You are on page 1of 20

TΟ ΔΕΝΤΡΟ

Σειρὰ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ Ἀρ. 118

ISBN 978-960-518-499-5

© 2022, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΑΚΗΣ


© 2022, ΙΝΔΙΚΤΟΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Καλλιδρομίου 64, 114 73 Ἀθήνα, τηλ.: 210.8838007, email: indiktos@indiktos.gr


ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΟΥΤΣΟΥΡΑΚΗ

TΟ ΔΕΝΤΡΟ

Ι Ν Δ Ι Κ ΤΟ Σ
ΑΘΗΝΑΙ 2022
Στὴ μητέρα μου
Μὲς στὸ λαγκάδι τῆς ζωῆς δεντρὶ κι ἐγὼ φυτρώνω
κι ὁ ξυλοκόπος ὁ Καιρὸς μὲ βλέπει δίχως πόνο.
Κωστησ Παλαμασ

Τ ὰ χέρια του ξεκρίνω πρῶτα. Ξελαγαρίζουν


καὶ μοῦ γνέφουν σιωπηλά, μέσα ἀπὸ τὸ θολὸ
νερὸ τῆς θύμησης. Διανεύουν ἥσυχα, ἀργά, ὅπως
γλιστρᾶ ὁ ἴσκιος τοῦ σύγνεφου τ’ ἀπομεσήμερο στὸν
φλογισμένο κάμπο. Χέρια ροζιάρικα, τραχιά, τίμια
χέρια. Τέτοια ποὺ σκύβει καταδεχτικὰ ἡ ζωὴ ἀπὸ
πάνω τους καὶ τὰ φιλεῖ σὰν σύμβολα τοῦ μόχθου.
Φαρδιὲς παλάμες, κουφωτές, ποὺ στ’ ἄγγιγμά
τους σμίγει ἀνώφελα ἡ μεροσύνη κι ἡ πραότητα
τῆς γῆς μὲ τὴν ἀδέξια τρυφερότητα τοῦ ζώου: κά­
νουν νὰ σὲ χαϊδέψουν ἁπαλὰ κι εὐθὺς τὸ δέρμα σου
ἀγκριφώνεται, πονᾶ, σὰ νὰ στὸ τρίβουν μὲ γυαλό­
χαρτο. Πετσὶ κατάστικτο ἀπὸ καφετιὲς πανάδες,
ἡλιοφρυγμένο κι ἀργασμένο ἀπὸ τὸ χῶμα, τὸ λιθάρι,
τὴ βροχή. Καύκαλο τριχωτό, λιπόσαρκο, πάνω στ’
ὁποῖο κλαρώνονται οἱ φουσκωμένες φλέβες. Δάχτυ­
λα μακριά, χοντρά, κακοπελεκημένα, ποὺ ξέρουν
ν’ ἀποσποῦν σοφὰ ἀπ’ τὸ δέντρο τὸν καρπὸ καὶ ν’
ἀλαφρώνουν σύγκαιρα τὸ φορτωμένο κλῆμα. Τὰ

–9–
ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΟΥ ΤΣΟΥΡΑΚΗ

βλέπω καὶ στοχάζομαι πὼς νά, τέτοια θά ’ταν τὰ


χέρια τοῦ Θεοῦ, σὰ σήκωσε ἀπ’ τὸν πηλὸ τὸν κόσμο.
Τὸ πρόσωπο ἔπειτα διακρίνω. Προβάλλει ἀνάλ­
λαγο, ὅπως τότε, στὸ φυλλορρόημα τῶν ὀγδόντα
χρόνων του. Ρικνό, σκαμμένο ἀπ’ τὶς ζαρωματιές,
μὲ χωματένια μυώνια, καθὼς χωράφι ξερικὸ ποὺ
δέρνεται ἀπ’ τὴν φλογερὴ πύρα τοῦ θέρους. Ψαρὰ
μαλλιά, μύτη κυρτή, κίτρινο ἀπ’ τὸν καπνὸ μουστάκι.
Κάτω ἀπ’ τὰ γκρίζα ξέφτια τῶν φρυδιῶν, δυὸ μάτια
καστανά, συλλογισμένα, στυλώνονται μὲ καρτερία
κι ὑποταγὴ σὲ κάποιο σύνορο ποὺ ὁλοένα πλησιάζει.
Ἀποσπερνή, μενεξεδένια ἀντάρα ἀποσκεπάζει τοῦτα
τὰ ταπεινά, ἥμερα μάτια. Δυὸ ἀδύναμα φωσάκια
τρεμουλιάζουνε μέσα στὶς βελουδένιες κόρες τους,
σὰ νυχτοκάντηλα ποὺ φέγγουνε σ’ ἔρημο κοιμητήρι.
Τὰ βλέπω καὶ μαντεύω τὸ νόημά τους, πρώτη φορὰ
μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια…
Ξέρω πὼς στὴν καρκαδιασμένη ἄφτρα τους καίει
σιγαλὰ ἕνα στερνὸ παράπονο, ποὺ τσιτσιρίζει ἐπίμο­
να στὸ ἀποσωμένο λάδι του κι ὕστερα σβήνει ἀργά,
πίσω ἀπὸ σφαλισμένα βλέφαρα. Τὸ ξέρω. Γι’ αὐτὸ
κι ἀκούω τὴ γέρικη φωνὴ νὰ λέει ξανά, ραϊσμένη
ἀπὸ τὴν πίκρα, σὰ θλιβερὸ ἐπικήδειο μιᾶς ἄδολης
ψυχῆς, τὸν ἴδιο λόγο:
«Τὸ δέντρο κόψατε, μωρέ!… Τὸ δέντρο…»

–10–
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

Τὰ πόναγε ὁ συγχωρεμένος ὁ παπποὺς τὰ δέντρα.


Ὅσα χρόνια τὸν θυμᾶμαι, ποτές μου δὲν τὸν εἶδα νὰ
τσακίσει ἕνα κλαρί, ν’ ἀφήσει ἀπότιστη μιὰ ρίζα. Μὰ
καλλωπιστικά, μὰ καρπερά, τὰ περιποιότανε ὅπως
τὶς λαγωνίκες του, μὲ μιὰ φροντίδα ποὺ ξεπέρναε
τὸ στενόκαρδο συμφέρον. Τὰ φύτευε, τ’ ἀνάσταινε,
τά ’βλεπε νὰ θεριεύουν κι ἀναμετροῦσε μὲ τὸ μπόι
τους τὴν ἀσάλευτη ζωή του, ποὺ πέρασε σκυφτὴ
μέσα στὰ ὅρια τοῦ κάμπου, παλεύοντας μὲ τὸ
τσαπὶ καὶ τὴν ἀξίνα. Ἤξερε νὰ κεντρώνει τ’ ἄγρια,
νὰ θεραπεύει τὰ ἀρρωστημένα κι ἀνακαλοῦσε μ’
εὐκολία τὸ ἱστορικὸ τοῦ καθενός, μέχρι τὸ πιὸ
ἀσήμαντο περιστατικό του.
Τὰ ὀπωροφόρα ποὺ δὲν ἔδιναν καρπό, τὰ σπλα­
χνιζότανε κι ἀρνιόταν νὰ τὰ κόψει. Λόγιαζε πὼς
κι ὁ ἴσκιος τους εἶναι ἀκριβὸ ἀγαθὸ καὶ τό ’χε γιὰ
ἁμαρτία μεγάλη νὰ τ’ ἀποσπάσει ἀπ’ τὸν μαστὸ τῆς
γῆς, ὅπου βυζαῖναν σιωπηλά, γαληνεμένα. Γιατὶ
εἶχε τὴ στοχαστικὴ ἁπλοσύνη τοῦ ἀνθρώπου ποὺ
ἔσμιξε τόσα χρόνια μὲ τὰ χώματα κι ἔνιωσε τί ση­
μαίνει ρίζωμα, τί κοιλοπόνεμα καὶ γέννα.
Ἀσημοκαπνισμένα λιόδεντρα, πλατύφυλλες συ­
κιές, λεῦκες λιγνόκορμες, σπαθάτα κυπαρίσσια,
μουριές, πλατάνια, κουτσουπιές – ὅλα τὰ ἀγαποῦ­

–11–
ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΟΥ ΤΣΟΥΡΑΚΗ

σε ὁ παπποὺς καὶ τὰ καμάρωνε. Ἕνα παρθένο δά­


σος ἀπὸ ἀμέτρητα δεντριά, πυκνὸ καὶ καταπράσι­
νο, ἦταν ἡ γέρικη καρδιά του. Μὰ ἀνάμεσά τους
ὑπῆρχε κάποιο ποὺ ξεχώριζε, κάποιο ποὺ ἅπλωνε
τὶς ρίζες του βαθιὰ μὲς στὴν ψυχὴ καὶ ἴσκιωνε σὰν
σύντροφος πιστὸς τὰ γηρατειά του.
Μιὰ ἑκατοχρονίτικη κουκουναριὰ ἤτανε.
Δέντρο πελώριο, περήφανο, κραταιό, στεφάνωνε
τὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ μὲ τὴ σγουρή, ξέπλεκη χαίτη
του, σὰν ἀγαθὸ καὶ φίλιο πνεῦμα. Σωστὸν αἰώνα
σήκωνε στὴ ράχη του κι ὅμως μιὰ νιότη ἀδάμαστη
ψύχωνε τὴν ἀκμαία κορμοστασιά του. Κι ἀληθινά,
μέσα σ’ ὁλόκληρο χωριό, ἀνάλογό του δὲν ὑπῆρ­
χε, ποὺ νὰ συγκρίνεται σὲ λεβεντιὰ καὶ γεροσύνη.
Ἔβγαινες ἀπ’ τὰ ὅρια τῆς κοινότητας, ἔφθανες στὸ
φιδοσερτὸ ποτάμι κι ἀκόμα ξέκρινες πίσω ἀπ’ τὴ
θάλασσα τῶν ἀμπελιῶν, πίσω ἀπὸ τὰ χρυσὰ ἀραπο­
σίτια, ν’ ἀργοσαλεύει φουντωτή, ὁλομόναχη, καθὼς
χλωρόφαιο ξάρτι καραβιοῦ, ἡ βαθυπράσινη κορφή
του. Τέτοιο ἤτανε τὸ ψῆλος του.
Ἂν τύχαινε κάποιος ξενομερίτης νὰ περάσει ἔξω
ἀπ’ τὴν καγκελένια αὐλόπορτα, στέκονταν καὶ τὸ
κοίταζε μὲ δέος καὶ σαστιμάρα, ὅπως κοιτᾶ κανεὶς
ἕνα ἐπιβλητικὸ οἰκοδόμημα. Γιατὶ εἶχε κάτι ἀπ’ τὴν
μεγαλοσύνη ἀρχαίου ναοῦ, κάτι ἀπὸ τὴν ἀψηφισιὰ
καστρόπυργου ἡ θωριά του. Ὀρθώνουνταν στὴν

–12–
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

μέση τῆς αὐλῆς, λαμπαδωτὸ κι ἀγέρωχο, στέρεα


θεμελιωμένο πάνω στὰ ριζωμένα πόδια του κι ὁ δυ­
νατὸς κορμός του ἀνέβαινε ὁρμητικὰ στὸν οὐρανό,
ὅμοιος μὲ δωρικὴ κολόνα. Σάμπως νὰ τίναξε μ’ ἕνα
σπασμὸ ἀπ’ τὰ σπλάχνα της ἡ γῆς ἀκέριο τὸ θερια­
κωμένο δέντρο. Τὰ ἁδρὰ κλωνάρια του πετάγονταν
ψηλὰ ψηλὰ ἀπὸ τὸ φαρδύ του στέλεχος, ἁπλώνον­
ταν πάνω ἀπ’ τὸ ἀποθηκάκι, σκέπαζαν μὲ τὸν δρο­
σερό, παχύ τους ἴσκιο τὸν περίβολο. Κι οἱ ρίζες του
βυθίζονταν βαθιὰ στὸ πρόσφορο ἔδαφος, πίνανε
τοὺς χυμούς του κι ἀργοσαλεύανε μ’ εὐδαιμονία σὰν
πλόκαμοι μὲς στὸ σκοτάδι τῶν χωμάτων.
Ἀπ’ τὶς σχισμάδες τοῦ φλοιοῦ του ἔρρεαν κεχριμ­
παρένια δάκρυα, κολλώδη καὶ πηχτὰ σὰν μέλι, ποὺ
ἀντιφεγγίζανε στὸ φῶς καὶ μύρωναν τὴν ὑγρή του
ἀνάσα. Μεγάλα κουκουνάρια φορτωμένα σπέρματα
κρεμόντουσαν ἀπ’ τὰ κλαριά του, λικνίζονταν ἀργὰ
καὶ πέφταν χάμου, στὸ μαλακὸ κι ἀφράτο στρῶμα
τῶν χρυσῶν πευκοβελόνων.
Ἐμεῖς τὰ ἐγγόνια, ποὺ δὲν εἴχαμε τέτοιο ἐκλεκτὸ
ἔδεσμα στὴν πόλη, πολὺ τὰ λιμπιζόμασταν αὐτὰ τὰ
κουκουνάρια. Ὅταν ἐρχόμασταν τὶς πάψες στὸ χω­
ριό, ἄλλη δουλειὰ δὲν κάναμε ἔξω ἀπὸ τὸ νὰ σπά­
ζουμε μὲ πέτρες τὸ σκληρὸ περίβλημά τους καὶ νὰ
γευόμαστε τὸ νόστιμο καρπό. Σπάγαμε, τρώγαμε,
ξεφωνίζοντας σὰν τὰ τσιροπούλια, καὶ τὰ χέρια μας

–13–
ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΟΥ ΤΣΟΥΡΑΚΗ

γίνονταν κατάμαυρα, λὲς καὶ τὰ εἴχαμε βουτήξει


μέσα σὲ καρβουνόσκονη.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλα τὰ παιδιὰ τὸ ἐκτιμούσαμε πολὺ
τοῦτο τὸ δέντρο. Στὰ ὀνειροπλανεμένα μάτια μας
φάνταζε σὰν καλὸ στοιχειό, ποὺ ἅπλωνε προστα­
τευτικὰ τὴν φτερωσιὰ τῆς φυλλωσιᾶς του πάνω
ἀπ’ τὸ σπίτι τοῦ παπποῦ καὶ φίλευε ἁπλόχερα τοὺς
σπόρους του. Ἕνα ἦταν μόνο τὸ παράπονό μας: πὼς
δὲν μπορούσαμε ν’ ἀνέβουμε στὴ ράχη του, ν’ ἀνα­
σκελώσουμε στὰ ροζιασμένα μπράτσα κρεμάζοντας
τὰ πόδια πάνω ἀπ’ τὸ ἔδαφος, ὡς τό ’χαμε συνήθειο
μὲ τ’ ἄλλα δέντρα τῆς αὐλῆς. Αὐτὸ ὑψωνόταν ἀλα­
ζονικὸ κι ἀπρόσιτο, σὰ νὰ μὴν ἤθελε τὴ συντροφιά
μας. Μά, ἀπὸ τὴν ἄλλη, νιώθαμε πὼς δὲν ὑπῆρχε
ἴχνος ξιπασιᾶς στὴν ἀκατάδεκτή του στάση. Για­
τὶ μαντεύαμε πὼς κάτω ἀπ’ τὴ χοντρή του φλούδα
κρυβόταν μιὰ περήφανη ψυχή, ἡ ὁποία παρέμε­
νε ἀταπείνωτη κι ἀπάτητη, τέντωνε τὸ δυσκίνη­
το σκαρί της στὰ μεσούρανα καὶ δὲν μοιράζονταν
τὸ μυστικὸ τῆς μοναξιᾶς της μὲ κανέναν, πέρα ἀπ’
τοὺς φτερωτοὺς συντρόφους ποὺ φωλιάζανε στοὺς
κλώνους της καὶ τὰ μυστηριώδη νυχτοπούλια. Κι ἡ
σκέψη αὐτή, σὰ νὰ μεγάλωνε ἀκόμα πιὸ πολὺ τὸν
σεβασμό μας.
Τὰ μεσημέρια τοῦ καλοκαιριοῦ, ὅταν ἡ ζέστη
ἦταν ἀφόρητη καὶ δὲν μποροῦσες νὰ σταθεῖς μέσα

–14–
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΟΥ
ΤΣΟΥΡΑΚΗ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΜΕ
ΕΝΑ ΧΑΡΑΚΤΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΡ
ΚΟΥ ΚΑΜΠΑΝΗ ΣΤΟ ΕΞΩΦ
ΥΛΛΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ
ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ
ΙΝΔΙΚΤΟΥ ΜΕ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ
ΠΕΤΡΟΥ ΓΙΑΡΜΕΝΙΤΗ ΚΑΙ ΕΚ
ΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΜΑΝΩ
ΛΗ ΒΕΛΙΤΖΑΝΙΔΗ ΤΥΠΩΘΗ
ΚΕ ΣΤΗΝ ΕΜ ΕΣ ΠΡΕΣΣ ΑΕ ΚΑΙ
ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ
ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΤΣΙΜΙΓΑ ΤΟΝ
ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ 2022 ΓΙΑ
ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΕΚΔΟΤΙ
ΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΙΝΔΙΚΤΟΣ

Ἀριθμὸς ἐκδόσεως: 430


Ἀντίτυπα Α′ ἐκδόσεως: 1.000

You might also like