You are on page 1of 7

«Ο ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ»

ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ : ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΑΜΠΑΣΗ

1
Ο ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ
Μια φορά και έναν καιρό, σ’ ένα πανέμορφο μέρος που λεγόταν Λογγιαδα, υπήρχαν δύο πελώρια βουνά.
Ο Λόγος και ο Αντίλογος.

Ήταν τόσο ψηλά που οι κορυφές τους άγγιζαν τον ουρανό. Ήταν καταπράσινα με πανέμορφα λουλούδια,
δέντρα, ζωάκια και κρυστάλλινα ποτάμια με δροσερό νερό.

Δεν ήταν όμως δυο απλά βουνά. Ήταν αντιδραστικά, αυθόρμητα, γκρινιάρικα, με ατελείωτη φλυαρία
που μάλωναν το ένα με το άλλο κάθε στιγμή.

« Εγώ είμαι το πιο όμορφο και το πιο έξυπνο βουνό», έλεγε ο Λόγος.

«Γι’ αυτό και όλα τα ζωάκια είναι στην δική μου πλευρά. Παίζουν, γελούν και τραγουδούν όλη μέρα.
Το φαγητό τους είναι άφθονο και το νεράκι τους πάντα παγωμένο».

«Τι μας λες καλέ;», έλεγε ο Αντίλογος.

«Τι να πω τότε για την δική μου πλευρά; Τα δέντρα μου είναι τόσο φορτωμένα με καρπούς που
αγγίζουν την γη. Άσε για τις πανέμορφες σπηλιές τους που τα προστατεύουν από τις αλλαγές του καιρού.
Όσο για το νερό; Αυτό και αν είναι δροσερό και μυρωδάτο. Το δικό μου είναι καλύτερο!».

Το πιο παράξενο είναι ότι και τα δύο βουνά ήταν τόσο ίδια που αν δεν μιλούσαν και τόσο πολύ, δεν
θα ξεχώριζες ποιο είναι ποιο.

Τα ζωάκια του δάσους είχαν συνηθίσει να τους ακούνε να καυγαδίζουν όλη μέρα και γελώντας κάθε
φορά, συνεχίζανε τις δουλειές τους.

2
Ένα πρωινό λοιπόν, που το χάραμα ξετύλιγε τις πρώτες αχτίδες του, ξύπνησαν με κέφια.

«Καλημέρα!», είπε ο Λόγος

«Κακή, ψυχρή και ανάποδη!» αντιγύρισε ο Αντίλογος

«Γιατί βρε ανάποδε είσαι πάντα τόσο θυμωμένος; Μήπως ζηλεύεις που είμαι πιο όμορφος;»

«Άντε χάσου ξιπασμένε και πανάσχημε. Εσύ είσαι όμορφος; Ας γελάσω! Ευτυχώς που λες και
βλακείες και ξεκαρδίζομαι με τα χαζά σου αστεία!».

«Εμένα είπες χαζό;», είπε ο Λόγος θυμωμένα.

«Ναι! Εσένα! Βλέπεις άλλο κακομούτσουνο εδώ;»

«Εγώ κακομούτσουνος; Που βρήκα το μπελά μου γιατί σου είπα καλημέρα; Δεν δάγκωνα τη
γλώσσα μου καλύτερα;»

«Καλά που δεν το έκανες γιατί θα πάθαινες δηλητηρίαση!», είπε ο Αντίλογος.

«Να φταρνίζεσαι όλη μέρα», του φώναξε

«Και εσύ να βήχεις κάθε λεπτό», του απάντησε.

«Είσαι τέρας!»

«Όχι! Εσύ είσαι!»

«Είμαι ένας κούκλος! Ένα κουκλάκι ζωγραφιστό!»

«Ένας κλόουν είσαι! Και μάλιστα αστείος και γελοίος! Και τρομερά κακόγουστος!

Και…. Και… και….

3
Άρχισαν και δεν έλεγαν να σταματήσουν.

Η κυρία Νυφίτσα εκείνη την ώρα μαγείρευε, και η μυρωδιά του φαγητού της έφτανε μέχρι τον
ουρανό. Παραξενεύτηκε που τα δύο βουνά συνέχιζαν να μαλώνουν τόση ώρα.

Τα παιδιά της, μαζί με τα λαγουδάκια και το γουρουνάκι, παίζανε στην πίσω αυλή. Και εκεί που
γελούσαν και χόρευαν ξυπόλητα, σταμάτησαν γιατί οι φωνές μεγαλώνανε όλο και περισσότερο.

Ο σκαντζόχοιρος και ο λύκος που ψάρευαν, ακούγανε και αυτοί με μεγάλη προσοχή την φασαρία.

«Κάτι πρέπει να κάνουμε!», αναφώνησαν

Μάζεψαν τα πράγματά τους και πήραν τον δρόμο για να συναντήσουν τον Λόγο και τον Αντίλογο.

Δεν ήταν οι μόνοι όμως.

Τα παιδάκια που παίζανε, βλέποντας την Κυρά Νυφίτσα να πηγαίνει προς τα θυμωμένα βουνά,
τρέξανε , πηδώντας πάνω από τις γλάστρες, σπάζοντας τις καημένες τις τριανταφυλλιές. Πηδήξανε την
μάντρα και διάφορα δέντρα για να την προλάβουν.

Αφού συγκεντρώθηκαν όλοι, ο κύριος Αρκούδος ρώτησε με γλυκιά αλλά και αυστηρή φωνή:

«Τι γίνεται με εσάς τους δύο σήμερα; Γιατί τόση φασαρία και φωνή; Μη τάχα και σας πείραξε
κανείς;», τους είπε.

Τα δύο βουνά γύρισαν παραξενεμένα. Ποτέ δεν τους είχαν ρωτήσει γιατί μάλωναν.

«Τι συμβαίνει λοιπόν; Προς τι όλη αυτή η φαγωμάρα;»

4
Σιωπή και από τις δυο πλευρές.

«Εμπρός! Σας ακούμε! Είμαστε έτοιμοι να σας βοηθήσουμε και να λύσουμε το πρόβλημά σας».

Τότε ο Λόγος του απάντησε:

«Δεν θέλω ούτε να τον βλέπω, ούτε να τον ακούω! Είναι γελοίος και κακάσχημος!»

Τότε ο Αντίλογος του είπε με άγρια και τσιριχτή φωνή από τα νεύρα:

«Όλα αυτά που είπε να τα κάνεις επί χίλια!»

Είπαν και άλλα πολλά, που έκαναν τα ζωάκια πολύ λυπημένα. Τόσο που χάσανε το υπέροχο
χαμόγελό τους.

«Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί! Θα πρεπει να το σκεφτούμε και να βρούμε μια λύση αύριο. Μέχρι
τότε, όμως....», είπε ο κύριος Αρκούδος, «θα σας παρακαλέσω να είστε ήσυχοι και ήρεμοι. Εντάξει;»

Τα δύο βουνά συμφώνησαν και τα ζωάκια πήραν τον δρόμο για τα σπίτια τους.

Ο Λόγος και ο Αντίλογος γύρισαν τα κεφάλια τους από την άλλη και δεν έβγαλαν άχνα ξανά.

Μέσα στην μαύρη νύχτα, και ενώ όλοι κοιμόντουσαν, ο Λόγος κάτι είδε να κινείται στην πλευρά του
Αντίλογου.

«Σκασίλα μου!», είπε, «Δεν θα του πω τίποτα. Άλλωστε καλά να πάθει!»

Η σκιά όμως ξανακινήθηκε, και τότε είδε μια λάμψη. Ήταν ένας άνθρωπος που μόλις είχε πετάξει το
τσιγάρο του και άρχισε να τρέχει.

Σε λίγα λεπτά ο τόπος γέμισε από πελώριες φλόγες και καπνούς, που δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις
τίποτα.

«Ο φίλος μου!», σκέφτηκε και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.

Άρχισε να φωνάζει πολύ δυνατά για να ξυπνήσει όλα τα ζωάκια για βοήθεια.

5
«Τρέξτε!», φώναζε και ξαναφώναζε, «Τρέξτε! Καίγεται! Βοηθήστε τον!»

Φώναζε στον Αντίλογο αλλά απάντηση δεν έπαιρνε.

Η αγωνία του μεγάλωνε και του έσκιζε την καρδιά. Τα ζωάκια, ακούγοντας την σπαρακτική φωνή
του, τρέξανε και κάνανε ότι μπορούσαν. Αλλά οι φλόγες ήταν πελώριες και δυνατές και δεν μπορούσαν να
κάνουν πολλά.

Ο Λόγος έκλαιγε σπαρακτικά. Τότε σήκωσε τα μάτια του στον Θεό και του είπε:

«Θεέ μου, σώσε τον φίλο μου! Συγχώρεσε με που ευχόμουν να πάθει κακό», και τα δάκρυα
έφταναν στο χώμα.

Ως δια μαγείας, ο ουρανός γέμισε με μολυβένια σύννεφα. Η βροχή άρχισε να πέφτει με δύναμη στα
δύο βουνά.

Μετά από ώρα η φωτιά έσβησε.

«Είσαι καλά;», φώναξε ο Λόγος, «Σε παρακαλώ, απάντησέ μου! Σου ζητώ συγγνώμη! Δεν τα
εννοούσα όλα αυτά που σου είπα».

«Καλά είμαι!», απάντησε ο Αντίλογος με χαμηλή φωνή, αφού τα πνευμόνια του είχαν γεμίσει καπνό,
«Μόνο που τώρα θα μπορείς να με λες άσχημο, μιας και η μισή μου πλευρά είναι καμένη και φαλακρή»,
είπε με λυγμούς.

«Είσαι το πιο όμορφο βουνό! Το πιο έξυπνο και θαρραλέο! Μα πάνω από όλα είσαι ο καλύτερος
μου φίλος και σ’ αγαπώ πολύ! Δεν ξέρω τι θα έκανα αν τελικά σε έχανα. Ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω!»

Και για πρώτη φορά αγκαλιαστήκανε σφιχτά, κλαίγοντας, αλλά αυτή τη φορά από χαρά.

Και τα ζωάκια ήταν πολύ χαρούμενα. Ο κυρ Γάιδαρος γελούσε με ένα στόμα , αστεία
ξεδοντιασμένο.
6
Μέχρι και ο λύκος γελούσε με την ψυχή του και ας τον φωνάζανε χαζούλη γόη.

Και τότε ένα πολύχρωμο ουράνιο τόξο φώτισε τα πάντα δίνοντας ηρεμία και γαλήνη στα
χαμογελαστά πρόσωπα όλων.

Απο τότε τα δυο βουνά δεν ξανά μάλωσαν ποτέ και έδωσαν ένα μάθημα φιλίας σε όλο το
χωριό................

You might also like