Professional Documents
Culture Documents
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
Α) το ψήφισμα της Αθήνας του 1931 που διοργανώθηκε από το Διεθνές Συμβούλιο
Μουσείων. Στο ψήφισμα επισημάνθηκε η ανάγκη και η υποχρέωση της διεθνούς
κοινότητας για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών.
Β) Η χάρτα της Αθήνας του 1933 στο πλαίσιο του ‘’Διεθνούς Συνεδρίου Μοντέρνας
Αρχιτεκτονικής, όπου διατυπώθηκαν συστάσεις και προτάσεις για την αρχιτεκτονική
κληρονομιά.
Γ) το σύμφωνο της Ουάσιγκτον του 1935 ή σύμφωνο του Roerich , που ήταν η
πρώτη παναμερικάνικη θεσμική πράξη με αποκλειστικό αντικείμενο την προστασία
των αγαθών. Ανάμεσα στις σημαντικότερες διατάξεις του είναι η πρόβλεψη ότι τα
ιστορικά μνημεία, μουσεία και τα καλλιτεχνικά – εκπαιδευτικά – πολιτιστικά
ιδρύματα θα θεωρούνται ουδέτερες ζώνες, οι οποίες θα προστατεύονται τόσο σε
πολεμικές όσο και ειρηνικές περιόδους.
1.Σύμβαση για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης και του
Πρωτοκόλλου της Χάγης (1954)
Υπογραφή: Χάγη (Ολλανδία), 14/05/1954
Έναρξη ισχύος: 07/08/1956
Θεματοφύλακας: UNESCO
Κύρωση από Ελλάδα Ν. 1114/1981 (ΦΕΚ 6/Α/8.1.1981)
Περιλαμβάνει:
α) διατάξεις για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών και
β) διατάξεις που αφορούν την εφαρμογή της.
H γενική προστασία προβλέπει την υποχρέωση των κρατών που έχουν επικυρώσει τη
Σύμβαση να πάρουν μέτρα, κατά την περίοδο ειρήνης για να διασφαλίσουν τα
πολιτιστικά τους αγαθά.
Tα πολιτιστικά αυτά αγαθά τίθενται υπό ειδική προστασία μόνο εάν βρίσκονται σε
αρκετή απόσταση από ένα μεγάλο βιομηχανικό κέντρο ή από ένα στρατιωτικό στόχο
και εφόσον δεν χρησιμοποιούνται για στρατιωτικούς σκοπούς.
α. κάθε πράξη εχθρότητας εναντίον των πολιτιστικών αγαθών υπό ειδική προστασία
και
H Συνθήκη προβλέπει
1. Tο πεδίο εφαρμογής της και
2. Tους μηχανισμούς εφαρμογής της.
Πεδίο εφαρμογής
H Συνθήκη εφαρμόζεται σε περίοδο ειρήνης αλλά κυρίως στις διεθνείς ένοπλες
συρράξεις και στις μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις.
Oσον αφορά τις διεθνείς συρράξεις, η Συνθήκη εφαρμόζεται σε όλες τις διεθνείς
ένοπλες συρράξεις που εμπλέκουν συμβαλλόμενα μέρη. Kαλύπτει:
- την περίπτωση κήρυξης πολέμου
- την ένοπλη σύρραξη όπου οι εμπόλεμες δυνάμεις δεν έχουν επικυρώσει τη Συνθήκη
(αλλά την εφαρμόζουν)
- την ένοπλη σύρραξη όπου οι λαοί αγωνίζονται για το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση.
H εφαρμογή της Συνθήκης δεν έχει καμία συνέπεια στο νομικό καθεστώς των
εμπόλεμων μερών (δηλαδή δεν τους προσδίδει την ιδιότητα του εμπόλεμου ή του
αιχμαλώτου πολέμου) και μπορεί να διασφαλιστεί από την UNESCO.
H προσφορά των υπηρεσιών της UNESCO στα εμπλεκόμενα μέρη, δεν μπορεί να
ερμηνευτεί σαν επέμβαση στη σύρραξη ή στα εσωτερικά μιας χώρας δεδομένου ότι
δρα μόνο στο όνομα της διεθνούς κοινότητας για την προστασία των πολιτιστικών
αγαθών.
2. Mηχανισμοί εφαρμογής
H Συνθήκη προβλέπει εκτός από τα μέσα πρόληψης που λαμβάνονται σε περίοδο
ειρήνης,
α. μέσα διεθνούς ελέγχου και β. μέσα καταστολής σε περίπτωση παραβιάσεων των
διατάξεών της.
1. Oι εκπρόσωποι των συμβαλλόμενων μερών που έχουν την κύρια ευθύνη της
εφαρμογής της Σύμβασης.
3. O Γενικός Eπίτροπος που ορίζεται μόλις αρχίσει η σύρραξη και υπόκειται στην
έγκριση των εμπόλεμων μερών.
O Γενικός Eπίτροπος είναι όργανο σύνδεσης (κάνει όλες τις ενέργειες που κρίνει
χρήσιμες) και όργανο ελέγχου (έχει δικαίωμα να κατευθύνει ο ίδιος έρευνες ή να
διατάξει τη διεξαγωγή έρευνας από εμπειρογνώμονες, πάντα με τη συγκατάθεση του
κράτους στο οποίο γίνεται η έρευνα.
Oι γραπτές αναφορές του Γενικού Eπιτρόπου για την εφαρμογή της Συνθήκης
διαβιβάζονται στα ενδιαφερόμενα μέρη, στις Προστάτιδες Δυνάμεις και στον Γενικό
Διευθυντή της UNESCO και έχουν χαρακτήρα πολιτικό και ηθικό (δηλαδή δεν
δεσμεύουν τα εμπλεκόμενα μέρη).
Στην πράξη, το σύστημα διεθνούς ελέγχου εφαρμόστηκε μόνο μια φορά, στη Mέση
Aνατολή από το 1966 έως το 1977 οπότε παραιτήθηκαν οι δύο Γενικοί Eπίτροποι.
Eκτοτε κανένας άλλος Γενικός Eπίτροπος δεν έχει οριστεί.
H μη εφαρμογή της Συνθήκης οφείλεται όχι μόνο στο περίπλοκο σύστημα ελέγχου
που επιπλέον απαιτεί τεράστιες οικονομικές δαπάνες για τις χώρες που έχουν
εξαντληθεί από τον πόλεμο, αλλά κυρίως στην έλλειψη πολιτικής βούλησης των
κρατών να τεθούν υπό διεθνή έλεγχο.
1 φορά :
α) πολιτιστικά αγαθά που δεν βρίσκονται σε ειδική προστασία
β) των υπεύθυνων για την διενέργεια ελέγχου σύμφωνα με το εκτελεστικό κανονισμό
γ) του προσωπικού αφιερωμένου για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών
δ) των δελτίων ταυτότητας, τα οποία προβλέπονται στον εκτελεστικό κανονισμό.
3 φορές :
α) ακίνητα και πολιτιστικά αγαθά υπό την ειδική προστασία
β) μεταφορά πολιτιστικών αγαθών
γ) αυτοσχέδια καταφύγια, οι οποίοι προβλέπονται σύμφωνα με τον εκτελεστικό
κανονισμό.
3. Διεθνής Σύμβαση σχετικά με τα μέσα για την απαγόρευση και παρεμπόδιση της παράνομης
εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβασης της κυριότητας των πολιτιστικών αγαθών (1970)
Υπογραφή: Παρίσι (Γαλλία), 14/11/1970
Έναρξη ισχύος: 24/04/1972
Θεματοφύλακας: UNESCO
Κύρωση από Ελλάδα Ν. 1103/1980 (ΦΕΚ 297/Α/29-12-1980)
Η Σύμβαση της UNESCO εφαρμόζει την αρχή της καταρχάς ιδιοκτησίας του
κράτους προέλευσης του πολιτιστικού αγαθού και θεσπίζει κανόνες για την
αποτροπή και πρόληψη αρχαιοκαπηλίας, παράνομων συναλλαγών και νομιμότητας
κατοχής πολιτιστικών αγαθών .
Σύμφωνα με το άρθρο 4 : τα κράτη μέλη της σύμβασης αναγνωρίζουν ότι για τους
σκοπούς της σύμβασης αγαθά τα οποία περιλαμβάνονται στι ακόλουθες κατηγορίες
αποτελούν τμήμα της πολιτιστικής κληρονομιάς :
α) πολιτιστικά αγαθά, προϊόντα της ατομικής ή συλλογικής ιδιοφυϊας των υπηκόοων
ενός κράτους και πολιτιστικά αγαθά σημαντικά για το εν λόγω κράτος τα οποία
έχουν δημιουργηθεί στην επικράτεια του.
β) πολιτιστικά αγαθά που έχουν βρεθεί εντός εθνικού εδάφους
γ) πολιτιστικά αγαθά τα οποία έχουν αποκτηθεί από αρχαιολογικές, εθνολογικές
αποστολές με την συναίνεση των αρνμόδιων εθνικών αρχών του κράτους από όπου
προέρχονται.
δ)πολιτιστικά αγαθά τα οποία έχουν αποδοθεί με νόμιμους τρόπους
Άρθρο 6 :
Για να εξασφαλιστεί η προστασία των πολιτιστικών αγαθών από την παράνομη,
εισαγωγή, εξαγωγή και μεταβίβαση της κυριότητας, τα συμβαλλόμενα μέλη πρέπει
να δημιουργήσουν στην επικράτεια τους 1 ή περισσότερες υπηρεσίες , όπου δεν
υπάρχουν ήδη με το κατάλληλο προσωπικό (επαρκή σε αριθμό) ώστε να
διασφαλίζονται οι παρακάτω λειτουργίες :
1. συμβολή στην επεξεργασία νομοθετικών σχεδίων και κανονιστικών κειμένων
που αποβλέπουν στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και ειδικότερα
στην αποτροπή της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβιβάσεως
κυριότητας πολιτιστικών αγαθών.
2. Κατάρτιση και ενημέρωση , εθνική απογραφή των προστατευόμενων αγαθών
ενός καταλόγου των σημαντικών πολιτιστικών αγαθών, δημόσιων και
ιδιωτικών, των οποίων η εξαγωγή θα έκανε ''φτωχότερη'' την χώρα
3. προαγωγή της ανάπτυξης ή της δημιουργίας επιστημονικών και τεχνικών
ιδρυμάτων (μουσείων, βιβλιοθηκών, αρχείων, χημείων, εργαστηρίων)
αναγκαία για την εξασφάλιση της διατήρησης και αξιοποίησης των
πολιτιστικών αγαθών.
4. Οργάνωση του ελέγχου των αρχαιολογικών ανασκαφών, εξασφάλιση της
διατήρησης εντός ορισμένου χρόνου των πολιτιστικών αγαθών και προστασία
ορισμένων περιχών , οι οποίοι προορίζονται για αρχαιολογική ανασκαφή.
5. Θέσπιση προς όφελος των ενδιαφερόμενων (επιμελητών, συλλεκτών,
αρχαιοπώλων) κανόνων , οι οποίοι να συμφωνούν με τις ηθικές αρχές της
παρούσης σύμβασης
6. λήψη εκπαιδευτικών μέτρων για την αφύπνιση και ανάπτυξη του σεβασμού
της πολιτιστικής κληρονομιάς όλων των κρατών για την διάδοση των αρχών
της παρούσης σύμβασις
7. μέριμνα ώστε να δίδεται δημοσιότητα για κάθε περίπτωση εξασφανισθέντος
αγαθού
Άρθρο 6 :
Τα συμβαλλόμενα μέλη υποχρεούνται να :
α) να εκδίδουν ειδικο πιστοποιητικό στο οποίο το κράτος εξαγωγέας θα καθορίζει
επακριβώς ποια πολιτιστικά αγαθά πρόκειται να εξαχθουν . Το πιστοποιητικό πρέπει
να συνοδεύει όλα τα εξαχθέντα αγαθά
β) να απαγορεύουν την έξοδο των πολιτιστικών αγαθών από το έδαφος, τα οποία δεν
συνοδεύονται από το παραπάνω πιστοποιητικό
γ) να καθιστουν σαφώς την απαγόρευση αυτή στο κοινό και ιδιαιτέρως μεταξύ των
ανθρώπων που εισάγουν και εξάγουν πολιτιστικά αγαθά
Άρθρο 7 :
Τα συμβαλλόμενα μέλη υποχρεούνται να :
α) να λαμβάνουν πάντα τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία
τους για να εμποδίζουν την απόκτηση από μουσεία και άλλα παρόμοια ιδρύματα
πολιτιστικών αγαθών τα οποία βρίσκονται στην επικράτεια τους. Να ειδοποιούν το
κράτος- μέλοε από όπου προέρχονται τα αγαθά
β)να απαγορεύουν την εισαγωγή κλεμμένων αγαθών από μουσείο, θρησκευτικο ή
δημόσιο μνημείο ή ίδρυμα, τα οποία βρίσκονταν σε έδαφος άλλου μέλους – κράτους
με την προϋποθέση ότι είναι σίγουρη η προέλευση των αγαθών από το εν όλω
μουσείο ή μνημείο.
γ)να λαμβάνουν τα κατάληλα μέτρα για την κατάσχεση και απόδοση του κλεμμένου
πολιτιστικού αγαθού στο κράτος – μέλος από όπου προέρχεται (κατόπιν αιτήσως
του) υπό το όρο ότι το αιτών κράτος θα υποβάλλει την απαραίτητη αποζημίωση. Οι
αιτήσεις κατάσχεσης και απόδοσης απευθύνονται στο κατέχων κράτος – μέλος μέσω
της διπλωματικής οδού. Το αιτούμενο κράτος οφείλει να υποβάλλει όλα τα
δικαιολογητικά για την κατάσχεση και απόδοση και να αναλάβει όλα τα έξοδα.
Άρθρο 8:
Τα συμβαλλόμενα μέλη υποχρεούνται να υποβάλουν ποινικές και διοικητικες
κυρώσεις στους παραβάτες των παραπάνω απαγορεύσεων.
Άρθρο 9 :
Κάθε κράτος – μέλος , του οποίου η πολιτιστική κληρονομιά βρίσκεται σε κίνδυνο
λόγω αρχαιολογικών και εθνολογικών αρπαγών μπορεί να απευθύνει έκκληση στα
άλλα μέλη, τα οποία υποχρεούνται σε συμμετέχουν σε κάθε διεθνή επιχείρηση , που
έιναι σύμφωνη με τους όρους της παρούσης σύμβασης προκειμένου να
εξασφαλιστούν τα απαραίτητα, για τη συγκεκριμένη περίπτωση, μέτρα για την
προστασία των πολιτιστικών αγαθών.
4. Διεθνής Σύμβαση για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς
(1972)
Υπογραφή: Παρίσι (Γαλλία), 23/11/1972
Έναρξη ισχύος: 17/12/1975
Θεματοφύλακας: UNESCO
Κύρωση από Ελλάδα Ν. 1126/1981 (ΦΕΚ 32/Α/10-02-1981)
Η Συνθήκη για την προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής
Κληρονομιάς υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση της UNESCO στις 16
Νοεμβρίου 1972. Με την υπογραφή της, τα κράτη αναγνωρίζουν ότι οι χώροι που
βρίσκονται στην εθνική επικράτειά τους και έχουν εγγραφεί στον Κατάλογο της
Παγκόσμιας Κληρονομιάς, αποτελούν, με κάθε επιφύλαξη της εθνικής κυριαρχίας
και των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, παγκόσμια κληρονομιά «για την προστασία της
οποίας είναι υπεύθυνη η διεθνής κοινότητα, που πρέπει να εργαστεί ως σύνολο για
αυτό τον σκοπό». Τα μνημεία που συγκαταλέγονται στον Κατάλογο της Παγκόσμιας
Κληρονομιάς επιλέγονται και εγκρίνονται βάσει της αξίας τους ως τα καλύτερα
παραδείγματα της δημιουργικής ευφυΐας του ανθρώπου. Αποτελούν τεκμήρια μιας
σημαντικής ανταλλαγής ανθρώπινων αξιών και παρέχουν μια μοναδική ή
τουλάχιστον εξαιρετική μαρτυρία μιας πολιτισμικής παράδοσης ή ενός πολιτισμού
που ζει ακόμα ή έχει εξαφανισθεί. Είναι άμεσα συνδεδεμένα με σημαντικά στάδια
της ανθρώπινης ιστορίας και για το λόγο αυτό έχουν εξέχουσα οικουμενική αξία και
αποτελούν τμήμα της κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στη Σύμβαση αυτή η Unesco συνδέει την
πολιτιστική κληρονομιά με το φυσικό περιβάλλον αξιολογώντας και θέτοντας στο
ίδιο ιεραρχικό επίπεδο τα μνημεία της φύσης με τα μνημεία του ανθρώπινου
πολιτισμού.
αναφέρεται ρητά στην αναγνώριση της αρχαιολογικής κληρονομιάς και την ανάγκη
λήψης μέτρων προστασίας: «τη δημιουργία εφεδρικών αρχαιολογικών ζωνών, ακόμη
κι όταν δεν υπάρχουν ορατά λείψανα στην επιφάνεια του εδάφους ή μέσα στο νερό,
για τη διατήρηση της υλικής μαρτυρίας, η οποία θα αποτελέσει αντικείμενο μελέτης
για τις μεταγενέστερες γενεές»
7.Σύμβαση Unidroit για τα κλαπέντα ή παρανόμως εξαχθέντα πολιτιστικά αγαθά
Υπογραφή: Ρώμη (Ιταλία), 24/06/1995
Έναρξη ισχύος: 01/08/1998
Θεματοφύλακας: Ιταλία
Κύρωση από Ελλάδα Ν. 3348/2005 (ΦΕΚ 144/Α/23-06-2005)
Η Σύμβαση της Unesco του 1970 συμπληρώθηκε από τη Σύμβαση UNIDROIT
(Διεθνές Ινστιτούτο για την ενοποίηση του Ιδιωτικού Δικαίου) του 1995 για τα
κλαπέντα ή παρανόμως εξαχθέντα πολιτιστικά αγαθά. Η Σύμβαση αυτή
επιδιώκει να διευκρινήσει τις ασάφειες και τις γενικότητες της Συμβάσεως της
Unesco. Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται σε αιτήματα διεθνούς χαρακτήρα που
αφορούν: (α) στην απόδοση κλαπέντων πολιτιστικών αγαθών, (β) στην επιστροφή
πολιτιστικών αγαθών που απομακρύνθηκαν από το έδαφος Συμβαλλόμενου
Κράτους, κατά παράβαση του δικαίου του που ρυθμίζει την εξαγωγή πολιτιστικών
αγαθών, με στόχο την προστασία της πολιτιστικής του κληρονομιάς (τα οποία εφεξής
θα αποκαλούνται «παρανόμως εξαχθέντα πολιτιστικά αγαθά»)
Η Σύμβαση του UNIDROIT έχει πολλά θετικά σημεία (υποχρεωτική επιστροφή
κλεμμένων αγαθών, προϊόντα παράνομων ανασκαφών, μεγάλα διαστήματα
παραγραφής, όροι για την αποζημίωση του κατόχου, εύρος πεδίου εφαρμογής,
σεβασμός σε μεγάλο βαθμό της εθνικής νομοθεσίας, υπεροχή της πολιτιστικής
σημασίας των πολιτιστικών αγαθών χωρίς αναφορά στην εμπορική αξία, ιδιαίτερη
μέριμνα για τα αγαθά δημοσίου χαρακτήρα).
8. Πρωτόκολλο II στη Σύμβαση της Χάγης του 1954 για την προστασία των πολιτιστικών
αγαθών σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης
Υπογραφή: Χάγη, (Ολλανδία), 26/03/1999
Έναρξη ισχύος: 09/03/2004
Θεματοφύλακας: UNESCO
Κύρωση από Ελλάδα Ν. 3317/2005 (ΦΕΚ 45/Α/23-02-2005)
Μεγάλης σπουδαιότητας είναι η διάταξη η οποία ορίζει τις υποχρεώσεις των Μερών
του Πρωτοκόλλου ήδη από την ειρηνική περίοδο, σε σχέση με την εξασφάλιση της
ποινικοποίησης στο εσωτερικό δίκαιο των Μερών των προαναφερόμενων
παραβάσεων και την πρόβλεψη των κατάλληλων ποινών. Συγκεκριμένα, στη δεύτερη
παράγραφο του άρθρου 15 του Πρωτοκόλλου, ορίζεται ότι τα συμβαλλόμενα Μέρη,
αναλαμβάνουν την υποχρέωση να υιοθετήσουν κατάλληλη εσωτερική (εθνική)
ποινική νομοθεσία ώστε να καταστήσουν τις παραπάνω πράξεις ποινικά αδικήματα
βάσει του εσωτερικού τους δικαίου (domestic law), να προβλέψουν την τιμωρία τους
με τις προσήκουσες ποινές και να επεκτείνουν την ατομική ποινική ευθύνη και σε
άτομα εκτός από εκείνα που διαπράττουν άμεσα την πράξη (δηλ. των ηθικών
αυτουργών της πράξης κλπ.). Τέλος, το Πρωτόκολλο περιέχει ρυθμίσεις σχετικά με
την υποχρέωση λήψης νομοθετικών μέτρων για την εγκαθίδρυση δικαιοδοσίας των
Μερών επί των αδικημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 1539, και επίσης ρυθμίσεις
σχετικά με θέματα που αφορούν στη δίωξη, έκδοση, την αμοιβαία νομική συνδρομή
μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, αλλά και θεσμικά ζητήματα που αφορούν λ.χ.
στη Συνέλευση των Μερών, στη δημιουργία Επιτροπής για την προστασία των
πολιτιστικών αγαθών σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης κλπ. (άρθρα 17 επ.).
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ
ΧΑΡΤΑΣ
Οι στόχοι της Διεθνούς Χάρτας για τον Πολιτιστικό
Τουρισμό συνίστανται στο:
Να διευκολύνει και να ενθαρρύνει τους εμπλεκόμενους
στη διατήρηση και τη διαχείριση της πολιτιστικής
κληρονομιάς στο να καταστήσουν τη σημασία της
προσιτή στα μέλη της τοπικής κοινότητας και τους
επισκέπτες.
Να διευκολύνει και να ενθαρρύνει τους μετέχοντες σετουριστικές δραστηριότητες στο να προβάλλουν και να
διαχειρίζονται τον τουρισμό με τρόπο που να σέβεται και
να προάγει τον πολιτισμό και τις ζωντανές παραδόσεις
των τοπικών κοινοτήτων.
Να διευκολύνει και να ενθαρρύνει τον διάλογο, μεταξύ
των συμφερόντων της πλευράς της διατήρησης και των
παραγόντων της τουριστικής βιομηχανίας, σχετικά με τη
σημασία και την εύθραυστη φύση των τόπων με
πολιτιστική κληρονομιά, των συλλογών και των
ζωντανών παραδόσεων, συμπεριλαμβανομένης και της
ανάγκης επίτευξης ενός βιώσιμου μέλλοντος για τα
στοιχεία αυτά.
Να ενθαρρύνει τις διαδικασίες αυτές διατυπώνοντας
προγράμματα και πολιτικές προκειμένου να αναπτυχθούν
λεπτομερείς και μετρίσιμοι στόχοι και στρατηγικές που
συνδέονται με την προβολή και την ερμηνεία των τόπων
πολιτιστικής κληρονομιάς και πολιτιστικών
δραστηριοτήτων και συναφείς στο πλαίσιο τηςδιαφύλαξης και διατήρησή τους.
Επιπρόσθετα
Η Χάρτα υποστηρίζει ευρύτερες πρωτοβουλίες του
ΙCOMOS, άλλων διεθνών οργανισμών και της
τουριστικής βιομηχανίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η
ακεραιότητα κατά τη διαχείριση και διατήρησή της
πολιτιστικής κληρονομιάς .
Η Χάρτα ενθαρρύνει την εμπλοκή όλων όσων έχουν
άμεσα ή κατά καιρούς συγκρουόμενα συμφέροντα,
αρμοδιότητες και υποχρεώσεις, σε συνεργασίεςγια την
επίτευξη των στόχων τους.