You are on page 1of 22

ΚΑΙ ΕΥΡΕΘΗΚΑ ΜΕ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ

ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΟΥΣ ΜΟΛΑΟΥΣ


Σειρὰ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ Ἀρ. 119

ISBN 978-960-518-511-4

© 2022, ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΝΝΑΡΗΣ


© 2022, ΙΝΔΙΚΤΟΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Καλλιδρομίου 64, 114 73 Ἀθήνα, τηλ.: 210.8838007, email: indiktos@indiktos.gr


ΜΙΧΑΛΗ ΓΕΝΝΑΡΗ

καὶ εὑρέθηκα
μὲ σκοτεινιὰ μεγάλη
στοὺς Μολάους

ΙΝΔΙΚΤΟΣ
ΑΘΗΝΑΙ 2022
«Ἂν οἱ Μαυρομιχαλαῖοι θέλουν νὰ μὲ δολοφονήσουν,
ἂς μὲ δολοφονήσουν. Τόσο τὸ χειρότερον δι’ αὐτούς.
Θὰ ἔλθῃ κάποτε ἡ μέρα
κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Ἕλληνες
θὰ ἐννοήσουν τὴν σημασίαν τῆς θυσίας μου».
Κομησ Ιωαννησ Καποδιστριασ
ΠΡΩΤΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

«Εἰς τὰ 1828 εἰς τὴν Αἴγινα


ἐπῆγεν ὁ Γεώργιος Μαυρομιχάλης
νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν Κυβερνήτη.
Ἐφόρεσε τὴν λαμπρότερη ἐνδυμασία του,
βουτημένη εἰς τὸ μάλαμα·
ἐγελοῦσαν τὰ φορέματά του,
ἐγελοῦσε ἡ καρδιά του,
διατὶ ὁ νέος εἶχε κλίσιν πρὸς τὸν Κυβερνήτην».
Θεοδωροσ Κολοκοτρωνησ
1
Γιὰ νὰ τὰ σώσει, τάχατες, ἀπὸ τὴν παρατραβηγμένη
ὀδύνη καὶ κακότητα τ’ ἄδικου κόσμου, ἡ Ντόνα
Φριντζήλα συλλογᾶται πῶς νὰ θανατώσει μὲ δίκαιο
χέρι τὰ τρία μικρά της: Παυλή, Ἐμμανουήλ, Μαριώ

Εἶχε πλημμυρίσει ὁ ντουνιὰς καὶ βγήκανε σωροὶ χώματα


στοὺς δρόμους, ἔφεραν πνιγμένες ἀρνάδες τὰ νερά,
κουβάλησαν γαϊδούρια τουμπανιασμένα. Γέλωτας σπα­
στι­κὸς πιάνει τὴν Ντόνα Φριντζήλα ποὺ καθαρίζει ἔντερα
γιὰ τὴ μέλαινα σούπα. «Τὴ νύχτα ποὺ γεννιέται ὁ μικρὸς
Χριστούλης ἀνοίγει τὸ γαλάζιο πορτὶ τ’ οὐρανοῦ καὶ
κατεβαίνουν προσκυνητὲς Ἀρχαγγέλοι. Κρατοῦν ἀσπίδες
κρουσταλλένιες, χτυποῦν τὸν ἀέρα μὲ τὶς πλατιὲς φτε­
ροῦ­γες καὶ ψέλνουνε Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς
εἰρήνη, ἀλλὰ οἱ κακοὶ ἀθρῶποι δὲν τοὺς βλέπουν γιατὶ
τὸ κρύσταλλο θαμπώνει ἀπὸ τὴν καύτρα τῆς ἀνάσας.
Μόνο τὰ μικρὰ παιδιὰ θωροῦνε τὴ λαμπρὴ φορεσιά...»

Πῆρε τὰ δύο της ἀγόρια στὸν φάραγγα τῶν Μολάων. Τὰ


τραβοῦσε μὲ τὴ βία. Ἐκεῖ ποὺ ἦταν νὰ τὰ ρίξει ἄκουσε τὸ
γκαγκάνισμα τοῦ Ντούβρη καὶ κατάλαβε πὼς τὴν πρόδωσε
ὁ παπα-Ἐφραὶμ τῆς Κρεμαστῆς κι ἡ θεια-Σταματία
Μαυ­­ρο­μιχαλοῦ κατέφθανε στοὺς Μολάους γιὰ νὰ τὴν
ἐλέγξει. Μετάνιωσε ἡ Ντόνα καὶ συστάλθηκε. Φοβόταν
τὴ Σταματία ποὺ εἶχε χάρισμα προορατικό. Ἐπέστρεψε

–9–
ΜΙΧΑΛΗ ΓΕΝΝΑΡΗ

σπίτι καὶ τὸ κορίτσι ἡ Μαριὼ δὲν εἶχε ἀγγίξει τὸ πιάτο μὲ


τὴ σούπα ποὺ εἶχε ἡ μάνα πασπαλίσει ποντικοφάρμακο.
«Ἄ, σιχαμένη! Κωλόμυγα, βρῆκες θάρρος κι ἀμέσως
βούτηξες σὲ ξένο φαγητό! Δὲν ξεχωρίζει τὸ χρῶμα μέσα
στὰ μαῦρα συκώτια. Τώρα θὰ βράσομε λευκὸ φιδέ».

«Ἄου, κοίτα τὴν καψερὴ Ντόνα στὸν ἀνήφορο! Πάλι


φεύγει στὸν φάραγγα μὲ τὰ παιδιά της παραμάζωμα. Ἡ
μύγα τ’ Αὐγούστου ἔκατσε πάνω της; Ποὺ νὰ χαλάσει καὶ
ν’ ἀπολύσει τὰ παιδιά της ἡ ζουρλή! Νὰ σὲ φάει, μωρὴ
Ντόνα, ὁ Χάρος! Νὰ ξαίνεσαι καὶ νὰ λωναρίζεσαι!»
Τὴν εἶδαν ἀπὸ μακριὰ ἡ θεια-Σούλη τοῦ μπαρμπα-
Ἀγγελῆ καὶ ἡ Βερέμω Πετρουτσᾶ, τραβολογοῦσε σφιχτὰ
ἀπὸ τὸ χέρι τὰ δύο ἀρσενικά της, τὰ ἔσερνε στὴ στέρνα
τοῦ Μαδούρου νὰ τὰ ρίξει μέσα νὰ τὰ τελειώσει ἡ
ἀφιονισμένη. Ἔπεσαν πάνω της, τὴ χαστούκισαν, τῆς
ἐπῆραν τὸν Μανώλη καὶ τὸν Παυλή. «Τὸ Μαριώ;» ρώτησε
ἡ Βερέμω καὶ λοξοκοίταξε τὸ πηγάδι. «Τό ’δωκα στὴ
Σκυλογιαννοῦ, νὰ τὸ ζέψει στ’ ἀλέτρι τῶν ταύρων. Τί
ρωτᾶς; Τί σὲ κόφτει;» ἀπάντησε ἡ ἄκαρδη Ντόνα καὶ
ἐπαίξανε τὰ μάτια της στὸ φιλιατρό.
«Στῆς Κερκύρης τὸ τρελάδικο θὰ σὲ σύρει ὁ Ἐνωμο­
τάρχης, στὸ κλουβὶ μὲ τὸ ζόρι θὰ σὲ κλείσουν τέτοια
παράνομα πράματα ποὺ πράττεις. Παιδιὰ τοῦ Θεοῦ δὲν
εἶναι κι αὐτά;»

–10–
ΚΑΙ ΕΥΡΕΘΗΚΑ ΜΕ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΟΥΣ ΜΟΛΑΟΥΣ


Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ εἰσέλθει, δὲν ξεμπερδεύεις. Ἡ
ἁμαρτία ἀρχίζει μὲ λογισμὸ εὐέλικτο, τόσο λεπτό,
ὥστε περνᾶ κι ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει καμία τρύπα
ἢ ἄνοιγμα εἰσελεύσεως. «Εἶναι ἄλλος ὁ δρόμος ποὺ θ’
ἀκολουθήσω», σκέπτεται ἡ Ντόνα Φριντζήλα. «Ὁ Θεὸς
ἀγάπησε ἐξ ἀνάγκης τὸ κακὸ καὶ τὸ ἐπέτρεψε. Ἀκόμα
καὶ στὸν Υἱὸ ἐπέβαλε τὸ φριχτότερο Πάθος...» Εἶδε τὴ
μικρὴ Μαρία νὰ σφίγγει τὸ βαρὺ κλειδὶ στὴν τοσοδούλα
παλάμη. Τὴ φίλησε καὶ ἔφυγε. Ἐξόριστη τρέχει ἡ Ντόνα
Φριντζήλα στὴν ἐρημιὰ τῆς ἀσφάκας. Τὸ φιδόχορτο,
τὸ δρακόντι. Ἂν τὸ βράσεις καλά, λιώνει καὶ γίνεται
ἀλοιφὴ καθαρτική. Ἡ Σταματία τὸ συνέλεγε σὲ τέλεια
ὡρίμαση, τ’ ἀποξήραινε στὸν ἴσκιο καὶ κοπανισμένο
τὸ ἔδινε στοὺς ἀσθματικοὺς κι ὅσους εἶχαν τσιμπηθεῖ
ἀπὸ ἔχιδνα. Ἀραιωμένο στὸ νερὸ τὸ πρότεινε φάρμακο
κατὰ τῆς ὑποχονδριακῆς μελαγχολίας καὶ ἐπιπλέον γιὰ τ’
ἀφροδίσια, στὰ γεροντοπαλίκαρα ποὺ δὲν ἔχουν στύση
θαλερὴ κι ὡστόσο παντρεύονται κοπελοῦδες νεαρές.
Φυτὸ ἐκτρωτικό, ἂν τὸ ψήσεις γίνεται σὰν ἄλευρο καὶ
πλάθεις ψωμί. Τώρα ποὺ τὸ ξέχωσε ἀπὸ τὴ γῆ καὶ
τὸ μασουλίζει, ἔχει ξεχάσει ἡ Ντόνα τὰ ἰδιώματα τῆς
θανάσιμης ρίζας, τὸ καταναλίσκει ἕνεκα σφοδρῆς πείνας
καὶ δίψας. Ἀντὶ νὰ τὴ σκοτώσει, ὁ βολβὸς τῆς δρακοντιᾶς
τὴν κοίμισε, τὴν ἔφερε σὲ ληθαργικὴ ἔκσταση. Ἀνάκατα
ὀνειρεύεται ἐραστὲς καὶ δαιμόνους. Ἡ ἐξορία τὴν
ὁδήγησε στὴ λεγομένη Ράχη τοῦ Μήνι. Γνώριζε, ὑπῆρχε

–11–
ΜΙΧΑΛΗ ΓΕΝΝΑΡΗ

μιὰ σπηλιὰ ποὺ τὴν ἐπισκέπτονταν οἱ Ἀλμπάνηδες


ζαλισμένοι ἀπὸ τὸ χασίς. Τζομπαναραῖοι καὶ ἔβραζαν
κρέατα κλεμμένα. Γίδια ποὺ εἴχανε ἁρπάξει. Αὐτοὶ ἦταν
ἀγριάνθρωποι, δὲν μιλοῦσαν ρωμαίικα. Πρὸς τὰ ἐκεῖ
τὴν εἶδαν νὰ πηγαίνει γιὰ τελευταία φορὰ ποὺ χάθηκε.

Μὲ τὶς αἰσθήσεις σὲ ὑπερδιέγερση, ὁμοιάζοντας στὸ ἀνευλαβὲς


ζῶο τῆς ἀπιστίας, στὴ διαμαρτυρόμενη μοσχογαλὴ ποὺ δὲν
ἀποδέχεται τὸ νόημα καὶ τὴν ἀποστολὴ τῆς Θυσίας, ἡ Ντόνα
Φριντζήλα λυγίζει καὶ παραδίδεται στοὺς φόβους μιᾶς ἀτέρμονης
τιμωρίας. Ἀκατοίκητο κορμί, ἄγνωστη καὶ αἰνιγματικὴ μοιχαλίδα
ποὺ αὐτοκτόνησε στὶς ἐσχατιὲς τοῦ Μυρτώου Πελάγους, πτῶμα
βαθειᾶς ἀβύσσου, ἡ Ντόνα Φριντζήλα δὲν ὑπάρχει στὶς θάλασσες
ποὺ συνήθως ψάχνουν οἱ εὐσεβιστὲς διαμαντικὰ καὶ σπάνιες
φεγγαρόπετρες. Χρυσάφι τῆς μετάνοιας ἡ ἀδιάγνωστη φύση
τοῦ πόθου. Ἡ γάγγραινα τοῦ χταποδιοῦ, ὁ πολυπλόκαμος
ἔρως τὴν ἀλλοίωσε. Κανεὶς δὲν ξέρει ποιὰ ἀληθινὰ ὑπῆρξε
ἡ μητέρα τῶν τριῶν ὀρφανῶν τοῦ μυθιστορήματος. Οὔτε ὁ
συγγραφέας τῶν παρόντων ἱστοριῶν, μήτε βεβαίως ὁ Θεὸς καὶ
Κριτής. Ἐμεῖς δὲν ὑποκύπτουμε στὸν πειρασμὸ τοῦ μηδενισμοῦ,
ἀκοῦμε σεβαστικὰ τὴ μητρικὴ φωνὴ ν’ ἀπολογεῖται μὲ λυρισμὸ
αὐτοδικαίωσης κι ἀποσυρόμαστε, ἔχοντας ὡς κύριο μέλημα ν’
ἀποκαλύψουμε τὰ ἐλατήρια τῆς ἀνοίκειας –ἰδίως γιὰ τὰ δεδομένα
τῆς ἐποχῆς– ἀναρχικῆς συμπεριφορᾶς. Ἀδιαφορώντας γιὰ εὔκολες
κατακρίσεις καὶ καταδίκες, μακριὰ ἀπὸ ἐπίπλαστες βικτωριανὲς
ἀξίες, βυθιζόμαστε στὴν τερπνὴ ἀνάγνωση τῶν οἰκογενειακῶν

–12–
ΚΑΙ ΕΥΡΕΘΗΚΑ ΜΕ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΟΥΣ ΜΟΛΑΟΥΣ

παθημάτων, ἐντρυφοῦμε στὴν πολύκλαυστη λακωνικὴ σάγκα.


Δὲν εἶναι ἔργο μυθοπλασίας. Δὲν θὰ γράφαμε γιὰ τὴ λύπη τῆς
Ντόνας, ἂν δὲν μᾶς εἶχε ἐπισκεφτεῖ ὁ νεκρομαντικὸς ποταμὸς
τῶν προγόνων. Αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία νὰ γνωριστεῖ μὲ τὰ ἐρέβη τῆς
θηλύτητας καὶ νὰ γευτεῖ εἰς βάθος τὴν ἀνομολόγητη αἰτία τῶν
σκιασμένων πραγμάτων, τὴν ἐξήγειρε στὴν ἀποστασία, στράφηκε
ἐνάντια στὴ μονοειδῆ θρησκεία τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἀμνοῦ κι
ἀθελήτως ὁδηγήθηκε στὴ μεγάλη ἄρνηση τῶν θεϊκῶν δωρεῶν.
Ἡ συνεχόμενη ἀντιπαλότητα τῆς γυναίκας τῶν Μολάων, διαπάλη
μὲ οὐράνιες κι ἀκατάληπτες σφαῖρες, κατεδίκασε τὴν ἑπόμενη
γενιά, ὅλους τοὺς κατιόντες. Ἔβγαλαν φιρμάνι οἱ Ταξιάρχες
Ἀρχάγγελοι, Μιχαῆλος καὶ Γαβρίλης, τὰ παιδόπουλα τῆς ἄθεης
ὑψηλὴ προστασία νὰ μὴ λαμβάνουν ἀπὸ τὰ εἰκονίσματα καὶ τὰ
νερὰ τῶν ἁγιασμῶν ἀχρείαστα κι ἄχρηστα πλέον, οἱ κεκοιμημένοι
θεοφόροι Πατέρες νὰ μὴ σπεύσουν ποτὲ βοηθοὶ στὴν ἀνάγκη
τῶν δαιμονισμένων Φριντζηλαίων.

2
Εὐτυχῶς τὴν πρόφτασε ὁ ζευγὰς τῶν Μπελεσαίων

«Τὸ πορτόθυρο τοῦ παλατιοῦ ἦταν ἀτόφιο μάρμαρο


σκαλιστὸ κι ὅλοι θαυμάσανε τὸ βασιλόπουλο ποὺ ἔμπαινε
κρατώντας ἀπὸ τὸ χαλινάρι τὸ ἐξαίσιο ἀραβικὸ ἄτι
μὲ τὴ μαλαματένια χαίτη καὶ τὴν ὁλόχρυση οὐρὰ ποὺ
μαστίγωνε τὸν ἀγέρα. Κι εἶχε τ’ ἀρχοντόπουλο χρυσὴ
σπάθη μὲ τὶς μάχες τοῦ Μεγαλέξαντρου καὶ τὴν ἀδερφή
του τὴ Γοργώ, κι ἡ λαβὴ τοῦ σπαθιοῦ ἦταν γιομάτη

–13–
ΜΙΧΑΛΗ ΓΕΝΝΑΡΗ

πλουμίδια, πολύτιμα πετράδια, στραφτάλιζαν στὸ φῶς


τῆς αἰθούσης τῶν ἀνακτόρων. Ἤτανε μιὰ σάλα ἑκατὸ
φορὲς τὸ δικό μας δῶμα κι ἀντὶς γιὰ πατητὸ χῶμα εἴχανε
κάτου ψηφιστὲς πολύχρωμες πετρίτσες, σὰν τὴν Ἐκκλησία
τῶν Ταξιαρχῶν...»
Ἀποβραδὶς τοὺς ἔλεγε ἡ Ντόνα τὰ παραμύθια, αὐτο­
σχεδίαζε μακροσκελεῖς ἀφηγήσεις, δίχως ἀρχὴ καὶ τέλος,
ἕνας ἐκθαμβωτικὸς εἱρμὸς γιὰ νὰ κουλαντρίσει τὴν ἔξαψη
τῶν καταθλιπτικῶν της νεύρων καὶ παράλληλα τὰ κοιτοῦσε
σὰ νὰ ἤτανε οἱ ἀκροατές της πλάσματα ξένα. Εἶχε ἀρχίσει
ἐντός της κι ἐργαζόταν ὁ διχασμὸς τῆς ἀποστερήσεως.
Ἤτανε ἀλήθεια δικά της ὄντα τοῦτα τὰ μωροπαίδια;
Καὶ εἶχε πράγματι ἀπόλυτες ἐξουσίες; Δικαιοῦταν νὰ
τὰ σκοτώσει ἡ μητέρα καὶ τὰ τρία; Ἡ κλωστὴ τῆς ζωῆς
ἀνῆκε στὸν Δημιουργὸ καὶ Θεό τους. Αὐτὴ ἡ ἔκτακτη
σκέψη τὴν προβλημάτιζε.
«Ἐσύ ’σαι ἡ αἰτία ποὺ μέλλει νὰ χαθῶ καὶ τὸν
ἀπάνω κόσμο νὰ τὸν ἐστερηθῶ. Τόκ! Τόκ! Ἄνοιξε, κόρη
βασιλοπούλα! Τοῦ ρήγα τῆς Ἀνατολῆς εἶμαι παιδὶ καὶ
φέρνω τὸν ἥλιο τῆς Ἀγάπης. Θέλω τὸ μαντιλάκι σου νὰ
τὸ κρατῶ σημάδι, ἂν δὲν ἐσμίξουμε ἐδῶ, θὰ σμίξουμε
στὸν μαῦρο Ἅδη».
«Νὰ φύγεις, καβαλάρη! Κι ἄλλες φορὲς ἦρθες νὰ μὲ
ξεγελάσεις. Εἶσαι γιὸς τῆς κακιᾶς μάγισσας ποὺ μοῦ πῆρε
τὴ μάνα τὴν ὥρα π’ ἄνοιγα τὰ μάτια μου στὸ φῶς, δὲ μὲ
ξεγελάει ἡ θωριά σου!»
Ξεκινοῦσε ἡ Ντόνα Φριντζήλα κι ἔλεγε τὸ παραμύθι

–14–
ΚΑΙ ΕΥΡΕΘΗΚΑ ΜΕ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΟΥΣ ΜΟΛΑΟΥΣ

στὸν Παυλὴ ποὺ δὲν κοιμόταν πρὶν κείνη σφαλίσει τὰ


μάτια. Καὶ σὰν σταματοῦσε, διότι τὰ βλέφαρά της ἔκλειναν,
αὐτὸς τῆς τραβοῦσε παρακλητικὰ τὴν ἄκρη τοῦ μανικιοῦ νὰ
συνεχίσει τὴν ἀφήγηση, ἀλλὰ ἡ Ντόνα ξεχνοῦσε τὴν ἀρχὴ
καὶ παράλλαζε τὴν ἱστορία, ἐξιστοροῦσε ἄλλα ἀντ’ ἄλλων
στὸ μικρὸ ἀγόρι: «Ἦταν παλάτι σὲ λόφο καταπράσινο,
κάστρο ἄπαρτο καὶ μέσα καθόταν βασιλοπούλα, σιμὰ στὸ
ψηλὸ παραθύρι ἐκένταγε τὰ προικιά, περνοῦσε μυριάδες
μαργαριτάρια στὴ μεταξωτὴ χρυσοκλωστή. Τὰ φορέματά
της ἦσαν καμωμένα ἀπὸ κίτρινο μετάξι κι ἔλαμπαν σὰν
ἀστέρια... Ἔβγαλε τὸ βελούδινο καπέλο μὲ τὸ φτερὸ τοῦ
γερακιοῦ, ὁ πρίγκιπας, ἔκανε ὑπόκλιση ἕως χαμηλὰ καὶ
τὸ μαγεμένο φαρὶ ἔσκυψε κι αὐτὸ τὸ κεφάλι του, κι ἡ
κόρη τοῦ βασιλέως ἐθαύμασε...»
Κάποτε ἔπιανε ἐπιτέλους καὶ τὰ τρία ὁ εὐεργέτης
ὕπνος κι ἐκείνη δὲ νύσταζε πιά. Ὀνειρευόταν στὸ ξυπνητὸ
ἄντρες εὐγενικούς, βασιλόπουλα καὶ καβαλάρηδες ποὺ
θὰ τὴν ἀνεβάσουν στ’ ἄλογο μὲ τὴ μαλαματένια χαίτη καὶ
θὰ τὴν ἐτραβήξουν μακριὰ ἀπὸ τὲς λάσπες τῶν Μολάων.

«Μάνα, οἱ ἀρκάντζελοι τοῦ Χριστοῦ διώχνουν τὰ μαμούγια


καὶ τὸν σκύλο τὸν λουβιάρη ποὺ τρώει τὸ βράδυ τ’ αὐτάκι
τῶν κακῶν παιδιῶνε;»
«Σούτ! Μὴν ἔρχεσαι κοντά μου! Μπαΐλιασες, ρὲ ζαμ­
πρά­νι; Στὶς στενὲς πέτρες, στοὺς σχιστόλιθους πέφτεις,
ρὲ καστραβέτσι; Σιώπα, Μαρία Φριντζήλα! Μ’ ἔπιασε

–15–
ΜΙΧΑΛΗ ΓΕΝΝΑΡΗ

κεφαλόπονος ἀπ’ τὴν ἡλίαση, μοῦ ἔφυγε τὸ καλίγι στὸ


ποδάρι. Σὰ μαύρη ψείρα κολλᾶς ἀπάνω μου, ἄλλη δουλειὰ
δὲν ἔχεις ἀπὸ τὸ ν’ ἀκολουθεῖς τὰ βήματα τῆς μητρός
σου; Ὅλο μέσα στὸ μυαλό μου στέκεσαι καὶ περιφέρεσαι,
κόρη τῆς ἐμῆς καταστροφῆς!»
Ἔξαλλη μιὰ μέρα, τὴν πῆρε ἀπ’ τὸ χέρι ἡ Ντόνα καὶ
τὴν ἔσουρνε τὴ μικρὴ Μαριὼ στὰ πάνω χωράφια τῶν
Μπελεσαίων, κοντὰ στὴ σπηλιὰ στὰ Σαββαθιανὰ λημέρια,
στὰ Γκεροστά. Καθὼς ἀνέβαιναν, ἀπό ’να σημεῖο καὶ μετὰ
διόλου τῆς μιλοῦσε, οὔτε κι αὐτὸ τ’ ἄμοιρο εἶχε περίσσιες
δυνάμεις νὰ ρωτήσει τὴ μάνα του ἂν στέκει στὰ λογικά
της καὶ ποιὰ δύναμη τὴν ἐξουσιάζει στ’ ἀδιανόητο ἔργο.
«Μάνα, κάνεις γητειὰ γιὰ ποντικούς;»
«Ἄσβηστη λαύρα τοῦ πρωτοκαλοκαιριοῦ! Τί μὲ
τυραγνάεις, κακορίζικη, τυχαία σπορὰ τοῦ τσαμούχη
Μπουζούνη; Ἕνα λεφτὸ σ’ ἄφηκα στὲς χαρουπιὲς καὶ μὲ
χασουμερνᾶς στ’ ἀπόγκρεμνα τῆς Κουλοχέρας; Φταίω
νὰ σὲ φονεύσω πάλι, νὰ σὲ στρίψω στὰ λαιμὰ σὰν χαζὸ
ὀρνίθι, σὰν κατσούλα νὰ σὲ στριμώξω στοὺς ἀγκῶνες,
γιά θὰ μὲ ποῦν μουρλὴ οἱ δικασταὶ κι εἰσαγγελεῖς; Εὔκολο
νὰ ποῦμε τὸ πρέπον, στὸ κάμωμεν δυσκολεύονται οἱ
ἀθρῶποι. Φυλάγου τὴν ὀργή μου, Μαρία, καὶ θὰ μὲ
ξαναπιάσει ὁ οἶστρος, τὸ νιώθω θὰ ἔρθει καινούργιο
χτύπημα, ἕνας κραδασμὸς μέσα μου, μιὰ ἔκφραση
σκοταδεροῦ βάθους ποὺ ἐπείγεται ν’ ἀνέλθει. Ἀκολούθα
λοιπὸν τὴ μάνα σου, παιδίσκη, καὶ μὴν πολυκλαίγεσαι
καὶ ρητορεύεις».

–16–
ΠΕΡΙΕ ΧΟΜΕΝΑ

1. Γιὰ νὰ τὰ σώσει, τάχατες, ἀπὸ τὴν παρατραβηγμένη


ὀδύνη καὶ κακότητα τ’ ἄδικου κόσμου,
ἡ Ντόνα Φριντζήλα συλλογᾶται πῶς νὰ θανατώσει
μὲ δίκαιο χέρι τὰ τρία μικρά της: Παυλή, Ἐμμανουήλ, Μαριώ
.. . . 9
2. Εὐτυχῶς τὴν πρόφτασε ὁ ζευγὰς τῶν Μπελεσαίων. . . . . . . 13
3. Ἡ βασκανεμένη . . . . . . . . . . . . . . . . . . 25
4. Τὸ κοριτσάκι ποὺ δὲν ἐπέστρεψε. . . . . . . . . . . . . 28
5. Ἰάκωβος ἀναβαπτισμένος. . . . . . . . . . . . . . . 36
6. Τῆς δημογεροντίας τῶν Μολάων. . . . . . . . . . . . . 38
7. Ὁ Ἐφραὶμ τῆς Κρεμαστῆς ἀπαρνιέται τὴν Ντόνα Φριντζήλα. . . . 40
8. Ἡ Σαντοῦ καὶ ἡ Μαντοῦ. . . . . . . . . . . . . . . . 49
9. Ὡσὰν παθιάρικος Σταυρὸς τῆς Ἀναστάσεως
εἰσῆλθες στὴν πρόσφορη καρδία,
σεσημασμένο ἀστροπελέκι τῶν Μαυρομιχαλαίων. . . . . . . 54
10. Τ’ ἀπύλωτο στόμα τῆς Δεββώρας τοῦ Μουγγοῦ. . . . . . . . 62
11. Ἡ ἐρυθρὰ γραφὴ τῆς Ἀρχοντούλας Λάγγη
.. . . . . . . . . 66
12. Γιὰ μιὰ βελέντζα ξέστρωτη. . . . . . . . . . . . . . . 72
13. Δράμετε, λήσταρχοι, ἐκδικηθεῖτε τὸ αἷμα τοῦ Μαυριᾶ!
.. . . . . 76
14. Διάταγμα τῶν Μαυρομιχαλαίων. . . . . . . . . . . . . 78
15. Γράμμα τοῦ πρόκριτου Σπήλιου Τζανετάκη
στὸν Κυβερνήτη Καποδίστρια. . . . . . . . . . . . . . 80
16. Προμαντεία. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 81
17. Στὸν ἀνθὸ τῆς νιότης. . . . . . . . . . . . . . . . . 84
18. Ζητιάνα τῶν ὀλίγιστων ψαριῶν τοῦ Γέρακα . . . . . . . . . 91
19. Ὁ λοιμὸς ἀπ’ ἔξω στοὺς Μολάους, κι ἡ Σταματία κατεβαίνει
.. . . 98
20. Ἀπὸ τὰ χώματα σὲ τράβηξα, ζουμπούλι μου . . . . . . . . 101
21. Προσευχητάρι τῆς Σκυλογιαννοῦς . . . . . . . . . . . 103
22. Γενικὲς νουθεσίες. . . . . . . . . . . . . . . . . 104
23. Νουθεσίες στὸ Μανωλιό . . . . . . . . . . . . . . 106

–275–
ΚΑΙ ΕΥΡΕΘΗΚΑ ΜΕ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΟΥΣ ΜΟΛΑΟΥΣ

24. Τὰ δισκοπότηρα τῆς Κρεμαστῆς. . . . . . . . . . . . 108


25. Ἀπορήματα τῆς Λένης τοῦ Κουλοῦ . . . . . . . . . . . 109
26. Περαιτέρω ἐξηγήσεις τῆς Ζαχαρούλας Καμαρινοῦ. . . . . . 111
27. Χωροφύλακες στὰ Πιστάματα. . . . . . . . . . . . . 112
28. Ὁ ἄμοιρος Παυλὴς Φριντζήλας . . . . . . . . . . . . 114
29. Μάρμαρο στραφταλιστὸ στὴ σκάφη
.. . . . . . . . . . 117
30. Ὁ Δεσπότης Νικάνωρ στὰ μνημόσυνα τῶν Μικραλώνων. . . . 119
31. Τὸ κλεμμένο τάμα τῶν Ταξιαρχῶν . . . . . . . . . . . 121
32. Οἱ δίδυμοι γάμοι τῆς Σκυλογιαννοῦς
.. . . . . . . . . . 123
33. Σὰν τοὺς μυθικοὺς Ὀρέστη καὶ Πυλάδη
.. . . . . . . . . 124
34. Τὸν εἶδε λιγνὸ καβαλάρη . . . . . . . . . . . . . . 126
35. Ἐρωτικὴ σκηνὴ τοῦ λήσταρχου Γιάγκου Ἀντωνέλου Κόκκολη
μὲ τὴ Μαρία Φριντζήλα Μαυρομιχάλη. . . . . . . . . . 128
36. Τὸ Μαριὼ θὰ ξενοπαντρέψω. . . . . . . . . . . . . 131
37. Μονάχη εἶδε τὸ ἔνδοξο Σῶμα σεσαρκωμένο. . . . . . . . 132
38. Ἰδιωτικῶς κράτησε καὶ γιόρτασε τὴ μνήμη
.. . . . . . . . 134
39. Τὰ παιδιά σας, μωρὲ Μολαΐτες
πατσὰ θὰ κάμω κι ἀλειμμένη κουρκούτη. . . . . . . . . 136
40. Ὠχρὰ σπειροχαίτη
.. . . . . . . . . . . . . . . . 137
41. Ὅταν ἤμουν δάσκαλος στοὺς Μολάους . . . . . . . . . 140
42. Πέριξ τῆς πλατείας Ὁμονοίας. . . . . . . . . . . . . 142
43. Τῶν Ἀθηνῶν ἡ ξακουστὴ Τριάς . . . . . . . . . . . . 143
44. Καὶ οἱ τρεῖς καρφωτοὶ στὴν ἁμαρτία. . . . . . . . . . . 145
45. Ὁ χορὸς τῶν Ἀνακτόρων . . . . . . . . . . . . . . 148
46. Βρουκόλακες τοῦ Ἴψεν. . . . . . . . . . . . . . . 150
47. Ὁ συφιλιδικὸς Τζωρτζὴς αὐτοκτονεῖ στὸ Φάληρο . . . . . . 151
48. Ἄσμα δημοτικοφανὲς γιὰ τὸν θάνατο τοῦ
λήσταρχου Ἀντωνέλου Κόκκολη (Ταυροκώλη) . . . . . . . 153
49. Ἕτερο ἄσμα ἡρωικὸ καὶ πένθιμο. . . . . . . . . . . . 153
50. Τρίτο ἄσμα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . 154

–276–
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

51. Καὶ τέταρτο. . . . . . . . . . . . . . . . . . . 154


52. Ἔγγραφη ἀναφορὰ τοῦ Δεσπότη Νικάνορα περὶ
τῆς ἐπακριβοῦς τύχης τῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Ἀββακούμ. . . 155
53. Ἡ θεραπεία τοῦ λεπροῦ. . . . . . . . . . . . . . . 156
54. Ὠφέλιμη διήγηση γιὰ τὰ ἔσχατα
τῆς Σκυλογιαννοῦς καὶ τοὺς Μαλλιαρούς. . . . . . . . . 158
55. Σκυλογιαννοῦ, ἡ φόνισσα τῶν Μολάων
.. . . . . . . . . 169
56. Τὰ παχιὰ βόδια τοῦ ἡλίου . . . . . . . . . . . . . . 170
57. Δουλικὸ τῆς Ἀγλαΐας Λόντου. . . . . . . . . . . . . 175
58. Εἰδύλλιο μὲ τὴ Ρηνούλα τοῦ Παπλωματᾶ . . . . . . . . . 179
59. Μαῦρος μήνας, μοίρα ἐξηγημένη
.. . . . . . . . . . . 181
60. Δυσφορία φύλου. . . . . . . . . . . . . . . . . 184
61. Ἡ Παπαδιαμάντω. . . . . . . . . . . . . . . . . 185
62. Στὸ παστρικὸ σπίτι τῆς Μαντὰμ Ὀρτάνς
.. . . . . . . . . 187
63. Ὁ Ἐφραὶμ τῆς Κρεμαστῆς στὰ πορνεῖα τοῦ Πειραιᾶ
.. . . . . 190
64. Ταταυλιανὴ συνεισφορά
.. . . . . . . . . . . . . . 194
65. Αἰνίγματα τῆς θηλύτητας . . . . . . . . . . . . . . 200
66. Φροϋδικὸ ὀνείρατο τῆς Μαριῶς Φριντζήλα . . . . . . . . 200
67. Οἱ Ἁγιαννιῶτες ἀναζητοῦν τὴ θρυλικὴ Σκυλογιαννοῦ . . . . . 203
68. Ὁ μπαλτὰς τοῦ Θεοῦ. . . . . . . . . . . . . . . . 208
69. Οἱ Τζανετάκηδες παραφυλοῦνε . . . . . . . . . . . . 209
70. Εἶπε τὸ Μαριώ. . . . . . . . . . . . . . . . . . 210
71. Ψυχὴ ἐπικρεμάμενη. . . . . . . . . . . . . . . . 212
72. Μὲ τὸ δίστομο πελέκι τοῦ Μαχουμέτη. . . . . . . . . . 217
73. Ἀπολογία στὸν Εἰρηνοδίκη. . . . . . . . . . . . . . 219
74. Χταπόδι ξιδάτο στὸν οἰσοφάγο . . . . . . . . . . . . 225

–277–
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΓΕΝ
ΝΑΡΗ ΚΑΙ ΕΥΡΕΘΗΚΑ ΜΕ
ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΟΥΣ
ΜΟΛΑΟΥΣ ΜΕ ΕΝΑ ΕΡΓΟ
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΕΤΣΗ
ΣΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΑΝΤΙΔΩ
ΡΟΝ ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΚΑΛ
ΛΙΤΕΧΝΗ ΣΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ
ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΥΠ
ΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ
ΙΝΔΙΚΤΟΥ ΜΕ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ
ΠΕΤΡΟΥ ΓΙΑΡΜΕΝΙΤΗ ΚΑΙ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΜΑΝΩΛΗ ΒΕΛΙΤ
ΖΑΝΙΔΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗΝ
ΕΜ ΕΣ ΠΡΕΣΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔ
ΕΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜ
ΗΤΡΗ ΚΑΤΣΙΜΙΓΑ ΤΟΝ ΝΟΕ
ΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2022 ΓΙΑ ΛΟΓΑ
ΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΙΝΔΙΚΤΟΣ

Ἀριθμὸς ἐκδόσεως: 440


Ἀντίτυπα Α′ ἐκδόσεως: 1.000

You might also like