You are on page 1of 77

Ιστοριογραφικά

Η ∆ιδασκαλία της Ιστορίας Ι


Από την Έδρα µέχρι το Ιντερνέτ

∆. Ι. Λο'ί'ζος
Καθηγητής Ιστορίας

Στον 20ο αιώνα η διδασκαλία της Ιστορίας στην τριτοβάθµια εκπαίδευση του δυτικού
κόσµου αποκρυσταλλώθηκε στην µετάδοση της ιστορικής γνώσεως µε τακτικές
εβδοµαδιαίες διαλέξεις, ερευνητικές εργασίες από τους διδασκόµενους και
εποικοδοµητικά διαγωνίσµατα. Τον επόµενο αιώνα και σε διεθνές επίπεδο η
διδασκαλία της Ιστορίας θα περάσει στην µέθοδο των πολλαπλών µέσων και στον
αµφίδροµο τρόπο µεταδόσεως των ιστορικών δεδοµένων αλλά και των
αποτελεσµάτων της ιστορικής έρευνας. Το µοντέλο διδασκαλίας της Ιστορίας που θα
εξετασθεί εδώ αφορά στην τριτοβάθµια εκπαίδευση και βρίσκεται ακόµη στα
σπάργανα στην διεθνή πρακτική διδαχής της ιστορικής γνώσεως.

Η ουσία της διδασκαλία της Ιστορίας µε την νέα µέθοδο δεν θα αλλάξει επιφανειακά
αλλά σε λίγο καιρό τίποτα πλέον δεν θα είναι το ίδιο µε προηγούµενες χρονιές στην
επικοινωνία ανάµεσα στον διδάσκοντα και στους διδασκόµενους αλλά και στον
συνολικό τρόπο διδασκαλίας. Ο διδάσκων προσέρχεται πάλι τρεις φορές την
εβδοµάδα στην αίθουσα διδασκαλίας όπου αναπτύσσει για µία ώρα και υπό µορφή
διαλέξεως ένα συγκεκριµένο θέµα µέσα στα πλαίσια του διδασκόµενου µαθήµατος.
Συνεχίζει να χρησιµοποιεί το βασικό διδακτικό εγχειρίδιο που είναι γραµµένο από
γνωστές προσωπικότητες παγκοσµίου φήµης στον χώρο της Επιστήµης της Ιστορίας.
Οι διδασκόµενοι οφείλουν ακόµη να συντάξουν ερευνητική εργασία για κάθε µάθηµα
Ιστορίας µέχρι το τέλος του εξαµήνου. Τα διαγωνίσµατα θεωρούνται και τώρα
ευκαιρίες για τους διδασκόµενους να ανατρέξουν προς στιγµή στο µέχρι τότε
µελετηµένο ιστορικό υλικό για να θεωρήσουν συνολικά µια εποχή και να
αντιληφθούν την "µακρά διάρκεια" στην Ιστορία. Όπως καταλαβαίνει κανείς, οι
ανωτέρω µέθοδοι αποτελούν τους βασικούς τρόπους παραδοσιακής διδασκαλίας της
Ιστορίας σε µεταλυκειακό επίπεδο κατά την διεθνή πρακτική. Η νέα µεθοδολογία και
τα νέα εργαλεία δεν έχουν ως σκοπό να αντικαταστήσουν τον µέχρι τώρα
χρησιµοποιούµενο τρόπο αλλά να τον συµπληρώσουν και να τον κάνουν
αποτελεσµατικότερο και κυρίως επικοινωνιακό.

Είχε ήδη διαπιστωθεί ότι η επικοινωνία µεταξύ διδάσκοντος και διδασκοµένων στην
αίθουσα διδασκαλίας και κατά τις ώρες γραφείου δεν ήταν αρκετή για να βοηθήσει
τους δέκτες της ιστορικής γνώσεως και άρα έπρεπε να βρεθεί τρόπος ώστε η
επικοινωνία αυτή να είναι συνεχής και άµεση καθ' όλη την διάρκεια του εξαµήνου
αλλά και, εάν χρειασθεί, πέρα από αυτό. Επίσης, ήταν άµεση ανάγκη η
αποτελεσµατικότητα της διδασκαλίας της Ιστορίας να φθάσει στο µέγιστο δυνατό
αλλά να καλυφθεί και ολόκληρο το φάσµα του γνωστικού αντικειµένου. Με αυτόν
τον τρόπο θα µπορούσε να επιτευχθεί η "ολική ποιότητα" στην διδασκαλία της
Ιστορίας. Τέλος, ήταν πλέον φανερό ότι η διδαχή της Ιστορίας έπρεπε να γίνει εξ
ολοκλήρου επικοινωνιακή, δηλαδή διδάσκων και διδασκόµενοι να οδηγούνται µαζί
στην εξεύρεση της ιστορικής αλήθειας ανταλλάσσοντας συνεχώς απόψεις και ιδέες
µεταξύ τους αλλά και µε άλλους συναδέλφους από όλον τον κόσµο. Ο διδάσκων δεν
έπρεπε να αποτελεί τον παντογνώστη θεό αλλά έπρεπε να είναι ο καθοδηγητής που
θα έθετε στην διάθεση των διδασκοµένων όσο το δυνατόν περισσότερο ιστορικό
υλικό ενώ εκείνοι, χωρίς να παρακάµψουν τις υποχρεώσεις τους όπως διατυπώθηκαν
παραπάνω στην ανάλυση της παραδοσιακής διδασκαλίας, θα είχαν την δυνατότητα
να διερευνήσουν και µόνοι τους και σύµφωνα µε τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά τους το
υλικό αυτό. Επίσης, έπρεπε να δοθεί η άµεση δυνατότητα στον διδασκόµενο αλλά και
στον διδάσκοντα να ενηµερώνεται αµέσως για τις τελευταίες απόψεις, έρευνες και
συµπεράσµατα της επιστήµης της Ιστορίας ανά πάσα στιγµή έτσι ώστε να διευρυνθεί
ο επιστηµονικός ορίζοντας και των δύο. Με αυτόν τον τρόπο ο διδάσκων
µετατρέπεται από ex cathedra γνώστης της αλήθειας σε συµµέτοχος στην απόκτηση
της ιστορικής γνώσεως.

Ο µόνος τρόπος για να επιτευχθεί ο ανωτέρω σκοπός ήταν η ευρεία χρήση της
υψηλής τεχνολογίας και συγκεκριµένα των ηλεκτρονικών υπολογιστών (Η/Υ) από
διδάσκοντες και διδασκόµενους στον χώρο της Ιστορίας. Οι Η/Υ έχουν
χρησιµοποιηθεί από παλιά ως βοηθητικά εργαλεία στην ιστορική έρευνα κυρίως στον
τοµέα της Οικονοµικής Ιστορίας αλλά και όπου απαιτούνταν επεξεργασία
αριθµητικών σειρών δεδοµένων ή καταλόγων ονοµάτων (βάσεις δεδοµένων) ή γενικά
στατιστικών στοιχείων. Για πρώτη φορά τώρα, όµως, αρχίζουν να χρησιµοποιούνται
ως βοηθητικά µέσα στην διδασκαλία της Ιστορίας και αυτό απαιτεί από διδάσκοντες
και διδασκόµενους εξοικείωση µε την χρήση των µηχανών αλλά όχι αναγκαστικά και
τον προγραµµατισµό τους. Σκοπός άλλωστε δεν είναι να µετατραπούν οι Ιστορικοί σε
προγραµµατιστές αλλά να µάθουν να χρησιµοποιούν την νέα τεχνολογία προς όφελός
τους. Οι Ιστορικοί που θα ζήσουν στον 21ο αιώνα θα είναι αναγκασµένοι να
χρησιµοποιούν τους Η/Υ στον ίδιο βαθµό που σήµερα χρησιµοποιούν µολύβι και
χαρτί και η χρήση αυτή θα µεταφράζεται σε Ιντερνέτ, ή όποιο το κατοπινό του όνοµα,
και σε ατοµικής χρήσεως Αµφίδροµα Πολυµέσα, δηλαδή κείµενο, εικόνα, οµιλία,
βίντεο που ενεργοποιούνται από τον χρήστη και θα εξετασθούν στο δεύτερο µέρος
αυτού του άρθρου.

Το πρώτο άµεσο όφελος του Ιστορικού, διδάσκοντος και διδασκοµένου, από την
χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδροµείου του Ιντερνέτ είναι η άµεση επικοινωνία µε
την πληθώρα των συναδέλφων του ανά τον κόσµο έτσι ώστε να µην είναι
επιστηµονικά και πνευµατικά αποµονωµένος. Ακόµη, µέσω του Ιντερνέτ ή των
Ιντρανέτς - δίκτυα µικρού αριθµού χρηστών -- ο διδασκόµενος µπορεί να επικοινωνεί
µε τον διδάσκοντα όποτε είναι αναγκαίο στέλνοντάς του ηλεκτρονικά γράµµατα ή
µηνύµατα γραµµένα στον υπολογιστή του και λαµβάνοντας απαντήσεις. Ο τρόπος
αυτός κάνει τον διδάσκοντα ανά πάσα στιγµή προσιτό στον διδασκόµενο, σχεδόν
είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, και έτοιµο να απαντήσει σε οποιαδήποτε
απορία του.

Επιπλέον, ο διδασκόµενος καθοδηγείται στο να εγγραφεί σε ηλεκτρονικές


ταχυδροµικές λίστες συζητήσεων (Η-Τ/Λ) ανάλογα µε την θεµατολογία του
διδασκόµενου µαθήµατος έτσι ώστε να παρακολουθεί τις συζητήσεις Ιστορικών από
όλο τον κόσµο, να συµµετέχει εάν έχει κάτι ενδιαφέρον να πει ή να κάνει ερωτήσεις
όταν δεν µπορεί να βρει απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήµατα. Κύριος σκοπός της
συµµετοχής αυτής είναι να πάρει µία γεύση ανταλλαγής απόψεων ανάµεσα στους
Ιστορικούς και σπουδαιότερο όλων να κατανοήσει ότι πλέον η πρόοδος στην Ιστορία
δεν είναι µια ατοµική υπόθεση αλλά µια συλλογική προσπάθεια που χρειάζεται
επικοινωνία και συνεργασία. Σε πρώτη φάση η εγγραφή στις Η-Τ/Λ είναι
προαιρετική αλλά σύντοµα θα γίνει υποχρεωτική και ο διδασκόµενος θα πρέπει στο
τέλος του εξαµήνου να παραδώσει µία αναφορά ως προς το τι σηµαντικό έµαθε
παρακολουθώντας τις συζητήσεις.

∆εύτερο µέληµα του διδασκόµενου και πάντα υπό την καθοδήγηση του διδάσκοντα
είναι να περιδιαβάσει και να µελετήσει ορισµένες αξιόλογες αλλά και µη αξιόλογες
ιντερνετικές συλλογές ιστορικού υλικού έτσι ώστε να κατανοήσει και να διακρίνει
µόνος τους την αξιόπιστη από την µη αξιόπιστη ιστορική πηγή. Η προσπάθεια
αξιολογήσεως του ιστορικού υλικού διδάσκεται επίσης, όπως και στο παρελθόν, κατά
την καθοδήγηση που παρέχει ο διδάσκων στον διδασκόµενο για την συγγραφή της
ερευνητικής εργασίας του. Σπάνια, όµως, είναι επιτυχηµένη διότι ο διδασκόµενος δεν
έχει προηγούµενη εµπειρία στο θέµα αυτό και του παίρνει πολύ χρόνο µέχρι να
κατανοήσει µέσα από τα διάφορα βιβλία την διαφορά. Το Ιντερνέτ παρέχει σε
ελάχιστο χρόνο αξιολογότατο ιστορικό υλικό αλλά και εθνικιστικές ή µονόπλευρες
απόψεις, θρησκευτικούς φανατισµούς, παραποίηση ιστορικών γεγονότων, δηλαδή
όλα αυτά που πρέπει να µάθει να ξεχωρίζει ο εκκολαπτόµενος Ιστορικός. Ο
διδασκόµενος καλείται να φέρει τυπωµένα στο χαρτί παραδείγµατα από κάθε
περίπτωση και να τα αξιολογήσει, δηλαδή να µάθει την εξαιρετικά απαραίτητη για
κάθε Ιστορικό αξιολόγηση πηγών.

Ο διδασκόµενος καθοδηγείται επίσης να χρησιµοποιήσει τις ∆ιερευνητικές Μηχανές


(search engines) του Ιντερνέτ για να διευρύνει το πεδίο των πηγών του στα πλαίσια
της έρευνας για την συγγραφή του ιστορικού του δοκιµίου σε κείµενα αλλά και σε
εικόνες, χάρτες ή σχεδιαγράµµατα και βίντεο κλιπς σχετικά µε το θέµα της έρευνά
του, δηλαδή να χρησιµοποιήσει δικτυακά Αµφίδροµα Πολυµέσα. Στην αρχική φάση
του εγχειρήµατος της νέας µεθοδολογίας η χρησιµοποίηση βοηθητικών εικονιστικών
ή ηχητικών πηγών είναι τελείως προαιρετική αν και πολλοί διδασκόµενοι νοιώθουν
την ανάγκη να διανθίσουν τα κείµενά τους µε εικόνες και χάρτες. Σύντοµα, όµως, η
αύξηση του προσφερόµενου υλικού µέσω του Ιντερνέτ αλλά και των εκδόσεων σε
CD-ROM θα καταστήσει πλέον απαραίτητη την χρήση εικόνων, ηχητικών
ντοκουµέντων αλλά και βίντεο κλιπς στα δοκίµια των διδασκοµένων. Ήδη οι
διδασκόµενοι παραδίδουν τις εργασίες τους και σε δισκέτες Η/Υ χρησιµοποιώντας
κατά κόρον γραφικούς επεξεργαστές κειµένου, όπως το Word για Windows, οι οποίοι
έχουν την δυνατότητα ενσωµατώσεως κειµένου, ήχου, εικόνας και βίντεο. Υπάρχει
επίσης η σκέψη να δοθεί η δυνατότητα στους διδασκόµενους να εξοικειωθούν µε την
απλή γλώσσα παρουσιάσεων HTML και να συνθέτουν, εάν το επιθυµούν, τις
εργασίες τους στην γλώσσα παρουσιάσεων του Ιντερνέτ έτσι ώστε να µπορούν να
διαβασθούν µέσω γραφικών φυλλοµετρητών, όπως το Netscape. Η ηλεκτρονική
σύνθεση των εργασιών θα δώσει την δυνατότητα άµεσης µεταβάσεως από ένα σηµείο
του κειµένου σε οποιοδήποτε άλλο, πλήρη έλεγχο στην εύρεση τµηµάτων του καθώς
και την ενσωµάτωση εικόνων, ήχων και βίντεο. Επιπλέον όλοι οι διδασκόµενοι θα
µπορούν να συγκρίνουν την δική τους εργασία µε αυτές των υπολοίπων και να
παραδειγµατισθούν από τις καλύτερες.

Το Ιντερνέτ προσφέρει ακόµη στους διδασκόµενους την µοναδική δυνατότητα να


διερευνήσουν βιβλιογραφικά το θέµα της εργασία τους ή ακόµη και το ίδιο το
γνωστικό αντικείµενο του µαθήµατος στις µεγαλύτερες βιβλιοθήκες του κόσµου
µέσω των ηλεκτρονικών καταλόγων που παρέχονται. Παρά το γεγονός ότι ο
ενδιαφερόµενος δεν θα έχει, προς το παρόν τουλάχιστον, την δυνατότητα να
χρησιµοποιήσει τα βιβλία ή άλλες πηγές που θα εντοπίσει θα έχει όµως το µεγάλο
κέρδος τού να γνωρίζει τι έχει γραφεί και από ποιον σε κάποιο συγκεκριµένο θέµα
και σε παγκόσµιο επίπεδο, ανάλογα βέβαια και µε τον βαθµό γλωσσοµάθειάς του.
Άλλωστε, το µέγιστο προσόν του Ιστορικού δεν είναι να γνωρίζει τα πάντα αλλά να
γνωρίζει πού και πώς θα βρει τα πάντα. Εκτός από την βιβλιογραφική ενηµέρωση,
στο Ιντερνέτ ο διδασκόµενος µπορεί να εντοπίσει και να αναγνώσει άρθρα ή
αναλύσεις από τις γνωστότερες εφηµερίδες του κόσµου, από τηλεοπτικά δίκτυα,
διεθνείς οργανισµούς ή και ανεξάρτητους οργανισµούς µελετών. Επίσης, διατίθεται
και µεγάλος αριθµός κειµένων από την αρχαία ελληνική γραµµατεία στο πρωτότυπο
και σε αγγλική µετάφραση καθώς και αγγλικές µεταφράσεις µεσαιωνικών κειµένων.

Το Ιντερνέτ, λοιπόν, αποτελεί µέσο άµεσης και ευρέως πεδίου επικοινωνίας µεταξύ
διδάσκοντος και διδασκοµένων καθώς και ανταλλαγής απόψεων µεταξύ επιστηµόνων
από όλο τον κόσµο. Ακόµη παρέχει την δυνατότητα ταχύτατης έρευνας σε ιστορικές
πηγές που εκτός από κείµενα µπορεί να είναι εικόνες, ήχοι, ταινίες. Επιπλέον, δίνει
την δυνατότητα πλήρους βιβλιογραφικής ενηµερώσεως από βιβλιοθήκες σε όλη την
υφήλιο. Το Ιντερνέτ αποτελεί µέσο ηλεκτρονικής επικοινωνίας σε συνδυασµό µε
σύνολο Αµφίδροµων Πολυµέσων µέσω δικτύου υπολογιστών και, φυσικά, η χρήση
του δίνει την δυνατότητα σε διδάσκοντα και διδασκόµενους να διερευνήσουν την
Επιστήµη της Ιστορίας στον ανώτατο δυνατό βαθµό. Σύντοµα θα αποτελέσει
σηµαντικότατο µέσο έρευνας και διδασκαλίας της Ιστορίας σε παγκόσµιο επίπεδο.

***

Η ∆ιδασκαλία της Ιστορίας ΙΙ


Από την Έδρα µέχρι τα Αµφίδροµα Πολυµέσα

∆. Ι. Λο'ί'ζος
Καθηγητής Ιστορίας

Στο πρώτο µέρος του άρθρου για την ∆ιδασκαλία της Ιστορίας εξηγήθηκαν οι αιτίες
για τις οποίες κρίνεται ενδεδειγµένη η χρήση του Ιντερνέτ στην διδαχή της Ιστορίας.
Κύριοι λόγοι είναι η ανάγκη για καλύτερη και συνεχή επικοινωνία διδάσκοντος και
διδασκοµένων αλλά και η χρησιµοποίηση ιντερνετικών πηγών για την καλύτερη και
πληρέστερη µετάδοση της ιστορικής γνώσεως και των αποτελεσµάτων της ιστορικής
έρευνας. Επίσης, σηµαντική θεωρήθηκε η ποικιλία αξιόπιστων και µη αξιόπιστων
ιστορικών πηγών στο Ιντερνέτ που µπορούν να αποτελέσουν παραδείγµατα προς
χρήση ή απόρριψη από τον εκκολαπτόµενο Ιστορικό. Η χρήση, όµως του Ιντερνέτ
δεν έλυσε ίσως τα σηµαντικότερα προβλήµατα διδασκαλίας που είχε ο διδάσκων και
αφορούσαν στην έλλειψη χρόνου ή τρόπου για την διδασκαλία συγκεκριµένων
τµηµάτων του µαθήµατος που δίδασκε. Και πάλι, βέβαια, αρωγός στην προσπάθεια
για την ευδοκίµηση νέων µεθόδων έρχεται η υψηλή τεχνολογία, οι Η/Υ δια µέσου
των Αµφίδροµων Πολυµέσων (Interactive Multimedia) ενός χρήστη.
Η χρήση γενικώς της τεχνολογίας στην διδασκαλία της Ιστορίας δεν είναι
πρωτόγνωρη αλλά µέχρι τώρα ήταν µόνο παθητική. Ο διδάσκων, για παράδειγµα,
θέλοντας να εµπλουτίσει το µάθηµά του κανόνιζε ώστε οι διδασκόµενοι να
παρακολουθήσουν ένα ιστορικό ντοκυµαντέρ. Η ταινία ήταν σπανίως εξ ολοκλήρου
απαραίτητη για το µάθηµα ενώ πολλές φορές ο διδάσκων διέκοπτε την προβολή για
να τονίσει την σχέση συγκεκριµένων σκηνών µε συγκεκριµένα ζητήµατα από την
διάλεξη που είχε δώσει συνήθως δύο ή και περισσότερες µέρες πιο πριν. Από την
πλευρά τους οι διδασκόµενοι παρακολουθούσαν παθητικά, όπως στην τηλεόραση,
χωρίς να έχουν την δυνατότητα να επέµβουν σε ατοµικό επίπεδο για να επιλέξουν πια
σηµεία θα ήθελαν να ξαναδούν. Το ίδιο συνέβαινε και στην περίπτωση που ο
διδάσκων χρησιµοποιούσε έγχρωµες διαφάνειες µε εικόνες ή χάρτες ή διαγράµµατα
τα οποία παρουσιάζονταν στον διδασκόµενο κατά την ώρα της διδασκαλίας αλλά δεν
υπήρχε η δυνατότητα να µελετηθούν πάλι µια που συνήθως ήταν συγκεντρωµένα από
διάφορες πηγές, πολλές φορές απρόσιτες στον δέκτη τους. Επίσης το κόστος των
πολλαπλών εγχρώµων αντιτύπων για πιθανή διανοµή κάθε φορά που διδασκόταν το
µάθηµα ήταν τελείως εξωπραγµατικό για τον προϋπολογισµό διδασκαλίας του. Άρα ο
διδασκόµενος παρέµενε παθητικός δέκτης και µάλιστα για το πολύ µικρό χρονικό
διάστηµα που διαρκούσε η προβολή της συγκεκριµένης εικόνας ή ταινίας.

Σε άλλη περίπτωση ο διδάσκων για να αποδείξει του λόγου του το αληθές διάβαζε ή
έπαιζε στο µαγνητόφωνο ένα µικρό απόσπασµα από κάποια ιστορική πηγή, έναν
ιστορικό λόγο για παράδειγµα, και πολύ συχνά υποχρεωνόταν να το υπαγορεύσει ή
να το παίζει συνέχεια µέχρι οι διδασκόµενοι να το καταγράψουν στις σηµειώσεις τους,
πράγµα που κατέληγε σε απώλεια χρόνου αλλά και διακοπή προς στιγµήν της
διδακτικής διαδικασίας. Βέβαια είχε την δυνατότητα να συγκεντρώσει όλα τα
αποσπάσµατα που χρησιµοποιούσε, να τα φωτοτυπήσει σε πολλαπλά αντίτυπα και να
τα µοιράσει στους διδασκόµενους. Στην περίπτωση αυτή, όµως, τα αποσπάσµατα
παραθέτονταν το ένα µετά το άλλο εκτός του πραγµατικού περιεχοµένου τους οπότε
µάλλον ελάχιστοι διδασκόµενοι τα συνέδεαν εκ των υστέρων µε το γεγονός σε σχέση
µε το οποίο είχαν αναφερθεί. Άρα η µέθοδος αυτή αποδεικνυόταν αναποτελεσµατική
για την διδασκαλία της Ιστορίας. Σηµαντικότερο παράδειγµα όλων, όµως, είναι ότι η
Ιστορία δεν είναι απλώς µια παράθεση πολιτικών γεγονότων αλλά πολιτισµικοί
κύκλοι που περιλαµβάνουν την πολιτική καθώς και την οικονοµία, την κοινωνία, την
τέχνη και την λογοτεχνική παράδοση κάθε λαού και κάθε εποχής. Ποιος, όµως,
διδάσκων έχει τον περισσευούµενο διδακτικό χρόνο να παρουσιάσει στους
διδασκόµενους έστω και δείγµατα όλων των πολιτισµικών εκφάνσεων µιας εποχής
την στιγµή που πρέπει να έχει φροντίσει για τον προβολέα διαφανειών, το
µαγνητόφωνο για τους ήχους και την µουσική ή το βίντεο και την τηλεόραση για να
δείξει ένα συγκεκριµένο απόσπασµα από ένα ντοκυµαντέρ;

Έτσι, λοιπόν, ουσιαστικά, µέχρι τώρα µε την παραδοσιακή µέθοδο και τα µέσα
διδασκαλίας είτε τρόποι της διδακτικής διαδικασίας αποδεικνύονταν
αναποτελεσµατικοί για τους σκοπούς για τους οποίους χρησιµοποιούνταν είτε
υπήρχαν σηµεία του γνωστικού αντικειµένου τα οποία παρέµεναν µπερδεµένα για
µεγάλο ή µικρό αριθµό διδασκοµένων, πράγµα που ανέτρεπε την αρχή των ίσων
ευκαιριών για όλους. Σε ορισµένες µάλιστα περιπτώσεις και λόγω εγγενών
δυσκολιών εκφάνσεις του διδασκόµενου πολιτισµού παρέµεναν αδίδακτες.

Η λύση στα προβλήµατα αυτά ήταν η δηµιουργία και η χρήση Αµφίδροµων


Πολυµέσων ενός χρήστη. Συναντήσαµε ήδη στο πρώτο µέρος αυτού του άρθρου τα
Αµφίδροµα Πολυµέσα, δηλαδή εικόνες, ήχους και βίντεο, µέσω του Ιντερνέτ. Ενώ οι
χρήστες του Ιντερνέτ είναι εξοικειωµένοι µε τα δικτυακά Αµφίδροµα Πολυµέσα, τα
Αµφίδροµα Πολυµέσα (Α/Π) ενός χρήστη είναι πολύ λιγότερο γνωστά στην Ελλάδα
µια που σπάνια ο µη ειδικός αντιλαµβάνεται την παρουσία τους. Κυρίως οι χρήστες
Η/Υ που διαθέτουν οδηγό CD-ROM έχουν την ευκαιρία να χρησιµοποιήσουν Α/Π
όταν διερευνούν µια ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια όπως η ENCARTA ή µία
εφαρµογή όπως το ΣΟΦΙΑ, που αναφέρεται στην Βυζαντινή Ιστορία. Τα CD-ROMs
που περιέχουν οποιουδήποτε είδους πληροφοριακό υλικό βασίζονται στα Α/Π ενός
χρήστη και έχουν την µορφή ηλεκτρονικού βιβλίου (Η/Β). Το Η/Β αποτελείται από
ηλεκτρονικές σελίδες (Η/Σ) που καταλαµβάνουν συνήθως ολόκληρη την οθόνη και
τις οποίες ο χρήστης µπορεί να ξεφυλλίσει µε οποιαδήποτε σειρά επιθυµεί
µεταπηδώντας σε πραγµατικό χρόνο (µηδέν χρόνο) από την µία στην άλλη και
κυρίως έχοντας την δυνατότητα της αλληλεπιδράσεως, εξ ου και ο όρος Αµφίδροµα
Πολυµέσα. Με τον όρο αλληλεπίδραση ορίζεται το γεγονός ότι ο χρήστης, όπως
συµβαίνει και στα Α/Π του Ιντερνέτ, δίνει εντολές ή θέτει ερωτήµατα στην Η/Σ και
λαµβάνει απαντήσεις. Στην περίπτωση των Α/Π ενός χρήστη η επικοινωνία γίνεται σε
πραγµατικό χρόνο (χρόνο µηδέν) ενώ µε την παρούσα κατάσταση στο Ιντερνέτ
χρειάζονται τουλάχιστον ορισµένα δευτερόλεπτα -- χρόνος τεράστιος στην χρήση
Η/Υ-- µέχρι την πλήρη λήψη της αποκρίσεως. Ο χρήστης µιας εφαρµογής Α/Π,
ακόµη και ο λίγο περισσότερο εξοικειωµένος µε τους Η/Υ, µένει άναυδος µπροστά
στην ταχύτητα αποκρίσεως των Η/Σ και κυρίως στην µαγεία των εικόνων, των ήχων
ή της µουσικής και των βίντεο κλιπ που συναντά εξερευνώντας το Η/Β.

Ποτέ µια Η/Σ δεν είναι όµοια µε µια τυπωµένη σελίδα. Η τυπωµένη σελίδα είναι
παθητική: ο αναγνώστης έχει µπροστά του κείµενο χωρισµένο σε φυσικές σελίδες και
εικόνες τις οποίες µπορεί να δει µόνο στο µέγεθος εκτυπώσεώς τους. Εάν χρειάζεται
την ερµηνεία ενός όρου πρέπει να ανατρέξει στο ειδικό Γλωσσάρι σε άλλη σελίδα
του τυπωµένου βιβλίου, δηλαδή να χάσει χρόνο. Εάν θέλει να ψάξει έναν όρο σε
ολόκληρο το βιβλίο πρέπει να κοιτάξει στο ευρετήριο και να ψάξει πίσω µπρος σε
όλες τις σελίδες όπου υπάρχει η συγκεκριµένη αναφορά, πράγµα που σηµαίνει
τεράστια απώλεια χρόνου. Οι εικόνες του τυπωµένου βιβλίου είναι συγκεκριµένων
διαστάσεων, ίσως ασπρόµαυρες και κακής ποιότητας, δεν µεγεθύνονται και είναι
ακίνητες. Σε µια εφαρµογή Α/Π ο χρήστης µε το πάτηµα ενός εικονικού πλήκτρου
πάνω στην Η/Σ έχει αµέσως ευρετήριο του κειµένου µε όλες τις σελίδες στις οποίες
αναγράφεται ένας συγκεκριµένος όρος και µπορεί να µεταπηδήσει σε χρόνο µηδέν
από την µία στην άλλη. Μπορεί ακόµη να µεγεθύνει εικόνες για να τις δει καλύτερα ή
για να δει µια λεπτοµέρεια ενώ έχει την δυνατότητα φυσικά να παρακολουθήσει
εκείνο το τµήµα µιας ταινίας που ανταποκρίνεται ακριβώς στο θέµα µε το οποίο
ασχολείται η συγκεκριµένη σελίδα την οποία µελετά. Τα πλεονεκτήµατα, λοιπόν, της
χρήσεως Α/Π σε ορισµένες περιπτώσεις είναι αξεπέραστα από την πλευρά της
αποτελεσµατικότητας τους στον τοµέα εκµαθήσεως και είναι πλέον φανερή η
αναγκαιότητα της χρήσεως τους και στην διδασκαλία της Ιστορίας.

Θέλουµε λοιπόν να αντικαταστήσουµε τα τυπωµένα βιβλία µε ηλεκτρονικά; Με την


παρούσα τεχνολογική κατάσταση των Η/Υ αυτό δεν είναι πιθανό διότι η ανάγνωση
στις σηµερινές οθόνες των Η/Υ δεν είναι άνετη ενώ ακόµη και οι φορητοί Η/Υ είναι
πολύ βαρύτεροι από ένα βιβλίο για να µεταφερθούν εδώ και εκεί. Παρότι ένας δίσκος
CD-ROM µπορεί να περιλάβει ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια όπως η BRITANNICΑ και
θα εξυπηρετούσε αφάνταστα τις βιβλιοθήκες από πλευράς χώρου, δεν έχουν υπάρξει
µέχρι στιγµής επιτυχηµένες εκδόσεις βιβλίων σε ηλεκτρονική µορφή ακριβώς διότι η
προσήλωση και η πολύωρη ανάγνωση κειµένων στην οθόνη του Η/Υ είναι πολύ
κουραστική. Τότε, όµως, ποια η χρήση των Η/Β; Η πρότασή µας είναι απλή και
πιστεύουµε ότι θα υιοθετηθεί σύντοµα και τουλάχιστον σε ορισµένες περιπτώσεις στο
άµεσο µέλλον. Το Η/Β θα συµπληρώσει το τυπωµένο και θα αντικαταστήσει εκείνα
τα τµήµατα στα οποία το τυπωµένο δεν µπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του
σύγχρονου αναγνώστη, όπως η έγχρωµη εικονογραφία µε δυνατότητα µεγεθύνσεως
και µελέτης λεπτοµερειών - παρά την χαµηλότερη ανάλυση απεικονίσεως στην οθόνη
- και φυσικά η κινούµενη εικόνα και ο ήχος. Φαντασθείτε πόσο µεγαλύτερο θα ήταν
το όφελος για τον αναγνώστη και µικρότερο το κόστος της εκτυπώσεως της
δεκαπεντάτοµης Ιστορίας της Ελληνικής Τέχνης εάν τυπωνόταν µόνο το κείµενο ενώ
ολόκληρη η εικονογραφία παραδινόταν µαζί µε το τυπωµένο κείµενο σε CD-ROM
και σε µορφή Α/Π. Φυσικά απαραίτητη προϋπόθεση του ανωτέρω εγχειρήµατος είναι
οι αναγνώστες να διαθέτουν Η/Υ και CD-ROM. Με την κρατούσα κατάσταση όµως
στην αγορά Η/Υ η στιγµή δεν είναι καθόλου µακριά που κάθε σπίτι θα διαθέτει
τουλάχιστον έναν Η/Υ, πράγµα που ήδη το απαιτεί από τους γονείς σχεδόν ολόκληρη
η γενιά που θα ανδρωθεί στις αρχές του επόµενου αιώνα.

Συνεπώς η χρήση των Α/Π στην διδασκαλία της Ιστορίας πρέπει να βαδίσει πάνω
στις αρχές που διατυπώθηκαν παραπάνω. Στόχος, λοιπόν, είναι ο διδάσκων να
δηµιουργήσει τα δικά του Α/Π για τους διδασκόµενους µε σκοπό να διδάξει
συγκεκριµένα σηµεία τα οποία δεν είναι δυνατόν να διδαχθούν µε τον παραδοσιακό
τρόπο διδαχής. Ούτε σε αυτήν την περίπτωση ο διδάσκων απαιτείται να γίνει
προγραµµατιστής Η/Υ αλλά µόνο να εξοικειωθεί µε ένα από τα προγράµµατα
συγγραφής Α/Π, όπως νοιώθει ήδη άνετα µε τον γραφικό του επεξεργαστή κειµένου.
Μάλιστα ήδη άρχισαν να κυκλοφορούν και προγράµµατα συγγραφής Α/Π (π.χ
Illuminatus Opus) τα οποία τονίζουν το γεγονός ότι δεν απαιτούν ούτε την ελάχιστη
γνώση προγραµµατισµού από µέρους του δηµιουργού και φυσικά απευθύνονται στον
µέσο µορφωµένο χρήστη. Ο διδάσκων, λοιπόν, καλείται να δηµιουργήσει µία
εφαρµογή Α/Π η οποία θα συµπληρώσει και θα κάνει πιο αποτελεσµατική την
διδασκαλία του. Η εφαρµογή είναι υπό την µορφή Η/Β και έχει την ίδια διάταξη ύλης
µε αυτήν που διδάσκεται στο µάθηµα. Είναι απαραίτητο πριν καν ξεκινήσει η
δηµιουργία της να αποφασισθεί τι υλικό θα χρησιµοποιηθεί και πώς θα
χρησιµοποιηθεί για να έχει θετικά αποτελέσµατα στους διδασκόµενους. Μια αρχή της
οποιασδήποτε χρήσεως των Η/Υ είναι ότι δεν χρησιµοποιούµε το µηχάνηµα για κάτι
που µπορεί να γίνει γρηγορότερα και αποτελεσµατικότερα µε το µολύβι, το χαρτί ή
τον λόγο. Συνεπώς η χρήση της εφαρµογής Α/Π πρέπει να µην αντικαθιστά ό,τι
µπορεί να γίνει καλύτερα µε τα παραδοσιακά µέσα διδασκαλίας.

Το πρώτο βέβαια που µπορεί να γίνει µε την χρήση Α/Π είναι η παρουσίαση εικόνων
που αποτελούν τµήµα του µαθήµατος και τις οποίες ο διδασκόµενος µπορεί να
µελετήσει µόνος του όσο θέλει και παρατηρώντας όποια λεπτοµέρεια θέλει. Μια
άλλη πολύ αποτελεσµατική χρήση Α/Π είναι η παρατήρηση της µετακινήσεως
συνόρων κρατών µετά από πολέµους ή καλύτερα οι διάφορες θέσεις των
αντιµαχοµένων Παρατάξεων σε περιπτώσεις µαχών. Ο τρόπος µε τον οποίο γίνεται
αυτό είναι η επάλληλη επίθεση ακίνητων εικόνων (animation), δηλαδή παρουσιάζεται
υπό µορφή εικόνων που διαδέχονται και αντικαθιστούν η µία την άλλη πάνω στην
οθόνη του Η/Υ έτσι ώστε ο διδασκόµενος να έχει την εντύπωση των πραγµατικών
κινήσεων της παρατάξεως των αντιµαχοµένων σε περίπτωση µάχης ή να βλέπει
αµέσως κατά πόσο αυξήθηκε ή µειώθηκε η έκταση ενός κράτους µετά από κάποιο
πόλεµο. Τρίτη εφαρµογή της χρήσεως Α/Π είναι η παρουσίαση της µετεξελίξεως
κτιρίων η πόλεων όπως, για παράδειγµα, στην περίπτωση πριν και µετά από έναν
καταστροφικό πόλεµο ή µε την ανάπτυξη και φυσική διεύρυνση των πόλεων στο
τέλος του δυτικού Μεσαίωνα. Η παρουσίαση µπορεί να γίνει µε την χρήση της πολύ
αποτελεσµατικής µεταµορφωτικής κινούµενης εικόνας (morphing video), ακριβώς
όπως µεταµορφώνονταν τα πρόσωπα πολιτικών από τον ένα στον άλλο σε τηλεοπτική
διαφήµιση κόµµατος σε µια από τις τελευταίες εκλογικές αναµετρήσεις. Μια ακόµη
χρήση είναι η καταγραφή δειγµάτων µουσικής ή οµιλιών σηµαντικών προσώπων µιας
εποχής τα οποία µπορεί ο διδασκόµενος να ακούσει από ακουστικά ή ηχεία
προσαρµοσµένα στον Η/Υ χωρίς να αναγκασθεί να καταφύγει σε ειδικό ηχητικό
µηχάνηµα. ∆εν χρειάζεται βέβαια να γίνει και πάλι ειδική µνεία στην παρακολούθηση
συγκεκριµένων κοµµατιών ντοκυµαντέρ χωρίς και πάλι ο διδασκόµενος να καταφύγει
σε ειδικά µηχανήµατα.

Σε προχωρηµένο επίπεδο κάποιος διδάσκων µπορεί να θελήσει να ασχοληθεί και µε


τον προγραµµατισµό Η/Υ ώστε να δηµιουργήσει, για παράδειγµα, τα δικά του
ηλεκτρονικά διαγωνίσµατα ή άλλες µικρές εφαρµογές. Στο παρόν στάδιο εφαρµογής
µεθόδων εκτεταµένης χρήσεως Η/Υ στην διδασκαλία της Ιστορίας, οι διδασκόµενοι
έχουν την δυνατότητα να υποβάλουν τον εαυτό τους σε τεστ γνώσεων µε την χρήση
ειδικά κατασκευασµένου προγράµµατος που περιέχει ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής
(multiple-choice). Το πρόγραµµα και οι ερωτήσεις δίνονται στον διδασκόµενο και σε
δισκέτα Η/Υ έτσι ώστε να τα χρησιµοποιήσει και στο σπίτι του παρακολουθώντας
τον χρόνο ολοκληρώσεως του τεστ, τις σωστές και λάθος απαντήσεις του και την
τελική του επίδοση. Βέβαια ο διδάσκων που θα φθάσει σε αυτόν τον βαθµό
εξειδικεύσεως και θα συγκεράσει την Ιστορική Επιστήµη µε τον προγραµµατισµό
Η/Υ ανήκει πλέον σε µια ειδική κατηγορία Ιστορικών, στους ειδικούς της Ιστορικής
Πληροφορικής (Historical Computing expert).

Τα πλεονεκτήµατα της χρήσεως των Α/Π στην διδασκαλία της Ιστορίας είναι πλέον
πασιφανή. Ο διδάσκων πέρα από την αρχική κατασκευή του Η/Β, τα συστατικά του
οποίου µπορεί να ανανεώνει ανά πάσα στιγµή, δεν έχει ανάγκη πλέον να καταφεύγει
σε αµφίβολης ποιότητας πολλαπλές φωτοτυπήσεις του ιδιαίτερου υλικού που θα
ήθελε να διανείµει στους διδασκόµενους ενώ µπορεί να χρησιµοποιήσει πολλά και
ποικίλα µέσα, δηλαδή Πολυµέσα, για να κάνει την διδασκαλία του
αποτελεσµατικότερη και πλήρη. Τα Α/Π δίνουν την δυνατότητα στον διδάσκοντα να
διδάξει πολύ περισσότερα από ότι µε τον παραδοσιακό τρόπο, να στρέψει την
προσοχή των διδασκοµένων σε σηµεία που θα ήθελε ιδιαίτερα να τονίσει και, το
σηµαντικότερο, να τους δώσει την δυνατότητα να εξερευνήσουν µόνοι τους το
ιστορικό υλικό του µαθήµατος.

Σήµερα, η χρήση των δύο βασικών µέσων της νέας µεθοδολογίας διδασκαλίας της
Ιστορίας, Ιντερνέτ και Αµφίδροµων Πολυµέσων ενός χρήστη, είναι εξαιρετικά
περιορισµένη σε ορισµένα ανά τον κόσµο τριτοβάθµια εκπαιδευτικά ιδρύµατα µε τον
µεγαλύτερο αριθµό να παρατηρείται στις Η.Π.Α. Αξιόλογες προσπάθειες εφαρµογής
της νέας µεθοδολογίας µε την χρήση του ενός ή του άλλου µέσου έχουν γίνει από τον
Καθ. του Πανεπιστήµιο της Πενσυλβανίας James J. O'Donnell µε τον τίτλο "New
Tools for Teaching", από τον Καθ. John Reynolds του Πανεπιστηµίου του Τέξας µε
τον τίτλο "An Electronic Blackboard: Using Multimedia to Teach a College Level
United States History Survey" και από τον Καθ. George Welling του Πανεπιστηµίου
Γκόνιγγεν (Ολλανδία) µε τον τίτλο USA. From Revolution to Reconstruction. A
WWW project in Collective Writing.
Γενικοί στόχοι, λοιπόν, του όλου εγχειρήµατός µας είναι να χρησιµοποιηθεί η υψηλή
τεχνολογία µε τον καλύτερο και αποτελεσµατικότερο δυνατό τρόπο ώστε η
διδασκαλία και η έρευνα στην Ιστορία να γίνουν αποδοτικότερες στο µέγιστο.
Επιδιώκεται, δηλαδή, η συνεχής επικοινωνία διδάσκοντος και διδασκόµενου και
κυρίως να δοθεί η ευκαιρία στους διδασκόµενους να µην περιορίζονται στην
αυθεντία της µιας και µόνης πηγής ή και του ενός διδάσκοντος και των ιδεών του. Εκ
παραλλήλου υπάρχει η πεποίθηση ότι επιτυγχάνεται εξοικείωση του εκκολαπτόµενου
Ιστορικού µε νέα µέσα στην έρευνα και στην µελέτη της επιστήµης που σπουδάζει τα
οποία θα αποτελέσουν σηµαντικά εργαλεία για τον ερχόµενο αιώνα. Εµείς
πιστεύουµε ότι µε κείµενα, εικόνες, ήχους και ταινίες από το παρελθόν η Ιστορία
ξαναπαίρνει ζωή και γι αυτό προσπαθούµε µε κάθε µέσο να διδάξουµε ότι η Ιστορία
µπορεί να είναι διασκεδαστική και ζωντανή χωρίς να χάνει καθόλου από την
επιστηµονικής της διάσταση.

***

Εκατό χρόνια ∆αβίδ και Γολιάθ


Ελλάδα και Τουρκία, 1897-1997

του
Κees Klok, doctorandus/M.A.
Ιστορικός, Ελληνιστής
Μέλος της Ολλανδικής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Εισαγωγή

Όταν εµφανίζεται κάτι στον τύπο για την Ελλάδα και την Τουρκία, χρησιµοποιείται
συνεχώς ο όρος 'προαιώνιοι εχθροί'. Κι όµως Έλληνες και Τούρκοι έζησαν αιώνες
µαζί σε µία αυτοκρατορία, αλλά και µετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας επίσης δε
γινόταν πάντοτε λόγος για µίσος και οργή. Πέρασαν περίπου εβδοµήντα χρόνια µετά
την ανεξαρτησία, πριν ξεσπάσει το 1897 ένας µικρής διάρκειας ελληνοτουρκικός
πόλεµος, ο πρώτος από µια σειρά συγκρούσεων. Σ΄ αυτό το άρθρο εξετάζεται πώς
αναπτύχθηκαν οι σχέσεις µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας τα τελευταία εκατό χρόνια.

Το 1821 ξέσπασε στην Ελλάδα µια επανάσταση εναντίον της οθωµανικής κυριαρχίας.
Μετά από αγώνα δέκα ετών αποκτά η χώρα την ανεξαρτησία της, παρά τις µεγάλες
εσωτερικές διαιρέσεις και χάρη στην υποστήριξη της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας.
∆ηµιουργήθηκε ένα µικρό κράτος που συµπεριλάµβανε την Πελοπόννησο, την
Κεντρική Ελλάδα νότια της Θεσσαλίας και τις Κυκλάδες.

Οι αρχές ανέλαβαν να ενώσουν αυτήν την διαµελισµένη χώρα. Ένα από τα βοηθητικά
µέσα γι' αυτό το σκοπό ήταν το δόγµα της Μεγάλης Ιδέας. Αυτό σήµαινε πως είχε
κανείς στο νου του µια χώρα που θα συµπεριλάµβανε όλες τις περιοχές όπου
κατοικούσαν µεγάλες ελληνικές κοινότητες. Ήταν µια ιδεολογία, η οποία αργά ή
γρήγορα θα οδηγούσε σε προβλήµατα µε το οθωµανικό κράτος στο οποίο
κατοικούσαν µεγάλοι πληθυσµοί Ελλήνων, τόσο στη Μακεδονία και Ανατολία όσο
και στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη.

Η Μεγάλη Ιδέα γαλουχήθηκε και από τις σκέψεις του ιστορικού Κων/νου
Παπαρρηγόπουλου, ο οποίος ανέπτυξε τη θεωρία περί της συνέχειας του ελληνικού
έθνους. Αυτή εσήµαινε ότι υπήρχε µια αδιάσπαστη γραµµή στην Ιστορία, από την
κλασική αρχαιότητα µέσω του ελληνιστικού και βυζαντινού κράτους µέχρι τη νέα
Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της οθωµανικής κυριαρχίας η ελληνορθόδοξη εκκλησία,
µέσα από τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και την παµπάλαια θρησκεία της,
κράτησε αναµµένη τη φλόγα του ελληνικού πολιτισµού.

Το οθωµανικό κράτος λειτούργησε ως ο µεγάλος εχθρός από τον οποίο οι Έλληνες


του αλυτρωτισµού έπρεπε να ελευθερωθούν. Ο εθνικισµός του 19ου αιώνα, του
οποίου η Μεγάλη Ιδέα υπήρξε ένα σαφές συστατικό του, οδήγησε στη δραµατική
χειροτέρευση της θέσης των Οθωµανών Ελλήνων κατά το πρώτο τέταρτο του 20ου αι.
Οι συγκρούσεις που προέκυψαν από τη Μεγάλη Ιδέα, όπως ο πόλεµος του 1897 και ο
ελληνοτουρκικός πόλεµος του 1919-1923, ως επίσης και η αναζωπύρωση του
τουρκικού εθνικισµού από τον Μουσταφά Κεµάλ, έθεσαν τέρµα στη σχετικά
ανεκτική συµβίωση των Ελλήνων και των Τούρκων.

Εν τούτοις η ενσάρκωση της Μεγάλης Ιδέας φάνηκε στα µισά του 19ου αι. µία
απίθανη υπόθεση. Ακόµη και η επιβίωση της Ελλάδας ήταν αµφίβολη, αν η χώρα δεν
προστατευόταν πλέον από τις Μεγάλες ∆υνάµεις, κυρίως την Αγγλία, Γαλλία και
Ρωσία. Εξαιτίας της πίεσης των χωρών αυτών η Πύλη παρέδωσε το 1881 την εύφορη
Θεσσαλία και ένα µέρος της Ηπείρου στην Ελλάδα.

Ο πόλεµος του 1897

Η αφορµή για τον πόλεµο του 1897 υπήρξε η εξέγερση της Κρήτης, όπου η
πλειονότητα του πληθυσµού ήθελε ένωση µε την Ελλάδα. ∆εν ήταν η πρώτη φορά
που ξεσηκώθηκαν οι Κρήτες. Ήταν όµως για πρώτη φορά που η ελληνική κυβέρνηση
υποστήριζε µια επανάσταση στην πράξη.

Η Κωνσταντινούπολη δεν επιθυµούσε και πολύ σύγκρουση µε την Αθήνα, κάτι που
φαίνεται από την πρόταση συµβιβασµού να δώσουν στην Κρήτη την αυτονοµία της
κάτω από οθωµανική κυριαρχία. Η Αθήνα απέρριψε την πρόταση αυτή, επειδή η
Πύλη δεν µπορούσε να αποφύγει την κήρυξη πολέµου. Αρχές Απριλίου ξέσπασαν οι
πρώτες αψιµαχίες κατά µήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων στη Θεσσαλία. Η
ελληνική στρατιά πάντως εµφανίστηκε τόσο άθλια προετοιµασµένη, ώστε οι
Οθωµανοί την κατατρόπωσαν µε µεγάλη ευκολία. Μέσα σε λίγες εβδοµάδες άνοιξε ο
δρόµος για την Αθήνα. Πάντως εκ νέου οι Μεγάλες ∆υνάµεις, µε πρώτη την Αγγλία
ήρθαν προς βοήθεια των Ελλήνων.

Η Πύλη πιέστηκε φοβερά έτσι ώστε ο µικρός αυτός πόλεµος στο τέλος να τελειώσει
µε ένα εκπληκτικό αποτέλεσµα. Οι Έλληνες ξέφυγαν µε λίγες απώλειες: λίγους
επανακαθορισµούς συνόρων και αποζηµίωση για τις ζηµιές στην Κωνσταντινούπολη.
Η Κρήτη έγινε αυτόνοµη κάτω από οθωµανική κυριαρχία και απέκτησε ακόµη ως
κυβερνήτη τον Έλληνα πρίγκιπα Κωνσταντίνο.

Μακεδονία
Το Μακεδονικό Ζήτηµα άρχισε να παίζει κάποιο ρόλο περίπου από το 1870 (βλ.
Spiegel Historiael, 1996 nr. 2 ). Σ' αυτήν την κατοικηµένη από πολλές εθνότητες
περιοχή έζησαν Έλληνες από την αρχαιότητα µέχρι σήµερα. Επί πλέον πολλοί
Έλληνες στο βασίλειο, µε βάση την ήδη ονοµαζόµενη θεωρία περί της συνέχειας,
ένιωθαν ένα δυνατό δεσµό µε τη Μακεδονία, ως πατρίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεµο του 1878 αρχικά ορίστηκε ότι η Μακεδονία θα
αποτελούσε µέρος ενός Μεγάλου Βουλγαρικού Κράτους. Στη διάσκεψη του
Βερολίνου τη χρονιά εκείνη αποφασίστηκε εν τούτοις πως η περιοχή θα επέστρεφε
στην οθωµανική κυριαρχία. Αυτό συνέβη κυρίως κάτω από την πίεση της Αγγλίας
και Αυστρο-Ουγγαρίας, οι οποίες φοβήθηκαν µεγάλη ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια
µέσω ενός Μεγάλου Βουλγαρικού Κράτους, µε πελατειακή σχέση.

Με λύπη είδαν οι Έλληνες πως οι Βούλγαροι, χωρίς να εγκαταλείψουν τις


διεκδικήσεις τους στη Μακεδονία, δραστηριοποιήθηκαν ακόµη περισσότερο στον
αγώνα τους για ένωση µε τη Βουλγαρία. Στην πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα
ξέσπασε ένας ανταρτοπόλεµος, στον οποίο είχαν εµπλακεί υποστηρικτές της
βουλγαρικής υπόθεσης, οπαδοί της ένωσης µε την Ελλάδα, αγωνιστές για µια
ελεύθερη Μακεδονία, Σέρβοι, που επίσης εκδήλωσαν διεκδικήσεις, και οθωµανικά
στρατεύµατα.

Η ελληνική πλευρά υποστηριζόταν από την Ελλάδα, αρχικά από ιδιωτικούς


οργανισµούς, αργότερα επίσης, αν και καλυµµένα, από την κυβέρνηση η οποία
έστελνε αξιωµατικούς και επέτρεπε ο αγώνας να κατευθύνεται από το ελληνικό
προξενείο στη Θεσσαλονίκη. Το γεγονός αυτό, πάντως, οδήγησε σε ανοιχτό πόλεµο
µε την Κωνσταντινούπολη µόλις το 1912.

Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι

Όσο οι ευρωπαϊκές Μεγάλες ∆υνάµεις ήσαν αποφασισµένες να διατηρούν το status


quo των Βαλκανίων, ο ανταρτοπόλεµος ανέδειξε λίγους εθνικούς ήρωες στη
Μακεδονία, αλλά µε ελάχιστο πραγµατικό αποτέλεσµα. Αυτό άλλαξε όταν η Αυστρο-
Ουγγαρία και Ρωσία, απαραίτητες για τη διατήρηση του καθεστώτος, τσακώθηκαν
άγρια για την αυστροουγγρική προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης το 1908. Τα
βαλκανικά κράτη Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα και Βουλγαρία εκµεταλλεύτηκαν
την ευκαιρία και γρήγορα έκαναν διαπραγµατεύσεις για συµµαχία. Τον Οκτώβριο
1912 ο στρατός του Μαυροβουνίου επετέθη κατά της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας.
Τη φορά αυτή, χωρίς να ενοχλούνται από τις προειδοποιήσεις των Μεγάλων
∆υνάµεων, συµπαρατάχθηκαν και οι άλλες τρεις χώρες µε τον πολεµοχαρή νάνο του
Μαυροβουνίου. Ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεµος ήταν πλέον γεγονός.

Ο άθλια εξοπλισµένος οθωµανικός στρατός σε πολύ σύντοµο χρονικό διάστηµα


νικήθηκε, αλλά η Βουλγαρία δυσαρεστήθηκε πολύ µε το αποτέλεσµα του αγώνα,
επειδή κατάφερε να κατακτήσει µόνο ένα 10% από το έδαφος της Μακεδονίας. Οι
Βούλγαροι έπρεπε να συγκρουστούν µε την τακτική τουρκική στρατιά. Αυτό
επέτρεψε την Ελλάδα και την Σερβία να κατακτήσουν το µεγαλύτερο κοµµάτι της
Μακεδονίας. Η Σόφια αποφάσισε να δράσει. Τον Ιούνιο του 1913 επετέθη εναντίον
των παλαιών συµµάχων της. Αυτοί βοηθήθηκαν από τη Ρουµανία, η οποία
διαισθάνθηκε εύκολο εδαφικό κέρδος, και από την Τουρκία, η οποία, µ' αυτόν τον
τρόπο, ήθελε να κερδίσει κάτι από τις απώλειές της. Αυτή η υπερδύναµη ανάγκασε
την Βουλγαρία γρήγορα να καταρρεύσει. Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου
διαµοιράστηκε εκ νέου η Μακεδονία, από την οποία Έλληνες και Σέρβοι πήραν τη
µερίδα του λέοντος. Η Βουλγαρία ,αν και χαµένη, πήρε τη ∆υτική Θράκη. Η Κρήτη
και τα νησιά του Αιγαίου ενώθηκαν τελικά επίσηµα µε την Ελλάδα.

Το γεγονός ότι τα Βαλκάνια δεν ξαναηρέµησαν έκτοτε, αποδείχτηκε δυο χρόνια µετά
τα γεγονότα του Σεράγεβου, τα οποία οδήγησαν στο ξέσπασµα του Πρώτου
Παγκοσµίου Πολέµου.

Ο Πρώτος Παγκόσµιος Πόλεµος και η Συνθήκη της Λοζάννης

Σ' αυτόν τον πόλεµο η Οθωµανική Αυτοκρατορία ως επίσης και η Βουλγαρία


επέλεξαν την ένωση µε τις Κεντρικές ∆υνάµεις, δηλ. µε το αυστροουγγρικό-
γερµανικό στρατόπεδο. Η Ελλάδα µπορούσε να διαλέξει ανάµεσα στις Κεντρικές
∆υνάµεις και στους ∆υτικούς Συµµάχους. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α', ο οποίος
ασκούσε µεγάλη επιρροή στην εξωτερική πολιτική, υποστήριζε την ουδετερότητα. Ο
πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος κατεχόταν από την εµµονή της Μεγάλης Ιδέας.
Ήταν θερµός υποστηρικτής της σύµπραξης µε τους ∆υτικούς Συµµάχους. Κατά την
άποψή του αυτό θα έδινε την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασµούς µε τον
βουλγαρικό αλυτρωτισµό σχετικά µε τη Μακεδονία και να δώσουν ένα καλό µάθηµα
στους Τούρκους, πράγµα που θα έφερνε την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας ακόµη
πιο κοντά. Η αντίθεση ανάµεσα στον Βασιλιά και τον Πρωθυπουργό ξεσήκωσε µια
οξεία εσωτερική διαµάχη που κατέληξε σχεδόν σε εµφύλιο πόλεµο. Ο Βενιζέλος για
λίγο ακόµη διάστηµα προΐστατο, µε τις ευλογίες των ∆υτικών Συµµάχων, µιας
αντιπολίτευσης στη Θεσσαλονίκη.

Τελικά ο Βασιλιάς ενέδωσε κάτω από φοβερή πίεση και η Ελλάδα το 1917 τάχθηκε
µε τους ∆υτικούς Συµµάχους. Αυτοί υπαινίχθηκαν πως η Ελλάδα θα µπορούσε να
περιµένει ως ανταµοιβή τη Βόρεια Ήπειρο, τα ∆ωδεκάνησα(µε εξαίρεση τη Ρόδο) και
µια ζώνη της ∆υτικής Μικράς-Ασίας.

Μετά τη συµφωνία του Μούδρου για κατάπαυση του πυρός (Οκτώβρης 1918) η
Ελλάδα κατέλαβε το µεγαλύτερο µέρος της Θράκης, ενώ το 1919 µε την άδεια των
∆υτικών Συµµάχων έστειλε στρατεύµατα στη Σµύρνη, η οποία καταλήφθηκε µαζί µε
τη γύρω περιοχή. Με τη συνθήκη των Σεβρών ορίστηκε ότι η περιοχή γύρω από τη
Σµύρνη θα διοικούνταν για πέντε χρόνια από την Ελλάδα, αν και επίσηµα θα
παρέµενε κάτω από τουρκική κυριαρχία. Μετά από πέντε χρόνια, ένα τοπικό
συµβούλιο θα όριζε αν η περιοχή θα γινόταν για πάντα ελληνική ή θα δινόταν πίσω
στην Τουρκία.

Η συνθήκη των Σεβρών χαιρετίστηκε στην Αθήνα µε ζητωκραυγές, αλλά η χαρά


κράτησε µόνο για λίγο. Η κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη φάνηκε πως έχασε τον
έλεγχο ενός µεγάλου µέρους της χώρας. Στην Άγκυρα σχηµατίστηκε µια τουρκική
κυβέρνηση από φανατικούς εθνικιστές που προήλθαν από την κίνηση των
Νεότουρκων µε αρχηγό τον Μουσταφά Κεµάλ. Η συνθήκη δεν επικυρώθηκε ποτέ.
Σύντοµα θα οδηγούσε σε έναν αιµατηρό ελληνοτουρκικό πόλεµο.

Το ξέσπασµα του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου είχε ήδη τις επιπτώσεις του στους
Οθωµανούς Έλληνες, οι οποίοι άρχισαν να υποφέρουν από την αυξανόµενη
επιθετικότητα από την πλευρά της τουρκικής εξουσίας. Η άνοδος του Μουσταφά
Κεµάλ σήµαινε µία περίοδο ανοιχτής και αιµατηρής καταδίωξης των Ελλήνων της
Ανατολίας, οι οποίοι ήδη κατοικούσαν σχεδόν 2000 χρόνια στη δυτική ακτή της
Τουρκίας και στην βόρειο-ανατολική περιοχή, τον ονοµαζόµενο Πόντο. Είναι
δύσκολο να πει κανείς επακριβώς πόσοι έπεσαν θύµατα της τροµοκρατίας. Το πιο
πιθανό είναι ότι ήσαν περισσότεροι από τριακόσιες χιλιάδες.

Η αυξανόµενη δύναµη των Κεµαλιστών οδήγησε το Μάρτιο του 1921 σε µια µεγάλη
ελληνική επίθεση προς την περιοχή της Άγκυρας. Σκοπός της ήταν η εξόντωση του
Μουσταφά Κεµάλ και µ' αυτόν τον τρόπο η εξασφάλιση της ελληνικής θέσης στη
Μικρασία. Οι Έλληνες υπολόγιζαν στη βοήθεια των ∆υτικών Συµµάχων. Βασίστηκαν
στην προφορική υποστήριξη του Άγγλου Πρωθυπουργού, Γεωργίου Λόυδ. Εν τούτοις
η Γαλλία και η Ιταλία δεν βοήθησαν την ελληνική ενέργεια και γι' αυτό η Αγγλία ,
όταν έφθασε η στιγµή, παρ' όλες τις ωραίες υποσχέσεις, δήλωσε αυστηρά ουδέτερη.
Η ελληνική επίθεση σταµάτησε λίγο πριν από την Άγκυρα. Το επόµενο καλοκαίρι οι
Τούρκοι έκαναν αντεπίθεση που κατέληξε σε ολοκληρωτική ήττα της ελληνικής
στρατιάς. Κατά τη διάρκεια της καταστροφής της Σµύρνης που ακολούθησε, όπου
χιλιάδες Έλληνες και Αρµένιοι έχασαν τη ζωή τους, οι ∆υτικοί Σύµµαχοι
παρακολουθούσαν αδρανείς.

Η τουρκική νίκη, που στην Ελλάδα είναι γνωστή ως η Μεγάλη Καταστροφή, έσβησε
κυριολεκτικά τη Μεγάλη Ιδέα. Η συνθήκη της Λοζάννης που υπογράφτηκε τον
Ιούλιο 1923 συνετέλεσε ώστε η Ελλάδα να χάσει ένα µεγάλο µέρος από τα εδάφη της
που είχε κερδίσει µε τη συνθήκη των Σεβρών. Η ανατολική Θράκη ξαναεπέστρεψε σε
τουρκικά χέρια και όσο για την παράδοση της Βορείας Ηπείρου και των
∆ωδεκανήσων δεν έγινε καν λόγος. Αυτά τα µέρη παρέµειναν στην Αλβανία και
Ιταλία αντίστοιχα. Μόλις το 1948 η Ιταλία παραχώρησε τα ∆ωδεκάνησα στην
Ελλάδα. Εν τούτοις οι Έλληνες το 1923 κράτησαν τη ∆υτική Θράκη.

Πολύ δραµατικές συνέπειες είχε ο ορισµός της συνθήκης, σύµφωνα µε τον οποίο ο
ελληνο-ορθόδοξος πληθυσµός της Μικράς Ασίας(εκτός από τους κατοίκους της
Κωνσταντινούπολης και των νησιών Ίµβρου και Τενέδου) έπρεπε ν' αναχωρήσει για
την Ελλάδα και οι Μουσουλµάνοι της Ελλάδας (εκτός απ' αυτούς της ∆υτικής
Θράκης) να αποµακρυνθούν προς την Τουρκία. Σ' αυτήν την τεράστια εθνική
εκκαθάριση είχαν εµπλακεί περίπου ένα εκατοµµύριο εκατό χιλιάδες Έλληνες και
σχεδόν τετρακόσιες χιλιάδες Τούρκοι.

Ο Μεσοπόλεµος µέχρι τη συνθήκη της Άγκυρας

Η Ελλάδα αντιµετώπιζε τώρα τεράστια οικονοµικά και κοινωνικά προβλήµατα, εξ-


αιτίας της πολύ µεγάλης εισροής προσφύγων από τη Μικρά-Ασία. Στην Τουρκία
έπρεπε η κυβέρνηση του Μουσταφά Κεµάλ να φροντίσει, πέρα από τους σωρούς
ερειπίων του πολέµου, να ξανακτίσει µια νέα και δυναµική Τουρκία. Και οι δυο
χώρες είχαν ανάγκη από ηρεµία και σταθερότητα στην περιοχή. Αν και µετά το 1924
έγιναν µε πρωτοβουλία της Ελλάδας και της Ρουµανίας προσεχτικές προσπάθειες για
οικονοµική συνεργασία, που θα διαρκούσαν µέχρι το 1928, οπότε οι αµοιβαίες
επαφές ξανάγιναν στενότερες.

Αυτό ήταν έργο του Βενιζέλου, του εξαφανισµένου από την πολιτική σκηνή για οκτώ
χρόνια, ο οποίος τότε έγινε εκ νέου Πρωθυπουργός της Ελλάδας. Εντωµεταξύ
πεπεισµένος πως η Μεγάλη Ιδέα ανήκε για πάντα στο παρελθόν, άσκησε µία πολιτική
που απέβλεπε σε καλύτερες σχέσεις µε τους γείτονες της Ελλάδας. Αυτό οδήγησε σε
µια ελληνοτουρκική προσέγγιση που επικυρώθηκε µε τη συνθήκη φιλίας της
Άγκυρας το 1930, µε την οποία αναγνωρίστηκαν τα αµοιβαία σύνορα. Η συνθήκη
αυτή επέφερε µία περίοδο καλών σχέσεων που διήρκεσαν µέχρι το ξέσπασµα του
∆ευτέρου Παγκοσµίου Πολέµου. Το 1934 έγινε ακόµη και µια αµυντική συµµαχία
ανάµεσα στην Ελλάδα, Τουρκία, Γιουγκοσλαβία και Ρουµανία, το ονοµαζόµενο
Βαλκανικό Σύµφωνο.

Το 1936 η Αθήνα συνυπέγραψε τη συνθήκη του Μοντρέ, µε την οποία η Άγκυρα


ξανάπαιρνε την πλήρη κυριαρχία των ∆αρδανελίων και του Βοσπόρου.

Η καλή ατµόσφαιρα µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας διαταράχθηκε µε το ξέσπασµα


του ∆ευτέρου Παγκοσµίου Πολέµου και µε την κατάληψη της Ελλάδας από τη
Γερµανία, Ιταλία και Βουλγαρία. Σύµφωνα µε το Βαλκανικό Σύµφωνο έπρεπε η
Τουρκία να βοηθήσει τους συµµάχους της. Εν τούτοις η Άγκυρα παρέµεινε ουδέτερη.
Ήθελε, σκεπτόµενη τις καταστροφικές συνέπειες του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου,
µε κάθε τίµηµα να µείνει έξω από τη µάχη.

Οι Έλληνες απογοητεύθηκαν µε την τουρκική θέση και φοβήθηκαν πως η Τουρκία θα


άρπαζε την ευκαιρία να καταλάβει τα νησιά του Αιγαίου και τα ∆ωδεκάνησα.
Πάντως η κατάσταση δεν πήγε τόσο µακριά. Τέλος του 1942 η Άγκυρα επέβαλε τον
ονοµαζόµενο varlik vergisi, ένα είδος φόρου περιουσίας που επιβάρυνε δυσανάλογα
τις µειονότητες της χώρας, µεταξύ των οποίων και τους Έλληνες. Αυτός ο
µεροληπτικός φόρος καταργήθηκε ήδη το 1943, αλλά όχι πριν χειροτερέψουν ακόµη
περισσότερο οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Από την άλλη πλευρά η Τουρκία επέτρεψε
να περάσουν πρόσφυγες από την Ελλάδα, µεταξύ αυτών και στρατιώτες, προς τα
συµµαχικά εδάφη της Βόρειας Αφρικής και έστειλε µερικές φορές πλοία µε τρόφιµα
προς τη λιµοκτονούσα γειτονική χώρα (Ελλάδα).

Κατά τη διάρκεια του µεγαλύτερου µέρους του πολέµου οι Τούρκοι δύσκολα


κατάφεραν να κρατήσουν σε ισορροπία την ουδετερότητα. Και µολονότι υπήρχαν
επίσης οι δεσµεύσεις συνθήκης µε την Αγγλία, φάνηκε αρχικά ότι οι Σύµµαχοι δε θα
µπορούσαν έγκαιρα να βοηθήσουν την Τουρκία σε περίπτωση πολέµου µε τη
Γερµανία. Μόνον όταν ο κίνδυνος ξεπεράστηκε και η Γερµανία είχε σχεδόν ηττηθεί,
τότε η Άγκυρα κήρυξε τον πόλεµο κατά του Βερολίνου, το Φεβρουάριο 1945, για να
µπορεί έγκαιρα να συµµετάσχει στο συνέδριο του Αγίου Φραγκίσκου για την ίδρυση
των Ηνωµένων Εθνών.

Μετά τον πόλεµο, τα ∆ωδεκάνησα περιήλθαν στα χέρια των Ελλήνων µε τη συνθήκη
των Παρισίων. Η Ελλάδα και η Τουρκία ξαναβελτίωσαν τις σχέσεις τους. Από τη µια
µεριά µε τις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις ένιωθαν και οι δυο να πιέζονται από τον
κοµµουνισµό και ήξεραν ότι υποστηρίζονται από τις Ηνωµένες Πολιτείες, από την
άλλη πλευρά µε τη βοήθεια Μάρσαλ, µέσω της οποίας ήσαν και οι δυο συνδεδεµένες
µε την ενδοευρωπαϊκή οικονοµική συνεργασία. Η αγωνία για τα σχέδια του Στάλιν
οδήγησε τις Ηνωµένες Πολιτείες προς το ∆όγµα Τρούµαν, το οποίο προµηνούσε ένα
τεράστιο οικονοµικό και στρατιωτικό πρόγραµµα βοήθειας για την Ελλάδα και
Τουρκία.

Το 1951 η Ελλάδα και Τουρκία έγιναν µέλη του ΝΑΤΟ. Επίσης ήρθαν σε
διαπραγµατεύσεις µε τη Γιουγκοσλαβία για οικονοµική και στρατιωτική
συνεργασία ,πράγµα που τελικά κατέληξε στη συνθήκη της Άγκυρας (1953) και του
Μπλεντ (1954), µε την οποία οι τρεις χώρες συνήψαν ένα στρατιωτικό σύµφωνο.
Αυτό για την ώρα υπήρξε το υψηλότερο σηµείο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης.
Ένα χρόνο αργότερα δεν έµεινε τίποτε, παρ' όλες τις καλές προθέσεις.

Κύπρος και το Πρόβληµα Αιγαίου

Το Κυπριακό Πρόβληµα προκάλεσε τη διάσπαση µεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Η


υποστήριξη της Ελλάδας στον αγώνα των Ελληνοκυπρίων για ένωση, που σηµαίνει
ένωση του νησιού µε την Ελλάδα , κίνησε το ενδιαφέρον στην Τουρκία για την τύχη
της τουρκικής µειονότητας. Συγκεκριµένα όταν η ΕΟΚΑ, η κίνηση για ένωση της
Ελλάδας µε την Τουρκία, αποφάσισε να χρησιµοποιήσει βία. Τότε, το Σεπτέµβριο
1955 εξερράγη βόµβα στο τουρκικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη, µια επίθεση η
οποία, όπως ο προηγούµενος πρωθυπουργός Μεντερές παραδέχτηκε αργότερα,
οργανώθηκε από την τουρκική κυβέρνηση και οδήγησε στους διωγµούς των Ελλήνων
κατοίκων της Κωνσταντινούπολης και Σµύρνης. Ως αποτέλεσµα αυτού υπήρξε µια
νέα έξοδος Ελλήνων προσφύγων.

Στην Κύπρο φάνηκε το πρόβληµα να φτάνει σε κάποια λύση, όταν το νησί το 1960
απέκτησε την ανεξαρτησία του από τη Μ. Βρετανία. Ο τρόπος µε τον οποίο
οργανώθηκε η διοίκηση του νέου κράτους, υπήρξε, παρ΄ όλα αυτά, η αφορµή για
επανειληµµένες τριβές µεταξύ των κοινοτήτων, οι οποίες µε τη σειρά τους
προξένησαν ξανά εντάσεις µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Το 1964 ξέσπασε µια
κρίση στην Κύπρο κατά την οποία η τουρκική αεροπορία προξένησε βοµβαρδισµούς,
σχεδόν πόλεµο µεταξύ των δύο συµµάχων του ΝΑΤΟ. Μόνο µετά από µεγάλη πίεση
οι Ηνωµένες Πολιτείες κατάφεραν να τον σταµατήσουν. Το 1974 η κυβέρνηση των
Συνταγµαταρχών, κάτω από την οποία στέναζε τότε η Ελλάδα, οργάνωσε ένα
πραξικόπηµα στην Κύπρο εναντίον της νόµιµης κυβέρνησης. Αν και η κατάληψη της
εξουσίας απέτυχε, αυτό στάθηκε αφορµή για την Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο
και να καταλάβει στρατιωτικά το βόρειο τµήµα του νησιού. Οι Ηνωµένες Πολιτείες
ξανά, µετά από πολύ πίεση, κατάφεραν να εµποδίσουν την τελευταία στιγµή έναν
πόλεµο µεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Η τουρκική κατοχή εξακολουθεί να διαρκεί
ακόµη και δηµιουργεί ένα τεράστιο εµπόδιο στη βελτίωση των σχέσεων.

Οι εντάσεις γύρω από την Κύπρο προξένησαν ακόµη µερικές συγκρούσεις τις οποίες
όλες µαζί θα µπορούσε να ονοµάσει κανείς "Πρόβληµα Αιγαίου". Αυτό µαζί µε το
Κυπριακό καθορίζουν σε µεγάλο βαθµό τις άσχηµες σχέσεις που συνεχίζονται µέχρι
σήµερα. Οι σηµαντικότερες διαφωνίες είναι η επέκταση των ελληνικών χωρικών
υδάτων και ο ελληνικός εναέριος χώρος, καθώς επίσης η στρατιωτικοποίηση των
νησιών του Αιγαίου Πελάγους και η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.

Τα ελληνικά χωρικά ύδατα εκτείνονται σε έξι ναυτικά µίλια από την ακτή, αλλά η
Αθήνα διατηρεί το δικαίωµα µετά από συµφωνία της διάσκεψης του Μοντέγκο Μπέι
(1982), να τα επεκτείνει στα δώδεκα ναυτικά µίλια. Η Τουρκία, που δεν έχει
επικυρώσει τη συµφωνία του Μοντέγκο Μπέι, ανακοίνωσε ότι η επέκταση των
ελληνικών χωρικών υδάτων σηµαίνει αιτία πολέµου (casus belli). Η τουρκική πλευρά
φοβάται πως το Αιγαίο Πέλαγος θα µετατραπεί σε ελληνική εσωτερική θάλασσα,
ένας φόβος που συνδέεται άµεσα µε τη διαµάχη για την οριοθέτηση της
υφαλοκρηπίδας. Επειδή υπάρχει η υπόνοια πως βρίσκεται εκεί πλούσιος υπόγειος
πλούτος, διεκδικούν και οι δύο χώρες το µεγαλύτερο κοµµάτι της υφαλοκρηπίδας.
Ο καβγάς για τον εναέριο χώρο συνίσταται στο ότι η Ελλάδα διεκδικεί µια ζώνη δέκα
µιλίων από την ακτή, ενώ η Τουρκία κρατά µια ζώνη έξι µιλίων. Στην
αµφισβητούµενη περιοχή τουρκικά και ελληνικά πολεµικά αεροπλάνα καταδιώκονται
µεταξύ τους σε µόνιµη βάση, και έτσι µπορεί ν' ακούει κανείς καθηµερινά ειδήσεις
για παραβιάσεις του εναέριου χώρου. Τις περισσότερες φορές οι παραβιάσεις
περιορίζονται σε αψιµαχίες, αλλά µερικές φορές κάτι πάει πράγµατι στραβά, όπως
τον Ιούνιο 1992, όταν ένας Έλληνας πιλότος έχασε τη ζωή του.

Η Τουρκία διαµαρτύρεται έντονα εναντίον της στρατιωτικοποίησης των ελληνικών


νησιών κατά µήκος της τουρκικής ακτής. Εν τούτοις η Ελλάδα επιµένει ότι έχει το
δικαίωµα, µε βάση τη συνθήκη του Μοντρέ και σύµφωνα µε το άρθρο 51 του
Καταστατικού Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών, να πάρει µέτρα εναντίον εχθρικής
απειλής. Η απειλή αυτή συνίσταται στη µεγάλη στρατιά η οποία στρατοπεδεύει στην
τουρκική δυτική ακτή.

Το 1976 και 1978 η Ελλάδα έφερε το πρόβληµα Αιγαίου στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο της
Χάγης. Η Τουρκία αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του ∆ικαστηρίου σ' αυτό το θέµα και
έτσι είναι αδύνατη κάποια απόφαση. Η Τουρκία στοχεύει σε µια διµερή λύση, ενώ η
Ελλάδα νοµίζει πως, όντας ο ασθενέστερος εταίρος, θα επωφεληθεί φέροντας προς
συζήτηση το ζήτηµα σε διεθνές πλαίσιο.

Η Κύπρος και το Πρόβληµα Αιγαίου αποτελούν µια σταθερή πηγή εντάσεων.


Μερικές φορές µειώνονται λίγο, όταν συντελείται µία σύντοµη προσέγγιση µεταξύ
Άγκυρας και Αθήνας. Τις πιο πολλές φορές συµβαίνει αυτό υπό την πίεση των
Ηνωµένων Εθνών ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία η Ελλάδα εισήλθε το 1981.
Ως παραδείγµατα έχουµε τη συνάντηση του Νταβός µεταξύ των πρωθυπουργών
Παπανδρέου και Οζάλ (1989) και την πρόσφατη διακήρυξη της Μαδρίτης από τον
Έλληνα πρωθυπουργό Σηµίτη και τον Τούρκο πρόεδρο Ντεµιρέλ. Ξαφνικά επεισόδια
όπως αυτό στις βραχονησίδες Ίµια (άνοιξη 1997) και τα συνεχιζόµενα προβλήµατα
στην Κύπρο, µε την οποία η Ελλάδα εν τω µεταξύ συνήψε σύµφωνο στρατιωτικής
βοήθειας, εµπεριέχουν συνεχώς τον κίνδυνο ενός ελληνοτουρκικού πολέµου. Η
ελληνική αντίδραση για την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δε
συµβάλλει επίσης στο θέµα των καλών σχέσεων. Παρ' όλα αυτά, η Ελλάδα δεν έχει
αντιρρήσεις για τη µελλοντική είσοδο της Τουρκίας, µόλις επιλυθούν τα προβλήµατα
και από τις δύο πλευρές. Προς το παρόν µια λύση φαίνεται πολύ µακρινή, αλλά το
παρελθόν µας έδειξε, πως, όταν υπάρχει η θέληση, µια ελληνοτουρκική συµφιλίωση
δεν είναι τελείως αδιανόητη.

Μετάφραση από τα ολλανδικά:


Στέλλα Τιµωνίδου-Κλοκ,
πτυχ.Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ.

Επιλογή Βιβλιογραφία

Richard Clogg, A Concise History of Greece, Cambridge 1992.


Barbara Jelavich, History of the Balkans, vol. 2, 19917.
E.J. Zόrcher, Turkey: A Modern History, London/New York 1993.
Philip Carabott, Greece and Europe in the Modern Periode: Aspects of a Troubled
Relationship, London 1995.
Van Coufoudakis, "Greek-Turkish Relations, 1973-1983: the view from Athens", in
International Security jg. 9, nr. 4.
T.A. Couloumbis, The United States, Greece and Turkey. The troubled triangle, New
York 1983.
John O. Iatrides, Balkan Triangle: birth and decline of an alliance across ideological
boundaries, Den Haag 1968.
Lord Kinross, The Rebirth of a Nation, London 1964.
Kees Klok, "Oud zeer op de Balkan: de Macedonische kwestie", in Spiegel Historiael
jg.31, nr.2 [Old Pains in the Balkans: the Macedonian Question], Amsterdam 1996.
Kees Klok, "Buitenbeen op de Balkan. Aspecten van de Griekse buitenlandse politiek
na de Tweede Wereldoorlog", in Kleio jg. 35, nr. 10 [Exception in the Balkans.
Aspects of Greek Foreign Policy after the Second World War], The Hague 1994.

***

Η έννοια και η σηµασία της σωµατικότητας


στην Αρχαία Ελληνική Ιστορία

του Ιωάννη Γιαννάτου


Πτυχίο (Νοµική)
υποψ. Μ.∆. (Ιστ-Φιλοσ-Κοιν. ∆ικαίου)

Η άποψη του ίδιου του ανθρώπου για τον εαυτό του δεν είχε την τύχη να
ακολουθήσει µια γραµµική πορεία στην ιστορία των ιδεών. Συνεχείς ανατροπές,
επαναλήψεις και µεταλλαγές οδήγησαν το µίτο του σχετικού προβληµατισµού µέχρι
τις µέρες µας, όπου σήµερα πια µια ερµηνεία του ανθρώπου ως γεγονότος µιας απλής
συλλογιστικής ικανότητας, ως "ζώου λόγον έχοντος" αµφισβητήθηκε οριστικά1. Η
συστατική όµως ανθρώπινη ιδιότητα της σωµατικότητας δεν τονίσθηκε µέχρι σήµερα,
παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, µε τον τρόπο που θα έπρεπε. Το σώµα όµως είµαστε
εµείς. Είναι η πρώτη αυτεπίγνωση της υποκειµενικότητάς µας2, η πρώτη αίσθηση της
µορφής της ύλης3 του κόσµου που ψηλαφούµε και πάνω από όλα ο εικονισµός της
ιδιοπροσωπίας µας4. Η συµπεριφορά µας νοείται µόνο ως σωµατική µας έκφραση
απέναντι στον Άλλον, στα πλαίσια δηλαδή µιας σχέσης5. Κι εφόσον αναφερόµαστε
σε σχέση διαπροσωπική, µιλάµε για σχέση κοινωνική, άρα πολιτική.

Η σωµατικότητα, ως ιδιότητα του ανθρώπου, διαγράφει τον ίδιο κύκλο ιστορικής


πορείας όπως κι εκείνος. Μια ιστορία λοιπόν της σωµατικότητας σηµαίνει µια
προσέγγιση της πολιτικής ιστορίας του ανθρώπου µέσα από το πρίσµα του σώµατος.
Είναι αναγκαστικά ένα αποσπασµατικό και µονοµερές αγκάλιασµα του ελληνικού
χώρου την εποχή της αρχαιότητας, µε απόλυτη επίγνωση του συντάκτη του κειµένου
αυτού του ελλείµµατος. Το ζήτηµα όµως είναι ότι δε στοχεύει να διδάξει ή να
περιγράψει κάθε πτυχή του βίου της εποχής, αλλά απλά να φέρει στο φως µια µόνο
πλευρά της πολλαπλότητας της ανθρώπινης ζωής, να την εντάξει στο χωροχρονικό
της πλαίσιο κι έτσι να αναφανεί έστω και αποσπασµατικά, έστω και ελλειµµατικά.
Ο αριστοτελικός ορισµός του ανθρώπου ως "ζώου κοινωνικού6" ήρθε απλά να
πιστοποιήσει µια πάγια αντίληψη για το χαρακτηριστικό της συλλογικής συµβίωσης
του ανθρώπου. Κι αυτό που τη διαφοροποιεί από την αγελαία συνύπαρξη των ζώων
είναι ο οικισµός, η οργάνωση του χώρου του σε σχέση µε το φυσικό χώρο7.
Συστατικό στοιχείο του οικισµού είναι το ιερό του σηµείο µέσα στο χώρο, ο άξονας,
το κέντρο του. Κι αυτό γιατί η συµβίωση είναι το αποτέλεσµα της κοινής αναφοράς
στο ιερό αυτό σηµείο που ενοποιεί τη ζωή. Το κέντρο του προϊστορικού οικισµού
είναι ο άξονας της ζωής στην καθολικότητά της, ο οµφαλός της γης και το κέντρο του
κόσµου, αφού όπου πραγµατοποιείται η ζωή, εκεί συγκεφαλαιώνονται οι καθολικές
διαστάσεις της8.Έκφραση και βεβαίωση της ζωής είναι η µορφή µε την οποία κάθε
υπαρκτό φαίνεται, γίνεται φανερό. Και σε αντίθεση µε τον καθηµερινό θάνατο που
αντιµετωπίζει ο άνθρωπος, η πρώτη µορφή ως βεβαίωση της ίδιας του της ζωής είναι
το σώµα του, είτε ως αναπαραγωγικός θύλακος είτε ως θανατηφόρος δύναµη. Η ζωή
του σώµατος είναι µορφή, τάξη και αρµονία σε αντίθεση µε τη διάλυση του θανάτου9
και ο προσδιορισµός του ιερού κέντρου στον ανθρώπινο οικισµό είναι η αφετηρία για
να υπάρξει και να διαφοροποιηθεί η τάξη της ζωής από την αταξία και ακοσµία.

Με βάση λοιπόν αυτό το ιερό κέντρο προσδιορίζονται 4 σταθερά σηµεία µέσα στο
χώρο : Βορράς, Νότος, Ανατολή, ∆ύση, ώστε ο χώρος να µορφοποιείται σταυρικά
γύρω από τον αφετηριακό άξονα10. Περαιτέρω, µε βάση αυτά τα 4 κοσµικά σηµεία
αποκτάται η πρώτη επίγνωση των αριθµών και της ιερής λειτουργίας τους: Οι αριθµοί
συγκροτούν και φανερώνουν τη ζωή και κοσµιότητα που συνιστά τη ζωή11. Η σχέση
της µορφής και του κάλλους µε τη βεβαίωση της ζωής και η σχέση των αριθµών µε
τη συγκρότηση της µορφής και κοσµιότητας της ζωής, είναι µάλλον η πρώτη αφορµή
και αφετηρία για τη διάκριση των νοητών από τις αισθητές πραγµατικότητες.12 Έτσι,
το σώµα γίνεται η πρώτη και κύρια αισθητή πραγµατικότητα, αυτεπίγνωση και βίωση
του παλµού της ζωής. ∆εν είναι τυχαίο ότι στους δύο πιο γνωστούς νεολιθικούς
οικισµούς που φιλοξενούνται στον ελληνικό χώρο, στο Σέσκλο και ∆ιµήνι της
Θεσσαλίας, τα ευρεθέντα αγγεία φέρουν γραµµικά διακοσµήµατα γεωµετρικού
ρυθµού που αναπαριστούν την προαναφερθείσα τάξη, ενώ µε την αρχή της
νεολιθικής πλαστικής που λαµβάνει χώρα στις Κυκλάδες, το γυµνό σώµα του
ανθρώπου σε στιγµές καθηµερινότητας γίνεται η πρώτη θεµατική13.

Η σωµατικότητα όµως, πέρα από αίσθηση του εαυτού µας, αποτελεί και τον ίδιο το
λόγο επιβίωσης του ανθρωπίνου γένους. Η ίδια η εξελικτική πορεία του είδους προς
µορφές υψηλότερης νοητικής αντίληψης και πνευµατικής στάθµης14 βασίζεται στην
ιστορία της σωµατικής µεταλλαγής του ανθρώπου15, αντικείµενο ξεχωριστής
έρευνας από την επιστήµη της φυσικής ανθρωπολογίας. Περαιτέρω, η ίδια η ιστορία
του αστικού χώρου, µε πρόγονη κατάσταση τη δηµιουργία των πρώτων οικισµών16
σαφώς και προϋποθέτουν την ιλιγγιώδους σηµασίας µετάβαση από το
τροφοσυλλεκτικό στο γεωργικό στάδιο.17 Προϋπόθεση όµως αυτών είναι η
εξοικείωση του ίδιου του ανθρώπου µε το φυσικό κίνδυνο που τον περιβάλλει. Μια
εξοικείωση η οποία, ανεξάρτητα από τις επιβοηθητικές εργαλειακές επινοήσεις του
ανθρώπου18, προϋποθέτει τη νίκη του σώµατος επί του σώµατος, την υπεροχή της
βίας.

Η σωµατικότητα όµως µε τη γεωργική επανάσταση αποτελεί και το ίδιο το κριτήριο


διάκρισης των δύο φύλων και ανατροπής της κοινωνικής τους ισορροπίας. Η
καλλιέργεια της γης και η διαχείρισή της µε τα νέα εργαλεία που κατασκευάσθηκαν
αλλά και συνεπικούρησαν την ανάπτυξη της µεταλλουργίας19, απαίτησαν σωµατική
ισχύ και ρώµη. Έτσι,, η µυϊκή δύναµη έφερε την ανισοµερή συνεισφορά στη
γεωργική παραγωγή, άρα και στην καταναλώσιµη τροφή,20 και κατ' αυτόν τον τρόπο,
και την ταύτιση της σωµατικής υπεροχής µε την ίδια την ύπαρξη.

Έτσι λοιπόν, διαπιστώνεται ότι ο φυσικός κίνδυνος εισαγάγει για πρώτη φορά το
ζήτηµα της σωµατικής υπεροχής, η οποία επεκτείνεται ως τρόπος προσέγγισης και
στη σχέση των δύο φύλων αλλά σαφώς και στο ζήτηµα του ανθρώπινου κινδύνου:
του εχθρού. Μπορεί η συγκρότηση σταθερότερων και ευρύτερων οµάδων να
συνδέεται άµεσα µε τη δυνατότητα καλλιέργειας της γης21 αλλά η δηµιουργία ζωής
άστεως συνδέεται αποκλειστικά µε την ανάγκη αντιµετώπισης του ανθρώπινου
κινδύνου22. Η αυτοάµυνα ενός συλλογικού τρόπου βίου έναντι µιας άλλης
ανθρώπινης συσσωµάτωσης γίνεται αποκλειστικά µε όρους σώµατος, βίας, γι' αυτό
και προεξάρχον χαρακτηριστικό του άστεως είναι η περίτεχνη κατασκευή
εξωτερικών τειχών. Ο ελληνικός χώρος φιλοξένησε στην περιοχή της Μικράς Ασίας
πολιτείες που είχαν κτισθεί µε σκοπό την προστασία από τους εχθρούς της ξηράς,
ενώ στην περίπτωση των ανακτόρων της Κρήτης, το είδος της τοιχοδοµίας φανερώνει
το σκοπό προστασίας έναντι θαλασσίων εχθρών23 .Η Μεγαλόνησος, διηρηµένη από
τα βουνά της µεταξύ πολυάριθµων αντίζηλων οµάδων που ζούσαν σε ανεξάρτητα
χωριά, βρισκόταν σε αδιάλειπτους εδαφικούς πολέµους, µέχρι να ενωθεί υπό την
εξουσία ενός βασιλιά24.

Η πολιτική οργάνωση των κοινωνιών της µινωικής και κατόπιν της µυκηναϊκής
εποχής δεν είναι τυχαίο ότι συνοψίζεται στην έννοια του φυλετικού κράτους25, που
λειτουργεί κυρίως ως στρατιωτικός µηχανισµός. Επικεφαλής αυτού είναι ένας
αρχηγός, η εξουσία του οποίου αρχικά πήγαζε από την συνέλευση των πολεµιστών.
Αργότερα όµως έγινε κληρονοµικός.

Συστατικές ιδιότητες που θα έπρεπε να συγκεντρώνει στο πρόσωπό του ο βασιλιάς


ήταν η σωµατική αλκή, ανδρεία, καθώς και όλα τα προσόντα του µεγάλου πολεµιστή,
ηγετικές ικανότητες διοίκησης του στρατεύµατος, ορθή κρίση και ευγλωττία, µιας και
από την αξία του αρχηγού εξαρτάται και η ίδια η αξία του κράτους26. ∆εν είναι
τυχαίο ότι η οµηρική Ναυσικά αναφέρει στον Οδυσσέα ότι από τον πατέρα της
Αλκίνοο εκπορεύεται των Φαιάκων "κράτος τε βίη"27.

Η σωµατικότητα παράλληλα είναι και το κριτήριο συγκρότησης της κοινωνικής


δοµής αφού αυτή διακρίνει δύο τάξεις : τους ευγενείς και τον κοινό λαό, µιας και οι
πρώτοι ήταν οι κατεξοχήν πολεµιστές. Οι µάχες έπαιρναν τη µορφή συµπλοκών
µεταξύ των ευγενών των δύο παρατάξεων28 ενώ οι µη ευγενείς µάχονταν ωσάν
συρφετός χωρίς τεχνική αφού άλλωστε υστερούσαν σε σωµατική αλκή και
οπλισµό29. Οι συνελεύσεις του λαού, ως το µοναδικό δηµοκρατικό στοιχείο,
λαµβάνουν χώρα σπάνια ενώ το λόγο έχουν δικαίωµα να τον ζητήσουν µόνο οι
ευγενείς.30 Αυτοί είναι εξασκηµένοι στη ρητορική, η οποία αναφύεται σταδιακά ως
ψυχικό και ηθικό χάρισµα παράλληλα µε την αλκή του σώµατος31.Η προέχουσα
θέση των ευγενών ως πολεµιστών και πολιτειακών παραγόντων συνεπάγεται και την
οικονοµική τους υπεροχή ενώ τα όποια προνόµιά τους συνδέονται και µε την τάση
αναγωγής της καταγωγής τους σε µυθικούς και υπερφυσικούς ήρωες µε
υπεράνθρωπα κατορθώµατα32.

Η σωµατικότητα όµως δεν περιορίζεται απλά στο πεδίο της ταξικής διάκρισης. Η
έλλειψη οποιασδήποτε φύσεως δίκης κατά την οµηρική εποχή συµβαδίζει αφενός µε
την απόλυτη εξουσία του µονάρχη και την έλλειψη δηµόσιων δικαιοδοτικών οργάνων,
αφετέρου όµως υποτάσσεται στο έθος της οικογένειας να υπερασπίσει µόνη της τον
εαυτό της και να εκδικείται. Η βία είναι αυτή που κυριαρχεί και προέχει, ενώ η
αλήθεια του σώµατος και των ιδιοτήτων του αυτές που βασιλεύουν33.

Ας µην αµελούµε την σηµαντικότητα του γεγονότος ότι η σκύλευση του σώµατος
ενός νεκρού, αποτελούσε την ύστατη ταπείνωση για το θανόντα και τους οικείους του.
Στην Ιλιάδα,34 µας παρατίθεται µια συγκλονιστική περιγραφή της µάχης για την
περίσωση του σώµατος του νεκρού Πάτροκλου προς αποφυγή της σκύλευσής του,
ενώ στο ίδιο έργο, ο θάνατος του Έκτορα συνοδεύεται από τον εξευτελισµό της
σάρκας του35 από τον Αχιλλέα, (ο οποίος ήδη γνωρίζει ότι αυτή η πράξη θα επιφέρει
το θάνατό του, παρόλα αυτά όµως την αποτολµά) , ως µοναδικού τρόπου
επιβεβαίωσης του θανάτου.

Η µετάβαση από τον τύπο του φυλετικού κράτους, ως µορφής πολιτικής οργάνωσης,
στον τύπο της πόλης-κράτους σηµαδεύτηκε και µε µια αλλαγή στον τρόπο αντίληψης
και νόησης του σώµατος. Η αποδυνάµωση του βασιλικού θεσµού ήρθε µετά από
σειρά στρατιωτικών αποτυχιών, που κλόνισαν ανεπανόρθωτα το κύρος του, έτσι ώστε
να αφαιρεθούν τελικά οι βασιλικές αρµοδιότητες της αρχιστρατηγίας και να
θεσµοθετηθεί ιδιαίτερο αιρετό αξίωµα στρατιωτικού αρχηγού36.Παράλληλα µε την,
για ποικίλους λόγους άνοδο της αριστοκρατίας καθώς και την ανάγκη για τη
δηµιουργία ενός κέντρου για τη συνεύρεση των πολιτών και τη συγκέντρωση των
δραστηριοτήτων του κράτους37, οι δεσµοί µεταξύ των πρώην υπηκόων του βασιλιά
είχαν αρχίσει ήδη να πυκνώνουν, έτσι ώστε η µετάβαση στον τύπο της πόλεως
κράτους να συνοδεύεται και από λίγες αλλά ουσιαστικές αλλαγές στη συµµετοχή
έστω και µικρού µέρους των πολιτών στο δηµόσιο βίο. ∆ηλαδή, συστάθηκε βουλή
κατά κάποιο τρόπο αντιπροσωπευτική και έλαβε το ρόλο του νοµοθετικού
σώµατος38. Σε αρκετές πόλεις η βουλή σχηµατιζόταν από εκπροσώπους φυλών ή
συχνά προερχόταν από περιφέρειες, έτσι ώστε σταδιακά να προβάλλεται και το
κριτήριο της εντοπιότητας έναντι αυτού της αιµατοσυγγένειας39.Έτσι, η έννοια της
"πόλεως" άρχισε να διευρύνεται ώστε να υπαχθεί σε αυτήν τελικά και η έννοια του
κράτους που ως χαρακτηριστικό γνώρισµά του έχει το γεγονός ότι στη διακυβέρνηση
λαµβάνουν µέρος και οι πολίτες40.

Η σύλληψη της έννοιας του πολίτη συνεπάγεται σαφώς και µιαν αλλαγή στον τρόπο
νόησης του σώµατος. Πιο συγκεκριµένα, ο πολίτης, στο βαθµό που συµµετέχει στον
κοινό βίο µε δηµόσια αξιώµατα, αποκτά ως σύστοιχη ιδιότητά του την "ευθύνη", κι
έτσι το σώµα του δεν είναι πια η µυϊκή µάζα που επιδιδόταν σε έναν άγριο αγώνα
εναντίον των εχθρών αλλά και γνώριζε ότι κινδύνευε να εγκαταλειφθεί στο πεδίο της
µάχης από τους οµοπάτριούς του για το λόγο ότι δεν υπολογιζόταν η αξία του41. Το
σώµα του υπηκόου µετατρέπεται σε σώµα του πολίτη ο οποίος πρώτη υποχρέωση
απέναντι στην πόλη έχει τη στρατιωτική, την ανά πάσα στιγµή ετοιµότητά του προς
πόλεµο42. Είναι αυτήν ακριβώς την περίοδο που ο πολίτης οφείλει να διατηρείται σε
καλή φυσική κατάσταση και γι' αυτό ακριβώς το λόγο έχουµε, µόλις από τον 7ο
αιώνα π.Χ., πληροφορίες για την ύπαρξη προγράµµατος ασκήσεων κλασσικής
γυµναστικής ή οµαδικών43. Όχι τυχαία, τότε αρχίζει να λαµβάνει έκταση και
διάδοση η φυσική αγωγή και παράλληλα τότε πρωτοεµφανίζεται και το γυµνάσιο στις
ιστορικές πηγές44. Ο αθλητισµός από προνόµιο των ευγενών επεκτείνεται ως
συνήθεια και σε άλλες κοινωνικές τάξεις κι έτσι η αγωνιστική αποκτά ευρύτερη
απήχηση45.
Συγχρόνως όµως το σώµα, ως σώµα του υπεύθυνου πολίτη, είναι και σώµα που
καλείται να υποστεί τις συνέπειες οποιασδήποτε συµπεριφοράς του. Πιο
συγκεκριµένα, ο θεσµός του "δανείζεσθαι επί σώµασιν"46 που συνοδεύτηκε από την
καθιέρωση της σεισάχθειας και απαγορεύτηκε από το Σόλωνα47, είναι ενδεικτικός
της σηµασίας του σώµατος την εποχή εκείνη. Ο υπεύθυνος πολίτης στο βαθµό που
δεν είχε τα οικονοµικά αποθέµατα να εξοφλήσει τα χρέη του, εξανδραποδιζόταν ο
ίδιος και πωλείτο ως δούλος, καλώντας έτσι το σώµα του να καταδείξει τη µόνη
αλήθεια της εποχής, που ήταν η µετατροπή του τελευταίου σε παραγωγική µηχανή,
άρα σε χρηµατική αξία. Το φαινόµενο αυτό, που στο τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. έγινε
αφόρητο, οδήγησε το διαλλακτή Σόλωνα στην καταπολέµησή του µε την απαγόρευση
του θεσµού48.

Η αλήθεια όµως του σώµατος έρχεται τώρα πια να εκφρασθεί και µέσα από το θεσµό
της δουλείας. Η δουλεία κατά τα οµηρικά χρόνια ήταν περιορισµένη στον ελληνικό
χώρο, ενώ µαρτυρείται και µια σχετικά αρµονική σχέση µεταξύ κυρίων και δούλων49.
Στον Όµηρο µάλιστα συναντούµε την περιγραφή µιας "φαντασιακής θέσµισης" της
κοινωνίας στη βάση της παροχής υπηρεσιών από αυτοµατοποιηµένα ροµπότ που
έχουν κατασκευαστεί από τον Ήφαιστο50. Στην αρχαϊκή όµως εποχή, οι διάφορες
κοινωνικοπολιτικές αλλαγές συνεπάγονται την αύξηση του αριθµού των
υποδουλοθέντων. Η κυριότερη πηγή της είναι ο πόλεµος και η δουλεία επέρχεται ως
αποτέλεσµα της σωµατικής αδυναµίας51. Η σωµατική αυτή αδυναµία, είτε
συλλογική είτε ατοµική µαρτυρά την κατωτερότητα του νικηµένου ο οποίος καλείται,
µε την υπαγωγή του σώµατός του στη διάθεση του νικητή, να υποδηλώσει ότι χωρίς
τη σωµατική ρώµη που συνεπάγεται τη νίκη δεν αξίζει η ελευθερία σε έναν άνθρωπο.

Ἀµεσα συνυφασµένες µε τα παραπάνω είναι και οι αλλαγές που συνέβησαν τον 7ο


αιώνα στον οπλισµό και στην τακτική των µαχών µε συνέπειες στην έννοια και τη
χρήση του σώµατος. Τα νέα αµυντικά όπλα, το µακρύτερο δόρυ και η µικρότερη
ασπίδα, επέβαλαν τη συγκρότηση οµαδικών σχηµατισµών πολεµιστών, τις φάλαγγες,
µε σκοπό τη διάλυση του εχθρικού µετώπου52, ώστε η µεταβολή αυτή, επιφέροντας
άµεσες αλλαγές στην τακτική του πολέµου,53 να αχρηστεύσει ουσιαστικά τις
ατοµικές µαχητικές ικανότητες και την ψυχολογική προετοιµασία των ευγενών
πολεµιστών. Η απαραίτητη άσκηση αυτού του είδους ήταν προσιτή και σε πολίτες
κατώτερων κοινωνικών στρωµάτων µε αποτέλεσµα να αναβαθµιστεί ο κοινωνικός
τους ρόλος και η κοινωνική τους συνείδηση54.

Η ιλιγγιώδης αυτή µεταβολή γίνεται ουσιαστικά αισθητή αν αναλογιστούµε τη στιγµή


που στο πεδίο της µάχης απόλυτος κυρίαρχος είναι το αυτοσυντηρητικό ανθρώπινο
ένστικτο. Συνεπώς, η σύµπηξη ενός στρατιωτικού σώµατος από τη σταθερότητα του
οποίου εξαρτάται και η επιβίωση κάθε οπλίτη ξεχωριστά, αφενός συµβάλλει στην
καλλιέργεια στενότερων δεσµών µεταξύ τους, αφετέρου µε τις πολιτικές της
προεκτάσεις και µαζί µε άλλους παράγοντες, οδηγεί και στη διαµόρφωση της έννοιας
του ενιαίου πολιτικού σώµατος ως κυρίαρχου -αποφασιστικού οργάνου της πόλεως.

Mέχρι τώρα λοιπόν παρατηρούµε ότι η σωµατικότητα συνιστά το πρώτο και κύριο
τρόπο προσέγγισης των ανθρώπων που είναι συγκρουσιακός. το σώµα προτάσσεται
αµυντικά απέναντι στον άλλον, ο φόβος για το ξένο κυριαρχεί και το πρίσµα θέασης
των ανθρώπινων σχέσεων είναι η σύγκρουση, η αναµέτρηση µε το σώµα, η µάχη.
Με την άνοδο της εµπορικής τάξης, οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που έλαβαν χώρα
επέφεραν σηµαντικές µεταβολές και στο πολιτικό πεδίο55. Η διεύρυνση των
δηµοκρατικών θεσµών, µε αποκορύφωµα την παροχή του δικαιώµατος του εκλέγειν
και εκλέγεσθαι στα δηµόσια αξιώµατα, έφερε στο προσκήνιο ως αποκλειστικό
διαχειριστή των υποθέσεων της πόλεως το ενωµένο σώµα των πολιτών56.Η ανάληψη
όµως των δηµοσίων αξιωµάτων από τους πολίτες επιβάλλει το µετριασµό της
πρόταξης αποκλειστικά της προτεραιότητας του σώµατος και τη συνεκτίµηση άλλων
ηθικών και ψυχικών χαρισµάτων. (Ενδεικτικά αναφέρουµε µόνο το παράδειγµα του
Σόλωνος που εξαίροντας τη σηµασία του µέτρου αναζητά κάτι πέρα από τους νόµους,
κι αυτό είναι η γνωµοσύνη, η διαίσθηση του ορθού και θέληση για πραγµατοποίησή
του57.). Εκτός αυτών όµως, η καλλιέργεια του αρµονικού σώµατος κατά την πρώιµη
κλασσική εποχή ετίθετο και ως προϋπόθεση ανταπόκρισης στην κοσµική αρµονία
του σύµπαντος58 και γι' αυτό ακριβώς το λόγο συνδεόταν και µε θρησκευτικές
προεκτάσεις. Το καλλιεργηµένο σώµα σήµαινε ουσιαστικά την κυριαρχία ανάµεσα
στο πάθος και το λόγο, την κυριαρχία του µέτρου59 και οι πολιτικές προεκτάσεις
µιας τέτοιας σύλληψης είναι αυτονόητες60. Οι Αθηναίοι πολίτες δεν υποβάλλονταν
σε βασανιστήρια61 αφού πια το σώµα του ελεύθερου πολίτη αποτελούσε το µέσο
έκφρασης της διαχείρισης των κοινών πραγµάτων από ένα δηµόσιο αξιωµατούχο.
Ούτε όµως και οι σωµατικές ποινές επιτρέπονταν σε ένα ελεύθερο πολίτη62 αφού πια
την αλήθεια του σώµατος ερχόταν να ανταγωνισθεί το αυξανόµενης σηµασίας
πνεύµα και ο ηθικός χαρακτήρας. Έτσι, την ελευθερία του πολίτη, απαράβατη
προϋπόθεση λειτουργίας του πολιτεύµατος, εγγυόταν ήδη ο όρκος των βουλευτών63,
ενώ παράλληλα είχε θεσπιστεί και δηµόσια αγωγή (actio popularis) κατά τέτοιων
πράξεων, γραφή ανδραποδισµού64.

Η γένεση και ανέλιξη της αθηναϊκής δηµοκρατίας συντελείται στην περίοδο ανάµεσα
στο 592 και 462π.Χ65. Έκτοτε γνωρίζει περιορισµένες θεσµικές αλλαγές. Κοµβικό
σηµείο για την πορεία της αποτελούν οι µηδικοί πόλεµοι. Η αισιοδοξία που
επακολούθησε των πολέµων αυτών, παράλληλα µε τη διεύρυνση των πολιτικών
ελευθεριών66 καθώς και την συσσώρευση του πλούτου που εισέρευσε από διάφορες
δραστηριότητες67 στην πόλη, έθεσαν το ζήτηµα του σώµατος σε άλλη βάση. Η
εκκαθολίκευση των πολιτικών δικαιωµάτων σε συνδυασµό µε την ευχερή και συχνά
παράτυπη ψήφιση και µεταβολή των νόµων καθώς και γενικότερα οι εµπειρίες της
δηµόσιας ζωής κλόνισαν την αξιοπιστία των νόµων και έθεσαν το πρόβληµα της
ηθικότητας εξ αρχής68.Η σοφιστική διδασκαλία θέτοντας θεµελιώδη ερωτήµατα για
την αντίθεση νόµου -φύσεως και συνεπώς θεµελιακά ηθικά προβλήµατα69
συνάντησε ως ανασχετική της τη σωκρατική διδασκαλία µε κύριο ζητούµενο την
αρετή. Σαφέστατα βέβαια, το σώµα παραµένει σε µια πρώτη προτεραιότητα για το
λόγο µάλιστα ότι στον ελεύθερο άνθρωπο είναι που ταιριάζει η άσκησή του70. ∆εν
είναι τυχαίο ότι οι σωκρατικοί διάλογοι διαµείβονται στις αθλητικές εγκαταστάσεις71,
όµως ο στόχος του Σωκράτη, η αρετή, νοείται πια ως δικαιοσύνη στη ψυχή σε
αναλογία προς την υγεία του σώµατος72. Ο Σωκράτης, ταυτίζοντας την αρετή µε τη
γνώση του αγαθού και µε απώτερο σκοπό την αγαθότητα,73 θέλησε να µετατοπίσει
τη στοχοθεσία του πολίτη, πάντα εντός των πλαισίων του κοινωνικού βίου, προς την
εύρεση της αρετής ως του δίκαιου και ορθού βίου74. Συνυφασµένη µε τα
προαναφερθέντα είναι και η παρατήρηση της αξιοθαύµαστης ισορροπίας ανάµεσα
στην εξύµνηση της ανδρείας και των ψυχικών χαρισµάτων των Αθηναίων πολιτών
στον Επιτάφιο του Περικλή75.
Συνοψίζοντας, κατά τη χρονική περίοδο µετά τους µηδικούς πολέµους και πριν από
την έναρξη του πελοποννησιακού, παράλληλα µε τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές,
δόθηκαν και τα πρώτα ερεθίσµατα προβληµατισµού σχετικά µε το βαθµό
προτεραιότητας στην καλλιέργεια του σώµατος και της ψυχής. Η ιερότητα του
σώµατος του πολίτη παρέµεινε ως συστατικό στοιχείο σύλληψης της έννοιας της
σωµατικότητας, αλλά ταυτόχρονα οι προεκτάσεις του προβληµατισµού έγιναν
αντιληπτές, έτσι ώστε το σώµα χωρίς να αποϊεροποιηθεί, να γειωθεί, να
εκκοσµικευθεί στα κοινωνικά πλαίσια. Ακριβώς σε αυτήν την κατεύθυνση κινούµενη
η τραγωδία της Αντιγόνης, διδαγµένη το 441 π.Χ., δοµεί την όλη θεµατική της, τη
σύγκρουση θείου και θετού νόµου (απότοκη του προαναφερθέντος προβληµατισµού),
πάνω στο θάνατο, πάνω σε ένα πτώµα που κείτεται άταφο. Με αυτόν τον τρόπο, ο
Σοφοκλής κλονίζει και τον αθηναϊκό νόµο που απαγόρευε την ταφή σε προδότες της
πατρίδας.

Η έλευση του πελοποννησιακού πολέµου (431-404), η κυριαρχία του αίµατος και της
βίας, καθώς και οι επακολουθήσασες πολιτικές αλλαγές δε µπορούσαν να µην
επηρεάσουν και το ζήτηµα της σύλληψης της έννοιας του σώµατος. Ο αποδεκατισµός
των πληθυσµών και η καταστροφή ολόκληρων πόλεων χάριν του συµφέροντος και
των ηγεµονικών τάσεων76 επέβαλε την πλήρη µεταστροφή του ενδιαφέροντος προς
τον αναστοχασµό για τις ανθρώπινες αξίες και το νόηµα του βίου. Ο Πλάτων,
διατυπώνοντας τη θεωρίας περί τριµερούς διάκρισης της ψυχής77, θέτει ως στόχο της
αγωγής και του ΄βίου, την αναγωγή της ψυχής µέσω της διαλεκτικής και της
ενόρασης από τον "βαρβαρικό βόρβορο"78 στην ιδέα του αγαθού, την αλήθεια79,
µέσω αναβαθµών από τη δόξα στην επιστήµη80. Οι αναβαθµοί αυτοί ουσιαστικά
νοούνται ως ερωτικοί επαναβασµοί81 µε τελικό στόχο το όµµα της ψυχής82 να
θεαθεί την αλήθεια83. Ορίζει βέβαια ο Πλάτων84 το σκοπό της γυµναστικής ως
ρυθµιστικού παράγοντα της αύξησης και φθοράς του σώµατος, που αποκαθιστά την
ανθρώπινη ισορροπία, παράλληλα όµως θεωρεί την αθλητική έξη ως υπνώδη και
σφαλερά για την υγεία85. Το σώµα πια ο Πλάτων θα το νοήσει ως αφετηριακό κακό
αλλά και επιδεκτικό µιας κάποιας αρετής86. Η παραµονή στο σώµα θα νοηθεί ως
καταδίκη και το τελευταίο θα ταυτισθεί µε το "σήµα"87. Το σώµα αυτόνοµο δεν
αξίζει παρά µόνο ως εικονισµός της ψυχής88, ενώ το φυσικό -αισθητό κάλλος ο
Πλάτων το εκδέχεται ως αφετηριακή µόνο οδό αναγωγής στα αρχέτυπα των ιδεών89.

Με τον Αριστοτέλη τίθεται για πρώτη φορά το ζήτηµα της µεταφυσικής του
σώµατος90, ο δεσµός του σώµατος µε τη ψυχή, που αναφέρεται στην ίδια την ουσία
του ανθρώπου. Ο Αριστοτέλης, κατανέµοντας σε τρία µέρη την ουσία του όντος, το
είδος, την ύλη και το εξ αµφοίν91,θεωρεί το είδος του σώµατος την τελική
πραγµάτωση της ύλης σε κάθε άνθρωπο, την εντελέχεια92, αφού το είδος αναφέρεται
στον τρόπο µε τον οποίο είναι το ον93. Το σώµα αποκτά βέβαια µιαν υποστατική
αυτονοµία, αφού δε µπορεί να νοηθεί η ψυχή χωριστά από αυτό, αλλά η εντελέχεια
της ψυχής προηγείται αξιολογικά94.Ο Αριστοτέλης θεωρούσε µάλιστα την αθλητική
έξη ως ανάξια ελευθέρων πολιτών95, συνιστούσε όµως παράλληλα την αποφυγή της
υπέρµετρης εκγύµνασης προς χάριν µιας καθολικής και ισορροπηµένης ενασχόλησης
µε όλα τα αγωνίσµατα96.

Παρατηρούµε λοιπόν πως η µεταστροφή του προσανατολισµού προς την Ηθική,


αφενός µείωσε σηµαντικά την εξέχουσα θέση του σώµατος97 --σύµφωνα µε τη
µαρτυρία του Ξενοφώντα, στις πόλεις λίγοι είναι εκείνοι που γυµνάζονται πια--,
αφετέρου ανέδειξε έναν άλλου είδους προβληµατισµό. Παρόλα αυτά, το γυµνάσιο ως
ο κατεξοχήν χώρος αθλητικών δραστηριοτήτων διατήρησε τη δηµοτικότητά του
µέχρι το 2ο µ.Χ. αιώνα. Το γεγονός µάλιστα ότι µετά τη ναυµαχία των Αργινουσών
το 406 π.Χ. θανατώθηκαν οι Αθηναίοι στρατηγοί για το λόγο ότι δεν περισυνέλεξαν
τα πτώµατα των στρατιωτών, πέρα από τις πολιτικές του προεκτάσεις, δεν αφήνει
περιθώρια για την αµφισβήτηση της ακόµα σηµαντικής θέσης του σώµατος στον
αθηναϊκό τρόπο σύλληψης της πραγµατικότητας.

Το ευερέθιστο όµως αισθητήριο ενός ποιητή, όπως ο Ευριπίδης, δε µπορεί να µην


αφήσει αγονιµοποίητα τα µηνύµατα προβληµατισµού που αναφύονται στο
ιστορικοκοινωνικό περιβάλλον. Η τραγωδία της Μήδειας δοµείται πάνω στη
δολοφονία των παιδιών της, την ύβρη πάνω στα σώµατά τους για λόγους ερωτικού
πάθους. Κι όµως, παρά τον ανόσιο χαρακτήρα της πράξης της, ο ποιητής την
αποµακρύνει µε το άρµα του Ήλιου προκειµένου να δικαστεί στα δικαστήρια άλλου
τόπου, χρόνου και άλλων νόµων.

Μετά την πτώση της αθηναϊκής δηµοκρατίας, την τυραννία των τριάκοντα και την
βραχεία παλινόρθωση της δηµοκρατίας, οι απόψεις που κυριάρχησαν στο φιλοσοφικό
πεδίο δε σηµείωσαν κάποια θεαµατική µεταβολή στα προϋπάρξαντα πράγµατα. Οι
Στωικοί, µε κορυφαίο το Ζήνωνα, είδαν στη ψυχή την ευγενέστερη υλικότητα, τη
συµπύκνωση του πνεύµατος που εισχωρεί σε όλο το σώµα και εδράζεται στην
καρδιά98.

Στους Επικούρειους, η ψυχή νοείται ως αιτία της ζωής, κινήσεως του σώµατος και
λειτουργίας των αισθήσεων99, ενώ στη συνέχεια έχουµε την εµφάνιση και κυριαρχία
των νεοπλατωνιστών100 καθ' όλη την ελληνιστική εποχή µέχρι των Πλωτίνο και τα
πρώτα χριστιανικά χρόνια.

Ο αποδεκατισµός όµως του πληθυσµού από τους εµφυλίους πολέµους, τα δεινά που
επέφεραν καθώς και η τυραννία των τριάκοντα κλόνισαν την πίστη στην ενότητα του
πολιτικού σώµατος. Ήδη το 399 π.Χ., µε τους Μύριους της Αναβάσεως του Κύρου,
οι στρατιώτες είναι µισθοφόροι και µάταια ο ρήτορας ∆ηµοσθένης θα παραινεί τους
συµπολίτες του να ανεβούν οι ίδιοι πάνω στα πλοία και να πολεµήσουν ως
οπλίτες101. Ενάντια στο Μακεδόνα Φίλιππο θα επιστρατευθούν κυρίως µισθοφόροι,
αφού η εµπιστοσύνη στο συλλογικό σώµα µειώνεται και το ενδιαφέρον για τη
διαφύλαξη της ατοµικής ύπαρξης αυξάνεται. Ο στρατός θα επανδρωθεί µε
ελεύθερους πολίτες µόλις την κρισιµότερη στιγµή, στη µάχη της Χαιρώνειας το 338
π.Χ. όπου και θα ηττηθεί. Το 322 π.Χ., µετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, θα
ξανανικηθεί από τους Μακεδόνες ενώ το δηµοκρατικό πολίτευµα θα ανατραπεί
οριστικά το 318 π.Χ., κι έτσι το 146 π.Χ. ο ελληνικός χώρος θα γίνει ρωµαϊκή
επαρχία.

Μέσα από τα παραπάνω προσπαθήσαµε να δείξουµε τη θέση του σώµατος ως πρώτου


πράγµατος µε το οποίο προσερχόµαστε σε κοινωνία σε αυτόν τον κόσµο. Η πολιτική
διαχείριση της σωµατικότητας λοιπόν συνιστά ουσιαστικά διαχείριση των
κοινωνικών σχέσεων, άρα εξουσία. Κι η τελευταία µε τη σειρά της σηµαίνει
διαχείριση της ανθρώπινης ελευθερίας, δηλαδή, το ζητούµενο του ανθρώπινου
στοχασµού. Ο ελληνικός κόσµος της αρχαιότητας γνώρισε από πρώτο χέρι -είτε στις
αθλιότητες του πελοποννησιακού πολέµου είτε µέσα στις πόλεις- αυτά του τα όρια
της ελευθερίας του, την τραγικότητα της φύσης του102. Κι είναι γι' αυτό το µοναδικό
λόγο άξιος θαυµασµού, γιατί από το απόσταγµα των εµπειριών του κατανόησε ότι η
σωµατικότητα ως βία σηµαίνει δίψα για εξουσία και η σωµατικότητα ως έρως
σηµαίνει δικαιοσύνη και φιλία και κοινωνία και κοσµιότητα, κατά τους λόγους του
Πλάτωνα103. Οι ψίθυροι όµως που εναντιώνονταν έγιναν φωνές. Ήδη ο Όµηρος,
δειλά δειλά χαρακτηρίζει αταίριαστες τις πράξεις βεβήλωσης του σώµατος του
Έκτορα από τον Αχιλλέα104. Ο Θέογνις θρηνεί για τον άνθρωπο που αντικρίζει το
φως του ήλιου και δοκιµάζει τις δυστυχίες της ζωής. Ο Θουκυδίδης, µε την κυνική
περιγραφή της σφαγής των Μηλίων από τους Αθηναίους,105 σιωπά, κι έτσι
καταδικάζει την αθλιότητα του πολέµου. Ο Ιππόλυτος κλείνει µε τα λόγια του την
τραγωδία λέγοντας στον πατέρα του "σε αθωώνω για το θάνατό µου"106, κι η
Αντιγόνη δίνει την απάντηση που ταιριάζει σε µια γυναίκα :

" Ήρθα σ' αυτόν τον κόσµο για να αγαπώ κι όχι για να µισώ"107.

Βιβλιογραφικές Παραποµπές
1) βλ. Martin Heidegger: Uber den Humanismus, Frankfurt a.M.
(Klostermann Verlag) σελ. 12
2) βλ. John C. Eccles, Facing Reality,, Springer Verlag, Heidelberg,
1970
3) Παρασκευόπουλος, 1, σελ. 51
4) Μαρκαντώνης σελ. 36
5) Μαρκαντώνης σελ.36
6) Πολιτικά Α,2, 1253 α
7) Γιανναράς 17
8) Μircea Eliade σελ. 200,317,318,319
9) Γιανναράς 18
10)Levi Strauss 239
11)Cassirer 174-176
12)Γιανναράς 19
13)Βλ. Κοκκόρου Αλευρά 33 επ.
14)Παγκόσµιος Ιστορικός τλας σελ.33
15)Unesco 33,325
16)Παγκ. Ιστορ. τλας 39, Unesco 91
17)Παγκ. Ιστορ. τλας 38, Unesco 247
18)Unesco 146, Σταυριανός σελ. 15,18
19)Unesco 484
20)Σταυριανός 54
21)Unesco 326
22)Unesco 397
23)Unesco 397
24)Durant 17
25) Ιστορία Ελλ. Έθνους 35
26)Ιστορ. Ελλ. Εθ. 36
27)Οδύσσεια ζ, 199
28)Πρβλ. Ιλιάδα Μ 243 επ.
29)Ιστορ. Ελ. Εθ. 42
30)Durant 66
31)Οδύσσεια φ 46, Ιλιάδα Ζ 313
32)Ιστορ. Ελ. Εθ. 42
33)Durant 67
34)Σ 217
35)Ιλιάδα Χ 376-436
36)Ιστορ. Ελ. Εθ. 48
37)Unesco 154
38)Ιστορ. Eλ. Εθ. 48
39)Ιστορ. Ελ. Εθ. 47
40)Ιστορ. Ελ. Εθ. 48
41)Unesco 142
42)Flacel. 299,302, Πλάτωνος Λάχης 185e
43)Τζάχου 27
44)Θέογνις Ελεγ. Β 1335-6
45)Τζάχου 28
46)Αριστοτέλους Αθηναίων Πολιτεία 6,1. 9,1
47)Όπως σηµείωση 39, 6,1. 10,1
48)Πλούταρχου Σόλων 15
49)Χ. Πάτσης λήµµα δουλεία
50)Ιλιάδα Σ 373
51)Flacel. 66
52)Ιστορ. Ελ. Εθ. 211
53)Τζάχου 28
54)Ιστορ. Ελλ. Εθ. 212
55)Όπως παραπάνω 47
56)Βλ. Σακελ. 107-110, Flacel. 47
57)Frgm 16
58)Ηράκλειτος frgm 29-30
59)Braunstein- Pepin 21
60)Όπως σηµ. 52
61)Ανδοκίδης Περι Μυστηρίων 43, Biscardi 423
62)∆ηµοσθένους Κατ' Ανδροτίωνος 55, Κατ' Αριστοκράτους 33
63)Σακέλ. 7
64)Σακελ. 7
65)Σακελ. 77
66)Βλ. και Περικλέους Επιτάφιος 36,37,40
67)Βλ. για αθηναϊκή συµµαχία Σακέλ. 419-426 και Επιτάφιος 38
68)Windelband-Heimsoeth 87
69)Όπως σηµ. 61
70)Πλάτωνος Λάχης 185e
71)Πλάτωνος Ευθύδηµος 272, Λύσις 206-207e
72)Πλάτωνος Πρωταγόρας 351b
73)Πλάτωνος Πρωταγόρας 358 c-d
74)Πλάτωνος Γοργίας 507-508
75)Θουκυδίδης B' 34 επ.
76)Ενδεικτικά Θουκυδίδης Ε 84-116
77)Πολιτεία Α όλο,5ο 449, 6ο 484, 7ο 514
78)Πολιτεία 533 d
79)Φαίδρος 64 β
80)Πολιτεία 534
81)Συµπόσιον 210 α-e
82)Πολιτεία Z 533 d2
83)Πολιτεία Ζ 527b-e
84)Πολιτεία Ζ στ
85)Πολιτεία Β' ιγ
86)Πολιτεία Γ' 403d
87)Κρατύλος 400c
88)Braunstein- Pepin 26
89)Συµπόσιο 211c, Braunstein -Pepin 27
90)Βλ. σχετικά Χρ. Γιανναρά Η µεταφυσική του σώµατος, σελ. 22
91)Μετά τα φυσικά Ζ' 3, 1029α
92)Περί Ψυχής Β' 412α
93)Hirschberger I, 192
94)Περί ζώων γενέσεως 731β,28-30
95)Πολιτικά Ι∆, 158
96)Πολιτικά Ε, 3,3 Ηθικά Νικοµάχεια Β' 2,6
97)Τζάχου 31, Flacel. 146
98)Hirschberger 257-258
99)Zeller 294
100)Zeller 372
101)Flacel. 329
102)βλ. Θουκυδίδη Α 76
103)Γοργίας 507-508
104)Ιλιάδα Χ 395
105)Ε' 116
106) στιχ.1435επ.
107)στιχ. 521

Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Γιανναράς, Χρήστος. Η Μεταφυσική του σώµατος. Εκδόσεις ∆ωδώνη, Αθήνα
1971
__________. Σχεδίασµα εισαγωγής στη φιλοσοφία, Εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα
1994
Εγκυκλοπαιδικό λεξικό Ελευθερουδάκη. Αθήνα 1929
Εγκυκλοπαιδικό λεξικό Χ. Πάτση. Αθήνα 1967
Ηροδότος. Ιστορίαι. Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1976
Θουκυδίδης. Ιστορία. Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1975
Ιστορία της Ανθρωπότητος. Έκδοση της UNESCO, τόµοι 1,2, Ελληνική
Παιδεία 1966
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδόσεις Εκδοτικής Αθηνών, Αθήνα 1971-
2001
Καρούζος, Χρήστος. Αρχαία Τέχνη. Εκδόσεις Ερµής, Αθήνα 2000
__________. Μικρά Κείµενα. Εκδόσεις Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας,
Αθήνα 1995
__________. Περικαλλές άγαλµα εξεποίησ' ουκ αδαής". Εκδ. Εταιρεία
Ίκαρος 1946
Κοκκόρου-Αλευρά, Γ. Η τέχνη της Αρχαίας Ελλάδας, Εκδόσεις Καρδαµίτσα,
Αθήνα 1995
Μαρκαντώνη, Ιωάννης. Ανθρωπαγωγική. Τόµος 2, Αθήνα 1990
Παπαϊωάννου, Κώστας. Κόσµος και Ιστορία. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα
2000
Παρασκευόπουλος, Ιωάννης. Εξελικτική Ψυχολογία. Τόµος Ι, Αθήνα 1985
Πλούταρχος. Βίοι Παράλληλοι. Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1976
Σακελλαρίου, Μιχαήλ Β. Η Αθηναϊκή ∆ηµοκρατία. Πανεπιστηµιακές
Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2000
Τζάχου Αλεξανδρή, Ο. Γυµνάσιο χώρος άθλησης και παιδείας, στο Το
Πνεύµα και το Σώµα. Οι αθλητικοί αγώνες στην αρχαία Ελλάδα. Υπουργείο
Πολιτισµού- Ελλην. Τµήµα, I.C.O.M., Αθήνα 1989
Τσέλλερ-Νέστλε. Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας. Εστία, Αθήνα 1980

Biscardi, Arnaldo. Αρχαίο Ελληνικό ∆ίκαιο. Εκδόσεις Παπαδήµα, Αθήνα


1996
Braunstein, Florence et Jean Francois Pepin. La place du corps dans
la culture occidentale,
PUF- Pratiques Corporelles, Paris 1999
Cassirer, Ernst. Philosophie der symbolischen Formen. Tόµος ΙΙ,
Darmstadt 1977
Clark, Kenneth. The naked and the nude, εκδόσεις John Murray, London
1956
Ducat, Jean. Fonctions de la statue dans la Grece archaique. Kouros
στο Bulletin de Correspondance Hellenique, Ecole Fraincaise d'
Athenes, 1976
Durant, Will. Παγκόσµιος Ιστορία Πολιτισµού. Τόµος Β', εκδόσεις
Συρόπουλοι
& Κουµουνδουρέας, Αθήνα 1965
Eliade, Mircea. Traite d' histoire des religions. Paris, Payot, 1975
Flaceliere, Robert. Ο δηµόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων.
Εκδόσεις Παπαδήµα, Αθήνα 2000
Hirschberger, Johannes. Geschichte der Philosophie, Freiburg 1961,
τόµος 1,2
Hofmann, J.B. Ετυµολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσης.
Εξελληνισθέν υπό Γ.
Παπανικολάου, Αθήνα 1994
Levi Strauss, Claude. γρια Σκέψη. Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1977
Percy, William Armstrong. Pederasty and Pedagogy in Archaic Greece,
University of
Illonois Press, 1996
Tannahill, Reay. Ιστορία των σεξουαλικών ηθών. Εκδ. Π. Τραυλός- Ε.
Κωσταράκη
Windelband-Heimsoeth. Εγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας. Μορφ. Ίδρ.
Εθνικής Τραπέζης. Α'
τόµος, Αθήνα 1980

Ο θεσµός των σωµατείων στην κλασσική Αθήνα

του Ιωάννη Γιαννάτου


Πτυχίο (Νοµική)
υποψ. Μ.∆. (Ιστ-Φιλοσ-Κοιν. ∆ικαίου)

Η σύγχρονη διεθνής και εντόπια βιβλιογραφία βρίθει και συνεχώς εµπλουτίζεται µε


µονογραφίες και ερευνητικές µελέτες του µοναδικού στην παγκόσµια πολιτική
ιστορία φαινοµένου της Α Αθηναϊκής ∆ηµοκρατίας. Παρόλα αυτά, µια στοιχειώδης
παράµετρος αυτού του οικοδοµήµατος έχει ελάχιστα προσεχθεί. Ο δηµοφιλέστατος
θεσµός της συσσωµάτωσης στο αττικό δίκαιο αναπτύχθηκε στα χρόνια της
δηµοκρατίας και συνεχώς αναδιαµορφούµενος, ξετύλιξε την ιστορική του πορεία και
µετά την κατάλυσή της, ίσως και µέχρι τις µέρες µας.1 Τα εξαγόµενα συµπεράσµατα
νοµικού χαρακτήρα είναι ποικίλα αλλά παράλληλα ο θεσµός της συσσωµάτωσης στο
αττικό δίκαιο αφήνει να διαφανούν οι πρώτες ρίζες ενός καίριου πολιτειολογικού
στόχου. Αυτού της σφυρηλάτησης της ενότητας βάσει της ετερότητας, της
αλληλεγγύης παρά τη διαφορετικότητα, της οµόνοιας µε κριτήριο την κίνηση προς το
ξένο, το άλλο. Ζητούµενο λοιπόν, κατά την εκκλησιολογική έκφραση, η «ενότης εν
τη ποικιλία».

Η ιστορία της πόλεως των Αθηνών διαπλέκεται άρρηκτα µε τις µυθολογικές πηγές
και φτάνει περίπου µέχρι τα πρώτα µεταµηκυναϊκά χρόνια. Είναι πανθοµολογούµενο
το γεγονός ότι η αρχαϊκή ζωή διέπεται από έντονα οµαδικό χαρακτήρα.2 Η άποψη
του Αριστοτέλη για την ανθρώπινη φύση «ως ζώου φύσει πολιτικού»3 δε συνιστά µια
κοινωνιολογική διαπίστωση, αλλά µια πάγια οντολογική παραδοχή απαντώµενη σε
ευρύτερες πηγές.4 ∆ιακρίνοντας δυο στάδια εξέλιξης του σωµατειακού θεσµού,
κατατάσσουµε στο πρώτο, τις φυσικές κοινωνίες,5 τις οµάδες που βασίζονται στους
δεσµούς αίµατος.6 ∆εσµοί µεταξύ των συζύγων και δεσµοί αυτών και των τέκνων
τους εξελίσσονται σταδιακά στους οίκους7. Αρχικά οι οίκοι8 ζουν χωριστά υπό την
απόλυτη εξουσία του αρχηγού τους και κατέχουν από κοινού τα µέσα παραγωγής,
δηλαδή, κτήνη και γη.9 Με την πάροδο του χρόνου, περισσότερες οικογένειες
απαρτίζουν το γένος και τελούν υπό την εξουσία του πρεσβύτερου εξ αίµατος
συγγενούς.10

Ο σύνδεσµος µεταξύ των µελών παραµένει φυσικός και όχι πολιτικός. Το δικαιικό
στοιχείο παρεισφρύει αφ' ης στιγµής συγγενείς απώτερου βαθµού συνενώνονται
εντός του διαρκώς διευρυνόµενου κύκλου του γένους για να αποτελέσουν οµάδες
κατά µίµηση των αρχικών, στις οποίες όµως το κύριο στοιχείο δεν είναι πλέον ο
συγγενικός εξ αίµατος δεσµός αλλά, η νοµική βούληση των συνιστώντων11 µελών.
Αυτές οι συσσωµατώσεις, οι φρατρίες, συνιστούν ίσως την πρώτη µορφή πολιτικής
εµφάνισης των φυσικών κοινωνιών. Οι φρατρίες και οι από περισσότερες φρατρίες
απαρτιζόµενες φυλές αποτελούν τα κύρια στοιχεία τα οποία αφενός συνιστούν τη
λεγόµενη πολιάδα κοινότητα12 αφετέρου θα συγκροτήσουν αργότερα την πόλη-
κράτος.13 Οι φυλές και οι φρατρίες των ιωνικών και δωρικών πόλεων ως
προϊστορικοί θεσµοί ανάγονται σε εποχές όπου όλοι οι Ίωνες και ∆ωριείς
αποτελούσαν ενιαία προκρατικά έθνη, τύπου Gemeinschaft.14 Κατά τον
Αριστοτέλη,15 η πρώτη µορφή συνοικισµού16 υπήρξε η κώµη µε συστατικά στοιχεία
οίκους του ίδιου γένους και γι αυτό συχνά έφερε το όνοµα του ιδρυτή του γένους.

Η συνένωση των διάσπαρτων δήµων της Αττικής σε ενιαίο κράτος αποδίδεται στο
µυθικό ήρωα Θησέα17 ο οποίος καινοτόµησε θεσµικά, παρέχοντας «ισοµοιρίαν» σε
άπαντες και καταλύοντας τα τοπικά βουλευτήρια και τις αρχές διατηρώντας για τον
εαυτό του µόνο την αρχηγία στον πόλεµο και την αρµοδιότητα εποπτείας της
τήρησης των νόµων.18 Τα πρώτα ψήγµατα δηµοκρατικών θεσµών διαφαίνονται και
από το ότι θέλοντας να καταπολεµήσει το κοινωνικό πρόβληµα και να αυξήσει τον
πληθυσµό της πόλεως, προσκάλεσε ελεύθερα όσους ήθελαν να έρθουν στην πόλη,
παρέχοντάς σε όλους ίσα πολιτικά δικαιώµατα.19 Περαιτέρω, προχώρησε στη
διάκριση των τάξεων βάσει διακεκριµένων καθηκόντων-υποχρεώσεων, προέβη στην
κοπή νοµίσµατος καθιέρωσε την εορτή των Παναθηναίων20 και πιθανότατα, κατά
την παράδοση, συγκρότησε το κράτος µε βάση θεσµούς της κρητικής πολιτείας του
Μίνωα.21

Παραλείποντας, λόγω ελλείψεως χώρου, τις εξίσου σηµαντικές µε τις αναφερόµενες


συσσωµατώσεις των θιάσων, οµοτάφων, σύσσιτων, εταιρειών και επαγγελµατικών
σωµατείων, ανατρέχουµε ιστορικά στους χρόνους γένεσης του αττικού κράτους για
να καταδείξουµε ότι οι ποικιλόµορφες κοινωνικές οµαδώσεις που προϋπήρξαν της
κρατικής µορφής, όχι απλά επέζησαν µόνο στο πλαίσιο της πολιάδας κοινότητας,
αλλά αναδιαµορφώθηκαν από το ίδιο το κράτος, εµπλουτίσθηκαν µε νέες
αρµοδιότητες και αποτέλεσαν θεσµικά και δικαιικά τις βάσεις της νέας πολιτικής
οργάνωσης, έτσι ώστε διατηρώντας την ιδιοπροσωπία τους (συνεχώς εξασθενούµενη)
να αφοµοιωθούν οργανικά στο νέο πολιτικό µόρφωµα, σφυρηλατώντας έτσι την
ενότητά του.22

Ο νόµος του Σόλωνος περί σωµατείων

Η πρώτη νοµική αναφορά στο σωµατειακό θεσµό, προέρχεται από µια δευτερογενή
δικαιική πηγή, η οποία µας µεταφέρει τον περί συσσωµατώσεων νόµο του Σόλωνα.
Πιο συγκεκριµένα, ο Γάιος, σε περικοπή του βιβλίου του, Ad legem duodecim
tabularum, η οποία περιλαµβάνεται στον Πανδέκτη (47,22,4), µας µεταφέρει το
σολώνειο νόµο:23

Εάν δε δήµος ή φράτορες ή ιερών οργίων θύται ή ναύται ή σύσσιτοι ή θιασώται ή επί
λείαν οιχόµενοι ή εις εµπορείαν, ότι άν τούτων διαθώνται προς αλλήλους, κύριον είναι,
εάν µη απαγορεύση δηµόσια γράµµατα.
Πρόκειται ουσιαστικά για εκτελεστικό διάταγµα του σολώνειο νόµου που επιβάλλει
στα αριστοκρατικής καταγωγής µέλη των γενών, την εισδοχή στις φρατρίες (και στα
γένη;) νέων µη αριστοκρατικών,24 ενώ οι αναφερόµενες στον νόµο κοινωνικές
οµάδες είναι ήδη ιστορικά συγκροτηµένα µορφώµατα της. Ο Σόλων ουσιαστικά δεν
αφήρεσε το δικαίωµα συσσωµατώσεως απ τις παραληφθείσες οµάδες αλλά
επεξέτεινε το σχετικό δικαίωµα σε όλες τις κοινωνικές οµάδες που ήταν µέχρι τότε
νοµικά απροστάτευτες και εξοπλίζονταν έτσι µε θεσµική υπόσταση, εφόσον τα µέλη
τους ήταν τυπικά ενταγµένα σε γένη και φρατρίες.25Οι δήµοι και οι οργεώνες,
αναγνωρίζονται κατ αυτόν τον τρόπο ως σωµατεία «δηµοσίου δικαίου» κι έτσι
διασπάται η παντοδυναµία των γενών αφού τους στερείται το µονοπώλιο
πολιτογραφήσεως των εισερχοµένων σ αυτά µελών ως Αθηναίων πολιτών.26

Κατ αυτόν τον τρόπο, η συγκεκριµένη νοµοθετική ρύθµιση του Σόλωνα συνεχίζει
την κλεισθένια κατευθυντήριο γραµµή της νοµικής τουλάχιστον εξίσωσης σε
ορισµένες ελευθερίες των αριστοκρατών και του δήµου, των Αθηναίων και των
νεοπολιτών-ξένων.27 εγκαινιάζοντας την εξής κοινωνιολογική τοµή: Παράλληλα µε
το κριτήριο του αιµατοσυγγενικού δεσµού, πάνω στον οποίο βασίζεται η άρχουσα
τάξη της πολιτείας, συνυπάρχει πια και ο παράγοντας της εντοπιότητας, της
κοινότητας του τόπου και του συµφέροντος. Οι συσσωµατώσεις συνιστούν
απαραγνώριστο στοιχείο της δοµής της πόλεως αλλά και της ζωής του πολίτη και το
αίσθηµα του ανήκειν σε αυτές αποκτά διαστάσεις κοινωνικής οντολογίας.
Αναντίρρητος µάρτυρας αυτής της πεποίθησης ο νόµος του Σόλωνα28 που προβλέπει
την ταπεινωτικότερη κύρωση "...όποιος σε περίπτωση εµφύλιας διαµάχης της πόλης
δε συµµετάσχει τασσόµενος µε οποιαδήποτε παράταξη...στερείται των πολιτικών του
δικαιωµάτων."

Ο οίκος

Ο οίκος θεωρείται από τον Αριστοτέλη ως η αρχαιότερη κοινωνική µονάδα,


χαρακτηριζόµενη ως κοινωνία ανδρός και γυναικός, κυρίου και δούλου.29
Σαφέστερα συνιστά ένα αδιάσπαστο σύνολο προσώπων, αγαθών και θρησκευτικής
λατρείας που αποσκοπεί στη διαιώνιση των τριών αυτών συστατικών στοιχείων.30 Η
ζωή των µελών του οίκου προσδιορίζεται από κανόνες οικογενειακού και
κληρονοµικού δικαίου που προσδιορίζουν την εξουσία (κυριεία) του αρχηγού επάνω
στα υπόλοιπα µέλη του και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο αποτελεί παράλληλα και
σύνολο συµφερόντων πολιτικών, οικονοµικών και θρησκευτικών.31Έτσι, το δίκαιο
του οίκου, ως θεσµού αρχαιότερου της πόλεως, γίνεται αποδεκτό από την τελευταία
και επινοούνται τρόποι εναρµόνισης των δύο δικαίων. Σύνδεσµο µεταξύ τους
αποτελούσε το πρόσωπο του πολίτη, που ήταν συγχρόνως τόσο ενεργό µέλος του
διοικητικού συστήµατος της πόλης, όσο και κεφαλή του οίκου του. Τα λοιπά µέλη
του (εξαιρουµένων των ενηλίκων υιών) αν και ελεύθερα δεν χαρακτηρίζονταν ως
πολίτες αλλά ως αστοί, και παρά το ότι συνιστούσαν φορείς δικαιωµάτων ex jure
familiari (στο οικογενειακό δίκαιο), δεν ήταν φορείς δικαιωµάτων ex jure civili
(δίκαιο της πόλεως).

Όλα τα µέλη της οικογένειας εµφανίζονται να έχουν δικαιώµατα συµµετοχής στα


περιουσιακά αλλά και στα λοιπά, τα σχετικά µε τη λατρεία του οίκου στοιχεία, τα
οποία αποτελούσαν αντικείµενο οικογενειακής συγκυριότητας και κύριο και
διαχειριστή τους η πόλη θεωρούσε πάντα τον επικεφαλής της οικογένειας πολίτη της.
Τα δικαιώµατα αυτά είχαν διαµορφωθεί εντός του οίκου και εκτός της πόλης. Πάρα
ταύτα η τελευταία, έσπευδε να τα προστατεύει εκ των έξω, µέσα στα πλαίσια του
οίκου. Οσάκις ο εν λόγω πολίτης πρόσβαλλε τα δικαιώµατα των µελών του οίκου, µη
επιτελώντας π.χ. τα καθήκοντά του για τους υπό την κηδεµονία του ή για τις γυναίκες
επικλήρους, ή µη συνιστώντας προίκα για τις επίπροικες, η πόλη είχε το δικαίωµα να
τον καλέσει να λογοδοτήσει για τις παραβάσεις του αυτές µε την παροχή µιας
αντίστοιχης actio popularis (γραφή κακώσεως), ας πούµε λαϊκή αγωγή. Παρόµοια,
οσάκις ένας αρχηγός οίκου δεν ασκούσε την απαιτούµενη καταγγελία για τη δίωξη
του φονέα µέλους της οικογένειάς του, µπορούσε να µηνυθεί επίσης µε τη γραφή
ασεβείας.

Έτσι, ο σύζυγος είναι ο φορέας έναντι της πόλεως των κατά το jus familiae
δικαιωµάτων της συζύγου του και των γυναικών των οποίων είναι προστάτης. Το
γεγονός της αυξηµένης επιρροής του επί των µελών του οίκου, σε αντίθεση µε την
ελευθερία των πολιτών, καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι παρά τη δυνατότητα
του άρρενος ενήλικου να δηµιουργήσει δικό του ανεξάρτητο οίκο,32 υφίσταται ο
θεσµός της επιβεβαιώσεως που συνίσταται στη συγκατάθεση του πατέρα στους
γάµους των υιών του.33 Συγχρόνως, ενώ η γυναίκα αναγνωρίζεται ως φορέας
δικαιωµάτων ex jure familiari, δεν µπορεί να έχει ανάλογα δικαιώµατα ex jure civili.
Για αυτό και εµπρός στην πόλη εµφανίζεται πάντοτε ως φορέας των δικαιωµάτων της
κάποιος άνδρας προστάτης. Παράλληλα, ο pater familias µπορούσε µε τη διαθήκη
του να ορίζει επίτροπο για τα ανήλικα άρρενα παιδιά του ή κύριο για τις γυναίκες, να
µεριµνά για τον επόµενο γάµο της συζύγου του να µνηστεύει τις θυγατέρες του έστω
και άνηβες ακόµα και να δίνει εντολή στον εν ζωή ή κυοφορούµενο γιο του να διώξει
δικαστικώς όποιον είχε προκαλέσει το θανατηφόρο τραυµατισµό του.

Χαρακτηριστικό δείγµα του οικιακού παραδικαίου συνιστά η αντιµετώπιση του


φόνου.34 Η ανθρωποκτονία χαρακτηριζόταν ως ένα ιδιωτικό αδίκηµα, διωκόµενη µε
τη δίκη φόνου. Η τιµωρία του φονέα εθεωρείτο ότι αποτελεί θέµα που ενδιέφερε
µόνο τους ανήκοντες στην οικογένεια τους θύµατος και η πόλη δεν επενέβαινε παρά
µόνο στην περίπτωση που οι αγχιστείς- συγγενείς δεν ενδιαφέρονταν για κάτι τέτοιο,
επιτρέποντας σε οποιονδήποτε Αθηναίο πολίτη να ασκεί εναντίον τους τη γραφή
ασεβείας. Κατά την οµηρική περίοδο, που ίσχυε η αντεκδίκηση και η υπαιτιότητα του
δράστη δεν ενδιέφερε, ο φονιάς µπορούσε να την αποφύγει µόνο µε τη φυγή ή µε την
πληρωµή µιας ποινής. Χαρακτηριστικό παράδειγµα η περίπτωση του Πατρόκλου.35
Αργότερα, µε τους νόµους του ∆ράκοντα, η ανθρωποκτονία διακρίνεται σε εκ
προνοίας, µη εκ προνοίας, και σε φόνο ακούσιο, όµως κατά την κλασσική εποχή
προσετέθη προς προστασία του οίκου ο νόµιµος φόνος του εραστή µοιχού που
συλλαµβανόταν επ' αυτοφώρω µε τη σύζυγο, αδελφή , µητέρα ή παλλακίδα!!! Η
προστασία του οίκου καταδεικνύεται και στο ότι σε περιπτώσεις µη εκ προνοίας και
ακουσίου θανάτου η επιβαλλόµενη ποινή της εξορίας µπορούσε να αποφευχθεί µόνο
µε την παροχή συγγνώµης από τους συγγενείς του θύµατος.36

Σε ό,τι αφορά στο ιδιοκτησιακό καθεστώς37 τα εντός του οίκου τα περιουσιακά


στοιχεία εθεωρούντο ιδιοκτησία ολόκληρης της οικογενειακής οµάδας, ώστε η
αλληλεγγύη των µελών της να επιβάλλει τη διαφύλαξη της "ουσίας" και τη
διατήρησή της στα πλαίσια του οίκου.

Στην περιορισµένη αυτή αναφορά στο οικιακό δίκαιο, αξίζει να προστεθεί και η
αυτονοµία του οίκου ως προς τις θρησκευτικές τελετουργίες και εορτές των
θεοποιηµένων προγόνων ή ακόµα και θεοτήτων που θεωρούνται προστάτιδες όλων
των οίκων.38 Ιερουργοί σε αυτές τις τελετές είναι οι ίδιοι οι αρχηγοί των οικογενειών
και οι εορτές αυτές επί δηµοκρατίας θα επεκταθούν σε όλο το κράτος.39

Η νοµική πολιτική λοιπόν της πόλεως ήταν να προστατεύσει τις εντός του οίκου
διαµορφούµενες σχέσεις έναντι ξένων προσώπων, αλλά και να εµποδίσει τις
παραβιάσεις από τους πολίτες των κανόνων οικογενειακού δικαίου στο εσωτερικό
των οίκων, διατηρώντας έτσι την ενότητα και ιστορική συνέχεια του οίκου.40
Αργότερα, µε την ισχυροποίηση της πόλεως, το δηµόσιο ενδιαφέρον επεκτείνεται και
σε θέµατα της αρµοδιότητος του οίκου (π.χ. παρεµβάσεις του Ἀρχοντος)41 και ο
οίκος εξασθενεί µέσω της αποδυνάµωσης του κυρίου του, αναβαθµίζοντας τους
ενήλικους κατιόντες του.42

Το γένος

Αδροµερώς, θα ορίζαµε το γένος ως µια πατριά, ένα σόι, µια οµάδα οικογενειών που
ανήγαν την κατ' αρρενογονία καταγωγή τους από έναν πρόγονο. Αποτελεί συνέχεια
της ένωσης πολλών οίκων και αποκτά δικαιικά στοιχεία όταν διευρύνεται πέραν του
αιµατοσυγγενικού δεσµού.43 Η κυριότερη λειτουργία του γένους εντός της πόλεως
(τουλάχιστον εξωτερικά) είναι η θρησκευτική. Τα αθηναϊκά γένη ήταν πιθανότατα εξ
ολοκλήρου αριστοκρατικά44 και η πολιτική τους δραστηριότητα είναι
αδιαµφισβήτητη αφού ίσως αποτελούν το πρωταρχικό δοµικό στοιχείο στον αγώνα
για την εξουσία εντός της πόλεως.45 ∆εν είναι τυχαίο ότι συχνά συµµαχούν µε γένη
άλλων πόλεων, ενώ ακόµα και επί δηµοκρατίας ακόµα και η ηγεσία των
προοδευτικών πολιτικών δυνάµεων προέρχεται από αυτά.46 Το γένος συνιστά µια
διακριτή κοινωνική οµάδα µε κύριες λειτουργίες του αυτές της λατρείας ενός µυθικού
κοινού προγόνου και την παράθεση κοινών γευµάτων. Η σύνδεση της λατρείας µε
τον τόπο του κοινού ιερού και των κοινών µυθικών προγόνων προσέδιδε µε τον καιρό
εντονότατα το στοιχείο της εντοπιότητας στα µέλη του.47 Η διάσπαση του
αιµατοσυγγενικού δεσµού µε την εισδοχή νέων µελών στο γένος επιβεβαιώνεται και
από τον Αριστοτέλη,48 ο οποίος ονοµάζει τα µέλη που δε συνδέονταν µε συγγενικό
δεσµό µε την τοπική κοινότητα των Αθηνών οµογάλακτες. Το γεγονός αυτό,
οφείλόµενο49 στην αύξουσα πληθυσµιακή κινητικότητα λόγω των ταχέων
κοινωνικοοικονοµικών εξελίξεων, οδήγησε την πόλη των Αθηνών να µην απονέµει
ίσα πολιτικά δικαιώµατα σε όλα τα νέα µέλη της.50 Έτσι, σταδιακά, επιβλήθηκαν
περιορισµοί σχετικά µε τους µετανάστες οι οποίοι γίνονταν δεκτοί στις φρατρίες αλλά
όχι και στα γένη.51 Τα µέλη των γενών είχαν απόλυτη επίγνωση του ότι οι δεσµοί
µέσω του κοινού προγόνου τους ήταν φανταστικοί52 όµως αυτό δεν µετέτρεπε τους
δεσµούς αυτούς σε ασθενείς και ελαστικούς. Οι κοινές θρησκευτικές τελετές και τα
κοινά γεύµατα συνέσφιγγαν τις σχέσεις και επέβαλλαν τέτοιας έντασης σχέσεις και
υποχρεώσεις που καταδείχθηκαν στο πολιτικό πεδίο.53

Φρατρίες
Σε µια χονδροειδή απόπειρα απόδοσης του όρου, φρατρία είναι ένα αδελφάτο, µια
οµάδα συγγενικών οικογενειών,54 γενών συνδεόµενη µε κοινή θρησκευτική
λατρεία.55 Ο θεσµός ανάγεται στην εποχή της ενότητας της ινδοευρωπαϊκής φυλής
και έχει αιµατοσυγγενική δοµή.56 Αυτή η κοινωνία γέννησης που αποτελεί και το
θεµέλιο της κοινωνικής οµάδας δηλώνει παράλληλα και τη σχέση συγγένειας και
πολιτικής όργάνωσης.57 Οι φρατρίαι, ή πατριαί, ή πάτραι, συγκροτούσαν ευρύτερες
οµάδες τις "φυλαί" µε την τεχνητή έννοια του όρου και ανάγονται στην προκρατική
εποχή των εθνών.58 Η φρατρία εµφανίζεται στην κλασσική εποχή ως ένωση
προσώπων κλασσικού τύπου µε καθήκοντα σχετικά µε τη ζωή των οικογενειών που
περιλαµβάνονται σε κάθε φρατρία.59 Η είσοδος των µελών σε αυτές ήταν πρωτίστως
κληρονοµική.60 Η δια νόµου επιβολή εισαγωγής νέων µελών καταδεικνύει ότι οι
φρατρίες δεν ήταν µια ανοιχτή συσσωµάτωση παρά το γεγονός ότι ήταν εξαπλωµένες
σχεδόν σε όλη την Αττική.61 Αντιθέτως η εισδοχή των οργεώνων σε αυτές
συνάντησε έντονη την αντίδραση των αριστοκρατικών µελών των φρατριών,62 τα
οποία έβλεπαν αρνητικά την πολιτική εξίσωσή τους µε τους ίδιους.63

Όπως σε όλες τις συσσωµατώσεις, κύρια εξωτερικά τουλάχιστον εµφανιζόµενη


λειτουργία τους εµφανίζεται η θρησκευτική-τελετουργική.64 Ένας αριθµός φρατριών
συγκροτεί µια φυλή65 µέσα στο κράτος και το τελευταίο τις χρησιµοποιεί διοικητικά,
αφού αυτές και οι φυλές αποτέλεσαν τη βάση στρατολογήσεως και κατάταξης των
ένοπλών πολιτών.66 Σηµαντικότερη λειτουργία τους ήταν η αρµοδιότητα εγγραφής
νέων µελών σε δικούς τους καταλόγους όπου όµως η εν λόγω εγγραφή αποτελούσε
προϋπόθεση για την είσοδο στο σώµα των πολιτών. Αργότερα, επί Κλεισθένους, η
αρµοδιότητα αυτή αφαιρέθηκε από τις φρατρίες και δόθηκε στους ∆ήµους.67
Σηµειωτέον ότι οι δεσµοί που καλλιεργούνται µεταξύ των µελών µιας φρατρίας είναι
τόσο στενοί, ώστε τουλάχιστον µέχρι το τέλος του 6ου αιώνα εµφανίζονται µε
µεγάλη πολιτική δύναµη68 και µε ισχυρές διεκδικήσεις των συµφερόντων τους.69

Οργεώνες
Η επιστηµονική έρευνα δεν έχει καταφέρει να οµοφωνήσει σχετικά µε το χαρακτήρα
και την καταγωγή της οµάδωσης των οργεώνων. Αφενός εικάζεται ότι οι πριν από το
Σόλωνα οργεώνες ήταν σωµατεία των εντός των κόλπων των γενών αντιτιθέµενων
παρατάξεων, που, µε το θρησκευτικό χαρακτήρα ως προκάλυµµα, συνασπίζονταν µε
σκοπό την ανατροπή της εξουσίας.70 Αφετέρου υπερτονίζεται ο θρησκευτικός τους
χαρακτήρας.71 Η διχογνωµία επεκτείνεται και στο αν αποτελούντο από πολίτες
Αθηναίους ή από µετανάστες, που θέλοντας να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους ως
προς το ανήκειν σε µια κοινωνική οµάδα, εξυπηρετούν παράλληλα και πολιτικούς
σκοπούς. Σύµφωνα µε τη επικρατούσα άποψη,72 στο βαθµό που οι µετανάστες δε
γινόντουσαν δεκτοί στα γένη, προκειµένου να ενταχθούν στους κοινωνικούς
µηχανισµούς της πόλεως, συγκρότησαν τους οργεώνες κατά µίµηση της
συσσωµάτωσης των γενών.73

Τριττύες
Ετυµολογικά η τριττύς σηµαίνει το µέρος του ενός τρίτου.74 Πράγµατι, από το 750
π.Χ. και µέχρι τη νοµοθεσία του ∆ράκοντος η επικράτεια διαιρείτο σε 12 τριττύες και
50 ναυκραρίες, όπου κάθε τρεις τριττύες σχηµάτιζαν µιαν ανώτερη διοικητική
µονάδα, την προκλεισθένεια φυλή.75 Με τις κλεισθένειες καινοτοµίες, την
αντικατάσταση των τεσσάρων παραδοσιακών φυλών από δέκα τεχνητές και την
αντικατάσταση των φρατριών από τους δήµους στο ρόλο των βασικών µονάδων
πλαισιώσεως των πολιτών, οι τριττύες αυξήθηκαν σε τριάντα, δηλαδή δέκα του
άστεως (Αθήνα, Πειραιά και προάστια), δέκα της Παραλίας (όλα τα παράλια της
Αττικής) και δέκα της Μεσογαίας (το εσωτερικό) και οι δήµοι κατενεµήθησαν σε
αυτές. Κάθε µια από τις νέες φυλές απαρτίσθηκε από τρεις όχι συνεχόµενες
γεωγραφικά, αλλά αποµακρυσµένες τριττύες.76 Στο επιγραφικό υλικό έχουµε
αναφορές σε ιερείς δικών τους θεοτήτων77 καθώς και σε οικονοµικές συναλλαγές τις
οποίες διενεργούν οι αξιωµατούχοι τριττύαρχοι παράλληλα µε άλλες αρµοδιότητες.78
Πολιτικής όµως σηµασίας είναι ο ρόλος των τριττυών στην εκλογική διαδικασία,
αφού υφίστανται ισχυρότατοι δεσµοί µεταξύ των δήµων, από τους οποίους
απαρτίζονται, και των φυλών τις οποίες απαρτίζουν για την εκλογή των
αξιωµατούχων της φυλής. Η πολιτική αυτή σηµασία γίνεται πρόδηλη, αν λάβει κανείς
υπόψη του ότι οι Αθηναίοι αισθάνονταν στενότερο σύνδεσµο µε τα άλλα µέλη της
ίδιας τριττύας από ότι µε µέλη της ίδιας φυλής, καθώς και ότι είχαν εγγύτερη σχέση
µε µέλη της ίδιας φυλής από ότι µε το ευρύτερο σώµα των πολιτών.79

∆ήµοι
Με τον όρο "δήµος" δηλώνονται προκλεισθενικά οι οµάδες εκείνες των ανθρώπων
που κατοικούσαν σε µια περιοχή αποµακρυσµένη από το άστυ, και αποτελούνταν από
άτοµα που ανήκαν σε κάθε άλλη κατηγορία πολιτών πλην των ευπατριδών.80
Συνιστούσαν δε ενώσεις µε σαφώς προδιαγεγραµµένο πρόγραµµα προσβλέποντας σε
κοινωνικές µεταρρυθµίσεις.81 Αυτές ακριβώς οι ενώσεις χρησιµοποιήθηκαν από τον
Κλεισθένη προκειµένου να αντικαταστήσει το πατροπαράδοτο φυλετικό σύστηµα της
κοινότητας µε ένα νέο, τεχνητό. Κύτταρο του όλου συστήµατος µέχρι τότε ήταν οι
οικογένειες και ο χαρακτήρας των φυλών και των φρατριών ήταν αιµατοσυγγενικός.
Ο Κλεισθένης κατέστησε κύτταρο του δικού του συστήµατος το δήµο που ήταν
ένωση κατοίκων του ίδιου χωριού. Από τους δήµους ολόκληρης της Αττικής
κατήρτισε τριάντα τριττύες, ανά δέκα στο καθένα από τα τρία διαµερίσµατα της
χώρας, το άστυ, την Παραλία και τη Μεσογαία. Τέλος, απήρτισε µια νέα φυλή,
ενώνοντας τρεις τριττύες, µια του Ἀστεως, µια της Παραλίας και µια της Μεσογαίας.
∆ηλαδή, το όλο σύστηµα είχε γεωγραφικό χαρακτήρα από τη βάση του έως την
κορυφή του, δεν είχε όµως και γεωγραφική ενότητα. Και εδώ ακριβώς έγκειται η
σηµαίνουσα κοινωνιολογική παρατήρηση. Ο Κλεισθένης επεδίωξε και επέτυχε ώστε
οι νέες φυλές να µη επηρεάζονται ούτε από αριστοκρατικές οικογένειες, ούτε από
τοπικιστικές τάσεις.82 Επιπλέον, οι δήµοι εξοπλίσθηκαν και µε µόνιµες κρατικές
αρµοδιότητες, όπως η δοκιµασία των εφήβων κάθε δήµου από τη συνέλευση των
δηµοτών και η εγγραφή τους στο οικείο "ληξιαρχικό γραµµάτειο", που αποτελούσαν
προϋποθέσεις για την απόκτηση της ιδιότητας του Αθηναίου πολίτη. Παράλληλα, οι
δήµοι ρύθµιζαν και τις τοπικές τους υποθέσεις µε αποφάσεις που λαµβάνονταν από
τη συνέλευση των δηµοτών και εκτελούνταν από τον αιρετό άρχοντα ∆ήµαρχο, ενώ
για να επιτελούν τις λειτουργίες τους είχαν και οικονοµική αυτοτέλεια.83 Έτσι,
αποτελούσαν τοπικές κοινότητες τα µέλη των οποίων µπορούσαν να ανήκουν σε
διαφορετικές φρατρίες, αδιάφορο από την προέλευσή τους και κατ αυτόν τον τρόπο
εξισώθηκαν ετερόκλητα κοινωνικοταξικά στοιχεία.84

Με τις κλεισθένειες νοµοθετικές µεταβολές, οι βουλευτικές έδρες των 500


κατενεµήθησαν µεταξύ των νέων φυλών, κι έτσι οι δήµοι αντιπροσωπεύονταν
ανάλογα µε τον πληθυσµό τους, και συνεπώς το πολιτικό σώµα πιο κοντά στη
γεωγραφική του κατανοµή.85 Ο δήµος διαθέτει ένα είδος αυτόνοµης δικαστικής
εξουσίας µε τους θεσµούς των κατά δήµους δικαστών και των διαιτητών. Σαφέστερα,
µε τη συµµετοχή των δηµοτών στην εκλογή των διαιτητών (δηµόσιων-εκλεγοµένων
από όλους τους δήµους), πρότειναν ουσιαστικά τους πιο αξιόλογους πολίτες κάθε
τοπικής κοινωνίας,86 για την επίλυση των ιδιωτικών διαφορών, προτού καταλήξουν
αυτές στα πολυµελή δικαστήρια της πόλεως.

Οι φυλές

Η πολιάδα κοινότητα επί Σόλωνος κατενέµετο σε τέσσερεις φυλές, τους Αιγικορείς,


Αργαδείς, Γελέοντες και Όπλητες,των οποίων η καταγωγή ανάγεται στην προκρατική
µορφή της Αττικής και πιο συγκεκριµένα στο έθνος των Ιώνων. Αυτές επιβίωσαν δια
µέσου της τοπικής κοινότητας των Αθηνών,87 και το αθηναϊκό κράτος άφησε αφενός
στις φυλές αφετέρου στις φρατρίες αρµοδιότητες και λειτουργίες που είχαν από
παλαιά και ανέθεσε στις µεν και στις δε νέες αρµοδιότητες που θα εξυπηρετούσαν το
ίδιο. Μερικές µάλιστα από αυτές θα επιζήσουν µέχρι της δηµοκρατίας.88 Επί
Σόλωνος, πέραν της χρήσεως των φυλών ως βάσεων στρατολογήσεως και
διοικητικών στρατιωτικών µονάδων, ενεπλέχθησαν οι τελευταίες και στην πολιτική
διαδικασία, µε το να εκλέγουν η κάθε µια 100 βουλευτές της Βουλής των 400.89

Τέλος πάντων, επί δηµοκρατίας η διεύρυνση του πολιτικού σώµατος και η σύγχρονη
εισδοχή των νέων πολιτών στις φρατρίες και δι' αυτών στην πολιάδα κοινότητα
συνδέθηκαν από τον Κλεισθένη και µε άλλες δυο πρωτοτυπίες : την αντικατάσταση
των τεσσάρων παραδοσιακών φυλών από δέκα τεχνητές σε επίπεδο ανωτέρων
διοικητικών µονάδων και την αντικατάσταση των φρατριών από τους δήµους σε
επίπεδο πλαισιώσεως των πολιτών και διαιρέσεως του πολιτικού σώµατος.90 Ο
Κλεισθένης σχηµάτισε τις φυλές από τριττύες, όπως άλλωστε προελέχθη γιατί τις
προόρισε να λειτουργούν ως εκλογικοί σύλλογοι χωρίς τοπικά όρια, έτσι ώστε να
περιορίζεται η δράση των τοπικών ευγενών και να εξουδετερώνονται τα τοπικά
συµφέροντα91.Αυτές οι φυλές διέθεταν συνέλευση των µελών τους, πλήθος
αιρετών92 αρχόντων93, αρχεία και οικονοµική αυτοτέλεια καθώς και δικαστικές και
διαιτητικές αρµοδιότητες µε τα όργανα των Τεσσαράκοντα94 και των ∆ιαιτητών95
αντίστοιχα. Οι τέσσερεις παραδοσιακές φυλές διατήρησαν την ύπαρξή τους,
αποψιλωµένες όµως από τις ουσιαστικές αρµοδιότητες που κατείχαν και
µετατράπηκαν σε σωµατεία κοινωνικού και θρησκευτικού χαρακτήρα.96
Εντοπίζουµε και εδώ την πολιτική καινοτοµία της αντικατάστασης της
αιµατοσυγγένειας από την εντοπιότητα.97 Παρόλα αυτά και τη σταδιακή
αποδυνάµωση του ρόλου τους, οι φυλές συνεχίζουν να συντελούν µε το δικό τους
σηµαντικό ρόλο στη διαµόρφωση του κοινωνικού ιστού.98

Πιο συγκεκριµένα, για την ανάδειξη της βουλής των 500, κάθε φυλή προβαίνει σε
κλήρωση 500 µεταξύ των µελών της και µετά σε πάλι σε κλήρωση 50 µεταξύ των
προκληρωθέντων.99 Έτσι, οι άρχοντες και οι βουλευτές κληρώνονταν κατά φυλές,
ώστε οι τελευταίες να εκπροσωπούνται ισοµερώς στη Βουλή και στις δεκαµελείς
αρχές. Περαιτέρω, οι βουλευτές κάθε φυλής αποτελούσαν χωριστό τµήµα µέσα στη
Βουλή. Το καθένα αναλάµβανε µε τη σειρά του την άσκηση καθηκόντων διοικούσας
επιτροπής για διάστηµα ενός δεκάτου του έτους.

Εκτός αυτού, οι οπλίτες στρατεύονταν κατά φυλές, σχηµατίζοντας την µεγαλύτερη


τακτική µονάδα του αθηναϊκού πεζικού, την τάξη, διαιρούµενη σε λόχους. Οι ιππείς
σχηµάτιζαν πέντε τακτικές µονάδες, καθεµία από τις οποίες ένωνε τους
επιστρατευοµένους δύο φυλών.100 Οι φύλαρχοι, εκλεγόµενοι κατά φυλές,
διοικούσαν ο καθένας από αυτούς τους ιππείς της φυλής του, όπως ακριβώς ο
Ταξίαρχος τους οπλίτες κάθε φυλής.101

Ο υπερτονισµένος θρησκευτικός χαρακτήρας κάθε συσσωµάτωσης και συνεπώς και


της φυλής,102 αναδεικνύεται αφενός µέσω της ύπαρξης ιερέα ως αξιωµατούχου,
επιφορτισµένου µε το καθήκον της επιµέλειας των θυσιών και των τελετουργιών,103
αφετέρου µέσω του θεσµού των εστιάσεων, δηλαδή κοινών δείπνων προσφεροµένων
στα µέλη των φυλών έπ’ αφορµή ορισµένων εορτών.104

Κοινωνιολογικές παρατηρήσεις
Σταχυολογώντας τα κρισιµότερα συµπεράσµατα πρέπει να αναφέρουµε ότι ο
θρησκευτικός χαρακτήρας της κοινωνικής ζωής διαδραµατίζει βαρύνουσας σηµασίας
λειτουργία και κάθε σχέση περιβάλλεται όχι απλά µε έναν µανδύα µυστικισµού και
τελετουργικότητας, αλλά µε στοιχεία οντολογικών προεκτάσεων. ∆εν είναι τυχαίο ότι
και οι πιο εκκοσµικευµένες νοµικές σχέσεις, π.χ. οικονοµικού χαρακτήρα διατηρούν
όχι απλά από λόγους παράδοσης µια τέτοια υφή. Σε άµεση συνύφανση µε τα
προηγούµενα, η κοινωνία της τροφής, συνεπώς ο θεσµός των κοινών γευµάτων,
συνιστά τη θεµέλιο πράξη έναρξης µιας διανθρώπινης σχέσης.

Το αττικό δίκαιο διακρίνεται από έντονη ολιγονοµία διότι οι κοινωνικές σχέσεις είναι
εµπεδωµένες βάσει εθιµικών κανόνων. ∆εν είναι τυχαίο ότι το αττικό δίκαιο
αναπτύχθηκε πρώτα από δικονοµικής πλευράς και κατόπιν από ουσιαστικής105 ή ότι
ο θεσµός της ιδιωτικής διαιτησίας προηγήθηκε και αποτέλεσε πρότυπο για αυτόν της
δηµόσιας.106 Ο νόµος ως επινόηση ενός πεφωτισµένου ανδρός (βλ. Σόλων ή ∆ράκων)
θεωρείται σχεδόν αµετακίνητος.107 Το άτοµο δεν µπορεί να νοηθεί αποκοµµένο από
την κοινότητα στην οποία ανήκει, αφού ο δεσµός τους δεν είναι απλά
συµφεροντολογικός, αλλά πρωτίστως οντολογικός,108 γι' αυτόν ακριβώς το λόγο και
αναπτύσσεται η έννοια της κοινοτικής αρετής. Σε άρρηκτη σχέση µε το
προαναφερθέν χαρακτηριστικό, βρίσκεται και το ότι δεν υφίσταται κανένα
ανεπτυγµένο νοµικό σύστηµα (αλλά αντίθετα ανεπτυγµένοι δικαιικοί θεσµοί), και
συνεπώς διάκριση των εξουσιών, γιατί δεν υπάρχει η ανάγκη εξισορρόπησης
αντιτιθέµενων συµφερόντων. Αυτά τα αντιτιθέµενα συµφέροντα γίνεται προσπάθεια
να προληφθούν µε τον κατακερµατισµό της εξουσίας µε τη δηµιουργία µικρών και
αδύναµων µονοµελών είτε συλλογικών οργάνων, πριν γεννηθούν τα αγεφύρωτα
αντιτιθέµενα συµφέροντα οπότε το νοµικό µέτρο να πρέπει να γίνει κατασταλτικό.

Νοµικός πλουραλισµός και αθηναϊκή κοινωνία

Με την παροχή του δικαιώµατος της συσσωµάτωσης και της αυτορρύθµισης αυτής,
επιτυγχάνεται (αφού κυρίως οι συσσωµατώσεις έχουν µια θρησκευτική βάση) η
παραγωγή ιδεολογίας και κοινωνικής οντολογίας µέσα από το κοινωνικό σώµα κι όχι
η επιβολή τους ετερόνοµα και εξουσιαστικά. Παράλληλα όµως, η πρόσµειξη των
διαφόρων κοινωνικών οµάδων µε τις συνεχείς, νοµοθετικά επιβαλλόµενες,
ανακατατάξεις του κοινωνικού σώµατος επέτυχαν τη δηµιουργία τόσο στενών
δεσµών µεταξύ των πολιτών µε αποτέλεσµα της δηµιουργία της πεποίθησης µακρινής
συγγένειας µεταξύ όλων των πολιτών.109 Με άλλα λόγια, η δηµιουργία τόσο στενών
συνδέσµων µεταξύ των πολιτών µε την παράλληλη διατήρηση όµως της ετερότητας
της κάθε ξεχωριστής οµάδας συνέβαλε στο να καλυφθούν οι τόσο έντονες κοινωνικές
αντιθέσεις αφενός, και αφετέρου να σφυρηλατηθεί η ενότητα του κοινωνικού
σώµατος. ∆εν παραγνωρίζουµε τις σηµαντικές δυσλειτουργίες του αττικού110
κράτους.111 Η αποτελεσµατικότητα όµως και ισχύς των νοµικών µέτρων εξαρτάται
από τη λειτουργία τους στο κοινωνικό σύνολο και την ιδεολογία και κοσµοθεωρία
που το διέπει, και η αθηναϊκή κοινωνία, παρήκµασε εξαιτίας αυτών ακριβώς των
τελµάτων της, που πάνω από όλα είναι τέλµατα πολιτισµού. Απλά, υποστηρίζουµε ότι
θεσµικά, κι όχι ίσως κοινωνικά, και δικαιικά και όχι νοµικά, εκείνη η κοινωνία άγγιξε
σηµεία ανυπέρβλητης ίσως µέχρι σήµερα κοσµιότητας. Μια κοσµιότητα άρρηκτα
συνδεδεµένη µε την αισθητική, µε το κάλλος, µε την οµορφιά του σύµπαντος κόσµου.
Φασί δε οι σοφοί....και ουρανόν και γην και θεούς και ανθρώπους την κοινωνίαν
συνέχειν και φιλιάν και κοσµιότητα και σωφροσύνην και δικαιότητα (Πλάτωνος
Γοργίας, 507e 6-508a 4)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Πανταζόπουλος, 221
2. Πανταζόπουλος, 216
3. Αριστοτέλους Πολιτικά 1,2,1252β,25. 2,6,1278,20
4. Πλάτωνος Πολιτεία, Β,369, Πρωταγόρας 320c
5. Αρίστ. Πολιτικά 1, 1252α
6. Πανταζ. 216
7. Παντάζ. 216, Πετρόπουλος 6.
8. Αριστ. Πολ. 1,2,1252β, 20. Οµήρου Οδύσσεια 9,114
9. Unesco, Ιστορία της Ανθρωπότητος Αθήνα 1966,182
10. Αριστ. Πολ. 1,1252β
11. Παντάζ. 217
12. Σακελλαρίου 76 επόµ.
13. Παντάζ. 217
14. Σακέλ. 100
15. Αριστ. Πολ. 1,2,1252β
16. Ηρόδοτος 1,170
17. Ι. Μικρογιαννάκη, άρθρο στην Εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση στο λήµµα
"Αθήναι"38
18. Πλούταρχος 24
19.Πλούταρχος 25
20. Πλούταρχος 24,25
21. Μικρογιαννάκη 43
22. Σακέλ. 57, Πετρόπουλος 9-11
23. Παντάζ. 224
24. Παντάζ. 238
25. βλ. Hasebroek σε Πανταζ. 234
26. Παντάζ. 234-243
27. Σακέλ. 12,100,101
28. Πλούτ. Σόλων 20
29. Αριστ. Πολ. 1,2,1252β
30. Βελισσαροπούλου 125
31. Paoli 20
32. Βελισσαρ. 126
33. Biscardi 183
34. Αριστ. Ηθικά Νικοµάχεια Ε2, 1131α, 2-9
35. βλ. Ιλιάδα ψ,88
36. Bisc. 275 επ.
37. Bisc. 330,
38. Βελισσαρ. 127
39. Σακελ. 276
40. Paoli 12
41. Σακελ. 81
42. Bisc. 186
43. Πανταζ. 217, Ustinova 236
44. Howatson
45. Σακελ. 81
46. Σακελ. 384, 96, 81
47. Ustinova 235
48. Αριστ. Πολ. 1252β 18
49. Θουκυδίδου Ιστορία 1,2,6
50. βλ. το νόµο του Περικλή σχετικά µε την πολιτογράφηση του 451 π.Χ.
51. Ustinova 237
52. Ustinova 237, Fisher 1176
53. Ustinova 239
54. Howatson
55. Jones 157
56. Σακελ. 59
57. Βελισσαρ. 112
58. Σακελ. 17, Ustinova 235
59. Βελισσαρ. 113
60. Leiwo 104
61. Osborne 73
62. Vamvoukos 105
63. Παντάζ. 247
64. Jones 157
65. Βελισσαρ. 113, Σακελ. 274-276, 542
66. Σακελ. 60
67. Σακελ. 61
68. Howatson
69. Vamvoukos 105
70. Vamvoukos 105-106, Πανταζ. 248 επ.
71. Fisher 1176, Jones 159, Leiwo 104
72. Ustinova 237 επ.
73. Ustinova 239
74. Howatson
75. Σακελ. 82
76. Σακελ. 101
77. Osborne 90
78. Jones Α, 261
79. Osbome 90
80. Πανταζ. 244
81. Αριστ. Αθ. Πολ. 11,2
82. Σακελ. 102
83. Σακελ. 104
84. Σακελ. 106
85. Σακελ. 171
86. Osborne 81, Me Dowell 315
87. Σακέλ. 58
88. Σακέλ. 79
89. Σακέλ. 60
90. Σακέλ. 101
91. Σακέλ. 101
92. Jones 58
93. Σακέλ. 205
94. Σακελ. 203
95. Σακέλ. 204
96. Σακέλ. 101
97. Σακέλ. 106
98. Σακέλ. 64
99. Σακέλ. 109
100. Σακέλ. 281
101. Σακέλ. 201
102. JonesA 60.
103. Jones A 60
104. Σακέλ. 260
105. βλ. άρθρο Π. ∆ηµάκη στην Εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση
106. Βλ. Mc Dowell κεφ. ∆ιαιτησία 217. βλ. Mc Dowell κεφ. "Νοµοθέτες"
107. βλ. Mc Dowell κεφ. «Νοµοθέτες»
108. βλ. Descat και Baslez
109. Σακελ. 62
110. Mc Dowell κεφ. "οι συκοφάντες"
111. Σακελ. Κεφ. "παθολογία της αθηναϊκής δηµοκρατίας"

ΕΝ∆ΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βελισσαροπούλου, Ιουλία. Θεσµοί της Αρχαιότητας : Η πόλις. Σάκκουλας 1987

Πανταζόπουλος, Νικόλαος. Αι Ελληνικαί Κοινωνίαι. Α. Π. Θ. Θεσσαλονίκη 1982

Πετρόπουλος, Γεώργιος.Πνεύµα και Εξέλιξις του Αρχαίου Ελληνικού ∆ικαίου. Αθήνα


1935

Σακελλαρίου, Μ. Β. Η Αθηναϊκή ∆ηµοκρατία. Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Κρήτης.


Ηράκλειο 2000

Baslez, Marie Francoise. "Les associations dans la citeet l apprentissage du


collectif", Ktema 23, 1998

Biscardi, Arnaldo. Αρχαίο Ελληνικό ∆ίκαιο. Εκδόσεις Παπαδήµα. Αθήνα 1996

Descat, Reymond. "Public et prive dans l economie de la cite grecque", Ktema 23,
1998

Fisher, Nicholas R. E. "Greek Associations, Symposia, and Clubs" in M. Grant & R.


Kitzinger Civilization of the Ancient Mediterranean. New York 1988

Howatson Companion to classical studies. Oxford

Jones, J. The law and the legal theory of Greeks. Oxford 1956

Jones, J. Public Organization in Ancient Greece. American Philosophical Society.


Philadelphia 1987

Martti, Leiwo. "Religion or other Reasons? Private Associations in Athens" in J.


Frosen Early Hellenistic Athens, Symptoms of a change. Helsinki. 1997

McDowell, Douglas. Το ∆ίκαιο στην Αθήνα των κλασσικών χρόνων. Παπαδήµας 1988

Osborne, R. G. The discovery of classical Attica. Cambridge 1985

Paoli, Ugo Enrico. Αττικόν και Κοινόν Ελληνικόν ∆ίκαιον. Αθήνα 1959

Ustinova, Y. "Orgeones in phratries : A mechanism of social intergration in Attica"


Kernos 9

Vamvoukos, Athanassios. Fundamental Freedoms in Athens. Rida 1979

Τα ∆εινά της Αφροδίτης


Το Ιστορικό Παρασκήνιο του Kυπριακού Προβλήµατος
Επισκόπηση

του
Κees Klok, doctorandus/M.A.
Ιστορικός, Ελληνιστής
Μέλος της Ολλανδικής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Το 1571 οι Τούρκοι κατέκτησαν την Κύπρο, ένα νησί που από τα προϊστορικά χρόνια
κατοικείται στην πλειοψηφία από Έλληνες, και την κατέστησαν τµήµα της
Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Ακολούθησε η εγκατάσταση Τούρκων εποίκων, οι
οποίοι µε την πάροδο του χρόνου ανέπτυξαν εθνικιστικές τάσεις που πήραν τη µορφή
σοβαρού προβλήµατος τον 19ο αιώνα, όταν οι Ελληνοκύπριοι θέλησαν να ενωθεί το
νησί µε την Ελλάδα. Η επιθυµία αυτή είναι γνωστή µε τον όρο Ένωση. Η έννοια
Ένωση είναι συνδεδεµένη µε τη γένεση της Μεγάλης Ιδέας, ένας αγώνας για τη
δηµιουργία µιας Μεγάλης Ελλάδας που θα συµπεριλάµβανε και την Κύπρο. Η
επιτυχία από την εξέγερση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 ξύπνησε την
επιθυµία για Ένωση και στην Κύπρο. Όσο όµως ρίζωνε βαθιά το Οθωµανικό κράτος
τόσο η επιθυµία αυτή φαινόταν µάταιη, αλλά ο ερχοµός των Βρετανών έθρεψε νέες
ελπίδες στις τάξεις των Ελληνοκυπρίων. Ο αγώνας για ένωση και η αντίδρασή του
στους κύκλους των Τουρκοκυπρίων προξένησαν το ονοµαζόµενο Kυπριακό
πρόβληµα που έφτασε στην αιχµή του µε την τουρκική εισβολή του 1974. Έκτοτε η
Κύπρος παραµένει χωρισµένη στα δύο. Σ’ αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω να
σκιαγραφήσω το ιστορικό παρασκήνιο του Kυπριακού προβλήµατος.

Οι Άγγλοι δεν ήρθαν φυσικά στο νησί το 1878, εξαιτίας της φήµης για τη γενέτειρα
της Αφροδίτης, αλλά για στρατηγικούς λόγους, όπως: η επέκταση της βρετανικής
επιρροής στην Εγγύς Ανατολή, συγκεκριµένα στη ∆ιώρυγα του Σουέζ και η
υποστήριξη της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας ενάντια στους καταπιεστές Ρώσους. Σε
αντάλλαγµα µε την υπόσχεση στρατιωτικής υποστήριξης προς την
Κωνσταντινούπολη, η Αγγλία ανέλαβε την de facto διακυβέρνηση της Κύπρου, η
οποία επίσηµα παρέµεινε κάτω από οθωµανική επικυριαρχία. Στις 12 Ιουλίου 1878
ανέλαβε ο πρώτος βρετανός Κυβερνήτης τη διοίκηση στη Λευκωσία. Ο λαός, µαζί κι
οι Τούρκοι, τον δέχτηκε µε ενθουσιασµό, γιατί περίµενε µια πιο φιλελεύθερη εξουσία,
µε λιγότερη διαφθορά και µε ένα πιο δίκαιο φορολογικό σύστηµα.

Ο ερχοµός των Βρετανών επίσης τροφοδότησε την ελπίδα στους Έλληνες πως η ιδέα
της Ένωσης πλησίασε κοντύτερα. Άλλωστε η Μεγάλη Βρετανία ήταν αυτή που
προσάρτησε τα Ιόνια νησιά στην Ελλάδα το 1864, µετά από µια σχετικά µικρή
περίοδο αγγλικής διοίκησης. Η ανάληψη της διοίκησης είχε ως συνέπεια επίσης και
το γεγονός ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν αποτελούσαν πια την κυρίαρχη εθνότητα.
Επειδή µάλιστα ο δεσµός µε την Τουρκία είχε κοπεί, έγιναν ξαφνικά µια µικρή
µειονότητα σε σχέση µε τους Ελληνοκύπριους. Υπήρξε περισσότερη ελευθερία λόγου
αλλά όχι πλήρης, όµως η πολιτική της φορολογίας παρέµεινε σκληρή. Συν τοις
άλλοις οι Βρετανοί αποδείχτηκαν "βαρήκοοι" στο θέµα Ένωση, και η αποικιοκρατία
είχε δοµηθεί έτσι, ώστε ο λαός µπορούσε να συµµετάσχει στις συζητήσεις, αλλά όχι
και στις αποφάσεις. Συστάθηκε ένα Νοµοθετικό Συµβούλιο που είχε περισσότερο
συµβουλευτικό χαρακτήρα παρά νοµοθετικό. Ο Κυβερνήτης είχε σε κάθε περίπτωση
τον τελευταίο λόγο. Αντίθετα, το όργανο αυτό αποδείχτηκε ιδιαίτερα κατάλληλο για
να ερίζουν µεταξύ τους οι Έλληνες και οι Τούρκοι. Τα εκλεγµένα τουρκικά µέλη και
τα διορισµένα αγγλικά µαζί ήταν ισάριθµα µε τα εκλεγµένα ελληνικά µέλη. Έτσι, οι
Άγγλοι µπορούσαν µε την υποστήριξη της τουρκικής µειοψηφίας να παρεµποδίζουν
ανεπιθύµητες ελληνικές προτάσεις. Αυτή ήταν η κατάσταση που θα έπαιζε
αποφασιστικό ρόλο στην περαιτέρω ιστορία της Κύπρου, γιατί µια µικρή µειονότητα
µπορούσε να ασκεί µια άνισα µεγάλη επιρροή.
Όσον αφορά στους φόρους, κυρίως ο ονοµαζόµενος φόρος υποτέλειας δηµιούργησε
πρόβληµα. Όταν ανέλαβαν οι Άγγλοι την εξουσία είχε οριστεί ότι θα πλήρωναν στους
Τούρκους ένα χρηµατικό ποσό από τη διαφορά που θα προέκυπτε από τα έσοδα και
έξοδα του οθωµανικού ταµείου, κατά τα τελευταία πέντε χρόνια της διακυβέρνησής
τους στο νησί. Οι Βρετανοί όµως ανάγκασαν τους Ελληνοκύπριους όχι µόνο να
πληρώσουν το ποσό αυτό, αλλά τους επέβαλαν και έναν ετήσιο φόρο για να
εξασφαλίζουν τις υποχρεώσεις του φόρου υποτέλειας. Αυτή η υποχρέωση που ήταν
πάρα πολύ άδικη, και προ πάντων αποτελούσε ένα σοβαρό εµπόδιο για την
οικονοµική ανάπτυξη, καταργήθηκε µόλις το 1927 (1).

Οι Βρετανοί άρχισαν να βελτιώνουν το συγκοινωνιακό δίκτυο, την εκπαίδευση και να


προωθούν τη γεωργία, αλλ’ όµως η ανάπτυξη της οικονοµίας παρέµεινε στάσιµη
παρά τις προσδοκίες. Σ’ αυτό συνετέλεσε σε µεγάλο βαθµό ο φόρος υποτέλειας, το
είδος του φορολογικού συστήµατος, που δυσκόλεψε τη ζωή των αγροτών και
εξασθένισε την τάξη των πλουσίων, και επίσης οι ελάχιστες επενδύσεις από την ίδια
την Αγγλία (2).

Από την έναρξη της αγγλικής διακυβέρνησης οι ηγέτες των Ελληνοκυπρίων


υποστήριζαν την ένωση µε την Ελλάδα. Η εκκλησία, όπως ήταν αυτονόητο, έπαιζε
πρωταρχικό ρόλο εξαιτίας της θέσης που είχε υπό των Οθωµανών. Οι επίσκοποι της
αυτόνοµης κυπριακής εκκλησίας θεωρούνταν ηγέτες των Ελληνοκυπρίων. Τον ρόλο
αυτό θα συνέχιζαν να παίζουν και κατά την αποικιοκρατία και αργότερα.

Με την πάροδο του χρόνου στάλθηκαν πολλές εκκλήσεις και παρακλήσεις σχετικές
µε την Ένωση από Λευκωσία προς Λονδίνο. Τις πιο πολλές φορές έπεφταν σε "ώτα
µη ακουόντων" ή τους παρέπεµπαν στις καλένδες. Κάποιες φορές όµως το ιδανικό
αυτό φάνηκε πως θα µπορούσε να γίνει εφικτό. Το χειµώνα του 1912-1913 ο
πρωθυπουργός Γεώργιος Λόυδ πρότεινε την Ένωση σε αντάλλαγµα µε τη βρετανική
βάση στην Κεφαλονιά, αλλά πολύ σύντοµα δεν ξανακούστηκε τίποτε άλλο γι’ αυτή
την πρόταση. Το 1915 η Αγγλία πρόσφερε την Ένωση σε αντάλλαγµα µε την
ελληνική συµµετοχή στον Πρώτο Παγκόσµιο Πόλεµο, αλλά η Αθήνα την εποχή
εκείνη επέµενε σε µια αυστηρά ουδέτερη πολιτική. Όταν τελικά η Ελλάδα το 1917
διάλεξε την πλευρά των Συµµάχων, η Αγγλία δεν είχε κανέναν επείγοντα λόγο πλέον
να παραδώσει τη διακυβέρνηση του νησιού. Στις ειρηνευτικές συνοµιλίες του 1919 το
θέµα Ένωση δεν τέθηκε σε συζήτηση για διάφορους λόγους. Αυτοί ήταν κυρίως
στρατηγικοί, αλλά υπήρχαν επίσης και παράπονα από την τουρκική πλευρά. Ο
Πρώτος Παγκόσµιος Πόλεµος ήταν πράγµατι η αιτία που το 1914 οι Άγγλοι
προσάρτησαν την Κύπρο. Με τη συνθήκη της Λωζάννης το 1923 η Τουρκία τελικά
παραιτήθηκε απ’ όλες τις διεκδικήσεις της στην Κύπρο (3).

Η τουρκοκυπριακή κοινότητα έβλεπε µε κακό µάτι την κίνηση για ένωση και
απαντούσε συχνά µε εκκλήσεις που υποστήριζαν τη διατήρηση του status quo. Οι
περισσότεροι Τουρκοκύπριοι δεν ήθελαν σε καµιά περίπτωση να αποτελέσουν
µειονότητα σε ελληνικό κράτος. Γι’ αυτό έβλεπαν την αγγλική ηγεµονία σαν εγγύηση
της θέσης τους απέναντι στην ελληνική πλειοψηφία. Αν οι Άγγλοι παραιτούνταν από
τη Κύπρο, τότε έβλεπαν δύο πιθανές λύσεις: επιστροφή στην Τουρκία ή διχοτόµηση
του νησιού σε ελληνικό και τουρκικό τµήµα. Η δεύτερη αυτή λύση είναι γνωστή µε
τον όρο taksim.
Η κρίση του 1929 επέδρασε επίσης και στην οικονοµία της Κύπρου. Συν τοις άλλοις
αυξήθηκε σταδιακά µέχρι οριακού σηµείου η απογοήτευση των Ελληνοκυπρίων για
την εκτόπιση της ένωσης. Το 1931 προκλήθηκαν σοβαρές ταραχές στη Λευκωσία,
κατά τις οποίες ισοπεδώθηκε µε φωτιά το γραφείο του Κυβερνήτη. Επίσης και σε
κάποιο άλλο µέρος του νησιού ξέσπασαν διαδηλώσεις τις οποίες οι Εγγλέζοι
κατέπνιξαν σύντοµα. Το αποτέλεσµα ήταν να καταργηθεί προσωρινά το
αποικιοκρατικό σύνταγµα και η διοίκηση να γίνει ακόµη πιο αυταρχική. Η Ελλάδα
κράτησε αποστάσεις απ’ όλα αυτά. Η οικονοµική κρίση έπληξε και την Αθήνα, και
επιπλέον η κυβέρνηση αποφάσισε να βελτιώσει τις σχέσεις της µε την Άγκυρα και γι’
αυτό τον λόγο το θέµα Ένωση µετατοπίστηκε στο παρασκήνιο. Το ίδιο συνέβη και
κατά τη διάρκεια του ∆ευτέρου Παγκοσµίου Πολέµου. Η κατάσταση άλλαξε µετά
τον ελληνικό Εµφύλιο Πόλεµο ( 1946-1949 ), όταν οι Ηνωµένες Πολιτείες ανέλαβαν
από τους Άγγλους το ρόλο να προστατεύουν την ελληνική κυβέρνηση. Η Αθήνα
περίµενε από την Ουάσινγκτον µια πιο θετική στάση για την ένωση και προσπάθησε
συχνά να φέρει το θέµα στα Ηνωµένα Έθνη.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 φανατικοί εθνικιστές ιδρύουν στην Κύπρο τον
Εθνικό Οργανισµό Κυπριωτών Αγωνιστών ( ΕΟΚΑ ). Σκοπός ήταν η επιβολή της
Ένωσης µε βία. Αρχηγός ορίστηκε ο έλληνας στρατηγός µε κυπριακή καταγωγή
Γεώργιος Γρίβας. Το 1955 οι Βρετανοί οργάνωσαν µια διάσκεψη για την τύχη της
Κύπρου στο Λονδίνο, στην οποία ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών απαίτησε να γίνει
η Κύπρος τουρκική, αν οι Άγγλοι τελικά αποχωρούσαν. Την ίδια χρονιά, η ΕΟΚΑ
άρχισε έναν τροµοκρατικό αγώνα κατά των Άγγλων και των αντιφρονούντων της
Ένωσης. Οι Εγγλέζοι αντέδρασαν κατά του αγώνα µε πολλή βία, ακόµη και µε
θανατικές ποινές. Ο πνευµατικός και πολιτικός ηγέτης των Ελληνοκυπρίων
Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ΙΙΙ εξορίστηκε για κάποιο διάστηµα στις Σεϊχέλες.

Οι Τουρκοκύπριοι επίσης άρχισαν να οργανώνονται. Οι Άγγλοι δεν τους πρόβαλαν


καµιά αντίσταση. Το 1955 ο ∆ρ Φαζίλ Κιουτσιούκ ίδρυσε ένα κόµµα µε την
ονοµασία "Η Κύπρος είναι τουρκική". Την εποχή εκείνη δεν επιτρεπόταν η ύπαρξη
κανενός ελληνικού κόµµατος. Το 1955 επίσης ιδρύθηκε η τουρκοκυπριακή
κοινοβουλευτική οργάνωση VΟLKAN, η οποία πολύ σύντοµα πήρε την ονοµασία
Τουρκική ∆ύναµη Άµυνας ( ΤΜΤ ). Η VOLKAN άρχισε έναν αιµατηρό
αντιτροµοκρατικό αγώνα κατά της ΕΟΚΑ.

Οι Βρετανοί κράτησαν µια πολύ πιο ήπια στάση απέναντι στη VΟLKAN / TMT απ’
ό,τι στην ΕΟΚΑ. Έµπλεξαν επίσης και την τουρκική κυβέρνηση µε την Κύπρο, ως
αντιστάθµισµα κατά της ΕΟΚΑ, µε κίνδυνο να υπάρξουν επιπτώσεις στις σχέσεις των
δύο συµµάχων του ΝΑΤΟ, µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (4). Οι επιπτώσεις αυτές
δεν άργησαν να φανούν. Για να δείξουν πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση, η τουρκική
κυβέρνηση οργάνωσε αιµατηρούς διωγµούς κατά των Ελλήνων στην
Κωνσταντινούπολη και Σµύρνη, µε αφορµή µια έκρηξη βόµβας στο Τουρκικό
Προξενείο της Θεσσαλονίκης. Έκτοτε το κυπριακό πρόβληµα αποτελεί το
σπουδαιότερο εµπόδιο στις σχέσεις Άγκυρας και Αθήνας.

∆ύο γεγονότα οδήγησαν τελικά στη διάσπαση. Οι Άγγλοι µετά το φιάσκο του Σουέζ,
πιεζόµενοι από τους Αµερικανούς, δεν ήθελαν να παίζουν δεσπόζοντα ρόλο στην
περιοχή. Ούτε το θεωρούσαν πια αναγκαίο να κατέχουν ολόκληρο το νησί. ∆ύο
στρατιωτικές βάσεις θα τους επαρκούσαν. Επιπλέον, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος
διαβεβαίωνε ότι οι Ελληνοκύπριοι ήσαν έτοιµοι να δεχτούν ανεξαρτησία αντί για
ένωση. Ο δρόµος για διαπραγµατεύσεις άνοιξε και οδήγησε σε συνοµιλίες το 1959
µεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και Ηνωµένου Βασιλείου, που κατέληξαν στις συµφωνίες
της Ζυρίχης. Οι συµφωνίες αυτές επιβλήθηκαν σαν προσταγές και στις δύο
κοινότητες, αφού τους έβαλαν το µαχαίρι στο λαιµό. Ο Μακάριος υπέγραψε παρά τη
θέλησή του, εξαιτίας των αντιρρήσεων που είχε για το περίπλοκο, και όπως
αποδείχτηκε αργότερα, ανέφικτο σύνταγµα. Οι υποστηρικτές της ΕΟΚΑ
απογοητεύτηκαν σαφώς γι’ αυτό το fait accompli. (5).

To 1960 η Κύπρος έγινε ανεξάρτητη χώρα µε πρόεδρο τον Μακάριο και αντιπρόεδρο
τον Kιουτσιούκ. Σύµφωνα µε το σύνταγµα οι θέσεις αυτές καλύπτονταν αντίστοιχα
από έναν Ελληνοκύπριο και έναν Τουρκοκύπριο. Οι Εγγυήτριες ∆υνάµεις --η
Μεγάλη Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία-- είχαν το δικαίωµα από κοινού ή
ξεχωριστά να εισβάλουν στη χώρα, αν διέτρεχε κίνδυνο το σύνταγµα, το οποίο
χαρακτηρίστηκε από τα πιο παράξενα που επιβλήθηκαν ποτέ σε χώρα. Οι
Τουρκοκύπριοι, µια µειονότητα 18% περίπου, ασκούσαν µια άνισα µεγάλη επιρροή,
(όπως το 30% σε βουλευτικές έδρες, το 30% σε δηµόσιες θέσεις και το 40% σε
αστυνοµική δύναµη), και είχαν το δικαίωµα αρνησικυρίας (veto) σε ουσιαστικά
ζητήµατα, όπως στη νοµοθεσία της φορολογίας. Σε µεγάλα µέρη εµφανίστηκαν
ξεχωριστοί δήµοι. Στην πράξη αποδείχτηκε το σύστηµα αυτό ανέφικτο. Η
τουρκοκυπριακή κοινότητα από φόβο µην υπερισχύσει η ελληνοκυπριακή, κράτησε
µια εξαιρετικά αµυντική θέση µε την ελάχιστη υπόνοια ότι παραβιάζονταν τα
δικαιώµατά της. ∆ηµιουργήθηκαν άλυτα προβλήµατα µε τη συµπλήρωση θέσεων στο
δηµόσιο, στο στρατό, στην αστυνοµία και στη διοίκηση των χωριστών δήµων. Οι
Τουρκοκύπριοι έκαναν επίσης χρήση του βέτο µπλοκάροντας βασικούς νόµους
φορολογίας. Η κυβέρνηση ακινητοποιήθηκε πλήρως. Γι’ αυτό το 1963 ο Μακάριος
πρότεινε να αλλάξει το σύνταγµα, µε σκοπό να περιορίσει την επιρροή των
Τουρκοκυπρίων.

Η βίαιη αντίδραση των Τουρκοκυπρίων θέτει το ερώτηµα αν η κατάσταση αυτή δεν


επιδιώχθηκε επίτηδες µε τελικό σκοπό τη διχοτόµηση. Στις 21 ∆εκεµβρίου οι
Τουρκοκύπριοι εισέβαλαν στον ελληνικό τοµέα της Λευκωσίας. Αφορµή στάθηκε
ένας πυροβολισµός κατά τον έλεγχο ρουτίνας αυτοκινήτου από την ελληνoκυπριακή
αστυνοµία. Στο επεισόδιο αυτό σκοτώθηκε µια Τουρκοκύπρια. Τόσο η οργάνωση
ΤΜΤ όσο και οι δυσαρεστηµένοι αγωνιστές της πρώην ΕΟΚΑ άρπαξαν την ευκαιρία
για να ενισχύσουν τις θέσεις τους. Σε διάφορα µέρη ξέσπασαν βιαιοπραγίες, κατά τις
οποίες και οι δυο πλευρές ξεπέρασαν τα όρια δολοφονώντας πολίτες. Ο
Eλληνοκύπριος Νίκος Σαµψών κυρίως υπήρξε περιβόητος την εποχή εκείνη.

Κατά την περίοδο της κρίσης τα ελληνικά και τουρκικά στρατεύµατα, που σύµφωνα
µε τη συνθήκη της Ζυρίχης είχαν στρατοπεδεύσει στο νησί, απειλούσαν να
συγκρουστούν µεταξύ τους. Επιπλέον τουρκικά πολεµικά αεροπλάνα παραβίασαν τον
εναέριο χώρο και φάνηκε σαν επικείµενη εισβολή. Για να προλάβουν την κατάσταση
αυτή αποφασίστηκε κατάπαυση του πυρός µε βρετανική πρωτοβουλία, στις 24
∆εκεµβρίου. Αγγλικά στρατεύµατα πήραν θέσεις στη Λευκωσία για να χωρίσουν τις
µαχόµενες πλευρές. Αυτό στάθηκε η αφορµή για την Πράσινη Γραµµή --η
διαχωριστική γραµµή που εντωµεταξύ χωρίζει όλο το νησί στα δύο.

Οι τρεις εγγυήτριες δυνάµεις µαζί µε τις αντιµαχόµενες πλευρές συναντήθηκαν στο


Λονδίνο για να βρουν µια λύση στο πρόβληµα αλλά η διάσκεψη απέτυχε. Κατόπιν, η
Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωµένες Πολιτείες, επειδή φοβήθηκαν σοβιετική εµπλοκή,
πρότειναν να σταλεί µια ειρηνευτική δύναµη του ΝΑΤΟ. Η κυβέρνηση του
Μακαρίου, η οποία υποστήριζε µια αδέσµευτη πολιτική κι ήλπιζε σε µια λύση µέσω
των Ηνωµένων Εθνών, ήταν αντίθετη. Συνεπώς, το Συµβούλιο Ασφάλειας αποφάσισε
αρχές Μαρτίου να τοποθετήσει µια ειρηνευτική δύναµη των Ηνωµένων Εθνών
( UNFICYP) στην Κύπρο.

Εντωµεταξύ ξέσπασαν νέες ταραχές και η Τουρκία ετοιµάστηκε για εισβολή. Μόνο
µετά από προσωπική παρέµβαση του αµερικανού προέδρου Tζόνσον συγκρατήθηκε η
Άγκυρα. Ο Τζόνσον έστειλε τον απεσταλµένο του Ντιν Άτσεσον στην Κύπρο ο
οποίος πρότεινε σε αντάλλαγµα για την Ένωση µια τουρκική εδαφική βάση στο νησί
και παραχώρηση του ελληνικού νησιού Καστελόριζο στην Τουρκία. Η πρόταση αυτή
απορρίφθηκε από τον Μακάριο. Ο αγώνας δε γινόταν πια για την ένωση, αλλά για
µια ανεξάρτητη, ουδέτερη Κύπρο µε εφικτό σύνταγµα, και χωρίς δικαίωµα βέτο από
πλευράς Τουρκοκυπρίων.

Οι Τουρκοκύπριοι άρχισαν να οχυρώνονται σε θύλακες για να µπορέσουν ν’


αµυνθούν καλύτερα, κατά τα λεγόµενά τους. Οι θύλακες αυτοί πήραν τη µορφή
πολιορκηµένων οχυρών. Παρά την παρουσία ειρηνευτικής δύναµης συνέβαιναν
συχνά επεισόδια. Τον Αύγουστο του 1964 αναχαιτίστηκε µια τουρκική µεταφορά
όπλων καθ’ οδόν προς το χωριό Κόκκινα, στη δυτική ακτή. Κατόπιν η Εθνική
Φρουρά έκανε επίθεση στο θύλακα, µετά την οποία η τουρκική αεροπορία
βοµβάρδισε µερικά ελληνοκυπριακά χωριά.

Το 1967 η κατάσταση εντάθηκε από δύο περιστατικά. Πρώτον από τη µυστική


επιστροφή του Γρίβα που ίδρυσε εκ νέου την ΕΟΚΑ µε την ονοµασία ΕΟΚΑ Β' και
άρχισε έναν τροµοκρατικό αγώνα που απευθυνόταν κυρίως κατά των οπαδών του
Μακαρίου. ∆εύτερον από το πραξικόπηµα στην Αθήνα που έφερε στην εξουσία µια
φασιστική, αντιµακαρική χούντα. Αυτή η χούντα δεν είχε οπαδούς µόνο τον Γρίβα
και τον Σαµψών στην Κύπρο, αλλά και πολλούς έλληνες αξιωµατικούς,
αποσπασµένους στην Εθνική Φρουρά. Το Νοέµβριο του 1967 οπαδοί του Γρίβα
επιτέθηκαν σε δύο τουρκοκυπριακά χωριά, του Αγίου Θεοδώρου και Κοφίνου. Στην
περίπτωση αυτή η τουρκική εισβολή εµποδίστηκε µόνο µε την άµεση µείωση της
ελληνικής στρατιωτικής δύναµης στο νησί, η οποία από το επιτρεπτό όριο των 950
ανδρών είχε φτάσει τους 1300 στρατιώτες.

Η ιδέα της Ένωσης είχε χάσει την αίγλη της µεταξύ πολλών Ελληνοκυπρίων και εξ
αιτίας της δικτατορίας στην Αθήνα η πλειοψηφία υποστήριζε τη πολιτική του
Μακαρίου. Παρ’ όλα αυτά ο Αρχιεπίσκοπος βρέθηκε σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Η
χούντα ήθελε να τον ξεκάνει όσο το δυνατό γρηγορότερα. Οι Ηνωµένες Πολιτείες,
αντίθετες προς την ουδέτερη πολιτική του, τον θεωρούσαν σαν έναν
κρυφοκοµµουνιστή, ενώ οι Τουρκοκύπριοι τον έβλεπαν σαν εµπόδιο στη διχοτόµηση.
Μ’ αυτούς τους τελευταίους ο Μακάριος προσπάθησε σοβαρά να βελτιώσει τις
σχέσεις. Αντιτάχθηκε στον de facto αποκλεισµό των τουρκοκυπριακών θυλάκων και
υπό την ηγεσία του Γλαύκου Κληρίδη και Ραούφ Ντενκτάς άρχισαν συνοµιλίες
µεταξύ των δύο κοινοτήτων. Συνεπώς µειώθηκαν αισθητά οι εντάσεις στο νησί χωρίς
ακόµη να έχει βρεθεί λύση, όταν στην υπόθεση αναµείχθηκε η χούντα της Αθήνας µε
διοργάνωση πραξικοπήµατος.

Το πραξικόπηµα έγινε στις 15 Ιουλίου 1974. Μονάδες της Εθνικής Φρουράς έκαναν
επίθεση στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο, αλλά ο Μακάριος κατάφερε να δραπετεύσει. Ο
Νίκος Σαµψών ανέλαβε την εξουσία. Σ’ ολόκληρο το νησί ξέσπασαν αψιµαχίες
µεταξύ των οπαδών και αντιπάλων του Μακαρίου. Οι Τουρκοκύπριοι έµειναν στους
θύλακές τους κρατώντας όσο το δυνατόν αποστάσεις, αλλά το πραξικόπηµα ήταν για
την Τουρκία η ευκαιρία που περίµενε. Στις 20 Ιουλίου αποβιβάσθηκαν τουρκικά
στρατεύµατα στην Κυρήνεια και προχώρησαν προς τη Λευκωσία. Το σοκ της
εισβολής έγινε αισθητό µέχρι την Αθήνα, όπου προκάλεσε την πτώση της χούντας.
Στην Κύπρο ο Σαµψών εξαφανίστηκε από το προσκήνιο, στις 23 Ιουλίου, και
ανέλαβε την εξουσία ο πρόεδρος του κοινοβουλίου Κληρίδης. Στις 30 Ιουλίου επήλθε
κατάπαυση του πυρός.

Στην επόµενη σύσκεψη που έγινε στη Γενεύη η Τουρκία απαίτησε µε τελεσίγραφο
µια µορφή διχοτόµησης µε την οποία το 35% του νησιού θα µεταβιβαζόταν στους
Τουρκοκύπριους. Όταν η Κύπρος απέρριψε το αίτηµα αυτό, ο τουρκικός στρατός
άρχισε νέα επίθεση, στις 14 Αυγούστου, µε την οποία κατέκτησε ολόκληρο το βόρειο
τµήµα του νησιού. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης πιάστηκαν πολλοί αιχµάλωτοι
πολέµου από τους οποίους 1500 περίπου δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Σχεδόν όλος ο
ελληνοκυπριακός πληθυσµός εξαφανίστηκε από τα κατεχόµενα µέρη, ενώ οι πιο
πολλοί Τουρκοκύπριοι από το νότιο τµήµα, υπό την πίεση των ηγετών τους, έφυγαν
προς το βόρειο τµήµα (6). Σ’ αυτούς, µετά το 1974, προστέθηκαν µερικές δεκάδες
χιλιάδες έποικοι από την Τουρκία, οι οποίοι θεωρούνται παράνοµοι από την
Κυπριακή ∆ηµοκρατία. Στην πραγµατικότητα, µε την κατοχή του βορρά επιτεύχθηκε
η διχοτόµηση, γεγονός που εξηγεί γιατί οι ηγέτες των Τουρκοκυπρίων αρνήθηκαν
επίµονα να κάνουν συµβιβασµούς στις εκάστοτε διαπραγµατεύσεις που ακολούθησαν.
Το 1983 µάλιστα αυτοανακηρύχθηκαν "Τουρκική ∆ηµοκρατία της Βόρειας Κύπρου",
χωρίς να έχουν αναγνωριστεί από κανένα κράτος εκτός από την Τουρκία. Έκτοτε,
κατέχουν αµείωτο το ανεξάρτητο κράτος τους υπό την αρχηγία ακόµη του Ραούφ
Ντενκτάς, και υπό την κάλυψη µεγάλης τουρκικής στρατιωτικής δύναµης.

Στη σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έγινε στην Κοπεγχάγη, το
∆εκέµβριο 2002 αποφασίστηκε η ένταξη της Κύπρου στην Ένωση για το 2004. Το
γεγονός αυτό επιτάχυνε τις διαπραγµατεύσεις που διαιωνίζονται εδώ και είκοσι οκτώ
χρόνια µε ενδιάµεσες παύσεις. Τα Ηνωµένα Έθνη παρουσίασαν το Νοέµβριο 2002 το
ονοµαζόµενο σχέδιο-Αναν. Και τα δυο µέρη έχουν αποδεχτεί το σχέδιο ως βάση για
περαιτέρω διαπραγµατεύσεις. Το πού θα οδηγήσει αυτό, θα φανεί στο µέλλον.
Εντωµεταξύ η κατάσταση στην Κύπρο παραµένει ακόµη η ίδια, όπως ήταν µετά την
εισβολή του 1974. Ένα νησί χωρισµένο στα δυο µε την ¨Πράσινη Γραµµή¨, µε µια
ειρηνευτική δύναµη των Ηνωµένων Εθνών, µε το βόρειο τµήµα του να κατέχεται από
την Τουρκία, και στο οποίο περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι ζουν ακόµη ως
πρόσφυγες µέσα στην ίδια τους τη χώρα.

Σηµειώσεις
1. Stavros Pandeli – A History of Cyprus. From Foreign Domination To Troubled
Independence. Londen / Den Haag 2000, p.75.
2. Doros Alastos – Cyprus in History. Londen 1976, p. 309-323.
3. Kees Klok - "Lausanne, een historisch breukvlak." In : Lychnari jg 7, nr.4, 1993.
4. Zie: Christopher Hitchens – Hostage to History. Cyprus from the Ottomans to
Kissinger. Londen / New York 1999, p. 46 vgl.
5. Richard Clogg – A Concise History of Greece. Cambridge 1992, p. 154.
6. Kees Klok – "Langs de Groene Lijn." In: Lychnari jg 16, nr.5, 2002.
Μετάφραση από τα ολλανδικά
Στέλλα Τιµωνίδου

Τα ∆όγµατα της Bυζαντινής Εξωτερικής Πολιτικής

του Αριστείδη Μπότα


Πτυχίο (∆ιεθν. Ευρωπ. Οικ. & Πολ. Επιστ.)
Πανεπιστήµιο Μακεδονίας

Η ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας θεµελιώθηκε πάνω στο δόγµα του


Βυζαντινού Οικουµενισµού, που αποτέλεσε συνέχεια της ρωµαϊκής ιδεολογίας.
Σύµφωνα µ' αυτή τη βασική αρχή, "...η Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία ένωσε την
Οικουµένη, προκάλεσε υποταγή των Βαρβάρων, κατάργησε τα σύνορα των εθνών
και σχηµάτισε την κοιτίδα που γεννήθηκε ο Θεάνθρωπος..."(1). Συνεπώς, το
Βυζάντιο, που αποτέλεσε τον κληρονόµο της Ρώµης, όφειλε να χαράξει την πορεία
του µε βάση την ίδια αρχή. Η βυζαντινή διάσταση της ιδεολογίας στηρίχθηκε στα
συστατικά στοιχεία του ρωµαϊκού ∆ικαίου, τη ρωµαϊκή κρατική οργάνωση, τη
χριστιανική ηθική και πίστη και την πνευµατική παράδοση του ελληνισµού. Η
Βυζαντινή Αυτοκρατορία κληρονόµησε τον ελληνιστικό πολιτισµό (γλώσσα, ήθη,
έθιµα), που όµως πλέον είχε συµβιβαστεί µε την ιδέα ότι πολιτικά η αυτοκρατορία
αισθάνεται ρωµαϊκή. Το νέο κράτος υπήρχε γιατί ήταν θέληµα Θεού να αποτελέσει
την κοιτίδα διάδοσης της χριστιανικής θρησκείας, είχε καταστεί "...σκεύος εκλογής
προς την εξάπλωση της χριστιανικής ευαγγελίας και της σωτηρίας του ανθρωπίνου
γένους...",(2) καθώς και ηγέτης όλων των άλλων λαών. Αυτό σηµαίνει πως όλοι οι
λαοί όφειλαν σεβασµό στα παραπάνω συστατικά στοιχεία, όφειλαν να αναγνωρίσουν
το "Μεσαιωνικό Σχήµα της Ανατολικής Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας"(3) και να
ασπασθούν τον Χριστιανισµό, αν ήθελαν να είχαν θέση στη νέα τάξη πραγµάτων.
Αυτή ακριβώς τη νέα διεθνή τάξη ήθελε να συγκροτήσει η αυτοκρατορία. Μία τάξη
µε βάση τις δικές της εσωτερικές αξίες. Η πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη, είναι η
δεύτερη Ρώµη, η Νέα Ιερουσαλήµ, η Βασιλεύουσα. Ακόµα και στις πιο δύσκολες
στιγµές, η Θεία Πρόνοια θα έσωζε την Πόλη και την αυτοκρατορία.

Η ιδέα αυτή θα διατηρηθεί ακλόνητη και µε κάποιες παραλλαγές στο πέρασµα των
αιώνων και θα επιβιώσει της ίδιας της άλωσης της Πόλης, το 1453. Πέρασε από τρεις
βασικές φάσεις και διέγραψε τρία αντίστοιχα ∆όγµατα εξωτερικής πολιτικής:

• Το ∆όγµα του Imperium Romanum που χαρακτήρισε την εξωτερική πολιτική


των πρώτων αυτοκρατόρων και ιδίως του Ιουστινιανού, ως τα τέλη του 6ου
αιώνα,

• Το ∆όγµα της Βυζαντινής Κοινοπολιτείας, µέσω ενός συνεχούς
διευρυνόµενου βυζαντινοκεντρικού διεθνούς καθεστώτος νοµιµοποίησης, που
συνοδεύτηκε από τη γέννηση του εθνικισµού και που χαρακτήρισε την
εξωτερική πολιτική από τις αρχές του 7ου αιώνα ως τα µέσα του 9ου ,

• Το ∆όγµα της Περιορισµένης Ιµπεριαλιστικής Οικουµενικότητας και του
Οικουµενικού Χριστιανισµού, που στιγµάτισε, µε ελάχιστες χρονικές
εξαιρέσεις, τη λειτουργία της εξωτερικής πολιτικής από τα µέσα του 9ου
αιώνα ως τα µέσα του 11ου.

Από την εποχή εκείνη και µετά, η αυτοκρατορία άρχισε να παίρνει το δρόµο της
παρακµής. Ήδη, είχε δεχθεί το πρώτο σοβαρό χτύπηµα στα ανατολικά της εδάφη
(µετά την κρίσιµη ήττα από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Ματζικέρτ, το 1071),
ενώ από τη δύση εισέβαλλαν συνεχώς οι Νορµανδοί (το ίδιο µοιραίο έτος έπεσε το
Μπάρι, η τελευταία βυζαντινή κτήση στην Ιταλία), επιφέροντας µεγάλες
καταστροφές στο κράτος και από το Βορρά οι Πατζινάκες και οι Κουµάνοι. Είχε
επίσης µεσολαβήσει η οριστική ρήξη µε την Εκκλησία της Ρώµης (Σχίσµα, 1054),
γεγονός που αποµόνωσε διπλωµατικά το Βυζάντιο, η εδαφική σµίκρυνση από τους
διαδοχικούς πολέµους, η οικονοµική οπισθοδρόµηση, η διαφθορά, η ανηθικότητα και
η εσωτερική κρίση. Από το σηµείο αυτό και µετά, το Βυζάντιο µάλλον δεν ήταν σε
θέση να διαµορφώσει επιθετική στρατηγική και η εξωτερική του πολιτική στόχευε
στην απλή επιβίωση.

Μετά την ανάλυση των τριών δογµάτων, θα δούµε επιγραµµατικά, παράλληλα µε τα


αίτια της παρακµής, πώς το Βυζάντιο προσπάθησε να αντεπεξέλθει απέναντι στη νέα
µεγάλη κρίση που αντιµετώπισε από τα µέσα του 11ου αιώνα και µετά, χωρίς όµως
επιτυχία αυτή τη φορά.

Η ιδεολογία του Imperium Romanum είναι η ακριβής συνέχιση της ρωµαϊκής


ιδεολογίας. Σύµφωνα µε αυτήν, το να είσαι Ρωµαίος σήµαινε πως είσαι προνοµιούχος
από τη µοίρα, ότι έχεις το ιερό καθήκον να φροντίζεις για την ανθρωπότητα. Ο
Βιργίλιος περιγράφει γλαφυρά: "....Μα ΄συ Ρωµαίε, θυµήσου, τους λαούς θα
κυβερνάς, θα θεµελιώσεις τους κανόνες της ειρήνης, στους νικηµένους θα είσαι
µεγαλόκαρδος, στους αλαζόνες τιµωρός, αυτές θα είναι οι δικές σου τέχνες".(4)

Το νέο Imperium Romanum πήρε δύο εκφάνσεις:(5) α) τη ρεαλιστική, που στηρίζεται


στο αξίωµα ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτελούσε την αδιάσπαστη συνέχεια της
Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, που ήταν "καθαρισµένη" µέσω του Χριστιανισµού. Έτσι,
το Βυζάντιο, ως άξιος συνεχιστής των τιµηµένων προγόνων, είχε καθήκον να
ξαναφέρει την αυτοκρατορία στα ρωµαϊκά επίπεδα και β) την ιδεαλιστική, που
εκδηλώθηκε µε την επιθυµία απελευθέρωσης των υπόδουλων αδελφών και
επιστροφής τους στα πάτρια εδάφη. Γαλουχηµένος µ' αυτές τις αρχές, ο Ιουστινιανός
ξεκίνησε έναν ανελέητο κατακτητικό πόλεµο, προσπαθώντας ν' ανακτήσει τα χαµένα
εδάφη που τότε άνηκαν στα γοτθικά φύλα. Η εκκαθάριση του κόσµου από τους
βαρβάρους ήταν απαραίτητη προϋπόθεση και ανάγκη για τη διατήρηση της ειρήνης,
για την επιβολή του κράτους δικαίου και για να έρθουν όλοι οι πολιτισµένοι λαοί
στους κόλπους της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, που σαν στοργικός πατέρας τους
αγκαλιάζει όλους και τους µαθαίνει τον ελληνικό πολιτισµό και τη χριστιανική πίστη.
Ο στόχος επιτεύχθηκε, καθώς ως το 565 (έτος θανάτου του αυτοκράτορα), είχαν
καταλυθεί τα βασίλεια των Βανδάλων, Οστρογότθων και Βησιγότθων, η
αυτοκρατορία είχε φτάσει στο µέγιστο της εδαφικής της εξάπλωσης και παλιές
ρωµαϊκές επαρχίες επέστρεφαν σε αυτοκρατορικό έλεγχο. Η Μεσόγειος και η Μαύρη
Θάλασσα µετατράπηκαν και πάλι σε ρωµαϊκές λίµνες.
Σ' αυτό το σηµείο, ας δούµε το βασικό στόχο της ιδεολογίας του κυρίαρχου κράτους
του Μεσαίωνα και ας το αντιπαραβάλλουµε µε το βασικό στόχο της ιδεολογίας της
µοναδικής σύγχρονης υπερδύναµης (Η.Π.Α.). Ο στόχος, έτσι όπως προβάλλεται,
είναι ακριβώς ο ίδιος: βάρβαροι είναι και οι σύγχρονοι ταραξίες του διεθνούς
συστήµατος, δηλαδή οι τροµοκράτες, η Ρωµαϊκή αυτοκρατορία, είναι το αµερικανικό
έθνος, ο ελληνικός πολιτισµός έχει δώσει τη θέση του στον αγγλοσαξονικό και η
χριστιανική πίστη, στη λέξη παγκοσµιοποίηση, τη νέα θρησκεία της σύγχρονης
εποχής. Η επίκληση στις αρχές της ειρήνης και του δικαίου είναι διαχρονική και
εξυπηρετεί πάντα αυτούς που θέλουν να διαµορφώσουν µία νέα τάξη πραγµάτων.
Στην επανάληψη και διαχρονική ισχύ των µηνυµάτων της Ιστορίας, ταιριάζει άψογα
η ρήση του Fullbright, που ήρθε να εξηγήσει µερικούς αιώνες αργότερα τον
πατριωτισµό του Βιργιλίου: "...η δύναµη τείνει να ταυτιστεί µε την αρετή και ένα
µεγάλο έθνος είναι ιδιαίτερα επιρρεπές στην ιδέα ότι η δύναµή του είναι σηµείο
θεϊκής εύνοιας, που το επιφορτίζει µε µία ιδιαίτερη ευθύνη για τη τύχη των άλλων
εθνών (...) και πώς θα τα αναπλάσει κατά την ιδίαν αυτού λαµπρή εικόνα και
οµοίωση...".(6)

Ωστόσο, αυτές οι επιτυχίες που σηµειώθηκαν στο όνοµα µιας ιδεολογίας


αποτελούσαν στην ουσία µία πύρρειο νίκη για το Βυζάντιο. Εκ των υστέρων
συµπεραίνουµε ότι οι µακρινές αυτές εκστρατείες δεν απέβησαν προς το συµφέρον
της αυτοκρατορίας, για δύο λόγους: α) γιατί οι επιχειρήσεις αυτές ανάλωσαν
σηµαντικές κρατικές δυνάµεις σε µέτωπα δευτερευούσης σηµασίας, αφήνοντας το
νευραλγικό χώρο της Μ. Ασίας στο περσικό έλεος και β) γιατί όπως αποδείχθηκε, το
Βυζάντιο αδυνατούσε να επωµιστεί το κόστος συντήρησης µίας δεύτερης Ρωµαϊκής
Αυτοκρατορίας. Σύντοµα τα ανακτώµενα εδάφη χάθηκαν οριστικά και µαζί µ' αυτά
και το όνειρο της αναβίωσης παλαιών µεγαλείων.

Κάνοντας µία νέα παρένθεση και έχοντας κατά νου τα διδάγµατα της Ιστορίας δεν
είναι δυνατό να µην αναρωτηθούµε: "µήπως οι µακρινές εκστρατείες των Η.Π.Α., σε
ολόκληρο τον κόσµο, αναλώσουν σηµαντικές κρατικές δυνάµεις"; Ο Paul Kennedy(7)
δεν αρνείται ότι η οικονοµική δύναµη των Η.Π.Α. φθίνει στη σηµερινή εποχή και
ένας από τους βασικούς λόγους είναι το κόστος συντήρησης των βάσεων απανταχού
στον κόσµο.(8) Η Ιστορία και πάλι δικαιώνεται. Μήπως, η κατεύθυνση της
αµερικάνικης εξωτερικής πολιτικής και η απαξίωση που δείχνουν οι Αµερικανοί
ιθύνοντες και διαµορφωτές της προς την Ευρώπη, αφήσει αυτό το νευραλγικό χώρο
στο έλεος άλλων δυνάµεων; ∆εν αποκλείεται έτσι στο µέλλον και οι Αµερικανοί να
ψάχνουν τα χαµένα τους µεγαλεία. Ας επανέλθουµε όµως στα βυζαντινά χρόνια...

Στην ανατολή, η δεύτερη ισχυρότερη αυτοκρατορία της εποχής, η Περσική της


δυναστείας των Σασσανιδών, απειλούσε σοβαρότατα τη βιωσιµότητα της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας, ήδη από τα τέλη του 6ου αιώνα, µε κίνητρα κυρίως οικονοµικά. Οι
δύο αυτοκρατορίες µοιράζονταν εκτεταµένα κοινά σύνορα, γεγονός που µετέτρεπε τις
κατά καιρούς διενέξεις σε πολυµέτωπους αγώνες. Τα αποτελέσµατα των τοπικών
αυτών συγκρούσεων θα κρίνονταν σε µεγάλο βαθµό από τις περιφερειακές
στρατηγικές συµµαχίες που θα είχαν συνάψει οι δύο αυτές υπερδυνάµεις της εποχής.
Για πρώτη φορά µετά από πολλά χρόνια, η Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία ένιωσε την
ανάγκη να ζητήσει τη βοήθεια τρίτης δύναµης προκειµένου να κάµψει την αντίσταση
του εχθρού.(9) Η µέθοδος αυτή στιγµάτιζε από ΄δω και στο εξής την εξωτερική
πολιτική του Βυζαντίου ως το τέλος του. Παράλληλα, η αδυναµία εξάρθρωσης ή
χειραγώγησης όλων των βαρβαρικών φυλών σε συνδυασµό µε την πρωτοφανή ως
τότε επιτυχία των Βουλγάρων να δηµιουργήσουν αναγνωρισµένο ειδωλολατρικό
κράτος µέσα στις κτήσεις της αυτοκρατορίας (681), έστρεψαν το Βυζάντιο προς τη
διεύθυνση διατύπωσης ενός καινούριου ∆όγµατος, αυτό της Κοινοπολιτείας.

Στόχος του νέου ∆όγµατος ήταν η δηµιουργία µίας διεθνούς κοινότητας µε κέντρο το
Βυζάντιο, µίας κοινότητας που θα βρίσκονταν κάτω από την άµεση επιρροή της
Κωνσταντινούπολης. Μ' αυτό τον τρόπο η αυτοκρατορία µονιµοποίησε, κατά κάποιο
τρόπο, τους συµµάχους της. Βέβαια αυτή η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, δεν σήµαινε
βυζαντινή κυριαρχία απέναντι σ' αυτούς τους λαούς της κοινότητας, όπως σήµαινε το
Imperium Romanum. Απλά σήµαινε, κατά κάποιο τρόπο, πολιτιστική υποταγή
τους.(10)

Αυτή η Κοινοπολιτεία, αυτή η "Μεσαιωνική Κοινότητα Ανατολικοευρωπαϊκών


εθνών", όπως τη χαρακτήρισε ο Οbolensky(11), µε µία πιο χαλαρή διάσταση, µας
θυµίζει σήµερα το ΝΑΤΟ και βεβαίως "για να ήταν επιτυχής θα έπρεπε το Βυζάντιο
να εξασφαλίσει οφέλη στους υποτελείς του", όπως σήµερα οι Η.Π.Α.(12)

Τα οφέλη αυτά εξασφαλίστηκαν µέσω µίας διαδικασίας νοµιµοποίησης, καθιστώντας


την αυτοκρατορία το κέντρο των διεθνών σχέσεων. Μέσα από τελετουργίες,
συµβολισµούς, µύθους, προπαγάνδα, πολιτιστική διείσδυση και διπλωµατικές
πρακτικές, το Βυζάντιο κατάφερε να αποκτήσει µία ειδική βαρύτητα στη διεθνή
σκηνή που πήγαζε από την αρχαιότητα της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας και να πείσει
για την αποστολή του. Έδειξε ότι αποτελεί το σταθερό παράγοντα του διεθνούς
συστήµατος, ενέπνευσε σε όλους τους λαούς- µέσω της επίδειξης της ισχύος του-
σεβασµό, θαυµασµό, φόβο και τελικά έµµεση υποταγή. Κανένας παίχτης του
διεθνούς συστήµατος δε µπορούσε να λειτουργεί και να δρα µέσα σ' αυτό, χωρίς να
λαµβάνει υπόψη του την αντίδραση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Όλοι οι
πολιτισµένοι λαοί ζητούσαν αναγνώριση από το Βυζάντιο. Όλοι οι πολιτισµένοι
ηγέτες ζητούσαν την παράδοση κάποιου τίτλου, προνοµίων ή ευνοϊκής µεταχείρισης
από το Βυζαντινό αυτοκράτορα. Ζητούσαν δηλαδή νοµιµοποίηση. Η αυτοκρατορία
αντάλλαζε αυτή την παραχώρηση νοµιµοποίησης µε στρατηγικής κυρίως φύσεως
πλεονεκτήµατα, ώστε να αντισταθµίζει τη συνήθως ισχυρότερη στρατιωτική δύναµη
του αντιπάλου.

Σε ορισµένες βέβαια περιπτώσεις, χρήσιµες αποδείχθηκαν οι µυστικές διπλωµατικές


τακτικές καθώς και οι απειλές, οι πρακτικές εκφοβισµού του εχθρού και οι
δωροδοκίες. Τέθηκαν όµως µόνο υπό το πλαίσιο της ευέλικτης βραχυχρόνιας
πολιτικής, όταν λόγω ελλείψεως χρόνου, οι συµµαχίες έπαιρναν το χαρακτήρα
άτυπης συνεννόησης για την αποφυγή ενός κινδύνου. Οι συµµαχίες και συµφωνίες
τέτοιας φύσεως διαλύονταν αµέσως µετά την λήξη της "επαγγελµατικής"
συνεργασίας και δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις στη βυζαντινή ιστορία όπου δύο
πρώην σύµµαχοι γίνονταν σε σύντοµο χρονικό διάστηµα (ακόµα και µηνών)
άσπονδοι εχθροί.

Το καθεστώς νοµιµοποίησης όµως, είχε πιο µακροχρόνια αποτελέσµατα. Εξασφάλιζε


µόνιµα στηρίγµατα και λειτουργούσε σαν ασπίδα προστασίας απέναντι στις
"µακιαβελικές", σε ορισµένες περιπτώσεις, εκφάνσεις της βυζαντινής εξωτερικής
πολιτικής, διαιωνίζοντας το κύρος της αυτοκρατορίας.
Την ίδια περίοδο που το Βυζάντιο έχτιζε την κοινοπολιτεία του, κάτοχοι της περσικής
κληρονοµιάς στην ανατολή χρίζονταν οι ραβες. Η επιβίωση της ίδιας της
αυτοκρατορίας διακινδύνευσε όσο ποτέ άλλοτε µέχρι το 1204. Οι χαλίφες
κατέκτησαν τη µία µετά την άλλη τις ανατολικές βυζαντινές επαρχίες µέσα σε
σύντοµο χρονικό διάστηµα, αναγκάζοντας το Βυζάντιο να αναθεωρήσει και να
εγκαταλείψει τα µεγαλεπήβολα οράµατα της Pax Romana, τουλάχιστον για την
παρούσα φάση. Για πρώτη φορά οι Βυζαντινοί ένιωσαν την ίδια τους την υπόσταση
να διακυβεύεται. Βρέθηκαν ενωµένοι όσο ποτέ, κάτω από την κοινή ανάγκη να
ορθώσουν το υψηλό πατριωτικό τους φρόνηµα. Οι Ίσαυροι αυτοκράτορες
προσπάθησαν να εφαρµόσουν πολιτική η οποία θα αφυπνούσε τις χαµηλές
κοινωνικές τάξεις υπέρ ενός πρωτοφανούς ξεσηκωµού. Λειτουργώντας σαν ένα είδος
κοµµουνιστικού, φιλολαϊκού µανιφέστου, η πολιτική της δυναστείας τόνισε την
αναγκαιότητα των φτωχών να επαναστατήσουν, να πολεµήσουν για να σώσουν την
περιουσία τους. Βάση του εγχειρήµατος υπήρξαν η δικαιοσύνη και η καλλιέργεια
ενός κλίµατος που θα στήριζε τον αγώνα. Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης, οι
Ίσαυροι ξέφυγαν από τις καθιερωµένες νόρµες, προκάλεσαν και ανέτρεψαν την
κοινωνία, εισάγοντας µία εικονοµαχική πολιτική, καθώς οι αγροτικοί πληθυσµοί της
Ανατολής, "επηρεάζονταν από την αυστηρότητα των ανεικονικών αιρέσεων".(13)
Αυτός ο αγώνας είχε δύο µορφές, καθώς παράλληλα µε την προσπάθεια για τη
σωτηρία του κράτους, έγινε και προσπάθεια για τη σωτηρία του Χριστιανισµού από
τους άπιστους Αγαρηνούς. Γεννήθηκε έτσι ο βυζαντινός εθνικισµός, η βυζαντινή
απάντηση στον Ιερό Πόλεµο του Ισλάµ, και µέσα απ' αυτόν εγκαινιάστηκε η
περίοδος στρατικοποίησης των κοινωνικών δοµών του κράτους. Οι εκστρατείες από
εδώ και στο εξής "σταυροφοριοποιήθηκαν" και η πατριωτική ιδέα έµεινε χαραγµένη
στις βυζαντινές ψυχές ως το τέλος. Πλέον, ο πόλεµος που γίνονταν για το Χριστό
ήταν πιο ιερός από τον πόλεµο που γίνονταν για την ανασύσταση της Ρωµαϊκής
Αυτοκρατορίας.

Από τα τέλη του 8ου αιώνα, ο χαρακτήρας της διπλωµατίας και της διαµόρφωσης του
Βυζαντινού Κοινοπολιτισµού, πήρε άλλη µορφή. Η κύρια αιτία αυτής της αλλαγής
ήταν η µορφοποίηση των χριστιανικών καθεστώτων στη ∆ύση και στη συνέχεια, η
άνοδος των Μακεδόνων αυτοκρατόρων στο θρόνο της Πόλης. Η "συναρµολόγηση"
της Αγίας Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερµανικού Έθνους από διάσπαρτα
φεουδαρχικά κρατίδια, η σταδιακή ανεξαρτητοποίηση της Παπικής Εκκλησίας από
τον έλεγχο του Πατριαρχείου και η αναβίωση παλιών αυτοκρατορικών τάσεων, ήταν
οι τρεις κύριοι παράγοντες "χριστιανοποίησης" της εξωτερικής πολιτικής αλλά και
συρρίκνωσης των επεκτατικών σχεδίων.

Η Μακεδονική ∆υναστεία που αναλαµβάνει τις τύχες του κράτους από το 867,
επαναφέρει στο προσκήνιο και καθιστά απαρέγκλιτο οδηγό της εξωτερικής της
πολιτικής τις εντολές του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η πολιτική αυτή στηρίζονταν
στην αντίληψη ότι η µεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώµη στο Βυζάντιο,
ισοδυναµούσε µε αποκοπή της Ανατολικής απο τη ∆υτική Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία.
ρα η δύση είναι από µόνη της υπεύθυνη για την πτώση της. Χαρακτηρίστηκε από
τη µετατόπιση των ενδιαφερόντων του κράτους προς τα ανατολικά και στην
εγκατάλειψη τυχόν αλυτρωτικών σχεδίων για ανάκτηση της Ρώµης και δυτική
επέκταση.(14) Η ιουστινιάνεια reconquista και η οικουµενικότητα του παρελθόντος
αποκηρύχθηκαν και παρανοµοποιήθηκαν, ενώ η ανατολική Ευρώπη και η Ασία
έγιναν χώρος άσκησης βυζαντινής επιρροής. Η επέκταση προς την περιοχή αυτή
έπρεπε να είναι απεριόριστη. "Ο αυτοκράτορας πρέπει να ανακτήσει τα χαµένα
αγαθά"(15 , λέει ο Πατριάρχης Φώτιος (όπερ και εγένετο ως τα µέσα του 11ου αιώνα).
Ταυτόχρονα, ο ρόλος των Φράγκων και του Πάπα στην αυτοκρατορική αυλή
αναβαθµίστηκαν, ενώ οι δυτικές εδαφικές απώλειες υποβαθµίστηκαν (όπως αυτής της
Ραβέννας, το 751). Η νοοτροπία αυτή βάραινε ιδιαίτερα στις συνειδήσεις των
ανθρώπων του 10ου αιώνα, καθώς στον Μέγα Κωνσταντίνο χρωστούσε όλος ο
Μεσαίωνας τη χριστιανική του θρησκεία.

Υπάρχει όµως µία διαφορά από την καθαρή πολιτική του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οι
Μακεδόνες αυτοκράτορες νοµιµοποίησαν και επέτρεψαν σε µία και µοναδική
περίπτωση την καταστρατήγηση της Κωνσταντίνειας ∆ωρεάς και την επέκταση προς
τη ∆ύση: όταν αυτήν την εγκρίνουν τα χριστιανικά βασίλεια. Έτσι, το Βυζάντιο
κέρδισε τα σηµαντικά θέµατα της Λογγοβαρδίας και της ∆αλµατίας, προκειµένου να
αντιµετωπίσει επιτυχώς τους ραβες, προστατεύοντας µ' αυτόν τον τρόπο
φραγκοκρατία και παποσύνη. Καµία ωστόσο περαιτέρω διεκδίκηση εδαφικής
προσαύξησης πέρα απ' αυτή που διατυπώθηκε καθαρά στις συνθήκες που υπέγραψε ο
Βασίλειος Α' (867-886) δεν επετράπη. Μιλάµε συνεπώς για µία περιορισµένη
βυζαντινή οικουµένη. Ο Τηλέµαχος Λουγγής περιέγραψε το χαρακτήρα της
µακεδονικής εξωτερικής πολιτικής ως: "...το σπουδαιότερο πανόραµα πολιτικής
ιδεολογίας που γνώρισε ποτέ ο Μεσαίωνας...".(16)

Η νοοτροπία αυτή των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, δέχθηκε τη δριµύτατη επίθεση


της αντιπολίτευσης και ιδίως του Ρωµανού Λεκαπηνού, που διετέλεσε και
αυτοκράτορας την περίοδο 919-944. Ο τελευταίος υπονόµευσε την εξωτερική
πολιτική των Μακεδόνων, επιδιώκοντας χωρίς επιτυχία την ανάκτηση όλης της
Ιταλίας, ενώ στέρησε από την αυτοκρατορία σηµαντικά κάστρα στην Ανατολή,
σύµφωνα µε τον Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο.(17)

Παράλληλα στα χρόνια αυτά, αναβαθµίστηκε ο ρόλος της Ορθοδοξίας, ως συνέπεια


της "σταυροφοριοποίησης" της εξωτερικής πολιτικής της προηγούµενης περιόδου.
Την εποχή εκείνη, µιλάµε πλέον για δύο εκκλησιαστικούς πόλους, τους πρώιµους
Καθολικούς και τους Ορθοδόξους και τρία θεοκρατικά κράτη. Η Καρολίγγεια
Αυτοκρατορία και το κοσµικό κράτος του Πάπα ενδιαφέρονταν να επεκτείνουν το
σύστηµα συµµαχιών τους, απειλώντας το βυζαντινοκεντρικό σύστηµα νοµιµοποίησης.
Και σαν να µην έφτανε αυτό, ιδιοποιήθηκαν τον τίτλο του µοναδικού κληρονόµου
της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, που άνηκε δικαιωµατικώς στο Βυζάντιο. Καθολικοί
ιεραπόστολοι έφθασαν στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Ευρώπη, περιοχές που ως
τότε βρίσκονταν υπό τη βυζαντινή σφαίρα επιρροής, επιζητώντας να εκχριστιανίσουν
τους ως τότε ηµιβάρβαρους και βάρβαρους λαούς. Ο εκχριστιανισµός τους
ισοδυναµούσε µε πολιτιστική υποδούλωση και ταύτιση, καθώς παράλληλα µε τη
θρησκεία, τα δύο µέρη ασπάζονταν πια κοινές παραδόσεις και ήθη.

Το Βυζάντιο δεν µπορούσε να µείνει αµέτοχο στις δυτικές προκλήσεις. Οπλίστηκε µ'
ένα έντονο πατριωτικό και χριστιανικό πνεύµα και εισήγαγε στην πολιτική του έναν
ιεραποστολικό χαρακτήρα. Η Ορθοδοξία ξεπέρασε τα σύνορα του κράτους και πήρε
έναν νέο, έναν οικουµενικό χαρακτήρα. Χρησίµευσε ως µέσο εξάπλωσης του
βυζαντινού πολιτισµού και, κατ' επέκταση, ως µέσο άσκησης πολιτικής. Ως απάντηση
στις δυτικές ενέργειες, η αυτοκρατορία έστειλε δικούς της ιεραποστόλους που
µεταφέρουν το ορθόδοξο µήνυµα. Τελικά, µετά από µεγάλες αντιπαραθέσεις που λίγο
έλειψε να προκαλέσουν γενικευµένο πόλεµο και µετά από ένα σύντοµο πρώτο σχίσµα
τα έτη 863-7, οι δύο θρησκευτικοί πόλοι µοιράστηκαν άτυπα τις σφαίρες επιρροής
τους: στη ∆ύση, στην Κεντρική Ευρώπη, στη Μοραβία όπως επίσης και στο κράτος
των Μαγυάρων, κυριάρχησε ο Καθολικισµός . στη Σερβία, Βουλγαρία και Ρωσία, η
Ορθοδοξία.(18) Σταδιακά δηµιουργήθηκε ένα δίκτυο ορθόδοξων επισκοπών, άµεσα
εξαρτηµένων από τις τοπικές µητροπόλεις και το Πατριαρχείο της
Κωνσταντινούπολης. Πρόκειται για µία περίοδο µοναδικών εκκλησιαστικών
επιτευγµάτων για την αυτοκρατορία. Συνεπώς, η οικουµενική αποστολή της
αυτοκρατορίας δε χάθηκε. Ἀλλαξε απλά µορφή και από πολιτική µετατράπηκε σε
πνευµατική.

Παράλληλα µε τη θρησκευτική επιµόρφωση, το Βυζάντιο προώθησε και πνευµατική,


καθώς εισήγαγε ένα νέο αλφάβητο στους ως τότε απαίδευτους λαούς της ανατολικής
Ευρώπης, φέρνοντας τους για πρώτη φορά σε επαφή µε το γραπτό πολιτισµό. Ο
αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ', µε απόλυτη οξυδέρκεια, σχολίασε την επινόηση του
σλαβικού αλφαβήτου, µε τα λόγια: "... ένα δώρο για τους Σλάβους πολυτιµότερο και
µεγαλύτερο από το χρυσάφι, το ασήµι ή τους πολύτιµους λίθους και τα εφήµερα
πλούτη...".(19) Ο εκχριστιανισµός και ο εκπολιτισµός των σλαβικών λαών φανέρωσε
έκδηλα την πολιτιστική ανεκτικότητα που διέκρινε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και
αποτέλεσε ως σήµερα τη σπουδαιότερη κληρονοµιά που άφησε ο µεσαιωνικός
ελληνισµός.

Ο νέος χαρακτήρας της εξωτερικής πολιτικής που περιγράφηκε, συνιστά το ∆όγµα


της Περιορισµένης Οικουµένης και του Οικουµενικού Χριστιανισµού. Το ∆όγµα
αυτό που χαρακτηρίστηκε από ιµπεριαλιστικές τάσεις στην ανατολή, είχε ως
αποτέλεσµα την ενίσχυση του πληγωµένου γοήτρου της αυτοκρατορίας, την
ισχυροποίηση του κράτους σε όλους τους τοµείς, και την εδαφική επέκταση που για
πρώτη φορά µετά τα χρόνια του Ιουστινιανού Α', πήρε τέτοιες διαστάσεις. Ως το
τέλος του 9ου αιώνα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ασκούσε πολιτική επικυριαρχία στη
Βενετία και την ∆αλµατία, και πολιτική και πνευµατική στη Σερβία και στη
Βουλγαρία.

Η ανάκτηση της αξιοπρέπειας όµως, οδηγεί στην υπερηφάνεια. Και η υπερηφάνεια


από την αλαζονεία δεν απέχουν πάρα πολύ. Οι επιτυχίες δηλητηρίασαν το βυζαντινό
τρόπο σκέψης και πολιτικής, τόσο πολύ, που σιγά-σιγά φανάτισαν τους ιθύνοντες της
εξωτερικής πολιτικής του κράτους και τους έστρεψαν στην υιοθέτηση υπεροπτικών
στάσεων και ρατσιστικών συµπεριφορών --που εκφράστηκαν µε δηλώσεις τύπου
Νικηφόρου Φωκά: "...η κυριαρχία των Θαλασσών είναι δική µου..."(20) -- µε
αποτέλεσµα την επιδείνωση των σχέσεων του κράτους µε τους γειτονικούς λαούς.
Προς το τέλος του 11ου αιώνα, το Βυζάντιο ήρθε αντιµέτωπο µε µία νέα, τρίτη γενιά
εχθρών: τους Τούρκους ανατολικά και τους Νορµανδούς δυτικά.

Παράλληλα, η στάση της Εκκλησίας απέναντι στους άλλους "κατώτερους"


χριστιανούς, καθώς και οι αµοιβαίες προσπάθειες των δύο χριστιανικών πόλων για
την πρωτοκαθεδρία στο χριστιανικό θώκο, τραυµάτισαν θανάσιµα το χριστιανικό
έθνος και οδήγησαν στο οριστικό Σχίσµα των δύο Εκκλησιών, το 1054. Το αµοιβαίο
ανάθεµα πάπα και πατριάρχη αποτέλεσε ένα καίριο πλήγµα για την αυτοκρατορική
φήµη και συνέδραµε στην αποµόνωση του Βυζαντίου τους µετέπειτα αιώνες,
παίζοντας καθοριστικό ρόλο στη πτώση του.

Απέναντι στους νέους θανάσιµους κινδύνους και τις οικτρές συνθήκες, το κράτος
προσγειώθηκε ανώµαλα από τις ονειροβασίες του ισχυρού, ένιωσε αποξενωµένο
εξαιτίας του Σχίσµατος, αποκήρυξε το λατινισµό και προσπάθησε να επιζήσει,
επιστρατεύοντας και πάλι τις πατριωτικές του τάσεις µε τη µορφή µίας πρώιµης
αναγέννησης. Για πρώτη φορά, η αυτοκρατορία συνειδητοποίησε τους δεσµούς της
µε την ελληνική αρχαιότητα, εξαιτίας της ελληνοφωνίας της, έψαξε τις παλιές τις
ρίζες, ξεθάβοντας από τις σκόνες την ελληνική αρχαιότητα και τις επιτεύξεις της,
ώστε να εξυψώσει το πτοηµένο ηθικό του λαού. Οι Βυζαντινοί γνώρισαν πια την
ελληνική παιδεία, την ταύτισαν µε την ορθοδοξία και έπαψαν να χρησιµοποιούν τον
όρο "Έλληνας" µε αρνητικό περιεχόµενο, υπαινισσόµενοι την ειδωλολατρία (11ος
αιώνας). Το ελληνικό πνεύµα κατέκτησε το ρωµαϊκό ιδεώδες, που πλέον το
διεκδικούσε η ∆ύση.(21)

Συγχρόνως, µετά τις πρώτες αποτυχίες και εδαφικές απώλειες του 11ου αιώνα, η
αυτοκρατορία συσπειρώθηκε πνευµατικά, πολιτιστικά, πολιτικά και οικονοµικά γύρω
από τη πρωτεύουσα, η διεθνή θέση της οποίας αναβαθµίστηκε. Το γεγονός αυτό είχε
δύο συνέπειες: α) τη δηµιουργία ενός πολωτικού κλίµατος στην Κωνσταντινούπολη
και β) την εγκατάλειψη των επαρχιών.

Η δυναστεία των Κοµνηνών (1081-1185) ευνόησε φαινόµενα νεποτισµού και


ευνοιοκρατίας, υπέρ της αριστοκρατίας της Πόλης. Η εξωτερική πολιτική της
αυτοκρατορίας διαπνέονταν από ένα είδος αριστοκρατικού πατριωτισµού, ενώ οι
θεσµοί της κοινωνίας στρατικοποιήθηκαν, µε την όλο και µεγαλύτερη ανάµειξη των
στρατιωτικών στη πολιτική αρένα. Παρόλα αυτά, η συγκράτηση των Τούρκων και
των Νορµανδών ήταν αδύνατη, χωρίς εξωτερική βοήθεια. Την ίδια εποχή, οι
Βούλγαροι επαναστάτησαν και ανασύστησαν το κράτος τους (1186).

Το Βυζάντιο αναζήτησε συµµάχους για την αντιµετώπιση των Νορµανδών και των
Τούρκων. Οι Βενετοί προσέφεραν το ναυτικό τους, κέρδισαν όµως σηµαντικά
εµπορικά πλεονεκτήµατα, που ουσιαστικά τους κατέστησαν κύριους της βυζαντινής
αγοράς και σταδιακά διαιτητές της περιουσίας του κράτους. Ο λαός δυσανασχέτησε
µε τον υποβιβασµό της ποιότητας της ζωής του και αυτό, σε συνδυασµό µε την
εριστική πολιτική του Πάπα, τις νορµανδικές εισβολές και τις Σταυροφορίες, που
θεωρήθηκαν και σωστά ως πολιτική έκφραση του λατινικού ιµπεριαλισµού,
συνέδραµαν στην καλλιέργεια ενός αντιλατινικού κλίµατος, που πήρε δραµατικές
διαστάσεις στα χρόνια του Ανδρόνικου Κοµνηνού (1183-1185). Υπήρχε πλέον σαφής
αντιδιαστολή µεταξύ των όρων λατινισµού και ελληνισµού. Οι Σταυροφορίες, "κατά
του κράτους που προστατεύει και αγαπά ο Θεός", αποτέλεσαν τη µέγιστη ασέβεια και
ανοσιούργηµα τεραστίων διαστάσεων, κατά τους Βυζαντινούς. Ταυτόχρονα η
αποστολή για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, το πρόσχηµα δηλαδή των
Σταυροφοριών, αποτελούσε και αυτό από µόνο του µέγιστη προσβολή, καθώς οι
Βυζαντινοί συνέχιζαν να θεωρούν τους εαυτούς τους µοναδικούς υπερασπιστές της
χριστιανοσύνης και άρα τους µόνους ικανούς να αναλάβουν µία τέτοια αποστολή.
∆υστυχώς, οι προσπάθειες του Ανδρόνικου Κοµνηνού για αποδέσµευση από τη
λατινική επιρροή, δεν είχαν αποτέλεσµα. Μετά τους Βενετούς, και οι Γενοβέζοι,
ακολουθώντας το παράδειγµά τους αφαίµαξαν και αυτοί βυζαντινούς πόρους.

Ο αριστοκρατικός πατριωτισµός, η παραµέληση των αναγκών του λαού από την αυλή
της Κωνσταντινούπολης και το οξύ αντιλατινικό πνεύµα που διακατείχε τις ψυχές
των Βυζαντινών πολιτών, επέφεραν την αποµόνωση της πρωτεύουσας, η οποία έχασε
τον έλεγχο των επαρχιών της αυτοκρατορίας. Πολλές απ' αυτές αφοµοιώθηκαν από
το τουρκικό στοιχείο, ενώ άλλες δε δίστασαν ακόµα και να παράσχουν αφειδώς τη
βοήθειά τους κατά του ίδιου τους του κράτους. Η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο.
Πολλές επαρχίες ανακήρυξαν δικό τους αυτοκράτορα, δηµιούργησαν δικό τους
στρατό και έκοψαν δικό τους νόµισµα. Συγκροτήθηκαν έτσι, µικρά τοπικά βυζαντινά
κράτη, διοικούµενα από τοπικούς άρχοντες, αποσπασµένους από τον έλεγχο της
ανάλγητης πια πρωτεύουσας. Ο στρατός διασπάστηκε, αποδυναµώθηκε και τελικά
κατέρρευσε. Ο θρίαµβος του λατινικού ιµπεριαλισµού έτσι, ολοκληρώθηκε το 1185
µε την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Νορµανδούς και το 1204, µε αυτήν της
Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Ο επαρχιακός πατριωτισµός, τότε
λοιπόν, ήταν αυτός που διαποτίστηκε µε την ελληνορθόδοξη ιδέα- που ήταν τώρα πιο
δυνατή από ποτέ- και ξεκίνησε έναν ιερό πόλεµο µε σκοπό την αντεκδίκηση και την
αναγέννηση της αυτοκρατορίας µέσα από τις στάχτες της, µέχρι το µοιρολατρικό
φινάλε του 1453.(22)

Υπακούοντας στη βασική πολιτική ιδεολογία που κληρονόµησε από τη Ρώµη, το


Βυζάντιο προσέδωσε στον εαυτό του ρόλο οικουµενικό και σταυροφορικό και
επιδίωξε να συγκροτήσει µία διεθνή τάξη µε βάση τις εσωτερικές του αξίες. Μέσα
από αιώνες παγκόσµιας πρωτοκαθεδρίας, αντιµετώπισε ένα θεµελιώδη
µετασχηµατισµό: τη µετατροπή του από ρωµαϊκή πολιτεία σε ελληνοχριστιανικό
κράτος. Η σταδιακή αυτή αλλαγή, που συντάραξε ολόκληρη τη δοµή της
αυτοκρατορίας, δεν επηρέασε ιδιαίτερα το χαρακτήρα της εξωτερικής πολιτικής,
έγινε όµως εµφανής στον τρόπο χειραγώγησης των εθνικών θεµάτων. Η
ιµπεριαλιστική κατακτητική πολιτική της Ρώµης, έδωσε τη θέση της στην
αφοµοιωτική πολιτική, µέσω της κατασκευής και της εξάπλωσης ενός
βυζαντινοκεντρικού δικτύου επιρροής. Η µέθοδος προσέγγισης και µετάλλαξης των
"βαρβάρων" που υιοθετήθηκε, ήταν ο εκχριστιανισµός σε πρώτη φάση και ο
εξελληνισµός σε δεύτερη. Στο πολυπρισµατικό διεθνές σύστηµα της µεσαιωνικής
εποχής όµως, που κυριαρχούσαν τα στοιχεία της βίαιης ανατροπής και της
πολιτιστικής αµφισβήτησης, οι στόχοι της αυτοκρατορίας πέρασαν µέσα από πολλές
σκληρές και αναπάντεχες δοκιµασίες. Μέσα από συνθήκες διαρκούς τήξης του status
quo, βραχυχρόνιων ζυµώσεων, αντιζηλιών, ανακατατάξεων και επανατοποθετήσεων,
η ιδιόµορφη, πολύπλοκη και καλοσχεδιασµένη διπλωµατική πρακτική της
αυτοκρατορίας, που διατηρούσε σταθερή όλα αυτά τα χρόνια την πολιτική ιδεολογία
προς την εκπλήρωση του Βυζαντινού Οικουµενισµού, παρήκµασε και αλλοιώθηκε.
Οι εσωτερικοί φόβοι και οι έριδες και το υπερβολικό και αδικαιολόγητο αίσθηµα
ασφάλειας, προκάλεσαν εσωστρέφεια και εφησυχασµό, επιτρέποντας τη σταδιακή
παρείσφρηση ξένων στοιχείων. Η απώλεια ταυτότητας και πολιτικού
προσανατολισµού της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν αυτή που την οδήγησε τελικά
στην πτώση της.

ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αρβανιτόπουλος, Κωνσταντίνος. Η αµερικανική εξωτερική πολιτική. Αθήνα:


Ποιότητα, 2000.

Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ελένη. Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας. 3η


Έκδοση. Μετ. Τούλα ∆ρακοπούλου. Αθήνα: Ψυχογιός. 1988.

Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης. "Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών", Βυζαντινά


τεύχος 2 (1970) : 37-63.
Κοσµίδης, ∆ηµήτρης. Επιµ. Ἀτλας της Παγκόσµιας Ιστορίας. Αθήνα: Η Καθηµερινή,
1997.

Λουγγής, Τηλέµαχος. Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου, De Administrando


Imperio (Προς τον ίδιον υιόν Ρωµανόν), µία µέθοδος ανάλυσης. Θεσσαλονίκη: Βάνιας,
1990.

Παπασωτηρίου, Χαράλαµπος. Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική, 6ος-11ος αιώνας. 3η


Έκδοση, Αθήνα: Ποιότητα, 2001.

Τσακτσίρας, Λάµπρος και Ζαχαρίας Ορφανουδάκης και Μάρθα Θεοχάρη. Ιστορία


Ρωµαϊκή και Βυζαντινή. Αθήνα: Οργανισµός Εκδόσεων ∆ιδακτικών Βιβλίων, χ.χ.

Φιλίππου, Φίλιππος. "Ο βυζαντινός Οικουµενισµός και η ιδέα ανεξαρτησίας του Α'
Βουλγαρικού κράτους πριν τον εκχριστιανισµό", Βυζαντινός ∆οµός τεύχος 5-6 (1991-
1992) : 183-188.

Κennedy, Paul. The Rise and Fall of the Great Powers. 2nd Ed. London: Fontana,
1989.

Obolensky, Dimitri. Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία. 2 τόµοι. Θεσσαλονίκη, Βάνιας ,


1991.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1 Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, "Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών",
Βυζαντινά, τεύχος 2, σελ 70
2 ο.π.
3 Φιλίππου Φίλιππος, "Ο βυζαντινός Οικουµενισµός και η ιδέα
ανεξαρτησίας του Α' Βουλγαρικού κράτους πριν τον
εκχριστιανισµό", Βυζαντινός ∆οµός, τεύχος 5-6, σελ 184
4 Βιργίλιος, Αινειάδα, VI, 847-852, ελεύθερη απόδοση, από το βιβλίο:
Ιστορία Ρωµαϊκή και Βυζαντινή, σελ.67
5 Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας, σελ. 20
6 Fullbright J.W., Από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου, Η
αµερικανική εξωτερική πολιτική, οπισθόφυλλο
7 Πρόκειται για σύγχρονο Αµερικανό ιστορικό και καθηγητή στο
Πανεπιστήµιο του Υale.
8 Στο βιβλίο του ο Paul Κennedy, The Rise and Fall of the Great
Powers, σελ. 665-698, περιγράφει τις συνέπειες
της στρατηγικής υπερεπέκτασης των Η.Π.Α. και τις συγκρίνει µε άλλες
Μεγάλες ∆υνάµεις του παρελθόντος.
9 Για την ακρίβεια η δεύτερη. Είχε προηγηθεί η συσπείρωση όλων των
τότε γνωστών δυνάµεων για την αντιµετώπιση των Ούννων,
το 451 στα Καταλαυνικά Πεδία.
10 Παπασωτηρίου Χαράλαµπος, Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική, σελ 210
11 Οbolensky Dimitri, Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, σελ. 123
12 Παπασωτηρίου Χαράλαµπος, Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική, σελ 229
13 Γλύκατζη- Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής
αυτοκρατορίας, σελ. 34
14 Η επίκληση στην πολιτική του Μεγάλου Κωνσταντίνου και η στροφή
προς την ανατολή, ήταν εν µέρει και αποτέλεσµα
διπλωµατικών χειρισµών της Παπωσύνης. Ο παραγκωνισµένος ως τότε,
Πάπας Λέων Γ', κατάφερε, χρησιµοποιώντας ένα έγγραφο, την
Κωνσταντίνεια ∆ωρεά και επικαλούµενος τις εντολές του Μεγάλου
Κωνσταντίνου, να διεκδικήσει το δικαίωµα να χρίζει και αυτός
αυτοκράτορες. Το 1440, αποδείχθηκε ότι το έγγραφο αυτό ήταν πλαστό.
Για την Κωνσταντίνεια ∆ωρεά, βλ. Παπασωτηρίου
Χαράλαµπος, Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική, σελ. 181 και στις
ιστοσελίδες http://www.museumofhoaxes.com/donation.html και
http://www.fordham.edu/halsall/source/donatconst.html
15 Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής
αυτοκρατορίας, σελ. 50
16 Λουγγής Τηλέµαχος, Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου, De
Administrando Imperio (Προς τον ίδιον υιόν Ρωµανόν), µία µέθοδος
ανάλυσης, σελ. 151.
17 Για την πολιτική ιδεολογία της Μακεδονικής ∆υναστείας, βλ. Λουγγής
Τηλέµαχος, Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου, De
Administrando Imperio (Προς τον ίδιον υιόν Ρωµανόν), µία µέθοδος
ανάλυσης
18 Κοσµίδης ∆ηµήτρης (επιµέλεια), τλας της Παγκόσµιας Ιστορίας, Η
Καθηµερινή, σελ. 101
19 Obolensky Dimitri, Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, σελ. 252
20 Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής
αυτοκρατορίας, σελ.54
21 ό.π. σελ. 70-75
22 Για την πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας από το
1054 ως το 1204, βλ. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική
ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, σελ.70-118

Η Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα

του Χάρη Θ. Κουροπαλάτη


Πτυχίο (Νοµική), Πολιτ. Επιστ. (Νοµική Σχολή)
Πανεπιστήµια Θεσσαλονίκης και Αθηνών

Ο κόσµος θα τελειώσει µε έναν ψίθυρο. Σιβυλλική ρήση, συµβολική αναπαράσταση ή


απλή διαίσθηση; Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η φράση αυτή του T. S. Elliot παραλίγο
να γίνει µια τραγική πραγµατικότητα, τον Οκτώβρη του 1962, κατά τη διάρκεια της
κρίσης των πυραύλων της Κούβας. Όταν, στο αποκορύφωµα -ίσως- της
ψυχροπολεµικής αναµέτρησης, οι δύο (πυρηνικές) υπερδυνάµεις τέθηκαν στην
ύψιστη, πριν τον πόλεµο, κατάσταση επιφυλακής και οι στόλοι τους βρέθηκαν
αντιµέτωποι, εκκρεµούντος ενός τελεσιγράφου, τότε θα χρειαζόταν, ενδεχόµενα, κάτι
πολύ λιγότερο από έναν απλό ψίθυρο για να τελειώσει ο κόσµος.

Η κρίση, που έφερε την Υφήλιο στα πρόθυρα του θερµοπυρηνικού ολέθρου,
εκτυλίχθηκε στην Κούβα, το µεγαλύτερο νησί (110.922τ.χλµ.) του συµπλέγµατος των
Αντιλλών, στην Κεντρική Αµερική, και καθόλου αναίτια Με 10.822.000 κατοίκους
και ιδιαίτερης γεωπολιτικής σηµασίας, η Κούβα είχε, ανέκαθεν, ταραχώδη ιστορία.
Λόγω της φυσικής της οχύρωσης αλλά και της, µόλις 90 µιλίων, απόστασής της από
τις ακτές της Φλώριδας, αποτελούσε πάντα στόχο αποικιοκρατών και σταθερό σηµείο
αναφοράς της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α. στην Κεντρική και Λατινική
Αµερική.
Από την 1η Γενάρη του 1959 η αµερικανόφιλη δικτατορία του Στρατηγού Μπατίστα
αποτέλεσε οριστικά παρελθόν, µετά από επτά χρόνια εξουσίας. Η περίφηµη
κουβανέζικη Επανάσταση, το "Κίνηµα της 26ης Ιουλίου" είχε θριαµβεύσει.
Αδιαφιλονίκητος ηγέτης της Κούβας ήταν, πλέον, ο Φιντέλ Κάστρο, πλαισιωµένος
από τον "Τσε", τον αδελφό Ραούλ και τους "Μπαρµπούδος" τους.

Αρχικά ο Κάστρο επέδειξε µετριοπαθή συµπεριφορά απέναντι στις Η.Π.Α. του Ν.


Αϊζενχάουερ, και αντιµετωπίστηκε µε τον ίδιο τρόπο. Κατά τη διάρκεια της
επίσκεψής του στις Η.Π.Α., µετά από πρόσκληση της Ενώσεως Εκδοτών Τύπου τον
Απρίλιο του 1959, διαβεβαίωσε τους δηµοσιογράφους ότι η κυβέρνησή του δε θα
συµπεριλάµβανε κοµµουνιστές.1

Όµως, από τα τέλη του 1959 ο «αριστερίζων» Κάστρο, επηρεασµένος τόσο από το
µαρξιστή Γκεβάρα, όσο και από την αναπόδραστη ανάγκη της οικονοµικής
απεξάρτησης της χώρας του από την αµερικάνικη οικονοµία, άρχισε προοδευτικά να
προσανατολίζεται προς το µαρξισµό-λενινισµό και να χαράζει αντιαµερικανική
πολιτική, επιλέγοντας την οδό της ευθείας ιδεολογικής σύγκρουσης µε τις Η.Π.Α.2
Με διάγγελµά του προς τον κουβανέζικο λαό, την 2α ∆εκέµβρη του 1961 ενέταξε
επίσηµα τη χώρα στο "κοµµουνιστικό µπλοκ"3, αφού η ιδεολογική στροφή είχε
συντελεστεί πολύ νωρίτερα.

Επιπλέον, µε τον Τσε ως Πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας και -έπειτα-
Υπουργό Βιοµηχανίας, προχώρησε σε εθνικοποίηση αµερικάνικων επενδύσεων και
εταιριών πετρελαίου, χωρίς την παραµικρή αποζηµίωση.

Όλες οι ενέργειες του Κάστρο, µε αποκορύφωµα την κατάληψη της Texaco, στις 29
Ιουνίου του 1960 και τη σύναψη εµπορικών συµφωνιών Κούβας- Ε.Σ.Σ.∆. για
ανταλλαγή ρωσικού πετρελαίου µε κουβανέζικη ζάχαρη, εξόργισαν την αµερικάνικη
διπλωµατία και οδήγησαν τον Πρόεδρο Αϊζενχάουερ στην απόφαση της κήρυξης της
Κούβας σε οικονοµικό αποκλεισµό µε τη διακοπή του 95% των εισαγωγών
κουβανέζικης ζάχαρης, στις 6 Ιουλίου του 1960.4 Με αφορµή το εµπάργκο, ο Τσε
άδραξε την ευκαιρία και απόσπασε από τον Ν. Χρουστσόφ δέσµευση για εξαπόλυση
σοβιετικών πυραύλων, σε περίπτωση αµερικάνικης επέµβασης στο νησί του
Κάστρο.5 Τέλος, η διακοπή των διπλωµατικών τους σχέσεων, στις 3 Ιανουαρίου
1961, επισφράγισε το χάσµα µεταξύ Η.Π.Α. και Κούβας.6

Το κλίµα ήταν ιδανικό για την ενεργοποίηση της «επιχείρησης Mongoose» της CIA,
το Νοέµβριο του 1961. Στόχος; η δολοφονία του Κάστρο.

Είναι σαφέστατο, λοιπόν, ότι η κρίση της Κούβας συνδέεται αιτιακά µε ορισµένα
διεθνή γεγονότα της περιόδου εκείνης. Εποµένως πρέπει, στο σηµείο αυτό, να
ενταχτεί στα πλαίσια ενός γενικότερου ιδεολογικού status quo και να εξεταστεί σε
συνάρτηση µε τις τότε διεθνοπολιτικές ισορροπίες µεταξύ των δύο υπερδυνάµεων.

Υπό αυτό το πρίσµα, εξαιρετικής ιδεολογικοπολιτικής σηµασίας γεγονός, αποτέλεσε


η επιτυχής εκτόξευση του σοβιετικού δορυφόρου Sputnik, τον Οκτώβριο του 1957.
Αυτή η επιτυχία της σοβιετικής τεχνολογίας σε συνδυασµό µε την αποτυχία
εκτόξευσης αµερικάνικου δορυφόρου, το ∆εκέµβριο του ίδιου έτους, επέφεραν
σοβαρό πλήγµα καθώς και ιδεολογική σύγχυση στις συνειδήσεις του λαού και των
ηγετών των Η.Π.Α. Επιπλέον, ενέτειναν την (µακαρθική) αντικοµµουνιστική υστερία,
πυροδότησαν νέα κούρσα εξοπλισµών και ανέδειξαν την προοπτική νέων διεθνών
διενέξεων και συγκρούσεων µεταξύ των δύο υπερδυνάµεων.

Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 50, η Ε.Σ.Σ.∆. αναπτυσσόταν


οικονοµικά µε ρυθµούς ταχύτερους απ’ ότι οι Η.Π.Α. Με τους ρυθµούς εκείνους, το
σοβιετικό Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν θα υπερέβαινε το αντίστοιχο αµερικάνικο εάν
η άνοδός του συνεχιζόταν µέχρι το 1984!7 Η αποδεδειγµένη αυτή υπεροχή της
σοβιετικής οικονοµίας ενίσχυσε περαιτέρω το άγχος και τις ανησυχίες των
Αµερικάνων.

Το ολοένα εντεινόµενο αίσθηµα ανασφάλειας και κατωτερότητας των αµερικάνων


ψηφοφόρων έναντι των «κοµµουνιστών», ως αποτέλεσµα των προαναφερθέντων,
ανέδειξε ιδεολογικά κενά και οδήγησε στην εξουσία τους ∆ηµοκρατικούς υπό την
ηγεσία του, αναµφισβήτητα χαρισµατικού, Τζ. Φ. Κέννεντυ. Ταυτόχρονα, επήλθε
αλλαγή του δόγµατος της αµερικάνικης εξωτερικής πολιτικής, ως -άλλωστε- και
ιστορικά επιβεβληµένη.8 Το δόγµα των «µαζικών αντιποίνων» (massive retaliation)9
του Ντάλλες, Υπουργού Εξωτερικών του Αϊζενχάουερ, κρίθηκε αναποτελεσµατικό.
Αντικαταστάθηκε, λοιπόν, από την «ευέλικτη ανταπόδοση» (flexible response)10 του
Μακναµάρα, Υπουργού Αµύνης του Κέννεντυ, µε στόχο την απεξάρτηση της
Ουάσιγκτον από το δίληµµα «υποχώρηση ή πυρηνικός όλεθρος» και την
αποτελεσµατική «αποτροπή» της πυρηνικής Ε.Σ.Σ.∆.

Το έντονο ψυχροπολεµικό κλίµα της συγκεκριµένης περιόδου, επιβάρυνε σηµαντικά


η κατάρριψη ενός κατασκοπευτικού U-2 των Η.Π.Α. από τους Σοβιετικούς, το Μάιο
του 1960.

Το ίδιο πολωτικά επέδρασε η κρίση του Βερολίνου, τον Ιούνιο του 1961. Η
αντιπαράθεση Χρουστσόφ-Κέννεντυ για το καθεστώς του ∆υτικού Βερολίνου
οδήγησε στην οικοδόµηση του Τείχους, τον Αύγουστο του 1961 και κλιµάκωσε την
ένταση µεταξύ των δύο υπερδυνάµεων.11 Εκείνο που έλειπε, πλέον, για να «ξεσπάσει
η καταιγίδα», ήταν µια αφορµή

Αναµφισβήτητα, η εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων, τον Απρίλιο του 1962, έχει
καταγραφεί ιστορικά ως η σηµαντικότερη αφορµή της αποστολής των σοβιετικών
πυραύλων από τον Χρουστσόφ. Το σχέδιο της CIA, που κληρονόµησε ο Κέννεντυ
από τον Αϊζενχάουερ, προέβλεπε την εκπαίδευση 1.400 εξόριστων Κουβανών σε
στρατόπεδο της Γουατεµάλα και την αποστολή τους στην Κούβα µε στόχο την
κατάληψη της εξουσίας και τη δολοφονία του Κάστρο. Απαραίτητη προϋπόθεση µιας
επιτυχούς έκβασης ήταν η στήριξη των εισβολέων από τον κουβανέζικο λαό µε τη
µορφή γενικής λαϊκής σύρραξης, κάτι που δεν επιτεύχθηκε, λόγω και της
δηµοτικότητας του Κάστρο. Η εισβολή πραγµατοποιήθηκε στον Κόλπο των Χοίρων
και, έχοντας διαρρεύσει στους κουβανούς αξιωµατούχους, κατέληξε σε παταγώδη
αποτυχία. Παρόλα αυτά, έγινε ξεκάθαρα αντιληπτό σε όλο τον κόσµο ότι οι Η.Π.Α.
θα µπορούσαν κάποια στιγµή στο µέλλον να εισβάλλουν «ανοιχτά» στο νησί του
Κάστρο. Μια τέτοια προοπτική φαίνεται να τροµοκράτησε, τόσο τον ίδιο τον
Κουβανό ηγέτη, ώστε να αναζητεί την υποστήριξη της «σοβιετικής αρκούδας» του
Χρουστσόφ, όσο και τον τελευταίο, ώστε να την προσφέρει.

Ήδη από τα µέσα του καλοκαιριού του 1962, η Ε.Σ.Σ.∆. άρχισε να εφοδιάζει την
Κούβα µε στρατό, όπλα, µαχητικά αεροσκάφη τύπου MIG, άρµατα µάχης και άλλο
πολεµικό υλικό. Το Σεπτέµβριο του 1962, µε την οριστικοποίηση συµφωνίας µεταξύ
Τσε και Χρουστσόφ στη Μόσχα, ο εξοπλισµός της Κούβας άρχισε να διευρύνεται.
Στις 4 Σεπτέµβρη, ο Πρόεδρος Κέννεντυ αναγκάστηκε, ν’ απευθύνει αυστηρή
προειδοποίηση προς τον Κάστρο, ο οποίος όχι µόνο την αγνόησε, αλλά έδωσε, στις
22 Σεπτέµβρη, άδεια στους Σοβιετικούς για την κατασκευή ναυτικής βάσης στην
Κούβα.12 Επιπλέον, ως τα µέσα του Οκτώβρη, είχαν αποσταλεί στην Κούβα
πύραυλοι εδάφους- αέρος, τύπου SAMs, 48 πύραυλου µέσου- ενδοηπειρωτικού
βεληνεκούς, τύπου SS-4 (µπορούσαν να πλήξουν τις περισσότερες πόλεις των
Η.Π.Α.13), 48 ελαφρά βοµβαρδιστικά IL-28, τακτικά πυρηνικά όπλα και πυρηνικές
κεφαλές. Εκκρεµούσε µόνο η αποστολή 32 πυραύλων µεγάλου βεληνεκούς
(διηπειρωτικών), τύπου SS-5, βάσει της ρωσο-κουβανέζικης συµφωνίας.14

Στις 14 Οκτώβρη του 1962 ένα κατασκοπευτικό U-2 των Η.Π.Α. φωτογράφησε υπό
κατασκευή βάσεις ενδοηπειρωτικών πυραύλων στο κουβανέζικο νησί. Οι αµερικάνοι
αξιωµατούχοι, αφού συγκέντρωσαν έχοντας συγκεντρώσει περισσότερες
πληροφορίες, ενηµέρωσαν τον Πρόεδρο στις 16 του Οκτώβρη. Αυτός έσπευσε να
συστήσει µια «εκτελεστική Επιτροπή» του Συµβουλίου Εθνικής Ασφάλειας,
απαρτιζόµενη από έµπειρους διπλωµάτες της εποχής του Τρούµαν και νεώτερους
«ειδικούς». Μέλη της οµάδας αυτής ήταν, µεταξύ άλλων, οι Robert Kennedy,
McNamara, McGeorge Bundy, Th. Sorensen, D. Acheson, P. Nitze, R. Lovett.15 Το
πρώτο µέληµά της οµάδας ήταν η επιλογή της αµερικάνικης αντίδρασης.
Εκφράστηκαν τρεις, κυρίως, απόψεις: α) να µείνουν οι Η.Π.Α. αδρανείς, β) να
διεξαγάγουν αεροπορική επιδροµή --ιδέα, µεταξύ άλλων, και του Acheson--, γ) να
εφαρµόσουν ναυτικό αποκλεισµό- ιδέα του McNamara--16. O Κέννεντυ, φοβούµενος
την αποτυχία, την επικινδυνότητα αλλά και το πολιτικό κόστος ενός βοµβαρδισµού,
επέλεξε την τρίτη πρόταση. Με διάγγελµα προς τον αµερικάνικο λαό, στις 22
Οκτώβρη, ανακοίνωσε το ναυτικό αποκλεισµό της Κούβας, αποφεύγοντας, επιδέξια,
τη λέξη «καραντίνα» ( quarantine ). Έτσι, το αµερικάνικο ναυτικό θα επιχειρούσε
νηοψία σε οποιοδήποτε σοβιετικό καράβι πλησίαζε το νησί, αποτρέποντας τον
περαιτέρω εξοπλισµό του. Περισσότερα από 180 πολεµικά πλοία των Η.Π.Α.
ξεκίνησαν περιπολίες στην Καραϊβική. Από την πλευρά των Σοβιετικών, πυρηνικά
υποβρύχια άρχισαν να πλέουν στην περιοχή. Η κατάσταση ήταν εξαιρετικά κρίσιµη

Στις 24 του µήνα, σοβιετικά πλοία πλησίασαν το ναυτικό κλοιό. Η αγωνία


εκατοµµυρίων ανθρώπων εκτινάχτηκε στα ύψη. Αν τα πλοία των Σοβιετικών
επιχειρούσαν να διαπεράσουν τη γραµµή του αποκλεισµού, οι αµερικάνικες δυνάµεις
θα απαντούσαν, πρώτα µε προειδοποιητικές βολές, και σε περίπτωση µη
συµµόρφωσης, θα τα βύθιζαν. Ευτυχώς για όλους, τα σοβιετικά καράβια σταµάτησαν
και υποβλήθηκαν σε έλεγχο. Την ίδια στιγµή, αφού ο Γ.Γ. του ΟΗΕ Ουίλ. Θαντ
έστειλε σε Ουάσιγκτον, Μόσχα και Αβάνα πρόταση συµβιβασµού, διαµορφωµένη
από 45 ανεξάρτητα κράτη-µέλη του ΟΗΕ, ο Χρουστσόφ απεύθυνε πρόσκληση για
έκτακτη σύνοδο Κορυφής, ενώ ο Κέννεντυ απαιτούσε την αποµάκρυνση των SS-4,
ως προϋπόθεση για κάτι τέτοιο.

Στις 26 Οκτώβρη, οι αµερικάνοι αξιωµατούχοι έλαβαν επιστολή του Χρουστσόφ.


Σύµφωνα µε αυτήν, οι σοβιετικοί πύραυλοι δεν είναι επιθετικοί αλλά αµυντικοί και
θα αποσύρονταν, µόνο εάν οι Η.Π.Α. δεσµεύονταν να µην εισβάλουν στην Κούβα.

Την επόµενη µέρα η κρίση επιδεινώθηκε. Ένα αµερικάνικο U-2 καταρρίφθηκε πάνω
από την Κούβα. Οι Αµερικάνοι ετοιµάστηκαν να ανταποδώσουν όσο οι Σοβιετικοί
«ακόνιζαν τα (πυρηνικά) ξίφη τους». Την ίδια µέρα, ένα αµερικάνικο
κατασκοπευτικό αεροσκάφος ενεπλάκη σε αεροµαχία µε σοβιετικό MIG µέσα σε
σοβιετικό εναέριο χώρο. Στο µεταξύ, µια δεύτερη επιστολή του Χρουστσόφ είχε
φτάσει στο Λευκό Οίκο. Πρότεινε ως αντάλλαγµα για τη ρωσική υποχώρηση, εκτός
της δέσµευσης για µη επέµβαση, την αποµάκρυνση των (αντίστοιχων µε τους
σοβιετικούς) πυραύλων Jupiter από την Τουρκία. Ο τελευταίος ρωσικός όρος ήταν
απρόσµενα βολικός για την αµερικάνικη διπλωµατία, αφού το νέο διηπειρωτικό
πυρηνικό πρόγραµµα των Η.Π.Α. είχε ήδη καταστήσει τους Jupiter περιττούς.17

Στις 28 Οκτώβρη 1962, µετά από µυστικές διαβουλεύσεις και σκληρές


διαπραγµατεύσεις, Κέννεντυ και Χρουστσόφ κατέληξαν στην ακόλουθη συµφωνία:
Η Ε.Σ.Σ.∆. θ’ απέσυρε τους πυραύλους αλλά και τις σηµαντικότερες συµβατικές
στρατιωτικές της δυνάµεις, ενώ οι Η.Π.Α. θ’ αναλάµβαναν τη δέσµευση να µην
επιτεθούν στο νησί του Κάστρο. Η απόσυρση των Jupiter συµπεριλήφθηκε στην
συµφωνία αλλά ως µυστική ρήτρα. Την ίδια µέρα ξεκίνησε η αποχώρηση των
σοβιετικών πλοίων

Τα σύννεφα άρχισαν να διαλύονται. Στις 20 Νοεµβρίου διακόπηκε ο ναυτικός


αποκλεισµός της Κούβας καθώς συνεχιζόταν η εκκένωσή της από τα σοβιετικά
επιθετικά όπλα. Πρόβληµα εµφανίστηκε µε µερικά βοµβαρδιστικά IL-28, που η
ρωσο-κουβανέζικη πλευρά θεωρούσε αµυντικά. Μετά από δέκα µέρες σκληρών
διαπραγµατεύσεων, όµως, αποµακρύνθηκαν και αυτά επίσης. 18

Το γεγονός αυτό προκάλεσε τόσο την απογοήτευση του λαού της Κούβας όσο και
του ηγέτη της, που ένιωσαν κυριολεκτικά προδοµένοι από το "Ρώσο Αδερφό".

Σε µια προσπάθεια αποτίµησης της κρίσης που σκόρπισε άγχος και αγωνία σε
εκατοµµύρια ανθρώπων ανά τον κόσµο, είναι τουλάχιστον ενδιαφέρουσα η
διακινδύνευση ορισµένων σκέψεων, ακόµη και συµπερασµάτων.

Ένα πρώτο ερώτηµα που τίθεται από την αλληλουχία των γεγονότων, σχετίζεται µε
τα κίνητρα των µεγάλων πρωταγωνιστών της κρίσης: του Χρουστσόφ και του
Κέννεντυ.

Από τους δύο, ο πλέον «ιδιόρρυθµος» ήταν σίγουρα ο Χρουστσόφ. Έχοντας επιδείξει,
από το 1956, ρεβιζιονιστική διάθεση σ ό,τι αφορά τόσο στην εσωτερική όσο και
στην εξωτερική πολιτική του,19 απέδειξε ταυτόχρονα πως είναι δεξιοτέχνης στις
στρατηγικές απειλές και στις διπλωµατικές µπλόφες. Στο πρόσωπο του Κάστρο είδε
έναν αληθινό Επαναστάτη καθώς και µια «χρυσή» ευκαιρία της διάδοσης του
κοµµουνισµού και της καταπολέµησης του ιµπεριαλισµού των Η.Π.Α. και σε άλλες
χώρες της αµερικάνικης ηπείρου. Ταυτόχρονα, βρήκε τον τρόπο να επιχειρήσει για να
ανατρέψει την πυρηνική ισορροπία υπέρ της Ε.Σ.Σ.∆. µε χαµηλό κόστος,20 αλλά και
να ασκήσει πίεση στον Κέννεντυ για το θέµα του Βερολίνου. Παρ όλα αυτά, είναι
σχεδόν βέβαιο ότι ο Χρουστσόφ δε θα προκαλούσε πυρηνικό ολοκαύτωµα χάριν της
Κούβας.

Από την άλλη πλευρά, ο Κέννεντυ τήρησε µια αξιοπερίεργη, κυκλοθυµική ίσως,
συµπεριφορά, εναλλαγής ρεαλισµού και συναισθηµατισµού. Ενώ, δηλαδή,
εµφανίστηκε ακραίος και ανυποχώρητος ( brinkmanship )21, ταυτόχρονα, είχε
πλήρη επίγνωση της επικινδυνότητας της κατάστασης. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται
µε τη δήλωση: « Ξέρω τους αριθµούς 100 εκατοµµύρια θα πεθάνουν µέσα σε µία
µόνο µέρα και 24 εκατοµµύρια εδώ »22 Εξάλλου, ο ρεαλισµός και η ψυχραιµία του
Κέννεντυ φάνηκαν, τόσο απ το γεγονός της απόρριψης της επιλογής του
αεροπορικού βοµβαρδισµού ή «ενός αντίστροφου Purl Harbor µε αρνητικό αντίκτυπο
στην παγκόσµια κοινή γνώµη», όπως έλεγε,23 όσο και απ το γεγονός ότι δεν ήθελε
να πληγεί το κύρος του Χρουστσόφ, από φόβο (κυρίως) µην τον εξωθήσει στα άκρα.
Για το λόγο αυτό, αποδέχθηκε ν’ αποσύρει τους πυραύλους Jupiter από την
Τουρκία.24

Στο σηµείο αυτό, για µια ολοκληρωµένη προσέγγιση και ερµηνεία της συµπεριφοράς
των δύο ηγετών, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και η θεωρία των Pierre Accoce
και Pierre Rentchnick. Σύµφωνα µε τη θεωρία αυτή, την οποία διατυπώνουν στο
βιβλίο τους «Αυτοί οι άρρωστοι που µας κυβερνούν», επιχειρούν να συνδέσουν τις
συµπεριφορές και τα κίνητρα σηµαντικών πολιτικών της Ιστορίας µε
ψυχοπαθολογικά τους προβλήµατα. Στην προκείµενη περίπτωση, υποστηρίζεται η
πιθανότητα του να επηρεάστηκαν- σ’ ό,τι αφορά στη στάση που τήρησαν κατά τη
διάρκεια της Κρίσης- αφενός ο Κέννεντυ από τη Νόσο του Ἀντισον και από
ψυχονευρώσεις, από τις οποίες φαίνεται να έπασχε,25 αφετέρου ο Χρουστσόφ από
αρτηριοσκλήρωση, µανιοκαταθλιπτική ψύχωση και σωρεία εγκεφαλικών και
καρδιακών επεισοδίων.26

Το άλλο σηµαντικό ερώτηµα που ανακύπτει από τη µελέτη της Κρίσης των
Πυραύλων της Κούβας, είναι το ποιος βγήκε νικητής από τη συγκεκριµένη
αναµέτρηση.

Κατά µία άποψη, κερδισµένος ήταν ο Κέννεντυ, αφού υποχρέωσε τελικώς τον
Χρουστσόφ ν’ αποσύρει τους SS-4 από την Κούβα. Με αυτόν τον τρόπο απέτρεψε
την στρατιωτική γιγάντωση ενός γείτονα και ιδεολογικού αντιπάλου των Η.Π.Α. και
διατήρησε την πυρηνική ισορροπία υπέρ των τελευταίων.

Σύµφωνα µε την αντίθετη άποψη, νικητής της σύγκρουσης αναδείχτηκε ο Σοβιετικός


ηγέτης. Η στρατιωτική και διπλωµατική του µπλόφα πέτυχε: έκανε επίδειξη ισχύος,
απέσπασε δέσµευση µη επέµβασης των Η.Π.Α. στο νησί των «Μπαρµπούδος» και
προκάλεσε το «ξήλωµα» των αντίστοιχων αµερικάνικων πυραύλων από την Τουρκία.

Η αλήθεια φαίνεται να βρίσκεται κάπου ανάµεσα, καθώς εκφράστηκαν και αντίθετες


απόψεις. Κάποιοι ιστορικοί και πολιτικοί αναλυτές, επιχείρησαν, αρκετά πειστικά, να
συνδέσουν την έκβαση του προκείµενου ζητήµατος, τόσο µε τη δολοφονία του
Αµερικάνου Προέδρου, το 1963, όσο και µε την αποµάκρυνση του Σοβιετικού ηγέτη
από την εξουσία, το 1964.

Αναµφίβολα, η κρίση των πυραύλων της Κούβας θα µπορούσε ν’ αποτελέσει το


«τέλος της Ιστορίας» (και µε πολύ δραµατικότερο τρόπο από αυτόν που περιέγραψε ο
Φουκουγιάµα στο οµώνυµο βιβλίο του). Ευτυχώς κάποιοι, µε πρώτους τους ίδιους
τους πρωταγωνιστές του «θρίλερ», το αντιλήφθηκαν και εργάστηκαν προς την
κατεύθυνση της αποκλιµάκωσης του ψυχροπολεµικού ανταγωνισµού. Ο Κέννεντυ, µε
την οµιλία του στο American University, την άνοιξη του 1963, έθεσε τα θεµέλια και ο
Χρουστσόφ, µε την, για πρώτη φορά χωρίς κυνικά σχόλια, µετάφραση της οµιλίας
του από την Pravda (το επίσηµο όργανο του Κ.Κ.Σ.Ε.), ανταποκρίθηκε.
Σηµατοδοτήθηκε έτσι µια µίνι-ύφεση (mini d?tente)27 στις σχέσεις των δύο
υπερδυνάµεων, που οδήγησε στην εγκατάσταση της «κόκκινης γραµµής» ανάµεσα σε
Λευκό Οίκο και Κρεµλίνο (για την άµεση επικοινωνία σε περίπτωση παρόµοιων
κρίσεων), και στην υπογραφή των Συµφωνιών για τον έλεγχο των πυρηνικών
εξοπλισµών.28 Ευτυχώς υπάρχουν στιγµές στην ανθρώπινη Ιστορία, που οι άνθρωποι
διδάσκονται απ’ τα λάθη τους

ΣΤΟ ∆ΙΑ∆ΙΚΤΥΟ
Documents Relating to American Foreign Policy Cuban Missile Crisis
Cuban Missile Crisis. The American Photofraphic Evidence
Foreign Relations of the United States : 1961-1963 Cuban Missile Crisis and
Aftermath
United Nations: Cuban Missile Crisis Debate, 1962
NSA and the Cuban Missile Crisis
Reconnaissance and the Cuban Missile Crisis
Revelations from the Russian Archives. Cold War: Cuban Missile Crisis
The Cuban Missile Crisis, 1962
Marxist History: Cuba: Subject: Missile Crisis
J.F.Kennedy: Radio and Television Report to the American People on the Soviet
Arms Buildup in Cuba
The Cuban Missile Crisis in Photos
The Cuban Missile Crisis
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Purnell, σ. 2582
2. Purnell, σ. 2592
3. Κορµπέ, σ. 225
4. Χρονικό του 20ου αιώνα, σ. 932
5. Κορµπέ, σ. 212
6. Rojo, σ. 79
7. Thurow, σ. 56
8. Μακρής, σ. 11
9. Μελακοπίδης, σ. 295
10. Μελακοπίδης, σ. 219
11. Χρονικό του 20ου αιώνα, σ. 949
12. Χρονικό του 20ου αιώνα, σ. 964
13. Παπασωτηρίου, σ. 192
14. Paterson, σ. 336
15. Paterson, σ. 337
16. Purnell, σ. 2593
17. Παπασωτηρίου, σ. 193
18. Χρονικό του 20ου αιώνα, σ. 965
19. Λάµψας, σ. 331
20. Παπασωτηρίου, σ. 192
21. Μελακοπίδης, σ. 520
22. Accoce and Rentchnick, σ. 84
23. Κολιόπουλος, σ. 12 όπου και παραποµπή στο R. Kennedy.13 days. A
memoir of the Cuban Missile Crisis. Norton 1971.
24. Purnell, σ. 2593
25. Accoce and Rentchnick, σ. 73-87
26. Accoce and Rentchnick, σ. 265-280
27. Μελακοπίδης, σ. 521
28. Μελακοπίδης, σ. 36
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Accoce, Pierre and Rentchnick Pierre. Αυτοί οι άρρωστοι που µας κυβερνούν. Αθήνα:
∆ιεθνείς εκδόσεις, 1977
Κολιόπουλος Κωνσταντίνος. Στρατηγικός αιφνιδιασµός στη ∆ιπλωµατία. Αθήνα:
Ινστιτούτο ∆ιεθνών Σχέσεων, 1999

Κορµπέ Ζαν και άλλοι. Τσε Γκεβάρα. Αθήνα: Καστανιώτης, 1995

Λάµψας, Γιάννης. Μεγάλες Μορφές 20 Αιώνων. Άνθρωποι της δράσης. Αθήνα:


Ίδρυµα Τύπου, 1996

Μακρής, Σπύρος. John F. Kennedy. Ιδιοσυγκρασία και εξωτερική πολιτική. Αθήνα:


Έκδοση του περιοδικού ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ, 2003

Μελακοπίδης, Κώστας. Λεξικό ∆ιεθνών Σχέσεων και Εξωτερικής Πολιτικής. Αθήνα:


Σιδέρης, 1998

Παπασωτηρίου, Χαράλαµπος. Αµερικάνικο πολιτικό σύστηµα και εξωτερική πολιτική


1945-2002. Αθήνα: Ποιότητα, 2002

Paterson, Thomas G. et al. American Foreign Relations. A History-Since 1895.


Houghton Mifflin Company, 2000

Purnell. Ιστορία του 20ου αιώνος. 6 τόµοι. Αθήνα: Χρυσός Τύπος, 1968. Τόµος 6.

Rojo, Ricardo. Τσε Γκεβάρα. Η ζωή και ο θάνατος ενός φίλου. Αθήνα: ∆ηµιουργία,
1974/1997

Thurow, Lester. Ο Επερχόµενος Οικονοµικός Πόλεµος µεταξύ Ιαπωνίας, Ευρώπης και


Αµερικής. Αθήνα: Νέα Σύνορα-Α.Α.Λιβάνης, 1995

Χρονικό του 20ου αιώνα. Αθήνα: Εκδόσεις 4Ε, 1990

Από την Αγγλική στην Αµερικανική Βοήθεια, 1947

Με σχόλια της
Έλυας ∆ελαπόρτα, Ph.D. (Ιστορία)
Πανεπιστήµιο της Γκλασκώβης, Σκωτία, Η.Β.
Επιστηµονική Συντάκτις, Ανιστόρητον

ΙΑΥΠΕΞ. 46.I Ελληνική Εξωτερική Πολιτική


Εν Αθήναις τη 18 Μαρτίου 1947

Έχοµεν την τιµήν να φέροµεν εις γνώσιν υµών ότι


ευθύς ως περιήλθεν ηµίν η πληροφορία,
καθ' ην η υπό της Αγγλικής Κυβερνήσεως χρηµατοδότησις της
συντηρήσεως του ηµετέρου στρατού θα
έπαυεν από της 31ης τρέχοντος Μαρτίου, εσπεύσαµεν να
δώσωµεν τας δέουσας οδηγίας προς τας
Πρεσβείας ηµών εν Λονδίνω και Ουάσιγκτον, ούτως ώστε το
ζήτηµα τούτο να αντιµετωπισθή ειδικώς
κατά τας µεταξύ Βρετανικής και Αµερικανικής Κυβερνήσεως
διαπραγµατεύσεις εν σχέσει προς
την περαιτέρω παροχήν οικονοµικής βοηθείας προς την
Ελλάδα.

Επειδή όµως και µετά την εξασφάλισιν της έδη από


του Προέδρου Τρούµαν εξαγγελθείσης
µακράς πνοής συστηµατικής αµερικανικής οικονοµικής
βοηθείας προς την Ελλάδα, ανεκύξηψε το επί
µέρους ζήτηµα της εξασφαλίσεως της συντηρήσεως του
ηµετέρου στρατού κατά το ενδιάµεσον διάστηµα
από της 31ης Μαρτίου µέχρις ότου άρξηται εν τη πράξει η
υπεσχηµένη αµερικανική βοήθεια, δι’ ην
είναι απαραίτητος ειδική απόφασις του Κογκρέσου,
εζητήσαµεν παρά των δυο φίλων Κυβερνήσεων την
χωριστήν και άµεσον κατά τας διαπραγµατεύσεις αυτών
αντιµετώπισιν και του θέµατος τούτου, όπερ
ήτο θεµελιώδους δι ηµάς σηµασίας.

Ήδη ευρισκόµεθα εις την ευχάριστον θέσιν να


γνωρίζωµεν υµίν ότι το ζήτηµα τούτο
διηυθετήθη ικανοποιητικώς και δη κατά τον ακόλουθον
τρόπον --συµφώνως αφ’ ενός προς τηλεγράφηµα
από 17-3-47 του εν Λονδίνω ηµετέρου Πρεσβευτού και αφ
ετέρου προς επιστολήν του ενταύθα Πρέσβεως
της Μεγάλης Βρετανίας από 18ης τρέχοντος, ης
επισυνάπτεται συνηµµένως αντίγραφον.

1. Η Αµερικανική Κυβέρνησις εγνώρισε


πρός την Βρετανικήν ότι η άταραχος
εφαρµογή του αµερικανικού σχεδίου
βοηθείας προς την Ελλάδα προβλέπεται δια
την 18η Απριλίουπερίπου.

2. Εάν, παρά πάσαν προσδοκίαν, η


ουσιαστική έναρξη της αµερικανικής βοηθείας
επεβραδύνετο έτι µάλλον λόγω µακράς
τυχόν διαδικασίας εις τα αµερικανικά
νοµοθετικά σώµατα, αι δυο
Κυβερνήσεις ήθελον προβή εις νέας συνεννοήσεις
προς αντιµετώπισιν της καταστάσεως.
Εν πάση περιπτώσει ετονίσθη ηµίν, τόσο
από αγγλικής όσον και από
αµερικανικής πλευράς, ότι ουδέν έχοµεν λόγον να
ανησυχώµεν.

3. Η Βρετανική Κυβέρνησις είναι


σύµφωνος να χορηγήση εις την Ελληνικήν
Κυβέρνησιν δωρεάν στρατιωτικόν
υλικόν αξίας 2.000.000 Λιρών.

4. Επί πλέον η Αγγλική Κυβέρνησις είναι


έτοιµη να θέση εις την διάθεσιν της
Ελληνικής Κυβερνήσεως το ποσό
1.000.000 Λιρών υπό την πρόβλεψιν ότι η
ενδιάµεσος περίοδος µεταξύ διακοπής
της αγγλικής και επελεύσεως της
αµερικανικής βοηθείας θέλει εκταθή
επί του πρώτου ηµίσεως του προσεχούς
Απριλίου.

5. Το περί ου πρόκειται ποσόν τούτο των


1.000.000 Λιρών θα περιέλθη ηµίν εξ
αποδεσµεύσεως εκ του όπερ µεν προς
ηµάς επιστολής του Άγγλου Πρεσβευτού
αποκαλεί ποσόν Αγγελοπούλου εν
Λονδίνω, το δε σχετικόν τηλεγράφηµα του
εν Αγγλία ηµετέρου Πρεσβευτού
αντίτιµον εις λίρας των εις δραχµάς δαπανών
των Βρετανικών και Ελληνικών
δυνάµεων .

6. Ο Αναπληρωτής Μόνιµος επί των


Εξωτερικών Υφυπουργός της Αγγλίας εδήλωσε
προς τον εν Λονδίνω, ηµέτερον
Πρεσβευτήν ότι η Βρετανική Κυβέρνησις είναι
σύµφωνος προς το σχέδιον
αναδιοργανώσεως Μοντγκόµερυ .

Ανακοινούντες υµίν τ’ ανωτέρω προσθέτοµεν ότι, ως


γνωρίζει ηµίν εν τη συνηµµένη επιστολή
του ο Άγγλος Πρεσβευτής, η Βρετανική Κυβέρνησις εξαρτά
την πραγµατοποίησιν του σηµείου 5 εκ της
συµφώνου γνώµης της Ελληνικής Κυβερνήσεως, δι’ ο και
παρακαλείται το Υπουργείον των Οικονοµικών
όπως γνωρίση ηµίν όσον τάχιστα την συγκατάθεσιν του δια
την αποδέσµευσιν του ως άνω ποσού εκ του
περί ου πρόκειται λογαριασµού.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕ∆ΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ

ΚΩΝ. ΤΣΑΛ∆ΑΡΗΣ

Το κείµενο αυτό παραθέτεται αυτούσιο όπως γνωστοποιήθηκε στο αρµόδιο γραφείο του
ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών (ΥΠΕΞ). Οι όροι καθώς και οι συνθήκες των
διακανονισµών δεν µας είναι εγγράφως γνωστές. ∆εν υπάρχει επίσης ανάλογο κείµενο
στην ελληνική το οποίο να διευκρινίζει τις λεπτοµέρειες των Ελληνοβρετανικών
σχέσεων από πολιτικής και στρατιωτικής πλευράς. Η απελευθέρωση των ελληνικών
πολιτικών και διπλωµατικών αρχείων από το ΥΠΕΞ έχει σαφώς διασαφηνίσει την
ελληνική πλευρά. Όµως οι ελλείψεις καθιστούν την έρευνα προβληµατική (Ο
περιορισµός ορίζεται χρονικά στους φακέλους που ήταν διαθέσιµοι στον ερευνητή από
το Ιστορικό Αρχείο του ΥΠΕΞ µέχρι και το 2000). Ακόµα όµως και µε αυτούς τους
περιορισµούς, το κείµενο αποτελεί µια ενδεικτική και αξιόπιστη πηγή για τη σχέση που
η Ελλάδα ήθελε να κρατήσει µε τη Βρετανία και τις βλέψεις της τότε ελληνικής
κυβέρνησης από την Αγγλική κυβέρνηση των Εργατικών καθώς και τη διάθεση των
Βρετανών να συνεχίσουν να ελέγχουν τα δρώµενα στην Ελλάδα. Πολιτική η οποία
παρέµεινε σταθερή καθ όλη τη διάρκεια του Εµφυλίου Πολέµου.

Από το κείµενο καθίσταται σαφές ότι το ∆όγµα Τρούµαν δεν επέφερε την ολοκληρωτική
βρετανική απόσυρση από την Ελλάδα καθώς και ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν
σκόπευε να διαγράψει την Ελλάδα από τη σφαίρα επιρροής της. Η εξαγγελία του
∆όγµατος Τρούµαν το Μάρτιο του 1947 και η είσοδος της Αµερικής στο διεθνές
προσκήνιο υποβάθµισε το ρόλο της Βρετανίας ως υπερδύναµης σε υποδεέστερο και
επικουρικό αυτού των Ηνωµένων Πολιτειών. Όσον αφορά στην Ελλάδα του Εµφυλίου
Πολέµου, οι παγκόσµιες εξελίξεις του Μαρτίου 1947 ενίσχυσαν τις δυνάµεις της ∆εξιάς
και το αντικοµµουνιστικό µέτωπο καταλήγοντας στην οριστική ήττα του ∆ηµοκρατικού
Στρατού δυόµισι χρόνια αργότερα.

Η ισορροπία δυνάµεων µεταξύ της Βρετανίας και των Ηνωµένων Πολιτειών παρόλο
που φαινοµενικά παρουσιάζεται να είναι αντικρουόµενη και ανταγωνιστική, στην
περίπτωση της Ελλάδας υπήρξε αρµονική και αλληλοσυµπληρούµενη. Οι Ηνωµένες
Πολιτείες αδυνατούσαν το 1947 να αναλάβουν ολοκληρωτικά το ρόλο της διεθνούς
αστυνοµίας. Η Αµερικανική κοινή γνώµη αρνούνταν να επικροτήσει την πολυδάπανη
εκστρατεία στην Ελλάδα καθώς επίσης και να συναινέσει σε µια πρόωρη επιθετική
εξωτερική πολιτική. Συνεπώς, η βρετανική βοήθεια αποτελούσε την ακρογωνιαία λίθο
της Αµερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Από την άλλη πλευρά, η οικονοµική κρίση που
µάστιζε τη Βρετανία την ανάγκαζε να περιορίσει τους αυτοκρατορικούς της στόχους.
Πολιτικές πιέσεις που απειλούσαν το κόµµα των Εργατικών να εγκαταλείψει τις
ιµπεριαλιστικές βλέψεις της χώρας, έφερναν ρήξη στην κυβέρνηση µεταξύ των
υπέρµαχων και των πολέµιων της βρετανικής επεκτατικής εξωτερικής πολιτικής. Ο
ελληνικός Εµφύλιος Πόλεµος, µε αυτόν τον τρόπο, δεν ήταν απλώς µια ελληνική
εσωτερική υπόθεση αλλά και διεθνής διαµάχη.
Ένα από τα θέµατα που γίνονται σαφή µε το ελληνικό αίτηµα να συµφωνήσουν οι
Ηνωµένες Πολιτείες και η Βρετανία στην χρηµατοδότηση και συντήρηση του Ελληνικού
Στρατού είναι το θέµα του εθνικού συµφέροντος --όπως το ορίζει το κάθε
ενδιαφερόµενο µέρος-- και ο ρόλος των Μεγάλων ∆υνάµεων. Είναι ξεκάθαρο ότι κατά
τον Εµφύλιο Πόλεµο οι κυβερνήσεις δικαιολογούνταν περισσότερο από κάθε άλλη
κυβέρνηση να στρέφουν την προσοχή τους στην εξωτερική βοήθεια. Το 1947, ο
∆ηµοκρατικός Στρατός είχε εξαπλώσει τις επιχειρήσεις του σε ολόκληρη σχεδόν τη
χώρα ενώ ο Εθνικός Στρατός υπέφερε ακόµα από σηµαντικές ελλείψεις σε οργάνωση,
ανθρώπινο δυναµικό και εξοπλισµό. Ως εκ τούτου, η βοήθεια από τις Μεγάλες
∆υνάµεις αποτελούσε θέµα ύψιστης ασφάλειας τόσο για την έκβαση της µάχης όσο και
για τη µακροβιότητα της ίδιας της κυβέρνησης. Αυτό που είναι σηµαντικό είναι το µέρος
της ευθύνης που τελικά έχει αυτή η ανάµειξη. Στην περίπτωση του Ελληνικού Εµφυλίου
υπήρξε καταλυτική.

Η Πτώση της ∆ηµοκρατίας της Βαϊµάρης


και της ∆' Γαλλικής ∆ηµοκρατίας
Μια Σύγκριση

του Χάρη Θ. Κουροπαλάτη


Πτυχίο (Νοµική), Πολιτ. Επιστ. (Νοµική Σχολή)
Πανεπιστήµια Θεσσαλονίκης και Αθηνών

∆ύο ευρωπαϊκά καθεστώτα, η ∆ηµοκρατία της Βαϊµάρης και η ∆΄ Γαλλική


∆ηµοκρατία, δέσποσαν στις δύο ισχυρότερες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου πριν και
µετά τον πιο φονικό πόλεµο της ανθρώπινης Ιστορίας. Σκοπός της παρούσας µελέτης
και µε την µέθοδο της συγκριτικής ανάλυσης είναι η προσέγγιση των δύο
∆ηµοκρατιών σε ό,τι αφορά στα αίτια πτώσης τους.

Η ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΑΪΜΑΡΗΣ

Η παραίτηση του Κάιζερ Γουλιέλµου Β΄ από το γερµανικό θρόνο στις 9 Νοεµβρίου


1918 σήµανε το τέλος της µοναρχίας και την επιστροφή της Γερµανίας στη
∆ηµοκρατία. Στη Βαϊµάρη (Weimar), µια µικρή γραφική πόλη στην ανατολική
Γερµανίας, στις 19 Ιανουαρίου 1919 ο λαός εξέλεξε συντακτική συνέλευση,
απαρτιζόµενη κυρίως από σοσιαλιστές και δηµοκράτες. Λίγες µέρες αργότερα η
συνέλευση αυτή εξέλεξε Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας το σοσιαλιστή Έµπερτ και τον
Αύγουστο του ίδιου έτους ψήφισε Σύνταγµα. Αυτός ο καταστατικός χάρτης περιείχε
αρκετές δηµοκρατικές διατάξεις. Η καθιέρωση προεδρικού συστήµατος µε εκλογή
Προέδρου ∆ηµοκρατίας µε συµµετοχή στην ψηφοφορία και των δεκαεπτά
οµόσπονδων κρατών, η διάκριση εξουσιών, η αναγνώριση δικαιώµατος ψήφου στις
γυναίκες, η θέσπιση συνδικαλιστικών δικαιωµάτων των εργαζοµένων και η
κοινωνική ασφάλιση ήταν µόνο κάποιες από τις διατάξεις που υποδήλωναν την
αναντίρρητη ανάγκη του λαού για δηµοκρατία. Το νέο Σύνταγµα παρέµεινε σε ισχύ
έως το 1933, οπότε κατέρρευσε η ∆ηµοκρατία της Βαϊµάρης µε την ανάληψη της
εξουσίας από τον Αδόλφο Χίτλερ. Η κατάλυση του καθεστώτος ήταν µια πολύπλοκη
διαδικασία και άρρηκτα δεµένη µε τη βαθµιαία άνοδο της πολιτικής ισχύος των
εθνικοσοσιαλιστών, από τη δεκαετία του 1920 κιόλας. Εποµένως, ως αίτια
θανάτου της ∆ηµοκρατίας πρέπει να εξεταστούν εκείνοι οι παράγοντες που
ευνόησαν την πολιτική γιγάντωση του Χίτλερ και την ανέλιξή του στην εξουσία.

ΑΙΤΙΑ ΠΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΒΑΪΜΑΡΗΣ


ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΑΙΤΙΑ

Όπως σε κάθε παρόµοια περίπτωση κατάρρευσης ενός πολιτικού συστήµατος, έτσι


και σε αυτήν της Βαϊµάρης, ο οικονοµικός παράγοντας στάθηκε καταλυτικός. Το
πρώτο δυνατό χτύπηµα πάνω στη (νεοσύστατη) ∆ηµοκρατία δόθηκε µε τη Συνθήκη
των Βερσαλλιών, τον Ιούνιο του 1919. Στους ηττηµένους επιβλήθηκαν τόσο η
παραχώρηση εδαφών (µε τη συνακόλουθη απώλεια παραγωγικών πληθυσµών, που
τραυµάτισε την οικονοµία), όσο και η υποχρέωση καταβολής αποζηµιώσεων, οι
οποίες ξεπερνούσαν τα 130 δισεκατοµµύρια χρυσά µάρκα (πάνω από 32
δισεκατοµµύρια δολάρια)! Κατά τη γνώµη του µεγάλου Βρετανού οικονοµολόγου Τζ.
Μ. Κέυνς αλλά και κατά γενική οµολογία το ποσό αυτό ήταν όχι µόνο υπερβολικό
αλλά διακύβευε την ειρήνη και επιβάρυνε επικίνδυνα τη γερµανική οικονοµία.

Το δεύτερο και πρακτικά σηµαντικότερο ‘σφυροκόπηµα’ πάνω στη ∆ηµοκρατία της


Βαϊµάρης είχε σχέση µε τις αποζηµιώσεις. Τρία χρόνια µετά την υπογραφή της
Συνθήκης των Βερσαλλιών, στα τέλη του 1922, η Γαλλία και το Βέλγιο, σε µια
προσπάθεια εκβιαστικής απόσπασης των επανορθώσεων που τους
αντιστοιχούσαν, κατέλαβαν στρατιωτικά τη βιοµηχανική περιοχή του Ρουρ στην
δυτική Γερµανία. Η γερµανική κυβέρνηση απάντησε µε την τακτική της ‘παθητικής
αντίστασης’, δηλαδή πληρώνοντας τους εργάτες των χαλυβουργείων και των
ανθρακωρυχείων για να µη δουλεύουν.*1 Ταυτόχρονα, επιδόθηκε σε αθρόα
εκτύπωση χαρτονοµίσµατος εκτοξεύοντας τον πληθωρισµό στα ύψη κι
εκµηδενίζοντας την αξία του µάρκου. Η τακτική αυτή µπορεί να πέτυχε και να
οδήγησε µέσα στο 1923 το γάλλο-βελγικό εγχείρηµα στην αποτυχία, ωστόσο λάβωσε
βαθύτατα τη γερµανική οικονοµία. Ο αχαλίνωτος πληθωρισµός και η νοµισµατική
κατάρρευση εκµηδένισαν βέβαια το τεράστιο εσωτερικό χρέος, αλλά εξανέµισαν
καταθέσεις, επενδύσεις, µισθούς και συντάξεις. Η µεσαία κυρίως τάξη υπέστη
ολέθριο πλήγµα προς όφελος λίγων επιχειρηµατιών και βιοµηχάνων, καταλήγοντας
έτσι ευάλωτη σε πολιτικές πιέσεις και προπαγανδιστικές πρακτικές.*2 Η κρίση του
1922-23 ενίσχυσε την προϋπάρχουσα, λόγω των ατιµωτικών όρων ειρήνης,
ταπείνωση όλου του γερµανικού λαού και το γόητρο των πολιτικών της Βαϊµάρης
υποσκάφτηκε ακόµη περισσότερο.

Παρόλο που η γερµανική οικονοµία, µετά την κρίση της Ρουρ, άρχισε σταδιακά να
ανακάµπτει, στα τέλη της δεκαετίας του 1920 έµοιαζε µε "γίγαντα µε πήλινα πόδια”.
Το κραχ της Wall street του 1929, που γρήγορα έλαβε διαστάσεις παγκόσµιας
οικονοµικής χιονοστιβάδας και καταπλάκωσε όλη την υφήλιο, δεν ήταν δυνατό να
µην κλονίσει συθέµελα πολύ περισσότερο τη Γερµανία και λόγω της τεράστιας
εξάρτησής της από τα αµερικάνικα κεφάλαια.*3 Ολόκληρη η γερµανική κοινωνία
συγκλονίστηκε: οι αγρότες είδαν τις τιµές των προϊόντων τους να πέφτουν
κατακόρυφα. Οι φοιτητές βρέθηκαν να ανησυχούν σοβαρά για το επαγγελµατικό τους
µέλλον. Οι µισθωτοί, οι καταστηµατάρχες, οι µικροεπιχειρηµατίες, οι συνταξιούχοι
επιβαρύνθηκαν µε δυσβάσταχτους φόρους και χρέη ενώ οι επιχειρηµατίες και οι
βιοµήχανοι άρχισαν να φοβούνται µήπως απολέσουν τα κεκτηµένα τους.*4 Ο
αριθµός των ανέργων από 1,4 εκ. το 1928 έφθασε τα 5,6 εκ. στις αρχές του 1932! Την
ίδια εποχή, η βιοµηχανική παραγωγή ήταν µόνο 58% και οι εισαγωγές και εξαγωγές
λιγότερο από 50%, των αντιστοίχων του 1928. Το δε ΑΕΠ από 89 δις µάρκα το 1928
έπεσε στα 57 δις µάρκα το 1932.*5

Μετά από αυτές τις οικονοµικές εξελίξεις, ήταν αναπόφευκτη η απόδοση στους
πολιτικούς της Βαϊµάρης ίσως και παραπάνω ευθυνών απ’ αυτές που τους
αναλογούσαν. Οι πολίτες, καταρρακωµένοι και απηυδισµένοι από την άρρωστη
δηµοκρατία, ήταν έρµαιο στις διαθέσεις οποιουδήποτε χαρισµατικού επίβουλού
της.

ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΑΙΤΙΑ

Η οικονοµική ασθένεια της ∆ηµοκρατίας της Βαϊµάρης ήταν σοβαρή, ωστόσο δε θα


µπορούσε να είναι η µοναδική αιτία θανάτου της. Στο ολέθριο αυτό αποτέλεσµα
συνέβαλαν µια σειρά από ορισµένους πολυσύνθετους κοινωνικούς και πολιτικούς
παράγοντες. Ένας από αυτούς ήταν ο κοινωνικοπολιτικός διχασµός του λαού µε βάση
την έχθρα µεταξύ σοσιαλδηµοκρατών και κοµµουνιστών. Από το 1919 κιόλας, οι
ακραίοι αριστεροί και λεγόµενοι Σπαρτακιστές προσπάθησαν να επιβάλλουν µια
δικτατορία του προλεταριάτου. Οι κυβερνώντες σοσιαλδηµοκράτες, µε τη βοήθεια
των συντηρητικών δυνάµεων και του στρατού, κατέπνιξαν την επανάσταση εν τη
γενέσει της αλλά όλες οι µετέπειτα κυβερνήσεις χαρακτηρίζονταν από εξαιρετική
αστάθεια. Στο αποκορύφωµα της διχόνοιας αλλά και από πριν το 1932, οι
σοσιαλδηµοκράτες αδυνατούσαν να σχηµατίσουν κυβέρνηση αφού δεν είχαν τη
στήριξη των κοµµουνιστών, κάτι που εκµεταλλεύτηκε ο Χίτλερ το 1933 για ν
αποσπάσει όλες τις εξουσίες.*6

Τα ιδεολογικά ατοπήµατα των πολιτικών στάθηκαν ένας, επίσης, σοβαρός λόγος


αποδυνάµωσης του καθεστώτος. Γερµανοί αξιωµατούχοι, µε πρώτο τον Πρόεδρο
Έµπερτ, καλλιέργησαν στη συνείδηση του λαού το µύθο ότι η Γερµανία ουδέποτε
νικήθηκε αλλά προδόθηκε από τους πολιτικούς και ότι ο στρατός της ήταν
ανίκητος.*7 Η πραγµατικότητα, δυστυχώς, συντηρούσε το µύθο: η Γερµανία
παρέµενε δυνητικά ισχυρή ∆ύναµη µε πληθυσµό πολύ µεγαλύτερο της Γαλλίας,
τριπλάσια δυναµικότητα σιδήρου και χάλυβα, εκτενές εσωτερικό συγκοινωνιακό
δίκτυο, καθώς και χηµικά και ηλεκτρικά εργοστάσια αλλά και πανεπιστήµια και
τεχνολογικά ινστιτούτα άθικτα.*8

Ο Χίτλερ είχε, δυστυχώς, γνώση όλων των παραπάνω. Κατάλαβε ότι η δηµοκρατία
ήταν σαθρή, καθόσον δεν είχε νοµιµοποιηθεί στις συνειδήσεις ενός τεράστιου µέρους
της κοινωνίας, αλλά και των απόστρατων αξιωµατικών και οπλιτών, οι οποίοι είχαν
χρησιµοποιηθεί και εναντίον των κοµµουνιστών το 1919.*9 Με µια πολύ έξυπνη
προπαγάνδα και µε αθέµιτες πρακτικές*10 γκρέµισε την αξιοπιστία των
υπόλοιπων (σπαρασσόµενων) πολιτικών δυνάµεων, κέρδισε τα (καταρρακωµένα)
µεσαία στρώµατα αλλά και τη µεγαλοαστική τάξη και έπεισε ολόκληρη την κοινωνία
ότι ο εθνικοσοσιαλισµός µπορούσε να διορθώσει την ιστορική αδικία σε βάρος
του γερµανικού λαού και ν αποκαταστήσει το χαµένο κύρος.

Θα ήταν λάθος, στο σηµείο αυτό, αν παραµελούταν η σχέση της πτώσης της
∆ηµοκρατίας της Βαϊµάρης µε το θάνατο του Καγκελάριου Στρέζεµαν. Φυσικά, το
ερώτηµα αν αυτός µπορούσε να ανακόψει την άνοδο του Χίτλερ, δε µπορεί να
απαντηθεί µε ασφάλεια. Αναµφισβήτητα όµως, ο χαρισµατικός Καγκελάριος, ο
οποίος αναβάθµισε σηµαντικά τη θέση της Γερµανίας στο εξωτερικό και σε αντίθεση
µε το Χίτλερ ήταν θιασώτης της ειρηνικής αναθεώρησης της Συνθήκης των
Βερσαλλιών, θα µπορούσε να συσπειρώσει ένα σηµαντικό τµήµα της κοινωνίας.
Εποµένως, ο πρόωρος θάνατός του τον Οκτώβριο του 1929 διευκόλυνε, αν µη τι άλλο,
την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί.

Η ∆΄ ΓΑΛΛΙΚΗ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Η ∆΄ Γαλλική ∆ηµοκρατία προέκυψε από τις στάχτες του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου.


Η συντακτική συνέλευση που εκλέχτηκε τον Οκτώβριο του 1945 στο Παρίσι για ν’
αποφασίσει για το µέλλον του τόπου αποτελούταν κυρίως από κοµµουνιστές,
σοσιαλδηµοκράτες και στελέχη του Λαϊκού ∆ηµοκρατικού Κινήµατος (M.R.P.), που
σχηµατίσθηκε κατά την περίοδο της Αντίστασησ. Στις 24 ∆εκεµβρίου 1946
ψηφίστηκε το νέο Σύνταγµα, το οποίο ίσχυσε µέχρι το 1958 οπότε και σήµανε το
επίσηµο τέλος της ∆΄ Γαλλικής ∆ηµοκρατίας. Ο νέος γαλλικός καταστατικός χάρτης
ήταν αρκετά δηµοκρατικός και ανθρωποκεντρικός, όπως άλλωστε απαιτούσε η
ιστορική συγκυρία. Περιείχε διατάξεις για την προστασία θεµελιωδών ατοµικών και
κοινωνικών δικαιωµάτων, δοσµένων σ ένα πλαίσιο πραγµατισµού και ελεύθερων
από συγκεκριµένους ιδεολογικούς προσανατολισµούς.*11 Το Σύνταγµα αυτό,
ωστόσο, γρήγορα απέκτησε και εχθρούς, κυρίως τους οπαδούς του Ντε Γκωλ. Το
µεταπολεµικό καθεστώς, θεµέλιο του οποίου υπήρξε το Σύνταγµα του 1946, άρχισε
ν’ αποδυναµώνεται βαθµιαία, κάτι στ οποίο συνέργησαν πολλοί και διαφορετικοί
παράγοντες.

ΑΙΤΙΑ ΠΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ∆΄ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ


ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΑΙΤΙΑ

Η τέταρτη Γαλλική ∆ηµοκρατία έπασχε από µια εγγενή οικονοµική ασθένεια. Το


πρώτο σύµπτωµα ήταν η ρηµαγµένη, κυριολεκτικά, µεταπολεµική γαλλική οικονοµία
µια που στις αρχές του 1945 η χώρα ήταν κατεστραµµένη. Το εσωτερικό δίκτυο
συγκοινωνιών ήταν διαλυµένο, οι δείκτες των εισαγωγών κι εξαγωγών βρίσκονταν
στο κατώτατο σηµείο, ο πληθωρισµός είχε εκτιναχτεί στα ύψη, το ΑΕΠ είχε
διολισθήσει στο 50% του αντίστοιχου προπολεµικού, η αξία του φράγκου είχε
εκµηδενιστεί και δε γινόταν δεκτό στις διεθνείς συναλλαγές*12 ενώ ο αριθµός των
ανέργων διαρκώς αυξανόταν.

Στο ήδη επιβαρηµένο οικονοµικό σκηνικό πρέπει να προστεθούν µια σειρά από
απεργίες που κλυδώνισαν ακόµη περισσότερο το σύστηµα. Οι µεγαλύτερες και πιο
επιζήµιες ήταν η γενική απεργία του Φθινοπώρου του 1947 και η απεργία των
Ορυχείων του Οκτωβρίου του 1948. Οι επιπτώσεις τους στη γαλλική οικονοµία ήταν
ολέθριες ενώ οι σηµαντικότερες από αυτές, που ήταν η περαιτέρω πτώση της
παραγωγικότητας και η επιδείνωση της νοµισµατικής κρίσης, κλόνισαν όλα τα
κοινωνικά στρώµατα και ιδίως τη µεσαία τάξη.

Έτσι, το 1950, το ΑΕΠ της Γαλλίας ήταν µόλις 50 δις $, όταν το αντίστοιχο της
βαριά ηττηµένης Γερµανίας 48 δις $. Το δε κατά κεφαλήν εισόδηµά της δεν
ξεπερνούσε το 50% του αντίστοιχου αµερικανικού του ίδιου έτους. Η Γαλλία ήταν
ήδη οικονοµικά ασθενής όταν ξέσπασαν οι δύο αποικιακοί πόλεµοι, της Ινδοκίνας το
1949-50 και της Αλγερίας το 1954, οι οποίοι καθυστέρησαν σηµαντικά την υπό
ανάρρωση γαλλική οικονοµία*13 και σηµάδεψαν ανεξίτηλα την υπό ανάπτυξη
γαλλική δηµοκρατία.

ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΑΙΤΙΑ

Πέρα από τη συµβολή του οικονοµικού παράγοντα στο θέµα της πτώσης της ∆΄
Γαλλικής ∆ηµοκρατίας, εκείνο που καταλυτικά συνετέλεσε σ’ αυτήν ήταν η εξέλιξη
τόσο της γαλλικής κοινωνίας όσο και των πολιτικών θεσµών, µετά το τέλος του
πολέµου.

Το χαρακτηριστικότερο γνώρισµα της εξέλιξης αυτής είναι η ακραία διάσπαση των


πολιτικών δυνάµεων, που είχε ως αποτέλεσµα µια χρόνια αστάθεια των
κυβερνητικών συνασπισµών σε όλη σχεδόν την περίοδο 1946-1958. Ήδη από τον
Απρίλιο του 1947, όταν ο Στρατηγός Ντε Γκωλ --έχοντας διαφωνήσει µε το νέο
Σύνταγµα και παραιτηθεί από την προσωρινή κυβέρνηση--- ίδρυσε το R.P.F.
(Συναγερµός του Γαλλικού Λαού), υπήρχαν 4 πολιτικές δυνάµεις στη Γαλλία και
κάθε άλλο παρά αρµονία στις µεταξύ τους σχέσεις. Οι δύο µεγαλύτερες, οι
Συντηρητικοί του Ντε Γκωλ και οι κοµµουνιστές, οδήγησαν την πολιτική
αντιπαράθεση σε επίπεδα µίσους, πολώνοντας την κοινωνία και µην επιδεικνύοντας
καµία διάθεση για συνεργασία, ούτε καν µε τις υπόλοιπες πολιτικές οµάδες, τη
Ριζοσπαστική ∆εξιά και τον συνασπισµό Ριζοσπαστών Σοσιαλιστών και M.R.P.*14

Εξάλλου, οι κυβερνήσεις συνασπισµού που κατά κύριο λόγο σχηµατίστηκαν


µεταπολεµικά, απέτυχαν να εµφυσήσουν πίστη στους νέους θεσµούς και να
νοµιµοποιήσουν την ∆΄ ∆ηµοκρατία στις συνειδήσεις των Γάλλων. Ήρθαν
αντιµέτωπες µε απεργίες, νοµισµατικές κρίσεις, υψηλές τιµές, ανεργία, πτώση
βιοτικού επιπέδου. Τότε λοιπόν επέλεξαν να αποπροσανατολίσουν την κοινωνία
στρεφόµενες προς τις Αποικίες και διεξάγοντας πολέµους για τη διατήρηση της
Αυτοκρατορίας και του γοήτρου της. Η ήττα της Γαλλίας στους πολέµους αυτούς, µε
αποκορύφωµα την πανωλεθρία του Ντιέν-Μπιέν-Φου (1954) και του Σουέζ (1956)
αλλά και η τελική απώλεια πολλών εδαφών, επέφεραν ένα τροµακτικό πλήγµα στον
εγωισµό των περήφανων Γάλλων. Οι τελευταίοι ένιωθαν ταπεινωµένοι και
αδικηµένοι από το τέλος του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου όταν η χώρα τους --αν και
νικήτρια-- είχε κυριολεκτικά ισοπεδωθεί από την ηττηµένη Γερµανία. Το τέλος της
αποικιοκρατίας και η αιφνίδια κατάρρευση του µύθου της υπερπόντιας γαλλικής
υπερδύναµης συγκλόνισαν τους εθνικιστές Γάλλους και συνδέθηκαν
νοµοτελειακά στις συνειδήσεις τους µε αδυναµίες της µεταπολεµικής (Τέταρτης)
∆ηµοκρατίας.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΓΚΡΙΣΗ

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, υπάρχει κάποια σχέση ανάµεσα στις δύο
περιπτώσεις, της ∆ηµοκρατίας της Βαϊµάρης και της ∆΄ Γαλλικής ∆ηµοκρατίας,
κυρίως σε ό,τι αφορά στην αποδυνάµωση και στην πτώση τους. Η σχέση αυτή µπορεί
να συνοψιστεί σε ορισµένα ενδιαφέροντα επιστηµονικά συµπεράσµατα, µέσω των
αλληλένδετων µεθόδων, τόσο της ιστορικής καταγραφής όσο και της πολιτικής
ανάλυσης.
Η βιωσιµότητα του δηµοκρατικού καθεστώτος είναι σε µέγιστο βαθµό συνάρτηση
της αρµονικής κοινωνικής διαστρωµάτωσης, της οµαλής λειτουργίας των κοινωνικών
τάξεων και, ιδιαίτερα, των µεσαίων λαϊκών στρωµάτων. Αποτελεί αξίωµα --ως
ιστορικά αποδεδειγµένο πλέον-- το γεγονός ότι οι ∆ηµοκρατίες (δυτικού τουλάχιστον
τύπου) στηρίχτηκαν, κατά τη µετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισµό αλλά
και µετά από αυτήν, στη δηµιουργία µιας ισχυρής αστικής τάξης. Ο σχηµατισµός της
αστικής αυτής τάξης προέκυψε µέσα από µια αστική (όχι απαραίτητα βίαιη)
επανάσταση. Παράλληλα δε µε την ανάπτυξη µιας θεσµικής συνταγµατικής
παράδοσης, η αστική τάξη αποτέλεσε το συνδετικό κρίκο αλλά και το χώρο υγιούς
εκτόνωσης µεταξύ των κατώτατων λαϊκών στρωµάτων και της νοµενκλατούρας ,
παίζοντας το ρόλο του κινητήρα της ∆ηµοκρατίας. Κάτι τέτοιο όµως δε συνέβη
στις περιπτώσεις που εξετάζονται σε αυτήν τη µελέτη. Στην πρώτη, η πολιτική του
Βίσµαρκ και η ενοποίηση της Γερµανίας στα τέλη του 19ου αι., επέβαλαν ανώµαλα
την αστικοποίηση. Στη δεύτερη, η πολυετής κρίση των πολιτικών θεσµών και οι
ιδεολογικές αναταράξεις εµπόδισαν τη φυσιολογική αστικοποίηση. Και στις δύο
περιπτώσεις, οι ρίζες της αστικής τάξης ήταν ήδη σάπιες και, όταν αυτή
χειραγωγήθηκε, εξοντώθηκε ή στραπατσαρίστηκε , συµπαρέσυρε και το όλο
καθεστώς.

Εξάλλου, αξίζει εδώ να σηµειωθεί ότι η µετάβαση από ένα προηγούµενο πολιτικό
σύστηµα πρέπει --και σύµφωνα µε τα παραπάνω-- να γίνεται οµαλά. Τόσο στην
περίπτωση της Γερµανίας, όσο και της Γαλλίας, η ∆ηµοκρατία επιβλήθηκε και,
µάλιστα, µε αρκετά πρόχειρο τρόπο. Στην πρώτη έπρεπε να χτυπηθεί το συντοµότερο
η µοναρχία, η οποία πρόβαλλε υπεύθυνη για την καταστροφή, ενώ στη δεύτερη
έπρεπε επειγόντως ν’ αντιµετωπιστεί το µεταπολεµικό χάος. Και στις δύο
περιπτώσεις, το άγχος για τη βιαστική δηµιουργία θεσµών και την επιβολή
συνταγµατικής τάξης απέβη µοιραίο.

Την κατάρρευση του δηµοκρατικού καθεστώτος, ειδικά σε περιόδους µετάβασης,


επιταχύνει η ακραία αντιπαράθεση των πολιτικών δυνάµεων, µε τη συνεπακόλουθη
κυβερνητική αστάθεια. Και οι δύο δηµοκρατίες της παρούσας µελέτης σηµαδεύτηκαν
από πόλωση, µίσος, αδυναµία συνεργασίας, ακόµη και συγγενών ιδεολογικών
φορέων, σε κυβερνητικό επίπεδο. Το αποτέλεσµα ήταν διττό: από τη µία, το
πολίτευµα δεν κατάφερνε να λειτουργήσει θεσµικά ενώ από την άλλη, οι πολίτες
ουδέποτε πίστεψαν στην αξιοπιστία και στην αποτελεσµατικότητα του συστήµατος κι
έγιναν έτσι ευάλωτοι σε ρεβιζιονιστικές προπαγάνδες, όπως αυτή του
εθνικοσοσιαλισµού και της αποικιοκρατίας, αντίστοιχα.

Τέλος, αξίζει να σηµειωθεί ο ρόλος της οικονοµίας, όχι ως στεγανού αιτίου της
κατάρρευσης των δύο πολιτικών συστηµάτων αλλά περισσότερο ως του φυσικού
περιβάλλοντος, του καταλύτη , που επιτάχυνε την όλη διεργασία της. Τόσο η
οικονοµία της Γερµανίας της δεκαετίας του 1920, όσο και η οικονοµία της
µεταπολεµικής Γαλλίας, ήταν προβληµατικές. Επιπλέον, η πρώτη χτυπήθηκε
περισσότερο από την παγκόσµια Κρίση της Wall Street του 1929 και η δεύτερη
λαβώθηκε κι άλλο από τους φθοροποιούς αποικιακούς πολέµους της δεκαετίας του
1950. Η φτώχεια, η ανεργία, η κακοδαιµονία, ήταν επόµενο να διαρρήξουν την πίστη
πολιτών και πολιτικών στη ∆ηµοκρατία και στους θεσµούς και να προλειάνουν το
έδαφος για ριζικές, ελπιδοφόρες αλλαγές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κίσιντζερ σ. 299
2. Στεφανίδης σ. 87
3. Berstein Serge-Milza Pierre σ. 68. Η Γερµανία ήταν ο µεγαλύτερος αποδέκτης των
αµερικανικών πιστώσεων, µετά το 1924
4. Ράπτης σ. 192
5. Kennedy σ. 401
6. Ράπτης σ. 192
7. Ashcroft σ. 742
8. Kennedy σ. 380
9. Ράπτης σ. 192
10. Τον Οκτώβριο του 1933 µια πυρκαγιά κατέστρεψε το κτίριο του γερµανικού
Κοινοβουλίου (Ράιχσταγκ). Απεδείχθη ότι ήταν έργο του ίδιου του Χίτλερ για να
κατηγορήσει τους Κοµµουνιστές και να εξαπολύσει διωγµό εναντίον τους, όπως κι
έκανε.
11. Τσάτσος σ. 88
12. Kennedy σ. 474
13. Η απώλεια αποικιακών εδαφών και ενεργών εργατικών πληθυσµών είχε ως
αποτέλεσµα µια κατακόρυφη πτώση στην παραγωγικότητα της γαλλικής οικονοµίας.
14. Purnell σ. 2133

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ράπτης, Κώστας. Γενική Ιστορία της Ευρώπης. Πάτρα: Ελληνικό Ανοιχτό


Πανεπιστήµιο. 2000. Τόµος Β'

Στεφανίδης, Γιάννης. Ιστορία των ∆ιεθνών Σχέσεων στην Ευρώπη 1871-1945.


Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ. Υπηρεσία ∆ηµοσιευµάτων 1995

Τσάτσος, ∆ηµήτριος. Συνταγµατικό ∆ίκαιο. Αθήνα- Κοµοτηνή: Εκδ. Αντ. Σάκκουλα


1987. Τόµος Γ'

Ashcroft, Edward. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών (ΤΑ 100 ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ


ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ). Αθήνα: Ακαδηµαϊκή 1975. Τόµος 4ος.

Berstein, Serge-Milza Pierre. Ιστορία της Ευρώπης. Αθήνα: Αλεξάνδρεια 1997. Τόµος
3ος.

Kennedy, Paul. Η Άνοδος και η Πτώση των Μεγάλων ∆υνάµεων. Αθήνα:


ΑΞΙΩΤΕΛΛΗΣ 1990.

Κίσιντζερ, Χένρι. ∆ιπλωµατία. Αθήνα: Νέα Σύνορα-Α.Α.Λιβάνης, 1995

Ιστορία του 20ου αιώνος Purnell. 6 τόµοι. Αθήνα: Χρυσός Τύπος, 1968. Τόµος 5.
Χάνια, Πανδοχεία, Ξενοδοχεία στην Θεσσαλονίκη

Του Αλέξανδρου Χ. Γρηγορίου


Πτυχίο, ΤΕΙ Θεσσαλονίκης
Ιστορικός Ερευνητής

Πρόδροµος των ξενοδοχείων, υπήρξε το χάνι ή το πανδοχείο της εποχής. Κατά τη


περίοδο της Τουρκοκρατίας και ειδικά µετά τη πτώση της Κωνσταντινούπολης το
1453, τα πρώτα κτίσµατα που έκαναν οι Τούρκοι, ήταν τα Καραβάν Σεράγια, που
ονοµάζονταν και Χάνια. Ο σκοπός τους υπήρξε µάλλον θρησκευτικός, γιατί όπως µας
πληροφορεί ο Choiseul Gouffier στην είσοδο τους υπήρχαν επιγραφές του τύπου: Ο
Παράδεισος είναι δι' εκείνους οι οποίοι οία την αγάπη τον θεού, σντηρούσι τους
άπορους, τα ορφανά και τους σκλάβους.

Τα περισσότερα από τα Σεράγια, ήταν αφιερωµένα σε Ιερά Τεµένη, έτσι ώστε όλα τα
έσοδα από τις προσφερόµενες υπηρεσίες, πήγαιναν στα ταµεία τους. Τα Σεράγια ήταν
πολυτελείς πολυόροφες κατασκευές, µε δεκάδες δωµάτια, πολλές αποθήκες αλλά και
σταύλους, που µε τη πάροδο του χρόνου καταστρέφονταν η ερειπώνονταν, επειδή δεν
γίνονταν καµµία απολύτως συντήρηση. Τους φτωχούς ταξιδιώτες τους δέχονταν
δωρεάν. Για τους εύπορους τα ενοίκια των δωµατίων και οι τιµές του φαγητού ήταν
πολύ χαµηλές.

Στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν δύο µεγάλα Σεράγια, όπου οι ταξιδιώτες κατέλυαν


δωρεάν. Όπως αναφέρει ο ∆ηµητριάδης αυτά ήταν αφ' ενός µεν, το Μεγάλο Καραβάν
Σεράγι (Buyuk Kervan Saray), αφ' ετέρου δε, το Μικρό Καραβάν Σεράγι (Kucuk
Kervan Saray). Και τα δύο κτίστηκαν µεταξύ του 1498 και 1505 από τον Koca
Mustafa που ήταν µπεηλέρµπεης της Ρούµελης. Στη θέση που βρισκόταν το Μεγάλο
Σεράγι, στεγάζεται σήµερα η ∆ηµαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ η θέση του Μικρού, είναι
εντελώς άγνωστη.

Εκτός από τα Σεράγια που όπως προανέφερα η κατασκευή αυτών πήγαζε από το
θρησκευτικό συναίσθηµα των Τούρκων, υπήρχαν και τα χάνια ή πανδοχεία, που η
ύπαρξη τους είχε καθαρά κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Τα περισσότερα ήταν Τούρκων
ιδιοκτητών, ενώ αρκετά είχαν Έλληνες και Εβραίοι.

Τα περισσότερα χάνια ήταν κτισµένα σε επίκαιρα σηµεία της Θεσσαλονίκης, στις


εισόδους του Βαρδάρι και της Καλαµαριάς (σηµερινή πλατεία Συντριβανίου), καθώς
και στην εµπορική ζώνη της πόλης, κοντά στο Λιµάνι, στο Σιδηροδροµικό Σταθµό
και αλλού.

Η αρχιτεκτονική τους κατασκευή ήταν σχεδόν η ίδια. Ήταν τετράγωνα κτίρια µε


µεγάλη αυλή που στο ισόγειο τους υπήρχαν οι σταύλοι, οι αποθήκες και τα
εργαστήρια, ενώ τα δωµάτια που προορίζονταν για τους ταξιδιώτες, ήταν πάντα σιο
πρώτο η δεύτερο όροφο. Ο Ν. Λέκκας στο βιβλίο του Η Ξενοδοχεία παρ' Έλλησιν,
που έγραψε το 1924, κάνει διεξοδική περιγραφή της κατασκευής αυτών, και του
τρόπου διαβίωσης των ταξιδιωτών και των ανθρώπων που εργάζονταν σ' αυτά.
Σύµφωνα µε τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεµπή, τον 17° αιώνα υπήρχαν στη
Θεσσαλονίκη περί τα 16 χάνια. Το µεγαλύτερο ήταν το Sulu Han, ίδρυµα του
Βαγιαζήτ Β', που υπήρχε ως τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο ίδιος
αναφέρει και το Kursumlu Han, αλλά µόνο για την εποχή που ο ίδιος έκανε τις
περιηγήσεις του.

Τον ίδιο αιώνα ο Katip Celebi αναφέρει το Suluca Han, το Mustafa Pasa Han και το
Malta Hun. Το Suluca Han ο Χατζηϊωάννου το ταυτίζει µε το περιβόητο Bosnac Han.

Ο Ν. Σχινάς, αξιωµατικός του Ελληνικού Στρατού, έγραψε στο Οδοιπορικό του, ότι
το 1886 η Θεσσαλονίκη είχε 50 χάνια που µπορούσαν να στεγάσουν 10.000
στρατιώτες και 600 άλογα.

Εξ' άλλου γύρω στο 1880, τα περισσότερα χάνια της Θεσσαλονίκης, άρχισαν να
χρησιµοποιούνται και σαν επαγγελµατικές στοές, κάτι δηλαδή σαν τα σηµερινά
εµπορικά κέντρα. Έτσι µέσα στα χάνια συναντούµε πολλά εργαστήρια, γραφεία-
πολλές φορές δε και ξενοδοχεία. Γεγονός όµως είναι ότι τα ελάχιστα ως ανύπαρκτα
µέτρα ασφαλείας που υπήρχαν, γίνονταν αιτία τα συγκροτήµατα αυτά να είναι
ευάλωτα σε πυρκαγιές, κλοπές, πολλές φορές δε και σε φόνους και άλλα εγκλήµατα
κατά της ζωής και της περιουσίας.

Μέχρι το 1937, δεν υπήρχε επίσηµο διάταγµα το οποίο να κατατάσσει τα χάνια σε


κατηγορίες. Με το διάταγµα της 27ης Απριλίου/14ης Μαΐου 1937, Περί Εκδόσεως
αδειών λειτουργίας, κατατάξεως και χαρακτηρισµού ξενοδοχείων, οι ξενοδοχειακές
επιχειρήσεις διακρίνονταν σε Πανδοχεία ή Χάνια, Ξενοδοχεία και Οικοτροφεία
(πανσιόν). Τα Χάνια διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες, α) Εις τα διαθέτοντα δωµάτια
µετά κλινών άνευ εγκαταστάσεων σταύλων δια τα ζώα. β) Εις τα διαθέτοντα δωµάτια
µετά η άνευ κλινών και εγκαταστάσεις δια την περιποίησιν των ζώων.

Τα χάνια µε τη πάροδο του χρόνου είτε µετατρέπονταν σε επαγγελµατικές στοές, είτε


λειτουργούσαν σαν πανδοχεία. Και βασική αιτία στην αλλαγή αυτή υπήρξε η
εµφάνιση στην κοινωνική και οικονοµική ζωή της πόλης των πρώτων ξενοδοχείων.
Τα ξενοδοχεία που κτίστηκαν στη Θεσσαλονίκη από το 1870 και µετά,
εξυπηρετούσαν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον ταξιδιώτη, αφού εκτός του
ύπνου του παρείχαν φαγητό και διασκέδαση. Στα περισσότερα ξενοδοχεία
λειτουργούσαν και εστιατόρια, αφού τα προτιµούσαν οι µόνιµοι κάτοικοι της
Θεσσαλονίκης, αλλά και καφενεία και ζυθοποιεία. Οι τιµές όµως των καταστηµάτων
αυτών ήταν πιο ακριβές από αυτές στα συνηθισµένα εστιατόρια και καφενεία µε
αποτέλεσµα να συχνάζουν σ' αυτά οι πιο εύπορες τάξεις τόσο των ταξιδιωτών, όσο
και των µονίµων κατοίκων της πόλης.

Πολλά από τα ξενοδοχεία κτίστηκαν σε ανεξάρτητους χώρους, αλλά υπήρχαν και


αρκετά που κτίστηκαν µέσα σε χάνια. Οι ιδιοκτήτες τους ήταν συνήθως και οι
διευθυντές τους, αφού οι περισσότεροι από αυτούς δεν εµπιστεύονταν τη διαχείριση
τους σε τρίτα πρόσωπα, αφ' ενός µεν γιατί δεν υπήρχαν κατάλληλα τέτοια, αφ' ετέρου
δε, γιατί αν υπήρχαν δεν ήταν σε θέση να πληρωθούν ανάλογα µε αυτά που
πρόσφεραν. Εξαίρεση αποτελούσαν µερικοί ιδιοκτήτες πολυτελών ξενοδοχείων, που
διόριζαν διευθυντές που ήταν γνώστες του αντικειµένου, αλλά και είχαν προϋπηρεσία
σε µεγάλα ξενοδοχεία των Αθηνών και διαφόρων Ευρωπαϊκών πόλεων.
Στην υπηρεσία των περισσοτέρων ξενοδοχείων, δούλευαν νεαροί Χριστιανοί ή
Οθωµανοί, οι οποίοι κέρδιζαν περισσότερα από τα φιλοδωρήµατα των πελατών, παρά
από τον πενιχρό µισθό τους. Και εδώ βέβαια υπήρχαν και οι εξαιρέσεις. Στα
πολυτελή ξενοδοχεία της Προκυµαίας ή του Φραγκοµαχαλά, οι υπάλληλοι ήταν
µορφωµένοι και πολλοί από αυτούς είχαν δουλέψει σε αντίστοιχα ξενοδοχεία της
Ευρώπης και της Αµερικής.

Στο τέλος του 19ου αιώνα, η Θεσσαλονίκη ήταν το µεγαλύτερο εµπορικό κέντρο των
Βαλκανίων και η τρίτη µεγαλύτερη πόλη της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, µετά τη
Κωνσταντινούπολη και τη Σµύρνη. Ένα συνονθύλευµα λαών, Ελλήνων, Τούρκων,
Εβραίων, Σέρβων, Βουλγάρων, Ιταλών, γγλων, Γάλλων, Αυστριακών και πολλών
άλλων, έδιναν µια διαφορετική όψη στη πόλη που λίγα χρόνια αργότερα
«φιλοξένησε» εξόριστο, τον πιο αιµοσταγή αλλά και πιο αξιόλογο Σουλτάνο των
Ανακτόρων του Γιλδίζ Αβδούλ Χαµίτ Χάν Β', µετά την επανάσταση των
Νεοτούρκων το 1909.

Στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, η Θεσσαλονίκη ήταν µια πόλη µε
φιδόσχηµους δρόµους, γεµάτους µε βρώµικα και λιµνάζοντα νερά. Όταν άρχισαν να
κτίζονται τα µεγάλα ξενοδοχεία, η πόλη απέκτησε άλλη όψη. Όλη η κίνηση
επικεντρώνονταν ιδίως τις νυκτερινές ώρες γύρω από τα µεγάλα ξενοδοχεία της
προκυµαία;. όπου βρίσκονταν και τα γνωστά καφενεία Όλυµπος, Αλάµπρα, Ευρώπη,
Αµέρικα και άλλα. Επειδή ακριβώς η περιοχή αυτή ήταν η βιτρίνα της Θεσσαλονίκης,
γιατί ο περισσότερος κόσµος ερχόταν µε πλοίο, ο ∆ήµαρχος αλλά και οι
επιχειρηµατίες φρόντιζαν να είναι πάντοτε καθαρή από σκουπίδια και λιµνάζοντα
νερά.

Η περιοχή αυτή πλακοστρώθηκε από την ∆ηµαρχία και έδωσε άλλη µορφή στη πόλη.
Όταν µάλιστα ερχόταν στόλος, είτε Γαλλικός, είτε Αγγλικός, είτε Τουρκικός, οι
επιχειρηµατίες φρόντιζαν να σηµαιοστολίζουν ανάλογα τα καταστήµατα του και να
κρεµούν ξενόγλωσσες επιγραφές µε τις οποίες διαφήµιζαν τη µπύρα, το κονιάκ, το
βερµούτ και άλλα ποτά.

Πριν το 1912, αλλά και µέχρι τη πυρκαγιά του 1917, η Θεσσαλονίκη ήταν µια
Ευρωπαϊκή πόλη. Η κοσµική ζωή που στηρίζονταν στα πολυτελή ξενοδοχεία, στα
µεγάλα καφενεία και ζυθοπωλεία, στα πανάκριβα εστιατόρια, έγινε ακόµα πιο έντονη
στα 1915-1916, όταν αποβιβάστηκαν σ' αυτή πάνω από 250.000 άνδρες των
συµµαχικών στρατευµάτων της Αντάντ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το 1912 ο J.
F Fraser στο βιβλίο του Salonica has its distinctions. Near the quay, where are the
big hotels and boulevards and the surup-shipping and the horse tramcars is a touch of
Europe O Risal την ίδια εποχή έγραφε Salonique devait etre grace a la
internationalisation, une ville semplable a la Carthage antique ou la Venise de
Moyenne Age et de temps modernes. Il serait le seuil de tout l Europe centrale, la
Grande escale, entre l Allemagne et Suez Pour le voyageur presse qui passe,
Salonique est une moderne Babel de races, de langues, de croyances, de coutoumes,
d idees, de aspirations

Ενώ από το 1875 υπήρχαν 14 συντεχνίες επαγγελµατιών, εν τούτοις δεν υπήρχε


συντεχνία ξενοδόχων. Στατιστικοί πίνακες επαγγελµατιών που συντάχθηκαν µε βάση
τις εγγραφές µόνον των κοριτσιών που φοίτησαν το 1911 στη τότε πρωτοβάθµια και
δευτεροβάθµια εκπαίδευση, απέδειξαν ότι από τους γονείς 777 κοριτσιών σύµφωνα
µε το επάγγελµα του πατέρα, υπήρχαν 10 ξενοδόχοι, δηλαδή ένα ποσοστό 1,28%.
Αυτό βέβαια δεν σηµαίνει ότι υπήρχαν τόσο λίγο ξενοδόχοι, αλλά µόνο το ποσοστό
αυτό, είχε την οικονοµική δυνατότητα να στείλει τις κόρες του στα ιδιωτικά
εκπαιδευτήρια της εποχής. Και οι ξενοδόχοι αυτό. ήταν οι ιδιοκτήτες των πολυτελών
ξενοδοχείων της Προκυµαίας και του Φραγκοµαχαλά.

Η µεγάλη κίνηση που δηµιούργησαν τα ξενοδοχεία, είχε σαν αποτέλεσµα. να


ανοίξουν θέατρα και κινηµατογράφοι που έφερναν θιάσους από όλο τον κόσµο, να
δηµιουργηθούν πολλά cabarets και cafe chantants, να αφιχθούν µαζικά καλλιτέχνιδες
απ' όλες τις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και συνάµα να αυξηθεί κατακόρυφα η πορνεία,
ιδίως από κοπέλες των ανώτερων κοινωνικά τάξεων. Και ενώ οι τελευταίες
κυκλοφορούσαν ανενόχλητες στα λόµπυ και τα µπαρ των µεγάλοι ξενοδοχείων, οι
κοινές ή οι ∆ηµόσιες όπως λέγονταν ιερόδουλες, σύχναζαν στα µικρά και
κακόφηµα ξενοδοχεία που βρίσκονταν έξω από την Πύλη του Βαρδάρι και κοντά στο
Σιδηροδροµικό Σταθµό. Την περίοδο 1900-1912, απαγορεύονταν να κυκλοφορούν µε
τα πόδια στους δρόµους, εκτός από τη περίοδο της Αποκριάς. Για τη µετακίνηση τους
χρησιµοποιούσαν άµαξες. Γνωστές έµειναν στην ιστορία της πόλης οι κυρίες
Πολυξένη και Ζαφειριώ, που ήταν µαντάµες (διευθύντριες) στο Βαρδάρι, µε τεράστια
επιρροή σ' όλα τα µικρά και κακόφηµα ξενοδοχεία της περιοχής. Η πορνεία γνώρισε
µεγάλη άνθιση στη Θεσσαλονίκη την περίοδο 1914-1917. Αυτή βέβαια ήταν και η
αιτία που δηµιουργήθηκαν µικρά ξενοδοχεία σε κάθε γωνιά της πόλης. Το 1915 η
Θεσσαλονίκη είχε πάνω από 100 ξενοδοχεία και πανδοχεία, αριθµός ρεκόρ για την
εποχή, αν σκεφτούµε πως σήµερα λειτουργούν περίπου 60, χωρίς να έχουν όλα την
πολυτέλεια και τη φήµη που δηµιούργησαν τα αντίστοιχα της Belle Epoque.

[Το παραπάνω κείµενο αποτελεί την εισαγωγή από το βιβλίο Αλέξανδρος Χ.


Γρηγορίου, Χάνια, Πανδοχεία, Ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης 1875-1917, που
εκδόθηκε στην Θεσσαλονίκη από την University Studio Press το 2003. Η µελέτη
περιλαµβάνει πλήθος βιβλιογραφικών παραποµπών και σηµειώσεων, οι οποίες στο
κείµενο που δηµοσιεύουµε έχουν παραληφθεί. Η παρούσα δηµοσίευση έγινε µε την
άδεια του συγγραφέα].

You might also like