You are on page 1of 18

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ / ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

Οι πρώτες επίσημες συμφωνίες που ρύθμιζαν θέματα προστασίας των πολιτιστικών


αγαθών σε περίοδο πολέμου ήταν οι Συμφωνίες της Χάγης του 1899 και 1907. Στη
διάρκεια του μεσοπολέμου έγιναν προσπάθειες για την προστασία και διάσωση των
πολιτιστικών αγαθών. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι :

Α) το ψήφισμα της Αθήνας του 1931 που διοργανώθηκε από το Διεθνές Συμβούλιο
Μουσείων. Στο ψήφισμα επισημάνθηκε η ανάγκη και η υποχρέωση της διεθνούς
κοινότητας για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών.

Β) Η χάρτα της Αθήνας του 1933 στο πλαίσιο του ‘’Διεθνούς Συνεδρίου Μοντέρνας
Αρχιτεκτονικής, όπου διατυπώθηκαν συστάσεις και προτάσεις για την αρχιτεκτονική
κληρονομιά.

Γ) το σύμφωνο της Ουάσιγκτον του 1935 ή σύμφωνο του Roerich , που ήταν η
πρώτη παναμερικάνικη θεσμική πράξη με αποκλειστικό αντικείμενο την προστασία
των αγαθών. Ανάμεσα στις σημαντικότερες διατάξεις του είναι η πρόβλεψη ότι τα
ιστορικά μνημεία, μουσεία και τα καλλιτεχνικά – εκπαιδευτικά – πολιτιστικά
ιδρύματα θα θεωρούνται ουδέτερες ζώνες, οι οποίες θα προστατεύονται τόσο σε
πολεμικές όσο και ειρηνικές περιόδους.

1.Σύμβαση για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης και του
Πρωτοκόλλου της Χάγης (1954)
Υπογραφή: Χάγη (Ολλανδία), 14/05/1954
Έναρξη ισχύος: 07/08/1956
Θεματοφύλακας: UNESCO
Κύρωση από Ελλάδα Ν. 1114/1981 (ΦΕΚ 6/Α/8.1.1981)

"Η καταστροφή πολιτιστικών αγαθών, ανεξάρτητα σε ποιό λαό ανήκει, είναι


καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς ολόκληρης της ανθρωπότητας". Αυτό
αναφέρει το προοίμιο της διεθνούς σύμβασης της Χάγης του 1954 για την
προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς σε εμπόλεμες συρράξεις .
(πολιτιστικά αγαθά : κινητά, ακίνητα μνημεία,οικοδομήματα,χώροι αποθήκευσης
καιφύλαξης των μνημείων)

Περιλαμβάνει:
α) διατάξεις για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών και
β) διατάξεις που αφορούν την εφαρμογή της.

A) Διατάξεις που αναφέρονται στην προστασία των πολιτιστικών αγαθών.

H Συνθήκη αναφέρει δύο είδη προστασίας, τη γενική και την ειδική.

H γενική προστασία περιλαμβάνει τα πολιτιστικά αγαθά που είναι πολύ σημαντικά


για την πολιτιστική κληρονομιά των λαών, τα μουσεία, τις βιβλιοθήκες, τα
καταφύγια που προορίζονται για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών σε περίοδο
σύρραξης καθώς και τα κέντρα που περιέχουν μνημεία (ιστορικές πόλεις, ιστορικές
συνοικίες).

H γενική προστασία προβλέπει την υποχρέωση των κρατών που έχουν επικυρώσει τη
Σύμβαση να πάρουν μέτρα, κατά την περίοδο ειρήνης για να διασφαλίσουν τα
πολιτιστικά τους αγαθά.

Σε περίπτωση κατοχής, η Δύναμη κατοχής δεσμεύεται να πάρει υπό ορισμένες


προϋποθέσεις-μέτρα για τη διασφάλιση των πολιτιστικών αγαθών του κατεχόμενου
εδάφους, σε συνεργασία με τις αρχές του εδάφους αυτού. H δύναμη κατοχής
δεσμεύεται επίσης να πάρει μέτρα για να εμποδίσει όλες τις εξαγωγές των
πολιτιστικών αγαθών του κατεχόμενου εδάφους και σε περίπτωση εξαγωγής
πολιτιστικών αγαθών, δεσμεύεται να τα επιστρέψει στις αρμόδιες αρχές του εδάφους,
στο τέλος των εχθροπραξιών (Πρωτόκολλο I).

H γενική προστασία περιλαμβάνει επίσης την υποχρέωση στο σεβασμό των


πολιτιστικών αγαθών, δηλαδή:

 την απαγόρευση κλοπής, λεηλασίας, υπεξαίρεσης, βανδαλισμού, κατάσχεσης


και αντιποίνων εις βάρος των πολιτιστικών αγαθών (οι απαγορεύσεις είναι
απόλυτες)

- την υποχρέωση αποχής από κάθε πράξη εχθρότητας εναντίον των


πολιτιστικών αγαθών

- την απαγόρευση χρήσης των πολιτιστικών αγαθών για στρατιωτικούς


σκοπούς.

Tα κράτη απαλλάσσονται από την υποχρέωση αποχής από κάθε πράξη


εχθρότητας εναντίον των πολιτιστικών αγαθών καθώς και από την
απαγόρευση χρήσης των πολιτιστικών αγαθών για στρατιωτικούς σκοπούς,
μόνο σε περίπτωση που μια στρατιωτική ανάγκη το επιβάλλει κατά τρόπο
επιτακτικό.

Eκτός από τη γενική προστασία, η Συνθήκη προβλέπει ειδική προστασία που


καλύπτει μόνο ένα περιορισμένο αριθμό πολιτιστικών αγαθών (ακινήτων)
πολύ μεγάλης σπουδαιότητας (τα καταφύγια των πολιτιστικών αγαθών σε
περίοδο σύρραξης, τα κέντρα που περιέχουν μνημεία, άλλα πολιτιστικά
αγαθά ακίνητα πολύ μεγάλης σημασίας).

Tα πολιτιστικά αυτά αγαθά τίθενται υπό ειδική προστασία μόνο εάν βρίσκονται σε
αρκετή απόσταση από ένα μεγάλο βιομηχανικό κέντρο ή από ένα στρατιωτικό στόχο
και εφόσον δεν χρησιμοποιούνται για στρατιωτικούς σκοπούς.

Tα πολιτιστικά αγαθά υπό ειδική προστασία εγγράφονται στον Διεθνή


Kατάλογο που τηρεί ο Γενικός Διευθυντής της UNESCO και φέρουν
υποχρεωτικώς το ειδικό σήμα κατά τη διάρκεια μιας σύρραξης ώστε να
διευκολύνεται η αναγνώριση και επομένως η προστασία του .

Aπό την εγγραφή των πολιτιστικών αγαθών στο Διεθνή Kατάλογο


απαγορεύεται:

α. κάθε πράξη εχθρότητας εναντίον των πολιτιστικών αγαθών υπό ειδική προστασία
και

β. κάθε χρήση αυτών των πολιτιστικών αγαθών για στρατιωτικούς σκοπούς.

H παραβίαση αυτών των υποχρεώσεων επιφέρει άρση της ειδικής προστασίας.

B. Διατάξεις που αναφέρονται στην εφαρμογή της Συνθήκης.

H Συνθήκη προβλέπει
1. Tο πεδίο εφαρμογής της και
2. Tους μηχανισμούς εφαρμογής της.
Πεδίο εφαρμογής
H Συνθήκη εφαρμόζεται σε περίοδο ειρήνης αλλά κυρίως στις διεθνείς ένοπλες
συρράξεις και στις μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις.

Oσον αφορά τις διεθνείς συρράξεις, η Συνθήκη εφαρμόζεται σε όλες τις διεθνείς
ένοπλες συρράξεις που εμπλέκουν συμβαλλόμενα μέρη. Kαλύπτει:
- την περίπτωση κήρυξης πολέμου

- την ένοπλη σύρραξη όπου η κατάσταση πολέμου δεν αναγνωρίζεται

- την ένοπλη σύρραξη όπου οι εμπόλεμες δυνάμεις δεν έχουν επικυρώσει τη Συνθήκη
(αλλά την εφαρμόζουν)

- την ένοπλη σύρραξη όπου εμπλέκεται ο OHE

- την ένοπλη σύρραξη όπου οι λαοί αγωνίζονται για το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση.

H Συνθήκη εφαρμόζεται επίσης σε περίπτωση προσάρτησης και σε όλες τις


περιπτώσεις κατοχής (μερικής ή ολικής) του εδάφους μιας συμβαλλόμενης χώρας
ακόμα και όταν αυτή η κατοχή δεν συναντά καμία αντίσταση.

Oσον αφορά τις μη διεθνείς συρράξεις:

H Σύμβαση καλύπτει όλες τις καταστάσεις μη διεθνών ένοπλων συρράξεων


(ανεξάρτητα από την έντασή τους) που εμπλέκουν όχι μόνο συμβαλλόμενα μέρη
αλλά και άλλες οντότητες στη σύρραξη (π.χ. σύρραξη μεταξύ περισσότερων ομάδων
χωρίς επέμβαση κυβερνητικών δυνάμεων, όπως συνέβη στο Λίβανο).

Στις μη διεθνείς συρράξεις τα μέρη δεσμεύονται να εφαρμόζουν αυτόματα


(ανεξάρτητα από την αναγνώριση της εμπόλεμης κατάστασης ή από την
αμοιβαιότητα) τουλάχιστον τις διατάξεις που αφορούν το σεβασμό των πολιτιστικών
αγαθών. Tα εμπλεκόμενα στη σύρραξη μέρη έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν
και τις άλλες διατάξεις της Συνθήκης συνάπτοντας ειδικές συμφωνίες.

H εφαρμογή της Συνθήκης δεν έχει καμία συνέπεια στο νομικό καθεστώς των
εμπόλεμων μερών (δηλαδή δεν τους προσδίδει την ιδιότητα του εμπόλεμου ή του
αιχμαλώτου πολέμου) και μπορεί να διασφαλιστεί από την UNESCO.

H προσφορά των υπηρεσιών της UNESCO στα εμπλεκόμενα μέρη, δεν μπορεί να
ερμηνευτεί σαν επέμβαση στη σύρραξη ή στα εσωτερικά μιας χώρας δεδομένου ότι
δρα μόνο στο όνομα της διεθνούς κοινότητας για την προστασία των πολιτιστικών
αγαθών.

2. Mηχανισμοί εφαρμογής
H Συνθήκη προβλέπει εκτός από τα μέσα πρόληψης που λαμβάνονται σε περίοδο
ειρήνης,
α. μέσα διεθνούς ελέγχου και β. μέσα καταστολής σε περίπτωση παραβιάσεων των
διατάξεών της.

α) Tο σύστημα διεθνούς ελέγχου εφαρμόζεται στις διεθνείς ένοπλες συρράξεις. Δεν


εκτείνεται στις μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις εκτός ειδικών συμφωνιών.
Tα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τον έλεγχο εφαρμογής είναι:

1. Oι εκπρόσωποι των συμβαλλόμενων μερών που έχουν την κύρια ευθύνη της
εφαρμογής της Σύμβασης.

2. Oι αντιπρόσωποι των Προστάτιδων Δυνάμεων που ασκούν αρμοδιότητες καλής


θέλησης (π.χ. συνεδριάσεις συμβιβασμού) και αρμοδιότητες ελέγχου (π.χ. διεξαγωγή
έρευνας για παραβιάσεις της Συνθήκης, καταστολή των παραβιάσεων).

3. O Γενικός Eπίτροπος που ορίζεται μόλις αρχίσει η σύρραξη και υπόκειται στην
έγκριση των εμπόλεμων μερών.

O Γενικός Eπίτροπος είναι το πιο σημαντικό όργανο. Eπιλέγεται από


προσωπικότητες που έχουν υποδείξει τα συμβαλλόμενα μέρη και αναγράφονται σε
μια Διεθνή Λίστα που τηρεί ο Γενικός Διευθυντής της UNESCO.

O Γενικός Eπίτροπος είναι όργανο σύνδεσης (κάνει όλες τις ενέργειες που κρίνει
χρήσιμες) και όργανο ελέγχου (έχει δικαίωμα να κατευθύνει ο ίδιος έρευνες ή να
διατάξει τη διεξαγωγή έρευνας από εμπειρογνώμονες, πάντα με τη συγκατάθεση του
κράτους στο οποίο γίνεται η έρευνα.

Oι γραπτές αναφορές του Γενικού Eπιτρόπου για την εφαρμογή της Συνθήκης
διαβιβάζονται στα ενδιαφερόμενα μέρη, στις Προστάτιδες Δυνάμεις και στον Γενικό
Διευθυντή της UNESCO και έχουν χαρακτήρα πολιτικό και ηθικό (δηλαδή δεν
δεσμεύουν τα εμπλεκόμενα μέρη).

Tο σύστημα διεθνούς ελέγχου συμπληρώνει η συνδρομή της UNESCO η οποία έχει


τη δυνατότητα να προσφέρει τεχνική βοήθεια με τη συναίνεση των συμβαλλόμενων
μερών.

Στην πράξη, το σύστημα διεθνούς ελέγχου εφαρμόστηκε μόνο μια φορά, στη Mέση
Aνατολή από το 1966 έως το 1977 οπότε παραιτήθηκαν οι δύο Γενικοί Eπίτροποι.
Eκτοτε κανένας άλλος Γενικός Eπίτροπος δεν έχει οριστεί.

H μη εφαρμογή της Συνθήκης οφείλεται όχι μόνο στο περίπλοκο σύστημα ελέγχου
που επιπλέον απαιτεί τεράστιες οικονομικές δαπάνες για τις χώρες που έχουν
εξαντληθεί από τον πόλεμο, αλλά κυρίως στην έλλειψη πολιτικής βούλησης των
κρατών να τεθούν υπό διεθνή έλεγχο.

Oι Συμβαλλόμενες χώρες προτιμούν να προσφεύγουν στην τεχνική βοήθεια της


UNESCO. Eτσι το 1956 και 1957 μετά από αίτηση της Aιγύπτου και του Iσραήλ, η
UNESCO έστειλε τον καθηγητή Garitte στο Σινά για να διαπιστώσει την κατάσταση
του μοναστηριού της Aγ. Aικατερίνης και των συλλογών της μετά τις ισραηλινές
επιδρομές στην περιοχή.
H UNESCO έστειλε επίσης αποστολές εμπειρογνωμόνων στην Kαμπότζη (1970),
στην Kύπρο (1974), για να διαπιστώσει τη κατάσταση των μνημείων στα
Κατεχόμενα, στο Λίβανο (1982) για να διαπιστώσει την κατάσταση της πόλης Tyr
μετά τις ισραηλινές επιδρομές και πρόσφατα στη Γιουγκοσλαβία.

β) Tέλος, όσον αφορά τα μέσα καταστολής, η Συνθήκη προβλέπει την υποχρέωση


των συμβαλλόμενων μερών να πάρουν μέσα στο πλαίσιο του εσωτερικού τους
δικαίου, όλα τα αναγκαία μέτρα (πρόληψης ή καταστολής) για να βρεθούν και να
τιμωρηθούν με ποινές (ποινικές ή πειθαρχικές) όλα τα άτομα ανεξαρτήτως
εθνικότητας, που διέπραξαν ή έδωσαν εντολή να διαπράξουν οποιαδήποτε
παραβίαση της Συνθήκης, οπουδήποτε και αν τελέστηκε.

Oι παραβιάσεις της Συνθήκης, ως παραβιάσεις των νόμων του πολέμου


συνιστούν εγκλήματα πολέμου και είναι απαράγραπτα.

Μεταφορά πολιτιστικών αγαθών (άρθρο 12)


Μεταφορά στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της χώρας δύναται κατόπιν αίτησης του
ενδιαφερόμενου μέλους να γίνει υπό ειδική προστασία. Η μεταφορά γίνεται υπό την επίβλεψη
διεθνούς χαρακτήρα και φέρει ειδικό σήμα. Απαγορεύεται κάθε εχθρική ενέργειαενάντια.

Ειδικό Σήμα Διάκεψης .


Χρησιμοποιείται είτε 1 φορά είτε επαναλαμβανόμενα 3 φορές.

1 φορά :
α) πολιτιστικά αγαθά που δεν βρίσκονται σε ειδική προστασία
β) των υπεύθυνων για την διενέργεια ελέγχου σύμφωνα με το εκτελεστικό κανονισμό
γ) του προσωπικού αφιερωμένου για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών
δ) των δελτίων ταυτότητας, τα οποία προβλέπονται στον εκτελεστικό κανονισμό.

3 φορές :
α) ακίνητα και πολιτιστικά αγαθά υπό την ειδική προστασία
β) μεταφορά πολιτιστικών αγαθών
γ) αυτοσχέδια καταφύγια, οι οποίοι προβλέπονται σύμφωνα με τον εκτελεστικό
κανονισμό.

Το διακριτικό σήμα δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε οποιαδήποτε ακίνητο , πολιτιστικό


αγαθό χωρίς να έχει συγχρόνως τοποθετηθεί σε αυτό χρονολογημένη άδεια και
υπογεγραμμένη από την αρμόδια αρχή των συμβαλλόμενων μελών.

2. Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς (1969)


Υπογραφή: Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), 06/05/1969
Έναρξη ισχύος: 20/11/1970 ή 21-10-1981
Θεματοφύλακας: Συμβούλιο της Ευρώπης
Κύρωση από Ελλάδα Ν. 1127/1981 (ΦΕΚ 32/Α/10-02-1981)

Κατά τη Σύμβαση, τα συμβαλλόμενα κράτη δεσμεύονται, “στο μέτρο του δυνατού”,


να λαμβάνουν μέτρα προστασίας των αρχαιολογικών τόπων και συνόλων και των
εφεδρικών ζωνών που κρύβουν αρχαιολογικά αγαθά (άρθρο 2), να ρυθμίζουν τις
ανασκαφές, να ελέγχουν και να διατηρούν τα ευρήματά τους και να απαγορεύουν τις
λαθρανασκαφές (άρθρο 3), να εξασφαλίζουν την πληροφόρηση σχετικά με τις
αρχαιολογικές ανακαλύψεις, καθώς και την απογραφή των αρχαίων (άρθρο 4). Οι
υποχρεώσεις που απορρέουν στα συμβαλλόμενα κράτη από τη Σύμβαση αυτή έχουν
ελαστικό χαρακτήρα.

3. Διεθνής Σύμβαση σχετικά με τα μέσα για την απαγόρευση και παρεμπόδιση της παράνομης
εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβασης της κυριότητας των πολιτιστικών αγαθών (1970)
Υπογραφή: Παρίσι (Γαλλία), 14/11/1970
Έναρξη ισχύος: 24/04/1972
Θεματοφύλακας: UNESCO
Κύρωση από Ελλάδα Ν. 1103/1980 (ΦΕΚ 297/Α/29-12-1980)

Η Σύμβαση της UNESCO εφαρμόζει την αρχή της καταρχάς ιδιοκτησίας του
κράτους προέλευσης του πολιτιστικού αγαθού και θεσπίζει κανόνες για την
αποτροπή και πρόληψη αρχαιοκαπηλίας, παράνομων συναλλαγών και νομιμότητας
κατοχής πολιτιστικών αγαθών .
Σύμφωνα με το άρθρο 4 : τα κράτη μέλη της σύμβασης αναγνωρίζουν ότι για τους
σκοπούς της σύμβασης αγαθά τα οποία περιλαμβάνονται στι ακόλουθες κατηγορίες
αποτελούν τμήμα της πολιτιστικής κληρονομιάς :
α) πολιτιστικά αγαθά, προϊόντα της ατομικής ή συλλογικής ιδιοφυϊας των υπηκόοων
ενός κράτους και πολιτιστικά αγαθά σημαντικά για το εν λόγω κράτος τα οποία
έχουν δημιουργηθεί στην επικράτεια του.
β) πολιτιστικά αγαθά που έχουν βρεθεί εντός εθνικού εδάφους
γ) πολιτιστικά αγαθά τα οποία έχουν αποκτηθεί από αρχαιολογικές, εθνολογικές
αποστολές με την συναίνεση των αρνμόδιων εθνικών αρχών του κράτους από όπου
προέρχονται.
δ)πολιτιστικά αγαθά τα οποία έχουν αποδοθεί με νόμιμους τρόπους

Άρθρο 6 :
Για να εξασφαλιστεί η προστασία των πολιτιστικών αγαθών από την παράνομη,
εισαγωγή, εξαγωγή και μεταβίβαση της κυριότητας, τα συμβαλλόμενα μέλη πρέπει
να δημιουργήσουν στην επικράτεια τους 1 ή περισσότερες υπηρεσίες , όπου δεν
υπάρχουν ήδη με το κατάλληλο προσωπικό (επαρκή σε αριθμό) ώστε να
διασφαλίζονται οι παρακάτω λειτουργίες :
1. συμβολή στην επεξεργασία νομοθετικών σχεδίων και κανονιστικών κειμένων
που αποβλέπουν στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και ειδικότερα
στην αποτροπή της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβιβάσεως
κυριότητας πολιτιστικών αγαθών.
2. Κατάρτιση και ενημέρωση , εθνική απογραφή των προστατευόμενων αγαθών
ενός καταλόγου των σημαντικών πολιτιστικών αγαθών, δημόσιων και
ιδιωτικών, των οποίων η εξαγωγή θα έκανε ''φτωχότερη'' την χώρα
3. προαγωγή της ανάπτυξης ή της δημιουργίας επιστημονικών και τεχνικών
ιδρυμάτων (μουσείων, βιβλιοθηκών, αρχείων, χημείων, εργαστηρίων)
αναγκαία για την εξασφάλιση της διατήρησης και αξιοποίησης των
πολιτιστικών αγαθών.
4. Οργάνωση του ελέγχου των αρχαιολογικών ανασκαφών, εξασφάλιση της
διατήρησης εντός ορισμένου χρόνου των πολιτιστικών αγαθών και προστασία
ορισμένων περιχών , οι οποίοι προορίζονται για αρχαιολογική ανασκαφή.
5. Θέσπιση προς όφελος των ενδιαφερόμενων (επιμελητών, συλλεκτών,
αρχαιοπώλων) κανόνων , οι οποίοι να συμφωνούν με τις ηθικές αρχές της
παρούσης σύμβασης
6. λήψη εκπαιδευτικών μέτρων για την αφύπνιση και ανάπτυξη του σεβασμού
της πολιτιστικής κληρονομιάς όλων των κρατών για την διάδοση των αρχών
της παρούσης σύμβασις
7. μέριμνα ώστε να δίδεται δημοσιότητα για κάθε περίπτωση εξασφανισθέντος
αγαθού
Άρθρο 6 :
Τα συμβαλλόμενα μέλη υποχρεούνται να :
α) να εκδίδουν ειδικο πιστοποιητικό στο οποίο το κράτος εξαγωγέας θα καθορίζει
επακριβώς ποια πολιτιστικά αγαθά πρόκειται να εξαχθουν . Το πιστοποιητικό πρέπει
να συνοδεύει όλα τα εξαχθέντα αγαθά
β) να απαγορεύουν την έξοδο των πολιτιστικών αγαθών από το έδαφος, τα οποία δεν
συνοδεύονται από το παραπάνω πιστοποιητικό
γ) να καθιστουν σαφώς την απαγόρευση αυτή στο κοινό και ιδιαιτέρως μεταξύ των
ανθρώπων που εισάγουν και εξάγουν πολιτιστικά αγαθά

Άρθρο 7 :
Τα συμβαλλόμενα μέλη υποχρεούνται να :
α) να λαμβάνουν πάντα τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία
τους για να εμποδίζουν την απόκτηση από μουσεία και άλλα παρόμοια ιδρύματα
πολιτιστικών αγαθών τα οποία βρίσκονται στην επικράτεια τους. Να ειδοποιούν το
κράτος- μέλοε από όπου προέρχονται τα αγαθά
β)να απαγορεύουν την εισαγωγή κλεμμένων αγαθών από μουσείο, θρησκευτικο ή
δημόσιο μνημείο ή ίδρυμα, τα οποία βρίσκονταν σε έδαφος άλλου μέλους – κράτους
με την προϋποθέση ότι είναι σίγουρη η προέλευση των αγαθών από το εν όλω
μουσείο ή μνημείο.
γ)να λαμβάνουν τα κατάληλα μέτρα για την κατάσχεση και απόδοση του κλεμμένου
πολιτιστικού αγαθού στο κράτος – μέλος από όπου προέρχεται (κατόπιν αιτήσως
του) υπό το όρο ότι το αιτών κράτος θα υποβάλλει την απαραίτητη αποζημίωση. Οι
αιτήσεις κατάσχεσης και απόδοσης απευθύνονται στο κατέχων κράτος – μέλος μέσω
της διπλωματικής οδού. Το αιτούμενο κράτος οφείλει να υποβάλλει όλα τα
δικαιολογητικά για την κατάσχεση και απόδοση και να αναλάβει όλα τα έξοδα.
Άρθρο 8:
Τα συμβαλλόμενα μέλη υποχρεούνται να υποβάλουν ποινικές και διοικητικες
κυρώσεις στους παραβάτες των παραπάνω απαγορεύσεων.
Άρθρο 9 :
Κάθε κράτος – μέλος , του οποίου η πολιτιστική κληρονομιά βρίσκεται σε κίνδυνο
λόγω αρχαιολογικών και εθνολογικών αρπαγών μπορεί να απευθύνει έκκληση στα
άλλα μέλη, τα οποία υποχρεούνται σε συμμετέχουν σε κάθε διεθνή επιχείρηση , που
έιναι σύμφωνη με τους όρους της παρούσης σύμβασης προκειμένου να
εξασφαλιστούν τα απαραίτητα, για τη συγκεκριμένη περίπτωση, μέτρα για την
προστασία των πολιτιστικών αγαθών.

4. Διεθνής Σύμβαση για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς
(1972)
Υπογραφή: Παρίσι (Γαλλία), 23/11/1972
Έναρξη ισχύος: 17/12/1975
Θεματοφύλακας: UNESCO
Κύρωση από Ελλάδα Ν. 1126/1981 (ΦΕΚ 32/Α/10-02-1981)
Η Συνθήκη για την προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής
Κληρονομιάς υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση της UNESCO στις 16
Νοεμβρίου 1972. Με την υπογραφή της, τα κράτη αναγνωρίζουν ότι οι χώροι που
βρίσκονται στην εθνική επικράτειά τους και έχουν εγγραφεί στον Κατάλογο της
Παγκόσμιας Κληρονομιάς, αποτελούν, με κάθε επιφύλαξη της εθνικής κυριαρχίας
και των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, παγκόσμια κληρονομιά «για την προστασία της
οποίας είναι υπεύθυνη η διεθνής κοινότητα, που πρέπει να εργαστεί ως σύνολο για
αυτό τον σκοπό». Τα μνημεία που συγκαταλέγονται στον Κατάλογο της Παγκόσμιας
Κληρονομιάς επιλέγονται και εγκρίνονται βάσει της αξίας τους ως τα καλύτερα
παραδείγματα της δημιουργικής ευφυΐας του ανθρώπου. Αποτελούν τεκμήρια μιας
σημαντικής ανταλλαγής ανθρώπινων αξιών και παρέχουν μια μοναδική ή
τουλάχιστον εξαιρετική μαρτυρία μιας πολιτισμικής παράδοσης ή ενός πολιτισμού
που ζει ακόμα ή έχει εξαφανισθεί. Είναι άμεσα συνδεδεμένα με σημαντικά στάδια
της ανθρώπινης ιστορίας και για το λόγο αυτό έχουν εξέχουσα οικουμενική αξία και
αποτελούν τμήμα της κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στη Σύμβαση αυτή η Unesco συνδέει την
πολιτιστική κληρονομιά με το φυσικό περιβάλλον αξιολογώντας και θέτοντας στο
ίδιο ιεραρχικό επίπεδο τα μνημεία της φύσης με τα μνημεία του ανθρώπινου
πολιτισμού.

5.Σύμβαση για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης(1985)


Υπογραφή: Γρανάδα (Ισπανία), 03/10/1985
Έναρξη ισχύος: 12/01/1987
Θεματοφύλακας: Συμβούλιο της Ευρώπης
Κύρωση από Ελλάδα Ν. 2039/1992 (ΦΕΚ 61/Α/13-04-1992)

Με το ν. 2039/1992 «Κύρωση της Σύμβασης για την προστασία της αρχιτεκτονικής


κληρονομιάς της Ευρώπης» κυρώθηκε η σύμβαση της Γρανάδας που υπεγράφη από
τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αυτή η διεθνής σύμβαση περιέχει έναν
ευρύ ορισμό της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, η οποία περιλαμβάνει μία τριάδα
κατηγοριών από ακίνητα αγαθά.
Ειδικότερα, ως μνημείο νοείται κάθε κατασκευή ιδιαίτερα σημαντική λόγω του
ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού
ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων ή διακοσμητικών
στοιχείων, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους.
Ως αρχιτεκτονικά σύνολα ορίζονται ομοιογενή σύνολα αστικών ή αγροτικών
κατασκευών, σημαντικών λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού,
επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού τους ενδιαφέροντος, συναφή μεταξύ τους,
ώστε να σχηματίζουν ενότητες που να μπορούν να οριοθετηθούν τοπογραφικά.
Ως τόποι νοούνται σύνθετα έργα του ανθρώπου και της φύσης, εν μέρει κτισμένα,
τα οποία αποτελούν εκτάσεις τόσο χαρακτηριστικές και ομοιογενείς, ώστε να
μπορούν να οριοθετηθούν τοπογραφικά και τα οποία είναι σημαντικά λόγω του
ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού και τεχνικού
τους ενδιαφέροντος.
Είναι αξιοσημείωτο ότι κάθε συμβαλλόμενος υποχρεούται μεταξύ άλλων:
α. Να καθιερώσει ένα νομικό καθεστώς προστασίας της αρχιτεκτονικής
κληρονομιάς.
β. Να θέσει σε εφαρμογή, με βάση τη νομική προστασία των σχετικών
ακινήτων, κατάλληλες διαδικασίες ελέγχου και αδειών και να φροντίσει έτσι ώστε τα
προστατευόμενα ακίνητα να μην αλλοιωθούν, ερειπωθούν ή κατεδαφιστούν.
γ. Να αποκλείσει τη μετακίνηση του συνόλου ή τμήματος ενός
προστατευόμενου μνημείου, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία η υλική
προστασία του μνημείου θα το απαιτούσε επιτακτικά, οπότε η αρμόδια υπηρεσία θα
πρέπει να πάρει τις απαραίτητες προφυλάξεις για την αποσυναρμολόγηση, τη
μεταφορά και την επανασυναρμολόγησή του σε κατάλληλο χώρο.
δ. Να λαμβάνει μέτρα, στο χώρο που περιβάλλει τα μνημεία, στο εσωτερικό
των αρχιτεκτονικών συνόλων και των τόπων, τα οποία θα αποσκοπούν στη βελτίωση
της ποιότητας του περιβάλλοντος, πράγμα που σημαίνει ότι αναλαμβάνει την
υποχρέωση να λαμβάνει θετικά μέτρα που αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας
του περιβάλλοντος τα ακίνητα μνημεία χώρου και να απέχει από κάθε ενέργεια που
βλάπτει αμέσως ή εμμέσως τα μνημεία ή τα αρχιτεκτονικά σύνολα ή τον
περιβάλλοντα χώρο τους.
ε. Στα πλαίσια των δικών του εξουσιών, να εξασφαλίσει τη λήψη κατάλληλων
και επαρκών μέτρων από τις αρμόδιες για την αντιμετώπιση των παραβάσεων της
νομοθεσίας περί προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, τα οποία μπορούν να
επιβάλλουν κατά περίπτωση στους υπαίτιους την υποχρέωση κατεδάφισης ενός
καινούργιου κτιρίου κτισμένου παράνομα ή την αποκατάσταση της αρχικής
κατάστασης του προστατευόμενου ακινήτου.
στ. Να υιοθετήσει πολιτική ολοκληρωμένης προστασίας, η οποία: i) θα
τοποθετεί την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς μεταξύ των ουσιαστικών
στόχων του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού και θα εξασφαλίζει ότι η
επιταγή αυτή θα ληφθεί υπόψη στα διάφορα στάδια της εκπόνησης ρυθμιστικών
σχεδίων και στις διαδικασίες έγκρισης εργασιών, ii) θα προωθεί προγράμματα
αναστήλωσης και συντήρησης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, iii) θα καθιστά τη
συντήρηση, την αναβίωση και την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς,
σημαντικότατο στοιχείο της πολιτιστικής, περιβαλλοντολογικής και χωροταξικής
πολιτικής, iv) θα ευνοεί, όταν υπάρχει δυνατότητα, και στα πλαίσια των διαδικασιών
του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, τη συντήρηση και τη
χρησιμοποίηση των κτιρίων εκείνων των οποίων η σπουδαιότητα δεν δικαιολογεί την
προστασία που παρέχεται από την παρούσα Σύμβαση αλλά τα οποία αποτελούν
αξιόλογο συμπληρωματικό μέρος για το αστικό ή το αγροτικό περιβάλλον ή για την
ποιότητα ζωής (π.χ. μειοψηφία σε απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας
θεώρησε ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη δεν αιτιολογείται νομίμως για το
λόγο ότι δεν ερευνήθηκε η δυνατότητα κηρύξεως του παρεμβαλλόμενου μεταξύ
διατηρητέων μνημείων κτίσματος ως κτιρίου συνοδείας των διατηρητέων μνημείων,
v) θα ενθαρρύνει την εφαρμογή και την ανάπτυξη των παραδοσιακών τεχνικών και
υλικών, απαραίτητες για το μέλλον της πολιτιστικής κληρονομιάς.
ζ. Με σεβασμό του αρχιτεκτονικού και ιστορικού χαρακτήρα της πολιτιστικής
κληρονομιάς, να ενθαρρύνει τη χρήση των προστατευόμενων ακινήτων,
λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της σύγχρονης ζωής και την προσαρμογή, όταν είναι
δυνατό, παλιών κτιρίων για νέες χρήσεις, πράγμα που συνδέεται με την παρατήρηση
ότι στις ρυθμίσεις της Σύμβασης, που αποτέλεσαν συνέχεια της Χάρτας της Βενετίας
του 1964 και της Διακήρυξης του Άμστερνταμ του 1975 στο ζήτημα της διατήρησης
της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, διαπιστώνεται η ανάγκη να ενσωματωθεί η
διατήρηση στην πολεοδομία, να προστατευθούν τα ιστορικά σύνολα και το
περιβάλλον τους και να ενταχθεί η κληρονομιά στην οικονομική και κοινωνική ζωή
κάθε χώρας, με την προσαρμογή των χρήσεων των διατηρητέων μνημείων .
η. Να ενημερώσει την κοινή γνώμη για την αξία της αρχιτεκτονικής
κληρονομιάς ως στοιχείου της πολιτιστικής ταυτότητας αλλά και ως πηγής
έμπνευσης και δημιουργικότητας, για τις σύγχρονες και μελλοντικές γενιές καθώς
και να προωθήσει, για αυτό το σκοπό, πολιτική πληροφόρησης και
ευαισθητοποίησης, με τη βοήθεια κυρίως των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας και
διαφήμισης, σκοπεύοντας ιδιαίτερα: i. στην αφύπνιση ή στην αύξηση της
ευαισθησίας του κοινού, από τη σχολική ηλικία, στα θέματα προστασίας της
πολιτιστικής κληρονομιάς, στην ποιότητα του δομημένου περιβάλλοντος και της
αρχιτεκτονικής έκφρασης, ii. στο να καταστήσει εμφανή την ενότητα της
πολιτιστικής κληρονομιάς και τους δεσμούς που υπάρχουν ανάμεσα στην
αρχιτεκτονική, τις τέχνες, τις λαϊκές παραδόσεις και τους τρόπους ζωής, είτε αυτά
είναι σε ευρωπαϊκό επίπεδο είτε σε εθνικό ή περιφερειακό.
θ) Να ανταλλάξει με τους άλλους συμβαλλόμενους πληροφορίες για την
πολιτική συντήρησης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και η οποία θα αφορά
στοιχεία όπως οι μέθοδοι που υιοθετούνται για την καταγραφή, προστασία και
συντήρηση των σχετικών ακινήτων.

6. Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς (αναθεωρημένη)


Υπογραφή: Βαλέττα (Μάλτα), 16/01/1992
Έναρξη ισχύος: 25/05/1995
Θεματοφύλακας: Συμβούλιο της Ευρώπης
Κύρωση από Ελλάδα Ν. 3378/2005 (ΦΕΚ 203/Α/19-08-2005

αναφέρεται ρητά στην αναγνώριση της αρχαιολογικής κληρονομιάς και την ανάγκη
λήψης μέτρων προστασίας: «τη δημιουργία εφεδρικών αρχαιολογικών ζωνών, ακόμη
κι όταν δεν υπάρχουν ορατά λείψανα στην επιφάνεια του εδάφους ή μέσα στο νερό,
για τη διατήρηση της υλικής μαρτυρίας, η οποία θα αποτελέσει αντικείμενο μελέτης
για τις μεταγενέστερες γενεές»
7.Σύμβαση Unidroit για τα κλαπέντα ή παρανόμως εξαχθέντα πολιτιστικά αγαθά
Υπογραφή: Ρώμη (Ιταλία), 24/06/1995
Έναρξη ισχύος: 01/08/1998
Θεματοφύλακας: Ιταλία
Κύρωση από Ελλάδα Ν. 3348/2005 (ΦΕΚ 144/Α/23-06-2005)
Η Σύμβαση της Unesco του 1970 συμπληρώθηκε από τη Σύμβαση UNIDROIT
(Διεθνές Ινστιτούτο για την ενοποίηση του Ιδιωτικού Δικαίου) του 1995 για τα
κλαπέντα ή παρανόμως εξαχθέντα πολιτιστικά αγαθά. Η Σύμβαση αυτή
επιδιώκει να διευκρινήσει τις ασάφειες και τις γενικότητες της Συμβάσεως της
Unesco. Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται σε αιτήματα διεθνούς χαρακτήρα που
αφορούν: (α) στην απόδοση κλαπέντων πολιτιστικών αγαθών, (β) στην επιστροφή
πολιτιστικών αγαθών που απομακρύνθηκαν από το έδαφος Συμβαλλόμενου
Κράτους, κατά παράβαση του δικαίου του που ρυθμίζει την εξαγωγή πολιτιστικών
αγαθών, με στόχο την προστασία της πολιτιστικής του κληρονομιάς (τα οποία εφεξής
θα αποκαλούνται «παρανόμως εξαχθέντα πολιτιστικά αγαθά»)
Η Σύμβαση του UNIDROIT έχει πολλά θετικά σημεία (υποχρεωτική επιστροφή
κλεμμένων αγαθών, προϊόντα παράνομων ανασκαφών, μεγάλα διαστήματα
παραγραφής, όροι για την αποζημίωση του κατόχου, εύρος πεδίου εφαρμογής,
σεβασμός σε μεγάλο βαθμό της εθνικής νομοθεσίας, υπεροχή της πολιτιστικής
σημασίας των πολιτιστικών αγαθών χωρίς αναφορά στην εμπορική αξία, ιδιαίτερη
μέριμνα για τα αγαθά δημοσίου χαρακτήρα).

8. Πρωτόκολλο II στη Σύμβαση της Χάγης του 1954 για την προστασία των πολιτιστικών
αγαθών σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης
Υπογραφή: Χάγη, (Ολλανδία), 26/03/1999
Έναρξη ισχύος: 09/03/2004
Θεματοφύλακας: UNESCO
Κύρωση από Ελλάδα Ν. 3317/2005 (ΦΕΚ 45/Α/23-02-2005)

Στο άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου, ορίζεται ότι τα προπαρασκευαστικά μέτρα που


έχουν ληφθεί ήδη σε καιρό ειρήνης για τη διαφύλαξη των πολιτιστικών αγαθών
έναντι των προβλεπόμενων επιπτώσεων μίας ένοπλης σύρραξης, σύμφωνα με το
άρθρο 3 της Σύμβασης 36, θα πρέπει να περιλαμβάνουν τη σύνταξη ευρετηρίων
(inventories), το σχεδιασμό έκτακτων μέτρων για την προστασία από πυρκαγιά ή
κατάρρευση (emergency measures for protection against fire or structural collapse),
την προπαρασκευή για την απομάκρυνση (removal) των κινητών πολιτιστικών
αγαθών ή την πρόνοια για επαρκή επιτόπια προστασία (adequate in situ protection)
των αγαθών αυτών, καθώς και τον ορισμό αρμόδιων αρχών (competent authorities)
που θα είναι υπεύθυνες για τη διαφύλαξη των πολιτιστικών αγαθών.

Στο άρθρο 8 [Προφυλάξεις έναντι των επιπτώσεων τωνεχθροπραξιών] του


Πρωτοκόλλου, ορίζεται ότι τα μέρη της σύρραξης θα πρέπει να απομακρύνουν τα
κινητά πολιτιστικά αγαθά από μέρη τα οποία βρίσκονται πλησίον στρατιωτικών
στόχων, ή θα προνοούν για επαρκή επιτόπια προστασία (in situ protection) και ότι θα
πρέπει να αποφεύγουν να εγκαθιστούν στρατιωτικούς στόχους κοντά σε πολιτιστικά
αγαθά. Μεγάλης σπουδαιότητας διάταξη είναι αυτή του άρθρου 9 [Προστασία
πολιτιστικών αγαθών σε κατεχόμενο έδαφος] του Πρωτοκόλλου. Σύμφωνα με αυτήν,
κάθε Μέρος του Πρωτοκόλλου που κατέχει τμήμα ή το σύνολο εδάφους άλλου
Μέρους, οφείλει να απαγορεύει και να αποτρέπει, σε σχέση με το κατεχόμενο έδαφος
(occupied territory), πρώτον, κάθε παράνομη εξαγωγή, άλλη απομάκρυνση ή
μεταβίβαση κυριότητας πολιτιστικών αγαθών, δεύτερον, κάθε αρχαιολογική
ανασκαφή, εκτός από τις περιπτώσεις που αυτή απαιτείται αυστηρά για τη
διαφύλαξη, καταγραφή ή διατήρηση πολιτιστικών αγαθών και τρίτον, κάθε αλλοίωση
ή αλλαγή χρήσης πολιτιστικών αγαθών που αποσκοπεί στην απόκρυψη ή στην
καταστροφή πολιτιστικής, ιστορικής ή επιστημονικής μαρτυρίας.
Μια σημαντική εικόνα βελτίωσης της παρεχόμενης προστασίας που απεικονίζεται
στο δεύτερο Πρωτόκολλο του 1999, είναι η αυξανόμενη προσπάθεια
αποτελεσματικής ποινικής δίωξης των πράξεων που στρέφονται εναντίον
πολιτιστικών αγαθών, οι οποίες θεωρούνται ουσιώδεις παραβιάσεις του
Πρωτοκόλλου. Το Πρωτόκολλο καθορίζει συγκεκριμένα, στο άρθρο 15 παρ. 1, πέντε
σοβαρές παραβιάσεις (serious violations) για τις οποίες καθιερώνεται ατομική
ποινική ευθύνη (individual criminal responsibility) του δράστη.

Μεγάλης σπουδαιότητας είναι η διάταξη η οποία ορίζει τις υποχρεώσεις των Μερών
του Πρωτοκόλλου ήδη από την ειρηνική περίοδο, σε σχέση με την εξασφάλιση της
ποινικοποίησης στο εσωτερικό δίκαιο των Μερών των προαναφερόμενων
παραβάσεων και την πρόβλεψη των κατάλληλων ποινών. Συγκεκριμένα, στη δεύτερη
παράγραφο του άρθρου 15 του Πρωτοκόλλου, ορίζεται ότι τα συμβαλλόμενα Μέρη,
αναλαμβάνουν την υποχρέωση να υιοθετήσουν κατάλληλη εσωτερική (εθνική)
ποινική νομοθεσία ώστε να καταστήσουν τις παραπάνω πράξεις ποινικά αδικήματα
βάσει του εσωτερικού τους δικαίου (domestic law), να προβλέψουν την τιμωρία τους
με τις προσήκουσες ποινές και να επεκτείνουν την ατομική ποινική ευθύνη και σε
άτομα εκτός από εκείνα που διαπράττουν άμεσα την πράξη (δηλ. των ηθικών
αυτουργών της πράξης κλπ.). Τέλος, το Πρωτόκολλο περιέχει ρυθμίσεις σχετικά με
την υποχρέωση λήψης νομοθετικών μέτρων για την εγκαθίδρυση δικαιοδοσίας των
Μερών επί των αδικημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 1539, και επίσης ρυθμίσεις
σχετικά με θέματα που αφορούν στη δίωξη, έκδοση, την αμοιβαία νομική συνδρομή
μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, αλλά και θεσμικά ζητήματα που αφορούν λ.χ.
στη Συνέλευση των Μερών, στη δημιουργία Επιτροπής για την προστασία των
πολιτιστικών αγαθών σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης κλπ. (άρθρα 17 επ.).

9.Σύμβαση για την προστασία της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς (2003)


Υπογραφή: Παρίσι (Γαλλία), 03/11/2003
Έναρξη ισχύος: 20/04/2006
Θεματοφύλακας: UNESCO
Κύρωση από Ελλάδα Ν. 3521/2006 (ΦΕΚ 275/Α/22-12-2006)
Η παρούσα Σύμβαση έχει ως σκοπό:
(α) Την προστασία της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς.
(β) Το σεβασμό της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς των ενδιαφερομένων
κοινοτήτων, ομάδων και ανθρώπων.
(γ) Την ευαισθητοποίηση σε επίπεδο τοπικό, εθνικό και διεθνές όσον αφορά τη
σημασία της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και της αμοιβαίας εκτίμησης που
πρέπει να τυγχάνει.
(δ) Τη διεθνή συνεργασία και συνδρομή.

Εννοούμε "διαφύλαξη" τα μέτρα που αποβλέπουν στη διασφάλιση της


βιωσιμότητας της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, συμπεριλαμβανομένων του
προσδιορισμού, της τεκμηρίωσης, της έρευνας, της συντήρησης, της προστασίας, της
προώθησης, της αξιοποίησης, της μεταβίβασης, κυρίως μέσω της τυπικής και της μη
τυπικής εκπαίδευσης, καθώς και της αναζωογόνησης των διαφόρων πλευρών της
κληρονομιάς αυτής.

10. Συνθήκη της ΟΥΝΕΣΚΟ σχετικά με την προστασία της υποβρύχιας


πολιτιστικής κληρονομιάς

Συνθήκη της ΟΥΝΕΣΚΟ σχετικά με την προστασία της υποβρύχιας πολιτιστικής


κληρονομιάς, υιοθετημένος από την Γενική Διάσκεψη στις 2 Νοεμβρίου 2001
(εφεξής 2001 Συνθήκη) είναι μια διεθνής συνθήκη που στοχεύει στη διάσωση της υποβρύχιας
πολιτιστικής κληρονομιάς.

Από το 1982 η Συνθήκη Ηνωμένων Εθνών σχετικά με το νόμο της θάλασσας


(UNCLOS) κωδικοποιεί ότι τα κρατικά συμβαλλόμενα μέρη του πρέπει να
προστατεύσουν την υποβρύχια πολιτιστική κληρονομιά υπό τον όρο «αρχαιολογικά
και ιστορικά αντικείμενα».

Γενικές αρχές της Συνθήκης του 2001


Για τους σκοπούς της Συνθήκης του 2001 «Υποβρύχια πολιτιστική κληρονομιά»
σημαίνει όλα τα ίχνη ανθρώπινης ύπαρξης που έχει έναν πολιτιστικό, ιστορικό ή
αρχαιολογικό χαρακτήρα, που ήταν μερικώς ή συνολικά κάτω από το ύδωρ,
περιοδικά ή συνεχώς, για τουλάχιστον 100 έτη.
Σύμφωνα με τη Συνθήκη και ανάλογα με την τρέχουσα θέση της υποβρύχιας
πολιτιστικής κληρονομιάς, τα συγκεκριμένα καθεστώτα για συνεργασία μεταξύ των
παράκτιων και κρατών σημαίας (και εξαιρετικά άλλων ενδιαφερόμενων κρατών),
ισχύουν:
Τα κρατικά συμβαλλόμενα μέρη έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να ρυθμίσουν τις
δραστηριότητες στα εσωτερικά και αρχιπελαγικά ύδατά τους και τα χωρικά ύδατά
τους
Μέσα στα παρακείμενα κράτη ζώνης τους τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να
ρυθμίσουν και να εγκρίνουν τις δραστηριότητες που κατευθύνονται στην υποβρύχια
πολιτιστική κληρονομιά και
Μέσα στην αποκλειστική οικονομική ζώνη, ή το ηπειρωτικό ράφι και μέσα στην
περιοχή (δηλ. η εθνική αρμοδιότητα εξωτερικών όψεων υδάτων), ένα συγκεκριμένο
διεθνές καθεστώς συνεργασίας που καλύπτει τις ανακοινώσεις, τις διαβουλεύσεις και
το συντονισμό στην εφαρμογή των προστατευτικών μέτρων καθιερώνονται στη
Συνθήκη του 2001.
Η Συνθήκη περιέχει τους πολλούς περισσότερους σημαντικούς κανονισμούς. Για
παράδειγμα περιέχει τους κανονισμούς ενάντια στην παράνομη κίνηση της
πολιτιστικής ιδιοκτησίας και στην κατάρτιση στην υποβρύχια αρχαιολογία. Η
μεταφορά των τεχνολογιών και της διανομής πληροφοριών ενθαρρύνεται επίσης και
η δημόσια ευαισθητοποίηση θα αυξηθεί σχετικά με την αξία και τη σημασία της
υποβρύχιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ
ΧΑΡΤΑΣ
Οι στόχοι της Διεθνούς Χάρτας για τον Πολιτιστικό
Τουρισμό συνίστανται στο:
Να διευκολύνει και να ενθαρρύνει τους εμπλεκόμενους
στη διατήρηση και τη διαχείριση της πολιτιστικής
κληρονομιάς στο να καταστήσουν τη σημασία της
προσιτή στα μέλη της τοπικής κοινότητας και τους
επισκέπτες.
Να διευκολύνει και να ενθαρρύνει τους μετέχοντες σετουριστικές δραστηριότητες στο να προβάλλουν και να
διαχειρίζονται τον τουρισμό με τρόπο που να σέβεται και
να προάγει τον πολιτισμό και τις ζωντανές παραδόσεις
των τοπικών κοινοτήτων.
Να διευκολύνει και να ενθαρρύνει τον διάλογο, μεταξύ
των συμφερόντων της πλευράς της διατήρησης και των
παραγόντων της τουριστικής βιομηχανίας, σχετικά με τη
σημασία και την εύθραυστη φύση των τόπων με
πολιτιστική κληρονομιά, των συλλογών και των
ζωντανών παραδόσεων, συμπεριλαμβανομένης και της
ανάγκης επίτευξης ενός βιώσιμου μέλλοντος για τα
στοιχεία αυτά.
Να ενθαρρύνει τις διαδικασίες αυτές διατυπώνοντας
προγράμματα και πολιτικές προκειμένου να αναπτυχθούν
λεπτομερείς και μετρίσιμοι στόχοι και στρατηγικές που
συνδέονται με την προβολή και την ερμηνεία των τόπων
πολιτιστικής κληρονομιάς και πολιτιστικών
δραστηριοτήτων και συναφείς στο πλαίσιο τηςδιαφύλαξης και διατήρησή τους.
Επιπρόσθετα
Η Χάρτα υποστηρίζει ευρύτερες πρωτοβουλίες του
ΙCOMOS, άλλων διεθνών οργανισμών και της
τουριστικής βιομηχανίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η
ακεραιότητα κατά τη διαχείριση και διατήρησή της
πολιτιστικής κληρονομιάς .
Η Χάρτα ενθαρρύνει την εμπλοκή όλων όσων έχουν
άμεσα ή κατά καιρούς συγκρουόμενα συμφέροντα,
αρμοδιότητες και υποχρεώσεις, σε συνεργασίεςγια την
επίτευξη των στόχων τους.

You might also like