You are on page 1of 12

Tα πρόσωπα και οι καταστάσεις του βιβλίου αποτελούν προϊόν

μυθοπλασίας.
1

Ο αγροτικός γιατρός έσφιξε τα κορδόνια της κουκούλας του


για να προφυλαχθεί απ’ την παγωμένη αρμύρα που έφερ-
νε κατά ριπές η μανιασμένη θάλασσα. Τέτοιο κακό πρώτη
φορά αντίκριζε. Σαν να ’χε γυρίσει ανάποδα ο κόσμος τού
φαινόταν, έτσι όπως μαύριζε γερμένος ο ουρανός πάνω
απ’ το αφρισμένο πέλαγος. Ούτε μια φωτεινή χαραματιά
δεν διακρινόταν στον ορίζοντα. Μονάχα οι μακρινές αστρα-
πές που κάπου κάπου διέτρεχαν κατακόρυφα τον μελανό
θόλο της αντάρας αποκάλυπταν τη σωρευμένη οργή των
νεφών και πρόσφεραν ένα κάποιο σημείο αναφοράς, μαρ-
τυρώντας ταυτόχρονα πως τούτο το άγριο χάος δεν κύ-
κλωνε μόνο το νησί μα απλωνόταν πολύ πέρα από όσο
έφτανε τ’ ανθρώπινο μάτι.
Μπροστά του, τριακόσια μέτρα απ’ την ακτή, το ακυ-
βέρνητο καράβι παράδερνε από ώρα στην υδάτινη λαίλα-
πα, που το ’σπρωχνε με κάθε τρόπο όλο και βεβαιότερα
στην καταστροφή. Θεόρατα κύματα των πέντε, έξι, ίσως
και επτά μέτρων κυριολεκτικά το λιάνιζαν, δοκιμάζοντας
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΑΜΙΩΤΗΣ

πότε να το αναποδογυρίσουν και πότε να το καταπιούν


ολόκληρο. Με συνέπεια απαρέγκλιτη κατέφθαναν το ένα
μετά το άλλο, λυσσομανούσαν πάνω του, τραντάζοντας
και ταρακουνώντας το πολυκαιρισμένο σκαρί σαν να μην
ήταν πλοίο φτιαγμένο για ανοιχτές θάλασσες παρά μικρό
βαρκάκι που το κλονίζουν ως και τα απόνερα στο πιο
ασφαλές λιμάνι.
Ο αγροτικός γιατρός ελάχιστα εξοικειωμένος ένιωθε
μ’ όλα αυτά. Θα ’χε σίγουρα παρακολουθήσει εκατοντάδες
παρόμοιες σκηνές θαλασσοταραχής στην τηλεόραση και
τον κινηματογράφο, τώρα όμως που βίωνε πραγματικά το
φαινόμενο διαπίστωνε με μια αίσθηση μελαγχολίας πόσο
λίγα γνώριζε για τη δύναμη της φύσης. Ούτε τον εαυτό
του ήξερε τόσο καλά όσο πίστευε. Ο φόβος είχε ριζώσει
για τα καλά στην καρδιά του και έπρεπε να καταβάλλει
μεγάλη προσπάθεια για να μη σκέφτεται συνεχώς πόσο
τυχερός είναι που πατούσε ασφαλής στη στεριά, όταν ποιος
ξέρει πόσοι σ’ εκείνο το σαπιοκάραβο δεν θα πρόφταιναν
να δουν το ξημέρωμα.
Παρηγορούσε τον εαυτό του πως εκείνες οι μικρόψυχες
σκέψεις δεν οφείλονταν σε δειλία αλλά σε όσα άκουγε το
τελευταίο ημίωρο από τους υπόλοιπους που βρίσκονταν
μαζί του. Εκείνοι ασφαλώς, ως νησιώτες, γνώριζαν περισ-
σότερα γι’ αυτού του είδους τις καταστάσεις και άρα οι
εκτιμήσεις τους βάραιναν περισσότερο από τη δική του

10
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

γνώμη. Όλοι τους μιλούσαν για σίγουρη καταστροφή. Πρό-


βλεπαν πνιγμούς πολλούς. Κανείς δεν σκεφτόταν μια αίσια
κατάληξη, λες και όλα είχαν ήδη συμβεί. Κάπως έτσι και
ο ίδιος κατέληξε στο συμπέρασμα πως το πλοίο από τη
στιγμή που έχασε τις μηχανές του δεν είχε καμιά τύχη
απέναντι σε τέτοια θύελλα.
Νερά σκέπαζαν ολόκληρη την πλώρη του, τα πλαϊνά
καταστρώματα σαρώνονταν μέχρι την κουπαστή, αφρι-
σμένοι πίδακες έκρυβαν ως και τη γέφυρα, στιγμές στιγμές
έφταναν ψηλά ως τις κεραίες, κι ύστερα, ανάλογα με το
πού το είχε βρει το τελευταίο χτύπημα, έγερνε επίφοβα
σχηματίζοντας μιαν ανατριχιαστική γωνία ή βυθιζόταν
κατακόρυφα σαν να γλιστρούσε σε βάραθρο που οδηγού-
σε κατευθείαν στην άβυσσο· το μισό σχεδόν ή και παρα-
πάνω βούλιαζε κάτω από τα κύματα, μα ύστερα, ενώ
έμοιαζε κιόλας χαμένο, ξεπρόβαλλε πάλι στην επιφάνεια
περίπου αλώβητο κι έτοιμο να υπερνικήσει τα ρεύματα,
τον άνεμο και τα υδάτινα βουνά που το όριζαν, ώσπου
κατέφτανε το επόμενο κύμα που ήταν τρανότερο απ’ τα
προηγούμενα και το χαροπάλεμα ξανάρχιζε.
«Θα πάνε όλοι τους χαμένοι» φώναξε δίπλα του ο
υπαστυνόμος Σίμος Καλαμάς.
«Αν τους φέρει προς τα δω, δεν γλιτώνουν με τίποτα»
συμφώνησε ο δήμαρχος Στέλιος Ζαφειράκης.
«Κι απέναντι στην μπούκα να τους σπρώξει, πάλι δεν

11
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΑΜΙΩΤΗΣ

έχουν γλιτωμό. Ο ύφαλος μπροστά απ’ τη σπηλιά κόβει


σαν ξυράφι» πρόσθεσε ο υπαρχιφύλακας Γεράσιμος Μπι-
στός.
«Δεν υπάρχει ένα γερό σκάφος να βγει να τους μαζέψει
πριν είναι αργά;» αναρωτήθηκε φουρκισμένος ο γιατρός.
Γύρισαν και τον κοίταξαν παραξενεμένοι.
«Τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει» είπε ο δήμαρχος και
έστρεψε πάλι το βλέμμα στη θάλασσα.
«Εδώ θέλει ελικόπτερο, απ’ το νερό πια δεν γίνεται
τίποτα» πρόσθεσε με ύφος ειδικού ο υπαστυνόμος.
«Πόσους να πάρει και το ελικόπτερο;» αναρωτήθηκε ο
υπαρχιφύλακας. «Πρέπει να είναι πάνω από εκατό άτομα,
όπως το υπολογίζω».
«Και βάλε…» έκρινε απαραίτητο να συμπληρώσει ο
προϊστάμενός του.
Ο γιατρός δεν είχε πεισθεί, δίσταζε ωστόσο να συγκρου-
στεί μαζί τους, εκείνη τη στιγμή όμως ένα κύμα έσκασε
μπροστά τους και η σκέψη του να αμφισβητήσει ανοιχτά
τα λεγόμενά τους χάθηκε στον αφρισμένο παφλασμό που
τους τύλιξε ολόκληρους.
«Πίσω, όλοι πίσω» φώναξε τρομαγμένος ο δήμαρχος.
«Να πάμε παραπάνω. Δεν κάνουμε καλά που στεκόμαστε
εδώ».
«Έπρεπε να το ’χαμε κάνει από ώρα» σχολίασε με
τρεμάμενο στόμα ο υπαρχιφύλακας, δρασκελίζοντας κιό-

12
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

λας παρά την τεράστια κοιλιά του τον βράχο που τόση
ώρα είχε για αποκούμπι.
Αμέσως τον ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. Διάλεξαν
ένα μικρό πλάτωμα δύο τρία μέτρα ψηλότερα και απέμει-
ναν πάλι να παρακολουθούν το πάλεμα του σκάφους με
την αγριεμένη θάλασσα. Τους χώριζαν πια λιγότερο από
διακόσια μέτρα. Παρά τη βουή και το φρενιασμένο σπά-
σιμο των κυμάτων στα βράχια, άκουγαν πλέον καθαρά τις
απελπισμένες φωνές των επιβατών που έφερνε ο αέρας
προς το μέρος τους. Στο σκεπασμένο κατάστρωμα της
πρύμνης, ένα σμάρι ανθρώπων πάλευαν να κρατηθούν απ’
όπου μπορούσαν για να μην παρασυρθούν απ’ το νερό
που κάθε τόσο τους σκέπαζε.
Θορυβημένος από την εκτίμηση του αστυνομικού νωρί-
τερα, ο δήμαρχος προσπάθησε να υπολογίσει πόσα άτομα
βρίσκονταν στο πλοίο και άρχισε να μετράει κεφάλια, ύστε-
ρα όμως, στη σκέψη πως εκτός από τα καταστρώματα θα
ήταν γεμάτες κόσμο οι τραπεζαρίες κι ίσως οι καμπίνες
και οι διάδρομοι, τον έπιασε απελπισία και τα παράτησε.
«Αυτός που τους έβγαλε στη θάλασσα με τέτοιον και-
ρό θέλει σκότωμα» ακούστηκε πίσω τους ένας γέρος κα-
πετάνιος που είχε μόλις καταφτάσει με καμιά δεκαριά
ακόμα κατοίκους.
«Θα τους πάρει όλους στον λαιμό του» πρόσθεσε κά-
ποιος από τους νεοφερμένους.

13
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΑΜΙΩΤΗΣ

«Εγκληματίες, μπρος στο κέρδος δεν υπολογίζουν ού-


τε ζωές ούτε τίποτα» συμπλήρωσε ένας άλλος.
«Τουλάχιστον ως τώρα έρχονταν μόνο καλοκαίρι» ξέ-
σπασε ο υπαστυνόμος.
«Γίνεται χαλασμός εκεί κάτω, χώρες ολόκληρες αδειά-
ζουν» πετάχτηκε ο γιατρός.
«Τίποτα δεν είδαμε ακόμη» βαρυγκόμησε ο δήμαρχος.
«Θα υπάρχουν και παιδιά εκεί πάνω» είπε η ιδιοκτή-
τρια του καφενείου και μοναδική γυναίκα από όσους βρί-
σκονταν στον βράχο.
«Τα καημένα…» αναστέναξε δίπλα της ένας άλλος γέρος.
«Κακώς καθόμαστε όμως με σταυρωμένα χέρια» σχο-
λίασε αγανακτισμένος ο γιατρός.
Οι τρεις άντρες που στέκονταν δίπλα του γύρισαν πά-
λι και τον κοίταξαν μάλλον επιτιμητικά.
«Άμα έχεις τρόπο, γιατρέ, πες τον και σ’ εμάς» ακού-
στηκε πειραγμένος ο δήμαρχος.
«Και το Λιμενικό τι το έχουμε;» τον αποπήρε εκείνος.
«Εν ανάγκη να φωνάξουμε το Πολεμικό Ναυτικό, ας βγά-
λουν μια φρεγάτα, να σωθούν οι άνθρωποι».
«Ένα σκάφος, και αυτό σμπαραλιασμένο, έχει το Λι-
μενικό στο μεγαλονήσι» είπε με κατεβασμένο κεφάλι ο
ένστολος. «Και όσο για το Ναυτικό… τι να σου κάνουν κι
αυτοί; Δεν ξεμυτίζουν πια εύκολα απ’ τον ναύσταθμο.
Στραβές εποχές, βλέπεις».

14
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

«Δηλαδή θα μείνουμε άπραγοι να τους κοιτάμε να πνί-


γονται;» αντέδρασε αγανακτισμένος ο γιατρός.
Ο υπαστυνόμος έβηξε προειδοποιητικά και έτριψε με
μια δόση αγανάκτησης τη μύτη του παπουτσιού του στο
έδαφος. «Τα παιδιά του λιμεναρχείου είναι σε συνεχή
επικοινωνία με τους δικούς τους στο μεγαλονήσι» είπε
καταβάλλοντας προσπάθεια να ακουστεί ήρεμος και έστρε-
ψε την προσοχή του ξανά προς τη θάλασσα, προσέχοντας
να μη συναντηθούν τα βλέμματά τους.
«Και πού είναι τότε; Δεν θα έπρεπε να έχουν φανεί
μέχρι τώρα;»
«Αφού δεν έχουν διαθέσιμο σκάφος για τέτοιον καιρό,
με τι να έρθουν;» πετάχτηκε ο υπαρχιφύλακας.
«Τότε ας κάνουμε εμείς κάτι».
«Και σαν τι να κάνουμε δηλαδή;» παρενέβη ο δήμαρχος.
«Δεν ξέρω, κάτι, οτιδήποτε μπορεί να βοηθήσει» στρά-
φηκε προς αυτόν ο γιατρός, έκπληκτος με τον ίδιο του τον
εαυτό γιατί πρώτη φορά επέμενε τόσο για κάτι που δεν
σχετιζόταν με τη δουλειά του.
«Να πάψει ο καιρός, πάντως, μην περιμένετε» ακού-
στηκε από πίσω ο γέρος καπετάνιος που είχε μιλήσει και
νωρίτερα.
Ο αγροτικός γιατρός ξεφύσησε απελπισμένος, έβαλε τα
χέρια στη μέση και στράφηκε ξανά προς τον δήμαρχο.
«Άρα είναι κιόλας πνιγμένοι» είπε όσο πιο αργά γινόταν.

15
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΑΜΙΩΤΗΣ

«Αφού δεν πρόκειται να τους βοηθήσουμε, είναι σαν να


έχουν κιόλας πνιγεί».
Εκείνος του έριξε μια αγριεμένη ματιά, μα ύστερα, σαν
να το ξανασκέφτηκε, άλλαξε ύφος. «Νίκο, δεν είναι έτσι,
και το ξέρεις» είπε όσο πιο μειλίχια μπορούσε, αν και
έπρεπε να φωνάζει για να ακούγεται. «Τόσες χιλιάδες
από δαύτους πέρασαν αποδώ τα τελευταία χρόνια. Εδώ
ήσουν το καλοκαίρι, τα ’δες με τα μάτια σου. Αρνηθήκαμε
σε κανέναν τη βοήθεια; Αφήσαμε κανέναν νηστικό; Δεν
έκανε ο καθένας ό,τι μπορούσε; Ψάξε όποιο σπίτι θες, δεν
θα βρεις παραπανίσια κουβέρτα ούτε για δείγμα. Ξέρω
ανθρώπους που δεν τους περισσεύουν, ανθρώπους που τα
φέρνουν πέρα δύσκολα, κι όμως όποτε χρειάστηκε έδωσαν
και αυτοί. Ό,τι μπορούσε έκανε ο καθένας μας. Γι’ αυτό
μη μας αδικείς».
«Τώρα τι γίνεται» επέμεινε ο γιατρός.
«Να βάλει ο Άγιος το χέρι του, αυτό μόνο» ακούστηκε
αποκαμωμένος κάποιος από τους κατοίκους.
Ξαφνικά ένα πελώριο κύμα χτύπησε απ’ το πλάι το
σκάφος σπρώχνοντάς το βίαια προς τα βράχια. Ένας ανα-
τριχιαστικός, απόκοσμος ήχος βγήκε απ’ τα σπλάχνα του,
καθώς οι λαμαρίνες των υφάλων του σύρθηκαν πάνω στην
κοφτερή πέτρα που κρυβόταν κάτω απ’ την επιφάνεια.
«Ένα δυο τέτοια ακόμα και πάει τελείωσε» ξεφύσησε
περίλυπος ο γέρος καπετάνιος. Και πράγματι, πριν καλά

16
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

καλά ολοκληρώσει τη φράση του, ένα καινούργιο, πανύ-


ψηλο κύμα ήρθε και έσκασε στο άσχημα γερμένο κύτος.
Μετά απ’ αυτό πια δεν έπλεε, απλώς επέπλεε. Πιότερο
με σανίδα που την κάνει ό,τι θέλει το ρεύμα έμοιαζε παρά
με σκάφος, έτσι όπως παράδερνε πότε προς τη μία και
πότε προς την άλλη.
Όλα πλέον ήταν θέμα χρόνου. Το επόμενο γιγάντιο
κύμα που ορθώθηκε πάνω από την πρύμνη του το σφήνω-
σε στους βράχους.

17

You might also like