You are on page 1of 12

Αναστάσιος Τσαγγαλίδης

ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ «ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ»; ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ


ΣΤΑ ΛΕΞΙΚΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Abstract
The paper investigates the Modem Greek verbal categories as they appear in recent dic­
tionaries and grammatical descriptions of the language. A central point involves the mood
system and the use of the term “subjunctive”. This is particularly relevant and well exem­
plified in the case of the future marker θα and the changes in its meaning according to the
form of the verb that accompanies it; in effect, there are systematic meaning changes de­
pending on the exact form of the verb that follows θα. Traditional analyses of the verbal
system are often unclear (when, e.g., it is not made clear whether γράψει itself or a complex
like να γράψει constitutes the subjunctive) or even contradictory (when, e.g., it is asserted
that the subjunctive negator is always μη(ν) and at the same time cases like αν δεν γράψει...
have to be accepted). On the other hand, most of the recent linguistic analyses of Modem
Greek have suggested that the subjunctive as a distinct inflectional category has disap­
peared from the language. It is seen that two the three most recent dictionaries have not
overcome the traditional difficulties, while a clear analysis of the interaction of tense, as­
pect and modality is missing from all three of them.

To θέμα της ανακοίνωσης αυτής είναι κάτι που πολλοί το βρίσκουν ασήμαντο ή βαρετό,
και ίσως και ανάξιο λόγου από θεωρητικής πλευράς. Όμως αφορά ζητήματα που ούτε θεω­
ρητικά έχουν λυθεί, ούτε είναι εύκολο να λυθούν, καθώς μάλιστα οι όποιες θεωρητικές
εξελίξεις δε συμβαδίζουν με την ευρύτερη αντίληψή μας για τη γραμματική της νέας ελλη­
νικής. Έτσι, φαίνεται ότι δεν απέχουμε και πολύ από το παράπονο των παλιών δημοτικι­
στών, όπως εκφράζεται στο παρακάτω απόσπασμα.
(1) «Αν ρωτήσεις τι σημαίνει αιτιατική (-accusativus), παρακείμενος, υπερσυντέλικος, έκ­
θλιψη, κράση, δίφθογγος... - τόσοι όροι που δεν αποδίδουν το σημαινόμενο - και θελή­
σεις ν ’ αντικαταστήσεις τους όρους αυτούς με άλλους πιο αποδοτικούς και πιο αληθι­
νούς, ο νωθρόμυαλος αναγνώστης θα ξενιστεί, κι ο αρχαιολάτρης βεμμπαλιστής θα σε
συκοφαντήσει. Απ’ αυτό το φόβο όλες οι γραμματικές, παράλληλα με τις όσες κι όποιες
αρετές-τους, πάσχουν, λίγο πολύ, την ίδια αρρώστεια: συντηρητισμό.»
Θωμόπουλος 1945: 5
Η ανακοίνωση δηλαδή αφορά τόσο τις κατηγορίες του νεοελληνικού ρήματος όσο και το
συντηρητισμό που δεσπόζει τη σχετική μεταγλώσσα. Δυστυχώς, πολλοί - θεωρητικοί κυ­
ρίως - γλωσσολόγοι βρίσκουν το θέμα ανάξιο λόγου είτε γιατί το θεωρούν λυμένο είτε
γιατί θεωρούν ότι δεν είναι γλωσσολογικό ζήτημα. Και ίσως πράγματι οι προεκτάσεις του
ζητήματος να είναι τελικά παιδαγωγικές, κοινωνικές και ιδεολογικές, όμως το ζήτημα δεν
παύει να είναι κατά βάση γλωσσολογικό από τη φύση του. Μπορεί δηλαδή να μην είναι
δουλειά μας τι διδάσκεται στα μαθήματα νεοελληνικής γραμματικής, όμως δε νομίζω ότι
θέλουμε να εκχωρήσουμε τη δικαιοδοσία μας πάνω στον ορισμό των κατηγοριών της
γραμματικής σε καμία άλλη ομάδα ειδικών ή μη ειδικών.
Θα αναφέρω ακόμα και την αντίδραση που συνάντησα όταν επέμεινα στην ανάγκη να
καταγγείλουμε την άποψη της υποτακτικής όπως παρουσιάζεται στη Γραμματική Τσοπα-
νάκη του 1994, όπου επανεισάγεται η ορθογράφηση με -η και τονίζεται η ανάγκη διάκρισης
της οριστικής από την υποτακτική στο επίπεδο της κλιτικής μορφολογίας. Η αντίδραση
ήταν κυρίως πως το θέμα δεν έχει θεωρητικό ενδιαφέρον πια, ότι το ζήτημα μπαίνει ξαφνι­
κά και μόνο από τον Τσοπανάκη και ότι η υπόθεση της υποτακτικής είναι θεωρητικά ξεκα­
θαρισμένη και δια παντός λυμένη μετά τις αναλύσεις των Βελούδη και Φιλιππάκη-
Warburton και το πλήθος των σχετικών ανακοινώσεων που φάνηκαν να συμφωνούν με
αυτή την άποψη στο συνέδριο του Reading το 1993 (βλ. Philippaki-Warburton, Nikolaidou
& Sifianou 1994). Στο κάτω κάτω πράγματι η γλωσσολογική κοινότητα τα τελευταία χρό­
νια φαίνεται νά συντάσσεται με την άποψη πως δεν υπάρχει μονολεκτική υποτακτική στα
νέα ελληνικά, έστω κι αν σε συγκεκριμένους χώρους μη ειδικών επικρατεί η αντίθετη άπο­
ψη. Ένα πρώτο βήμα ήταν άλλωστε η κατάργηση της χωριστής ορθογραφίας από την επί­
σημη γραμματική, τα σχολικά βιβλία και τα κρατικά έγγραφα.
Είναι γνωστό και συχνό το παράπονο των πλέον συντηρητικών κύκλων ότι οι διάφοροι
μεταρρυθμιστές που κατέστρεψαν τη γλώσσα μας, ανάμεσα στα άλλα κακά που επέφεραν,
εξάλειψαν και την ορθογραφική διάκριση της οριστικής από την υποτακτική επιφέροντας
έτσι μια παράλογη απλοποίηση που ακυρώνει τη νοητική διάκριση του πραγματικού από το
μη πραγματικό, το ευκταίο κτλ. Και δυστυχώς, το κλασικό αυτό παράπονο των, συνήθως
μη-ειδικών συντηρητικών ανθρώπων, διατυπώθηκε και στη Γραμματική Τσοπανάκη, όπου
τονίζεται (1994: 340) ότι «η αμφισβήτηση της υποτακτικής ως έγκλισης ... και η κατάργη­
ση της αντίστοιχης γραφής της είναι επιστημονική πλάνη». Ακόμα, ο Τσοπανάκης κάνει
λόγο και για την «απογοητευτική» εμπειρία της εφαρμογής των «ισοπεδοτικών κανόνων
που νομοθετήθηκαν για την κρατική Νεοελληνική Γραμματική», και καταλήγει στην παρα­
κάτω διατύπωση:
(2) «Το βασικό μας πρόβλημα είναι να μην χάσουμε την βεβαιότητα ότι η υποτακτική, εξαι-
τίας της σημασίας της, είναι μια έγκλιση διαφορετική από την οριστική, και ότι η σημασία
αυτή επιβάλλει την διατήρηση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας της. Το κέρδος από την ενο­
ποίηση της ορθογραφίας είναι μηδαμινό, ενώ η άποψη ότι δήθεν η υποτακτική δεν υ­
πάρχει πια, αφού είναι ίδια με την οριστική, είναι επιστημονικό λάθος. Αντίθετα, η κα­
τανόηση και αναγνώριση της υποτακτικής ως ιδιαίτερης έγκλισης με ιδιαίτερη σημασία
και ορθογράφηση έστω και σε μερικούς τύπους αποτελεί και εμβάθυνση στα προβλήματα
της γλώσσας μας και άσκηση της κριτικής ικανότητάς μας και των μαθητών. Το να αδια­
φορούμε, εξάλλου, για την υποδαύλιση των κριτικών ικανοτήτων και δυνατοτήτων των
νέων ανθρώπων, μαθητών και μη, οδηγεί στην υποβάθμισή τους.»
Τσοπανάκης 1994: 342
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα έντυπα που σήμερα χρησιμοποιούν ακόμη τη διάκριση δεν
είναι λίγα, είναι όμως τα λιγότερο ευρείας κυκλοφορίας. Πάντως είναι υπαρκτή αυτή η με­
ρίδα ανθρώπων, όπως φαίνεται και στο απόσπασμα (3)1.
(3) “The influence of earlier stages of the language is apparent in the existence of certain
learned forms of the verb. In some instances this is merely a matter of different
orthography. For example, the 2nd and 3rd person singular endings of the dependent

544
are sometimes spelt with -η instead of -ει, and in the 1st person pi. -ωμε instead of -ομε
(where the more usual ending today is -ουμε)”
Holton, Mackridge & Philippaki-Warburton 1997: 165
Ιστορικά θα πρέπει να θυμίσουμε ότι οι περισσότερες γραμματικές των δημοτικιστών στις
αρχές του αιώνα (με τυχαία αλλά και χτυπητά παραδείγματα τις Γραμματικές του Βλαστού
και του Φιλήντα), είχαν ήδη αποφανθεί ότι μονολεκτική υποτακτική δεν μπορεί να δικαιο­
λογηθεί στα νέα ελληνικά. Και μάλιστα, υποστήριζαν την άποψή τους αυτή με μεγάλη βε­
βαιότητα, αν κρίνουμε τουλάχιστον από το ύφος των αποσπασμάτων στο (4), (5) και (6).
(4) «οι αρχαίες υποταχτική, εφτική, και τ’ απαρέφατο δεν απομείνανε στη γλώσσα μας με
τους μονόλεξους τύπους τους. [...] Όμως οι κατασκεβαστήδες της καθαρέβουσας νομί­
ζοντας πως γράφουν την ίδια την αττική, της φορτώσανε και τούτες τις σκουριές, να λύ-
σητε, Θα γράψητε, που ’ναι και πολύ άνοστα στην προφορά.»
Φιλήντας 1910:284-5
(5) «Όταν κατά τους τελευταίους π.Χ. αιώνες συντελέστηκε πια η εξαφάνιση της προσωδί­
ας και συνέπεσε φωνητικά το ω με το ο καθώς και το ει με το η, ο ενεστώτας της υπο-
ταχτικής συνέπεσε και ταυτίστηκε πια απόλυτα με τον ενεστώτα της οριστικής, ο αόρι­
στος της υποταχτικής με το μέλλοντα της οριστικής, ο παρακείμενος της υποταχτικής
[...] απαρχαιώθηκε κΓ αχρηστεύθηκε, και ολόκληρη η υποταχτική πήγε στο φούντο, για
να κρατάει συντροφιά της προκεκοιμημένης αδελφής της της ευκτικής.»
Ανδριώτης 1934/76: 46
(6) «βλέπουμε σήμερα τον κ. Τζάρτζανο, σαν αντιπρόσωπο όλων εκείνων που καταλογί­
ζουν στη δημοτική κάθε ελληνικούρα των μορφωμένων, αρκεί να είναι κάπως συνηθι­
σμένη, να παίρνει ενεστωτικούς τύπους της οριστικής στη δημοτική γλώσσα, που κανέ­
νας δεν αμφιβάλλει πως ανήκουν στην οριστική, και γγίζοντάς τους μ’ ένα μαγικό ραβδί
να τους μετατρέπει σε υποταχτική. [...] Ωστόσο το ξέρουν και τα μωρά παιδιά πως ενε-
στωτικοί τύποι της υποταχτικής δεν υπάρχουν εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια, κι όποιος
λέει πως υπάρχουν και ο ίδιος γελιέται και τους άλλους γελά.»
Ανδριώτης 1934/76: 47
Κατά περίεργο τρόπο, η άποψη που επικράτησε στη Γραμματική Τριανταφυλλίδη και σ’
όλες τις μεταγενέστερες επίσημες εκδοχές της ήταν αυτή που εξέφραζε συστηματικά ο
Τζάρτζανος, και που συνοψίζεται στο παρακάτω απόσπασμα:
(7) «Η υποτακτική γραμματικώς, ήτοι τυπικώς και φωνητικώς, στον ενεστώτα, και τον ε­
νεργητικό και το μέσο ή παθητικό, έχει συμπέσει πια με την οριστική {γράφω, γράφεις,
γράφει κλπ., να γράφω, να γράφης, να γράφη κλπ. - λούζομαι, λούζεσαι, λούζεται κλπ.,
να λούζωμαι, να λούζεσαι, να λούζεται κλπ.). Αυτό τους παρασύρει πολλούς, ώστε να
νομίζουν ότι δεν υπάρχει στη νέα Ελληνική γλώσσα ξεχωριστή έγκλισις ως υποτακτική.
Αλλά στον αόριστο, και τον ενεργητικό και το μέσο ή παθητικό, η υποτακτική διατήρη­
σε πάντοτε και διατηρεί ως τα τώρα καθαρά τους ιδιαίτερούς της τύπους όλους (πρβλ.
έγραψα, -ες, -ε κλπ., γράψω, -ης, -η κλπ. - ντύθηκα, -ες, -ες κλπ., ντυθώ, ής, -ή κλπ.) Έ ­
πειτα, ότι δεν έχουν συμπέσει οι δυο εγκλίσεις, ήτοι η οριστική και η υποτακτική, συ-
ντακτικώς και σημασιολογικώς, το δείχνει κοντά στα άλλα καθαρά η διαφορετική χρή-
σις της αρνήσεως στην καθεμιά απ’ τις δυο αυτές εγκλίσεις. Πρβλ. Δε γράφεις ίσια-μη
γράφης στραβά. Δεν έγραψες τίποτε-μη γράψης τίποτε. Δε χτενίζεσαι καλΛ-μη χτενίζεσαι
έτσι. Δεν ελούστηκες σήμερα-μη λουστής σήμερα, κλπ.» Τζάρτζανος, 1946: 280
Στο μεταξύ, πολλές ήταν οι αναλύσεις της νέας ελληνικής που δέχτηκαν την επίσημη άπο­
ψη (λ.χ. Mirambel 1959 και Mackridge 1985 - χωρίς να αναφέρω το πλήθος σχολικών και
παρασχολικών γραμματικών που κυκλοφόρησαν στον ελλαδικό κυρίως χώρο, με πιο πρό­
σφατο παράδειγμα τον Τσολάκη 1988) και μάλλον λιγότερες όσες υποστήριξαν την περι­
φραστική υποτακτική (όπως οι Householder, Kazazis & Koutsoudas 1964 και οι Μπαμπι-
νιώτης & Κοντός 1967, για να φτάσουμε στους Holton, Mackridge & Philippaki-
Warburton 1997)2.
Από τα τρία ζητήματα που βάζει ο Τζάρτζανος στο απόσπασμα (7), το πρόβλημα δεν ε­
στιάζεται ούτε στη σημασία της καθεμιάς έγκλισης (αφού και οι δυο απόψεις δέχονται και
πραγματικές και μη πραγματικές χρήσεις και των δυο εγκλίσεων), ούτε στο θέμα της άρνη­
σης, αφού η άρνηση με το μη(ν) επιλέγεται από τα να και ας ανεξάρτητα από τον τύπο του
ρήματος που τα ακολουθεί, και το δεν επιλέγεται παντού αλλού, με οποιονδήποτε (παρεμ-
φατικό3)ρηματικό τύπο. Έτσι, είναι πολύ συχνά τα παραδείγματα της μονολεκτικής υποτα­
κτικής με άρνηση δεν σε δευτερεύουσες προτάσεις όπως αν δεν έρθεις, έτσι και δεν έρθεις,
κτλ.
Το κυρίως πρόβλημα εντοπίζεται κατά τη γνώμη μου στη λεγάμενη υποτακτική του αο­
ρίστου, και μάλιστα όχι τόσο στη μορφολογία αυτού του τύπου, όπως το θέτει ο Τζάρτζα­
νος, όσο στη χρήση του. Αν μας απασχολούσε η μορφολογία και μόνο, η μόνη δυνατή διά­
κριση θα ήταν αυτή των Householder, Kazazis & Koutsoudas 1964, που βλέπουν μορφο-
λογική διάκριση μόνο μεταξύ προστακτικής και μη προστακτικής, καθώς οι καταλήξεις των
μη προστακτικών τύπων διαφοροποιούν μόνο μεταξύ παρωχημένου και μη.
Η εντύπωσή μου από όσους σήμερα υποστηρίζουν τη μονολεκτική υποτακτική χωρίς να
έχουν ιδεολογικά κίνητρα είναι πως το βασικό πρόβλημα της περιφραστικής ανάλυσης εί­
ναι πως δεν εξηγεί την αδυναμία των τύπων αγαπήσω, δώσω, πω κτλ. να σταθούν σε κύρια
πρόταση ελεύθερα, δηλαδή χωρίς τη συνοδεία κάποιου μορίου. Αυτό βέβαια είναι ήδη μια
σημαντική διαφορά από την αρχαία υποτακτική, όπου όπως ξέρουμε κι όπως επεσήμανε ο
Ανδριώτης 1934, η υποτακτική μπορούσε πράγματι να εμφανίζεται σε κύριες προτάσεις και
τότε ήταν ουσιαστικά και κυριολεκτικά έγκλιση της επιθυμίας. Αυτό πάντως δε φαίνεται να
μας απασχολεί ιδιαίτερα, και έτσι αυτό που μένει για τους τύπους αυτούς είναι η αδυναμία
τους να σταθούν σε κύρια πρόταση και η συνακόλουθη αδυναμία τους να δηλώσουν ό,τι
και οι τύποι της λεγάμενης οριστικής.
Και ο κεντρικός ρόλος αυτών των τύπων στην επίλυση του ζητήματος φαίνεται και από
τα αποσπάσματα στα (8), (9), (10) και (11). Στο (8), ο Mackridge αναλύει τον ορισμό του
της υποτακτικής ως βασικά υποτακτικής του αορίστου, και στη συνέχεια ως κάθε ρηματι­
κού τύπου που μπορεί να εμφανιστεί στα ίδια περιβάλλοντα με αυτή την υποτακτική αορί­
στου. Το σκεπτικό του Τσοπανάκη είναι παρόμοιο στο (9), και αφετηρία του είναι και πάλι
η προϋπόθεση ότι ο τύπος γράψω είναι αδιαμφισβήτητα τύπος της υποτακτικής. Και φυσι­
κά, η σιγουριά αυτή δε δικαιολογείται παρά μόνο από την αδυναμία της ελεύθερης εκφοράς
του. Κι ο Ανδριώτης ακόμα, στην επιχειρηματολογία του κατά της μονολεκτικής υποτακτι­
κής ήταν υποχρεωμένος να αναφερθεί στους τύπους αυτούς, και να προτείνει την παράλει­
ψη του θα σε περιβάλλον δευτερεύουσας πρότασης (μια ανάλυση που θα προταθεί πολλά
χρόνια αργότερα για το αντίστοιχο αγγλικό φαινόμενο από τους Generative Semanticists),
όπως φαίνεται στο (10).
(8) «Ο ορισμός μας λοιπόν για την υποτακτκή είναι κάπως κυκλικός: είναι η έγκλιση
στην οποία εκφέρεται το ρήμα, όταν πριν απ’ αυτό υπάρχει δείκτης υποτακτικής σύ-

546
νταξης και δείκτης υποτακτικής σύνταξης είναι ένα μόριο ή σύνδεσμος που μπορεί να
συντάσσεται με μη παρωχημένο συνοπτικό τύπο ρήματος.»
Mackridge, 1985/90: 384
(9) «Ο τύπος γράψω είναι τύπος του αορίστου της υποτακτικής . .. . Ο τύπος (Θα) γράψω
μας δίνει το δικαίωμα να θεωρήσουμε ότι και ο τύπος (Θα) γράφω είναι τύπος της υ­
ποτακτικής, που έχει σχέση με τον παρατατικό της οριστικής.»
Τσοπανάκης, 1994: 368
(10) «Το πράγμα νομίζω πως βολεύεται μια χαρά αν αφού χρησιμοποιούνται χωρίς σημα-
σιολογική διάκριση και με το Θα και χωρίς το θα (όταν Θα φύγω-όταν φύγω) θεωρη­
θούν ότι προέρχονται από παράλειψη του θα. Κι* έτσι αφού οι τύποι με το Θα ανήκουν
αναγκαστικά στην οριστική, περνούν όλοι οι χωρίς το Θα στην οριστική. Μ’αυτό τον
τρόπο και οι πραχτικές δυσκολίες της γραμματικής στο κεφάλαιο αυτό παραμερίζο­
νται και η ιστορία δε θίγεται.»
Ανδριώτης, 1934/76: 51
Τέλος, ο Tonnet παρακάμπτει μια ενδεχόμενη συζήτηση τυπολογίας ή σλαβολογίας χωρίς
καμιά ιδιαίτερη επιχειρηματολογία, όταν λέει ότι
(11) «Είναι προτιμότερο να ονομάσουμε αυτόν τον τύπο αρχαία υποτακτική, αυτό που
ιστορικά είναι, και όχι ενεστώτα, γεγονός που δεν θα συμφωνούσε παρά μόνο με
τον “εξακολουθητικό” ή τον “διαρκή”. Για μια διαφορετική άποψη, βλ. Feulliet,
1986, 59, ο οποίος ταυτίζει την αρχαία υποτακτική αορίστου σε σημασία ενδεχό­
μενου της Ελληνικής με τον τετελεσμένο ενεστώτα των σλαβικών βαλκανικών
γλωσσών».
Tonnet, 1993/95: 136-7
Θα επανέλθουμε στο θέμα αυτής της «υποτακτικής» του αορίστου παρακάτω. Πάντως, αν
ήταν αλήθεια ότι στις μέρες μας δε χρειάζεται να ασχοληθούμε σοβαρά με τη μονολεκτική
υποτακτική, δε θα είχαμε να πούμε τίποτε τώρα για τα Λεξικά του Κριαρά και του Ινστι­
τούτου Νεοελληνικών Σπουδών, που χωρίς βέβαια να ζητούν πουθενά την επαναφορά της
ορθογράφησης με -η, επιμένουν όμως στην ύπαρξη της μονολεκτικής υποτακτικής, σε α­
ντίθεση με το λεξικό Μπαμπινιώτη. Τα λήμματα της «υποτακτικής» φαίνονται στο (12) και
της «έγκλισης» στο (13):
(12) «ρηματική έγκλιση που παριστάνει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν κάτι που θέλουμε
ή περιμένουμε να γίνει π.χ. ας παίξουμε να φύγεις!»
Λεξικό Κριαρά, σ. 1415
«μία από τις εγκλίσεις του ρήματος η οποία φανερώνει κυρίως επιθυμία ή προσδοκία:
~ ενεστώτα/αορίστου»
Λεξικό Ι.Ν.Σ., σ. 1404
«1. έγκλιση του ρήματος της Ελληνικής (και άλλων γλωσσών) που εκφράζει γραμμα-
τικοποιημένα μια από τις μορφές τροπικότητας, υποκειμενικής δηλ. στάσης και σχο­
λιασμού των λεγομένων δηλώνει πιθανότητα, απορία, ευχή, επιθυμία, προσταγή κ.ά.:
να ταξιδεύει άραγε τώρα προς το νησί;\\ να γυρίσουν πίσω να τους ξαναδώ και ας πε-
θάνω || να φύγεις από ’δώ αμέσως || να πάει στον αγύριστο! (κατάρα) 2. συχνό συ­
μπλήρωμα της έννοιας του ρήματος, ρηματικών εκφράσεων και ονομάτων (πάντοτε
με το σύνδεσμο να, σε θέση αντικειμένου τού ρήματος ή -με άρθρο- και υποκειμένου
του ρήματος, ισοδύναμο του τελικού απαρεμφάτου της αρχαίας Ελληνικής και παίρνει
άρνηση μη): θέλει να έρθει μαζί σας || αποφεύγει να καθίζει μπροστά μας || προσπα­
θούμε να βοηθήσουμε || ονειρεύονται να παντρευτούν και να ζήσουν μαζί || το να πετύ-
χεις στις εισαγωγικές εξετάσεις δεν είναι καθόλου εύκολο || είναι ανάγκη να τηλεφωνή­
σεις || είμαι έτοιμος να συμφωνήσω μαζί σας || πιθανόν να μην είναι εκεί || επιδιώκουν
να μην υπάρξει καμία πρόοδος (βλ. λ. τροπικότητα).
Λεξικό Μπαμπινιώτη, σ. 1878-1879
(13) «εγκλίσεις ρήματος = οι διάφορες μορφές που παίρνει το ρήμα για να φανερώσει την
ψυχική διάθεση εκείνου που μιλεί: -οριστική/υποτακτική/προστα-κτική.»
Λεξικό Κριαρά, σ. 410
«καθεμιά από τις μορφές με τις οποίες εκφέρεται το ρήμα, για να δηλωθεί η ορισμένη
διάθεση ή η γνώμη του ομιλητή για το σημαινόμενο: γραμματικές/συντακτικές εγκλί­
σεις. Οριστική/ υποτακτική/προστακτική ~ Ευχετική/πιθανολογική 11 Απρόσωπες ε­
γκλίσεις, παλαιός χαρακτηρισμός του απαρεμφάτου και τη μετοχής....»
Λεξικό Ι.Ν.Σ., σ. 412
«(για ρήματα) καθένας από τους τύπους στους οποίους εμφανίζεται ένα ρήμα με βάση
το αν η ενέργεια ή η κατάσταση που δηλώνει αναφέρεται στην πραγματικότητα, σε
πιθανότητα, δυνατότητα ή ευχή (βλ. κ. λ. τροπικότητα): οι ~ τής Ν. Ελληνικής είναι η
οριστική, η υποτακτική και η προστακτική (Γραμματική Μ. Τριανταφυλλίδη).»
Λεξικό Μπαμπινιώτη, σ. 550
Το κοινό σημείο και στα τρία λεξικά αφορά τον ορισμό της έγκλισης ως κατά βάση μορφο-
λογικής ή τυπικής κατηγορίας του ρήματος που βέβαια έχει και σημασιολογικές επιπτώσεις.
Από εκεί και πέρα αρχίζουν οι διαφοροποιήσεις: Για όσους αποδέχονται την άποψη της
περιφραστικής υποτακτικής είναι φαντάζομαι ικανοποιητικά τα λήμματα των Λεξικών Κρι-
αρά και Μπαμπινιώτη ενώ το Λεξικό του Ιδρύματος παρουσιάζεται αδικαιολόγητα παρα­
δοσιακό. Έχει επίσης ενδιαφέρον η αναφορά που κάνει το Λεξικό Μπαμπινιώτη στη Γραμ-
ματική Τριανταφυλλίδη ως προς τον αριθμό και την ονομασία των εγκλίσεων, αποφεύγο-
ντας έτσι τη σχετική ευθύνη.
Είναι ξεκάθαρο, όσο κι αναμενόμενο, ότι το Λεξικό του Ιδρύματος ακολουθεί τη Γραμ-
ματική Τριανταφυλλίδη ως προς τον ορισμό των εγκλίσεων. Στους «πίνακες κλιτικών πα­
ραδειγμάτων» που περιλαμβάνονται στις τελευταίες σελίδες του λεξικού, είναι αρκετά σα­
φές ότι υποτακτική νοείται κάποια μορφή (ίδια με την οριστική) κάθε ρήματος στους μη
ιστορικούς χρόνους καθώς και η περίφημη υποτακτική αορίστου από τους ιστορικούς.
Για κάποιο λόγο (που φαίνεται ανεξιχνίαστος) στον ενεστώτα η οριστική/υποτακτική
είναι μία κατηγορία (καθόσον ταυτίζονται) ενώ οι αντίστοιχες κατηγορίες στον παρακείμε­
νο έχουν την υποτακτική με το να, το οποίο όμως δεν εμφανίζεται ούτε στον αόριστο.
Μπορούμε ίσως να υποθέσουμε ότι ο αρχικός συντάκτης της λίστας είχε το να σε όλες τις
υποτακτικές κι ότι σε κάποιο διόρθωμα κάποιος άλλος (πιθανώς ανώτερος, μεγαλύτερος
και έτσι πιο συντηρητικός) έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, παραβλέποντας όμως τον
παρακείμενο. Αυτή είναι μια αισιόδοξη υπόθεση - μπορεί όμως απλώς ο συντάκτης να α­
κολουθεί κατά γράμμα τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη όπου και πάλι για κάποιο ανεξιχνί­
αστο λόγο οι υποτακτικές ενεστώτα και αορίστου δε συνοδεύονται από το να ενώ του πα­
ρακειμένου έχει να, όπως φαίνεται και στην επόμενη σελίδα που σας έχω δώσει όπου στην
πρώτη έκδοση της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη παρατηρούμε την ίδια εμπλοκή του να
στην υποτακτική του παρακειμένου και μόνο. Όπως και να έχει, νομίζω ότι είναι ξεκάθαρο

548
ότι ούτε οι προγενέστερες του Τριανταφυλλίδη απόψεις ούτε οι πιο σύγχρονες αντιλήψεις
της περιφραστικής υποτακτικής δεν έχουν αγγίξει το Λεξικό του Ι.Ν.Σ. στο σύνολό του.
Όσο για το λεξικό Κριαρά, είναι απλώς φαινομενική η εντύπωση ότι ο συντάκτης δέχε­
ται την περιφραστική υποτακτική. Προφανώς, ο συντάκτης του λήμματος υποτακτική δια­
φωνεί με το συντάκτη άλλων λημμάτων, στα οποία και περνώ αμέσως.
Αν κοιτάξουμε τα λήμματα του θα και του να, στα τρία λεξικά, αυτό που θα διαπιστώ­
σουμε ότι η μονολεκτική υποτακτική ζει και βασιλεύει στο Λεξικό του Ιδρύματος και στο
Λεξικό Κριαρά (στο τελευταίο, θα λέγαμε, μπαίνει από την πίσω πόρτα, δημιουργώντας
έτσι μια κάποια ασυνέπεια ως προς τον ορισμό της υποτακτικής, γιατί αν την ορίσουμε ως
σύμπλεγμα του ας και του να, όπως υπονοούν εμμέσως πλην σαφώς τα παραδείγματα στο
λήμμα της υποτακτικής που είδαμε στο (12), είναι δύσκολο να τη βρούμε και στα συ­
μπλέγματα του θα). Τα λήμματα του να και του θα απαριθμούν τις διάφορες χρήσεις και
σημασίες τους ακολουθώντας κατά γράμμα την περιγραφή του Τζάρτζανου, που υιοθετεί­
ται και από τη Γραμματική Τσοπανάκη και που σαφώς προϋποθέτει τη μορφολογική διά­
κριση οριστικής και υποτακτικής.
Δε θα μιλήσω καθόλου για το να. Θα σημειώσω όμως ότι σε πολλές περιγραφές και
παιδαγωγικές γραμματικές, είναι πολύ συχνό το πρόβλημα που ομολογείται από τον
Mackridge στο απόσπασμα στο (8). Έχουμε πολύ συχνά την περιγραφή του τύπου αγαπή­
σω ως μονολεκτικής υποτακτικής και παράλληλα και την περιγραφή των τύπων με να ως
τύπων της υποτακτικής. Έτσι στην περίπτωση του να αγαπήσω, βλέπουμε συχνά ένα δείκτη
της υποτακτικής να συνδέεται με έναν τύπο της υποτακτικής για να δώσει μια υποτακτική.
Το μόνο που θα πω για τα λεξικά που μας απασχολούν είναι ότι και πάλι με εξαίρεση το
λεξικό Μπαμπινιώτη, στα άλλα δύο λεξικά το να δε χαρακτηρίζεται καθόλου ως δείκτης
της υποτακτικής, παρά ως «μόριο» (Κριαράς) ή «σύνδεσμος» (Ι.Ν.Σ.) «με πολλαπλές λει­
τουργίες και σημασίες» που μπορεί να συνοδεύει ρηματικούς τύπους είτε της οριστικής είτε
της υποτακτικής.
Με μια σύντομη ματιά στο λήμμα του θα στα τρία λεξικά που αντιγράφω στο (14), φαί­
νεται ξεκάθαρα ότι στα δύο πρώτα λεξικά οι όροι οριστική και υποτακτική χρησιμοποιού­
νται για να χαρακτηρίσουν τους (μονολεκτικούς) ρηματικούς τύπους που μπορεί να συν­
δυαστούν με το θα. Όσο αφορά τα παραδείγματα του Λεξικού Μπαμπινιώτη, κι αυτά στους
ίδιους τύπους αναφέρονται, χωρίς όμως την προσπάθεια μεταγλωσσικής περιγραφής τους.
(14) θα, μόρ. Λ. μελλοντικό 1. με υποτ. χρησιμοποιείται για το σχηματισμό του εξακολου­
θητικού, στιγμιαίου και συντελεσμένου μέλλοντα: -γράφω, -γράψω, -έχω γράψει. 2.
με οριστ. παρατ. σε διηγήσεις για κάτι που επρόκειτο να γίνει ή φανταζόταν κάποιος
ότι μπορεί να γίνει στο παρελθόν: σε λίγο - σήκωναν την άγκυρα - ξάπλωνα και - κοι­
μόμουν. Β. πιθανολογικό: - ήσουν αφηρημένος, γιατί ξέχασες τα κλειδιά σου' κάτι - έ­
γινε και είναι αναστατωμένος (και με ισοδύναμα με το θα επιρρ. ή φρ.): - είναι, φαί­
νεται, από μακρινό μέρος (και με λ. ή φρ. που δηλώνουν βεβαιότητα): - είναι, βέβαια,
ολόκληρος άντρας τώρα πια (στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιείται και το θα πρέπει
να...) - πρέπει να μην είναι Έ?ληνας. Γ. δυνητικό με οριστ. παρατ. ή σπανιότερα υ-
περσ.: ποιος - το πίστευε πως - γινόταν κάτι τέτοιο! Δ. επαναληπτικό με οριστ. πα­
ρατ.: κάθε χρόνο - γινότανε αυτό. Ε. με οριστ. παρατ. για να αποδοθεί ευγενικά, ήπια
η θέληση του ομιλητή: - έλεγα...' - ήθελα...' - μπορούσατε να... . ΣΤ. με άρθρο δηλώ­
νει υπόσχεση (που ο ομιλητής θεωρεί απίθανη την πραγματοποίησή της): δεν πιστεύω
πια τα Φρ. που - ... (=μια που): ~ το κάνεις που ~ το κάνεις, κάνε το μια ώρα
αρχύτερα. [θενά<θέλω να]. Λεξικό Κριαρά, σ. 578
θα ... : μόριο: 1. μελλοντικό (με υποτακτική ενεστώτα, αορίστου, παρακειμένου) για
το σχηματισμό των μελλοντικών χρόνων (μέλλοντα εξακολουθητικού, στιγμιαίου, τε­
τελεσμένου) ... || με παρελθοντικό χρόνο, όταν ο λόγος ανάγεται στο παρελθόν... 2.
πιθανολογικό (με οριστική όλων των χρόνων) || συχνά μαζί με επιρρήματα ή εκφρά­
σεις σημασιολογικά ισοδύναμες (ίσως, πιθανό, μάλλον κ.ά.) που ενισχύουν τη σημα­
σία του ή και το αντικαθιστούν ... 3. δυνητικό (με οριστική παρατατικού ή σπανιότ.
υπερσυντέλικου) ... || εκφέρει την απόδοση υποθετικών λόγων που δηλώνουν: α. κτ.
αντίθετο προς το πραγματικό ... την απλή σκέψη ή υπόθεση του ομιλητή ... 4. επανα­
ληπτικό (με οριστική παρατατικού) δηλώνει επανάληψη μιας πράξης στο παρελθόν ...
5. (με υποτακτική αορίστου) σε αφηγηματικό λόγο για γεγονότα του παρελθόντος: Ο
Σολωμός Θα γεννηθεί στη Ζάκυνθο το 1798, ~ σπουδάσει στην Ιταλία και ~ επιστρέφει
στην πατρίδα του το 1818. 6. (με οριστική παρατατικού) για να αποδοθεί ευγενικά, ή­
πια η θέληση ή η ρόθεση του ομιλητή ... 7. (ως ουσ.) το Θα δηλώνει υπόσχεση ή ε­
ξαγγελία για την οποία ο ομιλητής είναι εξαρχής βέβαιος ότι δε θα πραγματοποιηθεί...
Λεξικό Ι.Ν.Σ., σ. 580
θα μόριο 1. για το σχηματισμό των μελλοντικών ρηματικών χρόνων (στιγμιαίου,
διάρκειας και συντελεσμένου μέλλοντα): Θα πάω σε μία ώρα στην αγορά || θα πηγαίνω
κάθε απόγευμα στην αγορά || όταν επιστρέφεις, Θα έχω ήδη πάει στην αγορά 2. για τον
σχηματισμό των δυνητικών εγκλίσεων, κυρ. στη δήλωση του μη πραγματικού: Θα πή­
γαινα στην αγορά, αλλά δεν έχω χρήματα || θα είχα πάει στην αγορά, αν δεν ήμουν κα­
τάκοπος || Θα μπορούσατε να μου φέρετε ένα ποτήρι νερό; 3. για τη δήλωση του πιθα­
νού ή του ενδεχόμενου: δεν μου μιλάει φαίνεται Θα είναι Θυμωμένος || θα ήμουν στην
αγορά και γι ’ αυτό δεν με βρήκες 4. θα (τα) οι υποσχέσεις: ο λαός κουράστηκε από τα
προεκλογικά ~ Θέλει έργα. Επίσης (λαϊκ.) θενά.
Λεξικό Μπαμπινιώτη, σ. 743
Είναι ένα ερώτημα, βέβαια, αν στα δύο πρώτα λεξικά η αναφορά στις εγκλίσεις και τους
χρόνους έχει ξεκάθαρη σκοπιμότητα, αν, δηλαδή, οι διάφορες σημασίες του Θα αποδίδονται
στην ουσία της κάθε έγκλισης. Κάτι τέτοιο όμως δύσκολα μπορεί να υποστηριχτεί: το γε­
γονός, ας πούμε, ότι η λεγόμενη υποτακτική του αορίστου συμμετέχει στην οριστική του
μέλλοντα ενώ η λεγόμενη οριστική του παρατατικού συμμετέχει στην δυνητική του μη
πραγματικού, δύσκολα μπορεί να αντιστοιχηθεί με τις πρωτοτυπικές σημασίες της οριστι­
κής και της υποτακτικής. Έτσι, οι ονομασίες των διαφόρων τύπων χρησιμοποιούνται μάλ­
λον ως ταμπέλες για λόγους περιγραφικής ευκολίας, χωρίς στην πραγματικότητα να εξαρ-
τάται κατ’ ουσίαν η συνολική σημασία του συμπλέγματος από την «έγκλιση» των συστατι­
κών.
Αντίθετα, μπορεί να υποστηριχτεί ότι τόσο οι χρήσεις του Θα όσο και η αδυναμία ελεύ­
θερης χρήσης των τύπων αγαπήσω, γράφω κτλ., πρέπει να αποδοθούν στα σημασιολογικά
χαρακτηριστικά του χρόνου και της όψης και όχι στην υποτιθέμενη υποτακτική τους έγκλι­
ση (βλ. Tsangalidis 1997). Πολύ σύντομα, ο τύπος αγαπήσω δεν μπορεί να σταθεί ελεύθε­
ρος σε κύρια πρόταση γιατί δεν μπορεί να έχει χρονική ερμηνεία χωρίς την παρουσία κά­
ποιου άλλου στοιχείου. Κι αυτό είναι κάτι που οφείλεται στα αντιφατικά στοιχεία του μη
παρωχημένου αλλά συντελεσμένου που εκφράζει, έχοντας τη σχετική μορφολογία στο θέ­
μα και στην κατάληξή του. Όντας μη παρωχημένο, μπορεί μόνο να αναφερθεί στο μέλλον

550
(αν την αγαπήσεις, Θα σε αγαπήσει κι αυτή) ή σε καταστάσεις αχρονικές ή διαχρονικές (ό­
ποιος αγαπήσει, υποφέρει και όποτε αγαπήσει, πληγώνεται). Αλλά, ως συντελεσμένο ή συ­
νοπτικό δεν μπορεί να αναφερθεί στο παρόν. Για να δώσει όμως τις ερμηνείες που μπορεί
να δώσει πρέπει υποχρεωτικά να στηριχτεί σε κάποιο άλλο στοιχείο της πρότασης, και επο­
μένως δεν είναι δυνατό να εμφανίζεται σε ελεύθερη χρήση. Αυτό ακριβώς το χαρακτηρι­
στικό περιγράφει ο όρος dependent των Holton, Mackridge & Philippaki-Warburton:
(15) “The dependent which is formed from the perfective stem with the non-past endings is
often referred to in traditional grammars as the ‘aorist subjunctive’. An alternative
term, favoured by many theorists, is ‘perfective non-past’. In this book we call this
part of the verb the ‘dependent’ because it cannot normally exist independently of
either a particle (such as θα, μη(ν), να or ας) or certain conjunctions.”
Holton, Mackridge & Philippaki-Warburton 1997: 110
Για τον ίδιο λόγο, ο τύπος αγαπήσω δε μετέχει και στις πιθανολογικές ερμηνείες του Θα
(γιατί δεν μπορεί να αναφερθεί στο παρελθόν όπως τα θα αγάπησε, Θα αγαπούσε, ούτε στο
παρόν όπως το θα αγαπάει). Κι όπως δείχνει η λεπτομερής εξέταση όλων των τύπων του
θα, που δε θα την επαναλάβω εδώ, η ερμηνεία τους βασίζεται στα στοιχεία του χρόνου και
της όψης και σε καμία περίπτωση σε κάποιο στοιχείο έγκλισης.
Έτσι, ένα πρώτο ζήτημα είναι να λείψουν οι αναφορές στη μονολεκτική υποτακτική α­
πό τα λήμματα του θα στο λεξικό Κριαρά και στο λεξικό του Ιδρύματος και, στο βαθμό που
κρίνεται απαραίτητο να δοθεί μια πλήρης ερμηνεία των διαφόρων λειτουργιών του, να α­
ναφερθούν τα χαρακτηριστικά του χρόνου και της όψης που καθορίζουν τη σημασία του.
Από αυτή την άποψη, ούτε η περιγραφική ερμηνεία του Θα στο λεξικό Μπαμπινιώτη μπορεί
να θεωρηθεί επαρκής.
Αν συμφωνήσουμε λοιπόν ότι στη γραμματική της νέας ελληνικής η μονολεκτική υπο­
τακτική δεν έχει λόγο ύπαρξης, μπορούμε να προχωρήσουμε σε κάποια άλλα ερωτήματα
για το τι μπορεί να θεωρήσουμε υποτακτική στα νέα ελληνικά, ποια είναι τα χαρακτηριστι­
κά της και πώς θα μπορεί αυτή η υποτακτική να ενταχτεί στα λεξικά και τις γραμματικές.
> Τι μπορεί να είναι υποτακτική έγκλιση
Η κεντρική διαφοροποίηση του όρου έγκλιση (Mood) από τον πιο σύγχρονο της τροπικό-
τητας (Modality) έχει να κάνει με την προϋπόθεση της μορφολογικής διάκρισης. Θεωρητι­
κά, η σχέση της έγκλισης με την τροπικότητα είναι αντίστοιχη με τη σχέση του γραμματι­
κού χρόνου (Tense) με το φυσικό χρόνο (Time). Επομένως, είναι αναμενόμενο, εφόσον
μιλάμε για μια γραμματικοποιημένη κατηγορία στην περίπτωση της έγκλισης να έχει μορ-
φολογική (και συνήθως μονολεκτική) έκφραση. Είναι π.χ. αδιαμφισβήτητο ότι οι τύποι της
προστακτικής είναι η γραμματικοποιημένη έκφραση της αντίστοιχης τροπικότητας. Όπως
όμως μας δείχνει και η αναλογία με το γραμματικοποιημένο χρόνο, δεν είναι υποχρεωτικό
μορφολογική έκφραση να σημαίνει αποκλειστικά μονολεκτική. Όπως θεωρούμε χρόνους
τους μέλλοντες, τον παρακείμενο και τον υπερσυντέλικο παράλληλα με τους μονολεκτι­
κούς τύπους του ενεστώτα, του παρατατικού και του αορίστου, θα μπορούσαμε άνετα να
θεωρήσουμε και την υποτακτική με το να (ή και με οποιοδήποτε μόριο) ως μέλος της ίδιας
κατηγορίας με τις μονολεκτικές οριστικές και προστακτικές. Και δεν είναι καν αντεπιχεί­
ρημα το γεγονός ότι το να στις περισσότερες περιπτώσεις απλώς προστίθεται στους τύπους
της λεγόμενης οριστικής, καθώς δεν αποτελεί αντεπιχείρημα και το ότι το θα προστίθεται
στους τύπους του απλού ενεστώτα και του παρακειμένου για να εκφράσει τον εξακολουθη­
τικό και το συντελεσμένο μέλλοντα, αντίστοιχα. Από αυτή την άποψη, η θεωρητική μας
αντίληψη για τη μορφολογική έκφραση της κατηγορίας της έγκλισης, δε δημιουργεί πρό­
βλημα στην αποδοχή της περιφραστικής υποτακτικής με το να και το ας. Κι όσο για το ιδε­
ολογικό πρόβλημα της κληρονομιάς της αρχαίας υποτακτικής, και πάλι η αναλογία με τους
μέλλοντες είναι χρήσιμη: εφόσον δεν έχουμε πια μονολεκτικό μέλλοντα και μπορούμε να
ζήσουμε με περιφράσεις, γιατί να μας βλάψει η περιφραστική υποτακτική;
> Τι μπορεί να είναι μορφολογία της έγκλισης
Μορφολογική διαφοροποίηση στα ελληνικά τείνουμε να θεωρούμε ό,τι έχει επιπτώσεις στις
καταλήξεις μιας λέξης. Εκεί οφείλεται και η επιμονή στην ορθογράφηση με -η των καταλή­
ξεων της «υποτακτικής» στην πολύ παραδοσιακή γραμματική. Αν το ξεχάσουμε αυτό, α­
κόμα κι αν δεχτούμε την ύπαρξη της ξεχωριστής μονολεκτικής υποτακτικής δεν υπάρχει
λόγος να δημιουργούμε ζήτημα ορθογραφίας. Και σε άλλες περιπτώσεις μέσα στο νεοελ­
ληνικό ρηματικό σύστημα, δε βρίσκω να ενοχλεί κανέναν το ότι δε γράφονται διαφορετικά
οι καταλήξεις στο θα αγαπήσει από ό,τι στο έχει αγαπήσει. Κι ακόμα, είναι, νομίζω, ξεκά­
θαρο ότι η γραμματική διαφορά τους σημειώνεται πολύ μακριά από τις καταλήξεις, σε χω­
ριστές λέξεις στα αριστερά του ρήματος.
Εξάλλου, υπάρχει μια πολύ καλή μορφολογική ένδειξη, αυτή της άρνησης, που στην
περίπτωση του να και του ας, ισχύει πραγματικά σε όλες τις περιπτώσεις και όχι μόνο στις
μισές όπως στην περίπτωση της μονολεκτικής υποτακτικής. Και ό,τι και να πούμε για τις
σημασίες των δυο αρνητικών σίγουρα δεν αναιρείται το καθευατό μορφολογικό γεγονός
της διαφοροποίησής τους, που ξεχωρίζει το να και το ας από τους υπόλοιπους ρηματικούς
τύπους και συνδυασμούς.
> Τι μπορεί να είναι το νόημα μιας γραμματικής κατηγορίας
Είναι γνωστό πως οι γραμματικές κατηγορίες γενικά, και ειδικά αυτές που εμπλέκονται στα
συστήματα χρόνου, όψης και τροπικότητας δεν μπορεί να περιγραφούν με αναφορά σε ένα
μόνο, και μάλιστα πολύ συγκεκριμένο, χαρακτηριστικό. Έτσι, είναι βέβαιο πως ο ορισμός
της οριστικής ως έγκλισης του πραγματικού δεν πρέπει να μας δημιουργεί προβλήματα ως
προς τι μπορεί να σημαίνει μια συγκεκριμένη εκφώνηση κάποιου τύπου της οριστικής. Εί­
ναι λοιπόν αυτονόητο και αναμενόμενο ότι ο τύπος έφευγε σε μια πρόταση όπως αν έφευγε
αύριο, δε Θα τον ξανάβλεπα δεν παύει να θεωρείται τύπος της οριστικής έστω κι αν το νόη­
μά του κάθε άλλο παρά πραγματικό είναι.
Στην περίπτωση της υποτακτικής με το να, μπορούμε να ικανοποιήσουμε τον παραδο­
σιακό ορισμό της έγκλισης της επιθυμίας, στις περισσότερες ελεύθερες εκφορές της. Εκ­
φωνήσεις όπως Να μην το ξεχάσω, εσύ να κοιτάζεις τη δουλειά σου, Να είχα τώρα μια σο­
κολάτα, Να σου τηλεφωνήσω; σίγουρα έχουν να κάνουν με επιθυμία, βούληση, ευχή και
ό,τι άλλο δήλωνε και η αρχαία υποτακτική σε κύριες προτάσεις. Όμως, το ότι η χρήση της
σύγχρονης υποτακτικής δεν είναι πάντα αυτή είναι απλώς αναμενόμενο σε ένα πλαίσιο
ανάλυσης των γραμματικών κατηγοριών που επιτρέπει κάποια ελευθερία στην αντιστοιχία
μορφής και νοήματος. Έτσι, το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει κανένα ίχνος τροπικότητας σε
χρήσεις της περιφραστικής υποτακτικής όπως λες να έρθει; την ακόυσα να τραγουδάει, α­
ποφάσισε να φύγει (βλ. και Hesse 1980), δεν μπορεί να είναι αρκετό για να αρνηθούμε τον
όρο, εφόσον διατηρούμε τον όρο οριστική για τους μη προστακτικούς τύπους.
> Τι μπορεί να περιέχει το σύστημα των νεοελληνικών εγκλίσεων
Τέλος, μπορεί να φαίνεται άκομψο οι νεοελληνικές εγκλίσεις να περιλαμβάνουν τρεις τόσο
διαφορετικές κατηγορίες, την προστακτική, την υποτακτική με να και ας, και την οριστική

552
με όλα τα υπόλοιπα. Δεν ξέρω όμως αν αυτό θα έπρεπε να μας απασχολεί και αν εν πάση
περιπτώσει ήταν πιο κομψό το σύστημα της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη, όπου και πάλι
έχουμε μονολεχτικές και περιφραστικές εγκλίσεις, αλλά και αναφορά σε εξωρηματικά
στοιχεία (καθώς το τι μπορεί και να εισάγει δευτερεύουσα πρόταση δεν είναι και τόσο
κλειστή κατηγορία - βλ. την κατηγορία mood markers Mackridge 1985/90: κεφ. 9).
Κι εδώ μπαίνει το ερώτημα των «συντακτικών» ή «δευτερευουσών» εγκλίσεων (βλ. και
Θωμόπουλο 1945: 8-9). Αν βάλουμε την περιφραστική υποτακτική στον πίνακα των εγκλί­
σεων του ρήματος, μπορούμε να αγνοήσουμε τις υπόλοιπες συντακτικές εγκλίσεις; Ακόμα
και η Γραμματική Τριανταφυλλίδη αναγνώριζε αυτές τις εγκλίσεις, σε μια μικρή παράγρα­
φο όμως, από αυτές που κόπηκαν από τη Μικρή Γραμματική. Χωρίς να ασχοληθώ με αυτό
το ζήτημα εδώ, θα τονίσω την άποψη Ανδριώτη, ότι η πιθανολογική και η δυνητική δεν
μπορούν να ικανοποιήσουν το κριτήριο της αυτόνομης μορφολογίας ούτε με την ευρεία
έννοια που το ικανοποιούν οι υποτακτικές με το να και το ας. Δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο
μορφολογικό χαρακτηριστικό, εκτός από το γεγονός ότι τις βρίσκουμε μόνο σε συγκεκρι­
μένους χρόνους (την πιθανολογική με όλους τους τύπους εκτός από το Θα αγαπήσω και τη
δυνητική μόνο με τα θα αγαπούσα και Θα είχα αγαπήσει). Αν αυτό είναι αρκετό για να τους
δώσει μορφολογική υπόσταση, θα πρέπει να συζητηθεί διεξοδικότερα αλλού.

Σημειώσεις
1. Αναφέρω ενδεικτικά την εφημερίδα Εστία, τον εβδομαδιαίο Ορθόδοξο Τύπο, μερικά
τμήματα της Ελεύθερης Ώρας, του Στόχου και των Νέων Ανθρώπων, πολιτικές διακηρύξεις
ομάδων και κομμάτων που γενικά θεωρούμε ή θα θέλαμε να θεωρούμε περιθωριακά, πολ­
λές περιοδικές εκδόσεις όπως ο Σωτήρ, η Ζωή, η Ζωή του Παιδιού, Η Δράσις μας, το Προς
την Νίκην, η Φωνή του Κυρίου καθώς και πλήθος βιβλίων που εκδίδονται από τις διάφορες
θρησκευτικές οργανώσεις αλλά και από την επίσημη Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας
της Ελλάδας. Υπάρχουν ακόμα και σποραδικές περιπτώσεις αρθρογράφων, επιφυλλιδο-
γράφων, συγγραφέων και άλλων “πνευματικών ανθρώπων” που επιμένουν στη χρήση της
ορθογραφικής διάκρισης (και αναφέρω μόνο τον Θ .Π. Τάσιο στο Βήμα της Κυριακής, ο
οποίος κατά καιρούς έχει προσπαθήσει και να δικαιολογήσει αυτή την αντίληψή του).
2. Δε συζητώ εδώ καθαρά γλωσσολογικές μελέτες, οι οποίες, όπως φαίνεται και από αυτή
την ανακοίνωση, δύσκολα έχουν αντίκτυπο σε παιδαγωγικά ή γενικού ενδιαφέροντος έργα.
Το ποσοστό των γλωσσολόγων που δέχονται την περιφραστική υποτακτική (όπως τέθηκε
το ζήτημα στη μοντέρνα εκδοχή από τη Warburton 1970 και μετά) είναι μάλλον υψηλότερο
από ό,τι σε άλλες κατηγορίες εμπλεκομένων (παιδαγωγών, «φιλολόγων», «εκπαιδευτικών»,
λεξικογράφων και «ρυθμιστών»).
3. Εξαιρούνται βέβαια οι περιπτώσεις της άρνησης των τύπων σε -ντας οι οποίοι δε συνο­
δεύονται ποτέ από να ή ας αλλά επιλέγουν άρνηση μη(ν). Από τυπική πλευρά θα θεωρή­
σουμε ότι και η κατάληξη -ντας επιλέγει το μη(ν) ακριβώς όπως τα να και ας. Περιπτώσεις
όπως μη φύγεις, μη μιλάς θα πρέπει να θεωρηθούν ελλιπτικές εκφορές των να μη φύγεις, να
μη μιλάς (όπως, λ.χ., και από τη Φιλιππάκη-Warburton 1992).
Βιβλιογραφία
Ανδριώτης, Ν. 1934. Υπάρχει υποταχτική στα νέα ελληνικά; Νέα Εστία 15: 445-450. Ανα­
τύπωση στο Αντιχάρισμα στον καθηγητή Νικόλαο 77. ΑνδριώΌ] (Ανατύπωση 88 εργα­
σιών του με τη φροντίδα επιτροπής). 1976: 44-51. Θεσσαλονίκη.
Βελούδης, Γ. & Φιλιππάκη-Warbuton, Ε. 1983. Η υποτακτική στα νέα ελληνικά. Μελέτες
για την Ελληνική Γλώσσα.
Βλαστός, Π. 1914. Γραμματική της δημοτικής. Αθήνα: Εστία.
Holton, D., Mackridge, Ρ. and Philippaki-Warburton, I. 1997. Greek: A Comprehensive
Grammar o f the Modern Language. Routledge Grammars. London & New York:
Routledge.
Householder, F.W., Kazazis, K and Koutsoudas, A. 1964. A Reference Grammar o f
Literary Dhimotiki. Bloomington: Indiana University.
Θωμόπουλος, Γ. 1945. Γραμματική της Νεοελληνικής Κοινής. Αθήνα.
Ινστιτούτο Νεολληνικών Σπουδών (Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). 1998. Λεξικό της
Κοινής Νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ., Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών.
Κριαράς, Ε. 1995. Νέο Ελληνικό Λεξικό: Λεξικό της σύγχρονης ελληνικής δημοτικής γλώσ­
σας, γραπτής και προφορικής. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
Mackridge, Ρ. 1985. The Modern Greek Language. Oxford: Clarendon Press. (1990: Η νέα
ελληνική γλώσσα. Μετάφραση Κ. Ν. Πετρόπουλος. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη).
Mirambel, A. 1959. La langue grecque moderne. Description et analyse.Paris: Klincksieck.
Μπαμπινιώτης, Γ. και Κοντός, Π. 1967. Συγχρονική γραμματική της κοινής νεοελληνικής:
θεωρία-ασκήσεις. Αθήναι: 1967.
Μπαμπινιώτης, Γ. 1998. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογί-
ας.
Philippaki-Warburton, I, Nikolaidou, Κ. and Sifianou, Μ. (eds). 1994. Themes in Greek
Linguistics. Amsterdam & Philadelphia: John Benjamins.
Τζάρτζανος, A. 1946, 1953. Νεοελληνική Σύνταξις. Τόμοι A και B. Αθήνα.
Tonnet, Η. 1993. Histoire du grec moderne: la formation d ’une langue. Paris. (1995: Ιστο­
ρία της Νέας Ελληνικής Γλώσσας: Η διαμόρφωσή της. Μετάφραση: Μ. Καραμάνου-Π.
Λιαλιάτσης. Επιμέλεια: X. Χαραλαμπάκης. Αθήνα: Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα).
Τριανταφυλλίδης, Μ. (και Κ. Λάκων, Θ. Σταύρου, Α. Τζάρτζανος, Β. Φάβης, Ν. Ανδριώ-
της). 1941. Νεοελληνική Γραμματική. Αθήνα: Ο.Ε.Σ.Β.
Tsangalidis, A. 1997. Will and Tha: A Comparative Study o f the Category Future. Αδημο­
σίευτη διδακτορική διατριβή, Α.Π.Θ., Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας.
Τσολάκης, X. 1988. Νεοελληνική Γραμματική. Θεσσαλονίκη: Κώδικας.
Τσοπανάκης, Α. Νεοελληνική Γραμματική. Θεσσαλονίκη-Αθήνα: Εστία-Αφοί Κυριακίδη.
Φιλιππάκη-Warburton, Ε. 1992. Η συντακτική ταυτότητα του να. Μελέτες για την Ελληνική
Γλώσσα.
Φιλιππάκη-Warburton, Ε. και Βελούδης, Γ. 1984. Η υποτακτική στις συμπληρωματικές
προτάσεις. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα.
Φιλήντας, Μ. 1910. Γραμματική της Ρωμαίικης Γλώσσας: Τόμος Δέφτερος. Αθήνα.
Warburton. I. 1970. On the Verb in Modern Greek. Bloomington: Indiana
University/Mouton: The Hague.

Λέξεις-κλειδιά: μορφολογία του ρήματος, ρηματικές κατηγορίες, υποτακτική, έγκλιση, λε­


ξικά της νεοελληνικής, γραμματική μεταγλώσσα, ορθογραφία, συντηρητισμός

554

You might also like