You are on page 1of 7

Αναζητώντας το χαμένο σημαινόμενο:

Βιώνοντας το ανοίκειο στη διερμηνεία συνεδρίων

Φωτεινή Αποστόλου
Τομέας Μετάφρασης και Διαπολιτισμικών Σπουδών
Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας
Φιλοσοφική Σχολή, ΑΠΘ
fapostol@enl.auth.gr

Η ταυτόχρονη διερμηνεία είναι μια διαδικασία διαμεσολάβησης, όπου ο


διερμηνέας καλείται να μεταφέρει προφορικά και άμεσα ένα κείμενο σε μια άλλη
γλώσσα για την προώθηση της επικοινωνίας πέρα από τους φραγμούς της γλώσσας
και του πολιτισμού. Πρόκειται για μια πολύ περίπλοκη διαδικασία που για να την
προσεγγίσουμε θεωρητικά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την όλη ιεροτελεστία
ενός συνεδρίου,1 που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη θέση του υποκειμένου της
ομιλίας, του κοινού, του διερμηνέα, του προγράμματος των ομιλιών, του κώδικα του
συγκεκριμένου συνεδρίου, του χρόνου και τόπου διεξαγωγής του και ούτω καθεξής.
Εδώ δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ένα συνέδριο ως ιεροτελεστία αλλά και ως
μέρος του εκπαιδευτικού συστήματος αποτελεί, αν ακολουθήσουμε το σχόλιο του
Μισέλ Φουκό για τα εκπαιδευτικά συστήματα, «ένα πολιτικό μέσο διατήρησης ή
τροποποίησης της οικειοποίησης του λόγου, μαζί με τις γνώσεις και τις δυνάμεις που
μεταφέρει» (1970: 64).2
Κινούμενη, λοιπόν, στο δυναμικό αλλά και ταυτόχρονα αυστηρά
προσδιορισμένο αυτό χώρο, η παρούσα εισήγηση επιχειρεί να ρίξει φως στα παιχνίδια
δύναμης που εμπεριέχονται στο σκηνικό ενός συνεδρίου και τη θέση του διερμηνέα
μέσα στα πλαίσια αυτά. Ποια είναι η θέση του διερμηνέα στο τελετουργικό αυτό,
ποια είναι η σχέση του με τη γλώσσα, με το άλλο (κείμενο/υποκείμενο), με το
κειμενικό και το βιολογικό σώμα; Έχει ο ίδιος μερίδιο της δύναμης στο λόγο ή είναι
περιθωριοποιημένος στον περιορισμένο χώρο της καμπίνας διερμηνείας και
εγκλωβισμένος στο άλλο υπο/κείμενο;
Ο διερμηνέας συνεδρίων καλείται να ερμηνεύσει το κειμενικό σώμα του
ομιλητή και να αναπαράγει αυτό το κείμενο, ερήμην του υποκειμένου του, σε ένα
άλλο κειμενικό (και βιολογικό) σώμα που θα μεταφερθεί στο κοινό το οποίο θα έχει
οπτική επαφή με το υποκείμενο του αρχικού λόγου (που δεν έχει φωνή) και ακουστική
επαφή με τον διερμηνέα (που δεν έχει σώμα). Πρόκειται φαινομενικά για μια
διαδικασία αυτοαναίρεσης που πανηγυρίζει το παιχνίδι της γλώσσας μέσα από έναν
διάλογο με τον ομιλητή και το κοινό του συνεδρίου από τον περιορισμένο και σαφώς
οριοθετημένο χώρο της καμπίνας διερμηνείας που συνήθως βρίσκεται είτε στο πίσω
μέρος της αίθουσας του συνεδρίου είτε σε κάποια υπερυψωμένη θέση εκτός της
αίθουσας αλλά με παράθυρα που επιτρέπουν την οπτική επαφή με τον συνεδριακό
χώρο. Αυτή η χωροταξική περιθωριοποίησης της διερμηνείας διασφαλίζει το αόρατο

1
Όπως μας λέει ο Μισέλ Φουκό στο κείμενό του «Η τάξη του λόγου» «Το πλέον επιφανειακό και
ορατό [των] συστημάτων περιορισμού ορίζεται από αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τον όρο
ιεροτελεστία. Η ιεροτελεστία προσδιορίζει την ιδιότητα που πρέπει να κατέχουν τα άτομα που μιλούν
(και τα οποία πρέπει να καταλαμβάνουν μια συγκεκριμένη θέση και να διατυπώνουν έναν
συγκεκριμένο τύπο δήλωσης, στο παιχνίδι ενός διαλόγου, μιας εξέτασης ή μιας αφήγησης)·
προσδιορίζει τις χειρονομίες, τη συμπεριφορά, τις συνθήκες και το σύνολο των σημείων που πρέπει να
συνοδεύουν το λόγο· τέλος, ορίζει την υποτιθέμενη ή επιβαλλόμενη δραστικότητα των λέξεων, την
επίδρασή τους σ’ αυτούς στους οποίους απευθύνονται και τα όρια της περιοριστικής τους αξίας»
(1970: 62).
2
Οι μεταφράσεις των χωρίων που παρατίθενται στην παρούσα εργασία είναι της συγγραφέως.
2

της διαδικασίας (της διερμηνείας) η οποία, αν καταστεί ορατή, θα διαταράξει την


‘τάξη’ του συνεδρίου, φέρνοντας στην επιφάνεια την βαβυλωνία των γλωσσών και
των πολιτισμών η οποία ελλοχεύει στον σκοτεινό και κλειστό θάλαμο της
διερμηνείας.
O διερμηνέας, λοιπόν, βρίσκεται ταυτόχρονα εντός και εκτός της διαδικασίας
του συνεδρίου τόσο σωματικά, όπως εξήγησα παραπάνω, όσο και επιστημονικά,
καθώς καλείται μεν να ερμηνεύσει, να χειριστεί τα κείμενα, τα σημαίνοντα και να
προωθήσει την επικοινωνία, αλλά μένει ουσιαστικά τις περισσότερες φορές εκτός του
κώδικα του συγκεκριμένου συνεδρίου, διότι τα περισσότερα συνέδρια εστιάζονται σε
συγκεκριμένες επιστήμες και η κάθε επιστήμη όπως παρατήρησε και ο Φουκό στο
κείμενό του «Η τάξη του λόγου» αποτελεί «μια αρχή ελέγχου στην παραγωγή του
λόγου» (1970: 61). Όποιος, λοιπόν, δε μιλάει τη γλώσσα της συγκεκριμένης
επιστήμης θα μένει πάντα στο περιθώριο του λόγου της, αποκλεισμένος από το
παιχνίδι της επικοινωνίας. Ακόμα και από κοινωνικής σκοπιάς, ο διερμηνέας
συμμετέχει μεν στη συνεδριακή διαδικασία, αλλά σχεδόν ποτέ δεν αποτελεί μέρος της
κοινωνικής διάστασης του συνεδρίου· ακόμα και κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων
ή τυχόν εκδηλώσεων στα πλαίσια του συνεδρίου, οι διερμηνείς, ακόμα και όταν δεν
είναι απόντες, δεν αναπτύσουν σχέσεις με τους συνέδρους.
Η θέση, λοιπόν, του διερμηνέα είναι ένα παράδοξο, ένα παιχνίδι με το εντός
και το εκτός, με την απουσία και την παρουσία, με το σώμα και τη φωνή, με τον
έλεγχο και την υποδούλωση, με την εν-σωμάτωση και τον εκ-τοπισμό.
Αυτόν ακριβώς τον εκ-τοπισμό και άρα αποκλεισμό προσπαθεί να υπερβεί ο
διερμηνέας με την προετοιμασία του πριν από το συνέδριο. Τις περισσότερες φορές
με τον τίτλο μόνο ενός συνεδρίου, με ένα σημαίνον δηλαδή, ξεκινά η αναζήτηση του
σημαινόμενου. Ο τίτλος αυτός, η πρώτη πληροφορία που φτάνει στο διερμηνέα,
λειτουργεί ως ένα κενό σημαίνον του οποίου το σημαινόμενο πρέπει να αναζητηθεί
για να ολοκληρωθεί έτσι η προετοιμασία του, για να μπορέσει ο διερμηνέας να
ενταχθεί στην επιστημονική γλώσσα του συγκεκριμένου συνεδρίου και να αποκτήσει
έτσι έναν υποτυπώδη έλεγχο του λόγου. Πολλές φορές, αυτή η διαδικασία
αναζήτησης έχει κάποια αποτελέσματα και έτσι το σημαινόμενο αρχίζει να
διαφαίνεται στον ορίζοντα. Μοιάζει λίγο με τη θεωρία του ανοίγματος της κονσέρβας
με τις σαρδέλες που επικαλείται ο Jean-Jacques Lecercle στο έργο του Η ερμηνεία ως
Πραγματολογία: «από τη στιγμή που θα βγάλω το στρώμα μετάλλου, μπορώ να
βουτήξω στις λαχταριστές σαρδέλες» (1999: 3). Ωστόσο, όπως ο ίδιος συγγραφέας
αναγνωρίζει, η θεωρία αυτή ποτέ δεν είναι επαρκής για να αποδώσει την
πολυπλοκότητα μιας ερμηνευτικής διαδικασίας. Το ίδιο ανεπαρκής είναι και για τη
διαδικασία της δι-ερμηνείας, καθώς το μόνο που τελικά ανακαλύπτει ο διερμηνέας
μέσα από την αναζήτησή του, είναι το παιχνίδι με τα σημαίνοντα και η απουσία του
σημαινόμενου. Με άλλα λόγια, οι σαρδέλες δεν είναι ποτέ στη θέση τους. Αντίθετα,
το ένα κουτί εμπεριέχει ένα άλλο και ούτω καθεξής, σαν ένα άλλο παιχνίδι με
μπάμπουσκες.
Φαίνεται ότι η διερμηνεία είναι μια βίωση της μεταμοντέρνας θεώρησης της
γλώσσας ως δομής χωρίς κέντρο, ως μιας σειράς σημαινόντων που δεν παραπέμπουν
σε κάποιο σημαινόμενο, αλλά διαρκώς οδηγούν σε άλλα σημαίνοντα. Η αναζήτηση
του σημαινόμενου ανοίγει «το κενό προς το οποίο και από το οποίο μιλάμε» (Φουκό
1977: 53). Η διερμηνεία προσομοιάζει την κειμενική ανάλυση που περιγράφει ο
Ρολάν Μπαρτ στο κείμενό του «Θεωρία του Κειμένου»: «η κειμενική ανάλυση
αμφισβητεί την ιδέα ενός τελικού σημαινόμενου. Το έργο δεν σταματά, δεν κλείνει.
Πρόκειται κατά συνέπεια όχι τόσο για μια εξήγηση ή ακόμα και περιγραφή, αλλά για
την εισαγωγή σε ένα παιχνίδι σημαινόντων» (1973: 43). Και ο διερμηνέας βιώνει
3

αυτή την παράξενη σχέση του με το κείμενο, καθώς είναι έξω από αυτό αλλά
ταυτόχρονα καλείται να μπει μέσα του και να το αναπαράγει σε ένα νέο δικό του
κείμενο. Πρέπει, λοιπόν, να δεχτεί αυτό που πάλι ο Μπαρτ αναφέρει, ότι «είναι και
ίδιος μέσα στη γλώσσα, και θα πρέπει να παραδεχτεί την ένταξή του, όσο ‘ακριβή’
και ‘αντικειμενική’ κι αν τη θέλει, στον τριπλό δεσμό υποκειμένου, σημαίνοντος και
Άλλου» (1973: 44). Κι αυτή η ένταξη, αυτή η εν-σωμάτωση ανατρέπει κάθε δια-
χωρισμό και αποστασιοποίησή του από το κείμενο. Τον εισάγει σε ένα παιχνίδι με τα
υπο-κείμενα, ένα παιχνίδι που προβάλει ουσιαστικά τη σαγήνη των κειμένων, το
‘textasy’ όπως το ονομάζει ο Robert Young, τη δύναμή τους να ενσωματώνουν και να
καταργούν το υποκείμενο, όποιο κι αν είναι αυτό.
Για να ανατρέξουμε σε κάποια αρχή, θα είχε ενδιαφέρον να ασχοληθούμε λίγο
με την ετυμολογική προέλευση της λέξης ‘διερμηνεία’. Το ένα συνθετικό της λέξης
‘ερμηνεία’ παραπέμπει στο θεό Ερμή, τον αγγελιοφόρο των θεών που δρούσε ως
μεσολαβητής των βουλήσεών τους. Ο Σωκράτης αναφέρεται στην ετυμολογία του
ονόματος του Ερμή στον Κρατύλο του Πλάτωνα με τα εξής λόγια: «… το όνομα αυτό
δεικνύει ότι ο Ερμής καταγίνεται εις την ρητορίαν, διότι και το ότι είναι διερμηνεύς
και άγγελος και ότι αγαπά την κλοπήν και την απάτην διά λόγου και το εμπορικόν
του πνεύμα, όλα αυτά είναι μια ρητορική ικανότης. Καθώς λοιπόν είπαμεν και
προηγουμένως το είρειν είναι χρήσις του λόγου, το δε ομηρικόν εμήσατο σημαίνει
μηχανώμαι» (1910: 51).
Φαινομενικά, λοιπόν, αυτή η παραπομπή στον Ερμή δίνει στο διερμηνέα μια
σχέση με το θείο, με την αρχή του λόγου. Ο Πλάτωνας, μάλιστα, τόνισε το θεϊκό
δώρο της διερμηνείας, όπου ο σοφός ερμηνεύει τα σκοτεινά λόγια εκστασιασμένων
οραματιστών. Όπως μας ενημερώνει ο Alfred Hermann στο κείμενό του «Η
διερμηνεία στην αρχαιότητα» «Ο θεϊκός χαρακτήρας του διερμηνέα βασίζεται στην
έμπνευση. Πέρα και πάνω από έναν γλωσσικό διαμεσολαβητή με τη στενότερη
έννοια, [η έμπνευση] είναι αυτή που τον κάνει προφήτη, μάντη και σοφό που
μεσολαβεί μεταξύ ανθρώπου και θεού» (1956: 18).
Μια σχέση με το θείο, λοιπόν, με μια αρχή, μια σχέση με έναν θεό, αλλά το
παράδοξο είναι ότι και αυτός ο θεός μεταφέρει το λόγο κάποιων άλλων, χωρίς να
έχουμε άμεση πρόσβαση στον αρχικό και πρωτογενή λόγο. Ο Ερμής είναι ο ίδιος η
γλώσσα πίσω από την οποία κρύβεται το κενό, ένας θάνατος. Όπως αφήνει να
εννοηθεί ο Σωκράτης, ο Ερμής δεν είναι απλός άγγελος, αλλά κλέφτης, ψεύτης και
μηχανορράφος· μπορεί να χειριστεί τον λόγο για να επιτύχει αυτό που επιθυμεί, όπως
άλλωστε μαρτυρά και το όνομά του: μηχανάται τον λόγο, τον χειραγωγεί και
μεταφέρει τα μηνύματα των θεών που είναι απόντες. Ο λόγος του Ερμή, κατά
συνέπεια, μαρτυρά το θάνατο των θεών, της αρχής του λόγου, και οδηγεί σε μια αν-
αρχία, καθώς αυτή η αρχή φαίνεται να χάνεται πίσω από το δικό του λόγο.
Και η διερμηνεία είναι αυτό ακριβώς: φαινομενικά, μια μεταφορά λόγων, μια
πιστή και ακριβής διαμεσολάβηση. Αλλά, ουσιαστικά, προβάλλει το θάνατο που
βιώνουμε στη γλώσσα, τη δύναμη και την αδυναμία που χαρακτηρίζει το λόγο, τη
σχέση με το λόγο που φαίνεται να λειτουργεί σαν μια σχέση με το θάνατο και σαν ένα
συνεχές σαγηνευτικό παιχνίδι με την απουσία και την παρουσία, με τον έλεγχο και
την υποδούλωση.
Ο διερμηνέας καλείται από μια εκ-κεντρική θέση να βρει το κέντρο της δομής
που πρέπει να ερμηνεύσει. Πρέπει, επίσης, να υιοθετήσει τη θέση ενός άλλου
υποκειμένου εγκαταλείποντας ταυτόχρονα τη δική του υπόσταση. Γίνεται ένα άλλο
«εγώ», εξ ου και οι συνεχείς αναφορές στην αντικειμενικότητα και πιστότητα του
διερμηνέα, στη δική του ανυπαρξία/απουσία, στην αδυναμία του να ασκήσει
οποιασδήποτε μορφής έλεγχο στο ξένο κειμενικό σώμα. Ο διερμηνέας το βιώνει αυτό
4

σαν μια βίαιη εισχώρηση στο δικό του σώμα στο οποίο εισβάλει το ξένο κείμενο και
το ξένο υπο-κείμενο αναγκάζοντάς τον να το αναπαράγει, να αναπαράγει αυτό το αν-
οίκειο μέσα από το δικό του σώμα. Να μιλήσει ως ένα άλλο «Εγώ», κυριολεκτικά και
μεταφορικά, καθώς γίνεται ο Άλλος, το υποκείμενο της ομιλίας (χρησιμοποιεί το
πρώτο πρόσωπο για να δηλώσει την παρουσία του άλλου).
Ο διερμηνέας ως το «άλλο» του ομιλητή ουσιαστικά φαίνεται να προωθεί τη
διατήρηση του ομιλητή, τον πρωτογενή του ναρκισσισμό καθώς θα μεταδώσει το
κειμενικό του σώμα λειτουργώντας ως καθρέφτης που αντανακλά το είδωλό του. Η
ιδέα του «άλλου», όπως μας εξηγεί ο Otto Rank στο έργο του The Double ξεκίνησε
αρχικά «ως διασφάλιση ενάντια στην καταστροφή του εγώ, μια ‘ενεργητική άρνηση
της δύναμης του θανάτου’, με την αθάνατη ψυχή να είναι πιθανόν το πρώτο ‘άλλο’
του σώματος».3
Οι διερμηνείς, λοιπόν, υποτίθεται ότι παραμένουν απλοί φορείς του ξένου
κειμένου, υποδουλωμένα σώματα χωρίς καμία εξουσία ή δύναμη πάνω στο ξένο
σώμα. Το πειθαρχημένο σώμα, το περιορισμένο εργαζόμενο σώμα που είναι
υποχρεωμένο να παραμείνει πιστό και ακριβές στο «άλλο» κειμενικό σώμα για να το
διατηρήσει και να το προωθήσει.
Αλλά αυτά είναι μόνο στη θεωρία, γιατί στην πράξη το ασαφές της
υποδούλωσης και της κυριαρχίας στο λόγο είναι πασιφανές και στη διερμηνευτική
διαδικασία. Άλλωστε και η ίδια η λέξη «διερμηνεία», όπως είδαμε νωρίτερα, μας
παραπέμπει στην αν-αρχία, στην απουσία της αρχής ως προέλευσης και ως εξουσίας
και, κατά συνέπεια, στη δυνατότητα του διερμηνέα να παρέμβει στο ξένο σώμα και
να το χειραγωγήσει. Ο ομιλητής είναι σωματικά παρών, αλλά το κείμενό του, από τη
στιγμή που το εκφέρει και φεύγει από αυτόν δεν είναι δικό του· γίνεται αντικείμενο
χειραγώγησης και αναπαράγεται από τον διερμηνέα, μια αναπαραγωγή πάνω στην
οποία το υποκείμενο δεν έχει κανέναν έλεγχο· λέξεις παραλείπονται, προτάσεις
συμπληρώνονται ή τροποποιούνται, νοήματα αλλοιώνονται, καθώς η ταχύτητα και το
ταυτόχρονο της όλης διαδικασίας θέτει σημαντικούς περιορισμούς στο σεβασμό που
πρέπει να έχει ο διερμηνέας στο υπο/κείμενο. Αυτό που έχει σημασία είναι να
διατηρηθεί και να προωθηθεί το επικοινωνιακό παιχνίδι, να μη διακόπτεται η ροή του
λόγου. Ορισμένες φορές, φτάνουμε και στην ακραία θέση της λογοκρισίας, μια
λογοκρισία που μπορεί να ζητηθεί ακόμα και από τους διοργανωτές όταν
υπεισέρχονται λεπτά πολιτικά θέματα ή μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη από τον ίδιο
τον διερμηνέα.
Άλλωστε, για να επανέλθουμε στον Otto Rank, όταν περάσουμε το στάδιο της
αντίληψης του άλλου ως διατήρησης του εγώ, «Από διασφάλιση της αθανασίας, [το
άλλο] γίνεται ο ανοίκειος προάγγελος του θανάτου» (1919: 357), όπως σχολιάζει ο
Φρόιντ στο έργο του “The Uncanny”. Μήπως το ίδιο δε συμβαίνει και με τον
Νάρκισσο που είναι καταδικασμένος να ζει με την επιθυμία του ειδώλου του, του
«άλλου», που όμως γίνεται τελικά ο θάνατός του καθώς πνίγεται προσπαθώντας να
αγγίξει το αντικείμενο του πόθου του στο νερό. Όπως γράφει ο Οβίδιος «Είναι
ερωτευμένος με μια ανυπόστατη ελπίδα και πιστεύει πως υπάρχει υπόσταση σ’ αυτό
που είναι μόνο σκιά» (1977: 153). «Αυτό που ψάχνεις δεν υπάρχει πουθενά· αλλά

3
Όπως εξηγεί πάλι ο Φρόιντ «Αυτή η ίδια επιθυμία [η επινόηση της ανα-παραγωγής (doubling) ως
διατήρησης έναντι της εξαφάνισης] οδήγησε του Αρχαίους Αιγύπτιους να αναπτύξουν την τέχνη της
κατασκευής εικόνων των νεκρών σε ανθεκτικά υλικά. Τέτοιες ιδέες, ωστόσο, ξεπήδησαν από το
έδαφος του απεριόριστου ναρκισισμού, από τον πρωτογενή ναρκισισμό που κυριαρχεί στο νου του
παιδιού και του πρωτόγονου ανθρώπου. Αλλά όταν αυτό το στάδιο έχει ξεπεραστεί, το ‘άλλο’
αντιστρέφει την πρόσωπό του. Από διασφάλιση της αθανασίας, γίνεται ο ανοίκειος προάγγελος του
θανάτου» (1919: 357).
5

μόλις απομακρυνθείς, το αντικείμενο του έρωτά σου δεν θα υπάρχει πια. Αυτό που
βλέπεις είναι απλώς η σκιά μιας ανακλώμενης μορφής και δεν έχει δική της
υπόσταση. Μαζί σου έρχεται, μαζί σου μένει και θα φύγει μαζί σου – αν μπορέσεις να
φύγεις» (1977: 155).
Αλλά η σκιά μας οδηγεί και σε άλλα ενδιαφέροντα μονοπάτια του ανοίκειου.
Δεν μένει απλώς στην ιδέα του αν-υπόστατου, αυτού που υπάρχει και δεν υπάρχει
ταυτόχρονα, αυτού που λειτουργεί ως ‘προάγγελος του θανάτου’. Η επιθυμία του
υποκειμένου, εδώ του Νάρκισσου, για το ‘άλλο’ τείνει στη διατήρηση του εγώ, αλλά
αυτό το άλλο, αυτή η αν-υπόστατη σκιά πάντα διαφεύγει, πάντα χάνεται, και αν δεν
απομακρυνθείς τότε φέρνει το θάνατο. Το ‘άλλο’, λοιπόν, φαίνεται να ασκεί μια
μεγάλη δύναμη πάνω στο υποκείμενο, μια δύναμη που τουλάχιστον ο Νάρκισσος δεν
μπορεί να ελέγξει. Το ίδιο συμβαίνει και στο παραμύθι του Άντερσεν «Η σκιά» όπου
η συγκεκριμένη σκιά φαίνεται ότι αποκτά δική της αυτόνομη ύπαρξη και έρχεται να
αμφισβητήσει τον κάτοχό της. Αυτή η σκιά όχι μόνο διαφεύγει της κυριαρχίας του
κυρίου της αλλά, έχοντας δημιουργήσει μια πιο ισχυρή και επιτυχημένη ταυτότητα,
έρχεται να αμφισβητήσει τον προηγούμενο κάτοχό της. Είναι σημαντικό να
αναφέρουμε εδώ ότι η ιστορία τελειώνει με τον άνθρωπο, τον κάτοχο της σκιάς, να
εκτελείται μετά την κατηγορία ότι ήταν σκιά που τρελάθηκε και πίστεψε ότι ήταν
κανονικός άνθρωπος (Rank 1979: 11).
Το άλλο, τελικά, φαίνεται ότι από οικείο γίνεται αν-οίκειο. Το είδωλο μας
υπενθυμίζει απλώς την πλήρη απουσία του υποκειμένου, την πλήρη αδυναμία του
πάνω στο λόγο, την ανυπόστατη αυτή σκιά που τελικά γίνεται προάγγελος του
θανάτου και αποκτά τη δική της αυτονομία. Αυτό υπογραμμίζεται διαρκώς και στη
συνεδριακή αίθουσα, με την συνεχή αντι-παράθεση κειμένων και υπο-κειμένων.
Πολλές φορές μάλιστα όταν οι γλώσσες του συνεδρίου είναι πολλές, έχουμε μια
πραγματική βαβυλωνία με την συνεδριακή ατμόσφαιρα να πνίγεται από κείμενα και
υπο-κείμενα σε έναν διαρκή διάλογο, ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι αρκετές φορές το
αρχικό κείμενο λαμβάνεται από πολλούς διερμηνείς μέσω κάποιας άλλης γλώσσας.
Το αν-οίκειο του λόγου σε όλο του το μεγαλείο, με τον διερμηνέα να βιώνει και να
ανα-παράγει έναν λόγο που εισβάλει στο σώμα του, αλλά και το υποκείμενο να
απειλείται από τον διερμηνέα που θεωρητικά λειτουργεί σαν το ίδιο του το είδωλο, τη
σκιά που δεν του ανήκει και που σαν τον Ερμή αντί να επικοινωνεί το λόγο των θεών,
γίνεται ο ίδιος λόγος.
Άλλωστε, για να επικαλεστούμε και τον Ντεριντά «Το γεγονός ότι ο λόγος και
η γραφή προέρχονται πάντα ανομολόγητα από μια ανάγνωση αποτελεί τη μορφή της
αρχικής κλοπής, την πλέον αρχαϊκής υπεκφυγή, η οποία ταυτόχρονα με κρύβει και
κλέβει τη δύναμη που έχω να εγκαινιάσω. Το γράμμα, ο εγγεγραμμένος ή
διατυπωμένος λόγος, είναι πάντα κλεμμένο. Πάντα κλεμμένο γιατί είναι πάντα
ανοιχτό» (1987: 178). Είναι αυτό το ανοιχτό του γράμματος, λοιπόν, που προβάλλει η
διαδικασία της διερμηνείας, εστιαζόμενη στην κλοπή στο λόγο.
Ο διερμηνέας, λοιπόν για να συνοψίσουμε, βιώνει ακριβώς την μεταμοντέρνα
αίσθηση της γλώσσας, ως την επαφή με έναν θάνατο. Η σχέση με έναν λόγο που του
επιβάλλεται, που τον περιορίζει και τον φυλακίζει στα στενά του πλαίσια (όπως τον
φυλακίζει μέσα στα στενά πλαίσια της καμπίνας διερμηνείας), που δεν του ανήκει,
μιας δομής που της λείπει το κέντρο. Και η αίσθηση ότι αποτελεί ένα ξένο σώμα, ένα
αν-οίκειο που δεν ανήκει στο συγκεκριμένο χώρο ο οποίος συνεχώς τον
περιθωριοποιεί και τον εκ-τοπίζει, γιατί τον φοβάται, φοβάται αυτό το άγνωστο που
προβάλει η διερμηνεία, την αδυναμία πάνω στη σκιά μας, στο άλλο που εμείς οι ίδιοι
δημιουργούμε και που μας δημιουργεί.
6

Ο διερμηνέας σαν τον ήρωα του Κορτάσαρ στο διήγημά του «Τα σάλια του
διαβόλου» ο οποίος ως επαγγελματίας μεταφραστής και ερασιτέχνης φωτογράφος με
καταγωγή από δύο ηπείρους αιχμαλωτίζει τη στιγμή ενός άγνωστου ζευγαριού στον
φακό της μηχανής του και με αλλεπάλληλες μεγεθύνσεις προσπαθεί στο εργαστήριό
του να την αναλύσει και να μπει μέσα της, να βιώσει τη στιγμή των δύο αυτών
ανθρώπων. Όσο κι αν ζουμάρει μέσα της, όσο κι αν στο τέλος οι ήρωες της στιγμής
αρχίζουν να κινούνται, ουσιαστικά θα μένει πάντα εκτός της στιγμής, μέσα και έξω
ταυτόχρονα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα κείμενα που μεταφράζει. Θα έχει
βιώσει, όμως, αυτή την επαφή με το διάβολο, όπως υποδηλώνει ο τίτλος του
διηγήματος στα αργεντίνικα. Μόνο που στην περίπτωση του Κορτάσαρ, ο
μεταφραστής/φωτογράφος έχει μπροστά του το κείμενο/φωτογραφία και μπορεί να το
επεξεργαστεί μέχρις εσχάτων. Ενώ ο διερμηνέας βιώνει μόνο τη στιγμή της λήψης
της φωτογραφίας, το σύγχρονο όπου ο ήρωας/αφηγητής παρακολουθεί το ζευγάρι και
προσπαθεί να το μιλήσει, να το μετατρέψει στο δικό του λόγο, μόνο αυτή τη στιγμή
της εκφοράς του λόγου και μετά όλα χάνονται.
Η επαφή με το διάβολο είναι στιγμιαία και είναι μια εμπειρία που βιώνουν
όλοι οι συμμετέχοντες στο συνέδριο, καθώς η διερμηνεία τινάζει στον αέρα κάθε
ψευδαίσθηση τάξης που προσπαθεί να επιβάλει το σκηνικό των συνεδρίων, με το
σαφές και οριοθετημένο πρόγραμμα, τη σαφή θεματολογία, τη σειρά των ομιλητών/
υποκειμένων, τους τακτικούς συνέδρους κλπ. Η διερμηνεία, μέσα από το σκοτεινό
της θάλαμο, φαίνεται να υπονομεύει κάθε τάξη, αλήθεια και πιστότητα και να τη
μετατρέπει σε χάος, καθώς πάντα καταφέρνει να ανοίξει ένα παράθυρο στο ανοίκειο
που κρύβει ο λόγος.

Barthes, Roland (1973). “Theory of the Text”. Trans. Ian McLeod. Untying the Text:
A Post-Structuralist Reader (1981). Ed. Robert Young. Boston & London:
Routledge & Kegan Paul, 31-47.
Derrida, Jacques (1987). Writing and Difference. Trans. Alan Bass. Chicago: The
University of Chicago Press.
Foucault, Michel (1970). “The Order of Discourse”. Trans. Ian McLeod. Untying the
Text: A Post-Structuralist Reader (1981). Ed. Robert Young. Boston &
London: Routledge & Kegan Paul, 48-78.
----- (1977). “Language to Infinity”. Michel Foucault: Language, Counter-Memory,
Practice. Selected Essays and Interviews. Ed. Donald F. Bouchard. Trans.
Donald F. Bouchard and Sherry Simon. Oxford: Basil Blackwell, 53-67.
Freud, Sigmund (1919). “The ‘Uncanny’”. Art and Literature: Jensen’s Gradiva,
Leonardo Da Vinci and Other Works (1987). Ed. Albert Dickson. Trans.
James Stratchey. Harmondsworth: Penguin, 335-376.
Hermann, Alfred (1956). “Interpreting in Antiquity”. Trans. Ruth Morris. The
Interpreting Studies Reader (2000). Ed. Franz Pochhacker and Miriam
Shlesinger. London & New York: Routledge, 15-22.
Hoy, David Couzens (1982). The Critical Circle: Literature, History and
Philosophical Hermeneutics. Berkeley: University of California Press.
Lecercle, Jean-Jacques (1999). Interpretation as Pragmatics. London: Palgrave.
Ovid (1977). Metamorphoses. Ed. G.P. Goold. Trans. Frank Justus Miller.
Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press.
Πλάτωνας (1910). Κρατύλος. Μετ. Κυρ. Ζάμπας. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου
Φέξη.
7

Rank, Otto (1979). The Double: A Psychoanalytic Study. Ed. and Trans. Harry
Tucker. New York: New American Library.

You might also like