,
2 ∂xi ∂xj 2
i,j=1

155
3.8. ΘΕΩΡΗΜΑ TAYLOR

όπου ο πίνακας Hf (x̄) δίνεται από τον επόμενο ορισμό.

Ορισμός 3.8.2. Έστω f : U → R, U ⊂ Rn ανοικτό, δυο φορές συνεχώς διαφορίσιμη.


Ο πίνακας των μερικών παραγώγων δεύτερης τάξης της f στο x̄ ∈ U
 
∂2 f ∂2 f
 (x̄) ··· (x̄)
 ∂x21 ∂xn ∂x1 
 .. .. .. 
Hf (x̄) := 
 . . .  ∈ Rn×n

 
 ∂2 f 2
∂ f 
(x̄) ··· (x̄)
∂x1 ∂xn ∂x2n

ονομάζεται Εσσιανός⁵⁴ πίνακας (Hessian matrix) της f στο x̄.

Παρατήρηση 3.8.2. Σύμφωνα με το Θεώρημα του Schwarz (Θεώρημα 3.5.1), αφού η


f : U → R, U ⊂ Rn ανοικτό, είναι δυο φορές συνεχώς διαφορίσιμη, o Εσσιανός της
πίνακας Hf (x̄) υπάρχει για κάθε x̄ ∈ U, και είναι συμμετρικός.

Από την Παρατήρηση 3.8.1 έχουμε την ακόλουθη εξειδίκευση του Πορίσματος
3.8.1 του Θεωρήματος Taylor για τις περιπτώσεις k = 0, 1, 2:

Πόρισμα 3.8.2. Έστω f : U → R, U ⊂ Rn ανοικτό. Τότε, ισχύει για κάθε x̄ ∈ U

(αʹ) αν η f είναι συνεχής:

f(x̄ + η̄) = f(x̄) + o(1) για η̄ → 0̄,

(βʹ) αν η f είναι συνεχώς διαφορίσιμη:

f(x̄ + η̄) = f(x̄) + grad f(x̄) · η̄ + o(∥η̄∥) για η̄ → 0̄,

(γʹ) αν η f είναι δύο φορές συνεχώς διαφορίσιμη:

1
f(x̄ + η̄) = f(x̄) + grad f(x̄) · η̄ + η̄T Hf (x̄) η̄ + o(∥η̄∥2 ) για η̄ → 0̄. (3.27)
2

3.8.1 Ασκήσεις
Άσκηση 77. Υπολογίστε το πολυώνυμο Taylor δεύτερου βαθμού της
2
f(x, y) = e(x−1) cos y, (x, y) ∈ R2 ,

στο σημείο (x0 , y0 ) = (1, 0).


⁵⁴Ludwig Otto Hesse, 1811–1874, D

156
3.8. ΘΕΩΡΗΜΑ TAYLOR

Λύση. Η f είναι δυο φορές συνεχώς διαφορίσιμη, αφού όλες οι μερικές παράγωγοί
της, πρώτης και δεύτερης τάξης, υπάρχουν, και είναι συνεχείς στο R2 . Πράγματι,
( )
∂ ∂ 2
grad f(x, y) = f(x, y), f(x, y) = e(x−1) (2(x − 1) cos y, − sin y)
∂x ∂y
και
( )
∂2 ∂2
∂x2
f(x, y) ∂y∂x f(x, y)
Hf (x, y) = ∂2 ∂2
∂x∂y f(x, y) ∂y2
f(x, y)
( )
(x−1)2 (4(x − 1)2 + 2) cos y −2(x − 1) cos y
=e .
−2(x − 1) cos y − cos y

Η συνέχεια των μερικών παραγώγων ως προς (x, y) προκύπτει από τη συνέχεια των
προβολών (x, y) 7→ x και (x, y) 7→ y, τη συνέχεια των εμπλεκομένων συναρτήσεων
μιας μεταβλητής και τη συνέχεια της σύνθεσης και του γινομένου συνεχών συναρτή-
σεων. Για τον λόγο αυτό, και σύμφωνα με το Θεώρημα του Schwarz (Θεώρημα 3.5.2),
αρκεί ο υπολογισμός μόνο μίας από τις δύο μικτές παραγώγους δεύτερης τάξης

∂2 ∂2
f(x, y) = f(x, y).
∂x∂y ∂y∂x

Αφού λοιπόν, η f : R2 → R είναι δύο φορές συνεχώς διαφορίσιμη, θα ισχύει ο τύπος


του Taylor (βλ. (3.27))
( )
f(x, y) = T2,f,(1,0) (x, y) + o (x − 1)2 + y2 για (x, y) → (1, 0). (3.28)

με το πολυώνυμο Taylor δεύτερου βαθμού της f στο (1, 0)


( ) ( )
x−1 1 x−1
T2,f,(1,0) (x, y) = f(1, 0) + grad f(1, 0) + ((x − 1), y)Hf (1, 0)
y 2 y
( ) ( )( )
x−1 1 2 0 x−1
= 1 + (0, 0) + ((x − 1), y)
y 2 0 −1 y
( )
1 2(x − 1)
= 1 + ((x − 1), y)
2 −y
1
= 1 + (x − 1)2 − y2
2
1
= 2 − 2x + x2 − y2 .
2
Παρατήρηση: Από την (3.28) και τον ορισμό του o(·) προκύπτει:
2
2e(x−1) cos y − 4 + 4x − 2x2 + y2
lim = 0.
(x,y)→(1,0) (x − 1)2 + y2

157
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ

Άσκηση 78. Προσδιορίστε το ανάπτυγμα Taylor μέχρι και όρους τάξης 2 δηλ., το
ανάπτυγμα (3.27), γύρω από το σημείο (x0 , y0 ) = (1, 1) για τις συναρτήσεις

x−y
fi : (0, ∞) × (0, ∞) → R, i = 1, 2, f1 (x, y) = f2 (x, y) = xy .
x+y
Άσκηση 79. Υπολογίστε το πολυώνυμο Taylor τρίτου βαθμού για τη συνάρτηση
f(x, y) = ex sin y γύρω από κάθε (x0 , y0 ) ∈ R2 .
Άσκηση 80. Δείξτε ότι υπάρχει μια συνάρτηση ϑ : R2 → [0, 1], για την οποία ισχύει

1 ( )
sin(x + y) = x + y − (x2 + 2xy + y2 ) sin ϑ(x, y)(x + y) ∀ (x, y) ∈ R2 .
2

3.9 Τοπικά και ολικά ακρότατα


Ορισμός 3.9.1. Έστω U ⊂ Rn . Η f : U → R έχει στο σημείο x̄ ∈ U

(αʹ) τοπικό ελάχιστο, αν

∃ ε > 0 ∀ ȳ ∈ B(x̄, ε) ∩ U : f(x̄) ≤ f(ȳ),

(βʹ) τοπικό μέγιστο, αν

∃ ε > 0 ∀ ȳ ∈ B(x̄, ε) ∩ U : f(x̄) ≥ f(ȳ),

(γʹ) γνήσιο τοπικό ελάχιστο, αν

∃ ε > 0 ∀ ȳ ∈ B(x̄, ε) ∩ U \ {x̄} : f(x̄) < f(ȳ),

(δʹ) γνήσιο τοπικό μέγιστο, αν

∃ ε > 0 ∀ ȳ ∈ B(x̄, ε) ∩ U \ {x̄} : f(x̄) > f(ȳ),

(εʹ) (γνήσιο) τοπικό ακρότατο, αν

η f έχει στο x̄ (γνήσιο) τοπικό ελάχιστο ή μέγιστο,

(στʹ) ολικό ελάχιστο, αν


∀ ȳ ∈ U : f(x̄) ≤ f(ȳ),

(ζʹ) ολικό μέγιστο, αν


∀ ȳ ∈ U : f(x̄) ≥ f(ȳ),

(ηʹ) γνήσιο ολικό ελάχιστο, αν

∀ ȳ ∈ U \ {x̄} : f(x̄) < f(ȳ),

158
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ

(θʹ) γνήσιο ολικό μέγιστο, αν

∀ ȳ ∈ U \ {ȳ} : f(x̄) > f(ȳ),

(ιʹ) (γνήσιο) ολικό ακρότατο, αν

η f έχει στο x̄ (γνήσιο) ολικό ελάχιστο ή μέγιστο.

Παρατήρηση 3.9.1. (αʹ) Αν η f : U → R έχει σε ένα σημείο x̄ ∈ U (γνήσιο ή μη,


τοπικό ή ολικό) ακρότατο τότε, το x̄ ονομάζεται σημείο ακροτάτου της f, και
η τιμή f(x̄) ονομάζεται ακρότατο της f. Να προσεχθεί ότι το ίδιο ακρότατο
f(x̄) μπορεί να παρουσιάζεται σε περισσότερα σημεία ακροτάτου x̄ ∈ U, βλ.
Παράδειγμα 3.9.1 (αʹ).

(βʹ) Συνήθως για τα ολικά ακρότατα δεν αναφέρουμε τη λέξη «ολικό». Εδώ τη
χρησιμοποιούμε, για να τα ξεχωρίσουμε από τα τοπικά ακρότατα.

(γʹ) Από τους πιο πάνω ορισμούς, προκύπτει ότι ένα (γνήσιο) ολικό ακρότατο είναι
πάντα και (γνήσιο) τοπικό ακρότατο.

(δʹ) Υπάρχουν συναρτήσεις που δεν έχουν τοπικά (και άρα ούτε και ολικά) ακρό-
τατα, βλ. Παράδειγμα 3.9.1 (βʹ).

(εʹ) Υπενθυμίζουμε ότι, αν το U ⊂ Rn είναι συμπαγές και η f : U → R συνεχής,


τότε, η f έχει σίγουρα ολικό μέγιστο και ελάχιστο, βλ. Θεώρημα 2.2.3.

Όπως στις συναρτήσεις μίας μεταβλητής, όπου η παράγωγος και η δεύτερη πα-
ράγωγος (αν υπάρχουν) μας βοηθούν να βρούμε, και να χαρακτηρίσουμε ακρότατα
μιας συνάρτησης, μπορούμε να διατυπώσουμε με χρήση των μερικών παραγώγων (αν
υπάρχουν) αναγκαίες και ικανές συνθήκες, για να έχει μία συνάρτηση περισσοτέρων
μεταβλητών ακρότατο σε ένα εσωτερικό σημείο του πεδίου ορισμού της.

Θεώρημα 3.9.1. (Αναγκαία συνθήκη τοπικού ακροτάτου)


Έστω U ⊂ Rn ανοικτό και f : U → R μερικώς διαφορίσιμη στο σημείο τοπικού
ακροτάτου x̄ ∈ U. Τότε,
grad f(x̄) = 0̄.

Απόδειξη. Έστω ε > 0 τέτοιο, ώστε B(x̄, ε) ⊂ U. Οι συναρτήσεις

gi : (−ε, ε) → R, gi (t) := f(x̄ + tēi ), i = 1, . . . , n,

είναι διαφορίσιμες στο t = 0, όπου έχουν τοπικό ακρότατο, και ισχύει

∂f
gi′ (0) = (x̄).
∂xi

159
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ

Άρα, σύμφωνα με το Θεώρημα του Fermat⁵⁵ για πραγματικές συναρτήσεις μιας πραγ-
ματικής μεταβλητής⁵⁶, προκύπτει

∂f
(x̄) = 0 ∀ i = 1, . . . , n.
∂xi
2

Ορισμός 3.9.2. Έστω U ⊂ Rn


ανοικτό και f : U → R μερικώς διαφορίσιμη στο
x̄ ∈ U. Το σημείο x̄ λέγεται κρίσιμο σημείο, αν grad f(x̄) = 0.
Παρατήρηση 3.9.2. (αʹ) Ως προϋπόθεση στο προηγούμενο θεώρημα, έχουμε ότι το
πεδίο ορισμού U ⊂ Rn της f είναι ανοικτό. Αυτό σημαίνει ότι, αν μια συνάρτηση
f : U → R δεν έχει ανοικτό πεδίο ορισμού U ⊂ Rn , μπορούμε να χρησιμοποιή-
σουμε το θεώρημα μόνο για τον περιορισμό της f σε ανοικτά υποσύνολα του U,
δηλαδή, το πολύ, για το εσωτερικό int U του U, βλ. και το επόμενο (βʹ).

(βʹ) Το προηγούμενο θεώρημα λέει ότι, για να έχει μια συνάρτηση f : U → R σε


ένα εσωτερικό σημείο x̄ ∈ U ⊂ Rn , στο οποίο υπάρχει η κλίση της f, τοπικό
ακρότατο, θα πρέπει το x̄ να είναι κρίσιμο σημείο. Το θεώρημα μας δίνει λοιπόν
υποψήφια σημεία τοπικών ακροτάτων, αλλά και αυτό υπό όρους.
Μπορεί δηλαδή, ένα εσωτερικό σημείο να είναι κρίσιμο, αλλά όχι σημείο ακρο-
τάτου, βλ. Παράδειγμα 3.9.1 (γʹ).
Επίσης, μπορεί η f να έχει ακρότατο σε ένα εσωτερικό σημείο, αλλά να μην είναι
μερικώς διαφορίσιμη σε αυτό, βλ. Παράδειγμα 3.9.1 (δʹ).
Τέλος, μπορεί η f να έχει ακρότατο σε ένα συνοριακό σημείο x̄ ∈ ∂U, και μάλιστα
το x̄ να είναι εσωτερικό σημείο του πεδίου ορισμού κάποιας επέκτασης της f, η
οποία να είναι μερικώς διαφορίσιμη στο x̄ με μη μηδενική κλίση, βλ. Παράδειγμα
3.9.1 (εʹ).

Παράδειγμα 3.9.1. (αʹ) Η σταθερή συνάρτηση

f : U → R, f(x̄) = c, c ∈ R σταθερά, U ⊂ Rn ,

έχει σε κάθε σημείο του πεδίου ορισμού της το μοναδικό (μη γνήσιο, αν η U έχει
τουλάχιστον δύο στοιχεία) ολικό (και άρα και τοπικό) ακρότατο, το οποίο είναι
ταυτόχρονα και μέγιστο και ελάχιστο. Παρατηρούμε ότι

grad f(x̄) = 0̄ ∀ x̄ ∈ U.

Εδώ δηλαδή, όλα τα κρίσιμα σημεία είναι σημεία ακροτάτων.


⁵⁵Pierre de Fermat, 1601–1665, F
⁵⁶βλ. π.χ. [12, Θεώρημα 5.98]

160
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ

(βʹ) Οι προβολές

fi : Rn → R, fi (x1 , . . . , xn ) = xi , i = 1, . . . , n,
δεν έχουν κανένα ακρότατο, αφού

grad fi (x̄) = ēi ̸= 0̄ ∀ x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ Rn .

(γʹ) Η συνάρτηση
f : R2 → R, f(x, y) = x2 − y2 ,
με κλίση
grad f(x, y) = 2(x, −y) ∀ (x, y) ∈ R2
έχει το μοναδικό κρίσιμο σημείο (0, 0), στο οποίο όμως, δεν παρουσιάζει τοπικό
(και άρα ούτε και ολικό) ακρότατο, αφού

∀ε>0: f(ε, 0) > 0 > f(0, ε).

(δʹ) Η συνάρτηση
f : Rn → R, f(x̄) = ∥x̄∥,
η οποία είναι μερικώς διαφορίσιμη σε κάθε x̄ ̸= 0̄ με κλίση

grad f(x̄) = ̸= 0̄ ∀ x̄ ∈ Rn \ {0̄},
∥x̄∥
ενώ δεν είναι μερικώς διαφορίσιμη στο εσωτερικό σημείο x̄ = 0̄ του πεδίου
ορισμού της (βλ. Παράδειγμα 3.1.1 (βʹ)), έχει ως μοναδικό ακρότατο το γνήσιο
ολικό ελάχιστο f(0̄) = 0.

(εʹ) Η συνάρτηση

f : U → R, U = [0, 1] × [0, 1], f(x, y) = x + y,


έχει ολικό μέγιστο f(1, 1) = 2 και ολικό ελάχιστο f(0, 0) = 0, ενώ δεν έχει άλλα
ακρότατα, ούτε στο εσωτερικό (0, 1) × (0, 1) του U, αφού

grad (x + y) = (1, 1) ∀ (x, y) ∈ R2 ,


αλλά ούτε και στο σύνορο ∂U = A ∪ B του U με
( ) ( ) ( ) (
A = [0, 1] × {0} ∪ {1} × [0, 1] , B = {0} × [0, 1] ∪ [0, 1] × {1}),
αφού, αν διαγράψουμε από το (0, 0) στο (1, 1) το A κατά τη θετική και το B
κατά την αρνητική φορά, οι τιμές της f θα αυξάνουν γνησίως μονότονα,

f(0, 0) = 0 ≤ f(x, 0) = x ≤ f(1, 0) = 1 ≤ f(1, y) = 1 + y ≤ f(1, 1) = 2,


και

f(0, 0) = 0 ≤ f(0, y) = y ≤ f(0, 1) = 1 ≤ f(x, 1) = x + 1 ≤ f(1, 1) = 2


για x, y ∈ [0, 1].

161
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ

Όπως και στις πραγματικές συναρτήσεις μίας πραγματικής μεταβλητής, υπάρχει


και ένα ικανό κριτήριο, για να διαπιστώσουμε, αν ένα κρίσιμο σημείο είναι σημείο
ακροτάτου, αν υπάρχει η δεύτερη παράγωγος της συνάρτησης.
Επειδή στην περίπτωσή μας η δεύτερη παράγωγος έχει τη μορφή πίνακα, οι
ιδιότητές της που θα συνεπάγονται την ύπαρξη και το χαρακτηρισμό του ακροτάτου
θα έχουν να κάνουν με ιδιότητες του πίνακα, και ειδικότερα με το, αν και πώς είναι
«ορισμένος».
Για λόγους πληρότητας, επαναλαμβάνουμε στα επόμενα καταρχάς τους σχετικούς
ορισμούς και τα κριτήρια από τη Γραμμική Άλγεβρα, πριν αποδείξουμε το ικανό
κριτήριο ύπαρξης γνησίων τοπικών ακροτάτων, Θεώρημα 3.9.2.

Ορισμός 3.9.3. Ένας τετραγωνικός πίνακας A ∈ Rn×n ονομάζεται

(αʹ) θετικά ημιορισμένος, αν

η̄T A η̄ ≥ 0 ∀ η̄ ∈ Rn ,

(βʹ) αρνητικά ημιορισμένος, αν

η̄T A η̄ ≤ 0 ∀ η̄ ∈ Rn ,

(γʹ) θετικά ορισμένος, αν

η̄T A η̄ > 0 ∀ η̄ ∈ Rn \ {0̄},

(δʹ) αρνητικά ορισμένος, αν

η̄T A η̄ < 0 ∀ η̄ ∈ Rn \ {0̄},

(εʹ) μη ορισμένος, αν

ο A δεν είναι, ούτε θετικά, ούτε αρνητικά ημιορισμένος,

δηλαδή,
∃ η̄1 , η̄2 ∈ Rn : η̄T1 A η̄1 < 0, η̄T2 A η̄2 > 0.

Πρόταση 3.9.1. (Κριτήριο ιδιοτιμών για το ορισμένο συμμετρικού πίνακα)


Ένας συμμετρικός πίνακας A ∈ Rn×n έχει n πραγματικές ιδιοτιμές και είναι

(αʹ) θετικά ημιορισμένος ⇔ όλες οι ιδιοτιμές είναι μη αρνητικές ( ≥ 0),

(βʹ) αρνητικά ημιορισμένος ⇔ όλες οι ιδιοτιμές είναι μη θετικές ( ≤ 0),

(γʹ) θετικά ορισμένος ⇔ όλες οι ιδιοτιμές είναι θετικές ( > 0),

(δʹ) αρνητικά ορισμένος ⇔ όλες οι ιδιοτιμές είναι αρνητικές ( < 0),

162
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ

(εʹ) μη ορισμένος ⇔ ο A έχει και αρνητικές ( < 0), και θετικές ( > 0) ιδιοτιμές.

Απόδειξη. Γραμμική Άλγεβρα. 2

Πρόταση 3.9.2. (Κριτήριο oριζουσών για το ορισμένο συμμετρικού πίνακα)


Ένας συμμετρικός πίνακας
 
a11 ... a1n
 ..  n×n
A =  ... . ∈R
an1 ... ann
με
a11 ... a1k

..
∆k := ... . , k = 1, . . . , n, όπου ∆1 = a11 ,

ak1 ... akk
είναι

(αʹ) θετικά ορισμένος ⇔ ∆k > 0 ∀ k = 1, . . . , n,

(βʹ) αρνητικά ορισμένος ⇔ (−1)k ∆k > 0 ∀ k = 1, . . . , n.

Απόδειξη. Γραμμική Άλγεβρα. 2

Για συμμετρικούς πίνακες 2 × 2 έχουμε και το ακόλουθο εξειδικευμένο κριτήριο


οριζουσών.

Πρόταση 3.9.3. (Κριτήριο oριζουσών για το ορισμένο συμμετρικού πίνακα 2 × 2)


Ένας συμμετρικός πίνακας
( )
a b
A= ∈ R2×2
b c

είναι

(αʹ) θετικά ορισμένος ⇔ a > 0 και |A| > 0,

(βʹ) αρνητικά ορισμένος ⇔ a < 0 και |A| > 0,

(γʹ) μη ορισμένος ⇔ |A| < 0.

Απόδειξη. Οι περιπτώσεις (αʹ) και (βʹ) προκύπτουν προφανώς από τις αντίστοιχες
περιπτώσεις του γενικότερου κριτηρίου της προηγούμενης Πρότασης 3.9.2. Εδώ, θα
τις αποδείξουμε, ανεξάρτητα από αυτήν την πρόταση, μαζί με την περίπτωση (γʹ).
Αν a = 0, έχουμε
( )( )
0 b x
(x, y) = y(2bx + cy)
b c y

163
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ

και |A| = −b2 ≤ 0. Αν b = 0, o A θα είναι θετικά ή αρνητικά ημιορισμένος ανά-


λογα με το πρόσημο του c. Συνεπώς, αν ο A είναι μη ορισμένος, θα είναι |A| < 0.
Αντίστροφα, αν |A| < 0, δηλαδή b ̸= 0, θα έχουμε
c
y(2bx + cy) = ±2b για (x, y) = (±1 − , 1),
2b
και άρα, ο A θα είναι μη ορισμένος.
Αν a ̸= 0, έχουμε
( )( )
a b x 1( )
(x, y) = x(ax + by) + y(bx + cy) = (ax + by)2 + |A|y2 .
b c y a
Συνεπώς, αν ο A είναι μη ορισμένος, θα είναι |A| < 0, και αντίστροφα, αν |A| < 0,
θα έχουμε {
a2 > 0 για (x, y) = (1, 0),
(ax + by)2 + |A|y2 =
|A| < 0 για (x, y) = (− a
b
, 1),
δηλαδή ο A θα είναι μη ορισμένος. Ακόμα, αν a ≷ 0 και |A| > 0, τότε, ο A θα
είναι θετικά ή αρνητικά ορισμένος, αντίστοιχα, ενώ αντίστροφα, αν ο A είναι θετικά
ή αρνητικά ορισμένος, θα έχουμε a ≷ 0 και |A| > 0, γιατί, αν είχαμε |A| < 0, θα
ήταν, όπως είδαμε, μη ορισμένος και, αν είχαμε |A| = 0, θα ήταν ημιορισμένος. 2

Με τα προηγούμενα, είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε και να αποδείξουμε το


ακόλουθο κριτήριο ύπαρξης και χαρακτηρισμού γνησίων τοπικών ακροτάτων και μη
ύπαρξης τοπικών ακροτάτων.

Θεώρημα 3.9.2. (Ικανή συνθήκη τοπικού ακρότατου)


Έστω U ⊂ Rn ανοικτό, f : U → R δύο φορές συνεχώς διαφορίσιμη και x̄ ∈ U με
grad f(x̄) = 0̄. Τότε
(αʹ) Hf (x̄) θετικά ορισμένος ⇒ η f έχει στο x̄ γνήσιο τοπικό ελάχιστο,

(βʹ) Hf (x̄) αρνητικά ορισμένος ⇒ η f έχει στο x̄ γνήσιο τοπικό μέγιστο,

(γʹ) Hf (x̄) μη ορισμένος ⇒ η f δεν έχει στο x̄ τοπικό ακρότατο, αλλά σαγματικό
σημείο⁵⁷.

Απόδειξη. ΄Εστω A := Hf (x̄). Αφού το U είναι ανοικτό, υπάρχει, σύμφωνα με την


προσέγγιση δεύτερης τάξης (3.27) του Πορίσματος 3.8.2, κάποιο δ0 > 0 και μια
συνάρτηση φ : B(0̄, δ0 ) → R τέτοια, ώστε B(x̄, δ0 ) ⊂ U και

1
f(x̄ + η̄) = f(x̄) + η̄T Aη̄ + φ(η̄) με φ(η̄) = o(∥η̄∥2 ) για η̄ → 0̄, (3.29)
2
όπου η ιδιότητα αυτή της φ σημαίνει ότι

∀ ε > 0 ∃ δ ∈ (0, δ0 ) ∀ η̄ ∈ B(0̄, δ) : |φ(η̄)| ≤ ε∥η̄∥2 .


⁵⁷αγγλικά saddle point, βλ. το Σχήμα 3.9 και την Παρατήρηση 3.9.3

164
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ

(αʹ): Έστω ο A θετικά ορισμένος και S := {η̄ ∈ Rn : ∥η̄∥ = 1}.


Αφού η S είναι συμπαγής (Άσκηση 36), και η τετραγωνική μορφή

η̄ 7→ η̄T Aη̄, η̄ ∈ Rn ,
είναι συνεχής (Άσκηση 37), η τελευταία λαμβάνει ελάχιστο στην S (Θεώρημα 2.2.3),
το οποίο είναι θετικό, αφού η̄T Aη̄ > 0 για κάθε η̄ ∈ S. Συνεπώς,

α := min{η̄T Aη̄ : η̄ ∈ S} > 0.


Επιπλέον, ισχύει
η̄T Aη̄ ≥ α∥η̄∥2 ∀ η̄ ∈ Rn . (3.30)
Πράγματι, για η̄ ∈ S και για η̄ = 0̄ αυτό είναι προφανές. Για η̄ ∈ Rn \ {0̄} έχουμε
η̄ = λη̄∗ με λ := ∥η̄∥ και η̄∗ := ∥η̄
η̄∥
, όπου ∥η̄∗ ∥ = 1, και άρα,

η̄T Aη̄ = λ2 η̄T∗ Aη̄∗ ≥ λ2 α∥η̄∗ ∥2 = α∥η̄∥2 .

4 ) δ ∈ (0, δ0 ) τέτοιο, ώστε


Έστω τώρα (για ε = α
α
|φ(η̄)| ≤ ∥η̄∥2 ∀ η̄ ∈ B(0̄, δ).
4
Τότε, έχουμε από τις (3.29), (3.30)
α α
f(x̄ + η̄) ≥ f(x̄) + ∥η̄∥2 − |φ(η̄)| ≥ f(x̄) + ∥η̄∥2 ∀ η̄ ∈ B(0̄, δ),
2 4
και άρα,
f(x̄ + η̄) > f(x̄) ∀ η̄ ∈ B(0̄, δ) \ {0̄},
που σημαίνει ότι η f παρουσιάζει στο x̄ γνήσιο τοπικό ελάχιστο.
(βʹ): Αφού ο A = Hf (x̄) είναι αρνητικά ορισμένος, o −A = H−f (x̄) είναι θετικά
ορισμένος, και άρα, σύμφωνα με την (αʹ), η −f παρουσιάζει γνήσιο τοπικό ελάχιστο
στο x̄, δηλαδή, η f παρουσιάζει γνήσιο τοπικό μέγιστο στο x̄.
(γʹ): Έστω ο A μη ορισμένος. Θέλουμε να δείξουμε ότι

∀ δ ∈ (0, δ0 ) ∃ ȳ1 , ȳ2 ∈ B(x̄, δ) : f(ȳ1 ) > f(x̄) > f(ȳ2 ),


δηλαδή, ότι σε μια οσοδήποτε μικρή μπάλα γύρω από το x̄ υπάρχουν τιμές της f και
μεγαλύτερες, και μικρότερες από την f(x̄).
Αφού ο A είναι μη ορισμένος, υπάρχει η̄1 ∈ Rn \ {0̄} με α := η̄T
1 Aη̄1 > 0. Τότε
έχουμε από την (3.29)
( )
α 2 δ0 δ
f(x̄ + tη̄1 ) = f(x̄) + t + φ(tη̄1 ) ∀ t ∈ − , 0 ,
2 ∥η̄1 ∥ ∥η̄1 ∥

και, αφού φ(η̄) = o(∥η̄∥2 ) για η̄ → 0̄, υπάρχει (για ε = 4∥η̄α ∥2 > 0) δ1 ∈ (0, ∥η̄0 ∥ )
δ
1 1
τέτοιο, ώστε
α 2
|φ(tη̄1 )| ≤ t ∀ t ∈ (−δ1 , δ1 ),
4

165
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ

και άρα,
α 2
f(x̄ + tη̄1 ) ≥ f(x̄) + t > f(x̄) ∀ t ∈ (−δ1 , 0) ∪ (0, δ1 ).
4
Απ’ την άλλη, υπάρχει η̄2 ∈ Rn \ {0̄} με β := η̄T
2 Aη̄2 < 0, και η (3.29) γράφεται
( )
β δ δ
f(x̄ + sη̄2 ) = f(x̄) + s2 + φ(sη̄2 ) ∀ s ∈ − 0 , 0 .
2 ∥η̄2 ∥ ∥η̄2 ∥

Όμως (για ε = 4∥−β


η̄2 ∥2
> 0) υπάρχει δ2 ∈ (0, ∥η̄0 ∥ ) τέτοιο, ώστε
δ
2

−β 2
|φ(sη̄2 )| ≤ s ∀ s ∈ (−δ2 , δ2 ),
4
και άρα,

β 2
f(x̄ + sη̄2 ) ≤ f(x̄) + s < f(x̄) ∀ s ∈ (−δ2 , 0) ∪ (0, δ2 ).
4
Συνεπώς, για κάθε δ ∈ (0, min{δ1 ∥η̄1 ∥, δ2 ∥η̄2 ∥}) έχουμε B(x̄, δ) ⊂ B(x̄, δ0 ) ⊂ U
και

∀ ȳ1 := x̄ + tη̄1 , ȳ2 := x̄ + sη̄2 ∈ B(x̄, δ) \ {x̄} : f(ȳ1 ) > f(x̄) > f(ȳ2 ).

Ειδικά για την συχνά απαντώμενη περίπτωση n = 2, από το προηγούμενο θεώ-


ρημα, σε συνδυασμό με το κριτήριο οριζουσών για το ορισμένο συμμετρικού πίνακα
2 × 2 (Πρόταση 3.9.3), προκύπτει το ακόλουθο πόρισμα.

Πόρισμα 3.9.1. Έστω U ⊂ R2 ανοικτό, f : U → R δυό φορές συνεχώς διαφορί-


σιμη, (x, y) ∈ U με
∂f(x, y) ∂f(x, y)
= =0
∂x ∂y
και
( )2
∂2 f(x, y) ∂2 f(x, y) ∂2 f(x, y)
∆ := − .
∂x2 ∂y2 ∂x∂y
Τότε,

∂2 f(x, y)
(αʹ) > 0 και ∆ > 0 ⇒ η f έχει στο (x, y) γνήσιο τοπικό ελάχιστο,
∂x2
∂2 f(x, y)
(βʹ) < 0 και ∆ > 0 ⇒ η f έχει στο (x, y) γνήσιο τοπικό μέγιστο,
∂x2
(γʹ) ∆ < 0 ⇒ η f δεν έχει στο (x, y) τοπικό ακρότατο.

166
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ

Παράδειγμα 3.9.2. (αʹ) Έστω η συνάρτηση

f : R2 → R, f(x, y) = c + x2 + y2 , c ∈ R σταθερά.

Η f είναι άπειρες φορές συνεχώς διαφορίσιμη με

grad f(x, y) = 2(x, y) ∀ (x, y) ∈ R2 .

Συνεπώς, το μοναδικό κρίσιμο σημείο της f είναι το (0, 0) και, αφού


( )
1 0
Hf (x, y) = 2 ∀ (x, y) ∈ R2 ,
0 1

προκύπτει από τo Θεώρημα 3.9.2 ότι το σημείο (0, 0) είναι σημείο ολικού ελα-
χίστου.

(βʹ) Έστω η συνάρτηση

g : R2 → R, g(x, y) = c − x2 − y2 , c ∈ R σταθερά.

Η g είναι άπειρες φορές συνεχώς διαφορίσιμη με

grad g(x, y) = −2(x, y) ∀ (x, y) ∈ R2 .

Συνεπώς, το μοναδικό κρίσιμο σημείο της g είναι το (0, 0) και, αφού


( )
1 0
Hg (x, y) = −2 ∀ (x, y) ∈ R2 ,
0 1

προκύπτει από τo Θεώρημα 3.9.2 ότι το σημείο (0, 0) είναι σημείο ολικού με-
γίστου.

(γʹ) Έστω η συνάρτηση

h : R2 → R, h(x, y) = c + x2 − y2 , c ∈ R σταθερά.

Η h είναι άπειρες φορές συνεχώς διαφορίσιμη με

grad h(x, y) = 2(x, −y) ∀ (x, y) ∈ R2 .

Συνεπώς, το μοναδικό κρίσιμο σημείο της f είναι το (0, 0) και, αφού


( )
1 0
Hh (x, y) = 2 ∀ (x, y) ∈ R2 ,
0 −1

προκύπτει από τo Θεώρημα 3.9.2 ότι στο σημείο (0, 0) η h δεν έχει τοπικό
ακρότατο, αλλά σαγματικό σημείο, βλ. Σχήμα 3.9.

167
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ

Σχήμα 3.9: Το γράφημα της συνάρτησης h(x, y) = x2 − y2 και το σαγματικό του


σημείο (0, 0, 0).

Παρατήρηση 3.9.3. Όπως φαίνεται έντονα στο προηγούμενο παράδειγμα, πολλές


φορές ο χαρακτηρισμός των πιθανών ακροτάτων μιας συνάρτησης σε ένα κρίσιμο
σημείο του πεδίου ορισμού της, δεν απαιτεί την επίκληση του Θεωρήματος 3.9.2,
αλλά μπορεί να γίνει κατευθείαν.
Π.χ. για τη συνάρτηση f του προηγούμενου παραδείγματος, βλέπουμε άμεσα ότι
το f(0, 0) = c είναι το γνήσιο ολικό της ελάχιστο, αφού

f(0, 0) = c < f(x, y) = c + ∥(x, y)∥2 ∀ (x, y) ∈ R2 \ {(0, 0)} ⇔ ∥(x, y)∥ > 0.

Αντίστοιχα, για τη συνάρτηση g βλέπουμε ότι το g(0, 0) = c είναι το γνήσιο ολικό


της μέγιστο, αφού

g(0, 0) = c > g(x, y) = c − ∥(x, y)∥2 ∀ (x, y) ∈ R2 \ {(0, 0)} ⇔ ∥(x, y)∥ > 0.

Τέλος, η συνάρτηση h δεν έχει τοπικό ακρότατο στο σημείο (0, 0), αφού

h(ε, 0) = c + ε2 > h(0, 0) = c > h(0, ε) = c − ε2 ∀ ε > 0,

δηλαδή, σε έναν οσοδήποτε μικρό ανοικτό κυκλικό δίσκο με κέντρο (0, 0) στο πεδίο
ορισμού της h υπάρχουν σημεία για τα οποία η h έχει τιμές και μεγαλύτερες, και
μικρότερες από την τιμή h(0, 0) = c.
Το σημείο (0, 0, h(0, 0)) του γραφήματος της h ονομάζεται σαγματικό σημείο,
επειδή η h(x, 0), x ∈ R, έχει ελάχιστο για x = 0 και η h(0, y), y ∈ R, έχει μέγιστο
για y = 0. Συνεπώς, κατά μήκος των δύο κάθετων αξόνων 0x και 0y που τέμνονται
στο (0, 0), η h συμπεριφέρεται από τη μία, ως κυρτή και από την άλλη, ως κοίλη
συνάρτηση, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα το γράφημα της h γύρω από το σημείο

168
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ

(0, 0, h(0, 0)) να βρίσκεται και στους δύο ημιχώρους, στους οποίους διαχωρίζει τον
R3 το εφαπτόμενο επίπεδο z = c, και να έχει τη μορφή σέλας ή σαμαριού, δηλ.
χρησιμοποιώντας τον λόγιο όρο, σάγματος, βλ. το επόμενο σχήμα για c = 0.
Αυτό αντιστοιχεί στην θετική και στην αρνητική ιδιοτιμή του Εσσιανού πίνακα της
h στο σημείο (0, 0) και, σύμφωνα με το Θεώρημα 3.9.2, αν ο Εσσιανός πίνακας είναι
μη ορισμένος, έχουμε πάντα σαγματικό σημείο. Μπορεί όμως να έχουμε σαγματικά
σημεία, και όταν ο Εσσιανός πίνακας είναι ημιορισμένος, βλ. το επόμενο Παράδειγμα
3.9.3 (δʹ).

Πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα ότι το Θεώρημα 3.9.2 δίνει ικανές συνθήκες μόνο
για την ύπαρξη γνησίων τοπικών ακροτάτων, απαιτώντας ο Εσσιανός πίνακας στο
υπό εξέταση κρίσιμο σημείο, να είναι είτε θετικά, είτε αρνητικά ορισμένος. Όταν ο
Εσσιανός πίνακας είναι μόνο ημιορισμένος, δεν προσφέρεται για τον χαρακτηρισμό
των κρίσιμων σημείων. Αυτό διαπιστώνεται παραστατικά με το επόμενο παράδειγμα.

Παράδειγμα 3.9.3. Έστω οι τέσσερις συναρτήσεις fi : R2 → R, i = 1, . . . , 4,

f1 (x, y) = x2 + y4 , f2 (x, y) = x2 , f3 (x, y) = x2 + y3 , f4 (x, y) = x2 − y4 .

Και οι τέσσερις έχουν μοναδικό κρίσιμο σημείο το (0, 0), αφού

grad f1 (x, y) = (2x, 4y3 ), grad f2 (x, y) = (2x, 0),


grad f3 (x, y) = (2x, 3y2 ), grad f4 (x, y) = (2x, −4y3 ),

και ο Εσσιανός πίνακας στο (0, 0) είναι θετικά ημιορισμένος, και ο ίδιος για όλες,
( )
2 0
Hfi (0, 0) = , i = 1, . . . , 4.
0 0

Παρατηρούμε όμως, εξετάζοντας τις συναρτήσεις κατευθείαν, όπως στην προη-


γούμενη παρατήρηση, ότι, αναφορικά με πιθανά ακρότατα στο κρίσιμο σημείο, συ-
μπεριφέρονται διαφορετικά, αφού στο (0, 0)

(αʹ) η f1 έχει γνήσιο ολικό ελάχιστο,

(βʹ) η f2 έχει (μη γνήσιο) ολικό ελάχιστο,

(γʹ) η f3 δεν έχει τοπικό ακρότατο, αλλά σαγματικό σημείο υπό την ευρεία έννοια,
αφού το γράφημά της βρίσκεται εκατέρωθεν του εφαπτόμενου επιπέδου στο
(0, 0, 0),

(δʹ) η f4 δεν έχει τοπικό ακρότατο, αλλά σαγματικό σημείο, αφού κατά μήκος του
άξονα 0x έχει ελάχιστο, και κατά μήκος του άξονα 0y μέγιστο.

169
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ

3.9.1 Ασκήσεις
Άσκηση 81. Προσδιορίστε τη θέση, το είδος και το μέγεθος των τοπικών και ολικών
ακροτάτων της συνάρτησης

f(x, y) = sin x sin y sin(x + y), 0 ≤ x, y, x + y ≤ π.

Λύση. Καταρχάς, διαπιστώνουμε ότι η επέκταση της f στο R2 είναι άπειρες φορές
συνεχώς διαφορίσιμη. Συνεπώς, στο εσωτερικό int U του πεδίου ορισμού της U,

U = {(x, y) ∈ R2 : 0 ≤ x ≤ π, 0 ≤ y ≤ π − x},

που είναι το
int U = {(x, y) ∈ R2 : 0 < x < π, 0 < y < π − x},
μπορούν να εφαρμοσθούν και η αναγκαία συνθήκη του Θεωρήματος 3.9.1, και η ικανή
συνθήκη του Θεωρήματος 3.9.2.
Η κλίση της f στο R2 είναι
( )
sin y sin(2x + y)
grad f(x, y) = ,
sin x sin(2y + x)

όπου χρησιμοποιήσαμε την τριγωνική ισότητα

sin(α + β) = sin α cos β + cos α sin β, α, β ∈ R. (3.31)

και άρα, στο int U, όπου sin x, sin y ∈ (0, 1], τα κρίσιμα σημεία είναι αυτά, για τα
οποία
sin(2x + y) = sin(2y + x) = 0,
δηλαδή, αφού 2x + y, 2y + x ∈ (0, 2π), τα σημεία με

2x + y = 2y + x = π

από το οποίο προκύπτει ότι το μοναδικό κρίσιμο σημείο στο int U είναι το
(π π)
(x, y) = , .
3 3
Ο Εσσιανός πίνακας της f στο R2 είναι
( )
2 sin y cos(2x + y) sin(2(x + y))
Hf (x, y) =
sin(2(x + y)) 2 sin x cos(2y + x)

3
από το οποίο προκύπτει με cos π = −1 και sin π 4π
3 = − sin 3 = 2
( √ √ )
( π π ) (−2 sin π sin 4π
)
−√3 − 23
Hf , = 3 3 = √
3 3 sin 4π
3 −2 sin π3 − 23 − 3

170
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ

και συνεπώς, από το Πόρισμα 3.9.1 έχουμε ότι στο μοναδικό κρίσιμο σημείο στο int U
η f έχει το γνήσιο τοπικό μέγιστο
( π π ) 3√3
f , = . (3.32)
3 3 8
Συνεπώς, εξαντλώντας την ισχύ των Θεωρημάτων 3.9.1 και 3.9.2, βρήκαμε το
μοναδικό τοπικό ακρότατο στο εσωτερικό του U. Μένει να δούμε τι συμβαίνει στο
σύνορό του, όπου αμέσως διαπιστώνουμε ότι

f(x, y) = 0 ∀ (x, y) ∈ ∂U ⊂ {(x, y) ∈ R2 : x = 0 ∨ y = 0 ∨ x + y = π}.


Επίσης, από τον ορισμό της f και ειδικότερα των U και int U, προκύπτει αμέσως⁵⁸
ότι f(U) ⊂ [0, 1] και f(int U) ⊂ (0, 1). Τέλος, αφού το U είναι συμπαγές και η f
συνεχής, γνωρίζουμε ότι η f λαμβάνει ολικό μέγιστο και ελάχιστο στο U.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, έχουμε ότι η f έχει το ολικό ελάχιστο 0 στο ∂U, και
το ολικό μέγιστο (3.32), ενώ δεν έχει άλλα τοπικά ακρότατα στο εσωτερικό του U,
όπου είναι πάντα θετική.

Άσκηση 82. Προσδιορίστε τη θέση, το είδος και το μέγεθος των τοπικών και ολικών
ακροτάτων της συνάρτησης
π
f(x, y) = sin x + sin y + sin(x + y), 0 ≤ x, y ≤ . (3.33)
2
Λύση. Η f είναι άπειρες φορές συνεχώς διαφορίσιμη στο R2 με κλίση
( )
cos x + cos(x + y)
grad f(x, y) = , (3.34)
cos y + cos(x + y)
και Εσσιανό πίνακα
( )
− sin x − sin(x + y) − sin(x + y)
Hf (x, y) = .
− sin(x + y) − sin y − sin(x + y)

Στο εσωτερικό (0, π2 ) × (0, 2 ) του πεδίου ορισμού της [0, 2 ] × [0, 2 ] τα κρίσιμα
π π π

σημεία είναι αυτά, για τα οποία

cos x = − cos(x + y) = cos y

και, αφού η συνάρτηση του συνημιτόνου είναι γνησίως μονότονη και άρα, 1 − 1 στο
(0, π
2 ), προκύπτουν ως κρίσιμα σημεία τα
( π) ( π)
(x, x) ∈ 0, × 0, με cos x = − cos(2x) = 1 − 2 cos2 x,
2 2
όπου χρησιμοποιήσαμε τις τριγωνικές ισότητες

cos(α + β) = cos α cos β − sin α sin β, α, β ∈ R (3.35)


⁵⁸αφού sin α ∈ [0, 1] ∀ α ∈ [0, π] και sin α ∈ (0, 1) ∀ α ∈ (0, π)

171
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ

και
cos2 α + sin2 α = 1, α ∈ R. (3.36)
Από την επίλυση της
2z2 + z − 1 = (2z − 1)(z + 1) = 0
για z = cos x ∈ (0, 1) με x ∈ (0, π π 1
2 ), και αφού cos 3 = 2 , βρίσκουμε ότι το μοναδικό
κρίσιμο σημείο της f στο εσωτερικό του πεδίου ορισμού της είναι το
(π π) (π π) √
π 2π 3 3
(x, y) = , με f , = 2 sin + sin = ,
3 3 3 3 3 3 2
και αφού
( √ √ )
(π π) ( )
− sin π 2π
3 − sin 3 − sin 2π −√3 − 23
Hf , = 2π
3 = √ ,
3 3 − sin 3 − sin π
3 − sin 2π
3 − 23 − 3

προκύπτει, όπως και στην προηγούμενη άσκηση, ότι στο σημείο αυτό η f έχει γνήσιο
τοπικό μέγιστο.
Μένει να εξετάσουμε την f στο σύνορο του πεδίου ορισμού της. Εκεί, η f γίνεται
π
φ1 (x) = f(x, 0) = 2 sin x, 0≤x≤ ,
(π ) 2
π
φ2 (y) = f , y = 1 + sin y + cos y, 0≤y≤ ,
( 2 π) 2
π
φ3 (x) = f x, = 1 + sin x + cos x, 0≤x≤ ,
2 2
π
φ4 (y) = f(0, y) = 2 sin y, 0≤y≤ ,
2
όπου χρησιμοποιήσαμε την τριγωνική ισότητα⁵⁹
( π)
sin α = cos α − , α ∈ R. (3.37)
2
Ως γνωστόν, οι συναρτήσεις φ1 και φ4 είναι γνησίως αύξουσες στο [0, π
2 ], και
έχουμε (π ) ( π)
f(0, 0) = 0, f , 0 = f 0, = 2,
2 2
ενώ οι συναρτήσεις φ3 και φ2 έχουν στο (0, π π
2 ) το κρίσιμο σημείο x = y = 4 , όπου
έχουν γνήσιο τοπικό μέγιστο
(π) (π) (π π) (π π) √
φ3 = φ2 =f , =f , = 1 + 2,
4 4 4 2 2 4
⁵⁹Οι ισότητες (3.31), (3.35), (3.36), (3.37), μαζί με την 2π-περιοδικότητα της άρτιας συνάρτησης cos
sin
και της περιττής sin, τη γνώση των τιμών τους για 0, π 1
2 , π, και τους ορισμούς tan = cos = cot , έχουν
τεράστια χρησιμότητα για έναν στοιχειώδη χειρισμό τριγωνομετρικών εκφράσεων.

172
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ

αφού για το φ3 (και ανάλογα για το φ2 ) έχουμε

φ3′ (x) = cos x − sin x και φ3′′ (x) = − sin x − cos x.

Εδώ, όμως, πρέπει να εξετάσουμε αν το τοπικό ακρότατο για τις φ3 , φ2 είναι


και τοπικό ακρότατο για την f. Μόλις είδαμε ότι π.χ. η φ3 (x) = f(x, π 2 ) έχει τοπικό
μέγιστο στο x = π
4 πάνω στην πλευρά [0, π
2 ] × { π
2 } του ∂([0, π
2 ] × [0, π
2 ]). Ας δούμε,
όμως, και τη συμπεριφορά της f( π
4 , y), y ∈ [0, π
2 ], κοντά στο σημείο y = π2 δηλ. τη
συμπεριφορά της f κατά μήκος της καθέτου στην πλευρά αυτή, και κοντά στο σημείο
αυτό. Έχουμε
∂ (π π) π (π π) 1
f , = cos + cos + = − √ < 0,
∂y 4 2 2 4 2 2
που σημαίνει ότι
(π ) (π π) (π π)
f ,y > f , για y ∈ − ε, και κάποιο μικρό ε > 0.
4 4 2 2 2
Συνεπώς, η f δεν έχει τοπικό ακρότατο στο σημείο ( π π
4 , 2 ). Αφού f(x, y) = f(y, x),
π π
το ίδιο ισχύει και για το σημείο ( 2 , 4 ).
Μέχρι στιγμής έχουμε, δηλαδή, ότι κατά μήκος του συνόρου η f αυξάνει από το
(0, 0) έως το ( π π π π
2 , 0), συνεχίζει να αυξάνει από το ( 2 , 0) έως το ( 2 , 4 ) και φθίνει από
π π π π π π
το ( 2 , 4 ) έως το ( 2 , 2 ), όπου έχει την τιμή f( 2 , 2 ) = 2. Συμμετρικά, η f αυξάνει
από το (0, 0), περνώντας από το (0, π π π π π
2 ) έως το ( 4 , 2 ), από όπου φθίνει έως το ( 2 , 2 ).
Στο εσωτερικό του πεδίου ορισμού της η f είναι θετική (βλ. υποσημείωση 58) και
έχει μοναδικό τοπικό ακρότατο στο σημείο ( π π
3 , 3 ).
π π
Μένει να δούμε αν το σημείο ( 2 , 2 ) είναι σημείο τοπικού ελαχίστου, το οποίο δεν
αποκλείεται, αφού κατά μήκος του συνόρου και κοντά στο σημείο αυτό, η f φθίνει.
Εδώ, θα μας χρησιμεύσει ο τύπος του Taylor (3.26) τάξης k = 1 για την f στο R2
γύρω από από το σημείο ( π 2 , 2 ), σύμφωνα με τον οποίο για κάθε η̄ ∈ R υπάρχει
π 2

ϑ ∈ [0, 1] έτσι, ώστε

f(x̄ + η̄) = f(x̄) + grad f(x̄ + ϑη̄) · η̄.

Αφού από την (3.34) έχουμε


(π π)
grad f , = (−1, −1),
2 2
προκύπτει από τη συνεχή διαφορισιμότητα της f, που συνεπάγεται τη συνέχεια της
κλίσης της f, ότι για κάποιο μικρό ε > 0 θα ισχύει
( π π )
f(x, y) = f( π π
2 , 2 ) + grad f ( 2 , 2 ) + ϑ(x −
π π
2,y− 2) · (x − π π π π
2 , y − 2 ) > f( 2 , 2 )

για κάθε (x, y) ∈ ( π 2 − ε, 2 ] × ( 2 − ε, 2 ] \ {( 2 , 2 )} με κάποιο ϑ ∈ [0, 1]. Συνεπώς,


π π π π π
π π
το f( 2 , 2 ) = 2 είναι γνήσιο τοπικό ελάχιστο.
Λαμβάνοντας υπόψη μας ότι η συνάρτηση f (3.33) είναι συνεχής στο συμπαγές
πεδίου ορισμού της, έχουμε συνολικά, ότι η f έχει ως μοναδικά ακρότατα

173
3.9. ΤΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΙΚΑ ΑΚΡΟΤΑΤΑ

(αʹ) το γνήσιο ολικό ελάχιστο f(0, 0) = 0,

(βʹ) το γνήσιο τοπικό ελάχιστο f( π π


2 , 2 ) = 2,

3 3
(γʹ) το γνήσιο ολικό μέγιστο f( π π
3, 3) = 2 .
Άσκηση 83. Προσδιορίστε τη θέση, το είδος και το μέγεθος των τοπικών και ολικών
ακροτάτων των ακόλουθων συναρτήσεων:
(αʹ) f(x, y) = x3 − y3 , (x, y) ∈ R2
(βʹ) f(x, y) = x3 + y3 − 3xy, (x, y) ∈ R2
(γʹ) f(x, y) = x2 + y2 − 2xy + 1, (x, y) ∈ R2
(δʹ) f(x, y) = x2 + xy + y2 + x + y + 1, (x, y) ∈ R2 ,
(εʹ) f(x, y) = x3 y2 (1 − x − y), (x, y) ∈ R2 ,
1 1
(στʹ) f(x, y) = − − 4x + y, (x, y) ∈ R2 με x ̸= 0 και y ̸= 0,
y x
2 2
(ζʹ) f(x, y) = (x2 + 2y2 )e−(x +y ) , (x, y) ∈ R2 ,
(ηʹ) f(x, y) = (y − x2 )(y − 2x2 ), (x, y) ∈ R2 ,
(θʹ) f(x, y) = sin x sin y, (x, y) ∈ R2 .
Άσκηση 84. Δίνονται k ∈ N τυχαία αλλά σταθερά σημεία x̄1 , . . . , x̄k ∈ Rn . Δείξτε
ότι το άθροισμα των τετραγώνων των αποστάσεων ενός τυχαίου μεταβλητού x̄ ∈ Rn
από τα σημεία αυτά,


k
f(x̄) = ∥x̄ − x̄i ∥2 , x̄ ∈ Rn ,
i=1

ελαχιστοποιείται στο σημείο


1∑
k
ξ= x̄i .
k
i=1
Άσκηση 85. Βρείτε τρεις θετικούς πραγματικούς αριθμούς με άθροισμα 60 και μέ-
γιστο γινόμενο.
Άσκηση 86. Βρείτε τρεις πραγματικούς αριθμούς με άθροισμα 90 και ελάχιστο
άθροισμα τετραγώνων.
Άσκηση 87. Η επίδραση E(x, t) που έχουν x μονάδες ενός φαρμάκου t ώρες μετά
τη λήψη του δίνεται προσεγγιστικά από τον τύπο

E(x, t) = x2 (a − x)t2 e−t , 0 ≤ x ≤ a, 0 ≤ t.


Βρείτε τη δόση x και το χρόνο t, για τα οποία το φάρμακο έχει τη μέγιστη επίδραση.

174
3.10. ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

3.10 Πεπλεγμένες συναρτήσεις


Θεώρημα 3.10.1. (Θεώρημα Πεπλεγμένης Συνάρτησης⁶⁰)
Έστω U ⊂ Rn , V ⊂ Rm ανοικτά, F̄ = (F1 , . . . Fm ) : U × V → Rm συνεχώς
διαφορίσιμη και (x̄0 , ȳ0 ) ∈ U × V με F̄(x̄0 , ȳ0 ) = 0̄ και
 ∂F ∂F1

1
∂y1 (x̄0 , ȳ0 ) ... ∂ym (x̄0 , ȳ0 )
∂F̄  
(x̄0 , ȳ0 ) := 

..
.
..
.
 ∈ Rm×m αντιστρέψιμος.

∂ȳ
∂Fm ∂Fm
∂y1 (x̄0 , ȳ0 ) ... ∂ym (x̄0 , ȳ0 )

Τότε,

∃ δ, ε > 0 ∀ x̄ ∈ B(x̄0 , δ) ⊂ U ∃ ! ḡ(x̄) ∈ B(ȳ0 , ε) ⊂ V :


F̄(x̄, ḡ(x̄)) = 0̄ και ḡ : B(x̄0 , δ) → B(ȳ0 , ε) συνεχώς διαφορίσιμη.

Απόδειξη. Δίνεται στο τέλος της παραγράφου. 2

Πόρισμα 3.10.1. Υπό τις προϋποθέσεις και με τους συμβολισμούς του Θεωρήματος
3.10.1 υπάρχει δ1 ∈ (0, δ) τέτοιο, ώστε

∂F̄
(x̄, ḡ(x̄)) ∈ Rm×m αντιστρέψιμος ∀ x̄ ∈ B(x̄0 , δ1 )
∂ȳ
και
( )−1
∂F̄ ∂F̄
Dḡ(x̄) = − (x̄, ḡ(x̄)) (x̄, ḡ(x̄)) ∈ Rm×n ∀ x̄ ∈ B(x̄0 , δ1 ). (3.38)
∂ȳ ∂x̄

Απόδειξη. Με Ḡ(x̄) := (x̄, ḡ(x̄)) ∈ Rn+m , x̄ ∈ B(x̄0 , δ), έχουμε


( ) ( )
F̄ ◦ Ḡ (x̄) = F̄ Ḡ(x̄) = F̄ (x̄, ḡ (x̄)) = 0̄ ∈ Rm ∀ x̄ ∈ B(x̄0 , δ),

και άρα από τον Κανόνα της Αλυσίδας (Θεώρημα 3.2.4) προκύπτει
( )
D F̄ ◦ Ḡ (x̄) = DF̄(Ḡ(x̄))DḠ(x̄)
( )( )
∂F̄ ∂F̄ I } ∈ Rn×n
= (Ḡ(x̄)), (Ḡ(x̄))
|∂x̄ {z } |∂ȳ {z } Dḡ(x̄) } ∈ Rm×n
∈ Rm×n ∈ Rm×m
∂F̄ ∂F̄
= (Ḡ(x̄)) + (Ḡ(x̄))Dḡ(x̄)
∂x̄ ∂ȳ
∂F̄ ∂F̄
= (x̄, ḡ(x̄)) + (x̄, ḡ(x̄))Dḡ(x̄)
∂x̄ ∂ȳ
= O ∈ Rm×n ∀ x̄ ∈ B(x̄0 , δ),
⁶⁰Implicit Function Theorem

175
3.10. ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

όπου O ∈ Rm×n ο μηδενικός, και I ∈ Rn×n ο μοναδιαίος πίνακας, και


 ∂F ∂F1

1
∂x1 (x̄, ȳ) ... ∂xn (x̄, ȳ)
∂F̄  
(x̄, ȳ) := 

..
.
..
.
 ∈ Rm×n .

∂x̄
∂Fm ∂Fm
∂x1 (x̄, ȳ) ... ∂xn (x̄, ȳ)

Aφού η πραγματική συνάρτηση

∂F̄
det (x̄, ḡ(x̄)) , x̄ ∈ B(x̄0 , δ),
∂ȳ
είναι συνεχής ως πολυωνυμική σύνθεση των συνεχών συναρτήσεων

∂Fj
(x̄, ḡ(x̄)) , j, i = 1, . . . , m,
∂yi
∂F̄
και αφού ο ∂ȳ (x̄0 , ȳ0 ) είναι αντιστρέψιμος, δηλ.

∂F̄
det (x̄0 , ȳ0 ) ̸= 0,
∂ȳ
θα υπάρχει δ1 ∈ (0, δ) με

∂F̄
det (x̄, ḡ(x̄)) ̸= 0 ∀ x̄ ∈ B(x̄0 , δ1 ),
∂ȳ

ȳ (x̄, ḡ(x̄)) θα είναι αντιστρέψιμος για κάθε x̄ ∈ B(x̄0 , δ1 ).


∂F̄
δηλ. ο ∂ 2

Για την απλούστερη περίπτωση n = m = 1 το Θεώρημα Πεπλεγμένης Συνάρτη-


σης 3.10.1 και το Πόρισμά του 3.10.1 παίρνουν την μορφή

Πόρισμα 3.10.2. Έστω F : (a, b) × (c, d) → R συνεχώς διαφορίσιμη και

∂F
(x0 , y0 ) ∈ (a, b) × (c, d) με F(x0 , y0 ) = 0 και (x0 , y0 ) ̸= 0.
∂y
Τότε,

∃ δ1 , ε > 0 ∀ x ∈ (x0 − δ1 , x0 + δ1 ) ⊂ (a, b) ∃ ! g(x) ∈ (y0 − ε, y0 + ε) ⊂ (c, d) :


F(x, g(x)) = 0 και g : (x0 − δ1 , x0 + δ1 ) → (y0 − ε, y0 + ε) συνεχώς διαφορίσιμη
∂F
∂F (x, g(x))
με (x, g(x)) ̸= 0 και g′ (x) = − ∂x
∂F
∀ x ∈ (x0 − δ1 , x0 + δ1 ).
∂y ∂y (x, g(x))

Παρατήρηση 3.10.1. (αʹ) Λέμε ότι η συνάρτηση ḡ του Θεωρήματος Πεπλεγμένης


Συνάρτησης ορίζεται πεπλεγμένα (implicitly) μέσω της F̄(x̄, ȳ) = 0̄, αφού προ-
κύπτει από την επίλυση της τελευταίας ως προς ȳ.

176
3.10. ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

(βʹ) Για την ισχύ του θεωρήματος είναι απαραίτητη η σμίκρυνση του πεδίου ορισμού
U × V της F̄. Σε ολόκληρο το U × V μπορεί για δεδομένο x̄ να υπάρχουν
περισσότερα, ή και κανένα ȳ, που να επιλύουν την F̄(x̄, ȳ) = 0̄.

Παρατήρηση 3.10.2. Το Θεώρημα Πεπλεγμένης Συνάρτησης μπορεί να χρησιμοποι-


ηθεί για μια ακριβέστερη περιγραφή των καμπυλών στάθμης c ∈ R

Lf (c) = {(x, y) ∈ U : f(x, y) = c}

μιας συνεχώς διαφορίσιμης πραγματικής συνάρτησης δύο μεταβλητών f : U → R,


U ⊂ R2 ανοικτό, κοντά σε σημεία (x0 , y0 ) ∈ Lf (c) μη μηδενικής κλίσης
( )
∂f ∂f
grad f(x0 , y0 ) = (x0 , y0 ), (x0 , y0 ) ̸= (0, 0),
∂x ∂y
εφαρμόζοντας το Πόρισμα 3.10.2 στην

F(x, y) := f(x, y) − c, (x, y) ∈ U.


∂F
Αν ∂y ∂f
(x0 , y0 ) = ∂y (x0 , y0 ) ̸= 0, τότε υπάρχουν ανοικτά διαστήματα I1 , I2 ⊂ R με

(x0 , y0 ) ∈ I1 × I2 ⊂ U

και μια συνεχώς διαφορίσιμη συνάρτηση φ : I1 → I2 με


∂f
(x, y)
Lf (c) ∩ (I1 × I2 ) = {(x, y) ∈ I1 × I2 : y = φ(x)}, φ′ (x) = − ∂x
∂f
∀ x ∈ I1 .
∂y (x, y)

∂F
Αν ∂x ∂f
(x0 , y0 ) = ∂x (x0 , y0 ) ̸= 0 τότε υπάρχουν ανοικτά διαστήματα J1 , J2 ⊂ R με

(x0 , y0 ) ∈ J1 × J2 ⊂ U

και μια συνεχώς διαφορίσιμη συνάρτηση ψ : J2 → J1 με


∂f
∂y (x, y)
Lf (c) ∩ (J1 × J2 ) = {(x, y) ∈ J1 × J2 : x = ψ(y)}, ψ′ (y) = − ∂f
∀ y ∈ J1 .
∂x (x, y)

Οι καμπύλες στάθμης σε μια περιοχή ενός σημείου τους μη μηδενικής κλίσης μπορούν
να παρασταθούν δηλαδή ως γραφήματα μιας συνάρτησης μιας μεταβλητής, είτε της
y ως συνάρτηση της x, είτε της x ως συνάρτηση της y.
Παράδειγμα 3.10.1. Για το ελλειπτικό παραβολοειδές, δηλ. το γράφημα

Γf (c) = {(x, y, z) ∈ R3 : z = f(x, y), (x, y) ∈ R2 }

της συνεχώς διαφορίσιμης συνάρτησης f(x, y) = x2 + y2 , (x, y) ∈ R2 οι καμπύλες


στάθμης c ∈ R είναι το κενό σύνολο για c < 0

Lf (c) = ∅, c<0

177
3.10. ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

το σύνολο {(0, 0)} για c = 0


Lf (0) = {(0, 0)}

και οι κύκλοι κέντρου (0, 0) και ακτίνας c > 0 του επιπέδου R2 για c > 0

Lf (c) = {(x, y) ∈ R2 : x2 + y2 = c}, c>0

που προκύπτουν από την ένωση των τεσσάρων γραφημάτων


√ √ √
Γ1 := {(x, y) ∈ R2 : x ∈ (− c, c), y= c − x2 },
√ √ √
Γ2 := {(x, y) ∈ R2 : x ∈ (− c, c), y = − c − x2 },
√ √ √
Γ3 := {(x, y) ∈ R2 : y ∈ (− c, c), x = c − y2 },
√ √ √
Γ4 := {(x, y) ∈ R2 : y ∈ (− c, c), x = − c − y2 },

αφού
grad f(x, y) = (2x, 2y) ̸= (0, 0), (x, y) ∈ Lf (c), c > 0.

Απόδειξη. (Θεωρήματος Πεπλεγμένης Συνάρτησης 3.10.1)


(α) Θέτουμε

∂F̄
A := (x̄0 , ȳ0 ) ∈ Rm×m αντιστρέψιμος,
∂ȳ
και θεωρούμε τη συνάρτηση

Ḡ : U × V → Rm , Ḡ(x̄, ȳ) := ȳ − A−1 F̄(x̄, ȳ)

με
∂Ḡ ∂F̄
(x̄, ȳ) = I − A−1 (x̄, ȳ) ∀ (x̄, ȳ) ∈ U × V,
∂ȳ ∂ȳ
(γιατί;) όπου I ∈ Rm×m ο μοναδιαίος πίνακας και άρα,

∂Ḡ
(x̄0 , ȳ0 ) = O ∈ Rm×m ,
∂ȳ

όπου O ∈ Rm×m ο μηδενικός πίνακας. Συνεπώς, αφού οι

∂Ḡ ∂F̄
, : U × V → Rm×m και F̄(x̄, ȳ0 ) : U → Rm με F̄(x̄0 , ȳ0 ) = 0̄
∂ȳ ∂ȳ

είναι συνεχείς (γιατί;), υπάρχουν

U0 × V 0 := B(x̄0 , δ) × B(ȳ0 , ε) ⊂ U × V, δ, ε > 0,

178
3.10. ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

τέτοια, ώστε

∂Ḡ 1 ε

∂ȳ (x̄, ȳ) ≤ 2 , ∥F̄(x̄, ȳ0 )∥ < 4∥A−1 ∥ και (3.39)

∂F̄
(x̄, ȳ) ∈ Rm×m αντιστρέψιμος ∀ (x̄, ȳ) ∈ U0 × V 0 . (3.40)
∂ȳ
(Γιατί;) (Για την (3.40) βλ. και την τελευταία παράγραφο στην απόδειξη του Πορί-
σματος 3.10.1.) Από την πρώτη ανισότητα της (3.39) έχουμε

1
∥Ḡ(x̄, ȳ) − Ḡ(x̄, η̄)∥ ≤ ∥ȳ − η̄∥ ∀ x̄ ∈ U0 , ȳ, η̄ ∈ V 0 , (3.41)
2
(γιατί;) που συνεπάγεται

1
∥ȳ − η̄∥ − ∥A−1 (F̄(x̄, ȳ) − F̄(x̄, η̄))∥ ≤ ∥ȳ − η̄∥ ∀ x̄ ∈ U0 , ȳ, η̄ ∈ V 0 ,
2
και άρα,

∥ȳ − η̄∥ ≤ 2∥A−1 ∥∥F̄(x̄, ȳ) − F̄(x̄, η̄)∥ ∀ x̄ ∈ U0 , ȳ, η̄ ∈ V 0 , (3.42)

και ειδικότερα,
ε
≤ ∥F̄(x̄, ȳ) − F̄(x̄, ȳ0 )∥ ∀ x̄ ∈ U0 , ȳ ∈ ∂V0 ,
2∥A−1 ∥

που μαζί με την δεύτερη ανισότητα της (3.39) συνεπάγεται


ε
∥F̄(x̄, ȳ)∥ ≥ ∥F̄(x̄, ȳ) − F̄(x̄, ȳ0 )∥ − ∥F̄(x̄, ȳ0 )∥ > > ∥F̄(x̄, ȳ0 )∥ (3.43)
4∥A−1 ∥

∀ x̄ ∈ U0 , ȳ ∈ ∂V0 .
(β) Θεωρούμε τώρα για κάθε σταθερό x̄ ∈ U0 τη συνάρτηση

f : V 0 → R, f(ȳ) := ∥F̄(x̄, ȳ)∥2 ,

η οποία είναι συνεχής και άρα, θα λαμβάνει ελάχιστο στο V 0 (βλ. Θεώρημα 2.2.3).
Το αντίστοιχο σημείο ελαχίστου ȳ ∈ V 0 δεν βρίσκεται στο ∂V0 , σύμφωνα με την
(3.43), και άρα, βρίσκεται στο V0 . Τότε, όμως, ισχύει (Θεώρημα 3.9.1)

∂F̄
grad f(ȳ) = 2 (x̄, ȳ)F̄(x̄, ȳ) = 0̄,
∂ȳ
και από την (3.40) έχουμε
F̄(x̄, ȳ) = 0̄,
ενώ από την (3.42) προκύπτει ότι το ȳ ∈ V0 αυτό είναι μοναδικό. Έτσι, βρήκαμε μια
μοναδική συνάρτηση ḡ : U0 → V0 με F̄(x̄, ḡ(x̄)) = 0̄ για κάθε x̄ ∈ U0 .

179
3.10. ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

(γ) Η ḡ : U0 → V0 που βρήκαμε στο (α) με Ḡ(x̄, ḡ(x̄)) = ḡ(x̄) για κάθε x̄ ∈ U0
είναι συνεχής: Αφού για κάθε x̄1 , x̄2 ∈ U0 έχουμε
ḡ(x̄1 ) − ḡ(x̄2 ) = Ḡ(x̄1 , ḡ(x̄1 )) − Ḡ(x̄2 , ḡ(x̄2 ))
( )
= Ḡ(x̄1 , ḡ(x̄1 )) − Ḡ(x̄1 , ḡ(x̄2 )) − A−1 F̄(x̄1 , ḡ(x̄2 )) − F̄(x̄2 , ḡ(x̄2 )) ,
και με { }
∂F̄

M := max (x̄, ȳ) : (x̄, ȳ) ∈ U0 × V 0
∂x̄
ισχύει
∥F̄(x̄1 , ȳ) − F̄(x̄2 , ȳ)∥ ≤ M∥x̄1 − x̄2 ∥, ∀ x̄1 , x̄2 ∈ U0 , ȳ ∈ V0 ,
(γιατί;) έχουμε με την (3.41)
1
∥ḡ(x̄1 ) − ḡ(x̄2 )∥ ≤ ∥ḡ(x̄1 ) − ḡ(x̄2 )∥ + ∥A−1 ∥∥x̄1 − x̄2 ∥ ∀ x̄1 , x̄2 ∈ U0 ,
2
δηλαδή
∥ḡ(x̄1 ) − ḡ(x̄2 )∥ ≤ 2∥A−1 ∥∥x̄1 − x̄2 ∥ ∀ x̄1 , x̄2 ∈ U0 , (3.44)
που αποδεικνύει την συνέχεια της ḡ.
(δ) Θα δείξουμε τώρα ότι η ḡ : U0 → V0 είναι διαφορίσιμη. Τότε, από τον τύπο
(3.38) προκύπτει ότι η ḡ είναι συνεχώς διαφορίσιμη. Να προσεχθεί ότι το Πόρισμα
3.10.1 ισχύει και υπό την προϋπόθεση ότι η ḡ είναι μόνο διαφορίσιμη.
Έστω x̄ ∈ U0 . Αφού η F̄ είναι διαφορίσιμη στο σημείο (x̄, ḡ(x̄)) ∈ U × V με
F̄(x̄, ḡ(x̄)) = 0̄, θα ισχύει
F̄(x̄ + η̄, ḡ(x̄ + η̄)) = B η̄ + Ch̄(η̄) + φ̄(η̄, h̄(η̄)) ∀ η̄ ∈ B(0̄, δ1 ),
όπου
∂F̄ ∂F̄
h̄(η̄) := ḡ(x̄ + η̄) − ḡ(x̄), B(x̄, δ1 ) ⊂ U0 , B := (x̄, ḡ(x̄)), C := (x̄, ḡ(x̄))
∂x̄ ∂ȳ
και
φ̄(η̄, h̄(η̄)) = o(∥(η̄, h̄(η̄))∥) για (η̄, h̄(η̄)) → 0̄.
Αφού
F̄(x̄ + η̄, ḡ(x̄ + η̄)) = 0̄ ∀ η̄ ∈ B(0̄, δ1 ),
έχουμε με την (3.40)
h̄(η̄) = −C−1 B η̄ − C−1 φ̄(η̄, h̄(η̄)) ∀ η̄ ∈ B(0̄, δ1 ),
και πρέπει, και αρκεί να δείξουμε (γιατί;)
φ̄(η̄, h̄(η̄)) = o(∥η̄∥) για η̄ → 0̄,
που προκύπτει από την (3.44), αφού τότε (γιατί;),
φ̄(η̄, h̄(η̄)) = o(∥(η̄, h̄(η̄))∥) = (∥η̄∥ + ∥h̄(η̄)∥) = (∥η̄∥) για η̄ → 0̄.
2

180
3.10. ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

3.10.1 Ασκήσεις
Άσκηση 88. Δείξτε ότι για αρκούντως μικρά x ∈ R, δηλ. με |x| < δ, δ > 0, υπάρχουν
μοναδικές αρκούντως μικρές λύσεις y(x) της εξίσωσης

esin(xy) + x2 − 2y − 1 = 0

και υπολογίστε την y′ (x) ως συνάρτηση των x και y(x).

Λύση. Θεωρούμε την συνάρτηση F(x, y) = esin(xy) + x2 − 2y − 1, (x, y) ∈ R2 , που


είναι συνεχώς διαφορίσιμη (γιατί;) με F(0, 0) = 0 και

∂ ∂
F(x, y) = esin(xy) cos(xy)x − 2 ⇒ F(0, 0) = −2 ̸= 0.
∂y ∂y
Σύμφωνα με το Θεώρημα Πεπλεγμένης Συνάρτησης, υπάρχουν δ, ε > 0, έτσι ώστε
η F(x, y) = 0 να επιλύεται για κάθε x ∈ (−δ, δ) μοναδικά ως προς y ∈ (−ε, ε). Η
συνάρτηση των μοναδικών λύσεων (−δ, δ) ∋ x 7→ y(x) ∈ (−ε, ε) (με F(x, y(x)) = 0)
είναι συνεχώς διαφορίσιμη και έχει παράγωγο (βλ. (3.38))

F(x, y(x)) esin(xy(x)) cos(xy(x))y(x) + 2x
y′ (x) = − ∂x

=− , x ∈ (−δ, δ).
∂y F(x, y(x))
esin(xy(x)) cos(xy(x))x − 2

Ειδικότερα, y(0) = 0 και y′ (0) = 0.

Άσκηση 89. Δείξτε, χωρίς ρητή επίλυση, ότι για αρκούντως μικρά x ∈ R υπάρχουν
θετικές λύσεις y(x) της εξίσωσης x2 + y2 = 1 με y′ (x) = − y(x)
x
.

Λύση. Θεωρούμε την συνεχώς διαφορίσιμη συνάρτηση F(x, y) = x2 + y2 − 1, (x, y) ∈


R2 , με F(0, 1) = 0 και

grad F(x, y) = (2x, 2y) ⇒ grad F(0, 1) = (0, 2) ⇒ F(0, 1) = 2 ̸= 0.
∂y
Συνεπώς, σύμφωνα με το Θεώρημα Πεπλεγμένης Συνάρτησης, υπάρχουν δ > 0, ε ∈
(0, 1), έτσι ώστε η F(x, y) = 0 να έχει, για κάθε x ∈ (−δ, δ), μια μοναδική λύση
y(x) ∈ (1 − ε, 1 + ε) (⇒ y(x) > 0) και η αντίστοιχη συνάρτηση x 7→ y(x) έχει
παράγωγο

F(x, y(x)) x
y′ (x) = − ∂x

=− , x ∈ (−δ, δ).
∂y F(x, y(x))
y(x)

Ειδικότερα, y(0) = 1 και y′ (0) = 0.

Άσκηση 90. Δείξτε ότι για αρκούντως μικρά x, y, z ∈ R υπάρχει μοναδική λύση
z(x, y) της εξίσωσης
x4 + 2x cos y + sin z = 0
και υπολογίστε τις μερικές παραγώγους της.

181
3.10. ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Λύση. Θεωρούμε την συνεχώς διαφορίσιμη συνάρτηση F(x, y, z) = x4 + 2x cos y +


sin z, (x, y, z) ∈ R3 , με F(0, 0, 0) = 0 και

∇F(x, y, z) = (4x3 + 2 cos y, −2x sin y, cos z) ⇒ F(0, 0, 0) = 1 ̸= 0.
∂z
Σύμφωνα με το Θεώρημα Πεπλεγμένης Συνάρτησης υπάρχουν δ, ε > 0 τέτοια, ώστε
για κάθε (x, y) ∈ B((0, 0), δ), η F(x, y, z) = 0 έχει μοναδική λύση z(x, y) ∈ (−ε, ε)
και η συνάρτηση (x, y) 7→ z(x, y) των λύσεων αυτών έχει παράγωγο (βλ. (3.38))
( )
∂ ∂
∂x F(x, y, z(x, y)), ∂y F(x, y, z(x, y))
∇z(x, y) = − ∂
∂z F(x, y, z(x, y))
( 3 )
4x + 2 cos y, −2x sin y
=− , (x, y) ∈ B((0, 0), δ).
cos(z(x, y))
Ειδικότερα, z(0, 0) = 0 και ∇z(0, 0) = (−2, 0).

Άσκηση 91. Δείξτε ότι για αρκούντως μικρά x ∈ R υπάρχουν θετικές λύσεις y(x),
z(x) του συστήματος {
x2 + y2 − 2z2 = 0,
x2 + 2y2 + z2 = 4
και υπολογίστε τις παραγώγους τους.

Λύση. Θεωρούμε την συνεχώς διαφορίσιμη διανυσματική συνάρτηση


( ) ( )
F1 (x, y, z) x2 + y2 − 2z2
F̄(x, y, z) = = , (x, y, z) ∈ R3 .
F2 (x, y, z) x2 + 2y2 + z2 − 4

Αφού αναζητούμε θετικές λύσεις y(x), z(x) της F̄(x, y, z) = 0̄ για x ∈ (−δ, δ), δ > 0,
αναζητούμε ειδικότερα

θετικές λύσεις y(0), z(0) της F̄(0, y, z) = 0̄, οι οποίες είναι οι
√2 , 2√ 2
z(0) = y(0) = με
5 5
( √ )
2 2 2
F̄ 0, √ , √ = 0̄.
5 5

Αφού ο πίνακας
( ∂F ) ( )
1 (x,y,z) ∂F1 (x,y,z)
∂F̄(x, y, z) ∂y ∂z y −2z
= ∂F2 (x,y,z) ∂F2 (x,y,z) =2
∂(y, z) 2y z
∂y ∂z

είναι αντιστρέψιμος για yz ̸= 0 με αντίστροφο


( )−1 ( )
∂F̄(x, y, z) 1 z 2z
= ,
∂(y, z) 10yz −2y y

182
3.10. ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

( )
υπάρχουν, σύμφωνα με το Θεώρημα Πεπλεγμένης Συνάρτησης, δ > 0, ε ∈ 0, √2
5
τέτοια, ώστε για κάθε x ∈ (−δ, δ) η F̄(x, y, z) = 0̄ έχει μοναδική λύση
(( √ ) )
2 2 2
(y(x), z(x)) ∈ B √ ,√ ,ε (⇒ y(x), z(x) > 0)
5 5
και η συνάρτηση x 7→ (y(x), z(x)) των λύσεων αυτών έχει παράγωγο (βλ. (3.38))
( ) ( )−1 ( ∂F1 (x,y(x),z(x)) )
y′ (x) ∂F̄(x, y(x), z(x)) ∂x
=−
z′ (x) ∂(y, z) ∂F2 (x,y(x),z(x))
∂x
( ) ( ) ( −3x )
1 z(x) 2z(x) 2x
=− = 5y(x)x , x ∈ (−δ, δ).
10y(x)z(x) −2y(x) y(x) 2x 5z(x)

Άσκηση 92. Δείξτε ότι υπάρχουν θετικές λύσεις u(x, y), v(x, y) του συστήματος
{
x2 + y2 − u2 − v2 = 0,
x2 + 2y2 + 3u2 + 4v2 = 1
και υπολογίστε τις μερικές παραγώγους τους.
Λύση. Θεωρούμε την συνεχώς διαφορίσιμη διανυσματική συνάρτηση
( ) ( )
F1 (x, y, u, v) x2 + y2 − u2 − v2
F̄(x, y, u, v) = = , (x, y, u, v) ∈ R4 .
F2 (x, y, u, v) x2 + 2y2 + 3u2 + 4v2 − 1
Αφού αναζητούμε θετικές λύσεις u(x, y), v(x, y) της F̄(x, y, u, v) = 0̄ για (x, y) ∈
B((x0 , y0 ), δ) και για την απλούστερη επιλογή (x0 , y0 ) = (0, 0) αυτές δεν υπάρχουν,
θεωρούμε, ως επόμενη απλούστερη επιλογή, την
( )
1 1 1 1
F̄ √ ,√ ,√ ,√ = 0̄.
10 10 10 10
Αφού ο πίνακας
( ∂F ) ( )
1 (x,y,u,v) ∂F1 (x,y,u,v)
∂F̄(x, y, u, v) ∂u ∂v u v
= ∂F2 (x,y,u,v) ∂F2 (x,y,u,v)
= −2
∂(u, v) −3u −4v
∂u ∂v
είναι αντιστρέψιμος για uv ̸= 0 με αντίστροφο
( )−1 ( )
∂F̄(x, y, u, v) 1 4v v
=−
∂(u, v) 2uv −3u −u
( )
υπάρχουν, σύμφωνα με το Θεώρημα Πεπλεγμένης Συνάρτησης, δ, ε ∈ 0, √1 τέ-
(( ) ) 10
τοια, ώστε για κάθε (x, y) ∈ B √1 , √1 , δ , η F̄(x, y, u, v) = 0̄ έχει μοναδική
10 10
λύση
(( ) )
(u(x, y), v(x, y)) ∈ B √1 , √1 ,ε (⇒ u(x, y), v(x, y) > 0)
10 10

183
3.11. ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

και η συνάρτηση (x, y) 7→ (u(x, y), v(x, y)) έχει παράγωγο (βλ. (3.38))
( ∂u(x,y) ∂u(x,y)
) ( )( )
∂x ∂y 1 4v(x, y) v(x, y) 2x 2y
∂v(x,y) ∂v(x,y) =
2u(x, y)v(x, y) −3u(x, y) −u(x, y) 2x 4y
∂x ∂y
( 5x )
6y (( ) )
u(x,y) u(x,y)
= −4x −5y , (x, y) ∈ B √1 , √1 ,δ .
10 10
v(x,y) v(x,y)

Άσκηση 93. Έστω U, W ⊂ Rn , V ⊂ Rm ανοικτά, W ⊂ U και f̄ : U × V → Rm


και ḡ : W → V συνεχείς. Δείξτε ότι η f̄(x̄, ḡ(x̄)), x̄ ∈ W , είναι συνεχής.

Άσκηση 94. Έστω U ⊂ Rn ανοικτό, f : U → R συνεχής και x̄0 ∈ U με f(x̄0 ) ̸= 0.


Δείξτε ότι υπάρχει ε > 0 τέτοιο, ώστε f(x̄) ̸= 0 ∀ x̄ ∈ B(x̄0 , ε) ⊂ U.

Άσκηση 95. Προσπαθήστε να απαντήσετε αναλυτικά σε όλα τα «γιατί;» στην από-


δειξη του Θεωρήματος Πεπλεγμένης Συνάρτησης 3.10.1, και να βεβαιωθείτε ότι αυτή
είναι σωστή και πλήρης.

3.11 Αντίστροφες συναρτήσεις


Θεώρημα 3.11.1. (Θεώρημα Αντίστροφης Συνάρτησης⁶¹)
Έστω U ⊂ Rn ανοικτό, x̄0 ∈ U και f̄ : U → Rn συνεχώς διαφορίσιμη με Df̄(x̄0 ) ∈
Rn×n αντιστρέψιμο. Τότε υπάρχουν U0 ανοικτό με x̄0 ∈ U0 ⊂ U και V :=
B(f̄(x̄0 ), ε), ε > 0, έτσι ώστε

η f̄|U0 : U0 → V είναι αμφιμονοσήμαντη

και η ḡ := (f̄|U0 )−1 : V → U0 είναι συνεχώς διαφορίσιμη με Df̄(ḡ(ȳ)) ∈ Rn×n


αντιστρέψιμο για κάθε ȳ ∈ V και

Dḡ(ȳ) = (Df̄(ḡ(ȳ)))−1 ∈ Rn×n ∀ ȳ ∈ V

ή, ισοδύναμα, με Df̄(x̄) ∈ Rn×n αντιστρέψιμο για κάθε x̄ ∈ U0 και

Dḡ(f̄(x̄)) = (Df̄(x̄))−1 ∈ Rn×n ∀ x̄ ∈ U0 .

Απόδειξη. Η συνάρτηση

F̄ : U × Rn → Rn , F̄(x̄, ȳ) := f̄(x̄) − ȳ,

είναι συνεχώς διαφορίσιμη με

∂F̄
F̄(x̄0 , f̄(x̄0 )) = 0̄ και (x̄0 , f̄(x̄0 )) = Df̄(x̄0 ) ∈ Rn×n αντιστρέψιμο.
∂x̄
⁶¹Inverse Function Theorem

184
3.11. ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Σύμφωνα με το Θεώρημα Πεπλεγμένης Συνάρτησης 3.10.1 και το Πόρισμα 3.10.1

∃ ε, δ > 0 ∀ ȳ ∈ B(f̄(x̄0 ), ε) =: V ⊂ Rn ∃ ! ḡ(ȳ) ∈ B(x̄0 , δ) ⊂ U : f̄(ḡ(ȳ)) = ȳ,

και η ḡ : V → U0 := {x̄ ∈ B(x̄0 , δ) : f̄(x̄) ∈ V} είναι συνεχώς διαφορίσιμη με

Df̄(ḡ(ȳ)) ∈ Rn×n αντιστρέψιμο ∀ ȳ ∈ V

και
Dḡ(ȳ) = (Df̄(ḡ(ȳ)))−1 ∈ Rn×n ∀ ȳ ∈ V.
Αφού η f̄ : U → Rn , U ⊂ Rn ανοικτό, είναι συνεχής, το

f̄−1 (V) := {x̄ ∈ U : f̄(x̄) ∈ V}

θα είναι ανοικτό στο Rn (βλ. Άσκηση 96). Άρα, και το

B(x̄0 , δ) ∩ f̄−1 (V) = {x̄ ∈ B(x̄0 , δ) : f̄(x̄) ∈ V} = U0

θα είναι ανοικτό στο Rn με x̄0 ∈ U0 ⊂ B(x̄0 , δ) ⊂ U. Επίσης, έχουμε

f̄(x̄) ∈ V ∀ x̄ ∈ U0 , δηλ. f̄(U0 ) ⊂ V .

Απ’ την άλλη,

∀ ȳ ∈ V ∃ x̄ := ḡ(ȳ) ∈ U0 : f̄(x̄) = ȳ, δηλ. V ⊂ f̄(U0 ).

Συνεπώς, f̄(U0 ) = V , δηλ. η f̄|U0 : U0 → V είναι επί.


Τέλος,

ȳ1 = f̄(x̄1 ) = f̄(x̄2 ) = ȳ2 , x̄1 , x̄2 ∈ U0 ⇒ x̄1 = ḡ(ȳ1 ) = ḡ(ȳ2 ) = x̄2 ,

αφού ȳ1 , ȳ2 ∈ V , δηλ. η f̄|U0 : U0 → V είναι και 1-1, και αφού

∀ ȳ ∈ V : (f̄|U0 )−1 (ȳ) = x̄ ∈ U0 με f̄(x̄) = ȳ, δηλ. x̄ = ḡ(ȳ),

έχουμε (f̄|U0 )−1 = ḡ : V → U0 . 2

Παρατήρηση 3.11.1. Το Θεώρημα Αντίστροφης Συνάρτησης εγγυάται την αντιστρε-


ψιμότητα μιας συνάρτησης f̄ : U → Rn , U ⊂ Rn ανοικτό, μόνο τοπικά, δηλ., όπως
λέμε, γύρω από ένα σημείο, το οποίο σημαίνει σε μια ανοικτή περιοχή που περιέ-
χει το σημείο, και όχι ολικά, δηλ. δεν εγγυάται την ύπαρξη της ολικής αντίστροφης
f̄−1 : f̄(U) → U, ακόμα και αν η f̄ είναι γύρω από κάθε σημείο x̄ ∈ U τοπικά
αντιστρέψιμη (βλ. το επόμενο παράδειγμα).

185
3.11. ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Παράδειγμα 3.11.1. (Πολικές συντεταγμένες) Θεωρούμε τη συνεχώς διαφορίσιμη


(γιατί;) συνάρτηση

f̄ : (0, ∞) × R → R2 , f̄(r, φ) = (r cos φ, r sin φ),

με παράγωγο
( )
cos φ −r sin φ
Df̄(r, φ) = , (r, φ) ∈ (0, ∞) × R
sin φ r cos φ

που είναι αντιστρέψιμη, για κάθε (r, φ) ∈ (0, ∞) × R, αφού det Df̄(r, φ) = r > 0,
με αντίστροφη
( )
cos φ sin φ
(Df̄(r, φ))−1 = sin φ cos φ .

r r
Συνεπώς, σύμφωνα με το Θεώρημα Αντίστροφης Συνάρτησης (Θεώρημα 3.11.1), η f̄
είναι γύρω από κάθε σημείο (r0 , φ0 ) ∈ (0, ∞) × R τοπικά αντιστρέψιμη με συνε-
χώς διαφορίσιμη τοπική αντίστροφη ḡ, δηλ. υπάρχουν ανοικτά U ⊂ (0, ∞) × R με
(r0 , φ0 ) ∈ U και V ⊂ R2 με f̄(r0 , φ0 ) ∈ V τέτοια, ώστε η f̄|U : U → V είναι 1-1
και επί και η αντίστροφή της ḡ : V → U είναι συνεχώς διαφορίσιμη με παράγωγο
( )
cos φ sin φ
Dḡ(f̄(r, φ)) = (Df̄(r, φ)) −1
= sin φ cos φ ∀ (r, φ) ∈ U.

r r
Θέτοντας (x, y) := f̄(r, φ) = (r cos φ, r sin φ), συνεπάγεται ότι
√ x y y y
r= x2 + y2 , = √ = cos φ, = √ = sin φ
r x2 + y2 r x2 + y2
και συνεπώς,
 x y 
√ √
 x2 + y2 x2 + y2 
Dḡ(x, y) =  y x  ∀ (x, y) ∈ V.

x + y2
2 2
x +y 2

Στην προκειμένη περίπτωση, η ḡ μπορεί να δοθεί ρητά⁶², αν περιορίσουμε την f̄


κατάλληλα. Θέτοντας π.χ. U := (0, ∞) × (− π π
2 , 2 ), έχουμε
y π π y y
= tan φ, φ ∈ (− , ) ⇔ φ = arctan , ∈R
x 2 2 x x
και η f̄|U : U → (0, ∞) × R =: V είναι 1-1 και επί με αντίστροφη
(√ y)
ḡ(x, y) = x2 + y2 , arctan ∀ (x, y) ∈ (0, ∞) × R,
x
⁶²explicitly

186
3.11. ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

η οποία είναι συνεχώς διαφορίσιμη, και έχει ως παράγωγο αυτήν, που υπολογίσαμε
πιο πάνω χωρίς ρητή γνώση της ḡ.
Να προσεχθεί ότι η f̄ : (0, ∞) × R → R2 \ {(0, 0)} είναι επί, αλλά δεν είναι 1-1,
αφού f̄(r, φ + 2kπ) = f̄(r, φ) ∀ k ∈ Z. Έτσι, δεν είναι ολικά αντιστρέψιμη, αλλά
μόνο τοπικά.

3.11.1 Ασκήσεις
Άσκηση 96. Μια συνάρτηση f̄ : U → Rm , U ⊂ Rn ανοικτό, n, m ∈ N, είναι
συνεχής, αν και μόνο αν

f̄−1 (V) := {x̄ ∈ U : f̄(x̄) ∈ V} ⊂ Rn είναι ανοικτό, για κάθε ανοικτό V ⊂ Rm .

Άσκηση 97. Έστω U ⊂ R2 ανοικτό και (x, y) ∈ U. Δείξτε ότι υπάρχουν

I = (α, β), J = (γ, δ) ⊂ R με (x, y) ∈ I × J ⊂ U

και, ότι το I × J είναι ανοικτό.

Άσκηση 98. Δείξτε ότι η συνάρτηση f̄ : R2 → R2 , f̄(x, y) = (ex cos y, ex sin y), είναι
συνεχώς διαφορίσιμη και τοπικά αντιστρέψιμη γύρω από κάθε (x, y) ∈ R2 , αλλά όχι
ολικά αντιστρέψιμη. Υπολογίστε, για κάθε τοπική αντίστροφη της f̄, την παράγωγό
της.

Άσκηση 99. Έστω το διανυσματικό πεδίο f̄ : R2 → R2 και τα σύνολα G1 , G2 ⊂ R2


( π) (π )
f̄(x, y) = (sin x cosh y, cos x sinh y), G1 = R × 0, , G2 = R × ,π .
2 2
Υπολογίστε την παράγωγο του f̄, και βρείτε τις εικόνες f̄(G1 ), f̄(G2 ). Δείξτε ότι το f̄
είναι αντιστρέψιμο στο G1 και στο G2 , αλλά όχι στο G1 ∪ G2 .

Άσκηση 100. Έστω U = {(x, y, z) ∈ R3 : x + y + z + 1 ̸= 0} και f̄ : U → R3 με


 x 
x + y + z + 1
 
 y 
f̄(x, y, z) =  .
x + y + z + 1
 z 
x+y+z+1
(αʹ) Δείξτε ότι το U είναι ανοικτό.

(βʹ) Δείξτε ότι η f̄ είναι διαφορίσιμη, και υπολογίστε την παράγωγό της.

(γʹ) Δείξτε ότι η f̄ είναι 1 − 1, και βρείτε την εικόνα f̄(U) και την αντίστροφη της f̄.

(δʹ) Δείξτε ότι η f̄−1 : f̄(U) → R3 είναι διαφορίσιμη, και υπολογίστε την παράγωγό
της.

187
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ

3.12 Ακρότατα υπό συνθήκη


Ορισμός 3.12.1. Έστω U ⊂ Rn , f : U → R και ḡ = (g1 , . . . , gr ) : U → Rr , r < n.
Λέμε ότι η f παρουσιάζει τοπικό ακρότατο υπό τη συνθήκη ḡ(x̄) = 0̄ στο σημείο

x̄0 ∈ M := {x̄ ∈ U : ḡ(x̄) = 0̄},

αν η f|M παρουσιάζει τοπικό ακρότατο στο x̄0 .

Για την εύρεση των ακροτάτων υπό συνθήκη χρησιμοποιείται συχνά η μέθοδος
των πολλαπλασιαστών Lagrange⁶³, που βασίζεται στο ακόλουθο θεώρημα.

Θεώρημα 3.12.1. (Μέθοδος Πολλαπλασιαστών Lagrange)


Έστω U ⊂ Rn ανοικτό, f : U → R και ḡ = (g1 , . . . , gr ) : U → Rr , r < n, συνεχώς
διαφορίσιμες. Αν η f παρουσιάζει υπό τη συνθήκη ḡ(x̄) = 0̄ τοπικό ακρότατο στο
σημείο x̄0 και η παράγωγος της ḡ στο x̄0
 ∂g ∂g1

1
∂x1 (x̄0 ) ... ∂xn (x̄0 )
 
Dḡ(x̄0 ) = 

..
.
..
.
 ∈ Rr×n

∂gr ∂gr
∂x1 (x̄0 ) ... ∂xn (x̄0 )

είναι πίνακας βαθμίδας r, τότε υπάρχουν

λj ∈ R, j = 1, . . . , r,

οι πολλαπλασιαστές Lagrange, έτσι ώστε

grad f(x̄0 ) = (λ1 , . . . , λr )Dḡ(x̄0 ). (3.45)

Απόδειξη. Αφού ο Dḡ(x̄0 ) ∈ Rr×n είναι βαθμίδας r, θα έχει r στήλες, έστω αυτές,
που προκύπτουν από την μερική παραγώγιση της ḡ ως προς τις πρώτες r συντε-
ταγμένες (αν δεν ισχύει αυτό, αριθμούμε τις συντεταγμένες κάθε x̄ = (x1 , . . . , xn )
κατάλληλα), και θέτουμε

ȳ := (x1 , . . . , xr ), z̄ := (xr+1 , . . . , xn ), έτσι ώστε x̄ = (ȳ, z̄),

και
(1) (r) (r+1) (n)
ȳ0 := (x0 , . . . , x0 ), z̄0 := (x0 , . . . , x0 ), έτσι ώστε x̄0 = (ȳ0 , z̄0 ).

Συνεπώς, το ότι ο Dḡ(x̄0 ) ∈ Rr×n είναι βαθμίδας r, γράφεται ισοδύναμα

∂ḡ
(ȳ0 , z̄0 ) ∈ Rr×r αντιστρέψιμος. (3.46)
∂ȳ
⁶³Joseph-Louis Lagrange, 1736–1813, I

188
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ

Επίσης, αφού η f̄ παρουσιάζει τοπικό ακρότατο υπό τη συνθήκη ḡ(x̄) = 0̄ στο x̄0 ,
έχουμε από τον Ορισμό 3.12.1,
ḡ(ȳ0 , z̄0 ) = 0̄.
Αφού η ḡ είναι και συνεχώς διαφορίσιμη, συνεπάγεται από το Θεώρημα Πεπλεγμένης
Συνάρτησης (Θεώρημα 3.10.1) ότι υπάρχουν δ, ε > 0 με

V × W := B(ȳ0 , ε) × B(z̄0 , δ) ⊂ U ⊂ Rn = Rr × Rn−r ,

τέτοια, ώστε
∀ z̄ ∈ W ∃ ! h̄(z̄) ∈ V : ḡ(h̄(z̄), z̄) = 0̄
και η h̄ : W → V είναι συνεχώς διαφορίσιμη. Συνεπώς, για την

φ(z̄) := f(h̄(z̄), z̄), z̄ ∈ W,

ισχύει, σύμφωνα με τον Kανόνα της Aλυσίδας (Θεώρημα 3.2.4),


( )
Dh̄(z̄) } ∈ Rr×(n−r)
grad φ(z̄) = grad f(h̄(z̄), z̄)
| {z } | {z } I } ∈ R(n−r)×(n−r)
1×(n−r) 1×n
∈R ∈R
( )( )
∂f ∂f Dh̄(z̄)
= (h̄(z̄), z̄), (h̄(z̄), z̄)
∂ȳ ∂z̄ {z I
| {z } | }
1×(n−r)
∈ R1×r ∈ R
∂f ∂f
= (h̄(z̄), z̄)Dh̄(z̄) + (h̄(z̄), z̄), ∀ z̄ ∈ W,
∂ȳ ∂z̄
όπου I ο μοναδιαίος πίνακας, και
( ) ( )
∂f ∂f ∂f ∂f ∂f ∂f
(ȳ, z̄) := (x̄), . . . , (x̄) , (ȳ, z̄) := (x̄), . . . , (x̄) .
∂ȳ ∂x1 ∂xr ∂z̄ ∂xn−r ∂xn

Αφού
(h̄(z̄), z̄) ∈ M ∀ z̄ ∈ W,
και η f|M παρουσιάζει τοπικό ακρότατο στο x̄0 = (ȳ0 , z̄0 ) = (h̄(z̄0 ), z̄0 ) ∈ M, η
φ παρουσιάζει τοπικό ακρότατο στο z̄0 ∈ W , και άρα, grad φ(z̄0 ) = 0̄ (Θεώρημα
3.9.1), δηλ.
∂f ∂f
(ȳ0 , z̄0 )Dh̄(z̄0 ) + (ȳ0 , z̄0 ) = 0̄. (3.47)
∂ȳ ∂z̄
Aπ’ την άλλη, αφού
ψ̄(z̄) := ḡ(h̄(z̄), z̄) = 0̄ ∀ z̄ ∈ W,

189
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ

ισχύει, σύμφωνα με τον Κανόνα της Αλυσίδας,


( )
Dh̄(z̄) } ∈ Rr×(n−r)
Dψ̄(z̄) = Dḡ(h̄(z̄), z̄)
| {z } I } ∈ R(n−r)×(n−r)
r×n
∈R
( )( )
∂ḡ ∂ḡ Dh̄(z̄)
= (h̄(z̄), z̄), (h̄(z̄), z̄)
∂ȳ ∂z̄ {z I
| {z } | }
×
∈ Rr×r ∈ R r (n−r)

∂ḡ ∂ḡ
= (h̄(z̄), z̄)Dh̄(z̄) + (h̄(z̄), z̄) = O ∈ Rr×(n−r) , ∀ z̄ ∈ W,
∂ȳ ∂z̄
όπου O ο μηδενικός πίνακας και
 ∂g ∂g1
  ∂g1 ∂g1

∂xr+1 (x̄) ... ∂xn (x̄)
1
∂x1 (x̄) ... ∂xr (x̄)
∂ḡ   ∂ḡ  
(ȳ, z̄) := 

..
.
..
.
,
 (ȳ, z̄) := 

..
.
..
.
,

∂ȳ ∂z̄
∂gr ∂gr ∂gr ∂gr
∂x1 (x̄) ... ∂xr (x̄) ∂xr+1 (x̄) ... ∂xn (x̄)

και συνεπώς, ειδικότερα για z̄0 ∈ W με h̄(z̄0 ) = ȳ0


∂ḡ ∂ḡ
(ȳ0 , z̄0 )Dh̄(z̄0 ) + (ȳ0 , z̄0 ) = O ∈ Rr×(n−r) . (3.48)
∂ȳ ∂z̄
Από τις (3.46), (3.47), (3.48) έχουμε
( )−1
∂f ∂ḡ ∂ḡ ∂f
− (ȳ0 , z̄0 ) (ȳ0 , z̄0 ) (ȳ0 , z̄0 ) + (ȳ0 , z̄0 ) = 0̄. (3.49)
∂ȳ ∂ȳ ∂z̄ |∂z̄ {z }
| {z } | {z } | {z }
∈ R1×r ∈ Rr×r ∈ Rr×(n−r) ∈ R1×(n−r)
Θέτοντας
( )−1
∂f ∂ḡ
λ̄ := (λ1 , . . . , λr ) := (ȳ0 , z̄0 ) (ȳ0 , z̄0 ) ∈ R1×r ,
∂ȳ ∂ȳ
έχουμε, αφενός εξ’ ορισμού,
∂ḡ ∂f
λ̄ (ȳ0 , z̄0 ) = (ȳ0 , z̄0 )
∂ȳ ∂ȳ
και, αφετέρου η (3.49) γράφεται
∂ḡ ∂f
λ̄ (ȳ0 , z̄0 ) = (ȳ0 , z̄0 ).
∂z̄ ∂z̄
Οι δύο τελευταίες εξισώσεις ισοδυναμούν, όμως, με
( )
∂ḡ ∂ḡ
λ̄ Dḡ(x̄0 ) = λ̄ (ȳ0 , z̄0 ), (ȳ0 , z̄0 )
∂ȳ ∂z̄
( )
∂f ∂f
= (ȳ0 , z̄0 ), (ȳ0 , z̄0 ) = grad f̄(x̄0 ),
∂ȳ ∂z̄

190
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ

δηλ. την (3.45). 2

Παρατήρηση 3.12.1. H συνθήκη (3.45) γράφεται ισοδύναμα


 ∂g ∂g1

1
( ) ∂x1 (x̄0 ) ... ∂xn (x̄0 )
∂f ∂f  
(x̄0 ), . . . , (x̄0 ) = (λ1 , . . . , λr ) 

..
.
..
.


∂x1 ∂xn
∂gr ∂gr
∂x1 (x̄0 ) ... ∂xn (x̄0 )

ή

r
grad f(x̄0 ) = λj grad gj (x̄0 )
j=1
ή
∂f ∑ ∂gj r
(x̄0 ) = λj (x̄0 ), i = 1, . . . , n,
∂xi ∂xi
j=1
είναι, δηλαδή, ένα γραμμικό σύστημα n εξισώσεων για r αγνώστους λj , j = 1, . . . , r.
Παρατήρηση 3.12.2. Η (3.45) είναι αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη ακρότατου
της f|M στο M = {x̄ ∈ U : ḡ(x̄) = 0̄}. Στην πράξη τη χρησιμοποιούμε ως εξής, για
την εύρεση των ακροτάτων της f υπό την συνθήκη ḡ(x̄) = 0̄:

(αʹ) Επιλύουμε ως προς (x̄, λ̄) = (x1 , . . . , xn , λ1 , . . . , λr ) ∈ U × Rr το σύστημα

grad F(x̄, λ̄) = 0̄ ∈ Rn+r , F(x̄, λ̄) := λ̄ · ḡ(x̄) − f(x̄),


που ισοδυναμεί με

r
∂gj ∂f
λj (x̄) − (x̄) = 0, i = 1, . . . , n,
∂xi ∂xi
j=1
gj (x̄) = 0, j = 1, . . . , r.

(βʹ) Τα πρώτα τμήματα x̄ των λύσεων (x̄, λ̄), για τα οποία η παράγωγος Dḡ(x̄) έχει
βαθμίδα r, είναι υποψήφια σημεία τοπικών ακροτάτων της f|M .

(γʹ) Βρίσκουμε τα σημεία x̄ ∈ M, για τα οποία η παράγωγος Dḡ(x̄) έχει βαθμίδα


< r, τα οποία είναι επίσης υποψήφια σημεία τοπικών ακροτάτων της f|M .
(δʹ) Εξετάζουμε αν, πράγματι, τα υποψήφια σημεία είναι τοπικά ακρότατα της f|M .

Παρατήρηση 3.12.3. Πολλές φορές η συνθήκη ḡ(x̄) = 0̄ επιτρέπει να εκφράσουμε


r από τις ανεξάρτητες μεταβλητές xi ως συναρτήσεις των υπολοίπων n − r μετα-
βλητών και άρα, να γράψουμε το f|M ρητά ως συνάρτηση των τελευταίων. Σε αυτήν
την περίπτωση, η εύρεση των τοπικών ακροτάτων της f υπό την συνθήκη ḡ(x̄) = 0̄
ανάγεται στο πρόβλημα της εύρεσης των τοπικών ακροτάτων της f|M , χωρίς επι-
πλέον συνθήκη και άρα, χωρίς να χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε την μέθοδο των
πολλαπλασιαστών Lagrange. (Βλ. π.χ. Άσκηση 102)

191
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ

Αρκετά συχνά, η μέθοδος πολλαπλασιαστών Lagrange χρησιμοποιείται σε προ-


βλήματα ελαχιστοποίησης μιας απόστασης (βλ. π.χ. Άσκηση 103). Στην περίπτωση
αυτή, η θεωρητική υποστήριξη της ύπαρξης σημείων ελαχίστου παρέχεται από την
ακόλουθη πρόταση.

Πρόταση 3.12.1. Έστω ∅ ̸= A, B ⊂ Rn , A συμπαγές, B κλειστό. Τότε,

∃ ξ̄ ∈ A, η̄ ∈ B : ∥ξ̄ − η̄∥ ≤ ∥x̄ − ȳ∥ ∀ x̄ ∈ A, ȳ ∈ B.

Απόδειξη. Έστω
d := inf{∥x̄ − ȳ∥ : x̄ ∈ A, ȳ ∈ B} ≥ 0,
δηλ. υπάρχουν ακολουθίες (x̄ν ) ⊂ A και (ȳν ) ⊂ B με ∥x̄ν − ȳν ∥ → d. Αφού το A
είναι συμπαγές, θα υπάρχει υπακολουθία (x̄kν ) ⊂ (x̄ν ) με x̄kν → ξ̄ ∈ A και άρα,
και ∥x̄kν ∥ → ∥ξ̄∥ (βλ. Άσκηση 15). Η υπακολουθία (ȳkν ) ⊂ (ȳν ) είναι φραγμένη,
αφού
∥ȳkν ∥ ≤ ∥x̄kν − ȳkν ∥ + ∥x̄kν ∥
και η ακολουθία στην δεξιά πλευρά της τριγωνικής ανισότητας συγκλίνει. Άρα, σύμ-
φωνα με το Θεώρημα Bolzano-Weierstrass, υπάρχει υπακολουθία (ȳℓkν ) ⊂ (ȳkν ) με
ȳℓkν → η̄ ∈ , αφού το B είναι κλειστό. Συνεπώς, x̄ℓkν − ȳℓkν → ξ̄ − η̄ και άρα

∥x̄ℓkν − ȳℓkν ∥ → ∥ξ̄ − η̄∥ = d = min{∥x̄ − ȳ∥ : x̄ ∈ A, ȳ ∈ B},

το οποίο ολοκληρώνει την απόδειξη. 2

3.12.1 Ασκήσεις
Άσκηση 101. Βρείτε τα (τοπικά και ολικά) ακρότατα της συνάρτησης f : R2 → R,
f(x, y) = xy, περιορισμένης στη μονοδιάστατη μοναδιαία σφαίρα, δηλ. στον μονα-
διαίο κύκλο κέντρου (0, 0) στο R2 , S1 = {(x, y) ∈ R2 : x2 + y2 = 1}.

Λύση. Διαφορετικά διατυπωμένα, θέλουμε να βρούμε τα ακρότατα της f(x, y) = xy,


(x, y) ∈ R2 , υπό την συνθήκη g(x, y) = x2 + y2 − 1 = 0, (x, y) ∈ R2 , ή ισοδύναμα
τα ακρότατα της f|S1 με S1 = {(x, y) ∈ R2 : x2 + y2 = 1} = {(x, y) ∈ R2 :
g(x, y) = 0} = M. Αφού το U = R2 είναι ανοικτό και οι f, g : R2 → R είναι (ως
πολυωνυμικές) άπειρες φορές διαφορίσιμες, μπορούμε να εφαρμόσουμε την μέθοδο
των πολλαπλασιαστών Lagrange:
(αʹ): Eπιλύουμε ως προς (x, y, λ) ∈ R3 το σύστημα

0̄ = grad F(x, y, λ)
= grad (λg(x, y) − f(x, y))
= grad (λx2 + λy2 − λ − xy)
= (2λx − y, 2λy − x, x2 + y2 − 1)

⇔ y = 2λx, x = 2λy, 4λ2 (y2 + x2 ) = 4λ2 = 1 ⇒ y = ±x, 2x2 = 1

192
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ

{ }
1 1 1 1
⇒ (x, y) ∈ √ (1, 1), √ (1, −1), √ (−1, −1), √ (−1, 1) . (3.50)
2 2 2 2
(βʹ) και (γʹ): Η παράγωγος Dg(x, y) = grad (x2 + y2 − 1) = (2x, 2y) είναι πίνα-
κας βαθμίδας 1, για όλα τα (x, y) ∈ R2 \ {(0, 0)} ⊃ S1 = {(x, y) ∈ R2 : x2 + y2 =
1} = M, αφού για αυτά Dg(x, y) ̸= (0, 0). Άρα, τα υποψήφια σημεία τοπικών ακρο-
τάτων της f|S1 δίνονται ακριβώς από το σύνολο στην (3.50).
(δʹ): Αφού το S1 είναι συμπαγές (βλ. Άσκηση 36) και η f|S1 συνεχής, η τελευταία
θα λαμβάνει ολικό μέγιστο και ολικό ελάχιστο στο S1 , τα οποία ως ολικά θα είναι
και τοπικά ακρότατα και άρα, θα είναι το μέγιστο και το ελάχιστο αντίστοιχα, από
τα
( ) ( )
1 1 1
f √ (1, 1) = = f √ (−1, −1) ,
2 2 2
( ) ( )
1 1 1
f √ (1, −1) = − = f √ (−1, 1) .
2 2 2
Βλέπουμε, λοιπόν, οτι η f περιορισμένη στον μοναδιαίο κύκλο S1 λαμβάνει στα σημεία
√1 (1, 1), √1 (−1, −1) το ολικό της μέγιστο 1 , και στα σημεία √1 (1, −1), √1 (−1, 1)
2 2 2 2 2
1
το ολικό της ελάχιστο − 2 , ενώ άλλα τοπικά ακρότατα δεν υπάρχουν.

Άσκηση 102. Βρείτε τα τοπικά και ολικά ακρότατα της συνάρτησης f : R2 → R,


f(x, y) = xy2 υπό την συνθήκη x2 + y2 = 1.
Λύση. Αφού οι f(x, y) = xy2 , g(x, y) = x2 + y2 − 1 είναι άπειρες φορές διαφο-
ρίσιμες στο ανοικτό πεδίο ορισμού τους R2 και grad g(x, y) = 2(x, y) ̸= (0, 0)
∀ (x, y) ∈ R2 με g(x, y) = 0, σύμφωνα με το Θεώρημα των πολλαπλασιαστών
Lagrange, όλα τα πιθανά σημεία ακροτάτων δίνονται από τα (x, y) των λύσεων
(x, y, λ) ∈ R3 του συστήματος
grad F(x, y, λ) = grad (λx2 + λy2 − λ − xy2 )
= (2λx − y2 , 2λy − 2xy, x2 + y2 − 1) = 0̄.

Αν y = 0, τότε x = ±1 και λ = 0. Αν y ̸= 0, τότε x = λ, y2 = 2x2 , x = ± √1 ,


√ 3
y = ± 2|x|, δηλαδή όλα τα υποψήφια σημεία τοπικών ακροτάτων της f|S1 είναι τα
{ ( √ ) ( √ )}
1 2 1 2
(x, y) ∈ (±1, 0), √ , ± , −√ , ±
3 3 3 3
με
( √ ) ( √ )
1 2 2 1 2 2
f(±1, 0) = 0, f √ ,± = √ , f −√ , ± =− √ .
3 3 3 3 3 3 3 3

Αφού το S1 είναι συμπαγές (Άσκηση 36) και η f|S1 είναι συνεχής, η τελευταία λαμβά-
νει (ολικό) μέγιστο και (ολικό) ελάχιστο, τα οποία είναι και τοπικά ακρότατα και άρα,

193
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ

είναι η μεγαλύτερη και η μικρότερη από τις παραπάνω τιμές, αντίστοιχα. Στο σημείο
(1, 0) οι f και f|S1 παρουσιάζoυν τοπικό ελάχιστο, αφού για (x, y) ∈ (0, ∞) × R:
f(x, y) ≥ 0 = f(1, 0), και στο σημείο (−1, 0) οι f και f|S1 παρουσιάζουν τοπικό μέ-
γιστο, αφού για (x, y) ∈ (−∞, 0) × R: f(x, y) ≤ 0 = f(−1, 0). (Για την f τα τοπικά
ακρότατα στα σημεία (±1, 0) δεν είναι γνήσια, ενώ για την f|S1 είναι. Γιατί;)
Να προσεχθεί ότι στην παρούσα άσκηση έχει εφαρμογή και η Παρατήρηση 3.12.3,
αφού η δοσμένη συνθήκη ισοδυναμεί με y2 = 1 − x2 και άρα, έχουμε

f|M (x, y) = x(1 − x2 ) =: h(x), x ∈ [−1, 1]

με ολικό μέγιστο και ελάχιστο, αντίστοιχα


( ) ( √ ) ( ) ( √ )
h √1 = f|M √1 , ± 2
= 2
√ , h − √1 = f|M − √1 , ± 2
=− 2

3 3 3 3 3 3 3 3 3 3

και τοπικό μέγιστο και ελάχιστο, αντίστοιχα

h (−1) = f|M (−1, 0) = 0, h (1) = f|M (1, 0) = 0.

Όπως ήταν αναμενόμενο, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο με αυτό που προέκυψε με


χρήση της μεθόδου των πολλαπλασιαστών Lagrange.

Άσκηση 103. Βρείτε το σημείο του επιπέδου z = x + y του R3 με την μικρότερη


(Ευκλείδεια) απόσταση από το σημείο (1, 0, 0) ∈ R3 .

Λύση. Θέλουμε να βρούμε το σημείο ολικού ελαχίστου της συνάρτησης



f(x, y, z) = ∥(x, y, z) − (1, 0, 0)∥ = (x − 1)2 + y2 + z2 , (x, y, z) ∈ R3

υπό την συνθήκη

g(x, y, z) = z − x − y = 0, (x, y, z) ∈ R3 .

το οποίο ισοδυναμεί με την εύρεση του ολικού ελαχίστου της φ := f2 υπό τη συνθήκη
g(x, y, z) = 0. Αφού το πεδίο ορισμού R3 των φ, g είναι ανοικτό, οι φ, g είναι ως
πολυωνυμικές άπειρες φορές διαφορίσιμες, και ο πίνακας γραμμή Dg(x, y, z) =
grad g(x, y, z) = (−1, −1, 1) ̸= (0, 0, 0) είναι βαθμίδας 1 ∀ (x, y, z) ∈ R3 , σύμφωνα
με τον Θεώρημα των πολλαπλασιαστών Lagrange, όλα τα υποψήφια σημεία τοπικών
ακροτάτων της φ υπό τη συνθήκη g(x, y, z) = 0 δίνονται από τα (x, y, z) των λύσεων
(x, y, z, λ) ∈ R4 του συστήματος

grad F(x, y, z, λ) = grad (λz − λx − λy − (x − 1)2 − y2 − z2 )


= (−λ − 2(x − 1), −λ − 2y, λ − 2z, z − x − y) = (0, 0, 0, 0)

λ λ λ λ 1 1
⇔ x = 1− , y=− , z= , = ⇔ (x, y, z, λ) = (2, −1, 1, 2)
2 2 2 2 3 3

194
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ

με ( )
1 1
f (2, −1, 1) = √ .
3 3
1
Το ότι το σημείο (x, y, z) = 3 (2, −1, 1) είναι το σημείο ολικού ελαχίστου της f στο
επίπεδο z = x + y προκύπτει από την ύπαρξη ενός τέτοιου σημείου ολικού ελαχίστου
σύμφωνα με την Πρόταση 3.12.1 (για A = {(1, 0, 0)} και B = {(x, y, z) ∈ R3 : z =
x + y}, βλ. και Ασκήσεις 16 και 104), και το οποίο, σύμφωνα με το Θεώρημα των
πολλαπλασιαστών Lagrange, θα συμπεριλαμβάνεται στα υποψήφια σημεία τοπικών
ακροτάτων που βρήκαμε. Αφού υπάρχει μόνο ένα τέτοιο υποψήφιο σημείο, αυτό θα
είναι, αναγκαστικά, το σημείο ολικού ελαχίστου.
Σύμφωνα με την Παρατήρηση 3.12.3, μπορούμε, και εδώ, να αναζητήσουμε κα-
τευθείαν τα τοπικά ακρότατα της

ϕ|M (x, y, z) = φ(x, y, x + y) = (x − 1)2 + y2 + (x + y)2 =: h(x, y), (x, y) ∈ R2 .

Η αναγκαία συνθήκη, για την ύπαρξή τους, είναι η

∇h(x, y) = (2(x − 1) + 2(x + y), 2y + 2(x + y)) = 2(2x + y − 1, 2y + x) = (0, 0)


( )
2
με μοναδική λύση την (x, y) = 3 , − 13 , όπου
( )
2 1
Hh (x, y) = 2 ,
1 2
( )
και άρα (βλ. Πρόταση 3.9.3) το (x, y) = 2 1
3 , − 3 είναι σημείο ολικού ελαχίστου της
( )
h, δηλ. το (x, y, z) = 23 , − 31 , 13 είναι σημείο ολικού ελαχίστου της φ|M .

Άσκηση 104. Δείξτε ότι ένα επίπεδο z = αx + βy (α, β ∈ R) του R3 είναι κλειστό.

Λύση. Θέλουμε να δείξουμε ότι το σύνολο

M := {(x, y, z) ∈ R3 : g(x, y, z) := z − αx − βy = 0}

είναι κλειστό, δηλ. ότι για κάθε ακολουθία ((xν , yν , zν )) ⊂ M με (xν , yν , zν ) →


(x, y, z) ∈ R3 ισχύει (x, y, z) ∈ M (βλ. Πρόταση 1.4.7).
Όμως, η συνάρτηση g : R3 → R είναι συνεχής και άρα,

0 = g(xν , yν , zν ) → g(x, y, z) = 0, δηλ. (x, y, z) ∈ M.

Άσκηση 105. Βρείτε τα τοπικά και ολικά ακρότατα της f(x, y, z) = 5x + y − 3z


πάνω στην τομή του επιπέδου x + y + z = 0 με την διδιάστατη μοναδιαία σφαίρα
x2 + y2 + z2 = 1 του R3 .

195
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ

Λύση. Αναζητούμε τα τοπικά ακρότατα της f υπό την συνθήκη


( )
x+y+z
ḡ(x, y, z) = = 0̄
x2 + y2 + z2 − 1
με παράγωγο ( )
1 1 1
Dḡ(x, y, z) =
2x 2y 2z
βαθμίδας 2, για

(x, y, z) ∈ R3 \ {(x, y, z) = c(1, 1, 1) : c ∈ R}


⊃ {(x, y, z) ∈ R3 : ḡ(x, y, z) = 0̄} = M.

Αφού οι f και ḡ είναι άπειρες φορές διαφορίσιμες στο ανοικτό πεδίο ορισμού τους R3 ,
σύμφωνα με το Θεώρημα των πολλαπλασιαστών Lagrange, όλα τα υποψήφια σημεία
τοπικών ακροτάτων της f|M δίνονται από τα (x, y, z) των λύσεων (x, y, z, λ1 , λ2 ) ∈
R5 του συστήματος

grad F(x, y, z, λ1 , λ2 )
= grad (λ1 x + λ1 y + λ1 z + λ2 x2 + λ2 y2 + λ2 z2 − λ2 − 5x − y + 3z)
= (λ1 + 2λ2 x − 5, λ1 + 2λ2 y − 1, λ1 + 2λ2 z + 3, x + y + z, x2 + y2 + z2 − 1)
= (0, 0, 0, 0, 0)
2 2 √
⇔ λ1 = 1, x= , y = 0, z = − , λ2 = ±2 2
λ2 λ2
( )
1 1
⇒ (x, y, z) = ± √ , 0, ∓ √
2 2
με ( )
1 1 √
f ± √ , 0, ∓ √ = ±4 2.
2 2
Αφού η f είναι συνεχής, και το σύνολο είναι συμπαγές (γιατί;), η f|M θα λαμβάνει
ολικό μέγιστο και ελάχιστο, τα οποία θα περιλαμβάνονται στα υποψήφια τοπικά
ακρότατα που βρήκαμε. Συνεπώς, η f|M έχει ολικό μέγιστο
( ) √
1 1
f √ , 0, − √ =4 2
2 2
και ολικό ελάχιστο ( )
1 1 √
f − √ , 0, √ = −4 2
2 2
και δεν έχει άλλο τοπικό ακρότατο.

Άσκηση 106. Δείξτε ότι η τομή του επιπέδου x + y + z = 0 με την διδιάστατη


μοναδιαία σφαίρα x2 + y2 + z2 = 1 είναι συμπαγές υποσύνολο του R3 .

196
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ

Λύση. Θέλουμε να δείξουμε ότι το σύνολο


( )
x+y+z
M = {(x, y, z) ∈ R3 : ḡ(x, y, z) := = 0̄}
x2 + y2 + z2 − 1

είναι συμπαγές, δηλ. κλειστό και φραγμένο. Το M είναι φραγμένο, αφού

(x, y, z) ∈ M ⇒ x2 + y2 + z2 = ∥(x, y, z)∥2 = 1.

Για να δείξουμε ότι το M είναι κλειστό, πρέπει, και αρκεί να δείξουμε (βλ. Πρόταση
1.4.7) ότι για κάθε ακολουθία ((xν , yν , zν )) ⊂ M με (xν , yν , zν ) → (x, y, z) ∈ R3
ισχύει (x, y, z) ∈ M. Όμως, αφού η ḡ : R3 → R2 είναι συνεχής, ισχύει

0̄ = ḡ(xν , yν , zν ) → ḡ(x, y, z) = 0̄

και άρα (x, y, z) ∈ M.

Άσκηση 107. Βρείτε τα τοπικά ακρότατα της f(x, y) = x2 + y2 , (x, y) ∈ R2 , στο


S = {(x, 2) ∈ R2 : x ∈ R}.

Λύση. Η άσκηση ζητάει να βρούμε τα τοπικά ακρότατα της f|S (x, y) = f(x, 2) = x2 +
4 =: h(x), x ∈ R. Από την Ανάλυση πραγματικών συναρτήσεων μιας πραγματικής
μεταβλητής γνωρίζουμε ότι υπάρχει μόνο ένα σημείο τοπικού ακροτάτου της h, το
σημείο ολικού ελαχίστου της x = 0 με ολικό ελάχιστο το h(0) = 4. Συνεπώς, η f έχει
μόνο ένα σημείο τοπικού ακροτάτου στο S, το σημείο ολικού ελαχίστου (x, 2) = (0, 2)
της f|S με ολικό ελάχιστο f|S (0, 2) = 4.
Το σύνολο S αποτελείται από τα σημεία (x, y) ∈ R2 , που πληρούν την συνθήκη
y = 2, δηλ.
S = {(x, y) ∈ R2 : g(x, y) := y − 2 = 0}.
Εξ’ ορισμού, το να βρούμε τα τοπικά ακρότατα της f|S δεν σημαίνει τίποτα άλλο, από
το να βρούμε τα ακρότατα της f υπό την συνθήκη g(x, y) = y − 2 = 0. Παρατηρούμε
ότι και εδώ, δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσουμε την μέθοδο των πολλαπλα-
σιαστών Lagrange, επειδή μπορούμε να εκφράσουμε ρητά την f|S ως συνάρτηση μίας
μεταβλητής. Προφανώς η μέθοδος των πολλαπλασιαστών Lagrange πρέπει να δώσει
το ίδιο αποτέλεσμα. Πράγματι, αφού οι f, g είναι συνεχώς διαφορίσιμες, η παράγωγος
της g είναι βαθμίδας r = 1 για κάθε (x, y) ∈ R2 , επειδή
( )
∂ ∂
Dg(x, y) = grad g(x, y) = ∇g(x, y) = g(x, y), g(x, y) = (0, 1) ̸= (0, 0)
∂x ∂y
∀ (x, y) ∈ R2 ⊃ S,

και το σύστημα

∇(λg(x, y) − f(x, y)) = ∇(λ(y − 2) − x2 − y2 ) = (−2x, λ − 2y, y − 2) = (0, 0, 0)


(3.51)

197
3.12. ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΗ

έχει την μοναδική λύση (x, y, λ) = (0, 2, 4), η f|S έχει το μοναδικό σημείο τοπικού
ακροτάτου (x, y) = (0, 2) με

f|S (0, 2) = f(0, 2) = 4 < x2 + 4 = f(x, 2) ∀ x ̸= 0 ⇔ (x, 2) ∈ S \ {(0, 2)}.

Από την ανισότητα αυτή παρατηρούμε ότι το (0, 2) είναι το σημείο ολικού γνήσιου
ελαχίστου της f|S . Επίσης, αφού αν υπήρχαν άλλα τοπικά ακρότατα της f|S , αυτά θα
συμπεριλαμβάνονταν στο σύνολο των (x, y), για τα οποία υπάρχει λ ∈ R, έτσι ώστε
το (x, y, λ) να επιλύει το σύστημα (3.51), συμπεραίνουμε ότι η f|S δεν έχει άλλα
τοπικά ακρότατα και άρα, ειδικότερα, ούτε και ολικό μέγιστο.
Παρατήρηση: Στην άσκηση αυτή γίνεται ιδιαίτερα εμφανές το γεγονός, ότι η
μέθοδος των πολλαπλασιαστών Lagrange μας δίνει μόνο τα υποψήφια σημεία
τοπικών ακροτάτων. Το αν κάποιο από τα σημεία αυτά είναι όντως τοπικό ακρό-
τατο και, αν ναι, τι είδους, πρέπει να εξετάζεται με άλλους τρόπους. Πολλές φορές,
όπως και εδώ, κατά την εξέταση αυτή ενός συγκεκριμένου σημείου, παρατηρούμε ότι
θα μπορούσαμε να είχαμε διαπιστώσει εκ των προτέρων ότι είναι σημείο τοπικού
ακροτάτου, καθώς και το είδος του. Αυτό δεν μειώνει την αξία της μεθόδου, αφού
αυτή περιορίζει δραστικά το σύνολο των πιθανών σημείων ακροτάτου.

198
Κεφάλαιο 4

Ολοκλήρωση

4.1 Πολλαπλά ολοκληρώματα


4.1.1 Ολοκληρώματα πάνω από κλειστά ορθογώνια
Ορισμός 4.1.1. Ονομάζουμε
(αʹ) (γνήσιο) κλειστό ορθογώνιο του Rn (ή συμπαγές n-διάστατο διάστημα) ένα
υποσύνολο A ⊂ Rn της μορφής

A = [α1 , β1 ] × [α2 , β2 ] × · · · × [αn , βn ]


= {x̄ = (x1 , x2 , . . . , xn ) : αi ≤ xi ≤ βi ∀ i = 1, . . . , n},
όπου αi , βi ∈ R, αi < βi ∀ i = 1, . . . , n,

(βʹ) όγκο (ή περιεχόμενο) του κλειστού ορθογωνίου A ⊂ Rn τον πραγματικό


αριθμό

n
v(A) := (β1 − α1 )(β2 − α2 ) · · · (βn − αn ) = (βi − αi ) > 0.
i=1

Παρατήρηση 4.1.1. (αʹ) Kάθε κλειστό ορθογώνιο A ⊂ Rn είναι ένα κλειστό και
φραγμένο, δηλαδή συμπαγές, υποσύνολο του Rn .

(βʹ) Αντίστοιχα ορίζεται ένα ανοικτό ορθογώνιο του Rn , ως ένα υποσύνολο B ⊂


Rn της μορφής
B = (α1 , β1 ) × (α2 , β2 ) × · · · × (αn , βn ),
όπου αi , βi ∈ R, αi < βi ∀ i = 1, . . . , n, με όγκο (ή περιεχόμενο)

n
v(B) := (βi − αi ).
i=1

199
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Το ανοικτό ορθογώνιο B είναι ένα ανοικτό και φραγμένο υποσύνολο του Rn ,


και, αν A το αντίστοιχο κλειστό ορθογώνιο του Ορισμού 4.1.1, ισχύουν οι σχέσεις

B = A, Å = B, ∂A = ∂B = A \ B, v(A) = v(B).

(γʹ) Υπάρχουν βέβαια και ορθογώνια, τα οποία δεν είναι ούτε ανοικτά, ούτε κλει-
στά και είναι αυτά, για τα οποία τα n φραγμένα διαστήματα του R που τα
παράγουν δεν είναι ούτε όλα ανοικτά, ούτε όλα κλειστά. Το εσωτερικό και η
κλειστή θήκη κάθε τέτοιου ορθογωνίου είναι αντίστοιχα, το ανοικτό και κλειστό
ορθογώνιο που παράγεται από τα ίδια (ανοικτά ή κλειστά αντίστοιχα) διαστή-
ματα, ενώ, όπως θα δούμε, ο όγκος του ισούται με τον όγκο του εσωτερικού
του, και τον όγκο της κλειστής θήκης του.

(δʹ) Αν A ⊂ Rn , B ⊂ Rm δυο οποιαδήποτε ορθογώνια, τότε v(A × B) = v(A) ·


v(B).
Ορισμός 4.1.2. Έστω ένα κλειστό ορθογώνιο A = [α1 , β1 ] × · · · × [αn , βn ] ⊂ Rn .

(αʹ) Ονομάζουμε διαμέριση P του A ένα σύνολο


{ } { }
(1) (1) (n) (n)
P = P1 × · · · × Pn = t0 , . . . , tk1 × · · · × t0 , . . . , tkn ⊂ A,
{ }
(i) (i)
όπου, για κάθε i = 1, . . . , n το σύνολο Pi = t0 , . . . , tk , ki ∈ N, είναι μια
i
διαμέριση του διαστήματος [αi , βi ], δηλαδή

(i) (i) (i)


αi = t0 < t1 < . . . < tki = βi ∀ i = 1, . . . , n.

Ονομάζουμε λεπτότητα της διαμέρισης P τον θετικό αριθμό


{ }
(i) (i)
∥P ∥ := max {∥Pi ∥}, όπου ∥Pi ∥ := max tκ − tκ−1 .
i=1,...,n κ=1,...,ki

Συμβολίζουμε το σύνολο των διαμερίσεων του A με

P (A) := {P ⊂ A : P διαμέριση του A}.

(βʹ) H διαμέριση P του A διαιρεί (διαμερίζει) το ορθογώνιο A σε k1 · k2 · . . . · kn ∈


N κλειστά ορθογώνια του Rn , της μορφής
[ ] [ ] [ ] [ ]
(1) (1) (2) (2) (i) (i) (n) (n)
S = tj1 −1 , tj1 × tj2 −1 , tj2 × . . . × tji −1 , tji × . . . × tjn −1 , tjn ,

ji = 1, . . . , ki , i = 1, . . . , n, τα οποία ονομάζονται υποορθογώνια της P.


Συμβολίζουμε το σύνολο των υποορθογωνίων της P με SP .

(γʹ) Η P ′ ∈ P (A) λέγεται εκλέπτυνση της P ∈ P (A), αν P ′ ⊃ P.

200
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

x2 x2 x2

+ =

x1 x1 x1

Σχήμα 4.1: Η διαμέριση δεξιά είναι κοινή εκλέπτυνση των δύο διαμερίσεων αριστερά.

(δʹ) Η P ′′ ∈ P (A) λέγεται κοινή εκλέπτυνση των P, P ′ ∈ P (A), αν P ′′ ⊃ P, P ′ .


Παρατήρηση 4.1.2. (αʹ) Για το κλειστό ορθογώνιο A του Ορισμού 4.1.2, μπορούμε
να θεωρήσουμε την P = {α1 , β1 } × · · · × {αn , βn }, ως την τετριμμένη διαμέριση
του A με SP = {A}.

(βʹ) Για τα υποορθογώνια S ∈ SP μιας διαμέρισης P του A ισχύουν:


∪ ∑
S ⊂ A, S = A, v(S) = v(A), S̊ ∩ S̊ ′ = ∅, αν S ̸= S ′ .
S∈SP S∈SP

(γʹ) Αν A ⊂ Rn , B ⊂ Rm , τότε P (A × B) = {PA × PB : PA ∈ P (A), PB ∈ P (B)}


και SP = {SA × SB : SA ∈ SPA , SB ∈ SPB }.

(δʹ) P ′ = P1′ × · · · × Pn
′ ⊃ P = P ×···×P
1

n ⇔ Pi ⊃ Pi ∀ i = 1, . . . , n.
′ δυο διαμερίσεις του A, μια
(εʹ) Αν P = P1 × · · · × Pn και P ′ = P1′ × · · · × Pn
′′ ′
κοινή εκλέπτυνσή τους είναι η P = (P1 ∪ P1 ) × · · · × (Pn ∪ Pn′ ), βλ. Σχήμα
4.1.

Ορισμός 4.1.3. Έστω A ⊂ Rn ένα κλειστό ορθογώνιο, f : A → R μια φραγμένη


συνάρτηση και P μια διαμέριση του A. Οι πραγματικοί αριθμοί

L(f, P) := inf f|S · v(S), όπου inf f|S = inf {f(x) : x ∈ S},
S∈SP

και

U(f, P) := sup f|S · v(S), όπου sup f|S = sup {f(x) : x ∈ S},
S∈SP

ονομάζονται αντίστοιχα, κάτω και άνω άθροισμα της f υπό την P, βλ. και τα
Σχήματα 4.2 και 4.3.

201
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Σχήμα 4.2: Ο όγκος inf f|S · v(S) για ένα τυχαίο υποορθογώνιο S. Το άθροισμά τους
για κάθε S που φαίνεται στο επίπεδο 0xy δίνει το L(f, P).

Σχήμα 4.3: Ο όγκος sup f|S · v(S) για ένα τυχαίο υποορθογώνιο S. Το άθροισμά τους
για κάθε S που φαίνεται στο επίπεδο 0xy δίνει το U(f, P).

202
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Παρατήρηση 4.1.3. Να προσεχθεί ότι τα κάτω και άνω αθροίσματα υπάρχουν ως


πραγματικοί αριθμοί, για κάθε φραγμένη συνάρτηση f : A → R, και κάθε διαμέριση P
του κλειστού ορθογωνίου A ⊂ Rn , αφού, πρώτον, τα αθροίσματα αυτά αποτελούνται
από ένα πεπερασμένο πλήθος προσθετέων (για την ακρίβεια k1 · . . . · kn ∈ N
τέτοιων, όσο είναι το πλήθος των υποορθογωνίων S της P), δεύτερον, ο όγκος v(S)
κάθε υποορθογωνίου S είναι ένας πραγματικός αριθμός, και μάλιστα, ισχύει

∀ S ∈ SP : 0 ≤ v(S) ≤ v(S) = v(A) < ∞,
S∈SP

καί, τρίτον, αφού S ⊂ A και η f : A → R είναι φραγμένη, ισχύει για κάθε S ∈ SP

inf {f(x) : x ∈ A} ≤ inf {f(x) : x ∈ S} ≤ sup {f(x) : x ∈ S} ≤ sup {f(x) : x ∈ A} .


| {z } | {z } | {z } | {z }
= inf f > −∞ = inf f|S = sup f|S = sup f < ∞

Πρόταση 4.1.1. Έστω A ⊂ Rn ένα κλειστό ορθογώνιο, f : A → R μια φραγ-


μένη συνάρτηση, και L(f, P), U(f, P) τα κάτω και άνω αθροίσματα της f υπό τις
διαμερίσεις P, αντίστοιχα. Τότε,

(αʹ) ∀ P ∈ P (A): −∞ < inf f · v(A) ≤ L(f, P) ≤ U(f, P) ≤ sup f · v(A) < ∞,
δηλ. για κάθε διαμέριση, το κάτω άθροισμα είναι μικρότερο από το άνω,
και το σύνολο των κάτω αθροισμάτων, όλων των διαμερίσεων, είναι κάτω
φραγμένο, ενώ το σύνολο των άνω αθροισμάτων, όλων των διαμερίσεων,
είναι άνω φραγμένο,

(βʹ) ∀ P, P ′ ∈ P (A) με P ′ ⊃ P:
L(f, P) ≤ L(f, P ′ ) και U(f, P ′ ) ≤ U(f, P),
δηλ. για κάθε εκλέπτυνση P ′ μιας διαμέρισης P, το κάτω άθροισμα της P ′
είναι μεγαλύτερο από το κάτω άθροισμα της P, ενώ το άνω άθροισμα της P ′
είναι μικρότερο από το άνω άθροισμα της P,

(γʹ) ∀ P, P ′ ∈ P (A): L(f, P ′ ) ≤ U(f, P),


δηλ. για κάθε δυο τυχαίες διαμερίσεις, το κάτω άθροισμα της μιας είναι
μικρότερο από το άνω άθροισμα της άλλης.

Απόδειξη. (αʹ) Αφού



v(A) = v(S) και inf f ≤ inf f|S ≤ sup f|S ≤ sup f ∀ S ∈ SP
S∈SP

έχουμε
∑ ∑ ∑ ∑
inf f · v(S) ≤ inf f|S · v(S) ≤ sup f|S · v(S) ≤ sup f · v(S) .
S∈SP S∈SP S∈SP S∈SP
| {z } | {z } | {z } | {z }
= inf f · v(A) = L(f, P) = U(f, P) = inf f · v(A)

203
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

(S)
(βʹ) Για κάθε S ∈ SP υπάρχουν ℓS ∈ N υποορθογώνια Ti ∈ SP′ , i = 1, . . . , ℓS ,
τέτοια, ώστε
ℓS
∪ (S)

ℓS
(S)
S= Ti , v(S) = v(Ti )
i=1 i=1
και
inf f|S ≤ inf f| (S) ≤ sup f|T (S) ≤ sup f|S ∀ i = 1, . . . , ℓS .
Ti i

Συνεπώς,


ℓS
(S)

ℓS
(S)
inf f|S · v(S) = inf f|S · v(Ti )≤ inf f| (S) · v(Ti )
Ti
i=1 i=1

ℓS
(S)

ℓS
(S)
≤ sup f|
Ti
(S) · v(Ti )≤ sup f|S · v(Ti ) = sup f|S · v(S)
i=1 i=1

και, αφού
(S)
SP′ = {Ti ∈ SP′ : i = 1, . . . , ℓS , S ∈ SP },
προκύπτει

∑ ∑ ∑
ℓS
(S)

inf f|S · v(S) ≤ inf f| (S) · v(Ti )= inf f|T · v(T )
Ti
S∈SP S∈SP i=1 T ∈SP ′
| {z } | {z }
= L(f, P) = L(f, P ′ )
∑ ∑ ∑
ℓS
(S)

≤ sup f|T · v(T ) = sup f|
Ti
(S) · v(Ti )≤ sup f|S · v(S) .
T ∈SP ′ S∈SP i=1 S∈SP
| {z } | {z }
= U(f, P ′ ) = U(f, P)

(γʹ) Έστω P ′′ ∈ P (A) μια κοινή εκλέπτυνση των P, P ′ . Τότε, από τα (β’) και (α’)
έχουμε
L(f, P ′ ) ≤ L(f, P ′′ ) ≤ U(f, P ′′ ) ≤ U(f, P).
2

Παρατήρηση 4.1.4. Να προσεχθεί ότι, σύμφωνα με την Πρόταση 4.1.1 (α’), τα σύνολα

{L(f, P) : P ∈ P (A)} και {U(f, P) : P ∈ P (A)}

είναι φραγμένα υποσύνολα του R. Αυτό δικαιολογεί τον επόμενο ορισμό.

204
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Ορισμός 4.1.4. Έστω A ⊂ Rn ένα κλειστό ορθογώνιο, f : A → R μια φραγμένη


συνάρτηση, και L(f, P), U(f, P) τα κάτω και άνω αθροίσματα της f υπό τις διαμερίσεις
P, αντίστοιχα. Οι πραγματικοί αριθμοί

Lf := sup {L(f, P) : P ∈ P (A)} και Uf := inf {U(f, P) : P ∈ P (A)}

ονομάζονται αντίστοιχα, κάτω και άνω ολοκλήρωμα της f.

Πρόταση 4.1.2. Έστω A ⊂ Rn ένα κλειστό ορθογώνιο, f : A → R μια φραγμένη


συνάρτηση, και Lf και Uf το κάτω και άνω ολοκλήρωμα της f, αντίστοιχα. Τότε,

Lf ≤ Uf .

Απόδειξη. Έστω P ∈ P (A). Από την Πρόταση 4.1.1 (γ’), έχουμε L(f, P ′ ) ≤ U(f, P)
∀ P ′ ∈ P (A) και συνεπώς, Lf ≤ U(f, P). Αφού αυτό ισχύει για κάθε P ∈ P (A),
προκύπτει Lf ≤ Uf . 2

Ορισμός 4.1.5. Έστω A ⊂ Rn ένα κλειστό ορθογώνιο. Μια συνάρτηση f : A → R


λέγεται ολοκληρώσιμη, αν είναι φραγμένη και το κάτω και άνω ολοκλήρωμά της
είναι ίσα,
Lf = Uf .
Στην περίπτωση αυτή, ο πραγματικός αριθμός
∫ ∫ ∫
f := f(x̄) dx̄ = f(x1 , . . . , xn ) d(x1 , . . . , xn ) := Lf = Uf
A A A

ονομάζεται ολοκλήρωμα της f.

Παρατήρηση 4.1.5. Αν f : C → R, C ⊂ Rn , και A ⊂ C λέμε ότι η f είναι ολοκλη-


ρώσιμη επί του A, αν η f|A είναι ολοκληρώσιμη και συμβολίζουμε με
∫ ∫
f := f|A
A A

το ολοκλήρωμα της f επί του A.

Παράδειγμα 4.1.1. Έστω A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο και f : A → R η σταθερή


συνάρτηση f(x̄) = c ∀ x̄ ∈ A. Τότε,

inf f|S = sup f|S = c ∀ S ∈ SP , ∀ P ∈ P (A)



⇒ L(f, P) = U(f, P) = c v(S) = c · v(A) ∀ P ∈ P (A)
S∈SP
⇒ Lf = Uf = c · v(A)
∫ ∫ ∫
⇒ c := c dx̄ = f = c · v(A).
A A A

205
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Ειδικότερα, για c = 1 ∫
1 = v(A)
A
και, για c = 0 ∫
0 = 0.
A
Παράδειγμα 4.1.2. Έστω f : [0, 1] × [0, 1] → R με
{
0, x ∈ Q
f(x, y) =
1, x ∈ R \ Q.

Έστω P ∈ P (A). Αφού, για κάθε S = [α, β] × [γ, δ] ∈ SP με v(S) > 0, υπάρχουν
x1 ∈ [α, β] ∩ Q και x2 ∈ [α, β] ∩ (R \ Q), έχουμε
inf f|S = 0, sup f|S = 1 ∀ S ∈ SP με v(S) > 0, ∀ P ∈ P (A)

⇒ L(f, P) = 0, U(f, P) = v(S) = v([0, 1] × [0, 1]) = 1 ∀ P ∈ P (A)
S∈SP
⇒ Lf = 0, Uf = 1,
και συνεπώς η f δεν είναι ολοκληρώσιμη.
Θεώρημα 4.1.1. (Κριτήριο ολοκληρωσιμότητας του Riemann¹)
Έστω A ⊂ Rn ένα κλειστό ορθογώνιο, f : A → R μια φραγμένη συνάρτηση,
και L(f, P), U(f, P) τα κάτω και άνω αθροίσματα της f υπό τις διαμερίσεις P,
αντίστοιχα. Τότε,

f ολοκληρώσιμη ⇐⇒ ∀ ε > 0 ∃ P ∈ P (A) : U(f, P) − L(f, P) < ε.


Απόδειξη. ⇒: Έστω ε > 0. Από τον ορισμό των Lf και Uf , προκύπτει η ύπαρξη δύο
διαμερίσεων P ′ , P ′′ τέτοιων, ώστε
ε ε
U(f, P ′ ) < Uf + και L(f, P ′′ ) > Lf − .
2 2
Για μια κοινή διαμέριση P των P ′ , P ′′ προκύπτει, από την Πρόταση 4.1.1 (β’),
ε ( ε)
U(f, P) − L(f, P) ≤ U(f, P ′ ) − L(f, P ′′ ) < Uf + − Lf − = ε.
2 2
⇐: Από την Πρόταση 4.1.2 και τον ορισμό των Lf , Uf , προκύπτει
0 ≤ Uf − Lf ≤ U(f, P ′ ) − L(f, P ′ ) ∀ P ′ ∈ P (A).
Από το δεξί μέρος της αποδεικτέας ισοδυναμίας έχουμε λοιπόν,

∀ε>0: 0 ≤ Uf − Lf < ε
ή, ισοδύναμα, Uf = Lf . 2
¹Bernhard Riemann, 1826 -1866, D

206
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Ισχύει και μια διαφορετική εκδοχή του κριτηρίου του Riemann, η οποία ως ανα-
γκαίο κριτήριο ολοκληρωσιμότητας, μας δίνει κάτι ισχυρότερο απ’ ό,τι το Θεώρημα
4.1.1. Από την άλλη, βέβαια, αυτό σημαίνει ότι, ως ικανό κριτήριο, συνήθως, δεν εν-
δείκνυται.

Θεώρημα 4.1.2. (Κριτήριο ολοκληρωσιμότητας του Riemann – ειδικότερη μορφή)


Έστω A ⊂ Rn ένα κλειστό ορθογώνιο, f : A → R μια φραγμένη συνάρτηση,
L(f, P), U(f, P) τα κάτω και άνω αθροίσματα της f υπό τις διαμερίσεις P, αντί-
στοιχα, και ∥P ∥ η λεπτότητα της διαμέρισης P. Τότε

f ολοκληρώσιμη
⇐⇒ ∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ P ∈ P (A) με ∥P ∥ < δ : U(f, P) − L(f, P) < ε.

Απόδειξη. Από το προηγούμενο γενικότερο Κριτήριο του Riemann (Θεώρημα 4.1.1)


προκύπτει άμεσα η κατεύθυνση ⇐.
Για να δείξουμε ότι από την ολοκληρωσιμότητα της f προκύπτει η ιδιότητα στα
δεξιά της αποδεικτέας ισοδυναμίας, θα χρησιμοποιήσουμε το ακόλουθο λήμμα.
Λήμμα 4.1.1. Έστω A = [α1 , β1 ] × · · · × [αn , βn ] ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο, f :
A → R φραγμένη με |f(x̄)| ≤ M ∀ x̄ ∈ A, και δύο διαμερίσεις P = P1 × · · · × Pn
και P ′ = P1′ × · · · × Pn ′ του A, όπου η P ′ προκύπτει από την πρόσθεση r σημείων
j j
στην Pj , j = 1, . . . , n. Τότε,


n
rj
L(f, P ′ ) ≤ L(f, P) + C, U(f, P) − C ≤ U(f, P ′ ), C := 2M∥P ∥v(A) .
βj − αj
j=1

Απόδειξη. Αρκεί να δείξουμε ότι, αν ri = 1 για κάποιο i = 1, . . . , n και rj = 0 για


κάθε j = 1, . . . , n με j ̸= i, τότε

2M∥P ∥v(A) 2M∥P ∥v(A)


L(f, P ′ ) ≤ L(f, P) + και U(f, P) − ≤ U(f, P ′ ),
βi − αi βi − αi
αφού τότε, προσθέτοντας ένα μετά το άλλο rj σημεία, για κάθε j = 1, . . . , n (και
αφού P ′ ⊂ P ⇒ ∥P ′ ∥ ≤ ∥P ∥), προκύπτει ο ισχυρισμός (του λήμματος.
)
(i) (i)
Έστω, λοιπόν, ότι προσθέτουμε μόνο ένα σημείο s ∈ tκ−1 , tκ στη διαμέριση
{ }
(i) (i) (i) (i) (i)
Pi = αi = t0 < t1 . . . < tκ−1 < tκ < . . . < tki = βi .

Τότε, όλα τα υποορθογώνια S ∈ SP της μορφής


[ ] [ ] [ ]
(1) (1) (i) (i) (n) (n)
S = tκ1 −1 , tκ1 × · · · × tκ−1 , tκ × · · · × tκn −1 , tκn ,

(j) (j)
κj = 1, . . . , kj , j = 1, . . . , n, j ̸= i, με t0 = αj , tkj = βj , διαμερίζονται στα δύο
[ ] [ ] [ ]
(1) (1) (i) (n) (n)
Sℓ = tκ1 −1 , tκ1 × · · · × tκ−1 , s × · · · × tκn −1 , tκn

207
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

και [ ] [ ] [ ]
(1) (1) (i) (n) (n)
Sr = tκ1 −1 , tκ1 × · · · × s, tκ × · · · × tκn −1 , tκn ,

ενώ όλα τα άλλα υποορθογώνια της P παραμένουν αναλλοίωτα. Έτσι, τα L(f, P ′ )


και U(f, P ′ ) προκύπτουν από την αντικατάσταση των inf f|S v(S) και sup f|S v(S) στα
L(f, P) και U(f, P) από τα

inf f|Sℓ v(Sℓ ) + inf f|Sr v(Sr )


( )
= inf f|S v(S) + inf f|Sℓ − inf f|S v(Sℓ ) + (inf f|Sr − inf f|S ) v(Sr )
≤ inf f|S v(S) + 2Mv(S)

και

sup f|Sℓ v(Sℓ ) + sup f|Sr v(Sr )


( )
= sup f|S v(S) − sup f|S − sup f|Sℓ v(Sℓ ) − (sup f|S − sup f|Sr ) v(Sr ),
≥ sup f|S v(S) − 2Mv(S)

αντίστοιχα, για τα πιο πάνω S. Συνεπώς, έχουμε

L(f, P ′ ) ≤ L(f, P) + 2Mv(S ′ ) και U(f, P ′ ) ≥ U(f, P) − 2Mv(S ′ ),

όπου [ ]
S ′ = [α1 , β1 ] × · · · × tκ−1 , tκ × · · · × [αn , βn ],
(i) (i)

και άρα,
( )∏
n
∥P ∥
v(S ′ ) = tκ − tκ−1
(i) (i)
(βj − αj ) ≤ v(A),
βi − αi
j=1
j̸=i

από όπου προκύπτει το αποδεικτέο. 2

Πόρισμα 4.1.1. Έστω A = [α1 , β1 ] × · · · × [αn , βn ] ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο και


f : A → R φραγμένη με |f(x̄)| ≤ M ∀ x̄ ∈ A. Τότε

∀ ε > 0 ∃ δ > 0 ∀ P ∈ P (A) με ∥P ∥ < δ : Lf − ε < L(f, P), U(f, P) < Uf + ε.

Απόδειξη. Έστω ε > 0. Τότε υπάρχει μια διαμέριση P ′ = P1′ × · · · × Pn


′ με

ε
L(f, P ′ ) > Lf − ,
2
και έστω ότι οι Pj′ αποτελούνται από rj′ σημεία ̸= αj , βj , j = 1, . . . , n.
Έστω μια τυχαία διαμέριση P. Τότε

L(f, P ′ ∪ P) ≥ L(f, P ′ )

208
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

και από το προηγούμενο λήμμα


n
rj′
L(f, P ′ ∪ P) ≤ L(f, P) + ∥P ∥c ′ με c ′ := 2Mv(A) .
βj − αj
j=1

Από τις τρεις προηγούμενες ανισότητες προκύπτει


ε
Lf − < L(f, P) + ∥P ∥c ′ .
2
Αντίστοιχα, υπάρχει μια διαμέριση P ′′ = P1′′ × · · · × Pn ′′ , όπου οι P ′′ αποτελούνται
j
′′
από rj σημεία ̸= αj , βj , j = 1, . . . , n, έτσι ώστε για την τυχαία διαμέριση P να ισχύει

ε ∑
n
rj′′
U(f, P) − ∥P ∥c ′′ < Uf + με c ′′ := 2Mv(A) .
2 βj − αj
j=1

Αν c ′ + c ′′ = 0, ο ισχυρισμός του πορίσματος ισχύει για κάθε διαμέριση P, ενώ αν


c ′ + c ′′ > 0, ο ισχυρισμός ισχύει για κάθε διαμέριση P λεπτότητας
ε
∥P ∥ < =: δ.
2(c ′ + c ′′ )
2

Στην περίπτωσή μας, η f είναι ολοκληρώσιμη, δηλ. Lf = Uf , και ο ισχυρισμός του


θεωρήματος προκύπτει άμεσα από το προηγούμενο πόρισμα. 2

Η ακριβής ονομασία του ολοκληρώματος του Ορισμού 4.1.5, το οποίο ορίσαμε


μέσω της θεώρησης άνω και κάτω αθροισμάτων, είναι ολοκλήρωμα Darboux². Υπάρ-
χει και ένας διαφορετικός ορισμός του ολοκληρώματος μιας φραγμένης πραγματικής
συνάρτησης πάνω από ένα κλειστό ορθογώνιο του Rn , το λεγόμενο ολοκλήρωμα
Riemann, αλλά με τη βοήθεια του προηγούμενου Κριτηρίου ολοκληρωσιμότητας του
Riemann (Θεώρημα 4.1.2) αποδεικνύεται ότι οι δύο ορισμοί είναι ισοδύναμοι.

Ορισμός 4.1.6. Έστω A ⊂ Rn ένα κλειστό ορθογώνιο και f : A → R μια φραγμένη ∫


συνάρτηση. Η f λέγεται ολοκληρώσιμη, αν υπάρχει ένας πραγματικός αριθμός A f,
το³ ολοκλήρωμα της f, για τον οποίο, για κάθε ε > 0, υπάρχει ένα δ > 0, έτσι ώστε
για κάθε διαμέριση P ∈ P (A) του A με λεπτότητα ∥P ∥ < δ, και κάθε συλλογή
σημείων ξ̄P := (ξ̄S )S∈SP με ξ̄S ∈ S να ισχύει⁴

∑ ∫

f(ξ̄S ) · v(S) − f < ε.

S∈SP A

²Jean-Gaston Darboux, 1842-1917, F


³Η μοναδικότητα του πραγματικού αριθμού που έχει την παρακάτω ιδιότητα αποδεικνύεται ακριβώς,
όπως η μοναδικότητα ∑ του ορίου ακολουθίας στην Πρόταση 1.4.1.
⁴Το S(f, P, ξ̄P ) = S∈S f(ξ̄S ) · v(S) λέγεται άθροισμα Riemann της f για τη διαμέριση P και τη
P
συλλογή σημείων ξ̄P .

209
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Θεώρημα 4.1.3. Έστω A ⊂ Rn ένα κλειστό ορθογώνιο και f : A → R φραγμένη.


Τότε

f ολοκληρώσιμη, σύμφωνα με τον Ορισμό 4.1.5


⇐⇒ f ολοκληρώσιμη, σύμφωνα με τον Ορισμό 4.1.6

και, αν η f είναι ολοκληρώσιμη, τα ολοκληρώματα Darboux και Riemann είναι ίσα.



Απόδειξη. ⇒: Έστω A f το ολοκλήρωμα του Ορισμού 4.1.5, και ε > 0. Σύμφωνα
με το Κριτήριο οροκληρωσιμότητας του Riemann 4.1.2, υπάρχει ένα δ > 0, έτσι ώστε
για κάθε διαμέριση P ∈ P (A) λεπτότητας ∥P ∥ < δ, και κάθε συλλογή σημείων ξ̄P ,
όπως στον Ορισμό 4.1.6, να ισχύει

f − ε ≤ U(f, P) − ε < L(f, P)
A
∑ ∫
≤ f(ξ̄S ) · v(S) ≤ U(f, P) < L(f, P) + ε ≤ f + ε.
S∈SP A


⇐: Έστω ότι υπάρχει ένας αριθμός A f, όπως στον Ορισμό 4.1.6, και έστω ε > 0.
Τότε, θα υπάρχει ένα δ > 0, έτσι ώστε για κάθε P ∈ P (A) λεπτότητας ∥P ∥ < δ, και
κάθε συλλογή σημείων ξ̄P , όπως στον Ορισμό 4.1.6, να ισχύει
∑ ∫
−ε < f(ξ̄S ) · v(S) − f < ε.
S∈SP A

Αλλά, τότε,
∫ ∫ ∫ ∫
−ε ≤ L(f, P) − f ≤ Lf − f ≤ Uf − f ≤ U(f, P) − f ≤ ε.
A A A A

Αφού αυτό ισχύει για κάθε ε > 0, προκύπτει Lf = A f = Uf . 2

Θεώρημα 4.1.4. (Ιδιότητες ολοκληρώσιμων συναρτήσεων)


Έστω A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο, f, g : A → R ολοκληρώσιμες και α ∈ R. Τότε,
∫ ∫ ∫
(αʹ) f + g ολοκληρώσιμη με A (f + g) = A f + A g,
∫ ∫
(βʹ) αf ολοκληρώσιμη με A (αf) = α A f,
∫ ∫
(γʹ) f ≤ g =⇒ Af
A g, ≤
∫ ∫
(δʹ) |f| ολοκληρώσιμη με A f ≤ A |f|,

(εʹ) fg ολοκληρώσιμη.

210
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Απόδειξη. Υπενθυμίζουμε ότι, για κάθε φραγμένη f : A → R, όπου A ⊂ Rn κλειστό


ορθογώνιο, ισχύει
∑ ∑
L(f, P) = inf f|S · v(S) ≤ Lf ≤ Uf ≤ U(f, P) = sup f|S · v(S)
S∈SP S∈SP
∀ P ∈ P (A). (4.1)

(αʹ) Αφού οι f, g : A → R είναι φραγμένες, έχουμε

inf f|S + inf g|S ≤ f(x̄) + g(x̄) ≤ sup f|S + sup g|S
∀ x̄ ∈ S, S ∈ SP , P ∈ P (A),

από το οποίο προκύπτει

inf f|S + inf g|S ≤ inf(f + g)|S ≤ sup(f + g)|S ≤ sup f|S + sup g|S
∀ S ∈ SP , P ∈ P (A).

Αυτό συνεπάγεται, από τη μία για την P = {α1 , β1 } × . . . × {αn , βn } (αν


A = [α1 , β1 ] × . . . × [αn , βn ]) με SP = {A}, ότι η f + g είναι φραγμένη,
και από την άλλη, σύμφωνα με την (4.1),

L(f, P) + L(g, P) ≤ L(f + g, P) ≤ Lf+g


≤ Uf+g ≤ U(f + g, P) ≤ U(f, P) + U(g, P) ∀ P ∈ P (A). (4.2)

Αφού οι f, g : A → R είναι ολοκληρώσιμες, έχουμε, από το Κριτήριο ολοκλη-


ρωσιμότητας του Riemann (Θεώρημα 4.1.1),
ε ε
∀ ε > 0 ∃ P ′ , P ′′ ∈ P (A) : U(f, P ′ ) − L(f, P ′ ) < , U(g, P ′′ ) − L(g, P ′′ ) < ,
2 2
το οποίο για μια κοινή εκλέπτυνση P ∈ P (A) των P ′ , P ′′ συνεπάγεται
ε ε
∀ ε > 0 ∃ P ∈ P (A) : U(f, P) − L(f, P) < , U(g, P) − L(g, P) < . (4.3)
2 2
Από τις (4.1), (4.2) και (4.3), και αφού Lf = Uf και Lg = Ug , προκύπτει

∀ ε > 0 ∃ P ∈ P (A) : −ε < L(f, P) + L(g, P) − U(f, P) − U(g, P)


≤ Lf+g − Uf − Ug
≤ Uf+g − Lf − Lg
≤ U(f, P) + U(g, P) − L(f, P) − L(g, P)
< ε,

το οποίο συνεπάγεται Lf+g = Uf + Ug = Lf + Lg = Uf+g .

211
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

(βʹ) Για α = 0, το συμπέρασμα είναι προφανές, βλ. Παράδειγμα 4.1.1.


Για α > 0, έχουμε

inf f|S ≤ f(x̄) ≤ sup f|S ∀ x̄ ∈ S, S ∈ SP , P ∈ P (A)


⇒ α inf f|S ≤ αf(x̄) ≤ α sup f|S ∀ x̄ ∈ S, S ∈ SP , P ∈ P (A)
⇒ α inf f|S ≤ inf(αf)|S ≤ sup(αf)|S ≤ α sup f|S ∀ S ∈ SP , P ∈ P (A),

το οποίο συνεπάγεται, για S = A, ότι η αf είναι φραγμένη, και με την (4.1)

αL(f, P) ≤ L(αf, P) ≤ Lαf ≤ Uαf ≤ U(αf, P) ≤ αU(f, P) ∀ P ∈ P (A),

από το οποίο προκύπτει

αLf ≤ Lαf ≤ Uαf ≤ αUf ,

που δίνει το συμπέρασμα, αφού Lf = Uf .


Ανάλογα, για α < 0, έχουμε

inf f|S ≤ f(x̄) ≤ sup f|S ∀ x̄ ∈ S, S ∈ SP , P ∈ P (A)


⇒ α sup f|S ≤ αf(x̄) ≤ α inf f|S ∀ x̄ ∈ S, S ∈ SP , P ∈ P (A)
⇒ α sup f|S ≤ inf(αf)|S ≤ sup(αf)|S ≤ α inf f|S ∀ S ∈ SP , P ∈ P (A),

το οποίο συνεπάγεται, για S = A, ότι η αf είναι φραγμένη, και με την (4.1)

αU(f, P) ≤ L(αf, P) ≤ Lαf ≤ Uαf ≤ U(αf, P) ≤ αL(f, P) ∀ P ∈ P (A),

από το οποίο προκύπτει

αUf ≤ Lαf ≤ Uαf ≤ αLf ,

που δίνει το συμπέρασμα, αφού Lf = Uf .

(γʹ) Έχουμε

inf f|S ≤ f(x̄) ≤ g(x̄) ∀ x̄ ∈ S, S ∈ SP , P ∈ P (A)


⇒ inf f|S ≤ inf g|S ∀ S ∈ SP , P ∈ P (A)
⇒ L(f, P) ≤ L(g, P) ≤ Lg ∀ P ∈ P (A)
⇒ Lf ≤ Lg .

(δʹ) Υπενθυμίζουμε ότι, για κάθε μη κενό και φραγμένο B ⊂ R, ισχύει

sup {|x − y| : x, y ∈ B} = sup B − inf B. (4.4)

212
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

[Πράγματι, από τη μία

inf B ≤ x ≤ sup B ∀ x ∈ B και − sup B ≤ −y ≤ − inf B ∀ y ∈ B


⇒ − (sup B − inf B) ≤ x − y ≤ sup B − inf B ∀ x, y ∈ B
⇒ |x − y| ≤ sup B − inf B ∀ x, y ∈ B
⇒ sup {|x − y| : x, y ∈ B} ≤ sup B − inf B

και, από την άλλη

ε ε
∀ ε > 0 ∃ x, y ∈ B :
x > sup B − , y < inf B +
2 2
⇒ ∀ ε > 0 ∃ x, y ∈ B : |x − y| ≥ x − y > sup B − inf B − ε
⇒ ∀ ε > 0 : sup {|x − y| : x, y ∈ B} > sup B − inf B − ε
⇒ sup {|x − y| : x, y ∈ B} ≥ sup B − inf B.]

Αφού η f είναι φραγμένη, και η |f| είναι φραγμένη, και από την (4.4) έχουμε

|f(x̄)| − |f(ȳ)| ≤ |f(x̄) − f(ȳ)| ≤ sup f|S − inf f|S
∀ x̄, ȳ ∈ S, S ∈ SP , P ∈ P (A),
από την οποία, εφαρμόζοντας πάλι την (4.4), προκύπτει

sup |f| S − inf |f| S ≤ sup f|S − inf f|S ∀ S ∈ SP , P ∈ P (A),

και άρα,

U(|f|, P) − L(|f|, P) ≤ U(f, P) − L(f, P) ∀ P ∈ P (A),

που με το Κριτήριο του Riemann συνεπάγεται την ολοκληρωσιμότητα της |f|.


Επίσης, αφού ±f ≤ |f|, έχουμε από τα (β’) και (γ’)
∫ ∫ ∫ ∫ ∫

± f= (±f) ≤ |f| και άρα f ≤ |f|.

A A A A A

(εʹ) Αφού οι f, g είναι φραγμένες, και η fg είναι φραγμένη. Επίσης, αφού

|(fg)(x̄) − (fg)(ȳ)| = |f(x̄)(g(x̄) − g(ȳ)) + g(ȳ)(f(x̄) − f(ȳ))|


≤ |f(x̄)| |g(x̄) − g(ȳ)| + |g(ȳ)| |f(x̄) − f(ȳ)|
≤ sup |f| · |g(x̄) − g(ȳ)| + sup |g| · |f(x̄) − f(ȳ)| ∀ x̄, ȳ ∈ A,
και από την (4.4)

|g(x̄) − g(ȳ)| ≤ sup g|S − inf g|S , |f(x̄) − f(ȳ)| ≤ sup f|S − inf f|S
∀ x̄, ȳ ∈ S, S ∈ SP , P ∈ P (A),

213
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

έχουμε

|(fg)(x̄) − (fg)(ȳ)| ≤ sup |f| (sup g|S − inf g|S ) + sup |g| (sup f|S − inf f|S )
∀ x̄, ȳ ∈ S, S ∈ SP , P ∈ P (A),
που από την (4.4) συνεπάγεται

sup(fg)|S − inf(fg)|S ≤ sup |f| (sup g|S − inf g|S )


+ sup |g| (sup f|S − inf f|S ) ∀ S ∈ SP , P ∈ P (A),

και άρα,

U(fg, P) − L(fg, P) ≤ sup |f| (U(g, P) − L(g, P))


+ sup |g| (U(f, P) − L(f, P)) ∀ P ∈ P (A).
Από το Κριτήριο ολοκληρωσιμότητας του Riemann, και την ολοκληρωσιμότητα
των f και g, προκύπτει τώρα, η ολοκληρωσιμότητα της fg. Πιο συγκεκριμένα,
αν sup |f|, sup |g| > 0,

∀ ε > 0 ∃ P ′ , P ′′ ∈ P (A) :
ε ε
U(g, P ′ ) − L(g, P ′ ) < , U(f, P ′′ ) − L(f, P ′′ ) < ,
2 sup |f| 2 sup |g|
το οποίο για μια κοινή εκλέπτυνση P ∈ P (A) των P ′ , P ′′ συνεπάγεται

∀ ε > 0 ∃ P ∈ P (A) : U(fg, P) − L(fg, P) < ε,


ενώ, αν sup |f| sup |g| = 0, η fg = 0 είναι τετριμμένα ολοκληρώσιμη.

Από το (γ’) του προηγούμενου θεωρήματος και το Παράδειγμα 4.1.1, προκύπτει


άμεσα η επόμενη απλή εκτίμηση.

Θεώρημα 4.1.5. (Θεώρημα Μέσης Τιμής για ολοκληρώματα)


Έστω A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο και f : A → R ολοκληρώσιμη. Τότε

inf f · v(A) ≤ f ≤ sup f · v(A).
A

Πρόταση 4.1.3. Έστω A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο, P ∈ P (A) και f : A → R.


Τότε,
f ολοκληρώσιμη ⇐⇒ f|S ολοκληρώσιμη ∀ S ∈ SP .
Στην περίπτωση αυτή, ισχύει
∫ ∑ ∫
f= f|S .
A S∈SP S

214
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Απόδειξη. Καταρχάς, παρατηρούμε ότι

f φραγμένη ⇐⇒ f|S φραγμένη ∀ S ∈ SP .

Έστω P = P1 × · · · × Pn η δοσμένη διαμέριση του A, και R = R1 × · · · × Rn ∈


P (A) μια τυχαία διαμέριση. Τότε, η Q = (R1 ∪ P1 ) × · · · × (Rn ∪ Pn ) ∈ P (A) είναι
μια εκλέπτυνση του R με Q ∩ S ∈ P (S) ∀ S ∈ SP . Συνεπώς,
∑ ∑
L(f, R) ≤ L(f, Q) = L(f|S , Q ∩ S) ≤ Lf|S ,
S∈SP S∈SP
∑ ∑
U(f, R) ≥ U(f, Q) = U(f|S , Q ∩ S) ≥ Uf|S ,
S∈SP S∈SP

από το οποίο προκύπτει


∑ ∑
Lf ≤ Lf|S και Uf ≥ Uf|S ,
S∈SP S∈SP

και άρα,
∑ ( )
Uf − Lf ≥ Uf|S − Lf|S ≥0 (4.5)
S∈SP

(S)
Από την άλλη, έστω για κάθε S ∈ SP οι τυχαίες διαμερίσεις P(S) = P1 × · · · ×
(∪ ) (∪ )
(S) (S) (S)
Pn ∈ P (S). Τότε, R = S∈SP P1 × ··· × S∈SP Pn ∈ P (A) και κάθε
R ∩ S ∈ P (S) είναι μια εκλέπτυνση της P(S) . Συνεπώς,
∑ ∑
Lf ≥ L(f, R) = L(f|S , R ∩ S) ≥ L(f|S , P(S) ),
S∈SP S∈SP
∑ ∑
Uf ≤ U(f, R) = U(f|S , R ∩ S) ≤ U(f|S , P(S) ),
S∈SP S∈SP

από το οποίο προκύπτει


∑ ∑
Lf ≥ Lf|S και Uf ≤ Uf|S ,
S∈SP S∈SP

και άρα,
∑ ( )
0 ≤ Uf − Lf ≤ Uf|S − Lf|S . (4.6)
S∈SP

Από τις (4.5) και (4.6) προκύπτει το αποδεικτέο. 2

Μέχρι στιγμής, ορίσαμε το ολοκλήρωμα μιας φραγμένης συνάρτησης πάνω από


ένα κλειστό ορθογώνιο και είδαμε κάποιες βασικές ιδιότητές του, που προκύπτουν

215
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

από αυτόν. Συνεπώς, μπορούμε να υπολογίσουμε συγκεκριμένα ολοκληρώματα, ανα-


ζητώντας τα άνω και κάτω ολοκληρώματα, μέσω των άνω και κάτω αθροισμάτων,
και εξετάζοντας, αν αυτά είναι ίσα.
Τώρα θα γνωρίσουμε μια άλλη ιδιότητα του πολλαπλού ολοκληρώματος, η οποία
οδηγεί σε έναν πιο πρακτικό τρόπο υπολογισμού τέτοιων ολοκληρωμάτων. Η ιδέα
είναι, να εκφράσουμε το ολοκλήρωμα μιας συνάρτησης n μεταβλητών πάνω από
ένα κλειστό ορθογώνιο A στον Rn , ως το ολοκλήρωμα πάνω από μία πλευρά [α, β]
του ορθογωνίου A της συνάρτησης του x ∈ [α, β] που έχει ως τιμές τα πολλαπλά
ολοκληρώματα πάνω από το καρτεσιανό γινόμενο των υπόλοιπων n − 1 πλευρών των
συναρτήσεων n − 1 μεταβλητών, που προκύπτουν για κάθε σταθερό x ∈ [α, β]. Για
μια καλύτερη περιγραφή αυτής της ιδέας, ας δούμε τι συμβαίνει για n = 2.
Έστω το ορθογώνιο A = [α, β] × [γ, δ] και f : A → R συνεχής και θετική. Αν
διαμερίσουμε το [α, β] σε πολύ λεπτά υποδιαστήματα [ti−1 , ti ], i = 1, . . . , k, με
t0 = α, tk = β και ti−1 < ti , και επιλέξουμε σε κάθε τέτοιο διάστημα κάποιο xi ,
τότε, χρησιμοποιώντας τις γνώσεις μας για το (απλό) ολοκλήρωμα συναρτήσεων μίας
μεταβλητής, γνωρίζουμε ότι το εμβαδό μεταξύ του {xi } × [γ, δ] και του γραφήματος
της f(xi , ·) : [γ, δ] → R δίνεται από το ολοκλήρωμα
∫δ
f(xi , y)dy,
γ

βλ. Σχήμα 4.4. Αν υποθέσουμε ότι το πλάτος ti − ti−1 της λουρίδας [ti−1 , ti ] × [γ, δ]
είναι πολύ μικρό, και συνεπώς, η f πάνω σε αυτήν προσεγγιστικά σταθερή, μπορούμε
να φανταστούμε ότι ο όγκος μεταξύ αυτής της λουρίδας και του γραφήματος της f
δίνεται προσεγγιστικά από το ολοκλήρωμα
∫ ∫δ
f(x, y)d(x, y) ≈ (ti − ti−1 ) f(xi , y)dy,
[ti−1 ,ti ]×[γ,δ] γ

και συνεπώς, στο πνεύμα της Πρότασης 4.1.3, το ολοκλήρωμα της f πάνω από το A
θα είναι προσεγγιστικά
∫ k ∫

f(x, y)d(x, y) = f(xi , y)d(x, y)
A i=1 [ti−1 ,ti ]×[γ,δ]
∑k ∫δ
≈ (ti − ti−1 ) f(xi , y)dy,
i=1 γ
∫ β (∫ δ )
≈ f(x, y)dy dx,
α γ

όπου για την τελευταία προσέγγιση χρησιμοποιήσαμε την έννοια του αθροίσματος
Riemann, για ολοκληρώματα συναρτήσεων μίας μεταβλητής.

216
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

γ=0
α ti−1 xi ti β x

Σχήμα 4.4: Το σκιαγραφημένο {(xi , y, z) : γ ≤ y ≤ δ, 0 ≤ z ≤ f(xi , y)}, για


∫δ
xi ∈ [ti−1 , ti ] ⊂ [α, β], έχει εμβαδό γ f(xi , y)dy.

Φυσικά, τα παραπάνω δεν συνιστούν απόδειξη, αλλά είναι μόνο η διαισθητική μας
εκτίμηση για το τι θα πρέπει να ισχύει, τουλάχιστον στην περίπτωση «καλών» συναρ-
τήσεων f. Στη συνέχεια θα δούμε τι ακριβώς συμβαίνει, και υπό ποιές προϋποθέσεις
ισχύουν τα παραπάνω.

Θεώρημα 4.1.6. (Θεώρημα Fubini⁵ – γενική μορφή)


Έστω A ⊂ Rn , B ⊂ Rm κλειστά ορθογώνια και f : A × B → R ολοκληρώσιμη.
Τότε, οι συναρτήσεις

A ∋ x̄ 7→ Lf(x̄,·) ∈ R, A ∋ x̄ 7→ Uf(x̄,·) ∈ R,

όπου Lf(x̄,·) και Uf(x̄,·) το κάτω και άνω ολοκλήρωμα αντίστοιχα, των φραγμένων
συναρτήσεων
f(x̄, ·) : B ∋ ȳ 7→ f(x̄, ȳ) ∈ R, x̄ ∈ A,
είναι ολοκληρώσιμες, και ισχύει
∫ ∫ ∫
f= Lf(x̄,·) dx̄ = Uf(x̄,·) dx̄.
A×B A A
⁵Guido Fubini, 1879 - 1943, I

217
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Απόδειξη. Καταρχάς παρατηρούμε ότι, αφού η f : A × B → R είναι φραγμένη, θα


είναι φραγμένες και οι συναρτήσεις f(x̄, ·) : B → R για κάθε x̄ ∈ A. Συνεπώς, τα
κάτω και άνω ολοκληρώματα Lf(x̄,·) και Uf(x̄,·) υπάρχουν ως στοιχεία του R, για
κάθε x̄ ∈ A, δηλαδή οι συναρτήσεις

L : A ∋ x̄ 7→ Lf(x̄,·) ∈ R, U : A ∋ x̄ 7→ Uf(x̄,·) ∈ R

είναι καλά ορισμένες, και μάλιστα είναι και φραγμένες, αφού

∀ x̄ ∈ A : inf f · v(B) ≤ inf f(x̄, ·) · v(B) ≤ Lf(x̄,·) = L(x̄)


≤ U (x̄) = Uf(x̄,·) ≤ sup f(x̄, ·) · v(B) ≤ sup f · v(B).

Μένει να δείξουμε οι L, U : A → R είναι ολοκληρώσιμες με


∫ ∫ ∫
L= f= U.
A A×B A

Θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια την απόδειξη για την L. Η απόδειξη για την U είναι
ανάλογη και αφήνεται ως άσκηση.
Έστω P ∈ P (A × B). Τότε P = PA × PB με PA ∈ P (A) και PB ∈ P (B), και

SP = {S = SA × SB : SA ∈ SPA , SB ∈ SPB }.

Άρα,
∑ ∑ ∑
L(f, P) = inf f|S · v(S) = inf f|SA ×SB · v(SB ) · v(SA ). (4.7)
S∈SP SA ∈SPA SB ∈SPB

Όμως,

inf f|SA ×SB ≤ f(x̄, ȳ) ∀ (x̄, ȳ) ∈ SA × SB


⇒ inf f|SA ×SB ≤ inf f(x̄, ·)|SB ∀ x̄ ∈ SA ,

και συνεπώς,
∑ ∑
inf f|SA ×SB · v(SB ) ≤ inf f(x̄, ·)|SB · v(SB ) = L(f(x̄, ·), PB )
SB ∈SPB SB ∈SPB

≤ Lf(x̄,·) = L(x̄) ∀ x̄ ∈ SA ,

που συνεπάγεται

inf f|SA ×SB · v(SB ) ≤ inf L|SA ,
SB ∈SPB

218
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

και από την (4.7) προκύπτει



L(f, P) ≤ inf L|SA · v(SA ) = L(L, PA ) ≤ LL . (4.8)
SA ∈SPA

Αντίστοιχα, αφού

UL ≤ U(L, PA ) = sup L|SA · v(SA ),
SA ∈SPA

όπου

∀ x̄ ∈ SA : L(x̄) ≤ U (x̄) ≤ U(f(x̄, ·), PB ) = sup f(x̄, ·)|SB · v(SB )
SB ∈SPB

≤ sup f|SA ×SB · v(SB ),
SB ∈SPB

που συνεπάγεται

sup L|SA ≤ sup f|SA ×SB · v(SB ),
SB ∈SPB

έχουμε
∑ ∑ ∑
UL ≤ sup f|SA ×SB · v(SB ) · v(SA ) = sup f|S · v(S) = U(f, P)
SA ∈SPA SB ∈SPB S∈SP

και συνεπώς, μαζί με την (4.8),

L(f, P) ≤ LL ≤ UL ≤ U(f, P).

Aφού αυτό ισχύει για κάθε P ∈ P (A × B), προκύπτει

Lf ≤ LL ≤ UL ≤ Uf ,

το οποίο με Lf = Uf = A×B f ολοκληρώνει την απόδειξη για την L. 2

Παρατήρηση 4.1.6. Προφανώς, αν f : A × B → R ολοκληρώσιμη με A ⊂ Rn , B ⊂


Rm κλειστά ορθογώνια, τότε και οι B ∋ ȳ 7→ Lf(·,ȳ) , Uf(·,ȳ) είναι ολοκληρώσιμες
με ∫ ∫ ∫
f= Lf(·,ȳ) dȳ = Uf(·,ȳ) dȳ.
A×B B B

Από το Θεώρημα Fubini, στη γενική του μορφή, προκύπτει άμεσα η συνηθέστερα
χρησιμοποιούμενη μορφή του.

219
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Θεώρημα 4.1.7. (Θεώρημα Fubini – κλασική μορφή)


Έστω A ⊂ Rn , B ⊂ Rm κλειστά ορθογώνια και f : A × B → R ολοκληρώσιμη. Αν
οι f(x̄, ·) : B → R είναι ολοκληρώσιμες για κάθε x̄ ∈ A, τότε, η

A ∋ x̄ 7→ f(x̄, ȳ) dȳ ∈ R
B

είναι ολοκληρώσιμη, και ισχύει


∫ ∫ (∫ )
f(x̄, ȳ) d(x̄, ȳ) = f(x̄, ȳ) dȳ dx̄. (4.9)
A×B A B

Απόδειξη. Αφού οι f(x̄, ·) : B → R είναι ολοκληρώσιμες για κάθε x̄ ∈ A, ισχύει


∫ ∫
Lf(x̄,·) = Uf(x̄,·) = f(x̄, ·) = f(x̄, ȳ) dȳ ∀ x̄ ∈ A,
B B

και, από τη γενική μορφή του Θεωρήματος Fubini, έχουμε το συμπέρασμα. 2

Παρατήρηση 4.1.7. Κατά αναλογία με την προηγούμενη παρατήρηση ισχύει και εδώ
ότι, αν f : A × B → R ολοκληρώσιμη, με A ⊂ Rn , B ⊂ Rm κλειστά ορθογώνια,
∫ και
f(·, ȳ) : A → R ολοκληρώσιμες για κάθε ȳ ∈ B, τότε και η B ∋ ȳ 7→ A f(x̄, ȳ) dx̄
είναι ολοκληρώσιμη με
∫ ∫ (∫ )
f(x̄, ȳ) d(x̄, ȳ) = f(x̄, ȳ) dx̄ dȳ. (4.10)
A×B B A

Τα ολοκληρώματα στα δεξιά των (4.9) και (4.10) ονομάζονται επαναληπτικά ολο-
κληρώματατης f. Ο συνδυασμός των δύο προηγούμενων αποτελεσμάτων οδηγεί στο
ακόλουθο πόρισμα.

Πόρισμα 4.1.2. (Αλλαγή σειράς ολοκλήρωσης)


Έστω A ⊂ Rn , B ⊂ Rm κλειστά ορθογώνια και f : A × B → R ολοκληρώσιμη. Αν
οι f(x̄, ·) : B → R, f(·, ȳ) : A → R είναι ∫
ολοκληρώσιμες, για κάθε ∫ x̄ ∈ A και κάθε
ȳ ∈ B αντίστοιχα, τότε, και οι A ∋ x̄ 7→ B f(x̄, ȳ) dȳ, B ∋ ȳ 7→ A f(x̄, ȳ) dx̄ είναι
ολοκληρώσιμες, και ισχύει
∫ ∫ (∫ ) ∫ (∫ )
f(x̄, ȳ) d(x̄, ȳ) = f(x̄, ȳ) dȳ dx̄ = f(x̄, ȳ) dx̄ dȳ.
A×B A B B A

Μέχρι στιγμής, εκτός από τον ορισμό μέσω των άνω και κάτω αθροισμάτων,
και το Κριτήριο Riemann, δεν διαθέτουμε άλλα κριτήρια ολοκληρωσιμότητας μιας
φραγμένης συνάρτησης επί ενός κλειστού ορθογωνίου του Rn . Όπως θα δούμε σε
λίγο:

Kάθε συνεχής συνάρτηση επί ενός κλειστού ορθογωνίου είναι ολοκληρώσιμη.

220
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Υπενθυμίζουμε ότι τα κλειστά ορθογώνια είναι συμπαγή υποσύνολα του Rn και άρα,
μια συνεχής συνάρτηση ορισμένη σε αυτά, είναι φραγμένη (και μάλιστα, λαμβάνει
μέγιστο και ελάχιστο).
Το αποτέλεσμα αυτό ,σε συνδυασμό με την επαναληπτική εφαρμογή του Πορί-
σματος 4.1.2 (βλ. και Άσκηση 113), οδηγεί στο επόμενη άκρως πρακτική πρόταση.

Πρόταση 4.1.4. (Επαναληπτική ολοκλήρωση)


Έστω f : A → R συνεχής στο A = [α1 , β1 ] × · · · × [αn , βn ] ⊂ Rn . Τότε
∫ ∫ β1 ( (∫
βn
) )
f(x1 , . . . , xn ) d(x1 , . . . , xn ) = ... f(x1 , . . . , xn ) dxn . . . dx1 ,
A α1 αn

όπου η σειρά των ολοκληρώσεων μπορεί να επιλεγεί αυθαίρετα.

Παρατήρηση 4.1.8. Τα επαναληπτικά ολοκληρώματα συνήθως τα γράφουμε χωρίς


τις παρενθέσεις, δηλ. γράφουμε
∫ ∫ β1 ∫ β2 ∫ βn
f(x1 , . . . , xn ) d(x1 , . . . , xn ) = ... f(x1 , . . . , xn ) dxn . . . dx2 dx1 .
A α1 α2 αn

Να προσεχθεί ότι οι τα dxi πρέπει να γράφονται με την ανάποδη σειρά από αυτήν
∫β
των α i , για να είναι σαφής η αντιστοιχία μεταβλητής και διαστήματος ολοκλήρωσης.
i
Πολλές φορές, ιδίως σε πιο εφαρμοσμένη βιβλιογραφία, απαντάται (και για τον
λόγο αυτό) και η γραφή
∫ ∫ β1 ∫ β2 ∫ βn
f(x1 , . . . , xn ) d(x1 , . . . , xn ) = dx1 dx2 . . . dxn f(x1 , . . . , xn ),
A α1 α2 αn

η οποία όμως δεν συνηθίζεται στην Ανάλυση.

Ορισμός 4.1.7. Ένα υποσύνολο A ⊂ Rn έχει

(αʹ) (n-διάστατο) μηδενικό μέτρο (συμβολικά: µ(A) = 0), αν

∀ ε > 0 ∃ κλειστά ορθογώνια (Ui )i∈N ⊂ Rn :



∪ ∞

Ui ⊃ A και v(Ui ) < ε,
i=1 i=1

(βʹ) (n-διάστατο) μηδενικό περιεχόμενο⁶ (συμβολικά: v(A) = 0), αν

∀ ε > 0 ∃ κλειστά ορθογώνια (Ui )k


i=1 ⊂ R , k ∈ N :
n


k ∑
k
Ui ⊃ A και v(Ui ) < ε.
i=1 i=1
⁶ή όγκο

221
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Παρατήρηση 4.1.9. (αʹ) Να προσεχθεί ότι, για να έχει ένα υποσύνολο A ⊂ Rn


μηδενικό μέτρο, απαιτείται για κάθε ε > 0 η ύπαρξη ενός άπειρα αριθμήσιμου
πλήθους (ή μιας ακολουθίας) κλειστών ορθογωνίων, που να το καλύπτουν και να
έχουν αθροιστικά όγκο < ε, ενώ, για να έχει μηδενικό περιεχόμενο, απαιτείται
η ύπαρξη ενός πεπερασμένου τέτοιου πλήθους.

(βʹ) Λέμε ότι μια ιδιότητα ισχύει σχεδόν παντού στο S ⊂ Rn , αν ισχύει παντού
στο S εκτός από ένα υποσύνολό του μηδενικού μέτρου.

Πριν αναφερθούμε στις ιδιότητες υποσυνόλων του Rn μηδενικού περιεχομένου ή


μηδενικού μέτρου, υπενθυμίζουμε τον ορισμό της συμπάγειας στον Rn .

Ορισμός 4.1.8. To A ⊂ Rn είναι συμπαγές, αν ισχύει ένας από τους τρεις επόμενους
ισοδύναμους χαρακτηρισμούς:

(αʹ) το A είναι κλειστό και φραγμένο,

(βʹ) ∀ (x̄ν ) ⊂ A ∃ (x̄kν ) ⊂ (x̄ν ) και x̄ ∈ A : x̄kν → x̄,



(γʹ) ∀ (Oi )i∈I , Oi ⊂ Rn ανοικτά, με i∈I Oi ⊃ A ∃ i1 , . . . , ik ∈ I, k ∈ N, με
∪k
κ=1 Oiκ ⊃ A.

Πρόταση 4.1.5. (αʹ) Οι ορισμοί του μηδενικού μέτρου και του μηδενικού περιε-
χομένου δεν αλλάζουν, αν αντί για κλειστά ορθογώνια θεωρήσουμε ανοικτά.

(βʹ) Κάθε υποσύνολο ενός συνόλου με μηδενικό μέτρο ή περιεχόμενο έχει μηδενικό
μέτρο ή περιεχόμενο, αντίστοιχα.

(γʹ) Κάθε πεπερασμένη ένωση συνόλων μηδενικού περιεχομένου έχει μηδενικό


περιεχόμενο, και κάθε αριθμήσιμη ένωση συνόλων μηδενικού μέτρου έχει
μηδενικό μέτρο.

(δʹ) Κάθε σύνολο μηδενικού περιεχομένου έχει και μηδενικό μέτρο.

(εʹ) Κάθε συμπαγές σύνολο μηδενικού μέτρου έχει και μηδενικό περιεχόμενο.

(στʹ) Κάθε κλειστό ορθογώνιο έχει μη μηδενικό περιεχόμενο και μη μηδενικό μέτρο.

(ζʹ) Κάθε σύνολο μηδενικού περιεχομένου είναι φραγμένο.

Απόδειξη. (αʹ) Κάθε κλειστό ορθογώνιο U = [α1 , β1 ] × · · · × [αn , βn ] (με v(U) >
0) περιέχεται στο ανοικτό
( √ √ )
( n 2 − 1)(β1 − α1 ) ( n 2 − 1)(β1 − α1 )
V= α1 − , β1 + ×···
2 2
( √ √ )
( n 2 − 1)(βn − αn ) ( n 2 − 1)(βn − αn )
· · · × αn − , βn +
2 2

222
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

με
n √
∏ n
v(V) = 2 (βi − αi ) = 2 v(U).
i=1
Έστω A ⊂ Rn με µ(A) = 0 ή v(A) = 0 και ε > 0. Τότε υπάρχει, αντίστοιχα,
ένα άπειρα αριθμήσιμο ή πεπερασμένο σύνολο από κλειστά ορθογώνια Ui με
∪ ∑ ε
Ui ⊃ A και v(Ui ) < .
i
2
i
Άρα, αν αντί για τα κλειστά Ui θεωρήσουμε τα ανοικτά Vi κατασκευασμένα
όπως πιο πάνω, θα έχουμε
∪ ∑
Vi ⊃ A και v(Vi ) < ε.
i i
Από την άλλη, αν ισχύουν οι ορισμοί με ανοικτά ορθογώνια Vi , τότε θα ισχύουν
και με τα κλειστά Ui = V i ⊃ Vi , αφού v(Vi ) = v(V i ) = v(Ui ).
(βʹ) Αν ένα υποσύνολο A καλύπτεται από μια οικογένεια υποσυνόλων, τότε και
κάθε υποσύνολό του B ⊂ A καλύπτεται από αυτήν.
(γʹ) Έστω ότι τα Aκ ⊂ Rn , κ = 1, . . . , k, k ∈ N, έχουν μηδενικό περιεχόμενο,
(κ)
και ε > 0. Τότε, για κάθε κ = 1, . . . , k υπάρχουν κλειστά ορθογώνια Ui ,
i = 1, . . . , ℓκ , ℓκ ∈ N με

ℓκ
(κ)

ℓκ
( (κ) ) ε
Ui ⊃ Aκ και v Ui < ∀ κ = 1, . . . , k.
i=1
k
i=1
Συνεπώς,


k ∪
ℓκ
(κ) ∪
k ∑
k ∑
ℓκ
( (κ) ) ∑k
ε
Ui ⊃ Aκ και v Ui < = ε.
κ=1 i=1 κ=1
k
κ=1 i=1 κ=1

Έστω τώρα, (Ak )k∈N μια ακολουθία υποσυνόλων του μηδενικού μέτρου Rn
και ε > 0. Τότε, για κάθε k ∈ N υπάρχει μια ακολουθία κλειστών ορθογωνίων
( (k) )
Ui i∈N
με
∞ ∞

∪ (k) ( (k) ) ε
Ui ⊃ Ak και v Ui < k ∀ k ∈ N.
i=1
2
i=1
Συνεπώς,
∑∞ ∑ ∞ ∞
∞ ∪
∪ ∞
(k)

∪ ( (k) ) ∑ ε
Ui ⊃ Ak και v Ui < = ε,
k=1 i=1 k=1
2k
| {z } k=1 i=1
| {z } k=1
∞ ∞
∪ ∑
=: =:
k,i=1 k,i=1

223
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

∪∞
και άρα, το σύνολο A έχει μηδενικό μέτρο, αφού το σύνολο των κλειστών
{ (k) k=1 k }
ορθογωνίων Ui : i, k ∈ N είναι αριθμήσιμο (όπως π.χ. το Q ή το N × N
είναι αριθμήσιμα, επειδή το N είναι αριθμήσιμο).

(δʹ) Έστω v(A) = 0 και ε > 0. Τότε, υπάρχουν k ∈ N κλειστά ορθογώνια Ui ,


i = 1, . . . , k, με

k ∑k
ε
Ui ⊃ A και v(Ui ) < .
i=1
2
i=1
Αν τώρα θεωρήσουμε, π.χ.
[ ) 1 ]n
1( ε )1 1 (
n ε n
Ui := − , , i ∈ N, i ≥ k + 1,
2 2i−k+1 2 2i−k+1

(συμβολισμός: [α, β]n := [α, β] × · · · × [α, β]), έχουμε


| {z }
n φορές

∪ ∞
∑ ∞

ε ε
Ui ⊃ A και v(Ui ) < + i−k+1
= ε.
i=1
2 2
i=1 i=k+1

(εʹ) Έστω
∑∞ (Ui )i∈N ένα άπειρα αριθμήσιμο κάλυμμα του A από ανοικτά ορθογώνια,
με i=1 v(Ui ) < ε. Αφού το A είναι συμπαγές, καλύπτεται και από ένα
πεπερασμένο πλήθος από αυτά, τα οποία έχουν προφανώς αθροιστικά όγκο
μικρότερο του ε.
∏n
(στʹ) Έστω A = [α1 , β1 ] × · · · × [αn , βn ] ⊂ Rn με v(A) := i=1 (βi − αi ) > 0
και
[ ] [ ]
(κ) (κ) (κ) (κ)
Uκ = α1 , β1 × · · · × αn , βn , κ = 1, . . . , k, k ∈ N,
∪k
κλειστά ορθογώνια με A ⊂ κ=1 Uκ . Τότε, για κάθε i = 1, . . . , n τα αi , βi
(κ) (κ)
μαζί με αυτά τα αi , βi , που βρίσκονται στο (αi , βi ), ορίζουν μια διαμέριση
Pi του [αi , βi ] και κάθε S ∈ SP της P = P1 × · · · × Pn ∈ P (A) περιέχεται
σε κάποιο Uκ με Uκ ∩ Å ̸= ∅ και v(Uκ ) ≥ v(Uκ ∩ A) ≥ v(S), ενώ για κάθε
τέτοιο Uκ το Uκ ∩ A είναι η ένωση κάποιων S. Συνεπώς,


k ∑
v(Uκ ) ≥ v(S) = v(A) > 0,
κ=1 S∈SP

που σημαίνει ότι το άθροισμα των όγκων ενός πεπερασμένου αριθμού κλει-
στών ορθογωνίων που καλύπτουν το κλειστό ορθογώνιο A δεν μπορεί να γίνει
οσοδήποτε μικρό, δηλ. ότι το A δεν έχει περιεχόμενο 0. Από το (ε’) προκύπτει
ότι τότε, δεν έχει ούτε μηδενικό μέτρο.

224
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

(ζʹ) Έστω ότι το A ⊂ Rn καλύπτεται για τυχαίο ε > 0 από την ένωση ενός
πεπερασμένου αριθμού κλειστών ορθογωνίων Ui , i = 1, . . . , k, k ∈ N. Kάθε
Ui είναι φραγμένο, δηλαδή για κάθε i υπάρχει δi > 0 με Ui ⊂ B(0̄, δi ), και
συνεπώς,


k
A⊂ Ui ⊂ B(0̄, δ) με δ := max{δi : i = 1, . . . , k}.
i=1
2

Παράδειγμα 4.1.3. (αʹ) Το κενό σύνολο ∅ ⊂ Rn έχει περιεχόμενο 0.

(βʹ) Κάθε μονοσύνολο {x̄} ⊂ Rn με x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ Rn έχει περιεχόμενο 0,


αφού για κάθε ε > 0 έχουμε, π.χ.,
[ (ε) 1 ] [ (ε) 1 ]
n n ε
{x̄} ⊂ U := x1 , x1 + × . . . × xn , xn + με v(U) = < ε.
2 2 2

Συνεπώς, κάθε πεπερασμένο υποσύνολο του Rn έχει περιεχόμενο 0, και κάθε


αριθμήσιμο υποσύνολο του Rn έχει μέτρο 0.
Π.χ., τα σύνολα Q ⊂ R και Q ∩ [0, 1] ⊂ R έχουν (μονοδιάστατο) μέτρο 0, αλλά
δεν έχουν περιεχόμενο 0.
Για το Q το τελευταίο προκύπτει άμεσα, αφού το Q δεν είναι φραγμένο.
Έστω ότι το Q ∩ [0, 1] έχει (μονοδιάστατο) περιεχόμενο μηδέν. Τότε, καλύπτε-
ται από κάποια κλειστά διαστήματα (ορθογώνια του R) [αi , βi ], i = 1, . . . , k,
k ∈ N, δηλαδή

k
Q ∩ [0, 1] ⊂ [αi , βi ].
i=1
Επειδή πεπερασμένες ενώσεις κλειστών συνόλων είναι κλειστά σύνολα, προ-
κύπτει
∪k
Q ∩ [0, 1] = [0, 1] ⊂ [αi , βi ],
i=1
και άρα, σύμφωνα με το (στ’) της προηγούμενης πρότασης,


k
v([αi , βi ]) ≥ v([0, 1]) = 1.
i=1

Συνεπώς, το Q ∩ [0, 1] δεν έχει περιεχόμενο 0.

(γʹ) Κάθε υπερεπίπεδο xi = c (i = 1, . . . , n, c ∈ R σταθερά) του Rn , δηλαδή κάθε


σύνολο της μορφής

H = {x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ Rn : xi = c} = R × · · · × R × {c} × · · · × R


|{z}
i θέση

225
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

έχει μέτρο 0, και κάθε φραγμένο υποσύνολο του H έχει περιεχόμενο 0.


Πράγματι, έστω ε > 0 και
[ ]
ε ε
Uk = [−k, k] × · · · × [−k, k] × c − k+2 , c + k+2 ×
2 (2k)n−1 2 (2k)n−1
| {z }
i θέση
× [−k, k] × · · · × [−k, k], k ∈ N.

Τότε,

∪ ∞
∑ ∞
∑ 2ε ε
H⊂ Uk και v(Uk ) = (2k)n−1 = < ε,
k=1
2k+2 (2k)n−1 2
k=1 k=1
√∑
ενώ, αν A ⊂ H με ∥x̄∥ = n 2
i=1 xi ≤ C ∀ x̄ ∈ A, ισχύει

ε
A ⊂ Uk0 για k0 ≥ C με v(Uk0 ) = .
2k0 +1

Ειδικότερα, αν A = [α1 , β1 ] × · · · × [αn , βn ] κλειστό ορθογώνιο, το σύνορό


του

n
∂A = [α1 , β1 ] × · · · × {αi , βi } × · · · × [αn , βn ]
i=1
έχει περιεχόμενο 0.

Θεώρημα 4.1.8. (Κριτήριο ολοκληρωσιμότητας Lebesgue⁷)


Έστω A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο και f : A → R φραγμένη. Τότε,

f ολοκληρώσιμη ⇐⇒ f συνεχής σχεδόν παντού.

Πόρισμα 4.1.3. Έστω A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο και f : A → R συνεχής. Τότε,


η f είναι ολοκληρώσιμη.

Για την απόδειξη του Κριτηρίου ολοκληρωσιμότητας του Lebesgue αναφέρουμε


τον επόμενο χρήσιμο χαρακτηρισμό της συνέχειας φραγμένων συναρτήσεων.

Ορισμός 4.1.9. Έστω A ⊂ Rn , f : A → R φραγμένη και ā ∈ A. Το όριο

o(f, ā) := lim g(δ), g(δ) := sup {|f(x̄) − f(ȳ)| : x̄, ȳ ∈ A ∩ B(ā, δ)}, δ > 0,
δ→0

όπου B(ā, δ) = {x̄ ∈ Rn : ∥x̄ − ā∥ < δ} και ∥ · ∥ η Ευκλείδεια νόρμα, ονομάζεται
ταλάντωσητης f στο ā.
⁷Henri Lebesgue, 1875 - 1941, F

226
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Παρατήρηση 4.1.10. (αʹ) Το όριο αυτό υπάρχει πάντα και μάλιστα στο [0, 2 sup |f|],
αφού η g : (0, ∞) → [0, 2 sup |f|] είναι αύξουσα.

(βʹ) Σύμφωνα με την ισότητα (4.4), ισχύει

g(δ) = sup f|A∩B(ā,δ) − inf f|A∩B(ā,δ) ∀ δ > 0.

Πρόταση 4.1.6. Έστω A ⊂ Rn , f : A → R φραγμένη και ā ∈ A. Τότε,

f συνεχής στο ā ⇐⇒ o(f, ā) = 0.

Απόδειξη.

∀ ε > 0 ∃ δ0 > 0 ∀ x̄ ∈ A ∩ B(ā, δ0 ) : |f(x̄) − f(ā)| < ε


⇐⇒ ∀ ε > 0 ∃ δ1 > 0 ∀ x̄, ȳ ∈ A ∩ B(ā, δ1 ) : |f(x̄) − f(ȳ)| < ε
⇐⇒ ∀ ε > 0 ∃ δ2 > 0 : g(δ2 ) < ε
⇐⇒ ∀ ε > 0 ∃ δ3 > 0 ∀ δ ∈ (0, δ3 ) : 0 ≤ g(δ) < ε

Απόδειξη. (Θεώρημα 4.1.8)


Αν A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο και f : A → R φραγμένη, θέλουμε να δείξουμε ότι

f ολοκληρώσιμη ⇐⇒ µ(B) = 0 για B := {x̄ ∈ A : f ασυνεχής στο x̄}.

⇐: Έστω ε > 0. Τότε, υπάρχουν κλειστά ορθογώνια (Ui )i∈N ⊂ Rn με



∪ ∞

Ůi ⊃ B και v(Ui ) < ε. (4.11)
i=1 i=1

Επίσης, αφού σε κάθε x̄ ∈ A \ B η f είναι συνεχής (και αφού οι νόρμες ∥ · ∥ και


∥ · ∥∞ είναι ισοδύναμες), υπάρχει κλειστό ορθογώνιο Vx̄ ⊂ Rn με

x̄ ∈ V̊x̄ και sup f|Vx̄ ∩A − inf f|Vx̄ ∩A < ε. (4.12)

Συνεπώς, αφού
∪ ∞

A⊂ V̊x̄ ∪ Ůi
x̄∈A\B i=1

και το A ⊂ Rn , ως κλειστό ορθογώνιο, είναι συμπαγές, θα υπάρχει ένας πεπερα-


σμένος αριθμός από x̄1 , . . . , x̄ℓ ∈ A \ B, ℓ ∈ N, και i1 , . . . , ik ∈ N, k ∈ N, έτσι
ώστε
A ⊂ Vx̄1 ∪ . . . ∪ Vx̄ℓ ∪ Ui1 ∪ . . . ∪ Uik .

227
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Επιλέγουμε, τώρα, μια διαμέριση P ∈ P (A), έτσι ώστε κάθε S ∈ SP να περιέχεται


σε κάποιο από τα Vx̄λ , λ = 1, . . . , ℓ ή Uiκ , κ = 1, . . . , k. Τότε,

U(f, P) − L(f, P) = (sup f|S − inf f|S ) · v(S)
S∈SP
∑ ∑
= (sup f|S − inf f|S ) · v(S) + (sup f|S − inf f|S ) · v(S),
S⊂Vx̄λ S⊂Uiκ
∑ ∑
≤ε v(S) + 2 sup |f| v(S),
S⊂Vx̄λ S⊂Uiκ

≤ (v(A) + 2 sup |f|) ε,



όπου με S⊂Vx̄λ εννοούμε το άθροισμα πάνω από όλα τα S ∈ SP , που περιέχονται

σε κάποιο από τα Vx̄λ , και με S⊂Ui το άθροισμα πάνω από όλα τα υπόλοιπα, και
κ
όπου οι αντίστοιχες εκτιμήσεις προήλθαν, για το πρώτο άθροισμα, από την ανισότητα
(4.12) και, για το δεύτερο, από τη σχέση (4.4) και την ανισότητα (4.11).
Συνεπώς,

∀ ε > 0 ∃ P ∈ P (A) : 0 ≤ Uf − Lf ≤ (v(A) + 2 sup |f|) · ε


και άρα, Uf = Lf , το οποίο αποδεικνύει ότι η f είναι ολοκληρώσιμη.
⇒: Αφού
∞ { }
∪ 1
B = {x̄ ∈ A : o(f, x̄) > 0} = B1 , B 1 := x̄ ∈ A : o(f, x̄) ≥ , k ∈ N,
k=1
k k k

αρκεί να δείξουμε ότι τα B 1 έχουν μηδενικό μέτρο. Θα δείξουμε ότι έχουν μηδενικό
k
περιεχόμενο.
Έστω k ∈ N, ε > 0 και P ∈ P (A) με U(f, P) − L(f, P) < 2k
ε
. Τότε
∪ ∪
B1 ⊂ ∂S ∪ S, όπου S := {S ∈ SP : S̊ ∩ B 1 ̸= ∅}. (4.13)
k k
S∈SP S∈S

Αν S ∈ S , τότε υπάρχει x̄ ∈ S̊ με
( ) 1
a := lim sup f|A∩B(x̄,δ) − inf f|A∩B(x̄,δ) ≥ ,
δ→0 k
και άρα,

∀ ε′ > 0 ∃ δ > 0 : B(x̄, δ) ⊂ S̊ ⊂ S ⊂ A και


1
sup f|S − inf f|S ≥ sup f|B(x̄,δ) − inf f|B(x̄,δ) ≥ a − ε ′ ≥ − ε ′,
k
το οποίο συνεπάγεται
1
sup f|S − inf f|S ≥ .
k

228
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Συνεπώς,

1 ∑ ∑ ε
v(S) ≤ (sup f|S − inf f|S ) · v(S) ≤ U(f, P) − L(f, P) < ,
k 2k
S∈S S∈S

και άρα,
∑ ε
v(S) < . (4.14)
2
S∈S

Από την άλλη, κάθε ένα από τα m ∈ N σύνορα ∂S των S ∈ SP μπορεί να


(µ)
καλυφθεί από ℓ ∈ N κλειστά ορθογώνια Tλ ⊂ Rn , µ = 1, . . . , m, λ = 1, . . . , ℓ,
( (µ) ) ε
όγκου v Tℓ = 4ℓm και άρα,

∪ m ∪
∪ ℓ
(µ)

m ∑

( (µ) ) ∑m ∑

ε ε ε
∂S ⊂ Tλ με v Tλ = = < .
S∈SP µ=1 λ=1
4ℓm 4 2
µ=1 λ=1 µ=1 λ=1
(4.15)
Από τις (4.13), (4.14) και (4.15) προκύπτει το ζητούμενο. 2

Πρόταση 4.1.7. Έστω A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο και f : A → R μη αρνητική∫ και


ολοκληρώσιμη με f(x̄0 ) > 0 σε ένα σημείο συνέχειάς της x̄0 ∈ A. Τότε, A f > 0.

Απόδειξη. Αφού η f είναι συνεχής στο x̄0 με f(x̄0 ) > 0, θα υπάρχει ένα δ > 0, έτσι
f(x̄0 )
ώστε για κάθε x̄ ∈ A ∩ B(x̄0 , δ) να ισχύει f(x̄) ≥ 2 . Συνεπώς, για το κλειστό
f(x̄ )
ορθογώνιο S0 = {x̄ ∈ A : ∥x̄ − x̄0 ∥∞ ≤ 2 n } θα ισχύει inf f|S0 ≥ 20 > 0 και
δ

άρα, αφού επιπλέον inf f ≥ 0, θα ισχύει για κάθε διαμέριση P ∈ P (A) με S0 ∈ SP



0 < inf f|S0 · v(S0 ) ≤ L(f, P) ≤ Lf = f.
A
2

Πόρισμα 4.1.4. Έστω∫ A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο και f : A → R θετική και


ολοκληρώσιμη. Τότε, A f > 0.

Απόδειξη. Αφού η f είναι ολοκληρώσιμη, θα είναι συνεχής σε κάθε x̄ ∈ A \ B, όπου


B ⊂ A το σύνολο μηδενικού μέτρου των σημείων ασυνέχειας της f. Το σύνολο A \ B
είναι μη κενό, σύμφωνα με το (στ’) της Πρότασης 4.1.5. Έστω x̄0 ∈ A \ B. Τότε,
f(x̄0 ) > 0, αφού η f είναι θετική, και το συμπέρασμα προκύπτει από την προηγούμενη
πρόταση. 2

Πρόταση 4.1.8. Έστω A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο και f : A → R μη αρνητική και


ολοκληρώσιμη. Τότε,

f = 0 σχεδόν παντού ⇐⇒ f = 0.
A

229
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Απόδειξη. ⇒: Έστω B ⊂ A με µ(B) = 0 και f(x̄) = 0 ∀ x̄ ∈ A \ B, και έστω


P ∈ P (A) και S ∈ SP . Τότε, S ̸⊂ B σύμφωνα με τα (β’) και (στ’) της Πρότασης
4.1.5, δηλαδή S ∩ (A \ B) ̸= ∅ και άρα, inf f|S = 0. Αφού αυτό ισχύει για κάθε
S ∈ SP , έχουμε L(f, P) = 0 για κάθε P ∈ P (A), και άρα Lf = 0.
⇐: Σύμφωνα με την Πρόταση 4.1.7, το σύνολο {x̄ ∈ A : f(x̄) > 0} θα είναι ένα
υποσύνολο του συνόλου των σημείων ασυνέχειας της f, το οποίο έχει μέτρο 0. 2

Πόρισμα 4.1.5. Έστω A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο και f, g : A → R ολοκληρώσιμες.


Τότε, ∫
f = g σχεδόν παντού ⇐⇒ |f − g| = 0.
A

Απόδειξη. Αφού f, g ολοκληρώσιμες, θα ειναι ολοκληρώσιμη και η |f − g|. Εξάλλου,


f = g σχεδόν παντού ⇐⇒ |f − g| = 0 σχεδόν παντού. Το συμπέρασμα προκύπτει,
τώρα, άμεσα από την προηγούμενη πρόταση. 2

Πόρισμα 4.1.6. Έστω A ⊂ Rn κλειστό


∫ ∫ορθογώνιο και f, g : A → R ολοκληρώσιμες
και ίσες σχεδόν παντού. Τότε, A f = A g.

Απόδειξη. Απο το προηγούμενο πόρισμα έχουμε A |f − g| = 0 που συνεπάγεται
∫ ∫ ∫ ∫ ∫ ∫
(f − g) = f− g ≤ 0 και − (f − g) = − f+ g ≤ 0.
A A A A A A
2

Παρατήρηση 4.1.11.
∫ Προσοχή!
∫ Εδώ το αντίστροφο δεν ισχύει, δηλ. για f, g : A → R
ολοκληρώσιμες: A f = A g ̸⇒ f = g σχεδόν παντού. Αντιπαράδειγμα: A = [−1, 1],
f(x) = x, g = 0.

Μια ειδική, αλλά συχνά απαντώμενη περίπτωση του προηγούμενου πορίσματος


είναι η εξής:

Πόρισμα 4.1.7. Έστω ∫A ⊂ Rn∫ κλειστό ορθογώνιο και f, g : A → R ολοκληρώσιμες


και ίσες στο Å. Τότε A f = A g.

Απόδειξη. Αφού f = g στο Å, οι τιμές των f και g θα διαφέρουν μόνο σε ένα
(ενδεχομένως κενό) υποσύνολο του ∂A, το οποίο όμως, σύμφωνα με το Παράδειγμα
4.1.3 (γ’), έχει μηδενικό περιεχόμενο. 2

Πόρισμα 4.1.8. Έστω A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο∫ και f : A → R φραγμένη με


{x̄ ∈ A : f(x̄) ̸= 0} ⊂ ∂A. Τότε, f ολοκληρώσιμη με A f = 0.

Απόδειξη. Σύμφωνα με το Κριτήριο του Lebesgue και αφού το ∂A έχει περιεχόμενο



0, η f είναι ολοκληρώσιμη. Εξάλλου και η g ≡ 0 είναι ολοκληρώσιμη με A g = 0.
Το συμπέρασμα προκύπτει, τώρα, από το προηγούμενο πόρισμα. 2

230
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

4.1.2 Ασκήσεις
Άσκηση 108. Έστω f : [0, 1] × [0, 1] → R με


0, 0 ≤ x < 1 ,
f(x, y) = 2

1,
1
≤ x ≤ 1.
2
Δείξτε ότι η f είναι ολοκληρώσιμη, σύμφωνα με τον Ορισμό 4.1.5, και

1
f= .
[0,1]×[0,1] 2

Άσκηση 109. Έστω A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο, f : A → R ολοκληρώσιμη και


g : A → R με f(x̄) = g(x̄) εκτός ενός πεπερασμένου αριθμού σημείων x̄ ∈ A. Δείξτε
ότι η g είναι ολοκληρώσιμη, σύμφωνα με τον Ορισμό 4.1.5, και
∫ ∫
f= g.
A A

Άσκηση 110. Έστω f : [0, 1] × [0, 1] → R με



0, x ή y άρρητος,
f(x, y) = 1 p
 , y = , όπου p, q πρώτοι μεταξύ τους.
q q
Δείξτε ότι η f είναι ολοκληρώσιμη, σύμφωνα με τον Ορισμό 4.1.5, και

f = 0.
[0,1]×[0,1]

Άσκηση 111. (αʹ) Δώστε ένα κλειστό υποσύνολο του Rn με μηδενικό μέτρο, αλλά
χωρίς μηδενικό περιεχόμενο.

(βʹ) Δείξτε ότι, αν το B ⊂ Rn έχει μηδενικό περιεχόμενο, τότε και το ∂B έχει


μηδενικό περιεχόμενο.

(γʹ) Δώστε ένα παράδειγμα ενός φραγμένου B ⊂ Rn μηδενικού μέτρου, για το


οποίο το ∂B δεν έχει μηδενικό μέτρο.

Άσκηση 112. Έστω A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο, f : A → R μη αρνητική και A f =
0. Δείξτε ότι το σύνολο {x̄ ∈ A : f(x̄) ̸= 0} έχει μηδενικό μέτρο.
Άσκηση 113. Έστω f : A × B → R συνεχής, όπου A ⊂ Rn , B ⊂ Rm κλειστά
ορθογώνια. Δείξτε ότι οι f(x̄, ·) : B → R και f(·, ȳ) : A → R είναι συνεχείς για κάθε
x̄ ∈ A, ȳ ∈ B, αντίστοιχα.
Άσκηση 114. Υπολογίστε τα ακόλουθα ολοκληρώματα

231
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ


(αʹ) (2x + 3y) d(x, y), όπου A = [0, 2] × [3, 4],
A

(βʹ) (xy + y2 ) d(x, y), όπου A = [0, 1] × [0, 1],
A

(γʹ) ex+y d(x, y), όπου A = [1, 2] × [1, 2],
A

2 ] × [0, 2 ],
sin(x + y) d(x, y), όπου A = [0, π π
(δʹ)
A

2z
(εʹ) d(x, y, z), όπου A = [1, 2] × [2, 3] × [0, 2],
A (x + y)2

x2 z3
(στʹ) d(x, y, z), όπου A = [0, 1] × [0, 1] × [0, 1].
A 1 + y2
Άσκηση 115. Έστω f : [a, b] → R, g : [c, d] → R συνεχείς. Δείξτε ότι
∫ (∫ ) (∫ )
b d
f(x)g(y)d(x, y) = f(x)dx g(y)dy .
[a,b]×[c,d] a c

Άσκηση 116. Έστω f : [a, b] → R θετική και συνεχής. Δείξτε ότι


(∫ ) (∫ )
b b
1
f(x)dx dx ≥ (b − a)2 .
a a f(x)

Υπόδειξη: Χρησιμοποιήστε (αφού την αποδείξετε) την ανισότητα


1
z+ ≥2 ∀ z > 0.
z

4.1.3 Ολοκληρώματα πάνω από Jordan-μετρήσιμα σύνολα


Μέχρι στιγμής, ορίσαμε το ολοκλήρωμα μιας φραγμένης συνάρτησης f : A → R
πάνω σε ένα κλειστό ορθογώνιο A ⊂ Rn , και είδαμε (Παράδειγμα 4.1.1) ότι για τη
συνάρτηση f ≡ 1 : A → R με f(x̄) := 1 ∀ x̄ ∈ A ισχύει
∫ ∑ ∑
1 = v(A) = sup 1|S · v(S) = inf 1|S · v(S) ∀ P ∈ P (A). (4.16)
A S∈SP S∈SP

Θα θέλαμε, όμως, να μπορούμε να υπολογίζουμε και ολοκληρώματα φραγμένων συ-


ναρτήσεων πάνω από γενικότερα υποσύνολα B ⊂ Rn , και μάλιστα έτσι ώστε, αν
B = A, να ισχύουν τα προηγούμενα, θέλουμε δηλαδή να γενικεύσουμε τον ορισμό.
Ειδικότερα, θα θέλαμε για το ολοκλήρωμα που θα ορίσουμε να ισχύει

1 = v(B), (4.17)
B

232
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

δηλαδή το ολοκλήρωμα της συνάρτησης f ≡ 1 : B → R να δίνει το περιεχόμενο (ή τον


όγκο) του B. Αναλογιζόμενοι από τη μία τι μπορούμε, και από την άλλη τι θέλουμε
να κάνουμε, θα μπορούσαμε ή να προσεγγίσουμε το B μέσω (αθροισμάτων οσοδή-
ποτε μικρών) κλειστών ορθογωνίων, ή να θεωρήσουμε μια ολοκληρώσιμη συνάρτηση
πάνω από ένα κλειστό ορθογώνιο A ⊂ Rn με B ⊂ A έτσι ώστε να ισχύει η (4.17).
Αποδεικνύεται ότι και οι δύο μέθοδοι οδηγούν τελικά στο ίδιο αποτέλεσμα. Εμείς θα
ακολουθήσουμε τη δεύτερη μέθοδο.
Αν ξανασκεφτούμε ότι ο όγκος του A δίνεται από το ολοκλήρωμα της f ≡ 1 :
A → R, παρατηρούμε ότι, αν συμπληρώσουμε το A με επιπλέον υποορθογώνια T ,
έτσι ώστε να σχηματιστεί ένα μεγαλύτερο κλειστό ορθογώνιο C ⊃ A, και για κάθε
x̄ ∈ C \ A θέσουμε f(x̄) = 0, το ολοκλήρωμα της κατά αυτόν τον τρόπο επεκταμένης
συνάρτησης πάνω από το C, θα είναι το ίδιο με αυτό που δίνεται από την (4.16),
σύμφωνα με το Πόρισμα 4.1.8 και την Πρόταση 4.1.3.
Από αυτήν την ιδέα προκύπτουν τα επόμενα.

Ορισμός 4.1.10. Έστω B ⊂ Rn μη κενό και φραγμένο. Η f : B → R λέγεται


ολοκληρώσιμη, αν η fB : Rn → R με
{
f(x̄), x̄ ∈ B,
fB (x̄) := (4.18)
0, x̄ ∈ Rn \ B

είναι ολοκληρώσιμη επί ενός κλειστού ορθογωνίου A ⊂ Rn με B ⊂ A. Τότε, το


ολοκλήρωμα της fB επί του A ονομάζεται ολοκλήρωμα της f, και συμβολίζεται με
∫ ∫ ∫ ∫
f := f(x̄) dx̄ = f(x1 , . . . , xn ) d(x1 , . . . , xn ) := fB .
B B B A

Παρατήρηση 4.1.12. (αʹ) Υπενθυμίζουμε ότι η fB λέγεται ολοκληρώσιμη επί του A,


αν η fB |A είναι ολοκληρώσιμη, και ότι το ολοκλήρωμα της τελευταίας ονομά-
ζεται ολοκλήρωμα της fB επί του A, και συμβολίζεται με
∫ ∫
fB := fB |A .
A A

(βʹ) Το ολοκλήρωμα της f είναι καλά ορισμένο, αφού παραμένει αμετάβλητο, αν αντί
για το κλειστό ορθογώνιο A ⊂ Rn με B ⊂ A επιλέξουμε οποιοδήποτε άλλο
κλειστό ορθογώνιο C ⊂ Rn με B ⊂ C. Πράγματι, αν v(A ∩ C) > 0, A\C ̸= ∅,
C\A ̸= ∅ και P ∈ P (A), Q ∈ P (C) τέτοιες, ώστε A ∩ C ∈ SP ∩ SQ , τότε,
σύμφωνα με την Πρόταση 4.1.3,
∫ ∫ ∑ ∫ ∫ ∑ ∫ ∫
fB = fB + fB = fB + fB = fB
A A∩C S A∩C T C
S∈SP \{A∩C} T ∈SQ \{A∩C}

αφού τα ολοκληρώματα επί των S, T ̸= A ∩ C υπάρχουν και είναι μηδενικά


σύμφωνα με το Πόρισμα 4.1.8.

233
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

(Αν v(A ∩ C) > 0 και A\C = ∅ ή C\A = ∅, το αντίστοιχο άθροισμα πάνω


από τα S, T ̸= A ∩ C δεν ∫ ενώ, αν v(A ∩ C) = 0, προκύπτει άμεσα
∫ εμφανίζεται,
από το Πόρισμα 4.1.8 A fB = 0 = C fB )

(γʹ) Προφανώς, αν B = A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο, έχουμε fB |A = f, και ο πιο


πάνω ορισμός του ολοκληρώματος συμπίπτει με τον, έως τώρα, γνωστό.
Ορισμός 4.1.11. Ένα μη κενό και φραγμένο B ⊂ Rn λέγεται Jordan-μετρήσιμο,
αν η συνάρτηση f ≡ 1 : B → R, f(x̄) = 1 ∀ x̄ ∈ B, είναι ολοκληρώσιμη. Τότε, το
ολοκλήρωμα ∫
v(B) := 1≥0
B
ονομάζεται περιεχόμενο (ή όγκος) του B.
Συμπληρωματικά, το ∅ ορίζεται ως Jordan-μετρήσιμο με v(∅) := 0.
Παρατήρηση 4.1.13. (αʹ) Σύμφωνα με το (γ’) της προηγούμενης παρατήρησης και
το Παράδειγμα 4.1.1, κάθε κλειστό ορθογώνιo είναι Jordan-μετρήσιμο και το
περιεχόμενό του, κατά τον Ορισμό 4.1.1, συμπίπτει με αυτόν, κατά τον προη-
γούμενο ορισμό.

(βʹ) Σύμφωνα με τους Ορισμούς 4.1.10 και 4.1.11, ένα ∅ ̸= B ⊂ Rn με B ⊂ A,


όπου A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο, είναι Jordan-μετρήσιμο, αν και μόνο αν η
χαρακτηριστική συνάρτηση του B,
{
1, x̄ ∈ B,
χB (x̄) :=
0, x̄ ∈ Rn \ B,

είναι ολοκληρώσιμη επί του A. Τότε,


∫ ∫
v(B) = 1= χB .
B A
Η τελευταία παρατήρηση οδηγεί στον ακόλουθο ισοδύναμο χαρακτηρισμό των
Jordan-μετρήσιμων υποσυνόλων του Rn .
Πρόταση 4.1.9. Ένα φραγμένο υποσύνολο του Rn είναι Jordan-μετρήσιμο, αν και
μόνο αν το σύνορό του έχει μηδενικό περιεχόμενο (κατά τον Ορισμό 4.1.7 (β’)).
Απόδειξη. Το ∅ ⊂ Rn είναι φραγμένο, και έχει κενό σύνορο. Από την προηγούμενη
παρατήρηση έχουμε ότι το ∅ ̸= B ⊂ Rn με B ⊂ Å, όπου A ⊂ Rn κλειστό ορθο-
γώνιο, είναι Jordan-μετρήσιμο, αν και μόνο αν η χαρακτηριστική συνάρτηση χB είναι
ολοκληρώσιμη επί του A. Σύμφωνα με το Κριτήριο ολοκληρωσιμότητας του Lebesgue,
αυτό ισοδυναμεί με το ότι η χB είναι σχεδόν παντού συνεχής στο A. Όμως,

{x̄ ∈ A : χB ασυνεχής στο x̄} = ∂B,


αφού στα σημεία x̄ ∈ B̊ ∪ (A\B) η χB είναι προφανώς συνεχής, ενώ στα σημεία
x̄ ∈ ∂B η χB είναι προφανώς ασυνεχής. Άρα, το B είναι Jordan-μετρήσιμο, αν και
μόνο αν το ∂B έχει μέτρο 0 ή, ισοδύναμα, περιεχόμενο 0, αφού ∂B συμπαγές. 2

234
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Στα επόμενα θα επικεντρωθούμε σε ολοκληρώσιμες συναρτήσεις f : B → R


με Jordan-μετρήσιμο πεδίο ολοκλήρωσης B ⊂ Rn . Από τον Ορισμό 4.1.10 προκύ-
πτει άμεσα ότι οι ιδιότητες των ολοκληρώσιμων συναρτήσεων πάνω από κλειστά
ορθογώνια μεταφέρονται απαράλλακτα στις ολοκληρώσιμες συναρτήσεις πάνω από
Jordan-μετρήσιμα σύνολα.

Θεώρημα 4.1.9. (Κριτήριο ολοκληρωσιμότητας Lebesgue – γενική μορφή)


Έστω ∅ ̸= B ⊂ Rn Jordan-μετρήσιμο και f : B → R φραγμένη. Τότε,

f ολοκληρώσιμη ⇐⇒ f συνεχής σχεδόν παντού.

Απόδειξη. Έστω A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο με B ⊂ A και fB όπως στην (4.18).


Τότε, σύμφωνα με τον Ορισμό 4.1.10,

f ολοκληρώσιμη ⇐⇒ fB ολοκληρώσιμη επί του A,

δηλ., σύμφωνα με το Κριτήριο Lebesgue για κλειστά ορθογώνια (Πρόταση 4.1.8),

f ολοκληρώσιμη ⇐⇒ fB |A συνεχής σχεδόν παντού.

Όμως,

{x̄ ∈ B : f ασυνεχής στο x̄}


⊂ {x̄ ∈ A : fB |A ασυνεχής στο x̄}
⊂ {x̄ ∈ B : f ασυνεχής στο x̄} ∪ ∂B,

όπου ∂B έχει μηδενικό μέτρο. Συνεπώς,

µ({x̄ ∈ B : f ασυνεχής στο x̄}) = 0 ⇐⇒ µ({x̄ ∈ A : fB |A ασυνεχής στο x̄}) = 0,

το οποίο ολοκληρώνει την απόδειξη. 2

Πόρισμα 4.1.9. Έστω ∅ ̸= B ⊂ Rn


Jordan-μετρήσιμο και συμπαγές και f : B → R
συνεχής. Τότε, η f είναι ολοκληρώσιμη.

Θεώρημα 4.1.10. (Ιδιότητες ολοκληρώσιμων συναρτήσεων – γενική μορφή) Έστω


∅ ̸= B ⊂ Rn Jordan-μετρήσιμο, f, g : B → R ολοκληρώσιμες και α ∈ R. Τότε,
∫ ∫ ∫
(αʹ) f + g ολοκληρώσιμη με B (f + g) = B f + B g,
∫ ∫
(βʹ) αf ολοκληρώσιμη με B (αf) = α B f,
∫ ∫
(γʹ) f ≤ g =⇒ Bf ≤ B g,
∫ ∫
(δʹ) |f| ολοκληρώσιμη με B f ≤ B |f|,

(εʹ) fg ολοκληρώσιμη.

235
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Από τα (β’) και (γ’) του προηγούμενου θεωρήματος και τον Ορισμό 4.1.11, προ-
κύπτει άμεσα και το ακόλουθο απλό, αλλά πολύ βασικό αποτέλεσμα.

Θεώρημα 4.1.11. (Θεώρημα Μέσης Τιμής για ολοκληρώματα – γενική μορφή)


Έστω ∅ ̸= B ⊂ Rn Jordan-μετρήσιμο και f : B → R ολοκληρώσιμη. Τότε,

inf f · v(B) ≤ f ≤ sup f · v(B).
B

Θα ασχοληθούμε τώρα, με την προσθετικότητα του πεδίου ολοκλήρωσης μιας


δεδομένης ολοκληρώσιμης συνάρτησης f : B → R, B ⊂ Rn Jordan-μετρήσιμο, δηλαδή
τη γενίκευση της Πρότασης 4.1.3 για Jordan-μετρήσιμα υποσύνολα του B.
Καταρχάς, παρατηρούμε ότι από το Κριτήριο του Lebesgue (Θεώρημα 4.1.9) προ-
κύπτει άμεσα το ακόλουθο συμπέρασμα.

Πόρισμα 4.1.10. Έστω ∅ ̸= B ⊂ Rn Jordan-μετρήσιμο, f : B → R ολοκληρώσιμη


και ∅ ̸= D ⊂ B Jordan-μετρήσιμο. Τότε η f|D είναι ολοκληρώσιμη, και λέμε ότι η f
είναι ολοκληρώσιμη επί του D, ενώ το ολοκλήρωμα
∫ ∫
f := f|D
D B

ονομάζεται ολοκλήρωμα της f επί του D.

Πρόταση 4.1.10. Έστω A, B ⊂ Rn Jordan-μετρήσιμα. Τότε, είναι Jordan-μετρήσιμα


και τα σύνολα A ∪ B, A ∩ B, A \ B, B \ A.

Απόδειξη. Αν κάποιο από τα A, B είναι το κενό σύνολο, το συμπέρασμα είναι προ-


φανές. Αν A, B ̸= ∅ το συμπέρασμα προκύπτει από την Πρόταση 4.1.9, αφού τα
σύνορα όλων αυτών των φραγμένων συνόλων περιέχονται στο ∂A ∪ ∂B. Πράγματι,

∂(A ∪ B) = A ∪ B \ (A ∪ B)˚ ⊂ (A ∪ B) \ (Å ∪ B̊) ⊂ (A \ Å) ∪ (B \ B̊) = ∂A ∪ ∂B,


∂(A ∩ B) = ∂((A ∩ B)c ) = ∂(Ac ∪ Bc ) ⊂ ∂(Ac ) ∪ ∂(Bc ) = ∂A ∪ ∂B,
∂(A \ B) = ∂(A ∩ Bc ) ⊂ ∂A ∪ ∂(Bc ) = ∂A ∪ ∂B,

όπου χρησιμοποιήσαμε ότι

∂A = A \ Å = A ∩ (Å)c = A ∩ Ac = ∂(Ac ),

το οποίο ισχύει, αφού

Å ⊂ A ⇒ (Å)c ⊃ Ac ⇒ (Å)c ⊃ Ac

και

Ac ⊃ Ac ⇒ (Ac )c ⊂ A ⇒ (Ac )c ⊂ Å ⇒ Ac ⊃ (Å)c .

236
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Πρόταση 4.1.11. Έστω f ολοκληρώσιμη επί των Jordan-μετρήσιμων


∫ A, B ⊂ Rn .
Τότε, η f είναι ολοκληρώσιμη επί των A ∪ B, A ∩ B με A∩B f := 0, αν A ∩ B = ∅,
και ισχύει ∫ ∫ ∫ ∫
f= f+ f− f.
A∪B A B A∩B
Απόδειξη. Τα A ∪ B και A ∩ B είναι Jordan-μετρήσιμα, σύμφωνα με την Πρόταση
4.1.10. Από το Κριτήριο του Lebesgue (Θεώρημα 4.1.9) προκύπτει ότι η f είναι ολο-
κληρώσιμη επί του A ∪ B, ενώ η ολοκληρωσιμότητα της f επί του A ∩ B αν A ∩ B ̸= ∅
προκύπτει από το Πόρισμα 4.1.10.
Για να αποδείξουμε την πιο πάνω ισότητα, έστω καταρχάς A ∩ B = ∅. Τότε, με
το συμβολισμό (4.18), fA∪B = fA + fB και, αν C ⊂ Rn ένα κλειστό ορθογώνιο με
A ∪ B ⊂ C, έχουμε από το (α’) του Θεωρήματος 4.1.4 (ή 4.1.10)
∫ ∫ ∫ ∫ ∫ ∫ ∫
f+ f= fA + fB = (fA + fB ) = fA∪B = f.
A B C C C C A∪B

Έστω, τώρα, A ∩ B ̸= ∅. Αφού τα A, B, A ∪ B μπορούν να γραφούν ως ενώσεις ξένων


μεταξύ τους συνόλων ως εξής

A = (A ∩ B) ∪ (A ∩ Bc ) = (A ∩ B) ∪ (A \ B),
B = (B ∩ A) ∪ (B ∩ Ac ) = (A ∩ B) ∪ (B \ A),
A ∪ B = (A ∩ B) ∪ (A \ B) ∪ (B \ A),

προκύπτουν από την προηγούμενη περίπτωση οι ισότητες


∫ ∫ ∫ ∫ ∫ ∫
f= f+ f και f= f+ f,
A A∩B A\B B A∩B B\A

και, προσθέτοντάς τις


∫ ∫ ∫ ∫ ∫ ∫ ∫ ∫
f+ f= f+ f+ f+ f= f+ f.
A B A∩B A\B A∩B B\A A∩B A∪B
2

Πόρισμα 4.1.11. Έστω A, B ⊂ Rn Jordan-μετρήσιμα. Τότε,

v(A ∪ B) = v(A) + v(B) − v(A ∩ B)

και, αν A ⊂ B, τότε, v(A) ≤ v(B).

Απόδειξη. Αν κάποιο από τα A, B είναι το κενό σύνολο, το συμπέρασμα είναι προ-


φανές, αφού v(∅) = 0. Αν A, B ̸= ∅, η ισότητα προκύπτει από την προηγούμενη
πρόταση για f = χA∪B , ενώ το δεύτερο συμπέρασμα προκύπτει από την ισότητα,
αφού B = A ∪ (B \ A), αν A ⊂ B, όπου A ∩ (B \ A) = ∅ και v(B \ A) ≥ 0. 2

Μέχρι τώρα, όταν λέμε ότι ένα A ⊂ Rn έχει μηδενικό περιεχόμενο, v(A) = 0,
μπορεί να εννοούμε δύο φαινομενικά ανεξάρτητες ιδιότητες του A:

237
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

(αʹ) είτε, ότι για κάθε ε > 0 υπάρχει ένα πεπερασμένο πλήθος κλειστών ορθογωνίων
που καλύπτουν το A, και έχουν αθροιστικά όγκο < ε, σύμφωνα με τον Ορισμό
4.1.7 (β’),

(βʹ) είτε, αν το A είναι Jordan-μετρήσιμο, ότι ή A = ∅ ή A 1 = 0, σύμφωνα με τον
Ορισμό 4.1.11.

Στην πραγματικότητα όμως, αυτές οι δύο ιδιότητες είναι ισοδύναμες, όπως απο-
δεικνύεται με την επόμενη πρόταση, το οποίο δικαιολογεί και τη χρήση του ίδιου
συμβολισμού για αυτές.

Πρόταση 4.1.12. Έστω B ⊂ Rn . Τότε,

B έχει μηδενικό περιεχόμενο (Ορισμός 4.1.7 (β’))


⇐⇒ B Jordan-μετρήσιμο με v(B) = 0 (Ορισμός 4.1.11).

Απόδειξη. Το B = ∅ έχει οριστεί ως Jordan-μετρήσιμο και έχει μηδενικό περιεχόμενο,


v(B) = 0, σύμφωνα και με τους δύο πιο πάνω ορισμούς. Έστω, τώρα, B ̸= ∅.
⇒: Έστω ε > 0. Τότε, υπάρχουν κλειστά ορθογώνια Ui ⊂ Rn , i = 1, . . . , k,
k ∈ N, με

k ∑k
B⊂ Ui και v(Ui ) < ε. (4.19)
i=1 i=1
Συνεπώς,

k ∑
k
∂B ⊂ B ⊂ Ui και v(Ui ) < ε,
i=1 i=1

δηλαδή το ∂B έχει μηδενικό περιεχόμενο κατά τον Ορισμό 4.1.7 (β’), και αφού το
B είναι και φραγμένο (βλ. Πρόταση 4.1.5 (ζ’)), θα είναι Jordan-μετρήσιμο, σύμφωνα
με την Πρόταση 4.1.9, και από τον Ορισμό 4.1.11, το Πόρισμα 4.1.11 και την (4.19)
προκύπτει
( )

k ∑k
0 ≤ v(B) ≤ v Ui ≤ v(Ui ) < ε.
i=1 i=1

Αφού αυτό ισχύει για κάθε ε > 0, έχουμε v(B) = 0.


⇐: Έστω A ⊂ Rn ένα κλειστό ορθογώνιο με B ⊂ A. Σύμφωνα ∫ με την Πα-
ρατήρηση 4.1.13 (β’), η χB είναι ολοκληρώσιμη επί του A με A χB = 0. Συνεπώς,
σύμφωνα με το Κριτήριο ολοκληρωσιμότητας του Riemann (Θεώρημα 4.1.1), για κάθε
ε > 0 υπάρχει μια διαμέριση P ∈ P (A) με

U(χB , P) − L(χB , P) < ε.

Όμως, ∑
0 ≤ L(χB , P) = inf χB |S · v(S) ≤ LχB = 0
S∈SP

238
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

και άρα, ∑
U(χB , P) = sup χB |S · v(S) < ε.
S∈SP

Έστω S = {S ∈ SP : sup χB |S = 1}. Tότε,


∪ ∑
B⊂ S και U(χB , P) = v(S) < ε,
S∈S S∈S

δηλαδή το B έχει μηδενικό περιεχόμενο κατά τον Ορισμό 4.1.7 (β’). 2

Η προηγούμενη ισοδυναμία, σε συνδυασμό με το Κριτήριο ολοκληρωσιμότητας


του Lebesgue (Θεώρημα 4.1.9) και το Θεώρημα Μέσης Τιμής (Θεώρημα 4.1.11), οδηγεί
στο ακόλουθο βασικό αποτέλεσμα.
Πρόταση 4.1.13. Έστω B ⊂ Rn μη κενό και Jordan-μετρήσιμο
∫ με v(B) = 0 και
f : B → R φραγμένη. Τότε, η f είναι ολοκληρώσιμη με B f = 0.
Απόδειξη. Αφού το B έχει μηδενικό περιεχόμενο, το ίδιο θα ισχύει και για το σύνολο
των σημείων ασυνέχειας της f. Συνεπώς, σύμφωνα με το Κριτήριο του Lebesgue, η
f : B → R θα είναι ολοκληρώσιμη και από το Θεώρημα μέσης τιμής 4.1.11, προκύπτει
άμεσα ότι το ολοκλήρωμα της f είναι μηδέν. 2

Από την Πρόταση 4.1.11 έχουμε ότι, αν μια συνάρτηση f : A ∪ B → R είναι


ολοκληρώσιμη επί δύο Jordan-μετρήσιμων συνόλων A, B ⊂ Rn με A ∩ B = ∅, τότε,
είναι ολοκληρώσιμη, και ισχύει
∫ ∫ ∫
f= f+ f.
A∪B A B
Με τη βοήθεια της Πρότασης 4.1.13, μπορούμε να βελτιώσουμε το συμπέρασμα αυτό
προϋποθέτοντας ότι μόνο τα εσωτερικά των A, B είναι ξένα μεταξύ τους και άρα,
επιτρέποντας τα A, B να τέμνονται στα σύνορά τους: A ∩ B ⊂ ∂A ∪ ∂B. Φυσικά,
αυτό είναι κάτι καινούριο μόνο, όταν τα A, B περιέχουν τουλάχιστον ένα μέρος των
συνόρων τους, δηλ. όταν δεν είναι ανοικτά, όπως π.χ. στην περίπτωση κλειστών ορ-
θογωνίων, όπου ήδη είδαμε έμμεσα ότι οι τιμές μιας ολοκληρώσιμης συνάρτησης στο
σύνορό της δεν παίζουν ρόλο (βλ. π.χ. Πρόταση 4.1.3 και Πορίσματα 4.1.7 και 4.1.8).
Ο βαθύτερος λόγος που ισχύει αυτό είναι, προφανώς, ότι το σύνορο ενός Jordan-
μετρήσιμου συνόλου έχει περιεχόμενο 0 (Πρόταση 4.1.9), σε συνδυασμό με την Πρό-
ταση 4.1.13.
Πρόταση 4.1.14. Έστω A, B ⊂ Rn μη κενά και Jordan-μετρήσιμα με Å ∩ B̊ = ∅
και f : A ∪ B → R. Τότε,

f ολοκληρώσιμη ⇐⇒ f|A , f|B ολοκληρώσιμες.


Στην περίπτωση αυτή, ισχύει
∫ ∫ ∫
f= f+ f. (4.20)
A∪B A B

239
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Απόδειξη. To A ∪ B είναι Jordan-μετρήσιμο σύμφωνα με την Πρόταση 4.1.10, και


η ισοδυναμία της ολοκληρωσιμότητας της f με αυτήν των f|A , f|B προκύπτει από
το Πόρισμα 4.1.10 και την Πρόταση 4.1.11, από την οποία προκύπτει και ότι στην
περίπτωση αυτή, η αποδεικτέα ισότητα (4.20) ισχύει, αν και μόνο αν

f = 0 για A ∩ B ̸= ∅. (4.21)
A∩B

Το A ∩ B είναι Jordan-μετρήσιμο, η f|A∩B φραγμένη και η υπόθεση Å ∩ B̊ = ∅


ισοδυναμεί με A ∩ B ⊂ ∂A ∪ ∂B. Αφού τα A, B είναι Jordan-μετρήσιμα, τα ∂A, ∂B
θα έχουν περιεχόμενο 0 και συνεπώς, η ένωσή τους ∂A ∪ ∂B και το υποσύνολό της
A ∩ B έχουν περιεχόμενο 0. Από την Πρόταση 4.1.13 προκύπτει, τώρα, η (4.21). 2

Πόρισμα 4.1.12. Έστω A, B ⊂ Rn Jordan-μετρήσιμα με Å ∩ B̊ = ∅. Τότε,

v(A ∪ B) = v(A) + v(B).

Απόδειξη. Αν κάποιο από τα A, B είναι το κενό σύνολο, η ισότητα είναι προφανής.


Αν A, B ̸= ∅, τότε, θεωρούμε στην προηγούμενη πρόταση τη συνάρτηση f ≡ 1 :
A ∪ B → R, και η αποδεικτέα ισότητα προκύπτει από την (4.20). 2

Πρόταση 4.1.15. Έστω B ⊂ Rn μη κενό και Jordan-μετρήσιμο, f : B → R ολοκλη-


ρώσιμη, N ⊂ B Jordan-μετρήσιμο με v(N) = 0, και∫ g:B∫→ R φραγμένη με f = g
επί του B \ N. Τότε, η g είναι ολοκληρώσιμη και B g = B f.

Απόδειξη. Αν N = ∅, το συμπέρασμα ∫ είναι ∫τετριμμένο, ενώ, αν N = B, έχουμε


άμεσα ότι η g είναι ολοκληρώσιμη με B g = B f = 0 από την Πρόταση 4.1.13 και
το Θεώρημα Μέσης Τιμής 4.1.11, αντίστοιχα.
Έστω ∅ ̸= N ̸= B. Σύμφωνα με την Πρόταση 4.1.10 το B \ N είναι Jordan-
μετρήσιμο, και από το Πόρισμα 4.1.10 και το Θεώρημα
∫ Μέσης Τιμής 4.1.11 έχουμε
ότι η f είναι ολοκληρώσιμη επί των B \ N, N με N f = 0. ∫Εξάλλου, από την Πρόταση
4.1.13 έχουμε ότι η g είναι ολοκληρώσιμη επί του N με N g = 0. Έτσι, αφού (B \
N) ∩ N = ∅, έχουμε από την Πρόταση 4.1.14 ότι η g είναι ολοκληρώσιμη με
∫ ∫ ∫ ∫ ∫ ∫ ∫
g= g= g+ g= f+ f= f.
B (B\N)∪N B\N N B\N N B

Πρόταση 4.1.16. Έστω B ⊂ Rn μη κενό και Jordan-μετρήσιμο και f : B → R


ολοκληρώσιμη. Τότε, το γράφημα της f

Γf = {(x̄, f(x̄)) : x̄ ∈ B} ⊂ Rn+1

έχει (n + 1)-διάστατο μηδενικό περιεχόμενο.

240
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Απόδειξη. Έστω A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο με B ⊂ A και fB : Rn → R η


συνάρτηση (4.18). Τότε, η συνάρτηση fB |A : A → R είναι ολοκληρώσιμη εξ ορισμού
και άρα, σύμφωνα με το Κριτήριο του Riemann, για κάθε ε > 0 υπάρχει μια διαμέριση
P ∈ P (A) έτσι ώστε

U(fB |A , P) − L(fB |A , P) = (sup fB |S − inf fB |S ) · v(S) < ε.
S∈SP

Έτσι, αφού

Γf = {(x̄, f(x̄)) : x̄ ∈ B} ⊂ {(x̄, f(x̄)) : x̄ ∈ B} ∪ {(x̄, 0) : x̄ ∈ A \ B}


∪ ∪
= {(x̄, fB (x̄)) : x̄ ∈ A} = {(x̄, fB (x̄)) : x̄ ∈ S} ⊂ S × [inf fB |S , sup fB |S ],
S∈SP S∈SP

για τα κλειστά ορθογώνια

AS := S × [inf fB |S , sup fB |S ] ⊂ Rn+1 με v(AS ) = (sup fB |S − inf fB |S ) · v(S)

ισχύει ∑

Γf ⊂ AS και v(AS ) < ε,
S∈SP S∈SP

και συνεπώς το Γf έχει μηδενικό περιεχόμενο. (Κάποια ή όλα τα AS μπορεί να


είναι εκφυλισμένα, δηλ. να έχουν μηδενικό περιεχόμενο. Στην περίπτωση αυτή, τα
υποσύνολα {(x̄, f(x̄)) : x̄ ∈ B ∩ S} του Γf έχουν αυτόματα μηδενικό περιεχόμενο, και
τα υπόλοιπα γνήσια κλειστά ορθογώνια AS με άθροισμα όγκων < ε καλύπτουν το
εναπομείναν μέρος του Γf .) 2

Η τελευταία πρόταση, σε συνδυασμό με το Θεώρημα του Fubini, ανοίγει το δρόμο


για την εφαρμογή των προηγουμένων στον υπολογισμό πολλαπλών ολοκληρωμάτων
πάνω από Jordan-μετρήσιμα υποσύνολα του Rn .
Μια ειδική, αλλά σημαντική περίπτωση αφορά στον υπολογισμό όγκων, όπου ολο-
κληρώνουμε τη σταθερή συνάρτηση 1. Στις περισσότερες εφαρμογές, ο υπολογισμός
αυτός στηρίζεται στο ακόλουθο αποτέλεσμα.

Θεώρημα 4.1.12. Έστω B ⊂ Rn μη κενό και Jordan-μετρήσιμο και f1 , f2 : B → R


ολοκληρώσιμες με f1 ≤ f2 . Τότε, το σύνολο

M = {(x̄, y) : x̄ ∈ B, f1 (x̄) ≤ y ≤ f2 (x̄)} ⊂ Rn+1

είναι Jordan-μετρήσιμο με περιεχόμενο



v(M) = (f2 − f1 ). (4.22)
B

Απόδειξη. Έστω A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο με B ⊂ Rn και a < inf f1 , sup f2 < b.


Τότε,
M ⊂ B × [a, b] ⊂ A × [a, b] ⊂ Rn+1 (4.23)

241
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

και άρα, το M είναι φραγμένο. Σύμφωνα με την Πρόταση 4.1.9, για να αποδείξουμε
ότι το M είναι Jordan-μετρήσιμο, αρκεί να δείξουμε ότι το σύνορό του, ∂M, έχει
(n + 1)-διάστατο μηδενικό περιεχόμενο ή ισοδύναμα, αφού ∂M συμπαγές, (n + 1)-
διάστατο μηδενικό μέτρο.
Κάθε σημείο (x̄, y) = (x1 , . . . , xn , y) ∈ M με τις ιδιότητες

x̄ ∈ B̊, y ∈ (f1 (x̄), f2 (x̄)) και f1 , f2 είναι συνεχείς στο x̄ (4.24)

είναι εσωτερικό σημείο του M, αφού για κάθε τέτοιο σημείο υπάρχουν ε, δ > 0 με

(y − ε, y + ε) ⊂ [f1 (ξ̄), f2 (ξ̄)] ∀ ξ̄ ∈ (x1 − δ, x1 + δ) × · · · × (xn − δ, xn + δ) ⊂ B,

και άρα,

(x̄, y) ∈ (x1 − δ, x1 + δ) × · · · × (xn − δ, xn + δ) × (y − ε, y + ε) ⊂ M,

που συνεπάγεται (x̄, y) ∈ M̊. Συνεπώς, το σύνορο του M είναι υποσύνολο των
σημείων (x̄, y) ∈ B × [a, b] που δεν ικανοποιούν κάποια από τις ιδιότητες στο (4.24),
δηλαδή το ∂M περιέχεται στην ένωση των συνόλων

T := {(x̄, y) : x̄ ∈ ∂B, y ∈ [a, b]},


Γ1 := {(x̄, f1 (x̄)) : x̄ ∈ B},
Γ2 := {(x̄, f2 (x̄)) : x̄ ∈ B},
A1 := {(x̄, y) : x̄ ∈ B σημείο ασυνέχειας της f1 , y ∈ [a, b]},
A2 := {(x̄, y) : x̄ ∈ B σημείο ασυνέχειας της f2 , y ∈ [a, b]}.

Αρκεί, λοιπόν, να δείξουμε ότι τα σύνολα αυτά έχουν (n + 1)-διάστατο μηδενικό


μέτρο. Για τα Γ1 και Γ2 , αυτό προκύπτει άμεσα από την Πρόταση 4.1.16. Για το T ,
επιλέγουμε για κάθε ε > 0 κλειστά ορθογώνια Ui ⊂ Rn , i = 1, . . . , k, με


k ∑
k
ε
∂B ⊂ Ui και v(Ui ) < .
i=1
b−a
i=1

Τότε, τα κλειστά ορθογώνια Ui × [a, b] ⊂ Rn+1 καλύπτουν το T = ∂B × [a, b] και


έχουν αθροιστικά όγκο < ε. Ανάλογα, για τα Aℓ , ℓ = 1, 2, επιλέγουμε για κάθε ε > 0
κλειστά ορθογώνια Viℓ ⊂ Rn , i ∈ N, με


∪ ∞
∑ ε
{x̄ ∈ B : fℓ ασυνεχής στο x̄} ⊂ Viℓ και v(Viℓ ) < .
i=1
b−a
i=1

Τότε, τα κλειστά ορθογώνια Viℓ × [a, b] ⊂ Rn+1 καλύπτουν το Aℓ , και έχουν αθροι-
στικά όγκο < ε. ΄Ετσι, αποδείξαμε ότι το M είναι Jordan-μετρήσιμο.

242
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Αφού, λοιπόν, το M είναι Jordan-μετρήσιμο με M ⊂ A × [a, b] ⊂ Rn+1 (βλ.


(4.23)), όπου A × [a, b] κλειστό ορθογώνιο, από την Παρατήρηση 4.1.12 (β’) έχουμε
ότι η συνάρτηση χM : Rn+1 → R είναι ολοκληρώσιμη επί του A × [a, b], και
∫ ∫
v(M) = 1= χM (x̄, y) d(x̄, y). (4.25)
M A×[a,b]

Όμως, για κάθε x̄ ∈ B, οι συναρτήσεις χM (x̄, ·) : [a, b] → R είναι ολοκληρώσιμες,


αφού {
1, y ∈ [f1 (x̄), f2 (x̄)],
χM (x̄, y) =
0, y ∈ [a, f1 (x̄)) ∪ (f2 (x̄), b]
(δηλ. κάθε χM (x̄, ·) : [a, b] → R έχει, το πολύ, δύο σημεία ασυνέχειας, τα f1 (x̄),
f2 (x̄), με μονοδιάστατο περιεχόμενο 0), και μάλιστα,
∫b ∫ f2 (x̄)
χM (x̄, y) dy = 1 dy = f2 (x̄) − f1 (x̄) ∀ x̄ ∈ B, (4.26)
a f1 (x̄)

ενώ, για κάθε x̄ ∈ A \ B, η συνάρτηση χM (x̄, ·) : [a, b] → R είναι η μηδενική και


άρα, είναι τετριμμένα ολοκληρώσιμη με
∫b
χM (x̄, y) dy = 0 ∀ x̄ ∈ A \ B. (4.27)
a

Συνεπώς, μπορούμε να εφαρμόσουμε το Θεώρημα του Fubini (στην κλασική του


μορφή, Θεώρημα 4.1.7), σύμφωνα με το οποίο
∫ ∫ (∫ b )
χM (x̄, y) d(x̄, y) = χM (x̄, y) dy dx̄, (4.28)
A×[a,b] A a

όπου από τις (4.26) και (4.27) έχουμε


∫ (∫ b ) ∫
χM (x̄, y) dy dx̄ = (f2 (x̄) − f1 (x̄)) dx̄. (4.29)
A a B

Από τις (4.25), (4.28) και (4.29) προκύπτει ο αποδεικτέος τύπος (4.22). 2

Παράδειγμα 4.1.4. Θέλουμε να υπολογίσουμε το περιεχόμενο (ή εμβαδό) ενός κλει-


στού κυκλικού δίσκου στον R2 κέντρου (x0 , y0 ) ∈ R2 και ακτίνας r ≥ 0
{ }
∆ := (x, y) ∈ R2 : (x − x0 )2 + (y − y0 )2 ≤ r2 . (4.30)

243
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Αφού

(y − y0 )2 ≤ r2 − (x − x0 )2

⇔ |y − y0 | ≤ r2 − (x − x0 )2
√ √
⇔ − r2 − (x − x0 )2 ≤ y − y0 ≤ r2 − (x − x0 )2
√ √
⇔ y0 − r2 − (x − x0 )2 ≤ y ≤ y0 + r2 − (x − x0 )2
για

(x − x0 )2 ≤ r2
⇔ |x − x0 | ≤ r
⇔ − r ≤ x − x0 ≤ r
⇔ x0 − r ≤ x ≤ x0 + r,
έχουμε
∆ = {(x, y) ∈ R2 : x ∈ B, f1 (x) ≤ y ≤ f2 (x)} (4.31)
με

B := [x0 − r, x0 + r],

f1 (x) := y0 − r2 − (x − x0 )2 ,

f2 (x) := y0 + r2 − (x − x0 )2 .

To B είναι ένα κλειστό ορθογώνιο στον R και άρα, Jordan-μετρήσιμο και οι f1 , f2 :


B → R είναι ολοκληρώσιμες, ως συνεχείς συναρτήσεις ορισμένες πάνω σε ένα συμπα-
γές και Jordan-μετρήσιμο υποσύνολο του Rn , με f1 (x) ≤ f2 (x) ∀ x ∈ B. Συνεπώς,
σύμφωνα με το προηγούμενο θεώρημα
∫ x0 +r ∫ x0 +r √
v(∆) = (f2 (x) − f1 (x)) dx = 2 r2 − (x − x0 )2 dx
x0 −r x0 −r
∫r √ ∫r √ ∫1 √
2
=2 r2 − t2 dt =4 r2 − t2 dt = 4r 1 − s2 ds = π r2 ,
−r 0 0

αφού
∫1 √ √ 1 ∫1
s2
1 − s2 ds = s 1 − s2 ds + √
0 1 − s2
s=0 0
∫1 √ ∫1 ∫ 1
1 1 1 1 1 π
=− 2
1 − s ds + √ ds = √ ds = arcsin s = .
0 0 1−s 2 2 0 1−s 2 2 s=0 4
∫r √
π
Παρατήρηση 4.1.14. Συγκρατούμε: r2 − t2 dt = r2 για r ≥ 0.
0 4

244
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Το επόμενο θεώρημα δίνει μια πολύ φυσιολογική μέθοδο υπολογισμού όγκων


Jordan-μετρήσιμων υποσυνόλων σε περισσότερες διαστάσεις, η οποία ήταν γνωστή
από την εποχή της Αναγέννησης και αποτελεί τον πυρήνα του Θεωρήματος Fubini.

Θεώρημα 4.1.13. (Αρχή του Cavalieri⁸)


Έστω M ⊂ Rn Jordan μετρήσιμο και τέτοιο, ώστε

(αʹ) το M βρίσκεται μεταξύ των υπερεπιπέδων x1 = a και x1 = b, δηλ. ισχύει


x1 ∈ [a, b] ∀ x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ M,
(βʹ) για κάθε ξ ∈ [a, b] η τομή του υπερεπιπέδου x1 = ξ με το M έχει το
(n − 1)-διάστατο περιεχόμενο Jordan q(ξ).
Τότε, η συνάρτηση q : [a, b] → R είναι ολοκληρώσιμη, και ισχύει
∫b
v(M) = q(ξ) dξ.
a

Απόδειξη. Αφού το M ⊂ Rn είναι Jordan-μετρήσιμο, και ισχύει το (α’), έχουμε


M ⊂ [a, b] × A με A ⊂ Rn−1 κλειστό ορθογώνιο και άρα, εξ ορισμού
∫ ∫
v(M) = 1= χM (x1 , x̄ ′ ) d(x1 , x̄ ′ ), x̄ ′ := (x2 , . . . , xn ).
M [a,b]×A

Από το (β’) έχουμε ότι τα σύνολα

Q(ξ) = {x̄ ′ ∈ Rn−1 : (ξ, x̄ ′ ) ∈ M}, ξ ∈ [a, b],

είναι Jordan-μετρήσιμα, και αφού για κάθε σταθερό ξ ∈ [a, b] ισχύει

x̄ ′ ∈ Q(ξ) ⇔ (ξ, x̄ ′ ) ∈ M ⊂ [a, b] × A ⇒ (ξ, x̄ ′ ) ∈ {ξ} × A ⇔ x̄ ′ ∈ A,

έχουμε Q(ξ) ⊂ A και άρα,



q(ξ) = v(Q(ξ)) = χQ(ξ) (x̄ ′ ) dx̄ ′ .
A

Όμως,
{ {
1, x̄ ′ ∈ Q(ξ) 1, (ξ, x̄ ′ ) ∈ M
χQ(ξ) (x̄ ′ ) = = = χM (ξ, x̄ ′ ),
0, x̄ ′ ∈ Rn−1 \ Q(ξ) 0, (ξ, x̄ ′ ) ∈ Rn \ M

και συνεπώς, ∫
q(ξ) = χM (ξ, x̄ ′ ) dx̄ ′ ∀ ξ ∈ [a, b].
A
Το συμπέρασμα προκύπτει, τώρα, άμεσα από το Θεώρημα του Fubini 4.1.7. 2
⁸Bonaventura Cavalieri, 1598 - 1647, I

245
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Παράδειγμα 4.1.5. Θέλουμε να υπολογίσουμε το περιεχόμενο (ή τον όγκο) μιας


κλειστής μπάλας στον R3 κέντρου (x0 , y0 , z0 ) ∈ Rn και ακτίνας r ≥ 0
{ }
M := (x, y, z) ∈ R3 : (x − x0 )2 + (y − y0 )2 + (z − z0 )2 ≤ r2 . (4.32)

Το M μπορεί να γραφεί στη μορφή (βλ. ανάλογα Παράδειγμα 4.1.4)


{ }
M = (x, y, z) ∈ R3 : (x, y) ∈ ∆, χ1 (x, y) ≤ z ≤ χ2 (x, y) (4.33)

με
{ }
∆ := (x, y) ∈ R2 : (x − x0 )2 + (y − y0 )2 ≤ r2 ,

χ1 (x, y) := z0 − r2 − (x − x0 )2 − (y − y0 )2 ,

χ2 (x, y) := z0 + r2 − (x − x0 )2 − (y − y0 )2 ,

όπου ∆ ⊂ R2 είναι ο κλειστός κυκλικός δίσκος του Παραδείγματος 4.1.4, ο οποίος,


όπως είδαμε, είναι Jordan-μετρήσιμος, και αφού οι χ1 , χ2 : ∆ → R είναι συνεχείς
επί του συμπαγούς ∆, και άρα ολοκληρώσιμες, σύμφωνα με το Πόρισμα 4.1.9 του
Κριτηρίου του Lebesgue, το M είναι Jordan-μετρήσιμο σύμφωνα με το Θεώρημα
4.1.12, και μάλιστα έχει όγκο
∫ √
v(M) = 2 r2 − (x − x0 )2 − (y − y0 )2 d(x, y).

Ενώ, όπως θα δούμε σε λίγο, μπορούμε να υπολογίσουμε το ολοκλήρωμα αυτό απευ-


θείας, μπορούμε να συντομεύσουμε τον υπολογισμό του χρησιμοποιώντας την Αρχή
του Cavalieri, αφού γνωρίζουμε ήδη ποιό είναι το εμβαδό ενός κυκλικού δίσκου.
Πιο συγκεκριμένα, αφού για y = y0 , z = z0 προκύπτει (x − x0 )2 ≤ r2 , η μπάλα
βρίσκεται μεταξύ των υπερεπιπέδων x = x0 − r και x = x0 + r, και η τομή της με
το υπερεπίπεδο x = ξ για ξ ∈ [x0 − r, x0 + r] είναι το σύνολο

Q(ξ) = {(y, z) ∈ R2 : (y − y0 )2 + (z − z0 )2 ≤ r2 − (ξ − x0 )2 },

δηλαδή
√ ένας κλειστός κυκλικός δίσκος στον R2 κέντρου (y0 , z0 ) ∈ R2 και ακτίνας
r − (ξ − x0 )2 ≥ 0. Συνεπώς, σύμφωνα με το προηγούμενο Παράδειγμα 4.1.4, το
2
Q(ξ) είναι Jordan-μετρήσιμο με περιεχόμενο q(ξ) = π (r2 − (ξ − x0 )2 ) για κάθε
ξ ∈ [x0 − r, x0 + r]. Άρα, σύμφωνα με την Αρχή του Cavalieri, ο όγκος της μπάλας
είναι
∫ x0 +r ∫ x0 +r
v(M) = q(ξ) dξ = π (r2 − (ξ − x0 )2 )dξ
x0 −r x0 −r
∫r ( t3 ) r 4π 3
= 2π (r2 − t2 )dt = 2π r2 t − = r .
0 3 t=0 3

246
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Στην πράξη, οι συχνότερες περιπτώσεις υπολογισμού πολλαπλών ολοκληρωμά-


των αφορούν συνεχείς συναρτήσεις, ορισμένες πάνω σε Jordan-μετρήσιμα και κλει-
στά (και άρα συμπαγή) υποσύνολα μιας ειδικής μορφής, που ονομάζονται κανονικά
χωρία. Επιπλέον, αφού, όπως είναι φυσικό, τις περισσότερες φορές καλούμαστε να
υπολογίσουμε διπλά ή τριπλά ολοκληρώματα, ιδιαίτερη σημασία έχουν τα διδιάστατα
και τριδιάστατα κανονικά χωρία. Πρότυπα παραδείγματα τέτοιων κανονικών χωρίων
είναι ο (διδιάστατος) κυκλικός δίσκος και η τριδιάστατη μπάλα, που ήδη εξετάσαμε.
Ξεκινάμε με τον ορισμό του διδιάστατου κανονικού χωρίου.
Ορισμός 4.1.12. Αν φ1 , φ2 : [a, b] → R συνεχείς με φ1 ≤ φ2 , ένα υποσύνολο
B ⊂ R2 της μορφής
B = {(x, y) ∈ R2 : a ≤ x ≤ b, φ1 (x) ≤ y ≤ φ2 (x)}
ονομάζεται κανονικό χωρίο ως προς τον άξονα 0x. Αντίστοιχα, αν ψ1 , ψ2 : [c, d] →
R συνεχείς με ψ1 ≤ ψ2 , ένα υποσύνολο C ⊂ R2 της μορφής
C = {(x, y) ∈ R2 : c ≤ y ≤ d, ψ1 (y) ≤ x ≤ ψ2 (y)}
ονομάζεται κανονικό χωρίο ως προς τον άξονα 0y.
Αν ένα υποσύνολο του R2 μπορεί να γραφεί και με τις δύο αυτές μορφές, δηλ.
B = C ⊂ R2 , τότε ονομάζεται κανονικό χωρίο ως προς τους άξονες 0x και 0y ή,
απλά, κανονικό χωρίο.
Παράδειγμα 4.1.6. Κλειστά ορθογώνια, κυκλικοί και γενικότερα ελλειπτικοί δίσκοι
είναι κανονικά χωρία ως προς τους άξονες 0x και 0y.
Πρόταση 4.1.17. Τα κανονικά χωρία B, C ⊂ R2 του Ορισμού 4.1.12 είναι Jordan-
μετρήσιμα και κλειστά (και άρα και συμπαγή).
Απόδειξη. Το ότι τα B, C του προηγούμενου ορισμού είναι Jordan-μετρήσιμα, προκύ-
πτει από το Θεώρημα 4.1.12, αφού τα κλειστά διαστήματα [a, b], [c, d] είναι Jordan-
μετρήσιμα ως κλειστά ορθογώνια του R, ενώ οι φ1 , φ2 και ψ1 , ψ2 είναι ολοκλη-
ρώσιμες ως συνεχείς συναρτήσεις ορισμένες επί συμπαγούς και Jordan-μετρήσιμου
συνόλου.
Προφανώς, ως Jordan-μετρήσιμα, τα B, C είναι και φραγμένα, ενώ το ότι είναι
κλειστά, προκύπτει από την κλειστότητα του [a, b] και τη συνέχεια των φ1 , φ2 .
Πράγματι, έστω ((xν , yν )) ⊂ B με (xν , yν ) → (x, y) ∈ R2 . Τότε, αφού (xν ) ⊂
[a, b] και xν → x, προκύπτει x ∈ [a, b], και αφού φ1 (xν ) ≤ yν ≤ φ2 (xν ) με
φ1 (xν ) → φ1 (x), yν → y, φ2 (xν ) → φ2 (x), έχουμε φ1 (x) ≤ y ≤ φ2 (x). Συνεπώς,
(x, y) ∈ B. Ανάλογα, φυσικά, προκύπτει και η κλειστότητα του C. 2

Πρόταση 4.1.18. Έστω B, C ⊂ R2 τα κανονικά χωρία του Ορισμού 4.1.12 και


f : B → R, g : C → R συνεχείς. Τότε, οι f, g είναι ολοκληρώσιμες, και ισχύουν οι
ισότητες
∫ ∫ b (∫ φ2 (x) )
f(x, y) d(x, y) = f(x, y) dy dx
B a φ1 (x)

247
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

και
∫ ∫ d (∫ ψ2 (y) )
g(x, y) d(x, y) = g(x, y) dx dy.
C c ψ1 (y)

Απόδειξη. Αφού τα B, C είναι συμπαγή και Jordan-μετρήσιμα και οι f, g είναι συ-


νεχείς, είναι και ολοκληρώσιμες, σύμφωνα με το Πόρισμα 4.1.9 του Κριτηρίου του
Lebesgue. Οι ισότητες αποδεικνύονται με χρήση του Θεωρήματος του Fubini. Θα
αποδείξουμε την ισότητα για την f. Η ισότητα για την g αποδεικνύεται ανάλογα.
Έστω m := min φ1 , M := max φ2 . Τότε B ⊂ A := [a, b] × [m, M]. Εξ ορισμού
(Ορισμός 4.1.10) ∫ ∫
f(x, y) d(x, y) = fB (x, y) d(x, y)
B A
με fB όπως στην (4.18), και αφού για κάθε x ∈ [a, b] υπάρχουν τα ολοκληρώματα
∫M ∫ φ2 (x)
fB (x, y) dy = f(x, y) dy
m φ1 (x)

προκύπτει άμεσα, από το Θεώρημα του Fubini 4.1.7, ο αποδεικτέος τύπος. 2

Πόρισμα 4.1.13. (Αλλαγή σειράς ολοκλήρωσης) Αν B = C ⊂ με B, C όπως στον R2


Ορισμό 4.1.12 ένα κανονικό χωρίο ως προς τους άξονες 0x και 0y και f : B → R
συνεχής, τότε,
∫ b (∫ φ2 (x) ) ∫ d (∫ ψ2 (y) )
f(x, y) dy dx = f(x, y) dx dy.
a φ1 (x) c ψ1 (y)

Παράδειγμα 4.1.7. Στο Παράδειγμα 4.1.5 είδαμε ότι ο όγκος της μπάλας M (4.32)
είναι ∫ √
v(M) = 2 r2 − (x − x0 )2 − (y − y0 )2 d(x, y),

όπου ∆ ο κλειστός κυκλικός δίσκος (4.30) του Παραδείγματος 4.1.4, ο οποίος είναι
ένα κανονικό χωρίο ως προς τον άξονα των x, αφού μπορεί να γραφεί στη μορφή
(4.31) με B = [x0 − r, x0 + r] και f1 , f2 : B → R συνεχή,
√ √
f1 (x) = y0 − r2 − (x − x0 )2 , f2 (x) = y0 + r2 − (x − x0 )2 .

Συνεπώς, σύμφωνα με την Πρόταση 4.1.18, ο όγκος της μπάλας είναι


∫ x0 +r (∫ y0 +√r2 −(x−x0 )2 √ )
v(M) = 2 √ r2 − (x − x0 )2 − (y − y0 )2 dy dx
x0 −r y0 − r2 −(x−x0 )2
∫ x0 +r (∫ √r2 −(x−x0 )2 √ )
=4 r2 − (x − x0 )2 − η2 dη dx
x0 −r 0

248
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

 √ 
∫r ∫ r2 −ξ2 √
=8  r2 − ξ2 − η2 dη dξ,
0 0

και από την Παρατήρηση 4.1.14 προκύπτει


∫r ( )
π( 2 ) π r3 4π 3
v(M) = 8 r − ξ2 dξ = 8 3
r − = r ,
0 4 4 3 3
όπως υπολογίσαμε και στο Παράδειγμα 4.1.5 με χρήση της Αρχής του Cavalieri.
Παρατήρηση 4.1.15. Η έννοια του κανονικού χωρίου γενικεύεται και σε περισσότερες
διαστάσεις, όπου αποδεικνύονται, με χρήση του Θεωρήματος του Fubini, προτάσεις
αντίστοιχες της Πρότασης 4.1.18.
Π.χ. στην τριδιάστατη περίπτωση, αν B ⊂ R2 συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο
και χ1 , χ2 : B → R συνεχείς με χ1 ≤ χ2 , τότε ένα υποσύνολο M ⊂ R3 της μορφής
M = {(x, y, z) ∈ R3 : (x, y) ∈ B, χ1 (x, y) ≤ z ≤ χ2 (x, y)}
ονομάζεται κανονικό χωρίο ως προς το επίπεδο 0xy, είναι συμπαγές και Jordan-
μετρήσιμο, και, αν f : M → R συνεχής, τότε, η f είναι ολοκληρώσιμη με
∫ ∫ (∫ χ2 (x,y) )
f(x, y, z) d(x, y, z) = f(x, y, z) dz d(x, y). (4.34)
M B χ1 (x,y)

Ειδικότερα, αν B ⊂ R2 είναι ένα κανονικό χωρίο ως προς τον άξονα 0x ή τον


άξονα 0y, όπως στον Ορισμό 4.1.12, έχουμε από την Πρόταση 4.1.18
∫ ∫ b (∫ φ2 (x) (∫ χ2 (x,y) ) )
f(x, y, z) d(x, y, z) = f(x, y, z) dz dy dx
M a φ1 (x) χ1 (x,y)

ή
∫ ∫ d (∫ ψ2 (y) (∫ χ2 (x,y) ) )
f(x, y, z) d(x, y, z) = f(x, y, z) dz dx dy,
M c ψ1 (y) χ1 (x,y)
αντίστοιχα.
Παράδειγμα 4.1.8. Η κλειστή τριδιάστατη μπάλα M (4.33) του Παραδείγματος 4.32
είναι ένα κανονικό χωρίο ως προς το επίπεδο (x, y), με όγκο

v(M) = 1 d(x, y, z)
M
∫ (∫ z0 +√r2 −(x−x0 )2 −(y−y0 )2 )
= √ 1 dz d(x, y)
∆ z0 − r2 −(x−x0 )2 −(y−y0 )2
∫ x0 +r (∫ y0 +√r2 −(x−x0 )2 (∫ z0 +√r2 −(x−x0 )2 −(y−y0 )2 ) )
= √ √ 1 dz dy dx,
x0 −r y0 − r2 −(x−x0 )2 z0 − r2 −(x−x0 )2 −(y−y0 )2

όπου ∆ ⊂ R2 το κανονικό χωρίο ως προς τον άξονα 0x (4.31) του κλειστού κυκλικού
δίσκου.

249
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

4.1.4 Ασκήσεις
Άσκηση 117. (αʹ) ∫Βρείτε ένα φραγμένο B ⊂ Rn μηδενικού μέτρου για το οποίο το
ολοκλήρωμα B 1 δεν υπάρχει.

(βʹ) Δείξτε ∫ότι, αν το B ⊂ Rn έχει μηδενικό μέτρο και είναι Jordan-μετρήσιμο, τότε
ισχύει B 1 = 0.

Άσκηση 118. Έστω A ⊂ Rn κλειστό ορθογώνιο και B ⊂ A. Δείξτε ότι


∑ ∑
B Jordan-μετρήσιμο ⇐⇒ ∀ ε > 0 ∃ P ∈ P (A) : v(S) − v(S) < ε,
S∈S1 S∈S2

όπου S1 := {S ∈ SP : S ∩ B ̸= ∅}, S2 := {S ∈ SP : S ⊂ B}.

Άσκηση 119. Έστω B ⊂ Rn Jordan-μετρήσιμο


∫ και ε > 0. Δείξτε ότι υπάρχει C ⊂ B
Jordan-μετρήσιμο και συμπαγές με B\C 1 < ε.

Άσκηση 120. (αʹ) Έστω B ⊂ Rn Jordan-μετρήσιμο και f : B → R ολοκληρώσιμη.


Δείξτε ότι intB Jordan-μετρήσιμο, f|intB ολοκληρώσιμη και
∫ ∫
f= f.
intB B

(βʹ) Έστω B ⊂ Rn Jordan-μετρήσιμο και ανοικτό, f : B → R ολοκληρώσιμη και


f̃ : B̄ → R μια φραγμένη επέκταση της f. Δείξτε ότι B̄ Jordan-μετρήσιμο, f̃
ολοκληρώσιμη και ∫ ∫
f̃ = f.
B̄ B

Άσκηση 121. Υπολογίστε τον όγκο του σώματος μεταξύ του επιπέδου z = x + y και
του ορθογωνίου [0, 1] × [0, 2]. [Λ: 3]

Άσκηση 122. Υπολογίστε τον όγκο του σώματος που φράσσεται από πάνω από το
παραβολοειδές z = x2 + y2 και από κάτω από το ορθογώνιο [0, 1] × [0, 1]. [Λ: 3
2
]

Άσκηση 123. Υπολογίστε τον όγκο του σώματος που βρίσκεται κάτω από την επι-
φάνεια z = xy2 + y3 και πάνω από το ορθογώνιο [0, 2] × [0, 2]. [Λ: 40
3 ]

x2 y2
Άσκηση 124. Υπολογίστε το εμβαδό του ελλειπτικού δίσκου + ≤ 1 (a, b > 0).
a2 b2
[Λ: πab]

x2 y2 z2
Άσκηση 125. Υπολογίστε τον όγκο του ελλειψοειδούς + + ≤ 1 (a, b, c >
a2 b2 c2
4
0). [Λ: 3 πabc]

250
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Άσκηση 126. Αλλάξτε τη σειρά ολοκλήρωσης στα ολοκληρώματα


∫1 ∫x ∫4 ∫2
f(x, y) dy dx, √ f(x, y) dy dx,
0 0 1 x
∫ π ∫ sin y ∫ 1 ∫ √1−y2
2
f(x, y) dx dy, f(x, y) dx dy.
0 0 0 1−y2

Άσκηση 127. Υπολογίστε τα ακόλουθα ολοκληρώματα και σχεδιάστε το πεδίο ολο-


κλήρωσης

(α) x2 y d(x, y), B το άνω μέρος του κυκλικού δίσκου
B
κέντρου (0, 0) και ακτίνας 2, [Λ: 64
15 ]

(β) (x + y2 ) d(x, y), B το τρίγωνο με γωνίες (0, 0), (1, 0), (0, 1), [Λ: 1
4]
∫B
(γ) (x2 + y2 ) d(x, y), B το τρίγωνο με γωνίες (0, 0), (1, 0), ( 21 , 12 ), [Λ: 1
12 ]
∫ B

(δ) xy d(x, y), B το χωρίο στο πρώτο τεταρτημόριο μεταξύ


B
της ευθείας y = x και της παραβολής y = x2 , [Λ: 24
1
]


(ε) x y d(x, y), B το χωρίο στο πρώτο τεταρτημόριο μεταξύ
B

των παραβολών y = x και y = x2 . [Λ: 556
]

Άσκηση 128. Υπολογίστε τον όγκο του τετραέδρου, που περικλείεται από τα τρία
2
επίπεδα συντεταγμένων και το επίπεδο z = 2 − 2x − y. [Λ: 3 ]
Άσκηση 129. Υπολογίστε τον όγκο του σώματος, που περικλείεται από το υπερβολικό
παραβολοειδές z = xy, το τρίγωνο με γωνίες (0, 0, 0), (1, 0, 0), (0, 1, 0) και το επίπεδο
1
x + y = 1. [Λ: 24 ]
Άσκηση 130. Υπολογίστε τον όγκο του σώματος μεταξύ των επιπέδων z = 0 και z =
x2 y2
αx + βy + γ, που φράσσεται από τον ελλειπτικό κύλινδρο a2
+ b2
≤ 1 (a, b > 0).
[Λ: π abγ]
Άσκηση 131. Υπολογίστε τον όγκο του σώματος που περικλείεται από το επίπεδο
xy και το τμήμα του παραβολοειδούς z = 1 − x2 − y2 , που βρίσκεται πάνω από το
επίπεδο αυτό. [Λ: π
2]

Άσκηση 132. Υπολογίστε το ολοκλήρωμα B (x2 + 3y2 + 1) d(x, y), όπου B, ο κυ-
κλικός δίσκος κέντρου (0, 0) και ακτίνας 2. [Λ: 32π]

sin x
Άσκηση 133. Υπολογίστε το ολοκλήρωμα d(x, y), όπου B, το τρίγωνο με
B x
γωνίες (0, 0), (1, 0), (1, 1). [Λ: 1 − cos 1]

251
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

4.1.5 Αλλαγή μεταβλητών


Θεώρημα 4.1.14. (Κανόνας Αλλαγής Μεταβλητών⁹)
Έστω A ⊂ Rn ανοικτό, ḡ : A → Rn 1 − 1 και συνεχώς διαφορίσιμη, όπου

ή det Dḡ(ȳ) > 0 ∀ ȳ ∈ A ή det Dḡ(ȳ) < 0 ∀ ȳ ∈ A, (4.35)

T ⊂ A Jordan-μετρήσιμο και συμπαγές και f : ḡ(T ) → R συνεχής.


Τότε, το ḡ(T ) ⊂ Rn είναι Jordan-μετρήσιμο και συμπαγές με ∂ḡ(T ) = ḡ(∂T ),
και ισχύει ∫ ∫
f(x̄) dx̄ = f(ḡ(ȳ)) | det Dḡ(ȳ)| dȳ. (4.36)
ḡ(T ) T

Ο τύπος (4.36) ισχύει και στην περίπτωση, που το det Dḡ μηδενίζεται ή η ḡ
δεν είναι 1 − 1 σε ένα υποσύνολο N ⊂ T μηδενικού περιεχομένου¹⁰.

Απόδειξη. Βλέπε στο τέλος της παραγράφου. 2

Οι κυριότερες αλλαγές μεταβλητών που απαντώνται στην πράξη είναι οι εξής.

Ομοπαραλληλικός μετασχηματισμός

ḡ : Rn → Rn , x̄ = ḡ(ȳ) = Aȳ + b̄, A ∈ Rn×m με det A ̸= 0, b̄ ∈ Rn .

Στην περίπτωση αυτή

Dḡ(ȳ) = A ∀ ȳ ∈ Rn και ȳ = ḡ−1 (x̄) = A−1 x̄ − A−1 b̄ ∀ x̄ ∈ Rn ,

και ο τύπος (4.36) παίρνει τη μορφή


∫ ∫
f(x̄) dx̄ = | det A| f(Aȳ + b̄) dȳ,
AT +b̄ T

όπου AT + b̄ = {Aȳ + b̄ : ȳ ∈ T }.
Αν A = I ∈ Rn×n ο μοναδιαίος πίνακας, η ḡ είναι μεταφορά, ενώ, αν b̄ = 0̄, η
ḡ είναι γραμμικός μετασχηματισμός.

Πολικές συντεταγμένες
( ) ( )
x r cos φ
ḡ : (0, ∞) × (0, 2π) =: Aπ → R2 , = ḡ(r, φ) = . (4.37)
y r sin φ

Στην περίπτωση αυτή


( )
cos φ −r sin φ
Dḡ(r, φ) = με det Dḡ(r, φ) = r > 0 ∀ (r, φ) ∈ Aπ
sin φ r cos φ
⁹ή Κανόνας Αντικατάστασης
¹⁰αλλά στο A \ N η ḡ είναι 1 − 1, και ισχύει η (4.35)

252
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

και
( ) (√ )
r x2 + y2
= ḡ−1 (x, y) = ∀ (x, y) ∈ ḡ(Aπ ) = R2 \ {(x, 0) : x ≥ 0},
φ ϕ(x, y)

όπου
 y

 arctan , x > 0, y > 0,

 x

 π

 , x = 0, y > 0,

2 y
ϕ(x, y) := π + arctan , x < 0, y ∈ R, (4.38)

 x

 3π

 , x = 0, y < 0,

 2

2π + arctan y , x > 0, y < 0,
x
( )
arctan : R → − π2,
π
2 , και ο τύπος (4.36) παίρνει τη μορφή
∫ ∫
f(x, y) d(x, y) = f(r cos φ, r sin φ) r d(r, φ),
ḡ(T ) T

και ειδικότερα, για T = [r1 , r2 ] × [φ1 , φ2 ] ⊂ Aπ


∫ ∫ φ2 ∫ r2
f(x, y) d(x, y) = f(r cos φ, r sin φ) r dr dφ (4.39)
ḡ(T ) φ1 r1

σύμφωνα με το Θεώρημα του Fubini και όπου στο επαναληπτκό ολοκλήρωμα δεξιά
μπορούμε να αλλάξουμε τη σειρά ολοκλήρωσης.

Παρατήρηση 4.1.16. Η επέκταση ḡE : R2 → R2 του μετασχηματισμού (4.37) πο-


λικών σε καρτεσιανές συντεταγμένες δεν είναι 1 − 1 στο κλειστό ορθογώνιο T0 =
[0, r0 ] × [0, 2π], αφού

ḡE (0, ϕ) = (0, 0) ∀ ϕ ∈ R και ḡE (r, 0) = ḡE (r, 2π) = (r, 0) ∀ r ∈ R.

Συνεπώς, για το T0 δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε τον Κανόνα Αλλαγής Μεταβλητών


4.1.14. Όμως, ο μετασχηματισμός από καρτεσιανές σε πολικές συντεταγμένες του
κλειστού κυκλικού δίσκου

∆0 = {(x, y) ∈ R2 : x2 + y2 ≤ r20 } = ḡE (T0 ), T0 = [0, r0 ] × [0, 2π],

είναι από τις συχνότερες και σημαντικότερες εφαρμογές του μετασχηματισμού αυτού!
Πράγματι, αποδεικνύεται ότι ο τύπος (4.39) ισχύει και στην περίπτωση αυτή:
Αν f : ∆0 → R συνεχής, τότε, αφού τα ∆0 ⊂ R2 και T0 ⊂ R2 είναι Jordan-
μετρήσιμα και συμπαγή και η ḡE : R2 → R2 συνεχής, υπάρχουν τα ολοκληρώματα
∫ ∫ 2π ∫ r0
f(x, y) d(x, y) και f(r cos φ, r sin φ) r dr dφ.
∆0 0 0

253
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Από την άλλη, για κάθε


T ′ := [ρ, r0 ] × [φ1 , φ2 ] με 0 < ρ < r0 , 0 < φ1 < φ2 < 2π
ισχύει, σύμφωνα με την (4.39),
∫ ∫ φ2 ∫ r0
f(x, y) d(x, y) = f(r cos φ, r sin φ) r dr dφ,
ḡ(T ′ ) φ1 ρ

και, μέσω του Θεωρήματος Μέσης Τιμής 4.1.11, βλέπουμε ότι


∫ ∫
lim f(x, y) d(x, y) = f(x, y) d(x, y),
(ρ,φ1 ,φ2 )→(0,0,2π) ḡ(T ′ ) ∆0

∫ φ2 ∫ r0
lim f(r cos φ, r sin φ) r dr dφ
(ρ,φ1 ,φ2 )→(0,0,2π) φ1 ρ
∫ 2π ∫ r0
= f(r cos φ, r sin φ) r dr dφ.
0 0
Συνεπώς,
∫ ∫ 2π ∫ r0
f(x, y) d(x, y) = f(r cos φ, r sin φ) r dr dφ.
∆0 0 0
Συγκρατούμε:
Για κλειστά ορθογώνια T = [r1 , r2 ] × [φ1 , φ2 ] ⊂ [0, ∞) × [0, 2π] και συνεχείς
συναρτήσεις f : ḡE (T ) → R με ḡE (r, φ) = (r cos φ, r sin φ) ισχύει
∫ ∫ φ 2 ∫ r2
f(x, y) d(x, y) = f(r cos φ, r sin φ) r dr dφ (4.40)
ḡE (T ) φ1 r1

και η σειρά ολοκλήρωσης στο επαναληπτικό ολοκλήρωμα δεν παίζει ρόλο.


Παράδειγμα 4.1.9. Σύμφωνα και με την προηγούμενη παρατήρηση μπορούμε να
χρησιμοποιήσουμε τον ομοπαραλληλικό (ως μεταφορά) και τον πολικό μετασχηματι-
σμό για να υπολογίσουμε το εμβαδό του κλειστού κυκλικού δίσκου
∆ := {(x, y) ∈ R2 : (x − x0 )2 + (y − y0 )2 ≤ r2 }
πολύ πιο απλά απ’ ότι στο Παράδειγμα 4.1.4, αφού για
∆ ∋ (x, y) 7→ (ξ, η) := (x − x0 , y − y0 ) ∈ ∆0 := {(ξ, η) ∈ R2 : ξ2 + η2 ≤ r2 }

και

[0, r] × [0, 2π] ∋ (r, φ) 7→ (ξ, η) := (r cos φ, r sin φ) ∈ ∆0


ισχύει
∫ ∫ ∫ 2π ∫ r
r2
v(∆) = 1 d(x, y) = 1 d(ξ, η) = ρ dρ dφ = 2π = π r2 .
∆ ∆0 0 0 2

254
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

   
x r cos φ
y =  r sin φ 
z z

y
y
r
φ
x    
x r cos φ
y =  r sin φ 
z 0
x

Σχήμα 4.5: Καρτεσιανές (x, y, z) και κυλινδρικές (r, φ, z) συντεταγμένες.

Κυλινδρικές συντεταγμένες
   
x r cos φ
ḡ : (0, ∞) × (0, 2π) × R =: Aκ → R3 , y = ḡ(r, φ, z) =  r sin φ  .
z z

Στην περίπτωση αυτή,


 
cos φ −r sin φ 0
Dḡ(r, φ, z) =  sin φ r cos φ 0 με det Dḡ(r, φ, z) = r > 0
0 0 1
∀ (r, φ, z) ∈ Aκ

255
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

και
  √ 
r x2 + y2
φ = ḡ−1 (x, y, z) =  ϕ(x, y)  , ϕ(x, y) όπως στην (4.38),
z z
∀ (x, y) ∈ ḡ(Aκ ) = R3 \ {(x, 0, z) : x ≥ 0, z ∈ R},

και ο τύπος (4.36) παίρνει τη μορφή


∫ ∫
f(x, y, z) d(x, y, z) = f(r cos φ, r sin φ, z) r d(r, φ, z),
ḡ(T ) T

και ειδικότερα, για T = [r1 , r2 ] × [φ1 , φ2 ] × [z1 , z2 ] ⊂ Aκ


∫ ∫ z2 ∫ φ2 ∫ r2
f(x, y, z) d(x, y, z) = f(r cos φ, r sin φ, z) r dr dφ dz (4.41)
ḡ(T ) z1 φ1 r1

όπου στο επαναληπτκό ολοκλήρωμα η σειρά ολοκλήρωσης δεν παίζει ρόλο.


Όπως στην Παρατήρηση 4.1.16 για πολικές συντεταγμένες, παίρνοντας το όριο
(r1 , φ1 , φ2 ) → (0, 0, 2π) και θέτοντας r2 = r0 στον τύπο (4.41), προκύπτει με
χρήση του Θεωρήματος Μέσης Τιμής 4.1.11 ότι για τον συμπαγή και Jordan-μετρήσιμο
(κανονικό χωρίο ως προς το επίπεδο (x, y)) κύλινδρο
{ }
K0 = (x, y, z) ∈ R3 : x2 + y2 ≤ r20 , z1 ≤ z ≤ z2 = ḡE (T0 ), (4.42)

όπου T0 = [0, r0 ] × [0, 2π] × [z1 , z2 ] και ḡE : R3 → R3 η επέκταση της ḡ, και κάθε
συνεχές f : K → R ισχύει
∫ ∫ z2 ∫ 2π ∫ r0
f(x, y, z) d(x, y, z) = f(r cos φ, r sin φ, z) r dr dφ dz. (4.43)
K0 z1 0 0

Συγκρατούμε:
Για κλειστά ορθογώνια T = [r1 , r2 ] × [φ1 , φ2 ] × [z1 , z2 ] ⊂ [0, ∞) × [0, 2π] × R
και συνεχείς συναρτήσεις f : ḡE (T ) → R με ḡE (r, φ) = (r cos φ, r sin φ, z) ισχύει
∫ ∫ z2 ∫ φ2 ∫ r2
f(x, y, z) d(x, y, z) = f(r cos φ, r sin φ, z) r dr dφ dz (4.44)
ḡE (T ) z1 φ1 r1

και η σειρά ολοκλήρωσης στο επαναληπτικό ολοκλήρωμα δεν παίζει ρόλο.

Παράδειγμα 4.1.10. Από την (4.43) προκύπτει, άμεσα, ότι ο όγκος του συμπαγούς
κυλίνδρου (4.42) είναι
∫ ∫ z2 ∫ 2π ∫ r0
v(K0 ) = 1 d(x, y, z) = r dr dφ dz = π (z2 − z1 ) r20 .
K0 z1 0 0

256
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

   
x r sin ϑ cos φ
y =  r sin ϑ sin φ 
z z r cos ϑ

ϑ
r y

x φ

   
x r sin ϑ cos φ
y =  r sin ϑ sin φ 
z 0

Σχήμα 4.6: Καρτεσιανές (x, y, z) και σφαιρικές (r, ϑ, φ) συντεταγμένες.

Σφαιρικές συντεταγμένες
   
x r sin ϑ cos φ
ḡ : (0, ∞) × (0, π) × (0, 2π) =: Aσ → R3 , y = ḡ(r, ϑ, φ) =  r sin ϑ sin φ  .
z r cos ϑ

Στην περίπτωση αυτή,


 
sin ϑ cos φ r cos ϑ cos φ −r sin ϑ sin φ
Dḡ(r, ϑ, φ) =  sin ϑ sin φ r cos ϑ sin φ r sin ϑ cos φ 
cos ϑ −r sin ϑ 0
με det Dḡ(r, ϑ, φ) = r2 sin ϑ > 0 ∀ (r, ϑ, φ) ∈ Aσ

και
 √ 
  x2 + y2 + z2
r  z 
 ϑ  = ḡ−1 (x, y, z) = arccos √ , ϕ(x, y) όπως στην (4.38),
 x2 + y 2 + z2 
φ
ϕ(x, y)
arccos : (−1, 1) → (0, π), ∀ (x, y, z) ∈ ḡ(Aσ ) = R3 \ {(x, 0, z) : x ≥ 0, z ∈ R},

257
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

και ο τύπος (4.36) παίρνει τη μορφή


∫ ∫
f(x, y, z) d(x, y, z) = f(r sin ϑ cos φ, r sin ϑ sin φ, r cos ϑ) r2 sin ϑ d(r, ϑ, φ),
ḡ(T ) T

και ειδικότερα, για T = [r1 , r2 ] × [ϑ1 , ϑ2 ] × [φ1 , φ2 ] ⊂ Aσ



f(x, y, z) d(x, y, z)
ḡ(T )
∫ φ2 ∫ ϑ2 ∫ r2
= f(r sin ϑ cos φ, r sin ϑ sin φ, r cos ϑ) r2 sin ϑ dr dϑ dφ
φ1 ϑ1 r1

όπου στο επαναληπτκό ολοκλήρωμα η σειρά ολοκλήρωσης δεν παίζει ρόλο.


Όπως και στις περιπτώσεις των πολικών και κυλινδρικών συντεταγμένων, παίρ-
νοντας στον προηγούμενο τύπο το όριο (r1 , ϑ1 , ϑ2 , φ1 , φ2 ) → (0, 0, π, 0, 2π), απο-
δεικνύεται ότι ο τύπος αυτός ισχύει και στα άκρα (εκτός του ∞) των διαστημάτων
που απαρτίζουν το Aσ .
Συγκρατούμε:
Για T = [r1 , r2 ] × [ϑ1 , ϑ2 ] × [φ1 , φ2 ] ⊂ [0, ∞) × [0, π] × [0, 2π] και συνεχές
f : ḡE (T ) → R με ḡE (r, ϑ, φ) = (r sin ϑ cos φ, r sin ϑ sin φ, r cos ϑ) ισχύει

f(x, y, z) d(x, y, z)
ḡE (T )
∫ φ2 ∫ ϑ2 ∫ r2
= f(r sin ϑ cos φ, r sin ϑ sin φ, r cos ϑ) r2 sin ϑ dr dϑ dφ (4.45)
φ1 ϑ1 r1

και η σειρά ολοκλήρωσης στο επαναληπτικό ολοκλήρωμα δεν παίζει ρόλο.

Παράδειγμα 4.1.11. Ο όγκος της κλειστής μπάλας


∫ ∫
v(M) = 1 d(x, y, z) = 1 d(ξ, η, ζ)
M M−(x0 ,y0 ,z0 )
∫ 2π ∫ π ∫ r
r3
= r2 sin ϑ dr dϑ dφ = 2π 2 ,
0 0 0 3
∫π
αφού 0 sin ϑ dϑ = − cos ϑ|π
ϑ=0 = − cos π + cos 0 = 2

Απόδειξη. (Θεωρήματος 4.1.14 Κανόνα Αλλαγής Μεταβλητών)


Α. Καταρχάς, θα αποδείξουμε ότι, αν η ḡ : A → Rn (A ⊂ Rn ανοικτό) είναι
1 − 1 και συνεχώς διαφορίσιμη, και det Dḡ(x̄) ̸= 0 ∀ x̄ ∈ A τότε, η εικόνα ḡ(T ) του
συμπαγούς και Jordan-μετρήσιμου T ⊂ A είναι συμπαγής και Jordan-μετρήσιμη με
∂ḡ(T ) = ḡ(∂T ).¹¹
¹¹Προφανώς, το A. αυτό δεν σχετίζεται άμεσα με τον Κανόνα Αλλαγής Μεταβλητής, και μπορεί να
χρησιμοποιηθεί ανεξάρτητα από αυτόν.

258
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Πράγματι, το ḡ(T ) είναι συμπαγές, σύμφωνα με το Θεώρημα 2.3.4, και από την
Πρόταση 1.3.7 έχουμε ∂T = T \ T ◦ και ∂ḡ(T ) = ḡ(T ) \ ḡ(T )◦ .
Έπειτα, αφού η ḡ είναι 1 − 1, έχουμε ḡ(T \ T ◦ ) = ḡ(T ) \ ḡ(T ◦ ).
Επίσης, σύμφωνα με το Θεώρημα Αντίστροφης Απεικόνισης, υπάρχουν για κάθε
ȳ ∈ ḡ(T ◦ ) ένα ε > 0, και ένα U ⊂ T ◦ με B(ȳ, ε) = ḡ(U) ⊂ ḡ(T ◦ ) ⊂ ḡ(T ), και
συνεπώς ḡ(T ◦ ) ⊂ ḡ(T )◦ .
Το Θεώρημα Αντίστροφης Απεικόνισης μπορεί να εφαρμοστεί, όμως, και στην
ḡ−1 : ḡ(A) → Rn (αφού το ḡ(A) είναι ανοικτό¹² και η ḡ−1 συνεχώς διαφορίσιμη
με αντιστρέψιμη παράγωγο σε κάθε ȳ ∈ ḡ(A)) και, με ακριβώς τον ίδιο συλλογισμό
όπως πριν, έχουμε ḡ−1 (ḡ(T )◦ ) ⊂ ḡ−1 (ḡ(T ))◦ = T ◦ και άρα, ḡ(T )◦ ⊂ ḡ(T ◦ ).
Από τα προηγούμενα, προκύπτει

ḡ(∂T ) = ḡ(T \ T ◦ ) = ḡ(T ) \ ḡ(T ◦ ) = ḡ(T ) \ ḡ(T )◦ = ∂ḡ(T ).

Αφού το T είναι Jordan-μετρήσιμο, το ∂T έχει μηδενικό περιεχόμενο και άρα, σύμ-


φωνα με την επόμενη πρόταση, και το ḡ(∂T ) = ∂ḡ(T ) θα έχει μηδενικό περιεχόμενο
και συνεπώς, το ḡ(T ) θα είναι Jordan-μετρήσιμο.
Πρόταση 4.1.19. Έστω A ⊂ Rn ανοικτό, ḡ : A → Rm , όπου m ≥ n, συνεχώς
διαφορίσιμη και N ⊂ A συμπαγές με μηδενικό περιεχόμενο. Τότε, και το ḡ(N) θα
έχει μηδενικό περιεχόμενο.

Απόδειξη. (α) Θα χρησιμοποιήσουμε το επόμενο, γενικότερα χρήσιμο, θεώρημα.


Θεώρημα 4.1.15. (Θεώρημα Μέσης Τιμής)
Έστω U ⊂ Rn ανοικτό, f̄ : U → Rm συνεχώς διαφορίσιμη και S := {x̄ + tη̄ : t ∈
[0, 1]} ⊂ U. Τότε,
∫1
f̄(x̄ + η̄) − f̄(x̄) = Df̄(x̄ + tη̄)dt η̄, (4.46)
0
όπου το ολοκλήρωμα της συνάρτησης με τιμές πίνακες νοείται ως ο πίνακας των
ολοκληρωμάτων των συναρτήσεων-στοιχείων της. Ειδικότερα, ισχύει

∥f̄(x̄ + η̄) − f̄(x̄)∥ ≤ M∥η̄∥, με M := max ∥Df̄(ȳ)∥, (4.47)


ȳ∈S

όπου η νόρμα του πίνακα ορίζεται στην (3.5).

Απόδειξη. Αν

f̄ = (f1 , . . . , fm )T και φj (t) := f̄j (x̄ + tη̄), t ∈ [0, 1], j = 1, . . . , m,

έχουμε, από το Θεμελιώδες Θεώρημα του Απειροστικού Λογισμού για συναρτήσεις


μίας πραγματικής μεταβλητής, τον Κανόνα της Αλυσίδας, και τον ορισμό του διανυ-
σματικού ολοκληρώματος στο Λήμμα 3.7.2,

fj (x̄ + η̄) − fj (x̄) = φj (1) − φj (0)


¹²για κάθε ȳ ∈ ḡ(A) υπάρχουν ε > 0 και U ⊂ A με B(ȳ, ε) = ḡ(U) ⊂ ḡ(A) και άρα, ḡ(A) ⊂ ḡ(A)◦

259
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

∫1
= φj′ (t)dt
0
∫1
= Dfj (x̄ + tη̄) · η̄dt
0
∫1
= Dfj (x̄ + tη̄)dt · η̄.
0

Αφού αυτό ισχύει για κάθε j = 1, . . . , m, προκύπτει η (4.46), και από αυτήν, η (4.47),
σύμφωνα με τον ορισμό της νόρμας πίνακα (3.5) και την τριγωνική ανισότητα του
Λήμματος 3.7.2. 2

(β) Για απλούστευση των επόμενων επιχειρημάτων, ξεκινάμε με την παρατήρηση


ότι ένα σύνολο n-διάστατου μηδενικού περιεχόμενου μπορεί να καλυφθεί, για κάθε
ε > 0 από έναν πεπερασμένο αριθμό n-διάστατων κλειστών κύβων (δηλ. κλειστών
ορθογωνίων με το ίδιο μήκος ακμής και στις n διαστάσεις) συνολικού περιεχομένου
< ε και κοινού μήκους ακμής, οι οποίοι είναι υποκύβοι μιας διαμέρισης ενός κλειστού
κύβου σε τέτοιους και άρα, επικαλύπτονται το πολύ στις πλευρές τους.
Αυτό προκύπτει ως εξής: Έστω N ⊂ Rn ένα σύνολο μηδενικού περιεχομένου και
J ⊂ Rn ένας κλειστός κύβος με N ⊂ J. Τότε, σύμφωνα με την Πρόταση 4.1.12,

χN = 0.
J

Από το ειδικότερο κριτήριο ολοκληρωσιμότητας του Riemann (Θεώρημα 4.1.2), προ-


κύπτει ότι για κάθε ε > 0 υπάρχει ένα δ > 0, έτσι ώστε, για κάθε διαμέριση P του J
με ∥P ∥ < δ, να ισχύει

sup χN |S · v(S) = U(χN , P) = U(χN , P) − L(χN , P) < ε.
S∈SP

Προφανώς, διαμερίζοντας κάθε ακμή του κύβου J σε m ίσα τμήματα, βρίσκουμε μία
διαμέριση λεπτότητας < δ του J σε υποκύβους με κοινό μήκος ακμής, η ένωση των
οποίων καλύπτει το N. Αν SP′ το σύνολο των υποκύβων S ∈ SP με S ∩ N ̸= ∅,
προκύπτει ∑

N⊂ S με v(S) < ε.
S∈SP′ S∈SP′

(γ) Ισχύει το ακόλουθο λήμμα.


Λήμμα 4.1.2. Αν το N ⊂ Rn έχει μηδενικό περιεχόμενο και η ḡ : N → Rm , όπου
m ≥ n, είναι Lipschitz-συνεχής, δηλ. υπάρχει L > 0 με

∥ḡ(x̄) − ḡ(ȳ)∥ ≤ L∥x̄ − ȳ∥ ∀ x̄, ȳ ∈ N, (4.48)

τότε, το ḡ(N) ⊂ Rm έχει μηδενικό περιεχόμενο.

260
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Απόδειξη. Θα χρησιμοποιήσουμε στα Rn και Rm τη νόρμα ∥ · ∥∞ , η οποία ως γνω-


στόν είναι ισοδύναμη με την Ευκλείδεια νόρμα ∥ · ∥.
Έστω ε > 0. Αφού το N έχει μηδενικό περιεχόμενο, θα υπάρχουν, σύμφωνα με
το (β), k ∈ N κλειστοί κύβοι ακμής μήκους 2r, όπου¹³ r ≤ 1,

Ui := {x̄ ∈ Rn : ∥x̄ − x̄i ∥∞ ≤ r}, i = 1, . . . , k,


οι οποίοι καλύπτουν το N ⊂ Rn και έχουν συνολικό περιεχόμενο < ε,


k ∑
k
N⊂ Ui και v(Ui ) = k(2r)n < ε. (4.49)
i=1 i=1


k
Αφού N = N ∩ Ui , ισχύει
i=1


k
ḡ(N) = ḡ(N ∩ Ui ). (4.50)
i=1

Έστω, τώρα, για κάθε i = 1, . . . , k κάποιο ȳi ∈ N ∩ Ui . Τότε έχουμε

∥x̄ − ȳi ∥∞ ≤ ∥x̄ − x̄i ∥∞ + ∥x̄i − ȳi ∥∞ ≤ 2r ∀ x̄ ∈ N ∩ Ui ,


και άρα, από την αντίστοιχη της (4.48) για τις νόρμες ∥ · ∥∞ (με L∞ > 0 αντί για L)

∥ḡ(x̄) − ḡ(ȳi )∥∞ ≤ 2L∞ r ∀ x̄ ∈ N ∩ Ui ,


που σημαίνει ότι το ḡ(N ∩ Ui ) περιέχεται στον m-διάστατo κλειστό κύβο με κέντρο
ḡ(ȳi ) και ακμή μήκους 4L∞ r και άρα, το ḡ(N) καλύπτεται σύμφωνα με την (4.50)
από k κλειστούς κύβους συνολικού περιεχομένου

k(4L∞ r)m = (22m−n Lm


∞ )r
m−n
k(2r)n ≤ (22m−n Lm n
∞ )k(2r) < (2
2m−n m
L∞ )ε,
όπου η πρoτελευταία ανισότητα προκύπτει, επειδή r ≤ 1 και m ≥ n και η τελευταία
από την (4.49). Αφού τα προηγούμενα ισχύουν για κάθε ε > 0, το ḡ(N) ⊂ Rm έχει
μηδενικό περιεχόμενο. 2

(δ) Με τα προηγούμενα συμπεράσματα είμαστε σε θέση τώρα να ολοκληρώσουμε


την απόδειξη της Πρότασης 4.1.19 και άρα, και του A. Όπως και στην απόδειξη του
Λήμματος 4.1.2, χρησιμοποιούμε και εδώ τη νόρμα ∥ · ∥∞ .
Αφού το N είναι ένα συμπαγές υποσύνολο του ανοικτού A ⊂ Rn , υπάρχουν
k ∈ N κλειστοί κύβοι με κέντρα κάποια x̄i ∈ N και ακμές μήκους 2ri > 0, οι οποίοι
καλύπτουν το N και περιέχονται στο A,


k
N⊂ Ui , Ui := {x̄ ∈ Rn : ∥x̄ − x̄i ∥∞ ≤ ri } ⊂ A, i = 1, . . . , k.
i=1

¹³(χωρίς βλάβη της γενικότητας)

261
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Πράγματι, αφού το A είναι ανοικτό, έχουμε μια ανοικτή κάλυψη του N από
( ε(x̄) )
B x̄, ⊂ B(x̄, ε(x̄)) ⊂ A, x̄ ∈ N,
2
και αφού το N είναι συμπαγές, καλύπτεται από κάποια

ε(x̄i )
B(x̄i , ri ) ⊂ B̄(x̄i , ri ) = Ui ⊂ A, ri = , i = 1, . . . , k.
2
Από το Θεώρημα Μέσης Τιμής 4.1.15, και αφού το Ui είναι κυρτό και συμπαγές,
έχουμε

∥ḡ(x̄) − ḡ(ȳ)∥ ≤ Mi ∥x̄ − ȳ∥ ∀ x̄, ȳ ∈ Ui , Mi := max ∥Dḡ(z̄)∥,


z̄∈Ui

και συνεπώς, η ḡ είναι Lipschitz-συνεχής στο N ∩ Ui , το οποίο έχει μηδενικό περιε-


χόμενο. Άρα, σύμφωνα με το Λήμμα 4.1.2, το ḡ(N ∩ Ui ) έχει μηδενικό περιέχομενο,
και συνεπώς, και το
( )

k ∪
k
ḡ(N) = ḡ N ∩ Ui = ḡ(N ∩ Ui ).
i=1 i=1

έχει μηδενικό περιεχόμενο. 2

Β. Υπό την προϋπόθεση ότι η ḡ είναι 1 − 1 και ότι η (4.35) ισχύει σε ολόκληρο
το A, έχουμε από τις υπόλοιπες προϋποθέσεις και το A. ότι τα ολοκληρώματα στα
αριστερά και στα δεξιά της ισότητας (4.36) είναι καλά ορισμένα, και μένει «μόνο»
να δείξουμε ότι είναι ίσα.
(α) Καταρχάς, θα δείξουμε ότι υπάρχει ένα ανοικτό B ⊂ Rn με T ⊂ B ⊂ A και
τέτοιο ώστε η Dḡ|B να είναι φραγμένη. Αυτό προκύπτει όπως στο A.(δ).
Πράγματι, αφού το T είναι συμπαγές και περιέχεται στο ανοικτό A, υπάρχει
ένας πεπερασμένος αριθμός κλειστών κύβων με κέντρα στο T , οι οποίοι περιέχονται
ολόκληροι μέσα στο A, και η ένωση B των αντίστοιχων ανοικτών κύβων καλύπτει το
T . Όμως, η Dḡ είναι συνεχής στο A και άρα, και στην συμπαγή (αφού πεπερασμένη)
ένωση των κλειστών κύβων, η οποία περιέχεται στο A. Συνεπώς, η Dḡ είναι φραγμένη
πάνω στην ένωση των κλειστών κύβων και άρα, και πάνω στην ένωση B των ανοικτών.
(β) Τώρα, θα δείξουμε ότι μπορούμε να διαμερίσουμε έναν κλειστό κύβο που
περιέχει το T τόσο λεπτά σε έναν πεπερασμένο αριθμό κύβων κοινού μήκους ακμής,
ώστε καθένας από αυτούς που τέμνει το T να περιέχεται ολόκληρος στο B.
Και πάλι, κατά αναλογία με το A.(δ), υπάρχει ένας πεπερασμένος αριθμός από
B(x̄i , ε(x̄i )) ⊂ B (πάντα ως προς τη νόρμα ∥ · ∥∞ ), i = 1, . . . , k, με x̄i ∈ T , έτσι
ώστε
( )

k
ε(x̄i ) ∪k
T ⊂ B x̄i , ⊂ B(x̄i , ε(x̄i )) ⊂ B.
i=1
3 i=1

262
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Έστω, τώρα, r := min{ε(x̄i ) : i = 1, . . . , k} και W ένας τυχαίος¹⁴ κλειστός κύβος


με μήκος ακμής ≤ r/3, ο οποίος τέμνει το T . Τότε, θα ισχύει W (⊂ B, αφού, ) αν
ȳ ∈ W ∩ T , τότε θα υπάρχει κάποιο i ∈ {1, . . . , k}, έτσι ώστε ȳ ∈ B x̄i , ε(3x̄i ) , και
άρα, αποκαλώντας x̄0 το κέντρο του W , θα ισχύει για κάθε x̄ ∈ W

r r r 2r
∥x̄ − x̄i ∥∞ ≤ ∥x̄ − x̄0 ∥∞ + ∥x̄0 − ȳ∥∞ + ∥ȳ − x̄i ∥∞ ≤ + + = < ε(x̄i ),
6 6 3 3
και συνεπώς, x̄ ∈ B(x̄i , ε(x̄i )) ⊂ B.
Έτσι, αν πάρουμε έναν κλειστό κύβο J ⊂ Rn με T ⊂ J και τον διαμερίσουμε
σε κλειστούς κύβους με ίδιο για όλους μήκος ακμής ≤ r/3, τότε, όσοι από αυτούς
τέμνουν το T (δηλ. τέτοιοι σαν τον W ) θα περιέχονται στο B.
(γ) Ως επόμενο βήμα, θα δείξουμε ότι ο τύπος (4.36) ισχύει, αν σε κάθε κλειστό
ορθογώνιο U ⊂ T ισχύει
∫ ∫
f(x̄)dx̄ = f(ḡ(ȳ))| det Dḡ(ȳ)|dȳ. (4.51)
ḡ(U) U

Έστω J ⊂ Rn ένας κλειστός κύβος που περιέχει το T , P μια διαμέριση του J σε


υποκύβους κοινού μήκους ακμής, R η ένωση όλων των υποκύβων που τέμνουν το ∂T ,
και S η ένωση όλων των υποκύβων που περιέχονται ολόκληροι στο εσωτερικό του T .
Έστω ε > 0. Τότε, σύμφωνα με το προηγούμενο (β) και το Α.(β) μπορούμε να
βρούμε μια τόσο λεπτή διαμέριση P, έτσι ώστε όλοι οι υποκύβοι που τέμνουν το ∂T
να περιέχονται εξ ολοκλήρου στο B και να έχουν συνολικό περιεχόμενο v(R) < ε.
Αφού T ⊂ R ∪ S και άρα, T \ S ⊂ R, ισχύει τότε και

v(T \ S) < ε. (4.52)

Σύμφωνα με το (α), η Dḡ είναι φραγμένη στο B, και από το Θεώρημα Μέσης Τιμής
4.1.15 προκύπτει ότι η ḡ είναι Lipschitz-συνεχής σε κάθε υποκύβο που τέμνει το ∂T ,
και μάλιστα, με τη σταθερά Lipschitz L := supȳ∈B ∥Dḡ(ȳ)∥ που είναι ανεξάρτητη
από τη διαμέριση P.
Συνεπώς, αν Ui , i = 1, . . . , k, όλοι οι υποκύβοι που τέμνουν το ∂T με κέντρα x̄i
και μήκος ακμής 2r > 0, έχουμε (βλ. και την ισοδυναμία (1.18) των ∥ · ∥ και ∥ · ∥∞ )

∥ḡ(x̄) − ḡ(x̄i )∥∞ ≤ nLr ∀ x̄ ∈ Ui ∀ i = 1, . . . , k,

και άρα, σύμφωνα με το Πόρισμα 4.1.12 και το Α.,


( ( k )) ( k ) ∑k
∪ ∪
v(ḡ(R)) = v ḡ Ui =v ḡ(Ui ) = v(ḡ(Ui ))
i=1 i=1 i=1
√ √ √
≤ k(2 nLr) = ( nL) v(R) < ( nL) ε,
n n n

¹⁴δηλ., εκτός από το μήκος της ακμής του, άσχετος με τα προηγούμενα

263
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

από το οποίο, αφού ḡ(T ) ⊂ ḡ(R ∪ S) = ḡ(R) ∪ ḡ(S) και άρα, ḡ(T ) \ ḡ(S) ⊂ ḡ(R),
προκύπτει και ότι ( ) √
v ḡ(T ) \ ḡ(S) < ( nL)n ε. (4.53)
Αν ισχύει η υπόθεση (4.51), προκύπτει από την Πρόταση 4.1.14 και το A., ότι
∫ ∫
f(x̄)dx̄ = φ(ȳ)dȳ, όπου φ(ȳ) := f(ḡ(ȳ))| det Dḡ(ȳ)|, ȳ ∈ T , (4.54)
ḡ(S) S

και άρα, με M := max{max |f|, max |φ|}, από το Θεώρημα 4.1.11 και τις εκτιμήσεις
(4.52) και (4.53),
∫ ∫

f(x̄)dx̄ − φ(ȳ)dȳ

ḡ(T ) T
∫ ∫ ∫ ∫

= f(x̄)dx̄ + f(x̄)dx̄ − φ(ȳ)dȳ − φ(ȳ)dȳ
ḡ(T )\ḡ(S) ḡ(S) T \S S
∫ ∫

≤ f(x̄)dx̄ + φ(ȳ)dȳ
ḡ(T )\ḡ(S) T \S

≤ M(( nL)n + 1)ε.
Αφού αυτό ισχύει για κάθε ε > 0 (με ανεξάρτητη σταθερά), προκύπτει η (4.36).
(δ) Τώρα, θα δείξουμε ότι ο τύπος (4.36) ισχύει για ḡ : A → Rn της μορφής
( )T
ḡ(ȳ) = ȳ ′ , g(ȳ) , ȳ = (ȳ ′ , yn ) ∈ A, ȳ ′ := (y1 , . . . , yn−1 ), (4.55)

όπου g : A → R συνεχώς διαφορίσιμη και, σύμφωνα με την (4.35),

∂g(ȳ)
det Dḡ(ȳ) = , ȳ ∈ A, (4.56)
∂yn
ή παντού θετική στο A, ή παντού αρνητική. Έτσι, η ḡ είναι και 1 − 1.
Σύμφωνα με το (γ), αρκεί να δείξουμε ότι η (4.51) ισχύει στο

U = U ′ × [an , bn ] ⊂ T , U ′ := [a1 , b1 ] × · · · × [an−1 , bn−1 ]. (4.57)

Πριν συνεχίσουμε, υπενθυμίζουμε τον Κανόνα Αλλαγής Μεταβλητής για μια συ-
νεχή συνάρτηση f : [a, b] → R και g : [α, β] → [a, b] 1 − 1 και επί, συνεχώς διαφο-
ρίσιμη με g ′ (y) ̸= 0 για κάθε y ∈ [α, β]. Σύμφωνα με αυτόν, ισχύει
∫ g(β) ∫β
f(x)dx = f(g(y))g ′ (y)dy,
g(α) α

με g(α) = a, g(β) = b, αν g ′ > 0, και g(α) = b, g(β) = a, αν g ′ < 0. Θέτοντας


I = [α, β], έχουμε g(I) = [a, b], και ο τύπος αυτός γράφεται ισοδύναμα
∫ ∫
f(x)dx = f(g(y))|g ′ (y)|dy, (4.58)
g(I) I

264
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

∫a ∫b ∫
αφού b f(x)dx = − a f(x)dx = − J f(x)dx, αν a < b και J = [a, b].
Επιστρέφοντας στην απόδειξή μας, ας υποθέσουμε ότι η μερική παράγωγος στην
(4.56) είναι παντού θετική στο A. Τότε, για κάθε σταθερό ȳ ′ ∈ U ′ η συνάρτηση

[an , bn ] ∋ yn 7→ g(ȳ ′ , yn ) (4.59)

είναι γνησίως αύξουσα με g(ȳ ′ , an ) < g(ȳ ′ , bn ), και η ḡ(U) γράφεται

ḡ(U) = {(ȳ ′ , xn ) ∈ Rn : ȳ ′ ∈ U ′ , g(ȳ ′ , an ) ≤ xn ≤ g(ȳ ′ , bn )}.


Αφού το U ′ είναι συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο και οι συναρτήσεις

U ′ ∋ ȳ ′ 7→ g(ȳ ′ , an ) και U ′ ∋ ȳ ′ 7→ g(ȳ ′ , bn )


είναι συνεχείς, το ḡ(U) είναι κανονικό χωρίο ως προς το υπερεπίπεδο 0y1 · · · yn−1
(βλ. Παρατήρηση 4.1.15) και, ως τέτοιο, συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο, και αφού η
f : ḡ(U) → R είναι συνεχής, είναι και ολοκληρώσιμη και ισχύει
∫ ∫ ∫ g(ȳ ′ ,bn )
f(x̄)dx̄ = f(ȳ ′ , xn )dxn dȳ ′ . (4.60)
ḡ(U) U ′ g(ȳ ′ ,an )

Εφαρμόζοντας για κάθε σταθερό ȳ ′ ∈ U ′ τον Κανόνα Αλλαγής Μεταβλητής (4.58)


για την [ ]
g(ȳ ′ , an ), g(ȳ ′ , bn ) ∋ xn → f(ȳ ′ , xn )
και την (4.59), προκύπτει
∫ ∫ ∫ bn
( ) ∂g(ȳ ′ , yn )
f(x̄)dx̄ = f ȳ ′ , g(ȳ ′ , yn ) dyn dȳ ′ (4.61)
ḡ(U) U ′ an ∂yn
και άρα, από τις (4.55) και (4.56) (με την ορίζουσα της παραγώγου παντού θετική)
και το Θεώρημα Fubini 4.1.7, ακολουθεί η
∫ ∫
f(x̄)dx̄ = f(ḡ(ȳ))| det Dḡ(ȳ)|dȳ,
ḡ(U) U

δηλ. η (4.51).
Αν η μερική παράγωγος στην (4.56) είναι παντού αρνητική, η συνάρτηση στην
(4.59) είναι γνησίως φθίνουσα, και συνεπώς, η (4.60), και άρα και η (4.61), ισχύουν,
αν η δεξιά πλευρά τους πολλαπλασιαστεί με −1, και, όπως πριν, προκύπτει η (4.51).
(ε) Πριν περάσουμε στο τελευταίο βήμα της απόδειξης του B., δηλαδή του τύπου
(4.36) στην περίπτωση που η ḡ είναι 1 − 1 και η (4.35) ισχύει σε ολόκληρο το A, θα
αποδείξουμε την επόμενη πρόταση, την οποία και θα χρειαστούμε.
Πρόταση 4.1.20. Έστω U ⊂ Rn , n ≥ 2, ανοικτό και ḡ = (g1 , . . . , gn ) : U → Rn
συνεχώς διαφορίσιμη με det Dḡ(x̄) ̸= 0 για κάθε x̄ ∈ U. Τότε, για κάθε x̄0 ∈ U
υπάρχουν μια ανοικτή περιοχή W ⊂ U του x̄0 και δύο συναρτήσεις

ψ̄ : W → Rn και ω̄ : ψ̄(W) → Rn
με τις ακόλουθες ιδιότητες:

265
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

(αʹ) το ψ̄(W) ⊂ Rn είναι ανοικτό,

(βʹ) οι ψ̄ και ω̄ είναι 1 − 1 και συνεχώς διαφορίσιμες,

(γʹ) υπό κατάλληλη αρίθμηση των συντεταγμένων των x̄ = (x1 , . . . , xn ), η ψ̄ κρα-


τάει αναλλοίωτη την τελευταία, xn , και η ω̄ τις n − 1 πρώτες, x1 , . . . , xn−1 ,

(δʹ) ḡ|W = ω̄ ◦ ψ̄.

Απόδειξη. Σύμφωνα με το Θεώρημα Αντίστροφης Συνάρτησης, υπάρχει μια ανοικτή


περιοχή U0 ⊂ U του x̄0 , έτσι ώστε η ḡ|U0 να είναι 1 − 1. Επίσης, κάποια από τις
υποορίζουσες της Dḡ(x̄0 ) που προκύπτουν από τις n − 1 πρώτες γραμμές, αν απα-
λείψουμε μία στήλη, θα πρέπει να είναι διάφορη από το 0, έστω αυτή που προκύπτει
από την απαλοιφή της τελευταίας στήλης. Θέτουμε

ψ̄0 (x̄) := (g1 (x̄), . . . , gn−1 (x̄), xn ) , x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ U.

Προφανώς, η ψ̄0 είναι συνεχώς διαφορίσιμη και, σύμφωνα με τα προηγούμενα, η


Dψ̄0 (x̄0 ) είναι αντιστρέψιμη. Εφαρμόζοντας πάλι το Θεώρημα Αντίστροφης Συνάρ-
τησης, έχουμε ότι υπάρχει μια ανοικτή περιοχή W ⊂ U0 του x̄0 , έτσι ώστε η

ψ̄ = (ψ1 , . . . , ψn ) := ψ̄0 |W : W → ψ̄(W)

να είναι 1 − 1 και επί του ανοικτού ψ̄(W) ⊂ Rn με συνεχώς διαφορίσιμη αντίστροφη

χ̄ = (χ1 , . . . , χn ) := ψ̄−1 : ψ̄(W) → W.

Θέτουμε

ω̄(x̄) := (x1 , . . . , xn−1 , gn (χ1 (x̄), . . . , χn−1 (x̄), xn )) , x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ ψ̄(W),

η οποία προφανώς είναι συνεχώς διαφορίσιμη, και αφού ισχύει


( ) ( )
χ̄ ψ̄(x̄) = x̄ ⇔ χi ψ̄(x̄) = xi ∀ i = 1, . . . , n ∀ x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ W,

προκύπτει, για κάθε x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ W ,


( ) ( ( ( ) ( ) ))
ω̄ ψ̄(x̄) = ψ1 (x̄), . . . , ψn−1 (x̄), gn χ1 ψ̄(x̄) , . . . , χn−1 ψ̄(x̄) , ψn (x̄)
= (g1 (x̄), . . . , gn−1 (x̄), gn (x1 , . . . , xn−1 , xn ))
= ḡ(x̄),

το οποίο συνεπάγεται και ότι, η ω̄ είναι 1 − 1, αφού η ḡ|W είναι 1 − 1. 2

(στ) Ερχόμαστε τώρα στο ουσιαστικότερο βήμα της απόδειξης του τύπου (4.36),
για γενικές συνεχώς διαφορίσιμες και 1 − 1 συναρτήσεις ḡ : A → Rn , που ικανο-
ποιούν τη συνθήκη (4.35) στο ανοικτό A ⊂ Rn . Σύμφωνα με το (γ), αρκεί, και εδώ,
να δείξουμε ότι η (4.51) ισχύει σε κλειστά ορθογώνια U ⊂ T .

266
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Η απόδειξη θα γίνει επαγωγικά ως προς n. Για n = 1 η (4.51) ισχύει, σύμφωνα


με την (4.58). Υποθέτουμε τώρα ότι η (4.51) ισχύει για n − 1 (n ≥ 2), και θα δείξουμε
ότι τότε, ισχύει και για n.
Σύμφωνα με την Πρόταση 4.1.20, υπάρχει, για κάθε x̄0 ∈ U ⊂ T ⊂ B, ένα
ανοικτό ορθογώνιο W ⊂ B με x̄0 ∈ W πάνω στο οποίο ισχύει ḡ = ω̄ ◦ ψ̄ και οι
ω̄, ψ̄ έχουν τις ιδιότητες που αναφέρονται στην πρόταση αυτή. Αφού αυτό ισχύει
για κάθε x̄0 ∈ U, έχουμε μια ανοικτή κάλυψη του U από τέτοια W , και αφού το
U είναι συμπαγές, υπάρχει μια πεπερασμένη κάλυψη του U από αυτά, έστω η Wj ,
j = 1, . . . , m. Επιλέγουμε, τώρα, μια διαμέριση του U σε κλειστά ορθογώνια Ui ,
i = 1, . . . , k, τόσο λεπτή, ώστε κάθε Ui να περιέχεται σε κάποιο Wj .¹⁵ Τότε, σε κάθε
Ui ισχύει ḡ|Ui = (ω̄j ◦ ψ̄j )|Ui , όπου οι ω̄j : ψ̄j (Wj ) → Rn , ψ̄j : Wj → Rn έχουν
τις ιδιότητες που αναφέρονται στην Πρόταση 4.1.20.
Θα δείξουμε ότι η (4.51) ισχύει πάνω σε αυτά τα Ui , i = 1, . . . , k. Τότε, θα ισχύει
και πάνω σε ολόκληρο το U, αφού αυτό είναι η ένωση των Ui , και το ḡ(U) είναι η
ένωση των ḡ(Ui ) (των οποίων τα εσωτερικά δεν επικαλύπτονται, βλ. και το A.) και
συνεπώς, η απόδειξη του (στ) και άρα, και του B. θα έχει ολοκληρωθεί.
Θεωρούμε, λοιπόν, στα επόμενα για κάποια i και j τα Ui , Wj , ω̄j και ψ̄j που
περιγράψαμε πιο πάνω, αλλά για λόγους αναγνωσιμότητας παραλείπουμε τους δεί-
κτες i και j. Θέλουμε να δείξουμε ότι για αυτά ισχύει η (4.51), γνωρίζοντας ότι η
τελευταία ισχύει στις διαστάσεις n − 1.
Έστω

U = U ′ × [an , bn ] ⊂ W = W ′ × (an − ε, bn + ε), ε > 0,

όπου U ′ κλειστό και W ′ ανοικτό ορθογώνια στον Rn−1 με U ′ ⊂ W ′ , και

ω̄(η̄) = (η̄ ′ , ωn (η̄)), η̄ ′ = (η1 , . . . , ηn−1 ), η̄ = (η̄ ′ , ηn ) ∈ ψ̄(W),


ψ̄(ȳ) = (g1 (ȳ), . . . , gn−1 (ȳ), yn ), ȳ ′ = (y1 , . . . , yn−1 ), ȳ = (ȳ ′ , yn ) ∈ W

συναρτήσεις με τις ιδιότητες της Πρότασης 4.1.20 και ειδικότερα, ḡ|W = ω̄ ◦ ψ̄.
Ορίζουμε, για κάθε σταθερό yn ∈ [an , bn ], τη συνάρτηση

h̄yn (ȳ ′ ) = (g1 (ȳ ′ , yn ), . . . , gn−1 (ȳ ′ , yn )) ∈ Rn−1 , ȳ ′ ∈ W ′ ,

H h̄yn είναι 1 − 1 (αφού η ψ̄ είναι 1 − 1) και συνεχώς διαφορίσιμη με

det Dh̄yn (ȳ ′ ) = det Dψ̄(ȳ ′ , yn ) ̸= 0 ∀ ȳ ′ ∈ W ′ , (4.62)

αφού
det Dḡ(ȳ) = det Dω̄(ψ̄(ȳ)) det Dψ̄(ȳ) ̸= 0 ∀ ȳ ∈ W, (4.63)
¹⁵Αυτό μπορεί να γίνει, αφού κάθε σημείο του U ανήκει σε κάποιο Wj . Συνεπώς, υπάρχει ένας κλειστός
κύβος στο Wj με κέντρο το σημείο, και η ένωση των αντίστοιχων ανοικτών κύβων καλύπτει το U. Αφού το U
είναι συμπαγές, επιλέγουμε μια πεπερασμένη κάλυψη του U από τέτοιους ανοικτούς κύβους και θεωρούμε
μια διαμέριση, για την οποία οι τομές των αντίστοιχων κλειστών κύβων με το U είναι υποορθογώνια ή
ένωση υποορθογωνίων.

267
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

και, αφού το W ′ ως ορθογώνιο είναι συνεκτικό, η det Dh̄yn : W ′ → R είναι ή


θετική ή αρνητική. Με αυτά, διαπιστώνουμε ότι η h̄yn ικανοποιεί τις υποθέσεις του
Θεωρήματος 4.1.14 για τη ḡ στη διάσταση n − 1. Θέτοντας

F(η̄ ′ , yn ) := f(ω̄(η̄ ′ , yn ))| det Dω̄(η̄ ′ , yn )|, η̄ ′ ∈ h̄yn (U ′ ),

η οποία είναι καλά ορισμένη και συνεχής, αφού

h̄yn (U ′ ) × {yn } = ψ̄(U ′ × {yn }) ⊂ ψ̄(U) ⊂ ψ̄(W), (ω̄ ◦ ψ̄)(U) = ḡ(U) ⊂ ḡ(T ),

προκύπτει από την ισχύ της (4.51) στη διάσταση n − 1 η ισότητα


∫ ∫
′ ′
F(η̄ , yn )dη̄ = F(h̄yn (ȳ ′ ), yn )| det Dh̄yn (ȳ ′ )|dȳ ′ ,
h̄yn (U ′ ) U′

η οποία, λόγω της (4.62) και αφού (h̄yn (ȳ ′ ), yn ) = ψ̄(ȳ ′ , yn ), γράφεται ισοδύναμα
∫ ∫
F(η̄ ′ , yn )dη̄ ′ = F(ψ̄(ȳ ′ , yn ))| det Dψ̄(ȳ ′ , yn )|dȳ ′ . (4.64)
h̄yn (U ′ ) U′

Αφού το h̄yn (U ′ ) ⊂ Rn−1 είναι συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο (βλ. A.), αυτό θα
ισχύει και για το¹⁶
h̄yn (U ′ ) × [an , bn ] = ψ̄(U) ⊂ Rn .
Επίσης, οι συναρτήσεις

F : ψ̄(U) → R και (F ◦ ψ̄)| det Dψ̄| = (f ◦ ḡ)| det Dḡ| : U → R

είναι συνεχείς.¹⁷ Συνεπώς, σύμφωνα με το Θεώρημα 4.1.7 του Fubini, προκύπτει από
την (4.64) ∫ ∫
F(η̄)dη̄ = f(ḡ(ȳ))| det Dḡ(ȳ)|dȳ,
ψ̄(U) U

όπου ∫ ∫ ∫
F(η̄)dη̄ = f(ω̄(η̄))| det Dω̄(η̄)|dη̄ = f(x̄)dx̄,
ψ̄(U) ψ̄(U) ḡ(U)

δηλ. η (4.51), με την απόδειξη της οποίας ολοκληρώνεται και η απόδειξη του B.
Η δεύτερη ισότητα στην τελευταία εξίσωση προκύπτει από το (δ), αφού το ψ̄(W)
είναι ανοικτό και περιέχει το συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο ψ̄(U) (βλ. Πρόταση
4.1.20, (4.63) και A.), η ω̄ : ψ̄(W) → Rn έχει την απαιτούμενη μορφή, είναι 1 − 1
και συνεχώς διαφορίσιμη με det Dω̄ : ψ̄(W) → R ή θετική ή αρνητική (βλ. Πρόταση
4.1.20 και (4.63), όπου W ορθογώνιο), και τέλος, ω̄(ψ̄(U)) = ḡ(U).
¹⁶Η συμπάγεια προκύπτει π.χ. από την Πρόταση 1.4.8 και η Jordan-μετρησιμότητα από το Θεώρημα
4.1.12.
¹⁷H ισότητα των δύο συναρτήσεων δεξιά, προκύπτει από τον ορισμό της F, την ισότητα ḡ|U = (ω̄ ◦ ψ̄)|U
και την (4.63).

268
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Γ. Θα δείξουμε ότι ο τύπος αλλαγής μεταβλητών (4.36) συνεχίζει να ισχύει, αν η ḡ


δεν είναι 1 − 1, ή η det Dḡ μηδενίζεται σε ένα σύνολο N ⊂ T μηδενικού περιεχομένου.
Έστω ε > 0. Τότε, μπορούμε να καλύψουμε το N με τους ανοικτούς κύβους Ui ,
i = 1, . . . , k, που περιέχονται στο ανοικτό B και έχουν συνολικό περιεχόμενο < ε.¹⁸
Αν R η ένωσή τους, τότε το S = T \ R είναι συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο (βλ.
Πρόταση 4.1.10), και ισχύει ο τύπος (4.36) με S αντί για T , δηλ. η (4.54). Επίσης,
αφού T \ S ⊂ R, έχουμε v(T \ S) < ε, που αντιστοιχεί στην (4.52). Τέλος, όπως στο
B.(γ), μετά την (4.52)¹⁹, προκύπτει


k
√ ∑
k

v(ḡ(T ) \ ḡ(S)) ≤ v(ḡ(R)) ≤ v(ḡ(Ui )) ≤ ( nL)n v(Ui ) < ( nL)n ε,
i=1 i=1

δηλ. η (4.53). Συνεχίζοντας ακριβώς όπως μετά την (4.54), προκύπτει ο τύπος (4.36).
2

4.1.6 Ασκήσεις
Άσκηση 134. Ερμηνεύστε το αποτέλεσμα του Παραδείγματος 4.1.10 μέσω της Αρχής
του Cavalieri και υπολογίστε τον όγκο ενός κυλίνδρου
{ }
K = (x, y, z) ∈ R3 : (x − x0 )2 + (y − y0 )2 ≤ r20 , z1 ≤ z ≤ z2

με τρείς τρόπους:
(αʹ) μέσω της Αρχής του Cavalieri,

(βʹ) μέσω ενός μετασχηματισμού μεταφοράς του K στον K0 της (4.42),

(γʹ) ερμηνεύοντας τον K ως κανονικό χωρίο ως προς το επίπεδο 0xy και χρησιμο-
ποιώντας τον τύπο (4.34).
Βεβαιωθείτε, κάθε φορά, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του τύπου που χρησιμο-
ποιείτε.
x2 y2
Άσκηση 135. Υπολογίστε το εμβαδό του ελλειπτικού δίσκου + ≤ 1 (a, b > 0)
a2 b2
με χρήση πολικών συντεταγμένων και ενός γραμμικού μετασχηματισμού. Συγκρίνετε
το αποτέλεσμα με αυτό της Άσκησης 124.
x2 y2 z2
Άσκηση 136. Υπολογίστε τον όγκο του ελλειψοειδούς + + ≤ 1 (a, b, c >
a2 b2 c2
0) με χρήση σφαιρικών συντεταγμένων και ενός γραμμικού μετασχηματισμού. Συ-
γκρίνετε το αποτέλεσμα με αυτό της Άσκησης 125.
¹⁸Σύμφωνα με το Β.(β), κάθε κλειστός κύβος που τέμνει το T και έχει μήκος ακμής < c περιέχεται στο
B. Σύμφωνα με το A.(β), μπορούμε να καλύψουμε το N με κλειστούς υποκύβους μήκους ακμής < δ και
συνολικού περιεχομένου < ε/2n μιας διαμέρισης ενός κύβου που περιέχει το T . Επιλέγουμε μια τέτοια
διαμέριση λεπτότητας < min{c/2, δ} και αντικαθιστούμε τους κλειστούς κύβους που καλύπτουν το N με
τους αντίστοιχους ανοικτούς ίδιου κέντρου και διπλού μήκους ακμής.
¹⁹οι «υποκύβοι που τέμνουν το ∂T » είναι στην περίπτωσή μας τα Ui , i = 1, . . . , k

269
4.1. ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Άσκηση 137. Έστω B ⊂ R3 το άνω μέρος της μπάλας


∫ με κέντρο την αρχή των
αξόνων και ακτίνα R ≥ 0. Υπολογίστε το ολοκλήρωμα z d(x, y, z).
B
Άσκηση 138. Έστω Σ η τομή του κυλίνδρου x2 + y2 ≤ R2 με τη μπάλα x2 + y2 +
z2 ≤ 4R2 . Υπολογίστε τον όγκο του Σ.
Άσκηση 139. Έστω Hα η τομή του κυλίνδρου x2 + y2 ≤ Rx με το άνω(μέρος )
( z ≥ 0)
της μπάλας x2 + y2 + z2 ≤ R2 . Υπολογίστε τον όγκο του Hα . [Λ: 1 4 3
3 π− 3 R ]
2 2
2 + b2 ≤ 1 (a, b > 0) αποκόπτει από το
x y
Άσκηση 140. Ο ελλειπτικός κύλινδρος a
x2 y2 z2
ελλειψοειδές 2
+ 2 + 2 ≤ 1 (a, b, c > 0) ένα σώμα Σε . Υπολογίστε τον όγκο
a b c
του Σε και συγκρίνετε το αποτέλεσμα με αυτό της Άσκησης 138.
Άσκηση 141. Έστω B ⊂ R3 το σώμα που περικλείεται από το ελλειπτικό παραβο-
λοειδές z = x2 + y2 και το επίπεδο z = 1. Υπολογίστε το ολοκλήρωμα
∫ √
x2 + y2 d(x, y, z).
B

Άσκηση 142. Έστω B ⊂ R3 το σώμα που περικλείεται από τα επίπεδα x = 0,


y = 0, z = 1 και το τμήμα του ελλειπτικού παραβολοειδούς z = x2 + y2 που
∫ στο πρώτο τεταρτημόριο x + y ≤ 1, x ≥ 0,
βρίσκεται πάνω από τον κυκλικό δίσκο 2 2

y ≥ 0. Υπολογίστε το ολοκλήρωμα xyz d(x, y, z).


B
Άσκηση 143. Έστω B ⊂ R3 η μπάλα
∫ με κέντρο την αρχή των αξόνων και ακτίνα
R ≥ 0. Υπολογίστε το ολοκλήρωμα ∥(x, y, z)∥ d(x, y, z).
B
2 2
Άσκηση 144. Θεωρώντας τα ολοκληρώματα της συνάρτησης e−(x +y ) , (x, y) ∈ R2 ,
πάνω από τα [−R, R] × [−R, R] και B̄((0, 0), R) για κάθε R > 0, δείξτε ότι
∫∞ √
−x2 π
e dx = .
0 2
Λύση. Για τις συναρτήσεις
∫ ∫
2 +y2 ) 2 +y2 )
f(R) = e−(x d(x, y), g(R) = e−(x d(x, y)
B̄((0,0),R) [−R,R]2

έχουμε
∫R ( )
2 2
f(R) = 2π e−r rdr = π 1 − e−R
0
και (∫ )2
R
−x2

f(R) ≤ g(R) = 4 e dx ≤ f( 2R),
0
από το οποίο για R → ∞ προκύπτει το αποδεικτέο.

270
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

4.2 Επικαμπύλια ολοκληρώματα


4.2.1 Επικαμπύλια ολοκληρώματα διανυσματικών πεδίων
Ορισμός 4.2.1. Έστω γ̄ : [α, β] → Rn με α, β ∈ R, α < β, μια C1 -καμπύλη και
f̄ : γ̄([α, β]) → Rn ένα συνεχές διανυσματικό πεδίο. Τότε, ο πραγματικός αριθμός
∫ ∫β
f̄ · dx̄ := f̄(γ̄(t)) · γ̄ ′ (t)dt (4.65)
γ̄ α

ονομάζεται (επικαμπύλιο) ολοκλήρωμα του f̄ κατά μήκος της γ̄.


Συμβολισμός. Πολλές φορές, ιδίως όταν έχουμε συγκεκριμένα διανυσματικά πεδία,
χρησιμοποιούμε για το ολοκλήρωμα (4.65) του f̄ κατά μήκος της γ̄ και τον συμβολισμό

f̄(x̄) · dx̄.
γ̄

Επίσης, αν f̄ = (f1 , . . . , fn ), χρησιμοποιούνται συχνά και οι συμβολισμοί


∫ ∫
f1 dx1 + · · · + fn dxn και f1 (x̄)dx1 + · · · + fn (x̄)dxn .
γ̄ γ̄

Παρατήρηση 4.2.1. Υπενθυμίζουμε ότι η καμπύλη γ̄ = (γ1 , . . . , γn ) : [α, β] → Rn


είναι εξ ορισμού συνεχής, δηλ. κάθε συνιστώσα της, γi : [α, β] → R, i = 1, . . . , n,
είναι συνεχής. Η γ̄ ονομάζεται συνεχώς διαφορίσιμη, αν οι συνιστώσες της είναι συνε-
χώς διαφορίσιμες, όπου μια g : [α, β] → R ονομάζεται συνεχώς διαφορίσιμη, αν είναι
διαφορίσιμη στο [α, β] (με τις πλευρικές παραγώγους στα α, β), και η g ′ : [α, β] → R
είναι συνεχής. Ισοδύναμα, η g είναι συνεχώς διαφορίσιμη, αν είναι συνεχής, συνεχώς
διαφορίσιμη στο (α, β), και η παράγωγός της επεκτείνεται συνεχώς στα α, β. Μία
συνεχώς διαφορίσιμη καμπύλη ονομάζεται και C1 -καμπύλη.
Παρατήρηση 4.2.2. Να προσεχθεί ότι οι προϋποθέσεις για τα γ̄ και f̄ στον πιο
πάνω ορισμό είναι τέτοιες, ώστε το ολοκλήρωμα στα δεξιά του (4.65) να είναι καλά
ορισμένο (δηλ. να υπάρχει στο R), το οποίο ισχύει, αφού η ολοκληρωτέα συνάρτηση
είναι συνεχής. Φυσικά, αυτές οι προϋποθέσεις μπορούν να εξασθενισθούν, ως ένα
βαθμό.
Παράδειγμα 4.2.1. Έστω η καμπύλη

γ̄(t) = (r cos t, r sin t), t ∈ [α, β], r > 0,


και τα διανυσματικά πεδία

f̄(x, y) = (−y, x), ḡ(x, y) = (x, y), (x, y) ∈ R2 . (4.66)

Τότε, έχουμε
∫ ∫
f̄ · d(x, y) = (−y, x) · d(x, y)
γ̄ γ̄

271
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

∫β
= (−r sin t, r cos t) · (−r sin t, r cos t)dt
α
∫β
= r2 dt
α
2
= r (β − α)

και
∫ ∫
ḡ · d(x, y) = (x, y) · d(x, y)
γ̄ γ̄
∫β
= (r cos t, r sin t) · (−r sin t, r cos t)dt
α
∫β
= 0dt
α
= 0.

Παράδειγμα 4.2.2. Έστω η καμπύλη

γ̄(t) = tv̄ ∈ Rn , t ∈ [α, β],

και το διανυσματικό πεδίο

f̄(x̄) = x̄, x̄ ∈ Rn .

Τότε, έχουμε
∫ ∫ ∫β
β2 − α2
f̄ · dx̄ = x̄ · dx̄ = tv̄ · v̄dt = ∥v̄∥2 .
γ̄ γ̄ α 2

Από τον τρόπο ορισμού του επικαμπυλίου ολοκληρώματος (4.65), δηλ. μέσω του
ορισμένου ολοκληρώματος μιας συνεχούς πραγματικής συνάρτησης μίας ανεξάρτητης
πραγματικής μεταβλητής, προκύπτουν από τη θεωρία ολοκλήρωσης τέτοιων συναρ-
τήσεων, άμεσα, οι ακόλουθες ιδιότητες του επικαμπυλίου ολοκληρώματος διανυσμα-
τικού πεδίου.

Πρόταση 4.2.1. (Ιδιότητες επικαμπυλίου ολοκληρώματος διανυσματικού πεδίου)


Έστω γ̄ = γ̄1 ⊕ γ̄2 : [α, β] → Rn μια C1 -καμπύλη, f̄, ḡ : γ̄([α, β]) → Rn συνεχείς
και λ, µ ∈ R. Τότε,
∫ ∫ ∫
(αʹ) (λf̄ + µḡ) · dx̄ = λ f̄ · dx̄ + µ ḡ · dx̄,
γ̄ γ̄ γ̄
∫ ∫ ∫
(βʹ) f̄ · dx̄ = f̄ · dx̄ + f̄ · dx̄,
γ̄1 ⊕γ̄2 γ̄1 γ̄2

272
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ



(γʹ) f̄ · dx̄ ≤ ∥f̄∥∞ L(γ̄), όπου ∥f̄∥∞ := max {∥f̄(x̄)∥ : x̄ ∈ γ̄([α, β])}.
γ̄

Απόδειξη. Με τα προηγούμενα σχόλια, η απόδειξη αφήνεται ως άσκηση. Ειδικότερα,


η εκτίμηση (γʹ) προκύπτει με χρήση της ανισότητας Cauchy-Schwarz (1.10). 2

Η σημαντικότερη ιδιότητα των επικαμπυλίων ολοκληρωμάτων διανυσματικών πε-


δίων είναι ότι η τιμή τους εξαρτάται από τον προσανατολισμό. Πιο συγκεκριμένα:

Πρόταση 4.2.2. Έστω η C1 -καμπύλη γ̄ : [α, β] → Rn και f̄ : γ̄([α, β]) → Rn


συνεχής. Τότε το επικαμπύλιο ολοκλήρωμα της f̄ κατά μήκος της αντίστροφης γ̄−
της γ̄ έχει την τιμή ∫ ∫
f̄ · dx̄ = − f̄ · dx̄.
γ̄− γ̄

Απόδειξη. Από τον Oρισμό 3.7.7 της αντίστροφης καμπύλης και τον Ορισμό 4.2.1 του
επικαμπυλίου ολοκληρώματος έχουμε
∫ ∫β
f̄ · dx̄ = f̄(γ̄− (t)) · (γ̄− ) ′ (t)dt
γ̄− α
∫β
=− f̄(γ̄(α + β − t)) · γ̄ ′ (α + β − t)dt
α
∫β
=− f̄(γ̄(τ)) · γ̄ ′ (τ)dτ
∫ α

=− f̄ · dx̄
γ̄

Εκτός, όμως, από την πιθανή αντιστροφή του προσανατολισμού κατά τη χρήση
παραμετρικών μετασχηματισμών, κατά τα άλλα το επικαμπύλιο ολοκλήρωμα δια-
νυσματικού πεδίου είναι ανεξάρτητο από τη χρησιμοποιούμενη παραμετρικοποίηση.
Ειδικότερα, ισχύει η επόμενη πρόταση.

Πρόταση 4.2.3. Έστω γ̄ : [α, β] → Rn μια C1 -καμπύλη, f̄ : γ̄([α, β]) → Rn


ένα συνεχές διανυσματικό πεδίο και φ : [A, B] → [α, β] ένας C1 -παραμετρικός
μετασχηματισμός που διατηρεί τον προσανατολισμό. Τότε, η γ̄ ◦ φ : [A, B] → Rn
είναι μια C1 -καμπύλη, και ισχύει
∫ ∫
f̄ · dx̄ = f̄ · dx̄.
γ̄◦φ γ̄

Απόδειξη. Η συνεχής διαφορισιμότητα της γ̄ ◦ φ προκύπτει μέσω του Κανόνα της


Αλυσίδας από τη συνεχή διαφορισιμότητα των γ̄ και φ. Συνεπώς, το επικαμπύλιο
ολοκλήρωμα της f̄ κατά μήκος της γ̄ ◦ φ υπάρχει, και η ισότητα προκύπτει από τον

273
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

ορισμό του και τον Κανόνα Αλλαγής Μεταβλητής για πραγματικές συναρτήσεις μιας
πραγματικής μεταβλητής, αφού
∫ ∫B
( )
f̄ · dx̄ = f̄ (γ̄ ◦ φ)(τ) · (γ̄ ◦ φ) ′ (τ)dτ
γ̄◦φ A
∫ φ(β)
= (f̄ ◦ γ̄)(φ(τ)) · γ̄ ′ (φ(τ))φ ′ (τ)dτ
φ(α)
∫β
= f̄(γ̄(t)) · γ̄ ′ (t)dt
∫α
= f̄ · dx̄.
γ̄

Παρατήρηση 4.2.1. Από το συνδυασμό των Προτάσεων 4.2.2 και 4.2.3 προκύπτει ότι,
δοθείσης μιας απλής ή απλής κλειστής C1 -καμπύλης C ⊂ Rn (δηλ. ενός C ⊂ Rn ,
το οποίο μπορεί να παραμετρικοποιηθεί μέσω μιας απλής ή απλής κλειστής C1 -
καμπύλης γ̄ : [α, β] → Rn , έτσι ώστε γ̄([α, β]) = C) και ενός προσανατολισμού της
(δηλ. της κατεύθυνσης κατά την οποία η γ̄ διατρέχει την C), μπορούμε να ορίσουμε
το (επικαμπύλιο) ολοκλήρωμα του f̄ κατά μήκος της C ⊂ Rn με τον δεδομένο
προσανατολισμό ως το ολοκλήρωμα του f̄ κατά μήκος της γ̄,
∫ ∫
f̄ · dx̄ := f̄ · dx̄.
C γ̄

Βλ. και την Παρατήρηση 3.7.10 και την C3 στο Παράδειγμα 4.2.4.

Παράδειγμα 4.2.3. Η καμπύλη γ̄ του Παραδείγματος 4.2.1 έχει αντίστροφη καμπύλη


την
( )
γ̄− (t) = γ̄(α + β − t) = r cos(α + β − t), r sin(α + β − t) , t ∈ [α, β].

Επίσης, για α > 0 μπορούμε να αναπαραμετρικοποιήσουμε την C = γ̄([α, β]) ⊂ R2


ως
( ) √ √ ([√ √ ])
ζ̄(t) = γ̄(t2 ) = r cos(t2 ), r sin(t2 ) , t ∈ [ α, β], με ζ̄ α, β = C.

Τότε, έχουμε για τα διανυσματικά πεδία (4.66) του παραδείγματος,



(−y, x) · d(x, y)
γ̄−
∫β
( ) ( )
= − r sin(α+β−t), r cos(α+β−t) · r sin(α+β−t), −r cos(α+β−t) dt
α
∫β
=− r2 dt
α

274
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

= −r2 (β − α)

και

(x, y) · d(x, y)
γ̄−
∫β
( ) ( )
= r cos(α+β−t), r sin(α+β−t) · r sin(α+β−t), −r cos(α+β−t) dt
α
= 0.

Συγκρίνοντας τα αποτελέσματα αυτά με εκείνα του Παραδείγματος 4.2.1, επιβε-


βαιώνεται η Πρόταση 4.2.2, ότι, δηλαδή, όταν αντιστρέφεται ο προσανατολισμός της
καμπύλης, το επικαμπύλιο ολοκλήρωμα ενός διανυσματικού πεδίου αλλάζει πρόσημο.
Επίσης, έχουμε

(−y, x) · d(x, y)
ζ̄
∫ √β
( ) ( )
= √ − r sin(t2 ), r cos(t2 ) · − r sin(t2 )2t, r cos(t2 )2t dt
α
∫√ β
= r2 √ 2tdt
α

= r2 (β − α)

και

(x, y) · d(x, y)
ζ̄
∫ √β
( ) ( )
= √ r cos(t2 ), r sin(t2 ) · − r sin(t2 )2t, r cos(t2 )2t dt
α
= 0,

και, συγκρίνοντας με τα αποτελέσματα του Παραδείγματος 4.2.1, επιβεβαιώνεται η


Πρόταση 4.2.3, που ισχυρίζεται ότι κάτω από C1 -παραμετρικούς μετασχηματισμούς
που διατηρούν τον προσανατολισμό, μένει αναλλοίωτη η τιμή του επικαμπυλίου ολο-
κληρώματος ενός διανυσματικού πεδίου. Εδώ, ο μετασχηματισμός φ της Πρότασης
4.2.3 είναι ο
[√ √ ] ([√ √ ])
φ(t) = t2 , t∈ α, β , με φ α, β = [α, β] και ζ̄ = γ̄ ◦ φ,

και είναι προφανώς και συνεχώς διαφορίσιμος και γνησίως αύξων, αφού
[√ √ ]
φ ′ (t) = 2t > 0 ∀t∈ α, β .

275
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Ο πιο πάνω ορισμός του επικαμπυλίου ολοκληρώματος ενός συνεχούς διανυσμα-


τικού πεδίου μπορεί να γενικευθεί, για τον ορισμό τέτοιων ολοκληρωμάτων, κατά
μήκος καμπυλών που είναι μόνο κατά τμήματα συνεχώς διαφορίσιμες.

Ορισμός 4.2.2. Έστω γ̄ = γ̄1 ⊕ · · · ⊕ γ̄k : [α, β] → Rn μια κατά τμήματα C1 -


καμπύλη και f̄ : γ̄([α, β]) → Rn ένα συνεχές διανυσματικό πεδίο. Τότε, το άθροισμα
των ολοκληρωμάτων του f̄ κατά μήκος των γ̄i , i = 1, . . . , k,
∫ k ∫

f̄ · dx̄ := f̄ · dx̄
γ̄ i=1 γ̄i

ονομάζεται (επικαμπύλιο) ολοκλήρωμα του f̄ κατά μήκος της γ̄.

Παρατήρηση 4.2.2. (αʹ) Ο Ορισμός 4.2.2 αποτελεί, πράγματι, γενίκευση του Ορι-
σμού 4.2.1, σύμφωνα με την Πρόταση 4.2.1 (βʹ), η οποία εγγυάται και ότι το ολο-
κλήρωμα είναι ανεξάρτητο από τον τρόπο διαμέρισης σε C1 -καμπύλες. Κατά
τα άλλα, βλ. την Παρατήρηση 3.7.16 και ειδικότερα την Υποσημείωση 47 στη
σελ. 145.

(βʹ) Τα σχόλια της Παρατήρησης 4.2.1 ισχύουν και για κατά τμήματα C1 -καμπύλες,
βλ. και την Παρατήρηση 3.7.10 και τις C1 , C2 στο επόμενο Παράδειγμα 4.2.4.

Παράδειγμα 4.2.4. Θέλουμε να υπολογίσουμε τα επικαμπύλια ολοκληρώματα


∫ ∫
(y, x − y) · d(x, y) και (y, y − x) · d(x, y), i = 1, 2, 3,
Ci Ci

όπου Ci ⊂ R2 οι ακόλουθες απλές κατά τμήματα κανονικές καμπύλες, με τον προ-


σανατολισμό που προκύπτει από την περιγραφή τους:

(αʹ) C1 η πολυγωνική γραμμή²⁰ που ενώνει κατά σειρά τα (0, 0), (0, 1), (1, 1),

(βʹ) C2 η πολυγωνική γραμμή που ενώνει κατά σειρά τα (0, 0), (1, 0), (1, 1),

(γʹ) C3 το τμήμα της παραβολής y = x2 από το σημείο (0, 0) στο σημείο (1, 1).

Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι, και για τα δύο δεδομένα συνεχή διανυσμα-
τικά πεδία f̄ = (f1 , f2 ) : R2 → R2 , έχουμε
∫ ∫ ∫
f̄ · d(x, y) = f̄ · d(x, y) + f̄ · d(x, y),
C1 γ̄1 γ̄2
∫ ∫ ∫
f̄ · d(x, y) = f̄ · d(x, y) + f̄ · d(x, y),
C2 γ̄3 γ̄4
∫ ∫
f̄ · d(x, y) = f̄ · d(x, y),
C3 γ̄5

²⁰βλ. Παράδειγμα 3.7.15

276
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

όπου

γ̄1 (t) = (t, 0), t ∈ [0, 1], γ̄2 (t) = (1, t), t ∈ [0, 1],
γ̄3 (t) = (0, t), t ∈ [0, 1], γ̄4 (t) = (t, 1), t ∈ [0, 1],
γ̄5 (t) = (t, t2 ), t ∈ [0, 1].
Έτσι, έχουμε
∫ ∫1 ∫1
f̄ · d(x, y) = f1 (t, 0)dt + f2 (1, t)dt,
C1 0 0
∫ ∫1 ∫1
f̄ · d(x, y) = f2 (0, t)dt + f1 (t, 1)dt,
C2 0 0
∫ ∫1
f̄ · d(x, y) = f1 (t, t2 ) + 2tf2 (t, t2 )dt
C3 0

από τα οποία προκύπτει για f̄(x, y) = (f1 (x, y), f2 (x, y)) = (y, x − y)
∫ ∫1
1
(y, x − y) · d(x, y) = (1 − t)dt = ,
C1 0 2
∫ ∫1 ∫1
1 1
(y, x − y) · d(x, y) = (−t)dt + 1dt = − + 1 = ,
C2 0 0 2 2
∫ ∫1
( ) 1 1 1 1
(y, x − y) · d(x, y) = t2 + 2t(t − t2 ) dt = + 2 − 2 = ,
C3 0 3 3 4 2

ενώ, για f̄(x, y) = (f1 (x, y), f2 (x, y)) = (y, y − x), έχουμε
∫ ∫1
1
(y, y − x) · d(x, y) = (t − 1)dt = − ,
C1 0 2
∫ ∫1 ∫1
3
(y, y − x) · d(x, y) = tdt + 1dt = ,
C2 0 0 2
∫ ∫1
( 2 ) 1 1 1
(y, y − x) · d(x, y) = t + 2t(t2 − t) dt = − + = .
C3 0 3 2 6

Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι τα δύο διανυσματικά πεδία στο R2

(x, y) 7→ (y, x − y) και (x, y) 7→ (y, y − x), (x, y) ∈ R2 ,


συμπεριφέρονται διαφορετικά κατά την ολοκλήρωση κατά μήκος των τριών διαφο-
ρετικών καμπυλών Ci ⊂ R2 , οι οποίες έχουν όλες το ίδιο αρχικό και τελικό σημείο:
για το μεν πρώτο από τα πιο πάνω διανυσματικά πεδία και τα τρία επικαμπύλια
ολοκληρώματα κατά μήκος των Ci έχουν την ίδια τιμή, ενώ για το δεύτερο αυτό δεν
ισχύει. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Στην επόμενη ενότητα θα δούμε ποιά είναι η ιδιότητα
που έχει το πρώτο και δεν έχει το δεύτερο.

277
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

4.2.2 Ασκήσεις
Άσκηση 145. Υπολογίστε τα ακόλουθα επικαμπύλια ολοκληρώματα διανυσματικών
πεδίων

(αʹ) (y, x) · d(x, y), όπου γ̄(t) = (t, t2 ), t ∈ [0, 1],
γ̄

(βʹ) (x2 , y2 ) · d(x, y), όπου γ̄(t) = (2t, 4t), t ∈ [0, 1],
γ̄


(γʹ) (ex , ey ) · d(x, y), όπου γ̄(t) = ( t, t), t ∈ [0, 1],
γ̄

(δʹ) (xy, yex ) · d(x, y), όπου γ̄ η πολυγωνική γραμμή, που συνδέει κατά σειρά τα
γ̄
σημεία (0, 0), (2, 0), (2, 1), (0, 1), (0, 0),

(εʹ) (y − x, −y, 1) · d(x, y, z), όπου γ̄(t) = (− sin t, cos t, 0), t ∈ [0, 2π],
γ̄

(στʹ) (x2 + 5y + 3yz, 5x + 3xz − 2, 3xy − 4z) · d(x, y, z), όπου γ̄(t) = (sin t, cos t, t),
γ̄
t ∈ [0, 2π].

4.2.3 Επικαμπύλια ολοκληρώματα πεδίων κλίσεων


Στο προηγούμενο παράδειγμα είδαμε ότι για δύο διαφορετικά διανυσματικά πε-
δία τα επικαμπύλια ολοκληρώματά τους κατά μήκος των ίδιων και για τα δύο, αλλά
μεταξύ τους διαφορετικών καμπυλών, οι οποίες έχουν κοινά αρχικά και τελικά ση-
μεία, ήταν για το ένα διανυσματικό πεδίο όλα διαφορετικά μεταξύ τους, ενώ για το
άλλο διανυσματικό πεδίο είχαν όλα την ίδια τιμή, ανεξάρτητα από την καμπύλη, δηλ.
το δρόμο (ή την οδό), κατά μήκος της οποίας ολοκληρώσαμε. Προφανώς, αυτό θα
μπορούσε να είναι και καθαρά συμπτωματικό, αποδεικνύεται, όμως, ότι δεν είναι.
Υπάρχει, πράγματι, μια πολύ σημαντική κατηγορία διανυσματικών πεδίων που
απαντάται κυρίαρχα στους νόμους της Φυσικής υπό τη μορφή πεδίων δυνάμεων (τα
λεγόμενα συντηρητικά πεδία), τα οποία έχουν την ιδιότητα, τα επικαμπύλια ολοκλη-
ρώματά τους κατά μήκος μιας καμπύλης από το αρχικό προς το τελικό της σημείο, να
είναι ανεξάρτητα από τη διαδρομή που ακολουθείται, αλλά να εξαρτώνται μόνο από
το αρχικό και το τελικό σημείο, και είναι, όπως λέμε, τα επικαμπύλια ολοκληρώματα
των διανυσματικών αυτών πεδίων ανεξάρτητα του δρόμου, και τα διανυσματικά
πεδία που έχουν αυτήν την ιδιότητα είναι τα λεγόμενα πεδία κλίσεων.

Ορισμός 4.2.3. Έστω U ⊂ Rn ανοικτό. Το διανυσματικό πεδίο f̄ : U → Rn λέγεται


πεδίο κλίσεων, αν υπάρχει μια συνάρτηση φ : U → R, έτσι ώστε

f̄(x̄) = grad φ(x̄) ∀ x̄ ∈ U.

278
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Τη συνάρτηση φ θα την ονομάζουμε δυναμικό²¹ του f̄.

Παράδειγμα 4.2.5. Ένα από τα γνωστότερα πεδία κλίσεων είναι το βαρυτικό πεδίο
(δυνάμεων)

f̄(x̄) = −Gm , x̄ ∈ R3 \ {0̄}, G, m > 0,
∥x̄∥3
που περιγράφει τη δύναμη της βαρύτητας, που ασκείται σε ένα σώμα μάζας 1 που
βρίσκεται στο σημείο x̄ ∈ R3 \ {0̄}, από ένα σώμα μάζας m, το οποίο βρίσκεται στην
αρχή των αξόνων 0̄, και όπου G είναι η σταθερά της βαρύτητας, βλ. Σχήμα 2.3
Παρατηρούμε ότι η δύναμη f̄(x̄) δείχνει από το σημείο x̄ προς την αρχή των αξόνων
0̄ (αφού είναι αντίρροπη προς το x̄), και ότι η Ευκλείδεια νόρμα της ικανοποιεί τον
Νόμο Βαρύτητας του Newton²²,

Gm
∥f̄(x̄)∥ = ∀ x̄ ∈ Rn \ {0̄},
∥x̄∥2
δηλ. ότι η ασκούμενη δύναμη είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της
απόστασης των δύο σωμάτων.
Διαπιστώνουμε, επίσης, ότι

Gm
f̄(x̄) = grad φ(x̄) ∀ x̄ ∈ R3 \ {0̄}, όπου φ : R3 \ {0̄} → R, φ(x̄) = ,
∥x̄∥
δηλαδή ότι η συνάρτηση −φ είναι το δυναμικό του βαρυτικού πεδίου στη Φυσική.

Πριν συνεχίσουμε, θα πρέπει να εισάγουμε μια ακόμα τοπολογική έννοια.

Ορισμός 4.2.4. Ένα ανοικτό υποσύνολο U ⊂ Rn λέγεται συνεκτικό²³, αν για κάθε


δύο σημεία του ā, b̄ ∈ U, υπάρχει μια πολυγωνική καμπύλη γ̄ : [α, β] → Rn με
γ̄([α, β]) ⊂ U και γ̄(α) = ā, γ̄(β) = b̄.
Ένα ανοικτό και συνεκτικό υποσύνολο ονομάζεται και χωρίο ή τόπος.

Πρόταση 4.2.4. Έστω U ⊂ Rn ένα χωρίο και f̄ : U → Rn ένα πεδίο κλίσεων με


δυναμικό φ : U → R. Το σύνολο των δυναμικών του f̄ είναι το σύνολο

{φ + c : c ∈ R}.

Απόδειξη. Προφανώς, αν ισχύει grad φ = f̄ θα ισχύει και grad (φ + c) = f̄.


Από την άλλη, έστω ψ : U → R με grad ψ = f̄. Τότε για g : U → R με g = ψ − φ
θα ισχύει
grad g(x̄) = 0̄ ∀ x̄ ∈ U.
²¹Να προσεχθεί ότι στη Φυσική συνήθως ονομάζεται το −φ δυναμικό. Για το λόγο αυτό, το φ ονομάζεται
και αντιπαράγωγος ή παράγουσα του f̄.
²²Isaac Newton, 1643-1727, UK
²³Σε γενικούς τοπολογικούς χώρους η έννοια της συνεκτικότητας ορίζεται διαφορετικά, αλλά στην πε-
ρίπτωση ανοικτών υποσυνόλων χώρων με νόρμα, όπως εδώ του Rn , συμπίπτει με την παρούσα.

279
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Έστω, τώρα, x̄0 , x̄ ∈ U και γ̄ = γ̄1 ⊕ · · · ⊕ γ̄k μια πολυγωνική καμπύλη με

γ̄i (t) = x̄i−1 + t(x̄i − x̄i−1 ) ∈ U ∀ t ∈ [0, 1], i = 1, . . . , k, και x̄k = x̄,
που συνδέει τα x̄0 και x̄. Τότε, θα ισχύει


k ∑
k
g(x̄) − g(x̄0 ) = g(x̄i ) − g(x̄i−1 ) = g(γ̄i (1)) − g(γ̄i (0))
i=1 i=1
∑k ∑
k
= (g ◦ γ̄i ) ′ (t) = grad g(γ̄i (t)) · (γ̄i ) ′ (t) = 0,
i=1 i=1

που συνεπάγεται
g(x̄) = g(x̄0 ) ∀ x̄ ∈ U,
δηλ. ψ = φ στο U. Σημειώνουμε ότι οι δύο πρώτες ισότητες της δεύτερης γραμ-
μής προκύπτουν από την εφαρμογή του Θεμελιώδους Θεωρήματος του Απειροστικού
Λογισμού και του Κανόνα της Αλυσίδας 3.2.4. 2

Μια από τις σημαντικότερες ιδιότητες των συνεχών πεδίων κλίσεων σε ένα χωρίο
συνίσταται στο ότι τα επικαμπύλια ολοκληρώματά τους είναι ανεξάρτητα του δρόμου
και αντίστροφα, ένα συνεχές διανυσματικό πεδίο με την τελευταία ιδιότητα είναι ένα
πεδίο κλίσεων.
Ορισμός 4.2.5. Έστω U ⊂ Rn ένα χωρίο και f̄ : U → R ένα συνεχές διανυσματικό
πεδίο. Λέμε ότι τα επικαμπύλια ολοκληρώματα του f̄ είναι ανεξάρτητα του δρόμου,
αν για κάθε δύο σημεία ā, x̄ ∈ U όλα τα επικαμπύλια ολοκληρώματα του f̄ κατά
μήκος μιας οποιασδήποτε κατά τμήματα C1 - καμπύλης, με εικόνα στο U και με
αρχικό σημείο το ā και τελικό σημείο το x̄, έχουν την ίδια τιμή.
Πρόταση 4.2.5. Έστω U ⊂ Rn ένα χωρίο και f̄ : U → R ένα συνεχές διανυσματικό
πεδίο. Τα επικαμπύλια ολοκληρώματα του f̄ είναι ανεξάρτητα του δρόμου, αν και
μόνο αν είναι μηδενικά κατά μήκος κάθε κλειστής κατά τμήματα C1 -καμπύλης με
εικόνα στο U.
Απόδειξη. ⇒: Έστω γ̄ : [α, β] → Rn μια κατά τμήματα C1 -καμπύλη με γ̄([α, β]) ⊂
U και γ̄(α) = γ̄(β). Τότε, και η γ̄− θα έχει το ίδιο αρχικό και τελικό σημείο και
συνεπώς, θα ισχύει
∫ ∫ ∫ ∫
f̄ · dx̄ = f̄ · dx̄ = − f̄ · dx̄, και άρα f̄ · dx̄ = 0.
γ̄ γ̄− γ̄ γ̄

⇐: Έστω δυο κατά τμήματα C1 -καμπύλες γ̄1 , γ̄2 με κοινά αρχικά και τελικά
σημεία. Τότε η γ̄ = γ̄1 ⊕ γ̄− 1
2 θα είναι μια κλειστή C -καμπύλη και άρα
∫ ∫ ∫ ∫ ∫
0= f̄ · dx̄ = f̄ · dx̄ + f̄ · dx̄ = f̄ · dx̄ − f̄ · dx̄.
γ̄ γ̄1 γ̄−
2 γ̄1 γ̄2
2

280
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Ερχόμαστε, τώρα, στο προαναφερθέν θεμελιώδες θεώρημα αναφορικά με τα συ-


νεχή πεδία κλίσεων ενός χωρίου U ⊂ Rn .

Θεώρημα 4.2.1. Έστω U ⊂ Rn ένα χωρίο και f̄ : U → Rn ένα συνεχές διανυ-


σματικό πεδίο. Τότε, το f̄ είναι πεδίο κλίσεων, αν και μόνο αν τα επικαμπύλια
ολοκληρώματα του f̄ είναι ανεξάρτητα του δρόμου.
Στην περίπτωση αυτή, υπάρχει ένα δυναμικό φ : U → R του f̄, έτσι ώστε για
κάθε δύο σημεία ā, x̄ ∈ U και για κάθε κατά τμήματα C1 -καμπύλη

γ̄ : [α, β] → Rn με γ̄([α, β]) ⊂ U, γ̄(α) = ā, γ̄(β) = x̄ (4.67)

ισχύει ∫
f̄(ȳ) · dȳ = φ(x̄) − φ(ā). (4.68)
γ̄

Απόδειξη. ⇒: Έστω φ : U → R με f̄ = grad φ, δύο σημεία ā, x̄ ∈ U, και γ̄ μια


καμπύλη της μορφής (4.67) με

P = {t0 , . . . , tk }, α = t0 < · · · < tk = β,

μια διαμέριση του [α, β], έτσι ώστε οι γ̄i := γ̄|[ti−1 ,ti ] , i = 1, . . . , k, να είναι συνεχώς
διαφορίσιμες. Τότε έχουμε
∫ k ∫
∑ k ∫ ti

f̄ · dȳ = grad φ · dȳ = grad φ(γ̄i (t)) · γ̄i′ (t)dt
γ̄ i=1 γ̄i i=1 ti−1
∑k ∫ ti ∑k
( )
= (φ ◦ γ̄i ) ′ (t)dt = (φ ◦ γ̄i )(ti ) − (φ ◦ γ̄i )(ti−1 )
i=1 ti−1 i=1
∑k
( )
= (φ ◦ γ̄)(ti ) − (φ ◦ γ̄)(ti−1 ) = (φ ◦ γ̄)(β) − (φ ◦ γ̄)(α)
i=1
= φ(x̄) − φ(ā),

όπου στη δεύτερη γραμμή χρησιμοποιήσαμε πάλι τον Κανόνα της Αλυσίδας και το
Θεμελιώδες Θεώρημα του Απειροστικού Λογισμού.
Έτσι, αποδείξαμε την (4.68), από την οποία προκύπτει ότι τα επικαμπύλια ολο-
κληρώματα του f̄ είναι ανεξάρτητα του δρόμου, αφού το δεξί μέρος της ισότητας
(4.68) είναι ανεξάρτητο από τα ενδιάμεσα σημεία της καμπύλης που διανύσαμε για
να πάμε από το ā στο x̄.
⇐: Έστω ā ∈ U. Ορίζουμε μια συνάρτηση φ : U → R,

φ(x̄) := f̄ · dȳ ∀ x̄ ∈ U,
γ̄

όπου γ̄ : [α, β] → Rn μια οποιαδήποτε κατά τμήματα C1 -καμπύλη με γ̄([α, β]) ⊂ U,


αρχικό σημείο γ̄(α) = ā και τελικό σημείο γ̄(β) = x̄. Μια τέτοια καμπύλη υπάρχει

281
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

για κάθε x̄ ∈ U, αφού το U ⊂ Rn είναι συνεκτικό. Επίσης, η φ είναι καλά ορισμένη,


αφού η τιμή του ολοκληρώματος υπάρχει στο R και είναι ανεξάρτητη από την επιλογή
της καμπύλης με δεδομένο το αρχικό και το τελικό της σημείο.
Θα δείξουμε ότι grad φ(x̄) = f̄(x̄) για κάθε x̄ ∈ U, δηλαδή, ότι

φ(x̄ + h̄) − φ(x̄) − f̄(x̄) · h̄


lim = 0̄ ∀ x̄ ∈ U.
h̄→0̄ ∥h̄∥
Έστω, λοιπόν, x̄ ∈ U. Τότε, αφού το U είναι ανοικτό, θα υπάρχει ε > 0, έτσι ώστε
B(x̄, ε) ⊂ U. Για κάθε ευθύγραμμο τμήμα

γ̄h (t) := x̄ + th̄ ∈ B(x̄, ε) ⊂ U, t ∈ [0, 1], h̄ ∈ B(0̄, ε),

ισχύει
∫ ∫ ∫
φ(x̄ + h̄) = f̄ · dȳ = f̄ · dȳ + f̄ · dȳ
γ̄⊕γ̄h γ̄ γ̄h

= φ(x̄) + f̄ · dȳ
γ̄h

( )
= φ(x̄) + f̄(x̄) · h̄ + f̄(ȳ) − f̄(x̄) · dȳ
γ̄h
∫1
( )
= φ(x̄) + f̄(x̄) · h̄ + f̄(x̄ + th̄) − f̄(x̄) · h̄dt,
0

αφού η γ̄ ⊕ γ̄h είναι μια κατά τμήματα C1 -καμπύλη με εικόνα στο U, αρχικό σημείο
ā και τελικό x̄ + h̄. Όμως, από την ανισότητα Cauchy-Schwarz και το Λήμμα 3.7.2
έχουμε
∫1 ( )

f̄(x̄ + th̄) − f̄(x̄) · h̄dt ≤ ∥h̄∥ max f̄(x̄ + th̄) − f̄(x̄) ,
0 t∈[0,1]

από το οποίο προκύπτει το αποδεικτέο για h̄ → 0̄, αφού η f̄ είναι συνεχής.


(Σημειώνουμε ότι για το προτεινόμενο στην κατεύθυνση «⇐» δυναμικό, ισχύει
φ(ā) = 0̄, σύμφωνα με την Πρόταση 4.2.5.) 2

Είδαμε, λοιπόν, ότι ο υπολογισμός επικαμπυλίων ολοκληρωμάτων ενός διανυ-


σματικού πεδίου είναι ιδιαίτερα απλός, αν αυτά είναι πεδία κλίσεων και, αν γνω-
ρίζουμε ένα δυναμικό τους. Θα ήταν λοιπόν πρακτικό να αναγνωρίζουμε πότε ένα
διανυσματικό πεδίο είναι πεδίο κλίσεων και επίσης να έχουμε κάποια απλή μέθοδο
υπολογισμού ενός δυναμικού του. Ως προς το πρώτο ερώτημα έχουμε, καταρχάς, την
ακόλουθη αναγκαία συνθήκη για ένα συνεχώς διαφορίσιμο πεδίο κλίσεων.

Πρόταση 4.2.6. Έστω U ⊂ Rn ανοικτό και f̄ : U → Rn ένα συνεχώς διαφορίσιμο


πεδίο κλίσεων. Τότε, η παράγωγος Df̄(x̄) ∈ Rn×n είναι συμμετρική για κάθε
x̄ ∈ U.

282
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Απόδειξη. Αφού το f̄ είναι πεδίο κλίσεων, θα υπάρχει φ : U → R με f̄ = grad φ,


και αφού το f̄ είναι συνεχώς διαφορίσιμο, η παράγωγός του θα υπάρχει, θα είναι
συνεχής και θα ταυτίζεται με τον συνεχή Εσσιανό πίνακα του δυο φορές συνεχώς
διαφορίσιμου δυναμικού φ,

Df̄(x̄) = Hφ (x̄) ∀ x̄ ∈ U,
ο οποίος σύμφωνα με το Θεώρημα του Schwarz 3.5.1 είναι συμμετρικός. 2

Η προηγούμενη αναγκαία συνθήκη, για να είναι το συνεχώς διαφορίσιμο διανυ-


σματικό πεδίο f̄ : U → Rn πεδίο κλίσεων στο ανοικτό U ⊂ Rn , μπορεί να επεκταθεί
σε μία ικανή συνθήκη, αν το πεδίο ορισμού U ⊂ Rn του f̄ έχει μια ιδιότητα ισχυρό-
τερη της συνεκτικότητας, αλλά ασθενέστερη της κυρτότητας²⁴.
Ορισμός 4.2.6. Ένα υποσύνολο U ⊂ Rn ονομάζεται αστερόμορφο, αν υπάρχει ένα
x̄0 ∈ U, έτσι ώστε για κάθε x̄ ∈ U το ευθύγραμμο τμήμα που ενώνει τα x̄0 και x̄ να
περιέχεται στο U, δηλ.

∃ x̄0 ∈ U ∀ x̄ ∈ U : {x̄0 + t(x̄ − x̄0 ) : t ∈ [0, 1]} ⊂ U.


Παρατήρηση 4.2.3. (αʹ) Ένα αστερόμορφο υποσύνολο του Rn είναι συνεκτικό.

(βʹ) Ένα κυρτό υποσύνολο του Rn είναι αστερόμορφο.

(γʹ) To R2 \ (−∞, 0] × {0} είναι αστερόμορφο, αλλά δεν είναι κυρτό.


Για ανοικτά και αστερόμορφα U ⊂ Rn έχουμε την ακόλουθη ικανή συνθήκη
για να είναι ένα συνεχώς διαφορίσιμο διανυσματικό πεδίο με συμμετρική παράγωγο
πεδίο κλίσεων.
Πρόταση 4.2.7. Έστω U ⊂ Rn ανοικτό και αστερόμορφο και f̄ : U → Rn συνεχώς
διαφορίσιμο με συμμετρική παράγωγο Df̄(x̄) ∈ Rn×n για κάθε x̄ ∈ U. Τότε, το f̄
είναι πεδίο κλίσεων.
Απόδειξη. ΄Εστω x̄0 ∈ U με την ιδιότητα γ̄x̄ ([0, 1]) ⊂ U για κάθε x̄ ∈ U, όπου
γ̄x (t) := x̄0 + t(x̄ − x̄0 ), t ∈ [0, 1], και
∫ ∫1
φ(x̄) := f̄ · dȳ = f̄(x̄0 + t(x̄ − x̄0 ))dt · (x̄ − x̄0 ), x̄ ∈ U,
γ̄x 0

Τότε, έχουμε από το Θεώρημα 3.2.3 (β ′ ), την Πρόταση 4.2.8, τον Κανόνα της Αλυσίδας
για διαφόριση ως προς x̄, τη συμμετρία του Df̄(x̄) ∈ Rn×n , τον Κανόνα της Αλυσίδας
για διαφόριση ως προς t, και το Θεμελιώδες Θεώρημα του Απειροστικού Λογισμού,
κατά αυτή τη σειρά,
∫1
grad φ(x̄) − f̄(x̄0 + t(x̄ − x̄0 ))dt
0
²⁴Ένα υποσύνολο U ⊂ Rn ονομάζεται κυρτό, αν για κάθε δύο σημεία x̄1 , x̄2 ∈ U, το ευθύγραμμο
τμήμα που ενώνει τα x̄1 και x̄2 περιέχεται στο U, δηλ. ∀ x̄1 , x̄2 ∈ U : {x̄1 + t(x̄2 − x̄1 ) : t ∈ [0, 1]} ⊂ U.

283
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

∫1
= (x̄ − x̄0 )D f̄(x̄0 + t(x̄ − x̄0 ))dt
0
∫1
( )
= (x̄ − x̄0 ) D f̄(x̄0 + t(x̄ − x̄0 )) dt
0
∫1
= (x̄ − x̄0 ) t(Df̄)(x̄0 + t(x̄ − x̄0 ))dt
0
∫1
= t(Df̄)(x̄0 + t(x̄ − x̄0 ))(x̄ − x̄0 )dt
0
∫1
d( )
= tf̄(x̄0 + t(x̄ − x̄0 )) dt
0 dt
[ ]1 ∫1
= tf̄(x̄0 + t(x̄ − x̄0 )) − f̄(x̄0 + t(x̄ − x̄0 ))dt
t=0 0
∫1
= f̄(x̄) − f̄(x̄0 + t(x̄ − x̄0 ))dt,
0

δηλ. το αποδεικτέο.
Να προσεχθεί ότι, όπου έχουν χρησιμοποιηθεί ολοκληρώματα ως προς t πινάκων,
αυτά νοούνται κατά αντιστοιχία με τα ολοκληρώματα ως προς t διανυσμάτων στο
Λήμμα 3.7.2. Δηλαδή, το ολοκλήρωμα του πίνακα είναι ο πίνακας των ολοκληρωμάτων
των στοιχείων του. Έτσι, δικαιολογείται και η γραφή γινομένων διανυσμάτων με
ολοκληρώματα πινάκων ή διανυσμάτων με το διάνυσμα «μέσα» ή «έξω» από το
ολοκλήρωμα. Επίσης, στη δεύτερη ισότητα, η Πρόταση 4.2.8 έχει εφαρμοσθεί για
κάθε συνιστώσα του f̄ και για κάθε μερική παράγωγό της, ξεχωριστά. 2

Στην προηγούμενη απόδειξη χρησιμοποιήσαμε το εξής αποτέλεσμα.

Πρόταση 4.2.8. Έστω B ⊂ Rn συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο, A = [a, b] × B και


f : A → R συνεχής. Τότε η συνάρτηση

F : [a, b] → R, F(x) = f(x, ȳ)dȳ,
B

είναι καλά ορισμένη και συνεχής, και ισχύει


∫b ∫ ∫ ( ∫b )
F(x)dx = f(x, ȳ)d(x, ȳ) = f(x, ȳ)dx dȳ. (4.69)
a A B a


Αν επιπλέον η ∂x f : A → R υπάρχει και είναι συνεχής, τότε η F είναι συνεχώς
διαφορίσιμη, και ισχύει


F ′ (x) = f(x, ȳ)dȳ ∀ x ∈ [a, b]. (4.70)
B ∂x

284
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Απόδειξη. Αφού η f είναι συνεχής στο [a, b] × B, η f(x, ·) : B → R είναι συνεχής για
κάθε x ∈ [a, b],²⁵ και αφού το B είναι Jordan-μετρήσιμο και συμπαγές, υπάρχει το
F(x) για κάθε x ∈ [a, b].²⁶ Με ακριβώς ανάλογα επιχειρήματα, η f(·, ȳ) : [a, b] → R
∫b
είναι συνεχής και υπάρχει το ολοκλήρωμα a f(x, ȳ)dx για κάθε ȳ ∈ B.
Το A είναι συμπαγές, αφού αν (xν , ȳν ) ⊂ A, τότε λόγω της συμπάγειας του
[a, b] θα υπάρχει μια υπακολουθία (xkν ) και ένα x0 ∈ [a, b] με xkν → x0 , και
θεωρώντας την (ȳkν ) ⊂ B θα υπάρχει λόγω της συμπάγειας του B μια υπακολουθία
(ȳkℓν ) και ένα ȳ0 ∈ B με ȳkℓν → ȳ0 , και συνεπώς (xkℓν , ȳkℓν ) → (x0 , ȳ0 ) ∈ A.
Αφού λοιπόν το A είναι συμπαγές και η f : A → R συνεχής, η f θα είναι και
ομοιόμορφα συνεχής,²⁷ και συνεπώς, αν ε > 0, τότε θα υπάρχει ένα δ > 0, έτσι
ώστε για κάθε (x, ȳ), (x0 , ȳ) ∈ A με ∥(x, ȳ) − (x0 , ȳ)∥ = |x − x0 | < δ²⁸ να ισχύει
|f(x, ȳ) − f(x0 , ȳ)| < ε/v(B). Τότε²⁹
∫ ∫ ∫

|F(x) − F(x0 )| = f(x, ȳ)dȳ − f(x0 , ȳ)dȳ = (f(x, ȳ) − f(x0 , ȳ)) dȳ
∫B B B

≤ |f(x, ȳ) − f(x0 , ȳ)| dȳ ≤ εv(B) ∀ x, x0 ∈ [a, b], |x − x0 | < δ,


B

δηλ. η F είναι συνεχής.


Το A = {(x, ȳ) : ȳ ∈ B, a ≤ x ≤ b} είναι Jordan-μετρήσιμο σύμφωνα με το
Θεώρημα 4.1.12. Αφού είναι και συμπαγές και η f : A → R συνεχής, υπάρχει το
μεσαίο ολοκλήρωμα στην (4.69), και αφού υπάρχουν τα εσωτερικά ολοκληρώματα
στα αριστερά και στα δεξιά της (4.69) για κάθε x ∈ [a, b] και ȳ ∈ B, αντίστοιχα, θα
υπάρχουν και τα επαναληπτικά και θα ισχύει η (4.69) (Πόρισμα 4.1.2).
Με τα ίδια επιχειρήματα με τα οποία δείξαμε ότι η F είναι καλά ορισμένη και
συνεχής, το ολοκλήρωμα στα δεξιά της (4.70) υπάρχει για κάθε x ∈ [a, b] και είναι
συνεχής συνάρτηση του x. Μένει να δείξουμε την ισότητα. Για x, x + h ∈ [a, b], h > 0,
έχουμε
∫ ∫
F(x + h) − F(x) f(x + h, ȳ) − f(x, ȳ) ∂f
= dȳ = (x + ϑ(x, ȳ)h, ȳ)dȳ
h h ∂x
∫B ∫ ( B
)
∂f ∂f ∂f
= (x, ȳ)dȳ + (x + ϑ(x, ȳ)h, ȳ) − (x, ȳ) dȳ
B ∂x B ∂x ∂x
(4.71)

όπου χρησιμοποιήσαμε το Θεώρημα Μέσης Τιμής για συναρτήσεις μίας πραγματικής


μεταβλητής και όπου ϑ(x, ȳ) ∈ (0, 1). Αφού η ∂x
∂f
: A → R ως συνεχής επί συμπαγούς
είναι ομοιόμορφα συνεχής, υπάρχει για κάθε ε > 0 ένα δ > 0, έτσι ώστε για κάθε
²⁵Αν ȳν → ȳ, τότε (x, ȳν ) → (x, ȳ), και άρα f(x, ȳν ) → f(x, ȳ).
²⁶Πόρισμα 4.1.9 του Κριτηρίου του Lebesgue 4.1.9
²⁷Θεώρημα 2.3.5
²⁸δηλ., ισοδύναμα, για κάθε ȳ ∈ B και x, x0 ∈ [a, b] με |x − x0 | < δ
²⁹Θεώρημα 4.1.10

285
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

ȳ ∈ B και για κάθε |h| < δ, να ισχύει



∂f
(x + ϑ(x, ȳ)h, ȳ) − ∂f (x, ȳ) < ε/v(B),
∂x ∂x
από το οποίο προκύπτει
∫ ( )
∂f ∂f
(x + ϑ(x, ȳ)h, ȳ) − (x, ȳ) dȳ < ε ∀ |h| < δ,

B ∂x ∂x
το οποίο συνεπάγεται ότι το ολοκλήρωμα αυτό συγκλίνει στο 0 για h → 0, και
συνεπώς από την (4.71) προκύπτει η (4.70). 2

Παρατήρηση 4.2.4. Να προσεχθεί ότι η αστερομορφία του ανοικτού πεδίου ορι-


σμού U ⊂ Rn ενός συνεχώς διαφορίσιμου διανυσματικού πεδίου f̄ με συμμετρική
παράγωγο στο U είναι ικανή, αλλά όχι αναγκαία συνθήκη για να είναι το f̄ πεδίο
κλίσεων. Π.χ., το διανυσματικό πεδίο του Παραδείγματος 4.2.5, αλλά και γενικότερα
τα διανυσματικά πεδία

f̄ : Rn \ {0̄} → Rn , f̄(x̄) = , k ∈ N,
∥x̄∥k
είναι όλα πεδία κλίσεων, ενώ το πεδίο ορισμού τους δεν είναι αστερόμορφο, βλ.
Άσκηση 146.
Παρατήρηση 4.2.5. Από τις Προτάσεις 4.2.6 και 4.2.7 προκύπτει ότι το εάν ένα συνε-
χώς διαφορίσιμο διανυσματικό πεδίο με συμμετρική παράγωγο είναι πεδίο κλίσεων
εξαρτάται από τη μορφή του πεδίου ορισμού του. Συνεπώς, αν ένα διανυσματικό
πεδίο, C1 και με συμμετρική παράγωγο, δεν είναι πεδίο κλίσεων στο δοσμένο πεδίο
ορισμού του, γίνεται πεδίο κλίσεων, αν το περιορίσουμε σε ένα ανοικτό και αστερό-
μορφο πεδίο ορισμού!
Το φαινομενικά παράδοξο αυτό αποτέλεσμα, οφείλεται στο ότι ένα πεδίο κλίσεων
έχει το ίδιο δυναμικό σε ολόκληρο το πεδίο ορισμού του. Ας δούμε ένα παράδειγμα:
Το συνεχώς διαφορίσιμο διανυσματικό πεδίο
( −y x )
f̄ : R2 \ {(0, 0)}, f̄(x, y) = ,
x2 + y2 x2 + y2
έχει συμμετρική παράγωγο
( )
1 2xy y2 − x2
Df̄(x̄) = ∀ (x, y) ∈ R2 \ {(0, 0)},
(x2 + y2 )2 y2 − x2 −2xy
αλλά δεν είναι πεδίο κλίσεων, αφού π.χ. το ολοκλήρωμά του κατά μήκος του θετικά
προσανατολισμένου μοναδιαίου κύκλου γ̄(t) = (cos t, sin t), t ∈ [0, 2π], είναι
∫ ∫ 2π
f̄(x, y) · d(x, y) = f̄(γ̄(t)) · γ̄ ′ (t)dt
γ̄ 0
∫ 2π
= (− sin t, cos t) · (− sin t, cos t)dt
0
= 2π

286
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

(βλ. Θεώρημα 4.2.1 και Πρόταση 4.2.5). Σύμφωνα, όμως, με την Πρόταση 4.2.7, αν
περιορίσουμε το f̄ ή στο U1 = R2 \ {(x, 0) : x ≤ 0} ή στο U2 = R2 \ {(x, 0) : 0 ≤ x},
τότε είναι πεδίο κλίσεων. Πώς εξηγείται αυτό; Για να το καταλάβουμε καλύτερα, ας
δούμε ποια είναι τα δυναμικά φ1 , φ2 του f̄ στα U1 , U2 αντίστοιχα, τα οποία είναι
και μοναδικά μέχρι προσθετικής σταθεράς, σύμφωνα με την Πρόταση 4.2.4.
Όπως είδαμε στην απόδειξη του Θεωρήματος 4.2.1, μπορούμε να κατασκευά-
σουμε δυναμικά φi , i = 1, 2, των f̄|Ui , θεωρώντας αυθαίρετα κάποιο σταθερό σημείο
āi ∈ Ui και ορίζοντας ως τιμή φi (x̄) του δυναμικού φi σε οποιοδήποτε άλλο ση-
μείο x̄ ∈ Ui την τιμή του επικαμπύλιου ολοκληρώματος του f̄ κατά μήκος μιας
C1 -καμπύλης γ̄i , που ξεκινά από το āi και καταλήγει στο x̄ και με εικόνα που
περιέχεται στο Ui , δηλ.

φi (x̄) = f̄(ȳ) · dȳ, x̄ ∈ Ui , i = 1, 2.
γ̄i

Υπενθυμίζουμε ότι οι με αυτόν τον τρόπο κατασκευασμένες συναρτήσεις φi : Ui →


R είναι καλά ορισμένες, αφού τα επικαμπύλια ολοκληρώματα των f̄|Ui είναι ανε-
ξάρτητα του δρόμου.
Επιλέγοντας, εδώ, ως αρχικά σημεία τα (1, 0) ∈ U1 και (−1, 0) ∈ U2 , ως τελικά
σημεία τα (0, y) ∈ U1 ∩ U2 , y > 0, και ως καμπύλες γ̄i τα ευθύγραμμα τμήματα
που ενώνουν τα αρχικά με τα τελικά σημεία

γ̄i (t) = ((−1)i+1 , 0) + t((−1)i , y), t ∈ [0, 1], i = 1, 2,

υπολογίζουμε
∫1
φi (0, y) = f̄((−1)i (t − 1), yt) · ((−1)i , y)dt
0
∫1
1
= (−yt, (−1)i (t − 1)) · ((−1)i , y)dt
0 (t − 1)2 + y2 t 2
∫1
1
= (−1)i+1 y dt ∀ y > 0,
0 (t − 1)2 + y2 t2
από όπου βλέπουμε ότι τα δύο δυναμικά δεν διαφέρουν μόνο ως προς μια προσθετική
σταθερά.
Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε μεν, να καλύψουμε το U = R2 \ {(0, 0)} με την
ένωση των U1 και U2 , όπου στο καθένα από αυτά το f̄ είναι πεδίο κλίσεων, αλλά
δεν μπορούμε να βρούμε ένα κοινό δυναμικό του f̄ για όλο το U.

Παρατήρηση 4.2.6. Πέραν από τα θεωρητικά αποτελέσματα του πότε ένα διανυ-
σματικό πεδίο είναι πεδίο κλίσεων, ιδιαίτερο πρακτικό ενδιαφέρον έχει, προφανώς, η
εύρεση ενός δυναμικού. Σημειώνουμε ότι, φυσικά, αν βρούμε ένα δυναμικό, έχουμε
αποδείξει και ότι το εξεταζόμενο διανυσματικό πεδίο είναι πεδίο κλίσεων. Άρα, στην
πράξη μπορούμε να δοκιμάσουμε καταρχάς να βρούμε ένα δυναμικό και, αν συ-
ναντήσουμε δυσκολίες, να εξετάσουμε, αν αυτές είναι ουσιαστικές (δηλ. μήπως δεν

287
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

υπάρχει δυναμικό) ή απλώς δεν μπορούμε να το υπολογίσουμε με τις μεθόδους που


εφαρμόζουμε. Αν το δοσμένο διανυσματικό πεδίο είναι συνεχώς διαφορίσιμο, μπο-
ρούμε, πριν προσπαθήσουμε να υπολογίσουμε το δυναμικό του, να βεβαιωθούμε ότι
η παράγωγός του είναι συμμετρική.
Σε κάθε περίπτωση, και ειδικότερα στο βαθμό που οι μέθοδοι υπολογισμού στη-
ρίζονται στην παραδοχή³⁰ ότι υπάρχει ένα δυναμικό και είναι «τυπικές»³¹, συνιστάται
να βεβαιωθούμε εκ των υστέρων ότι η συνάρτηση που υπολογίσαμε είναι όντως δυ-
ναμικό του δοθέντος διανυσματικού πεδίου, παραγωγίζοντάς την.
Oι κύριες μέθοδοι υπολογισμού δυναμικών είναι δύο:

(α) Υπολογισμός δυναμικού ως επικαμπύλιο ολοκλήρωμα.

Είναι η μέθοδος που έχουμε χρησιμοποιήσει στην απόδειξη της κατεύθυνσης «⇐»
του Θεωρήματος 4.2.1 και στην Παρατήρηση 4.2.5, όπου, υποθέτοντας ότι το συνεχές
διανυσματικό πεδίο μας f̄ : U → Rn είναι πεδίο κλίσεων στο χωρίο U ⊂ Rn ,
και άρα, σύμφωνα με το Θεώρημα 4.2.1 τα επικαμπύλια ολοκληρώματά του είναι
ανεξάρτητα του δρόμου, επιλέγουμε ένα σταθερό σημείο ā ∈ U και υπολογίζουμε
το δυναμικό φ : U → R στο σημείο x̄ ∈ U ως το ολοκλήρωμα

φ(x̄) = f̄(ȳ) · dȳ
γ̄

κατά μήκος μιας οποιασδήποτε C1 -καμπύλης γ̄ με εικόνα στο U, αρχικό σημείο ā


και τελικό σημείο x̄.
Προφανώς, εδώ, το μυστικό είναι να επιλέξουμε όσο το δυνατόν πιο βολικά ā και
γ̄. Αυτό εξαρτάται από τα δεδομένα μας, δηλ. τη μορφή του U και του f̄. Γενικώς,
από πλευράς ευκολίας υπολογισμού, υπερτερούν οι πολυγωνικές καμπύλες και από
αυτές, όσες αποτελούνται από ευθύγραμμα τμήματα παράλληλα στους άξονες.
Π.χ. αν U = (x1 , x2 ) × (y1 , y2 ) ⊂ R2 μπορούμε να βρούμε το δυναμικό φ :
U → R του πεδίου κλίσεων f̄ = (f1 , f2 ) : U → R2 σε ένα σημείο (x, y) ∈ U,
σταθεροποιώντας ένα (x0 , y0 ) ∈ U, και υπολογίζοντας το επικαμπύλιο ολοκλήρωμα
του f̄ κατά μήκος της γ̄ = γ̄1 ⊕ γ̄2 , όπου γ̄1 το ευθύγραμμο τμήμα από το (x0 , y0 )
στο (x, y0 ) και γ̄2 το ευθύγραμμο τμήμα από το (x, y0 ) στο (x, y), δηλ.

γ̄1 (t) = (x0 , y0 ) + t(x − x0 , 0), γ̄2 (t) = (x, y0 ) + t(0, y − y0 ), t ∈ [0, 1].

Έτσι, θα έχουμε

φ(x, y) = f̄(ξ, η) · d(ξ, η)
γ̄

³⁰Με τον όρο αυτό αποδίδουμε τον όρο ansatz, ο οποίος απαντάται συχνά και στην αγγλική βιβλιογραφία,
προερχόμενος από το γερμανικό Ansatz, και σημαίνει ότι προϋποθέτουμε κάτι, π.χ. μια συγκεκριμένη
μορφή λύσης σε μια εξίσωση ή, όπως εδώ, ότι το διανυσματικό πεδίο είναι πεδίο κλίσεων.
³¹Έτσι μεταφράζουμε τον όρο formal, ο οποίος σημαίνει ότι, καταρχάς, δεν εξετάζουμε, αν οι υπολογισμοί
μας είναι αποδεδειγμένοι θεωρητικά.

288
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

∫1
= f1 (x0 + t(x − x0 ), y0 )(x − x0 )dt
0
∫1
+ f2 (x, y0 + t(y − y0 ))(y − y0 )dt
0
∫x ∫y
= f1 (τ, y0 )dτ + f2 (x, τ)dτ,
x0 y0

και, παραγωγίζοντας, ελέγχουμε, αν όντως grad φ = f̄ στο U. Βλ. Παράδειγμα 4.2.6.

(β) Υπολογισμός δυναμικού ως αόριστο ολοκλήρωμα.

Δοθέντος ενός διανυσματικού πεδίου f̄ = (f1 , . . . , fn ) : U → R, U ⊂ Rn ανοικτό,


ξεκινάμε από την παραδοχή ότι υπάρχει φ : U → R με grad φ = f̄, δηλ.


φ(x1 , . . . , xn ) = fi (x1 , . . . , xn ) ∀ x̄ = (x1 , . . . , xn ) ∈ U, ∀ i = 1, . . . , n.
∂xi
(4.72)
Υπολογίζουμε το αόριστο ολοκλήρωμα ως προς τη μεταβλητή x1 , για την πρώτη
εξίσωση, i = 1, ως

φ(x1 , . . . , xn ) = F1 (x1 , . . . , xn ) + g1 (x2 , . . . , xn ), (4.73)

όπου ∫
F1 (x1 , . . . , xn ) := f1 (x1 , . . . , xn )dx1

και η g1 είναι σταθερά ως προς x1 , δηλ. εξαρτάται μόνο από τις x2 , . . . , xn .


Παραγωγίζοντας την εξίσωση (4.73) ως προς x2 , παίρνουμε από τη δεύτερη εξί-
σωση, i = 2, του συστήματος (4.72)

∂ ∂ ( )
φ(x1 , . . . , xn ) = F1 (x1 , . . . , xn ) + g1 (x2 , . . . , xn ) = f2 (x1 , . . . , xn ),
∂x2 ∂x2
από όπου υπολογίζουμε το αόριστο ολοκλήρωμα της g1 ως προς τη μεταβλητή x2 ως

g1 (x2 , . . . , xn ) = F2 (x1 , . . . , xn ) + g2 (x3 , . . . , xn ),

όπου ∫
( ∂ )
F2 (x1 , . . . , xn ) := f2 (x1 , . . . , xn ) − F1 (x1 , . . . , xn ) dx2
∂x2
και η g2 εξαρτάται μόνο από τις x3 , . . . , xn . Έτσι, έχουμε μετά από τα δύο πρώτα
βήματα

φ(x1 , . . . , xn ) = F1 (x1 , . . . , xn ) + F2 (x1 , . . . , xn ) + g2 (x3 , . . . , xn ).

289
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Συνεχίζοντας έτσι, επαγωγικά, καταλήγουμε στο να έχουμε μετά από n − 1 βή-


ματα την εξίσωση


n−1
φ(x1 , . . . , xn ) = Fi (x1 , . . . , xn ) + gn−1 (xn ),
i=1

την οποία παραγωγίζουμε ως προς xn , και παίρνουμε από την εξίσωση για i = n
του συστήματος (4.72)

∂ (∑ )
n−1

φ(x1 , . . . , xn ) = Fi (x1 , . . . , xn ) + gn−1 (xn ) = fn (x1 , . . . , xn ),
∂xn ∂xn
i=1

την οποία ολοκληρώνουμε αόριστα ως προς xn , για να πάρουμε

gn−1 (xn ) = Fn (x1 , . . . , xn ) + gn ,


όπου
∫( ∑
n−1 )

Fn (x1 , . . . , xn ) := fn (x1 , . . . , xn ) − Fi (x1 , . . . , xn ) dxn
∂xn
i=1

και gn ∈ R σταθερά.
Καταλήγουμε τελικά να έχουμε υπολογίσει ως υποψήφιο δυναμικό φ του f̄ την

n
φ(x1 , . . . , xn ) = Fi (x1 , . . . , xn ).
i=1

Παραγωγίζοντάς την, ελέγχουμε, αν όντως grad φ = f̄ στο U. Βλ. τα Παραδείγματα


4.2.7, 4.2.8.
Παράδειγμα 4.2.6. Το διανυσματικό πεδίο

f̄(x, y) = (y, x − y) ∈ R2 , (x, y) ∈ R2 , (4.74)

είναι πεδίο κλίσεων, αφού το R2 είναι ανοικτό και κυρτό, και η f̄ άπειρες φορές
συνεχώς διαφορίσιμη, με συμμετρική παράγωγο
( )
0 1
Df̄(x, y) = ∀ (x, y) ∈ R2 .
1 −1

Αυτό εξηγεί και γιατί τα επικαμπύλια ολοκληρώματα του f̄ κατά μήκος των τριών
(ακόμα και ως προς την εικόνα τους) διαφορετικών C1 -καμπυλών του Παραδείγμα-
τος 4.2.4, με κοινό αρχικό και κοινό τελικό σημείο, έχουν την ίδια τιμή.
Μπορούμε να υπολογίσουμε ένα δυναμικό φ : R2 → R του f̄ : R2 → R2 με
χρήση της πρώτης μεθόδου στην Παρατήρηση 4.2.6. Θέτοντας (x0 , y0 ) = (0, 0) και
επιλέγοντας γ̄ = γ̄1 ⊕ γ̄2 με

γ̄1 (t) = (tx, 0), γ̄2 (t) = (x, ty), t ∈ [0, 1], (x, y) ∈ R2 ,

290
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

έχουμε

φ(x, y) = (η, ξ − η) · d(ξ, η)
γ̄
∫1 ∫1
= (0, tx − 0) · (x, 0)dt + (ty, x − ty) · (0, y)dt
0 0
1
= xy − y2
2
για κάθε (x, y) ∈ R2 , το οποίο και επιβεβαιώνεται, αφού

grad φ(x, y) = (y, x − y) = f̄(x, y) ∀ (x, y) ∈ R2 .


Παράδειγμα 4.2.7. Θεωρούμε ξανά το διανυσματικό πεδίο (4.74) του προηγούμενου
Παραδείγματος 4.2.6, και υποθέτουμε ότι υπάρχει φ : R2 → R με grad φ = f̄,
δηλαδή
∂ ∂
φ(x, y) = y, φ(x, y) = x − y. (4.75)
∂x ∂y
Υπολογίζουμε το αόριστο ολοκλήρωμα της πρώτης εξίσωσης ως προς x και παίρνουμε

φ(x, y) = xy + g(y). (4.76)

Παραγωγίζοντας αυτή την εξίσωση ως προς y, έχουμε σε συνδυασμό με τη δεύτερη


εξίσωση του συστήματος (4.75)

φ(x, y) = x + g ′ (y) = x − y,
∂y
δηλ. g ′ (y) = −y και άρα, g(y) = − 12 y + c, c ∈ R. Αντικαθιστώντας το g(y)
2

που βρήκαμε στην (4.76) χωρίς τη σταθερά, αφού αυτή δεν παίζει ρόλο, έχουμε, ως
υποψήφιο δυναμικό του f̄, τη συνάρτηση
1
φ(x, y) = xy − y2 , (x, y) ∈ R2 ,
2
η οποία, όπως και στο Παράδειγμα 4.2.6, έχει κλίση το διανυσματικό πεδίο f̄ και
άρα, είναι το δυναμικό του.
Παράδειγμα 4.2.8. Έστω το διανυσματικό πεδίο f̄ : U → R, U ⊂ R2 ,
( ) ( tan y 1 )
f̄(x, y) = f1 (x, y), f2 (x, y) = − 2 + 2xy + x2 , 2
+ x 2 + y2 ,
x x cos y
το οποίο ορίζεται όταν x ̸= 0 και cos y ̸= 0. Συνεπώς,
{ π }
U = (x, y) ∈ R2 : x ̸= 0 και y ̸= kπ + ∀ k ∈ Z
2
∪ { π π}
= (x, y) ∈ R : kπ + < y < (k + 1)π +
2
\ {0} × R.
k∈Z
2 2

291
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Διαπιστώνουμε ότι το U δεν είναι ούτε καν συνεκτικό, και συνεπώς εκ πρώτης
όψεως δεν έχει νόημα να εφαρμόσουμε την πρώτη μέθοδο της Παρατήρησης 4.2.6.
Να προσεχθεί, επίσης, ότι ούτε το Θεώρημα 4.2.1 ισχύει σε όλο το U, αφού αυτό δεν
είναι χωρίο. Βέβαια, για τον περιορισμό του f̄ σε οποιοδήποτε ανοικτό και συνεκτικό
υποσύνολο του U, το Θεώρημα 4.2.1 ισχύει, και, αν το υποσύνολο είναι και αστερό-
μορφο, ο σχετικός περιορισμός είναι πεδίο κλίσεων, αφού, όπως θα δούμε αμέσως, η
παράγωγος του f̄ είναι συμμετρική.
Το f̄ είναι άπειρες φορές διαφορίσιμο στο πεδίο ορισμού του και η παράγωγός
του είναι συμμετρική, αφού

∂ 1 ∂
f1 (x, y) = − 2 + 2x = f2 (x, y) ∀ (x, y) ∈ U.
∂y x cos2 y ∂x

Συνεπώς, ικανοποιείται η αναγκαία συνθήκη για να είναι το f̄ πεδίο κλίσεων³² και


άρα, έχει νόημα να προσπαθήσουμε να βρούμε ένα δυναμικό φ : U → R του f̄, έτσι
ώστε grad φ = f̄, δηλαδή,

∂ tan y ∂ 1
φ(x, y) = − 2 + 2xy + x2 , φ(x, y) = + x2 + y2 ∀ (x, y) ∈ U.
∂x x ∂y x cos2 y
(4.77)
Υπολογίζοντας το αόριστο ολοκλήρωμα της πρώτης εξίσωσης ως προς x, παίρνουμε

tan y 1
φ(x, y) = + x2 y + x3 + g(y), (4.78)
x 3
οπότε παραγωγίζοντας ως προς y, προκύπτει, μαζί με τη δεύτερη εξίσωση του συ-
στήματος (4.77), η εξίσωση για την g ′ (y)

∂ 1 1
φ(x, y) = 2
+ x2 + g ′ (y) = + x2 + y2 ,
∂y x cos y x cos2 y

από όπου έχουμε g(y) = 3 y + c, c ∈ R. Αντικαθιστώντας το g (χωρίς τη σταθερά,


1 3

η οποία είναι περιττή) στην (4.78), προκύπτει ως υποψήφιο δυναμικό, η συνάρτηση

tan y 1 1
φ(x, y) = + x2 y + x3 + y3 , (x, y) ∈ U.
x 3 3
Παραγωγίζοντάς την, διαπιστώνουμε ότι πράγματι το φ είναι δυναμικό του f̄ σε όλο
το U.

4.2.4 Ασκήσεις
Άσκηση 146. Για τα διανυσματικά πεδία της Παρατήρησης 4.2.4, δείξτε ότι το πεδίο
ορισμού τους δεν είναι αστερόμορφο, αλλά ότι αυτά είναι πεδία κλίσεων, και βρείτε
ένα δυναμικό τους.
³²Να προσεχθεί ότι η αναγκαία συνθήκη της Πρότασης 4.2.6 απαιτεί από το πεδίο ορισμού μόνο το να
είναι ανοικτό.

292
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Άσκηση 147. Βρείτε για τα επόμενα διανυσματικά πεδία τα μέγιστα πεδία ορισμού
τους και εξετάστε αν είναι πεδία κλίσεων σε αυτά. Αν είναι πεδία κλίσεων υπολογίστε
ένα δυναμικό τους, ενώ αν δεν είναι, εξετάστε εάν ο περιορισμός τους σε κάποιο
κατάλληλο υποσύνολο του πεδίου ορισμού τους είναι πεδίο κλίσεων, και βρείτε ένα
δυναμικό του περιορισμού αυτού.

f̄1 (x, y) = (12xy + 3, 6x2 ),


f̄2 (x, y) = (xy, y),
f̄3 (x, y) = (3x2 y, x3 ),
ḡ1 (x, y, z) = (x, y, z),
ḡ2 (x, y, z) = (x2 y, zex , xy ln z),
ḡ3 (x, y, z) = (x + z, −y − z, x − y).

4.2.5 Θεώρημα Green


Ορισμός 4.2.7. Έστω a, b ∈ R με a < b. Μία συνάρτηση φ : [a, b] → R ονομάζεται
κατά τμήματα συνεχώς διαφορίσιμη ή κατά τμήματα C1 -συνάρτηση, αν υπάρχει
μια διαμέριση P = {t0 , . . . , tk }, k ∈ N, του [a, b] με a = t0 < . . . < tk = b, έτσι
ώστε οι συναρτήσεις φ|[ti−1 ,ti ] , i = 1, . . . , k, να είναι συνεχώς διαφορίσιμες.

Ορισμός 4.2.8. Ένα κανονικό χωρίο ως προς τον άξονα 0x

B = {(x, y) ∈ R2 : a ≤ x ≤ b, φ1 (x) ≤ y ≤ φ2 (x)},

όπου a, b ∈ R με a < b και φ1 , φ2 : [a, b] → R συνεχείς με φ1 ≤ φ2 , ονομάζεται


(κατά τμήματα) C1 -κανονικό χωρίο ως προς τον άξονα 0x, αν οι φ1 , φ2 είναι κατά
τμήματα συνεχώς διαφορίσιμες.
Αντίστοιχα, ένα κανονικό χωρίο ως προς τον άξονα 0y

C = {(x, y) ∈ R2 : c ≤ y ≤ d, ψ1 (y) ≤ x ≤ ψ2 (y)},

όπου c, d ∈ R με c < d και ψ1 , ψ2 : [c, d] → R συνεχείς με ψ1 ≤ ψ2 , ονομάζεται


(κατά τμήματα) C1 -κανονικό χωρίο ως προς τον άξονα 0y, αν οι ψ1 , ψ2 είναι κατά
τμήματα συνεχώς διαφορίσιμες.
Ένα D ⊂ R2 ονομάζεται (κατά τμήματα) C1 -κανονικό χωρίο, αν είναι C1 -
κανονικό χωρίο³³ ως προς τον άξονα 0x και C1 -κανονικό χωρίο ως προς τον άξονα
0y.

Θεώρημα 4.2.2. (Θεώρημα Green³⁴)


Έστω D ⊂ R2 ένα C1 -κανονικό χωρίο και ∂D το θετικά προσανατολισμένο σύνορό
³³Από εδώ και για τα επόμενα, όταν αναφερόμαστε – για λόγους συντομίας – σε ένα C1 -κανονικό χωρίο
(είτε ως προς έναν άξονα, είτε ως προς τους δύο) θα εννοούμε ένα κατά τμήματα C1 -κανονικό χωρίο.
³⁴George Green, 1793-1841, UK

293
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

του. Έστω επίσης U ⊂ R2 ανοικτό με D ⊂ U και (f1 , f2 ) : U → R2 ένα συνεχώς


διαφορίσιμο διανυσματικό πεδίο. Τότε
∫ ∫ (
∂f2 ∂f1 )
(f1 , f2 ) · d(x, y) = − . (4.79)
∂D D ∂x ∂y

Απόδειξη. Από την Πρόταση 4.1.17 γνωρίζουμε ότι το D είναι Jordan-μετρήσιμο και
∂f ∂f
συμπαγές, και αφού οι μερικές παράγωγοι ∂x2 , ∂y1 είναι συνεχείς στο D, έχουμε
από την Πρόταση 4.1.18 και το Θεμελιώδες Θεώρημα του Απειροστικού Λογισμού
∫ ( ∫ d ( ∫ ψ2 (y) ∫ b ( ∫ φ2 (x)
∂f2 ∂f1 ) ∂f2 ) ∂f1 )
− = (x, y)dx dy − (x, y)dy dx
D ∂x ∂y c ψ1 (y) ∂x a φ1 (x) ∂y
∫d
( )
= f2 (ψ2 (y), y) − f2 (ψ1 (y), y) dy
c
∫b
( )
− f1 (x, φ2 (x)) − f1 (x, φ1 (x)) dx. (4.80)
a

Από την άλλη, αφού το D είναι ένα κανονικό χωρίο, αν το δούμε ως κανονικό
χωρίο ως προς τον άξονα 0x, το θετικά προσανατολισμένο σύνορό του θα μπορεί να
γραφεί στη μορφή ∂D = γ̄([t1 , t2 ]) με

γ̄ = γ̄1 ⊕ γ̄2 ⊕ γ̄−


3 ⊕ γ̄4 ,

όπου

γ̄1 (t) = (t, φ1 (t)), t ∈ [a, b],


( )
γ̄2 (t) = b, φ1 (b) + t(φ2 (b) − φ1 (b)) , t ∈ [0, 1],
γ̄3 (t) = (t, φ2 (t)), t ∈ [a, b],
( )
γ̄4 (t) = a, φ1 (a) + t(φ2 (a) − φ1 (a)) , t ∈ [0, 1],

και, αν το δούμε ως κανονικό χωρίο ως προς τον άξονα 0y, στη μορφή ∂D = δ̄([t3 , t4 ])
με
1 ⊕ δ̄2 ⊕ δ̄3 ⊕ δ̄4 ,
δ̄ = δ̄− −

όπου

δ̄1 (t) = (ψ1 (t), t), t ∈ [c, d],


( )
δ̄2 (t) = ψ1 (c) + t(ψ2 (c) − ψ1 (c)), c , t ∈ [0, 1],
δ̄3 (t) = (ψ2 (t), t), t ∈ [c, d],
( )
δ̄4 (t) = ψ1 (d) + t(ψ2 (d) − ψ1 (d)), d , t ∈ [0, 1],

βλ. Σχήμα 4.7.

294
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

y y
− −
d γ̄3 d δ̄4

D D
γ̄−
4
γ̄2 δ̄−
1 δ̄3
a b x a b x

c γ̄1 c δ̄2

Σχήμα 4.7: Παραμετρικοποιήσεις του ∂D για το C1 -κανονικό χωρίο D ως προς 0x


(αριστερά) και ως προς 0y (δεξιά).

Σημειώνουμε ότι όλες οι παραπάνω καμπύλες είναι κατά τμήματα συνεχώς δια-
φορίσιμες, επειδή οι συναρτήσεις φ1 , φ2 και ψ1 , ψ2 έχουν αυτή την ιδιότητα. Συ-
νεπώς, αφού το διανυσματικό πεδίο (f1 , f2 ) είναι συνεχές πάνω στο σύνορο ∂D,
υπάρχει το ολοκλήρωμά του κατά μήκος του ∂D και μάλιστα, ισχύει
∫ ∫ ∫
(f1 , f2 ) · d(x, y) = (f1 , 0) · d(x, y) + (0, f2 ) · d(x, y) (4.81)
∂D ∂D ∂D

σύμφωνα με την Πρόταση 4.2.1. Όμως,


∫ ∫ ∫
(f1 , 0) · d(x, y) = (f1 , 0) · d(x, y) + (f1 , 0) · d(x, y)
∂D γ̄1 γ̄2
∫ ∫
− (f1 , 0) · d(x, y) − (f1 , 0) · d(x, y)
γ̄3 γ̄4
∫b ∫b
= f1 (t, φ1 (t))dt − f1 (t, φ2 (t))dt (4.82)
a a

και
∫ ∫ ∫
(0, f2 ) · d(x, y) = − (0, f2 ) · d(x, y) + (0, f2 ) · d(x, y)
∂D δ̄1 δ̄2
∫ ∫
+ (0, f2 ) · d(x, y) − (0, f2 ) · d(x, y)
δ̄3 δ̄4
∫ ∫d
= − f2 (ψ1 (t), t)dt + f2 (ψ2 (t), t)dt. (4.83)
c

Από τις (4.80) – (4.83) προκύπτει η (4.79).

295
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Σημειώνουμε ότι για τον υπολογισμό των ολοκληρωμάτων στις (4.82), (4.83) δια-
μερίζουμε το πεδίο ορισμού των καμπύλων γ̄1 , γ̄3 και δ̄1 , δ̄3 , έτσι ώστε οι περιο-
ρισμοί τους στα τμήματα των διαμερίσεων να είναι C1 -καμπύλες, βλ. τον Ορισμό
4.2.2. 2

Παρατήρηση 4.2.7. Από την απόδειξη προκύπτει ότι, για να ισχύει το συμπέρασμα
∂f ∂f
του Θεωρήματος Green, αρκεί οι συναρτήσεις f1 , f2 , ∂x2 , ∂y1 : U → R να υπάρχουν
και να είναι συνεχείς.

Πόρισμα 4.2.1. Έστω D ⊂ R2 ένα C1 -κανονικό χωρίο και ∂D το θετικά προσα-


νατολισμένο σύνορό του. Τότε το εμβαδό v(D) του D δίνεται από την ισότητα

1
v(D) = (−y, x) · d(x, y).
2 ∂D

Απόδειξη. Το αποτέλεσμα προκύπτει άμεσα από το Θεώρημα Green. 2

Το Θεώρημα του Green, όπως το αποδείξαμε, ισχύει για C1 -κανονικά χωρία


D ⊂ R2 , το οποίο είναι σε πρώτη φάση αρκετά περιοριστικό. Αποδεικνύεται, όμω,ς
σχετικά εύκολα ότι ισχύει για γενικότερα υποσύνολα D ⊂ R2 , αν αυτά μπορούν να
διαμεριστούν σε ένα πεπερασμένο αριθμό από C1 -κανονικά χωρία, το οποίο επαρκεί
για τις περισσότερες πρακτικές εφαρμογές.

Πρόταση 4.2.9. (Θεώρημα Green – γενίκευση)



Έστω D = k i=1 Di ⊂ R και Di C -κανονικά χωρία τέτοια, ώστε για κάθε i ̸= j
2 1

να ισχύει ή Di ∩ Dj = ∅ ή Di ∩ Dj = ∂Di ∩ ∂Dj . Έστω επίσης U ⊂ R2 ανοικτό


με D ⊂ U και (f1 , f2 ) : U → R2 ένα συνεχώς διαφορίσιμο διανυσματικό πεδίο.
Τότε, ∫ ∫ ( ∂f
2 ∂f1 )
(f1 , f2 ) · d(x, y) = − ,
∂D D ∂x ∂y
όπου το επικαμπύλιο ολοκλήρωμα είναι το άθροισμα των ολοκληρωμάτων κατά
μήκος των κλειστών τμημάτων του θετικά προσανατολισμένου ∂D.

Απόδειξη. Από το Θεώρημα του Green για C1 -κανονικά χωρία και την Πρόταση 4.1.14
έχουμε

k ∫ k ∫ ( ∂f ∫ (
∑ ∑ 2 ∂f1 ) ∂f2 ∂f1 )
(f1 , f2 ) · d(x, y) = − = − ,
∂x ∂y ∂x ∂y
i=1 ∂Di i=1 Di D

όπου κάθε ∂Di είναι θετικά προσανατολισμένο ως προς το Di .


Η ένωση των ∂Di αποτελείται από εικόνες κατά τμήματα C1 -καμπυλών, που
είτε συναποτελούν το θετικά προσανατολισμένο ∂D, είτε είναι τμήματα τομών δύο
γειτονικών Di και άρα, διαγράφονται με αντίθετους προσανατολισμούς, οπότε τα
αντίστοιχα επικαμπύλια ολοκληρώματα αλληλοαναιρούνται.³⁵ 2
³⁵Αν η ∂Dj ∩ ∂Di ̸= ∅ αποτελείται από ένα σημείο, τότε το ολοκλήρωμα πάνω από αυτήν είναι μηδέν.

296
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

4.2.6 Ασκήσεις
Άσκηση 148. Να υπολογίσετε με χρήση του Θεωρήματος Green τα ακόλουθα ολο-
κληρώματα, θεωρώντας το ∂D θετικά προσανατολισμένο:

(αʹ) (2y, 6x) · d(x, y), D = [0, 1] × [0, 1],
∂D

(βʹ) (y2 , 2x) · d(x, y), D = [0, 1] × [0, 1],
∂D

(γʹ) (xy, x − y) · d(x, y), D = [0, 1] × [1, 3],
∂D

(δʹ) (x − y3 , x3 − y2 ) · d(x, y), D ο μοναδιαίος κυκλικός δίσκος,
∂D

(εʹ) ex (sin y, cos y) · d(x, y), D ο κυκλικός δίσκος κέντρου (0, 0) και ακτίνας
∂D
3.

Άσκηση 149. Να υπολογίσετε με χρήση του Θεωρήματος Green το εμβαδό των ακό-
λουθων υποσυνόλων του R2 :

(αʹ) κυκλικός δίσκος κέντρου (0, 0) και ακτίνας r > 0,


y 2 2
x
(βʹ) ελλειπτικός δίσκος της έλλειψης a 2 + b2 = 1, a, b > 0,

(γʹ) περιοχή που περικλείεται από την κυκλοειδή r(t − sin t, 1 − cos t), t ∈ [0, 2π],
όπου r > 0 σταθερό, και τον άξονα 0x.

Άσκηση 150. Επαληθεύστε το Θεώρημα Green για τον δακτύλιο

D = B̄((0, 0), R) \ B((0, 0), r), R > r > 0,

και το διανυσματικό πεδίο

f̄(x, y) = (2x3 − y3 , x3 + y3 ), (x, y) ∈ R2 .

4.2.7 Επικαμπύλια ολοκληρώματα ως προς μήκος καμπύλης


Ορισμός 4.2.9. Έστω γ̄ : [α, β] → Rn με α, β ∈ R, α < β, μια C1 -καμπύλη και
f : γ̄([α, β]) → R μία συνεχής πραγματική συνάρτηση. Τότε, ο πραγματικός αριθμός
∫ ∫β
fds := f(γ̄(t))∥γ̄ ′ (t)∥dt (4.84)
γ̄ α

ονομάζεται (επικαμπύλιο) ολοκλήρωμα της f ως προς το μήκος της γ̄.

297
4.2. ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Παρατήρηση 4.2.8. Αν η f : γ̄([α, β]) → R είναι η σταθερή συνάρτηση f = 1, τότε,



1 ds = L(γ̄),
γ̄

όπου L(γ̄) το μήκος της καμπύλης γ̄.

Όπως και στην περίπτωση του μήκους καμπύλης, αποδεικνύεται ότι το ολοκλή-
ρωμα (4.84) είναι αναλλοίωτο κάτω από C1 -παραμετρικούς μετασχηματισμούς. Επί-
σης από τον ορισμό του και τις ιδιότητες του ορισμένου ολοκληρώματος πραγματικής
συνάρτησης μιας μεταβλητής προκύπτει η γραμμικότητα της ολοκλήρωσης και η προ-
σθετικότητα ως προς την ένωση καμπυλών.
Έτσι, έχουμε συνοπτικά τις ακόλουθες ιδιότητες.

Πρόταση 4.2.10. (Ιδιότητες επικαμπυλίου ολοκληρώματος πραγματικής συνάρ-


τησης)
Έστω γ̄ = γ̄1 ⊕ γ̄2 : [α, β] → Rn μια C1 -καμπύλη, f, g : γ̄([α, β]) → R συνεχείς,
φ : [A, B] → [α, β] ένας C1 -παραμετρικός μετασχηματισμός, και λ, µ ∈ R. Τότε,
∫ ∫
(αʹ) fds = fds,
γ̄◦φ γ̄
∫ ∫ ∫
(βʹ) (λf + µg)ds = λ fds + µ gds,
γ̄ γ̄ γ̄
∫ ∫ ∫
(γʹ) fds = fds + fds, the
γ̄1 ⊕γ̄2 γ̄1 γ̄2


(δʹ) fds ≤ ∥f∥∞ L(γ̄), όπου ∥f∥∞ := max {|f(x̄)| : x̄ ∈ γ̄([α, β])}.
γ̄

Απόδειξη. Άσκηση 152. 2

΄Οπως και στην περίπτωση επικαμπυλίων ολοκληρωμάτων διανυσματικών πεδίων,


μπορούμε να γενικεύσουμε τον προηγούμενο ορισμό, για να ορίσουμε επικαμπύλια
ολοκληρώματα πραγματικών συναρτήσεων ως προς το μήκος μιας κατά τμήματα
συνεχώς διαφορίσιμης καμπύλης.

Ορισμός 4.2.10. Έστω γ̄ = γ̄1 ⊕ · · · ⊕ γ̄k : [α, β] → Rn μια κατά τμήματα C1 -


καμπύλη και f : γ̄([α, β]) → Rn μια συνεχής πραγματική συνάρτηση. Τότε, το άθροι-
σμα των ολοκληρωμάτων της f ως προς το μήκος των γ̄i , i = 1, . . . , k,
∫ k ∫

fds := fds
γ̄ i=1 γ̄i

ονομάζεται (επικαμπύλιο) ολοκλήρωμα της f ως προς το μήκος της γ̄.

298
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Παρατήρηση 4.2.9. Όπως και για το μήκος καμπύλης, έτσι και για τα επικαμπύλια
ολοκληρώματα συναρτήσεων ως προς μήκος καμπύλης, αν η C = γ̄([α, β]) ⊂ Rn
είναι μια απλή ή απλή κλειστή, κατά τμήματα C1 -καμπύλη, γράφουμε και
∫ ∫
fds := fds.
C γ̄

4.2.8 Ασκήσεις
Άσκηση 151. Υπολογίστε τα ακόλουθα επικαμπύλια ολοκληρώματα πραγματικών
συναρτήσεων

(αʹ) (x + y)ds, όπου γ̄(t) = (cos t, sin t), t ∈ [0, π],
γ̄
∫ [ π π]
x
(βʹ) ds, όπου γ̄(t) = (cos t, sin t), t ∈ − , ,
γ̄ x2 + y2 2 2

(γʹ) (x2 + y)ds, όπου γ̄(t) = (t, cosh t), t ∈ [0, 1],
γ̄
∫ √
(δʹ) x2 + y2 + z2 ds, όπου γ̄(t) = (t cos t, t sin t, t), t ∈ [0, 2π].
γ̄

Άσκηση 152. Αποδείξτε την Πρόταση 4.2.10.


Υπόδειξη: Δείτε τις αντίστοιχες αποδείξεις για το μήκος καμπύλης και/ή για τα
επικαμπύλια ολοκληρώματα διανυσματικών πεδίων και χρησιμοποιήστε τις ιδιότη-
τες του ορισμένου ολοκληρώματος πραγματικής συνάρτησης μίας μεταβλητής.

4.3 Επιφανειακά ολοκληρώματα


4.3.1 Επιφάνειες στον R3
Στα επόμενα, θα ασχοληθούμε με ολοκληρώματα συναρτήσεων που ορίζονται
πάνω σε επιφάνειες στον R3 . Θα χρησιμοποιήσουμε τον ακόλουθο ορισμό μιας επι-
φάνειας, ο οποίος από τη μία, μπορεί να γενικευθεί και από την άλλη, μπορεί και να
εξειδικευθεί. Πιο συγκεκριμένα, ο επόμενος ορισμός περιλαμβάνει όλα τα χαρακτη-
ριστικά μιας επιφάνειας, όπως την φανταζόμαστε, αλλά τα εξειδικεύει, έτσι ώστε να
μπορούμε να υπολογίζουμε ολοκληρώματα συνεχών συναρτήσεων πάνω σε αυτές, ενώ
περιλαμβάνει και εκφυλισμένες επιφάνειες, όπως π.χ. σημεία ή καμπύλες. Σε κάθε
περίπτωση, ο ακόλουθος ορισμός είναι συμβατός με τον ορισμό μιας επιφάνειας στη
Διαφορική Γεωμετρία.

Ορισμός 4.3.1. Έστω K ⊂ R2 μη κενό, συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο, U ⊂ R2


ανοικτό με K ⊂ U και Φ̄ : U → R3 μια συνεχώς διαφορίσιμη διανυσματική συ-
νάρτηση. Η συνάρτηση Φ̄|K : K → R3 ονομάζεται (παραμετρική) επιφάνεια Φ̄ με

299
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

παραμετρικό πεδίο K και η εικόνα της, Φ̄(K) ⊂ R3 , επιφάνεια³⁶ με παραμετρικο-


ποίηση Φ̄|K .

Παρατήρηση 4.3.1. (αʹ) Βλέπουμε και εδώ μια αμφισημία του όρου «επιφάνεια»,
αντίστοιχη με αυτήν του όρου «καμπύλη». Διαισθητικά καταλαβαίνουμε ως
επιφάνεια, την εικόνα S = Φ̄(K) ⊂ R3 , αναλυτικά όμως, είναι ουσιαστικότερη
η παραμετρικοποίησή της Φ̄|K : K → R3 , δηλ. η (παραμετρική) επιφάνεια, της
οποίας εικόνα είναι η S.
Εμείς θα ασχοληθούμε, κυρίως, με την Φ̄|K , την οποία για λόγους απλούστευσης,
σαφήνειας και συντομίας, από εδώ και στο εξής, θα ονομάζουμε συμβατικά
επιφάνεια και θα την συμβολίζουμε με Φ̄ (δηλ. δεν θα τονίζουμε ότι πρόκειται
για τον περιορισμό στο K ⊂ U μίας Φ̄ ∈ C1 (U; R3 )) και, όταν αναφερόμαστε
στην εικόνα S = Φ̄(K) ⊂ R3 της επιφάνειας Φ̄, για να την ξεχωρίζουμε από
την Φ̄, θα την ονομάζουμε συμβατικά, και για συντομία, επιφάνεια στον R3 .

(βʹ) Το ότι στον πιο πάνω ορισμό εμπλέκεται και το ανοικτό υποσύνολο U ⊂ R2 ,
το οποίο περιέχει το παραμετρικό πεδίο K ⊂ R2 της επιφάνειας Φ̄, οφείλεται
στο ότι απαιτούμε η Φ̄ να είναι συνεχώς διαφορίσιμη, και στο ότι έχουμε ορί-
σει τη διαφορισιμότητα μόνο σε ανοικτά υποσύνολα, θέλοντας να αποφύγουμε
δυσκολίες, που μπορεί να προκύψουν κατά τον ορισμό παραγώγων στο σύνορο.
Αυτό μας δίνει την ελευθερία να μπορούμε να ορίσουμε συμπαγή παραμετρικά
πεδία, κάτι, το οποίο μας διευκολύνει στον ορισμό ολοκληρωμάτων συνεχών
συναρτήσεων πάνω στο συμπαγές S ⊂ R3 .
Στην πράξη θα δούμε ότι το ανοικτό U ⊂ R2 του ορισμού θα μας απασχολήσει
λίγο, έως καθόλου.

(γʹ) Όπως αναφέραμε και εισαγωγικά, σύμφωνα με τον πιο πάνω ορισμό, καλού-
νται επιφάνειες και υποσύνολα S ⊂ R3 , τα οποία δεν είναι επιφάνειες με
την κλασική ή τουλάχιστον διαισθητική έννοια του όρου. Π.χ., αν Φ̄ η σταθερή
συνάρτηση Φ̄(u, v) = (x0 , y0 , z0 ) ∈ R3 για κάθε (u, v) ∈ R2 , τότε, το μονο-
σύνολο S = {(x0 , y0 , z0 )} ⊂ R3 σίγουρα δεν είναι μια τυπική επιφάνεια στον
R3 .
Θα μπορούσαμε να αποκλείσουμε τέτοιες παθογένειες, επιβάλλοντας επιπλέον
συνθήκες στον ορισμό της επιφάνειας, αφού, όμως, αυτός εξυπηρετεί τους σκο-
πούς μας ως έχει, δεν απαιτείται να τον επιβαρύνουμε επιπλέον.

Παρατήρηση 4.3.2. Υπενθυμίζουμε ότι μια διανυσματική συνάρτηση Φ̄ : U → R3 ,


U ⊂ R2 ανοικτό,
 
x(u, v)
Φ̄(u, v) = y(u, v) ∈ R3 , (u, v) ∈ U,
z(u, v)
³⁶ή, πιο σωστά, τμήμα επιφάνειας

300
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

είναι συνεχώς διαφορίσιμη, αν και μόνο αν η παράγωγός της


 
∂x ∂x
(u, v) (u, v)
 ∂u ∂v 
 
 ∂y ∂y 
DΦ̄(u, v) = 
 ∂u (u, v) (u, v)∈R
3×2
, (u, v) ∈ U,
 ∂v 
 ∂z ∂z 
(u, v) (u, v)
∂u ∂v
υπάρχει για κάθε (u, v) ∈ U, και τα στοιχεία της είναι τιμές πραγματικών συναρτή-
σεων που είναι συνεχείς ως προς (u, v) ∈ U.
Σημαντικές στα επόμενα είναι οι δύο στήλες της παραγώγου DΦ̄(u, v) ∈ R3×2 ,
δηλ. τα διανύσματα στον R3 των μερικών παραγώγων της Φ̄ ως προς u και ως προς
v, τα οποία θα συμβολίζουμε με

∂Φ̄ ( ∂x ∂y ∂z )T
(u, v) = (u, v), (u, v), (u, v) ∈ R3 , (u, v) ∈ U,
∂u ∂u ∂u ∂u
∂Φ̄ ( ∂x ∂y ∂z )T
(u, v) = (u, v), (u, v), (u, v) ∈ R3 , (u, v) ∈ U,
∂v ∂v ∂v ∂v
έτσι ώστε
( )
∂Φ̄ ∂Φ̄
DΦ̄(u, v) = (u, v) (u, v) ∈ R3×2 , (u, v) ∈ U.
∂u ∂v

Παράδειγμα 4.3.1. Έστω U ⊂ R2 ανοικτό και f : U → R μια συνεχώς διαφορίσιμη


πραγματική συνάρτηση. Αν K ⊂ U συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο, η διανυσματική
συνάρτηση
Φ̄(x, y) = (x, y, f(x, y)), (x, y) ∈ K,
είναι μια επιφάνεια με παραμετρικό πεδίο K, και εικόνα το γράφημα της f|K ,

S = {(x, y, f(x, y)) : (x, y) ∈ K} = Γf|K ,

το οποίο με τη σειρά του παραμετρικοποιείται μέσω της Φ̄.


Πράγματι, θεωρώντας την επέκταση της Φ̄ στο U, την οποία για λόγους απλού-
στευσης συμβολίζουμε εδώ επίσης με Φ̄, βλέπουμε ότι η παράγωγός της είναι η
 
( ) 1 0
∂Φ̄ ∂Φ̄  0 1 
DΦ̄(x, y) = (x, y) (x, y) = , (x, y) ∈ U,
∂x ∂y ∂f ∂f
(x, y) (x, y)
∂x ∂y

η οποία είναι συνεχής, αφού f ∈ C1 (U). Συνεπώς, απλουστευτικά (δηλ. χωρίς να


αναφερθούμε στις ιδιότητες του παραμετρικού πεδίου K) μπορούμε να πούμε ότι το
γράφημα μιας συνεχώς διαφορίσιμης πραγματικής συνάρτησης δύο μεταβλητών
είναι μια επιφάνεια στον R3 .

301
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Για παράδειγμα, η συνάρτηση του ελλειπτικού παραβολοειδούς

f(x, y) = x2 + y2 , (x, y) ∈ R2 ,

περιορισμένη σε οποιοδήποτε συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο K ⊂ R2 , π.χ.,

K = B̄((0, 0), r) = {(x, y) ∈ R2 : x2 + y2 ≤ r2 } (r > 0)

έχει ως γράφημα την επιφάνεια στον R3

S = {(x, y, x2 + y2 ) ∈ R3 : x2 + y2 ≤ r2 },

η οποία με την σειρά της έχει την παραμετρικοποίηση

Φ̄(x, y) = (x, y, x2 + y2 ), x2 + y2 ≤ r2 ,

με παράγωγο
 
( ) 1 0
∂Φ̄ ∂Φ̄
DΦ̄(x, y) = (x, y) (x, y) =0 1 , x2 + y2 ≤ r2 .
∂x ∂y 2x 2y

Παράδειγμα 4.3.2. Η διανυσματική συνάρτηση


       
x(λ, µ) x0 a1 b1
Φ̄(λ, µ) = y(λ, µ) = y0  + λ a2  + µ b2  , λ, µ ∈ R,
z(λ, µ) z0 a3 b3

με συνεχή παράγωγο
 
( ) a1 b1
∂Φ̄ ∂Φ̄
DΦ̄(λ, µ) = (λ, µ) (λ, µ) =  a2 b2 
∂λ ∂µ a3 b3

περιγράφει ένα επίπεδο στον R3 , αν τα ā = (a1 , a2 , a3 ), b̄ = (b1 , b2 , b3 ) ∈ R3


είναι γραμμικώς ανεξάρτητα, μια ευθεία στον R3 , αν είναι γραμμικώς εξαρτημένα
με ένα τουλάχιστον ̸= 0̄ (το οποίο και δίνει την κατεύθυνσή της³⁷), και ένα σημείο
στον R3 , αν ā = b̄ = 0̄.
Περιορισμένη σε οποιοδήποτε συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο παραμετρικό πε-
δίο K ⊂ R2 , η Φ̄ είναι μια επιφάνεια σύμφωνα με τον Ορισμό 4.3.1. Αυτό ισχύει
ακόμα και στην περίπτωση της ευθείας ή του σημείου (βλ. Παρατήρηση 4.3.1 (γ ′ )).
Παρατηρούμε, όμως, ότι στην περίπτωση του επιπέδου ο πίνακας της παραγώγου
DΦ̄(λ, µ) έχει βαθμίδα 2, αφού τα ā, b̄ είναι γραμμικώς ανεξάρτητα.³⁸
³⁷Π.χ., αν ā ̸= 0̄, υπάρχει c ∈ R με b̄ = cā, και άρα λā + µb̄ = (λ + µc)ā για κάθε λ, µ ∈ R.
³⁸Υποψιασμένοι, διαπιστώνουμε ότι και η παράγωγος στο Παράδειγμα 4.3.1 έχει βαθμίδα 2.

302
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Το επίπεδο Φ̄(R2 ) ⊂ R3 μπορεί, όμως, να παραμετρικοποιηθεί και ως γράφημα


πραγματικής συνάρτησης δύο μεταβλητών. Πιο συγκεκριμένα, αν
( )
a1 b1
det ̸= 0,
a2 b2

τότε, για κάθε (x, y, z) ∈ Φ̄(K) υπάρχουν μοναδικά (λ, µ) ∈ K με (x, y, z) = Φ̄(λ, µ),
τα ( ) ( ) ( )−1 ( )
λ λ(x, y) a1 b1 x − x0
= := ,
µ µ(x, y) a2 b2 y − y0
όπου
( ) ( )( ) ( ) ( ) ( )
x a1 b1 λ x0 a1 b1 x0
= + ∈ K+ := D ⊂ R2 ,
y a2 b2 µ y0 a2 b2 y0

και, για αυτά τα (x, y), ισχύει

z = f(x, y) := z0 + λ(x, y)a3 + µ(x, y)b3 .

Συνεπώς, για κάθε (x, y, z) ∈ Φ̄(K) έχουμε (x, y, z) ∈ Γf (D). Όμως, και αντίστροφα,
αν (x, y, z) ∈ Γf (D), θα υπάρχουν μοναδικά (λ, µ) ∈ K, έτσι ώστε (x, y, z) ∈ Φ̄(K).
Ανάλογες παραμετρικοποιήσεις ενός επιπέδου στον R3 , ως γράφημα πραγματι-
κής συνάρτησης δύο μεταβλητών, μπορούν να γίνουν και, αν
( ) ( )
a1 b1 a2 b2
det ̸= 0 ή det ̸= 0.
a3 b3 a3 b3

Παράδειγμα 4.3.3. Μία από τις σημαντικότερες επιφάνειες στον R3 που δεν μπορεί
να περιγραφεί ολόκληρη ως γράφημα μίας συνάρτησης f : U → R με U ⊂ R2 είναι
η σφαίρα κέντρου (x0 , y0 , z0 ) ∈ R3 και ακτίνας r > 0,

∂B((x0 , y0 , z0 ), r) = {(x, y, z) ∈ R3 : ∥(x, y, z) − (x0 , y0 , z0 )∥ = r}


= {(x, y, z) ∈ R3 : (x − x0 )2 + (y − y0 )2 + (z − z0 )2 = r2 },

η οποία μπορεί να παραμετρικοποιηθεί μέσω των σφαιρικών συντεταγμένων,


     
x(ϑ, φ) x0 sin ϑ cos φ
Φ̄(ϑ, φ) = y(ϑ, φ) = y0  + r  sin ϑ sin φ  , (ϑ, φ) ∈ R2 ,
z(ϑ, φ) z0 cos ϑ

με συνεχή παράγωγο
 
( ) cos ϑ cos φ − sin ϑ sin φ
∂Φ̄ ∂Φ̄
DΦ̄(ϑ, φ) = (ϑ, φ) (ϑ, φ) = r  cos ϑ sin φ sin ϑ cos φ
∂ϑ ∂φ − sin ϑ 0

303
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

και παραμετρικό πεδίο


K = [0, π] × [0, 2π],
έτσι ώστε
Φ̄(K) = ∂B((x0 , y0 , z0 ), r).
Πράγματι, για κάθε (x, y, z) ∈ Φ̄(K) ισχύει ∥(x − x0 , y − y0 , z − z0 )∥ = r, ενώ αν
ένα (x, y, z) ∈ R3 ικανοποιεί την τελευταία αυτή ιδιότητα, τότε, για


 οποιοδήποτε στο [0, 2π], x = x0 , y = y0 ,



 π

 2, x = x0 , y > y0 ,

 3π

 2 , x = x0 , y < y0 ,
z − z0
ϑ = arccos , φ = 0 ή 2π, x > x0 , y = y0 ,
r 


 arctan y−y 0
x−x0 , x > x0 , y > y0 ,



2π + arctan y−y


0
x−x0 , x > x 0 , y < y0 ,

π + arctan y−y0 ,
x−x0 x < x0

(όπου arccos : [−1, 1] → [0, π] και arctan : R → (− π π


2 , 2 )), έχουμε Φ̄(ϑ, φ) =
(x, y, z).
Ο πίνακας της παραγώγου DΦ̄(ϑ, φ) έχει βαθμίδα 2 μόνο για ϑ ∈ (0, π).

Για να συνεχίσουμε τη μελέτη των επιφανειών στον R3 , θα εισάγουμε μια εσω-


τερική πράξη πολλαπλασιασμού διανυσμάτων στον διανυσματικό χώρο R3 (η οποία
και τον καθιστά μια άλγεβρα πάνω από το R).

Ορισμός 4.3.2. Έστω ā = (a1 , a2 , a3 ), b̄ = (b1 , b2 , b3 ) ∈ R3 . Τότε, το διάνυσμα


( )
ā × b̄ = a2 b3 − b2 a3 , a3 b1 − b3 a1 , a1 b2 − b1 a2
(
a1 a3 a1 a2 )
a2 a3
= ,− ,
b2 b3 b1 b3 b1 b2

ē1 ē2 ē3

= a1 a2 a3
b1 b2 b3

ονομάζεται διανυσματικό (ή εξωτερικό) γινόμενο³⁹ των ā, b̄.⁴⁰

Το διανυσματικό γινόμενο έχει τις ακόλουθες ιδιότητες.

Πρόταση 4.3.1. Έστω ā, b̄, c̄ ∈ R3 , λ ∈ R. Τότε


³⁹Στα αγγλικά το vector product ονομάζεται και cross product, ενώ το exterior product ονομάζεται και
wedge product και συμβολίζεται με ā ∧ b̄. Θα πρέπει να προσεχθεί ότι το διανυσματικό γινόμενο ορίζεται
μόνο στον R3 , ότι (αυστηρά) διαφέρει από το εξωτερικό γινόμενο στον R3 , με το οποίο όμως μπορεί να
ταυτιστεί (δυϊκά), και το οποίο ορίζεται σε γενικότερους διανυσματικούς χώρους.
⁴⁰Η τελευταία «ορίζουσα», όπου ēi , i = 1, 2, 3, η συνήθης βάση (1.2) του R3 , έχει μόνο τυπικό (formal)
χαρακτήρα, αλλά βοηθά στην απομνημόνευση.

304
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

(αʹ) ā × b̄ = −b̄ × ā,

(βʹ) ā × ā = 0,

(γʹ) (λā) × b̄ = ā × (λb̄) = λ(ā × b̄),

(δʹ) ā × (b̄ + c̄) = (ā × b̄) + (ā × c̄),

(εʹ) (ā + b̄) × c̄ = (ā × c̄) + (b̄ × c̄),

(στʹ) ā · (ā × b̄) = b̄ · (ā × b̄) = 0.

Απόδειξη. Οι ιδιότητες αυτές προκύπτουν, κατευθείαν, από τον ορισμό και αντιστοι-
χούν σε ιδιότητες των οριζουσών. Ειδικότερα, η ιδιότητα (στ ′ ) προκύπτει από το
ότι
a1 a2 a3 b1 b2 b3

ā · (ā × b̄) = a1 a2 a3 , b̄ · (ā × b̄) = a1 a2 a3
b1 b2 b3 b1 b2 b3
(βλ. για αυτό τη δεύτερη ισότητα του ορισμού). 2

Παρατήρηση 4.3.3. Από την τελευταία ιδιότητα της προηγούμενης πρότασης προ-
κύπτει ότι το διανυσματικό γινόμενο ā × b̄ είναι κάθετο στο επίπεδο που περιέχει
τα ā και b̄ (ενώ, αν αυτά είναι συνευθειακά, δηλ. γραμμικώς εξαρτημένα, ισούται με
μηδέν, σύμφωνα με τη δεύτερη και τρίτη ιδιότητα).
Επίσης, σε ένα δεξιόστροφο σύστημα συντεταγμένων η φορά του ā × b̄ δίνεται
από τον «κανόνα του δεξιού χεριού». Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στην περίπτωση

ē1 × ē2 = ē3 ,

και αντιστοιχεί στη μη (ή αντί-)μεταθετικότητα της πράξης του διανυσματικού πολ-


λαπλασιασμού, όπως φαίνεται στην ιδιότητα (α ′ ) της Πρότασης 4.3.1, σύμφωνα με
την οποία, αν αλλάξουμε τη σειρά των πολλαπλασιαζόμενων διανυσμάτων, αλλάζει
το πρόσημο του γινομένου.
Επιπλέον, η νόρμα του ā × b̄ ισούται με το εμβαδό του παραλληλογράμμου, που
παράγουν τα ā και b̄,
∥ā × b̄∥ = ∥ā∥∥b̄∥ sin ϑ, (4.85)
όπου ϑ ∈ [0, π] η γωνία μεταξύ των ā, b̄. Αυτό αποδεικνύεται άμεσα με το Σχήμα
4.8, αφού τα τρίγωνα στα αριστερά έχουν το ίδιο εμβαδό με το τρίγωνο στα δεξιά.
Από την (4.85) προκύπτει ότι το διανυσματικό γινόμενο ā × b̄ των ā και b̄ είναι μη
μηδενικό, αν και μόνο αν τα ā, b̄ είναι γραμμικώς ανεξάρτητα.
Υπενθυμίζουμε ότι η γωνία ϑ ∈ [0, π] μεταξύ των ā, b̄ ∈ Rn \ {0̄} δίνεται μέσω
της σχέσης
ā · b̄
cos ϑ = .
∥ā∥∥b̄∥

305
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ


∥ā∥ sin ϑ

ϑ

Σχήμα 4.8: Το παραλληλόγραμμο που παράγουν τα ā, b̄ έχει εμβαδό ∥ā × b̄∥.

Με χρήση του διανυσματικού γινομένου ā × b̄, και ιδιαίτερα της ιδιότητάς του να
είναι κάθετο στα διανύσματα ā και b̄, μπορούμε να ορίσουμε το κάθετο διάνυσμα
σε ένα σημείο μιας επιφάνειας στον R3 .

Ορισμός 4.3.3. Έστω μια επιφάνεια Φ̄ με παραμετρικό πεδίο K, όπως στον Ορισμό
4.3.1, και (u, v) ∈ K.

(αʹ) Το διάνυσμα
∂Φ̄ ∂Φ̄
N̄(u, v) := (u, v) × (u, v) (4.86)
∂u ∂v
ονομάζεται κάθετο διάνυσμα της Φ̄ στo σημείο Φ̄(u, v).

(βʹ) Το Φ̄(u, v) ονομάζεται κανονικό, αν N̄(u, v) ̸= 0̄, και ιδιάζον, αν N̄(u, v) = 0̄.

(γʹ) Αν το σημείο Φ̄(u, v) είναι κανονικό, το διάνυσμα

N̄(u, v)
n̄(u, v) := (4.87)
∥N̄(u, v)∥

ονομάζεται μοναδιαίο κάθετο διάνυσμα της Φ̄ στo Φ̄(u, v), και το επίπεδο
{ ∂Φ̄ ∂Φ̄ }
Φ̄(u, v) + λ (u, v) + µ (u, v) : λ, µ ∈ R ⊂ R3 (4.88)
∂u ∂v
ονομάζεται εφαπτόμενο επίπεδο της Φ̄ στo σημείο Φ̄(u, v).

(δʹ) Μια επιφάνεια Φ̄ ονομάζεται κανονική, αν όλα τα σημεία της είναι κανονικά.

Παράδειγμα 4.3.4. Στην περίπτωση του Παραδείγματος 4.3.1 μιας επιφάνειας Φ̄ με


παραμετρικό πεδίο K, η οποία είναι το γράφημα μιας συνεχώς διαφορίσιμης συνάρ-

306
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

τησης f : U → R με U ⊂ R2 ανοικτό και K ⊂ U, το κάθετο διάνυσμα είναι


 
   −
∂f(x, y)
1 0  ∂x 
     
N̄(x, y) =  0
×
1  =  ∂f(x, y) 

 = (−∇f(x, y), 1),
∂f(x, y)  ∂f(x, y)  − 
 ∂y 
∂x ∂y
1

και από την τρίτη συντεταγμένη βλέπουμε ότι

(αʹ) η επιφάνεια είναι κανονική,

(βʹ) το κάθετο διάνυσμα δείχνει πάντα προς τα «πάνω», δηλ. προς τη θετική κα-
τεύθυνση του άξονα 0z.

Το μοναδιαίο κάθετο διάνυσμα είναι το

(−∇f(x, y), 1)
n̄(x, y) = √
∥∇f(x, y)∥2 + 1

και το εφαπτόμενο επίπεδο στο σημείο Φ̄(x, y) = (x, y, f(x, y)), (x, y) ∈ K, είναι
     
   0 

 x 1 

   1 
 y +λ 0  
 + µ  ∂f(x, y)  : λ, µ ∈ R

 ∂f(x, y) 

 f(x, y) 
∂x ∂y

σε πλήρη αντιστοιχία με την (3.10).


Σημειώνουμε ότι η κανονικότητα του γραφήματος, δηλ. το ότι το κάθετο διάνυσμα
είναι παντού μη μηδενικό ή, ισοδύναμα, ότι το μοναδιαίο κάθετο διάνυσμα υπάρχει
σε κάθε σημείο της επιφάνειας, ισοδυναμεί με το ότι η παράγωγος της επιφάνειας
έχει βαθμίδα 2, βλ. Παράδειγμα 4.3.1.

Παράδειγμα 4.3.5. Στην περίπτωση του επιπέδου του Παραδείγματος 4.3.2 με


ā, b̄ ∈ R3 γραμμικώς ανεξάρτητα, το κάθετο διάνυσμα σε κάθε σημείο του επιπέδου
είναι το
N̄(x, y) = ā × b̄,
δηλαδή είναι ανεξάρτητο από τις παραμέτρους x και y, και το επίπεδο είναι μια
κανονική επιφάνεια με μοναδιαίο κάθετο

ā × b̄
n̄(x, y) = ,
∥ā × b̄∥
και εφαπτόμενο επίπεδο σε κάθε σημείο, τον εαυτό του.

307
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Παράδειγμα 4.3.6. Στην περίπτωση της σφαίρας στον R3 του Παραδείγματος 4.3.3,
το κάθετο διάνυσμα είναι
   
cos ϑ cos φ − sin ϑ sin φ
N̄(ϑ, φ) = r2  cos ϑ sin φ  ×  sin ϑ cos φ .
− sin ϑ 0
 
ē1 ē2 ē3 sin ϑ cos φ

= r2 cos ϑ cos φ cos ϑ sin φ − sin ϑ = r2 sin ϑ  sin ϑ sin φ 
− sin ϑ sin φ sin ϑ cos φ 0 cos ϑ
με

∥N̄(ϑ, φ)∥ = r2 sin ϑ,

Συνεπώς, με αυτή την παραμετρικοποίηση, η σφαίρα είναι μια κανονική επιφάνεια


σε όλα τα σημεία εκτός από τον «βόρειο» και «νότιο πόλο» της, και έχει μοναδιαίο
κάθετο διάνυσμα
 
sin ϑ cos φ
n̄(ϑ, φ) =  sin ϑ sin φ  ∀ (ϑ, φ) ∈ (0, π) × [0, 2π],
cos ϑ

το οποίο αντιστοιχεί με το ότι ακριβώς σε αυτά τα σημεία η παράγωγος της επιφά-


νειας έχει βαθμίδα 2, βλ. Παράδειγμα 4.3.3. (Βλ. και Άσκηση 153.)

Παρατήρηση 4.3.4. Το διάνυσμα N̄(u, v) είναι κάθετο στην Φ̄ στο σημείο Φ̄(u, v)
υπό την έννοια ότι είναι κάθετο στο εφαπτόμενο διάνυσμα ᾱ ′ (0) κάθε καμπύλης

ᾱ = Φ̄ ◦ γ̄ : (−ε, ε) → R3 με ᾱ((−ε, ε)) ⊂ Φ̄(U) και ᾱ(0) = Φ̄(u, v), (4.89)

όπου ε > 0, U όπως στον Ορισμό 4.3.1, και

γ̄ = (γ1 , γ2 ) : (−ε, ε) → R2 με γ̄((−ε, ε)) ⊂ U και γ̄(0) = (u, v) (4.90)

μια καμπύλη διαφορίσιμη στο t = 0.


Πράγματι, σύμφωνα με τον Kανόνα της Aλυσίδας (Θεώρημα 3.2.4), η καμπύλη ᾱ
είναι διαφορίσιμη στο σημείο ᾱ(0) και το εφαπτόμενο διάνυσμά της είναι

∂Φ̄ ∂Φ̄
ᾱ ′ (0) = DΦ̄(u, v)γ̄ ′ (0) = (u, v)γ1′ (0) + (u, v)γ2′ (0). (4.91)
∂u ∂v
Αφού το N̄(u, v) είναι το διανυσματικό γινόμενο των δύο διανυσμάτων στα δεξιά
της (4.91), προκύπτει από την Πρόταση 4.3.1 (στ ′ ) ότι

N̄(u, v) · ᾱ ′ (0) = 0.

Αν το σημείο Φ̄(u, v) είναι κανονικό, το διανυσματικό γινόμενο (4.86) είναι μη


μηδενικό και άρα, τα διανύσματα που το παράγουν, γραμμικώς ανεξάρτητα (βλ. στο

308
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

τέλος της Παρατήρησης 4.3.3). Συνεπώς, το σύνολο στην (4.88) είναι πράγματι ένα
επίπεδο στον R3 και, σύμφωνα με την (4.91), ο διανυσματικός χώρος που του αντι-
στοιχεί, περιέχει τα εφαπτόμενα διανύσματα στο σημείο αυτό όλων των καμπυλών
της μορφής (4.89).
Από την άλλη, έστω ο γραμμικός συνδυασμός

∂Φ̄ ∂Φ̄
λ (u, v) + µ (u, v) ∈ R3 , λ, µ ∈ R. (4.92)
∂u ∂v
Τότε, η
γ̄(t) = (u, v) + t(λ, µ), t ∈ (−ε, ε),
θα είναι της μορφής (4.90) για κάποιο ε > 0, και η εικόνα της υπό την Φ̄ θα έχει
τη μορφή (4.89), η οποία, σύμφωνα με την (4.91), έχει στο σημείο Φ̄(u, v) το εφα-
πτόμενο διάνυσμα (4.92). Έτσι, αν το Φ̄(u, v) είναι κανονικό, ο διανυσματικός χώρος
που αντιστοιχεί στο επίπεδο (4.88), ταυτίζεται με το σύνολο των εφαπτόμενων δια-
νυσμάτων στο Φ̄(u, v) των καμπυλών της μορφής (4.89).
Όμως, αν ένα σημείο Φ̄(u0 , v0 ) είναι κανονικό, τότε υπάρχει ένα ανοικτό U0 ⊂ U
με (u0 , v0 ) ∈ U0 και U όπως στον Ορισμό 4.3.1, έτσι ώστε κάθε καμπύλη

ᾱ : (−ε, ε) → R3 με ᾱ((−ε, ε)) ⊂ Φ̄(U0 ) και ᾱ(0) = Φ̄(u0 , v0 ),

για κάποιο ε > 0, διαφορίσιμη στο t = 0, να είναι της μορφής (4.89) (με U0 αντί U).
Πράγματι, αφού το Φ̄(u0 , v0 ) είναι κανονικό, κάποιος από τους υποπίνακες
 
∂x ∂x
∂(x, y)  ∂u ∂v  ∂(x, z) ∂(y, z)
:= 
 ∂y
, ,
∂(u, v) ∂y  ∂(u, v) ∂(u, v)
∂u ∂v
θα είναι αντιστρέψιμος στο σημείο (u0 , v0 ) ∈ U, έστω ο πρώτος. Τότε, η συνάρτηση

f̄(u, v, w) := Φ̄(u, v) + (0, 0, w)T ∈ R3 , (u, v, w) ∈ U × R,

είναι συνεχώς διαφορίσιμη στο πεδίο ορισμού της, και η παράγωγός της
 
∂x ∂x
(u, v) (u, v) 0
 ∂u ∂v 
 
 ∂y ∂y 
Df̄(u, v, w) = 
 ∂u (u, v) (u, v) 0
 ∂v 
 ∂z ∂z 
(u, v) (u, v) 1
∂u ∂v
είναι αντιστρέψιμη στο σημείο (u0 , v0 , 0).
Συνεπώς, σύμφωνα με το Θεώρημα Αντίστροφης Συνάρτησης 3.11.1, υπάρχουν
ένα ανοικτό U0 ⊂ U με (u0 , v0 ) ∈ U0 και δ, ε0 > 0, έτσι ώστε ο περιορισμός της f̄

f̄ : U0 × (−δ, δ) → B(Φ̄(u0 , v0 ), ε0 )

309
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

να είναι μια 1 − 1 και επί συνεχώς διαφορίσιμη συνάρτηση με συνεχώς διαφορίσιμη


αντίστροφη⁴¹, για την οποία ισχύει

f̄−1 (B(Φ̄(u0 , v0 ), ε0 ) ∩ Φ̄(U0 )) = U0 × {0}. (4.93)

΄Ετσι, αν π : R3 → R2 , π(x, y, z) = (x, y), είναι η κάθετη προβολή του R3 στον R2 ,


για επαρκώς μικρό ε > 0 η καμπύλη

γ̄ := π ◦ f̄−1 ◦ ᾱ : (−ε, ε) → R2
είναι διαφορίσιμη στο t = 0 με γ̄(0) = (u0 , v0 ), γ̄((−ε, ε)) ⊂ U0 και Φ̄ ◦ γ̄ = ᾱ,
όπου η τελευταία ισότητα προκύπτει από την (4.93), αφού για κάθε t ∈ (−ε, ε) (με
επαρκώς μικρό ε > 0) ισχύει

f̄−1 (ᾱ(t)) = (u(t), v(t), 0) με (u(t), v(t)) ∈ U0


και συνεπώς, μαζί με τον ορισμό της προβολής π και της συνάρτησης f̄, έχουμε

(Φ̄ ◦ γ̄)(t) = Φ̄(π(u(t), v(t), 0)) = Φ̄(u(t), v(t))


= f̄(u(t), v(t), 0) = f̄(f̄−1 (ᾱ(t))) = ᾱ(t).
Αποδείξαμε, λοιπόν, ότι, αν ένα σημείο Φ̄(u, v) της επιφάνειας Φ̄ είναι κανονικό,
τότε, υπάρχει κάποιο ανοικτό U0 ⊂ U (βλ. Ορισμό 4.3.1) με (u, v) ∈ U0 , έτσι ώστε ο
διανυσματικός χώρος που αντιστοιχεί στο επίπεδο (4.88) ταυτίζεται με το σύνολο των
εφαπτόμενων διανυσμάτων στο Φ̄(u, v) όλων των καμπυλών πάνω στο Φ̄(U0 ) ⊂ R3 ,
που περνούν από το σημείο αυτό.
Από την (4.93) προκύπτει ότι η Φ̄ : U0 → R3 είναι 1 − 1, το οποίο είναι απαραί-
τητο για τον προηγούμενο ισχuρισμό, όπου θεωρούμε καμπύλες πάνω στην εικόνα
Φ̄(U0 ) ⊂ R3 της παραμετρικής επιφάνειας Φ̄.
Σημειώνουμε, εδώ, ότι μια παραμετρική επιφάνεια Φ̄ σύμφωνα με τον Ορισμό
4.3.1 δεν είναι απαραίτητα 1 − 1, ακόμα και αν είναι κανονική. Στην περίπτωση
αυτή η εικόνα της επιφάνειας μπορεί να τέμνει τον εαυτό της⁴² και τότε, θα έχουμε
ενδεχομένως περισσότερα εφαπτόμενα επίπεδα. Αυτό οφείλεται ακριβώς στο γεγο-
νός ότι ορίσαμε την επιφάνεια καταρχάς ως συνάρτηση, της οποίας η εικόνα είναι ένα
υποσύνολο στον R3 . Στη Διαφορική Γεωμετρία κυριαρχεί ο ορισμός της επιφάνειας
καταρχάς ως υποσύνολο του R3 , για το οποίο υπάρχουν κανονικές παραμετρικές
επιφάνειες (δηλ. συναρτήσεις) που το περιγράφουν τοπικά. Οι δύο έννοιες συμπί-
πτουν, αν η παραμετρική επιφάνεια είναι κανονική και 1 − 1 και, όπως είδαμε πιο
πάνω, γύρω από ένα κανονικό σημείο μιας παραμετρικής επιφάνειας υπάρχει ένας
περιορισμός της, ο οποίος έχει αυτές τις ιδιότητες.⁴³
⁴¹(δηλαδή, ένας διαφορομορφισμός)
⁴²αυτοτομή
⁴³Ο Ορισμός 4.3.1 αντιστοιχεί στον [3, Definition 2.3.2], αν η Φ̄ είναι κανονική, ενώ ο ορισμός μιας
κανονικής επιφάνειας ως υποσύνολο του R3 είναι ο [3, Definition 2.2.1]. Για τη σχέση των δύο ορισμών,
βλ. [3, Proposition 2.3.2]. Στον Ορισμό 4.3.1 περιορίσαμε την παραμετρική επιφάνεια σε ένα συμπαγές
και Jordan-μετρήσιμο K για διευκόλυνση στον ορισμό του ολοκληρώματος πάνω σε αυτήν, το οποίο, όμως,
δεν αφορά την επιφάνεια και δεν επηρεάζει την προβληματική που εκθέσαμε.

310
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Έστω η επιφάνεια Φ̄(u, v) = c̄ + uā + vb̄, όπου ā, b̄, c̄ ∈ R3 με ā, b̄ γραμμικώς
ανεξάρτητα και (u, v) ∈ K = [0, 1] × [0, 1]. Τότε, η εικόνα της Φ̄

S = Φ̄(K) = {c̄ + uā + vb̄ : u, v ∈ [0, 1]} ⊂ R3 (4.94)

είναι ένα παραλληλόγραμμο πάνω στο επίπεδο

{c̄ + λā + µb̄ : λ, µ ∈ R} ⊂ R3 ,


το οποίο και είναι το εφαπτόμενο επίπεδο της Φ̄ (ή της S) σε κάθε σημείο Φ̄(u, v) ∈ S.
Επίσης, η Φ̄ έχει σε κάθε σημείο της το κάθετο διάνυσμα N̄(u, v) = ā × b̄.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι στην απλή αυτή περίπτωση η επιφάνεια Φ̄ (ή διαι-
σθητικά πιο κατανοητά, η S ⊂ R3 ) έχει το εμβαδό ∥ā × b̄∥, αφού το εμβαδό του
παραλληλογράμμου δίνεται από αυτόν τον τύπο, σύμφωνα με την (4.85) στην Παρα-
τήρηση 4.3.3. Δηλαδή, το εμβαδό της επιφάνειας δίνεται από το μήκος του κάθετου
διάνυσματός της σε οποιοδήποτε σημείο της.
Προφανώς, μια οποιαδήποτε επιφάνεια Φ̄ : K → R3 δεν θα έχει τόσο απλή μορφή
και ειδικότερα, δεν θα έχει σε κάθε σημείο της το ίδιο κάθετο διάνυσμα. Όμως, αν
η Φ̄ είναι κανονική και το K είναι ένα κλειστό ορθογώνιο στον R2 , μπορούμε να
φανταστούμε μια διαμέριση του K σε k κλειστά υποορθογώνια και να προσεγγίσουμε
τον περιορισμό της επιφάνειας Φ̄ σε κάθε υποορθογώνιο [ui , ui + ∆ui ] × [vi , vi +
∆vi ], i = 1, . . . , k, του K, μέσω της επιφάνειας
∂Φ̄ ∂Φ̄
Φ̄i (u, v) = Φ̄(ui , vi ) + u (ui , vi ) + v (ui , vi ), (u, v) ∈ [0, ∆ui ] × [0, ∆vi ],
∂u ∂v
η εικόνα της οποίας βρίσκεται πάνω στο εφαπτόμενο επίπεδο της Φ̄ στο σημείο
Φ̄(ui , vi ) και έχει εμβαδό
∥N̄(ui , vi )∥∆ui ∆vi .
Έτσι, προσεγγιστικά, η επιφάνεια Φ̄ : K → R3 θα έχει εμβαδό


k
∥N̄(ui , vi )∥∆ui ∆vi .
i=1

Διαισθητικά, είναι προφανές ότι όσο λεπτότερη είναι η διαμέριση του K, τόσο πε-
ρισσότερο η προσέγγιση αυτή θα πλησιάζει το πραγματικό εμβαδό της επιφάνειας
Φ̄(K) ⊂ R3 , και αυτό αποδεικνύεται αυστηρά όπως στην ενότητα §4.1.1, αφού η
N : K → R3 είναι συνεχής. Τα πιο πάνω αποτελέσματα οδηγούν στον ακόλουθο
ορισμό του εμβαδού μιας επιφάνειας Φ̄.
Ορισμός 4.3.4. Έστω Φ̄ η επιφάνεια του Ορισμού 4.3.1 με παραμετρικό πεδίο K.
Τότε, το ολοκλήρωμα
∫ ∫
∂Φ̄ ∂Φ̄
A(Φ̄) := ∥N̄(u, v)∥ d(u, v) = (u, v) × (u, v) d(u, v)
K K ∂u ∂v
ονομάζεται εμβαδό της επιφάνειας Φ̄.

311
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Παρατήρηση 4.3.5. Το ολοκλήρωμα του ορισμού υπάρχει ακριβώς λόγω της συνεχούς
διαφορισιμότητας της Φ̄ και του ότι το παραμετρικό πεδίο K είναι συμπαγές και
Jordan-μετρήσιμο. Να προσεχθεί ότι η ύπαρξη του ολοκληρώματος δεν εξαρτάται
από το αν η Φ̄ είναι κανονική ή όχι, και ότι στην περίπτωση που δεν είναι πουθενά
κανονική, το εμβαδό της είναι μηδέν. Να προσεχθεί επίσης ότι ο ορισμός προσδίδει
ένα εμβαδό στην παραμετρική επιφάνεια Φ̄, και όχι στην εικόνα S = Φ̄(K).

Όπως είδαμε και στο παράδειγμα της απλής επίπεδης επιφάνειας στον R3 (4.94),
όταν λέμε ότι «η επιφάνεια Φ̄ έχει το εμβαδό A(Φ̄)», εννοούμε προφανώς ότι η εικόνα
S = Φ̄(K) ⊂ R3 της Φ̄ έχει αυτό το εμβαδό.
Συνεπώς, τίθεται το ερώτημα αν το εμβαδό της S ⊂ R3 παραμείνει το ίδιο στην
περίπτωση που χρησιμοποιήσουμε μια διαφορετική παραμετρικοποίησή της, Ψ̄|T με
ψ̄(T ) = S, όπου ψ̄ : V → R3 συνεχώς διαφορίσιμη με V ⊂ R2 ανοικτό και T ⊂ V
συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο. Αυτό πράγματι ισχύει αν οι παραμετρικοποιήσεις
Φ̄|K και Ψ̄|T συνδέονται μεταξύ τους μέσω των ακόλουθων παραμετρικών μετασχη-
ματισμών.

Ορισμός 4.3.5. Έστω U, V ⊂ R2 ανοικτά με K ⊂ U, T ⊂ V μη κενά, συμπαγή και


Jordan-μετρήσιμα, και ḡ : V → U μία 1 − 1 και συνεχώς διαφορίσιμη συνάρτηση
με Dḡ(s, t) ∈ R2×2 αντιστρέψιμο για κάθε (s, t) ∈ V και ḡ(T ) = K. Τότε, η ḡ
ονομάζεται (επιτρεπτός) παραμετρικός μετασχηματισμός από το K στο T .
Αν det Dḡ(s, t) > 0 για κάθε (s, t) ∈ T , λέμε ότι ο ḡ διατηρεί τον προσανατο-
λισμό, ή ότι είναι θετικός, ενώ αν det Dḡ(s, t) < 0 για κάθε (s, t) ∈ T , λέμε ότι ο ḡ
αντιστρέφει τον προσανατολισμό, ή ότι είναι αρνητικός.

Παρατήρηση 4.3.6. (αʹ) Αν ḡ είναι ένας παραμετρικός μετασχηματισμός από το K


στο T , σύμφωνα με τον προηγούμενο ορισμό, τότε, ο ḡ−1 : ḡ(V) → U είναι
ένας παραμετρικός μετασχηματισμός από το T στο K, που διατηρεί ή αντι-
στρέφει τον προσανατολισμό ίδια με τον ḡ. Αυτό προκύπτει από το Θεώρημα
Αντίστροφης Συνάρτησης 3.11.1.

(βʹ) Η ḡ : V → ḡ(V) είναι μια 1 − 1 και επί συνεχώς διαφορίσιμη συνάρτηση με


συνεχώς διαφορίσιμη αντίστροφη, δηλαδή ένας διαφορομορφισμός.

(γʹ) Η det Dḡ(s, t) είναι για κάθε (s, t) ∈ V μη αρνητική και συνεπώς, λόγω της
συνέχειάς της, είτε σε όλο το V θετική, είτε σε όλο το V αρνητική.

Πρόταση 4.3.2. Έστω U, V ⊂ R2 ανοικτά με K ⊂ U, T ⊂ V , μη κενά, συμπαγή


και Jordan-μετρήσιμα, όπου ḡ : V → U ένας επιτρεπτός παραμετρικός μετασχημα-
τισμός από το K στο T , σύμφωνα με τον Ορισμό 4.3.5, και έστω Φ̄ η επιφάνεια
του Ορισμού 4.3.1 με παραμετρικό πεδίο K. Tότε η επιφάνεια Ψ̄ = Φ̄ ◦ ḡ με
παραμετρικό πεδίο T και εικόνα Ψ̄(T ) = Φ̄(K) ⊂ R3 έχει εμβαδό A(Ψ̄) = A(Φ̄).

Απόδειξη. Καταρχάς, παρατηρούμε ότι η Ψ̄ : V → R3 είναι συνεχώς διαφορίσιμη


και άρα, μαζί με τις υποθέσεις για τα V και T , η Ψ̄ : T → R3 είναι μια επιφάνεια,
σύμφωνα με τον Ορισμό 4.3.1 με παραμετρικό πεδίο T . Επίσης, από τον ορισμό

312
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

της και τις ιδιότητες του μετασχηματισμού ḡ προκύπτει Ψ̄(T ) = Φ̄(ḡ(T )) = Φ̄(K).
Σύμφωνα με τον Ορισμό 4.3.4 του εμβαδού μιας επιφάνειας, έχουμε

∂Ψ̄ ∂Ψ̄
A(Ψ̄) = (s, t) × (s, t) d(s, t).
T ∂s ∂t
Από τον Κανόνα της Αλυσίδας (Θεώρημα 3.2.4), όμως, έχουμε

DΨ̄(s, t) = DΦ̄(ḡ(s, t))Dḡ(s, t)

ή, ισοδύναμα, χρησιμοποιώντας συντμήσεις για ευκολία στους υπολογισμούς,


( )
( ) ( ) α1 β1 ( )
ā b̄ = c̄ d̄ = α1 c̄ + α2 d̄ β1 c̄ + β2 d̄ ,
α2 β2

και άρα, σύμφωνα με τους κανόνες της Πρότασης 4.3.1 για το διανυσματικό γινόμενο,
έχουμε

ā × b̄ = (α1 c̄ + α2 d̄) × (β1 c̄ + β2 d̄)


= α1 c̄ × (β1 c̄ + β2 d̄) + α2 d̄ × (β1 c̄ + β2 d̄)
= α1 β2 c̄ × d̄ + α2 β1 d̄ × c̄

α1 β1
= c̄ × d̄ (4.95)
α2 β2

δηλαδή, επιστρέφοντας σε μη συντμημένη γραφή,



∂Φ̄ ∂Φ̄
A(Ψ̄) = (ḡ(s, t)) × (ḡ(s, t)) | det Dḡ(s, t)| d(s, t),
T ∂u ∂v
το οποίο, σύμφωνα με τον Κανόνα Αλλαγής Μεταβλητών (Θεώρημα 4.1.14), ισούται
με

∂Φ̄ ∂Φ̄
A(Ψ̄) = (u, v) × (u, v) d(u, v).
K ∂u ∂v

Συνεπώς, σύμφωνα με τον Ορισμό 4.3.4, έχουμε A(Ψ̄) = A(Φ̄). 2

Παρατήρηση 4.3.7. Η προηγούμενη πρόταση σημαίνει ότι το εμβαδό μιας επιφάνειας


S = Φ̄(K) ⊂ R3 παραμένει αναλλοίωτο κάτω από επιτρεπτούς παραμετρικούς
μετασχηματισμούς. Συνεπώς, ορίζουμε ως εμβαδό της S = Φ̄(K) ⊂ R3 το εμβαδό
μιας παραμετρικοποίησής της Φ̄|K ,

A(S) := A(Φ̄).

Παράδειγμα 4.3.7. Θέλουμε να υπολογίσουμε την επιφάνεια της σφαίρας στον R3

S := {(x, y, z) ∈ R3 : ∥(x, y, z) − (x0 , y0 , z0 )∥ = r}, (x0 , y0 , z0 ) ∈ R3 , r > 0,

313
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

που εξετάσαμε στα Παραδείγματα 4.3.3 και 4.3.6, δηλ. με την παραμετρικοποίησή
της Φ̄ μέσω σφαιρικών συντεταγμένων. Σύμφωνα με την Παρατήρηση 4.3.7 και τον
Ορισμό 4.3.4, έχουμε
∫ ∫
A(S) = A(Φ̄) = ∥N̄(ϑ, φ)∥ d(ϑ, φ) = r2 sin ϑ d(ϑ, φ),
K [0,π]×[0,2π]

και με επαναληπτική ολοκλήρωση (βλ. Πρόταση 4.1.4), προκύπτει


∫ π ∫ 2π
A(S) = r2 sin ϑ dφ dϑ = 4π r2 .
0 0

4.3.2 Ασκήσεις
Άσκηση 153. (αʹ) Παραμετρικοποιήστε τμήματα του άνω και κάτω ημισφαιρίου
της σφαίρας ακτίνας r > 0 με κέντρο την αρχή των αξόνων ως γραφήματα
συναρτήσεων με πεδίο ορισμού τον κυκλικό δίσκο x2 + y2 = (r − ε)2 , ε ∈
(0, r).
(βʹ) Βρείτε τα κάθετα διάνυσματα, δείξτε ότι τα γραφήματα αυτά είναι κανονικές
επιφάνειες και βρείτε τα μοναδιαία κάθετα και τα εφαπτόμενα επίπεδα σε
κάθε σημείο.

(γʹ) Εξετάστε τι συμβαίνει με τις επιφάνειες αυτές, όταν ε → 0, και σκεφθείτε για
ποιο λόγο η παραμετρικοποίηση ολόκληρων των άνω και κάτω ημισφαιρίων ως
γραφήματα δεν είναι επιφάνεια σύμφωνα με τον Ορισμό 4.3.1.

(δʹ) Εξετάστε το όριο του κάθετου και του μοναδιαίου κάθετου διανύσματος σε ένα
σημείο της επιφάνειας που έχει παραμέτρους στο σύνορο του πεδίου ορισμού
της συνάρτησης, όταν ε → 0. Τι παρατηρείτε;

(εʹ) Βρείτε το εφαπτόμενο επίπεδο στον «βόρειο» και «νότιο πόλο».

Άσκηση 154. Δείξτε ότι η επιφάνεια Φ̄ του Παραδείγματος 4.3.1 έχει εμβαδό

∫ ( )2 ( )2
∂f ∂f
A(Φ̄) = 1+ .
K ∂x ∂y

Άσκηση 155. Έστω η μη αρνητική συνεχώς διαφορίσιμη f : [a, b] → R. Αν περιστρέ-


ψουμε το γράφημα της f γύρω από τον άξονα 0x προκύπτει η λεγόμενη επιφάνεια
από περιστροφή

Φ̄(u, v) = (u, f(u) cos v, f(u) sin v), (u, v) ∈ [a, b] × [0, 2π].

Δείξτε ότι το εμβαδό της δίνεται από τον τύπο


∫b √
A(Φ̄) = 2π f(u) 1 + (f ′ (u))2 du.
a

314
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Άσκηση 156. Υπολογίστε το εμβαδό του τμήματος του ελλειπτικού παραβολοειδούς


z = x2 + y2 που βρίσκεται μεταξύ των επιπέδων z = 0 και z = 4.
Άσκηση 157. Υπολογίστε το εμβαδό αυτού του τμήματος του υπερβολικού παραβο-
λοειδούς 2az = x2 − y2 (a > 0), του οποίου
√ η προβολή στο επίπεδο 0xy δίνεται από
τις πολικές συντεταγμένες 0 ≤ r ≤ a cos φ , 0 ≤ φ ≤ π 2.
Άσκηση 158. Ποιο είναι το εμβαδό του τμήματος του υπερβολικού παραβολοειδούς
z = xy πάνω από το τμήμα του μοναδιαίου κυκλικού δίσκου που βρίσκεται στο
πρώτο τεταρτημόριο του επιπέδου 0xy;
Άσκηση 159. Υπολογίστε
√ το εμβαδό Aε , 0 < ε < min{a, b}, του τμήματος της
επιφάνειας z = 2xy πάνω από το ορθογώνιο [ε, a] × [ε, b] (a, b > 0) και βρείτε το
όριο A := limε→0 Aε , το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως το εμβαδό του τμήματος της
επιφάνειας πάνω από το [0, a] × [0, b]. Γιατί δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε,
για τον υπολογισμό του A, κατευθείαν τον τύπο της Άσκησης 154;
Άσκηση 160. Υπολογίστε το εμβαδό του τμήματος του άνω ημισφαιρίου της σφαίρας
2) +y ≤
κέντρου (0, 0, 0) και ακτίνας R > 0 που περιέχεται στον κύλινδρο (x − R 2 2
R4
4 .
Άσκηση 161. Έστω K ο κώνος ύψους h > 0 που δημιουργείται από την περιστροφή
της ευθείας y = ax (a > 0) του επιπέδου 0xy γύρω από τον άξονα 0x. Υπολογίστε
το εμβαδό του κώνου, χωρίς και μαζί με το «καπάκι» του.
Άσκηση 162. Έστω Φ̄ μια επιφάνεια με παραμετρικό πεδίο K κατά τον Ορισμό
4.3.1. Θέτοντας
∂Φ̄ ∂Φ̄ ∂Φ̄ ∂Φ̄
∂Φ̄ ∂Φ̄
E := · , F := · ·, ,
G :=
∂u ∂u ∂u ∂v
∂v ∂v
δείξτε ότι το μήκος του κάθετου διανύσματος και το εμβαδό της Φ̄ είναι
√ ∫ √
∥N̄∥ = EG − F 2 και A(Φ̄) = EG − F2 .
K

4.3.3 Επιφανειακά ολοκληρώματα


Στην προηγούμενη παράγραφο γνωρίσαμε ήδη ένα επιφανειακό ολοκλήρωμα: το
εμβαδό μιας επιφάνειας είναι το επιφανειακό ολοκλήρωμα της σταθερής πραγματικής
συνάρτησης 1 πάνω από την επιφάνεια. Αυτό οφείλεται στον επόμενο ορισμό.
Ορισμός 4.3.6. Έστω Φ̄ μια επιφάνεια με παραμετρικό πεδίο K, σύμφωνα με τον
Ορισμό 4.3.1, και f : Φ̄(K) → R μια συνεχής πραγματική συνάρτηση. Τότε, το
∫ ∫
f dσ := f(Φ̄(u, v))∥N̄(u, v)∥ d(u, v)
Φ̄ K
∫ ∂Φ̄
∂Φ̄
= f(Φ̄(u, v)) (u, v) × (u, v) d(u, v)
K ∂u ∂v
ονομάζεται (επιφανειακό) ολοκλήρωμα της f πάνω από την Φ̄.

315
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Παρατήρηση 4.3.8. (αʹ) Το επιφανειακό ολοκλήρωμα της f πάνω από την Φ̄ είναι
καλά ορισμένο, αφού το K είναι συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο και οι συ-
ναρτήσεις Φ̄ : K → R3 , f : Φ̄(K) → R και N̄ : K → R3 (και άρα, και η
∥N̄∥ : K → R) είναι συνεχείς.
(βʹ) Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, σύμφωνα με τον προηγούμενο ορισμό, το εμ-
βαδό της επιφάνειας Φ̄ με παραμετρικό πεδίο K είναι το επιφανειακό ολοκλή-
ρωμα της συνάρτησης f(x, y, z) = 1, (x, y, z) ∈ Φ̄(K), πάνω από την Φ̄,
∫ ∫
A(Φ̄) = dσ := 1 dσ.
Φ̄ Φ̄

(γʹ) Ακριβώς όπως στην Πρόταση 4.3.2 αποδεικνύεται ότι το επιφανειακό ολοκλή-
ρωμα της f πάνω από την Φ̄ παραμένει αναλλοίωτο κάτω από τους επιτρεπτούς
παραμετρικούς μετασχηματισμούς του Ορισμού 4.3.5, και συνεπώς, ορίζεται το
(επιφανειακό) ολοκλήρωμα της f πάνω από την S = Φ̄(K) ⊂ R3 ως
∫ ∫
f dσ := f dσ,
S Φ̄

όπου Φ̄|K μια οποιαδήποτε παραμετρικοποίηση της S ⊂ R3 .

(δʹ) Τα επιφανειακά ολοκληρώματα πραγματικών συναρτήσεων έχουν όλες τις ιδιό-


τητες που κληρονομούν μέσω του ορισμού τους από τα διπλά ολοκληρώματα.
Η σημαντικότερη από αυτές είναι η γραμμικότητα του τελεστή ολοκλήρωσης,
δηλ., αν έχουμε δύο συνεχείς συναρτήσεις f, g : Φ̄(K) → R πάνω στην επιφά-
νεια Φ̄ του Ορισμού 4.3.6 και δύο αριθμούς α, β ∈ R, τότε,
∫ ∫ ∫
(αf + βg) dσ = α f dσ + β g dσ.
Φ̄ Φ̄ Φ̄

Παράδειγμα 4.3.8. Θέλουμε να υπολογίσουμε το ολοκλήρωμα της συνεχούς πραγ-


ματικής συνάρτησης

f : R3 → R, f(x, y, z) = (x2 + y2 )z,

πάνω από το άνω ημισφαίριο

S = {(x, y, z) ∈ R3 : x2 + y2 + z2 = r2 , z ≥ 0}, r > 0,

το οποίο είναι μια επιφάνεια στον R3 με παραμετρικοποίηση


 
sin ϑ cos φ [ π]
Φ̄(ϑ, φ) = r  sin ϑ sin φ  , (ϑ, φ) ∈ 0, × [0, 2π],
2
cos ϑ

έτσι ώστε Φ̄([0, π2 ] × [0, 2π]) = S και με ∥N̄(ϑ, φ)∥ = r sin ϑ (βλ. τα Παραδείγματα
2

4.3.3 και 4.3.6).

316
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Από την Παρατήρηση 4.3.8 (γ ′ ) και τον Ορισμό 4.3.6 έχουμε


∫ ∫
f dσ = (x2 + y2 )z dσ
S

Φ̄

= (r2 sin2 ϑ cos2 φ + r2 sin2 ϑ sin2 φ)r cos ϑ r2 sin ϑ d(ϑ, φ)


2 ]×[0,2π]
[0, π

π
2π ∫ ∫1
2 1 5
= r5 sin3 ϑ cos ϑ dφ dϑ = 2π r5 s3 ds = πr .
0 0 0 2

Όπως και στις καμπύλες στον Rn , έτσι και στις επιφάνειες στον R3 , εκτός από
το ολοκλήρωμα μιας πραγματικής συνάρτησης, ορίζεται και το ολοκλήρωμα ενός
διανυσματικού πεδίου πάνω από μία επιφάνεια.

Ορισμός 4.3.7. Έστω Φ̄ μια επιφάνεια με παραμετρικό πεδίο K, σύμφωνα με τον


Ορισμό 4.3.1, και f̄ : Φ̄(K) → R3 ένα συνεχές διανυσματικό πεδίο. Τότε, το
∫ ∫
f̄ · n̄ dσ := f̄(Φ̄(u, v)) · N̄(u, v) d(u, v)
Φ̄ K

∂Φ̄ ∂Φ̄
= f̄(Φ̄(u, v)) · (u, v) × (u, v) d(u, v)
K ∂u ∂v

ονομάζεται (επιφανειακό) ολοκλήρωμα του f̄ πάνω από την Φ̄.

Παρατήρηση 4.3.9. Το πιο πάνω ολοκλήρωμα είναι, και εδώ, καλά ορισμένο λόγω
των ιδιοτήτων του K (συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο) και της συνέχειας της ολοκλη-
ρωτέας συνάρτησης (f̄ ◦ Φ̄) · N̄ : K → R, η οποία προέρχεται από τη συνέχεια της f̄
και τη συνεχή διαφορισιμότητα της Φ̄.
Αξίζει να προσεχθεί ότι, αν η Φ̄ είναι κανονική, τότε,
∫ ∫
f̄(Φ̄(u, v)) · N̄(u, v) d(u, v) = f̄(Φ̄(u, v)) · n̄(u, v)∥N̄(u, v)∥ d(u, v),
K K

όπου n̄(u, v) το μοναδιαίο κάθετο διάνυσμα (4.87) της Φ̄ στο σημείο Φ̄(u, v).
Το δεξί μέρος της ισότητας, συγκρινόμενο με τον Ορισμό 4.3.6 μιας πραγμα-
τικής συνάρτησης πάνω από την Φ̄, δικαιολογεί τον συμβολισμό του επιφανειακού
ολοκληρώματος ενός διανυσματικού πεδίου.
Και το επιφανειακό ολοκλήρωμα διανυσματικού πεδίου έχει όλες τις ιδιότητες
που κληρονομεί μέσω του ορισμού του από το διπλό ολοκλήρωμα. Π.χ. για α, β ∈ R
και f̄, ḡ : Φ̄(K) → R3 συνεχή, έχουμε
∫ ∫ ∫
(αf̄ + βḡ) · n̄ dσ = α f̄ · n̄ dσ + β ḡ · n̄ dσ.
Φ̄ Φ̄ Φ̄

Πρέπει να προσεχθεί ότι τα επιφανειακά ολοκληρώματα διανυσματικών πεδίων


εξαρτώνται από τον προσανατολισμό της επιφάνειας.

317
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Πρόταση 4.3.3. Έστω U, V ⊂ R2 ανοικτά με K ⊂ U, T ⊂ V , μη κενά, συμπαγή


και Jordan-μετρήσιμα, και Φ̄ και Ψ̄ = Φ̄ ◦ ḡ δύο επιφάνειες με παραμετρικά πεδία
K = ḡ(T ) και T αντίστοιχα, όπου ḡ : V → U ένας επιτρεπτός παραμετρικός
μετασχηματισμός από το K στο T . Έστω, επίσης, S = Φ̄(K) = Ψ̄(T ) ⊂ R3 και
f̄ : S → R3 ένα συνεχές διανυσματικό πεδίο. Τότε, ισχύει
∫


∫  f̄ · n̄ dσ, αν ο ḡ διατηρεί τον προσανατολισμό,
Φ̄
f̄ · n̄ dσ = ∫


Ψ̄ − f̄ · n̄ dσ, αν ο ḡ αντιστρέφει τον προσανατολισμό.
Φ̄

Απόδειξη. Όπως αναλύσαμε στην αρχή της απόδειξης της Πρότασης 4.3.2, για τα
δεδομένα Φ̄ και ḡ, η Ψ̄ = Φ̄ ◦ ḡ είναι, πράγματι, μια επιφάνεια με παραμετρικό
πεδίο T και με Ψ̄(T ) = Φ̄(K). Από τον Ορισμό 4.3.7 έχουμε
∫ ∫
∂Ψ̄ ∂Ψ̄
f̄ · n̄ dσ = f̄(Ψ̄(s, t)) · (s, t) × (s, t) d(s, t),
Ψ̄ T ∂s ∂t
και όπως είδαμε στην απόδειξη της Πρότασης 4.3.2 (βλ. την (4.95)), από τον Κανόνα
της Αλυσίδας προκύπτει
∫ ∫
∂Φ̄ ∂Φ̄
f̄ · n̄ dσ = f̄(Φ̄(ḡ(s, t))) · (ḡ(s, t)) × (ḡ(s, t)) det Dḡ(s, t) d(s, t)
Ψ̄ T ∂u ∂v
και άρα, το αποδεικτέο, σύμφωνα με τον Κανόνα Αλλαγής Μεταβλητών, αφού

 det Dḡ(s, t) > 0 ∀ (s, t) ∈ T , αν ο ḡ διατηρεί τον προσανατολισμό,

det Dḡ(s, t) < 0 ∀ (s, t) ∈ T , αν ο ḡ αντιστρέφει τον προσανατολισμό.
2

Παρατήρηση 4.3.10. Από την προηγούμενη πρόταση προκύπτει ότι το επιφανειακό


ολοκλήρωμα ενός διανυσματικού πεδίου είναι αναλλοίωτο κάτω από επιτρεπτούς
παραμετρικούς μετασχηματισμούς που διατηρούν τον προσανατολισμό, ενώ αλλάζει
πρόσημο κάτω από μετασχηματισμούς που αντιστρέφουν τον προσανατολισμό.
Συνεπώς, αν μας δίνεται μια επιφάνεια στον R3 , S = Φ̄(K) ⊂ R3 , και είναι
σαφές ποιος είναι ο προσανατολισμός της, δηλ. αν γνωρίζουμε την κατεύθυνση του
μοναδιαίου κάθετου διανύσματος n̄(u, v), όπου αυτό υπάρχει⁴⁴, ορίζουμε το (επιφα-
νειακό) ολοκλήρωμα του f̄ πάνω από την S = Φ̄(K) ⊂ R3 ως
∫ ∫
f̄ · n̄ dσ := f̄ · n̄ dσ,
S Φ̄

όπου Φ̄|K οποιαδήποτε παραμετρικοποίηση του S ⊂ R3 που έχει τον δοσμένο προ-
σανατολισμό, δηλ. το δοσμένο μοναδιαίo κάθετο n̄.
⁴⁴Εκτός, ίσως, από ένα υποσύνολο μηδενικού περιεχομένου του πεδίου ορισμού του, βλ. Πρόταση 4.1.15.
Να προσεχθεί, επίσης, ότι τα σημεία με N̄(u, v) = 0̄ δεν επηρεάζουν την τιμή του ολοκληρώματος.

318
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Παράδειγμα 4.3.9. Έστω η επιφάνεια Φ̄(u, v) = (u, v, uv) με παραμετρικό πε-


δίο K τον κλειστό μοναδιαίο κυκλικό δίσκο και f̄ η ταυτοτική απεικόνιση στον R3 .
Υπολογίστε το ολοκλήρωμα της f̄ πάνω από την Φ̄.
Σύμφωνα με τον Ορισμό 4.3.7, το ολοκλήρωμα
∫ ∫
∂Φ̄(u, v) ∂Φ̄(u, v)
I= f̄ · n̄ dσ = Φ̄(u, v) · N̄(u, v) d(u, v), N̄(u, v) = × ,
Φ̄ K ∂u ∂v

υπάρχει, αφού οι Φ̄ και f̄ είναι άπειρες φορές διαφορίσιμες, και το K είναι συμπαγές
και Jordan-μετρήσιμο, και με
     
1 0 −v
N̄(u, v) = 0 ×  1  = −u
v u 1

έχουμε
∫ ∫
I= (u, v, uv) · (−v, −u, 1) d(u, v) = − uv d(u, v)
K K
∫ 1 ∫ 2π ∫ 2π
11
=− r cos φ r sin φ r dφ dr = − sin(2φ) dφ = 0.
0 0 42 0

4.3.4 Ασκήσεις
Άσκηση 163. Έστω S η σφαίρα στον R3 με κέντρο την αρχή των αξόνων και ακτίνα
a > 0 και f̄ η ταυτοτική συνάρτηση στον R3 .
(αʹ) Υπολογίστε το ολοκλήρωμα της f̄ πάνω από την S. Γιατί δεν χρειάζεται να
πούμε πώς είναι προσανατολισμένη η S, δηλ. να προσδιορίσουμε προς ποια
κατεύθυνση δείχνει το μοναδιαίο κάθετο στην S (όπου υπάρχει);

(βʹ) Υπολογίστε το ολοκλήρωμα της f̄ πάνω στο άνω και κάτω ημισφαίριο της S (δηλ.
για τα σημεία της με z ≥ 0 και z ≤ 0, αντίστοιχα) με τα κάθετα διανύσματα να
δείχνουν στο άνω ημισφαίριο προς τα «πάνω» και στο κάτω προς τα «κάτω»
(δηλ. με τη z-συντεταγμένη τους μη αρνητική και μη θετική, αντίστοιχα).

Άσκηση 164. Έστω S το άνω ημισφαίριο x2 + y2 + z2 = R2 , z ≥ 0, όπου R > 0,


και r(q̄) η απόσταση του σημείου q̄ ∈ S από το σταθερό σημείο p̄ = (0, 0, ζ) ̸∈ S.
Υπολογίστε το ολοκλήρωμα και το όριο

1
J(ζ) := dσ και lim ζ J(ζ).
S r ζ→∞

Άσκηση 165. Έστω S το ημισφαίριο της Άσκησης 164. Υπολογίστε το ολοκλήρωμα



(x2 + y2 ) dσ.
S

319
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

x2 y2 z2
Άσκηση 166. Έστω το ελλειψοειδές + + = 1, a, b, c > 0. Υπολογίστε το
a2 b2 c2
ολοκλήρωμα
∫ √
x2 y2 z2
+ + dσ.
S a4 b4 c4
Άσκηση 167. Έστω η επιφάνεια Φ̄(u, v) = (u cos v, u sin v, v) με παραμετρικό πε-
δίο [0, 1] × [0, 2π] και το διανυσματικό πεδίο f̄(x, y, z) = (y, −x, 0). Υπολογίστε το
ολοκλήρωμα του f̄ πάνω από την Φ̄.

4.3.5 Θεώρημα Stokes


Το Θεώρημα του Stokes⁴⁵ ταυτίζει το επιφανειακό ολοκλήρωμα του στροβιλισμού⁴⁶
ενός συνεχώς διαφορίσιμου διανυσματικού πεδίου πάνω από μια συμπαγή επιφάνεια
στον R3 με το επικαμπύλιο ολοκλήρωμα του πεδίου κατά μήκος του θετικά προσα-
νατολισμένου συνόρου της.

Θεώρημα 4.3.1. (Θεώρημα Stokes)


Έστω U ⊂ R2 ανοικτό και Φ̄ : U → R3 μία δυο φορές συνεχώς διαφορίσιμη
επιφάνεια με παραμετρικό πεδίο ένα C1 -κανονικό χωρίο⁴⁷ K ⊂ U, με θετικά προ-
σανατολισμένο σύνορο ∂K = γ̄([α, β]), όπου γ̄ : [α, β] → R2 μια κατά τμήματα
C1 -καμπύλη. Έστω, επίσης, V ⊂ R3 ανοικτό με Φ̄(K) ⊂ V και f̄ : V → R3 ένα
συνεχώς διαφορίσιμο διανυσματικό πεδίο. Τότε,
∫ ∫
curl f̄ · n̄ dσ = f̄ · d(x, y, z).
Φ̄ Φ̄◦γ̄

Απόδειξη.
∫ ∫β
f̄ · d(x, y, z) = f̄((Φ̄ ◦ γ̄)(t)) · (Φ̄ ◦ γ̄) ′ (t) dt
Φ̄◦γ̄ α
∫β
= (f̄ ◦ Φ̄)(γ̄(t)) · DΦ̄(γ̄(t))γ̄ ′ (t) dt
α
(
∫β )
∂Φ̄ ∂Φ̄
= f̄ ◦ Φ̄ · , f̄ ◦ Φ̄ · (γ̄(t)) · γ̄ ′ (t) dt,
α ∂u ∂v

όπου η τελευταία ισότητα προκύπτει από την ταυτότητα


( ) ( )
( ) c1 c
v̄ · ā b̄ = v̄ · (c1 ā + c2 b̄) = c1 v̄ · ā + c2 v̄ · b̄ = (v̄ · ā, v̄ · b̄) · 1
c2 c2
⁴⁵George Gabriel Stokes, 1819-1903, UK
⁴⁶Υπενθυμίζουμε τον Ορισμό 3.6.3 και την Παρατήρηση 3.6.4, και ειδικότερα, ότι curl f̄ = rot f̄ = ∇ × f̄.
⁴⁷βλ. τον Ορισμό 4.2.8

320
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

για v̄, ā, b̄ ∈ R3 και c1 , c2 ∈ R2 . Συνεπώς, έχουμε


∫ ∫ ( )
∂Φ̄ ∂Φ̄
f̄ · d(x, y, z) = f̄ ◦ Φ̄ · , f̄ ◦ Φ̄ · · d(u, v).
Φ̄◦γ̄ γ̄ ∂u ∂v

(Όλοι οι προηγούμενοι υπολογισμοί νοούνται ότι γίνονται για τα τμηματικά ολοκλη-


ρώματα πάνω από τα υποδιαστήματα του [α, β] στα οποία η γ̄ είναι συνεχώς δια-
φορίσιμη, και το συνολικό αποτέλεσμα προκύπτει από το άθροισμα των επιμέρους
ολοκληρωμάτων.)
Όμως τότε, σύμφωνα με το Θεώρημα του Green (Θεώρημα 4.2.2),
∫ ∫ ( ( ) ( ))
∂ ∂Φ̄ ∂ ∂Φ̄
f̄ · d(x, y, z) = f̄ ◦ Φ̄ · − f̄ ◦ Φ̄ · .
Φ̄◦γ̄ K ∂u ∂v ∂v ∂u

Από την άλλη, από τον Ορισμό 4.3.7 του επιφανειακού ολοκληρώματος διανυσμα-
τικού πεδίου, έχουμε
∫ ∫
∂Φ̄ ∂Φ̄
curl f̄ · n̄ dσ = (∇ × f̄) ◦ Φ̄ · × ,
Φ̄ K ∂u ∂v
και το μόνο που μένει για να αποδειχθεί το θεώρημα, είναι να δείξουμε ότι οι ολο-
κληρωτέες συναρτήσεις στα δεξιά των δύο τελευταίων ισοτήτων είναι ίσες.
Από τον κανόνα παραγώγισης εσωτερικών γινομένων (βλ. Πρόταση 3.2.3 (β ′ ) με
∂ ∂
D = ∂u και D = ∂v αντίστοιχα), έχουμε
( )
∂ ∂Φ̄ ∂Φ̄ ∂ ( ) ∂ ∂Φ̄
f̄ ◦ Φ̄ · = · f̄ ◦ Φ̄ + f̄ ◦ Φ̄ · ,
∂u ∂v ∂v ∂u ∂u ∂v
( )
∂ ∂Φ̄ ∂Φ̄ ∂( ) ∂ ∂Φ̄
f̄ ◦ Φ̄ · = · f̄ ◦ Φ̄ + f̄ ◦ Φ̄ · ,
∂v ∂u ∂u ∂v ∂v ∂u

και συνεπώς από το Θεώρημα του Schwarz (Θεώρημα 3.5.1) και τον Κανόνα της
Αλυσίδας (Θεώρημα 3.2.4) έχουμε
( ) ( )
∂ ∂Φ̄ ∂ ∂Φ̄ ∂Φ̄ ∂Φ̄ ∂Φ̄ ∂Φ̄
f̄ ◦ Φ̄ · − f̄ ◦ Φ̄ · = · (Df̄) ◦ Φ̄ − · (Df̄) ◦ Φ̄ .
∂u ∂v ∂v ∂u ∂v ∂u ∂u ∂v
Θέτοντας
   
cx cy cz ey − d z
∂Φ̄ ∂Φ̄
ā = , b̄ = , (Df̄) ◦ Φ̄ = dx dy dz , (∇ × f̄) ◦ Φ̄ =  cz − ex ,
∂u ∂v
ex ey ez dx − c y
| {z } | {z }
=A = v̄
μένει να δειχθεί ότι

b̄ · Aā − ā · Ab̄ = v̄ · ā × b̄,

321
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

το οποίο ισχύει, αφού


 
0 cy − dx cz − ex
b̄ · Aā − ā · Ab̄ = b̄ · (A − AT )ā = b̄ · dx − cy 0 dz − ey  ā
ex − cz ey − dz 0
   
0 −v3 v2 a2 b 3 − a3 b 2
= b̄ ·  v3 0 −v1  ā = v̄ · a3 b1 − a1 b3  = v̄ · ā × b̄.
−v2 v1 0 a1 b 2 − a2 b 1
2

4.3.6 Ασκήσεις
Άσκηση 168. Επαληθεύστε το Θεώρημα Stokes για την επιφάνεια στον R3

S = {(x, y, z) ∈ R3 : x2 + y2 + z2 = 4, z ≥ 0}

και το διανυσματικό πεδίο

f̄(x, y, z) = (2y, 3x, −z2 ), (x, y, z) ∈ R3 .

Λύση. Παραμετρικοποιούμε το άνω ημισφαίριο S με σφαιρικές συντεταγμένες


[ π]
Φ̄(ϑ, φ) = 2(sin ϑ cos φ, sin ϑ sin φ, cos ϑ), (ϑ, φ) ∈ K := 0, × [0, 2π].
2
Προφανώς, η Φ̄ ορίζεται σε όλο το R2 και είναι άπειρες φορές διαφορίσιμη εκεί,
και το παραμετρικό πεδίο της, K ⊂ R2 , είναι C1 -κανονικό χωρίο, σύμφωνα με τον
Ορισμό 4.2.8. To σύνορο ∂K του K μπορεί να παραμετρικοποιηθεί από την θετικά
προσανατολισμένη καμπύλη γ̄ = γ̄1 ⊕ γ̄2 ⊕ γ̄−
3 ⊕ γ̄4 , όπου

[ π] (π )
γ̄1 (t) = (t, 0), t ∈ 0, , γ̄2 (t) = ,t , t ∈ [0, 2π],
[ π 2] 2
γ̄3 (t) = (t, 2π), t ∈ 0, , γ̄4 (t) = (0, t), t ∈ [0, 2π],
2
κανονικές καμπύλες. Επίσης, το δοσμένο f̄ : R3 → R3 είναι συνεχώς διαφορίσιμο,
και έχουμε  
ē1 ē2 ē3 0

∇ × f̄(x, y, z) = ∂x ∂
∂y

∂z =
0 .
2y 3x −z2 1
Από το Παράδειγμα 4.3.6 έχουμε ότι το κάθετο διάνυσμα στην Φ̄ είναι το
 
sin ϑ cos φ
N̄(ϑ, φ) = 4 sin ϑ  sin ϑ sin φ 
cos ϑ

322
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Συνεπώς, από τον Ορισμό 4.3.7 του επιφανειακού ολοκληρώματος διανυσματικού


πεδίου, έχουμε
∫ ∫ ∫
∇ × f̄ · n̄ dσ = (0, 0, 1) · N̄(ϑ, φ) d(ϑ, φ) = 4 sin ϑ cos ϑ d(ϑ, φ)
Φ̄ K K
∫ 2π ∫ π/2 ∫π
=2 sin(2ϑ) dϑ dφ = 2π sin ϑ dϑ = 4π.
0 0 0

Από την άλλη, για το ∂K με θετικό προσανατολισμό, δηλαδή για την γ̄ = γ̄1 ⊕
γ̄2 ⊕ γ̄−
3 ⊕ γ̄4 , έχουμε

∫ ∫ ∫
f̄ · d(x, y, z) = f̄ · d(x, y, z) + f̄ · d(x, y, z)
Φ̄◦γ̄ Φ̄◦γ̄1 Φ̄◦γ̄2
∫ ∫
− f̄ · d(x, y, z) − f̄ · d(x, y, z)
Φ̄◦γ̄3 Φ̄◦γ̄4

= f̄ · d(x, y, z).
Φ̄◦γ̄2

Εδώ, η πρώτη ισότητα προκύπτει από τον Ορισμό 4.2.2, και επειδή για κάθε καμπύλη
γ̄ : [α, β] → Rn και την αντίστροφή της γ̄− : [α, β] → Rn (βλ. Ορισμό 3.7.7) έχουμε
για κάθε t ∈ [α, β]

(Φ̄ ◦ γ̄− )(t) = Φ̄(γ̄− (t)) = Φ̄(γ̄(α + β − t)) = (Φ̄ ◦ γ̄)(α + β − t) = (Φ̄ ◦ γ̄)− (t).

Η δεύτερη ισότητα προκύπτει από τη συγκεκριμένη μορφή της Φ̄ και των γ̄1 , γ̄3 και
γ̄4 (και τον oρισμό του επικαμπυλίου ολοκληρώματος), που συνεπάγονται
[ π]
(Φ̄ ◦ γ̄1 )(t) = (Φ̄ ◦ γ̄3 )(t) ∀ t ∈ 0, , (Φ̄ ◦ γ̄4 ) ′ (t) = (0, 0) ∀ t ∈ [0, 2π].
2
Έτσι, αφού ισχύει και

(Φ̄ ◦ γ̄2 )(t) = 2(cos t, sin t, 0) ∀ t ∈ [0, 2π],

προκύπτει
∫ ∫ 2π
f̄ · d(x, y, z) = 4 (2 sin t, 3 cos t, 0) · (− sin t, cos t, 0) dt
Φ̄◦γ̄ 0
∫ 2π
=4 (−2 sin2 t + 3 cos2 t) dt = 4π,
0

αφού (χρησιμοποιώντας και την τριγωνική ισότητα cos2 t + sin2 t = 1 ∀ t ∈ R)


∫ 2π 2π ∫ 2π ∫ 2π

cos2 t dt = cos t sin t + sin2 t dt = sin2 t dt = π.
0 t=0 0 0

323
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Άσκηση 169. Με τη βοήθεια του Θεωρήματος του Stokes να υπολογιστεί η απόλυτη


τιμή του ολοκληρώματος ∫
I= (y, z, x) · d(x, y, z),
C
όπου C η τομή του επιπέδου x + y + z = 0 με τη μοναδιαία σφαίρα.

Λύση. Το ολοκληρωτέο διανυσματικό πεδίο είναι συνεχώς διαφορίσιμο στον R3 και


ισχύει  
ē1 ē2 ē3 1

∇ × (y, z, x) = ∂x ∂
∂y

∂z = − 1 .
y z x 1

H C ⊂ R3 αποτελείται από όλα τα σημεία του επιπέδου x + y + z = 0, τα οποία


περιέχονται στη μοναδιαία σφαίρα, δηλ.

C = {(x, y, −x − y) ∈ R3 : x2 + y2 + (x + y)2 = 1}.

Αντίστοιχα, όλα τα σημεία του εν λόγω επιπέδου, που βρίσκονται μέσα στην κλειστή
μοναδιαία μπάλα ορίζουν το σύνολο

D = {(x, y, −x − y) ∈ R3 : x2 + y2 + (x + y)2 ≤ 1}.

Το D είναι η εικόνα της επιφάνειας Φ̄(x, y) = (x, y, −x − y) με παραμετρικό πεδίο

K = {(x, y) ∈ R2 : x2 + y2 + (x + y)2 ≤ 1},

το οποίο είναι κανονικό χωρίο στον R2 , αφού μπορεί να γραφεί ως


{ √ √ √ √ }
3x2 3x2
K= (x, y) ∈ R2 : − 23 ≤ x ≤ 23 , − x2 − 12 − 4 ≤ y ≤ − x2 + 1
2 − 4

(και αντίστοιχα, λόγω συμμετρίας, με ανταλλαγμένα x και y).


Έχοντας βρει ρητά το K θα μπορούσαμε τώρα να υπολογίσουμε το I κατευθείαν
ως επικαμπύλιο ολοκλήρωμα κατά μήκος της καμπύλης C = Φ̄(∂K) (Άσκηση!).
Αφού, όμως, καλούμαστε να χρησιμοποιήσουμε το Θεώρημα Stokes (το οποίο,
σύμφωνα με τα προηγούμενα, εφαρμόζεται), υπολογίζουμε
     
1 0 1
∂Φ̄ ∂Φ̄
N̄(x, y) = (x, y) × (x, y) =  0 ×  1 = 1 ,
∂x ∂y
−1 −1 1

και εφαρμόζουμε τον Ορισμό 4.3.7 του επιφανειακού ολοκληρώματος διανυσματικού


πεδίου,
∫ ∫
I= ∇ × (y, z, x) · n̄ dσ = − (1, 1, 1) · (1, 1, 1) d(x, y) = −3v(K),
Φ̄ K

324
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

όπου v(K) το εμβαδό του παραμετρικού πεδίου K.


Και εδώ, θα μπορούσαμε πάλι να υπολογίσουμε από τη ρητή μορφή του K ως
κανονικό χωρίο του R2 κατευθείαν το εμβαδό του (Άσκηση!).
Όμως, παρατηρούμε ότι το κάθετο διάνυσμα στην Φ̄ είναι σταθερό. Αν θυμηθούμε
ότι το εμβαδό της επιφάνειας Φ̄, δηλ. το εμβαδό της εικόνας D = Φ̄(K), δίνεται από
τον τύπο ∫ √
A(D) = A(Φ̄) = ∥N̄(x, y)∥ d(x, y) = 3v(K),
K
παρατηρούμε ότι, αν ξέρουμε το εμβαδό του D, τότε ξέρουμε και το εμβαδό του K.
Αν καλοκοιτάξουμε το D, και δούμε ότι είναι η τομή της μοναδιαίας μπάλας
με ένα επίπεδο που περνάει από το κέντρο της, τότε, μπορούμε να σκεφτούμε ότι
το εμβαδό του D θα πρέπει να είναι το εμβαδό ενός μοναδιαίου κυκλικού δίσκου,
δηλ. A(D) = π. Έτσι, θα έχουμε βρει, χωρίς √ να το υπολογίσουμε απευθείας, ότι
√π
v(K) = και άρα, θα έχουμε τελικά, I = − 3π.
3
Σημειώνουμε ότι, προφανώς, το πρόσημο του I εξαρτάται από την κατεύθυνση
κατά την οποία διατρέχουμε την καμπύλη C. Σύμφωνα με το Θεώρημα του Stokes
από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η αρνητική τιμή του I σημαίνει ότι διατρέχουμε
το ∂K κατά τη θετική φορά.

Άσκηση 170. Επαληθεύστε το Θεώρημα του Stokes για την επιφάνεια

Φ̄(x, y) = (x, y, x2 − y2 ), (x, y) ∈ B((0, 0), a) (a > 0)

και το διανυσματικό πεδίο

f̄(x, y, z) = (z, x, y), (x, y, z) ∈ R3 .

Άσκηση 171. Έστω Φ̄ η παραμετρικοποίηση μέσω σφαιρικών συντεταγμένων, για το


άνω ημισφαίριο της μοναδιαίας σφαίρας με κέντρο την αρχή των αξόνων, και

f̄(x, y, z) = (1, xz, xy), (x, y, z) ∈ R3 .

Επαληθεύστε το Θεώρημα Stokes.

4.3.7 Θεώρημα Gauss


Το Θεώρημα του Gauss⁴⁸ (ή Θεώρημα Απόκλισης) συνδέει το επιφανειακό ολο-
κλήρωμα ενός διανυσματικού πεδίου πάνω στο σύνορο ενός χωρίου στον R3 με την
απόκλιση⁴⁹ του διανυσματικού πεδίου στο εσωτερικό του. Θα αποδείξουμε το θεώ-
ρημα αυτό για έναν συγκεκριμένο τύπο χωρίων του R3 .
⁴⁸Carl Friedrich Gauss, 1777-1855, D
⁴⁹ Υπενθυμίζουμε ότι, αν U ⊂ R3 ανοικτό και f̄ = (f1 , f2 , f3 ) : U → R3 διαφορίσιμο, η απόκλιση του
f̄ ορίζεται ως div f̄ : U → R, όπου div f̄ = ∇ · f̄ = ∂x
∂ ∂
f1 + ∂y f2 + ∂z∂
f3 .

325
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Ορισμός 4.3.8. Ένα κανονικό χωρίο ως προς το επίπεδο 0xy

V = {(x, y, z) ∈ R3 : (x, y) ∈ K, φ1 (x, y) ≤ z ≤ φ2 (x, y)},

όπου K ⊂ R2 συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο, και φ1 , φ2 : K → R συνεχείς με


φ1 ≤ φ2 , ονομάζεται C1 -κανονικό χωρίο ως προς το επίπεδο 0xy, αν
(αʹ) ∂K = γ̄([α, β]) με γ̄ : [α, β] → R2 μια κατά τμήματα κανονική καμπύλη,

(βʹ) για i = 1, 2 υπάρχουν επιφάνειες Φ̄i με παραμετρικά πεδία Ki , σύμφωνα με


τον Ορισμό 4.3.1, της μορφής

Φ̄i (u, v) = (ḡi (u, v), (φi ◦ ḡi )(u, v)) ∀ (u, v) ∈ Ki ,

όπου ḡi : Ui → R2 συνεχώς διαφορίσιμα με Ui ⊂ R2 ανοικτά, Ki ⊂ Ui ,


ḡi (Ki ) = K,

det Dḡ1 < 0, det Dḡ2 > 0 σχεδόν παντού στα K1 , K2 , αντίστοιχα,
(4.96)
και τέτοια, ώστε για κάθε συνεχές f : K → R να ισχύει ο τύπος του Κανόνα
Αλλαγής Μεταβλητών,
∫ ∫
f(x, y) d(x, y) = f(ḡi (u, v)) | det Dḡi (u, v)| d(u, v). (4.97)
K Ki

Ένα V ⊂ R3 ονομάζεται C1 -κανονικό χωρίο, αν είναι C1 -κανονικό χωρίο ως


προς τα επίπεδα 0xy, 0xz, 0yz.

Παρατήρηση 4.3.11. Η συνθετότητα του πιο πάνω ορισμού και η διαφορά του από
τον ορισμό ενός απλού κανονικού χωρίου⁵⁰ οφείλεται κυρίως στο ότι ακόμα και για
να διατυπώσουμε τον ισχυρισμό του Θεωρήματος του Gauss απαιτείται

το «ταβάνι» S2 := Φ̄2 (K2 ) = Γφ2 και το «πάτωμα» S1 := Φ̄1 (K1 ) = Γφ1

του V ⊂ R3 , αφενός να είναι γραφήματα συνεχών συναρτήσεων πάνω από ένα


συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο K ⊂ R2 (έτσι ώστε να μπορέσουμε να ορίσουμε
τριπλά ολοκληρώματα πραγματικών συναρτήσεων στο V ) και αφετέρου να είναι συ-
νεχώς διαφορίσιμες επιφάνειες (έτσι ώστε να μπορέσουμε να ορίσουμε επιφανειακά
ολοκληρώματα πάνω σε αυτές).
Όπως θα δούμε αμέσως, αυτές οι δύο συνθήκες (διαισθητικά παραδόξως) δεν
υπάρχουν εκ προοιμίου ταυτόχρονα, ούτε καν για το πιο τετριμμένο και συχνό πα-
ράδειγμα ενός C1 -κανονικού χωρίου στον R3 , την μπάλα. Για να τις θεμελιώσουμε
και τις δύο, απαιτούνται οι αναπαραμετρικοποιήσεις ḡi , για τις οποίες θα πρέπει να
μπορεί να εφαρμοστεί ο τύπος (4.97) του Κανόνα Αλλαγής Μεταβλητών. Οι ḡi όμως,
με τη σειρά τους, δεν πληρούν πάντα τις προϋποθέσεις του κανόνα αυτού (κυρίως,
⁵⁰βλ. Παρατήρηση 4.1.15

326
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

επειδή δεν είναι 1 − 1 στο πεδίο ορισμού τους) και συνεπώς απαιτούμε από αυτές
κατευθείαν μόνο να ισχύει ο τύπος (4.97).
Επίσης, οι συνθήκες στην παράγωγο των ḡi , οφείλονται στο γεγονός ότι κάθετα
διανύσματα γραφημάτων συναρτήσεων δείχνουν πάντα κατά τη θετική φορά του
άξονα των z (βλ. Παράδειγμα 4.3.4), ενώ εμείς ναι μεν, θέλουμε στο «ταβάνι» να
δείχνουν προς τα εκεί, αλλά στο «πάτωμα» θέλουμε να έχουν την αντίθετη φορά.
Πράγματι, με ḡi = (xi , yi )T τα κάθετα διανύσματα N̄i των επιφανειών Φ̄i είναι
   ∂xi   ∂y 
∂xi i ∂(φi ◦ḡi ) ∂yi ∂(φi ◦ḡi )
∂u ∂v ∂u ∂v − ∂v ∂u
∂Φ̄i ∂Φ̄i  ∂yi   ∂yi   ∂xi ∂(φi ◦ḡi ) ∂xi ∂(φi ◦ḡi ) 
× =  ∂u  ×  ∂v  =  ∂v − ,
∂u ∂v ∂(φi ◦ḡi ) ∂(φi ◦ḡi )
∂u ∂u ∂v
∂u ∂v
det Dḡi
(4.98)

και από την (4.96) προκύπτει ότι οι επιφάνειες Φ̄i είναι σχεδόν παντού κανονικές
με τα μοναδιαία κάθετα διανύσματά τους να δείχνουν προς το εξωτερικό του V .
Τέλος, οι συνθήκες στο σύνορο του K οφείλονται στο ότι θέλουμε το «τοίχωμα»
του V να είναι η ένωση ενός πεπερασμένου αριθμού κανονικών επιφανειών στον R3
(για λεπτομέρειες βλ. την απόδειξη του Θεωρήματος 4.3.2 του Gauss).
Στα επόμενα δύο παραδείγματα θα δείξουμε ότι τα δύο συχνότερα απαντώμενα
και απλούστερα κανονικά χωρία του R3 , ο κύβος και η μπάλα, είναι πράγματι C1 -
κανονικά χωρία.
Παράδειγμα 4.3.10. Έστω ο κύβος V = [a1 , a2 ] × [b1 , b2 ] × [c1 , c2 ] ⊂ R3 . O V
είναι ένα C1 -κανονικό χωρίο ως προς το επίπεδο 0xy με

φi (x, y) = ci , i = 1, 2, (x, y) ∈ K = [a1 , a2 ] × [b1 , b2 ],


ḡ1 (u, v) = (v, u), Φ̄(u, v) = (v, u, c1 ), (u, v) ∈ K1 = [b1 , b2 ] × [a1 , a2 ],
ḡ2 (u, v) = (u, v), Φ̄(u, v) = (u, v, c1 ), (u, v) ∈ K2 = [a1 , a2 ] × [b1 , b2 ].
Να προσεχθεί ότι η ḡ2 είναι η ταυτοτική συνάρτηση και άρα, η επιφάνεια Φ̄2 του
«ταβανιού» είναι απλώς το γράφημα της συνάρτησης φ2 : K → R, φ2 (x, y) = c2 ,
με μοναδιαίο κάθετο διάνυσμα
       
0 1 0 0
N̄2 (u, v)
n̄2 (u, v) = = 0 , αφού N̄2 (u, v) = 0 × 1 = 0 ,
∥N̄2 (u, v)∥ 1 0 0 1
που δείχνει «προς τα πάνω», δηλ. προς το εξωτερικό του κύβου V υπό την έννοια, αν
ξεκινήσουμε από κάποιο σημείο του «ταβανιού» και κινηθούμε προς την κατεύθυνση
του διανύσματος n̄2 , θα βρεθούμε εκτός του V .
Από την άλλη, η ḡ1 αντιστρέφει τη σειρά των παραμέτρων u και v, με αποτέλεσμα
στην επιφάνεια Φ̄1 του «πατώματος» να έχουμε το μοναδιαίο κάθετο διάνυσμα
       
0 0 1 0
N̄1 (u, v)
n̄1 (u, v) = =  0 , αφού N̄1 (u, v) = 1 × 0 =  0  ,
∥N̄1 (u, v)∥ −1 0 0 −1

327
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

το οποίο δείχνει «προς τα κάτω», δηλ. πάλι προς το εξωτερικό του V . (Αν δεν
είχαμε αντιστρέψει τη σειρά των παραμέτρων μέσω της ḡ1 , και είχαμε πάρει και
εδώ την ταυτοτική απεικόνιση, τότε, το μοναδιαίο κάθετο θα έδειχνε και αυτό «προς
τα πάνω», δηλ. προς το εσωτερικό του V .)
Σημειώνουμε, επίσης, ότι προφανώς τα ḡi , i = 1, 2, ικανοποιούν τις προϋποθέσεις
του Κανόνα Αλλαγής Μεταβλητών και άρα, ισχύει ο τύπος (4.97).
Αντίστοιχα, ορίζονται και οι επιφάνειες και οι μετασχηματισμοί, έτσι ώστε ο κύβος
V ⊂ R3 να είναι ένα C1 -κανονικό χωρίο και ως προς τα επίπεδα 0xz και 0yz, δηλ.
συνολικά ένα C1 -κανονικό χωρίο στον R3 .
Σχολιάζοντας τον Ορισμό 4.3.8 υπό το πρίσμα του παραδείγματος αυτού, θα
μπορούσαμε να πούμε ότι το (β ′ ) μέρος του είναι υπερβολικά τεχνικό, αφού θα μπο-
ρούσαμε απλώς να απαιτήσουμε οι συναρτήσεις φ1 , φ2 να είναι συνεχώς διαφορίσι-
μες και να αντιστρέψουμε την κατεύθυνση του μοναδιαίου κάθετου στο «πάτωμα»
μέσω του μετασχηματισμού ḡ1 . Στο επόμενο παράδειγμα θα δούμε ότι αυτή η απλή
προσέγγιση δεν εφαρμόζεται πάντα.

Παράδειγμα 4.3.11. Η κλειστή μπάλα B̄((x0 , y0 , z0 ), r) κέντρου (x0 , y0 , z0 ) ∈ R3


και ακτίνας r > 0 είναι C1 -κανονικό χωρίο του R3 .
Ειδικότερα, ως προς το επίπεδο 0xy (και ανάλογα για τα 0xz, 0yz), έχουμε

φ1 (x, y) = z0 − r2 − (x − x0 )2 − (y − y0 )2 , (x, y) ∈ K,

φ2 (x, y) = z0 + r2 − (x − x0 )2 − (y − y0 )2 , (x, y) ∈ K,
( ) ( )
x0 sin ϑ cos φ
ḡi (ϑ, φ) = +r , (ϑ, φ) ∈ Ki , i = 1, 2,
y0 sin ϑ sin φ
   
x0 sin ϑ cos φ
Φ̄i (ϑ, φ) = y0  + r  sin ϑ sin φ  , (ϑ, φ) ∈ Ki , i = 1, 2,
z0 cos ϑ

όπου
[π ] [ π]
K = B̄((x0 , y0 ), r), K1 = , π × [0, 2π], K2 = 0, × [0, 2π].
2 2
Εδώ, για τους μετασχηματισμούς ḡi έχουμε
(π )
det Dḡ1 (ϑ, φ) = r2 cos ϑ sin ϑ < 0, (ϑ, φ) ∈ , π × [0, 2π] ⊂ K1 , (4.99)
( 2 π)
det Dḡ2 (ϑ, φ) = r2 cos ϑ sin ϑ > 0, (ϑ, φ) ∈ 0, × [0, 2π] ⊂ K2 . (4.100)
2
Οι μετασχηματισμοί ḡi ορίζονται και είναι συνεχώς διαφορίσιμοι στo R2 . Επίσης,
είναι 1 − 1 με det Dḡi ̸= 0 σε ολόκληρα τα int Ki , το πρώτο, λόγω της (4.37) και
επειδή οι απεικονίσεις
( π) (π )
0, ∋ ϑ 7→ sin ϑ ∈ (0, 1) και , π ∋ ϑ 7→ sin ϑ ∈ (0, 1)
2 2

328
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

είναι 1 − 1 και επί, και το δεύτερο, λόγω των (4.99), (4.100). Συνεπώς, σε κάθε
συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο υποσύνολο των int Ki ισχύει για τους αντίστοιχους
μετασχηματισμούς ḡi ο Κανόνας Αλλαγής Μεταβλητών (Θεώρημα 4.1.14), ως έχει.
Όμως, δεν υπάρχουν ανοικτά Ui ⊂ R2 με Ki ⊂ Ui , έτσι ώστε οι ḡi : Ui → R2 να
είναι 1 − 1 σε ολόκληρο το Ui (ούτε καν σχεδόν παντού). Αυτό οφείλεται αφενός, στην
2π-περιοδικότητα ως προς φ των ḡi και αφετέρου, στο ότι για ϑ ∈ ( π π
2 − ε, 2 + ε)
το sin ϑ δεν είναι 1 − 1 και επίσης,

ḡ2 (−ε, φ) = ḡ2 (ε, φ ± π), ḡ1 (π + ε, φ) = ḡ1 (π − ε, φ ± π)

για φ ± π ∈ [0, 2π] και 0 < ε ≪ 1. Συνεπώς, για ολόκληρα τα Ki δεν μπορεί να
εφαρμοστεί ο Κανόνας Αλλαγής Μεταβλητών ως έχει, αφού παραβιάζεται η συνθήκη
της ολικής αντιστρεψιμότητας σε κάποιο ανοικτό Ui ⊂ R2 με Ki ⊂ Ui .
Παρ’ όλα αυτά, κατά αναλογία με τη μέθοδο που ακολουθήσαμε στην Παρατήρηση
4.1.16 για τις πολικές συντεταγμένες, μπορούμε, και εδώ, να δείξουμε ότι ισχύει ο
τύπος (4.97). Πιο συγκεκριμένα, και για την περίπτωση του K2 , αφού ο Κανόνας
Αλλαγής Μεταβλητών ισχύει για τα συμπαγή και Jordan-μετρήσιμα
[ π ] [ ] π
K2,ε := ε, − ε × ε, 2π − ε ⊂ int K2 , 0<ε< ,
2 4
έχουμε για συνεχή f : K → R
∫ ∫
f(x, y) d(x, y) = f(ḡ2 (ϑ, φ)) | det Dḡ2 (ϑ, φ)| d(ϑ, φ)
ḡ2 (K2,ε ) K2,ε

και συνεπώς, παίρνοντας το όριο ε → 0, προκύπτει από το Θέωρημα Μέσης Τιμής


για πολλαπλά ολοκληρώματα 4.1.11
∫ ∫
f(x, y) d(x, y) = f(ḡ2 (ϑ, φ)) | det Dḡ2 (ϑ, φ)| d(ϑ, φ).
ḡ2 (K2 ) K2

Ανάλογα αποδεικνύεται η ισχύς του τύπου (4.97) για το K1 , θεωρώντας το όριο ε → 0


για τον τύπο (4.36) του Κανόνα Αλλαγής Μεταβλητών εφαρμοσμένο στα
[π ] [ ] π
K1,ε := + ε, π − ε × ε, 2π − ε ⊂ int K1 , 0<ε< .
2 4
Τα παραπάνω δικαιολογούν το γιατί στον Ορισμό 4.3.8 απαιτήσαμε μόνο το να ισχύει
ο τύπος (4.97) και όχι οι προϋποθέσεις του Κανόνα Αλλαγής Μεταβλητών.
Σύμφωνα με το Παράδειγμα 4.3.6, τα μοναδιαία κάθετα διανύσματα των επιφα-
νειών Φ̄i , i = 1, 2, ορίζονται σχεδόν παντού στα Ki ως
 
sin ϑ cos φ
n̄i (ϑ, φ) =  sin ϑ sin φ  , (ϑ, φ) ∈ (0, π) × [0, 2π] ∩ Ki ,
cos ϑ

329
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

και παρατηρούμε ότι δείχνουν προς το εξωτερικό της μπάλας, αφού για το άνω
ημισφαίριο έχουμε cos ϑ ≥ 0, ενώ για το κάτω έχουμε cos ϑ ≤ 0.
Παρατηρούμε, ακόμα, ότι η κλειστή μπάλα ιδωμένη ως κανονικό χωρίο ως προς
το επίπεδο 0xy, δεν έχει «τοίχωμα», αφού

φ1 (x, y) = z0 = φ2 (x, y) ∀ (x, y) ∈ ∂K = ∂B((x0 , y0 ), r).


Όλα τα προηγούμενα μπορούν να γίνουν κατ’ αναλογία για τη θεμελίωση της
κλειστής μπάλας ως C1 -κανονικό χωρίο ως προς τα επίπεδα 0xz και 0yz, έτσι ώστε
τελικά να είναι ένα C1 -κανονικό χωρίο στον R3 .
Κλείνουμε την αναλυτική παρουσίαση των ιδιοτήτων της κλειστής μπάλας ως C1 -
κανονικό χωρίο ως προς το επίπεδο 0xy με την ακόλουθη συνέχεια του σχολίου στο
τέλος του προηγούμενου Παραδείγματος 4.3.10:
Όπως είδαμε, το άνω και κάτω ημισφαίριο της μπάλας, δηλαδή το «ταβάνι»
και το «πάτωμα», είναι τα γραφήματα των συνεχών συναρτήσεων φi : K → R,
i = 1, 2. Όμως, οι συναρτήσεις αυτές δεν είναι συνεχώς διαφορίσιμες σε κάποιο
ανοικτό U ⊂ R2 με K ⊂ U και συνεπώς, τα γραφήματά τους δεν είναι επιφάνειες με
παραμετρικό πεδίο K σύμφωνα με τον Ορισμό 4.3.1. Ειδικότερα, δεν ορίζεται κάθετο
διάνυσμα στο ∂K. Αυτές οι δυσκολίες επιλύονται, όπως πιο πάνω, με την εισαγωγή
των παραμετρικοποιήσεων Φ̄i του άνω και κάτω ημισφαιρίου.
Εναλλακτικά, θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει τις φi για να ορίσει το
C1 -κανονικό χωρίο ως προς το επίπεδο 0xy
Vε = {(x, y, z) ∈ R3 : (x, y) ∈ Kε , φ1 (x, y) ≤ z ≤ φ2 (x, y)},
όπου Kε = B̄((x0 , y0 ), r − ε), 0 < ε < r,
με παραμετρικοποίηση των επιφανειών Φ̄i,ε ως γραφήματα των φi |Kε . Το Vε όμως
δεν ταυτίζεται με την κλειστή μπάλα V , αλλά ούτε και με τα αντίστοιχα C1 -κανονικά
χωρία ως προς τα επίπεδα 0xz και 0yz. Παρ’ όλα αυτά, στο όριο ε → 0 όλα αυτά
τα χωρία «συγκλίνουν» στο V , και θα μπορούσε κανείς να δοκιμάσει να αποδείξει
για το όριο αυτό (με χρήση του Θεωρήματος Μέσης Τιμής 4.1.11) τις ιδιότητες του
V οι οποίες προϋποθέτουν ότι αυτό είναι ένα C1 -κανονικό χωρίο στον R3 (όπως εν
προκειμένω το Θεώρημα του Gauss).
Στις παρούσες σημειώσεις προτιμήσαμε να αφήσουμε αναλλοίωτο το δοσμένο V
και να προσαρμόσουμε την ανάλυσή μας σε αυτό, παρά να προσεγγίσουμε το V μέσω
των απλούστερων Vε , το οποίο ενδεχομένως να περιέπλεκε υπέρμετρα την απόδειξη
του Θεωρήματος του Gauss για το V .
Θεώρημα 4.3.2. (Θεώρημα Gauss)⁵¹ Έστω V ⊂ R3 ένα C1 -κανονικό χωρίο με
σύνορο ∂V προσανατολισμένο έτσι, ώστε το μοναδιαίο κάθετο n̄ να δείχνει προς
το εξωτερικό του V , και f̄ : W → R3 ένα συνεχώς διαφορίσιμο διανυσματικό πεδίο
με W ⊂ R3 ανοικτό και V ⊂ W . Τότε,
∫ ∫
div f̄ = f̄ · n̄ dσ.
V ∂V
⁵¹ή Θεώρημα Απόκλισης (Divergence Theorem)

330
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Απόδειξη. Έστω f̄ = (f1 , f2 , f3 ) ,όπως στο θεώρημα, και V ⊂ R3 το C1 -κανονικό


χωρίο ως προς το επίπεδο 0xy του Ορισμού 4.3.8. Ειδικότερα, αφού το V είναι
κανονικό χωρίο ως προς το επίπεδο 0xy, έχουμε (βλ. την (4.34) στην Παρατήρηση
4.1.15)
∫ ∫ ( ∫ φ2 (x,y) )
∂ ∂
f3 = f3 (x, y, z)dz d(x, y)
V ∂z K φ1 (x,y) ∂z

και άρα, σύμφωνα με το Θεμελιώδες Θεώρημα του Απειροστικού Λογισμού,


∫ ∫ (
∂ ( ) ( ))
f3 = f3 x, y, φ2 (x, y) − f3 x, y, φ1 (x, y) d(x, y).
V ∂z K

Από τις ιδιότητες (4.97) και (4.96) των μετασχηματισμών ḡi , προκύπτει, όμως, τότε,
∫ ∫
∂ ( )
f3 = f3 ḡ2 (u, v), φ2 (ḡ2 (u, v)) det Dḡ2 (u, v)d(u, v)
V ∂z K2

( )
+ f3 ḡ1 (u, v), φ1 (ḡ1 (u, v)) det Dḡ1 (u, v)d(u, v)
K1

( )
= f3 Φ̄2 (u, v) det Dḡ2 (u, v)d(u, v)
K2

( )
+ f3 Φ̄1 (u, v) det Dḡ1 (u, v)d(u, v),
K1

και συνεπώς από την (4.98) και τον Ορισμό 4.3.7 του επιφανειακού ολοκληρώματος
διανυσματικού πεδίου έχουμε
∫ ∫ ∫

f3 = (0, 0, f3 ) · n̄ dσ + (0, 0, f3 ) · n̄ dσ,
V ∂z Φ̄2 Φ̄1

όπου τα μοναδιαία κάθετα διανύσματα των Φ̄i υπάρχουν σχεδόν παντού και δείχνουν
προς το εξωτερικό του V .
Άρα, υπό αυτή τη συνθήκη (δηλ. τα μοναδιαία κάθετα n̄ να δείχνουν προς το
εξωτερικό του V ), μπορούμε να γράψουμε
∫ ∫ ∫

f3 = (0, 0, f3 ) · n̄ dσ + (0, 0, f3 ) · n̄ dσ, (4.101)
V ∂z S1 S2

με Si = Φ̄i (Ki ) (βλ. την Παρατήρηση 4.3.10).


Έστω τώρα γ̄ = γ̄1 ⊕ · · · ⊕ γ̄k : [α, β] → R2 η θετικά προσανατολισμένη κα-
μπύλη με γ̄([α, β]) = ∂K και γ̄j : [αj , βj ] → R2 , j = 1, . . . , k, τα κανονικά τμήματά
της. Μέσω των

Φ̄j (u, v) := (γ̄j (u), v), (u, v) ∈ Kj , j = 1, . . . , k,

331
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

όπου

Kj := {(u, v) ∈ R2 : αj ≤ u ≤ βj , φ1 (γ̄j (u)) ≤ v ≤ φ2 (γ̄j (u))},

ορίζονται επιφάνειες Φ̄j με παραμετρικά πεδία Kj , οι εικόνες Sj := Φ̄j (Kj ) των


οποίων συναποτελούν το «τοίχωμα» του V ως C1 -κανονικό χωρίο ως προς το επίπεδο
0xy, έτσι ώστε μαζί με το «πάτωμα» S1 = Φ̄1 (K1 ) και το «ταβάνι» S2 = Φ̄2 (K2 )
να έχουμε

k
∂V = S1 ∪ S2 ∪ Sj . (4.102)
j=1

Σημειώνουμε, ότι οι έτσι ορισμένες Φ̄j


είναι πράγματι επιφάνειες, σύμφωνα με τον
Ορισμό 4.3.1, αφού οι γ̄j μπορούν να επεκταθούν συνεχώς διαφορίσιμα ως


γ̄j (αj ) + (u − αj )γ̄j (αj ), u ∈ (αj − ε, αj )

γ̄j,ε (u) := γ̄j (u), u ∈ [αj , βj ] , ε > 0,

 ′
γ̄j (βj ) + (u − βj )γ̄j (βj ), u ∈ (βj , βj + ε)
και οι

Φ̄j,ε (u, v) := (γ̄j,ε (u), v), (u, v) ∈ Uj := (αj − ε, βj + ε) × R ⊃ Kj ,


( (1) (2) )
είναι συνεχώς διαφορίσιμες επεκτάσεις των Φ̄j , οι οποίες έχουν, με γ̄j = γj , γj ,
τα κάθετα διανύσματα
 d (1)
    d (2)

du γj 0 du γj
∂Φ̄j ∂Φ̄j  d (2)     d (1) 
N̄j = × =  γ  × 0 = − γ  ,
∂u ∂v du j du j
0 1 0
και είναι κανονικές επιφάνειες, αφού οι γ̄j είναι κανονικές καμπύλες.
Παρατηρούμε, ότι τα κάθετα διανύσματα N̄j στις επιφάνειες Φ̄j δείχνουν προς το
εξωτερικό του V , αφού το εσωτερικό του V βρίσκεται στα αριστερά του εφαπτόμενου
επιπέδου στο «τοίχωμα» του V (λόγω του θετικού προσανατολισμού της γ̄j ), το
j j
επίπεδο αυτό παράγεται από τα ∂∂uΦ̄
και ∂∂v
Φ̄
, και το κάθετο διάνυσμα N̄j είναι το
διανυσματικό τους γινόμενο με αυτή τη σειρά, και συνεπώς, δείχνει προς τα δεξιά
του επιπέδου. Επίσης, από τη συγκεκριμένη μορφή του N̄j προκύπτει

(0, 0, f3 ) · n̄ dσ = 0, j = 1, . . . , k,
Φ̄j

και άρα, υπό τη συνθήκη τα μοναδιαία κάθετα στις Sj = Φ̄j (Kj ) να δείχνουν προς
το εξωτερικό του V ,

(0, 0, f3 ) · n̄ dσ = 0, j = 1, . . . , k. (4.103)
Sj

332
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Συνεπώς, από τις (4.101), (4.103) και (4.102) έχουμε


∫ ∫ ∫ k ∫


f3 = (0, 0, f3 ) · n̄ dσ + (0, 0, f3 ) · n̄ dσ + (0, 0, f3 ) · n̄ dσ,
V ∂z S1 S2 j
j=1 S

=: (0, 0, f3 ) · n̄ dσ, (4.104)
∂V

όπου n̄ το μοναδιαίο κάθετο στα σημεία του ∂V , στα οποία υπάρχει μονοσήμαντα,
και το οποίο δείχνει προς το εξωτερικό του V .
Σημειώνουμε ότι στα ιδιάζοντα σημεία των S1 και S2 δεν ορίζεται μοναδιαίο
κάθετο, και ότι στα σημεία του «τοιχώματος» που αντιστοιχούν σε σημεία μη διαφο-
ρισιμότητας της καμπύλης γ̄, αλλά και στα κοινά σημεία «τοιχώματος» και S1 , S2 ,
το μοναδιαίο κάθετο προς το εξωτερικό του V δεν ορίζεται μονοσήμαντα. Όμως, το
σύνολο των σημείων αυτών αντιστοιχεί σε ένα υποσύνολο μηδενικού περιεχομένου
των παραμετρικών πεδίων των αντίστοιχων επιφανειών και συνεπώς, δεν επηρεάζει
την τιμή των επιφανειακών ολοκληρωμάτων.
Τέλος, σημειώνουμε ότι, όπου υπάρχει μονοσήμαντα το μοναδιαίο κάθετο στo ∂V ,
το οποίο δείχνει προς το εξωτερικό του V , ονομάζεται εξωτερικό μοναδιαίο κάθετο.
Αφού το V είναι C1 -κανονικό χωρίο και ως προς τα επίπεδα 0xz και 0yz, με
ακριβώς ανάλογο τρόπο, αποδεικνύεται ότι
∫ ∫ ∫ ∫
∂ ∂
f2 = (0, f2 , 0) · n̄ dσ και f1 = (f1 , 0, 0) · n̄ dσ, (4.105)
V ∂y ∂V V ∂x ∂V

όπου n̄ το εξωτερικό μοναδιαίο κάθετο στην ∂V , όπου υπάρχει μονοσήμαντα. Το


άθροισμα των ισοτήτων στις (4.104), (4.105) αποδεικνύει το Θεώρημα του Gauss.
Επισημαίνουμε ότι προφανώς οι παραμετρικοποιήσεις του ∂V αλλάζουν σύμφωνα
με τη θεώρηση του V ως C1 -κανονικό χωρίο ως προς τα επίπεδα 0xy, 0xz και 0yz,
αφού αλλάζουν και τα εκάστοτε «ταβάνια», «πατώματα» και «τοιχώματα». Παρ’
όλα αυτά, αξίζει να συνειδητοποιηθεί ότι το συνολικό ∂V δεν άλλαζει και ότι απο-
τελείται από την ένωση επιφανειών στον R3 , πάνω στις οποίες και με δεδομένο τον
προσανατολισμό τους (σύμφωνα με το εξωτερικό μοναδιαίο κάθετο) το ολοκλήρωμα
ενός δοσμένου διανυσματικού πεδίου δεν αλλάζει υπό διαφορετικές παραμετρικο-
ποιήσεις. Έτσι, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι τα διανυσματικά πεδία στις (4.104),
(4.105) ολοκληρώνονται με τον ίδιο τρόπο πάνω από το ∂V , και άρα (μέσω του
Ορισμού 4.3.7), προκύπτει ότι το άθροισμα των ολοκληρωμάτων αυτών είναι το ολο-
κλήρωμα του αθροίσματος των διανυσματικών πεδίων. 2

Το Θεώρημα του Gauss γενικεύεται σε χωρία V ⊂ R3 που μπορούν να διαμερι-


σθούν σε C1 -κανονικά χωρία.

Θεώρημα 4.3.3. (Θεώρημα Gauss – γενίκευση)



Έστω V = k i=1 Vi , όπου τα Vi ⊂ R είναι C -κανονικά χωρία με ∂Vi προσανα-
3 1

τολισμένα έτσι, ώστε το μοναδιαίο κάθετο να δείχνει προς το εξωτερικό του Vi , και
τέτοια, ώστε για κάθε i ̸= j να ισχύει ή Vi ∩ Vj = ∅ ή Vi ∩ Vj = ∂Vi ∩ ∂Vj . Έστω

333
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

επίσης f̄ : W → R3 ένα συνεχώς διαφορίσιμο διανυσματικό πεδίο με W ⊂ R3


ανοικτό και V ⊂ W . Tότε,
∫ ∫
div f̄ = f̄ · n̄ dσ,
V ∂V

όπου n̄ το εξωτερικό μοναδιαίο κάθετο στο ∂V .

Απόδειξη. Αφού τα εσωτερικά των Vi είναι ξένα μεταξύ τους, έχουμε, σύμφωνα με
το Θεώρημα 4.3.2 του Gauss,
∫ k ∫
∑ k ∫

div f̄ = div f̄ = f̄ · n̄ dσ.
V i=1 Vi i=1 ∂Vi

Κάθε ∂Vi διαμερίζεται σε τμήματα επιφανειών στον R3 , τα οποία ή είναι τμήματα


του ∂V , ή είναι το κοινό τμήμα συνόρου Sij := ∂Vi ∩ ∂Vj ̸= ∅ του Vi με κάποιο Vj ,
j ̸= i, και η ένωση όλων των τμημάτων εκτός των Sij ̸= ∅ δίνει το ∂V . Συνεπώς,

k ∫
∑ ∫ ∑ (∫ ∫ )
f̄ · n̄ dσ = f̄ · n̄ dσ + f̄ · n̄ dσ + f̄ · n̄ dσ .
i=1 ∂Vi ∂V Sij ̸=∅ Sij ∩∂Vi Sij ∩∂Vj

Αν το Sij ̸= ∅ έχει παραμετρικό πεδίο Kij μηδενικού περιεχομένου, το ολοκλήρωμα


του f̄ πάνω από το Sij είναι μηδέν, ενώ, αν το Kij έχει μη μηδενικό περιεχόμενο, το
εξωτερικό μοναδιαίο κάθετο στο Sij ∩ ∂Vi είναι το εσωτερικό μοναδιαίο κάθετο στο
Sij ∩ ∂Vj , και συνεπώς,
∫ ∫
f̄ · n̄ dσ = − f̄ · n̄ dσ.
Sij ∩∂Vi Sij ∩∂Vj

Από τις προηγούμενες ισότητες προκύπτει ο ισχυρισμός του θεωρήματος. 2

4.3.8 Ασκήσεις
Άσκηση 172. Έστω S ⊂ R3 η σφαίρα με κέντρο τον αρχή των αξόνων και ακτίνα
R > 0 και n̄ το εξωτερικό μοναδιαίο κάθετο στην S. Υπολογίστε με τη βοήθεια του
Θεωρήματος του Gauss το ολοκλήρωμα

I= (x3 , y3 , z3 ) · n̄ dσ.
S

Λύση. Η κλειστή μπάλα B = B̄((0, 0, 0), R) είναι ένα C1 -κανονικό χωρίο στον R3
(βλ. Παράδειγμα 4.3.11) και η

f̄ : R3 → R3 , f̄(x, y, z) = (x3 , y3 , z3 )

334
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

είναι συνεχώς διαφορίσιμη. Αφού το σύνορο ∂B της κλειστής μπάλας B, δηλαδή η


σφαίρα S, είναι προσανατολισμένη έτσι, ώστε το μοναδιαίο κάθετο στην S να δείχνει
προς το εξωτερικό της μπάλας, εφαρμόζεται το Θεώρημα του Gauss (Θεώρημα 4.3.2),
και ισχύει
∫ ∫
I= ∇ · (x , y , z ) d(x, y, z) = 3
3 3 3
(x2 + y2 + z2 ) d(x, y, z)
B
∫ B

=3 ∥(x, y, z)∥2 d(x, y, z).


B

Κάνοντας αλλαγή μεταβλητών σε σφαιρικές συντεταγμένες, έχουμε (βλ. (4.45))


∫ 2π ∫ π ∫ R
R5 R5
I=3 r4 sin ϑ dr dϑ dφ = 6π [− cos ϑ]π
ϑ=0 = 12π .
0 0 0 5 5
Άσκηση 173. Υπολογίστε με τη βοήθεια του Θεωρήματος του Gauss το ολοκλήρωμα

I= (4xz, −y2 , yz) · n̄ dσ,
S

όπου S η επιφάνεια του κύβου [0, 1] × [0, 1] × [0, 1] και n̄ το εξωτερικό μοναδιαίο
κάθετο σε αυτήν.

Λύση. Ο κύβος K := [0, 1] × [0, 1] × [0, 1] στον R3 είναι ένα C1 -κανονικό χωρίο (βλ.
Παράδειγμα 4.3.10) και το διανυσματικό πεδίο

f̄ : R3 → R3 , f̄(x, y, z) = (4xz, −y2 , yz)

είναι συνεχώς διαφορίσιμο. Συνεπώς, αν n̄ το εξωτερικό μοναδιαίο κάθετο στην επι-


φάνεια S του κύβου, έχουμε σύμφωνα με το Θεώρημα Gauss, και με επαναληπτική
ολοκλήρωση (βλ. Πρόταση 4.1.4)
∫ ∫1 ∫1 ∫1
1 1 3
I= (4z − 2y + y) d(x, y, z) = (4z − y)dxdydz = 4 − = .
K 0 0 0 2 2 2
Άσκηση 174. Επαληθεύστε το Θεώρημα Gauss για το διανυσματικό πεδίο

f̄(x, y, z) = (2xy + z, y2 , −x − 3y), (x, y, z) ∈ R3 ,

και το υποσύνολο του R3 ,που περικλείεται από τα επίπεδα

x = 0, y = 0, z = 0 και 2x + 2y + z = 6.

Λύση. Η δοσμένη συνάρτηση f̄ είναι συνεχώς διαφορίσιμη (αφού οι συνιστώσες συ-


ναρτήσεις της είναι πολυώνυμα των (x, y, z)) και ειδικότερα, έχουμε

div f̄(x, y, z) = 2y + 2y + 0 = 4y για κάθε (x, y, z) ∈ R3 . (4.106)

335
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Το επίπεδο z = 6 − 2x − 2y τέμνει το επίπεδο 0xy στην ευθεία 0 = 6 − 2x − 2y,


δηλ. y = 3 − x, και η ευθεία αυτή τέμνει τον άξονα 0x στο σημείο 0 = 3 − x.
Συνεπώς, το δοσμένο V ⊂ R3 είναι το σύνολο

V = {(x, y, z) ∈ R3 : (x, y) ∈ K3 , 0 ≤ z ≤ 6 − 2x − 2y}, (4.107)

όπου
K3 = {(x, y) ∈ R2 : 0 ≤ x ≤ 3, 0 ≤ y ≤ 3 − x}, (4.108)
και αναγνωρίζουμε ότι το V είναι ένα κανονικό χωρίο ως προς το επίπεδο 0xy, αφού
οι συναρτήσεις

φ1 (x, y) = 0, φ2 (x, y) = 6 − 2x − 2y, (x, y) ∈ K3 ,

είναι συνεχείς και το K3 είναι συμπαγές και Jordan-μετρήσιμο (βλ. Πρόταση 4.1.17).
Όμως, το V είναι και C1 -κανονικό χωρίο ως προς το επίπεδο 0xy, αφού οι συ-
ναρτήσεις φi , i = 1, 2, μπορούν να ορισθούν σε όλο το R2 και είναι εκεί συνεχώς
διαφορίσιμες, και άρα, τα γραφήματά τους πάνω από το K3 είναι κανονικές επι-
φάνειες με παραμετρικό πεδίο K3 (βλ. Παράδειγμα 4.3.1), του οποίου το σύνορο
αποτελείται από ευθύγραμμα τμήματα, δηλ. είναι εικόνα μιας κατά τμήματα κανο-
νικής καμπύλης.
Βέβαια, στην περίπτωση της «βάσης» (x, y, 0), (x, y) ∈ K3 , πρέπει να προσεχθεί
ότι το μοναδιαίο κάθετο διάνυσμα n̄ = (0, 0, 1) θα δείχνει (όπως σε κάθε γράφημα,
βλ. Παράδειγμα 4.3.4) προς τα «πάνω», δηλ. προς το εσωτερικό του V , και άρα, αν
θέλουμε το ολοκλήρωμα ενός διανυσματικού πεδίου πάνω από την ίδια επιφάνεια
στον R3 , αλλά με εξωτερικό μοναδιαίο κάθετο, θα πρέπει να πάρουμε το αντίθετο
του ολοκληρώματος πάνω από το γράφημα αυτό (βλ. την Παρατήρηση 4.3.10), δηλ.
εν προκειμένω, θα πρέπει να πάρουμε ως μοναδιαίο κάθετο το n̄ = (0, 0, −1).
Με αντίστοιχες αναλύσεις, όπως η παραπάνω, βλέπουμε ότι το V ⊂ R3 είναι
1
C -κανονικό χωρίο και ως προς τα επίπεδα 0xz και 0yz, δηλ. γράφεται και ως

V = {(x, y, z) ∈ R3 : (x, z) ∈ K2 , 0 ≤ y ≤ 3 − x − 21 z},

όπου
K2 = {(x, z) ∈ R2 : 0 ≤ x ≤ 3, 0 ≤ z ≤ 6 − 2x},
και
V = {(x, y, z) ∈ R3 : (y, z) ∈ K1 , 0 ≤ x ≤ 3 − y − 21 z},
όπου
K1 = {(y, z) ∈ R2 : 0 ≤ y ≤ 3, 0 ≤ z ≤ 6 − 2y}.
Άρα, το V είναι ένα C1 -κανονικό χωρίο στον R3 και, αφού, όπως είδαμε, η f̄ : R3 →
R3 είναι συνεχώς διαφορίσιμο διανυσματικό πεδίο, ισχύει το Θεώρημα του Gauss,
∫ ∫
I1 := div f̄(x, y, z) d(x, y, z) = f̄(x, y, z) · n̄ dσ =: I2 ,
V ∂V

336
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

και για να το επαληθεύσουμε, θα υπολογίσουμε ξεχωριστά τα ολοκληρώματα I1 και


I2 στα αριστερά και στα δεξιά της ισότητας. Αν δεν κάνουμε (ή δεν έχουμε, ήδη,
κάνει) κάποιο λάθος, θα πρέπει να βρούμε ότι I1 = I2 .
Από τις (4.106), (4.107) και (4.108) έχουμε, σύμφωνα με την (4.34) της Παρατή-
ρησης 4.1.15 και την Πρόταση 4.1.18,
∫ ∫ ∫ 6−2x−2y
I1 = 4y d(x, y, z) = 4y dz d(x, y)
V K3 0
∫ 3 ∫ 3−x ∫3 (
(3 − x)2 (3 − x)3 )
= 4y(6 − 2x − 2y) dy dx = 4(6 − 2x) −8 dx
0 0 0 2 3
∫3 (
8 8) 8 34
= − (3 − x)3 dx = = 27.
0 2 3 6 4

Από την άλλη, αν παρατηρήσουμε ότι τα τρία τμήματα του ∂V που βρίσκονται
στα επίπεδα 0xy, 0xz και 0yz είναι, μαζί με τα εξωτερικά μοναδιαία κάθετά τους
αντίστοιχα, τα

S3 = {(x, y, 0) ∈ R3 : (x, y) ∈ K3 }, n̄ = (0, 0, −1),


S2 = {(x, 0, z) ∈ R : (x, z) ∈ K2 },
3
n̄ = (0, −1, 0),
S1 = {(0, y, z) ∈ R : (y, z) ∈ K1 },
3
n̄ = (−1, 0, 0),

και ότι η τέταρτη επιφάνεια στον R3 , που συμπληρώνει το ∂V , είναι το γράφημα της
φ2 : K3 → R, δηλαδή, μαζί με το εξωτερικό μοναδιαίο κάθετό της, η

N̄ 1
S4 = {(x, y, 6 − 2x − 2y) ∈ R3 : (x, y) ∈ K3 }, n̄ = = √ (2, 2, 1),
∥N̄∥ 5

όπου N̄ το (εξωτερικό) κάθετό της


      
1 0 ē1 ē2 ē3 2

N̄ =  0 ×  1 =  1 0 −2  = 2 ,
−2 −2 0 1 −2 1

έχουμε, σύμφωνα με τους Ορισμούς 4.3.6, 4.3.7 και την Παρατήρηση 4.3.9,

4 ∫

I2 = f̄ · n̄ dσ
i=1 Si
∫ ∫ ∫
= (−2xy − z) dσ + (−y2 ) dσ + (x + 3y) dσ
S1 S2 S3

1
+ (2xy + z, y2 , −x − 3y) · (2, 2, 1) √ dσ
S4 5

337
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

∫ ∫
= (−z) d(y, z) + 0 + (x + 3y) d(x, y)
K1 K3

+ (2xy + 6 − 2x − 2y, y2 , −x − 3y) · (2, 2, 1) d(x, y)
K3
∫ 3 ∫ 6−2y ∫ 3 ∫ 3−x
( )
=− z dz dy + 2 6 − 2x + 2(x − 1)y + y2 dy dx
0 0 0 0
∫3 ∫3 (
(3 − x)3 )
= −2 (3 − y)2 dy + 2 (x + 1)(3 − x)2 + dx
0 0 3
∫3 ( ∫3
(3 − x)3 ) (3 − x)3
=2 x(3 − x)2 + dx = 4 dx = 27.
0 3 0 3
Άσκηση 175. (Πρώτος Τύπος του Green) Έστω V ⊂ R3 ένα C1 -κανονικό χωρίο με
∂V τέτοιο, ώστε το μοναδιαίο κάθετο n̄ να υπάρχει παντού, και προσανατολισμένο
έτσι, ώστε το n̄ να δείχνει προς το εξωτερικό του V . Έστω επίσης u, v : W → R δυο
φορές συνεχώς διαφορίσιμες, όπου W ⊂ R3 ανοικτό με V ⊂ W . Τότε ισχύει⁵²
∫ ∫
∂v
∇u · ∇v + u∆v = u dσ.
V ∂V ∂n̄
Λύση. Σύμφωνα με το Θεώρημα 3.4.1 και την Παρατήρηση 3.6.6, ισχύει
∂v
∆v = ∇ · ∇v και = ∇v · n̄
∂n̄
και από το Θεώρημα του Gauss, έχουμε
∫ ∫ ∫
∂v
u dσ = u∇v · n̄ dσ = ∇ · (u∇v).
∂V ∂n̄ ∂V V
Αφού, σύμφωνα με την Άσκηση 63, ισχύει

∇ · (u∇v) = ∇u · ∇v + u∇ · ∇v,
προκύπτει το αποδεικτέο.
Άσκηση 176. (Δεύτερος Τύπος του Green) Με τα δεδομένα της Άσκησης 175 ισχύει
∫ ∫ ( ∂v ∂u )
(u∆v − v∆u) = u −v dσ.
V ∂V ∂n̄ ∂n̄
Άσκηση 177. Έστω V ⊂ ένα R3 C1 -κανονικό
χωρίο με ∂V τέτοιο, ώστε το μοναδιαίο
κάθετο n̄ να υπάρχει παντού και προσανατολισμένο έτσι, ώστε το n̄ να δείχνει προς
το εξωτερικό του V . Έστω επίσης v : W → R, όπου W ⊂ R3 ανοικτό με V ⊂ W ,
μια αρμονική συνάρτηση⁵³.Τότε ισχύει

∂v
dσ = 0.
∂V ∂n̄
⁵²βλ. και τους Ορισμούς 3.4.1 και 3.6.4
⁵³βλ. Παρατήρηση 3.6.8

338
4.3. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑΤΑ

Άσκηση 178. Με τα δεδομένα της Άσκησης 177 ισχύει


∫ ∫
∂v
v dσ = ∥∇v∥2 .
∂V ∂n̄ V

Άσκηση 179. Έστω V ⊂ R3 το κλειστό σύνολο που περικλείεται από τον κυκλικό
δίσκο x2 + y2 ≤ 4 και το παραβολοειδές z = 4 − x2 − y2 , προσανατολισμένα έτσι,
ώστε το μοναδιαίο κάθετο στο ∂V να δείχνει προς το εξωτερικό του V . Επίσης, έστω

f̄ : R3 → R3 , f̄(x, y, z) = (x + y, y + z, x + z).

Δείξτε ότι το V είναι C1 -κανονικό χωρίο και υπολογίστε το ολοκλήρωμα του f̄ πάνω
από το ∂V , πρώτα απευθείας και έπειτα, με τη βοήθεια του Θεωρήματος του Gauss.

Άσκηση 180. Επαναλάβετε την Άσκηση 179 για το V ⊂ R3 που περικλείεται από
τον κύλινδρο x2 + y2 ≤ 9, 0 ≤ z ≤ 5.

339
Βιβλιογραφία

[1] T. M. Apostol, Calculus, Volume II, John Wiley, 1969

[2] T. M. Apostol, Mathematical Analysis. Second Edition., Addison-Wesley, 1974

[3] M. P. Do Carmo, Differential Geometry of Curves and Surfaces, Prentice Hall, 1976

[4] M. P. Do Carmo, Differential Forms and Applications, Springer, 1994

[5] O. Forster, Analysis 2, Vieweg+Teubner, 2008

[6] O. Forster, T. Szymczak, Übungsbuch zur Analysis 2, Vieweg+Teubner, 2008

[7] H. Heuser, Lehrbuch der Analysis, Teil 2, Teubner, 1986

[8] Α. Κ. Κατσάρας, Διαφορικός και Ολοκληρωτικός Λογισμός Περισσοτέρων της


μίας Μεταβλητών, Τυπογραφείο Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 2011

[9] Γ. Κουμουλλής, Σ. Νεγρεπόντης, Θεωρία Μέτρου, Εκδόσεις Συμμετρία, 2005

[10] J. Marsden, A. Tromba, Vector Calculus, Freeman, 1988

[11] J. R. Munkres, Topology. Second Edition, Prentice Hall, 2000

[12] Σ. Κ. Ντούγιας, Απειροστικός Λογισμός Ι, Leader Books, 2007

[13] Σ. Κ. Ντούγιας, Απειροστικός Λογισμός ΙI, Leader Books, 2007

[14] W. Rudin, Principles of Mathematical Analysis. Third Edition., McGraw-Hill, 1976,

[15] M. Spivak, Calculus On Manifolds, Addison-Wesley, 1965

[16] W. F. Trench, Introduction to Real Analysis, American Institute of Mathematics,


Open Textbook Initiative, 2013

[17] W. Walter, Ordinary Differential Equations, Springer, 1998

340
Ευρετήριο

Θεώρημα Cauchy, 40
καμπύλης του Jordan, 124 σημείο συσσώρευσης
Bolzano-Weierstrass, 40 ακολουθίας, 41
Fubini – γενική μορφή, 217 σύγκλιση ακολουθίας, 35
Fubini – κλασική μορφή, 220 όριο ακολουθίας, 35
Gauss, 330 όρος ακολουθίας, 35
Gauss – γενίκευση, 333 ακρότατο
Green, 293 ολικό
Green – γενίκευση, 296 γνήσιο ελάχιστο, 158
Schwarz, 111 γνήσιο μέγιστο, 159
Stokes, 320 ελάχιστο, 158
Taylor, 153 μέγιστο, 158
Αντίστροφης Συνάρτησης, 184 τοπικό
Αρχή του Cavalieri, 245 γνήσιο ελάχιστο, 158
Κανόνας Αλλαγής Μεταβλητών, γνήσιο μέγιστο, 158
252 ελάχιστο, 158
Κανόνας της Αλυσίδας, 92 μέγιστο, 158
Κριτήριο Lebesgue, 226 υπό συνθήκη, 188
Κριτήριο Lebesgue – γενική ανάδελτα, 115
μορφή, 235 ανισότητα
Κριτήριο Riemann, 206 Cauchy-Schwarz, 10
Κριτήριο Riemann – ειδικότερη τριγωνική, 10
μορφή, 207 αντίστροφη, 11
Μέσης Τιμής, 259 ανοικτό ορθογώνιο, 199
Μέσης Τιμής για ολοκληρώματα, απεικόνιση, 45
214 ομοπαραλληλική, 70
Μέσης Τιμής για ολοκληρώματα ταυτοτική, 49
– γενική μορφή, 236 απόκλιση, 115
Πεπλεγμένης Συνάρτησης, 175 απόσταση, 14
Πολλαπλασιστών Lagrange, 188 αρχή των αξόνων, 15
Πυθαγόρειο, 14 βαθμωτός πολλαπλασιασμός, 7
άξονες, 15 διανυσματικό ή εξωτερικό γινόμενο,
ακολουθία, 35 116, 304

341
διανυσματικό πεδίο, 45 αλυσσοειδής, 147
αστρόβιλο, 117 αναπαραμετρικοποίηση, 135
ασυμπίεστο, 116 αναπαραμετρικοποίηση ως προς
πεδίο κλίσεων, 278 μήκος τόξου, 141
δυναμικό, 279 αντίστροφη, 137
διαφορικός τελεστής, 115 απλή, 124
εξίσωση απλή κλειστή, 124
Laplace, 118 αρνητικά προσανατολισμένη,
θεμελιώδης λύση, 118 136
θερμότητας, 118 θετικά προσανατολισμένη, 136
θεμελιώδης λύση, 118 αστεροειδής, 148
κυματική, 118 γωνία τομής καμπυλών, 129
επίπεδο, 15 διάνυσμα ταχύτητας, 128
επίπεδο στον R3 , 17 διαφορίσιμη, 126
επαναληπτικό όριο, 64 δρόμος ή οδός, 123
επικαμπύλιο ολοκλήρωμα ελικοειδής, 148
ανεξάρτητο του δρόμου, 278 εσωτερικό καμπύλης, 124
διανυσματικού πεδίου, 271, 276 ευθυγραμμίσιμη, 130
ως προς μήκος καμπύλης, 297, εφαπτομένη, 127
298 εφαπτόμενο διάνυσμα, 127
επιφάνεια, 47, 300 μοναδιαίο, 142
εμβαδό, 311, 313 ιδιάζον σημείο καμπύλης, 127
επιφάνεια από περιστροφή, 314 ισοϋψής, 55
εφαπτόμενο επίπεδο, 306 καμπυλότητα, 141
ιδιάζον σημείο, 306 κανονική, 127
κάθετο διάνυσμα, 306 κανονικό σημείο καμπύλης, 127
μοναδιαίο, 306 καρδιοειδής, 147
κανονική, 306 κατά τμήματα κανονική, 145
κανονικό σημείο, 306 κατά τμήματα συνεχώς
παραμετρική, 299 διαφορίσιμη ή κατά
στάθμης, 55 τμήματα C1 -καμπύλη, 145
επιφανειακό ολοκλήρωμα κλειστή, 124
διανυσματικού πεδίου, 317, 318 κυκλοειδής, 134
πραγματικής συνάρτησης, 315, λογαριθμική έλικα, 148
316 μήκος καμπύλης, 130, 140
εσωτερικό γινόμενο, 9 παραμετρική, 50, 122
ευθεία, 15 παράμετρος, 50
ευθεία στον R3 , 17 πολυγωνική ή πολυγωνική
ημίτονο, 19 γραμμή, 146
θετική κατεύθυνση αξόνων, 15 προσανατολισμός, 136
καμπύλη, 51, 122 αντιστροφή, 135
έλικα ή σπείρα του Αρχιμήδη, διατήρηση, 135
147 πρώτο κάθετο διάνυσμα, 149
ένωση καμπυλών, 145 στάθμης, 55

342
συνάρτηση μήκους τόξου p-νόρμα, 12
καμπύλης, 140 Ευκλείδεια, 10
συνεχώς διαφορίσιμη ή ισοδύναμες νόρμες, 12
C1 -καμπύλη, 126 μεγίστου ή ∞-νόρμα, 12
ταχύτητα, 128 ολοκλήρωμα, 205
κανονικό χωρίο, 247 Darboux, 209
C1 -κανονικό χωρίο, 293 Riemann, 209
ως προς τον άξονα 0x, 293 άθροισμα Riemann, 209
ως προς τον άξονα 0y, 293 επαναληπτικό, 220
ως προς τον άξονα 0x, 247 κάτω και άνω άθροισμα, 201
ως προς τον άξονα 0y, 247 κάτω και άνω ολοκλήρωμα, 205
κανονικό χωρίο στον R3 ολοκληρώσιμη συνάρτηση, 205
C1 -κανονικό χωρίο, 326 πάνω από Jordan-μετρήσιμο
C1 -κανονικό χωρίο ως προς το σύνολο, 233
επίπεδο 0xy, 326
ως προς το επίπεδο 0xy, 249 πίνακας
κατευθυνόμενη παράγωγος Εσσιανός, 156
συνάρτησης, 102 Ιακωβιανός, 76
κλειστό ορθογώνιο, 199 αρνητικά ημιορισμένος, 162
διαμέριση, 200 αρνητικά ορισμένος, 162
εκλέπτυνση, 200 θετικά ημιορισμένος, 162
κοινή εκλέπτυνση, 201 θετικά ορισμένος, 162
λεπτότητα, 200 μη ορισμένος, 162
περιεχόμενο ή όγκος, 199 παραβολή του Neile, 127
υποορθογώνιο, 200 παραμετρικός μετασχηματισμός, 135
κυκλικός δίσκος C1 -παραμετρικός
ανοικτός, 23 μετασχηματισμός, 135
κλειστός, 23 επιτρεπτός, 312
κύκλος, 23 επιτρεπτός
μοναδιαίος, 13 αρνητικός, 312
μερική παράγωγος k + 1 τάξης, 108 θετικός, 312
μετασχηματισμός πρόσθεση διανυσμάτων, 7
γραμμικός, 252 σημείο
ομοπαραλληλικός, 252 αναφοράς, 15
σε κυλινδρικές συντεταγμένες, εξωτερικό, 28
255 επαφής, 31
σε πολικές συντεταγμένες, 252 εσωτερικό, 28
σε σφαιρικές συντεταγμένες, 257 κρίσιμο, 160
μετρική, 14 μεμονωμένο, 31
μπάλα σαγματικό, 164
ανοικτή, 23 συνοριακό, 28
κλειστή, 23 συσσώρευσης, 31
νόρμα, 12 στροβιλισμός ή περιστροφή, 116
1-νόρμα, 12 συνάρτηση

343
n πραγματικών μεταβλητών, 44 k + 1 φορές μερικώς
Lipschitz-συνεχής, 260 διαφορίσιμη, 108
άθροισμα συναρτήσεων, 45 k + 1 φορές συνεχώς μερικώς
βαθμωτή, 45 διαφορίσιμη, 109
βαθμωτό γινόμενο συνάρτησης αρμονική, 118
επί πραγματικό αριθμό, 45 κλίση συνάρτησης, 76
γινόμενο συναρτήσεων, 46 μερικώς διαφορίσιμη, 73
γράφημα συνάρτησης, 45 μερικώς διαφορίσιμη σε ένα
διανυσματική, 44 σημείο, 72
μερικώς διαφορίσιμη, 76 ομοιόμορφα συνεχής, 63
μερικώς διαφορίσιμη σε ένα συνεχής, 61
σημείο, 76 συνεχής σε ένα σημείο, 61
ομοιόμορφα συνεχής, 69 συνεχής σε ένα σύνολο, 61
συνεχής, 67 συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη,
συνεχής σε ένα σημείο, 67 73
συνεχής σε ένα σύνολο, 67 όριο συνάρτησης, 59
συνεχώς μερικώς διαφορίσιμη, συνεχώς διαφορίσιμη, 86
76 σύνθεση συναρτήσεων, 46
συνιστώσες διανυσματικής σύνολο τιμών συνάρτησης, 45
συνάρτησης, 45 ταλάντωση συνάρτησης σε ένα
όριο συνάρτησης, 66 σημείο, 226
διαφορίσιμη, 80 τιμή συνάρτησης, 45
διαφορίσιμη σε ένα σημείο, 80 τοπικά Lipschitz, 94
διαφορικό συνάρτησης, 84 φραγμένη, 70
διαφορικό συνάρτησης σε ένα χαρακτηριστική, 234
σημείο, 83 συνήθης βάση, 7
εικόνα συνάρτησης, 45 συνημίτονο, 19
κατά τμήματα συνεχώς συντεταγμένες, 7
διαφορίσιμη ή κατά σφαίρα, 23
τμήματα C1 -συνάρτηση, μοναδιαία, 70
293 σχεδόν παντού, 222
μερική παράγωγος συνάρτησης, σύνολο
72 Jordan-μετρήσιμο, 234
μηδενική, 46 περιεχόμενο ή όγκος, 234
ομογενής, 94 ανοικτό, 25
παράγωγος συνάρησης, 84 αστερόμορφο, 283
παράγωγος συνάρτησης σε ένα εξωτερικό ενός συνόλου, 28
σημείο, 83 εσωτερικό ενός συνόλου, 28
πεδίο ορισμού συνάρτησης, 45 κλειστή θήκη ενός συνόλου, 31
πεδίο τιμών συνάρτησης, 45 κλειστό, 25
περιορισμός συνάρτησης, 61 κυρτό, 283
περισσοτέρων μεταβλητών, 44 μηδενικού μέτρου, 221
πηλίκο συναρτήσεων, 46 μηδενικού περιεχομένου, 221
πραγματική, 45 παράγωγο, 31

344
χώρος
στάθμης, 55 Banach, 34
συμπαγές, 27 Hilbert, 34
συνεκτικό ανοικτό ή χωρίο ή Ευκλείδειος, 14
τόπος, 279 διανυσματικός ή γραμμικός, 7
σύνορο ενός συνόλου, 28 διάσταση, 7
φραγμένο, 27 διανύσματα, 7
σύστημα συντεταγμένων διδιάστατος υπόχωρος, 17
Καρτεσιανό, 15 μονοδιάστατος υπόχωρος, 16
δεξιόστροφο ορθοκανονικό, 15 με εσωτερικό γινόμενο, 9
κανόνας του δεξιού χεριού, 15 με νόρμα, 12
κυλινδρικές συντεταγμένες, 255 μετρικός, 14
πολικές συντεταγμένες, 252 πλήρης μετρικός, 34
σφαιρικές συντεταγμένες, 257 συνεχών διανυσματικών
τελεστής Laplace, 117 συναρτήσεων, 69
τοπολογία, 26 συνεχών συναρτήσεων, 62
υπερεπίπεδο, 57 τοπολογικός, 26
υπερεπιφάνεια, 48 τριδιάστατος ή φυσικός, 15

345

You might also like