Professional Documents
Culture Documents
∆. Ι. Λο'ί'ζος
Καθηγητής Ιστορίας
Στον 20ο αιώνα η διδασκαλία της Ιστορίας στην τριτοβάθµια εκπαίδευση του δυτικού
κόσµου αποκρυσταλλώθηκε στην µετάδοση της ιστορικής γνώσεως µε τακτικές
εβδοµαδιαίες διαλέξεις, ερευνητικές εργασίες από τους διδασκόµενους και
εποικοδοµητικά διαγωνίσµατα. Τον επόµενο αιώνα και σε διεθνές επίπεδο η
διδασκαλία της Ιστορίας θα περάσει στην µέθοδο των πολλαπλών µέσων και στον
αµφίδροµο τρόπο µεταδόσεως των ιστορικών δεδοµένων αλλά και των
αποτελεσµάτων της ιστορικής έρευνας. Το µοντέλο διδασκαλίας της Ιστορίας που θα
εξετασθεί εδώ αφορά στην τριτοβάθµια εκπαίδευση και βρίσκεται ακόµη στα
σπάργανα στην διεθνή πρακτική διδαχής της ιστορικής γνώσεως.
Η ουσία της διδασκαλία της Ιστορίας µε την νέα µέθοδο δεν θα αλλάξει επιφανειακά
αλλά σε λίγο καιρό τίποτα πλέον δεν θα είναι το ίδιο µε προηγούµενες χρονιές στην
επικοινωνία ανάµεσα στον διδάσκοντα και στους διδασκόµενους αλλά και στον
συνολικό τρόπο διδασκαλίας. Ο διδάσκων προσέρχεται πάλι τρεις φορές την
εβδοµάδα στην αίθουσα διδασκαλίας όπου αναπτύσσει για µία ώρα και υπό µορφή
διαλέξεως ένα συγκεκριµένο θέµα µέσα στα πλαίσια του διδασκόµενου µαθήµατος.
Συνεχίζει να χρησιµοποιεί το βασικό διδακτικό εγχειρίδιο που είναι γραµµένο από
γνωστές προσωπικότητες παγκοσµίου φήµης στον χώρο της Επιστήµης της Ιστορίας.
Οι διδασκόµενοι οφείλουν ακόµη να συντάξουν ερευνητική εργασία για κάθε µάθηµα
Ιστορίας µέχρι το τέλος του εξαµήνου. Τα διαγωνίσµατα θεωρούνται και τώρα
ευκαιρίες για τους διδασκόµενους να ανατρέξουν προς στιγµή στο µέχρι τότε
µελετηµένο ιστορικό υλικό για να θεωρήσουν συνολικά µια εποχή και να
αντιληφθούν την "µακρά διάρκεια" στην Ιστορία. Όπως καταλαβαίνει κανείς, οι
ανωτέρω µέθοδοι αποτελούν τους βασικούς τρόπους παραδοσιακής διδασκαλίας της
Ιστορίας σε µεταλυκειακό επίπεδο κατά την διεθνή πρακτική. Η νέα µεθοδολογία και
τα νέα εργαλεία δεν έχουν ως σκοπό να αντικαταστήσουν τον µέχρι τώρα
χρησιµοποιούµενο τρόπο αλλά να τον συµπληρώσουν και να τον κάνουν
αποτελεσµατικότερο και κυρίως επικοινωνιακό.
Είχε ήδη διαπιστωθεί ότι η επικοινωνία µεταξύ διδάσκοντος και διδασκοµένων στην
αίθουσα διδασκαλίας και κατά τις ώρες γραφείου δεν ήταν αρκετή για να βοηθήσει
τους δέκτες της ιστορικής γνώσεως και άρα έπρεπε να βρεθεί τρόπος ώστε η
επικοινωνία αυτή να είναι συνεχής και άµεση καθ' όλη την διάρκεια του εξαµήνου
αλλά και, εάν χρειασθεί, πέρα από αυτό. Επίσης, ήταν άµεση ανάγκη η
αποτελεσµατικότητα της διδασκαλίας της Ιστορίας να φθάσει στο µέγιστο δυνατό
αλλά να καλυφθεί και ολόκληρο το φάσµα του γνωστικού αντικειµένου. Με αυτόν
τον τρόπο θα µπορούσε να επιτευχθεί η "ολική ποιότητα" στην διδασκαλία της
Ιστορίας. Τέλος, ήταν πλέον φανερό ότι η διδαχή της Ιστορίας έπρεπε να γίνει εξ
ολοκλήρου επικοινωνιακή, δηλαδή διδάσκων και διδασκόµενοι να οδηγούνται µαζί
στην εξεύρεση της ιστορικής αλήθειας ανταλλάσσοντας συνεχώς απόψεις και ιδέες
µεταξύ τους αλλά και µε άλλους συναδέλφους από όλον τον κόσµο. Ο διδάσκων δεν
έπρεπε να αποτελεί τον παντογνώστη θεό αλλά έπρεπε να είναι ο καθοδηγητής που
θα έθετε στην διάθεση των διδασκοµένων όσο το δυνατόν περισσότερο ιστορικό
υλικό ενώ εκείνοι, χωρίς να παρακάµψουν τις υποχρεώσεις τους όπως διατυπώθηκαν
παραπάνω στην ανάλυση της παραδοσιακής διδασκαλίας, θα είχαν την δυνατότητα
να διερευνήσουν και µόνοι τους και σύµφωνα µε τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά τους το
υλικό αυτό. Επίσης, έπρεπε να δοθεί η άµεση δυνατότητα στον διδασκόµενο αλλά και
στον διδάσκοντα να ενηµερώνεται αµέσως για τις τελευταίες απόψεις, έρευνες και
συµπεράσµατα της επιστήµης της Ιστορίας ανά πάσα στιγµή έτσι ώστε να διευρυνθεί
ο επιστηµονικός ορίζοντας και των δύο. Με αυτόν τον τρόπο ο διδάσκων
µετατρέπεται από ex cathedra γνώστης της αλήθειας σε συµµέτοχος στην απόκτηση
της ιστορικής γνώσεως.
Ο µόνος τρόπος για να επιτευχθεί ο ανωτέρω σκοπός ήταν η ευρεία χρήση της
υψηλής τεχνολογίας και συγκεκριµένα των ηλεκτρονικών υπολογιστών (Η/Υ) από
διδάσκοντες και διδασκόµενους στον χώρο της Ιστορίας. Οι Η/Υ έχουν
χρησιµοποιηθεί από παλιά ως βοηθητικά εργαλεία στην ιστορική έρευνα κυρίως στον
τοµέα της Οικονοµικής Ιστορίας αλλά και όπου απαιτούνταν επεξεργασία
αριθµητικών σειρών δεδοµένων ή καταλόγων ονοµάτων (βάσεις δεδοµένων) ή γενικά
στατιστικών στοιχείων. Για πρώτη φορά τώρα, όµως, αρχίζουν να χρησιµοποιούνται
ως βοηθητικά µέσα στην διδασκαλία της Ιστορίας και αυτό απαιτεί από διδάσκοντες
και διδασκόµενους εξοικείωση µε την χρήση των µηχανών αλλά όχι αναγκαστικά και
τον προγραµµατισµό τους. Σκοπός άλλωστε δεν είναι να µετατραπούν οι Ιστορικοί σε
προγραµµατιστές αλλά να µάθουν να χρησιµοποιούν την νέα τεχνολογία προς όφελός
τους. Οι Ιστορικοί που θα ζήσουν στον 21ο αιώνα θα είναι αναγκασµένοι να
χρησιµοποιούν τους Η/Υ στον ίδιο βαθµό που σήµερα χρησιµοποιούν µολύβι και
χαρτί και η χρήση αυτή θα µεταφράζεται σε Ιντερνέτ, ή όποιο το κατοπινό του όνοµα,
και σε ατοµικής χρήσεως Αµφίδροµα Πολυµέσα, δηλαδή κείµενο, εικόνα, οµιλία,
βίντεο που ενεργοποιούνται από τον χρήστη και θα εξετασθούν στο δεύτερο µέρος
αυτού του άρθρου.
Το πρώτο άµεσο όφελος του Ιστορικού, διδάσκοντος και διδασκοµένου, από την
χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδροµείου του Ιντερνέτ είναι η άµεση επικοινωνία µε
την πληθώρα των συναδέλφων του ανά τον κόσµο έτσι ώστε να µην είναι
επιστηµονικά και πνευµατικά αποµονωµένος. Ακόµη, µέσω του Ιντερνέτ ή των
Ιντρανέτς - δίκτυα µικρού αριθµού χρηστών -- ο διδασκόµενος µπορεί να επικοινωνεί
µε τον διδάσκοντα όποτε είναι αναγκαίο στέλνοντάς του ηλεκτρονικά γράµµατα ή
µηνύµατα γραµµένα στον υπολογιστή του και λαµβάνοντας απαντήσεις. Ο τρόπος
αυτός κάνει τον διδάσκοντα ανά πάσα στιγµή προσιτό στον διδασκόµενο, σχεδόν
είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, και έτοιµο να απαντήσει σε οποιαδήποτε
απορία του.
∆εύτερο µέληµα του διδασκόµενου και πάντα υπό την καθοδήγηση του διδάσκοντα
είναι να περιδιαβάσει και να µελετήσει ορισµένες αξιόλογες αλλά και µη αξιόλογες
ιντερνετικές συλλογές ιστορικού υλικού έτσι ώστε να κατανοήσει και να διακρίνει
µόνος τους την αξιόπιστη από την µη αξιόπιστη ιστορική πηγή. Η προσπάθεια
αξιολογήσεως του ιστορικού υλικού διδάσκεται επίσης, όπως και στο παρελθόν, κατά
την καθοδήγηση που παρέχει ο διδάσκων στον διδασκόµενο για την συγγραφή της
ερευνητικής εργασίας του. Σπάνια, όµως, είναι επιτυχηµένη διότι ο διδασκόµενος δεν
έχει προηγούµενη εµπειρία στο θέµα αυτό και του παίρνει πολύ χρόνο µέχρι να
κατανοήσει µέσα από τα διάφορα βιβλία την διαφορά. Το Ιντερνέτ παρέχει σε
ελάχιστο χρόνο αξιολογότατο ιστορικό υλικό αλλά και εθνικιστικές ή µονόπλευρες
απόψεις, θρησκευτικούς φανατισµούς, παραποίηση ιστορικών γεγονότων, δηλαδή
όλα αυτά που πρέπει να µάθει να ξεχωρίζει ο εκκολαπτόµενος Ιστορικός. Ο
διδασκόµενος καλείται να φέρει τυπωµένα στο χαρτί παραδείγµατα από κάθε
περίπτωση και να τα αξιολογήσει, δηλαδή να µάθει την εξαιρετικά απαραίτητη για
κάθε Ιστορικό αξιολόγηση πηγών.
Το Ιντερνέτ, λοιπόν, αποτελεί µέσο άµεσης και ευρέως πεδίου επικοινωνίας µεταξύ
διδάσκοντος και διδασκοµένων καθώς και ανταλλαγής απόψεων µεταξύ επιστηµόνων
από όλο τον κόσµο. Ακόµη παρέχει την δυνατότητα ταχύτατης έρευνας σε ιστορικές
πηγές που εκτός από κείµενα µπορεί να είναι εικόνες, ήχοι, ταινίες. Επιπλέον, δίνει
την δυνατότητα πλήρους βιβλιογραφικής ενηµερώσεως από βιβλιοθήκες σε όλη την
υφήλιο. Το Ιντερνέτ αποτελεί µέσο ηλεκτρονικής επικοινωνίας σε συνδυασµό µε
σύνολο Αµφίδροµων Πολυµέσων µέσω δικτύου υπολογιστών και, φυσικά, η χρήση
του δίνει την δυνατότητα σε διδάσκοντα και διδασκόµενους να διερευνήσουν την
Επιστήµη της Ιστορίας στον ανώτατο δυνατό βαθµό. Σύντοµα θα αποτελέσει
σηµαντικότατο µέσο έρευνας και διδασκαλίας της Ιστορίας σε παγκόσµιο επίπεδο.
***
∆. Ι. Λο'ί'ζος
Καθηγητής Ιστορίας
Στο πρώτο µέρος του άρθρου για την ∆ιδασκαλία της Ιστορίας εξηγήθηκαν οι αιτίες
για τις οποίες κρίνεται ενδεδειγµένη η χρήση του Ιντερνέτ στην διδαχή της Ιστορίας.
Κύριοι λόγοι είναι η ανάγκη για καλύτερη και συνεχή επικοινωνία διδάσκοντος και
διδασκοµένων αλλά και η χρησιµοποίηση ιντερνετικών πηγών για την καλύτερη και
πληρέστερη µετάδοση της ιστορικής γνώσεως και των αποτελεσµάτων της ιστορικής
έρευνας. Επίσης, σηµαντική θεωρήθηκε η ποικιλία αξιόπιστων και µη αξιόπιστων
ιστορικών πηγών στο Ιντερνέτ που µπορούν να αποτελέσουν παραδείγµατα προς
χρήση ή απόρριψη από τον εκκολαπτόµενο Ιστορικό. Η χρήση, όµως του Ιντερνέτ
δεν έλυσε ίσως τα σηµαντικότερα προβλήµατα διδασκαλίας που είχε ο διδάσκων και
αφορούσαν στην έλλειψη χρόνου ή τρόπου για την διδασκαλία συγκεκριµένων
τµηµάτων του µαθήµατος που δίδασκε. Και πάλι, βέβαια, αρωγός στην προσπάθεια
για την ευδοκίµηση νέων µεθόδων έρχεται η υψηλή τεχνολογία, οι Η/Υ δια µέσου
των Αµφίδροµων Πολυµέσων (Interactive Multimedia) ενός χρήστη.
Η χρήση γενικώς της τεχνολογίας στην διδασκαλία της Ιστορίας δεν είναι
πρωτόγνωρη αλλά µέχρι τώρα ήταν µόνο παθητική. Ο διδάσκων, για παράδειγµα,
θέλοντας να εµπλουτίσει το µάθηµά του κανόνιζε ώστε οι διδασκόµενοι να
παρακολουθήσουν ένα ιστορικό ντοκυµαντέρ. Η ταινία ήταν σπανίως εξ ολοκλήρου
απαραίτητη για το µάθηµα ενώ πολλές φορές ο διδάσκων διέκοπτε την προβολή για
να τονίσει την σχέση συγκεκριµένων σκηνών µε συγκεκριµένα ζητήµατα από την
διάλεξη που είχε δώσει συνήθως δύο ή και περισσότερες µέρες πιο πριν. Από την
πλευρά τους οι διδασκόµενοι παρακολουθούσαν παθητικά, όπως στην τηλεόραση,
χωρίς να έχουν την δυνατότητα να επέµβουν σε ατοµικό επίπεδο για να επιλέξουν πια
σηµεία θα ήθελαν να ξαναδούν. Το ίδιο συνέβαινε και στην περίπτωση που ο
διδάσκων χρησιµοποιούσε έγχρωµες διαφάνειες µε εικόνες ή χάρτες ή διαγράµµατα
τα οποία παρουσιάζονταν στον διδασκόµενο κατά την ώρα της διδασκαλίας αλλά δεν
υπήρχε η δυνατότητα να µελετηθούν πάλι µια που συνήθως ήταν συγκεντρωµένα από
διάφορες πηγές, πολλές φορές απρόσιτες στον δέκτη τους. Επίσης το κόστος των
πολλαπλών εγχρώµων αντιτύπων για πιθανή διανοµή κάθε φορά που διδασκόταν το
µάθηµα ήταν τελείως εξωπραγµατικό για τον προϋπολογισµό διδασκαλίας του. Άρα ο
διδασκόµενος παρέµενε παθητικός δέκτης και µάλιστα για το πολύ µικρό χρονικό
διάστηµα που διαρκούσε η προβολή της συγκεκριµένης εικόνας ή ταινίας.
Σε άλλη περίπτωση ο διδάσκων για να αποδείξει του λόγου του το αληθές διάβαζε ή
έπαιζε στο µαγνητόφωνο ένα µικρό απόσπασµα από κάποια ιστορική πηγή, έναν
ιστορικό λόγο για παράδειγµα, και πολύ συχνά υποχρεωνόταν να το υπαγορεύσει ή
να το παίζει συνέχεια µέχρι οι διδασκόµενοι να το καταγράψουν στις σηµειώσεις τους,
πράγµα που κατέληγε σε απώλεια χρόνου αλλά και διακοπή προς στιγµήν της
διδακτικής διαδικασίας. Βέβαια είχε την δυνατότητα να συγκεντρώσει όλα τα
αποσπάσµατα που χρησιµοποιούσε, να τα φωτοτυπήσει σε πολλαπλά αντίτυπα και να
τα µοιράσει στους διδασκόµενους. Στην περίπτωση αυτή, όµως, τα αποσπάσµατα
παραθέτονταν το ένα µετά το άλλο εκτός του πραγµατικού περιεχοµένου τους οπότε
µάλλον ελάχιστοι διδασκόµενοι τα συνέδεαν εκ των υστέρων µε το γεγονός σε σχέση
µε το οποίο είχαν αναφερθεί. Άρα η µέθοδος αυτή αποδεικνυόταν αναποτελεσµατική
για την διδασκαλία της Ιστορίας. Σηµαντικότερο παράδειγµα όλων, όµως, είναι ότι η
Ιστορία δεν είναι απλώς µια παράθεση πολιτικών γεγονότων αλλά πολιτισµικοί
κύκλοι που περιλαµβάνουν την πολιτική καθώς και την οικονοµία, την κοινωνία, την
τέχνη και την λογοτεχνική παράδοση κάθε λαού και κάθε εποχής. Ποιος, όµως,
διδάσκων έχει τον περισσευούµενο διδακτικό χρόνο να παρουσιάσει στους
διδασκόµενους έστω και δείγµατα όλων των πολιτισµικών εκφάνσεων µιας εποχής
την στιγµή που πρέπει να έχει φροντίσει για τον προβολέα διαφανειών, το
µαγνητόφωνο για τους ήχους και την µουσική ή το βίντεο και την τηλεόραση για να
δείξει ένα συγκεκριµένο απόσπασµα από ένα ντοκυµαντέρ;
Έτσι, λοιπόν, ουσιαστικά, µέχρι τώρα µε την παραδοσιακή µέθοδο και τα µέσα
διδασκαλίας είτε τρόποι της διδακτικής διαδικασίας αποδεικνύονταν
αναποτελεσµατικοί για τους σκοπούς για τους οποίους χρησιµοποιούνταν είτε
υπήρχαν σηµεία του γνωστικού αντικειµένου τα οποία παρέµεναν µπερδεµένα για
µεγάλο ή µικρό αριθµό διδασκοµένων, πράγµα που ανέτρεπε την αρχή των ίσων
ευκαιριών για όλους. Σε ορισµένες µάλιστα περιπτώσεις και λόγω εγγενών
δυσκολιών εκφάνσεις του διδασκόµενου πολιτισµού παρέµεναν αδίδακτες.
Ποτέ µια Η/Σ δεν είναι όµοια µε µια τυπωµένη σελίδα. Η τυπωµένη σελίδα είναι
παθητική: ο αναγνώστης έχει µπροστά του κείµενο χωρισµένο σε φυσικές σελίδες και
εικόνες τις οποίες µπορεί να δει µόνο στο µέγεθος εκτυπώσεώς τους. Εάν χρειάζεται
την ερµηνεία ενός όρου πρέπει να ανατρέξει στο ειδικό Γλωσσάρι σε άλλη σελίδα
του τυπωµένου βιβλίου, δηλαδή να χάσει χρόνο. Εάν θέλει να ψάξει έναν όρο σε
ολόκληρο το βιβλίο πρέπει να κοιτάξει στο ευρετήριο και να ψάξει πίσω µπρος σε
όλες τις σελίδες όπου υπάρχει η συγκεκριµένη αναφορά, πράγµα που σηµαίνει
τεράστια απώλεια χρόνου. Οι εικόνες του τυπωµένου βιβλίου είναι συγκεκριµένων
διαστάσεων, ίσως ασπρόµαυρες και κακής ποιότητας, δεν µεγεθύνονται και είναι
ακίνητες. Σε µια εφαρµογή Α/Π ο χρήστης µε το πάτηµα ενός εικονικού πλήκτρου
πάνω στην Η/Σ έχει αµέσως ευρετήριο του κειµένου µε όλες τις σελίδες στις οποίες
αναγράφεται ένας συγκεκριµένος όρος και µπορεί να µεταπηδήσει σε χρόνο µηδέν
από την µία στην άλλη. Μπορεί ακόµη να µεγεθύνει εικόνες για να τις δει καλύτερα ή
για να δει µια λεπτοµέρεια ενώ έχει την δυνατότητα φυσικά να παρακολουθήσει
εκείνο το τµήµα µιας ταινίας που ανταποκρίνεται ακριβώς στο θέµα µε το οποίο
ασχολείται η συγκεκριµένη σελίδα την οποία µελετά. Τα πλεονεκτήµατα, λοιπόν, της
χρήσεως Α/Π σε ορισµένες περιπτώσεις είναι αξεπέραστα από την πλευρά της
αποτελεσµατικότητας τους στον τοµέα εκµαθήσεως και είναι πλέον φανερή η
αναγκαιότητα της χρήσεως τους και στην διδασκαλία της Ιστορίας.
Συνεπώς η χρήση των Α/Π στην διδασκαλία της Ιστορίας πρέπει να βαδίσει πάνω
στις αρχές που διατυπώθηκαν παραπάνω. Στόχος, λοιπόν, είναι ο διδάσκων να
δηµιουργήσει τα δικά του Α/Π για τους διδασκόµενους µε σκοπό να διδάξει
συγκεκριµένα σηµεία τα οποία δεν είναι δυνατόν να διδαχθούν µε τον παραδοσιακό
τρόπο διδαχής. Ούτε σε αυτήν την περίπτωση ο διδάσκων απαιτείται να γίνει
προγραµµατιστής Η/Υ αλλά µόνο να εξοικειωθεί µε ένα από τα προγράµµατα
συγγραφής Α/Π, όπως νοιώθει ήδη άνετα µε τον γραφικό του επεξεργαστή κειµένου.
Μάλιστα ήδη άρχισαν να κυκλοφορούν και προγράµµατα συγγραφής Α/Π (π.χ
Illuminatus Opus) τα οποία τονίζουν το γεγονός ότι δεν απαιτούν ούτε την ελάχιστη
γνώση προγραµµατισµού από µέρους του δηµιουργού και φυσικά απευθύνονται στον
µέσο µορφωµένο χρήστη. Ο διδάσκων, λοιπόν, καλείται να δηµιουργήσει µία
εφαρµογή Α/Π η οποία θα συµπληρώσει και θα κάνει πιο αποτελεσµατική την
διδασκαλία του. Η εφαρµογή είναι υπό την µορφή Η/Β και έχει την ίδια διάταξη ύλης
µε αυτήν που διδάσκεται στο µάθηµα. Είναι απαραίτητο πριν καν ξεκινήσει η
δηµιουργία της να αποφασισθεί τι υλικό θα χρησιµοποιηθεί και πώς θα
χρησιµοποιηθεί για να έχει θετικά αποτελέσµατα στους διδασκόµενους. Μια αρχή της
οποιασδήποτε χρήσεως των Η/Υ είναι ότι δεν χρησιµοποιούµε το µηχάνηµα για κάτι
που µπορεί να γίνει γρηγορότερα και αποτελεσµατικότερα µε το µολύβι, το χαρτί ή
τον λόγο. Συνεπώς η χρήση της εφαρµογής Α/Π πρέπει να µην αντικαθιστά ό,τι
µπορεί να γίνει καλύτερα µε τα παραδοσιακά µέσα διδασκαλίας.
Το πρώτο βέβαια που µπορεί να γίνει µε την χρήση Α/Π είναι η παρουσίαση εικόνων
που αποτελούν τµήµα του µαθήµατος και τις οποίες ο διδασκόµενος µπορεί να
µελετήσει µόνος του όσο θέλει και παρατηρώντας όποια λεπτοµέρεια θέλει. Μια
άλλη πολύ αποτελεσµατική χρήση Α/Π είναι η παρατήρηση της µετακινήσεως
συνόρων κρατών µετά από πολέµους ή καλύτερα οι διάφορες θέσεις των
αντιµαχοµένων Παρατάξεων σε περιπτώσεις µαχών. Ο τρόπος µε τον οποίο γίνεται
αυτό είναι η επάλληλη επίθεση ακίνητων εικόνων (animation), δηλαδή παρουσιάζεται
υπό µορφή εικόνων που διαδέχονται και αντικαθιστούν η µία την άλλη πάνω στην
οθόνη του Η/Υ έτσι ώστε ο διδασκόµενος να έχει την εντύπωση των πραγµατικών
κινήσεων της παρατάξεως των αντιµαχοµένων σε περίπτωση µάχης ή να βλέπει
αµέσως κατά πόσο αυξήθηκε ή µειώθηκε η έκταση ενός κράτους µετά από κάποιο
πόλεµο. Τρίτη εφαρµογή της χρήσεως Α/Π είναι η παρουσίαση της µετεξελίξεως
κτιρίων η πόλεων όπως, για παράδειγµα, στην περίπτωση πριν και µετά από έναν
καταστροφικό πόλεµο ή µε την ανάπτυξη και φυσική διεύρυνση των πόλεων στο
τέλος του δυτικού Μεσαίωνα. Η παρουσίαση µπορεί να γίνει µε την χρήση της πολύ
αποτελεσµατικής µεταµορφωτικής κινούµενης εικόνας (morphing video), ακριβώς
όπως µεταµορφώνονταν τα πρόσωπα πολιτικών από τον ένα στον άλλο σε τηλεοπτική
διαφήµιση κόµµατος σε µια από τις τελευταίες εκλογικές αναµετρήσεις. Μια ακόµη
χρήση είναι η καταγραφή δειγµάτων µουσικής ή οµιλιών σηµαντικών προσώπων µιας
εποχής τα οποία µπορεί ο διδασκόµενος να ακούσει από ακουστικά ή ηχεία
προσαρµοσµένα στον Η/Υ χωρίς να αναγκασθεί να καταφύγει σε ειδικό ηχητικό
µηχάνηµα. ∆εν χρειάζεται βέβαια να γίνει και πάλι ειδική µνεία στην παρακολούθηση
συγκεκριµένων κοµµατιών ντοκυµαντέρ χωρίς και πάλι ο διδασκόµενος να καταφύγει
σε ειδικά µηχανήµατα.
Τα πλεονεκτήµατα της χρήσεως των Α/Π στην διδασκαλία της Ιστορίας είναι πλέον
πασιφανή. Ο διδάσκων πέρα από την αρχική κατασκευή του Η/Β, τα συστατικά του
οποίου µπορεί να ανανεώνει ανά πάσα στιγµή, δεν έχει ανάγκη πλέον να καταφεύγει
σε αµφίβολης ποιότητας πολλαπλές φωτοτυπήσεις του ιδιαίτερου υλικού που θα
ήθελε να διανείµει στους διδασκόµενους ενώ µπορεί να χρησιµοποιήσει πολλά και
ποικίλα µέσα, δηλαδή Πολυµέσα, για να κάνει την διδασκαλία του
αποτελεσµατικότερη και πλήρη. Τα Α/Π δίνουν την δυνατότητα στον διδάσκοντα να
διδάξει πολύ περισσότερα από ότι µε τον παραδοσιακό τρόπο, να στρέψει την
προσοχή των διδασκοµένων σε σηµεία που θα ήθελε ιδιαίτερα να τονίσει και, το
σηµαντικότερο, να τους δώσει την δυνατότητα να εξερευνήσουν µόνοι τους το
ιστορικό υλικό του µαθήµατος.
Σήµερα, η χρήση των δύο βασικών µέσων της νέας µεθοδολογίας διδασκαλίας της
Ιστορίας, Ιντερνέτ και Αµφίδροµων Πολυµέσων ενός χρήστη, είναι εξαιρετικά
περιορισµένη σε ορισµένα ανά τον κόσµο τριτοβάθµια εκπαιδευτικά ιδρύµατα µε τον
µεγαλύτερο αριθµό να παρατηρείται στις Η.Π.Α. Αξιόλογες προσπάθειες εφαρµογής
της νέας µεθοδολογίας µε την χρήση του ενός ή του άλλου µέσου έχουν γίνει από τον
Καθ. του Πανεπιστήµιο της Πενσυλβανίας James J. O'Donnell µε τον τίτλο "New
Tools for Teaching", από τον Καθ. John Reynolds του Πανεπιστηµίου του Τέξας µε
τον τίτλο "An Electronic Blackboard: Using Multimedia to Teach a College Level
United States History Survey" και από τον Καθ. George Welling του Πανεπιστηµίου
Γκόνιγγεν (Ολλανδία) µε τον τίτλο USA. From Revolution to Reconstruction. A
WWW project in Collective Writing.
Γενικοί στόχοι, λοιπόν, του όλου εγχειρήµατός µας είναι να χρησιµοποιηθεί η υψηλή
τεχνολογία µε τον καλύτερο και αποτελεσµατικότερο δυνατό τρόπο ώστε η
διδασκαλία και η έρευνα στην Ιστορία να γίνουν αποδοτικότερες στο µέγιστο.
Επιδιώκεται, δηλαδή, η συνεχής επικοινωνία διδάσκοντος και διδασκόµενου και
κυρίως να δοθεί η ευκαιρία στους διδασκόµενους να µην περιορίζονται στην
αυθεντία της µιας και µόνης πηγής ή και του ενός διδάσκοντος και των ιδεών του. Εκ
παραλλήλου υπάρχει η πεποίθηση ότι επιτυγχάνεται εξοικείωση του εκκολαπτόµενου
Ιστορικού µε νέα µέσα στην έρευνα και στην µελέτη της επιστήµης που σπουδάζει τα
οποία θα αποτελέσουν σηµαντικά εργαλεία για τον ερχόµενο αιώνα. Εµείς
πιστεύουµε ότι µε κείµενα, εικόνες, ήχους και ταινίες από το παρελθόν η Ιστορία
ξαναπαίρνει ζωή και γι αυτό προσπαθούµε µε κάθε µέσο να διδάξουµε ότι η Ιστορία
µπορεί να είναι διασκεδαστική και ζωντανή χωρίς να χάνει καθόλου από την
επιστηµονικής της διάσταση.
***
του
Κees Klok, doctorandus/M.A.
Ιστορικός, Ελληνιστής
Μέλος της Ολλανδικής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών
Εισαγωγή
Όταν εµφανίζεται κάτι στον τύπο για την Ελλάδα και την Τουρκία, χρησιµοποιείται
συνεχώς ο όρος 'προαιώνιοι εχθροί'. Κι όµως Έλληνες και Τούρκοι έζησαν αιώνες
µαζί σε µία αυτοκρατορία, αλλά και µετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας επίσης δε
γινόταν πάντοτε λόγος για µίσος και οργή. Πέρασαν περίπου εβδοµήντα χρόνια µετά
την ανεξαρτησία, πριν ξεσπάσει το 1897 ένας µικρής διάρκειας ελληνοτουρκικός
πόλεµος, ο πρώτος από µια σειρά συγκρούσεων. Σ΄ αυτό το άρθρο εξετάζεται πώς
αναπτύχθηκαν οι σχέσεις µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας τα τελευταία εκατό χρόνια.
Το 1821 ξέσπασε στην Ελλάδα µια επανάσταση εναντίον της οθωµανικής κυριαρχίας.
Μετά από αγώνα δέκα ετών αποκτά η χώρα την ανεξαρτησία της, παρά τις µεγάλες
εσωτερικές διαιρέσεις και χάρη στην υποστήριξη της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας.
∆ηµιουργήθηκε ένα µικρό κράτος που συµπεριλάµβανε την Πελοπόννησο, την
Κεντρική Ελλάδα νότια της Θεσσαλίας και τις Κυκλάδες.
Οι αρχές ανέλαβαν να ενώσουν αυτήν την διαµελισµένη χώρα. Ένα από τα βοηθητικά
µέσα γι' αυτό το σκοπό ήταν το δόγµα της Μεγάλης Ιδέας. Αυτό σήµαινε πως είχε
κανείς στο νου του µια χώρα που θα συµπεριλάµβανε όλες τις περιοχές όπου
κατοικούσαν µεγάλες ελληνικές κοινότητες. Ήταν µια ιδεολογία, η οποία αργά ή
γρήγορα θα οδηγούσε σε προβλήµατα µε το οθωµανικό κράτος στο οποίο
κατοικούσαν µεγάλοι πληθυσµοί Ελλήνων, τόσο στη Μακεδονία και Ανατολία όσο
και στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη.
Η Μεγάλη Ιδέα γαλουχήθηκε και από τις σκέψεις του ιστορικού Κων/νου
Παπαρρηγόπουλου, ο οποίος ανέπτυξε τη θεωρία περί της συνέχειας του ελληνικού
έθνους. Αυτή εσήµαινε ότι υπήρχε µια αδιάσπαστη γραµµή στην Ιστορία, από την
κλασική αρχαιότητα µέσω του ελληνιστικού και βυζαντινού κράτους µέχρι τη νέα
Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της οθωµανικής κυριαρχίας η ελληνορθόδοξη εκκλησία,
µέσα από τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και την παµπάλαια θρησκεία της,
κράτησε αναµµένη τη φλόγα του ελληνικού πολιτισµού.
Εν τούτοις η ενσάρκωση της Μεγάλης Ιδέας φάνηκε στα µισά του 19ου αι. µία
απίθανη υπόθεση. Ακόµη και η επιβίωση της Ελλάδας ήταν αµφίβολη, αν η χώρα δεν
προστατευόταν πλέον από τις Μεγάλες ∆υνάµεις, κυρίως την Αγγλία, Γαλλία και
Ρωσία. Εξαιτίας της πίεσης των χωρών αυτών η Πύλη παρέδωσε το 1881 την εύφορη
Θεσσαλία και ένα µέρος της Ηπείρου στην Ελλάδα.
Η αφορµή για τον πόλεµο του 1897 υπήρξε η εξέγερση της Κρήτης, όπου η
πλειονότητα του πληθυσµού ήθελε ένωση µε την Ελλάδα. ∆εν ήταν η πρώτη φορά
που ξεσηκώθηκαν οι Κρήτες. Ήταν όµως για πρώτη φορά που η ελληνική κυβέρνηση
υποστήριζε µια επανάσταση στην πράξη.
Η Κωνσταντινούπολη δεν επιθυµούσε και πολύ σύγκρουση µε την Αθήνα, κάτι που
φαίνεται από την πρόταση συµβιβασµού να δώσουν στην Κρήτη την αυτονοµία της
κάτω από οθωµανική κυριαρχία. Η Αθήνα απέρριψε την πρόταση αυτή, επειδή η
Πύλη δεν µπορούσε να αποφύγει την κήρυξη πολέµου. Αρχές Απριλίου ξέσπασαν οι
πρώτες αψιµαχίες κατά µήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων στη Θεσσαλία. Η
ελληνική στρατιά πάντως εµφανίστηκε τόσο άθλια προετοιµασµένη, ώστε οι
Οθωµανοί την κατατρόπωσαν µε µεγάλη ευκολία. Μέσα σε λίγες εβδοµάδες άνοιξε ο
δρόµος για την Αθήνα. Πάντως εκ νέου οι Μεγάλες ∆υνάµεις, µε πρώτη την Αγγλία
ήρθαν προς βοήθεια των Ελλήνων.
Η Πύλη πιέστηκε φοβερά έτσι ώστε ο µικρός αυτός πόλεµος στο τέλος να τελειώσει
µε ένα εκπληκτικό αποτέλεσµα. Οι Έλληνες ξέφυγαν µε λίγες απώλειες: λίγους
επανακαθορισµούς συνόρων και αποζηµίωση για τις ζηµιές στην Κωνσταντινούπολη.
Η Κρήτη έγινε αυτόνοµη κάτω από οθωµανική κυριαρχία και απέκτησε ακόµη ως
κυβερνήτη τον Έλληνα πρίγκιπα Κωνσταντίνο.
Μακεδονία
Το Μακεδονικό Ζήτηµα άρχισε να παίζει κάποιο ρόλο περίπου από το 1870 (βλ.
Spiegel Historiael, 1996 nr. 2 ). Σ' αυτήν την κατοικηµένη από πολλές εθνότητες
περιοχή έζησαν Έλληνες από την αρχαιότητα µέχρι σήµερα. Επί πλέον πολλοί
Έλληνες στο βασίλειο, µε βάση την ήδη ονοµαζόµενη θεωρία περί της συνέχειας,
ένιωθαν ένα δυνατό δεσµό µε τη Μακεδονία, ως πατρίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεµο του 1878 αρχικά ορίστηκε ότι η Μακεδονία θα
αποτελούσε µέρος ενός Μεγάλου Βουλγαρικού Κράτους. Στη διάσκεψη του
Βερολίνου τη χρονιά εκείνη αποφασίστηκε εν τούτοις πως η περιοχή θα επέστρεφε
στην οθωµανική κυριαρχία. Αυτό συνέβη κυρίως κάτω από την πίεση της Αγγλίας
και Αυστρο-Ουγγαρίας, οι οποίες φοβήθηκαν µεγάλη ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια
µέσω ενός Μεγάλου Βουλγαρικού Κράτους, µε πελατειακή σχέση.
Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι
Το γεγονός ότι τα Βαλκάνια δεν ξαναηρέµησαν έκτοτε, αποδείχτηκε δυο χρόνια µετά
τα γεγονότα του Σεράγεβου, τα οποία οδήγησαν στο ξέσπασµα του Πρώτου
Παγκοσµίου Πολέµου.
Τελικά ο Βασιλιάς ενέδωσε κάτω από φοβερή πίεση και η Ελλάδα το 1917 τάχθηκε
µε τους ∆υτικούς Συµµάχους. Αυτοί υπαινίχθηκαν πως η Ελλάδα θα µπορούσε να
περιµένει ως ανταµοιβή τη Βόρεια Ήπειρο, τα ∆ωδεκάνησα(µε εξαίρεση τη Ρόδο) και
µια ζώνη της ∆υτικής Μικράς-Ασίας.
Μετά τη συµφωνία του Μούδρου για κατάπαυση του πυρός (Οκτώβρης 1918) η
Ελλάδα κατέλαβε το µεγαλύτερο µέρος της Θράκης, ενώ το 1919 µε την άδεια των
∆υτικών Συµµάχων έστειλε στρατεύµατα στη Σµύρνη, η οποία καταλήφθηκε µαζί µε
τη γύρω περιοχή. Με τη συνθήκη των Σεβρών ορίστηκε ότι η περιοχή γύρω από τη
Σµύρνη θα διοικούνταν για πέντε χρόνια από την Ελλάδα, αν και επίσηµα θα
παρέµενε κάτω από τουρκική κυριαρχία. Μετά από πέντε χρόνια, ένα τοπικό
συµβούλιο θα όριζε αν η περιοχή θα γινόταν για πάντα ελληνική ή θα δινόταν πίσω
στην Τουρκία.
Το ξέσπασµα του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου είχε ήδη τις επιπτώσεις του στους
Οθωµανούς Έλληνες, οι οποίοι άρχισαν να υποφέρουν από την αυξανόµενη
επιθετικότητα από την πλευρά της τουρκικής εξουσίας. Η άνοδος του Μουσταφά
Κεµάλ σήµαινε µία περίοδο ανοιχτής και αιµατηρής καταδίωξης των Ελλήνων της
Ανατολίας, οι οποίοι ήδη κατοικούσαν σχεδόν 2000 χρόνια στη δυτική ακτή της
Τουρκίας και στην βόρειο-ανατολική περιοχή, τον ονοµαζόµενο Πόντο. Είναι
δύσκολο να πει κανείς επακριβώς πόσοι έπεσαν θύµατα της τροµοκρατίας. Το πιο
πιθανό είναι ότι ήσαν περισσότεροι από τριακόσιες χιλιάδες.
Η αυξανόµενη δύναµη των Κεµαλιστών οδήγησε το Μάρτιο του 1921 σε µια µεγάλη
ελληνική επίθεση προς την περιοχή της Άγκυρας. Σκοπός της ήταν η εξόντωση του
Μουσταφά Κεµάλ και µ' αυτόν τον τρόπο η εξασφάλιση της ελληνικής θέσης στη
Μικρασία. Οι Έλληνες υπολόγιζαν στη βοήθεια των ∆υτικών Συµµάχων. Βασίστηκαν
στην προφορική υποστήριξη του Άγγλου Πρωθυπουργού, Γεωργίου Λόυδ. Εν τούτοις
η Γαλλία και η Ιταλία δεν βοήθησαν την ελληνική ενέργεια και γι' αυτό η Αγγλία ,
όταν έφθασε η στιγµή, παρ' όλες τις ωραίες υποσχέσεις, δήλωσε αυστηρά ουδέτερη.
Η ελληνική επίθεση σταµάτησε λίγο πριν από την Άγκυρα. Το επόµενο καλοκαίρι οι
Τούρκοι έκαναν αντεπίθεση που κατέληξε σε ολοκληρωτική ήττα της ελληνικής
στρατιάς. Κατά τη διάρκεια της καταστροφής της Σµύρνης που ακολούθησε, όπου
χιλιάδες Έλληνες και Αρµένιοι έχασαν τη ζωή τους, οι ∆υτικοί Σύµµαχοι
παρακολουθούσαν αδρανείς.
Η τουρκική νίκη, που στην Ελλάδα είναι γνωστή ως η Μεγάλη Καταστροφή, έσβησε
κυριολεκτικά τη Μεγάλη Ιδέα. Η συνθήκη της Λοζάννης που υπογράφτηκε τον
Ιούλιο 1923 συνετέλεσε ώστε η Ελλάδα να χάσει ένα µεγάλο µέρος από τα εδάφη της
που είχε κερδίσει µε τη συνθήκη των Σεβρών. Η ανατολική Θράκη ξαναεπέστρεψε σε
τουρκικά χέρια και όσο για την παράδοση της Βορείας Ηπείρου και των
∆ωδεκανήσων δεν έγινε καν λόγος. Αυτά τα µέρη παρέµειναν στην Αλβανία και
Ιταλία αντίστοιχα. Μόλις το 1948 η Ιταλία παραχώρησε τα ∆ωδεκάνησα στην
Ελλάδα. Εν τούτοις οι Έλληνες το 1923 κράτησαν τη ∆υτική Θράκη.
Πολύ δραµατικές συνέπειες είχε ο ορισµός της συνθήκης, σύµφωνα µε τον οποίο ο
ελληνο-ορθόδοξος πληθυσµός της Μικράς Ασίας(εκτός από τους κατοίκους της
Κωνσταντινούπολης και των νησιών Ίµβρου και Τενέδου) έπρεπε ν' αναχωρήσει για
την Ελλάδα και οι Μουσουλµάνοι της Ελλάδας (εκτός απ' αυτούς της ∆υτικής
Θράκης) να αποµακρυνθούν προς την Τουρκία. Σ' αυτήν την τεράστια εθνική
εκκαθάριση είχαν εµπλακεί περίπου ένα εκατοµµύριο εκατό χιλιάδες Έλληνες και
σχεδόν τετρακόσιες χιλιάδες Τούρκοι.
Αυτό ήταν έργο του Βενιζέλου, του εξαφανισµένου από την πολιτική σκηνή για οκτώ
χρόνια, ο οποίος τότε έγινε εκ νέου Πρωθυπουργός της Ελλάδας. Εντωµεταξύ
πεπεισµένος πως η Μεγάλη Ιδέα ανήκε για πάντα στο παρελθόν, άσκησε µία πολιτική
που απέβλεπε σε καλύτερες σχέσεις µε τους γείτονες της Ελλάδας. Αυτό οδήγησε σε
µια ελληνοτουρκική προσέγγιση που επικυρώθηκε µε τη συνθήκη φιλίας της
Άγκυρας το 1930, µε την οποία αναγνωρίστηκαν τα αµοιβαία σύνορα. Η συνθήκη
αυτή επέφερε µία περίοδο καλών σχέσεων που διήρκεσαν µέχρι το ξέσπασµα του
∆ευτέρου Παγκοσµίου Πολέµου. Το 1934 έγινε ακόµη και µια αµυντική συµµαχία
ανάµεσα στην Ελλάδα, Τουρκία, Γιουγκοσλαβία και Ρουµανία, το ονοµαζόµενο
Βαλκανικό Σύµφωνο.
Μετά τον πόλεµο, τα ∆ωδεκάνησα περιήλθαν στα χέρια των Ελλήνων µε τη συνθήκη
των Παρισίων. Η Ελλάδα και η Τουρκία ξαναβελτίωσαν τις σχέσεις τους. Από τη µια
µεριά µε τις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις ένιωθαν και οι δυο να πιέζονται από τον
κοµµουνισµό και ήξεραν ότι υποστηρίζονται από τις Ηνωµένες Πολιτείες, από την
άλλη πλευρά µε τη βοήθεια Μάρσαλ, µέσω της οποίας ήσαν και οι δυο συνδεδεµένες
µε την ενδοευρωπαϊκή οικονοµική συνεργασία. Η αγωνία για τα σχέδια του Στάλιν
οδήγησε τις Ηνωµένες Πολιτείες προς το ∆όγµα Τρούµαν, το οποίο προµηνούσε ένα
τεράστιο οικονοµικό και στρατιωτικό πρόγραµµα βοήθειας για την Ελλάδα και
Τουρκία.
Το 1951 η Ελλάδα και Τουρκία έγιναν µέλη του ΝΑΤΟ. Επίσης ήρθαν σε
διαπραγµατεύσεις µε τη Γιουγκοσλαβία για οικονοµική και στρατιωτική
συνεργασία ,πράγµα που τελικά κατέληξε στη συνθήκη της Άγκυρας (1953) και του
Μπλεντ (1954), µε την οποία οι τρεις χώρες συνήψαν ένα στρατιωτικό σύµφωνο.
Αυτό για την ώρα υπήρξε το υψηλότερο σηµείο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης.
Ένα χρόνο αργότερα δεν έµεινε τίποτε, παρ' όλες τις καλές προθέσεις.
Στην Κύπρο φάνηκε το πρόβληµα να φτάνει σε κάποια λύση, όταν το νησί το 1960
απέκτησε την ανεξαρτησία του από τη Μ. Βρετανία. Ο τρόπος µε τον οποίο
οργανώθηκε η διοίκηση του νέου κράτους, υπήρξε, παρ΄ όλα αυτά, η αφορµή για
επανειληµµένες τριβές µεταξύ των κοινοτήτων, οι οποίες µε τη σειρά τους
προξένησαν ξανά εντάσεις µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Το 1964 ξέσπασε µια
κρίση στην Κύπρο κατά την οποία η τουρκική αεροπορία προξένησε βοµβαρδισµούς,
σχεδόν πόλεµο µεταξύ των δύο συµµάχων του ΝΑΤΟ. Μόνο µετά από µεγάλη πίεση
οι Ηνωµένες Πολιτείες κατάφεραν να τον σταµατήσουν. Το 1974 η κυβέρνηση των
Συνταγµαταρχών, κάτω από την οποία στέναζε τότε η Ελλάδα, οργάνωσε ένα
πραξικόπηµα στην Κύπρο εναντίον της νόµιµης κυβέρνησης. Αν και η κατάληψη της
εξουσίας απέτυχε, αυτό στάθηκε αφορµή για την Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο
και να καταλάβει στρατιωτικά το βόρειο τµήµα του νησιού. Οι Ηνωµένες Πολιτείες
ξανά, µετά από πολύ πίεση, κατάφεραν να εµποδίσουν την τελευταία στιγµή έναν
πόλεµο µεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Η τουρκική κατοχή εξακολουθεί να διαρκεί
ακόµη και δηµιουργεί ένα τεράστιο εµπόδιο στη βελτίωση των σχέσεων.
Οι εντάσεις γύρω από την Κύπρο προξένησαν ακόµη µερικές συγκρούσεις τις οποίες
όλες µαζί θα µπορούσε να ονοµάσει κανείς "Πρόβληµα Αιγαίου". Αυτό µαζί µε το
Κυπριακό καθορίζουν σε µεγάλο βαθµό τις άσχηµες σχέσεις που συνεχίζονται µέχρι
σήµερα. Οι σηµαντικότερες διαφωνίες είναι η επέκταση των ελληνικών χωρικών
υδάτων και ο ελληνικός εναέριος χώρος, καθώς επίσης η στρατιωτικοποίηση των
νησιών του Αιγαίου Πελάγους και η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Τα ελληνικά χωρικά ύδατα εκτείνονται σε έξι ναυτικά µίλια από την ακτή, αλλά η
Αθήνα διατηρεί το δικαίωµα µετά από συµφωνία της διάσκεψης του Μοντέγκο Μπέι
(1982), να τα επεκτείνει στα δώδεκα ναυτικά µίλια. Η Τουρκία, που δεν έχει
επικυρώσει τη συµφωνία του Μοντέγκο Μπέι, ανακοίνωσε ότι η επέκταση των
ελληνικών χωρικών υδάτων σηµαίνει αιτία πολέµου (casus belli). Η τουρκική πλευρά
φοβάται πως το Αιγαίο Πέλαγος θα µετατραπεί σε ελληνική εσωτερική θάλασσα,
ένας φόβος που συνδέεται άµεσα µε τη διαµάχη για την οριοθέτηση της
υφαλοκρηπίδας. Επειδή υπάρχει η υπόνοια πως βρίσκεται εκεί πλούσιος υπόγειος
πλούτος, διεκδικούν και οι δύο χώρες το µεγαλύτερο κοµµάτι της υφαλοκρηπίδας.
Ο καβγάς για τον εναέριο χώρο συνίσταται στο ότι η Ελλάδα διεκδικεί µια ζώνη δέκα
µιλίων από την ακτή, ενώ η Τουρκία κρατά µια ζώνη έξι µιλίων. Στην
αµφισβητούµενη περιοχή τουρκικά και ελληνικά πολεµικά αεροπλάνα καταδιώκονται
µεταξύ τους σε µόνιµη βάση, και έτσι µπορεί ν' ακούει κανείς καθηµερινά ειδήσεις
για παραβιάσεις του εναέριου χώρου. Τις περισσότερες φορές οι παραβιάσεις
περιορίζονται σε αψιµαχίες, αλλά µερικές φορές κάτι πάει πράγµατι στραβά, όπως
τον Ιούνιο 1992, όταν ένας Έλληνας πιλότος έχασε τη ζωή του.
Το 1976 και 1978 η Ελλάδα έφερε το πρόβληµα Αιγαίου στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο της
Χάγης. Η Τουρκία αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του ∆ικαστηρίου σ' αυτό το θέµα και
έτσι είναι αδύνατη κάποια απόφαση. Η Τουρκία στοχεύει σε µια διµερή λύση, ενώ η
Ελλάδα νοµίζει πως, όντας ο ασθενέστερος εταίρος, θα επωφεληθεί φέροντας προς
συζήτηση το ζήτηµα σε διεθνές πλαίσιο.
Επιλογή Βιβλιογραφία
***
Η άποψη του ίδιου του ανθρώπου για τον εαυτό του δεν είχε την τύχη να
ακολουθήσει µια γραµµική πορεία στην ιστορία των ιδεών. Συνεχείς ανατροπές,
επαναλήψεις και µεταλλαγές οδήγησαν το µίτο του σχετικού προβληµατισµού µέχρι
τις µέρες µας, όπου σήµερα πια µια ερµηνεία του ανθρώπου ως γεγονότος µιας απλής
συλλογιστικής ικανότητας, ως "ζώου λόγον έχοντος" αµφισβητήθηκε οριστικά1. Η
συστατική όµως ανθρώπινη ιδιότητα της σωµατικότητας δεν τονίσθηκε µέχρι σήµερα,
παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, µε τον τρόπο που θα έπρεπε. Το σώµα όµως είµαστε
εµείς. Είναι η πρώτη αυτεπίγνωση της υποκειµενικότητάς µας2, η πρώτη αίσθηση της
µορφής της ύλης3 του κόσµου που ψηλαφούµε και πάνω από όλα ο εικονισµός της
ιδιοπροσωπίας µας4. Η συµπεριφορά µας νοείται µόνο ως σωµατική µας έκφραση
απέναντι στον Άλλον, στα πλαίσια δηλαδή µιας σχέσης5. Κι εφόσον αναφερόµαστε
σε σχέση διαπροσωπική, µιλάµε για σχέση κοινωνική, άρα πολιτική.
Με βάση λοιπόν αυτό το ιερό κέντρο προσδιορίζονται 4 σταθερά σηµεία µέσα στο
χώρο : Βορράς, Νότος, Ανατολή, ∆ύση, ώστε ο χώρος να µορφοποιείται σταυρικά
γύρω από τον αφετηριακό άξονα10. Περαιτέρω, µε βάση αυτά τα 4 κοσµικά σηµεία
αποκτάται η πρώτη επίγνωση των αριθµών και της ιερής λειτουργίας τους: Οι αριθµοί
συγκροτούν και φανερώνουν τη ζωή και κοσµιότητα που συνιστά τη ζωή11. Η σχέση
της µορφής και του κάλλους µε τη βεβαίωση της ζωής και η σχέση των αριθµών µε
τη συγκρότηση της µορφής και κοσµιότητας της ζωής, είναι µάλλον η πρώτη αφορµή
και αφετηρία για τη διάκριση των νοητών από τις αισθητές πραγµατικότητες.12 Έτσι,
το σώµα γίνεται η πρώτη και κύρια αισθητή πραγµατικότητα, αυτεπίγνωση και βίωση
του παλµού της ζωής. ∆εν είναι τυχαίο ότι στους δύο πιο γνωστούς νεολιθικούς
οικισµούς που φιλοξενούνται στον ελληνικό χώρο, στο Σέσκλο και ∆ιµήνι της
Θεσσαλίας, τα ευρεθέντα αγγεία φέρουν γραµµικά διακοσµήµατα γεωµετρικού
ρυθµού που αναπαριστούν την προαναφερθείσα τάξη, ενώ µε την αρχή της
νεολιθικής πλαστικής που λαµβάνει χώρα στις Κυκλάδες, το γυµνό σώµα του
ανθρώπου σε στιγµές καθηµερινότητας γίνεται η πρώτη θεµατική13.
Η σωµατικότητα όµως, πέρα από αίσθηση του εαυτού µας, αποτελεί και τον ίδιο το
λόγο επιβίωσης του ανθρωπίνου γένους. Η ίδια η εξελικτική πορεία του είδους προς
µορφές υψηλότερης νοητικής αντίληψης και πνευµατικής στάθµης14 βασίζεται στην
ιστορία της σωµατικής µεταλλαγής του ανθρώπου15, αντικείµενο ξεχωριστής
έρευνας από την επιστήµη της φυσικής ανθρωπολογίας. Περαιτέρω, η ίδια η ιστορία
του αστικού χώρου, µε πρόγονη κατάσταση τη δηµιουργία των πρώτων οικισµών16
σαφώς και προϋποθέτουν την ιλιγγιώδους σηµασίας µετάβαση από το
τροφοσυλλεκτικό στο γεωργικό στάδιο.17 Προϋπόθεση όµως αυτών είναι η
εξοικείωση του ίδιου του ανθρώπου µε το φυσικό κίνδυνο που τον περιβάλλει. Μια
εξοικείωση η οποία, ανεξάρτητα από τις επιβοηθητικές εργαλειακές επινοήσεις του
ανθρώπου18, προϋποθέτει τη νίκη του σώµατος επί του σώµατος, την υπεροχή της
βίας.
Έτσι λοιπόν, διαπιστώνεται ότι ο φυσικός κίνδυνος εισαγάγει για πρώτη φορά το
ζήτηµα της σωµατικής υπεροχής, η οποία επεκτείνεται ως τρόπος προσέγγισης και
στη σχέση των δύο φύλων αλλά σαφώς και στο ζήτηµα του ανθρώπινου κινδύνου:
του εχθρού. Μπορεί η συγκρότηση σταθερότερων και ευρύτερων οµάδων να
συνδέεται άµεσα µε τη δυνατότητα καλλιέργειας της γης21 αλλά η δηµιουργία ζωής
άστεως συνδέεται αποκλειστικά µε την ανάγκη αντιµετώπισης του ανθρώπινου
κινδύνου22. Η αυτοάµυνα ενός συλλογικού τρόπου βίου έναντι µιας άλλης
ανθρώπινης συσσωµάτωσης γίνεται αποκλειστικά µε όρους σώµατος, βίας, γι' αυτό
και προεξάρχον χαρακτηριστικό του άστεως είναι η περίτεχνη κατασκευή
εξωτερικών τειχών. Ο ελληνικός χώρος φιλοξένησε στην περιοχή της Μικράς Ασίας
πολιτείες που είχαν κτισθεί µε σκοπό την προστασία από τους εχθρούς της ξηράς,
ενώ στην περίπτωση των ανακτόρων της Κρήτης, το είδος της τοιχοδοµίας φανερώνει
το σκοπό προστασίας έναντι θαλασσίων εχθρών23 .Η Μεγαλόνησος, διηρηµένη από
τα βουνά της µεταξύ πολυάριθµων αντίζηλων οµάδων που ζούσαν σε ανεξάρτητα
χωριά, βρισκόταν σε αδιάλειπτους εδαφικούς πολέµους, µέχρι να ενωθεί υπό την
εξουσία ενός βασιλιά24.
Η πολιτική οργάνωση των κοινωνιών της µινωικής και κατόπιν της µυκηναϊκής
εποχής δεν είναι τυχαίο ότι συνοψίζεται στην έννοια του φυλετικού κράτους25, που
λειτουργεί κυρίως ως στρατιωτικός µηχανισµός. Επικεφαλής αυτού είναι ένας
αρχηγός, η εξουσία του οποίου αρχικά πήγαζε από την συνέλευση των πολεµιστών.
Αργότερα όµως έγινε κληρονοµικός.
Η σωµατικότητα όµως δεν περιορίζεται απλά στο πεδίο της ταξικής διάκρισης. Η
έλλειψη οποιασδήποτε φύσεως δίκης κατά την οµηρική εποχή συµβαδίζει αφενός µε
την απόλυτη εξουσία του µονάρχη και την έλλειψη δηµόσιων δικαιοδοτικών οργάνων,
αφετέρου όµως υποτάσσεται στο έθος της οικογένειας να υπερασπίσει µόνη της τον
εαυτό της και να εκδικείται. Η βία είναι αυτή που κυριαρχεί και προέχει, ενώ η
αλήθεια του σώµατος και των ιδιοτήτων του αυτές που βασιλεύουν33.
Ας µην αµελούµε την σηµαντικότητα του γεγονότος ότι η σκύλευση του σώµατος
ενός νεκρού, αποτελούσε την ύστατη ταπείνωση για το θανόντα και τους οικείους του.
Στην Ιλιάδα,34 µας παρατίθεται µια συγκλονιστική περιγραφή της µάχης για την
περίσωση του σώµατος του νεκρού Πάτροκλου προς αποφυγή της σκύλευσής του,
ενώ στο ίδιο έργο, ο θάνατος του Έκτορα συνοδεύεται από τον εξευτελισµό της
σάρκας του35 από τον Αχιλλέα, (ο οποίος ήδη γνωρίζει ότι αυτή η πράξη θα επιφέρει
το θάνατό του, παρόλα αυτά όµως την αποτολµά) , ως µοναδικού τρόπου
επιβεβαίωσης του θανάτου.
Η µετάβαση από τον τύπο του φυλετικού κράτους, ως µορφής πολιτικής οργάνωσης,
στον τύπο της πόλης-κράτους σηµαδεύτηκε και µε µια αλλαγή στον τρόπο αντίληψης
και νόησης του σώµατος. Η αποδυνάµωση του βασιλικού θεσµού ήρθε µετά από
σειρά στρατιωτικών αποτυχιών, που κλόνισαν ανεπανόρθωτα το κύρος του, έτσι ώστε
να αφαιρεθούν τελικά οι βασιλικές αρµοδιότητες της αρχιστρατηγίας και να
θεσµοθετηθεί ιδιαίτερο αιρετό αξίωµα στρατιωτικού αρχηγού36.Παράλληλα µε την,
για ποικίλους λόγους άνοδο της αριστοκρατίας καθώς και την ανάγκη για τη
δηµιουργία ενός κέντρου για τη συνεύρεση των πολιτών και τη συγκέντρωση των
δραστηριοτήτων του κράτους37, οι δεσµοί µεταξύ των πρώην υπηκόων του βασιλιά
είχαν αρχίσει ήδη να πυκνώνουν, έτσι ώστε η µετάβαση στον τύπο της πόλεως
κράτους να συνοδεύεται και από λίγες αλλά ουσιαστικές αλλαγές στη συµµετοχή
έστω και µικρού µέρους των πολιτών στο δηµόσιο βίο. ∆ηλαδή, συστάθηκε βουλή
κατά κάποιο τρόπο αντιπροσωπευτική και έλαβε το ρόλο του νοµοθετικού
σώµατος38. Σε αρκετές πόλεις η βουλή σχηµατιζόταν από εκπροσώπους φυλών ή
συχνά προερχόταν από περιφέρειες, έτσι ώστε σταδιακά να προβάλλεται και το
κριτήριο της εντοπιότητας έναντι αυτού της αιµατοσυγγένειας39.Έτσι, η έννοια της
"πόλεως" άρχισε να διευρύνεται ώστε να υπαχθεί σε αυτήν τελικά και η έννοια του
κράτους που ως χαρακτηριστικό γνώρισµά του έχει το γεγονός ότι στη διακυβέρνηση
λαµβάνουν µέρος και οι πολίτες40.
Η σύλληψη της έννοιας του πολίτη συνεπάγεται σαφώς και µιαν αλλαγή στον τρόπο
νόησης του σώµατος. Πιο συγκεκριµένα, ο πολίτης, στο βαθµό που συµµετέχει στον
κοινό βίο µε δηµόσια αξιώµατα, αποκτά ως σύστοιχη ιδιότητά του την "ευθύνη", κι
έτσι το σώµα του δεν είναι πια η µυϊκή µάζα που επιδιδόταν σε έναν άγριο αγώνα
εναντίον των εχθρών αλλά και γνώριζε ότι κινδύνευε να εγκαταλειφθεί στο πεδίο της
µάχης από τους οµοπάτριούς του για το λόγο ότι δεν υπολογιζόταν η αξία του41. Το
σώµα του υπηκόου µετατρέπεται σε σώµα του πολίτη ο οποίος πρώτη υποχρέωση
απέναντι στην πόλη έχει τη στρατιωτική, την ανά πάσα στιγµή ετοιµότητά του προς
πόλεµο42. Είναι αυτήν ακριβώς την περίοδο που ο πολίτης οφείλει να διατηρείται σε
καλή φυσική κατάσταση και γι' αυτό ακριβώς το λόγο έχουµε, µόλις από τον 7ο
αιώνα π.Χ., πληροφορίες για την ύπαρξη προγράµµατος ασκήσεων κλασσικής
γυµναστικής ή οµαδικών43. Όχι τυχαία, τότε αρχίζει να λαµβάνει έκταση και
διάδοση η φυσική αγωγή και παράλληλα τότε πρωτοεµφανίζεται και το γυµνάσιο στις
ιστορικές πηγές44. Ο αθλητισµός από προνόµιο των ευγενών επεκτείνεται ως
συνήθεια και σε άλλες κοινωνικές τάξεις κι έτσι η αγωνιστική αποκτά ευρύτερη
απήχηση45.
Συγχρόνως όµως το σώµα, ως σώµα του υπεύθυνου πολίτη, είναι και σώµα που
καλείται να υποστεί τις συνέπειες οποιασδήποτε συµπεριφοράς του. Πιο
συγκεκριµένα, ο θεσµός του "δανείζεσθαι επί σώµασιν"46 που συνοδεύτηκε από την
καθιέρωση της σεισάχθειας και απαγορεύτηκε από το Σόλωνα47, είναι ενδεικτικός
της σηµασίας του σώµατος την εποχή εκείνη. Ο υπεύθυνος πολίτης στο βαθµό που
δεν είχε τα οικονοµικά αποθέµατα να εξοφλήσει τα χρέη του, εξανδραποδιζόταν ο
ίδιος και πωλείτο ως δούλος, καλώντας έτσι το σώµα του να καταδείξει τη µόνη
αλήθεια της εποχής, που ήταν η µετατροπή του τελευταίου σε παραγωγική µηχανή,
άρα σε χρηµατική αξία. Το φαινόµενο αυτό, που στο τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. έγινε
αφόρητο, οδήγησε το διαλλακτή Σόλωνα στην καταπολέµησή του µε την απαγόρευση
του θεσµού48.
Η αλήθεια όµως του σώµατος έρχεται τώρα πια να εκφρασθεί και µέσα από το θεσµό
της δουλείας. Η δουλεία κατά τα οµηρικά χρόνια ήταν περιορισµένη στον ελληνικό
χώρο, ενώ µαρτυρείται και µια σχετικά αρµονική σχέση µεταξύ κυρίων και δούλων49.
Στον Όµηρο µάλιστα συναντούµε την περιγραφή µιας "φαντασιακής θέσµισης" της
κοινωνίας στη βάση της παροχής υπηρεσιών από αυτοµατοποιηµένα ροµπότ που
έχουν κατασκευαστεί από τον Ήφαιστο50. Στην αρχαϊκή όµως εποχή, οι διάφορες
κοινωνικοπολιτικές αλλαγές συνεπάγονται την αύξηση του αριθµού των
υποδουλοθέντων. Η κυριότερη πηγή της είναι ο πόλεµος και η δουλεία επέρχεται ως
αποτέλεσµα της σωµατικής αδυναµίας51. Η σωµατική αυτή αδυναµία, είτε
συλλογική είτε ατοµική µαρτυρά την κατωτερότητα του νικηµένου ο οποίος καλείται,
µε την υπαγωγή του σώµατός του στη διάθεση του νικητή, να υποδηλώσει ότι χωρίς
τη σωµατική ρώµη που συνεπάγεται τη νίκη δεν αξίζει η ελευθερία σε έναν άνθρωπο.
Mέχρι τώρα λοιπόν παρατηρούµε ότι η σωµατικότητα συνιστά το πρώτο και κύριο
τρόπο προσέγγισης των ανθρώπων που είναι συγκρουσιακός. το σώµα προτάσσεται
αµυντικά απέναντι στον άλλον, ο φόβος για το ξένο κυριαρχεί και το πρίσµα θέασης
των ανθρώπινων σχέσεων είναι η σύγκρουση, η αναµέτρηση µε το σώµα, η µάχη.
Με την άνοδο της εµπορικής τάξης, οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που έλαβαν χώρα
επέφεραν σηµαντικές µεταβολές και στο πολιτικό πεδίο55. Η διεύρυνση των
δηµοκρατικών θεσµών, µε αποκορύφωµα την παροχή του δικαιώµατος του εκλέγειν
και εκλέγεσθαι στα δηµόσια αξιώµατα, έφερε στο προσκήνιο ως αποκλειστικό
διαχειριστή των υποθέσεων της πόλεως το ενωµένο σώµα των πολιτών56.Η ανάληψη
όµως των δηµοσίων αξιωµάτων από τους πολίτες επιβάλλει το µετριασµό της
πρόταξης αποκλειστικά της προτεραιότητας του σώµατος και τη συνεκτίµηση άλλων
ηθικών και ψυχικών χαρισµάτων. (Ενδεικτικά αναφέρουµε µόνο το παράδειγµα του
Σόλωνος που εξαίροντας τη σηµασία του µέτρου αναζητά κάτι πέρα από τους νόµους,
κι αυτό είναι η γνωµοσύνη, η διαίσθηση του ορθού και θέληση για πραγµατοποίησή
του57.). Εκτός αυτών όµως, η καλλιέργεια του αρµονικού σώµατος κατά την πρώιµη
κλασσική εποχή ετίθετο και ως προϋπόθεση ανταπόκρισης στην κοσµική αρµονία
του σύµπαντος58 και γι' αυτό ακριβώς το λόγο συνδεόταν και µε θρησκευτικές
προεκτάσεις. Το καλλιεργηµένο σώµα σήµαινε ουσιαστικά την κυριαρχία ανάµεσα
στο πάθος και το λόγο, την κυριαρχία του µέτρου59 και οι πολιτικές προεκτάσεις
µιας τέτοιας σύλληψης είναι αυτονόητες60. Οι Αθηναίοι πολίτες δεν υποβάλλονταν
σε βασανιστήρια61 αφού πια το σώµα του ελεύθερου πολίτη αποτελούσε το µέσο
έκφρασης της διαχείρισης των κοινών πραγµάτων από ένα δηµόσιο αξιωµατούχο.
Ούτε όµως και οι σωµατικές ποινές επιτρέπονταν σε ένα ελεύθερο πολίτη62 αφού πια
την αλήθεια του σώµατος ερχόταν να ανταγωνισθεί το αυξανόµενης σηµασίας
πνεύµα και ο ηθικός χαρακτήρας. Έτσι, την ελευθερία του πολίτη, απαράβατη
προϋπόθεση λειτουργίας του πολιτεύµατος, εγγυόταν ήδη ο όρκος των βουλευτών63,
ενώ παράλληλα είχε θεσπιστεί και δηµόσια αγωγή (actio popularis) κατά τέτοιων
πράξεων, γραφή ανδραποδισµού64.
Η γένεση και ανέλιξη της αθηναϊκής δηµοκρατίας συντελείται στην περίοδο ανάµεσα
στο 592 και 462π.Χ65. Έκτοτε γνωρίζει περιορισµένες θεσµικές αλλαγές. Κοµβικό
σηµείο για την πορεία της αποτελούν οι µηδικοί πόλεµοι. Η αισιοδοξία που
επακολούθησε των πολέµων αυτών, παράλληλα µε τη διεύρυνση των πολιτικών
ελευθεριών66 καθώς και την συσσώρευση του πλούτου που εισέρευσε από διάφορες
δραστηριότητες67 στην πόλη, έθεσαν το ζήτηµα του σώµατος σε άλλη βάση. Η
εκκαθολίκευση των πολιτικών δικαιωµάτων σε συνδυασµό µε την ευχερή και συχνά
παράτυπη ψήφιση και µεταβολή των νόµων καθώς και γενικότερα οι εµπειρίες της
δηµόσιας ζωής κλόνισαν την αξιοπιστία των νόµων και έθεσαν το πρόβληµα της
ηθικότητας εξ αρχής68.Η σοφιστική διδασκαλία θέτοντας θεµελιώδη ερωτήµατα για
την αντίθεση νόµου -φύσεως και συνεπώς θεµελιακά ηθικά προβλήµατα69
συνάντησε ως ανασχετική της τη σωκρατική διδασκαλία µε κύριο ζητούµενο την
αρετή. Σαφέστατα βέβαια, το σώµα παραµένει σε µια πρώτη προτεραιότητα για το
λόγο µάλιστα ότι στον ελεύθερο άνθρωπο είναι που ταιριάζει η άσκησή του70. ∆εν
είναι τυχαίο ότι οι σωκρατικοί διάλογοι διαµείβονται στις αθλητικές εγκαταστάσεις71,
όµως ο στόχος του Σωκράτη, η αρετή, νοείται πια ως δικαιοσύνη στη ψυχή σε
αναλογία προς την υγεία του σώµατος72. Ο Σωκράτης, ταυτίζοντας την αρετή µε τη
γνώση του αγαθού και µε απώτερο σκοπό την αγαθότητα,73 θέλησε να µετατοπίσει
τη στοχοθεσία του πολίτη, πάντα εντός των πλαισίων του κοινωνικού βίου, προς την
εύρεση της αρετής ως του δίκαιου και ορθού βίου74. Συνυφασµένη µε τα
προαναφερθέντα είναι και η παρατήρηση της αξιοθαύµαστης ισορροπίας ανάµεσα
στην εξύµνηση της ανδρείας και των ψυχικών χαρισµάτων των Αθηναίων πολιτών
στον Επιτάφιο του Περικλή75.
Συνοψίζοντας, κατά τη χρονική περίοδο µετά τους µηδικούς πολέµους και πριν από
την έναρξη του πελοποννησιακού, παράλληλα µε τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές,
δόθηκαν και τα πρώτα ερεθίσµατα προβληµατισµού σχετικά µε το βαθµό
προτεραιότητας στην καλλιέργεια του σώµατος και της ψυχής. Η ιερότητα του
σώµατος του πολίτη παρέµεινε ως συστατικό στοιχείο σύλληψης της έννοιας της
σωµατικότητας, αλλά ταυτόχρονα οι προεκτάσεις του προβληµατισµού έγιναν
αντιληπτές, έτσι ώστε το σώµα χωρίς να αποϊεροποιηθεί, να γειωθεί, να
εκκοσµικευθεί στα κοινωνικά πλαίσια. Ακριβώς σε αυτήν την κατεύθυνση κινούµενη
η τραγωδία της Αντιγόνης, διδαγµένη το 441 π.Χ., δοµεί την όλη θεµατική της, τη
σύγκρουση θείου και θετού νόµου (απότοκη του προαναφερθέντος προβληµατισµού),
πάνω στο θάνατο, πάνω σε ένα πτώµα που κείτεται άταφο. Με αυτόν τον τρόπο, ο
Σοφοκλής κλονίζει και τον αθηναϊκό νόµο που απαγόρευε την ταφή σε προδότες της
πατρίδας.
Η έλευση του πελοποννησιακού πολέµου (431-404), η κυριαρχία του αίµατος και της
βίας, καθώς και οι επακολουθήσασες πολιτικές αλλαγές δε µπορούσαν να µην
επηρεάσουν και το ζήτηµα της σύλληψης της έννοιας του σώµατος. Ο αποδεκατισµός
των πληθυσµών και η καταστροφή ολόκληρων πόλεων χάριν του συµφέροντος και
των ηγεµονικών τάσεων76 επέβαλε την πλήρη µεταστροφή του ενδιαφέροντος προς
τον αναστοχασµό για τις ανθρώπινες αξίες και το νόηµα του βίου. Ο Πλάτων,
διατυπώνοντας τη θεωρίας περί τριµερούς διάκρισης της ψυχής77, θέτει ως στόχο της
αγωγής και του ΄βίου, την αναγωγή της ψυχής µέσω της διαλεκτικής και της
ενόρασης από τον "βαρβαρικό βόρβορο"78 στην ιδέα του αγαθού, την αλήθεια79,
µέσω αναβαθµών από τη δόξα στην επιστήµη80. Οι αναβαθµοί αυτοί ουσιαστικά
νοούνται ως ερωτικοί επαναβασµοί81 µε τελικό στόχο το όµµα της ψυχής82 να
θεαθεί την αλήθεια83. Ορίζει βέβαια ο Πλάτων84 το σκοπό της γυµναστικής ως
ρυθµιστικού παράγοντα της αύξησης και φθοράς του σώµατος, που αποκαθιστά την
ανθρώπινη ισορροπία, παράλληλα όµως θεωρεί την αθλητική έξη ως υπνώδη και
σφαλερά για την υγεία85. Το σώµα πια ο Πλάτων θα το νοήσει ως αφετηριακό κακό
αλλά και επιδεκτικό µιας κάποιας αρετής86. Η παραµονή στο σώµα θα νοηθεί ως
καταδίκη και το τελευταίο θα ταυτισθεί µε το "σήµα"87. Το σώµα αυτόνοµο δεν
αξίζει παρά µόνο ως εικονισµός της ψυχής88, ενώ το φυσικό -αισθητό κάλλος ο
Πλάτων το εκδέχεται ως αφετηριακή µόνο οδό αναγωγής στα αρχέτυπα των ιδεών89.
Με τον Αριστοτέλη τίθεται για πρώτη φορά το ζήτηµα της µεταφυσικής του
σώµατος90, ο δεσµός του σώµατος µε τη ψυχή, που αναφέρεται στην ίδια την ουσία
του ανθρώπου. Ο Αριστοτέλης, κατανέµοντας σε τρία µέρη την ουσία του όντος, το
είδος, την ύλη και το εξ αµφοίν91,θεωρεί το είδος του σώµατος την τελική
πραγµάτωση της ύλης σε κάθε άνθρωπο, την εντελέχεια92, αφού το είδος αναφέρεται
στον τρόπο µε τον οποίο είναι το ον93. Το σώµα αποκτά βέβαια µιαν υποστατική
αυτονοµία, αφού δε µπορεί να νοηθεί η ψυχή χωριστά από αυτό, αλλά η εντελέχεια
της ψυχής προηγείται αξιολογικά94.Ο Αριστοτέλης θεωρούσε µάλιστα την αθλητική
έξη ως ανάξια ελευθέρων πολιτών95, συνιστούσε όµως παράλληλα την αποφυγή της
υπέρµετρης εκγύµνασης προς χάριν µιας καθολικής και ισορροπηµένης ενασχόλησης
µε όλα τα αγωνίσµατα96.
Μετά την πτώση της αθηναϊκής δηµοκρατίας, την τυραννία των τριάκοντα και την
βραχεία παλινόρθωση της δηµοκρατίας, οι απόψεις που κυριάρχησαν στο φιλοσοφικό
πεδίο δε σηµείωσαν κάποια θεαµατική µεταβολή στα προϋπάρξαντα πράγµατα. Οι
Στωικοί, µε κορυφαίο το Ζήνωνα, είδαν στη ψυχή την ευγενέστερη υλικότητα, τη
συµπύκνωση του πνεύµατος που εισχωρεί σε όλο το σώµα και εδράζεται στην
καρδιά98.
Στους Επικούρειους, η ψυχή νοείται ως αιτία της ζωής, κινήσεως του σώµατος και
λειτουργίας των αισθήσεων99, ενώ στη συνέχεια έχουµε την εµφάνιση και κυριαρχία
των νεοπλατωνιστών100 καθ' όλη την ελληνιστική εποχή µέχρι των Πλωτίνο και τα
πρώτα χριστιανικά χρόνια.
Ο αποδεκατισµός όµως του πληθυσµού από τους εµφυλίους πολέµους, τα δεινά που
επέφεραν καθώς και η τυραννία των τριάκοντα κλόνισαν την πίστη στην ενότητα του
πολιτικού σώµατος. Ήδη το 399 π.Χ., µε τους Μύριους της Αναβάσεως του Κύρου,
οι στρατιώτες είναι µισθοφόροι και µάταια ο ρήτορας ∆ηµοσθένης θα παραινεί τους
συµπολίτες του να ανεβούν οι ίδιοι πάνω στα πλοία και να πολεµήσουν ως
οπλίτες101. Ενάντια στο Μακεδόνα Φίλιππο θα επιστρατευθούν κυρίως µισθοφόροι,
αφού η εµπιστοσύνη στο συλλογικό σώµα µειώνεται και το ενδιαφέρον για τη
διαφύλαξη της ατοµικής ύπαρξης αυξάνεται. Ο στρατός θα επανδρωθεί µε
ελεύθερους πολίτες µόλις την κρισιµότερη στιγµή, στη µάχη της Χαιρώνειας το 338
π.Χ. όπου και θα ηττηθεί. Το 322 π.Χ., µετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, θα
ξανανικηθεί από τους Μακεδόνες ενώ το δηµοκρατικό πολίτευµα θα ανατραπεί
οριστικά το 318 π.Χ., κι έτσι το 146 π.Χ. ο ελληνικός χώρος θα γίνει ρωµαϊκή
επαρχία.
" Ήρθα σ' αυτόν τον κόσµο για να αγαπώ κι όχι για να µισώ"107.
Βιβλιογραφικές Παραποµπές
1) βλ. Martin Heidegger: Uber den Humanismus, Frankfurt a.M.
(Klostermann Verlag) σελ. 12
2) βλ. John C. Eccles, Facing Reality,, Springer Verlag, Heidelberg,
1970
3) Παρασκευόπουλος, 1, σελ. 51
4) Μαρκαντώνης σελ. 36
5) Μαρκαντώνης σελ.36
6) Πολιτικά Α,2, 1253 α
7) Γιανναράς 17
8) Μircea Eliade σελ. 200,317,318,319
9) Γιανναράς 18
10)Levi Strauss 239
11)Cassirer 174-176
12)Γιανναράς 19
13)Βλ. Κοκκόρου Αλευρά 33 επ.
14)Παγκόσµιος Ιστορικός τλας σελ.33
15)Unesco 33,325
16)Παγκ. Ιστορ. τλας 39, Unesco 91
17)Παγκ. Ιστορ. τλας 38, Unesco 247
18)Unesco 146, Σταυριανός σελ. 15,18
19)Unesco 484
20)Σταυριανός 54
21)Unesco 326
22)Unesco 397
23)Unesco 397
24)Durant 17
25) Ιστορία Ελλ. Έθνους 35
26)Ιστορ. Ελλ. Εθ. 36
27)Οδύσσεια ζ, 199
28)Πρβλ. Ιλιάδα Μ 243 επ.
29)Ιστορ. Ελ. Εθ. 42
30)Durant 66
31)Οδύσσεια φ 46, Ιλιάδα Ζ 313
32)Ιστορ. Ελ. Εθ. 42
33)Durant 67
34)Σ 217
35)Ιλιάδα Χ 376-436
36)Ιστορ. Ελ. Εθ. 48
37)Unesco 154
38)Ιστορ. Eλ. Εθ. 48
39)Ιστορ. Ελ. Εθ. 47
40)Ιστορ. Ελ. Εθ. 48
41)Unesco 142
42)Flacel. 299,302, Πλάτωνος Λάχης 185e
43)Τζάχου 27
44)Θέογνις Ελεγ. Β 1335-6
45)Τζάχου 28
46)Αριστοτέλους Αθηναίων Πολιτεία 6,1. 9,1
47)Όπως σηµείωση 39, 6,1. 10,1
48)Πλούταρχου Σόλων 15
49)Χ. Πάτσης λήµµα δουλεία
50)Ιλιάδα Σ 373
51)Flacel. 66
52)Ιστορ. Ελ. Εθ. 211
53)Τζάχου 28
54)Ιστορ. Ελλ. Εθ. 212
55)Όπως παραπάνω 47
56)Βλ. Σακελ. 107-110, Flacel. 47
57)Frgm 16
58)Ηράκλειτος frgm 29-30
59)Braunstein- Pepin 21
60)Όπως σηµ. 52
61)Ανδοκίδης Περι Μυστηρίων 43, Biscardi 423
62)∆ηµοσθένους Κατ' Ανδροτίωνος 55, Κατ' Αριστοκράτους 33
63)Σακέλ. 7
64)Σακελ. 7
65)Σακελ. 77
66)Βλ. και Περικλέους Επιτάφιος 36,37,40
67)Βλ. για αθηναϊκή συµµαχία Σακέλ. 419-426 και Επιτάφιος 38
68)Windelband-Heimsoeth 87
69)Όπως σηµ. 61
70)Πλάτωνος Λάχης 185e
71)Πλάτωνος Ευθύδηµος 272, Λύσις 206-207e
72)Πλάτωνος Πρωταγόρας 351b
73)Πλάτωνος Πρωταγόρας 358 c-d
74)Πλάτωνος Γοργίας 507-508
75)Θουκυδίδης B' 34 επ.
76)Ενδεικτικά Θουκυδίδης Ε 84-116
77)Πολιτεία Α όλο,5ο 449, 6ο 484, 7ο 514
78)Πολιτεία 533 d
79)Φαίδρος 64 β
80)Πολιτεία 534
81)Συµπόσιον 210 α-e
82)Πολιτεία Z 533 d2
83)Πολιτεία Ζ 527b-e
84)Πολιτεία Ζ στ
85)Πολιτεία Β' ιγ
86)Πολιτεία Γ' 403d
87)Κρατύλος 400c
88)Braunstein- Pepin 26
89)Συµπόσιο 211c, Braunstein -Pepin 27
90)Βλ. σχετικά Χρ. Γιανναρά Η µεταφυσική του σώµατος, σελ. 22
91)Μετά τα φυσικά Ζ' 3, 1029α
92)Περί Ψυχής Β' 412α
93)Hirschberger I, 192
94)Περί ζώων γενέσεως 731β,28-30
95)Πολιτικά Ι∆, 158
96)Πολιτικά Ε, 3,3 Ηθικά Νικοµάχεια Β' 2,6
97)Τζάχου 31, Flacel. 146
98)Hirschberger 257-258
99)Zeller 294
100)Zeller 372
101)Flacel. 329
102)βλ. Θουκυδίδη Α 76
103)Γοργίας 507-508
104)Ιλιάδα Χ 395
105)Ε' 116
106) στιχ.1435επ.
107)στιχ. 521
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Γιανναράς, Χρήστος. Η Μεταφυσική του σώµατος. Εκδόσεις ∆ωδώνη, Αθήνα
1971
__________. Σχεδίασµα εισαγωγής στη φιλοσοφία, Εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα
1994
Εγκυκλοπαιδικό λεξικό Ελευθερουδάκη. Αθήνα 1929
Εγκυκλοπαιδικό λεξικό Χ. Πάτση. Αθήνα 1967
Ηροδότος. Ιστορίαι. Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1976
Θουκυδίδης. Ιστορία. Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1975
Ιστορία της Ανθρωπότητος. Έκδοση της UNESCO, τόµοι 1,2, Ελληνική
Παιδεία 1966
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδόσεις Εκδοτικής Αθηνών, Αθήνα 1971-
2001
Καρούζος, Χρήστος. Αρχαία Τέχνη. Εκδόσεις Ερµής, Αθήνα 2000
__________. Μικρά Κείµενα. Εκδόσεις Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας,
Αθήνα 1995
__________. Περικαλλές άγαλµα εξεποίησ' ουκ αδαής". Εκδ. Εταιρεία
Ίκαρος 1946
Κοκκόρου-Αλευρά, Γ. Η τέχνη της Αρχαίας Ελλάδας, Εκδόσεις Καρδαµίτσα,
Αθήνα 1995
Μαρκαντώνη, Ιωάννης. Ανθρωπαγωγική. Τόµος 2, Αθήνα 1990
Παπαϊωάννου, Κώστας. Κόσµος και Ιστορία. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα
2000
Παρασκευόπουλος, Ιωάννης. Εξελικτική Ψυχολογία. Τόµος Ι, Αθήνα 1985
Πλούταρχος. Βίοι Παράλληλοι. Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1976
Σακελλαρίου, Μιχαήλ Β. Η Αθηναϊκή ∆ηµοκρατία. Πανεπιστηµιακές
Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2000
Τζάχου Αλεξανδρή, Ο. Γυµνάσιο χώρος άθλησης και παιδείας, στο Το
Πνεύµα και το Σώµα. Οι αθλητικοί αγώνες στην αρχαία Ελλάδα. Υπουργείο
Πολιτισµού- Ελλην. Τµήµα, I.C.O.M., Αθήνα 1989
Τσέλλερ-Νέστλε. Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας. Εστία, Αθήνα 1980
Η ιστορία της πόλεως των Αθηνών διαπλέκεται άρρηκτα µε τις µυθολογικές πηγές
και φτάνει περίπου µέχρι τα πρώτα µεταµηκυναϊκά χρόνια. Είναι πανθοµολογούµενο
το γεγονός ότι η αρχαϊκή ζωή διέπεται από έντονα οµαδικό χαρακτήρα.2 Η άποψη
του Αριστοτέλη για την ανθρώπινη φύση «ως ζώου φύσει πολιτικού»3 δε συνιστά µια
κοινωνιολογική διαπίστωση, αλλά µια πάγια οντολογική παραδοχή απαντώµενη σε
ευρύτερες πηγές.4 ∆ιακρίνοντας δυο στάδια εξέλιξης του σωµατειακού θεσµού,
κατατάσσουµε στο πρώτο, τις φυσικές κοινωνίες,5 τις οµάδες που βασίζονται στους
δεσµούς αίµατος.6 ∆εσµοί µεταξύ των συζύγων και δεσµοί αυτών και των τέκνων
τους εξελίσσονται σταδιακά στους οίκους7. Αρχικά οι οίκοι8 ζουν χωριστά υπό την
απόλυτη εξουσία του αρχηγού τους και κατέχουν από κοινού τα µέσα παραγωγής,
δηλαδή, κτήνη και γη.9 Με την πάροδο του χρόνου, περισσότερες οικογένειες
απαρτίζουν το γένος και τελούν υπό την εξουσία του πρεσβύτερου εξ αίµατος
συγγενούς.10
Ο σύνδεσµος µεταξύ των µελών παραµένει φυσικός και όχι πολιτικός. Το δικαιικό
στοιχείο παρεισφρύει αφ' ης στιγµής συγγενείς απώτερου βαθµού συνενώνονται
εντός του διαρκώς διευρυνόµενου κύκλου του γένους για να αποτελέσουν οµάδες
κατά µίµηση των αρχικών, στις οποίες όµως το κύριο στοιχείο δεν είναι πλέον ο
συγγενικός εξ αίµατος δεσµός αλλά, η νοµική βούληση των συνιστώντων11 µελών.
Αυτές οι συσσωµατώσεις, οι φρατρίες, συνιστούν ίσως την πρώτη µορφή πολιτικής
εµφάνισης των φυσικών κοινωνιών. Οι φρατρίες και οι από περισσότερες φρατρίες
απαρτιζόµενες φυλές αποτελούν τα κύρια στοιχεία τα οποία αφενός συνιστούν τη
λεγόµενη πολιάδα κοινότητα12 αφετέρου θα συγκροτήσουν αργότερα την πόλη-
κράτος.13 Οι φυλές και οι φρατρίες των ιωνικών και δωρικών πόλεων ως
προϊστορικοί θεσµοί ανάγονται σε εποχές όπου όλοι οι Ίωνες και ∆ωριείς
αποτελούσαν ενιαία προκρατικά έθνη, τύπου Gemeinschaft.14 Κατά τον
Αριστοτέλη,15 η πρώτη µορφή συνοικισµού16 υπήρξε η κώµη µε συστατικά στοιχεία
οίκους του ίδιου γένους και γι αυτό συχνά έφερε το όνοµα του ιδρυτή του γένους.
Η συνένωση των διάσπαρτων δήµων της Αττικής σε ενιαίο κράτος αποδίδεται στο
µυθικό ήρωα Θησέα17 ο οποίος καινοτόµησε θεσµικά, παρέχοντας «ισοµοιρίαν» σε
άπαντες και καταλύοντας τα τοπικά βουλευτήρια και τις αρχές διατηρώντας για τον
εαυτό του µόνο την αρχηγία στον πόλεµο και την αρµοδιότητα εποπτείας της
τήρησης των νόµων.18 Τα πρώτα ψήγµατα δηµοκρατικών θεσµών διαφαίνονται και
από το ότι θέλοντας να καταπολεµήσει το κοινωνικό πρόβληµα και να αυξήσει τον
πληθυσµό της πόλεως, προσκάλεσε ελεύθερα όσους ήθελαν να έρθουν στην πόλη,
παρέχοντάς σε όλους ίσα πολιτικά δικαιώµατα.19 Περαιτέρω, προχώρησε στη
διάκριση των τάξεων βάσει διακεκριµένων καθηκόντων-υποχρεώσεων, προέβη στην
κοπή νοµίσµατος καθιέρωσε την εορτή των Παναθηναίων20 και πιθανότατα, κατά
την παράδοση, συγκρότησε το κράτος µε βάση θεσµούς της κρητικής πολιτείας του
Μίνωα.21
Η πρώτη νοµική αναφορά στο σωµατειακό θεσµό, προέρχεται από µια δευτερογενή
δικαιική πηγή, η οποία µας µεταφέρει τον περί συσσωµατώσεων νόµο του Σόλωνα.
Πιο συγκεκριµένα, ο Γάιος, σε περικοπή του βιβλίου του, Ad legem duodecim
tabularum, η οποία περιλαµβάνεται στον Πανδέκτη (47,22,4), µας µεταφέρει το
σολώνειο νόµο:23
Εάν δε δήµος ή φράτορες ή ιερών οργίων θύται ή ναύται ή σύσσιτοι ή θιασώται ή επί
λείαν οιχόµενοι ή εις εµπορείαν, ότι άν τούτων διαθώνται προς αλλήλους, κύριον είναι,
εάν µη απαγορεύση δηµόσια γράµµατα.
Πρόκειται ουσιαστικά για εκτελεστικό διάταγµα του σολώνειο νόµου που επιβάλλει
στα αριστοκρατικής καταγωγής µέλη των γενών, την εισδοχή στις φρατρίες (και στα
γένη;) νέων µη αριστοκρατικών,24 ενώ οι αναφερόµενες στον νόµο κοινωνικές
οµάδες είναι ήδη ιστορικά συγκροτηµένα µορφώµατα της. Ο Σόλων ουσιαστικά δεν
αφήρεσε το δικαίωµα συσσωµατώσεως απ τις παραληφθείσες οµάδες αλλά
επεξέτεινε το σχετικό δικαίωµα σε όλες τις κοινωνικές οµάδες που ήταν µέχρι τότε
νοµικά απροστάτευτες και εξοπλίζονταν έτσι µε θεσµική υπόσταση, εφόσον τα µέλη
τους ήταν τυπικά ενταγµένα σε γένη και φρατρίες.25Οι δήµοι και οι οργεώνες,
αναγνωρίζονται κατ αυτόν τον τρόπο ως σωµατεία «δηµοσίου δικαίου» κι έτσι
διασπάται η παντοδυναµία των γενών αφού τους στερείται το µονοπώλιο
πολιτογραφήσεως των εισερχοµένων σ αυτά µελών ως Αθηναίων πολιτών.26
Κατ αυτόν τον τρόπο, η συγκεκριµένη νοµοθετική ρύθµιση του Σόλωνα συνεχίζει
την κλεισθένια κατευθυντήριο γραµµή της νοµικής τουλάχιστον εξίσωσης σε
ορισµένες ελευθερίες των αριστοκρατών και του δήµου, των Αθηναίων και των
νεοπολιτών-ξένων.27 εγκαινιάζοντας την εξής κοινωνιολογική τοµή: Παράλληλα µε
το κριτήριο του αιµατοσυγγενικού δεσµού, πάνω στον οποίο βασίζεται η άρχουσα
τάξη της πολιτείας, συνυπάρχει πια και ο παράγοντας της εντοπιότητας, της
κοινότητας του τόπου και του συµφέροντος. Οι συσσωµατώσεις συνιστούν
απαραγνώριστο στοιχείο της δοµής της πόλεως αλλά και της ζωής του πολίτη και το
αίσθηµα του ανήκειν σε αυτές αποκτά διαστάσεις κοινωνικής οντολογίας.
Αναντίρρητος µάρτυρας αυτής της πεποίθησης ο νόµος του Σόλωνα28 που προβλέπει
την ταπεινωτικότερη κύρωση "...όποιος σε περίπτωση εµφύλιας διαµάχης της πόλης
δε συµµετάσχει τασσόµενος µε οποιαδήποτε παράταξη...στερείται των πολιτικών του
δικαιωµάτων."
Ο οίκος
Έτσι, ο σύζυγος είναι ο φορέας έναντι της πόλεως των κατά το jus familiae
δικαιωµάτων της συζύγου του και των γυναικών των οποίων είναι προστάτης. Το
γεγονός της αυξηµένης επιρροής του επί των µελών του οίκου, σε αντίθεση µε την
ελευθερία των πολιτών, καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι παρά τη δυνατότητα
του άρρενος ενήλικου να δηµιουργήσει δικό του ανεξάρτητο οίκο,32 υφίσταται ο
θεσµός της επιβεβαιώσεως που συνίσταται στη συγκατάθεση του πατέρα στους
γάµους των υιών του.33 Συγχρόνως, ενώ η γυναίκα αναγνωρίζεται ως φορέας
δικαιωµάτων ex jure familiari, δεν µπορεί να έχει ανάλογα δικαιώµατα ex jure civili.
Για αυτό και εµπρός στην πόλη εµφανίζεται πάντοτε ως φορέας των δικαιωµάτων της
κάποιος άνδρας προστάτης. Παράλληλα, ο pater familias µπορούσε µε τη διαθήκη
του να ορίζει επίτροπο για τα ανήλικα άρρενα παιδιά του ή κύριο για τις γυναίκες, να
µεριµνά για τον επόµενο γάµο της συζύγου του να µνηστεύει τις θυγατέρες του έστω
και άνηβες ακόµα και να δίνει εντολή στον εν ζωή ή κυοφορούµενο γιο του να διώξει
δικαστικώς όποιον είχε προκαλέσει το θανατηφόρο τραυµατισµό του.
Στην περιορισµένη αυτή αναφορά στο οικιακό δίκαιο, αξίζει να προστεθεί και η
αυτονοµία του οίκου ως προς τις θρησκευτικές τελετουργίες και εορτές των
θεοποιηµένων προγόνων ή ακόµα και θεοτήτων που θεωρούνται προστάτιδες όλων
των οίκων.38 Ιερουργοί σε αυτές τις τελετές είναι οι ίδιοι οι αρχηγοί των οικογενειών
και οι εορτές αυτές επί δηµοκρατίας θα επεκταθούν σε όλο το κράτος.39
Η νοµική πολιτική λοιπόν της πόλεως ήταν να προστατεύσει τις εντός του οίκου
διαµορφούµενες σχέσεις έναντι ξένων προσώπων, αλλά και να εµποδίσει τις
παραβιάσεις από τους πολίτες των κανόνων οικογενειακού δικαίου στο εσωτερικό
των οίκων, διατηρώντας έτσι την ενότητα και ιστορική συνέχεια του οίκου.40
Αργότερα, µε την ισχυροποίηση της πόλεως, το δηµόσιο ενδιαφέρον επεκτείνεται και
σε θέµατα της αρµοδιότητος του οίκου (π.χ. παρεµβάσεις του Ἀρχοντος)41 και ο
οίκος εξασθενεί µέσω της αποδυνάµωσης του κυρίου του, αναβαθµίζοντας τους
ενήλικους κατιόντες του.42
Το γένος
Αδροµερώς, θα ορίζαµε το γένος ως µια πατριά, ένα σόι, µια οµάδα οικογενειών που
ανήγαν την κατ' αρρενογονία καταγωγή τους από έναν πρόγονο. Αποτελεί συνέχεια
της ένωσης πολλών οίκων και αποκτά δικαιικά στοιχεία όταν διευρύνεται πέραν του
αιµατοσυγγενικού δεσµού.43 Η κυριότερη λειτουργία του γένους εντός της πόλεως
(τουλάχιστον εξωτερικά) είναι η θρησκευτική. Τα αθηναϊκά γένη ήταν πιθανότατα εξ
ολοκλήρου αριστοκρατικά44 και η πολιτική τους δραστηριότητα είναι
αδιαµφισβήτητη αφού ίσως αποτελούν το πρωταρχικό δοµικό στοιχείο στον αγώνα
για την εξουσία εντός της πόλεως.45 ∆εν είναι τυχαίο ότι συχνά συµµαχούν µε γένη
άλλων πόλεων, ενώ ακόµα και επί δηµοκρατίας ακόµα και η ηγεσία των
προοδευτικών πολιτικών δυνάµεων προέρχεται από αυτά.46 Το γένος συνιστά µια
διακριτή κοινωνική οµάδα µε κύριες λειτουργίες του αυτές της λατρείας ενός µυθικού
κοινού προγόνου και την παράθεση κοινών γευµάτων. Η σύνδεση της λατρείας µε
τον τόπο του κοινού ιερού και των κοινών µυθικών προγόνων προσέδιδε µε τον καιρό
εντονότατα το στοιχείο της εντοπιότητας στα µέλη του.47 Η διάσπαση του
αιµατοσυγγενικού δεσµού µε την εισδοχή νέων µελών στο γένος επιβεβαιώνεται και
από τον Αριστοτέλη,48 ο οποίος ονοµάζει τα µέλη που δε συνδέονταν µε συγγενικό
δεσµό µε την τοπική κοινότητα των Αθηνών οµογάλακτες. Το γεγονός αυτό,
οφείλόµενο49 στην αύξουσα πληθυσµιακή κινητικότητα λόγω των ταχέων
κοινωνικοοικονοµικών εξελίξεων, οδήγησε την πόλη των Αθηνών να µην απονέµει
ίσα πολιτικά δικαιώµατα σε όλα τα νέα µέλη της.50 Έτσι, σταδιακά, επιβλήθηκαν
περιορισµοί σχετικά µε τους µετανάστες οι οποίοι γίνονταν δεκτοί στις φρατρίες αλλά
όχι και στα γένη.51 Τα µέλη των γενών είχαν απόλυτη επίγνωση του ότι οι δεσµοί
µέσω του κοινού προγόνου τους ήταν φανταστικοί52 όµως αυτό δεν µετέτρεπε τους
δεσµούς αυτούς σε ασθενείς και ελαστικούς. Οι κοινές θρησκευτικές τελετές και τα
κοινά γεύµατα συνέσφιγγαν τις σχέσεις και επέβαλλαν τέτοιας έντασης σχέσεις και
υποχρεώσεις που καταδείχθηκαν στο πολιτικό πεδίο.53
Φρατρίες
Σε µια χονδροειδή απόπειρα απόδοσης του όρου, φρατρία είναι ένα αδελφάτο, µια
οµάδα συγγενικών οικογενειών,54 γενών συνδεόµενη µε κοινή θρησκευτική
λατρεία.55 Ο θεσµός ανάγεται στην εποχή της ενότητας της ινδοευρωπαϊκής φυλής
και έχει αιµατοσυγγενική δοµή.56 Αυτή η κοινωνία γέννησης που αποτελεί και το
θεµέλιο της κοινωνικής οµάδας δηλώνει παράλληλα και τη σχέση συγγένειας και
πολιτικής όργάνωσης.57 Οι φρατρίαι, ή πατριαί, ή πάτραι, συγκροτούσαν ευρύτερες
οµάδες τις "φυλαί" µε την τεχνητή έννοια του όρου και ανάγονται στην προκρατική
εποχή των εθνών.58 Η φρατρία εµφανίζεται στην κλασσική εποχή ως ένωση
προσώπων κλασσικού τύπου µε καθήκοντα σχετικά µε τη ζωή των οικογενειών που
περιλαµβάνονται σε κάθε φρατρία.59 Η είσοδος των µελών σε αυτές ήταν πρωτίστως
κληρονοµική.60 Η δια νόµου επιβολή εισαγωγής νέων µελών καταδεικνύει ότι οι
φρατρίες δεν ήταν µια ανοιχτή συσσωµάτωση παρά το γεγονός ότι ήταν εξαπλωµένες
σχεδόν σε όλη την Αττική.61 Αντιθέτως η εισδοχή των οργεώνων σε αυτές
συνάντησε έντονη την αντίδραση των αριστοκρατικών µελών των φρατριών,62 τα
οποία έβλεπαν αρνητικά την πολιτική εξίσωσή τους µε τους ίδιους.63
Οργεώνες
Η επιστηµονική έρευνα δεν έχει καταφέρει να οµοφωνήσει σχετικά µε το χαρακτήρα
και την καταγωγή της οµάδωσης των οργεώνων. Αφενός εικάζεται ότι οι πριν από το
Σόλωνα οργεώνες ήταν σωµατεία των εντός των κόλπων των γενών αντιτιθέµενων
παρατάξεων, που, µε το θρησκευτικό χαρακτήρα ως προκάλυµµα, συνασπίζονταν µε
σκοπό την ανατροπή της εξουσίας.70 Αφετέρου υπερτονίζεται ο θρησκευτικός τους
χαρακτήρας.71 Η διχογνωµία επεκτείνεται και στο αν αποτελούντο από πολίτες
Αθηναίους ή από µετανάστες, που θέλοντας να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους ως
προς το ανήκειν σε µια κοινωνική οµάδα, εξυπηρετούν παράλληλα και πολιτικούς
σκοπούς. Σύµφωνα µε τη επικρατούσα άποψη,72 στο βαθµό που οι µετανάστες δε
γινόντουσαν δεκτοί στα γένη, προκειµένου να ενταχθούν στους κοινωνικούς
µηχανισµούς της πόλεως, συγκρότησαν τους οργεώνες κατά µίµηση της
συσσωµάτωσης των γενών.73
Τριττύες
Ετυµολογικά η τριττύς σηµαίνει το µέρος του ενός τρίτου.74 Πράγµατι, από το 750
π.Χ. και µέχρι τη νοµοθεσία του ∆ράκοντος η επικράτεια διαιρείτο σε 12 τριττύες και
50 ναυκραρίες, όπου κάθε τρεις τριττύες σχηµάτιζαν µιαν ανώτερη διοικητική
µονάδα, την προκλεισθένεια φυλή.75 Με τις κλεισθένειες καινοτοµίες, την
αντικατάσταση των τεσσάρων παραδοσιακών φυλών από δέκα τεχνητές και την
αντικατάσταση των φρατριών από τους δήµους στο ρόλο των βασικών µονάδων
πλαισιώσεως των πολιτών, οι τριττύες αυξήθηκαν σε τριάντα, δηλαδή δέκα του
άστεως (Αθήνα, Πειραιά και προάστια), δέκα της Παραλίας (όλα τα παράλια της
Αττικής) και δέκα της Μεσογαίας (το εσωτερικό) και οι δήµοι κατενεµήθησαν σε
αυτές. Κάθε µια από τις νέες φυλές απαρτίσθηκε από τρεις όχι συνεχόµενες
γεωγραφικά, αλλά αποµακρυσµένες τριττύες.76 Στο επιγραφικό υλικό έχουµε
αναφορές σε ιερείς δικών τους θεοτήτων77 καθώς και σε οικονοµικές συναλλαγές τις
οποίες διενεργούν οι αξιωµατούχοι τριττύαρχοι παράλληλα µε άλλες αρµοδιότητες.78
Πολιτικής όµως σηµασίας είναι ο ρόλος των τριττυών στην εκλογική διαδικασία,
αφού υφίστανται ισχυρότατοι δεσµοί µεταξύ των δήµων, από τους οποίους
απαρτίζονται, και των φυλών τις οποίες απαρτίζουν για την εκλογή των
αξιωµατούχων της φυλής. Η πολιτική αυτή σηµασία γίνεται πρόδηλη, αν λάβει κανείς
υπόψη του ότι οι Αθηναίοι αισθάνονταν στενότερο σύνδεσµο µε τα άλλα µέλη της
ίδιας τριττύας από ότι µε µέλη της ίδιας φυλής, καθώς και ότι είχαν εγγύτερη σχέση
µε µέλη της ίδιας φυλής από ότι µε το ευρύτερο σώµα των πολιτών.79
∆ήµοι
Με τον όρο "δήµος" δηλώνονται προκλεισθενικά οι οµάδες εκείνες των ανθρώπων
που κατοικούσαν σε µια περιοχή αποµακρυσµένη από το άστυ, και αποτελούνταν από
άτοµα που ανήκαν σε κάθε άλλη κατηγορία πολιτών πλην των ευπατριδών.80
Συνιστούσαν δε ενώσεις µε σαφώς προδιαγεγραµµένο πρόγραµµα προσβλέποντας σε
κοινωνικές µεταρρυθµίσεις.81 Αυτές ακριβώς οι ενώσεις χρησιµοποιήθηκαν από τον
Κλεισθένη προκειµένου να αντικαταστήσει το πατροπαράδοτο φυλετικό σύστηµα της
κοινότητας µε ένα νέο, τεχνητό. Κύτταρο του όλου συστήµατος µέχρι τότε ήταν οι
οικογένειες και ο χαρακτήρας των φυλών και των φρατριών ήταν αιµατοσυγγενικός.
Ο Κλεισθένης κατέστησε κύτταρο του δικού του συστήµατος το δήµο που ήταν
ένωση κατοίκων του ίδιου χωριού. Από τους δήµους ολόκληρης της Αττικής
κατήρτισε τριάντα τριττύες, ανά δέκα στο καθένα από τα τρία διαµερίσµατα της
χώρας, το άστυ, την Παραλία και τη Μεσογαία. Τέλος, απήρτισε µια νέα φυλή,
ενώνοντας τρεις τριττύες, µια του Ἀστεως, µια της Παραλίας και µια της Μεσογαίας.
∆ηλαδή, το όλο σύστηµα είχε γεωγραφικό χαρακτήρα από τη βάση του έως την
κορυφή του, δεν είχε όµως και γεωγραφική ενότητα. Και εδώ ακριβώς έγκειται η
σηµαίνουσα κοινωνιολογική παρατήρηση. Ο Κλεισθένης επεδίωξε και επέτυχε ώστε
οι νέες φυλές να µη επηρεάζονται ούτε από αριστοκρατικές οικογένειες, ούτε από
τοπικιστικές τάσεις.82 Επιπλέον, οι δήµοι εξοπλίσθηκαν και µε µόνιµες κρατικές
αρµοδιότητες, όπως η δοκιµασία των εφήβων κάθε δήµου από τη συνέλευση των
δηµοτών και η εγγραφή τους στο οικείο "ληξιαρχικό γραµµάτειο", που αποτελούσαν
προϋποθέσεις για την απόκτηση της ιδιότητας του Αθηναίου πολίτη. Παράλληλα, οι
δήµοι ρύθµιζαν και τις τοπικές τους υποθέσεις µε αποφάσεις που λαµβάνονταν από
τη συνέλευση των δηµοτών και εκτελούνταν από τον αιρετό άρχοντα ∆ήµαρχο, ενώ
για να επιτελούν τις λειτουργίες τους είχαν και οικονοµική αυτοτέλεια.83 Έτσι,
αποτελούσαν τοπικές κοινότητες τα µέλη των οποίων µπορούσαν να ανήκουν σε
διαφορετικές φρατρίες, αδιάφορο από την προέλευσή τους και κατ αυτόν τον τρόπο
εξισώθηκαν ετερόκλητα κοινωνικοταξικά στοιχεία.84
Οι φυλές
Τέλος πάντων, επί δηµοκρατίας η διεύρυνση του πολιτικού σώµατος και η σύγχρονη
εισδοχή των νέων πολιτών στις φρατρίες και δι' αυτών στην πολιάδα κοινότητα
συνδέθηκαν από τον Κλεισθένη και µε άλλες δυο πρωτοτυπίες : την αντικατάσταση
των τεσσάρων παραδοσιακών φυλών από δέκα τεχνητές σε επίπεδο ανωτέρων
διοικητικών µονάδων και την αντικατάσταση των φρατριών από τους δήµους σε
επίπεδο πλαισιώσεως των πολιτών και διαιρέσεως του πολιτικού σώµατος.90 Ο
Κλεισθένης σχηµάτισε τις φυλές από τριττύες, όπως άλλωστε προελέχθη γιατί τις
προόρισε να λειτουργούν ως εκλογικοί σύλλογοι χωρίς τοπικά όρια, έτσι ώστε να
περιορίζεται η δράση των τοπικών ευγενών και να εξουδετερώνονται τα τοπικά
συµφέροντα91.Αυτές οι φυλές διέθεταν συνέλευση των µελών τους, πλήθος
αιρετών92 αρχόντων93, αρχεία και οικονοµική αυτοτέλεια καθώς και δικαστικές και
διαιτητικές αρµοδιότητες µε τα όργανα των Τεσσαράκοντα94 και των ∆ιαιτητών95
αντίστοιχα. Οι τέσσερεις παραδοσιακές φυλές διατήρησαν την ύπαρξή τους,
αποψιλωµένες όµως από τις ουσιαστικές αρµοδιότητες που κατείχαν και
µετατράπηκαν σε σωµατεία κοινωνικού και θρησκευτικού χαρακτήρα.96
Εντοπίζουµε και εδώ την πολιτική καινοτοµία της αντικατάστασης της
αιµατοσυγγένειας από την εντοπιότητα.97 Παρόλα αυτά και τη σταδιακή
αποδυνάµωση του ρόλου τους, οι φυλές συνεχίζουν να συντελούν µε το δικό τους
σηµαντικό ρόλο στη διαµόρφωση του κοινωνικού ιστού.98
Πιο συγκεκριµένα, για την ανάδειξη της βουλής των 500, κάθε φυλή προβαίνει σε
κλήρωση 500 µεταξύ των µελών της και µετά σε πάλι σε κλήρωση 50 µεταξύ των
προκληρωθέντων.99 Έτσι, οι άρχοντες και οι βουλευτές κληρώνονταν κατά φυλές,
ώστε οι τελευταίες να εκπροσωπούνται ισοµερώς στη Βουλή και στις δεκαµελείς
αρχές. Περαιτέρω, οι βουλευτές κάθε φυλής αποτελούσαν χωριστό τµήµα µέσα στη
Βουλή. Το καθένα αναλάµβανε µε τη σειρά του την άσκηση καθηκόντων διοικούσας
επιτροπής για διάστηµα ενός δεκάτου του έτους.
Κοινωνιολογικές παρατηρήσεις
Σταχυολογώντας τα κρισιµότερα συµπεράσµατα πρέπει να αναφέρουµε ότι ο
θρησκευτικός χαρακτήρας της κοινωνικής ζωής διαδραµατίζει βαρύνουσας σηµασίας
λειτουργία και κάθε σχέση περιβάλλεται όχι απλά µε έναν µανδύα µυστικισµού και
τελετουργικότητας, αλλά µε στοιχεία οντολογικών προεκτάσεων. ∆εν είναι τυχαίο ότι
και οι πιο εκκοσµικευµένες νοµικές σχέσεις, π.χ. οικονοµικού χαρακτήρα διατηρούν
όχι απλά από λόγους παράδοσης µια τέτοια υφή. Σε άµεση συνύφανση µε τα
προηγούµενα, η κοινωνία της τροφής, συνεπώς ο θεσµός των κοινών γευµάτων,
συνιστά τη θεµέλιο πράξη έναρξης µιας διανθρώπινης σχέσης.
Το αττικό δίκαιο διακρίνεται από έντονη ολιγονοµία διότι οι κοινωνικές σχέσεις είναι
εµπεδωµένες βάσει εθιµικών κανόνων. ∆εν είναι τυχαίο ότι το αττικό δίκαιο
αναπτύχθηκε πρώτα από δικονοµικής πλευράς και κατόπιν από ουσιαστικής105 ή ότι
ο θεσµός της ιδιωτικής διαιτησίας προηγήθηκε και αποτέλεσε πρότυπο για αυτόν της
δηµόσιας.106 Ο νόµος ως επινόηση ενός πεφωτισµένου ανδρός (βλ. Σόλων ή ∆ράκων)
θεωρείται σχεδόν αµετακίνητος.107 Το άτοµο δεν µπορεί να νοηθεί αποκοµµένο από
την κοινότητα στην οποία ανήκει, αφού ο δεσµός τους δεν είναι απλά
συµφεροντολογικός, αλλά πρωτίστως οντολογικός,108 γι' αυτόν ακριβώς το λόγο και
αναπτύσσεται η έννοια της κοινοτικής αρετής. Σε άρρηκτη σχέση µε το
προαναφερθέν χαρακτηριστικό, βρίσκεται και το ότι δεν υφίσταται κανένα
ανεπτυγµένο νοµικό σύστηµα (αλλά αντίθετα ανεπτυγµένοι δικαιικοί θεσµοί), και
συνεπώς διάκριση των εξουσιών, γιατί δεν υπάρχει η ανάγκη εξισορρόπησης
αντιτιθέµενων συµφερόντων. Αυτά τα αντιτιθέµενα συµφέροντα γίνεται προσπάθεια
να προληφθούν µε τον κατακερµατισµό της εξουσίας µε τη δηµιουργία µικρών και
αδύναµων µονοµελών είτε συλλογικών οργάνων, πριν γεννηθούν τα αγεφύρωτα
αντιτιθέµενα συµφέροντα οπότε το νοµικό µέτρο να πρέπει να γίνει κατασταλτικό.
Με την παροχή του δικαιώµατος της συσσωµάτωσης και της αυτορρύθµισης αυτής,
επιτυγχάνεται (αφού κυρίως οι συσσωµατώσεις έχουν µια θρησκευτική βάση) η
παραγωγή ιδεολογίας και κοινωνικής οντολογίας µέσα από το κοινωνικό σώµα κι όχι
η επιβολή τους ετερόνοµα και εξουσιαστικά. Παράλληλα όµως, η πρόσµειξη των
διαφόρων κοινωνικών οµάδων µε τις συνεχείς, νοµοθετικά επιβαλλόµενες,
ανακατατάξεις του κοινωνικού σώµατος επέτυχαν τη δηµιουργία τόσο στενών
δεσµών µεταξύ των πολιτών µε αποτέλεσµα της δηµιουργία της πεποίθησης µακρινής
συγγένειας µεταξύ όλων των πολιτών.109 Με άλλα λόγια, η δηµιουργία τόσο στενών
συνδέσµων µεταξύ των πολιτών µε την παράλληλη διατήρηση όµως της ετερότητας
της κάθε ξεχωριστής οµάδας συνέβαλε στο να καλυφθούν οι τόσο έντονες κοινωνικές
αντιθέσεις αφενός, και αφετέρου να σφυρηλατηθεί η ενότητα του κοινωνικού
σώµατος. ∆εν παραγνωρίζουµε τις σηµαντικές δυσλειτουργίες του αττικού110
κράτους.111 Η αποτελεσµατικότητα όµως και ισχύς των νοµικών µέτρων εξαρτάται
από τη λειτουργία τους στο κοινωνικό σύνολο και την ιδεολογία και κοσµοθεωρία
που το διέπει, και η αθηναϊκή κοινωνία, παρήκµασε εξαιτίας αυτών ακριβώς των
τελµάτων της, που πάνω από όλα είναι τέλµατα πολιτισµού. Απλά, υποστηρίζουµε ότι
θεσµικά, κι όχι ίσως κοινωνικά, και δικαιικά και όχι νοµικά, εκείνη η κοινωνία άγγιξε
σηµεία ανυπέρβλητης ίσως µέχρι σήµερα κοσµιότητας. Μια κοσµιότητα άρρηκτα
συνδεδεµένη µε την αισθητική, µε το κάλλος, µε την οµορφιά του σύµπαντος κόσµου.
Φασί δε οι σοφοί....και ουρανόν και γην και θεούς και ανθρώπους την κοινωνίαν
συνέχειν και φιλιάν και κοσµιότητα και σωφροσύνην και δικαιότητα (Πλάτωνος
Γοργίας, 507e 6-508a 4)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Πανταζόπουλος, 221
2. Πανταζόπουλος, 216
3. Αριστοτέλους Πολιτικά 1,2,1252β,25. 2,6,1278,20
4. Πλάτωνος Πολιτεία, Β,369, Πρωταγόρας 320c
5. Αρίστ. Πολιτικά 1, 1252α
6. Πανταζ. 216
7. Παντάζ. 216, Πετρόπουλος 6.
8. Αριστ. Πολ. 1,2,1252β, 20. Οµήρου Οδύσσεια 9,114
9. Unesco, Ιστορία της Ανθρωπότητος Αθήνα 1966,182
10. Αριστ. Πολ. 1,1252β
11. Παντάζ. 217
12. Σακελλαρίου 76 επόµ.
13. Παντάζ. 217
14. Σακέλ. 100
15. Αριστ. Πολ. 1,2,1252β
16. Ηρόδοτος 1,170
17. Ι. Μικρογιαννάκη, άρθρο στην Εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση στο λήµµα
"Αθήναι"38
18. Πλούταρχος 24
19.Πλούταρχος 25
20. Πλούταρχος 24,25
21. Μικρογιαννάκη 43
22. Σακέλ. 57, Πετρόπουλος 9-11
23. Παντάζ. 224
24. Παντάζ. 238
25. βλ. Hasebroek σε Πανταζ. 234
26. Παντάζ. 234-243
27. Σακέλ. 12,100,101
28. Πλούτ. Σόλων 20
29. Αριστ. Πολ. 1,2,1252β
30. Βελισσαροπούλου 125
31. Paoli 20
32. Βελισσαρ. 126
33. Biscardi 183
34. Αριστ. Ηθικά Νικοµάχεια Ε2, 1131α, 2-9
35. βλ. Ιλιάδα ψ,88
36. Bisc. 275 επ.
37. Bisc. 330,
38. Βελισσαρ. 127
39. Σακελ. 276
40. Paoli 12
41. Σακελ. 81
42. Bisc. 186
43. Πανταζ. 217, Ustinova 236
44. Howatson
45. Σακελ. 81
46. Σακελ. 384, 96, 81
47. Ustinova 235
48. Αριστ. Πολ. 1252β 18
49. Θουκυδίδου Ιστορία 1,2,6
50. βλ. το νόµο του Περικλή σχετικά µε την πολιτογράφηση του 451 π.Χ.
51. Ustinova 237
52. Ustinova 237, Fisher 1176
53. Ustinova 239
54. Howatson
55. Jones 157
56. Σακελ. 59
57. Βελισσαρ. 112
58. Σακελ. 17, Ustinova 235
59. Βελισσαρ. 113
60. Leiwo 104
61. Osborne 73
62. Vamvoukos 105
63. Παντάζ. 247
64. Jones 157
65. Βελισσαρ. 113, Σακελ. 274-276, 542
66. Σακελ. 60
67. Σακελ. 61
68. Howatson
69. Vamvoukos 105
70. Vamvoukos 105-106, Πανταζ. 248 επ.
71. Fisher 1176, Jones 159, Leiwo 104
72. Ustinova 237 επ.
73. Ustinova 239
74. Howatson
75. Σακελ. 82
76. Σακελ. 101
77. Osborne 90
78. Jones Α, 261
79. Osbome 90
80. Πανταζ. 244
81. Αριστ. Αθ. Πολ. 11,2
82. Σακελ. 102
83. Σακελ. 104
84. Σακελ. 106
85. Σακελ. 171
86. Osborne 81, Me Dowell 315
87. Σακέλ. 58
88. Σακέλ. 79
89. Σακέλ. 60
90. Σακέλ. 101
91. Σακέλ. 101
92. Jones 58
93. Σακέλ. 205
94. Σακελ. 203
95. Σακέλ. 204
96. Σακέλ. 101
97. Σακέλ. 106
98. Σακέλ. 64
99. Σακέλ. 109
100. Σακέλ. 281
101. Σακέλ. 201
102. JonesA 60.
103. Jones A 60
104. Σακέλ. 260
105. βλ. άρθρο Π. ∆ηµάκη στην Εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση
106. Βλ. Mc Dowell κεφ. ∆ιαιτησία 217. βλ. Mc Dowell κεφ. "Νοµοθέτες"
107. βλ. Mc Dowell κεφ. «Νοµοθέτες»
108. βλ. Descat και Baslez
109. Σακελ. 62
110. Mc Dowell κεφ. "οι συκοφάντες"
111. Σακελ. Κεφ. "παθολογία της αθηναϊκής δηµοκρατίας"
ΕΝ∆ΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βελισσαροπούλου, Ιουλία. Θεσµοί της Αρχαιότητας : Η πόλις. Σάκκουλας 1987
Descat, Reymond. "Public et prive dans l economie de la cite grecque", Ktema 23,
1998
Jones, J. The law and the legal theory of Greeks. Oxford 1956
McDowell, Douglas. Το ∆ίκαιο στην Αθήνα των κλασσικών χρόνων. Παπαδήµας 1988
Paoli, Ugo Enrico. Αττικόν και Κοινόν Ελληνικόν ∆ίκαιον. Αθήνα 1959
του
Κees Klok, doctorandus/M.A.
Ιστορικός, Ελληνιστής
Μέλος της Ολλανδικής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών
Το 1571 οι Τούρκοι κατέκτησαν την Κύπρο, ένα νησί που από τα προϊστορικά χρόνια
κατοικείται στην πλειοψηφία από Έλληνες, και την κατέστησαν τµήµα της
Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Ακολούθησε η εγκατάσταση Τούρκων εποίκων, οι
οποίοι µε την πάροδο του χρόνου ανέπτυξαν εθνικιστικές τάσεις που πήραν τη µορφή
σοβαρού προβλήµατος τον 19ο αιώνα, όταν οι Ελληνοκύπριοι θέλησαν να ενωθεί το
νησί µε την Ελλάδα. Η επιθυµία αυτή είναι γνωστή µε τον όρο Ένωση. Η έννοια
Ένωση είναι συνδεδεµένη µε τη γένεση της Μεγάλης Ιδέας, ένας αγώνας για τη
δηµιουργία µιας Μεγάλης Ελλάδας που θα συµπεριλάµβανε και την Κύπρο. Η
επιτυχία από την εξέγερση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 ξύπνησε την
επιθυµία για Ένωση και στην Κύπρο. Όσο όµως ρίζωνε βαθιά το Οθωµανικό κράτος
τόσο η επιθυµία αυτή φαινόταν µάταιη, αλλά ο ερχοµός των Βρετανών έθρεψε νέες
ελπίδες στις τάξεις των Ελληνοκυπρίων. Ο αγώνας για ένωση και η αντίδρασή του
στους κύκλους των Τουρκοκυπρίων προξένησαν το ονοµαζόµενο Kυπριακό
πρόβληµα που έφτασε στην αιχµή του µε την τουρκική εισβολή του 1974. Έκτοτε η
Κύπρος παραµένει χωρισµένη στα δύο. Σ’ αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω να
σκιαγραφήσω το ιστορικό παρασκήνιο του Kυπριακού προβλήµατος.
Οι Άγγλοι δεν ήρθαν φυσικά στο νησί το 1878, εξαιτίας της φήµης για τη γενέτειρα
της Αφροδίτης, αλλά για στρατηγικούς λόγους, όπως: η επέκταση της βρετανικής
επιρροής στην Εγγύς Ανατολή, συγκεκριµένα στη ∆ιώρυγα του Σουέζ και η
υποστήριξη της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας ενάντια στους καταπιεστές Ρώσους. Σε
αντάλλαγµα µε την υπόσχεση στρατιωτικής υποστήριξης προς την
Κωνσταντινούπολη, η Αγγλία ανέλαβε την de facto διακυβέρνηση της Κύπρου, η
οποία επίσηµα παρέµεινε κάτω από οθωµανική επικυριαρχία. Στις 12 Ιουλίου 1878
ανέλαβε ο πρώτος βρετανός Κυβερνήτης τη διοίκηση στη Λευκωσία. Ο λαός, µαζί κι
οι Τούρκοι, τον δέχτηκε µε ενθουσιασµό, γιατί περίµενε µια πιο φιλελεύθερη εξουσία,
µε λιγότερη διαφθορά και µε ένα πιο δίκαιο φορολογικό σύστηµα.
Ο ερχοµός των Βρετανών επίσης τροφοδότησε την ελπίδα στους Έλληνες πως η ιδέα
της Ένωσης πλησίασε κοντύτερα. Άλλωστε η Μεγάλη Βρετανία ήταν αυτή που
προσάρτησε τα Ιόνια νησιά στην Ελλάδα το 1864, µετά από µια σχετικά µικρή
περίοδο αγγλικής διοίκησης. Η ανάληψη της διοίκησης είχε ως συνέπεια επίσης και
το γεγονός ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν αποτελούσαν πια την κυρίαρχη εθνότητα.
Επειδή µάλιστα ο δεσµός µε την Τουρκία είχε κοπεί, έγιναν ξαφνικά µια µικρή
µειονότητα σε σχέση µε τους Ελληνοκύπριους. Υπήρξε περισσότερη ελευθερία λόγου
αλλά όχι πλήρης, όµως η πολιτική της φορολογίας παρέµεινε σκληρή. Συν τοις
άλλοις οι Βρετανοί αποδείχτηκαν "βαρήκοοι" στο θέµα Ένωση, και η αποικιοκρατία
είχε δοµηθεί έτσι, ώστε ο λαός µπορούσε να συµµετάσχει στις συζητήσεις, αλλά όχι
και στις αποφάσεις. Συστάθηκε ένα Νοµοθετικό Συµβούλιο που είχε περισσότερο
συµβουλευτικό χαρακτήρα παρά νοµοθετικό. Ο Κυβερνήτης είχε σε κάθε περίπτωση
τον τελευταίο λόγο. Αντίθετα, το όργανο αυτό αποδείχτηκε ιδιαίτερα κατάλληλο για
να ερίζουν µεταξύ τους οι Έλληνες και οι Τούρκοι. Τα εκλεγµένα τουρκικά µέλη και
τα διορισµένα αγγλικά µαζί ήταν ισάριθµα µε τα εκλεγµένα ελληνικά µέλη. Έτσι, οι
Άγγλοι µπορούσαν µε την υποστήριξη της τουρκικής µειοψηφίας να παρεµποδίζουν
ανεπιθύµητες ελληνικές προτάσεις. Αυτή ήταν η κατάσταση που θα έπαιζε
αποφασιστικό ρόλο στην περαιτέρω ιστορία της Κύπρου, γιατί µια µικρή µειονότητα
µπορούσε να ασκεί µια άνισα µεγάλη επιρροή.
Όσον αφορά στους φόρους, κυρίως ο ονοµαζόµενος φόρος υποτέλειας δηµιούργησε
πρόβληµα. Όταν ανέλαβαν οι Άγγλοι την εξουσία είχε οριστεί ότι θα πλήρωναν στους
Τούρκους ένα χρηµατικό ποσό από τη διαφορά που θα προέκυπτε από τα έσοδα και
έξοδα του οθωµανικού ταµείου, κατά τα τελευταία πέντε χρόνια της διακυβέρνησής
τους στο νησί. Οι Βρετανοί όµως ανάγκασαν τους Ελληνοκύπριους όχι µόνο να
πληρώσουν το ποσό αυτό, αλλά τους επέβαλαν και έναν ετήσιο φόρο για να
εξασφαλίζουν τις υποχρεώσεις του φόρου υποτέλειας. Αυτή η υποχρέωση που ήταν
πάρα πολύ άδικη, και προ πάντων αποτελούσε ένα σοβαρό εµπόδιο για την
οικονοµική ανάπτυξη, καταργήθηκε µόλις το 1927 (1).
Με την πάροδο του χρόνου στάλθηκαν πολλές εκκλήσεις και παρακλήσεις σχετικές
µε την Ένωση από Λευκωσία προς Λονδίνο. Τις πιο πολλές φορές έπεφταν σε "ώτα
µη ακουόντων" ή τους παρέπεµπαν στις καλένδες. Κάποιες φορές όµως το ιδανικό
αυτό φάνηκε πως θα µπορούσε να γίνει εφικτό. Το χειµώνα του 1912-1913 ο
πρωθυπουργός Γεώργιος Λόυδ πρότεινε την Ένωση σε αντάλλαγµα µε τη βρετανική
βάση στην Κεφαλονιά, αλλά πολύ σύντοµα δεν ξανακούστηκε τίποτε άλλο γι’ αυτή
την πρόταση. Το 1915 η Αγγλία πρόσφερε την Ένωση σε αντάλλαγµα µε την
ελληνική συµµετοχή στον Πρώτο Παγκόσµιο Πόλεµο, αλλά η Αθήνα την εποχή
εκείνη επέµενε σε µια αυστηρά ουδέτερη πολιτική. Όταν τελικά η Ελλάδα το 1917
διάλεξε την πλευρά των Συµµάχων, η Αγγλία δεν είχε κανέναν επείγοντα λόγο πλέον
να παραδώσει τη διακυβέρνηση του νησιού. Στις ειρηνευτικές συνοµιλίες του 1919 το
θέµα Ένωση δεν τέθηκε σε συζήτηση για διάφορους λόγους. Αυτοί ήταν κυρίως
στρατηγικοί, αλλά υπήρχαν επίσης και παράπονα από την τουρκική πλευρά. Ο
Πρώτος Παγκόσµιος Πόλεµος ήταν πράγµατι η αιτία που το 1914 οι Άγγλοι
προσάρτησαν την Κύπρο. Με τη συνθήκη της Λωζάννης το 1923 η Τουρκία τελικά
παραιτήθηκε απ’ όλες τις διεκδικήσεις της στην Κύπρο (3).
Η τουρκοκυπριακή κοινότητα έβλεπε µε κακό µάτι την κίνηση για ένωση και
απαντούσε συχνά µε εκκλήσεις που υποστήριζαν τη διατήρηση του status quo. Οι
περισσότεροι Τουρκοκύπριοι δεν ήθελαν σε καµιά περίπτωση να αποτελέσουν
µειονότητα σε ελληνικό κράτος. Γι’ αυτό έβλεπαν την αγγλική ηγεµονία σαν εγγύηση
της θέσης τους απέναντι στην ελληνική πλειοψηφία. Αν οι Άγγλοι παραιτούνταν από
τη Κύπρο, τότε έβλεπαν δύο πιθανές λύσεις: επιστροφή στην Τουρκία ή διχοτόµηση
του νησιού σε ελληνικό και τουρκικό τµήµα. Η δεύτερη αυτή λύση είναι γνωστή µε
τον όρο taksim.
Η κρίση του 1929 επέδρασε επίσης και στην οικονοµία της Κύπρου. Συν τοις άλλοις
αυξήθηκε σταδιακά µέχρι οριακού σηµείου η απογοήτευση των Ελληνοκυπρίων για
την εκτόπιση της ένωσης. Το 1931 προκλήθηκαν σοβαρές ταραχές στη Λευκωσία,
κατά τις οποίες ισοπεδώθηκε µε φωτιά το γραφείο του Κυβερνήτη. Επίσης και σε
κάποιο άλλο µέρος του νησιού ξέσπασαν διαδηλώσεις τις οποίες οι Εγγλέζοι
κατέπνιξαν σύντοµα. Το αποτέλεσµα ήταν να καταργηθεί προσωρινά το
αποικιοκρατικό σύνταγµα και η διοίκηση να γίνει ακόµη πιο αυταρχική. Η Ελλάδα
κράτησε αποστάσεις απ’ όλα αυτά. Η οικονοµική κρίση έπληξε και την Αθήνα, και
επιπλέον η κυβέρνηση αποφάσισε να βελτιώσει τις σχέσεις της µε την Άγκυρα και γι’
αυτό τον λόγο το θέµα Ένωση µετατοπίστηκε στο παρασκήνιο. Το ίδιο συνέβη και
κατά τη διάρκεια του ∆ευτέρου Παγκοσµίου Πολέµου. Η κατάσταση άλλαξε µετά
τον ελληνικό Εµφύλιο Πόλεµο ( 1946-1949 ), όταν οι Ηνωµένες Πολιτείες ανέλαβαν
από τους Άγγλους το ρόλο να προστατεύουν την ελληνική κυβέρνηση. Η Αθήνα
περίµενε από την Ουάσινγκτον µια πιο θετική στάση για την ένωση και προσπάθησε
συχνά να φέρει το θέµα στα Ηνωµένα Έθνη.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 φανατικοί εθνικιστές ιδρύουν στην Κύπρο τον
Εθνικό Οργανισµό Κυπριωτών Αγωνιστών ( ΕΟΚΑ ). Σκοπός ήταν η επιβολή της
Ένωσης µε βία. Αρχηγός ορίστηκε ο έλληνας στρατηγός µε κυπριακή καταγωγή
Γεώργιος Γρίβας. Το 1955 οι Βρετανοί οργάνωσαν µια διάσκεψη για την τύχη της
Κύπρου στο Λονδίνο, στην οποία ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών απαίτησε να γίνει
η Κύπρος τουρκική, αν οι Άγγλοι τελικά αποχωρούσαν. Την ίδια χρονιά, η ΕΟΚΑ
άρχισε έναν τροµοκρατικό αγώνα κατά των Άγγλων και των αντιφρονούντων της
Ένωσης. Οι Εγγλέζοι αντέδρασαν κατά του αγώνα µε πολλή βία, ακόµη και µε
θανατικές ποινές. Ο πνευµατικός και πολιτικός ηγέτης των Ελληνοκυπρίων
Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ΙΙΙ εξορίστηκε για κάποιο διάστηµα στις Σεϊχέλες.
Οι Βρετανοί κράτησαν µια πολύ πιο ήπια στάση απέναντι στη VΟLKAN / TMT απ’
ό,τι στην ΕΟΚΑ. Έµπλεξαν επίσης και την τουρκική κυβέρνηση µε την Κύπρο, ως
αντιστάθµισµα κατά της ΕΟΚΑ, µε κίνδυνο να υπάρξουν επιπτώσεις στις σχέσεις των
δύο συµµάχων του ΝΑΤΟ, µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (4). Οι επιπτώσεις αυτές
δεν άργησαν να φανούν. Για να δείξουν πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση, η τουρκική
κυβέρνηση οργάνωσε αιµατηρούς διωγµούς κατά των Ελλήνων στην
Κωνσταντινούπολη και Σµύρνη, µε αφορµή µια έκρηξη βόµβας στο Τουρκικό
Προξενείο της Θεσσαλονίκης. Έκτοτε το κυπριακό πρόβληµα αποτελεί το
σπουδαιότερο εµπόδιο στις σχέσεις Άγκυρας και Αθήνας.
∆ύο γεγονότα οδήγησαν τελικά στη διάσπαση. Οι Άγγλοι µετά το φιάσκο του Σουέζ,
πιεζόµενοι από τους Αµερικανούς, δεν ήθελαν να παίζουν δεσπόζοντα ρόλο στην
περιοχή. Ούτε το θεωρούσαν πια αναγκαίο να κατέχουν ολόκληρο το νησί. ∆ύο
στρατιωτικές βάσεις θα τους επαρκούσαν. Επιπλέον, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος
διαβεβαίωνε ότι οι Ελληνοκύπριοι ήσαν έτοιµοι να δεχτούν ανεξαρτησία αντί για
ένωση. Ο δρόµος για διαπραγµατεύσεις άνοιξε και οδήγησε σε συνοµιλίες το 1959
µεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και Ηνωµένου Βασιλείου, που κατέληξαν στις συµφωνίες
της Ζυρίχης. Οι συµφωνίες αυτές επιβλήθηκαν σαν προσταγές και στις δύο
κοινότητες, αφού τους έβαλαν το µαχαίρι στο λαιµό. Ο Μακάριος υπέγραψε παρά τη
θέλησή του, εξαιτίας των αντιρρήσεων που είχε για το περίπλοκο, και όπως
αποδείχτηκε αργότερα, ανέφικτο σύνταγµα. Οι υποστηρικτές της ΕΟΚΑ
απογοητεύτηκαν σαφώς γι’ αυτό το fait accompli. (5).
To 1960 η Κύπρος έγινε ανεξάρτητη χώρα µε πρόεδρο τον Μακάριο και αντιπρόεδρο
τον Kιουτσιούκ. Σύµφωνα µε το σύνταγµα οι θέσεις αυτές καλύπτονταν αντίστοιχα
από έναν Ελληνοκύπριο και έναν Τουρκοκύπριο. Οι Εγγυήτριες ∆υνάµεις --η
Μεγάλη Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία-- είχαν το δικαίωµα από κοινού ή
ξεχωριστά να εισβάλουν στη χώρα, αν διέτρεχε κίνδυνο το σύνταγµα, το οποίο
χαρακτηρίστηκε από τα πιο παράξενα που επιβλήθηκαν ποτέ σε χώρα. Οι
Τουρκοκύπριοι, µια µειονότητα 18% περίπου, ασκούσαν µια άνισα µεγάλη επιρροή,
(όπως το 30% σε βουλευτικές έδρες, το 30% σε δηµόσιες θέσεις και το 40% σε
αστυνοµική δύναµη), και είχαν το δικαίωµα αρνησικυρίας (veto) σε ουσιαστικά
ζητήµατα, όπως στη νοµοθεσία της φορολογίας. Σε µεγάλα µέρη εµφανίστηκαν
ξεχωριστοί δήµοι. Στην πράξη αποδείχτηκε το σύστηµα αυτό ανέφικτο. Η
τουρκοκυπριακή κοινότητα από φόβο µην υπερισχύσει η ελληνοκυπριακή, κράτησε
µια εξαιρετικά αµυντική θέση µε την ελάχιστη υπόνοια ότι παραβιάζονταν τα
δικαιώµατά της. ∆ηµιουργήθηκαν άλυτα προβλήµατα µε τη συµπλήρωση θέσεων στο
δηµόσιο, στο στρατό, στην αστυνοµία και στη διοίκηση των χωριστών δήµων. Οι
Τουρκοκύπριοι έκαναν επίσης χρήση του βέτο µπλοκάροντας βασικούς νόµους
φορολογίας. Η κυβέρνηση ακινητοποιήθηκε πλήρως. Γι’ αυτό το 1963 ο Μακάριος
πρότεινε να αλλάξει το σύνταγµα, µε σκοπό να περιορίσει την επιρροή των
Τουρκοκυπρίων.
Κατά την περίοδο της κρίσης τα ελληνικά και τουρκικά στρατεύµατα, που σύµφωνα
µε τη συνθήκη της Ζυρίχης είχαν στρατοπεδεύσει στο νησί, απειλούσαν να
συγκρουστούν µεταξύ τους. Επιπλέον τουρκικά πολεµικά αεροπλάνα παραβίασαν τον
εναέριο χώρο και φάνηκε σαν επικείµενη εισβολή. Για να προλάβουν την κατάσταση
αυτή αποφασίστηκε κατάπαυση του πυρός µε βρετανική πρωτοβουλία, στις 24
∆εκεµβρίου. Αγγλικά στρατεύµατα πήραν θέσεις στη Λευκωσία για να χωρίσουν τις
µαχόµενες πλευρές. Αυτό στάθηκε η αφορµή για την Πράσινη Γραµµή --η
διαχωριστική γραµµή που εντωµεταξύ χωρίζει όλο το νησί στα δύο.
Εντωµεταξύ ξέσπασαν νέες ταραχές και η Τουρκία ετοιµάστηκε για εισβολή. Μόνο
µετά από προσωπική παρέµβαση του αµερικανού προέδρου Tζόνσον συγκρατήθηκε η
Άγκυρα. Ο Τζόνσον έστειλε τον απεσταλµένο του Ντιν Άτσεσον στην Κύπρο ο
οποίος πρότεινε σε αντάλλαγµα για την Ένωση µια τουρκική εδαφική βάση στο νησί
και παραχώρηση του ελληνικού νησιού Καστελόριζο στην Τουρκία. Η πρόταση αυτή
απορρίφθηκε από τον Μακάριο. Ο αγώνας δε γινόταν πια για την ένωση, αλλά για
µια ανεξάρτητη, ουδέτερη Κύπρο µε εφικτό σύνταγµα, και χωρίς δικαίωµα βέτο από
πλευράς Τουρκοκυπρίων.
Η ιδέα της Ένωσης είχε χάσει την αίγλη της µεταξύ πολλών Ελληνοκυπρίων και εξ
αιτίας της δικτατορίας στην Αθήνα η πλειοψηφία υποστήριζε τη πολιτική του
Μακαρίου. Παρ’ όλα αυτά ο Αρχιεπίσκοπος βρέθηκε σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Η
χούντα ήθελε να τον ξεκάνει όσο το δυνατό γρηγορότερα. Οι Ηνωµένες Πολιτείες,
αντίθετες προς την ουδέτερη πολιτική του, τον θεωρούσαν σαν έναν
κρυφοκοµµουνιστή, ενώ οι Τουρκοκύπριοι τον έβλεπαν σαν εµπόδιο στη διχοτόµηση.
Μ’ αυτούς τους τελευταίους ο Μακάριος προσπάθησε σοβαρά να βελτιώσει τις
σχέσεις. Αντιτάχθηκε στον de facto αποκλεισµό των τουρκοκυπριακών θυλάκων και
υπό την ηγεσία του Γλαύκου Κληρίδη και Ραούφ Ντενκτάς άρχισαν συνοµιλίες
µεταξύ των δύο κοινοτήτων. Συνεπώς µειώθηκαν αισθητά οι εντάσεις στο νησί χωρίς
ακόµη να έχει βρεθεί λύση, όταν στην υπόθεση αναµείχθηκε η χούντα της Αθήνας µε
διοργάνωση πραξικοπήµατος.
Το πραξικόπηµα έγινε στις 15 Ιουλίου 1974. Μονάδες της Εθνικής Φρουράς έκαναν
επίθεση στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο, αλλά ο Μακάριος κατάφερε να δραπετεύσει. Ο
Νίκος Σαµψών ανέλαβε την εξουσία. Σ’ ολόκληρο το νησί ξέσπασαν αψιµαχίες
µεταξύ των οπαδών και αντιπάλων του Μακαρίου. Οι Τουρκοκύπριοι έµειναν στους
θύλακές τους κρατώντας όσο το δυνατόν αποστάσεις, αλλά το πραξικόπηµα ήταν για
την Τουρκία η ευκαιρία που περίµενε. Στις 20 Ιουλίου αποβιβάσθηκαν τουρκικά
στρατεύµατα στην Κυρήνεια και προχώρησαν προς τη Λευκωσία. Το σοκ της
εισβολής έγινε αισθητό µέχρι την Αθήνα, όπου προκάλεσε την πτώση της χούντας.
Στην Κύπρο ο Σαµψών εξαφανίστηκε από το προσκήνιο, στις 23 Ιουλίου, και
ανέλαβε την εξουσία ο πρόεδρος του κοινοβουλίου Κληρίδης. Στις 30 Ιουλίου επήλθε
κατάπαυση του πυρός.
Στην επόµενη σύσκεψη που έγινε στη Γενεύη η Τουρκία απαίτησε µε τελεσίγραφο
µια µορφή διχοτόµησης µε την οποία το 35% του νησιού θα µεταβιβαζόταν στους
Τουρκοκύπριους. Όταν η Κύπρος απέρριψε το αίτηµα αυτό, ο τουρκικός στρατός
άρχισε νέα επίθεση, στις 14 Αυγούστου, µε την οποία κατέκτησε ολόκληρο το βόρειο
τµήµα του νησιού. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης πιάστηκαν πολλοί αιχµάλωτοι
πολέµου από τους οποίους 1500 περίπου δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Σχεδόν όλος ο
ελληνοκυπριακός πληθυσµός εξαφανίστηκε από τα κατεχόµενα µέρη, ενώ οι πιο
πολλοί Τουρκοκύπριοι από το νότιο τµήµα, υπό την πίεση των ηγετών τους, έφυγαν
προς το βόρειο τµήµα (6). Σ’ αυτούς, µετά το 1974, προστέθηκαν µερικές δεκάδες
χιλιάδες έποικοι από την Τουρκία, οι οποίοι θεωρούνται παράνοµοι από την
Κυπριακή ∆ηµοκρατία. Στην πραγµατικότητα, µε την κατοχή του βορρά επιτεύχθηκε
η διχοτόµηση, γεγονός που εξηγεί γιατί οι ηγέτες των Τουρκοκυπρίων αρνήθηκαν
επίµονα να κάνουν συµβιβασµούς στις εκάστοτε διαπραγµατεύσεις που ακολούθησαν.
Το 1983 µάλιστα αυτοανακηρύχθηκαν "Τουρκική ∆ηµοκρατία της Βόρειας Κύπρου",
χωρίς να έχουν αναγνωριστεί από κανένα κράτος εκτός από την Τουρκία. Έκτοτε,
κατέχουν αµείωτο το ανεξάρτητο κράτος τους υπό την αρχηγία ακόµη του Ραούφ
Ντενκτάς, και υπό την κάλυψη µεγάλης τουρκικής στρατιωτικής δύναµης.
Στη σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έγινε στην Κοπεγχάγη, το
∆εκέµβριο 2002 αποφασίστηκε η ένταξη της Κύπρου στην Ένωση για το 2004. Το
γεγονός αυτό επιτάχυνε τις διαπραγµατεύσεις που διαιωνίζονται εδώ και είκοσι οκτώ
χρόνια µε ενδιάµεσες παύσεις. Τα Ηνωµένα Έθνη παρουσίασαν το Νοέµβριο 2002 το
ονοµαζόµενο σχέδιο-Αναν. Και τα δυο µέρη έχουν αποδεχτεί το σχέδιο ως βάση για
περαιτέρω διαπραγµατεύσεις. Το πού θα οδηγήσει αυτό, θα φανεί στο µέλλον.
Εντωµεταξύ η κατάσταση στην Κύπρο παραµένει ακόµη η ίδια, όπως ήταν µετά την
εισβολή του 1974. Ένα νησί χωρισµένο στα δυο µε την ¨Πράσινη Γραµµή¨, µε µια
ειρηνευτική δύναµη των Ηνωµένων Εθνών, µε το βόρειο τµήµα του να κατέχεται από
την Τουρκία, και στο οποίο περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι ζουν ακόµη ως
πρόσφυγες µέσα στην ίδια τους τη χώρα.
Σηµειώσεις
1. Stavros Pandeli – A History of Cyprus. From Foreign Domination To Troubled
Independence. Londen / Den Haag 2000, p.75.
2. Doros Alastos – Cyprus in History. Londen 1976, p. 309-323.
3. Kees Klok - "Lausanne, een historisch breukvlak." In : Lychnari jg 7, nr.4, 1993.
4. Zie: Christopher Hitchens – Hostage to History. Cyprus from the Ottomans to
Kissinger. Londen / New York 1999, p. 46 vgl.
5. Richard Clogg – A Concise History of Greece. Cambridge 1992, p. 154.
6. Kees Klok – "Langs de Groene Lijn." In: Lychnari jg 16, nr.5, 2002.
Μετάφραση από τα ολλανδικά
Στέλλα Τιµωνίδου
Η ιδέα αυτή θα διατηρηθεί ακλόνητη και µε κάποιες παραλλαγές στο πέρασµα των
αιώνων και θα επιβιώσει της ίδιας της άλωσης της Πόλης, το 1453. Πέρασε από τρεις
βασικές φάσεις και διέγραψε τρία αντίστοιχα ∆όγµατα εξωτερικής πολιτικής:
Από την εποχή εκείνη και µετά, η αυτοκρατορία άρχισε να παίρνει το δρόµο της
παρακµής. Ήδη, είχε δεχθεί το πρώτο σοβαρό χτύπηµα στα ανατολικά της εδάφη
(µετά την κρίσιµη ήττα από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Ματζικέρτ, το 1071),
ενώ από τη δύση εισέβαλλαν συνεχώς οι Νορµανδοί (το ίδιο µοιραίο έτος έπεσε το
Μπάρι, η τελευταία βυζαντινή κτήση στην Ιταλία), επιφέροντας µεγάλες
καταστροφές στο κράτος και από το Βορρά οι Πατζινάκες και οι Κουµάνοι. Είχε
επίσης µεσολαβήσει η οριστική ρήξη µε την Εκκλησία της Ρώµης (Σχίσµα, 1054),
γεγονός που αποµόνωσε διπλωµατικά το Βυζάντιο, η εδαφική σµίκρυνση από τους
διαδοχικούς πολέµους, η οικονοµική οπισθοδρόµηση, η διαφθορά, η ανηθικότητα και
η εσωτερική κρίση. Από το σηµείο αυτό και µετά, το Βυζάντιο µάλλον δεν ήταν σε
θέση να διαµορφώσει επιθετική στρατηγική και η εξωτερική του πολιτική στόχευε
στην απλή επιβίωση.
Κάνοντας µία νέα παρένθεση και έχοντας κατά νου τα διδάγµατα της Ιστορίας δεν
είναι δυνατό να µην αναρωτηθούµε: "µήπως οι µακρινές εκστρατείες των Η.Π.Α., σε
ολόκληρο τον κόσµο, αναλώσουν σηµαντικές κρατικές δυνάµεις"; Ο Paul Kennedy(7)
δεν αρνείται ότι η οικονοµική δύναµη των Η.Π.Α. φθίνει στη σηµερινή εποχή και
ένας από τους βασικούς λόγους είναι το κόστος συντήρησης των βάσεων απανταχού
στον κόσµο.(8) Η Ιστορία και πάλι δικαιώνεται. Μήπως, η κατεύθυνση της
αµερικάνικης εξωτερικής πολιτικής και η απαξίωση που δείχνουν οι Αµερικανοί
ιθύνοντες και διαµορφωτές της προς την Ευρώπη, αφήσει αυτό το νευραλγικό χώρο
στο έλεος άλλων δυνάµεων; ∆εν αποκλείεται έτσι στο µέλλον και οι Αµερικανοί να
ψάχνουν τα χαµένα τους µεγαλεία. Ας επανέλθουµε όµως στα βυζαντινά χρόνια...
Στόχος του νέου ∆όγµατος ήταν η δηµιουργία µίας διεθνούς κοινότητας µε κέντρο το
Βυζάντιο, µίας κοινότητας που θα βρίσκονταν κάτω από την άµεση επιρροή της
Κωνσταντινούπολης. Μ' αυτό τον τρόπο η αυτοκρατορία µονιµοποίησε, κατά κάποιο
τρόπο, τους συµµάχους της. Βέβαια αυτή η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, δεν σήµαινε
βυζαντινή κυριαρχία απέναντι σ' αυτούς τους λαούς της κοινότητας, όπως σήµαινε το
Imperium Romanum. Απλά σήµαινε, κατά κάποιο τρόπο, πολιτιστική υποταγή
τους.(10)
Από τα τέλη του 8ου αιώνα, ο χαρακτήρας της διπλωµατίας και της διαµόρφωσης του
Βυζαντινού Κοινοπολιτισµού, πήρε άλλη µορφή. Η κύρια αιτία αυτής της αλλαγής
ήταν η µορφοποίηση των χριστιανικών καθεστώτων στη ∆ύση και στη συνέχεια, η
άνοδος των Μακεδόνων αυτοκρατόρων στο θρόνο της Πόλης. Η "συναρµολόγηση"
της Αγίας Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερµανικού Έθνους από διάσπαρτα
φεουδαρχικά κρατίδια, η σταδιακή ανεξαρτητοποίηση της Παπικής Εκκλησίας από
τον έλεγχο του Πατριαρχείου και η αναβίωση παλιών αυτοκρατορικών τάσεων, ήταν
οι τρεις κύριοι παράγοντες "χριστιανοποίησης" της εξωτερικής πολιτικής αλλά και
συρρίκνωσης των επεκτατικών σχεδίων.
Η Μακεδονική ∆υναστεία που αναλαµβάνει τις τύχες του κράτους από το 867,
επαναφέρει στο προσκήνιο και καθιστά απαρέγκλιτο οδηγό της εξωτερικής της
πολιτικής τις εντολές του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η πολιτική αυτή στηρίζονταν
στην αντίληψη ότι η µεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώµη στο Βυζάντιο,
ισοδυναµούσε µε αποκοπή της Ανατολικής απο τη ∆υτική Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία.
ρα η δύση είναι από µόνη της υπεύθυνη για την πτώση της. Χαρακτηρίστηκε από
τη µετατόπιση των ενδιαφερόντων του κράτους προς τα ανατολικά και στην
εγκατάλειψη τυχόν αλυτρωτικών σχεδίων για ανάκτηση της Ρώµης και δυτική
επέκταση.(14) Η ιουστινιάνεια reconquista και η οικουµενικότητα του παρελθόντος
αποκηρύχθηκαν και παρανοµοποιήθηκαν, ενώ η ανατολική Ευρώπη και η Ασία
έγιναν χώρος άσκησης βυζαντινής επιρροής. Η επέκταση προς την περιοχή αυτή
έπρεπε να είναι απεριόριστη. "Ο αυτοκράτορας πρέπει να ανακτήσει τα χαµένα
αγαθά"(15 , λέει ο Πατριάρχης Φώτιος (όπερ και εγένετο ως τα µέσα του 11ου αιώνα).
Ταυτόχρονα, ο ρόλος των Φράγκων και του Πάπα στην αυτοκρατορική αυλή
αναβαθµίστηκαν, ενώ οι δυτικές εδαφικές απώλειες υποβαθµίστηκαν (όπως αυτής της
Ραβέννας, το 751). Η νοοτροπία αυτή βάραινε ιδιαίτερα στις συνειδήσεις των
ανθρώπων του 10ου αιώνα, καθώς στον Μέγα Κωνσταντίνο χρωστούσε όλος ο
Μεσαίωνας τη χριστιανική του θρησκεία.
Υπάρχει όµως µία διαφορά από την καθαρή πολιτική του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οι
Μακεδόνες αυτοκράτορες νοµιµοποίησαν και επέτρεψαν σε µία και µοναδική
περίπτωση την καταστρατήγηση της Κωνσταντίνειας ∆ωρεάς και την επέκταση προς
τη ∆ύση: όταν αυτήν την εγκρίνουν τα χριστιανικά βασίλεια. Έτσι, το Βυζάντιο
κέρδισε τα σηµαντικά θέµατα της Λογγοβαρδίας και της ∆αλµατίας, προκειµένου να
αντιµετωπίσει επιτυχώς τους ραβες, προστατεύοντας µ' αυτόν τον τρόπο
φραγκοκρατία και παποσύνη. Καµία ωστόσο περαιτέρω διεκδίκηση εδαφικής
προσαύξησης πέρα απ' αυτή που διατυπώθηκε καθαρά στις συνθήκες που υπέγραψε ο
Βασίλειος Α' (867-886) δεν επετράπη. Μιλάµε συνεπώς για µία περιορισµένη
βυζαντινή οικουµένη. Ο Τηλέµαχος Λουγγής περιέγραψε το χαρακτήρα της
µακεδονικής εξωτερικής πολιτικής ως: "...το σπουδαιότερο πανόραµα πολιτικής
ιδεολογίας που γνώρισε ποτέ ο Μεσαίωνας...".(16)
Το Βυζάντιο δεν µπορούσε να µείνει αµέτοχο στις δυτικές προκλήσεις. Οπλίστηκε µ'
ένα έντονο πατριωτικό και χριστιανικό πνεύµα και εισήγαγε στην πολιτική του έναν
ιεραποστολικό χαρακτήρα. Η Ορθοδοξία ξεπέρασε τα σύνορα του κράτους και πήρε
έναν νέο, έναν οικουµενικό χαρακτήρα. Χρησίµευσε ως µέσο εξάπλωσης του
βυζαντινού πολιτισµού και, κατ' επέκταση, ως µέσο άσκησης πολιτικής. Ως απάντηση
στις δυτικές ενέργειες, η αυτοκρατορία έστειλε δικούς της ιεραποστόλους που
µεταφέρουν το ορθόδοξο µήνυµα. Τελικά, µετά από µεγάλες αντιπαραθέσεις που λίγο
έλειψε να προκαλέσουν γενικευµένο πόλεµο και µετά από ένα σύντοµο πρώτο σχίσµα
τα έτη 863-7, οι δύο θρησκευτικοί πόλοι µοιράστηκαν άτυπα τις σφαίρες επιρροής
τους: στη ∆ύση, στην Κεντρική Ευρώπη, στη Μοραβία όπως επίσης και στο κράτος
των Μαγυάρων, κυριάρχησε ο Καθολικισµός . στη Σερβία, Βουλγαρία και Ρωσία, η
Ορθοδοξία.(18) Σταδιακά δηµιουργήθηκε ένα δίκτυο ορθόδοξων επισκοπών, άµεσα
εξαρτηµένων από τις τοπικές µητροπόλεις και το Πατριαρχείο της
Κωνσταντινούπολης. Πρόκειται για µία περίοδο µοναδικών εκκλησιαστικών
επιτευγµάτων για την αυτοκρατορία. Συνεπώς, η οικουµενική αποστολή της
αυτοκρατορίας δε χάθηκε. Ἀλλαξε απλά µορφή και από πολιτική µετατράπηκε σε
πνευµατική.
Απέναντι στους νέους θανάσιµους κινδύνους και τις οικτρές συνθήκες, το κράτος
προσγειώθηκε ανώµαλα από τις ονειροβασίες του ισχυρού, ένιωσε αποξενωµένο
εξαιτίας του Σχίσµατος, αποκήρυξε το λατινισµό και προσπάθησε να επιζήσει,
επιστρατεύοντας και πάλι τις πατριωτικές του τάσεις µε τη µορφή µίας πρώιµης
αναγέννησης. Για πρώτη φορά, η αυτοκρατορία συνειδητοποίησε τους δεσµούς της
µε την ελληνική αρχαιότητα, εξαιτίας της ελληνοφωνίας της, έψαξε τις παλιές τις
ρίζες, ξεθάβοντας από τις σκόνες την ελληνική αρχαιότητα και τις επιτεύξεις της,
ώστε να εξυψώσει το πτοηµένο ηθικό του λαού. Οι Βυζαντινοί γνώρισαν πια την
ελληνική παιδεία, την ταύτισαν µε την ορθοδοξία και έπαψαν να χρησιµοποιούν τον
όρο "Έλληνας" µε αρνητικό περιεχόµενο, υπαινισσόµενοι την ειδωλολατρία (11ος
αιώνας). Το ελληνικό πνεύµα κατέκτησε το ρωµαϊκό ιδεώδες, που πλέον το
διεκδικούσε η ∆ύση.(21)
Συγχρόνως, µετά τις πρώτες αποτυχίες και εδαφικές απώλειες του 11ου αιώνα, η
αυτοκρατορία συσπειρώθηκε πνευµατικά, πολιτιστικά, πολιτικά και οικονοµικά γύρω
από τη πρωτεύουσα, η διεθνή θέση της οποίας αναβαθµίστηκε. Το γεγονός αυτό είχε
δύο συνέπειες: α) τη δηµιουργία ενός πολωτικού κλίµατος στην Κωνσταντινούπολη
και β) την εγκατάλειψη των επαρχιών.
Το Βυζάντιο αναζήτησε συµµάχους για την αντιµετώπιση των Νορµανδών και των
Τούρκων. Οι Βενετοί προσέφεραν το ναυτικό τους, κέρδισαν όµως σηµαντικά
εµπορικά πλεονεκτήµατα, που ουσιαστικά τους κατέστησαν κύριους της βυζαντινής
αγοράς και σταδιακά διαιτητές της περιουσίας του κράτους. Ο λαός δυσανασχέτησε
µε τον υποβιβασµό της ποιότητας της ζωής του και αυτό, σε συνδυασµό µε την
εριστική πολιτική του Πάπα, τις νορµανδικές εισβολές και τις Σταυροφορίες, που
θεωρήθηκαν και σωστά ως πολιτική έκφραση του λατινικού ιµπεριαλισµού,
συνέδραµαν στην καλλιέργεια ενός αντιλατινικού κλίµατος, που πήρε δραµατικές
διαστάσεις στα χρόνια του Ανδρόνικου Κοµνηνού (1183-1185). Υπήρχε πλέον σαφής
αντιδιαστολή µεταξύ των όρων λατινισµού και ελληνισµού. Οι Σταυροφορίες, "κατά
του κράτους που προστατεύει και αγαπά ο Θεός", αποτέλεσαν τη µέγιστη ασέβεια και
ανοσιούργηµα τεραστίων διαστάσεων, κατά τους Βυζαντινούς. Ταυτόχρονα η
αποστολή για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, το πρόσχηµα δηλαδή των
Σταυροφοριών, αποτελούσε και αυτό από µόνο του µέγιστη προσβολή, καθώς οι
Βυζαντινοί συνέχιζαν να θεωρούν τους εαυτούς τους µοναδικούς υπερασπιστές της
χριστιανοσύνης και άρα τους µόνους ικανούς να αναλάβουν µία τέτοια αποστολή.
∆υστυχώς, οι προσπάθειες του Ανδρόνικου Κοµνηνού για αποδέσµευση από τη
λατινική επιρροή, δεν είχαν αποτέλεσµα. Μετά τους Βενετούς, και οι Γενοβέζοι,
ακολουθώντας το παράδειγµά τους αφαίµαξαν και αυτοί βυζαντινούς πόρους.
Ο αριστοκρατικός πατριωτισµός, η παραµέληση των αναγκών του λαού από την αυλή
της Κωνσταντινούπολης και το οξύ αντιλατινικό πνεύµα που διακατείχε τις ψυχές
των Βυζαντινών πολιτών, επέφεραν την αποµόνωση της πρωτεύουσας, η οποία έχασε
τον έλεγχο των επαρχιών της αυτοκρατορίας. Πολλές απ' αυτές αφοµοιώθηκαν από
το τουρκικό στοιχείο, ενώ άλλες δε δίστασαν ακόµα και να παράσχουν αφειδώς τη
βοήθειά τους κατά του ίδιου τους του κράτους. Η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο.
Πολλές επαρχίες ανακήρυξαν δικό τους αυτοκράτορα, δηµιούργησαν δικό τους
στρατό και έκοψαν δικό τους νόµισµα. Συγκροτήθηκαν έτσι, µικρά τοπικά βυζαντινά
κράτη, διοικούµενα από τοπικούς άρχοντες, αποσπασµένους από τον έλεγχο της
ανάλγητης πια πρωτεύουσας. Ο στρατός διασπάστηκε, αποδυναµώθηκε και τελικά
κατέρρευσε. Ο θρίαµβος του λατινικού ιµπεριαλισµού έτσι, ολοκληρώθηκε το 1185
µε την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Νορµανδούς και το 1204, µε αυτήν της
Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Ο επαρχιακός πατριωτισµός, τότε
λοιπόν, ήταν αυτός που διαποτίστηκε µε την ελληνορθόδοξη ιδέα- που ήταν τώρα πιο
δυνατή από ποτέ- και ξεκίνησε έναν ιερό πόλεµο µε σκοπό την αντεκδίκηση και την
αναγέννηση της αυτοκρατορίας µέσα από τις στάχτες της, µέχρι το µοιρολατρικό
φινάλε του 1453.(22)
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Φιλίππου, Φίλιππος. "Ο βυζαντινός Οικουµενισµός και η ιδέα ανεξαρτησίας του Α'
Βουλγαρικού κράτους πριν τον εκχριστιανισµό", Βυζαντινός ∆οµός τεύχος 5-6 (1991-
1992) : 183-188.
Κennedy, Paul. The Rise and Fall of the Great Powers. 2nd Ed. London: Fontana,
1989.
Η κρίση, που έφερε την Υφήλιο στα πρόθυρα του θερµοπυρηνικού ολέθρου,
εκτυλίχθηκε στην Κούβα, το µεγαλύτερο νησί (110.922τ.χλµ.) του συµπλέγµατος των
Αντιλλών, στην Κεντρική Αµερική, και καθόλου αναίτια Με 10.822.000 κατοίκους
και ιδιαίτερης γεωπολιτικής σηµασίας, η Κούβα είχε, ανέκαθεν, ταραχώδη ιστορία.
Λόγω της φυσικής της οχύρωσης αλλά και της, µόλις 90 µιλίων, απόστασής της από
τις ακτές της Φλώριδας, αποτελούσε πάντα στόχο αποικιοκρατών και σταθερό σηµείο
αναφοράς της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α. στην Κεντρική και Λατινική
Αµερική.
Από την 1η Γενάρη του 1959 η αµερικανόφιλη δικτατορία του Στρατηγού Μπατίστα
αποτέλεσε οριστικά παρελθόν, µετά από επτά χρόνια εξουσίας. Η περίφηµη
κουβανέζικη Επανάσταση, το "Κίνηµα της 26ης Ιουλίου" είχε θριαµβεύσει.
Αδιαφιλονίκητος ηγέτης της Κούβας ήταν, πλέον, ο Φιντέλ Κάστρο, πλαισιωµένος
από τον "Τσε", τον αδελφό Ραούλ και τους "Μπαρµπούδος" τους.
Όµως, από τα τέλη του 1959 ο «αριστερίζων» Κάστρο, επηρεασµένος τόσο από το
µαρξιστή Γκεβάρα, όσο και από την αναπόδραστη ανάγκη της οικονοµικής
απεξάρτησης της χώρας του από την αµερικάνικη οικονοµία, άρχισε προοδευτικά να
προσανατολίζεται προς το µαρξισµό-λενινισµό και να χαράζει αντιαµερικανική
πολιτική, επιλέγοντας την οδό της ευθείας ιδεολογικής σύγκρουσης µε τις Η.Π.Α.2
Με διάγγελµά του προς τον κουβανέζικο λαό, την 2α ∆εκέµβρη του 1961 ενέταξε
επίσηµα τη χώρα στο "κοµµουνιστικό µπλοκ"3, αφού η ιδεολογική στροφή είχε
συντελεστεί πολύ νωρίτερα.
Επιπλέον, µε τον Τσε ως Πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας και -έπειτα-
Υπουργό Βιοµηχανίας, προχώρησε σε εθνικοποίηση αµερικάνικων επενδύσεων και
εταιριών πετρελαίου, χωρίς την παραµικρή αποζηµίωση.
Όλες οι ενέργειες του Κάστρο, µε αποκορύφωµα την κατάληψη της Texaco, στις 29
Ιουνίου του 1960 και τη σύναψη εµπορικών συµφωνιών Κούβας- Ε.Σ.Σ.∆. για
ανταλλαγή ρωσικού πετρελαίου µε κουβανέζικη ζάχαρη, εξόργισαν την αµερικάνικη
διπλωµατία και οδήγησαν τον Πρόεδρο Αϊζενχάουερ στην απόφαση της κήρυξης της
Κούβας σε οικονοµικό αποκλεισµό µε τη διακοπή του 95% των εισαγωγών
κουβανέζικης ζάχαρης, στις 6 Ιουλίου του 1960.4 Με αφορµή το εµπάργκο, ο Τσε
άδραξε την ευκαιρία και απόσπασε από τον Ν. Χρουστσόφ δέσµευση για εξαπόλυση
σοβιετικών πυραύλων, σε περίπτωση αµερικάνικης επέµβασης στο νησί του
Κάστρο.5 Τέλος, η διακοπή των διπλωµατικών τους σχέσεων, στις 3 Ιανουαρίου
1961, επισφράγισε το χάσµα µεταξύ Η.Π.Α. και Κούβας.6
Το κλίµα ήταν ιδανικό για την ενεργοποίηση της «επιχείρησης Mongoose» της CIA,
το Νοέµβριο του 1961. Στόχος; η δολοφονία του Κάστρο.
Είναι σαφέστατο, λοιπόν, ότι η κρίση της Κούβας συνδέεται αιτιακά µε ορισµένα
διεθνή γεγονότα της περιόδου εκείνης. Εποµένως πρέπει, στο σηµείο αυτό, να
ενταχτεί στα πλαίσια ενός γενικότερου ιδεολογικού status quo και να εξεταστεί σε
συνάρτηση µε τις τότε διεθνοπολιτικές ισορροπίες µεταξύ των δύο υπερδυνάµεων.
Το ίδιο πολωτικά επέδρασε η κρίση του Βερολίνου, τον Ιούνιο του 1961. Η
αντιπαράθεση Χρουστσόφ-Κέννεντυ για το καθεστώς του ∆υτικού Βερολίνου
οδήγησε στην οικοδόµηση του Τείχους, τον Αύγουστο του 1961 και κλιµάκωσε την
ένταση µεταξύ των δύο υπερδυνάµεων.11 Εκείνο που έλειπε, πλέον, για να «ξεσπάσει
η καταιγίδα», ήταν µια αφορµή
Αναµφισβήτητα, η εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων, τον Απρίλιο του 1962, έχει
καταγραφεί ιστορικά ως η σηµαντικότερη αφορµή της αποστολής των σοβιετικών
πυραύλων από τον Χρουστσόφ. Το σχέδιο της CIA, που κληρονόµησε ο Κέννεντυ
από τον Αϊζενχάουερ, προέβλεπε την εκπαίδευση 1.400 εξόριστων Κουβανών σε
στρατόπεδο της Γουατεµάλα και την αποστολή τους στην Κούβα µε στόχο την
κατάληψη της εξουσίας και τη δολοφονία του Κάστρο. Απαραίτητη προϋπόθεση µιας
επιτυχούς έκβασης ήταν η στήριξη των εισβολέων από τον κουβανέζικο λαό µε τη
µορφή γενικής λαϊκής σύρραξης, κάτι που δεν επιτεύχθηκε, λόγω και της
δηµοτικότητας του Κάστρο. Η εισβολή πραγµατοποιήθηκε στον Κόλπο των Χοίρων
και, έχοντας διαρρεύσει στους κουβανούς αξιωµατούχους, κατέληξε σε παταγώδη
αποτυχία. Παρόλα αυτά, έγινε ξεκάθαρα αντιληπτό σε όλο τον κόσµο ότι οι Η.Π.Α.
θα µπορούσαν κάποια στιγµή στο µέλλον να εισβάλλουν «ανοιχτά» στο νησί του
Κάστρο. Μια τέτοια προοπτική φαίνεται να τροµοκράτησε, τόσο τον ίδιο τον
Κουβανό ηγέτη, ώστε να αναζητεί την υποστήριξη της «σοβιετικής αρκούδας» του
Χρουστσόφ, όσο και τον τελευταίο, ώστε να την προσφέρει.
Ήδη από τα µέσα του καλοκαιριού του 1962, η Ε.Σ.Σ.∆. άρχισε να εφοδιάζει την
Κούβα µε στρατό, όπλα, µαχητικά αεροσκάφη τύπου MIG, άρµατα µάχης και άλλο
πολεµικό υλικό. Το Σεπτέµβριο του 1962, µε την οριστικοποίηση συµφωνίας µεταξύ
Τσε και Χρουστσόφ στη Μόσχα, ο εξοπλισµός της Κούβας άρχισε να διευρύνεται.
Στις 4 Σεπτέµβρη, ο Πρόεδρος Κέννεντυ αναγκάστηκε, ν’ απευθύνει αυστηρή
προειδοποίηση προς τον Κάστρο, ο οποίος όχι µόνο την αγνόησε, αλλά έδωσε, στις
22 Σεπτέµβρη, άδεια στους Σοβιετικούς για την κατασκευή ναυτικής βάσης στην
Κούβα.12 Επιπλέον, ως τα µέσα του Οκτώβρη, είχαν αποσταλεί στην Κούβα
πύραυλοι εδάφους- αέρος, τύπου SAMs, 48 πύραυλου µέσου- ενδοηπειρωτικού
βεληνεκούς, τύπου SS-4 (µπορούσαν να πλήξουν τις περισσότερες πόλεις των
Η.Π.Α.13), 48 ελαφρά βοµβαρδιστικά IL-28, τακτικά πυρηνικά όπλα και πυρηνικές
κεφαλές. Εκκρεµούσε µόνο η αποστολή 32 πυραύλων µεγάλου βεληνεκούς
(διηπειρωτικών), τύπου SS-5, βάσει της ρωσο-κουβανέζικης συµφωνίας.14
Στις 14 Οκτώβρη του 1962 ένα κατασκοπευτικό U-2 των Η.Π.Α. φωτογράφησε υπό
κατασκευή βάσεις ενδοηπειρωτικών πυραύλων στο κουβανέζικο νησί. Οι αµερικάνοι
αξιωµατούχοι, αφού συγκέντρωσαν έχοντας συγκεντρώσει περισσότερες
πληροφορίες, ενηµέρωσαν τον Πρόεδρο στις 16 του Οκτώβρη. Αυτός έσπευσε να
συστήσει µια «εκτελεστική Επιτροπή» του Συµβουλίου Εθνικής Ασφάλειας,
απαρτιζόµενη από έµπειρους διπλωµάτες της εποχής του Τρούµαν και νεώτερους
«ειδικούς». Μέλη της οµάδας αυτής ήταν, µεταξύ άλλων, οι Robert Kennedy,
McNamara, McGeorge Bundy, Th. Sorensen, D. Acheson, P. Nitze, R. Lovett.15 Το
πρώτο µέληµά της οµάδας ήταν η επιλογή της αµερικάνικης αντίδρασης.
Εκφράστηκαν τρεις, κυρίως, απόψεις: α) να µείνουν οι Η.Π.Α. αδρανείς, β) να
διεξαγάγουν αεροπορική επιδροµή --ιδέα, µεταξύ άλλων, και του Acheson--, γ) να
εφαρµόσουν ναυτικό αποκλεισµό- ιδέα του McNamara--16. O Κέννεντυ, φοβούµενος
την αποτυχία, την επικινδυνότητα αλλά και το πολιτικό κόστος ενός βοµβαρδισµού,
επέλεξε την τρίτη πρόταση. Με διάγγελµα προς τον αµερικάνικο λαό, στις 22
Οκτώβρη, ανακοίνωσε το ναυτικό αποκλεισµό της Κούβας, αποφεύγοντας, επιδέξια,
τη λέξη «καραντίνα» ( quarantine ). Έτσι, το αµερικάνικο ναυτικό θα επιχειρούσε
νηοψία σε οποιοδήποτε σοβιετικό καράβι πλησίαζε το νησί, αποτρέποντας τον
περαιτέρω εξοπλισµό του. Περισσότερα από 180 πολεµικά πλοία των Η.Π.Α.
ξεκίνησαν περιπολίες στην Καραϊβική. Από την πλευρά των Σοβιετικών, πυρηνικά
υποβρύχια άρχισαν να πλέουν στην περιοχή. Η κατάσταση ήταν εξαιρετικά κρίσιµη
Την επόµενη µέρα η κρίση επιδεινώθηκε. Ένα αµερικάνικο U-2 καταρρίφθηκε πάνω
από την Κούβα. Οι Αµερικάνοι ετοιµάστηκαν να ανταποδώσουν όσο οι Σοβιετικοί
«ακόνιζαν τα (πυρηνικά) ξίφη τους». Την ίδια µέρα, ένα αµερικάνικο
κατασκοπευτικό αεροσκάφος ενεπλάκη σε αεροµαχία µε σοβιετικό MIG µέσα σε
σοβιετικό εναέριο χώρο. Στο µεταξύ, µια δεύτερη επιστολή του Χρουστσόφ είχε
φτάσει στο Λευκό Οίκο. Πρότεινε ως αντάλλαγµα για τη ρωσική υποχώρηση, εκτός
της δέσµευσης για µη επέµβαση, την αποµάκρυνση των (αντίστοιχων µε τους
σοβιετικούς) πυραύλων Jupiter από την Τουρκία. Ο τελευταίος ρωσικός όρος ήταν
απρόσµενα βολικός για την αµερικάνικη διπλωµατία, αφού το νέο διηπειρωτικό
πυρηνικό πρόγραµµα των Η.Π.Α. είχε ήδη καταστήσει τους Jupiter περιττούς.17
Το γεγονός αυτό προκάλεσε τόσο την απογοήτευση του λαού της Κούβας όσο και
του ηγέτη της, που ένιωσαν κυριολεκτικά προδοµένοι από το "Ρώσο Αδερφό".
Σε µια προσπάθεια αποτίµησης της κρίσης που σκόρπισε άγχος και αγωνία σε
εκατοµµύρια ανθρώπων ανά τον κόσµο, είναι τουλάχιστον ενδιαφέρουσα η
διακινδύνευση ορισµένων σκέψεων, ακόµη και συµπερασµάτων.
Ένα πρώτο ερώτηµα που τίθεται από την αλληλουχία των γεγονότων, σχετίζεται µε
τα κίνητρα των µεγάλων πρωταγωνιστών της κρίσης: του Χρουστσόφ και του
Κέννεντυ.
Από τους δύο, ο πλέον «ιδιόρρυθµος» ήταν σίγουρα ο Χρουστσόφ. Έχοντας επιδείξει,
από το 1956, ρεβιζιονιστική διάθεση σ ό,τι αφορά τόσο στην εσωτερική όσο και
στην εξωτερική πολιτική του,19 απέδειξε ταυτόχρονα πως είναι δεξιοτέχνης στις
στρατηγικές απειλές και στις διπλωµατικές µπλόφες. Στο πρόσωπο του Κάστρο είδε
έναν αληθινό Επαναστάτη καθώς και µια «χρυσή» ευκαιρία της διάδοσης του
κοµµουνισµού και της καταπολέµησης του ιµπεριαλισµού των Η.Π.Α. και σε άλλες
χώρες της αµερικάνικης ηπείρου. Ταυτόχρονα, βρήκε τον τρόπο να επιχειρήσει για να
ανατρέψει την πυρηνική ισορροπία υπέρ της Ε.Σ.Σ.∆. µε χαµηλό κόστος,20 αλλά και
να ασκήσει πίεση στον Κέννεντυ για το θέµα του Βερολίνου. Παρ όλα αυτά, είναι
σχεδόν βέβαιο ότι ο Χρουστσόφ δε θα προκαλούσε πυρηνικό ολοκαύτωµα χάριν της
Κούβας.
Από την άλλη πλευρά, ο Κέννεντυ τήρησε µια αξιοπερίεργη, κυκλοθυµική ίσως,
συµπεριφορά, εναλλαγής ρεαλισµού και συναισθηµατισµού. Ενώ, δηλαδή,
εµφανίστηκε ακραίος και ανυποχώρητος ( brinkmanship )21, ταυτόχρονα, είχε
πλήρη επίγνωση της επικινδυνότητας της κατάστασης. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται
µε τη δήλωση: « Ξέρω τους αριθµούς 100 εκατοµµύρια θα πεθάνουν µέσα σε µία
µόνο µέρα και 24 εκατοµµύρια εδώ »22 Εξάλλου, ο ρεαλισµός και η ψυχραιµία του
Κέννεντυ φάνηκαν, τόσο απ το γεγονός της απόρριψης της επιλογής του
αεροπορικού βοµβαρδισµού ή «ενός αντίστροφου Purl Harbor µε αρνητικό αντίκτυπο
στην παγκόσµια κοινή γνώµη», όπως έλεγε,23 όσο και απ το γεγονός ότι δεν ήθελε
να πληγεί το κύρος του Χρουστσόφ, από φόβο (κυρίως) µην τον εξωθήσει στα άκρα.
Για το λόγο αυτό, αποδέχθηκε ν’ αποσύρει τους πυραύλους Jupiter από την
Τουρκία.24
Στο σηµείο αυτό, για µια ολοκληρωµένη προσέγγιση και ερµηνεία της συµπεριφοράς
των δύο ηγετών, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και η θεωρία των Pierre Accoce
και Pierre Rentchnick. Σύµφωνα µε τη θεωρία αυτή, την οποία διατυπώνουν στο
βιβλίο τους «Αυτοί οι άρρωστοι που µας κυβερνούν», επιχειρούν να συνδέσουν τις
συµπεριφορές και τα κίνητρα σηµαντικών πολιτικών της Ιστορίας µε
ψυχοπαθολογικά τους προβλήµατα. Στην προκείµενη περίπτωση, υποστηρίζεται η
πιθανότητα του να επηρεάστηκαν- σ’ ό,τι αφορά στη στάση που τήρησαν κατά τη
διάρκεια της Κρίσης- αφενός ο Κέννεντυ από τη Νόσο του Ἀντισον και από
ψυχονευρώσεις, από τις οποίες φαίνεται να έπασχε,25 αφετέρου ο Χρουστσόφ από
αρτηριοσκλήρωση, µανιοκαταθλιπτική ψύχωση και σωρεία εγκεφαλικών και
καρδιακών επεισοδίων.26
Το άλλο σηµαντικό ερώτηµα που ανακύπτει από τη µελέτη της Κρίσης των
Πυραύλων της Κούβας, είναι το ποιος βγήκε νικητής από τη συγκεκριµένη
αναµέτρηση.
Κατά µία άποψη, κερδισµένος ήταν ο Κέννεντυ, αφού υποχρέωσε τελικώς τον
Χρουστσόφ ν’ αποσύρει τους SS-4 από την Κούβα. Με αυτόν τον τρόπο απέτρεψε
την στρατιωτική γιγάντωση ενός γείτονα και ιδεολογικού αντιπάλου των Η.Π.Α. και
διατήρησε την πυρηνική ισορροπία υπέρ των τελευταίων.
ΣΤΟ ∆ΙΑ∆ΙΚΤΥΟ
Documents Relating to American Foreign Policy Cuban Missile Crisis
Cuban Missile Crisis. The American Photofraphic Evidence
Foreign Relations of the United States : 1961-1963 Cuban Missile Crisis and
Aftermath
United Nations: Cuban Missile Crisis Debate, 1962
NSA and the Cuban Missile Crisis
Reconnaissance and the Cuban Missile Crisis
Revelations from the Russian Archives. Cold War: Cuban Missile Crisis
The Cuban Missile Crisis, 1962
Marxist History: Cuba: Subject: Missile Crisis
J.F.Kennedy: Radio and Television Report to the American People on the Soviet
Arms Buildup in Cuba
The Cuban Missile Crisis in Photos
The Cuban Missile Crisis
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Purnell, σ. 2582
2. Purnell, σ. 2592
3. Κορµπέ, σ. 225
4. Χρονικό του 20ου αιώνα, σ. 932
5. Κορµπέ, σ. 212
6. Rojo, σ. 79
7. Thurow, σ. 56
8. Μακρής, σ. 11
9. Μελακοπίδης, σ. 295
10. Μελακοπίδης, σ. 219
11. Χρονικό του 20ου αιώνα, σ. 949
12. Χρονικό του 20ου αιώνα, σ. 964
13. Παπασωτηρίου, σ. 192
14. Paterson, σ. 336
15. Paterson, σ. 337
16. Purnell, σ. 2593
17. Παπασωτηρίου, σ. 193
18. Χρονικό του 20ου αιώνα, σ. 965
19. Λάµψας, σ. 331
20. Παπασωτηρίου, σ. 192
21. Μελακοπίδης, σ. 520
22. Accoce and Rentchnick, σ. 84
23. Κολιόπουλος, σ. 12 όπου και παραποµπή στο R. Kennedy.13 days. A
memoir of the Cuban Missile Crisis. Norton 1971.
24. Purnell, σ. 2593
25. Accoce and Rentchnick, σ. 73-87
26. Accoce and Rentchnick, σ. 265-280
27. Μελακοπίδης, σ. 521
28. Μελακοπίδης, σ. 36
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Accoce, Pierre and Rentchnick Pierre. Αυτοί οι άρρωστοι που µας κυβερνούν. Αθήνα:
∆ιεθνείς εκδόσεις, 1977
Κολιόπουλος Κωνσταντίνος. Στρατηγικός αιφνιδιασµός στη ∆ιπλωµατία. Αθήνα:
Ινστιτούτο ∆ιεθνών Σχέσεων, 1999
Purnell. Ιστορία του 20ου αιώνος. 6 τόµοι. Αθήνα: Χρυσός Τύπος, 1968. Τόµος 6.
Rojo, Ricardo. Τσε Γκεβάρα. Η ζωή και ο θάνατος ενός φίλου. Αθήνα: ∆ηµιουργία,
1974/1997
Με σχόλια της
Έλυας ∆ελαπόρτα, Ph.D. (Ιστορία)
Πανεπιστήµιο της Γκλασκώβης, Σκωτία, Η.Β.
Επιστηµονική Συντάκτις, Ανιστόρητον
ΚΩΝ. ΤΣΑΛ∆ΑΡΗΣ
Το κείµενο αυτό παραθέτεται αυτούσιο όπως γνωστοποιήθηκε στο αρµόδιο γραφείο του
ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών (ΥΠΕΞ). Οι όροι καθώς και οι συνθήκες των
διακανονισµών δεν µας είναι εγγράφως γνωστές. ∆εν υπάρχει επίσης ανάλογο κείµενο
στην ελληνική το οποίο να διευκρινίζει τις λεπτοµέρειες των Ελληνοβρετανικών
σχέσεων από πολιτικής και στρατιωτικής πλευράς. Η απελευθέρωση των ελληνικών
πολιτικών και διπλωµατικών αρχείων από το ΥΠΕΞ έχει σαφώς διασαφηνίσει την
ελληνική πλευρά. Όµως οι ελλείψεις καθιστούν την έρευνα προβληµατική (Ο
περιορισµός ορίζεται χρονικά στους φακέλους που ήταν διαθέσιµοι στον ερευνητή από
το Ιστορικό Αρχείο του ΥΠΕΞ µέχρι και το 2000). Ακόµα όµως και µε αυτούς τους
περιορισµούς, το κείµενο αποτελεί µια ενδεικτική και αξιόπιστη πηγή για τη σχέση που
η Ελλάδα ήθελε να κρατήσει µε τη Βρετανία και τις βλέψεις της τότε ελληνικής
κυβέρνησης από την Αγγλική κυβέρνηση των Εργατικών καθώς και τη διάθεση των
Βρετανών να συνεχίσουν να ελέγχουν τα δρώµενα στην Ελλάδα. Πολιτική η οποία
παρέµεινε σταθερή καθ όλη τη διάρκεια του Εµφυλίου Πολέµου.
Από το κείµενο καθίσταται σαφές ότι το ∆όγµα Τρούµαν δεν επέφερε την ολοκληρωτική
βρετανική απόσυρση από την Ελλάδα καθώς και ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν
σκόπευε να διαγράψει την Ελλάδα από τη σφαίρα επιρροής της. Η εξαγγελία του
∆όγµατος Τρούµαν το Μάρτιο του 1947 και η είσοδος της Αµερικής στο διεθνές
προσκήνιο υποβάθµισε το ρόλο της Βρετανίας ως υπερδύναµης σε υποδεέστερο και
επικουρικό αυτού των Ηνωµένων Πολιτειών. Όσον αφορά στην Ελλάδα του Εµφυλίου
Πολέµου, οι παγκόσµιες εξελίξεις του Μαρτίου 1947 ενίσχυσαν τις δυνάµεις της ∆εξιάς
και το αντικοµµουνιστικό µέτωπο καταλήγοντας στην οριστική ήττα του ∆ηµοκρατικού
Στρατού δυόµισι χρόνια αργότερα.
Η ισορροπία δυνάµεων µεταξύ της Βρετανίας και των Ηνωµένων Πολιτειών παρόλο
που φαινοµενικά παρουσιάζεται να είναι αντικρουόµενη και ανταγωνιστική, στην
περίπτωση της Ελλάδας υπήρξε αρµονική και αλληλοσυµπληρούµενη. Οι Ηνωµένες
Πολιτείες αδυνατούσαν το 1947 να αναλάβουν ολοκληρωτικά το ρόλο της διεθνούς
αστυνοµίας. Η Αµερικανική κοινή γνώµη αρνούνταν να επικροτήσει την πολυδάπανη
εκστρατεία στην Ελλάδα καθώς επίσης και να συναινέσει σε µια πρόωρη επιθετική
εξωτερική πολιτική. Συνεπώς, η βρετανική βοήθεια αποτελούσε την ακρογωνιαία λίθο
της Αµερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Από την άλλη πλευρά, η οικονοµική κρίση που
µάστιζε τη Βρετανία την ανάγκαζε να περιορίσει τους αυτοκρατορικούς της στόχους.
Πολιτικές πιέσεις που απειλούσαν το κόµµα των Εργατικών να εγκαταλείψει τις
ιµπεριαλιστικές βλέψεις της χώρας, έφερναν ρήξη στην κυβέρνηση µεταξύ των
υπέρµαχων και των πολέµιων της βρετανικής επεκτατικής εξωτερικής πολιτικής. Ο
ελληνικός Εµφύλιος Πόλεµος, µε αυτόν τον τρόπο, δεν ήταν απλώς µια ελληνική
εσωτερική υπόθεση αλλά και διεθνής διαµάχη.
Ένα από τα θέµατα που γίνονται σαφή µε το ελληνικό αίτηµα να συµφωνήσουν οι
Ηνωµένες Πολιτείες και η Βρετανία στην χρηµατοδότηση και συντήρηση του Ελληνικού
Στρατού είναι το θέµα του εθνικού συµφέροντος --όπως το ορίζει το κάθε
ενδιαφερόµενο µέρος-- και ο ρόλος των Μεγάλων ∆υνάµεων. Είναι ξεκάθαρο ότι κατά
τον Εµφύλιο Πόλεµο οι κυβερνήσεις δικαιολογούνταν περισσότερο από κάθε άλλη
κυβέρνηση να στρέφουν την προσοχή τους στην εξωτερική βοήθεια. Το 1947, ο
∆ηµοκρατικός Στρατός είχε εξαπλώσει τις επιχειρήσεις του σε ολόκληρη σχεδόν τη
χώρα ενώ ο Εθνικός Στρατός υπέφερε ακόµα από σηµαντικές ελλείψεις σε οργάνωση,
ανθρώπινο δυναµικό και εξοπλισµό. Ως εκ τούτου, η βοήθεια από τις Μεγάλες
∆υνάµεις αποτελούσε θέµα ύψιστης ασφάλειας τόσο για την έκβαση της µάχης όσο και
για τη µακροβιότητα της ίδιας της κυβέρνησης. Αυτό που είναι σηµαντικό είναι το µέρος
της ευθύνης που τελικά έχει αυτή η ανάµειξη. Στην περίπτωση του Ελληνικού Εµφυλίου
υπήρξε καταλυτική.
Παρόλο που η γερµανική οικονοµία, µετά την κρίση της Ρουρ, άρχισε σταδιακά να
ανακάµπτει, στα τέλη της δεκαετίας του 1920 έµοιαζε µε "γίγαντα µε πήλινα πόδια”.
Το κραχ της Wall street του 1929, που γρήγορα έλαβε διαστάσεις παγκόσµιας
οικονοµικής χιονοστιβάδας και καταπλάκωσε όλη την υφήλιο, δεν ήταν δυνατό να
µην κλονίσει συθέµελα πολύ περισσότερο τη Γερµανία και λόγω της τεράστιας
εξάρτησής της από τα αµερικάνικα κεφάλαια.*3 Ολόκληρη η γερµανική κοινωνία
συγκλονίστηκε: οι αγρότες είδαν τις τιµές των προϊόντων τους να πέφτουν
κατακόρυφα. Οι φοιτητές βρέθηκαν να ανησυχούν σοβαρά για το επαγγελµατικό τους
µέλλον. Οι µισθωτοί, οι καταστηµατάρχες, οι µικροεπιχειρηµατίες, οι συνταξιούχοι
επιβαρύνθηκαν µε δυσβάσταχτους φόρους και χρέη ενώ οι επιχειρηµατίες και οι
βιοµήχανοι άρχισαν να φοβούνται µήπως απολέσουν τα κεκτηµένα τους.*4 Ο
αριθµός των ανέργων από 1,4 εκ. το 1928 έφθασε τα 5,6 εκ. στις αρχές του 1932! Την
ίδια εποχή, η βιοµηχανική παραγωγή ήταν µόνο 58% και οι εισαγωγές και εξαγωγές
λιγότερο από 50%, των αντιστοίχων του 1928. Το δε ΑΕΠ από 89 δις µάρκα το 1928
έπεσε στα 57 δις µάρκα το 1932.*5
Μετά από αυτές τις οικονοµικές εξελίξεις, ήταν αναπόφευκτη η απόδοση στους
πολιτικούς της Βαϊµάρης ίσως και παραπάνω ευθυνών απ’ αυτές που τους
αναλογούσαν. Οι πολίτες, καταρρακωµένοι και απηυδισµένοι από την άρρωστη
δηµοκρατία, ήταν έρµαιο στις διαθέσεις οποιουδήποτε χαρισµατικού επίβουλού
της.
ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΑΙΤΙΑ
Ο Χίτλερ είχε, δυστυχώς, γνώση όλων των παραπάνω. Κατάλαβε ότι η δηµοκρατία
ήταν σαθρή, καθόσον δεν είχε νοµιµοποιηθεί στις συνειδήσεις ενός τεράστιου µέρους
της κοινωνίας, αλλά και των απόστρατων αξιωµατικών και οπλιτών, οι οποίοι είχαν
χρησιµοποιηθεί και εναντίον των κοµµουνιστών το 1919.*9 Με µια πολύ έξυπνη
προπαγάνδα και µε αθέµιτες πρακτικές*10 γκρέµισε την αξιοπιστία των
υπόλοιπων (σπαρασσόµενων) πολιτικών δυνάµεων, κέρδισε τα (καταρρακωµένα)
µεσαία στρώµατα αλλά και τη µεγαλοαστική τάξη και έπεισε ολόκληρη την κοινωνία
ότι ο εθνικοσοσιαλισµός µπορούσε να διορθώσει την ιστορική αδικία σε βάρος
του γερµανικού λαού και ν αποκαταστήσει το χαµένο κύρος.
Θα ήταν λάθος, στο σηµείο αυτό, αν παραµελούταν η σχέση της πτώσης της
∆ηµοκρατίας της Βαϊµάρης µε το θάνατο του Καγκελάριου Στρέζεµαν. Φυσικά, το
ερώτηµα αν αυτός µπορούσε να ανακόψει την άνοδο του Χίτλερ, δε µπορεί να
απαντηθεί µε ασφάλεια. Αναµφισβήτητα όµως, ο χαρισµατικός Καγκελάριος, ο
οποίος αναβάθµισε σηµαντικά τη θέση της Γερµανίας στο εξωτερικό και σε αντίθεση
µε το Χίτλερ ήταν θιασώτης της ειρηνικής αναθεώρησης της Συνθήκης των
Βερσαλλιών, θα µπορούσε να συσπειρώσει ένα σηµαντικό τµήµα της κοινωνίας.
Εποµένως, ο πρόωρος θάνατός του τον Οκτώβριο του 1929 διευκόλυνε, αν µη τι άλλο,
την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί.
Η ∆΄ ΓΑΛΛΙΚΗ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Στο ήδη επιβαρηµένο οικονοµικό σκηνικό πρέπει να προστεθούν µια σειρά από
απεργίες που κλυδώνισαν ακόµη περισσότερο το σύστηµα. Οι µεγαλύτερες και πιο
επιζήµιες ήταν η γενική απεργία του Φθινοπώρου του 1947 και η απεργία των
Ορυχείων του Οκτωβρίου του 1948. Οι επιπτώσεις τους στη γαλλική οικονοµία ήταν
ολέθριες ενώ οι σηµαντικότερες από αυτές, που ήταν η περαιτέρω πτώση της
παραγωγικότητας και η επιδείνωση της νοµισµατικής κρίσης, κλόνισαν όλα τα
κοινωνικά στρώµατα και ιδίως τη µεσαία τάξη.
Έτσι, το 1950, το ΑΕΠ της Γαλλίας ήταν µόλις 50 δις $, όταν το αντίστοιχο της
βαριά ηττηµένης Γερµανίας 48 δις $. Το δε κατά κεφαλήν εισόδηµά της δεν
ξεπερνούσε το 50% του αντίστοιχου αµερικανικού του ίδιου έτους. Η Γαλλία ήταν
ήδη οικονοµικά ασθενής όταν ξέσπασαν οι δύο αποικιακοί πόλεµοι, της Ινδοκίνας το
1949-50 και της Αλγερίας το 1954, οι οποίοι καθυστέρησαν σηµαντικά την υπό
ανάρρωση γαλλική οικονοµία*13 και σηµάδεψαν ανεξίτηλα την υπό ανάπτυξη
γαλλική δηµοκρατία.
ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΑΙΤΙΑ
Πέρα από τη συµβολή του οικονοµικού παράγοντα στο θέµα της πτώσης της ∆΄
Γαλλικής ∆ηµοκρατίας, εκείνο που καταλυτικά συνετέλεσε σ’ αυτήν ήταν η εξέλιξη
τόσο της γαλλικής κοινωνίας όσο και των πολιτικών θεσµών, µετά το τέλος του
πολέµου.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΓΚΡΙΣΗ
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, υπάρχει κάποια σχέση ανάµεσα στις δύο
περιπτώσεις, της ∆ηµοκρατίας της Βαϊµάρης και της ∆΄ Γαλλικής ∆ηµοκρατίας,
κυρίως σε ό,τι αφορά στην αποδυνάµωση και στην πτώση τους. Η σχέση αυτή µπορεί
να συνοψιστεί σε ορισµένα ενδιαφέροντα επιστηµονικά συµπεράσµατα, µέσω των
αλληλένδετων µεθόδων, τόσο της ιστορικής καταγραφής όσο και της πολιτικής
ανάλυσης.
Η βιωσιµότητα του δηµοκρατικού καθεστώτος είναι σε µέγιστο βαθµό συνάρτηση
της αρµονικής κοινωνικής διαστρωµάτωσης, της οµαλής λειτουργίας των κοινωνικών
τάξεων και, ιδιαίτερα, των µεσαίων λαϊκών στρωµάτων. Αποτελεί αξίωµα --ως
ιστορικά αποδεδειγµένο πλέον-- το γεγονός ότι οι ∆ηµοκρατίες (δυτικού τουλάχιστον
τύπου) στηρίχτηκαν, κατά τη µετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισµό αλλά
και µετά από αυτήν, στη δηµιουργία µιας ισχυρής αστικής τάξης. Ο σχηµατισµός της
αστικής αυτής τάξης προέκυψε µέσα από µια αστική (όχι απαραίτητα βίαιη)
επανάσταση. Παράλληλα δε µε την ανάπτυξη µιας θεσµικής συνταγµατικής
παράδοσης, η αστική τάξη αποτέλεσε το συνδετικό κρίκο αλλά και το χώρο υγιούς
εκτόνωσης µεταξύ των κατώτατων λαϊκών στρωµάτων και της νοµενκλατούρας ,
παίζοντας το ρόλο του κινητήρα της ∆ηµοκρατίας. Κάτι τέτοιο όµως δε συνέβη
στις περιπτώσεις που εξετάζονται σε αυτήν τη µελέτη. Στην πρώτη, η πολιτική του
Βίσµαρκ και η ενοποίηση της Γερµανίας στα τέλη του 19ου αι., επέβαλαν ανώµαλα
την αστικοποίηση. Στη δεύτερη, η πολυετής κρίση των πολιτικών θεσµών και οι
ιδεολογικές αναταράξεις εµπόδισαν τη φυσιολογική αστικοποίηση. Και στις δύο
περιπτώσεις, οι ρίζες της αστικής τάξης ήταν ήδη σάπιες και, όταν αυτή
χειραγωγήθηκε, εξοντώθηκε ή στραπατσαρίστηκε , συµπαρέσυρε και το όλο
καθεστώς.
Εξάλλου, αξίζει εδώ να σηµειωθεί ότι η µετάβαση από ένα προηγούµενο πολιτικό
σύστηµα πρέπει --και σύµφωνα µε τα παραπάνω-- να γίνεται οµαλά. Τόσο στην
περίπτωση της Γερµανίας, όσο και της Γαλλίας, η ∆ηµοκρατία επιβλήθηκε και,
µάλιστα, µε αρκετά πρόχειρο τρόπο. Στην πρώτη έπρεπε να χτυπηθεί το συντοµότερο
η µοναρχία, η οποία πρόβαλλε υπεύθυνη για την καταστροφή, ενώ στη δεύτερη
έπρεπε επειγόντως ν’ αντιµετωπιστεί το µεταπολεµικό χάος. Και στις δύο
περιπτώσεις, το άγχος για τη βιαστική δηµιουργία θεσµών και την επιβολή
συνταγµατικής τάξης απέβη µοιραίο.
Τέλος, αξίζει να σηµειωθεί ο ρόλος της οικονοµίας, όχι ως στεγανού αιτίου της
κατάρρευσης των δύο πολιτικών συστηµάτων αλλά περισσότερο ως του φυσικού
περιβάλλοντος, του καταλύτη , που επιτάχυνε την όλη διεργασία της. Τόσο η
οικονοµία της Γερµανίας της δεκαετίας του 1920, όσο και η οικονοµία της
µεταπολεµικής Γαλλίας, ήταν προβληµατικές. Επιπλέον, η πρώτη χτυπήθηκε
περισσότερο από την παγκόσµια Κρίση της Wall Street του 1929 και η δεύτερη
λαβώθηκε κι άλλο από τους φθοροποιούς αποικιακούς πολέµους της δεκαετίας του
1950. Η φτώχεια, η ανεργία, η κακοδαιµονία, ήταν επόµενο να διαρρήξουν την πίστη
πολιτών και πολιτικών στη ∆ηµοκρατία και στους θεσµούς και να προλειάνουν το
έδαφος για ριζικές, ελπιδοφόρες αλλαγές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κίσιντζερ σ. 299
2. Στεφανίδης σ. 87
3. Berstein Serge-Milza Pierre σ. 68. Η Γερµανία ήταν ο µεγαλύτερος αποδέκτης των
αµερικανικών πιστώσεων, µετά το 1924
4. Ράπτης σ. 192
5. Kennedy σ. 401
6. Ράπτης σ. 192
7. Ashcroft σ. 742
8. Kennedy σ. 380
9. Ράπτης σ. 192
10. Τον Οκτώβριο του 1933 µια πυρκαγιά κατέστρεψε το κτίριο του γερµανικού
Κοινοβουλίου (Ράιχσταγκ). Απεδείχθη ότι ήταν έργο του ίδιου του Χίτλερ για να
κατηγορήσει τους Κοµµουνιστές και να εξαπολύσει διωγµό εναντίον τους, όπως κι
έκανε.
11. Τσάτσος σ. 88
12. Kennedy σ. 474
13. Η απώλεια αποικιακών εδαφών και ενεργών εργατικών πληθυσµών είχε ως
αποτέλεσµα µια κατακόρυφη πτώση στην παραγωγικότητα της γαλλικής οικονοµίας.
14. Purnell σ. 2133
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Berstein, Serge-Milza Pierre. Ιστορία της Ευρώπης. Αθήνα: Αλεξάνδρεια 1997. Τόµος
3ος.
Ιστορία του 20ου αιώνος Purnell. 6 τόµοι. Αθήνα: Χρυσός Τύπος, 1968. Τόµος 5.
Χάνια, Πανδοχεία, Ξενοδοχεία στην Θεσσαλονίκη
Τα περισσότερα από τα Σεράγια, ήταν αφιερωµένα σε Ιερά Τεµένη, έτσι ώστε όλα τα
έσοδα από τις προσφερόµενες υπηρεσίες, πήγαιναν στα ταµεία τους. Τα Σεράγια ήταν
πολυτελείς πολυόροφες κατασκευές, µε δεκάδες δωµάτια, πολλές αποθήκες αλλά και
σταύλους, που µε τη πάροδο του χρόνου καταστρέφονταν η ερειπώνονταν, επειδή δεν
γίνονταν καµµία απολύτως συντήρηση. Τους φτωχούς ταξιδιώτες τους δέχονταν
δωρεάν. Για τους εύπορους τα ενοίκια των δωµατίων και οι τιµές του φαγητού ήταν
πολύ χαµηλές.
Εκτός από τα Σεράγια που όπως προανέφερα η κατασκευή αυτών πήγαζε από το
θρησκευτικό συναίσθηµα των Τούρκων, υπήρχαν και τα χάνια ή πανδοχεία, που η
ύπαρξη τους είχε καθαρά κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Τα περισσότερα ήταν Τούρκων
ιδιοκτητών, ενώ αρκετά είχαν Έλληνες και Εβραίοι.
Τον ίδιο αιώνα ο Katip Celebi αναφέρει το Suluca Han, το Mustafa Pasa Han και το
Malta Hun. Το Suluca Han ο Χατζηϊωάννου το ταυτίζει µε το περιβόητο Bosnac Han.
Ο Ν. Σχινάς, αξιωµατικός του Ελληνικού Στρατού, έγραψε στο Οδοιπορικό του, ότι
το 1886 η Θεσσαλονίκη είχε 50 χάνια που µπορούσαν να στεγάσουν 10.000
στρατιώτες και 600 άλογα.
Εξ' άλλου γύρω στο 1880, τα περισσότερα χάνια της Θεσσαλονίκης, άρχισαν να
χρησιµοποιούνται και σαν επαγγελµατικές στοές, κάτι δηλαδή σαν τα σηµερινά
εµπορικά κέντρα. Έτσι µέσα στα χάνια συναντούµε πολλά εργαστήρια, γραφεία-
πολλές φορές δε και ξενοδοχεία. Γεγονός όµως είναι ότι τα ελάχιστα ως ανύπαρκτα
µέτρα ασφαλείας που υπήρχαν, γίνονταν αιτία τα συγκροτήµατα αυτά να είναι
ευάλωτα σε πυρκαγιές, κλοπές, πολλές φορές δε και σε φόνους και άλλα εγκλήµατα
κατά της ζωής και της περιουσίας.
Στο τέλος του 19ου αιώνα, η Θεσσαλονίκη ήταν το µεγαλύτερο εµπορικό κέντρο των
Βαλκανίων και η τρίτη µεγαλύτερη πόλη της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, µετά τη
Κωνσταντινούπολη και τη Σµύρνη. Ένα συνονθύλευµα λαών, Ελλήνων, Τούρκων,
Εβραίων, Σέρβων, Βουλγάρων, Ιταλών, γγλων, Γάλλων, Αυστριακών και πολλών
άλλων, έδιναν µια διαφορετική όψη στη πόλη που λίγα χρόνια αργότερα
«φιλοξένησε» εξόριστο, τον πιο αιµοσταγή αλλά και πιο αξιόλογο Σουλτάνο των
Ανακτόρων του Γιλδίζ Αβδούλ Χαµίτ Χάν Β', µετά την επανάσταση των
Νεοτούρκων το 1909.
Στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, η Θεσσαλονίκη ήταν µια πόλη µε
φιδόσχηµους δρόµους, γεµάτους µε βρώµικα και λιµνάζοντα νερά. Όταν άρχισαν να
κτίζονται τα µεγάλα ξενοδοχεία, η πόλη απέκτησε άλλη όψη. Όλη η κίνηση
επικεντρώνονταν ιδίως τις νυκτερινές ώρες γύρω από τα µεγάλα ξενοδοχεία της
προκυµαία;. όπου βρίσκονταν και τα γνωστά καφενεία Όλυµπος, Αλάµπρα, Ευρώπη,
Αµέρικα και άλλα. Επειδή ακριβώς η περιοχή αυτή ήταν η βιτρίνα της Θεσσαλονίκης,
γιατί ο περισσότερος κόσµος ερχόταν µε πλοίο, ο ∆ήµαρχος αλλά και οι
επιχειρηµατίες φρόντιζαν να είναι πάντοτε καθαρή από σκουπίδια και λιµνάζοντα
νερά.
Η περιοχή αυτή πλακοστρώθηκε από την ∆ηµαρχία και έδωσε άλλη µορφή στη πόλη.
Όταν µάλιστα ερχόταν στόλος, είτε Γαλλικός, είτε Αγγλικός, είτε Τουρκικός, οι
επιχειρηµατίες φρόντιζαν να σηµαιοστολίζουν ανάλογα τα καταστήµατα του και να
κρεµούν ξενόγλωσσες επιγραφές µε τις οποίες διαφήµιζαν τη µπύρα, το κονιάκ, το
βερµούτ και άλλα ποτά.
Πριν το 1912, αλλά και µέχρι τη πυρκαγιά του 1917, η Θεσσαλονίκη ήταν µια
Ευρωπαϊκή πόλη. Η κοσµική ζωή που στηρίζονταν στα πολυτελή ξενοδοχεία, στα
µεγάλα καφενεία και ζυθοπωλεία, στα πανάκριβα εστιατόρια, έγινε ακόµα πιο έντονη
στα 1915-1916, όταν αποβιβάστηκαν σ' αυτή πάνω από 250.000 άνδρες των
συµµαχικών στρατευµάτων της Αντάντ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το 1912 ο J.
F Fraser στο βιβλίο του Salonica has its distinctions. Near the quay, where are the
big hotels and boulevards and the surup-shipping and the horse tramcars is a touch of
Europe O Risal την ίδια εποχή έγραφε Salonique devait etre grace a la
internationalisation, une ville semplable a la Carthage antique ou la Venise de
Moyenne Age et de temps modernes. Il serait le seuil de tout l Europe centrale, la
Grande escale, entre l Allemagne et Suez Pour le voyageur presse qui passe,
Salonique est une moderne Babel de races, de langues, de croyances, de coutoumes,
d idees, de aspirations