You are on page 1of 55

002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ.

Page 15

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Η απόσταση που μας χωρίζει από τη Ῥητορική του Αριστοτέλη

α. Οι προτεραιότητες της Ῥητορικῆς

Σήμερα η ρητορική είναι νόμιμο αντικείμενο έρευνας, τόσο από μόνη


της και χάριν εαυτής όσο και σε σχέση συνεργασίας με τη φιλοσοφία,
με την ιστορία και την πολιτική επιστήμη, με τις επιστήμες της επι-
κοινωνίας. Ετούτο είναι κάτι που χρειάζεται να ειπωθεί γιατί είναι
κάτι το καινούριο: η ρητορική επανέρχεται ως ένα από τα κέντρα
του ενδιαφέροντος στις επιστήμες του ανθρώπου μετά από μακρά
περίοδο εγκατάλειψης. Η «αναγέννηση» αυτή ξεκίνησε πριν από με-
ρικές δεκαετίες, κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, και είναι
ακόμα εν εξελίξει.
Στο νέο αυτό τοπίο των σπουδών η Ῥητορική του Αριστοτέλη δεν
λογίζεται σαν ένας μακρινός πρόγονος κάποιας θεωρίας, αντίθετα
της αναγνωρίζεται εδώ μια θέση κεντρική·1 η Ῥητορική διδάσκει και
σήμερα.
Ετούτη η πραγματική επικαιρότητα της Ῥητορικῆς δεν σημαίνει
ωστόσο πως το βιβλίο αυτό διαβάζεται σαν να γράφτηκε μόλις χτες
ή σαν ένα βιβλίο που βρίσκεται έξω από τον χρόνο του. Η Ῥητορική
ήταν διδακτικό βοήθημα και μαζί εγχειρίδιο, βιβλίο οδηγιών για τον
νέο ρήτορα. Στην Αθήνα του 4ου αιώνα π.Χ. ο ρητοροδιδάσκαλος
προετοιμάζει τους μαθητές του έτσι ώστε να μπορούν να συμμετά-
σχουν στη διαβούλευση της Εκκλησίας του Δήμου, ή/και για να μπο-
ρούν να συντάσσουν λόγους για τα δικαστήρια. Οι θεσμοί αυτοί και
οι πρακτικές τους διαφέρουν πολύ από τα τωρινά δικά μας αντί-
στοιχα. Μαζί διαφέρει και η ιδέα που έχουμε για την αξία και τη
θέση της ρητορικής, η οποία στην Αθήνα του 5ου και του 4ου αιώνα
δεν είναι ένα στοιχείο δευτερεύον ή διακοσμητικό, αλλά το κατεξο-
χήν ουσιώδες στη διαδικασία της λήψης των πολιτικών αποφάσεων
και στην απονομή της δικαιοσύνης.

15
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 16

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

Στην τρέχουσα χρήση του, ο όρος ρητορική, όταν δεν είναι απλό
συνώνυμο του στομφώδους, απατηλού ή κενού λόγου (που είναι και
η συνηθέστερή του σημασία), αναφέρεται στην «τέχνη ενός ομιλητή
να κυριαρχεί στη σκέψη και στην ψυχή των άλλων με τον λόγο»,2 δη-
λαδή να πείθει χάρη στο ότι μιλάει ωραία και χρησιμοποιεί τα κα-
τάλληλα τεχνάσματα.
Δεν είναι αυτή η ρητορική που ξέρει ο Αριστοτέλης: μικρό μόνο
μέρος του βιβλίου του καταλαμβάνουν οι οδηγίες για το πώς να μι-
λάει κανείς ωραία, και αυτές δεν έχουν για τη Ῥητορική πρωτεύουσα
σημασία,3 ενώ λίγα είναι εκείνα τα σημεία όπου προτείνεται κάτι
που μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέχνασμα. Αυτό βέβαια δεν σημαί-
νει πως ο ομιλητής για τον οποίο γράφτηκε το βιβλίο αυτό δεν θέλει
να μιλάει ωραία ή/και να χρησιμοποιεί τεχνάσματα. Όμως σύμφωνα
με την ιεράρχηση που κάνει η Ῥητορική, ετούτο δεν θα είναι το
πρώτο, ή το κυριότερο, που χρειάζεται να σκεφτεί όταν συντάσσει τον
ρητορικό του λόγο.
Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα και αυτόν τον σκοπό της ρητο-
ρικής που είναι η πειθώ ο Αριστοτέλης αποφεύγει να τον εντάξει
στον ορισμό της τέχνης.4 Ο ορισμός αναφέρεται αποκλειστικά στο
έργον της τέχνης. Την έννοια του έργου ο Αριστοτέλης την εισάγει σε
αντιδιαστολή προς τον σκοπό·5 έργον της τέχνης δεν είναι το να πεί-
σει, αλλά το να εξασφαλίσει πως για τον σχηματισμό του λόγου μας
έχουμε λάβει υπόψη όλες τις διαθέσιμες δυνατότητες πειθούς. Προ-
φανώς, αυτό δεν σημαίνει πως ο ομιλητής στον οποίο απευθύνεται η
Ῥητορική δεν θέλει να πείσει. Όμως το πρώτο και κύριο που χρειά-
ζεται να σκεφτεί, όταν συντάσσει τον λόγο του, είναι το να μην έχει
παραλείψει τίποτε, το να είναι πλήρης η διερεύνηση των ενδεχόμενων
μέσων της πειθούς που μας προσφέρει η τέχνη: η πληρότητα της διε-
ρεύνησης είναι που τον κάνει πραγματικό τεχνίτη, η αποτελεσματι-
κότητα στην επίτευξη της πειθούς ακολουθεί.
Μοιάζει λοιπόν να έχει διαφορετικές προτεραιότητες, από εκείνες
που σήμερα αναγνωρίζουμε στη ρητορική, η τέχνη του Αριστοτέλη·
για να την προσεγγίσουμε, θα χρειαστεί να γνωρίσουμε τις προτε-
ραιότητες αυτές.

β. Η πρόσκληση και το ερώτημα

«Ποιος από τους πολίτες θέλει να μιλήσει;»6 Με τα λόγια αυτά του


κήρυκα, η συνέλευση στην οποία κρίνονται τα καίρια ζητήματα της
πόλης, η Εκκλησία του Δήμου, προσκαλεί τους πολίτες-μέλη της να

16
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 17

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

λάβουν τον λόγο. Είτε είναι πολιτικός είτε όχι, είτε ομιλητής έμπει-
ρος είτε μη, ρήτορας γίνεται ο πολίτης στην Εκκλησία του Δήμου με
την αποδοχή της πρόσκλησης αυτής.
Αυτή την πρόσκληση η πόλη την απευθύνει7 όταν χρειάζεται απά-
ντηση σε ένα ερώτημα. Αυτό το ερώτημα μπορεί να είναι είτε κάτι
το προετοιμασμένο και συντεταγμένο, όπως είναι λ.χ. μια πρόταση
νόμου ή το πώς θα αντιμετωπίσουμε έναν σύμμαχο που έχει απο-
στατήσει, είτε ένα αμήχανο «τι να κάνουμε» μπροστά σ’ ένα απροσ-
δόκητο γεγονός.8 Σε κάθε περίσταση, εκείνο που ζητάει το ερώτημα
να μάθει είναι με ποια μέσα θα επιτευχθεί, κάθε φορά, το όφελος
της πόλης. Απάντηση στο ερώτημα είναι οι αγορεύσεις των ρητόρων,
οι πολιτικές θέσεις και εισηγήσεις των οποίων είναι, ακριβώς, τα προ-
τεινόμενα μέσα για τον σκοπό αυτό.9
Η πόλη, δηλαδή η Εκκλησία του Δήμου, είναι που θέτει το ερώ-
τημα, και είναι η ίδια που με την ψηφοφορία κάνει αποδεκτή ή όχι
μιαν απάντηση σε αυτό και την εφαρμόζει ως πολιτική της. Για να
μπορεί να βρίσκει απαντήσεις, τις οποίες ο δήμος να αποδέχεται ως
δικές του, ο ρήτορας πρέπει να διαθέτει μια σειρά από γνώσεις σχε-
τικές με τα πράγματα της πόλης: πρέπει να γνωρίζει τα οικονομικά
της πόλης, τα έσοδά της και τις δαπάνες· σε ποια αγαθά είναι αυ-
τάρκης, ποια είναι εισαγόμενα· χρειάζεται να ξέρει τα ισχυρά και τα
αδύνατα σημεία της στρατιωτικής οργάνωσης της πόλης και ό,τι έχει
να κάνει με την άμυνά της· να γνωρίζει την εξωτερική πολιτική, ποιοι
είναι οι φίλοι και ποιοι είναι οι εχθροί· τέλος, θα πρέπει να γνωρίζει
τη νομοθεσία της πόλης και τι ταιριάζει στο πολίτευμά της.10

γ. Η επίγνωση των εναλλακτικών δυνατοτήτων

Χρειάζεται όμως και μια διαφορετικού τύπου γνώση. Για να μπορούν


αυτά που προτείνει να αναγνωρίζονται από τους πολίτες και να γί-
νονται αποφάσεις τους, ο ρήτορας χρειάζεται να γνωρίζει ποια είναι
τα πράγματα που οι πολίτες λογαριάζουν ως όφελος της πόλης και
ποια είναι τα μέσα που οδηγούν σε αυτά. Οι πολίτες που μετέχουν
στην Εκκλησία του Δήμου δεν είναι απαθείς παρατηρητές: άλλοτε
είναι αγανακτισμένοι ή οργισμένοι, άλλοτε φοβισμένοι, άλλοτε φιλικοί
ή εχθρικοί προς κάποιον. Μπορεί να έχουν τη διάθεση να πάρουν εκ-
δίκηση ή να δείξουν οίκτο. Η ίδια η σύγκληση της Εκκλησίας μπορεί
να έχει ως κίνητρο παρόμοια συναισθήματα. Αυτό σημαίνει πως τα
καθαυτό αντικείμενα της διαβούλευσης, τα πράγματα για τα οποία
καλείται η Εκκλησία να αποφασίσει, και οι αποφάσεις που τα αφο-

17
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 18

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

ρούν, είναι συνάρτηση των συναισθημάτων αυτών. Επομένως ο ρήτο-


ρας χρειάζεται να έχει γνώσεις και για τα συναισθήματα, να ξέρει
πώς δημιουργείται το καθένα από αυτά, σε ποιους ανθρώπους, κάτω
από ποιες συνθήκες, καθώς και πώς επηρεάζεται η κρίση από αυτά.
Ταυτόχρονα ο ρήτορας χρειάζεται βέβαια και να γνωρίζει να επι-
χειρηματολογεί, να μπορεί να υποστηρίζει τις προτάσεις του και να
αναιρεί τις διαφορετικές ή αντίπαλες απόψεις που θα ακουστούν
στην Εκκλησία του Δήμου.
Τα παραπάνω δεν είναι μεμονωμένες πληροφορίες, δεν είναι
πράγματα απλά, αλλά ουσιωδώς πολλαπλά. Οι αντιλήψεις των πο-
λιτών για το τι είναι το όφελος της πόλης είναι αναγκαία πολλές, και
διαφέρουν μεταξύ τους, όπως διαφέρουν και οι αντιλήψεις για το τι
είναι αγαθό ή τι είναι ευδαιμονία, έννοιες με τις οποίες συνδέεται η
έννοια του οφέλους·11 είναι πολλοί επίσης οι εναλλακτικοί τρόποι, τα
μέσα με τα οποία μπορεί να επιτευχθεί αυτό που κάθε φορά επι-
διώκεται ως όφελος της πόλης· παρόμοια πολλαπλότητα χαρακτηρί-
ζει τους τρόπους των συναισθημάτων, όπως και τις δυνατότητες σχη-
ματισμού και ανασκευής των επιχειρημάτων. Και οι τρεις αυτές ομά-
δες –οι σκοποί της πόλης, τα συναισθήματα και τα επιχειρήματα–
είναι σύνολα από εναλλακτικές δυνατότητες ή εκδοχές, των οποίων
χρειάζεται ο ρήτορας να έχει επίγνωση, προκειμένου να μπορεί να
επιλέξει ανάμεσά τους ή να τις συνδυάσει.
Όλοι οι χρήστες του λόγου διαθέτουμε παρόμοια επίγνωση των
εναλλακτικών δυνατοτήτων, άλλος σε μεγαλύτερο βαθμό και άλλος σε
μικρότερο: γιατί, όπως θα πει ο Αριστοτέλης, «όλοι έχουμε κάποια
στιγμή αναλάβει να υποστηρίξουμε ή να ελέγξουμε μιαν άποψη,
έχουμε κατηγορήσει κάποιον ή απολογηθεί», δηλαδή επειδή όλοι μας
είμαστε, με έναν τρόπο, και διαλεκτικοί και ρήτορες,12 χωρίς να χρειά-
ζεται να έχουμε κάνει ειδικές σπουδές γι’ αυτό.
Ωστόσο σε περιστάσεις του λόγου ιδιαίτερα απαιτητικές, όπως
είναι η αγόρευση στην Εκκλησία του Δήμου ή στο δικαστήριο, ετούτη
η σχεδόν φυσική μας ικανότητα δεν επαρκεί: εκεί χρειάζεται επί-
γνωση του συνόλου των εναλλακτικών δυνατοτήτων και ετούτο μόνο
η μεθοδικότητα της τέχνης μπορεί να το εξασφαλίσει.

δ. Η ανασκευή

Ένα παράδειγμα θα μας επιτρέψει να το δούμε αυτό πιο καθαρά.


Στο 3ο βιβλίο των Ἱστοριῶν του Θουκυδίδη εξιστορούνται τα της
αποστασίας της Μυτιλήνης από την Αθηναϊκή Συμμαχία (428 π.Χ.)

18
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 19

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

και καταγράφεται η σχετική διαβούλευση στην Εκκλησία του Δήμου.13


Η πρώτη αντίδραση των Αθηναίων στην αποστασία της Μυτιλήνης
ήταν η απόφαση για παραδειγματική και σκληρή τιμωρία: θανάτωση
όλων των ενήλικων αρρένων, εξανδραποδισμός του υπόλοιπου πλη-
θυσμού και κατεδάφιση της πόλης. Στην Εκκλησία του Δήμου που
πήρε την απόφαση αυτή, προφανώς14 επικράτησε η σκέψη πως η τι-
μωρία θα συνετίσει τους επίδοξους μιμητές της Μυτιλήνης και επο-
μένως δεν θα υπάρξουν άλλες αποστασίες.
Η Αθήνα ήταν μια πόλη ισχυρή. Το «να τιμωρήσουμε σκληρά αυ-
τούς, για να συνετίσουμε τους άλλους» είναι γι’ αυτήν μια θέση αυ-
τονόητη, φυσική. Η ίδια θέση μπορεί να διατυπωθεί και με περίτε-
χνο ρητορικό λόγο, ωστόσο, ακριβώς επειδή είναι αυτονόητη, θα μπο-
ρούσε να πείσει και σχεδόν από μόνη της, δίχως προσπάθεια και
τέχνη. Εδώ είναι σαν να μιλάει αβίαστα ο κοινός νους, ο ίδιος.
Ωστόσο τα πράγματα είναι λιγότερο εύκολα για τον ρητορικό λόγο
που αναλαμβάνει παρόμοιες θέσεις και αποφάσεις να τις αμφισβητή-
σει και να τις ανασκευάσει. Το κείμενο του Θουκυδίδη καταγράφει
μια τέτοιαν αμφισβήτηση. Αμέσως μετά τη λήψη της απόφασης για τη
Μυτιλήνη οι Αθηναίοι αρχίζουν να συνειδητοποιούν πως αυτή ήταν
σκληρή και απάνθρωπη, πολλοί από αυτούς μετανιώνουν και έτσι συ-
γκαλείται νέα συνέλευση για την επόμενη μέρα. Στη δεύτερη αυτή συ-
νέλευση την ειλημμένη απόφαση υπερασπίζεται ο πολιτικός Κλέων,
ενώ την αμφισβήτησή της έχει αναλάβει ένας Αθηναίος πολίτης, ο Διό-
δοτος. Το κύριο επιχείρημα του Διοδότου σχηματικά έχει ως εξής: δεν
αληθεύει πως η αυστηρή ποινή αποτρέπει την επανάληψη της πράξης
την οποία τιμωρεί. Αν ήταν έτσι, οι βαριές ποινές θα είχαν εξαλείψει
τα εγκλήματα. Αν αυτό δεν έγινε, είναι γιατί όταν οι άνθρωποι θέλουν
πολύ να κάνουν κάτι, πιστεύουν πάντοτε πως θα ξεφύγουν από την τι-
μωρία.15 Αλλά η βαριά ποινή μπορεί να έχει και επιπτώσεις στην ασφά-
λεια της πόλης, και μάλιστα αντίθετες από τις προσδοκώμενες: γιατί
εκείνοι που θα τύχει στο μέλλον να εξεγερθούν, μην ελπίζοντας πια σε
καμιάν επιείκεια και μην έχοντας τίποτε να χάσουν, θα υπερασπίζο-
νται την εξέγερσή τους μέχρις εσχάτων, αυξάνοντας το κόστος της κα-
ταστολής και εξασθενίζοντας στρατιωτικά την Αθήνα. Ακόμα, η κατα-
στροφή μιας συμμάχου πόλης είναι ένα επιπλέον πλήγμα στην ασφά-
λεια, αφού οι κατεστραμμένες πόλεις δεν πληρώνουν φόρους – όμως
η άμυνα της πόλης στηρίζεται σε ετούτα ακριβώς τα έσοδα.
Ο λόγος αυτός δεν μπορεί να ιδωθεί σαν κάποια αυθόρμητη εκ-
δήλωση του κοινού νου· είναι επιχειρηματολογία σύνθετη, που η δια-
τύπωσή της προϋποθέτει τέχνη. Το πρώτο πράγμα που θα χρειαστεί

19
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 20

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

να κάνει ο Διόδοτος, ως ρήτορας που αμφισβητεί, είναι να μελετήσει


τον αντίπαλο λόγο, να δει ποιο ήταν το επιχείρημα που την προη-
γούμενη μέρα κατόρθωσε να πείσει τον δήμο της Αθήνας: για να μπο-
ρέσει να ανασκευάσει το επιχείρημα του αντιπάλου θα χρειαστεί
πρώτα να το αναγνωρίσει, και η αναγνώριση αυτή μεσολαβείται από
την τέχνη, από το εγχειρίδιο της ρητορικής. Είναι έργο των τεχνών το
να επιλέγουν και να συλλέγουν τα επιχειρήματα που χρησιμοποιού-
νται ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν στους ρητορικούς λόγους, να τα
ταξινομούν σε καταλόγους. Ο Αριστοτέλης, στην περί διαλεκτικής
πραγματεία του, τα Τοπικά, περιγράφει τη διαδικασία αυτή της συλ-
λογής των επιχειρημάτων· η ίδια διαδικασία ισχύει και για τη Ῥητο-
ρική, η οποία άλλωστε παραπέμπει στο σχετικό χωρίο των Τοπικῶν.16
Δεν έχουν όλα τα εγχειρίδια της τέχνης τα ίδια κριτήρια και την
ίδια μέθοδο ταξινόμησης. Ο Γοργίας, ρήτορας και θεωρητικός της τέ-
χνης της πειθούς, συντάσσει για τη διδασκαλία του υποδείγματα
λόγων που το καθένα τους είναι και μια συλλογή επιχειρημάτων για
ένα θέμα. Έτσι το Ἑλένης ἐγκώμιον (ένα κείμενο των αρχών της δε-
καετίας του 430 π.Χ.) δεν είναι μόνον εγκώμιο της Ωραίας Ελένης,
αλλά κυρίως μια συλλογή υποδειγμάτων για επιχειρήματα που μπο-
ρούν να χρησιμοποιηθούν για την απαλλαγή ενός κατηγορουμένου
από την ευθύνη για τις πράξεις του. Στους Δισσοὺς λόγους, ένα κεί-
μενο του τέλους του 5ου αιώνα που ανήκει στο ίδιο κλίμα διδασκα-
λίας της τέχνης της πειθούς, η ταξινόμηση γίνεται απευθείας σε κα-
ταλόγους, κατά θεματικές ενότητες, διατεταγμένες αντιθετικά: πα-
ρουσιάζονται επιχειρήματα για το καλό και το κακό, το ωραίο και το
άσχημο, το δίκαιο και το άδικο, το αληθές και το ψευδές, για το αν
είναι ή όχι διδακτή η σοφία και η αρετή. Στην αριστοτελική Ῥητορική,
τα μέσα της πειθούς ταξινομούνται με δύο τρόπους: τα λογικά επι-
χειρήματα κατανέμονται στα είδη του ρητορικού λόγου – χωριστά
τα πολιτικά, τα δικανικά και αυτά του επιδεικτικού λόγου, ενώ υπάρ-
χει και η γενική ταξινόμηση των μέσων της πειθούς. Για τον συστη-
ματικό χαρακτήρα και τη σημασία των ταξινομήσεων της Ῥητορικῆς
θα μιλήσουμε πιο κάτω, στο δεύτερο κεφάλαιο της εισαγωγής.
Οι τέχνες λοιπόν, η καθεμία με τον τρόπο της και με τα κριτήριά
της, έχουν ήδη κάνει μεγάλο μέρος της εργασίας αναγνώρισης των
επιχειρημάτων, την οποία χρειάζεται ο ρήτορας. Επομένως, στην
πράξη, αναγνώριση του επιχειρήματος είναι ο εντοπισμός του, αυτού
του ίδιου ή κάποιου όμοιού του, σε έναν από τους καταλόγους ενός
εγχειριδίου. Έτσι, λ.χ., το επιχείρημα που χρησιμοποιεί εδώ ο αντί-
παλος του Διοδότου, στη Ῥητορική έχει καταγραφεί ως επιχείρημα εκ

20
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 21

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

των συνεπειών:17 η σκληρή τιμωρία προτείνεται λόγω των συνεπειών


που θα έχει (κατατρομοκράτηση των συμμάχων).
Η αναγνώριση του επιχειρήματος είναι το πρώτο βήμα για την
ανασκευή, και ετούτο γιατί, στις συλλογές και στις ταξινομήσεις των
τεχνών, τα επιχειρήματα ή οι τύποι των επιχειρημάτων αντιστοιχίζο-
νται προς τα αντίθετά τους ή προς τις οδηγίες για την ανασκευή τους.
Έτσι στη Ῥητορική, εκεί όπου θα βρούμε το επιχείρημα «εκ των συ-
νεπειών» θα βρούμε και το πώς αυτό αναιρείται: «στις περισσότε-
ρες περιπτώσεις συμβαίνει το ίδιο πράγμα να έχει και καλές και
κακές συνέπειες» θα πει στο σχετικό λήμμα του καταλόγου ο Αρι-
στοτέλης και θα παραθέσει τα σχετικά παραδείγματα.18 Για τη ρη-
τορική πράξη ετούτο αντιστοιχεί σε μιαν οδηγία: «Αν ο αντίπαλός
σου, για να υποστηρίξει το μέτρο που προτείνει, χρησιμοποιεί επι-
χείρημα “εκ των συνεπειών”, ψάξε να βρεις ποιες είναι οι αρνητικές
συνέπειες του ίδιου μέτρου και ανάπτυξέ τες». Είναι προφανές πως
παρόμοια οδηγία ακολουθεί εδώ ο Διόδοτος όταν επιλέγει να ανα-
δείξει τις επιβλαβείς για το συμφέρον της πόλης συνέπειες της ει-
λημμένης απόφασης.

ε. Η εύρεση των επιχειρημάτων

Ο συμβουλευτικός ρητορικός λόγος είναι απάντηση του ρήτορα στο


ερώτημα που του έχει απευθύνει η πόλη, είναι μια πρόταση πολιτι-
κής η οποία συνδέει το αντικείμενο της διαβούλευσης (στο παρά-
δειγμά μας αυτό είναι η τιμωρία των αποστατών) με το όφελος της
πόλης (λ.χ. «η σκληρή τιμωρία αποθαρρύνει επίδοξους αποστάτες,
αυτό είναι όφελος για την πόλη»). Η τελική αυτή πρόταση στηρίζε-
ται σε επιμέρους επιχειρήματα (λ.χ. ο φόβος οδηγεί σε υποταγή, η
ατιμωρησία κάνει τους ανθρώπους απερίσκεπτους κ.λπ.). Η προε-
τοιμασία ενός λόγου συνίσταται κυρίως στο να βρει κανείς και να ορ-
γανώσει αυτά τα επιμέρους επιχειρήματα.
Ας δούμε πώς γίνεται αυτό αναφερόμενοι σε ένα επιχείρημα για τον
σχηματισμό του οποίου ο Διόδοτος έδειξε ιδιαίτερη επινοητικότητα. Ο
αντίπαλος είχε ισχυριστεί πως χρειάζεται να καταστρέψουμε τη Μυ-
τιλήνη προκειμένου να διατηρήσουμε το αγαθό της ασφάλειας της
πόλης μας – αφού με τον τρόπο αυτόν εκείνο που απειλεί την ασφά-
λειά μας, η εξέγερση των συμμάχων, αποτρέπεται. Ό,τι αποτρέπει την
απώλεια ενός πράγματος ωφέλιμου είναι κάτι το ωφέλιμο, επομένως
κάτι που μπορεί και πρέπει η πόλη να το υιοθετεί – αυτή μοιάζει να
είναι η αρχή του επιχειρήματος που έπεισε τους Αθηναίους.

21
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 22

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

Αναγνώριση του επιχειρήματος: Αν ο ομιλητής μας είχε στη διά-


θεσή του τη Ῥητορική,19 αυτή την αρχή, αυτόν τον τύπο του επιχει-
ρήματος («οτιδήποτε εμποδίζει την καταστροφή ενός αγαθού, είναι
και το ίδιο αγαθό») θα το έβρισκε στο περί συμβουλευτικού λόγου
κεφάλαιο, στην ομάδα των επιχειρημάτων των σχετικών με το αγαθό
και το ωφέλιμο – δηλαδή των οδηγιών για το πώς μπορούμε να πε-
τύχουμε να αποδοθεί σε κάτι ο χαρακτηρισμός «αγαθό» ή/και «ωφέ-
λιμο». Κοντά του, στην ίδια συνάφεια του κειμένου θα έβρισκε και
μια σειρά από εναλλακτικούς τύπους επιχειρήματος, μεταξύ των
οποίων και τον εξής: «αγαθό ονομάζουμε ακόμη και ό,τι συντελεί
στην παραγωγή και τη διατήρηση των αγαθών».20
Για τον ρήτορα που ξέρει να διαβάζει το εγχειρίδιο της τέχνης, η
παράθεση ετούτη των εναλλακτικών λειτουργεί σαν οδηγία: αν ο
αντίπαλός σου έχει προτείνει, ως αγαθό ή ωφέλιμο, εκείνο που εμπο-
δίζει την απώλεια ενός αγαθού, εσύ δες αν υπάρχει κάτι που να συ-
ντελεί στη διατήρηση του αγαθού για το οποίο μιλάμε, και το οποίο
να είναι αντίθετο προς εκείνο που έχει προτείνει ο αντίπαλος.
Μια οδηγία παρόμοια με αυτήν ακολουθεί και το επιχείρημα του
Διοδότου: η φορολόγηση των συμμαχικών πόλεων είναι κάτι που συ-
ντελεί στη διατήρηση της αμυντικής ικανότητας (σε αυτά τα έσοδα
στηρίζεται η άμυνα της πόλης), και αυτό είναι αντίθετο προς την κα-
ταστροφή μιας συμμαχικής πόλης, είτε αυτή γίνει ως τιμωρία, είτε
έρθει ως αποτέλεσμα μιας σφοδρής σύγκρουσης.
Ο τύπος του επιχειρήματος «αγαθό ονομάζουμε ακόμη και ό,τι
συντελεί στην παραγωγή και τη διατήρηση των αγαθών» δεν μιλάει
για έσοδα· είναι μια υποτύπωση, δηλαδή ένα αχνό σχεδίασμα, που
μπορεί να αντιστοιχεί σε πολλές ομοειδείς συσχετίσεις εννοιών: υπο-
δεικνύει απλώς μια σκοπιά από την οποία μπορεί κανείς να δει το
ζήτημα, μια σκοπιά η οποία αν συνδυαστεί με έρευνα των πραγμα-
τικών δεδομένων που αναφέρονται στα οικονομικά της άμυνας, εν-
δέχεται να αναδειχτεί, όπως εδώ στον λόγο του Διοδότου, σε μια συ-
γκροτημένη επιχειρηματολογία, σε μια «νέα οπτική» ως προς το ζή-
τημα της τιμωρίας των αποστατών.

σ τ. Το σύνολο των εναλλακτικών δυνατοτήτων

Με τέτοιες διεργασίες εύρεσης διαμορφώνεται, στον συμβουλευτικό


λόγο, η πρόταση πολιτικής. Το ότι ο ρήτορας αναλαμβάνει να απα-
ντήσει στο ερώτημα της πόλης σημαίνει πως αξιώνει η πρότασή του
να είναι εκείνη που εκφράζει, καλύτερα από οποιανδήποτε άλλη,

22
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 23

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

το όφελος της πόλης. Η αξίωση αυτή, εφόσον εμπεριέχει τη σύγκριση


της πρότασής του με όλες τις δυνατές εναλλακτικές, προϋποθέτει
πως για τον σχηματισμό του ρητορικού λόγου έχει ληφθεί υπόψη το
σύνολο αυτών των εναλλακτικών: όλες οι δυνατότητες διατύπωσης
προτάσεων που μπορούν να αναγνωριστούν και να υιοθετηθούν από
την πόλη ως δικές της, δηλαδή όλες οι εναλλακτικές δυνατότητες δια-
τύπωσης πειστικού λόγου.
Αυτό δεν σημαίνει πως κάθε ρητορικός λόγος που εκφέρεται έχει
πραγματοποιήσει τέτοια διεξοδική διερεύνηση: όμως ενδιάθετα –κά-
ποτε και ρητά21– το ισχυρίζεται πως έχει εποπτεία του συνόλου· αν
η πρόταση σχηματιστεί δίχως να έχει γίνει η σχετική διερεύνηση, τότε
ο λόγος κρίνεται ως ανεπαρκής, ως ένας λόγος που δεν πληροί τις
προϋποθέσεις αυτού που έχει την αξίωση να λέει, ή δεν έχει κάνει
σωστά τη δουλειά του, ή δεν κατέχει πλήρως τη μέθοδό του: γιατί
έτσι ορίζεται η μέθοδος της τέχνης σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον
χωρίο από τα Τοπικά:22
«Τη μέθοδο της διαλεκτικής θα την κατέχουμε πλήρως όταν θα
έχουμε προς αυτήν την ίδια σχέση που έχουμε προς τη ρητορική και
την ιατρική. […] Γιατί ούτε ο ρήτορας μπορεί πάντα να πείθει, ούτε
ο γιατρός πάντα να θεραπεύει· όμως, εφόσον δεν έχουν παραβλέψει
κανένα από τα μέσα που είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσουν, τότε
μπορούμε να πούμε πως κατέχουν την τέχνη τους».
Μέθοδος είναι λοιπόν η επίγνωση του συνόλου των εναλλακτικών
δυνατοτήτων, και η «διαφορετικού τύπου γνώση», την οποία χρειά-
ζεται ο ρήτορας, είναι η πλήρης κατοχή αυτής της μεθόδου.23, 24

ζ. Το τεχνικό εγ χειρίδιο, η μέθοδος και η πειθώ

Πώς είναι όμως δυνατή παρόμοια πληρότης; Πώς μπορεί να έχει κα-
νείς επίγνωση όλων των εναλλακτικών προτάσεων, κάθε δυνατής
απάντησης σε όποιο ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί; Ποια είναι η
μέθοδος που το μπορεί αυτό;
Για τη δική μας, δηλαδή για την επικρατούσα στη νεωτερική
εποχή, έννοια της επιστημονικής μεθόδου μια τέτοια αξίωση είναι
ακατανόητη: η μέθοδος, όπως την εννοούμε σήμερα, συνίσταται σε
κανόνες που διέπουν την απόκτηση της γνώσης. Οι κανόνες αυτοί
αποβλέπουν στο να κατασφαλίσουν την εγκυρότητα της γνώσης ελέγ-
χοντας ένα προς ένα τα βήματά της. Είναι κανόνες κοινοί για όλες τις
επιστήμες,25 επομένως διατυπώνονται με όρους όμοιους με αυτούς
της τυπικής λογικής, είναι δηλαδή κανόνες δεσμευτικοί ως προς τη

23
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 24

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

μορφή και όχι ως προς το περιεχόμενο της γνώσης. Σε αυτή την κυ-
ρίαρχη κατά τη νεωτερικότητα εκδοχή της, η μέθοδος προηγείται της
επιστήμης, την οποία διέπει ως προϋπόθεσή της: για να έχουμε επι-
στήμη, χρειάζεται πρώτα να έχουμε μία, ή τη, μέθοδο.
Όμως η μέθοδος της τέχνης όπως την εννοεί ο Αριστοτέλης, στη
Ῥητορική και στα Τοπικά, έχει πολύ διαφορετικά γνωρίσματα. Το
πιο χαρακτηριστικό είναι πως εδώ η μέθοδος δεν είναι κάτι το ξε-
χωριστό που προηγείται της τέχνης. Έτσι, στα Τοπικά η διατύπωση
μιας μεθόδου είναι η πρόθεσις της πραγματείας, δηλαδή της εργα-
σίας που ξεκινάει με το βιβλίο αυτό.26 Το ότι είναι η μέθοδος πρό-
θεση σημαίνει πως δεν είναι απλώς προϋπόθεση, δεν είναι δηλαδή
κάποιοι κανόνες που θα πρέπει ήδη να διαθέτει κανείς για να τους
χρησιμοποιήσει στη σύνταξη και τον έλεγχο της τέχνης, αλλά η τέχνη
η ίδια, εφόσον η εκπλήρωση της πρόθεσης αυτής, η ολοκλήρωση της
εργασίας, είναι η σύνταξη του βιβλίου των Τοπικῶν ή, αλλιώς, ο σχη-
ματισμός, η δημιουργία της διαλεκτικής τέχνης. Η μέθοδος, ή η ικα-
νότης (δύναμις), του να επιχειρηματολογείς σχετικά με όποιο πρό-
βλημα τεθεί στηριζόμενος στις κοινώς αποδεκτές απόψεις είναι η ίδια
η διαλεκτική.27
Η αριστοτελική «μέθοδος» (της τέχνης) δεν έχει λοιπόν το νόημα
που δίνουμε σήμερα στον όρο όταν μιλάμε για τη «μέθοδο» (της επι-
στήμης). Ωστόσο, σε κάποιες αξιοσημείωτες περιπτώσεις, ακόμη και
σήμερα χρησιμοποιούμε αυτόν τον όρο με τρόπον ανάλογο προς τον
αριστοτελικό, όπως λ.χ. όταν αποκαλούμε ένα τεχνικό εγχειρίδιο μιας
τέχνης ή δραστηριότητας: τη «μέθοδό» της.
Η αναλογία ετούτη δεν περιορίζεται στη χρήση του όρου μέθοδος·
η δομή και η χρήση ενός τωρινού τεχνικού εγχειριδίου έχει πολλά
κοινά στοιχεία με τη δομή και τη χρήση των αριστοτελικών τεχνών
της ρητορικής και της διαλεκτικής.
Ας σκεφτούμε λ.χ. ένα εγχειρίδιο για την ανάμειξη των χρωμάτων
που μας επιτρέπει να δημιουργήσουμε όποιαν απόχρωση θέλουμε:
αυτό σημαίνει πως ένα τέτοιο εγχειρίδιο διαθέτει, με τον δικό του
τρόπο, επίγνωση του συνόλου των χρωματικών δυνατοτήτων, όπως η
ρητορική τέχνη (θέλει να) έχει επίγνωση του συνόλου των εναλλα-
κτικών προτάσεων και επιχειρημάτων. Η «μέθοδος ανάμειξης των
χρωμάτων» περιλαμβάνει ένα δειγματολόγιο αποχρώσεων, μαζί με
τα ονόματά τους, η οποία επιτρέπει την αναγνώριση της απόχρωσης
που θέλει κανείς να πετύχει ή να μετασχηματίσει· ανάλογα, όπως
είδαμε, η ρητορική τέχνη περιλαμβάνει καταλόγους επιχειρημάτων, οι

24
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 25

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

οποίοι επιτρέπουν την αναγνώριση, τον μετασχηματισμό ή την ανα-


σκευή του καθενός από αυτά.
Οι αποχρώσεις είναι αμέτρητες, οι σελίδες της «μεθόδου των χρω-
μάτων» μετρημένες: έτσι οι οδηγίες που περιέχονται σ’ αυτήν έχουν
και ενδεικτικό χαρακτήρα. Ξεκινώντας κανείς από αυτές, και προε-
κτείνοντάς τες αναλογικά, μπορεί να κατασκευάσει οποιαδήποτε από
τις αμέτρητες παραλλαγές. Επιπλέον, χρησιμοποιώντας τις συνδυα-
στικές δυνατότητες που προσφέρει η μέθοδος, μπορεί κανείς να επι-
νοήσει και να σχηματίσει αποχρώσεις τις οποίες, δίχως αυτήν δεν θα
μπορούσε εύκολα να φανταστεί. Το ανάλογο ισχύει και για τη ρητο-
ρική. Τα στοιχεία που περιέχονται στους καταλόγους της ρητορικής
(και της διαλεκτικής) δεν είναι, όπως είδαμε, κάποια συγκεκριμένα
επιχειρήματα που έχουν διατυπωθεί: είναι υποτυπώσεις, δηλαδή
τύποι επιχειρήματος, που ο καθένας από αυτούς μπορεί να χρησι-
μοποιηθεί για τη διατύπωση πολλών επιμέρους επιχειρημάτων. Έτσι,
ο τύπος επιχειρήματος «του αγαθού» που είδαμε πιο πάνω (ό,τι συ-
ντελεί στη διατήρηση ενός αγαθού, είναι και το ίδιο αγαθό) μπορεί
να υποστηρίξει λ.χ. τόσο μια πρόταση για την κατασκευή οχυρωμα-
τικών έργων όσο και μια πρόταση για τη διάσωση της (φοροδοτικής
ικανότητας της) Μυτιλήνης. Και εδώ λοιπόν, τα στοιχεία που περιέ-
χονται στους καταλόγους μπορούν να χρησιμέψουν για να κατα-
σκευάσουμε οποιοδήποτε από τα αμέτρητα επιχειρήματα είναι δυ-
νατόν να διατυπωθούν στο πλαίσιο του πολιτικού (ή του δικανικού
ή του επιδεικτικού) λόγου. Ισχύει ακόμα και το ότι ο αφηρημένος
τρόπος με τον οποίο τα επιχειρήματα (οι «τύποι» τους) είναι διατυ-
πωμένα στους καταλόγους επιτρέπει παραλληλισμούς και συνδυα-
σμούς μεταξύ τους, που αλλιώς δεν θα ήταν δυνατοί: όπως και η
«μέθοδος των χρωμάτων», η ρητορική, ως μέθοδος ή τέχνη, μπορεί να
δημιουργήσει επιχειρήματα και συνδυασμούς επιχειρημάτων, που
δίχως αυτήν θα ήταν δύσκολο, ή ίσως και αδύνατον, να επινοήσει
κανείς.
Το κεφάλαιο αυτό ξεκίνησε με ένα ερώτημα σχετικό με τις προ-
τεραιότητες της τέχνης: πώς μπορεί μια ρητορική να μην έχει πρώτη
της επιδίωξη το να πείσει, αλλά το να αποκτήσει επίγνωση του συ-
νόλου των μέσων πειθούς που είναι διαθέσιμα σε κάθε επιμέρους
περίπτωση; Τώρα μπορούμε να δώσουμε μιαν απάντηση. Είδαμε πως
το πειστικό επιχείρημα προϋποθέτει σύγκριση προς το σύνολο των
εναλλακτικών του: είναι το καλύτερο επιχείρημα, το πειστικό. Και
βέβαια η σύγκριση αυτή πρέπει να μπορεί να αναφέρεται στο σύνολο
των εναλλακτικών, σε μια πληρότητα που δεν είναι δυνατή παρά

25
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 26

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

μόνον ως μέθοδος, με την έννοια που εκθέσαμε πιο πάνω. Είναι η


πληρότητα της διερεύνησης αυτή που κάνει τον πραγματικό τεχνίτη,
γιατί η πειθώ δεν γίνεται δίχως αυτήν.

2. Οι διαιρέσεις της Ῥητορικῆς

α. Τα είδη του ρητορ ικού λόγου και οι τόποι

Η «μέθοδος ανάμειξης των χρωμάτων» χρησιμοποιεί ένα χρωματο-


λόγιο. Το χρωματολόγιο είναι ένας κατάλογος χρωμάτων που προϋ-
ποθέτει μια πρώτη βασική τους ταξινόμηση και υποδιαιρέσεις οι
οποίες σχηματίζονται σύμφωνα με κάποια τους γνωρίσματα (την
απόχρωση, τον τόνο κ.λπ.). Οι απαιτήσεις που έχουμε από έναν τέ-
τοιον κατάλογο είναι το να περιλαμβάνει όλες τις δυνατές αποχρώ-
σεις, να είναι δηλαδή εξαντλητικός, καθώς επίσης και το να είναι εύ-
χρηστος: τα ονόματα των αποχρώσεων, και τα δείγματά τους, πρέ-
πει να είναι αντίστοιχα προς αυτά που γνωρίζει και αναζητά ο χρή-
στης, και αναγνωρίσιμα.
Και η μέθοδος της ρητορικής προϋποθέτει καταλόγους εύχρηστους
και ταξινόμηση εξαντλητική. Εδώ όμως η αναλογία ανάμεσα στις δύο
μεθόδους αρχίζει να υποχωρεί. Το αντικείμενο της ρητορικής τέχνης
είναι πιο σύνθετο. Για να ανταποκριθεί σε αυτή τη συνθετότητα ο
Αριστοτέλης θα χρησιμοποιήσει στη Ῥητορική όχι μία αλλά δύο βα-
σικές ταξινομήσεις: τη διαίρεση των μέσων της πειθούς σε χαρακτήρα,
συναίσθημα και «λογικό» επιχείρημα και τη διαίρεση του ρητορικού
λόγου σε είδη. Αρχίζουμε από τη δεύτερη.28
Η αρχαία ρητορική είναι είτε πολιτική, εκφερόμενη ενώπιον της
Εκκλησίας του Δήμου (συμβουλευτικός λόγος, δημηγορία), είτε δι-
κανική (καταγγελία ή υπεράσπιση που ακούγεται στο δικαστήριο) ή
επιδεικτική – ο έπαινος ή ο ψόγος ενώπιον του κοινού της πόλης. Ο
Αριστοτέλης θα πάρει τη λίγο-πολύ αυτονόητη ετούτη διαίρεση σε
είδη του λόγου –συμβουλευτικό, δικανικό και επιδεικτικό– και θα
επιχειρήσει να την αιτιολογήσει με τρόπο συστηματικό. Για τον
σκοπό αυτό θα αναδείξει τρεις προϋποθέσεις της ρητορείας: η ρητο-
ρεία προϋποθέτει: α) έναν ομιλητή, β) αυτό για το οποίο ο ομιλητής
μιλάει, το αντικείμενο του λόγου του, και γ) εκείνον στον οποίο απευ-
θύνεται ο λόγος, τον ακροατή.29 Το καθοριστικό για την ανάδειξη των
ειδών του λόγου είναι ο ακροατής, γιατί αυτός είναι ο κυρίαρχος στην
κρίση του οποίου η ρητορεία απευθύνεται: η Εκκλησία του Δήμου

26
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 27

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

είναι που επιλέγει ποια πρόταση πολιτικής θα γίνει δεκτή και ποια
θα απορριφθεί, οι δικαστές είναι που αποφασίζουν αν θα δεχτούν ή
όχι την επιχειρηματολογία των διαδίκων, το κοινό του επιδεικτικού
λόγου είναι αυτό που θα κρίνει αν ο ρήτορας στάθηκε ή όχι στο ύψος
των περιστάσεων. Όσοι λοιπόν είναι οι ακροατές (οι τύποι των ακρο-
ατών), τόσα θα είναι και τα είδη του λόγου που τους αντιστοιχούν.
Και οι τύποι των ακροατών δεν μπορούν να είναι παρά μόνον αυτοί
οι τρεις.30
Η ουσιαστική σχέση μεταξύ ακροατών και ειδών του λόγου έγκει-
ται στο ότι ο ακροατής είναι εκείνος που προσδιορίζει τον σκοπό του
ρητορικού λόγου.31 Ο συμβουλευτικός λ.χ. λόγος έχει σκοπό να δεί-
ξει πως κάτι είναι ωφέλιμο ή βλαβερό, επειδή το ωφέλιμο ή βλαβερό
είναι αυτό που θέλει να ξέρει η Εκκλησία του Δήμου· το δίκαιο ή το
άδικο είναι και σκοπός του δικανικού λόγου, γιατί είναι αυτό που
απασχολεί τους δικαστές· η τιμή και η δόξα, το ωραίο και το άσχημο
είναι το αντικείμενο του επιδεικτικού λόγου, επειδή στις εορταστι-
κές συγκεντρώσεις γι’ αυτά έρχεται να ακούσει το κοινό τους ρήτο-
ρες.
Η διαίρεση σε είδη του λόγου είναι η ταξινόμηση που οργανώνει
τους καταλόγους των επιχειρημάτων στο 1ο βιβλίο της Ῥητορικῆς.
Τα κεφάλαια 5 έως 8 αντιστοιχούν στα επιχειρήματα του συμβου-
λευτικού λόγου, το κεφάλαιο 9 είναι για τον επιδεικτικό λόγο, τα κε-
φάλαια 10 έως 15 είναι για τον δικανικό.
Εφόσον είδος του ρητορικού λόγου άλλο από αυτά τα τρία δεν
μπορεί να υπάρξει, δεν μπορεί να υπάρξει και (ρητορικό) επιχείρημα
που να μην ανήκει σε μία από αυτές τις τρεις ομάδες· επομένως η τα-
ξινόμηση την οποία προτείνει η αριστοτελική μέθοδος είναι πράγ-
ματι εξαντλητική. Είναι όμως και εύχρηστη;
Το εύχρηστο της ταξινόμησης μοιάζει να το εξασφαλίζει το ότι τα
είδη του λόγου, και επομένως και οι αντίστοιχοι κατάλογοι επιχει-
ρημάτων, σχηματίζονται με αναφορά στους σκοπούς του λόγου. Ο
ρήτορας ξέρει κάθε φορά τι θέλει, ξέρει τον σκοπό του, επομένως θα
αναζητήσει οδηγίες για τον σχηματισμό του επιχειρήματός του στον
κατάλογο που φέρει, τρόπον τινά, την αντίστοιχη «επικεφαλίδα»:
«επιχειρήματα για το ωφέλιμο», «για το δίκαιο», «για το ευγενές».
Χρειάζονται ωστόσο κάποιες τεχνικές γνώσεις για να διαβαστούν
και να χρησιμοποιηθούν οι οδηγίες αυτές. Γιατί το πρώτο πράγμα
που θα δει ο ανυποψίαστος αναγνώστης των σχετικών κεφαλαίων
της Ῥητορικῆς είναι μια σειρά από διατυπώσεις εξαιρετικά συντο-

27
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 28

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

μογραφικές ή και υπαινικτικές. Έτσι, για παράδειγμα, στο Α.632 δια-


βάζουμε:
και η ίδια η αυτάρκεια είναι αγαθό

μια σχολαστικά πλήρης διατύπωση ετούτης της οδηγίας, τέτοια που


να αποτυπώνει τη χρήση της στον συμβουλευτικό λόγο, θα είχε την
εξής μορφή περίπου:
επειδή η αυτάρκεια είναι αγαθό, ό,τι μπορεί να συνδεθεί με
την αυτάρκεια της πόλης είναι προς όφελός της. Επομένως, αν
αυτό που προτείνεις αμφισβητείται, δες αν μπορείς να το συν-
δέσεις με την αυτάρκεια, γιατί έτσι θα δείξεις πως ετούτο είναι
προς όφελος της πόλης.

Εφαρμογή: η πόλη χρειάζεται να προετοιμαστεί για να αντιμετωπί-


σει εξωτερική απειλή· ο πολιτικός προτείνει να εκποιηθούν ακόμη
και αυτά τα ιερά κειμήλια της πόλης προκειμένου να εξευρεθούν τα
απαραίτητα χρήματα· η πρόταση αυτή, αν συναντήσει αμφισβήτηση,
μπορεί να δικαιολογηθεί λέγοντας πως για ετούτον τον σκοπό μάς
έχει κληροδοτηθεί η περιουσία της πόλης, για να εξασφαλίζεται η
αυτάρκειά της σε περίπτωση πολέμου.33
Η παραπάνω οδηγία συνδέει δύο έννοιες, την αυτάρκεια και το
αγαθό, με τρόπο που απηχεί μια κοινώς αποδεκτή αντίληψη – αφού
δεν είναι εύκολο να αρνηθεί κανείς πως η αυτάρκεια είναι ένα καλό
πράγμα. Εδώ ακριβώς έγκειται η χρησιμότητα της οδηγίας: εκείνο
που μια αμφισβητήσιμη πρόταση χρειάζεται είναι η στήριξη, χρειά-
ζεται δηλαδή να ακουμπήσει σε κάτι που δεν αμφισβητείται (ή, του-
λάχιστον, εκ πρώτης όψεως δεν αμφισβητείται), δηλαδή σε κάτι το
κοινώς αποδεκτό.
Τέτοιες συνδέσεις εννοιών, για τις οποίες μπορούμε να υποθέ-
σουμε πως είναι αποδεκτές από τους συνομιλητές ή τους ακροατές
δίχως άλλη δικαιολόγηση, στη διαλεκτική και τη ρητορική θεωρία του
Αριστοτέλη ονομάζονται τόποι. Οι τόποι της Ῥητορικῆς εμφανίζονται
είτε ως απλές κατηγορικές προτάσεις, όπως «η αυτάρκεια είναι
αγαθό», στο παράδειγμά μας, είτε ως προτάσεις πιο σύνθετες, που
όμως λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Έτσι, ο τόπος σύμφωνα με τον
οποίο
όσοι έχουνε το χάρισμα του λόγου, οι άνθρωποι της δράσης, οι
έμπειροι στις δικανικές διαμάχες, εκείνοι που έχουν πολλούς
φίλους και οι πλούσιοι. Περισσότερο από όλους πιστεύουν στην
ατιμωρησία τους όσοι διαθέτουν ετούτα τα χαρακτηριστικά
αυτοί οι ίδιοι34

28
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 29

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

απηχεί την κοινή πεποίθηση, που συνδέει αυτές τις μορφές ισχύος με
την προσδοκία ατιμωρησίας – και έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί
στον δικανικό λόγο, για να στηρίξει μια κατηγορία (αυτός το έκανε,
γιατί αυτός είχε τη δυνατότητα να το κάνει).
Ο τόπος μπορεί ακόμη να εμφανίζεται και ως ορισμός μιας έν-
νοιας («Έστω λοιπόν πως ευτυχία είναι η ευημερία που συνοδεύεται
από αρετή»), ή ως ανάλυση μιας έννοιας σε μέρη (μέρη της αρετής
είναι λ.χ. η φρονιμάδα και η σοφία: για να εγκωμιάσω κάποιον, ως
ενάρετο, αρκεί να δείξω πως έχει αυτές τις ιδιότητες). Τέλος, διατυ-
πώνεται ακόμη ο τόπος και ως σχέση μέσου προς σκοπό ή αιτίου
προς αποτέλεσμα. Παρόμοιους τόπους είδαμε στο προηγούμενο κε-
φάλαιο εν χρήσει, στο παράδειγμα από τον Θουκυδίδη.
Ο τόπος είναι μέρος μόνο της ρητορικής οδηγίας, εκείνο όμως το
μέρος που αποτελεί, τρόπον τινά, το ενεργό της συστατικό, την
«ουσία» της· αυτή την «ουσία» συγκρατούν οι κατάλογοι των οδη-
γιών, που έτσι γίνονται κατάλογοι των τόπων, και σε ετούτο οφείλε-
ται ο συντομογραφικός και πολλές φορές σχεδόν συνθηματικός τους
χαρακτήρας.
Μια εξοικείωση με την έννοια και τη χρήση του τόπου είναι λοι-
πόν η τεχνική γνώση που χρειάζεται για να διαβαστούν απρόσκοπτα
και για να είναι εύχρηστες οι οδηγίες. Η ρητορική απευθύνεται σε
μαθητές που διαθέτουν αυτή την εξοικείωση με την τοπική θεωρία, ή
με τη διαλεκτική· ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως και τα δύο μαθή-
ματα ο ίδιος δάσκαλος τα δίδασκε, στους ίδιους μαθητές.
Ο Αριστοτέλης δεν δίνει πουθενά τον ορισμό του «τόπου», παρ’
όλη την εξαιρετικά σημαντική θέση που κατέχει η έννοια αυτή στη
διαλεκτική (Τοπικά ήταν άλλωστε το όνομα που ο Αριστοτέλης έδωσε
στη διαλεκτική του πραγματεία) και στη ρητορική. Ο όρος χρησιμο-
ποιείται στη ρητορική, ήδη πριν από τον Αριστοτέλη, και αναφέρε-
ται στο στερεότυπο, στο έτοιμο επιχείρημα.35 Δεν γνωρίζουμε τι ήταν
εκείνο που αρχικά έφερε την έννοια του στερεοτύπου κοντά σε μιαν
έννοια «χωρική», όπως είναι ο «τόπος». Μπορούμε να σκεφτούμε
κάποια μετωνυμία, σαν την ακόλουθη: αν υποθέσουμε, όπως είναι
εύλογο, πως ο κατάλογος των έτοιμων επιχειρημάτων περιέχεται σε
έναν πάπυρο, «τόπος» θα μπορούσε να είναι το συγκεκριμένο σημείο
στο οποίο έπρεπε να φτάσεις ξετυλίγοντας τον πάπυρο αυτόν προ-
κειμένου να βρεις το επιχείρημα που ζητάς.36
Ό,τι κι αν ήταν εκείνο που έφερε την ιδέα του τόπου κοντά στη
ρητορική αρχικά, και μετά στη λογική, το βέβαιο είναι πως η χωρική
αυτή μεταφορά εξακολουθεί να είναι παρούσα, ακόμα και όταν ο

29
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 30

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

«τόπος» γίνεται τεχνικός όρος. Τα Τοπικά λ.χ. περιέχουν εκατοντά-


δες τόπους, πράγμα που συνετέλεσε αποφασιστικά στο να καθιερω-
θεί ο όρος ως έννοια λογική (ή/και διαλεκτική)· παρ’ όλα αυτά, στο
ίδιο βιβλίο, ο Αριστοτέλης επιμένει να κρατάει και την αρχική «χω-
ρική» του σημασία ζωντανή. Σε διατυπώσεις όπως η ακόλουθη, «τὸν
τόπον εὑρεῖν ὅθεν ἐπιχειρητέον»,37 έχουμε κάτι σαν στερεοσκοπική
εικόνα: η λογική κυριολεξία, «να βρούμε τον τόπο που θα λάβουμε
ως αφετηρία για το επιχείρημά μας», συνυπάρχει μαζί με τη μετα-
φορά: «να διαλέξουμε την πλευρά, το μέρος από το οποίο θα επιτε-
θούμε» (οι όροι επιχειρείν, επιχείρημα της διαλεκτικής είναι και αυτοί
δάνειο από το λεξιλόγιο της πολεμικής τέχνης).38
Μετά τα Τοπικά του Αριστοτέλη, και κυρίως χάρη σε αυτά, ο όρος
τόπος είχε αξιόλογη σταδιοδρομία, συνοδεύοντας όλες σχεδόν τις εκ-
δοχές της ταξινόμησης εννοιών και επιχειρημάτων για διαλεκτική και
ρητορική χρήση, από τα Topica του Κικέρωνα39 έως και την αναγεν-
νησιακή λογικοδιαλεκτική θεωρία του Rudolph Agricola και του
Petrus Ramus.40 Είναι χαρακτηριστικό πως στο έργο του Κικέρωνα,
έργο που έχει σφραγίσει την ευρωπαϊκή ρητορική και διαλεκτική πα-
ράδοση, η χωρική μεταφορά παραμένει ενεργή, αλλά ερμηνεύεται με
τρόπο διαφορετικό από ό,τι στον Αριστοτέλη: τόπος (locus) δεν είναι
εδώ «το σημείο από όπου» θα δω κάτι (προοπτική) ή από το οποίο
θα επιτεθώ σε ένα οχυρό σημείο (τακτική) – αλλά το μέρος στο οποίο
τα επιχειρήματα περιέχονται, η αποθήκη από την οποία τα ανασύρω.
Ο Αριστοτέλης χωρίζει τους τόπους σε δύο μεγάλες κατηγορίες,
τους κοινούς τόπους και τους ειδικούς. Οι κοινοί τόποι ισχύουν για
οποιοδήποτε πράγμα και να μιλάμε. Τέτοιος είναι λ.χ. ο τόπος «του
περισσότερο και του λιγότερο»: «αν οι θεοί δεν τα γνωρίζουν όλα,
πολύ περισσότερο δεν τα γνωρίζουν οι άνθρωποι»· «πιστεύετε πως
κάποιος που ευχαρίστως εξαγοράζεται για λίγο ασήμι, θα έλεγε όχι
όταν του προσφέρουν χρυσάφι;».41 Τέτοιοι τόποι δεν εξαρτώνται από
το συγκεκριμένο περιεχόμενο του λόγου, ούτε από το είδος του (δι-
κανικό, συμβουλευτικό, επιδεικτικό), και μπορούν να είναι χρήσιμοι
παντού. Ειδικοί είναι οι τόποι που προσιδιάζουν σε ορισμένες θεμα-
τικές περιοχές και όχι σε άλλες: έτσι, στο πιο πάνω μας παράδειγμα,
το «η αυτάρκεια είναι αγαθό» έχει μια κεντρική θέση στην αριστο-
τελική ηθική και πολιτική θεωρία, όμως δεν θα μπορούσε να χρησι-
μοποιηθεί στη φυσική, ενώ, αντίστροφα, θέσεις και θεωρήματα της
φυσικής δεν γίνεται να εφαρμοστούν στην ηθική ή στην πολιτική.42
Η Ῥητορική αναφέρεται στους τόπους και ως προκείμενες (αρχαία
ελληνικά: προτάσεις). Προκείμενες είναι οι δύο προτάσεις στις οποίες

30
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 31

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

στηρίζεται το συμπέρασμα ενός συλλογισμού· η μείζων, η οποία εκ-


φράζει μια γενικά ισχύουσα σύνδεση εννοιών (όλοι εκείνοι που δια-
θέτουν πολιτική ισχύ πιστεύουν πως θα αποφύγουν την τιμωρία), και
η ελάσσων (ο Δημοσθένης διαθέτει πολιτική ισχύ). Όπως φαίνεται
και από το παράδειγμα, οι τόποι μπορούν να ιδωθούν και ως οι μεί-
ζονες προκείμενες ενός συλλογισμού.
Στη Ῥητορική χρησιμοποιείται ακόμα, ως συνώνυμο του «τόπου»,
και ο όρος «στοιχείο».43 Η ταύτιση ετούτη μπορεί να ερμηνευτεί με
δύο τρόπους. Ο τόπος μπορεί να θεωρηθεί στοιχείο, με έννοια ανά-
λογη προς αυτήν κατά την οποία και τα γράμματα είναι στοιχεία
των λέξεων: οι τόποι, δηλαδή τα επιμέρους επιχειρήματα που τους
αντιστοιχούν, είναι τα ελάχιστα μέρη στα οποία μπορεί να διαιρεθεί
η επιχειρηματολογία ενός ρητορικού λόγου – τα μέρη δηλαδή που ο
συνδυασμός τους σχηματίζει έναν ρητορικό λόγο, μέρη που η αντι-
κατάσταση του ενός από ένα άλλο μπορεί να φτιάξει έναν λόγο δια-
φορετικό, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα στοιχεία (γράμματα) και τη
λέξη. Ο τόπος μπορεί ακόμη να θεωρηθεί «στοιχείο» με την έννοια
του «πρώτου στοιχείου», από το οποίο αποτελείται κάτι. Με όποια
από τις δύο σημασίες και να εκληφθεί, ισχύει πως ετούτη η έμφαση
στον στοιχειακό χαρακτήρα παραπέμπει στην παραγωγικότητα του
τόπου: οι τόποι δεν είναι αποτύπωση κάποιων συγκεκριμένων επι-
χειρημάτων, αλλά η ιχνογράφηση της δυνατότητας παραγωγής και
συνδυασμού πολλαπλών επιχειρημάτων.

β. Η διαίρεση των μέσων της πειθούς

Τα μέσα που έχει ο ρήτορας στη διάθεσή του για να πείσει είναι δύο
ειδών: εκείνα που τα βρίσκει κανείς έτοιμα κι εκείνα που χρειάζεται
ο ίδιος να τα επινοήσει χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της τέχνης· ονο-
μάζουμε έντεχνα αυτά τα μέσα της πειθούς, τα προηγούμενα είναι τα
μη έντεχνα. Μη έντεχνα μέσα είναι οι μάρτυρες, οι ομολογίες που
αποσπώνται με βασανιστήρια, οι συμβάσεις, και κυρίως έχουν να κά-
νουν με τα δικαστήρια. Στα μη έντεχνα μέσα η Ῥητορική αφιερώνει
μόνο ένα κεφάλαιο, το τελευταίο του 1ου βιβλίου, μετά τον κατά-
λογο των τόπων του δικανικού λόγου· τα έντεχνα μέσα της πειθούς
είναι το κύριο αντικείμενό της.
Έως τώρα παρουσιάσαμε, ως αντικείμενα της τέχνης, τα «λο-
γικά»44 επιχειρήματα· όμως, για τον Αριστοτέλη, δεν είναι μόνο αυτά
έντεχνα μέσα της πειθούς. Για να δεχτεί ο ακροατής και κριτής σου
να ακούσει αυτά που έχεις να του πεις, δηλαδή για να δεχτεί να τα

31
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 32

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

λάβει υπόψη του, θα πρέπει πρώτα από όλα η εντύπωσή του για
σένα και τον χαρακτήρα σου να είναι θετική, θα πρέπει λ.χ. να σε έχει
για άνθρωπο αξιόπιστο και που γνωρίζει για τι μιλάει, να σε έχει
για άνθρωπο φιλικό προς αυτόν και που θέλει το καλό του.45 Θα πρέ-
πει λοιπόν να μιλήσεις με τρόπο που να δίνεις αυτή την εικόνα για
τον εαυτό σου. Στη Ῥητορική, ο χαρακτήρας (στα αρχαία ελληνικά,
το ήθος) είναι το πρώτο έντεχνο μέσο της πειθούς.
Είπαμε πιο πάνω πως ο ρητορικός λόγος απευθύνεται στην κρίση
του ακροατή.46 Όμως γνωρίζουμε πως οι κρίσεις έχουν να κάνουν και
με το συναίσθημα του κριτή. Αλλιώς κρίνουμε λ.χ. κάποιον όταν εί-
μαστε οργισμένοι μαζί του ή αισθανόμαστε έχθρα γι’ αυτόν, και αλ-
λιώς όταν είμαστε φίλοι· αλλιώς αν τον ζηλεύουμε και θέλουμε να του
μοιάσουμε, και αλλιώς αν τον φθονούμε. Επειδή λοιπόν η κρίση συ-
ναρτάται και με το συναίσθημα, μια τέχνη που κατά κύριο λόγο
απευθύνεται στην κρίση, δεν μπορεί το συναίσθημα να το αγνοεί.
Έτσι το συναίσθημα (στα αρχαία ελληνικά, το πάθος) θα είναι το
δεύτερο μέσο πειθούς που αναγνωρίζει ο Αριστοτέλης.47
Ο ακροατής πείθεται βέβαια και από κάτι που έχει αποδειχτεί
αληθές, ή κάτι που μοιάζει με αληθές48 – το τρίτο μέσο της πειθούς
αντιστοιχεί στα «λογικά» επιχειρήματα (λόγος, διά του λόγου).
Όταν οι ειδικοί αναφέρονται στα μέσα της πειθούς της Ῥητορικῆς,
ή ακόμα και όταν εκθέτουν σύγχρονες θεωρίες για τον χαρακτήρα
του ρήτορα, το συναίσθημα ή το επιχείρημα, χρησιμοποιούν συχνά, ως
τεχνικούς όρους, αυτούσιες τις αρχαίες λέξεις που αντιστοιχούν στις
έννοιες αυτές: ήθος, πάθος, λόγος (στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία:
ethos, pathos, logos). Η χρήση αυτών των τεχνικών όρων δεν σημαίνει
απαραίτητα πως μιλάμε αρχαία ελληνικά· προϋποθέτει όμως απα-
ραίτητα πως έχουμε κατανοήσει τη χρήση και τη σημασία που έχουν
οι όροι αυτοί στο αρχαίο πρωτότυπο της Ῥητορικῆς, και πως επομέ-
νως μπορούμε, αν χρειαστεί, να τους μεταφράσουμε με ακρίβεια στη
γλώσσα μας. Ειδικά όταν στα νέα ελληνικά χρησιμοποιούμε αυτού-
σιους όρους από τα αρχαία, η κατανόηση και η μετάφραση προϋπο-
θέτουν, επιπλέον, το να μπορεί κανείς να διακρίνει τη διαφορά που
υπάρχει ανάμεσα σε λέξεις που είναι όμοιες στις δύο γλώσσες, και
που έτσι μπορεί να εμφανίζονται και ως ταυτόσημες. Όπως θα δούμε,
αυτό ισχύει και για τους εν προκειμένω τρεις όρους.

Χαρακτήρας – ήθος: Η λέξη ήθος στη γλώσσα μας αναφέρεται σε


μιαν αξία, την ηθικότητα. Μπορεί κανείς βεβαίως να έχει ή να μην

32
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 33

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

έχει ήθος, να είναι δηλαδή ηθικός ή ανήθικος. Όμως το ήθος της Ῥη-
τορικῆς έχει να κάνει με την εικόνα που σχηματίζουμε για τον χα-
ρακτήρα του ομιλητή, και αυτή η εικόνα είναι, κατά το πλείστον, ανε-
ξάρτητη από την ηθικότητα. Ο ομιλητής σχηματίζει το ήθος του όταν
δείχνει λ.χ. πως είναι γνώστης των πραγμάτων, ειλικρινής και νηφά-
λιος, αλλά και όταν δείχνει πως απέναντι στους ακροατές του είναι
ευνοϊκά διακείμενος και φιλικός. Ως ήθος καταγράφεται, στη Ῥητο-
ρική, και το να δείχνεις πως έχεις χαρακτηριστικά όμοια με αυτά των
ακροατών, έτσι ώστε να γίνεσαι πιο εύκολα αποδεκτός, σαν να είσαι
«ένας από αυτούς». Σε αυτή την εκδοχή του ήθους το 2ο βιβλίο της
Ῥητορικῆς αφιερώνει μια ξεχωριστή σειρά οδηγιών: ποιος είναι ο χα-
ρακτήρας των ανθρώπων της γεροντικής ηλικίας, της ωριμότητας, της
νεότητας, των πλουσίων, εκείνων που έχουν εξουσία.49
Όμως για τον χαρακτήρα, με την κύρια σημασία του όρου, για το
πώς δηλαδή να δείχνει κανείς νηφάλιος, αξιόπιστος ή φιλικός, δεν
υπάρχει στη Ῥητορική κάποιο ξεχωριστό σώμα οδηγιών, αντίστοιχο
προς αυτές που έχουμε για το «λογικό» επιχείρημα ή για το συναί-
σθημα. Αντ’ αυτού το εγχειρίδιό μας περιέχει κάποιες παρατηρήσεις
για τη θεωρία του ήθους, διάσπαρτες στα περί συναισθήματος και
περί εκφράσεως κεφάλαια.50
Την απουσία ετούτη ενός ξεχωριστού σώματος οδηγιών την κάνει
ακόμα πιο αισθητή το ότι, όταν ο Αριστοτέλης εισηγείται την έννοια
του ήθους, ως μέσο της πειθούς, θα επιμείνει στην επισήμανση πως
«ο χαρακτήρας του ομιλητή είναι κάτι που πρέπει να προκύπτει από
τα λεγόμενά του και όχι από την αντίληψη που έχουμε, εκ των προ-
τέρων, σχηματίσει για το ποιόν του». Επειδή είναι κάτι που σχημα-
τίζεται από και με τον ίδιο τον λόγο, επειδή δηλαδή είναι κατεξοχήν
ένα πράγμα της τέχνης, χρειάζεται τις οδηγίες, που δεν έχει, το ήθος.
Αν το να σχηματιστεί ένα σώμα οδηγιών, ένας κατάλογος των
τόπων του ήθους –με αυτή, την κύρια έννοια του όρου, ως σχηματι-
σμού της εικόνας του ομιλητή–, μοιάζει δύσκολο, ίσως αδύνατο, είναι
γιατί αυτή η εικόνα του ομιλητή, την οποία προβάλλει ο λόγος, δεν
μπορεί να συναρτηθεί με κάποιο επιμέρους στοιχείο του λόγου αυτού,
με τον ίδιο λ.χ. τρόπο που μια πεποίθηση μπορεί να συναρτηθεί με
ένα συγκεκριμένο επιχείρημα: το ήθος, το πρόσωπο δηλαδή που θέλει
ο ρήτορας να δείξει στο ακροατήριό του, σχηματίζεται από το όλον
του ρητορικού λόγου, και με μέσα που μπορεί να είναι μεταξύ τους
αντίθετα και αντιφατικά. Ένα ορθά και άρτια διατυπωμένο επιχεί-
ρημα συμβάλλει στο να σχηματιστεί η εικόνα ενός μυαλωμένου ομι-
λητή, όμως και η αδεξιότητα στη διατύπωση μιας επιχειρηματολογίας

33
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 34

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

μπορεί να εκληφθεί ως ένδειξη αυθορμησίας· ο ομιλητής εδώ γίνεται


αξιόπιστος ως «ένας άνθρωπος που λέει αυτό που πιστεύει, δίχως
προετοιμασία».
Στο Ἑλένης ἐγκώμιον, ένα υπόδειγμα ρητορικού λόγου που λει-
τουργούσε ως βοήθημα για τη διδασκαλία της τέχνης, ο Γοργίας έχει
δείξει στους μαθητές του τη σημασία και τη χρήση του χαρακτήρα
στη ρητορική, πολύ προτού το «ήθος» ενταχθεί στην επίσημη ορολο-
γία. Ζητούμενο του λόγου είναι η αποκατάσταση της υστεροφημίας
της Ωραίας Ελένης. O Γοργίας ανταποκρίνεται στο ζητούμενο αυτό και
υπερασπίζεται την Ελένη κατασκευάζοντας μια λαμπερή συλλογιστική
μηχανή, που επικαλείται εμφατικά τις αξίες της αλήθειας και του δι-
καίου. Η εικόνα του ομιλητή που, δίχως να γίνει θέμα, σχηματίζεται
έτσι από τον λόγο, είναι αυτή του μυαλωμένου ανθρώπου και του θε-
ματοφύλακα των αξιών. Παρ’ όλα αυτά, τελικά ο λόγος του Γοργία
δεν πείθει, και τούτο διότι στην ακροτελεύτιά του φράση ο ρήτορας,
αφού επαναλάβει τις αξίες που θέλησε να υπηρετήσει, ομολογεί: θέ-
λησα να γράψω ετούτον εδώ τον λόγο, της Ελένης μεν εγκώμιο, δικό
μου όμως παίγνιο.51 Με την, κυριολεκτικά, τελευταία λέξη του λόγου,
ο δάσκαλος που έως εκείνη τη στιγμή τον έχει κατασκευάσει τόσο
πειστικό, καταλήγει να τον αφήσει μετέωρο· αυτό το κάνει όχι δια-
ψεύδοντας κάποιο επιχείρημά του, αλλά χαρακτηρίζοντας τη σχέση
του ομιλητή προς το κείμενό του, μεταβάλλοντας τον χαρακτήρα του
ομιλητή από αξιόπιστο κ.λπ. σε παιγνιώδη. Δεν στηρίζεται μόνο στα
επιχειρήματά σας η πειθώ, λέει ο Γοργίας στους μαθητές του, αλλά και
στην αξιοπιστία σας, που είναι κάτι που συναρτάται με την όλη εικόνα
του λόγου, και που αρκεί μια λέξη μόνο για να το χαλάσει.

Συναίσθημα – πάθος: Με τη λέξη συναίσθημα μεταφράζουμε τον


αρχαίο όρο «πάθος». Η σημερινή λέξη πάθος σημαίνει την έντονη
επιθυμία, το δυνατό συναίσθημα που κυριαρχεί στην ψυχή. Το
«πάθος» της αρχαίας έχει πιο ουδέτερη σημασία: είναι αυτό που
συμβαίνει σε κάποιον,52 είτε είναι έντονο είτε όχι· είναι ακόμα αυτό
που συμβαίνει σε κάτι. Ο ίδιος όρος θα χρησιμοποιηθεί και στη λο-
γική, με την έννοια του ασταθούς, του μεταβλητού γνωρίσματος ενός
πράγματος.
Στις ηθικές πραγματείες του Αριστοτέλη, η έννοια του πάθους,
του συναισθήματος, προσεγγίζεται με απαρίθμηση αντί ορισμού:
«όταν λέω “συναισθήματα” εννοώ τον πόθο, την οργή, τον φόβο, το
θάρρος, τον φθόνο, τη χαρά, τη φιλία, το μίσος, τη λαχτάρα για κάτι,

34
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 35

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

τη ζήλια, τον οίκτο, και γενικώς ό,τι συνοδεύεται από ηδονή ή ψυχικό
πόνο».53 Η αντίστοιχη προσέγγιση της Ῥητορικῆς είναι περισσότερο
συνεκτική και επεξεργασμένη, ταυτόχρονα όμως και περιορισμένη
από την έγνοια της τέχνης αυτής για την κρίση: «Συναίσθημα είναι
εκείνο το πράγμα που μεταβάλλει τους ανθρώπους και τους κάνει να
αλλάζουν τις κρίσεις τους – και που συνοδεύεται από ψυχικό πόνο ή
από ευχαρίστηση».54
Το εγχειρίδιο της τέχνης βλέπει το συναίσθημα σαν κάτι το ανά-
λογο προς το λογικό επιχείρημα. Και τα δυο τους είναι αντικείμενα
οδηγιών, που περιέχονται σε προσεχτικά ταξινομημένους καταλό-
γους. Οι οδηγίες των επιχειρημάτων δείχνουν στον ρήτορα ποιες είναι
οι διαθέσιμες κοινώς αποδεκτές απόψεις, που ταιριάζουν στην περί-
σταση και μπορούν να οδηγήσουν στην αποδοχή της πρότασής του,
ή/και στην απόρριψη της πρότασης του αντιπάλου. Οι οδηγίες για τα
συναισθήματα, οι οποίες περιέχονται στα κεφάλαια 2 έως 11 του 2ου
βιβλίου της Ῥητορικῆς, δείχνουν στον ρήτορα τις συνθήκες γένεσης
του κάθε συναισθήματος, έτσι ώστε αυτός να μπορεί να το προκα-
λέσει στον ακροατή του επιλέγοντας τον τρόπο που ταιριάζει στην
περίσταση. Την αναλογία αυτή ο Αριστοτέλης την υπογραμμίζει: θα
κάνουμε με τα συναισθήματα ό,τι και με τα επιχειρήματα, λέει στο
εισαγωγικό κείμενο του 2ου βιβλίου, δηλαδή θα συντάξουμε και εδώ
καταλόγους με τις σχετικές προκείμενες.55
Ο λόγος για τον οποίο τα δύο αυτά παραλληλίζονται στην τέχνη
είναι το ότι και τα δυο τους συντελούν και αποβλέπουν στο ίδιο
πράγμα. Το λογικό επιχείρημα θέλει η πρόταση του ρήτορα να γίνει
απόφαση του ακροατή, δηλαδή να ταυτιστεί με την κρίση του· οι οδη-
γίες για το συναίσθημα θέλουν να διαμορφώσουν εκείνη τη σχέση του
κριτή προς το κρινόμενο, που μια τέτοια κρίση προϋποθέτει.
Η Ῥητορική γνωρίζει δώδεκα κύρια συναισθήματα. Αυτά είναι η
οργή, η ηρεμία, η φιλία και το μίσος, ο φόβος και το θάρρος, η ντροπή,
το να χαρίζεσαι σε κάποιον, ο οίκτος, η αγανάκτηση, ο φθόνος, η
ζήλια.56 Σε καθένα από αυτά αφιερώνεται μία ξεχωριστή ενότητα
του κειμένου.57
Οι αφιερωμένες στα συναισθήματα ενότητες ακολουθούν, με μι-
κρές παραλλαγές, το ίδιο μοτίβο. Στην αρχή δίνεται ο ορισμός του συ-
ναισθήματος. Παράδειγμα:
Έστω λοιπόν πως η οργή είναι επιθυμία, που έχει μέσα της και
στενοχώρια, του να εκδικηθείς με τρόπο φανερό, για μια φα-
νερά μειωτική, και αδικαιολόγητη, συμπεριφορά απέναντι σε
σένα ή στους δικούς σου.58

35
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 36

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

Στη συνέχεια ο ορισμός αναπτύσσεται, έτσι ώστε να φανούν οι συ-


νέπειές του. Στο παράδειγμά μας:
Εάν αυτό είναι πράγματι η οργή, τότε ο οργιζόμενος δεν μπο-
ρεί παρά να οργίζεται με κάποιον άνθρωπο συγκεκριμένο
πάντα, λ.χ. με τον Κλέωνα και όχι με τον άνθρωπο εν γένει· και
να οργίζεται επειδή ο συγκεκριμένος αυτός άνθρωπος του έχει
κάνει κάτι, ή πρόκειται να του κάνει, και αν όχι στον ίδιο, σε
κάποιον από τους δικούς του […]59

Τα στοιχεία του ορισμού διευκρινίζονται:


Μειωτική συμπεριφορά είναι το να δηλώσεις ενεργά την άποψή
σου για κάτι που μοιάζει να είναι μηδαμινής αξίας· […]. Υπάρ-
χουν τρία είδη μειωτικής συμπεριφοράς: η περιφρόνηση, η κα-
κεντρέχεια και η εξύβριση.60

Ακολουθεί διεξοδική καταγραφή του τι χρειάζεται για να δημιουρ-


γηθεί το κάθε συγκεκριμένο συναίσθημα, η οποία οργανώνεται γύρω
από τρία ερωτήματα: α) σε ποια κατάσταση ή ψυχική διάθεση πρέ-
πει να βρίσκεται κανείς για να νιώσει ένα συγκεκριμένο συναίσθημα
(οργή λ.χ. είναι έτοιμοι να νιώσουν όσοι νιώθουν στενοχώρια, όσοι
είναι φτωχοί, οι άρρωστοι, οι ερωτευμένοι, όσοι είναι στον πόλεμο
κ.ο.κ.)· β) με ποιους (ή εναντίον τίνων) νιώθουμε το συναίσθημα αυτό
(οργιζόμαστε λ.χ. με τους φίλους περισσότερο από ό,τι με τους ξέ-
νους, με όσους μας εναντιώνονται, αν είναι κατώτεροί μας κ.ο.κ.)· γ)
σε ποιες περιστάσεις, ή για ποιους λόγους, νιώθουμε το συναίσθημα
(θυμώνουμε λ.χ. όταν κάποιος χαίρεται με τις ατυχίες μας και δεί-
χνει να το ευχαριστιέται, ή όταν μας φέρνουν δυσάρεστα νέα, ή όταν
κάποιος ξεχνάει το όνομά μας, σαν να ήταν κάτι το ασήμαντο κ.ο.κ.).
Καθένα από τα κεφάλαια των συναισθημάτων είναι ολόκληρο μια
οδηγία – πώς να προκαλέσουμε την οργή, πώς να καταπραΰνουμε την
οργή, πώς να προκαλέσουμε το μίσος κ.λπ. Οι απαντήσεις στα τρία
παραπάνω ερωτήματα είναι μέρη της οδηγίας αυτής, σύμφωνα με το
σχήμα που ο Αριστοτέλης έχει προκαταρκτικά διατυπώσει στο τέλος
του Β.1: τρία είναι τα πράγματα που μπορούμε να πούμε για καθένα
από τα συναισθήματα: η ψυχική διάθεση, το «με ποιον» (ή το «ενα-
ντίον τίνος») και το «για τι» – και μας είναι και τα τρία απαραίτητα,
όταν θέλουμε να προκαλέσουμε ένα συγκεκριμένο συναίσθημα στον
ακροατή.61
Εφαρμογή: πιο πάνω, στο κεφάλαιο 1, αναφερθήκαμε στην πολι-
τική διαμάχη για τη Μυτιλήνη, την οποία ο Θουκυδίδης παρουσιάζει
μέσα από τις δημηγορίες του Κλέωνα και του Διοδότου. Στην πρώτη
δημηγορία ο Κλέων, προκειμένου να κάνει αποδεκτή την πρότασή

36
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 37

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

του για αυστηρή και παραδειγματική τιμωρία όλων των Μυτιληναίων,


θα επιδιώξει να οξύνει την εναντίον τους οργή των Αθηναίων. α΄) Θα
ξεκινήσει από την ψυχική διάθεση των ακροατών του. Τα παίρνετε
όλα πολύ ελαφρά, θα πει στους ακροατές του, και αντιμετωπίζετε
ένα σοβαρότατο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής λες και πρόκειται για
ρητορικό αγώνισμα. Η αγωνιστική αυτή και παιγνιώδης διάθεση δεν
είναι συμβατή με την οργή, για τούτο ο Κλέων θα θελήσει να τη με-
ταβάλει: «για να σας αλλάξω αυτή τη διάθεση»,62 δηλώνει, «θα σας
δείξω πως οι Μυτιληναίοι μας έχουν βλάψει πολύ περισσότερο από
οποιαδήποτε άλλη πόλη»· β΄) θα προχωρήσει μετά στον χαρακτηρι-
σμό των Μυτιληναίων, έτσι ώστε να αντιστοιχούν σε «εκείνους με
τους οποίους οργιζόμαστε» («οι Μυτιληναίοι μας φέρθηκαν εχθρικά,
παρόλο που εμείς τους αντιμετωπίσαμε ως ισότιμους με εμάς»63)·
γ΄) τέλος, η πράξη των επαναστατημένων καταλήγει να περιγράφε-
ται με όρους προσβολής, σαν μια πράξη μειωτική για την Αθήνα.64
Συνοπτικά: οι Αθηναίοι θα μεταβάλουν την ανέμελη διάθεσή τους
όταν συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της προσβολής που έχουν υπο-
στεί, και δη από εκείνους που θα έπρεπε αυτούς, τους Αθηναίους, να
τους ευγνωμονούν. Ετούτο είναι το μεθοδικά συντεταγμένο επιχεί-
ρημα του Κλέωνα, με το οποίο υπολογίζει πως θα προκαλέσει την
οργή του κοινού του εναντίον των Μυτιληναίων. Οι «οδηγίες της
οργής» του Αριστοτέλη, τα σημεία α, β, γ, είναι σε πλήρη αντιστοι-
χία με τα στοιχεία α΄, β΄, γ΄ στη ρητορική πρακτική που έχει κατα-
γράψει ο Θουκυδίδης.
Όπως είδαμε, η Ῥητορική μιλάει για τις οδηγίες τις σχετικές με τα
συναισθήματα σαν να επρόκειτο για συλλογές τόπων. Υπάρχει μια
δυσκολία εδώ. Ένας τόπος, λ.χ. το ότι η αυτάρκεια είναι αγαθό, είναι
κάτι που ο ακροατής πιστεύει, κάτι που το αποδέχεται, και με το
οποίο ο ρήτορας επιδιώκει να συνδέσει κάτι το αμφισβητούμενο προ-
κειμένου να γίνει και αυτό αποδεκτό. Ο ακροατής γνωρίζει την πε-
ποίθηση που ενσωματώνεται στον τόπο, αυτό που «λέει» ο τόπος
είναι κάτι που θα μπορούσε να το έχει πει και ο ίδιος. Όμως, θα μπο-
ρούσε να υποστηρίξει κανείς, ο ακροατής δεν χρειάζεται να γνωρί-
ζει τον ορισμό της οργής όπως δίνεται αυτός στις οδηγίες του Αρι-
στοτέλη, ή να ξέρει τις επιμέρους της συνθήκες προκειμένου να εξορ-
γιστεί όταν δει πως κάποιος τον περιφρονεί. Ο τόπος είναι γνώμη,
δηλαδή κάτι που το πιστεύει ο ακροατής, το συναίσθημα είναι πάθος,
δηλαδή, κυριολεκτικά, κάτι που ο ακροατής παθαίνει ή κάτι που του
συμβαίνει. Μοιάζει λοιπόν εδώ ο Αριστοτέλης να παραλληλίζει, ή και

37
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 38

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

εν μέρει να ταυτίζει, δύο πράγματα που, εκ πρώτης όψεως, φαίνο-


νται να είναι αρκετά διαφορετικά.
Είναι όμως πράγματι τόσο διαφορετικά; Το συναίσθημα, όπως το
εννοεί ο Αριστοτέλης, και μαζί και η αρχαία ρητορική παράδοση, δεν
είναι κάτι το τόσο ανεξάρτητο από τον λόγο και το επιχείρημα, όσο
είμαστε έτοιμοι να σκεφτούμε σήμερα. Αν λ.χ. δούμε την έννοια της
οργής με τους όρους του σχετικού κεφαλαίου της Ῥητορικῆς, τότε θα
πρέπει να δεχτούμε πως η γένεση, ή η παύση, αυτού του συναισθή-
ματος είναι κάτι που μπορεί να εξαρτάται από την επιχειρηματολο-
γία. Έτσι, κάποιος που έχει θυμώσει με την προσβλητική συμπερι-
φορά ενός φίλου του, θα ξεχάσει τον θυμό του αν τα επιχειρήματά
μας τον πείσουν πως αυτό που τον πλήγωσε δεν ήταν ηθελημένο αλλά
τυχαίο – διότι προσβολή αθέλητη δεν γίνεται. Αλλά και στη δημηγο-
ρία του Κλέωνα, που είδαμε λίγο πιο πάνω, φαίνεται ετούτο καθαρά:
η διάθεση του ακροατή, το ποιόν εκείνου με τον οποίο επιδιώκεται ο
ακροατής να οργιστεί, ο χαρακτήρας της πράξης που προκαλεί την
οργή – όλα αυτά κατασκευάζονται με επιχειρήματα.
Τα παραπάνω σημαίνουν πως, ακόμα και αν δεν το διατυπώνει με
τα ίδια λόγια που χρησιμοποιεί το εγχειρίδιο, ο ακροατής καταλα-
βαίνει την έννοια της οργής, με τρόπο παρόμοιον ή ταυτόσημο με
εκείνον που διατυπώνεται στο εγχειρίδιο: «γνωρίζει» λ.χ. πως αθέ-
λητη προσβολή δεν γίνεται, γι’ αυτό και παύει την οργή του εάν τον
πείσεις πως η πράξη που τον εξόργισε ήταν αθέλητη, «γνωρίζει» πως
η προσβολή από φίλο είναι πιο βαριά, γι’ αυτό θυμώνει περισσότερο
αν κάτι τέτοιο του το δείξεις.
Το «γνωρίζει» ισχύει και χωρίς τα εισαγωγικά. Για παράδειγμα,
είναι κοινή μας πεποίθηση, επομένως το γνωρίζουμε, πως ένας άν-
θρωπος δεν είναι άξιος οίκτου για το κακό που υφίσταται αν αυτό
είναι η δίκαιη τιμωρία που του έχει επιβληθεί για όσα έχει κάνει· η
ίδια πεποίθηση μπορεί να εκφραστεί και ως ρητορική οδηγία, για το
πώς να κάνεις κάποιον να μην αισθάνεται οίκτο.65

«Λογικό» επιχείρημα – λόγος. Όταν αναφερόμαστε στα «λογικά»


επιχειρήματα της ρητορικής με τον όρο «λόγος», χρήσιμο είναι να
έχουμε στον νου τα συγκείμενα, στο πλαίσιο των οποίων ο Αριστοτέ-
λης εισάγει αυτή την ορολογία.66 Γιατί και τα τρία έντεχνα μέσα της
πειθούς με τον λόγο σχηματίζονται. Με τον λόγο προκαλούμε τις συ-
ναισθηματικές αντιδράσεις στον ακροατή, με τον λόγο ιχνογραφούμε
την εικόνα του ομιλητή, με τον λόγο αποδεικνύουμε ή μοιάζει να απο-

38
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 39

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

δεικνύουμε.67 Η τελευταία αυτή χρήση χαρακτηρίζεται, εμφατικά, «διά


του λόγου», επειδή ακριβώς δεν αναφέρεται στον ακροατή ή στον
ομιλητή αλλά μόνο στις λογικές σχέσεις μεταξύ προτάσεων.
Η ρητορεία, ο πειστικός λόγος, απευθύνεται πάντοτε σε έναν
κριτή, αυτή είναι η διατυπωμένη θέση του Αριστοτέλη.68 Κριτής είναι
εκείνος που αποφασίζει για πράγματα αμφισβητούμενα, κυρίως γι’
αυτά που τίθενται σε διαβούλευση στην Εκκλησία του Δήμου ή έρ-
χονται στα δικαστήρια. Το ότι κάτι είναι αμφισβητούμενο σημαίνει
πως δεν μπορεί από μόνο του να γίνει αποδεκτό, πως έχει ανάγκη δι-
καιολόγησης, υποστήριξης, θεμελίωσης. Ένας τρόπος να υποστηρί-
ξουμε κάτι το αμφισβητούμενο είναι να το συνδέσουμε, να το ται-
ριάξουμε, με κάτι που να είναι αποδεκτό από τον κριτή. Αυτό το
ταίριασμα είναι το έργο του επιχειρήματος, και το πώς γίνεται, και
πώς χρησιμοποιούνται γι’ αυτό οι τόποι, το είδαμε πιο πάνω, στο
πρώτο μέρος του κεφαλαίου αυτού.
Τα επιχειρήματα της ρητορικής ταξινομούνται κατά δύο τρόπους,
κατά τη λογική μορφή και κατά το περιεχόμενό τους. Κατά τη μορφή,
διακρίνονται σε ενθύμημα και παράδειγμα: στο παράδειγμα, συνά-
γουμε λ.χ. πως κάτι πρόκειται να γίνει, επειδή σε παρόμοιες περι-
στάσεις κάτι το ανάλογο έχει συμβεί. Έτσι, αν υποστηρίζουμε πως η
προσωπική φρουρά που ζητάει κάποιος άρχοντας, μπορεί να γίνει
όργανο αυταρχικής διακυβέρνησης, θα αναζητήσουμε τι έχει γίνει στο
παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις – λ.χ. όταν στην Αθήνα ο Πεισί-
στρατος είχε αποκτήσει προσωπική φρουρά, ή ο Θεαγένης στα Μέ-
γαρα.69 Στο ενθύμημα, από κάτι που ισχύει γενικά ή κατά κανόνα,
συνάγουμε συμπέρασμα για κάποιο επιμέρους πράγμα, έτσι λ.χ. αν
θέλουμε να απαλλαγεί κάποιος που διέπραξε αδίκημα, ενώ ήταν με-
θυσμένος, θα αναφερθούμε στον κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο θα
πρέπει να συγχωρούμε όσους αδικούν εν αγνοία τους – επομένως
και εκείνον που ό,τι έκανε οφείλεται στη μέθη.70 Το παράδειγμα είναι
δηλαδή, στη ρητορική, το αντίστοιχο της επαγωγής· ενώ το ενθύμημα,
το αντίστοιχο του συλλογισμού.
Η διαίρεση κατά το περιεχόμενο παρακολουθεί τη διαίρεση των
τόπων σε ειδικούς και κοινούς, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε πιο
πάνω, στο πρώτο μέρος αυτού του κεφαλαίου. Τα επιχειρήματα που
σχηματίζονται κάνοντας χρήση των ειδικών τόπων είναι αυτά που
αντιστοιχούν στους τόπους που εκτίθενται στο βιβλίο Α (κεφ. 5-14),
κατανεμημένοι στα τρία είδη του ρητορικού λόγου· οι κοινοί τόποι
που μπορούν να χρησιμέψουν στη ρητορική βρίσκονται συγκεντρω-
μένοι στο κεφάλαιο 23 του βιβλίου Β.

39
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 40

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

Σταθερό χαρακτηριστικό του αρχαίου εγχειριδίου είναι η ιεράρ-


χηση των εννοιών μέσα από διαιρέσεις και υποδιαιρέσεις, και η πυ-
ραμίδα εννοιών που σχηματίζεται έτσι.71 Μια τέτοια πυραμίδα ιχνο-
γραφείται εδώ, έχοντας στην κορυφή της την έννοια του μέσου της
πειθούς (αρχαία ελληνικά: πίστις), ενώ ο κορμός της σχηματίζεται από
μια σειρά διαδοχικών διαιρέσεων: τα μέσα της πειθούς διαιρούνται σε
έντεχνα και μη, τα έντεχνα διαιρούνται σε χαρακτήρα, συναίσθημα
και επιχείρημα, το επιχείρημα σε αυτό που σχηματίζεται με κοινούς
τόπους, και σε αυτό που σχηματίζεται με τόπους ειδικούς, οι ειδικοί
τόποι είναι αυτοί που αντιστοιχούν στα τρία είδη του ρητορικού
λόγου. Όμως εδώ υπάρχει και μια δυσκολία. Σε μια τέτοια ταξινομική
ιεράρχηση, τα τρία είδη του ρητορικού λόγου εμφανίζονται να κατα-
λαμβάνουν τη θέση της έσχατης υποδιαίρεσης. Αυτό έρχεται σε αντί-
θεση προς τον καθοριστικό χαρακτήρα που έχει η τριχοτόμηση αυτή
για τη συγκρότηση της μεθόδου και της τέχνης. «Τα είδη της ρητορι-
κής είναι τρία τον αριθμό» δηλώνει ξεκινώντας το 3ο κεφάλαιο του
1ου βιβλίου, και στη συνέχεια, όπως είδαμε πιο πάνω, δείχνει πως
αυτά δεν μπορεί παρά να είναι το συμβουλευτικό, το δικανικό και το
επιδεικτικό είδος. Η διαίρεση της τέχνης σε είδη πρέπει να είναι κα-
νονικά το ξεκίνημα της πυραμίδας των εννοιών του εγχειριδίου, ή πολύ
κοντά στο ξεκίνημα, και όχι η έσχατη θέση της.
Στην πραγματικότητα εδώ, αντί για μία πυραμίδα έχουμε δύο,72
αυτήν που σχηματίζεται με αναφορά στη διαίρεση των μέσων της
πειθούς και εκείνην που σχηματίζεται με αναφορά στα είδη του
λόγου, και ετούτο είναι που δημιουργεί μια δυσκολία, μιαν αμηχα-
νία στην ιεράρχηση.
Αυτό είναι μια κατασκευαστική ατέλεια της Ῥητορικῆς. Η ατέ-
λεια αυτή δεν επηρεάζει ουσιαστικά την εσωτερική συνοχή και τη
λειτουργία του εγχειριδίου· είναι όμως μια διαρθρωτική ανωμαλία,
ενδιαφέρουσα για τον σημερινό αναγνώστη, εφόσον τον καλεί (και
του επιτρέπει) να κατανοήσει το κείμενο αυτό διαμέσου της ιστο-
ρίας της κατασκευής του.

Η ρητορική είναι σαν τη διαλεκτική – ἀντίστροφος τῇ διαλεκτικῇ.


Το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα, οπότε γράφεται η Ῥητορική, η τέχνη
της πειθούς έχει ήδη ιστορία ενός τουλάχιστον αιώνα.73 Ο Αριστοτέ-
λης είχε αναφερθεί στην ιστορία αυτή, από ό,τι φαίνεται με τρόπο συ-
στηματικό, στη Συναγωγὴ τεχνῶν, έργο που δεν έχει φτάσει έως
εμάς.74 Στην ιστορία της ρητορικής αναφέρεται και ο επίλογος του

40
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 41

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Περὶ σοφιστικῶν ἐλέγχων.75 Το κείμενο αυτό, στο οποίο ο συγγρα-


φέας μιλάει στο πρώτο πρόσωπο και απευθύνεται άμεσα στους ανα-
γνώστες του,76 είναι στην πραγματικότητα ένας απολογισμός· ο Αρι-
στοτέλης λογαριάζει εδώ πως με τα Τοπικά και το Περὶ σοφιστικῶν
ἐλέγχων έχει ολοκληρώσει την έρευνά του για τη διαλεκτική και επι-
χειρεί να αποτιμήσει το τι έχει κατορθώσει έως τότε· για να αναδεί-
ξει τη δυσκολία, αλλά και την αξία, του έργου που έχει φέρει εις
πέρας θα το συγκρίνει με αντίστοιχα γραπτά σχετικά με τη ρητο-
ρική, και για τη σύγκριση αυτή θα λάβει ιδιαίτερα υπόψη το ότι η
τέχνη αυτή διαθέτει ήδη πλούσια ιστορία· η επεξεργασία της ρητο-
ρικής έχει ξεκινήσει από παλιά, θα πει, επομένως όσοι γράφουν γι’
αυτήν δεν κάνουν άλλο από το να προσθέτουν στοιχεία σε κάτι που
ήδη υπάρχει· αντίθετα, τα Τοπικά είναι μια εντελώς νέα αρχή, η δια-
λεκτική είναι μια νέα τέχνη που σχηματίζεται εκεί που προηγουμέ-
νως δεν υπήρχε τίποτε, επομένως αυτό που κάνει εδώ ο συγγραφέας
είναι κάτι πολύ πιο δύσκολο και αλλιώς σπουδαίο.
Η διαλεκτική λοιπόν ως τέχνη, δηλαδή ως μέθοδος, δημιουργείται
εκείνη τη στιγμή, με το γραπτό που ο επίλογος αυτός ολοκληρώνει,
ενώ η ρητορική έχει μια ιστορία. Η ιστορία της ωστόσο αυτή δεν
είναι συνάμα και εγγύηση επιστημονικότητας, ούτε και συνεπάγεται
πως η ρητορική είναι τάχα πιο μεθοδική ή πιο άρτια ως τέχνη από
τη διαλεκτική. Αντίθετα, στο ίδιο ετούτο κείμενο του επιλόγου, όταν
ο Αριστοτέλης θα θελήσει να δείξει πως οι προηγούμενες προσπά-
θειες διδασκαλίας του επιχειρήματος δεν είχαν τίποτε από μέθοδο,
πως δηλαδή δεν συνιστούσαν τέχνη, η παλιά ρητορική θα του χρησι-
μέψει ως παράδειγμα της έλλειψης μεθόδου. Οι έως τότε δάσκαλοι
του επιχειρήματος, θα πει, ακολουθούσαν την πρακτική του ρήτορα
Γοργία, και όπως εκείνος έδινε ρητορικούς λόγους έτοιμους προς
αποστήθιση, έτσι έδιναν και αυτοί στους μαθητές έτοιμα κείμενα
ερωτήσεων και αποκρίσεων: δεν παρέδιδαν την τέχνη την ίδια αλλά
τα προϊόντα της, πράγμα παράλογο – σκεφτείτε έναν τσαγκάρη που
αντί να δείχνει στους μαθητευόμενούς του πώς φτιάχνονται τα υπο-
δήματα, τους βάζει να φοράνε αυτά που ήδη έχει φτιάξει.77 Παρ’ όλη
λοιπόν τη μακρά της ιστορία, η παραδοσιακή θεωρία δεν έχει κα-
τορθώσει να βρει παρά μόνο ένα μικρό μέρος της μεθόδου και της τέ-
χνης που αντιστοιχούν στην πρακτική της ρητορείας.78 Όταν ο Αρι-
στοτέλης θα έρθει στη ρητορική, αυτό ακριβώς το μεθοδικά ελλειμ-
ματικό της παράδοσης θα επιδιώξει να θεραπεύσει, θα επιδιώξει δη-
λαδή να σχηματίσει την πρώτη ολοκληρωμένη ρητορική μέθοδο.

41
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 42

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

Η επιδίωξη ετούτη στη Ῥητορική δηλώνεται με την πρώτη κιόλας


φράση του προοιμίου της:
«η ρητορική είναι όμοια με τη διαλεκτική», ἀντίστροφος τῇ
διαλεκτικῇ.79

Η φράση αυτή έχει ερμηνευτεί ως αντιπλατωνικός υπαινιγμός: πράγ-


ματι, η επιτηδευμένη διατύπωση, «ἀντίστροφος» –εδώ σημαίνει
«ανάλογος», «όμοιος»– παραπέμπει σε ένα χωρίο του πλατωνικού
διαλόγου Γοργίας, όπου ο Σωκράτης, για να υποβαθμίσει τη ρητο-
ρική, διακωμωδεί την αξίωσή της να είναι τέχνη: η ρητορική είναι
«αντίστροφος της οψοποιίας» θα πει, πράγμα που σημαίνει πως
όσο είναι τέχνη το να φτιάχνεις λιχουδιές και καρυκεύματα, άλλο
τόσο είναι και η ρητορική. O Αριστοτέλης εδώ μιμείται τα λόγια του
Πλάτωνα και συνάμα, αντικαθιστώντας την «οψοποιία» με τη «δια-
λεκτική», αντιστρέφει τη φορά τους. Η ρητορική μπορεί να είναι
τέχνη, λέει η πρώτη αυτή φράση, τόσο όσο μπορεί να είναι και η δια-
λεκτική – κατάφαση που είναι ιδιαίτερα ισχυρή αν αναλογιστούμε
πως εδώ μιλάει ο συγγραφέας των Τοπικῶν και αναφέρεται σε μια
τέχνη το σχέδιο της οποίας αυτός ο ίδιος έχει συλλάβει και πραγμα-
τοποιήσει.
Δικαιούται λοιπόν κανείς να σκεφτεί πως, μαζί με την κριτική στον
πλατωνικό Γοργία, ο παραλληλισμός αυτός, στην πρώτη φράση της
Ῥητορικῆς, δηλώνει έμμεσα και την πρόθεση του έργου. Η πραγμα-
τεία ξεκινάει να βρει τη μέθοδο της ρητορικής, όπως έκαναν και τα
Τοπικά για τη μέθοδο της διαλεκτικής.80 Και επειδή ακριβώς είναι
όμοιά της, η Ῥητορική θα μπορέσει να πάρει για οδηγό της την ήδη
σχηματισμένη τέχνη της διαλεκτικής: ο Αριστοτέλης θα επιδιώξει να
αναμορφώσει την παραδοσιακή διδασκαλία της ρητορικής συμμορ-
φώνοντάς την, κατά το δυνατόν, προς το πρότυπο της διαλεκτικής
των Τοπικῶν. Κατά το δυνατόν, γιατί η διπλή ιεράρχηση, η «κατα-
σκευαστική ατέλεια» της Ῥητορικῆς, δείχνει ακριβώς το όριο, το
μέχρι σε ποιο σημείο μπορεί επιτυχημένα να προχωρήσει η συμμόρ-
φωση ετούτη της μιας τέχνης προς την άλλη.
Το δεσπόζον χαρακτηριστικό της μεθόδου είναι η πληρότης. Κα-
τέχουμε τη μέθοδο, επομένως και την τέχνη, όταν έχουμε επίγνωση
του συνόλου των εναλλακτικών δυνατοτήτων, όταν μπορούμε «να μην
παραλείπουμε κανένα από τα μέσα που είναι δυνατόν να χρησιμο-
ποιηθούν». Η μέθοδος οφείλει να είναι πλήρης. Το αίτημα αυτό, κα-
θοριστικό για τη ρητορική όπως είδαμε πιο πάνω, διατυπώνεται για
πρώτη φορά στα Τοπικά, όπου άλλωστε και για πρώτη φορά πραγ-
ματοποιείται. Τα Τοπικά αναφέρονται στη ρητορική, μαζί με την

42
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 43

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ιατρική, ως τέχνες όμοιες με τη διαλεκτική, και οι οποίες της χρησι-


μεύουν σαν παράδειγμα,81 ένα παράδειγμα που ωστόσο εδώ κινείται
ακόμα στον χώρο του δέοντος. Είναι ενδεικτικό πως όταν μνημονευ-
τεί ξανά στα Τοπικά η σύνδεση ρητορικής και αιτήματος πληρότητας,
θα είναι κατά τη συζήτηση ενός τύπου ορισμού ο οποίος δεν αφορά
το πράγμα ως κάτι το δεδομένο, αλλά ως αυτό που θα όφειλε να είναι:
«Ορίζουμε, ενίοτε, όχι το ίδιο το πράγμα, αλλά το πράγμα ως καλώς
έχον ή ως τέλειο: τέτοιος είναι ο ορισμός του ρήτορα, […], <σύμφωνα
με τον οποίο> ρήτορας είναι εκείνος που μπορεί να διακρίνει τι το πει-
στικό υπάρχει σε κάθε ζήτημα, δίχως να παραλείπει τίποτε».82
Έτσι είναι και με τη ρητορική: η πληρότης, το «να μην παραλεί-
πει τίποτε», δεν είναι περιγραφή της δεδομένης, της παραδοσιακής
διδασκαλίας της τέχνης, τον καιρό που γράφονται τα Τοπικά. Μάλ-
λον το αντίθετο ισχύει, αφού τα τότε διαθέσιμα εγχειρίδια απέχουν
πολύ από ετούτο το μεθοδικό ιδεώδες, και ο Αριστοτέλης το υπο-
γραμμίζει αυτό σε κάθε ευκαιρία. Έτσι, στο κεφάλαιο Β.23 της Ῥη-
τορικῆς, που διαλαμβάνει τον κατάλογο των χρήσιμων για τη ρητο-
ρική κοινών τόπων, θα αναφερθεί, δύο φορές, σε τύπους επιχειρημά-
των που έχουν και προγενέστερες τέχνες αναδείξει: η τέχνη του Καλ-
λίππου χρησιμοποιούσε, κατά κύριο λόγο, τον τόπο «εκ των συνε-
πειών», η τέχνη του Παμφίλου, αλλά και η τέχνη του Καλλίππου,
γνώριζαν τον τόπο «εκ των κινήτρων».83 Όμως, και στις δύο του
αυτές αναφορές, ο Αριστοτέλης θα προσθέσει πως ετούτα είναι τα
μόνα επιχειρήματα που γνωρίζουν τα εγχειρίδια αυτά, δηλαδή πως
σε αυτά συνοψίζεται όλη τους η τέχνη. Είναι δύσκολο να φαντα-
στούμε εγχειρίδιο που να περιορίζεται σε ένα-δυο επιχειρήματα: το
πιο εύλογο είναι να πρόκειται, και στις δύο περιπτώσεις, για το «εύ-
ρημα» του καθενός από τους συγγραφείς αυτούς, ένα επιχείρημα τις
μορφές και τις χρήσεις του οποίου είχαν μελετήσει πιο διεξοδικά, και
τα οποίο είχαν λάβει ως πυρήνα της διδασκαλίας τους. Δεν παύει
βέβαια μια τέτοια «τέχνη», σε σύγκριση με τους συστηματικά ή/και
διεξοδικά συγκροτημένους αριστοτελικούς καταλόγους, να φαντάζει
ως απελπιστικά ελλειπτική, μη πλήρης.
Στην παραδοσιακή διδασκαλία για το συναίσθημα, έτσι όπως πα-
ρουσιάζεται αυτή στη Ῥητορική, το αίτημα της πληρότητας δεν μπο-
ρεί καν να τεθεί, αφού δεν υπάρχει τρόπος να διατυπωθούν τα εναλ-
λακτικά ενδεχόμενα ως στοιχεία ενός συνόλου. Τα συναισθήματα δεν
εμφανίζονται ως διακριτά στοιχεία, αλλά ως ενσωματωμένα στα μέρη
του λόγου και αξεδιάλυτα πλεγμένα μαζί τους.84 Σύμφωνα με την
παραδοσιακή θεωρία, στο προοίμιο λ.χ. θα επιδιώξεις να κερδίσεις

43
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 44

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

την εύνοια του ακροατή, ενώ με τον επίλογο θα προκαλέσεις την οργή
του εναντίον του αντιπάλου σου ή τη συμπόνια του για σένα· υπήρ-
χαν ολόκληροι επίλογοι και προοίμια, έτοιμα προς χρήση. Αλλά και
ο χαρακτήρας μένει εκτός μεθόδου, εξ ορισμού, εφόσον, όπως είδαμε
πιο πάνω, η παραδοσιακή θεωρία τον αφήνει ολότελα εκτός τέχνης.
Θα χρειαστεί λοιπόν τα μέσα της παραδοσιακής διδασκαλίας να
ανασυνταχθούν ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της νέας
τέχνης. Μια τέτοια πλήρης ανασύνταξη είναι η ταξινόμηση των επι-
χειρημάτων στα κεφάλαια 5-14 του 1ου βιβλίου της Ῥητορικῆς, η
οποία στηρίζεται στην εξαντλητική διαίρεση των ειδών του λόγου και
στην αντιστοίχιση των επιχειρημάτων προς τους σκοπούς αυτών των
ειδών του λόγου. Εδώ η Ῥητορική ακολουθεί πιστά την οργάνωση
των τόπων και των επιχειρημάτων που έχουν εισηγηθεί τα Τοπικά, ή
τουλάχιστον έτσι μοιάζει. Χρήσιμο είναι, προκειμένου να κατανοή-
σουμε τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει η ρητορική μέθοδος, να
δούμε πού είναι αυτή πραγματικά όμοια και πού διαφέρει από το
πρότυπό της.
Τα κεντρικά βιβλία των Τοπικῶν φιλοδοξούν να είναι η κατα-
γραφή όλων των (τόπων των) επιχειρημάτων τα οποία μπορούν να
χρησιμέψουν για την ανασκευή ή την υπεράσπιση οποιασδήποτε
θέσης, και που μπορούν να σχηματιστούν με τρόπο καθαρά λογικό,
δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη μόνον τη λογική μορφή των θέσεων και
όχι το περιεχόμενό τους. Η καταγραφή αυτή έχει κατανείμει τους τό-
πους σε τέσσερις καταλόγους: του συμβεβηκότος, του ιδίου, του γέ-
νους και του ορισμού· πρόκειται για διαίρεση που αντιστοιχεί στις
διαφοροποιήσεις της λογικής μορφής των θέσεων και μπορεί να δι-
καιολογηθεί ως ακολούθως.
Οτιδήποτε και να πούμε, αυτό μπορεί να εκφραστεί ως σύνδεση
ενός υποκειμένου με ένα κατηγόρημα. Παράδειγμα οι προτάσεις: α)
ο Δημοσθένης είναι ψευδός· β) ο Δημοσθένης είναι άνθρωπος· γ) ο
Δημοσθένης είναι ο ρήτορας που πρότεινε τη συμμαχία με τους Θη-
βαίους· και δ) ρήτορας είναι εκείνος που δύναται να διακρίνει τι το
πειστικό υπάρχει σε κάθε ζήτημα, δίχως να παραλείπει τίποτε. Στις
προτάσεις αυτές έχουμε δείγματα των τεσσάρων μορφών κατηγόρη-
σης που αναγνωρίζει ο Αριστοτέλης στα Τοπικά. Η κατηγόρηση είτε
(α) θα είναι συμβεβηκός, δηλαδή μια ιδιότητα που δεν συνδέεται με
τρόπο αναγκαίο προς το υποκείμενο (ο Δημοσθένης κάποια στιγμή
έπαψε να είναι ψευδός)· είτε (β) θα είναι γένος, δηλαδή μια σύνδεση
που είναι αναγκαία (δεν μπορούμε να φανταστούμε τον Δημοσθένη
χωριστά από την ιδιότητα «άνθρωπος»)· είτε (γ) θα είναι ίδιον, μια

44
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 45

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ιδιότητα που μόνο αυτό το υποκείμενο έχει και κανένα άλλο (ο Δη-
μοσθένης ήταν ο μόνος ρήτορας που είχε προτείνει αυτή τη συμμα-
χία, το 346 π.Χ.)· είτε, τέλος, (δ) θα είναι μια σύνδεση όπου τα συν-
δεόμενα είναι ισοδύναμα και ταυτίζονται πλήρως, όπως είναι ο ορι-
σμός.

Ο διαλεκτικός, εκείνος δηλαδή που μετέχει στη ρυθμισμένη διαδικα-


σία αμφισβήτησης που περιγράφεται και οροθετείται στα Τοπικά,
χρειάζεται να διαθέτει επιχειρήματα με τα οποία να μπορεί να υπο-
στηρίξει την οικεία θέση ή να ανασκευάσει αυτήν του αντιπάλου·
επαρκής θα είναι ο διαλεκτικός που διαθέτει επιχειρήματα, οποιεσ-
δήποτε και αν είναι οι θέσεις αυτές. Αυτός άλλωστε είναι, όπως
έχουμε πει, ο σκοπός (η πρόθεσις) της πραγματείας των Τοπικῶν,
«να βρει μια μέθοδο με την οποία θα μπορούμε να επιχειρηματολο-
γήσουμε, όποιο και αν είναι το πρόβλημα που έχει τεθεί».85 Αυτό ση-
μαίνει πως η μέθοδος χρειάζεται να γνωρίζει τις προϋποθέσεις αλή-
θειας ή εγκυρότητας κάθε πρότασης που είναι δυνατόν να διατυπω-
θεί. Και βέβαια, δεν μπορεί να γνωρίζει τις συνθήκες αληθείας όλων
των δυνατών προτάσεων κατά το περιεχόμενό τους (δεν μπορεί η
μέθοδος να γνωρίζει αν πράγματι ο Δημοσθένης είναι ψευδός, αν
είναι αυτός που υποστήριξε τη συμμαχία κ.λπ.), μπορεί όμως να γνω-
ρίζει τις προϋποθέσεις που απορρέουν από τρόπο με τον οποίο το
υποκείμενο συνδέεται με το κατηγόρημα, σε καθεμία πρόταση. Οι
τρόποι αυτοί, όπως είδαμε, είναι τέσσερις, και συνιστούν μιαν εξα-
ντλητική διαίρεση: «κάθε πρόταση και κάθε πρόβλημα σημαίνει είτε
ένα ίδιον, είτε ένα γένος, είτε ένα συμβεβηκός», <είτε έναν ορισμό>.86
Καθεμία από τις μορφές αυτές κατηγόρησης έχει διαφορετικές
προϋποθέσεις εγκυρότητας ή αλήθειας, οι οποίες αντιστοιχούν σε δια-
φορετικό σύνολο επιχειρημάτων. Επομένως, το πρώτο πράγμα που
θα κάνει ο διαλεκτικός που κατέχει την τέχνη θα είναι να αναγνωρί-
σει σε ποιον τύπο κατηγόρησης ανήκει το πρόβλημα ή η θέση που έχει
απέναντί του· αυτό θα του επιτρέψει να στραφεί προς εκείνον από
τους τέσσερις καταλόγους των Τοπικῶν ο οποίος περιέχει τα επιχει-
ρήματα που είναι κατάλληλα για τον σκοπό του.
Το αντικείμενο της τέχνης στα Τοπικά είναι οι προς υπεράσπιση
ή ανασκευή προτάσεις κ.λπ.· η τετραπλή, εξαντλητική διαίρεση του
αντικειμένου αυτού δίνει τις τέσσερις μορφές της κατηγόρησης, οι
οποίες αντιστοιχίζονται προς τους σκοπούς του διαλεκτικού λόγου
(αυτό που «έχει να κάνει» ο διαλεκτικός είναι λ.χ. το να ανασκευά-
σει ή να υποστηρίξει μια κατηγόρηση γένους ή συμβεβηκότος κ.λπ.)

45
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 46

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

και ταυτόχρονα δομούν το σώμα της μεθόδου, εφόσον αυτές είναι


που καθορίζουν το ποιοι θα είναι οι κατάλογοι που θα σχηματιστούν.
Τώρα μπορούμε να δούμε την αναλογία στην κατασκευή των δύο
μεθόδων. Και στη Ῥητορική, η ανάλυση του αντικειμένου της τέχνης,
του ρητορικού λόγου, εκφράζεται ως εξαντλητική διαίρεση (τα τρία
είδη του λόγου) της οποίας τα μέρη αντιστοιχίζονται προς τους σκο-
πούς του λόγου (το ωφέλιμο για την πόλη, το δίκαιο, η τιμή και η
δόξα) και καθορίζουν τους καταλόγους της μεθόδου –εδώ τους κα-
ταλόγους του «επιχειρήματος»– στο 1ο βιβλίο της Ῥητορικῆς.
Αναλογία, όχι ταυτότητα. Τα συμβεβηκός, ίδιον, γένος και ορι-
σμός αναφέρονται στη λογική ανάλυση του λόγου, ενώ το ωφέλιμο,
το δίκαιο και η τιμή είναι περιεχόμενα του λόγου, είναι μεταξύ αυτών
που ο λόγος μπορεί να ισχυρίζεται. Τα πρώτα είναι μορφές της κα-
τηγόρησης, τα δεύτερα είναι επιμέρους κατηγορήματα. Είναι ωστόσο
κατηγορήματα πολύ σημαντικά για την οργάνωση της ρητορείας. Ως
τελικοί σκοποί του καθενός από τα είδη του λόγου, είναι τα ίδια
εκτός αμφισβήτησης και επιχειρηματολογίας· κανένας δεν επιχειρη-
ματολογεί για το αν χρειάζεται να είναι μια πολιτική ωφέλιμη ή μια
δικανική απόφαση δίκαιη, κάτι τέτοιο δεν θα είχε νόημα. Καθένα
όμως από τα επιμέρους επιχειρήματα ενός λόγου επινοείται και εκ-
φέρεται για να υποστηρίξει ότι, ή για να συμβάλει στην υποστήριξη
του ότι, η Α πολιτική είναι ωφέλιμη ή η Β απόφαση, δίκαιη – και
αποτιμάται και κρίνεται με μέτρο τη συμβολή του αυτή. Το ανάλογο
ισχύει και για τη διαλεκτική: τα επιχειρήματά του ο διαλεκτικός τα
οργανώνει έχοντας στον νου του τον λογικό τύπο της θέσης που έχει
να υποστηρίξει ή να ανασκευάσει, αυτός είναι που καθορίζει την επι-
λογή και την οργάνωση των επιχειρημάτων του. Ετούτη είναι η ανα-
λογία που κρατάει ο Αριστοτέλης. Τα τέλη του (ρητορικού) λόγου
δεν είναι μορφές της κατηγόρησης, όμως οι μορφές της κατηγόρησης,
στη διαλεκτική, σχηματίζουν τα τέλη, τους σκοπούς, του (διαλεκτι-
κού) λόγου.
Δεν υπάρχει διπλή ιεράρχηση στα Τοπικά. Η ταξινόμηση της με-
θόδου οργανώνεται, κατά τρόπο μη αμφίβολο, με αναφορά στις τέσ-
σερις μορφές της κατηγόρησης και μόνον αυτές. Παρόμοια μονοσή-
μαντη και συνεπής θα μπορούσε να είναι και η οργάνωση της Ῥητο-
ρικῆς, αν ο Αριστοτέλης έβλεπε σε αυτήν απλώς την τέχνη, ή τη
θεωρία, του (λογικού) επιχειρήματος που αντιστοιχεί στον πολιτικό
ή και στον δικανικό λόγο. Το καθαρά συστηματικό μέρος μιας τέ-
τοιας ρητορικής θα αντιστοιχούσε τότε στο περιεχόμενο των κεφα-
λαίων 3-14 του 1ου βιβλίου· οι οδηγίες για το συναίσθημα και τον χα-

46
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 47

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ρακτήρα, αν υπήρχαν, θα αφορούσαν κάτι το βοηθητικό στο επιχεί-


ρημα, και θα μπορούσαν ακόμα να είναι και αντίστοιχες με εκείνες
της παραδοσιακής θεωρίας, δηλαδή έτοιμα πρότυπα λόγου.
Αντ’ αυτού, ο Αριστοτέλης προτιμά να αφήσει τη Ῥητορική λιγό-
τερο τακτοποιημένη στις ιεραρχήσεις της, προκειμένου να μπορεί να
περιλάβει στο συστηματικό μέρος της τέχνης το συναίσθημα, του
οποίου όπως είδαμε η τοπική αναπτύσσεται πλήρως, και τον χαρα-
κτήρα, που αν και ατελής η τοπική του, εντάσσεται και αυτός εξαρ-
χής και εμφατικά στο σύστημα της τέχνης.
Η ρητορική είναι στραμμένη προς την κρίση. Οι κρίσεις γίνονται,
τα δικαστήρια στην Αθήνα δικάζουν, η Εκκλησία του Δήμου συνέρ-
χεται και αποφασίζει, ανεξάρτητα από το αν οι μετέχοντες σε αυτήν
είναι τεχνικά επαρκείς ως ρήτορες ή απλώς μιλούν αυθόρμητα ή όπως
έχουν συνηθίσει.87 Γίνονται όμως καλύτερες οι κρίσεις, μας λέει ο
Αριστοτέλης,88 όταν οι μετέχοντες στις σχετικές διαδικασίες ακολου-
θούν τη μέθοδο της τέχνης. Η κρίση έχει τη δυνατότητα να είναι κα-
λύτερη, να γίνει «αυτή που πρέπει», όταν ο κριτής έχει ενώπιόν του
αγορεύσεις που έχουν διαμορφωθεί, και ως προς τα τρία μέσα της
πειθούς, με τέχνη, δηλαδή με συνειδητές επιλογές που προϋποθέτουν
πλήρη επίγνωση των αντιθέτων και των εναλλακτικών επιχειρημά-
των και συναισθημάτων που η υπόθεση επιτρέπει να διατυπωθούν
και να παραχθούν. Η επίγνωση ετούτη των εναλλακτικών και των
αντιθέτων, δηλαδή το να ξέρεις ποια είναι τα επιχειρήματα που μπο-
ρούν να ακουστούν σε μιαν υπόθεση, αλλά και το να ξέρεις πως δεν
είναι μόνο ένα το συναίσθημα που μπορεί να γεννηθεί από αυτήν,
είναι προϋπόθεση της εκλογίκευσης της κρίσης. Γιατί δεν είναι μόνο
τα επιχειρήματα που διαμορφώνουν την κρίση, αλλά και τα συναι-
σθήματα και ο χαρακτήρας. Είναι η πληρέστερη δυνατή εκλογίκευση
της κρίσης, αυτό στο οποίο ο Αριστοτέλης αποβλέπει, και για τούτο
αναγνωρίζει το συναίσθημα και τον χαρακτήρα ως μέσα της πειθούς
ισότιμα προς το επιχείρημα: αυτή την ισοτιμία εκφράζει τοποθετώ-
ντας το συναίσθημα και τον χαρακτήρα πλάι στο επιχείρημα, ως είδη
που υπάγονται στο ίδιο γένος. Έτσι όμως σχηματίζεται άλλη μία μεί-
ζων διαίρεση του έργου, πλάι σε εκείνην που, ακολουθώντας την ανα-
λογία προς τα Τοπικά, διαίρεσε τα επιχειρήματα κατά τους σκοπούς
του λόγου.
Οι δύο διαιρέσεις είναι λοιπόν μια κατασκευαστική ατέλεια, το
σημάδι που άφησε πάνω στη Ῥητορική το γεγονός ότι ο σχηματισμός
της ως τέχνης χρειάστηκε να ανταποκριθεί σε διπλή μέριμνα: να ανα-
συντάξει το «λογικό» επιχείρημα της ρητορικής, κατά το πρότυπο

47
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 48

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

των Τοπικῶν, και συνάμα να αποκαταστήσει μεθοδικά τα στοιχεία


που ανθίστανται περισσότερο στην εκλογίκευση, το ήθος και το
πάθος. Η Ῥητορική κερδίζει το διπλό της στοίχημα, με κόστος όμως
ετούτη τη διπλή και αμφίβολη ιεράρχησή της.
Η ατέλεια αυτή ουσιαστικά δεν απειλεί τη συνοχή και τη λειτουρ-
γία της τέχνης. Οι δύο διαιρέσεις εύκολα μπορούν να δικαιολογηθούν
ως δύο διαφορετικές προοπτικές: οι κατάλογοι των μέσων της πειθούς
είναι προϋπόθεση της άσκησης της τέχνης: για να φτιάξουμε έναν ρη-
τορικό λόγο είναι απαραίτητο να έχουμε εποπτεία του συνόλου των
διαθέσιμων πόρων, και αυτό το εξασφαλίζει η διαίρεση των μέσων
της πειθούς. Όμως η ίδια η άσκηση της τέχνης θέλει το πρώτο πράγμα
που λαμβάνει υπόψη του ο ρήτορας να είναι ο σκοπός του λόγου και
του ακροατή, το είδος δηλαδή του ρητορικού λόγου.
Διότι, τελικά, ετούτο είναι που θα τον καθοδηγήσει στην εύρεση
των μέσων της πειθούς, τόσο των λογικών επιχειρημάτων όσο και
των άλλων. Δίχως τους καταλόγους των μέσων της πειθούς, ο ρήτο-
ρας δεν έχει πού να ψάξει αυτά που του χρειάζονται για να πείσει·
δίχως τη διαίρεση στα τρία είδη του λόγου, δίχως δηλαδή εκείνη την
τάξη του λόγου, που ξεκινάει από τον σκοπό και ιχνογραφεί τα λο-
γικά μέσα που οδηγούν σε αυτόν, ο ρήτορας δεν ξέρει ποια είναι τα
επιχειρήματα ή τα μέσα της πειθούς που θα του χρειαστούν για να
υποστηρίξει πειστικά την πρότασή του.

3. Η φιλοσοφία της Ῥητορικῆς

Η σύγχρονη συζήτηση για τη φιλοσοφία της Ῥητορικῆς του Αριστο-


τέλη επικεντρώνει την προσοχή της στα δύο πρώτα κεφάλαια του
έργου, και σπανίως απομακρύνεται από αυτά.89
Το 1ο κεφάλαιο της Ῥητορικῆς (α) ξεκινάει υποστηρίζοντας τη
θέση πως η ρητορική πράγματι είναι τέχνη·90 (β) ασκεί κριτική στους
παραδοσιακούς τεχνογράφους·91 (γ) υπερασπίζεται τη χρησιμότητα
και τη σημασία της ρητορικής,92 και (δ) καταλήγει παρουσιάζοντας
ποια είναι η λειτουργία της ως τέχνης, το έργον της.93 Στο κεφάλαιο
αυτό ο Αριστοτέλης ιχνογραφεί το σχήμα που θέλει για την τέχνη
του, και τούτο το κάνει είτε ευθέως, με την καταγραφή των κύριων
γνωρισμάτων της, είτε εμμέσως, στην κριτική παρέμβαση, με την επι-
σήμανση του σφάλματος των άλλων.
Τα κύρια γνωρίσματα της τέχνης: η άσκηση της ρητορικής, όπως
και της διαλεκτικής, υπερβαίνει τα όρια οποιουδήποτε επιμέρους πε-

48
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 49

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

δίου: μπορεί κανείς να ρητορεύει για οποιοδήποτε πράγμα και αν μι-


λάει, όπως μπορεί να ασκεί διαλεκτική, δηλαδή να επιχειρηματολο-
γεί, για οποιοδήποτε ζήτημα τεθεί.94 Τη ρητορική τέχνη, όπως και τη
διαλεκτική, μπορεί να την ασκεί ο καθένας, είναι προέκταση της φυ-
σικής ικανότητας του καθενός – προέκταση που προϋποθέτει πως
έχοντας μελετήσει τους λόγους για τους οποίους η ρητορεία πετυ-
χαίνει, μπορούμε να συντάξουμε μια μέθοδο.
Σε αυτό το 1ο κεφάλαιο, ο Αριστοτέλης προβαίνει και σε μια πολύ
σημαντική διευκρίνιση, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί στην αρχή
της εισαγωγής. Για μια ομάδα τεχνών,95 όπως είναι η ρητορική, η ια-
τρική ή η διαλεκτική, η επίτευξη του σκοπού του τεχνίτη δεν εξαρ-
τάται μόνον από το πόσο αυτός έχει κάνει καλά τη δουλειά του, ως
τεχνίτης, αλλά και από συνθήκες τις οποίες η τέχνη δεν μπορεί να
ελέγξει. Ένας γιατρός μπορεί να επιτελέσει άριστα το έργο του, κι
όμως ο ασθενής να μη σωθεί· ακόμα και ένας υποδειγματικά συ-
γκροτημένος ρητορικός λόγος δεν είναι βέβαιο πως θα κερδίσει τους
ακροατές του. Αν θέλουμε λοιπόν να κρίνουμε την επάρκεια ενός τε-
χνίτη, αλλά και την επάρκεια της ίδιας της τέχνης, κατά τρόπον αυ-
τοτελή, ανεξάρτητο από το τυχαίο της καθεμιάς περίστασης, θα χρεια-
στεί ετούτη την έννοια του έργου να την ξεχωρίσουμε από τον σκοπό
της τέχνης. Σκοπός της τέχνης είναι το να πείσει (πιο κάτω θα δούμε
πώς διευκρινίζεται αυτό), όμως «έργο της δεν είναι το να πείσει αλλά
το να διακρίνει, σε κάθε πράγμα τι το πειστικό υπάρχει σε αυτό».96

Το ερμηνευτικό πρόβλημα

Εκείνα ωστόσο τα χαρακτηριστικά της τέχνης που προκύπτουν εμ-


μέσως, δηλαδή από την κριτική που ασκεί το πρώτο κεφάλαιο στους
προγενέστερους και τους σύγχρονους ρητοροδιδασκάλους, αναδει-
κνύουν ένα σοβαρό ερμηνευτικό πρόβλημα, που δυσκολεύει την ανά-
γνωση της Ῥητορικῆς. Η κριτική αυτή μοιάζει να προϋποθέτει μια
συγκεκριμένη αντίληψη περί της «ορθής» ρητορικής, η οποία όμως,
αν δεν αντιφάσκει ευθέως, πάντως δύσκολα συμβιβάζεται με το πρό-
τυπο της τέχνης που ο ίδιος ο Αριστοτέλης ακολουθεί, και το οποίο
θα αρχίσει συστηματικά να εκθέτει από το αμέσως επόμενο κεφάλαιο
του βιβλίου.
Οι πραγματείες που κυκλοφορούσαν τον καιρό που γράφεται η
Ῥητορική, έδιναν κυρίως οδηγίες για το πώς να δυσφημίζεις τον αντί-
παλό σου, πώς να προκαλείς την οργή του δικαστή γι’ αυτόν ή τον

49
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 50

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

οίκτο του για σένα. Όμως όλα αυτά είναι τεχνικές συναισθηματικού
επηρεασμού του δικαστή θα πει ο Αριστοτέλης, δηλαδή δεν ασχο-
λούνται με το αντικείμενο του λόγου αλλά με τον δικαστή (το να
ασχολείται με πράγματα άσχετα προς το αντικείμενο του λόγου είναι
το πρώτο σημάδι της ημαρτημένης ρητορικής θεωρίας)· εξάλλου, το
να επιδιώκεις παρόμοιον επηρεασμό δεν είναι καθόλου λογικό:
τον δικαστή δεν πρέπει να τον παρασύρεις, προκαλώντας του
τον οίκτο, τη ζήλια ή την οργή, γιατί τότε είναι σαν να στρα-
βώνεις τον χάρακα που έχεις για να χαράζεις ίσιες τις γραμ-
μές.97

Η ρητορεία είναι μέρος μιας διαδικασίας κρίσεως. Ο ρήτορας απευ-


θύνεται στην κρίση ή προσφεύγει σε αυτήν, γι’ αυτήν εργάζεται.
Όμως η κρίση θέλει τον κριτή ανεπηρέαστο. Έτσι, όταν επιδιώκεις τον
συναισθηματικό επηρεασμό του κριτή είναι σαν εσύ ο ίδιος να αναι-
ρείς έναν από τους αναγκαίους όρους εκείνου που θέλεις να γίνει.
Επομένως, μια ρητορική τέχνη που δίνει οδηγίες για το πώς θα επη-
ρεάσουμε τον δικαστή είναι μια τέχνη αυτοαναιρούμενη.
Η ορθή λοιπόν ρητορική δεν έχει θέση για το συναίσθημα, ούτε,
από ό,τι φαίνεται, και για τον χαρακτήρα· θα πρέπει να είναι δίχως
ήθος και πάθος αυτή η ρητορική του 1ου κεφαλαίου. Και βέβαια, η
«ορθή» αυτή ρητορική είναι διαφορετική από εκείνην που το σώμα
του έργου διδάσκει. Έχουμε λοιπόν ένα ανακόλουθο, που προκαλεί
μιαν απορία: πώς είναι δυνατόν η αρχή ενός βιβλίου να προκατα-
λαμβάνει το κυρίως περιεχόμενο του έργου, και να το ακυρώνει, ως
αυτοαναιρούμενο;

Τρεις δυνατότητες ανάγνωσης

Μεταξύ των μελετητών του έργου η απορία ετούτη έχει προκαλέσει


πολλή συζήτηση και αντιπαράθεση. Μοιάζει να υπάρχουν τρεις δυ-
νατές απαντήσεις, δηλαδή τρεις δυνατότητες ανάγνωσης του έργου,
με τις οποίες να αποκαθίσταται η συνοχή του.
Α) Η πρώτη εκδοχή θέλει να δεχτούμε πως για τον Αριστοτέλη
υπάρχουν δύο ρητορικές. Η εξιδανικευμένη «ορθή» ρητορική, η
οποία χρησιμοποιείται ως το μέτρο, τρόπον τινά, με το οποίο ο Αρι-
στοτέλης μετράει την απόκλιση ή το σφάλμα των συγχρόνων του και
των πρότερων τεχνών. Στην «ορθή» ρητορική, θέση έχουν μόνο τα
λογικά επιχειρήματα, πρόκειται δηλαδή για μια τέχνη δίχως ήθος και
πάθος. Βέβαια η εφαρμογή της θα προϋπέθετε και τους ανάλογους

50
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 51

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

θεσμούς: δικαστήρια στα οποία να απαγορεύεται αυστηρά το να μι-


λάει κανείς εκτός θέματος και όπου επίσης δεν επιτρέπεται στους ρή-
τορες να προβαίνουν σε οποιαδήποτε αξιολόγηση, όπου δηλαδή μόνη
αρμοδιότητά τους είναι το να αποδεικνύουν αν κάτι έγινε ή όχι. Θα
προϋπέθετε ακόμα και ακροατές, ενόρκους στα δικαστήρια και μέλη
της Εκκλησίας του Δήμου, που να κατανοούν, να αποδέχονται και να
μπορούν να εφαρμόσουν παρόμοιους κανόνες.
Τέτοιους όρους δεν είναι δυνατόν να τους πληρούν οι δικανικοί
και οι πολιτικοί θεσμοί της Αθήνας, ούτε και οι πολίτες της, μόλο
που οι πολίτες αυτοί ήταν οι πιο μορφωμένοι του κόσμου, και οι θε-
σμοί τους εξαιρετικά εκλεπτυσμένοι. Παρόμοιους όρους δεν μπορεί
να πληροί καμία πόλη πραγματική: η «ορθή» ρητορική προϋποθέτει
πολιτεία ιδανική.98 Ωστόσο ο Αριστοτέλης γράφει ένα εγχειρίδιο ρη-
τορικής για την πραγματική Αθήνα – οι μαθητές του άλλωστε για
πραγματικά δικαστήρια και πραγματικές συνελεύσεις πολιτών προ-
ετοιμάζονται. Σύμφωνα με την ερμηνευτική εκδοχή των δύο ρητορι-
κών, αυτή η στραμμένη προς την πραγματικότητα ρητορική παραμέ-
νει, πράγματι, το κύριο αντικείμενο του εγχειριδίου· ο λόγος για τον
οποίο η εξιδανικευμένη «ορθή» ρητορική μνημονεύεται στην αρχή
του βιβλίου είναι το ότι χρειάζεται ως μέτρο σύγκρισης, ως υπόμνηση
του πόσο απομακρύνεται κανείς από το σωστό προκειμένου να είναι
ρητορικά αποτελεσματικός στις εκάστοτε δεδομένες συνθήκες. Σύμ-
φωνα με την ερμηνεία αυτή, η αριστοτελική ρητορική είναι μια τέχνη
η οποία, έχοντας επίγνωση του ορθού, έχει δεχτεί να αποκλίνει από
αυτό προσαρμοζόμενη στην πραγματικότητα.
Το να αποκλίνει κανείς από έναν κανόνα, και δη με επίγνωση του
ότι αποκλίνει, σημαίνει πως τον κανόνα αυτόν τον αποδέχεται ως
κατ’ αρχήν διέποντα αυτό που κάνει. Ο κύκλος που χαράζουμε με κι-
μωλία πάνω στον μαυροπίνακα αποκλίνει από τον γεωμετρικό ορι-
σμό του κύκλου, και από τον αντίστοιχο κανόνα της κατασκευής του:
η γραμμή του έχει πάχος και η χάραξή του δεν είναι ποτέ τέλεια κυ-
κλική. Αποδίδουμε την απόκλιση στο υλικό της γραφής, την κιμωλία,
και στις συνθήκες επικοινωνίας – το σχήμα πρέπει να είναι ορατό
στην αίθουσα διδασκαλίας. Ωστόσο, ακόμα και με έναν χονδροειδώς
και προσεγγιστικά κατασκευασμένο κύκλο, μπορούμε να κάνουμε
ορθή γεωμετρία, ακριβώς επειδή αναγνωρίζουμε τον κανόνα προς
τον οποίο ο κύκλος μας θα όφειλε να συμμορφώνεται, και αυτό μας
επιτρέπει να ξεχνάμε, να μη λαμβάνουμε υπόψη μας, τις αποκλίσεις
της επικοινωνίας και της γραφής.

51
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 52

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

Όμως για τη ρητορική τέχνη του Αριστοτέλη ετούτο το μοντέλο δεν


ισχύει. Το ήθος και το πάθος, το είδαμε πιο πάνω, είναι εξαρχής
πράγματα της τέχνης, τεχνικά μέσα πειθούς και στοιχεία της μεθό-
δου εξίσου αναγκαία με το «λογικό» επιχείρημα. Ο σχηματισμός του
ήθους, ο χαρακτήρας δηλαδή του ομιλητή, και η χρήση του συναι-
σθήματος, του πάθους, δεν είναι αποκλίσεις από κάποιον κανόνα,
που κάτι τέτοιο το απαγορεύει, δηλαδή δεν είναι κάτι που μπορούμε
να το ξεχνάμε ενώ το κάνουμε, είναι αντίθετα εφαρμογή των κανό-
νων της μεθόδου, δηλαδή κάτι στο οποίο καλούμαστε να δώσουμε
όλη την προσοχή μας, ως τεχνίτες. Αυτό σημαίνει πως η εκδοχή των
«δύο ρητορικών», της εξιδανικευμένης και της πραγματικής, θα είχε
ως αποτέλεσμα να ακυρώσει τον συστηματικό χαρακτήρα της μεθό-
δου, δηλαδή να ακυρώσει τη Ῥητορική την ίδια. Για τον λόγο αυτό
δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική ως επίλυση της εναρκτήριας
απορίας που μας απασχολεί.
Β) Η δεύτερη εκδοχή βλέπει την ανακολουθία ως ζήτημα που σχε-
τίζεται με την προβληματική συγκρότηση ή/και αποκατάσταση του
κειμένου της Ῥητορικῆς. Σύμφωνα με αυτήν, το 1ο και το 2ο κεφά-
λαιο του 1ου βιβλίου είναι εναλλακτικά σχεδιάσματα της εισαγωγής
του έργου, που αντιστοιχούν σε διαφορετικές φάσεις της εξέλιξης της
σκέψης του Αριστοτέλη. Τα σχεδιάσματα αυτά πρέπει να βρέθηκαν
και τα δυο στα χειρόγραφα του Αριστοτέλη και είναι μάλλον η αμη-
χανία του πρώτου εκδότη που τα τοποθέτησε το ένα μετά το άλλο,
στην αρχή της Ῥητορικῆς.99
Αν ισχύει αυτό, θα πρέπει να δεχτούμε πως το σημερινό 2ο κε-
φάλαιο είναι το «πραγματικό» εισαγωγικό κεφάλαιο, εκείνο που ο
συγγραφέας προόριζε για την τελική έκδοση του έργου. Το κεφάλαιο
που σήμερα εμφανίζεται ως το 1ο, θα πρέπει να τεθεί εντός αγκύλης,
δεν θα πρέπει δηλαδή να θεωρείται τμήμα του τελικού κειμένου της
Ῥητορικῆς, επομένως και η τυχόν ασυμφωνία του προς τη θεωρία
τού κυρίως έργου παύει να συνιστά ανακόλουθο.
Η υπόθεση αυτή οδηγεί σε ενδιαφέρουσα διερεύνηση, που αξίζει
να εκτεθεί συνοπτικά.
Πρώτη φράση του τωρινού 2ου κεφαλαίου είναι ο ορισμός της τέ-
χνης.
«Ας ορίσουμε λοιπόν τη ρητορική ως την ικανότητα να βλέπεις σε
κάθε ζήτημα ποια είναι τα διαθέσιμα μέσα της πειθούς».100
Έχει μιαν ιδιομορφία αυτός ο ορισμός. Αναφέρεται στην τέχνη ως
δυνατότητα, ως ικανότητα να διακρίνεις ορισμένα πράγματα, δίχως
όμως να μας λέει τι είναι εκείνο που κάνει η τέχνη αυτή, τι παράγει,

52
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 53

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ποιος είναι ο σκοπός της. Ο Αριστοτέλης γνωρίζει ότι ένας ολοκλη-


ρωμένος ορισμός της τέχνης πρέπει να περιέχει και αναφορά στον
σκοπό της,101 επομένως αυτή εδώ η παράλειψη είναι ηθελημένη. Παρ’
όλα αυτά, ένας τέτοιος ελλειπτικός ορισμός δεν είναι δίχως προη-
γούμενο: παρόμοιος είναι ο ορισμός που δίνεται για την «αδελφή
τέχνη» της ρητορικής, τη διαλεκτική, στο 1ο βιβλίο των Τοπικῶν:
Η διαλεκτική είναι η μέθοδος με την οποία μπορούμε να σχημα-
τίζουμε συλλογισμούς για κάθε πρόβλημα που θα μπορούσε να τεθεί,
ξεκινώντας από κοινώς αποδεκτές αντιλήψεις (ένδοξα).102
Και εδώ ως ικανότητα περιγράφεται η τέχνη. Το να σχηματίζεις
συλλογισμούς ξεκινώντας από ένδοξα σημαίνει το να μπορείς να
βρεις τρόπους για να υποστηρίξεις κάτι, οτιδήποτε και αν είναι αυτό.
Όμοιο με το να μπορείς να διακρίνεις ποια είναι τα διαθέσιμα μέσα
πειθούς σε κάθε ζήτημα· και από τον ορισμό αυτόν απουσιάζει οποια-
δήποτε αναφορά στον σκοπό της τέχνης.
Η αντιστοιχία μεταξύ των δύο ορισμών δεν σταματάει σε αυτά
τους τα γνωρίσματα.
Η θέση του ορισμού στη διάταξη των Τοπικῶν είναι χαρακτηρι-
στική και η λειτουργία του καθοριστική: βρίσκεται στην αρχή του
1ου κεφαλαίου, είναι κυριολεκτικά το πρώτο πράγμα που μας λέει η
πραγματεία. Η θέση αυτή είναι αναγκαία, δεν θα μπορούσε δηλαδή
ο ορισμός να βρίσκεται αλλού, διότι το περιεχόμενο του ορισμού είναι
εκείνο που θα καθορίσει, βήμα προς βήμα, την ανάπτυξη της θεωρίας
της διαλεκτικής, η οποία περιλαμβάνεται στο 1ο βιβλίο του έργου. Το
περιεχόμενό του είναι οι όροι με τους οποίους η διαλεκτική ορίζεται,
(«συλλογισμός», «πρόβλημα», «ένδοξον»)· το κυρίως κείμενο του
1ου βιβλίου σχηματίζεται από τους διαδοχικούς ορισμούς και τις δι-
ευκρινίσεις των όρων αυτών. Η θεωρία των Τοπικῶν θα πλακεί γύρω
από τα ερωτήματα «τι είναι συλλογισμός», «τι είναι ένδοξον», «τι
σημαίνει το να τίθεται κάτι ως πρόβλημα»· η διαίρεση των προβλη-
μάτων θα είναι, όπως είδαμε, η βασική διαίρεση που θα καθορίσει τη
διαίρεση και το περιεχόμενο των καταλόγων των τόπων που σχημα-
τίζουν τον κύριο κορμό του έργου. Το 1ο κεφάλαιο είναι η προσεχτικά
και με ακρίβεια σχηματισμένη σχεδίαση, η οποία θα εφαρμοστεί στην
οικοδόμηση της μεθόδου.103
Δεν είναι τυχαία η διάταξη αυτή. Στην Ακαδημία του Πλάτωνος,
στο σχολείο δηλαδή όπου, όταν γράφονται τα Τοπικά, ο Αριστοτέλης
είναι συνάμα μαθητής και δάσκαλος, έχει τεθεί το ζήτημα του πώς
γράφεται μια πραγματεία, τι πρέπει σε αυτήν να ειπωθεί πρώτο και
τι μετά. Στον διάλογο Φαῖδρος, ο Σωκράτης θα ψέξει μια περί έρω-

53
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 54

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

τος «πραγματεία» του Λυσία για την κακή της διάταξη και στη θέση
της θα προτείνει την ορθή: ο λόγος πρέπει πρώτα από όλα να δηλώ-
νει τον ορισμό του θέματός του και να συνεχίζει αναπτύσσοντας τα
στοιχεία του με την αναγκαία τάξη και όχι ανάκατα.104
Ο ορισμός της τέχνης στην αρχή, η αναγκαία τάξη στη διαδοχή
των λοιπών ορισμών και των διευκρινίσεων που ακολουθούν, η «αρ-
χιτεκτονική» σημασία του 1ου βιβλίου για το υπόλοιπο έργο, είναι
αποτέλεσμα της υιοθέτησης και της ακριβούς εφαρμογής αυτής της
πλατωνικής οδηγίας περί τη σύνταξη των πραγματειών.
Με τον ίδιον όμως τρόπο μπορούμε να διαβάσουμε και το κεφά-
λαιο της Ῥητορικῆς που μας απασχολεί εδώ. Το «κατασκευαστικό
σχέδιο» που διέπει την οικοδόμηση της τέχνης είναι μια συνοπτική
πλην ολοκληρωμένη θεωρία της ρητορικής, όπου το πρώτο που δη-
λώνεται είναι ο ορισμός της, και η ανάπτυξη που ακολουθεί παρά-
γεται με τρόπο συστηματικό από τη διευκρίνιση των όρων του, ακρι-
βέστερα: του όρου του. Ο ορισμός της ρητορικής στηρίζεται σε έναν
και μόνον ουσιαστικόν όρο, το «πιθανόν», δηλαδή το πειστικό, αλλά
και αυτό που καθιστά κάτι άλλο πειστικό, το μέσο της πειθούς (πί-
στις στο αρχαίο κείμενο): με τη διαίρεση των πίστεων, των μέσων
της πειθούς, θα αρχίσει η ανάπτυξη της ρητορικής θεωρίας, αμέσως
μετά τη διατύπωση του ορισμού.
Η ομόλογη προς τα Τοπικά συμμόρφωση προς την πλατωνική οδη-
γία για τη σύνταξη των πραγματειών, και συνακόλουθα, η σχέση του
τωρινού 2ου κεφαλαίου προς το υπόλοιπο των βιβλίων Α και Β του
έργου, ευθέως ανάλογη προς τη σχέση του πρώτου τμήματος των Το-
πικῶν προς τα βιβλία Β έως Η του έργου, μοιάζουν λοιπόν να συνη-
γορούν υπέρ της δεύτερης εκδοχής, που θέλει το κεφάλαιο αυτό να
είναι το πραγματικό εναρκτήριο του βιβλίου. Επομένως, εκείνο που
έως τώρα εμφανίζεται ως 1ο κεφάλαιο θα πρέπει να θεωρηθεί ένα εκ-
δοτικό ατύχημα και να τεθεί εντός αγκύλης.
Ωστόσο, οι ομοιότητες και οι αναλογίες ανάμεσα στις δύο τέχνες
πρέπει να μας επιτρέπουν να δούμε ευκρινέστερα και τις διαφορές.
Ο Αριστοτέλης μας έχει προειδοποιήσει για τις διαφορές αυτές, στα
περί της ιστορίας των τεχνών χωρία, στον επίλογο του Περὶ σοφι-
στικῶν ἐλέγχων.105 Η ρητορική τέχνη, σε αντίθεση προς τη διαλεκτική,
έχει ιστορία. Στην ιστορία αυτή η ρητορική υπήρξε συνεχώς σημείο
αντιλεγόμενο. Εγκωμιάζεται ως θεσμός χειραφέτησης,106 αλλά και
καταγγέλλεται ως εξουσιαστικός μηχανισμός και τεχνική χειραγώ-
γησης.107 Η αμφισβήτηση ωστόσο που έπληξε περισσότερο καίρια τη
ρητορική ήταν η πλατωνική κριτική στην τέχνη, όπως αυτή διατυπώ-

54
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 55

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

νεται στον Γοργία. Η κριτική αυτή αμφισβήτησε την ίδια την υπό-
σταση της ρητορικής ως τέχνης.108
Διαφέρει λοιπόν η ρητορική από τη διαλεκτική, γιατί το αν η ρη-
τορική είναι τέχνη δεν είναι κάτι που μπορεί να ληφθεί ως δεδομένο.
Αυτό σημαίνει πως η ρητορική πραγματεία δεν μπορεί να ξεκινήσει
όπως η πραγματεία της διαλεκτικής, απευθείας με τη συστηματική
έκθεση της τέχνης, διότι αν δεν προηγηθεί του όποιου συστήματος η
σχετική προκαταρκτική διερεύνηση ή θεμελίωση, δεν έχουμε τρόπο να
γνωρίζουμε αν η ρητορική πράγματι είναι τέχνη. Η προκαταρκτική
αυτή διερεύνηση ή θεμελίωση είναι το αναγκαίο πρώτο βήμα μιας
θεωρίας της ρητορικής, και αυτό είναι ακριβώς το βήμα που κάνει το
1ο κεφάλαιο της Ῥητορικῆς – το 1ο κεφάλαιο, έτσι όπως μας το έχει
δώσει η χειρόγραφη παράδοση. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορούμε να
δεχτούμε ούτε και τη δεύτερη εκδοχή, που θέλει η παρουσία του Α.1
να είναι ένα εκδοτικό ατύχημα, και ότι θα πρέπει ως μόνη εύλογη να
δεχτούμε την
Γ) τρίτη εκδοχή: το Α.1 είναι το λογικά αναγκαίο προοίμιο του
έργου, που δίχως αυτό δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί η συστηματική
ανάπτυξη που θα αρχίσει από το 2ο κεφάλαιο του 1ου βιβλίου (Α.2).

Το ανακόλουθο της Ῥητορικῆς

Ετούτο όμως σημαίνει πως το ερώτημα για το ανακόλουθο, με το


οποίο ξεκινήσαμε αυτή την εξέταση, παραμένει ανοιχτό. Να θυμη-
θούμε τους όρους του:
Η παραδοσιακή τέχνη δίνει οδηγίες για το πώς θα επηρεάσουμε
συναισθηματικά τον ακροατή-κριτή, και έτσι καθίσταται αυτοαναι-
ρούμενη. Όμοια όμως αυτοαναιρούμενη θα έπρεπε να είναι και η ίδια
η νέα τέχνη που προτείνει ο Αριστοτέλης, εφόσον και αυτή προτείνει
παρόμοιες οδηγίες.
Από αυτό το ανακόλουθο μπορεί να απαλλαγεί το έργο του Αρι-
στοτέλη, μόνο εφόσον μπορέσει κανείς να ερμηνεύσει τις «οδηγίες
για τον επηρεασμό του κριτή», που περιέχει η νέα θεωρία (κεφ. Β.1),
με τρόπο που να τις δείχνει διαφορετικές από τις οδηγίες της παρα-
δοσιακής θεωρίας στις οποίες αναφέρεται το προοίμιο (κεφ. Α.1).
Στο προοίμιο ο Αριστοτέλης ασκεί κριτική στην παραδοσιακή ρη-
τορική θεωρία και πρακτική για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμο-
ποιούν το συναίσθημα. Η κριτική αυτή ασκείται στο όνομα της ακε-
ραιότητας της κρίσεως. Σε ουσιώδη συνάφεια προς την έννοια της

55
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 56

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

κρίσεως εισάγεται και η κυρίως πραγμάτευση του συναισθήματος


στο 2ο βιβλίο της Ῥητορικῆς. «Η κρίση είναι ο λόγος ύπαρξης της ρη-
τορικής» θα πει ο Αριστοτέλης στο εισαγωγικό κεφάλαιο του 2ου βι-
βλίου – «γιατί και οι συμβουλευτικοί λόγοι για να κριθούν λέγονται,
και η δίκη κρίση είναι».109 Όμως η κρίση επηρεάζεται από την ει-
κόνα που έχει για τον ομιλητή ο κριτής, καθώς και από το τι αισθά-
νεται γι’ αυτόν, ή για τους κρινόμενους, λ.χ. σε μια δίκη. «[…] γιατί
εκείνος που αγαπά και εκείνος που μισεί δεν βλέπουν τα ίδια πράγ-
ματα με τον ίδιο τρόπο, όπως και ο θυμωμένος αλλιώς τα βλέπει από
τον ήρεμο»110 και σ’ αυτά που βλέπει αποδίδει διαφορετική σημασία,
πάλι ανάλογα με τα συναισθήματά του: το αδίκημα που έκανε ο
φίλος σου το βλέπεις «ασήμαντο», ενώ είναι «βαρύτατο» το αδίκημα
που έκανε ο εχθρός σου. Το συναίσθημα λοιπόν μετέχει της κρίσεως,
τη διαμορφώνει ή τη μεταβάλλει – αυτός άλλωστε είναι στη Ῥητορική
ο ορισμός του: «Συναίσθημα είναι εκείνο το πράγμα που μεταβάλ-
λει τους ανθρώπους και τους κάνει να αλλάζουν τις κρίσεις τους».111
Αφού λοιπόν τη ρητορική την ενδιαφέρει πάνω από όλα η κρίση,
ως λόγος ύπαρξής της, θα πρέπει να γνωρίζει, διεξοδικά και μεθο-
δικά, το πώς παράγεται αυτό που την επηρεάζει, τα συναισθήματα
του ακροατή· θα της χρειαστεί δηλαδή η τοπική του συναισθήματος
που αναπτύσσεται στο 2ο βιβλίο, και την οποία παρατηρήσεις σαν κι
αυτές εισάγουν και δικαιολογούν. Οι παρατηρήσεις αυτές, βέβαια,
δεν λύνουν το πρόβλημα του ανακόλουθου: περισσότερο μοιάζουν να
το επιτείνουν, εφόσον φαίνεται να παραδέχονται, και δη κυνικά, την
ανάγκη της συναισθηματικής χειραγώγησης της κρίσης, την οποία το
προοίμιο τόσο αποφασιστικά είχε αρνηθεί.

Η κρίση είναι ο σκοπός της τέχνης

Η κρίση, που είναι εδώ η κεντρική έννοια, χαρακτηρίζεται λόγος


ύπαρξης της ρητορικής. Σε μια τέχνη, ο λόγος ύπαρξής της είναι ο
σκοπός της: λόγος ύπαρξης της ξυλουργικής λ.χ. είναι τα έπιπλα που
μπορεί να φτιάξει –σκοπός της είναι το να φτιάχνει έπιπλα, λόγος
ύπαρξης της οικοδομικής είναι τα σπίτια–, αυτά είναι και ο σκοπός
της· σκοπός της ρητορικής είναι η κρίση ή οι κρίσεις.
Το εισαγωγικό κεφάλαιο του 2ου βιβλίου δεν είναι η πρώτη, ούτε
και η μόνη, φορά που η έννοια της κρίσης συσχετίζεται με τον σκοπό
της τέχνης. Έτσι, λ.χ., στην αρχή του κεφαλαίου Α.3, χωρίο στο οποίο
αναφερθήκαμε διεξοδικά πιο πάνω,112 ο ακροατής συνδέεται με τον

56
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 57

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

σκοπό του λόγου (το τέλος του), όταν ως ουσιώδης ιδιότητά του ανα-
δεικνύεται αυτή του κριτή: η κρίση του ακροατή είναι ο σκοπός του
ρητορικού λόγου.
Πιο πάνω είδαμε πως ηθελημένα ο Αριστοτέλης παραλείπει τον
σκοπό της τέχνης όταν ορίζει τη ρητορική. Σύμφωνα με όσα είπαμε
στην αρχή του παρόντος κεφαλαίου, η παράλειψη προστατεύει την αυ-
τοτέλεια της τέχνης, εφόσον έτσι η ταυτότητά της (ο ορισμός) παραμέ-
νει ελεύθερη από την αναφορά στο τυχαίο της κάθε περίστασης, και το
δημιούργημά της μπορεί να κρίνεται, κάθε φορά όχι εκ του αποτελέ-
σματος αλλά από το κατά πόσον ως τέχνη έχει επιτελέσει το έργον της.
Από την άλλη μεριά, η αριστοτελική τέχνη δίχως καθόλου ανα-
φορά στον σκοπό δεν μπορεί να υπάρξει: το σώμα της μεθόδου είναι
οι κατάλογοι των τόπων, που δεν μπορούν να σχηματιστούν παρά
μόνο προσανατολιζόμενοι προς τον σκοπό του λόγου.113 Με αυτό λοι-
πόν το ιδιότυπο μοίρασμα των στοιχείων της τέχνης –αλλού ο ορι-
σμός, αλλού ο σκοπός–, στην πραγματικότητα ο Αριστοτέλης δεν
κάνει άλλο από το να βάζει τα πράγματα στη θέση τους: η τέχνη ορί-
ζεται έτσι ώστε να διασφαλίζεται η αυτοτέλειά της, ενώ ο σκοπός
εμφανίζεται εκεί ακριβώς που χρειάζεται ως σημείο αναφοράς για
την κατασκευή των καταλόγων, στην αρχή της τοπικής του Λόγου
(κεφ. Α.3) και στην αρχή της τοπικής του Πάθους (κεφ. Β.1).

Πειθώ και κρίση

Ωστόσο, πέρα από τη σημασία που έχει η θέση του σκοπού για την
κατασκευή της μεθόδου, το ότι είναι ακριβώς η κρίση που τίθεται ως
σκοπός αποτελεί από μόνη της μια κίνηση που έχει τη δική της ξε-
χωριστή σημασία. Τον καιρό που γράφεται η Ῥητορική, η απάντηση
στο ερώτημα «ποιος είναι ο σκοπός της ρητορικής» είναι αυτονόητη:
σκοπός της ρητορικής είναι η πειθώ. Άλλωστε το σημερινό της όνομα,
«ρητορική», το παίρνει η τέχνη αυτή στις πρώτες δεκαετίες του 4ου
αιώνα·114 έως τότε χαρακτηρίζεται περιφραστικά ως «τέχνη του πεί-
θειν», το «να πείθεις με τέχνη», «λόγων τέχνη», ή και μονολεκτικά,
ως «πειθώ», όπως στη φράση «σπουδάζω την πειθώ». Με τρόπο εμ-
βληματικό είχε αποτυπωθεί η αντίληψη αυτή στον περίφημο ορισμό
που εκφέρει ο πλατωνικός Γοργίας: η ρητορική είναι «πειθοῦς δημι-
ουργός», παραγωγός πειθούς, τεχνίτης της πειθούς.115
Το «πείθω» είναι ο όρος που χρησιμοποιούμε, στα αρχαία ελλη-
νικά, όπως και στα νέα, όταν μιλάμε γενικά και κατά τρέχοντα τρόπο

57
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 58

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

για να πούμε τι είναι αυτό που κάνει ο ρήτορας. Έτσι και ο Αριστο-
τέλης, όταν δεν έχει κάποια λεπτότερη διάκριση στον νου, το «πεί-
θειν» θα χρησιμοποιήσει για να πει τι είναι αυτό που κάνει η ρητορική.

Τι πίστευαν οι Αθηναίοι του ύστερου 5ου αιώνα για την πειθώ και
τη διδασκαλία της μάς το λέει μέσα σε λίγες αράδες ο Ευριπίδης,
στην Ἑκάβη. Η αιχμάλωτη βασίλισσα, βλέποντας πως ο Αγαμέμνονας
δεν λυγάει στα παρακάλια της, μονολογεί:
Γιατί λοιπόν, θνητοί εμείς, να κοπιάζουμε προσπαθώντας να
μάθουμε, όσο χρειάζεται, όλες τις άλλες τέχνες, και δεν καθό-
μαστε να μελετήσουμε σε βάθος την Πειθώ, που είναι των αν-
θρώπων ο μόνος δυνάστης [τύραννος]; εδώ να δίνουμε τα δί-
δακτρα, για να μπορούμε έτσι να πείθουμε τους άλλους και
αυτό που θέλουμε να το πετυχαίνουμε.116

Στην Αθήνα του ύστερου 5ου αιώνα η πειθώ είναι αντικείμενο διδα-
σκαλίας, με αμειβόμενους επαγγελματίες δασκάλους· η τέχνη αυτή
έχει αξίωση καθολικότητας, εφόσον μία αυτή μπορεί να ισοδυναμεί με
όλες τις άλλες· είναι τέχνη που ασκείται ενώπιον του κυρίαρχου (ο
Αγαμέμνων είναι διπλά κυρίαρχος, άναξ και νικητής) τον οποίον επι-
διώκει να υποτάξει, να τον κάνει δούλο της: στην Αθήνα οι ρήτορες
μιλούν ενώπιον του κατεξοχήν, και μοναδικού, κυρίαρχου, του δήμου.
Αυτό το τελευταίο είναι εδώ το δεσπόζον χαρακτηριστικό. Η πειθώ
ενδιαφέρει ως τέχνη του να κάνεις υπάκουο τον ακροατή, δηλαδή πα-
θητικό υπήκοο του τυράννου για τον οποίο κάνει λόγο η Εκάβη.
Με παρόμοιους, και πιο έντονους, όρους θα περιγράψει τον λόγο
ως δυνάστη και την πειθώ ως άβουλη υπακοή ο Γοργίας στο Ἑλένης
ἐγκώμιον, κείμενο γραμμένο στην Αθήνα και πάνω-κάτω τον ίδιο
καιρό με την Ἑκάβη: αν η Ελένη πείστηκε από τα λόγια του Πάρι να
τον ακολουθήσει, τότε αυτή δεν φέρει την ευθύνη, εφόσον το να πεί-
θεσαι ισοδυναμεί με το να εξαναγκάζεται να υπακούσεις σε αυτό
που σου λένε και να συναινείς σε αυτό που γίνεται. Πιο κάτω, στο
ίδιο κείμενο, η επίδραση του λόγου στην ψυχή θα παρομοιαστεί με
εκείνην του φάρμακου στο σώμα: το να έχεις πεισθεί είναι σαν να
είσαι υπό την επήρεια φαρμάκων – η πλήρης παθητικότητα.117
Έτσι προσδιορίζεται η πειθώ στην παραδοσιακή θεωρία. Η κρίση
όμως, όπως την εννοεί ο Αριστοτέλης, δεν είναι παθητική, μήτε υπο-
ταγμένη – είναι το ακριβώς αντίθετο, είναι ενεργητική και κυρίαρχη.
Κυρίαρχος είναι ο κριτής, ως Εκκλησία του Δήμου, και πριν γίνει η
κρίση, αφού είναι η δική της πρόσκληση, το «τις αγορεύειν βούλεται»,
που κάνει να υπάρχει ο ρήτορας και η ρητορεία· κυριαρχική, κατε-

58
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 59

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ξοχήν, ενέργεια είναι βέβαια η κρίση η ίδια, η επιλογή που κάνει η Εκ-
κλησία μεταξύ των εναλλακτικών προτάσεων των ρητόρων. Τα αντί-
στοιχα ισχύουν και για το δικαστήριο.

Τι είναι η κρίση

Ο όρος κρίση χρησιμοποιείται σε καίρια σημεία της άρθρωσης της


πραγματείας. Για τον λόγο αυτόν, ο Αριστοτέλης θα θελήσει τον όρο
αυτόν να τον διευκρινίσει, παραθέτοντας, σε μια παρέκβαση του
έργου, μια μικρή θεωρία της κρίσης. Η παρέκβαση αυτή σχηματίζει
την πρώτη παράγραφο του κεφαλαίου Β.18.118
Η νέα κατεύθυνση που θέλει να δώσει ο Αριστοτέλης στην έννοια
της πειθούς φαίνεται ήδη με την πρώτη φράση του κειμένου αυτού:
«η χρήση του πειστικού λόγου [το αντίστοιχο, εδώ, της πειθούς] είναι
στραμμένη προς την κρίση». Η τέχνη του παραδοσιακού στερεότυπου
δεν έχει θέση για την κρίση· την προσπερνά αγνοώντας την, όπως
αγνοεί κανείς εκείνο που θέλει να ακυρώσει: η παραδοσιακή θεωρία
βλέπει μπροστά της ως σκοπό την υπακοή, και στην υπακοή έχει
χαθεί η κρίση.
Όμως τι ακριβώς είναι αυτή η κρίση, που ο πειστικός λόγος της Ῥη-
τορικῆς δεν την προσπερνά, αλλά αντίθετα εμμένει σε αυτήν; Στην
αμέσως επόμενη φράση της παρέκβασης, η κρίση θα τεθεί ως ισοδύ-
ναμη της γνώσης: «γιατί για όσα γνωρίζουμε, και έχουμε ήδη κρίνει,
δεν χρειάζεται άλλο να μιλήσουμε». Μοιάζει έτσι να προσδίδεται στην
κρίση εμβέλεια ευρύτερη από εκείνην που αντιστοιχεί στον ρητορικό
λόγο, με την τρέχουσα έννοια του όρου. Η διεύρυνση επιβεβαιώνεται
και στη συνέχεια της παρέκβασης, όπου διευκρινίζεται πως η κρίση
είναι ο σκοπός του λόγου, ακόμα και στις ιδιωτικές συνομιλίες, όταν
μιλάμε ένας προς έναν – όταν λ.χ. επιδιώκουμε να νουθετήσουμε, να
προτρέψουμε κάποιον σε κάτι ή να τον αποτρέψουμε: και αυτός ο
ακροατής μας πάλι ως κριτής πρέπει να τεθεί, πάλι στην κρίση του
προσβλέπουμε. Αλλά κρίση υπάρχει ακόμα και όταν μόνοι μας σκε-
φτόμαστε ένα ζήτημα, γιατί και τότε, μόλο που είμαστε μόνοι μας,
ακολουθούμε την ίδια διαδικασία που ακολουθούμε και όταν απευθυ-
νόμαστε σε κάποιον αντίπαλο. Η σκέψη μπορεί να νοηθεί ως διαδικα-
σία αντιπαραθετικής επιχειρηματολογίας, με κριτή τον ίδιον εκείνον
που σκέφτεται – σαν ένας διάλογος της ψυχής με τον εαυτό της.119 Και
ακόμα και εκεί που, εκ πρώτης όψεως δεν υπάρχει αμφισβήτηση, στον
επιδεικτικό λόγο, πάλι θα χρειαστεί να θέσουμε τον ακροατή ως κριτή.

59
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 60

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

Το πρώτο λοιπόν που κάνει η «παρέκβαση», η πρώτη της κίνηση,


είναι να αναδείξει την πολλαπλότητα των χρήσεων του όρου «κρίση».
Συνάμα όμως αναδεικνύει και τη μεταξύ τους διαφορά, διότι εκεί
που οι λόγοι είναι τόσο διαφορετικοί (δημόσια ρητορεία / εις εαυτόν
διάλογος / διαλογική ρητορεία της αντιπαράθεσης / μονολογική ρη-
τορεία του επιδεικτικού λόγου) και οι κρίσεις που τους αντιστοιχούν
θα διαφέρουν και αυτές. Τι είναι αυτό που δικαιολογεί τη χρήση του
ίδιου όρου σε τόσο διαφορετικές περιστάσεις;
Σε αυτό το ερώτημα απαντά η δεύτερη κίνηση της θεωρίας. Κα-
θαυτό κριτής, με τη στενή έννοια του όρου, είναι μόνον εκείνος που
αποφαίνεται σχετικά με τα ζητήματα που, ως αντικείμενα αμφισβή-
τησης, έρχονται στη δημόσια διαβούλευση, ενώπιον της κατεξοχήν κυ-
ρίαρχης Εκκλησίας του Δήμου ή του δικαστηρίου. Καθαυτό κρίση είναι
λοιπόν μόνον εκείνη στην οποία ο κριτής είναι κυριολεκτικά κυρίαρ-
χος, και όπου η αμφισβήτηση, ως τέτοια, είναι χαρακτηρισμένη και
ρητά διατυπωμένη εξαρχής, ως αντικείμενο του λόγου. Οι άλλες χρή-
σεις του όρου νομιμοποιούνται στον βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί
πως διαθέτουν, περισσότερο ή λιγότερο κυριολεκτικά, αυτά τα δύο
χαρακτηριστικά. Έτσι, εκείνος τον οποίο νουθετούμε τις περισσότερες
φορές δεν είναι κυριολεκτικά κυρίαρχος – είναι όμως, στον βαθμό που
παραμένει στην εξουσία του το αν θα δεχτεί τη νουθεσία μας ή όχι,
και κατά τούτο είναι κριτής και η ρητορεία μας αποβλέπει σε αυτήν
του την κρίση· ή πάλι, στην επιδεικτική ρητορεία, συνήθως δεν έχει
τεθεί ρητά και εξαρχής το ζήτημα αν είναι ικανός ή όχι ο ρήτορας που
την εκφέρει: όμως ο ακροατής μπορεί να τον κρίνει έτσι, επομένως
κατά τούτο και αυτός είναι κριτής και η διαδικασία, κρίση.120

Να πείσεις τον κριτή

Το να κάνεις, με έναν τρόπο, υπάκουο τον ακροατή είναι ο σκοπός


της παραδοσιακής ρητορικής, έτσι κατανοεί η ίδια την πειθώ.
Το να πείσεις τον κριτή, δηλαδή εκείνον τον ακροατή που έχει την
εξουσία να επιλέξει μεταξύ των εναλλακτικών προτάσεων σε μιαν
αμφισβήτηση, είναι ο σκοπός της τέχνης, έτσι όπως τον κατανοεί ο
Αριστοτέλης.
Όταν εκείνο που έχει κανείς στον νου είναι το πώς θα κάνει υπά-
κουο τον ακροατή, τότε είναι κυριολεκτικά στραμμένος προς αυτόν,
κοιτάει ποιες είναι οι αδυναμίες του, μελετάει το πώς θα μπορέσει,
με τα λόγια, να τον παρασύρει.

60
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 61

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Όταν, αντίθετα, ο ακροατής τίθεται ως ο κυρίαρχος των επιλογών


του, τότε ο ρήτορας στρέφεται προς το αντικείμενο του λόγου, στο
πώς λ.χ. θα αναδείξει την πρότασή του ως προτιμότερη από αυτήν
του αντιπάλου, και επομένως άξια να επιλεγεί· για τούτο θα χρεια-
στεί μια πραγματική διερεύνηση του αντικειμένου, θα χρειαστεί να
λάβει υπόψη όλο το εύρος, και όλους τους τύπους, των συνεπειών
των εναλλακτικών προτάσεων, θα χρειαστεί να δει το πράγμα από
διαφορετικές σκοπιές. Για να γίνει ετούτο με τρόπο μεθοδικό, χρειά-
ζονται ευρετήρια τόπων, σαν αυτά που δίνει στον ρήτορα η τέχνη του
Αριστοτέλη.
Ετούτη η διερεύνηση, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, με με-
γαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, είναι κάτι που ούτως ή άλλως το
κάνει κάθε ρήτορας, είναι το ουσιώδες στοιχείο της πρακτικής του,
σε αυτήν συνίσταται η παραγωγή, η επινόηση των επιχειρημάτων.
Δεν μπορείς να κατανοήσεις, ούτε και να κινητοποιήσεις, τέτοιου
εύρους παραγωγή επιχειρημάτων, ενόσω ορίζεις την πειθώ ως υπα-
κοή και ενόσω παραμένεις κλεισμένος στους όρους τού καθαυτό επη-
ρεασμού του ακροατή σου.
Αυτή την παραγωγή των επιχειρημάτων αξιώνει να μπορεί να κα-
τανοήσει, αλλά και να κινητοποιήσει, η τέχνη που με τη μέθοδό της
διεκδικεί την πληρότητα, ως επίγνωση του συνόλου των εναλλακτι-
κών δυνατοτήτων (βλ. πιο πάνω). Ο λόγος για τον οποίο η αριστο-
τελική τέχνη της ρητορικής στρέφεται στο μεθοδικό πρότυπο της δια-
λεκτικής είναι το ότι θέλει να είναι θεωρία της κρίσης και όχι της
υπακοής.
Το αν είναι στραμμένος ο λόγος προς το αντικείμενό του (ή αν
ασχολείται με πράγματα εκτός θέματος, όπως ο επηρεασμός του
κριτή) είναι το πρώτο και κύριο γνώρισμα που, κατά τον Αριστο-
τέλη, ξεχωρίζει την ορθή ρητορική τέχνη από την ημαρτημένη (ήτοι:
τη νέα, αριστοτελική τέχνη από την παραδοσιακή). Μπορούμε τώρα
να δούμε πως η διάκριση αυτή προκύπτει από τον τρόπο με τον
οποίο η τέχνη κατανοεί τον σκοπό της. Στρέφεται προς το αντικεί-
μενο η πειθώ που έχει απέναντί της τον κριτή. Η αυτοαναιρούμενη
στροφή προς τον επηρεασμό του δικαστή ανήκει σε μιαν αντίληψη
για την τέχνη που δεν αφήνει, ούτως ή άλλως, κανέναν χώρο για την
κρίση.
Ξεκινήσαμε αυτή τη διερεύνηση λέγοντας πως για να απαλλαγεί
η Ῥητορική από το ανακόλουθο, χρειάζεται να μπορεί κανείς να ερ-
μηνεύσει τις «οδηγίες για τον επηρεασμό του κριτή», που περιέχει η
νέα θεωρία (κεφ. Β.1), με τρόπο που να τις δείχνει διαφορετικές από

61
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 62

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

τις οδηγίες της παραδοσιακής θεωρίας στις οποίες αναφέρεται το


προοίμιο (κεφ. Α.1). Η διαφορά που μπορεί να χρησιμεύσει ως αφε-
τηρία παρόμοιας ερμηνείας είναι πως οι «οδηγίες» της παραδοσια-
κής θεωρίας (Α.1) εκφέρονται ως στοιχεία μιας τέχνης που αγνοεί
την κρίση, ενώ οι οδηγίες του Β.1 αποτελούν μέρος μιας τέχνης που
σχηματίζεται απευθυνόμενη στην κρίση. Το πλαίσιο αναφοράς που
διαφοροποιεί τα επιμέρους στοιχεία είναι η ίδια η τέχνη, έτσι όπως
αυτή διαμορφώνεται γύρω από τον άξονα του προσανατολισμού της,
δηλαδή πάνω στη σχέση της προς τον σκοπό της.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Βλ. ενδεικτικά, Garsten.


2. Βλ. λήμμα «ρητορική», Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ίδρυμα Μανόλη
Τριανταφυλλίδη.
3. Ῥητορική Γ.1. Η Ῥητορική διαιρείται σε τρία βιβλία, στα οποία συντομο-
γραφικά αναφερόμαστε ως Α, Β, Γ· η ένδειξη Α (ή Β ή Γ) ακολουθούμενη από
αριθμό παραπέμπει στο αντίστοιχο κεφάλαιο του βιβλίου. Ο αριθμός της σελίδας
Bekker, δίχως άλλη ένδειξη, παραπέμπει σε χωρίο της Ῥητορικῆς.
4. 1355b26-27.
5. 1355b10-14.
6. Αλκιδάμας, Περὶ τῶν τοὺς γραπτοὺς λόγους γραφόντων ἢ περὶ σοφι-
στῶν 11.2.
7. Δημοσθένους Περὶ τοῦ στεφάνου 170: η φωνή του κήρυκα που καλεί σε δια-
βούλευση είναι η κοινή φωνή της πατρίδας.
8. Πρβλ. πώς περιγράφει ο Δημοσθένης τη σχεδόν αυθόρμητη σύγκληση της
Εκκλησίας του Δήμου στο άκουσμα της είδησης για την κατάληψη της Ελάτειας
από τον Φίλιππο. Στο ίδιο, 18.169-170.
9. 1358b22-25· 1358b33-36· 1362a17-21· 1365b25-26.
10. Α.4.
11. 1362a17-21.
12. 1354a3-6.
13. Θουκυδίδης, 3.35-50.
14. Ο Θουκυδίδης δεν καταγράφει τις δημηγορίες της πρώτης συνέλευσης.
Όμως αυτό είναι το κύριο επιχείρημα του Κλέωνα, ο οποίος υπερασπίζεται το
σκεπτικό εκείνης της απόφασης.
15. Θουκυδίδης, 3.45. Πρβ. και 1383a17.
16. Τοπικά 105b12-18· Ῥητορική 1396b3-8.
17. 1399a9. Για την αντιστοίχιση προς το χωρίο του Θουκυδίδη, βλ. Spengel
1867: 316· Palmer, σ. 42.
18. Στο ίδιο.

62
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 63

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

19. Ο Διόδοτος δεν είχε βέβαια στη διάθεσή του τη Ῥητορική. Όμως μπορούμε
εύλογα να εικάσουμε πως προετοιμάζει τον λόγο του με μεθοδικό τρόπο, ο οποίος
μπορεί να αντιστοιχιστεί προς την αριστοτελική ομαδοποίηση των επιχειρημάτων.
20. 1363b15 και 1362a27 κ.ε.
21. Έτσι ο Δημοσθένης (Περὶ τοῦ στεφάνου 190-191) θα προκαλέσει τον Αι-
σχίνη να τον διαψεύσει, λέγοντας: «Πες μου, υπάρχει κάποια καλύτερη πρόταση
και δεν τη βρήκα, υπάρχει κάποια δυνατότητα που να την έχω παραλείψει;».
22. Τοπικά 101b3 κ.ε. Βλ. και Ῥητορική 1355b9-12. Η Ῥητορική και τα Το-
πικά είναι έργα παράλληλα, όπως η ρητορική και η διαλεκτική είναι τέχνες όμοιες.
Από πολλές απόψεις, και οπωσδήποτε όσον αφορά τη μεθοδική αρχή της πληρό-
τητας, τα Τοπικά είναι το βιβλίο οδηγός για τη Ῥητορική. Βλ. πιο κάτω, κεφ. 2β
της εισαγωγής.
23. Για την ανάδειξη του στοιχείου της πληρότητας, ως αποφασιστικού για
τη ρητορεία της διαβούλευσης, βλ. και Majdik και Keith.
24. Στην ανάπτυξη αυτή χρησιμοποιούμε το υπόδειγμα του συμβουλευτικού
λόγου. Τηρουμένων των αναλογιών, το όμοιο ισχύει και για τον δικανικό λόγο:
όταν ο ρήτορας υποστηρίζει κάτι ως δίκαιο ή ως αληθές, ισχυρίζεται πως έχει εξε-
τάσει, και αποκλείσει, κάθε ενδεχόμενο η πρότασή του να μην είναι δίκαιη ή αλη-
θής.
25. Ή για ευρείες κατηγορίες επιστημών: μέθοδος των φυσικών επιστημών,
των επιστημών του ανθρώπου κ.λπ.
26. Τοπικά 100a18.
27. Περὶ σοφιστικῶν ἐλέγχων 183a38.
28. Όπως θα δούμε, και το συναίσθημα και ο χαρακτήρας ως επιχειρήματα
σχηματίζονται στη Ῥητορική· αυτό μας υποχρεώνει, για να διακρίνουμε τα επι-
χειρήματα που αντιστοιχούν στον αριστοτελικό λόγο (βλ. πιο κάτω, κεφ. β), ορι-
σμένες φορές να χρησιμοποιήσουμε καταχρηστικά τον πλεονασμό: «λογικό επι-
χείρημα». Για λόγους αντίστοιχους, ο J. Wisse χρησιμοποιεί τον όρο rational ar-
gument (Wisse, σ. 5).
29. 1358a36-b13.
30. Ο Αριστοτέλης αυτό το θεμελιώνει με διχοτομικές διαιρέσεις: ο ακροατής
θα είναι είτε κριτής είτε παρατηρητής. Κι αν είναι κριτής, θα κρίνει είτε για πράγ-
ματα παρελθόντα (δικαστής) είτε για μελλοντικά (Εκκλησία του Δήμου). Ο πα-
ρατηρητής (θεωρός) είναι ο ακροατής του επιδεικτικού λόγου.
31. 1358b1.
32. 1362a26.
33. Πρβ. Θουκυδίδης, 2.13.5 και 2.36.3.
34. 1372a11-15.
35. Πριν από τον Αριστοτέλη, η χρήση του «τόπου» ως τεχνικού όρου της ρη-
τορικής μαρτυρείται μόνο στον Ισοκράτη: Φίλιππος 109· Ἑλένη 4 και 38· χαρα-
κτηριστική χρήση στον Παναθηναϊκό 111. Ωστόσο και ο Ισοκράτης και ο Αρι-
στοτέλης αναφέρονται στην έννοια αυτή ως κάτι το γνωστό και οικείο.
36. Cole 1991: 89.
37. Τοπικά 155b5.
38. Με το διπλό αυτό παιχνίδι το χωρίο γίνεται πιο πλούσιο σε πληροφορία,
αλλά μόνο στο πρωτότυπο, που ένα τέτοιο παιχνίδι το επιτρέπει. Συνήθως η με-

63
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 64

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

τάφραση δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει ένα μόνο από τα υφάδια που συνθέ-
τουν το κείμενο.
39. Βλ. την εισαγωγή του T. Reinhardt στο Cicero, σ. 27 κ.ε.
40. Για την τοπική στον R. Agricola και τον P. Ramus, βλ. Mack.
41. 1397b12-13· Δεινάρχου Κατὰ Δημοσθένους 45.
42. 1358a22-28.
43. 1358a35· 1396b20· 1403a17-19.
44. Βλ. πιο πάνω, σημ. 28.
45. 1356a5-13· 1377b24 κ.ε.
46. Στο πρώτο μέρος αυτού του κεφαλαίου· για την κρίση, δες και το κεφ. 3
της εισαγωγής.
47. 1356a14-19.
48. 1356a19-20.
49. Β.12-17.
50. 1378a6-20.
51. Γοργίου Ἑλένης ἐγκώμιον 21.
52. Και στα νέα ελληνικά, κάποιες φορές αναφερόμαστε στο συναίσθημά μας
με τα λόγια «αυτό που μου συμβαίνει».
53. Ἠθικὰ Νικομάχεια 1105b21 κ.ε.
54. 1378a20-21.
55. 1378a26-30: «Όπως κάναμε πιο πάνω, όταν σχηματίσαμε καταλόγους με
προκείμενες […], έτσι θα κάνουμε και με τα συναισθήματα […]».
56. Βλ. Konstan, για μια συνολική παρουσίαση της αρχαίας ελληνικής αντί-
ληψης για τα συναισθήματα.
57. Ο χωρισμός της Ῥητορικῆς σε κεφάλαια, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα,
πρωτοεμφανίστηκε στη λατινική μετάφραση του έργου που εκπόνησε ο Γεώρ-
γιος ο Τραπεζούντιος, Έλληνας λόγιος της ιταλικής Αναγέννησης του 15ου αιώνα.
Οι ενότητες που αντιστοιχούν στα συναισθήματα δεν συμπίπτουν πάντα με τον
χωρισμό σε κεφάλαια, γιατί ο Τραπεζούντιος εντάσσει στο ίδιο κεφάλαιο τα συ-
ναισθήματα που εξετάζονται σε συσχετισμό (φιλία και μίσος, φόβος και θάρρος).
58. 1378a30-33.
59. 1378a33-1378b1.
60. 1378b10-15.
61. 1378a24-26.
62. Σημείωση για το κείμενο του Θουκυδίδη. Το ρήμα εδώ είναι ἀποτρέπω
(«Ὧν ἐγὼ πειρώμενος ἀποτρέπειν»). Στα νέα ελληνικά, εμποδίζω να συμβεί
κάτι το βλαβερό ή το ασύμφορο· με τις συμβουλές μου εμποδίζω κάποιον να
κάνει κάτι, το αντίθετο του «προτρέπω». Στα αρχαία ελληνικά έχει τη σημασία
του «στρέφω προς διαφορετική κατεύθυνση, στρέφω αλλού», μέρος της σημασίας
αυτής είναι και το «αποτρέπω», όπως το λέμε σήμερα. Αυτό το οποίο ο Κλέων
έχει περιγράψει έως τώρα στον λόγο του δεν είναι κάποια επικείμενη πράξη,
αλλά μια νοοτροπία και μια διάθεση των Αθηναίων – επομένως εδώ διαβάζεται:
να σας κάνω να δείτε τα πράγματα διαφορετικά, να αλλάξω τη γνώμη ή τη διά-
θεσή σας. Έτσι το διαβάζει ο Hobbes: «to put you out of this humour» (Hobbes,
σ. 177)· ακολουθεί μάλλον τη μετάφραση του L. Valla: «a quibus ego vos conabor
abducere» (Valla, σ. 116). Στις μεταφράσεις του Ε. Βενιζέλου, της Ε. Λαμπρίδη
και του Ν. Σκουτερόπουλου διατηρείται το «αποτρέπω».

64
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 65

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

63. Θουκυδίδης, 3.39.2.


64. Στο ίδιο, 3.39.5.
65. 1386b26-29.
66. Βλ. πιο πάνω, κεφ. 2β της εισαγωγής.
67. 1356a19-20. «Τέλος, η πειθώ εξαρτάται από τον λόγο όταν, χρησιμοποι-
ώντας εκείνα τα στοιχεία της υπόθεσης που μπορούν να πείσουν, δείξουμε πως
κάτι είναι, ή φαίνεται να είναι, αληθές».
68. Β.18. Βλ. πιο κάτω, κεφ. 3 της εισαγωγής.
69. 1357b26 κ.ε.
70. Σε αυτό το ενθύμημα αναφέρεται η «αντίρρηση» του 1402b9-11.
71. Fuhrman, σ. 122.
72. Rapp 2010: «Η δομή του πρώτου και του δεύτερου βιβλίου της Ῥητορικῆς
καθορίζεται από δύο τριμερείς διαιρέσεις: η πρώτη συνίσταται στη διάκριση με-
ταξύ των μέσων της πειθούς, […] η δεύτερη […] αφορά τα τρία είδη του δημό-
σιου λόγου». Βλ. και Brunschwig 1995: 47· 1994: 90· Laks, σ. 292, σημ. 44.
73. Για τη γέννηση της τέχνης της πειθούς, μεταξύ άλλων βλ. Cole· Schiappa.
74. Αποσπ. 136-141, έκδ. Rose.
75. Περὶ σοφιστικῶν ἐλέγχων 183b13-184b9.
76. Οι αναγνώστες εδώ περιλαμβάνουν και εκείνους που συμμετείχαν στις
παραδόσεις (στο ίδιο, 184b7) και επομένως έχουν παρακολουθήσει την πρόοδο
της έρευνας και ενδεχομένως συμβάλει σε αυτήν.
77. Στο ίδιο, 184a3-8.
78. 1354a12.
79. Βλ. Α.1, σημ. 1, σ. 74.
80. Βλ. πιο κάτω, κεφ. 3 της εισαγωγής.
81. Τοπικά 101b5.
82. Τοπικά 149b24 κ.ε.
83. 1399a17· 1400a4.
84. 1354b16-21· Solmsen, σ. 390-394.
85. Τοπικά 100a19-20.
86. 101b18. Στις επόμενες αράδες ο Αριστοτέλης θα διευκρινίσει πως το ίδιον
διακρίνεται σε καθαυτό ίδιον και σε ορισμό, επομένως εδώ περιέχονται και οι
τέσσερις διαιρέσεις της κατηγόρησης.
87. 1354a6-7.
88. 1355a20-24.
89. Έτσι στο Furley και Nehamas, επιλογή ανακοινώσεων από το 12ο Αρι-
στοτελικό Συμπόσιο, με θέμα τη φιλοσοφία της ρητορικής, οι αναφορές στα
πρώτα δύο, από τα εξήντα, κεφάλαια του βιβλίου καταλαμβάνουν τη μισή σχε-
δόν έκταση του σχετικού ευρετηρίου.
90. 1354a1-11.
91. 1354a11-1355a3.
92. 1355a3-b7.
93. 1355b7-25.
94. Τοπικά 100a19-20.
95. Οι μεταγενέστεροι θα επιμείνουν στη διάκριση που κάνει εδώ ο Αριστο-
τέλης και θα ονομάσουν τις τέχνες αυτές, όπου το έργον πρέπει να κρίνεται ανε-
ξάρτητα από τον σκοπό, «στοχαστικές» (στοχεύουν σε κάτι, δεν είναι εξασφα-
λισμένο το ότι θα το πετύχουν).

65
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 66

ΤΕΧΝΗ ῬΗΤΟΡΙΚΗ

96. 1355b10-11.
97. 1354a24-26.
98. Αυτός είναι ίσως ο λόγος που η «ορθή» αυτή ρητορική, στην οποία, σύμ-
φωνα πάντα με τούτη την ανάγνωση, αναφέρεται εδώ ο Αριστοτέλης, συχνά ταυ-
τίζεται προς τη φιλοσοφική ρητορική του πλατωνικού Φαίδρου.
99. Βλ. J. Barnes, «Rhetoric and Poetics», στο Barnes, σ. 259 κ.ε. Για την πε-
ριπετειώδη, σχεδόν μυθιστορηματική, ιστορία της αρχαίας έκδοσης των αριστο-
τελικών κειμένων, βλ. Düring, σ. 92 κ.ε.
100. 1355b26-27.
101. Έτσι, στο 1ο βιβλίο των Πολιτικῶν (1257b5-8) θα δοθεί ο ορισμός της χρη-
ματιστικής (της τέχνης δηλαδή του να αποκτάς πλούτο και αγαθά), αρχικά με
τρόπο αντίστοιχο προς αυτόν της Ῥητορικῆς, δηλαδή με όρους έργου και όχι σκο-
πού: «έργον της είναι το να μπορεί να δει από πού μπορεί κανείς να αντλήσει
πληθώρα (πλούτου και αγαθών)»· η αμέσως επόμενη φράση ωστόσο συμπληρώ-
νει τον σκοπό της: γιατί η τέχνη αυτή παράγει πλούτο και αγαθά (ποιητικὴ γάρ
ἐστι πλούτου καὶ χρημάτων).
102. Τοπικά 100a18.
103. Υπάρχει μια εσωτερική συνέπεια στα Τοπικά, εδώ δεν χωράει υπόνοια
για παρέμβαση ύστερων εκδοτών: «Από όλα του τα έργα, εκείνο που ο Αριστο-
τέλης καταφάσκει περισσότερο άμεσα και εμφατικά, ως δικό του πρωτότυπο δη-
μιούργημα, είναι η σχεδίαση και η εκτέλεση της πραγματείας των Τοπικῶν» θα
πει ο G. Grote (σ. 378).
104. Φαῖδρος 263d.
105. Βλ. πιο πάνω, κεφ. 2β της εισαγωγής.
106. Βλ. Θουκυδίδης, 2.40.2-3 (Επιτάφιος)· 3.42.2-6 (λόγος του Διοδότου).
107. Αντιρρητορικό στερεότυπο που η χρήση του είναι διάχυτη στην αρχαία
γραμματεία, τόσο στη φιλοσοφική (πλατωνικοί διάλογοι) όσο και στη ρητορική· το
στερεότυπο στηρίζει μιαν ολόκληρη αντιρρητορική ρητορεία, βλ. σχετικά Preus.
108. Βλ. πιο πάνω, κεφ. 2β.
109. 1377b21-22.
110. 1377b31-32
111. 1378a19-20.
112. Βλ. πιο πάνω, κεφ. 2α.
113. Βλ. πιο πάνω, κεφ. 2α.
114. Schiappa.
115. Πλάτωνος Γοργίας 453a2.
116. Ευριπίδου Ἑκάβη, στ. 814 κ.ε.
117. Γοργίου Ἑλένης ἐγκώμιον 8, 13, 14.
118. Η πρώτη παράγραφος του Β.18 είναι μια διευκρινιστική «πρόσθετη ση-
μείωση» (βλ. Düring, σ. 89 και 208).
119. Πρβ. τον ορισμό της σκέψης στον πλατωνικό Θεαίτητο 189e. Πρβ. επί-
σης Σοφιστής 264a.
120. Βλ. και Bassakos, σ. 16-20.

66
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 67

Τέχνη ῥητορική
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 68
002_Layout 1 21/01/2016 1:24 μ.μ. Page 69

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ

You might also like