You are on page 1of 1

1 3

«Το χάραμα επήρα Γρικούν να ταράζει


Του Ήλιου το δρόμο, Του εχθρού τον αέρα
Κρεμώντας τη λύρα Μιαν άλλη, που μοιάζει
Τη δίκαιη στον ώμο Τ' αντίλαλου πέρα·
Κι απ' όπου χαράζει Και ξάφνου πετιέται
Ως όπου βυθά, Με τρόμου λαλιά·
2 Πολληώρα γρικιέται,
Παράμερα στέκει Κι ο κόσμος βροντά.
Ο άντρας και κλαίει·
Αργά το τουφέκι 4
Σηκώνει και λέει: Αμέριμνον όντας
«Σε τούτο το χέρι Τ' Αράπη το στόμα Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Τι κάνεις εσύ; Σφυρίζει, περνώντας Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Ο εχθρός μου το ξέρει Στου Μάρκου το χώμα· Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Πως μου είσαι βαρύ.» Διαβαίνει, κι αγάλι Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
Ξαπλώνετ' εκεί «Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω γω στο χέρι;
Της μάνας ω λαύρα! Που εβγήκ' η μεγάλη Οπού συ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
Τα τέκνα τριγύρου Του Μπάιρον ψυχή.
Φθαρμένα και μαύρα
Σαν ίσκιους ονείρου· 5
Λαλεί το πουλάκι Προβαίνει και κράζει
Στου πόνου τη γη Τα έθνη σκιασμένα.
Και βρίσκει σπυράκι
Και μάνα φθονεί 6
Και ω πείνα και φρίκη!
Δε σκούζει σκυλί!

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε, Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητο 'ναι κι άσπρο,
Κι όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε. Aκίνητ' όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ' ως τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα,
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει, Που 'χ' ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι, Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες·
Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη.
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθασε μ' ασπούδα,
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα, Ουδ' όσο κάν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο· Γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη,
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο. Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι· Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

Τρέμ' η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.

Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,


Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και
μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,

You might also like