Professional Documents
Culture Documents
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
μια δεύτερη γλώσσα δεν καταφέρνει να φτάσει στα επίπεδα γλωσσικής γνώ
σης των φυσικών ομιλητών και πως οι μαθητές της Γ2 παρουσιάζουν μεγάλη
ποικιλία ως προς το βαθμό στον οποίο κατορθώνουν να κατακτήσουν τη
γλώσσα. Για όλους αυτούς τους λόγους δεν υπάρχει «χαρακτηριστική περί
πτωση μαθητή», πράγμα που καθιστά την έρευνα της ΚΓ2 εξαιρετικά ενδια
φέρουσα αλλά και ιδιαίτερα δύσκολη, εφόσον αποπειράται να περιγράφει
«διαφορετικές πορείες προς διαφορετικές κατευθύνσεις» (Cook 1999: I).1
Παρ’ όλες τις εγγενείς δυσκολίες, ο επιστημονικός κλάδος της Κατά
χτησης της Δεύτερης Γλώσσας (Second Language Acquisition), ο οποίος ανα
πτύχθηκε σχετικά πρόσφατα, δηλαδή μέσα στα τελευταία τριάντα περίπου
χρόνια, από γλωσσολόγους, ψυχογλωσσολόγους, γνωστικούς ψυχολόγους
και διδάσκοντες δεύτερων γλιυσσών, ενδιαφ>έρεται για τη διαμόρφωση θεω
ρίας κατάκτησης της δεύτερης γλώσσας και ασχολείται με το πώς ο άνθρω
πος μαθαίνει μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του και που η εκμάθησή
της έπεται χρονικά της μητρικής.
Τα βασικά ερωτήματα για τα οποία αναζητά απαντήσεις μπορούν να συ
νοψιστούν στη φύση της γνώσης που κατακτά ο μαθητής,2 στον τρόπο με τον
οποίο κατακτά τη γνώση αυτή, καθώς και στους παράγοντες που καθιστούν
κάποιους μαθητές πιο επιτυχημένους από κάποιους άλλους (Saville-Troike
2006: 2). Αν και αντλεί τα δεδομένα της από έρευνα για την κατάκτηση συ
γκεκριμένων γλωσσών, ο θεωρητικός της προσανατολισμός δεν αφορά την
κατάκτηση κάποιας συγκεκριμένης γλώσσας. Ενδιαφέρεται για τις γλωσσι
κές, ψυχογλωσσικές, κοινωνιογλωσσικές και νοητικές εκφάνσεις της κατά
κτησης και στηρίζεται στους αντίστοιχους επιστημονικούς κλάδους προκει-
μένου να διερευνήσει τόσο τις εσωτερικές διεργασίες που καθοδηγούν την
ΚΓ2 όσο και τα παράγωγά της. Με αυτή την έννοια, συνιστά έναν διεπιστη
μονικό κλάδο ο οποίος έχει πολλά να προσφέρει και σε θεωρητικό και σε
πρακτικό επίπεδο.
Η μελέτη της κατάκτησης της δεύτερης γλιύσσας είναι σημαντική κατ’ αρχάς
για τους ίδιους λόγους για τους οποίους είναι σημαντική και η μελέτη του
1. Για εκτενή πραγμάτευση των διαφορών μεταξύ της κατάκτησης της μητρικής και της
δεύτερης γλώσσας βλ και Βαρλοκώστα & Τριανταφυλλίδου (2003: 23-26).
2. Στο βιβλίο αυτό η αναφορά στο μαθητή ακολουθεί τη γενίκευτική χρήση και δεν υπο
νοεί την υποτίμηση των μαθητριών.
1. Ε ισ α γ ω γή 19
να της γενετικής θεωρίας της Καθολικής Γραμματικής (βλ. κεφ. 4), αλλά
αποτελεί σημείο αναφοράς για όλες σχεδόν τις θεωρίες κατάκτησης.
4. Διαγλώσσα (interlanguage). Πρόκειται για τη συστηματική γλωσσική συ
μπεριφορά των μαθητών της δεύτερης γλώσσας. Ο όρος εισήχθη από το
Selinker (1972) και αναφέρεται στη συστηματική γνώση μιας Γ2, η οποία
είναι ανεξάρτητη τόσο από τη γλιόσσα-στόχο όσο και από τη μητρική γλώσ
σα των μαθητών. Η άποψη ότι οι μαθητές έχουν ένα δικό τους γλωσσικό
σύστημα αποτελεί σημείο εκκίνησης για την έρευνα της κατάκτησης της
Γ2. Χωρίς να το κάνουν ηθελημένα, οι μαθητές εφευρίσκουν δικούς τους
κανόνες, οι οποίοι συχνά αποκλίνουν από τους «σωστούς» της γλώσσας-
στόχου. Οι κανόνες αυτοί μεταλλάσσονται ανάλογα με το στάδιο κατά
κτησης στο οποίο βρίσκεται ο μαθητής και ανάλογα με εσωτερικούς πα
ράγοντες, όπως οι γνωστικές διεργασίες οι οποίες επιτελούνται στο νου
του, ή εξωτερικούς παράγοντες, όπως το κοινωνικό περιβάλλον. Αυτό που
είναι σημαντικό είναι ότι οι «ιδιόμορφοι» αυτοί κανόνες και τα διάφορα
γλωσσικά υποσυστήματα των μαθητών πρέπει να αποτελούν αντικείμενο
έρευνας αν θέλουμε να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα σχετικά
με το πώς επιτυγχάνεται η κατάκτηση μιας δεύτερης γλώσσας.
5. Γλωσσικό εισαγόμενο (input) και αφομοιωμένο γλωσσικό εισαγόμενο (in
take). Ο όρος γλωσσικό εισαγόμενο είναι εξαιρετικά γενικός και αναφέ-
ρεται συλλήβδην στα γλωσσικά στοιχεία στα οποία εκτίθεται ο μαθητής
μιας Γ2, είτε μέσω αυθόρμητης επικοινωνίας είτε μέσω συστηματικής κα
θοδήγησης. Αφομοιωμένο γλωσσικό εισαγόμενο θεωρείται το ποσοστό
εκείνο του γλωσσικού εισαγομένου το οποίο τελικά κατακτάται από το
μαθητή και ενσιοματιόνεται στο γλωσσικό του σύστημα. Κατ’ αναλογία
προς το γλωσσικό εισαγόμενο χρησιμοποιούμε τον όρο γλωσσικό εξαγό
μενο (output), για να αναφερθούμε στη γλώσσα που τελικά παράγει ο μα
θητής της Γ2.
6. Παρεμβολή/Μεταφορά (language interference/transfer). Ως παρεμβολή ή
μεταφορά χαρακτηρίζεται η εμφάνιση γλωσσικών συνηθεκύν, δομών ή τύ
πων της μητρικής γλώσσας του μαθητή κατά την πραγμάτωση της Γ2. Η
παρεμβολή θεωρείται ένας από τους παράγοντες που συμβάλλουν απο
φασιστικά στην πορεία της γλωσσικής κατάκτησης και στη διαμόρφωση
της διαγλώσσας των μαθητών. Η έννοια της παρεμβολής θα εξεταστεί λε
πτομερώς στην ενότητα 2.1.
7. Ρητή (explicit) και μη ρητή (implicit) )η·ώση. Ανάλογα με τις θεωρητικές
προσεγγίσεις στο πλαίσιο των οποίων χρησιμοποιούνται, τα δύο αυτά εί
24 Η Δ εύτερη Γ λ ω σ σ ά
4. Βλ. Long (1990, 1993) για συστηματικές επισκοπήσεις των ερευνητικοίν πορισμάτων
σχετικά με το ρόλο της ηλικίας.
26 Η Δ εύτερη Γ λ ω σ σ ά