You are on page 1of 3

Α.

ΓΛΩΣΣΑ
ΚΕΙΜΕΝΟ: (Γ. Καπλάνι Εφημ. ΤΑ ΝΕΑ 15 -16 Ιουνίου 2002, διασκευασμένο)
Συχνά, το ρατσισμό τον ταυτίζουμε με ένα άγριο συναίσθημα που έχει ως γνώρισμα, κυρίως,
την έλλειψη οίκτου και λύπης μπροστά στο δράμα των κατατρεγμένων αυτού του κόσμου. Ο
ρατσιστής -σύμφωνα με την αντίληψη αυτή- είναι κάποιος που στην καλύτερη περίπτωση
χαρακτηρίζεται από αναισθησία και στη χειρότερη από διάθεση σαδισμού προς τους «άλλους».
Υπάρχει, όμως, ένα άλλο είδος ρατσισμού, ο οποίος είναι αρκετά πιο αόρατος. Θα μπορούσε
να τον αποκαλέσει κανείς και ως «ρατσισμό του οίκτου».
Αυτό το είδος ρατσισμού παρουσιάζεται κάθε φορά που δεν μπορεί να εντοπίζει στο πρόσωπο
του μετανάστη τα σημάδια της κακομοιριάς και της δυστυχίας. Συχνά θα τον ακούσετε να
φωνάξει δυνατά ή σιωπηλά: «Πες μου ότι είσαι κακομοίρης και θα σ' αγαπήσω». Ο «άλλος», γι'
αυτό το είδος ρατσισμού, πρέπει να είναι πάντα ο «κατώτερος», αυτός που παλεύει για «ένα
κομμάτι ψωμί» και τίποτε άλλο. Ο υπάκουος στην κυρίαρχη εικόνα που κυκλοφορεί άφθονα για
αυτόν στην κοινωνία και στις οθόνες των ΤV.
Ο ρατσισμός αυτός δεν φέρνει και πολλές αντιρρήσεις στο σύνθημα «Το διαφορετικό είναι
υπέροχο». Γίνεται έξαλλος, όμως, όταν «το διαφορετικό» αρχίζει και συμπεριφέρεται με πολύ
οικείο τρόπο -«σαν να είναι στον τόπο του»- και διεκδικεί την ισότητα. Αυτός ο ρατσισμός δεν
ενοχλείται τόσο από την «διαφορετικότητα» όσο από την «ομοιότητα». Γι' αυτό, το «έργο» του
βρίσκεται στην επαναπροώθηση του «άλλου» στην θέση από την οποία τόλμησε και ξέφυγε.
Συχνά, οι αποδέκτες αυτού του ρατσισμού έχουν δοκιμάσει τον αποκλεισμό, όχι επειδή
συμπεριφέρονται σαν «ξένοι», αλλά επειδή τολμούν να ομιλούν και να διεκδικούν σαν να είναι
πιο «Γάλλοι, από τους Γάλλους» ή πιο «Έλληνες από τους Έλληνες»...
Με αυτό το είδος ρατσισμού συχνά έρχονται αντιμέτωποι και μετανάστες της πρώτης γενιάς,
που έτυχε ή πάλεψαν να ανατρέψουν στερεότυπα... Αυτοί, όμως που ίσως θα τη δοκιμάζουν σε
καθημερινή βάση θα είναι οι μετανάστες της δεύτερης γενιάς. Γιατί οι μετανάστες της δεύτερης
γενιάς -καθώς μας διδάσκει και η εμπειρία σε άλλες χώρες- ό,τι έχουν να διεκδικήσουν, να
χάσουν και να κερδίσουν, θα το διεκδικήσουν, θα το χάσουν και θα το κερδίσουν στην κοινωνία,
πού ήδη βρίσκονται και τη νιώθουν δικιά τους.
Ας προλάβει, λοιπόν, η πολιτική το μέλλον, αφού από τη στάση της θα εξαρτηθεί εν πολλοίς
εάν αυτή η γενιά θα «επιλέξει», το γκέτο και τη βία ή την κοινωνική ένταξη και ανέλιξη.

Δραστηριότητες:
1. Σε ποιο είδος ρατσισμού αναφέρεται το κείμενο; Ποια τα χαρακτηριστικά του και ποιους
κυρίως επηρεάζει; (μονάδες 15)
2. Να γράψετε από ένα συνώνυμο για καθεμία από τις λέξεις του κειμένου:
έλλειψη, αντίληψη, διεκδικήσουν.
και από δύο παράγωγα (απλά ή σύνθετα) από το τελευταίο συνθετικό των λέξεων του
κειμένου: αντίληψη, αποκαλέσει, συμπεριφέρεται (μονάδες 15)

3. Σε άρθρο που θα δημοσιευτεί στην σχολική εφημερίδα, να αναπτύξετε τις απόψεις σας
για τα αίτια και τις συνέπειες του φαινομένου του ρατσισμού. (Μέχρι 300 λέξεις)
(μονάδες 20)

1
Β. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΟ: (Φίλιππος Μανδηλαράς, Κάπου ν’ ανήκεις,απόσπασμα διασκευασμένο)
(Ο ήρωας αφηγείται έχοντας αποδέκτη την Ανθή με την οποία συζητά, αναδρομικά,
περιστατικά που τον καθόρισαν στην εφηβεία.)

Η Β΄ Γυμνασίου κύλησε σαν φιλικός αγώνας, απ’ αυτούς που γρήγορα καταλαβαίνεις ότι θα
λήξουν ισόπαλοι, δίχως τέρματα, και δε θα τους θυμάσαι ούτε την επόμενη μέρα. Οι παίκτες
είναι μέτριοι κι άτολμοι, η μπάλα παίζεται στο κέντρο, η εστία σου δεν απειλείται ποτέ και
νιώθεις εντελώς διακοσμητικός. Και να μην υπήρχες εκεί, το ίδιο θα ήταν… Με λίγα λόγια,
βαρετά.
Γνώριζα πια πως ήμουν ξένος εκεί μέσα, αλλά δεν είχα καμιά διάθεση να το φωνάξω, και
μάλιστα με τον ηλίθιο τρόπο που το φώναζα την προηγούμενη χρονιά. Συνειδητοποίησα, μάλιστα,
πως η ιδιότητα του ξένου είναι πάντα χρήσιμη για τις ισορροπίες σε μια τάξη ή και σ’ όλο το
σχολείο. Βέβαια, εγώ δεν έχω καταλάβει αν είμαι αποδεκτός επειδή με σέβονται γι’ αυτό που
είμαι ή επειδή με φοβούνται…
«Μήπως, τελικά, Γιάννη, σε αποδέχτηκαν επειδή δε σε γνώρισαν ποτέ; Επειδή εσύ δεν
επιδίωξες ποτέ να σε γνωρίσουν;»
Ξένος, λοιπόν, αλλά αποδεκτός. Και μόνος – πολύ μόνος.
Ξεκίνησα μαθήματα κιθάρας με την προοπτική να παίζω αυτά που μου άρεσαν, αλλά δεν είχα
υπομονή – βαρέθηκα να παίζω κλίμακες και ακόρντα.
Σκάλισα τους δίσκους της μητέρας μου και, ανάμεσα στην αρχαιολογία που άκουγε παλιά,
βρήκα πέντε έξι συγκροτήματα που με έκαναν να ταξιδέψω. Το παράξενο είναι ότι αυτοί οι δίσκοι
δεν της έλεγαν τίποτα – ούτε που θυμόταν ότι τους είχε, Joy Division, Birthday Party, Nick Cave,
Cure – όλη η μετα- πανκ σκηνή. Κάπου εκεί συνειδητοποίησα και τη χρησιμότητα των αγγλικών
και βάλθηκα να μεταφράζω με μανία στίχους. Τους έχω ακόμα σ’ ένα τετράδιο, στο γραφείο μου.
Τους έβλεπα προχτές και γελούσα. Ξέρεις πόσα πράγματα παρερμήνευα τότε; Κι ήταν μόλις ένα
χρόνο πριν… Μη νομίζεις, όμως. Το ίδιο συνέβαινε και με τους στίχους του Αγγελάκα ή των
Διάφανων Κρίνων που είχα ανακαλύψει μέσω Αμερικής.
«Η Μίνα πάλι;»
«Η Μίνα… Όταν της έγραψα για τους στίχους, μού ’πε να ακούσω Διάφανα Κρίνα "Θα σου
αρέσουν" έγραψε. "Εγώ τρελαίνομαι. Πολύ σκοτεινοί". Δεν είχε άδικο…»
«Ακόμα ερωτευμένος; Δεν μπορούσα να μη σε ρωτήσω.»
«Κοίτα… Η Μίνα ήταν η ιδέα του έρωτα για μένα. Η ανάγκη μου για έρωτα. Μη γελάς…
Έβλεπα τους άλλους να τα φτιάχνουν και να τα χαλάνε σε χρόνο μηδέν και απορούσα. Γιατί εγώ
δεν είμαι έτσι; έλεγα. Κι ήταν μετά και τα ενδιαφέροντά μου – καμιά σχέση με των άλλων
αγοριών. Αν εξαιρέσω την μπάλα, ούτε κορίτσια, ούτε μηχανάκια κι αυτοκίνητα, ούτε
υπολογιστές και βίντεο γκέιμς –τίποτα…»
Τό ’χα ρίξει, λοιπόν, στη σκοτεινή μουσική, στους σκοτεινούς στίχους, κι ένιωθα καλά εκεί
μέσα. Στο κέντρο μου. Όσο για τη μπάλα, συνέχισα τις προπονήσεις στον Ιωνικό και πήγαινα καλά
αλλά δε με ένοιαζε πια. Ήθελαν να με κάνουν και αρχηγό στην ομάδα του σχολείου αλλά εγώ
προτίμησα να μείνω απέξω – τα συνηθισμένα.
Με τους γονείς μου μια χαρά. Ο πατέρας μου είχε πράγματι κάνει το βήμα, η μητέρα μου
πάντα μαμά κι αυτό ήταν πολύ ανακουφιστικό αλλά με εκνεύριζε κιόλας μερικές φορές. Παρέες
ψεύτικες, για να περνάει η ώρα, φροντιστήρια, βιβλία, ταινίες και μια τεράστια, απέραντη
μοναξιά. Θυμάμαι κάτι βράδια που δεν είχα όρεξη να ακούσω ούτε μουσική και καθόμουν με
κλειστό φως στο δωμάτιο, έκλεινα τα αυτιά μου κι άκουγα για ώρες τον παλμό μου. Τίποτα άλλο.
Το καλοκαίρι πήγαμε με τους γονείς μου στο Παρίσι, σε κάτι φίλους τους που δεν τους είχα
δει ποτέ μου. Δεν είχα ξαναπάει εξωτερικό κι ήταν καλά. Αλλιώτικα. Με τους γονείς, βέβαια, είναι

2
πάντα κάπως, αν και δεν μπορώ να πω ότι μου έσπασαν τα νεύρα. Εγώ δεν άντεχα
μόνος…Περπατήσαμε πολύ, είδαμε κόσμο διαφορετικό και εκθέσεις στα μουσεία. Σε μία απ’
αυτές είχε κάτι μυστήριες κατασκευές που τις έλεγαν εγκαταστάσεις και λογαριάζονταν για έργα
τέχνης. Απάτη μου φάνηκε στην αρχή, αλλά τελικά μου άρεσαν: Λευκά δωμάτια γεμάτα κλουβιά,
τοίχοι διάφανοι πού ’χαν μέσα τους εκατοντάδες λαμπτήρες, τσαλακωμένα πακέτα από τσιγάρα
πεταμένα σε βρόμικα πατώματα, ίχνη από αλλόκοτα ζώα στην άμμο, βιομηχανικά απορρίματα
πεταμένα άτακτα πάνω σε ξεκοιλιασμένα στρώματα, κούκλες γυμνές και αποκεφαλισμένες
παραταγμένες σαν σε βιτρίνα καταστήματος… Μου άρεσαν όλα αυτά. Μού ’βγαλαν στην
επιφάνεια το χάος που ένιωθα μέσα μου – έτσι είπε η Κατρίν, η φίλη της μητέρας μου, που το
κουβεντιάσαμε. Τη μοναξιά μου, λέω εγώ.
Φίλιππος Μανδηλαράς, Κάπου ν’ ανήκεις, Πατάκης, Αθήνα 2010

Δραστηριότητες:
4. Ποια θέματα απασχολούν τον ήρωα στην εφηβεία του και με ποιους τρόπους τα
αντιμετωπίζει; (μονάδες 15)
5. Να εντοπίσετε τέσσερα σημεία του κειμένου όπου γίνεται μεταφορική χρήση της γλώσσας.
(μονάδες 15)
6. Να απαντήσετε στο ένα από τα δυο παρακάτω ερωτήματα (100-150 λέξεις):
1. Να αναφερθείτε στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι έφηβοι στην επικοινωνία
τους με τους μεγαλύτερους. Πού οφείλονται κατά τη γνώμη σας;
2. Υποθέστε πως είστε ένας από τους γονείς του Γιάννη και παρατηρείτε τη ζωή και τη
συμπεριφορά του. Γράψτε ένα κείμενο στο οποίο τον συμβουλεύετε για το πώς θα
έπρεπε να αντιμετωπίσει τα θέματα που τον απασχολούν.
(μονάδες 20)

You might also like