You are on page 1of 5

ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ

Πρέπει να προσέξεις τα ερείπια στον βορρά. Μην πλησιάσεις καθόλου,


ειδικά αν πέσει η νύχτα. Πάρε τον δρόμο δυτικά και μόλις συναντήσεις τα
πρώτα δέντρα του Ντουν, μπείτε στο δάσος. Οι περίπολοι στον κεντρικό
δρόμο μεταξύ των δύο δασών είναι συχνές και δεν θέλετε να πέσετε πάνω
τους. Από εκεί ο πρώτος πύργος είναι δύο μέρες δρόμος. Μόλις φτάσετε,
επικοινώνησε χωρίς να σε ακούσουν οι νέοι. Τα ερείπια στον βορρά…

«Υπολοχαγέ, μπορούμε να προστατευθούμε σε εκείνα τα παλιόσπιτα για


το βράδυ».

Η φωνή του Κλέιμορ τράβηξε από τις σκέψεις του τον Λάτκα. Κοίταξε
πρώτα την πυξίδα του, που ήταν καρφωμένη στον βορρά, και μετά κοίταξε
προς την κατεύθυνση που του έδειχνε ο νάνος.

«Αν κινηθούμε γρήγορα θα προλάβουμε την δύση του ηλίου», συνέχισε ο


Κλέιμορ.

«Νομίζω πως θα ήταν καλύτερο να αποφεύγαμε το συγκεκριμένο μέρος.


Έχω λάβει εντολές να μην πλησιάσουμε. Συνεχίζουμε δυτικά και μόλις βρούμε
κάποιο απάνεμο μέρος θα κατασκηνώσουμε», απάντησε, απευθυνόμενος σε
όλους με μια ψευδή αποφασιστικότητα που οι δύο βετεράνοι μπορούσαν να
διακρίνουν.

«Μα οι στέπες εκτείνονται ακόμα για αρκετά μίλια, δεν έχει κάποιο
καλύτερο σημείο από την παλιά πόλη» απάντησε ο Κρακ. «Τα ξέρω καλά τα
μέρη μου, μην μου πείτε ότι φοβάστε μερικά πεσμένα σπίτια», συνέχισε.

«Να υπακούμε στις εντολές των ανωτέρων μας για να γυρίσουμε ζωντανοί,
θα πω εγώ», είπε ήρεμα ο Άρκος και άνοιξε πρώτος το βήμα του προς τα
δυτικά. Ακολούθησε ο Κλέιμορ σχεδόν συγχρονισμένα.

«Μην ανησυχείς φίλε μου, θα φροντίσει το ταλέντο μου για όλους μας» είπε
ο Μπιθ και έπιασε με το χέρι του τον δείκτη του Κρακ, τραβώντας τον προς τα
μπροστά, σαν ένα ανυπόμονο παιδάκι που τραβάει τον πατέρα του για να
προλάβουν το κουκλοθέατρο. Ο Κρακ ανασήκωσε τους ώμους του.

«Μμμ, εντάξει πάμε. Εγώ για εσάς νοιάζομαι. Εμένα το κρύο δεν με ενοχλεί
καθόλου», είπε μουγκρίζοντας. Και πράγματι παρόλο που ο αέρας
λυσσομανούσε και το έδαφος ήταν πετρωμένο από το κρύο, ο μπρουτζινος
δρακώνος φορούσε μόνο ένα υπόδημα σαν φούστα και ένα ζευγάρι μπότες.
Ο Λάτκα στάθηκε, τον κοίταξε με απορία και ανατρίχιασε στην ιδέα του να
φοράει ότι και εκείνος με αυτό το κρύο. Τυλίχθηκε με την μπέρτα της στολής
του, κοίταξε άλλη μια φορά προς τα ερείπια της Μούρθα και ακολούθησε την
υπόλοιπη ομάδα.

Περπάτησαν μέχρι που ο ήλιος άρχισε να χάνεται πίσω από ένα μεγάλο
σύννεφο στο βάθος του ορίζοντα. Το τελευταίο φως της μέρας είχε αρχίσει να
χάνεται λίγο νωρίτερα από ότι περίμεναν. Τριγύρω μόνο λίγο φρέσκο γρασίδι
και κάποια σκόρπια βράχια, όχι αρκετά μεγάλα για να τους προστατέψουν
από το δριμύ ψύχος που θα συνόδευε την άφιξη της νύχτας. Το πιο κοντινό
δέντρο πρέπει να απείχε άλλη μια μέρα δρόμο, αν είχαν υπολογίσει σωστά.

«Πρέπει να βρούμε ένα μέρος απάνεμο, όμως δεν φαίνεται κάτι εδώ
γύρω», είπε ο Λάτκα. «Είτε θα περπατήσουμε έως ότου να βρεθεί κάτι, αν
υπάρχει δηλαδή κανένας λόφος ή βράχος, είτε θα ξαποστάσουμε εδώ και θα
προσπαθήσουμε να μείνουμε κοντά στοιχισμένοι για να ζεσταθούμε»
συμπλήρωσε.

«Νομίζω πως δεν έχει νόημα να χάσουμε και άλλες δυνάμεις, ας μείνουμε
εδώ και θα βρούμε έναν τρόπο να μείνουμε ζεστοί» είπε ο Κλέιμορ. Ο Άρκος
έγνεψε σαν να συμφωνεί και έκατσε πάνω σε μια συστάδα από φρέσκο
γρασίδι που εντόπισε δίπλα του.

«Ωραία, ώρα να φάμε» αναφώνησε με χαρά ο Κρακ και έβγαλε από την
τσάντα του ένα μεγάλο μπούτι από κάποιο ζώο, μάλλον κατσίκας, και κοίταξε
τριγύρω. «Μμμ εδώ είναι ιδανικά», είπε και κινήθηκε λίγα μέτρα παραδίπλα,
εκεί που βρισκόταν μια μεγάλη, πλατειά πέτρα. Αφού την καθάρισε λίγο, πήρε
το μπούτι και το ακούμπησε πάνω όρθιο. Έβγαλε ένα σακούλι και το άφησε
δίπλα. Έβαλε το χέρι του μέσα και έβγαλε κάποιο είδος σκόνης. Το άπλωσε
πάνω στο μπούτι προσεκτικά. Φαινόταν να ξέρει τι κάνει και στο κάτω κάτω
ήξεραν ότι κρατούσε το πανδοχείο των γονιών του τις μέρες που τα γεράματά
τους δεν τους άφηναν να δουλέψουν όπως ήθελαν. Όμως μια τέτοια
διαδικασία στην μέση του πουθενά έμοιαζε το λιγότερο περίεργη για τους
υπόλοιπους που είχαν πλέον πλησιάζει και τον κοιτούσαν έκπληκτοι. Όλοι
εκτός του Άρκος, που καθόταν ήσυχος στο έδαφος.

Αφού το περιποιήθηκε περίτεχνα και από όλες τις πλευρές, έβαλε το


σακούλι με την μυστήρια σκόνη πάλι πίσω στην τσάντα του. Κοίταξε το κοινό
του που τους έτρεχαν τα σάλια και είχαν ξεχάσει και κρύο και κούραση.

«Άλλη μια μικρή λεπτομέρεια έμεινε», είπε και ένα χαμόγελο γεμάτο
κοφτερά δόντια σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Πήρε μια βαθειά ανάσα. Οι
φλέβες του λαιμού του έλαμψαν σε ένα χαλκοπράσινο χρώμα και καπνοί
άρχισαν να αναδύονται από τα κέρατα πάνω στο κεφάλι και στη ράχη του.
Έσκυψε μπροστά, το πράσινο των ματιών του φώτιζε μέσα στο σούρουπο
σαν πυγολαμπίδες, και μόλις άνοιξε το στόμα του μια κοκκινογαλανή φλόγα
ξεχύθηκε και τύλιξε το κρέας. Μόλις οι φλόγες ήρθαν σε επαφή με την σκόνη,
πολλές μικρές σπίθες άρχισαν να πετάγονται ολούθε. Κάθε κόκκος σκόνης
έμοιαζε να εκρύγνηται σαν βεγγαλικό, και το κρέας άρχισε να απορροφά την
φωτιά. Ο Κρακ έκατσε χαμογελαστός να βλέπει τους συνταξιδιώτες του που
είχαν μείνει άναυδοι με το θέαμα. Μέχρι και ο Άρκος είχε γυρίσει και κοιτούσε
το μπούτι - πυροτέχνημα. Μόλις οι σπίθες έσβησαν, μια σκληρή κρούστα
περιέβαλλε το κρέας. Η μυρωδιά του καλοψημένου γεύματος πλυμμήρισε
προσωρινά την στέπα. Ο Κρακ πήρε ένα μαχαίρι και έκοψε τέσσερα
κομμάτια. Όλοι πήραν από ένα και ο Κρακ σήκωσε το υπόλοιπο μπούτι και
άρχισε να μασάει λαίμαργα.

Ο Άρκος φύλαξε το δικό του κομμάτι για άλλη στιγμή, παρότι ο Κλέιμορ τον
παρότρυνε να το φάει λέγοντας του πως είναι υπέροχο. Έβγαλε μόνο ένα
μικρό φιαλίδιο, του οποίου το περιεχόμενο φάνηκε να κατεβάζει μονομιάς. Ο
Κλέιμορ έδειξε να επιμένει για το κρέας, όμως ο Άρκος ήταν ανένδοτος.

«Κύριοι πώς σας φάνηκε το ψητό του Κρακ; Είμαι σίγουρος πως δεν έχετε
φάει κάτι αντίστοιχο» , είπε μασουλώντας ο δρακώνος.

«Εξαιρετικό, όμως τι ακριβώς ήταν αυτή η σκόνη;» ρώτησε ο Λάτκα.

«Ένα μίγμα από πιπεριές που φυτεύω μόνος μου. Μην ανησυχείς νεαρέ
υπολοχαγέ, δεν είναι μαγικό προϊόν», του αποκρίθηκε.

«Ναι όμως η φλόγα σου είναι» είπε σχεδόν μουρμουρίζοντας και έπιασε
τον δράκο στο στήθος του. Το πρόσωπό του φανέρωνε τις σκέψεις του.
Παρόλο που είχε ζήσει όλη του την ζωή σε ένα στρατόπεδο και μάθαινε πώς
να κρύβει τα συναισθήματά του, η εφηβική του ορμή τον πρόδιδε.

«Ναι αλλά την χρησιμοποιώ για τον Σκοπό όπως τόσοι και τόσοι άλλοι
μαγικοί» απάντησε περήφανα ο Κρακ και ξάπλωσε στο κρύο έδαφος
κοιτώντας τον ουρανό. «Χάθηκαν τα αστράκια» μουρμούρισε απογοητευμένα.

«Μην θυμώνεις νεαρέ αφέντη, είμαστε χρήσιμοι όλοι μας», είπε ο Μπιθ και
σηκώθηκε από την θέση του για να καθίσει δίπλα στον Λάτκα. Έβγαλε από
την τσάντα του δύο ράβδους μεταλλικές, γύρω στις τρεις παλάμες η καθεμιά
και τις ένωσε μεταξύ τους σε μια ορθή γωνία. «Αυτό το σύμβολο που φοράτε,
τι ακριβώς συμβολίζει;» ρώτησε δείχνοντας το σύμβολο του Σκοπού.

«Ναι… Είναι ο δράκος και ο κόσμος» άρχισε να του εξηγεί. «Ένας χρυσός
δράκος ανάσκελα με χρυσές σταγόνες να στάζουν από το κορμί του και να
καταλήγουν πάνω σε μια σφαίρα μισή μαύρη μισή ποτισμένη χρυσή. Ο
δράκος συμβολίζει την μαγεία, γιατί αυτός ήταν το πρώτο πλάσμα που πήρε
το μαγικό του μερίδιο από τους θεούς. Τόσο που για εμάς τους ανθρώπους
δεν έμεινε στο τέλος. Η σφαίρα συμβολίζει τον κόσμο μας που θα ποτιστεί με
το αίμα του δράκου, δηλαδή την μαγεία, και έτσι θα το απολαύσουμε όλοι
μας», του είπε. «Πίστεψα πως θα το ξέρετε εφόσον καταταγήκατε όμως κύριε
Μπίθ», είπε.

«Εγώ είμαι απλά ένας γερο-μισθοφόρος αγαπητέ», του απάντησε και το


μπλε μουστάκι του λαμπύρισε. Μόλις κούμπωσε τις δύο ράβδους αυτές
άρχισαν να αιωρούνται μπροστά του. «Μια μελωδία να σας ηρεμήσει» είπε
και η βραχνή και γερασμένη του φωνή ακούστηκε πιο απαλή από ποτέ. Ο
Λάτκα κοιτούσε απορημένος καθώς ο Μπιθ ακουμπούσε με τα μικρά,
ροζιασμένα του δάχτυλα «αόρατες» χορδές στο διάστημα μεταξύ των δύο
ραβδιών. Μια γλυκιά μελωδία κατέκλεισε την περιοχή καθώς τα δάχτυλα του
μικρόσωμου μουσικού χάιδευαν τον αέρα σαν να έπαιζαν με μια άυλη άρπα.
Σε κάθε του νότα, μικρές στάλες ασημένιου φωτός σχηματίζονταν στα
ακροδάχτυλά του, οι οποίες έπεφταν στο έδαφος με κάθε νέα νότα που
«χτυπούσε». Οι στάλες γίνονταν όλο και περισσότερες όσο προχωρούσε το
κομμάτι και είχαν πλέον δημιουργήσει μια μικρή ασημί λιμνούλα. Ο Μπίθι
συνέχιζε να παίζει και όλοι είχαν σταματήσει τις κουβέντες τους, με την
μουσική να τους έχει συνεπάρει.

«Μμμ χιονίζει» ψιθύρισε ο Άρκος που αισθάνθηκε τις πρώτες νιφάδες να


προσγειώνονται στο πρόσωπό του.

Ξαφνικά, ο ρυθμός του Μπίθ ζωήρεψε. Ο ίδιος σηκώθηκε και άρχισε να


χορεύει στον νέο σκοπό που έπαιζε. Με τον ίδιο τρόπο σηκώθηκαν και οι
σταγόνες από την ασημί λίμνη που είχε σχηματίσει μπροστά του. Μια ενιαία
μάζα ασημί υγρού υψώθηκε πάνω από τα κεφάλια τους όσο η μουσική
γινόταν ολοένα και γρηγορότερη. Πλέον τα δάχτυλα του γερογνόμου έπαιζαν
τόσο γρήγορα που δεν προλάβαινες να τα δεις, και η ασημί μπάλα παλλόταν
έντονα από πάνω τους στον ρυθμό της μουσικής. Ώσπου ξαφνικά, καθώς ο
Μπιθ έπαιζε την τελευταία του νότα, η μπάλα αυτή έσκασε σε μία ασημένια
έκρηξη. Χρειάστηκαν όλοι να κλείσουν τα μάτια τους καθώς το φως ήταν
εκτυφλωτικό. Όταν όμως τα ξανάνοιξαν, δεν αισθάνονταν ούτε κρύο, ούτε
χιόνι, ούτε αέρα. Κοίταξαν τριγύρω. Ο Μπιθ, χαμογελαστός, έπαιζε με το μπλε
μουστάκι του. Ένας θόλος σχεδόν αόρατος τους περιέβαλε, που μόνο οι
παχιές νιφάδες χιονιού, οι οποίες προσέκρουαν πάνω του, μαρτυρούσαν την
ύπαρξή του. O Λάτκα τινάχτηκε από την θέση του και έπιασε την λαβή του
ξίφους του. Ήταν σίγουρος πως ήταν εύκολο να το τραβήξει όμως δεν
μπορούσε. Κοίταξε το χέρι του και είδε το χέρι του Άρκος να του προβάλει
αντίσταση.

«Μα πως…» πρόλαβε να ψελλίσει.

«Είμαι σίγουρος κύριε υπολοχαγέ πως το μαγικό του φίλου μας από εδώ
μόνο να μας βοηθήσει έχει σκοπό» τον διέκοψε ο Άρκος. «Είμαστε όλοι
κουρασμένοι. Θα φυλάξω εγώ το πρώτο νούμερο».
«Και εγω το δεύτερο» είπε ο Κλέιμορ που είχε ήδη αρχίσει να στρώνει στο
έδαφος.

Ο Λάτκα τράβηξε το χέρι του από την λαβή του Άρκος και τον κοίταξε στα
μάτια. Το χρώμα τους φαινόταν διαφορετικό από ότι συνήθως. Οι κόρες του
πλέον είχαν μαυρίσει και το λευκό ήταν όντως λευκό και όχι κόκκινο.

Τι είναι πάλι αυτό; Μήπως η μαγεία του γνόμου τον άλλαξε;

«Σύμφωνοι, εγώ θα φυλάξω τρίτος και ο γεμάτος εκπλήξεις κύριος Μπιθ


τέταρτος» είπε ξεφυσώντας ελαφρά. «Όσο για τον Κρακ ας κρατήσει δυνάμεις
για αύριο που θα έρθει η σειρά του» και το ροχαλητό του δρακώνου σχεδόν
κάλυψε τα τελευταία λόγια του υπολοχαγού.

You might also like