You are on page 1of 273

Φυσιολογία του ανθρώπου

Νικόλαος Κουτλιάνος

ΑΠΘ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ

Proff. I Kalogeropoulos
ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
• Το κύτταρο και οι λειτουργίες του
• Μεταφορά ουσιών διαμέσου της κυτταρικής
μεμβράνης
• Κυτταρική επικοινωνία
• Τα νευρικά κύτταρα ή Νευρώνες {Neurons}
• Συνάψεις

Το κύτταρο
• - Η κυτταρική μεμβράνη
• - Το κυτταρόπλασμα
• - Ο πυρήνας
ΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΚΥΤΤΑΡΟΥ

- Η ανταλλαγή ύλης και ενέργειας


-Η κίνηση του κυττάρου
-Σύνθεση ουσιών από το κύτταρο

-Γενετική ρύθμιση των λειτουργιών του κυττάρου


- Τα γονίδια
- DNA και σύνθεση πρωτεϊνών
- Ο πολλαπλασιασμός του κυττάρου
Διάχυση
Μεταφορά ουσιών διαμέσου της
κυτταρικής μεμβράνης.

- Παθητική μεταφορά
- Φαινόμενο Donnan
- Ενεργητική μεταφορά
ΟΜΟΙΟΣΤΑΣΙΑ
Η έννοια της παλίνδρομης ρύθμισης
(feedback regulation)

Ρυθμιστικά συστήματα
Το αντανακλαστικό τόξο
Τοπικές ρυθμίσεις
Κυτταρική επικοινωνία

Το αντανακλαστικό τόξο

•Υποδοχέας
•Προσαγωγός οδός
•Κέντρο ολοκλήρωσης
•Απαγωγός οδός
•Εκτελεστικό όργανο
Κυτταρικη επικοινωνια

-Τοπική επικοινωνία
-Ορμονική επικοινωνία – Χημικοί
διαβιβαστές
Η οδός του c AMP
Η οδός του c GMP
Η οδός της αντιγραφής του DNA
-Νευρική επικοινωνία
Συνάψεις - Νευροδιαβιβαστές
Η έννοια του ισοζυγίου

Βιολογικοί Ρυθμοί
Το Νευρικό κύτταρο
Νευρική επικοινωνία

- ΣΥΝΑΨΕΙΣ
- Η ΝΕΥΡΟΝΕΥΡΙΚΗ ΣΥΝΑΨΗ
- Η ΝΕΥΡΟΜΥΙΚΗ ΣΥΝΑΨΗ
Μυϊκό Σύστημα

Μιχαηλίδης Γιάννης, Ph.D.


Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό
ΣΕΦΑΑ-ΑΠΘ
Ανθρώπινη κίνηση
• Η κίνηση στα θηλαστικά πραγματοποιείται από τους
σκελετικούς μύες
• Ο άνθρωπος έχει περίπου 400 μύες
• Αυτοί αποτελούν το 40-50% του συνολικού του βάρους

Διαχωρισμός μυών
• Οι μύες διαχωρίζονται με βάση τη δομή, τις συσταλτικές τους
ιδιότητες και τους μηχανισμούς ελέγχου τους στους: α)
σκελετικούς μυς, β) λείους μυς και γ) τον καρδιακό μυ
• Το σκελετικό μυϊκό κύτταρο και το καρδιακό κύτταρο
εμφανίζουν την ίδια γράμμωση γι’ αυτό ονομάζονται
γραμμωτοί μύες
• Τα κύτταρα του λείου μυ δεν εμφανίζουν αυτή τη γράμμωση
Διαχωρισμός μυών
• Ο σκελετικός μυς συσπάται εκούσια (συνήθως) με
ερεθίσματα που δέχεται από τα κινητικά νεύρα
• Οι λείοι μύες βρίσκονται σε εσωτερικά όργανα του
ανθρωπίνου σώματος και η σύσπασή τους ελέγχεται από το
αυτόνομο νευρικό σύστημα
• Ο καρδιακός μυς αποτελεί την ‘’αντλία’’ του κυκλοφορικού
συστήματος και η σύσπαση του ελέγχεται από το αυτόνομο
νευρικό σύστημα

Σκελετικός μυς -Μυϊκό κύτταρο


• Το μυϊκό κύτταρο έχει μακρόστενο σχήμα και
πολλούς πυρήνες και αναφέρεται και ως
μυϊκή ίνα
• Η μυϊκή ίνα έχει διάμετρο 10-100μm και
μήκος μέχρι και 20cm
Μυϊκό κύτταρο και ανάπλαση
• Η αποκατάσταση κατεστραμμένων μυϊκών
κυττάρων γίνεται από τα δορυφόρα κύτταρα
που βρίσκονται σε άμεση επαφή με την
κυτταρική μεμβράνη του μυϊκού κυττάρου

• https://www.youtube.com/wat
ch?v=VBKC0mItPZs

Δομή
• Μυς αποτελείται από έναν αριθμό μυϊκών
ινών δεμένες μεταξύ τους με συνδετικό ιστό
• Οι μύες συνδέονται με τα οστά με τους
τένοντες (δεμάτια κολλαγόνων ινών)
• Η μικρότερη λειτουργική μονάδα του μυ είναι
το σαρκομέριο
Δομή

Σαρκομέριο
• Το σαρκομέριο αποτελείται από παχιά και
λεπτά νημάτια. Τα παχιά νημάτια
ονομάζονται νημάτια μυοσίνης και τα λεπτά
νημάτια ακτίνης
• Η σύσπαση του σαρκομερίου γίνεται με
διολίσθηση των νηματίων ακτίνης πάνω στα
νημάτια μυοσίνης με τη βοήθεια δυο ακόμη
πρωτεϊνών της τροπονίνης και της
τροπομυοσίνης
Σαρκομέριο

Μυοινίδια - Μυική ίνα

• Πολλά
σαρκομέρια
στη σειρά
σχηματίζουν
τα μυοινίδια
και πολλά
μυοινίδια τη
μυϊκή ίνα
Μυοινίδια - Μυική ίνα

Κινητική μονάδα
• Το σημείο συνάντησης ενός κινητικού νευρώνα
και των μυϊκών ινών που νευρώνει ονομάζεται
νευρομυική σύναψη
• Κάθε μυϊκό κύτταρο έχει μόνο μια νευρομυική
σύναψη ενώ κάθε κινητικός νευρώνας, νευρώνει
πολλές μυϊκές ίνες (συχνά εκατοντάδες)
• Ο κινητικός νευρώνας μαζί με τις μυϊκές ίνες που
νευρώνει ονομάζονται κινητική μονάδα
Διέγερση μεμβράνης

Μηχανισμός διολίσθησης νηματίων


• Φάση ηρεμίας: Λόγω του περιορισμένου
ελεύθερου ασβεστίου στο μυοινίδιο ελάχιστες
εγκάρσιες γέφυρες είναι συνδεδεμένες και έτσι
δεν αναπτύσσεται καμιά δύναμη
• Φάση σύζευξης διέγερσης – συστολής: Η νευρική
ώση ενεργοποιεί την απελευθέρωση ιόντων
ασβεστίου από το σαρκοπλασματικό δίκτυο. Το
ασβέστιο αυτό ενώνεται με την τροπονίνη που
έχει ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση της
τροπομυοσίνης και την απελευθέρωση των
σημείων σύνδεσης της ακτίνης με την μυοσίνη.
Στα σημεία αυτά συνδέονται οι εγκάρσιες
γέφυρες της μυοσίνης
Μηχανισμός διολίσθησης νηματίων
• Φάση συστολής: Για να κινηθούν οι εγκάρσιες
γέφυρες χρειάζεται ενέργεια που προέρχεται
από την υδρόλυση της τριφωσφορικής
αδενοσίνης (ATP) σε διφωσφορική αδενοσίνη
(ADP) και ανόργανο φώσφορο (Pi). Ένα
ένζυμο, η ΑΤPάση της μυοσίνης βοηθα στο
σχηματισμό νέου μορίου ATP από την ΑDP και
Pi. Με αυτόν τον τρόπο συνεχίζεται η μυϊκή
συστολή.

Μηχανισμός διολίσθησης νηματίων


• Φάση ανακύκλωσης: Για να γίνει μια μυϊκή
συστολή πρέπει να επαναληφθεί πολλές
φορές ο κύκλος των παρακάτω μοριακών
λειτουργιών (σύνδεση του ασβεστίου στην
τροπονίνη, ένωση των εγκάρσιων γεφυρών με
την ακτίνη, κίνηση των εγκάρσιων γεφυρών,
αποσύνδεση ακτίνης και μυοσίνης και
επαναφορά εγκάρσιων γεφυρών στην αρχική
κατάσταση). Για να γίνει αυτό απαιτούνται
ιόντα ασβεστίου, ATP και το ένζυμο ATPάση
της μυοσίνης
Μηχανισμός διολίσθησης νηματίων
• Φάση χαλάρωσης: Η χαλάρωση εμφανίζεται
όταν σταματήσει ο νευρικός ερεθισμός από
τον κινητικό νευρώνα. Το ασβέστιο με τις
αντλίες ασβεστίου επανέρχεται στο
σαρκοπλασματικό δίκτυο και δεν είναι πλέον
εφικτή η σύνδεση της ακτίνης με τη μυοσίνη.

Μυϊκή σύσπαση
• Η μηχανική
απόκριση
μιας μυϊκής
ίνας σε ένα
δυναμικό
ενέργειας
είναι γνωστή
ως σύσπαση

• https://www.youtube.com/watch?v=7O_ZHyPeIIA
Είδη μυϊκής σύσπασης
Ισομετρική
Ισοτονική Πλειομετρική
Στατική εργασία Ισοκινητική
Δυναμική Η αλληλουχία
των μυών με το Δυναμική
εργασία του μυ έκκεντρης,
μήκος τους να μην εργασία του μυ
με σταθερή τη ισομετρικής και
μεταβάλλεται, με σταθερή
δύναμη που ομόκεντρης μυϊκής
καθώς η δύναμη που γωνιακή
καταβάλλει σε δραστηριότητας
παράγουν ισούται ταχύτητα του
όλο το εύρος καλείται κύκλος
με την εξωτερική μέλους
κίνησης??? διάτασης βράχυνσης
αντίσταση

Έκκεντρη
Δυναμική εργασία και επιμήκυνση Μειομετρική ή Σύγκεντρη
των μυών (υποχωρητική) καθώς η Δυναμική εργασία και βράχυνση
εξωτερική αντίσταση είναι των μυών καθώς υπερνικούν την
μεγαλύτερη από τη δύναμη που μικρότερη εξωτερική αντίσταση
καταβάλλουν

Σχέση φορτίου-ταχύτητας σύσπασης


Σχέση συχνότητας-τάσης σύσπασης
• Η αύξηση της μυϊκής τάσης μιας μυϊκής ίνας με
συνεχόμενα δυναμικά ενέργειας υψηλής
συχνότητας είναι γνωστή ως άθροιση.
• Η συνεχόμενη μυϊκή συστολή με επαναληπτικά
ερεθίσματα είναι γνωστή ως τετανική συστολή
• Η μέγιστη τετανική τάση μπορεί να είναι 3-5
φορές μεγαλύτερη από την τάση ισομετρικής
σύσπασης

Σχέση μήκος-τάσης σύσπασης

• Κάτω από το 60 και πάνω από το 160% του μήκους του


μυός, δεν αναπτύσσεται δύναμη από το μυ παρά τη
διέγερσή του
Ενεργειακός μηχανισμός σκελετικού
μυός
1. Φωσφορυλίωση της ADP από τη
φωσφοκρεατίνη
2. Οξειδωτική φωσφοριλίωση της ADP στα
μιτοχόνδια
3. Φωσφοριλίωση της ADP στο κυτταρόπλασμα
δια μέσου της γλυκολυτικής οδού

Μυϊκός κάματος
• Η μείωση της μυϊκής τάσης εξαιτίας ης
προηγούμενης συσταλτικής δραστηριότητας
ονομάζεται μυϊκός κάματος
• Ο κουρασμένος μυς έχει μειωμένη ταχύτητα
συστολής και αργό ρυθμό χαλάρωσης
• Η ξεκούραση επαναφέρει τη λειτουργική
ικανότητα του μυ αλλά εξαρτάται από το είδος
τη διάρκεια και την ένταση της προηγούμενης
δραστηριότητας
Μυϊκός κάματος
• Κάματος υψηλής συχνότητας: Συνοδεύει
ασκήσεις υψηλής έντασης μικρής διάρκειας
(π.χ. άρση βαρών, σταυρός). Στις συσπάσεις
αυτές τα αγγεία πιέζονται και η ροή του
αίματος περιορίζεται). Απαιτείται μικρός
χρόνος αποκατάστασης
• Κάματος μετά από ήπιας έντασης άσκηση
αλλά μεγάλης διάρκειας: Απαιτείται
ξεκούραση από μερικά λεπτά μέχρι ημέρες
(π.χ. μαραθώνιος)

Μυϊκός κάματος
• Κόπωση κεντρικής εντολής: Αποτελεί την
ανικανότητα των περιοχών του εγκεφαλικού
φλοιού να στείλει διεγερτικά σήματα στους
κινητικούς νευρώνες. Άρα κάποιος μπορεί να
σταματήσει να παράγει δύναμη χωρίς
ωστόσο να έχει κουραστεί ο μυς.
Είδη μυϊκών ινών
• Βραδείες οξειδωτικές ίνες (τύπος Ι)
• Ταχείες οξειδωγλυκολυτικές ίνες (τύπος ΙΙα)
• Ταχείες γλυκολυτικές ίνες (τύπος ΙΙβ)

Βιοψία

Χαρακτηριστικά των τριών τύπων των


σκελετικών ινών

• Τύπος Ι: προσαρμοσμένες για αερόβια παραγωγή ενέργειας και αντοχή μεγάλης


διάρκειας
• Τύπος ΙΙ: προσαρμοσμένες για αναερόβια παραγωγή ενέργειας και έργο υψηλής
έντασης
Τύποι μυϊκών ινών στο μυ
• Οι περισσότεροι μύες αποτελούνται από κινητικές
μονάδες και των τριών ειδών αναμιγμένες μεταξύ τους
• Οι αναλογίες των τριών ειδών σε κάθε μυ κάνει τους μυς
να διαφοροποιούνται σε ορισμένα χαρακτηριστικά όπως
η δύναμη, η αντοχή, η ταχύτητα (π.χ. οι μύες τις πλάτης
έχουν υψηλή αντοχή σε αντίθεση με τους μύες των
χεριών)
• Αθλητές αποστάσεων έχουν περισσότερο από 75% ίνες
βραδείας συστολής στο γαστροκνήμιό τους, ενώ αθλητές
ταχύτητας περισσότερο από 75% ταχείες γλυκολυτικές
ίνες

Επιλεκτική επιστράτευση
Μέγιστη δύναμη
μυός

Μέγιστη δύναμη Αριθμός μυϊκών ινών που


κάθε μυϊκής ίνας συσπώνται

Αριθμό ινών σε
Αριθμός ενεργών
κάθε κινητική
κινητικών μονάδων
μονάδα

• Η διαδικασία κατά την οποία αυξάνεται ο αριθμός των


ενεργοποιημένων κινητικών μονάδων σε μια δεδομένη χρονική
στιγμή ονομάζεται επιστράτευση
Επιλεκτική επιστράτευση
• Το μέγεθος των κινητικών νευρώνων παίζει ρόλο στην επιστράτευση
των κινητικών μονάδων. Αν έχουμε ίδιο αριθμό ιόντων σε έναν μικρό
και έναν μεγάλο κινητικό νευρώνα, το μικρότερο κύτταρο θα υποστεί
μεγαλύτερη εκπόλωση. Έτσι επιστρατεύονται πρώτα οι βραδείες
μυϊκές ίνες (μικρότερους κινητικούς νευρώνες) στη συνέχεια οι
οξειδωγλυκολυτικές και τέλος οι γλυκολυτικές

Μυϊκή προσαρμογή - Ατροφία


• Ατροφία απονέυρωσης: Όταν υπάρχει πρόβλημα στους νευρώνες
ενός μυός τότε ο μυς ατροφεί (μειώνονται οι συσταλτές
πρωτεΐνες που περιέχουν οι μυϊκές ίνες)
• Ατροφία αχρησίας: Όταν ο μυς δεν χρησιμοποιείται για μεγάλο
χρονικό διάστημα (π.χ. γύψος) ο μυς ατροφεί
Μυϊκή προσαρμογή - Αερόβια
• Η συστηματική άσκηση μικρής έντασης μεγάλης
διάρκειας προκαλεί αερόβιες προσαρμογές
στους μύες.
• Αυξάνει τον αριθμό των μιτοχονδρίων για την
αερόβια παραγωγή ενέργειας
• Αυξάνεται ο αριθμός των τριχοειδών αγγείων
που περιβάλλουν μια μυϊκή ίνα

Μυϊκή προσαρμογή - Δύναμη

• Η συστηματική άσκηση υψηλής έντασης


και μικρής διάρκειας προκαλεί
προσαρμογές στους μύες π.χ. άσκηση με
αντιστάσεις).
• Αυξάνει η διάμετρος των ινών ταχείας
συστολής (υπερτροφία)
• Αυξάνει η συγκέντρωση γλυκολυτικών
ενζύμων
Μυϊκός ιστός και ηλικία-
Καθυστερημένος μυϊκός πόνος
(DOMS)
• Με την αύξηση της ηλικίας εμφανίζεται πτώση της μέγιστης
δύναμης που παράγεται από έναν μυ (πτώση από 30-40% μεταξύ
των ηλικιών 30 με 80)
• Η μείωση αυτή μπορεί να προληφθεί με τη συστηματική άσκηση
ωστόσο το ίδιο ερέθισμα άσκησης προκαλεί περισσότερες
προσαρμογές στα νεότερα άτομα

• Ο πόνος που εμφανίζεται μετά από κάποιο είδος άσκησης (τις


επόμενες ώρες ή μέρες) ονομάζεται καθυστερημένος μυϊκός
πόνος

Δράση μυών και οστών ως μοχλοί


Ο μυς μόνο έλκει, ωστόσο η δράση του άλλοτε εμφανίζεται ως
έλξη και άλλοτε ως πίεση
Δράση μυών και οστών ως μοχλοί
Ο μοχλός ανάλογα με το σημείο περιστροφής μπορεί να δημιουργεί
πλεονέκτημα ή μειονέκτημα σε σχέση με το μέγεθος της τάσης που
πρέπει να εφαρμοσθεί με σκοπό την ανύψωση της σφαίρας

Δράση μυών και οστών ως μοχλοί


Μοχλός 1ης τάξης Μοχλός 2ης τάξης Μοχλός 3ης τάξης

Η δύναμη της αντίστασης (FR) Η δύναμη της αντίστασης (FR) Η δύναμη της αντίστασης (FR)
και η δύναμη που παράγει ο και η δύναμη που παράγει ο μυς και η δύναμη που παράγει ο μυς
μυς (FM) είναι εκατέρωθεν της (FM) βρίσκονται από την ίδια (FM) βρίσκονται από την ίδια
άρθρωσης. μεριά της άρθρωσης (με το μυ μεριά της άρθρωσης (με το βάρος
να βρίσκεται πιο μακριά από το να βρίσκεται πιο μακριά από το
βάρος σε σχέση με την μυ σε σχέση με την άρθρωση).
Ο μυς έχει μηχανικό άρθρωση).
Ο μυς έχει μηχανικό
μειονέκτημα. Ο μυς έχει μηχανικό μειονέκτημα.
FrXMr=FmXMm πλεονέκτημα.
Βιβλιογραφία
• Vander’s. Φυσιολογία του Ανθρώπου. Οι
μηχανισμοί του σώματος
• Baechle TR, Earle RW. Βασικές αρχές της
προπόνησης με αντίσταση (Επιμέλεια:
Γεωργιάδης Γ, Τερζής Γ)
• Costanzo LS. Φυσιολογία
• Fox SI. Φυσιολογία του ανθρώπου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

ΜΥΪΚΗ ΣΥΣΤΟΛΗ
ΣΚΕΛΕΤΙΚΟΙ ΜΥΕΣ
ΤΥΠΟΙ ΜΥΪΚΩΝ ΙΝΩΝ

Βαμβακούδης Στράτος
Επίκουρος Καθηγητής Εργοφυσιολογικής Αξιολόγησης
Ομαδικών Αθλημάτων Τ.Ε.Φ.Α.Α. - Α.Π.Θ.
Μυϊκή Συστολή
• Η ανθρώπινη κίνηση βασίζεται στο
μετασχηματισμό της χημικής
ενέργειας (δεσμευμένη στο ATP, CP)
σε μηχανική κινητική ενέργεια. Αυτός
ο μηχανισμός επιτυγχάνεται με τους
σκελετικούς μυς.

Είδη μυών
Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται από
τρεις τύπους μυών με βάση τη δομή, τις
συσταλτικές ιδιότητες και τους
μηχανισμούς ελέγχου τους.
• Σκελετικούς μύες
• Καρδιακός μυς
• Λείους μύες των σπλάχνων
Είδη μυών
• Οι περισσότεροι σκελετικοί μύες προσδένονται στα οστά και
η συστολή τους είναι υπεύθυνη για την υποστήριξη και
κίνηση του σκελετού. Η συστολή του σκελετικού μυός
άρχεται με ώσεις των κινητικών νεύρων προς τον μυ και
βρίσκεται συνήθως κάτω από εθελούσιο έλεγχο.
• Φύλλα λείων μυών περιβάλλουν τα κοίλα όργανα και
σωλήνες του οργανισμού μας. Η συστολή του λείου μυός
ελέγχεται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα.
• Καρδιακός μυς είναι ο μυς της καρδιάς. Η συστολή του
προωθεί το αίμα στο κυκλοφορικό σύστημα. Ελέγχεται από
το αυτόνομο νευρικό σύστημα, αλλά μέρος της λειτουργίας
του υπόκειται σε αυθόρμητες συστολές.
• Αν και υπάρχουν διαφορές στη λειτουργία των 3 ειδών, ο
μηχανισμός δημιουργίας δύναμης είναι πανομοιότυπος.
Δομή του σκελετικού μυός
• ≈ 430 μύες στο ανθρώπινο σώμα.
• Αποτελούν το 40-45% του Σ.Β.
• Κάθε μυς περιβάλλεται από ινώδη συνδετικό ιστό.
• Κάθε μυς αποτελείται από έναν αριθμό μυϊκών
κυττάρων, δεμένων μαζί, τις μυϊκές ίνες.
• Κάθε μυϊκή ίνα ξεχωρίζει από τις άλλες με μια
λεπτή στιβάδα συνδετικού ιστού το ενδομύϊο.
• ≈150 μυϊκές ίνες αποτελούν τη μυϊκή δεσμίδα και
περιβάλλονται με την ίδια στιβάδα το περιμύϊο.
• Ολόκληρος ο μυς περιβάλλεται από μια μεμβράνη
συνδετικού ιστού το επιμύϊο.
• Οι μύες συνδέονται με τα οστά μέσω δεματίων
κολλαγόνων ινών, τους τένοντες.
•Στη σκελετική και στην καρδιακή μυϊκή ίνα παρατηρείται μια αλληλουχία
φωτεινών και σκοτεινών λωρίδων κάθετων στον επιμήκη άξονά της. Λόγω
αυτής της γράμμωσης τους οι τύποι αυτοί ονομάζονται ραβδωτοί ή
γραμμωτοί μύες.
Μυοϊνίδια
• Το ραβδωτό σχέδιο προκύπτει από την
παρουσία πολλαπλών παχιών και λεπτών
νηματίων του κυτταροπλάσματος, τα οποία
είναι οργανωμένα σε κυλινδρικές δέσμες (1-2
μm διάμετρο) γνωστά ως μυοϊνίδια.
• Το μεγαλύτερο μέρος του κυτταροπλάσματος
είναι γεμάτο από μυοϊνίδια, το κάθε ένα εκ
των οποίων εκτείνεται από τη μια άκρη της
ίνας ως την άλλη.
Σκελετικοί μύες
• μυς→ μυϊκή ίνα → μυϊκό ινίδιο → σαρκομέριο
• Το σαρκομέριο (≈ 4500/cm μυοϊνιδίου) είναι η
λειτουργική μονάδα του συσταλτού τμήματος του
μυός και αποτελείται από
1. Παχιά νημάτια →πρωτεΐνη μυοσίνη (≈16 δις)
2. Λεπτά νημάτια → πρωτεΐνη ακτίνη (≈ 64 δις)
• Η συστολή επιτυγχάνεται με διολίσθηση των
νηματίων ακτίνης πάνω στα νημάτια μυοσίνης και
ταυτόχρονη βράχυνση του σαρκομερίου.
• Δύο ακόμη πρωτεΐνες, η τροπονίνη και η
τροπομυοσίνη παίζουν σπουδαίο ρόλο στη ρύθμιση
της μυϊκής συστολής.
Σκελετικοί μύες
• Όλοι αυτοί οι υμένες ενώνονται και σχηματίζουν
τον ανθεκτικό συνδετικό ιστό τον τένοντα.
• Δια του τένοντος μεταβιβάζεται η δύναμη που
παράγει ο μυς στο σημείο κατάφυσης →
πρόκληση κίνησης.
• Κάθε μυϊκή ίνα αποτελείται από υγρό το
σαρκόπλασμα. Σε αυτό το περιβάλλον
υπάρχουν το ATP, αμινοξέα, γλυκογόνο (έως
2%), λίπη (2%).
• Στο σαρκόπλασμα βρίσκονται και τα μιτοχόνδρια
(χημικά εργαστήρια).

Χαρακτηριστικά των 3 τύπων μυών


Χαρακτηρι- Σκελετικοί Καρδιακός Λείοι
στικά μυών μύες μυς μύες

Εντόπιση Πρόσφυση Μόνο στην Περιβάλλει


στα οστά καρδιά τα σπλάχνα

Λειτουργία Κίνηση Αντλεί το Σύσπαση


αίμα των
αιμοφόρων
αγγείων
Πηγή Αναερόβια, Αερόβια Αερόβια
ενέργειας αερόβια
Κατά την ηρεμία οι εγκάρσιες γέφυρες των μυϊκών
ινών εμποδίζονται να αλληλεπιδράσουν με την
ακτίνη από δύο πρωτεϊνες-ρυθμιστές, την τροπονίνη
και την τροπομυοσίνη, που βρίσκονται επάνω στα
λεπτά νημάτια
Λειτουργία της ATP κατά τη μυοσκελετική
συστολή
• Υδρόλυση της ATP από τη μυοσίνη ενεργοποιεί τις
εγκάρσιες γέφυρες, παρέχοντας ενέργεια για την
παραγωγή δύναμης.
• Σύνδεση της ATP με τη μυοσίνη αποδεσμεύει τις
προσδεδεμένες, στην ακτίνη, γέφυρες επιτρέποντας
σ’ αυτές να επαναλάβουν το κύκλο δραστηριότητάς
τους.
• Υδρόλυση της ATP από την ATP-άση παρέχει
ενέργεια έτσι ώστε η μυϊκή ίνα να ηρεμήσει.

Κύκλος των εγκάρσιων


γεφυρών
Νευρομυϊκή σύναψη
• Πως άρχεται όμως η μυϊκή συστολή;
• Ο ερεθισμός μιας νευρικής ίνας ενός σκελετικού μυός είναι ο
μόνος μηχανισμός με τον οποίο ο μυς ενεργοποιείται
φυσιολογικά.
• Τα νευρικά κύτταρα των οποίων οι άξονες νευρώνουν ίνες
σκελετικών μυών λέγονται κινητικοί νευρώνες και τα
κυτταρικά τους σώματα βρίσκονται είτε στο εγκεφαλικό
στέλεχος είτε στη σπονδυλική στήλη.
• Οι άξονες των κινητικών νευρώνων έχουν τη μεγαλύτερη
διάμετρο νευράξονα στο ανθρώπινο σώμα και έτσι
μεταδίδουν δυναμικά ενέργειας με υψηλή ταχύτητα,
επιτρέποντας ώσεις από το κεντρικό νευρικό σύστημα να
μεταφέρονται στις μυοσκελετικές ίνες με ελάχιστη
καθυστέρηση.
Νευρομυϊκή σύναψη
• Με την άφιξή του στο μυ, ο άξονας του κινητικού νευρώνα
διακλαδίζεται πολλαπλά.
• Με κάθε διακλάδωση σχηματίζεται μια απλή σύναψη με μια
μυϊκή ίνα.
• Έτσι, ένας απλός κινητικός νευρώνας νευρώνει πολλές
μυϊκές ίνες, αλλά κάθε μυϊκή ίνα ελέγχεται μόνο από έναν
κινητικό νευρώνα.
• Ένας κινητικός νευρώνας μαζί με τις μυϊκές ίνες τις οποίες
νευρώνει ονομάζεται κινητική μονάδα.
• Όλες οι μυϊκές ίνες μιας κινητικής μονάδας ναι μεν
βρίσκονται μέσα σ’ ένα μυ, αλλά είναι διασκορπισμένες
μέσα στον ίδιο μυ χωρίς να γειτνιάζουν η μια με την άλλη.
• Όταν ένα δυναμικό ενέργειας παράγεται σ’ έναν κινητικό
νευρώνα όλες οι μυϊκές ίνες της κινητικής του μονάδας
συστέλλονται.
Νευρομυϊκή σύναψη
• Η θήκη της μυελίνης που περιβάλλει τον
άξονα ενός κινητικού νευρώνα τελειώνει
πλησίον της μυϊκής ίνας.
• Η επιφάνεια της μυϊκής ίνας που κείται
κάτω από τον άξονα φέρει ειδικές ιδιότητες
και ονομάζεται τελική κινητική πλάκα.
• Η σύναψη ενός τερματικού άξονα με μια
τελική κινητική πλάκα είναι γνωστή ως
νευρομυϊκή σύναψη.

Μυϊκός κάματος
• Όταν η μυϊκή ίνα υπόκειται σε συνεχώς επαναλαμβανόμενη
διέγερση, η αναπτυσσόμενη τάση τελικά μειώνεται, η
ταχύτητα βράχυνσης φθίνει και ο ρυθμός χάλασης
επιβραδύνεται, αν και η διέγερση συνεχίζεται κανονικά.
• Η μείωση της μυϊκής τάσης, εξ αιτίας της προηγούμενης
συσταλτικής δραστηριότητας, ορίζεται ως μυϊκός κάματος.
• Συμπληρωματικά χαρακτηριστικά κουρασμένου μυός είναι η
μειωμένη ταχύτητα συστολής και ο αργός ρυθμός
χαλάρωσης.
• Η έναρξη του καμάτου και ο ρυθμός ανάπτυξής του εξαρτάται
από τον τύπο σκελετικής ίνας, που χρησιμοποιείται και από
την ένταση και τη διάρκεια της συστολικής δραστηριότητας.
Μυϊκός κάματος
• Εάν επιτραπεί σ’ ένα μυ να ξεκουραστεί, ύστερα από την
εμφάνιση του μ. κάματου, η ικανότητά του να συσταλθεί,
ύστερα από διέγερση, επανέρχεται.
• Ο ρυθμός επανάκαμψης εξαρτάται από τη διάρκεια και την
ένταση της προηγηθείσας δραστηριότητας.
• Μερικές μ. ίνες κουράζονται αρκετά γρήγορα όταν
διεγείρονται συνεχώς με υψηλή συχνότητα, αλλά
ανακάμπτουν επίσης γρήγορα.
• Είναι το είδος του κάματου υψηλής έντασης μικρής
διάρκειας (άρση βαρών).
• Ο κάματος που εμφανίζεται αργά με άσκηση ήπιας έντασης
μεγάλης διάρκειας (δρόμοι μεγάλων αποστάσεων), απαιτεί
παρατεταμένη περίοδο ξεκούρασης για να αναλάβει ο μυς
πλήρως (συχνά μέχρι 24 ώρες).

Κόπωση κεντρικής εντολής


• Υπάρχει και ένα άλλο είδος κάματου αρκετά διαφορετικό
από αυτό της μυϊκής κόπωσης.
• Ανικανότητα των αντίστοιχων περιοχών του εγκεφαλικού
φλοιού να στείλει διεγερτικά σήματα στους κινητικούς
νευρώνες μπορεί να οδηγήσει τη μυϊκή ίνα σε ανικανότητα
συστολής.
• Ονομάζεται κόπωση κεντρικής εντολής και μπορεί να
σταματήσει ένα άτομο να παράγει δύναμη παρ’ ότι δεν έχει
επέλθει κάματος.
• Η επίδοση ενός αθλητή εξαρτάται όχι μόνο από τη φυσική
κατάσταση του μυός, αλλά και από την ικανότητά του να
παράγει κεντρική εντολή προς τον μυ κατά την διάρκεια
έντονων καταπονητικών αισθήσεων.
Προσφορά αίματος
• Αύξηση του ρυθμού της άσκησης → η
πρόσληψη οξυγόνου από τους μυς αυξάνει.
• Με την προπόνηση αντοχής αυξάνεται το
σύστημα τριχοειδών αγγείων στο μυ.
Βελτιώνεται η οξυγόνωση στους
εργαζόμενους μυς.
• Ο γυμνασμένος έχει κατά μέσο όρο 40%
μεγαλύτερο αριθμό τριχοειδών αγγείων/τετρ.
χιλιοστό μυϊκού ιστού.
Τύποι μυϊκών ινών

ταχύτητα συστολής ιστοχημική ιδιότητα


Ίνες ταχείας συστολής ΙΙβ γλυκολυτικές
Ίνες ταχείας συστολής ΙΙα οξειδωγλυκολυτικές
Ίνες βραδείας συστολής Ι οξειδωτικές

Μυϊκές ίνες
• Οι οξειδωτικές ίνες τύπου Ι βραδείας
συστολής έχουν όλες τις βιοχημικές και
φυσιολογικές ιδιότητες για αερόβια
παραγωγή ενέργειας και μυϊκό έργο
αντοχής.
• Οι ίνες τύπου ΙΙ ταχείας συστολής έχουν τα
χαρακτηριστικά που χρειάζονται για
αναερόβια ενέργεια και έντονο μυϊκό έργο.
Κατανομή των μυϊκών ινών
• Η κατανομή των μυϊκών ινών διαφέρει από
άνθρωπο σε άνθρωπο και από μυ σε μυ.
Καθορίζεται κατά κύριο λόγο από το
γονότυπο.
Επιτυγχάνεται τροποποίηση με την
προπόνηση.
• Αμιγής μυς δεν υπάρχει (ένα τύπο μ. ινών)
• Και στα δύο φύλα παρατηρείται ίση
κατανομή μυϊκών ινών
Κατανομή των μυϊκών ινών
• Κάτω άκρα (ορθός μηριαίος και γαστροκνήμιος)
• Άνω άκρα (δικέφαλος βραχιόνιος και δελτοειδής) 50%
Εξαίρεση
• Υποκνημίδιος έχει 70-90% ίνες βραδείας συστολής.
• Τρικέφαλος βραχιόνιος έχει 60-80% ίνες ταχείας
συστολής.
• Οι μυϊκές ίνες ταχείας συστολής ΙΙα
(οξυδωγλυκολυτικές) είναι κατά κανόνα 2πλάσιες από
τις ΙΙβ (γλυκολυτικές).
ΜΥΪΚΗ ΙΣΧΥΣ
• Η ικανότητα της γρήγορης ενεργοποίησης των
μυών για παραγωγή έργου.
• Η μ. ισχύς αποτελεί γενική ικανότητα των
περισσοτέρων αθλητικών δραστηριοτήτων, ενώ
παίζει καταλυτικό ρόλο στα αγωνίσματα που η
απόδοση εξαρτάται από την εκρηκτικότητα.
• Η μ. ισχύς είναι παράγωγο της μ.δ. και της
ταχύτητας συστολής του μυός, επομένως το
μέγεθός της επηρεάζεται από αυτές τις ιδιότητες
του μυός.
• Οι μύες με μεγαλύτερο % ινών ταχείας συστολής
παράγουν μεγαλύτερη μ. ισχύ. Η μ. ισχύς σχετίζεται
με την ταχύτητα στις αγωνιστικές προσπάθειες.
ΜΥΪΚΗ ΑΝΤΟΧΗ
• Είναι η ικανότητα του μυός ή ομάδας μυών
να διατηρούν ή να επαναλαμβάνουν μυϊκές
δράσεις χωρίς κάματο.
• Η μ. αντοχή μπορεί να μετρηθεί
εργαστηριακά με μεγάλη ακρίβεια και να
• Υπολογισθεί στο γυμναστήριο από τον
μέγιστο αριθμό επαναλήψεων σ’ ένα
προκαθορισμένο ποσοστό της ατομικής 1-
ΜΕ.
ΜΥΪΚΗ ΑΝΤΟΧΗ
• Οι διαφορές οφείλονται στις διαφορετικές
συσταλτικές, μεταβολικές και κυκλοφορικές
ιδιότητες των μυών των 3 αθλητών.
• Η μ. αντοχή εξαρτάται από την επιβάρυνση
του μυός. Όσο μικρότερη επιβάρυνση τόσο
περισσότερο χρόνο μπορεί ο μυς να
διατηρήσει την ισομετρική του συστολή ή να
παράγει περισσότερο έργο.

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Νικόλαος Χ. Σύρμος
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΝΕΥΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Ι

• Το νευρικό σύστημα (Ν.Σ.) αποτελεί το


σύστημα εκείνο που ρυθμίζει και ελέγχει
τη λειτουργία όλων των οργάνων του
ανθρωπίνου σώματος, καθώς, επίσης και τη
μεταξύ τους αρμονική συνεργασία

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΝΕΥΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΙΙ

• Επικοινωνία του ανθρώπινου οργανισμού


με το εξωτερικό περιβάλλον
• Επικοινωνία και συντονισμό των ιστών και
οργάνων μεταξύ τους
• Εκτέλεση ανώτερων λειτουργιών (βούληση,
σκέψη, μνήμη)
ΑΠΟ ΤΙ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ
ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ?????
• Το νευρικό σύστημα αποτελείται από ένα
είδος εξειδικευμένων κυττάρων, που
ονομάζονται νευρώνες
Το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα
(Κ.Ν.Σ.)

ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ από τον


ΕΓΚΕΦΑΛΟ
και το
ΝΩΤΙΑΙΟ ΜΥΕΛΟ
ΝΩΤΙΑΙΟΣ ΜΥΕΛΟΣ

•Προστατεύεται από τα
οστά της σπονδυλικής
στήλης
•Από το N.M. περνάνε
όλες οι εντολές που
στέλνει ο εγκέφαλος
στα διάφορα μέρη του
σώματος
ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ
ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ
ΑΠΟ ΤΙ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ?????

• Το στέλεχος
• Την παρεγκεφαλίδα
• Τον διεγκέφαλο
• Τα εγκεφαλικά ημισφαίρια

ΣΤΕΛΕΧΟΣ

► Ρυθμίζει πολύ σημαντικές και βασικές λειτουργίες


όπως :
- η αναπνοή
- ο καρδιακός ρυθμός
- ο ύπνος
- η προσοχή

► Από το στέλεχος διέρχονται οι πληροφορίες που


ξεκινάνε από το εγκέφαλο και κατευθύνονται προς τον
Ν.Μ και αντίστροφα
ΠΑΡΕΓΚΕΦΑΛΙΔΑ

► Ρυθμίζει:
- την ισορροπία, την κίνηση και την στάση του
ανθρώπινου σώματος

► Λαμβάνει πληροφορίες από τους μυς, τα μάτια, το δέρμα


και τα υπόλοιπα αισθητήρια όργανα του ανθρώπινου
σώματος

ΔΙΕΓΚΕΦΑΛΟΣ

► Αποτελείται από:
- το θάλαμο
- τον υποθάλαμο
- την υπόφυση
ΘΑΛΑΜΟΣ
ΒΑΣΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ

► Διέρχονται όλες εκείνες οι πληροφορίες που έχουν


αφετηρία τα διάφορα μέρη του σώματος και
κατάληξη τον φλοιό των εγκεφαλικών ημισφαιρίων

► Ο θάλαμος πρώτα επεξεργάζεται αυτές τις


πληροφορίες , τις τροποποιεί, και αποφασίζει την
περαιτέρω πορεία τους , προς τα εγκεφαλικά
ημισφαίρια

ΥΠΟΘΑΛΑΜΟΣ - ΥΠΟΦΥΣΗ

► Ο υποθάλαμος ρυθμίζει την:


- ομοιόσταση του οργανισμού
- την πείνα, την δίψα και την θερμοκρασία του
ανθρώπινου σώματος

► Η υπόφυση και ο υποθάλαμος είναι υπεύθυνοι για την


ρύθμιση της έκκρισης των ορμονών από τους αδένες
του ανθρώπινου σώματος
ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ (Π.Ν.Σ.)

► Μέσω του Ν.Μ. μεταφέρει:


- εντολές από τον εγκέφαλο στα διάφορα μέρη του
σώματος
- πληροφορίες από τα αισθητήρια όργανα και από τα
άλλα όργανα του σώματος στον εγκέφαλο

► Διακρίνεται σε:
- Σωματικό Νευρικό Σύστημα
- Αυτόνομο Νευρικό Σύστημα
ΣΩΜΑΤΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

► Το σωματικό νευρικό σύστημα μεταφέρει συνειδητές


πληροφορίες από τον εγκέφαλο στους μυς του
ανθρώπινου σώματος

► Μια κίνηση είναι συνειδητή, δηλαδή όταν


αποφασίζουμε εμείς πότε, τι , πως και αν θα γίνει

ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

 Μεταφέρει πληροφορίες από τον εγκέφαλο


στα διάφορα σημεία του σώματος και
αντίστροφα
Το αυτόνομο νευρικό σύστημα μεταφέρει
πληροφορίες που δεν υπόκεινται σε συνειδητό
έλεγχο, δηλαδή δεν αποφασίζουμε εμείς πότε,
τι , πως και αν θα γίνει
ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΝΕΥΡΙΚΟ
ΣΥΣΤΗΜΑ

ΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΟ - ΠΑΡΑΣΥΜΠΑΘHΤΙΚΟ

 Τα τμήματα του αυτόνομου νευρικού συστήματος


έχουν ανταγωνιστική δράση ( το συμπαθητικό
προκαλεί αύξησή του καρδιακού ρυθμού ενώ το
παρασυμπαθητικό προκαλεί μείωση του )

Φυσικό Αισθητήριο Ηλεκτρικά Εγκεφαλική


ερέθισμα όργανο σήματα επεξεργασία
ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ

ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Dr. Νικόλαος Κουτλιάνος MD, BSc


Επ. Καθηγητής ΤΕΦΑΑ ΑΠΘ

ΑΥΤΟΝΟΜΟ (ΦΥΤΙΚΟ) ΝΕΥΡΙΚΟ


ΣΥΣΤΗΜΑ

➢ - Ανταλλαγή ύλης
- Αναπαραγωγή

➢ - Λείες μυικές ίνες (σπλάχνα, αγγεία, δέρμα, οφθαλμός)


- Αδένες
- Μυοκάρδιο

➢ - Προγαγγλιακές ίνες (έκφυση: εγκέφαλος, νωτιαίος


μυελός – λευκές/εμμύελες – πάχος 3 μm – ακετυλοχολίνη)
➢ - Γάγγλια (κεφαλή, τράχηλος, κοιλία)
➢ - Μεταγαγγλιακές ίνες (φαιές/αμύελες – πάχος 1 μm)
ΑΥΤΟΝΟΜΟ (ΦΥΤΙΚΟ) ΝΕΥΡΙΚΟ
ΣΥΣΤΗΜΑ

ΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΟ ΠΑΡΑΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΟ
ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

➢ - Αντίδραση «μάχης ή
φυγής»
➢ - Νορεπινεφρίνη
➢ - Αδρενεργική μεταβίβαση
νευρικών ώσεων
➢ - α- & β-αδρενεργικοί
υποδοχείς
➢ Μαζική (αθρόα) εκφόρτιση

➢ - Αντίδραση «γεύμα και


ανάπαυση»
➢ - Ακετυλοχολίνη
➢ - Χολινεργική μεταβίβαση
νευρικών ώσεων
➢ - νικοτινικοί και
μουσκαρινικοί υποδοχείς

➢ ATP, VIP, NO
ΟΜΟΙΟΣΤΑΣΗ
ΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ
ΣΥΣΤΗΜΑ
➢ - Κεντρική μοίρα
(φαιά ουσία ν.μ.-
πλάγιο κέρας Α8-Ο3)
- Περιφερική μοίρα
(προ- και
μεταγαγγλιακές
νευρικές ίνες, 2
συμπαθητικά
στελέχη/20-25
συμπαθητικά
γάγγλια)
ΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ
ΣΥΣΤΗΜΑ
➢ - Κεντρική μοίρα
(φαιά ουσία ν.μ.-
πλάγιο κέρας Α8-Ο3)
- Περιφερική μοίρα
(προ- και
μεταγαγγλιακές
νευρικές ίνες, 2
συμπαθητικά
στελέχη/20-25
παρασπονδυλικά
συμπαθητικά
γάγγλια)

➢ - Λευκοί
αναστομωτικοί
κλάδοι
(προγαγγλιακά)
➢ - Φαιοί
αναστομωτικοί
κλάδοι
(μεταγαγγλιακά)

➢ Σπλαγχνικά νεύρα
– προσπονδυλικά
γάγγλια
ΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ
ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ
✓ Επινεφρίδια (σε κάθε άνω νεφρικό πόλο)

✓ Φλοιώδης μοίρα
✓ Αλατοκορτικοειδή (αλδοστερόνη) – σπειροειδής ζώνη (1)
✓ Γλυκοκορτικοειδή (κορτιζόλη) – στηλιδωτή ζώνη (2)
✓ Ανδρογόνα (DHEA), οιστρογόνα – δικτυωτή ζώνη (3)
✓ Μυελώδης μοίρα
✓ Αδρεναλίνη (85%)
✓ Νοραδρεναλίνη (15%)

ΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΟΑΔΡΕΝΕΡΓΙΚΟ
ΣΥΣΤΗΜΑ

➢ - ΣΝΣ & μυελός επινεφριδίων


➢ - Επινεφρίδια (άνω πόλοι νεφρών)
✓ Φλοιώδης μοίρα (αλδοστερόνη, γλυκοκορτικοειδή, ανδρογόνα, οιστρογόνα)
✓ Μυελώδης μοίρα (κατεχολαμίνες: αδρεναλίνη - νοραδρεναλίνη)
ΠΑΡΑΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΟ
ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

➢ - Διάσπαρτα κέντρα
στο μέσο οπίθιο και
έσχατο εγκέφαλο
- Η πλειοψηφία των
παρασυμπαθητικών ινών
πορεύονται εντός 10ης
εγκεφαλικής συζυγίας
- Οι προγαγγλιακοί
νευρώνες ξεκινούν από
εγκέφαλο και ΙΜ
Νωτιαίου Μυελού
ΠΑΡΑΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΟ
ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
➢ - Διάσπαρτα κέντρα
στο μέσο οπίθιο και
έσχατο εγκέφαλο
- Η πλειοψηφία των
παρασυμπαθητικών ινών
πορεύονται εντός 10ης
εγκεφαλικής συζυγίας
- Οι προγαγγλιακοί
νευρώνες ξεκινούν από
εγκέφαλο και ΙΜ
Νωτιαίου Μυελού

ΠΑΡΑΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΟ
ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
➢ - Νεύρωση σπλάχνων
(κοιλία, θώρακας)
➢- Τελικά γάγγλια
- Ανταγωνιστικά του ΣΝΣ
➢ - Μεταιχμιακό σύστημα
(συναισθηματικές
παρορμήσεις)
ΔΡΑΣΗ ΣΝΣ & ΠΝΣ
➢ - Ανταγωνιστική

➢ - Συμπληρωματική (σίελος) & Συνεργική (γεννητικό σύστημα)

➢ - Όργανα χωρίς διπλή νεύρωση – μόνο ΣΝΣ (μυελός επινεφριδίων,

ορθωτήρες μύες των τριχών, ιδρωτοποιοί αδένες & τα περισσότερα

αιμοφόρα αγγεία)

➢ - Αυτόνομα αντανακλαστικά μέσω προσαγωγών ινών 10ης

εγκεφαλικής συζυγίας (π.χ. τασεοϋποδοχείς)


ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Το αίμα

Βασίλης Μούγιος, PhD, FECSS


Καθηγητής βιοχημείας της άσκησης
ΤΕΦΑΑ Θεσσαλονίκης
Το αίμα είναι ένα ετερογενές υγρό.

Φυγοκέντρηση το διαχωρίζει σε: Πλάσμα ή ορό

Έμμορφα συστατικά
 Ερυθροκύτταρα ή ερυθρά αιμοσφαίρια
 Λευκοκύτταρα ή λευκά αιμοσφαίρια
 Αιμοπετάλια

Μέσος άντρας 75 kg: 6 L


Πόσο αίμα έχουμε;
Μέση γυναίκα 62 kg: 4 L
Άντρες: 4,3–5,7 Μ/μL
Αριθμός ερυθροκυττάρων
Γυναίκες: 3,8–5,1 Μ/μL

Αριθμός λευκοκυττάρων 4–11 k/μL

Αριθμός αιμοπεταλίων 150–400 k/μL

Μέσος άντρας: 3,4 L


Πόσο είναι το πλάσμα;
Μέση γυναίκα: 2,4 L
Στήλη αίματος
Στήλη ερυθροκυττάρων

Ύψος στήλης ερυθροκυττάρων


Αιματοκρίτης =  100
Ύψος στήλης αίματος 96

Μεταφορά Ο2 από τους πνεύμονες στα


κύτταρα
Ερυθροκύτταρα
Μεταφορά CΟ2 από τα κύτταρα στους
πνεύμονες
Μεταφορά θρεπτικών συστατικών στα
κύτταρα
Πλάσμα
Μεταφορά ουσιών από τα κύτταρα στους
νεφρούς για αποβολή
Μεταφορά ορμονών και άλλων
σηματοδοτικών μορίων μεταξύ των κυττάρων
Θερμορρύθμιση Πλάσμα

Προστασία από εισβολείς Λευκοκύτταρα, πλάσμα

Τα ερυθροκύτταρα μεταφέρουν Ο2 και CΟ2


χάρη στην αιμοσφαιρίνη που περιέχουν

Αιμοσφαιρίνη: η πιο άφθονη Άντρες: 13–17 g/dL


πρωτεΐνη του αίματος Γυναίκες: 12–16 g/dL
Η πιο άφθονη πρωτεΐνη του πλάσματος είναι η αλβουμίνη
(3–5 g/dL), η οποία συμβάλλει στη διατήρηση της
οσμωτικής πίεσης του πλάσματος

Στους πνεύμονες γεμίζει σχεδόν


ολοκληρωτικά με Ο2

Παραδίδει το Ο2 στους ιστούς με


αντάλλαγμα CΟ2 (αρτηριακό αίμα)
Παραδίδει το CΟ2 στους πνεύμονες
με αντάλλαγμα Ο2 (φλεβικό αίμα)
Μετρά το ποσοστό οξυγόνωσης
του τριχοειδικού αίματος

Η αιμοσφαιρίνη περιέχει σίδηρο

Γι’ αυτό η έλλειψη σιδήρου μπορεί να προκαλέσει αναιμία


(δηλ. χαμηλό αιματοκρίτη και χαμηλή αιμοσφαιρίνη)
Τα ερυθροκύτταρα έχουν στη μεμβράνη τους γλυκοπρωτεΐνες (δηλ.
πρωτεΐνες με «κεραίες» υδατανθράκων) που μπορεί να διαφέρουν
από άνθρωπο σε άνθρωπο

Αυτές καθορίζουν τους τύπους ΑΒΟ και ρέζους +/–

Η αιμοσφαιρίνη ευθύνεται για το ¼ περίπου της αποβολής CΟ2

Τα υπόλοιπα ¾ αποβάλλονται μέσω ενός χημικού συστήματος του


πλάσματος, που ονομάζεται σύστημα του διττανθρακικού
Το σύστημα αυτό διατηρεί το pH του αίματος σταθερό (γύρω στο
7,4)
Το πλάσμα μεταφέρει θρεπτικά συστατικά από:

Τον γαστρεντερικό σωλήνα Υδατάνθρακες


Λίπη
Αμινοξέα
Βιταμίνες
Στοιχεία
Νερό

Το πλάσμα μεταφέρει θρεπτικά συστατικά από:

Το ήπαρ Γλυκόζη
Τριγλυκερίδια
Χοληστερόλη
Πρωτεΐνες
Αμινοξέα
Βιταμίνες
Στοιχεία
Το πλάσμα μεταφέρει θρεπτικά συστατικά από:

Τον λιπώδη ιστό Λιπαρά οξέα


Γλυκερόλη

Το πλάσμα διηθείται (φιλτράρεται) από τους νεφρούς,


με αποτέλεσμα την αποβολή στα ούρα ουσιών, όπως:
 Ουρία
 Ουρικό οξύ
 Κρεατινίνη
 Ιόντα
 Προϊόντα αποτοξίνωσης
 Νερό
Το πλάσμα μεταφέρει ορμόνες από τους ενδοκρινείς
αδένες στους ιστούς στόχους. Για παράδειγμα, μεταφέρει:
 Ινσουλίνη από το πάγκρεας στους μυς, στον λιπώδη
ιστό και στο ήπαρ
 Τεσοστερόνη από τους όρχεις στους μυς
 Οιστραδιόλη από τις ωοθήκες στους μαστούς
 Επινεφρίνη από τα επινεφρίδια στους μυς, στον
λιπώδη ιστό και στο ήπαρ

Το πλάσμα μεταφέρει άλλα σηματοδοτικά μόρια, όπως:

 Κυτταροκίνες
 Αδιποκίνες
 Μυοκίνες
Το πλάσμα απάγει θερμότητα από τον πυρήνα προς το δέρμα

Όταν το σώμα υπερθερμαίνεται, μέρος του πλάσματος περνά


στους ιδρωτοποιούς αδένες, οι οποίοι αποβάλλουν ιδρώτα

Τα λευκοκύτταρα αποτελούν μέρος


του ανοσοποιητικού συστήματος

 Μονοπύρηνα ή
μονοκύτταρα
 Ηωσινόφιλα
 Βασεόφιλα
 Λεμφοκύτταρα
 Ουδετερόφιλα
πολυμορφοπύρηνα
Μέρος του ανοσοποιητικού συστήματος
αποτελούν και τα αντισώματα
Είναι πρωτεΐνες του πλάσματος που
αναγνωρίζουν ξένα υλικά (αντιγόνα) και
τα εξουδετερώνουν

Τα αιμοπετάλια και πρωτεΐνες του


πλάσματος (όπως ινωδογόνο και
παράγοντες πήξης) μας
προστατεύουν από αιμορραγία
Ερυθροκύτταρα,
λευκοκύτταρα κι
αιμοπετάλια
γεννιούνται στον
μυελό των οστών

Τα ερυθροκύτταρα κυκλοφορούν περίπου 4 μήνες πριν


αποικοδομηθούν στον σπλήνα και στο ήπαρ
Μετά από μια συνηθισμένη αιμοδοσία, τα ερυθροκύτταρα
αποκαθίστανται σε 4–8 εβδομάδες, ενώ τα λευκοκύτταρα
και αιμοπετάλια σε λίγες ημέρες
Δίνε αίμα!

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Proff. John Kalogeropoulos


ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
• Το Αίμα
• Τα Λευκά αιμοσφαίρια
• Τα Αιμοπετάλια
• Η πήξη του αίματος
• Οι Ομάδες αίματος
• Το πλάσμα του αίματος

Το Αίμα

-Έμμορφα συστατικά
- Ερυθρά αιμοσφαίρια
- Λευκά αιμοσφαίρια
- Αιμοπετάλια
- Πλάσμα
Τα λευκά αιμοσφαίρια
Η Ανοσία

-Έμφυτη ανοσία
• Φαγοκύττωση
• Καταστροφή βλαπτικών παραγόντων με τις εκκρίσεις
του πεπτικού συστήματος
• Αντίσταση του δέρματος
• Παρουσία στο αίμα χημικών παραγόντων (Λυσοζύμη,
προπερδίνη, μικρά ποσά φυσικών αντισωμάτων)

-Επίκτητη ανοσία
• Χυμική ανοσία - Β-λεμφοκύτταρα – Αντισώματα
- Εμβολιασμός
• Κυτταρική ανοσία – Τ-λεμφοκύτταρα
Τα αιμοπετάλια
Ο Αιματοκρίτης
Το Πλάσμα του Αίματος
Οι πρωτεϊνες του Πλάσματος

-Λευκωματίνες
-Σφαιρίνες (α1, α2,β1,β2,γ)
-Ινωδογόνο

ΟΙ ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ ΤΟΥ ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ


Ομάδες αίματος

Συστήματα ομάδων αίματος

Σύστημα ΟΑΒ
Σύστημα Rhessus

Μετάγγιση αίματος
ΕΚΑΤΟΣΤΙΑΙΑ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΟΜΑΔΩΝ ΑΙΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΗ ΦΥΛΗ
Αιμόσταση

•Η λειτουργία των αγγείων


•Η συμμετοχή των αιμοπεταλίων
•Η πήξη του αίματος
•Η οργάνωση ή διάλυση του θρόμβου
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΠΗΞΗΣ
ΠΗΞΗ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ

ΙΝΩΔΟΛΥΣΗ
Ι
TO AIMA
Ερυθρά Αιμοσφαίρια

Κοσμάς Χριστούλας
Αναπλ
Αναπλ.. Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α.-
Τ.Ε.Φ.Α.Α.-Α.Π.Θ.

Γενικά χαρακτηριστικά του αίματος

Το αίμα είναι το "μέσο μαζικής μεταφοράς"


πολλών χρήσιμων και απαραίτητων
στοιχείων για τη φυσιολογική λειτουργία
του οργανισμού μας.

( McArdle et al., 2001 )


Γενικά χαρακτηριστικά του αίματος

έμμορφα
Το αίμα αποτελείται από κύτταρα ((έμμορφα
συστατικά
συστατικά)) τα οποία αιωρούνται μέσα σ’ ένα
υγρό, που ονομάζεται πλάσμα
πλάσμα..

Το έντονο ξανθοκίτρινο χρώμα του πλάσματος


οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στη χολερυθρίνη
χολερυθρίνη,, ένα
παραπροϊόν αποδόμησης της αιμοσφαιρίνης.

Γενικά χαρακτηριστικά του αίματος

Το πλάσμα αποτελείται από νερό (~ 90 %) και


ένα μεγάλο αριθμό οργανικών και
ανόργανων ουσιών, διαλυτών στο νερό.

(λευκωματίνες,, σφαιρίνες και


Οι πρωτεΐνες (λευκωματίνες
ινωδογόνο)
ινωδογόνο) αποτελούν τα κύρια συστατικά
του πλάσματος,
τουλάχιστον από άποψης βάρους.
Γενικά χαρακτηριστικά του αίματος
Άλλα συστατικά του πλάσματος είναι:
γλυκόζη, αμινοξέα, λιπίδια,
 Θρεπτικές ουσίες ((γλυκόζη,
βιταμίνες, ιχνοστοιχεία κ.α.)
κ.α.)

Na+, K+, Ca2+, H+, CL- κ.α.


 Ηλεκτρολύτες ((Na κ.α.))

O2, CO2, N2)


 Αέρια ((O

ουρία, ουρικό οξύ, κρεατινίνη,


 Παραπροϊόντα ((ουρία, κρεατινίνη,
χολερυθρίνη
χολερυθρίνη))

 Ορμόνες

Γενικά χαρακτηριστικά του αίματος

Το έμμορφα συστατικά του αίματος είναι


τα ερυθρά αιμοσφαίρια (ερυθροκύτταρα
ερυθροκύτταρα),
),
τα λευκά αιμοσφαίρια (λευκοκύτταρα) και
τα αιμοπετάλια
αιμοπετάλια..

( Vander et al., 2001 )


Λειτουργίες του αίματος
Α. Λειτουργίες μεταφοράς

 Μεταφορά θρεπτικών και χρήσιμων ουσιών,

που απορροφούνται από το πεπτικό σύστημα,


σε διάφορους ιστούς του οργανισμού.

 Μεταφορά άχρηστων ουσιών προς τα όργανα

απεκκρίσεως (νεφρούς, δέρμα, πνεύμονες).

Λειτουργίες του αίματος


Α. Λειτουργίες μεταφοράς

 Στο πλαίσιο λειτουργίας των θερμορρυθμιστικών

μηχανισμών, μεταφορά θερμότητας προς την


επιφάνεια του σώματος (με αγγειοδιαστολή των
αρτηριδίων του δέρματος), προκειμένου αυτή να
αποβληθεί προς το περιβάλλον, ώστε να
διατηρηθεί σταθερή η θερμοκρασία σώματος.
Λειτουργίες του αίματος
Α. Λειτουργίες μεταφοράς

 Μεταφορά και ανταλλαγή των αναπνευστικών

O2 από τους πνεύμονες στους ιστούς και


αερίων ((O
CO2 από τους ιστούς στους πνεύμονες)
πνεύμονες).

( McArdle et al., 2001 )

Λειτουργίες του αίματος


Β. Λειτουργίες ρυθμίσεως
Με τις ορμόνες που μεταφέρει το αίμα ρυθμίζονται
οι λειτουργίες των διαφόρων ιστών
και οργάνων του οργανισμού.

Γ. Λειτουργίες άμυνας
Το αίμα συμβάλλει στην άμυνα του οργανισμού,
μεταφέροντας λευκά αιμοσφαίρια και αντισώματα.
Ερυθρά αιμοσφαίρια

Το ερυθρά αιμοσφαίρια (RBC


RBC))
είναι απύρηνα κύτταρα με σχήμα αμφίκοιλου
δίσκου. Το σχήμα τους και το μικρό μέγεθός τους
(διαμέτρου 7 μm) προσδίδουν σ’ αυτά μια υψηλή
αναλογία επιφάνειας προς όγκο, έτσι ώστε το Ο2
και το CO2 να μπορούν να διαχέονται γρήγορα
προς και από το εσωτερικό του κυττάρου.

Ερυθρά αιμοσφαίρια

Βασική λειτουργία των RBC


είναι η μεταφορά του Ο2, από τους πνεύμονες
προς τους διάφορους ιστούς, και του CO2 από τα
κύτταρα όπου παράγεται προς τους πνεύμονες.
Τα RBC περιέχουν μεγάλες ποσότητες μιας
πρωτεΐνης, της αιμοσφαιρίνης (Hb),
Hb), με την οποία
ενώνεται το Ο2 και σε μικρότερο βαθμό το CO2.
Ερυθρά αιμοσφαίρια

Ο αριθμός των RBC είναι κατά μέσο όρο:

 5.000.000 /μ
/μll αίματος στους άνδρες

 4.500.000 /μ
/μll αίματος στις γυναίκες
( Ματζιάρη,
Ματζιάρη, 2009
2009 )

Παραγωγή των Ερυθρών αιμοσφαιρίων

Τα ερυθρά αιμοσφαίρια παράγονται στον ερυθρό


μυελό των οστών
οστών.. Στους ενήλικες, αυτός
βρίσκεται στα οστά του κρανίου, στα οστά της
ωμικής ζώνης, στους σπονδύλους, στις πλευρές,
στα οστά της λεκάνης και στις άνω επιφύσεις
του βραχιονίου και
του μηριαίου οστού.
Παραγωγή των Ερυθρών αιμοσφαιρίων
Στα παιδιά ερυθρός είναι όλος ο μυελός των
οστών
οστών,, δηλαδή και αυτός που βρίσκεται μέσα στα
μακρά οστά των άνω και κάτω άκρων και που
στον ενήλικα αποτελεί τον ωχρό ή λιπώδη ιστό
ιστό..

Στον ερυθρό μυελό των


οστών παράγονται επίσης
τα αιμοπετάλια και τα
περισσότερα από τα
λευκά αιμοσφαίρια.

Παραγωγή των Ερυθρών αιμοσφαιρίων


Η παραγωγή όλων των έμμορφων στοιχείων
του αίματος που γίνεται στον ερυθρό μυελό
των οστών, ξεκινά από ένα αρχέγονο πολυδύναμο
κύτταρο
κύτταρο..
Παραγωγή των Ερυθρών αιμοσφαιρίων
Από αυτό στη συνέχεια προέρχονται
οι προγονικές μορφές των ερυθρών αιμοσφαιρίων,
των λευκών και των μεγακαρυοκυττάρων

Παραγωγή των Ερυθρών αιμοσφαιρίων

Το αρχέγονο κύτταρο της σειράς των ερυθρών


αιμοσφαιρίων είναι η προερυθροβλάση,
προερυθροβλάση, η οποία
μετά από προοδευτική ωρίμανση και διαδοχικές
μιτωτικές διαιρέσεις καταλήγει
στα ώριμα ερυθρά αιμοσφαίρια.
Παραγωγή των Ερυθρών αιμοσφαιρίων
Τα κύτταρα αυτά κατά την εξέλιξή τους
εμπλουτίζονται με αιμοσφαιρίνη
αιμοσφαιρίνη,, ενώ στα τελευταία
στάδια ο πυρήνας αρχίζει να μικραίνει και τελικά
αποβάλλεται από το κύτταρο.

Παραγωγή των Ερυθρών αιμοσφαιρίων


Τα νέα ερυθροκύτταρα στο μυελό των οστών
περιέχουν εντούτοις λίγα ριβοσώματα και γι’ αυτό
παρουσιάζουν μια δικτυωτή μορφή όταν
επεξεργάζονται με ειδικές χρωστικές, στοιχείο που
τους προσδίδει το όνομα
δικτυοερυθροκύτταρα
δικτυοερυθροκύτταρα..

Σε 2
2--3 ημέρες χάνουν αυτό
το δίκτυο και μεταπίπτουν
σε κοινά
ερυθρά αιμοσφαίρια.
Παραγωγή των Ερυθρών αιμοσφαιρίων
Κανονικά, μόνο ώριμα ερυθροκύτταρα,
ερυθροκύτταρα, τα οποία
έχουν χάσει αυτά τα ριβοσώματα
ριβοσώματα,, αφήνουν το μυελό
των οστών και μπαίνουν στη γενική κυκλοφορία.
Σε περιπτώσεις όμως όπου επέρχεται ασυνήθιστα
γρήγορη παραγωγή ερυθροκυττάρων,
ερυθροκυττάρων, πολλά
δικτυοερυθροκύτταρα
εισέρχονται στο αίμα.

Παραγωγή των Ερυθρών αιμοσφαιρίων


Τα ερυθρά αιμοσφαίρια δεν έχουν πυρήνες και
οργανίδια.
Έτσι, δεν μπορούν ούτε να αναπαραχθούν ούτε
να διατηρήσουν τη φυσιολογική δομή τους για
πολύ χρόνο.

Η μέση διάρκεια ζωής ενός


ερυθροκυττάρου είναι
περίπου 120 ημέρες
ημέρες..
Παραγωγή των Ερυθρών αιμοσφαιρίων
Κάθε ημέρα, σχεδόν το 1 % των ερυθροκυττάρων
του σώματος καταστρέφονται και πρέπει να
αντικατασταθούν. Αυτό σημαίνει περίπου 250
δισεκατομμύρια κύτταρα την ημέρα. Η καταστροφή
των ερυθροκυττάρων γίνεται φυσιολογικά στον
σπλήνα και στο ήπαρ.

Ρύθμιση ερυθροποίησης
Σε ένα φυσιολογικό άτομο, ο συνολικός αριθμός
των ερυθρών αιμοσφαιρίων, που κυκλοφορούν
στο σώμα του, παραμένει αξιοσημείωτα σταθερός.
Επειδή όμως συνεχώς καταστρέφονται τα
«γερασμένα» ερυθρά αιμοσφαίρια, γίνεται συνεχής
παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων στον ερυθρό
μυελό των οστών.
Ρύθμιση ερυθροποίησης
Η διαδικασία παραγωγής νέων ερυθροκυττάρων
ονομάζεται ερυθροποίηση.
ερυθροποίηση. Η κύρια αιτία της
ερυθροποίησης είναι η ελάττωση του Ο2 στο αίμα.
Για το λόγο αυτό, άνθρωποι που ζουν σε ορεινές
περιοχές έχουν υψηλότερο αριθμό ερυθρών
αιμοσφαιρίων, σε σύγκριση με τους ανθρώπους
που ζουν κοντά στο επίπεδο
της θάλασσας, λόγω του
φαινομένου της υποξίας
στο υψόμετρο.

Ρύθμιση ερυθροποίησης
Ανιχνευτής της χαμηλής περιεκτικότητας του
αίματος σε Ο2 είναι οι νεφροί, οι οποίοι παράγουν
την ορμόνη ερυθροποιητίνη (EPO)
EPO).
Η ερυθροποιητίνη δρα στον ερυθρό μυελό των
οστών και αυξάνει τους ρυθμούς παραγωγής των
ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Ερυθροποίηση
(μυελός των οστών)
οστών) (+)

Αριθμός ερυθρών
αιμοσφαιρίων (+)

ΕPO (+) Ο2
στα νεφρά (
()

ΥΠΟΞΙΑ (+)

Ρύθμιση ερυθροποίησης
H ερυθροποίηση γενικά διεγείρεται όταν
ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων στο αίμα
είναι κατώτερος από αυτόν που απαιτείται για
τη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού
και αναστέλλεται όταν είναι ανώτερος
του φυσιολογικού.
Ρύθμιση ερυθροποίησης
Η παραγωγή των ερυθροκυττάρων απαιτεί τις
συνήθεις θρεπτικές ουσίες που χρειάζονται για
να συντεθεί οποιοδήποτε κύτταρο, δηλ.
αμινοξέα
αμινοξέα,, λιπίδια και υδατάνθρακες
υδατάνθρακες..
Επιπλέον, βασικά συστατικά είναι ο σίδηρος,
σίδηρος, το
φυλλικό οξύ και η βιταμίνη Β12.

Ο σίδηρος είναι απαραίτητος για τη σύνθεση


της αιμοσφαιρίνης, ενώ η βιταμίνη Β12 και το
φυλλικό οξύ χρειάζονται
για τη σύνθεση του DNA.

Ρύθμιση ερυθροποίησης
Η έλλειψη της βιταμίνης Β12 ή του φυλλικού
οξέος επιβραδύνει ή αναστέλλει τη μιτωτική
διαίρεση των ερυθροκυττάρων,
ερυθροκυττάρων, κατά την
ερυθροποίηση στον ερυθρό μυελό των οστών
οστών..
Αιματοκρίτης
Ως αιματοκρίτης ορίζεται το ποσοστό (%)
του όγκου του αίματος που καταλαμβάνουν
τα ερυθροκύτταρα.
ερυθροκύτταρα.

Οι φυσιολογικές τιμές
του αιματοκρίτη είναι
κατά μέσο όρο:
 45
45%% στους άνδρες

 42
42%% στις γυναίκες

Όγκος ερυθροκυττάρων
Ο όγκος του αίματος σε έναν άνθρωπο μέσου
σωματικού βάρους (70 (70 kg
kg)) είναι περίπου 5,5
λίτρα
λίτρα.. Εάν ο αιματοκρίτης
είναι 45 %,
%, τότε:.
Όγκος ερυθροκυττάρων =
0,45 x 5,5 = 2,5 l
Αιμοσφαιρίνη
Η αιμοσφαιρίνη (Hb)
Hb) είναι το βασικό συστατικό
των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Οι φυσιολογικές τιμές
της Hb είναι κατά μέσο
όρο:
 15/16 gr/100
gr/100 ml
στους άνδρες

 13,5/14 gr/100
gr/100 ml
στις γυναίκες

Αιμοσφαιρίνη
Οι κύριες λειτουργίες της αιμοσφαιρίνης είναι:
 η μεταφορά του Ο2

 η συμβολή στη μεταφορά του CO2

 η συμβολή στη ρύθμιση της οξεοβασικής


ισορροπίας του αίματος
Αιμοσφαιρίνη

Η αιμοσφαιρίνη είναι μια χρωμοπρωτεΐνη και


αποτελείται από τη γλοβίνη ή σφαιρίνη
(πρωτεϊνικό τμήμα) και μια χρωστική, την αίμη.
αίμη.
Η σφαιρίνη αποτελείται από τέσσερις
πολυπεπτιδικές αλύσους.

Αιμοσφαιρίνη

Στην αιμοσφαιρίνη τύπου Α (HbA


HbA)), που είναι
η κύρια αιμοσφαιρίνη του ενήλικα, η σφαιρίνη
αποτελείται από 2 αλύσους α και 2 αλύσους β,
δηλαδή είναι α2β2. Κάθε άλυσος συνδέεται με
ένα μόριο αίμης.
αίμης.
Αιμοσφαιρίνη
Στον ενήλικα, εκτός από την HbA
HbA,, υπάρχουν
επίσης η HbA2 (α2δ2) σε ποσοστό ~ 2 %, και η
εμβρυϊκή αιμοσφαιρίνη HbF (α2γ2) σε ποσοστό
~ 1 %. Η HbF είναι η κύρια αιμοσφαιρίνη του
εμβρύου και μετά τη γέννηση του ανθρώπου
αρχίζει να αντικαθίσταται
από την HbA
HbA.. Στο νεογνό
φυσιολογικά αποτελεί το
80 % της Hb του.

Αιμοσφαιρίνη

Στο κέντρο του μορίου της αίμης βρίσκεται ο


(Fe)) με έξι μονάδες συγγενείας.
σίδηρος (Fe συγγενείας. Η μία
από αυτές διατίθεται για τη σύνδεση με το Ο2.
Η σύνδεση του Ο2 με την αίμη είναι χαλαρή
(οξυγόνωση και όχι οξείδωση
οξείδωση),
), έτσι ώστε να
μπορεί εύκολα να αποδεσμευθεί
στους ιστούς.
Σίδηρος

Fe)) είναι στοιχείο απαραίτητο για


Ο σίδηρος ((Fe
την ερυθροποίηση.
ερυθροποίηση. Βρίσκεται στις τροφές και
απορροφάται από το βλεννογόνο του λεπτού
εντέρου. Ένα μέρος του Fe που απορροφάται
ενώνεται με μια πρωτεΐνη του πλάσματος, την
τρανσφερρίνη και μεταφέρεται
κυρίως στον ερυθρό μυελό των
οστών για την ερυθροποίηση.
ερυθροποίηση.

Σίδηρος

Το υπόλοιπο μέρος του Fe αποθηκεύεται σε


κύτταρα κυρίως του εντερικού βλεννογόνου και
του ήπατος με τη μορφή της φερριτίνης (ένωση
του σιδήρου με μια πρωτεΐνη) ή με τη μορφή
της αιμοσιδηρίνης
αιμοσιδηρίνης,, όταν γίνεται υπερβολική
πρόσληψη Fe
Fe..
Σίδηρος

Η φυσιολογική τιμή του Fe στο πλάσμα


είναι 75
75--175 μg/100 ml και η ελάττωσή του
στον οργανισμό προκαλεί
σιδηροπενική αναιμία
αναιμία..

Μυοσφαιρίνη
Η μυοσφαιρίνη είναι ουσία συγγενική με την
αιμοσφαιρίνη, που αποτελείται από μία μόνο
πρωτεϊνική άλυσο και ένα μόριο αίμης,
αίμης,
δεσμεύοντας μόνο ένα μόριο Ο2.

Βρίσκεται στους μυς, κυρίως στα μυϊκά κύτταρα


τύπου Ι (βραδείας συστολής),
συστολής),
και λειτουργεί ως αποθήκη Ο2.
Μυοσφαιρίνη
Η μυοσφαιρίνη ,από τη μια μεριά, διευκολύνει
τη διαπίδυση του Ο2 από τα τριχοειδή αγγεία
στις μυϊκές ίνες, και από την άλλη, χρησιμεύει
ως αποθήκη Ο2 μέσα σ’αυτές.
σ’ αυτές.
Έχει αποδειχθεί ότι, με αερόβια προπόνηση
αυξάνεται η περιεκτικότητα των μυϊκών ινών σε
μυοσφαιρίνη,
μυοσφαιρίνη, με αποτέλεσμα την
καλύτερη οξυγόνωση των μυών
και επομένως την καλύτερη
απόδοσή τους.

Μεταφορά Ο2 στο αίμα


Το οξυγόνο μεταφέρεται στο αίμα:
 διαλυμένο μέσα στο πλάσμα και

 κυρίως συνδεδεμένο με την αιμοσφαιρίνη


ως οξυαιμοσφαιρίνη (HbO2)

Κάθε μόριο αιμοσφαιρίνης,


αιμοσφαιρίνης, επειδή έχει τέσσερα
αίμης, προσλαμβάνει τέσσερα μόρια Ο2.
μόρια αίμης,
Μεταφορά Ο2 στο αίμα
Η καμπύλη δέσμευσης του Ο2 από την
αιμοσφαιρίνη έχει σιγμοειδή μορφή, η οποία
οφείλεται στο γεγονός ότι, μετά το πρώτο μόριο
Ο2, τα επόμενα μόρια του Ο2 δεσμεύονται όλο
και πιο εύκολα.

Μεταφορά Ο2 στο αίμα


Αύξηση της θερμοκρασίας ή ελάττωση
του pH μετατοπίζουν την καμπύλη
δέσμευσης του Ο2 προς τα δεξιά,
που σημαίνει ότι στις συνθήκες αυτές
η αιμοσφαιρίνη
αποδίδει ευκολότερα το Ο2.
Το Κυκλοφορικό σύστημα

Proff. John Kalogeropoulos

Το Κυκλοφορικό σύστημα

• Το Καρδιαγγειακό σύστημα
- Καρδιά
-Αγγεία
Αρτηρίες
Τριχοειδή
Φλέβες
• Το Λεμφικό σύστημα
Το Καρδιαγγειακό σύστημα
Θεματολογία
Η Καρδιακή λειτουργία
Αυτοματία της καρδιάς, Καρδιακή συστολή,
Καρδιακοί ήχοι, ΗΚΓ, Επίδραση ΦΝΣ στην καρδιά.

Η λειτουργία των αρτηριών


Ροή του αίματος, Αρτηριακή πίεση, Αρτηριακός
σφυγμός.

Η λειτουργία των τριχοειδών


Η μικροκυκλοφορία

Η λειτουργία των φλεβών


Η ροή του αίματος διά των φλεβών
Το λεμφικό σύστημα

Τα λεμφικά τριχοειδή
Τα λεμφαγγεία
Η ροή της λέμφου
Kεντρική ρύθμιση της αιματικής
ροής
ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ
Τομέας Βιολογίας της Άσκησης
Εργαστήριο Εργοφυσιολογίας - Εργομετρίας

Αναπνευστικό Σύστημα

Δρ. Χρήστος Σ. Ριγανάς


M.Sc., Ph.D
Ph.D,, Post Doctoral
Είδη Αναπνοής

Κυτταρική Αναπνοή

Κατανάλωση οξυγόνου και


παραγωγή διοξειδίου του
άνθρακα στα μιτοχόνδρια των
κυττάρων

Είδη Αναπνοής

Κυτταρική Αναπνοή Πνευμονική Αναπνοή

Κατανάλωση οξυγόνου και Ανταλλαγή αερίων (Ο2 – CO2)


παραγωγή διοξειδίου του μεταξύ ολόκληρου του
άνθρακα στα μιτοχόνδρια των οργανισμού και του
κυττάρων περιβάλλοντος
Λειτουργίες Αναπνευστικού Συστήματος

 Παροχή οξυγόνου
 Απομάκρυνση διοξειδίου του άνθρακα
 Ρύθμιση του pH του αίματος
 Δημιουργία ήχων ομιλίας
 Άμυνα έναντι των μικροβίων
 Παγίδευση και λύση των θρόμβων του αίματος
Ανώτερο
Αναπνευστικό

Ανώτερο
Αναπνευστικό

Κατώτερο
Αναπνευστικό
Ανατομία του κατώτερου
Αναπνευστικού Συστήματος

Τραχεία
Κύριοι Βρόγχοι
Αριστερός
Δεξιός

Βρόγχος

Ανατομία του κατώτερου


Αναπνευστικού Συστήματος

Τραχεία
Κύριοι Βρόγχοι
Αριστερός
Βρογχιόλιο
Δεξιός

Βρόγχος Λοβίδιο

Κυψελίδα

Λοβίδιο
Ανατομία του κατώτερου
Αναπνευστικού Συστήματος

Τραχεία
Κύριοι Βρόγχοι
Αριστερός
Βρογχιόλιο
Δεξιός

Βρόγχος Λοβίδιο

Κυψελίδα

Λοβίδιο

Τριχοειδές

Επιθήλιο Κυψελιδικό Κυψελίδα


ς
χώρος Τριχοειδή

Διακλαδώσεις
Αεραγωγών
Ζώνη Αγωγής – Αναπνευστική Ζώνη

Τραχεία – Λάρυγγας

 Ζώνη Αγωγής  Αναπνευστική Ζώνη


 Εκτείνεται: από την  Πέρα από τα
κορυφή της τραχείας έως αναπνευστικά βρογχιόλια
αναπνευστικά βρογχιόλια  Ανταλλαγή αερίων
 Δεν υπάρχουν κυψελίδες –
δεν γίνεται ανταλλαγή
αερίων

Ζώνη Αγωγής

 Παρέχει μια οδό για τη ροή του αέρα – χαμηλής


αντίστασης
 Προστατεύει από μικρόβια, τοξικούς ή χημικούς
παράγοντες
 Με τη βοήθεια της βλέννας και των φαγοκυττάρων
 Θερμαίνει και υγραίνει τον αέρα
 Δημιουργεί την ομιλία (φωνητικές χορδές)
Θέση Πνεύμονα

Λειτουργική Ανατομία

Πνευμονικός Αερισμός: η διεργασία ανταλλαγής του εξωτερικού


αέρα με τον αέρα των πνευμόνων

Πνεύμονας: 4-6lt, 1kg (μπάλα μπάσκετ)

Κυψελίδες: 300εκ.
- Σε ηρεμία: 250ml Ο2 & 200ml CO2
- Σε άσκηση: 20 φόρες μεγαλύτερη
ποσότητα Ο2
- Ο μεγαλύτερος ιστός σε παροχή
αίματος
Λειτουργική Ανατομία των Πνευμόνων

Αναπνευστικός κύκλος: εισπνοή εκπνοή

Κατά την ηρεμία: 2sec 3sec

Mc Ardle, 2000

Ρύθμιση της Αναπνοής

 Κεντρικός Ρυθμιστής
Ρυθμιστής:: ρυθμίζει
τον αναπνευστικό ρυθμό
Φλοιός Εγκεφάλου
(Κεντρική Εντολή)

 Εκτελεστικά Όργανα
Όργανα:: μύες Κεντρικός Ρυθμιστής
(Προμήκης Μυελός)
θωρακικού τοιχώματος
Χημειο - Αισθητήρες
(διάφραγμα)

 Διάφοροι αισθητήρες
αισθητήρες:: χημειο
χημειο--
αισθητήρες, και μηχανο
μηχανο--
αισθητήρες που ενημερώνουν τον
κεντρικό ρυθμιστή
Εισπνοή - Εκπνοή
Εισπνοή: συστολή κατά 10cm προς την κοιλιακή
χωρά, διατείνοντας & επιμηκύνοντας την κοιλιακή
χώρα

Μείωση της πίεσης στους πνεύμονες


και εισαγωγή αέρα

Εκπνοή: παθητική διαδικασία, επαναφορά του


διατεταμένου πνευμονικού ιστού & την χάλαση
των εισπνευστικών μυών
Αναπνευστικοί μύες (AM)
Στερνοκλειδομαστοειδής

- Κύριοι μύες
μύες:: Σκαληνοί
 οι εισπνευστικοί - εξωτερικοί
μεσοπλεύριοι
Εισπνευστικός
 το διάφραγμα μεσοπλεύριος Εκπνευστικοί
μεσοπλεύριοι
Εκπνευστικοί
- Επικουρικοί αναπνευστικοί : μεσοπλεύριοι
 ο στερνοκλειδομαστοειδής
 οι σκαληνοί Λοξός
Διάφραγμα
 oι εκπνευστικοίμεσοπλεύριοι κοιλιακός

 οι κοιλιακοί
Κοιλιακοί

Αναπνευστικοί μύες (AM)


Στερνοκλειδομαστοειδής

- Κύριοι μύες
μύες:: Σκαληνοί
 οι εισπνευστικοί - εξωτερικοί
μεσοπλεύριοι
Εισπνευστικός
 το διάφραγμα μεσοπλεύριος Εκπνευστικοί
μεσοπλεύριοι
Εκπνευστικοί
μεσοπλεύριοι

Διάφραγμα Λοξός
κοιλιακός

Κοιλιακοί
Πρόσθια όψη

Οπίσθια όψη
Ήρεμη και έντονη αναπνοή σχηματικά

Ήρεμη αναπνοή

εισπνοή

εκπνοή

Ήρεμη και έντονη αναπνοή σχηματικά

Ήρεμη αναπνοή Έντονη αναπνοή

εισπνοή

εκπνοή
Ανταλλαγή Αερίων: Κυψελίδες

 Κυψελίδες: μικροί κοίλοι σάκοι

 Η συνολική επιφάνεια των κυψελίδων


που έρχεται σε επαφή με τα τριχοειδή
(διαστάσεις ενός γηπέδου τένις)

 Η εκτεταμένη επιφάνεια σε συνδυασμό


με τον λεπτό φραγμό μεταξύ τριχοειδούς
και κυψελίδας, επιτρέπει την ταχεία
ανταλλαγή μεγάλων ποσοτήτων
οξυγόνου και διοξειδίου

Όγκοι και Χωρητικότητες


 Κατά τη διάρκεια μιας φυσιολογικής ήρεμης αναπνοής ο
αναπνεόμενος όγκος αέρα είναι 500
500ml
ml (αναπνεόμενος
όγκος)
 Κατά τη διάρκεια μιας βαθύτερης εισπνοής μπορεί να
φθάσει έως τα 3000
3000ml
ml (εφεδρικός αναπνεόμενος όγκος)
Μεταφορά οξυγόνου στο αίμα

1. Σε φυσική διάλυση: διαλυμένο στο πλάσμα


- Ποσότητα 15ml (διατηρεί το άτομο στη ζωή για 4sec)

2. Συνδεδεμένο με την αιμοσφαιρίνη: πρωτεϊνική ουσία που περιέχει


σίδηρο
-70 φορές μεγαλύτερη ικανότητα μεταφοράς οξυγόνου σε σχέση με το πλάσμα

Μετακίνηση Οξυγόνου
Εισπνεόμενα αέρια
συγκεντρώσεις & μερικές πιέσεις

Ατμοσφαιρικός αέρας: 20% O2 ή μερική πίεση 160mmHg


μερική πίεση αζώτου 600 mmHg
μερική πίεση διοξειδίου 0.2 mmHg

Αέρας της τραχείας: μερική πίεση οξυγόνου 150 mmHg


λόγω προσθήκης υδρατμών

Κυψελιδικός αέρας: Οξυγόνο 14.5% (103 mmHg)


Διοξείδιο του άνθρακα 5.5% (39 mmHg)
Άζωτο 80% (571 mmHg)

Ανταλλαγή Αερίων
1. Ανταλλαγή στους πνεύμονες:
- Στην ηρεμία η πίεση του οξυγόνου των κυψελίδων είναι κατά 60 mmHg
υψηλότερη από αυτή του φλεβικού αίματος
- Το αντίθετο συμβαίνει με το CO2
- Κατά τη διάρκεια έντονης άσκησης η ταχύτητα διάχυσης των ερυθρών στα
πνευμονικά τριχοειδή δεν αυξάνεται πάνω από το 50% λόγω αύξησης του
όγκου αίματος κατά 3 φορές

2. Ανταλλαγή αερίων στους ιστούς:


-Στην ηρεμία η PO2 δεν είναι κάτω των 40mmHg και η PCO2 46mmHg

-Στην άσκηση η PO2 είναι 3mmHg και η PCO2 είναι 90mmHg


Μερική πίεση Ο2 σε πνεύμονες & ιστούς

PO2 στους πνεύμονες: 100mmHg (98%)


- Σε κάθε 20ml οξυγόνου τα 19.7ml είναι συνδεδεμένα με την αιμοσφαιρίνη & 0.3ml
διαλυμένα στο πλάσμα

PO2 στους ιστούς: 40mmHg


-Στην ηρεμία η αιμοσφαιρίνη δεσμεύει το 75% του συνολικού οξυγόνου
-Αρτηριοφλεβική διαφορά οξυγόνου: διαφορά στο περιεχόμενο οξυγόνο ανάμεσα στο
αρτηριακό και στο μικτό φλεβικό
- Στην ηρεμία: 4-5ml ανά 100ml αίματος
- Στην άσκηση: 15ml

Όταν τρώμε δεν μιλάμε…


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ
ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ – ΕΡΓΟΜΕΤΡΙΑΣ

ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΣΠΙΡΟΜΕΤΡΗΣΗ ΗΡΕΜΙΑΣ

Θωμάς Μεταξάς, PhD


Επικ. Καθηγητής Εργομετρίας
ΤΕΦΑΑ - ΑΠΘ
Ο έλεγχος του αναπνευστικού συστήματος
συμπληρώνεται με τη σπιρομέτρηση ηρεμίας,
μέθοδος με την οποία υπολογίζεται ο βαθμός
αντιστάσεων των αεροφόρων οδών και των
πνευμόνων. Συγκεκριμένα, με τη σπιρομετρία
πραγματοποιείται καταγραφή του όγκου αέρα που
εισέρχεται και εξέρχεται από τους πνεύμονες του
εξεταζόμενου. Η καταγραφή αυτή πραγματοποιείται
με τη χρησιμοποίηση του σπιρόμετρου

ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΩΝ ΟΓΚΩΝ


ΗΡΕΜΙΑΣ

 Εξετάσεις ρουτίνας που αντανακλούν την παρούσα


κατάσταση λειτουργίας των πνευμόνων αλλά και το
σύνολο των παθήσεων και κακώσεων αυτών στο
παρελθόν

 Αξιολόγηση σωματικής ανάπτυξης (12-14 ετών)


ΣΠΙΡΟΜΕΤΡΑ
ΞΗΡΑ – ΥΓΡΑ ΣΠΙΡΟΜΕΤΡΑ
 Σταθερά - Φορητά σπιρόμετρα
 Ακρίβεια: ± 3%
 Εκπληρώνει τους όρους της ATS (Otulana BA et al., 1990;
Dirksen A. et al., 1996; Pollard AJ et al., 1996)
 Βαθμονόμηση με σύριγγα των 3 λίτρων (υποδείξεις
κατασκευαστή)

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ

 Σπιρομετρήσεις: Σύμφωνα με οδηγίες (π.χ. Αμερικανική Θωρακική


Εταιρεία, ATS, 1995 Am. J. Respir. Crit. Care Med. 152: 1107-1136) και
χρήση του ίδιου πρωτοκόλλου μέτρησης με αυτού των προβλεπόμενων
τιμών που χρησιμοποιήθηκε

 Συμπλήρωση λεπτομερούς (ανώνυμου) ερωτηματολογίου προσωπικών


χαρακτηριστικών, μέτρηση ύψους

 Οι εξεταζόμενοι απέχουν από προπόνηση τουλάχιστον για 12 ώρες,


μείωση της FVC μετά από έντονη άσκηση (Maron et al., 1979)

 Εκτέλεση τριών μετρήσεων, επανάληψη αν υπάρχει διαφορά άνω των


0, 2 λίτρων (μεταξύ μεγαλύτερης και δεύτερης μεγαλύτερης τιμής)

 Καταγραφή της μεγαλύτερης τιμής που μετρήθηκε


ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΟΙ ΟΓΚΟΙ

 Αναπνεόμενος όγκος αέρα (VT) είναι ο όγκος αέρα που


εισπνέεται ή εκπνέεται με κάθε φυσιολογική αναπνοή και η
ποσότητά του είναι περίπου 500ml
 Εφεδρικός εισπνεόμενος όγκος ή συμπληρωματικός όγκος
(IRV) είναι ο επιπλέον όγκος αέρα που μπορεί να εισπνευστεί,
πέρα από τον αναπνεόμενο και συνήθως είναι ίσος με 3.000 ml
περίπου
 Εφεδρικός εκπνεόμενος όγκος (ERV) είναι ο όγκος αέρα που
μπορεί να εκπνευστεί επιπλέον, με έντονη εκπνοή μετά το
τέλος της εκπνοής του αναπνεόμενου όγκου αέρα. Φυσιολογικά
ο όγκος αυτός είναι περίπου 1.100 ml
 Υπολειπόμενος όγκος (RV) είναι ο όγκος αέρα που εξακολουθεί
να μένει μέσα στους πνεύμονες μετά την εντονότερη δυνατή
εκπνοή. Ο όγκος αυτός είναι κατά μέσο όρο 1.200 ml

ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΟΙ ΟΓΚΟΙ

FVC: Δυναμική ζωτική χωρητικότητα (Forced Vital Capacity), ο όγκος του


αέρα που αποβάλλεται ύστερα από μια δυναμική εκπνευστική
προσπάθεια που αρχίζει από το επίπεδο της TLC και τελειώνει στο
επίπεδο του RV ή ο όγκος που μπορεί να εκπνευστεί με τη
μεγαλύτερη προσπάθεια μετά από τη μεγαλύτερη δυνατή εισπνοή. Σε
φυσιολογικά άτομα είναι ίση με τη VC (Ζωτική Χωρητικότητα)
FEV-1: Μέγιστος εκπνεόμενος όγκος σε 1΄΄(Forced Expiratory Volume in
one second), ο όγκος αέρα που εκπνέεται 1΄΄ μετά την αρχή μιας
δυναμικής ζωτικής χωρητικότητας. Μετρά τη ροή του αέρα, καθώς
συσχετίζει τον εκπνεόμενο όγκο προς το χρόνο
FEV-1/FVC: Ονομάζεται και δείκτης Tiffeneau και αποτελεί μέτρο
αντιστάσεων των αεροφόρων οδών. Σε φυσιολογικά άτομα είναι άνω
του 75%

Η FEV-1 και η VC είναι οι μόνες σπιρομετρικές μεταβλητές που έγκυρα


και επίμονα αντανακλούν την κατεύθυνση αλλαγής στην όλη
πνευμονική λειτουργία (ATS statement, 1991)
ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΕΣ ΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΤΕΣ

 Ολική πνευμονική χωρητικότητα (TLC) = RV + ERV + VT + IRV


Ο μέγιστος όγκος αέρα ως τον οποίο οι πνεύμονες μπορούν να εκπτυχθούν με τη
μέγιστη δυνατή εισπνευστική προσπάθεια ( περίπου 5.800 ml)
 Ζωτική χωρητικότητα (VC) = IRV + VT + ERV
Η ζωτική χωρητικότητα είναι ίση με το άθροισμα του εφεδρικού εισπνεόμενου, του
αναπνεόμενου και του εφεδρικού εκπνεόμενου όγκου Αντιπροσωπεύει τη
μέγιστη ποσότητα αέρα που μπορεί ένα άτομο να διώξει από τους πνεύμονές
του αφού πρώτα τους γεμίσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό και μετά εκπνεύσει
όσο μπορεί πιο πολύ. Ο όγκος της ζωτικής χωρητικότητας είναι περίπου 4.600
ml
 Εισπνευστική χωρητικότητα (IC) = IRV + VT
Ισούται με το άθροισμα του αναπνεόμενου και του εφεδρικού εισπνεόμενου όγκου
αέρα Αντιπροσωπεύει την ποσότητα του αέρα (περίπου 3.500 ml) που μπορεί
να εισπνεύσει ένα άτομο από το επίπεδο της φυσιολογικής εκπνοής και
εκπτύσσοντας τους πνεύμονές του όσο περισσότερο μπορεί
 Εκπνευστική χωρητικότητα (EC) ERV + VT
Ισούται με το άθροισμα του αναπνεόμενου και του εφεδρικού εκπνεόμενου όγκου
αέρα (περίπου 1.600 ml)
 Λειτουργική υπολειπόμενη χωρητικότητα (FRC) = RV + ERV
Ισούται με το άθροισμα του εφεδρικού εκπνεόμενου και του υπολειπόμενου όγκου.
Είναι η ποσότητα του αέρα (περίπου 2.300 ml) που μένει στους πνεύμονες μετά
το τέλος της φυσιολογικής εκπνοής

ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΩΝ ΤΙΜΩΝ


ΓΙΑ ΕΝΗΛΙΚΕΣ
ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤAΒΛΗΤΟΤΗΤΑΣ

ΦΥΛΟ ΑΝΩ ΤΟΥ 0. 30


ΗΛΙΚΙΑ 0. 08
 ΑΝΩ ΤΟΥ 0. 30
ΥΨΟΣ 0. 20
ΒΑΡΟΣ 0. 02
ΕΘΝΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ 0. 10
ΤΕΧΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ 0. 03
ΜΗ ΕΞΗΓΗΜΕΝΑª 0. 27
ΣΥΝΟΛΟ 1.00

ª Περιλαμβάνονται όλοι οι προσδιοριστικοί παράγοντες της βιολογικής μεταβλητής:


Περιβαντολλογικοί: ενεργητικό και παθητικό κάπνισμα, έκθεση σε μόλυνση,
κοινωνικοοικονομική κατάσταση κ.ά.
Σωματικοί: γενετικά, αλλεργικά, κατάσταση υγείας στο παρόν και το παρελθόν κ. ά.

ATS statement (1991)


Αποτελεί το αναπνευστικό σύστημα περιοριστικό
παράγοντα για την αθλητική απόδοση;

 Σε άτομα με πνευμονικές ασθένειες μπορεί να περιοριστεί η ικανότητα


άσκησης ενώ σε φυσιολογικά άτομα όχι (P.Bye et al.,1983)

 Δεν έχει βρεθεί να είναι περιοριστικός παράγοντας στην κατανάλωση


οξυγόνου (Maglischo, 1982; JF Bertholon et al.,1986)

 Ο πνευμονικός αερισμός δεν θεωρείται περιοριστικός παράγοντας για την


επίδοση (Αυλωνίτου, 2000)

Ο «ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΟΣ» ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ


ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ

 Κύρια λειτουργία αναπνευστικού συστήματος  εφοδιάζει με οξυγόνο τους


εργαζόμενους μύες μέσω του κυκλοφορικού συστήματος.

 Το αναπνευστικό σύστημα μπορεί να αποτύχει άμεσα ή έμμεσα σ’ αυτή τη βασική


του λειτουργία  μπορεί να περιορίσει την άσκηση (P.Bye et al., 1983).

 Στην εντατική άσκηση, η κατανάλωση των αναπνευστικών μυών μπορεί να


κυμαίνεται από 0,5 έως 1 λίτρο ανά λεπτό (P.Bye et al., 1983).

 Αιμάτωση μυών : Οι αναπνευστικοί μύες «κλέβουν» ροή αίματος από τους


σκελετικούς μύες σε άσκηση κοντά στη VO2 max, λόγω των υψηλών απαιτήσεων
ενέργειας που έχουν. Ενώ η καρδιακή παροχή έχει μεγιστοποιηθεί, ο υπεραερισμός
συνεχίζει να ανεβαίνει κι έτσι οι αναπνευστικοί μύες χρειάζονται περισσότερο
οξυγόνο. Έτσι, ενώ η VO2max παραμένει στα ίδια επίπεδα, το μέγιστο παραγόμενο
έργο που επιτυγχάνεται με τη VO2max μειώνεται (το καταναλώμενο οξυγόνο
υποστηρίζει τους αναπνευστικούς μύες σε βάρος των σκελετικών) (P. Bye et al.,
1983; S. Seiler, 2001).

 Άσκηση υψηλής έντασης  κόπωση αναπνευστικών μυών  υποαερισμός υποξία

 Σε πειράματα με αυξημένα αναπνευστικά φορτία αντίστασης, η ροή αίματος στο


διάφραγμα μετρήθηκε να είναι 100ml/100gr μυ, χωρίς να εμφανιστεί κάποιο «πλατώ»
(Robertson et al., 1977).

 Οι παρατηρήσεις και τα ευρήματα είναι ελλιπή, συγκεχυμένα και περισσότερο σε


θεωρητική βάση.
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΠΟΝΗΣΗΣ ΣΤΟΥΣ
ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΟΥΣ ΟΓΚΟΥΣ

 Υψηλότερος πνευμονικός αερισμός (σε


μέγιστη προσπάθεια) στην κολύμβηση σε
σχέση με άλλα αθλήματα (Astrand, 1979;
Holmer, 1979; Fox, 1984; Knuttgen, 1986)

 Υψηλότεροι όγκοι σε νεαρούς κολυμβητές


(Mead, 1960;Newman et al., 1961; Astrand et
al., 1963; Engstrom et al., 1971;Andrew et al.,
1972; Vaccaro et al., 1980)  Δεν υπήρξαν διαφορές στην
πνευμονική λειτουργία μεταξύ αθλητών
 FEV-1 υψηλότερη στους κολυμβητές
αγωνιστικού επιπέδου και καθιστικού
(Lakhera SC et al., 1984; Pherwani AV et al., πληθυσμού ηλικίας 7-12 ετών
1989; Armour et al., 1993) (Bloomfield J. et al., 1984)

 FVC υψηλότερη σε κολυμβητές-τριες σε  Η υπόθεση ότι μόνο τα παιδιά που


σχέση με control group, αθλητές άλλων διαθέτουν υψηλούς πνευμονικούς
σπορ ή τις προβλεπόμενες τιμές για γενικό όγκους ακολουθούν την προπόνηση
πληθυσμό (Newman et al., 1961; Magel & κολύμβησης δεν υποστηρίχθηκε από
Andersen, 1969; Novak et al., 1977; Zinman έρευνες (Courteix D. et al., 1997)
R. & Gaultier C., 1986; Cordain et al., 1990;
Armour et al., 1993; Doherty & Dimitriou,
1997)
 Η βιολογική ηλικία των κολυμβητών
ίσως επηρεάζει τα επίπεδα των
πνευμονικών όγκων. Ερευνητικά, δεν
 H FEV-1/FVC δεν έχει βρεθεί διαφορετική σε έχουν βρεθεί τέτοιες διαφορές μεταξύ
αθλητές σε σύγκριση με καθιστικό κολυμβητών και μη (Benefice E. et al.,
πληθυσμό (Armour et al.,1993) 1990)

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΠΟΝΗΣΗΣ ΣΤΗΝ FVC

 Βελτίωση της VC (με προπόνηση)


μέχρι 500-1000ml (Ματζιάρη, 1999)

 Υψηλότεροι πνευμονικοί όγκοι των


προπονημένων αγοριών 13-16
ετών σε σχέση με απροπόνητα
άτομα ίδιας ηλικίας (Vaccaro P. et
al., 1980)  Αύξηση μόνο λόγω της φυσικής
ανάπτυξης (Koch & Eriksson,
1973a,b)
 Αύξηση σε αθλήτριες 7-12 ετών
(Zinman R. & Gaultier C., 1986)  Αμετάβλητη σε παιδιά (Koch,
1980)
 Αυξήσεις της VC σε έρευνες
διαχρονικής μελέτης (Bachman &  Οι τιμές της VC δεν ήταν
Horvath, 1968; Andrew et al., 1972; διαφορετικές από τις
Ericksson et al., 1978; Zauner & αναμενόμενες σε κολυμβητές 9-
Benson, 1981; Clanton et al., 1987; 11 ετών μετά από 7 μήνες
Courteix D. et al., 1997) προπόνησης (Vaccaro & Clarke,
1978)
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΠΟΝΗΣΗΣ ΣΤΗΝ FEV1

 Αύξηση με την προπόνηση


(Mehrotta et al., 1997)

 Αύξηση σε σχέση με προπονητική


ηλικία (Doherty M. & Dimitriou L., 1997)
 Οι τιμές της FEV-1 δεν ήταν
διαφορετικές από τις αναμενόμενες
 Αύξηση 7% της FEV-1 μετά από 7-10 σε κολυμβητές 9-11 ετών μετά από 7
μήνες προπόνησης σε εφήβους μήνες προπόνησης (Vaccaro &
κολυμβητές υψηλού επιπέδου Clarke, 1978)
(Bertholon JF et al., 1986)  Σε αθλητές κολεγίων, η FEV-1 ήταν
χαμηλότερη στους κολυμβητές απ’
 Σημαντική αύξηση (18%) σε κορίτσια 9 ό,τι στο control group ή τους
ετών μετά από ένα χρόνο (Courteix D. δρομείς ίδιου επιπέδου (Cordain L.
et al., 1997) et al., 1990)

 Παρόμοια ευρήματα στις ίδιες ηλικίες


υπάρχουν και από άλλους ερευνητές
(Andrew et al., 1972;Vaccaro et al.,
1980)

ΠΙΘΑΝΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΑΥΞΗΣΗΣ ΤΩΝ


ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΩΝ ΟΓΚΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΘΛΗΤΕΣ
ΓΕΝΙΚΑ

 Οι μηχανισμοί αύξησης δεν είναι ξεκάθαροι και οι έρευνες έχουν γίνει μόνο σε
παιδιά, εφήβους ή νεαρούς ενήλικες (Cordain L. et al., 1990; Courteix D. et al.,
1997)
 Οι διαφορές στην ένταση και τη διάρκεια της προπόνησης μπορεί να παίζουν
κριτικό (αλλά μη διερευνημένο) ρόλο στους όγκους και χωρητικότητες των
ενηλίκων (Cordain L. et al., 1990)
 Το ξεκίνημα της προπόνησης σε μικρότερη ηλικία (Cordain L. et al., 1990)

ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΔΥΝΑΜΗΣ ΤΩΝ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΩΝ ΜΥΩΝ

 Είναι επαρκώς αποδεδειγμένο ότι οι πνευμονικοί όγκοι εξαρτώνται μερικώς από τη


δύναμη των μυών (Courteix D.et al., 1997)
 Αυξήσεις στη δύναμη των αναπνευστικών μυών (Bachman & Horvath, 1968; Engstrom et
al., 1971; Leith & Bradley, 1976; Zauner & Benson, 1981; Zinman & Gaultier, 1986; Clanton et
al., 1987)
 Η υπερτροφία του διαφράγματος και άλλων εισπνευστικών μυών (Stuart & Collings,
1959; Maksud et al., 1971; Pherwani AV et al., 1989)
 Το αναπνευστικό στρες που συνδέεται με την υδροστατική πίεση συγκεκριμένα στο
κολύμπι (λόγω των τεχνικών κρατήματος της αναπνοής), αυξάνει τη δύναμη των
αναπνευστικών μυών (Hamilton & Andrew, 1976)
ΠΙΘΑΝΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΑΥΞΗΣΗΣ ΤΩΝ
ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΩΝ ΟΓΚΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΘΛΗΤΕΣ

ΑΛΛΟΙ ΑΝΑΤΟΜΙΚΟΙ - ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ

 H επιφάνεια και περίμετρος στήθους συχνά είναι μεγαλύτερη


στους αθλητές (Armour J. et al., 1993)
 Η θεωρία των Burri & Weibel (1977), υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη
των πνευμόνων προσαρμόζεται στις ανάγκες για οξυγόνο που
υπάρχουν στον οργανισμό
 Αλλαγές στην ελαστικότητα του θωρακικού τοιχώματος και του
πνεύμονα (Zauner & Benson, 1981; Clanton et al., 1987)
 Άμεση ανάπτυξη των πνευμόνων σε παιδιά (πολλαπλασιασμός
κυψελίδων) σαν μια προσαρμοστική αντίδραση στην άσκηση,
αφού οι αλλαγές στους όγκους δεν μπορούν να ερμηνευθούν από
τις αυξήσεις δύναμης των αναπνευστικών μυών (Zinman R. &
Gaultier C., 1986; Cordain et al., 1990)
 Βελτίωση της ικανότητας αντοχής του διαφράγματος
(συγκέντρωση μιτοχονδριακών ενζύμων) με προπόνηση (έρευνες
σε ζώα) αλλά όχι παραπάνω από 20-30% (S. Seiler, 2001)

ΣΧΕΣΗ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΩΝ ΟΓΚΩΝ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ


ΑΠΟΔΟΣΗΣ

 Επίλεκτοι κολυμβητές παρουσίασαν


πολύ υψηλούς δείκτες αναπνευστικής
ικανότητας (Eady, 1974)

 Άνδρες διεθνείς κολυμβητές είχαν  Η συσχέτιση VC με VO2max (l/min)


ανώτερη FEV-1 (Doherty M. & Dimitriou
L., 1997) είναι υψηλή αλλά όχι με VO2max
εκφραζόμενη σε σχέση με το μέγεθος
σώματος (Maglischo E., 1993)
 Συσχέτιση της VC με την επίδοση
(Χούμας, 1996; Παβλίσεβιτς, 2002)

 Θετική συσχέτιση της VC με την φυσική


πλευστότητα των κολυμβητών
(Gagnοn & Montpetit, 1981; McLean &
Hinrichs, 1998, 2000) και αρνητική με τη
φυσική ροπή, που λειτουργεί
βυθίζοντας τα πόδια (Zamparo et al.,
1996)

 Συσχέτιση της FVC με δείκτες


κολυμβητικής κατάστασης σε ηλικίες
15-16 ετών (0. 93) (Boulkakova, 1984)
 Σε κάποιες περιπτώσεις, παρατηρήθηκε μείωση της VC και της δύναμης των
αναπνευστικών μυών μετά από μαραθώνιο σε χαμηλές θερμοκρασίες (Mahler D.A.
& Loke J., 1981)

 Ευρήματα της Αμερικάνικης Ολυμπιακής Επιτροπής (μέσω ερωτηματολογίων)


έδειξαν ότι 117 από 700 αθλητές που συμμετείχαν στην Ολυμπιάδα της Ατλάντα
(1996) είχαν αναπνευστικά προβλήματα

 Αναπνευστικά προβλήματα στους κολυμβητές οφείλονται πιθανώς στην εισπνοή


μορίων χλωρίου (World Congress on Lung Diseases)

 Στα παιδιά υπάρχει μια δυσανάλογη ωρίμανση μεταξύ διαφορετικών τμημάτων του
πνεύμονα (De Troyer et al., 1978; Hibbert et al., 1984). H προπόνηση κολύμβησης
μπορεί να εξασθενήσει τη δυσανάλογη αυτή ανάπτυξη του αναπνευστικού,
εναρμονίζοντας την ανάπτυξη των αεροφόρων οδών και των κυψελιδικών χώρων
(Courteix D. et al., 1997)

Κοσμάς Χριστούλας
Αναπλ.
Αναπλ. Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α.-
Τ.Ε.Φ.Α.Α.-Α.Π.Θ.
Η αίσθηση του κρύου

Το στρες που ασκείται


από το ψύχος στον οργανισμό μας,
κατά την έκθεση του ανθρώπου
σε συνθήκες χαμηλής θερμοκρασίας
περιβάλλοντος, επηρεάζεται
από τους ακόλουθους παράγοντες:

Την ταχύτητα του ανέμου

Το επίπεδο του ενεργειακού


μεταβολισμού

Το σωματικό λίπος και την αντίσταση


που αυτό προβάλλει στη μεταφορά –
μεταγωγή της θερμότητας.
Πολύ συχνά η θερμοκρασία του περιβάλλοντος
δεν αποτελεί από μόνη της ένδειξη ψύχους.

Επηρεάζεται σημαντικά
από την ταχύτητα του ανέμου.

Παράδειγμα είναι οι «τσουχτεροί»


άνεμοι μιας ανοιξιάτικης ημέρας,
ενώ η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας
είναι πολύ πάνω από το σημείο ψύξης.

Αντίθετα, μπορεί να νοιώθουμε άνετα


σε θερμοκρασίες κοντά στο μηδέν,
αλλά χωρίς άνεμο.
χωρίς άνεμο + άνεμο 40 km/h
(20 F
F)) - 6,7 °C - 23,4 °C

Τα ρεύματα του αέρα μεγιστοποιούν


την απώλεια της θερμότητας,
καθώς το μονωτικό στρώμα
του θερμότερου αέρα που περιβάλλει
το σώμα αντικαθίσταται συνεχώς
από ψυχρότερο.
Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι όταν ένα άτομο
ασκείται κινούμενο αντίθετα στην κατεύθυνση
του ανέμου, η ψυκτική επίδραση του αέρα
αυξάνεται σε άμεση σχέση με την ταχύτητα
του ατόμου.

Έτσι, τρέξιμο 12,8 km/


km/h
με αντίθετο αέρα 19,3 km/
km/h
ισοδυναμεί με ταχύτητα ανέμου 32,1 km/
km/h.

Αντίστροφα, τρέξιμο 12,8 km/


km/h

με άνεμο 19,3 km
km/
/h στην ίδια κατεύθυνση

δημιουργεί σχετική ταχύτητα ανέμου

μόλις 6.5 km
km//h.
Αρχική αντίδραση του οργανισμού
στο κρύο αποτελεί η προοδευτική
αύξηση του μυϊκού τόνου
τόνου..

Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μυϊκό


ρίγος με επαναλαμβανόμενες μυϊκές
συστολές σε ταχείς ρυθμούς.

Αυτός ο μυϊκός «τρόμος» ελέγχεται


από τον υποθάλαμο.
Κατά το τρέμουλο (ρίγος
ρίγος))
δεν παράγεται εξωτερικό έργο
και όλη η παραγόμενη ενέργεια
μετατρέπεται σε θερμότητα.

Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται


τρομώδης θερμογένεση.

Συμπτώματα όπως ρίγος


συχνά παρατηρούνται σε άτομα
που βρίσκονται ακίνητα
μέσα σε πισίνα ή θάλασσα, εξαιτίας
της μεγάλης απώλειας θερμότητας
με μεταφορά – μεταγωγή θερμότητας
από το σώμα μας στο νερό.
Στο δροσερό ή κρύο νερό η θερμότητα
του σώματος μας χάνεται 2 έως 4 φορές
ταχύτερα απ’ ότι στον αέρα
με την ίδια θερμοκρασία.

Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση


της μυϊκής δραστηριότητας είναι
ο κύριος τρόπος παραγωγής
θερμότητας, για τη διατήρηση
της θερμοκρασίας του σώματος.
Θερμορρύθμιση

Κοσμάς Χριστούλας
Αναπλ. Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α.-
Τ.Ε.Φ.Α.Α.-Α.Π.Θ.

Θερμορρύθμιση

Ο άνθρωπος και τα ζώα που έχουν την


ικανότητα να διατηρούν τη θερμοκρασία του
σώματός τους σταθερή, και σε πολύ στενά
όρια, ονομάζονται ομοιόθερμα
ομοιόθερμα..
Θερμορρύθμιση

Η σχετικά σταθερή θερμοκρασία


~ 37°
του σώματος ((~ 37°C ) εξασφαλίζει
την ιδανική και απαραίτητη θερμοκρασία για
τη διεξαγωγή των φυσιολογικών λειτουργιών
και βιοχημικών αντιδράσεων.

Θερμορρύθμιση

Η διατήρηση αυτής της απαραίτητης


θερμοκρασίας για το ανθρώπινο σώμα
απαιτεί τη λειτουργία, με θαυμαστή ακρίβεια,
ενός ρυθμιστικού μηχανισμού,
της θερμορρύθμισης
θερμορρύθμισης..
Θερμορρύθμιση

Με τη λειτουργία της θερμορρύθμισης


το ανθρώπινο σώμα προσπαθεί να
διατηρήσει τη φυσιολογική του θερμοκρασία,
αντιδρώντας σε περιβαλλοντικούς και
ενδογενείς παράγοντες που μπορούν
να την μεταβάλλουν.

Η θερμοκρασία του σώματος

Στο ανθρώπινο σώμα διακρίνουμε


τη θερμοκρασία του πυρήνα
και τη θερμοκρασία του δέρματος
δέρματος..
Η θερμοκρασία του σώματος

Η θερμοκρασία του δέρματος είναι


χαμηλότερη από τη θερμοκρασία του πυρήνα
του σώματος.

Η θερμοκρασία του σώματος

Όταν η θερμοκρασία του σώματος μετριέται


στο στόμα, ως φυσιολογική θεωρείται
η θερμοκρασία των 36,6 - 36,8 °C.

Οι τιμές αυτές είναι 0,3 έως 0,5 °C μικρότερες


από τη θερμοκρασία του ορθού, με την οποία
μετράμε τη θερμοκρασία του πυρήνα.
Η θερμοκρασία του σώματος

Συνήθως η μέτρηση της θερμοκρασίας


γίνεται στη μασχάλη, αν και αυτή δεν
αποδίδει αποτελεσματικά
τη θερμοκρασία
του πυρήνα
πυρήνα..

Πολλές αθλητικές δραστηριότητες


διεξάγονται σε ανοικτά γήπεδα ή υπαίθριους
χώρους κάτω από συνθήκες υψηλής
θερμοκρασίας περιβάλλοντος.
Αυτό αποτελεί ένα επιπλέον στρες
στην προσπάθεια του ανθρώπου,
με μεγάλη αύξηση της θερμοκρασίας
του σώματος και έντονη εφίδρωση.

Η αυξημένη θερμοκρασία του σώματος


μπορεί να αποτελέσει περιοριστικό
παράγοντα στην απόδοση.

Κατά τη μυϊκή εργασία παράγεται


χημική ενέργεια
ενέργεια,, από την οποία
μόνο ένα μέρος, το μικρότερο
μικρότερο,,
μετατρέπεται σε μηχανική ενέργεια
για παραγωγή έργου.
Από τη χημική ενέργεια

που παράγεται στα κύτταρα

το μεγαλύτερο μέρος (~75 %)

απελευθερώνεται με μορφή
θερμότητας.

Ένα μέρος αυτής της θερμότητας είναι


χρήσιμο και αναγκαίο για τη διατήρηση
σε σταθερό επίπεδο της θερμοκρασίας
του σώματος μας ( ~37
37°°C ).
Η υπόλοιπη θερμότητα αποβάλλεται
από το σώμα μας και θεωρείται
«χαμένη ενέργεια
ενέργεια»».
Παράγοντες που συνεισφέρουν στην αύξηση και την απώλεια
θερμότητας, καθώς το σώμα προσπαθεί να ρυθμίσει
τη θερμοκρασία του πυρήνα, περίπου στους 37
37°
°C.

( McArdle et al., 2001 )

Θερμορύθμιση
Οι θερμοϋποδοχείς που είναι

τα θερμόμετρα του οργανισμού,

μετρούν συνεχώς τη θερμοκρασία

του σώματος και τη συγκρίνουν

με το σημείο αναφοράς των 37


37°
°C.
Όταν η θερμοκρασία αποκλίνει

από το σημείο αυτό, το μήνυμα

φθάνει στο θερμορυθμιστικό κέντρο

του υποθαλάμου, που αποτελεί

το θερμοστάτη του οργανισμού.

Ο υποθάλαμος τότε μεταβιβάζει

ανάλογα ερεθίσματα

στους ιδρωτοποιούς αδένες

και στο αγγειοκινητικό κέντρο.


Με τον τρόπο αυτό, ο ρυθμός

αποβολής της θερμότητας

αυξάνεται ή ελαττώνεται ώστε

η θερμοκρασία του σώματος να

διατηρείται σε κανονικά επίπεδα.


Μηχανισμοί μεταφοράς θερμότητας

Ο οργανισμός αποβάλλει την περίσσια


θερμότητα από το σώμα
με τους παρακάτω τρόπους:

 Την εξάτμιση του ιδρώτα


 Την ακτινοβολία
 Την αγωγιμότητα
 Τη μεταφορά με ρεύματα
(αέρα ή νερού)
Η σημαντικότερη αποβολή της
θερμότητας κατά την άσκηση γίνεται

μέσω της εξάτμισης του ιδρώτα.

Ιδιαίτερα σε συνθήκες όπου

η θερμοκρασία του περιβάλλοντος

είναι υψηλότερη από τη θερμοκρασία

του σώματος, η εξάτμιση του ιδρώτα


αποτελεί το μοναδικό τρόπο

αποβολής της θερμότητας.


Οι συνθήκες όμως μπορεί να
δυσκολέψουν ακόμη περισσότερο

όταν ο αέρας είναι πολύ υγρός,


δυσχεραίνοντας την αποβολή
θερμότητας ακόμη και μέσω
της εξάτμισης του ιδρώτα.

Έτσι σε μια ζεστή καλοκαιρινή


ημέρα με υψηλή υγρασία,
οι αθλητές δυσκολεύονται
να αποβάλλουν επαρκή θερμότητα
με αποτέλεσμα να έχουν
αυξημένη θερμοκρασία σώματος
και αρνητική απόδοση.
Εγκλιματισμός σε θερμό περιβάλλον
Η ανοχή του σώματος στη ζέστη
μπορεί να αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό,
μετά από άσκηση - προπόνηση
σε θερμό περιβάλλον

Φυσιολογικές Προσαρμογές

 Αύξηση της παραγωγής ιδρώτα.

 Αύξηση του όγκου του πλάσματος.

 Αύξηση της ροής του αίματος στο δέρμα,


από αγγειοδιαστολή των τριχοειδών
του δέρματος και αντισταθμιστική
αγγειοσυστολή στο πεπτικό σύστημα.
Φυσιολογικές Προσαρμογές

 Μείωση της καρδιακής συχνότητας


σε υπομέγιστες προσπάθειες.

 Μείωση της θερμοκρασίας σώματος.

Φυσιολογικές Προσαρμογές

 Μείωση της περιεκτικότητας


του ιδρώτα σε αλάτι.

Η προσαρμογή αυτή μειώνει τις εφιδρωτικές


απώλειες νατρίου από τον οργανισμό.
Αυτό επιτυγχάνεται με την αύξηση της
έκκρισης μιας επινεφριδιακής ορμόνης, της
αλδοστερόνης.
Φυσιολογικές Προσαρμογές
Συγκεκριμένα, από τα εκκριτικά κύτταρα
των ιδρωτοποιών αδένων παράγεται
ένα διάλυμα με συγκέντρωση νατρίου
παρόμοια με εκείνη του πλάσματος.
Ένα μέρος από το νάτριο αυτό
επαναπορροφάται από το αίμα , καθώς
το διάλυμα προωθείται κατά μήκος
των εκκριτικών πόρων προς την επιφάνεια
του δέρματος.

Φυσιολογικές Προσαρμογές
Ο μηχανισμός της επαναπορρόφησης
του νατρίου οφείλεται στη δράση
της αλδοστερόνης.

Έτσι, η αύξηση της έκκρισης


της αλδοστερόνης αυξάνει και
την επαναπορρόφηση του νατρίου
από το αίμα.
Πρακτικές Συμβουλές
για εγκλιματισμό σε θερμό περιβάλλον

 Η σκληρή προπόνηση τις πρώτες


ημέρες πρέπει να αποφεύγεται.

 Η άσκηση να πραγματοποιείται
με συνοδεία (συναθλητή,
συνασκούμενου ή φίλου),
ειδικά τις πρώτες ή
πολύ ζεστές ημέρες.

Πρακτικές Συμβουλές
για εγκλιματισμό σε θερμό περιβάλλον

 Ο εγκλιματισμός με άσκηση σε θερμό

περιβάλλον επιταχύνεται με εντάσεις

μεγαλύτερες από το 50% της VO2max.


Πρακτικές Συμβουλές
για εγκλιματισμό σε θερμό περιβάλλον

 Ο χρόνος έκθεσης πρέπει να είναι

90-
90-100 min,
αλλά αυτός ο χρόνος πρέπει

να επιτευχθεί σταδιακά,

κατά τις 10-


10-14 πρώτες ημέρες.

Αναπλήρωση υγρών
Τα δυσάρεστα αποτελέσματα
της μεγάλης εφίδρωσης, και της
αφυδάτωσης μπορούν να αποφευχθούν
με την αναπλήρωση των υγρών.

Η αναπλήρωση των υγρών πρέπει να γίνεται συχνά κατά τη διάρκεια


του αγώνα και της προπόνησης με υγρά διαλύματα γλυκόζης.
Το ερώτημα όμως που προκύπτει
είναι ποια συγκέντρωση γλυκόζης
θα ήταν η ιδανικότερη, έτσι ώστε
να έχουμε και τη γρηγορότερη
εκκένωση του στομαχιού.
Ένα καλό διάλυμα για την αναπλήρωση
των υγρών, μπορεί να παρασκευαστεί
εύκολα και φτηνά.
Η συνταγή που ακολουθείται είναι
με συγκέντρωση ζάχαρης του 2,5
2,5%.
%.

25 γρ. ζάχαρης σε 1 λίτρο νερού


με γευστικές ουσίες όπως χυμός λεμονιού.

Το ανώτατο ποσό γλυκόζης που μπορεί να


απορροφηθεί από το έντερο
είναι ~ 50 gr ·h-1.
gr·h

Ακόμα, υπολογίζεται πως χρειάζεται ένα


χρονικό διάστημα 20 με 30 λεπτά για να
χρησιμοποιηθεί η γλυκόζη ως ενεργειακή
πηγή, από τη στιγμή που θα χορηγηθεί με
τη μορφή ζάχαρης από το στόμα.
( Β. Κλεισούρας, 2004 )
Εκτός από την πυκνότητα και
το θερμιδικό περιεχόμενο του διαλύματος,
ο ρυθμός της γαστρικής κένωσης
επηρεάζεται και από:

 Τη θερμοκρασία του υγρού διαλύματος


&

 Την ένταση της άσκησης

Φαίνεται πως όταν το υγρό διάλυμα


είναι κρύο, σε θερμοκρασία
που κυμαίνεται από 8 έως 12
12°
°C,
η κένωση του στομάχου επιταχύνεται,
πιθανώς λόγω της αύξησης
της γαστρικής κινητικότητας.
( Β. Κλεισούρας, 2004 )
Παρατηρήσεις από παλαιότερες έρευνες
είχαν οδηγήσει στο συμπέρασμα πως,
κατά την έντονη άσκηση, η κένωση
του στομάχου μπορεί να μειωθεί ή
και να ανασταλεί.
( Costill & Saltin
Saltin,, 1974 )

Πιο πρόσφατες όμως έρευνες έδειξαν ότι


τρέξιμο 15 λεπτών με μέτρια ένταση
( 50 % έως 70
70%% VO2max )
βελτιώνει την κένωση κατά 38% περίπου.
Το φαινόμενο αυτό αποδίδεται στη μηχανική
κίνηση του υγρού μέσα στο στομάχι, γιατί
παρόμοια επίδραση δεν παρατηρείται όταν
η άσκηση δεν προκαλεί μηχανικό κραδασμό,
όπως συμβαίνει κατά την ποδηλάτηση.
( Mitchell et al,
al, 1989, 1991 )
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΓΕΝΝΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
KAI
ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
Νικόλαος Χ. Σύρμος
ANAΠΑΡΑΓΩΓΗ

• Ο άνθρωπος αναπαράγεται με αμφιγονική


αναπαραγωγή.
• Δύο γαμετικά κύτταρα ,το ωάριο (θηλυκό)
και το σπερματοζωάριο (αρσενικό)
συνενώνονται στην διαδικασία της
γονιμοποίησης ,οπότε προκύπτει το ζυγωτό
κύτταρο.

Ωάριο Σπερματοζωάριο
ΓΕΝΝΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΑΡΣΕΝΙΚΩΝ
• Περιλαμβάνει: Tους δύο όρχεις, Την
εκφορητική οδό του σπέρματος , Το πέος

ΓΕΝΝΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΘΗΛΥΚΩΝ
• Περιλαμβάνει: Τις δύο ωοθήκες, Τους δύο
ωαγωγούς σωλήνες, Την μήτρα (τράχηλος
της μήτρας, κόλπος και αιδοίο)
OΡΧΕΙΣ -ΩΟΘΗΚΕΣ
• Από τους όρχεις εκκρίνεται το ανδρογόνο
τεστοστερόνη
• Aπό τις ωοθήκες εκκρίνονται οι
στεροειδείς ορμόνες, τα οιστρογόνα και η
προγεστερόνη.

ΟΡΜΟΝΕΣ
• Ορμόνη είναι η χημική ουσία που
παράγεται στον ανθρώπινο οργανισμό,
κυκλοφορεί στο αίμα και έχει ειδική
ρυθμιστική δράση στη δραστηριότητα
συγκεκριμένων κυττάρων ή οργάνων του
σώματος.
• Οι περισσότερες ορμόνες παράγονται από
ειδικούς αδένες οι οποίοι ονομάζονται
ενδοκρινείς αδένες.
ΙΝΣΟΥΛΙΝΗ
• Η ινσουλίνη είναι η ορμόνη που
παράγεται στο πάγκρεας
• Η ινσουλίνη δρα σε όλους τους ιστούς του
ανθρώπινου σώματος (ιδιαίτερα όμως στο
ήπαρ, στους μύες και στο λιπώδη ιστό),
βοηθώντας στην πρόσληψη της γλυκόζης
από τα κύτταρα.
ΙΝΣΟΥΛΙΝΗ
• Η ανεπάρκεια της ινσουλίνης προκαλεί την
νόσο του σακχαρώδη διαβήτη
ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ…..
• Στην περίπτωση που η ινσουλίνη
εκκρίνεται σε μεγάλες ποσότητες, η
γλυκόζη εισάγεται στα κύτταρα με
γρήγορο ρυθμό, με αποτέλεσμα να
μειωθεί η συγκέντρωση της στο αίμα
• Αυτή η κατάσταση χαρακτηρίζεται ως
υπογλυκαιμία είναι πολύ επικίνδυνη και
μπορεί να οδηγήσει σε κώμα.

AΔΡΕΝΑΛΙΝΗ
• Η αδρεναλίνη, γνωστή και ως
επινεφρίνη είναι σημαντική ορμόνη και
νευροδιαβιβαστής που παράγεται στα
επινεφρίδια, ως απόκριση στο ερέθισμα
της άσκησης ή του άγχους.
ΑΔΡΕΝΑΛΙΝΗ
• Η αδρεναλίνη βοηθά τον οργανισμό να
κινητοποιήσει όλες τις πηγές ενέργειάς
του, σε περιπτώσεις έντονης
δραστηριότητας, διεγείροντας το
συμπαθητικό νευρικό σύστημα για
επείγουσα ενέργεια κατά τη λεγόμενη
"αντίδραση μάχης ή φυγής".
ΚΟΡΤΙΖΟΛΗ
• Η κορτιζόλη είναι ορμόνη, το κύριο
φυσικό γλυκοκορτικοειδές που συντίθεται
στα επινεφρίδια
• Η δραστική της μορφή είναι η
υδροκορτιζόνη.
• Η κορτιζόλη θεωρείται η κατεξοχήν
ορμόνη του στρες (STRESS).

ΡΕΖΙΣΤΙΝΗ
• Η ρεζιστίνη είναι μια ορμόνη που
εκκρίνεται από το λιπώδη ιστό.
ΘΥΡΕΟΕΙΔΗΣ
• Ο θυρεοειδής είναι ένας ενδοκρινής αδένας σε
σχήμα πεταλούδας που βρίσκεται στο πρόσθιο-
κατώτερο τμήμα του λαιμού και παράγει δύο
ορμόνες κυρίως την Τ4 (θυροξίνη) αλλά και την
Τ3 (τριιωοδοθυρονίνη).
• Η λειτουργία του βρίσκεται φυσιολογικά κάτω
από τον έλεγχο της υπόφυσης μέσω της TSH
(θυρεοειδοτρόπου ορμόνης).
• Οι ορμόνες του θυρεοιδούς σε συνεργασία με
άλλες ορμόνες συμμετέχουν στη λειτουργία
πολλών οργάνων
ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ
• Υποθυρεοειδισμός (υπολειτουργία),
• Υπερθυρεοειδισμός (υπερλειτουργία)
• Οζώδης βρογχοκήλη (μεγαλύτερος του
φυσιολογικού θυρεοειδής με διογκώσεις
από ομάδες κυττάρων του θυρεοειδούς ).

ΤΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΩ ?????
.
• Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να προκαλέσει κόπωση,
υπνηλία ,αύξηση βάρους, τριχόπτωση, ξηρό-ψυχρό
δέρμα, εύθρυπτα νύχια, δυσκοιλιότητα.
• Ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να προκαλέσει αίσθημα
έξαψης, εφίδρωση, κόπωση, ταχυπαλμία, ανησυχία και
νευρικότητα, απώλεια βάρους, διαταραχές περιόδου,
ερεθισμό και πρήξιμο στα μάτια έως και εξόφθαλμο.
• Τα οζίδια δεν προκαλούν συνήθως συμπτώματα, καθώς
δεν επηρεάζουν τη λειτουργία του θυρεοειδούς, και
ανακαλύπτονται τυχαία ή μετά από ψηλάφηση.
ΠΑΡΑΘΥΡΕΟΕΙΔΗΣ
• Πρόκειται για τέσσερεις μικρούς αδένες που βρίσκονται
προσκολλημένοι στο θυρεοειδή αδένα.
• Εκκρίνουν μία ορμόνη που ονομάζεται παραθορμόνη και
ο ρόλος αυτής στον οργανισμό είναι κυρίως η διαχείριση
του ασβεστίου.
• Σε φυσιολογικές συνθήκες το ασβέστιο που εισέρχεται
στο σώμα με τις τροφές απορροφάται στο έντερο και
περνάει στο αίμα διαθέσιμο για τις ανάγκες του
οργανισμού
• Το πλεόνασμα του ασβεστίου αποθηκεύεται στα οστά
και ένα μέρος αποβάλλεται από τους νεφρούς.

YΠΕΡΠΑΡΑΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ
• Τα πιο συχνά συμπτώματα που
εμφανίζονται είναι οστεοπόρωση,
νεφρολιθίαση, υπέρταση, πόνος στα οστά
και στους μύες (μυαλγίες ), εύκολη
κούραση, ατονία, καταθλιπτικές τάσεις και
άλλα.
• Η διάγνωση του πρωτοπαθούς
υπερπαραθυρεοειδισμού γίνεται με μία
απλή εξέταση αίματος
ΥΠΟΦΥΣΗ-ΥΠΟΘΑΛΑΜΟΣ
ΣΥΝΔΕΣΗ ΝΕΥΡΙΚΟΥ-ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΟΥ
• Η υπόφυση , έχει το γενικότερο έλεγχο του
μεγαλύτερου μέρους παραγωγής ορμονών.
• Από την υπόφυση εκκρίνεται μια ποικιλία ορμονών
όπως η φλοιοτρόπος ορμόνη, η ωχρινοτροπίνη
ορμόνη, η ωοθηλακιοτρόπος ορμόνη, τη
θυρεοειδοτρόπος ορμόνη, η αυξητική ορμόνη και
την προλακτίνη.
• Ο υποθάλαμος λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος
ανάμεσα στο νευρικό και το ενδοκρινικό σύστημα.
• Παράγει ορμόνες που ονομάζονται απελευθερωτικοί
παράγοντες και οι οποίες ελέγχουν την υπόφυση.
• Ο υποθάλαμος έχει σημαντικό ρόλο όσο αφορά τη
ρύθμιση της θερμοκρασίας, του ύπνου, της πείνας,
της δίψας, του πόνου και του εμετού.

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΟΥ
ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Dr. Νικόλαος Κουτλιάνος MD, BSc


Επίκουρος Καθηγητής ΤΕΦΑΑ ΑΠΘ
ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

 Ερειστικό
Κινητικό σύστημα
 Μυικό
 Πεπτικό
 Αναπνευστικό
 Κυκλοφορικό Σπλαχνολογία
 Ουροποιητικό
 Γεννητικό
 Ενδοκρινικό
 Νευρικό
Συστήματα
 Σύστημα αισθητηρίων οργάνων
επικοινωνίας

ΝΕΥΡΟΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΠΕΠΤΙΚΟΙ ΑΔΕΝΕΣ
 Μικροί αδένες
 Στο τοίχωμα ολόκληρου του εντερικού σωλήνα
(βλεννογόνος)
 Μεγάλοι αδένες
 Σιελογόνοι αδένες
 Ήπαρ
 70 ζωτικές λειτουργίες
 Κάτω από δεξιό θόλο διαφράγματος
 Εκφορητική οδός
Ενδοηπατική μοίρα (χοληφόρα
σωληνάρια)
 Εξωηπατική μοίρα (κοινός ηπατικός
πόρος, κυστικός πόρος, χοληδόχος
κύστη, χοληδόχος πόρος)
 Πάγκρεας (μικτός αδένας, σχήματος σφυριού
με εξωκρινή (παγκρεατικό υγρό) και ενδοκρινή
μοίρα (ινσουλίνη & γλουκαγόνο)
ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ
 Υπόφυση (εντός βόθρου τούρκικου εφιππίου, 0.5γρ)

 Πρόσθιος & οπίσθιος λοβός


 Επίφυση ή κωνάριο (πίσω από οροφή 3ης κοιλίας)
 Μελατονίνη
 Θυρεοειδής αδένας (μπροστά & πλάγια αρχής τραχείας)
 Τ3 & Τ4, καλσιτονίνη
 Παραθυρεοειδείς αδένες (4 σωμάτια όπισθεν θυρεοειδούς)
 Παραθορμόνη
 Θύμος αδένας (μεσοπνευμόνιο)
 Λεμφοκυττογόνο όργανο (Τ-λεμφοκύτταρα)
 Επινεφρίδια (άνω πόλοι νεφρών)
 Φλοιώδης μοίρα (αλδοστερόνη, γλυκοκορτικοειδή, ανδρογόνα,
οιστρογόνα)
 Μυελώδης μοίρα (κατεχολαμίνες)
 Παραγάγγλια (μάζες νευρικών κυττάρων)
 Συμπαθητικά (μυελώδης μοίρα επινεφριδίων)
 Παρασυμπαθητικά (αορτικά και καρωτιδικά σωμάτια)
ΟΡΜΟΝΕΣ

 Στεροειδείς ορμόνες
 Φλοιός επινεφριδίων, όρχεις, ωοθήκες
 Παράγωγα αμινοξέων
 Τριϊωδοθυρονίνη, θυροξίνη, κατεχολαμίνες
 Πρωτεϊνικές ορμόνες
 Γοναδοτροπίνες, αυξητική ορμόνη, αντιδιουρητική ορμόνη,
οξυτοκίνη

ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ

 Υπόφυση (εντός βόθρου τούρκικου εφιππίου, 0.5γρ)

 Οπίσθιος λοβός (νευροϋπόφυση)


 Οξυτοκίνη
 Αντιδιουρητική ορμόνη (ADH)
 Παραγωγή υποθαλαμικά & αποθήκευση στην υπόφυση
 Πρόσθιος λοβός (αδενοϋπόφυση)
 Αυξητική ορμόνη (GH) / υποθαλαμικά GHRH-GHIH (σωματοστατίνη)
 Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (TSH) / υποθαλαμικά TRH
 Φλοιοεπινεφριδιοτρόπος ορμόνη (ACTH) / υποθαλαμικά CRH
 Μελανινοτρόπος ορμόνη (MSH) / ενδιάμεσος λοβός
 Ωχρινοτρόπος ορμόνη (LH) / υποθαλαμικά GNRH
 Ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη (FSH) / υποθαλαμικά GNRH
 Προλακτίνη (PRL) / υποθαλαμικά PIH
ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ
 Θυρεοειδής αδένας (έμπροσθεν λάρυγγα-αρχή τραχείας, 20γρ.)

 Θυροξίνη (Τ4)
 Τριϊωδοθυρονίνη (Τ3)
 Παραθυρεοειδείς αδένες (ανά δύο στους πόλους του θυρεοειδή)

 Παραθορμόνη
 Καλσιτονίνη
 Vit. D
 Ρόλος ασβεστίου

 Σχηματισμός και διατήρηση οστίτη ιστού


 Διαπερατότητακυτταρικής μεμβράνης, διεγερσιμότητα νευρικών και
μυικών κυττάρων, μυική συστολή
 Πήξη αίματος
 Παραγωγή γάλακτος
 Ενζυμικές αντιδράσεις
 Παραγωγή ακετυλοχολίνης

ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ

 Πάγκρεας (ενδοκρινής μοίρα: νησίδια Langerhans)

 Ινσουλίνη
 Γλουκαγόνο (γλουκαγόνη)
ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ
 Επινεφρίδια (σε κάθε άνω νεφρικό πόλο)

 Φλοιώδης μοίρα
 Αλατοκορτικοειδή (αλδοστερόνη) – σπειροειδής ζώνη (1)
 Γλυκοκορτικοειδή (κορτιζόλη) – στηλιδωτή ζώνη (2)
 Ανδρογόνα (DHEA), οιστρογόνα – δικτυωτή ζώνη (3)
 Μυελώδης μοίρα
 Αδρεναλίνη

 Νοραδρεναλίνη

 Οιστρογόνα
 Προγεστερόνη

You might also like