"Ήταν το έτος 1 προ Χριστού, μια σκοτεινή νύχτα που
έριχνε καρεκλοπόδαρα. Σε ένα ταπεινό σπίτι της Πα
λαιστίνης ακούστηκε μια φωνή: «Χαίρε, Μαρία, είμαι ο Γαβριήλ. Εσύ είσαι η Παρθένος;» «Όχι, αλλά εσένα τι σε κόφτει; ~Ερχεσαι εδώ ντυ μένος γαλοπούλα με φτερά, και κάνεις και ηλίθιες ε ρωτήσεις!;» «Πρέπει να μάθω ... » «Κι εσύ ποιος είσαι, καλέ; Ο γυναικολόγος του Ι ΚΑ; Όχι; Ε τότε, να κοιτάς τη δουλειά σου!» Αλλά ο Γαβριήλ επέμενε: «Πρέπει να μου πεις. l'v1;ε στέλνει ο Παντεπόπτης. 0ς τα πάντα τήλε ορά!» «Και δεν το 'λεγες αμέσως πως είσαι από την τη λεόραση; Λοιπόν: δεν είμαι παρθένα, δεν ντρέπομαι να ποζάρω γυμνή και ξέρω και χορό ... Προσλαμβά νομαι;»
τούτη η Μαρία; Καμία με μέσον; Έι, γύρνα πίσω, κα λέ, πού πας; Κοίτα, ξέρω και μιμήσεις ... »
Ήταν πάντα το έτος 1 προ Χριστού, μια σκοτει
νή νύχτα που έριχνε καρεκλοπόδαρα, μόνο λίγο πιο αργά. Σε ένα άλλο ταπεινό σπίτι της Παλαιστίνης α κούστηκε η ίδια φωνή: «Χαίρε, Μαρία, είμαι ο Γα:βριήλ!» «Χαίρω πολύ, κύριε Γλάρε ... » «Δεν είμαι γλάρος. Μα εσύ είσαι στ' αλήθεια η Μαρία;» «Βεβαίως, κύριε Πελεκάνε ... » «Είσαι όντως η Μαρία από τη Ναζαρέτ;» «Όχι, είμαι η Μαρία από την Κάτω Κωλοπετεινί τσα, έχει διαφορά; Έι, κύριε Φοινικόπτερε, πού πά τε να φύγετε, δεν σας αρέσει η Κωλοπετεινίτσα;»
Ήταν πάντα το έτος 1 προ Χριστού, μια σκοτει
νή νύχτα που έριχνε καρεκλοπόδαρα, μόνο πολύ πιο αργά. Στο μυριοστό ταπεινό σπίτι της Παλαιστίνης α κούστηκε η γνώριμη φωνή: «Αυτή είναι η τελευταία προσπάθεια. /Υ στερα θα γυρίσω πάνω και θα στείλω τον aρχάγγελο Πεπινιέ λο να ψάξει γι' αυτήν την ευλογημένη τη Μαρία!» Και τη στιγμή εκείνη έφτασε μια νέα γυναίκα: «Χαίρετε, είμαι η Μαρία, η παρθένος της Ναζα ρέτ. Μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» «Χαίρε, Μαρία. Πόσο χαίρομαι που σε βρίσκω ε πιτέλους ... /Ηρθα να σου φέρω την είδηση». Η ΒΙΒΛΟΣ ΓΙΑ ΑΘΕΟΦΟΒΟΥΣ 131
«Κι εσύ τι είσαι, εκφωνήτρια; Κι από πότε τις εκ
φωνήτριες ειδήσεων τις ντύνουν φραγκόκοτες με πού πουλα;» «Έλα, βρε Μαριώ, μην aρχίζεις κι εσύ τα ίδια! Ήρθα να σου πω ότι θα μείνεις έγκυος». «Άσε τις αηδίες! Εμφανίζεσαι ντυμένος παπαγά λος και κάνεις και πνεύμα αποπάνω!» «Δεν έχω ντυθεί παπαγάλος, Μαρία. Είμαι άγγε λος! Ήρθα να σου φέρω το φως ... » «Και δεν το 'λεγες πως είσαι από τη ΔΕΗ, άνθρω πέ μου! Πάνε δυο μήνες που 'χουν σαλτάρει όλα. Δί πλα είναι ο μετρητής ... » Χρειάστηκε να βάλει ο Θεός το χέρι του για να πειστεί η Παναγία, η οποία εκείνο το βράδυ έμεινε έγκυος, όπως είχε αναγγείλει ο aρχάγγελος Γαβριήλ.
Και χρειάστηκαν ακόμα περισσότερα για να πει
στεί ο Ιωσήφ, που ύστερα από πολλές οικογενειακές συζητήσεις δέχτηκε ευχαρίστως να γίνει μπαμπάς του Ιησού. Και από τη μέρα εκείνη άρχισε να χαμογελάει, και ο κόσμος τον κοιτούσε κι έλεγε: «Τον άγγιξε η χάρις του Κυρίου».
Αφού πέρασαν εννέα μήνες, η Παναγία γέννησε
μέσα σ' ένα στάβλο, ανάμεσα σ' ένα βόδι κι ένα γα'ί δουράκι. Και αυτή η παράδοση διατηρήθηκε ανά τους αιώνες, κι ακόμα και σήμερα γυναίκες που περιθάλ πονται από το υπάρχον σύστημα υγείας γεννούν ενίο τε μέσα σε νοσοκομεία-στάβλους, περιστοιχισμένες από γα'ίδάρους και παντός άλλου είδους ζώα. 132 ΤΖΟΜΠΕ ΚΟΒΑΤΑ
Και έτσι έγινε και γεννήθηκε ο Ιησούς, ο επιλε
γόμενος Σωτήρ - Σωτηράκης για τους φίλους. Και φίλοι, συγγενείς και περίεργοι μετέβησαν στο στάβλο να φέρουν δώρα· βοσκοί με αρνιά στους ώ μους, οργανοπαίχτες με τσαμπούνες, μωρά και νεά νιδες διέσχισαν ρυάκια από αλουμινόχαρτο και λό φους από στρατσόχαρτο για να δουν το Θείον Βρέ φος. Ο Ιωσήφ τούς υποδεχόταν όλους με το χαμόγε λο και ο κόσμος έλεγε: «Τον άγγιξε η χάρις του Κυ ρίου». Και ιδού, χτύπησαν την πόρτα του στάβλου. «Ποιος είναι;» ρώτησε ο Ιωσήφ. «Τα τρία Μάτζι με τα ντώρα». «Και τι δώρα φέρατε, Μάτζι; Κύβους Μάτζι για το φαγητό;» «Άνοιξε και τα ντεις!» Και άνοιξε ο Ιωσήφ και είδε τους τρεις Μάγους με τα δώρα: τον Γασπάρ, τον Βαλτάσαρ και τον Μελ χιόρ, με τις τρεις καμήλες τους, τις Χιούι, Λιούι και Ντιούι, σκεπασμένες με υφάσματα, σπαθιά, καρό, μπαστούνια, κούπες, ντάμες και βαλέδες. Έφερναν δώρα λίβανο, χρυσό και σμύρνα. «Τι είναι η σμύρνα;» ρώτησε ο Ιωσήφ. Και είπε ο Βαλτάσαρ: «Αυτό ντεν το κατάλαβε ποτέ κανείς».
Στο μεταξύ, σ' ένα κάστρο όχι μακριά από τη Βη
θλεέμ, ένας κακός και μοχθηρός βασιλιάς ονόματι Η ρώδης ρώτησε τον καθρέφτη του: ...«ΤΙ Ε/ΝΑΙ Η ΣΜΥΡΝΑ;:ο ΡDΤΉΣΕ IJ ΙΗ1.ΙJΊΣ••• ...ΚΑΙ ΕΙΠΕ IJ ΒΑιfΤΆΣΑΡ: «ΑΠΙJ 4ΕΝ TIJ KArAιfABE Π'ΙJΤΕ ΚΑΝΕ/Σ•• :• Η ΒΙΒΛΟΣ ΓΙΑ ΑΘΕΟΦΟΒΟΥΣ 135
«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποιος είναι ο μεγα-
λύτερος βασιλιάς στο βασίλειο;» Και ο καθρέφτης απάντησε: «0 Βασιλεύς των ου-ρα-νών καιαι ποι- και ποι-η-τής των όόόλων εν τω σπηλαίω τί-κτε-ται εεν φά- εν φάτνη των αλόόόγων». «Όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω!» ούρλιαξε ο Ηρώδης και, λυσσασμένος από το κακό του, πήρε σβάρνα σπήλαια και φάτνες και, έτσι γι' αρχή, έσφα ξε όλα τα άλογα. Ύστερα πήγε στον κυνηγό και διέταξε: «Τράβα στη Βηθλεέμ και σκότωσε όλα τα νεογέν- /~ νητα, καθώς και όσα λέγονται Χιονάτη!» Και ο κυνηγός πήγε, αλλά πριν απ' αυτόν έφτασε στη Βηθλεέμ ένας άγγελος φτερωτός, που έτρεξε α μέσως στον Ιωσήφ: «Εσύ πρέπει να είσαι ο aρχάγγελος Γαβριήλ», εί πε ο Ιωσήφ, που δεν τον είχε δει ποτέ του και οι·α πόψεις του για την όλη ιστορία ήταν πολύ συγκεχυ μένες. «Όχι, είμαι ο aρχάγγελος Πεπινιέλο. Ο Γαβριήλ παραιτήθηκε λόγω νευρικού κλονισμού περίπου ένα χρόνο πριν ... » Και ο Ιωσήφ aνήσυχος είπε: «Α, δεν πιστεύω να 'ρθες να αναγγείλεις πως η Μαρία θα δώσει αδελφούλα στον Ιησού, ε;;» «Όχι», είπε ο Πεπινιέλο, «τέρμα τα μωρά. Ήρθα να σας πω ότι πρέπει να πάτε αμέσως στην Αίγυπτο». «Μα εγώ είχα κλείσει για τη Μαντόνα ντι Καμπί- 136 ΤΖΟΜΠΕ ΚΟΒΑΤΑ
λιο! Ξέρετε, είναι ξαδέλφη της γυναίκας μου και μας
δίνει τζάμπα εισιτήρια για σκι!» Αλλά ο Πεπινιέλο επέμεινε: «Πρέπει να φύγετε, ψάχνει να σας βρει ο Ηρώ ~ης!» «Ποιος είναι; Αυτός που επινόησε την παιδαγω γική μέθοδο;» «Όχι», αποκρίθηκε ο Πεπινιέλο, «αυτή είναι η μέ θοδος Μοντεσόρι. Ο Ηρώδης είναι ο Βασιλεύς!» Και είπε ο Ιωσήφ: «Κετόν!» που στην αρχαία α ραμα·ίκή γλώσσα σημαίνει: «Καλύτερα να ξεκινάμε αμέσως, γιατί έτσι και μας βουτήξει αυτός, μας έκα νε με τα κρεμμυδάκια!» Κι έτσι ο Ιωσήφ και η Μαρία με το μικρό Ιησού και το γα.ίδαράκο βρέθηκαν στα διόδια του αυτοκι νητοδρόμου της Ναζαρέτ και τράβηξαν άρον άρον για την Αίγυπτο. Ύστερα από μηνών ολόκληρων πορεία έφτασαν στη γη του Ααράν και πήγαν στην πανσιόν «0 στά βλος». «Πώς τα περνά κανείς εδώ;» ρώτησε ο Ιωσήφ. «Θε.ίκά», απάντησε ο διαχειριστής. «Τότε κaνει για την περίπτωσή μας», είπε ο Ιη σούς, και εγκαταστάθηκαν εκεί. Και η είδηση έφτασε στ' αυτιά του Ηρώδη, αλλά αυτός, που ήταν μάλλον αγεωγράφητος, νόμισε πως το Ααράν ήταν ένα πράσινο ζώο που ζει στους βάλ τους, και δεν κατάλαβε ποτέ του πού κατέληξε ο Ιη σούς.