You are on page 1of 12

ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ

συνοδευμένη μ' αγιάζι και φως. Ασημένιετ και γκρί-


ζες λουρίδετ έβαΦαν τα νερά. Πρώτα τα ρηχά, έπει-
'
τα, β α θ αινοντας, τ , απατα
, , 'Υ στερα άρχισαν
, ν , ανε-
,
βαινουν , λ'οι πανω στα β'ουνα, στον ουρανό.,
σαν τιτ
Ουρανός και θάλασσα ήταν τώρα μια τεράστια πε- ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ
λιδνή οθόνη. Το κεφάλι του Αναστάση ήταν ελαφρό,
το σώμα του εξαερωμένο. Βάφτηκε ολάκερος ασημέ-
νιας. Έπειτα γλίστρησε μαζί με τα γαλάζια και
γκρίζα γράμματα άρχισε ν' ανεβαίνει κι αυτός.
Πρώτα στη θάλασσα, έπειτα στον ουρανό. Ανέβαινε
ολοένα πιο Φηλά, ώσπου κάθε πόνος σβήστηκε πάνω
του. Η ΖΕΣΤΗ άρχισε να βιδώνεται γύρω στο σπίτι. Τα
Στο στόμα του είχε αρχίσει να γράφεται ένα μι- παράθυρα, κουφωμένα, βύζαιναν φως κι οι :Πόρτες,
κρό, αδέξιο ακόμα, χαμόγελο. όρθιες, ροχάλιζαν από τις χαραμάδες. Το χτήμα
ολάκερο άχνιζε σαν ατμό λουτρ ο .
Ο Χαράλαμπος σταμάτησε με τη βούρτσα των
δοντιών στο στόμα. Ένα χέρι τού την άρπαξε, μαζί
και το σωληνάριο με την οδοντόκρεμα. Πήγε να
διαμαρτυρηθεί, να εξηγήσει πως εκεί που πήγαινε
τέτοιετ πολυτέλειε-; δεν χωρούσαν. Μα ο αφρός τού
φίμωνε το στόμα. Τα συρτάρια στο δωμάτιό του λα-
χάνιαζαν, με τις γλώσσε ; τους πεταγμένε-; έξω. Η
βαλίτσα του κατάπινε ρούχα, βούρτσες, Φαλιδάκια,
κρεμάστρες, παπούτσια. Η μάνα γύριζε ολόγυρα Φά-
χνοντας και πάντα έβρισκε κάτι να ταίσει το πεινα-
σμένο θηρίο. Ο ιδρώτας κυλούσε πάνω της, σωστή

58 59
ΊΆ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ
το ΛΟΥΤΡ Ο

μαργαριταροπηγή' ώσπου να στάξει χάμω, ο διψα- τον τρυπούσε κι ερχόταν να πέσει πάνω σε μια θα-
σμένος αγέρα; -ορμούσε και τον έπινε. Ο γέρος στη λασσογραφία κρεμασμένη στον τοίχο. Απ' τον καη-
γωνιά γύριζε νευρικά τα φύλλα της εφημερίδατ. μό του που είχε παρατήσει τη θάλασσα, την πρώτη
Στον ουρανό λούφαζε ένα αστραπόβροντο καλοκαιρι- του ερωμένη, για να πάρει γυναίκα, κλήματα κι
νής νεροποντής, έτοιμο να τιναχτεί σαν ελατήρια. αλέτρια, είχε πάψει να κοιτάζει τους ανθρώπους,
Ο Χαράλαμπος, η αιτία όλης της ταραχής, στεκό- παρά μόνο σαν μπορούσε να φανταστει τα χέρια τους
ταν παράμερα' αμίλητος κι αμέτοχος. Δεν ήταν, να κουπιά και τα χαμόγελά τους μελτέμια.
πειτ, μόνο η κούραση του καλοκαιριού ή μόνο η ιδέα «Αλίμονό σου, κακομοίρη μου, χάθηκες αν πια-

του ταξιδιού που τον τσώαζε. Ήταν κι οι εργατετ, σεις στο χέρι σου τσιγάρο», τον ορμήνευε η μάνα
σουγιάδες διπλωμένοι στα δυο, που έσκαβαν ένα γύρο του, «καλό δεν κάνει, κακό κάνει». Ντυμένη στα
το χτήμα, ανοίγοντας τάφρους και χαρακώματα. Το μαύρα, με το τσεμπέρι της δουλειάς τσιτωμένο στο Εr.•.•
τι1-J\\1t ι
, 'λ ' , 'δ /S- •• 'Ι
σκεπάρνι τους έπεφτε ίσια πάνω σ.ΤΟμυαλό του ανοί- τετραγωνο κεφα ι της, ' στητη,ζ κοτσονατη,
, , αρυτι ω-,'\fQ.lliv'lr ς\
γοντας στοές, που αντί για χλομό μετάλλευμα έβγα- τη, με μια κοι λ ιά που ξ εφωνι ε απο ευφορια, τον ει-
ζαν κουρέλια από σκέψεις. Ήταν τα μάτια του γέρου χε πιασμένα από τους ώμους και τον τίναζε. Είχε
. του που δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από την εφημερί- κάτι από τη σκληρότητα του αγέρα που μαδά τ'
δα. Ήταν κι η μάνα του, που καιροφυλακτούσε, έτοι- άγουρα δέντρα. Μα τα μάτια της, μαύρα ακατέργα-
μη να του παρασταθεί. Χρόνια τώρα ο Χαράλαμπος στα διαμάντια, έλαμπαν από σκοτεινή αγάπη. Ακό-
είχε μάθει να σκύβει το κεφάλι μπροστά της, λατρεύο- μα δεν μπορούσε να πιστέψει πως της έφευγε ο Χα-
, τη σαν
ντας Π'αναγια. Σ'ήμερα, στα ευωσι
'δ' υο του ράλαμπος. Τα χέρια της είχαν συνηθίσει να τον κρα-
\ τούν, το στόμα της να του λέει. Ο χωρισμός ήταν
χρόνια, το μόνο που του έμενε ήταν να πετάξει ένα
, που το μυα λ'ο της δ εν το χωρουσε.
κατι "Ο σο κι αν
ανάθεμα και να φύγει. Μα το γουδοχέρι, που στο χέ-
ρι της μάνας του κοπάνιζε μαϊντανό και σκόρδο, έπε- πάσχιζε να κρατήσει την περηφάνια της, η φωνη της
φτε πάνω του και τον αποτέλειωνε. ίβγαινε σαν του σκυλιού που γαβγίζει το φεγγάρι.
«Καλός στρατιώτης», του είπε ο γέρος από το Τον είδε να φεύγει πίσω από τις ντοματιέτ, τις φα-
στασίδι του, με την εφημερίδα ανοιγμένη μπροστά σο λ'ιες, να χανεται
' "
πισω απ τα σπαρτα,'β'δ τα ο ια
του. Θα 'λεγες πως τον κοίταζε, μα η ματιά του που άχνιζαν σαν καμινάδες.

60 61
ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ
ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ

8ειανά ειδεμή ... » και δεν απόσωνε το λόγο της,


ίσως γιατί, αν του 'λεγε πως θα τον έ.πνιγε, δεν θα
ΤΟ ΣΠΙΤΙ άδειασε μονομιάς. Έμεινε μόνη η σκόνη να ήταν μόνο σχήμα λόγου' ilie ώρες~@ ήταν ικαν'
λιάζεται πάνω στα έπιπλα. Σ' ένα ολάκερο χτήμα το για όλα., Κι όπως ο μπάρμπας έ.βγαζε απ' την πέ-
μόνο που άκοuγες ήταν τα δόντια των γυναικών που τσινη τσάντα τοu το γράμμα, ~κείνη_πηδoύσε πάνω
, ι Ι ι λ
σπαζανε τσάγαλα. Έβλεπες και τον ιδρώτα να κuλά του σαν ΤΙΎ_Ρ-Ώ ποu της elΧVOUv ω~o κρεας στο κ ου-
κόμποuς κόμποuς από τις μασχάλες των αντρών. Ο βί της. Μα αντί να τον κατασπαράξει, τον φίλευε
οuρανός είχε ξαπλώσει αναίσθητο ς στον ορίζοντα. στην κοuζίνα βύσσινο γλuκό. Ήξερε κι αυτή να γλε-
Μόνο κάτι βραδινέ.ς αύρες τον συνεφέρνανε, βάφοντας ντά τις χαρέ.ς της.
με φτηνό κοκκινάδι τ' αναιμικά του μαγούλα. Οι μέ.- Στρατιώτη; Παράσχο; Χαράλαμπος, του' Θεοδώ-
ρες ανάσαιναν δύσκολα κι οι νύχτετ γέ.μιζαν xouxou- ρου και της Αντωνίας, 20ς Λόχος, 40ς Ουλαμό; Πυ-
βάγιες, δεποχτούρετ και τριζόνια. Μόνη όαση ήταν ροβολαρχίας, ΚΕΝ Σύρου: ο γέ.ρος μόλις που διάβα-
ο ταχuδρόμος. Η μάνα ήξερε τι; ώρες του και τον ζε τα γράμματα. Του αρκούσε μόνο να τα ψηλαφί-
παραφύλαγε. Κι όσο εκείνος έ.κοβε βόλτες στα χωρά- ζει. Κάθε φορά που άγγιζε τη λέ.ξη «Σύρος», τα χέ.-
φια, χωρατεύοντατ και πίνοντας τσιγάρο με την ερ- ρια του μούδιαζαν. Σιγά σιγά η λαχτάρα, του για
ι ι Τ ι /
γατιά, τόσο η μάνα κλότσαγε σαν το μουλάρι που τον γιο του έγινε προσμονη. ον αγαποuσε πια οο~τ.ΨQ.J

το σελώνουν. Qπως τη θάλασσα - ξε:ΙΡοάφοντάς τον. Δεν έμοιαζε


«Ε, μπάρμπα! Κόλλησες κι εσύ σαν τα γραμμα- της μάνας. Εκείνη δεν χόρταινε να διαβάζει τα
τόσημά σαυ, Κόπιασε κατά δω λιγάκι. Καλή 'ναι η γράμματα του Χαράλαμποu. Την πρώτη φορά τα
κουβέντα, μα καίγομαι στον ήλιο να σε καρτερώ». 'πινε μονορούφι. Τη δεύτερη τα καταλάβαινε· μα
Δ'δ
εν ι ρωνε τ " αυτι του μπαρ
, μπα απο, τέτοια.
ι μόνο στην τρίτη ανάγνωση οι λέ.ξεις έπιαναν μέ.σα
Χρόνια τώρα είχε συνηθίσει να υπομένει αγόγγυστα της ρίζες. Κι αν κάποτε την έ.βλεπες με την κοuτάλα
τις γκρίνιες των ανθρώπων. Βρέ.ξει χιονίσει, πήγαινε στο χέρι ν' ανακατεύει χόρτα μέσα στην κατσαρόλα,
με το πάσο του. Κι όλοι πήγαιναν με τα νερά του. ξαφνικά μούγκριζε σαν λαβωμένα θεριό, ξύριζε τον
Μόνο η μάνα ταυ Χαραλάμπου τον φοβέριζε: αερα στο πέρασμα της, ωσπου να"θ Ρ ει, σαν τον δ ρο-
, Ι' ι

«Κοίταξε, κακομοίρη μου, μην έ.ρθεις με χέρια μέα που κόβει το νήμα στο τέρμα του δρόμου, να

62 63
ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ
ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ

μαυριδερό κ~ ανασκοuμπωμένο, χουφτιαζοντα; την


πέσει πάνω στο ακρ~βό γράμμα: Στο τέλος κατα-
αφράτη ζύμη του σφουγγαριού που μ' αυτό έτριβε ,
ντούσε πια να τα ξέρε~ απέξω. Όμως η επαφή με το
εξαφάν~ζε κάθε παράπονο, κάθε διαμαρτυρία του
χαρτί έμενε αναντααταστατη, όπως, όταν κοuβε-
παιδιού. «ο Χαράλαμπος έξ~ χρόνων», «ο Χαρά-
ντ~άζε~ς μ' ένα αγαπημένο πρόσωπο, θέλε~ς να του
λαμπος στο χτήμα», «ο Χαράλαμπος με τον πατέ-
κρατάς κα~ το χέρι.
ρα του», «ο Χαράλαμπος με τη μάνα του», και κά-
Κι όση ώρα ο γέρος έγερνε στο στασίδι του, με
Οε φορά στα κατάβαθά της χαιρόταν μυστικά που το
τ~ς εφημερίδες τuλ~γμένες γύρω του σεντόνι, η μάνα
παιδώ« κρατούσε το χέρι του πατέρα του κοιταζο-
μέσα στο άδειο σπίτ~ γ~όφερνε με το ξε~~ένo
, Τ!1~_αxτεν~στη,
, ντατ αλλού, την ίδια στιγμή που στη διπλανή φωτο-
.H-~~σoφoρ~ αφτ~ασ~'δ'ωτη, απ λuτη, 'δ
~ ια
γραφία κρατούσε το δ~κό της χέρι σφιχτά σφιχτα
.!l απελ1I~σία. Γύρω της τα κατσαρόλια στοιβαζο-
λ,οφοι απο, γ λ'ιτσα κα~ καμενο
, β'ουτυρο , κ~ η κo~τάζoντάς τη στα μάτια.
νταν,
" σου μπηγε το κεντρι, της στα ρου θουνια.
' Τα Φυλούσε τα γράμματα μέσα στο συρτάρι με τα
κν~σα
μωρουδίστυτα, κάτω από τα γαλάζια ζιπουνώαα,
ρούχα άστρωτα, τα φορέματα ασιδέρωτα, οι κάλ-
ανάμεσα στα σοσόνια, στι; σαλιαρετ, στις κουδουνί-
τσε; αμανταριστετ, τα έπιπλα θαμμένα σε προϊστορι-
στρετ, στα κοντά βρακάκια του Χαραλάμπου. (Κα-
κή σκόνη που οι αράχνε ; ξεθαρεμένες τύλιγαν με
μιά φορά τα 'βαζε κι αυτά στην μπουγάδα, μόνο και
κοuκούλ~ κεντημένο μύγες. Οι φωτογραφίετ, μονάχα
μόνο για να τα σιδερώνει - ήταν τα μόνα που σιδέ-
αυτέτ, ήσαν τοποθετημένε- πάνω στα ραφια, βαλμέ-
ρωνε - κα~ να τα ξαναβάζε~ πίσω στο συρτάρι.) Κι
νες στη σειρά και κατά ημερομηνία, στον μπουφέ ,
'
()λ ηνuχτα ,
τα Ύραμματα t στο πpOσκεφJδΔO
π λ'α::ι:~ααν ' '\'
στο τζώ«, στα τραπέζια, παντού, αστράφτονταξ από ,
της, σαν ενα , ποΙ) δ εν το πινε~ς,
πoτηρ~ ' ~ε ττ).
τη στοργή της μάνας ποΙ) τ~ς διατηρούσε καθαρές και
'.ι, δ 'ζ
κεψη τοΙ) ροσι εσαι. Χ" ,
ωρις ν ανοιγει το φως,
πάντα νέες: «ο Χαράλαμπος στην κoύν~α του», «ο
πλωνε το χέρι της κα~ γρατζούναγε το χαρτί, αυ-
Χαράλαμπος ενός έτουτ» , «Τα πρώτα βήματα του
Τ(Jς ο άγριος, φρυααστυωτ θόρuβος μέσα στη νύχτα,
Χαράλαμποu», «ο Χαράλαμπο; στο λουτρό» , κ~
ν βελόνα γραμμοφώνου πάνω στην ίδια στροφή
εδώ σταματούσε για να χαρεί το κoρμάκ~ του γ~όκα
, λ'εωωτερο κ~ απ , το σαπούνι.
, Τ ο χερ~
' ραγουδιού. Κοιμόταν λίγο ή καθόλοu. Το σαρώ«,
της που ηταν
vτί να την τρώει, την έτρεφε - είχε γίνει δυο φο-
της ξεπρόβαλλε από μια γωνιά της φωτογραφίατ,

65
64
ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ

, πιο παχια. ,
ρες Γ'uρι ζ'ε μεσα στα χτηματα,
, ,
ασκεπη, ,~ και να παστρε 'Φ ει τον ουρανό,, μ " ενα κιτρινο
ραμιοια ,
λαστη~ώντας σαν άντρας. Τα δειλινά ο ίσκιος της φοαιόλι περασμένο στο κεφάλι σαν θuμωμένος ήλιος,
γραφόταν στον ουρανό, μαύρο; κι απελπισμένοτ. χοντρή σαν πατάτα, ελαφρια σαν πεταλούδα, χαρού-
Για ένα διάστημα δεν ήρθαν καθόλοι) γράμματα. μενη κι αυστηρή, ανελέητη και χαρμόσuνη, με το
Οι μέρες έμειναν άγραφες σαν το λευκότερο χαρτί, ~
οΙΠλ'οφαροο
~ ξ εσκονοπανο
" της ΠΟι) τ " ανεμι ζε σ, ανα-
το σπίτι βρώμικο, τα κεραμίδια στη στέγη ξεκάρφω- τολή και δύση. Το ρολόι της τραπεζαρία; ήταν το
τα. Ο γέρος άνοιγε με μια καρφίτσα τρύπετ στην μόνο ΠΟι) διατηρούσε την Φuχραιμία του, σημαδεύο-
εφημερίδα κι έβλεπε τη θαλασσογραφία στον τοίχο. ντας με απάθεια τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα.
Η μάνα πεσμένη σαν τη λεχώνα στο κρεβάτι, ανά- Μέχρι που της ερχόταν να το αρπάξει και να ΤΟι)ξε-
σκελα, γuμνή, ξεφ6λλιζε με τα μάτια το ημερολόγιο ριζώσει τοuς δείκτες. Είχε κλωσήσει την ημέρα που
ΤΟι) τοίχου. Έπειτα, ένα μεσημέρι, ήρθε πάλι ένα () Χαράλαμπος θα 'παίρνε άδεια, τρει; ολάκεροuς
γράμμα. Γραμμένο όπως πάντα με μολ6βι. Μια λέ- μήνες. Από στιγμή σε στιγμή περίμενε να τον δει να
ξη ΤΟι)σκέπαζε όλες τις άλλες: «σαρανταοκτάωρη». εeπετάγεται, κλωσόποuλο ντυμένο στο χακί.
Το λεωφορείο της γραμμής αργούσε. Είχε περπα-
τήσει βιαστικά, λαχανιάζοντας μέσα από τα χτήμα-
o..)Y>λ~ε- ΞΕΣΚΟΝΙΣΕ , λ α, επ
τα επιπ ' λ υνε τα πατωματα
' , τα πε-, τα - αιώνα; της φάνηκε η απόσταση. Τ' αuτοκίνη-
, , 'Φ' ,
b'j~\ d.'\δ'\~ ρασε νεφτι , κερι και τα τρι ε, μέχρι ΠΟι) εγιναν κα- τα περνούσαν, αλυσιδωτό καραβάνι, αγκομαχώντας
θρέφτες. Σιδέρωσε τα φορέματά της, πέταξε από πάνω στην πuρωμένη δημοσια. Η σκόνη τής έφραζε
πάνω της τα μαύρα, φύσηξε μέσα στο σπίτι έναν τα μάτια, ΠΟι) δεν είχε καταδεχτεί να τα προφuλάξει
καινούργιο αέρα. Ο γέρος στριμωγμένο ς σε μια γω- γuαλιά ηλίου. Άφηνε μια κροuστή, άγρια επιφα-
νιά, με τα χέρια σαν κοuπιά βάρκας ΠΟι) τα ρίξανε νιια πάνω στα δάχτuλά της, που οληνύχτα είχαν
στη στεριά, καθόταν αμίλητοτ. Με την Φuχή στο γρυπνήσει δίπλα στο καντήλι. (Απ' το καντήλι αυ-
στόμα αναβε αραιά και π06 κάνα τσιγάρο, μην τυ- ) είχε μουσκέφει λίγο μπαμπάκι ΠΟι) μαζί με αντί-
χόν λερώσει το σπίτι κι αγριέφει τη θύελλα. Η ρο, λιβάνι και λουλούδια από τον φετινό επιτάφιο
θύελλα παραμόνευε σε κάθε γωνιά, οπλισμένη με είχε κρεμάσει στο λαιμό του γιοι) της - μια μι-
,
μια τα β ανοσπουπα ΠΟι) θ α ' φτανε να τρυπήσει
, τα κε- ρή αποθήκη από αγάπη και ΤUΡαννία.) «Άραγε να

66 67
ΊΆ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ
το ΛΟΎΤΡΟ

"
τα εχει-πάνω ι,
του;» αναρωτιόταν, κι οσο ε'βλ επε οτι
'
νω κάτω, να προλάβει να φέρει νερό αν ο Χαρά-
το λεωφορείο αργεί, τόσο την έζωναν μαύρα φίδια.
λαμπος διψούσε, φα'ε αν πεινούσε, να γίνει κρεβάτι
'Επειτα το ειοε
,~, να ρχεται, τυ λ'ιγμενο σε παχνη,
, ,
ενα
ν ο Χαράλαμπος νύσταζε, Γονάτισε και του έβγαλε
γκρίζο τέρας με παλωσιδερυω που κρέμονταν από
ια μια τις αρ β'λ '
υ ες, του ωωυπισε ,
το μέτωπο με με-
πάνω του σαν λέπια και που σε κάθε ταροοωύνημα
tαξωτό μαντίλι, κι όταν ο Χαράλαμπος έβγαλε τα
βροντούσαν και κουδούνιζαν σαν τα βραχιόλια του
ιγάρα απ' την τσέπη του αμπέχονου, γριά και γέ-
τραγουδιού.
ρ()~ απόμειναν απολιθωμένο ι να τον κοιτάζουν, λες
Στην αρχή δεν τον γνώρισε' κομμάτι αδύνατοτ της
L δεν είχαν ξαναδεί τσιγάρο στα μάτια τους. Δεν
φάνηκε. Θα 'λεγες πως τα φανταρίστυ;α του 'κλεβαν
ίλη σαν , μόνο σαν ο Χαράλαμπος πήγε να ξαπλώ-
το βάρος του κορμιού του. Τον είδε να προχωρά ψη-
ι, η μάνα πήρε τα τσιγάρα απ' τη στολή του και
λαφητά, σαν να μη γνώριζε κιόλας τον τόπο. Την εί-
'ριξε από το παράθυρο σαν τις αμαρτίες της.
δε με τη σειρά του, να στέκεται θαμπή μες στο λιοπύ-
Το σπίτι τού φάνηκε δροσερό κι ισκιωμένο σαν δά-
ρι του μεσημεριού, πιο ψηλή από φράχτη, πιο φαρδια
~, το νερό κρούσταλλο, τα έπιπλα γυαλισμένα
από πλατεία, με το μαύρο της φόρεμα κεντημένο αν-
πακίρια, τα δωμάτια χαμηλοτάβανα και στενά, το
θάκια, σαν καμένο χωράφι που λουλούδισε ξαφνικά.
ρ!βάτι πουπουλένια. Ακούμπησε στο μαξιλάρι και
Έμειναν για λίγο όαίνητοι, έπειτα ακράτητο ι QR~ μάγουλό του έγινε από. μετάξι. Έπιασε το λαγήνι
σαν ο ένας στον άλλο. το νερο" κι ηταν σαν να 'λ'
πιάσε αιμο κοριτσιου.,
Με το άνοιγμα της πόρτας, ο γέρος έκρυψε την , ξ ε γ λ'υκα και στραφηκε
, ~, απ το παρα'θ υ-
τενα να οει
εφημερίδα πίσω από την πλάτη του. Το παιδί ένιω-
: οι ράχες των εργατών έσκυβαν μαύρες πάνω στα
σε ανοοωύφιση στα μάτια του πατέρα, κι ο γέρο ς βυ-
πανώαα, στα φασολώαα, στι; ντο ματιές που παρα-
θίστηκε στο γαλανό βλέμμα τ' αγοριού σαν μέσα σε
σσονταν λόχος μέσα στο περιβόλι. Κι άξαφνα, χω-
,
κυμα. Κ α' θ ισαν "
ο ενας απέναντι στον α'λλ' ο, μ ενα
,
~ προειδοποιητικό σάλπιγγας, ένας σφάχτης, σαν
. βάζο λουλούδια ανάμεσά τους. Για να μιλήσουν,
νισμένο μαχαίρι, τον πέτυχε ίσια στο ψαχνό. Ο Χα.ρd,;FΨ"~ll
έσευβαν μονόμπαντα. Έπει~α, σιγά σιγά ο γέρος
ριθηκε μεμιάς στο στρατόπεδο. Ένα στρατόπεδο 'iN ~Qceu.
έβγαλε την εφημερίδα και την έβαλε πάλι ασπίδα
pί~ νερό, χωρίς σκιά, με λόφου ς από κράνη και
μπροστά του. Η μάνα έτρεχε ακράτητη δεξιά ζερβά,
μφιλντ 32, με. γαλόνια σπιασμένα κάτω από το

68 69
ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ ΤΟ ΑΟΥΤΡΟ

Ι λι , ι , , Ι
μέτρησε
~
στο σταχτοοοχειο
Ι
.
ΕΙ ~I Ι
ικοσι ουο χρ-ονια ποι>
"ΣΙ\' J:\ Ί\) 'L γεισο του πη ηκιου, κι ένιωσε το χερι του έτοιμο ν
". ,
",ουσε ,
κατω απο' τουγο
ζ' ,
μιας αγαπης ποι> πηγαινε
ι
ανεβεί στα μηλίγγια να χαιρετήσει. Βρέθηκε την πρώ-
τη νύχτα στο θάλαμο, κουρεμένος, με τα πολιτικά, να τον γονατίσει: «ο Χαράλαμπος
ακουμπώντας πάνω σε, κεφάλια που θα μπορούσαν να του», «ο Χαράλαμπος στο χτήμα», «ο Χαραλα-
, I~ Τ I~ Ι Ι Ι Ι
μπος με τη μάνα του»: ο Χαράλαμπος εδώ, ο Χα-
ναι και ποοια , ο σκοταοι ηταν uφασμενο απο χνο-
τα, κρατημένες ανάσες, βοuβή σιωπή. Κάποια χωρα- ράλαμπος εκεΙ Είχε απαυδήσς,~ να βλέπει τις φωτο-
τα, πεταγμένα εδώ κι εκεί σαν αποτυχημένα πυροτε- Ύραφίες του αναρτημένες σαν σημαίες στους τοίχουτ,
χνήματα, έπεφταν και τσακίζονταν πάνω στιτ uγρές παραταγμένε; σαν τάγμα σε επιθεώρηση πάνω στα
πλάκες. Βρέθηκε στο ομαδικό λουτρό, γυμνός μέσα ράφια. «Τι έκανες, πουλί μου, στο στρατό, πες μου
στουτ γuμνούς, στην κίτρινη απελπισία των αφοδευ- κι εμένα», τον ρώταγε η μάνα του. «Πολέμησες
τηρίων, στο θάλαμο με την εθνική μπόχα της αρβύ- γενναία;» Πώς να τη; εξηγήσει πως οι ασκήσει; γί-
λας. Ξαναφύλαξε σκοπός στο Διοικητήριο, με τους νονται με άδεια τουφέκια , σε πεδία μάχης που, μό-
προβολείς που ξεΦάχνιζαν τη νύχτα για φανταστυωύτ λις βραδιάσει, οι φαντάροι ξαπλώνοuν πίσω απ' του;
εχθρούς, τα σκuλιά που άγρια έγραφαν τον ίσκιο Οάμνοuς τις πόρνες του νησιού; «Πήρες κανένα πα-
τους πισω απο λ'οφου; πεταμενες κονσερ β ες, τα φορ-
Ι Ι Ι Ι ράσημο, γιε μου;» Παράσημα λέγανε στο στρατό τη f)~C:Cιv1~C!

τηγά που αλήτεuαν μέσα στο στρατόπεδο, κόβοντας βλενόρροια. Πώς να της δώσει να καταλάβει πως 1:
αδιάκριτα με τουξ τροχούς τους κάθε πέρασμα, κάθε εν άντεξε να σηκώσει το βάρος του γυλιού, πως δεν "Cλ:ν,' Ic.~vo~"

υποψία φυγής. Άκοuσε πάλι τη θάλασσα να τον τρε- μπόρεσε να καταταχτεί στι; τελικές ασκήσεις οπλα-
λαίνει με τις φωνές της, σαν γυναίκα που πνίγεται. κίας, να πηδήσει το χαντάκι με το νερό, να σκαρ-
Μα δεν μπορούσε να τη βοηθήσει. φαλώσει το σχοινί με του; εφτά κόμπους, να μάθει
Ήταν ο ίδιος παυ πνιγόταν, πλημμυρισμένος ιδρώ- να δένει και να λύνει το οπλοπολυβόλο, να πετύχει
τες και υγρά, στο κρεβάτι της κάμαρής του. Το κρου- το στόχο, που, μαύρος και κόκκινος, περίμενε να γί-
στό σεντόνι τον αγκύλωνε, η δροσερή κανάτα τον vιι κοσκινο. Ο ι σφαφες του ειχαν τρε'ξ ει ~οε ξια κι
Ι Ι Ι Ι

έκαιγε με τη δίψα της. Κι η μάνα του, ττου τριγυρ- ριστερα, σκορπίζοντας τον πανικό. Σύσσωμη η δι-
νούσε μέσα στο δωμάτιο, ήταν μια σφήκ,α που είχε ιρία είχε πέσει πρηνηδόν κι ο εκπαιδευτής, με τις
μπει από το ανοιχτό παράθυρο, Είκοσι δύο γόπες λίβες του λαιμού του φουσκωμένες, έλεγε και ξα-

70 7l
ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ ΤΟ ΑΟΥΤΡΟ

να'λ εγε: «Α νικανε ... χαμένε ... » «Α νυτανε », κι η λ'ε-


Ι Ι Ι
Όμως μου φαίνεται παράξενο όλοι να μιλούν γι
ξη στριφογύριζε στα καλντερίμια, όταν, σε βραδινή αρραβωνιαστικές και φιλενάδες. Κανείς εδώ δεν μι-
άδεια, ο λόχος πολιορκούσε τα μπορντέλα του νη- , του. Γ'ι αυτο/ κι εγω/ αποφασισα
λ'α για τη μανα / να
σιού. Εκείνος περιδιαβαζε διαβάζοντας την ντροπή κόΦω την κουβέντα. Συγχώρεσέ με ...
του στα περιφρονητικά βλέμματα των κοριτσιών.
Περπατούσε με το κεφάλι σκuφτό μπροστά στα κα- Καμιά φορά σκεφτόταν πως η θητεία του στο στρα-
, ,
το ηταν μια ευκαιρια,
, ι
ενα
δ ωρο απο τον οuρανο, ν....α
Ι Ι Ι

φενεία με τοuς αστούς, στις ταβέρνες με τοuς εργα-


τες, στην πλατεία όποu οι πρόκριτοι σεργιανούσαν ξεκΜει απ' τον εφιάλτη τοu σπιτιού τοu. Μα το στρα-
με τις γuναίκες, τα παιδιά και τα ρολόγια τοuς πε- τόπεδο ήταν χωρίς σκιά, ο ήλιος μια μελανιά σαν τον,
ρασμένα σε χρuσές αλuσίδες. Η ντροπή τον σκέπαζε κοίταζες στα μάτια. Το ψωμί μαύρο και σπάνιο σαν
σαν σάβανο, δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή να ιαμαντι. Tou ερχ2ταν να τ ι και να φωνάζε.!:.:..,P.ixe.
γυρίσει στη βάση του, όποu άλλο δεν του 'μενε παρά « Μανα, μανα, μανα», χωρις να ι,ερει αν φωνα ζε τη
ι Ι Ι '!:' Ι

ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι: μάνα του ή το παλιό εκείνο μάνν~. Μέσα στό σπίτι
.!,_~•. ,(,R
του .!~ou λ ος, ε",ω απ αuτο ανικανος. ~ανα βλ επε
Ι!: ' Ι Ι ~ Ι

Μάνα, σου γράφω την ώρα που οι άλλοι κοιμού- τα σχολικά τετράδια ντυμένα με μπλε κόλλα, το χέρι
νται. Ανησυχώ μην και δεν βγάλεις τα γράμματά τη; μάνας του να του πιάνει τα δάχτυλα Κ'αι να τα
μου. Είμαι καλά στην υγειά μου. Σας πεθύμησα, δηγεί. Ήταν γλuκό ν' αφήνεσαι σε άλλα χέρια και να
σε πεθύμησα, μανούλα. Σε βλέπω v' ανοίγεις την ιππεύειτ πάνω σε φτερα πεταλούδας, να πιάνεσαι από
πόρτα και να ρίχνεις μια ματιά να δεις αν είμαι κα- τι~ κεραίες τοuς σαν από γκέμια και να κολuμπάς στι;
λ'α, αν χρεια"ομαι
'1-,' ,"",,'
τιποτα . ..c.ιε ,
σκεφτομαι συνεχως, Ο&λασσες του φεγγαριού, στις λιμνοθαλασσετ της πε-
παντού. Καμιά φορά γυρίζω να δω τον ουρανό ρισuλλογής και του ονείρου. Και χρόνο με το χρόνο
- απ , το κρεβ'ατι μου φαινεται
'λ' "λ α -
ιγος -, οπως λεινόταν περισσότερο στον εαυτό του, σαν μέσα σε
λοι γυρίζουν να κοιτάξουν τη βροχή ή τον ήλιο και ι,
χι β α'δ α, ακοuμπωντας τ αυτι του στα τορνευτα κοι-
Ι Ι

τότε σε βλέπω σιωπηλή στο κατώφλι του σπιτιού λώματά της, προσπαθώντας να καταλάβει τον κόσμο
μας να ΠεΡιμένεις. Κάνω κουράγιο και καΡΤεΡώ. πό μιαν ηχώ. Κάθε φορά που μια κοπέλα τού φάντα-
Όλα θα ΠεΡάσουν. ΠεΡιμένουμε τις άδειές μας. ςι, ήθελε ν' απλώσει το χέρι του και να την αγγίξει.

72 . 73
ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ

Μα κάθε φορά τα μαλλιά της δεν ήταν στιλπνά, με- «πούθε βρήκες τσιγάρο ... » - και δαγκώθηκε μην
' "λ't:' ,
προ δ ο θει που του χε κιο ας πετάξει ενα πακετο.
λαχρινα, τα μάτια της μυγδαλωτα, το κορμί της στέ-
ρεο, δυνατό, ευλογημένο όσο της μάνας του. Στο βά- Άνοιξε το παράθυρο να φύγει ο καπνός, κι έπειτα το
GJ~I4 γε..- θος, η σύγκριση τον παίδευε, Μα δεν είχε άλλο αντί- ξανάκλεισε μην τυχόν και κρυώσει έτσι ξαπλωμένος
<'\ }duo... τCλI κρισμα. Απ' όπου κι αν γυρνούσε, ο καθρέφτη; έδειχνε που ,
ηταν. « Ά ιντε , " τωρα»,
σηκω , ,
του ειπε Το κορμι'
το ίδιο πρόσωπο, φάτσα, πλάγια, όρθιο, αναποδογυ- του ήταν ασήκωτο σαν την εξάρτυση, σκληρό από
ρισμένο. Ήταν πάντα το πρόσωπο της μάνας του. τι~ ασκήσεις. Το νερό ήταν δροσερό, χυνόταν κύμα-
Θυμόταν πως ήταν μέρες που η ξαφνική λάμψη στα τα κύματα πάνω του κι η κούραση λύγιζε, τσάκιζε,
κλαριά μιας μυγδαλιάς τον έκανε να κλαίει και να τα- ίπεφτε μέσα στη σκάφη ανακατεμένη με ζωύφια και
ραζεται. Τότε ήταν έτοιμοτ να πάρει τις αποφάσειτ βιλονοκορφές πεύκων. Η σκάφη ξαφνικά μαύρη κι
t:'
του, να ι,εφυγει απ , τον κ λ'οιο της τυραννιατ.
, Μα κα'θε "
υτος ασπρος. Ά κουγε τη., μανα του να β'ζ'
ηματι ει πι-
φορά που η μάνα του έμπαινε στο δωμάτιο να του φέ- ω από την κλειστή κουρτίνα που έφραζε την είσοδο
ρει ένα φρεσκοσιδερωμένο και κολλαριστό πουκάμισο, την κουζίνα, τη φωνή της να τον ρωτά αν το νερό
κάθε φορά που τον φίλευε νεραντζώ« και βύσσινο γλυ- ήταν ζεστό γιά κρ60, αν ήθελε τη μεγάλη χνουδωτή
κό, ένιωθε το στόμα του να πνίγεται στη γλυκιά νάρ- πετσέτα γιά τη μικρή, την υφαντη. Ένιωθε τη φωνή
κη της γεύσητ, το μυαλό του σταματούσε, κι η καρδιά της τρυφερή να τον κανακε6ει, θυμωμένη που δεν
του, τρυφερή σαν μικρού αγοριού, γύρευε να την μπορούσε να περάσει το τείχος του νάιλον και να
αγκαλιάσει ... Και το στρατόπεδο με την πνιγερή απο- του φτιάξει τα πράγματα όπως εκείνη ήξερε μόνο να
φορά της καραβάνας, το στυγερό πάτημα της αρβύλας τα ετοιμάζει. Γ6ριζε και ξα~αri.ριζε σαν τη λιονταi:
που τον τσαλάκωνε, έσβησε κι απόμεινε αυτή η γλυ- να στο κλουβί τη~ μαζε60ντας από χάμω τα πετα-
κιά νανουριστική επαφή με το σεντόνι. μeνα του ρούχα, ανίκανη να εξηγήσει την παρουσία
μιας αρβ6λας, ενός μπερέ.. Τα ρούχα, τα εξαρτήμα-
ι , " '
τα, μιας κι ειχαν φυγει πανω απ τον γιο της, ειχαν
«ΤΟ ΝΕΡΟ είναι έτοιμο, έλα να πλυθεί;», άκουσε τη ξαναγίνει ρούχα, εξαρτήματα, ξένα κι άσχετα με κά-
φωνή της να 'ρχεται απ'το διάδρομο. «Και να μην Οι τι που ήταν και αφορούσε τον Χαράλαμπο. Κι
καπνίζεις άλλο», του είπε μπαίνοντας στο δωμάτιο, λη αυτή την ώρα δεν έπαυε να τον ορμηνεύει να

74 75
το ΛΟΥΤΡΟ
ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ

ντας μέσα στο γάλα μεγάλες μπουκιές ψωμί, παπά-


σαπουνιστεί γερά, γιατί, όπως έλεγε, κανείς δεν ξέ-
ρe.ς που φούσκωναν και πήγαιναν σκασμένες στον
ρει ποτέ με τι ανθρώπους νταραβερίζεται έξω απ' το
πάτο του φλιτζανιού, τον μάλωνε , του γελούσε , τον
σπιτικό του.
φώναζε Χαραλαμπάκι, Λαμπάκι, παιδάκι, αρνάκι,
«Ά'σε με, μανα» , της απαντούσε,
" κι αντι για το
νάκι, κι ολοένα το αρνάκι, το παιδάκι, το Λαμπάκι
σαπούνι ένιωθε ΤΏ φωνi! της να τον γδέρ-νει άΎ.ρ-ια
ςe.φώνιζε και χτυπιόταν μέσα στο νερό κι εκείνη τον
και προσταχτική..
φοβέριζε με το μεγάλο δάχτυλο του χεριοu, όπου
«Να σου ρίξω κανέναν κουβά να ξεβγαλθείς;» τον
γυάλιζε η χρυσή βέρα, ατράνταχτο ς κuκλος που μέ-
ρωτούσε. «Το νερό που έχεις δεν θα σου φτασει».
σα του έρχονταν να στεριώσουνν η ομόνοια κι η
«Κάτσε φρόνιμη, μάνα, σου λέω. Άι παράτα με ,
αγαπη - μεγα'λ'ες παπαρες που επ
' λεαν σωσι'β'ια γυ-
πια».
ρω στην κιβωτό της οικογενειακής γαλήνης. Κι όταν
«Παλιόπαιδο. Φταίω εγώ που σ' αγαπώ και μου
το νερό στέρεφε στον κουβά, σωστό παλιρροιακό xu-
μιλάς έτσι. Πες μου τι θα 'κανες χωρί; εμένα, πες
μα, γύρισε να δει τον γιόκα της, άσπρο και μόσχο-
μου τι θα 'κανε τ' αγόρι μου δίχως τη μανούλα
πλυμένο, ταϊσμένο, έτοιμο να τυλιχτεί μέσα στην
του!»
άσπρη χνουδωτή πετσέτα.
Και με μια κίνηση του χεριού, του μαυριδερού Γύρισε να τον δει κι αντίκρισε το ατέλειωτο αχα- tF-9? \~~
χεριού της φωτογραφίας, παραμέρισε το τείχος του μνό κορμί του, με τα πόδια που μαύριζαν δασωμέναε~9'c{ν'\"Ί
νάιλον, οπλισμένη μ' έναν κουβά νερό, έτοιμη στην από τροπική βλάστηση, τους κάλους στα δάχτυλα, (Γ'( 1\.\ 1\)<:11:)
ανάγκη να πολεμήσει. Άνοιξε τα σκέλη της, στέριω-
μικρά τσαλακωμένα κράνη, ανέβηκε στην κοιλιά,
σε το κορμί της, έσκυψε, πήρε φόρα και το νερό του
πρησμένη από φαγητό και στρωμένη μαύρο γρασίδί,
πηγαδιού αντήχησε πάνω του σαν γλυκόηχη κουδου-
στον αφαλό που βάθαινε σαν πηγαδίσιο στόμα, στο
νίστρα. Ο Χαράλαμπος στη σκάφη του, ο Χαραλα-
στέρνο του, χωράφι που το έτεμνε ένα αυλάκι φυτε-
μπος στην κοuνια του, γκρίνιαζε, γελούσε, γαργαλί-
μένο ραδίκια, στ«; μασχάλες του, παρτέρια από αρά-
ζονταν, φωνάζοντας και σειώντα; πέρα δώθε τα τρυ-
χνες, στους ώμους του με τα κόκαλα της ωμοπλάτης
φερά χέρια του, βγάζοντας απ' το στόμα του μπουρ-
πεταγμένα σαν ταυρίσια κέρατα, στα χέρια του που
μπουλήθρες κι άναρθρες κραυγές, κι αυτή τον τάιζε
έπεφταν καταρράκτες ως τα γόνατά του. Απόμεινε με
κι άλλο νερό, όπως άλλοτε τον τάιζε γάλα, ρίχνο-
77
76
ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ

τον κοuβά στο χέρι, άφωνη: ο Χαράλαμπος πέντε, , λ υφη στον τοιχο,
του, αναγ ' " απ τα μα λ -
την κρατοuσε
δέκα, δεκαπέντε, ο Χαράλαμπος είκοσι χρονών, και λιά, την έκανε να σκούζει, να ολολύζει, Πήγε να
τα νούμερα τη χτυπούσανε με σφυρια στο κεφαλι. κλείσει την πόρτα της τραπεζαρίας, μα μ' ένα τρά-
Μ,εσα απ "λτα σκε ια τοu, ανοιγμένα
"θ παρα υρα σε κα- νταγμα η πόρτα ξεκοuνήθηκε κι ήρθε ολάκερη να
κόφημα σπίτια, το τελευταίο που είδε, μια κάμπια ολλήσει στον τοίχο. Έκανε να πισωδρομήσει, μα οι
που αναδιπλωνόταν και πάλευε να κρατηθεί πάνω σε φούστετ της μπλέχτηκαν μέσα στυ; φωτογραφίε; και
δυο μεγάλα κοuκοuνάρια που την uποβάσταζαν. Μαζί μ " ενα αποτομο
" τιναγμα τις αναπο δ'ογυρισε , « ΟΧ α-
με τις φωνές άφησε να της ξεφύγει κι ο κοuβάς, που ράλαμπος ενός έτου;», «ο Χαράλαμπος με τη μάνα
ήταν έτοιμος να κατρακuλ ήσει στι; σκάλες, αν το του», «ο Χαράλαμπος στο λουτρό», και κάθε κρύ-
σχοινί του δεν πρόφταινε την τελευταία στιγμή ν' αρ- ταλλο που έπεφτε έσκαγε στο γυαλισμένα πάτωμα
παχτεί απ' τα κάγκελα. Έτρεξε να ξεφύγει, να μη ν χειροβομβίδα, κάνοντας τα τζάμια να τρίζουν και
βλέπει άλλο, μα ήρθε ολάκερη να μπλεχτεί μέσα τις φωνές της να φτάνουν στον ουρανό. Του ξέφuγε,
στην κοuρτίνα, που την τύλιξε σαν ένα τεράστιο νού- ι από μια δεύτερη πόρτα ήρθε να βρει καταφύγιο στο
φαρο από νάιλον. Της ερχόταν λιγοθυμι« κι εμετός. ιάδρομο. Παντού γύρω έχασκαν ανοιχτά παράθuρα
Ξέσχισε την κοuρτίνα, μα ήρθε κι έπεσε πάνω στον ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει πόσα παράθυρα είχε
Χ'λ
αρα αμπο. Σ"το αγ~α ,
τοu την επιασε ,
σπασμος. ο σπίτι, πόσα μάτια γύρω της να τη γδύνουν. Σε κά-
Οι φωνές της γέμισαν το σπίτι, χτυπήθηκαν σαν νυ- Οι βήμα της απαντούσε κι ένα αστραπόβροντο. Δεν
χτερίδες πάνω στοuς τοίχοuς, κι ήρθαν να πετάξοuν ρ! αν ήταν προμήνuμα καλοκαιρινής νεροποντής ή
από τα παράθuρα. Έβλεπες τώρα τοuς εργάτες να ξu- lχω, του φο'β ου της. Τ ην προφτασε
' ε'ξ ω απ , το δ ωμα-'
πνούν από τη νάρκη της δουλειάτ, να σηκώνουν κεφά- Ι() του και, στην προσπάθειά του να τη συγκρατησει,
λι, να στέκουν ντούροι στα νύχια των ποδιών. Το εiσλισε μια λοuρίδα φοuστάνι. Ένα κομμάτι μα-
βλ'εμμα του; έμπαινε
, απ "θτα παρα uρα και σποτεινια-
' μίνης μα στητή ς σάρκας ήρθε να πέσει μπροστά
ζε το σπίτι. Έτρεξε στο διάδρομο με την ελπίδα πως υ. '1' α μ ά τια τοu το δ'εΧΊΙΙκαν σαν πεινασμενο
, crxu-
θ,α προφταινε να φτασει
, , Π'ισω της ο
στην τραπε ζαρια. Κι όπως οι φωνές της πλήθαιναν και κολλούσαν
τεράστιος πίθηκος άνοιγε τα σκέλια του, κι αν τα χέ- νω στο υγρό τείχος της ζέστης, στην αρχή θέλησε
ρια του δεν μπορούσαν να τη φτάσουν , όμως η σκιά της φράξει το στόμα, κι όπως σύγκορμη σπαρτα-

78 79
ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ

I",~ννν ν.~ λ
Ι
vr-ια τοu, ανοιγοντας ~ ι
οιαπ λ ατη την πορτα
ι

της κάμαρής του, την πέταξε πάνω στο κρεβάτι κι


ύστερα βγήκε κλείνοντας πίσω του την πόρτα, βανο-
ντας και το κλειδί στην τσέπη. Την ώωυγε μόνη να
σω ,ς- δέρνεται και να στηθοχτυπιέται, μα εκείνος έβγαλε το
ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΛΟΚΡΙΔΟΣ
+ο, Y\εεtε\ πακέτο τα τσιγάρα κι ήρθε να σταθεί στο παράθυρο
;ι (j?J\~ λ ι
σα ιωνοντας το τσιγαρόχαρτο.
ι
οτε μονο οι εργατετ
Τ Ι Ι Ι

στον Δ. Τ.
ι ε.pl~αν χαμήλωσαν τα μάτια, κι η βροχή έπεσε πάνω στο
t-cι.1
~6
ι
. χτημα αναπατεμενη
ι λ ιζ
χα α ι και
β ελ ονοκορφεςι πευ-ι
α/i~τa.J.ωμ~ων. Οuρανός και γη είχαν δεθεί από μια κλωστή και
Εικοστή Πέμπτη Μαρτίου
μάχονταν με απέραντη αγάπη και ασίγαστο μίσος.
Ο γέρος, τuλιγμένος με τις εφημερίδετ του, κοι·
'Ι'Λ τον πανηγuρικό της ημέρας και την καθιερω-
μόταν μπρούμυτα πάνω στο στασίδι του, μ' ένα τσι-
νη λαμπαδηφορία, ο Δάσκαλος πήρε τον γιο του,
γάρο δίπλα του, που άφηνε τη στάχτη ΤΟι) να μα-
ρι.σαν τα γάντια του μποξ κι επιδόθηκαν στο συ-
κραίνει. Ένα σύννεφο σιωπής απλώθηκε πάνω στο
ι
Οισμένο τοuς παιχνίδι. Ο Κίτσο; έπαιζε ανόρεχτα
σπιτι.
u κάκοΙ) ο Δάσκαλο; πάσχιζε να τον ζωντανέφει
ξαφνικές εφόδουτ και απότομα ντιρέκτ - ο Κί-
~ κοιμόταν όρθιος. «Ας είχα 'γώ τα νιάτα σου
ι Ο α 'βλ επετ, μασκαρα»,
ι, του μπηγε τη φωνηι ο
χαλος. Όμως την ίδια στιγμή κοίταζε τον γιο
U με. κρuφό χαμάρι. Πρώτος στ' αθλητικά, πρώτος
ι~ χατακτήσεις, κι ας έπεφτε καμιά φορά στα μα-
τα, ιδιαίτερα στην Ιστορία' παλικαράκι ήταν,
\Ι πείραζε. Πατέρας και γιος πήγαιναν στο ίδιο
λε.ιό της μικρής πόλης. Ο ένας δάσκαλος στο δη-
τιχό, ο άλλος μαθητής του γυμνασίου.
80
81

You might also like