You are on page 1of 368

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΕΛΤΙΟΥ ΑΡ. 78

ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΡΙΝΟΥ
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ ΜΥΣΤΡΑ
Γενική επ ιμ έλ εια
ΝΤΙΑΝΑ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ε π ιμ έλ εια κ ειμένω ν
ΜΑΡΙΑ ΚΑΖΑΚΟΥ

Κ αλλιτεχνική επ ιμ έλ εια
ΑΡΓΥΡΩ ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΚΗ

Π ροέλευση φ ιοτογραφ ιώ ν
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ:
Γ. ΜΑΡΙΝΟΥ
Α. ΜΠΟΥΡΑ (Πίν. 55-57)
Δ. ΠΕΤΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ (Πίν. 1, 3, 5-12, 22γ,
24α-β, 26β, 27, 32β, 38α, 39β, 43α, 102, 104γ-δ)

Η λεκτρονική ε π ε ξ ε ρ γ α σ ία κειμένω ν
ΙΩ ΓΙΑΝΝΕΛΗ

Ε κτύπω ση
ΠΕΡΓΑΜΟΣ ΑΒΕΕ

Ο ΤΑΜΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΩΝ


ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΩΝ
Οδός Πανεπιστημίου 57, 105 64 Αθήνα
www.tap.culture.gr

ISBN 960-214-343-6
ISSN 1108-1244
Υ Π Ο Υ Ρ Γ Ε ΙΟ Π Ο Λ ΙΤ ΙΣ Μ Ο Υ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜ ΑΤΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΕΛΤΙΟΥ ΑΡ. 78

ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΡΙΝΟΥ

Α γιο ς Α η μ η τ ρ ιο ς
Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ ΜΥΣΤΡΑ

ΑΘΗΝΑ 2002
ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΩΝ
Στους γονείς μου
και στη μνήμη της αδελφής μου
L
L
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 11
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 13
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 17
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ 19
Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ 19
ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ 50
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ 52
ΓΕΝΙΚΑ 52
ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ 56
Ισόγειο 56
Ο νάρθηκας 56
Ο κυρίως ναός 62
Το Ιερό 70
Το δάπεδο 73
Το τέμπλο 79
Ο ζωγραφικός διάκοσμος και η αρχιτεκτονική του ναού 87
Υπερώα 103
ΟΙ ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ 116
Η ανατολική όψη 116
Η νότια όψη 124
Η δυτική όψη 132
Η βόρεια όψη 138
Οι τρούλοι και η στέγαση του ναού 148
ΤΑ ΠΡΟΣΚΤΙΣΜΑΤΑ 152
Το κωδωνοστάσιο 152
Το δυτικό προστώο 158
Η κλίμακα προς τα υπερώα 165
Το κτίσμα πάνω από το δυτικό προστώο 167
ΟΙ ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ ΚΑΙ Η ΧΑΡΑΞΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ 172
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΒΜ Ε Αργείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος


ΑΔ Αρχαιολογικόν Δ ελτίον
ΑΕ Αρχαιολογική Εφημερίς
ΑΕΜ Archäologisch-epigraphische Mitteilungen
BCH Bulletin de Correspondance Hellénique
BNJ Byzantinisch -neugriechische Jahrbücher
BSA The Annual o f the British School at Athens
ΒΖ Byzantinische Zeitschrift
CahArch Cahiers Archéologiques
ΔΧΑΕ Δελτίον της Χριστιανικής Α ρχαιολογικής Εταιρείας
DOP Dumbarton Oaks Papers
DOS Dumbarton Oaks Studies
ΕΕΒΣ Ε πετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών
ΕΕΠΣΑΠΘ Επιστημονική Επετηρίς Πολυτεχνικής Σχολής του Α ριστοτελείου Π ανεπιστημίου Θεσσαλο­
νίκης
ΕΜΜ Ε Ευρετήριον Μεσαιωνικών Μνημείων της Ελλάδος
ΙΕΕ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
1stMitt Istanbuler Mitteilungen, Deutsches Archäologisches Institut, Abteilung Istanbul
JOB Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik
JRIBA Journal o f Royal Institute o f British Architects
Α ακΣ πονό Λ α κ ω νικ οί Σ πουδαί
NE Νέος Ελληνομνήμων
ΠA E Π ρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Ε ταιρείας
REB Revue des Etudes Byzantines
REG Revue des Etudes Grecques
RbK Reallexikon zur byzantinischen Kunst

ΠΗΓΕΣ
Ιωάννης Καντακουζηνός = L. Schopen (εκδ.), Ioannis Cantacuzenus, Historiarum,x. 1-3, Bonn (C.S.H.B.) 1828-
1832.
Δημήτριος Κυδώνης = R.J. Loenertz (εκδ.), Demetrius Cydones, Correspondance (Studi e Testi), Città del
Vaticano 1956-1960.
Ψευδο-Κωδινός = J. Verpeaux (εκδ.), Pseudo-Kodinos, Traité des Offices, Paris 1966.
Γεώργιος Παχυμέρης = Em. Bekker (εκδ.), Georgius Pachymeres, De Michaele et Andronico Palaeologis, x. 1-2,
Bonn (C.S.H.B.) 1835.
Μανουήλ Ραούλ = R.J. Loenertz (εκδ.), Emmanuelis Raoul. Epistulae XII, ΕΕΒΣ XXVI (1956), o. 130-163.
Γεώργιος Φραντζής = Em. Bekker (εκδ.), Georgius Phrantzes (Sphrantzes), Χρονικόν, Bonn (C.S.H.B.) 1838.
Λαόνικος Χαλκοκονδύλης = Em. Bekker (εκδ.), Laonicus Chalcocondylas, Historiarum de origine ac rebus Gestis
Turcorum, Bonn (C.S.H.B.) 1843.
Χρονικόν της Μ ονεμβασίας = N.A. Βέης, To περί κτίσεως της Μ ονεμβασίας Χρονικόν, Βυζαντίς Α ' (1909),
σ. 57-105.
Χρονικόν του Μορέως = Π. Καλονάρος (εκδ.), Χρονικόν του Μορέως, Αθήναι 1940.
Eibro de los Fechos = A. M orel-Fatio (εκδ.). Libro de los Fechos et conquistas del Principado de la Morea, Genève
1885.
Livre de la conqueste = J. Longnon (εκδ.). Livre de la conqueste de la Princée de lAmorée, Paris 1911.

Άμαντος, Αφιέρωμα = Κ. Άμαντος, Άγνωστον αφιέρωμα του Νικηφόρου Κρήτης εις μονήν της Φωκαίας
(1303), Μ ικρασιατικά Χρονικά 2 (1939), σ. 49-54.
Βελένης, Ερμηνεία = Γ. Βελένης, Ερμηνεία του εξω τερικού διακόσμου στη βυζαντινή αρχιτεκτονική (διδακτ.
διατριβή). Θεσσαλονίκη 1984.

13
Βογιατζίδης, Ζήτημα στέψεως = I. Βογιατζίδης, Το ζήτημα της στέψεως Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου,
Λ αογραφία 7 (1923), σ. 449-456.
Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική = Π.Λ. Βοκοτόπουλος, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις την
Δ υτικήν Στερεάν Ελλάδα και την Ή πειρον από τον τέλους του 7ου μέχρι του τέλους του 10ου αιώνος, Θ εσ­
σαλονίκη 1975.
Bouras L., Architectural Sculptures = L. Bouras, Architectural Sculptures of the Twelfth and the Early Thir­
teenth Centuries in Greece, ZlX A E A ' (1977-1979), σ. 63-72.
Bouras, Zourtsa = Ch. Bouras, Zourtsa. Une basilique byzantine au Péloponnèse, CahArch XXI (1971), σ. 137-149.
Bryer, Pontos = A. Bryer - D. Winfield. The Byzantine Monuments and Topography o f the Pontos, 1-2, DOS,
Washington D.C. 1983.
Buchon, Recherches historiques — J. A. Buchon, Recherches historiques sur la principauté française de Morée et ses
Hautes Baronies /-//, Paris 1845.
Buchon, La Grèce continentale = J.A. Buchon, La Grèce continentale et la Morée. Voyage, séjour et études
historiques en 1840 et 1841, Paris 1847.
Γαλανόπουλος, Σελίδες = Γαλανόπουλος, Ε κκλησιαστικοί σελίδες Λακω νίας, εν Αθήναις 1939.
Curcic, Gracanica = S. ( ' urcic, Gracanica. King Milutin's Church and its Place in Late Byzantine Architecture,
Philadelphia 1977.
Delvoye, Tribunes = C. Delvoye, Considérations sur l'emploi des tribunes dans l'église de la Vierge Hodigitria
de Mistra, Actes du X lle Congrès International des Etudes Byzantines, Ochrid 1961, Belgrad 1964, III, σ. 41-47.
Δρανδάκης, Κωδωνοστάσιον = Ν. Δρανδάκης, Το κωδωνοστάσιον του Αγίου Δημητρίου Μυστρά, Χαριστή-
ριον εις Αναστάσιον Ορλάνδον, Τ', Αθήναι 1966, σ. 370-375.
Dufrenne, Programmes iconographiques = S. Dufrenne, Les programmes iconographiques des églises byzantines de
Mistra, CahArch 4, Paris 1970.
Hallensleben, Mystratypus = H. Hallensieben, Untersuchung zur Genesis und Typologie des "M istratypus”,
Marburger Jahrbuch fü r Kunstwissenschaft 18 (1969), σ. 105-118.
Hopf, Geschichte Griechenlands = C. Hopf, Geschichte Griechenlands vom Beginn des M ittelalters bis auf
unsere Zeit, στο J.S. Ersch - J.G. G ruber (εκδ.), Allgemeine Enzyklopädie der Wissenschaften und Künste
LXXXV-LXXXVI, Leipzig 1867-1868.
Ζησίου, Επιγραφαί I = K. Ζησίου, Επιγραψαί Λακωνικής, Μυστρά Επιγραφαί, Σ ύμμικτα, Αθήνα 1892, σ. 18-
71.
Ζησίου, Ε πιγραφ αί II = Κ. Ζησίου, Ε πιγραφαί χριστιανικιόν χρόνοον της Ελλάδος. Α ', Λακεδαίμονος, Βυζα-
ντίς Α ' (1909), σ. 422-460.
Jenkins - Mango, Synodicon = R.Η. Jenkins - C. Mango, A Synodicon of Antioch and Lacedaemonia, DOP 15
(1961), σ. 225-242.
Kitsiki-Panagopoulos, Monasteries = B. Kitsiki-Panagopoulos, Cistercian and Medicant Monasteries in Medieval
Greece, Chicago 1979.
Λάμπρος, Π κΠ = Σ. Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, 1-4, Αθήναι 1912-1930.
Laurent, La liste épiscopale = V. Laurent, La liste épiscopale du Synodicon de la Métropole de Lacedémonie,
Mélanges R. Janin, REB 19 (1961), σ. 209-226.
Mango, Architecture = C. Mango, Byzantine Architecture, New York 1976.
Μανοΰσακας, Χρονολογία = Μ. Μανοΰσακας, Η χρονολογία της κτιτορικής επιγραφής του Αγίου Δημητρίου
του Μυστρά, Zl X A E Α ' (1959), σ. 72-79.
Mathews, Byzantine Churches = Th. Mathews, Byzantine Churches o f Istanbul, Philadelphia 1971.
Mathews, Liturgy = Th. Mathews, The Early Churches o f Constantinople. Architecture and Liturgy, Philadelphia
1971, 1977\
Megaw, Chronology = A.H. Megaw, The Chronology of Some Middle Byzantine Churches, BSA 32 (1931-1932),
σ. 90-130.
Miklosich - Müller, Acta = F. Miklosich - J. Müller, Acta et diplomata gaeca medii aevi, 1-4, Wien 1860-1890.
Millet, Inscriptions = G. Millet, Les inscriptions byzantins de Mistra, BCH 23 (1899), σ. 97-156.
Millet, Monuments = G. Millet, Les monuments byzantins de Mistra, Paris 1910.
Millet, Ecole = G. Millet, L'école grecque dans l'architecture byzantine, Paris 1916 (επανέκδοση στο Variorum
Reprints, 1974).
Millingen, Churches — A. van Millingen, Byzantine Churches in Constantinople, London 1912 (επανέκδοση στο
Variorum Reprints, 1974).

14
Μπούρας, Νέα Μονή = X. Μπούρας, Η Νέα Μονή της Χίον. Ιστορία και αρχιτεκτονική, Αθήνα 1981.
Μπούρας, Γκλάτσα = X. Μποΰρας, Η φραγκοβυζαντινή εκκλησία της Θεοτόκου στο Ανήλιο (τ. Γκλάτσα) της
Ηλείας, Δ Χ Α Ε ΙΒ ' (1984), ο. 239-264.
Müller-Wiener, Bildlexikon - W. Müller-Wiener, Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Tübingen 1977.
Nicol, Kantakouzenos = D.M. Nicol, The Byzantine Family o f Kantakouzenos (Cantacuzenus) ca. 1100-1460, D O S,
Washington D.C. 1968.
Nicol, Last Centuries = D.M. Nicol, The Last Centuries o f Byzantium 1261-1453, London 1972.
Orlandos, Léondari = A. Orlandos, L’église des Saints Apôtres à Léondari, REG 94 (1921), o. 163-176.
Ορλάνδος, Βλαχέρναι = A. Ορλάνδος, Ai Βλαχε'ρναι της Ηλείας, A E 1923, ο. 5-35.
Ορλάνδος, Παλάτια = Α. Ορλάνδος, Τα παλάτια και τα σπίτια του Μυστρά, Α Β Μ Ε Γ ' (1935), ο. 2-114.
Ορλάνδος, Μνημεία Αιτωλοακαρνανίας = Α. Ορλάνδος, Τα βυζαντινά μνημεία της Αιτωλοακαρνανίας,
ΑΒ Μ Ε Θ ' (1961), ο. 3-112.
Ορλάνδος, Παρηγορήτισσα = Α. Ορλάνδος, Η Παρηγορήτισσα της Ά ρτα ς, εν Αθήναις 1963.
Ορλάνδος, Επισκοπή Τεγε'ας = Α. Ορλάνδος, Χριστιανικά μνημεία Τεγε'ας - Νυκλίου. Η παλαιά Επισκοπή
Τεηέας, ΑΒ Μ Ε ΙΒ ' (1973), ο. 141-171.
Ostrogorsky, Ιστορία = G. Ostrogorsky, Ιστορία τον βνζαντινον κράτους, Αθήνα 1981 (Geschichte des byzanti­
nischen Staates, München 1965).
O usterhout, Kariye = R. Ousterhout, The Architecture o f the Kariye Camii in Istanbul, DOS XXV, Washington
D.C. 1987.
Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Ιεροσολνμιτική Βιβλιοθήκη = Α. Παπαδόπουλος-Κεραμευς, Ιεροσολνμιτική Βιβλιο­
θήκη, 1-5, Α γία Πετρουπολις 1891-1913.
Παπαδόπουλος-Κεραμευς, Μοσχόπουλος = Α. Παπαδόπουλος-Κεραμευς, Νικηφόρος Μοσχόπουλος, Β Ζ 12
(1903), σ.217-221.
Runciman, Mistra — St. Runciman, Mistra. Byzantine Capital o f the Peloponnese, London 1980.
Schlumberger, Em pereur de Byzance = G. Schlumberger, Un em pereur de Byzance à Paris et à Londres,
Byzance et Croisades, Pages médiévales, Paris 1927, o. 87-138.
Sinos, Vira = S. Sinos, Die Klosterkirche der Kosmosoteira in Bera (Vira), Byzantinisches Archiv 16, 1985.
Sinos, Organisation = S. Sinos, Organisation und Form des byzantinischen Palastes von Mystras, Architectura 17,
2 (1987), o. 105-128.
Sinos, Mistras = S. Sinos, Mistras, RbK, 1999, o. 379-519.
Sotiriou, Mistra = M. Sotiriou, Mistra, une ville byzantine, Athènes 1935.
Striker, Myreleon = C. Striker, The Myreleon (Bodnim Camii), in Istanbul, Princeton 1981.
Strube, Westliche Eingangsseite - C. Strube, Die westliche Eingangsseite der Kirchen von Konstantinopel in
Justinianischer Zeit, Wiesbaden 1973.
Χατζηδάκης, Μ νστράς I = Μ. Χατζηδάκης, Μ νστράς, Ιστορία - Μ νημεία - Τέχνη, Αθήναι 1956.
Χατζηδάκης, Νεώτερα = Μ. Χατζηδάκης, Νεο'περα για την ιστορία και την τέχνη της Μητρόπολης του Μυστρά,
Δ Χ Α Ε Θ ' (1979), ο. 143-174.
Χατζηδάκης, Μ νστράς II = Μ. Χατζηδάκης, Μ νστράς. Η μεσαιωνική πολιτεία και το κάστρο, Αθήνα 1989.
Zakythinos, Despotat, 1 = D. Zakythinos, Le Despotat grec de Morée, Histoire politique, Paris 1932 (επανε'κδοση
στο Variorum Reprints, 1975 με Additions et Corrections par Chryssa Maltezou).
Zakythinos, Despotat, 2 = D. Zakythinos, Le Despotat grec de Morée, Vie et institutions, Αθήναι 1953 (επανε'κ­
δοση στο Variorum Reprints, 1975 με Additions et Corrections par Chryssa Maltezou).

15
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΒΜ Ε Αργείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος


ΑΔ Αρχαιολογικόν Δ ελτίον
ΑΕ Αρχαιολογική Εφημερίς
ΑΕΜ Archäologisch-epigraphische Mitteilungen
BCH Bulletin de Correspondance Hellénique
BNJ Byzantinisch -neugriechische Jahrbücher
BSA The Annual o f the British School at Athens
ΒΖ Byzantinische Zeitschrift
CahArch Cahiers Archéologiques
ΔΧΑΕ Δελτίον της Χριστιανικής Α ρχαιολογικής Εταιρείας
DOP Dumbarton Oaks Papers
DOS Dumbarton Oaks Studies
ΕΕΒΣ Ε πετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών
ΕΕΠΣΑΠΘ Επιστημονική Επετηρίς Πολυτεχνικής Σχολής του Α ριστοτελείου Π ανεπιστημίου Θεσσαλο­
νίκης
ΕΜΜ Ε Ευρετήριον Μεσαιωνικών Μνημείων της Ελλάδος
ΙΕΕ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
1stMitt Istanbuler Mitteilungen, Deutsches Archäologisches Institut, Abteilung Istanbul
JOB Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik
JRIBA Journal o f Royal Institute o f British Architects
Α ακΣ πονό Λ α κ ω νικ οί Σ πουδαί
NE Νέος Ελληνομνήμων
ΠA E Π ρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Ε ταιρείας
REB Revue des Etudes Byzantines
REG Revue des Etudes Grecques
RbK Reallexikon zur byzantinischen Kunst

ΠΗΓΕΣ
Ιωάννης Καντακουζηνός = L. Schopen (εκδ.), Ioannis Cantacuzenus, Historiarum,x. 1-3, Bonn (C.S.H.B.) 1828-
1832.
Δημήτριος Κυδώνης = R.J. Loenertz (εκδ.), Demetrius Cydones, Correspondance (Studi e Testi), Città del
Vaticano 1956-1960.
Ψευδο-Κωδινός = J. Verpeaux (εκδ.), Pseudo-Kodinos, Traité des Offices, Paris 1966.
Γεώργιος Παχυμέρης = Em. Bekker (εκδ.), Georgius Pachymeres, De Michaele et Andronico Palaeologis, x. 1-2,
Bonn (C.S.H.B.) 1835.
Μανουήλ Ραούλ = R.J. Loenertz (εκδ.), Emmanuelis Raoul. Epistulae XII, ΕΕΒΣ XXVI (1956), o. 130-163.
Γεώργιος Φραντζής = Em. Bekker (εκδ.), Georgius Phrantzes (Sphrantzes), Χρονικόν, Bonn (C.S.H.B.) 1838.
Λαόνικος Χαλκοκονδύλης = Em. Bekker (εκδ.), Laonicus Chalcocondylas, Historiarum de origine ac rebus Gestis
Turcorum, Bonn (C.S.H.B.) 1843.
Χρονικόν της Μ ονεμβασίας = N.A. Βέης, To περί κτίσεως της Μ ονεμβασίας Χρονικόν, Βυζαντίς Α ' (1909),
σ. 57-105.
Χρονικόν του Μορέως = Π. Καλονάρος (εκδ.), Χρονικόν του Μορέως, Αθήναι 1940.
Eibro de los Fechos = A. M orel-Fatio (εκδ.). Libro de los Fechos et conquistas del Principado de la Morea, Genève
1885.
Livre de la conqueste = J. Longnon (εκδ.). Livre de la conqueste de la Princée de lAmorée, Paris 1911.

Άμαντος, Αφιέρωμα = Κ. Άμαντος, Άγνωστον αφιέρωμα του Νικηφόρου Κρήτης εις μονήν της Φωκαίας
(1303), Μ ικρασιατικά Χρονικά 2 (1939), σ. 49-54.
Βελένης, Ερμηνεία = Γ. Βελένης, Ερμηνεία του εξω τερικού διακόσμου στη βυζαντινή αρχιτεκτονική (διδακτ.
διατριβή). Θεσσαλονίκη 1984.

13
Βογιατζίδης, Ζήτημα στέψεως = I. Βογιατζίδης, Το ζήτημα της στέψεως Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου,
Λ αογραφία 7 (1923), σ. 449-456.
Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική = Π.Λ. Βοκοτόπουλος, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις την
Δ υτικήν Στερεάν Ελλάδα και την Ή πειρον από τον τέλους του 7ου μέχρι του τέλους του 10ου αιώνος, Θ εσ­
σαλονίκη 1975.
Bouras L., Architectural Sculptures = L. Bouras, Architectural Sculptures of the Twelfth and the Early Thir­
teenth Centuries in Greece, ZlX A E A ' (1977-1979), σ. 63-72.
Bouras, Zourtsa = Ch. Bouras, Zourtsa. Une basilique byzantine au Péloponnèse, CahArch XXI (1971), σ. 137-149.
Bryer, Pontos = A. Bryer - D. Winfield. The Byzantine Monuments and Topography o f the Pontos, 1-2, DOS,
Washington D.C. 1983.
Buchon, Recherches historiques — J. A. Buchon, Recherches historiques sur la principauté française de Morée et ses
Hautes Baronies /-//, Paris 1845.
Buchon, La Grèce continentale = J.A. Buchon, La Grèce continentale et la Morée. Voyage, séjour et études
historiques en 1840 et 1841, Paris 1847.
Γαλανόπουλος, Σελίδες = Γαλανόπουλος, Ε κκλησιαστικοί σελίδες Λακω νίας, εν Αθήναις 1939.
Curcic, Gracanica = S. ( ' urcic, Gracanica. King Milutin's Church and its Place in Late Byzantine Architecture,
Philadelphia 1977.
Delvoye, Tribunes = C. Delvoye, Considérations sur l'emploi des tribunes dans l'église de la Vierge Hodigitria
de Mistra, Actes du X lle Congrès International des Etudes Byzantines, Ochrid 1961, Belgrad 1964, III, σ. 41-47.
Δρανδάκης, Κωδωνοστάσιον = Ν. Δρανδάκης, Το κωδωνοστάσιον του Αγίου Δημητρίου Μυστρά, Χαριστή-
ριον εις Αναστάσιον Ορλάνδον, Τ', Αθήναι 1966, σ. 370-375.
Dufrenne, Programmes iconographiques = S. Dufrenne, Les programmes iconographiques des églises byzantines de
Mistra, CahArch 4, Paris 1970.
Hallensleben, Mystratypus = H. Hallensieben, Untersuchung zur Genesis und Typologie des "M istratypus”,
Marburger Jahrbuch fü r Kunstwissenschaft 18 (1969), σ. 105-118.
Hopf, Geschichte Griechenlands = C. Hopf, Geschichte Griechenlands vom Beginn des M ittelalters bis auf
unsere Zeit, στο J.S. Ersch - J.G. G ruber (εκδ.), Allgemeine Enzyklopädie der Wissenschaften und Künste
LXXXV-LXXXVI, Leipzig 1867-1868.
Ζησίου, Επιγραφαί I = K. Ζησίου, Επιγραψαί Λακωνικής, Μυστρά Επιγραφαί, Σ ύμμικτα, Αθήνα 1892, σ. 18-
71.
Ζησίου, Ε πιγραφ αί II = Κ. Ζησίου, Ε πιγραφαί χριστιανικιόν χρόνοον της Ελλάδος. Α ', Λακεδαίμονος, Βυζα-
ντίς Α ' (1909), σ. 422-460.
Jenkins - Mango, Synodicon = R.Η. Jenkins - C. Mango, A Synodicon of Antioch and Lacedaemonia, DOP 15
(1961), σ. 225-242.
Kitsiki-Panagopoulos, Monasteries = B. Kitsiki-Panagopoulos, Cistercian and Medicant Monasteries in Medieval
Greece, Chicago 1979.
Λάμπρος, Π κΠ = Σ. Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, 1-4, Αθήναι 1912-1930.
Laurent, La liste épiscopale = V. Laurent, La liste épiscopale du Synodicon de la Métropole de Lacedémonie,
Mélanges R. Janin, REB 19 (1961), σ. 209-226.
Mango, Architecture = C. Mango, Byzantine Architecture, New York 1976.
Μανοΰσακας, Χρονολογία = Μ. Μανοΰσακας, Η χρονολογία της κτιτορικής επιγραφής του Αγίου Δημητρίου
του Μυστρά, Zl X A E Α ' (1959), σ. 72-79.
Mathews, Byzantine Churches = Th. Mathews, Byzantine Churches o f Istanbul, Philadelphia 1971.
Mathews, Liturgy = Th. Mathews, The Early Churches o f Constantinople. Architecture and Liturgy, Philadelphia
1971, 1977\
Megaw, Chronology = A.H. Megaw, The Chronology of Some Middle Byzantine Churches, BSA 32 (1931-1932),
σ. 90-130.
Miklosich - Müller, Acta = F. Miklosich - J. Müller, Acta et diplomata gaeca medii aevi, 1-4, Wien 1860-1890.
Millet, Inscriptions = G. Millet, Les inscriptions byzantins de Mistra, BCH 23 (1899), σ. 97-156.
Millet, Monuments = G. Millet, Les monuments byzantins de Mistra, Paris 1910.
Millet, Ecole = G. Millet, L'école grecque dans l'architecture byzantine, Paris 1916 (επανέκδοση στο Variorum
Reprints, 1974).
Millingen, Churches — A. van Millingen, Byzantine Churches in Constantinople, London 1912 (επανέκδοση στο
Variorum Reprints, 1974).

14
Μετά από την παρέλευση ενός σύντομου διαστήματος ανάπαυλας των εχθροπραξιών ανάμεσα
στους Βυζαντινούς και τους Φράγκους, από το Μάιο του 1267, ύστερα από τη συνθήκη του Viterbo,
αρχίζει να εκδηλώνεται στην Πελοπόννησο μία φιλόδοξη, επεκτατική πολιτική από το βασιλιά της
Νεαπόλεως Charles d’Anjou6. Οι εχθροπραξίες κατά το διάστημα 1268-1278 στο πριγκιπάτο της
Αχάί'ας παίρνουν μεγάλη έκταση, αν κρίνει κανείς από την υλική βοήθεια που αποστέλλεται και
τα υψηλά πρόσωπα της αυλής του βασιλιά της Νεαπόλεως, τα οποία έρχονται να βοηθήσουν τον
Βιλλαρδουίνο εναντίον των στρατευμάτων του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η'. Δυστυχώς, για τον
πόλεμο αυτό, που δεν ήταν παρά μία προσπάθεια της Δύσης να διεισδύσει στα πράγματα του
Βυζαντίου, οι πληροφορίες μας είναι πολύ πτωχές. Το τμήμα του Χρονικού του Μορέως που ανα-
φέρεται στις εχθροπραξίες των χρόνων αυτών είναι αλλοιωμένο, δυσνόητο και όχι ακριβές όσον
αφορά στις χρονολογίες.
Κατά τις εχθροπραξίες οι Έλληνες, επωφελούμενοι της απουσίας του Βιλλαρδουίνου στη Δύση,
επιτίθενται στους Φράγκους. Έτσι, μετά την επιστροφή του, ο Βιλλαρδουίνος βρίσκει τον άρχοντα
της Καρύταινας σε σύγκρουση με τα βυζαντινά στρατεύματα του Μυστρά. Βλέπομε, λοιπόν, ότι το
1272, δέκα χρόνια μετά την κατάληψη του κάστρου του Μυστρά από τους Βυζαντινούς, ως κύριο
εκστρατευτικό τους σώμα αναφέρεται το στράτευμα του οχυρού αυτού με επικεφαλής το διοικητή
του, στον οποίο συγκεκριμένα ο αυτοκράτορας είχε ρητά απαγορεύσει να έλθει σε ανοικτή
σύγκρουση με τους Φράγκους7. Συγχρόνως, γνωρίζομε ότι μέχρι το 1270 η «Κεφαλή» εδρεύει στη
Μονεμβασία, ενο3 η πρώτη βέβαιη αναφορά για τον Μυστρά ως έδρα του βυζαντινού διοικητή της
Πελοποννήσου σχετίζεται με ένα γεγονός που συμβαίνει το 1289. Το έτος αυτό ο πρίγκιπας της
Αχαΐας Florent de Hainaut απευθύνεται στο διοικητή του Μυστρά με προτάσεις για σύναψη ειρή­
νης. Επειδή η δικαιοδοσία και η θητεία του διοικητή της Πελοποννήσου - αν και αυτός, όπως θα
δούμε στη συνέχεια, είχε ήδη λάβει τον τίτλο του Επιτρόπου - ήταν περιορισμένες, οι σχετικές
συνεννοήσεις έγιναν απευθείας με τον αυτοκράτορα89. Ανάμεσα, λοιπόν, στις δύο αυτές
χρονολογίες θα πρέπει να πραγματοποιήθηκε η μεταφορά της έδρας του από τη Μονεμβασία στον
Μυστρά.
Από το Χρονικόν τον Μορέως φαίνεται ότι από το 1272 οι Φράγκοι είχαν εγκαταλείψει, σε μεγάλο
τουλάχιστον βαθμό, την κοιλάδα του Ευρώτα6. Έτσι, το έτος αυτό, μετά την επιδρομή των Φρά­
γκων μέχρι τη Μονεμβασία μέσω Τσακωνιάς, ο Βιλλαρδουίνος απέφυγε να εισχωρήσει στη Λακω­
νία και αποσύρθηκε στο Νυκλί, γεγονός που υποδηλώνει ότι η θέση των Βυζαντινών στον Μυστρά
είχε εδραιωθεί. Οπωσδήποτε, λοιπόν, μετά το θάνατο του Βιλλαρδουίνου, το 127810, θα πρέπει να
θεωρηθεί ότι δεν υπήρχαν πλέον Φράγκοι στην περιοχή του Μυστρά και επομένως η μεταφορά
της έδρας του διοικητή της Πελοποννήσου εδώ ήταν επιθυμητή και εφικτή.
Οι πληροφορίες μας σχετικά με την εκκλησιαστική ιστορία της Λακεδαιμόνιας μετά το 1262 είναι
επίσης λιγοστές. Ως βέβαιη μπορεί να θεωρηθεί η μεγάλη σημασία την οποία έδωσε η αυλή της
Κωνσταντινούπολης για τα εκκλησιαστικά θέματα των νεοαποκτημένων περιοχών της Πελοπον­
νήσου. Η εκκλησιαστική αυτή πολιτική βασίσθηκε στη βαθιά επίγνωση της σημασίας της Εκκλη­
σίας, που δεν περιοριζόταν απλώς στην κάλυψη πνευματικών και κοινωνικών αναγκών, αλλά
αποτελούσε ένα πολιτιστικό παράγοντα ικανό να αντικαταστήσει το εθνικό αίσθημα των λαών
εκείνης της εποχής.
Η σπουδαιότερη αρχιερατική έδρα της Πελοποννήσου πριν από την κατάληψνή της από τους Φρά­
γκους ήταν η Κόρινθος. Μετά όμως από την εγκαθίδρυση των καθολικών επισκοπών, η αρχιερατι­

6 Zakythinos, Despotat, 1, σ. 45.


1Χρονικόν τον Μορέως, στ. 6658 κ.ε. Πρβλ. Zakythinos. Despotat, 1, σ. 53.
8Χρονικόν τον Μορέως, στ. 8689 κ.ε. Livre de la conqueste §599, σ. 240. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 61· 2, σ. 63.
9Χρονικόν τον Μορέως, στ. 8680. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 53. Runciman, Mistra, σ. 40.
10 Zakythinos, Despotat, 1, σ. 56.

20
κή έδρα της Κορίνθου καταργήθηκε11και οι περισσότερες από τις άλλες μητροπόλεις διατηρήθη­
καν μόνον τυπικά, αφοΰ δεν ήταν πάντα δυνατή στους ορθόδοξους ιεράρχες η άσκηση των εκκλη­
σιαστικοί καθηκόντων τους. Έτσι, το 1262, η ανάκτηση των τριών οχυριύν της Λακωνίας από τον
Μιχαήλ Η" και η επανεγκατάσταση της βυζαντινής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο βρίσκει την
Εκκλησία να στερείται τόσο των υψηλών βαθμιδών των κληρικών, όσο και της αναγκαίας για το
έργο της διοικητικής διάρθρωσης. Κύριο, λοιπόν, μέλημα του αυτοκράτορα ήταν η άμεση ανα-
διοργάνιυση της Εκκλησίας στην Πελοπόννησο. Τα δύο πρώτα μέτρα που εφαρμόσθηκαν για το
σκοπό αυτό ήταν η προαγωγή της Επισκοπής της Μονεμβασίας σε Μητρόπολη με προβάδισμα στα
εκκλησιαστικά πράγματα της περιοχής, λόγω της σπουδαιότητας της θέσης της ως οχυρού λιμανιού,
καθώς και η μεταφορά της έδρας της παλαιός Μητρόπολης της Λακεδαιμόνιας12 στον Μυστρά.
Η ύπαρξη λατίνου επισκόπου στη Λακεδαιμόνια επιβεβαιώνεται από μία εγκύκλιο της 27ης Απρι­
λίου του 1263 από τον πάπα Ουρβανό Δ" προς τους λατίνους επισκόπους του ελλαδικού χώρου και
μεταξύ αυτών και τον επίσκοπο Λακεδαιμόνιας, τους οποίους εξορκίζει να συνδράμουν υλικά τους
Φράγκους της Πελοποννήσου13. Εξάλλου, η επιστροφή του λατίνου επισκόπου από τη Ρώμη το 1267
με υλική βοήθεια για να αντιμετωπίσει τους κινδύνους των εχθροπραξιών, αλλά και για να τονώσει
την Επισκοπή του, δείχνει τη διάθεσή του να διατηρήσει την κυριαρχία του στην περιοχή14.
Κατά την περίοδο αυτή, ο Μιχαήλ Η ' εγκαινιάζει με τη συνθήκη της Lyon, το 1274, μία ενωτική
πολιτική, η οποία προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στο βίο της αυτοκρατορίας. Οι διπλωματικές
αυτές ενέργειες δεν αποσκοπούσαν απλά στο να αναχαιτίσουν τους Φράγκους, αλλά να τους
προσεγγίσουν σε ένα γενικότερο πολιτικό και εκκλησιαστικό πλαίσιο. Παρά την επίσημη αυτή
θέση του Βυζαντίου, η ενωτική πολιτική δεν ακολουθήθηκε από τα λαϊκά στρώματα και το μεγα­
λύτερο μέρος του ορθόδοξου κλήρου. Όμως, ούτε οι λατίνοι επίσκοποι ήταν διατεθειμένοι να
παραχωρήσουν ή να μοιράζονται την εξουσία τους και την επιρροή τους στο ποίμνιο. Από ένα
γράμμα του πάπα Νικολάου Γ' της 18ης Αυγούστου 1292, γνωρίζομε ότι ο τελευταίος καθολικός
επίσκοπος Λακεδαιμόνιας, Haymon, είχε μεταφερθεί στην Κορώνη15. Η μεταφορά αυτή, ενιυ θα
πρέπει να ήταν απαραίτητη μετά το θάνατο του Βιλλαρδουίνου, δεν υπήρχε, βεβαίως, λόγος να
γίνει αμέσως μετά την παραχιύρηση του Μυστρά στους Βυζαντινούς, όσο ακόμη ήταν ισχυρή η
παρουσία των Φράγκων στην κοιλάδα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο πρώτος, μετά την κατάληψη του
Μυστρά από τους Βυζαντινούς, ορθόδοξος επίσκοπος Λακεδαιμόνιας είχε τη δυνατότητα να συ­
γκροτήσει την έδρα του στην παλαιό Μητρόπολη Λακεδαιμόνιας. Ασφαλώς, λοιπόν, θα έπρεπε να
βρεθεί σε μία περιοχή, όπου θα ήταν ανεξάρτητος από τους Φράγκους και ταυτόχρονα προστα-
τευμένος από τη βυζαντινή εξουσία.
Όπως θα δούμε στη συνέχεια, δεν έχομε σαφείς πληροφορίες για τους πρώτους επισκόπους, οι
οποίοι ενδεχομένως εδρεύουν στον Μυστρά ήδη κατά την προότη δεκαετία της βυζαντινής κυριαρ­
χίας. Ο χρονολογικά παλαιότερος επίσκοπος που γνωρίζομε από τις πηγές, ο Θεοδόσιος, αναφέ-
ρεται το Νοέμβριο του 127216, δηλαδή την ίδια χρονιά που φθάνει στη Μονεμβασία στρατός βυζα­
ντινός υπό τις διαταγές ενός ανιψιού του αυτοκράτορα. Ο Θεοδόσιος φαίνεται πως είχε καθυστε­

11 Ό.π., σ. 79.
12 Zakythinos, Despotat, 2, σ. 271, 272. Σχετικά με την Επισκοπή Λακεδαιμόνιας, γνωρίζομε ότι αυτή αρχικά ανήκε στη
Μητρόπολη Παλαιών Πατρών και προήχθη σε Μητρόπολη το 1081-1082 την εποχή του Αλεξίου Α'. Βλ. σχετικά A. Bon,
Le Péloponnèse byzantin jusqu'en 1204, Paris 1951, o. 110, 111 και Χρονικόν της Μονεμβασίας, σ. 67, 68, 84. Πρβλ. Zaky­
thinos, Despotat, 2, σ. 270.
13 Zakythinos, Despotat, 1, σ. 28, 29.
14 Ό.π., σ. 46.
b Buchon, La Grèce continentale, o. 432.
16 Ο μητροπολίτης αυτός είναι γνωστός από ε'να πατριαρχικό ε'γγραφο του 1272: Miklosich - Müller, Acta, 4, σ. 379. Zaky­
thinos, Despotat, 2, σ. 281, 284.

21
ρήσει αρκετά να μεταβεί στην έδρα του μετά τον ορισμό του. Έτσι, ο πρώτος, πιθανώς, μητροπολί­
της Μονεμβασίας, Γρηγόριος17, αναφέρεται ότι διόριζε ο ίδιος κατά την απουσία του Θεοδοσίου
ανώτερους κληρικούς και μάλιστα είχε προχωρήσει και σε χειροτονία επισκόπου Αμυκλών, περι­
φέρεια που ανήκε στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Λακεδαιμόνιας18.
Η γνωστή από τις πηγές αντίδραση σε αυτές τις ενέργειες του Γρηγορίου προϋποθέτει την ύπαρ­
ξη και προγενέστερων ιεραρχών στο μητροπολιτικό θρόνο της Λακεδαιμόνιας και γενικότερα την
οριοθέτηση των δικαιοδοσιών των δύο μητροπόλεων πριν από την παραπάνω χρονολογία. Άλλω­
στε, το διάστημα από το 1262 έως το 1272 είναι πολύ μεγάλο για να μείνει χωρίς θρησκευτικό
ηγέτη μια νέα βυζαντινή κτήση, η οποία, όπως είδαμε, εξελίχθηκε ακριβώς τα χρόνια αυτά σε ένα
σημαντικό οικισμό συγκεντρώνοντας τον πληθυσμό της Λακεδαιμόνιας. Η παρουσία μητροπολίτη
ακριβώς σε μία μεταβατική περίοδο ανάμεσα στη φραγκική και τη βυζαντινή κυριαρχία στην κοι­
λάδα του Ευρώτα ήταν ασφαλώς απαραίτητη για την εδραίωση και παγίωση της ορθοδοξίας στην
περιοχή. Το γεγονός αυτό δεν θα μπορούσε εύκολα να έχει αγνοηθεί από την κεντρική εξουσία,
μέσα στα πλαίσια της εκκλησιαστικής πολιτικής του Μιχαήλ Η'. Θα πρέπει λοιπόν να δεχθούμε ότι
από τους πρώτους, ήδη, χρόνους της βυζαντινής περιόδου του Μυστρά, εγκαθίσταται εδώ ο νέος
μητροπολίτης Λακεδαιμόνιας, συγκεντρώνοντας υπό τη σκέπη του και υπό την προστασία της
βυζαντινής φρουράς του κάστρου το ποίμνιό του. Όταν αποφασίζεται να εγκατασταθεί στον
Μυστρά και ο διοικητής της Πελοποννήσου, αυτός έρχεται όχι σε ένα στρατιωτικό καταυλισμό,
αλλά σε μία ήδη συγκροτημένη πόλη, η οποία αντίθετα από τη Μονεμβασία βρισκόταν στο κέντρο
των βυζαντινών κτήσεων εκείνης της εποχής στην Πελοπόννησο.
Η εγκατάσταση στον Μυστρά τόσο του πρώτου μετά τη φραγκοκρατία μητροπολίτη Λακεδαι­
μόνιας, όσο και των κατοίκων της Σπάρτης, που σύμφωνα με τα παραπάνω θα μπορούσε να το­
ποθετηθεί στους πριυτους κιόλας χρόνους της βυζαντινής κυριαρχίας στον Μυστρά, έκανε ασφα­
λώς απαραίτητη την ύπαρξη ενός μητροπολιτικού ναού. Έτσι, ο Άγιος Δημήτριος κτίσθηκε συγ­
χρόνως με την εγκατάσταση του νέου μητροπολίτη στον Μυστρά ή, σε περίπτωση που αυτός είχε
καθυστερήσει να μεταβεί στην έδρα του, η ανέγερση του ναού θα πρέπει να είχε ήδη αρχίσει. Το
ενδεχόμενο να προϋπήρχε ο Άγιος Δημήτριος ως καθολικό μονής19 και να μετατράπηκε σε
μητροπολιτικό ναό αργότερα, με την άφιξη του πρώτου ορθόδοξου μητροπολίτη, μοιάζει μάλλον
απίθανο και δεν μπορεί να αποδειχθεί.
Οι πρώτες ουσιαστικές πληροφορίες που έχομε για την ιστορία του Αγίου Δημητρίου είναι εκείνες
που σχετίζονται με μία από τις παλαιότερες, αλλά και επιφανέστερες μορφές της Μητρόπολης
Λακεδαιμόνιας μετά τη φραγκοκρατία, το μητροπολίτη Κρήτης και πρόεδρο Λακεδαιμόνιας Νικη­
φόρο Μοσχόπουλο. Ο ιεράρχης αυτός αφιέρωσε στη Μητρόπολή του το Συνοδικό της Εκκλησίας
Λακεδαιμόνιας του κώδικα της Οξφόρδης. Αναφέρεται, επίσης, στον κώδικα της Μητρόπολης, που
συντάχθηκε από το μητροπολίτη Ανανία το Μάρτιο του 1755, ως ο πρώτος μητροπολίτης μετά την
παραχώρηση του Μυστρά στους Βυζαντινούς, και σφράγισε το έργο του στη Μητρόπολη με τρεις
κτητορικές επιγραφές20. Η πρώτη είναι χαραγμένη στο μαρμάρινο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου

17Χρονικόν της Μονεμβασίας, σ. 68. Laurent, La liste épiscopale, ο. 146, 147. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 277.
18Χρονικόν της Μονεμβασίας, σ. 68-70. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 281.
19 Ορλάνδος, Παλάτια, σ. 6, σημ. 1. Την πρωιμότητα του ναού και την τοποθέτησή του στα τέλη του 12ου ή το αργότερο
στις αρχές του 13ου αιώνα δέχεται και η Μαρία Σωτηρίου, βλ. Sotiriou, Mistra, σ. 16 και βασίζει την άποψη αυτή σε ορι­
σμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία, στις τοιχογραφίες και στα γλυπτά του ναού.
20 Από τις τρεις αυτές επιγραφές οι δύο που βρίσκονται στο εξωτερικό του ναού έχουν μεταγραφεί από τον Ανανία, ενώ
εκείνη που είναι χαραγμένη στο δυτικό κίονα της νότιας κιονοστοιχίας απλιός αναφέρεται στον κώδικα της Μητρόπολης
Λακεδαιμόνιας, που συντάχθηκε από αυτόν στα 1755, βλ. Buchon, Recherches historiques, 1, σ. LXXVI-LXXX.
Οι επιγραφές, τις οποίες είχαν χαράξει οι μητροπολίτες πάνω στους κίονες του Αγίου Δημητρίου, ήσαν ήδη γνωστές από
το συγγραφέα του Χρονικού της Μονεμβασίας, σ. 91 κ.ε. Στη συνέχεια, τις επιγραφές του Αγίου Δημητρίου δημοσίευσαν
ο G. Millet, ο Κ. Ζησίου, ο Μ. Γαλανόπουλος και ο Μ. Χατζηδάκης. Πιο συγκεκριμένα, βλ. Παράρτημα.

22
στο ναό (Π ίν. 18α) (Παράρτημα, 1) και περιλαμβάνει σε μια σειρά δυο δακτυλικούς στίχους. Στην
επιγραφή αυτή ο Νικηφόρος παρουσιάζεται ως δομήτωρ του ναού. Άξια προσοχής είναι η έκκεντρη
τοποθέτηση της επιγραφής ως προς τον άξονα του υπερθύρου, δηλαδή το πρώτο γράμμα της αντι­
στοιχεί στη θέση του κυρτού κυματίου της διατομής των σταθμιόν του θυρώματος, ενώ το τελευταίο
αντιστοιχεί στη θέση της εξωτερικής της ταινίας. Αυτό συμβαίνει διότι η ταινία είναι κατεστραμμέ­
νη κατά την άνω αριστερή γωνία της. Εξάλλου κατεστραμμένο είναι το υπέρθυρο και στην άλλη
άκρη του, με αιχμηρή απόληξη γεγονός που υποδηλώνει ότι το μάρμαρο βρίσκεται σε δεύτερη χρή­
ση, όπως συμβαίνει και με το υπερκείμενό του γείσο. Το πιθανότερο είναι πως η έκκεντρη τοποθέ­
τηση της επιγραφής οφείλεται στο ότι η χάραξή της πραγματοποιήθηκε όταν το θύρωμα ήταν ήδη
τοποθετημένο στο ναό, καταλαμβάνοντας όλη τη διαθέσιμη επιφάνεια του ήδη εντοιχισμένου μαρ­
μάρου, χωρίς ιδιαίτερες αισθητικές απαιτήσεις.
Η δεύτερη επιγραφή του Νικηφόρου είναι χαραγμένη σε μαρμάρινη παραλληλόγραμμη πλάκα,
εντοιχισμένη στη νότια όψη του νάρθηκα (Π ίν. 18β) (Παράρτημα, 2), και περιλαμβάνει εννέα
τρίμετρους ιαμβικούς στίχους και έναν ακόμη στίχο με τη χρονολογία.
Ο δέκατος και τελευταίος στίχος που μας δίνει τη χρονολογία της κτητορικής επιγραφής, +Έτους,
Άω+, δηλαδή 1291/2, παρουσίασε πολλές δυσκολίες στην ανάγνωσή του. Ο στίχος αυτός δεν υπάρ­
χει στην έκδοση του κώδικα της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας του μητροπολίτη Ανανία από τον
J.A. Buchón, διότι, όπως έχει διαπιστωθεί, ο Ανανίας κατά τη μεταγραφή των επιγραφών είχε
κάνει κάποια λάθη. Αρχικά, ο Κ. Ζησίου απέδωσε το στίχο: +Έτ(ει), Άω/ + και ο G. Millet:
+Έτονς, £ωίη +, ενώ σε μεταγενέστερη έκδοση21 ο Κ. Ζησίου διάβασε: +Έ(τους), Άω + νΐ, όμως
το νι σήμερα, τουλάχιστον, δεν διακρίνεται. Σύμφωνα με την πρώτη ανάγνωση του Ζησίου, η
χρονολογία της επιγραφής είναι (6810-5508) = 1301/2. Η αρχική αυτή παρανάγνωση μπορεί να
ερμηνευθεί από την πιθανότητα να είχε εκλάβει ο Ζησίου το κάθετο στοιχείο για I αντί για σταυ­
ρό, ο οποίος, άλλωστε, υπάρχει και στην αρχή του στίχου. Η ανάγνωση του G. Millet που δίνει τη
χρονολογία (6818-5508) = 1309/10 δεν ευσταθεί, διότι μεταξύ του ω και του τελευταίου κάθετου
στοιχείου του σταυρού δεν υπάρχει χώρος για τα στοιχεία ιη που διάβασε. Τέλος, ο Μ. Γαλα-
νόπουλος παραδέχεται ότι μετά από τα ψηφία Άω διακρίνεται σταυρός, αλλά κρίνει σωστό να τον
αντικαταστήσει με το γράμμα ι ώστε να διορθωθεί η χρονολογία σε 6810-5508=1301/2. Με τον
τρόπο αυτό συμβιβάζει τη χρονολογία με το ιστορικό περιεχόμενο της επιγραφής, που παρουσιά­
ζει τον Ανδρόνικο Β' και το γιο του Μιχαήλ συμβασιλεύοντες, γεγονός το οποίο σύμφωνα με τα
δεδομένα της ιστορικής έρευνας εκείνης της εποχής συνέβαινε από το έτος 1294/5 και εξής.
Η ορθή ανάγνιυση της χρονολογίας της επιγραφής, +Έτους Άω" +, δηλαδή (6800-5508) = 1291/2,
έγινε από τον Μ. Μανούσακα22, όπως άλλωστε την είχε διακρίνει και ο Μ. Χατζηδάκης, ο οποίος
όμως στη συνέχεια είχε αμφισβητήσει τη γνησιότητα του τελευταίου στίχου της με τη χρονολογία.
Τα επιχειρήματα για την αμφισβήτηση αυτή ήσαν τρία, ένα παλαιογραφικό και δύο ιστορικά23,
που όμως αντικρούσθηκαν από τον Μ. Μανούσακα, έτσι ώστε η χρονολογία Άω να είναι σήμερα
γενικότερα αποδεκτή. Σύμφωνα με το παλαιογραφικό επιχείρημα του Μ. Χατζηδάκη, η χάραξη
είναι από «μεταγενέστερο, αδέξιο χέρι», επειδή τα γράμματα του τελευταίου στίχου με τη
χρονολογία είναι μικρότερα και στρογγυλότερα από τα γράμματα των προηγούμενων, τα οποία
έχουν το ίδιο ή μικρότερο πλάτος, αλλά διπλάσιο ύψος. Για τη διαφοροποίηση αυτή ο Μ. Μανού-
σακας δίνει την ερμηνεία ότι ο χαράκτης στο τέλος της επιγραφής είχε στη διάθεσή του ένα πολύ
μικρότερο, σε ύψος, διάστημα (το μισό και λιγότερο), αφού έπρεπε να τηρήσει και τα διάστιχα
κανονικά. Κατά τον Μ. Μανούσακα, αν διατηρούσε τον ίδιο στενόμακρο χαρακτήρα και στον
τελευταίο στίχο τα γράμματα θα γίνονταν «πολύ μικρά, δυσανάγνωστα και δυσκολοχάρακτα».

21 Για την ανάγνωση της χρονολογίας από τον Κ. Ζησίου, βλ. Ζησίου, Επιγραφαί I και Επιγραφαί II, αντίστοιχα.
22 Βλ. Μανούσακας, Χρονολογία.
23 Χατζηδάκης, Μυστράς I, ο. 35.

23
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ


ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ

Η ίδρυση του Αγίου Δημητρίου συμπίπτει με τη μεταφορά της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας από το
μεσαιωνικό οικισμό της Σπάρτης στον Μυστρά. Η μεταφορά αυτή πραγματοποιήθηκε σε χρόνο
άγνωστο, οπωσδήποτε, όμως, υστέρα από την παραχώρηση του κάστρου από τους Φράγκους στους
Βυζαντινούς και την έναρξη του εποικισμού του λόφου από τους κατοίκους της Λακεδαιμόνιας,
όπως θα δούμε στην έρευνα των ιστορικών δεδομένων που ακολουθεί.
Το 1262, δεκατρία χρόνια μετά την ίδρυση του Μυστρά από τους Φράγκους και τρία χρόνια ύστε­
ρα από την ήττα τους στη μάχη της Πελαγονίας, τα κάστρα της Μάίνης, της Μονεμβασίας και του
Μυστρά περιέρχονται στους Βυζαντινούς, μετά την υπογραφή της συνθήκης της Κωνσταντι­
νούπολης από τον Γουλιέλμο Βιλλαρδουίνο1. Το καλοκαίρι του 1262, ο Γουλιέλμος επιστρέφει με
τη συνοδεία του στον αγαπημένο του τόπο, τη Λακεδαιμόνια2, ενώ τον ίδιο ακριβώς χρόνο
αποστέλλεται από την πρωτεύουσα ο πρώτος διοικητής των βυζαντινών κτήσεων στον Μορηά, με
μονοετή θητεία, και εγκαθίσταται στη Μονεμβασία3.
Οι γνώσεις μας για τις σχέσεις των Φράγκων και των Βυζαντινών στη Λακεδαιμόνια είναι πολύ
περιορισμένες, όμως μας είναι απολύτως γνωστό ότι με την επάνοδο του Γουλιέλμου αρχίζει μία
μακρά περίοδος συνεχών εχθροπραξιών, που θα πρέπει να οδήγησε τον ελληνικό πληθυσμό στην
αναζήτηση προστασίας στο κάστρο του Μυστρά, σχεδόν αμέσως μετά την εγκατάσταση της βυζα­
ντινής φρουράς σε αυτό. Έτσι, όταν ο πρίγκιπας της Αχάίας, ύστερα από την ήττα των βυζαντινών
στρατευμάτων στο Μακρυπλάγι, το 1264 σύμφωνα με το Χρονικόν τον Μορέως, εκστρατεύει για
να ανακτήσει τον Μυστρά και φθάνει στη Λακιονία, βρίσκει τη Λακεδαιμόνια ερημωμένη από τον
ελληνικό της πληθυσμό και την εποικίζει με νέους κατοίκους4.
Κατά τους πρώτους χρόνους της επανόδου των Βυζαντινών στην Πελοπόννησο, οι πηγές μας
πληροφορούν ότι ο απεσταλμένος από τον αυτοκράτορα διοικητής, ο επονομαζόμενος «Κεφαλή»,
εδρεύει στη Μονεμβασία. Όμως, ήδη από τα δύο πρώτα χρόνια μετά την παραχώρηση του κά­
στρου του Μυστρά στους Βυζαντινούς, παρά το γεγονός ότι δεν έχει ακόμη συντελεστεί η μεταφο­
ρά εδώ της έδρας του διοικητή, η παρουσία υψηλών αξιωματούχων του Βυζαντίου με ισχυρά στρα­
τεύματα στην περιοχή είναι συνεχής5.

1 Η παράδοση στους Βυζαντινούς των τριών αυτιόν κάστρων αναφέρεται στην ελληνική, τη γαλλική και την ιταλική
ε'κδοση του Χρονικού του Μορέως. Η αραγωνέζικη έκδοσή του προσθέτει και το κάστρο της Κορίνθου, όπου όμως διευ­
κρινίζεται ότι αυτό δεν παραδόθηκε ποτέ, ενώ ο Γεώργιος Παχυμέρης προσθέτει και το κάστρο στο Γεράκι. Βλ.
Zakythinos, Despotat, 1, σ. 16, 17.
2Χρονικόν τον Μορέως, στ. 4515 κ.ε. Livre de la conqueste, §329, σ. 123. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 32.
3 Πρόκειται για τον Μιχαήλ Καντακουζηνό, βλ. σχετικά Zakythinos, Despotat, 1, σ. 32· 2, σ. 61.
4 Zakythinos, Despotat, 1, σ. 41. Runciman, Mistra, σ. 38. Όπως σημειώνει ο Δ. Ζακυθηνός, τα στοιχεία που δίδονται από
το Χρονικό και από τον Παχυμέρη δεν είναι επαρκή για την ασφαλή χρονολόγηση των γεγονότων αυτών.
5 Ο αυτοκράτορας μαθαίνοντας από το διοικητή της Μονεμβασίας για την επιδεικτική επάνοδο του Βιλλαρδουίνου στην
κοιλάδα του Ευρώτα, το 1263, αποστέλλει το νεαρό αδελφό του, Σεβαστοκράτορα Κωνσταντίνο, με άλλους ανώτερους
αξιωματοΰχους και ένα στράτευμα από Τούρκους μισθοφόρους. Ο Κωνσταντίνος, μετά από συνεχείς συγκρούσεις με
τους Φράγκους και την πολιορκία της Λακεδαιμόνιας, αποσύρεται το χειμώνα του 1263-1264 στον Μυστρά. Βλ. σχετικά
Runciman, Mistra, σ. 37 και Zakythinos, Despotat, 1, σ. 33, 34, 38.

19
Μετά από την παρέλευση ενός σύντομου διαστήματος ανάπαυλας των εχθροπραξιών ανάμεσα
στους Βυζαντινούς και τους Φράγκους, από το Μάιο του 1267, ύστερα από τη συνθήκη του Viterbo,
αρχίζει να εκδηλώνεται στην Πελοπόννησο μία φιλόδοξη, επεκτατική πολιτική από το βασιλιά της
Νεαπόλεως Charles d’Anjou6. Οι εχθροπραξίες κατά το διάστημα 1268-1278 στο πριγκιπάτο της
Αχάί'ας παίρνουν μεγάλη έκταση, αν κρίνει κανείς από την υλική βοήθεια που αποστέλλεται και
τα υψηλά πρόσωπα της αυλής του βασιλιά της Νεαπόλεως, τα οποία έρχονται να βοηθήσουν τον
Βιλλαρδουίνο εναντίον των στρατευμάτων του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η'. Δυστυχώς, για τον
πόλεμο αυτό, που δεν ήταν παρά μία προσπάθεια της Δύσης να διεισδύσει στα πράγματα του
Βυζαντίου, οι πληροφορίες μας είναι πολύ πτωχές. Το τμήμα του Χρονικού του Μορέως που ανα-
φέρεται στις εχθροπραξίες των χρόνων αυτών είναι αλλοιωμένο, δυσνόητο και όχι ακριβές όσον
αφορά στις χρονολογίες.
Κατά τις εχθροπραξίες οι Έλληνες, επωφελούμενοι της απουσίας του Βιλλαρδουίνου στη Δύση,
επιτίθενται στους Φράγκους. Έτσι, μετά την επιστροφή του, ο Βιλλαρδουίνος βρίσκει τον άρχοντα
της Καρύταινας σε σύγκρουση με τα βυζαντινά στρατεύματα του Μυστρά. Βλέπομε, λοιπόν, ότι το
1272, δέκα χρόνια μετά την κατάληψη του κάστρου του Μυστρά από τους Βυζαντινούς, ως κύριο
εκστρατευτικό τους σώμα αναφέρεται το στράτευμα του οχυρού αυτού με επικεφαλής το διοικητή
του, στον οποίο συγκεκριμένα ο αυτοκράτορας είχε ρητά απαγορεύσει να έλθει σε ανοικτή
σύγκρουση με τους Φράγκους7. Συγχρόνως, γνωρίζομε ότι μέχρι το 1270 η «Κεφαλή» εδρεύει στη
Μονεμβασία, ενο3 η πρώτη βέβαιη αναφορά για τον Μυστρά ως έδρα του βυζαντινού διοικητή της
Πελοποννήσου σχετίζεται με ένα γεγονός που συμβαίνει το 1289. Το έτος αυτό ο πρίγκιπας της
Αχαΐας Florent de Hainaut απευθύνεται στο διοικητή του Μυστρά με προτάσεις για σύναψη ειρή­
νης. Επειδή η δικαιοδοσία και η θητεία του διοικητή της Πελοποννήσου - αν και αυτός, όπως θα
δούμε στη συνέχεια, είχε ήδη λάβει τον τίτλο του Επιτρόπου - ήταν περιορισμένες, οι σχετικές
συνεννοήσεις έγιναν απευθείας με τον αυτοκράτορα89. Ανάμεσα, λοιπόν, στις δύο αυτές
χρονολογίες θα πρέπει να πραγματοποιήθηκε η μεταφορά της έδρας του από τη Μονεμβασία στον
Μυστρά.
Από το Χρονικόν τον Μορέως φαίνεται ότι από το 1272 οι Φράγκοι είχαν εγκαταλείψει, σε μεγάλο
τουλάχιστον βαθμό, την κοιλάδα του Ευρώτα6. Έτσι, το έτος αυτό, μετά την επιδρομή των Φρά­
γκων μέχρι τη Μονεμβασία μέσω Τσακωνιάς, ο Βιλλαρδουίνος απέφυγε να εισχωρήσει στη Λακω­
νία και αποσύρθηκε στο Νυκλί, γεγονός που υποδηλώνει ότι η θέση των Βυζαντινών στον Μυστρά
είχε εδραιωθεί. Οπωσδήποτε, λοιπόν, μετά το θάνατο του Βιλλαρδουίνου, το 127810, θα πρέπει να
θεωρηθεί ότι δεν υπήρχαν πλέον Φράγκοι στην περιοχή του Μυστρά και επομένως η μεταφορά
της έδρας του διοικητή της Πελοποννήσου εδώ ήταν επιθυμητή και εφικτή.
Οι πληροφορίες μας σχετικά με την εκκλησιαστική ιστορία της Λακεδαιμόνιας μετά το 1262 είναι
επίσης λιγοστές. Ως βέβαιη μπορεί να θεωρηθεί η μεγάλη σημασία την οποία έδωσε η αυλή της
Κωνσταντινούπολης για τα εκκλησιαστικά θέματα των νεοαποκτημένων περιοχών της Πελοπον­
νήσου. Η εκκλησιαστική αυτή πολιτική βασίσθηκε στη βαθιά επίγνωση της σημασίας της Εκκλη­
σίας, που δεν περιοριζόταν απλώς στην κάλυψη πνευματικών και κοινωνικών αναγκών, αλλά
αποτελούσε ένα πολιτιστικό παράγοντα ικανό να αντικαταστήσει το εθνικό αίσθημα των λαών
εκείνης της εποχής.
Η σπουδαιότερη αρχιερατική έδρα της Πελοποννήσου πριν από την κατάληψνή της από τους Φρά­
γκους ήταν η Κόρινθος. Μετά όμως από την εγκαθίδρυση των καθολικών επισκοπών, η αρχιερατι­

6 Zakythinos, Despotat, 1, σ. 45.


1Χρονικόν τον Μορέως, στ. 6658 κ.ε. Πρβλ. Zakythinos. Despotat, 1, σ. 53.
8Χρονικόν τον Μορέως, στ. 8689 κ.ε. Livre de la conqueste §599, σ. 240. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 61· 2, σ. 63.
9Χρονικόν τον Μορέως, στ. 8680. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 53. Runciman, Mistra, σ. 40.
10 Zakythinos, Despotat, 1, σ. 56.

20
που αντλούμε από το σύγχρονό του ποιητή Μανουήλ Φιλή, ο οποίος μάλιστα του είχε αφιερώσει
το ακόλουθο τετράστιχο35:
Τον Μοσχόπουλον, ωπερ ή κλήσις Νίκη,
Νικηφόρον βράβευε καί τοϊς πρακτέοίς
των γάρ λογισμών ή καθ' ημέραν πάλη
άπό σφνροϋ τον άνόρα κατήνεγκέ μοι.
Ο Νικηφόρος πέρα από την επιφανή καταγωγή του είχε γνωριμίες στους κύκλους των διακεκρι­
μένων λογίων της πρωτεύουσας και εχαιρε της εκτιμήσεώς τους. Με τον Μανουήλ Φιλή και τον
Μάξιμο Πλανούδη φαίνεται ότι διατηρούσε αλληλογραφία και αργότερα, κατά τη διάρκεια της
παραμονής του στον Μυστρά36. Επίσης, μαθαίνομε ότι ήταν θείος του γνωστού Μανουήλ Μο-
σχόπουλου, που ήταν μαθητής του Μάξιμου Πλανούδη και υπέγραφε πολλές φορές τις εργασίες
του με τις λέξεις «άνεψιού Κρήτης».
Η σκιαγράφηση της προσωπικότητάς του θα μπορούσε να συμπληρωθεί, εξάλλου, μέσα από την
ίδια τη δραστηριότητά του ως ποιμένα. Όταν φθάνει στη Λακεδαιμόνια έρχεται αντιμέτωπος με
το μητροπολίτη Μονεμβασίας Νικόλαο, ο οποίος, όπως και ο προκάτοχός του Γρηγόριος, προσπα­
θούσε να επεκτείνει τη δικαιοδοσία του επί της Επισκοπής Αμυκλών σε βάρος της Μητρόπολης
Λακεδαιμόνιας37. Στο θέμα αυτό ο Νικηφόρος αντέδρασε δυναμικά πολεμώντας για την εξουσία
του και διευθέτησε μία υπόθεση, για την οποία ο πατριάρχης Γρηγόριος ΕΓ (1283-1289) είχε ήδη
πάρει θετική, υπέρ της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας, απόφαση38. Αντίθετα με την πολεμική του
προς τον Επίσκοπο Μονεμβασίας, ειρηνική και εποικοδομητική μοιάζει να είναι η συνύπαρξή του
με τον ηγούμενο της μονής Βροντοχίου, Παχιύμιο. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα θα πρέπει ίσως να
δούμε την αφιέρωση ενός τετραευαγγελίου39, το 1311/2, από τον Νικηφόρο στη μονή, την οποία ο
Παχιύμιος είχε εν τω μεταξύ απομακρύνει από τη δικαιοδοσία της τοπικής εκκλησιαστικής εξου­
σίας και την είχε θέσει υπό τον απευθείας έλεγχο του Πατριαρχείου.
Πέρα, όμως, από τις δραστηριότητές του ως επαρχιακού εκκλησιαστικού άρχοντα, ο Νικηφόρος
βρίσκεται αναμεμειγμένος στις εσωτερικές υποθέσεις της αυλής της Κωνσταντινούπολης και την
εξωτερική πολιτική του Βυζαντίου. Όταν το 1296 οι Ενετοί προσέβαλαν τους Γενουάτες του Γαλα­
τά στην Κωνσταντινούπολη, ο Ανδρόνικος Β' θεώρησε τον εαυτό του προσβεβλημένο, επειδή οι
Ενετοί έθιξαν υπηκόους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και απέστειλε πρεσβεία στη Βενετία για να
ελέγξει τους παραβάτες των συνθηκών μεταξύ του Βυζαντίου και της ενετικής κυβέρνησης40. Ο
Γεώργιος Παχυμέρης γράφει ότι οι Ενετοί πήραν στα πλοία τους τον ορισμένο για την αποστολή
αυτή πρεσβευτή Νικηφόρο Μοσχόπουλο, τον οποίο θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο, ως αρχιερέα
των κτήσεών τους στην Κρήτη, αν και διέτριβε μακριά από αυτή. Ο Γεώργιος Παχυμέρης γράφει
σχετικά: «πρεσβείαν μεν στέλλει προς την εκείνων συναγωγήν... ό δ' ήν ό Κρήτης Νικηφόρος,
άνήρ γεραρός καί τίμιος καί διά πολλά μεν προκριθείς εις τούτο...». Το αποτέλεσμα της πρεσβεί­
ας αυτής μας είναι άγνωστο, πλην όμως η ενδιαφέρουσα για μας πληροφορία είναι ότι ο Νικη­
φόρος επισκέφθηκε τη Δύση.
Μετά την αποστολή αυτή στην Ιταλία, ο Νικηφόρος βρίσκεται πάλι στην Κιονσταντινούπολη τον
Ιούλιο του 1303, αναμεμειγμένος στην υπόθεση της παραίτησης του Ιωάννη ΙΒ' από το θρόνο του
οικουμενικού πατριάρχη. Ο αυτοκράτορας και η Σύνοδος απέστειλαν τον πατριάρχη Αλεξαν­

35 Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος, σ. 215.


36 Runciman, Mistra, σ. 101.
37 Χρονικόν της Μονεμβασίας, σ. 69, 70. St. Binon, L’histoire et la légende des deux chrysobulles d'Andronic II en faveur
de Monemvasie, Echos d'Orient XXXVII (1938), o. 286. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 2, o. 281.
38 Miklosich - Müller, Acta, 1, o. 218-219. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 2, o. 281, σημ. 6.
39 Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος, σ. 220. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 284, 285.
40 Γεώργιος Παχυμε'ρης, II, σ. 241. Πρβλ. W. Heyd, Histoire du commerce du Lévant au Moyen-Age, Amsterdam 1967 (επα-
νε'κδοση έκτης αρχικής Leipzig 1885-1886), I, σ. 445-447. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος, σ. 216.

28
δρείας και τον Νικηφόρο ως μεσάζοντες στον Ιωάννη41, ο οποίος είχε αποσυρθεί στη μονή της
Παμμακάριστου. Προκειμένου μάλιστα ο αυτοκράτορας να θέσει τέρμα στις έριδες μεταξύ των
υποστηρικτών και των αντιπάλων του Ιωάννη, που μνημονευόταν ακόμη στη Μεγάλη Εκκλησία
και σε άλλες εκκλησίες ως αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, μετέβη αυτοπροσώπως σε αυτόν,
το Φεβρουάριο του 1304, για να τον πείσει να αναθεωρήσει την απόφασή του. Επειδή, όμως, ο
αυτοκράτορας απέτυχε στα σχέδιά του και έφυγε οργισμένος42 εναντίον των μεσαζόντων, ο Νικη­
φόρος φοβούμενος διέδωσε ότι επιθυμεί να αποχωρήσει από την πρωτεύουσα43. Μετά τα γεγονό­
τα αυτά, ο Νικηφόρος επιστρέφει στην Πελοπόννησο, όπου και παραμένει μέχρι το 1315.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι λεπτές αποστολές που ανατέθηκαν στον Νικηφόρο44 προϋπέθεταν
καλή φήμη μέσα στους εκκλησιαστικούς κύκλους, καθοός και εύστροφο και καλλιεργημένο πνεύμα.
Όσον αφορά στο ήθος του, ο Γεώργιος Παχυμέρης τον χαρακτηρίζει, όπως είδαμε, ως άνδρα
τίμιο45, ενώ ο Μάξιμος Πλανούδης σε επιστολή του τον επαινεί για τη μετριοφροσύνη του46. Εξάλ­
λου, η παιδεία του διαφαίνεται τόσο από τις επιγραφές του Αγίου Δημητρίου, όσο και από την
πληροφορία ότι ήταν κάτοχος διαφόρων ελληνικών χειρογράφων και κατά συνέπεια μίας αξιό­
λογης για την εποχή εκείνη βιβλιοθήκης. Το 1311/2 αφιέρωσε στη μονή Βροντοχίου, όπως αναφέρ­
θηκε και παραπάνω, τετραευαγγέλιο με χρονολογημένη σημείωσή του, το οποίο βρίσκεται σήμερα
στη Συνοδική Βιβλιοθήκη της Μόσχας47. Το 1316 έστειλε από την Κωνσταντινούπολη δύο περγα­
μηνές μηναίων ασματικιόν, που βρίσκονται σήμερα στη Βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου των Ιεροσο­
λύμων, στη συλλογή των κωδίκων της λαύρας του Οσίου Σάβα, και φέρουν επίσης σημείωση από
τον Νικηφόρο48. Το 1317 έγραψε ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη ευαγγέλιο, στο οποίο περιλαμ­
βάνονται χρονολογημένη σημείωση και στίχοι γραμμένοι από αυτόν4950*.Το 1323 απέστειλε στη μονή
Προδρόμου, κοντά στον Ιορδάνη, κώδικα του Συμειίτν του Μεταφραστού, στον οποίο περιέχονται
οι βίοι αγίων του μηνάς Νοεμβρίου. Ο κώδικας αυτός βρίσκεται επίσης στα Ιεροσόλυμα και περι­
λαμβάνει δίστιχο και σημείωμα από τον Νικηφόρο110. Σε χειρόγραφο του Αγίου Όρους υπάρχουν
οι ακόλουθοι στίχοι: «Καί τήνδε μικροΐς(;) χρυσίνοις ώνησάμην Κρήτης πρόεδρος ευτελής Νικη­
φόρος»61. Τέλος, σε χρόνο άγνωστο δώρισε μεμβράνινο ευαγγέλιο στη μονή του «κυροϋ Αθανασί­
ου» στη Φώκαια, το οποίο σήμερα βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της λαύρας του Αγίου Όρους. Στην ώα
του πρώτου φύλλου ο Νικηφόρος έχει γράψει αφιερωτική σημείωση52.
Η κατοχή σπουδαίων χειρογράφων, καθώς και η ενασχόληση με τη γραφή τους φανερώνουν έναν
άνθρωπο με μεγάλη, για την εποχή του, παιδεία. Ταυτόχρονα, το γεγονός αυτό κάνει πολύ πιθανή

41 Γεώργιος Παχυμέρης, II, σ. 349. Πρβλ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος, σ. 216.


42 Γεώργιος Παχυμέρης, II, σ. 376-377. Πρβλ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος, σ. 216, 217.
43 Το γράμμα που είχε απευθύνει ο πατριάρχης Αθανάσιος, αντίπαλος του Ιωάννη ΙΒ', στον Νικηφόρο δεν έχει, όπως
άλλωστε και η αυθαίρετη χρονολόγησή του το 1304, καμία σχέση με την παραχώρηση της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας
στον Νικηφόρο αλλά ούτε και με την απομάκρυνσή του από την πρωτεύουσα, όπως πιστευόταν, βλ. Παπαδόπουλος-Κερα­
μεύς, Μοσχόπουλος, σ. 217-219. Για τη νέα ερμηνεία του γράμματος αυτού βλ. ό.π. (υποσημ. 27).
44 Ο Νικηφόρος είχε πραγματοποιήσει και άλλες πρεσβείες. Βλ. Άμαντος, Αφιέρωμα, σ. 50.
45 Γεώργιος Παχυμέρης, II, σ. 241. Πρβλ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος, σ. 216. Άμαντος, Αφιέρωμα, σ. 50.
46 Για τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο και τον ανιψιό του Μανουήλ, το μετέπειτα σοφό γραμματικό, βλ. Άμαντος, Αφιέρωμα, σ. 53.
47 Βλ. υποσημ. 39.
48 Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Ιεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη, 2, σ. 84-85, 316-320. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος,
σ. 221.
49 Ρ. Papageorgiou, Zwei iambische Gedichte saec. XIV und XIII, BZ 8 (1899), σ. 672-674. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς,
Μοσχόπουλος, σ. 222.
50 Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Ιεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη, 2, σ. 75. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος, σ. 222-223.
Πρβλ. Άμαντος, Αφιέρωμα, σ. 50.
Μ Σπ. Λάμπρος, Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις τον Αγίου Όρους ελληνικών κωδίκων, Canterbury 1895-1900, αριθ.
890. Πρβλ. Άμαντος, Αφιέρωμα, σ. 50.
72 Αμαντος, Αφιέρωμα, σ. 50. Στην ίδια μονή ο Κ. Άμαντος αναφέρει και άλλο αφιέρωμα, ένα ευαγγέλιο του Νικηφόρου,
που σώζεται στη μονή Σινά με ιαμβική αφιερωτική επιγραφή και χρονολογία Μαρτίου 1303, βλ. σ. 50-52.

29
στο ναό (Π ίν. 18α) (Παράρτημα, 1) και περιλαμβάνει σε μια σειρά δυο δακτυλικούς στίχους. Στην
επιγραφή αυτή ο Νικηφόρος παρουσιάζεται ως δομήτωρ του ναού. Άξια προσοχής είναι η έκκεντρη
τοποθέτηση της επιγραφής ως προς τον άξονα του υπερθύρου, δηλαδή το πρώτο γράμμα της αντι­
στοιχεί στη θέση του κυρτού κυματίου της διατομής των σταθμιόν του θυρώματος, ενώ το τελευταίο
αντιστοιχεί στη θέση της εξωτερικής της ταινίας. Αυτό συμβαίνει διότι η ταινία είναι κατεστραμμέ­
νη κατά την άνω αριστερή γωνία της. Εξάλλου κατεστραμμένο είναι το υπέρθυρο και στην άλλη
άκρη του, με αιχμηρή απόληξη γεγονός που υποδηλώνει ότι το μάρμαρο βρίσκεται σε δεύτερη χρή­
ση, όπως συμβαίνει και με το υπερκείμενό του γείσο. Το πιθανότερο είναι πως η έκκεντρη τοποθέ­
τηση της επιγραφής οφείλεται στο ότι η χάραξή της πραγματοποιήθηκε όταν το θύρωμα ήταν ήδη
τοποθετημένο στο ναό, καταλαμβάνοντας όλη τη διαθέσιμη επιφάνεια του ήδη εντοιχισμένου μαρ­
μάρου, χωρίς ιδιαίτερες αισθητικές απαιτήσεις.
Η δεύτερη επιγραφή του Νικηφόρου είναι χαραγμένη σε μαρμάρινη παραλληλόγραμμη πλάκα,
εντοιχισμένη στη νότια όψη του νάρθηκα (Π ίν. 18β) (Παράρτημα, 2), και περιλαμβάνει εννέα
τρίμετρους ιαμβικούς στίχους και έναν ακόμη στίχο με τη χρονολογία.
Ο δέκατος και τελευταίος στίχος που μας δίνει τη χρονολογία της κτητορικής επιγραφής, +Έτους,
Άω+, δηλαδή 1291/2, παρουσίασε πολλές δυσκολίες στην ανάγνωσή του. Ο στίχος αυτός δεν υπάρ­
χει στην έκδοση του κώδικα της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας του μητροπολίτη Ανανία από τον
J.A. Buchón, διότι, όπως έχει διαπιστωθεί, ο Ανανίας κατά τη μεταγραφή των επιγραφών είχε
κάνει κάποια λάθη. Αρχικά, ο Κ. Ζησίου απέδωσε το στίχο: +Έτ(ει), Άω/ + και ο G. Millet:
+Έτονς, £ωίη +, ενώ σε μεταγενέστερη έκδοση21 ο Κ. Ζησίου διάβασε: +Έ(τους), Άω + νΐ, όμως
το νι σήμερα, τουλάχιστον, δεν διακρίνεται. Σύμφωνα με την πρώτη ανάγνωση του Ζησίου, η
χρονολογία της επιγραφής είναι (6810-5508) = 1301/2. Η αρχική αυτή παρανάγνωση μπορεί να
ερμηνευθεί από την πιθανότητα να είχε εκλάβει ο Ζησίου το κάθετο στοιχείο για I αντί για σταυ­
ρό, ο οποίος, άλλωστε, υπάρχει και στην αρχή του στίχου. Η ανάγνωση του G. Millet που δίνει τη
χρονολογία (6818-5508) = 1309/10 δεν ευσταθεί, διότι μεταξύ του ω και του τελευταίου κάθετου
στοιχείου του σταυρού δεν υπάρχει χώρος για τα στοιχεία ιη που διάβασε. Τέλος, ο Μ. Γαλα-
νόπουλος παραδέχεται ότι μετά από τα ψηφία Άω διακρίνεται σταυρός, αλλά κρίνει σωστό να τον
αντικαταστήσει με το γράμμα ι ώστε να διορθωθεί η χρονολογία σε 6810-5508=1301/2. Με τον
τρόπο αυτό συμβιβάζει τη χρονολογία με το ιστορικό περιεχόμενο της επιγραφής, που παρουσιά­
ζει τον Ανδρόνικο Β' και το γιο του Μιχαήλ συμβασιλεύοντες, γεγονός το οποίο σύμφωνα με τα
δεδομένα της ιστορικής έρευνας εκείνης της εποχής συνέβαινε από το έτος 1294/5 και εξής.
Η ορθή ανάγνιυση της χρονολογίας της επιγραφής, +Έτους Άω" +, δηλαδή (6800-5508) = 1291/2,
έγινε από τον Μ. Μανούσακα22, όπως άλλωστε την είχε διακρίνει και ο Μ. Χατζηδάκης, ο οποίος
όμως στη συνέχεια είχε αμφισβητήσει τη γνησιότητα του τελευταίου στίχου της με τη χρονολογία.
Τα επιχειρήματα για την αμφισβήτηση αυτή ήσαν τρία, ένα παλαιογραφικό και δύο ιστορικά23,
που όμως αντικρούσθηκαν από τον Μ. Μανούσακα, έτσι ώστε η χρονολογία Άω να είναι σήμερα
γενικότερα αποδεκτή. Σύμφωνα με το παλαιογραφικό επιχείρημα του Μ. Χατζηδάκη, η χάραξη
είναι από «μεταγενέστερο, αδέξιο χέρι», επειδή τα γράμματα του τελευταίου στίχου με τη
χρονολογία είναι μικρότερα και στρογγυλότερα από τα γράμματα των προηγούμενων, τα οποία
έχουν το ίδιο ή μικρότερο πλάτος, αλλά διπλάσιο ύψος. Για τη διαφοροποίηση αυτή ο Μ. Μανού-
σακας δίνει την ερμηνεία ότι ο χαράκτης στο τέλος της επιγραφής είχε στη διάθεσή του ένα πολύ
μικρότερο, σε ύψος, διάστημα (το μισό και λιγότερο), αφού έπρεπε να τηρήσει και τα διάστιχα
κανονικά. Κατά τον Μ. Μανούσακα, αν διατηρούσε τον ίδιο στενόμακρο χαρακτήρα και στον
τελευταίο στίχο τα γράμματα θα γίνονταν «πολύ μικρά, δυσανάγνωστα και δυσκολοχάρακτα».

21 Για την ανάγνωση της χρονολογίας από τον Κ. Ζησίου, βλ. Ζησίου, Επιγραφαί I και Επιγραφαί II, αντίστοιχα.
22 Βλ. Μανούσακας, Χρονολογία.
23 Χατζηδάκης, Μυστράς I, ο. 35.

23
Η μόνη λύση για να τα μεγαλώσει ήταν να τα πλατύνει, τη στιγμή που διέθετε για το στίχο αυτό
όλο το πλάτος της πλάκας. Απλοονοντας τα γράμματα και προσθέτοντας τους σταυρούς στα άκρα
κατόρθωσε ο τελευταίος στίχος να καταλάβει όσο το δυνατόν περισσότερο κενό χώρο και να
εναρμονισθεί με τους προηγούμενους, που παρουσιάζουν συμπαγή γραφή. Παρ’ όλη, όμως, την
αλλαγή στην αναλογία τους, ο Μ. Μανούσακας διαπιστώνει συγχρόνως ότι τα γράμματα δια­
τηρούν το σχήμα και το χαρακτήρα τους, όπως γίνεται φανερό από τη σύγκριση του ε της λέξης
«έτους» της χρονολογίας, με το ε της λέξης «δτε» του ένατου στίχου, το Q της χρονολογίας με το ς
της λέξης «ςτήναι» του όγδοου στίχου και το ω της χρονολογίας με το ω στις λέξεις «πολλών πται­
σμάτων» στον έβδομο στίχο.
Τα ιστορικά επιχειρήματα του Μ. Χατζηδάκη για την αμφισβήτηση της γνησιότητας του τελευ­
ταίου στίχου της επιγραφής είναι το ασυμβίβαστο της αναγραφόμενης χρονολογίας 1291/2, τόσο
με τη συμβασιλεία του Ανδρονίκου και του Μιχαήλ, που εγκαθιδρύεται από το 1294/5 και εξής,
όσο και με την εγκατάσταση του Νικηφόρου στον Μυστρά, η οποία είχε τοποθετηθεί από τους
παλαιότερους μελετητές το 1304. Στον τέταρτο και τον πέμπτο στίχο η επιγραφή αναφέρει ότι ο
Νικηφόρος Μοσχόπουλος πραγματοποίησε το έργο του στον Άγιο Δημήτριο «σκηπτροκρα-
τούντος Αύσόνων Ανδρονίκου Παλαιολόγου σύν Μιχαήλ υίέι». Είναι γνωστό ότι ο Μιχαήλ Θ'
αναγορεύθηκε αυτοκράτορας την 21η Μαΐου 129424 και από τότε έως το θάνατό του το 1320
συγκυβερνούσε μαζί με τον πατέρα του Ανδρόνικο Β', γεγονός ασυμβίβαστο με τη χρονολογία
1291/2 της κτητορικής επιγραφής. Ο Μ. Μανούσακας, όμως, επικαλούμενος τη ρητή μαρτυρία του
Γεώργιου Παχυμέρη ότι ο Μιχαήλ Θ ' ήδη από το 1281 είχε ανακηρυχθεί από τον πάππο του
Μιχαήλ Η ' σε βασιλέα και έφερε επισήμως τον τίτλο αυτό, παραμερίζει τούτο το εμπόδιο για τη
χρονολόγηση της επιγραφής. Είναι φανερό πως μπορεί η δικαιοδοσία του Μιχαήλ Θ ' να ήταν
περιορισμένη από το 1281 έως το 1294/525, οπότε απέκτησε τα ίδια δικαιιοματα με το συναυτο-
κράτορα πατέρα του, όμως ο τίτλος του ήταν αρκετός ώστε να μνημονεύεται πλάι σε αυτόν ως συμ-
βασιλέας. Εξάλλου, πολύ ορθά παρατηρεί ο Μ. Μανούσακας ότι στην επιγραφή, όταν προστίθε­
ται σύμφωνα με τον παραπάνω συλλογισμό το «σύν Μιχαήλ υίέι», δεν αναφέρεται σκηπτροκρα-
τούντων, αλλά χρησιμοποιείται ο ενικός, «σκηπτροκρατούντος ... Ανδρονίκου».
Η παλαιότερη παραδοχή από τους μελετητές ότι ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος πήρε «κατ’ επίδοσιν»
τη Μητρόπολη Λακεδαιμόνιας το 1304, πάνοο στην οποία στηρίχθηκε το τελευταίο και σπουδαιότερο
επιχείρημα κατά της αποδοχής της χρονολογίας 1291/2 για την κτητορική επιγραφή, αποδείχθηκε
από τον Μ. Μανούσακα εντελώς εσφαλμένη. Για τον ερχομό του Νικηφόρου στη Μητρόπολη Λακε­
δαιμόνιας το 1304, ο Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς είχε επικαλεσθεί ένα αχρονολόγητο πατριαρχι­
κό γράμμα προς τον Νικηφόρο, που το τοποθετούσε τη χρονιά αυτή26. Το γράμμα όμως αυτό ανε­
ξάρτητα από την αυθαίρετη χρονολόγησή του, όπως έδειξε ο Μ. Μανούσακας, δεν αναφέρεται στην
παραχοίρηση της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας στον Νικηφόρο, όπως το ερμήνευσε ο Α. Παπα­
δόπουλος-Κεραμεύς, αλλά στην παροχή ετήσιας επιχορήγησης από τα εισοδήματα μιας από τις
υποκείμενες στη Μητρόπολη Μονεμβασίας επισκοπές. Εξάλλου, ο Μ. Μανούσακας με τη βοήθεια
ενός επιγράμματος του κιόδικα Ambros.Z 34 sup. (φ. 295 r.), που αναφέρει ρητά πως ο κώδικας
αυτός γράφηκε «Κρήτης ποιμένι καί Σπαρτιάτιδος ... Νικηφόρα)», για χάρη του Νικηφόρου δηλα­
δή, «κατά μήνα Αύγουστον τής β' ίνδικτιώνος τού ,Οψηζ" έτους», δηλαδή 1289, έδειξε27 ότι ήδη
από τον Αύγουστο του 1289 και πιθανώς νωρίτερα (ίσως το 1288 και οπωσδήποτε μετά από το 1285,

24 Βλ. Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Εκλογή, αναγόρενσις και οτέψις τον βυζαντινού αυτοκράτορος, Πραγματείαι της Ακαδη­
μίας Αθηνών 22, αριθ. 2, εν Αθήναις 1956, ο. 186 και 236. Πρβλ. Μανούσακας, Χρονολογία, ο. 77.
Χριστοφιλοπούλου, ό.π. Μανούσακας, Χρονολογία, ό.π.
2<1Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος, ο. 217-219.
27 Μανούσακας, Χρονολογία, ο. 78. Μ. Μανούσακας, Νικηφόρου Μοσχοπούλου επιγράμματα σε χειρόγραφα της βιβλιο­
θήκης του, Ελληνικά 15 (1957) (τιμητικός τόμος Σωκράτονς Β. Κουγέα), ο. 232-246, και ιδίως ο. 239-243, όπου και η διε­
ξοδική ανάπτυξη του ζητήματος.

24
σχήμα με διοικητή όχι πλέον την «Κεφαλή»66, αλλά έναν «Επίτροπο»67 με ευρύτερες δικαιοδοσίες
και μεγαλύτερη διάρκεια θητείας. Ως πρώτο «Επίτροπο» ορίζει το 1286 τον πατέρα του μετέπειτα
αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ" Καντακουζηνού και πιθανιυς γιο του Μιχαήλ Καντακουζηνού, ο οποίος
είχε σταλεί ως «Κεφαλή» στον Μορηά και είχε σκοτωθεί στη συμπλοκή με τους Φράγκους στα Σέρ-
γιανα το 126468. Ο διοικητής αυτός πέθανε σε ηλικία 29 ετοόν, αφού κυβέρνησε επιτυχούς οκτώ χρό­
νια, από το 1286 έως το 1294.
Επόμενος γνωστός διοικητής της Πελοποννήσου ήταν ο Ανδρόνικος Ασάν, εγγονός του Μιχαήλ Η'
Παλαιολόγου και γιος του Ιωάννη Γ' Ασάν, έκπτωτου τσάρου της Βουλγαρίας69. Μετά από αυτόν
επίτροπος ορίσθηκε ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ", ο οποίος όμως αρνήθηκε το αξίωμα70.
Βλέπομε, λοιπόν, ότι στο αξίωμα αυτό αναδείχθηκαν άνδρες άμεσα συνδεδεμένοι με τον αυτοκρα-
τορικό οίκο του Βυζαντίου. Η υψηλή τους καταγωγή σε συνάρτηση με το μεγαλύτερο χρονικό διά­
στημα της θητείας τους και την ευρύτερη διοικητική δικαιοδοσία θα πρέπει να τους έδινε τη δυνα­
τότητα να ασχοληθούν και με θέματα έξω από τα καθαρά στρατιωτικά τους καθήκοντα.
Μέσα, λοιπόν, στο νέο αυτό πολιτικό-διοικητικό πλαίσιο με την ισχυρή πλέον εξουσία του κοσμικού
άρχοντα, θα πρέπει να ειδωθούν οι δραστηριότητες τόσο του Νικηφόρου, όσο και του Παχωμίου του
Βροντοχίτη, ενοό η ανέγερση στη μονή Βροντοχίου, του ναού της Οδηγήτριας, λίγο πριν από το
1311/2, με υπεροόα, θα μπορούσε να συνδεθεί με τη δημιουργία μίας μικρής αυλής γύρω από τους
ευγενείς διοικητές σύμφωνα με τα πρότυπα της Κωνσταντινούπολης. Το νέο αυτό πνεύμα που διέ-
πει την Οδηγήτρια τόσο στην αρχιτεκτονική, όσο και στον εσωτερικό της διάκοσμο, με τις ορθομαρ­
μαρώσεις και τις τοιχογραφίες, που μας θυμίζουν τη Μονή της Χώρας, στον Άγιο Δημήτριο θα
μπορούσε να το διακρίνει κανείς στο δάπεδο με τα μαρμαροθετήματα και τα μωσαϊκά, καθώς και
στις τοιχογραφίες της πρωιμότερης φάσης. Η Ντούλα Μουρίκη δεν απέκλεισε μάλιστα την πιθανό­
τητα οι τοιχογραφίες αυτές να είναι το έργο ενός συνεργείου από την Κωνσταντινούπολη71. Κάτω
από τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες θα πρέπει να εργάσθηκαν οι δύο εξέχουσες μορφές της Εκκλη­
σίας του Μυστρά για να εξωράίσουν και να επεκτείνουν ο Παχώμιος το μοναστήρι του και ο Νικη­
φόρος τη Μητρόπολή του.
Μέσα σε λιγότερο από πενήντα χρόνια, ο Μυστράς που ιδρύθηκε από τους Φράγκους σαν οχυρό
και κέντρο στρατωνισμού, είχε μετατραπεί όχι μόνο σε μία ανθηρή πόλη, αλλά και σε ένα κέντρο
πνευματικής ακτινοβολίας χάρη στις αξιόλογες κοσμικές και εκκλησιαστικές προσωπικότητες, οι
οποίες ανέλαβαν τη διακυβέρνησή του, καθώς και στην πολιτική των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου
γενικότερα.
Το 1348 ο αυτοκράτορας Ιιυάννης ΣΤ" Καντακουζηνός πήρε μία απόφαση πολύ σημαντική για τα
πράγματα της Πελοποννήσου. Η χώρα αυτή καταστρεφόταν από τους διαρκείς πολέμους με τους
Φράγκους και τις διενέξεις μεταξύ των τοπικών αρχόντων. Ο αυτοκράτορας για να αντιμετωπίσει

66 Τον τίτλο της «Κεφαλής», που είχε ο πρώτος διοικητής της Πελοποννήσου, τον συναντάμε στο Χρονικόν του Μορέως,
στ. 4535, 6641, 6642, 6658, 6683, 6743, 8321, 8693, 8708 κ.ε. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 62. Ο τίτλος αυτός αναφε'-
ρεται, επίσης, σε αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα, τα οποία χρονολογούνται από το 1314 ε'ως το 1322, βλ. Millet, Inscriptions,
σ. 104, 110, 114-115. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 61.
67 Ο πρώτος «Επίτροπος» ορίζεται το 1286, βλ. Nicol, Kantakouzenos, σ. 29. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 1, Additions, σ.
329, και όχι το 1308.
68 Βλ. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 61 · 1, σ. 38, 39, 68. Ως προς την ταυτότητα του Καντακουζηνού αυτού είχε προκληθεί σύγ­
χυση από τον Γεώργιο Παχυμε'ρη. Η σύγχυση αυτή διευκρινίζεται από τον Nicol, Kantakouzenos, σ. 11-14, 29. Πρβλ.
Zakythinos, Despotat, 1, Additions, σ. 324, 325.
69 Η παρουσία του Ανδρόνικου Ασάν στον Μορηά επισημαίνεται το 1316, 1320 και 1323. Βλ. Miklosich - Müller, Acto. 1,
σ. 52. Livre de la conqueste, σ. 404. Millet, Inscriptions, σ. 115. Ακόμη νωρίτερα μεταξύ του 1305 και του 1308 αναφε'ρεται
στο Libro de los Fechos, § 528-529, σ. 116. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 70’ 2, σ. 64.
70 Ιωάννης Καντακουζηνός, 1, σ. 84, 85. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 74.
71 D. Mouriki, Stylistic Trends in Monumental Painting of Greece at the Beginning of the Fourteenth Century, L 'art
byzantin au début du quatorzième siècle, Symposium of Gracanica. Belgrade 1978, σ. 55-83 και ιδίως σ. 71.

34
στο τμήμα του ημικυλινδρικού θόλου πάνω από το διακονικό εικονίζεται ο Χριστός Παντοκράτωρ
και η Ετοιμασία του Θρόνου, αντίστοιχα. Εξάλλου, μέσα στο διακονικό έχομε το μικρό κύκλο με
τα θαύματα των άγιων Κοσμά και Δαμιανού που έχουν ως πρότυπο τα θαύματα του Χριστού, ενώ
στα δυτικά της Ετοιμασίας του Θρόνου υπάρχει ο κύκλος με το Βίο της Παναγίας, ο οποίος έχει
τη θέση του προπαρασκευαστικού σταδίου για την ενσάρκωση. Τέλος, το δυτικό τμήμα και των δύο
κλιτών είναι αφιεριυμένο στα θαύματα του Χριστού. Βλέπομε, λοιπόν, ότι ο χριστολογικός κύκλος
είναι στη Μητρόπολη του Μυστρά πολύ τονισμένος και αναπτύσσεται παράλληλα με το
εικονογραφικό πρόγραμμα του αγίου Δη μητριού, γεγονός που ερμηνεύεται από τη διπλή αφιέρω­
ση του ναού30.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος, με τον οποίο ο Νικηφόρος αναφέρεται στο οικοδομι­
κό του έργο στις τρεις επιγραφές του Αγίου Δημητρίου. Στην επιγραφή που είναι χαραγμένη στο
υπέρθυρο της δυτικής εισόδου, ο Νικηφόρος αναφέρεται στον εαυτό του με τις λέξεις «δομήτορος
άρχιερήος», όπου η λέξη «δομήτωρ» έχει μία πολύ γενική έννοια ως προς τα οικοδομικά έργα, τα
οποία εκτελέσθηκαν. Στην επιγραφή που είναι χαραγμένη στη μαρμάρινη πλάκα στη νότια όψη
του νάρθηκα και φέρει τη χρονολογία 1291/2, ο Νικηφόρος γράφει ότι «τον θειον οίκον...καινουρ-
γεΐ». Εδοό η λέξη «καινούργιο» έχει την έννοια του ανακαινίζω31. Τέλος, στην κατά είκοσι έτη
μεταγενέστερη επιγραφή του δυτικού κίονα της νότιας τοξοστοιχίας με τη χρονολογία 1312, γρά­
φει «φκοδόμησα τόνδε τον ναόν», έκφραση πολύ πιο αόριστη και υποτονική από το «άνήγειρα έκ
βάθριον» που χρησιμοποιεί λίγους στίχους χαμηλότερα για να δείξει ότι κατασκεύασε εξαρχής
ταπεινά μόνο κτίρια, όπως τους μύλους της Μαγούλας.
Βλέπομε, λοιπόν, ότι στις δύο επιγραφές του νάρθηκα, που θα μπορούσαν να είναι σύγχρονες και
να αφορούν στο έργο που πραγματοποίησε ο Νικηφόρος αμέσως σχεδόν μετά την εγκατάστασή
του στον Μυστρά, αυτός παρουσιάζεται ως «δομήτωρ» και ότι «καινουργεί», δηλαδή ότι πραγ­
ματοποιεί κάποιο οικοδομικό έργο γενικά, και ότι ανακαινίζει, Αντίθετα, στην τελευταία του επι­
γραφή στο εσωτερικό του ναού, μετά την παρέλευση είκοσι και πλέον χρόνων δημιουργίας και
καταξίωσης στην έδρα του Μυστρά, όπου τελικά κάνει έναν απολογισμό, δίνει μεγαλύτερη βαρύ­
τητα στο οικοδομικό του έργο και εκφράζεται ίσως με κάποια δόση υπερβολής λέγοντας ότι «φκο­
δόμησα τόνδε τον ναόν». Ταυτόχρονα, προσπαθεί να μην ξεφύγει τελείως από την αλήθεια,
διαφοροποιώντας την περιγραφή των εργασιών του στο ναό με την εκ βάθρων ανέγερση των μύ­
λων της Μαγούλας. Ανάλογα, όμως, εκφράζεται και στην αφιέρωση του Συνοδικού στη Μητρόπο­
λη Λακεδαιμόνιας, την οποία γράφει όχι πολύ αργότερα από το 1303, όπου αναφέρει ότι αυτή
γίνεται «παρ’ εμού τού ταπεινού χρηματίσαντος μητροπολίτου Κρήτης Νικηφόρου τή άγιωτάτη
μητροπόλει Λακεδαιμόνιας εν τω παρ’ εμού δομηθέντι ναω τού αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος
καί θαυματουργού Δημητρίου»32.
Η χωροθέτηση των δύο κτητορικών επιγραφών του Νικηφόρου στις όψεις του ναού, η οποία πραγ­
ματοποιήθηκε ανεξάρτητα από το περίοπτο της θέσης ή τη σπουδαιότητα του περιεχομένου τους,
καθοός επίσης και οι λεπτομέρειες στη χάραξή τους, όπως τις περιγράψαμε προηγουμένως, υποδη­
λώνουν ότι αυτή δεν θα πρέπει να πραγματοποιήθηκε συγχρόνως με την ανέγερση του κτιρίου και
την ενσωμάτωση των μαρμάρινων αυτών μελών στον οργανισμό του. Οι επιγραφές θα πρέπει να
συντάχθηκαν και να χαράχθηκαν αργότερα, στις διαθέσιμες μαρμάρινες επιφάνειες. Κατά τον
τρόπο αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί το γεγονός ότι δεν υπάρχει κτητορική επιγραφή στη βόρεια
θύρα του ναού, παρά το ότι βρισκόταν απέναντι από την είσοδο στο συγκρότημα, η οποία ανοιγό­
ταν στο εξωτερικό τείχος και θα είχε βεβαίως σημαντική κυκλοφορία. Λόγω του πλούσιου διακό­

30 Το θέμα της διπλής αφιέρωσης της Μητρόπολης του Μυοτρά μου υπέδειξε η Ντούλα Μουρίκη.
31 Βλ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος, ο. 219.
32 Jenkins - Mango, Synodicon, σ. 225, 226. Για τη χρονολόγηση της συμπλήριυσης και αφιέρωσης του Συνοδικού από τον
Νικηφόρο, βλ. ό.π., σ. 235.

26
σμου του θυρώματος της, που φανερώνει άλλωστε τη σημασία της, η είσοδος αυτή δεν διέθετε ελεύ­
θερες επιφάνειες. Ακόμη, η σύντομη και απλά υπομνηστική για το έργο του ως κτήτορα επιγραφή
βρίσκεται χαραγμένη στο υπέρθυρο της κύριας, δυτικής εισόδου, ενώ η μεγάλης σημασίας επιγρα­
φή με τη χρονολογία και τα ονόματα των αυτοκρατόρων βρίσκεται μακριά από τις θύρες και συνε­
πώς τη συνεχή διέλευση του ποιμνίου. Εξάλλου, η επιγραφή του Νικηφόρου στη νότια όψη του νάρ­
θηκα, όπως θα δούμε αναλυτικότερα σε σχετικό κεφάλαιο, επειδή είναι πολύ ψηλά τοποθετημένη
σε σχέση με το αρχικό δάπεδο έξω από τη νότια πλευρά του ναού, δεν θα μπορούσε να είναι ορατή
και αναγνώσιμη από τους πιστούς. Αντίθετα, η επιγραφή είναι ορατή από την υπερυψωμένη, μετα­
γενέστερη διαμόρφωση του δαπέδου που έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα. Θα μπορούσαμε να συμπε-
ράνομε ότι η διαμόρφωση του δαπέδου που πραγματοποιήθηκε στη νότια πλευρά της βασιλικής, σε
επόμενη από την ανέγερσή της οικοδομική φάση, καθώς και το κλείσιμο με τοιχοποιία της νότιας
θύρας της, είχαν προηγηθεί της επιγραφής ή ήταν σύγχρονα με αυτή και η χάραξή της ήταν άμεσα
συνδεδεμένη με τις μεγάλες αυτές νέες διευθετήσεις έξω από τη νότια πλευρά του ναού.
Επομένως, η απόδοση της ανέγερσης του Αγίου Δημητρίου στον Νικηφόρο το 1291/2, που είχε
βασισθεί στις επιγραφές του ιδίου δεν είναι ορθή, ενοό συγχρόνως δεν είναι δυνατόν να προσδι-
ορισθεί με ακρίβεια η κλίμακα του οικοδομικού έργου που πραγματοποίησε ο ιεράρχης αυτός στη
Μητρόπολή του. Τόσο οι ιδιομορφίες της χάραξης και χωροθέτησης των επιγραφών, όσο και η
φραστική διαφοροποίηση στην περιγραφή των οικοδομικαίν έργων, πρέπει να θεωρηθεί πως υπο­
δηλώνουν ότι ο Νικηφόρος δεν οικοδομεί εξαρχής έναν καινούργιο ναό, αλλά μάλλον ανακαινί­
ζει και συμπληρώνει έναν προϋπάρχοντα.
Επίσης, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ανέγερση της Μητρόπολης ήταν ασφαλώς άμεσα συνδε­
δεμένη με τον εποικισμό της πόλης, ο οποίος, όπως είπαμε στην αρχή, είχε σε μεγάλο βαθμό συντε-
λεσθεί ήδη πριν από την εποχή του Νικηφόρου, τουλάχιστον στη γύρω περιοχή της. Ο ίδιος ο Νικη­
φόρος άλλωστε αναφέρει στην επιγραφή του 1312/3 ότι αγόρασε τα σπίτια του χαρτοφύλακα
Ευγενίου πάνω από τη Μητρόπολη, γεγονός που φανεριυνει ότι η περιοχή αυτή στις αρχές του
14ου αιώνα είχε ήδη συστηματικά οικοδομηθεί. Από πολεοδομική άποψη είναι σαφές ότι το
συγκρότημα της Μητρόπολης είναι άμεσα συνδεδεμένο με το τείχος της Κάτω Πόλης, το οποίο
χρησιμεύει σε αυτήν ως αναλημματικός τοίχος. Το τείχος κάτω από τη Μητρόπολη αποτελεί τμήμα
του τείχους της Κάτω Πόλης και ανήκει με βεβαιότητα στα πρώτα χρόνια του εποικισμού του
Μυστρά, αφού ο εποικισμός αυτός θα ήταν αδύνατος χωρίς την προστασία του τείχους. Βλέπομε,
λοιπόν, ότι η κατασκευή του τείχους στην περιοχή της Μητρόπολης και των γειτονικιόν σπιτιών θα
πρέπει να αποτελούσε μία ενιαία πολεοδομική ενότητα, η δημιουργία της οποίας χρονολογικά
πρέπει να τοποθετηθεί στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της νέας πόλης του Μυστρά.
Η πολύ πτωχή σε πληροφορίες ιστορία της Μητρόπολης του Μυστρά στα τέλη του 13ου και τις
αρχές του 14ου αιώνα θα μπορούσε λίγο να φωτισθεί μέσα από τη ζωή και την προσωπικότητα του
ποιμένα της κατά τους χρόνους αυτούς. Ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος υπήρξε μητροπολίτης Κρήτης
από το 1283 έως το 1328, χωρίς όμως να μεταβεί ποτέ στη Μητρόπολή του λόγω της ενετικής
κυριαρχίας στο νησί33. Ακολούθως, και πριν από τον Αύγουστο του 1289, έλαβε «κατ’ επίδοσιν»34
τη Μητρόπολη Λακεδαιμόνιας και διετέλεσε πρόεδρός της έως το 1315. Ο Νικηφόρος καταγόταν
από μία επιφανή οικογένεια της εποχής εκείνης, την οικογένεια των Μοσχόπουλων, πληροφορία

33 Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος, ο. 215.


ι4 Ό.π., ο. 221. Ένας μητροπολίτης λαμβάνει μία ε'δρα «κατ’ επίδοσιν», όταν μετατίθεται σε αυτήν από κάποια άλλη ε'δρα,
την οποία κατείχε αρχικά και δεν μπορούσε να μεταβεί εκεί για πολίτικους λόγους. Στην περίπτωση αυτή για την πρώτη
ε'δρα φε'ρει τον τίτλο του μητροπολίτη, ενοό για τη δεύτερη τον τίτλο του προε'δρου. Στη Μητρόπολη Λακεδαιμόνιας προε'-
δρους ε'χομε τον Κρήτης Νικηφόρο, τον Παλαιών Πατριόν Μιχαήλ, τον Σουγδαίας Λουκά και τον Τραϊανουπόλεως. Ο Κ.
Ζησίου (βλ. Ζησίου, Επιγραφαί I, ο. 24, σημ. 1) δεν περιλαμβάνει τον Μιχαήλ, ενώ ο Δ. Ζακυθηνός (βλ. Ζ3ΐιγΐΗίηο8,
ΌβΞροίαί, 2, ο. 281) δεν περιλαμβάνει τον Τραϊανουπόλεως.

27
που αντλούμε από το σύγχρονό του ποιητή Μανουήλ Φιλή, ο οποίος μάλιστα του είχε αφιερώσει
το ακόλουθο τετράστιχο35:
Τον Μοσχόπουλον, ωπερ ή κλήσις Νίκη,
Νικηφόρον βράβευε καί τοϊς πρακτέοίς
των γάρ λογισμών ή καθ' ημέραν πάλη
άπό σφνροϋ τον άνόρα κατήνεγκέ μοι.
Ο Νικηφόρος πέρα από την επιφανή καταγωγή του είχε γνωριμίες στους κύκλους των διακεκρι­
μένων λογίων της πρωτεύουσας και εχαιρε της εκτιμήσεώς τους. Με τον Μανουήλ Φιλή και τον
Μάξιμο Πλανούδη φαίνεται ότι διατηρούσε αλληλογραφία και αργότερα, κατά τη διάρκεια της
παραμονής του στον Μυστρά36. Επίσης, μαθαίνομε ότι ήταν θείος του γνωστού Μανουήλ Μο-
σχόπουλου, που ήταν μαθητής του Μάξιμου Πλανούδη και υπέγραφε πολλές φορές τις εργασίες
του με τις λέξεις «άνεψιού Κρήτης».
Η σκιαγράφηση της προσωπικότητάς του θα μπορούσε να συμπληρωθεί, εξάλλου, μέσα από την
ίδια τη δραστηριότητά του ως ποιμένα. Όταν φθάνει στη Λακεδαιμόνια έρχεται αντιμέτωπος με
το μητροπολίτη Μονεμβασίας Νικόλαο, ο οποίος, όπως και ο προκάτοχός του Γρηγόριος, προσπα­
θούσε να επεκτείνει τη δικαιοδοσία του επί της Επισκοπής Αμυκλών σε βάρος της Μητρόπολης
Λακεδαιμόνιας37. Στο θέμα αυτό ο Νικηφόρος αντέδρασε δυναμικά πολεμώντας για την εξουσία
του και διευθέτησε μία υπόθεση, για την οποία ο πατριάρχης Γρηγόριος ΕΓ (1283-1289) είχε ήδη
πάρει θετική, υπέρ της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας, απόφαση38. Αντίθετα με την πολεμική του
προς τον Επίσκοπο Μονεμβασίας, ειρηνική και εποικοδομητική μοιάζει να είναι η συνύπαρξή του
με τον ηγούμενο της μονής Βροντοχίου, Παχιύμιο. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα θα πρέπει ίσως να
δούμε την αφιέρωση ενός τετραευαγγελίου39, το 1311/2, από τον Νικηφόρο στη μονή, την οποία ο
Παχιύμιος είχε εν τω μεταξύ απομακρύνει από τη δικαιοδοσία της τοπικής εκκλησιαστικής εξου­
σίας και την είχε θέσει υπό τον απευθείας έλεγχο του Πατριαρχείου.
Πέρα, όμως, από τις δραστηριότητές του ως επαρχιακού εκκλησιαστικού άρχοντα, ο Νικηφόρος
βρίσκεται αναμεμειγμένος στις εσωτερικές υποθέσεις της αυλής της Κωνσταντινούπολης και την
εξωτερική πολιτική του Βυζαντίου. Όταν το 1296 οι Ενετοί προσέβαλαν τους Γενουάτες του Γαλα­
τά στην Κωνσταντινούπολη, ο Ανδρόνικος Β' θεώρησε τον εαυτό του προσβεβλημένο, επειδή οι
Ενετοί έθιξαν υπηκόους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και απέστειλε πρεσβεία στη Βενετία για να
ελέγξει τους παραβάτες των συνθηκών μεταξύ του Βυζαντίου και της ενετικής κυβέρνησης40. Ο
Γεώργιος Παχυμέρης γράφει ότι οι Ενετοί πήραν στα πλοία τους τον ορισμένο για την αποστολή
αυτή πρεσβευτή Νικηφόρο Μοσχόπουλο, τον οποίο θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο, ως αρχιερέα
των κτήσεών τους στην Κρήτη, αν και διέτριβε μακριά από αυτή. Ο Γεώργιος Παχυμέρης γράφει
σχετικά: «πρεσβείαν μεν στέλλει προς την εκείνων συναγωγήν... ό δ' ήν ό Κρήτης Νικηφόρος,
άνήρ γεραρός καί τίμιος καί διά πολλά μεν προκριθείς εις τούτο...». Το αποτέλεσμα της πρεσβεί­
ας αυτής μας είναι άγνωστο, πλην όμως η ενδιαφέρουσα για μας πληροφορία είναι ότι ο Νικη­
φόρος επισκέφθηκε τη Δύση.
Μετά την αποστολή αυτή στην Ιταλία, ο Νικηφόρος βρίσκεται πάλι στην Κιονσταντινούπολη τον
Ιούλιο του 1303, αναμεμειγμένος στην υπόθεση της παραίτησης του Ιωάννη ΙΒ' από το θρόνο του
οικουμενικού πατριάρχη. Ο αυτοκράτορας και η Σύνοδος απέστειλαν τον πατριάρχη Αλεξαν­

35 Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος, σ. 215.


36 Runciman, Mistra, σ. 101.
37 Χρονικόν της Μονεμβασίας, σ. 69, 70. St. Binon, L’histoire et la légende des deux chrysobulles d'Andronic II en faveur
de Monemvasie, Echos d'Orient XXXVII (1938), o. 286. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 2, o. 281.
38 Miklosich - Müller, Acta, 1, o. 218-219. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 2, o. 281, σημ. 6.
39 Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος, σ. 220. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 284, 285.
40 Γεώργιος Παχυμε'ρης, II, σ. 241. Πρβλ. W. Heyd, Histoire du commerce du Lévant au Moyen-Age, Amsterdam 1967 (επα-
νε'κδοση έκτης αρχικής Leipzig 1885-1886), I, σ. 445-447. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος, σ. 216.

28
δρείας και τον Νικηφόρο ως μεσάζοντες στον Ιωάννη41, ο οποίος είχε αποσυρθεί στη μονή της
Παμμακάριστου. Προκειμένου μάλιστα ο αυτοκράτορας να θέσει τέρμα στις έριδες μεταξύ των
υποστηρικτών και των αντιπάλων του Ιωάννη, που μνημονευόταν ακόμη στη Μεγάλη Εκκλησία
και σε άλλες εκκλησίες ως αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, μετέβη αυτοπροσώπως σε αυτόν,
το Φεβρουάριο του 1304, για να τον πείσει να αναθεωρήσει την απόφασή του. Επειδή, όμως, ο
αυτοκράτορας απέτυχε στα σχέδιά του και έφυγε οργισμένος42 εναντίον των μεσαζόντων, ο Νικη­
φόρος φοβούμενος διέδωσε ότι επιθυμεί να αποχωρήσει από την πρωτεύουσα43. Μετά τα γεγονό­
τα αυτά, ο Νικηφόρος επιστρέφει στην Πελοπόννησο, όπου και παραμένει μέχρι το 1315.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι λεπτές αποστολές που ανατέθηκαν στον Νικηφόρο44 προϋπέθεταν
καλή φήμη μέσα στους εκκλησιαστικούς κύκλους, καθοός και εύστροφο και καλλιεργημένο πνεύμα.
Όσον αφορά στο ήθος του, ο Γεώργιος Παχυμέρης τον χαρακτηρίζει, όπως είδαμε, ως άνδρα
τίμιο45, ενώ ο Μάξιμος Πλανούδης σε επιστολή του τον επαινεί για τη μετριοφροσύνη του46. Εξάλ­
λου, η παιδεία του διαφαίνεται τόσο από τις επιγραφές του Αγίου Δημητρίου, όσο και από την
πληροφορία ότι ήταν κάτοχος διαφόρων ελληνικών χειρογράφων και κατά συνέπεια μίας αξιό­
λογης για την εποχή εκείνη βιβλιοθήκης. Το 1311/2 αφιέρωσε στη μονή Βροντοχίου, όπως αναφέρ­
θηκε και παραπάνω, τετραευαγγέλιο με χρονολογημένη σημείωσή του, το οποίο βρίσκεται σήμερα
στη Συνοδική Βιβλιοθήκη της Μόσχας47. Το 1316 έστειλε από την Κωνσταντινούπολη δύο περγα­
μηνές μηναίων ασματικιόν, που βρίσκονται σήμερα στη Βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου των Ιεροσο­
λύμων, στη συλλογή των κωδίκων της λαύρας του Οσίου Σάβα, και φέρουν επίσης σημείωση από
τον Νικηφόρο48. Το 1317 έγραψε ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη ευαγγέλιο, στο οποίο περιλαμ­
βάνονται χρονολογημένη σημείωση και στίχοι γραμμένοι από αυτόν4950*.Το 1323 απέστειλε στη μονή
Προδρόμου, κοντά στον Ιορδάνη, κώδικα του Συμειίτν του Μεταφραστού, στον οποίο περιέχονται
οι βίοι αγίων του μηνάς Νοεμβρίου. Ο κώδικας αυτός βρίσκεται επίσης στα Ιεροσόλυμα και περι­
λαμβάνει δίστιχο και σημείωμα από τον Νικηφόρο110. Σε χειρόγραφο του Αγίου Όρους υπάρχουν
οι ακόλουθοι στίχοι: «Καί τήνδε μικροΐς(;) χρυσίνοις ώνησάμην Κρήτης πρόεδρος ευτελής Νικη­
φόρος»61. Τέλος, σε χρόνο άγνωστο δώρισε μεμβράνινο ευαγγέλιο στη μονή του «κυροϋ Αθανασί­
ου» στη Φώκαια, το οποίο σήμερα βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της λαύρας του Αγίου Όρους. Στην ώα
του πρώτου φύλλου ο Νικηφόρος έχει γράψει αφιερωτική σημείωση52.
Η κατοχή σπουδαίων χειρογράφων, καθώς και η ενασχόληση με τη γραφή τους φανερώνουν έναν
άνθρωπο με μεγάλη, για την εποχή του, παιδεία. Ταυτόχρονα, το γεγονός αυτό κάνει πολύ πιθανή

41 Γεώργιος Παχυμέρης, II, σ. 349. Πρβλ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος, σ. 216.


42 Γεώργιος Παχυμέρης, II, σ. 376-377. Πρβλ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος, σ. 216, 217.
43 Το γράμμα που είχε απευθύνει ο πατριάρχης Αθανάσιος, αντίπαλος του Ιωάννη ΙΒ', στον Νικηφόρο δεν έχει, όπως
άλλωστε και η αυθαίρετη χρονολόγησή του το 1304, καμία σχέση με την παραχώρηση της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας
στον Νικηφόρο αλλά ούτε και με την απομάκρυνσή του από την πρωτεύουσα, όπως πιστευόταν, βλ. Παπαδόπουλος-Κερα­
μεύς, Μοσχόπουλος, σ. 217-219. Για τη νέα ερμηνεία του γράμματος αυτού βλ. ό.π. (υποσημ. 27).
44 Ο Νικηφόρος είχε πραγματοποιήσει και άλλες πρεσβείες. Βλ. Άμαντος, Αφιέρωμα, σ. 50.
45 Γεώργιος Παχυμέρης, II, σ. 241. Πρβλ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος, σ. 216. Άμαντος, Αφιέρωμα, σ. 50.
46 Για τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο και τον ανιψιό του Μανουήλ, το μετέπειτα σοφό γραμματικό, βλ. Άμαντος, Αφιέρωμα, σ. 53.
47 Βλ. υποσημ. 39.
48 Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Ιεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη, 2, σ. 84-85, 316-320. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος,
σ. 221.
49 Ρ. Papageorgiou, Zwei iambische Gedichte saec. XIV und XIII, BZ 8 (1899), σ. 672-674. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς,
Μοσχόπουλος, σ. 222.
50 Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Ιεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη, 2, σ. 75. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Μοσχόπουλος, σ. 222-223.
Πρβλ. Άμαντος, Αφιέρωμα, σ. 50.
Μ Σπ. Λάμπρος, Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις τον Αγίου Όρους ελληνικών κωδίκων, Canterbury 1895-1900, αριθ.
890. Πρβλ. Άμαντος, Αφιέρωμα, σ. 50.
72 Αμαντος, Αφιέρωμα, σ. 50. Στην ίδια μονή ο Κ. Άμαντος αναφέρει και άλλο αφιέρωμα, ένα ευαγγέλιο του Νικηφόρου,
που σώζεται στη μονή Σινά με ιαμβική αφιερωτική επιγραφή και χρονολογία Μαρτίου 1303, βλ. σ. 50-52.

29
την ύπαρξη μίας βιβλιοθήκης μέσα στη Μητρόπολη του Μυστρά, ανάλογης με εκείνη της μονής
Βροντοχίου"'3, καθώς και ενός κέντρου αντιγραφέιον χειρογράφων. Η άποψη για την ύπαρξη ενός
τέτοιου κέντρου σε μεταγενέστερη, όμως, εποχή, ενισχύεται από το γεγονός ότι αξιόλογα χειρό­
γραφα του 15ου αιώνα έχουν γραφτεί από το προσωπικό της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας. Το χει­
ρόγραφο Neapol. Ill, Β1, που περιλαμβάνει τον Ηρόδοτο, αντιγράφτηκε το 1440 από τον Ιωάννη
Χανδακηνό, διάκονο και δευτερεύοντα στη Μητρόπολη Λακεδαιμόνιας, ενώ το χειρόγραφο 144
της Βιβλιοθήκης Estense στη Μόδενα, που περιλαμβάνει έργα κλασικών, όπως του Αριστοτέλη,
του Ισοκράτη και του Αριανού, γράφτηκε το 1441 από τον Νικόλαο Λεμενίτη, νοτάριο της Μητρό­
πολης Λακεδαιμόνιας για λογαριασμό του Δημήτριου Ραούλ Καβάκη64.
Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να υποθέσει ότι ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος, ιεράρχης με μεγάλη
παιδεία και καλλιέργεια, προσπάθησε να καταστήσει τη Μητρόπολή του ένα πνευματικό κέντρο
με σπουδαία ακτινοβολία, αντάξιο της νέας διοικητικής πρωτεύουσας και εφάμιλλο της μονής
Βροντοχίου του Παχωμίου. Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο Νικη­
φόρος ανοικοδομεί τις αναγκαίες, σε ένα τέτοιο κέντρο, κτιριακές μονάδες γύρω από τον προϋ-
πάρχοντα μητροπολιτικό ναό, τον οποίο συγχρόνους εξωραΐζει και ανακαινίζει. Η δημιουργία του
αυτή τον κάνει βεβαίως υπερήφανο και ίσως λίγο υπερβολικό. Συνεπώς, οι πληροφορίες που μας
δίνει ο Νικηφόρος με τις επιγραφές του για τις οικοδομικές του δραστηριότητες δεν αναφέρονται
στην ανέγερση του ναού από αυτόν, αλλά μάλλον στην ανακαίνιση και τη συμπλήρωσή του, καθώς
και στην επέκταση και δημιουργία ενός μεγάλου μητροπολιτικού συγκροτήματος με δική του
περιουσία, πολλαπλές χρήσεις και μεγάλη ακτινοβολία, δηλαδή σε ένα ευρύ έργο, ανάλογο με την
προσιυπικότητα ενός πολυταξιδεμένου, διανοούμενου, αυλικού ιεράρχη.
Εξάλλου, μετά τον πρόσφατο καθαρισμό των τοιχογραφιών του ναού προέκυψαν νέα στοιχεία για
τη χρονολόγηση του μνημείου, τα οποία παρουσιάσθηκαν και αναλύθηκαν διεξοδικά από τον Μ.
ΧατζηδάκηΆ Τα στοιχεία αυτά, όπως παρατίθενται στη συνέχεια, σύμφωνα με την ερμηνεία του
μελετητή τους και σε συνδυασμό με νέες διαπιστώσεις του ύστερα από προσεκτικότερη έρευνα του
μνημείου, έδωσαν καινούργια δεδομένα για την ιστορία της Μητρόπολης πριν από τον Νικηφόρο
Μοσχόπουλο. Οι τοιχογραφίες του ναού αποκαλύπτουν τρία νέα σημαίνοντα πρόσωπα της Εκκλη­
σίας της Λακεδαιμόνιας. Το ένα είναι η μορφή ιεράρχη σε στάση προσκύνησης μέσα στην κόγχη
του Ιερού, στα αριστερά της Παναγίας (Πίν. 36α), η οποία εμφανίσθηκε μετά την αφαίρεση επι-
ζωγράφησης με παράσταση, επίσης, της Παναγίας. Από τη μορφή αυτή σώζεται μόνον το περί­
γραμμα, γιατί έχει ξυσθεί συστηματικά τόσο η επιφάνεια της μορφής, όσο και η επιγραφή που τη
συνόδευε. Παρόμοια καταστροφή έχει σημειωθεί στο μεσαίο κίονα της νότιας τοξοστοιχίας, από
όπου έχει εξαλειφθεί γραπτή επιγραφή, πιθανώς σχετιζόμενη με το χορηγό των τοιχογραφιών,
καθώς επίσης και στο μεσαίο κίονα της βόρειας τοξοστοιχίας, από όπου έχει καταστραφεί εγχά­
ρακτη επιγραφή, που πιθανότατα αναφερόταν σε αφορισμό προσώπου. Η σκόπιμη αυτή κατα­
στροφή οφείλεται πολύ πιθανώς σε damnatio memoriae'’6, που θα πρέπει να ακολούθησε την ανθε­
νωτική πολιτική του Ανδρονίκου Β' Παλαιολόγου (1282-1328), ο οποίος εγκαινίασε αντίθετη πολι­
τική από εκείνη του πατέρα του, Μιχαήλ Ηλ
Σε damnatio memoriae θα μπορούσε να αποδοθεί και η παράλειψη του μητροπολίτη Θεοδοσίου,
ιεράρχη ιστορικά τεκμηριωμένου ως μητροπολίτη Λακεδαιμόνιας το 127267, από το Συνοδικό της
Εκκλησίας της Λακεδαιμόνιας του κώδικα της Οξφόρδης, που είχε αφιερώσει στη Μητρόπολη ο53467

53 Βλ. Σπ. Λάμπρος, Ανύπαρκτα ονόματα, NE I ( 1904), ο. 331-332 και ο ίδιος, Λακεδαιμόνιοι βιβλιογράφοι, NE IV (1907),
σ. 152-187 και ιδιαίτερα ο. 153, 154.
54 Για τα δύο αυτά χειρόγραφα, βλ. Σπ. Λάμπρος, NE IV (1907), σ. 185-186. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 318.
55 Χατζηδάκης, Νειότερα, σ. 143-175.
56 Ό.π., σ. 143-144.
57 Jenkins - Mango, Synodicon, σ. 241. Laurent, La liste épiscopale, o. 226. Zakythinos, Despotat, 2, o. 284. Miklosich -
Müller, Acta, 4, o. 379.

30
Νικηφόρος Μοσχόπουλος38, προφανώς δηλωμένου οπαδού της ενωτικής πολιτικής του Μιχαήλ Η λ
Το δεύτερο πρόσωπο, ο μοναχός και μετέπειτα μητροπολίτης Θεράπων, αναφέρεται σε μία επι­
γραφή που αποκαλύφθηκε και αυτή μετά τον καθαρισμό των τοιχογραφούν και βρίσκεται στην
ανατολική επιφάνεια του βόρειου τμήματος του διαχωριστικού τοίχου, μεταξύ κυρίως ναού και
νάρθηκα (Π ίν. 8) (Παράρτημα, 4). Το τρίτο, τέλος, πρόσωπο, που έγινε πάλι ορατό μετά τον
καθαρισμό των τοιχογραφιών, είναι ένας ιεράρχης, ο οποίος αποδίδεται με προσωπογραφικό
χαρακτήρα στο διακονικό και συνοδεύεται από μία επιγραφή κατά τις δύο πλευρές της μορφής του
(Π ίν. 42β) (Παράρτημα, 5). Ο Μ. Χατζηδάκης διάβασε το όνομα Ευγένιος σε αντίθεση με τον G.
Millet, που είχε προτείνει με δισταγμό το όνομα Ευσέβιος5859.
Σχετικά με τα ονόματα των μητροπολιτών της εποχής, λίγο πριν από τους Φράγκους και έως τον
Νικηφόρο: α) όποος τους παραδίδει το Συνοδικό και, όπως τους συμπληρώνουν και τους χρονολο­
γούν οι εκδότες του, β) R.H. Jenkins - C. Mango και γ) V. Laurent, παρατίθενται στη συνέχεια οι
ακόλουθοι πίνακες:

α) Συνοδικό Οξφόρδης
23. Νικήτα
24. Θεράποντος μοναχού
25. Ιωάννου του μετονομασθέντος Ιωσήφ μοναχού
26. Νικηφόρου μητροπολίτου Κρήτης και προέδρου Λακεδαιμόνιας
Τελευταίος είναι ο Γρηγόριος Βουτάς, του οποίου το όνομα επαναλαμβάνεται δύο φορές στο
Συνοδικό.
β) R.H. Jenkins - C. Mango
23. Νικήτας (πιθανώς τέλη 12ου αι.)
24. Θεράπων μοναχός (προ του 1207)
25. Ιωάννης Ιωσήφ (προ των Φράγκων)
26. Θεοδόσιος, 1272
27. Ιωάννης, 1285
28. Νικηφόρος Μοσχόπουλος
γ) V. Laurent
25. Νικήτας (τέλη 12ου-αρχές 13ου αι.)
26. Θεοδόσιος III (μοναχός Θεράπων, 1272)
27. Ιωάννης VII, 1285
28. Νικηφόρος Μοσχόπουλος, 1286 μέχρι τουλάχιστον το 1315-1316
29. Μιχαήλ μητροπολίτης Πατρών και πρόεδρος Λακεδαιμόνιας, 1316
30. Γρηγόριος Βουτάς, 1324

Γίνεται πλέον σαφές ότι ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος δεν είναι ο κτήτωρ του Αγίου Δημητρίου,
αφού στο ναό εμφανίζονται πολύ πριν από αυτόν και άλλοι μητροπολίτες να έχουν σχέση με τη
διαμόρφωσή του. Για τα νέα αυτά πρόσωπα που παρουσιάσθηκαν στην ιστορία της Μητρόπολης
Λακεδαιμόνιας, ο Μ. Χατζηδάκης κάνει τις ακόλουθες παρατηρήσεις σχετικά με τη χρονολογική
σειρά και το έργο τους. Ο εικονιζόμενος στο διακονικό μητροπολίτης Ευγένιος ήταν ήδη κεκοι-
μημένος όταν έγινε η τοιχογραφία, όπως μας δείχνει ο φωτοστέφανος της προσωπογραφίας, και
επομένως προηγείται χρονολογικά από την τοιχογράφηση του ναού. Ο Θεράπων ο μοναχός συν­
δέεται, ως χορηγός, με ορισμένες τοιχογραφίες και μάλιστα εκείνες του βόρειου κλιτούς που βρί­

58 Πρόκειται για το χειρόγραφο MS Holkham gr. 6 (172) της Βιβλιοθήκης Holkham Hall, βλ. Jenkins - Mango, Synodicon,
o. 225-242 και Laurent, La liste épiscopale, o. 208-226.
59 Millet, Inscriptions, o. 129, αριθ. XX.

31
σκονται στο ίδιο ζωγραφικό στρώμα με την επιγραφή του, και αυτοπροσδιορίζεται μόνο με τη
σχέση του με τον Ευγένιο, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον «υπέρτιμο» μητροπολίτη του διακο­
νικού. Εξάλλου, ο Θεράπων ο μοναχός είναι γνωστός στην ιστορία της Μητρόπολης Λακεδαιμό­
νιας και μνημονεύεται στο Συνοδικό της ως 24ος μητροπολίτης. Θα πρέπει να είχε διατελέσει μη­
τροπολίτης μετά τους Φράγκους, αφού ήταν χορηγός των τοιχογραφιών στον Άγιο Δημήτριο, και
επίσης μετά τους διαγραφέντες λόγο) damnatio memoriae ιεράρχες, δηλαδή μετά το 1282, που
γίνεται αυτοκράτορας ο Ανδρόνικος ΕΓ60. Το 1285, όμως, γίνεται μητροπολίτης ο Ιωάννης (Ιω­
σήφ), οπαδός της νέας ανθενωτικής πολιτικής, ο οποίος υπογράφει την καταδίκη του λατινόφρονα
πατριάρχη Ιωάννη Βέκκου61 και τοποθετείται από τους εκδότες του Συνοδικού ακριβώς πριν από
τον Νικηφόρο και μετά από τον Θεράποντα. Συνεπώς, ο χρόνος που διετέλεσε μητροπολίτης ο
Θεράπων περιορίζεται μεταξύ του 1283 και 1285.
Όταν ο Θεράπων «ξόδευε» για τις τοιχογραφίες ήταν ακόμη μοναχός και μνημόνευε έναν ήδη
κεκοιμημένο ιεράρχη, τον Ευγένιο. Η άποψη αυτή είναι κατά τον Μ. Χατζηδάκη πιθανότερη από
το ενδεχόμενο ο Θεράπων να ήταν ήδη μητροπολίτης και να μην ανέφερε τους αρχιερατικούς του
τίτλους ως σεμνός και αγράμματος καλόγερος. Εξάλλου, θα ήταν πολύ δύσκολο να μνημονεύει τον
ενωτικό μητροπολίτη Ευγένιο επί Ανδρονίκου ΕΓ, όταν πλέον θα είχε γίνει ο ίδιος μητροπολίτης62.
Επομένους, κατά τον Μ. Χατζηδάκη, θα πρέπει να αναζητηθεί ο μητροπολίτης, στα χρόνια του
οποίου ο μοναχός Θεράπιυν δαπανούσε για τις τοιχογραφίες. Ο αμέσως προηγούμενος από τον
Θεράποντα μητροπολίτης που μνημονεύεται στο Συνοδικό είναι ο Νικόλαος ή Νικήτας, που ομό­
φωνα τοποθετείται από τους εκδότες του Συνοδικού στα τέλη του 12ου αιώνα. Για τους R.ET
Jenkins - C. Mango ο Θεράπων μπορεί να ανήκει και στην πριν από τους Φράγκους εποχή, ενώ
για τον V. Laurent ανάμεσα στον Νικόλαο και τον Θεράποντα υπάρχει το κενό της φραγκικής
κατοχής της Λακεδαιμόνιας. Δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή η προτεινόμενη από τον V.
Laurent ταύτιση του Θεράποντος με τον Θεοδόσιο του 1272, δύο ονομάτων που μνημονεύονται σε
ξεχωριστά επίσημα κείμενα, διαφορετικού περιεχομένου.
Όπως ήδη σημειώθηκε, ο Θεράπων έγινε αποδεκτός στο ανθενωτικό Συνοδικό, αντίθετα με τους
δύο προηγούμενους «υπέρτιμους» μητροπολίτες, τον Ευγένιο και τον Θεοδόσιο, οι οποίοι, ενώ
είναι πρόσωπα υπαρκτά, έχουν παραλειφθεί από αυτό. Έτσι, εφόσον ο Ευγένιος δεν ζούσε όταν
ο Θεράπιυν έκανε «την έξοδο» για τις τοιχογραφίες, ο πιθανότερος μητροπολίτης, εκείνη την
εποχή, θα πρέπει να ήταν ο Θεοδόσιος. Ο Θεοδόσιος είναι πολύ πιθανόν να είχε καταλάβει την
έδρα Λακεδαιμόνιας πριν από το 1272 και να παρέμεινε σε αυτήν ίσως και έως το τέλος του 1282,
οπότε πεθαίνει ο Μιχαήλ Η λ
Σύμφωνα με τους παραπάνω συλλογισμούς, η σειρά των μητροπολιτών που προτείνει ο Μ. Χατζη-
δάκης63 είναι η ακόλουθη:

23. Νικόλαος ή Νικήτας, τέλη του 12ου αι.


24. Ευγένιος, 1263(;)-προ του 1272
25. Θεοδόσιος, 1272-1282(;)
26. Θεράπων ο μοναχός, 1283-1284
27. Ιωάννης, ο μετέπειτα μοναχός Ιωσήφ, 1285-1288(;)
28. Νικηφόρος Μοσχόπουλος 1288(;)-1315

60 Χατζηδάκης, Νεοπερα, σ. 150.


61 V. Laurent, Les signataires du second Synode des Blachèrnes, Echos d ’Orient XXVI (1927), o. 146. Laurent, La liste
épiscopale, a. 223. Jenkins - Mango, Synodicon, σ. 241. V. Laurent - J. Darrouzes, Dossier grec de l'Union de Lyon (1273-
1277), Paris 1976, 128-132. Βλ. Χατζηδάκης, Νεώτερα, σ. 151.
62 Χατζηδάκης, Νεοπερα, σ. 150, 151.
63 Ό.π., σ. 151.

32
Η ιστορία του μνημείου αναθεωρήθηκε από τον Μ. Χατζηδάκη, σύμφωνα με τα παραπάνω δεδο­
μένα, ο οποίος πρότεινε ως πιθανότερες τις ακόλουθες φάσεις64: ο ναός κτίστηκε τους πρώτους,
μετά το 1263, χρόνους, πιθανώς από τον Ευγένιο, ενώ οι παλαιότερες τοιχογραφίες έγιναν αρχι­
κά από τον Θεοδόσιο ή από άλλο, άγνωστο έως σήμερα, μητροπολίτη στο Ιερό, στο διακονικό και
σε τμήμα του νότιου κλιτούς. Στη συνέχεια έγιναν από τον Θεράποντα οι τοιχογραφίες που
αρχίζουν από την πρόθεση, είτε επί Θεοδοσίου το 1272 ή επί Θεράποντος γύρω στο 1283, πάντως
πριν από το 1285. Ακόμη, ο Μ. Χατζηδάκης δεν απέκλεισε την πιθανότητα ένα μικρό τμήμα των
τοιχογραφιών στο νότιο κλίτος να οφείλεται στον Ιωάννη-Ιωσήφ, γεγονός που κατ' αυτόν θα
μπορούσε να ερμηνεύσει την αταξία και την ασυνέχεια στη διάταξη των παραστάσεων που παρα-
τηρείται στο νότιο τοίχο κοντά στο διακονικό, λόγω των επάλληλων αλλαγών στους μητροπολίτες:
Θεράπων, Ιωάννης, Νικηφόρος, χωρίς αυτό να αλλάζει ουσιαστικά τη χρονολόγηση, που γενικό­
τερα πρότεινε65.
Σύμφωνα με τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι κτήτωρ του Αγίου Δημητρίου ήταν ο ιδρυτής της
Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας μετά τη φραγκοκρατία, ο οποίος, άλλωστε, μετέφερε την έδρα της
από τη Σπάρτη στον Μυστρά. Ο πρώτος αυτός μητροπολίτης θα πρέπει να ήταν ο Ευγένιος. Με
την άφιξή του άρχισε αμέσως την ανέγερση του καθεδρικού του ναού, χωρίς όμως να αποκλείεται
το ενδεχόμενο να είχε καθυστερήσει να μεταβεί στην έδρα του, οπότε στην περίπτωση αυτή οι
εργασίες στη Μητρόπολη θα πρέπει να είχαν ήδη αρχίσει να πραγματοποιούνται. Η μεταφορά της
Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας από τη Σπάρτη στον Μυστρά και η ανέγερση του μητροπολιτικού
ναού ήταν δύο απαραίτητες προϋποθέσεις, τόσο για την εγκατάσταση του νέου μητροπολίτη στη
νέα έδρα του έξω από τη φραγκική επικράτεια και υπό την προστασία της βυζαντινής κυριαρχίας
στην οχυρή πόλη, όσο και για την προσέλκυση κατοίκων και την επίτευξη του εποικισμού της
πόλης αυτής με ταχύ ρυθμό.
Μετά την ανέγερση του ναού, η οποία δεν αποκλείεται να ολοκληρώθηκε από το διάδοχο του
Ευγενίου, Θεοδόσιο, ακολούθησε η τοιχογράφησή του. Ο διάδοχος του Θεοδοσίου, Θεράπων,
ήταν χορηγός τοιχογραφιών, τουλάχιστον εκείνων στο βόρειο κλίτος, όπως μαρτυρεί η επιγραφή
του, είτε ως μητροπολίτης (1283-1284) ή ως απλός μοναχός επί Θεοδοσίου. Βεβαίως δεν αποκλεί­
εται στην περίπτωση που ο Θεράπων έκανε τις τοιχογραφίες μετά το 1283, η τοιχογράφηση του
ναού να είχε ήδη αρχίσει από την περιοχή του Ιερού επί Θεοδοσίου ή κάποιου άλλου, άγνωστου
σε εμάς μητροπολίτη. Η τοιχογράφηση του ναού πιθανώς δεν ολοκληρώθηκε από τον Θεράποντα,
αλλά από τους διαδόχους του, τον Ιωάννη και τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο, σε τμήμα του νότιου
κλιτούς, στο μεσαίο κλίτος και στο νάρθηκα. Έτσι, εάν η τοιχογράφηση του μεσαίου κλιτούς έγινε
από τον Νικηφόρο, δεν αποκλείεται η διάταξη στο φωταγωγό με τις μορφές και τα παράθυρα
εναλλάξ, που θυμίζουν τον Άγιο Απολλινάριο το Νέο της Ραβέννας, να μην προέρχεται απλιός από
την αντιγραφή ευρέως διαδεδομένων προτύπων ή κάποιας βασιλικής της περιοχής, αλλά να ήταν
επιλογή του ίδιου του μητροπολίτη, ο οποίος θα την είχε ασφαλώς γνωρίσει σε κάποιο από τα ταξί­
δια του στην Ιταλία ή την πρωτεύουσα. Συγχρόνως, ο Νικηφόρος συνεχίζει στον Άγιο Δημήτριο το
οικοδομικό έργο των προκατόχων του προσθέτοντας στοές και προστώα, αλλά και άλλα βοηθητι­
κά, για τη λειτουργία της Μητρόπολης, κτίσματα.
Το 1286, λίγο πριν έλθει ο Νικηφόρος στην Πελοπόννησο, πραγματοποιείται ένα πολύ σημαντικό
πολιτικό γεγονός για την εξέλιξη της ιστορίας του Μυστρά. Ο Ανδρόνικος Β' αντιλαμβανόμενος
ότι ο θεσμός του διοικητή των κτήσεων στην Πελοπόννησο με μονοετή θητεία δεν είχε αποβεί θετι­
κός για τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας, αποφασίζει να δημιουργήσει ένα νέο κυβερνητικό

64 Ό.π., σ. 152.
65 Η αταξία και η ασυνέχεια στη διάταξη των παραστάσεων στην περιοχή αυτή οφείλεται κατά μέγα μέρος στην κατα­
στροφή των παραστάσεων από μεταγενέστερες επεμβάσεις, καθώς και στην οργάνωση της σύνθεσης σε σχέση με τα επι-
μέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία.

33
σχήμα με διοικητή όχι πλέον την «Κεφαλή»66, αλλά έναν «Επίτροπο»67 με ευρύτερες δικαιοδοσίες
και μεγαλύτερη διάρκεια θητείας. Ως πρώτο «Επίτροπο» ορίζει το 1286 τον πατέρα του μετέπειτα
αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ" Καντακουζηνού και πιθανιυς γιο του Μιχαήλ Καντακουζηνού, ο οποίος
είχε σταλεί ως «Κεφαλή» στον Μορηά και είχε σκοτωθεί στη συμπλοκή με τους Φράγκους στα Σέρ-
γιανα το 126468. Ο διοικητής αυτός πέθανε σε ηλικία 29 ετοόν, αφού κυβέρνησε επιτυχούς οκτώ χρό­
νια, από το 1286 έως το 1294.
Επόμενος γνωστός διοικητής της Πελοποννήσου ήταν ο Ανδρόνικος Ασάν, εγγονός του Μιχαήλ Η'
Παλαιολόγου και γιος του Ιωάννη Γ' Ασάν, έκπτωτου τσάρου της Βουλγαρίας69. Μετά από αυτόν
επίτροπος ορίσθηκε ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ", ο οποίος όμως αρνήθηκε το αξίωμα70.
Βλέπομε, λοιπόν, ότι στο αξίωμα αυτό αναδείχθηκαν άνδρες άμεσα συνδεδεμένοι με τον αυτοκρα-
τορικό οίκο του Βυζαντίου. Η υψηλή τους καταγωγή σε συνάρτηση με το μεγαλύτερο χρονικό διά­
στημα της θητείας τους και την ευρύτερη διοικητική δικαιοδοσία θα πρέπει να τους έδινε τη δυνα­
τότητα να ασχοληθούν και με θέματα έξω από τα καθαρά στρατιωτικά τους καθήκοντα.
Μέσα, λοιπόν, στο νέο αυτό πολιτικό-διοικητικό πλαίσιο με την ισχυρή πλέον εξουσία του κοσμικού
άρχοντα, θα πρέπει να ειδωθούν οι δραστηριότητες τόσο του Νικηφόρου, όσο και του Παχωμίου του
Βροντοχίτη, ενοό η ανέγερση στη μονή Βροντοχίου, του ναού της Οδηγήτριας, λίγο πριν από το
1311/2, με υπεροόα, θα μπορούσε να συνδεθεί με τη δημιουργία μίας μικρής αυλής γύρω από τους
ευγενείς διοικητές σύμφωνα με τα πρότυπα της Κωνσταντινούπολης. Το νέο αυτό πνεύμα που διέ-
πει την Οδηγήτρια τόσο στην αρχιτεκτονική, όσο και στον εσωτερικό της διάκοσμο, με τις ορθομαρ­
μαρώσεις και τις τοιχογραφίες, που μας θυμίζουν τη Μονή της Χώρας, στον Άγιο Δημήτριο θα
μπορούσε να το διακρίνει κανείς στο δάπεδο με τα μαρμαροθετήματα και τα μωσαϊκά, καθώς και
στις τοιχογραφίες της πρωιμότερης φάσης. Η Ντούλα Μουρίκη δεν απέκλεισε μάλιστα την πιθανό­
τητα οι τοιχογραφίες αυτές να είναι το έργο ενός συνεργείου από την Κωνσταντινούπολη71. Κάτω
από τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες θα πρέπει να εργάσθηκαν οι δύο εξέχουσες μορφές της Εκκλη­
σίας του Μυστρά για να εξωράίσουν και να επεκτείνουν ο Παχώμιος το μοναστήρι του και ο Νικη­
φόρος τη Μητρόπολή του.
Μέσα σε λιγότερο από πενήντα χρόνια, ο Μυστράς που ιδρύθηκε από τους Φράγκους σαν οχυρό
και κέντρο στρατωνισμού, είχε μετατραπεί όχι μόνο σε μία ανθηρή πόλη, αλλά και σε ένα κέντρο
πνευματικής ακτινοβολίας χάρη στις αξιόλογες κοσμικές και εκκλησιαστικές προσωπικότητες, οι
οποίες ανέλαβαν τη διακυβέρνησή του, καθώς και στην πολιτική των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου
γενικότερα.
Το 1348 ο αυτοκράτορας Ιιυάννης ΣΤ" Καντακουζηνός πήρε μία απόφαση πολύ σημαντική για τα
πράγματα της Πελοποννήσου. Η χώρα αυτή καταστρεφόταν από τους διαρκείς πολέμους με τους
Φράγκους και τις διενέξεις μεταξύ των τοπικών αρχόντων. Ο αυτοκράτορας για να αντιμετωπίσει

66 Τον τίτλο της «Κεφαλής», που είχε ο πρώτος διοικητής της Πελοποννήσου, τον συναντάμε στο Χρονικόν του Μορέως,
στ. 4535, 6641, 6642, 6658, 6683, 6743, 8321, 8693, 8708 κ.ε. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 62. Ο τίτλος αυτός αναφε'-
ρεται, επίσης, σε αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα, τα οποία χρονολογούνται από το 1314 ε'ως το 1322, βλ. Millet, Inscriptions,
σ. 104, 110, 114-115. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 61.
67 Ο πρώτος «Επίτροπος» ορίζεται το 1286, βλ. Nicol, Kantakouzenos, σ. 29. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 1, Additions, σ.
329, και όχι το 1308.
68 Βλ. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 61 · 1, σ. 38, 39, 68. Ως προς την ταυτότητα του Καντακουζηνού αυτού είχε προκληθεί σύγ­
χυση από τον Γεώργιο Παχυμε'ρη. Η σύγχυση αυτή διευκρινίζεται από τον Nicol, Kantakouzenos, σ. 11-14, 29. Πρβλ.
Zakythinos, Despotat, 1, Additions, σ. 324, 325.
69 Η παρουσία του Ανδρόνικου Ασάν στον Μορηά επισημαίνεται το 1316, 1320 και 1323. Βλ. Miklosich - Müller, Acto. 1,
σ. 52. Livre de la conqueste, σ. 404. Millet, Inscriptions, σ. 115. Ακόμη νωρίτερα μεταξύ του 1305 και του 1308 αναφε'ρεται
στο Libro de los Fechos, § 528-529, σ. 116. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 70’ 2, σ. 64.
70 Ιωάννης Καντακουζηνός, 1, σ. 84, 85. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 74.
71 D. Mouriki, Stylistic Trends in Monumental Painting of Greece at the Beginning of the Fourteenth Century, L 'art
byzantin au début du quatorzième siècle, Symposium of Gracanica. Belgrade 1978, σ. 55-83 και ιδίως σ. 71.

34
αποτελεσματικά αυτή την κατάσταση αποφάσισε να τονοίσει τη διοίκηση των βυζαντινών κτήσεων
στην Πελοπόννησο με τη δημιουργία ενός Δεσποτάτου υποκείμενου στην αυτοκρατορική εξουσία,
αλλά ταυτόχρονα με διοικητική αυτοτέλεια. Κατά τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο
του Μορέως72 με πρώτο διοικητή το δευτερότοκο γιο του αυτοκράτορα, Μανουήλ, ο οποίος έλαβε
τον τίτλο του δεσπότη με ισόβια θητεία.
Ο Μανουήλ Καντακουζηνός κυβέρνησε την Πελοπόννησο από το 134873 έως το θάνατό του, το
138074. Τόσο η προσωπικότητα, όσο και η καταγωγή του, έδωσαν μεγάλο κύρος στη βυζαντινή
αυτή επαρχία. Μετά από ένα μεγάλο διάστημα αποδιοργάνιυσής της από τις επιδρομές των Τούρ­
κων, τις συγκρούσεις με τους Φράγκους και την εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ των αρχόντων,
αποκαθίσταται η τάξη και ακολουθεί μία περίοδος ειρήνης, κατά την οποία ο πληθυσμός ασχολεί-
ται με την καλλιέργεια της ερημωμένης γης. Η ύπαρξη στον Μυστρά μίας δέσποινας με λατινική
καταγωγή, της Isabelle Lusignan, κόρης του Guy de Lusignan, βασιλιά της Μικρής Αρμενίας73,
εξασφάλισε μία σχετική ειρήνη με τους Φράγκους, μία κοινή πολιτική εναντίον των Τούρκων και
σχεδόν φιλικές σχέσεις με την παπική αυλή. Αφού, λοιπόν, ο Μανουήλ ρύθμισε επιτυχώς την εξω­
τερική πολιτική και βελτίωσε τα της διοίκησής του, παρά τις κατά καιρούς κακές σχέσεις του με
την αυτοκρατορική αυλή, ασχολήθηκε μαζί με τη σύζυγό του για τον εξωραϊσμό της πρωτεύουσάς
του. Έτσι, ο Μανουήλ παρουσιάζεται ως ένας από τους μεγαλύτερους κτήτορες στην ιστορία του
Μυστρά και μάλιστα είναι ο προίτος κοσμικός άρχοντας που πραγματοποιεί ένα τόσο μεγαλόπνοο
οικοδομικό πρόγραμμα στη βυζαντινή πόλη.
Είναι φανερό ότι η κατοικία των διοικητών του Μυστρά, το επονομαζόμενο φράγκικο κτίριο του
παλατιού, δεν επαρκούσε πλέον για τις συνήθειες και τον τρόπο ζιοής του πρίγκιπα, της αυλής του
και των υψηλών προσκεκλημένων του. Γνωρίζομε ότι οι δύο πριύην αυτοκράτορες, ο πατέρας του
δεσπότη Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός και ο αδελφός του Ματθαίος, πήγαν στον Μυστρά το 1361,
όπου ο προότος παρέμεινε για έναν ολόκληρο χρόνο76. Στη συνέχεια, ο Ιωάννης πέρασε πολλά
χρόνια στον Μυστρά κοντά στους γιούς του Μανουήλ και Ματθαίο, όπου ακολούθησε το μοναχι­
σμό. Έ να γράμμα που χρονολογείται το Νοέμβριο του 1367, από τον πάπα Ουρβανό Ε' στον
πρώην αυτοκράτορα του Βυζαντίου, φανερώνει ότι αυτός ήταν ήδη μοναχός77, ενώ από ένα γράμ­
μα του Δη μητριού Κυδώνη προς τον Ματθαίο, γραμμένο πριν από το θάνατο του Ιωάννη στις 15
Ιουνίου 1383, γνωρίζομε ότι αυτός βρισκόταν στον Μυστρά78.

7: Ιωάννης Καντακουζηνός, 3, σ. 85. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 95· 2, σ. 71.


73 Η ακριβής χρονολογία της άφιξης του Μανουήλ Καντακουζηνού στην Πελοπόννησο έχει προσδιορισθεί από τον R.J.
Loenertz, La chronique brève Moréote de 1423. Texte, traduction et commentaire, Mélanges Eugène Tisserant, II, Vatican
1964, o. 404, 414, 415.
74 Ό.π., o. 404. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 1, o. 112.
75 H σύζυγος του Μανουήλ Isabelle Marie-Marguerite ήταν εξαδέλφη του Guy de Lusignan της Κύπρου, πριότου συζύγου
της Μαρίας των Βουρβόνων, και συνεπώς όχι κόρη αυτής της τελευταίας (όπως πιστευόταν, βλ. Zakythinos, Despotat, 1,
σ. 97, όπου και η βιβλιογραφία, στην οποία βασίσθηκε για τα συμπεράσματά του). Το θέμα έχει διευκρινισθεί από τον St.
Binon (Guy d’Arménie et Guy de Chypre, Isabelle de Lusignan à la cour de Mistra, Mélanges E. Boisacq I, Annuaire de
l'Institut de philologie et d'histoire orientales et slaves V (1937), σ. 125-142), ο οποίος διόρθωσε τα συμπεράσματα του
Δ. Ζακυθηνού, βλ. D. Zakythinos, Line princesse française à la cour de Mistra au XIV siècle, Isabelle de Lusignan Can-
tacuzena, REG 49 (1936), σ. 62-76. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 1, Additions, σ. 336.
76 Γνωρίζομε πλέον ότι ο Ιωάννης με το γιο του Ματθαίο φεύγουν για την Πελοπόννησο το 1361. Επομένως δεν βρί­
σκονται στον Μυστρά το 1359, όπως πιστευόταν, βλ. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 100. Η νέα χρονολογία μας είναι γνωστή
από δύο γράμματα του Μανουήλ Ραούλ, βλ. Μανουήλ Ραούλ, αριθ. 3, 5, σ. 142-145, 148-149, αντίστοιχα. Πρβλ. Nicol,
Kantakouzenos, σ. 87, αριθ. 129 και Zakythinos, Despotat, 1, Additions, σ. 337. Επίσης, σχετικά με τη συμμετοχή του Ματ­
θαίου στη διακυβέρνηση (Nicol, Kantakouzenos, σ. 115. Zakythinos, ό.π.), γνωρίζομε μόνον ότι ο αυτοκράτορας Ιωάννης
Ε ' και ο Ματθαίος έκαμαν μία συμφωνία, με την οποία ο Ματθαίος θα συμμετείχε στη διακυβέρνηση της Πελοποννήσου.
Η συμφωνία όμως αυτή δεν τηρήθηκε ποτέ.
77 Zakythinos, Despotat, 1, σ. 114.
78 R.J. Loenertz, Pour l'histoire du Péloponnèse au XIV siècle (1382-1404), REB I (1943), σ. 163. Πρβλ. Zakythinos,
Despotat, 1, σ. 115.

35
Ο Μανουήλ αποφάσισε την ανέγερση μίας νέας πτέρυγας στα βόρεια του αρχικού επονομαζό­
μενου φραγκικού κτιρίου του παλατιού, το οποίο όμως δεν γνωρίζομε αν είχε κτισθεί κατά τη φρα­
γκική περίοδο ή αργότερα74, ενώ συγχρόνως κατασκεύασε ένα δίκτυο ύδρευσης μέχρι το παλάτι, με
μία κρήνη στα δυτικά του νέου οικήματος, και αφιέρωσε τον επίσημο ναό του παλατιού στην Αγία
Σοφία, σε ανάμνηση της Μεγάλης Εκκλησίας της πρωτεύουσας. Η Αγία Σοφία φέρει τα μονογράμ­
ματα του δεσπότη Μανουήλ, ενώ παλαιό υπήρχε και μία επιγραφή7980 για τον Ιωάννη γραμμένη πριν
αυτός ενδυθείτο μοναχικό σχήμα, δηλαδή πριν από το 1367. Τέλος, δεν αποκλείεται ο Μανουήλ και
η γυναίκα του να ίδρυσαν τη μονή Περιβλέπτου και να έκτισαν το καθολικό της81.
Είναι φανερό ότι ο πρώην αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ' προτιμούσε την ήσυχη ζωή του Μυστρά από
την πολυτάραχη πολιτική κατάσταση της πρωτεύουσας. Στον Μυστρά βοήθησε παρασκηνιακά στη
διακυβέρνηση του Δεσποτάτου τους δύο γιούς του, τον Μανουήλ και μετά το θάνατο αυτού, τον
Ματθαίο. Δεν γνωρίζομε πού ακριβώς μόνασε και πέρασε τα χρόνια των γηρατειών του. Είναι
πολύ πιθανό να εγκαταστάθηκε στο μοναστηριακό συγκρότημα της Αγίας Σοφίας82, με το οποίο
είχε συνδεθεί το όνομα της οικογένειάς του και βρισκόταν πολύ κοντά στην κατοικία του δεσπό­
τη, χωρίς να είναι βεβαίως απίθανο να έμεινε στη μονή Βροντοχίου, ένα από τα πολυτελέστερα
και μεγαλύτερα καθιδρύματα της πόλης κατά την εποχή αυτή.
Τα μεγάλα μοναστήρια εκείνης της εποχής στον Μυστρά δεν είχαν άμεση εξάρτηση από τη
Μητρόπολη, η οποία άλλωστε κατά τους χρόνους της εξουσίας των Καντακουζηνών δεν παίζει
σημαντικό ρόλο στη ζωή της αυλής του Δεσποτάτου. Η Αγία Σοφία είναι ο ανακτορικός ναός, που
θα πρέπει να χρησίμευε για τις τελετές του Δεσποτάτου, ενώ κάποιο από τα σπουδαία μοναστή­
ρια της πόλης θα πρέπει να φιλοξένησε τον αυτοκράτορα Ιιυάννη ΣΤ' και τα μέλη της συνοδείας
του στα χρόνια του μοναχικού βίου του. Εξάλλου, στην Αγία Σοφία μπορούσε ο δεσπότης και οι
αυλικοί του να φθάσουν σύντομα από το παλάτι ανεβαίνοντας μία μικρή απόσταση στην πλαγιά
του λόφου, ενώ για να φθάσουν στον Άγιο Δημήτριο έπρεπε να διασχίσουν σε πομπή τους στενούς
πολυσύχναστους δρόμους της Κάτω Πόλης. Συνεπώς, ούτε λόγοι ευκολίας, αλλά ούτε και λόγοι
ασφάλειας επέτρεπαν στην αυλή του Δεσποτάτου τη χρήση του Αγίου Δημητρίου κατά τις μεγάλες
τελετές. Η θέση του Αγίου Δημητρίου στις παρυφές του λόφου είχε ως αποτέλεσμα την απομόνω­
σή του από τη ζωή της αυλής, αφού αυτή συγκεντρωνόταν γύρω από το ανακτορικό συγκρότημα
στην περιοχή του πλατώματος της Πάνω Πόλης, που είχε διαχοιρισθεί από τον υπόλοιπο οικισμό
στην κάτω περιοχή του λόφου, και προστατευόταν από εσωτερικές αναταραχές και εξωτερικές
επιβουλές με περιτειχίσματα και πύλες.
Εξάλλου, η σημασία και ο ρόλος της Μητρόπολης και του ποιμένα της μειώνεται από την εποχή
που τονώνεται η κοσμική εξουσία με τη δημιουργία του αξιώματος του δεσπότη, ενός ανώτατου
άρχοντα, ο οποίος συγκεντροονει γύρω του μια νέα αριστοκρατία, που ηγείται γενικά της πνευμα­
τικής ζωής στην πόλη. Ο Άγιος Δημήτριος χάνει την αίγλη του ως πνευματικού κέντρου της πρω­
τεύουσας των κτήσεων της Πελοποννήσου, που είχε προσπαθήσει να του προσδώσει ο Νικηφόρος
Μοσχόπουλος, και η ακτινοβολία του περιορίζεται στα λαϊκά κυρίως στρώματα.
Κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα υπάρχει στη Μητρόπολη κάποια οικοδομική δραστηριότητα.

79 Runciman, Mistra, σ. 95. Sinos, Organisation, σ. 107. Ορλάνδος. Παλάτια, σ. 21.


80 Millet, Inscriptions, σ. 142, 146. Το όνομα του κτήτορα, δεσπότη Μανουήλ, πληροφοροΰμεθα από την επιγραφή αυτή
που αντε'γραψε ο Michel Fourmont. Βλ. ό.π., σ. 145. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 106.
81 A. Louvi, L'architecture et Ια sculpture de la Peribleptos, de Mistra (διδακτ. διατριβή), Paris 1980, o. 206, 211.
82 H Αγία Σοφία ε'χει παλαιότερα ταυτισθεί με το καθολικό της μονής Ζωοδότη από τον Μ. Χατζηδάκη και από τον
Δ. Ζακυθηνό, ο οποίος όμως πιθανολογεί την ταύτιση της μονής αυτής και με την Παντάνασσα, βλ. σχετικά Χατζηδάκης,
Μνστράς II, σ. 68, 86 και Zakythinos, Despotat, 2, σ. 197. Για τη μονή του Ζωοδότη Χρίστου γνωρίζομε ότι με αίτημα του
Μανουήλ εκδόθηκε από τον Πατριάρχη Φιλόθεο το 1365 αργυρόβουλλο, σύμφιυνα με το οποίο η μονή είχε απευθείας
εξάρτηση από το Πατριαρχείο. Βλ. σχετικά Miklosich - Millier, Acta, 1, σ. 472-474. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 105,
και 2, σ. 197.

36
Ακολούθως, στα χρόνια του Μανουήλ Καντακουζηνού, παρά το γεγονός ότι αυτός είναι ένας πλη­
θωρικός κτήτορας στον Μυστρά, δεν υπάρχουν μαρτυρίες ότι γίνεται στον Άγιο Δημήτριο συγκε­
κριμένα κάποιο έργο, ενοό για να πραγματοποιηθεί γενικά κάποιο οικοδομικό πρόγραμμα μεγά­
λης κλίμακας στην πόλη θα πρέπει να περάσει πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα, μετά από το
θάνατο του Μανουήλ το 1380 και του Ματθαίου το 138383. Η περίοδος από το 1383 έως το 1407,
κατά την οποία διοικεί ο Θεόδωρος Α' Παλαιολόγος, χαρακτηρίζεται από μία διαρκή διαμάχη
μεταξύ της κεντρικής εξουσίας και των αρχόντων με την επακόλουθη φθορά στην οργάνωση της
επικράτειας, ενώ ο νέος δεσπότης δεν διαθέτει τα πολιτικά και πνευματικά χαρίσματα και κυρίως
την αγάπη για τις τέχνες και τα γράμματα που διέκριναν τη μεγάλη προσωπικότητα του Μανουήλ
Καντακουζηνού84 και του Ματθαίου85.
Από το 1407 όμως και εξής αρχίζει για τον Μυστρά μία νέα περίοδος άνθησης και ευημερίας. Ο
αυτοκράτορας Μανουήλ ΕΓ Παλαιολόγος ορίζει δεσπότη το δευτερότοκο ανήλικο γιο του Θεόδω­
ρο ΕΓ86, τον οποίο αντιπροσωπεύει έως την ενηλικίωσή του ο πρωτοστράτωρ Μανουήλ Φρα-
γκόπουλος87. Ο αυτοκρατορικός οίκος των Παλαιολόγων και η αρχοντική οικογένεια των Φρα-
γκόπουλων πραγματοποιούν στις αρχές του 15ου αιοίνα ένα ευρύτατο και μεγαλόπνοο, χωρίς προ­
ηγούμενο στην ιστορία του Δεσποτάτου, οικοδομικό έργο.
Ο αυτοκράτορας Μανουήλ ενδιαφέρεται προσωπικά για τα πράγματα του Μορηά, όσο ο γιος του
είναι ακόμη ανήλικος. Το 1408 πραγματοποιεί μία σύντομη επίσκεψη στον Μυστρά88 για να ασχο­
ληθεί με το Δεσποτάτο. Στις 13 Μαρτίου του 1415 αποβιβάζεται στο λιμάνι των Κεχρεών89 και
μέσα σε 25 ημέρες κτίζει τα τείχη του Εξαμιλίου90. Στο διάστημα μεταξύ των δύο επισκέψεών του
κτίζεται η νέα, παλαιολόγεια πτέρυγα του παλατιού, η οποία θα έπρεπε τώρα που φιλοξενούσε τον
αυτοκράτορα του Βυζαντίου να περιλαμβάνει και την κατάλληλη αίθουσα συναθροίσειον και τελε­
τών με το θρόνο της91. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1428, ο πρωτοστράτιυρ του Δεσποτάτου Ιωάννης
Φραγκόπουλος κτίζει τη μονή της Παντάνασσας92 και, κατά πάσα πιθανότητα, το αρχοντικό του93
λίγο χαμηλότερα στο λόφο.
Το οικοδομικό αυτό έργο τόσο στην έκταση, όσο και στην ποιότητά του είναι εντυπωσιακό για τα
οικονομικά δεδομένα και ίσως και για το μελαγχολικό πνεύμα που χαρακτήριζε την αυτοκρατορία

83 Για το χρόνο θανάτου του Ματθαίου, το 1383 ή το 1391, βλ. Zakythinos, Despoten, 1, σ. 116 και Additions, σ. 339, όπου
παρουσιάζονται οι δυο απόψεις με τη σχετική βιβλιογραφία.
84 Ο Μανουήλ Καντακουζηνός ήταν φίλος με δύο από τους επιφανέστερους άνδρες της εποχής του, όπως μας δείχνει η
αλληλογραφία του, τον Δημήτριο Κυδώνη και τον Νικηφόρο Γρήγορά, βλ. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 113.
85 Ο Δημήτριος Κυδώνης απευθύνει γράμμα προς το δεσπότη Ματθαίο το φθινόπωρο του 1382. Εξάλλου, ο Ματθαίος
ήταν ο συγγραφε'ας δύο φιλοσοφικιόν δοκιμίων. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 116, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
86 Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, σ. 206. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 165, 166.
87 Αυτή είναι μία πολύ πιθανή υπόθεση, η οποία διατυπώνεται από τον Hopf, Geschichte Griechenlands, II, σ. 70. Πρβλ.
Zakythinos, Despotat, 1, σ. 166.
88 Ο Μανουήλ περνά από τον Μυστρά το 1403 στο γυρισμό από το ταξίδι του στη Δυτική Ευρώπη προς την Κωνσταντινού­
πολη, για να παραλάβει τη σύζυγο και τα παιδιά του, που είχε εμπιστευθεί, κατά την απουσία του, στον αδελφό του, δεσπό­
τη Θεόδωρο, βλ. Schlumberger, Empereur de Byzance, σ. 139, 140. Ο Μανουήλ μεταβαίνει πάλι στον Μυστρά για να εξα­
σφαλίσει τη διαδοχή του γιου του. Για τις λεπτομε'ρειες αυτού του ταξιδιού, βλ. J.W. Barker, Manuel II Palaeologus (1391-
1425): A Study in Late Byzantine Statesmanship, Rutgers University, New Jersey 1969, αριθ. 14, σ. 275, 311.
84 Γεώργιος Φραντζής, σ. 107. Δάμπρος, ΠκΠ, 3, σ. 165. Σπ. Δάμπρος, Ενθυμίσεων, ήτοι χρονικών σημειωμάτων, συλλογή
προπη, NE VII (1910), σ. 152-153. Barker, ό.π., σ. 310. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 168 και Additions, σ. 349, όπου
και η σχετική βιβλιογραφία.
40 Αάμπρος, ΠκΠ, 3, σ. 243. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 168.
1,1 Βλ. Sinos, Organisation, σ. 120.
42 Η χρονολογία Σεπτέμβριος 1428 αναφέρεται σε μία επιγραφή που έχει σωθεί από τον Michel Fourmont, ενο5 μία γρα­
πτή κτητορική επιγραφή στον τρούλο του δυτικού υπέροχου και τα μονογράμματα στη δυτική όψη των υπερώων ανα­
φέρουν ως κτήτορα τον πρωτοστράτορα Ιωάννη Φραγκόπουλο. Βλ. Millet, Inscriptions, σ. 136-138.
43 Ορλάνδος, Παλάτια, σ. 106-109.

37
και κυρίως την πρωτεύουσα εκείνη την εποχή. Μετά τα μέσα του 14ου αιώνα είναι ελάχιστα τα
έργα που πραγματοποιούνται στην Κωνσταντινούπολη. Αντίθετα, στην περιφέρεια υπάρχει μία
καλλιτεχνική αναλαμπή του Βυζαντίου. Στον Μυστρά, όπως άλλωστε και στην αυτοκρατορία της
Τραπεζούντας, μπορούμε ακόμη να βρούμε μάστορες υψηλής ποιότητας, οι οποίοι είχαν φύγει
μακριά από την προπεύουσα πριν ακόμη μεταναστεύσουν οριστικά αναζητώντας νέους προστάτες
και δουλειά.
Κατά τα χρόνια της διακυβέρνησης τόσο των Καντακουζηνών, όσο και των Παλαιολόγων στον
Μυστρά, ο Άγιος Δημήτριος βρίσκεται απομονωμένος όχι μόνο πολεοδομικά, αλλά γενικότερα από
τη ζοοή του παλατιού. Το παλάτι και η γύρω περιοχή του θα πρέπει να ήταν κατά κύριο λόγο ο τόπος
διαμονής των ευγενών που προστατευόταν από ιδιαίτερη εσωτερική οχύρωση. Όμως, υπήρχαν και
αρχοντικά στην Κάτω Πόλη περιτριγυρισμένα από ταπεινά σπίτια, ενιό φαίνεται ότι η διαφοροποίη­
ση των τάξεων ήταν περισσότερο σαφής στα θέματα της παιδείας και της λατρείας. Τα μεγάλα
αρχοντικά του Μυστρά θα πρέπει να διέθεταν τα παρεκκλήσιά τους, όπως είναι η Αγία Παρασκευή
στην περιοχή της Πάνω Πόλης και ο Άγιος Χριστόφορος, ο Άγιος Γεώργιος και η Αγία Άννα στην
περιοχή της Κάτω Πόλης κ.ά.94, ενώ ο δεσπότης είχε το ιδιωτικό του προσκυνητάριο μέσα στην
κατοικία του και για τις επίσημες τελετές χρησιμοποιούσε ως ανακτορικό ναό την Αγία Σοφία, όπου
μπορούσε να παρευρεθεί ολόκληρη η συνοδεία του. Η Οδηγήτρια θα πρέπει κατά κάποιον τρόπο
να αποτελούσε το ησυχαστήριο και, πιθανώς, τον τόπο περίθαλψης των μελών της πριγκιπικής
αυλής, ενιύ η μονή της Παντάνασσας που κτίσθηκε πολύ αργότερα, το 1428 από τον πριοτοστράτορα
Ιωάννη Φραγκόπουλο, θα πρέπει να είχε έναν ανάλογο προορισμό για την οικογένεια του κτήτορά
της. Η αριστοκρατική οικογένεια των Φραγκόπουλων ίδρυσε, δηλαδή, τη δική της μονή, το δικό της
χώρο λατρείας, περίθαλψης και γιατί όχι παιδείας, στην ίδια περιοχή που κατά πάσα πιθανότητα
έκτισε και το αρχοντικό της. Τέλος, η Ευαγγελίστρια, της οποίας η ιστορία μας είναι τελείως άγνω­
στη, θα πρέπει να αποτελούσε την κατ’ εξοχήν κοιμητηριακή εκκλησία της πόλης95, όπως φαίνεται
από την ιδιαίτερη διαμόρφωση και τους τάφους στο νοτιοδυτικό προαύλιό της.
Από τις πηγές δεν γνωρίζομε στον Άγιο Δημήτριο να λαμβάνουν χώρα τόσο επί Καντακουζηνών,
όσο και επί Παλαιολόγων, τελετές που αφορούν στα σημαντικά γεγονότα της ζωής της πριγκιπι­
κής οικογένειας και του Δεσποτάτου. Ο δεσπότης Θεόδωρος Α' τάφηκε ως μοναχός Θεοδιόρητος
στο βορειοδυτικό παρεκκλήσιο της Οδηγήτριας, όπως πληροφορούμεθα από τη σχετική επιγραφή
στις τοιχογραφίες του παρεκκλησίου96, ενώ στο καθολικό της μονής του Ζωοδότη Χριστού τάφη­
καν η Κλεόπα Μαλατέστα, σύζυγος του Θεοδώρου Β', το 143397, και η Θεοδώρα, σύζυγος του
Κιυνσταντίνου, το 1429, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός Γεώργιος Φραντζής98. Τέλος, άγνωστο
μας είναι σε ποιο ναό τελέστηκαν οι γάμοι δύο δεσποτών που εορτάστηκαν στον Μυστρά, του
Θεοδιόρου Β" με την Κλεόπα Μαλατέστα99, το 1419, και του Θωμά με την κόρη του Centurione
Zaccaria, το 143Θ100
Η ιστορία του Δεσποτάτου κατά το 15ο αιώνα101, τόσο από την άποψη της εξωτερικής πολιτικής,
όσο και από την άποψη των εσωτερικιυν πραγμάτων, ήταν πολυτάραχη. Ο δεσπότης Θεόδωρος Β'

y4 Sinos, Mistras, σ. 454 κ.ε.


95 Ο G. Schlumberger (Empereur de Byzance, σ. 139) αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Μανουήλ είχε και άλλα δυο παιδιά,
τα οποία πέθαναν στον Μυστρά κατά τη μεγάλη απουσία του στη Δύση. Ο W.F. von Lohneysen (Mistra, München 1977,
σ. 181) αναφέρει ότι οι τάφοι τους βρίσκονται στην Ευαγγελίστρια. Η εκκλησία αυτή είναι πιθανό να κτίσθηκε από το
δεσπότη Μανουήλ Καντακουζηνό, βλ. σχετικά Sinos, Organisation, σ. 117 και ο ίδιος. Mistras, σ. 436.
% Millet, Inscriptions, σ. 119. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 164, 165.
97 Γειόργιος Φραντζής, σ. 158. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 190.
98 Γειόργιος Φραντζής, σ. 154. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 211. Για την ταφή της Θεοδιόρας και της Κλεόπα στη μονή
Ζωοδότη Χρίστου, βλ. Χατζηδάκης, Μυστράς II, σ. 69 και Zakythinos, Despotat, 2, σ. 197, σημ. 7.
99 Λαόνικος Χαλκοκονδΰλης, σ. 206. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 188, 189.
100 Γεώργιος Φραντζής, σ. 154. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 209.
101 Για τα παραπάνω ιστορικά γεγονότα, βλ. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 165-240, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
από το 1407 έως το 1428 βασίλευσε μόνος του, με τη βοήθεια του αυτοκράτορα πατέρα του και τη
συμπαράσταση της γυναίκας του Κλεόπα Μαλατέστα. Από το 1428 έως το 1443, ο Θεόδωρος
συγκυβέρνησε με τους αδελφούς του Κωνσταντίνο και Θωμά. Τους ήρεμους, αρχικά, χρόνους της
συνεργασίας μεταξύ των αδελφών με τις στρατιωτικές επιτυχίες σε βάρος των Φράγκων - όπως η
κατάληψη των Πατρών από τον Κιυνσταντίνο - ακολούθησε μία περίοδος με οικογενειακά
προβλήματα. Το 1433 πέθανε η σύζυγος του Θεοδώρου, Κλεόπα, με αποτέλεσμα όχι μόνον τη
μεγάλη θλίψη του δεσπότη για την απιόλεια της δέσποινας, αλλά και την επιδείνωση των σχέσεών
του με τους αδελφούς του χωρίς τη θετική της πλέον επιρροή.
Το 1435 προέκυψε το θέμα της διαδοχής στο θρόνο. Νόμιμος διάδοχος ήταν ο μεγαλύτερος από τους
αδελφούς, Θεόδωρος, όμως ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η" έτρεφε μία ιδιαίτερη προτίμηση για τον
Κωνσταντίνο, διότι πιθανώς διέβλεπε ότι η θαρραλέα και αγωνιστική προσωπικότητα αυτού του
τελευταίου, καθιυς και η ευκαμψία του ως προς τα θρησκευτικά ζητήματα ταίριαζε περισσότερο
στους δύσκολους καιρούς και στον αγώνα επιβίωσης του Βυζαντίου. Άρχισε, λοιπόν, η διένεξη
μεταξύ του Θεοδώρου και του Κωνσταντίνου για το θέμα της διαδοχής, ώσπου το 1437, μετά από
διαπραγματεύσεις, επήλθε ένας διακανονισμός, σύμφωνα με τον οποίο ο Κωνσταντίνος πήρε το
μεγαλύτερο τμήμα του Δεσποτάτου με έδρα τον Μυστρά, ο Θωμάς πήρε μερικές κτήσεις στην
Πελοπόννησο και ο Θεόδωρος πήρε τις κτήσεις του Κωνσταντίνου στη Μαύρη Θάλασσα. Η ανταλ­
λαγή των κτήσεων του Κωνσταντίνου και του Θεοδώρου πραγματοποιήθηκε, ίσως, διότι ο Θεό­
δωρος νόμισε ότι όσο πλησιέστερα βρισκόταν στην πρωτεύουσα τόσο καλύτερα θα μπορούσε να
ελέγχει το θέμα της διαδοχής, ενώ ο Κωνσταντίνος κατά τη διαμονή του στην Κωνσταντινούπολη,
την περίοδο που αντικατέστησε τον αυτοκράτορα αδελφό του όσο αυτός έλειπε για τη Σύνοδο της
Φλωρεντίας, είχε πιθανώς κουρασθεί και αντιληφθεί ότι το Δεσποτάτο είχε να του προσφέρει
περισσότερες δυνατότητες δραστηριότητας και δημιουργίας από την πρωτεύουσα.
Εξίσου πιθανό, όμως, είναι η παραπάνω διευθέτηση να προήλθε μετά από την παρέμβαση της επί-
κληρης χήρας αυτοκράτειρας Ελένης102, μίας αρχόντισσας που οι γιοι της την σέβονταν βαθιά και
η οποία μπορεί να σκέφθηκε ότι ο Θεόδωρος θα χειριζόταν το θρησκευτικό ζήτημα στην πρω­
τεύουσα με μεγαλύτερη διπλωματία από τον Κωνσταντίνο. Τον Ιούνιο του 1448 πέθανε ο Θεό­
δωρος και έτσι έληξε ο ανταγωνισμός των δύο αδελφών, ενώ νόμιμος πλέον διάδοχος ήταν ο Κων­
σταντίνος. Τέσσερις μήνες αργότερα, στις 31 Οκτωβρίου, απεβίωσε και ο αυτοκράτορας Ιωάννης,
οπότε πλέον δικαιωματικά ο θρόνος περιήλθε στον Κωνσταντίνο.
Όσον αφορά στην ιστορία της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας γίνεται πλέον σαφές ότι με τη νέα
τάξη πραγμάτων που διαμορφώθηκε έχασε οριστικά την ακτινοβολία στο βίο του Δεσποτάτου, την
οποία είχε στα τέλη του 13ου και στις αρχές του Μου αιώνα. Η Μητρόπολη συνέχισε να αποτελεί
ένα σπουδαίο πνευματικό και πολιτιστικό πυρήνα, όμως ο μητροπολίτης και γενικότερα η Εκκλη­
σία έπαυσε να έχει την προπη θέση στα κοινωνικά και πολιτιστικά θέματα της πόλης. Τη θέση
πλέον αυτή πήρε η αυλή του δεσπότη, η οποία κατά το προοτο μισό του 15ου αιώνα είχε συγκε­
ντρώσει από τα πλέον ξακουστά ονόματα της αυτοκρατορίας, με διεθνή ακτινοβολία τόσο στον
τομέα της διοίκησης και της διπλωματίας, όσο και στο χιυρο του πνεύματος. Η νέα τάξη της αυλι-
κής αριστοκρατίας, η οποία δημιουργήθηκε γύρω από το πρόσωπο του δεσπότη, εισήγαγε και
επέβαλε στον Μυστρά όχι μόνον ένα νέο τρόπο ζωής, αλλά και νέα φιλοσοφικά ρεύματα. Και ήταν
τόσο ισχυρές οι νέες πνευματικές τάσεις στην πρωτεύουσα του Δεσποτάτου, οκττε ακόμα και στη
Μητρόπολη το προσωπικό αντέγραφε κείμενα όχι πλέον θρησκευτικού περιεχομένου, αλλά τιον
κλασικιόν συγγραφέων, όπως είδαμε και παραπάνω103.

1(12 Ο G. Schlumberger (Empereur de Byzance, σ. 96, 97, 361) ονομάζει την αυτοκράτειρα, σύζυγο του Μανουήλ και κόρη
του Κωνσταντίνου Δραγάση, Ειρήνη, και σημειώνει ότι είναι γνωστή με δύο ονόματα, Ειρήνη και Ελε'νη. Βλ. Ch. Du
Cange, Histoire byzantine, I, Paris 1680, 1964:, σ. 198. Για την αυτοκράτειρα αυτή, βλ. Ostrogorsky, Ιστορία, III, σ. 271.
103 Βλ. σ. 30 και υποσημ. 54.

39
Πέρα, όμως, από το νέο διοικητικό και κοινωνικό σχήμα που εκ των πραγμάτων από τα μέσα
περίπου του 14ου αιώνα και εξής αποδυνάμωσε την επιρροή της Μητρόπολης, ήδη κατά τα χρόνια
αμέσως μετά τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο, η ιστορία της δεν είχε πλέον να επιδείξει ιεράρχες με το
κύρος και την προσωπικότητά του. Μεταξύ Σεπτεμβρίου 1315 και Απριλίου 1316104, η Ιερά Σύνοδος
ανέθεσε «κατά λόγον επιδόσεως» την έδρα Λακεδαιμόνιας, στο μητροπολίτη Παλαιών Πατρών
Μιχαήλ και ο Νικηφόρος αποχώρησε από τον Μυστρά. Ο Μιχαήλ δεν υπηρέτησε πιστά τα συμ­
φέροντα της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας και μάλιστα γνωρίζομε ότι επωφελούμενος της νέας του
θέσης προσάρτησε την Επισκοπή Αμυκλών στην παλαιά του έδρα105.
Τον Μιχαήλ ακολούθησε ο Γρηγόριος Βουτάς, ο οποίος συμμετείχε στην Ιερά Σύνοδο, το Μάιο
του 1324106. Εν συνεχεία και για μία ακόμη φορά στην ιστορία της η Μητρόπολη απέκτησε ως ποι­
μένα το μητροπολίτη μίας άλλης έδρας με τον τίτλο του προέδρου Λακεδαιμόνιας, τον Λουκά Σου-
γδαίας. Ο ορισμός του έγινε μεταξύ Σεπτεμβρίου 1327 και Απριλίου 1329, ενώ απομακρύνθηκε
και πέθανε στην Κριμαία το 1339, όπου βρισκόταν η παλαιά του έδρα107. Τον Απρίλιο του 1329 και
κατά το διάστημα Φεβρουαρίου-Απριλίου 1330 συμμετείχε στην Ιερά Σύνοδο108. Από μία επιγρα­
φή με δεκαοκτώ στίχους σε σχήμα σταυρού, χαραγμένη το 1329/30 στον ανατολικό κίονα της
βόρειας τοξοστοιχίας του Αγίου Δημητρίου109 (Παράρτημα, 6) πληροφορούμεθα τη μεγάλη προ­
σπάθεια, την οποία κατέβαλε ο Λουκάς προκειμένου να επανακτήσει την περιουσία που με τόσο
κόπο είχε δημιουργήσει για τη Μητρόπολή του ο Νικηφόρος και στη συνέχεια είχε κατασπαταλή­
σει ο Γρηγόριος Βουτάς για χάρη συγγενικών και άλλων προσώπων.
Μετά από ένα κενό στη Μητρόπολη Λακεδαιμόνιας που οφείλεται στην αποχιύρηση του Λουκά,
οι πηγές αναφέρουν το μητροπολίτη Νείλο110. Ο Νείλος μας είναι γνωστός από τις ενέργειές του
να επανακτήσει την Επισκοπή Αμυκλιύν, καθώς και να αποκαταστήσει, όπως και ο προκάτοχός
του, την κατασπαταλημένη περιουσία της Μητρόπολης. Ακόμη γνωρίζομε ότι είχε λάβει μέρος στη
Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 1341. Τρεις πράξεις χαραγμένες από τον Νείλο στους κίονες
των τοξοστοιχιών του Αγίου Δημητρίου μας πληροφορούν όλα τα σχετικά με την περιουσία της
Μητρόπολης κατά τους χρόνους της εξουσίας του. Η πρώτη πράξη με τη χρονολογία Μάιος 1339,
με είκοσι τέσσερις στίχους σε σχήμα σταυρού, είναι χαραγμένη στον ανατολικό κίονα της νότιας
τοξοστοιχίας (Παράρτημα, 7), η δεύτερη με τη χρονολογία Δεκέμβριος 1340, με εννέα στίχους,
είναι χαραγμένη κάτω από την προηγούμενη επιγραφή (Παράρτημα, 8) και η τρίτη με τη χρονολο­
γία Απρίλιος 1341, με οκτώ στίχους, είναι χαραγμένη στον ανατολικό κίονα της βόρειας τοξοστοι­
χίας κάτω από την επιγραφή του Λουκά (Παράρτημα, 9).

104 Miklosich - Muller, Acta, 1, σ. 19 και 52, 53. Στ. Θωμόπουλος, Ιστορία της πόλεως των Πατρών από αρχαιοτάτων χρό­
νων μέχρι του 1821, Πάτραι 1950:, σ. 395. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 285.
105 Zakythinos, Despotat, 2, σ. 283.
106 Miklosich - Müller, Acta, 1, σ. 103. Στην επιγραφή του 1329/30 του Αγίου Δημητρίου (Παράρτημα, 6), ο Γρηγόριος ανα-
φέρεται ως «πρώην χρηματίσας Λακεδαιμόνιας». Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 285.
107 Ν.Α. Βέης, Ο μητροπολίτης Σουγδαίας και πρόεδρος Λακεδαιμόνιας Αουκάς, BNJ XI (1935), σ. 334-336. Πρβλ.
Zakythinos, Despotat, 2, σ. 285.
108 Miklosich - Müller, Acta, 1, σ. 146-147, 155, 157. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 285. O Αουκάς είναι ο τρίτος κατά
σειρά μητροπολίτης στον κατάλογο των μητροπολιτών που παραθε'τει ο Ανανίας, στον κώδικα της Μητρόπολης Λακε­
δαιμόνιας. Βλ. Buchón, Recherches historiques, I, σ. LXXIX.
It,y Για τις δημοσιεύσεις τις σχετικε'ς με τις επιγραφές του Αγίου Δημητρίου βλ. υποσημ. 20. Η επιγραφή αυτή περιλαμβά­
νει μόνο δεκαοκτώ στίχους. Οι υπόλοιποι οκτώ στίχοι, που βρίσκονται χαραγμένοι στον ίδιο κίονα κάτω από αυτή την επι­
γραφή, δεν ανήκουν στην ίδια, όπως είχε πιστέψει ο G. Millet και ο Κ. Ζησίου, και είχε λανθασμένα γράψει ο Ανανίας:
«Ο Νείλος ούτος φαίνεται σύναθλος και συμπράτωρ κατά τον Αουκάν ίδιος», βλ. Buchón, Recherches historiques, I, σ.
LXXIX. Ανήκουν σε άλλη επιγραφή με χρονολογία 1341, όταν ο Αουκάς δεν ζούσε πλέον, η οποία δεν αναφέρει το όνομα
του ιεράρχη, αλλά με βεβαιότητα ανήκει σε επόμενο μητροπολίτη, τον Νείλο. Για τη διευκρίνιση αυτή και την απόδοση των
δύο επιγραφών σε δύο διαφορετικούς ιεράρχες, βλ. Βέης, ό.π. (υποσημ. 107), σ. 336 και Γαλανόπουλος, Σελίδες, σ. 143.
110 Miklosich - Müller, Acta, 1, σ. 218. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 285.

40
Οι παραπάνω επιγραφές, εκτός από τις πληροφορίες για την κακή κατάσταση της περιουσίας της
Μητρόπολης και τις προσπάθειες επανόρθωσής της από τον Νείλο με τη βοήθεια του αυτοκρά-
τορα, περιλαμβάνουν μία απογραφή της γης, των άλλων ακινήτων και των δουλοπαροίκων. Επί­
σης, αναφέρουν έναν κτητορικό κώδικα, «βρέβιον», όπου είχαν απαριθμηθεί τα «τής άγιωτάτης
μητροπόλεως εν ύποτελεσμω έτησίω» (β' πράξη, 1340), καθώς και την έκδοση χρυσόβουλλου και
αυτοκρατορικών προσταγμάτων με σκοπό την ευεργεσία της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας (y'
πράξη, 1341). Εδώ θα πρέπει να μνημονευθεί μία ακόμη επιγραφή του Αγίου Δημητρίου, με δεκα­
εννέα στίχους σε σχήμα σταυρού, χαραγμένη στο μεσαίο κίονα της νότιας τοξοστοιχίας. Τα γράμ­
ματα της επιγραφής έχουν εξαλειφθεί με προσεκτικό σφυροκόπημα στο καθένα, έτσι ώστε η επι­
γραφή είναι δυσανάγνωστη (Παράρτημα, 10)111.
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η έδρα Λακεδαιμόνιας παρέμεινε κενή, έως ότου μετατεθεί εδώ
με απόφαση της Ιεράς Συνόδου και του αυτοκράτορα, τον Ιούνιο του 1365, ο μητροπολίτης Τραϊ-
ανουπόλεως, του οποίου το όνομα μας είναι άγνωστο112. Στη συνέχεια, σε μία αυτοκρατορική
πράξη, η οποία εκδόθηκε επί πατριάρχη Νείλου (1380-1388), μετά από απόφαση της Ιεράς
Συνόδου, βρίσκομε τη σημείωση «Πρόσταγμα βασιλικόν επί τή μεταθέσει τού Επισκόπου
Κίτρους εις την τής Λακεδαιμόνιας μητρόπολιν». Ο μητροπολίτης αυτός πιθανώς ονομαζόταν
Γρηγόριος113 και θα πρέπει να τοποθετήθηκε αμέσως μετά τον Τραϊανουπόλεως, αλλά πριν από
το 1387, οπότε ορίσθηκε ο επόμενος μητροπολίτης. Το όνομα και αυτού μας είναι άγνωστο. Τσως
πρόκειται για ένα δεύτερο Νείλο114. Σε πατριαρχικά έγγραφα αναφέρονται μητροπολίτες Λα­
κεδαιμόνιας κατά τα έτη 1387,1393 και 1394, γεγονός το οποίο δείχνει ότι κατά τα έτη αυτά η έδρα
Λακεδαιμόνιας δεν είναι κενή115. Επίσης, θα πρέπει να μνημονεύσομε τον άγνωστο μητροπολίτη,
ο οποίος μετά την παραχιορηση του Μυστρά από τον Θεόδωρο στους Ιωαννίτες της Ρόδου προ­
σπάθησε να κατευνάσει το λαό που είχε εξεγερθεί και να σώσει τη ζωή των μοναχών του τάγ­
ματος116. Εξάλλου, μεταξύ του 1400 και 1419 αναφέρεται σε ένα γράμμα του πατριάρχη προς τους
μοναχούς του Αγίου Όρους ως μητροπολίτης Λακεδαιμόνιας κάποιος Νεόφυτος. Επειδή όμως το
έγγραφο αυτό πιθανώς δεν είναι αυθεντικό, ο Νεόφυτος δεν θα περιληφθεί στη σειρά των
μητροπολιτών Λακεδαιμόνιας που παρατίθεται εδώ117.
Ο δεύτερος μητροπολίτης Νείλος μας είναι γνωστός από την υπογραφή της πράξης του 1409, με
την οποία ο Μακάριος της Αγκύρας και ο Ματθαίος της Μήδειας εκθρονίζονται11819.Επίσης, ανα-
φέρεται σε επιγραφή της Παντάνασσας, η οποία σώθηκε από μία αντιγραφή του Michel Fourmont
και χρονολογείται το Σεπτέμβριο του 1428. Το κείμενο αυτό περιλαμβάνει ανακρίβειες που πιθα­
νά οφείλονται σε κακή ανάγνιοση του Fourmont. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι ο Νείλος ζούσε όταν
πατριάρχης ήταν ο Διονύσιος, ο οποίος όμως είναι πολύ μεταγενέστερος (1467-1472 και 1489-
1491)1|g. Είναι, επίσης, πολύ πιθανό ο Ισίδωρος Μονεμβασίας στα γράμματά του προς τον πατριάρ­

111 Ο G. Millet (Inscriptions, σ. 126-127, αριθ. XVI) είχε κατορθώσει να διαβάσει μερικε'ς σειρές και μεμονωμένες λέξεις.
Από το δημοσιευμένο κείμενο συμπεραίνομε ότι η επιγραφή αυτή, η οποία κατά τα άλλα δεν φωτίζει την ιστορία της
Μητρόπολης, έγινε μετά το μητροπολίτη Νείλο και αφορά στον αφορισμό προσιυπου (Ιωάννη τον... ολίόην).
112 Miklosich - Müller, Acta, 1, σ. 465-468. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 285.
113 Σπ. Λάμπρος, Παλαιοί κατάλογοι κωδίκων, NE XIII (1916), σ. 439. Για το όνομα του μητροπολίτη αυτού, βλ. G.
Mercati, Scritti d ’Isidoro il Cardinale Ruteno, Vaticano 1926, σ. 29-30. Το βασιλικό πρόσταγμα περιέχεται στο Vatic, graec.
706. Βλ. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 286.
114 R.P. Laurent, Isidore Glabas, Métropolite de Thessalonique (1380-1396), REB VI (1948), σ. 189, σημ. 11. Πρβλ.
Zakythinos, Despotat, 2, σ. 285.
115 Miklosich - Müller, Acta, 2, σ. 105, 176, 231, 233. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 285.
116 Βλ. Zakythinos, Despotat, 1, Additions, σ. 347.
117 Laurent, ό.π., σ. 189. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 285.
118 Laurent, ό.π., σ. 189, σημ. 11. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 286.
119 Millet, Inscriptions, σ. 138. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 2, σ. 286.

41
από την οποία σε μεταγενέστερη εποχή προστέθηκαν υπερώα, σύμφωνα με το σταυροειδή εγγε­
γραμμένο πεντάτρουλο τύπο. Σε κάτοψη ο ναός έχει σχήμα παραλληλόγραμμο, ελαφρώς ακανό­
νιστο, με συνολικό μήκος 19,40 μ. περίπου και πλάτος 10,32 μ. δυτικά και 10,23 μ. ανατολικά. Το
ακανόνιστο σχήμα του ναού οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα στην αδυναμία χάραξης της ορθής
προβολής ενός ορθογώνιου παραλληλογράμμου πάνω σε επικλινές έδαφος, στο οποίο δεν θα πρέ­
πει να έγιναν ριζικές επεμβάσεις εξομάλυνσης, όπως φαίνεται όχι μόνον από τις κλίσεις στο δάπε­
δο του ναού, αλλά και από την ύπαρξη του βράχου στο εσωτερικό του. Τέλος, για να ολοκλη­
ρώσομε την περιγραφή του συγκροτήματος, θα πρέπει να αναφέρομε το διώροφο κωδωνοστάσιο,
που είναι προσαρτημένο στη νοτιοανατολική γωνία του ναού και από τη νοτιοδυτική γωνία του
οποίου ξεκινά ο εξωτερικός περίβολος του συγκροτήματος.
Η μελέτη της αρχιτεκτονικής της Μητρόπολης περιλαμβάνει το ναό και εκείνα από τα προσκτί-
σματά του που ανήκουν στη βυζαντινή εποχή και τα οποία, άλλωστε, είχαν άμεση επίδραση στη
διαμόρφωση της ολοκληρωμένης του μορφής στο τέλος της παλαιολόγειας περιόδου. Η διεξοδική
περιγραφή των παραπάνω κτιρίων, καθώς και η προσέγγιση μορφολογικών και τυπολογικών
θεμάτων, σχετικοίν με αυτά, έχει ως σκοπό την ανεύρεση και τη σχετική ή απόλυτη χρονολόγηση
των διάφορων οικοδομικιόν φάσεων και, τέλος, την ένταξη του μνημείου στην παλαιολόγεια και
στη βυζαντινή αρχιτεκτονική γενικότερα, τόσο της Πελοποννήσου, όσο και του ελλαδικού χώρου.

ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Ισόγειο

Ο νάρθηκας

Ο νάρθηκας του Αγίου Δημητρίου (Σ χέδ. 1) είναι ένας μικρός χώρος στα δυτικά του ναού, βρί­
σκεται στην ίδια στάθμη με το δάπεδο του δυτικού αίθριου, αλλά είναι υπερυψωμένος κατά έναν
αναβαθμό ως προς τον κυρίως ναό. Η πρόσβαση σε αυτόν γίνεται από μία εξωτερική θύρα που
ανοίγεται στο δυτικό του τοίχο και από τρεις θύρες, που ανοίγονται στον ανατολικό. Η μεσαία και
μεγαλύτερη από αυτές, καθώς και η δυτική είσοδος, είναι αντικριστά και κεντρικά, ως προς το
μήκος των τοίχων, τοποθετημένες, κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο επισκέπτης που εισέρχεται στο ναό
από τη δυτική του πλευρά να αποκτά με την πριότη ματιά μία συνολική εικόνα του χώρου, μέχρι
την αψίδα του Ιερού.
Ο νάρθηκας έχει σχήμα παραλληλόγραμμο με διαστάσεις μακρών πλευρών 8,73 μ. ανατολικά και
8,78 μ. δυτικά, και μικρών πλευριόν 2,75 μ. περίπου. Αμβλείες γωνίες στο παραλληλόγραμμο είναι
η βορειοδυτική και η νοτιοανατολική. Ο νότιος και ο βόρειος εξωτερικός τοίχος, καθώς και ο εσω­
τερικός, διαχωριστικός τοίχος του νάρθηκα έχουν πάχος 0,78-0,79 μ., ενώ ο δυτικός είναι παχύ­
τερος και ίσος προς 0,86-0,88 μ. Στη νότια πλευρά του νάρθηκα (Σ χέδ. 2) προεξέχει από τον τοίχο
ο φυσικός βράχος κατά 0,60 μ. στο μέγιστο του και μέχρι ύψος 0,70 μ. πάνω από το παλαιό δάπεδο,
το οποίο αποκαλύφθηκε μετά την αφαίρεση του νεότερου ξύλινου δαπέδου και τον καθαρισμό του
χιόρου. Ο νότιος τοίχος, κατά ένα ύψος 0,55 μ. πάνω από το βράχο, παρουσιάζει μία διαπλάτυνση
0,10 μ. περίπου, η οποία θα πρέπει να έγινε για την καλύτερη έδρασή του στην περιοχή με τη φυσι­
κή αυτή ανωμαλία (Πίν. 2, 22α). Μετά την αφαίρεση του ξύλινου δαπέδου ελευθερώθηκε το
κατώτερο τμήμα της τοιχοποιίας του νάρθηκα, το οποίο δεν είχε καλυφθεί από το επίχρισμα των
εργασιών συντήρησης. Έτσι, διαπιστώθηκε ότι στη βορειοανατολική γωνία του χώρου, κατά την
επαφή του βόρειου με τον ανατολικό διαχωριστικό τοίχο παρουσιάζεται αρμός (Πίν. 23α), ο
οποίος, όμως, δεν διακρίνεται στην εξωτερική όψη του κτιρίου. Ομοίως, δεν διακρίνεται αρμός
στη νοτιοανατολική γωνία του νάρθηκα, διότι η κάτω περιοχή της τοιχοποιίας καταλαμβάνεται
από το βράχο και αμέσως ψηλότερα υπάρχουν τοιχογραφίες.
Η εμφάνιση του αρμού μόνο στο εσωτερικό του ναού δείχνει είτε ότι ο αρμός ήταν αρχικώς δια-

56
κατοίκων της πόλης, που θα έπαιξαν το ρόλο της συγκλήτου, του στρατού και του λαού της Κων­
σταντινούπολης, αντίστοιχα, στην εθιμοτυπική ανακήρυξη δια βοής του αυτοκράτορα, ήταν καθ’
όλα έγκυρη, ενοί ταυτόχρονα ο μητροπολίτης Λακεδαιμόνιας δεν έφερε το ενωτικό στίγμα που
έφερε ο πατριάρχης137. Εξάλλου, σύμφωνα με την παράδοση, η σημαντικότερη τελετή που έγινε
στην ιστορία του Μυστρά έλαβε χώρα στο μητροπολιτικό ναό της πόλης, τον Άγιο Δημήτριο. Δεν
υπάρχει λόγος να αμφισβητήσομε την παράδοση, όταν δύο σημαντικά και ιστορικά τεκμηριωμένα
στοιχεία από το τυπικό της αυλής, όπως είναι η αναγκαιότητα συμμετοχής του λαού στην τελετή και
η πλέον λαϊκή εικόνα του αυτοκράτορα με την απευθείας ομιλία του προς το λαό κατά τους τελευ­
ταίους χρόνους της παλαιολόγειας εποχής138, όπως άλλωστε και η ίδια η προσωπικότητα του
Κωνσταντίνου, του λαϊκού ηγέτη και πολεμιστή, συνηγορούν υπέρ της τέλεσης της στέψης στη
Μητρόπολη του Μυστρά και όχι σε κάποιο απομονωμένο μοναστηριακό ναό. Άλλωστε, εκτός από
τον Άγιο Δημήτριο, δεν υπάρχει άλλος μη μοναστηριακός ναός ικανού μεγέθους στον Μυστρά.
Ο Κωνσταντίνος προκειμένου να πραγματοποιήσει τη στέψη του σύμφωνα με το κωνσταντινου-
πολίτικο τυπικό, ανακαινίζει τη Μητρόπολη του Μυστρά και της προσθέτει υπερώα. Το γεγονός
αυτό μάλλον δεν είναι δυνατόν να είχε συντελεσθεί μέσα στους δύο μήνες που μεσολάβησαν από
το θάνατο του Ιωάννη Η' μέχρι τη στέψη του Κωνσταντίνου. Αντίθετα, είναι πολύ πιθανό η ανέ­
γερση των υπερώων να είχε αρχίσει αμέσως μετά το θάνατο του Θεοδώρου Β', όταν ο Κων­
σταντίνος ήταν πλέον δικαιωματικά ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου και ο αυτοκράτορας Ιωάννης
ήδη πολύ άρρωστος. Στην περίπτωση αυτή ο υποψήφιος αυτοκράτορας θα έπρεπε να είχε να επι-
δείξει ένα μεγαλοπρεπή μητροπολιτικό ναό, όπου θα μπορούσε να λάβει χώρα η στέψη του139
Ακόμη, όμως, και στην περίπτωση που δεν αληθεύει η παράδοση και η στέφ>η του Κωνσταντίνου
δεν έγινε στον Άγιο Δημήτριο, η ύπαρξη των υπερώων ήταν απαραίτητη στο μητροπολιτικό ναό
της πόλης για την παρουσία της αυτοκρατορικής οικογένειας και της συνοδείας της, αφού πλέον ο
δεσπότης του Μυστρά, ως λαϊκός ηγέτης, δεν βρισκόταν απομονωμένος στην Πάνω Πόλη και στον
ανακτορικό του ναό, αλλά κατέβαινε στη Μητρόπολη για να παρευρεθεί μαζί με το πλήθος στις
μεγάλες εορτές. Έτσι, στην ύστατη αυτή βυζαντινή εποχή πραγματοποιήθηκε η μετασκευή της
βασιλικής με την προσθήκη των υπερώων, ώστε να εξασφαλισθεί στους ευγενείς η δυνατότητα να
παρακολουθούν την τελετή από ψηλά, ακόμη και σε περιπτώσεις που πιθανώς ο δεσπότης δεν βρι­
σκόταν ανάμεσά τους, αλλά στο ισόγειο του ναού, κοντά στον κλήρο και τους κατοίκους της πόλης.
Το μεγάλο αυτό έργο στη Μητρόπολη δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και τα υπερώα της, με εξαίρεση τον
κεντρικό τρούλο της ανωδομής τους, δεν κοσμήθηκαν με τοιχογραφίες. Το γεγονός αυτό αποτελεί
ένδειξη για μία κατασκευή, η οποία πραγματοποιήθηκε πολύ βιαστικά και σε μία ύστερη και γεμά­
τη ταραχές εποχή που πλησίαζε στην τελική πτώση του Βυζαντίου. Οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου
ίσως δεν είχαν τους οικονομικούς πόρους, αλλά και το ενδιαφέρον να συνεχίσουν το έργο του
αδελφού τους. Στον Μυστρά, εξάλλου, κατά τους ύστατους χρόνους της βυζαντινής ιστορίας του
δεν υπάρχει μαρτυρία ότι εκτελέσθηκε κάποιο ουσιαστικό οικοδομικό έργο.

137 Σχετικά με τη στέψη του Κωνσταντίνου, βλ. Nicol, Last Centimes, o. 390. Βογιατζίδης, Ζήτημα στέψεως, σ. 449-456. Χρι­
στοφιλοπούλου, ό.π. (υποσημ. 24), σ. 222, 225, 226, 230, 237. Zakythinos, Despotat, 1, σ. 240. Rundirían, Mistra, σ. 85. Εξάλ­
λου, μετά τη Σύνοδο της Φλωρεντίας έως το 1450 είχαν ανέλθει στον οικουμενικό θρόνο δύο λατινόφρονες πατριάρχες. Βλ.
σχετικά Βογιατζίδης, Ζήτημα στέψεως, σ. 452-454 και Nicol, Last Centuries, σ. 390 και ο ίδιος, The Immortal Emperor. The
Life and Legend o f Constantine Palaiologos, Last Emperor of the Romans, Cambridge 1992. Όπως σημειώνει o D.M. Nicol,
δεν ήταν συνηθισμένο γεγονός η τελετή της στέψης να γίνεται εκτός Κωνσταντινούπολης. Πλην όμως, έχουμε το παρά­
δειγμα του Μιχαήλ Η" Παλαιολόγου, ο οποίος στέφθηκε στη Νίκαια και του Ιωάννη ΣΤ" Καντακουζηνού, ο οποίος στέ-
φθηκε στην Αδριανούπολη, που όμως στις περιπτώσεις αυτές ακολούθησε δεύτερη στέψη στην Κωνσταντινούπολη.
138 A. Grabar, Pseudo-Codinos et les cérémonies de la cour byzantine au XlVe s„Art et société à Byzance sous les Paléolo-
gues. Actes du Colloque de l Association Internationale des Etudes Byzantines, Venise, Sept. 1968, Venise 1971, σ. 195-221, και
ιδίως σ. 199-200.
139 Κάτι ανάλογο θα πρέπει να συνέβαινε και με τη Χρυσοκέφαλο της Τραπεζούντας, βλ. Bryer, Pontos, σ. 240-242.

44
Για την τελετή της στέψης θα μπορούσαν να θεωρηθούν απαραίτητες οι τοιχογραφίες του τρούλου
και ιδίως ο Παντοκράτορας, κάτω από τον οποίο θα έπρεπε να στεκόταν ο αυτοκράτορας, όπως
το θέλει και η παράδοση, στη θέση που έχει τοποθετηθεί ως ομφάλιο η πλάκα με το δικέφαλο αετό
(Σ χέδ. 8). Πράγματι, μετά τον καθαρισμό του τρούλου από τα μεταγενέστερα επιχρίσματα,
αποκαλύφθηκαν παραστάσεις σε δύο ζωγραφικές στρώσεις στην κορυφή του που ενισχύουν την
παραπάνω» υπόθεση140.
Όπως αναφέραμε προηγουμένως, ο κτήτωρ της τελευταίας οικοδομικής φάσης του ναού μητρο­
πολίτης Ματθαίος, αν εξαιρέσει κανείς τις κτητορικές επιγραφές του στα υπερώα και το τέμπλο
του Αγίου Δη μητριού, είναι κατά τα άλλα ένα πρόσωπο άγνωστο στην ιστορία. Αυτό όμως δεν
είναι αξιοπερίεργο όσον αφορά στην εκκλησιαστική ιστορία του Μυστρά. Είδαμε προηγουμένως
με ποιο τρόπο η θρησκευτική πολιτική της αυτοκρατορίας με τις έριδες γύρω από τα θέματα της
Ένωσης σημάδεψε την ιστορία του Αγίου Δημητρίου και γενικότερα της Μητρόπολης Λακεδαιμό­
νιας, κατά τους πρώτους χρόνους της ίδρυσής της. Κάτι ανάλογο, λοιπόν, θα πρέπει να είχε συμ­
βεί και κατά την εποχή του Ματθαίου. Οι γνωστοί μητροπολίτες των τελευταίων χρόνων του
Δεσποτάτου είναι ο Μεθόδιος και ο Ιωάννης Ευγενικός, γνιυστοί από τη Σύνοδο της Φλωρεντίας.
Ο Ιωάννης Ευγενικός, μετά τα δυσάρεστα γεγονότα που ακολούθησαν τη Σύνοδο αυτή, βρήκε
καταφύγιο στη Λακωνία, από όπου απομακρύνθηκε κατά την περίοδο 1447-1450. Τον συναντά­
με όμως με βεβαιότητα ως μητροπολίτη Λακεδαιμόνιας το 1452, ενώ το 1450 βρίσκεται ως
νομοφύλακας στην πρωτεύουσα, γεγονός το οποίο γνωρίζομε από την κλήση του σε απολογία
κατά διαταγή του βασιλέως. Η κατηγορία κατά του Ιωάννη Ευγενικού ήταν ότι δρούσε μεταξύ
των πρωτοστατούντων ανθενωτικών141. Οι δύο παραπάνω ιεράρχες, λόγω της δεδηλωμένης από
τη Σύνοδο της Φλωρεντίας θέσης τους, δεν θα μπορούσαν βέβαια να χιυροστατήσουν στη μεγάλη
τελετή της στέψης του αυτοκράτορα. Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανό να επιλέχθηκε για το σκοπό αυτό
ένας άσημος ιεράρχης, όχι αναμεμειγμένος στις θρησκευτικές έριδες, ο οποίος συσχέτισε το
όνομά του μόνο με την ανέγερση του ναού. Αντίθετα, ο προσφιλής στην αυλή Ιωάννης Ευγενικός
απομακρύνθηκε για ένα συγκεκριμένο διάστημα από την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου, προκει-
μένου να παρέλθει ο κίνδυνος πολιτικής όξυνσης. Επανήλθε όμως αργότερα, μετά από σύντομη
παραμονή στην πρωτεύουσα, γεγονός που διευκόλυνε την ήρεμη στέψη του Κωνσταντίνου στον
Μυστρά. Η μετασκευή, λοιπόν, του Αγίου Δημητρίου θα πρέπει να πραγματοποιήθηκε κάτω από
συγκεκριμένες πολιτικές συνθήκες και ανάγκες του αυτοκρατορικού οίκου. Στο Λεοντάρι, το
οποίο στα μέσα του 15ου αιώνα γίνεται η πρωτεύουσα των κτήσεων του δεσπότη Θωμά142,
ανάλογες συνθήκες που πήγαζαν από μία ισχυρή βυζαντινή αριστοκρατία υπαγόρευσαν κατά τα
τέλη, ίσως, του Μου αιώνα την ανέγερση του ναού των Αγίων Αποστόλων με υπερώα και πεντά-
τρουλη ανωδομή, σύμφωνα με τα πρότυπα της αυλής, τόσο της πρωτεύουσας, όσο και του
γειτονικού Μυστρά.
Η τελευταία οικοδομική φάση του Αγίου Δημητρίου, τυπολογικά και μορφολογικά, όπως θα δούμε
στη συνέχεια, παρουσιάζει πολύ μεγάλες ομοιότητες με την Παντάνασσα, χωρίς όμως να διαθέτει
τα δυτικά αρχιτεκτονικά στοιχεία της τελευταίας. "Ισως, λοιπόν, στους δύο ναούς να εργάσθηκε το
ίδιο συνεργείο. Στην Παντάνασσα, η οποία προηγήθηκε του Αγίου Δημητρίου κατά είκοσι
περίπου χρόνια, το συνεργείο αυτό θα πρέπει να περιλάμβανε και μία ομάδα δυτικών μαστόρων,

140 Ο καθαρισμός του τρούλου πραγματοποιήθηκε από την 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων το 1991.
141 Λάμπρος, ΠκΠ, 1, ο. 123 κ.ε. Πρβλ. Βογιατζίδης, Ζήτημα στε'ψεως, ο. 451.
142 Zakythinos, Despotat, 1, ο. 226. Το Λεοντάρι επισκέφθηκε ο Κυριάκός ο Αγκωνίτης τον Ιούλιο του 1447. Βλ. R.
Sabbadini, Ciríaco d Ancona e la sua descrizione autógrafa del Peloponneso trasmesa da Leonardo Botta, Miscellanea Ceriani,
Milan 1910, o. 203. Σύμφωνα με τον Κυριάκό, ο Θωμάς κατοικούσε στο Λεοντάρι. Επίσης βλ. E.W. Bodnar, Cyriacus of
Ancona and Athens, Latomus XLIII (1960), o. 41, 42, 45, 55-64. Πρβλ. Zakythinos, Despotat, 1, Additions, o. 340, όπου και
η σχετική βιβλιογραφία. Για το ναό των Αγίων Αποστόλων, βλ. Orlandos, Léondari, o. 164-176.

45
κή, ενώ το νότιο είναι ελαφρώς υπερυψωμένο τόξο. Οι διαφορές και οι ατέλειες στη χάραξη θα
πρέπει να οφείλονται στην τμηματική κατασκευή του κυλινδρικού θόλου, πιθανότατα για οικονο­
μία των ξυλοτύπων. Λαμβάνοντας υπόψη την αναλογία 1:2 των ακραίων διαμερισμάτων ως προς
το μεσαίο, καθώς και τη διαφορά στάθμης που παρουσιάζει η κορυφαία τους γενέτειρα ως προς
εκείνη του μεσαίου, διαπιστώνομε ότι θα πρέπει τα τμήματα του κυλινδρικού θόλου να κατασκευ­
άσθηκαν διαδοχικά, δηλαδή πρώτα τα ακραία ίσα τμήματα του κυλινδρικού θόλου και εν συνεχεία
το μεγαλύτερο μεσαίο, με τη συνένιυση των ξυλοτύπιυν των δύο ακραίων θόλων. Χωρίς να μπο­
ρούμε να διακρίνομε ίχνη ξυλοτύπων λόγιο τιυν τοιχογραφούν είναι μάλλον απίθανο η θολοδομία
του νάρθηκα και γενικότερα του ναού να κατασκευάσθηκε χωρίς αυτούς, αφού μία τέτοια οικοδο­
μική πρακτική δεν συνηθίζεται στον Μυστρά.
Η δυτική θύρα του νάρθηκα (Π ίν. 23β) είναι κεντρικά τοποθετημένη τόσο ως προς την εσωτερι­
κή πλευρά του τοίχου, όσο και του μεσαίου διαμερίσματος μεταξύ των δύο παραστάδων, και έχει
καθαρό πλάτος 1,82 και ύψος 2,72 μ. Δύο κτιστοί σταθμοί σε προεξοχή, διαστ. 0,13x0,13 μ., στη­
ρίζουν εσωτερικά το οριζόντιο υπέρθυρο και σήμερα στερεοίνουν την ξύλινη κάσα της θύρας, ενοί
παλαιότερα είχαν σε αυτούς αναρτηθεί τα ξύλινα φύλλα της. Πάνω από το οριζόντιο υπέρθυρο
υπάρχει ανακουφιστικό τόξο, ενώ τη θέση του τυμπάνου σήμερα κατέχει υαλοστάσιο.
Στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα ανοίγονται σήμερα τρεις θύρες, οι οποίες αντιστοιχούν στα
κλίτη του κυρίως ναού. Οι πλάγιες θύρες έχουν πλάτος 1,13 μ. η νότια και 1,19 μ. η βόρεια, ύψος
3,24 και 3,10 μ., αντίστοιχα και η απόληξή τους είναι τοξωτή. Το κατώφλι των δύο αυτών ανοιγ­
μάτων σχηματίζει κατά την ανατολική του πλευρά αναβαθμό ύψους 0,24 μ. το νότιο και 0,18 μ. το
βόρειο. Τα ανοίγματα αυτά δεν έχουν τις ίδιες διαστάσεις μεταξύ τους ή την ίδια απόσταση από
τις γιονίες του νάρθηκα, ενώ οι σταθμοί τους παρουσιάζουν ακανονιστία ως προς τη διάταξή τους.
Η μεσαία θύρα (Πίν. 23γ) έχει καθαρό πλάτος 1,30 και ύψος 2,68 μ. Το άνοιγμά της διαμορφώ­
νεται από μαρμάρινο θύροψια, το οποίο στέφεται από λοξότμητο γείσο. Οι σταθμοί του θυροίματος
έχουν διατομή 0,12 (μέτοοπο) X 0,18 μ. (πάχος) με μορφή κυματιοειδή, η οποία όμως διαφέρει από
εκείνη του ανωφλιού, του οποίου το μέτωπο είναι 0,16 μ. Το κατώτερο τμήμα των σταθμών του,
ύψους 0,29 μ., έχει συμπληρωθεί με κομμάτι μαρμάρου της ίδιας διατομής. Το θύριυμα συνεπώς
δεν κατασκευάσθηκε για τη συγκεκριμένη θύρα και αποτελείται από διαφορετικά μέλη σε δεύτε-
ρη χρήση. Το λοξότμητο γείσο που είναι εντοιχισμένο πάνω από το θύρωμα έχει μέτωπο 0,16 μ.
και προεξέχει από αυτό κατά 0,10 μ. Το κατώφλι διαμορφώνεται με ένα μεγάλο ενιαίο μάρμαρο,
το οποίο έχει πλάτος 0,42 μ., απέχει 0,26 μ. από την ανατολική πλευρά του διαχωριστικού τοίχου
και σχηματίζει χαμηλό αναβαθμό, ύψ. 0,14 μ., πάνω από το δάπεδο του κυρίως ναού. Το κατοίφλι
δημιουργεί στη δυτική του πλευρά ένα δεύτερο μικρό αναβαθμό πάνα) από τον προηγούμενο, ύψ.
0,03 μ., κατά το πάχος του θυρώματος.
Η διαμόρφοοση αυτή σε κατοίφλια είναι χαρακτηριστική για τις εξωτερικές θύρες, χωρίς να είναι
όμως ο κανόνας, και γίνεται για να έχουν τα ξύλινα θυρόφυλλα ένα πέρας στο επίπεδο του δαπέ­
δου (κατοακάσι). Την ίδια διαμόρφωση βλέπομε και στη δυτική θύρα της Περιβλέπτου, η οποία
ήταν αρχικώς εξωτερική, πριν από την ανέγερση του νοτιοδυτικού παρεκκλησίου, ενώ οι τρεις
εσοπερικές θύρες του νάρθηκα της Παντάνασσας έχουν κατώφλι τελείως επίπεδο. Στο κατώφλι
του νάρθηκα στον Άγιο Δημήτριο σοίζονται οι οπές των στροφέων στα άκρα του, ακριβώς πίσω
από το μέτωπο του μικρού αναβαθμού. Σοίζονται, επίσης, στην περιοχή του μέσου του κατωφλιού
οι οπές του μηχανισμού στερέωσης-ασφάλισης των θυροφύλλιυν, οι οποίες όμως έχουν κλεισθεί με
κονίαμα.
Ψηλότερα από το γείσο της μεσαίας θύρας και έκκεντρα τοποθετημένο, προς τη βόρεια πλευρά
της, υπάρχει μικρό άνοιγμα (Πίν. 4, 22β) που οδηγεί στον ξυλόγλυπτο άμβωνα, μέσα από ένα
μικρό χοίρο διαμορφοψιένο στο πάχος του τοίχου. Το άνοιγμα έχει πλάτος 0,50, ύψος 1,72 μ. και η
απόληξή του είναι χαμηλωμένο τόξο, του οποίου η γένεση βρίσκεται 0,25 μ. πάνω από τη γένεση
του κυλινδρικού θόλου του νάρθηκα, έτσι ώστε να διεισδύει σε αυτόν. Ο μικρός χοίρος καλύπτε­
ται από μικρό θόλο με χάραξη τμήματος κύκλου, του οποίου η χορδή είναι 0,30, το βέλος 0,06 και
το ύψος του κλειδιού 2 μ. πάνω από το γείσο της υποκείμενης θύρας. Στο δάπεδο που καλύπτεται

61
παιδεία και τη θρησκευτική καθοδήγηση και κυρίως μέσα από αυτή συντηρεί το εθνικό αίσθημα.
Οι γνωστοί σε εμάς μητροπολίτες Λακεδαιμόνιας, που η παρουσία τους στη Μητρόπολη είναι
ιστορικά τεκμηριωμένη σε συγκεκριμένο χρόνο, είναι ο Δωρόθεος (1539), ο Ιερεμίας (1546), ο
Γρηγόριος (1564), ο Θεοδόσιος (1583), ο Διονύσιος (1611), ο Ιωάσαφ (1639), ο Γαβριήλ (1643), ο
Ιωσήφ (1721), ο Ανανίας, ο Χρύσανθος και ο Παρθένιοςι4'\
Μετά από μία σύντομη περίοδο αναστάτιυσης, την οποία προκάλεσε η εκστρατεία του Μοροζίνη
στην Πελοπόννησο, με τις στρατιωτικές καταστροφές και το λοιμό που ακολούθησε, άρχισε για τον
Μυστρά μία νέα περίοδος ηρεμίας κάτω από την κυριαρχία της Βενετίας, η οποία διήρκεσε από
το 1687 έως το 1715. Το 1715, ο Μυστράς περιήλθε πάλι στους Τούρκους, οπότε μέσα στο 18ο
αιώνα σε ολόκληρη την Ελλάδα σημειώθηκε μία μεγάλη οικονομική άνθηση και δημογραφική
ανάπτυξη. Μέσα στο γενικότερο αυτό πλαίσιο της ηρεμίας και της ευημερίας, στα τέλη πιθανώς
του Που και στο 18ο αιώνα145146, για πρώτη φορά μετά από τους βυζαντινούς χρόνους πραγ­
ματοποιήθηκε στον Μυστρά ένα ευρύτατο οικοδομικό και καλλιτεχνικό έργο. Έχομε τις εργασίες
στο νότιο προστώο (εξωνάρθηκα) της Περιβλέπτου και την ανέγερση του νοτιοανατολικού παρεκ­
κλησίου της, κατά πάσα πιθανότητα μέσα στο 17ο. Επίσης, έχομε τη δεύτερη φάση των τοιχογρα­
φιών του Αγίου Δημητρίου, που καταλαμβάνει την επιφάνεια της αψίδας του Ιερού, το τεταρ-
τοσφαίριό της και το ημικυκλικό τόξο στα δυτικά του. Οι τοιχογραφίες αυτές, κυρίως όσον αφορά
στα αφηρημένα διακοσμητικά θέματα και τις παραστάσεις των ορθομαρμαρώσεων, είναι
παρόμοιες με εκείνες του Αγίου Νικολάου, η κατασκευή και τοιχογράφηση του οποίου θα μπορού­
σε να τοποθετηθεί κατά την περίοδο της ενετοκρατίας, στα τέλη του Που αιώνα ή τις αρχές του
18ου αιιόνα.
Στα μέσα του 18ου αιώνα πραγματοποιήθηκαν από το μητροπολίτη Ανανία Ααμπάρδη, πριόην επί­
σκοπο Δημητσάνας, μεγάλες οικοδομικές εργασίες στη Μητρόπολη. Ο Ανανίας έγινε μητροπολί­
της το Φεβρουάριο του 1750, όπως θα δούμε στη συνέχεια, και κατά την παράδοση σφαγιάσθηκε
στα Ορλωφικά το 1769 στην κορυφή της σκάλας του μητροπολιτικού μεγάρου κατόπιν διαταγής
του τούρκου διοικητή, με την κατηγορία ότι μετείχε σε επαναστατικές συνιυμοσίες, χωρίς να
ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι με την παρέμβασή του ο ιεράρχης είχε σιόσει από τους ρώσους
εισβολείς τους Τούρκους που είχαν καταφύγει στη Μητρόπολή του147.
Ο Ανανίας, κατά τον Αμβρόσιο Φραντζή148, ήταν γνωστός για την παιδεία και τις γνώσεις του. Ο
λαμπρός αυτός ιεράρχης πλούτισε τη Μητρόπολή του με ένα μεγάλο οικοδομικό και πνευματικό
έργο. Το οικοδομικό του έργο περιλαμβάνει την ανέγερση της διώροφης πτέρυγας του μητροπολι-
τικού μεγάρου στη δυτική πλευρά του βόρειου αίθριου του συγκροτήματος. Η κατασκευή της
παραπάνω πτέρυγας από τον Ανανία μαρτυρείται από την κτητορική επιγραφή του 1754, που βρί­
σκεται χαραγμένη σε τρίμετρους ιαμβικούς στίχους πάνω σε μαρμάρινη πλάκα, εντοιχισμένη
κοντά στην είσοδο του δεύτερου ορόφου της (Π ίν. 108α) (Παράρτημα, 12).
Στα μέσα, λοιπόν, του 18ου αιώνα πραγματοποιήθηκε στον εκκλησιαστικό χώρο του Μυστρά ένα
ευρύ οικοδομικό πρόγραμμα, χάρη στον ιδεώδη συνδυασμό ενός φωτισμένου, δυναμικού και
μορφωμένου ιεράρχη, του Ανανία, και μίας οικονομικής ευημερίας που του επέτρεψε να δαπανά
και να εξασφαλίζει την άδεια της τουρκικής διοίκησης.

145 Οι μητροπολίτες Δωρόθεος, Γρηγόριος, Χρύσανθος, Γαβριήλ και Ιωσήφ αναφε'ρονται από τον Μ. Le Quien, Oiiens
Christianis, Parisiis MDCCXL, III (1740, επανε'κδοση Graz 1958), σ. 903. Οι μητροπολίτες Διονύσιος, Ιωάσαφ, Ιερεμίας
και Θεοδόσιος, αναφε'ρονται από τους Miklosich - Müller, Acta, 5, σ. 148, 195, 238, 245 αντίστοιχα. Για τα ονόματα των
μητροπολιτιόν που αναφε'ρονται από τον Ανανία στον κώδικα της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας, βλ. Buchon, Recherches
historiques, I, σ. LXXVII και Buchon, La Grèce continentale, σ. 433.
14(ΊΕ Ε , ΙΑ', σ. 210.
147 Ζησίου, Επιγραφαί I, σ. 20.
148 Ό.π., σ. 21,22.

47
Ο Ανανίας, επίσης, συνέγραψε τον κώδικα της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας, όπου προσπάθησε να
ανασυντάξει τον κατάλογο των μητροπολιτών. Τοποθέτησε τον Ματθαίο μετά από τον Νικηφόρο,
αλλά πριν από τον Λουκά και τον Νείλο, χωρίς, όμως, να δίνει άλλες πληροφορίες, και ακόμη
αντέγραψε τις δυο επιγραφές του Νικηφόρου που βρίσκονται στο εξωτερικό του Αγίου Δη μη­
τριού. Ο κατάλογος των μητροπολιτών περιλαμβάνει, επίσης, τους μητροπολίτες Θεοδώρητο,
Κυπριανό, Ιωσήφ, Γαβριήλ και Παρθένιο. Μόνον ο Ιιυσήφ και ο Γαβριήλ ταυτίζονται με τα γνω­
στά από τις ιστορικές πηγές πρόσωπα, ενώ ο τελευταίος μητροπολίτης Παρθένιος αποτελεί μετα­
γενέστερη συμπλήρωση. Στον παραπάνω κώδικα αναφέρεται ο χρόνος διορισμού του Ανανία στη
Μητρόπολη: «ή δέ ήμετέρα ταπεινότης προήχθη τω τής άγιωτάτης μητροπόλεως Λακεδαιμόνιας
θρόνφ εν έτει τω σωτηρίω ΑΨΝ, μην Φεβρουάριος»149.
Μετά τα Ορλωφικά και τη λεηλασία του Μυστρά από τα τουρκοαλβανικά στρατεύματα, η πόλη
παρουσίαζε μία πολύ θλιβερή εικόνα. Το κάστρο στην κορυφή έμεινε ένα ερείπιο, τα σπίτια Ελλή­
νων και Τούρκων, χωρίς διάκριση, ερημώθηκαν και παραδόθηκαν στις φλόγες, ενώ οι εκκλησίες
λεηλατήθηκαν συστηματικά και έπαθαν μεγάλες ζημιές. Η Μητρόπολη υπέστη και αυτή κατα­
στροφές και, όπως ήδη αναφέρθηκε, στον περίγυρό της θανατώθηκε ο μητροπολίτης. Έπρεπε να
περάσουν τριάντα και πλέον χρόνια για να πραγματοποιηθούν πάλι μεγάλα έργα και να αποκα­
τασταθούν οι ναοί που είχαν καταστραφεί. Και στην περίπτωση αυτή, μόνον η Εκκλησία διέθετε
τα οικονομικά μέσα και την επιρροή στην τουρκική διοίκηση για να γίνουν οι απαραίτητες επι­
σκευές των ναών. Οι επισκευές αυτές έγιναν το 1805 επί μητροπολίτου Χρυσάνθου (1805-1823), ο
οποίος πέτυχε την απαιτούμενη άδεια από την τουρκική διοίκηση μετά από αδρή πληρωμή15015. Ο
γνωστός περιηγητής του 18ου-19ου αιώνα F. Pouqueville, στο ταξιδιωτικό του βιβλίο που εκδόθη-
κε στο Παρίσι το 1805, γράφει ότι η εκκλησία της Μητρόπολης, την οποία λανθασμένα τοποθετεί
στην Πάνω Πόλη και λέει ότι είναι αφιερωμένη στην Παρθένο, είχε πρόσφατα επισκευασθεί και
ότι άξιζε να την επισκεφθεί κανείς. Οι εργασίες που πραγματοποίησε ο μητροπολίτης Χρύσανθος
για την επισκευή του συγκροτήματος δεν μας είναι γνωστές, θα πρέπει όμως μετά από αυτές και
σύμφωνα με τον F. Pouqueville, η Μητρόπολη να ήταν ένα κτιριακό συγκρότημα πολύ προσεγμένο
και περιποιημένο, που περιστοιχιζόταν από σπίτια με κήπους, όπως σημειώνει o F.A. Chateau­
briand1-'’1και έδινε μία εικόνα διαφορετική από εκείνη της ερείπωσης που είχαν δημιουργήσει οι
λεηλασίες των Τουρκαλβανών.
Εξάλλου, εκτός από τις επισκευές, όπως μας πληροφορούν οι σχετικές επιγραφές, ο Χρύσανθος
έκτισε με δικά του έξοδα, τον Αύγουστο του 1802, δύο κρήνες, μία στο δρόμο έξω από τον
περίβολο της Μητρόπολης και μία στο δυτικό της αίθριο. Στην πρώτη κρήνη υπάρχει επιγραφή με
ανάγλυφα γράμματα (Παράρτημα, 13). Στη δεύτερη κρήνη (Πίν. 84β) (Παράρτημα, 14) υπάρχει
εντοιχισμένη πλάκα, η οποία στη δεξιά πλευρά της φέρει ανάγλυφο αμφορέα και το δικέφαλο
αετό με ένα σταυρό μεταξύ των δύο κεφαλών, ενώ στην υπόλοιπη επιφάνειά της έχει τη δεύτερη
επιγραφή του μητροπολίτη Χρυσάνθου.
Ο Χρύσανθος αφιέρωσε στον Άγιο Δημήτριο δύο μπρούντζινα κηροπήγια, τα οποία φέρουν επι­
γραφές, που η μία συμπληρώνει την άλλη (Παράρτημα, 15α, β). Η χάραξη των επιγραφών οφεί­
λεται μάλλον στον Γεώργιο Σούπο, ο οποίος χάραξε και υπέγραψε την επιγραφή της κρήνης έξω
από τον περίβολο της Μητρόπολης.
Ο Μυστράς μετά από τις παραπάνω μεγάλες καταστροφές πέρασε ένα ακόμα ήσυχο διάστημα
ζωής και προσπάθειας για ανασυγκρότηση και ανάπτυξη, που διήρκεσε μέχρι το 1824. Το φθινό-

149 Buchon, Recherches historiques, I, σ. LXXX.


150 Γαλανόπουλος, Σελίδες, σ. 5.
151 F. Pouqueville, Ταξίδι στο Μόριά, Ξένοι περιηγητές στον ελληνικό χώρο, 6, Αθήνα 1980, σ. 165. Για τις εντυπώσεις του
F.A. Chateaubriand, βλ. Φ.Α. Σατωβριάνδου, Οδοιπορικόν. Εκ Παρισίων εις Ιεροσόλυμα και εξ Ιεροσολύμων εις Παρι-
σίονς (μτφ. Εμμ. Ροΐδης), Αθήναι 1860, 1979:, Α', σ. 166, 167.
πώρο του χρόνου αυτού συντελέσθηκε η μεγαλύτερη καταστροφή της βυζαντινής πόλης, από τα
στρατεύματα του Ιμπραήμ. Ο τόπος ερημώθηκε και παραδόθηκε στις φλόγες και τα κτίρια της
Μητρόπολης καταστράφηκαν. Μετά την καταστροφή του Μυστρά, όταν ιδρύθηκε επίσημα το
Βασίλειο της Ελλάδος το 1833 και έγινε φανερή η ανάγκη δημιουργίας ενός νέου διοικητικού
κέντρου στη Λακωνία, οι Βαυαροί σύμβουλοι του Όθωνα, λάτρεις της αρχαιότητας, αποφάσισαν
να αναβιώσουν την αρχαία Σπάρτη. Έτσι η νέα πόλη, η οποία εγκαινιάσθηκε το 1834, άρχισε να
προσελκύει τους κατοίκους που είχαν διασκορπισθεί κατά τις επιδρομές του Ιμπραήμ. Ο τελευ­
ταίος μητροπολίτης του Αγίου Δημητρίου, μετά τον Χρύσανθο, ήταν ο Δανιήλ Κουλουφάκος.
Αυτός διηύθυνε αρχικά τη Μητρόπολη ως απλός επίτροπος και μόνο το 1833 έλαβε τον τίτλο του
επισκόπου Λακεδαιμόνιας. Ο Δανιήλ, μετά την καταστροφή του Μυστρά και τη διασπορά των
κατοίκων του, επέστρεψε στην πόλη, όπου αρχικά «κατφκησε εις έναν οίκίσκο πλησίον τής
κεκαυμένης καί μαυρισμένης μητροπόλεως»152. Δεν υπάρχει, λοιπόν, αμφιβολία ότι τις απαραί­
τητες επισκευές θα πρέπει να πραγματοποίησε ο Δανιήλ που διατήρησε την έδρα του στα κτίρια
της Μητρόπολης του Μυστρά μέχρι την 1η Ιανουάριου 1837, ημέρα που έλαβε χώρα η τελευταία
δοξολογία κατά την οποία ο Άγιος Δημήτριος λειτούργησε ως μητροπολιτικός ναός.
Τις επισκευές συμπλήρωσε ο δήμαρχος Σπάρτης Δημήτριος Μελετόπουλος τα έτη 1858-1860, όταν
ήταν αρχιεπίσκοπος Μονεμβασίας και Σπάρτης ο Διονύσιος Σασανάς. Κατά τους χρόνους αυτούς
κτίσθηκε από τον Δημήτριο Μελετόπουλο το δυτικό τμήμα του περιστώου, στην τοιχοδομία του
οποίου είναι εντοιχισμένη αφιερωτική πλάκα που έφερε το όνομά του (Πίν. 108β) (Παράρτημα,
16). Το νότιο τμήμα του περιστώου και μάλλον και το ανατολικό κτίσθηκαν λίγο αργότερα, το
1869, σύμφωνα με μία αφιερωτική πλάκα εντοιχισμένη στην τοιχοδομία της νότιας πλευράς153
(Πίν. 108γ).
Η Μητρόπολη Λακεδαιμόνιας, μετά από έξι περίπου αιώνες σημαντικής πολιτιστικής ακτινο­
βολίας, τόσο μέσα στα πλαίσια της γενικότερης πνευματικής κίνησης του Μυστρά κατά τους
ύστερους χρόνους της βυζαντινής αυτοκρατορίας, όσο και επί τουρκοκρατίας ως κέντρο ελληνι­
σμού και ορθοδοξίας, επέστρεψε στον τόπο ίδρυσής της, τη Σπάρτη. Ταυτόχρονα, ο ναός του
Αγίου Δημητρίου παρέμεινε για έναν περίπου ακόμη αιώνα ένας απλός ενοριακός ναός, έως ότου
έφυγαν το 1955 και οι τελευταίοι κάτοικοι από τον Μυστρά. Ο μητροπολιτικός ναός, όπου θα πρέ­
πει να έλαβε χιύρα ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της βυζαντινής ιστορίας, η στέψη του
τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, σήμερα δεν αποτελεί παρά ένα ακόμη μνημειακό
συγκρότημα του αρχαιολογικού χώρου, όπου γίνεται τρεις φορές το χρόνο λειτουργία και φιλοξε­
νείται στα προσκτίσματά του ένα μικρό μουσείο βυζαντινής τέχνης154 με τα γραφεία της Αρχαιολο­
γικής Υπηρεσίας.
Από την παραπάνω έρευνα των ιστορικών στοιχείων μπορεί να συναχθεί ότι η βασιλική του Αγίου
Δημητρίου κτίσθηκε ως μητροπολιτικός ναός συγχρόνως με τη μεταφορά της Μητρόπολης Λα­
κεδαιμόνιας από τη Σπάρτη στον Μυστρά, κατά τα πρώτα κιόλας χρόνια της κυριαρχίας των Βυζα­
ντινών στο κάστρο, δηλαδή, αμέσως μετά το 1262, οπότε άρχισε και ο εποικισμός του λόφου. Αίγα
χρόνια αργότερα, κατά τα τέλη του 13ου και τις αρχές του Μου αιώνα, ο Νικηφόρος
Μοσχόπουλος ανακαίνισε και εξωράισε το ναό και συμπλήρωσε το μητροπολιτικό συγκρότημα με
διάφορα προσκτίσματα. Κατά τα τέλη του πρώτου μισού του 15ου αιώνα, πραγματοποιήθηκε το
μεγάλο έργο της κατασκευής των υπερώων. Το έργο αυτό του μητροπολίτη Ματθαίου ήταν πραγ­
ματικά μεγαλεπίβολο ώστε δεν αποτελούσε μια απλή προσθήκη, αλλά αποσκοπούσε στη ριζική132

132 Η πληροφορία αυτή διασώζεται από την αναφορά της 10ης Δεκεμβρίου 1825 προς το Υπουργείο Θρησκείας του μετέ-
πειτα επισκόπου Λακεδαίμονος Δανιήλ. Βλ. Γαλανόπουλος, Σελίδες, σ. 160.
1:13 Βλ. Α. Ορλάνδος, Εργασίαι εν Μυστρά, ΑΒΜΕ Α ' (1935), σ. 199, όπου αναφε'ρεται ότι το 1863 αφαιρέθηκε από την
Οδηγήτρια κίονας για την ανέγερση του περιστώου στο αίθριο της Μητρόπολης.
154 Σχετικά με την ίδρυση του Μουσείου, βλ. Γαλανόπουλος, Σελίδες, σ. 151.

49
Ο 1

Σχέό. 5. Ε γκά ρσια τομή στον τρούλο.

υστέρων να μειώσει την απόσταση μεταξύ των στηριγμάτων στα ανατολικά και τα δυτικά τόξα
τοποθετώντας το εσωράχιο των τόξων όχι στη συνέχεια του μετώπου της τοιχοποιίας των παραστά-
δων και των διαχωριστικών τοίχων, αλλά στο άνω άκρο του λοξότμητου επικράνου.
Στη νότια τοξοστοιχία (Σ χ έ δ. 2) τα κέντρα χάραξης βρίσκονται στην ίδια περίπου στάθμη που
προαναφέραμε, εκτός από το δυτικό τόξο, το οποίο βρίσκεται 0,08 μ. χαμηλότερα. Τα κλειδιά όλων
των τόξων βρίσκονται περίπου στην ίδια στάθμη. Οι γενέσεις των τόξων, οι οποίες αντιστοιχούν στο
μεσαίο κίονα και στο ανατολικό επίκρανο, βρίσκονται πάνω στην προαναφερθείσα στάθμη, ενώ
εκείνες του ανατολικού και του δυτικού κίονα είναι λίγο ψηλότερα. Τέλος, η γένεση που αντιστοι­
χεί στο δυτικό επίκρανο βρίσκεται περίπου 0,20 μ. πάνω από τη στάθμη του κέντρου χάραξης του
τόξου.
Τα πλάγια κλίτη στο ισόγειο του ναού καλύπτονται από ημικυλινδρικούς θόλους, που ξεκινούν
δυτικά από το διαχωριστικό, προς το νάρθηκα, τοίχο και καταλήγουν ανατολικά στις αψίδες της
πρόθεσης και του διακονικού. Η κορυφαία γενέτειρα των θόλων παρουσιάζει προς τα κάτω κλίση
από τα δυτικά προς τα ανατολικά και τα άκρα της έχουν υψομετρική διαφορά ίση με 0,30 μ. Στο
ανατολικό τους πέρας οι θόλοι έχουν χάραξη σχεδόν ημικυκλική με μικρές ακανονιστίες. Όμως,

66
ως αποτέλεσμα την καταστροφή της ημικυκλικής απόληξης της μικρής κόγχης στη δυτική όψη του
μικρού κτίσματος. Το διώροφο κτίριο φαίνεται σε φοπογραφία του G. Millet1"19. Από τις φωτογρα­
φίες του G. Millet διαπιστώθηκε, επίσης, ότι η απόληξη του περιβόλου της Μητρόπολης βρισκόταν
σε ψηλότερη στάθμη, στο ύψος περίπου του κλειδιού του κατώτερου από τα τέσσερα παράθυρα
στη δυτική όψη του κωδωνοστασίου160.
Μεγάλη αλλοίωση, τέλος, είχαν υποστεί οι στέγες, οι οποίες στο ναό είχαν πάρει μονοκλινή μορφή
πάνω από τα αψιδώματα τιυν δύο ανατολικών διαμερισμάτων, ενώ πάνω από τα υπόλοιπα δικλι-
νή. Μετά το τέλος της δεκαετίας του ’50 αποκαταστάθηκε η καμπύλη μορφή των στεγών, καθώς
και η επίστεψη των αψιδωμάπυν με το πλίνθινο γείσο και την πριονωτή ταινία, εκεί όπου είχε
καταστραφεί161. Ανάλογα αποκαταστάθηκε η αρχική μορφή της στέγης και στο δυτικό προστώο,
στην κορυφή του οποίου είχε διαμορφωθεί επίπεδο δοψια.
Στο περίστωο του αίθριου, όπως φαίνεται από τις φωτογραφίες του G. Millet, είχαν αντικαταστα-
θεί ήδη οι περισσότεροι από τους ξύλινους ελκυστήρες της βόρειας στοάς με σιδερένιους, ενώ σε
μεταγενέστερη εποχή αντικαταστάθηκαν τα στηθαία του εξώστη162 και η κλίμακα που οδηγεί σε
αυτόν. Τέλος, στις εργασίες, που έγιναν τις τελευταίες δεκαετίες, θα πρέπει να αναφερθεί ο καθα­
ρισμός των τοιχογραφιών της βασιλικής, καθιύς και των επιφανεκύν στις όψεις του ναού, που
καλύπτονταν από μεταγενέστερα επιχρίσματα.

15y Ό.π., πίν. 18.2.


160 Ό.π., πίν. 19.2, 5.
161 Ό.π., πίν. 18.2, 19.1, 4, 5. Στον οδηγό του Χατζηδάκη, Μνστράς I, πίν. 4, βλέπομε το ναό πριν από την αποκατάσταση
της αρχικής μορφής των στεγών.
162 Millet, Monuments, πίν. 18.1. Γαλανόπουλος, Σελίδες, εικ. 57.

51
Ο 1 ________ 5

Σχέό. 6. Ισόγειο. Ε γκάρσια τομή στον κυρίω ς ναό.

κτητορική επιγραφή του μητροπολίτη Ματθαίου: Ο ΚΤΗ ΤΩ Ρ Μ (Η Τ)ΡΟ [Π Ο ΛΙΤΗ Σ] Λ Α Κ Ε Δ Α ΙΜ Ο ­


Ν ΙΑ Σ Μ Α Τ Θ Α ΙΟ [Σ ]Ι1{) (Π ίν.
19). Τμήμα του πρώτου και του τελευταίου Ο, καθώς και ολόκληρο το
Σ από τη λέξη Ματθαίος καλύπτονται από τα πλάγια τμήματα του κοσμήτη, γεγονός που πιθανό­
τατα φανερώνει ότι ο τεχνίτης κατά τη λάξευση της επιγραφής δεν προέβλεψε την υπερκάλυψή
της. Το ενδεχόμενο η επιγραφή να προέρχεται από αλλού θα σήμαινε ότι ο Ματθαίος δεν είναι
υπαρκτό πρόσωπο στην ιστορία του Αγίου Δημητρίου, υπόθεση που δεν ευσταθεί λόγω της ύπαρ­
ξης, εκτός της επιγραφής, και μονογραμμάτων του στο ναό. Όσον αφορά στην τεχνική της λάξευ­
σης της επιγραφής, αυτή παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με εκείνη του φυτικού διακόσμου του
κοσμήτη λόγω του έξεργου χαρακτήρα της και της επίπεδης άνω επιφάνειας των στοιχείων της.
Εξάλλου, τα στοιχεία του φυτικού διακόσμου, όπως συμβαίνει και με τα γράμματα της επιγραφής,
είναι τόσο σχηματοποιημένα ώστε το θέμα ξεχιυρίζει κυρίως λόγω της έντονης λάξευσης του
βάθους και λιγότερο από την ίδια τη διάπλαση της μορφής.
Η θέση του κοσμήτη στη στάθμη της κορυφής των θόλων των πλάγιων κλιτών οριοθετεί οπτικά και
κατασκευαστικά τις δύο στάθμες του ναού. Το γεγονός ότι το άνω πέρας των τοιχογραφιών κάτω
από τον κοσμήτη έχει καθ' όλο το μήκος του καταστραφεί (Π ίν. 10, 26α), δείχνει ότι πάνω από τη
στάθμη του κοσμήτη προϋπήρχε κατασκευή, η οποία κατεδαφίσθηκε και στη συνέχεια τοποθετή­
θηκε ο κοσμήτης και κτίσθηκαν τα υπερώα.
Πάνω από την κεντρική θύρα που ανοίγεται στο διαχωριστικό προς το νάρθηκα τοίχο (Σ χ έ δ. 6),
είναι τοποθετημένος ο ξυλόγλυπτος άμβωνας (Π ίν. 1, 19β), έργο ίσως σύγχρονο με τον επισκοπι­
κό θρόνο, ο οποίος, όπως θα δούμε παρακάτω, είναι του 17ου αιώνα. Ο άμβωνας στηρίζεται σε
τοξωτό πρόβολο που φέρεται από τους σταθμούς της θύρας. Οι σταθμοί από ύψος 1,70 μ. πάνω
από το δάπεδο και μέχρι τις γενέσεις του προβόλου έχουν μία υποτομή με πλευρές 0,15 μ. Η εξω­
τερική προς τα πλάγια κλίτη ακμή της υποτομής φέρει μία κατακόρυφη κόκκινη γραπτή ταινία, η
οποία ορίζει την αρχική θέση των σταθμών. Το αρχικό πλάτος της θύρας, που ήταν 1,73 μ., μειώ­
θηκε κατά 0,30 μ. με το κτίσιμο της πρόσθετης τοιχοποιίας στους σταθμούς που σχημάτισε τις170

170 Μετά τα γράμματα ΜΡΟ υπάρχει ε'να τμήμα, το οποίο είναι συμπλήρωμα κάποιας επισκευής. Το τμήμα αυτό απου­
σιάζει από τη φωτογραφία του Gabriel Millet, βλ. Millet, Monuments, πίν. 43.1.

68
100

Εικ. 1. Μ νστράς. Τ οπογραφικό σχέδιο (κατά Σ. Σ/'νο, αρχείο ΕΑΜΜ).

53
έχει κλεισθεί εξωτερικά με τοιχοποιία πάχους 0,35 μ. (Π ίν. 28β). Τα κλειδιά των παραθύρων του
νότιου κλιτούς βρίσκονται στην ίδια ευθεία, 0,45 μ. κάτω από τη γένεση του θόλου, λίγο χαμηλό­
τερα δηλαδή από εκείνα του βόρειου. Τα τρία παράθυρα δυτικά της θύρας έχουν ύψος 0,80-0,84
και πλάτος 0,63 μ. Το παράθυρο στα ανατολικά της θύρας έχει το ίδιο πλάτος, αλλά μικρότερο
ύψος, ίσο με 0,67 μ.
Στα μονόλοβα παράθυρα του κυρίως ναού δεν υπάρχει η κόκκινη γραπτή ταινία, η οποία θα πρέ­
πει αρχικά να τα περιέβαλε, όπως συμβαίνει στα παράθυρα του Ιερού. Οι περιμετρικές κόκκινες
ταινίες των παραθύρων αυτιόν καταστράφηκαν από την τοποθέτηση ανοιγόμενων φύλλων εσωτε­
ρικά, τα οποία μπορούμε να διακρίνομε σε φωτογραφία του Gabriel Millet172.

Το Ιερό

Το Ιερό δεν διαμορφώνεται ως μία ξεχωριστή ενότητα στη γενική σύνθεση του κτιρίου, αλλά
αποτελεί προέκταση του χώρου του κυρίως ναού, από τον οποίο διαχωρίζεται, οπτικά κυρίως, με
την παρεμβολή του τέμπλου. Δηλαδή, ακολουθεί την τριμερή διαίρεση του κυρίως ναού, η οποία
όμοος εδώ πραγματοποιείται από τοίχους, στους οποίους ανοίγονται τοξωτές δίοδοι που εξασφα­
λίζουν την επικοινωνία μεταξύ των διαμερισμάτιον του (Σ χέδ. 1). Οι διαχωριστικοί αυτοί τοίχοι,
ενώ κατά το δυτικό τους πέρας έχουν πλάτος 0,73 μ. ο βόρειος και 0,70 μ. ο νότιος, ανατολικά του
δυτικού σταθμού των διόδων γίνονται παχύτεροι κατά 0,05 έως 0,07 μ. Έτσι, εξασφαλίζεται η
ομαλή μετάβαση από το πάχος της τοιχοποιίας πάνω από τις τοξοστοιχίες, στο κανονικό οικοδομι­
κό πάχος των τοίχων, με τον ίδιο τρόπο που πραγματοποιείται και κατά το ύψος των παραστάδων
στο δυτικό πέρας του κυρίως ναού.
Το κεντρικό διαμέρισμα του Ιερού έχει σχήμα σχεδόν τετράγωνο, με πλάτος ίσο προς το πλάτος
του μεσαίου κλιτούς δυτικά. Κάθε διαμέρισμα του Ιερού απολήγει ανατολικά σε αψίδα με ημικυ-
κλική σχεδόν χάραξη εσωτερικά, όπου η διάμετρος του ημικυκλίου είναι μικρότερη από το πλάτος
του κλιτούς. Τα κέντρα των ημικυκλίων βρίσκονται πάνω στην ευθεία που ορίζει το ανατολικό
πέρας του ναού εσωτερικά, εκτός από το κέντρο της αψίδας του διακονικού, που παρουσιάζει
μετατόπιση 0,10 μ. ανατολικά.
Οι αψίδες εξωτερικά είναι τρίπλευρες και εφάπτονται μεταξύ τους. Τα σημεία επαφής τους βρί­
σκονται σε μία ευθεία, που εφάπτεται στα ημικύκλια των πλάγιων αψίδων, είναι παράλληλη προς
την ευθεία, πάνω στην οποία βρίσκονται τα κέντρα τους, και απέχει από αυτή 0,78-0,79 μ., από­
σταση δηλαδή ίση προς το πάχος της τοιχοποιίας. Δηλαδή στο πάχος αυτό εγγράφονται οι κόγχες
των παραβημάτων και πάνω από αυτές υψώνεται ο τοίχος, που αποτελεί το ανατολικό πέρας των
πλάγιων κλιτών στη στάθμη πάνω από τις αψίδες. Συνεπώς, κατασκευαστικά προηγήθηκε η
χωροθέτηση της ευθείας γένεσης των τριών κογχών και του ανατολικού τοίχου και κατόπιν έγινε η
χάραξη των αψίδων έτσι ώστε η κόγχη των παραβημάτων να εγγράφεται στο πάχος του ανατολικού
τοίχου, το εξωτερικό πολυγωνικό περίγραμμα της αψίδας να εγγράφεται σε κύκλο ομόκεντρο με
τον κύκλο της κόγχης και οι αψίδες να βρίσκονται σε επαφή μεταξύ τους, λόγω του περιορισμένου
πλάτους τιυν κλιτών σε σχέση με το δεδομένο πλάτος της τοιχοποιίας. Το πάχος της τοιχοποιίας των
πολυγιόνων είναι και για τις τρεις αψίδες στην περιοχή των γωνιών τους 0,78-0,79 μ. Στο μέσον των
πλευρών των αψίδων η τοιχοποιία έχει πάχος 0,72 μ. στις πλάγιες αψίδες και 0,67 μ. στην κεντρική.
Οι κόγχες και των τριών διαμερισμάτιυν του Ιερού καλύπτονται από τεταρτοσφαιρικούς θόλους. Οι
πλάγιοι θόλοι φέρουν τον υπερκείμενο τοίχο, ο οποίος αποτελεί το ανατολικό πέρας του ναού και
έχει πάχος ίσο με την ακτίνα των ημικυκλικών κογχών τους (Σ χέδ. 4). Κατά τον τρόπο αυτό, τα
φορτία της υπερκείμενης τοιχοποιίας κατανέμονται ομοιόμορφα σε όλη την επιφάνεια του θόλου.
Στο μεσαίο κλίτος το ανατολικό πέρας του ναού ορίζεται από τον αντίστοιχο τοίχο του φωταγωγού,

172 Millet, Monuments, πίν. 77.1, 83.1, 2.

70
που στηρίζεται σε ημικυκλικό τόξο πλάτους 0,96 μ. στα δυτικά της κεντρικής αψίδας, το οποίο βαί­
νει στους διαχωριστικούς τοίχους του Ιερού (Π ίν. 6α, 10, 24β, 25α, 37). Έτσι, το μέτωπο του τεταρ-
τοσφαιρίου της κεντρικής αψίδας δεν καταπονείται από το συγκεντρωμένο φορτίο της υπερκείμε­
νης κατασκευής. Το κλειδί του τεταρτοσφαιρίου της πρόθεσης βρίσκεται 4,05 μ. πάνω από το δά­
πεδο και 0,20 μ. περίπου ψηλότερα από το κλειδί του τεταρτοσφαιρίου του διακονικού. Το κλειδί του
τεταρτοσφαιρίου του Ιερού Βήματος βρίσκεται 6,65 μ. πάνω από το δάπεδο. Οι γενέσεις του βρί­
σκονται 1,50 μ. χαμηλότερα από το κλειδί. Δεδομένου ότι η διάμετρος του θόλου είναι 2,50 μ., βλέ­
πομε ότι αυτός είναι υπερυψωμένος με το κέντρο του 0,25 μ. πάνω από τις γενέσεις του (Σ χέ δ. 2).
Οι γενέσεις του τεταρτοσφαιρικού θόλου του κεντρικού διαμερίσματος του Ιερού ορίζονται από
λοξότμητο κοσμήτη ύψους 0,09 μ., ο οποίος δεν είναι απόλυτα οριζόντιος, αλλά ανεβαίνει στα άκρα
του θόλου. Προεκτείνεται πάνω στον ανατολικό τοίχο κατά τις δύο πλευρές της αψίδας και κατόπιν
στρέφεται στους δύο διαχωριστικούς τοίχους και καταλαμβάνει το πλάτος του ημικυκλικού τόξου
στα δυτικά της αψίδας του Ιερού (Π ίν. 10, 25α, β, 37). Το γεγονός ότι ο ίδιος ενιαίος κοσμήτης ορί­
ζει τη γένεση του τεταρτοσφαιρίου της κόγχης και του ημικυκλικού τόξου στα δυτικά της υποδηλώ­
νει ότι η κατασκευή αυτιυν των στοιχείων είναι σύγχρονη και το παραπάνω ημικυκλικό τόξο ανήκει
στην αρχική φάση της βασιλικής, κατά την οποία βεβαίως διαμορφώθηκαν οι αψίδες του Ιερού.
Στους διαχωριστικούς τοίχους μεταξύ των διαμερισμάτων του Ιερού ανοίγεται από μία δίοδος. Η
δίοδος της πρόθεσης έχει ημικυκλική απόληξη, πλάτος 1,22 και ύψος 2,62 μ. Αρχικά η πρόθεση
φοπιζόταν από τα δύο μονόλοβα παράθυρα στο βόρειο τοίχο και από το μονόλοβο παράθυρο της
αψίδας της (Π ίν. 38α). Μετά την ανέγερση της πτέρυγας του διώροφου κτιρίου στα ΒΑ. του ναού,
τη μόνη πηγή φωτός για την πρόθεση αποτέλεσε το παράθυρο της αψίδας της. Το πλάτος του είναι
0,30, το ύψος 1,30 μ. και η ποδιά του βρίσκεται 1,69 μ. από το δάπεδο. Η κόγχη της πρόθεσης κατα­
λαμβάνεται από κτιστή ποδιά ύψους 1,10 μ. Στο βόρειο τοίχο, κάτω από το ανατολικό μονόλοβο
παράθυρο διαμορφώνεται μικρή ορθογωνική κόγχη με ημικυκλική απόληξη.
Το Ιερό Βήμα φωτίζεται από τρία μεγάλα δίλοβα παράθυρα, που ανοίγονται από ένα σε κάθε πλευ­
ρά της τρίπλευρης αψίδας του (Π ίν. 40α). Έχουν όλα πλάτος 0,76, ύψος 0,85 μ. και η ποδιά τους
βρίσκεται 1,55 μ. πάνω από το δάπεδο. Οι λοβοί των παραπάνω παραθύρων χωρίζονται από αμφι-
κιονίσκους με κολουροπυραμιδοειδή επιθήματα και βάσεις. Το επίθημα του βόρειου παραθύρου
έχει την εσωτερική του επιφάνεια κατεστραμμένη (Π ίν. 40β)· του μεσαίου φέρει ανάγλυφο κόσμη­
μα με σταυρό, που εγγράφεται σε ταινιωτό πεταλόμορφο κόσμημα με αιχμηρά φύλλα στα άκρα του
(Π ίν. 41α) και του νότιου φέρει ανάγλυφο πυροστρόβιλο. Στο παράθυρο αυτό η εσωτερική πλευ­
ρά του αμφικιονίσκου έχει απολαξευθεί και σχηματίζει μία ημιοκταγωνική προεξοχή πάνω σε
στενό περιθώριο (Π ίν. 41 β).
Στη μεσαία κόγχη του Ιερού διαμορφώνεται κτιστό σύνθρονο με τρία εδώλια (Σ χέδ. 1, 2, 7· Π ίν .
36γ). Οι άκρες του κατώτερου εδωλίου καταλήγουν στους ανατολικούς σταθμούς των διόδων των
διαχωριστικών τοίχων, οι άκρες του δεύτερου βρίσκονται στην ίδια κατακόρυφο με τους εξωτε­
ρικούς προς τα πλάγια κλίτη σταθμούς των ακραίων παραθύρων της κόγχης, ενώ οι άκρες του
τρίτου εισέχουν κατά 0,14 μ. από τις άκρες του προηγούμενου. Πάνω στο τρίτο εδώλιο και κάτω
από το μεσαίο παράθυρο βρίσκεται κεντρικά τοποθετημένος ο επισκοπικός θρόνος. Αυτός δια­
μορφώνεται με ένα τέταρτο κτιστό αναβαθμό πλάτους 0,62 μ. και μία μαρμάρινη πλάκα στη θέση
της ράχης. Τα δύο κατώτερα εδώλια έχουν καμπύλη χάραξη, ενώ το τρίτο είναι ευθύγραμμο και
έχει στο μέσον του προεξοχή, που ακολουθεί το περίγραμμα του θρόνου και χρησιμεύει ως υποπό­
διο. Τα εδώλια είναι κτιστά από απλή τοιχοποιία, καθώς και ο επισκοπικός θρόνος με το πόδιό
του, και μόνον η ράχη του αποτελείται από μαρμάρινη πλάκα, η οποία καταλαμβάνει όλο το πλά­
τος του κεντρικού παραθύρου της κόγχης και μάλιστα καλύπτει το κατώτερο τμήμα του ανοίγμα­
τος του. Η άτεχνη αυτή λεπτομέρεια προέκυψε για να μη μειωθεί το ύψος των παραθύρων της
κεντρικής αψίδας του Ιερού.
Η σύνθεση των τοιχογραφιών στην αψίδα του Ιερού έχει πραγματοποιηθεί με βάση την κατασκευή
του σύνθρονού. Επίσης, οι κόκκινες ταινίες, που ορίζουν τις παραστάσεις, πλαισιώνουν τη ράχη
του θρόνου και ακολουθούν το περίγραμμα των εδωλίων. Επομένως, γίνεται φανερό ότι η κατα-

71
Σχέό. 7. Ε γκά ρσια τομή στο Ιερό.

σκευή του σύνθρονού προηγήθηκε της τοιχογράφησης του Ιερού, η οποία θα πρέπει να είναι η
προτιμότερη του ναού, και είναι σύγχρονη με την ανέγερση της βασιλικής. Ενισχύεται, λοιπόν, η
άποψη που διατυπιύθηκε παραπάνω, ότι η βασιλική ιδρύθηκε εξαρχής ως μητροπολιτικός ναός173.
Η δίοδος προς το διακονικό που ανοίγεται στο διαχωριστικό τοίχο έχει, όπως και η απέναντι της
προς την πρόθεση, ημικυκλική απόληξη, αλλά είναι μικρότερη από εκείνη. Έ χει πλάτος 0,90 και
ύψος 2,44 μ. Στα ανατολικά της διόδου και σε απόσταση 0,20 μ., διαμορφώνεται μικρή ημικυκλική
κόγχη με τεταρτοσφαιρική απόληξη. Η καμπύλη χάραξη της κόγχης αποτελεί τη συνέχεια της
ευθείας γένεσης - διαμέτρου - του ημικυκλίου της αψίδας, με αποτέλεσμα η βορειοανατολική
γωνία του διακονικού να είναι ασαφής στην περιοχή της μικρής κόγχης. Η ποδιά της βρίσκεται
0,83 μ. πάνω από το δάπεδο και προεξέχει σχηματίζοντας πάγκο, του οποίου η μία πλευρά είναι
προέκταση του ανατολικού σταθμού της διόδου και η άλλη είναι ευθύγραμμη προέκταση του ημι­
κυκλίου της κόγχης της αψίδας.

173 Το καθολικό του Οσιου Λουκά, που ανήκει σε μονή, διαθε'τει και αυτό σύνθρονο.

72
Σχέδ. 8. Δ ά π εδ ο βασιλικής.

74
10

Σχέό. 2. Κ ατά μ ή κ ο ς τομή στο μ εσ α ίο κλιτός.


o 1

Σ /έό. 3. Ισόγειο. Ε γκά ρσια τομή στο νάρθηκα.

μπερής, αλλά καλύφθηκε αργότερα εξωτερικά με κάποιο αρμολόγημα της τοιχοποιίας, είτε ότι οι
πέτρες δεν συμπλέκονταν εσωτερικά στη γωνία. Ακόμα όμως και στην περίπτωση όπου ο αρμός
ήταν αρχικώς διαμπερής, μόνο με την ένδειξη αυτή δεν μπορούμε να μιλήσομε για ουσιαστικά
διαφορετικές οικοδομικές φάσεις, αλλά πολύ πιθανά για κατασκευαστικά στάδια, δηλαδή σύγ­
χρονες σχεδόν κατασκευές που κτίζονταν όμως ανεξάρτητα, με τρόπο προσθετικό.
Ο δυτικός τοίχος εσωτερικά διαιρείται σε τρία τμήματα με δύο παραστάδες (Σ χέδ. 1, 3- Π ίν. 2,
4, 22α-γ, 24α), οι οποίες έχουν ίσο πλάτος περίπου, 0,78 μ. η νότια και 0,76 μ. η βόρεια, προεξέχουν
από τον τοίχο 0,29 μ. και 0,28 μ. αντίστοιχα, και καταλήγουν σε λοξότμητα επίκρανα. Στα επίκρα­
να των παραστάδων δυτικά και σε δύο κιλλίβαντες ανατολικά στηρίζονται σφενδόνια πλάτους 0,80
μ., περίπου, που στο επίπεδο της ανωδομής χωρίζουν το χώρο σε τρία διαμερίσματα, από τα οποία
το μεσαίο έχει το διπλάσιο, σχεδόν, πλάτος από τα δύο ακραία. Τα σφενδόνια και οι παραστάδες
έχουν μεγαλύτερο πλάτος από τα επίκρανα και τους κιλλίβαντες και στα σημεία επαφής τους με
τα στοιχεία αυτά παρουσιάζουν μείιυση του πλάτους τους για να επιτευχθεί η οπτική και κατα­
σκευαστική συνέχεια (Π ίν. 3, 5, 22δ, 24α). Η άτεχνη αυτή λεπτομέρεια οφείλεται στο ότι τα επί­
κρανα και οι κιλλίβαντες δεν έχουν την απαιτούμενη διάσταση165, διότι είτε είναι μέλη σε δεύτε-
ρη χρήση, είτε δεν είχε αρχικώς προβλεφθεί το πάχος του επιχρίσματος. Εξάλλου, η ατέλεια της
κατασκευής των επιχρισμάτων γενικότερα δημιουργεί διακυμάνσεις στο πλάτος των σφενδονίων
καθ’ όλο το μήκος τους.
Το νότιο σφενδόνιο έχει κατεύθυνση παράλληλη προς τις μικρές πλευρές του νάρθηκα. Παρα­
τηρούμε ότι προκειμένου να ακολουθηθεί αυτή η κατεύθυνση, που είναι πλάγια ως προς το μέτωπο
της παραστάδας και του επικράνου της, η αρχή του νότιου μετώπου του σφενδονίου συμπίπτει με
το μέτωπο της παραστάδας, ενώ η αρχή του βόρειου μετώπου εισέχει 0,03 μ., δηλαδή το σφενδόνιο
στρέφεται προς Β. Εξάλλου, ο απέναντι κιλλίβαντας βρίσκεται σε ίση με το σφενδόνιο απόσταση
από το νότιο τοίχο. Αντίθετα, το βόρειο σφενδόνιο, ενώ στη δυτική του γένεση παρουσιάζει και
αυτό ανάλογη υποχώρηση ως προς το μέτωπο της παραστάδας, ακολουθεί κατεύθυνση κάθετη
προς τις μακρές πλευρές του νάρθηκα. Αυτό οφείλεται στη θέση του κιλλίβαντα, ο οποίος όχι μόνο
δεν τοποθετήθηκε σε ίση με την παραστάδα απόσταση από το βόρειο τοίχο, αλλά, αν και μικρό­
τερος σε πλάτος από το απέναντι επίθημα, τοποθετήθηκε στην ίδια περασιά με τη νότια πλευρά

165 Πλάτος 0,70 μ. τα επίκρανα, 0,72 μ. ο νότιος κιλλίβαντας και 0,65 μ. ο βόρειος.

59
του. Αποτέλεσμα της διάταξης αυτής των σφενδονίων είναι η διαμόρφωση στην ανωδομή του νάρ­
θηκα ενός διαμερίσματος με σχήμα παραλληλόγραμμο στα νότια, και δυο διαμερισμάτων με σχήμα
τραπέζιο στο κέντρο και στα βόρεια.
Τα τρία αυτά διαμερίσματα μοιάζουν εκ προπης όψεως να καλύπτονται με ενιαίο τρόπο, από συνε­
χή ημικυλινδρικό θόλο, κάθετο στον κατά μήκος άξονα του ναού, που ενισχύεται με δύο σφενδό-
νια. Στην πραγματικότητα όμως, η κορυφαία γενέτειρα του θόλου στα τρία διαμερίσματα δεν είναι
μία συνεχής ευθεία γραμμή (Σ χέδ. 3). Μόνον οι κορυφαίες γενέτειρες των ακραίων διαμερισμά­
των ανήκουν στην ίδια ευθεία, η οποία παρουσιάζει προς τα κάτω κλίση από Ν. προς Β. και τα
άκρα της έχουν υψομετρική διαφορά ίση με 0,10 μ. Την ίδια ακριβώς κλίση παρουσιάζει και το δά­
πεδο, γεγονός που δείχνει ότι ο βυζαντινός μάστορας, χωρίς να επιδιώκει ακρίβεια ή τελειότητα
στην εκτέλεση, δεν οριζοντίωσε την ανωδομή, αλλά όρισε τα κατασκευαστικά του ύψη με αφετη­
ρία το δάπεδο, το οποίο ακολουθεί τη φυσική κλίση του εδάφους. Η κορυφαία'γενέτειρα του
μεσαίου διαμερίσματος είναι παράλληλη προς τις γενέτειρες των ακραίων θόλων, αλλά βρίσκεται
0,08 μ. χαμηλότερα από αυτές. Η υψομετρική αυτή διαφορά υποδηλώνει ότι η κατασκευή της
θολοδομίας του νάρθηκα έγινε τμηματικά και ότι τα σφενδόνια δεν τοποθετήθηκαν απλά σε
επαφή με τον κύλινδρο, αλλά αποτελούν ενιαίο με αυτόν σώμα, τόσο κατασκευαστικά όσο και
στατικά. Έτσι, αποκλείεται τα σφενδόνια να έχουν προστεθεί αργότερα.
Το γεγονός ότι τα σφενδόνια, καθώς και οι δυτικές παραστάδες του νάρθηκα είναι κατασκευές
σύγχρονες με τη θολοδομία του χώρου αυτού και δεν κτίσθηκαν για να την ενισχύσουν σε μετα­
γενέστερη εποχή, επιβεβαιώνεται και από τις τοιχογραφίες. Οι τοιχογραφίες, που καλύπτουν όλες
τις επιφάνειες του νάρθηκα, ανήκουν σε ένα ενιαίο ζωγραφικό στρώμα, ενώ η σύνθεσή τους ανα­
πτύσσεται με τρόπο ενιαίο στο δυτικό τοίχο, αλλά και στις παραστάδες του. Εξάλλου, στη νότια
παραστάδα και στη μεταξύ αυτής και της δυτικής θύρας του νάρθηκα επιφάνεια, αναπτύσσεται μία
ενιαία παράσταση με το όραμα του αγίου Πέτρου της Αλεξανδρείας (Π ίν. 22γ). Επίσης, μία ενι­
αία παράσταση με το θαύμα της αγίας Ευφημίας στη Σύνοδο της Χαλκηδόνας και τη σύγχυση των
αιρετικών αναπτύσσεται στη βόρεια παραστάδα και στη μεταξύ αυτής και της δυτικής θύρας του
νάρθηκα επιφάνεια166.
Μικρή κλίση από Ν. προς Β. παρατηρείται, επίσης, στα εσωράχια των τόξων. Η κλίση αυτή μαζί με
την υψομετρική διαφορά στις κορυφαίες γενέτειρες μας δίνουν διαφορετικά μεγέθη στην κρέμαση
των μετώπων των σφενδονίων στις θέσεις των κλειδιιόν τους167. Εξάλλου, διαφορά στην κρέμασή
τους παρουσιάζουν τα σφενδόνια λόγο) του ότι αυτά δεν είναι ομόκεντρα με τον κυλινδρικό θόλο.
Το πάχος έδρασής τους δυτικά είναι μικρότερο από εκείνο ανατολικά, διότι οι κιλλίβαντες ως
πρόβολοι έχουν μία προεξοχή ίση με το 1/3 εκείνης των επιθημάτων των παρασπάδων (Π ίν. 2, 4,
22α, β).
Οι πλάγιες ωθήσεις του κυλινδρικού θόλου του νάρθηκα ανατολικά αντιρρόπησαν με τον όγκο της
κατασκευής του κυρίως ναού και τις εσωτερικές τοξοστοιχίες του. Στα δυτικά οι ιυθήσεις αντιμε-
τωπίσθηκαν με την αύξηση, κατά 0,10 μ., του πάχους του εξωτερικού τοίχου σε σχέση με τους
υπόλοιπους τοίχους του ναού και την ενίσχυσή του με το κτίσιμο των δύο παραστάδων. Η ενίσχυ­
ση αυτή του τοίχου υποδηλώνει ότι αυτός αρχικώς δεν είχε κατά τη δυτική πλευρά του κάποια
κατασκευή που να συγκρατεί τις ωθήσεις του κυλινδρικού θόλου.
Η χάραξη του θόλου και των σφενδονίων δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη ακρίβεια, γεγονός που ίσως
τονίζεται περισσότερο από την άτεχνη κατασκευή των επιχρισμάτων. Τόσο τα κέντρα χάραξης των
σφενδονίων, όσο και οι γενέσεις τους δεν βρίσκονται στην ίδια στάθμη, αλλά παρουσιάζουν
μικρές διαφορές της τάξεως των 0,06-0,10 μ. Το βόρειο σφενδόνιο έχει χάραξη περίπου ημικυκλι-

166 Millet, Monuments, πίν. 82.2. 3, 4.


167 Το νότιο σφενδόνιο νότια έχει κρε'μαση 0,25 και βόρεια 0,20 μ., ενιό το βόρειο έχει κρε'μαση 0,23 και 0,36 μ., αντί­
στοιχα.

60
δημιουργία μίας υποτομής και έρχεται περασιά με τους προηγούμενους πίνακες. Στον παραπάνω
«πίνακα» ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πλαίσιό του (Πίν. 47β). Αυτό διαμορφώνεται με
μικρές ορθογωνικές μαρμάρινες πλάκες σκούρου ερυθρού χρώματος, οι οποίες κατά τις στενές
πλευρές τους έχουν για τη συναρμολόγησή τους ημικυκλικές προεξοχές και υποδοχές, εναλλάξ.
Τόσο το σύστημα ένωσής τους, όσο και το χρώμα τους μας θυμίζει τα πλαίσια από τις ορθομαρ-
μαρώσεις της Οδηγήτριας. Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανό η κατασκευή αυτή να ανήκει σε μία όψιμη
εποχή, όταν η Οδηγήτρια ήταν σε παρακμή και δεν λειτουργούσε ως τζαμί των Τούρκων πλέον,
οπότε ήταν δυνατή η ευκαιριακή αφαίρεση των υλικών της για την κατασκευή άλλων έργων179.
Εξάλλου, η σύμπτωση του πλάτους της δυτικής πλευράς του πλαισίου του παραπάνω «πίνακα» με
το πλάτος της πλάκας του δικέφαλου αετού υποδηλώνουν μία μεταγενέστερη επέμβαση, κατά την
οποία η κατασκευή του ανατολικού πλαισίου προσαρμόσθηκε στην πλάκα με το δικέφαλο αετό.
Στο νότιο κλίτος υπάρχουν τέσσερις «πίνακες» (Π ίν. 48) που αντιστοιχούν στα διαμερίσματα, τα
οποία ορίζονται από τα στηρίγματα της κιονοστοιχίας. Οι τρεις από αυτούς, οι δύο δυτικοί (Σ χ έ δ.
8-9: 8, 10) και ο ανατολικότερος (Σ χέδ. 8-9: 6), αποτελούνται από μαρμάρινη πλάκα, η οποία
περιβάλλεται από πλαίσιο με μαρμαροθετήματα, ενώ ο τέταρτος, που βρίσκεται εμπρός από τη
νότια θύρα του ναού, αποτελείται από ψηφιδωτό (Σ χέδ. 8-9: ΙΕ Π ίν. 48β). Ο «πίνακας» αυτός
δεν είναι κεντρικά τοποθετημένος ως προς το άνοιγμα της θύρας, αλλά έχει μία μικρή μετατόπιση
ανατολικά. Το μεγαλύτερο τμήμα του έχει καταστραφεί από την κατασκευή του βάθρου του επι­
σκοπικού θρόνου.
Στο χώρο μεταξύ του ανατολικού ζεύγους κιόνων και του Ιερού, εμπρός από τα μέτωπα των δια-
χωριστικών του τοίχων, υπάρχουν δύο ακόμη «πίνακες», οι οποίοι είναι ελαφρώς μετατοπισμένοι
προς το μεσαίο κλίτος (Σχέ δ. 8-9: 4,5· Π ίν. 49α). Είναι όμοιοι μεταξύ τους και αποτελούνται από
μεγάλη μαρμάρινη πλάκα που περιβάλλεται από πλαίσιο με μαρμαροθετήματα, στις γωνίες του
οποίου εγγράφονται ένθετοι κύκλοι από μάρμαρο. Η αριστερή πλευρά του βόρειου «πίνακα» έχει
καταστραφεί και το διάστημα που αντιστοιχεί στο πλαίσιο, όπως άλλωστε και ο υπόλοιπος χώρος
μέχρι το βόρειο τοίχο, έχει καλυφθεί από απλές μαρμάρινες πλάκες. Αυτή η ενιαία, απλή διαμόρ­
φωση μας κάνει να υποθέσομε ότι αρχικά υπήρχε στην ανατολική περιοχή του βόρειου κλιτούς
ένας «πίνακας» συμμετρικός με εκείνον εμπρός από το διακονικό στο νότιο κλίτος. Δηλαδή, ο
χώρος εμπρός από το τέμπλο είχε συνολικά πέντε «πίνακες» με μαρμαροθετήματα, με το μεσαίο
κεντρικά και τους πλάγιους συμμετρικά τοποθετημένους ως προς τον κατά μήκος άξονα του ναού.
Σύμφωνα με μία γενικότερη τάση για συμμετρική διάταξη που διαφαίνεται στη σύνθεση του
δαπέδου όσον αφορά στους «πίνακες», θα πρέπει σε κάθε διαμέρισμα του βόρειου κλιτούς να
υπήρχε από ένας τέτοιος «πίνακας». Εκτός από αυτόν στο ανατολικότερο διαμέρισμα, που αναλογι­
κά δεχθήκαμε την ύπαρξή του, υπάρχει άλλος ένας στο δεύτερο, από τα δυτικά, διαμέρισμα, που
σώζεται σήμερα σε καλή κατάσταση (Σ χέ δ. 8-9: 7' Π ίν. 49β). Το δάπεδο στο δυτικότερο διαμέρι­
σμα είναι πολύ κατεστραμμένο, ενώ το διαμέρισμα εμπρός από τη βόρεια είσοδο του ναού έχει ένα
μικρό τμήμα μαρμαροθετήματος που σχηματίζει έναν κύκλο και ένα μικρό τμήμα πλαισίου εμπρός
από τη θύρα (Σ χέδ. 8). Είναι, λοιπόν, λογικό, ο χώρος εμπρός από τη θύρα να είχε και αυτός έναν
«πίνακα», ο οποίος θα συμπλήρωνε τη σειρά των «πινάκιυν» στο βόρειο κλίτος και θα υπογράμμι­
ζε την περιοχή της εισόδου, όπως άλλωστε και ο αντίστοιχός του στο νότιο κλίτος. Η μορφή του
«πίνακα» αυτού, εάν λάβομε υπόψη μας τα λείψανα με τον κύκλο και το πλαίσιο (Πίν. 50β), πρέ­
πει να ήταν μία μεγάλη πλάκα με διπλό πλαίσιο και κύκλους από μαρμαροθετήματα στις γωνίες.
Μικροί πίνακες με ψηφιδωτά και μαρμαροθετήματα υπάρχουν μεταξύ του δυτικού και του μεσαί­
ου κίονα της νότιας (Π ίν. 51) και της βόρειας (Π ίν. 52) κιονοστοιχίας (Σ χ έ δ. 8-9: 12-15).
Το κατώφλι της βόρειας θύρας του ναού διαμορφώνεται από τέσσερις μαρμάρινες πλάκες που
καταλαμβάνουν όλο το πλάτος του ανοίγματος πίσω από το μαρμάρινο θύρωμα και έχουν χρώμα174

174 Βλ. υποσημ. 153.

78
με σανίδες στηρίζεται ο ξυλόγλυπτος άμβωνας, ο οποίος βλέπει στον κυρίως ναό (Π ίν. 1 ,19β) και
προεξέχει 0,32 μ. από την ανατολική επιφάνεια του τοίχου. Πάνω από το λοξότμητο γείσο της
υποκείμενης θυρας και στα άκρα του ανοίγματος είναι πακτωμένα δυο ξύλινα, κομμένα δοκάρια
(Π ίν. 23δ), τα οποία αρχικά στήριζαν την ξύλινη κλίμακα ανόδου στον άμβωνα. Το άνοιγμα πάνω
από την κεντρική Ούρα του νάρθηκα, ο μικρός χώρος στο πάχος του τοίχου του, καθώς και η ξύλι­
νη κλίμακα, αποτελούν μεταγενέστερες επεμβάσεις, σύγχρονες με την τοποθέτηση του ξυλόγλυ­
πτου άμβωνα στη θέση αυτή.
Αρχικά, ο φωτισμός στο νάρθηκα εξασφαλιζόταν από δύο παράθυρα στις μικρές πλευρές του. Το
παράθυρο στη νότια πλευρά του είναι μονόλοβο και έχει εκ τιυν υστέρων κλεισθεί με τοιχοποιία
λόγω της ανέγερσης της κλίμακας στο νότιο άκρο του δυτικού προστώου. Οι τοιχογραφίες γύρω
από το παράθυρο είχαν καταστραφεί και η επιφάνεια της τοιχοποιίας που το έκλεισε, καθώς και
γύρω από το άνοιγμά του, καλύφθηκε από το νεότερο επίχρισμα των εργασιών συντήρησης. Κατά
τον τρόπο αυτό, το περίγραμμα του παραθύρου δεν είναι ορατό από το εσωτερικό του ναού και
διακρίνεται μόνον από την εξωτερική όψη του. Το παράθυρο που ανοίγεται στη βόρεια πλευρά του
νάρθηκα (Π ίν. 4, 22β) είναι δίλοβο με πλάτος εσωτερικά 0,50, ύψος 1 μ. και απόσταση ποδιάς από
το δάπεδο 3 μ. Οι λοβοί του παραθύρου χωρίζονται από πεσσίσκο, ο οποίος είναι τμήμα θωρακίου
με ανάγλυφη διακόσμηση από τη μία μόνον επιφάνεια, τη δυτική. Ο πεσσίσκος στην κορυφή του
φέρει λοξότμητο επίθημα με ακόσμητη την εσωτερική του επιφάνεια. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα
δύο παράθυρα του νάρθηκα δεν είναι αντικριστά, ούτε κεντρικά τοποθετημένα στις επιφάνειες
των τοίχων. Το νότιο παράθυρο απέχει 1,30 μ. από το δυτικό τοίχο και το βόρειο 1,40 μ.
Στο νάρθηκα υπάρχει ένα ακόμη άνοιγμα (Πίν. 5, 8, 24α, 32β), που διαμορφώθηκε στο δυτικό
τοίχο του βόρειου διαμερίσματος μετά από την τοιχογράφηση του χώρου, όπως δείχνουν οι κατε­
στραμμένες τοιχογραφίες γύρω από αυτό. Το άνοιγμα βρίσκεται πίσω από το μικρό κτίσμα πάνω
από το δυτικό προστούο. Απέχει 0,75 μ. από τη βορειοδυτική γωνία του νάρθηκα, έχει πλάτος 0,52,
ύψος 1,30 μ. και απόσταση ποδιάς από το δάπεδο 3,15 μ. Η ποδιά του υπερυψώθηκε ακολούθως
με πρόσθετη τοιχοποιία. Η απόληξή του είναι ημικυκλική και περιβάλλεται από πλαίσιο λαξευμέ-
νων πωρόλιθων. Η θέση του και το σχετικά μεγάλο ύψος του που δεν ταιριάζει σε παράθυρο, μας
οδηγούν στην υπόθεση ότι το άνοιγμα αυτό εξασφάλιζε την άμεση επικοινωνία του ναού με το κτί­
σμα πάνω από το δυτικό προστώο168.
Στη βορειοανατολική γωνία του νάρθηκα διαμορφώνεται τετράγωνο χωνευτήριο με πλευρά ίση
προς 0,64 μ., που μετά την αποκάλυψη του παλαιού δαπέδου (Πίν. 23β) φάνηκε ότι εδραζόταν
πάνω στις πλάκες του. Στα νεότερα χρόνια καλύφθηκε από μία μαρμάρινη πλάκα και τούβλα νεό­
τερης κατασκευής (Χαλκίδας).

Ο κυρίως ναός
Ο κυρίως ναός (Σ χ έ δ. 1) δυτικά ορίζεται από το διαχωριστικό προς το νάρθηκα τοίχο και ανατολι­
κά από το δυτικό μέτωπο των διαχωριστικών τοίχων του Ιερού και το μεταξύ τους τέμπλο. Έ χει
σχήμα παραλληλόγραμμο, ελαφρούς ακανόνιστο, με άνισες τις μικρές πλευρές του, 8,72 μ. τη δυτι­
κή και 8,60 μ. την ανατολική, και επίσης άνισες τις μακρές πλευρές του, δηλαδή 9,85 μ. τη νότια
και 9,55 μ. τη βόρεια. Οι εξωτερικοί πλάγιοι τοίχοι και ο εσωτερικός, διαχωριστικός προς το νάρ­
θηκα, τοίχος έχουν το ίδιο πάχος, ίσο προς 0,78-0,79 μ.
Δύο τοξοστοιχίες (Π ίν. 1. 6α, 24β) χωρίζουν τον κυρίως ναό σε τρία κλίτη. Ο τριμερής αυτός χωρι­
σμός δεν ανταποκρίνεται ακριβώς σε εκείνο του νάρθηκα. Ενού το βόρειο σφενδόνιο του νάρθηκα
είναι σχεδόν στη συνέχεια της αντίστοιχης τοξοστοιχίας του κυρίως ναού, το νότιο παρουσιάζει με-

168 Παρόμοιο σε μορφή, διαστάσεις και κατασκευή είναι το άνοιγμα που οδηγεί από το νοτιοδυτικό παρεκκλήσιο στο
μικρό χιόρο, ο οποίος βρίσκεται σε δεύτερη στάθμη στα δυτικά του καθολικού της μονής Περιβλε'πτου.

62
τατόπιση 0,15 μ. προς Ν. Οι δυο τοξοστοιχίες καταλήγουν δυτικά σε δυο παραστάδες και ανατολικά
στους διαχωριστικούς τοίχους μεταξύ των διαμερισμάτων του Ιερού. Τα μέτωπα των παραστάδων
έχουν πλάτος 0,78 μ. της βόρειας και 0,82 μ. της νότιας και ανήκουν σε παράλληλα μεταξύ τους επί­
πεδα, εκ των οποίων το βόρειο είναι μετατοπισμένο ανατολικά ως προς το νότιο, κατά 0,08 μ. Τόσο
λόγω αυτής της μετατόπισης, όσο και διότι τα μεταξύ των παραστάδων τμήματα του τοίχου δεν βρί­
σκονται επ’ ευθείας, τα πλάγια μέτωπα των παραστάδων είναι μεταξύ τους άνισα. Αντίστοιχη μετα­
τόπιση με αυτή στα μέτωπα των δυτικών παραστάδων παρουσιάζουν και τα μέτωπα των διαχειριστι­
κών τοίχων του Ιερού, έτσι ώστε το μήκος των δύο τοξοστοιχιών να είναι το ίδιο και ίσο προς 9,28 μ.
Κάθε τοξοστοιχία αποτελείται από τρεις κίονες και τέσσερα τόξα. Τα μετακιόνια στη βόρεια τοξο-
στοιχία είναι, από τα δυτικά προς τα ανατολικά, 2,12 - 1,98 - 1,97 - 2,16 μ. και στη νότια 2,12 - 1,99 -
1,98 - 2,12 μ. Δηλαδή, και στις δύο τοξοστοιχίες είναι ίσα περίπου μεταξύ τους τα δύο ακραία, τα
οποία είναι μεγαλύτερα από τα δύο μεσαία, που και αυτά, επίσης, είναι μεταξύ τους ίσα. Αντίθετα,
τα μεταξόνια των κιονοστοιχιών είναι όλα περίπου ίσα μεταξύ τους, 2,31 έως 2,34 μ. Αυτό συμβαί­
νει διότι ο κατασκευαστής διαίρεσε το μήκος της απόστασης ανάμεσα στα μέτωπα των δυτικών
παραστάδων και των διαχωριστικών τοίχων του Ιερού σε τέσσερα ίσα τμήματα και πάνω στα
σημεία, που όρισε με τον τρόπο αυτό, τοποθέτησε τα κέντρα των κιόνων, χωρίς να λάβει υπόψη του
τις διαμέτρους των κορμών τους, οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ 0,32 και 0,38 μ., με αποτέλεσμα τα
δύο μεσαία μετακιόνια να είναι μικρότερα από τα ακραία κατά τη διάσταση περίπου της ακτίνας
του κορμού του κίονα.
Εκτός από το μεσαίο και τον ανατολικό κίονα της βόρειας κιονοστοιχίας, οι κίονες αποτελούνται
από βάση, κορμό, κιονόκρανο και επίθημα. Οι κορμοί έχουν ύψος που κυμαίνεται μεταξύ 2,84 και
2,93 μ., είναι από υπόλευκο μάρμαρο με γκρίζα νερά, μονόλιθοι και αρράβδωτοι, με ελαφρά μεί­
ωση και ένταση, και μετά από μικρή διαπλάτυνση απολήγουν επάνω σε ταινία και σπείρα, και
κάτω σε μία ταινία μόνο.
Τα κιονόκρανα στους δυτικούς και τους μεσαίους κίονες των δύο τοξοστοιχιοίν (Πίν. 1, 6α, 19β,
24β) είναι παλαιοχριστιανικά και έχουν όλα παρόμοια, κολουροκωνική κάλαθο με φυτικό διά­
κοσμο σε δύο ζώνες, που απολήγει σε συμφυή, τετράγωνο άβακα. Η κάτω ζώνη αποτελείται από
οκτώ ανακαμπτόμενα φύλλα άκανθας, με σπασμένο σε πολλές περιπτώσεις το ελεύθερο τμήμα
τους. Η άνω ζώνη αποτελείται από δεκαέξι φύλλα καλάμου, τα οποία κατά την επαφή τους με τον
άβακα κάμπτονται και σχηματίζουν στεφάνη ύψους 0,01 μ.
Τα κιονόκρανα του μεσαίου κίονα της βόρειας (Πίν. 28γ) και του δυτικού κίονα της νότιας
κιονοστοιχίας (Πίν. 28β) έχουν τα φύλλα της άκανθας περισσότερο σχηματοποιημένα και λιγό­
τερο έξεργα και φυσικά από τα άλλα δύο169, ενώ τα φύλλα καλάμου εφάπτονται μεταξύ τους. Επί­
σης, είναι πιο απλή η διατομή του άβακά τους, αποτελείται δηλαδή από ένα κοίλο και ένα επίπεδο
τμήμα, σε αντίθεση με τους άβακες των άλλων δύο κιονοκράνων που αποτελούνται από ένα κοίλο
και ένα κυρτό τμήμα με ενδιάμεση λεπτή εγκοπή. Το κιονόκρανο του μεσαίου κίονα της βόρειας
κιονοστοιχίας είναι λίγο μεγαλύτερο (με ύψος 0,40 μ. και άνω διάμετρο 0,49 μ., ενώ τα άλλα με
ύψος και άνω διάμετρο από 0,32 έως 0,35 μ.) και παρουσιάζει μία ακόμη διαφορά ως προς τα
υπόλοιπα. Εδώ, μεταξύ των φύλλων καλάμου υπάρχει μία δεύτερη σειρά οξύληκτων φύλλων με
νεύρωση, από τα οποία διακρίνεται μόνον η απόληξή τους. Τδιο σε μορφή είναι το κιονόκρανο στο
μεσαίο κίονα της νότιας κιονοστοιχίας της Παντάνασσας. Τέλος, τα κιονόκρανα των δύο ανατολι­
κών κιόνων (Πίν. 29α) είναι νεότερης κατασκευής, ανάλογης μορφής με τα παλαιοχριστιανικά,
αλλά πολύ σχηματοποιημένα, με δύο ισοϋψείς ζοινες από φύλλα καλάμου χωρίς άβακα, από
γκρίζο μάρμαρο. Θα πρέπει να κατασκευάσθηκαν το αργότερο στις αρχές του 20ού αιώνα, αφού
μπορούμε να τα διακρίνομε στις φωτογραφίες του Gabriel Millet.

169 Παρόμοιο κιονόκρανο με χρονολόγηση πριν από το 300 μ.Χ. ε'χομε στην αρχαία Κόρινθο. Βλ. R. Kautzsch, Kapi­
tellstudien, Berlin 1936, σ. 211.

63
Τα επιθήματα των τεσσάρων παλαιοχριστιανικών κιονόκρανων είναι κολουροπυραμιδοειδή από
γκριζωπό μάρμαρο. Τα δύο δυτικά επιθήματα κοσμούνται από φύλλα καλάμου, τα οποία κατά την
προς τα πλάγια κλίτη επιφάνεια είναι πλατιά, οξύληκτα και εγχάρακτα, ενώ κατά την προς το
μεσαίο κλίτος επιφάνεια είναι έξεργα με ταινιωτό περίγραμμα και στρογγυλεμένη απόληξη. Το
μεσαίο επίθημα στη νότια κιονοστοιχία φέρει χριστόγραμμα κατεστραμμένο στην άνω πλευρά του.
Στις άνω γωνίες ενός σταυρού που εγγράφεται σε κύκλο διακρίνονται τα γράμματα Α και Ω. Ο
σταυρός πλαισιιύνεται με ταινιωτά στελέχη. Παρόμοιο θέμα πλαισιώνεται από φύλλα καλάμου σε
κιλλίβαντα της βόρειας στοάς της Παντάνασσας. Το επίθημα του απέναντι, βόρειου κιονοκράνου
φέρει σταυρό, ομοίως εγγεγραμμένο σε κύκλο, από όπου αναφύονται δύο βλαστοί, οι οποίοι
καμπτόμενοι καταλήγουν σε καρδιόσχημα φύλλα. Τα επιθήματα των δύο νεότερων ανατολικών
κιόνων είναι συμφυή με τα κιονόκρανα και έχουν σχήμα παραλληλεπίπεδο με ελαφρώς κυρτή τη
νότια και τη βόρεια επιφάνεια τους.
Στο ναό δεν υπάρχει στυλοβάτης και οι κίονες εδράζονται απευθείας στο έδαφος ή σε βάσεις.
Βάσεις υπάρχουν κάτω από τους κορμούς των τριών κιόνων της νότιας τοξοστοιχίας και του
δυτικού κίονα της βόρειας. Στη βάση του ανατολικού κίονα της νότιας τοξοστοιχίας, το μισό ύψος
της καμπύλης της σπείρας καλύπτεται από τις μαρμάρινες πλάκες του δαπέδου, γεγονός που
υποδηλιύνει ότι η τοποθέτηση του δαπέδου δεν είχε εξαρχής προβλεφθεί. Στο δυτικό κίονα της
νότιας τοξοστοιχίας η σπείρα στη βάση του είναι ψηλότερη από την προηγούμενη και η καμπύλη
της πεπλατυσμένη. Η σπείρα στο δυτικό κίονα της βόρειας τοξοστοιχίας φέρει ανάγλυφα ιωνικά
ωά, που δείχνει ότι η βάση αυτή προέρχεται από τμήμα ιωνικού κιονοκράνου (Π ίν. 29β).
Εγχάρακτες κτητορικές επιγραφές και πράξεις των μητροπολιτών βρίσκονται στους κορμούς των
δύο ανατολικών κιόνων, του μεσαίου της βόρειας τοξοστοιχίας και του δυτικού κίονα της νότιας,
το περιεχόμενο των οποίων έχει παρουσιασθεί στο προηγούμενο κεφάλαιο (βλ. και Παράρτημα).
Επίσης, εγχάρακτα κοσμήματα, όπως ένας εξάφυλλος ρόδακας και ένας λατινικός σταυρός με δύο
οριζόντιες κεραίες, υπάρχουν στους κορμούς του μεσαίου και του ανατολικού κίονα της νότιας
κιονοστοιχίας, αντίστοιχα.
Τα ακραία τόξα των τοξοστοιχιών φέρονται στα δυτικά από παραστάδες, που καταλήγουν στην
κορυφή τους σε λοξότμητα επίκρανα, και στα ανατολικά από τους διαχωριστικούς τοίχους του
Ιερού. Στις προς τα πλάγια κλίτη πλευρές των διαχωριστικών αυτών τοίχων και σε επαφή με τα
δυτικά τους μέτωπα, προεξέχουν λοξότμητα μαρμάρινα μέλη με τη μορφή κιλλιβάντων (Π ίν. 30),
χωρίς να φαίνεται κατ’ αρχήν ότι έχουν κάποιο λειτουργικό σκοπό. Τα μαρμάρινα αυτά μέλη ανή­
καν αρχικά σε επίκρανα, αντίστοιχα με εκείνα των δυτικών παραστάδων των τοξοστοιχιών, τα
οποία, όμως, σε μεταγενέστερη εποχή αφαιρέθηκαν κατά το μεγαλύτερο τμήμα τους προκειμένου
να μην εμποδίζουν, όπως θα δούμε στη συνέχεια, την τοποθέτηση των μαρμάρινων προσκυνητα-
ρίων εμπρός από τους διαχωριστικούς τοίχους του Ιερού.
Η χάραξη των τόξων στις τοξοστοιχίες (Σ χέδ. 4-5) παρουσιάζει ορισμένες ακανονιστίες διότι τα
μετακιόνια δεν έχουν όλα το ίδιο μήκος, ενώ οι κίονες έχουν διαφορετικό μεταξύ τους ύψος, επει­
δή είναι αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση που προήλθαν κατά πάσα πιθανότητα από παλαιο­
χριστιανικά κτίρια της Σπάρτης. Το τελευταίο αυτό πρόβλημα θα μπορούσε να έχει εξαλειφθεί
αυξομειώνοντας τα ύψη των στηριγμάτων με τη χρήση ή μη βάσεων ή επιθημάτων, έτσι ώστε οι
γενέσεις και τα κέντρα χάραξης να βρίσκονται στην ίδια στάθμη.
Στη βόρεια τοξοστοιχία όλα τα κέντρα των τόξων βρίσκονται στην ίδια περίπου στάθμη, εκτός από
το ανατολικό, το οποίο είναι κατά 0,10 μ. χαμηλότερα. Στην ίδια στάθμη βρίσκονται και οι γενέσεις
που αντιστοιχούν στο διαχωριστικό τοίχο του Ιερού, στον ανατολικό και το μεσαίο κίονα, ενώ εκεί­
νες που αντιστοιχούν στο δυτικό κίονα βρίσκονται λίγο ψηλότερα. Τα τόξα της βόρειας τοξοστοι­
χίας έχουν, όπως είδαμε, ημικυκλική χάραξη, εκτός από το ανατολικότερο που είναι ελαφρώς χαμη­
λωμένο, έτσι ώστε το κλειδί του να βρίσκεται στο ίδιο ύψος με το κλειδί του γειτονικού τόξου με τη
μικρότερη διάμετρο. Η λεπτομέρεια αυτή δεν εφαρμόσθηκε και στο δυτικότερο τόξο, το οποίο,
όποας και το ανατολικό, έχει μεγαλύτερη διάμετρο από τα δύο μεσαία, και έτσι το κλειδί του βρί­
σκεται λίγο ψηλότερα. Εδώ, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο κατασκευαστής προσπάθησε εκ των

64
κό θέμα. Στο βόρειο προσκυνητάριο (Π ίν. 61α) και κατά τις δυο πλευρές της άκανθας η σύνθεση
του διακοσμητικοΰ θέματος διαμορφιόνεται από τρισχιδή ταινία, της οποίας το μεσαίο, πλατύτερο
τμήμα έχει λαξευμένο διάκοσμο από μικρούς ρόμβους και τρίγωνα, που μοιάζουν με ψηφίδες, σε
κόκκινο βάθος από κηρομαστίχη. Η ταινία αυτή ελισσόμενη περιβάλλει το κομβίο και δημιουργεί
κατά τις δύο του πλευρές κύκλους που εγγράφουν πάλι ανάλογο κόσμημα. Στο νότιο προσκυνητά­
ριο (Πίν. 62α) το θέμα είναι πάλι γεωμετρικό, με μεγαλύτερα όμως στοιχεία και διαφοροποιη­
μένο κατά τις δύο πλευρές της έλικας. Αριστερά της έλικας εναλλάσσονται δύο μεγέθη ρόμβων,
ενώ δεξιά αμυγδαλόσχημα στοιχεία σχηματίζουν σταυρούς ή κύκλους που εγγράφουν ρόμβους. Τα
στοιχεία είναι λαξευτά και προβάλλουν πάλι σε κόκκινο βάθος από κηρομαστίχη188.
Στο βόρειο προσκυνητάριο το πλαίσιο στηρίζεται σε δύο κιλλίβαντες (Πίν. 61 β, ε) λοξότμητους
και κατά τις τρεις επιφάνειές τους, με διάκοσμο από ανθεμωτό λυρόσχημο κόσμημα. Στις πλάγιες
επιφάνειες υπάρχει ένα ολόκληρο και ένα μισό θέμα, ενώ το υπόλοιπο μοιάζει να έχει κοπεί για
να προσαρμοσθεί το μέλος αυτό στην κατασκευή του προσκυνηταρίου. Έτσι, οι κιλλίβαντες αυτοί
είναι υλικό σε δεύτερη χρήση και χρονολογούνται μέσα στο 13ο αιώνα. Τα επιθήματά τους φέρουν
διάκοσμο από βλαστούς, στο μέσον των οποίων υπάρχει το μονόγραμμα του μητροπολίτη Ματ­
θαίου, με τη λέξη «Ματθαίου» στο βόρειο επίθημα και «Λακεδαιμόνιας» στο νότιο. Τα γράμματα
κάθε λέξης είναι λαξευμένα σε έξεργο κύκλο με επίπεδη την άνω επιφάνειά του και έχουν τον ίδιο
πλατύ χαρακτήρα με κάποια αδεξιότητα στη λάξευση. Η πίσω πλευρά των επιθημάτων είναι
κομμένη και απουσιάζει τμήμα του ανάγλυφου βλαστού.
Στο νότιο προσκυνητάριο οι επιφάνειες των δύο κιλλιβάντων είναι λοξότμητες και ελαφρώς κοί­
λες (Πίν. 62β, ε). Στη μετωπική επιφάνεια του βόρειου κιλλίβαντα υπάρχουν δύο πριονωτά φύλλα
με ένα ενδιάμεσο φύλλο καλάμου και στην αντίστοιχη επιφάνεια του νότιου πέντε φύλλα καλάμου,
εκ των οποίων τα δύο ακραία εγγράφουν ιχθυάκανθα και το δεύτερο και τέταρτο εγγράφουν
πριονωτό φύλλο. Οι πλάγιες επιφάνειες πυν κιλλιβάνπυν φέρουν καρδιόσχημο κόσμημα κατε­
στραμμένο στην άκρη. Είναι και αυτοί, λοιπόν, σε δεύτερη χρήση και ανήκουν στο 12ο ή το 13ο
αιώνα. Τα επιθήματά τους φέρουν παρόμοιο ανθεμωτό διάκοσμο με εκείνο του βόρειου προσκυ­
νηταρίου και ανάγλυφο το μονόγραμμα του Ματθαίου με την ίδια διάταξη. Στο βόρειο επίθημα
αναγράφεται το όνομα του μητροπολίτη «Ματθαίου» και στο νότιο «Λακεδαιμόνιας». Και στο
προσκυνητάριο αυτό τα γράμματα τιυν μονογραμμάτιον παρουσιάζουν τον ίδιο πλατύ χαρακτήρα
και είναι κάπως αδέξια. Όμως, διαφέρουν από εκείνα του βόρειου προσκυνηταρίου στο ότι η έινοο
επιφάνεια του έξεργου κύκλου είναι καμπύλη και ακόμη διαφέρουν ως προς τη σύνθεση των γραμ­
μάτων. Στη λέξη «Ματθαίου» τα γράμματα αποτελούν σύμπλεγμα. Στη λέξη «Λακεδαιμόνιας»
σύμπλεγμα αποτελούν τα γράμματα Λ και Κ, μόνο στο βόρειο προσκυνητάριο, ενώ στο νότιο χα-
ράσσονται ανεξάρτητα.
Τα πλαίσια των προσκυνηταρίων στέφονται από επίκρανα λοξότμητα και κατά τις τρεις πλευρές
τους, με πλάτος ίσο προς εκείνο του υποκείμενου πλαισίου, γεγονός που δείχνει ότι τα επίκρανα
κατασκευάσθηκαν για τη συγκεκριμένη θέση. Στο μέσον των επικράνων υπάρχει το μονόγραμμα
του μητροπολίτη Ματθαίου. Εδώ τα μονογράμματα εγγράφονται σε κύκλο. Τα γράμματα είναι
λεπτά και η σύνθεσή τους οργανιύνεται με βάση το σχήμα του σταυρού. Στο βόρειο προσκυνητά­
ριο αποδίδεται η λέξη «Λακεδαιμόνιας» και στο νότιο «Ματθαίος». Από τους κύκλους των μονο­
γραμμάτων ξεκινούν και προς τις δύο κατευθύνσεις ελισσόμενοι βλαστοί, από όπου αναφύονται
ημιανθέμια και μίσχοι με τρίφυλλα και πολύφυλλα άνθη. Ο φυλλοφόρος αυτός διάκοσμος παρου­
σιάζει φύλλα άλλοτε μικρά και στρογγυλά και άλλοτε, στις άκρες του, αιχμηρά και κυματιστά. Ο
ίδιος διάκοσμος υπάρχει και στις πλάγιες πλευρές. Η πίσω πλευρά τους είναι ακατάστατα κομμέ­

188 Για την τεχνική του opus sectile γενικά, βλ. Π. Ασημακοπούλου-Ατζακά, Η τεχνική opus sectile στην εντοίχια όιακό-
σμηση (διδακτ. διατριβή), ΕΕΦΣΑΠΘ, Παράρτημα αριθ. 21, Θεσσαλονίκη 1978. Την τεχνική αυτή με τις ψηφίδες τη συνα­
ντάμε στα προσκυνητάρια στην Πόρτα Παναγιά Θεσσαλίας, βλ. Grabar, ό.π., σ. 148.

85
Ο 1

Σχέό. 5. Ε γκά ρσια τομή στον τρούλο.

υστέρων να μειώσει την απόσταση μεταξύ των στηριγμάτων στα ανατολικά και τα δυτικά τόξα
τοποθετώντας το εσωράχιο των τόξων όχι στη συνέχεια του μετώπου της τοιχοποιίας των παραστά-
δων και των διαχωριστικών τοίχων, αλλά στο άνω άκρο του λοξότμητου επικράνου.
Στη νότια τοξοστοιχία (Σ χ έ δ. 2) τα κέντρα χάραξης βρίσκονται στην ίδια περίπου στάθμη που
προαναφέραμε, εκτός από το δυτικό τόξο, το οποίο βρίσκεται 0,08 μ. χαμηλότερα. Τα κλειδιά όλων
των τόξων βρίσκονται περίπου στην ίδια στάθμη. Οι γενέσεις των τόξων, οι οποίες αντιστοιχούν στο
μεσαίο κίονα και στο ανατολικό επίκρανο, βρίσκονται πάνω στην προαναφερθείσα στάθμη, ενώ
εκείνες του ανατολικού και του δυτικού κίονα είναι λίγο ψηλότερα. Τέλος, η γένεση που αντιστοι­
χεί στο δυτικό επίκρανο βρίσκεται περίπου 0,20 μ. πάνω από τη στάθμη του κέντρου χάραξης του
τόξου.
Τα πλάγια κλίτη στο ισόγειο του ναού καλύπτονται από ημικυλινδρικούς θόλους, που ξεκινούν
δυτικά από το διαχωριστικό, προς το νάρθηκα, τοίχο και καταλήγουν ανατολικά στις αψίδες της
πρόθεσης και του διακονικού. Η κορυφαία γενέτειρα των θόλων παρουσιάζει προς τα κάτω κλίση
από τα δυτικά προς τα ανατολικά και τα άκρα της έχουν υψομετρική διαφορά ίση με 0,30 μ. Στο
ανατολικό τους πέρας οι θόλοι έχουν χάραξη σχεδόν ημικυκλική με μικρές ακανονιστίες. Όμως,

66
από την περιοχή πάνω από το τέμπλο σταδιακά η χάραξη αυτή μεταβάλλεται και γίνεται περισσό­
τερο ακανόνιστη στο νότιο κλίτος, ενώ στο βόρειο παίρνει σχήμα οξυκόρυφο (Σ χέ δ. 5). Η αλλα­
γή στη χάραξη και η ανακρίβεια της κατασκευής γίνεται ευκολότερα αντιληπτή κατά την επαφή
τιυν θόλων με το δυτικό τους τύμπανο (Π ίν. 8, 32α, β).
Ο νότιος θόλος στη δυτική περιοχή παρουσιάζει υπερύψωση του κέντρου χάραξής του κατά 0,12
μ. Οι γενέσεις του βρίσκονται περίπου στη στάθμη της άνω πλευράς των κλειδιών στα τόξα της
τοξοστοιχίας. Ο βόρειος θόλος παρουσιάζει, όσον αφορά στη χάραξή του, ασυμμετρία ως προς
τον κατακόρυφο άξονα των δύο κέντρων των τόξων, που σχηματίζουν το οξυκόρυφο σχήμα του.
Οι γενέσεις του βρίσκονται κατά 0,30-0,45 μ. χαμηλότερα από τα κλειδιά των τόξων της τοξοστοι­
χίας, γεγονός το οποίο συνεπάγεται τη διείσδυση των τόξων στην κατασκευή του θόλου. Ακανονι-
στία προκύπτει, εξάλλου, και από το ότι το πάχος της τοιχοποιίας πάνω από τις τοξοστοιχίες δεν
είναι καθ’ όλο το μήκος τους σταθερό και κυμαίνεται από 0,66 έοος 0,73 μ. Στο ανατολικό πέρας το
πάχος αυτό είναι ίσο προς το πλάτος του μετώπου των διαχωριστικών τοίχων του Ιερού, ενώ στο
δυτικό είναι μικρότερο από το πλάτος των παραστάδων, οι οποίες στο κατιότερο τμήμα τους
παρουσιάζονται ενισχυμένες, ενώ ψηλότερα και μέχρι τα επίκρανά τους το πλάτος τους μειώνεται
ακολουθιύντας ελαφρώς καμπύλη πορεία. Μείωση στο πάχος της τοιχοποιίας τιυν τοξοστοιχιιύν
παρατηρούμε και στις περιοχές πάνω από τα επιθήματα των κιονοκράνων τους.
Στοιχείο της ανωδομής του κυρίως ναού αποτελούν και οι ξύλινοι ελκυστήρες που δεν υφίστανται
πλέον, όμως έχουν σωθεί τα ίχνη τους, όπως οι οπές υποδοχής τους, ανοικτές ή κλεισμένες, καθιύς
και σε ορισμένες περιπτώσεις τα τμήματά τους που παρέμειναν εντοιχισμένα μετά το κόψιμό τους.
Οι ελκυστήρες ήταν αναπόσπαστο μέρος του στατικού οργανισμού του κτιρίου, τοποθετούνταν
κατά την ανέγερσή του και τα ξύλα συμπλέκονταν μεταξύ τους.
Οπές υποδοχής ελκυστήρων υπάρχουν στα εσωράχια των τόξων των κιονοστοιχιών, πάνω από τα
επιθήματα των κιόνων (Π ίν. 1, 6, 19β, 24β, 26). Οι δύο αυτές σειρές των κατά μήκος ελκυστήρων
στις τοξοστοιχίες συνδέονταν με την ξυλοδεσιά, που περνούσε στο δυτικό τοίχο του κυρίως ναού
στη στάθμη των γενέσεων των τόξων των πλάγιων θυρών του, όπου διακρίνονται οι οπές υποδοχής
της. Ελκυστήρες υπήρχαν, επίσης, κατά τον εγκάρσιο άξονα και στα τρία κλίτη, στις θέσεις του
δυτικού ζεύγους κιόνων, και η ύπαρξή τους πιστοποιείται κατ’ αρχήν από τις οπές υποδοχής τους
που σώζονται πάνω από τα επιθήματά τους. Στο ανατολικό ζεύγος η περιοχή πάνω από τα επιθή­
ματα έχει καλυφθεί με τα επιχρίσματα των εργασιών συντήρησης και έτσι δεν σώζονται οπές ελκυ­
στήρων. Όμως η ύπαρξή τους στα πλάγια κλίτη είναι βέβαιη διότι στο νότιο τοίχο απέναντι από το
επίθημα του δυτικού και του ανατολικού κίονα διακρίνονται ίχνη κλεισμένων ανάλογων οπών, ενώ
στο βόρειο τοίχο οι οπές αυτές, που έχουν κτισθεί, περιβάλλονται από κόκκινη ταινία που σχημα­
τίζει πλαίσιο (Πίν. 26β). Όσον αφορά στους ελκυστήρες του μεσαίου κλιτούς, όπου σώζονται οι
οπές υποδοχής τους μόνον πάνω από το δυτικό ζεύγος κιόνων, υποθέτομε ότι, όπως και στα πλάγια
κλίτη, θα υπήρχε ελκυστήρας και πάνω από το ανατολικό ζεύγος. Αντίθετα, πάνω από το μεσαίο
ζεύγος των κιόνων δεν υπήρχε ελκυστήρας σε κανένα κλίτος, όπως γίνεται φανερό από την έλλει­
ψη οπών ή κάποιου ίχνους τους. Η διατομή των ελκυστήρων είναι περίπου 0,08x0,08 μ.
Η ανωδομή του μεσαίου κλιτούς, επειδή δεν αντιστοιχεί στη στάθμη του ισογείου, αλλά των υπε­
ρώων, και ανήκει στην κατασκευή της θολοδομίας που διαμορφώνεται πάνω από αυτά, θα εξετα-
σθεί στη σχετική ενότητα.
Στο κεντρικό κλίτος, πάνω από τις τοξοστοιχίες και στο ύψος περίπου της κορυφαίας γενέτειρας
των θόλων των πλάγιων κλιτών, είναι εντοιχισμένος πώρινος, λοξότμητος κοσμήτης, ύψ. 0,14 μ.,
που περιτρέχει σε σχήμα Π τον κυρίως ναό κατά τις τρεις πλευρές του. Το νότιο και το βόρειο
τμήμα του σταματά πάνω από το κτιστό τέμπλο, σε απόσταση 10,15 και 10,07 μ. από το δυτικό
τοίχο, αντίστοιχα και προεξέχει κατά 0,10 και 0,16 μ. από την αντίστοιχη επιφάνεια της τοιχοποι­
ίας. Η πορεία τιυν δύο αυτών τμημάτοον παρουσιάζει μικρή κλίση προς τα κάτω, από τα δυτικά
προς τα ανατολικά. Η λοξότμητη επιφάνειά τους φέρει έξεργο ανάγλυφο διάκοσμο από κυματοει­
δή βλαστό με ανακαμπτόμενα ημιανθέμια (Πίν. 26α). Το δυτικό τμήμα του κοσμήτη προεξέχει
από τον τοίχο κατά 0,15 μ. Στη λοξότμητη επιφάνειά του φέρει ανάγλυφη μεγαλογράμματη

67
Ο 1 ________ 5

Σχέό. 6. Ισόγειο. Ε γκάρσια τομή στον κυρίω ς ναό.

κτητορική επιγραφή του μητροπολίτη Ματθαίου: Ο ΚΤΗ ΤΩ Ρ Μ (Η Τ)ΡΟ [Π Ο ΛΙΤΗ Σ] Λ Α Κ Ε Δ Α ΙΜ Ο ­


Ν ΙΑ Σ Μ Α Τ Θ Α ΙΟ [Σ ]Ι1{) (Π ίν.
19). Τμήμα του πρώτου και του τελευταίου Ο, καθώς και ολόκληρο το
Σ από τη λέξη Ματθαίος καλύπτονται από τα πλάγια τμήματα του κοσμήτη, γεγονός που πιθανό­
τατα φανερώνει ότι ο τεχνίτης κατά τη λάξευση της επιγραφής δεν προέβλεψε την υπερκάλυψή
της. Το ενδεχόμενο η επιγραφή να προέρχεται από αλλού θα σήμαινε ότι ο Ματθαίος δεν είναι
υπαρκτό πρόσωπο στην ιστορία του Αγίου Δημητρίου, υπόθεση που δεν ευσταθεί λόγω της ύπαρ­
ξης, εκτός της επιγραφής, και μονογραμμάτων του στο ναό. Όσον αφορά στην τεχνική της λάξευ­
σης της επιγραφής, αυτή παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με εκείνη του φυτικού διακόσμου του
κοσμήτη λόγω του έξεργου χαρακτήρα της και της επίπεδης άνω επιφάνειας των στοιχείων της.
Εξάλλου, τα στοιχεία του φυτικού διακόσμου, όπως συμβαίνει και με τα γράμματα της επιγραφής,
είναι τόσο σχηματοποιημένα ώστε το θέμα ξεχιυρίζει κυρίως λόγω της έντονης λάξευσης του
βάθους και λιγότερο από την ίδια τη διάπλαση της μορφής.
Η θέση του κοσμήτη στη στάθμη της κορυφής των θόλων των πλάγιων κλιτών οριοθετεί οπτικά και
κατασκευαστικά τις δύο στάθμες του ναού. Το γεγονός ότι το άνω πέρας των τοιχογραφιών κάτω
από τον κοσμήτη έχει καθ' όλο το μήκος του καταστραφεί (Π ίν. 10, 26α), δείχνει ότι πάνω από τη
στάθμη του κοσμήτη προϋπήρχε κατασκευή, η οποία κατεδαφίσθηκε και στη συνέχεια τοποθετή­
θηκε ο κοσμήτης και κτίσθηκαν τα υπερώα.
Πάνω από την κεντρική θύρα που ανοίγεται στο διαχωριστικό προς το νάρθηκα τοίχο (Σ χ έ δ. 6),
είναι τοποθετημένος ο ξυλόγλυπτος άμβωνας (Π ίν. 1, 19β), έργο ίσως σύγχρονο με τον επισκοπι­
κό θρόνο, ο οποίος, όπως θα δούμε παρακάτω, είναι του 17ου αιώνα. Ο άμβωνας στηρίζεται σε
τοξωτό πρόβολο που φέρεται από τους σταθμούς της θύρας. Οι σταθμοί από ύψος 1,70 μ. πάνω
από το δάπεδο και μέχρι τις γενέσεις του προβόλου έχουν μία υποτομή με πλευρές 0,15 μ. Η εξω­
τερική προς τα πλάγια κλίτη ακμή της υποτομής φέρει μία κατακόρυφη κόκκινη γραπτή ταινία, η
οποία ορίζει την αρχική θέση των σταθμών. Το αρχικό πλάτος της θύρας, που ήταν 1,73 μ., μειώ­
θηκε κατά 0,30 μ. με το κτίσιμο της πρόσθετης τοιχοποιίας στους σταθμούς που σχημάτισε τις170

170 Μετά τα γράμματα ΜΡΟ υπάρχει ε'να τμήμα, το οποίο είναι συμπλήρωμα κάποιας επισκευής. Το τμήμα αυτό απου­
σιάζει από τη φωτογραφία του Gabriel Millet, βλ. Millet, Monuments, πίν. 43.1.

68
Στην επιφάνεια στα νότια του ανοίγματος, στην τρίτη ζώνη σώζεται ολόσωμη μορφή αγίου κατά το
ανώτερο μόνον τμήμα της, ενώ οι υπόλοιπες τοιχογραφίες χαμηλότερα έχουν τελείως καταστρα­
φεί. Η κλίμακα, όμως, της παραπάνω μορφής, όπως άλλωστε και η γενικότερη συνθετική αρχή που
διέπει την τοιχογράφηση του ναού, υποδηλώνουν ότι και στην επιφάνεια αυτή θα πρέπει να υπήρ­
χε μία ακόμη κατώτερη ζώνη με διακοσμητικό περιεχόμενο, όπως και στο υπόλοιπο κλίτος.
Στο νότιο κλίτος, στην περιοχή του κυρίως ναού, η σύνθεση των τοιχογραφιών ακολουθεί, όσον
αφορά στην υποδιαίρεση των επιφανειών σε ζώνες, την ίδια βασική συνθετική αρχή που συναντή­
σαμε στο βόρειο κλίτος, με αρκετές, όμως αποκλίσεις, λόγω των ιδιαίτερων απαιτήσεων του εικο-
νογραφικοΰ προγράμματος. Οι απαιτήσεις αυτές, άλλωστε, έχουν υπαγορεύσει και μία διαφορε­
τική σύνθεση στο χώρο του διακονικού.
Η ανώτερη ζώνη στην περιοχή του κυρίως ναού καταλαμβάνει, όπως και στο βόρειο κλίτος, την
επιφάνεια του ημικυλινδρικού θόλου και διαιρείται κατά το μήκος του σε δύο θεματικές ενότητες.
Η δυτική ενότητα περιλαμβάνει τέσσερα ζεύγη σκηνιόν από τον κύκλο με τα θαύματα του Χριστού,
τον οποίο συναντήσαμε, επίσης, στη δυτική περιοχή του βόρειου κλιτούς (Πίν. 31α). Στο βόρειο
μισό του θόλου από τα δυτικά προς τα ανατολικά απεικονίζονται οι σκηνές με την Ίαση του υιού
της χήρας, τον Παραλυτικό, τον Δαιμονιζόμενο και το Γάμο εν Κανά, ενώ στο νότιο μισό απεικο­
νίζονται αντίστοιχα οι σκηνές με την Ίαση της πεθεράς του Πέτρου, τον Δαιμονιζόμενο, τον Χρι­
στό στη Συναγωγή και τον Χριστό μεταξύ των Ιερέων. Στα τρία πρώτα ζεύγη οι σκηνές δεν δια­
χωρίζονται μεταξύ τους με ταινίες, όπως συμβαίνει στο βόρειο κλίτος. Εδώ, παρατίθενται όλες οι
σκηνές ενοποιημένες και τα αρχιτεκτονήματα που δεσπόζουν σε κάθε μία στέφονται και κατά τις
δύο πλευρές της κορυφαίας γενέτειρας του ημικυλινδρικού θόλου με πλούσιο κυματιστό ύφασμα.
Στην ανατολική ενότητα έχομε δύο ζεύγη σκηνών, τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους με ταινίες. Οι
σκηνές ανήκουν στον κύκλο από το Βίο της Παναγίας και παρουσιάζουν στη βόρεια πλευρά την
Ευλόγηση των Ιερέων δυτικά, και τον Ευαγγελισμό Ιωακείμ και Άννας ανατολικά, και στη νότια
πλευρά τη Γέννηση της Θεοτόκου και την προσφορά των Δώρων, αντίστοιχα.
Στο νότιο τοίχο και κάτω από την πρώτη ζώνη της θολοδομίας ακολουθεί, όποος και στον αντίστοιχο
τοίχο του βόρειου κλιτούς, μία ζώνη με στηθάρια, η οποία όμως εδώ περιορίζεται σε ένα πολύ
μικρό τμήμα που βρίσκεται κάτω από τις σκηνές του Βίου της Παναγίας. Η δεύτερη αυτή ζώνη στα
ανατολικά της ορίζεται από την ίδια ταινία, που ορίζει το αντίστοιχο πέρας της υπερκείμενης ενό­
τητας, ενώ στο δυτικό της πέρας η ταινία βρίσκεται ανατολικότερα από την αντίστοιχη ταινία της
υπερκείμενης ζώνης και στην ίδια θέση με το δυτικό σταθμό του τρίτου, από τα ανατολικά, μονό-
λοβου παραθύρου. Η ζώνη αυτή περιλαμβάνει πέντε μόνο στηθάρια (Πίν. 42α), τα οποία δεν
έχουν περίγραμμα κυκλικό, όπως στο βόρειο κλίτος, αλλά παραλληλόγραμμο και το πλαίσιό τους
αποτελείται από λευκό, οδοντωτό, σχεδόν ανάγλυφο, κόσμημα που θυμίζει ένθετη τεχνική.
Στα δυτικά της δεύτερης αυτής ζώνης με τα στηθάρια, η επιφάνεια μεταξύ της γένεσης του θόλου
και της ποδιάς των παραθύρων, η οποία ορίζεται από οριζόντια ταινία, δεν υποδιαιρείται σε δύο
ζώνες, όπως στο βόρειο τοίχο του ναού με τις προτομές και τις ολόσωμες μορφές αγίων, αλλά είναι
ενιαία και ολοκληρώνεται σε αυτή το εικονογραφικό πρόγραμμα με τα θαύματα του Χριστού που
αναπτύσσεται στην υπερκείμενη περιοχή της θολοδομίας. Στην παραπάνω επιφάνεια περιλαμ­
βάνονται δύο σκηνές, τα Εισόδια της Θεοτόκου στα ανατολικά και τα Θαύματα της κόρης του
Ιάειρου και της Αιμορροούσης στα δυτικά. Οι τοιχογραφίες γύρω από τα τρία δυτικά παράθυρα
του νότιου κλιτούς είναι κατεστραμμένες (Πίν. 28β) και δεν διακρίνονται πλέον οι κόκκινες ται­
νίες, που αρχικά θα πρέπει να τα περιέβαλαν. Από τη διάταξη όμως των μορφών πίσω από τα
αρχιτεκτονικά στοιχεία των παραστάσεων, που ακολουθούν και στα τρία παράθυρα το τόξο τους,
γίνεται φανερό ότι η σύνθεση είχε οργανωθεί με βάση το περίγραμμά τους και έτσι η καταστροφή
των τοιχογραφιών γύρω από αυτό δεν οφείλεται σε μεταγενέστερη διάνοιξή τους. Αρχικά υπήρχε
και σε αυτά τα παράθυρα περιμετρική ταινία, η οποία καταστράφηκε με τη μεταγενέστερη τοπο­
θέτηση εσωτερικών ανοιγόμενων φύλλων, όπως διακρίνονται στα παράθυρα του βόρειου κλιτούς
σε φωτογραφία του G. Millet.
Κάτω από τη ζώνη με τα στηθάρια (Πίν. 42α), οι τοιχογραφίες παρουσιάζουν εκτεταμένες κατα-

92
ατροφές και ακαταστασία στη σύνθεσή τους. Λίγο χαμηλότερα από τα παράθυρα έχει διαμορφω­
θεί σε μεταγενέστερη εποχή κόγχη με τη μορφή του Ιωάννη του Χρυσοστόμου στη ράχη της. Πάνου
από την κόγχη σώζεται μορφή ιεράρχη κατά το ανώτερο, μόνο, τμήμα της, της οποίας η κλίμακα,
που είναι σχεδόν σε φυσικό μέγεθος, και η καταστροφή του κατώτερου τμήματός της δείχνουν ότι
αρχικά εκτεινόταν και στην περιοχή της υποκείμενης κόγχης. Κατά την άνω και δεξιά πλευρά της
μορφής υπάρχουν ζώνες πλάτους 0,30 μ. με φυτικό κόσμημα. Η προπη βρίσκεται κάτου από τη ζώνη
με τα στηθάρια, η δεύτερη στον ανατολικό σταθμό του τρίτου από τα ανατολικά παραθύρου και η
τρίτη σώζεται στην ανατολική κάτω πλευρά του παραθύρου και είναι κάθετη προς την προηγού­
μενη. Πάνω αριστερά από την κόγχη υπάρχει ένα διάχωρο με ολόσωμη μορφή ιεράρχη, η κάτω
πλευρά του οποίου καταλήγει στην άνω πλευρά του κατοπερου επιστυλίου. Το διάχωρο αυτό σχη­
ματίζει ανατολικά, στο μέσον περίπου του ύψους του, υποτομή.
Στην περιοχή μεταξύ των παραστάσειυν με τους δύο ιεράρχες αντιστοιχεί το άνοιγμα του δεύ­
τερου, από τα ανατολικά, παραθύρου. Το παράθυρο αυτό, καθώς και το ανατολικότερο του νότιου
κλιτούς του ναού αντιστοιχούν στο ισόγειο του κιυδωνοστασίου και μετά την ανέγερσή του κλεί-
σθηκαν με τοιχοποιία, η οποία στη συνέχεια καλύφθηκε με τις τοιχογραφίες. Επομένως, η ανέ­
γερση του ισογείου του κωδωνοστασίου πραγματοποιήθηκε αμέσως μετά την ανέγερση της βασι­
λικής και πριν από την τοιχογράφηση του διακονικού.
Στην επιφάνεια μεταξύ του τέμπλου και της κόγχης κάτω από το κατώτερο επιστύλιο σώζεται το
κεφάλι ολόσωμης μορφής, πιθανούς αγίας (Πίν. 13β, 42α, 64α). Στα δυτικά της κόγχης και κάτω
από τις ποδιές των παραθύρων, η επιφάνεια έως το δάπεδο υποδιαιρείται σε δύο ζιόνες, όπιυς και
στον εξωτερικό τοίχο του βόρειου κλιτούς. Η ανώτερη από τις δύο αυτές ζώνες έχει ύψος 2 μ.,
όπως και η αντίστοιχη του βόρειου τοίχου, και καλύπτεται και αυτή με ολόσιυμες μορφές. Μεταξύ
της μικρής κόγχης και της νότιας θύρας του ναού υπάρχουν δύο μορφές, από τις οποίες η ανατολι­
κή είναι πολύ κατεστραμμένη και διατηρεί μόνον το κεφάλι της. Στα δυτικά της θύρας και έως το
δυτικό άκρο του τοίχου υπάρχουν άλλες οκτώ μορφές, ενώ δύο ακόμη ημικατεστραμμένες σώζο-
νται στο δυτικό τοίχο του νότιου κλιτούς. Οι δώδεκα μορφές, οι οποίες αποτελούν ένα ενιαίο
σύνολο, θα πρέπει να παριστάνουν τους Δώδεκα Αποστόλους (Πίν. 28β, 31α). Εάν συνυπολογί­
σομε το πλάτος τιυν μορφών του νότιου τοίχου και το πάχος της κατακόρυφης ταινίας, η οποία θα
πρέπει αρχικά να όριζε τους σταθμούς της θύρας, τότε διαπιστιυνομε ότι το άνοιγμα της θύρας μει­
ώθηκε κατά την ανατολική πλευρά 0,15 μ. και κατά τη δυτική 0,30 μ. περίπου, γεγονός που επιβε­
βαιώνεται και από τη θέση του εξωτερικού της πλαισίου. Η παραπάνω μείιυση του πλάτους του
ανοίγματος θα πρέπει να έγινε για να τοποθετηθεί εμπρός του ο επισκοπικός θρόνος.
Η κατώτερη ζώνη του νότιου τοίχου, από την οποία σώζονται ελάχιστα λείψανα, φέρει διάκοσμο
που παριστάνει ορθομαρμάρωση αντί για την ποδέα, που συναντήσαμε στην αντίστοιχη επιφάνεια
του βόρειου κλιτούς (Π ίν. 28β).
Στη βόρεια πλευρά του νότιου κλιτούς, στην περιοχή της κιονοστοιχίας, η οργάνωση των τοιχογρα­
φιών σε ζώνες είναι η ίδια με αυτή στην αντίστοιχη επιφάνεια του βόρειου κλιτούς (Π ίν. 31α). Στα
κλειδιά των τόξων της κιονοστοιχίας, μία οριζόντια ταινία ορίζει την κάτιυ πλευρά της ψηλότερης
ζώνης στην περιοχή του ημικυλινδρικού θόλου. Στις ορθογώνιες επιφάνειες, οι οποίες σχημα­
τίζονται πάνιυ από τα στηρίγματα της τοξοστοιχίας, υπάρχουν προτομές αγίιυν, ενώ στις μικρές
τριγοτνικές επιφάνειες που σχηματίζονται μεταξύ των μορφών αυτών και των κλειδιών των τόξων
υπάρχει διακοσμητικό θέμα, όμοιο με εκείνο που συναντήσαμε και στην αντίστοιχη επιφάνεια της
βόρειας κιονοστοιχίας. Εξαιρούνται οι τριγωνικές επιφάνειες που βρίσκονται πάνω από τη δυτι­
κή παραστάδα, κατά τις δύο πλευρές του δυτικού κίονα, και στην ανατολική πλευρά του ανατολι­
κού κίονα, όπου προεκτείνεται το σκούρο μπλε βάθος, πάνιυ στο οποίο προβάλλονται οι παραπά­
νω μορφές. Στη βόρεια επιφάνεια της παραστάδας στο δυτικό άκρο της κιονοστοιχίας, διακρίνε-
ται η ημικατεστραμμένη μορφή αγίου. Από την κλίμακα της μορφής αυτής συμπεραίνομε ότι υπάρ­
χει διαθέσιμος χώρος για μία ακόμη ζώνη στην κάτω της πλευρά και επομένως θα υπήρχαν και
εδώ τέσσερις, συνολικά, ζώνες, όπιυς απέναντι,
Σε τέσσερις ζώνες υποδιαιρείται και ο δυτικός τοίχος του νότιου κλιτούς. Η ανώτερη ζώνη κατα­

93
λαμβάνει το διάφραγμα του ημικυλινδρικού θόλου και απεικονίζει μία ακόμα σκηνή από τα Θαύ­
ματα του Χριστού που αναπτύσσονται στη δυτική περιοχή του ημικυλινδρικού θόλου, το θαύμα της
Θεραπείας των ασθενούντων. Το θέμα της παράστασης στη δεύτερη ζιόνη δεν διακρίνεται πλέον,
ενώ έχει καταστραφεί τελείως το κάτω τμήμα της από τη διαμόρφωση της τοξωτής απόληξης της
διόδου προς το νάρθηκα. Κατεστραμμένες μερικώς είναι και οι τοιχογραφίες της υποκείμενης, τρί­
της, ζώνης κατά τις δύο πλευρές του ανοίγματος, με τις δύο μορφές από την ενότητα με τους Δώδε-
κα Αποστόλους που αναπτύσσεται στην αντίστοιχη ζώνη του νότιου τοίχου. Εάν υπολογισθεί το
πλάτος των δύο μορφών, απομένει ένα ενδιάμεσο μεταξύ τους διάστημα, ίσο περίπου με 0,60 μ. Το
διάστημα αυτό δεν μπορεί να ήταν ελεύθερο, ούτε να περιλάμβανε κάποια άλλη παράσταση, η
οποία θα διέκοπτε τη συνέχεια του θέματος, ενώ η διάστασή του προσιδιάζει γενικά σε μικρές
κόγχες και χαρακτηρίζει τα μονόλοβα παράθυρα της βασιλικής. Εάν μάλιστα λάβομε υπόψη μας
την ύπαρξη στη νοτιοανατολική πλευρά του νάρθηκα του υπολείμματος της μικρής κατασκευής, η
οποία θα παρεμπόδιζε τη διέλευση από την περιοχή αυτή στον κυρίως ναό, τότε μπορούμε να
συμπεράνομε ότι στη δυτική πλευρά του νότιου κλιτούς δεν υπήρχε δίοδος αρχικά, αλλά κάποιο
άλλο στοιχείο.
Σε τέσσερις ζώνες αναπτύσσονται και οι τοιχογραφίες του διακονικού. Στο χώρο αυτό, η οργά­
νωση των τοιχογραφούν καθορίζεται από τη μνημειώδη σύνθεση της Δευτέρας Παρουσίας στην
κορυφή του193 (Πίν. 12, 43α). Η σύνθεση αυτή καταλαμβάνει την επιφάνεια του ημικυλινδρικού
θόλου και του ανατολικού διαφράγματος του και κατεβαίνει ακόμη χαμηλότερα από τις γενέσεις
του. Στη βόρεια πλευρά του διακονικού φθάνει έως τη στάθμη των γενέσεων των τόξων της
κιονοστοιχίας, δηλαδή αντιστοιχεί στην επιφάνεια των δύο κορυφαίων ζωνών πάνω από αυτήν,
ενώ στη νότια πλευρά κατεβαίνει ακόμα λίγο χαμηλότερα, κάτω από τη δεύτερη ζώνη με τα στη-
θάρια, στο σημείο όπου το διάχωρο πάνω από το τέμπλο που φέρει μορφή ιεράρχη σχηματίζει στο
περίγραμμά του υποτομή.
Η παράσταση στην κορυφή του θόλου απεικονίζει την Ετοιμασία του Θρόνου (Πίν. 12, 43α). Ο
θρόνος, μέσα σε κυκλικό ουρανό, πλαισιώνεται από έξι αγγέλους, τρεις σε κάθε πλευρά, συμμε­
τρικά τοποθετημένους ως προς την κορυφαία γενέτειρα του θόλου, από τους οποίους οι βόρειοι επι­
γράφονται Α Γ ΓΕ Λ Ο Ι και οι νότιοι ΑΡ Χ ΑΙ. Χαμηλότερα, ακολουθούν δεκαοκτώ ακόμη άγγελοι,
εννέα σε κάθε πλευρά, χωρισμένοι σε τρεις ομάδες, με τρεις υπερτιθέμενες μορφές η κάθε μία. Οι
μορφές αυτές των αγγέλων είναι μεγαλύτερες σε κλίμακα από εκείνες της υπερκείμενης ομάδας.
Στη νότια πλευρά αυτές επιγράφονται ΑΓΓΕΑ ΟΙ Δ ΥΝ Α Μ Ε ΙΣ Α Ρ Χ Α Ι και στη βόρεια, ΘΡΟΝΟΙ ΕΞΟΥ-
Σ ΙΑ Ι ΚΥΡΙΟΤΗΤΕΣ. Όλες οι μορφές τιον αγγέλων είναι στραμμένες ανατολικά προς τον Χριστό, ο
οποίος απεικονίζεται στο τύμπανο του κυλινδρικού θόλου ένθρονος σε δόξα, πλαισιωμένος από
δύο μεγάλα εξαπτέρυγα, που επιγράφονται Π Ο ΛΥΟ Μ ΑΤΑ ΣΕΡΑΦ ΕΙΜ και ΕΞΑΠΤΕΡΥΕΑ Χ ΕΡΟ Υ­
ΒΕΙΜ . Κάτω από το θρόνο του Χριστού παριστάνονται οι τέσσερις τροχοί και στις μικρές επιφά­
νειες κατά τις δύο πλευρές του τεταρτοσφαιρικού θόλου, δύο αντικριστοί στηθαίοι προφήτες, ο
Ιεζεκιήλ και ο Ιωήλ, είναι στραμμένοι προς τον Χριστό με ανοικτά ειλητάρια.
Οι τρεις παραπάνω παραστάσεις με τις δύο ομάδες αγγέλων και τον Χριστό ένθρονο αποτελούν
μία ενιαία σύνθεση. Στην επιφάνεια των πλάγιων τοίχων, μεταξύ των δύο παραστάσεων με τους
αγγέλους, και στη στάθμη των ποδιών της υπερκείμενης ομάδας, παρατηρείται επικάλυψη της
ανώτερης επιφάνειας από το επίχρισμα της υποκείμενής της, γεγονός που υποδηλώνει ότι το υπό­
στρωμα των τοιχογραφιών προετοιμαζόταν τμηματικά και μετά την ολοκλήρωση της υπερκείμενης
νωπογραφίας.
Στους δύο πλάγιους τοίχους ακολουθεί κάτω από την Ετοιμασία του Θρόνου ζώνη, η οποία φθά­
νει έως την κάτω πλευρά του κατιύτερου από τα δύο επιστύλια του τέμπλου (Πίν. 13α, 63β). Η ζιόνη

193 Χατζηδάκης, Νεώτερα, σ. 158-161.

94
Σχέό. 7. Ε γκά ρσια τομή στο Ιερό.

σκευή του σύνθρονού προηγήθηκε της τοιχογράφησης του Ιερού, η οποία θα πρέπει να είναι η
προτιμότερη του ναού, και είναι σύγχρονη με την ανέγερση της βασιλικής. Ενισχύεται, λοιπόν, η
άποψη που διατυπιύθηκε παραπάνω, ότι η βασιλική ιδρύθηκε εξαρχής ως μητροπολιτικός ναός173.
Η δίοδος προς το διακονικό που ανοίγεται στο διαχωριστικό τοίχο έχει, όπως και η απέναντι της
προς την πρόθεση, ημικυκλική απόληξη, αλλά είναι μικρότερη από εκείνη. Έ χει πλάτος 0,90 και
ύψος 2,44 μ. Στα ανατολικά της διόδου και σε απόσταση 0,20 μ., διαμορφώνεται μικρή ημικυκλική
κόγχη με τεταρτοσφαιρική απόληξη. Η καμπύλη χάραξη της κόγχης αποτελεί τη συνέχεια της
ευθείας γένεσης - διαμέτρου - του ημικυκλίου της αψίδας, με αποτέλεσμα η βορειοανατολική
γωνία του διακονικού να είναι ασαφής στην περιοχή της μικρής κόγχης. Η ποδιά της βρίσκεται
0,83 μ. πάνω από το δάπεδο και προεξέχει σχηματίζοντας πάγκο, του οποίου η μία πλευρά είναι
προέκταση του ανατολικού σταθμού της διόδου και η άλλη είναι ευθύγραμμη προέκταση του ημι­
κυκλίου της κόγχης της αψίδας.

173 Το καθολικό του Οσιου Λουκά, που ανήκει σε μονή, διαθε'τει και αυτό σύνθρονο.

72
Η ύπαρξη της μικρής ημικυκλικής κόγχης στα αριστερά της αψίδας του νότιου διαμερίσματος του
Ιερού, οι μικρότερες διαστάσεις της νότιας διόδου σε σχέση με εκείνες της βόρειας, καθώς και ο
ιδιαίτερος εικονογραφικός κύκλος με τα θαύματα των δύο θεραπευτών αγίων Κοσμά και Δαμια­
νού και τον Χριστό Πολυέλεο, υποδηλιυνουν ότι ο χοίρος αυτός είχε τη χρήση παρεκκλησίου με ιδι­
αίτερη λατρευτική λειτουργία, σχετική με την ίαση των ασθενούντων.
Στο νότιο τοίχο του διακονικού υπάρχει ορθογωνική κόγχη με ημικυκλική απόληξη, πλάτους 1,55
και ύψους 1,62 μ. Η ποδιά της βρίσκεται στην ίδια στάθμη με το δάπεδο του κωδωνοστασίου, 0,95
μ. πάνω από το δάπεδο του διακονικού, και στο ανατολικό άκρο της προεξέχει και σχηματίζει
πάγκο στην ίδια ακριβώς στάθμη με τον πάγκο της μικρής απέναντι ημικυκλικής κόγχης.
Εξάλλου, στο διάφραγμα της κόγχης του νότιου τοίχου διακρίνονται οι σταθμοί θύρας πλάτους
0,72 μ., η οποία σήμερα είναι κτισμένη (Π ίν. 43β). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι υπήρχε επι­
κοινωνία του διακονικού με το ισόγειο του κωδωνοστασίου, η οποία πιθανότατα γινόταν με μία
ξύλινη σκάλα, πακτωμένη στην ποδιά της κόγχης. Ίχνη για τη στερέωση της σκάλας που θα επι­
βεβαίωναν την ύπαρξή της δεν σώζονται, διότι η τοιχοποιία έχει καλυφθεί από το επίχρισμα των
εργασιών συντήρησης.
Στην αψίδα του διακονικού δεν υπάρχει ποδιά, όπως στην αψίδα της πρόθεσης, και στην κατώτε­
ρη αυτή επιφάνεια υπάρχουν υπολείμματα τοιχογραφιών. Στη μεσαία της πλευρά ανοίγεται
μονόλοβο παράθυρο, το οποίο αποτελεί σήμερα τη μοναδική πηγή φωτός μετά την ανέγερση του
ισογείου του κωδωνοστασίου και το κτίσιμο των μονόλοβων παραθύρων του νότιου τοίχου, που
ανοίγονταν πλέον μέσα σε αυτό. Το παράθυρο της αψίδας έχει πλάτος 0,38, ύψος 1,08 και η ποδιά
του βρίσκεται 1,68 μ. πάνω από το δάπεδο. Οι σταθμοί του είναι μεταξύ τους παράλληλοι και ελα­
φρώς πλάγιοι ως προς τον άξονα της αψίδας.

Το δάπεδο
Το δάπεδο του νάρθηκα κατά την έναρξη της μελέτης αυτής ήταν διαμορφωμένο από μία υπερυ­
ψωμένη κατασκευή με σανίδες στην κεντρική ζώνη και τσιμέντο στις δύο πλάγιες (Σ χέδ. 8). Η
κατασκευή αυτή, όπως γνωρίζομε από φωτογραφία του Gabriel Millet174175,υπήρχε ήδη πριν από τις
αρχές του 20ού αιώνα. Το Μάρτιο του 1985, μετά από αφαίρεση των σανίδων, του τσιμέντου και
των μπάζων κάτω από αυτό, αποκαλύφθηκε από τη γράφουσα ένα παλαιότερο δάπεδο σε βάθος
0,18 μ. (Π ίν. 44α). Στην κεντρική ζώνη υπήρχαν μαρμάρινες κυρίως πλάκες, οι οποίες κατά πάσα
πιθανότητα ανήκαν στο αρχικό δάπεδο και προστατεύθηκαν με την ξύλινη κατασκευή, ενώ στις
πλάγιες ζώνες υπήρχε ένα πρόχειρο και σε κακή κατάσταση δάπεδο από κεραμικά πλακίδια και
σχιστόπλακες, μεταγενέστερης μάλλον κατασκευής.
Μέσα στα μπάζα από πέτρες, κονίαμα και κεραμίδια υπήρχαν διάφορα ευρήματα173. Στη βόρεια
ζώνη βρέθηκε νόμισμα του 1851, που αποτελεί και το terminus ante quem για την κατασκευή του
ξύλινου δαπέδου. Κατά το πάχος του ανοίγματος προς τον κυρίως ναό είχε ενσωματωθεί στα μπάζα
τμήμα παλαιοχριστιανικού επικράνου, πλάτους 0,67 και μήκους 0,27 μ. (Πίν. 44β). Κάτω από το
επίκρανο υπήρχαν κάρβουνα, οστά, καρφιά και ένα νόμισμα πολύ κατεστραμμένο, πιθανιός τουρ­
κικό.

174 Millet, Monuments, πίν. 43.4.


175 Η ανασκαφική εργασία πραγματοποιήθηκε υπό την εποπτεία της προϊσταμε'νης της 5ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαι­
οτήτων Σπάρτης, κας Αιμιλίας Μπακοΰρου. Βρε'θηκαν ανθρώπινο κρανίο, στόμιο γυάλινου αγγείου με γλυφή σχοινιού
στα χείλη του, μικρό καντήλι με οξυπυθμενη βάση και σπασμε'νο χείλος, γυάλινο σφαιρικό αγγείο, σωληνωτό με λεπτά
τοιχιύματα, διάμ. βάσης 0,06 και ύψος 0,06 μ. Με'ρος λαβής από χονδρό γυάλινο αγγείο με στρεπτε'ς ραβδιόσεις, κομμάτι
από αγγείο με πρασινοκίτρινη εφυάλωση εξωτερικά, μεταβυζαντινής εποχής. Επίσης, σιδερε'νια καρφιά, σιδερε'νιο
στρογγυλό αντικείμενο, χαλκάς, διαμ. 0,065 μ., και διάφορα κομμάτια από λεπτά ή χονδρά γυάλινα αγγεία.

73
Σχέδ. 8. Δ ά π εδ ο βασιλικής.

74
στομο (Π ί ν. 40α) και νότια τον άγιο Βασίλειο. Οι άγιοι αυτοί είναι όμοιοι σε μορφή με τους ιεράρ­
χες των διαχωριστικών τοίχων, στρέφονται, επίσης, προς τον επισκοπικό θρόνο και ανήκουν στις
αρχικές τοιχογραφίες. Στην ίδια αρχική ενότητα ανήκουν και οι τοιχογραφίες στις δυο επιφάνει­
ες μεταξύ των παραθύρων, όπου απεικονίζεται από ένα πολυκάνδηλο (Πίν. 40α-41). Κάτω από
την παράσταση αυτή έχει διατηρηθεί τμήμα της δεύτερης ζωγραφικής στρεόσης, με διακοσμητικό
θέμα από κύκλους που εγγράφουν ρόδακες και χιαστί τοποθετημένους βλαστούς, εναλλάξ. Από τα
παραπάνω γίνεται φανερό ότι στην προτελευταία ζώνη οι μορφές στρέφονται ανατολικά, ενώ οι
άγιοι και τα πολυκάνδηλα πλαισιώνουν συμμετρικά τον επισκοπικό θρόνο. Έτσι, το εικονογραφι-
κό πρόγραμμα τονίζει τη σπουδαιότητα του χώρου με το ιδιαίτερο θεολογικό περιεχόμενο.
Στη ζώνη αυτή ανήκουν, επίσης, οι επιφάνειες κάτω από τα ακραία παράθυρα της κόγχης. Σε κάθε
διάχωρο, που ξεκινά 0,12 μ. κάτω από την ποδιά τους, απεικονίζεται θωράκιο, το οποίο περιλαμ­
βάνει διάκοσμο από γαρύφαλλα και πριονωτές γραμμές σε διάταξη ιχθυάκανθας, όπως στο ναό
του Αγίου Νικολάου. Τμήμα της ταινίας που τα περιβάλλει, καθιός και τα ίδια τα θωράκια ανήκουν
στη μεταγενέστερη ζωγραφική στρώση.
Οι επιφάνειες κατά τις δύο πλευρές της κόγχης της αψίδας του Ιερού, κάτω από τον κοσμήτη στη
γένεση του τεταρτοσφαιρίου της έιος την επάνω πλευρά του ψηλότερου εδιυλίου, δεν χωρίζονται
σε ζώνες, όπιυς η κόγχη, αλλά καταλαμβάνονται από ενιαίες διακοσμητικές στήλες, όπου συνυ­
πάρχουν οι δύο διαφορετικές ζωγραφικές στρώσεις. Από την αρχική, η οποία σώζεται κυρίιυς στη
χαμηλότερη περιοχή, διατηρείται θέμα με ανθοδοχεία. Παρόμοιο θέμα συναντάμε και στο νάρθη­
κα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, όπου αυτά εναλλάσσονται με λευκά άνθη πάνω σε σκούρο μπλε
βάθος. Επομένως, και στο Ιερό θα πρέπει η αρχική σύνθεση να είχε την ίδια μορφή. Το διακοσμη-
τικό θέμα της μεταγενέστερης στρώσης διατηρείται στην ψηλότερη περιοχή των στηλών κάτω από
τον κοσμήτη και αποτελείται από καστανοκόκκινες πριονωτές γραμμές πάνω σε κίτρινο βάθος,
θέμα παρόμοιο και σύγχρονο με εκείνο των γραπτών θωρακίων, κάτω από τα ακραία παράθυρα
της κόγχης (Π ίν. 40α).
Η κατώτερη ζώνη της ανατολικής πλευράς του κεντρικού διαμερίσματος του Ιερού καταλαμβάνει
τις επιφάνειες που βρίσκονται πάνα» από το κατώτερο εδώλιο του σύνθρονού. Σε κάθε πλευρά αντι­
στοιχούν δύο διάχωρα, το ένα στην ακραία επιφάνεια της κόγχης και το άλλο στην επιφάνεια του
ανατολικού τοίχου. Τα τέσσερα διάχωρα της τελευταίας αυτής ζώνης ανήκουν στην αρχική ζωγρα­
φική στρώση και φέρουν διακοσμητικά θέματα σε άσπρο βάθος, το περιεχόμενο των οποίων είναι
δυσδιάκριτο. Μόνο σε ένα από αυτά, στο νότιο άκρο της κόγχης, σώζεται αρκετά καλά η παρά­
σταση μίας μάσκας από λεοντοκεφαλή195, που εγγράφεται σε μαύρο γραμμικό πλαίσιο (Πίν. 35γ).
Το ημικυκλικό διάφραγμα της ανατολικής κεραίας της σταυρικής θολοδομίας των υπερώων καλύ­
πτεται από τοιχογραφίες, οι οποίες ανήκουν στη μεταγενέστερη ενότητα. Περιβάλλονται από ται­
νία, της οποίας το οριζόντιο τμήμα διέρχεται από την ποδιά του δίλοβου παραθύρου που ανοίγε­
ται στην επιφάνεια του διαφράγματος. Στις επιφάνειες κατά τις δύο πλευρές του παραθύρου
εικονίζεται βόρεια η Φιλοξενία και νότια, πιθανιύς, η Θυσία του Αβραάμ.
Στη δυτική πλευρά του μεσαίου κλιτούς σώζονται τέσσερις ζώνες μαζί με αυτή κάτω από τον
κοσμήτη, της οποίας οι παραστάσεις από το Πάθος του Χριστού αποκεφαλίσθηκαν (Π ίν. 19β). Η
δεύτερη ζώνη κατεβαίνει αρκετά χαμηλότερα από τα επίκρανα των δυτικών παραστάδων, τα
οποία ορίζουν το κάτω πέρας της αντίστοιχης ζώνης στους πλάγιους τοίχους. Στη ζιόνη αυτή και
την υποκείμενή της εγγράφεται η θύρα προς το νάρθηκα. Σχετικά με την αρχική μορφή της, σύμ­
φωνα με την ανάλυση των αρχιτεκτονικών στοιχείων, διαπιστιυθηκε στο σχετικό κεφάλαιο ότι
αυτή δεν είχε αρχικά το ανιόφλι με το χαμηλωμένο τόξο στην ανατολική πλευρά της και ότι το
πλάτος του ανοίγματος της ήταν αρχικά μεγαλύτερο από το σημερινό. Η ύπαρξη κατακόρυφης ται­
νίας στις εξωτερικές προς τα πλάγια κλίτη πλευρές της υποτομής, που διαμορφώνεται στους δύο

195 D. Mouriki, The Mask Motif in the Wall Painting of Mistra.zlXAE Γ (1980-1981), o. 307-338.

99
ν^ ^ χ χ χ χ χ χ

,ΑΟΟΟΟΟΟΟν )

14

Σχέό. 9. Λ επ το μ έρ ειες τον δαπέδου της βασιλικής.


Πέτρου Αλεξανδρείας. Οι αντίστοιχες επιφάνειες στα βόρεια της δυτικής εισόδου καταλαμβάνο­
νται, επίσης, από ενιαία παράσταση με το Θαύμα της αγίας Ευφημίας στη Σύνοδο της Χαλκηδό­
νας (Π ί ν . 5, 24α). Η παράσταση αυτή επάνω στην επιφάνεια του δυτικού τοίχου υποδιαιρείται με
λευκή κάθετη γραμμή, πάχους 4 χιλ., σε δύο ενότητες, που απεικονίζουν η μία τη Σύγχυση των
Αιρετικοτν κατά το θαύμα και η άλλη τον αρχιτεκτονικό διάκοσμο της παράστασης. Στις επιφά­
νειες του δυτικού τοίχου μεταξύ των παραστάδιυν και των πλάγιων τοίχων απεικονίζεται στη νότια
η Έβδομη και στη βόρεια η Τέταρτη Σύνοδος (Π ίν. 3, 5, 22δ, 24α).
Το θέμα τιυν Συνόδιυν συνεχίζεται και στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα, όπου υπάρχουν δύο
παραστάσεις. Η μία καταλαμβάνει την επιφάνεια μεταξύ της βόρειας και της κεντρικής θύρας και
η δεύτερη καταλαμβάνει την επιφάνεια από την κεντρική θύρα έως τη νοτιοανατολική γωνία του
νάρθηκα. Η δεύτερη αυτή παράσταση διακόπτεται από τη νότια δίοδο λόγω της μεταγενέστερης
διάνοιξής της που προαναφέραμε.
Η τέταρτη, κατώτερη ζώνη του νάρθηκα, όπως και του κυρίως ναού, αποτελεί τη βάση της σύνθε­
σης του ζιυγραφικού διακόσμου και έχει διακοσμητικό περιεχόμενο, το οποίο εδώ μιμείται ορθο­
μαρμάρωση. Η ζώνη αυτή στο νάρθηκα είναι λίγο ψηλότερη από ό,τι στον υπόλοιπο ναό. Οι «πλά­
κες της ορθομαρμάροοσης» είναι σε χριύμα κόκκινο, μπλε και ώχρας, με το ίδιο πάντα ύψος, αλλά
διαφορετικό πλάτος, και χιυρίζονται μεταξύ τους από κατακόρυφη λευκή λεπτή ταινία, πάχους 2 χιλ.
Το ίδιο θέμα καλύπτει και τα πλάγια μέτωπα των παραστάδων στη ζώνη αυτή. Ψηλότερα, τα πλά­
για μέτωπα τοον παραστάδων δεν διαιρούνται σε ζώνες και είναι ενοποιημένα με τα αντίστοιχα
μέτωπα των σφενδονίων. Η ενιαία αυτή επιφάνεια καλύπτεται από διακοσμητικό θέμα με λευκά
άνθη και κυλινδρικά ανθοδοχεία εναλλάξ. Το ίδιο διακοσμητικό θέμα από το οποίο, όμως, σώζε­
ται μόνον το στοιχείο με τα ανθοδοχεία, το συναντάμε στον κεντρικό χώρο του Ιερού, στις επιφά­
νειες κατά τις δύο πλευρές της κόγχης του. Βλέπομε, λοιπόν, ότι στο Ιερό και στο νάρθηκα έχει
χρησιμοποιηθεί το ίδιο διακοσμητικό θέμα. Άρα το πιθανότερο είναι ότι και στους δύο αυτούς
χοίρους, ξεκινιύντας βεβαίως από το Ιερό, εργάσθηκε το ίδιο συνεργείο σε διαδοχικές φάσεις, οι
οποίες όμως δεν θα πρέπει να απείχαν μεταξύ τους πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Οι σταθμοί των θυριύν και οι σταθμοί και τα εσοοράχια των τόξων των παραθύρων διατηρούν σε
μεγάλο ποσοστό τις αρχικές τοιχογραφίες της πρώτης ζωγραφικής στρώσης (Πίν. 33α-β) και,
παρά τη μεγάλη ποικιλία των διακοσμητικιύν τους θεμάτων στη σύνθεση και τα χρώματά τους,
ανήκουν όλες στο ίδιο σύνολο τόσο από αισθητική, όσο και από κατασκευαστική άποψη.
Στους σταθμούς της βόρειας διόδου προς το νάρθηκα σώζονται μικρές επιφάνειες από τις αρχικές
τοιχογραφίες, οι οποίες είχαν διακοσμητικό θέμα από υπερτιθέμενους κύκλους (Πίν. 32γ). Στο
νότιο σταθμό η ανατολική ακμή του ορίζεται από ταινία πάχους 0,045 μ. Ακολουθεί το διακοσμη-
τικό θέμα πάχους 0,45 μ. Αν συνυπολογίσομε την κατακόρυφη ταινία που όριζε το θέμα και κατά
τη δυτική του πλευρά, η τοιχογραφία είχε συνολικό πλάτος 0,54 μ. Πράγματι, σε απόσταση 0,54 μ.
από την ανατολική επιφάνεια του τοίχου, σώζεται στο βόρειο σταθμό ένα μικρό τμήμα της ταινίας
που όριζε δυτικά το διακοσμητικό θέμα και απέχει 0,24 μ. από τη δυτική επιφάνεια του διαχωρι-
στικού τοίχου. Το διάστημα αυτό, του οποίου η διάσταση προσιδιάζει στις διατομές των μαρμάρι­
νων σταθμιύν, θα πρέπει αρχικά να καταλαμβανόταν από μαρμάρινο θύρωμα, όπως και στη μεσαία
δίοδο προς το νάρθηκα. Η ημικυκλική απόληξη του ανοίγματος ήταν κλεισμένη με τοιχοποιία -
διάφραγμα - μετά από την αφαίρεση της οποίας θα πρέπει να καταστράφηκαν οι τοιχογραφίες και
στις δύο πλευρές του τοίχου, που αντιστοιχούσαν στην επιφάνεια της. Το άνω πέρας των τοιχογρα­
φούν των σταθμιύν ορίζεται από πλατιά ταινία πάχους 0,20 μ., της οποίας η άνω πλευρά βρίσκεται
στη στάθμη των γενέσεων της ημικυκλικής απόληξης του ανοίγματος και συμπίπτει με την κάτω
ταινία της δεύτερης, από πάνω προς τα κάτω, ζώνης στην ανατολική πλευρά του διαχωριστικού
τοίχου. Επίσης, βρίσκεται στην ίδια στάθμη με την κάτω πλευρά της ξυλοδεσιάς, η θέση της οποίας
ορίζεται από τις οπές στους σταθμούς του ανοίγματος. Άρα, στη χαρακτηριστική αυτή στάθμη θα
πρέπει να ήταν τοποθετημένο το ανώφλι του θυρώματος. Η αντίστοιχη οριζόντια ταινία της δεύτε­
ρης ζιύνης του νάρθηκα, η οποία βρίσκεται 0,20 μ. περίπου ψηλότερα από την ταινία των σταθμών,
θα πρέπει να διερχόταν πάνω από την κορυφή της μαρμάρινης επίστεψης του θυρώματος.

102
104 10
σκούρο κόκκινο ή υπόλευκο με διαφορετικό πλάτος η κάθε μία. Είναι υπερυψωμένες κατά 0,06 μ.
από τη στάθμη του δαπέδου του κυρίως ναού και σχηματίζουν αναβαθμό με αποστρογγυλεμένη
την ακμή του. Ένας δεύτερος αναβαθμός ύψους 0,08 μ. δημιουργείται στο πάχος του μαρμάρινου
θυρώματος, ως κατωκάσι. Προέρχεται από ανώφλι ή τέμπλο, διότι φέρει κατά την εξωτερική του
πλευρά λείψανα δύο πυροστροβίλων (Πίν. 50α). Βλέπομε, λοιπόν, ότι στην εξωτερική αυτή θύρα
υπάρχει στο κατώφλι της η ίδια υπερύψωση κατά το πάχος του θυρώματος που συναντήσαμε και
στην κεντρική θύρα του νάρθηκα για τη δημιουργία ενός τετράπλευρου πλαισίου, πάνω στο οποίο
να κλείνουν τα θυρόφυλλα.
Το δάπεδο του Ιερού διαχωρίζεται από εκείνο του κυρίως ναού με μικρό αναβαθμό ύψους μόλις
0,04 μ. Ο αναβαθμός κάτω από τα επιστύλια του τέμπλου διαμορφώνεται από μαρμάρινες πλάκες
και έχει πλάτος στο μεσαίο κλίτος 0,40, στο βόρειο 0,23 και στο νότιο 0,34 μ. Στο μεσαίο κλίτος
διακρίνονται ίχνη από τη διαμόρφωση του τέμπλου. Εδιό πρέπει να σημειώσομε ότι είναι μάλλον
απίθανο οι πλάκες αυτές να είναι μέλη σε δεύτερη χρήση, τη στιγμή που όλο το υπόλοιπο δάπεδο
είναι ad hoc κατασκευασμένο.
Η σύνθεση του δαπέδου του Ιερού Βήματος με βάση τον κατά μήκος άξονα του ναού ολοκληρώ­
νεται με ένα μεγάλο «πίνακα» από μαρμαροθετήματα, ο οποίος αρχικώς θα πρέπει να κατέληγε
στο σύνθρονο (Σ χέδ. 8-9: 2). Όμως το ανατολικό, καθώς και το κεντρικό τμήμα του έχει κατα­
στραφεί από την τοποθέτηση της Αγίας Τράπεζας (Π ίν. 53), η οποία δεν έχει ιδιαίτερα προσεγ­
μένη κατασκευή και αποτελείται από μία μεγάλη μαρμάρινη πλάκα πάνω σε τέσσερα κτιστά κυλιν­
δρικά στηρίγματα. Είναι λοιπόν φανερό ότι η σημερινή Αγία Τράπεζα είναι μία εκ των υστέρων
προσθήκη, η οποία κατέστρεψε το αρχικό δάπεδο και διατάραξε το δρομικό χαρακτήρα και τη
σύνθεσή του, που κατέληγε στο σύνθρονο.
Στην πρόθεση σώζεται το νότιο τμήμα πλαισίου με μαρμαροθέτημα (Σ χέδ. 8-9: 1), το οποίο ξεκι­
νά λίγο μετά το τέμπλο και σταματά στο μέσον περίπου του πλάτους της διόδου που ανοίγεται στο
διαχωριστικό τοίχο. Το πλαίσιο αρχικιύς περιέβαλε μαρμάρινη πλάκα και σχημάτιζε «πίνακα»
ανάλογο με εκείνους που αναφέραμε προηγουμένως, ο οποίος θα πρέπει να κάλυπτε το μεγαλύ­
τερο τμήμα του χώρου, εκτός από μία στενή ζώνη περιμετρικά (Π ίν. 54α).
Στο διακονικό σώζεται από το αρχικό δάπεδο ένας σχετικά μικρός τετράγιονος «πίνακας» με πλαί­
σιο από μαρμαροθέτημα (Σ χέ δ. 8-9: 3) στα δυτικά της διόδου, η οποία ανοίγεται στο διαχωριστι-
κό, προς το Ιερό, τοίχο (Π ίν. 54β). Η σύνθεση του δαπέδου στον υπόλοιπο χώρο δεν μπορεί να
αποκατασταθεί, διότι έχουν τοποθετηθεί νεότερες μαρμάρινες πλάκες. Όμως, φαίνεται ότι τα
πλάγια διαμερίσματα διαφοροποιούνται όχι μόνο στα επιμέρους αρχιτεκτονικά τους στοιχεία,
αλλά επίσης στη σύνθεση του δαπέδου τους. Εξάλλου, στη βορειοδυτική γωνία και των δύο χώρων
υπάρχει χωνευτήριο. Έτσι, ενισχύεται η άποψη, που διατυπώθηκε και προηγουμένως, ότι το νότιο
διαμέρισμα του Ιερού λειτουργούσε ως ανεξάρτητο παρεκκλήσιο και όχι ως διακονικό.

Το τέμπλο
Το τέμπλο του Αγίου Δημητρίου (Σ χέδ. 5) έχει σήμερα μία σύνθετη μορφή, η οποία αποτελείται
από μαρμάρινα επιστύλια με ανάγλυφο διάκοσμο και στα τρία διαμερίσματα του Ιερού και ένα
μόνο μαρμάρινο κίονα στην πρόθεση, καθιός και ένα διάφραγμα με κτιστή βάση, κτιστούς πεσσί-
σκους και γύψινα τόξα, που διαμορφώθηκε τα νεότερα χρόνια μετά τη φωτογράφηση του μνημείου
από τον Gabriel Millet κατά τις αρχές του 20ού αιώνα180. Στο διάφραγμα υπάρχουν εικόνες των
νεότερων χρόνων.
Στην πρόθεση, η στέψη του τέμπλου αποτελείται από δύο υπερτιθέμενα λοξότμητα μαρμάρινα επι­
στύλια (Π ίν. 55α). Το άνω επιστύλιο στην κορυφή του φέρει ταινία και στη βάση του κυρτό κυμά­

180 Millet, Monuments, πίν. 45.3.

79
τιο. Ο γλυπτός του διάκοσμος αποτελείται από ρόμβους, οι οποίοι σχηματίζονται από τρισχιδή ται­
νία. Στους ρόμβους αυτούς και στα μεταξύ τους τριγωνικά κενά εγγράφονται ανθέμια και ημιαν-
θέμια, αντίστοιχα, στη λάξευση των οποίων υπάρχουν έντονα αποτυπωμένες οι οπές του τρυπα­
νιού. Στη σύνθεση περιλαμβάνεται το γνωστό θέμα του κιβωρίου με τόξο πάνω σε κιονίσκους με
διπλούς κόμβους, το οποίο εγγράφει φυλλοφόρο σταυρό. Ο σταυρός στη βάση του διακλαδίζεται
σε δύο ελισσόμενους βλαστούς, ενώ το σημείο αλληλοτομίας των κεραιών του ορίζεται από ένα
εγχάρακτο X. Το έξεργο πλαίσιο με το σταυρό, που αποτελεί το κύριο σημείο της σύνθεσης, δεν
βρίσκεται στον άξονα του επιστυλίου, ενώ βόρεια λείπει ένα τμήμα του ακραίου ρόμβου. Οι δύο
αυτές λεπτομέρειες υποδηλώνουν ότι το επιστύλιο δεν κατασκευάσθηκε για τη θέση, την οποία
κατέχει σήμερα, αλλά είναι υλικό σε δεύτερη χρήση. Εξάλλου, το φυτικό κόσμημα από τριται-
νιωτούς βλαστούς με ανθεμωτές απολήξεις σε χαμηλό ανάγλυφο που χαρακτηρίζουν το μαρμάρινο
αυτό μέλος είναι κυρίαρχο στοιχείο του 12ου αιώνα181.
Στο κατώτερο από τα δύο επιστύλια του τέμπλου της πρόθεσης, ο ανάγλυφος διάκοσμός του είναι
διπλεπίπεδος και περιλαμβάνει τρία έξεργα ημισφαιρικά κομβία, τα οποία αποτελούν το κύριο
θέμα της σύνθεσης. Τα κομβία είναι τοποθετημένα σε ίσες μεταξύ τους αποστάσεις, χωρίς όμως
το μεσαίο να συμπίπτει με τον άξονα του επιστυλίου. Η διακόσμηση του επιστυλίου αρχίζει
βόρεια με ένα κύκλο, στον οποίο εγγράφεται αγκυρωτός σταυρός με κεραίες έντονα διαπλατυ-
νόμενες στις άκρες τους και κύκλο στο κέντρο του που εγγράφει έξεργη τελεία. Ακολουθεί το
πρώτο κομβίο με ανθεμωτό κόσμημα από πέντε οξύληκτα και πέντε στρογγυλεμένα πέταλα, εναλ­
λάξ. Εν συνεχεία, υπάρχει το θέμα του συριακού τροχού σε ένα σύνολο από τρεις συμπλεκό­
μενους με κόμβο κύκλους που περικλείουν ανθέμιο, του οποίου ο μίσχος προεκτείνεται προς τα
κάτω, έξω από τον κύκλο. Ακολουθεί το δεύτερο κομβίο που καλύπτεται με τετράφυλλο άνθος,
στο κέντρο του οποίου δύο ομόκεντροι κύκλοι εγγράφουν έξεργη τελεία. Δεξιά του κεντρικού
κομβίου υπάρχει πάλι το θέμα των συμπλεκόμενων με κόμβους κύκλων. Ο πρώτος κύκλος εγγρά­
φει σύνθετο άνθος με τέσσερα οξύληκτα και τέσσερα στρογγυλεμένα φύλλα, εναλλάξ, ο δεύτερος
εγγράφει πυροστρόβιλο και ο τρίτος εξάκτινο αστερίσκο. Εν συνεχεία, έχομε το τρίτο, από τα
βόρεια, κομβίο, το οποίο φέρει τέσσερα φύλλα άκανθας, που συναντιόνται στο κέντρο του και
σχηματίζουν μικρό σταυρό. Τέλος, ακολουθούν τρία ακόμη διακοσμητικά διάχωρα, το βόρειο
κυκλικό με εγγεγραμμένο λυρόσχημο κόσμημα, το μεσαίο τετράγωνο με σχηματοποιημένες
μορφές και το νότιο τελείως απολαξευμένο. Η ασύμμετρη σύνθεση των παραπάνω κοσμημάτων
υποδηλώνει ότι το μαρμάρινο αυτό επιστύλιο δεν διατηρεί το αρχικό του μήκος και ότι δεν κατα­
σκευάσθηκε για τη θέση που καταλαμβάνει σήμερα, αλλά είναι και αυτό σε δεύτερη χρήση, όπως
και το υπερκείμενό του, και είναι παρόμοιο με τμήμα επιστυλίου που βρέθηκε στον Όσιο
Λουκά182.
Κάτω από το νότιο κομβίο του κατώτερου επιστυλίου βρίσκεται μαρμάρινος κίονας, ο μοναδικός
που σώζεται από το μαρμάρινο τέμπλο (Π ίν. 55β). Ο κίονας αποτελείται από τέσσερα τμήματα,
δηλαδή μία χαμηλή, τετράγωνη βάση, μία περιοχή από τέσσερα βεργία που ενώνονται με μεγάλο
κόμβο, μία ακόμη περιοχή με τέσσερα διπλά, λεπτότερα όμως από τα προηγούμενα βεργία, που
ενιονονται με κόμβο, και, τέλος, κυβική σχεδόν διατομή με έξεργη μορφή κενταύρου στη δυτική
πλευρά του. Στη φωτογραφία του Gabriel Millet η μορφή βρίσκεται στη νότια πλευρά του κίο­
να και όχι στη δυτική, δηλαδή ο κίονας επανατοποθετήθηκε μετά την προσθήκη του κτιστού
τέμπλου183.
Η στέψη του τέμπλου του Ιερού Βήματος αποτελείται από τρία μαρμάρινα λοξότμητα επιστύλια

181 L. Bouras, Architectural Sculptures, σ. 74.


182A. Grabar, Sculptures byzantines du Moyen Age, II, 1976, πΐν. XXVC.
183 H μορφή του κενταύρου απαντά, επίσης, σε μαρμάρινη πλάκα εντοιχισμένη στην κόγχη κάτω από την κλίμακα προς
τον όροφο του νάρθηκα στη Βλαχε'ρνα της Ηλείας. Βλ. Ορλάνδος, Βλαχε'ρναι, πίν. 30. O A. Grabar αναφε'ρει ότι ο κε'νταυ-
(Π ίν. 56, 57). Το ανώτερο από αυτά φέρει στο κέντρο του φυλλοφόρο σταυρό, του οποίου οι
κεραίες διαπλατύνονται ελαφρώς στην άκρη τους. Η κάθετη κεραία διακλαδίζεται στη βάση της
σε δυο πλατιά φύλλα άκανθας με έντονα λαξευμένες τις νευρώσεις τους. Το θέμα της άκανθας
επαναλαμβάνεται σε όλο το μήκος του επιστυλίου, εναλλασσόμενο με τρίφυλλο ανθέμιο, το οποίο
έχει μακρύ, ανακαμπτόμενο μίσχο και απολήγει σε κάλυκα κωνοφόρου. Το άνω περίγραμμα του
φυτικού διακόσμου και του σταυρού ξεπερνά ελαφρώς το ύψος του βάθους και έτσι το περίγραμ­
μα αυτό διαγράφεται ελεύθερο στο χώρο. Κοντά στο βόρειο πέρας το επιστύλιο είναι ρηγματω­
μένο και το ακραίο αυτό κομμάτι του είναι τοποθετημένο λίγο ψηλότερα από το υπόλοιπο. Και στα
δύο πέρατα του επιστυλίου το τελευταίο φύλλο της άκανθας είναι κατεστραμμένο, γεγονός που
υποδηλοίνει ότι προκειμένου ο σταυρός να τοποθετηθεί στο μέσον του τέμπλου κόπηκαν τα δύο
άκρα του μαρμάρου, το οποίο είχε μεγαλύτερο από το απαιτούμενο για τη θέση αυτή μήκος και
επομένως προερχόταν από άλλο μνημείο. Η χαλαρή σύνθεση των φύλλων θα μπορούσε να τοποθε­
τήσει το γλυπτό αυτό μέσα στο 14ο ή το 15ο αιώνα.
Το μεσαίο επιστύλιο στο τέμπλο του Ιερού έχει συνθετότερη διατομή από το προηγούμενο και
αποτελείται από μία πλατιά ταινία στην κορυφή του, μία λοξή επιφάνεια και ένα κυρτό κυμάτιο
μεταξύ τους. Το επιστύλιο αυτό παρουσιάζει τέσσερα ρήγματα, ένα περίπου στο μέσον, λίγο αρι­
στερότερα του σταυρού του υπερκείμενου επιστυλίου, ένα βόρεια, πολύ κοντά στο διαχωριστικό
τοίχο, ένα νότια, επίσης πολύ κοντά στο διαχωριστικό τοίχο και ένα μεταξύ του μεσαίου και του
νότιου ρήγματος. Τα ρήγματα έχουν συμπληρωθεί με κονίαμα. Και τα τέσσερα τμήματα του επι­
στυλίου έχουν την ίδια ακριβούς διατομή και μεγάλη συνάφεια στη γενική σύνθεση, πλην όμως
μεγάλη ποικιλία στα επιμέρους θέματά τους. Στη λοξή επιφάνεια του επιστυλίου δύο έξεργοι
κύκλοι, συμμετρικά τοποθετημένοι ως προς τον άξονά του, χωρίζουν μαζί με το μεσαίο ρήγμα το
επιστύλιο σε τέσσερα, ίσα περίπου τμήματα. Τα θέματα παρουσιάζουν ομοιότητα και συμμετρική
οργάνωση κατά τις δύο πλευρές κάθε έξεργου κύκλου, αλλά διαφέρουν στα δύο τμήματα του επι­
στυλίου που ορίζονται από το μεσαίο ρήγμα. Οι δύο έξεργοι κύκλοι είναι μάλλον οι βάσεις κομ­
βίων, τα οποία απολαξεύθηκαν και στην επιφάνειά τους φέρουν γραπτό σταυρό.
Εκατέρωθεν του βόρειου έξεργου κύκλου υπάρχει από ένα κόσμημα, το οποίο αποτελείται από
τρισχιδή ταινία, που σχηματίζει παραλληλόγραμμο πλαίσιο με στρογγυλέμένες γωνίες και εγγρά­
φει πλοχμούς με διάταξη αστερίσκου. Οι πλοχμοί αποτελούνται ομοίως από τρισχιδή ταινία και
στους πυρήνες τους υπάρχουν οι οπές του τρυπανιού. Μετά το θέμα του πλοχμού ακολουθεί σε
κάθε πλευρά του κύκλου από μία ανακαμπτόμενη έλικα. Πάνω από το ελεύθερο τμήμα των ελίκων
συνεχίζει ένας οριζόντιος πλοχμός, όμοιος με εκείνους του προηγούμενου διακοσμητικού θέματος.
Μετά τις έλικες, συμμετρικά ως προς τον έξεργο κύκλο, ακολουθεί κόσμημα, πάλι από τρισχιδή
ταινία - με πλατύτερη τη μεσαία ζώνη της -, η οποία συμπλέκεται σε μία σύνθετη αλυσιδωτή διά­
ταξη. Τέλος, αριστερά του βόρειου ρήγματος υπάρχει ένα μικρό τμήμα του ίδιου αλυσιδωτού
κοσμήματος.
Εκατέρωθεν του νότιου έξεργου κύκλου υπάρχει από ένα κόσμημα με συμπλεκόμενη ταινία που
σχηματίζει σταυρό και ακολουθεί από ένα τετράφυλλο κόσμημα σε κάθε πλευρά, τα οξύληκτα
φύλλα του οποίου εγγράφουν ανθέμιο. Στη συνέχεια, συμμετρικά τοποθετημένες ως προς το
νότιο έξεργο κύκλο ακολουθούν δύο ανακαμπτόμενες έλικες, πάνω από το ελεύθερο τμήμα των
οποίιυν υπάρχουν τρισχιδείς ελισσόμενοι βλαστοί. Αμέσως μετά τις έλικες υπάρχουν από δύο
θέματα σε κάθε πλευρά, που σχηματίζονται από ελισσόμενους βλαστούς, οι οποίοι εγγράφουν

ρος πιθανώς αποτελεί ευαγγελικό σύμβολο, βλ. Grabar, ό.π., σ. 148. Σχετικά με μυθολογικά θε'ματα που κοσμουν σκεύη
και σπίτια, βλ. Φ. Κουκούλες, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, 2, 2, εν Αθήναις 1948, σ. 64 και Ch. Bourns, Houses in
Byzantium, ΔΧΑΕ IA' (1982-1983), o. 26, σημ. 117, 118. Ο τετραμερής κιονίσκος είναι συνήθης κατά τη μέση βυζαντινή
περίοδο στον ελλαδικό χώρο. Βλ. ανάγλυφο Βυζαντινού Μουσείου, 7915, Τ1820, X. Μπούρας, Κατάλογος αρχιτεκτονι­
κών μελών του Βυζαντινού Μουσείου, ΔΧΑΕ ΙΓ' (1985-1986), σ. 49, Δ. 243.

81
ανθέμια και ημιανθέμια. Οι δυο έλικες κοσμούνται με πριονωτά φυτά, που φέρουν έντονα τα ίχνη
του τρυπανιού στα μεταξύ των φύλλων τους κενά. Τα κομβία, οι έλικες, τα τριταινιωτά πλαίσια
που σχηματίζουν τετράφυλλο και εγγράφουν ανθέμια απαντούν σε θύριυμα του Οσίου Μελετίου
γύρω στο 1100184.
Η πλατιά ταινία πάνω από τη λοξότμητη επιφάνεια αυτού του επιστυλίου, στο τμήμα βόρεια του
μεσαίου ρήγματος, κοσμείται από δύο θέματα. Το ένα θέμα καταλαμβάνει την επιφάνεια ανάμεσα
στις υποκείμενες έλικες και αποτελείται από καρδιόσχημα πλαίσια, τα οποία ανά δύο συμπλεκό­
μενα σχηματίζουν παρόμοια μικρότερα σχήματα, που εγγράφουν ανθέμιο. Στα δύο άκρα του τμή­
ματος αυτού του επιστυλίου, πάνω από τα αλυσιδωτά κοσμήματα της λοξότμητης επιφάνειάς του, η
τρισχιδής ταινία που σχηματίζει τα καρδιόσχημα κοσμήματα καταλήγει σε αλυσιδωτή σύνθεση. Η
ταινία στο νότιο τμήμα του επιστυλίου έχει απλά καρδιόσχημα πλαίσια, που εγγράφουν ανθέμιο.
Πάνω από το νότιο έξεργο κύκλο της λοξής υποκείμενης επιφάνειας υπάρχει εγγεγραμμένος σε
κύκλο σταυρός, του οποίου οι κεραίες δημιουργούν στις γοτνίες του καρδιόσχημα κοσμήματα.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι το δεύτερο ενδιάμεσο επιστύλιο του τέμπλου του Ιερού
Βήματος αποτελείται από δύο μεγάλα τμήματα, τα οποία, όπως δείχνει η όμοια διατομή τους, η ενι­
αία γενική σύνθεση και τα παρόμοια θέματα με τις ανακαμπτόμενες έλικες και τους έξεργους
κύκλους, ανήκουν στο ίδιο μέλος, το οποίο αρχικώς θα πρέπει να είχε μεγαλύτερο μήκος. Από το
αρχικό, μεγάλο μαρμάρινο μέλος κόπηκαν δύο κομμάτια που δεν ήταν συνεχή και τοποθετήθηκαν
στο τέμπλο του Ιερού του Αγίου Δημητρίου.
Το τρίτο κατώτερο επιστύλιο φέρει στο μέσον του το πολύ χαρακτηριστικό θέμα του κιβωρίου με
τρία τόξα πάνο) σε κιονίσκους, που εγγράφουν σταυρό. Οι κεραίες των τριών σταυριυν διαπλα-
τύνονται στα άκρα τους και στα μεταξύ τους κενά υπάρχουν μικρά ανάγλυφα καρδιόσχημα κοσμή­
ματα με επιμήκη πέταλα. Η σύνθεση αυτή απαντά σε επιστύλιο του Ιερού του Οσίου Λουκά των
αρχοόν του 11ου αιώνα185. Η υπόλοιπη επιφάνεια φέρει σχηματοποιημένα άνθη. Η νότια πλευρά
του επιστυλίου είναι κατεστραμμένη και έχει συμπληρωθεί με κονίαμα, ενοό η βόρεια διατηρεί το
αρχικό πέρας της.
Το κατώτερο επιστύλιο του μεσαίου χώρου του Ιερού έχει μεγαλύτερο πλάτος από τα δύο υπερ-
κείμενά του και είναι ίσο προς 0,32 μ. Η κάτω ορατή επιφάνειά του διαιρείται κατά το μήκος της
σε τρία τμήματα από δύο παραλληλόγραμμες αλάξευτες επιφάνειες, πλάτους 0,20 μ. περίπου, διά­
ταξη που δείχνει πως παρά το γεγονός ότι εδαό βρίσκεται σε δεύτερη χρήση, ήταν εξαρχής επιστύ­
λιο τέμπλου. Στο μεσαίο τμήμα υπάρχει σταυρός και κατά τις δύο του πλευρές διατάσσονται σε δύο
σειρές ανά τέσσερις συμπλεκόμενοι κύκλοι (Πίν. 56α) με ακανόνιστη χάραξη, οι οποίοι σχημα­
τίζονται από δισχιδή ταινία που, καμπυλούμενη, ξεκινά από τη δυτική κεραία του σταυρού. Η
ανατολική κεραία του σταυρού με το μεγαλύτερο τμήμα της ανατολικής σειράς των κύκλων καλύ­
πτονται από το υποκείμενο μεταγενέστερο, κτιστό τέμπλο. Οι κύκλοι της δυτικής σειράς εγ­
γράφουν οι δύο μεσαίοι ανθεμωτό κόσμημα και οι δύο ακραίοι βότρυς. Αντίθετη διάταξη έχουν τα
κοσμήματα των κύκλων στην ανατολική σειρά. Τα ακραία τμήματα του επιστυλίου φέρουν από
τρεις κύκλους με κανονική χάραξη, που καταλαμβάνουν όλο το πλάτος της επιφάνειας. Οι δύο
ακραίοι κύκλοι κάθε τμήματος εγγράφουν πολύφυλλο άνθος με στρογγυλέ μένα πέταλα, ενώ ο
μεσαίος εγγράφει σύνθετο άνθος από εξάφυλλο ρόδακα, ο οποίος περιβάλλεται από πεπλατυσμέ­
να στις άκρες πέταλα και έχει έξεργο κυκλικό κέντρο που περικλείει τελεία. Τα τρία επιστύλια του
τέμπλου καλύπτονται από ζωγραφική σε κόκκινο και πράσινο χρώμα, ενοό στην κάτω πλευρά του
κατιυτερου επιστυλίου, κατά το μισό πλάτος του προς τον κυρίους ναό, μεταξύ τιον κύκλων υπάρ­
χουν γραπτά ανθέμια.
Το τέμπλο στην κατώτερη περιοχή του δεν σώζεται, όμως έχομε μερικά στοιχεία ενδεικτικά της

184 ό.π., σ. 102 και πίν. ίΧΧΙΙΙ.


185Ό.π., πίν. ΧΧνΟ.

82
αρχικής του μορφής από τις πλάκες του αναβαθμού κάτω από τη θέση των επιστυλίων στο Ιερό
Βήμα. Εδώ σιόζονται οι υποδοχές κιονίσκων, λαξευμένες στις μαρμάρινες πλάκες. Υπάρχουν δύο
κεντρικά τοποθετημένες υποδοχές και δύο στα πλάγια, σε μικρή απόσταση από τους διαχωρι-
στικούς τοίχους (Π ίν. 58). Οι δύο κεντρικές υποδοχές βρίσκονται κάτω από κάθε κίονα του κτι­
στού τέμπλου και διακρίνεται μόνον η μετωπική τους πλευρά με διάσταση 0,20 μ. Έχουν το ίδιο
πλάτος με τις αλάξευτες επιφάνειες του υπερκείμενου επιστυλίου και βρίσκονται στην ίδια θέση
με αυτές. Τα ίχνη απέχουν μεταξύ τους 0,92 μ. Μεταξύ των παραπάνω ιχνών υπάρχει μικρή παραλ­
ληλόγραμμη οπή, έκκεντρα τοποθετημένη, κατά 0,10 μ. νότια από το μέσον των πλακιυν κάτω από
το επιστύλιο, η οποία αποτελεί την υποδοχή της ασφάλειας ανοιγόμενου φύλλου/θύρας διαφράγ­
ματος. Υπάρχουν ακόμη δύο ίχνη στα άκρα, τα οποία υποχωρούν ως προς τα δύο προηγούμενα και
απέχουν 0,10 μ. περίπου από το μέτωπο του αναβαθμού και έχουν μικρότερες διαστάσεις από
αυτά, δηλαδή 0,12x0,12 μ. Η θέση τους δεν είναι συμμετρική ούτε ως προς τα δύο προηγούμενα
ίχνη, ούτε ως προς τους διαχωριστικούς τοίχους του Ιερού. Το βόρειο ακραίο ίχνος απέχει 0,50 μ.
από το βόρειο ενδιάμεσο ίχνος και 0,18 μ. από το διαχωριστικό τοίχο, ενώ το νότιο 0,40 μ. περίπου
από το νότιο ενδιάμεσο ίχνος και 0,23 μ. από τον αντίστοιχο διαχιοριστικό τοίχο. Τα ίχνη αυτά
πιθανώς ανήκουν σε πεσσίσκους του τέμπλου, χοορίς να αποκλείεται να είναι κατάλοιπα από μία
προηγούμενη χρήση των πλακιόν αυτών. Εξάλλου παρόμοια ίχνη απουσιάζουν από το ανάλογο
μαρμάρινο αρχικό μέλος της πρόθεσης της Οδηγήτριας. Το μαρμάρινο τέμπλο στο Ιερό Βήμα
παρά τα ανωτέρω ενδεικτικά στοιχεία δεν μπορεί να αποκατασταθεί στην ολοκληρωμένη του
μορφή.
Η στέψη του τέμπλου στο διακονικό αποτελείται, όπως και στην πρόθεση, από δύο μαρμάρινα
λοξότμητα επιστύλια (Π ίν. 59-60). Το άνω επιστύλιο στη βάση του έχει κυρτό κυμάτιο και κοσμεί­
ται από επαναλαμβανόμενα καρδιόσχημα πλαίσια186, τα οποία εγγράφουν ανθέμιο και χωρίζονται
μεταξύ τους από οξύληκτο φύλλο. Το επιστύλιο είναι λοξότμητο όχι μόνον κατά το μέτωπό του,
αλλά και κατά τις πλάγιες πλευρές του, γεγονός που δείχνει ότι δεν κατασκευάσθηκε αρχικώς για
τη θέση αυτή, αλλά είναι μέλος σε δεύτερη χρήση. Εξάλλου, παρουσιάζει τρεις ρηγματώσεις, οι
οποίες, όπως φαίνεται από την ασυνέχεια του επαναλαμβανόμενου διακοσμητικού θέματος, δεν
είναι αποτέλεσμα καταπόνησης, αλλά τεμαχισμού του μαρμάρου σε τυχαίες θέσεις με αποτέλεσμα
την καταστροφή τμημάτων του. Το επιστύλιο αυτό με τη γραμμική σύνθεση θα πρέπει να ανήκει
στον 1Ιο ή το 12ο αιώνα.
Το δεύτερο κατώτερο επιστύλιο είναι διπλεπίπεδο ανάγλυφο με συνθετότερη μορφή από το υπερ-
κείμενό του και αποτελείται από μία ταινία μεγάλου πλάτους με κυρτό κυμάτιο στο κάτω μέρος της,
και μία λοξή επιφάνεια κάτω από αυτήν, επίσης με κυρτό κυμάτιο στο κάτω όριό της. Στην άνω επι­
φάνεια της ανατολικής πλευράς του επιστυλίου αυτού υπάρχει μεγάλη υποτομή. Η ταινία του καλύ­
πτεται με συνεχές θέμα ρόμβων, που σχηματίζονται από τρισχιδή ταινία. Στους ρόμβους και στα
μεταξύ τους τριγωνικά διαστήματα εγγράφεται διπλό αμυγδαλόσχημο κόσμημα με έντονα ίχνη τρυ­
πανιού και οξύληκτο μικρό φύλλο στην κορυφή του. Στη λοξή επιφάνεια του επιστυλίου κυριαρχούν
στη σύνθεση έξι έξεργα κοσμήματα τοποθετημένα σε ίσες μεταξύ τους αποστάσεις. Από Β. προς Ν.
τα κοσμήματα αυτά είναι ένας έξεργος κύκλος, στον οποίο εγγράφεται ανάγλυφος σταυρός, μία
ανακαμπτόμενη έλικα, ένας έξεργος κύκλος, το θέμα του κιβοορίου με τόξο πάνω σε κιονίσκους που
εγγράφει σταυρό, ένα απολαξευμένο κομβίο, του οποίου ο έξεργος διάκοσμος σώζεται στην
περιοχή της περιφέρειάς του και, τέλος, μία ανακαμπτόμενη έλικα, της οποίας έχει καταστραφεί το
νότιο άκρο.
Το έξεργο κιβιόριο με το σταυρό στο βάθος του δεν είναι κεντρικά τοποθετημένο, όμως θα πρέπει
να βρισκόταν στο μέσον της αρχικής σύνθεσης του μαρμάρινου αυτού μέλους, αφού τα θέματα
κατά τις δύο πλευρές του είναι συμμμετρικά τοποθετημένα, δηλαδή οι δύο έξεργοι κύκλοι δίπλα

|8(’ Το θέμα αυτό απαντά σε κοσμήτη στον εξωνάρθηκα του Παντεπάπτη, βλ. Mathews, Byzantine Churches, εικ. 9.21.
του και στη συνέχεια οι δυο έλικες. Με βάση λοιπόν τη συμμετρική, ως προς το κιβώριο, διάταξη
των θεμάτων δεν ανήκει σε κομβίο μόνον ο έξεργος κύκλος στα νότια του κιβωρίου, αλλά και
εκείνος στα βόρειά του. Οι κιονίσκοι του πλαισίου του κιβωρίου αποτελούνται από τέσσερα βερ­
γιά με συνδετικό κόμβο μεταξύ τους, στο μέσον του ύψους τους. Στις δύο γωνίες του πλαισίου
εγγράφεται από ένα ανθέμιο, ενώ στις δύο γωνίες της κάτω κεραίας του σταυρού υπάρχουν ελισ-
σόμενοι βλαστοί με ημιανθέμια. Στην κάτω επιφάνεια του επιστυλίου, κάτω από το κιβίόριο, υπάρ­
χει εγχάρακτο κόσμημα με κύκλο που εγγράφει σταυρό, ένα τμήμα του οποίου καλύπτεται από το
μεταγενέστερο κτιστό τέμπλο (Π ίν. 60α). Η βόρεια εμφανής κεραία του σταυρού διαπλατύνεται,
ενώ η ανατολική έχει οξύληκτη τριμερή απόληξη. Στη μία γωνία του διακρίνονται τα γράμματα ΚΑ
από τη λέξη ΝΙΚΑ.
Κατά τις δύο πλευρές του κιβωρίου υπάρχει από ένα ανάγλυφο παραλληλόγραμμο κόσμημα, όπου
τρισχιδής ταινία σχηματίζει αστερίσκο από πλοχμούς. Στις γοανίες του παραλληλογράμμου γρά­
φονται ανθέμια. Το επόμενο κόσμημα στα βόρεια, μεταξύ κύκλου και ανακαμπτόμενης έλικας,
αποτελείται από τρισχιδή ταινία, η οποία εδώ σχηματίζει ελισσόμενους βλαστούς, ανθέμια και
ημιανθέμια. Το τελευταίο βόρειο κόσμημα αποτελείται από τέσσερα ανθέμια, που σχηματίζουν
τετράφυλλο άνθος, με τις κορυφές τους στραμμένες προς τα έξω. Την ίδια σύνθεση έχει και το
τελευταίο νότιο κόσμημα, μόνον που οι κορυφές του τετράφυλλου άνθους είναι στραμμένες προς
τα μέσα, ενώ μεταξύ των ανθεμωτών φύλλων του υπάρχουν διαγώνια τοποθετημένες ταινίες, οι
οποίες καταλήγουν σε ημιανθέμια.
Η έκκεντρη τοποθέτηση του κιβωρίου με το σταυρό και κατά συνέπεια η ασύμμετρη θέση και των
υπόλοιπων έξεργων κοσμημάτων μέσα στη σύνθεση, καθώς και η κατεστραμμένη έλικα στο νότιο
άκρο του επιστυλίου, υποδηλώνουν ότι το μαρμάρινο αυτό μέλος βρίσκεται στο τέμπλο του διακο­
νικού του Αγίου Δημητρίου σε δεύτερη χρήση. Εξάλλου, τα θέματα του διακόσμου και η διπλεπί-
πεδη τεχνική τους με τα έξεργα στοιχεία και την έντονη χρήση των οπών του τρυπανιού, που εδώ
αποτελούν στοιχείο της σύνθεσης, καθώς και τα τριταινιωτά κοσμήματα θυμίζουν τεμάχια επιστυ­
λίου από τον Όσιο Λουκά και ανάγονται στο 12ο ή στις αρχές του 13ου αιοάνα187.
Το τέμπλο του Αγίου Δημητρίου συμπληρώνεται από δύο προσκυνητάρια, τα οποία είναι τοποθε­
τημένα στο δυτικό μέτωπο των διαχωριστικών τοίχων του Ιερού (Π ίν. 61-62). Κάθε ένα αποτελεί-
ται από ένα πλαίσιο, που στέφεται με επίκρανο και φέρεται από δύο κιλλίβαντες με επιθήματα
στην κορυφή τους. Το πλαίσιο των προσκυνηταρίων έχει μορφή υπερυψωμένου ημικυκλίου, που
εγγράφεται σε περίγραμμα σχήματος Π με πλευρά 0,76 μ. το βόρειο και 0,70 μ. το νότιο. Το περί­
γραμμα του πλαισίου ορίζεται από διπλή ταινία με ενδιάμεση διαχωριστική εγκοπή. Το τόξο του
πλαισίου διαμορφώνεται αρχικώς από παραλλαγή αστραγάλου, με φυτικό κόσμημα στη θέση των
ωοόν και εν συνεχεία από έξεργο, διάτρητο κόσμημα με ημικυκλική διατομή, που σχηματίζεται από
τρισχιδή ταινία με σύνθεση αλυσιδοατή στο βόρειο προσκυνητάριο και φυτικό θέμα στο νότιο, όπου
δύο παράλληλα ελισσόμενοι βλαστοί εγγράφουν σε αμυγδαλόσχημα πλαίσια ανθέμια και ημιαν-
θέμια. Το διάτρητο κόσμημα απαντά στα προσκυνητάρια της Περιβλέπτου και της Σαμαρίνας.
Στην επιφάνεια πάνω από το κλειδί του τόξου υπάρχει ολόγλυφη έλικα, της οποίας το ελεύθερο,
ανεμίζον τμήμα στο νότιο προσκυνητάριο έχει καταστραφεί, ενώ στο βόρειο προεξέχει πολύ και
φέρει διάκοσμο από φύλλα άκανθας, με έξεργο ημικατεστραμμένο κόσμημα στο μέσον της. Οι
εσωτερικές επίπεδες επιφάνειες και των δύο ελίκων φέρουν φυτικό κόσμημα από δύο πριονωτά
φύλλα με ενδιάμεσο φύλλο καλάμου. Στις τριγωνικές πλάγιες επιφάνειες πάνω από το τόξο υπάρ­
χουν απολαξευμένα κομβία, τα οποία, όπως φαίνεται από ένα υπόλειμμα στο δεξιό κομβίο του
νότιου προσκυνηταρίου, έφεραν στην ημισφαιρική επιφάνειά τους διάτρητη διακόσμηση. Η βάση
των κομβίων του βόρειου προσκυνηταρίου περιβάλλεται από σχοινοειδή ταινία.
Στην υπόλοιπη ελεύθερη επιφάνεια του πλαισίου των προσκυνηταρίων σχηματίζεται διακοσμητι-

187 Βλ. ί . Β ο υ ^ , ΑΓεΙιίΐεεΙιίΓαΙ 8ειιΙρΙιΐΓε8, εικ. 29, 30.

84
κό θέμα. Στο βόρειο προσκυνητάριο (Π ίν. 61α) και κατά τις δυο πλευρές της άκανθας η σύνθεση
του διακοσμητικοΰ θέματος διαμορφιόνεται από τρισχιδή ταινία, της οποίας το μεσαίο, πλατύτερο
τμήμα έχει λαξευμένο διάκοσμο από μικρούς ρόμβους και τρίγωνα, που μοιάζουν με ψηφίδες, σε
κόκκινο βάθος από κηρομαστίχη. Η ταινία αυτή ελισσόμενη περιβάλλει το κομβίο και δημιουργεί
κατά τις δύο του πλευρές κύκλους που εγγράφουν πάλι ανάλογο κόσμημα. Στο νότιο προσκυνητά­
ριο (Πίν. 62α) το θέμα είναι πάλι γεωμετρικό, με μεγαλύτερα όμως στοιχεία και διαφοροποιη­
μένο κατά τις δύο πλευρές της έλικας. Αριστερά της έλικας εναλλάσσονται δύο μεγέθη ρόμβων,
ενώ δεξιά αμυγδαλόσχημα στοιχεία σχηματίζουν σταυρούς ή κύκλους που εγγράφουν ρόμβους. Τα
στοιχεία είναι λαξευτά και προβάλλουν πάλι σε κόκκινο βάθος από κηρομαστίχη188.
Στο βόρειο προσκυνητάριο το πλαίσιο στηρίζεται σε δύο κιλλίβαντες (Πίν. 61 β, ε) λοξότμητους
και κατά τις τρεις επιφάνειές τους, με διάκοσμο από ανθεμωτό λυρόσχημο κόσμημα. Στις πλάγιες
επιφάνειες υπάρχει ένα ολόκληρο και ένα μισό θέμα, ενώ το υπόλοιπο μοιάζει να έχει κοπεί για
να προσαρμοσθεί το μέλος αυτό στην κατασκευή του προσκυνηταρίου. Έτσι, οι κιλλίβαντες αυτοί
είναι υλικό σε δεύτερη χρήση και χρονολογούνται μέσα στο 13ο αιώνα. Τα επιθήματά τους φέρουν
διάκοσμο από βλαστούς, στο μέσον των οποίων υπάρχει το μονόγραμμα του μητροπολίτη Ματ­
θαίου, με τη λέξη «Ματθαίου» στο βόρειο επίθημα και «Λακεδαιμόνιας» στο νότιο. Τα γράμματα
κάθε λέξης είναι λαξευμένα σε έξεργο κύκλο με επίπεδη την άνω επιφάνειά του και έχουν τον ίδιο
πλατύ χαρακτήρα με κάποια αδεξιότητα στη λάξευση. Η πίσω πλευρά των επιθημάτων είναι
κομμένη και απουσιάζει τμήμα του ανάγλυφου βλαστού.
Στο νότιο προσκυνητάριο οι επιφάνειες των δύο κιλλιβάντων είναι λοξότμητες και ελαφρώς κοί­
λες (Πίν. 62β, ε). Στη μετωπική επιφάνεια του βόρειου κιλλίβαντα υπάρχουν δύο πριονωτά φύλλα
με ένα ενδιάμεσο φύλλο καλάμου και στην αντίστοιχη επιφάνεια του νότιου πέντε φύλλα καλάμου,
εκ των οποίων τα δύο ακραία εγγράφουν ιχθυάκανθα και το δεύτερο και τέταρτο εγγράφουν
πριονωτό φύλλο. Οι πλάγιες επιφάνειες πυν κιλλιβάνπυν φέρουν καρδιόσχημο κόσμημα κατε­
στραμμένο στην άκρη. Είναι και αυτοί, λοιπόν, σε δεύτερη χρήση και ανήκουν στο 12ο ή το 13ο
αιώνα. Τα επιθήματά τους φέρουν παρόμοιο ανθεμωτό διάκοσμο με εκείνο του βόρειου προσκυ­
νηταρίου και ανάγλυφο το μονόγραμμα του Ματθαίου με την ίδια διάταξη. Στο βόρειο επίθημα
αναγράφεται το όνομα του μητροπολίτη «Ματθαίου» και στο νότιο «Λακεδαιμόνιας». Και στο
προσκυνητάριο αυτό τα γράμματα τιυν μονογραμμάτιον παρουσιάζουν τον ίδιο πλατύ χαρακτήρα
και είναι κάπως αδέξια. Όμως, διαφέρουν από εκείνα του βόρειου προσκυνηταρίου στο ότι η έινοο
επιφάνεια του έξεργου κύκλου είναι καμπύλη και ακόμη διαφέρουν ως προς τη σύνθεση των γραμ­
μάτων. Στη λέξη «Ματθαίου» τα γράμματα αποτελούν σύμπλεγμα. Στη λέξη «Λακεδαιμόνιας»
σύμπλεγμα αποτελούν τα γράμματα Λ και Κ, μόνο στο βόρειο προσκυνητάριο, ενώ στο νότιο χα-
ράσσονται ανεξάρτητα.
Τα πλαίσια των προσκυνηταρίων στέφονται από επίκρανα λοξότμητα και κατά τις τρεις πλευρές
τους, με πλάτος ίσο προς εκείνο του υποκείμενου πλαισίου, γεγονός που δείχνει ότι τα επίκρανα
κατασκευάσθηκαν για τη συγκεκριμένη θέση. Στο μέσον των επικράνων υπάρχει το μονόγραμμα
του μητροπολίτη Ματθαίου. Εδώ τα μονογράμματα εγγράφονται σε κύκλο. Τα γράμματα είναι
λεπτά και η σύνθεσή τους οργανιύνεται με βάση το σχήμα του σταυρού. Στο βόρειο προσκυνητά­
ριο αποδίδεται η λέξη «Λακεδαιμόνιας» και στο νότιο «Ματθαίος». Από τους κύκλους των μονο­
γραμμάτων ξεκινούν και προς τις δύο κατευθύνσεις ελισσόμενοι βλαστοί, από όπου αναφύονται
ημιανθέμια και μίσχοι με τρίφυλλα και πολύφυλλα άνθη. Ο φυλλοφόρος αυτός διάκοσμος παρου­
σιάζει φύλλα άλλοτε μικρά και στρογγυλά και άλλοτε, στις άκρες του, αιχμηρά και κυματιστά. Ο
ίδιος διάκοσμος υπάρχει και στις πλάγιες πλευρές. Η πίσω πλευρά τους είναι ακατάστατα κομμέ­

188 Για την τεχνική του opus sectile γενικά, βλ. Π. Ασημακοπούλου-Ατζακά, Η τεχνική opus sectile στην εντοίχια όιακό-
σμηση (διδακτ. διατριβή), ΕΕΦΣΑΠΘ, Παράρτημα αριθ. 21, Θεσσαλονίκη 1978. Την τεχνική αυτή με τις ψηφίδες τη συνα­
ντάμε στα προσκυνητάρια στην Πόρτα Παναγιά Θεσσαλίας, βλ. Grabar, ό.π., σ. 148.

85
νη, όμως τα ανθέμια είναι ακέραια, και μάλιστα στενότερα για να χωρέσουν στις διαθέσιμες πλά­
γιες επιφάνειες, ενοό ιδιαίτερα θα πρέπει να προσέξομε το ακραίο ημιανθέμιο της βόρειας πλευ­
ράς του βόρειου επικράνου που είναι όρθιο. Οι λεπτομέρειες αυτές δείχνουν ότι τα επίκρανα
έχουν κατασκευασθεί ad hoc.
Τα πλαίσια των προσκυνηταρίων παρουσιάζουν γλυπτό διάκοσμο, του οποίου ο έντονα έξεργος
χαρακτήρας, το διάτρητο διακοσμητικό θέμα, το στοιχείο των οφθαλμών και η μεγάλη ακρίβεια
στη λάξευση τα τοποθετούν στο 12ο ή στις αρχές του 13ου αιώνα, επομένως είναι μαρμάρινα μέλη
σε δεύτερη χρήση189. Προσκυνητάρια σε δεύτερη χρήση, εκ των οποίων σώζεται το νότιο, υπάρ­
χουν επίσης στην Περίβλεπτο του Μυστρά. Στο ναό, όμως, αυτό τοποθετήθηκαν από την αρχή,
κατά την ανέγερσή του, όπως φαίνεται από τις τοιχογραφίες στα δυτικά μέτωπα των διαχωριστι-
κοόν τοίχων του Ιερού, οι οποίες εγγράφονται στο πλαίσιό τους. Τα προσκυνητάρια του Αγίου
Δημητρίου συνανήκουν πιθανώς με τα τμήματα του μαρμάρινου επιστυλίου της Αγίας Σοφίας, που
και αυτά είναι μαρμάρινα μέλη σε δεύτερη χρήση και προέρχονται από ένα τέμπλο παρόμοιο με
εκείνο της Σαμαρίνας. Τα προσκυνητάρια του Αγίου Δημητρίου και της Σαμαρίνας μπορούν να
χρονολογηθούν στα τέλη του 12ου ή τις αρχές του 13ου αιώνα.
Σε δεύτερη χρήση είναι επίσης οι υποκείμενοι κιλλίβαντες με τα επιθήματά τους. Αυτό γίνεται
φανερό από το γεγονός ότι τα επιθήματα αυτά δεν είναι όλα όμοια μεταξύ τους, αλλά μόνον ανά
δύο, δηλαδή εκείνα που βρίσκονται σε κάθε προσκυνητάριο. Συνεπώς δεν κατασκευάσθηκαν και
τα τέσσερα για τον ίδιο σκοπό. Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγούν και τα μονογράμματα των επι­
θημάτων των κιλλιβάντων, τα οποία από τη χαλαρότητα και την ανομοιογένεια της σύνθεσής τους
μοιάζει να έχουν λαξευθεί εκ των υστέρων πάνω σε προϋπάρχοντα ανάγλυφα έξεργα στοιχεία,
που εν μέρει απολαξεύθηκαν. Αντίθετα, τα επίκρανα, τα οποία κατασκευάσθηκαν ως επίστεψη
των προσκυνηταρίων, δεν είναι σύγχρονα με αυτά, κατασκευάσθηκαν ad hoc και ανήκουν στην
εποχή του Ματθαίου. Αυτό φαίνεται από τα μονογράμματά τους, τα οποία ανήκουν στη γενική
σύνθεση των επικράνων, όπως δείχνει η κανονικότητα στη χάραξη των γραμμάτων τους και η
ύπαρξη του κυκλικού πλαισίου γύρω από αυτά. Εξάλλου, ο φυτικός διάκοσμος των επικράνων των
προσκυνηταρίων έχει το ίδιο θέμα και μορφή με τον κοσμήτη του μεσαίου κλιτούς, ενώ είναι
όμοιος με το διάκοσμο των τεσσάρων αρχικών επιθημάτων των τοξοστοιχιών στην Παντάνασσα,
έτσι ώστε να μπορούμε να αποδώσομε τη λάξευση των μαρμάρινων αυτών μελών των δύο ναιύν
στο ίδιο συνεργείο. Κατά συνέπεια θα μπορούσαμε να τοποθετήσομε την κατασκευή των επικρά­
νων των προσκυνηταρίων του Αγίου Δημητρίου με τα μονογράμματα του μητροπολίτη Ματθαίου
στο δεύτερο τέταρτο του 15ου αιώνα. Στην ίδια εποχή, λοιπόν, θα πρέπει να αναχθεί η τοποθέτη­
ση στο τέμπλο του Αγίου Δημητρίου των προσκυνηταρίων αυτών, για την επίστεψη των οποίων
κατασκευάστηκαν τα επίκρανα.
Η τοποθέτηση τοον προσκυνηταρίων και ειδικότερα η πάκτωση των επικράνων στην κορυφή τους
στο δυτικό μέτωπο των διαχοιριστικών τοίχων επέβαλε την καταστροφή της αρχικής διαμόρφωσης
του δυτικού μετώπου τιυν τοίχων με τα επίκρανα στη γένεση των τόξων των τοξοστοιχιών, από τα
οποία σήμερα σώζονται μικρά τμήματα. Τα προσκυνητάρια αυτά, επίσης, κάλυψαν τμήμα τοον
τοιχογραφιών του δυτικού μετώπου των διαχοοριστικών τοίχων του Ιερού.
Γλυπτά σε δεύτερη χρήση είναι και όλα τα υπόλοιπα μαρμάρινα μέλη του τέμπλου και πιθανώς
προήλθαν από κάποια κτίρια της μεσοβυζαντινής περιόδου. Από όλα, όμως, αυτά τα μαρμάρινα
σε δεύτερη χρήση μέλη, το κατώτερο επιστύλιο του τέμπλου της πρόθεσης και του διακονικού

189 L. Bouras, Architectural Sculptures, σ. 63-72 και ιδίως σ. 70. Τα προσκυνητάρια του Αγίου Δημητρίου δεν είναι σύγ­
χρονα με την ανέγερση της βασιλικής το 1291-1292, όπως είχε θεωρηθεί. Βλ. Chr. von Sheven Christians, Die Kirche der
Zoodochos Pege bei Samari in Messenien (διδακτ. διατριβή), Universität zu Bonn, 1982. Τα κομμάτια του τέμπλου του
Αγίου Δημητρίου έχουν χρονολογηθεί στις αρχές του 14ου αιώνα από τον V. Lazareff, Trois fragments d’epistyles peintes
et le templon byzantin, ΔΧΛΕ ts' (1965), σ. 137.
είχαν τοποθετηθεί εξαρχής, κατά την ανέγερση της βασιλικής και πριν από την τοιχογράφησή της.
Αυτό μπορούμε να το διαπιστιύσομε από το νότιο άκρο του κάτω επιστυλίου της πρόθεσης (Π ίν.
63α) και από τα δύο άκρα του κάτω επιστυλίου του διακονικού (Πίν. 63β, 64α), όπου η κόκκινη
ταινία των τοιχογραφιών περιβάλλει τη διατομή τους, που εισχωρεί στην τοιχοποιία και σχηματί­
ζει ένα πλαίσιο γύρω από αυτά. Αντίθετα, το ανώτερο επιστύλιο της πρόθεσης και του διακονικού,
καθώς και τα τρία επιστύλια του Ιερού Βήματος (Πίν. 64β), κατά την επαφή τους με τις επιφάνει­
ες της τοιχοποιίας κατά τις δύο τους πλευρές, υπερκαλύπτουν τη σύνθεση τιον τοιχογραφούν. Οι
παραπάνω παρατηρήσεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το τέμπλο στην πρόθεση και το
διακονικό είχε μία ελαφρότερη μορφή από τη σημερινή και διαμορφιονόταν από ένα μόνον επι­
στύλιο πάνω σε δύο κιονίσκους, εκ των οποίων σήμερα σώζεται ο ένας της πρόθεσης, που και
αυτός είναι μαρμάρινο μέλος σε δεύτερη χρήση. Το τέμπλο του Ιερού Βήματος θα πρέπει να είχε
τελείως διαφορετική μορφή από τη σημερινή χωρίς την επίστεψ>η με τα τρία επιστύλια, τα οποία
επικαλύπτουν τη σύνθεση των τοιχογραφιών, ή ακόμη στη θέση του να υπήρχε χαμηλό διάφραγ­
μα. Όμως, αυτό δεν μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα, διότι η αντίστοιχη περιοχή καλύπτεται από
τα τρία επιστύλια και τη διαμόρφιυση του νεωτερικού τέμπλου.

Ο ζωγραφικός διοίκοσμος και η αρχιτεκτονική του ναού


Οι τοιχογραφίες του Αγίου Δημητρίου ανήκουν κατά το μεγαλύτερο τμήμα τους στους χρόνους
αμέσιυς μετά την ανέγερση της βασιλικής και αποτελούν ένα από τα πλέον αξιόλογα σύνολα μνη­
μειακής ζιυγραφικής των πρώτων χρόνων της παλαιολόγειας περιόδου. Παρά τις φθορές που
έχουν υποστεί τόσο από μετασκευές, όσο και από το χρόνο, διατηρούν στο σύνολό τους σχεδόν και
με αρκετή ευκρίνεια την οργάνωση του εικονογραφικού προγράμματος, την ποιότητα της σύνθε­
σής τους, αλλά ακόμη και τη σύλληψη της αρχικής εντύπωσης του χώρου, που πήγαζε από την
αρμονική ανάπτυξη και ανάδειξη του ζωγραφικού διακόσμου μέσα στα πλαίσια της αρχιτεκτονι­
κής και του φωτισμού της βασιλικής. Εξάλλου, από ορισμένες καταστροφές τιον τοιχογραφούν και
κυρίως από την κατάσταση και τη μορφή των λειψάνοτν τους, είναι δυνατή η παρακολούθηση των
διαφόρων επεμβάσεων που οδήγησαν στη σημερινή μορφή του ναού.
Σημαντικό για την αισθητική θεώρηση του μνημείου, αλλά και για την ιστορία του, είναι το
γεγονός ότι τα υπερώα δεν ζωγραφίσθηκαν ποτέ, με εξαίρεση, όπως μέχρι σήμερα φαίνεται, τον
κεντρικό τρούλο τους. Ακόμη, διακρίνονται υπολείμματα τοιχογραφούν στα μέτωπα των κεραούν
της σταυρικής ανιυδομής. Κάτω από το στριύμα των τοιχογραφούν που αποκαλύφθηκε στον τρούλο
μετά από τον καθαρισμό τους το 1991, διαπιστώθηκε η ύπαρξη μίας υποκείμενης ζωγραφικής
στρώσης των τελευταίων, μάλλον, παλαιολόγειων χρόνων, από την οποία διασώζεται κόμη Παντο­
κράτορα σε κλίμακα μεγαλύτερη από εκείνη στην ανάλογη παράσταση της μεταγενέστερης στριύ-
σης. Εξάλλου, στη βασιλική υπάρχει μία δεύτερη ζωγραφική στρώση, η οποία ανήκει στο 17ο ή τις
αρχές του 18ου αιώνα190, και περιορίζεται στο ανατολικό άκρο του μεσαίου κλιτούς και στην
κόγχη του Ιερού Βήματος. Μία ξεχωριστή ενότητα αποτελούν, τέλος, οι τοιχογραφίες στη βόρεια
εξωτερική όψη του ναού που χρονολογούνται στο β' τέταρτο του 13ου αιώνα - όπως περιγρά-
φονται στο σχετικό κεφάλαιο -, ενώ υπάρχουν υπολείμματα τοιχογραφιών και στη δυτική όψη. Η
ύπαρξη διακόσμου στις παραπάνω όψεις, που αντιστοιχούν στη βόρεια στοά του ναού και στο
δυτικό προστώο του, υποδηλώνει τη λατρευτική λειτουργία των δύο αυτών ημιυπαίθριων χώρων.
Τα θέματα του εικονογραφικού προγράμματος191 οργανιύνονται πάνω στις επιφάνειες των τοίχων
και των θόλων σε ζώνες, σύμφωνα με δύο βασικούς παράγοντες, το περιεχόμενό τους και τις χαρα-

Ι9(ΙΝ. Ζι'ας, Άγνωστοι τοιχογραφίαι εις Μητρόπολιν Μυστρά, ΑΑΑ Α ' (1968), σ. 238-24CMZI 24 (1969): Χρονικά, σ. 169, 170.
191 Το εικονογραφικό πρόγραμμα της Μητρόπολης έχει παρουσιασθεί από την S. Dufrenne, βλ. Dufrenne, Programmes,
σ. 5-8 και πίν. 6-9. Επίσης, βλ. Millet, Monuments, πίν. 64-87.

87
κτηριστικές κατασκευαστικές στάθμες του συγκεκριμένου τύπου ναοδομίας και των επιμέρους
αρχιτεκτονικοόν του στοιχείων. Στο ναό οι κατά μήκος πλευρές υποδιαιρούνται κατ’ αρχήν σε δύο
βασικές επιφάνειες με μία ταινία στη στάθμη τιυν κλειδιών των τοξοστοιχιών. Η υποδιαίρεση αυτή
δεν ισχύει στις ανατολικές και τις δυτικές επιφάνειές του, ενιυ ιδιαίτερα στην περιοχή του διακονι­
κού συναντάμε μία διαφορετική διευθέτηση.
Στο βόρειο κλίτος οι τοιχογραφίες διατηρούν, σε γενικές γραμμές, την αρχική τους μορφή με κατα­
στροφές μικρής κλίμακας και συγχρόνως έχουν να επιδείξουν την αρχική τους σύνθεση στην πιο
τυπική της διάταξη. Η σύνθεση αυτή οργανώνεται σε δύο μεγάλες ενότητες, με την υποδιαίρεση
από την ταινία στη στάθμη των κλειδιών της τοξοστοιχίας, που αντιστοιχούν η ανώτερη στην επι­
φάνεια του ημικυλινδρικού θόλου και η κατώτερη στις επιφάνειες τιυν πλάγιων τοίχιυν του κλιτούς
(Πίν. 7, 8, 9, 32α-β).
Η επιφάνεια του κυλινδρικού θόλου του βόρειου κλιτούς, κατά την κορυφαία του γενέτειρα, χιυρί-
ζεται με ταινία σε δύο ισοδύναμες επιφάνειες, κάθε μία από τις οποίες αντιστοιχεί στην πρώτη,
ψηλότερη ζώνη των δύο κατά μήκος πλευρών του βόρειου κλιτούς (Πίν. 8, 9, 32α-β). Εξάλλου, η
επιφάνεια του θόλου διαιρείται σε επτά τμήματα κατά την έννοια του μήκους του. Έτσι, σχημα­
τίζονται πάνιυ στο θόλο δεκατέσσερα συνολικά διάχωρα, που διατάσσονται σε ζεύγη και περι­
λαμβάνουν ισάριθμες σκηνές. Οι σκηνές αυτές ομαδοποιούνται σύμφωνα με το θεματογραφικό
τους περιεχόμενο, το οποίο αναφέρεται στον κύκλο του αγίου Δημητρίου (Π ίν. 7) και στον κύκλο
με τα θαύματα του Χριστού (Π ίν. 8, 32α-β). Ο πρώτος κύκλος περιλαμβάνει τα πέντε ανατολικά
ζεύγη διαμερισμάτιον και ο δεύτερος τα δύο δυτικά, ενώ στα διαφράγματα, στα άκρα του κλιτούς,
υπάρχει από μία ακόμη σκηνή σχετική με τον κύκλο στην αντίστοιχη περιοχή του θόλου. Κατά τον
τρόπο αυτό, από τα ανατολικά προς τα δυτικά, έχομε από τον κύκλο του αγίου Δημητρίου στο
ανατολικό διάφραγμα, πάνω από την αψίδα της πρόθεσης, τη σκηνή με τον άγιο Δημήτριο στον
Μαξιμιανό (Π ίν. 11), ενώ πάνω στο θόλο έχουμε τα ακόλουθα ζεύγη σκηνών:
ΒΟ ΡΕΙΑ Π Λ ΕΥ ΡΑ Ν Ο ΤΙΑ Π ΛΕΥ ΡΑ
Ο άγιος Δημήτριος διδάσκει. Ο άγιος Δημήτριος στη φυλακή.
Ο Νέστωρ επισκέπτεται τον Ο Νέστωρ ενιυπιον του Μαξιμιανού.
άγιο Δημήτριο.
Ο Νέστιυρ σκοτώνει τον Λυαίο. Ο Νέστωρ και ο Λυαίος παλεύουν
στην αρένα.
Το μαρτύριο του αγίου Δημητρίου. Το μαρτύριο του Νέστορος.
Ο ενταφιασμός του αγίου Δημητρίου. Κατεστραμμένη σκηνή.
Ακολουθούν στο θόλο τα ζεύγη με τα θαύματα του Χριστού:
ΒΟ ΡΕΙΑ Π Λ ΕΥ ΡΑ Ν Ο ΤΙΑ Π ΛΕΥΡΑ
Η θεραπεία του παραλυτικού. Ο Χριστός και η Σαμαρείτισσα.
Η θεραπεία του υδρωπικού. Η θεραπεία του τυφλού.
Τέλος, στο δυτικό διάφραγμα υπάρχει η σκηνή με τη θεραπεία των λεπρών (Π ίν. 8, 32α-β).
Η δεύτερη μεγάλη ενότητα, που αναπτύσσεται στις επιφάνειες τιυν πλάγιων τοίχιυν του βόρειου
κλιτούς, διαιρείται σε τέσσερις ζώνες, δηλαδή ο ζωγραφικός διάκοσμος στο βόρειο κλίτος οργα­
νώνεται από την κορυφαία γενέτειρα του θόλου έως το δάπεδο σε πέντε συνολικά ζώνες. Κάτω
από τη ζώνη του θόλου υπάρχει ζώνη ύψους 0,60-0,65 μ. με δεκαεννέα στηθάρια αγίων και μαρ­
τύρων (Πίν. 6β, 8, 26β, 32β, 39), εκ τιυν οποίων τα δύο πάνω από τα επιστύλια του τέμπλου της
πρόθεσης έχουν καταστραφεί. Τα στηθάρια εγγράφονται σε κύκλο με λευκό οδοντιυτό κόσμημα,
ο οποίος με τη σειρά του εγγράφεται σε τετράγωνο με φυτικό κόσμημα στις γωνίες του, εκτός από
το δυτικότερο, διότι το πλάτος του είναι μικρότερο λόγω κακού υπολογισμού κατά την υποδιαίρε­
ση του συνολικού μήκους.
Η αμέσως κατώτερη ζώνη περιλαμβάνει τα ανοίγματα των έξι μονόλοβων παραθύρου και την ημι-
κυκλική άνω απόληξη της βόρειας θύρας, έχει ύψος 1 μ. και καλύπτεται με παραστάσεις ολόσω­
μων μετιυπικιυν αγίων και μαρτύριυν. Η ζώνη ορίζεται από ταινίες: η άνω διέρχεται από τα κλει­
διά τιον παραθύρων, που και αυτά περιβάλλονται από ταινία, ενώ η κάτω βρίσκεται κατά 0,10 μ.
περίπου χαμηλότερα από την ποδιά τους και συμπίπτει με τη γένεση της ημικυκλικής, άνω απόλη­
ξης της Ουράς (Πίν. 6β, 26β). Κάτω από τα παράθυρα η ταινία διαπλατύνεται και καλύπτει όλη
την επιφάνεια έως την ποδιά τους. Στην επιφάνεια μεταξύ του δυτικού τοίχου του κυρίως ναού και
του πρώτου παραθύρου υπάρχει μία μορφή, ενώ στις δύο επιφάνειες μεταξύ των τριών παραθύ­
ρων στα δυτικά της θύρας υπάρχουν από δύο μορφές. Στη μεγάλη επιφάνεια μεταξύ του τρίτου και
του τέταρτου, από τα δυτικά, παραθύρου, στην οποία περιλαμβάνεται το ημικυκλικό κτιστό
τύμπανο της άνω απόληξης της θύρας, υπάρχουν επτά μορφές, από τις οποίες η ανατολικότερη
χιυρίζεται από τις υπόλοιπες με μία κατακόρυφη ταινία χωρίς, όμως, να έχουμε θεματική αλλαγή
του εικονογραφικού προγράμματος στην κατά τα άλλα ενιαία σύνθεση. Ανατολικά του τέταρτου,
από τα δυτικά, παραθύρου υπάρχει μία ημικατεστραμμένη μορφή, ενώ στις μεταξύ των τριών
παραθύρων επιφάνειες στα ανατολικά της θύρας δεν σοόζονται καθόλου οι τοιχογραφίες. Η τελευ­
ταία επιφάνεια μεταξύ του παραθύρου και του ανατολικού πέρατος του ναού καλύπτεται, σύμφω­
να με τις επιγραφές, από τις μορφές των αγίων Βαβύλα και Ανθίμου (Π ίν. 39α).
Ακολουθεί η τέταρτη, από επάνω, ζώνη με ύψος διπλάσιο από την υπερκείμενή της, ίσο δηλαδή
προς 2 μ. (Πίν. 6β, 7, 26β, 27, 39β). Η ζώνη αυτή, από το δυτικό πέρας του ναού έως το δυτικό
σταθμό της θύρας, περιλαμβάνει επτά ολόσωμους, μετωπικούς, στρατιωτικούς αγίους. Ανατολικά
της θύρας με τις κατακόρυφες ταινίες στους σταθμούς της, ακολουθεί μεγάλη σχετικά επιφάνεια,
η οποία ορίζεται ανατολικά από κατακόρυφη ταινία και περιλαμβάνει μία ακόμη στρατιωτική
μορφή, εκείνη του αρχαγγέλου Μιχαήλ. Στην επιφάνεια που ακολουθεί έιυς το τέμπλο, υπάρχει
ακόμα μία μορφή στρατιωτικού αγίου, ημικατεστραμμένη. Ανατολικά του τέμπλου έως την ορθο-
γωνική κόγχη, η οποία ανοίγεται στο βόρειο τοίχο της πρόθεσης, οι τοιχογραφίες είναι τελείως
κατεστραμμένες. Τέλος, η επιφάνεια μεταξύ της κόγχης αυτής και του ανατολικού τοίχου καλύ­
πτεται με μορφή επισκόπου.
Το περιεχόμενο του εικονογραφικού προγράμματος με τις επαναλαμβανόμενες μετωπικές μορφές
στις τρεις ενδιάμεσες ζώνες του βόρειου τοίχου του κυρίως ναού, δηλαδή τα στηθάρια κάτω από
το θόλο, τους ολόσωμους αγίους στη στάθμη τιον παραθύριον και τους επιβλητικούς στρατιωτικούς
αγίους στη στάθμη του παρατηρητή, δημιουργεί μία αίσθηση συνέχειας, ηρεμίας και στατικότητας
στη γενικότερη εντύπωση του χώρου, που εναρμονίζεται με την αρχιτεκτονική σύνθεση και συγ­
χρόνως τονίζει το χαρακτήρα της.
Πάνω από την ορθογωνική κόγχη με την ημικυκλική απόληξη, στην πρόθεση και έως την ποδιά του
ανατολικού παραθύρου, υπάρχει η παράσταση θωρακίου που κοσμείται με ελικοειδείς βλαστούς
(Πίν. 39α). Στη ράχη της κόγχης απεικονίζεται διάκονος, ενοό στο εσωράχιο του τόξου της δύο
αντικριστές μορφές αγίων.
Η πέμπτη, χαμηλότερη ζώνη, αντίθετα με τις υπερκείμενές της, έχει καθαρά διακοσμητικό περιε­
χόμενο και αποτελεί τη βάση (ροεΐατηυηί), πάνω από την οποία αναπτύσσεται η σύνθεση του εικο-
νογραφικού προγράμματος. Η ζώνη αυτή στο βόρειο κλίτος σώζεται σε αρκετά μεγάλες επιφά­
νειες, κατά το ανώτερο τμήμα της μόνο. Η καταστροφή των τοιχογραφιών στην κατοότερή της στάθ­
μη παρατηρείται σε όλο το ναό και ασφαλώς οφείλεται στην υγρασία και στις κατά καιρούς επι­
σκευές του δαπέδου. Το ίδιο θέμα το συναντάμε πάνω από τον κοσμήτη στους διαχωριστικούς τοί­
χους του Ιερού της Οδηγήτριας.
Στην επιφάνεια στα δυτικά της θύρας, η χαμηλότερη αυτή ζώνη έχει ύψος 0,80-0,85 μ. και καλύ­
πτεται από το θέμα της «ποδέας», πτυχωτού ανηρτημένου υφάσματος. Στην επιφάνεια ανατολικά
της θύρας και έως το τέμπλο σοόζεται ένα μικρό μόνον τμήμα της, η οποία εδώ έχει μικρότερο ύψος,
ίσο προς 0,70 μ. και παριστάνει ορθομαρμάρωση. Το ίδιο θέμα υπάρχει με μικρότερο, κατά 0,10 μ.,
ύψος και στο χαόρο της πρόθεσης, με «πλάκες» από έντονα χρώματα, ή νερά σε κόκκινο ή άσπρο
βάθος (Π ίν. 35β). Η παραπάνω διαφορά ύψους στη ζώνη κατά τις δύο πλευρές του τέμπλου υποδη­
λώνει ότι στην κατώτερη αυτή στάθμη των τοιχογραφιών και σε επαφή με το βόρειο τοίχο υπήρχε
κάποιο κατασκευαστικό στοιχείο - στη συγκεκριμένη περίπτοοση τα θωράκια ενός βυζαντινού
τέμπλου -, το οποίο διέκοπτε οπτικά και συνθετικά τη συνέχεια των τοιχογραφιών.
Στη νότια πλευρά του βόρειου κλιτούς, στην επιφάνεια του διαχωριστικοΰ τοίχου μεταξύ πρόθε­
σης και Ιερού Βήματος, υπάρχει ακριβώς η ίδια υποδιαίρεση σε πέντε ζώνες, στις ίδιες χαρακτη­
ριστικές στάθμες και με την ίδια σύνθεση. Στην πρώτη ζώνη, κάτω από τον ημικυλινδρικό θόλο
διακρίνομε πέντε στηθάρια. Χαμηλότερα ακολουθεί, όπως και στο βόρειο τοίχο, η ζώνη με έξι
ολόσωμους, σε μετωπική στάση, ιεράρχες και κατακόρυφη ταινία πάχους 0,08 μ. στα δυτικά τους
(Π ίν. 63α), ενώ η υπόλοιπη επιφάνεια έως το ανατολικό τόξο της τοξοστοιχίας του κυρίως ναού,
καλύπτεται από διακοσμητικό θέμα που είναι πολύ κατεστραμμένο (Π ίν. 30α). Το κάτω πέρας του
θέματος αυτού ορίζεται από ταινία, η οποία εφάπτεται στην άνω επιφάνεια του κατώτερου επι­
στυλίου. Αντίθετα, το άνω επιστύλιο υπερκαλύπτει την κάτο) δυτική γωνία του διακοσμητικού
θέματος στο πέρας του διαχωριστικού τοίχου, γεγονός που υποδηλώνει ότι το κάτω επιστύλιο
τοποθετήθηκε συγχρόνως με την κατασκευή του ναού και πριν από τη δημιουργία των τοιχογρα­
φιών, ενώ το άνω επιστύλιο τοποθετήθηκε σε μεταγενέστερη φάση με αποτέλεσμα να αποκρύψει
ένα τμήμα τους. Ανάλογα συμπεράσματα δεν μπορεί να συναχθούν από τις τοιχογραφίες του
βόρειου τοίχου, διότι στην περιοχή του τέμπλου έχουν σε μεγάλο βαθμό καταστραφεί.
Στις δύο κατοότερες ζώνες της σύνθεσης των τοιχογραφιών της πρόθεσης εντάσσεται το άνοιγμα
της διόδου προς το Ιερό. Το άνοιγμα περιβάλλεται από ταινία, η οποία στο κλειδί του τόξου του
εφάπτεται με την οριζόντια ταινία της άνω πλευράς της τέταρτης, από επάνω, ζώνης (Πίν. 63α).
Πάνω στην οριζόντια αυτή ταινία παρατηρείται ασυνέχεια του επιχρίσματος των τοιχογραφιών,
λόγω της τμηματικής κατασκευής του. Το επίχρισμα της τρίτης από επάνω ζώνης υπερκαλύπτεται
από την επιφάνεια του επιχρίσματος της υποκείμενης. Στην τέταρτη αυτή ζώνη παριστάνεται από
μία ολόσωμη μορφή κατά τις δύο πλευρές της διόδου, ενώ στην πέμπτη έχομε ανατολικά της
διόδου απομίμηση ορθομαρμάρωσης και, δυτικά, διακοσμητικό θέμα με λεπτά αφηρημένα κόκκι­
να σχέδια σε κίτρινο βάθος. Στους σταθμούς και το εσωράχιο του ανοίγματος, στο ύψος της τέταρ­
της, από επάνοο, ζώνης, εικονίζονται σε ενιαία επιφάνεια (χωρίς διαχωριστική μεταξύ τους ταινία)
οι αντικριστές μορφές δύο αγίων (ανατολικά του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου;).
Στο βόρειο κλίτος, στην περιοχή της τοξοστοιχίας, κάτιυ από την πρώτη ζώνη στον ημικυλινδρικό
θόλο που κατεβαίνει έως τα κλειδιά των τόξων, υπάρχει μία ακόμη ζώνη, της οποίας η κάτω πλευ­
ρά βρίσκεται 0,10 μ. περίπου ψηλότερα από τα επιθήματα των κιονοκράνων και αντιστοιχεί στη ζώ­
νη με τα στηθάρια που συναντήσαμε στο βόρειο τοίχο του κλιτούς και στο διαχωριστικό, προς το
κεντρικό διαμέρισμα του Ιερού, τοίχο. Και εδώ εικονίζονται προτομές αγίων που καταλαμβάνουν
τις επιφάνειες πάνω από τους κίονες και τη δυτική παραστάδα. Οι μορφές προβάλλονται σε σκού­
ρο μπλε βάθος, ενώ οι τριγωνικές επιφάνειες που απομένουν έως τα κλειδιά των τόξων καλύπτονται
από ανθεμωτό κόσμημα σε κίτρινο βάθος. Διαφέρει λίγο η σύνθεση στην επιφάνεια πάνω από την
παραστάδα, όπου το βάθος της προτομής προεκτείνεται έως το κλειδί του τόξου (Π ί ν. 8, 32β).
Στη νότια επιφάνεια της δυτικής παραστάδας και κάτω από το επίκρανό της, ακολουθούν άλλες
τρεις ζώνες. Στην ψηλότερη από αυτές διακρίνεται παράσταση στυλίτη, ακολουθεί ολόσωμη
μορφή αγίου, ενώ στην κατώτερη ζώνη υπάρχουν υπολείμματα με την αρχή ενός επαναλαμβανό­
μενου, καθ’ ύψος, διακοσμητικού θέματος από ορθογώνια μαύρα πλαίσια σε λευκό βάθος.
Αντίθετα με τις κατά μήκος πλευρές του βόρειου κλιτούς, των οποίων οι επιφάνειες διαιρούνται σε
πέντε ζώνες, η ανατολική και η δυτική πλευρά παρουσιάζουν μία οργάνωση των τοιχογραφιών
τους σε τέσσερις μόνο ζώνες. Στην ανατολική πλευρά η πρώτη, ψηλότερη ζώνη καταλαμβάνει το
διάφραγμα του ημικυλινδρικού θόλου και η κάτω της ταινία βρίσκεται στη στάθμη του κλειδιού του
τεταρτοσφαιρίου της αψίδας, δηλαδή 0,20 μ. περίπου χαμηλότερα από τη γένεση του ημικυλιν-
δρικού θόλου. Στην επιφάνεια αυτή υπάρχει, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, παράσταση από
τον κύκλο του αγίου Δημητρίου (Π ίν. 11, 38α). Οι δύο οριζόντιες ταινίες στη στάθμη του κλειδιού
και της ποδιάς της κόγχης της πρόθεσης, καθώς και οι δύο κατακόρυφες ταινίες στις ακμές της κόγ­
χης, σχηματίζουν ορθογώνιο πλαίσιο μέσα στο οποίο εγγράφεται η κόγχη. Από τις κατακόρυφες
ταινίες του πλαισίου αναφύεται ταινία στη στάθμη των γενέσεων του τεταρτοσφαιρίου της κόγχης,
η οποία ορίζει το περίγραμμα του τοξωτού μετώπου της. Οι τριγωνικές επιφάνειες που σχημα­
τίζονται μεταξύ του τόξου αυτού και του ορθογωνικού πλαισίου που περιβάλλει την κόγχη, εγ­

90
γράφουν κόκκινο κύκλο σε σκούρο μπλε βάθος, ο οποίος με τη σειρά του εγγράφει λευκό άνθος192.
Η κόγχη υποδιαιρείται σε δύο ζώνες με ταινία που διέρχεται από το κλειδί του μονόλοβου παρα­
θύρου της, 0,40 μ. χαμηλότερα από το κέντρο χάραξης του τεταρτοσφαιρικού της θόλου, ο οποίος
αντιστοιχεί στη δεύτερη ζώνη και καλύπτεται με την προτομή του αγίου Δημητρίου. Στην υποκεί­
μενη τρίτη ζώνη περιλαμβάνεται το μονόλοβο παράθυρο, του οποίου οι σταθμοί ορίζονται από
κατακόρυφες ταινίες που προεκτείνονται και κάτω από την ποδιά του και καταλήγουν στην ποδιά
της κόγχης. Οι επιφάνειες κατά τις δύο πλευρές του παραθύρου καλύπτονται από μορφές αγίων
(Πίν. 11,38α).
Οι δύο στενές επιφάνειες του ανατολικού τοίχου σχηματίζουν ενιαίες διακοσμητικές στήλες
(Πίν. 38α), κατά τις δύο πλευρές της κόγχης της πρόθεσης. Οι στήλες αυτές πλαισκύνονται με ται­
νία και περιλαμβάνουν, από την κορυφή της κόγχης έως τη στάθμη της ποδιάς της, επαναλαμβα­
νόμενο θέμα από εξάγωνα στο μέσον και ημιεξάγωνα στις άκρες, που εγγράφουν άνθη με ρεαλι­
στική απεικόνιση. Η βόρεια στήλη, η οποία σώζεται και χαμηλότερα, φέρει κατά το ύψος της
ποδιάς θέμα από άνθη με σχηματοποιημένη, γραμμική μορφή σε άσπρο βάθος. Στο ανατολικό
πέρας του βόρειου κλιτούς, η τέταρτη ζώνη καταλαμβάνει την επιφάνεια της ποδιάς της κόγχης και
κοσμείται από υποκίτρινο ύφασμα με πλούσιες πτυχώσεις.
Το δυτικό πέρας του βόρειου κλιτούς, όπως και το ανατολικό, διαιρείται σε τέσσερις ζώνες (Π ίν.
8, 9, 32α-β). Η πρώτη, ψηλότερη ζώνη αντιστοιχεί στο δυτικό διάφραγμα του ημικυλινδρικού θόλου
και η κάτω πλευρά της βρίσκεται κατά 0,12 μ. πάνω από την αντίστοιχη πλευρά της δεύτερης ζώνης
του βόρειου τοίχου με τα στηθάρια. Στην ανώτερη ζώνη του δυτικού τοίχου υπάρχει σκηνή από τον
κύκλο με τα θαύματα του Χριστού. Στην αμέσως χαμηλότερη ζώνη, τη δεύτερη, περιλαμβάνεται η
ημικυκλική απόληξη της βόρειας διόδου προς το νάρθηκα, οι γενέσεις της οποίας βρίσκονται στην
ίδια στάθμη με την κάτω οριζόντια ταινία της ζώνης αυτής. Η παράσταση πάνω ακριβιύς από το
άνοιγμα παρουσιάζει ίχνη καταστροφής που ακολουθούν το περίγραμμα του τόξου του. Γίνεται,
λοιπόν, φανερό ότι το άνοιγμα αυτό αυξήθηκε κατά το ύψος του και μάλιστα στο τμήμα εκείνο που
αντιστοιχεί στην τοξωτή του απόληξη, με αποτέλεσμα να καταστραφεί ένα μεγάλο μέρος της
παράστασης των άγιων Σαράντα που κάλυπτε αρχικά όλη την επιφάνεια της δεύτερης ζώνης. Αντί­
θετα, από τα υπολείμματα της ταινίας, η οποία ορίζει το περίγραμμα του ανοίγματος στα νότια,
καθοος και των τοιχογραφούν στην εσωτερική πλευρά των σταθμών του γίνεται φανερό ότι το
άνοιγμα αυτό διατηρεί το αρχικό του πλάτος.
Στην τρίτη από επάνω ζώνη του δυτικού τοίχου, στη στενή επιφάνεια στα βόρεια του ανοίγματος,
υπάρχει υπόλειμμα επιγραφής μέσα σε πλαίσιο, το οποίο σιύζεται κατά τις τρεις μόνο πλευρές του
(Πίν. 8, 32β). Το βόρειο άκρο του πλαισίου συμπίπτει με την κατακόρυφη ταινία που ορίζει τη
βορειοδυτική γωνία του κυρίως ναού και το άνω άκρο του συμπίπτει με την άνω ταινία της ζιύνης.
Το νότιο άκρο του, το οποίο έχει τελείως καταστραφεί, θα πρέπει να οριζόταν από την κατακό­
ρυφη ταινία στο βόρειο σταθμό του ανοίγματος. Έτσι, το πλαίσιο γύρω από την επιγραφή θα πρέ­
πει αρχικά να είχε πλάτος 0,35 μ., όσο δηλαδή και ο τοίχος, και ύψος 0,245 μ. Η παραπάνω επι­
γραφή συμπληριύθηκε από τον Μανόλη Χατζηδάκη, αποτελείται από πέντε στίχους με μεγαλο-
γράμματη γραφή πάνω σε λευκό βάθος και διατηρεί σήμερα τα παρακάτω στοιχεία:
[+Μνή]στντί Κ(ύρήε την
[εξοό]ον τοϋ όονλου
[σου Θερ]άπονος τοϋ (μον)αχοϋ
ίτη τοϋ Εύγε-
[....] [νίου+]
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Θεράπων, ο οποίος είχε συνδέσει το όνομά του με τις τοιχογραφίες
του βόρειου κλιτούς, θα πρέπει να ήταν χορηγός τουλάχιστον γι’ αυτές.

192 Ιδιαίτερα για τα διακοσμητικά θέματα στο Ιερό. βλ. Millet, Monuments, πίν. 87.2-3, 6, 8.

91
Στην επιφάνεια στα νότια του ανοίγματος, στην τρίτη ζώνη σώζεται ολόσωμη μορφή αγίου κατά το
ανώτερο μόνον τμήμα της, ενώ οι υπόλοιπες τοιχογραφίες χαμηλότερα έχουν τελείως καταστρα­
φεί. Η κλίμακα, όμως, της παραπάνω μορφής, όπως άλλωστε και η γενικότερη συνθετική αρχή που
διέπει την τοιχογράφηση του ναού, υποδηλώνουν ότι και στην επιφάνεια αυτή θα πρέπει να υπήρ­
χε μία ακόμη κατώτερη ζώνη με διακοσμητικό περιεχόμενο, όπως και στο υπόλοιπο κλίτος.
Στο νότιο κλίτος, στην περιοχή του κυρίως ναού, η σύνθεση των τοιχογραφιών ακολουθεί, όσον
αφορά στην υποδιαίρεση των επιφανειών σε ζώνες, την ίδια βασική συνθετική αρχή που συναντή­
σαμε στο βόρειο κλίτος, με αρκετές, όμως αποκλίσεις, λόγω των ιδιαίτερων απαιτήσεων του εικο-
νογραφικοΰ προγράμματος. Οι απαιτήσεις αυτές, άλλωστε, έχουν υπαγορεύσει και μία διαφορε­
τική σύνθεση στο χώρο του διακονικού.
Η ανώτερη ζώνη στην περιοχή του κυρίως ναού καταλαμβάνει, όπως και στο βόρειο κλίτος, την
επιφάνεια του ημικυλινδρικού θόλου και διαιρείται κατά το μήκος του σε δύο θεματικές ενότητες.
Η δυτική ενότητα περιλαμβάνει τέσσερα ζεύγη σκηνιόν από τον κύκλο με τα θαύματα του Χριστού,
τον οποίο συναντήσαμε, επίσης, στη δυτική περιοχή του βόρειου κλιτούς (Πίν. 31α). Στο βόρειο
μισό του θόλου από τα δυτικά προς τα ανατολικά απεικονίζονται οι σκηνές με την Ίαση του υιού
της χήρας, τον Παραλυτικό, τον Δαιμονιζόμενο και το Γάμο εν Κανά, ενώ στο νότιο μισό απεικο­
νίζονται αντίστοιχα οι σκηνές με την Ίαση της πεθεράς του Πέτρου, τον Δαιμονιζόμενο, τον Χρι­
στό στη Συναγωγή και τον Χριστό μεταξύ των Ιερέων. Στα τρία πρώτα ζεύγη οι σκηνές δεν δια­
χωρίζονται μεταξύ τους με ταινίες, όπως συμβαίνει στο βόρειο κλίτος. Εδώ, παρατίθενται όλες οι
σκηνές ενοποιημένες και τα αρχιτεκτονήματα που δεσπόζουν σε κάθε μία στέφονται και κατά τις
δύο πλευρές της κορυφαίας γενέτειρας του ημικυλινδρικού θόλου με πλούσιο κυματιστό ύφασμα.
Στην ανατολική ενότητα έχομε δύο ζεύγη σκηνών, τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους με ταινίες. Οι
σκηνές ανήκουν στον κύκλο από το Βίο της Παναγίας και παρουσιάζουν στη βόρεια πλευρά την
Ευλόγηση των Ιερέων δυτικά, και τον Ευαγγελισμό Ιωακείμ και Άννας ανατολικά, και στη νότια
πλευρά τη Γέννηση της Θεοτόκου και την προσφορά των Δώρων, αντίστοιχα.
Στο νότιο τοίχο και κάτω από την πρώτη ζώνη της θολοδομίας ακολουθεί, όποος και στον αντίστοιχο
τοίχο του βόρειου κλιτούς, μία ζώνη με στηθάρια, η οποία όμως εδώ περιορίζεται σε ένα πολύ
μικρό τμήμα που βρίσκεται κάτω από τις σκηνές του Βίου της Παναγίας. Η δεύτερη αυτή ζώνη στα
ανατολικά της ορίζεται από την ίδια ταινία, που ορίζει το αντίστοιχο πέρας της υπερκείμενης ενό­
τητας, ενώ στο δυτικό της πέρας η ταινία βρίσκεται ανατολικότερα από την αντίστοιχη ταινία της
υπερκείμενης ζώνης και στην ίδια θέση με το δυτικό σταθμό του τρίτου, από τα ανατολικά, μονό-
λοβου παραθύρου. Η ζώνη αυτή περιλαμβάνει πέντε μόνο στηθάρια (Πίν. 42α), τα οποία δεν
έχουν περίγραμμα κυκλικό, όπως στο βόρειο κλίτος, αλλά παραλληλόγραμμο και το πλαίσιό τους
αποτελείται από λευκό, οδοντωτό, σχεδόν ανάγλυφο, κόσμημα που θυμίζει ένθετη τεχνική.
Στα δυτικά της δεύτερης αυτής ζώνης με τα στηθάρια, η επιφάνεια μεταξύ της γένεσης του θόλου
και της ποδιάς των παραθύρων, η οποία ορίζεται από οριζόντια ταινία, δεν υποδιαιρείται σε δύο
ζώνες, όπως στο βόρειο τοίχο του ναού με τις προτομές και τις ολόσωμες μορφές αγίων, αλλά είναι
ενιαία και ολοκληρώνεται σε αυτή το εικονογραφικό πρόγραμμα με τα θαύματα του Χριστού που
αναπτύσσεται στην υπερκείμενη περιοχή της θολοδομίας. Στην παραπάνω επιφάνεια περιλαμ­
βάνονται δύο σκηνές, τα Εισόδια της Θεοτόκου στα ανατολικά και τα Θαύματα της κόρης του
Ιάειρου και της Αιμορροούσης στα δυτικά. Οι τοιχογραφίες γύρω από τα τρία δυτικά παράθυρα
του νότιου κλιτούς είναι κατεστραμμένες (Πίν. 28β) και δεν διακρίνονται πλέον οι κόκκινες ται­
νίες, που αρχικά θα πρέπει να τα περιέβαλαν. Από τη διάταξη όμως των μορφών πίσω από τα
αρχιτεκτονικά στοιχεία των παραστάσεων, που ακολουθούν και στα τρία παράθυρα το τόξο τους,
γίνεται φανερό ότι η σύνθεση είχε οργανωθεί με βάση το περίγραμμά τους και έτσι η καταστροφή
των τοιχογραφιών γύρω από αυτό δεν οφείλεται σε μεταγενέστερη διάνοιξή τους. Αρχικά υπήρχε
και σε αυτά τα παράθυρα περιμετρική ταινία, η οποία καταστράφηκε με τη μεταγενέστερη τοπο­
θέτηση εσωτερικών ανοιγόμενων φύλλων, όπως διακρίνονται στα παράθυρα του βόρειου κλιτούς
σε φωτογραφία του G. Millet.
Κάτω από τη ζώνη με τα στηθάρια (Πίν. 42α), οι τοιχογραφίες παρουσιάζουν εκτεταμένες κατα-

92
ατροφές και ακαταστασία στη σύνθεσή τους. Λίγο χαμηλότερα από τα παράθυρα έχει διαμορφω­
θεί σε μεταγενέστερη εποχή κόγχη με τη μορφή του Ιωάννη του Χρυσοστόμου στη ράχη της. Πάνου
από την κόγχη σώζεται μορφή ιεράρχη κατά το ανώτερο, μόνο, τμήμα της, της οποίας η κλίμακα,
που είναι σχεδόν σε φυσικό μέγεθος, και η καταστροφή του κατώτερου τμήματός της δείχνουν ότι
αρχικά εκτεινόταν και στην περιοχή της υποκείμενης κόγχης. Κατά την άνω και δεξιά πλευρά της
μορφής υπάρχουν ζώνες πλάτους 0,30 μ. με φυτικό κόσμημα. Η προπη βρίσκεται κάτου από τη ζώνη
με τα στηθάρια, η δεύτερη στον ανατολικό σταθμό του τρίτου από τα ανατολικά παραθύρου και η
τρίτη σώζεται στην ανατολική κάτω πλευρά του παραθύρου και είναι κάθετη προς την προηγού­
μενη. Πάνω αριστερά από την κόγχη υπάρχει ένα διάχωρο με ολόσωμη μορφή ιεράρχη, η κάτω
πλευρά του οποίου καταλήγει στην άνω πλευρά του κατοπερου επιστυλίου. Το διάχωρο αυτό σχη­
ματίζει ανατολικά, στο μέσον περίπου του ύψους του, υποτομή.
Στην περιοχή μεταξύ των παραστάσειυν με τους δύο ιεράρχες αντιστοιχεί το άνοιγμα του δεύ­
τερου, από τα ανατολικά, παραθύρου. Το παράθυρο αυτό, καθώς και το ανατολικότερο του νότιου
κλιτούς του ναού αντιστοιχούν στο ισόγειο του κιυδωνοστασίου και μετά την ανέγερσή του κλεί-
σθηκαν με τοιχοποιία, η οποία στη συνέχεια καλύφθηκε με τις τοιχογραφίες. Επομένως, η ανέ­
γερση του ισογείου του κωδωνοστασίου πραγματοποιήθηκε αμέσως μετά την ανέγερση της βασι­
λικής και πριν από την τοιχογράφηση του διακονικού.
Στην επιφάνεια μεταξύ του τέμπλου και της κόγχης κάτω από το κατώτερο επιστύλιο σώζεται το
κεφάλι ολόσωμης μορφής, πιθανούς αγίας (Πίν. 13β, 42α, 64α). Στα δυτικά της κόγχης και κάτω
από τις ποδιές των παραθύρων, η επιφάνεια έως το δάπεδο υποδιαιρείται σε δύο ζιόνες, όπιυς και
στον εξωτερικό τοίχο του βόρειου κλιτούς. Η ανώτερη από τις δύο αυτές ζώνες έχει ύψος 2 μ.,
όπως και η αντίστοιχη του βόρειου τοίχου, και καλύπτεται και αυτή με ολόσιυμες μορφές. Μεταξύ
της μικρής κόγχης και της νότιας θύρας του ναού υπάρχουν δύο μορφές, από τις οποίες η ανατολι­
κή είναι πολύ κατεστραμμένη και διατηρεί μόνον το κεφάλι της. Στα δυτικά της θύρας και έως το
δυτικό άκρο του τοίχου υπάρχουν άλλες οκτώ μορφές, ενώ δύο ακόμη ημικατεστραμμένες σώζο-
νται στο δυτικό τοίχο του νότιου κλιτούς. Οι δώδεκα μορφές, οι οποίες αποτελούν ένα ενιαίο
σύνολο, θα πρέπει να παριστάνουν τους Δώδεκα Αποστόλους (Πίν. 28β, 31α). Εάν συνυπολογί­
σομε το πλάτος τιυν μορφών του νότιου τοίχου και το πάχος της κατακόρυφης ταινίας, η οποία θα
πρέπει αρχικά να όριζε τους σταθμούς της θύρας, τότε διαπιστιυνομε ότι το άνοιγμα της θύρας μει­
ώθηκε κατά την ανατολική πλευρά 0,15 μ. και κατά τη δυτική 0,30 μ. περίπου, γεγονός που επιβε­
βαιώνεται και από τη θέση του εξωτερικού της πλαισίου. Η παραπάνω μείιυση του πλάτους του
ανοίγματος θα πρέπει να έγινε για να τοποθετηθεί εμπρός του ο επισκοπικός θρόνος.
Η κατώτερη ζώνη του νότιου τοίχου, από την οποία σώζονται ελάχιστα λείψανα, φέρει διάκοσμο
που παριστάνει ορθομαρμάρωση αντί για την ποδέα, που συναντήσαμε στην αντίστοιχη επιφάνεια
του βόρειου κλιτούς (Π ίν. 28β).
Στη βόρεια πλευρά του νότιου κλιτούς, στην περιοχή της κιονοστοιχίας, η οργάνωση των τοιχογρα­
φιών σε ζώνες είναι η ίδια με αυτή στην αντίστοιχη επιφάνεια του βόρειου κλιτούς (Π ίν. 31α). Στα
κλειδιά των τόξων της κιονοστοιχίας, μία οριζόντια ταινία ορίζει την κάτιυ πλευρά της ψηλότερης
ζώνης στην περιοχή του ημικυλινδρικού θόλου. Στις ορθογώνιες επιφάνειες, οι οποίες σχημα­
τίζονται πάνιυ από τα στηρίγματα της τοξοστοιχίας, υπάρχουν προτομές αγίιυν, ενώ στις μικρές
τριγοτνικές επιφάνειες που σχηματίζονται μεταξύ των μορφών αυτών και των κλειδιών των τόξων
υπάρχει διακοσμητικό θέμα, όμοιο με εκείνο που συναντήσαμε και στην αντίστοιχη επιφάνεια της
βόρειας κιονοστοιχίας. Εξαιρούνται οι τριγωνικές επιφάνειες που βρίσκονται πάνω από τη δυτι­
κή παραστάδα, κατά τις δύο πλευρές του δυτικού κίονα, και στην ανατολική πλευρά του ανατολι­
κού κίονα, όπου προεκτείνεται το σκούρο μπλε βάθος, πάνιυ στο οποίο προβάλλονται οι παραπά­
νω μορφές. Στη βόρεια επιφάνεια της παραστάδας στο δυτικό άκρο της κιονοστοιχίας, διακρίνε-
ται η ημικατεστραμμένη μορφή αγίου. Από την κλίμακα της μορφής αυτής συμπεραίνομε ότι υπάρ­
χει διαθέσιμος χώρος για μία ακόμη ζώνη στην κάτω της πλευρά και επομένως θα υπήρχαν και
εδώ τέσσερις, συνολικά, ζώνες, όπιυς απέναντι,
Σε τέσσερις ζώνες υποδιαιρείται και ο δυτικός τοίχος του νότιου κλιτούς. Η ανώτερη ζώνη κατα­

93
λαμβάνει το διάφραγμα του ημικυλινδρικού θόλου και απεικονίζει μία ακόμα σκηνή από τα Θαύ­
ματα του Χριστού που αναπτύσσονται στη δυτική περιοχή του ημικυλινδρικού θόλου, το θαύμα της
Θεραπείας των ασθενούντων. Το θέμα της παράστασης στη δεύτερη ζιόνη δεν διακρίνεται πλέον,
ενώ έχει καταστραφεί τελείως το κάτω τμήμα της από τη διαμόρφωση της τοξωτής απόληξης της
διόδου προς το νάρθηκα. Κατεστραμμένες μερικώς είναι και οι τοιχογραφίες της υποκείμενης, τρί­
της, ζώνης κατά τις δύο πλευρές του ανοίγματος, με τις δύο μορφές από την ενότητα με τους Δώδε-
κα Αποστόλους που αναπτύσσεται στην αντίστοιχη ζώνη του νότιου τοίχου. Εάν υπολογισθεί το
πλάτος των δύο μορφών, απομένει ένα ενδιάμεσο μεταξύ τους διάστημα, ίσο περίπου με 0,60 μ. Το
διάστημα αυτό δεν μπορεί να ήταν ελεύθερο, ούτε να περιλάμβανε κάποια άλλη παράσταση, η
οποία θα διέκοπτε τη συνέχεια του θέματος, ενώ η διάστασή του προσιδιάζει γενικά σε μικρές
κόγχες και χαρακτηρίζει τα μονόλοβα παράθυρα της βασιλικής. Εάν μάλιστα λάβομε υπόψη μας
την ύπαρξη στη νοτιοανατολική πλευρά του νάρθηκα του υπολείμματος της μικρής κατασκευής, η
οποία θα παρεμπόδιζε τη διέλευση από την περιοχή αυτή στον κυρίως ναό, τότε μπορούμε να
συμπεράνομε ότι στη δυτική πλευρά του νότιου κλιτούς δεν υπήρχε δίοδος αρχικά, αλλά κάποιο
άλλο στοιχείο.
Σε τέσσερις ζώνες αναπτύσσονται και οι τοιχογραφίες του διακονικού. Στο χώρο αυτό, η οργά­
νωση των τοιχογραφούν καθορίζεται από τη μνημειώδη σύνθεση της Δευτέρας Παρουσίας στην
κορυφή του193 (Πίν. 12, 43α). Η σύνθεση αυτή καταλαμβάνει την επιφάνεια του ημικυλινδρικού
θόλου και του ανατολικού διαφράγματος του και κατεβαίνει ακόμη χαμηλότερα από τις γενέσεις
του. Στη βόρεια πλευρά του διακονικού φθάνει έως τη στάθμη των γενέσεων των τόξων της
κιονοστοιχίας, δηλαδή αντιστοιχεί στην επιφάνεια των δύο κορυφαίων ζωνών πάνω από αυτήν,
ενώ στη νότια πλευρά κατεβαίνει ακόμα λίγο χαμηλότερα, κάτω από τη δεύτερη ζώνη με τα στη-
θάρια, στο σημείο όπου το διάχωρο πάνω από το τέμπλο που φέρει μορφή ιεράρχη σχηματίζει στο
περίγραμμά του υποτομή.
Η παράσταση στην κορυφή του θόλου απεικονίζει την Ετοιμασία του Θρόνου (Πίν. 12, 43α). Ο
θρόνος, μέσα σε κυκλικό ουρανό, πλαισιώνεται από έξι αγγέλους, τρεις σε κάθε πλευρά, συμμε­
τρικά τοποθετημένους ως προς την κορυφαία γενέτειρα του θόλου, από τους οποίους οι βόρειοι επι­
γράφονται Α Γ ΓΕ Λ Ο Ι και οι νότιοι ΑΡ Χ ΑΙ. Χαμηλότερα, ακολουθούν δεκαοκτώ ακόμη άγγελοι,
εννέα σε κάθε πλευρά, χωρισμένοι σε τρεις ομάδες, με τρεις υπερτιθέμενες μορφές η κάθε μία. Οι
μορφές αυτές των αγγέλων είναι μεγαλύτερες σε κλίμακα από εκείνες της υπερκείμενης ομάδας.
Στη νότια πλευρά αυτές επιγράφονται ΑΓΓΕΑ ΟΙ Δ ΥΝ Α Μ Ε ΙΣ Α Ρ Χ Α Ι και στη βόρεια, ΘΡΟΝΟΙ ΕΞΟΥ-
Σ ΙΑ Ι ΚΥΡΙΟΤΗΤΕΣ. Όλες οι μορφές τιον αγγέλων είναι στραμμένες ανατολικά προς τον Χριστό, ο
οποίος απεικονίζεται στο τύμπανο του κυλινδρικού θόλου ένθρονος σε δόξα, πλαισιωμένος από
δύο μεγάλα εξαπτέρυγα, που επιγράφονται Π Ο ΛΥΟ Μ ΑΤΑ ΣΕΡΑΦ ΕΙΜ και ΕΞΑΠΤΕΡΥΕΑ Χ ΕΡΟ Υ­
ΒΕΙΜ . Κάτω από το θρόνο του Χριστού παριστάνονται οι τέσσερις τροχοί και στις μικρές επιφά­
νειες κατά τις δύο πλευρές του τεταρτοσφαιρικού θόλου, δύο αντικριστοί στηθαίοι προφήτες, ο
Ιεζεκιήλ και ο Ιωήλ, είναι στραμμένοι προς τον Χριστό με ανοικτά ειλητάρια.
Οι τρεις παραπάνω παραστάσεις με τις δύο ομάδες αγγέλων και τον Χριστό ένθρονο αποτελούν
μία ενιαία σύνθεση. Στην επιφάνεια των πλάγιων τοίχων, μεταξύ των δύο παραστάσεων με τους
αγγέλους, και στη στάθμη των ποδιών της υπερκείμενης ομάδας, παρατηρείται επικάλυψη της
ανώτερης επιφάνειας από το επίχρισμα της υποκείμενής της, γεγονός που υποδηλώνει ότι το υπό­
στρωμα των τοιχογραφιών προετοιμαζόταν τμηματικά και μετά την ολοκλήρωση της υπερκείμενης
νωπογραφίας.
Στους δύο πλάγιους τοίχους ακολουθεί κάτω από την Ετοιμασία του Θρόνου ζώνη, η οποία φθά­
νει έως την κάτω πλευρά του κατιύτερου από τα δύο επιστύλια του τέμπλου (Πίν. 13α, 63β). Η ζιόνη

193 Χατζηδάκης, Νεώτερα, σ. 158-161.

94
αυτή περιλαμβάνει δυο διάχοορα σε κάθε πλευρά, οι σκηνές των οποίων ανήκουν στον ίδιο κύκλο
με τη θαυματουργή δράση τιυν αγίων Κοσμά και Δαμιανού. Στη βόρεια πλευρά του διακονικού, η
κατακόρυφη ταινία που αντιστοιχεί στη δεύτερη αυτή ζώνη και ορίζει τη νοτιοδυτική ακμή του δια-
χωριστικού τοίχου του διακονικού προς τον κεντρικό χώρο του Ιερού, έχει διπλάσιο από το σύνη-
θες πλάτος των 0,04 μ., είναι δηλαδή, 0,08 μ. Στις περιοχές τόσο του κατεστραμμένου επικράνου
του διαχωριστικού τοίχου, όσο και του τέμπλου, η παραπάνω ταινία διαπλατύνεται ακόμη περισ­
σότερο και σχηματίζει πλαίσιο, το οποίο περιβάλλει το επίκρανο της παραστάδας και το κατώ­
τερο, μόνον, επιστύλιο του τέμπλου, ενώ το άνω επιστύλιο υπερκαλύπτει τμήμα της τοιχογραφίας,
γεγονός που συμβαίνει και στη νότια πλευρά του τέμπλου.
Από τις παραπάνω παρατηρήσεις γίνεται φανερό ότι στο διακονικό, όπως προηγουμένως διαπι­
στώθηκε ότι συμβαίνει και στην πρόθεση, το τέμπλο αρχικά είχε ως επίστεψη ένα μόνον επιστύ­
λιο, το κατώτερο εκ των δύο, το οποίο ήταν μαρμάρινο μέλος σε δεύτερη χρήση. Το άνω επιστύλιο
του τέμπλου προστέθηκε αργότερα, μετά την τοιχογράφηση του ναού.
Η δίοδος προς τον κεντρικό χώρο του Ιερού εντάσσεται στο ύψος των δύο κατιότερων ζωνών. Στην
ψηλότερη από τις δύο αυτές ζώνες, στα δυτικά της διόδου απεικονίζονται δύο μορφές, του αγίου
Παντελεήμονος και του μητροπολίτη Λακεδαιμόνιας Ευγενίου. Ο μητροπολίτης Ευγένιος (Πίν.
42β) είναι στραμμένος ανατολικά προς τον Χριστό, σε στάση δέησης, και στα ανατολικά του υπάρ­
χει κτητορική επιγραφή (Παράρτημα, 5). Στην ίδια ζώνη, ανατολικά της διόδου και επάνω από την
τεταρτοσφαιρική απόληξη της μικρής κόγχης, που ανοίγεται στην επιφάνεια αυτή, υπάρχει διά-
χωρο που απεικονίζει ανατολικά άγνωστο άγιο και δυτικά τον άγιο Ιωάννη τον Θαυματουργό.
Μέσα στην κόγχη υπάρχει η μορφή του αγίου Ρωμανού του Νέου. Η ύπαρξη μίας τέταρτης, κατώ­
τερης ζώνης στη βόρεια πλευρά του διακονικού, όπου οι τοιχογραφίες έχουν τελείως καταστραφεί
από την κάτοο πλευρά της τρίτης ζώνης έως το δάπεδο, βεβαιώνεται από ένα μικρό λείψανο
τοιχογραφιών στον ανατολικό σταθμό της διόδου. Στον ίδιο σταθμό, ψηλότερα από την τελευταία
αυτή ζιύνη, υπάρχει η μορφή επισκόπου.
Στο νότιο τοίχο του διακονικού, στην τρίτη από επάνω ζώνη, διαμορφώνεται ορθογωνική κόγχη
(Π ίν. 43β), η οποία περιβάλλεται από ταινία. Η κορυφή της τοξωτής της απόληξης διεισδύει στην
υπερκείμενη ζώνη. Στο τύμπανο της κόγχης αυτής ανοιγόταν αρχικά δίοδος προς το κωδωνοστάσιο,
η οποία σε μεταγενέστερη εποχή κλείσθηκε με τοιχοποιία. Οι σταθμοί της διόδου διακρίνονται από
τον κατασκευαστικό αρμό, που σχηματίζεται κατά την επαφή τους με τη μεταγενέστερη τοιχοποιία,
φέρουν θέμα ανακαμπτόμενου βλαστού με σχηματοποιημένα γραμμικά ημιανθέμια με μαύρο
χρώμα πάνω σε βάθος ώχρας και οι ακμές τους ορίζονται από γραπτές ταινίες. Οι παραπάνω τοιχο­
γραφίες υποδηλώνουν ότι η θύρα είχε διαμορφωθεί πριν από την τοιχογράφηση του διακονικού και
κατά μείζονα λόγο και το ισόγειο του κωδωνοστασίου, στο οποίο οδηγούσε η θύρα αυτή.
Στην ανατολική πλευρά του διακονικού, η κόγχη της αψίδας του περιβάλλεται από ταινία και διαι­
ρείται σε τρεις ζιύνες. Η ψηλότερη ζώνη έχει την κάτω της πλευρά λίγο χαμηλότερα από τις γενέ-
σεις του τεταρτοσφαιρικού θόλου της, στο ύψος του κλειδιού του μονόλοβου παραθύρου της κόγ­
χης. Η επόμενη ζιύνη κατέρχεται έως τη στάθμη της ποδιάς των κογχών που διαμορφώνονται στους
πλάγιους τοίχους του διακονικού.
Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης εικονίζεται ο Χριστός Πολυέλεος σε προτομή με ανοικτό βιβλίο
(Πίν. 38β), στο οποίο αναγράφεται «άσθενούντες θεραπεύετε, λεπρούς καθαρίζετε, δαιμόνια
εκβάλετε...» (Ματθ. 10, 81). Το παράθεμα του ανοικτού βιβλίου καθορίζει το νόημα της εικονο­
γράφησης του διακονικού με θεραπευτές αγίους. Πράγματι στη δεύτερη, κατιύτερη ζιύνη της κόγ­
χης του διακονικού εικονίζονται κατά τις δύο πλευρές του παραθύρου οι άγιοι Κοσμάς και Δαμια­
νός, στραμμένοι προς τον Πολυέλεο Χριστό, με τα χέρια ενωμένα σε δέηση, ενιύ στους πλάγιους
τοίχους στην αντίστοιχη ζιύνη εικονίζονται βόρεια ο άγιος Παντελεήμων και νότια ο άγιος Σαμ-
ψιύν ο Ξενοδόχος, και στην υπερκείμενη ζώνη οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός θεραπεύοντες. Είναι,
λοιπόν, φανερό τόσο από το ιδιαίτερο περιεχόμενο της εικονογραφίας, όσο και από τα επιμέρους
αρχιτεκτονικά στοιχεία του χώρου, όπως η μικρότερη σε μέγεθος δίοδος από εκείνη της πρόθεσης
και η ύπαρξη στα βόρεια της κόγχης ενός μικρού κογχαρίου με τεταρτοσφαιρική απόληξη και

95
πάγκο στη στάθμη της ποδιάς του, ότι ο χώρος αυτός δεν κατείχε τη θέση του διακονικού, αλλά
ενός παρεκκλησίου αφιερωμένου στη λατρεία των θεραπευτών αγίων και στη δέηση για τη θερα­
πεία των ασθενούντων. Η τελευταία αυτή λειτουργία δεν είναι άσχετη με το ρόλο των μητροπόλε­
ων και των επισκοπών ως κέντρων περίθαλψης των πιστών. Η άποψη αυτή ενισχύεται, εξάλλου,
και από την απεικόνιση του Χριστού Φιλάνθρωπου στη βόρεια εξωτερική στοά του ναού.
Οι στενές επιφάνειες του ανατολικού τοίχου του διακονικού κατά τις δύο πλευρές της κόγχης
καλύπτονται από διακοσμητικές στήλες. Αυτές ξεκινούν από το μέσον περίπου του ύψους του
θόλου της κόγχης. Το κάτω πέρας των τοιχογραφιών αυτών δεν σώζεται σήμερα. Το διακοσμητι-
κό θέμα τους αποτελείται από ρόμβους και ημιεξάγωνα εναλλάξ, που εγγράφουν ανθεμωτά κο­
σμήματα σε λευκό και σκούρο μπλε βάθος, αντίστοιχα.
Στο μεσαίο κλίτος, στους διαχωριστικούς τοίχους του Ιερού και κάτω από τη στάθμη των κλειδιών
της τοξοστοιχίας υπάρχουν, όπως και στο βόρειο κλίτος και σε τμήμα του νότιου, τέσσερις ζώνες.
Πάνω από τη στάθμη αυτή και έως τα μονόλοβα παράθυρα του φωταγου/ού (Π ίν. 25β), υπάρχει
σε όλο το μεσαίο κλίτος μία ακόμη ζώνη, ενώ ψηλότερα ακολουθούσε μία ζώνη που περιλάμβανε
τα παράθυρα του φωταγωγού και έφερε παραστάσεις στα μεταξύ τους πλήρη διαστήματα. Τέλος,
θα πρέπει να υπήρχε μία τελευταία ζώνη, ως επίστεψη του ζωγραφικού διακόσμου, κάτιο από την
κατασκευή της ξύλινης στέγης.
Στην ανιύτερη ζοόνη, τα μονόλοβα παράθυρα του φωταγωγού, των οποίων το άνοιγμα όριζε περι­
μετρική ταινία, εναλλάσσονταν με μορφές από την Παλαιά Διαθήκη, προφήτες (Πίν. 25α, 66β).
Το στοιχείο αυτό απαντά σε μνημεία της Δύσης, τα οποία ανήκουν στη σφαίρα επιρροής της πρω­
τεύουσας. Σήμερα, όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενη ενότητα, σώζονται σε κάθε πλευρά
του φωταγωγού από δύο παράθυρα - τα δύο δυτικά κατά ένα τμήμα τους μόνο - και από δύο
μορφές, εναλλάξ. Από αυτές, ταυτίζονται με προφήτες οι δύο ανατολικές. Στη νότια πλευρά
εικονίζεται ο Δαβίδ και στη βόρεια ο Σολομών.
Στη ζώνη ανάμεσα στη στάθμη της ποδιάς των παραθύρων του φωταγωγού και των κλειδιών των
τόξων της κιονοστοιχίας αναπτύσσεται ένας μεγάλος εικονογραφικός κύκλος με σκηνές από το
Δωδεκάορτο και το Πάθος του Χριστού. Οι σκηνές διαχωρίζονται μεταξύ τους από κατακόρυφες
ταινίες, των οποίων η θέση είναι τυχαία σε σχέση με τα χαρακτηριστικά κατασκευαστικά στοιχεία
της υποκείμενης τοξοστοιχίας. Ο κύκλος αρχίζει από τη νότια πλευρά του μεσαίου κλιτούς, στα
δυτικά του κοσμήτη που ορίζει τη γένεση του ημικυκλικού τόξου, εμπρός από την αψίδα του Ιερού,
με τη σκηνή της Γέννησης του Χριστού (Πίν. 25β). Κάτω από τον κοσμήτη, ο οποίος αντιστοιχεί
στο μέσον του ύψους περίπου της δεύτερης αυτής ζώνης, η μικρή επιφάνεια χιυρίζεται σε δύο
άνισα μεταξύ τους διάχωρα με παραστάσεις, των οποίων το περιεχόμενο σήμερα είναι δυσδιά­
κριτο. Αντίθετα, στο βόρειο διαχωριστικό τοίχο, οι σκηνές της δεύτερης ζώνης εκτείνονται και
στην επιφάνεια κάτω από τον εν λόγω κοσμήτη και φθάνουν έως το μέτωπο της κόγχης του Ιερού.
Δυτικά των διαχωριστικοόν τοίχων του Ιερού οι τοιχογραφίες της δεύτερης αυτής ζώνης έχουν
καταστραφεί κατά το ανώτερο τμήμα τους (Π ίν. 6, 10). Η παραπάνω καταστροφή οφείλεται στην
κατεδάφιση της τοιχοδομίας της βασιλικής πάνω από τη στάθμη των θόλιον των πλάγιων κλιτών για
την ανέγερση των υπερώων. Το όριο μεταξύ των δύο διαφορετικών οικοδομικών φάσεων ορίζεται
από κοσμήτη που περιτρέχει το μεσαίο κλίτος κατά τη νότια, τη δυτική και τη βόρεια πλευρά του.
Στη νότια πλευρά του μεσαίου κλιτούς μετά την πρώτη παράσταση με τη Γέννηση έχομε την Υπα­
παντή, τη Βάπτιση, τη Μεταμόρφωση, την Ανάσταση του Λαζάρου, τη Βαϊοφόρο, το Μυστικό Δεί­
πνο και την Προδοσία του Ιούδα. Η ζώνη αυτή συνεχίζεται και στο δυτικό τοίχο με το ίδιο περιε­
χόμενο και περιλαμβάνει δύο παραστάσεις, των οποίων το θέμα είναι δυσδιάκριτο. Η νότια
εικονίζει, ίσως, τη Δίκη του Πιλάτου και η βόρεια τη Σταύριοση. Στη βόρεια πλευρά του μεσαίου
κλιτούς, το περιεχόμενο των σκηνοόν που σώζονται είναι, επίσης, δυσδιάκριτο. Η προτελευταία στο
ανατολικό πέρας της ζώνης είχε ταυτισθεί με την εμφάνιση του Χριστού στις Μυροφόρες, ενώ η
αμέσους προηγούμενή της με τις Μυροφόρες στο Μνήμα.
Η υποκείμενη, τρίτη από επάνω, ζώνη καταλαμβάνει την επιφάνεια από τη στάθμη των κλειδιών
της τοξοστοιχίας έοκ τα επιθήματα πάνα) από τους κίονες και το επίκρανο της δυτικής παραστά-

96
δας. Οι παραστάσεις στις δύο δυτικότερες επιφάνειες της νότιας (Πίν. 6β, 26) και της βόρειας
τοξοστοιχίας παρουσιάζουν μορφές στυλιτιύν. Στις υπόλοιπες επιφάνειες οι τοιχογραφίες δεν
σιύζονται πλέον ή είναι δυσδιάκριτες, όμως θα πρέπει να είχαν ανάλογο περιεχόμενο. Στο μεσαίο
κλίτος, στις μικρές τριγωνικές επιφάνειες που σχηματίζονται πάνω από τα τόξα κατά τις δύο πλευ­
ρές του κλειδιού τους, προεκτείνεται το σκούρο μπλε βάθος, πάνω στο οποίο προβάλλονται οι
γειτονικές μορφές των στυλιτών, και δεν υπάρχει διακοσμητικό θέμα, όπως συμβαίνει στις περισ­
σότερες από τις αντίστοιχες επιφάνειες των πλάγιων κλιτών. Τα εσωράχια των τόξων των δύο
κιονοστοιχιών χοορίζονται στο κλειδί τους από ταινία σε δύο επιφάνειες που περιλαμβάνουν
μορφή αγίου (Π ίν. 6β, 26).
Η ζοόνη αυτή στις επιφάνειες των διαχωριστικών τοίχων του Ιερού έχει ύψος μεγαλύτερο από
εκείνο στην περιοχή των τοξοστοιχιών, διότι η κάτω πλευρά της βρίσκεται χαμηλότερα από τη
στάθμη των επιθημάτων των κιονοκράνων. Η ζώνη αυτή περιλαμβάνει από δύο σκηνές σε κάθε
τοίχο, οι οποίες χωρίζονται μεταξύ τους από κατακόρυφη ταινία. Στο νότιο τοίχο παριστάνεται
ανατολικά το Όνειρο του Ιωσήφ και η Φυγή στην Αίγυπτο (Πίν. 25β) και δυτικά η Σφαγή των
Νηπίων, ενώ στο βόρειο τοίχο παριστάνεται το Ψάρεμα στη λίμνη Τιβεριάδα (Πίν. 25γ) και ο Χρι­
στός στους Εμμαούς, αντίστοιχα.
Η τέταρτη, από επάνω, ζώνη περιλαμβάνει πέντε στηθάρια αγίιον σε κάθε πλευρά (Π ίν. 25γ, 64β)
και βρίσκεται σε χαμηλότερη στάθμη από την ανάλογη ζώνη στις προς τα πλάγια κλίτη πλευρές
των διαχωριστικών τοίχων. Αντίθετα με τα στηθάρια των πλάγιων κλιτών, εκείνα του μεσαίου
κλιτούς εγγράφονται σε απλά κυκλικά πλαίσια που δεν εφάπτονται μεταξύ τους. Από αυτά το δυτι­
κότερο έχει και στις δύο πλευρές του μερικώς καταστραφεί. Όμως, εάν ολοκληρωθεί η χάραξή
του, διαπιστώνομε ότι το τμήμα του που έχει καταστραφεί υπερκαλύπτεται από τα τρία επιστύλια
του τέμπλου, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι κανένα από τα τρία παραπάνω μαρμάρινα μέλη δεν
ήταν αρχικά τοποθετημένο στη σημερινή του θέση και ότι η διαμόρφωση του τέμπλου πραγματο­
ποιήθηκε σε εποχή μεταγενέστερη της τοιχογράφησης του Ιερού.
Στις δύο κατιύτερες ζώνες των διαχωριστικών τοίχων εγγράφεται το άνοιγμα της διόδου προς την
πρόθεση και το διακονικό, το οποίο περιβάλλεται από ταινία. Το κλειδί του τόξου του βόρειου
ανοίγματος (Π ί ν . 64β) εφάπτεται στην υπερκείμενη οριζόντια ταινία, ενώ του νότιου (Π ίν. 53α),
το οποίο έχει μικρότερες διαστάσεις, βρίσκεται 0,20 μ. κάτω από αυτή. Οι δύο κατιότερες ζώνες
στο κεντρικό διαμέρισμα του Ιερού διαχωρίζονται από οριζόντια ταινία, η οποία στην επιφάνεια
στα ανατολικά των ανοιγμάτων βρίσκεται ψηλότερα από ό,τι στα δυτικά τους. Η μείωση αυτή του
ύψους της κατώτερης ζιύνης στη δυτική περιοχή του κεντρικού διαμερίσματος του Ιερού έχει δια-
πιστιυθεί και στο χιύρο της πρόθεσης (στο διακονικό οι αντίστοιχες τοιχογραφίες είναι κατε­
στραμμένες) και θα πρέπει να αποδοθεί στην ύπαρξη ενός διαφράγματος μεταξύ Ιερού και κυρίως
ναού, του οποίου το ύψος ήταν καθοριστικό για τη διαμόρφωση της κατιότερης ζώνης των τοιχο­
γραφούν στην οποία αυτό αντιστοιχούσε. Εξάλλου, στο κεντρικό διαμέρισμα του Ιερού, στην
κατιύτερη ζώνη συμπεριλαμβάνονται και τα εδιύλια του σύνθρονού, γεγονός που θα μπορούσε να
ερμηνεύσει το μεγαλύτερο ύψος της στην περιοχή ανατολικά των διόδων.
Στην προτελευταία, πέμπτη από επάνω, ζώνη εικονίζονται ολόσωμοι ιεράρχες με μαφόρια, οι
οποίοι φέρουν δύο σταυρούς και ένδυμα με πολυσταύρια (Πίν. 53α). Συνολικά υπάρχουν έξι
μορφές, δύο στα δυτικά και μία στα ανατολικά της διόδου κάθε διαχωριστικού τοίχου. Οι ιεράρ­
χες κρατούν ειλητάρια και είναι στραμμένοι όλοι προς ανατολάς. Η απεικόνιση επισκόπων στο
Ιερό είναι συνήθης και η στροφή τους προς τα ανατολικά αποτελεί μία σύνθεση δυναμική, η οποία
με την κίνηση δημιουργεί μία σύγκλιση προς το κέντρο του Ιερού Βήματος, με το σύνθρονο και την
πηγή φωτός από τα τρία δίλοβα παράθυρα. Η κατιύτερη ζώνη στις πλάγιες πλευρές του κεντρικού
χώρου του Ιερού έχει τελείως καταστραφεί.
Στην ανατολική πλευρά του μεσαίου κλιτούς, κάτω από την ποδιά του δίλοβου παραθύρου του
φωταγωγού, η οποία βρίσκεται στην ίδια περίπου στάθμη με το άνω πέρας των παραστάσεων ανά­
μεσα στα παράθυρα στις πλάγιες πλευρές του, οι τοιχογραφίες παρουσιάζουν οργάνιυση σε έξι
ζώνες (Π ίν. 6α, 10, 24β, 25α, 37). Από τις ζιύνες αυτές μόνον οι δύο κατώτερες αντιστοιχούν περί­

97
που σε εκείνες τιυν πλάγιων πλευρών. Αυτό συμβαίνει διότι τα κυρίαρχα αρχιτεκτονικά στοιχεία
της ανατολικής πλευράς, το σύνθρονο και τα τρία μεγάλα δίλοβα παράθυρα της αψίδας δημιουρ­
γούν περιορισμούς, οι οποίοι υπαγορεύουν μία διαφορετική σύνθεση. Εξάλλου, η σύνθεση αυτή
παρουσιάζει μία ασυνέχεια, που προκύπτει από το ότι στο ανατολικό πέρας του ναού υπάρχει ένα
δεύτερο, μεταγενέστερο ζωγραφικό στρώμα, το οποίο ακολουθεί σε γενικές γραμμές την αρχική
διαίρεση σε ζώνες, δεν σιυζεται σε ολόκληρες επιφάνειες, αλλά διατηρεί τμήματα των παραστά-
σεών του που εναλλάσσονται με επιφάνειες του αρχικού στρώματος.
Η πρώτη ζώνη κάτιο από την ποδιά του δίλοβου παραθύρου, στην κορυφή του ανατολικού τοίχου,
καταλαμβάνει την επιφάνεια πάνω από το ημικυκλικό τόξο, στα δυτικά της κόγχης του Ιερού. Η
ζώνη αυτή περιλαμβάνει τοιχογραφίες που ανήκουν στην πρώτη φάση του ζωγραφικού διακόσμου
και απεικονίζουν τον Ευαγγελισμό (Πίν. 6α, 24β, 25α). Η αμέσως κατώτερη ζώνη περιλαμβάνει
τις τοιχογραφίες που καλύπτουν το εσωράχιο του ημικυκλικού τόξου στα δυτικά της κόγχης του
Ιερού, όπου συνυπάρχουν και οι δύο ζιυγραφικές στρώσεις. Η μεταγενέστερη έχει αφαιρεθεί στο
μέσον του εσωραχίου του τόξου προκειμένου να αποκαλυφθεί η αρχική παράσταση, η οποία όμως,
είναι δυσδιάκριτη. Αντίθετα, στις άκρες, όπου διατηρήθηκαν και οι μεταγενέστερες τοιχογραφίες,
διακρίνονται μορφές της Παλαιάς Διαθήκης.
Στο μέτωπο του τεταρτοσφαιρίου της κόγχης υπάρχει στη δεύτερη ζωγραφική στρώση μεγα-
λογράμματη επιγραφή, η οποία είναι στο μέσον της κατεστραμμένη: Το στερέωμα των επί σο[ί
πεποιθότων στερέωσον, Κύριε, την εκκλησίαν ήν έκτησω] τφ τιμίω Σου αϊματι (Πίν. 6α, 10, 24β,
37) (Παράρτημα, 18). Στο τεταρτοσφαίριο, μετά την αφαίρεση των τοιχογραφούν του 17ου ή των
αρχών του 18ου αιώνα που αποτελούσε επιζωγράφηση της πρώτης με την ίδια παράσταση, αποκα­
λύφθηκε η αρχική μορφή ολόσωμης όρθιας Παναγίας με το βρέφος (Πίν. 36α). Στα βόρεια της
μορφής της Παναγίας αποκαλύφθηκε, ακόμη, μορφή ιεράρχη194 σε στάση εδαφιαίας προσκύνη­
σης, της οποίας σώζεται το περίγραμμα. Στην κάτω περιοχή της δεύτερης αυτής ζώνης, στις
τοιχογραφίες που καλύπτουν την επιφάνεια του κοσμήτη, συνυπάρχουν και οι δύο ζωγραφικές
στρώσεις. Στο τμήμα του κοσμήτη που ορίζει τη νότια γένεση του ημικυκλικού τόξου, καθώς και σε
ένα μικρό τμήμα του που αντιστοιχεί στην περιοχή του τεταρτοσφαιρικού θόλου (Π ίν. 25β), υπάρ­
χει κόσμημα από λευκά ανθέμια σε σκούρο μπλε βάθος, που περιβάλλεται από κόκκινη ταινία και
ανήκει στην αρχική στρώση. Στο τμήμα που ορίζει τη βόρεια γένεση του τόξου, οι τοιχογραφίες
ανήκουν στη δεύτερη στριυση και έχουν διακοσμητικό περιεχόμενο από σχηματοποιημένους βλα­
στούς με μαύρη γραμμική μορφή, πάνω σε κίτρινο βάθος που ορίζεται από δύο οριζόντιες ταινίες.
Η τρίτη, από επάνω, ζώνη ξεκινά κάτω από τον κοσμήτη (Πίν. 6α, 24β, 25α) και φθάνει 0,20 μ.
ψηλότερα από τα κλειδιά των δίλοβων παραθύρων της αψίδας. Στη ζώνη αυτή εικονίζεται η σκηνή
της Κοινωνίας των Αποστόλων, η οποία ανήκει στη δεύτερη ζωγραφική στρώση. Η αμέσως χαμη­
λότερη ζώνη έχει το κάτω πέρας της στις δύο επιφάνειες μεταξύ των παραθύρων, στο μέσον
περίπου του ύψους τους, ενώ στις ακραίες επιφάνειες της αψίδας το κάτιο πέρας της βρίσκεται
περίπου στη στάθμη της γένεσης της ημικυκλικής τους απόληξης (Π ίν. 25α, 40). Στις δύο επιφά­
νειες μεταξύ των παραθύριυν, καθιυς και στα τύμπανά τους που βρίσκονται σε εσοχή, εικονίζονται
Σεραφείμ. Κάτιυ από αυτά και μεταξύ τιυν παραθύριυν έχουν αποκαλυφθεί οι αρχικές τοιχογρα­
φίες με το κατώτερο τμήμα της μορφής ιεράρχη, καθώς και τις ταινίες που ορίζουν τους σταθμούς
των παραθύριυν. Στις δύο ακραίες επιφάνειες της αψίδας εικονίζονται άγγελοι που ανήκουν στις
μεταγενέστερες τοιχογραφίες και σώζονται μόνον κατά το ανώτερο τμήμα τους.
Η πέμπτη, από επάνιυ, ζώνη κατεβαίνει έως τη στάθμη των εδωλίων του σύνθρονού και αντιστοι­
χεί περίπου στην προτελευταία ζώνη των διαχωριστικών τοίχων του Ιερού. Οι επιφάνειες κατά τις
δύο πλευρές των παραθύριυν περιλαμβάνουν από έναν άγιο, βόρεια τον άγιο Ιιυάννη τον Χρυσό­

194Χατζηδάκης, Νειότερα, σ. 145. 158.


στομο (Π ί ν. 40α) και νότια τον άγιο Βασίλειο. Οι άγιοι αυτοί είναι όμοιοι σε μορφή με τους ιεράρ­
χες των διαχωριστικών τοίχων, στρέφονται, επίσης, προς τον επισκοπικό θρόνο και ανήκουν στις
αρχικές τοιχογραφίες. Στην ίδια αρχική ενότητα ανήκουν και οι τοιχογραφίες στις δυο επιφάνει­
ες μεταξύ των παραθύρων, όπου απεικονίζεται από ένα πολυκάνδηλο (Πίν. 40α-41). Κάτω από
την παράσταση αυτή έχει διατηρηθεί τμήμα της δεύτερης ζωγραφικής στρεόσης, με διακοσμητικό
θέμα από κύκλους που εγγράφουν ρόδακες και χιαστί τοποθετημένους βλαστούς, εναλλάξ. Από τα
παραπάνω γίνεται φανερό ότι στην προτελευταία ζώνη οι μορφές στρέφονται ανατολικά, ενώ οι
άγιοι και τα πολυκάνδηλα πλαισιώνουν συμμετρικά τον επισκοπικό θρόνο. Έτσι, το εικονογραφι-
κό πρόγραμμα τονίζει τη σπουδαιότητα του χώρου με το ιδιαίτερο θεολογικό περιεχόμενο.
Στη ζώνη αυτή ανήκουν, επίσης, οι επιφάνειες κάτω από τα ακραία παράθυρα της κόγχης. Σε κάθε
διάχωρο, που ξεκινά 0,12 μ. κάτω από την ποδιά τους, απεικονίζεται θωράκιο, το οποίο περιλαμ­
βάνει διάκοσμο από γαρύφαλλα και πριονωτές γραμμές σε διάταξη ιχθυάκανθας, όπως στο ναό
του Αγίου Νικολάου. Τμήμα της ταινίας που τα περιβάλλει, καθιός και τα ίδια τα θωράκια ανήκουν
στη μεταγενέστερη ζωγραφική στρώση.
Οι επιφάνειες κατά τις δύο πλευρές της κόγχης της αψίδας του Ιερού, κάτω από τον κοσμήτη στη
γένεση του τεταρτοσφαιρίου της έιος την επάνω πλευρά του ψηλότερου εδιυλίου, δεν χωρίζονται
σε ζώνες, όπιυς η κόγχη, αλλά καταλαμβάνονται από ενιαίες διακοσμητικές στήλες, όπου συνυ­
πάρχουν οι δύο διαφορετικές ζωγραφικές στρώσεις. Από την αρχική, η οποία σώζεται κυρίιυς στη
χαμηλότερη περιοχή, διατηρείται θέμα με ανθοδοχεία. Παρόμοιο θέμα συναντάμε και στο νάρθη­
κα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, όπου αυτά εναλλάσσονται με λευκά άνθη πάνω σε σκούρο μπλε
βάθος. Επομένως, και στο Ιερό θα πρέπει η αρχική σύνθεση να είχε την ίδια μορφή. Το διακοσμη-
τικό θέμα της μεταγενέστερης στρώσης διατηρείται στην ψηλότερη περιοχή των στηλών κάτω από
τον κοσμήτη και αποτελείται από καστανοκόκκινες πριονωτές γραμμές πάνω σε κίτρινο βάθος,
θέμα παρόμοιο και σύγχρονο με εκείνο των γραπτών θωρακίων, κάτω από τα ακραία παράθυρα
της κόγχης (Π ίν. 40α).
Η κατώτερη ζώνη της ανατολικής πλευράς του κεντρικού διαμερίσματος του Ιερού καταλαμβάνει
τις επιφάνειες που βρίσκονται πάνα» από το κατώτερο εδώλιο του σύνθρονού. Σε κάθε πλευρά αντι­
στοιχούν δύο διάχωρα, το ένα στην ακραία επιφάνεια της κόγχης και το άλλο στην επιφάνεια του
ανατολικού τοίχου. Τα τέσσερα διάχωρα της τελευταίας αυτής ζώνης ανήκουν στην αρχική ζωγρα­
φική στρώση και φέρουν διακοσμητικά θέματα σε άσπρο βάθος, το περιεχόμενο των οποίων είναι
δυσδιάκριτο. Μόνο σε ένα από αυτά, στο νότιο άκρο της κόγχης, σώζεται αρκετά καλά η παρά­
σταση μίας μάσκας από λεοντοκεφαλή195, που εγγράφεται σε μαύρο γραμμικό πλαίσιο (Πίν. 35γ).
Το ημικυκλικό διάφραγμα της ανατολικής κεραίας της σταυρικής θολοδομίας των υπερώων καλύ­
πτεται από τοιχογραφίες, οι οποίες ανήκουν στη μεταγενέστερη ενότητα. Περιβάλλονται από ται­
νία, της οποίας το οριζόντιο τμήμα διέρχεται από την ποδιά του δίλοβου παραθύρου που ανοίγε­
ται στην επιφάνεια του διαφράγματος. Στις επιφάνειες κατά τις δύο πλευρές του παραθύρου
εικονίζεται βόρεια η Φιλοξενία και νότια, πιθανιύς, η Θυσία του Αβραάμ.
Στη δυτική πλευρά του μεσαίου κλιτούς σώζονται τέσσερις ζώνες μαζί με αυτή κάτω από τον
κοσμήτη, της οποίας οι παραστάσεις από το Πάθος του Χριστού αποκεφαλίσθηκαν (Π ίν. 19β). Η
δεύτερη ζώνη κατεβαίνει αρκετά χαμηλότερα από τα επίκρανα των δυτικών παραστάδων, τα
οποία ορίζουν το κάτω πέρας της αντίστοιχης ζώνης στους πλάγιους τοίχους. Στη ζιόνη αυτή και
την υποκείμενή της εγγράφεται η θύρα προς το νάρθηκα. Σχετικά με την αρχική μορφή της, σύμ­
φωνα με την ανάλυση των αρχιτεκτονικών στοιχείων, διαπιστιυθηκε στο σχετικό κεφάλαιο ότι
αυτή δεν είχε αρχικά το ανιόφλι με το χαμηλωμένο τόξο στην ανατολική πλευρά της και ότι το
πλάτος του ανοίγματος της ήταν αρχικά μεγαλύτερο από το σημερινό. Η ύπαρξη κατακόρυφης ται­
νίας στις εξωτερικές προς τα πλάγια κλίτη πλευρές της υποτομής, που διαμορφώνεται στους δύο

195 D. Mouriki, The Mask Motif in the Wall Painting of Mistra.zlXAE Γ (1980-1981), o. 307-338.

99
σταθμούς πάνω από το μέσον περίπου του ύψους τους (Π ίν. 1, 19β, 23ε, 33γ), ορίζει με σαφήνεια
τις ακμές των σταθμών στην ανατολική πλευρά και το αρχικό πλάτος του ανοίγματος. Έ να ενδια­
φέρον, επίσης, στοιχείο για την αναπαράσταση της αρχικής μορφής αυτής της διόδου, που προκύ­
πτει από τη μελέτη των τοιχογραφιών, είναι το καμπύλο περίγραμμά τους στην περιοχή όπου έχουν
καταστραφεί. Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι αρχικά το άνοιγμα είχε απόληξη ημικυ-
κλική, της οποίας το κλειδί ήταν στην ίδια στάθμη με την οριζόντια ταινία που διέρχεται από τα
κλειδιά τιον τόξιυν των κιονοστοιχκύν, και πλάτος ίσο περίπου με τα μετακιόνιά τους.
Στη δεύτερη, κάτω από τον κοσμήτη, ζώνη υπάρχουν σκηνές κατά τις δύο πλευρές του αρχικού
τόξου της θύρας, των οποίων όμως το περιεχόμενο δεν διακρίνεται πλέον. Στην τρίτη ζώνη
εικονίζονται δύο μορφές, ο άγιος Ζώσιμος στα νότια του ανοίγματος και η αγία Μαρία η Αιγύπτια
στα βόρειά του (Πίν. 1, 19β, 33γ). Στην τέταρτη, κατιότερη ζώνη οι παραστάσεις έχουν θέμα
διακοσμητικό με γεωμετρική μορφή, όπως φαίνεται από τα λίγα υπολείμματα των τοιχογραφιών.
Η σύνθεσή τους αποτελείται από ένα πλαίσιο με ταινίες σε κάθε πλευρά του ανοίγματος, που περι­
βάλλει υπόλευκο βάθος πάνω στο οποίο σώζεται μόνον ένα τετράγωνο περίγραμμα από λεπτή
μαύρη γραμμή.
Οι μετωπικές και οι προς το μεσαίο κλίτος πλάγιες επιφάνειες των δυτικοτν παραστάδων διαιρού­
νται κάτω από το επίκρανό τους σε δύο ζώνες (Π ίν. 33γ). Η διαχωριστική, μεταξύ των δύο αυτών
ξόανών, ταινία βρίσκεται στην ίδια στάθμη με την ταινία μεταξύ των δύο κατώτερων ξόανών του
δυτικού τοίχου του μεσαίου κλιτούς. Στην ψηλότερη ζώνη των μετωπικών επιφανειών των παρα­
στάδων εικονίζεται στρατιωτικός άγιος (Π ίν. 1, 19β), όμοιος με αυτόν που βρίσκεται στους Αγίους
Θεοδώρους. Στην κατώτερη ζώνη το θέμα είναι διακοσμητικό και σώζονται ελάχιστα τμήματά του,
από τα οποία όμως μπορούμε να ανασυνθέσομε την αρχική του μορφή. Αποτελείται από παραλλη­
λόγραμμο πλαίσιο, στο οποίο εγγράφονται πέντε κύκλοι, τέσσερις μικροί στις γωνίες και ένας με­
γάλος στο κέντρο, ο οποίος κοντά στο εξωτερικό περίγραμμα της περιφέρειάς του φέρει ομόκεντρο
πριονωτό κόσμημα από μαύρο χριυμα. Κάτω από το πλαίσιο απομένει διάστημα με ύψος ίσο προς
το ύψος των εδράνων, που διαμορφιάνονται κατά τις δύο πλευρές της διόδου προς το νάρθηκα.
Στις πλάγιες, προς το μεσαίο κλίτος, επιφάνειες των δυτικών παραστάδων το θέμα και των δύο
ζωνιυν είναι διακοσμητικό. Στην ψηλότερη ζώνη το θέμα αποτελείται από υπερτιθέμενα εξάγωνα
που εγγράφουν άνθος και περιβάλλονται από μαύρο γραμμικό πλαίσιο (Πίν. 26α, 33γ). Τον ίδιο
τύπο πλαισίου τον συναντήσαμε γύρω από τη μάσκα με τη λεοντοκεφαλή στην κατιότερη ζώνη της
ανατολικής πλευράς στο κεντρικό διαμέρισμα του Ιερού. Έτσι, στα δύο άκρα του μεσαίου κλιτούς
υπάρχουν τα ίδια διακοσμητικά μοτίβα, γεγονός που θα μπορούσε να υποδηλώσει ότι για τις
τοιχογραφίες του χώρου αυτού εργάσθηκε το ίδιο συνεργείο. Η κατώτερη ζώνη στις πλάγιες, προς
το μεσαίο κλίτος, επιφάνειες των παραστάδων έχει παράσταση με θέμα γεωμετρικό, από το οποίο
σοδζεται μόνον ένα μικρό τμήμα μαύρου τετράγωνου περιγράμματος σε λευκό βάθος, θέμα το
οποίο συναντήσαμε στην αντίστοιχη ζιύνη της επιφάνειας του δυτικού τοίχου του μεσαίου κλιτούς.
Στη βόρεια πλευρά της νότιας παραστάδας δεν είναι ορατό το αντίστοιχο μέτωπο του επικράνου
της, διότι αυτό είχε μικρότερο μήκος από εκείνο του μετώπου της παραστάδας. Έτσι, η βόρεια
πλευρά, εκεί όπου το επίκρανο εισέχει ως προς την επιφάνεια της παραστάδας, συμπληριόθηκε με
τοιχοποιία, η οποία στη συνέχεια καλύφθηκε με τοιχογραφία σε λευκό χρώμα που μιμείται μάρ­
μαρο (Π ίν. 26α). Με τη λεπτομέρεια αυτή επιβεβαιώνεται η στενή σχέση ζωγραφικού διακόσμου
και αρχιτεκτονικής, όχι μόνο σε ό,τι αφορά στη μνημειακή κλίμακα, αλλά και στα επιμέρους στοι­
χεία της σύνθεσης.
Στο νάρθηκα οι τοιχογραφίες οργανώνονται σε τέσσερις ζώνες. Στο χιόρο αυτό η καθ’ ύψος υποδι­
αίρεση των επιφανειών είναι η ίδια σε όλους τους τοίχους, αλλά δεν παρουσιάζει καμία αντιστοι­
χία με εκείνη στο δυτικό πέρας του κυρίως ναού. Στις δύο ανώτερες ζιόνες του νάρθηκα απεικο­
νίζονται σκηνές από το θέμα της Δευτέρας Παρουσίας. Η πρώτη ζώνη καταλαμβάνει την επιφά­
νεια του ημικυλινδρικού θόλου έως τη στάθμη τοαν γενέσεών του, καθώς και τα δύο η μικυκλικά
διαφράγματα στα άκρα του (Π ίν. 2-4, 22). Η κορυφαία γενέτειρα του θόλου, καθώς και το κλειδί
στο εσωράχιο των δύο σφενδονίων που τον διαιρούν σε τρία τμήματα, δεν ορίζονται από ταινία
δυο παραπάνω παραστάδες, παρεμβάλλεται στο μέσον του ύψους της πρόχειρης αυτής τοιχοποι­
ίας μία σειρά πλίνθων, που αντιστοιχεί στη στάθμη του εσωτερικού δαπέδου.
Η κατασκευή του βόρειου αψιδώματος περιορίζεται στο τοξωτό τμήμα του, λόγω της ύπαρξης του
μικρού κτίσματος στα δυτικά του που στηρίζεται στον τέταρτο, από τα νότια, θόλο του προστώου,
ενώ χαμηλότερα, έως τη στέγη του μικρού κτίσματος, η τοιχοποιία είναι ενιαία, χωρίς εσοχή. Στη
βόρεια παραστάδα του μεσαίου αψιδώματος η οριζόντια οδοντωτή ταινία έχει καλυφθεί με κονία­
μα και διακρίνονται μόνον η άνω και η κάτιυ οριζόντια σειρά τιον πλίνθιον της. Τέλος, στη βόρεια
γωνιακή παραστάδα δεν υπάρχει η επίστεψή της, αλλά υψώνεται η πρόσθετη κατασκευή του στε­
γάστρου του εξιυστη, που διαμορφώθηκε πάνω από τα τόξα των αψιδωμάτων της βόρειας όψης.
Στο νότιο αψίδωμα ανοίγονται δύο συνεχόμενα καθ’ ύψος παράθυρα (Σ χέδ. 14· Πίν. 84α). Το
άνω παράθυρο ανοίγεται στην τοξωτή επιφάνεια του αψιδοψιατος και είναι δίλοβο με ύψος 0,65 μ.
στο κλειδί των λοβιυν του και πλάτος 0,34 μ. Το άνοιγμα του παραθύρου διαμορφιύνεται από πλίν-
θινο πλαίσιο που παρακολουθεί το περίγραμμα των λοβών και περιβάλλεται από μονή πλίνθινη
ταινία. Το άνω τμήμα του πλαισίου και της ταινίας υπερκαλύπτεται από το τόξο του αψιδώματος,
γεγονός που υποδηλώνει ότι η κατασκευή του τόξου είναι ένθετη στην κατασκευή του διαφράγ­
ματος του αψιδώματος. Οι σταθμοί του παραθύρου έχουν το κάτιο πέρας τους 0,10 μ. πάνω από την
οριζόντια οδοντωτή ταινία, η οποία βρίσκεται στη στάθμη της γένεσης των τόξων των αψιδωμά-
των. Οι λοβοί του χωρίζονται από πώρινο πεσσίσκο που παρουσιάζει απότμηση στις γωνίες του. Ο
πεσσίσκος φέρει λοξότμητο πλίνθινο επίκρανο ύψους μόλις 0,Θ4 μ. και στηρίζεται σε κτιστή ποδιά,
η οποία υψώνεται 0,20 μ. περίπου πάνω από το κάτιο πέρας τιυν σταθμών του παραθύρου. Το
παράθυρο έχει πλευρικά τεταρτοκυκλικά αψιδιόματα, τα οποία διαμορφώνονται από πλίνθινο
πλαίσιο που περιβάλλεται από μονή πλίνθινη ταινία. Η ταινία εφάπτεται στο εσωράχιο του τόξου
του μεγάλου αψιδώματος. Το διάφραγμα των τεταρτοκυκλικών αψιδωμάτων εισέχει 0,10 μ. ως
προς το πλαίσιο, καθώς και ως προς το διάφραγμα του μεγάλου αψιδώματος και καλύπτεται με
επίχρισμα, πάνω» στο οποίο διακρίνονται γραπτά μονογράμματα (Π ίν. 20, 21).
Κάτω ακριβώς από το δίλοβο παράθυρο ανοίγεται ένα ορθογωνικό παράθυρο που διακόπτει τη
συνέχεια της οριζόντιας οδοντωτής ταινίας. Έ χει πλάτος 0,49 και ύψος 0,51 μ. Το άνοιγμά του
περιβάλλεται από πώρινο βαθμιδωτό πλαίσιο, του οποίου η εξωτερική βαθμίδα έχει πλάτος 0,08
και η εσιυτερική 0,03 μ. Πάνω από το ανώφλι του πλαισίου υπάρχει λοξότμητο γείσο, στο οποίο
βαίνουν οι σταθμοί του υπερκείμενου δίλοβου παραθύρου. Το άνοιγμα του ορθογιυνικού παρα­
θύρου είναι σήμερα κλεισμένο με τοιχοποιία.
Στο μεσαίο αψίδωμα υπάρχουν, επίσης, δύο καθ’ ύψος συνεχόμενα ανοίγματα (Σ χέδ. 14· Πίν.
20). Το άνω παράθυρο είναι δίλοβο και το άνοιγμά του διαμορφοτνεται από διπλό βαθμιδωτό
πλίνθινο πλαίσιο που ακολουθεί το περίγραμμα τιον λοβοάν. Το παράθυρο αυτό πλαισιώνεται από
τεταρτοκυκλικά αψιδώματα που και αυτά διαμορφώνονται από διπλό βαθμιδωτό πλαίσιο και δεν
περιβάλλονται από πλίνθινη ταινία, αντίθετα με το παράθυρο που περιβάλλεται από ταινία μόνον
όμως κατά το ύψος των σταθμών του. Οι σταθμοί του δίλοβου παραθύρου βαίνουν στο οριζόντιο
ανώφλι του υποκείμενου ανοίγματος, του οποίου η απόληξη βρίσκεται πάνω από την οδοντωτή
ταινία. Η ποδιά του είναι υπερυψωμένη ως προς τη βάση πυν σταθμιυν του κατά 0,20 μ. περίπου
και πάνω σε αυτή στηρίζεται ο πεσσίσκος που χοορίζει τους λοβούς του. Τα δίλοβα παράθυρα της
δυτικής όψης τιον υπερώων δεν διατηρούν το αρχικό τους ύψος. Η βάση του ανοίγματος τους θα
πρέπει αρχικώς να βρισκόταν πάνω στην οριζόντια οδοντιυτή ταινία. Με την κατασκευή των
υποκείμενων ορθογωνικιυν ανοιγμάτων καταστράφηκε η οδοντωτή ταινία και υπερυψιυθηκε η
ποδιά των υπερκείμενιόν της παραθύρων. Έτσι, ο πιυρινος πεσσίσκος μεταξύ τιον λοβιυν τους δεν
θα πρέπει να είναι ο αρχικός. Είναι πιθανό ότι κάτι ανάλογο συνέβη και στο δυτικότερο παρά­
θυρο της νότιας όψης των υπερώιον.
Οι λοβοί του παραθύρου του μεσαίου αψιδώματος της δυτικής όψης, καθώς και τα τεταρτοκυκλι­
κά αψιδώματα περιβάλλονται από γραπτή ταινία, η οποία μιμείται πλίνθινη ταινία και σχηματίζει
κάτο} ακριβώς από το τόξο του μεγάλου αψιδώματος καμπύλα τρίγωνα, που εγγράφουν φυτικό
κόσμημα. Στο διάφραγμα τιον τεταρτοκυκλικών αψιδιομάτιον διακρίνονται με λευκό χροψα πάνο:>

137
Πέτρου Αλεξανδρείας. Οι αντίστοιχες επιφάνειες στα βόρεια της δυτικής εισόδου καταλαμβάνο­
νται, επίσης, από ενιαία παράσταση με το Θαύμα της αγίας Ευφημίας στη Σύνοδο της Χαλκηδό­
νας (Π ί ν . 5, 24α). Η παράσταση αυτή επάνω στην επιφάνεια του δυτικού τοίχου υποδιαιρείται με
λευκή κάθετη γραμμή, πάχους 4 χιλ., σε δύο ενότητες, που απεικονίζουν η μία τη Σύγχυση των
Αιρετικοτν κατά το θαύμα και η άλλη τον αρχιτεκτονικό διάκοσμο της παράστασης. Στις επιφά­
νειες του δυτικού τοίχου μεταξύ των παραστάδιυν και των πλάγιων τοίχων απεικονίζεται στη νότια
η Έβδομη και στη βόρεια η Τέταρτη Σύνοδος (Π ίν. 3, 5, 22δ, 24α).
Το θέμα τιυν Συνόδιυν συνεχίζεται και στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα, όπου υπάρχουν δύο
παραστάσεις. Η μία καταλαμβάνει την επιφάνεια μεταξύ της βόρειας και της κεντρικής θύρας και
η δεύτερη καταλαμβάνει την επιφάνεια από την κεντρική θύρα έως τη νοτιοανατολική γωνία του
νάρθηκα. Η δεύτερη αυτή παράσταση διακόπτεται από τη νότια δίοδο λόγω της μεταγενέστερης
διάνοιξής της που προαναφέραμε.
Η τέταρτη, κατώτερη ζώνη του νάρθηκα, όπως και του κυρίως ναού, αποτελεί τη βάση της σύνθε­
σης του ζιυγραφικού διακόσμου και έχει διακοσμητικό περιεχόμενο, το οποίο εδώ μιμείται ορθο­
μαρμάρωση. Η ζώνη αυτή στο νάρθηκα είναι λίγο ψηλότερη από ό,τι στον υπόλοιπο ναό. Οι «πλά­
κες της ορθομαρμάροοσης» είναι σε χριύμα κόκκινο, μπλε και ώχρας, με το ίδιο πάντα ύψος, αλλά
διαφορετικό πλάτος, και χιυρίζονται μεταξύ τους από κατακόρυφη λευκή λεπτή ταινία, πάχους 2 χιλ.
Το ίδιο θέμα καλύπτει και τα πλάγια μέτωπα των παραστάδων στη ζώνη αυτή. Ψηλότερα, τα πλά­
για μέτωπα τοον παραστάδων δεν διαιρούνται σε ζώνες και είναι ενοποιημένα με τα αντίστοιχα
μέτωπα των σφενδονίων. Η ενιαία αυτή επιφάνεια καλύπτεται από διακοσμητικό θέμα με λευκά
άνθη και κυλινδρικά ανθοδοχεία εναλλάξ. Το ίδιο διακοσμητικό θέμα από το οποίο, όμως, σώζε­
ται μόνον το στοιχείο με τα ανθοδοχεία, το συναντάμε στον κεντρικό χώρο του Ιερού, στις επιφά­
νειες κατά τις δύο πλευρές της κόγχης του. Βλέπομε, λοιπόν, ότι στο Ιερό και στο νάρθηκα έχει
χρησιμοποιηθεί το ίδιο διακοσμητικό θέμα. Άρα το πιθανότερο είναι ότι και στους δύο αυτούς
χοίρους, ξεκινιύντας βεβαίως από το Ιερό, εργάσθηκε το ίδιο συνεργείο σε διαδοχικές φάσεις, οι
οποίες όμως δεν θα πρέπει να απείχαν μεταξύ τους πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Οι σταθμοί των θυριύν και οι σταθμοί και τα εσοοράχια των τόξων των παραθύρων διατηρούν σε
μεγάλο ποσοστό τις αρχικές τοιχογραφίες της πρώτης ζωγραφικής στρώσης (Πίν. 33α-β) και,
παρά τη μεγάλη ποικιλία των διακοσμητικιύν τους θεμάτων στη σύνθεση και τα χρώματά τους,
ανήκουν όλες στο ίδιο σύνολο τόσο από αισθητική, όσο και από κατασκευαστική άποψη.
Στους σταθμούς της βόρειας διόδου προς το νάρθηκα σώζονται μικρές επιφάνειες από τις αρχικές
τοιχογραφίες, οι οποίες είχαν διακοσμητικό θέμα από υπερτιθέμενους κύκλους (Πίν. 32γ). Στο
νότιο σταθμό η ανατολική ακμή του ορίζεται από ταινία πάχους 0,045 μ. Ακολουθεί το διακοσμη-
τικό θέμα πάχους 0,45 μ. Αν συνυπολογίσομε την κατακόρυφη ταινία που όριζε το θέμα και κατά
τη δυτική του πλευρά, η τοιχογραφία είχε συνολικό πλάτος 0,54 μ. Πράγματι, σε απόσταση 0,54 μ.
από την ανατολική επιφάνεια του τοίχου, σώζεται στο βόρειο σταθμό ένα μικρό τμήμα της ταινίας
που όριζε δυτικά το διακοσμητικό θέμα και απέχει 0,24 μ. από τη δυτική επιφάνεια του διαχωρι-
στικού τοίχου. Το διάστημα αυτό, του οποίου η διάσταση προσιδιάζει στις διατομές των μαρμάρι­
νων σταθμιύν, θα πρέπει αρχικά να καταλαμβανόταν από μαρμάρινο θύρωμα, όπως και στη μεσαία
δίοδο προς το νάρθηκα. Η ημικυκλική απόληξη του ανοίγματος ήταν κλεισμένη με τοιχοποιία -
διάφραγμα - μετά από την αφαίρεση της οποίας θα πρέπει να καταστράφηκαν οι τοιχογραφίες και
στις δύο πλευρές του τοίχου, που αντιστοιχούσαν στην επιφάνεια της. Το άνω πέρας των τοιχογρα­
φούν των σταθμιύν ορίζεται από πλατιά ταινία πάχους 0,20 μ., της οποίας η άνω πλευρά βρίσκεται
στη στάθμη των γενέσεων της ημικυκλικής απόληξης του ανοίγματος και συμπίπτει με την κάτω
ταινία της δεύτερης, από πάνω προς τα κάτω, ζώνης στην ανατολική πλευρά του διαχωριστικού
τοίχου. Επίσης, βρίσκεται στην ίδια στάθμη με την κάτω πλευρά της ξυλοδεσιάς, η θέση της οποίας
ορίζεται από τις οπές στους σταθμούς του ανοίγματος. Άρα, στη χαρακτηριστική αυτή στάθμη θα
πρέπει να ήταν τοποθετημένο το ανώφλι του θυρώματος. Η αντίστοιχη οριζόντια ταινία της δεύτε­
ρης ζιύνης του νάρθηκα, η οποία βρίσκεται 0,20 μ. περίπου ψηλότερα από την ταινία των σταθμών,
θα πρέπει να διερχόταν πάνω από την κορυφή της μαρμάρινης επίστεψης του θυρώματος.

102
Βλέπομε, λοιπόν, ότι τόσο το θύροψια, όσο και η ξυλοδεσιά είχαν ενταχθεί στη σύνθεση των τοιχο­
γραφιών.
Από τη μελέτη των τοιχογραφιών της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου έγινε φανερή η άμεση σχέση
της παρουσίασης και ανάπτυξης του εικονογραφικού προγράμματος με τον αρχιτεκτονικό τύπο
του ναού, ενού διαπιστώθηκε ότι η σύλληψη της σύνθεσης και η χωροθέτηση τιυν παραστάσεων
πάνοο στις διαθέσιμες επιφάνειες έγινε σύμφωνα με τη βασική αρχή της υποδιαίρεσής τους σε ζώ­
νες, οι οποίες καθορίζονται από τις χαρακτηριστικές κατασκευαστικές στάθμες των επιμέρους αρ­
χιτεκτονικοί στοιχείων. Έτσι, ο ζωγραφικός διάκοσμος υπογραμμίζει την κατασκευαστική νομο­
τέλεια του κτιρίου. Εξάλλου, με τον εκάστοτε δυναμικό ή στατικό χαρακτήρα των παραστάσεων,
το συσχετισμό με τις φωτεινές πηγές ή ακόμη την επανάληψη τιυν μορφών και των διακοσμητικιύν
θεμάτοον, τονώνεται η επιθυμητή εντύπωση του χώρου. Τέλος, η εξέταση των τοιχογραφιών, τόσο
στη βασική τους σύνθεση, όσο και στη λεπτομέρεια τους, έκανε δυνατή την αναπαράσταση ορι­
σμένων θεμάτων τους που είχαν καταστραφεί, καθώς και της μορφής αρχιτεκτονικών στοιχείων,
τα οποία είχαν υποστεί αλλοιώσεις ή μετασκευές.

Υπερώα

Πάνιυ από το νάρθηκα και τα πλάγια κλίτη της βασιλικής διαμορφιύνονται με κάτοφιη σχήματος Π
τα υπεριύα του ναού (Σ χέδ. 10). Στη στάθμη αυτή και προς το μεσαίο κλίτος υπάρχουν τέσσερα
ζεύγη πεσσιύν. Το δυτικό ζεύγος είναι σχήματος Γ και ορίζει τις εσιυτερικές γωνίες της κάτοψης
της δεύτερης στάθμης, επάνω από τη δυτική πλευρά του μεσαίου κλιτούς. Οι εξωτερικοί τοίχοι των
υπερώων διαρθρώνονται εσοοτερικά και εξωτερικά με αφπδώματα. Τα τέσσερα ζεύγη των πεσσών
με τις παραστάδες των αψιδωμάτων τιυν εξωτερικιύν τοίχων, που βρίσκονται απέναντι τους, σχη­
ματίζουν στα πλάγια κλίτη ισάριθμα ζεύγη διαμερισμάτων, τα οποία είναι μεταξύ τους ομοιό­
μορφα, όπως επίσης ομοιόμορφα είναι το πρώτο και το τρίτο, από τα δυτικά, διαμέρισμα κάθε
πλευράς. Η ίδια διαμόρφωση υπάρχει και στο χιύρο πάνω από το νάρθηκα, όπου σχηματίζονται
τρία διαμερίσματα, τα οποία αντίθετα με εκείνα της υποκείμενης στάθμης είναι ίσα, περίπου,
μεταξύ τους.
Οι προς το μεσαίο κλίτος επιφάνειες των πεσσών ανήκουν στο ίδιο κατακόρυφο επίπεδο με την
αντίστοιχη επιφάνεια της τοιχοποιίας πάνω από τις τοξοστοιχίες της βασιλικής. Μεταξύ τιον δύο
κατασκευιύν παρεμβάλλεται ο πώρινος κοσμήτης με την κτητορική επιγραφή του Ματθαίου. Είναι
φανερό ότι ο κοσμήτης και ο υπερκείμενος οργανισμός των υπερώων είναι σύγχρονες κατασκευ­
ές και ανήκουν σε μία μεταγενέστερη, από τη βασιλική, οικοδομική φάση, για την ανέγερση της
οποίας κατεδαφίσθηκε αναγκαστικά η ανωδομή του μεσαίου κλιτούς της βασιλικής και κατα­
στράφηκε το άνω τμήμα τιυν τοιχογραφιών (Π ίν. 1, 10, 19, 26α, 37).
Οι πεσσοί πάνω από τα κλίτη έχουν πλάτος 0,95-0,99 μ., δηλαδή υπερβαίνουν κατά 0,30 μ. περίπου
το πάχος της τοιχοποιίας πάνω από τις τοξοστοιχίες που είναι 0,68 μ. και επομένους βαίνουν μερι­
κούς στους ημικυλινδρικούς θόλους, που καλύπτουν τα πλάγια κλίτη της βασιλικής. Αντίθετα, το
πάχος των δυτικών κεραιών τιυν πεσσιύν σχήματος Γ στο δυτικό υπεριύο είναι 0,65 μ. περίπου,
δηλαδή κατά 0,13 μ. λεπτότερο από την υποκείμενη τοιχοποιία, η οποία έχει πάχος 0,78 μ.
Οι εξωτερικές πλευρές του βόρειου, του νότιου και του δυτικού τοίχου των υπερώων αποτελούν
την καθ’ ύψος συνέχεια τιυν εξωτερικιύν πλευριόν των υποκείμενων τοίχιον της βασιλικής. Αντίθε­
τα, η εξωτερική επιφάνεια του ανατολικού τοίχου εισέχει κατά 0,62 μ. από την αντίστοιχη επιφά­
νεια του ανατολικού τοίχου της βασιλικής. Το πάχος των τοίχων, συμπεριλαμβανομένου και των
παραστάδιυν τιυν αψιδωμάτων, είναι ίσο προς 0,92 μ. στο νότιο και το δυτικό και 0,83 μ. στο
βόρειο. Δηλαδή, ο δυτικός και ο βόρειος τοίχος είναι περίπου ισοπαχείς με τους υποκείμενούς
τους - μόλις 0,04 μ. παχύτεροι από αυτούς - σχεδόν καθ’ όλο το μήκος τους, ενού ο νότιος είναι
κατά 0,14 μ. παχύτερος από τον αντίστοιχο τοίχο του ισογείου.
Ο ανατολικός τοίχος διαμορφώνεται, όπως και οι άλλοι τρεις τοίχοι των υπεριύιυν, με αψιδώματα

103
104 10
Στο τόξο του δυτικού αψιδιύματος ανατολικά του κλειδιού του, τμήμα της ταινίας αυτής είναι
κατεστραμμένο.
Οι παραστάδες της βόρειας όψης είναι, αντίθετα με εκείνες των άλλων όψεων, καθ’ όλο το ύψος
τους κτισμένες από αργούς λίθους και τεμάχια πλίνθων και κεραμιδιών, όπως και οι επιφάνειες
στο διάφραγμα των αψιδωμάτων. Η πρόχειρη αυτή κατασκευή στην επιφάνειά της φέρει ίχνη
μυστρίσματος και επομένως θα πρέπει να καλυπτόταν με επίχρισμα. Εξάλλου, η τοιχοποιία πάνω
από την επιμελημένη κατασκευή των τόξων είναι πρόχειρη, χωρίς ίχνη μυστρίσματος, με μικρό­
τερο πάχος από εκείνο της τοιχοποιίας του ναού και δείχνει καθαρά ότι αποτελεί μεταγενέστερη
προσθήκη για τη στήριξη προφανώς του στεγάστρου του εξώστη εμπρός από τη βόρεια όψη. Γίνε­
ται, λοιπόν, φανερό ότι η βόρεια όψη δεν έχει σήμερα την αρχική της απόληξη, η οποία ασφαλιύς
αρχικούς παρουσίαζε το ίδιο κυματοειδές περίγραμμα με τις υπόλοιπες όψεις.
Στην άνω ζώνη της βόρειας όψης, στο δυτικότερο αψίδωμα, υπάρχουν δύο κατασκευαστικές ιδιο­
μορφίες, τις οποίες συναντήσαμε και στο αντίστοιχο αψίδωμα της νότιας όψης. Η πριύτη ιδιομορ­
φία αφορά στο τόξο του αψιδώματος, το οποίο έχει μικρότερη διάμετρο από την απόσταση μετα­
ξύ των δύο παραστάδων (Π ίν. 91α). Έτσι, το τόξο αυτό ανατολικά στηρίζεται όχι στην παραστά-
δα, αλλά σε πλακοειδή πρόβολο πακτωμένο στα δυτικά της, πάνω από τη στάθμη της οριζόντιας
οδοντωτής ταινίας. Ο παραπάνω πρόβολος έχει μήκος 0,42 μ. και η δυτική πλευρά του βρίσκεται
στην προέκταση του δυτικού μετώπου του τόξου, που γεφυριύνει την αντίστοιχη παραστάδα στο
εσωτερικό του ναού και τον απέναντι από αυτήν πεσσό σχήματος Γ. Με την παραπάνω κατα­
σκευαστική λεπτομέρεια οι παραστάδες έχουν ένα ενιαίο μήκος στην όψη και ακολουθούν την
εσωτερική οργάνωση του χώρου, ενώ ταυτόχρονα με τη διαφοροποίηση του μεγέθους των τόξων,
τα οποία αντιστοιχούν στο χιύρο πάνω από το νάρθηκα και στην εγκάρσια κεραία του σταυρού,
αποδίδεται στην όψη η ιεράρχηση των επιμέρους χώρων των υπερώων.
Η δεύτερη κατασκευαστική ιδιομορφία του δυτικότερου αψιδιύματος στη βόρεια όψη αφορά στην
κατασκευή του διαφράγματος του (Σ χέδ. 15· Π ίν. 91). Σε ύψος 0,75 μ. κάτω από τον πλακοειδή
πρόβολο που φέρει το τόξο του αψιδώματος, η παραστάδα διαπλατύνεται κατά 0,33 μ. και ενώνε­
ται, με την παρεμβολή διαχωριστικού αρμού, με μία επιφάνεια από πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία.
Η επιφάνεια αυτή προεξέχει του διαφράγματος του αψιδώματος και βρίσκεται στο ίδιο κατακό-
ρυφο επίπεδο με τις παραστάδες και την υποκείμενη τοιχοποιία της βασιλικής. Ο κατασκευαστι­
κός αρμός μεταξύ της πρόχειρης τοιχοποιίας της παραστάδας των υπερώιον και της πλινθοπερί-
κλειστης αυτής κατασκευής βρίσκεται 0,20 μ. ανατολικά της δυτικής επιφάνειας του διαχωριστικού
τοίχου, μεταξύ του κυρίως ναού και του νάρθηκα, έτσι ώστε κατά τη διάσταση αυτή να διαμορφώ­
νεται τοιχίο ως δυτικό πέρας της υπερυψιυμένης, σε σχέση με τα πλάγια κλίτη, ανιυδομής του.
Εξάλλου, όπως γνωρίζομε από τη νότια και τη δυτική όψη, ο νάρθηκας της βασιλικής στο ανώ­
τερο τμήμα του ήταν κατασκευασμένος κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Επομένως, και στη
βόρεια όψη η επιφάνεια της πλινθοπερίκλειστης αυτής τοιχοποιίας, η οποία αποτελεί την καθ’
ύψος προέκταση της υποκείμενης ανάλογης κατασκευής στο βορειοδυτικό άκρο του ισογείου,
ανήκει στην τοιχοδομία του νάρθηκα. Η παραπάνω πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία σιύζει την από­
ληξή της, με λείψανα οδοντωτής ταινίας στο ψηλότερο τμήμα της. Έτσι γνωρίζομε ότι ο νάρθη­
κας της βασιλικής στεγαζόταν αρχικιύς με κεκλιμένη στέγη, της οποίας η κλίση ήταν 1:3 Υι, δηλα­
δή λίγο ηπιότερη από εκείνη στα πλάγια κλίτη, και είχε ως επίστεψη της τοιχοποιίας του μία
οδοντωτή ταινία. Αργότερα, για να προστεθεί το δυτικό υπεριύο, κατεδαφίσθηκε το μεγαλύτερο
τμήμα της τοιχοποιίας πάνω από τον κυλινδρικό θόλο του νάρθηκα και διασώθηκαν από την
κατασκευή της μόνον οι μικρές επιφάνειες, που αντιστοιχούν στα δυτικά αψιδιύματα των υπερώ­
ιον της νότιας και της βόρειας όψης.
Στο δυτικότερο αψίδωμα της βόρειας όψης ανοίγεται θύρα (Π ίν. 91), η οποία, σήμερα, αποτελεί
την κύρια είσοδο στα υπερώα, με πρόσβαση από τον εξιύστη, στον οποίο οδηγεί σήμερα η κλίμα­
κα στη δυτική πλευρά του αίθριου. Η θύρα αυτή είναι κεντρικά τοποθετημένη στο αψίδωμα και το
κατασκευαστικό της άνοιγμα έχει πλάτος 0,98 και ύψος 2 μ. Το άνοιγμα περιβάλλεται από μαρ­
μάρινο θύρωμα, κάθε ένα από τα στοιχεία του οποίου - δύο σταθμοί και ανώφλι - έχουν διαφορε­

145
προβλεφθεί, αλλά η μορφή του προ έκυψε από τη διαφορετική χάραξη του βόρειου κυλινδρικού τμή­
ματος του νότιου σταυροθολίου και του αντίστοιχου τόξου του σφαιρικού θόλου (Π ίν. 66α).
Το κλειδί του σφαιρικού θόλου (Σ χέδ. 10) βρίσκεται 3,36 μ. πάνω από τη στάθμη του δαπέδου,
ενώ των σταυροθολίων 2,70 μ. περίπου, δηλαδή το μεσαίο διαμέρισμα στη δυτική πλευρά τοαν υπε­
ρώων διαφοροποιείται και τονίζεται ως προς τα δύο πλάγια με την υπερυψοφιένη κατασκευή του
θόλου του. Ο σφαιρικός θόλος, όπως άλλωστε είδαμε και στα σταυροθόλια, δεν παρουσιάζει από­
λυτη κανονικότητα στην κατασκευή του. Η ακτίνα του είναι λίγο μεγαλύτερη από το ήμισυ της
μεγαλύτερης διαγώνιου του παραλληλογράμμου της κάτοψης και το κέντρο χάραξής του βρίσκε­
ται 0,35 μ. περίπου κάτω από τις γενέσεις των πλευρικών τόξων, των οποίων τα κλειδιά δεν είναι
όλα στην ίδια ακριβώς στάθμη.
Στους χώρους επάνω από τα πλάγια κλίτη, τα τέσσερα ζεύγη πεσσών στα υπερώα ορίζουν, μαζί με
τις απέναντι τους παραστάδες των αψιδωμάτων των πλάγιων τοίχων, ισάριθμα ζεύγη διαμερισμά­
των. Στους δυτικούς πεσσούς σχήματος Γ, η πλάγια προς τα κλίτη πλευρά τους είναι στο νότιο 1,50
μ., δηλαδή περίπου ίση με τη δυτική του πλευρά, και στο βόρειο ίση προς 1,16 μ., δηλαδή 0,28 μ.
μικρότερη από τη δυτική του πλευρά. Οι ανατολικές κεραίες των πεσσών έχουν μήκος διαφορετι­
κό μεταξύ τους και ακόμη διαφέρει η θέση του ανατολικού τους μετιύπου ως προς το αντίστοιχο
μέτωπο των υποκείμενων παραστάδων των τοξοστοιχιών. Ο νότιος πεσσός προεξέχει ως προς την
υποκείμενη παραστάδα κατά 0,19 μ., αντίθετα με το βόρειο που εισέχει της αντίστοιχης παραστά-
δας κατά 0,08 μ. Οι παραστάδες απέναντι από τους δύο πεσσούς στις πλάγιες πλευρές των υπε­
ρώων έχουν μήκος: η νότια 1,55 μ., είναι δηλαδή σχεδόν ίση με το απέναντι της μέτωπο του αντί­
στοιχου πεσσού, ενοί» η βόρεια 1,43 μ., δηλαδή μεγαλύτερη κατά 0,27 μ. από το απέναντι της
μέτοοπο του αντίστοιχου πεσσού. Τα δύο μεσαία ζεύγη πεσσών έχουν σχήμα τετράπλευρο, ακανό­
νιστο με πλευρά που κυμαίνεται από 0,92 έως 0,99 μ. Παρατηρείται, λοιπόν, γενικότερα στην κατα­
σκευή των στηριγμάτων των υπερώιον μία ακανονιστία.
Οι πεσσοί του ανατολικότερου ζεύγους δεν είναι ανεξάρτητα δομικά στοιχεία, όπως οι υπόλοιποι,
αλλά αποτελούν μία διαπλάτυνση σχήματος Γ που περιβάλλει τη δυτική απόληξη προύπάρχουσας
τοιχοδομίας, όπως δείχνουν οι κατασκευαστικοί αρμοί που παρεμβάλλονται. Οι πεσσοί αυτοί
έχουν μήκος 0,84 και πλάτος 0,95 μ., ίσο δηλαδή με εκείνο της υπόλοιπης πεσσοστοιχίας. Η προϋ-
πάρχουσα τοιχοδομία στα ανατολικά του τελευταίου αυτού ζεύγους των πεσσών έχει πλάτος 0,64
μ., αποτελεί την καθ’ ύψος συνέχεια των διαχουριστικών τοίχων του Ιερού και ανήκει στην κατα­
σκευή της βασιλικής. Στην τοιχοποιία αυτή υπάρχει σε κάθε πλευρά από ένα μονόλοβο παράθυρο
πλάτους 0,63 μ. περίπου, καθώς και ο ανατολικός σταθμός ενός δεύτερου παραθύρου και μέρος
της ημικυκλικής απόληξής του. Το άνοιγμα του δεύτερου από τα ανατολικά παραθύρου και των
δύο τοίχων έχει πληρωθεί από τη μεταγέστερη τοιχοποιία, η οποία διευρύνεται και σχηματίζει τον
πεσσό (Σ χέδ. 10’ Πίν. 66β).
Οι παραστάδες απέναντι από τα τρία ζεύγη τοον τετράπλευρων πεσσών έχουν μήκος ίσο, περίπου,
με εκείνο της πλευράς τους, δηλαδή 0,95-0,99 μ. Το βάθος των αψιδωμάτων στο βόρειο τοίχο είναι
0,23 μ. και στο νότιο, ο οποίος είναι κατά 0,09 μ. παχύτερος από το βόρειο, είναι 0,32 μ., ενώ το
πάχος του διαφράγματος τους είναι το ίδιο και ίσο προς 0,50 μ. Όσον αφορά στην κατασκευή των
εξωτερικιόν τοίχων θα πρέπει να σημειωθεί εδοο ότι οι εξωτερικές παραστάδες βρίσκονται στην
ίδια περίπου θέση με τις εσοπερικές και έχουν περίπου τις ίδιες διαστάσεις με μικρές αποκλίσεις.
Τα συμμετρικά, ως προς τον κατά μήκος άξονα του ναού, διαμερίσματα επάνω από τα πλάγια κλίτη,
είναι ομοιόμορφα. Ομοιόμορφα είναι, επίσης, ως προς τον εγκάρσιο άξονα, το πρώτο και το τρίτο
από τα δυτικά ζεύγος διαμερισμάτων. Η ομοιομορφία στην κατασκευή δεν παρατηρείται μόνο στο
επίπεδο της κάτοψης, αλλά και της ανιυδομής. Σε κάθε ένα από τα διαμερίσματα του πριύτου και
του τρίτου, από τα δυτικά, ζεύγους, τέσσερα τόξα με ημικυκλική χάραξη γεφυρώνουν τα στηρίγμα­
τα μεταξύ τους και ορίζουν τετράπλευρους χοίρους στη στάθμη της ανωδομής με σχήμα ελαφρώς
ακανόνιστο. Οι πλευρές των χώρων αυτών είναι σχεδόν ίσες μεταξύ τους και κυμαίνονται μεταξύ
1,70 και 1,80 μ. Οι γενέσεις των τόξων βρίσκονται σε ύφ»ος 1,30 μ. περίπου στα δυτικά διαμερίσμα­
τα και 1,40 μ. στα ανατολικά, πάνιο από τη στάθμη του δαπέδου, ενώ τα κλειδιά τους βρίσκονται σε

106
ύψος παράθυρα (Πίν. 93α). Το ανώτερο είναι μονόλοβο, πλάτους 0,33 και ύψους 0,50 μ., και
διαμορφώνεται από πλίνθινο πλαίσιο, το οποίο περιβάλλεται από μονή πλίνθινη ταινία. Η ποδιά
του παραθύρου βρίσκεται στη στάθμη των γενέσεων του τόξου του αψιδώματος. Δεν διακρίνεται
εδώ, εάν η στάθμη αυτή ορίζεται από πλίνθινη οδοντωτή ταινία, αφού καλύπτεται από επίχρισμα,
το οποίο φέρει στην αντίστοιχη θέση γραπτή ταινία με τη μορφή ιχθυάκανθας από κόκκινα στοι­
χεία σε λευκό βάθος. Το μονόλοβο παράθυρο πλαισιώνεται από γραπτά τεταρτοκυκλικά αψιδώ-
ματα, τα οποία διαμορφώνονται από γραπτό πλίνθινο πλαίσιο, το οποίο με τη σειρά του περιβάλ­
λεται από πλίνθινη γραπτή ταινία. Στα δύο αυτά στοιχεία εγγράφονται φυτικά κοσμήματα. Το δεύ­
τερο παράθυρο, που ανοίγεται κάτω από το μονόλοβο, είναι ορθογώνιο με πλάτος 0,45 και ύψος
0,66 μ. Οι σταθμοί και το ανιόφλι του διαμορφώνονται από μαρμάρινα στοιχεία που καλύπτονται
κατά το μεγαλύτερο τμήμα τους από επίχρισμα και έχουν πλάτος 0,08 μ., ενώ η ποδιά του δια­
μορφώνεται από πλίνθους πάχους 0,035 μ.
Από τις παραπάνω παρατηρήσεις γίνεται σαφές ότι στην όψη αυτή, όπως άλλωστε και στη νότια
και τη δυτική, τα παράθυρα που ανοίγονται κάτω από την οριζόντια οδοντωτή ταινία, η οποία ορί­
ζει τις γενέσεις της τοξωτής απόληξης των αψιδωμάτων, δεν ανήκουν στην αρχική κατασκευή των
υπερώων, αλλά αποτελούν μεταγενέστερες διανοίξεις. Εξάλλου, όπως είδαμε, μεταγενέστερη
είναι και η σημερινή μορφή της βόρειας θύρας. Επίσης, θα πρέπει να παρατηρήσομε και σε αυτή
την όψη ότι τα τόξα των αψιδωμάτοτν της δεν κατασκευάσθηκαν μαζί με την υπόλοιπη τοιχοποι­
ία και τα ανοίγματά της, αλλά κτίσθηκαν ανεξάρτητα, υος επένδυση της κύριας, φέρουσας κατα­
σκευής.
Στη βόρεια όψη διακρίνονται τέσσερις σκαλότρυπες που ανοίγονται από μία σε κάθε παραστάδα,
σε ύψος 0,16 μ. στη δυτικότερη και 0,50 μ. στις υπόλοιπες, πάνω από την οριζόντια οδοντωτή ται­
νία. Υπάρχουν δύο ακόμη σκαλότρυπες, εκ τοον οποίων η πρώτη ανοίγεται στο διάφραγμα του αψι-
δοόματος στα δυτικά της θύρας και η δεύτερη στην προτελευταία ανατολική παραστάδα. Οι σκα­
λότρυπες αυτές ορίζουν ένα δεύτερο επίπεδο εργασίας, 1,15 μ. χαμηλότερα από εκείνο που ορί­
ζεται από την προηγούμενη σειρά. Τέλος, υπάρχει μία ακόμη οπή, η οποία ανοίγεται στη δυτική
γωνιακή παραστάδα, λίγο χαμηλότερα από την προηγούμενη σειρά, ανεξάρτητα από δάπεδα
εργασίας ικριωμάτιυν, και παρουσιάζει μία ιδιαίτερη διαμόρφοοση. Το βάθος της δεν αποτελείται
από μία παράλληλη, προς την όψη του ναού, επιφάνεια, αλλά από μία καμπύλη, που στρέφεται
προς τα δυτικά, ενώ ο πυθμένας της διαμορφώνεται από λαξευτό πωρόλιθο με κλίση προς τα έξω.
Τα στοιχεία αυτά είναι χαρακτηριστικά για τη διαμόρφωση μιας υδρορροής. Η ύπαρξη υδρορροής
στο σημείο αυτό και η λειτουργία της έχει μεγάλη σημασία για την ανάλυση των κατασκευαστικών
φάσεων του μνημείου και θα ερμηνευθεί διεξοδικά σε επόμενη ενότητα.

Οι τρούλοι και η στέγαση του ναού


Έ να από τα πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία του Αγίου Δημητρίου είναι η διαμόρφωση της στέγα­
σής του σε σχήμα σταυρού με τους πέντε τρούλους και οι τοξωτές απολήξεις των αψιδωμάτιον, που
εκφράζουν την εσωτερική οργάνωση της θολοδομίας των υπεριυων και δημιουργούν στο μνημείο
μία επίστεψη με κυματοειδές περίγραμμα. Εδιύ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σημερινή μορφή τιυν
στεγών και της κεράμωσής τους είναι αποτέλεσμα εργασιών αναστήλωσης. Στις φωτογραφίες του
Gabriel Millet διακρίνονται κωνικές στέγες πάνω από τους τρούλους, μονοκλινείς με κλίση προς
το εσωτερικό του ναού στα τόξα των δύο ανατολικιόν ακραίων αψιδωμάτων, τα οποία εφάπτονται
το ένα στο κωδωνοστάσιο και το άλλο στο διώροφο κτίριο στην ανατολική πλευρά του βόρειου
αίθριου του συγκροτήματος, και δικλινείς οξυκόρυφες πάνω από τα τόξα των υπόλοιπων αψιδω-
μάτων. Οι στέγες αυτές καλύπτονταν από βυζαντινά κεραμίδια παλαιού τύπου, με πλατείς στρω­
τήρες μικρής καμπυλότητας.
Οι τέσσερις μικροί τρούλοι στις γωνίες του σταυρικού σχήματος της ανωδομής των υπερώων έχουν
σε κάτοψη (Σ χέδ. 16) χάραξη εσωτερικά κυκλική και εξωτερικά οκταγωνική. Ο εσωτερικός

148
αποτελούν τις κατά μήκος κεραίες ενός σταυρικού σχήματος, ενώ οι κυλινδρικοί θόλοι πάνω από
τα μεσαία, πλάγια διαμερίσματα των υπερώων αποτελούν τις εγκάρσιες κεραίες του. Μεταξύ των
ημικυλινδρικών θόλιυν, στην αλληλοτομία των κεραιών του σταυρού, παρεμβάλλεται ο τετράγιονος
χώρος έδρασης του κεντρικού τρούλου. Η οργάνωση των υπερώων με τον κεντρικό τρούλο στη
θέση αλληλοτομίας των κεραιών του σταυρού και τα τέσσερα ομοιόμορφα διαμερίσματα που
καλύπτονται από τρουλίσκους στις γωνίες του, δημιουργούν στη στάθμη αυτή μία σύνθεση πεντά-
τρουλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού.
Ο κεντρικός τρούλος του ναού στηρίζεται πάνω στα μετωπικά τόξα των δύο κατά μήκος και των
δύο εγκάρσιων ημικυλινδρικών θόλων των κεραιών του σταυρού με την παρεμβολή σφαιρικών τρι-
γώνοον. Το κέντρο του τρούλου έχει ορισθεί στο σημείο τομής του κατά μήκος άξονα του μεσαίου
κλιτούς και της ευθείας, που ενώνει τα κέντρα των δύο μεσαίων κιόνων στο ισόγειο του ναού.
Τα μετωπικά τόξα και των τεσσάρων κυλινδρικοί θόλων στηρίζονται στα δύο ζεύγη τιυν τετρά­
πλευρων πεσσών των υπερώων (Σ χ έ δ. 2, 5, 10). Οι γενέσεις τους συμπίπτουν, τα κλειδιά τους βρί­
σκονται στην ίδια ακριβώς στάθμη και τα μέτωπά τους έχουν ύψος 0,30 μ. Το τετράπλευρο σχήμα
που ορίζεται από τους πεσσούς έχει άνισες τις πλευρές του. Οι κατά το μήκος του ναού πλευρές
είναι ίσες προς 3,54 μ., ενώ οι εγκάρσιες είναι ίσες προς 3,09 μ. Τα μεπυπικά τόξα των κατά μήκος
κυλινδρικών θόλιυν παρουσιάζουν μία διπλή παραμόρφωση. Τα μέτωπά τους έχουν μία μικρή από­
κλιση από την κατακόρυφο με το εξωράχιό τους να πλησιάζει προς το κέντρο του τρούλου, ενώ η
προβολή τους δεν συμπίπτει με την ευθεία που ενώνει τα σημεία των γενέσεών τους, αλλά είναι
καμπύλη με βέλος τόξου 0,13 μ., με την κορυφή της στραμμένη προς το κέντρο του ναού. Με τη διπλή
αυτή μετακίνηση, η κατά την έννοια του μήκους διάσταση του κεντρικού τετραπλεύρου μειώνεται
κατά 0,32 μ. και γίνεται από 3,54 μ. ίση προς 3,22 μ. Τα μέτωπα των δύο εγκάρσιων κυλινδρικών
θόλιυν έχουν καμπύλες τις προβολές τους με το βέλος τους στραμμένο προς τα πλάγια κλίτη και ίσο
προς 0,09 μ. νότια και 0,04 μ. βόρεια. Συνεπώς, η κατά τον εγκάρσιο άξονα διάσταση του κεντρικού
τετραγιύνου αυξάνεται κατά 0,13 μ. και από 3,09 γίνεται 3,22 μ. Διαπιστώνομε, λοιπόν, ότι ο κατα­
σκευαστής εξασφάλισε στα σημεία στήριξης του κεντρικού τρούλου ίσες μεταξύ τους αποστάσεις
κατά τους δύο άξονες του ναού.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το βασικό πρόβλημα κατασκευής του τρούλου ήταν η δημιουργία της
«τετράγωνης» βάσης του, του περιγεγραμμένου σε αυτόν τετραγώνου και τούτο, διότι το πλάτος
του μεσαίου κλιτούς είναι 3,54 μ., ενιό τα μετακιόνια των τοξοστοιχιών της βασιλικής είναι 2 μ.
περίπου. Ο τρούλος έπρεπε να καταλάβει και τα δύο μεσαία μετακιόνια της τοξοστοιχίας της βα­
σιλικής, που έδιναν, όμιυς, μία παραλληλόγραμμη επιφάνεια με πλάτος 3,54 μ. και μήκος
2x2+0,36=4,36 μ. Επομένως ήταν αναγκαία η μείωση της κατά μήκος διάστασης για τη δημιουρ­
γία του περιγεγραμμένου στον τρούλο τετραγώνου. Για το σχηματισμό, όμιυς, του τετραγώνου,
πριυταρχικής σημασίας ήταν η χρήση πεσσών ως στηριγμάτων του τρούλου, απαραίτητη και για
στατικούς λόγους. Έτσι, η μείωση τιυν αποστάσεοον των στηριγμάτων του ορόφου, σε σχέση με
εκείνες των στηριγμάτιυν του ισογείου, εξασφαλίσθηκε κατ’ αρχήν με τη χρήση των πεσσών, στη­
ριγμάτων μεγαλυτέρων σε κάτοψη έναντι των υποκείμενων κιόνων, αλλά και με την έκκεντρη
τοποθέτησή τους ως προς τους κίονες αυτούς.
Ο κεντρικός τρούλος αποτελείται από κυλινδρικό τύμπανο ύψους 1,70 και ακτίνας 1,73 μ., δηλαδή
έχει αναλογία ύψους προς πλάτος 1:2, και από ημισφαιρικό θόλο με την ίδια ακτίνα. Η διάμετρος
(3,46 μ.) του κεντρικού τρούλου είναι μεγαλύτερη κατά 0,24 μ. από την πλευρά του τετραγώνου της
βάσης του, που είναι ίση με 3,22 μ. Το κλειδί του τρούλου βρίσκεται σε ύψος 12,48 μ. πάνω από τη
στάθμη του δαπέδου του ισογείου. Η βάση του τυμπάνου του τρούλου ορίζεται από πώρινο κοσμή-
τη σύνθετης διατομής που αποτελείται από ένα κυρτό κυμάτιο πάνω με κόσμημα σχοινιού, που
απαντά και στον κοσμήτη του τρούλου της Περιβλέπτου, αστράγαλο κάτιο και ενδιάμεση σκοτία
(Πίν. 67β, 68). Ο κοσμήτης έχει συνολικό ύψος 0,12-0,13 μ., με μέγιστη προεξοχή στη θέση του
κυματίου 0,10 μ. περίπου και η κάτω επιφάνειά του βρίσκεται 9,30 μ. πάνα) από το δάπεδο του
ισογείου. Αντίθετα, η στεφάνη του θόλου δεν ορίζεται από κοσμήτη, αλλά αποτελεί συνέχεια του
τυμπάνου.
Ο τρούλος αποτελείται από οκτιό τομείς (Σχέδ. 2, 5), οι οποίοι διαμορφιύνονται τόσο στην επιφά­
νεια του σφαιρικού θόλου, όσο και στην επιφάνεια του τυμπάνου του. Μεταξύ των τομέων αυτιών
παρεμβάλλονται νευριόσεις, πλάτους 0,13 μ., οι οποίες στη βάση τους διαπλατύνονται με τρόπο
ακανόνιστο (Σ χέδ. 1· Πίν. 67β, 68α). Οι τομείς έχουν στην κορυφή τους τοξωτές απολήξεις, οι
οποίες δεν συναντώνται στο κλειδί του θόλου, αλλά σταματούν λίγο χαμηλότερα, έτσι (ώστε στην
κορυφή του θόλου να δημιουργείται ενιαία επιφάνεια με χάραξη τμήματος σφαίρας πλάτους 1,35
μ. Οι άξονες των τομέων συμπίπτουν σχεδόν με τους κύριους άξονες του ναού και τις διχοτόμους
των μεταξύ τους γωνιών. Σε κάθε τομέα κεντρικά, στην επιφάνεια του τυμπάνου ανοίγεται από
ένα μονόλοβο παράθυρο, το οποίο αρχικώς είχε την ποδιά του στον κοσμήτη και το κλειδί του 1,45
μ. πάνω από αυτόν. Σήμερα οι ποδιές αυτές είναι υπερυψιυμένες με τοιχοποιία. Η υπερύψωσή
τους ήταν αναγκαία λόγιο της αντίστοιχης υπερύψωσης της κάλυψης της στέγης με τη ρίψη υλικιόν
κατά τις διαδοχικές εργασίες ανακεράμιυσής της. Σε κάθε σφαιρικό τρίγωνο του κεντρικού
τρούλου έχει τοποθετηθεί ένα πήλινο ακουστικό αγγείο.
Στον Άγιο Δημήτριο η επικοινωνία του ισογείου με τα υπεριύα του ναού είναι εξωτερική με τις δύο
θύρες, οι οποίες ανοίγονται στα δυτικά αψιδιύματα της βόρειας και της νότιας όψης. "Ιχνη κάποιας
παλαιότερης εσωτερικής, πιθανιύς, επικοινωνίας, όπως στην Οδηγήτρια δεν υπάρχουν. Η νότια
θύρα έχει εσωτερικά πλάτος 0,95 μ. και οι σταθμοί της συγκλίνουν προς τα έξω. "Εχει ύψος 1,67 μ.
και απολήγει εσοπερικά σε οριζόντιο ανιύφλι, που διαμορφώνεται με μικρά ξύλινα δοκάρια. Η
βόρεια θύρα έχει πλάτος εσωτερικά 1 μ. και οι σταθμοί της είναι μεταξύ τους παράλληλοι. Το ανώ­
φλι της διαμορφώνεται με τόξο ημικυκλικής σχεδόν χάραξης (Π ίν. 65β), με ελαφριύς χαμηλωμένο
το κέντρο του και διάμετρο 1,42 μ., το οποίο κλείνει με διάφραγμα σε εσοχή ως προς την εσωτερι­
κή επιφάνεια του τοίχου, πάχους 0,17 μ. Το τόξο είναι ευρύτερο από το άνοιγμα και κατά την
ανατολική πλευρά του η γένεσή του δεν αποτελεί συνέχεια του σταθμού. Η διαφορά ανάμεσα στο
πλάτος του ανοίγματος και του τόξου του, καθώς και το μειωμένο πάχος του διαφράγματος του σε
σχέση με εκείνο του αψιδιύματος, υποδηλώνουν κάποια μεταγενέστερη μετατροπή στη μορφή της
θύρας.
Ο φωτισμός στο δυτικό χιύρο των υπερώοον εξασφαλίζεται από μικρά παράθυρα που ανοίγονται
στα αψιδώματα. Πάνω από τη νότια θύρα υπάρχει παράθυρο, εσωτερικά μονόλοβο και εξωτερι­
κά δίλοβο, πλάτους 0,50 και ύψους 0,68 μ. Ο αριστερός σταθμός του συμπίπτει με τον άξονα του
αψιδιύματος. Στο μεσαίο διαμέρισμα της δυτικής πλευράς ανοίγεται ένα μονόλοβο παράθυρο,
κεντρικά τοποθετημένο στην τοξωτή επιφάνεια του διαφράγματος του αψιδιύματος. "Εχει πλάτος
0,50 και ύψος 0,75 μ. Κάτω από το παράθυρο αυτό, 0,19 μ. χαμηλότερα από την ποδιά του ανοίγ­
ματος υπάρχει κόγχη, η οποία διαμορφώθηκε με το κτίσιμο ενός παλαιότερου ανοίγματος, το
οποίο, όπως θα δούμε στην περιγραφή της δυτικής όψης των υπεριύων, είναι μεταγενέστερο από
τη φάση ανέγερσής τους.
Στο νότιο αψίδωμα της δυτικής πλευράς ανοίγεται, επίσης, ένα παράθυρο στην τοξωτή επιφάνεια
του αψιδώματος, το οποίο είναι εσωτερικά μονόλοβο και εξωτερικά δίλοβο. "Εχει πλάτος 0,45 και
ύψος 0,86 μ. Λίγο χαμηλότερα, 0,15 μ. κάτω από την ποδιά του ανοίγματος, διαμορφώνεται κόγχη
με οριζόντια απόληξη και ανακουφιστικό τόξο πάνω από αυτή. Η κόγχη, όπως και εκείνη του
μεσαίου αψιδώματος, διαμορφώθηκε, με μεταγενέστερη διάνοιξή της, σε άνοιγμα που αργότερα
ξανακτίσθηκε. Στο βόρειο αψίδωμα του δυτικού υπεριόου ανοίγεται στην ημικυκλική του επιφά­
νεια ένα μικρό μονόλοβο παράθυρο πλάτους 0,35 και ύψους 0,62 μ. και κάτω από αυτό υπάρχει
μικρή τοξωτή κόγχη πλάτους 0,33 και ύψους 0,80 μ. περίπου. Βλέπομε, λοιπόν, ότι και στα τρία
αψιδιύματα του δυτικού υπεριόου υπάρχει η ίδια διαμόρφωση, με ένα παράθυρο που ανοίγεται
στην τοξωτή επιφάνεια του τυμπάνου και έχει την ποδιά του στη στάθμη των γενέσεων του αψι-
διύματος και κάτω από αυτό μία κόγχη.
Το πρώτο και το τρίτο ζεύγος διαμερισμάτων πάνω από τα πλάγια κλίτη φωτίζονται από τα παρά­
θυρα που ανοίγονται στους μικρούς τρούλους και τους πλάγιους τοίχους. Στο τύμπανο κάθε μικρού
τρούλου ανοίγονται από οκτώ παράθυρα, στη θέση των δύο αξόνων του ναού και των διχοτόμων
των γωνιών, που αυτοί ορίζουν. Τα παράθυρα αυτά έχουν πλάτος 0,20 και ύψος 0,60-0,65 μ. Η

109
ποδιά τους αρχικούς βρισκόταν στη στάθμη του κοσμήτη, αργότερα όμως υπερυψώθηκε κατά 0,20
μ. με πρόσθετη τοιχοποιία (Πίν. 67α, 69α).
Στον εξωτερικό τοίχο του δυτικού ζεύγους των διαμερισμάτων ανοίγονται από δύο καθ’ ύψος
συνεχόμενα παράθυρα. Το επάνιο παράθυρο και στα δύο διαμερίσματα ανοίγεται στην τοξωτή
επιφάνεια του αψιδώματος και είναι μονόλοβο με πλάτος 0,38 και ύψος 0,42 μ. Η ποδιά στο βόρειο
παράθυρο βρίσκεται 1,68 μ. πάνω από τη στάθμη του δαπέδου, ενώ στο νότιο 1,80 μ., λίγο ψηλό­
τερα δηλαδή, με αποτέλεσμα η τοξωτή του απόληξη να καλύπτεται, κατά το ανώτερο τμήμα της,
από το τόξο του αψιδώματος. Το κάτιο παράθυρο και στα δύο διαμερίσματα είναι μεγαλύτερο από
το υπερκείμενό του και η απόληξή του είναι τόξο κύκλου. Το κλειδί της βρίσκεται 0,18 μ. κάτω από
την ποδιά του επάνω παραθύρου, όσο το ύψος δηλαδή ενός θολίτη. Το παράθυρο αυτό στο βόρειο
διαμέρισμα έχει πλάτος 0,62, ύψος 0,88 και η ποδιά του βρίσκεται 0,60 μ. πάνω από τη στάθμη του
δαπέδου. Στο νότιο διαμέρισμα έχει πλάτος 0,72, ύψος 0,48 και η ποδιά του βρίσκεται 1,12 μ. πάνω
από τη στάθμη του δαπέδου.
Στο βόρειο από τα διαμερίσματα του δυτικού ζεύγους υπάρχει μία λεπτομέρεια στην κατασκευή
των παραθύρων, η οποία αφορά στη στατική δομή των υπερώων στο σύνολό της. Η ποδιά του
επάνιυ παραθύρου βρίσκεται εσωτερικά 0,10 μ. ψηλότερα από ό,τι εξοοτερικά. Η διαμόρφωση της
ποδιάς έχει καταστραφεί και έτσι διακρίνεται, πίσω από τους θολίτες του υποκείμενου παρα­
θύρου, από μία ξυλότρυπα σε κάθε σταθμό του. Οι ξυλότρυπες αυτές είναι τοποθετημένες στο
μέσον περίπου της τοιχοποιίας, έχουν διατομή 0,09x0,013 μ. και βάθος απεριόριστο, γεγονός που
φανεριόνει ότι πρόκειται για υποδοχές ξυλοδεσιών.
Στο βόρειο από τα διαμερίσματα του τρίτου, από τα δυτικά, ζεύγους ανοίγονται επίσης δύο συνε­
χόμενα καθ’ ύψος παράθυρα, όχι κεντρικά τοποθετημένα, αλλά με ελαφρώς μετατοπισμένο προς
τα ανατολικά τον άξονά τους. Το κάτω παράθυρο έχει ελαφρώς καμπυλωμένο ανώφλι. Η ποδιά
του βρίσκεται 0,68 μ. πάνω από το δάπεδο, έχει ύψος 0,88 και πλάτος 0,39 μ. Πάνω από το κλειδί
αυτού του παραθύρου, 0,22 μ. ψηλότερα, ανοίγεται στην τοξιοτή επιφάνεια του διαφράγματος του
αψιδοψιατος μικρό μονόλοβο παράθυρο, ύψους 0,43 και πλάτους 0,32 μ. Στη βάση των σταθμών του
διακρίνονται πάλι οπές ξυλοδεσιάς, που βρίσκονται στην ίδια ακριβώς στάθμη με τις ανάλογες
τρύπες, τις οποίες συναντήσαμε στο αντίστοιχο διαμέρισμα του πρώτου από τα δυτικά ζεύγους.
Στο νότιο διαμέρισμα ανοίγεται ένα μόνο μικρό παράθυρο, κεντρικά τοποθετημένο στην ημικυ-
κλική επιφάνεια του διαφράγματος του αψιδώματος, με πλάτος 0,25 και ύψος 0,56 μ. Το κλειδί του
συμπίπτει με το κλειδί του αψιδιύματος (Π ίν. 69α).
Στο δεύτερο από τα δυτικά ζεύγος διαμερισμάτων, που αντιστοιχεί στις εγκάρσιες κεραίες της
σταυρικής ανωδομής, ανοίγονται πάλι από δύο συνεχόμενα καθ’ ύψος παράθυρα. Και στα δύο
διαμερίσματα το επάνω παράθυρο ανοίγεται στην τοξωτή επιφάνεια του διαφράγματος του αψι-
δώματος και είναι τρίλοβο με υπερυψωμένο το μεσαίο λοβό. Οι λοβοί μεταξύ τους χωρίζονται από
αμφικιονίσκους με κολουροπυραμιδοειδή επιθήματα και βάσεις. Το βόρειο παράθυρο έχει πλάτος
εσοπερικά 1,45 και το νότιο 1,36 μ. Το ύψος τους στο κλειδί του μεσαίου λοβού είναι 1,20 μ.
περίπου. Η ποδιά τους βρίσκεται σε ύψος 1,78 μ. στο βόρειο και 1,90 μ. στο νότιο, πάνω από το
δάπεδο. Στο βόρειο παράθυρο η τοιχοποιία παρουσιάζει πάνω από τη στάθμη της ποδιάς μία
μικρή υπερύψωση, 0,10 μ., η οποία φθάνει μέχρι τη βάση των κορμών των αμφικιονίσκων και
σώζεται μόνο στην περιοχή κάτω από αυτούς. Στους δύο σταθμούς του ανοίγματος, όπου δεν υπάρ­
χει πλέον η υπερύψωση, διακρίνονται πάλι οι οπές της ξυλοδεσιάς. Στο νότιο παράθυρο (Πίν.
71β) η ποδιά του διαμορφώνεται με κλίση της τοιχοποιίας από μέσα προς τα έξω.
Βλέπομε, λοιπόν, ότι στη στάθμη των γενέσεων των αψιδωμάτων περνούσε μία ξυλοδεσιά στο
μέσον περίπου του πάχους της τοιχοποιίας. Η ξυλοδεσιά, από την οποία σήμερα δεν διακρίνονται
υπολείμματα, καλυπτόταν από τη διαμόρφωση της τοιχοποιίας στην ποδιά των παραθύρων και
στην περίπτωση τιυν τρίλοβων παραθύρων περνούσε κάτω από τους αμφικιονίσκους τους. Η θέση
της ξυλοδεσιάς στην τοιχοποιία παρουσιάζει μικρές μετατοπίσεις της τάξεως των 0,10 μ., κατά τον
οριζόντιο και τον κατακόρυφο άξονα, η οποία οφείλεται στον τρόπο ένωσης των ξύλων, που πραγ­
ματοποιείται με την απλή υπερκάλυψη τοον άκρων τους.

110
Στο νότιο από τα διαμερίσματα του δεύτερου, από τα δυτικά, ζεύγους το κάτιο παράθυρο είναι
μονόλοβο με οριζόντιο ανώφλι που διαμορφώνεται κατά την εσωτερική πλευρά της τοιχοποιίας στο
ύψος των γενέσεων του λοβού. Έχει πλάτος 0,52 και ύψος 0,97 μ. Το κλειδί του βρίσκεται 0,16 μ.
κάτω από την ποδιά του τρίλοβου παραθύρου και η ποδιά του 0,78 μ. πάνα) από το δάπεδο. Στο
βόρειο διαμέρισμα το κατασκευαστικό άνοιγμα του κατώτερου παραθύρου έχει καμπύλη εσωτερι­
κά απόληξη με ακανόνιστη χάραξη, πλάτος 1,10 και ύψος 0,88 μ. Το κλειδί του βρίσκεται 0,22 μ. κάτω
από την ποδιά του τρίλοβου παραθύρου και η ποδιά του 0,68 μ. πάνω από τη στάθμη του δαπέδου.
Στο άνοιγμα αυτό διαμορφώνονται δύο μικρότερα, ίσα μεταξύ τους, ορθογοίνια παράθυρα.
Στο ανατολικότερο ζεύγος διαμερισμάτων η πλάγια, εξωτερική τους πλευρά δεν ανοίγεται προς
τα έξω, διότι βρίσκεται πίσω από άλλα προσκτίσματα, δηλαδή το διώροφο κτίριο στην ανατολική
πλευρά του βόρειου αίθριου στα βόρεια και το κωδωνοστάσιο στα νότια, με το οποίο επικοινωνεί
μέσω θύρας. Η εσοπερική, προς το μεσαίο κλίτος, πλευρά των δύο αυτών διαμερισμάτων, όπως
είδαμε και προηγουμένως, παρουσιάζει μία τελείως διαφορετική διαμόρφωση από εκείνη της
υπόλοιπης σύνθεσης τοπ υπερώων και δεν ανοίγεται, όπως τα διαμερίσματα στα δυτικά τους, προς
τον κεντρικό χοίρο του ναού. Τούτο οφείλεται στο ότι η συγκεκριμένη τοιχοποιία ανήκει στο
συμπαγή οικοδομικό οργανισμό της βασιλικής και συγκεκριμένα στο τμήμα εκείνο του φωταγωγού
της που αντιστοιχεί στους υποκείμενους διαχωριστικούς τοίχους του Ιερού και που αργότερα
ενσωματώθηκε στην κατασκευή των υπεραίων. Στα τμήματα αυτά της τοιχοποιίας του φωταγωγού
που σώζονται, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, και σε απόσταση 0,61 μ. από το ανατολικό
πέρας του ναού, ανοίγονται από δύο μονόλοβα παράθυρα σε κάθε πλευρά, εκ των οποίων το
ανατολικό κάθε χώρου διατηρεί την πλήρη του μορφή, ενώ το δυτικό τον ανατολικό σταθμό του
και τμήμα της ημικυκλικής του απόληξης. Τα παράθυρα έχουν πλάτος 0,63 μ. περίπου και ύψος
1,30 μ. Στο νότιο παράθυρο η ποδιά του βρίσκεται 0,24 μ. πάνω από το δάπεδο των υπερώων (Π ίν.
70α), ενώ στο βόρειο υπάρχει μία πρόσθετη υπερυψιυμένη ποδιά, που έχει ύψος και πάχος 0,30 μ.
και είναι κτισμένη προς την εξωτερική πλευρά του παραθύρου. Τα ίχνη μίας ίδιας ποδιάς, η οποία
όμως κατεδαφίσθηκε, σώζονται πάνω στους σταθμούς του ανατολικού παραθύρου στη νότια πλευ­
ρά του φωταγωγού. Κάτιο από την υπερυψωμένη αυτή ποδιά θα πρέπει να άρχιζε η κατασκευή της
μονοκλινούς στέγης των πλάγιων κλοιόν της βασιλικής.
Τα δύο δυτικά παράθυρα που μερικώς σώζονται από τον οργανισμό του φωταγιυγού, δείχνουν ότι
και αυτά θα είχαν τις ίδιες περίπου διαστάσεις με τα προηγούμενα. Τα παράθυρα του φιυταγιυγού
θα πρέπει να επαναλαμβάνονταν σε όλο το μήκος του και το δυτικό του πέρας, όπως και το ανατολι­
κό, θα πρέπει να διαμορφωνόταν με πλήρες διάστημα. Επομένο)ς, σε κάθε πλευρά του φωταγιυγού
ανοίγονταν αρχικώς από εννέα μονόλοβα παράθυρα, τα οποία εναλλάσσονταν με πλήρη διαστή­
ματα, ισοπλατή με τα κενά, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχομε από τις επιφάνειες που σκίζονται.
Στο νότιο διαμέρισμα των υπερώων, δεξιά και πάνω από το ανατολικό παράθυρο του φωταγωγού,
τα επιχρίσματα έχουν τοπικά καταστραφεί και έχει αποκαλυφθεί η μορφή της αρχικής τοιχοποι­
ίας (Πίν. 69β). Η τοξωτή απόληξη του παραθύρου διαμορφώνεται από λαξευτούς σφηνοειδείς
θολίτες και πλίνθους ύψους 0.12 μ., που περιβάλλονται από πλίνθινη ταινία, η οποία στη στάθμη
της γένεσης του τόξου στρέφεται οριζόντια σε όλο το μήκος της επιφάνειας έως τη γωνία του
χοίρου. Στην επιφάνεια κάτω από την οριζόντια πλίνθινη ταινία, η τοιχοποιία που διακρίνεται
είναι κατασκευασμένη κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Σε απόσταση 0,25 μ. πάνω από το
κλειδί του παραθύρου διακρίνεται οριζόντιος συνεχής αρμός, ο οποίος αποτελεί το όριο μεταξύ
της αρχικής τοιχοδομίας του φωταγωγού και της μεταγενέστερης των υπερώων.
Ο φωταγωγός κατά τις πλάγιες, μακρές πλευρές του διατηρεί ένα τμήμα μόνον του αρχικού του
οργανισμού, ενώ η ανατολική πλευρά του σώζεται σχεδόν ολόκληρη, εκτός από τη διαμόρφωση
του αετώματος της. Στην πλευρά αυτή διατηρείται το παράθυρο του φωταγωγού, το οποίο εξωτε­
ρικά είναι δίλοβο και εσωτερικά ορθογώνιο. Αντίθετα, η δυτική όψη του φωταγωγού δεν σώζεται,
διότι στη θέση της έχει κατασκευασθεί το δυτικό ζεύγος των πεσσών των υπερώων.
Μεταξύ των μονόλοβων παραθύρων του φωταγωγού παρεμβάλλονται τοιχογραφίες με μορφή ενός
προφήτη σε κάθε επιφάνεια. Το άνω τμήμα του φωτοστέφανου τοτν μορφών έχει καταστραφεί λόγω

111
της κατεδάφισης της κορυφής του φωταγωγού. Το πέρας της ψηλότερης αυτής ζιύνης των τοιχογρα­
φούν της βασιλικής, με ολοκληρωμένη τη χάραξη του φωτοστέφανου συν το πάχος μιας οριζόντιας
διαχειριστικής κόκκινης ταινίας, θα πρέπει αρχικούς να βρισκόταν 0,50-0,60 μ. πάνω από το κλειδί
των μονόλοβων παραθύρων του φοοταγουγού, δηλαδή 0,30 μ. περίπου πάνω από την ποδιά του
δίλοβου παραθύρου στην ανατολική του όψη. Η στάθμη της ποδιάς αυτής ορίζεται από μία οριζό­
ντια διαχειριστική κόκκινη ταινία του βυζαντινού στρούματος των τοιχογραφιών της ανατολικής
πλευράς του Ιερού Βήματος.
Τα μονόλοβα παράθυρα του φειταγωγού έκλειναν με κάποιο πέτασμα, του οποίου η θέση διακρί-
νεται από το τελείωμα των τοιχογραφιιύν στο εσωτερικό των σταθμιόν και στο εσιυράχιο των λο-
βούν σε απόσταση 0,40 μ. περίπου από την εσωτερική, προς το μεσαίο κλίτος, επιφάνεια του τοίχου
(Π ίν. 70α). Μέσα από τη θέση του πετάσματος, στη στάθμη των γενέσεων του λοβού διακρίνονται
σήμερα οι οπές από τις οποίες διερχόταν ξυλοδεσιά.
Στο ανατολικό αψίδοφια και των δύο ανατολικών διαμερισμάτων ανοίγεται από μία μικρή
ορθογωνική κόγχη με βάθος 0,30 και πλάτος 0,90 μ. Στο νότιο διαμέρισμα η κόγχη έχει ημικυκλι-
κή απόληξη και ύψος 1,12 μ., ενού στο βόρειο διαμέρισμα η απόληξή της αποτελεί τμήμα κύκλου
και το ύψος της είναι 0,86 μ. Στο διάφραγμα και των δύο μικρούν κογχών υπάρχει παράθυρο με κτι­
σμένο το άνοιγμά του. Αυτό καταλαμβάνει όλο το πλάτος της κόγχης και το οριζόντιο ανοόφλι του
βρίσκεται στο ύψος των γενέσεων της τοξωτής του απόληξης. Το νότιο παράθυρο περιβάλλεται
από διπλό βαθμιδωτό πλαίσιο.
Στο νότιο διαμέρισμα κάτω από την κόγχη βρίσκεται κτισμένο στο δάπεδο κιονόκρανο ανεστραμ­
μένο, του οποίου διακρίνεται η μία ζώνη με κόσμημα από φύλλα καλάμου. Στο βόρειο διαμέρισμα
πάνω από την ανατολική κόγχη ανοίγεται μικρό μονόλοβο παράθυρο με πλάτος 0,27 και ύψος 0,45
μ. Η καμπύλη απόληξή του καλύπτεται μερικώς από το τόξο του αψιδώματος. Στο βόρειο αψίδω-
μα του διαμερίσματος αυτού ανοίγεται μικρή κόγχη με διαστάσεις 0,65x0,65 μ. Οι παραπάνω ιδι­
αίτερες κατασκευές με τις κόγχες και το ανεστραμμένο κιονόκρανο, που κατά πάσα πιθανότητα
αποτελούσε τη βάση Αγίας Τράπεζας, καθώς και ο απομονωμένος χαρακτήρας των χώρων, μας
οδηγούν στην υπόθεση ότι το ανατολικό ζεύγος διαμερισμάτων ήταν χώροι με ιδιαίτερη λειτουρ­
γία, δηλαδή παρεκκλήσια.
Τα δύο ανατολικότερα διαμερίσματα σε κάθε πλευρά των υπερούων αποτελούσαν μία ενότητα
απομονωμένη από τον υπόλοιπο ναό. Το ανατολικό διαμέρισμα κάθε πλευράς, όπαις είδαμε, κλεί­
νει προς το μεσαίο κλίτος από τη συμπαγή προύπάρχουσα κατασκευή του φωταγωγού, ενώ το δια­
μέρισμα στα δυτικά του είχε και αυτό κλεισμένη την αντίστοιχη πλευρά του μεταξύ των πεσσών με
τοιχοποιία, η οποία σήμερα διατηρείται μόνον έως τη στάθμη ενός στηθαίου. Η δυτική πλευρά των
διαμερισμάτων αυταύν κλείνει με τοιχοποιία πάχους 0,36 μ. στο νότιο διαμέρισμα και 0,42 μ. στο
βόρειο. Η κατασκευή της ξεχωρίζει από την κατασκευή των πεσσών με ένα λεπτό αρμό, που σχη­
ματίζεται στο επίχρισμα. Ο αρμός δεν υποδηλώνει υποχρεωτικά ξεχωριστή κατασκευαστική φάση,
η μορφή, όμως, των μικρούν θυρών που ανοίγονται στους τοίχους αυτούς, με την οξυκόρυφη απόλη­
ξη, η οποία είναι ιδιαίτερα τονισμένη στο νότιο διαμέρισμα (Π ίν. 70β-γ), θα μπορούσε να τοποθε­
τήσει την κατασκευή αυτών τιυν τοίχων στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Κατά την εποχή αυτή ίσως
κτίσθηκε η τοιχοποιία μεταξύ των πεσσοόν στο δεύτερο, από τα ανατολικά ζεύγος, κλείσθηκαν, επί­
σης, τα παράθυρα στο ανατολικό αψίδωμα του ανατολικού ζεύγους διαμερισμάτων και μετατράπη­
καν σε κόγχες και έτσι τα δύο ανατολικά ζεύγη διαμερισμάτων στα υπερώα με τον απομονωμένο
χαρακτήρα έγιναν ιδιαίτεροι χιυροι λατρείας. Σε μεταγενέστερη ακόμα εποχή, το βορειοανατολικό
διαμέρισμα απομονώθηκε τελεάυς με το κτίσιμο της νοτιάς του πλευράς με ευτελή κατασκευή, που
διατηρείται σήμερα στο ύψος ενός στηθαίου.
Τα υπόλοιπα διαμερίσματα των υπεριοων ανοίγονται στο μεσαίο κλίτος του ναού και επικοι­
νωνούν με αυτό οπτικά. Τα μεταξύ των πεσσοόν κενά κλείνουν με στηθαία, κυρίως από μαρμάρι­
να θωράκια, τα οποία αποτελούν το μοναδικό στοιχείο διακόσμου στην κατά τα άλλα λιτή κατα­
σκευή των υπεριυιυν. Στα δύο ενδιάμεσα διαμερίσματα που αντιστοιχούν στις εγκάρσιες κεραίες
του σταυρού, το στηθαίο κάθε πλευράς αποτελείται από τρία θιυράκια από γκριζωπό μάρμαρο

112
(Π ίν. 71). Τα τέσσερα ακραία θωράκια των δύο στηθαίων είναι όμοια μεταξύ τους και διαφέρουν
από τα δύο ενδιάμεσα, τα οποία και αυτά είναι μεταξύ τους όμοια. Τα ακραία θωράκια έχουν
μεγαλύτερο μήκος από τα μεσαία. Στο βόρειο στηθαίο τα ακραία θίοράκια έχουν μήκος 1,24 το
δυτικό και 1,20 μ. το ανατολικό και στο νότιο έχουν μήκος 1,20 μ. και τα δύο. Το μεσαίο θωράκιο
στο βόρειο στηθαίο έχει μήκος 0,97 και στο νότιο 0,87 μ. Αντίθετα, τα μεσαία θωράκια έχουν μεγα­
λύτερο ύψος από τα ακραία, δηλαδή είναι 0,82 έναντι 0,70-0,75 μ., εκτός από το δυτικό θωράκιο
του βόρειου στηθαίου, που και αυτό έχει ύψος 0,82 μ. Το πλάτος των θωρακίων στη νότια πλευρά
είναι 0,10 μ. περίπου (το ανατολικό είναι λεπτότερο στην κορυφή του), ενιο στη βόρεια πλευρά, το
μεσαίο, που μπορεί να μετρηθεί, είναι 0,12 μ.
Και τα έξι παραπάνω θιυράκια έχουν την ίδια βασική σύνθεση από ένα πλατύ επίπεδο πλαίσιο, το
οποίο περιβάλλει ανάγλυφο διάκοσμο, που προβάλλει σε βάθος χτυπημένο για να δεχθεί ένθετη
κηρομαστίχη, τεχνική η οποία απαντά συχνά στην παλαιολόγεια εποχή. Το κύριο θέμα της σύνθε­
σης είναι ένας σταυρός στο μέσον του θωρακίου, από την κάτω κεραία του οποίου διακλαδίζονται
βλαστοί που καμπυλούμενοι απολήγουν σε σχηματοποιημένα άνθη1%. Τα δύο μεσαία θωράκια
διαφέρουν ως προς τα υπόλοιπα τέσσερα, όχι μόνο στις διαστάσεις τους, αλλά και στη σύνθεσή
τους. Σε αυτά ο σταυρός αποτελείται από δύο λεπτές, κάθετες μεταξύ τους, κεραίες, ενώ στα
ακραία ο σταυρός είναι πλατύτερος με τρεις εγκάρσιες κεραίες που έχουν τρίλοβη απόληξη και
λίγο διαφορετική τη διάταξη των βλαστών του.
Η άνω πλευρά των θιυρακίων του κάθε στηθαίου βρίσκεται στην ίδια ευθεία, έτσι (ύστε τόσο η άνω
πλευρά του πλαισίου τους, που έχει το ίδιο πλάτος και στα τρία θιυράκια, όσο και οι Π ίνακες με
τον ανάγλυφο διάκοσμο, οι οποίοι έχουν όλοι μεταξύ τους το ίδιο ύψος, να εξασφαλίζουν οπτική
συνέχεια. Οι διαφορές ύψους μεταξύ των θωρακίων, οι οποίες οφείλονται αποκλειστικά στο
πλάτος της κάτω πλευράς του πλαισίου τους, συμπληρώνονται με την κατασκευή κτιστής βάσης.
Αντίθετα, οι διαφορές στο μήκος των θωρακίων δεν οφείλονται στην ποικιλία του πλάτους του
κάθετου πλαισίου τους, το οποίο είναι 0,12-0,14 μ. στα τέσσερα ακραία θιυράκια και 0,06-0,07 μ.
στα δύο μεσαία, αλλά οφείλεται στη διαφοροποίηση του μήκους των πινάκιυν με τον ανάγλυφο
διάκοσμο. Κατά τον τρόπο αυτό, αποκλείεται το ενδεχόμενο να μίκρυναν τις διαστάσεις των
θωρακίων κόβοντας τμήμα τιυν πλαισίων τους προκειμένου αυτά να χιορέσουν στο διαθέσιμο,
μεταξύ των δύο πεσσιον, χώρο και επομένως, τα θωράκια, τα οποία αποτελούν ένα ενιαίο συνθε­
τικό σύνολο θα πρέπει να κατασκευάσθηκαν για τη συγκεκριμένη θέση του μνημείου. Εξάλλου, το
γεγονός ότι στην υστεροβυζαντινή περίοδο η λάξευση μαρμάρινων μελών είναι πολύ δαπανηρή
για τα οικονομικά μέτρα της εποχής και η εξεύρεσή τους σε μεγάλη ποσότητα και στο απαιτού-
μενο μέγεθος δύσκολη, θα μπορούσε να δικαιολογήσει την έλλειψη απόλυτης τυποποίησης στις
διαστάσεις τους, αλλά και να υποδηλώσει την ύπαρξη τόσο κάποιας ιδιαίτερης ανάγκης για την
κατασκευή και τοποθέτησή τους στη Μητρόπολη, όσο και κάποιου πλούσιου χορηγού.
Στο νότιο διαμέρισμα τα μεταξύ των θωρακίων κενά είναι κτιστά. Στο βόρειο διαμέρισμα μεταξύ
τιυν θωρακίων των στηθαίων αυτών παρεμβάλλονται πεσσίσκοι. Ο ανατολικός πεσσίσκος έχει
διατομή οκταγωνική και ο δυτικός ορθογωνική με διαστάσεις θ,10x0,135 μ. και 0,95x13 μ., αντί­
στοιχα. Η άνω απόληξη του ανατολικού διαμορφώνεται με ανάγλυφο κύκλο εγγεγραμμένο στην
οκταγωνική διατομή του και η μορφή του υποδηλώνει ότι προέρχεται από το διάφραγμα μαρμά­
ρινου τέμπλου, ενιο ο ανάγλυφος διάκοσμος στην ανατολική πλευρά του δυτικού πεσσίσκου με
τους συμπλεκόμενους κύκλους και ρόμβους, χαρακτηριστικός του 12ου ή των αρχοίν του 13ου

ι% Στον Μυστρά υπάρχει ένα παρόμοιο θωράκιο, το οποίο βρίσκεται σε δεύτερη χρήση, στο βορειοανατολικό παρεκ-
κλήσιο της Περιβλέπτου. Δεν ανήκει, όμως, στην ενότητα των θωρακίων της Μητρόπολης, διότι διαφέρει κατά τη σύνθεση
του σταυρού, ο οποίος έχει και μία διαγώνια κεραία, και κατά το λείο βάθος του. Η Α. Λούβη θεωρεί το γλυπτό σύγχρονο
με την ανέγερση του καθολικού της μονής και ότι αρχικά ήταν θωράκιο τοποθετημένο στο υπερώο του ναού, βλ. Ιωιινί,
ό.π. (υποσημ. 81), σ. 85, 86, 179, πίν. (ΓΥΠΙ αριθ. 32.

113
Στη δυτική πλευρά της παραστάδας της πεσσοστοιχίας η τοιχοδομία του περιβόλου εισχωρεί στον
οργανισμό του δυτικού προστώου και σε απόσταση 0,20 μ. περίπου από τη γωνία, όπου εφάπτεται
αυτό με τον περίβολο, υπάρχει κατακόρυφος κατασκευαστικός αρμός. Ο αρμός ξεκινά από την
κορυφή της παραστάδας και σταματά 0,70 μ. περίπου πάνω από τη στάθμη του δαπέδου του
δυτικού αίθριου του συγκροτήματος και η τοιχοποιία της παραστάδας ενοποιείται στο κατώτερο
τμήμα της με τον οργανισμό του περιβόλου στα δυτικά της. Το κατιότερο αυτό τμήμα της
τοιχοδομίας του περιβόλου διαφέρει από εκείνη της υπόλοιπης κατασκευής του που ανήκει στην
τουρκική περίοδο και αποτελεί τμήμα μίας προγενέστερης οικοδομικής ενότητας, πάνω στην
οποία ακουμπούσε το προστώο αρχικά και είχε σχέση με την αναλημματική κατασκευή στη νότια
πλευρά του. Αργότερα, πάνω στον προϋπάρχοντα τοίχο, ο οποίος είχε μερικώς καταστραφεί, υψώ­
θηκε ο νεότερος περίβολος, του οποίου η τοιχοποιία εισχώρησε στον οργανισμό του προστώου για
να εξασφαλισθεί η σύνδεση των δύο οργανισμών. Στη μεταγενέστερη αυτή κατασκευή του περι­
βόλου θα πρέπει να ανήκει και το διάφραγμα του αψιδώματος στο νότιο άκρο του προστιύου, του­
λάχιστον κατά την εξωτερική του επιφάνεια, που υπερκαλύπτει τα επιχρίσματα του εσωραχίου του
τόξου του αψιδιύματος.
Τα διαμερίσματα του προστώου αντιστοιχούν στα πέντε ανοίγματα της πεσσοστοιχίας του και
καλύπτονται από ισάριθμους θόλους (Σ χέδ. 1, 13· Π ίν. 102). Όπως συμβαίνει και με τα αντίστοι­
χα τόξα στην όψη της πεσσοστοιχίας, οι τρεις νοτιότεροι από τους θόλους αυτούς έχουν την ίδια
μεταξύ τους μορφή, ενώ οι δύο βορειότεροι διαφέρουν τόσο από τους προηγούμενους, όσο και
μεταξύ τους. Οι θόλοι στηρίζονται στα δυτικά στους πεσσούς και στις ακραίες παραστάδες της πεσ­
σοστοιχίας, ενιό προς το ναό, στα ανατολικά, στηρίζονται σε προβόλους πακτωμένους στην
τοιχοποιία του νάρθηκα. Οι αποστάσεις των προβόλων μεταξύ τους δεν είναι ίσες και η τοποθέτη­
σή τους δεν παρουσιάζει κάποια κανονικότητα ή συσχέτιση ως προς τα στοιχεία που δια­
μορφώνουν την όψη του νάρθηκα. Έτσι, η θολοδομία του προστώου καλύπτει πολλά από τα στοι­
χεία της όψης αυτής, ενώ η δόμησή της διαχωρίζεται από εκείνη του νάρθηκα με κατακόρυφο κατα­
σκευαστικό αρμό (Π ίν. 85γ-δ, 86α, 103). Είναι φανερό ότι τα δύο κτίρια αποτελούν ανεξάρτητες
δομικές ενότητες και ότι το προστιύο ανήκει σε μεταγενέστερη κατασκευαστική φάση από το ναό.
Οι τρεις νοτιότεροι θόλοι είναι ημικυλινδρικοί, η κορυφαία τους γενέτειρα είναι παράλληλη προς
τον κατά μήκος άξονα του ναού και βρίσκεται 4,60 μ. πάνω από το δάπεδο. Οι θόλοι αυτοί καλύ­
πτουν όλο το πλάτος του προστώου, από την εξωτερική πλευρά του νάρθηκα έως τη δυτική όψη της
πεσσοστοιχίας, και στηρίζονται κατά την έννοια αυτή στο τυφλό αψίδωμα του νότιου πέρατος του
προστώου και σε τρία ημικυκλικά, με ελαφριός χαμηλωμένη χάραξη, τόξα. Τα τόξα αυτά δυτικά
βαίνουν στους πεσσούς και ανατολικά στους προβόλους που είναι πακτωμένοι στην τοιχοποιία του
νάρθηκα (Σ χέδ. 13· Πίν. 103β). Οι τρεις πρόβολοι είναι τοποθετημένοι στην ίδια περίπου στάθ­
μη, 2,15 μ. πάνω από το δάπεδο. Αντίθετα, τα κλειδιά των παραπάνω τόξων παρουσιάζουν μετα­
ξύ τους μικρές υψομετρικές διαφορές. Το νότιο τόξο βρίσκεται σε ύψος 3,25 μ. πάνω από το
δάπεδο, το μεσαίο σε ύψος 3,33 και το βόρειο σε ύψος 3,44 μ.
Όσον αφορά στην κατασκευή των παραπάνω τόξων, τα δύο νοτιότερα στο εσωράχιό τους δεν
παρουσιάζουν σταθερό πλάτος (Σ χέδ. 1). Στο νότιο τόξο ο πρόβολος, πάνω στον οποίο στηρίζε­
ται αυτό ανατολικά, έχει πλάτος 0,56 μ., δηλαδή μικρότερο από το πλάτος του αντίστοιχου μετώπου
του πεσσού και έτσι παρατηρείται μείωση στο πάχος του εσωραχίου του τόξου προς τα ανατολικά.
Στο δεύτερο, από τα νότια, τόξο, ο πρόβολος στήριξής του έχει το ίδιο πλάτος με το αντίστοιχο
μέτωπο του πεσσού, όμως, εδιύ παρατηρείται μείωση του πάχους του εσωραχίου στην περιοχή του
κλειδιού του. Στο τρίτο, από τα νότια, τόξο το νότιο μέτιυπό του αποτελεί προέκταση της αντίστοι­
χης πλευράς του πεσσού, πριν από την προσθήκη του τριγωνικού τμήματος της ενισχυτικής τοιχο­
ποιίας. Το βόρειο μέτωπο του τρίτου τόξου βρίσκεται κατά 0,20 μ. νοτιότερα από το αντίστοιχο
μέτωπο του πεσσού. Στη βόρεια αυτή περιοχή του πεσσού, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως,
η τοιχοποιία του παρουσιάζει μια διαταραχή, η οποία δείχνει ότι το τμήμα της στα βόρεια της αντί­
στοιχης πλευράς του τόξου αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη. Το εσωράχιό του τόξου βρίσκεται
στη συνέχεια του ανατολικού μετώπου της δυτικής κεραίας του πεσσού με κάτοψη σχήματος Γ και

160
όψη της πεσσοστοιχίας, του οποίου η χάραξη είναι λίγο χαμηλότερη από εκείνη της θολοδομίας
του διαμερίσματος. Τα τόξα της ασπίδας, τα παράλληλα προς την όψη του νάρθηκα, έχουν το κλει­
δί τους κατά 0,30 μ. χαμηλότερα από ό,τι τα δυο πλάγια. Το κλειδί των δυο τελευταίων αυτών
τόξων βρίσκεται 3,30 μ. πάνω από το δάπεδο του προστώου, ενώ το κλειδί της ασπίδας μόλις 0,20
μ. ψηλότερα, δηλαδή ο θόλος αυτός έχει, σχεδόν, επίπεδη χάραξη.
Η ασπίδα είναι κεντρικά τοποθετημένη ως προς το άνοιγμα μεταξύ των δύο πεσσών του τέταρτου,
από τα νότια, διαμερίσματος και τα εξωτερικά μέτωπα των πλάγιων τόξων στήριξής της απέχουν
κατά 0,20 μ. από το βόρειο μέτιυπο και το νότιο του τρίτου και τέταρτου από τα δυτικά πεσσού,
αντίστοιχα (Σ χέδ. 1). Το δυτικό τόξο της ασπίδας είναι παράλληλο προς το αντίστοιχο της πεσ-
σοστοιχίας. Το κενό μεταξύ του βορειότερου τόξου του προστώου και του βόρειου της ασπίδας
καταλαμβάνεται από ένα πρόσθετο τόξο, το οποίο ακολουθεί τη χάραξη του τόξου του προστώου,
εκτός από ένα μικρό τμήμα του στην περιοχή του πεσσού, όπου ακολουθεί τη χάραξη του βόρειου
τόξου της ασπίδας, στην κατασκευή του οποίου ενσωματώνεται (Πίν. 103α). Το εσωράχιο του
ενδιάμεσου αυτού τόξου παρουσιάζει μικρή κατιυφέρεια προς τα νότια, της τάξεως τιυν 0,07 μ., για
να καλυφθεί η ανάλογη υψομετρική διαφορά τοον τόξων κατά τις δύο του πλευρές.
Από την ανάλυση που προηγήθηκε είναι σαφές ότι η κατασκευή της ασπίδας, αλλά και των τόξων
στα δυτικά και τα βόρειά της, αποτελεί μεταγενέστερη επέμβαση στην αρχική κατασκευή του
προστιόου. Πάνω από τη μεταγενέστερη θολοδομία διαμορφώθηκε, όπως θα δούμε στη συνέχεια,
το δάπεδο του υπερκείμενου μικρού κτίσματος, η κατασκευή του οποίου είναι άμεσα συνδεδεμέ-
νη με την κατασκευή της ασπίδας.
Το πέμπτο, βορειότερο διαμέρισμα καλύπτεται από σφαιρικό, περιγεγραμμένο στο τετράγωνο
έδρασης, θόλο, που στηρίζεται σε τόξα με ημικυκλική χάραξη. Το νότιο τόξο βρίσκεται σε επαφή
με το βορειότερο τόξο του προστώου, που αποτελούσε το πέρας του στην αρχική του μορφή και
στηρίζεται δυτικά σε κολουροπυραμιδοειδή κιλλίβαντα, ο οποίος πακτώνεται στη βόρεια πλευρά
του ανατολικού σκέλους του πεσσού με κάτοψη σχήματος Τ (Πίν. 104α). Το τόξο αυτό στην πε­
ριοχή της δυτικής γένεσής του, υπερκαλύπτει το βόρειο τόξο της αρχικής σύνθεσης του προστώου,
ενώ στην περιοχή πάκτωσης του κιλλίβαντα η τοιχοδομία του πεσσού είναι διαταραγμένη. Οι
λεπτομέρειες αυτές υποδηλώνουν ότι το πέμπτο, βορειότερο διαμέρισμα αποτελεί μεταγενέστερη
οικοδομική φάση από την αρχική σύνθεση του προστώου, και το διαμέρισμα αυτό, εκτός από τη
δυτική όψη του που περιλαμβάνεται στη σύνθεση της δυτικής όψης του προστώου, κατά τα άλλα
ανήκει στον οργανισμό της βόρειας στοάς του περιστώου στο βόρειο αίθριο του συγκροτήματος.
Τα τρία νοτιότερα διαμερίσματα του δυτικού προστώου του ναού, εκτός από την ομοιότητα στην
οργάνωση της κάτοψης και της ανωδομής τους παρουσιάζουν ομοιότητα και στη σύνθεση της όψης
τους. Η νότια παραστάδα και οι δύο τετράπλευροι πεσσοί που αντιστοιχούν στα διαμερίσματα
αυτά, έχουν κατά τη δυτική πλευρά τους την ίδια περίπου διάσταση, η οποία κυμαίνεται μεταξύ
0,72 και 0,76 μ. Διαφορά παρουσιάζεται στην απόσταση μεταξύ των πεσσών, όπως έχει ήδη ανα­
φερθεί, ενώ τα κλειδιά των τόξων τους στη δυτική όψη βρίσκονται στην ίδια στάθμη, 4,50 μ. πάνω
από το δάπεδο του προστώου.
Η τοιχοποιία στα τρία νοτιότερα διαμερίσματα του προστώου είναι κατασκευασμένη από μέτριου,
σχετικά, μεγέθους αργούς λίθους και τεμάχια πλίνθων και κεραμιδιών μέσα σε άφθονο κονίαμα
και μόνον τα τόξα της θολοδομίας είναι κατασκευασμένα από λαξευτούς πωρόλιθους ύψους 0,16
μ. Στο δεύτερο και τρίτο, από τα νότια, τόξο, οι πωρόλιθοι εναλλάσσονται με μονή πλίνθο, ενώ στο
πριότο που αποτελεί ανακατασκευή δεν έχουν χρησιμοποιηθεί πλίνθοι. Το τόξο περιβάλλεται από
πλίνθινη ταινία και στη συνέχεια από μονό πριονωτό και από πλίνθινο γείσο, πάχους 0,04 μ. περί­
που. Ακολουθεί η κεράμιυση της στέγης. Τα στοιχεία αυτά ακολουθούν το περίγραμμα της
τοξοστοιχίας, με ευθύγραμμα τμήματα πάνιυ από την παραστάδα και τους δύο πεσσούς. Πάνω από
τη νότια παραστάδα διαμορφώνεται σήμερα ένα τμήμα οριζόντιας στέγης με μικρή κατωφέρεια
προς την εξωτερική πλευρά του προστιόου, ενώ πάνω από τους πεσσούς υπάρχει μόνον ένας αύλα­
κας απορροής με κεραμίδια, από τα οποία το τελευταίο προς τα έξω είναι παλαιός βυζαντινός
στρωτήρας, πλάτους 0,28 μ. και μικρής καμπυλότητας 0,03 μ. Πάνω από τους δύο νοτιότερους

162
Το δάπεδο στο δυτικό χώρο τοον υπέροχων παρουσιάζει προς τα κάτω κλίση 0,10 μ. από Ν. προς Β„
ανάλογη δηλαδή με την κλίση του υποκείμενου ημικυλινδρικοΰ θόλου του νάρθηκα. Η στάθμη του
δαπέδου στο χώρο αυτό βρίσκεται ψηλότερα από τη στάθμη του δαπέδου των πλάγιων χώρων.
Έτσι, στην ανατολική πλευρά των πλάγιων διαμερισμάτων του δυτικού χώρου διαμορφώνεται
αναβαθμός ύψους 0,15 μ. νότια και 0,25 μ. βόρεια. Ο αναβαθμός αυτός σχηματίζεται κατά το
πλάτος των πεσσιόν και σε απόσταση από το δυτικό τους μέτωπο 0,12 μ. ο νότιος και 0,22 μ. ο
βόρειος. Το δάπεδο έχει διαμορφωθεί με τσιμεντοκονία σε νεότερη εποχή και η επιφάνειά του
βρίσκεται 0,20 έως 0,30 μ. πάνω από την κορυφαία γενέτειρα του εσωραχίου του υποκείμενου
κυλινδρικού θόλου, η οποία, όπως γνωρίζομε, βρίσκεται σε διαφορετική στάθμη σε κάθε διαμέρι­
σμα μεταξύ των σφενδονίων του νάρθηκα. Το δάπεδο στους χώρους πάνω από τα πλάγια κλίτη
παρουσιάζει προς τα κάτω κλίση από τα δυτικά προς τα ανατολικά της τάξεως των 0,25 μ., διότι
ακολουθεί την κεκλιμένη διαμόρφωση των υποκείμενων κυλινδρικών θόλων. Το συνολικό πάχος
της κατασκευής από την επιφάνεια του δαπέδου έως την κορυφαία γενέτειρα στο εσωράχιο του
κυλινδρικού θόλου είναι ενιαίο καθ' όλο το μήκος του χώρου και ίσο προς 0,30 μ.
Μετά από έρευνα, που έγινε τον Ιούνιο του 1986 με την αφαίρεση τμήματος του δαπέδου στην
περιοχή του ανατολικού πεσσού στο νότιο υπερώο, διαπιστώθηκε ότι το πάχος του δαπέδου και
τοον επιχωματώσειυν είναι ίσο προς 0,14 μ., και κατά συνέπεια το πάχος του θόλου - ύψος θολίτη
- είναι ίσο προς 0,16 μ. Επίσης διαπιστώθηκε ότι η κατασκευή του θόλου είναι ενιαία, χωρίς αρμό
πάνιυ από την περιοχή του τέμπλου, γεγονός που αποκλείει την τμηματική ανέγερσή του σε
διαφορετικές οικοδομικές φάσεις. Ο θόλος έχει κατασκευασθεί από πιυρόλιθους, σφηνοειδείς λί­
θους και τεμάχια πλίνθων (Π ίν. 74α).
Η θολοδομία τιυν υπερώων, εκεί όπου είναι σήμερα ορατή, μοιάζει να έχει προχειρότερη κατα­
σκευή από εκείνη της βασιλικής. Εδώ, έχομε κυρίως κομμάτια πλίνθων και πωρολίθων μέσα σε
άφθονο κονίαμα (Π ίν. 74β).
Στα δύο δυτικά ζεύγη διαμερισμάτιυν το δάπεδο καλύπτεται από κεραμικά πλακίδια διαστάσεων
0,09x0,09 μ. και χροόματος ερυθρού και μαύρου-άσπρου. Τα δύο ανατολικά ζεύγη καλύπτονται από
μεγάλες τετράγωνες κεραμικές πλάκες διαστάσεων 0,52x0,52 και πάχους 0,05 μ. Στην κάτω επι-
φάνειά τους φέρουν χαρακτηριστικές διαγώνιες «δακτυλιές». Τις ίδιες πλάκες συναντάμε και στο
νότιο εξωνάρθηκα της Περιβλέπτου, όπου αυτές υπάρχουν και κάτω από τα έδρανα, τα οποία είναι
περιμετρικά στο χώρο, γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν ανήκουν σε μία μεταγενέστερη πλακό­
στρωση, αλλά στη φάση διαμόρφωσης του εξωνάρθηκα με τα έδρανα και το προσκυνητάριο πάνω
από αυτά, καθώς και τη δυτική θύρα της νότιας πλευράς του ναού, που χρονολογείται μέσα στο 17ο
ή τις αρχές του 18ου αιώνα. Επομένως, στην ίδια εποχή θα πρέπει να τοποθετηθεί η πλακόστρωση
των δύο ανατολικών διαμερισμάτων των υπερώων του Αγίου Δημητρίου, που ίσους είναι σύγχρονη
με την απομόνωση των δύο αυτών χώρων και την πιθανή διαμόρφωσή τους σε παρεκκλήσια.
Στα υπερώα του Αγίου Δημητρίου υπάρχουν έδρανα πίσω από τα στηθαία του δυτικού γωνιακού
και του μεσαίου ζεύγους διαμερισμάτων, καθώς και κατά το πάχος των πλάγιων αψιδωμάτων των
δύο αυτών χώρων του βόρειου υπερουου και των αψιδωμάτων της δυτικής πλευράς των διαμερι­
σμάτων πάνω από το νάρθηκα.

ΟΙ ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Η ανατολική όψη

Η ανατολική όψη του ναού αποτελεί την πλέον εντυπωσιακή του άποψη με την πολυχρωμία των
υλικών, την πολλαπλότητα των μορφών και την οργάνωση των επιμέρους όγκων του (Π ίν. 14, 75).
Το επιβλητικό διώροφο κωδωνοστάσιο με τη δικλινή στέγη και τα μεγάλα ανοίγματα στον όροφο
και ο ναός με τις τρίπλευρες αψίδες και τις κεκλιμένες στέγες τους στο ισόγειο, τα αψιδώματα με
τις καμπύλες στέγες στα υπεριυα, τον κεντρικό ογκώδη τρούλο, καθιυς και τους δύο μικρότερους
δορυφορικούς με την κυματοειδή κάλυψη στην ανωδομή τους, συνθέτουν, παρά τις αντιθέσεις που

116
δημιουργούνται με την ποικιλία των περιγραμμάτων και τις έντονες φωτοσκιάσεις, ένα σύνολο
αρμονικό και αισθητικά ενιαίο (Σχέ δ. 11).
Η ανατολική όψη του ναού υποδιαιρείται κατά το ύψος της σε δύο αρχιτεκτονικές ενότητες. Η
κατώτερη ενότητα αντιστοιχεί στη στάθμη του ισογείου του ναού. Στη στάθμη αυτή οι τρεις τρί­
πλευρες, εν επαφή, αψίδες έχουν πλάτος 9,48 μ., μικρότερο δηλαδή από το συνολικό πλάτος της
ανατολικής πλευράς του ναού, η οποία είναι 10,26 μ. Η ανατολική πλευρά του ναού στα βόρεια,
μαζί με ένα τμήμα της πρόθεσης πλάτους 0,35 μ., υπερκαλύπτεται από το διώροφο κτίριο στην
ανατολική πλευρά του βόρειου αίθριου του συγκροτήματος, ενώ νότια εισχωρεί στον όγκο της
κατασκευής του κωδωνοστασίου.
Η κεντρική αψίδα, ευρύτερη και ψηλότερη από τις δύο πλάγιες αψίδες των παραβημάτιυν, καλύ­
πτεται από τρικλινή στέγη, η κορυφή της οποίας ορίζει το ψηλότερο σημείο της κατώτερης ενότη­
τας της ανατολικής όψης. Οι στέγες των πλάγιων αψίδων, πάνω από τα τεταρτοσφαίριά τους, είναι
και αυτές τρικλινείς, με ελάχιστη όμως κλίση έτσι ώστε μοιάζουν σχεδόν επίπεδες. Πάνιυ από κάθε
πλάγια αψίδα υψώνεται τμήμα του ανατολικού τοίχου, με κεκλιμένη απόληξη κάτω από τη μονο-
κλινή στέγη του, η οποία αποτελεί συνέχεια της στέγης στις πλάγιες πλευρές της κεντρικής αψίδας.
Οι κεκλιμένες στέγες πάνιυ από τα παραβήματα είναι διασωθέντα τμήματα από τις αρχικές στέγες
των πλάγιων κλιτών της βασιλικής. Στην ανατολική όψη έχομε τη θέση και την κλίση τιυν στεγών
αυτών, η οποία είναι περίπου η ίδια και στις δύο πλευρές - λίγο ηπιότερη είναι στη βόρεια - και
ισούται κατά μέσον όρο με 1:2 3/4. Οι τοίχοι πάνω από τις κόγχες των παραβημάτων αποτελούν το
ανατολικό πέρας των πλάγιων κλιτών και φέρονται από τους τεταρτοσφαιρικούς θόλους τιυν
κογχών, με των οποίων την ακτίνα ισούται το πάχος τους και είναι 0,78-θ,79 μ. Η κορυφή των τοί­
χων στη θέση του κατακόρυφου άξονά τους βρίσκεται 0,30 μ. περίπου πάνω από την κορυφαία
γενέτειρα στο εσωράχιο τιυν ημικυλινδρικών τους θόλων, τόσο δηλαδή, όσο αντιστοιχεί στο κατα­
σκευαστικό πάχος τους.
Η κατώτερη αρχιτεκτονική ενότητα υποδιαιρείται, πάλι καθ’ ύψος, σε δύο ζώνες. Η κάτοο ζώνη
φθάνει μέχρι το ύψος της ποδιάς των παραθύρων του Ιερού, όπου το πέρας της ορίζεται από λοξό-
τμητο κοσμήτη, ο οποίος καταλαμβάνει το πλάτος των τριών αψίδων μόνο. Ο κοσμήτης είναι κατα­
σκευασμένος από λαξευτούς πωρόλιθους, έχει ύψος 0,12-0,15 μ. και προεξέχει από την τοιχοποι­
ία 0,05-0,075 μ. Κάτω από αυτόν υπάρχει μία στρώση πλίνθων, η οποία προεκτείνεται στον
ανατολικό τοίχο, στα νότια της αψίδας του διακονικού, και καταλαμβάνει το ήμισυ του πλάτους
του. Η άνω επίπεδη επιφάνεια του κοσμήτη δεν είναι οριζοντιωμένη, αλλά παρουσιάζει προς
τα κάτω κλίση από Ν. προς Β., όπως άλλωστε και το φυσικό έδαφος, της τάξεως τιυν 0,10 μ. Η
τοιχοποιία της κατώτερης αυτής ζώνης είναι κατασκευασμένη από αργούς λίθους και τμήματα
πλίνθων και κεραμιδιών μέσα σε άφθονο κονίαμα και μόνο στις ακμές των αψίδιυν υπάρχουν λα­
ξευτοί πωρόλιθοι. Η ποιότητα της τοιχοποιίας, καθιυς και η επιφάνεια της με ίχνη μυστρίσματος,
υποδηλώνουν ότι αρχικώς αυτή ήταν επιχρισμένη.
Στην άνω ζώνη της κατώτερης αρχιτεκτονικής ενότητας, που υψοόνεται πάνω από τον κοσμήτη στην
ποδιά των παραθύρων, η τοιχοποιία των αψίδων και των τοίχιυν πάνιυ από τα παραβήματα είναι
ποιοτικά και αισθητικά διαφορετική από εκείνη της κάτω ζιυνης, χιυρίς όμως να παρουσιάζεται
κατασκευαστική ασυνέχεια μεταξύ τους. Πρόκειται για μία ενιαία δόμηση της ίδιας περιόδου, στην
οποία διαμορφώνεται μία «βάση» διαφοροποιημένη από την υπερκείμενή της κατασκευή. Αυτή η
τελευταία είναι κτισμένη κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα με οριζόντιες στρώσεις από επιμε­
λούς λαξευμένους κιτρινόφαιους πωρόλιθους. Στους οριζόντιους αρμούς παρεμβάλλεται μία μονή
σειρά πλίνθων, ενιυ στους κάθετους αρμούς υπάρχει μία κατακόρυφη πλίνθος και σπανιότερα δύο
ή τρεις. Η κατασκευή είναι επιμελημένη, χοορίς όμως να υπάρχει απόλυτη ακρίβεια στην οριζοντιό-
τητα και καθετότητα τιυν στοιχείων του πλίνθινου πλέγματος, ούτε τελειότητα στη λάξευση τιυν
ακμιυν των πιυρόλιθιυν, έτσι ώστε να είναι έκδηλος ο χαρακτήρας μίας γραφικής ακανονιστίας.
Οι οριζόντιες στρώσεις των πλίνθων είναι συνεχείς στη μεγαλύτερη έκταση της τοιχοδομίας μέχρι
την κορυφή των πλάγιων αψίδων. Στη στάθμη αυτή η τελευταία στρώση τιυν πλίνθων που σχηματί­
ζει την κάτω επιφάνεια της οδοντωτής ταινίας, η οποία αποτελεί την επίστεψη τιυν πλάγιων αψί­

117
δων, προεκτείνεται στην περιοχή της κεντρικής αψίδας μόνον έως ότου συναντήσει τα πλάγια
παράθυρά της, διότι το κλειδί τους βρίσκεται λίγο ψηλότερα από τη στρώση αυτή. Στην τοιχοδομία
επάνω από τις πλάγιες αψίδες οι οριζόντιες στρώσεις των πλίνθων δεν συμπίπτουν με εκείνες της
κεντρικής αψίδας, εκτός από κάποιες στριύσεις στην επιφάνεια στα βόρειά της.
Στις γιυνίες επαφής των αψίδων μεταξύ τους ο αρμός είναι τονισμένος με μία σειρά κατακόρυφων
πλίνθοον, που αποτελούν μέρος του πλέγματος και φθάνουν μέχρι την επίστεψη της κεντρικής αψί­
δας. Στα νότια, η σειρά των πλίνθων είναι συνεχής και ανήκει στον ανατολικό τοίχο του διακονι­
κού, ενώ στα βόρεια διακόπτεται από σκαλότρυπα, η οποία ανοίγεται μεταξύ δύο πωρόλιθων (στο
πάχος που αντιστοιχεί σε δύο οριζόντιους αρμούς και μία ενδιάμεση πλίνθο). Πάνω από τη σκα­
λότρυπα παρουσιάζει μετατόπιση από τον ανατολικό τοίχο της πρόθεσης, στην πλάγια επιφάνεια
της κεντρικής αψίδας. Βλέπομε, λοιπόν, ότι η κατασκευή διέπεται από μικρές ακανονιστίες και
ανακρίβειες.
Στην ίδια στάθμη με τη σκαλότρυπα που ήδη αναφέραμε, υπάρχουν νοτιότερα άλλες δύο. Η μία
βρίσκεται στη νότια πλευρά της κεντρικής αψίδας, εδράζεται σε μία πλίνθινη στρυίση και έχει τις
υπόλοιπες πλευρές της πλαισιωμένες με πλίνθους. Η δεύτερη σκαλότρυπα βρίσκεται στον τοίχο
επάνω από το διακονικό, στο σημείο επαφής του με την κεντρική αψίδα, εδράζεται πάνω σε πωρό­
λιθο και είναι και αυτή πλαισιωμένη κατά τις υπόλοιπες τρεις πλευρές της με πλίνθους. Οι σκαλό-
τρυπες αυτές αντιστοιχούν σε δάπεδο εργασίας, το οποίο συμπίπτει περίπου με τη γένεση του
τεταρτοσφαιρίου της κεντρικής αψίδας και την κάτω απόληξη των κεκλιμένιον στεγιύν πάνω από
τα παραβήματα.
Σε χαμηλότερη στάθμη υπάρχει μία άλλη σειρά από έξι σκαλότρυπες. Βρίσκονται περίπου στο
ύψος τιυν γενέσεων των τεταρτοσφαιρίοον των πλάγιων αψίδων και διαμορφώθηκαν μετά το πέρας
της κατασκευής των τοξωτών παραθύρων της κεντρικής αψίδας, κατά τις δύο πλευρές τους και
λίγο χαμηλότερα από το κλειδί τους. Τρεις από αυτές είναι κλεισμένες με πιυρόλιθο ή κάθετες
πλίνθους και διακρίνονται λόγιο της αμελέστερης κατασκευής πλήρωσής τους.
Από τις θέσεις τιον σκαλοτρυπιόν γίνεται προφανής η κατασκευαστική διαδοχή των επιμέρους τμη­
μάτων της όψης. Μετά την κατασκευή των τριοόν αψίδων του Ιερού και των παραθύρων τους έως
τη στάθμη της γένεσης των τεταρτοσφαιρίοον των πλάγιων αψίδων σχηματίζεται ένα νέο δάπεδο
εργασίας. Από το δάπεδο αυτό κατασκευάζεται πρώτα το τμήμα της κεντρικής αψίδας έως τη γένε­
ση του τεταρτοσφαιρίου της και κατόπιν οι θόλοι και οι τοίχοι πάνω από τις πλάγιες αψίδες, έως
τη στάθμη της κάτοο απόληξης των κεκλιμένων στεγών τους. Στη νέα αυτή στάθμη σχηματίζεται το
τελευταίο επίπεδο εργασίας που αντιστοιχεί στην κάτω ενότητα της ανατολικής όψης, από όπου
και πάλι κτίζεται πρώτα το άνοο τμήμα της τοιχοδομίας της κεντρικής αψίδας. Ακολούθως συμπλη-
ραόνονται οι επιφάνειες των τοίχων πάνω από τις πλάγιες αψίδες, έτσι ώστε οι κεκλιμένες στέγες
τους να αποτελούν τη συνέχεια της στέγης της κεντρικής αψίδας.
Τέσσερις οριζόντιες οδοντωτές ταινίες πάχους 0,13-0,17 μ. διακοσμούν τη δεύτερη ζώνη της κατιό-
τερης αρχιτεκτονικής ενότητας της ανατολικής όψης και σημειώνουν τις βασικές κατασκευαστικές
στάθμες της. Η ψηλότερη ταινία ορίζει την απόληξη της κεντρικής αψίδας, η αμέσως χαμηλότερη
ορίζει την απόληξη των πλάγιων αψίδων και προεκτείνεται νότια έως τη νοτιοανατολική γωνία του
ναού. Η τρίτη ταινία συνδέει τα παράθυρα των παραβημάτων με τα πλάγια παράθυρα της κεντρι­
κής αψίδας και η κάτω πλευρά της ταινίας αυτής βρίσκεται στο ύψος των γενέσεων της τοξωτής
απόληξης των παραθύρων τιον πλάγιιυν αψίδων. Η τέταρτη, τέλος, ταινία είναι τοποθετημένη
πάνω ακριβώς από το λοξότμητο κοσμήτη σε όλο το μήκος της τοιχοδομίας, εκτός από τις περιοχές
τιυν ακμιύν των πολυγιύνων των αψίδων, που καταλαμβάνονται από πώρινους γωνιόλιθους, και τα
παράθυρα. Το τμήμα της ταινίας που αντιστοιχεί στον τοίχο στα νότια του διακονικού έχει κατα­
στραφεί, διακρίνονται όμως οι δύο από τις τρεις οριζόντιες στρυ5σεις της.
Στο ψηλότερο σημείο της νότιας γωνίας του ανατολικού τοίχου υπάρχουν τρεις σειρές από οριζό­
ντιες πλίνθους με συνολικό πάχος ίσο προς εκείνο μίας οδοντυπής ταινίας. Η πρώτη, ψηλότερη
σειρά συνεχίζεται βορειότερα, ενώ η δεύτερη έχει δύο μικρές πλίνθους με συνολικό μήκος 0,20 μ.,
και η τρίτη αποτελείται από μία μόνον πλίνθο με μήκος ίσο με εκείνο της υπερκείμενης σειράς. Η

118
διάταξη με τις τρεις οριζόντιες στριύσεις πλίνθων αποτελεί την πλάγια πλευρά του πέρατος
οδοντωτής ταινίας, η οποία βρίσκεται κτισμένη στη νότια εξωτερική πλευρά του ναού.
Στην άνιυ πλευρά της πλάγιας όψης της παραπάνω οδοντωτής ταινίας καταλήγει μία μονή πλίνθι-
νη ταινία πάχους 0,03 μ., που ορίζει την κεκλιμένη απόληξη των τοίχιυν πάνω από τις πλάγιες αψί­
δες. Οι τριγωνικές επιφάνειες που σχηματίζονται μεταξύ των κεκλιμένιυν ταινιών και των οριζό­
ντιων στρώσεων του πλινθοπερίκλειστου πλέγματος, συμπληρώνονται με κατακόρυφες σειρές
πλίνθιυν με προοδευτικά αυξανόμενο ύψος και με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ένα λιτό διακο-
σμητικό στοιχείο.
Στην κεντρική τρίπλευρη αψίδα, η μεσαία πλευρά της έχει μήκος 1,59 μ. και είναι μικρότερη από
τις δύο πλάγιες, οι οποίες είναι ίσες μεταξύ τους και έχουν μήκος 1,72 μ. Ανάλογα διαφέρουν
μεταξύ τους και οι διαστάσεις των δίλοβων παραθύρων που ανοίγονται σε κάθε μία από τις πλευ­
ρές της αψίδας. Το μεσαίο και μικρότερο παράθυρο έχει πλάτος 0,77 και ύψος 2,03 μ., ενώ τα δύο
πλάγια έχουν πλάτος 0,85 και ύψος 2,07 μ. Τα δίλοβα παράθυρα (Πίν. 76α-γ) εγγράφονται σε
πλίνθινο πλαίσιο, πάχους 0,13 μ., με ακτινωτά τοποθετημένες πλίνθους στην ημικυκλική άνω από­
ληξή του. Η ποδιά τους σχηματίζεται από μία πλίνθο πάνοο ακριβιύς από τον κοσμήτη. Η πλίνθος
αυτή είναι τοποθετημένη με κλίση προς τα έξω για την καλύτερη απορροή των όμβριων. Οι λοβοί
κατά την εσωτερική πλευρά τους βαίνουν σε μαρμάρινο αμφικιονίσκο, ενώ κατά την εξωτερική
βαίνουν στο πλαίσιο, στο ύψος των γενέσεων της ημικυκλικής του απόληξης, και έτσι τα κατακό-
ρυφα τμήματά του αποτελούν τους σταθμούς του παραθύρου. Οι λοβοί, όπως και το υπερκείμενό
τους τύμπανο, υποχωρούν κατά 0,06 μ. ως προς το πλαίσιο. Είναι, επίσης, κατασκευασμένοι από
πλίνθους ακτινοοτά τοποθετημένες και περιβάλλονται από μονή πλίνθινη ταινία, η οποία ακολου­
θεί την καμπύλη χάραξή τους. Πάνω από την ταινία, τα τύμπανα κτίζονται με οριζόντιες σειρές
πλίνθων μέσα σε άφθονο κονίαμα.
Οι μαρμάρινοι αμφικιονίσκοι στο μέσον των παραθύρων έχουν κολουροπυραμιδοειδή επιθήματα
και βάσεις. Στο μεσαίο παράθυρο το επίθημα φέρει ανάγλυφο σταυρό με κεραίες που διαπλα-
τύνονται στις άκρες τους. Ο σταυρός εγγράφεται σε πεταλόμορφο πλαίσιο, του οποίου οι άκρες
προεκτείνονται προς τα επάνω και σχηματίζουν οξύληκτες απολήξεις στις ακμές του επιθήματος
(Πίν. 76α). Το ίδιο ακριβώς κόσμημα υπάρχει και στην πλευρά του επιθήματος που βλέπει στο
εσωτερικό του ναού. Το επίθημα αυτό ανάγεται στην παλαιοχριστιανική περίοδο. Στο νότιο παρά­
θυρο το επίθημα κοσμείται από παράσταση έξεργου αετού με φολιδοπό πτέρωμα στον κορμό του
και λεπτομερή σχηματική απόδοση του πτερού και της ουράς του (Πίν. 76γ-δ). Ο αετός φέρει
λοφίο και σκήπτρο και το μάτι του είναι αμυγδαλόσχημο με έντονα λαξευμένο το περίγραμμά του.
Το επίθημα αυτό στην εσωτερική του πλευρά φέρει έξεργο πυροστρόβιλο και θα μπορούσε να
χρονολογηθεί μέσα στο 12ο ή το 13ο αιώνα. Στο βόρειο παράθυρο έχει χρησιμοποιηθεί ως βάση
του αμφικιονίσκου παλαιοχριστιανικό επίθημα (Π ίν. 76β), που φέρει ανάγλυφο σταυρό με κεραί­
ες, οι οποίες διαπλατύνονται στις άκρες τους. Οι ακμές του επιθήματος ορίζονται από οξύληκτα
φύλλα. Ο αμφικιονίσκος στο μεσαίο παράθυρο φέρει στην κορυφή του πλατιά ταινία, ενώ στη
βάση του ταινία και σπείρα. Αντίθετα, ο βόρειος φέρει στην κορυφή του ταινία και σπείρα και στη
βάση του μία ταινία μόνο. Τέλος, ο νότιος παρουσιάζει μία μικρή μόνο διαπλάτυνση στη βάση του.
Η ανομοιομορφία των αμφικιονίσκων, τιον επιθημάτων και των βάσειύν τους υποδηλώνει ότι τα
στοιχεία αυτά βρίσκονται στην κεντρική αψίδα του Αγίου Δημητρίου σε δεύτερη χρήση.
Οι αψίδες τιυν παραβημάτων είναι και αυτές τρίπλευρες με πλευρές που παρουσιάζουν μικρές μόνο
διαφορές στο μήκος τους. Οι πλευρές του διακονικού έχουν μήκος 1,18 μ. η μεσαία, 1,10 μ. η νότια
και 1,06 μ. η βόρεια. Οι πλευρές της πρόθεσης έχουν μήκος 1,07 μ. η μεσαία, 1 μ. η νότια, ενώ η
βόρεια πλευρά της, που κρύβεται μερικώς από το διιύροφο κτίριο στην ανατολική πλευρά του
βόρειου αίθριου του συγκροτήματος, θα πρέπει να έχει μήκος 1 μ. Στις πλάγιες αψίδες ανοίγεται
από ένα μονόλοβο παράθυρο στη μεσαία τους πλευρά. Οι σταθμοί και το τόξο τους έχουν κατα-
σκευασθεί με πλίνθους, όπιυς τα πλαίσια των δίλοβων παραθύρων της κεντρικής αψίδας. Το νότιο
παράθυρο έχει πλάτος θ,38 και ύψος 1,44 μ. και το βόρειο έχει πλάτος 0,28 και ύψος 1,51 μ. Και εδώ,
όπως και στην κεντρική αψίδα, η ποδιά των παραθύρων διαμορφώνεται από την πλίνθινη στρώση

119
στην κορυφή του κοσμήτη. Η σειρά αυτή τιυν πλίνθων κατά περιοχές ανήκει σε διαφορετικές κατα­
σκευαστικές ενότητες, δηλαδή αποτελεί την κατώτερη πλίνθο του πλαισίου τιυν παραθύρων, το
κάτω οριζόντιο τμήμα του πλινθοπερίκλειστου πλέγματος και την κάτω επιφάνεια της οδοντωτής
ταινίας. Όλα τα παράθυρα του Ιερού περιβάλλονται από οδοντωτή ταινία, η οποία κατεβαίνει έως
την ποδιά τους. Μόνον, όμως, τα ακραία προς τα παραβήματα κατακόρυφα τμήματα της οδοντωτής
ταινίας στα πλάγια παράθυρα της κεντρικής αψίδας συνενιύνονται με την οριζόντια οδοντωτή ται­
νία επάνιυ από τον κοσμήτη, διότι, όπως προαναφέρθηκε, αυτή δεν είναι συνεχής.
Στην τοιχοδομία επάνιυ από τις πλάγιες αψίδες η ομοιομορφία της πλινθοπερίκλειστης κατασκευ­
ής διακόπτεται από δύο όμοια μεταξύ τους κοσμήματα. Τα κοσμήματα αυτά αποτελούνται από μία
κυκλική μαρμάρινη πλάκα, διαμέτρου 0,48 μ. η νότια και 0,44 μ. η βόρεια, η οποία εγγράφεται σε
τετράγιυνο πλαίσιο από οδοντωτή ταινία πάχους 0,14 μ. Τα κοσμήματα δεν έχουν τοποθετηθεί στο
μέσον τιυν τραπεζοειδών επιφανειών του τοίχου, αλλά βρίσκονται πάνω από τη μεσαία πλευρά
των αψίδιυν. Οι μαρμάρινες πλάκες έχουν στο εσιυτερικό τους, σε απόσταση 0,065 μ. από την περι-
φέρειά τους, ταινία πάχους 0,025 μ. με ψηφιδωτό από λευκές τριγωνικές και κόκκινες ρομβοειδείς
ένθετες ψηφίδες. Η κυκλική αυτή ταινία έχει μία λοξή απόφυση που καταλήγει στην περιφέρεια
της πλάκας στο κάτιυ, βόρειο τμήμα της και θυμίζει σύνθεση πενταόμφαλου.
Η δεύτερη αρχιτεκτονική ενότητα της ανατολικής όψης (Σ χέδ. 1Τ Π ίν. 75) αντιστοιχεί στη στάθ­
μη των υπερώων και παρουσιάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά κατασκευαστικής ασυνέχειας ιος
προς την υποκείμενη ενότητα: α) Έ χει πλάτος κατά 0,60 μ. περίπου μικρότερο από αυτή, επειδή ο
όροφος του κωδωνοστασίου επικάθεται στο νότιο τοίχο του ισογείου πάνω από το διακονικό και
εισχιυρεί στην κατασκευή του ορόφου του ναού. Αυτό σημαίνει ότι η κατασκευή του κωδωνοστα­
σίου παρεμβάλλεται χρονικά στις κατασκευές ισογείου και υπερώων, β) Οπισθοχωρεί ως προς την
επιφάνεια του ανατολικού τοίχου της κατώτερης ενότητας κατά 0,60 μ. περίπου. Το διάστημα αυτό
μεταξύ των δύο κατακόρυφων επιφανειιύν επάνω από τα παραβήματα καλύπτεται από μονόκλι­
νε ίς στέγες, όπως ήδη έχει αναφερθεί.
Επάνω από το θόλο της κεντρικής αψίδας υψώνεται τοιχίο πάχους 0,60 και ύψους 0,25 μ., το οποίο
εισέχει 0,30 μ. περίπου της εξωτερικής επιφάνειας των τοίχων πάνω από τις πλάγιες αψίδες και
εφάπτεται στην τοιχοδομία του ορόφου. Το τοιχίο αυτό έχει καμπύλη απόληξη και καλύπτεται από
στέγη, η οποία βρίσκεται 0,36 μ. ψηλότερα από την κορυφή της στέγης της κεντρικής αψίδας (Π ίν.
77α).
Η επιφάνεια της δεύτερης αρχιτεκτονικής ενότητας στην ανατολική όψη διαρθρώνεται με τρία
αψιδώματα, τα οποία αντιστοιχούν στην εσωτερική οργάνωση του χώρου στη στάθμη των υπερώ-
ων. Έχουν πλάτος 1,69 μ. το νότιο, 1,73 μ. το βόρειο και 2,60 μ. το μεσαίο και βάθος 0,10, 0,11 και
0,30 μ., αντίστοιχα- ορίζονται από τέσσερις παραστάδες πλάτους 0,32 μ. η νότια γωνιακή, 0,17 μ. η
βόρεια γωνιακή, 1,17 μ. η νότια μεσαία και 1,19 μ. η βόρεια μεσαία. Τα ακραία αψιδώματα έχουν
ακριβούς το ίδιο πλάτος με τα αντίστοιχα εσωτερικά και βρίσκονται στις ίδιες περίπου θέσεις, με
μία μικρή μόνο μετατόπιση του νότιου αψιδιυματος προς τα βόρεια. Το μεσαίο αψίδωμα είναι
μικρότερο από το πλάτος του μεσαίου κλιτούς, δηλαδή 2,60 μ. έναντι 3,16 μ., και ίσο με τη διάμε­
τρο της κεντρικής αψίδας. Οι παραστάδες που το ορίζουν είναι κεντρικά τοποθετημένες ως προς
τους τοίχους του φωταγωγού της βασιλικής που αντιστοιχούν στη στάθμη των υπεριυων.
Οι παραστάδες των αψιδωμάτων απολήγουν σε οδοντωτή ταινία πάχους 0,14 μ., της οποίας η άνω
πλευρά είναι στην ίδια στάθμη με την κορυφή της καμπύλης στέγης του τοιχίου πάνω από την
κεντρική αψίδα. Πάνω από την οδοντωτή ταινία αρχίζει η διαμόρφωση των καμπύλων απολήξεων
τιυν αψιδιυμάτων. Στα δύο ακραία αψιδώματα αυτές είναι τόξα κύκλου με κέντρα, το νότιο κατά
0,25 μ. και το βόρειο κατά 0,30 μ. χαμηλότερα από την άνω πλευρά της οδοντωτής ταινίας στην
κορυφή των παραστάδων. Σε σχέση με το κλειδί τιυν αντίστοιχων εσωτερικών τόξων το κλειδί τους
βρίσκεται στο νότιο αψίδωμα στην ίδια στάθμη και στο βόρειο κατά 0,04 μ. ψηλότερα, διαφορά
που στη συγκεκριμένη περίπτωση πιθανά οφείλεται στο εσωτερικό επίχρισμα.
Τα εξωτερικά αψιδώματα δεν αποτελούν ενιαία κατασκευή με τα εσωτερικά. Η καμπύλη απόλη­
ξη του μεσαίου αψιδιόματος είναι υπερυψωμένο τόξο, του οποίου το κέντρο είναι 0,12 μ. επάνω

120
ΟΙ ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ ΚΑΙ Η ΧΑΡΑΞΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Το πρόβλημα τιυν μετρικών σχέσεων και των γεωμετρικών χαράξεων στα βυζαντινά μνημεία του
Μυστρά δεν έχει, έως σήμερα, αντιμετωπισθεί. Σε μία εξαρχής προσέγγιση του προβλήματος, δια­
πιστώνομε στον Άγιο Δημήτριο ότι τόσο οι γενικές, όσο και οι επιμέρους διαστάσεις έχουν σχε­
δόν στο σύνολό τους κοινό παρονομαστή τον αριθμό 31,5 εκ. και επομένως για την κατασκευή του
θα πρέπει να έχει χρησιμοποιηθεί ως μονάδα μέτρησης ένας βυζαντινός πόδας ίσος προς 31,5 εκ.
(π=31,5)210.
Εξάλλου, οι περισσότεροι τοίχοι της βασιλικής - ο βόρειος και ο νότιος εξοπερικός τοίχος, ο δια-
χωριστικός τοίχος μεταξύ κυρίως ναού και νάρθηκα, οι διαχωριστικοί τοίχοι του Ιερού στην
ανατολική τους πλευρά, οι παραστάδες στα δυτικά του κυρίως ναού, στο σημείο επαφής τους με το
διαχωριστικό, προς το νάρθηκα, τοίχο, καθώς και οι τοίχοι τιυν πολυγιόνων των τριών αψίδων στις
ακμές τους - έχουν ένα κοινό πάχος ό=2 Υιπ=40Α, όπου ένας πόδας ισούται με δεκαέξι
δακτύλους, 1π=16Δ. Διαφοροποιούνται από το παραπάνω πάχος ο δυτικός τοίχος του ναού, ο
οποίος έχει πάχος 2 3/4π=44Δ, καθώς και οι πλάγιοι τοίχοι πάνω από τις τοξοστοιχίες, που παρου­
σιάζουν μεγάλες ακανονιστίες, ενώ στο ύψος του φωταγωγού στη βόρεια πλευρά έχομε πάχος
2π=32Δ. Βλέπομε, λοιπόν, ότι το πάχος όλων τοον τοίχων του ναού δεν είναι το ίδιο, αλλά δίνει σε
όλες τις περιπτώσεις έναν ακέραιο αριθμό δακτύλων που είναι πολλαπλάσιο ή υποπολλαπλάσιο
του πλέον χαρακτηριστικού πάχους ά, των τοίχων του ναού.
Οι διαστάσεις του κτιρίου εκφράζονται σε πολλαπλάσια του πάχους των τοίχων ό, που κατά τον
τρόπο αυτό αποτελεί τον εμβάτη Ετης σύνθεσης, με Ε =ό=2 !/2π=40Δ (Σ χέδ. 17). Έτσι, το πλάτος
του ναού ανατολικά, στην περιοχή του Ιερού, είναι ίσο προς Π=32 Ζιΐι= 13Ε=520Δ, ενώ στο δυτι­
κό του πέρας παρουσιάζει μία μικρή διεύρυνση που θα πρέπει να αποδοθεί σε κατασκευαστική
αστοχία. Το συνολικό μήκος του ναού είναι ίσο προς Μ = 62 1/2π=25Ε=1000Δ. Οι παραπάνα» δια­
στάσεις δίνουν μία αναλογική σχέση πλάτους προς μήκος Π:Μ = 13Ε:25Ε=520Δ:1000Δ, με αποτέ­
λεσμα όχι ακέραιο αριθμό. Αντίθετα, έχομε μία σχέση πλάτους προς μήκος με ακέραιο αποτέλε­
σμα, όταν το πλάτος ορισθεί στη θέση των αξόνων των πλάγιων τοίχων του ναού, όπου
Π'=12Ε=480Δ, και το μήκος ορισθεί ως η απόσταση από την εξωτερική πλευρά του δυτικού τοί­
χου του νάρθηκα έως την ευθεία που διέρχεται από την εξωτερική πλευρά των πλάγιων αψίδων
του Ιερού, όπου Μ'=24Ε=960Δ. Έτσι, η σύνθεση της κάτοψης του ναού ορίζεται από τις παρα­
πόνου χαρακτηριστικές θέσεις και όχι από το εξωτερικό του περίγραμμα και διέπεται από την
απλή αναλογική σχέση Π':Μ,= 12Ε:24Ε=480Δ:96ΘΔ=1:2.
Σχετικά με τις διαστάσεις στο εσωτερικό του ναού, το πλάτος στο ανατολικό του πέρας είναι Π"=
27 ιΛπ= 11Ε=440Δ και το μήκος του, χοορίς τις αψίδες και το νάρθηκα, είναι Μ"=41 74π=16 ιΛΕ=
660Δ, όπου το μήκος του Ιερού είναι 4Ε, το μήκος της κιονοστοιχίας είναι 12Ε και η διάσταση της
παραστάδας ΔΕ. Ο ναός, δηλαδή, χωρίς τις αψίδες και το νάρθηκα, έχει εσωτερικές διαστάσεις με
αναλογία πλάτους προς μήκος, Π//:Μ//=11Ε:16 1ά?Ε=2:3. Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι τόσο οι γενι­
κές διαστάσεις του ναού στις θέσεις που προσδιορίσαμε και οι οποίες ορίζουν το βασικό συνθετικό
περίγραμμα, όσο και εκείνες του εσωτερικού χώρου διέπονται από απλές αναλογικές σχέσεις, στη
βάση των οποίων υπάρχει ένας εμβάτης Ε, ίσος προς το χαρακτηριστικό πάχος των τοίχων ά.

210 Για τη διάσταση του βυζαντινού πόδα, βλ. Sinos, Vira, o. 159, σημ. 11, όπου αναπτύσσεται το θέμα με τη σχετική
βιβλιογραφία.

172
Όσον αφορά στην οργάνωση των επιμέρους χώρων, διαπισπύνομε ότι έχομε καθαρό πλάτος ίσο
προς 2 ΥιΕ στα πλάγια κλίτη και ίσο προς 4Ε στο μεσαίο, ενώ τα διαστήματα που ορίζονται από
τους άξονες των πλάγιων τοίχων και των τοξοστοιχιών διέπονται από την αναλογική σχέση 3 ΥιΕ\
5Ε:3 ΥιΕ. Το πλάτος του μεσαίου κλιτούς, συμπεριλαμβανομένης και της τοιχοποιίας κατά τις δύο
του πλευρές, είναι ίσο προς 6Ε, ενώ το πλάτος τοον πλάγιων κλιτών, από την προς τα πλάγια κλίτη
πλευρά τοον τοξοστοιχιών έως τον άξονα των πλάγιων εξωτερικών τοίχιον είναι 3Ε. Στις θέσεις
αυτές το πλάτος τιυν κλιτοόν διέπεται από την αναλογική σχέση 3Ε:6Ε:3Ε, δηλαδή 1:2:1.
Όσον αφορά στον άξονα Ανατολής-Δύσης του ναού, το μήκος Μ'=24Ε, που ορίζεται από την
ανατολική πλευρά των πλάγιων αψίδιυν και την εξωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου του νάρθη­
κα, προκύπτει από την άθροιση τεσσάρων ενοτήτων που ορίζονται: α) από την ανατολική πλευρά
των πλάγιων αψίδων έως το δυτικό μέτωπο τιυν διαχωριστικών τοίχων του Ιερού, β) από το δυτικό
μέτιυπο των διαχωριστικών τοίχων του Ιερού έως τον εγκάρσιο άξονα του ναού, που διέρχεται από
τα κέντρα του μεσαίου ζεύγους κιόνων των τοξοστοιχιών, γ) από τον εγκάρσιο άξονα του ναού έως
το ανατολικό μέτωπο των παραστάδων στα δυτικά του κυρίως ναού, δ) από το ανατολικό μέτιοπο
των παραπάνω παραστάδιυν έως την εξωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου του νάρθηκα.
Όλες οι παραπάνω ενότητες έχουν πλάτος 12Ε, ίσο με το πλάτος του ναού, και μήκος 6Ε
(4 χ 6Ε=24Ε), δηλαδή έχουμε την αναλογία 2:1. Εξάλλου, γίνεται φανερό ότι στην περιοχή των
τοξοστοιχιιύν, όπου αντιστοιχεί ο κατ’ εξοχήν κυρίως ναός, ο χοίρος είναι τετράγωνος με πλευρά
12Ε. Τετράγωνα, επίσης, είναι τα διάχωρα των ενοτήτων που αντιστοιχούν στο μεσαίο κλίτος, με
πλευρά 6Ε, ενώ τα διάχιορα που αντιστοιχούν στα πλάγια κλίτη, καθώς επίσης στην πρόθεση και
στο διακονικό, έχουν αναλογία πλάτους προς μήκος 3Ε:6Ε=1:2. Οι ενότητες, που αντιστοιχούν
στον κυρίως ναό, χωρίζονται σε δύο επιμέρους επιφάνειες με μήκος 3Ε η κάθε μία. Ο διαχωρι­
σμός κάθε ενότητας πραγματοποιείται σε χαρακτηριστική θέση από εγκάρσια ευθεία, η οποία
διέρχεται από τα κέντρα του ανατολικού και του δυτικού ζεύγους κιόνων των τοξοστοιχιών.
Στο μήκος της δυτικότερης από τις τέσσερις παραπάνω ενότητες, περιλαμβάνονται: α) το πάχος
των δυτικών παραστάδων του κυρίως ναού, ίσο προς 1 χ/Απ=ΥιΕ, β) το πάχος του διαχωριστικού,
προς το νάρθηκα, τοίχου, ίσο προς 2 Υιπ= ΙΕ, γ) το πλάτος του νάρθηκα, ίσο προς 8 3/4π = 3 ΥιΕ και
δ) το πάχος του δυτικού τοίχου, ίσο προς 2 3/4π= ΙΕ και '/4π.
Παρατηρούμε κατ’ αρχήν ότι η κατασκευή του νάρθηκα είναι άμεσα συνδεδεμένη με εκείνη του
κυρίως ναού. Ακόμα παρατηρούμε ότι το αριθμητικό αποτέλεσμα από την άθροιση τιυν επιμέρους
στοιχείων αυτής της ενότητας είναι ελάχιστα μεγαλύτερο, κατά 74π, από τον ακέραιο αριθμό των
6 εμβατών, που είναι το μήκος των υπόλοιπων ενοτήτιον και θα έδινε μία τέλεια χάραξη. Το
γεγονός αυτό μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση να μην οφείλεται τόσο σε κατασκευαστική
αστοχία, αλλά στην επιλογή συγκεκριμένων αριθμητικών μεγεθών. Τελικά, στο συνολικό μήκος
της σύνθεσης, η ελάχιστη αυτή διαφορά δεν υπάρχει, διότι συμψηφίζεται με μικρές κατά τόπους
ανακρίβειες της χάραξης.
Το πλάτος του νάρθηκα έχει διάσταση 3 ΥιΕ. Η ίδια αυτή διάσταση προσδιορίζει και τη θέση των
σφενδονίων στο νάρθηκα από την εσοπερική πλευρά των πλάγιων τοίχων του.
Μεγάλης σημασίας παράγοντα στη σύνθεση της κάτοψης αποτελεί η μορφή των αψίδων, οι οποίες
είναι εν επαφή, τρίπλευρες και αποτελούν τμήμα πολυγώνου. Το είδος των πολυγιύνων, καθώς και
ο τρόπος χάραξής τους προκύπτει από απλές μαθηματικές σχέσεις. Αν θεωρήσομε τα κέντρα χάρα­
ξης της νότιας και της κεντρικής αψίδας πάνω στην ευθεία γένεσης των ημικυκλίιυν των αψίδιον,
μαζί με το σημείο επαφής τους σχηματίζουν ένα τρίγιυνο ΙΚΛ (Σ χέδ. 17). Το ύψος του τριγώνου
από την κορυφή Κ συμπίπτει με τον άξονα του διαχωριστικού τοίχου και είναι ίσο προς το πάχος
του ανατολικού τοίχου ό=Ε. Η βάση του ορθογωνίου τριγώνου που αντιστοιχεί στην κεντρική
αψίδα είναι 2 ΥιΕ, ενώ του ορθογωνίου τριγώνου που αντιστοιχεί στη νότια αψίδα είναι 1 3/4Ε. Σύμ-
φοονα με το Πυθαγόρειο θειύρημα, οι υποτείνουσες τοον τριγώνων, οι οποίες αντιστοιχούν στην ακτί­
να Ε του περιγεγραμμένου κύκλου στο πολύγωνο της κεντρικής αψίδας, και στην ακτίνα γ του περι-
γεγραμμένου κύκλου της νότιας αψίδας είναι ίσες προς: Κ2=(2!/2Ε)2+ (1Ε)2= (774Ε) επομένως 11=
2 3/4Ε με πολύ μικρή προσέγγιση, και γ2=(1,75Ε)2+ (1Ε)2=4Ε, γ = 2 Ε .

174
κατασκευή τους διέπεται από την αναλογική σχέση πλάτους προς ύψος 1:2. Το κλειδί του παραθύρου
των πλάγιων αψίδων του Ιερού βρίσκεται σε ύψος 3 'ΔΕ, στο μέσον δηλαδή του συνολικού ύψους.
Το κλειδί του ημικυκλικού τόξου στα δυτικά της κεντρικής αψίδας του Ιερού, όπως άλλωστε και το
κλειδί των παραθύρων του φωταγωγού, βρίσκονται 9Ε πάνω από τη στάθμη του δαπέδου. Η σχέση
του ύψους αυτού ως προς το συνολικό πλάτος του ναού είναι 9Ε:12Ε=3:4, ενώ προς το πλάτος του
μεσαίου κλιτούς 9Ε:6Ε=3:2. Τέλος, το ψηλότερο χαρακτηριστικό σημείο που σώζεται από την
αρχική κατασκευή της βασιλικής είναι το ανώφλι του δίλοβου παραθύρου, το οποίο ανοιγόταν στο
ανατολικό αέτωμα της βασιλικής και βρίσκεται σε ύψος 1ΙΕ πάνω από τη στάθμη του δαπέδου. Η
στάθμη αυτή ορίζει τη χαμηλότερη δυνατή θέση, όπου θα μπορούσε να βρίσκεται ο ελκυστήρας
των ζευκτιύν της δικλινούς στέγης του φωταγωγού. Αν δεχθούμε ότι και η δικλινής στέγη του φοπα-
γωγού έχει την ίδια κλίση 1:2 3/4 με τις μονοκλινείς στέγες των πλάγιων κλιτών, κλίση η οποία είναι
συνήθης στην κοσμική αρχιτεκτονική του Μυστρά, τότε εφόσον το μισό του πλάτους του φωτα-
γιυγού είναι 2Ε=5π και το πάχος του τοίχου του 2π, δηλαδή 5π+2π=7π=2 3/4Ε με πολύ μικρή προ­
σέγγιση, τότε το ύψος του ζευκτού θα πρέπει να είναι 2 3/4Ε:2 3/4=1Ε. Στην περίπτιοση αυτή, αν
δεχθούμε ότι ο ελκυστήρας του ζευκτού είναι πάνω από το ανοόφλι του δίλοβου παραθύρου και η
κορυφή του, δηλαδή, βρίσκεται κατά ΙΕ πάνω από αυτό, τότε η κορυφή της στέγης βρίσκεται 12Ε
πάνω από τη στάθμη του δαπέδου του ναού και η αναλογική σχέση του πλάτους προς το ύψος του
ναού είναι 12Ε:12Ε=1:1, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι σε τομή το γενικό σχήμα της βασιλικής
εγγράφεται σε ένα τετράγωνο.
Σύμφιυνα με τα παραπάνοη η απόληξη των πλάγιων τοίχων του φωταγιυγού βρίσκεται σε ύψος 1ΙΕ
πάνω από τη στάθμη του εδάφους και κατά 2Ε ψηλότερα από τα κλειδιά των μονόλοβων παραθύ­
ρων του φαπαγωγού, γεγονός το οποίο υποδηλιύνει ότι πάνω από τη ζώνη των τοιχογραφιών με
τους προφήτες, οι οποίοι εναλλάσσονται με τα παράθυρα του φωταγωγού, θα πρέπει να υπήρχε
μία ακόμη ζώνη, πιθανιός διακοσμητική και συνεπώς οι επιφάνειες του μεσαίου κλιτούς είχαν διαι­
ρεθεί σε επτά συνολικά οριζόντιες ζωγραφικές ζώνες.
Στο νάρθηκα η κορυφαία γενέτειρα του ημικυλινδρικού θόλου βρίσκεται 7Ε πάνω από τη στάθμη
του δαπέδου του, ενώ το πλάτος του χώρου αυτού είναι 3 'ΔΕ και συνεπώς η κατασκευή του διέ-
πεται από την αναλογική σχέση πλάτους προς ύψος 1:2. Η μονοκλινής στέγη του έχει λίγο ηπιότε­
ρη κλίση από τις στέγες του κυρίως ναού και ισούται με 1:3 'Λ.
Όσον αφορά στη σύνθεση τοον υπερώων, υπήρχε κατ’ αρχήν το πρόβλημα της προσαρμογής ενός
διαφορετικού τύπου ναοδομίας, του σταυροειδούς εγγεγραμμένου, στην προϋπάρχουσα κάτοψη
της βασιλικής. Στο πρόβλημα αυτό ο κατασκευαστής έδωσε μία πολύ ικανοποιητική λύση με την
καθοριστική για την όλη σύνθεση επιλογή της θέσης του κεντρικού τρούλου, καθιύς και με την
εφαρμογή τεχνασμάτων και παραδοχών στο σχηματισμό του περιγεγραμμένου «τετραγώνου» του.
Μετά τη δημιουργία του κεντρικού «τετραγώνου» και των τεσσάρων γωνιακιον, ο κατασκευαστής
προσδιόρισε τη διάσταση των εγγεγραμμένων σε αυτά τρούλων. Έτσι, ο κεντρικός τρούλος
παρουσιάζει αύξηση της διαμέτρου του σε σχέση με την πλευρά του περιγεγραμμένου τετραγώνου,
ενώ οι γωνιακοί τρούλοι παρουσιάζουν μείωση σε σχέση με αυτή. Σχετικά με την οργάνιοση των
επιμέρους χώρων των υπερώων, ο κατασκευαστής χρησιμοποίησε το ίδιο μετρικό σύστημα που
υπήρχε και στη βασιλική, όπου ο εμβάτης Ε είναι ίσος με το πάχος ά της τοιχοποιίας της βασιλι­
κής, καθώς και της μεταγενέστερης, εξωτερικής τοιχοποιίας των υπεριύων.
Στον Άγιο Δημήτριο, όπου ο πεντάτρουλος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός είναι αποτέλεσμα
μετασκευής, η καθ’ ύψος χάραξη, δηλαδή, ο προσδιορισμός των χαρακτηριστικών υψών του, όπως η
θέση του κοσμήτη στη βάση του κεντρικού τρούλου και το κλειδί του, δεν διέπεται από τη μέθοδο του
τριγωνισμού, αλλά πραγματοποιήθηκε με τη χρήση απλιόν αναλογικών σχέσεων. Έτσι, η κορυφή του
κοσμήτη βρίσκεται 12Ε πάνω από τη στάθμη του δαπέδου, στη θέση που αρχικά βρισκόταν η κορυ­
φή της στέγης του φιοταγωγού, ενώ το κλειδί του τρούλου βρίσκεται 16Ε πάνω από τη στάθμη του
δαπέδου. Οι δύο αυτές χαρακτηριστικές, για ένα τρουλαίο ναό, στάθμες σε σχέση με το πλάτος της
κάτοψης στη θέση των αξόνων των πλάγιων τοίχων, παρουσιάζουν αντίστοιχα την αναλογική σχέση
1:1 και 3:4. Οι υπόλοιπες διαστάσεις έχουν καθορισθεί με μεγέθη πολλαπλάσια του εμβάτη Ε.

176
Η απλή, επίπεδη όψη ποικίλλεται με μία σειρά από ανοίγματα. Στο νάρθηκα ανοίγεται ένα μονό-
λοβο παράθυρο, ενώ στον κυρίως ναό μία θυρα και από τρία μονόλοβα παράθυρα σε κάθε της
πλευρά. Από τα ανοίγματα αυτά έχουν κλεισθεί με μεταγενέστερη τοιχοποιία το παράθυρο του
νάρθηκα (Π ίν. 80β), που αντιστοιχεί στο θολοσκεπή χώρο στην κλίμακα προς τα υπερώα, το δυτι­
κότερο παράθυρο του νότιου κλιτούς, που καλύπτεται από την κλίμακα αυτή, καθώς και τα δύο
ανατολικά παράθυρα που αντιστοιχούν στο διακονικό. Το ανατολικότερο από τα δύο αυτά παρά­
θυρα βρίσκεται μέσα στον ισόγειο χιόρο του κωδωνοστασίου (Π ίν. 98), ενώ το άλλο καλύπτεται
μερικώς από το δυτικό τοίχο του (Σ χέδ. 12· Π ίν. 80α). Εξάλλου, έχει υπερυψωθεί η ποδιά τιον
τριών υπόλοιπων παραθύρων με πρόσθετη τοιχοποιία, η οποία ακολουθεί την κεκλιμένη διαμόρ-
φιυση του μεταγενέστερου υπερυψιυμένου δαπέδου έξω από το νότιο τοίχο του ναού. Κατά τις
εργασίες συντήρησης του μνημείου που πραγματοποιήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 70,
τοποθετήθηκε κάτω από την ποδιά των ανοιγμάτων μία σειρά από όρθιους καλυπτήρες μέσα σε
άφθονο τσιμεντοκονίαμα, για την προστασία του ναού από τα όμβρια. Τέλος, έχει κλεισθεί με
τοιχοποιία και η νότια είσοδος. Είναι, λοιπόν, φανερό από το μερικό ή ολικό κλείσιμο τοον ανοιγ­
μάτων στη νότια όψη, ότι η κλίμακα προς τα υπερώα, το κωδωνοστάσιο και το υπερυψωμένο
δάπεδο έξω από το νότιο τοίχο του ναού, πάνω από τους μικρούς θολοσκεπείς χώρους, είναι κατα­
σκευές μεταγενέστερες από την ανέγερση της βασιλικής.
Όσον αφορά στο κοοδωνοστάσιο200, ένα άλλο στοιχείο που δείχνει ότι αυτό είναι μεταγενέστερο
από τη βασιλική είναι ο αρμός, ο οποίος σχηματίζεται κατά την επαφή του νότιου τοίχου της και
του δυτικού τοίχου του κωδωνοστασίου (Π ίν. 80α). Ο παράλληλος προς την τοιχοδομία του ναού
αρμός υποδηλώνει ότι το κωδωνοστάσιο ακούμπησε σε επόμενη κατασκευαστική φάση πάνω στον
αρχικό οργανισμό της βασιλικής.
Το πρώτο και το τρίτο παράθυρο στα ανατολικά της θύρας του νότιου κλιτούς, τα οποία διατηρούν
τις αρχικές διαστάσεις του ανοίγματος τους, έχουν πλάτος εξοοτερικά 0,62 και ύψος 0,76 μ. Το
παράθυρο του νάρθηκα είναι μονόλοβο και έχει πλάτος 0,40 και ύψος 0,65 μ. Η θύρα έχει πλάτος
1,10 μ. και το άνοιγμά της διαμορφώνεται από ποόρινο πλαίσιο πλάτους 0,17 μ. Τα ανοίγματα, όπως
έχει ήδη αναφερθεί, δεν απέχουν ίσες, μεταξύ τους, αποστάσεις, ούτε παρουσιάζουν κάποια κανο­
νικότητα στη χωροθέτησή τους. Οι σταθμοί των παραθύρων είναι κτισμένοι από ανισομεγέθεις
λαξευτούς πωρόλιθους και το τόξο τους από ακτινωτά διατεταγμένες πλίνθους που σχηματίζουν
πλαίσιο πλάτους 0,12-0,14 μ. Στα τρία παράθυρα δυτικά της θύρας η πλίνθινη κατασκευή συνεχί­
ζεται και κάτω από τις γενέσεις τω>ν τόξων τους κατά δύο ή τρεις πλίνθους, με πλάτος όμως μεγα­
λύτερο από εκείνο του πλαισίου.
Τα ανοίγματα στην κατώτερη ζώνη της νότιας όψης, η οποία αντιστοιχεί στον οργανισμό της βασι­
λικής, περιβάλλονται κατά την ημικυκλική τους απόληξη από οδοντωτή ταινία, η οποία στο ύψος
το3ν γενέσεοτν στρέφεται οριζόντια και συνεχίζεται στα πλήρη, μεταξύ τ<ων παραθύροτν, διαστήμα­
τα. Μόνο στο παράθυρο του νάρθηκα η ταινία κατεβαίνει έως τη στάθμη της ποδιάς του, όπως φαί­
νεται σήμερα στο δυτικό του σταθμό, αφού ο ανατολικός σταθμός, καθώς και το μεγαλύτερο τμήμα
της οριζόντιας ταινίας έως το δυτικότερο παράθυρο του νότιου κλιτούς καλύφθηκε σε μεταγενέ­
στερη οικοδομική φάση από την κατασκευή της κλίμακας. Η οριζόντια ταινία στα δυτικά του
παραθύρου του νάρθηκα χάνεται κάτιο από παχύ στριύμα κονιάματος σε απόσταση 0,80 μ. από τη
νοτιοδυτική γιυνία του ναού. Στο σημείο αυτό η ταινία βρίσκεται 0,25 μ. ψηλότερα από την αντί­
στοιχη ταινία στα ανατολικά του παραθύρου, καθώς και από αυτή που εκτείνεται στην εξωτερική
επιφάνεια του βόρειου κλιτούς του ναού. Το γεγονός αυτό, καθώς και το ότι η ταινία δεν ξεκινά
από τις γενέσεις του παραθύρου του νάρθηκα, αλλά από την ποδιά του, οφείλεται στο ότι το παρά­
θυρο έχει ανοιχθεί 0,70 μ. ψηλότερα, τόσο από το απέναντι παράθυρο του νάρθηκα, όσο και από
τα υπόλοιπα παράθυρα του νότιου κλιτούς. Ο λόγος που επέβαλε τη διάνοιξη του νότιου παρα-

200 Η οψιμότητα της κατασκευής του κιοδωνοστασίου έχει από παλαιότερα επισημανθεί. βλ. Δρανδάκης, Κωδωνοστάσιον.

125
ο_________1_________ 2_________3 4 5 10

Σχέό. 12. Ν ότια όψη.


θΰρου του νάρθηκα ψηλότερα από τα υπόλοιπα του ναού, θα πρέπει να ήταν η απότομη κλίση με
τη μεγάλη προεξοχή του βράχου, ο οποίος διεισδύει μέσα στο χοίρο του νάρθηκα, στη νότια πλευ­
ρά του. Η οδοντωτή ταινία, που περιβάλλει τα παράθυρα και εκτείνεται στη νότια όψη, συνεχίζε­
ται και στην επιφάνειά της που καλύπτεται από το κιυδωνοστάσιο και προεκτεινόμενη έως τη νο­
τιοανατολική γοτναα του ναού συναντά την ταινία, η οποία ορίζει την άνω απόληξη της αψίδας του
διακονικού.
Η τοιχοποιία της νότιας όψης του νάρθηκα, κάτω από τη στάθμη της οδοντωτής ταινίας που περι­
βάλλει τα παράθυρα, είναι πρόχειρη από αργούς λίθους και τεμάχια πλίνθιυν και κεραμιδιοόν μέσα
σε άφθονο κονίαμα και η επιφάνειά της παρουσιάζει ίχνη μυστρίσματος. Αντίθετα, πάνω από την
οδοντωτή ταινία, η τοιχοποιία φαίνεται πολύ πιο επιμελημένη, παρά τα κονιάματα που την καλύ­
πτουν, και διακρίνεται σε αυτήν ένα ατελές πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης.
Μεταξύ των πωρόλιθων της προότης, πάνω από την οδοντωτή ταινία, στροόσης της πλινθοπερίκλει-
στης τοιχοποιίας και του παραθύρου του νάρθηκα, είναι εντοιχισμένη κυκλική μαρμάρινη πλάκα
με ανάγλυφο λημνίσκο, που θα πρέπει να προέρχεται από θωράκιο. Στην επόμενη στρώση, μετά
από την παρεμβολή μίας σειράς πλίνθων, υπάρχει μαρμάρινη ζοόνη ύψους θ,08 και μήκους 1 μ., η
οποία φέρει ανάγλυφο διάκοσμο, του οποίου το θέμα είναι δυσδιάκριτο.
Πάνω από μία ακόμη σειρά πλίνθων και σε απόσταση 0,80 μ. από τη νοτιοδυτική γωνία του ναού,
είναι εντοιχισμένη η μαρμάρινη πλάκα με την κτητορική επιγραφή του Νικηφόρου Μοσχόπουλου,
που φέρει τη χρονολογία 1291/2 (Πίν. 18β). Η πλάκα έχει διαστάσεις 0,395x0,51 μ. και θα πρέ­
πει να είχε εξαρχής τοποθετηθεί στη θέση αυτή, όπως φαίνεται από την τοιχοποιία, η οποία δια­
τηρεί την αρχική της συνοχή. Η κάτω αριστερή της γωνία είναι κατεστραμμένη και οι δύο τελευ­
ταίοι στίχοι της επιγραφής, πριν από το στίχο με τη χρονολογία, ακολουθούν στην αρχή της χάρα­
ξής τους το ακανόνιστο περίγραμμα της πλάκας στην περιοχή αυτή. Αξιόν απορίας είναι, πώς ένας
κτήτορας με πλούσιο και μεγαλεπίβολο οικοδομικό πρόγραμμα έγραψε την επιγραφή του σε μία
μη ακέραια πλάκα. Πιθανή εξήγηση του γεγονότος αυτού διατυπώθηκε σε προηγούμενο κεφά­
λαιο201, σύμφωνα με την οποία ο Νικηφόρος θα πρέπει να έγραψε την κτητορική του επιγραφή σε
χρόνο μεταγενέστερο από την ανέγερση του νάρθηκα, πάνιυ στη διαθέσιμη επιφάνεια της ήδη
εντοιχισμένης στην τοιχοδομία της βασιλικής πλάκας. Επίσης, δεν αποκλείεται η πλάκα αυτή,
όπιος και η γειτονική της με το λημνίσκο, να είχε αρχικώς ανάγλυφο διάκοσμο, ο οποίος, όμως,
απολαξεύθηκε επιμελώς για να χαραχθεί η επιγραφή.
Ανατολικά από την κτητορική επιγραφή του Νικηφόρου ξεκινούν δυό σειρές πλίνθων. Η πρώτη
έχει μήκος 0,60 μ., ενώ η δεύτερη συνεχίζεται και κάτω από την κλίμακα και βρίσκεται στην ίδια
στάθμη με την κάτω σειρά πλίνθοον της τριπλής ταινίας, που αποτελεί την επίστεψη του τοίχου του
νότιου κλιτούς. Ψηλότερα, υπάρχει μία ακόμη σειρά πλίνθοον, η οποία βρίσκεται στο ίδιο ύψος με
την οδοντοοτή ταινία, που ανήκει στην παραπάνω επίστεψη. Ακριβοός πάνοο από αυτή τη σειρά
πλίνθοον έχουν σκαφθεί στην τοιχοποιία τρεις σκαλότρυπες για την κατασκευή του ξυλοτύπου του
ημικυλινδρικού θόλου που διαμορφώνει το δεύτερο σκέλος της κλίμακας προς τα υπεροόα. Η υστε-
ρότερη διάνοιξη τοον σκαλοτρυποόν στην τοιχοδομία του νάρθηκα φανεροόνει ότι η κατασκευή του
δεύτερου σκέλους της κλίμακας προς τα υπερώα ανήκει σε μεταγενέστερη, από αυτόν, οικοδομι­
κή φάση.
Στην κάτω ζοόνη της νότιας όψης της βασιλικής διακρίνονται πέντε σκαλότρυπες για τη στερέωση
τοον ξύλινων ικριωμάτων, οι οποίες, όμως, δεν βρίσκονται όλες στην ίδια στάθμη. Το γεγονός αυτό
φανεροόνει ότι στη συγκεκριμένη στάθμη δεν υπήρχε ενιαίο δάπεδο εργασίας για όλο το μήκος της
όψης. Η μία ανοίγεται στην τοιχοδομία που αντιστοιχεί στο νάρθηκα και βρίσκεται 0,55 μ. κάτο)
από την οριζόντια οδοντοπή ταινία. Ακολουθούν δύο σκαλότρυπες που βρίσκονται η μία στη δυτι­
κή πλευρά του τόξου του δυτικότερου παραθύρου του νότιου κλιτούς και η άλλη στην ανατολική

201 Βλ. σ. 23.

127
πλευρά του τάξου του παραθύρου στα δυτικά της θύρας, στην κορυφή της οδοντωτής ταινίας που
τα περιβάλλει. Η τέταρτη σκαλότρυπα βρίσκεται πάνω ακριβούς από την οριζόντια οδοντωτή ται­
νία, που συνδέει το τέταρτο και το πέμπτο παράθυρο, και στο μέσον της μεταξύ τους απόστασης.
Τέλος, η πέμπτη σκαλότρυπα βρίσκεται στην τοιχοδομία που αντιστοιχεί μέσα στο κωδωνοστάσιο,
στην ίδια ακριβώς στάθμη με την προηγούμενη και σε απόσταση 0,16 μ. από το δυτικό τοίχο του
κτιρίου αυτού.
Η δεύτερη ενότητα της νότιας όψης υψώνεται πάνα) από την τριπλή ταινία, η οποία, όπως είδαμε,
αποτελούσε αρχικιός την επίστεψη του εξωτερικού τοίχου του νότιου κλιτούς της βασιλικής. Αντί­
θετα με την επίπεδη επιφάνεια της υποκείμενης ενότητας, η δεύτερη ενότητα διαρθριύνεται με τέσ­
σερα αψιδιόματα που έχουν τοξωτή απόληξη (Π ίν. 81, 82α). Τα αψιδιόματα ακολουθούν την εσο>
τερική οργάνο)ση και αντιστοιχούν στο χιόρο πάνω από το νάρθηκα, καθιύς και στα διαμερίσματα
τα)ν δύο γωνιιύν και της νότιας εγκάρσιας κεραίας του σταυροειδούς σχήματος τιυν υπερώιον. Η
επιφάνεια της όψης του ανατολικότερου διαμερίσματος των υπεροόων αντιστοιχεί στην κατασκευή
του ορόφου του κωδωνοστασίου.
Από τα τέσσερα αψιδιόματα της νότιας όψης, το τρίτο από τα δυτικά, το οποίο αντιστοιχεί στην
κεραία του σταυρού, είναι το μεγαλύτερο με πλάτος 3,58 και ύψος 3,98 μ. Ακολουθεί σε μέγεθος
το αψίδωμα που αντιστοιχεί στο χιόρο πάνω από το νάρθηκα και έχει πλάτος 3,46 και ύψος 3,62 μ.
Τα μικρότερα, τέλος, αψιδιόματα είναι το δεύτερο και το τέταρτο από τα δυτικά, που αντιστοιχούν
στα γωνιακά διαμερίσματα του σταυρού και έχουν πλάτος 1,68 μ. το πριότο και 1,78 μ. το δεύτερο,
και ύψος 3,08 και 3 μ., αντίστοιχα.
Οι παραστάδες που πλαισιιόνουν τα αψιδιόματα διατηρούν τις ίδιες βασικά θέσεις με τις αντί­
στοιχες παραστάδες στο εσωτερικό, όμως σε σχέση με αυτές παρατηρείται μία μικρή μετατόπιση
των τριών ανατολικιύν παραστάδων της όψης προς τα δυτικά. Έχουν όλες το ίδιο πλάτος, 0,95 μ.,
που είναι ίσο με το πλάτος των εσωτερικιύν παραστάδων του διαμερίσματος στην κεραία του
σταυρού. Η δεύτερη από τα δυτικά παραστάδα είναι στενότερη από την αντίστοιχη εσωτερική, που
έχει πλάτος 1,16 μ. Στη δυτική της πλευρά έχουν προστεθεί δύο μικροί πρόβολοι, οι οποίοι
αυξάνουν την επιφάνεια έδρασης της υπερκείμενης κατασκευής (Σ χέδ. 12· Π ίν. 81). Έτσι, δια­
τηρείται σταθερό το πλάτος των παραστάδιον στην όψη και ταυτόχρονα το εξωτερικό τόξο έχει ίση
διάμετρο με εκείνη του εσωτερικού, παρά τη διεύρυνση του πλάτους του αψιδώματος στην περιοχή
κάτω από τις γενέσεις του. Το τόξο του ανατολικότερου αψιδιύματος ανατολικά δεν στηρίζεται σε
παραστάδα, αλλά στην τοιχοποιία του κωδωνοστασίου (Π ίν. 83β). Το γεγονός αυτό, καθώς και η
ύπαρξη αρμού μεταξύ της τοιχοποιίας του ορόφου του κωδωνοστασίου και των υπερώων, με διεύ­
θυνση παράλληλη προς τον εγκάρσιο άξονα του ναού, υποδηλώνει ότι ο όροφος του κωδωνοστα-
σίου προηγείται κατασκευαστικά των υπερώων. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η κατα­
σκευή της νότιας όψης στη στάθμη των υπερώων περιορίσθηκε αναγκαστικά ανάμεσα στη νοτιο­
δυτική γωνία του ναού και το κωδωνοστάσιο και ότι κατά τη διαμόρφωσή της έγινε προσπάθεια,
μέσα στο δεδομένο αυτό μήκος, να αποδοθεί η οργάνωση και η κλιμάκωση των εσωτερικών χώρων
και να τηρηθεί συγχρόνως κάποια κανονικότητα στα επιμέρους στοιχεία της σύνθεσής της.
Οι παραστάδες στηρίζονται στην τοιχοποιία της κατιύτερης ζώνης και βρίσκονται στο ίδιο κατα-
κόρυφο επίπεδο με αυτή, ενώ τα διαφράγματα των αψιδωμάτων υποχωρούν κατά 0,10 μ. (Πίν.
82α). Οι παραστάδες στο κατιότερο τμήμα τους, ύψους 0,60 μ., είναι κτισμένες, όπως και τα δια­
φράγματα των αψιδωμάτων, με πρόχειρη τοιχοποιία από αργούς λίθους και τεμάχια πλίνθων
και κεραμιδιιόν μέσα σε άφθονο κονίαμα, που εξοπερικά φέρει ίχνη μυστρίσματος. Η κατα­
σκευή αυτή διακρίνεται μόνο στις τρεις από τις τέσσερις παραστάδες, διότι στη δυτική καλύπτε­
ται από τη μεταγενέστερη δόμηση της κλίμακας προς τα υπερώα. Το άνω πέρας της πρόχειρης
κατασκευής των παραστάδων ακολουθεί την κλίση της απόληξης της υποκείμενης ζώνης, καθώς
και του δαπέδου της νότιας πλευράς των υπερώοον και βρίσκεται στην ίδια ακριβώς στάθμη με
αυτό.
Πάνω από τη στάθμη αυτή οι παραστάδες κτίζονται κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα με πέντε
στρώσεις και απολήγουν σε οδοντωτή ταινία, η οποία εκτείνεται σε όλο το μήκος της νότιας όψης

128
και ακολουθεί την ίδια, προς τα κάτω, κλίση από τα δυτικά προς τα ανατολικά, που συναντήσαμε
και σε άλλα στοιχεία της υποκείμενης κατασκευής. Η οδοντωτή ταινία ορίζει τις γενέσεις των αψι-
δωμάτων και βρίσκεται 2,15 μ. πάνω από την επίστεψη της τοιχοποιίας της υποκείμενης ζώνης. Στα
πλάγια μέτωπα των παραστάδων και στα σημεία, όπου το συνδετικό κονίαμα έχει καταστραφεί,
βλέπομε ότι η πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία αποτελεί μία ξεχωριστή κατασκευή και εισχωρεί ελά­
χιστα στην τοιχοποιία των διαφραγμάτεον, 0,06-0,10 μ. περίπου.
Έ να ακόμη τμήμα πλινθοπερίκλειστης τοιχοποιίας συναντάμε στην κάτω περιοχή του διαφράγ­
ματος του δυτικού αψιδώματος (Π ίν. 79α). Η τοιχοποιία αυτή προεξέχει πάνω από το πλατύσκαλο
και τα τρία ψηλότερα σκαλοπάτια της κλίμακας προς τα υπερώα, και ανήκει στο ίδιο κατακόρυφο
επίπεδο με τον τοίχο της υποκείμενης ζώνης. Το άνω περίγραμμά της παρουσιάζει ελαφρά προς
τα κάτω κλίση από τα ανατολικά προς τα δυτικά και είναι ακανόνιστο με φανερά τα ίχνη κατα­
στροφής, γεγονός που υποδηλώνει ότι αποτελεί το υπόλειμμα κάποιας προγενέστερης κατασκευ­
ής. Το άνω μισό της πλινθοπερίκλειστης τοιχοποιίας προεξέχει κατά την ανατολική της πλευρά
από το διάφραγμα του αψιδώματος και διαμορφοτνεται από την ακέραια επιφάνεια μίας πλίνθου
και ενός πωρόλιθου που σχηματίζουν ένα κάθετο προς τη νότια όψη μέτιυπο. Το ανατολικό αυτό
μέτωπο απέχει 2,73 μ. από τη νοτιοδυτική γωνία του νάρθηκα και βρίσκεται 0,20 μ. ανατολικά της
δυτικής επιφάνειας του διαχιοριστικού τοίχου, μεταξύ νάρθηκα και κυρίως ναού. Επομένιυς, το
μέτωπο αυτό θα πρέπει αρχικώς να αποτελούσε το ανατολικό πέρας της πλινθοπερίκλειστης
τοιχοποιίας στη στάθμη της ανωδομής του νάρθηκα, που βρίσκεται λίγο ψηλότερα από την άνω
απόληξη της τοιχοποιίας του νότιου κλιτούς της βασιλικής. Το κάτω μισό της ενώνεται με την πρό­
χειρη τοιχοποιία της προτελευταίας δυτικής παραστάδας, που διαπλατύνεται στα δυτικά της και
εφάπτεται σε αυτή με την παρεμβολή κατακόρυφου κατασκευαστικού αρμού.
Το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης αυτής της κατασκευής σε αντίθεση με την πρόχειρη κατα­
σκευή του αψιδοόματος στην ίδια στάθμη, η ύπαρξη του αρμού μεταξύ τους, καθίός και η διαμόρ­
φωση της επιφάνειάς της στο ίδιο κατακόρυφο επίπεδο με εκείνο της τοιχοποιίας της κατοπερης
ζώνης δείχνουν ότι ανήκει στην ίδια οικοδομική ενότητα με την τοιχοποιία πάνιυ από την οδοντω­
τή ταινία στη δυτική περιοχή της νότιας όψης της βασιλικής, της οποίας η οπτική συνέχεια διακό­
πτεται από την κλίμακα προς τα υπερώα. Εξάλλου, η κεκλιμένη απόληξη της πλινθοπερίκλειστης
τοιχοποιίας, καθοός και η ύπαρξη στην κορυφή της και στα δυτικά του γωνιακού πωρόλιθου τεσ­
σάρων κάθετων πλίνθων, μίας διαμόρφωσης με διακοσμητικό χαρακτήρα που προσιδιάζει στις
απολήξεις τοίχων κάτω από κεκλιμένες στέγες, υποδηλιύνουν ότι το τμήμα αυτό της τοιχοποιίας
ανήκε στο ψηλότερο τμήμα της νότιας όψης του νάρθηκα και ότι η κάλυψη του χοίρου αυτού γινό­
ταν με μονοκλινή στέγη με κλίση από τα ανατολικά προς τα δυτικά.
Πάνω από την οριζόντια οδοντωτή ταινία στην κορυφή τοτν παραστάδων, διαμορφοίνονται τα τόξα
των αψιδοομάτων. Τα τόξα αυτά, εκτός από το δυτικότερο, έχουν το ίδιο άνοιγμα με τα αντίστοιχα
στο εσοπερικό τοτν υπερώοι, χοτρίς όμως να είναι τέλεια ημικύκλια, όπως αυτά. Το κέντρο χάρα­
ξής τους είναι χαμηλοψένο και βρίσκεται στην κάτοη περίπου, επιφάνεια της οδοντοπής ταινίας.
Εξάλλου, το κλειδί τους και το κέντρο χάραξης βρίσκονται κατά 0,25-θ,45 μ. χαμηλότερα από εκεί­
να των εσωτερικών τόξων.
Τα τόξα των αψιδιυμάπυν στη νότια όψη έχουν την ίδια ακριβοίς κατασκευή με εκείνα της ανατολι­
κής όψης (Σ χέδ. 12· Πίν. 82β-γ, 83). Έ να σύνθετο τόξο από λαξευτούς πιυρόλιθους και δύο ή
τρεις πλίνθους εναλλάξ, στηρίζεται πάνω στις παραστάδες και περιβάλλεται από πλίνθινη μονή
ταινία πάχους 0,035 μ. Ακολουθεί η επίστεψη με διπλό πριονωτό γείσο και πάνω από αυτό, πριν
από την κεράμιυση της στέγης, υπάρχει σε προεξοχή μικρό γείσο από λοξότμητες πλίνθους πάχους
0,035-0,04 μ. Στη θέση των παραστάδιυν το πριονοπό και το υπερκείμενό του λοξότμητο γείσο,
καθοίς και η κεράμωση, στρέφονται οριζόντια σε ύψος 2,60 μ. πάνω από την επίστεψη της πρώτης
ενότητας. Η παραπάνω επίστεψη στη νότια όψη είχε καταστραφεί και είναι προϊόν ανακατα-
σκευής σύμφιονα με τη σωζόμενη μορφή στο μεσαίο αψίδωμα της ανατολικής όψης.
Στο διάστημα μεταξύ της οδοντοπής ταινίας, πάνο:» από τις παραστάδες, και του πριονωτού γείσου
παρεμβάλλεται μία στρώση πλινθοπερίκλειστης τοιχοποιίας. Πάνω από την ανατολική παραστά-

129
δα η κατασκευή καλύπτεται από βυζαντινό στρωτήρα μεγάλου πλάτους, 0,30 μ., και μικρής καμπυ­
λότητας, που ανήκει σε παλαιότερη κεράμωση της στέγης.
Στο δυτικότερο αψίδωμα, η τοξωτή απόληξή του ανατολικά δεν στηρίζεται πάνω στην παραστάδα,
όπως αναφέραμε και παραπάνω, αλλά το πώρινο πλαίσιό του βαίνει σε πλακοειδή πρόβολο
πλάτους 0,35 μ. και τμήμα της επίστεψής του σε λαξευτό υφαψίδιο πλάτους 0,20 και ύψους 0,12 μ.
Η δυτική πλευρά του υφαψιδίου βρίσκεται στην προέκταση του δυτικού μετώπου του τόξου, που
γεφυρώνει στο εσωτερικό τα>ν υπερώων την αντίστοιχη παραστάδα με τον πεσσό σχήματος Γ.
Στη δεύτερη ενότητα της νότιας όψης υπάρχουν τέσσερις σειρές σκαλοτρυπών για τη στερέωση
ικριώματος, που ορίζουν με σαφήνεια ανά 0,90 μ. ισάριθμα δάπεδα εργασίας. Από την προατη
σειρά, η οποία ήταν πάνω ακριβώς από την επίστεψη της πρώτης ζώνης, διακρίνονται δύο σκαλό-
τρυπες. Στη δεύτερη σειρά, στο μέσον περίπου του ύψους τιυν διαφραγμάτων των αψιδοψιάτιυν και
μέχρι την οριζόντια ταινία, υπάρχουν τρεις σκαλότρυπες και στην τρίτη σειρά, κάτω από την ορι­
ζόντια οδοντοοτή ταινία στην κορυφή τιυν παραστάδιυν, έξι. Στην τελευταία, τέλος, σειρά δια-
κρίνονται τέσσερις σκαλότρυπες, από μία σε κάθε πλευρά του παραθύρου, που ανοίγεται στην
τοξωτή επιφάνεια του πρώτου και του τρίτου από τα δυτικά αψιδώματος. Ως προς την κατακόρυ-
φη διάταξη των σκαλοτρυπιύν δεν υπάρχει κανονικότητα, επειδή αυτή δεν ήταν κατασκευαστικά
αναγκαία, ενώ ταυτόχρονα η μορφή της τοιχοδομίας ήταν περιοριστική για τη θέση τους, όπως
στην περίπτωση του τοξωτού τμήματος των διαφραγμάτων των αψιδωμάτων, όπου ανοίγονταν
παράθυρα. Εδώ αναγκαστικά οι σκαλότρυπες έχουν τοποθετηθεί κατά τις δύο πλευρές των σταθ-
μών τους.
Η πρόσβαση στα υπεριύα γίνεται από τη νότια πλευρά του ναού με την κλίμακα που προαναφέ-
ραμε, η οποία οδηγεί στη Ούρα του δυτικότερου αψιδώματος της όψης (Πίν. 82β). Η Ούρα αυτή
είναι έκκεντρα τοποθετημένη ως προς τον άξονα του αψιδώματος, έχει πλάτος 0,64 και ύψος 1,50
μ. και το κατώφλι της είναι υπερυψωμένο κατά έναν αναβαθμό 0,25 μ. από τη στάθμη του πλατύ­
σκαλου. Το άνοιγμά της διαμορφώνεται με πλαίσιο από λευκόγκριζους λαξευτούς λίθους, κατα-
κόρυφους και μπατικούς, των οποίοον το εξωτερικό περίγραμμα είναι ελαφρώς ακανόνιστο, αλλά
με μία υποτυποόδη αναθύρωση. Η οριζόντια οδοντωτή ταινία στη στάθμη των γενέσεων του τόξου
του αψιδοψιατος διακόπτεται κακότεχνα από το άνοιγμα της θύρας και σταματά δυτικά ακριβώς
στο πλαίσιό της, ενώ ανατολικά σε απόσταση 0,10 μ. από αυτό. Η μορφή της θύρας με το οριζόντιο
ανιύφλι και το πλαίσιο από λαξευτούς λίθους, που δεν απαντά σε άλλο άνοιγμα του ναού, καθώς
και η κακότεχνη διακοπή της οδοντωτής ταινίας, υποδηλοονουν ότι η θύρα διανοίχθηκε σε μεταγε­
νέστερη, από εκείνη της ανέγερσης των υπερώων, εποχή.
Πάνω από τη θύρα ανοίγεται δίλοβο παράθυρο, το οποίο εγγράφεται σε πλίνθινο πλαίσιο, που
περιβάλλεται από μονή πλίνθινη ταινία. Το πλαίσιο και η ταινία κατέρχονται μέχρι την ποδιά του
παραθύρου, η οποία διαμορφώνεται από σειρά πλίνθων πάνω στο οριζόντιο ανώφλι της υποκεί­
μενης θύρας. Αφού η θύρα αυτή είναι πιθανότατα μεταγενέστερη, είναι πιθανό η θέση της ποδιάς
να μην είναι η αρχική. Το παράθυρο έχει πλάτος 0,45 και ύψος 0,67 μ. και είναι κεντρικά τοποθε­
τημένο στο αψίδωμα. Οι λοβοί του παραθύρου διαμορφώνονται από ακτινωτά τοποθετημένες
πλίνθους και εισέχουν 0,10 μ. περίπου από το πλαίσιο που τους περιβάλλει. Οι λοβοί κατά τις εξω­
τερικές γενέσεις τους βαίνουν στους σταθμούς του πλαισίου, ενώ κατά τις εσωτερικές βαίνουν σε
πώρινο πεσσίσκο, ύψους 0,47 και πλάτους 0,09 μ. Ο πεσσίσκος στο κάτω άκρο του διαπλατύνεται
ελαφροκ και σχηματίζει μικρή βάση ύψους 0,015 μ., ενιύ στο άνω άκρο του φέρει λοξότμητο πλίν-
θινο επίκρανο ύψους 0,04 μ. Το δίλοβο παράθυρο πλαισκόνεται από τεταρτοκυκλικά υψίκορμα
αψιδώματα, που διαμορφώνονται από πλίνθινο πλαίσιο και περιβάλλονται από μονή πλίνθινη ται­
νία. Η κορυφή τους βρίσκεται στη στάθμη των γενέσεων του τόξου του παραθύρου, η γένεση της
τεταρτοκυκλικής τους απόληξης στη στάθμη της ποδιάς του και η βάση τους στην οριζόντια
οδοντωτή ταινία (Π ίν. 82β). Δεν αποκλείεται, λοιπόν, αρχικά η ποδιά του δίλοβου παραθύρου να
βρισκόταν και αυτή στην κορυφή της οδοντωτής ταινίας.
Το διάφραγμα τιον τεταρτοκυκλικών αψιδωμάτων εισέχει κατά 0,10 μ. ως προς την επιφάνεια του
πλαισίου τους που βρίσκεται στην ίδια επιφάνεια με το διάφραγμα του αψιδώματος. Στο κενό διά­

130
στημα μεταξύ των κατακόρυφων τμημάτων των τεταρτοκυκλικιυν αψιδωμάτων και του τόξου του
αετώματος εγγράφεται από ένα ακόμη τεταρτοκυκλικό αψίδοομα, ελαφρούς υψίκορμο, του οποίου,
όμως, τα κατασκευαστικά στοιχεία, δηλαδή το πλαίσιο με τις πλίνθους και η ταινία που το περι­
βάλλει, είναι γραπτά με κόκκινο χριόμα πάνω σε λευκό κονίαμα. Γραπτό είναι, επίσης, το ανθε-
μωτό κόσμημα, το οποίο εγγράφεται στο πλαίσιό του, καθώς και το πολύφυλλο κόσμημα και το
καμπύλο τριγιυνικό πλαίσιό του, το οποίο σχηματίζεται στις επιφάνειες πάνω από τα κτιστά τεταρ-
τοκυκλικά αψιδώματα, κατά τις δύο πλευρές του δίλοβου παραθύρου. Εδώ, πρέπει να σημειωθεί
ότι μία γραπτή ταινία περιβάλλει το ημικυκλικό περίγραμμα του διαφράγματος του αψιδιυματος,
μέρος της οποίας αποτελεί η εξωτερική πλευρά του τριγωνικού πλαισίου, που προαναφέρθηκε, και
της ταινίας, η οποία περιβάλλει τα τεταρτοκυκλικό αψιδώματα. Ίχνη ζωγραφικής διακρίνονται
και πάνω στην οριζόντια οδοντωτή ταινία, στο σημείο επαφής του διαφράγματος του αψιδώματος
με τη δυτική παραστάδα, όπου αντιγράφεται ακριβώς η κατασκευή της ταινίας και αποδίδεται με
κόκκινο και άσπρο χρώμα.
Στο δεύτερο, από τα δυτικά, αψίδωμα της όψης ανοίγονται δύο συνεχόμενα καθ’ ύψος παράθυρα
(Πίν. 81, 82γ). Το άνω παράθυρο, πλάτους 0,32 και ύψους 0,46 μ., είναι δίλοβο και έχει την ίδια
μορφή και κατασκευή με το παράθυρο του προηγούμενου αψιδιυματος. Η ποδιά του διαμορφώνε­
ται από δύο σειρές πλίνθων στην κορυφή της οριζόντιας οδοντωτής ταινίας, που περιτρέχει τις
όψεις των υπερώων στο ύψος των γενέσεων των αψιδωμάτων τους. Η ποδιά και οι λοβοί του παρα­
θύρου υποχωρούν 0,10 μ. ως προς το πλαίσιό του. Η κορυφή του πλαισίου του και της ταινίας που
το περιβάλλει, υπερκαλύπτεται από το τόξο του αψιδώματος, γεγονός το οποίο φανεριυνει ότι το
τόξο του αψιδώματος κατασκευάσθηκε μετά από το διάφραγμά του.
Το δίλοβο παράθυρο πλαισιώνεται από τεταρτοκυκλικό γραπτά αψιδώματα, τα οποία εγγράφουν
γραπτό τετράφυλλο άνθος. Η κορυφή των τεταρτοκυκλικών αψιδιυμάτιυν συναντά το παράθυρο
στο ύψος των γενέσεών του, ενώ η βάση τους βρίσκεται στην οριζόντια οδοντωτή ταινία. Η κα-
τιυτερη περιοχή της ταινίας που περιβάλλει τα τεταρτοκυκλικό αψιδώματα αποτελεί, και εδώ,
τμήμα της γραπτής ταινίας που περιγράφει την τοξωτή απόληξη του διαφράγματος του μεγάλου
αψιδώματος.
Το κάτω παράθυρο του δεύτερου από τα δυτικά αψιδώματος έχει καμπύλη απόληξη με ακανόνι­
στη χάραξη, της οποίας η κατασκευή έχει καταστρέψει την κάτω σειρά πλίνθων της οριζόντιας
οδοντωτής ταινίας, λεπτομέρειες που δείχνουν ότι το παράθυρο διανοίχθηκε σε μεταγενέστερη,
από την ανέγερση των υπερώων, εποχή. Στη δεξιά πλευρά της απόληξης διακρίνονται τέσσερις
ακτινωτά τοποθετημένες πλίνθοι, οι οποίες διαμορφώνουν την καμπύλη στη γωνία που σχηματίζε­
ται μεταξύ του κατακόρυφου σταθμού του παραθύρου και της οριζόντιας οδοντωτής ταινίας. Το
παράθυρο χωρίζεται στα δύο από μαρμάρινο πεσσίσκο ορθογωνικής διατομής. Στην αριστερή του
πλευρά σχηματίζεται υποτομή που φέρει και στις δύο κάθετες μεταξύ τους όψεις της ανάγλυφο
διάκοσμο. Ο πεσσίσκος είναι μαρμάρινο μέλος σε δεύτερη χρήση και μοιάζει να είναι τμήμα βημο­
θύρου. Δεν εδράζεται στην ποδιά του παραθύρου, αλλά 0,20 μ. περίπου χαμηλότερα, πάνω σε
σφηνοειδή επιμήκη λίθο, ο οποίος είναι ενσωματωμένος στην τοιχοποιία που κλείνει το κατώτερο
τμήμα ενός αρχικώς ψηλότερου ανοίγματος. Οι σταθμοί του παραθύρου φαίνεται ότι προχωρούν
χαμηλότερα, παρά τα μεταγενέστερα κονιάματα, με τα οποία έχει τοπικά αρμολογηθεί η όψη σε
νεότερες εργασίες συντήρησης του μνημείου. Στη στάθμη αυτή η ποδιά του παραθύρου ορίζεται
από το γραπτό πλαίσιο που το περιέβαλε στην αρχική του μορφή. Από το πλαίσιο σώζεται τμήμα
ορθογωνικής διαπλάτυνσης σε κάθε πλευρά, που παριστάνει λίθο μπατικό και είναι χαρακτηρι­
στική για τη θέση της ποδιάς. Παρόμοιες διαπλατύνσεις στα πλαίσια αυτά, που προσιδιάζουν στα
ανοίγματα κυρίως της κοσμικής αρχιτεκτονικής του Μυστρά, υπάρχουν συνήθως στις γενέσεις και
πολλές φορές και σε ενδιάμεσα διαστήματα, ανάλογα με το ύψος του ανοίγματος.
Στη γραπτή διαπλάτυνση στο ύψος της ποδιάς του παραθύρου αυτού διακρίνονται ίχνη κόκκινης
ταινίας πάνω σε λευκό επίχρισμα. Επίσης, διακρίνονται και οι χαραγμένες γραμμές, με τις οποίες
σχηματιζόταν κατ’ αρχήν η μορφή του πλαισίου, τόσο στη διαπλάτυνση της ποδιάς όσο και στα
κατακόρυφα τμήματά του πάνω από αυτήν. Στη δεξιά πλευρά η κατακόρυφη ταινία συνεχίζεται

131
μέχρι τις ακτινωτά τοποθετημένες πλίνθους που διαμορφώνουν την καμπύλη απόληξη του παρα­
θύρου, γεγονός που δείχνει ότι στο πλαίσιο αυτό δεν υπήρχαν άλλες διαπλατύνσεις. Από τα παρα­
πάνω γίνεται φανερό ότι το παράθυρο αρχικώς είχε μεγαλύτερο ύψος και ενιαίο πλάτος. Σε δεύτε­
ρη φάση διαιρέθηκε το πλάτος του στα δύο με μαρμάρινο πεσσίσκο και υπερυψώθηκε η ποδιά του.
Στο τρίτο από τα δυτικά αψίδωμα, πάνω από την οριζόντια οδοντωτή ταινία, ανοίγεται ένα τρίλοβο
παράθυρο και κάτω από αυτήν ένα ορθογωνικό (Π ίν. 81, 83α). Το τρίλοβο παράθυρο έχει υπε-
ρυψωμένο το μεσαίο του λοβό και η διάταξη των λοβών του ακολουθεί τη χάραξη του τόξου του
αψιδιυματος. Το ύψος του παραθύρου στο μέσον του είναι 1,23 και το πλάτος του 1,44 μ. Το άνοιγ­
μά του διαμορφώνεται από διπλό βαθμιδωτό πλαίσιο, που ακολουθεί το περίγραμμα των λοβών
και περιβάλλεται από μονή πλίνθινη ταινία. Οι λοβοί χωρίζονται μεταξύ τους από αμφικιονίσκους.
Οι πλάγιοι έχουν τόξο, το οποίο υπερβαίνει ελάχιστα τη χάραξη του τεταρτοκυκλίου. Οι αμφι-
κιονίσκοι και το εσοπερικό πλαίσιο που διαμορφώνει το άνοιγμα του παραθύρου βαίνουν στην
ποδιά του και εισέχουν 0,10 μ. ως προς την επιφάνεια του εξωτερικού πλαισίου. Η ποδιά του
παραθύρου βρίσκεται 0,13 μ. πάνω από την οριζόντια οδοντοπή ταινία. Στην ταινία καταλήγει το
εξωτερικό πλαίσιο, που ανήκει στο ίδιο κατακόρυφο επίπεδο με το διάφραγμα του αψιδώματος.
Το τρίλοβο παράθυρο πλαισιώνεται από τεταρτοκυκλικά, ελαφριύς υψίκορμα, αψιδώματα με πλίν-
θινο πλαίσιο, που περιβάλλεται από μονή πλίνθινη ταινία. Η κορυφή των τεταρτοκυκλικών αψι-
δωμάτων βρίσκεται στην ίδια στάθμη με τη γένεση των ακραίων λοβών του παραθύρου και η βάση
τους βρίσκεται πάνω στην οριζόντια οδοντωτή ταινία. Το διάφραγμά τους βρίσκεται στο ίδιο κατα­
κόρυφο επίπεδο με το εσιυτερικό πλαίσιο του παραθύρου. Οι ελεύθερες επιφάνειες που ορίζονται
από το πλαίσιο γύρω από τους λοβούς του παραθύρου, τα τεταρτοκυκλικά αψιδώματα και το τόξο
του μεγάλου αψιδώματος σχηματίζουν καμπύλα τρίγωνα με περίγραμμα από γραπτή ταινία, που
εγγράφει φυτικά, επίσης γραπτά με κόκκινο χριυμα, κοσμήματα.
Το ορθογιυνικό παράθυρο στο τρίτο από τα δυτικά αψίδωμα (Σ χ έ δ. 12· Π ί ν. 81), κάτω από την ορι­
ζόντια οδοντωτή ταινία, έχει πλάτος 0,40 και ύψος 0,65 μ. Το άνοιγμά του διαμορφώνεται από τρι­
πλό βαθμιδωτό, σε διατομή, μαρμάρινο πλαίσιο, συνολικού πλάτους 0,20 μ. περίπου. Πάνιυ από το
πλαίσιο υπάρχει μαρμάρινη επίστεψη ύψους 0,07 και μήκους 0,56 μ. Η ποδιά είναι επίσης μαρμάρι­
νη και έχει ύψος 0,12 και μήκος 0,72 μ. Γύρω από την ποδιά σε μερικά σημεία σώζονται χαραγμένες
στο κονίαμα γραμμές, που σχηματίζουν το περίγραμμα γραπτού πλαισίου. Η ταινία του πλαισίου, η
οποία περιβάλλει την ποδιά που προεξέχει από τους σταθμούς του παραθύρου, θα πρέπει να περιέ­
βαλλε ποδιά, όπως και στο παράθυρο του προηγούμενου αψιδώματος. Σύμφωνα με τις σωζόμενες
ενδείξεις θα πρέπει η ποδιά των δύο αυτών παραθύρων να βρισκόταν στην ίδια στάθμη.
Στο ανατολικό αψίδωμα ανοίγεται ένα μονόλοβο παράθυρο (Πίν. 83β), ύψους 0,54 και πλάτους
0,20 μ. Το άνοιγμά του διαμορφώνεται από πλίνθινο πλαίσιο, το οποίο περιβάλλεται από μονή
πλίνθινη ταινία. Το πλαίσιο και η ταινία κατέρχονται έως την οριζόντια οδοντιυτή ταινία, ενώ η
ποδιά του παραθύρου βρίσκεται 0,07 μ. ψηλότερα. Το παράθυρο πλαισιώνεται με τεταρτοκυκλικά
γραπτά αψιδιύματα, όμοια με εκείνα που συναντήσαμε στο δεύτερο από τα δυτικά αψίδωμα. Το
αψίδωμα αυτό διατηρεί την αρχική του μορφή και δεν εμφανίζει μεταγενέστερες επεμβάσεις.
Η διαμόρφωση του ανατολικού αψιδώματος με το ένα παράθυρο που ανοίγεται στην επιφάνειά
του πάνω από την οριζόντια οδοντοπή ταινία, καθώς και οι κατασκευαστικές λεπτομέρειες, όπως
αναλύθηκαν, υποδηλοτνουν ότι η δεύτερη σειρά ανοιγμάτων στα προηγούμενα αψιδώματα, κάτο3
από την οριζόντια οδοντοπή ταινία που ορίζει τις γενέσεις των τόξων των αψιδωμάτων, συμπερι-
λαμβανομένης και της θύρας στο δυτικό διαμέρισμα, δεν υπήρχαν στην αρχική σύνθεση της νότιας
όψης των υπεροχον. Η αρχική της μορφή διατηρείται στο ανατολικό μόνον αψίδωμα.

Η δυτική όψη

Η δυτική όψη του ναού χο^ρίζεται καθ’ ύψος σε δύο αρχιτεκτονικές ενότητες, αντίστοιχες με εκεί­
νες στη νότια και την ανατολική όψη, οι οποίες εδώ ορίζονται με σαφήνεια από το άνω πέρας του
προστώου, το οποίο προβάλλει εμπρός από το νάρθηκα της βασιλικής (Σ χέδ. 13-14· Π ίν. 16, 84α).

132
Το προστώο αποτελείται από πέντε διαμερίσματα και ισάριθμα τόξα που σχηματίζουν την όψη της
πεσσοστοιχίας του, τέσσερα από τα οποία αντιστοιχούν στο μήκος της δυτικής πλευράς του ναού.
Το πέμπτο, βορειότερο, διαμέρισμα ανήκει στη βόρεια στοά, η οποία εντάχθηκε στον οργανισμό
του περιστώου που κτίσθηκε σε ύστερη εποχή στο βόρειο αίθριο του συγκροτήματος. Το προστώο,
καθώς και το μικρό κτίσμα πάνω από το προτελευταίο διαμέρισμα στο βόρειο άκρο του, που καλύ­
πτει τμήμα της δυτικής όψης των υπερώων, θα εξετασθούν σε επόμενη, ιδιαίτερη ενότητα, ενώ εδώ
θα εξετασθεί ο δυτικός τοίχος του νάρθηκα και των υπερώων.
Στην επιφάνεια του δυτικού τοίχου του νάρθηκα που αντιστοιχεί στο νοτιότερο διαμέρισμα του
προστώου (Π ίν. 85α), η τοιχοποιία καλύπτεται κατά το μεγαλύτερο τμήμα της από κονιάματα και
μόνο σποραδικά στο κατώτερο τμήμα της διακρίνονται μικροί αργοί λίθοι και τεμάχια πλίνθων και
κεραμιδιών. Στο άνω τμήμα της τοιχοποιίας, στη στάθμη της ανωδομής του προστώου, η κατα­
σκευή είναι περισσότερο επιμελημένη και παρουσιάζει ένα ατελές πλινθοπερίκλειστο σύστημα.
Από κάτω προς τα πάνω διακρίνομε μία στρώση από δύο λαξευτούς πωρόλιθους με κάθετη ενδιά­
μεση πλίνθο. Ακολουθεί τριπλή ταινία με συνολικό ύψος 0,17 μ., η οποία αποτελείται από δύο σει­
ρές πλίνθιυν, που ορίζουν ενδιάμεση ζώνη από μαρμάρινα μέλη σε δεύτερη χρήση, με ανάγλυφο
διάκοσμο. Στο νότιο ο διάκοσμος περιλαμβάνει έξι εφαπτόμενους κύκλους από δισχιδή ταινία που
εγγράφουν σταυρούς και ρόδακες, και στο βόρειο ανακαμπτόμενους αντικριστούς βλαστούς. Η
ταινία αρχίζει σε απόσταση 0,20 μ. από τη νοτιοδυτική γωνία του νάρθηκα και αποτελεί τη συνέ­
χεια μιας παρόμοιας ταινίας που συναντήσαμε στη νότια όψη του. Ψηλότερα ακολουθεί μία ακόμη
στρώση πλινθοπερίκλειστης κατασκευής.
Στην επιφάνεια του νάρθηκα που αντιστοιχεί στο δεύτερο, από τα νότια, διαμέρισμα του
προσπυου (Π ίν. 85β), η κατασκευή της τοιχοποιίας διακρίνεται καλύτερα από ό,τι στην προηγού­
μενη επιφάνεια. Και εδο5 υπάρχουν δύο στρώσεις κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα, μεταξύ τοον
οποίων παρεμβάλλεται η τριπλή ταινία, η οποία περιλαμβάνει μαρμάρινο μέλος με ανάγλυφο διά­
κοσμο από συμπλεκόμενους ρόμβους. Η ταινία αυτή διακρίνεται στο μισό περίπου μήκος της επι­
φάνειας, διότι η υπόλοιπη καλύπτεται από λείψανα τοιχογραφιών. Στο διαμέρισμα αυτό διακρί-
νεται, επίσης, το κάτω όριο της πλινθοπερίκλειστης κατασκευής, η οποία, όπως είδαμε και στη
νότια όψη, καταλαμβάνει το ανιύτερο τμήμα της τοιχοδομίας του νάρθηκα. Το όριο αυτό δια­
μορφώνεται από οριζόντια οδοντωτή ταινία, η οποία βρίσκεται στην ίδια ακριβώς στάθμη με το
οριζόντιο τμήμα της οδοντωτής ταινίας, που περιβάλλει το παράθυρο στη νότια όψη του νάρθηκα.
Κατά 0,22 μ. χαμηλότερα από την οδοντωτή ταινία βρίσκεται το κλειδί ορθογωνικής κόγχης με ημι-
κυκλική απόληξη, ύψους 1,86 και πλάτους 1,12 μ. Η κόγχη δεν είναι κεντρικά τοποθετημένη στην
επιφάνεια της τοιχοποιίας του νάρθηκα που ορίζεται από την ανωδομή του προστώου. Είναι κτι­
σμένη, όπιος και η υπόλοιπη επιφάνεια στη στάθμη αυτή, από πρόχειρη τοιχοποιία. Στη ράχη της
υπάρχει μία σειρά πλίνθων στη στάθμη των γενέσεων της ημικυκλικής της απόληξης, και χαμηλό­
τερα μία δεύτερη σειρά πλίνθων, η οποία διαιρεί στα δύο το υπόλοιπο ύψος. Τόσο στη ράχη της
όσο και στον αριστερό σταθμό σώζονται λείψανα τοιχογραφιών.
Στην επιφάνεια της τοιχοποιίας του νάρθηκα, η οποία αντιστοιχεί στο τρίτο, από τα νότια, διαμέ­
ρισμα του προστιόου, ανοίγεται έκκεντρα ως προς τον άξονά της η δυτική θύρα του ναού (Π ίν.
85γ). Το κατασκευαστικό άνοιγμα της θύρας, ύψους 2,50 και πλάτους 1,43 μ., περιβάλλεται από
μαρμάρινο θύρωμα, το οποίο έχει την ίδια διατομή στους σταθμούς και το ανώφλι του, διαστάσε­
ων 0,19x0,10 μ. Η διατομή του, από έξω προς τα μέσα, αποτελείται από ταινία, μεγάλο κυρτό
κυμάτιο, μικρή υποτομή και λεπτή ταινία. Το ανώφλι ενώνεται με τους σταθμούς υπό γιυνία 45° και
φέρει στην εξοπερική ταινία του την κτητορική επιγραφή του μητροπολίτη Νικηφόρου Μοσχόπου-
λου (Παράρτημα, 1), την οποία εξετάσαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο (Π ίν. 18). Η ταινία, η οποία
φέρει την επιγραφή, έχει το βόρειο πέρας της κάθετο, υποχωρεί ιος προς την εξωτερική πλευρά
του υποκείμενου σταθμού και βρίσκεται στην προέκταση της εξωτερικής πλευράς του κυρτού
κυματίου του. Το νότιο άκρο της ταινίας έχει απόληξη αιχμηρή και προεξέχει του υποκείμενου
σταθμού. Βλέπομε, λοιπόν, ότι το ανώφλι του θυρώματος έχει τα άκρα του κομμένα με τρόπο ακα­
τάστατο, δηλαδή είναι κατεστραμμένα και επομένως είναι υλικό σε δεύτερη χρήση, το οποίο

133
περιόδου, υποδηλεόνει την ύπαρξη μίας συνέχειας και μίας ζωντανής παράδοσης στη σύνθεση και
την κατασκευή των τρίκλιτων βασιλικοον, η οποία οφείλεται τόσο στην επιβίωση και λειτουργία
των παλαιοχριστιανικών ναών κατά τους βυζαντινούς χρόνους, όσο και στην αδιάκοπη πρακτική
με την ανέγερση νέων ναιόν του τύπου αυτού. Έτσι, παλαιοχριστιανικά μνημεία, όπως η Μητρό­
πολη των Σερρών236, καθιύς και η βασιλική της Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη, ο ονομαζόμενος
Όσιος Νίκων στη Σπάρτη237, η βασιλική στο Τηγάνι της Μάνης238, τα οποία διατηρούσαν την αίγλη
τους κατά τους βυζαντινούς χρόνους, και μνημεία, όπως οι βασιλικές της Μάστρου στη Στερεά
Ελλάδα, του Βυζαρίου και της Συβρίτου στην Κρήτη, τα οποία κτίσθηκαν κατά τη σκοτεινή περί­
οδο μεταξύ των μέσοαν του 7ου και των μέσων του 9ου αιοόνα, αποτέλεσαν το συνδετικό κρίκο και
τη μετάβαση από την παλαιοχριστιανική στη μεσοβυζαντινή τρίκλιτη βασιλική.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία αμφιβολία ότι ο τύπος της τρίκλιτης βασιλικής είχε επιβκόσει στον
ελλαδικό χοίρο καθ’ όλη τη βυζαντινή περίοδο και ότι δεν χάθηκε η γνοίση της κατασκευής του ούτε
διακόπηκε η ανέγερσή του μετά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, για να επαναληφθεί αργότερα,
κάτω από κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες και ξένες επιδράσεις, όπως είχε παλαιότερα διατυπωθεί σε
θεωρίες ξένων μελετητών239. Εξάλλου, εκτός από την ύπαρξη μίας ενιαίας μεθόδου σύνθεσης και
χάραξης το;>ν τρίκλιτων βασιλικοίν, διαπιστοίνεται σχετικά με το σχήμα της κάτοψής τους ότι κατά
τη μέση και την ύστερη βυζαντινή περίοδο είναι συνηθέστερες οι λιγότερο επιμηκυσμένες μορφές
από ό,τι στην παλαιοχριστιανική περίοδο. Τα πολύ επιμηκυσμένα σχήματα τοαν φράγκικων βασιλι-
κοίν δεν βρίσκουν απήχηση στην ύστερη βυζαντινή ναοδομία. Στη μέση βυζαντινή περίοδο δεν
υπάρχει το παραλληλόγραμμο με πλευρά V5 Π, όπου Π το πλάτος του ναού, και το παραλληλό­
γραμμο που χαρακτηρίζεται από την αναλογική σχέση 1:2 είναι σπάνιο και υπάρχει σε τρία μόνο
μνημεία, στο προίιμο παράδειγμα της βασιλικής Συβρίτου της Κρήτης, στον Άγιο Αχίλλειο της Πρέ-
σπας και στη Μητρόπολη της Καλαμπάκας, ενώ στην ύστερη βυζαντινή περίοδο υπάρχει μόνο στον
Άγιο Δημήτριο του Μυστρά. Η χρήση της επιμηκυσμένης μορφής στην ύστερη περίοδο θα πρέπει
ασφαλώς να σχετίζεται με την ύπαρξη των ίδιων βασικών αρχών σχεδιασμού στην παλαιο­
χριστιανική βασιλική του ονομαζόμενου Οσίου Νίκωνος, που βρισκόταν πολύ κοντά στη νέα βυζα­
ντινή πόλη του Μυστρά, στην κοιλάδα του Ευριύτα, μέσα στα τείχη της αρχαίας Σπάρτης και πιθα­
νούς ήταν η παλαιά επισκοπική εκκλησία της Λακεδαιμόνιας, την οποία ο Άγιος Δημήτριος ήλθε να
αντικαταστήσει. Στον ονομαζόμενο Όσιο Νίκωνα υπάρχει η ίδια αναλογική σχέση 1:2, που προσ­
διορίζει το γενικό περίγραμμα της κάτοψής του, η ίδια σχέση 1:1, που προσδιορίζει την κάτοψη του
κυρίως ναού και του κεντρικού διαμερίσματος του Ιερού και η ίδια σχέση α.=β-άΛ, που οργανοΆει
τη διαίρεση του ναού σε κλίτη. Ο Όσιος Νίκων θα πρέπει να λειτουργούσε ακόμη μέσα στο βυζα­
ντινό οικισμό της Σπάρτης και κατά πάσα πιθανότητα θα πρέπει να αποτελούσε το λαμπρότερο ναό
του, πριν οι κάτοικοί του τον εγκαταλείψουν και εγκατασταθούν στη νέα έδρα του ορθόδοξου διοι-

236 Α. Ορλάνδος, Η Μητρόπολις των Σερρών, ΑΒΜΕ Ε' (1939-1940), σ. 153-166.


237 Σύμφιυνα με τις νε'ες παρατηρήσεις του Π. Βοκοτόπουλου, ο ναός τοποθετείται στην παλαιοχριστιανική περίοδο, ίσως
στον 7ο και όχι στο 10ο αιώνα, που παλαιότερα τον είχε τοποθετήσει ο Γ. Σωτηρίου, Ανασκαφαί εν τη Παλαιό Σπάρτη,
ΠΑΕ 1939, σ. 107-118. Βλ. σχετικά Π.Α. Βοκοτόπουλος, Παρατηρήσεις στη λεγάμενη βασιλική του Οσίου Νίκωνος, Πρα­
κτικά Α ' Αιεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, εν Αθήναις 1976-1978, 2, σ. 275-285 και Βοκοτόπουλος, Εκκλη­
σιαστική αρχιτεκτονική, σ. 96, σημ. 1.
238 Ν. Δρανδάκης, Ανασκαφή εις το Τηγάνι της Μάνης, ΠΑΕ 1964, σ. 121-135. Για τη χρονολόγηση της βασιλικής, βλ. ιδι­
αίτερα ο. 134-135. Δεν είναι βε'βαιο αν το μνημείο αυτό ανάγεται στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους με μεταγενε'οτερες
επισκευε'ς ή στους με'σους βυζαντινούς χρόνους. Ασχέτως προς το χρόνο που ιδρύθηκε, είναι πιθανόν η βασιλική αυτή να
αποτελούσε τον καθεδρικό ναό της Επισκοπής Μαΐνης, που μνημονεύεται από τους χρόνους του Αε'οντος ΣΤ" του Σοφού
(886-912). Υπάρχει η άποψη ότι το μνημείο κτίσθηκε ως βασιλική επί Αέοντος του Σοφού, πάνω στα ερείπια παλαιοχρι­
στιανικής βασιλικής, βλ. Μουτσόπουλος, ό.π. (υποσημ. 219), σ. 263 και 275.
234 Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, ο. 98, 99, όπου αναπτύσσονται συνοπτικά οι θεωρίες αυτε'ς και αναφε'-
ρεται και η σχετική βιβλιογραφία.

189
Ο 1 2 3 4 5

Σχέό. ¡4. Δ υ τικ ή όψη.

ύψος αυτό υπάρχει κτιστή βάση, πάνω στην οποία στηρίζεται υαλοστάσιο, στη θέση παλαιότερου
διαφράγματος. Η ημικυκλική απόληξη της θΰρας διαμορφώνεται από διπλό βαθμιδωτό πλαίσιο με
συνθέτη κατασκευή από λαξευτούς πωρόλιθους και δύο πλίνθους εναλλάξ, στις ίδιες θέσεις και
στα δύο επάλληλα τόξα. Το εσωτερικό τόξο έχει πλάτος 0,12 μ. και το εξωτερικό 0,22 μ. Το πλαί­
σιο αυτό περιβάλλεται από οδοντωτή ταινία, η οποία στην περιοχή του ύψους των γενέσεων των
τόξων του καλύπτεται από τη θολοδομία του προστώου. Η ταινία στη θέση αυτή θα πρέπει να
κάμπτεται και να ακολουθεί πορεία οριζόντια, στη συνέχεια της οδοντωτής ταινίας από το προ­
ηγούμενο διαμέρισμα του προστώου, η οποία βρίσκεται στην ίδια στάθμη με τις γενέσεις του
τοξωτού πλαισίου.
Σε απόσταση 0,07 μ. από το νότιο σταθμό του θυρώματος υπάρχει μία μικρή επιφάνεια τοιχοποι­
ίας με πολύ επιμελημένη κατασκευή, που αρχίζει 0,98 μ. πάνω από το δάπεδο του προστώου και
έχει συνολικό ύψος 0,70 και πλάτος 0,65 μ. Η επιφάνεια αυτή αποτελείται, από κάτω προς τα
πάνω, από μία πλίνθινη στρώση, μία μαρμάρινη ταινία πάχους 0,05 μ., στη συνέχεια ένα μαρμά­
ρινο μέλος σε δεύτερη χρήση με ταινίες πάνω και κοιλόκυρτο κυμάτιο κάτω και ενδιάμεση ζώνη
με σειρά από φύλλα μέσα σε πλαίσια, ύψους 0,15 μ. και, τέλος, από ένα τέλεια ορθογωνισμένο
λίθο. Στα νότια του λίθου υπάρχει σκαλότρυπα, της οποίας την κάτω πλευρά αποτελεί το υποκεί­

135
μενο μαρμάρινο μέλος, ενώ τις άλλες πλευρές της διαμορφώνουν πλίνθοι.
Στην επιφάνεια της τοιχοποιίας της δυτικής όψης, η οποία αντιστοιχεί στο τέταρτο από τα νότια
διαμέρισμα του προστώου (Πίν. 85δ, 86α), δεν διακρίνεται η πλινθοπερίκλειστη κατασκευή ή η
οριζόντια οδοντωτή ταινία, διότι η θολοδομία του προστώου εδώ αρχίζει χαμηλότερα από ό,τι στα
άλλα διαμερίσματα. Η τοιχοποιία στην υπόλοιπη ορατή επιφάνεια του νάρθηκα είναι πρόχειρη,
όπως και στις επιφάνειες που αντιστοιχούν στα προηγούμενα διαμερίσματα, μόνον που εδώ χαρα­
κτηρίζεται από την ύπαρξη αρκετά μεγάλων αλάξευπυν λίθων και πολλών τεμαχίων πλίνθων και
κεραμιδιών.
Σε απόσταση 1,20 μ. από το βόρειο σταθμό της θύρας και στο ύψος της ποδιάς της κόγχης, υπάρ­
χει σειρά από τρεις πλίνθους με συνολικό μήκος 0,70 μ., πάνω από την οποία υπάρχει αρμός σχή­
ματος Π και ύψους 0,90 μ. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ο αρμός αυτός αποτελεί το ίχνος
προϋπάρχουσας κόγχης, όμως το πιθανότερο είναι ότι προήλθε από την αφαίρεση τμήματος της
τοιχοποιίας για την τοποθέτηση ενός μικρού επικράνου, ύψους 0,07 και πλάτους 0,21 μ. στο κέντρο
του περιγράμματος που σχηματίζει ο αρμός. Βορειότερα και σε απόσταση 1,22 μ. από αυτόν υπάρ­
χει δεύτερο, παρόμοιο επίκρανο, ύψους 0,07 και πλάτους 0,27 μ. Η μετιυπική επιφάνεια των δύο
επικράνων φέρει δισχιδή ισοσκελή σταυρό, από την κάτω κεραία του οποίου εκφύεται ανακα-
μπτόμενος βλαστός και ανθέμια. Το θέμα αυτό επαναλαμβάνεται και στις τρεις λοξότμητες επι­
φάνειες. Τα δύο επίκρανα θα πρέπει να αποτελούσαν τη βάση για τη διαμόρφωση κόγχης σε
προεξοχή. Παρόμοια κατασκευή υπάρχει στο νότιο εξωνάρθηκα της Περιβλέπτου.
Στην κατώτερη ζώνη της δυτικής όψης υπάρχουν δύο ακόμα σκαλότρυπες, εκτός από αυτή που
αναφέραμε στα νότια της θύρας, που βρίσκονται στα βόρειά της. Η βορειότερη βρίσκεται λίγο
χαμηλότερα από τις δύο άλλες και είναι διαμπερής. Η βορειοδυτική γωνία του νάρθηκα, αντίθετα
με την τοιχοποιία κάτω από την οριζόντια οδοντωτή ταινία, που συναντήσαμε στις ελεύθερες επι­
φάνειες στα βόρεια της θύρας, παρουσιάζει επιμελημένη κατασκευή από λαξευτούς γωνιόλιθους.
Η δεύτερη ενότητα της δυτικής όψης υψώνεται πάνω από τη στέγη του προστώου, αντιστοιχεί στη
στάθμη των υπερώων και διαρθρώνεται από αψιδώματα με τοξωτή απόληξη που αντιστοιχούν
στην οργάνιυση του εσοπερικού χώρου (Σ χέδ. 13-14· Π ίν. 16, 84). Οι δύο ακραίες παραστάδες
έχουν πλάτος η βόρεια 0,82 και η νότια 1,02 μ. και τα πλάγια, εσωτερικά τους μέτιυπα είναι στην
ίδια θέση με τα αντίστοιχα μέτωπα των εσωτερικών γωνιακών παραστάδιον. Οι δύο ενδιάμεσες
παραστάδες έχουν πλάτος όσο και η νότια, 1,02 μ. δηλαδή, είναι όμως πλατύτερες από τις αντί­
στοιχες εσωτερικές. Το πλάτος τους έχει αυξηθεί εις βάρος των ακραίων αψιδωμάτων, τα οποία
είναι μικρότερα από τα αντίστοιχό τους εσιυτερικά. Έτσι, τα αψιδώματα έχουν πλάτος 1,86 μ. το
βόρειο και 1,94 μ. το νότιο. Το βάθος τους είναι 0,10 μ., όσο δηλαδή στην ανατολική και τη νότια
όψη. Η απόληξη τιυν αψιδιομάτων έχει χάραξη τόξου κύκλου με ελαφρώς χαμηλιομένο το κέντρο
του. Μόνον η στάθμη των κλειδιών τους συμπίπτει με εκείνη των κλειδιών των αντίστοιχων τόξων
του εσωτερικού χοίρου. Βλέπομε, λοιπόν, ότι τα αψιδώματα της δυτικής όψης, όπως και τα αψιδιυ-
ματα των δύο προηγούμενοι όψεων, έχουν κατασκευασθεί ανεξάρτητα από την υπόλοιπη τοιχο-
δομία και εκφράζουν μόνον την εσωτερική οργάνοοση του χώρου.
Τα αψιδοίματα αυτά, όπως και στις δύο προηγούμενες όψεις, έχουν το διάφραγμά τους κατα­
σκευασμένο με πρόχειρη τοιχοποιία. Τα τόξα τους, πλάτους 0,14 μ., έχουν σύνθετη κατασκευή από
λαξευτούς πωρόλιθους και δύο πλίνθους εναλλάξ. Τα τόξα περιβάλλονται από μονή πλίνθινη ται­
νία. Ακολουθεί επίστεψη από διπλό πριονωτό και λεπτό πλίνθινο γείσο με μικρή προεξοχή, ενώ,
τέλος, υπάρχει η κεράμωση της στέγης. Η επίστεψη και η κεράμωση έχουν συνολικό ύψος 0,45 μ.
και οριζόντια διαμόρφεοση πάνιυ από τις παραστάδες.
Η οριζόντια οδοντωτή ταινία, που περιτρέχει τα υπερώα στη στάθμη των γενέσεων των τόξιυν των
αψιδοψιάτων, στη δυτική όψη περιορίζεται στις δύο νότιες παραστάδες, καθώς και στο διάφραγμα
του νότιου και του μεσαίου αψιδώματος. Η τοιχοποιία τιον δύο αυτών παραστάδων κάτω από την
οδοντωτή ταινία, και κατά ένα ύψος 1,16 μ. στη νότια γωνιακή και 0,85 μ. στη νότια παραστάδα
του μεσαίου αψιδώματος, είναι κτισμένη σύμφιυνα με το πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Χαμηλότε­
ρα η τοιχοποιία είναι πρόχειρη, όπως και στο διάφραγμα των αψιδωμάτοον. Στη δεύτερη από τις

136
δυο παραπάνω παραστάδες, παρεμβάλλεται στο μέσον του ύψους της πρόχειρης αυτής τοιχοποι­
ίας μία σειρά πλίνθων, που αντιστοιχεί στη στάθμη του εσωτερικού δαπέδου.
Η κατασκευή του βόρειου αψιδώματος περιορίζεται στο τοξωτό τμήμα του, λόγω της ύπαρξης του
μικρού κτίσματος στα δυτικά του που στηρίζεται στον τέταρτο, από τα νότια, θόλο του προστώου,
ενώ χαμηλότερα, έως τη στέγη του μικρού κτίσματος, η τοιχοποιία είναι ενιαία, χωρίς εσοχή. Στη
βόρεια παραστάδα του μεσαίου αψιδώματος η οριζόντια οδοντωτή ταινία έχει καλυφθεί με κονία­
μα και διακρίνονται μόνον η άνω και η κάτιυ οριζόντια σειρά τιον πλίνθιον της. Τέλος, στη βόρεια
γωνιακή παραστάδα δεν υπάρχει η επίστεψή της, αλλά υψώνεται η πρόσθετη κατασκευή του στε­
γάστρου του εξιυστη, που διαμορφώθηκε πάνω από τα τόξα των αψιδωμάτων της βόρειας όψης.
Στο νότιο αψίδωμα ανοίγονται δύο συνεχόμενα καθ’ ύψος παράθυρα (Σ χέδ. 14· Πίν. 84α). Το
άνω παράθυρο ανοίγεται στην τοξωτή επιφάνεια του αψιδοψιατος και είναι δίλοβο με ύψος 0,65 μ.
στο κλειδί των λοβιυν του και πλάτος 0,34 μ. Το άνοιγμα του παραθύρου διαμορφιύνεται από πλίν-
θινο πλαίσιο που παρακολουθεί το περίγραμμα των λοβών και περιβάλλεται από μονή πλίνθινη
ταινία. Το άνω τμήμα του πλαισίου και της ταινίας υπερκαλύπτεται από το τόξο του αψιδώματος,
γεγονός που υποδηλώνει ότι η κατασκευή του τόξου είναι ένθετη στην κατασκευή του διαφράγ­
ματος του αψιδώματος. Οι σταθμοί του παραθύρου έχουν το κάτιο πέρας τους 0,10 μ. πάνω από την
οριζόντια οδοντωτή ταινία, η οποία βρίσκεται στη στάθμη της γένεσης των τόξων των αψιδωμά-
των. Οι λοβοί του χωρίζονται από πώρινο πεσσίσκο που παρουσιάζει απότμηση στις γωνίες του. Ο
πεσσίσκος φέρει λοξότμητο πλίνθινο επίκρανο ύψους μόλις 0,Θ4 μ. και στηρίζεται σε κτιστή ποδιά,
η οποία υψώνεται 0,20 μ. περίπου πάνω από το κάτιο πέρας τιυν σταθμών του παραθύρου. Το
παράθυρο έχει πλευρικά τεταρτοκυκλικά αψιδιόματα, τα οποία διαμορφώνονται από πλίνθινο
πλαίσιο που περιβάλλεται από μονή πλίνθινη ταινία. Η ταινία εφάπτεται στο εσωράχιο του τόξου
του μεγάλου αψιδώματος. Το διάφραγμα των τεταρτοκυκλικών αψιδωμάτων εισέχει 0,10 μ. ως
προς το πλαίσιο, καθώς και ως προς το διάφραγμα του μεγάλου αψιδώματος και καλύπτεται με
επίχρισμα, πάνω» στο οποίο διακρίνονται γραπτά μονογράμματα (Π ίν. 20, 21).
Κάτω ακριβώς από το δίλοβο παράθυρο ανοίγεται ένα ορθογωνικό παράθυρο που διακόπτει τη
συνέχεια της οριζόντιας οδοντωτής ταινίας. Έ χει πλάτος 0,49 και ύψος 0,51 μ. Το άνοιγμά του
περιβάλλεται από πώρινο βαθμιδωτό πλαίσιο, του οποίου η εξωτερική βαθμίδα έχει πλάτος 0,08
και η εσιυτερική 0,03 μ. Πάνω από το ανώφλι του πλαισίου υπάρχει λοξότμητο γείσο, στο οποίο
βαίνουν οι σταθμοί του υπερκείμενου δίλοβου παραθύρου. Το άνοιγμα του ορθογιυνικού παρα­
θύρου είναι σήμερα κλεισμένο με τοιχοποιία.
Στο μεσαίο αψίδωμα υπάρχουν, επίσης, δύο καθ’ ύψος συνεχόμενα ανοίγματα (Σ χέδ. 14· Πίν.
20). Το άνω παράθυρο είναι δίλοβο και το άνοιγμά του διαμορφοτνεται από διπλό βαθμιδωτό
πλίνθινο πλαίσιο που ακολουθεί το περίγραμμα τιον λοβοάν. Το παράθυρο αυτό πλαισιώνεται από
τεταρτοκυκλικά αψιδώματα που και αυτά διαμορφώνονται από διπλό βαθμιδωτό πλαίσιο και δεν
περιβάλλονται από πλίνθινη ταινία, αντίθετα με το παράθυρο που περιβάλλεται από ταινία μόνον
όμως κατά το ύψος των σταθμών του. Οι σταθμοί του δίλοβου παραθύρου βαίνουν στο οριζόντιο
ανώφλι του υποκείμενου ανοίγματος, του οποίου η απόληξη βρίσκεται πάνω από την οδοντωτή
ταινία. Η ποδιά του είναι υπερυψωμένη ως προς τη βάση πυν σταθμιυν του κατά 0,20 μ. περίπου
και πάνω σε αυτή στηρίζεται ο πεσσίσκος που χοορίζει τους λοβούς του. Τα δίλοβα παράθυρα της
δυτικής όψης τιον υπερώων δεν διατηρούν το αρχικό τους ύψος. Η βάση του ανοίγματος τους θα
πρέπει αρχικώς να βρισκόταν πάνω στην οριζόντια οδοντιυτή ταινία. Με την κατασκευή των
υποκείμενων ορθογωνικιυν ανοιγμάτων καταστράφηκε η οδοντωτή ταινία και υπερυψιυθηκε η
ποδιά των υπερκείμενιόν της παραθύρων. Έτσι, ο πιυρινος πεσσίσκος μεταξύ τιον λοβιυν τους δεν
θα πρέπει να είναι ο αρχικός. Είναι πιθανό ότι κάτι ανάλογο συνέβη και στο δυτικότερο παρά­
θυρο της νότιας όψης των υπερώιον.
Οι λοβοί του παραθύρου του μεσαίου αψιδώματος της δυτικής όψης, καθώς και τα τεταρτοκυκλι­
κά αψιδώματα περιβάλλονται από γραπτή ταινία, η οποία μιμείται πλίνθινη ταινία και σχηματίζει
κάτο} ακριβώς από το τόξο του μεγάλου αψιδώματος καμπύλα τρίγωνα, που εγγράφουν φυτικό
κόσμημα. Στο διάφραγμα τιον τεταρτοκυκλικών αψιδιομάτιον διακρίνονται με λευκό χροψα πάνο:>

137
σε κόκκινο βάθος τα μονογράμματα του μητροπολίτη Ματθαίου (Πίν. 20, 21). Αριστερά του
παραθύρου εγγράφονται τα συμπιλήματα Ο ΚΤΗ ΤΩ Ρ και δεξιά Μ ΗΤΡΟ ΠΟ ΛΙΤΗ Σ. Ομοίως, στο
νότιο αψίδωμα, έχομε τα συ μπιλή ματα Λ Α Κ Ε Δ Α ΙΜ Ο Ν ¡ΑΣ αριστερά του παραθύρου και Μ ΑΤΘ ΑΙΟ Σ
δεξιά.
Το δεύτερο κατώτερο άνοιγμα του μεσαίου αψιδώματος είναι ένα ορθογωνικό παράθυρο, με ύψος
0,72 και πλάτος 0,96 μ., το οποίο έχει σε μεταγενέστερη εποχή κλεισθεί με τοιχοποιία. Το άνοιγμά
του διαμορφώνεται στο νότιο σταθμό από την τοιχοποιία του διαφράγματος του αψιδώματος, ενώ
στο βόρειο σταθμό και στο ανώφλι από μαρμάρινα μέλη διαφορετικής μεταξύ τους διατομής. Το
μαρμάρινο μέλος στο βόρειο σταθμό έχει διατομή από τρεις επίπεδες βαθμιδωτές επιφάνειες
συνολικού πλάτους 0,075 μ. Στο ανώφλι έχει διατομή από τρεις επίπεδες βαθμιδωτές επιφάνειες,
κοίλο κυμάτιο και λεπτή ταινία, συνολικού πλάτους 0,135 μ. Κατά τη βόρεια πλευρά του προεξέχει
από τον αντίστοιχο σταθμό και έχει μήκος 1,24 μ. Η ποδιά του ανοίγματος διαμορφώνεται από λίθο
πάχους 0,05 και μήκους 1,22 μ. και παρουσιάζει ανάλογη προεξοχή με αυτή του ανωφλιού. Ο νότιος
σταθμός προεκτείνεται κάτω από τη στάθμη της ποδιάς και σχηματίζει κατασκευαστικό αρμό με
την τοιχοποιία του διαφράγματος του αψιδώματος. Ο αρμός αυτός έχει ύψος συνολικά 1,22 μ. και
φθάνει κατά έναν αναβαθμό, δηλαδή 0,25 μ., ψηλότερα από το δάπεδο του δυτικού υπερώου.
Η καταστροφή της οδοντωτής ταινίας στο διάφραγμα του νότιου και του μεσαίου αψιδώματος,
καθώς και η προχειρότητα και η διαφορά της κατασκευής των κάτω ανοιγμάτων από τα υπερκεί-
μενά τους, αλλά και μεταξύ τους, υποδηλώνουν ότι τα κάτω ανοίγματα δεν ανήκουν στην αρχική
σύνθεση της όψης, αλλά σε μετασκευή, την οποία επέβαλαν νέες λειτουργικές ανάγκες. Κατά τη
μετασκευή αυτή, το άνοιγμα στο μεσαίο αψίδωμα ήταν θύρα, η οποία οδηγούσε στο δυτικό υπε-
ροίο από ένα διόμα πάνω από το δυτικό προστώο. Η ύπαρξη του δαψιατος, που ανήκει και αυτό
στην ίδια φάση των μετασκευών, πιστοποιείται από το οριζόντιο ίχνος που άφησε μετά την κατα­
στροφή του πάνω στην τοιχοποιία του εξωτερικού περιβόλου του συγκροτήματος, καθώς και από
φωτογραφία του G. Millet202. Αργότερα, η θύρα αυτή μετατράπηκε σε παράθυρο, ενώ, τέλος, τα
δύο ορθογωνικά παράθυρα στο μεσαίο και το νότιο αψίδωμα κτίσθηκαν με τοιχοποιία εξωτερικά,
και εσωτερικά διαμορφώθηκαν στο άνοιγμά τους κόγχες, οι οποίες μπορεί να υπήρχαν και στο
αρχικό σχέδιο των υπερώων και με την αφαίρεση του διαφράγματος τους να σχηματίσθηκαν τα
ανοίγματα στην κάτω περιοχή των αψιδωμάτων.
Στο βόρειο αψίδωμα ανοίγεται ένα μονόλοβο παράθυρο στην τοξωτή επιφάνεια του διαφράγμα­
τος του, πλάτους 0,34 και ύψους 0,80 μ. Το άνοιγμά του διαμορφώνεται από πλίνθινο πλαίσιο που
περιβάλλεται από μονή πλίνθινη ταινία. Οι σταθμοί του κατεβαίνουν έως τη στάθμη των γενέσεων
του τόξου και συναντούν την τοιχοποιία που βρίσκεται στο ίδιο κατακόρυφο επίπεδο με αυτό και
τις παραστάδες. Η ποδιά του παραθύρου έχει υπερυψωθεί με πρόσθετη τοιχοποιία ύψους 0,15 μ.,
η οποία εισέχει λίγο από την εξωτερική επιφάνεια του πλαισίου του.

Η βόρεια όψη

Η βόρεια όψη του ναού, κατά την επιφάνειά της που αντιστοιχεί στο ανατολικότερο διαμέρισμα
του βόρειου υπερο5ου, καλύπτεται από το διώροφο κτίριο του επισκοπικού μεγάρου στην ανατολι­
κή πλευρά του βόρειου αίθριου του συγκροτήματος. Το ορατό τμήμα της όψης στα δυτικά του
διώροφου κτιρίου διαιρείται καθ’ ύψος σε δύο αρχιτεκτονικές ενότητες (Σ χέδ. 15) από τη βόρεια
στοά του ναού, που έχει ενταχθεί στον οργανισμό του περιστώου, όπως θα δούμε σε επόμενο κεφά­
λαιο. Οι δύο αυτές ενότητες, όπως και στις άλλες όψεις, αντιστοιχούν στη στάθμη του ισογείου του
ναού και των υπεριόων του.

202 Millet, Monuments, πίν. 18.2.

138
% 4 =

Ου
Σχέό. 15. Β όρεια όψη.
αναστήλωσης από τον Αναστάσιο Ορλάνδο, ενώ η ύπαρξη της δυτικής στοάς πιστοποιείται από
τους πακτωμένους κιλλίβαντες στη δυτική πλευρά του νάρθηκα. Στην Παντάνασσα υπάρχει
κιονοστήρικτη στοά στη βόρεια πλευρά του ναού, ενιο από τη στοά της δυτικής πλευράς του
σώζονται λείψανα της βάσης και της θολοδομίας της. Εξωνάρθηκες με τη μορφή στοάς συναντά­
με στη νοτιοανατολική πλευρά του Αγίου Γεωργίου που διαμορφώνεται με ένα δίλοβο άνοιγμα και
στη νοτιοανατολική πλευρά της Περιβλέπτου. Η στοά της Περιβλέπτου ανήκει σε μία προγενέ­
στερη φάση, πριν από τη δημιουργία του κλειστού εξωνάρθηκα, και η ύπαρξή της φανερώνεται
από τα λείψανα της θολοδομίας της που διατηρούνται πάνω στην τοιχοδομία του ναού. Στην ίδια
αυτή φάση ανήκει και η διαμόρφωση του προσκυνηταρίου στα δεξιά της ανατολικής εισόδου στο
ναό. Έ να παρόμοιο προσκυνητάριο θα πρέπει να διαμορφωνόταν στον εξωνάρθηκα της Αγίας
Σοφίας και ακόμη στα βόρεια της δυτικής θύρας του Αγίου Δημητρίου, στη θέση των δύο μικρών
πακτωμένων επικράνων. Το προσκυνητάριο, οι τοιχογραφίες που κάλυπταν τη δυτική όψη του
νάρθηκα, καθώς και το τυφλό αψίδωμα που διαμορφωνόταν στο νότιο πέρας του υποδηλώνουν ότι
το δυτικό προστώο του Αγίου Δημητρίου είχε τη λειτουργία εξωνάρθηκα.

Η ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΤΩΝ ΥΠΕΡΩΩΝ


Το ευρύτατο οικοδομικό πρόγραμμα, το οποίο πραγματοποιήθηκε στον Άγιο Δημήτριο στα μέσα
του 15ου αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της αρχικής βασιλικής σε ένα σύνθετο αρχιτε­
κτονικό τύπο, όμοιο με εκείνο που πρωτοδημιουργήθηκε στην Οδηγήτρια και τον οποίο στη συνέ­
χεια αντέγραψε η Παντάνασσα. Ο νέος αυτός τύπος εισήγαγε πάνω από τα πλάγια κλίτη και το
νάρθηκα της βασιλικής υπερώα σύμφιυνα με την κάτοψη ενός πεντάτρουλου σταυροειδούς εγγε­
γραμμένου ναού.
Τα υπερώα είναι ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο χαρακτηριστικό των ναών της πρώιμης βυζαντινής
περιόδου στην Κωνσταντινούπολη, ενώ απουσιάζουν τελείως στη Ρώμη και τη Συρία. Στην πρω­
τεύουσα έχομε υπερώα στην Αγία Σοφία, στην Αγία Ειρήνη, στον Άγιο Σέργιο και Βάκχο. Στον
Άγιο Ιωάννη του Στουδίου, από τα στοιχεία που σώζονται, φαίνεται ότι υπήρχαν υπεριύα, ενώ υπε­
ρώα θα πρέπει να υπήρχαν σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες στον Άγιο Μώκιο, τον Άγιο Πολύ-
ευκτο, τους Αγίους Αποστόλους, καθώς και στη Θεοτόκο της Πηγής, των Βλαχερνών και των Χαλ-
κοπρατείων269. Έχομε, επίσης, υπερώα σε ναούς που ακολουθούν την κωνσταντινουπολίτικη
παράδοση, όπως είναι ο Άγιος Ιωάννης της Εφέσου και ο Άγιος Βιτάλιος της Ραβέννας270. Κατά
τη μέση βυζαντινή περίοδο, στην Κωνσταντινούπολη και τις περιοχές της σφαίρας επιρροής της,
στην αρχιτεκτονική τ<ων σταυρικών ναών που κυριαρχεί κατά την εποχή των Μακεδόνων και των
Κομνηνών, τα υπερώα τείνουν τελείως να καταργηθούν ή περιορίζεται ο ρόλος τους σε σημασία
και έκταση στη σύνθεση των ναών. Υπερώα συναντάμε πάνω από το νάρθηκα και τα πλάγια κλίτη
μόνο στην Αγία Θεοδοσία, ενώ στον Άγιο Πέτρο και Μάρκο, την Παμμακάριστο και τις δύο εκ­
κλησίες της μονής Λιβός απουσιάζουν τελείως. Υπεροόα πάνω από το νάρθηκα εμφανίζονται στα
οψιμότερα παραδείγματα της περιόδου αυτής, δηλαδή στο παρεκκλήσιο στα νότια της εκκλησίας
της Θεοτόκου της Παμμακάριστου, στον Παντεπόπτη, στις τρεις εκκλησίες της μονής του Παντο-
κράτορος, καθώς και στην Παναγία των Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη, ενώ στην Παναγία την Κυ-
ριώτισσα (^ΙυηάεΓέωηε Οηγππ), περιορίζονται πάνα» από τα γωνιακά διαμερίσματα. Επίσης, υπε­
ρώα υπάρχουν στη Μονή της Χώρας, πάνω από τη στενή δίοδο μεταξύ του ναού και του παρεκ­
κλησίου του Θεόδιυρου Μετοχίτη και πάνω από το επίμηκες πρόσκτισμα στη βόρεια πλευρά του
ναού. Στο υπερώο πάνω από τη δίοδο υπήρχε ένα φαρδύ άνοιγμα κεντρικά τοποθετημένο οος προς

269 Γενικά για τα μνημεία της Κωνσταντινούπολης, βλ. Mathews, Byzantine Churches. Müller-Wiener, Bildlexikon. Mango,
Architecture. Millingen, Churches.
270 R. Krautheimer, Early Christian and Byzantine Architecture, New York 1979, o. 244, 245.

199
ριλαμβάνει ένα θεωρείο με το θρόνο του, ευκτήριο, μιτατόριο και πιθανώς τρίκλινο έξω από το ναό.
Κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο έχει επισημανθεί ότι ο αυτοκράτορας σε τέσσερις περιπτώσεις
δεν ελάμβανε ενεργό μέρος στη θεία λειτουργία, αλλά την παρακολουθούσε από τα υπεροία της
Αγίας Σοφίας274. Η θέση του αυτοκρατορικού θεωρείου θα μπορούσε να προσδιορισθεί σε σχέση
με τις δυνατές προσβάσεις και τη θέση των κλιμάκων του ναού. Το θεωρείο αυτό μάλλον ήταν
τοποθετημένο στο νότιο υπεροίο27~\ Εκεί, ο αυτοκράτορας έφθανε με μία ξύλινη κλίμακα, η οποία
ξεκινούσε από τη νοτιοανατολική πλευρά του ναού276. Οι άλλες δύο κλίμακες, μία βορειοδυτική
και μία δυτική, θα πρέπει να οδηγούσαν από το εξωτερικό στο βόρειο και στο δυτικό υπερώο του
ναού αντίστοιχα. Δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ότι για την άνοδο του λαού στα
υπεροία χρησίμευε μόνον η κλίμακα στη βόρεια περιοχή του νάρθηκα, ενοί η δυτική κλίμακα που
ξεκινούσε από τη νοτιοανατολική περιοχή του αίθριου και οδηγούσε στο νότιο προθάλαμο του δυ­
τικού υπερώου με τη μεγάλη ιουστινιάνεια είσοδο προοριζόταν αποκλειστικά για τον Πατριάρχη,
διότι γειτνίαζε με το πατριαρχείο και συγχρόνους επικοινωνούσε με το χώρο, ο οποίος ταυτίζεται
με το μεγάλο σέκρετο του Πατριάρχη277.
Δίπλα στο αυτοκρατορικό θεο^ρείο ήταν το μιτατόριο του αυτοκράτορα, το οποίο επικοινωνούσε
με το μιτατόριο του Πατριάρχη. Ο αυτοκράτορας και η ακολουθία του ελάμβανε τη Θεία Μετά­
ληψη στον όροφο και στη συνέχεια υπήρχε ένα διαμέρισμα, όπου μπορούσε να αποσυρθεί. Από
το Περί Βασιλείου τάξεως πληροφορούμεθα ότι σε τέσσερις ακόμα πρωτοβυζαντινές εκκλησίες τα
υπεροία χρησιμοποιούνται από την αυτοκρατορική αυλή και οι γυναίκες συγκεντρώνονται στη
βόρεια πλευρά στο ισόγειο του ναού. Στην Παναγία των Χαλκοπρατείων ο αυτοκράτορας τις
εορτές του Ευαγγελισμού και του Γενεσίου της Θεοτόκου παρακολουθεί τη λειτουργία από τα
υπεροία και λαμβάνει τη Θεία Μετάληψη με την ακολουθία του από τον ίδιο τον Πατριάρχη, ο
οποίος ανεβαίνει στα υπεροία. Στον Άγιο Μοίκιο συμβαίνει κάτι ανάλογο και ο αυτοκράτορας εδοί
διαθέτει ένα «κοιτώνα», ο οποίος βρίσκεται στα υπεροία ή είναι σε κάποιο άλλο χοίρο συνδεδε-
μένο με αυτά. Ο αυτοκράτορας αφού συνοδεύσει τον Πατριάρχη στο Ιερό και περάσει «δια της
πλαγίας του γυναικίτου», βρίσκεται στην κλίμακα που οδηγεί στο θεωρείο του στα υπερώα. Στη
Θεοτόκο της Πηγής υπάρχει ένα ιδιαίτερο διαμέρισμα του αυτοκράτορα, ένας χοίρος υποδοχής,
όπου δέχεται τον Πατριάρχη και τους επισήμους και ένα θεοψφίο από όπου παρακολουθεί τη
λειτουργία278. Στους Αγίους Αποστόλους ο αυτοκράτορας, αφού προσκυνήσει τους ανοίτερους
κληρικούς, περνά με τον Πατριάρχη από τη βόρεια πλευρά του ναού, δηλαδή τη θέση των γυναι-
κοίν. Στη συνέχεια ο Πατριάρχης επιστρέφει στο Ιερό, ενοί ο αυτοκράτορας πηγαίνει στο νάρθη­
κα και από εκεί ανεβαίνει στα υπερώα από την κλίμακα στα αριστερά. Η θέση του κατά τη λει­
τουργία στους Αγίους Αποστόλους είναι, όπως και στην Αγία Σοφία, στο νότιο υπερώο. Εδώ, λαμ­
βάνει τη Θεία Μετάληψη με τη συνοδεία του σε ένα αντιμήνσιον, τοποθετημένο απέναντι από το
Ιερό. Στη θέση αυτή υπήρχε θρόνος, όπου ο αυτοκράτορας καθόταν κατά τη διάρκεια της Θείας
Μετάληψης. Τέλος, το υπεροίο επικοινωνούσε απευθείας με ένα διαμέρισμα για τον αυτοκράτορα,
όπου αυτός προγευμάτιζε μετά τη λειτουργία με τον Πατριάρχη και δεχόταν φίλους και ιερείς.
Στον Άγιο Σέργιο και Βάκχο δεν γνωρίζομε τη θέση που προοριζόταν για τις γυναίκες, είναι,
όμως, βέβαιο ότι ο χώρος των υπεροίων, ο οποίος είναι αρκετά περιορισμένος, περιλάμβανε ένα
ιδιαίτερο ευκτήριο, ένα μιτατόριο και το αυτοκρατορικό θεωρείο279.

274 Mathews, Liturgy, σ. 131, 132.


275 Delvoye, Tribunes, σ. 43.
27h Strube, Westliche Eingangsseite, σ. 96.
277 Ό.π.
278 Mathews, Liturgy, σ. 133.
m Ό.π.

201
το ανοπερο τοξωτό τμήμα τους, εκτός από τα δυο παράθυρα του νάρθηκα, όπου κατεβαίνει χαμη­
λότερα, συνεχίζει στην ανατολική όψη, όπου σταματά κατά τις δύο πλευρές της κεντρικής αψίδας
και ορίζει την άνω απόληξη της τοιχοποιίας των πλάγιων αψίδων. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι
τα ευθύγραμμα τμήματα της οδοντωτής ταινίας μεταξύ των ανοιγμόπων δεν βρίσκονται πάντα στην
ίδια ακριβώς στάθμη, ενώ ταυτόχρονα έχουν μικρή κλίση, η οποία ακολουθεί την κλίση του
εδάφους σε κάθε όψη, γεγονός που φανερώνει ότι η ταινία κατασκευάσθηκε με αφετηρία το
δάπεδο.
Στην τοιχοποιία του νάρθηκα, στη μικρή τριγωνική επιφάνεια που σχηματίζεται μεταξύ της οδο­
ντωτής ταινίας και του θόλου της στοάς δυτικά του παραθύρου, διακρίνεται πλινθοπερίκλειστη
κατασκευή (Π ίν. 89α). Διαπιστοόνομε, λοιπόν, ότι το ψηλότερο τμήμα της τοιχοποιίας του νάρθη­
κα, πάνω από την οδοντωτή ταινία που περιτρέχει τις όψεις του, ήταν κτισμένο κατά το πλινθοπε-
ρίκλειστο σύστημα.
Τα παράθυρα της βόρειας όψης έχουν ύψος 0,85-0,92 και πλάτος 0,50-0,55 μ., είναι δηλαδή λίγο
ψηλότερα και στενότερα από εκείνα της νότιας όψης, που έχουν ύψος 0,76 και πλάτος 0,62 μ. Η
ποδιά των παραθύρων των δύο όψεων βρίσκεται στην ίδια περίπου στάθμη με μικρές διαφορές της
τάξεως των 0,20 μ., οι οποίες, όμως, παρατηρούνται και μεταξύ των παραθύρων της ίδιας της βό­
ρειας όψης.
Η βόρεια θύρα του ναού ανοίγεται στην επιφάνεια που ορίζεται από το δεύτερο, από τα ανατολι­
κά, διαμέρισμα της στοάς (Σ χέδ. 15' Πίν. 86β, 89β, 90). Το κατασκευαστικό της άνοιγμα έχει
ύψος 2,42 και πλάτος 1,20 μ. και διαμορφώνεται με μαρμάρινο θύρωμα. Οι σταθμοί και το ανώφλι
του θυρώματος έχουν την ίδια διατομή και συναντώνται υπό γωνία 45°. Η διατομή του θυρώματος
είναι ορθογωνική, διαστάσεων 0,125x0,26 μ., με απότμηση στη γιυνία του που σχηματίζει πλατιά
ταινία 0,07 μ. Και κατά τις δύο πλευρές της ταινίας το θύρωμα έχει πλούσια διαμόρφωση με κοι-
λόκυρτο κυμάτιο και λεπτή ταινία. Η πλατιά ταινία κοσμείται με ανάγλυφο θέμα από επιμήκη
ορθογώνια διάχωρα, στα οποία εγγράφονται φυλλοφόροι οξύληκτοι βλαστοί. Τα διάχωρα αυτά
ορίζονται από οριζόντιο κόσμημα με τη μορφή σχοινιού που πλαισιώνεται από μικρά βεργία204. Οι
σταθμοί του θυροψιατος περιλαμβάνουν από ένδεκα ορθογώνια διάχωρα. Οι σταθμοί στην κορυ­
φή τους απολήγουν στο σχοινοειδές όριο του διαχιόρου, ενώ στη βάση τους απολήγουν σε ταινία,
γεγονός που δείχνει ότι διατηρούν το αρχικό ύψος τους. Το ανώφλι του θυρώματος περιλαμβάνει
πέντε διαχωριστικά σχοινοειδή κοσμήματα και έξι ορθογώνια διάχωρα. Το δυτικότερο διάχωρο
καταλήγει σε περίγραμμα λαξευμένο υπό γωνία 45°, παράλληλο προς το πέρας του ανωφλιού, ενώ
το ανατολικότερο φέρει κόσμημα, στο οποίο λείπει η άκρη του φυλλώματος του βλαστού. Η
λεπτομέρεια αυτή υποδηλώνει ότι το ανώφλι κόπηκε για να προσαρμοσθεί στις διαστάσεις του
συγκεκριμένου ανοίγματος και ότι το θύρωμα προέρχεται από άλλο κτίριο. Τα φυτικά θέματα
στους σταθμούς του θυρώματος παρουσιάζουν μεταξύ τους μικρές διαφορές στη σύνθεση, ενώ το
κόσμημα στο πέμπτο, από πάνω προς τα κάτω, διάχιυρο κάθε σταθμού εγγράφει λατινικό σταυρό.
Το θύρωμα τοποθετείται στον 1Ιο αιώνα.
Πάνω από το θύριυμα υπάρχει επίστεψη από γείσο και μαρμάρινη πλάκα. Το γείσο έχει ύψος
θ, 165, μήκος 1,35 μ., που εκτείνεται πέρα από τα δύο άκρα του θυριόματος (Πίν. 86β, 89β), και
διατομή με κυμάτια και πλούσιο ανάγλυφο διάκοσμο. Η διατομή του αποτελείται, από πάνω προς
τα κάτω, από δύο βαθμιδωτά διατεταγμένες ταινίες συνολικού πλάτους 0,08 μ., κυρτό κυμάτιο,
πλατιά, ελαφρώς κυρτή επιφάνεια με ανάγλυφη διακόσμηση και ύψος 0,055 μ., ένα ακόμη κυρτό
κυμάτιο και δύο πολύ λεπτές ταινίες. Τα δύο κυρτά κυμάτια με την ενδιάμεση πλατιά επιφάνεια
χωρίζονται σε τρία τμήματα από δύο ανακαμπτόμενα φύλλα άκανθας με ελεύθερο το άνω τμήμα
τους. Η ενδιάμεση πλατιά επιφάνεια στο μεσαίο τμήμα της φέρει τριταινιωτό κόσμημα που σχη­

204 Η διαίρεση σε διάχωρα, όπου εγγράφονται ανθέμια, απαντά και στο θύρωμα του Οσίου Μελετίου. Βλ. L. Bouras,
Architectural Sculptures, εικ. 26-27.

142
ματίζει τέσσερα, σχεδόν κυκλικά, πλαίσια, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με κόμβο (coiled
loops) και περιβάλλουν ανθέμιο. Το κυρτό κυμάτιο κάτω από την επιφάνεια αυτή φέρει ανάγλυ­
φο έλιγμα. Τα δύο ακραία τμήματα της επιφάνειας έχουν κόσμημα που αποτελείται από τριται-
νιωτό διπλό βλαστό, ο οποίος ανακαμπτόμενος σχηματίζει λυρόοχημα διάχωρα, στα οποία εγγρά-
φεται ανθέμιο με καρδιόσχημο περίγραμμα. Το ίδιο αυτό θέμα το συναντήσαμε στο επίκρανο του
κιονίσκου στο βόρειο παράθυρο του νάρθηκα.
Το ανατολικό τμήμα της επιφάνειας του γείσου (Π ίν. 86β, 89β) έχει δύο από τα παραπάνω λυρό-
σχημα θέματα και την αρχή ενός τρίτου, ενώ το δυτικό έχει ένα ακέραιο και ένα μισό θέμα. Την
καταστροφή στον ανάγλυφο διάκοσμο του γείσου προκάλεσε η υπό γωνία 45° απότμηση των
άκρων του, η οποία δεν προχωρά σε όλο το βάθος του μαρμάρου, αλλά φθάνει έως το μέσον του
περίπου, λίγο μετά τα κυμάτια που διαμορφιόνουν τη διατομή του. Βαθύτερα, τα άκρα του γείσου
έχουν κάθετη απόληξη. Η κατασκευαστική αυτή λεπτομέρεια είναι χαρακτηριστική στη διαμόρ­
φωση των ανωφλίων των θυρωμάτων για να εξασφαλίζεται η καλύτερη έδραση πάνω στα κάθετα
στοιχεία τους. Διαπιστοίνομε, δηλαδή, ότι το γείσο της βόρειας θύρας με το διπλεπίπεδο ανάγλυ­
φο διάκοσμο είναι ένα μαρμάρινο μέλος σε τρίτη χρήση. Αρχικά πιθανώς ανήκε σε κάποιο επι­
στύλιο του 12ου αιοανα, το οποίο διαμορφώθηκε σε ανιόφλι θυρώματος και στη συνέχεια απομονιύ-
θηκε από το θύρωμα αυτό και τοποθετήθηκε ως γείσο πάνω από το θύροομα της βόρειας εισόδου
του Αγίου Δη μητριού.
Πάνω από το γείσο υπάρχει μαρμάρινη επίπεδη πλάκα, ύψους θ,245 και μήκους 1,80 μ., με ανά­
γλυφο διάκοσμο που αποτελείται από οκτιύ φυτικά κοσμήματα. Τα τέσσερα από αυτά, που κατα­
λαμβάνουν τις θέσεις με περιττό αριθμό, έχουν ένα τριγωνικό οξύληκτο βλαστό, από τον οποίο
αναφύονται, στο πρώτο και στο πέμπτο κόσμημα, φύλλα με στρογγυλές απολήξεις, που σχημα­
τίζουν ένα συνεχές περίγραμμα ως σπειρομαίανδρο, ενώ στο τρίτο και στο έβδομο αναφύονται
ανθεμωτά φυλλιύματα κατά τις δύο πλευρές του βλαστού. Τα υπόλοιπα τέσσερα κοσμήματα είναι
όμοια μεταξύ τους και αποτελούνται από βλαστό, ο οποίος επικάθεται στο σημείο επαφής δύο
αντικριστών και οριζόντια τοποθετημένων ελίκων. Από το βλαστό ξεκινούν, στο κέντρο, ένας
λωτόμορφος καρπός και στις δύο πλευρές του από τρία φύλλα. Τα δύο έχουν τις άκρες τους στραμ­
μένες προς τα κάτω και πλαισκυνουν το βλαστό, ενιύ τα τέσσερα έχουν τις άκρες τους στραμμένες
προς τα πάνω και πλαισιώνουν τον καρπό2()-\
Πάνω από τη μαρμάρινη πλάκα υπάρχει οριζόντια σειρά πλίνθων και ακολουθεί ημικυκλικό αψί-
δωμα, με το κέντρο του υπερυψωμένο ως προς τις γενέσεις του κατά 0,20 μ. Η διάμετρος του τόξου
του αψιδώματος είναι κατά 0,10 μ. μεγαλύτερη από το κατασκευαστικό άνοιγμα της θύρας και ίση
προς 1,30 μ. Το τόξο διαμορφιόνεται από λαξευτούς πωρόλιθους, που περιβάλλονται από μονή
πλίνθινη ταινία. Η κατασκευή αυτή περιβάλλεται στο ανώτερο τμήμα της από την οδοντωτή ταινία,
που εκτείνεται καθ’ όλο το μήκος της όψης. Το ανατολικό τμήμα του αψιδοοματος, με το τόξο και
τις ταινίες που το περιβάλλουν, καλύπτεται από τη θολοδομία της βόρειας στοάς. Θα πρέπει, εδιυ,
να σημειώσομε ότι στη βόρεια θύρα του ναού η οδοντωτή ταινία περιέβαλλε την απλή κατασκευή
του υπερκείμενου τόξου, ενώ στη δυτική θύρα η οδοντοπή ταινία, η οποία σήμερα καλύπτεται από
τη θολοδομία του δυτικού προστώου, περιέβαλλε μία πλέον σύνθετη απόληξη με διπλό βαθμιδοπό
πλαίσιο. Παρά, όμως, την απλούστερη διαμόρφωση του οικοδομικού της ανοίγματος, η βόρεια
θύρα είναι πλέον σύνθετη από τη δυτική με την ύπαρξη ενός πολύ πλούσιου γλυπτού διακόσμου
τόσο στο θύρωμα, όσο και στην επίστεψή της.
Ο κιλλίβαντας της στοάς που βρίσκεται πάνω από την επίστεψή του θυριυματος έχει κατά τη δυτι­
κή πλευρά του ανάγλυφο σταυρό με κεραίες που διαπλατύνοται. Από τις οριζόντιες κεραίες ξεκι­
νούν καμπυλούμενες ταινίες που συνενώνονται.205

205 Έ να παρόμοιο μαρμάρινο μέλος βρίσκεται εντοιχισμένο στην τοιχοδομία της Επισκοπής Τεγέας και χρονολογείται
στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Βλ. Ορλάνδος, Επισκοπή Τεγέας. εικ. 109.

143
Κατά τις δυο πλευρές της βόρειας θύρας διαμορφώνεται κτιστό έδρανο πλάτους 0,50 μ., που
ακολουθεί την κλίση του εδάφους. Η άνω επιφάνειά του καλύπτεται με σχιστόπλακες και αποτε­
λεί τη συνέχεια του δαπέδου του δυτικού προστώου. Η στάθμη του δαπέδου εμπρός από τη βόρεια
Ούρα βρίσκεται 0,50 μ. κάτω από τη στάθμη του δαπέδου του δυτικού προστώου. Η κατασκευή του
εδράνου είναι πιθανώς σύγχρονη με τη διαμόρφιοση του δαπέδου έξω από το νάρθηκα και μετα­
γενέστερη από την τοποθέτηση του θυρώματος στο άνοιγμα της βόρειας θύρας, διότι το έδρανο
καλύπτει τους σταθμούς του, τον ανατολικό κατά ένα μόνον τμήμα του (Π ίν. 90β), ενώ το δυτικό
καθ’ όλο το πλάτος του.
Εμπρός από το άνοιγμα της βόρειας θύρας και κατά το πλάτος του εδράνου διαμορφώνεται ανα­
βαθμός ύψους 0,14 μ. Ακολουθεί το κατιόφλι της θύρας που βρίσκεται κατά 0,04 μ. πάνω από τον
αναβαθμό και έχει πλάτος ίσο με το πάχος του θυρώματος. Το κατώφλι διαμορφώνεται από μαρ­
μάρινο μέλος σε δεύτερη χρήση που προέρχεται από γείσο ή επιστύλιο τέμπλου, όπως φαίνεται
από τους δύο πυροστρόβιλους στα άκρα της εξωτερικής πλευράς του.
Η δεύτερη αρχιτεκτονική ενότητα στη βόρεια όψη υψοονεται πάνω από τον εξώστη, ο οποίος
διαμορφώνεται στην κορυφή της βόρειας στοάς του περιστώου, και αντιστοιχεί στα υπερώα
(Σ χέδ. 15' Πίν. 92β). Η ενότητα αυτή, όπως και στις άλλες τρεις όψεις, διαμορφώνεται με αψι-
δώματα, όμως εδιό δεν απολήγει σήμερα σε κυματοειδές περίγραμμα, διότι η αρχική επίστεψη με
το διπλό πριονωτό και το πλίνθινο, λοξότμητο γείσο που περιέβαλλε τα τόξα των αψιδωμάτων, δεν
σιοζεται πλέον. Πάνω από τα τόξα των αψιδωμάτων έχει οικοδομηθεί μικρό τοιχίο, όπου στηρίζε­
ται ο σκελετός ξύλινου στεγάστρου.
Το δάπεδο του εξώστη παρουσιάζει μικρή, προς τα κάτιο, κλίση από τα δυτικά προς τα ανατολικά,
της τάξεως των 0,10 μ., και η στάθμη του βρίσκεται 0,10 μ. χαμηλότερα από την τριπλή ταινία, που
διαμορφοτνει την επίστεψη του εξοπερικού τοίχου στο νότιο κλίτος της βασιλικής. Αν λάβομε
υπόψη μας την υψομετρική διαφορά της ίδιας περίπου τάξεως, που υπάρχει γενικότερα στην κατα­
σκευή τοτν δύο όψεων και η οποία οφείλεται στην προς τα κάτω κλίση του εδάφους από Ν. προς
Β., τότε το δάπεδο του εξιύστη θα πρέπει να έχει διαμορφωθεί στο ύψος της άνω απόληξης του
εξοπερικού τοίχου του βόρειου κλιτούς.
Πάν<υ από το δάπεδο του εξώστη μπορούμε να παρακολουθήσομε την κατασκευή των αψιδωμά-
των. Στην όψη αυτή υπάρχουν πέντε αψιδώματα, τα οποία αντιστοιχούν στα ισάριθμα διαμερί­
σματα που διαμορφώνονται στο βόρειο υπερώο. Το ανατολικότερο αψίδωμα βρίσκεται μέσα στο
διώροφο κτίριο του επισκοπικού μεγάρου, στην ανατολική πλευρά του αίθριου. Η ανατολική
παραστάδα αυτού του αψιδώματος καλύπτεται, σήμερα, από υστερότερα επιχρίσματα και δεν δια-
κρίνεται το σημείο επαφής της με το επισκοπικό μέγαρο, όμως από το δυτικό ορατό μέτωπό της
και τη θέση του ανατολικού πέρατος των υπερώων προκύπτει ότι το μήκος της είναι 1,40 μ.
περίπου. Η δυτική παραστάδα του ίδιου αψιδώματος, μήκους 0,76 μ., καλύπτεται κατά το μεγαλύ­
τερο μέρος της από τον αντίστοιχο τοίχο του διώροφου κτιρίου, ενώ μία μικρή της μόνον επιφά­
νεια δυτικά, ίση προς 0,18 μ., παραμένει ελεύθερη.
Οι τρεις επόμενες παραστάδες στα δυτικά έχουν μήκος 0,92 μ., ενώ η δυτική γωνιακή είναι ίση με
τη δεύτερη, από τα ανατολικά, παραστάδα, δηλαδή 0,76 μ. Και σε αυτή την όψη του ναού, όπως
και στις άλλες, δεν υπάρχει απόλυτη αντιστοιχία μεταξύ τοον εσωτερικών και των εξωτερικών
αψιδωμάτων, με εξαίρεση το ανατολικότερο από αυτά. Οι παραστάδες των αψιδωμάτων έχουν
ύψος 1,90 μ. και απολήγουν στην άνιυ τους πλευρά σε οριζόντια οδοντοπή ταινία. Η ταινία αυτή
εκτείνεται και στο διάφραγμα του τρίτου και του τέταρτου, από τα ανατολικά, αψιδώματος, ενώ
στην ανατολική περιοχή του πέμπτου, δυτικού αψιδιόματος υπάρχουν δύο στρώσεις πλίνθων με
ενδιάμεσο κονίαμα, μήκους 0,55 και συνολικού πάχους 0,10 μ., που ανήκουν σε κατεστραμμένη,
πλέον, οδοντοπή ταινία (Π ίν. 91α). Πάνω από την οδοντοπή ταινία των παραστάδων, μεταξύ των
τόξων των αψιδοφιάτων, υπάρχει μικρή επιφάνεια που περιλαμβάνει δύο στρώσεις πούρόλιθων με
ενδιάμεση στρο5ση πλίνθων. Τα τόξα τοτν αψιδωμάτων διαμορφώνονται από μεικτή κατασκευή με
πο)ρόλιθους και ζεύγος πλίνθοπ εναλλάξ, εκτός από το κλειδί του τόξου στο μεσαίο αψίδοψια, το
οποίο διαμορφοτνεται με τέσσερις πλίνθους. Τα τόξα περιβάλλονται από μονή πλίνθινη ταινία.

144
Η σταδιακή εξέλιξη του τύπου των γωνιακών διαμερισμάτων και της στέγασής τους με τρουλί-
σκους, από μία σύνθεση με βάση την οργάνωση του εσωτερικού χώρου σε μία μορφοκρατική-
διακοσμητική αντίληψη στη διαμόρφωση του εξωτερικού των ναών γίνεται σαφής στα παραδείγ­
ματα των πεντάτρουλων ναών της Σερβίας. Στην Gracanica (προ του 1321), ο κεντρικός τρούλος
με την κλιμακωτή διάταξη των κυλινδρικών θόλων σε δύο βαθμίδες στις κεραίες του σταυρού, προ­
βάλλει έντονα στο χώρο, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους γωνιακούς τρούλους, οι οποίοι
εδράζονται σε υπερυψωμένες κυβικές βάσεις που κτίζονται πάνω από τη στάθμη των γενέσεοον
των γειτονικών κυλινδρικών θόλων. Μετά την ανέγερση του ναού στο Matejic (το 1355), σύμφωνα
με τα βυζαντινά πρότυπα, επιστρέφομε πάλι στη μορφοκρατική αντίληψη με τις υψηλές βάσεις των
τρουλίσκων στη Ravanica (το 1375), ενώ στο μεταγενέστερο ναό στη Resava (το 1406-1408) οι
γωνιακοί τρουλίσκοι έχουν πάρει μία πολύ πτωχή και συρρικνωμένη μορφή με καθαρά διακοσμη-
τικό χαρακτήρα. Στον ελλαδικό χοίρο συναντάμε υπερυψωμένες βάσεις στους τρουλίσκους του
Προφήτη Ηλία Θεσσαλονίκης (στα μέσα του 14ου αι.), πάνω από τα παραβήματα και πάνω από
αυτοτελή παρεκκλήσια δυτικά, που, όμως, είναι αποτέλεσμα αναστήλωσης με πλείστες υποθέσεις.
Η μορφή αυτή ενδέχεται να ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη, με τους Αγίους Αποστόλους,
όπου πιθανώς υπήρχαν υπερυψωμένες βάσεις313.
Στη Ρωσία, τέλος, η πεντάτρουλη στέγαση εξελίχθηκε και βρήκε ευρεία εφαρμογή ως μορφολογι-
κό στοιχείο στην εξωτερική διαμόρφωση του ναού, με συμβολικό χαρακτήρα, χωρίς καμία σύνδε­
ση με τον εσωτερικό χώρο και χωρίς τη δυνατότητα μίας περαιτέρω εξέλιξης. Η εφαρμογή αυτή
άρχισε με την Αγία Σοφία του Κιέβου (1037-1040), τη μητρόπολη του Cernigov (1036 περίπου) και
την Αγία Σοφία του Novgorod (1045-1050), όπου υπήρχε ένας σταυροειδής πεντάτρουλος πυρήνας,
γύρω από τον οποίο διαμορφώνονταν πλάγια κλίτη με θολοδομία σε χαμηλότερη από αυτόν στάθ­
μη315316. Στις ρωσικές εκκλησίες, για την αποσύνδεση των γωνιακών διαμερισμάτων που καλύπτονται
με τρούλο από τον πυρήνα της κάτοψης, καθοριστικό ρόλο είχε η ύπαρξη των υπερώων. Αυτό γίνε­
ται φανερό στη μητρόπολη του Vladimir, όπου μετά την ανοικοδόμησή της το 1185-1189, έχομε μία
κάτοψη με πέντε κλίτη και πεντάτρουλη ανωδομή με τους τρουλίσκους στη θέση των γωνιών των
εξωτερικών κλιτών. Η παράδοση αυτή συνεχίζεται με την ανοικοδόμηση της Μητρόπολης της
Θεοτόκου στο Suzdal (16ος αι.) και στη Μητρόπολη του Κρεμλίνου στη Μόσχα (1505-1509).
Σύμφωνα με τα προηγούμενα, η πεντάτρουλη μορφή της στέγασης, με βάση τη σύλληψη και την
εντύπωση του εσωτερικού χοίρου, μπορεί να διακριθεί σε δύο κατηγορίες, στην κατηγορία όπου ο
ναός διαθέτει υπερώα και οι τέσσερις πλευρικοί τρούλοι στεγάζουν διαμερίσματα της δεύτερης
στάθμης του ναού, και στην κατηγορία όπου δεν υπάρχουν υπερώα και οι πλευρικοί θόλοι στε­
γάζουν τα γωνιακά διαμερίσματα του χώρου στο ισόγειο. Στον ελλαδικό χώρο η κατηγορία με τα
υπερώα απαντά στην υστεροβυζαντινή περίοδο, με τα παραδείγματα στην Άρτα, τον Μυστρά και
το Λεοντάρι.
Στην Παρηγορήτισσα της Άρτας οι πλευρικοί τρούλοι καλύπτουν παρεκκλήσια στους γωνιακούς
χώρους των διώροφων υπερώων, τα οποία περιβάλλουν κατά τις τρεις πλευρές του τον οκταγωνι­
κό πυρήνα του ναού που καλύπτεται από τον κεντρικό τρούλο317. Στον Μυστρά, όμως και στο
Αεοντάρι έχομε δύο διαφορετικούς υπερτιθέμενους τύπους κατόψεων, δηλαδή μία βασιλική στο
ισόγειο και ένα πεντάτρουλο σταυροειδή εγγεγραμμένο στα υπερώα. Το σύνθετο αυτό τύπο, ο
Gabriel Millet τον είχε κατατάξει στην ομάδα των σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών της σχολής

315 Η προμετωπίς των κωδίκων Βατικανού 1162 και Παρισινού 1208 δεν εικονίζουν τον πεντάτρουλο ναό των Αγίων
Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης, βλ. Α. Ξυγγόπουλος, Προμετωπίδες, ΕΕΒΣ 13 (1937), σ. 158-178.
316 Για την Αγία Σοφία του Κιε'βου, βλ. Η. Logvin, Kiev's Hagia Sophia, Kiev 1971. Για την Αγία Σοφία του Novgorod, βλ.
V.N. Lasarev, Iskusstvo Novgoroda, Moskau-Leningrad 1974, σ. 53 κ.ε. Βλ. επίσης Mango, Architecture, σ. 324 κ.ε. και
Sinos, Vira, σ. 220.
317 Ορλάνδος, Παρηγορήτισσα.

209
τική διατομή και επομένως είναι μέλη σε δεύτερη χρήση. Το ανώφλι έχει διατομή 0,11x0,20 μ., ο
δυτικός σταθμός 0,13x0,19 μ. και ο ανατολικός 0,12x0,18 μ. Το ανώφλι επικάθεται στους σταθ­
μούς και οι ταινίες που συνθέτουν τη διατομή (Σ χέδ. 15) στα πέρατά του έχουν απόληξη υπό
γωνία 45° και κατόπιν στρέφονται προς τα κάτω, γεγονός που υποδηλώνει ότι το μέλος αυτό είχε
εξαρχής τη χρήση ανωφλιού. Πάνω από το ανώφλι υπάρχει λοξότμητο γείσο με κυμάτια στη
διατομή του, ύψους 0,13 μ. Οι άκρες αυτού του γείσου είναι κατεστραμμένες και επομένως φαίνε­
ται ότι και αυτό το στοιχείο είναι μαρμάρινο μέλος σε δεύτερη χρήση.
Πάνω από το λοξότμητο γείσο της θύρας διακρίνεται αρμός με ημικυκλική χάραξη, του οποίου η
δυτική γένεση βρίσκεται στην ίδια θέση με τον αντίστοιχο σταθμό του κατασκευαστικού ανοίγματος
της, ενοο κάτω από την ανατολική γένεση και πίσω από μεταγενέστερα κονιάματα διακρίνεται κατα-
κόρυφος αρμός. Στην περιοχή της ανατολικής γένεσης και χαμηλότερα, υπάρχει επέμβαση στην τοι­
χοποιία του διαφράγματος του αψιδώματος. Ο ημικυκλικός αρμός, εκεί όπου σώζεται, διαμορφώ­
νεται από ακτινωτά διατεταγμένες πλίνθους και λίθους μέσα σε κονίαμα, εκ των οποίων οι δύο
πρώτοι πάνω από την ανατολική γένεση είναι λαξευτοί πωρόλιθοι, κατασκευή που υποδηλώνει την
ύπαρξη τόξου. Από τη χάραξη του τόξου αυτού διαπιστώνεται ότι η διάμετρός του ήταν μεγαλύτερη
από το άνοιγμα της θύρας και ίση προς 1,40 μ. Από τα παραπάνω διαπιστοόνομε ότι η αρχική βόρεια
θύρα είχε μεγαλύτερες διαστάσεις από τη σημερινή και απόληξη με ημικυκλικό τόξο. Το αρχικό
άνοιγμα της θύρας σοόζεται σήμερα στο εσωτερικό των υπερώων, όπως σημειώθηκε στη σχετική
ενότητα. Αρχικώς η πρόσβαση στα υπερώα γινόταν από τη βόρεια πλευρά, από μία μνημειώδη
θύρα, η οποία θα πρέπει να εξυπηρετούσε ανάλογης σημασίας λειτουργικές ανάγκες. Αργότερα,
όταν οι ανάγκες αυτές εξέλειπαν, η βόρεια θύρα έλαβε πιο ταπεινή μορφή, ενώ στη νότια όψη
διανοίχθηκε μία ακόμη θύρα που να εξασφαλίζει την απευθείας πρόσβαση από το δρόμο.
Το κατώφλι της θύρας διαμορφώνεται από πλάκα μήκους 1,34 και πάχους 0,10 μ. και βρίσκεται
στην ίδια στάθμη με το δάπεδο του υπερώου και 0,70 μ. ψηλότερα από το δάπεδο του εξοόστη (Π ίν.
91 β). Η πλάκα αυτή δυτικά σταματά κάτω» από τον αντίστοιχο σταθμό του θυρώματος, ενώ
ανατολικά εισχωρεί μέσα στην τοιχοποιία και έχει μήκος ίσο με το αρχικό άνοιγμα της θύρας και
επομένως ανήκει στην αρχική της κατασκευή. Μεταξύ του κατωφλιού της θύρας και του δαπέδου
του εξώστη διαμορφοόνονται δύο αναβαθμοί. Ο ψηλότερος έχει ύψος 0,24 και μήκος 0,73 μ., ίσο
δηλαδή με το σημερινό καθαρό πλάτος της θύρας, γεγονός που δείχνει ότι ο αναβαθμός αυτός
είναι σύγχρονος με τη μετασκευή της. Ο χαμηλότερος αναβαθμός έχει ύψος 0,26 και μήκος 1,81 μ.
Η τοιχοποιία του αναβαθμού αυτού και στα τρία μέτωπά του μοιάζει κατεστραμμένη. Η παρατή­
ρηση αυτή οδηγεί στη διαπίστωση ότι πριν από την τελευταία διαμόρφωση του δαπέδου του εξώ­
στη με τσιμεντοκονία, ο αναβαθμός αυτός αποτελούσε τμήμα του αρχικού δαπέδου, του οποίου η
στάθμη βρισκόταν 0,46 μ. ψηλότερα από την κάτω επιφάνεια του κλειδιού του υποκείμενου θόλου
της στοάς. Στο πάχος αυτό θα πρέπει να περιλαμβανόταν το ύψος του θολίτη, κάποιο κονίαμα και
υλικό πλήρωσης, καθώς και η τελική επίπεδη διαμόρφωση του δαπέδου με πέτρες.
Στην τοιχοποιία του δυτικότερου αψιδώματος της βόρειας όψης βρίσκονται εντοιχισμένες δύο μαρ­
μάρινες πλάκες με ανάγλυφο διάκοσμο. Η πρώτη (Πίν. 91α) είναι εντοιχισμένη στην πλινθοπερί-
κλειστη τοιχοποιία του νάρθηκα, στα ανατολικά του ψηλότερου αναβαθμού της θύρας και έχει δια­
στάσεις 0,23x0,60 μ. Στην άνιυ της πλευρά υπάρχει αστράγαλος και κάτω από αυτόν τρεις κύκλοι
από τριμερή ταινία, που συνδέονται μεταξύ τους με κόμβο. Στις θέσεις των γωνιών των, θεωρητι­
κά, περιγεγραμμένων τετραγώνων στους κύκλους, υπάρχουν μικροί κύκλοι όμοιοι με τους συνδε­
τικούς κόμβους, στο κέντρο των οποίων υπάρχει οπή τρυπανιού. Στους δύο μεγάλους ακραίους
κύκλους εγγράφεται από ένας οκτάφυλλος ρόδακας και στο μεσαίο κύκλο ένα τετράφυλλο άνθος
με ισοσκελή έξεργο σταυρό στο κέντρο του. Η σύνθεση είναι χαρακτηριστική του 11ου αιώνα.
Η δεύτερη μαρμάρινη πλάκα βρίσκεται στα ανατολικά της δυτικής παραστάδας, κάτω ακριβώς
από την οριζόντια ταινία. Έ χει διαστάσεις 0,37x0,45 μ., κοσμείται με θέμα ανακαμπτόμενων βλα­
στοόν και είναι ρωμαϊκής, κατά πάσα πιθανότητα, προέλευσης (Π ίν. 91α).
Στο δεύτερο, από τα δυτικά, αψίδωμα ανοίγονται δύο συνεχόμενα καθ’ ύψος παράθυρα. Το ψηλό­
τερο παράθυρο είναι μονόλοβο και η ποδιά του βρίσκεται στη στάθμη των γενέσεων του τόξου του

146
αψιδώματος (Π ίν. 92α). Το άνοιγμά του έχει πλάτος 0,25 και ύψος 0,66 μ. και διαμορφώνεται από
πλίνθινο πλαίσιο, που περιβάλλεται από μονή πλίνθινη ταινία. Τμήμα του πλαισίου και της ταινίας
υπερκαλύπτεται από το τόξο του αψιδαύματος. Το μονόλοβο αυτό παράθυρο πλαισιώνεται από
γραπτά τεταρτοκυκλικά αψιδώματα που εγγράφουν φυτικό κόσμημα. Τα τεταρτοκυκλικά αψιδώ-
ματα αποτελούνται από πλαίσιο με ακτινωτά διατεταγμένες πλίνθους, που περιβάλλεται από
λεπτή πλίνθινη ταινία. Τα πλίνθινα στοιχεία τους είναι γραπτά με κόκκινο χριόμα. Κάτω ακριβούς
από το μονόλοβο παράθυρο ανοίγεται ένα ακόμη με ορθογωνική διατομή, πλάτους 0,42 και ύψους
0,93 μ. Το άνοιγμά του διαμορφώνεται από μαρμάρινο πλαίσιο, του οποίου οι σταθμοί και το ανώ-
φλι διαφέρουν ως προς τη μορφή της βαθμιδοπής διατομής τους, γεγονός που υποδηλαύνει ότι τα
στοιχεία αυτά είναι μαρμάρινα μέλη σε δεύτερη χρήση. Πάνω από το ανώφλι του παραθύρου
υπάρχει λοξότμητο γείσο ίσου μήκους, και ύψους 0,085 μ. Το κεκλιμένο μέτωπο του γείσου είναι
ελαφρούς κοίλο. Η άνω του πλευρά αποτελεί την ποδιά του υπερκείμενου μονόλοβου παραθύρου.
Η κατασκευή του ορθογυονικού παραθύρου, καθιύς και η τοποθέτηση του γείσου του έχουν κατα­
στρέψει τοπικά την οδοντωτή ταινία που βρίσκεται στη βάση του τόξου του αψιδιύματος και έτσι
αυτή σταματά σε απόσταση 0,10 μ. από το πλαίσιο του παραθύρου.
Στο τρίτο, από τα δυτικά, αψίδωμα (Π ίν. 92β), που αντιστοιχεί στην εγκάρσια κεραία του σταυ­
ρικού σχήματος των υπερώων, ανοίγονται, επίσης, δύο συνεχόμενα καθ’ ύψος παράθυρα. Όπιυς
και στο διαμέρισμα της νότιας κεραίας του σταυρού, το παράθυρο που ανοίγεται στην τοξωτή επι­
φάνεια του αψιδώματος πάνιυ από την οριζόντια οδοντωτή ταινία είναι τρίλοβο, ενιό το παράθυρο
κάτιυ από αυτό είναι ορθογωνικό. Το τρίλοβο παράθυρο του αψιδώματος αυτού έχει την ίδια ακρι­
βούς μορφή με το αντίστοιχο παράθυρο της νότιας όψης, με υπερυψωμένο το μεσαίο λοβό. Δια­
μορφώνεται από διπλό βαθμιδωτό πλίνθινο πλαίσιο, που βαίνει στην οριζόντια οδοντωτή ταινία,
ακολουθεί το περίγραμμα του ανοίγματος και περιβάλλεται από μονή πλίνθινη ταινία. Η εξοοτερι-
κή βαθμίδα του και η ταινία υπερκαλύπτονται κατά το ανώτερο τμήμα τους από το τόξο του αψι-
δώματος. Το άνοιγμα του παραθύρου έχει μήκος 1,40 και ύψος 1,68 μ. στο κλειδί του μεσαίου
λοβού. Οι λοβοί χωρίζονται μεταξύ τους από μαρμάρινους αμφικιονίσκους, ύψους 0,77 και
πλάτους 0,13 μ., που φέρουν κολουροπυραμιδοειδή επίκρανα. Οι βάσεις τους, ύψους 0,18 μ., είναι
κτισμένες με πλίνθους και πατούν σε υπερυψωμένη κτιστή ποδιά, ύψους 0,15 μ. Τα μαρμάρινα
αυτά μέλη στερούνται ανάγλυφου διακόσμου. Έτσι, η απλή μορφή τους, που ακολουθεί το γενι­
κότερο, ανάλογο πνεύμα της κατασκευής των υπερώων, θα μπορούσε να μας πείσει ότι αυτά είναι
σύγχρονα με την προσθήκη του ορόφου στο ναό, σε μία πολύ προχωρημένη περίοδο στην ιστορία
της προπεύουσας του Δεσποτάτου.
Το τρίλοβο παράθυρο πλαισιώνεται από υψίκορμα τεταρτοκυκλικά αψιδώματα με μορφή σχεδόν
τριγοτνική, όπου η υποτείνουσα του τριγώνου είναι ελαφρούς καμπύλη και ακολουθεί τη χάραξη
του τόξου του αψιδώματος που αντιστοιχεί στη βόρεια κεραία τοον υπερώων. Τα τεταρτοκυκλικά
αψιδώματα κατά τις δύο πλευρές του τρίλοβου παραθύρου διαμορφώνονται από πλίνθινο πλαίσιο,
που περιβάλλεται από μονή πλίνθινη ταινία. Το διάφραγμά τους υποχωρεί κατά 0,07 μ. και βρί­
σκεται στο ίδιο κατακόρυφο επίπεδο με το εσιυτερικό πλαίσιο του παραθύρου.
Το δεύτερο παράθυρο είναι ορθογωνικό (Π ίν. 92β) και βρίσκεται κάτω από την οριζόντια οδοντω­
τή ταινία, που ορίζει τις γενέσεις της τοξωτής απόληξης του αψιδώματος και τη βάση του τρίλοβου
παραθύρου. Το άνοιγμα του παραθύρου διαμορφώνεται από μαρμάρινο πλαίσιο και χωρίζεται από
κατακόρυφο στοιχείο, που και αυτό ανήκει στην κατασκευή του πλαισίου, σε δύο ίσα ανοίγματα,
πλάτους 0,3Θ και ύψους 0,60 μ. Οι σταθμοί του παραθύρου έχουν διατομή, η οποία αποτελείται από
τέσσερις, βαθμιδωτά τοποθετημένες, ταινίες συνολικού πλάτους 0,09 μ. Το ανώφλι του πλαισίου
έχει συνθετότερη διατομή και περιλαμβάνει, εκτός από τις τέσσερις ταινίες, μία τεταρτοκυκλική
σκοτία και μία ακόμη ταινία. Το ανώτερο τμήμα του ανωφλιού προεξέχει από τους σταθμούς του
πλαισίου κατά 0,06 μ., ενώ το κατώτερο τμήμα του ενώνεται με αυτούς. Το κατακόρυφο στοιχείο του
πλαισίου, το οποίο χωρίζει το παράθυρο σε δύο ίσα ανοίγματα, έχει πλάτος 0,30 μ., αποτελείται από
μία πλατιά ενδιάμεση επιφάνεια, που ορίζεται σε κάθε της πλευρά από κατακόρυφη ταινία.
Στο τέταρτο, από τα δυτικά, αψίδοψια της βόρειας όψης ανοίγονται, επίσης, δύο συνεχόμενα καθ’

147
στις ταινίες και τα πλαίσια των παραθύρων της και κυμαίνεται από 3 έως και 4,5 εκατοστά. Τέλος,
παχύτερες πλίνθους συναντάμε στη νότια όψη, στην ταινία κάτω από τα μαρμάρινα μέλη της επί-
στεψής της με πάχος 5 εκατοστών. Οι πλίνθοι στα κατασκευαστικά στοιχεία των υπεροίων, όπως
ταινίες και πλαίσια, έχουν πάχος από 3 έως και 4,5 εκατοστά.
Σχετικά με το πλινθοπερίκλειστο σύστημα θα πρέπει να επισημάνομε ότι στον Άγιο Δημήτριο η
κατασκευή αυτή παρουσιάζει μια ελευθερία και ίσως κάποια προχειρότητα, που δεν διακρίνεται
στα μνημεία της Αττικής και της Αργολίδας κατά την περίοδο της ακμής του. Το πλινθοπερίκλει-
στο σύστημα έχει άγνωστη προέλευση323 και αποτέλεσε το βασικό τρόπο δόμησης κατά τον 1Ιο και
το 12ο αιώνα, ενώ επιβίωσε και μετά τη φραγκοκρατία και η εφαρμογή του συνεχίσθηκε και κατά
τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους. Σε όλο αυτό το μεγάλο διάστημα υπήρχε οπωσδήποτε εξέλι­
ξη και ταυτόχρονα δημιουργία παραλλαγών, έτσι ώστε να μπορούμε να μιλάμε για χρονικές περιό­
δους και ομάδες μέσα στις οποίες κατατάσσονται τα διάφορα μνημεία324.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης ήταν δαπανηρό, τόσο λόγιο
τιυν υλικών - πλίνθοι και λίθοι λαξευτοί - όσο και λόγω της απαιτούμενης εξειδίκευσης των συνερ­
γείων. Για το λόγο αυτό η πλινθοπερίκλειστη δόμηση αποτελούσε συνήθιυς την εξωτερική επιφά­
νεια μίας τοιχοποιίας με πυρήνα από χονδροκατασκευή, ενώ σε πολλούς μεσοβυζαντινούς και υστε­
ροβυζαντινούς ναούς περιοριζόταν σε ορισμένες μόνον επιφάνειές τους, ανάλογα με τη σπουδαι-
ότητά τους. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην Καισαριανή περιοριζόταν στην ανατολική όψη,
καθώς και στο νότιο και το βόρειο αέτωμα, στον Άγιο Ιωάννη τον Κυνηγό στην αψίδα και στον
τρούλο του, ενιό αντίθετα στην Όμορφη Εκκλησιά εκτεινόταν σε ολόκληρο το ναό εκτός από μία
περιμετρική ζώνη από πρόχειρη τοιχοποιία325.
Στον Μυστρά συναντάμε το πλινθοπερίκλειστο σύστημα στην ανατολική όψη των Αγίων Θεο-
δοίρων, πάνω από τη στάθμη της ποδιάς των παραθύρων του Ιερού, με την παρεμβολή δύο ενδιά­
μεσων ζωνών, οι οποίες αρχικώς έφεραν ένθετο διάκοσμο. Το συναντάμε, επίσης, στην άνω
περιοχή της ανατολικής όψης, στις κεραίες του σταυρού και στον τρούλο της Ευαγγελίστριας, στο
κωδωνοστάσιο της Οδηγήτριας, καθώς και στην ανατολική όψη και στις κεραίες του σταυρού, στο
νοτιοανατολικό παρεκκλήσιο πάνω από τη στάθμη της βάσης της αψίδας, στο κωδωνοστάσιο, στο
νότιο προστώο και στους τρούλους της Αγίας Σοφίας. Επίσης, το συναντάμε στην ανατολική όψη,
πάνω από τη στάθμη της ποδιάς των παραθύρων των αψίδων, στις κεραίες του σταυρού, στον
τρούλο, στην αψίδα του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου και στη νοτιοανατολική όψη του Πύργου
της τράπεζας της Περιβλέπτου, στο κιυδωνοστάσιο της Παντάνασσας, στην τελευταία στρώση της
τοιχοποιίας της αψίδας του Ιερού, ως ζωφόρο, στο ναΐσκο του Αγίου Γεωργίου και ακόμη στη
νοτιοανατολική όψη του τρίκλινου της οικίας Λάσκαρη.
Σε αντίθεση με την επίπεδη σύνθεση των όψεων της βασιλικής, τα υπερώα, που αντιστοιχούν σε
μεταγενέστερη οικοδομική φάση του ναού, οργανοίνονται εξωτερικά, όπως άλλωστε και εσωτερι­
κά, με αψιδώματα. Τα τύμπανα των αψιδωμάτων είναι κτισμένα από πρόχειρη τοιχοποιία με πλά­
για ίχνη μυστρίσματος και αρχικούς καλύπτονταν από επίχρισμα. Αντίθετα, πολύ προσεγμένη
κατασκευή έχουν τα τόξα και σε ορισμένες περιπτώσεις οι παραστάδες των αψιδωμάτων. Τα τόξα
έχουν κατασκευασθεί από λαξευτούς πώρινους θολίτες και πλίνθους εναλλάξ και οι παραστάδες

323 Ο A.H.S. Megaw θεωρεί ότι το πλινθοπερίκλειστο σύστημα εμφανίστηκε με την ολοκληρωμένη του μορφή στις άνω
στρώσεις της βόρειας, νότιας και δυτικής όψης του καθολικού του Οσίου Λουκά, τη χρονολόγηση του οποίου τοποθετεί
μέσα στο 10ο αιώνα, βλ. Megaw, Chronology, σ. 102. Όμως, υπάρχουν νεότερες απόψεις για τη χρονολόγηση των δύο
ναών της μονής: Λ. Μπούρα, ό.π. και P. Mylonas, Gavits arméniens et litae byzantines. Observations nouvelles sur le
complexe de Saint-Luc en Phocide, CahArch 38 (1990), σ. 99 κ.ε. και Π. Μυλωνάς, Δομική έρευνα στο εκκλησιαστικό
συγκρότημα του Οσίου Λουκά Φωκίδος, Αρχαιολογία 36 (1990), σ. 6 κ.ε.
324 Megaw, Chronology, σ. 102.
325 Ό.π., σ. 101, σημ. 7.

214
από πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία. Η πλινθοπερίκλειστη, όμως, τοιχοποιία συναντάται στις παρα-
στάδες της ανατολικής όψης και στο άνω τμήμα των παραστάδιυν της νότιας και της δυτικής όψης
του ναού, δηλαδή στις επιφάνειες που είναι άμεσα ορατές.
Με το πλινθοπερίκλειστο, τέλος, σύστημα έχουν κτισθεί και οι τρούλοι των γωνιακών διαμερισμά­
των της σταυροειδούς εγγεγραμμένης σύνθεσης των υπερώων και μόνον ο κεντρικός τρούλος παρου­
σιάζει ένα τελείως διαφορετικό σύστημα δόμησης από ζώνες με τρεις πλίνθους και μία σειρά από
λαξευτούς πωρόλιθους εναλλάξ. Την ίδια δόμηση από ζώνες λίθων και πλίνθων εναλλάξ συνα­
ντάμε στην Οδηγήτρια και στον τρούλο του δυτικού υπερώου της Παντάνασσας.
Τελικά, γίνεται σαφές πως η τοιχοποιία των υπερώων είναι όμοια με εκείνη της βασιλικής σε ό,τι
αφορά στην υφή και την ποιότητά της, τόσο στο κοινό σύστημα δόμησης και τη μορφή του μυστρί-
σματος, όσο και στο πλινθοπερίκλειστο, ενώ διαφέρει μόνο στον τρόπο διάρθρωσής της. Η διάρ-
θριυση των εξωτερικών όψεων με αψιδώματα είναι χαρακτηριστικό της σχολής της πρωτεύουσας,
όμως, η δόμησή τους ακολουθεί τα πρότυπα της ελλαδικής σχολής, διότι στην πρωτεύουσα τα αψι-
δώματα διαπλάθονταν κυρίως με πλίνθους. Η διάρθρωση των όψεων με αψιδώματα απαντά στον
Μυστρά μόνο στους ναούς, οι οποίοι είναι όμοιοι τυπολογικά με τον Άγιο Δημήτριο, δηλαδή στην
Οδηγήτρια (λίγο πριν από το 1311/2) και στην Παντάνασσα (1428). Αμιγής η τεχνοτροπία της πρω­
τεύουσας εμφανίζεται στον κεντρικό τρούλο των υπερώων, όπου πέρα από τη διαμόρφωση της
όψης του, η κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή του φαίνεται κυρίως στην εσοατερική δομή του με
νευρώσεις και τομείς.
Έ να στοιχείο πολύ σημαντικό στην εικόνα των όψεων του ναού, το οποίο χωρίς τα επιχρίσματά
τους γίνεται ευκολότερα αντιληπτό, είναι η χωροθέτηση των σκαλοτρυπών326. Στις επιφάνειες της
πρόχειρης τοιχοποιίας διαμορφώνονταν στις αναγκαίες για την κατασκευή τοον ικριωμάτων θέσεις
και μετά το πέρας των εργασιών, συμπληρώνονταν με το ίδιο υλικό από μικρές πέτρες και πλίνθους
και κατόπιν καλύπτονταν με το τελικό επίχρισμα. Τις περισσότερες, όμως, φορές το ένθετο αυτό
υλικό έπεφτε ή το αφαιρούσαν για να ξανατοποθετήσουν ικριώματα και να πραγματοποιήσουν
κάποια επισκευή στο μνημείο. Στην ανατολική, όμως, όψη της βασιλικής με το πλινθοπερίκλειστο
σύστημα, η τοποθέτηση των σκαλοτρυπών ήταν μια διαδικασία δυσκολότερη, διότι κατά την κατα­
σκευή τους γινόταν μία συνειδητή προσπάθεια ένταξής τους στο σύστημα δόμησης και απόκρυψής
τους με κάποιο τέχνασμα. Έτσι η οπή συμπληρώνεται με κατακόρυφες πλίνθους, ενώ οι πλάγιες
πλευρές και η άνω πλευρά της υποδοχής έχουν κτισθεί με πλίνθους. Η ενσωμάτωση λοιπόν των
σκαλοτρυπών γίνεται ένα διακοσμητικό, ανά αποστάσεις, επαναλαμβανόμενο στοιχείο, που συμ­
βάλλει σε μία πιο ελεύθερη απόδοση του πλινθοπερίκλειστου συστήματος. Στις όψεις των υπερώ­
ων του Αγίου Δημητρίου, όπως και της Παντάνασσας, οι υποδοχές έχουν τοποθετηθεί στις επιφά­
νειες τοον διαφραγμάτων των αψιδωμάτων αφήνοντας ελεύθερες τις πλινθοπερίκλειστες περιοχές.
Η κατασκευή της τοιχοποιίας της βασιλικής με τις απλές επίπεδες επιφάνειες, εκτός από την πολυ­
χρωμία των υλικών, εκεί όπου αυτά παρέμεναν ανεπίχριστα, έχει πολύ λίγα στοιχεία που να της
προσδίδουν κάποια ποικιλία. Τα λίθινα αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία είναι τόσο χαρακτηριστικά
στη ναοδομία της νότιας Ελλάδας και ειδικότερα της Πελοποννήσου με την πλούσια λιθοξοϊκή
παράδοση των συνεργείων της, είναι περιορισμένα και τα περισσότερα υλικά σε δεύτερη χρήση.
Στην ανατολική όψη υπάρχει ένας ad hoc λαξευμένος, λοξότμητος, πώρινος κοσμήτης στη στάθμη
της ποδιάς των παραθύρων του Ιερού, που καταλαμβάνει το πλάτος των αψίδων του. Ο κοσμήτης
αυτός συμβάλλει στην οργάνωση της όψης με τη σαφή οριοθέτηση των δύο διαφορετικών ειδών
τοιχοποιίας, της πλινθοπερίκλειστης και εκείνης από αργούς λίθους και τεμάχια πλίνθων και
κεραμιδιών, και ταυτόχρονα δημιουργεί μια «βάση» στη σύνθεση των αψίδων.
Οι κοσμήτες, στο ύψος της ποδιάς των παραθύρων της ανατολικής όψης των ναών, είναι ένα στοι-

326 Γενικη γΐα χις σκαλότρυπες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, βλ. Βελένης, Ερμηνεία, σ. 13-44.

215
κύκλος έχει ακτίνα 0,85 μ., ενώ ο εξωτερικός, περιγεγραμμένος στο οκτάγωνο, έχει ακτίνα 1,20-
1,25 μ. Το μήκος της πλευράς του οκταγώνου είναι 0,95 μ. περίπου και το πάχος του τοίχου στο
μέσον της 0,32 μ. Σε κάθε πλευρά του οκταγώνου ανοίγεται από ένα μονόλοβο παράθυρο ύψους
0,65-0,75 και πλάτους 0,25 μ.
Ο κεντρικός τρούλος έχει χάραξη εσωτερικά κυκλική και εξωτερικά δεκαεξαγωνική. Το δεκαε-
ξαγωνικό σχήμα προκύπτει από ένα κανονικό οκτάγωνο, το οποίο στις γωνίες του παρουσιάζει
απότμηση. Οι πλευρές του δεκαεξαγιόνου, που αντιστοιχούν στο αρχικό οκτάγωνο, έχουν μήκος
1,32 μ., ενιό οι πλευρές που αντιστοιχούν στις γωνίες του οκταγώνου, 0,48 μ. Ο εσωτερικός κύκλος
έχει ακτίνα 1,73 μ. και ο εξωτερικός, περιγεγραμμένος στο οκτάγωνο, 2,30 μ. Η τοιχοποιία στο
μέσον των πλευρών του οκταγοίνου έχει πάχος 0,56 μ. Στις μεγάλες πλευρές του τρούλου ανοί­
γονται μονόλοβα παράθυρα ύψους 1,50 και πλάτους 0,60 μ. περίπου, ενώ στις μικρές πλευρές του
διαμορφώνονται μικρές κόγχες ύψους 0,65-0,70 και πλάτους 0,48 μ., όσο δηλαδή το μήκος της
πλευράς, με χάραξη σχεδόν ημικυκλική και τεταρτοσφαιρική απόληξη.
Όσον αφορά στη διαμόρφωση τοον όψεων των τρούλων, στα άκρα των μεγάλων πλευρών του
κεντρικού τρούλου υπάρχουν πεσσίσκοι, οι οποίοι ανά δύο πλαισιοόνουν τα παράθυρα και φέρουν
τοξωτό πλαίσιο από ακτινωτά διατεταγμένες πλίνθους, που περιβάλλονται από μονή πλίνθινη ται­
νία (Π ίν. 14, 15, 75, 81, 94β). Το τοξωτό αυτό πλαίσιο προεξέχει και περιβάλλει τα παράθυρα ως
γείσο. Το τόξο του δεν είναι ομόκεντρο με την τοξωτή απόληξη του παραθύρου, αλλά είναι ελα­
φρώς υπερυψωμένο ως προς αυτό. Οι πεσσίσκοι που στηρίζουν το παραπάνω πλαίσιο αποτελού­
νται από δύο πωρόλιθους, οι οποίοι έχουν ορθογωνική διατομή με απότμηση στις γωνίες της. Στην
κορυφή τους υπάρχουν μικρά κολουροπυραμιδοειδή ποόρινα κιονόκρανα, ενώ οι βάσεις τους είναι
κτισμένες με πλίνθους. Τα κιονόκρανα και οι βάσεις έχουν πακτωθεί στην τοιχοποιία του τρούλου,
ενώ οι κορμοί βρίσκονται απλιύς σε επαφή με αυτήν. Τούτο επιβεβαιώνεται και από το ότι ο
κορμός του πεσσίσκου στα δυτικά του βόρειου παραθύρου έχει αφαιρεθεί, χωρίς να υπάρχουν
ίχνη καταστροφής στην επιφάνεια της τοιχοδομίας του τρούλου (Π ίν. 94α). Τόσο τα πιόρινα, όσο
και τα κτιστά μέρη των πεσσίσκων καλύπτονται από μία λεπτή στριόση επιχρίσματος.
Τα τόξα των κογχιόν, όπως και τιυν πλαισίων πάνω από τα παράθυρα, διαμορφιόνονται από ακτι­
νωτά διατεταγμένες πλίνθους, οι οποίες περιβάλλονται από μονή πλίνθινη ταινία. Το τεταρ-
τοσφαίριο των κογχών έχει κτισθεί από μικρούς λίθους και τεμάχια πλίνθων σε οριζόντιες στριό-
σεις (Πίν. 94β). Τα τόξα των παραθύρων διαμορφώνονται με μεικτή κατασκευή από λαξευτούς
πωρόλιθους και πλίνθους εναλλάξ. Τη θέση του κλειδιού τους καταλαμβάνει πωρόλιθος, ακολου­
θεί από ένα ζεύγος πλίνθων σε κάθε του πλευρά, ένας πωρόλιθος, τρεις πλίνθοι και πάλι ένας
πωρόλιθος στις γενέσεις του τόξου. Οι γενέσεις τόσο των τόξων των παραθύρων, όσο και των
τεταρτοσφαιρικιόν απολήξεων των κογχών βρίσκονται στην ίδια στάθμη. Κάτω από τη στάθμη
αυτή, το τύμπανο του τρούλου διαμορφώνεται σε όλη του την περίμετρο με τρεις ζώνες από τριπλή
σειρά πλίνθων. Οι μεταξύ των πλίνθων αρμοί είναι παχείς και εκεί όπου έχουν καταστραφεί τα
κονιάματα διακρίνεται η τεχνική της κρυπτής πλίνθου. Μεταξύ των πλίνθινων ζωνών παρεμβάλ­
λεται από μία σειρά λαξευτούν πωρόλιθιυν (Π ίν. 15, 81, 93β).
Πάνω από τις κόγχες, η επίστεψη και στη συνέχεια η κεράμιυση των τρούλων διαμορφώνονται ορι­
ζόντια, ενώ στη θέση τιυν παραθύρων ακολουθούν το καμπύλο περίγραμμα του πλαισίου τους. Η
επίστεψη αποτελείται από μονό πριονωτό και στη συνέχεια, λεπτό, λοξότμητο, πλίνθινο γείσο.
Μεταξύ της οριζόντιας επίστεψης και της πλίνθινης ταινίας, που περιβάλλει το τόξο των κογχοιν,
υπάρχει μία οριζόντια στρώση πλίνθων. Η στρώση αυτή δεν προεκτείνεται και στις μικρές επιφά­
νειες που σχηματίζονται στο τύμπανο πάνω από τα παράθυρα, μεταξύ του τόξου και του πλαισίου
τους. Η παραπάνω κατασκευαστική λεπτομέρεια υποδηλώνει ότι το τοξωτό πλαίσιο, πάνω από τα
παράθυρα, είναι σύγχρονο με το τύμπανο του τρούλου και δεν αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη.
Η βάση του τρούλου έχει κατασκευασθεί από πρόχειρη τοιχοδομία, με λαξευτούς πωρόλιθους μόνο
στις γωνίες του, και θα πρέπει να ήταν επιχρισμένη (Π ίν. 15, 81). Επιχρισμένες, εξάλλου, ήταν και
οι τεταρτοσφαιρικές επιφάνειες των κογχοίν. Έφεραν γραπτό διάκοσμο, ο οποίος μιμείται πλίνθινη
κατασκευή με πλάγια, προς δύο κατευθύνσεις, διάταξη σε σχήμα Λ, κατά τα κιονσταντινουπολίτικα

150
κατασκευαστικά πρότυπα. Τέλος, γραπτό διάκοσμο έχομε και στο μικρό τύμπανο μεταξύ της από­
ληξης των παραθύρων και του ελαφρώς υπερυψωμένου υπερκείμενου πλαισίου, όπου κόκκινη ται­
νία ακολουθεί το καμπύλο περίγραμμα των παραπάνω κατασκευαστικιόν στοιχείων. Διαπιστώνομε,
λοιπόν, ότι ο κεντρικός τρούλος χαρακτηρίζεται από μεγάλη μορφολογική ποικιλία και πολυχρωμία,
που προκύπτει τόσο από τα οικοδομικά υλικά, όσο και από το γραπτό διάκοσμο.
Η μορφή και η κατασκευή των τρουλίσκων είναι πολύ πιο απλή (Σ χέδ. 11-15· Πίν. 15, 81). Τα
τόξα των παραθύρων τους διαμορφιόνονται από λαξευτούς πωρόλιθους και πλίνθους εναλλάξ, που
περιβάλλονται από μονή πλίνθινη ταινία. Το τύμπανο των τρουλίσκων καθ’ όλη του την περίμετρο
έχει κτισθεί από πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία, που διαμορφώνει και τους σταθμούς των παρα­
θύρων. Μεταξύ των τόξων των παραθύριυν υπάρχει μία ακόμα στριύση, πάνιυ από την οποία σχη­
ματίζονται ευθύγραμμα η επίστεψη και η κεράμωση, ενιό πάνω από τα παράθυρα αυτές ακολου­
θούν το περίγραμμα της ημικυκλικής απόληξής τους.
Τα παράθυρα των τρούλων δεν διατηρούν το αρχικό τους ύψος. Η ποδιά τους, η οποία αρχικιός βρι­
σκόταν στη στάθμη του κοσμήτη στη βάση του τυμπάνου του τρούλου, έχει υπερυψωθεί με πρόσθε­
τη τοιχοποιία της τάξεως των 0,20 μ. Σε πολλά παράθυρα τιυν μικρών τρούλων υπάρχει στην ποδιά
τους μία ακόμη υπερύψωση πρόχειρα κατασκευασμένη με πλίνθους. Από έρευνα που πραγματο­
ποιήθηκε το Δεκέμβριο του 1989, διαπιστώθηκε ότι το εξωράχιο του ημικυλινδρικού θόλου της
νότιας κεραίας της σταυρικής ανωδομής στην κορυφαία γενέτειρα, έξω από το αντίστοιχο παρά­
θυρο, βρισκόταν αρχικώς 0,30 μ. κάτω από την κορυφή του κοσμήτη. Επίσης, διαπιστιύθηκε ότι το
εξωράχιο του θόλου καλύπτεται από λεπτή στριόση ασβεστοκονιάματος. Η σημερινή υπερυψωμένη
στάθμη της στέγης προέκυψε από διαδοχικές ανακεραμώσεις και το διάστημα από το ασβε­
στοκονίαμα που καλύπτει τους θόλους έως τα κεραμίδια καταλαμβάνεται από υλικό πλήρωσης.
Εξάλλου, στην εγκάρσια τομή του ναού, πάνω στον τρούλο και τις κεραίες του σταυρού (Σ χέδ. 5),
παρατηρούμε ότι το εξωράχιο των τόξιυν του βόρειου και του νότιου αψιδιόματος βρίσκεται στην
ίδια στάθμη με την αρχική ποδιά των παραθύρων του κεντρικού τρούλου. Στο νότιο αψίδιυμα, όπου
υπάρχει η επίστεψη του τόξου με το διπλό πριονοπό και το λεπτό, πλίνθινο, λοξότμητο γείσο, παρα­
τηρούμε ότι η άνω της πλευρά βρίσκεται ψηλότερα από τη στάθμη της ποδιάς των παραθύρων του
κεντρικού τρούλου. Για το λόγο αυτό ο κορφιάς των κεραμιδιών πάνω από την κορυφαία γενέτει­
ρα του νότιου κυλινδρικού θόλου, που αρχίζει πάνω από την επίστεψη του αψιδώματος και κατα­
λήγει στο αντίστοιχο παράθυρο, έχει τοποθετηθεί με κλίση προς το εσωτερικό του ναού. Το πρό­
βλημα αυτό δεν προκύπτει στη βόρεια εγκάρσια κεραία, διότι, όπως αναφέραμε προηγουμένως, η
επίστεψη του αψιδιόματος έχει καταστραφεί και έχει κατασκευασθεί μικρό τοιχίο ακριβώς πάνω
από το τόξο για τη στήριξη του στεγάστρου. Επίσης, στις κατά μήκος κεραίες του σταυρού δεν
παρουσιάζεται το πρόβλημα αυτό, διότι η κορυφαία τους γενέτειρα στα δύο σκέλη της παρουσιάζει
μικρή κατωφέρεια προς το εξωτερικό του ναού. Βλέπομε, λοιπόν, ότι η αρχική ποδιά των παραθύ­
ρων τιυν τρούλων στη στάθμη της κορυφής του κοσμήτη βρισκόταν θ,30 μ. περίπου πάνω από το εξω­
ράχιο των ημικυλινδρικών θόλων των κεραιών του σταυρού, ενώ η επίστεψη των αψιδωμάτοον βρι­
σκόταν λίγο ακόμη ψηλότερα. Έτσι, είναι σαφές ότι η αρχική επικάλυψη της στέγης διαμορφωνό­
ταν πίσω και χαμηλότερα από το τόξο των αψιδωμάτων και την επίστεψή του, που σχημάτιζε σίμη.
Η σημερινή κάλυψη των υπεριόων με τα κεραμίδια ενοποιεί τους επιμέρους όγκους της θολοδο-
μίας και αμβλύνει τις εξάρσεις των περιγραμμάτων τους (Σ χέδ. 16· Π ίν. 95). Παρ’ όλα αυτά,
όμως, είναι δυνατόν να διακρίνει κανείς την εσωτερική διάρθρωση και την κλιμάκωση των επι­
μέρους στοιχείων της σταυρικής ανωδομής, όπου πρυτανεύουν οι τρούλοι και οι κεραίες του
σταυρού. Στην ανατολική πλευρά πάνω από τα πλάγια διαμερίσματα έχει διαμορφωθεί η ίδια ημι-
κυλινδρική κάλυψη, που υπάρχει και πάνω από την κεραία του σταυρού και μόνο δύο μικρές
εξάρσεις και η διαφοροποίηση της τοποθέτησης των κεραμιδιών φανεριόνουν την ύπαρξη των
σφαιρικιύν θόλων στα ανατολικότερα διαμερίσματα των υπεριόων.
Αντίθετα, η κάλυψη των υπερώων πάνω από το νάρθηκα εκφράζει με μεγαλύτερη σαφήνεια τη
διαμόρφωση της θολοδομίας τους. Η κάλυψη τιον σταυροθολίων στα δύο πλάγια διαμερίσματα
πραγματοποιείται εδώ από κεραμίδια, που ακολουθούν τη διάταξη δύο αλληλοτεμνόμενων κυλίν­

151
δρων (Π ίν. 81). Η στέγαση των δυο αυτών διαμερίσματος στην ανατολική τους πλευρά διαχωρί­
ζεται από τη στέγαση του υπόλοιπου ναού με τη διαμόρφωση κτίστου διαφράγματος, ενο5 η στέγη
του μεσαίου διαμερίσματος πάνω από τον περιγεγραμμένο στο τετράγωνο έδρασης σφαιρικό θόλο
έχει μορφή κολουροπυραμιδοειδή και ενοποιείται με τις στέγες των άλλος διαμερισμάτων των
υπερώων.

ΤΑ ΠΡΟΣΚΤΙΣΜΑΤΑ

Το μητροπολιτικό συγκρότημα του Μυστρά περιλαμβάνει, εκτός από το ναό του Αγίου Δη μητριού,
προσκτίσματα που κτίσθηκαν σε διάφορες εποχές. Το κιυδιυνοστάσιο, το δυτικό προστώο του ναού
και το μικρό κτίσμα πάνω από αυτό στη βορειοδυτική γωνία του ναού, καθώς και η αρχική φάση
της βόρειας στοάς του ναού, η οποία αργότερα ανοικοδομήθηκε ως τμήμα πλέον του περιστώου
του βόρειου αίθριου, ανήκουν στη βυζαντινή περίοδο, ενώ η πτέρυγα του επισκοπικού μεγάρου
στα δυτικά του αίθριου ανήκει στα μέσα του 18ου αιώνα και το περίστωο του αίθριου αυτού στο
19ο αιώνα. Ακόμη, από τα αρχικά, κατά πάσα πιθανότητα, κτίσματα του μητροπολιτικού συγκρο­
τήματος σιυζονται μόνο λείψανα τοίχων στην ανατολική πλευρά του ναού, ενώ στη βορειοδυτική
γωνία του συγκροτήματος διατηρούνται δύο από μία σειρά μικρός χώρων-αψιδιυμάτων που έχουν
ενταχθεί στο ισόγειο του επισκοπικού μεγάρου. Έτσι, η αρχική μορφή και οργάνωση του
μητροπολιτικού συγκροτήματος, με το επισκοπικό μέγαρο και τα βοηθητικά κτίρια, που θα πρέπει
να στέγαζαν τις λειτουργίες και τις δραστηριότητες της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας κατά τη βυζα­
ντινή περίοδο, δεν μας είναι γνωστές.
Από τα προσκτίσματα που προαναφέρθηκαν θα εξετασθούν στη μελέτη αυτή μόνον εκείνα, τα
οποία σιύζονται από τη βυζαντινή περίοδο και αποτελούν ένα σύνολο ιστορικά και αισθητικά ενι­
αίο με το ναό, δηλαδή το κωδωνοστάσιο, το δυτικό προστώο και το μικρό κτίσμα πάνω από αυτό.
Η αρχική μορφή της βόρειας στοάς έχει ήδη εξετασθεί κατά την περιγραφή και ανάλυση της
βόρειας όψης του ναού, πάνω στην οποία σώζονται στοιχεία ενδεικτικά της αρχιτεκτονικής της,
ενο) συμπληρωματικές πληροφορίες γι’ αυτή παρέχει η μελέτη του δυτικού διαμερίσματος της, που
έχει ενταχθεί στην οικοδομική ενότητα του δυτικού προστώου και θα παρουσιασθεί στη συνέχεια.

Το κο)δωνοστάσιο
Το κωδωνοστάσιο είναι ένα δκόροφο κτίσμα προσαρτημένο στη νοτιοανατολική γωνία του ναού.
Η ανατολική πλευρά του βρίσκεται στην προέκταση της αντίστοιχης όψης του ναού (Σ χέδ. 1Τ
Π ίν. 14, 75) και η νότια, πάνω στο δρόμο προς τη μονή Βροντοχίου, στη συνέχεια του περιβόλου
του μητροπολιτικού συγκροτήματος (Π ίν. 15, 81). Η βόρεια πλευρά του κωδωνοστασίου κατά την
άνω στάθμη του επικάθεται στην τοιχοδομία της νότιας πλευράς των υπερώων. Αντίθετα, στην
κάτω στάθμη του, που αντιστοιχεί στο νότιο κλίτος της βασιλικής, το κωδωνοστάσιο έρχεται κατά
τη βόρεια πλευρά του απευθείας σε επαφή με την τοιχοδομία του ναού, χωρίς την παρεμβολή
τοίχου που να ανήκει στο δικό του δομικό οργανισμό. Οι παραπάνω λεπτομέρειες στην κατασκευή
της βόρειας πλευράς του κωδοτνοστασίου κατά τις δύο στάθμες του υποδηλεόνουν ότι το ισόγειό
του είναι μεταγενέστερο από την ανέγερση της βασιλικής, ενώ ο όροφός του είναι προγενέστερος
της προσθήκης των υπερώων206.
Το κωδωνοστάσιο στο ισόγειο (Σ χέδ. 1) έχει εσωτερικά κάτοψη σχεδόν τετράγωνη με διαστάσεις
στην ανατολική και τη δυτική πλευρά 2,75 μ. και στη νότια και τη βόρεια 2,65 μ. Στον όροφο η
κάτοψη έχει εσωτερικά τετράγωνο σχήμα με όλες τις πλευρές της ίσες προς 2,62 μ. (Σ χέδ. 10). Η
μικρή αυτή μείωση στο πλάτος του χιυρου στη δεύτερη στάθμη οφείλεται στη σύγκλιση που παρου­

206 Το κωδωνοστάσιο αρχικά μελετήθηκε από τον Ν. Δρανδάκη, βλ. Δρανδάκης, Κιοδωνοστάσιον, σ. 370-375.

152
σιάζουν κατά το ύψος τους ο νότιος και ο βόρειος τοίχος. Η κάτοψη στον όροφο εξωτερικά είναι,
επίσης, τετράγωνη με πλευρά 4 μ.
Οι δύο όροφοι του κωδωνοστασίου δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Η ανωδομή και στους δύο
ορόφους διαμορφιύνεται με ημικυλινδρικούς θόλους πάχους 0,18 μ., των οποίων οι κορυφαίες
γενέτειρες έχουν κάθετη μεταξύ τους κατεύθυνση: ο θόλος του ισογείου διαμορφιύνεται κατά τον
άξονα Β.-Ν. και ο θόλος του ορόφου κατά τον άξονα Α.-Δ. Ο τελευταίος αυτός θόλος καλύπτεται
από δίκλινη στέγη με κεραμίδια.
Στην εσοπερική όψη του ανατολικού και του δυτικού τοίχου του ισογείου υπάρχει από μία σειρά
με πέντε σκαλότρυπες, που ανήκουν στην κατασκευή του ξυλοτύπου του ημικυλινδρικού θόλου
(Σ χέδ. 7). Η χάραξή του παρουσιάζει μικρές ακανονιστίες και ατέλειες. Έ να τμήμα του πάνω
από τις σκαλότρυπες, ύψους 0,40 μ., έχει σχεδόν ευθύγραμμη χάραξη και ελάχιστη προεξοχή στο
ανιύτερο σημείο του σε σχέση με τις υποκείμενες κατακόρυφες επιφάνειες. Το τμήμα αυτό του
θόλου κατά την άνω του πλευρά ορίζεται με οριζόντια στρώση από μικρές πέτρες και πλίνθους. Η
στρ(όση αυτή βρίσκεται στην ίδια στάθμη με την κάτω πλευρά της οριζόντιας ταινίας, που αποτε­
λεί την επίστεψη του εξωτερικού τοίχου του νότιου κλιτούς. Όσον αφορά στη θέση των σκαλοτρυ-
πιύν, παρατηρούμε ότι τόσο οι δύο απέναντι σειρές, όσο και οι σκαλότρυπες της ίδιας σειράς δεν
βρίσκονται στην ίδια στάθμη και επομένως δεν ορίζουν με ακρίβεια τη θέση των γενέσεων του
θόλου. Η διαφορά στη στάθμη τους υποδηλώνει ότι αυτές δεν διαμορφώθηκαν σε μία οριζόντια
οικοδομική στρώση στο άνω πέρας του τοίχου για την τοποθέτηση του ξυλοτύπου και την κατα­
σκευή του θόλου. Εξάλλου, οι σκαλότρυπες δεν έχουν όλες την ίδια διάσταση - η διατομή κυμαί­
νεται από 0,11x0,14 έως 0,14x0,30 μ. - και το μέτοοπό τους δεν είναι κανονικά κτισμένο, αλλά
είναι διαμορφωμένο από μικρές πέτρες και τεμάχια πλίνθων και κεραμιδιιόν, ενώ τέλος το βάθος
τους είναι σχετικά μικρό, 0,10 μ. περίπου. Είναι λοιπόν, πολύ πιθανό, οι σκαλότρυπες αυτές να μην
κατασκευάσθηκαν συγχρόνως με τον τοίχο, αλλά να διανοίχθηκαν εκ των υστέρων για τη στήριξη
του ξυλοτύπου του ημικυλινδρικού θόλου, που καλύπτει το χώρο, και επομένως και η ίδια η κατα­
σκευή του θόλου να αποτελεί μεταγενέστερη επέμβαση στη διαμόρφοαση της ανιυδομής στο ισό­
γειο του κωδωνοστασίου.
Εξάλλου, στην εσωτερική επιφάνεια των τριών τοίχων, που ανήκουν στον οργανισμό του κιυδω-
νοστασίου, διακρίνεται ένας ημικυκλικός αρμός (Σ χ έ δ. 7* Π ίν. 96, 97α) με το κλειδί του στη στάθ­
μη των κάτω επιφανειών των σκαλοτρυπιύν της δυτικής και της ανατολικής πλευράς. Στις δύο αυτές
πλευρές, πάνω ακριβούς από τους ημικυκλικούς αρμούς στην τοιχοδομία, αρχίζει η κατασκευή του
ημικυλινδρικού θόλου, ενού στη νότια πλευρά πάνω από τον ημικυκλικό αρμό η τοιχοποιία συμπλη-
ριύνεται και σχηματίζει το τύμπανο του θόλου. Η κατασκευή του θόλου εισχωρεί μέσα στην τοιχοποι­
ία του τυμπάνου (Πίν. 97β), η οποία είναι διαφορετική από την υποκείμενή της, με ευτελέστερη
κατασκευή, όπου το συνδετικό κονίαμα δεν περιβάλλει κατά την εξωτερική τους επιφάνεια τους
λίθους και τις πλίνθους. Αντίθετα, η κατασκευή της αντίστοιχης τοιχοποιίας στη βόρεια πλευρά του
κωδωνοστασίου είναι πιο προσεγμένη και σχεδόν όμοια με την υπόλοιπη της προύτης στάθμης του
(Π ίν. 98). Όπως στη νότια πλευρά, έτσι και στη βόρεια, οι θολίτες του κυλινδρικού θόλου εισχωρούν
στην τοιχοποιία του τυμπάνου του. Οι ημικυκλικοί αρμοί, στους τρεις τοίχους που ανήκουν στον
οικοδομικό οργανισμό του κωδωνοστασίου, ορίζουν ένα αρχικό άνω πέρας της τοιχοποιίας του
ισογείου εσωτερικά, το οποίο λόγιο της ισοδύναμης και κατά τους δύο άξονες διαμόρφωσής του θα
πρέπει να έφερε ένα θόλο με τη μορφή σταυροθολίου, ασπίδας ή θόλου σφαιρικού, περιγεγραμ-
μένου στο τετράγωνο έδρασης. Κατά τη βόρεια πλευρά του ο θόλος αυτός δεν θα πρέπει να στηρι­
ζόταν στον προϋπάρχοντα τοίχο της βασιλικής, αλλά σε ένα πρόσθετο τόξο που εδραζόταν στον
ανατολικό και στο δυτικό τοίχο του κωδωνοστασίου. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, οι γενέσεις των ημι-
κυκλικών αρμών στις δύο αυτές πλευρές του κωδωνοστασίου απέχουν 0,10 μ. από τον τοίχο της βασι­
λικής, απόσταση ίση προς το πάχος της κατασκευής ενός τόξου. Η ύπαρξη της πρόσθετης κατα­
σκευής θα μπορούσε να ερμηνεύσει και το γεγονός ότι στην κάτοψη του ισογείου η διάσταση κατά
τον άξονα Β.-Ν. είναι κατά 0,10 μ. μεγαλύτερη από εκείνη κατά τον άξονα Α.-Δ., έτσι ιύστε στο επί­
πεδο της ανοοδομής να δημιουργείται ένας τετράγωνος χώρος.

153
Επομένως οι ημικυκλικοί αρμοί στην τοιχοδομία δεν αποτελούν τα ίχνη μίας οικοδομικής σύνθε­
σης, η οποία δεν ολοκληροοθηκε ποτέ, αλλά μίας ξεχωριστής, προϋπάρχουσας οικοδομικής φάσης,
η οποία έπαψε να υφίσταται λόγω γενικότερων μετασκευών στο μνημείο που υπαγορεύθηκαν από
νέες λειτουργικές ανάγκες. Μετά την ανέγερση τιυν υπερώων, η οποία, όπως αναφέρθηκε προ­
ηγουμένως, είναι μεταγενέστερη εκείνης του ορόφου του κωδιυνοστασίου, έπρεπε να εξασφαλι-
σθεί η επικοινωνία των δύο αυτών χιόριον, τιον οποίων τα δάπεδα βρίσκονταν σε διαφορετική
στάθμη. Το δάπεδο των υπερώων διαμορφώθηκε υποχρεωτικά επάνω από τους ημικυλινδρικούς
θόλους τιον πλάγιων κλιτιυν της βασιλικής, σε στάθμη ψηλότερη από το δάπεδο του ορόφου του
κωδοονοστασίου, το οποίο βρισκόταν στο επίπεδο της κορυφής του θόλου που στηριζόταν στις
τοξωτές απολήξεις της τοιχοποιίας του ισογείου. Η υψομετρική διαφορά των δύο δαπέδων θα πρέ­
πει να ήταν 0,50 μ. περίπου, εάν είχαμε κάλυψη του ισογείου του κιυδωνοστασίου με σφαιρικό
θόλο, περιγεγραμμένο στο τετράγωνο έδρασης, και 1 μ. με σταυροθόλιο. Έτσι, ήταν απαραίτητη
η υπερύψωση της στάθμης του δαπέδου του ορόφου του κωδωνοστασίου. Η λύση της υπερύψωσης
του δαπέδου με επιχωμάτωση ήταν η πιο απλή, αλλά και η πιο επικίνδυνη λόγω των μεγάλων
φορτίων και είτε την απέφυγαν αντικαθιστώντας τον αρχικό θόλο ή την αποτόλμησαν, με αποτέ­
λεσμα ο θόλος αυτός να καταρρεύσει. Και στις δύο πάντως περιπτιόσεις το τελικό αποτέλεσμα
ήταν η κατασκευή ενός νέου θόλου, σε ψηλότερη στάθμη από εκείνη του αρχικού. Η τέλεια
σύμπτωση της στάθμης των δαπέδων, όπως είναι σήμερα, στον όροφο των δύο κτιρίων δεν μπορεί
άλλωστε να ήταν συμπτωματική, αφού τα υπερώα δεν υπήρχαν, όταν είχε ήδη διαμορφωθεί η
ανωδομή του ισογείου του κωδωνοστασίου.
Τέλος, όπως θα δούμε και παρακάτω διεξοδικότερα, η εξωτερική δυτική είσοδος στον όροφο του
κτίσματος έχει το κατώφλι της αρκετά χαμηλότερα από το δάπεδο στην κορυφή του ημικυλιν-
δρικού του θόλου, γεγονός που συμπληρωματικά ενισχύει τις παραπάνω παρατηρήσεις για την
αρχική, χαμηλότερη στάθμη ενός παλαιότερου δαπέδου στον όροφο του κωδωνοστασίου, πάνω σε
μία προγενέστερη διαμόρφωση της ανωδομής του ισογείου του.
Η πρόσβαση στο ισόγειο του κωδιυνοστασίου πραγματοποιείται σήμερα από μία θύρα, η οποία
ανοίγεται στον ανατολικό του τοίχο. Η θύρα αυτή έχει ημικυκλική απόληξη και το άνοιγμά της
διαμορφώνεται από πώρινο λαξευτό πλαίσιο που περιβάλλεται από πλίνθινη ταινία (Π ίν. 14, 75).
Το άνοιγμά της έχει πλάτος 0,78 και ύψος 1,70 μ. Πάνιυ από το άνοιγμα αυτό, εσιυτερικά, σώζεται
το άνω τμήμα μικρής κόγχης με ημικυκλική σχεδόν χάραξη και τεταρτοσφαιρική απόληξη (Σχέδ.
7' Π ίν. 97α), της οποίας το κλειδί βρίσκεται 2,20 μ. πάνω από τη στάθμη του δαπέδου. Η κόγχη
αυτή έχει πλάτος 0,60 μ. Ο νότιος σταθμός της βρίσκεται 0,15 μ. νοτιότερα του αντίστοιχου σταθ­
μού της θύρας και είναι κεντρικά τοποθετημένη ως προς την εσωτερική επιφάνεια του τοίχου.
Κατά τις δύο πλευρές της κόγχης αυτής διαμορφώνεται από μία παρόμοια κόγχη με πλάτος 0,44 μ.
η βόρεια και 0,50 μ. η νότια, και ύψος 0,90 μ. περίπου. Η ποδιά των κογχών αυτών βρίσκεται 0,85
μ. πάνιυ από το δάπεδο. Η διάταξη των τριών ημικυκλικών κογχοον στον ανατολικό τοίχο του
ισογείου του κωδωνοστασίου υποδηλώνει ότι αρχικά, πριν από τη διάνοιξη της θύρας στη θέση της
μεσαίας κόγχης, ο χο3ρος αυτός είχε λατρευτικό χαρακτήρα και θα πρέπει να ήταν παρεκκλήσιο207.
Στη βόρεια πλευρά του κιοδιονοστασίου, στον εξωτερικό τοίχο του νότιου κλιτούς της βασιλικής
υπάρχει ένα μονόλοβο παράθυρο, το ανατολικότερο από τα έξι που ανοίγονται στην πλευρά αυτή
του ναού (Σ χέ δ. 12· Π ίν. 98α), και κάτω από το παράθυρο υπάρχει θύρα. Και τα δύο αυτά ανοίγ­
ματα, τα οποία αντιστοιχούν στο χιόρο του διακονικού της βασιλικής, έχουν εκ των υστέριυν κλει-
σθεί με τοιχοποιία, όπως είδαμε σε προηγούμενη ενότητα. Το παράθυρο από την πλευρά του ναού
δεν διακρίνεται διότι καλύπτεται από τοιχογραφίες, που ανήκουν στην ίδια ζιογραφική στρώση με
τις υπόλοιπες τοιχογραφίες του διακονικού. Αντίθετα, η θύρα κλείσθηκε σε μεταγενέστερη εποχή

21,7 Παρεμφερής είναι η διαμόρφωση του ανατολικού τοίχου στο βορειοανατολικό και το νοτιοανατολικό παρεκκλήσιο της
Αγίας Σοφίας Μυοτρά. Βλ. Millet, Monuments, πίν. 34.1.

154
από το παράθυρο. Στο διάφραγμα της κόγχης στη νότια πλευρά του διακονικού, όπου ανοίγεται η
θύρα, διακρίνονται οι αρμοί, που σχηματίζονται μεταξύ των σταθμιόν της και της πρόσθετης τοι­
χοποιίας, η οποία κλείνει το άνοιγμά της. Πάνω στην τοιχοποιία αυτή δεν υπάρχουν τοιχογραφίες.
Το κατώφλι της παραπάνω θύρας βρίσκεται στη στάθμη του δαπέδου του ισογείου του κωδωνοστα­
σίου, ενο) από την πλευρά του ναού βρίσκεται στη στάθμη της ποδιάς της κόγχης, στο διάφραγμα
της οποίας ανοίγεται η θύρα. Γίνεται έτσι φανερό ότι στο ισόγειο του κωδωνοστασίου ήταν αρχικά
ένα παρεκκλήσιο, το οποίο είχε πρόσβαση από το διακονικό του ναού με κάποια ξύλινη σκάλα.
Άμεση επικοινωνία με το εξωτερικό δεν είχε από την ανατολική πλευρά, αφού, όπως είδαμε, στη
θέση της ανατολικής, σημερινής εισόδου υπήρχε κόγχη εγγεγραμμένη στον τοίχο, της οποίας σώζε­
ται η τεταρτοσφαιρική απόληξη πάνιο από το ανώφλι του μεταγενέστερου ανοίγματος της εισόδου.
Στο ισόγειο του κωδωνοστασίου εσωτερικά διαμορφώνονται δύο ορθογωνικές κόγχες στο νότιο
τοίχο με ημικυκλική απόληξη (Σ χέδ. 1). Μία παρόμοια κόγχη υπάρχει στη νότια πλευρά του
δυτικού τοίχου, ενώ διακρίνεται μία ακόμα κόγχη στη βόρεια πλευρά του. Η κόγχη αυτή έχει κλει-
σθεί με τοιχοποιία και έχει καταστραφεί το νότιο τμήμα της ημικυκλικής απόληξης και της ποδιάς
της, καθώς και ο νότιος σταθμός της. Όπως φαίνεται και από τη δυτική, εξωτερική όψη του κωδω­
νοστασίου, στη θέση της κόγχης αυτής είχε διανοιχθεί σε μεταγενέστερη εποχή θύρα με μεγαλύτε­
ρο πλάτος από εκείνο της κόγχης. Η θύρα αυτή αργότερα κλείσθηκε με πρόχειρη τοιχοποιία, που
αρμολογήθηκε από την εσωτερική της πλευρά και έτσι χάθηκε το ίχνος της ποδιάς της, ενώ από
την εξωτερική το κατώτερο τμήμα της καλύφθηκε με τη διαμόρφιυση του μεταγενέστερου υπερυ­
ψωμένου δαπέδου στα νότια της βασιλικής (Π ίν. 99β).
Το δάπεδο στο ισόγειο του κιυδιυνοστασίου διαμορφώνεται σήμερα από τσιμεντοκονία και σανί­
δες και βρίσκεται 0,95 μ. πάνω από το δάπεδο του ναού και 0,22 μ. ψηλότερα από τη στάθμη του
εδάφους στην ανατολική πλευρά του κτίσματος. Στο δάπεδο ανοίγονται δύο καταπακτές, η μία στο
μέσον του χώρου και η δεύτερη σε επαφή με τον τοίχο της βασιλικής και σε απόσταση 0,80 μ. από
τον ανατολικό τοίχο του κωδωνοστασίου. Οι καταπακτές οδηγούν σε υπόγειο χώρο, του οποίου το
δάπεδο βρίσκεται 0,45 μ. χαμηλότερα από το δάπεδο του διακονικού και χωρίζεται σε δύο διαμε­
ρίσματα με ένα τοίχο παράλληλο προς τον κατά μήκος άξονα του ναού (Σ χ έ δ. 7, 12). Ο πυθμένας
του υπόγειου αυτού χώρου δεν αποτελούσε ποτέ την αρχική διαμόρφωση του δαπέδου στο ισόγειο
του κιυδωνοστασίου, δηλαδή η στάθμη του ήταν εξαρχής η ίδια με τη σημερινή, σύμφωνα με την
οποία καθορίζονται οι ποδιές των κογχών του και το κατώφλι της βόρειας διόδου του προς το
διακονικό. Το κατοίφλι της διόδου αυτής είναι το αρχικό, διότι οι αρμοί των σταθμών της δεν συνε­
χίζονται και κάτω από το δάπεδο του ισογείου στην τοιχοποιία του υπόγειου χώρου.
Ο όροφος του κωδωνοστασίου δεν έχει εσοπερική επικοινωνία με το ισόγειό του (Σ χέδ. 7, 12).
Μία μικρή μόνον οπή έχει ανοιχθεί, σε μεταγενέστερη ίσως εποχή, στο θόλο του ισογείου κοντά
στην κορυφαία γενέτειρα και στο κέντρο περίπου του χώρου για να περνούν τα σχοινιά από τις κα­
μπάνες και έτσι να μπορούν να τις κτυπούν από κάτω. Η πρόσβαση στον όροφο του κωδωνοστα­
σίου γίνεται σήμερα μόνον από τη θύρα, που ανοίγεται στο νοτιοανατολικό διαμέρισμα των υπε­
ρώων. Η θύρα αυτή έχει ημικυκλική απόληξη, πλάτος 1,10 και ύψος 2,60 μ. Δύο κατασκευαστικές
παρατηρήσεις που αφορούν στο βόρειο τοίχο του ορόφου του κωδωνοστασίου ενισχύουν το συμπέ­
ρασμα ότι ο τοίχος του αυτός, και κατά μείζονα λόγο ο όροφός του, ήταν προγενέστερος των υπέ­
ροχων. Το κλειδί του τόξου του ανοίγματος της θύρας βρίσκεται ψηλότερα από το κλειδί του τόξου
του αψιδώματος, που διαμορφοτνεται από την πλευρά των υπερο3α;>ν, γεγονός που υποδηλοτνει ότι το
άνοιγμα στον τοίχο του κωδωνοστασίου είναι προγενέστερο του αψιδώματος των υπεροκυν. Εξάλ­
λου, η εξωτερική επιφάνεια του νότιου τοίχου του νοτιοανατολικού διαμερίσματος των υπερώιον
που βλέπει στο κωδωνοστάσιο δεν διαμορφώνεται με αψίδωμα, όπο)ς συμβαίνει στο αντίστοιχο δια­
μέρισμα της βόρειας όψης και γενικότερα χαρακτηρίζει τη σύνθεση των όψειυν των υπεριυοτν.
Το διώροφο κωδωνοστάσιο είναι ένα ψηλό και επιβλητικό κτίριο, με πολλά και μεγάλα ανοίγμα­
τα στον όροφό του. Στην ανατολική όψη του ορόφου ανοίγονται τέσσερα μονόλοβα παράθυρα
σταυροειδούς διατεταγμένα (Π ίν. 14, 75). Το χαμηλότερο έχει πλάτος 1,10, ύψος 1,84 μ. και η πο­
διά του βρίσκεται 0,55 μ. πάνω από το δάπεδο του ορόφου. Τα δύο ενδιάμεσα παράθυρα έχουν

155
Άγιο Ιωάννη της Μεσημβρίας369 και στη Νέα Μονή της Χίου370.
Τα τοξωτά πλαίσια πάνω από τα παράθυρα του κεντρικού τρούλου του Αγίου Δημητρίου στηρίζονται
σε πιορινους, αρχικώς επιχριόμενους, κιονίσκους με ποόρινα λαξευτά κιονόκρανα και πλίνθινες
βάσεις. Αντίθετα, οι κιονίσκοι των τρούλων των ναών στην πρωτεύουσα και στη σφαίρα επιρροής της
- τη Θεσσαλονίκη, τη Βήρα, τον Μυστρά με τους Αγίους Θεοδώρους και το Λεοντάρι με τους Αγίους
Αποστόλους - κατά κανόνα ήσαν πλίνθινοι κτισμένοι από ειδικές πλίνθους συγχρόνως με τα υπόλοι­
πα στοιχεία του τυμπάνου. Τα τόξα των πλαισίων και των κογχών στο μεγάλο τρούλο του Αγίου
Δημητρίου κατασκευάζονται από πλίνθους, ενώ τα τόξα των παραθύρων και των πέντε τρούλων
έχουν μεικτή κατασκευή από λαξευτούς πωρόλιθους και πλίνθους. Οι σταθμοί των παραθύρων
ακολουθούν τη μορφή της κατασκευής της υπόλοιπης τοιχοποιίας των τρούλων, δηλαδή την πλινθοπε-
ρίκλειστη στους γωνιακούς και τις εναλλασσόμενες στριυσεις δόμων και πλίνθων στον κεντρικό.
Η τοιχοποιία των τρούλων είναι πολύ προσεγμένη και παραμένει εμφανής με ένα πολύ λεπτό
στρώμα κονιάματος πάνω στις πώρινες επιφάνειες. Μόνον η βάση του κεντρικού τρούλου και το
τεταρτοσφαίριο των ημικυκλικών κογχών του είναι κατασκευασμένα από πρόχειρη τοιχοποιία.
Στα τεταρτοσφαίρια των κογχών σώζεται το επίχρισμα που κάλυπτε την πρόχειρη τοιχοποιία τους,
πάνω στο οποίο υπάρχει γραπτός διάκοσμος που μιμείται πλίνθους με διάταξη μορφής ανεστραμ­
μένου Λ, κατασκευή χαρακτηριστική της κωνσταντινουπολίτικης παράδοσης371. Το στοιχείο αυτό
το συναντάμε σε πλίνθινη κατασκευή στις μικρές κόγχες του τρούλου της Ευαγγελίστριας.
Η στέγαση του Αγίου Δημητρίου με τη σύνθετη κατασκευή, τη γραπτή απομίμηση της ιχθυάκαν-
θας στα τεταρτοσφαίρια των κογχών και τις εναλλασσόμενες στρώσεις δόμων και πλίνθων στον
κεντρικό τρούλο και τα κυματοειδή γείσα της, ακολουθεί την κωνσταντινουπολίτικη παράδοση και
μόνον το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης των γωνιακών τρουλίσκων και οι κιονίσκοι στον
κεντρικό τρούλο μας θυμίζουν την ελλαδική σχολή.
Ο ναός και τα προσκτίσματά του, σήμερα, καλύπτονται με σύγχρονα κεραμίδια βυζαντινού τύπου,
μεταξύ των οποίων σώζονται και μερικοί παλαιοί βυζαντινοί στρωτήρες. Κατά την πρώτη κατα­
σκευαστική του φάση, ο ναός θα πρέπει να καλυπτόταν, όπως και όλες οι βασιλικές άλλωστε, από
βυζαντινά κεραμίδια, όπου δηλαδή οι στρωτήρες ήσαν φαρδείς και με μικρή, σχετικά, καμπυλό­
τητα. Αντίθετα, δεν μπορούμε να γνωρίζομε με απόλυτη βεβαιότητα τη μορφή κάλυψης της θολο-
δομίας που διαμορφιόθηκε πάνω από τα υπεροόα. Η υψομετρική διαφορά μεταξύ της στάθμης της
αρχικής ποδιάς στα παράθυρα των τρούλων και της τελικής επίστεψης των αψιδωμάτων είναι
αρκετή για να περιλάβει το κατασκευαστικό πάχος μίας κεράμωσης, η οποία διαμορφωνόταν πίσω
και χαμηλότερα από τα τόξα των αψιδωμάτων και την επίστεψή τους, που θα πρέπει να σχημάτι­
ζαν σίμη. Τη λεπτομέρεια αυτή στην απόληξη των τυφλοόν αψιδωμάταιν τη διακρίνομε σαφώς στον
Άγιο Παντελεήμονα στο Νέρεζι372, στην Παναγία των Χαλκέων και στην Θτάδάηώά. Εξάλλου,
έχομε περιπτώσεις, όπου η τελική κάλυψη διαμορφώνεται με λείο κονίαμα, όπως απαντά σήμερα
στον Άγιο Γεώργιο στα Λουκίσια της Βοιωτίας, στην Αγία Βαρβάρα στην Έρημο και στον Άγιο
Ιωάννη στα Κέρια Λακωνίας, στον Άγιο Νικόλαο στην Οχιά Λακωνίας373 και στη Βλαχέρνα στο
Μέζαπο, καθώς και σε ναούς της Κύπρου374. Τέλος, τα φύλλα μολύβδου είναι το υλικό που κατ’
εξοχήν χρησιμοποιείται από την κωνσταντινουπολίτικη σχολή. Το υλικό αυτό το συναντάμε σε
μνημεία της προπευουσας και της σφαίρας επιρροής της·50.364

364 Βελένης, Ερμηνεία, πίν. 49α.


370 Μπούρας, Νέα Μονή, εικ. 104.
371 Α. Πασαδαίος, Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος των βυζαντινών κτιρίων της Κωνσταντινουπόλεως, εν Αθήναις 1973,
σ. 51,60.
372 Βλ. Βελε'νης, Ερμηνεία, πίν. 39. Mango, Architecture, εικ. 346.
373 Βελε'νης, Ερμηνεία, πίν. 88α, 65α, 77ε, 64α, αντίστοιχα.
374 Π.χ. στην Αγία Κυριακή τη Χρυσοπολίτισσα και τους Αγίους Βαρνάβα και Ηλαρίωνα (Περιστεριόνα).
375 Μπούρας, Νέα Μονή, σ. 155.

226
ναού. Η διαμόρφωση της κόγχης αυτής θα πρέπει να έγινε μετά την κατασκευή του μεταγενέ­
στερου δαπέδου, όπως δείχνει η στάθμη της ποδιάς της, και θα πρέπει να είχε σχέση με τη χρήση
των θολοσκεπών κατασκευιυν ως οστεοφυλάκιων και τις ταφικές λειτουργίες που θα γίνονταν στον
υπαίθριο χώρο στα νότια του ναού.
Το κιυδωνοστάσιο είναι κατασκευασμένο από σχετικά μικρούς αργούς λίθους, πλίνθους και κερα­
μίδια μέσα σε άφθονο κονίαμα. Η απλή αυτή κατασκευή της τοιχοποιίας του ξεχεορίζει από την
πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία της ανατολικής όψης του ναού, τόσο από την απλότητά της, όσο και
από ένα κατασκευαστικό αρμό μεταξύ των δύο κτιρίων στη στάθμη του ισογείου τους. Στην
ανατολική όψη του κωδωνοστασίου (Σ χέδ. 1Τ Πίν. 14, 75), στην απλή αυτή τοιχοποιία παρεμ­
βάλλεται μία οριζόντια ζώνη ύψους 0,78 μ., με επιμελημένη κατασκευή. Η ζοτνη αυτή αποτελείται
από δύο σειρές πλίνθων, με μεγάλο μεταξύ τους αρμό και δύο στρώσεις από λαξευτούς πωρόλιθους
ψηλότερα, που διαχωρίζονται μεταξύ τους από μία τρίτη σειρά πλίνθιυν. Στη ζώνη αυτή και κατά το
ύψος που ορίζεται από τις δύο ανοότερες σειρές πλίνθων, υπάρχει μαρμάρινη πλάκα με ανάγλυφο
διάκοσμο, ρωμαϊκής προέλευσης, διαστάσειον 0,36x0,31 μ. (Π ίν. 101α). Η πλάκα αυτή παριστάνει
καθισμένη μορφή που κρατά κάνθαρο, κάτω από τον οποίο ανελίσσεται φίδι. Στα νότια του ανα­
γλύφου διακρίνεται η θέση και μίας άλλης πλάκας, η οποία, όμεας, αποτοιχίσθηκε και η υποδοχή
της συμπληρώθηκε με κοινή τοιχοποιία. Η ζιύνη με την επιμελημένη κατασκευή συνεχίζεται και στη
νότια όψη του κωδωνοστασίου. Εκεί, όμως, υπάρχει μία ακόμη σειρά δόμων, κάτω από την κατώ­
τερη στρώση των πωρόλιθων της ανατολικής όψης, στην οποία βρίσκονται εντοιχισμένες δύο ανά­
γλυφες μαρμάρινες πλάκες (Πίν. 101 β). Η πλάκα στα ανατολικά είναι ένα ρωμαϊκό επίκρανο με
διαστάσεις 0,84x0,425 μ. και έχει στο μέσον του κύκλο, ο οποίος περιγράφει λεοντοκεφαλή και
πλαισιώνεται από βλαστούς άκανθας. Η πλάκα στα δυτικά προέρχεται μάλλον από ανώφλι, διότι στο
ένα άκρο του υπάρχει απότμηση υπό γωνία 45°. Το γλυπτό αυτό είναι τοποθετημένο με τη μικρή του
πλευρά οριζόντια, έχει διαστάσεις 0,15x0,42 μ. και φέρει έξεργο κόσμημα, που παριστάνει αμνό.
Δυτικότερα από την πλάκα αυτή υπάρχουν οι υποδοχές δύο ακόμη μαρμάρινων μελών, που έχουν
αποτοιχισθεί και, τέλος, υπάρχουν δύο πωρόλιθοι με μία ενδιάμεση κατακόρυφη πλίνθο.
Η ζώνη αυτή με την επιμελημένη κατασκευή υπάρχει στην ανατολική και τη νότια όψη του κωδω­
νοστασίου και η άνω της πλευρά βρίσκεται στην ίδια στάθμη με το κλειδί των ημικυκλικιόν τόξιυν,
που διακρίνονται στους τρεις τοίχους του οργανισμού του κωδωνοστασίου εσωτερικά και, όπως
είδαμε, αποτελούν τη βάση του θόλου, ο οποίος διαμορφωνόταν αρχικά πάνω από τον ισόγειο
χοίρο. Επομένως, η ζώνη αυτή θα πρέπει να ήταν η επίστεψη της τοιχοποιίας ενός αρχικά μονιυ-
ροφου κτίσματος πριν από την προσθήκη του ορόφου του κωδο:ινοστασίου. Το γεγονός ότι η επι­
μελημένη αυτή επίστεψη διαμορφοίνεται σε δύο συνεχόμενες όψεις του ισογείου, καθιυς και το ότι
η αρχική διαμόρηωση της ανο)δομής του ήταν ισοδύναμη και κατά τους δύο άξονες, υποδηλώνει
ότι η κάλυψή του αρχικά θα πρέπει να είχε τετράπλευρη διαμόρφωση. Εξάλλου, το ότι η επίστεψη
αυτή υπάρχει μόνο στην ανατολική και τη νότια όψη του κωδιονοστασίου μπορεί να οφείλεται είτε
στο ότι η διακόσμηση είχε περιορισθεί στις δύο κύριες όψεις του, είτε στο ότι και στη δυτική όψη
υπήρχε αρχικά παρόμοια επίστεψη, η οποία, όμως, αφαιρέθηκε κατά την προσθήκη του ορόφου.
Η επιμελημένη κατασκευή της επίστεψης με τα εντοιχισμένα μαρμάρινα μέλη παρέμενε ανεπίχρι-
στη, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες επιφάνειές του.
Στον όροφο του κιοδωνοστασίου οι τοξωτές απολήξεις των παραθύρων του έχουν κατασκευασθεί
από ακτινωτά τοποθετημένες πλίνθους, οι οποίες περιβάλλονται από πλίνθινη ταινία. Η ταινία στο
ύψος τιυν γενέσεων του τόξου των παραθύρων στρέφεται και ακολουθεί οριζόντια πορεία. Στα
δύο ενδιάμεσα παράθυρα και των τριών όψεων του κωδωνοστασίου, όπως επίσης και στο ψηλό­
τερο παράθυρο της ανατολικής, οι οριζόντιες πλίνθινες ταινίες φθάνουν έως τις γωνίες του κτι­
ρίου. Οι σταθμοί του χαμηλότερου παραθύρου στην ανατολική όψη, καθώς και της δυτικής θύρας
του ορόφου έχουν κατασκευασθεί, όπως και η υπόλοιπη τοιχοποιία, από μεσαίου μεγέθους
αργούς λίθους, πλίνθους και κονίαμα. Αντίθετα, οι σταθμοί τιυν υπόλοιπιυν παραθύρων έχουν κα­
τασκευασθεί από λαξευτούς γωνιόλιθους.
Με λαξευτούς γοτνιόλιθους έχουν, επίσης, κατασκευασθεί οι γωνίες του κωδιονοστασίου, πάνο)

157
από τη στάθμη που ορίζεται από την ποδιά τιυν μεσαίων παραθύρων στις τρεις όψεις του. Τέλος,
οι αετωματικές απολήξεις της τοιχοποιίας, πάνα» από τα οριζόντια τμήματα της πλίνθινης ταινίας,
η οποία περιβάλλει το τόξο του ψηλότερου παραθύρου της ανατολικής και της δυτικής όψης,
διαμορφώνονται με ένα υποτυπώδες πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης.
Στον όροφο συναντάμε, επίσης, εντοιχισμένα μαρμάρινα μέλη, τα οποία είναι βυζαντινά και βρί­
σκονται το ένα στη νότια όψη και τα άλλα δύο στη δυτική. Το πρώτο από αυτά έχει χρησιμοποιη­
θεί ως γωνιόλιθος, βρίσκεται πάνω από την οριζόντια πλίνθινη ταινία του δυτικού παραθύρου της
νότιας όψης, φέρει ανάγλυφη κλιματίδα με βότρυς και μπορεί να προέρχεται από πεσσίσκο
τέμπλου. Στη δυτική όψη το ένα μαρμάρινο μέλος βρίσκεται πάνω από την οριζόντια ταινία του
ψηλότερου παραθύρου και καταλαμβάνει όλο το πλάτος της τοιχοποιίας του αετώματος στα νότια
του παραθύρου (Πίν. 100α). Ο ανάγλυφος διάκοσμος του μέλους αυτού παριστάνει δύο ανακα-
μπτόμενους αντικριστούς βλαστούς, οι οποίοι εφάπτονται μεταξύ τους και περικλείουν ημιανθέ-
μια. Το γλυπτό αυτό χαρακτηρίζεται από τη χρήση τρυπανιού, μοιάζει με το ανάλογο θέμα των
βλαστών στο γείσο της βόρειας θύρας και μπορεί να τοποθετηθεί στο 12ο αιώνα. Το δεύτερο μαρ­
μάρινο μέλος στη δυτική όψη του κοοδωνοστασίου βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του αετώματος,
πάνω από τη γένεση του τόξου του παραθύρου (Π ίν. ΙΟΟβ). Φέρει διάκοσμο με λατινικό σταυρό,
κάτω από την κεραία του οποίου αναφύονται βλαστοί, μέσα σε ωοειδές εγχάρακτο πλαίσιο. Κατά
τις δύο πλευρές του πλαισίου διακρίνονται διακοσμητικό θέμα και γράμματα. Χαρακτηριστικό
είναι το εγχάρακτο X στην αλληλοτομία των κεραιιύν του σταυρού. Το γλυπτό μπορεί να τοποθε­
τηθεί στον 11ο ή το 12ο αιώνα.
Στην τοιχοποιία του κωδιυνοστασίου, όπως είδαμε, είχαν εντοιχισθεί μαρμάρινα μέλη σε δεύτερη
χρήση από τη ρωμαϊκή και τη μεσοβυζαντινή περίοδο. Τα μέλη αυτά είχαν διακοσμητικό χαρα­
κτήρα και επομένως παρέμεναν ανεπίχριστα. Αντίθετα, η υπόλοιπη επιφάνεια του κωδωνοστα­
σίου ήταν αρχικά επιχρισμένη, εκτός από τη ζώνη με τους πωρόλιθους και τα μαρμάρινα μέλη, η
οποία αποτελούσε αρχικά την επίστεψη του ισόγειου παρεκκλησίου. Η ύπαρξη επιχρισμάτων στις
όψεις του κωδιυνοστασίου υποδηλώνεται από τα ίχνη μυστρίσματος που υπάρχουν πάνω από τα
κονιάματα της τοιχοδομίας του. Τα ίχνη αυτά έχουν την ίδια πλάγια κατεύθυνση στην κατασκευή
τους με εκείνα στη βάση των αψίδιυν του Ιερού του ναού, ενώ παρόμοια είναι, επίσης, η υφή των
κονιαμάτων στα δύο αυτά κτίρια. Σήμερα, σώζονται λίγα ίχνη του αρχικού επιχρίσματος στην
ποδιά των δύο ενδιάμεσων παραθύρων του ορόφου στην ανατολική όψη. Επίσης, σώζονται λίγα
ίχνη επιχρίσματος με ρόδινο χριυμα, που θα πρέπει να ανήκουν στην ύστερη εποχή της τουρ­
κοκρατίας και απαντούν και σε άλλους ναούς. Τέλος, είναι σαφής, από τα σύγχρονα κονιάματα, η
επέμβαση συντήρησης της τοιχοποιίας στις επιφάνειες κυρίως του ορόφου.

Το δυτικό προστώο
Το δυτικό προστώο του ναού διαμορφώνεται εμπρός από το νάρθηκα και εκτείνεται μεταξύ του
περιβόλου του συγκροτήματος στα νότια και της πτέρυγας του μητροπολιτικού μεγάρου στη δυτι­
κή πλευρά του βόρειου αίθριου (Σ χέδ. 1, 13-14· Πίν. 84α). Αποτελείται από τέσσερα διαμερί­
σματα, τα οποία μαζί με το νοτιοδυτικό διαμέρισμα του περιστώου που περιτρέχει το βόρειο
αίθριο κατά τις τρεις πλευρές του συνθέτουν στη δυτική πλευρά του ναού μία ενιαία όψη με τη
μορφή πεσσοστοιχίας. Η πεσσοστοιχία αυτή αποτελείται από δύο ακραίες παραστάδες και τέσ­
σερις ενδιάμεσους πεσσούς. Τα στηρίγματα της πεσσοστοιχίας έχουν κατά τη διεύθυνση Α.-Δ. ένα
κοινό πλάτος 0,62 μ. περίπου και η δυτική τους πλευρά βρίσκεται σχεδόν επί ευθείας παράλληλης
προς τον εξωτερικό τοίχο του νάρθηκα, που απέχει από αυτόν 3,45 μ. περίπου. Η νότια παραστά-
δα, η οποία εφάπτεται στην τοιχοποιία του περιβόλου, προεξέχει από αυτή 0,76 μ. Στα βόρειά της
ακολουθούν δύο τετράπλευροι πεσσοί, από τους οποίους ο νότιος είναι ελαφρώς τραπεζοειδής, με
μήκος στη δυτική του πλευρά 0,72 και στην ανατολική του 0,76 μ. και ο βόρειος είναι ορθογώνιος
παραλληλόγραμμος με μήκος μακρών πλευρών 0,74 μ.
Ο τρίτος και ο τέταρτος, από τα νότια, πεσσός έχει σε κάτοψη σχήμα σύνθετο. Ο τρίτος πεσσός

158
Η ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ
ΚΑΙ Η ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Η ίδρυση του Αγίου Δημητρίου είναι δύσκολο να καθορισθεί χρονικά με ακρίβεια, όμως, σύμφω­
να με τα ιστορικά δεδομένα φαίνεται ότι ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τη μεταφορά της Μητρόπο­
λης Λακεδαιμόνιας, από το μεσαιωνικό οικισμό της Σπάρτης, στον Μυστρά. Η μεταφορά αυτή θα
πρέπει να πραγματοποιήθηκε τα προπα κιόλας χρόνια, μετά την παραχώρηση του κάστρου στους
Βυζαντινούς, το 1262, παράλληλα με τις προσπάθειες για την εδραίωση της κυριαρχίας τους στο
λόφο και τον εποικισμό του από τους κατοίκους της Λακεδαιμόνιας. Ο εποικισμός του λόφου
συντελέσθηκε με πολύ ταχύ ρυθμό, διότι ήδη από το 1264, όταν ο Πρίγκιπας της Αχάίας έφθασε
στη Λακεδαιμόνια τη βρήκε εγκαταλειμμένη από τον ελληνικό της πληθυσμό. Αντίθετα, η μεταφο­
ρά της έδρας του βυζαντινού διοικητή από τη Μονεμβασία στον Μυστρά έγινε λίγα χρόνια αργότε­
ρα, μέσα στο διάστημα 1270-1289 και πιθανώς αμέσως μετά το θάνατο του Βιλλαρδουίνου, το 1278
ή ίσως το 1286, όταν ο αυτοκράτορας κατήργησε το θεσμό της «Κεφαλής», με μονοετή θητεία, για
τη διοίκηση τουν βυζαντινών κτήσεων στην Πελοπόννησο, και όρισε έναν Επίτροπο με μεγαλύτερη
διάρκεια θητείας και ευρύτερες δικαιοδοσίες.
Το γεγονός ότι το τείχος της Κάτω Πόλης χρησιμεύει συγχρόνως ως ανάλημμα για το μητροπολι-
τικό συγκρότημα και μάλιστα έχει ιδιαίτερη πύλη για την απευθείας πρόσβαση στον Άγιο Δημή-
τριο, δείχνει σαφώς ότι υπήρχε άμεση πολεοδομική και λειτουργική συνάφεια στις δύο κατασκευ­
ές. Έτσι, ο εποικισμός της βυζαντινής πόλης, ο οποίος δεν θα ήταν εφικτός χιορίς την ασφάλεια
μίας προϋπάρχουσας οχύρωσης, και η ανέγερση του μητροπολιτικού συγκροτήματος θα πρέπει να
ήταν δύο γεγονότα σύγχρονα. Εξάλλου, η μεταφορά της Μητρόπολης στον Μυστρά και η ανέγερ­
ση του Αγίου Δημητρίου, μέσα στο παραπόνου ιστορικό και πολεοδομικό πλαίσιο, θα πρέπει να
πραγματοποιήθηκαν αμέσως μετά την επανίδρυση της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας, αφού δεν θα
ήταν δυνατόν ο πρώτος ορθόδοξος μητροπολίτης να μεταβαίνει σε μία έδρα, η οποία βρίσκεται σε
φραγκοκρατούμενη περιοχή. Επομένως, ο πρώτος ορθόδοξος μητροπολίτης, που ορίσθηκε μετά τη
φραγκοκρατία, μετέφερε τη Μητρόπολη Λακεδαιμόνιας από τη Σπάρτη στον Μυστρά αμέσως
μετά την άφιξή του και άρχισε την ανέγερση του καθεδρικού του ναού στην ασφάλεια της νέας
οχυρής βυζαντινής πόλης. Δεν αποκλείεται, όμως, ο πριύτος αυτός μητροπολίτης να μην παρου-
σιάσθηκε αμέσως μετά τον ορισμό του στην έδρα του και η ανέγερση του Αγίου Δημητρίου να είχε
ήδη αρχίσει πριν από την άφιξή του στον Μυστρά. Άλλωστε, η ίδρυση και ο εποικισμός μίας πόλης
χωρίς την ταυτόχρονη ανέγερση του καθεδρικού της ναού δεν είναι νοητή για την εποχή αυτή.
Επομένως, η ανέγερση του Αγίου Δημητρίου πραγματοποιήθηκε επί της αρχιερατείας του πρώτου,
μετά τη φραγκοκρατία, μητροπολίτη, πιθανώς του Ευγενίου (1262-1272), του οποίου το όνομα είχε
απαλειφθεί από το Συνοδικό της Μητρόπολης λόγω των θρησκευτικών έριδων της εποχής. Δεν
αποκλείεται οι εργασίες στο ναό να συνεχίσθηκαν και επί του διαδόχου του Θεοδοσίου (1272-
1283;). Ο αμέσως επόμενος μητροπολίτης, Θεράπων, ήταν χορηγός τοιχογραφιών, τουλάχιστον
εκείνων του βόρειου κλιτούς, όπως μνημονεύει η επιγραφή του σε αυτό, είτε ως ποιμήν της Μητρό­
πολης (1283;-1284), ή ακόμη νωρίτερα, ως απλός μοναχός, επί του προκατόχου του, Θεοδοσίου.
Βεβαίως, ανεξάρτητα από το χρόνο, κατά τον οποίο ο Θεράπων έκανε τις τοιχογραφίες του, πριν
ή μετά το 1283, η τοιχογράφηση του ναού θα πρέπει να είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, από την
περιοχή του Ιερού. Η τοιχογράφηση του ναού ίσως να μην ολοκληριύθηκε από τον Θεράποντα,
αλλά από τους διαδόχους του, τον Ιωάννη και τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο, σε ολόκληρο ή σε
τμήμα του νότιου κλιτούς, ενιό στο μεσαίο κλίτος και στο νάρθηκα να πραγματοποιήθηκε, πιθανώς,
από τον τελευταίο. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή θα μπορούσε να εξηγηθεί η ζωγραφική σύνθεση
στο φωταγωγό με τις μορφές των ιεραρχούν ανάμεσα στα παράθυρά του, που θυμίζει τον Άγιο

230
Απολλινάριο της Ραβέννας, τον οποίο ο Νικηφόρος, ως μορφωμένος και πολυταξιδεμένος αυλικός
ιεράρχης ασφαλώς θα γνώριζε από το ταξίδι του στην Ιταλία.
Γίνεται, λοιπόν, φανερό από την ιστορία της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας γενικά και του μνημείου
ειδικότερα, καθώς και από τα στοιχεία που προκύπτουν από τις τρεις κτητορικές επιγραφές του
Νικηφόρου Μοσχόπουλου, ότι η απόδοση της ανέγερσης του Αγίου Δημητρίου σε αυτόν το 1291/2
δεν είναι ορθή. Συγχρόνως, ενώ δεν μπορούμε να προσδιορίσομε με ακρίβεια το έργο του στη
Μητρόπολη, όμως, θα είμαστε πολύ κοντά στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των
κτητορικών του επιγραφών, την προσωπικότητα και τη μόρφωσή του, αν δεχόμασταν ότι ο Νικη­
φόρος Μοσχόπουλος δεν έκτισε βεβαίους το ναό, αλλά με την οικοδομική του δραστηριότητα
δημιούργησε ένα αξιόλογο συγκρότημα με τις απαραίτητες κτιριακές μονάδες για τις πολλαπλές
λειτουργίες ενός μητροπολιτικού κέντρου, καθώς και την αναγκαία, για τη συντήρησή του, περιου­
σία. Έτσι, ο Νικηφόρος, άνθρωπος με μεγάλη παιδεία, στο διάστημα που διέτριψε στον Μυστρά
( 1288;-1315) προσπάθησε να καταστήσει τη Μητρόπολή του ένα πνευματικό κέντρο με σπουδαία
ακτινοβολία, αντάξιο της νέας διοικητικής πρωτεύουσας και εφάμιλλο της μονής Βροντοχίου του
Παχωμίου. Το μητροπολιτικό συγκρότημα, εκτός από τις λειτουργίες που ήταν άμεσα συνδεδεμέ-
νες με την αρχιερατική έδρα της Λακεδαιμόνιας, θα πρέπει να διέθετε δική του βιβλιοθήκη και
κέντρο αντιγραφέιυν χειρογράφων, ενώ ταυτόχρονα, όπως δείχνει το εικονογραφικό πρόγραμμα
με τους θεραπευτές αγίους και τον Χριστό Πολυέλεο του παρεκκλησίου στη θέση του διακονικού,
θα πρέπει να λειτουργούσε και ως κέντρο περίθαλψης για το λαό.
Όταν ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος ήλθε στον Μυστρά, είναι πολύ πιθανό ότι είχε ήδη εγκαταστα­
θεί εκεί ο Επίτροπος της Πελοποννήσου. Ο Μυστράς, δηλαδή, έγινε το κέντρο των βυζαντινοίν
κτήσεων του Μορηά και με την παρουσία και πιθανούς τη βοήθεια ενός ισχυρού κοσμικού άρχο­
ντα, ήταν επιθυμητός και συγχρόνως, από οικονομική άποψη, εφικτός ο εξωραϊσμός της Μητρό­
πολης. Μέσα στο νέο αυτό διοικητικό και πολιτικό πλαίσιο, όπου ασφαλώς πρυτάνευε το πνεύμα
της πρωτεύουσας, θα πρέπει, ίσως, να δούμε τις δραστηριότητες του Νικηφόρου, όπως άλλωστε
και του Παχωμίου, και να τοποθετήσομε την υψηλής τέχνης δημιουργία τόσο του δαπέδου με τα
μαρμαροθετήματα και τα ψηφιδαπά, όσο και ενός κύκλου τοιχογραφιών της Μητρόπολης, κατά τα
τελευταία χρόνια του 13ου ή τις αρχές του 14ου αιώνα.
Ο μητροπολιτικός ναός του Μυστρά ήταν αφιερωμένος εξαρχής στον άγιο Δημήτριο, πολεμικό
άγιο, προστάτη μίας οχυρής πόλης σε εμπόλεμη κατάσταση. Συγχρόνιυς, όμως, ήταν αφιερωμένος
και εις Δόξαν Θεού. Η διπλή αυτή αφιέρωση μπορεί να ερμηνεύσει τη συνύπαρξη δύο μεγάλων
εικονογραφικών προγραμμάτων στο ναό, με τον κύκλο του αγίου Δημητρίου στο ανατολικό τμήμα
του βόρειου κλιτούς και το χριστολογικό κύκλο στο δυτικό τμήμα του, καθώς και στο νότιο κλίτος.
Ο Άγιος Δημήτριος ανήκει σε ένα σύνθετο τύπο ναοδομίας, το λεγόμενο «τύπο του Μυστρά». Ο
σύνθετος αυτός τύπος προέκυψε από δύο ξεχωριστές οικοδομικές φάσεις, όπου σε μία προϋπάρ-
χουσα τρίκλιτη βασιλική προστέθηκαν υπερώα με σύνθεση σταυροειδούς εγγεγραμμένου πεντά-
τρουλου ναού. Η αρχική τρίκλιτη βασιλική είχε υπερυψωμένο ξυλόστεγο μεσαίο κλίτος, το οποίο
αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο στη σύνθεση του εσωτερικού χοίρου, και θολοσκεπή τα πλάγια
κλίτη. Μπορούμε να κατατάξομε το μνημείο στις ξυλόστεγες βασιλικές και να δούμε την ύπαρξη
των θόλων στα πλάγια κλίτη όχι ως ένα νέο, μοναδικό άλλωστε, στον ελλαδικό χοίρο, τυπολογικό
παράδειγμα, αλλά ως παραλλαγή του ξυλόστεγου τύπου, που εξασφάλιζε τις απαιτούμενες για το
ευρύ εικονογραφικό πρόγραμμα της Μητρόπολης, επιφάνειες.
Το μεσαίο κλίτος στην ανωδομή του σχημάτιζε φωταγωγό (Σ χέδ. 18-19), ο οποίος είχε από εννέα
μονόλοβα παράθυρα σε κάθε μακρά του πλευρά, ένα δίλοβο στην ανατολική πλευρά και πιθανοίς
ένα παρόμοιο παράθυρο στη δυτική. Ο φωταγωγός καλυπτόταν με δικλινή ξύλινη στέγη από ζευ­
κτά, η οποία θα πρέπει να είχε την ίδια κλίση με εκείνη των μονοκλινοίν στεγαίν πάνω από τα πλά­
για κλίτη του ναού, ίση προς 1:23/4. Σε κτίρια της κατηγορίας αυτής τα ζευκτά δεν ήταν ορατά, αλλά
καλύπτονταν από οροφή. Έτσι, η θέση της στέγης θα πρέπει να διαμορφωνόταν πάνω ακριβώς
από το ανώφλι του δίλοβου παραθύρου στην ανατολική και τη δυτική πλευρά του φιυταγωγού.
Όπιος είδαμε, το παράθυρο της ανατολικής πλευράς διατηρήθηκε και μετά την προσθήκη των υπε-

231
δεν έχει καμία οργανική σύνδεση με την ανατολική κεραία του πεσσού. Το αρχικό πλάτος τόσο
του πεσσού, όσο και του τρίτου, από τα νότια, τόξου μπορεί να εξακριβωθεί στην ανατολική γένε-
σή του, όπου διασώζεται ο πρόβολος στήριξής του και ένα μικρό τμήμα από το αρχικό πλάτος του.
Το τόξο αυτό στη συνέχεια καλύπτεται μερικώς κατά τη βόρεια πλευρά του από τη μεταγενέστε­
ρη θολοδομία του τέταρτου, από τα νότια, διαμερίσματος.
Το βόρειο πέρας του τέταρτου, από τα νότια, διαμερίσματος ορίζεται στο επίπεδο της ανωδομής
από ημικυκλικό τόξο (Πίν. 103α), το οποίο στηρίζεται δυτικά στο ανατολικό σκέλος του πεσσού
με κάτοψη σχήματος Τ και ανατολικά σε πρόβολο πακτωμένο στη βορειοδυτική γωνία του νάρθη­
κα (Σ χ έ δ. 13). Η γένεση αυτού του τόξου ανατολικά βρίσκεται κατά 0,26 μ. ψηλότερα από ό,τι στα
προηγούμενα τόξα. Αφού, λοιπόν, η ακτίνα του είναι κατά 0,20 μ. μικρότερη από την ακτίνα των
τριών νοτιότερων τόξων λόγω της προεξοχής μέσα στο χώρο του προστώου, του ανατολικού
σκέλους του πεσσού, πάνοο στο οποίο στηρίζεται το τόξο αυτό, θα έπρεπε το κλειδί του να είναι
στην ίδια στάθμη με τα κλειδιά των τριών τόξων στα νοτιά του. Όμως, το τόξο αυτό χαράζεται με
μικρή υπερύψωση και το κλειδί του βρίσκεται 0,22 μ. ψηλότερα από τα κλειδιά των τριών τόξιυν
στα νοτιά του (Σ χέδ. 13). Το βόρειο μέτωπο του τόξου, καθιός και της ανατολικής κεραίας του
πεσσού βρίσκονται στην προέκταση της αντίστοιχης πλευράς του ναού.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, το δυτικό προστώο του ναού περιλάμβανε αρχικά τέσσερα μόνο διαμε­
ρίσματα και το βόρειο πέρας του διαμορφωνόταν από πεσσό με κάτοψη σχήματος Γ. Το βορειότερο
από αυτά τα τέσσερα διαμερίσματα θα πρέπει στην αρχική κατασκευαστική του φάση να καλυπτό­
ταν και αυτό, όπως και τα άλλα τρία, με ημικυλινδρικό θόλο, που στηριζόταν κατά το πλάτος του
προστώου σε ημικυκλικά τόξα. Επειδή, άλλωστε, το διαμέρισμα αυτό κατέληγε στη βορειοανατολι­
κή γοονία του σε πεσσό, που αρχικά ήταν σχήματος Γ, σε αντίθεση με τα τρία νοτιότερα διαμερί­
σματα, οριζόταν από τόξο όχι μόνον κατά τις πλάγιες πλευρές του, αλλά και κατά τη δυτική.
Το νοτιότερο διαμέρισμα του προστώου έχει σχήμα τραπέζιο σε κάτοψη με πλάτος στην ανατολι­
κή του πλευρά όσο το άνοιγμα της πεσσοστοιχίας, δηλαδή 2,10 μ., και στη δυτική του πλευρά 2,30
μ. Το δεύτερο, από τα νότια, διαμέρισμα έχει σχήμα παραλληλόγραμμο περίπου με πλευρά 1,70 μ.,
ίση και αυτή με το αντίστοιχο άνοιγμα της πεσσοστοιχίας. Το τρίτο, από τα νότια, διαμέρισμα είναι
τραπέζιο με πλάτος στη δυτική του πλευρά 1,91 μ., όσο δηλαδή το αντίστοιχο άνοιγμα της πεσ­
σοστοιχίας, και στη δυτική του πλευρά 2,27 μ. Το πλάτος του τέταρτου, από τα νότια, διαμερί­
σματος είναι ανατολικά 2,65 και δυτικά 2,48 μ., ενώ το αντίστοιχο άνοιγμα της πεσσοστοιχίας είναι
2,18 μ. Βλέπομε, λοιπόν, πως στα δύο ακραία διαμερίσματα το άνοιγμα της πεσσοστοιχίας είναι
μεγαλύτερο από ό,τι στα δύο ενδιάμεσα. Η άνιση απόσταση μεταξύ των πεσσών οφείλεται στην
ανάγκη προσαρμογής της διάταξής τους στη σύνθεση της όψης του προϋπάρχοντα νάρθηκα, καθώς
και σε μεταγενέστερες επεμβάσεις στην τοιχοποιία τους.
Στο τέταρτο, από τα νότια, διαμέρισμα διαμορφώνεται σε δεύτερη οικοδομική φάση ένα σύστημα
θολοδομίας ανεξάρτητο από τον αρχικό οργανισμό του προστώου, τον οποίο ήδη εξετάσαμε
(Σ χέδ. 13· Πίν. 102, 103α). Τέσσερα επιπλέον τόξα ορίζουν ένα παραλληλόγραμμο χώρο δια­
στάσεων 2,08 X1,40 μ., ο οποίος καλύπτεται από θόλο με μορφή ασπίδας επί λοφίων. Τα τόξα που
στηρίζουν την ασπίδα φέρονται από τέσσερις κιλλίβαντες με τεταρτοκυκλική χάραξη, οι δύο εκ
τοαν οποάυν στηρίζονται στην τοιχοποιία του νάρθηκα και οι άλλοι δύο στην τοιχοποιία των πεσ-
σιύν. Ο νότιος από τους δύο τελευταίους κιλλίβαντες έχει πακτιοθεί στη βορειοανατολική γωνία
ενός αρχικά, τετράπλευρου πεσσού. Επειδή, όμως, στην περιοχή επαφής του με την τοιχοδομία του
πεσσού παρουσιάσθηκε κατακόρυφο ρήγμα, ο κιλλίβαντας αυτός υποστηλώθηκε με την πρόσθετη
κατασκευή της ανατολικής τετράγωνης κεραίας του πεσσού, η οποία του προσέδωσε την τελική
του μορφή με κάτοψη σχήματος Γ. Ο βόρειος κιλλίβαντας έχει πακτωθεί στη νοτιοανατολική γωνία
του πεσσού με κάτοψη σχήματος Τ (Π ίν. 104α).
Τα τόξα που φέρουν την ασπίδα, επειδή έχουν πλάτος 0,40-0,50 μ., το οποίο είναι μεγαλύτερο από
το πλάτος των κιλλιβάντων, διαμορφώνουν στις γωνίες του διαμερίσματος κατά την επαφή τους
ανά δύο, ακμή σε υποχώρηση (Πίν. 103α). Οι δύο δυτικοί κιλλίβαντες είναι τοποθετημένοι λίγο
χαμηλότερα από τους ανατολικούς και βρίσκονται στην ίδια στάθμη με τις γενέσεις του τόξου στην

161
όψη της πεσσοστοιχίας, του οποίου η χάραξη είναι λίγο χαμηλότερη από εκείνη της θολοδομίας
του διαμερίσματος. Τα τόξα της ασπίδας, τα παράλληλα προς την όψη του νάρθηκα, έχουν το κλει­
δί τους κατά 0,30 μ. χαμηλότερα από ό,τι τα δυο πλάγια. Το κλειδί των δυο τελευταίων αυτών
τόξων βρίσκεται 3,30 μ. πάνω από το δάπεδο του προστώου, ενώ το κλειδί της ασπίδας μόλις 0,20
μ. ψηλότερα, δηλαδή ο θόλος αυτός έχει, σχεδόν, επίπεδη χάραξη.
Η ασπίδα είναι κεντρικά τοποθετημένη ως προς το άνοιγμα μεταξύ των δύο πεσσών του τέταρτου,
από τα νότια, διαμερίσματος και τα εξωτερικά μέτωπα των πλάγιων τόξων στήριξής της απέχουν
κατά 0,20 μ. από το βόρειο μέτιυπο και το νότιο του τρίτου και τέταρτου από τα δυτικά πεσσού,
αντίστοιχα (Σ χέδ. 1). Το δυτικό τόξο της ασπίδας είναι παράλληλο προς το αντίστοιχο της πεσ-
σοστοιχίας. Το κενό μεταξύ του βορειότερου τόξου του προστώου και του βόρειου της ασπίδας
καταλαμβάνεται από ένα πρόσθετο τόξο, το οποίο ακολουθεί τη χάραξη του τόξου του προστώου,
εκτός από ένα μικρό τμήμα του στην περιοχή του πεσσού, όπου ακολουθεί τη χάραξη του βόρειου
τόξου της ασπίδας, στην κατασκευή του οποίου ενσωματώνεται (Πίν. 103α). Το εσωράχιο του
ενδιάμεσου αυτού τόξου παρουσιάζει μικρή κατιυφέρεια προς τα νότια, της τάξεως τιυν 0,07 μ., για
να καλυφθεί η ανάλογη υψομετρική διαφορά τοον τόξων κατά τις δύο του πλευρές.
Από την ανάλυση που προηγήθηκε είναι σαφές ότι η κατασκευή της ασπίδας, αλλά και των τόξων
στα δυτικά και τα βόρειά της, αποτελεί μεταγενέστερη επέμβαση στην αρχική κατασκευή του
προστιόου. Πάνω από τη μεταγενέστερη θολοδομία διαμορφώθηκε, όπως θα δούμε στη συνέχεια,
το δάπεδο του υπερκείμενου μικρού κτίσματος, η κατασκευή του οποίου είναι άμεσα συνδεδεμέ-
νη με την κατασκευή της ασπίδας.
Το πέμπτο, βορειότερο διαμέρισμα καλύπτεται από σφαιρικό, περιγεγραμμένο στο τετράγωνο
έδρασης, θόλο, που στηρίζεται σε τόξα με ημικυκλική χάραξη. Το νότιο τόξο βρίσκεται σε επαφή
με το βορειότερο τόξο του προστώου, που αποτελούσε το πέρας του στην αρχική του μορφή και
στηρίζεται δυτικά σε κολουροπυραμιδοειδή κιλλίβαντα, ο οποίος πακτώνεται στη βόρεια πλευρά
του ανατολικού σκέλους του πεσσού με κάτοψη σχήματος Τ (Πίν. 104α). Το τόξο αυτό στην πε­
ριοχή της δυτικής γένεσής του, υπερκαλύπτει το βόρειο τόξο της αρχικής σύνθεσης του προστώου,
ενώ στην περιοχή πάκτωσης του κιλλίβαντα η τοιχοδομία του πεσσού είναι διαταραγμένη. Οι
λεπτομέρειες αυτές υποδηλώνουν ότι το πέμπτο, βορειότερο διαμέρισμα αποτελεί μεταγενέστερη
οικοδομική φάση από την αρχική σύνθεση του προστώου, και το διαμέρισμα αυτό, εκτός από τη
δυτική όψη του που περιλαμβάνεται στη σύνθεση της δυτικής όψης του προστώου, κατά τα άλλα
ανήκει στον οργανισμό της βόρειας στοάς του περιστώου στο βόρειο αίθριο του συγκροτήματος.
Τα τρία νοτιότερα διαμερίσματα του δυτικού προστώου του ναού, εκτός από την ομοιότητα στην
οργάνωση της κάτοψης και της ανωδομής τους παρουσιάζουν ομοιότητα και στη σύνθεση της όψης
τους. Η νότια παραστάδα και οι δύο τετράπλευροι πεσσοί που αντιστοιχούν στα διαμερίσματα
αυτά, έχουν κατά τη δυτική πλευρά τους την ίδια περίπου διάσταση, η οποία κυμαίνεται μεταξύ
0,72 και 0,76 μ. Διαφορά παρουσιάζεται στην απόσταση μεταξύ των πεσσών, όπως έχει ήδη ανα­
φερθεί, ενώ τα κλειδιά των τόξων τους στη δυτική όψη βρίσκονται στην ίδια στάθμη, 4,50 μ. πάνω
από το δάπεδο του προστώου.
Η τοιχοποιία στα τρία νοτιότερα διαμερίσματα του προστώου είναι κατασκευασμένη από μέτριου,
σχετικά, μεγέθους αργούς λίθους και τεμάχια πλίνθων και κεραμιδιών μέσα σε άφθονο κονίαμα
και μόνον τα τόξα της θολοδομίας είναι κατασκευασμένα από λαξευτούς πωρόλιθους ύψους 0,16
μ. Στο δεύτερο και τρίτο, από τα νότια, τόξο, οι πωρόλιθοι εναλλάσσονται με μονή πλίνθο, ενώ στο
πριότο που αποτελεί ανακατασκευή δεν έχουν χρησιμοποιηθεί πλίνθοι. Το τόξο περιβάλλεται από
πλίνθινη ταινία και στη συνέχεια από μονό πριονωτό και από πλίνθινο γείσο, πάχους 0,04 μ. περί­
που. Ακολουθεί η κεράμιυση της στέγης. Τα στοιχεία αυτά ακολουθούν το περίγραμμα της
τοξοστοιχίας, με ευθύγραμμα τμήματα πάνιυ από την παραστάδα και τους δύο πεσσούς. Πάνω από
τη νότια παραστάδα διαμορφώνεται σήμερα ένα τμήμα οριζόντιας στέγης με μικρή κατωφέρεια
προς την εξωτερική πλευρά του προστιόου, ενώ πάνω από τους πεσσούς υπάρχει μόνον ένας αύλα­
κας απορροής με κεραμίδια, από τα οποία το τελευταίο προς τα έξω είναι παλαιός βυζαντινός
στρωτήρας, πλάτους 0,28 μ. και μικρής καμπυλότητας 0,03 μ. Πάνω από τους δύο νοτιότερους

162
τετράπλευρους πεσσούς η πλίνθινη ευθύγραμμη ταινία και το πριονωτό γείσο αποτελούν αντί­
στοιχα την άνω και την κάτω πλευρά τραπεζοειδούς πλαισίου, που περιβάλλει λαξευτό πωρόλιθο
(Π ίν. 84α).
Στο τέταρτο, από τα νότια, τόξο της πεσσοστοιχίας το κλειδί του βρίσκεται 2,73 μ. πάνω από τη
στάθμη του δαπέδου του προστώου και έτσι το τόξο στη δυτική όψη του διαμερίσματος αυτού, όπως
και ο θόλος του, βρίσκεται σε χαμηλότερη στάθμη από εκείνη τιυν τριών διαμερισμάτων στα νοτιά
του. Η χαμηλωμένη αυτή ανωδομή, όπιυς είδαμε, αποτελεί μεταγενέστερη φάση, ενώ η αρχική
μορφή του διαμερίσματος ήταν παρόμοια με εκείνη των τριών νοτιότερων του προστώου. Η ασπί­
δα έχει κατασκευασθεί με δακτυλίους, που αποτελούνται από λαξευτούς ποορόλιθους ή πλίνθους.
Ταυτόχρονα, όμως, με τη μετασκευή της ανιυδομής στο διαμέρισμα αυτό, αλλοιώθηκε και η αρχική
μορφή των πεσσοον του. Ο νότιος, αρχικά, τετράπλευρος πεσσός διαμορφώθηκε σε κάτοψη σχήμα­
τος Γ και ο βόρειος, αρχικά σχήματος Γ, διαμορφώθηκε σε Τ. Στην όψη του διαμερίσματος, η
τοιχοδομία των πεσσών στην περιοχή κάτιυ από τις γενέσεις του υπερκείμενου τόξου παρουσιάζει
διαταραχή, που φανερώνει κάποια μεταγενέστερη επέμβαση. Η επέμβαση οδήγησε στη μείωση του
πλάτους του αρχικού ανοίγματος μεταξύ των δύο πεσσών. Η αρχική θέση του ανοίγματος αυτού
βρισκόταν στην προέκταση των εσωτερικοί, προς το διαμέρισμα, μετώπων των τόξων κατά τη νότια
και τη βόρεια πλευρά του. Αρχικώς, λοιπόν, ο πεσσός στα νότια του διαμερίσματος είχε μήκος στη
δυτική του όψη 0,70-0,75 μ., ίσο, δηλαδή, με το μήκος των πεσσιόν και της παραστάδας στα νοτιά
του. Το άνοιγμα μεταξύ των δύο βορειότερων πεσσών είχε μήκος 2,18 μ., όσο, δηλαδή, περίπου και
το νότιο ακραίο άνοιγμα της πεσσοστοιχίας, το οποίο έχει μήκος 2,10 μ. Ο αρχικός κυλινδρικός
θόλος δεν ήταν αξονικά τοποθετημένος ως προς το άνοιγμα των πεσσών και το τόξο της δυτικής
όψης και ήταν υπερυψωμένος σε σχέση με τη χάραξη του αρχικού δυτικού τόξου της πεσσοστοιχίας.
Το τέταρτο, από τα νότια, μεταγενέστερο, χαμηλωμένο τόξο της δυτικής όψης του προστώου είναι
κτισμένο, όποος και τα δύο τόξα στα νοτιά του, από λαξευτούς πωρόλιθους και πλίνθους εναλλάξ
και περιβάλλεται από διπλή πλίνθινη ταινία, η οποία στρέφεται οριζόντια σε ύψος 0,15 μ. πάνω
από τις γενέσεις του τόξου και σταματά σε απόσταση 0,50 μ. από το εσωράχιό του. Για την τοποθέ­
τηση της οριζόντιας ταινίας θα πρέπει να γκρεμίσθηκε τμήμα της αρχικής τοιχοποιίας των πεσσών.
Στους δύο πεσσούς, κάτω από τα οριζόντια τμήματα της παραπάνιυ ταινίας, ανοίγεται από μία
σκαλότρυπα, που στήριζε το δάπεδο εργασίας για την κατασκευή του υπερκείμενου τόξου, ενώ
υπάρχει μία τρίτη σκαλότρυπα στο μέσον περίπου του μετώπου του νότιου πεσσού, σε ύψος 0,86
μ. πάνα» από το δάπεδο. Η κατασκευή της τοιχοποιίας του προστώου πάνω από το τόξο αυτό και
μέχρι το μικρό κτίσμα διαφέρει από εκείνη των πεσσοτν, επειδή περιλαμβάνει πολλούς λευκό-
γκριζους λίθους χονδρά λαξευμένους.
Το βορειότερο, πέμπτο, άνοιγμα της τοξοστοιχίας, που ανήκει στο δομικό οργανισμό της βόρειας
στοάς, έχει μήκος 1,93 και ύψος στο κλειδί του 3,70 μ. Το άνοιγμα αυτό έχει διαφορετική διαμόρ­
φωση από τα προηγούμενα, με διπλό βαθμιδωτό πλαίσιο (Σ χέδ. 14' Π ίν. 16, 84α), τόσο στην
περιοχή των στηριγμάτων, όσο και στο υπερκείμενο τόξο του. Το πλαίσιο αυτό αποτελείται από
λαξευτούς πωρόλιθους και πλίνθους. Η διάταξη των πλίνθων και των πωρόλιθιον είναι συνεχής στις
δύο βαθμίδες του πλαισίου στην περιοχή των πεσσών, έως το ύψος των γενέσεων του τόξου και για
μία ακόμη στρώση ψηλότερα, χωρίς, όμως, οι πωρόλιθοι να είναι συμφυείς. Το διπλό βαθμιδωτό τόξο
περιβάλλεται από μονή πλίνθινη ταινία, η οποία φθάνει έως την πριότη οριζόντια πλίνθο στη γένεση
του τόξου. Ψηλότερα ακολουθεί επίστεψη από μονό πριονωτό και λοξότμητο, πλίνθινο, λεπτό γείσο.
Στη βόρεια πλευρά του διαμερίσματος, τμήμα της εξωτερικής βαθμίδας του τόξου και της πλίνθι-
νης ταινίας που το περιβάλλει, καθώς και το κατακόρυφο τμήμα του πλαισίου κατά την εξωτερική
βαθμίδα, καλύπτονται από την τοιχοποιία της πτέρυγας του μητροπολιτικού μεγάρου. Στο νότιο
πεσσό το μήκος των πιορόλιθων της εξωτερικής βαθμίδας του πλαισίου ποικίλλει και το πέρας,
σχεδόν όλων, ορίζεται από κατακόρυφη πλίνθο. Το συνολικό μέγιστο πλάτος της διαμόρφωσης του
πλαισίου είναι ίσο με το μήκος της βόρειας κεραίας του πεσσού με κάτοψη σχήματος Τ, δηλαδή το
πλαίσιο ανήκει στην κατασκευή της, που όπως προαναφέρθηκε αποτελεί μεταγενέστερη προσθή­
κη στον αρχικό πεσσό. Εξάλλου, η πολύ προσεγμένη κατασκευή και η μορφή του πλαισίου, που

163
I

διαφοροποιούν το βορειότερο διαμέρισμα της πεσσοστοιχίας από την υπόλοιπη όψη του
προστιόου, οφείλονται στο ότι αυτό δεν ανήκει στον αρχικό οργανισμό του προστώου, αλλά στη
μεταγενέστερη οικοδομική ενότητα της στοάς εμπρός από τη βόρεια όψη του ναού. Στο διαμέρι­
σμα αυτό, το βόρειο τόξο της θολοδομίας του, το οποίο καλύπτεται μερικώς από την κλίμακα προς
τον εξιύστη, πάνω από το περίστωο του βόρειου αίθριου, παρατηρούμε ότι έχει στη βόρεια όψη του
την ίδια διαμόρφωση με το διπλό βαθμιδωτό πλαίσιο, την απλή πλίνθινη ταινία, καθώς και το
πριονωτό και το λοξότμητο πλίνθινο γείσο (Π ίν. 103β). Η παραπάνω διαμόρφωση υποδηλώνει ότι
το διαμέρισμα αυτό ήταν αρχικά ελεύθερο και ορατό, όχι μόνον από τη δυτική αλλά και από τη
βόρεια πλευρά του και αποτελούσε το δυτικό πέρας μίας στοάς, που εκτεινόταν κατά τη βόρεια
πλευρά του ναού μόνον και είχε κατασκευασθεί σε μεταγενέστερη, από το δυτικό προστώο,
οικοδομική φάση, όπως διαπιστώθηκε και προηγουμένως. Η στοά αυτή καταστράφηκε κατά το
μεγαλύτερο τμήμα της και πολύ αργότερα, το 1869 σύμφωνα με την εντοιχισμένη στην όψη της,
μαρμάρινη, κυκλική πλάκα, το υπόλειμμα της τοιχοδομίας της εντάχθηκε στην κατασκευή της νό­
τιας πλευράς του περιστιύου του βόρειου αίθριου. Στην κατασκευή της αρχικής φάσης της στοάς
ανήκουν οι κιλλίβαντες, που είναι πακτωμένοι στη βόρεια όψη του ναού, καθώς και ένα μικρό
τμήμα τοιχοποιίας με τοιχογραφίες στη γένεση του τρίτου, από τα ανατολικά, τόξου. Στην ίδια ή
σε μεταγενέστερη εποχή ανήκουν και οι τοιχογραφίες της βόρειας όψης του ναού, των οποίων η
σύνθεση είχε ορισθεί από τα πλαίσια, που σχημάτιζαν τα τόξα της θολοδομίας της στοάς πάνω
στην επιφάνεια της όψης του ναού.
Τέλος, αν εξετάσομε την παραστάδα, που αποτελεί το βόρειο πέρας της πεσσοστοιχίας του
προστώου, διαπιστώνομε ότι αυτή ανήκει σε ένα πεσσό με κάτοψη σχήματος Τ, του οποίου η δυτι­
κή κεραία έχει ενσωματωθεί στην τοιχοποιία της πτέρυγας του μητροπολιτικού μεγάρου στα δυτι­
κά του βόρειου αίθριου και διαμορφώνει τη νοτιοανατολική γωνία του (Σ χέ δ. 1). Το νότιο τμήμα
του δυτικού αυτού σκέλους αποτελεί τη βόρεια παραστάδα του προστώου, ενώ το βόρειο τμήμα
του στήριζε κάποια άλλη κατασκευή, από την οποία σήμερα σώζονται οι πρώτοι θολίτες τόξου
πάνω από τον πεσσό. Η τοξαπή αυτή κατασκευή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανήκε στα βυζαντινά
προσκτίσματα του ναού, τα οποία συναποτελούσαν το μητροπολιτικό συγκρότημα. Η δεύτερη
κεραία του πεσσού με κάτοψη σχήματος Τ, που είναι στραμμένη ανατολικά, ανήκε στην κατα­
σκευή της βόρειας στοάς του ναού, της οποίας αποτελούσε το δυτικό πέρας. Ένας παρόμοιος πεσ­
σός είναι εντεταγμένος στην τοιχοποιία της δυτικής όψης του διώροφου κτιρίου στην ανατολική
πλευρά του βόρειου αίθριου (Σ χέδ. 1). Κάτω από τη θολοδομία του περιστώου στην τοιχοδομία
του διώροφου αυτού κτιρίου διακρίνεται τόξο με χαμηλότερη χάραξη από εκείνη των τόξων της
αρχικής θολοδομίας της στοάς. Ο πεσσός και το τόξο θα πρέπει να όριζαν το ανατολικό πέρας της
βόρειας στοάς. Από τα ίχνη που διακρίνονται, το πέρας αυτό θα πρέπει σε μεταγενέστερη φάση
να κλείσθηκε με τοίχο ή να διαμορφιόθηκε κάποιο κτίσμα στη θέση αυτή. Εν πάση περιπτώσει, η
μεταγενέστερη αυτή τοιχοποιία ενσωματώθηκε σε όψιμη εποχή στον οργανισμό του παραπάνω
διώροφου κτιρίου του μητροπολιτικού μεγάρου.
Πάνω από το βορειότερο τόξο του δυτικού προστώου υπάρχει τοιχοποιία, η κορυφή της οποίας
διαμορφώνει στηθαίο στον εξώστη. Κάτω από την κορυφή του στηθαίου, 0,92 μ. χαμηλότερα από
τη βόρεια πλευρά του και 0,60 μ. από τη νότια, η τοιχοποιία σχηματίζει ένα κεκλιμένο όριο, πάνω
από το οποίο αρχίζει η κατασκευή του στηθαίου σε εσοχή κατά 0,14 μ. Η στάθμη του δαπέδου του
εξώστη συμπίπτει με τη στάθμη στο βόρειο άκρο του παραπάνω κεκλιμένου ορίου της τοιχοποιίας.
Το ανώμαλο περίγραμμά του οφείλεται στην κατεδάφιση προϋπάρχουσας κατασκευής, της οποίας
το κάτω πέρας συνέπιπτε με τη στάθμη του δαπέδου του εξώστη. Η κατασκευή αυτή ήταν ένα
διώροφο κτίριο, το οποίο υπερκάλυπτε το μικρό κτίσμα στη νοτιοδυτική γωνία του εξώστη, πάνω
από το δυτικό προστώο. Το κτίριο αυτό θα πρέπει να αποτελούσε προέκταση του μητροπολιτικού
μεγάρου των νεότερων χρόνων και διακρίνεται σε φωτογραφία του Gabriel Millet. Στην τοιχοποι­
ία, κάτω από το κεκλιμένο όριο, που ανήκει στην αρχική κατασκευή του δυτικού διαμερίσματος
της βόρειας στοάς, είναι εντοιχισμένα τέσσερα μαρμάρινα μέλη με ανάγλυφη διακόσμηση, τα
οποία προέρχονται από θωράκια.

164
Στη δυτική όψη του δεύτερου και του τρίτου, από τα νότια, πεσσού του προστώου βρίσκονται εντοι­
χισμένοι από δύο λίθινοι πρόβολοι, οι οποίοι βρίσκονται λίγο χαμηλότερα από τις γενέσεις του
τόξου που στηρίζουν οι πεσσοί αυτοί. Στο νότιο από τους δύο παραπάνω πεσσούς, ο βόρειος
πρόβολος βρίσκεται ψηλότερα από το νότιο, ενώ στο βόρειο πεσσό και οι δύο πρόβολοι βρί­
σκονται στην ίδια στάθμη μεταξύ τους, καθώς και με το νότιο πρόβολο του προηγούμενου πεσσού.
Η χρήση τους μας είναι άγνωστη. Πρόβολοι υπήρχαν, επίσης, στη βόρεια πλευρά του πρώτου και
του τρίτου από τα νότια διαμερίσματος στην ανατολική περιοχή της ανωδομής τους. Πρόκειται για
μαρμάρινα μέλη σε δεύτερη χρήση, με λοξότμητο μέτωπο και ανάγλυφο διάκοσμο πάνω σε αυτό.
Στο σημείο επαφής της τοιχοποιίας της νότιας όψης του μικρού κτίσματος και της στέγης του
προστώου, υπάρχει αύλακας απορροής των υδάτων, που καταλήγει σε λίθινη υδρορροή, με τρα­
πεζοειδή όψη πλάτους 0,20 και ύψους 0,13 μ. Η όψη φέρει ανάγλυφη κεφαλή ζώου με αποτροπαϊ-
κό χαρακτήρα, που θυμίζει μορφή ρωμανικής τέχνης208.
Μεταξύ των στηριγμάτων της πεσσοστοιχίας διαμορφώνεται αναβαθμός υπερυψωμένος και κατά
τις δύο πλευρές κατά 0,15 μ. Τα δάπεδα του προστώου και του αίθριου στα δυτικά του, που
διαμορφώνονται κατά τις δύο πλευρές του αναβαθμού, βρίσκονται στην ίδια στάθμη και καλύ­
πτονται με σχιστόπλακες (Σ χέδ. 14· Πίν. 16, 84α).
Η όψη του προστώου, όπως άλλωστε και η τοιχοποιία στο εσωτερικό των διαμερισμάτων του, ήταν
επιχρισμένη και μόνον η επιμελέστερη κατασκευή στην περιοχή τ<υν τόξων του θα πρέπει να ήταν
ορατή. Στη θολοδομία των τριών νοτιότερων διαμερισμάτων υπάρχουν μικρές περιοχές, που δια­
τηρούν τα επιχρίσματά τους, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις διακρίνονται δύο στρώματα επιχρί­
σματος. Η όψη του ναού, που αντιστοιχεί στο δυτικό προστώο, καλυπτόταν με τοιχογραφίες. Το
γεγονός αυτό, καθώς και η αρχιτεκτονική του σύνθεση, με το τυφλό αψίδωμα νότια, τη διαμόρφωση
ενός πέρατος βόρεια με τον πεσσό σχήματος Γ και την ύπαρξη των κογχοόν στη δυτική όψη του νάρ­
θηκα, υποδηλώνουν ότι το δυτικό προστοόο χρησίμευε ως εξωνάρθηκας, με λατρευτική λειτουργία.

Η κλίμακα προς τα υπερώα


Στο νότιο άκρο του δυτικού προστώου υπάρχει κλίμακα, η οποία οδηγεί σε ένα επίπεδο ψηλότερο
κατά 2,25 μ. από το δάπεδο στη δυτική περιοχή του ναού (Σ χέδ. Τ Π ίν. 85α, 104β). Στο επίπεδο
αυτό διαμορφώνεται ένας μικρός, θολοσκεπής χώρος κυκλοφορίας. Από το χώρο αυτό οδηγούμε-
θα με άνοδο τριοόν ακόμη αναβαθμών σε πλατύσκαλο και σε μία μικρή, δευτερεύουσα θύρα που
ανοίγεται στον περίβολο του συγκροτήματος. Αντίθετα, με την κάθοδο τριών αναβαθμών στην
ανατολική πλευρά του πλατύσκαλου, βρισκόμαστε στη στάθμη του δαπέδου που διαμορφώθηκε σε
μεταγενέστερη φάση στη νότια πλευρά του ναού. Από τη στάθμη αυτή ξεκινά μία δεύτερη, υπαί­
θρια κλίμακα, σε επαφή με τη βασιλική και με αντίθετη φορά από την προηγούμενη, η οποία οδη­
γεί στη νότια θύρα των υπερώιον.
Η κλίμακα που οδηγεί από το δυτικό προστώο στο μικρό θολοσκεπή χώρο και στη βοηθητική
είσοδο του περιβόλου έρχεται να ακουμπήσει πάνιο στο τυφλό αψίδωμα, το οποίο διαμορφώνεται
εμπρός από αυτόν, ως πέρας του δυτικού προστώου, και υπερκαλύπτει μία μεγάλη επιφάνεια της
κατασκευής του (Σ χέδ. Τ Πίν. 102). Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι η κλίμακα είναι μεταγενέ­
στερη του αψιδιόματος που διαμορφώνει το νότιο πέρας του προστώου, και συνεπώς είναι μετα­
γενέστερη και από το προστώο το ίδιο. Η κλίμακα έχει πλάτος 1 μ. και η βόρεια πλευρά της βρί­
σκεται κατά 0,30 μ. βορειότερα από τη νοτιοδυτική γωνία του νάρθηκα. Αντίθετα, η δεύτερη κλί­
μακα προς τα υπερώα, η οποία εξασφάλιζε την απευθείας πρόσβαση σε αυτά από το δρόμο, έχει
μικρότερο πλάτος από την προηγούμενη, ίσο προς 0,90 μ. ανατολικά και 0,65 μ. δυτικά.
Η ανωδομή του μικρού θολοσκεπούς χοίρου στο άνω πέρας της πρώτης κλίμακας διαμορφώνεται

208 Λ. Μπούρα, Ο γλυπτός διάκοσμος της Παναγίας του Οσίου Λουκά, Αθήναι 1980, εικ. 77, 78.

165
από δυο συνεχόμενους θόλους, οι οποίοι φέρουν το πλατύσκαλο της δεύτερης κλίμακας προς τα
υπερώα και ένα μικρό εξιόστη στην ίδια, με αυτό, στάθμη στα δυτικά του. Ο δυτικός θόλος είναι ημι-
κυλινδρικός και στηρίζεται στην τοιχοποιία του νάρθηκα και του περιβόλου (Σ χ έ δ. 1,12). Ο τοίχος
του νάρθηκα έχει σκαφθεί στο ύψος της γένεσης του θόλου για να τοποθετηθούν εκφορικά οι θολί-
τες, ενώ ο περίβολος έχει διαπλατυνθεί με πρόσθετη κατασκευή πάχους 0,23 μ. για τον ίδιο λόγο.
Ο ανατολικός θόλος είναι τεταρτοκυλινδρικός, έχει την αντίθετη κατεύθυνση προς τον προηγού­
μενο θόλο και δυτικά στηρίζεται σε αυτόν, ενώ ανατολικά στηρίζεται στο δυτικό μέτωπο της βάσης
της κλίμακας προς τα υπερώα και εισέχει 0,06 μ. ως προς αυτό. Η κορυφή των θόλων βρίσκεται 2,90
μ. περίπου πάνω από τη στάθμη του δαπέδου και η χάραξή τους είναι ελαφρώς χαμηλωμένη.
Σχετικά με την κατασκευή του μικρού αυτού θολοσκεπούς χώρου στη νοτιοδυτική γωνία του ναού
μπορούμε να κάνομε τις ακόλουθες παρατηρήσεις. Η προσθήκη της τοιχοποιίας στον τοίχο του
περιβόλου στη νότια πλευρά του έγινε για να στηρίξει τη θολοδομία του, όπως φαίνεται από τον
αρμό στο δυτικό σταθμό της μικρής θύρας προς το δρόμο. Η πρόσθετη αυτή τοιχοποιία έρχεται να
ακουμπήσει στην ανατολική παραστάδα του τυφλού αψιδώματος, που διαμορφώνει το νότιο πέρας
του προστώου. Επομένως, η διαμόρφιοση του θολοσκεπούς χώρου στην περιοχή της κλίμακας
είναι μεταγενέστερη από το τυφλό αψίδωμα και κατά μείζονα λόγο και από το προστώο, στη σύν­
θεση του οποίου ανήκει το αψίδωμα αυτό. Πάνω στο δάπεδο του θολοσκεπούς χώρου έρχεται να
πατήσει η δεύτερη κλίμακα προς τα υπερώα, καθώς και το υπερυψωμένο πλατύσκαλο της μικρής
θύρας προς το δρόμο. Το πλατύσκαλο με τη σειρά του έρχεται να ακουμπήσει στην κλίμακα προς
τα υπερώα και επομένως είναι σύγχρονο ή μεταγενέστερο από αυτή. Εξυπηρετεί την πρόσβαση
προς τα υπερώα απευθείας από το δρόμο, μέσω της μικρής θύρας που ανοίγεται στον περίβολο και
της οποίας το κατώφλι βρίσκεται κατά έναν αναβαθμό ψηλότερα από αυτό. Από τη διατάραξη της
τοιχοποιίας του περιβόλου γύρω από το άνοιγμα της μικρής θύρας, που διακρίνεται με σαφήνεια
στην περιοχή του ανωφλιού της, συμπεραίνομε ότι η διάνοιξη της θύρας είναι μεταγενέστερη από
την κατασκευή του περιβόλου. Εξάλλου, το άνοιγμα της θύρας αυτής από την πλευρά του δρόμου
διαμορφώνεται από πλαίσιο με ημικυκλική απόληξη, κατασκευασμένο με λευκόγκριζους
λαξευτούς λίθους. Η κατασκευαστική και λειτουργική συγγένεια της συγκεκριμένης θύρας με τη
νότια θύρα των υπερώων υποδηλώνει ότι η κατασκευή τους είναι σύγχρονη. Σε προηγούμενη ενό­
τητα διαπιστώθηκε ότι η νότια θύρα των υπερώων είναι μεταγενέστερη από την ανέγερσή τους και
ότι αρχικά δεν υπήρχε πρόσβαση σε αυτά από τη νότια ή τη δυτική πλευρά τους. Η διάνοιξη, λοι­
πόν, της μικρής θύρας του περιβόλου, η κατασκευή του πλατύσκαλού της, καθώς και το τμήμα της
δεύτερης κλίμακας προς τα υπερώα, είναι επεμβάσεις μεταγενέστερες από την ανέγερση των υπε­
ρώων για να εξυπηρετήσουν την πρόσβαση σε αυτά απευθείας από το δρόμο.
Μεταξύ της νότιας όψης του ναού και του περιβόλου της τουρκικής περιόδου υπάρχει, στην ίδια
στάθμη περίπου με το δρόμο, δάπεδο, το οποίο παρουσιάζει προς τα κάτω κλίση από τα δυτικά προς
τα ανατολικά, λίγο πιο απότομη από εκείνη του δαπέδου του ναού, και βρίσκεται κατά μέσον όρο 2
μ. πάνω από αυτό. Το εξωτερικό δάπεδο είναι μεταγενέστερο της βασιλικής, διότι με την κατασκευή
του έκλεισε η θύρα στο νότιο κλίτος του ναού και μερικώς τα παράθυρά του. Το μεταγενέστερο αυτό
δάπεδο βρίσκεται στην κορυφή μίας κατασκευής, από την οποία μπορούμε να διαπιστώσομε την
ύπαρξη δύο μικρών συνεχόμενων, κατά την κατεύθυνση Α.-Δ., θολοσκεπών χώρων, που χωρίζονται
με έναν τοίχο πάχους 0,45 μ. και δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Τα διαμερίσματα αυτά έχουν
πλάτος 1,30 και μήκος 2 μ. περίπου. Ο πυθμένας τους βρίσκεται 2 μ. περίπου κάτω από το δάπεδο
στην κορυφή τους, στην ίδια, δηλαδή, στάθμη με το δάπεδο στο εσωτερικό του ναού και τον υπόγειο
χώρο του κωδωνοστασίου. Τα δύο αυτά διαμερίσματα καλύπτονται με ημικυλινδρικούς θόλους, των
οποίων ο άξονας είναι παράλληλος με τον κατά μήκος άξονα του ναού.
Οι θόλοι δεν στηρίζονται στην τοιχοδομία του ναού ή του περιβόλου, αλλά σε μία πρόσθετη κατα­
σκευή, πάχους 0,70 μ. στα βόρεια και 0,40 μ. στα νότια, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι μικροί
θολοσκεπείς χώροι και η διαμόρφωση του δαπέδου πάνω από αυτούς είναι ξεχωριστές και επομέ­
νως μεταγενέστερες κατασκευές από τη βασιλική και τον εξωτερικό τοίχο του συγκροτήματος.
Εξάλλου, ο τοίχος αυτός θα πρέπει αρχικά να κτίσθηκε στους βυζαντινούς χρόνους ως ανάλημμα,

166
15 [ριέχει] άποσταλεισα κατ αν
[το]ϋ [διά ταϋ]τα τίμια πατριαρχι
κή γραφή τά περί τούτον επι
βεβαιονσα άμα καί αφ[ορ]ισ
-μ[ω τού]τον καθνποβάλλονσα

11. Επιγραφή του μητροπολίτη Ματθαίου στο δυτικό τμήμα του κοσμήτη, που ορίζει τη βάση τυον
υπερώιον, με ανάγλυφα γράμματα387.
Ο ΚΤΗΤΩΡ Μ(ΗΤ)ΡΟ[ΠΟΛΙΤΗΣI ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΑΣ ΜΑ ΤΘΑΙΟ[Σ]

12. Επιγραφή του μητροπολίτη Ανανία χαραγμένη σε τρίμετρους ιαμβικούς στίχους, πάνω σε μαρ­
μάρινη πλάκα, εντοιχισμένη κοντά στην είσοδο του μητροπολιτικού μεγάρου, στη δυτική πλευρά
του βόρειου αίθριου του συγκροτήματος388.
+Ούκέτι δόμοι καί πνλαι πα[λα]ίφατ[οι]
άλλ' Ανανίον τον νϋν ίεραρ[χοϋντος]
και άπ[ό βά]θρων νεώσ[αντο]ς δαπάνα[ις]
οντ[ινο]ς ένεγκοϋσα τε[λεΐ ή Δημη]τσάνα
ΑΨ[ΝΑ]

13. Επιγραφή του μητροπολίτη Χρύσανθου με ανάγλυφα γράμματα στην κρήνη έξω από το μητρο-
πολιτικό συγκρότημα389.
+Έγένετο τοϋτο τό κοινοφελες
εκ δαπάνης ιδίας Χρνσάνθον
τοϋ Λακεδαιμόνιας και Τριπόλιτ
ζας ενχεσθε ό' νπέρ αύτοϋ οι εν
σεβών παϊδες τοϋ ζαθέον τε και
ήγήτορος μεγάλον ή πατρίς τά Κα
ταλακωνα χωρίον Μπαρσινίκον
1802 εν μηνί Ανγονστφ
Γεώργιος Σοϋπος

14. Επιγραφή του μητροπολίτη Χρύσανθου, χαραγμένη σε πλάκα, εντοιχισμένη στην κρήνη του
δυτικού αίθριου του μητροπολιτικού συγκροτήματος390.
Καί αντη δι' ιδίων Χρνσάνθον γεγο ν’ άναλωμάτων,
δστις πηδαλιούχος Αακεδαίμονος και έφορος πραγμάτων
πατρίς τε αντω έστίν ό τής ιδίας τόπος,
ιεράρχης τε όμοϋ καί των καλών ό τρόπος.
Ενχεσθε λοιπόν άπαντες ύπέρ αύτοϋ,
τοϋ οικοδόμον τοιοντον καλοϋ καί άγαθοϋ
καί οι πίνοντες ύδωρ ά π ’ εδώ,
εγκώμια δότε τω εκτελεστή αύτφ·
Έν έτη σωτηρίω:· αώβ:· εν μηνί Ανγονστφ:· Ίνδικτιών:· Ε '

387 Ζησίου, Επιγραφαί I, σ.22- II, σ. 432. Millet, Inscriptions, σ. 127. Γαλανόπουλος, Σελίδες, σ. 149.
388 Ζησίου, Επιγραφαί I, σ.20' II, σ. 431. Millet, Inscriptions, σ. 130. Γαλανόπουλος, Σελίδες, σ. 155. Σήμερα η επιγραφή
αυτή παρουσιάζει πολλε'ς καταστροφε'ς και από τη χρονολογία λείπουν τα δυο τελευταία στοιχεία, τα οποία γνωρίζομε
από τις παραπάνω δημοσιεύσεις.
384 Ζησίου, Επιγραφαί I, σ.19· II, σ. 430. Millet, Inscriptions, σ. 131.
3411 Ζησίου, Επιγραφαί I, σ.20· II. σ. 430. Millet, Inscriptions, σ. 131.

243
Summary
ST DEMETRIOS. THE METROPOLIS OF MYSTRAS

The date of the foundation of the church of St Demetrios is difficult to establish with any accuracy.
The general historical context, however, suggests that it was directly connected with the transference
of the diocese of Lacedaimonia from the medieval settlement at Sparta to Mystras. This event prob-
ably took place in the early years after the castle was ceded to the Byzantines by the Franks in 1262,
at the same time as the endeavours to consolidate Byzantine authority on the hill and settle it with
inhabitants from Lacedaimonia. The settlement of the hill took place very quickly, since as early as
1264, when the prince of Achaia arrived at Lacedaimonia he found it abandoned by its Greek popu-
lation. The transfer of the seat of the Byzantine governor from Monemvasia to Mystras took place a
few years later, in the period 1270-1289. It probably followed directly upon the death of
Villehardouin in 1278, or possibly occurred in 1286, when the emperor abolished the institution of
the kephale, serving for a single year, as governor of the Byzantine possessions in the Peloponnese,
and appointed an epitropos, who enjoyed a longer term of office and a broader jurisdiction.
The fact that the fortification wall of the Lower Town of Mystras served at the same time as a retain-
ing wall for the cathedral complex, and the existence of a special gate affording direct access to St
Demetrios, reveal clearly that the two structures were directly associated in terms of both town-plan-
ning and function. The settlement of the Byzantine town, which would have been impossible without
the security of a pre-existing fortification, and the erection of the cathedral complex must therefore
have been contemporary events.
Moreover, the transference of the diocese to Mystras and the erection of the church of St Demetrios,
in the historical and urban-design context outlined above, must have taken place immediately after the
re-institution of the diocese of Lacedaimonia, since the first Orthodox metropolitan bishop would not
have occupied a see in a region held by the Franks. The first Orthodox metropolitan appointed after
the period of Frankish rule, then, transferred the seat of the diocese of Lacedaimonia from Sparta to
Mystras as soon as he arrived in his see, and began work on the erection of the cathedral in the secu-
rity of the new, strong Byzantine town. It is not impossible, however, that this first metropolitan bish-
op did not occupy his see immediately after his appointment, and that the erection of St Demetrios
had commenced before he arrived at Mystras. In any case, the foundation and settlement of a town is
inconceivable at this period without the construction of a cathedral at the same time.
The erection of St Demetrios, then, was undertaken during the prelacy of the first metropolitan bish-
op appointed after the end of Frankish rule. This was probably Eugenios (1262-1272), whose name
has been expunged from the synodikon of the diocese of Lacedaimonia, as a result of the religious
conflicts of the period. Work on the church probably continued under his successor, Theodosios
(1272-1283?). The next metropolitan, Therapon, was the donator for the wall-paintings, at least those
in the north aisle, as is attested by his inscription in this aisle. He will have done this either as head
of the diocese (1283?-1284) or, even earlier, as an ordinary monk, under his predecessor Theodosios.
Irrespective of the date at which Therapon created his wall-paintings, whether before or after 1283,
work on the painted decoration of the church probably began much earlier, starting in the area of the
sanctuary. The wall-paintings in the church were possibly completed not by Therapon, but by his suc-
cessors, Ioannis and Nikiphoros Moschopoulos, in either the whole or part of the south aisle. Those
in the central aisle and the narthex were probably completed by the latter. This theory would account
for the painted composition in the clerestory, with the figures of hierarchs between the windows,
recalling San Apollinare in Ravenna, with which Nikiphoros, as an educated and well-travelled
churchman connected with the court, would undoubtedly have been acquainted as a result of his visit
to Italy.

245
πωρόλιθους, με οξύληκτη απόληξη και ποδιά που προεξέχει λίγο από την επιφάνεια του τοίχου.
Στο βόρειο τοίχο ανοίγεται η μοναδική θύρα που εξασφαλίζει σήμερα την πρόσβαση στο χιύρο
αυτό (Π ίν. 105β, 106α). Οι κατακόρυφοι σταθμοί της φθάνουν έως τη θολοδομία που καλύπτει το
χώρο, ενιύ το ανώφλι της υποχωρεί ως προς την εσωτερική επιφάνεια του τοίχου κατά 0,06 μ. Η
καμπύλη χάραξη του ανωφλιού δεν ακολουθεί εκείνη του ημικυκλικού τόξου της θολοδομίας, η
στάθμη όμως του κλειδιού τους συμπίπτει. Η θύρα έχει ύψος 1,76 μ. - από το δάπεδο του κτίσματος
έως το κλειδί της τοξωτής απόληξης - και πλάτος 0,98 μ. Διαπιστώνομε, λοιπόν, ότι το άνοιγμα
αυτό διαφέρει και ως προς τη μορφή και ως προς τις διαστάσεις του από το άνοιγμα στη δυτική
όψη του κτίσματος, γεγονός που υποδηλοίνει ότι εξαρχής τα δύο αυτά ανοίγματα είχαν διαφορε­
τική λειτουργία. Το κλειδί του ανωφλιού της θύρας βρίσκεται σήμερα μόλις 0,53 μ. πάνω από το
δάπεδο του εξώστη, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την πρόσβαση στο μικρό κτίσμα,
ενώ η υψομετρική διαφορά μεταξύ των δύο δαπέδων είναι 1,23 μ. Χαμηλότερα από το δάπεδο του
εξώστη υπάρχει ένας αναβαθμός ύψους 0,56 και ένας 0,26 μ. Η τοιχοποιία τους διαχωρίζεται από
την τοιχοποιία του κτίσματος με αρμούς στα δύο της άκρα. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι το κάτω
τμήμα του ανοίγματος αυτού καλύφθηκε μεταγενέστερα από τη βόρεια στοά και ότι η θολοδομία
της, πάνω στην οποία έχει διαμορφωθεί το δάπεδο του σημερινού εξώστη του περιστιόου, δεν
υπήρχε όταν οικοδομήθηκε το κτίσμα. Έτσι, με την ανέγερση της βόρειας στοάς, το βόρειο άνοιγ­
μα του κτίσματος έπαψε να χρησιμοποιείται ως θύρα.
Το κτίσμα αυτό είχε απευθείας πρόσβαση από το εσωτερικό του ναού, μέσω ανοίγματος που βρί­
σκεται στη δυτική πλευρά του νάρθηκα. Προς την πλευρά αυτή το άνοιγμα περιβάλλεται από
πώρινο πλαίσιο. Η τοιχοποιία επάνο;» από αυτό, καθιός και οι τοιχογραφίες γύρω του έχουν κατα­
στραφεί (Π ίν. 5, 24α), γεγονός που υποδηλώνει ότι η διάνοιξή του είναι μεταγενέστερη από την
κατασκευή και την τοιχογράφηση του νάρθηκα. Το άνοιγμα από την πλευρά του μικρού κτίσματος
παρουσιάζει απόληξη με ακατάστατη μορφή, η οποία έχει σκαφθεί μέσα στο δυτικό τοίχο του νάρ­
θηκα (Σ χέδ. 11* Π ίν. 1θ4γ-δ) και φθάνει έως την άνω πλευρά της οδοντωτής ταινίας, την οποία
έχει καταστρέψει τοπικά. Έ χει συνολικό ύψος 1,90 και πλάτος 0,66 μ. Το κατώφλι του βρίσκεται
πολύ χαμηλότερα από το δάπεδο του χώρου του κτίσματος, στην ίδια στάθμη με την άνω πλευρά
των θολιτών του τόξου που στηρίζει ανατολικά την ασπίδα του τέταρτου, από τα νότια, διαμερί­
σματος του δυτικού προστώου. Επομένως, το άνοιγμα αυτό διαμορφιύθηκε συγχρόνως με την ανέ­
γερση του κτίσματος και η ανάγκη άμεσης επικοινωνίας του κτίσματος με το νάρθηκα, μέσο;» αυτού
του ανοίγματος, υπαγόρευσε την κατασκευή ενός χαμηλωμένου θόλου πάνα» στο τέταρτο, από τα
νότια, διαμέρισμα του προστώου. Είναι σαφές ότι εάν δεν υπήρχε η ανάγκη επικοινωνίας του κτί­
σματος με το νάρθηκα, αυτό θα μπορούσε να οικοδομηθεί πάνω από τον κυλινδρικό θόλο του
τέταρτου διαμερίσματος του προστιύου, του οποίου η κορυφαία γενέτειρα βρισκόταν λίγο μόλις
χαμηλότερα από την επίστεψη του δυτικού τοίχου του νάρθηκα. Επομένως, η στάθμη της ασπίδας
είναι οριακή και επιλέχθηκε, τόσο για να διύσει τη δυνατότητα διάνοιξης της επιθυμητής διόδου
προς το νάρθηκα, όσο και για να μπορέσει να ενταχθεί η κατασκευή της στην προϋπάρχουσα
ανιυδομή του προστιύου με τα εγκάρσια ημικυκλικά τόξα.
Ταυτόχρονα και για τους ίδιους λόγους, η χάραξη της ασπίδας έγινε όσο το δυνατόν πιο επίπεδη,
με θολίτες πολύ μικρού ύψους, μόλις 0,15 μ. Στο σημείο αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ο ρόλος του
μικρού τόξου, το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ του τόξου, που στηρίζει τη βόρεια πλευρά της ασπί­
δας, και του βορειότερου ημικυκλικού τόξου του προστώου. Όπως ήδη αναφέρθηκε, το τελευταίο
αυτό τόξο είχε κατασκευασθεί ψηλότερα από τα υπόλοιπα τόξα του προστώου. Λόγω αυτής της
υπερύψωσης, η ασπίδα κατά τη βόρεια πλευρά της δεν μπορούσε να συνδεθεί άμεσα με την προϋ­
πάρχουσα κατασκευή. Για να καλυφθούν οι υψομετρικές διαφορές, ο κατασκευαστής έδιοσε υπερ­
βολικό ύψος στους θολίτες του βόρειου τόξου που στηρίζει την ασπίδα (0,30 μ., διάσταση που δεν
είναι συνήθης στη θολοδομία του Μυστρά), και στη συνέχεια κατασκεύασε ένα ενδιάμεσο τόξο με
ελαφρά κατωφέρεια του εσωραχίου του από Β. προς Ν., γεφυροόνοντας με τον τρόπο αυτό τους
θολίτες των τόξων κατά τις δύο πλευρές του, που βρίσκονται σε διαφορετική στάθμη.
Από τις κατασκευαστικές παρατηρήσεις που προηγήθηκαν μπορούμε να καταλήξομε στα ακόλου­

169
θα συμπεράσματα σχετικά με τη διαδοχή των κατασκευαστικών φάσεων των προσκτισμάτων στα
δυτικά του ναού. Μετά την ανέγερση της αρχικής φάσης του δυτικού προστώου, προστέθηκε το
μικρό κτίσμα πάνω από το βορειότερο από τα τέσσερα διαμερίσματά του. Με την κατασκευή
αυτού του κτίσματος, άλλαξε η μορφή της θολοδομίας στο διαμέρισμα αυτό του προστώου και από
ημικυλινδρικός θόλος έγινε ασπίδα επί λοφίων με σχεδόν επίπεδη χάραξη. Κατά τη φάση αυτή
διανοίχθηκε και η δίοδος προς το νάρθηκα. Οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν αφού είχε ολοκλη­
ρωθεί η τοιχογράφηση του νάρθηκα. Η πρόσβαση στο κτίσμα γινόταν και από έξω, από τα βόρεια,
με τη βοήθεια κάποιας κλίμακας και ενός πλατύσκαλου, τα οποία σήμερα δεν σώζονται. Η πρό­
σβαση αυτή αχρηστεύθηκε αργότερα, όταν προστέθηκε η βόρεια στοά του ναού. Εξάλλου, η κατα­
σκευή της βόρειας στοάς είναι προγενέστερη ή σύγχρονη με τις τοιχογραφίες των επιφανειών στη
βόρεια όψη του ναού, που ορίζονται από τα τόξα της θολοδομίας της στοάς. Επομένως, η χρονολό­
γηση των τοιχογραφούν στο δεύτερο τέταρτο του 14ου ακύνα, αποτελεί ένα προς τα εμπρός όριο
για την ανέγερση της βόρειας στοάς. Έτσι, το κτίσμα πάνω από το δυτικό προστώο κατασκευά­
σθηκε μεταξύ του χρόνου ανέγερσης του προστώου (το οποίο προηγείται της κλίμακας και του
υπερυψωμένου δαπέδου στα νότια του ναού, που συνδέονται με την κτητορική επιγραφή του Νικη­
φόρου στη νότια όψη) και του δεύτερου τετάρτου του Μου αιώνα το αργότερο, δηλαδή, της εποχής
που θα πρέπει να έγιναν οι τοιχογραφίες στη βόρεια όψη του ναού. Τέλος, είναι σαφές ότι η ανέ­
γερση των υπερώων είναι μεταγενέστερη από το κτίσμα πάνω από το δυτικό προστώο.
Η δυτική όψη του κτίσματος (Σ χέδ. 14· Π ίν. 16, 84α) αποτελεί την καθ’ ύψος συνέχεια της όψης
του προστιύου και η τοιχοποιία των δύο κατασκευών διαχωρίζεται από λοξότμητο κοσμήτη, ο
οποίος αποτελείται από λαξευτούς πωρόλιθους. Ο κοσμήτης βρίσκεται 0,18 μ. πάνω από το
δάπεδο του κτίσματος και δεν έχει απλώς διακοσμητικό χαρακτήρα, αλλά ορίζει, με μικρή προσέγ­
γιση, μία χαρακτηριστική κατασκευαστική στάθμη μεταξύ δύο διαφορετικών κατασκευών.
Η εξωτερική επιφάνεια στη δυτική όψη του κτίσματος έχει κατασκευασθεί σύμφωνα με το πλιν-
θοπερίκλειστο σύστημα και η καλή κατασκευή της την κάνει να ξεχωρίζει όχι μόνον από τις επι­
φάνειες με την κοινή τοιχοποιία, αλλά ακόμη και από τις άλλες επιφάνειες της βασιλικής, που
παρουσιάζουν το ίδιο σύστημα τοιχοποιίας, δηλαδή την ανατολική όψη και το ψηλότερο τμήμα του
νάρθηκα. Η δυτική όψη του κτίσματος πάνω από το δυτικό προστώο, όπως άλλωστε και η νότια και
η βόρεια, απολήγει σε τριγωνικό αέτωμα. Ο άξονας που ορίζεται από την κορυφή του αεπύματος
και το μέσον του παραθύρου και της κόγχης πάνοο από αυτό, δεν συμπίπτει με το μέσον του τοίχου,
αλλά είναι μετατοπισμένος βόρεια κατά 0,20 μ.
Η τοιχοποιία περιλαμβάνει επτά, σχεδόν ισοϋψείς σειρές δόμων, έως τη βάση του αετώματος, και
δύο ακόμη σειρές έως την κορυφή του. Πάνω από την καπότερη σειρά ανοίγεται δίλοβο παράθυρο
πλάτους 0,63 και ύψους 1,03 μ. Οι λοβοί του χωρίζονται από οκταγωνικό μαρμάρινο κιονίσκο, που
απολήγει σε λυροειδές κιονόκρανο, και είναι κτισμένοι από ακτινωτά τοποθετημένες πλίνθους, ενώ
οι σταθμοί του από δύο ανισοϋψείς λαξευτούς λίθους. Μεταξύ των λοβών και των σταθμών παρεμ­
βάλλονται μικρά πλίνθινα λοξότμητα επίκρανα. Το άνοιγμα του παραθύρου περιβάλλεται από
πλαίσιο, του οποίου τα κατακόρυφα στοιχεία είναι όμοια με τους σταθμούς του και η ημικυκλική
του απόληξη διαμορφιύνεται από σύνθετη κατασκευή με δύο πλίνθους και ένα πωρόλιθο εναλλάξ.
Το διάφραγμα πάνα» από τους λοβούς του παραθύρου είναι κτισμένο από οριζόντιες στρώσεις πλίν­
θων μέσα σε άφθονο κονίαμα. Το πλαίσιο του παραθύρου περιβάλλεται από οδοντωτή ταινία, η
οποία κατεβαίνει έως την ποδιά του και κατόπιν στρέφεται οριζόντια, χωρίς όμως να φθάνει έως
τα δύο άκρα της όψης. Στα δύο άκρα της η οριζόντια ταινία συναντά σκαλότρυπα. Δύο ακόμη σκα-
λότρυπες βρίσκονται ψηλότερα, στην πέμπτη, προς τα επάνω σειρά δόμων, στο ύψος των γενέσεων
του παραθύρου. Γενικά, το άνοιγμα το3ν σκαλοτρυπών διαμορφώνεται από πλίνθους.
Πάνω από την έβδομη, προς τα πάνω, σειρά δόμων της πλινθοπερίκλειστης τοιχοποιίας, στη βάση,
δηλαδή, του αετώματος, βρίσκεται η ποδιά μικρής κόγχης με ημικυκλική απόληξη. Οι σταθμοί της
είναι από λαξευτό πωρόλιθο, ενώ το τόξο της από ακτινωτά τοποθετημένες πλίνθους. Η κόγχη περι­
βάλλεται από λεπτή πλίνθινη ταινία, ενώ το διάφραγμά της κοσμείται από σειρές πλίνθων διαγώνια
τοποθετημένοι και κατά τις δύο διευθύνσεις, έτσι ώστε να σχηματίζουν ρόμβους. Η ποδιά της κόγχης,

170
over the bay was replaced by a sail vault at a lower level than that of the barrel vault, so that the small
building had access to the narthex of the church by way of a small passage on its east side. This build-
ing was probably directly connected with the Archbishop’s Residence and provided direct communi-
cations between it and the church. The destroyed wall-paintings of the narthex around the opening
of the above passage, reveal that this was created and the building constructed at a later period than
the wall-paintings in the narthex. The small building had a passage on the north side also, though this
was rendered inoperative by the addition of the north portico.
The corbels of the original north portico of the church are preserved. These were set in its north
facade and supported the arches of the portico vaulting, which rested against the masonry of the
church. The tracings of these arches are also clear from the outline of the wall-paintings on the facade
of the basilica, which they framed. These wall-paintings are dated to the second quarter of the 14th
century. The westernmost bay of the north portico, which is incorporated into the composition of the
facade of the west porch, is also preserved. The beginning of an arched structure can also be made
out on the north side of the west pillar of this bay of the portico, which was incorporated into the west
wing of the Bishop’s Residence. According to the above, the north portico and the earlier small build-
ing above the west porch were constructed between the year of erection of the west porch, which is
earlier than 1291/2, and the second quarter of the 14th century, when the wall-paintings of the north
portico were executed.
Nikiphoros Moschopoulos was not the founder of the basilica, of course, but he did engage in wide-
ranging building activity, as we know from the founder’s inscriptions mentioning his name. This activ-
ity possibly embraced the structures in the area of the narthex, where there are two founder’s inscrip-
tions. The structures in question are, first, the west portico, followed by the staircase at its south end
and the raised ground level to the south of the basilica and the west of the campanile, to which the
aforementioned staircase led, and finally, the second storey of the campanile itself.
The wall-paintings in the north portico, which date from the second quarter of the 14th century, may
be attributed to the metropolitan Loukas (1329-1339) or to the metropolitan Neilos (1339....), who
are known to have shown great concern for their cathedral. It is difficult to accept that the wall-paint-
ings were executed after Neilos, since the seat of Lacedaimonia remained vacant until 1365. If the
north portico is almost contemporary with its wall-paintings, it must have been founded by Loukas
or Neilos. If it is earlier than its wall-paintings, however, it can hardly be attributed to the metropol-
itans Michael or Gregory Voutas, who were not distinguished by their contribution to the diocese,
but, on the contrary, were well-known for their profligacy with its property. If the portico is assumed
to be earlier than its wall-paintings, then it, too, was most probably erected by Nikiphoros, like the
building above the west porch, which preceded the portico.
Porticoes were a very popular feature of Palaiologan architecture, particularly in the capital, with
which Nikiphoros or his successors were undoubtedly acquainted, and on which they later drew to
embellish their cathedral. At some unknown date the north portico was destroyed, leaving the north
facade of the church exposed for a long period, during which it was covered with plaster in an effort
to embellish the complex, possibly after the Orloff episode. After the destruction of the north porti-
co, access to the galleries was from the south side of the church, where a staircase was erected and
the south door to the galleries created. Much later, in 1869, the site of the original north portico was
occupied by the south side of the peristyle of the inner court of the cathedral.
With regard to the dates of the above Byzantine annexes to the church, the second storey of the cam-
panile and the west porch, both of them buildings of an archaic character built in periods not widely
separated in date, should be assigned on the basis of the morphological features, to the early years of
Nikiphoros, at the end of the 13th century. In contrast, the small building above the west porch, and
by extension the north portico, if this is earlier than the wall-paintings on the north facade of the
church, as suggested by its form at the preserved west end, are both buildings of meticulous con-
struction and a characteristic tendency towards decoration that probably belong to the later period
of Nikiphoros’s building activity.

249
ΟΙ ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ ΚΑΙ Η ΧΑΡΑΞΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Το πρόβλημα τιυν μετρικών σχέσεων και των γεωμετρικών χαράξεων στα βυζαντινά μνημεία του
Μυστρά δεν έχει, έως σήμερα, αντιμετωπισθεί. Σε μία εξαρχής προσέγγιση του προβλήματος, δια­
πιστώνομε στον Άγιο Δημήτριο ότι τόσο οι γενικές, όσο και οι επιμέρους διαστάσεις έχουν σχε­
δόν στο σύνολό τους κοινό παρονομαστή τον αριθμό 31,5 εκ. και επομένως για την κατασκευή του
θα πρέπει να έχει χρησιμοποιηθεί ως μονάδα μέτρησης ένας βυζαντινός πόδας ίσος προς 31,5 εκ.
(π=31,5)210.
Εξάλλου, οι περισσότεροι τοίχοι της βασιλικής - ο βόρειος και ο νότιος εξοπερικός τοίχος, ο δια-
χωριστικός τοίχος μεταξύ κυρίως ναού και νάρθηκα, οι διαχωριστικοί τοίχοι του Ιερού στην
ανατολική τους πλευρά, οι παραστάδες στα δυτικά του κυρίως ναού, στο σημείο επαφής τους με το
διαχωριστικό, προς το νάρθηκα, τοίχο, καθώς και οι τοίχοι τιυν πολυγιόνων των τριών αψίδων στις
ακμές τους - έχουν ένα κοινό πάχος ό=2 Υιπ=40Α, όπου ένας πόδας ισούται με δεκαέξι
δακτύλους, 1π=16Δ. Διαφοροποιούνται από το παραπάνω πάχος ο δυτικός τοίχος του ναού, ο
οποίος έχει πάχος 2 3/4π=44Δ, καθώς και οι πλάγιοι τοίχοι πάνω από τις τοξοστοιχίες, που παρου­
σιάζουν μεγάλες ακανονιστίες, ενώ στο ύψος του φωταγωγού στη βόρεια πλευρά έχομε πάχος
2π=32Δ. Βλέπομε, λοιπόν, ότι το πάχος όλων τοον τοίχων του ναού δεν είναι το ίδιο, αλλά δίνει σε
όλες τις περιπτώσεις έναν ακέραιο αριθμό δακτύλων που είναι πολλαπλάσιο ή υποπολλαπλάσιο
του πλέον χαρακτηριστικού πάχους ά, των τοίχων του ναού.
Οι διαστάσεις του κτιρίου εκφράζονται σε πολλαπλάσια του πάχους των τοίχων ό, που κατά τον
τρόπο αυτό αποτελεί τον εμβάτη Ετης σύνθεσης, με Ε =ό=2 !/2π=40Δ (Σ χέδ. 17). Έτσι, το πλάτος
του ναού ανατολικά, στην περιοχή του Ιερού, είναι ίσο προς Π=32 Ζιΐι= 13Ε=520Δ, ενώ στο δυτι­
κό του πέρας παρουσιάζει μία μικρή διεύρυνση που θα πρέπει να αποδοθεί σε κατασκευαστική
αστοχία. Το συνολικό μήκος του ναού είναι ίσο προς Μ = 62 1/2π=25Ε=1000Δ. Οι παραπάνα» δια­
στάσεις δίνουν μία αναλογική σχέση πλάτους προς μήκος Π:Μ = 13Ε:25Ε=520Δ:1000Δ, με αποτέ­
λεσμα όχι ακέραιο αριθμό. Αντίθετα, έχομε μία σχέση πλάτους προς μήκος με ακέραιο αποτέλε­
σμα, όταν το πλάτος ορισθεί στη θέση των αξόνων των πλάγιων τοίχων του ναού, όπου
Π'=12Ε=480Δ, και το μήκος ορισθεί ως η απόσταση από την εξωτερική πλευρά του δυτικού τοί­
χου του νάρθηκα έως την ευθεία που διέρχεται από την εξωτερική πλευρά των πλάγιων αψίδων
του Ιερού, όπου Μ'=24Ε=960Δ. Έτσι, η σύνθεση της κάτοψης του ναού ορίζεται από τις παρα­
πόνου χαρακτηριστικές θέσεις και όχι από το εξωτερικό του περίγραμμα και διέπεται από την
απλή αναλογική σχέση Π':Μ,= 12Ε:24Ε=480Δ:96ΘΔ=1:2.
Σχετικά με τις διαστάσεις στο εσωτερικό του ναού, το πλάτος στο ανατολικό του πέρας είναι Π"=
27 ιΛπ= 11Ε=440Δ και το μήκος του, χοορίς τις αψίδες και το νάρθηκα, είναι Μ"=41 74π=16 ιΛΕ=
660Δ, όπου το μήκος του Ιερού είναι 4Ε, το μήκος της κιονοστοιχίας είναι 12Ε και η διάσταση της
παραστάδας ΔΕ. Ο ναός, δηλαδή, χωρίς τις αψίδες και το νάρθηκα, έχει εσωτερικές διαστάσεις με
αναλογία πλάτους προς μήκος, Π//:Μ//=11Ε:16 1ά?Ε=2:3. Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι τόσο οι γενι­
κές διαστάσεις του ναού στις θέσεις που προσδιορίσαμε και οι οποίες ορίζουν το βασικό συνθετικό
περίγραμμα, όσο και εκείνες του εσωτερικού χώρου διέπονται από απλές αναλογικές σχέσεις, στη
βάση των οποίων υπάρχει ένας εμβάτης Ε, ίσος προς το χαρακτηριστικό πάχος των τοίχων ά.

210 Για τη διάσταση του βυζαντινού πόδα, βλ. Sinos, Vira, o. 159, σημ. 11, όπου αναπτύσσεται το θέμα με τη σχετική
βιβλιογραφία.

172
Όσον αφορά στην οργάνωση των επιμέρους χώρων, διαπισπύνομε ότι έχομε καθαρό πλάτος ίσο
προς 2 ΥιΕ στα πλάγια κλίτη και ίσο προς 4Ε στο μεσαίο, ενώ τα διαστήματα που ορίζονται από
τους άξονες των πλάγιων τοίχων και των τοξοστοιχιών διέπονται από την αναλογική σχέση 3 ΥιΕ\
5Ε:3 ΥιΕ. Το πλάτος του μεσαίου κλιτούς, συμπεριλαμβανομένης και της τοιχοποιίας κατά τις δύο
του πλευρές, είναι ίσο προς 6Ε, ενώ το πλάτος τοον πλάγιων κλιτών, από την προς τα πλάγια κλίτη
πλευρά τοον τοξοστοιχιών έως τον άξονα των πλάγιων εξωτερικών τοίχιον είναι 3Ε. Στις θέσεις
αυτές το πλάτος τιυν κλιτοόν διέπεται από την αναλογική σχέση 3Ε:6Ε:3Ε, δηλαδή 1:2:1.
Όσον αφορά στον άξονα Ανατολής-Δύσης του ναού, το μήκος Μ'=24Ε, που ορίζεται από την
ανατολική πλευρά των πλάγιων αψίδιυν και την εξωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου του νάρθη­
κα, προκύπτει από την άθροιση τεσσάρων ενοτήτων που ορίζονται: α) από την ανατολική πλευρά
των πλάγιων αψίδων έως το δυτικό μέτωπο τιυν διαχωριστικών τοίχων του Ιερού, β) από το δυτικό
μέτιυπο των διαχωριστικών τοίχων του Ιερού έως τον εγκάρσιο άξονα του ναού, που διέρχεται από
τα κέντρα του μεσαίου ζεύγους κιόνων των τοξοστοιχιών, γ) από τον εγκάρσιο άξονα του ναού έως
το ανατολικό μέτωπο των παραστάδων στα δυτικά του κυρίως ναού, δ) από το ανατολικό μέτιοπο
των παραπάνω παραστάδιυν έως την εξωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου του νάρθηκα.
Όλες οι παραπάνω ενότητες έχουν πλάτος 12Ε, ίσο με το πλάτος του ναού, και μήκος 6Ε
(4 χ 6Ε=24Ε), δηλαδή έχουμε την αναλογία 2:1. Εξάλλου, γίνεται φανερό ότι στην περιοχή των
τοξοστοιχιιύν, όπου αντιστοιχεί ο κατ’ εξοχήν κυρίως ναός, ο χοίρος είναι τετράγωνος με πλευρά
12Ε. Τετράγωνα, επίσης, είναι τα διάχωρα των ενοτήτων που αντιστοιχούν στο μεσαίο κλίτος, με
πλευρά 6Ε, ενώ τα διάχιορα που αντιστοιχούν στα πλάγια κλίτη, καθώς επίσης στην πρόθεση και
στο διακονικό, έχουν αναλογία πλάτους προς μήκος 3Ε:6Ε=1:2. Οι ενότητες, που αντιστοιχούν
στον κυρίως ναό, χωρίζονται σε δύο επιμέρους επιφάνειες με μήκος 3Ε η κάθε μία. Ο διαχωρι­
σμός κάθε ενότητας πραγματοποιείται σε χαρακτηριστική θέση από εγκάρσια ευθεία, η οποία
διέρχεται από τα κέντρα του ανατολικού και του δυτικού ζεύγους κιόνων των τοξοστοιχιών.
Στο μήκος της δυτικότερης από τις τέσσερις παραπάνω ενότητες, περιλαμβάνονται: α) το πάχος
των δυτικών παραστάδων του κυρίως ναού, ίσο προς 1 χ/Απ=ΥιΕ, β) το πάχος του διαχωριστικού,
προς το νάρθηκα, τοίχου, ίσο προς 2 Υιπ= ΙΕ, γ) το πλάτος του νάρθηκα, ίσο προς 8 3/4π = 3 ΥιΕ και
δ) το πάχος του δυτικού τοίχου, ίσο προς 2 3/4π= ΙΕ και '/4π.
Παρατηρούμε κατ’ αρχήν ότι η κατασκευή του νάρθηκα είναι άμεσα συνδεδεμένη με εκείνη του
κυρίως ναού. Ακόμα παρατηρούμε ότι το αριθμητικό αποτέλεσμα από την άθροιση τιυν επιμέρους
στοιχείων αυτής της ενότητας είναι ελάχιστα μεγαλύτερο, κατά 74π, από τον ακέραιο αριθμό των
6 εμβατών, που είναι το μήκος των υπόλοιπων ενοτήτιον και θα έδινε μία τέλεια χάραξη. Το
γεγονός αυτό μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση να μην οφείλεται τόσο σε κατασκευαστική
αστοχία, αλλά στην επιλογή συγκεκριμένων αριθμητικών μεγεθών. Τελικά, στο συνολικό μήκος
της σύνθεσης, η ελάχιστη αυτή διαφορά δεν υπάρχει, διότι συμψηφίζεται με μικρές κατά τόπους
ανακρίβειες της χάραξης.
Το πλάτος του νάρθηκα έχει διάσταση 3 ΥιΕ. Η ίδια αυτή διάσταση προσδιορίζει και τη θέση των
σφενδονίων στο νάρθηκα από την εσοπερική πλευρά των πλάγιων τοίχων του.
Μεγάλης σημασίας παράγοντα στη σύνθεση της κάτοψης αποτελεί η μορφή των αψίδων, οι οποίες
είναι εν επαφή, τρίπλευρες και αποτελούν τμήμα πολυγώνου. Το είδος των πολυγιύνων, καθώς και
ο τρόπος χάραξής τους προκύπτει από απλές μαθηματικές σχέσεις. Αν θεωρήσομε τα κέντρα χάρα­
ξης της νότιας και της κεντρικής αψίδας πάνω στην ευθεία γένεσης των ημικυκλίιυν των αψίδιον,
μαζί με το σημείο επαφής τους σχηματίζουν ένα τρίγιυνο ΙΚΛ (Σ χέδ. 17). Το ύψος του τριγώνου
από την κορυφή Κ συμπίπτει με τον άξονα του διαχωριστικού τοίχου και είναι ίσο προς το πάχος
του ανατολικού τοίχου ό=Ε. Η βάση του ορθογωνίου τριγώνου που αντιστοιχεί στην κεντρική
αψίδα είναι 2 ΥιΕ, ενώ του ορθογωνίου τριγώνου που αντιστοιχεί στη νότια αψίδα είναι 1 3/4Ε. Σύμ-
φοονα με το Πυθαγόρειο θειύρημα, οι υποτείνουσες τοον τριγώνων, οι οποίες αντιστοιχούν στην ακτί­
να Ε του περιγεγραμμένου κύκλου στο πολύγωνο της κεντρικής αψίδας, και στην ακτίνα γ του περι-
γεγραμμένου κύκλου της νότιας αψίδας είναι ίσες προς: Κ2=(2!/2Ε)2+ (1Ε)2= (774Ε) επομένως 11=
2 3/4Ε με πολύ μικρή προσέγγιση, και γ2=(1,75Ε)2+ (1Ε)2=4Ε, γ = 2 Ε .

174
Αν μετρήσομε χη διάσταση των πληρών διαστημάτων κατά τις δύο πλευρές των αψίδων βλέπομε
ότι αυτά είναι ίσα με */4Ε. Έτσι, η ακτίνα του ημικυκλίου της κεντρικής αψίδας ίΓ είναι ίση με
Κ'=2 1/2 Ε-(1/2 + 1/4)Ε= 1 3/4Ε, ενώ η ακτίνα του ημικυκλίου της νότιας αψίδας τ' είναι ίση προς τ'=
1 3/4Ε-(1/2+1/4)Ε=1Ε. Σύμφωνα με τα παραπάνω το πάχος της τοιχοποιίας των αψίδων στις ακμές
τους, που δίδεται από τη διαφορά ίΙ-Ηύ και τ-τ' για την κεντρική και τις πλάγιες αψίδες, αντίστοι­
χα, είναι ίσο με ά.
Στο ορθογώνιο τρίγιυνο που αντιστοιχεί στην κεντρική αψίδα, η εφαπτομένη της γωνίας φ είναι
ίση προς εφφ=1Ε:2 1/2Ε=1:2 10=0,4, επομένως φ=22,5°, ενώ η γωνία που είναι απέναντι στην
πλευρά του πολυγώνου της αψίδας είναι ίση προς 2φ=45° και κατά συνέπεια το πολύγωνο αυτό
είναι οκτάγωνο (45° χ 8=360°). Στο ορθογώνιο τρίγωνο που αντιστοιχεί στη νότια αψίδα, το
ημίτονο της γωνίας ψ είναι ίσο προς ημψ= 1Ε:2Ε= 1:2, επομένως η γωνία ψ = 30°. Η συμπληρωμα­
τική της γωνία ω=60°, ενώ η γωνία 2ω:3, που αντιστοιχεί στην πλευρά του πολυγώνου της νότιας
αψίδας, είναι 2ω:3=40° και κατά συνέπεια το πολύγωνο αυτό είναι εννεάγωνο (40°χ9=360°).
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπόνου οι πλευρές της κεντρικής αψίδας του Ιερού ανήκουν σε ένα
οκτάγωνο, εναυ οι πλευρές των πλάγιων αψίδων ανήκουν σε εννεάγωνο. Απαραίτητος για τη χάρα­
ξη των αψίδων είναι κατ’ αρχήν ο ορισμός της ευθείας γένεσής τους, πάνω στην οποία τοποθε­
τούνται τα κέντρα χάραξής τους σε απόσταση ΑΙ=4 74Ε. Σε απόσταση 2 ΥιΕ από το κέντρο της
μεσαίας αψίδας, κατά τις δύο της πλευρές ορίζονται στη συνέχεια οι κάθετες ευθείες που
αποτελούν τους άξονες των διαχωριστικουν τοίχων του Ιερού και των τοξοστοιχιών στα δυτικά
τους. Πάνω στους άξονες αυτούς και σε απόσταση ίση με ΙΕ σημειώνεται σημείο Κ και κατά τον
τρόπο αυτό κατασκευάζεται το τρίγωνο ΙΚΛ. Με αφετηρία την πλευρά ΚΛ μπορούν διαδοχικά να
χαραχθούν τρεις γωνίες 45° και με αφετηρία την πλευρά ΙΚ να χαραχθούν γωνίες 40°, οι οποίες
αντίστοιχα θα σχηματίσουν ένα οκτάγωνο και ένα εννεάγωνο. Τέλος, πάνω στις πλευρές των
γωνιουν αυτών, τμήματα ίσα με την ακτίνα κάθε πολυγώνου ΚΛ=Ε και ΙΚ=τ ορίζουν τις ακμές τουν
πολυγουνων αυτών. Έτσι, με τη χάραξη των αψίδων προσδιορίζεται και το πλάτος του ναού, που
είναι άμεσα εξαρτημένο από το πάχος της τοιχοποιίας ά, καθώς και η τριμερής διαίρεσή του.
Ο φωταγωγός της βασιλικής υψωνόταν κατά τις πλάγιες πλευρές του πάνω από τις τοξοστοιχίες,
κατά την ανατολική πλευρά του πόνου από το ημικυκλικό τόξο στα δυτικά της αψίδας του Ιερού και
κατά τη δυτική πλευρά του πάνω από τον τοίχο, ο οποίος όριζε το αντίστοιχο πέρας του κυρίως
ναού. Έτσι, ο φωταγωγός είχε εσωτερικά πλάτος 4Ε και μήκος ΙόΕ-Η/Έ-α όπου ΥιΕ είναι η διά­
σταση των παραστάδουν στα δυτικά του κυρίως ναού και α=3π είναι το πλάτος του τόξου στα δυτι­
κά της αψίδας του Ιερού. Άρα το μήκος του φωταγωγού είναι 38 */4π. Όπως διαπιστώσαμε σε
προηγούμενη ενότητα, τα παράθυρα του φωταγωγού, καθώς και οι μεταξύ τους επιφάνειες της
τοιχοποιίας έχουν πλάτος ίσο προς 2π περίπου. Αν ο αριθμός των παραθύρων είναι X και των
μεταξύ τους επιφανειών Χ+1, τότε ο συνολικός αριθμός των ίσων διαστημάτουν στα οποία χωρί­
ζονται οι πλάγιοι τοίχοι του φωταγουγού είναι 2Χ+1. Όταν η διάσταση των διαστημάτων αυτών
είναι 2π και ως συνολικό μήκος του φωταγωγού θεωρήσομε τον ακέραιο αριθμό 38π, τότε
2π(2Χ+1) = 38π, άρα Χ=9, δηλαδή ο αριθμός των παραθύρουν είναι 9 και συνολικά όλων των δια­
στημάτων, στα οποία χωρίζονται οι πλάγιοι τοίχοι, είναι 19, ενώ> το ελάχιστο υπόλοιπο 1/4π ισομοι-
ράζεται στα πλήρη και κενά διαστήματα του φωταγωγού και για το λόγο αυτό παρατηρούμε τις
μικρές διαφορές των διαστάσεων στα σωζόμενα στοιχεία του.
Μετά τη χάραξη της κάτοψης στο έδαφος προσδιορίζονται οι βασικές οικοδομικές στάθμες του
ναού και τα ύψη των επιμέρους αρχιτεκτονικών στοιχείουν. Το κλειδί των τόξων των τοξοστοιχιών,
βασική οικοδομική στάθμη της βασιλικής, όπως άλλωστε και η γένεση των κυλινδρικουν θόλων των
πλάγιων κλιτών, βρίσκεται σε ύψος 6Ε πάνιυ από το δάπεδο. Έτσι, στο μεσαίο κλίτος, του οποίου
το συνολικό πλάτος είναι 6Ε, η κατασκευή της τοξοστοιχίας διέπεται από την αναλογική σχέση
πλάτους προς ύψος 1:1, ενου η αναλογική σχέση που προκύπτει σύμφωνα με το συνολικό πλάτος
του ναού στη θέση των αξόνων των πλάγιων τοίχων του, είναι 12Ε:6Ε=2:1.
Στα πλάγια κλίτη, όπου το πλάτος τους στους άξονες της τοιχοποιίας κατά τις δύο πλευρές τους είναι
3 ΥιΕ και το ύψος των κυλινδρικών θόλων στην άνω πλευρά της κορυφαίας τους γενέτειρας 7Ε, η

175
κατασκευή τους διέπεται από την αναλογική σχέση πλάτους προς ύψος 1:2. Το κλειδί του παραθύρου
των πλάγιων αψίδων του Ιερού βρίσκεται σε ύψος 3 'ΔΕ, στο μέσον δηλαδή του συνολικού ύψους.
Το κλειδί του ημικυκλικού τόξου στα δυτικά της κεντρικής αψίδας του Ιερού, όπως άλλωστε και το
κλειδί των παραθύρων του φωταγωγού, βρίσκονται 9Ε πάνω από τη στάθμη του δαπέδου. Η σχέση
του ύψους αυτού ως προς το συνολικό πλάτος του ναού είναι 9Ε:12Ε=3:4, ενώ προς το πλάτος του
μεσαίου κλιτούς 9Ε:6Ε=3:2. Τέλος, το ψηλότερο χαρακτηριστικό σημείο που σώζεται από την
αρχική κατασκευή της βασιλικής είναι το ανώφλι του δίλοβου παραθύρου, το οποίο ανοιγόταν στο
ανατολικό αέτωμα της βασιλικής και βρίσκεται σε ύψος 1ΙΕ πάνω από τη στάθμη του δαπέδου. Η
στάθμη αυτή ορίζει τη χαμηλότερη δυνατή θέση, όπου θα μπορούσε να βρίσκεται ο ελκυστήρας
των ζευκτιύν της δικλινούς στέγης του φωταγωγού. Αν δεχθούμε ότι και η δικλινής στέγη του φοπα-
γωγού έχει την ίδια κλίση 1:2 3/4 με τις μονοκλινείς στέγες των πλάγιων κλιτών, κλίση η οποία είναι
συνήθης στην κοσμική αρχιτεκτονική του Μυστρά, τότε εφόσον το μισό του πλάτους του φωτα-
γιυγού είναι 2Ε=5π και το πάχος του τοίχου του 2π, δηλαδή 5π+2π=7π=2 3/4Ε με πολύ μικρή προ­
σέγγιση, τότε το ύψος του ζευκτού θα πρέπει να είναι 2 3/4Ε:2 3/4=1Ε. Στην περίπτιοση αυτή, αν
δεχθούμε ότι ο ελκυστήρας του ζευκτού είναι πάνω από το ανοόφλι του δίλοβου παραθύρου και η
κορυφή του, δηλαδή, βρίσκεται κατά ΙΕ πάνω από αυτό, τότε η κορυφή της στέγης βρίσκεται 12Ε
πάνω από τη στάθμη του δαπέδου του ναού και η αναλογική σχέση του πλάτους προς το ύψος του
ναού είναι 12Ε:12Ε=1:1, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι σε τομή το γενικό σχήμα της βασιλικής
εγγράφεται σε ένα τετράγωνο.
Σύμφιυνα με τα παραπάνοη η απόληξη των πλάγιων τοίχων του φωταγιυγού βρίσκεται σε ύψος 1ΙΕ
πάνω από τη στάθμη του εδάφους και κατά 2Ε ψηλότερα από τα κλειδιά των μονόλοβων παραθύ­
ρων του φαπαγωγού, γεγονός το οποίο υποδηλιύνει ότι πάνω από τη ζώνη των τοιχογραφιών με
τους προφήτες, οι οποίοι εναλλάσσονται με τα παράθυρα του φωταγωγού, θα πρέπει να υπήρχε
μία ακόμη ζώνη, πιθανιός διακοσμητική και συνεπώς οι επιφάνειες του μεσαίου κλιτούς είχαν διαι­
ρεθεί σε επτά συνολικά οριζόντιες ζωγραφικές ζώνες.
Στο νάρθηκα η κορυφαία γενέτειρα του ημικυλινδρικού θόλου βρίσκεται 7Ε πάνω από τη στάθμη
του δαπέδου του, ενώ το πλάτος του χώρου αυτού είναι 3 'ΔΕ και συνεπώς η κατασκευή του διέ-
πεται από την αναλογική σχέση πλάτους προς ύψος 1:2. Η μονοκλινής στέγη του έχει λίγο ηπιότε­
ρη κλίση από τις στέγες του κυρίως ναού και ισούται με 1:3 'Λ.
Όσον αφορά στη σύνθεση τοον υπερώων, υπήρχε κατ’ αρχήν το πρόβλημα της προσαρμογής ενός
διαφορετικού τύπου ναοδομίας, του σταυροειδούς εγγεγραμμένου, στην προϋπάρχουσα κάτοψη
της βασιλικής. Στο πρόβλημα αυτό ο κατασκευαστής έδωσε μία πολύ ικανοποιητική λύση με την
καθοριστική για την όλη σύνθεση επιλογή της θέσης του κεντρικού τρούλου, καθιύς και με την
εφαρμογή τεχνασμάτων και παραδοχών στο σχηματισμό του περιγεγραμμένου «τετραγώνου» του.
Μετά τη δημιουργία του κεντρικού «τετραγώνου» και των τεσσάρων γωνιακιον, ο κατασκευαστής
προσδιόρισε τη διάσταση των εγγεγραμμένων σε αυτά τρούλων. Έτσι, ο κεντρικός τρούλος
παρουσιάζει αύξηση της διαμέτρου του σε σχέση με την πλευρά του περιγεγραμμένου τετραγώνου,
ενώ οι γωνιακοί τρούλοι παρουσιάζουν μείωση σε σχέση με αυτή. Σχετικά με την οργάνιοση των
επιμέρους χώρων των υπερώων, ο κατασκευαστής χρησιμοποίησε το ίδιο μετρικό σύστημα που
υπήρχε και στη βασιλική, όπου ο εμβάτης Ε είναι ίσος με το πάχος ά της τοιχοποιίας της βασιλι­
κής, καθώς και της μεταγενέστερης, εξωτερικής τοιχοποιίας των υπεριύων.
Στον Άγιο Δημήτριο, όπου ο πεντάτρουλος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός είναι αποτέλεσμα
μετασκευής, η καθ’ ύψος χάραξη, δηλαδή, ο προσδιορισμός των χαρακτηριστικών υψών του, όπως η
θέση του κοσμήτη στη βάση του κεντρικού τρούλου και το κλειδί του, δεν διέπεται από τη μέθοδο του
τριγωνισμού, αλλά πραγματοποιήθηκε με τη χρήση απλιόν αναλογικών σχέσεων. Έτσι, η κορυφή του
κοσμήτη βρίσκεται 12Ε πάνω από τη στάθμη του δαπέδου, στη θέση που αρχικά βρισκόταν η κορυ­
φή της στέγης του φιοταγωγού, ενώ το κλειδί του τρούλου βρίσκεται 16Ε πάνω από τη στάθμη του
δαπέδου. Οι δύο αυτές χαρακτηριστικές, για ένα τρουλαίο ναό, στάθμες σε σχέση με το πλάτος της
κάτοψης στη θέση των αξόνων των πλάγιων τοίχων, παρουσιάζουν αντίστοιχα την αναλογική σχέση
1:1 και 3:4. Οι υπόλοιπες διαστάσεις έχουν καθορισθεί με μεγέθη πολλαπλάσια του εμβάτη Ε.

176
Σχετικά με την κατασκευή τιον προσκτισμάτων του ναού διαπιστώνομε ότι υπάρχει στη βάση της
σύνθεσής τους το ίδιο μετρικό σύστημα, μόνον που η σύνθεση αυτή, επειδή διεπεται από περιορι­
σμούς, οι οποίοι προκύπτουν από προϋπάρχουσες κατασκευές, δεν ακολουθεί αρχές αναλογικιυν
σχέσεων, κανονικότητας ή συμμετρίας. Έτσι, στο κιυδωνοστάσιο παρατηρούμε ότι γίνεται προ­
σπάθεια για την κατασκευή ενός τετραγώνου στην κάτοψη, όπου, όμως, η βόρεια και η νότια πλευ­
ρά είναι ίση προς 3 !/3Ε, ενώ η ανατολική και η δυτική 3 ΥιΕ. Το δυτικό προστώο με τα τέσσερα,
αρχικά, διαμερίσματά του είχε ένα προκαθορισμένο μήκος, από τη βόρεια όψη του ναού έως τον
τοίχο του περιβόλου του συγκροτήματος, ίσο προς 14 '/4Ε. Το καθαρό πλάτος του προστώου είναι
ίσο προς 3 ιΛΕ.
Από την παραπάνω διεξοδική μελέτη έγινε φανερό ότι ο ναός του Αγίου Δημητρίου αποτελεί μία
ολοκληρωμένη αρχιτεκτονική σύνθεση, η οποία βασίσθηκε σε ένα συγκεκριμένο σύστημα σχεδια-
σμού που οργανώνεται και χαρακτηρίζεται από απλές αναλογικές σχέσεις. Με τον προσδιορισμό
των παραπάνω αναλογικών σχέσεων, καθώς και του τρόπου χάραξης του γενικού περιγράμματος
και των επιμέρους αρχιτεκτονικών στοιχείων του μνημείου, έγινε κατανοητό το πνεύμα που πρυ-
τάνευσε στη σύλληψη της αρχιτεκτονικής αυτής σύνθεσης, καθώς και η βασική κατασκευαστική
αρχή που τη διέπει. Έτσι, έγινε δυνατή η αναπαράσταση της βασιλικής με τον προσδιορισμό της
ακριβούς μορφής ορισμένων αρχιτεκτονικών στοιχείων της που δεν σώζονται πλέον. Βρέθηκε, λοι­
πόν, η μορφή του φιοταγωγού και της δικλινούς στέγης του και διαπιστώθηκε η ύπαρξη μίας ακόμη
ζωγραφικής ζιόνης πάνω από τα παράθυρά του. Επίσης, επιβεβαιώθηκε ότι ο νάρθηκας μπορεί να
κατασκευάσθηκε λίγο αργότερα από τον υπόλοιπο ναό, αλλά ανήκει σε μία αρχική, ολοκληρωμέ­
νη σύνθεση. Το τελικό αποτέλεσμα, παρά τις αποκλίσεις από την τέλεια χάραξη κατά την υλοποίη­
ση της σύνθεσης, με τις κατασκευστικές ατέλειες και τα τυχόν λάθη, καθώς και τις κατά περίπτω­
ση λύσεις του κατασκευαστή για τη διόρθωσή τους ή για τυχόν βελτιιύσεις και τροποποιήσεις επι­
μέρους αρχιτεκτονικών στοιχείων, δεν παύει να χαρακτηρίζεται από μία αυστηρή συνθετική αρχή,
που διέπεται από σχετικά απλούς μαθηματικούς κανόνες, των οποίων η γνώση και η εφαρμογή
από τα συνεργεία των μεσαιωνικών χρόνων στον ελλαδικό χώρο ήταν κυρίως εμπειρική.

177
Η ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ

Ο ναός του Αγίου Δημητρίου έχει κατασκευασθεί σε δυο κυρίες οικοδομικές φάσεις, την ανέγερ­
ση της αρχικής βασιλικής και τη μεταγενέστερη σε αυτήν προσθήκη των υπεροόων σύμφωνα με τον
πεντάτρουλο σταυροειδή εγγεγραμμένο τύπο. Η Μητρόπολη της νεοσύστατης βυζαντινής πόλης
του Μυστρά, που κτίσθηκε μέσα στην πρώτη δεκαετία της εγκατάστασης των Βυζαντινιόν (1262-
1272) και αφιεριυθηκε εις Δόξαν Θεού και του αγίου μεγαλομάρτυρος αυτού Δημητρίου, ήταν
αρχικά μία τρίκλιτη βασιλική. Τρία ζεύγη κιόνων διαμόρφωναν τις τοξοστοιχίες που χώριζαν τα
κλιτή μεταξύ τους και στήριζαν ένα φωταγωγό, ο οποίος εκτεινόταν από το δυτικό τοίχο του
κυρίως ναού έως το τόξο στα δυτικά του τεταρτοσφαιρικού θόλου της αψίδας του Ιερού Βήματος.
Για την ανέγερση των υπερώων, το άνω τμήμα του φωταγωγού στα δυτικά των διαχωριστικιόν τοί-
χιυν του Ιερού κατεδαφίσθηκε έως τη στάθμη της κορυφαίας γενέτειρας τιυν ημικυλινδρικών θο­
λών, που καλύπτουν τα πλάγια κλίτη της βασιλικής. Στη θέση αυτή της παλαιός τοιχοποιίας, πάνω
από τις κατεστραμμένες από την κατεδάφιση του φωταγωγού τοιχογραφίες, τοποθετήθηκε κατά
τις τρεις πλευρές του κυρίως ναού ο κοσμήτης με την κτητορική επιγραφή του μητροπολίτη Ματ­
θαίου. Αντίθετα, το τμήμα του φωταγωγού πάνω από τους διαχωριστικούς τοίχους του Ιερού και
στην ανατολική πλευρά του διατηρήθηκε κατά το μεγαλύτερο ύψος του και καταστράφηκε μόνον
η ανιύτερη περιοχή της επίστεψής του.
Στην τοιχοποιία του φωταγωγού που σώζεται πάνω από τους διαχωριστικούς τοίχους του Ιερού,
διατηρείται σε κάθε πλευρά από ένα μονόλοβο παράθυρο με την πλήρη του μορφή, πλάτους 0,63
μ. περίπου, και ένα ακόμη παράθυρο, από το οποίο έχει καταστραφεί ο δυτικός σταθμός. Σε κάθε
πλευρά του φωταγωγού ανοίγονταν εννέα μονόλοβα παράθυρα με ισοπλατή τα κενά και τα μετα­
ξύ αυτιύν πλήρη διαστήματα (Σ χέδ. 18-20). Στην ανατολική πλευρά του φωταγωγού, η οποία,
όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, σώζεται κατά το μεγαλύτερο ύψος της, ανοίγεται ένα δίλοβο
παράθυρο, ενώ ένα παρόμοιο παράθυρο θα πρέπει να ανοιγόταν και στη δυτική πλευρά του φωτα­
γωγού. Βλέπομε, λοιπόν, ότι στην κορυφή του μεσαίου κλιτούς διαμορφωνόταν ένας διάτρητος
από παράθυρα φωταγιυγός, ο οποίος δημιουργούσε στον κεντρικό αυτό επιμήκη χιύρο της βασιλι­
κής μία φοπεινή ζώνη ως επίστεψη.
Τα πλάγια κλίτη της βασιλικής καλύπτονταν από ημικυλινδρικούς θόλους, οι οποίοι εκτείνονταν
από το πέρας του κυρίως ναού δυτικά έως τους τεταρτοσφαιρικούς θόλους των πλάγιων αψίδων
ανατολικά. Ο νάρθηκας ήταν μονιύροφος και καλυπτόταν επίσης από ημικυλινδρικό θόλο, του
οποίου η κορυφαία γενέτειρα βρισκόταν σε ίδια απόσταση από το δάπεδο, αλλά σε ψηλότερη
στάθμη από την κορυφαία γενέτειρα των ημικυλινδρικών θόλων των πλάγιων κλιτιύν στο δυτικό
τους πέρας, λόγω της υπερύψωσης του δαπέδου. Ο θόλος του νάρθηκα χωριζόταν από δύο σφεν-
δόνια σε τρία τμήματα, εκ των οποίων το μεσαίο ήταν διπλάσιο από τα ακραία. Οι παραπάνω θο­
λοί διατηρήθηκαν και μετά την προσθήκη των υπεριύων, όπως τους βλέπομε σήμερα, και μόνον η
στέγασή τους καθαιρέθηκε.
Πάνω από τα πλάγια κλίτη και το νάρθηκα υπήρχαν μονόκλινείς στέγες. Η κλίση τιυν στεγιυν πάνω
από τα πλάγια κλίτη ήταν 1:2 3/4, ενώ πάνω από το νάρθηκα ήταν ηπιότερη και ίση προς 1:3 Υι. Η
στέγη των πλάγιιυν κλιτών σοίζεται κατά ένα μικρό τμήμα της στην ανατολική πλευρά του ναού,
πάνω από τις αψίδες των παραβημάτων, οπότε η θέση και η κλίση της είναι δεδομένη. Τα στοιχεία
αυτά θα μπορούσαν ακόμη να προσδιορισθούν από την κορυφή της στέγης, κάτω από την ποδιά
τιυν μονόλοβων παραθύρων του φωταγωγού, καθιός και το κατοπερο σημείο της που ορίζεται από
την επίστεψη του εξωτερικού τοίχου στο νότιο κλιτός, η οποία διατηρήθηκε και μετά την προσθή­
κη των υπεριόιυν. Άμεση αντίληψη για τη θέση και την κλίση της στέγης στο νάρθηκα μπορούμε να
έχομε από την κεκλιμένη διαμόρφωση του άνιο πέρατος της τοιχοποιίας στη βόρεια όψη του. Ακό­
μη, στην όψη αυτή, στο σημείο επαφής της τοιχοποιίας του νάρθηκα με την τοιχοποιία του κυρίως

178
Σχέό. 18. Α να πα ρά σ τα σ η της βασιλικής. Ε γκά ρσια τομή.

ναού, σιυζεται ένα μικρό τμήμα της οδοντωτής ταινίας, η οποία διαμόρφωνε την επίστεψη του
τοίχου κάτω από τη στέγη και η οποία προσδιορίζει τη θέση της κορυφής της. Εξάλλου, στη δυτι­
κή όψη του νάρθηκα σώζεται η θέση του κατώτερου σημείου της στέγης, η οποία προσδιορίζεται
από την οριζόντια οδοντωτή ταινία που αποτελούσε την επίστεψη του τοίχου και σώζεται μέσα στο
χώρο του κτίσματος πάνω από το δυτικό προστώο.
Το μεσαίο κλίτος της βασιλικής καλυπτόταν όχι από ημικυλινδρικό θόλο, αλλά από δικλινή στέγη
με ζευκτά. Η κάλυψη του μεσαίου κλιτούς με ημικυλινδρικό θόλο θα πρέπει να αποκλεισθεί, αφού
μία τέτοια κατασκευή δεν είναι δυνατόν να στηριζόταν σε τοίχους με πάχος της τάξεως των 0,60
μ. μόλις, οι οποίοι άλλωστε ήσαν διάτρητοι από παράθυρα και δεν είχαν ενισχυθεί με την κατα­
σκευή σφενδονίων. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε άλλα παραδείγματα κατασκευής ημικυ-
λινδρικατν θόλων στον Μυστρά, με το ίδιο άνοιγμα της τάξεως των 3,50-4,50 μ., αυτοί βαίνουν σε
παχύτερους τοίχους, 0,90-1 μ., ενώ συγχρόνως ενισχύονται από σφενδόνια211. Είναι σαφές, λοιπόν,
ότι την κάλυψη του μεσαίου κλιτούς αποτελούσε ξύλινη στέγη, κατασκευασμένη με ζευκτά, από τα
οποία δεν αποκλείεται να έλειπε ο ορθοστάτης και να είχαν μία απλή τριγωνική μορφή. Σε κτίρια
της κατηγορίας αυτής τα ζευκτά δεν ήταν ορατά, αλλά καλύπτονταν από οροφή. Σύμφωνα με τον
παραπάνω συλλογισμό, η θέση της κατασκευής της στέγης θα διαμορφωνόταν πάνω ακριβώς από
το ανώφλι των παραθύρων της ανατολικής και της δυτικής πλευράς του φωταγωγού. Όπως είδα­
με, το παράθυρο της ανατολικής πλευράς διατηρήθηκε και μετά την προσθήκη των υπερώιον και

211 Παραδείγματα κατασκευής ημικυλινδρικιόν θόλων με ανάλογο άνοιγμα έχομε στο μεσοπάτωμα της αίθουσας του
θρόνου στο Παλάτι, στην Τράπεζα του Αφεντικού και στον ίδιο τον Άγιο Δημήτριο, στο νάρθηκά του, όπου αυτοί βαίνουν
σε παχύτερους τοίχους ενισχυμένους με σφενδόνια.

179
έτσι με βάση τα παραπάνω στοιχεία, η θέση της στέγης είναι καθορισμένη και θα πρέπει να είχε
την ίδια κλίση (1:2 34) που είχαν και οι στέγες των πλάγιων κλιτιόν. Έτσι, το δίλοβο παράθυρο στις
μικρές πλευρές του φωταγιυγού βρισκόταν ελεύθερο στο χοίρο κάτω από την κατασκευή της στέ­
γης, ενώ πάνω από τα μονόλοβα παράθυρα των πλάγιων πλευρών υψιυνόταν μία κτισμένη ζώνη,
ίση περίπου με το ύψος του ανοίγματος τους. Τη διάταξη αυτή τη συναντάμε στον Άγιο Απολ-
λινάριο το Νέο της Ραβέννας212.
Η πρόθεση και το διακονικό, όπως είδαμε, καλύπτονται από τους ημικυλινδρικούς θόλους των
πλάγιων κλιτών, οι οποίοι προεκτείνονται έως το τεταρτοσφαίριο το^ν πλάγιων αψίδων. Αντίθετα,
στο Ιερό Βήμα, η ξύλινη στέγη με τα ζευκτά δεν προεκτείνεται έως το τεταρτοσφαίριο της αψίδας,
αλλά σταματά δυτικότερα και μεταξύ των δύο κατασκευών παρεμβάλλεται ημικυκλικό τόξο, πάνω
στο οποίο στηρίζεται ο ανατολικός τοίχος του φωταγωγού. Το πάχος του τοίχου αυτού είναι μικρό­
τερο από το πάχος του υποκείμενου τόξου και η απόστασή του από το μέτωπο του τεταρτοσφαι-
ρίου της αψίδας συμπληρώνεται από τοιχίο με καμπύλη απόληξη. Η αναπαράσταση της βασιλικής
τεκμηριώνεται, έτσι, σε όλα της τα βασικά κατασκευαστικά στοιχεία.
Ο Άγιος Δημήτριος κτίσθηκε σύμφωνα με ένα σχέδιο που διέπεται από αριθμητικούς κανόνες και
προκύπτει από τα πολλαπλάσια ενός εμβάτη ίσου με το πάχος της τοιχοποιίας, στη βάση του οποίου
υπάρχει το μετρικό σύστημα του βυζαντινού πόδα, που για το μνημείο αυτό θα πρέπει να είναι 31,5

212 Μια λύση με απότομη κλίση της στε'γης, όπου το παράθυρο της ανατολικής όψης εγγράφεται στο αέτωμα, όπως συμ­
βαίνει στην Αγία Θεοδώρα της Άρτας, δεν είναι δυνατή στον Αγιο Δημήτριο. Στην περίπτωση αυτή ο οριζόντιος ελκυ-
στήρας του ζευκτού για να τοποθετηθεί πάνω από τις μορφές των ιεραρχών των κατά μήκος τοίχων του φιοταγωγού, θα
βρισκόταν στο μέσον του ύψους του κιονίσκου του δίλοβου παραθύρου.

180
εκ. Από τα στοιχεία της ανάλυσης του μνημείου προκύπτει ότι το βασικό πάχος του τοίχου, το οποίο
είναι 0,78-0,79 μ., ισούται προς 2,5 πόδες. Εξάλλου, το γενικό σχήμα της κάτοψης, το οποίο ορίζε­
ται στη θέση τ<υν αξόνων των πλάγιων τοίχων και στην εξωτερική επιφάνεια του δυτικού τοίχου του
νάρθηκα και της ανατολικής πλευράς των πλάγιων αψίδων, έχει πλάτος 30 πόδες ή 480 δακτύλους,
δηλαδή 12 εμβάτες και μήκος 60 πόδες ή 960 δακτύλους, δηλαδή 24 εμβάτες. Το γενικό αυτό σχήμα
της κάτοψης γίνεται φανερό ότι χαρακτηρίζεται από την αναλογική σχέση 1:2. Ο κυρίως ναός, που
ορίζεται από τη θέση των αξόνων των πλάγιων τοίχων και τα πέρατα των τοξοστοιχιών, διέπεται
από την αναλογία 1:1 και διαιρείται σε τέσσερις ίσες μεταξύ τους ενότητες από τους εγκάρσιους
άξονες, οι οποίοι διέρχονται από τα κέντρα κάθε ζεύγους κιόνων των τοξοστοιχιών. Από την ίδια
επίσης αναλογία 1:1 διέπεται και ο χοίρος του Ιερού Βήματος.
Με την προσέγγιση της παραπάνω αρχιτεκτονικής σύλληψης έγινε φανερό ότι ο νάρθηκας, που
ίσως κτίσθηκε μετά τον κυρίως ναό, ανήκει στην αρχική σύνθεση του κτιρίου, διότι αποτελεί οργα­
νικό τμήμα ενός γενικού σχήματος με αναλογία 1:2, και συνεπώς δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί
ως μία ξεχωριστή οικοδομική φάση, αλλά τμήμα μίας αρχιτεκτονικής σύλληψης που οικοδομείται
προσθετικά. Η θέση της κορυφής της στέγης με την αρχική μορφή του φωταγωγού και του ζευκτού
του, όπως την περιγράψαμε παραπάνω, προσδιορίζει ένα τετράγωνο, στο οποίο εγγράφεται η
τομή της βασιλικής, με τις πλάγιες πλευρές του στη θέση των αξόνων των πλάγιων τοίχων. Η ύπαρ­
ξη της καθαρής απλής αναλογίας 1:1 επιβεβαιώνει τις παρατηρήσεις μας για το ύψος και τη μορφή
της κάλυψης της βασιλικής.
Εξάλλου, σχετικά με τη διαίρεση του ναού σε κλίτη έχει εφαρμοσθεί και εδώ η αναλογική σχέση
1:2. Το πλάτος του πλάγιου κλιτούς έως τη θέση του άξονα του εξωτερικού τοίχου είναι το μισό του
πλάτους του μεσαίου κλιτούς συμπεριλαμβανομένου και του πάχους των τοξοστοιχκυν. Εάν θεω­
ρήσομε ως α το μισό του πλάτους του μεσαίου κλιτούς, β το πλάτος του πλάγιου κλιτούς και ά το
πάχος της τοιχοποιίας, τότε ισχύει η σχέση α + ό = β + ϋ/2 , δηλαδή α=$-άΔ.

181
Η βασιλική του Αγίου Δημητρίου ήταν ένα κτίριο με απλή και αυστηρή εμφάνιση, χωρίς ιδιαίτε­
ρες καλλιτεχνικές αξιώσεις, που κτίσθηκε σύμφωνα με την οικοδομική παράδοση της ελλαδικής
σχολής στην πιο λιτή της έκφραση. Κατά τη μεγαλύτερή του επιφάνεια το κτίριο ήταν επιχρισμένο
και μόνον το πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοδομίας στην ανατολική του όψη και στην ψηλότερη
περιοχή του νάρθηκα παρέμενε ορατό. Τα διακοσμητικά στοιχεία ήταν ελάχιστα και οι οδοντωτές
ταινίες είχαν χρησιμοποιηθεί με φειδολ Στην ανατολική όψη, η οποία ήταν μορφολογικά και κατα­
σκευαστικά η πλουσιότερη του ναού, οδοντωτές ταινίες υπήρχαν σε τέσσερις στάθμες, στην κορυ­
φή της κεντρικής αψίδας, στην κορυφή των πλάγιων αψίδων, στη γένεση περίπου τοτν παραθύρων
των αψίδων, και τέλος, στην ποδιά τους. Η οδοντωτή ταινία, που αποτελούσε τη στέψη των πλά­
γιων αψίδων, περιέτρεχε τις άλλες τρεις όψεις της βασιλικής στη στάθμη περίπου των γενέσεων
των ανοιγμάτων της, των οποίων περιέβαλλε την ημικυκλική απόληξη. Στα παράθυρα των αψίδων
του Ιερού και στο νότιο παράθυρο του νάρθηκα η ταινία κατέβαινε έως την ποδιά τους.
Στην ανατολική όψη της βασιλικής, η οποία διατηρεί την αρχική της μορφή, εκτός από το αέτωμα
του φωταγωγού που κατεδαφίσθηκε, η επίστεψη της τοιχοποιίας διαμορφώνεται με πολύ απλό
τρόπο. Στις αψίδες του Ιερού υπάρχει μία οδοντωτή ταινία, ενώ στις μονοκλινείς στέγες των πλά­
γιων κλιτών μία μονή πλίνθινη ταινία, κάτω από την οποία και στις μικρές τριγωνικές επιφάνειες,
που αυτή δημιουργεί με τις οριζόντιες στρώσεις του πλινθοπερίκλειστού συστήματος, έχουν τοπο­
θετηθεί κατακόρυφες πλίνθοι που σχηματίζουν ένα είδος επαναλαμβανόμενου κοσμήματος.
Βλέπομε, λοιπόν, ότι στο τμήμα εκείνο της ανατολικής όψης της βασιλικής, που έχει διατηρηθεί
ανέπαφο, δεν έχουν χρησιμοποιηθεί λαξευτά γείσα. Έτσι, το πιθανότερο είναι ότι ούτε στην επί­
στεψη του φωταγωγού είχαν χρησιμοποιηθεί λαξευτά γείσα, αλλά το αέτωμά του είχε ένα απλό
τελείωμα από οδοντωτή ή μονή πλίνθινη ταινία. Οι μακρές πλευρές του φωταγωγού θα πρέπει να
είχαν στην κορυφή τους μία απόληξη με οδοντωτή ταινία, χωρίς να αποκλείεται να υπήρχε και
κάποια ένθετη ζωφόρος, τουλάχιστον στη νότια πλευρά του, όπως και στην αντίστοιχη όψη του
νότιου κλιτούς. Η επίστεψη του νότιου κλιτούς είναι διαμορφωμένη από μία ζώνη με μαρμάρινα
και πώρινα μέλη σε δεύτερη χρήση, που ορίζεται κατά την κάτω της πλευρά από μία μονή πλίνθι-
νη ταινία και κατά την άνω της πλευρά από μία οδοντιυτή (Σ χέδ. 20). Η επίστεψη του βόρειου
κλιτούς, η οποία σήμερα δεν διακρίνεται, μπορεί να είχε την ίδια μορφή με εκείνη του νότιου. Δεν
αποκλείεται, όμως, να είχε μία πολύ απλούστερη διαμόρφωση μόνο με οδοντωτή ταινία. Τέλος, τα
παράθυρα στις μακρές πλευρές του φωταγωγού ήταν, όπως είδαμε, μονόλοβα και τα τόξα τους
ήταν κτισμένα από σφηνοειδείς λίθους και πλίνθους που περιβάλλονταν από μονή πλίνθινη ταινία.
Η ταινία στη στάθμη των γενέσεων των τόξων στρεφόταν οριζόντια και εκτεινόταν σε όλο το
μήκος των πλάγιων όψεων. Η νότια όψη του φωταγωγού, όπιυς και η ανατολική ήταν κτισμένη
κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα.
Στο εσοπερικό της βασιλικής η οργάνωση του χώρου και των επιμέρους στοιχείων της κατιότερης
στάθμης ήταν σε γενικές γραμμές η ίδια με τη σημερινή, εκτός από το ανατολικό και το δυτικό
πέρας του κυρίως ναού. Το αρχικό τέμπλο της βασιλικής στην πρόθεση και το διακονικό διαμορ­
φωνόταν από ένα μόνον επιστύλιο, το κατώτερο από τα δύο που βρίσκονται σήμερα εκεί τοποθε­
τημένα, πάνω σε κιονίσκους εκ των οποίων σώζεται ο βόρειος μόνο, στην πρόθεση. Στο χώρο του
Ιερού Βήματος, με το σύνθρονο στην κόγχη του, ενδεχομένως υπήρχε κάποιο διάφραγμα με δια­
φορετική, όμως, μορφή από εκείνη που βλέπομε σήμερα και σε χαμηλότερη στάθμη από την επί­
στεψη με τα τρία επιστύλια. Η ύπαρξη, αρχικώς, ενός τέμπλου στην πρόθεση και το διακονικό με
ένα μόνον επιστύλιο υποδηλώνεται από τη σύνθεση των τοιχογραφιών του ναού, η οποία έλαβε
υπόψη της το μαρμάρινο αυτό μέλος και συνεπώς πραγματοποιήθηκε μετά την τοποθέτησή του στη
συγκεκριμένη θέση. Έτσι, μόνον το κατώτερο από τα δύο επιστύλια που είναι τοποθετημένα στο
τέμπλο της πρόθεσης και του διακονικού περιγράφεται κατά την επαφή του με την τοιχοποιία από
την κόκκινη ταινία, η οποία διαμορφιόνει τα πλαίσια των τοιχογραφιών και δεν διαταράσσει τη
συνέχεια των παραστάσεων, γεγονός που συμβαίνει με το ψηλότερα τοποθετημένο επιστύλιο στο
τέμπλο των πλάγιων διαμερισμάτων του Ιερού, καθώς και με τα τρία επιστύλια στο τέμπλο του
Ιερού Βήματος. Στο Ιερό Βήμα στοιχεία διαφράγματος υπάρχουν μόνο στο δάπεδό του. Εξάλλου,

182
τα προσκυνητάρια εμπρός από το δυτικό μέτωπο των διαχωριστικοόν τοίχων του Ιερού δεν
ανήκουν στην αρχική κατασκευή της βασιλικής, διότι η τοποθέτησή τους υπερκάλυψε και κατέ­
στρεψε μερικώς τις αρχικές τοιχογραφίες με τη μορφή αγίου που υπήρχε σε κάθε επιφάνεια, η
οποία σήμερα είναι δυσδιάκριτη. Επίσης, κατέστρεψε τα επίκρανα στη δυτική όψη των διαχωρι-
στικών τοίχων, που ανήκαν στην αρχική κατασκευή των τοξοστοιχιών.
Στο δυτικό πέρας του κυρίως ναού διαμορφώνονταν αρχικά δύο θύρες στο μεσαίο και το βόρειο
κλίτος, με διαφορετική, όμως, μορφή από εκείνη που έχουν σήμερα. Η μεσαία θύρα αρχικά ήταν
ευρύτερη και ψηλότερη. Η απόληξή της ήταν ημικυκλική και το κλειδί της βρισκόταν στην ίδια
στάθμη με το κλειδί του δυτικότερου τόξου των δύο τοξοστοιχιιύν. Η αρχική θέση των σταθμών της
ορίζεται από την κόκκινη ταινία των τοιχογραφιών στις ακμές τους, ενώ η χάραξη του ημικυκλικού
τόξου της και η θέση του κλειδιού του υποδηλώνεται από το περίγραμμα των τοιχογραφιών στη
θέση καταστροφής τους. Επομένως, στην αρχική σύνθεση της βασιλικής, ο ρυθμός των κενοόν δια-
στημάτο^ν των τοξοστοιχιών στις κατά μήκος πλευρές του μεσαίου κλιτούς συνεχιζόταν και στο
δυτικό πέρας του με την ύπαρξη ενός ανοίγματος όμοιου σχεδόν σε ύψος και πλάτος με εκείνο των
τοξοστοιχιών. Πάνω από το οριζόντιο υπέρθυρο του μαρμάρινου θυραψιατος που σώζεται σήμερα
in situ, θα πρέπει να υπήρχε κάποιο διάφραγμα.
Η θύρα στο βόρειο κλίτος είχε αρχικά πλάτος ίσο προς το σημερινό, αλλά μικρότερο ύψος. Τα
υπολείμματα της κατακόρυφης κόκκινης ταινίας που ορίζει την ανατολική ακμή του νότιου σταθ­
μού, καθώς και τα υπολείμματα του διακοσμητικού θέματος που σιόζονται στην εσωτερική επιφά­
νεια των σταθμών, υποδηλιόνουν ότι το άνοιγμα αυτό διατηρεί το αρχικό του πλάτος. Η παράστα­
ση που καταλαμβάνει την επιφάνεια πάνω από το τόξο της θύρας παρουσιάζει ίχνος καταστροφής,
το οποίο ακολουθεί το περίγραμμα του υποκείμενου τόξου και έτσι είναι σαφές ότι η θύρα αυξή­
θηκε κατά το ύψος της. Εξάλλου, το αρχικό πλάτος του διακοσμητικού θέματος που σώζεται στο
νότιο σταθμό της θύρας, υποδηλώνει ότι κατά τη δυτική πλευρά της υπήρχε μαρμάρινο θύρωμα.
Πάνω από το οριζόντιο ανιόφλι του θυρώματος, στη θέση των κατεστραμμένων τοιχογραφιών, θα
πρέπει να υπήρχε κτιστό τύμπανο.
Στο δυτικό πέρας του νότιου κλιτούς θα πρέπει να υπήρχε αρχικά κάποια διαμόρφωση με τη
μορφή μικρού μονόλοβου παραθύρου ή κόγχης. Η διάνοιξη της θύρας σε μεταγενέστερη εποχή
διαπιστιυνεται από την καταστροφή των τοιχογραφιών, ενο5 το μικρό πλάτος της αρχικής διαμόρ­
φωσης προκύπτει από το ότι μεταξύ των δύο μορφών από τους Δώδεκα Αποστόλους, που αποδί­
δονται στην επιφάνεια αυτή και σώζονται κατά το ήμισυ του πλάτους τους, απομένει μία ελεύθε­
ρη επιφάνεια πλάτους της τάξειος των 0,60 μ.
Το δάπεδο της βασιλικής δεν είναι απολύτως σύγχρονο με το ναό, αλλά λίγο μεταγενέστερο, διότι
η κατασκευή του δεν θα πρέπει να είχε εξαρχής προβλεφθεί και έτσι απέκρυψε ένα τμήμα από το
ύψος των βάσεων των κιόνων. Στον κυρίως ναό το αρχικό δάπεδο διαμορφωνόταν με «πίνακες»
από μαρμαροθετήματα και ψηφιδωτά και μεγάλων διαστάσεων μαρμάρινες πλάκες. Τα στοιχεία
αυτά είχαν μία διάταξη, η οποία καθοριζόταν από τον ίδιο το χυορο και συγχρόνως υπογράμμιζε
τη μορφή και τη λειτουργία του. Στο αρχικό δάπεδο υπήρχαν από ένας «πίνακας» σε κάθε διαμέ­
ρισμα του Ιερού και σε κάθε χώρο, που ορίζεται από τους κίονες των τοξοστοιχιιύν στα πλάγια
κλίτη. Στο μεσαίο κλίτος υπήρχε μία συνεχής σύνθεση «πινάκιυν», από τους οποίους σιοζεται ένας
με τη μορφή πενταόμφαλου μεταξύ του δυτικού και του μεσαίου ζεύγους κιόνων, και ένας τριπλός
«πίνακας» στα δυτικά του. Δύο ακόμη «πίνακες» υπήρχαν στα ανατολικά του ανατολικού ζεύγους
κιόνων των κιονοστοιχιών. Το δάπεδο της βασιλικής διατηρεί την αρχική του σύνθεση σε γενικές
γραμμές, με μόνη σημαντική μετατροπή, εκτός από επιδιορθώσεις και συμπληροόσεις, την τοποθέ­
τηση του δικέφαλου αετού κάτω από τον κεντρικό τρούλο. Στο νάρθηκα το δάπεδο είχε πολύ πιο
απλή διαμόρφωση από μαρμάρινες πλάκες. Από την αρχική αυτή σύνθεση σΐϋζεται μόνον το κεντρι­
κό τμήμα, στην περιοχή μεταξύ των δύο αντικριστών θυριύν του νάρθηκα.
Βλέπομε, λοιπόν, ότι η βασιλική του Αγίου Δημητρίου μετά την προσθήκη των υπερώων διατήρη­
σε τα περισσότερα από τα αρχιτεκτονικά της στοιχεία, εκτός από το μεγαλύτερο τμήμα του φωτα­
γωγού πάνω από το μεσαίο κλίτος της και τις στέγες πάνω από τα πλάγια κλίτη και το νάρθηκά

183
της. Διατήρησε, επίσης, σε γενικές γραμμές, την οργάνωση του εσωτερικού της χώρου και το μεγα­
λύτερο τμήμα των τοιχογραφιών της. Έτσι, σήμερα έχει διασωθεί, κατά τη μεγαλύτερη έκτασή του,
ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της παλαιολόγειας αρχιτεκτονικής γενικά και της Πελοπον-
νήσου ειδικότερα, το οποίο πέρα από τη μεγάλη καλλιτεχνική αξία του είναι μεγάλης ιστορικής
σημασίας, λόγιο της επιβίωσης του σπάνιου, για τους ύστερους αυτούς χρόνους της βυζαντινής
ναοδομίας, τύπου της τρίκλιτης βασιλικής. Η επιλογή της βασιλικής είναι σαφές, όπως θα δούμε
και στη συνέχεια, ότι δεν οφείλεται απλά στο χαρακτήρα αρχαιοπρέπειας που ενδεχομένως ήταν
επιθυμητός για τις αρχιερατικές έδρες και επιτυγχανόταν με αυτό το χαρακτηριστικό, για τα
πριυτα χρόνια του χριστιανισμού, τύπο ναού, αλλά κυρίως στην ανάγκη διατήρησης και αναβίωσης
της θρησκευτικής μνήμης και της πολιτιστικής παράδοσης του τόπου. Είναι λοιπόν φυσικό, ο
κλήρος και οι πρώτοι κάτοικοι του Μυστρά να κτίσουν την ορθόδοξη Μητρόπολη της νέας τους
κατοικίας, υπό βυζαντινή κυριαρχία, με πρότυπο τη λαμπρή παλαιό τους, πιθανώς επισκοπική,
εκκλησία του ονομαζόμενου Οσίου Νίκωνος, μέσα στη φραγκοκρατούμενη μεσαιωνική Σπάρτη.

184
Ο ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ
Ο Άγιος Δημήτριος του Μυστρά ανήκει σε έναν ιδιαίτερο τύπο ναοδομίας με σύνθετη μορφή, η
οποία προκύπτει από το συνδυασμό μίας βασιλικής στο ισόγειο και ενός σταυροειδούς εγγεγραμ­
μένου πεντάτρουλου ναού στα υπερώα. Ο σύνθετος αυτός τύπος στο συγκεκριμένο μνημείο, όπως
έγινε φανερό από την ιστορία και την ανάλυση της αρχιτεκτονικής του, δεν προέκυψε από μία
τυπολογική επιλογή, αλλά ήταν το αποτέλεσμα μίας μετασκευής και ανακαίνισης, η οποία πραγ­
ματοποιήθηκε σε μία προϋπάρχουσα βασιλική. Η μετασκευή της βασιλικής με την προσθήκη των
υπερώιον έχει σχέση όχι τόσο με τυπολογικές αναζητήσεις, όσο με συγκεκριμένες λειτουργικές
ανάγκες, οι οποίες διαμορφοίθηκαν από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που κυριάρχησαν στην
πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως. Οι συνθήκες αυτές αποτέλεσαν καθοριστικό παρά­
γοντα στην εξέλιξη της ναοδομίας στην πόλη και στη διαμόρφωση και αποκρυστάλλωση αισθητι­
κών και τυπολογικοί προτύπων, τα οποία δεν είχαν τις ρίζες τους στην ελλαδική σχολή, αλλά
προέρχονταν από την παράδοση της πρωτεύουσας και της σφαίρας επιρροής της.
Αρχικούς, ο Άγιος Δημήτριος κτίσθηκε σύμφωνα με το σχέδιο της βασιλικής, το οποίο θα μπορού­
σε να ειπωθεί πως προσιδιάζει στους ναούς αρχιερατικαίν εδραίν, λόγω παράδοσης και αρχαιο-
πρέπειας212. Κατά την ανακαίνιση που πραγματοποιήθηκε, προστέθηκαν υπεροία σύμφωνα προς
το σταυροειδή εγγεγραμμένο πεντάτρουλο τύπο που προσέδωσαν στον Άγιο Δημήτριο μία νέα
οργάνωση και αισθητική προσέγγιση του εσωτερικού χώρου, της τρουλαίας βασιλικής με υπερώα.
Έτσι στην τυπολογική ανάλυση του μνημείου θα παρακολουθήσομε την πορεία της αρχιτεκτονι­
κής του εξέλιξης και θα εξετάσομε αρχικά τα θέματα που αφορούν στον τύπο της βασιλικής, από
τον οποίο ξεκίνησε, και εν συνεχεία να εξετάσομε το πρόβλημα των μεικτοίν ναοίν γενικά, και ειδι­
κότερα εκείνων του Μυστρά. Στο συγκεκριμένο χοίρο η σύνθετη αυτή, τυπολογικά, λύση οδήγησε
στη δημιουργία ενός τελείως νέου τύπου ναού, που είναι γνοιστός στη διεθνή βιβλιογραφία αις
«τύπος του Μυστρά»213 και πραγματοποιήθηκε με το συνδυασμό στοιχείων που ανήκαν στην αρχι­
τεκτονική παράδοση της βυζαντινής ναοδομίας, όπως τα υπεροία, η εντύποιση της τρουλαίας βασι­
λικής στη διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου και η σταυροειδής εγγεγραμμένη πεντάτρουλη σύν­
θεση.
Ο τύπος της τρίκλιτης βασιλικής214, παρά το γεγονός ότι με τις δημοσιεύσεις των τελευταίων χρό­
νων το διαθέσιμο σε εμάς υλικό έχει εμπλουτισθεί με ένα σημαντικό αριθμό νέων παραδειγμάτοτν,

212 Κατά τον Π. Βοκοτόπουλο, το ένα τρίτο τοτν γνωστών βυζαντινών βασιλικών διετέλεσαν μητροπολιτικοί ναοί, βλ.
Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, σ. 102. όπου και η βιβλιογραφία για τις σχετικές απόψεις άλλων μελετη-
τιόν. Εξάλλου, η Επισκοπή Μάστρου και Βυζαρίου ήταν επισκοπικές ε'δρες, το Πρωτάτο ήταν ο μητροπολιτικός ναός στο
Αγιον Όρος, ενώ η Αγία Θεοδιόρα της Άρτας, η Βλαχέρνα της Ηλείας και πιθανώς η Παναγία του Ανήλιου ήταν καθολι­
κά μονών, χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει ότι δεν κτίζονταν σύμφωνα με τον τύπο της βασιλικής μνημεία μικρότερης
σημασίας, όπως η Κοίμηση της Θεοτόκου στη Ζούρτσα. Στη μελέτη του για το μνημείο αυτό ο X. Μπούρας δεν αποκλεί­
ει την πιθανότητα ο ναός να ανήκε αρχικά σε κάποια μονή, αντικρούει όμως την παραπάνω άποψη για τη χρήση των βασι­
λικοί, βλ. Bouras, Zourtsa, σ. 137, 145.
212 Βλ. Hallensleben, Mistratypus, σ. 105, όπου και η σχετική βιβλιογρφία. R. Krautheimer, Byzantine Architecture, Penguin
1979, σ. 447.
214 Για τις βυζαντινές βασιλικές, βλ. Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, σ. 95-105, όπου και η προγενέστερη
βιβλιογραφία και ιδιαιτέρου σ. 95, σημ. 1.

185
αποτελεί ένα πολύ περιορισμένο σύνολο στη ναοδομία της μέσης και της ύστερης βυζαντινής
περιόδου σε σύγκριση με τους τρουλαίους ναούς της ίδιας εποχής. Με τα νέα στοιχεία της έρευ­
νας έγινε δυνατό να αμφισβητηθούν και να ανασκευασθούν πολλές από τις γενικευμένες θεωρίες,
οι οποίες είχαν παλαιότερα διατυπωθεί σχετικά με την προέλευση ορισμένων επιμέρους χαρα­
κτηριστικών του τύπου αυτού, ή το βαθμό επικράτησής του στον ελλαδικό χώρο κατά τις διάφορες
περιόδους της βυζαντινής ναοδομίας21"1.
Ο σχεδιασμός της βασιλικής, όπως έχει ήδη αναφερθεί, πραγματοποιήθηκε με την εφαρμογή ενός
συστήματος απλών γειυμετρικιόν κανόνων και αναλογικών σχέσεων, το οποίο εξασφάλισε τη σύν­
θεση τόσο των επιμέρους χώρων, όσο και ενός βασικού περιγράμματος της κάτοψης με τη συμπα­
γή οργάνωσή τους. Όπως έγινε φανερό από τα στοιχεία της ανάλυσης του μνημείου, οι αναλογι­
κές αυτές σχέσεις προκύπτουν από διαστάσεις, οι οποίες είναι πολλαπλάσια ή υποπολλαπλάσια
ενός εμβάτη που ισούται με το πάχος της τοιχοποιίας του ναού και προσδιορίζεται από το μετρικό
σύστημα του βυζαντινού πόδα. Ο βυζαντινός πόδας, ο οποίος κυμαίνεται από 29,5-32 εκ., στο
συγκεκριμένο μνημείο είναι ίσος προς 31,5 εκ.215216.
Η χρήση των απλών, βασικών, μαθηματικών κανόνων παρέχει το μεγάλο πλεονέκτημα της εκτέ­
λεσης του σχεδίου από συνεργεία με εμπειρικές μόνο γνώσεις, όπως επίσης της εύκολης υλοποίη­
σης των χαράξεων στο έδαφος και στο χώρο. Οι αριθμητικές σχέσεις δεν αναφέρονται στις μέγι­
στες ή τις καθαρές διαστάσεις του συνόλου και των επιμέρους χώρων του, όπως διαπιστώνεται για
την κάτοψη του ναού γενικά, καθώς και για την κάτοψη του κυρίως ναού, ενώ κάτι ανάλογο συμ­
βαίνει και με τη διαίρεσή του σε κλίτη. Το γενικό σχήμα της κάτοψης διέπεται, όπως είδαμε στο
σχετικό κεφάλαιο, από την αναλογική σχέση 1:2. Το ίδιο άλλωστε ισχύει και για τη διαίρεση του
ναού σε κλίτη, που δίδεται και από τη σχέση α=β-ϋ/:, όπου το μισό του πλάτους του μεσαίου κλιτούς
ισούται με το μισό του πλάτους των πλάγιων κλιτών μείον το μισό του πάχους της τοιχοποιίας, ενώ
η κάτοψη του Ιερού Βήματος και του κυρίως ναού, καθώς και η εγκάρσια τομή του ναού στη θέση
της κορυφής της στέγης διέπονται από την αναλογική σχέση 1:1.
Παρά την έλλειψη ακρίβειας στη χάραξη του Αγίου Δημητρίου, η οποία είναι αποτέλεσμα πολλιόν
παραγόντων, μπορούμε να αναγνωρίσομε τις βασικές αυτές αρχές της σύνθεσης και την πρόθεση
του κατασκευαστή, αφού, όπως πολύ ορθά είχε παλαιότερα παρατηρήσει ο P. Underwood, «...it is
only the belief and intent that is of any importance - not the accuracy of the execution»217.

215 Σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές η ανέγερση των βασιλικών είχε διακοπεί μετά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους και
άρχισε να επαναλαμβάνεται από τα τέλη του 9ου αιώνα. Οι λόγοι που οδήγησαν στην αναβίωση της βασιλικής στον ελλα­
δικό χώρο και στηρίζουν την παραπάνω άποψη αναπτύσσονται από τον Π. Βοκοτόπουλο, βλ. Βοκοτόπουλος, Εκκλησια­
στική αρχιτεκτονική, σ. 98-99, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
216 Για το θέμα της κατασκευής των βασιλικών στα Βαλκάνια με τη βοήθεια ενός εμβάτη ίσου με το πάχος της τοιχοποι­
ίας, και της χάραξής τους με βάση αυτόν και σύμφωνα με μία μέθοδο αριθμητικών και γεωμετρικών σχέσεων, βλ. Ν.
Spremo-Petrovic, Proportions architecturales dans les plans des basiliques de la Prefecture de l ’Illiricum, Belgrad 1971, σ. 126.
Για το θέμα χάραξης των ναών στη μεσοβυζαντινή περίοδο με τη χρήση απλών αριθμητικών και γεωμετρικών σχέσεων,
βλ. Sinos, Vira, σ. 230, 231. Την ύπαρξη στη βυζαντινή αρχιτεκτονική ενός εμβάτη, που σχετίζεται με το πάχος της
τοιχοποιίας, για πρώτη φορά είχε επισημάνει o A. Choisy, ο οποίος μάλιστα τον είχε συσχετίσει στις πλίνθινες πρωτοβυ-
ζαντινές κατασκευές με τις διαστάσεις των πλίνθων. Βλ. A. Choisy, L ’art de bâtir chez les Byzantins, II, Paris 1883, σ. 33.
Σχετικά με το βυζαντινό πόδα ο P. Underwood διαπιστώνει ότι για την έρευνα των παλαιοχριστιανικών και πρωτοβυζα-
ντινών μνημείων, τα καλύτερα αποτελέσματα δίδονται όταν αυτός είναι ίσος προς 31,5 εκ. Ο P. Lemerle υπολόγισε ότι ο
βυζαντινός πόδας στους Φιλίππους είναι ίσος με 32 εκ., ο Κ. Afanasiev διαπίστωσε ότι στην Αγία Σοφία της Κωνσταντι­
νούπολης ο βυζαντινός πόδας είναι 30,8 εκ., ενώ στην Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης είναι 30,5 εκ. Βλ. σχετικά Κ. Θεο-
χαρίδου, Η αρχιτεκτονική του ναόν της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα 1994. Εξάλλου, διαπιστώθηκε ότι στις
βασιλικές που έχουν μελετηθεί, το 42,5% έχει βυζαντινό πόδα ίσο προς 31,5 εκ., το 34% ίσο προς 30,8 εκ., το 11% ίσο
προς 30 εκ. και το 8,5% ίσο προς 32 εκ. Σχετικά, βλ. Spremo-Petrovic, ό.π., σ. 127 και Sinos, Vira, σ. 159, σημ. 11.
217 Ρ. Underwood, Some Principles of Measure in the Architecture of the Period of Justinian, CahArch 3 (1948), σ. 65.
Πρβλ. Sinos, Vira, σ. 230.

186
Σχετικά με τη σύνθεση και τη χάραξη βάσει συγκεκριμένων αρχοον και μαθηματικών κανόνων, των
τρίκλιτων βασιλικών γενικότερα που κατασκευάσθηκαν κατά τους μέσους και ύστερους βυζαντι­
νούς χρόνους, καθώς και εκείνων των παλαιοχριστιανικών βασιλικών που συνέχισαν να λειτουρ­
γούν με την αρχική τους μορφή ή με κάποια ανακαίνιση και μετασκευή κατά τους χρόνους αυτούς
στον ελλαδικό χοίρο, η μελέτη στο σύνολο σχεδόν των μνημείων, με λίγες μόνον εξαιρέσεις,
περιορίζεται στην κάτοψή τους, διότι πολλά μνημεία σώζονται σε πολύ χαμηλή στάθμη, άλλα έχουν
υποστεί μετασκευές μεγάλης κλίμακας στο επίπεδο της ανωδομής τους, ενοί σε άλλες περιπτώσεις
δεν ήταν δυνατό να υπάρχουν σχέδια της σημερινής κατάστασης ή της αναπαράστασης της αρχι­
κής μορφής της ανωδομής.
Από τα γνωστά μας παραδείγματα, οι τρίκλιτες παλαιοχριστιανικές βασιλικές στον ελλαδικό χοίρο
έχουν αναλογίες που κυμαίνονται συνήθως μεταξύ του 4:5 και 1ά/5218. Στις αναλογίες αυτές το
μέγιστο μήκος τις περισσότερες φορές περιλαμβάνει και την αψίδα του Ιερού. Όταν αυτή δεν
περιλαμβάνεται, τότε ανάλογα με το άνοιγμά της έχομε μικρές διαφοροποιήσεις στην αναλογική
σχέση που διέπει συνολικά τη χάραξη. Για τη χάραξη των βασιλικών αυτών χρησιμοποιήθηκαν
απλές μαθηματικές σχέσεις, οι οποίες ήταν σχέσεις ακέραιων αριθμών ή σχέσεις που προκύπτουν
με διαδοχικές κατακλίσεις διαγώνιων ορθογώνιων παραλληλογράμμων, τα οποία ξεκινούν από
ένα τετράγωνο σχήμα, δηλαδή, 1:λ/ 2 , 1:ν3, 1:ν5 κτλ.
Στη μεσοβυζαντινή εποχή η τρίκλιτη βασιλική αποκτά λιγότερο επιμηκυσμένη μορφή με αναλογίες
1:1, 1:ν2 και σπανιότερα 1:2, όπου συνήθως δεν περιλαμβάνεται η κόγχη του Ιερού, ενώ γενικό­
τερα η χάραξη δύναται να ξεκινά είτε από τις εξωτερικές είτε από τις εσωτερικές επιφάνειες των
τοίχων ή, τέλος, από τους άξονές τους. Παραδείγματα τρίκλιτοιν βασιλικοίν στη μεσοβυζαντινή
εποχή με αναλογία κάτοψης 1:1 είναι οι Άγιοι Ανάργυροι και οι Ταξιάρχες Μητροπόλεως της
Καστοριάς219, η Κοίμηση της Ζούρτσας220, ο Άγιος Γεώργιος Ήλιδος221, η Βλαχέρνα της Άρτας
στη δεύτερη οικοδομική της φάση222 και ο Άγιος Ευθύμιος Θεσσαλονίκης223. Παραδείγματα της
ίδιας εποχής με αναλογία κάτοψης 1:ν2 είναι ο Άγιος Στέφανος Καστοριάς224, η Επισκοπή
Μάστρου, η Παναγία της Μέντζενας και η Παναγία η Τριμητού225, η πρώτη οικοδομική φάση του

218 Σχετικά με τις χαράξεις των ελληνιστικιόν βασιλικών στην περιοχή του Θε'ματος του Ιλλυρικού, βλ. 8ρτεητο-Ρε1τονίι:,
ό.π., κυρίως ο. 124-126 και 128-131.
219 Βλ. Α. Ορλάνδος, Τα βυζαντινά μνημεία της Καστοριάς, ΑΒΜΕ Δ" (1938), ο. 62, εικ. 42 και ο. 1, εικ. 3, αντίστοιχα. Για
τη χρονολόγησή τους, βλ. δε ΡεΙεΙωηίόίΒ, I ρίυ 3ηυε1π Βίμ^εΐιί άί Κ38ΐοππ, ΘοηϊΒαν XI (1964), ο. 351-366. X. Μπα­
κιρτζής, Επιγραφή στους Αγίους Αναργύρους Καστοριάς, Μακεδονικά ΙΑ" (1971), ο. 324-334. Πρβλ. Ν. Μουτσόπουλος,
Ανασκαφή της βασιλικής του Αγίου Αχίλλειου, ΕΕΠΣΑΠΘ Ε ' (1971-1972), ο. 315-320, 326-328· Βοκοτάπουλος, Εκκλη­
σιαστική αρχιτεκτονική, ο. 99.
220 ΒοιίΓΗβ, Ζοιιτί^, ο. 137-149.
221 Π. Βοκοτάπουλος, Άγιος Δημήτριος Ήλιδος, ΛΔ 24 (1969): Μελέται, ο. 203-210. Βοκοτάπουλος, Εκκλησιαστική αρχι­
τεκτονική, ο. 97, σημ. 3.
222 Βοκοτάπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, ο. 20-28, ο. 21 (χρονολόγηση β" φάσης), ο. 186, 187 (χρονολόγηση α'
φάσης). Α. Ορλάνδος, Μονή Βλαχερνών, ΑΒΜΕ Β" (1936), ο. 49, 180.
223 Γ. Σωτηρίου, Η βασιλική του Αγιον Δημητρών Θεσσαλονίκης, Αθήναι 1952, ο. 138, 139. Σύμφωνα με νεότερη έρευνα,
ο Άγιος Ευθύμιος χρονολογείται το 10ο αιώνα, βλ. Π.Α. Βοκοτάπουλος, Οι μεσαιωνικοί ναοί της Θεσσαλονίκης και η
θέση τους στα πλαίσια της βυζαντινής ναοδομίας, Θεσσαλονίκη μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, Πρακτικά Συμποσίου τεσ-
σαρακονταετηρίδος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1980, ο. 100-101. Βελένης, Ερμηνεία, ο. 131-133,
243, 281.
224 Για τη χρονολόγηση του Αγίου Στέφανου, όπως και των Ταξιαρχών της Μητροπόλεως και των Αγίων Αναργύριυν, βλ.
Ορλάνδος, ό.π. (υποοημ. 219) και Στ. Πελεκανίδης - Μ. Χατζηδάκης, Τα βυζαντινά μνημεία της Καστοριάς, Αθήνα 1981,
ο. 6, 92, 38, αντίστοιχα.
225 Για τα τρία αυτά μνημεία, βλ. Βοκοτάπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, ο. 11-20, 29-41, 179-181, 189-191.

187
Πρωτάτου των Καρύων226, η Αγία Θεοδώρα της Άρτας227, η Παναγία του Ανηλίου-Γκλάτσας228και
πιθανώς η Βλαχερνα της Ηλείας229, χωρίς όμως να αποκλείεται να διέπεται η κάτοψή της από την
αναλογία 3:4. Οι δυο αυτές σχέσεις δίνουν, με τις διαστάσεις της συγκεκριμένης εκκλησίας, την
ίδια αναλογία σε κάτοψη με το συνυπολογισμό ή όχι του πάχους ενός τοίχου αντίστοιχα. Τέλος,
παραδείγματα με αναλογία κάτοψης 1:2 έχομε κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο τη Μητρόπολη της
Καλαμπάκας230 και τον Άγιο Αχίλλειο Πρέσπας231, ενώ η βασιλική Συβρίτου Κρήτης, με την ίδια
αναλογία κάτοψης, βρίσκεται πλησιέστερα στην παλαιοχριστιανική περίοδο232. Στην υστεροβυζα­
ντινή εποχή έχομε παραδείγματα με αναλογίες κάτοψης 1:1 στην Παλαιοκατοΰνα233, 2:3 στην
Παναγία τη Βρεσθενίτισσα234 και 1:2 στον Άγιο Δημήτριο του Μυστρά.
Σύμφωνα με τα προηγούμενα, κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, η πλέον επιμηκυσμένη μορφή της
κάτοψης των τρίκλιτων βασιλικιόν μας δίδεται από την αναλογία 1:2 στη χάραξή της, η οποία είναι
και η σπανιότερη, ενώ στην υστεροβυζαντινή περίοδο, που πλέον γενικότερα σπανίζει ο τύπος της
βασιλικής, ως μόνο παράδειγμα με αυτή την αναλογία έχομε τον Άγιο Δημήτριο του Μυστρά.
Βεβαίως, επιμηκυσμένη κάτοψη έχουν και οι φράγκικες τρίκλιτες βασιλικές, όπως είναι η Αγία
Σοφία Ανδραβίδας με αναλογία 1:3 και η βασιλική του Ζάρακα με αναλογία 1:2, όπου ασφαλώς
ακολουθούνται τα δυτικά πρότυπα ναοδομίας235.
Η συνεχής παράδοση στην κατασκευή της τρίκλιτης βασιλικής στον ελλαδικό χώρο διατηρεί, επο­
μένως, τη χρήση απλών αριθμητικών και γεωμετρικών σχέσεων στη χάραξη της βασικής αναλογίας
της κάτοψής της, από τους παλαιοχριστιανικούς έως τους υστεροβυζαντινούς χρόνους, μόνο που
από τους μεσοβυζαντινούς χρόνους τα κτίσματα τιυν βασιλικών αυτών τείνουν σε λιγότερο επιμη-
κυσμένα σχήματα.
Η ύπαρξη ενός κοινού τρόπου σχεδιασμού βάσει μαθηματικών αρχών, καθώς και μίας ενιαίας
μεθόδου στη σύλληψη των αρχιτεκτονικοί αυτών έργων, καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής

226 P. Mylonas, Les étapes successives de construction du Protaton au Mont Athos, CahArch XXVIII (1979), o. 143-160.
P. Mylonas, Two Middle Byzantine Churches on Athos, Actes du XVe Congrès International d ’Etudes Byzantines, Athènes
1976, Αθήνα 1981, o. 545-574.
227 A. Ορλάνδος, H Αγία Θεοδιύρα της Άρτης, ΑΒΜΕ B ' (1936), σ. 88-104. ΓΙρβλ. Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτε­
κτονική, σ. 95.
228 Μπουρας, Γκλάτσα. Για τη χρονολόγηση του μνημείου, βλ. σ. 260, 261.
229 Ορλάνδος, Βλαχέρναι, σ. 32, 33. Ο Α. Ορλάνδος χρονολογεί τη Βλαχε'ρνα στα τε'λη του 12ου-αρχε'ς του 13ου αιώνα και
αποδίδει τα δυτικά στοιχεία στη φραγκική κατάληψη, που βρήκε το ναό υπό κατασκευή. Ο X. Μπουρας αποσυνδέει την
πρώτη φάση της Βλαχέρνας από το 1204, βλ. Μπουρας, Γκλάτσα, σ. 260, 261. Η πρώτη φάση της, η οποία περιλαμβάνει και
αυτή στοιχεία γοτθικής τεχνοτροπίας, όπως είναι οι προσθήκες στον εξωνάρθηκα και στον όροφο, παρουσιάζει τα χαρα­
κτηριστικά των ναιόν του 12ου αιώνα, τα οποία συναντάμε στον Άγιο Γεώργιο της Ανδρούσας και στην Παναγία της Γκλά-
τσας.
230 Γ. Σωτηρίου, Βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλίας ΙΓ' και ΙΔ" αιώνος. Η βυζαντινή βασιλική της Κοιμήσεως της
Θεοτόκου εν Καλαμπάκα, ΕΕΒΣ ΣΤ" (1929), σ. 291-315.
231 Μουτσόπουλος, ό.π. (υποσημ. 219), σ. 149-406. Για τη χρονολόγηση, βλ. Ν. Μουτσόπουλος, Η βασιλική του Αγίου Αχίλ­
λειου στη Μικρή Πρέσπα, ΔΧΑΕ Σ ' (1964-1965), σ. 194-197.
232 Κ. Καλοκΰρης, Η βασιλική της βυζαντινής Συβρίτου, ΚρητΧρον ΙΓ' (1959), σ. 7-38. Βλ. επίσης, ο ίδιος, ΠΑΕ 1956, σ.
250-26Γ ΠΑΕ 1958, σ. 243-251.
233 Α. Ορλάνδος, Τα Εισόδια της Παλαιοκατουνας, Βυζαντινά μνημεία της Αιτωλοακαρνανίας, ΑΒΜΕ Θ ' (1961), σ. 21-
42. Πρβλ. Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, σ. 97, σημ. 3.
234 Ν. Δρανδάκης, Παναγία η Βρεσθενίτισσα, ΑακΣπουδ Σ ' (1979), σ. 160-185. Ο ίδιος, Βυζαντινοί τοιχογραφίαι της
Μέσα Μάνης, εν Αθήναις 1964, σ. 76, σημ. 2.
235 Για την Αγία Σοφία της Ανδραβίδας και τη βασιλική του Ζάρακα, βλ. Kitsiki-Panagopoulos, Monasteries, σ. 65-77. Η
Αγία Παρασκευή Χαλκίδας, στην αρχική της μορφή, πριν από τη φραγκική επέμβαση που ανάγεται στον 5ο ή στις αρχές
του 6ου αιώνα, θα πρέπει να είχε κάτοψη με αναλογία 1:2. Βλ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Η μεσαιωνική Χαλκίδα και τα
μνημεία της, ΑΕΜ 16 (1970), σ. 186-191. Kitsiki-Panagopoulos, Monasteries, σ. 130. R. Traquair, Frankish Architecture in
Greece, JR1BA 31 (1924), σ. 11.
περιόδου, υποδηλεόνει την ύπαρξη μίας συνέχειας και μίας ζωντανής παράδοσης στη σύνθεση και
την κατασκευή των τρίκλιτων βασιλικοον, η οποία οφείλεται τόσο στην επιβίωση και λειτουργία
των παλαιοχριστιανικών ναών κατά τους βυζαντινούς χρόνους, όσο και στην αδιάκοπη πρακτική
με την ανέγερση νέων ναιόν του τύπου αυτού. Έτσι, παλαιοχριστιανικά μνημεία, όπως η Μητρό­
πολη των Σερρών236, καθιύς και η βασιλική της Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη, ο ονομαζόμενος
Όσιος Νίκων στη Σπάρτη237, η βασιλική στο Τηγάνι της Μάνης238, τα οποία διατηρούσαν την αίγλη
τους κατά τους βυζαντινούς χρόνους, και μνημεία, όπως οι βασιλικές της Μάστρου στη Στερεά
Ελλάδα, του Βυζαρίου και της Συβρίτου στην Κρήτη, τα οποία κτίσθηκαν κατά τη σκοτεινή περί­
οδο μεταξύ των μέσοαν του 7ου και των μέσων του 9ου αιοόνα, αποτέλεσαν το συνδετικό κρίκο και
τη μετάβαση από την παλαιοχριστιανική στη μεσοβυζαντινή τρίκλιτη βασιλική.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία αμφιβολία ότι ο τύπος της τρίκλιτης βασιλικής είχε επιβκόσει στον
ελλαδικό χοίρο καθ’ όλη τη βυζαντινή περίοδο και ότι δεν χάθηκε η γνοίση της κατασκευής του ούτε
διακόπηκε η ανέγερσή του μετά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, για να επαναληφθεί αργότερα,
κάτω από κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες και ξένες επιδράσεις, όπως είχε παλαιότερα διατυπωθεί σε
θεωρίες ξένων μελετητών239. Εξάλλου, εκτός από την ύπαρξη μίας ενιαίας μεθόδου σύνθεσης και
χάραξης το;>ν τρίκλιτων βασιλικοίν, διαπιστοίνεται σχετικά με το σχήμα της κάτοψής τους ότι κατά
τη μέση και την ύστερη βυζαντινή περίοδο είναι συνηθέστερες οι λιγότερο επιμηκυσμένες μορφές
από ό,τι στην παλαιοχριστιανική περίοδο. Τα πολύ επιμηκυσμένα σχήματα τοαν φράγκικων βασιλι-
κοίν δεν βρίσκουν απήχηση στην ύστερη βυζαντινή ναοδομία. Στη μέση βυζαντινή περίοδο δεν
υπάρχει το παραλληλόγραμμο με πλευρά V5 Π, όπου Π το πλάτος του ναού, και το παραλληλό­
γραμμο που χαρακτηρίζεται από την αναλογική σχέση 1:2 είναι σπάνιο και υπάρχει σε τρία μόνο
μνημεία, στο προίιμο παράδειγμα της βασιλικής Συβρίτου της Κρήτης, στον Άγιο Αχίλλειο της Πρέ-
σπας και στη Μητρόπολη της Καλαμπάκας, ενώ στην ύστερη βυζαντινή περίοδο υπάρχει μόνο στον
Άγιο Δημήτριο του Μυστρά. Η χρήση της επιμηκυσμένης μορφής στην ύστερη περίοδο θα πρέπει
ασφαλώς να σχετίζεται με την ύπαρξη των ίδιων βασικών αρχών σχεδιασμού στην παλαιο­
χριστιανική βασιλική του ονομαζόμενου Οσίου Νίκωνος, που βρισκόταν πολύ κοντά στη νέα βυζα­
ντινή πόλη του Μυστρά, στην κοιλάδα του Ευριύτα, μέσα στα τείχη της αρχαίας Σπάρτης και πιθα­
νούς ήταν η παλαιά επισκοπική εκκλησία της Λακεδαιμόνιας, την οποία ο Άγιος Δημήτριος ήλθε να
αντικαταστήσει. Στον ονομαζόμενο Όσιο Νίκωνα υπάρχει η ίδια αναλογική σχέση 1:2, που προσ­
διορίζει το γενικό περίγραμμα της κάτοψής του, η ίδια σχέση 1:1, που προσδιορίζει την κάτοψη του
κυρίως ναού και του κεντρικού διαμερίσματος του Ιερού και η ίδια σχέση α.=β-άΛ, που οργανοΆει
τη διαίρεση του ναού σε κλίτη. Ο Όσιος Νίκων θα πρέπει να λειτουργούσε ακόμη μέσα στο βυζα­
ντινό οικισμό της Σπάρτης και κατά πάσα πιθανότητα θα πρέπει να αποτελούσε το λαμπρότερο ναό
του, πριν οι κάτοικοί του τον εγκαταλείψουν και εγκατασταθούν στη νέα έδρα του ορθόδοξου διοι-

236 Α. Ορλάνδος, Η Μητρόπολις των Σερρών, ΑΒΜΕ Ε' (1939-1940), σ. 153-166.


237 Σύμφιυνα με τις νε'ες παρατηρήσεις του Π. Βοκοτόπουλου, ο ναός τοποθετείται στην παλαιοχριστιανική περίοδο, ίσως
στον 7ο και όχι στο 10ο αιώνα, που παλαιότερα τον είχε τοποθετήσει ο Γ. Σωτηρίου, Ανασκαφαί εν τη Παλαιό Σπάρτη,
ΠΑΕ 1939, σ. 107-118. Βλ. σχετικά Π.Α. Βοκοτόπουλος, Παρατηρήσεις στη λεγάμενη βασιλική του Οσίου Νίκωνος, Πρα­
κτικά Α ' Αιεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, εν Αθήναις 1976-1978, 2, σ. 275-285 και Βοκοτόπουλος, Εκκλη­
σιαστική αρχιτεκτονική, σ. 96, σημ. 1.
238 Ν. Δρανδάκης, Ανασκαφή εις το Τηγάνι της Μάνης, ΠΑΕ 1964, σ. 121-135. Για τη χρονολόγηση της βασιλικής, βλ. ιδι­
αίτερα ο. 134-135. Δεν είναι βε'βαιο αν το μνημείο αυτό ανάγεται στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους με μεταγενε'οτερες
επισκευε'ς ή στους με'σους βυζαντινούς χρόνους. Ασχέτως προς το χρόνο που ιδρύθηκε, είναι πιθανόν η βασιλική αυτή να
αποτελούσε τον καθεδρικό ναό της Επισκοπής Μαΐνης, που μνημονεύεται από τους χρόνους του Αε'οντος ΣΤ" του Σοφού
(886-912). Υπάρχει η άποψη ότι το μνημείο κτίσθηκε ως βασιλική επί Αέοντος του Σοφού, πάνω στα ερείπια παλαιοχρι­
στιανικής βασιλικής, βλ. Μουτσόπουλος, ό.π. (υποσημ. 219), σ. 263 και 275.
234 Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, ο. 98, 99, όπου αναπτύσσονται συνοπτικά οι θεωρίες αυτε'ς και αναφε'-
ρεται και η σχετική βιβλιογραφία.

189
κητή τους. Ήταν, λοιπόν, πολΰ φυσικό να θελήσουν οι πιστοί να μεταφέρουν στη νέα τους κατοικία
τη μνήμη του χοίρου λατρείας τους και το παλαιό ιερό να αναβιώσει και να χρησιμεύσει ως αρχιτε­
κτονικό πρότυπο για το δημιουργό της νέας Μητρόπολης.
Η παράδοση όμιος αυτή, συνεχίζεται και μετά από την ανέγερση της βασιλικής του Αγίου Δημη-
τρίου και το πρότυπο επιβιώνει στον Μυστρά έως τα τελευταία χρόνια της υστεροβυζαντινής
περιόδου. Οι δύο μεγαλύτεροι, μετά τον Άγιο Δημήτριο, ναοί του Μυστρά, η Οδηγήτρια στις αρχές
του Μου αιώνα και η Παντάνασσα κατά το 1428, ακολουθούν στην κάτοψη του ισογείου τους το
δρομικό σχήμα της τρίκλιτης βασιλικής, με τις ίδιες αρχές χάραξης που συναντήσαμε στη Μητρό­
πολη. Η αναλογία του γενικού περιγράμματος που ορίζει το σχήμα της κάτοψης, διέπεται και εδώ
από την αναλογία 1:2, ενιύ ο χώρος του κυρίως ναού που αντιστοιχεί στην περιοχή των κιονοστοι-
χιοίν είναι τετράγωνος. Όμως, βλέπομε ότι σταδιακά το σχήμα της κάτοψης, προίτα στην Οδηγή­
τρια και μετά στην Παντάνασσα, γίνεται λιγότερο επιμηκυσμένο ανάλογα με τα επιμέρους στοι­
χεία που συμπεριλαμβάνονται ή όχι στη σύνθεση του περιγράμματος για τη χάραξη του ναού.
Η διαίρεση του ναού σε τρία κλίτη στην Οδηγήτρια και την Παντάνασσα δίδεται, κατά προσέγγι­
ση, από τη σχέση α = β, όπου α είναι το μισό του πλάτους στο μεσαίο και β είναι το πλάτος των πλά­
γιων κλιτών. Στους δύο αυτούς ναούς βλέπομε ότι το πλάτος του μεσαίου κλιτούς παρουσιάζεται
περισσότερο αυξημένο σε σχέση με το πλάτος των πλάγιιυν κλιτών από ό,τι στον Άγιο Δημήτριο.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στην Οδηγήτρια που αρχικά σχεδιάσθηκε ως δικιόνιος ναός240,
καθώς και στην Παντάνασσα είχε εξαρχής προβλεφθεί ο απαιτούμενος χώρος για την τοποθέτη­
ση του τετραγώνου του κεντρικού τρούλου, έτσι ώστε η διάμετρός του να είναι ίση με την απόστα­
ση μεταξύ των δύο ακραίων ζευγών των κιόνων των τοξοστοιχιών.
Η διαίρεση του ναού σε κλίτη, ο προσδιορισμός του ύψους των αρχιτεκτονικοί στοιχείων που έχουν
άμεση σχέση με τη χάραξή του, ο τρόπος διαμόρφοισης της ανωδομής και ο φοπισμός, είναι
παράγοντες πρωταρχικής σημασίας για τη σύλληψη του εσωτερικού χώρου της βασιλικής. Η σχέση,
από την οποία προκύπτει η διαίρεση του ναού σε κλίτη είναι ανεξάρτητη από την αναλογική σχέση,
η οποία χαρακτηρίζει το περίγραμμα της κάτοψής του, όπως ανεξάρτητη είναι και από τις χρονικές
περιόδους και κατά πάσα πιθανότητα και από τις γεωγραφικές περιοχές. Παρ’ όλα αυτά, η σχέση
α=β-ϋ/2 , που έχει εφαρμοσθεί στον Άγιο Δημήτριο, εκτός από την Αγία Θεοδώρα της Άρτας, απα­
ντά στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στις βασιλικές του ονομαζόμενου Οσίου Νίκωνος, της
Γκλάτσας, της Ζούρτσας και της Βλαχέρνας της Ηλείας. Η σχέση αυτή δημιουργεί στα πλάγια κλίτη
ένα πλάτος μεγαλύτερο από εκείνο του μισού του μεσαίου. Βλέπομε, λοιπόν, ότι στον Άγιο Δημήτριο
τα πλάγια κλίτη αποτελούν σαφέστερα αυτοτελείς χώρους και δεν έχουν το χαρακτήρα πλευρικών
διαδρόμων, όπως συμβαίνει σε ναούς με μεγαλύτερη αναλογική διαφορά στα πλάτη του μεσαίου και
των πλάγιων κλιτών. Αυτό φαίνεται στην Οδηγήτρια και την Παντάνασσα, όπου η αναλογική σχέση
πλάτους των κλιτών έχει άμεση σχέση με την επιλογή του τύπου κάλυψης των υπεροίων.
Στη μελέτη των τρίκλιτοτν βασιλικών ήταν δύσκολο να διαπιστωθεί ο τρόπος προσδιορισμού των
υψών των επιμέρους αρχιτεκτονικών στοίχείων, διότι στο σύνολό τους σχεδόν τα παλαιοχριστιανι­
κά μνημεία σοίζονται σε πολύ χαμηλή στάθμη, ενώ σε εκείνα που διατηρούν την ολοκληρωμένη τους
μορφή, αυτή συχνά είναι αποτέλεσμα μεταγενεστέρων επεμβάσεων. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με
ένα μεγάλο αριθμό μεταγενέστερων μνημείων της βυζαντινής περιόδου. Από τα λίγα μνημεία που
σώζονται στην αρχική, ολοκληρωμένη τους μορφή διαπιστώνεται ότι στους Αγίους Αναργύρους και
στους Ταξιάρχες της Μητροπόλεως στην Καστοριά, η εγκάρσια τομή τους εγγράφεται σε τετράγωνο
σχήμα, δηλαδή η αναλογία πλάτους προς ύψος είναι 1:1, όπως και στον Άγιο Δημήτριο. Στον Άγιο
Στέφανο Καστοριάς η αναλογία είναι Π:Υ=2:3, ενώ στη Βλαχέρνα της Ηλείας είναι Π:Υ=3:2.
Εξάλλου, στους Ταξιάρχες της Μητροπόλειος το πλάτος του μεσαίου κλιτούς προς το ύψος του είναι
1:2, όποις και στον Άγιο Δημήτριο του Μυστρά, όπου όμως στο πλάτος του μεσαίου κλιτούς συμπερι-

240 Ι-^ΙΙειΜεΙιεη, Μγ5ΐΓ3ΐγριΐ8, σ. 105-118.

190
λαμβάνεται και το πάχος των τοίχων κατά τις δύο του πλευρές. Στους Αγίους Αναργύρους της Κα­
στοριάς το καθαρό πλάτος του μεσαίου κλιτούς προς το ύψος του είναι 1:3. Στη Βλαχέρνα της Ηλεί­
ας το πλάτος του μεσαίου κλιτούς, στο οποίο περιλαμβάνεται και το πάχος των τοίχιον κατά τις δύο
του πλευρές, προς το ύψος στην κορυφή του αετώματος στα άκρα της δικλινούς στέγης είναι 2:3.
Τέλος, ενδεικτικά αναφέρομε ότι στη βασιλική του Στουδίου το καθαρό πλάτος του μεσαίου κλιτούς
προς το ύψος της τοιχοποιίας του φωταγωγού, που σώζεται στο αρχικό του ύψος, είναι 1:2.
Η διαμόρφωση της ανωδομής της τρίκλιτης βασιλικής του Αγίου Δημητρίου παρουσίαζε, πριν από
τη μετασκευή της, την ακόλουθη οργάνωση. Στο μεσαίο κλίτος η τοιχοποιία πάνω από τις τοξοστοι-
χίες υπερυψωνόταν και σχημάτιζε διάτρητο από παράθυρα φωταγωγό, ο οποίος στεγαζόταν με
δικλινή ξύλινη στέγη. Ο φωταγωγός καταλάμβανε όλο το μήκος του κυρίως ναού και του Ιερού,
εκτός από ένα μικρό τμήμα στα δυτικά του τεταρτοσφαιρίου της κόγχης του. Στο διάστημα αυτό
παρεμβάλλεται ημικυκλικό τόξο, πάνω στο οποίο στηρίζεται ο ανατολικός τοίχος του φωταγωγού.
Αντίθετα, τα πλάγια κλίτη είχαν εξαρχής μία ενιαία κάλυψη από ημικυλινδρικούς θόλους μεταξύ
της αψίδας των παραβημάτων και του δυτικού πέρατος του κυρίως ναού. Η διαμόρφιυση αυτή είχε
ως αποτέλεσμα τη συνύπαρξη στον ίδιο ναό δύο διαφορετικών τύπων στέγασης, οι οποίοι σε τομή
παρουσιάζουν σε μία μικρή μόνον περιοχή, ίση με το πλάτος του ημικυκλικού τόξου στα δυτικά της
κεντρικής αψίδας του Ιερού, ημικυλινδρικούς θόλους, από τους οποίους ο μεσαίος είναι ελάχιστα
υπερυψωμένος σε σχέση με τους πλάγιους και τυφλός, και συγχρόνους στον υπόλοιπο χώρο του κυ­
ρίως ναού και του Ιερού δύο ημικυλινδρικούς θόλους στα πλάγια κλίτη και έναν υπερυψιυμένο ξυ-
λόστεγο φωταγωγό στο μεσαίο.
Με αφετηρία τη διαμόρφωση της ανωδομής και το φωτισμό του μεσαίου κλιτούς, αναπτύχθηκε
στις αρχές του αιώνα από τον Gabriel Millet η προίτη, αν και ξεπερασμένη πλέον, ολοκληρωμένη
θεωρία σχετικά με τις τρίκλιτες βασιλικές241. Στην κατασκευή των ναών αυτιυν ο Gabriel Millet
διέκρινε δύο παραδόσεις, την ελληνιστική και την ανατολική. Η βασιλική της ελληνιστικής παρά­
δοσης χαρακτηρίζεται από υπερυψωμένο, φωτεινό μεσαίο κλίτος, το οποίο μπορεί να είναι είτε
ξυλόστεγο, είτε θολοσκεπές. Στη δεύτερη περίπτωση τα παράθυρα είναι αραιότερα τοποθετημέ­
να, καθαρά για λόγους κατασκευαστικούς. Αντίθετα, η βασιλική της ανατολικής παράδοσης είναι
θολοσκεπής με τυφλό μεσαίο κλίτος, το οποίο άλλοτε είναι υπερυψωμένο και αυτοτελές στη στέ­
γασή του και άλλοτε συμπεριλαμβάνεται στον ενιαίο τρόπο στέγασης του ναού.
Η συνύπαρξη στον Άγιο Δημήτριο και των δύο τρόπων κάλυψης, όπου στην ανατολική πλευρά του
Ιερού έχομε θόλους και στα τρία κλίτη, ενώ στη δυτική πλευρά του Ιερού και τον κυρίως ναό έχομε
θόλους στα πλάγια κλίτη και ένα ξυλόστεγο υπερυψωμένο φωταγωγό στο μεσαίο κλίτος, εκ πρώτης
όψεως αποκλείει την κατάταξη του Αγίου Δημητρίου σε μία από τις δύο κατηγορίες των τρίκλιτων
βασιλικών, που διέκρινε ο Gabriel Millet. Ο ίδιος άλλωστε αναφέρει ότι η Μητρόπολη του Μυστρά,
όπως και η Βλαχέρνα της Ηλείας, αντιπροσωπεύει τον τύπο του Αγίου Στεφάνου της Καστοριάς,
δηλαδή, τη θολοσκεπή βασιλική με τον υπερυψιυμένο φωταγωγό, πλην όμως θεωρεί ως άστοχη
κάθε προσπάθεια ένταξης των ναών αυτών σε συγκεκριμένη ομάδα και καταλήγει στο συμπέρασμα
ότι η Μητρόπολη ξεχωρίζει από τη θολοσκεπή παραλλαγή της ελληνιστικής βασιλικής242.
Αργότερα, ο Ορλάνδος διέκρινε έναν τρίτο τύπο τρίκλιτοον βασιλικών, το μεικτό, όπου συνυπάρ­
χουν στοιχεία ελληνιστικά και ανατολικά, δηλαδή ο υπερυψιυμένος φωταγωγός και η θολωτή ανιυ-
δομή των πλάγιων κλιτών, αντίστοιχα. Τα παραδείγματα, τα οποία περιέλαβε στον τρίτο αυτό τύ­
πο, ήταν οι τρεις βασιλικές της Καστοριάς και η βασιλική της Καλαμπάκας με την αρχικά θολο­
σκεπή μορφή της, ενοό τη Μητρόπολη του Μυστρά την κατέταξε στον τύπο των ξυλόστεγων βασι­
λικών με κριτήριο τη διαμόρφωση της ανωδομής του μεσαίου κλιτούς243.

241 Millet, Ecole, σ. 15-53.


242 Ό.π., σ. 31,34.
242 Ορλάνδος, ό.π. (υποσημ. 233), σ. 33-36.

191
Ο καθοριστικός παράγοντας για την κατάταξη μίας βασιλικής σε μία από τις τρεις παραπάνω
κατηγορίες είναι η διαμόρφωση του μεσαίου κλιτούς, όσον αφορά στη στέγαση και το φωτισμό
του. Όμως, τόσο η συνύπαρξη των δύο τρόπων κάλυψης στον Άγιο Δημήτριο, όσο και η έλλειψη
άλλων παραδειγμάτων με μεικτή διαμόρφωση ανιυδομής, έκανε δυσχερή την κατάταξη του ναού
αυτού σε μία από τις παραπάνω ομάδες. Δύο ακόμη μνημεία, η Βλαχέρνα της Ηλείας και τα Εισό-
δια της Παλαιοκατούνας, παρουσιάζουν και αυτά μεικτή μορφή στέγασης, η οποία, όμως, και στις
δύο περιπτιόσεις είναι αποτέλεσμα μεταγενέστερης επέμβασης. Οι τεταρτοκυλινδρικοί θόλοι των
πλάγιων κλιτών της Βλαχέρνας, οι οποίοι είχαν παλαιότερα θεωρηθεί ως φραγκική επιρροή, δια­
πιστώθηκε στη συνέχεια244 ότι καλύπτουν υπολείμματα τοιχογραφιών με αρκετά όψιμη χρονο­
λόγηση και επομένως είναι πολύ μεταγενέστερη επέμβαση, ενιό στα Εισόδια της Παλαιοκατούνας
η ξύλινη στέγη αντικατέστησε τον αρχικό ημικυλινδρικό θόλο, ο οποίος στηριζόταν σε πολύ παχείς
πλευρικούς τοίχους245.
Σύμφωνα με τις προηγούμενες διαπιστώσεις και μετά από την προσεκτική διερεύνηση του μνη­
μείου, η οποία αποκλείει το ενδεχόμενο το τμήμα των ημικυλινδρικών θόλων που αντιστοιχεί στον
κυρίως ναό να είναι μεταγενέστερο από εκείνο που αντιστοιχεί στο Ιερό, θα μπορούσε η μεικτή
κάλυψη του Αγίου Δημητρίου να θεωρηθεί όχι ως μία τυπολογική παραλλαγή, αλλά ως μία συν­
θετική επιλογή. Ο κατασκευαστής αρχικά επέλεξε για τον Άγιο Δημήτριο τη λύση με τον ξυλό-
στεγο φωταγιυγό στο μεσαίο κλίτος και στη συνέχεια προέκτεινε απλιύς τη θολοδομία των παρα-
βημάτων στα πλάγια κλίτη του κυρίως ναού προκειμένου να εξοικονομήσει τις αναγκαίες επιφά­
νειες για το προκαθορισμένο ευρύ εικονογραφικό πρόγραμμα της Μητρόπολης του Μυστρά, η
οποία είχε διπλή αφιέρωση «εις Δόξαν Θεού και του μεγαλομάρτυρος αυτού Δημητρίου».
Η θολωτή κάλυψη των παραβημάτων - αν και στην περίπτωση του Αγίου Δημητρίου αποτελεί
τμήμα μίας ενιαίας κάλυψης που εκτείνεται σε όλο το μήκος των πλάγιων κλιτών - είναι στοιχείο
αρκετά διαδεδομένο στις τρίκλιτες βασιλικές. Τη συναντάμε με τη μορφή τρουλίσκων σε μνημεία
της σφαίρας επιρροής της πρωτεύουσας, όπως στην Αγία Σοφία της Νίκαιας, στη βασιλική των Τα­
ξιαρχών στη Θεσσαλονίκη, στον Άγιο Αχίλλειο της Πρέσπας και στη Μητρόπολη των Σερρών246.
Στον Άγιο Αχίλλειο οι τρουλίσκοι ανήκουν πιθανώς σε μεταγενέστερη επισκευή του 11ου αιώνα,
κατά την οποία, όμως, θα πρέπει να αντικαταστάθηκε μία παρόμοια προϋπάρχουσα κατασκευή.
Ομοίως στην Αγία Σοφία της Νίκαιας, η κατασκευή των τρουλίσκων στα παραβήματα ανάγεται σε
μεταγενέστερη κατασκευή, η οποία τοποθετείται μεταξύ του 11ου και των αρχιόν του 14ου αιώνα.
Η κάλυψη τοον παραβημάτων με ημικυλινδρικούς θόλους απαντά συνήθως σε συνδυασμό με την
όμοια κάλυψη και του κεντρικού διαμερίσματος του Ιερού. Στην περίπτωση αυτή η βασιλική πα­
ρουσιάζει σε τομή, σύμφωνα με τη θεωρία του Gabriel Millet, τον τύπο της ανατολικής παράδο­
σης, όπου το μεσαίο κλίτος είναι λίγο περισσότερο υπερυψωμένο από τα πλάγια, αλλά τυφλό. Τη
διάταξη αυτή τη συναντάμε στη Βλαχέρνα της Ηλείας, στη Θεοτόκο της Γκλάτσας και στην ανατο­
λική πλευρά του Αγίου Δημητρίου του Μυστρά. Στη Βλαχέρνα και τη Γκλάτσα ο ημικυλινδρικός
θόλος καταλαμβάνει όλο το μήκος του Ιερού, ο υπερυψωμένος φωταγωγός αντιστοιχεί μόνο στην
περιοχή του κυρίως ναού και η διαφοροποίηση στη διαμόρφωση της ανωδομής των δύο παραπά­
νω ενοτήτων του ναού διακρίνεται εξωτερικά με την κλιμάκιοση των στεγών. Στον Άγιο Δημήτριο
του Μυστρά η διάταξη αυτή έχει ιδιάζουσα μορφή, διότι η θολωτή κατασκευή του κεντρικού δια­
μερίσματος του Ιερού έχει πολύ περιορισμένο μήκος, ελάχιστα μεγαλύτερο από τον υπερκείμενο
ανατολικό τοίχο του φωταγωγού και συνεπώς παρουσιάζεται με τη μορφή ενός ημικυκλικού τόξου.
Η απόσταση του τοίχου, που εισέχει ως προς το ανατολικό μέτωπο του τόξου αυτού, και του τεταρ-
τοσφαιρίου της κόγχης του κεντρικού διαμερίσματος του Ιερού καλύπτεται από τοιχίο με μορφή

244 Βλ. ΑΔ 25 (1970): Χρονικά, σ. 206, 207. Πρβλ. Μποΰρας, Γκλάτσα, σ. 256.
245 Ορλάνδος, ό.π. (υποσημ. 233), σ. 24, 25, εικ. 4.
246 Κατά τον Α. Ορλάνδο τρουλίσκοι υπήρχαν και στην Παλαιοκατουνα, βλ. Ορλάνδος, ό.π., σ. 26.

192
μικρού αετώματος, στην κορυφή του οποίου διαμορφώνεται μικρή στέγη. Η αετωματική αυτή
κατασκευή εισέχει και εξασφαλίζει μία κλιμάκωση στη στέγαση του Ιερού, ανάλογη με εκείνη της
Βλαχέρνας και της Γκλάτσας σε μία, όμως, περιορισμένη, υποτυπώδη μορφή.
Ανάλογη διαμόρφωση με αυτή του Αγίου Δη μητριού συναντάμε στη θολοσκεπή βασιλική του
Αγίου Στεφάνου της Καστοριάς, ενώ στους Αγίους Αναργύρους της Καστοριάς247το τόξο αυτό στο
Ιερό καταλαμβάνει το δυτικό τμήμα του τεταρτοσφαιρίου της κόγχης. Δηλαδή, η μικρή αετωματι­
κή κατασκευή που σχηματίζεται πάνω από το τόξο βρίσκεται έξω από τον ανατολικό τοίχο του
ναού, πάνω από τον οποίο βρίσκεται ο αντίστοιχος τοίχος του φωταγωγού, και έτσι αυτή αποτελεί
ένα ανεξάρτητο δομικό στοιχείο.
Το παραπάνω τόξο στα δυτικά της αψίδας του κεντρικού διαμερίσματος του Ιερού, το οποίο πα-
λαιότερα είχε χαρακτηρισθεί ως μία αρχαϊκή μορφή ανατολικής προέλευσης, στην πραγματικότη­
τα αποτελεί κατασκευαστικά μία λύση για τη στήριξη του ανατολικού τοίχου του φωταγωγού, ενώ
μορφολογικά λειτουργεί εξωτερικά ως μεταβατικό στοιχείο μεταξύ των οργανισμών του Ιερού και
του φωταγωγού και εσωτερικά διαμορφώνει ένα είδος θριαμβευτικής αψίδας. Την ίδια ακριβώς
εντύπωση έχει κανείς με τη διαμόρφωση του ημικυλινδρικού θόλου στο κεντρικό διαμέρισμα του
Ιερού στη Μητρόπολη των Σερρών248, όπου η θριαμβευτική αψίδα στηρίζεται σε παραστάδες, ενώ
στον Άγιο Δημήτριο, τον Άγιο Στέφανο και τους Αγίους Αναργύρους της Καστοριάς στηρίζεται
απευθείας στους πλάγιους τοίχους. Στην περίπτωση του Αγίου Δημητρίου η γένεση του τόξου
αυτού ορίζεται από την προέκταση του κοσμήτη, ο οποίος συγχρόνως ορίζει και τη γένεση του
τεταρτοσφαιρικού θόλου της αψίδας. Τέλος, θα πρέπει να αναφέρομε ότι θολοσκεπές Ιερό και
ξυλόστεγο κυρίως ναό συναντάμε σε γοτθικούς ναούς του ελλαδικού χοίρου, όπως είναι η Αγία
Σοφία της Ανδραβίδας, η Θεοτόκος της Τσοβας και η Αγία Παρασκευή της Χαλκίδας249.
Όσον αφορά στη θολωτή στέγαση των τρίκλιτων βασιλικών στη μέση και ύστερη βυζαντινή
περίοδο, η κύρια θέση του Gabriel Millet ήταν ότι στον ελλαδικό χώρο επικράτησε η θολοσκεπής
βασιλική με τη συνύπαρξη, όμως, και των δύο παραδόσεων, της ελληνιστικής με πεδίο κυρίως τη
Μακεδονία και παραδείγματα στην υπόλοιπη Ελλάδα και της ανατολικής, η οποία διαδόθηκε στη
Λακωνία, στην Αττική και την Κρήτη. Η ξύλινη στέγη ήταν στοιχείο κωνσταντινουπολίτικης προέ­
λευσης που υιοθετήθηκε από τις βόρειες περιοχές, ενώ στον ελλαδικό χώρο δεν εμφανίσθηκε
παρά μόνον κάτω από τη φραγκική επίδραση ή λόγω κάποιας ανωμαλίας σε ένα κτίριο, που κατά
τα άλλα θα έπρεπε να είναι θολοσκεπές. Η θέση αυτή, η οποία είχε στηριχθεί σε πολύ περιορι­
σμένο αριθμό παραδειγμάτων ξυλόστεγων βασιλικών, αναθεωρήθηκε το 1931 από τον Γεώργιο
Σωτηρίου με μία σειρά νέων παραδειγμάτων, ενοό λίγο αργότερα στον κατάλογο των ξυλόστεγων
βασιλικών, που καταρτίσθηκε από τον Αναστάσιο Ορλάνδο250, από τα ένδεκα παραδείγματα τα
περισσότερα τοποθετήθηκαν χρονικά στην περίοδο πριν από τη φραγκοκρατία. Οι έρευνες που
ακολούθησαν και οι οποίες επισήμαναν νέα παραδείγματα ή οδήγησαν σε νέες χρονολογήσεις
των ήδη γνωστών παραδειγμάτων, έκαναν δυνατή την αναθεώρηση, όχι μόνον της αρχικής θέσης
του Gabriel Millet, αλλά και της κατά πολύ μεταγενέστερης θεωρίας του Antoine Bon251, στην
οποία υποστηρίζεται η αναβίωση της ξυλόστεγης βασιλικής, αλλά και η εξάπλωσή της μετά τη
φραγκοκρατία. Έτσι, από τις βασιλικές οι οποίες τοποθετούνται στους πριν από το 1204 χρόνους,
ξυλόστεγες είναι οι επισκοπές Μάστρου και Βυζαρίου, η Παναγία η Τριμητού, η βασιλική της

247 Ορλάνδος, ό.π. (υποσημ. 219), σ. 13, 108, εικ. 74, σ. 111, εικ. 78, σ. 10, 11, εικ. 3, 13, εικ. 4, σ. 5, εικ. 7.
248 Ορλάνδος, ό.π. (υποσημ. 236), σ. 155, 156 και εικ. 2.
249 Kitsiki-Panagopoulos, Monasteries, σ. 65-77.
250 Γ. Σωτηρίου, Βυζαντιναί βασιλικοί Μακεδονίας και παλαιός Ελλάδος, ΒΖ 30 (1929-1930), σ. 568-576, πίν. ΙΧ-Χ. Από
τα παραδείγματα που αναφε'ρει ο Γ. Σωτηρίου, η Παντάνασσα Φιλιππιάδος ήταν πιθανώς σταυροειδής τρουλαίος ναός
και όχι βασιλική. Επίσης, βλ. Ορλάνδος, ό.π. (υποσημ. 233), σ. 33, 34.
251 Α. Bon, La Moree franque, Paris 1969, Texte, σ. 587.

193
Ζούρτσας και της Μέντζενας, η Κοίμηση της Ζαραφώνας, ο Άγιος Αχίλλειος Πρέσπας, η πρώτη
φάση του Πρωτάτου και της Βλαχέρνας της Άρτας, η βασιλική του Γλυκέως (με πολλές επιφυλά­
ξεις διότι είναι ένα μνημείο πολύ κατεστραμμένο), οι μητροπόλεις Μεσημβρίας και Σερβίων, η
Αγία Θεοδώρα Άρτας, η Παναγία της Γκλάτσας, η Βλαχέρνα και ο Άγιος Δημήτριος Ηλείας, ενώ
κατά πάσα πιθανότητα στη μεσοβυζαντινή περίοδο ανήκει και η Αγία Παρασκευή Παλαιογαρδι-
κίου, ενδέχεται δε να είναι ξυλόστεγη και η πολύ κατεστραμμένη βασιλική στην Άτταλη Εύ­
βοιας252. Αντίθετα, θολοσκεπείς βασιλικές της ίδιας περιόδου είναι μόνον ο Άγιος Στέφανος, οι
Ταξιάρχες της Μητροπόλεως και οι Άγιοι Ανάργυροι Καστοριάς, η παλαιά Επισκοπή Ωλένης και
πιθανώς η Μητρόπολη Καλαμπάκας.
Εξάλλου, από τις βασιλικές της μέσης περιόδου που βρίσκονται στην Πελοπόννησο, πέντε είναι
ξυλόστεγες, ενώ μόνο μία είναι θολοσκεπής. Παρενθετικά σημειώνεται ότι ξυλόστεγο ήταν, επί­
σης, το μεσαίο κλιτός της τρίκλιτης βασιλικής του Αγίου Νικολάου στο Ρ υΐΌ ΐκύ, στην Αλβανία, που
χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα253. Τέλος, στη μετά το 1204 περίοδο, εκτός από
τους φραγκικούς ναούς, την Αγία Παρασκευή Χαλκίδας, τη Θεοτόκο της Τσοβας και την Αγία
Σοφία Ανδραβίδας, ξυλόστεγες βασιλικές είναι μόνον ο Άγιος Ευθύμιος Θεσσαλονίκης, η μικρή
βασιλική της Αλίκας Άργους και ο Άγιος Δημήτριος του Μυστρά, ενώ θολοσκεπείς είναι τα Εισό-
δια Παλαιοκατούνας, η δεύτερη φάση της Βλαχέρνας Άρτας, η Παναγία στο Μουχλί, η Γοργοε-
πήκοος Τσιπιανών254 και η Παναγία η Βρεσθενίτισσα.
Ομοάος, έχουν πλέον ξεπερασθεί οι θεωρίες που συσχέτιζαν ορισμένα από τα επιμέρους στοιχεία
μίας βασιλικής, όπως τα στηρίγματα των τοξοστοιχιών της ή τα υπεριύα, με μία από τις δύο παρα­
δόσεις. Η χρήση των πεσσών ή των κιόνων δεν συνδέεται με την ελληνιστική και την ανατολική
παράδοση αντίστοιχα, αλλά οφείλεται καθαρά σε οικονομικούς λόγους. Είναι γνωστό ότι στην
παλαιοχριστιανική περίοδο χρησιμοποιούσαν και πεσσούς εκτός από μαρμάρινους κίονες, ενώ
από τη μεσοβυζαντινή περίοδο και εξής, λόγω του μεγάλου κόστους κατασκευής των κιόνων,
τοποθετούσαν μαρμάρινα μέλη σε δεύτερη χρήση, όπως στην περίπτωση του Αγίου Δημητρίου.
Σχετικά με τα υπερώα στις βασιλικές, αυτά δεν αποτελούν αποκλειστικό γνώρισμα της ελληνιστι­
κής παράδοσης και η ύπαρξή τους δεν εξαρτάται άμεσα από το μέγεθος του ναού, όπως γίνεται
φανερό από τον Άγιο Στέφανο Καστοριάς, αλλά από τις λειτουργικές ανάγκες του. Το στοιχείο
αυτό, το οποίο ήταν σύνηθες στη ναοδομία των παλαιοχριστιανικών και πριυτοβυζαντινών χρόνων,
τείνει να εκλείψει, διότι παύει να υφίσταται η ανάγκη ύπαρξης ξεχωριστού χώρου για τους κατη­
χούμενους. Έτσι, είναι χαρακτηριστικό ότι από τις μεσοβυζαντινές βασιλικές μόνον ο Άγιος Αχίλ­
λειος της Πρέσπας και ο Άγιος Στέφανος Καστοριάς έχουν υπεριύα, ενώ η περιστασιακή επανεμ­
φάνιση των υπερώων σε υστεροβυζαντινούς ναούς ορισμένων περιοχών της αυτοκρατορίας, όπως ο
Μυστράς, οφείλεται σε ιστορικούς και λειτουργικούς λόγους, οι οποίοι θα αναλυθούν στη συνέχεια.
Το Ιερό του Αγίου Δημητρίου ακολουθεί τη συνήθη διάταξη που εφαρμόζεται στις τρίκλιτες βασι­
λικές της βυζαντινής περιόδου, δηλαδή καταλαμβάνει όλο το πλάτος του ναού και παρουσιάζει τρι­
μερή διαίρεση, η οποία πραγματοποιείται από τοίχους, στους οποίους ανοίγεται μικρή τοξυοτή
δίοδος. Ο διαχωρισμός του Ιερού από τον κυρίως ναό επιτυγχάνεται με την κατασκευή στο δάπεδο
ενός αναβαθμού και του τέμπλου. Αντίθετα, στο επίπεδο της ανωδομής υπάρχει, όπως είδαμε,

252 Η Παναγία του Μπρυιυνη οικοδομήθηκε ως δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμε'νος ναός με νάρθηκα. Η μετατροπή του
δυτικού τμήματος σε τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική ανάγεται στην προ εκατονταετία επισκευή του ερειπωμε'νου μνημείου.
Βλ. Π.Λ. Βοκοτόπουλος, Παρατηρήσεις επί της Παναγίας του Μπρυώνη, ΑΔ 28 (1973): Μελε'ται, σ. 159-168.
2--'3 G. Koch, Albanien Kunst und Kultur im Land der Skipetaren, Köln 1989, σ. 199-200. Al. Meksi, Arkitektura dhe Restau-
rimi I Kishes se Perondise, Monumentet 5-6 (1973), σ. 19-42.
254 Για την Παναγία του Μουχλίου, βλ. Ν. Μουτσόπουλος, Η Παναγία του Μουχλίου, Πελοποννησιακά Γ (1959), σ. 288-
309. Για τη Γοργοεπήκοο Τσιπιανιόν, βλ. Ν. Μουτσόπουλος, Αι παρά την Τρίπολιν μοναί Γοργοεπηκόου, Βαρσών και
Επάνω Χρέπας από αρχιτεκτονικής ιδίως απόψεως, ΕΕΒΣ 29 (1959), σ. 390-445.

194
συνεχεία μεταξύ Ιερού και κυρίως ναού με την ενιαία κάλυψή τους. Μόνο στο ανατολικό άκρο του
μεσαίου κλιτούς παρουσιάζεται διαφοροποίηση στην κάλυψή του με την παρεμβολή ημικυκλικού
τόξου μεταξύ του ξυλόστεγου φωταγωγού και του τεταρτοσφαιρίου της αψίδας.
Τα δύο πλάγια διαμερίσματα του Ιερού, όπως είναι γνωστό, δεν χρησιμεύουν πάντοτε ως πρόθε­
ση και διακονικό, αλλά συχνά ως παρεκκλήσια. Στον Άγιο Δημήτριο το διακονικό παρουσιάζει μία
ιδιαίτερη διαμόρφωση, την οποία συναντάμε και στην Παναγία της Γκλάτσας, με μικρότερη δίοδο
προς το κεντρικό διαμέρισμα του Ιερού από εκείνη της πρόθεσης και μικρή κόγχη με τεταρτοσφαι-
ρική απόληξη στα βόρεια της αψίδας, η οποία έχει το ρόλο της πρόθεσης. Εξάλλου, ο ιδιαίτερος
εικονογραφικός κύκλος με το βίο και τα θαύματα των αγίων Κοσμά και Δαμιανού μας οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι το νότιο διαμέρισμα του Ιερού ήταν παρεκκλήσιο αφιερωμένο στη λατρεία των
θεραπευτών αγίων255. Εδώ, θα πρέπει να υποθέσομε ότι η ιδιαίτερη αυτή λατρεία ήταν συσχετι­
σμένη με μία γενικότερη λειτουργία της Μητρόπολης ως τόπου περίθαλψης της πόλης, τουλάχιστον
για το λαϊκό πληθυσμό της.
Οι τρεις αψίδες έχουν μορφή εξωτερικά τρίπλευρη και εσωτερικά ημικυκλική, με μία ελαφρά υπε-
ρύψωση στη χάραξη της νότιας. Η πολυγωνική ή ημικυκλική εξωτερική διαμόρφωση των αψίδων,
όπως είχε παρατηρήσει η Μαρία Σωτηρίου256, εξαρτάται κυρίως από το υλικό δομής τους και όχι
από τον τύπο ή το χρόνο κατασκευής του ναού. Πράγματι, οι τρίπλευρες αψίδες επικρατούν στον
ελλαδικό χώρο από το 10ο αιώνα συγχρόνως με το πλινθοπερίκλειστο σύστημα, όπου οι λίθοι είναι
πελεκητοί, εξακολουθούν, όμως, να υπάρχουν στη δεύτερη χιλιετία ημικυκλικές αψίδες, οι οποίες
κτίζονται από αργολιθοδομή, ενώ τρίπλευρες αψίδες συναντάμε ήδη από τους παλαιοχριστιανι­
κούς χρόνους στον ονομαζόμενο Όσιο Νίκωνα, τον 6ο ή 7ο αιιονα στην Aboba Pliska257, στη βασι­
λική του Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη και τον 9ο αιώνα στη Σκριπού258 και στον Άγιο Στέ­
φανο Καστοριάς.
Η τρίπλευρη, εξωτερικά, διαμόρφωση των αψίδων κατά τη μέση και την ύστερη βυζαντινή περίοδο
χαρακτηρίζει κυρίως την ελλαδική σχολή, ενώ οι πολύπλευρες αψίδες χαρακτηρίζουν τα μνημεία
της Κωνσταντινούπολης και της σφαίρας επιρροής της. Στον Μυστρά τρίπλευρες είναι οι αψίδες
των δύο παλαιότερων ναών, του Αγίου Δημητρίου και των Αγίων Θεοδώρων, καθώς και οι αψίδες
της Αγίας Σοφίας. Τρίπλευρες, επίσης, είναι οι πλάγιες αψίδες της Οδηγήτριας, της Ευαγγελί­
στριας, του διακονικού της Περιβλέπτου και της Παντάνασσας. Πολυγωνικές είναι η κεντρική
αψίδα της Οδηγήτριας και η αψίδα του Αγίου Γεωργίου με επτά πλευρές, η κεντρική αψίδα της
Παντάνασσας, η αψίδα της πρόθεσης της Περιβλέπτου και η αψίδα του Αη Γιαννάκη με πέντε
πλευρές και, τέλος, η αψίδα της πρόθεσης της Παντάνασσας με τέσσερις πλευρές. Τέλος, πολυγω­
νικές είναι και οι πλάγιες αψίδες του Αγίου Νικολάου, ο οποίος ανήκει στη μεταβυζαντινή περί­
οδο, ενώ ημικυκλική είναι η κεντρική αψίδα του, καθώς και η αψίδα του παρεκκλησίου που βρί­
σκεται στα νοτιοανατολικά του259.
Από τις τρίκλιτες βασιλικές των μεσοβυζαντινών χρόνων τρίπλευρες αψίδες και στα τρία διαμερί­
σματα του Ιερού έχουν η Παναγία της Γκλάτσας, η Βλαχέρνα της Ηλείας, η Παλαιοκατούνα και η
Αγία Θεοδώρα της Άρτας. Η Βλαχέρνα της Άρτας έχει τρίπλευρη την κεντρική αψίδα της, η οποία
ανήκει στη δεύτερη φάση του ναού, ενώ η αψίδα της πρόθεσης της ίδιας εποχής είναι πεντάπλευ­
ρη και η αψίδα του διακονικού, η οποία ανήκει στην πρώτη φάση και κατείχε τη θέση της κεντρι­
κής αψίδας στην αρχική βασιλική, είναι ημικυκλική. Ο Άγιος Δημήτριος της Ηλείας έχει τρίπλευ-

2:0 Χατζηδάκης, Νεώτερα, σ. 142-175.


25ί> Μ. Σωτηρίου, Ο ναός της Σκριποΰς Βοιωτίας, Ti? 1931, σ. 131, 132.
2"'7 Για τη χρονολόγηση, βλ. Γ. Σωτηρίου, Χριστιανική και βυζαντινή αρχαιολογία, Α', Αθήναι 1942, σ. 508. Για την κάτοψη
του μνημείου, βλ. Β. Filow, Die altbulgarische Kunst, Bern 1919, σ. 8, εικ. 5.
~ s Σωτηρίου, ό.π., σ. 119-157. Πρβλ. Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, σ. 132.
259 Για τις κατόψεις των μνημείων του Μυστρά, βλ. Millet, Monuments και Sinos, Mistras.

195
ρη την κεντρική αψίδα του, ενώ η αψίδα του διακονικού που σώζεται είναι ημικυκλική. Τέλος, τρί­
πλευρη είναι η κεντρική αψίδα του Αγίου Στεφάνου της Καστοριάς. Τρίπλευρες είναι, επίσης, οι
αψίδες των δύο ναών, που τοποθετούνται κατά πάσα πιθανότητα στους παλαιοχριστιανικούς
χρόνους, της βασιλικής στο Τηγάνι της Μάνης και του ονομαζόμενου Οσίου Νίκωνος στη Σπάρτη,
του οποίου ο τύπος παρουσιάζει τα περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά με τον Άγιο Δημήτριο.
Στην κεντρική κόγχη του Αγίου Δη μητριού διαμορφώνεται σύνθρονο από τρία εδαίλια και τον επι­
σκοπικό θρόνο κτισμένο στο μέσον του ημικυκλίου της κόγχης. Η διάταξη αυτή ακολουθεί πιστά
τα αναγραφόμενα στην ανατολικής προέλευσης «Διαθήκη του Κυρίου»260. Η πιθανότητα τοποθέ­
τησης του σύνθρονού μετά την ανέγερση της βασιλικής και συνεπώς η μετατροπή της σε
μητροπολιτικό ναό σε μεταγενέστερη από την ίδρυσή της εποχή προσκρούει στο ότι οι τοιχογρα­
φίες του Ιερού έπονται της κατασκευής του σύνθρονού, αφού η σύνθεσή τους ακολουθεί το περί­
γραμμά του και συγχρόνως τονίζει τη σημασία του.
Το σύνθρονο είναι ένα στοιχείο των παλαιοχριστιανικοίν χρόνων που παρουσιάζεται με την πλέον
επιβλητική του μορφή στην Αγία Ειρήνη της Κωνσταντινούπολης, στον Άγιο Νικόλαο των Μύρων
και στον Άγιο Νικόλαο στη βόρεια πλευρά της μεγάλης εκκλησίας της Καταπολιανής της Πάρου.
Το κατάλοιπο αυτό των προπων χριστιανικών ναών επιζεί σε μεσοβυζαντινούς ναούς, όπως στον
Όσιο Λουκά, στον Άγιο Αχίλλειο και σε ναούς της Μάνης και της Νάξου, ενώ δεν συνηθίζεται
πλέον στην υστεροβυζαντινή περίοδο, με εξαίρεση τον Άγιο Δημήτριο του Μυστρά και την Πανα­
γία τη Βρεσθενίτισσα. Έτσι, το σύνθρονο διατηρείται κυρίως σε αρχιερατικές έδρες, μητροπόλεις-
επισκοπές-καθολικά, όπως είναι οι επισκοπές Μάστρου, Βυζαρίου, Σαντορίνης και Σκοπέλου,
Ευρυτανίας, Δροπόλεως και Βρεσθένων, το καθολικό του Οσίου Λουκά, καθώς και η Μητρόπολη
του Μυστρά. Η ύπαρξη σύνθρονού σε ναούς όπως ο Άγιος Στέφανος και ο Άγιος Γεοόργιος
Καστοριάς, η Σκριπού και η Αγία Ειρήνη στον Κάμπο Ικαρίας, πιθανώς υποδηλώνει ότι οι ναοί
αυτοί διετέλεσαν αρχιερατικές έδρες, ενώ η ύπαρξή του σε ένα μεγάλο αριθμό μικριον ναών της
Νάξου, στην Επισκοπή της Σκύρου και σε ορισμένα άλλα παραδείγματα μπορεί να αποδοθεί σε
προσκόλληση των τοπικοόν μαστόρων στην παράδοση261. Εξάλλου στην Οδηγήτρια, το καθολικό
της μονής Βροντοχίου, στην κόγχη του Ιερού Βήματος υπάρχει ένα μόνο εδώλιο.
Ο νάρθηκας του Αγίου Δη μητριού, όπως ήδη αναφέρθηκε, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της γενι­
κής σύνθεσης. Επομένως, η ύπαρξη του αρμού κατά την επαφή του νάρθηκα με τον κυρίως ναό,
εσωτερικά, υποδηλιόνει όχι μία μεταγενέστερη οικοδομική φάση, αλλά ένα προσθετικό τρόπο
οικοδόμησης ενός συνόλου μέσα σε σχετικώς μικρά χρονικά διαστήματα. Στην Οδηγήτρια ο νάρ­
θηκας προστίθεται με την αλλαγή του σχεδίου κατά την ανοικοδόμησή της, ενώ στην Παντάνασσα
η κατασκευή του ναού και του νάρθηκα είναι σαφώς ενιαία. Στους Αγίους Θεοδώρους και στην
Περίβλεπτο του Μυστρά δεν είχε αρχικά προβλεφθεί νάρθηκας, στην προπη περίπτωση πιθανώς
λόγιο κάποιας ξεχωριστής λειτουργίας του μνημείου και στη δεύτερη περίππυση λόγω της ιδιαίτε­
ρα ανιόμαλης τοπογραφίας της περιοχής. Τέλος, στην Αγία Σοφία η μεταγενέστερη προσθήκη του
νάρθηκα έκλεισε μερικώς το δίλοβο παράθυρο της δυτικής κεραίας του σταυρού.
Η τριμερής διαίρεση του νάρθηκα απαντά σε αρκετά μνημεία όπου, όμως, συνήθως συνδυάζεται
με μία ανάλογη διάταξη στη στάθμη της ανωδομής. Η τριμερής διάταξη της στέγης αποτελεί τον
κανόνα στους ελλαδικούς σταυροειδείς εγγεγραμμένους ναούς από τα μέσα ήδη του 10ου αιώνα,

260 Α. Ορλάνδος, Η ξνλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλική, Αθήναι 1954, σ. 29.


2f>1 Για τον Άγιο Νικόλαο της Πάρου, βλ. Η.Η. Jewell - F. Hasluck, Our Lady of the Hundred Gates in Paros, London 1920,
o. 13-28. Σχετικά με τους ναούς της Νάξου, σύνθρονο υπήρχε σε 30 τουλάχιστον ναούς της νήσου, βλ. Γ. Δημητροκάλλης,
Σνμβολαί εις την μελέτην των βυζαντινών μνημείων της Νάξον, Αθήναι 1972, σ. 188. Στη Σκριπού ο A.H.S. Megaw διαπι-
στώνει την ύπαρξη σύνθρονού, βλ. A.H.S. Megaw, The Skripou Screen, BSA 61 (1966), σ. 1-32. Για την Επισκοπή Σκύρου,
βλ. X. Μπούρας, Η αρχιτεκτονική της Επισκοπής Σκύρου, ΔΧΑΕ ΕΓ (1960-1961), σ. 57-76. Σχετικά με το σύνθρονο της
Επισκοπής, η ύπαρξή του μας είναι σήμερα γνωστή μόνον από περιγραφή του Που αιώνα, βλ. G. Hofmann. Vescovandi
cattolici della Grecia, v. Thera, Orientalia Christiana, Analecta 130 (1939-1941), σ. 67.

196
με την κεντρική στέγη δίκλινη και τις πλάγιες μονοκλινείς με κλίση προς τα δυτικά. Οι μονοκλινείς
στέγες των πλάγιων διαμερισμάτων με κλίση προς τα νότια και τα βόρεια απαντά μόνο σε μετα­
γενέστερα μνημεία, ενώ η δίκλινης στέγη των διαμερισμάτων αυτών υπάρχει σε πολύ λίγα παρα­
δείγματα, τα οποία τοποθετούνται μεταξύ του τέλους του 10ου και του 13ου αιώνα262.
Την τριμερή διαίρεση της θολοδομίας τη βρίσκομε στο νάρθηκα της Γκλάτσας, αν και στο μνημείο
αυτό η εξωτερική διαμόρφωση της στέγης θα πρέπει να ήταν ενιαία. Στη Βλαχέρνα, μνημείο της
ίδιας εποχής και του ίδιου τύπου με το προηγούμενο, ο Ορλάνδος είχε προτείνει στην αναπαρά­
σταση της αρχικής μορφής του με το μονώροφο νάρθηκα, τριμερή οργάνωση της ανωδομής. Στον
Άγιο Δημήτριο, παρά την ύπαρξη των σφενδονίων και τις μικρές υψομετρικές διαφορές μεταξύ
πυν τμημάτων του ημικυλινδρικού θόλου, η ανωδομή ουσιαστικά ήταν ενιαία, όπως άλλωστε και η
στέγη με κλίση προς τα δυτικά. Η κάλυψη με τον ενιαίο ημικυλινδρικό θόλο και τη μονοκλινή
στέγη χαρακτηρίζει πρώιμα μνημεία, όπως είναι η Σκριπού, η Κοίμηση της Απιδιάς στη Λακωνία
και ο Άγιος Στέφανος της Τριγλίας στη Βιθυνία, ενώ επίσης συναντάται σε μνημεία του 11ου
αιώνα, όπως είναι η Αγία Ειρήνη του Κάμπου Ικαρίας, ο Άγιος Νικόλαος κοντά στη Μονεμβασία,
η Παλαιοπαναγιά της Σελλασίας και η Κοίμηση της Απολλωνίας, καθώς και σε μεταγενέστερα βυ­
ζαντινά μνημεία, όποις η Παντάνασσα στην περιφέρεια της Μονεμβασίας, η Μεταμόρφωση Μουλ­
κιού Σαλαμίνας, ο Άγιος Νικόλαος Καναλίων Μαγνησίας, το καθολικό της μονής Προδρόμου των
Σερρών ή ο ναός της Παναγίας στην Κοσύνη στα βορειοανατολικά της Πρεμετής263.
Η ύπαρξη αρχικά δύο θυρών στο διαχωριστικό τοίχο μεταξύ κυρίως ναού και νάρθηκα, της κεντρι­
κής και της βόρειας, και ενός παραθύρου ή κόγχης στη νότια πλευρά του, είναι μία ιδιαίτερη δια­
μόρφωση που θα πρέπει να είχε σχέση με τη χρήση του νάρθηκα, όπως είναι οι ταφικές λειτουρ­
γίες που πιστοποιούνται από τους τάφους κάτιυ από το δάπεδό του. Μεταγενέστερη διάνοιξη
αποτελεί, επίσης, η νότια θύρα του νάρθηκα της Παντάνασσας, όπου στη νότια πλευρά του υπάρ­
χει αρκοσόλιο για την ταφή του ευγενούς των βυζαντινών χρόνων Μανουήλ Χατζίκη.
Στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου η σύνθεση του εσωτερικού χώρου πραγματοποιείται κυρίως με
βάση τον κατά μήκος άξονα, ενώ ο κατακόρυφος άξονας παρά την ύπαρξη του φωταγωγού είναι
υποβαθμισμένος, όχι μόνο σε σχέση με τους τρουλαίους ναούς, αλλά και με άλλες βασιλικές, των
οποίων ο φωταγωγός έχει περιορισμένο μήκος και επομένως έμφαση στον καθ’ ύψος άξονα, όπως
στη Βλαχέρνα της Ηλείας, ή υπερβολικό ύψος, όπως στον Άγιο Στέφανο και τους Ταξιάρχες της
Καστοριάς. Εξάλλου, ο κατά μήκος άξονας της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου τονίζεται, διότι η
συγκεντρωμένη πηγή φωτός δεν βρίσκεται στην κορυφή του κατακόρυφου άξονα, όπως στους
τρουλαίους ναούς, αλλά στο ανατολικό πέρας του κατά μήκος άξονα και διαμορφώνεται από τα
δίλοβα παράθυρα της κεντρικής αψίδας του Ιερού. Ο δρομικός χαρακτήρας της υπογραμμίζεται
τόσο από τη σύγκλιση των μακρών πλευρών του μεσαίου κλιτούς σε μία φωτεινή πηγή, όσο και από
την κανονική και επαναλαμβανόμενη διάταξη ανοιγμάτων σε δύο επίπεδα. Στο ισόγειο διατάσ-
σονται τα τέσσερα τόξα των κιονοστοιχιών, τα οποία ανοίγονται με φόντο τα πλάγια κλίτη που βρί­
σκονται στο ημίφως, ενώ στη δεύτερη στάθμη του φωταγωγού διατάσσονται τα μονόλοβα παρά­
θυρά του, τα οποία δημιουργούν δύο φωτεινές συγκλίνουσες ζώνες. Κατά τον τρόπο αυτό, το
μεσαίο κλίτος στο ισόγειο περιβάλλεται από μία σχεδόν σκοτεινή ζώνη σε σχήμα Π, που σχηματί­
ζεται από τα πλάγια κλίτη και το νάρθηκα, και έχει μία συγκεντρωμένη πηγή φωτός στο ανατολι­
κό του άκρο, η οποία υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα της περιοχής, ενώ με το φωταγωγό εξασφα­
λίζεται ένα διάχυτο φως από την άνω ζώνη του ναού. Όμως, η σπουδαιότητα του μεσαίου κλιτούς,
εκτός από το φωτισμό, τονίζεται και από την οργάνωση των επιμέρους αρχιτεκτονικών του στοι-

2,12 Γ. Δημητροκάλλης, Η καταγωγή των σταυρεπίστεγων ναών, Χαριστήριον ειςΑ. Ορλάνόον, Β', Αθήναι 1966, σ. 187 κ.ε.
2ί’3 Βλ. Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, σ. 138, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Για την Κοίμηση της Απι­
διάς, βλ. D. Hayer, La Laconie byzantine du début du IXème siècle au début du XlIIème siècle (διδακτ. διατριβή), Strasburg
1982, σ. 34-36, 112-116, 128-133, και πίν. 39-44.

197
χείων σύμφωνα με ένα κάνναβο στη βάση του οποίου υπάρχει ο εμβάτης. Η ύπαρξη του καννάβου
εξασφαλίζει μία κανονικότητα στη σύνθεση, η οποία γίνεται έμμεσα αντιληπτή στον παρατηρητή,
ως αισθητική συνέπεια και ισορροπία, ενο5 η επανάληψη πυν στοιχείων αυτών τονίζει την έννοια
της προοπτικής και επομένως το δρομικό χαρακτήρα του κτιρίου.
Το κτίσμα πάνω από το δυτικό προστώο είναι ένας μικρός χώρος, ανάλογος με εκείνο που υπάρ­
χει σε δεύτερη, επίσης, στάθμη στα δυτικά του ναού της Περιβλέπτου. Η πρόσβαση στο χώρο αυτό
γίνεται από ένα μικρό άνοιγμα με πώρινο πλαίσιο, όμοιο σε διαστάσεις και μορφή με εκείνο που
ανοίγεται στα δυτικά του νάρθηκα του Αγίου Δημητρίου. Η χρήση του κτίσματος αυτού είναι
δυσερμήνευτη. Στον Άγιο Δημήτριο το κτίσμα αυτό θα πρέπει να εξασφάλιζε την άμεση πρόσβα­
ση από το μητροπολιτικό μέγαρο στο νάρθηκα. Στην Περίβλεπτο το ανάλογο κτίσμα στα δυτικά
του ναού θα πρέπει να σχετιζόταν με τις δραστηριότητες και τη λατρεία των μοναχών της μονής264.
Το κωδωνοστάσιο είναι ένα στοιχείο που περιλαμβάνεται στη βυζαντινή ναοδομία κατά τη μέση
βυζαντινή περίοδο, μετά την εισαγωγή των κιοδώνων από τη Δύση. Έως τον 9ο αιώνα χρησιμοποι­
ούσαν τα σήμαντρα. Όταν εισήχθηκαν οι κώδιυνες, αρχικά για την ανάρτησή τους χρησιμοποιού­
σαν τους υπάρχοντες πύργους, ενιό, αργότερα, άρχισαν να κτίζονται τα κωδιυνοστάσια για το σκο­
πό αυτό. Είναι κτίρια συνήθως πολυώροφα, που τοποθετούνται σε διάφορες θέσεις σε σχέση με
το ναό, προσαρτημένα σε αυτόν ή ανεξάρτητα. Παράδειγμα, όπου το κωδωνοστάσιο είναι προ-
σαρτημένο στο ναό265, πλησίον του Ιερού, στον Μυστρά έχομε μόνον τον Άγιο Δημήτριο. Στον
ονομαζόμενο Όσιο Νίκωνα της Σπάρτης, η λειτουργία του πυργοειδούς κτίσματος στα νοτιοδυτι­
κά του Ιερού δεν μας είναι απολύτως σαφής, χωρίς, βεβαίως, να αποκλείεται ότι χρησιμέυσε ως
πρότυπο για τον Άγιο Δημήτριο του Μυστρά. Πολυιόροφα κωδωνοστάσια στον Μυστρά έχομε
στην Οδηγήτρια, στην Παντάνασσα και στην Αγία Σοφία, τα οποία, όμως, βρίσκονται στη δυτική
πλευρά του ναού και χαρακτηρίζονται από πλέον ανάλαφρες μορφές.
Στον Άγιο Δημήτριο του Μυστρά αρχικά είχαμε δύο στοές, μία στα δυτικά και μία στα βόρεια του
ναού. Η δυτική στοά, που διατηρεί την αρχική της μορφή, διαμορφώνεται από μία πεσσοστοιχία και
έχει ένα χαρακτήρα βαρύ και αρχαϊκό. Παρόμοια μορφή συναντάμε στο δυτικό προστοίο της Αγίας
Θεοδώρας της Άρτας266, που μπορεί να τοποθετηθεί στην ίδια περίοδο με το δυτικό προστώο του
Αγίου Δημητρίου, ενώ στοές με πεσσούς, ανάμεσα στους οποίους παρεμβάλλονται κίονες, έχομε
στη Βλαχέρνα της Ηλείας, στην Καπνικαρέα και στον εξωνάρθηκα της μονής Δαφνιού στην αρχική
του μορφή, πριν από τη φραγκοκρατία267. Στη Βλαχέρνα και στην Καπνικαρέα μεταξύ των πεσσών
παρεμβάλλονται κίονες, ενώ στον εξωνάρθηκα του Δαφνιού, που μετασκευάσθηκε κατά τη φραγκο­
κρατία στο μέσον των δίλοβων ανοιγμάτων του τοποθετήθηκαν κτιστοί πεσσίσκοι μικρής διατομής.
Η ανοιχτή ελαφριά στοά προέρχεται από την παράδοση της κωνσταντινουπολίτικης αρχιτεκτονι­
κής με κυριότερα παραδείγματα στην πρωτεύουσα την Παμμακάριστο και τους Αγίους
Θεοδώρους ( Κ ϊ^ υ Θμτπϋ)268. Στον Μυστρά, όπου η ναοδομία μετά τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής
του έχει άμεση εξάρτηση από την πρωτεύουσα, στοές κτίζονται σε όλους σχεδόν τους ναούς του.
Ελαφρές κιονοστήρικτες στοές έχομε στη βόρεια πλευρά του Αγίου Δημητρίου, καθώς και στη
βόρεια και στη δυτική πλευρά της Οδηγήτριας, στην οποία σώζονται οι βάσεις των κιόνων και οι
κιλλίβαντες στήριξης, οι οποίοι είναι πακτωμένοι στην τοιχοποιία του, ενώ διώροφη στοά αποτε­
λούσε αρχικά το νότιο παρεκκλήσιο του καθολικού. Επίσης, στοές υπάρχουν στη βόρεια και τη
δυτική πλευρά της Αγίας Σοφίας. Η βόρεια κιονοστήρικτη στοά της Αγίας Σοφίας είναι προϊόν

264 O X. Μπούρας προτείνει τη χρήση του προθάλαμου για τη φρουρά του δεσπότη, του σκευοφυλακίου ή ακόμη του
χιόρου παραμονής κατά τα φωτανάματα.
265 X. Μπάρλα, Μορφή και εξέλιξις των βυζαντινών κωδωνοστασίων, εν Αθήναις 1959. Βοκοτόπουλος, ό.π. (υποσημ. 250),
σ. 275-285.
266 Ορλάνδος, ό.π. (υποσημ. 227), σ. 103-104.
267 Για την Καπνικαρε'α, βλ. Γ. Σωτηρίου, EMME Α', 1927, σ. 69, εικ. 57. Για τον εξωνάρθηκα της μονής Δαφνιού, βλ. Ε.
Στίκας, Στερέωσις και αποκατάστασις του εξωνάρθηκος του καθολικού της μονής Δαφνιού, ΔΧΛΕ Γ (1962-1963), σ. 28.
268 Mango, Byzantine Architecture, σ. 271.

198
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 30

Διαχωριστικοί τοίχοι Ιερού: α-β) Υπολείμματα επικράνων πάνω από το βόρειο και το νότιο
προσκυνητάριο.
τη νότια κεραία του σταυρού του ναού, ενώ στο υπερώο πάνω από το βόρειο πρόσκτισμα υπήρχε
ένα μικρό παράθυρο, το οποίο επικοινωνούσε με τη βόρεια κεραία του σταυρού του ναού271.
Σχετικά με την ονομασία και τη χρήση των υπερώιυν στο Βυζάντιο, παρά τις νέες έρευνες, τα πράγ­
ματα δεν είναι απολύτως σαφή, διότι υπάρχουν διαρκείς αλλαγές από τους πριύτους χριστιανικούς
χρόνους έως την παλαιολόγεια περίοδο. Εξάλλου, οι περιγραφές επισκεπτών και γνωστών προσω­
πικοτήτων της εποχής, πάνω στις οποίες έχει κυρίως βασισθεί η έρευνα, δεν ακολουθούν μία χρο­
νική συνέχεια, αλλά ούτε είναι και απόλυτα σαφείς στην απόδοση της πραγματικότητας. Το 400
μ.Χ. περίπου έχομε τη μαρτυρία του Χρυσοστόμου για την παρουσία των γυναικούν «άνω», στα
υπερώα της παλαιός Αγίας Σοφίας. Επίσης, έχομε την αναφορά του Παύλου Σιλεντιαρίου για τις
γυναίκες στον επάνω όροφο, τον οποίο περιγράφει ως «θηλυτέριο υπερώια», «γυναικειον», «θηλυ-
τέρη αίθουσα». Βλέπομε, λοιπόν, ότι από την εποχή του Ιουστινιανού στα υπερώια πηγαίνουν οι
γυναίκες, χωρίς αυτό να αποκλείει την ύπαρξη στο ισόγειο του ναού κάποιου ιδιαίτερου χώρου γι’
αυτές. Έτσι ο Προκόπιος ορίζει τη θέση των γυναικών στη μία πλευρά του ισογείου, στην απένα­
ντι πλευρά τοποθετεί τους άνδρες, ενώ ταυτόχρονα αναφέρει ως «γυναικωνίδες» τα υπερώα. Εξάλ­
λου, κατά τον 6ο αιώνα, από τον Ευάγριο πληροφορούμεθα ότι στα υπερώα δεν πήγαιναν μόνο
γυναίκες, αλλά και άνδρες, πιθανώς όμως να εννοεί μόνον τους επισκέπτες272.
Από τη μέση βυζαντινή περίοδο και εξής, ίσως από τον 9ο αιώνα, η θέση των γυναικιύν αναφέρε-
ται ως «γυναικίτης» και τοποθετείται πάντα στα πλάγια κλίτη. Στις πηγές αναφέρεται συνηθέστε-
ρα το βόρειο κλίτος, χωρίς, όμως, να αποκλείεται το νότιο, ενώ είναι εξίσου πιθανή η περίπτωση
να αποδίδεται η ονομασία αυτή σε τμήμα και των δύο κλιτών συγχρόνως. Αντίθετα, η δεύτερη
στάθμη ονομάζεται από την εποχή αυτή και εξής «υπερώα» ή «κατηχούμενα» και «κατηχουμέ-
νεια» και όχι πλέον «γυναικωνίτις». Στους παραπάνω όρους η C. 8ΐηιδυ βλέπει μία χρονική εξάρ­
τηση. Αρχικά, η δεύτερη στάθμη που φιλοξενεί κυρίως τις γυναίκες ονομάζεται «γυναικωνίτις».
Όταν σε ορισμένες εκκλησίες της πρωτεύουσας αποφασίζουν να αλλάξουν τη θέση των γυναικιύν
και να τη μεταφέρουν στα πλάγια κλίτη, η δεύτερη στάθμη παίρνει την ονομασία των «υπερώων»
και συνηθέστερα των «κατηχουμένων» ή «κατηχουμενείων» - ο όρος αυτός εμφανίζεται στις πηγές
ήδη από τον 7ο αιώνα - σε ανάμνηση, μάλλον, μίας παλαιότερης λειτουργίας τους που αφορούσε
σε μία τάξη πιστών της χριστιανικής θρησκείας, τους κατηχούμενους, η οποία είχε πλέον εκλείψει,
Εξάλλου, για να αντιδιαστείλουν τη νέα θέση των γυναικιύν στα πλάγια κλίτη, από την παλαιά στον
όροφο, της δίνεται η νέα ονομασία του «γυναικίτη»273.
Η χρήση του ορόφου από τις γυναίκες στην πριύτη βυζαντινή περίοδο δεν απέκλειε βεβαίως την
ύπαρξη άλλων λειτουργιών σε αυτόν. Είναι γνωστό, τόσο από τον Ευάγριο, όσο και από τον
Προκόπιο, ότι στην Αγία Σοφία τις ημέρες των εορτών η αυτοκράτειρα συνήθιζε να παρακολου­
θεί τη θεία λειτουργία από τα υπερώα, ενού οι υπόλοιπες γυναίκες βρίσκονταν στο ισόγειο. Από τη
μέση βυζαντινή περίοδο και εξής οι πηγές αναφέρονται στα υπερώα μόνο σε σχέση με τις αυτο-
κρατορικές χρήσεις. Το 10ο αιώνα η αυτοκράτειρα και η συνοδεία της παρακολουθούσαν τη λει­
τουργία της Κυριακής του Πάσχα από τα υπερώα. Στην αρχή της λειτουργίας, η αυτοκράτειρα
προβάλλει από το μιτατόριο στα υπεριύα και κάθεται σε ένα θρόνο, όπου δέχεται τις κυρίες της
αυτοκρατορικής αυλής. Δεν διαχωρίζεται, όμως, το μιτατόριο αυτό από το μιτατόριο στην αυτο-
κρατορική στοά στη νότια πλευρά του ναού. Η παρουσία του αυτοκράτορα στα υπερώα τοποθε­
τείται αρκετά αργά μέσα στην πορεία της λειτουργικής τους εξέλιξης. Στην Αγία Σοφία ο θρόνος
του αυτοκράτορα βρίσκεται στην ανατολική περιοχή του νότιου κλιτούς στο ισόγειο, πίσω από τη
νοτιοανατολική κόγχη. Κατά το 10ο αιώνα ένα σύνολο χώρων είναι αφιερωμένο σε αυτόν και πε-

271 Millingen, Churches, εικ. 106. Ousterhout, Kariye, σ. 51-54, 64-65.


272 Mathews, Liturgy, σ. 130, 131, όπου και η σχετική αναφορά στις πηγε'ς.
273 Strube, Westliche Eingcingsseite, σ. 92-95, όπου και η σχετική αναφορά στις πηγές. Για το θέμα της χρήσης των υπεροί­
ων στους βυζαντινούς ναούς, βλ. επίσης Mathews, Liturgy.

200
ριλαμβάνει ένα θεωρείο με το θρόνο του, ευκτήριο, μιτατόριο και πιθανώς τρίκλινο έξω από το ναό.
Κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο έχει επισημανθεί ότι ο αυτοκράτορας σε τέσσερις περιπτώσεις
δεν ελάμβανε ενεργό μέρος στη θεία λειτουργία, αλλά την παρακολουθούσε από τα υπεροία της
Αγίας Σοφίας274. Η θέση του αυτοκρατορικού θεωρείου θα μπορούσε να προσδιορισθεί σε σχέση
με τις δυνατές προσβάσεις και τη θέση των κλιμάκων του ναού. Το θεωρείο αυτό μάλλον ήταν
τοποθετημένο στο νότιο υπεροίο27~\ Εκεί, ο αυτοκράτορας έφθανε με μία ξύλινη κλίμακα, η οποία
ξεκινούσε από τη νοτιοανατολική πλευρά του ναού276. Οι άλλες δύο κλίμακες, μία βορειοδυτική
και μία δυτική, θα πρέπει να οδηγούσαν από το εξωτερικό στο βόρειο και στο δυτικό υπερώο του
ναού αντίστοιχα. Δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ότι για την άνοδο του λαού στα
υπεροία χρησίμευε μόνον η κλίμακα στη βόρεια περιοχή του νάρθηκα, ενοί η δυτική κλίμακα που
ξεκινούσε από τη νοτιοανατολική περιοχή του αίθριου και οδηγούσε στο νότιο προθάλαμο του δυ­
τικού υπερώου με τη μεγάλη ιουστινιάνεια είσοδο προοριζόταν αποκλειστικά για τον Πατριάρχη,
διότι γειτνίαζε με το πατριαρχείο και συγχρόνους επικοινωνούσε με το χώρο, ο οποίος ταυτίζεται
με το μεγάλο σέκρετο του Πατριάρχη277.
Δίπλα στο αυτοκρατορικό θεο^ρείο ήταν το μιτατόριο του αυτοκράτορα, το οποίο επικοινωνούσε
με το μιτατόριο του Πατριάρχη. Ο αυτοκράτορας και η ακολουθία του ελάμβανε τη Θεία Μετά­
ληψη στον όροφο και στη συνέχεια υπήρχε ένα διαμέρισμα, όπου μπορούσε να αποσυρθεί. Από
το Περί Βασιλείου τάξεως πληροφορούμεθα ότι σε τέσσερις ακόμα πρωτοβυζαντινές εκκλησίες τα
υπεροία χρησιμοποιούνται από την αυτοκρατορική αυλή και οι γυναίκες συγκεντρώνονται στη
βόρεια πλευρά στο ισόγειο του ναού. Στην Παναγία των Χαλκοπρατείων ο αυτοκράτορας τις
εορτές του Ευαγγελισμού και του Γενεσίου της Θεοτόκου παρακολουθεί τη λειτουργία από τα
υπεροία και λαμβάνει τη Θεία Μετάληψη με την ακολουθία του από τον ίδιο τον Πατριάρχη, ο
οποίος ανεβαίνει στα υπεροία. Στον Άγιο Μοίκιο συμβαίνει κάτι ανάλογο και ο αυτοκράτορας εδοί
διαθέτει ένα «κοιτώνα», ο οποίος βρίσκεται στα υπεροία ή είναι σε κάποιο άλλο χοίρο συνδεδε-
μένο με αυτά. Ο αυτοκράτορας αφού συνοδεύσει τον Πατριάρχη στο Ιερό και περάσει «δια της
πλαγίας του γυναικίτου», βρίσκεται στην κλίμακα που οδηγεί στο θεωρείο του στα υπερώα. Στη
Θεοτόκο της Πηγής υπάρχει ένα ιδιαίτερο διαμέρισμα του αυτοκράτορα, ένας χοίρος υποδοχής,
όπου δέχεται τον Πατριάρχη και τους επισήμους και ένα θεοψφίο από όπου παρακολουθεί τη
λειτουργία278. Στους Αγίους Αποστόλους ο αυτοκράτορας, αφού προσκυνήσει τους ανοίτερους
κληρικούς, περνά με τον Πατριάρχη από τη βόρεια πλευρά του ναού, δηλαδή τη θέση των γυναι-
κοίν. Στη συνέχεια ο Πατριάρχης επιστρέφει στο Ιερό, ενοί ο αυτοκράτορας πηγαίνει στο νάρθη­
κα και από εκεί ανεβαίνει στα υπερώα από την κλίμακα στα αριστερά. Η θέση του κατά τη λει­
τουργία στους Αγίους Αποστόλους είναι, όπως και στην Αγία Σοφία, στο νότιο υπερώο. Εδώ, λαμ­
βάνει τη Θεία Μετάληψη με τη συνοδεία του σε ένα αντιμήνσιον, τοποθετημένο απέναντι από το
Ιερό. Στη θέση αυτή υπήρχε θρόνος, όπου ο αυτοκράτορας καθόταν κατά τη διάρκεια της Θείας
Μετάληψης. Τέλος, το υπεροίο επικοινωνούσε απευθείας με ένα διαμέρισμα για τον αυτοκράτορα,
όπου αυτός προγευμάτιζε μετά τη λειτουργία με τον Πατριάρχη και δεχόταν φίλους και ιερείς.
Στον Άγιο Σέργιο και Βάκχο δεν γνωρίζομε τη θέση που προοριζόταν για τις γυναίκες, είναι,
όμως, βέβαιο ότι ο χώρος των υπεροίων, ο οποίος είναι αρκετά περιορισμένος, περιλάμβανε ένα
ιδιαίτερο ευκτήριο, ένα μιτατόριο και το αυτοκρατορικό θεωρείο279.

274 Mathews, Liturgy, σ. 131, 132.


275 Delvoye, Tribunes, σ. 43.
27h Strube, Westliche Eingangsseite, σ. 96.
277 Ό.π.
278 Mathews, Liturgy, σ. 133.
m Ό.π.

201
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι τα υπερώα μετατρέπονται από ένα χώρο για την τάξη των
κατηχουμένων σε χώρο των γυναικών. Στη συνέχεια οι γυναίκες μεταφέρονται στα πλάγια κλίτη
στο ισόγειο, ενώ τα υπερώα φιλοξενούν αυτοκρατορικές ανάγκες, όπως χοίρους υποδοχής και
συνεστίασης, μιτατόριο και θεωρείο για τον αυτοκράτορα ή την αυτοκράτειρα και τη συνοδεία
τους. Αργότερα, τα υπερώα, τοιν οποίων η έκταση μειώνεται υπερβολικά, εξελίσσονται σε ιδιαί­
τερους χώρους λατρείας. Τις αλλαγές αυτές στη λειτουργία τοιν διαφόρων χώρων των ναοίν θα
μπορούσε κανείς να τις δει και μέσα από τον τύπο και το μέγεθος κάθε ναού. Στις πρωτοβυζαντι-
νές μεγάλες εκκλησίες της πρωτεύουσας, όπου τα υπερώα εκτείνονται πάνω από το νάρθηκα και
τα πλάγια κλίτη σε σχήμα Π, οι μεγάλες επιφάνειές τους μπορούσαν να εξυπηρετήσουν πολλές
λειτουργίες και να φιλοξενήσουν τόσο την αυτοκρατορική αυλή, όσο και τους λαϊκούς. Αντίθετα,
στις μικρότερες σταυροειδείς εκκλησίες της μέσης και της ύστερης βυζαντινής περιόδου, οι περισ­
σότερες από τις οποίες είχαν άλλωστε ιδρυθεί από μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, η θέση των
υπερώιον περιορίζεται πάνω από τα γωνιακά διαμερίσματα και το νάρθηκα. Στο μικρό αυτό χώρο
αναγκαστικά παραμένουν οι λίγες λειτουργίες, οι οποίες είναι δυνατόν να επιτελεσθούν και πε­
ριορίζονται πλέον στις ανάγκες των υψηλών προσώπων, που φιλοξενούν οι εκκλησίες, ή εξελίσ­
σονται σε ιδιαίτερα διαμερίσματα λατρείας, παρεκκλήσια και ευκτήρια280. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζει η λειτουργία του δυτικού υπερώου στους ναούς, στους οποίους υπάρχουν υπερώα και
πάνω από τα πλάγια κλίτη. Η ύπαρξη ενός αντιμήνσιου απέναντι από το Ιερό σε πολλούς ναούς
θα μπορούσε να υποδηλώσει τον ιδιαίτερο ρόλο του κεντρικού διαμερίσματος στο δυτικό υπερώο,
ως «κοιτώνα». Στην Αγία Σοφία σε συνάρτηση με τη λειτουργία του συγκεκριμένου διαμερίσματος
θα μπορούσε να εξετασθεί η διαμόρφωση του δαπέδου του, καθώς και η απομόνωσή του με πετά-
σματα281.
Στον ελλαδικό χώρο τα υπεροία καταργούνται σταδιακά από τη μέση βυζαντινή περίοδο και
εξής, με ελάχιστες μόνον εξαιρέσεις. Ο αρχιτεκτονικός τύπος, ο οποίος τα διατηρεί σε αρκετά
όψιμη εποχή, είναι ο οκταγωνικός. Έτσι, έχομε υπερώα στον Όσιο Λουκά, γύρω στο έτος
1000282 και στην Παναγία Λυκοδήμου, στο δεύτερο τέταρτο του 11ου αιώνα283, τα οποία κατα­
λαμβάνουν τις τρεις πλευρές του ναού, στη Χριστιάνου της Τριφυλλίας284, στο τρίτο τέταρτο του
11ου αιώνα, τα οποία περιορίζονται στα πλάγια κλίτη, στο Δαφνί, στο τελευταίο τέταρτο του
11ου αιώνα, που εκτείνονται πάνω από το νάρθηκα και τα δυτικά γοονιακά διαμερίσματα του
ναού, και τέλος, στην Αγία Σοφία Μονεμβασίας, στις αρχές πιθαναίς του 12ου αιώνα285, επίσης
πάνω από το νάρθηκα.
Στον Μυστρά, στους δύο παλαιότερους ναούς της πόλης, στον Άγιο Δημήτριο, του οποίου την ανέ­
γερση τοποθετούμε μεταξύ του 1626 και 1272, και στους Αγίους Θεοδώρους, που κτίσθηκαν μετα­
ξύ του 1290 και 1296286, δεν υπάρχουν υπερώα. Βλέπομε, λοιπόν, ότι κατά το 13ο αιώνα οι λειτουρ­
γικές ανάγκες στην επαρχιακή αυτή πολιτεία δεν απαιτούσαν την ύπαρξη υπερώων και έτσι δεν
υπάρχουν στον Άγιο Δημήτριο, που είχε κτισθεί σύμφωνα με τον αρχιτεκτονικό τύπο της βασιλι­
κής, στον οποίο προσιδιάζουν τα υπερώα, ούτε στους Αγίους Θεοδώρους, που είχαν κτισθεί σύμ-

280 Ό.π., σ. 179.


281 Strube, Westliche Eingangsseite, σ. 87, 89, 91, 92, 95.
282 R.S. Schulz - S.B. Barnsley, The Monastery of St. Luke o f Stiris in Phokis, London 1901. O. Wulff, Das Katholiken von
Hosios Loukas, Die Baukunst, ser. 2, Berlin 1903.
283 A. Ξυγγόπουλος, EMME B', 1929, o. 80-83.
284 E. Stikas, L'église byzantine de Christianou en Triphylie (Péloponnèse) et les autres édifices de même type, Paris 1951.
285 E. Στίκας, Ο ναός της Αγίας Σοφίας επί του κάστρου Μονεμβασίας, ΛακΣπουό ΗΓ (1986), σ. 323. Bon, ό.π. (υποσημ.
12), σ. 148.
286 Α. Ορλάνδος, Δανιήλ, ο πρώτος κτήτωρ των Αγίων Θεοδώρων του Μυστρά, ΕΕΒΣ 12 (1934), σ. 443-448. Zakythinos,
Despotat, 2, σ. 296.

202
φωνα με τον οκταγωνικό τύπο, ο οποίος διατήρησε το αρχιτεκτονικό αυτό στοιχείο σε πολύ όψιμη
εποχή.
Τα υπερώα πρωτοεμφανίζονται στον Μυστρά με την ανέγερση ενός μεγάλου μοναστηριακού ναού,
της Οδηγήτριας που κτίσθηκε λίγο πριν το 1311/2, από τον ηγούμενο της μονής Βροντοχίου, Πα-
χοίμιο, λίγα μόλις χρόνια μετά την αποπεράτωση του αρχικού καθολικού της μονής των Αγίων
Θεοδιόρων. Το γεγονός αυτό μας οδηγεί στο συσχετισμό της επαναφοράς των υπερώων στην υστε­
ροβυζαντινή περίοδο και της χρήσης τους στη ναοδομία του Μυστρά με τις νέες λειτουργικές ανά­
γκες της νεοσύστατης αυλής του Δεσποτάτου, υπό ένα μονιμότερο διοικητή, τον «Επίτροπο», που
ορίζεται το 1286 και προέρχεται από την αυτοκρατορική οικογένεια και, επομένους, ακολουθεί το
κωνσταντινουπολίτικο τυπικό. Ο ευγενής διοικητής και η συνοδεία του ή αντίστοιχα οι κυρίες της
αυλής έπρεπε να μπορούν να απομονοίνονται από τους υπόλοιπους πιστούς στα υπεροία των ναών
και από εκεί να παρακολουθούν τη λειτουργία ή να μετέχουν της Θείας Ευχαριστίας287.
Εκτός από την Οδηγήτρια, υπεροία έχει και η Περίβλεπτος. Το υπεροίο της Περιβλέπτου θα πρέ­
πει να φιλοξενούσε τους ευγενείς, όπως φαίνεται από την προσεγμένη κατασκευή του ανοίγματος
προς τον κυρίως ναό με το δίλοβο σχήμα και το στηθαίο, το οποίο μάλλον διαμορφωνόταν με
θωράκια288. Προσεγμένη, επίσης, ήταν και η κατασκευή των δύο παραθύρων στη νοτιοανατολική
πλευρά του, τα οποία ήταν διαμορφωμένα με πώρινα πλαίσια και ανοιγόμενα φύλλα, όπως στην
κοσμική αρχιτεκτονική, για τον εξαερισμό και το φωτισμό του μικρού αυτού υπεροίου. Για την εξυ­
πηρέτηση των παραπάνω λειτουργικοίν αναγκών κτίζεται με υπεροία, εκτός από τους ναούς που
προαναφέρθηκαν, και η Παντάνασσα, ενώ η Μητρόπολη μετασκευάζεται ριζικά προκειμένου να
ενσωματοίσει στον οικοδομικό της οργανισμό το νέο αυτό αρχιτεκτονικό στοιχείο. Είναι χαρακτη­
ριστικό ότι τα υπερώα δεν απαντούν στα μικρά ιδιωτικά παρεκκλήσια ούτε στον ανακτορικό ναό,
την Αγία Σοφία, στους ναούς, δηλαδή, εκείνους που αποτελούσαν αποκλειστικά λατρευτικούς
χώρους των ευγενών και δεν υπήρχε ανάγκη απομόνωσής τους από το λαό.
Εξάλλου, θα πρέπει να παρατηρήσομε ότι ναοί με υπερώα κτίζονται στα ύστερα βυζαντινά χρόνια,
όχι μόνο στον Μυστρά, αλλά και στην Τραπεζούντα, την Άρτα και το Λεοντάρι, περιοχές, δηλαδή,
οι οποίες διετέλεσαν έδρες βυζαντινών κτήσεων με διοικητές, οι οποίοι κατάγονταν από τον
αυτοκρατορικό οίκο της Κωνσταντινούπολης. Στην Τραπεζούντα, η Παναγία η Χρυσοκέφαλος, η
Μητρόπολη της πρωτεύουσας του κράτους των Κομνηνών, μετασκευάζεται και αποκτά υπερώα
μέσα στο χρονικό διάστημα 1214-1282289. Στην Άρτα κτίζεται η Παναγία η Παρηγορήτισσα μετα­
ξύ του 1294 και 1296 από το δεσπότη Νικηφόρο Κομνηνοδούκα και τη γυναίκα του Άννα Παλαιο-
λογίνα, ανηψιά του αυτοκράτορα Μιχαήλ290. Τα υπερώα καταλαμβάνουν τους χοίρους πάνω από
τη νότια, τη βόρεια και τη δυτική πλευρά του ναού και φαίνεται ότι δεν είχαν ποτέ ολοκληρωθεί,
διότι η πρόσβαση σε αυτά γίνεται από μία μεγάλη ακανόνιστη οπή, τα δάπεδά τους δεν έχουν
διαμορφωθεί και διακρίνονται οι θολίτες της υποκείμενης θολοδομίας, ενοί οι επιφάνειες της

287 Σχετικά με την επανεμφάνιση των υπεράχον στην αρχιτεκτονική του Μυστρά, βλ. Delvoye, Tribunes, σ. 41-47 και
Hallensleben, Mistratypus, σ. 105. Για τη χρήση των υπερώιον επίσης, βλ. Ψευδο-Κωδινός, σ. 32-33, 268-269.
288 Βλ. Louvi, ό.π. (υποσημ. 81), σ. 85, 86, 144.
289 Bryer, Pontos, όπου η ανάλυση και η χρονολόγηση των οικοδομικιόν φάσεων του ναοί' και η παλαιότερη βιβλιογρα­
φία.
290 D. Nicol, Thomas Despot of Epiros and the Foundation of the Paregoritissa of Arta, Βυζαντινά 13.2 (1985), o. 751-758.
Γενικά για την αναβίωση των υπερώων το 13ο αιώνα στις μητροπόλεις τιον πρωτευουσών στα κράτη που θεωρούνται οι
συνεχιστές της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία είχε διαμελισθεί από τους Λατίνους, δηλαδή την Τραπεζούντα και την
Αρτα, βλ. Delvoye, Tribunes, σ. 44-46. Ο μελετητής τοποθετεί μέσα στο ίδιο πνεύμα της αντιγραφής του κωνσταντινουπο-
λίτικου τυπικού, από τις αυλές τιον διαφόρων πριγκίπων της αυτοκρατορίας, την ανέγερση rav εκκλησιών με υπερώα
κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο, από τον Boris I στην Pliska, τον τσάρο Συμεών στην Preslava, καθιός και των βασιλικών,
όπως είναι η Αγία Σοφία της Αχρίδας και ο Άγιος Αχίλλειος της Πρέσπας.

203
τοιχοδομίας τους έχουν μείνει ανεπίχριστες291. Στο Λεοντάρι, τέλος, υπάρχει ο ναός τοτν Αγίων
Αποστόλων292, ο οποίος έχει υπεροία και είναι τυπολογικά όμοιος με την Οδηγήτρια. Στην πόλη
αυτή ο Δεσπότης Θωμάς εγκαθιστά στα μέσα του 15ου αιοίνα την έδρα των κτήσεων του στην
Πελοπόννησο. Γνωρίζομε, όμως, ότι ήδη από το 14ο αιώνα το Αεοντάρι ήταν κτήση των Βυζα­
ντινοί, οι οποίοι την είχαν με επιμέλεια οχυρώσει για να αντιμετωπίσουν τους Φράγκους και είχαν
δημιουργήσει έναν ακμάζοντα οικισμό293. Η διακυβέρνηση του σημαντικού αυτού κέντρου θα πρέ­
πει να είχε ανατεθεί σε κάποιο βυζαντινό διοικητή, του οποίου το περιβάλλον θα ακολουθούσε και
αυτό το κωνσταντινουπολίτικο τυπικό, μιμούμενο ενδεχομένως την πρωτεύουσα μέσω της περιφέ­
ρειας, δηλαδή του γειτονικού Μυστρά. Φαίνεται, λοιπόν, ότι όταν ο Θωμάς έρχεται να εγκατα­
σταθεί στο Λεοντάρι υπάρχει ήδη η κατάλληλη υποδομή για την έδρα ενός πρίγκιπα διοικητή.
Η ακριβής λειτουργία των υπερώων στους παραπάνω υστεροβυζαντινούς ελλαδικούς ναούς δεν
μας είναι γνιυστή. Σύμφωνα με τις γενικές γνώσεις μας, σχετικά με τη λειτουργία τους στους ναούς
της πρωτεύουσας, θα μπορούσαμε να υποθέσομε ότι στα υπερώα πάνω από τα πλάγια κλίτη συγκε­
ντρωνόταν η ακολουθία του Δεσπότη ή οι κυρίες της αυλής.
Στον Άγιο Δημήτριο τα δύο ανατολικότερα διαμερίσματα σε κάθε πλευρά των υπεροίων λόγω της
ιδιαίτερης διαμόρφωσής τους, με τη θύρα στη δυτική τους πλευρά και τη μικρή κόγχη στην ανατο­
λική τους, θα πρέπει να χρησίμευαν ως παρεκκλήσια, όμως η χρήση αυτή δεν είναι η αρχική επει­
δή τόσο η θύρα, όσο και η κόγχη είναι μεταγενέστερες κατασκευές. Με μεγαλύτερη ασφάλεια θα
μπορούσε να προσδιορισθεί η θέση του θεωρείου του Δεσπότη. Όπως ήδη αναφέρθηκε, στην
Αγία Σοφία του Μυστρά δεν υπάρχουν υπερώα, επειδή ήταν ο ανακτορικός ναός, ο οποίος
προοριζόταν αποκλειστικά για το Δεσπότη και την αυλή του. Στο ναό αυτό ο χώρος με την πλέον
χαρακτηριστική διαμόρφωση, εκτός από το κεντρικό τετράγατνο του σταυρού, είναι το μεσαίο δια­
μέρισμα του νάρθηκα, το οποίο καλύπτεται με τρούλο και στο δάπεδό του υπάρχει ένα πενταόμ-
φαλον από μαρμαροθετήματα. Η ύπαρξη των δύο αυτών στοιχείων, που προσιδιάζουν στο σπου­
δαιότερο μετά το Ιερό χοίρο της λατρείας, το κεντρικό τετράγωνο του σταυρού, υποδηλώνει την
εξίσου σημαντική θέση, την οποία κατείχε το μεσαίο διαμέρισμα του νάρθηκα μέσα στο ναό. Η
συγκεκριμένη θέση, η οποία δεν είχε βεβαίως καμία σχέση με τη συμμετοχή του κλήρου στη
λατρεία, αφορούσε χωρίς αμφιβολία την παρακολούθηση της λειτουργίας από το Δεσπότη.
Στους ναούς με τα υπερώα είναι πολύ φυσικό η θέση του Δεσπότη να βρίσκεται στον αντίστοιχο
χώρο της δεύτερης στάθμης. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, στους ναούς της Κωνσταντινού­
πολης, ο χώρος αυτός των υπεροίων φιλοξενούσε τον αυτοκράτορα, πιθανοίς όταν ελάμβανε τη
Θεία Μετάληψη294. Στους Αγίους Αποστόλους στο Λεοντάρι, καθώς και στην Οδηγήτρια και την
Παντάνασσα του Μυστρά, ένας τρούλος κυριαρχεί στο χώρο αυτό, ο οποίος στον προίτο από τους
παραπάνω ναούς είναι σχεδόν ίσος με τον κεντρικό, ενώ στην Παρηγορήτισσα η θέση αυτή τονί­
ζεται από έναν ανοιχτό ουρανίσκο295. Βλέπομε, λοιπόν, ότι στους παραπάνω ναούς ο μεσαίος
χοίρος του δυτικού υπεροίου εξωτερικά τονίζεται από την υπερυψωμένη κατασκευή ενός τρούλου
ή ουρανίσκου και εσωτερικά από το φως των παραθύρων, τα οποία ανοίγονται στο τύμπανό του.
Αντίθετα, στον Άγιο Δημήτριο η κάλυψη του μεσαίου διαμερίσματος του δυτικού υπερώου γίνεται
με σφαιρικό, περιγεγραμμένο στο τετράγοτνο έδρασης, θόλο και όχι με τρούλο. Έτσι, ο χοίρος241

241 Ορλάνδος, Παρηγορήτισσα.


292 Orlandos, Leondari, σ. 163-176. Τόσο στους Αγίους Αποστόλους στο Αεοντάρι, όσο και πάνω από το νάρθηκα της
Αγίας Σοφίας Μονεμβασίας, η λύση κατασκευής των υπερώων ήταν μεικτή, με ξύλινες σανίδες που πατούσαν σε εγκάρ­
σια τόξα.
293 Ρ. Velissariou, Οικιστικά του βυζαντινού Αεονταρίου Αρκαδίας, XVI. Internationaler Byzantinistenkongress, JOB, Wien
1982, σ. 625-631.
294 Strube, Westliche Eingangsseite.
295 Τον ουρανίσκο αυτό ταυτίζουν με το «παρακυπτικόν» των πηγών. Βλ. Β. Smith, The Dome, Princeton 1950.

204
αυτός εξωτερικά δεν διαφοροποιείται από το περίγραμμα της στέγης, το οποίο στην περιοχή του
θόλου απλοός διογκούται ελαφρώς, πλην όμως ακολουθεί τη γενικότερη κυματοειδή διαμόρφωσή
της, ενώ εσωτερικά παραμένει σκοτεινός.
Στην Οδηγήτρια και στην Παντάνασσα η ανατολική πλευρά του μεσαίου διαμερίσματος του
δυτικού υπερώου βλέπει προς τον κυρίως ναό και το Ιερό από ένα δίλοβο άνοιγμα. Την ίδια ακρι­
βώς διαμόρφωση, με τη μορφή, όμως, παραθύρου, συναντάμε και στο υπερώο της Περιβλέπτου, το
οποίο, όπως ήδη σημειώθηκε, διέθετε ένα περιορισμένο χώρο για τους ευγενείς επισκέπτες του
καθολικού. Το δίλοβο αυτό παράθυρο εξασφάλιζε στους παρευρισκομένους στα υπεροία την
επικοινωνία με το ισόγειο του ναού και ταυτόχρονα την απομόνωσή τους από τους υπόλοιπους
πιστούς, οι οποίοι βρίσκονταν στην κατοίτερη στάθμη. Η απομόνωση του χώρου αυτού από τον
υπόλοιπο ναό, στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης εξασφαλιζόταν, όπως είδαμε, με τη
χρήση υφασμάτινων πετασμάτων.
Στον Άγιο Δημήτριο η ιδιαίτερη διαμόρφωση με το δίλοβο άνοιγμα, την οποία συναντάμε στα υπε­
ροία της Περιβλέπτου, της Οδηγήτριας και της Παντάνασσας, δεν υπάρχει. Η απουσία τόσο της
διαμόρφωσης αυτής, όσο και του τρούλου με το φυσικό φωτισμό από το μεσαίο διαμέρισμα του
δυτικού υπερώου, θα μπορούσε να υποδηλοίσει ότι ο χώρος αυτός δεν είχε κατασκευασθεί για να
φιλοξενήσει το θεωρείο του Δεσπότη. Τούτο θα μπορούσε να ενισχύσειτην άποψη ότι η μετασκευή
του Αγίου Δημητρίου δεν πραγματοποιήθηκε απλοίς για να μπορεί να συμμετέχει ο Δεσπότης στους
εορτασμούς γενικά της Μητρόπολης και να παρακολουθεί τη θεία λειτουργία σε απομόνωση.
Επομένως, τα υπερώα προστέθηκαν στην ύστατη αυτή βυζαντινή εποχή για να εξασφαλισθεί στους
ευγενείς η δυνατότητα να παρακολουθούν την τελετή από ψηλά και όταν ακόμη ο Δεσπότης δεν
βρισκόταν ανάμεσά τους, αλλά στο ισόγειο του ναού, μαζί με τον κλήρο και τους κατοίκους της
πόλης, ενοί ακόμη πιο σημαντική ήταν η ανάγκη των υπερώων για την τελετή της πρόκυψης μετά
τη στέψη του αυτοκράτορα. Βλέπομε, δηλαδή, τη στενή συσχέτιση της μετασκευής του ναού με τις
ανάγκες της εποχής296.
Η μετασκευή του Αγίου Δημητρίου, εκτός από την προσθήκη των υπεροίων στην αρχική βασιλική,
περιέλαβε και μία ριζική επέμβαση στον τρόπο κάλυψης του ναού, σύμφωνα προς το σταυροειδές
εγγεγραμμένο πεντάτρουλο σχήμα, με ένα μεγάλο τρούλο στο κεντρικό τετράγοινο του σταυρού
και τέσσερις μικρότερους στα γωνιακά του διαμερίσματα. Η παραπάνω διαμόρφωση της ανω-
δομής, η οποία απαντά στους σταυροειδείς εγγεγραμμένους ναούς, προέρχεται από την κωνστα-
ντινουπολίτικη παράδοση. Η παράδοση αυτή ξεκινά με την κατασκευή της Νέας, το 880 από τον
Βασίλειο I297, και στη συνέχεια διαδίδεται από την πρωτεύουσα στην περιφέρεια. Από τα παλαι-
ότερα παραδείγματα που σώζονται είναι η Κοσμοσώτειρα στη Βήρα (1152)298, ο Άγιος Παντελε-
ήμων στο Νέρεζι (1164) και στην Πελοπόννησο η Επισκοπή Νικλίου και η Παντάνασσα της Γερου-
μάνας κοντά στη Μονεμβασία (β' μισό του 12ου αιώνα)299.
Το γεγονός ότι πριν από το 12ο αιώνα δεν σώζονται παρά ελάχιστα παραδείγματα και αυτά μόνο
στα Βαλκάνια, δεν σημαίνει ότι πεντάτρουλοι ναοί δεν υπήρχαν σε άλλες περιοχές ή ακόμα και
στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, όπου υποθέτομε ότι γεννήθηκε ο τύπος αυτός στα τέλη του 9ου
αιώνα. Είναι φανερό ότι η συνεχής εφαρμογή του οδήγησε προοδευτικά, μέσα από μία εξελικτική

296 Για την τελετή της «πρόκυψης» μετά τη στέψη, βλ. Ψευδο-Κωδινός, σ. 171, σημ. 1, 268-269 και Φ. Κουκούλες, Βυζα­
ντινών βίος και πολιτισμός, IV, 1951, σ. 134-136.
297 Sinos, Vira, σ. 211.
298 Sinos, Vira.
299 Για την Επισκοπή Νικλίου, βλ. Ορλάνδος, Επισκοπή Τεγέας, σ. 141-163. Ο A.H.S. Megaw τοποθετεί το μνημείο στο
10ο αιώνα, βλ. A.H.S. Megaw, Byzantine Reticulate Revetments, Χαριστήριον εις Α. Ορλάνόον, Γ', Αθήναι 1966, σ. 17, με
τη σχετική βιβλιογραφία. Για την Παντάνασσα της Γερουμάνας, βλ. Α. Ορλάνδος, Παντάνασσα Μονέμβασίας, A ΒΜΕ Α '
(1935), σ. 139-151.

205
πορεία, στα μεταγενέστερα και συνθετότερα παραδείγματα του ελλαδικοΰ χώρου, της Μικράς
Ασίας, της Σερβίας και της Ρωσίας300.
Όσον αφορά στην κάτοψη των ναιόν αυτών, θα έπρεπε να δούμε τη μορφή του σταυρικού σχή­
ματος με τα γωνιακά διαμερίσματα ως πρόδρομο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου, ενώ όσον
αφορά στη στέγασή τους, θα έπρεπε να θειυρήσομε, όπως είχε παρατηρήσει η Μαρία Σωτηρίου301,
τον πεντάτρουλο ναό ως μία εξέλιξη του απλού σταυροειδούς, όπου οι ημισφαιρικοί θόλοι αντι­
καθίστανται με τρουλίσκους. Ανάλογη είναι και η άποψιη, σύμφωνα με την οποία η κάλυψη των
γωνιακιύν διαμερισμάτων τόσο με τρουλίσκους, όσο και με σφαιρικούς θόλους, ανήκει στην ίδια
παράδοση, χοορίς όμως να μπορεί καμία από τις δύο αυτές μορφές να συνδεθεί με κάποια συγκε­
κριμένη περίοδο της βυζαντινής ναοδομίας. Όμως, οι σφαιρικοί θόλοι θα μπορούσαν να θεω­
ρηθούν ως μία παραλλαγή ή ακόμη και προδρομική μορφή των τρουλίσκων302.
Σε αρκετά πριόιμη εποχή υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη πεντάτρουλες κατασκευές σε ναούς με
μία σύνθετη οργάνωση στην κάτοψή τους. Έτσι, η βόρεια εκκλησία της Θεοτόκου στη μονή Λιβός,
που ιδρύθηκε το 907, είχε αρχικώς, σε μία κάτοψη ενός σύνθετου τετρακιονίου σταυροειδούς
εγγεγραμμένου ναού, τέσσερα θολοσκεπή γωνιακά διαμερίσματα. Τα δύο δυτικά συνδέονταν με
το υπερώο του νάρθηκα, ενώ τα δύο ανατολικά είχαν πρόσβαση από τη στάθμη των στεγών εξω­
τερικά και θα πρέπει να χρησίμευαν ως παρεκκλήσια303.
Παρόμοιοι χώροι, οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερες ενότητες μέσα στο ναό, υπήρχαν και στην Πα­
ναγία την Κυριώτισσα, σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό του τέλους του 12ου ή των αρχών του 13ου
αιώνα304, και είχαν τοποθετηθεί στα τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα του σταυρού στη στάθμη του
ισογείου, ενώ σε ανώτερη στάθμη βρέθηκαν λείψανα υπεριύου στην περιοχή του νάρθηκα. Ανά­
λογες κατασκευές συναντάμε σε δύο, κατά πάσα πιθανότητα κομνήνεια, κτίσματα, το Gill Camii305
και το καθολικό των Μαγγάνων306. Στο Gul Camii τα ιδιαίτερα διαμερίσματα στις γωνίες του
σταυρού διαμορφώνονται στα υπερώα, ενώ στη στάθμη του ισογείου, καθώς και σε μία ενδιάμεση
στάθμη, τα ιδιαίτερα αυτά διαμερίσματα υπάρχουν μόνο στην ανατολική πλευρά. Στην εκκλησία
των Μαγγάνων δεν γνωρίζομε εάν στα γωνιακά διαμερίσματα υπήρχε μία μονώροφη ή μία
διώροφη κατασκευή. Τσως, μία νέα διερεύνηση στο Atik Mustafa Camii307, το οποίο βρίσκεται
κοντά στην εκκλησία των Μαγγάνων, όσον αφορά στη γενική σύνθεση της κάτοψής του με τον
οκταγωνικό, στη βάση του, τρούλο, θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε κάποια συμπεράσματα σχε­
τικά με την κατασκευή των γωνιακών του διαμερισμάτων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το μνημείο
αυτό θα αποτελούσε το κλειδί για την εξέλιξη του σταυροειδούς τύπου, εάν νέα στοιχεία μπορού­
σαν με βεβαιότητα να το τοποθετήσουν μέσα στον 9ο αιώνα.
Στις κατασκευές που προαναφέρθηκαν, η στέγαση των τεσσάρων γωνιακών διαμερισμάτων του

300 Sinos, Vira, σ. 211 κ.ε.


301 Μ. Σωτηρίου, Το καθολικόν της μονής Πετράκη Αθηνών, ΔΧΛΕ Β ' (1960-1961), σ. 114 κ.ε.
302 N. Mavrodinov, L’apparition et l’évolution de l'église cruciforme, Atti del V Congresso Internationale di Studi Byzantini,
Roma 1936, 1940, σ. 243 κ.ε. Επίσης, Σωτηρίου, ό.π., σ. 118 και Sinos, Vira, σ. 213.
303 A.H.S. Megaw, The Original Form of the Theotokos Church of Constantine Lips, DOP 18 (1964), σ. 279 κ.ε. Mango,
Architecture, σ. 198 κ.ε. Sinos, Vira, σ. 212.
304 C.L. Striker - Y.D. Kuban, Kalenderhane in Istanbul. The Buildings, their History, Architecture and Decoration, Mainz 1997
και οι ίδιοι, Work at Kalenderhane Camii in Istanbul, DOP 21 (1967), σ. 267 κ.ε.· 22 (1968), σ. 185 κ.ε.· 25 (1971), σ. 251
κ.ε. P. Magdalino, Constantinopolitana, Αετός, Studies in Honour of C. Mango, Stuttgart 1998. Mathews, Byzantine Churches,
σ. 171 κ.ε. με τη σχετική βιβλιογραφία και Müller-Wiener, Bildlexikon, σ. 153. Πρβλ. Sinos, Vira, σ. 213.
305 Η. Schaffer, Die Gül Camii in Istanbul, IstMitt 7 (1973), σ. 63 κ.ε. Mathews. Byzantine Architecture, a. 128 κ.ε. Müller-
Wiener, Bildlexikon, σ. 140 κ.ε. Πρβλ. Sinoç, Vira, σ. 213.
306 X. Μπουρας, Τυπολογικε'ς παρατηρήσεις στο καθολικό της μονής Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη, ΑΔ 31 (1976):
Μελε'τες, 1980, σ. 136 κ.ε. Mathews, Byzantine Churches, σ. 200 κ.ε. Müller-Wiener, Bildlexikon, σ. 136 κ.ε., όπου και η σχε­
τική βιβλιογραφία.
307 Sinos, Vira, σ. 213 και σημ. 12.

206
ναού γινόταν με σφαιρικούς θολούς, οι οποίοι βρίσκονταν κάτω από τις πλευρικές στέγες του
ναού. Κατά τον τρόπο αυτό τα γιυνιακά διαμερίσματα δεν έπαιρναν φως από ψηλά και ταυτόχρονα
η αυτονομία τους στη γενική σύνθεση δεν γινόταν από έξω αντιληπτή. Αυτή η μορφή στέγασης
δημιουργεί μία σκοτεινή ζώνη γύροι από το μεσαίο φωτεινό τετράγωνο του κεντρικού τρούλου και
είχε μεγάλη διάδοση στα γωνιακά διαμερίσματα τιυν σταυροείδιον εγγεγραμμένοι νααίν της Καιν-
σταντινούπολης, της Μικρός Ασίας, καθώς και του ελλαδικού χώρου. Έτσι, στην προπεύουσα
έχομε το Vefa Kilisse Camii, του 11ου ή των αρχάίν του 12ου αιώνα, στη Μικρά Ασία το Fatih
Camii και ίσως τον Άγιο Ιωάννη της Πελεκητής στην Τριγλιά, τις λαξευτές σε βράχο εκκλησίες του
Elmali και Karanlik στο Goreme, με τοιχογραφίες του 11ου αιώνα, στη Θεσσαλονίκη την Παναγία
πον Χαλκέων του 1028 και νοτιότερα στον ελλαδικό χώρο το καθολικό του Οσίου Μελετίου του
11ου αιώνα και την επισκοπή Δαμαλά του 12ου αιώνα308309, καθώς, επίσης, στον Μυλοπόταμο της
Κρήτης και στους Αγίους Αποστόλους στο Αεοντάρι.
Παρόμοιοι σφαιρικοί θόλοι εξάλλου, υπάρχουν είτε στα παραβήματα μόνον, όπως στην εκκλησία
του Μυρελαίου300 ή στα δυτικά γωνιακά διαμερίσματα μόνον, όπως στο Σαμάρι, στον Άγιο Ιωάν­
νη στο Κακοσάλεσι, στο παραλαύριο των Αγίων Θεοδώρων στη μονή του Οσίου Μελετίου και
στον Άγιο Γεώργιο Αγγελοκάστρου. Στην περίπτωση των παραβημάτων οι σφαιρικοί θόλοι φαί­
νεται ότι προέρχονται από μία ξεχωριστή παράδοση στα πλαίσια της οποίας ανήκουν και τα παρα­
δείγματα των βασιλικών, όπως λόγου χάρη ο Άγιος Αχίλλειος της Πρέσπας, ενώ στην περίπτωση
των δυτικών γωνιακών διαμερισμάτων μόνο, θα μπορούσαν οι θόλοι αυτοί να θειορηθούν ως
αποτέλεσμα της επίδρασης των πεντάτρουλων ναών.
Στην πεντάτρουλη σύνθεση γενικά, ακόμη και στις περιπτώσεις που αυτή περιορίζεται στα δύο δυτι­
κά γωνιακά διαμερίσματα, η στέγαση των γωνιακών χώρων με τρουλίσκους ή με σφαιρικούς θόλους
έχει μεγάλη σημασία για τη σύλληψη και την οργάνωση του χοίρου εσωτερικά μόνο στην περίπτω­
ση του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού χωρίς υπερώα. Στην περίπτιυση αυτή, όταν τα γωνιακά
διαμερίσματα είναι ενοποιημένα με τον υπόλοιπο χώρο του ναού και όταν έχομε τρουλίσκους, ο
φοπισμός που εξασφαλίζεται από τα παράθυρα στο τύμπανό τους μπορεί να προσδώσει στο χώρο
αυτό ένα χαρακτήρα αυτοτέλειας μέσα στη γενική σύνθεση310. Αντίθετα, είναι αυτονόητο ότι στους
σταυροειδείς ναούς, όπου τα γωνιακά διαμερίσματα είναι ανεξάρτητα διαμορφωμένα στη σύνθεση
της κάτοψης ή βρίσκονται στη στάθμη των υπερώιον, η μορφή της κάλυψής τους, με την ύπαρξη ή όχι
φωτισμού, δεν έχει καμία επίδραση στη σύλληψη του κυρίως χώρου. Έτσι, στους κομνήνειους ναούς
χωρίς υπερώα του 12ου αιώνα, όπως είναι η Βήρα, και τα παραδείγματα στο Νέρεζι και την Καλα­
βρία, καθώς και η Τεγέα του 10ου αιώνα, ενώ ο χώρος του ναού είναι ενιαίος, τα γωνιακά διαμερί­
σματα έχουν έναν αυτοτελή χαρακτήρα λόγω των τρουλίσκων με τα παράθυρα στην ανωδομή τους.
Από αυτή την ομάδα ναιόν εξαιρείται η Παντάνασσα της Γερουμάνας, όπου τα γωνιακά διαμερί­
σματα του σταυρού είναι σαφώς ξεχωρισμένα στην κάτοψη από τον υπόλοιπο χώρο.
Στις περιπτώσεις που παρεμβάλλονται υπεροία, τα γωνιακά διαμερίσματα του σταυρικού σχή­
ματος χάνουν τον αυτόνομο χαρακτήρα τους στο ισόγειο του ναού. Όταν αυτά τα διαμερίσματα

308 Για το Vefa Kilisse Camii, βλ. Mathews, Byzantine Churches, σ. 40 κ.ε. Müller-Wiener, Bildlexikon, σ. 169 κ.ε., όπου και
η παλαιότερη βιβλιογραφία. Για την Παναγία των Χαλκέων, βλ. Δ. Ευαγγελίδης, Η Παναγία των Χαλκέων, Θεσσαλονί­
κη 1954. Για τη μονή του Οσίου Μελετίου, βλ. Α. Ορλάνδος, Η μονή του Οσίου Μελετίου και τα παραλαύρια αυτής,
ΑΒΜΕ Ε (1939-1940), σ. 35 κ.ε. Η εκκλησία έχει χρονολογηθεί από τον A.H.S. Megaw στα 1100, βλ. Megaw, Chronology,
σ. 91. Για την Επισκοπή Δαμαλά, βλ. Α. Ορλάνδος, Η Επισκοπή Δαμαλά, ΑΒΜΕ Ε ' (1939-1940), σ. 17 κ.ε. Εδώ ο ναός
χρονολογείται το 12ο αιώνα. Σχετικά βλ. και Sinos, Vira, σ. 214, σημ. 16, καθιός και για τους ναούς της Τριγλίας και του
Göreme και τους ναούς των Σπηλαίων.
309 Striker, Myreleon. Mathews, Byzantine Churches, σ. 209 κ.ε. Müller-Wiener, Bildlexikon, όπου και η παλαιότερη βιβλιο­
γραφία.
310 Σχετικά με την προέλευση και την εξέλιξη της κάλυψης των γωνιακών διαμερισμάτων, καθώς και τον αυτοτελή χαρα­
κτήρα που προσδίδεται στα διαμερίσματα αυτά με τη χρήση των τρούλων στην ανωδομή τους, βλ. Sinos, Vira, σ. 214-216.

207
επαναλαμβάνονται στη στάθμη των υπεροίοιν ή της στέγης, τότε οι θόλοι τους δεν διατηρούν πλέον
τη σχέση τους με τον κύριο χώρο. Η τελευταία αυτή διάταξη απαντά στα διαμερίσματα πάνω από
τα παραβήματα στην Αγία Ειρήνη της Κωνσταντινούπολης και πιθανώς στα δυτικά διαμερίσματα
του υπεροίου στην Κοίμηση της Νίκαιας311 και με την πιο ολοκληρωμένη της μορφή υπάρχει στο
Giil Camii και στον τετρακιόνιο ναό της Θεοτόκου του Λιβός.
Η σύλληψη του χοίρου στους πεντάτρουλους ναούς, όπως είδαμε, καθορίζεται από το είδος της
θολοδομίας τους και το φωτισμό που αυτή συνεπάγεται, καθώς και από τη σχέση των γωνιακών
διαμερισμάτοιν με τον κύριο χώρο του ναού, ανάλογα με την ύπαρξη ή όχι υπερώων, και τη στάθ­
μη, στην οποία τα διαμερίσματα αυτά τοποθετούνται. Ένας άλλος καθοριστικός παράγοντας στη
διαμόρφωση του χοίρου είναι η θέση τοιν διαμερισμάτων αυτών στην κάτοψη του ναού.
Ανάλογα με τη θέση τους σε σχέση με το τετράγοινο που εγγράφει τον κεντρικό τρούλο, μπορού­
με να διακρίνομε τρεις παραλλαγές στους πεντάτρουλους ναούς312. Στην πρώτη παραλλαγή τα
γωνιακά διαμερίσματα βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με το κεντρικό τετράγωνο. Στη δεύτερη
παραλλαγή τα γοινιακά διαμερίσματα, κατά τον άξονα Ανατολής-Δύσης, βρίσκονται μετατοπι­
σμένα κατά ένα διάχοιρο από το κεντρικό τετράγωνο, ενώ στην τρίτη παραλλαγή καταλαμβάνουν
τις γωνίες μίας ζοίνης, η οποία περιβάλλει τη νότια, βόρεια και δυτική πλευρά του σταυρικού σχή­
ματος. Στην προίτη παραλλαγή ανήκουν η Κοσμοσώτειρα της Βήρας (1152), ο Άγιος Παντελεήμων
στο Νέρεζι (1164), η Καθολική του Stilo και του Rossano στην Καλαβρία (12ος αι.), η Επισκοπή
Παλαιός Τεγέας (10ος αι.), η Παντάνασσα της Γερουμάνας, καθοίς και η Οδηγήτρια, η Παντά-
νασσα και η Μητρόπολη του Αγίου Δημητρίου στον Μυστρά. Στην ίδια ενότητα θα πρέπει να
συμπεριληφθούν η Μητρόπολη του Μυλοπόταμου στην Κρήτη και οι Άγιοι Απόστολοι στο Λεο-
ντάρι, όπου τα γωνιακά διαμερίσματα δεν καλύπτονται με τρουλίσκους, όπως στα παραπάνω δια­
μερίσματα, αλλά με σφαιρικούς θόλους. Στη δεύτερη παραλλαγή ανήκουν οι ναοί της Θεοτόκου
Ljeviska στην Prizren, στο Staro Nagoricino, στο Kumanovo, στο Matejic, στη Ravanica και στη
Resava. Στην τρίτη, τέλος, παραλλαγή ανήκουν οι ναοί των Αγίων Αποστόλων και της Αγίας Αικα­
τερίνης στη Θεσσαλονίκη313, της Παρηγορήτισσας στην Άρτα και της Gracanica314.
Από τα παραπάνω παραδείγματα των πεντάτρουλων ναών γίνεται φανερό ότι ενώ οι παλαιότεροι
χαρακτηρίζονται από μία αυστηρότητα ως προς την ένταξη των γωνιακών διαμερισμάτων στο
σταυρικό σχήμα του ναού, οι μεταγενέστεροι ναοί επιδεικνύουν μία ελευθερία, τόσο απέναντι
στην οργάνωση της κάτοψης και του χώρου, όσο και των επιμέρους αρχιτεκτονικών μορφών. Στις
περιπτοίσεις, λοιπόν, όπου τα γωνιακά διαμερίσματα του σταυρού δεν συμπίπτουν με τους χώρους
στα άκρα της κάτοψης, είναι δυνατή η χρήση δύο μορφών θόλων στο ίδιο κτίριο, όπως συμβαίνει
στους τρεις πεντάτρουλους ναούς του Μυστρά, όπου στα ανατολικά διαμερίσματα χρησιμοποιού­
νται σφαιρικοί θόλοι και στα γωνιακά διαμερίσματα του σταυρού υπάρχουν τρουλίσκοι.
Οι τρούλοι, οι οποίοι βρίσκονται στα άκρα της κάτοψης, σε απόσταση ενός διαμερίσματος-κατα-
σκευαστικού διαχώρου από το κεντρικό τετράγωνο του σταυρού, δεν έχουν κανένα ρόλο στη σύν­
θεση του κυρίως χώρου του ναού εσωτερικά, αλλά χρησιμεύουν απλιός ως «απολήξεις» της σύν­
θεσης ή ακόμα ως καθαρά μορφολογικά στοιχεία της εξωτερικής διάταξης, όπως φαίνεται με
σαφήνεια στους ναούς όπου το σταυρικό σχήμα περιβάλλεται με μία περιμετρική ζώνη, όπως ανα­
φέραμε προηγουμένως.

311 Τ. Schmidt, Die Koimesis-Kirche von Nikaia, Berlin-Leipzig 1927. H. Grégoire, Encore le Monastère d’Hyacinthe à
Nicée, Byzantion 5 (1930), o. 287 κ.ε. U. Peschow, Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesis-
Kirche in Iznik, IstMitt 22 (1972), o. 145 κ.ε.
312 Τις παραλλαγές αυτές των πεντάτρουλων ναιύν διέκρινε ο Α. Ορλάνδος στην τυπολογική ανάλυση της Παντάνασσας
Μονεμβασίας, βλ. Ορλάνδος, ό.π. (υποοημ. 299), και ιδιαιτέρως ο. 144-151.
313 Βλ. C. Diehl - Μ. le Tourneau - Η. Saladin, Les monuments chrétiens de Salonique, Paris 1917. Επίσης, βλ. την έκδοση του
ΥΠΠΟ και ΥΔΕ, Η αναστήλωση των βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων της Θεσσαλονίκης, Αθήνα 1985, σ. 39 κ.ε.
314 Curcic, Gracanica, όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία.
Η σταδιακή εξέλιξη του τύπου των γωνιακών διαμερισμάτων και της στέγασής τους με τρουλί-
σκους, από μία σύνθεση με βάση την οργάνωση του εσωτερικού χώρου σε μία μορφοκρατική-
διακοσμητική αντίληψη στη διαμόρφωση του εξωτερικού των ναών γίνεται σαφής στα παραδείγ­
ματα των πεντάτρουλων ναών της Σερβίας. Στην Gracanica (προ του 1321), ο κεντρικός τρούλος
με την κλιμακωτή διάταξη των κυλινδρικών θόλων σε δύο βαθμίδες στις κεραίες του σταυρού, προ­
βάλλει έντονα στο χώρο, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους γωνιακούς τρούλους, οι οποίοι
εδράζονται σε υπερυψωμένες κυβικές βάσεις που κτίζονται πάνω από τη στάθμη των γενέσεοον
των γειτονικών κυλινδρικών θόλων. Μετά την ανέγερση του ναού στο Matejic (το 1355), σύμφωνα
με τα βυζαντινά πρότυπα, επιστρέφομε πάλι στη μορφοκρατική αντίληψη με τις υψηλές βάσεις των
τρουλίσκων στη Ravanica (το 1375), ενώ στο μεταγενέστερο ναό στη Resava (το 1406-1408) οι
γωνιακοί τρουλίσκοι έχουν πάρει μία πολύ πτωχή και συρρικνωμένη μορφή με καθαρά διακοσμη-
τικό χαρακτήρα. Στον ελλαδικό χοίρο συναντάμε υπερυψωμένες βάσεις στους τρουλίσκους του
Προφήτη Ηλία Θεσσαλονίκης (στα μέσα του 14ου αι.), πάνω από τα παραβήματα και πάνω από
αυτοτελή παρεκκλήσια δυτικά, που, όμως, είναι αποτέλεσμα αναστήλωσης με πλείστες υποθέσεις.
Η μορφή αυτή ενδέχεται να ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη, με τους Αγίους Αποστόλους,
όπου πιθανώς υπήρχαν υπερυψωμένες βάσεις313.
Στη Ρωσία, τέλος, η πεντάτρουλη στέγαση εξελίχθηκε και βρήκε ευρεία εφαρμογή ως μορφολογι-
κό στοιχείο στην εξωτερική διαμόρφωση του ναού, με συμβολικό χαρακτήρα, χωρίς καμία σύνδε­
ση με τον εσωτερικό χώρο και χωρίς τη δυνατότητα μίας περαιτέρω εξέλιξης. Η εφαρμογή αυτή
άρχισε με την Αγία Σοφία του Κιέβου (1037-1040), τη μητρόπολη του Cernigov (1036 περίπου) και
την Αγία Σοφία του Novgorod (1045-1050), όπου υπήρχε ένας σταυροειδής πεντάτρουλος πυρήνας,
γύρω από τον οποίο διαμορφώνονταν πλάγια κλίτη με θολοδομία σε χαμηλότερη από αυτόν στάθ­
μη315316. Στις ρωσικές εκκλησίες, για την αποσύνδεση των γωνιακών διαμερισμάτων που καλύπτονται
με τρούλο από τον πυρήνα της κάτοψης, καθοριστικό ρόλο είχε η ύπαρξη των υπερώων. Αυτό γίνε­
ται φανερό στη μητρόπολη του Vladimir, όπου μετά την ανοικοδόμησή της το 1185-1189, έχομε μία
κάτοψη με πέντε κλίτη και πεντάτρουλη ανωδομή με τους τρουλίσκους στη θέση των γωνιών των
εξωτερικών κλιτών. Η παράδοση αυτή συνεχίζεται με την ανοικοδόμηση της Μητρόπολης της
Θεοτόκου στο Suzdal (16ος αι.) και στη Μητρόπολη του Κρεμλίνου στη Μόσχα (1505-1509).
Σύμφωνα με τα προηγούμενα, η πεντάτρουλη μορφή της στέγασης, με βάση τη σύλληψη και την
εντύπωση του εσωτερικού χοίρου, μπορεί να διακριθεί σε δύο κατηγορίες, στην κατηγορία όπου ο
ναός διαθέτει υπερώα και οι τέσσερις πλευρικοί τρούλοι στεγάζουν διαμερίσματα της δεύτερης
στάθμης του ναού, και στην κατηγορία όπου δεν υπάρχουν υπερώα και οι πλευρικοί θόλοι στε­
γάζουν τα γωνιακά διαμερίσματα του χώρου στο ισόγειο. Στον ελλαδικό χώρο η κατηγορία με τα
υπερώα απαντά στην υστεροβυζαντινή περίοδο, με τα παραδείγματα στην Άρτα, τον Μυστρά και
το Λεοντάρι.
Στην Παρηγορήτισσα της Άρτας οι πλευρικοί τρούλοι καλύπτουν παρεκκλήσια στους γωνιακούς
χώρους των διώροφων υπερώων, τα οποία περιβάλλουν κατά τις τρεις πλευρές του τον οκταγωνι­
κό πυρήνα του ναού που καλύπτεται από τον κεντρικό τρούλο317. Στον Μυστρά, όμως και στο
Αεοντάρι έχομε δύο διαφορετικούς υπερτιθέμενους τύπους κατόψεων, δηλαδή μία βασιλική στο
ισόγειο και ένα πεντάτρουλο σταυροειδή εγγεγραμμένο στα υπερώα. Το σύνθετο αυτό τύπο, ο
Gabriel Millet τον είχε κατατάξει στην ομάδα των σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών της σχολής

315 Η προμετωπίς των κωδίκων Βατικανού 1162 και Παρισινού 1208 δεν εικονίζουν τον πεντάτρουλο ναό των Αγίων
Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης, βλ. Α. Ξυγγόπουλος, Προμετωπίδες, ΕΕΒΣ 13 (1937), σ. 158-178.
316 Για την Αγία Σοφία του Κιε'βου, βλ. Η. Logvin, Kiev's Hagia Sophia, Kiev 1971. Για την Αγία Σοφία του Novgorod, βλ.
V.N. Lasarev, Iskusstvo Novgoroda, Moskau-Leningrad 1974, σ. 53 κ.ε. Βλ. επίσης Mango, Architecture, σ. 324 κ.ε. και
Sinos, Vira, σ. 220.
317 Ορλάνδος, Παρηγορήτισσα.

209
της πρωτεύουσας, όσον αφορά στα επιμέρους στοιχεία του, όπως οι τρουλίσκοι στα γωνιακά δια­
μερίσματα του σταυρού και η ύπαρξη στα ανατολικά του ενός ακόμη ζεύγους διαμερισμάτων318319.
Όσον, αφορά στην ύπαρξη των υπερώων, ο σύνθετος αυτός τύπος ακολουθεί το πρότυπο της ελλη­
νιστικής βασιλικής και συγχρόνως ανήκει στην παράδοση των μεγάλων σε μέγεθος τρουλαίων
βασιλικών, όπως η Αγία Ειρήνη, με επαρχιακές, όμως, επιδράσεις, οι οποίες απαντούν σε ναούς,
όπως η βασιλική της Μόρφου στην Κύπρο και η Βλαχέρνα της Άρτας. Στις τελευταίες αυτές επι­
δράσεις ο Gabriel Millet αποδίδει τη μεγάλη διαφορά των τριών ναιύν του Μυστρά με τους ναούς
της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή τον τρόπο συνύπαρξης των δύο τύπων, όπου ενώ στην πρωτεύου­
σα οι τύποι αυτοί αντιπαρατίθενται και αλληλοδιεισδύουν, στον Μυστρά είναι σαφώς διαχωρι­
σμένοι και ο ένας βρίσκεται επάνω από τον άλλο. Έτσι, στα παραδείγματα της πρωτεύουσας τα
στηρίγματα του τρούλου ξεκινούν από το έδαφος και συχνά περιβάλλουν πλευρικά την κιονοστοι-
χία που αναπτύσσεται στο ισόγειο και στηρίζει την ξεχωριστή κατασκευή των υπερώων. Αντίθετα,
στα παραδείγματα του Μυστρά οι πεσσοί που στηρίζουν τον τρούλο βρίσκονται στη στάθμη των
υπερώων, ενώ στην απόσταση μεταξύ των υποκείμενών τους κιόνοον παρεμβάλλεται ένα ακόμη
στήριγμα, το οποίο στη στάθμη του ισογείου διαμορφώνει τρία κλίτη.
Τα τελευταία χρόνια έγινε αποδεκτή η θεωρία ότι δημιουργήθηκε ένας νέος, ιδιαίτερος τύπος
ναοδομίας, γνιυστός ως «τύπος του Μυστρά», ο οποίος γεννήθηκε μέσα από μία διαδικασία τυπο­
λογικής αναζήτησης, που συμπεριέλαβε στοιχεία τόσο από την τοπική παράδοση, όσο και από τα
πρότυπα της πρωτεύουσας, τα οποία έφεραν μαζί τους οι πρίγκιπες-διοικητές του τόπου. Όμως,
στη συνέχεια, η διαπίστωση ότι οι κοσμικοί άρχοντες του Μυστρά δεν έφεραν από την πρωτεύου­
σα μορφές και τύπους κτιριολογικούς, αλλά κυρίως ένα τρόπο ζωής σύμφωνο προς το κωνστα-
ντινουπολίτικο τυπικό της αυτοκρατορικής αυλής, οδήγησε σε μία νέα προσέγγιση της γένεσης του
τύπου του Μυστρά, βασισμένο καθαρά σε λειτουργικές απαιτήσεις. Οι απαιτήσεις αυτές υπαγό­
ρευσαν την ύπαρξη υπερώων, ενώ η προσθήκη τους στον οργανισμό ενός σταυροειδούς εγγε­
γραμμένου ναού επέβαλε για τη στήριξή τους την ύπαρξη μεταξύ των στηριγμάτων του τρούλου
ενός ενδιάμεσου στηρίγματος στη στάθμη του ισογείου. Η κατασκευαστική αυτή ανάγκη έδωσε
στην κάτοψη του ισογείου ενός σταυροειδούς ναού, τη μορφή μίας βασιλικής. Κατά τον τρόπο
αυτό, δημιουργήθηκε ένας σύνθετος τύπος, ο οποίος για πρώτη φορά βρήκε την εφαρμογή του
στην Οδηγήτρια. Η άποψη ότι η Οδηγήτρια είχε σχεδιασθεί αρχικά ως σταυροειδής ναός, στον
οποίο προστέθηκαν, μετά από αναθεώρηση του αρχικού σχεδίου στη διάρκεια της κατασκευής
του, υπερώα, ενισχύει την παραπανω ερμηνεία για τη γενεση του τυπ ου1 .
Η μορφή, η οποία δημιουργήθηκε με την προσθήκη του ενδιάμεσου ζεύγους κιόνων στον τετρα-
κιόνιο σταυροειδή ναό για τη στήριξη τιυν υπερώων επαναλήφθηκε στην Παντάνασσα, ενώ απέβη
αποφασιστική για τη μετασκευή της Μητρόπολης, όπου σε μία προϋπάρχουσα βασιλική με τρία
ζεύγη κιόνιον, διαμορφώθηκε στη στάθμη των υπερώων ένας σταυροειδής ναός. Εδώ βεβαίως γεν-
νάται το ερώτημα, πώς ήταν δυνατόν η σύνθεση της κάτοψης στο ισόγειο της Οδηγήτριας, η οποία
ξεκίνησε από ένα σταυρικό σχήμα, να συνέπεσε με τη σύνθεση, τις αναλογίες και σχεδόν τις δια­
στάσεις της προϋπάρχουσας βασιλικής του Αγίου Δημητρίου. Όπως ήδη έχει αναφερθεί, η Οδη­
γήτρια, η Παντάνασσα και ο Άγιος Δημήτριος έχουν στο ισόγειο κάτοψη βασιλικής με αναλογία
πλάτους προς μήκος 1:2. Ο Άγιος Δημήτριος, όπως έγινε φανερό, ακολουθεί τα τοπικά πρότυπα
των βασιλικών με την αντιγραφή των γενικών αρχών της σύνθεσης του Οσίου Νίκωνος.
Αυτό, όμως, δεν θα πρέπει να είχε συμβεί στην περίπτοοση της Οδηγήτριας. Αντίθετα, η Οδη­
γήτρια, η οποία δεχόμαστε ότι αρχικά είχε σχεδιασθεί ως εγγεγραμμένος τετρακιόνιος ναός είναι
ένας ναός με έκδηλη την επιρροή της πρωτεύουσας, τόσο στα επιμέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία
του, όπως η χάραξη των αψίδων του Ιερού και η διαμόρφοοση των όψεων, όσο και στον εσωτερι-

318 Millet, Ecole, ο. 95-104.


319 Hallensleben. Mistratypus.

210
κό του διάκοσμο με τις πολυτελείς ορθομαρμαρώσεις. Εάν, λοιπόν, δεχθούμε ότι η Οδηγήτρια
στην αρχική της σύλληψη ήταν ένας τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός, βλέπομε ότι
και τυπολογικά ο ναός αυτός ακολουθεί τα πρότυπα της πρωτεύουσας. Με μία έρευνα των τετρα-
κιόνιων σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών της πρωτεύουσας διαπιστώνομε ότι στο Μυρέλαιο,
στο νείπ Κ ΐ^ υ , στον Παντεπόπτη, στη Θεοτόκο του Λιβός, στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο εν
Τρούλλω και στην Παμμακάριστο και κατά πάσα πιθανότητα στην Παναγία την Κυριιότισσα, η
κάτοψή τους διέπεται από την αναλογική σχέση πλάτους προς μήκος 1:2. Επιπλέον, ο κατ’ εξοχήν
χώρος του σταυρού, από το δυτικό πέρας του κυρίως ναού έως το Ιερό, έχει σχήμα τετράγωνο. Η
ουσιαστική διαφορά στη χάραξη μεταξύ του Αγίου Δημητρίου και της Οδηγήτριας είναι η αναλο­
γική σχέση του πλάτους των τριών κλιτών. Στην Οδηγήτρια η σχέση αυτή έχει προκύψει από την
κατασκευή τόσο του κεντρικού τρούλου, όσο και των γωνιακών τρουλίσκων. Αντίθετα, στη Μητρό­
πολη η χάραξη του σταυρού με τετράγωνο το σχήμα του κεντρικού και των γωνιακών διαμερι­
σμάτων του, παρά τη δέσμευση της προϋπάρχουσας κατασκευής, έγινε δυνατή με την εφαρμογή
μικρών διορθοίσεων στις διαστάσεις και μικρών μετατοπίσεων των επιμέρους στοιχείων στη δεύ­
τερη στάθμη των υπερώων και της ανωδομής τους.
Από τα παραπάνω, λοιπόν, γίνεται σαφές ότι δύο διαφορετικοί αρχιτεκτονικοί τύποι, η βασιλική
στον Άγιο Δημήτριο και ο τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος στην Οδηγήτρια, με αφετη­
ρία δύο διαφορετικές παραδόσεις, την τοπική και την κωνσταντινουπολίτικη αντίστοιχα, οδήγη­
σαν, όσον αφορά στη σύνθεση της κάτοψης του ισογείου τους, στο ίδιο αποτέλεσμα.
Γενικότερα θα πρέπει να παρατηρήσομε ότι στη βυζαντινή ναοδομία δεν είναι άγνωστη η μετα-
σκευή και η υπέρθεση δύο αρχιτεκτονικών τύπων. Το πρωιμότερο γνωστό παράδειγμα είναι το
παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου στην Καταπολιανή της Πάρου. Ο ναός αρχικά είχε μορφή τρί-
κλιτης θολοσκεπούς βασιλικής με υπερώα πάνω από το νάρθηκα και τα πλάγια κλίτη. Είναι πολύ
πιθανό ότι συγχρόνως με την ανέγερση του μεγάλου ναού της Παναγίας να έγινε η μετασκευή του
Αγίου Νικολάου σε τρουλαία βασιλική, κατά τα μέσα του 6ου αιώνα. Πάνω από τους διαχωρι-
στικούς τοίχους μεταξύ των διαμερισμάτων του Ιερού και σχεδόν πάνω από το δυτικότερο ζεύγος
κιόνων της βασιλικής, υψώθηκαν πεσσοί, οι οποίοι στήριξαν έναν κεντρικό τρούλο στο σημείο
αλληλοτομίας δύο κάθετων κυλινδρικών θόλων. Το ανατολικό τμήμα της σταυρικής ανωδομής
ανήκε ίσως στην πραίτη φάση του ναού, ενώ ο ημικυλινδρικός θόλος του νάρθηκα ξανακτίσθηκε
σε ψηλότερη στάθμη320. Τέλος, θα πρέπει να αναφέρομε ένα άλλο παράδειγμα μεικτού ναού, την
Αγία Σοφία της Βιζύης με κάτοψη βασιλικής στο ισόγειο και σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού
στα υπερώα, που ίσως ανήκει σε προίιμη εποχή321.
Στους σύνθετους ναούς του Μυστρά, η συνύπαρξη δύο ισοδύναμων αξόνων, του κατά μήκος και
του κατακόρυφου, οδηγούν στην αντιπαράθεση του δρομικού χαρακτήρα της βασιλικής και του
περίκεντρου χαρακτήρα των σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών. Έτσι, βλέπομε ότι στον Άγιο
Δημήτριο ο δρομικός χαρακτήρας της βασιλικής, ο οποίος υπογραμμιζόταν με την επανάληψη
τόσο κατασκευαστικών στοιχείων, όπως είναι οι κίονες και τα τόξα των τοξοστοιχιών, καθώς και
τα παράθυρα του φωταγωγού, όσο και διακοσμητικών στοιχείων, όπως είναι οι μορφές των Ιεραρ­
χών μεταξύ των παραθύρων αυτών, ατόνησε με τη μετασκευή του ναού. Αυτό συνέβη κατ’ αρχήν
με την κατεδάφιση του φωταγωγού και στη συνέχεια με τη δημιουργία ενός κατακόρυφου άξονα
ίσου περίπου με τον κατά μήκος, ο οποίος έδωσε στο ναό ένα κέντρο. Το κέντρο αυτό και ο συμ­
βολικός του χαρακτήρας ορίσθηκε, σε μεταγενέστερη όμως εποχή, στο δάπεδο με την τοποθέτη­
ση της πλάκας του δικέφαλου αετού, όπου, σύμφωνα με την παράδοση, στάθηκε ο τελευταίος

320 Jewell - Hasluck, ό.π. (υποσημ. 261), σ. 13-28.


’2Ι Ο C. Mango (.Architecture, σ. 174) χρονολογεί την εκκλησία στα τέλη του 8ου ή στον 9ο αιώνα. O Semavi Eyice, τη
χρονολογεί μέσα στο 14ο αιώνα, όπως και τις εκκλησίες του «μεικτού τύπου» στον Μυστρά. Βλ. S. Eyice, Les monuments
byzantins de la Thrace turque, CorsiRav 1971, σ. 303 κ.ε.

211
αυτοκράτορας του Βυζαντίου κατά τη στέψη του. Με τη μετασκευή του ναού άλλαξε και η
κατανομή των φωτεινών και των σκοτεινών επιφανειών. Ενώ αρχικά είχαμε ένα σκοτεινό διά­
δρομο γύρω από ένα φωτεινό μεσαίο κλίτος, του οποίου το κέντρο εστίασης βρισκόταν στο
ανατολικό του πέρας, μετά τη μετασκευή δημιουργήθηκε μία σκοτεινή «βάση» στο ισόγειο, η
οποία απέκτησε, εκτός από τη φωτεινή πηγή στο ανατολικό πέρας του κατά μήκος άξονα, μία δεύ­
τερη πηγή φωτός στο άνω πέρας του κατακόρυφου άξονα με τα παράθυρα του κεντρικού τρούλου.
Τελικά, η κυρίαρχη εντύπωση του εσωτερικού χώρου είναι εκείνη της τρουλαίας βασιλικής και όχι
του πεντάτρουλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού. Εξάλλου, με την παρεμβολή των υπερώων,
πάνω από μία σκοτεινή πρώτη στάθμη δημιουργήθηκε ένας όροφος με διάχυτο φως, από τους
τρουλίσκους στα γωνιακά διαμερίσματα του ναού και τα ανοίγματα στις εξωτερικές επιφάνειες
των υπερώων, που φιλοξενούσε το Δεσπότη και τη συνοδεία του.

212
Η ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Με την περιγραφή του μνημείου, καθώς και την προσέγγιση της τυπολογίας και της χάραξής του,
έγινε έως τώρα φανερό ότι αυτό παρουσιάζει στη γενική του σύνθεση ορισμένες ιδιομορφίες, ένα
μεγάλο μέρος από τις οποίες οφείλεται στην ύπαρξη περισσότερων οικοδομικών φάσεων που
συνέθεσαν την τελική του μορφή, όπως αυτή διαμορφώθηκε στους ύστατους βυζαντινούς χρόνους.
Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται μία γενική επισκόπηση των επιμέρους στοιχείων της αρχιτεκτονικής
του μνημείου, ενο5 ταυτόχρονα επισημαίνονται τα ιδιαίτερα μορφολογικά και κατασκευαστικά
χαρακτηριστικά πυν διαφόρων ενοτήτων-οικοδομικών φάσεων, με σκοπό την ένταξη κάθε ενότη­
τας μέσα στα ιδιαίτερα καλλιτεχνικά ρεύματα της συγκεκριμένης εποχής, καθώς και του συνόλου
μέσα στην παλαιολόγεια αρχιτεκτονική, όπως αυτή εκφράζεται σε ένα επαρχιακό κέντρο, που,
όμως, βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής της πρωτεύουσας.
Η εξωτερική τοιχοποιία του ναού, η οποία αντιστοιχεί στην πρώτη οικοδομική φάση, τη φάση της
βασιλικής, έχει οος κύριο χαρακτηριστικό της τις απλές επίπεδες, αδιάρθρωτες επιφάνειες. Το
μεγαλύτερο τμήμα της τοιχοποιίας της βασιλικής είναι πρόχειρα κτισμένο από μικρούς, κυρίως,
αργούς λίθους, τεμάχια πλίνθων και κεραμιδιών μέσα σε άφθονο κονίαμα. Η πρόχειρη αυτή κατα­
σκευή, όπως γίνεται φανερό από τα ίχνη μυστρίσματος της επιφάνειάς της, καλυπτόταν από επί­
χρισμα, το οποίο σήμερα δεν σώζεται παρά σε ελάχιστα σημεία, καθώς και στις περιοχές όπου
υπάρχουν εξωτερικές τοιχογραφίες. Τα ίχνη του μυστρίσματος χαρακτηρίζονται από μία ακανό­
νιστη, πλάγια διάταξη, τεχνική η οποία είναι η ίδια για όλα τα βυζαντινά κτίρια του Μυστρά. Αντί­
θετα, ορατές παρέμεναν οι επιφάνειες του ναού, οι οποίες καταλαμβάνονταν από κάποιο διά­
κοσμο - πλίνθινο ή μαρμάρινο - ή είχαν μία πιο προσεγμένη δόμηση, όπως η ανατολική όψη πάνω
από τη στάθμη της ποδιάς των παραθύρων του Ιερού, καθώς και η ανώτερη περιοχή των τριών
εξωτερικών όψεων του νάρθηκα, οι οποίες είχαν κτισθεί σύμφωνα με το πλινθοπερίκλειστο
σύστημα. Με το ίδιο σύστημα ήταν κτισμένη και η ανατολική όψη του φωταγωγού και κατά πάσα
πιθανότητα και οι άλλες όψεις του. Τα μαρμάρινα ή πλίνθινα διακοσμητικά στοιχεία, τα οποία
παρέμεναν ορατά με τη χρωματική αντίθεσή τους προς τις επιφάνειες του κονιάματος, εξασφάλι­
ζαν ένα ευχάριστο αισθητικό αποτέλεσμα και μία ποικιλία στις κατά τα άλλα μονότονες και αυστη­
ρές επιφάνειες. Στην περίπτωση της πλινθοπερίκλειστης δόμησης οι λαξευτοί πωρόλιθοι καλύ­
πτονταν από πολύ λεπτό κονίαμα, το οποίο σφράγιζε τις ανωμαλίες της αδρής επιφάνειάς τους,
δηλαδή, πρόκειται για εξομάλυνση των επιφανειών, που γινόταν κατά περίπτωση σε λιθόπλινθους
με κενά, κομούς και εν γένει ατέλειες322. Στην περιοχή των αρμών το συνδετικό κονίαμα συναντά
το περίγραμμα των πλίνθων με μικρή κλίση, έτσι ιόστε να δίδεται η εντύπωση δόμων με αναθύρω-
ση, τεχνική που βλέπομε στους Αγίους Θεοδιόρους, την Ευαγγελίστρια και την Παντάνασσα του
Μυστρά.
Το πάχος των πλίνθων που έχουν χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή ποικίλλει. Στη βασιλική, τα
τεμάχια που παρεμβάλονται στην αργολιθοδομή έχουν πάχος που κυμαίνεται από 2 έως και 5
εκατοστά. Οι πλίνθοι στις ταινίες και τα πλαίσια των παραθύρων στη βόρεια και τη νότια όψη
έχουν πάχος από 2 έως 3 εκατοστά. Λίγο μεγαλύτερο είναι το πάχος των πλίνθων της πλινθοπερί-
κλειστης τοιχοποιίας στην άνω περιοχή του νάρθηκα και στην ανατολική όψη του ναού, καθώς και

322 Την ίδια τεχνική συναντάμε στη δυτική όψη του νάρθηκα του καθολικού του Οσίου Λουκά. Βλ. Λ. Μποΰρα, Ο γλυπτός
διάκοσμος του ναού της Παναγίας στο μοναστήρι τον Οσίου Λουκά, Αθήνα 1980. Γενικά για την τεχνική αυτή - τεχνική
της εξομάλυνσης - στο Βυζάντιο, βλ. Βελένης, Ερμηνεία, ο. 76.

213
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 48

α) Δάπεδο του νότιου κλιτούς. Οι δυο δυτικοί «πίνακες». Άποψη προς Δ. β) Ψηφιδωτό στο δάπεδο
εμπρός από τη νότια θΰρα.
από πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία. Η πλινθοπερίκλειστη, όμως, τοιχοποιία συναντάται στις παρα-
στάδες της ανατολικής όψης και στο άνω τμήμα των παραστάδιυν της νότιας και της δυτικής όψης
του ναού, δηλαδή στις επιφάνειες που είναι άμεσα ορατές.
Με το πλινθοπερίκλειστο, τέλος, σύστημα έχουν κτισθεί και οι τρούλοι των γωνιακών διαμερισμά­
των της σταυροειδούς εγγεγραμμένης σύνθεσης των υπερώων και μόνον ο κεντρικός τρούλος παρου­
σιάζει ένα τελείως διαφορετικό σύστημα δόμησης από ζώνες με τρεις πλίνθους και μία σειρά από
λαξευτούς πωρόλιθους εναλλάξ. Την ίδια δόμηση από ζώνες λίθων και πλίνθων εναλλάξ συνα­
ντάμε στην Οδηγήτρια και στον τρούλο του δυτικού υπερώου της Παντάνασσας.
Τελικά, γίνεται σαφές πως η τοιχοποιία των υπερώων είναι όμοια με εκείνη της βασιλικής σε ό,τι
αφορά στην υφή και την ποιότητά της, τόσο στο κοινό σύστημα δόμησης και τη μορφή του μυστρί-
σματος, όσο και στο πλινθοπερίκλειστο, ενώ διαφέρει μόνο στον τρόπο διάρθρωσής της. Η διάρ-
θριυση των εξωτερικών όψεων με αψιδώματα είναι χαρακτηριστικό της σχολής της πρωτεύουσας,
όμως, η δόμησή τους ακολουθεί τα πρότυπα της ελλαδικής σχολής, διότι στην πρωτεύουσα τα αψι-
δώματα διαπλάθονταν κυρίως με πλίνθους. Η διάρθρωση των όψεων με αψιδώματα απαντά στον
Μυστρά μόνο στους ναούς, οι οποίοι είναι όμοιοι τυπολογικά με τον Άγιο Δημήτριο, δηλαδή στην
Οδηγήτρια (λίγο πριν από το 1311/2) και στην Παντάνασσα (1428). Αμιγής η τεχνοτροπία της πρω­
τεύουσας εμφανίζεται στον κεντρικό τρούλο των υπερώων, όπου πέρα από τη διαμόρφωση της
όψης του, η κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή του φαίνεται κυρίως στην εσοατερική δομή του με
νευρώσεις και τομείς.
Έ να στοιχείο πολύ σημαντικό στην εικόνα των όψεων του ναού, το οποίο χωρίς τα επιχρίσματά
τους γίνεται ευκολότερα αντιληπτό, είναι η χωροθέτηση των σκαλοτρυπών326. Στις επιφάνειες της
πρόχειρης τοιχοποιίας διαμορφώνονταν στις αναγκαίες για την κατασκευή τοον ικριωμάτων θέσεις
και μετά το πέρας των εργασιών, συμπληρώνονταν με το ίδιο υλικό από μικρές πέτρες και πλίνθους
και κατόπιν καλύπτονταν με το τελικό επίχρισμα. Τις περισσότερες, όμως, φορές το ένθετο αυτό
υλικό έπεφτε ή το αφαιρούσαν για να ξανατοποθετήσουν ικριώματα και να πραγματοποιήσουν
κάποια επισκευή στο μνημείο. Στην ανατολική, όμως, όψη της βασιλικής με το πλινθοπερίκλειστο
σύστημα, η τοποθέτηση των σκαλοτρυπών ήταν μια διαδικασία δυσκολότερη, διότι κατά την κατα­
σκευή τους γινόταν μία συνειδητή προσπάθεια ένταξής τους στο σύστημα δόμησης και απόκρυψής
τους με κάποιο τέχνασμα. Έτσι η οπή συμπληρώνεται με κατακόρυφες πλίνθους, ενώ οι πλάγιες
πλευρές και η άνω πλευρά της υποδοχής έχουν κτισθεί με πλίνθους. Η ενσωμάτωση λοιπόν των
σκαλοτρυπών γίνεται ένα διακοσμητικό, ανά αποστάσεις, επαναλαμβανόμενο στοιχείο, που συμ­
βάλλει σε μία πιο ελεύθερη απόδοση του πλινθοπερίκλειστου συστήματος. Στις όψεις των υπερώ­
ων του Αγίου Δημητρίου, όπως και της Παντάνασσας, οι υποδοχές έχουν τοποθετηθεί στις επιφά­
νειες τοον διαφραγμάτων των αψιδωμάτων αφήνοντας ελεύθερες τις πλινθοπερίκλειστες περιοχές.
Η κατασκευή της τοιχοποιίας της βασιλικής με τις απλές επίπεδες επιφάνειες, εκτός από την πολυ­
χρωμία των υλικών, εκεί όπου αυτά παρέμεναν ανεπίχριστα, έχει πολύ λίγα στοιχεία που να της
προσδίδουν κάποια ποικιλία. Τα λίθινα αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία είναι τόσο χαρακτηριστικά
στη ναοδομία της νότιας Ελλάδας και ειδικότερα της Πελοποννήσου με την πλούσια λιθοξοϊκή
παράδοση των συνεργείων της, είναι περιορισμένα και τα περισσότερα υλικά σε δεύτερη χρήση.
Στην ανατολική όψη υπάρχει ένας ad hoc λαξευμένος, λοξότμητος, πώρινος κοσμήτης στη στάθμη
της ποδιάς των παραθύρων του Ιερού, που καταλαμβάνει το πλάτος των αψίδων του. Ο κοσμήτης
αυτός συμβάλλει στην οργάνωση της όψης με τη σαφή οριοθέτηση των δύο διαφορετικών ειδών
τοιχοποιίας, της πλινθοπερίκλειστης και εκείνης από αργούς λίθους και τεμάχια πλίνθων και
κεραμιδιών, και ταυτόχρονα δημιουργεί μια «βάση» στη σύνθεση των αψίδων.
Οι κοσμήτες, στο ύψος της ποδιάς των παραθύρων της ανατολικής όψης των ναών, είναι ένα στοι-

326 Γενικη γΐα χις σκαλότρυπες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, βλ. Βελένης, Ερμηνεία, σ. 13-44.

215
χείο πολύ σύνηθες στην ελλαδική ναοδομία327 από τον 1Ιο αιοόνα και εξής και απαντά σε μνημεία,
όπως η Καπνικαρέα και ο ναός του Σωτήρος στην Άμφισσα. Ανάλογα παραδείγματα στον Μυστρά,
εκτός από τον Άγιο Δη μητριό, είναι οι Άγιοι Θεόδωροι, ο αρχαιότερος ναός στην πόλη μετά τη
βασιλική, και η Περίβλεπτος, τα δύο μνημεία του χώρου, που όπως θα δούμε και στη συνέχεια,
ακολουθούν την παράδοση της ελλαδικής σχολής. Και στα δύο αυτά μνημεία ο κοσμήτης περιορί­
ζεται στις αψίδες και διαχωρίζει, όπως και στον Άγιο Δημήτριο, την πρόχειρη τοιχοποιία στη
«βάση» τους από την πλινθοπερίκλειστη στις υπερκείμενες επιφάνειες. Στην Παντάνασσα υπάρ­
χει, επίσης, στην ανατολική όψη λοξότμητος κοσμήτης, ο οποίος, όμως, αντιστοιχεί στη στάθμη της
ποδιάς των παραθύρων των υπεριόων και καταλαμβάνει όλο το μήκος της όψης. Τους συνεχείς
κοσμήτες328, που γενικά έχουν ως σκοπό τη δημιουργία οριζόντιων αξόνων για τη σύνθεση των
όψεων, τους συναντάμε συνήθως σε μνημεία με μεγαλύτερες προθέσεις, όπως είναι το Δαφνί, ο
Μέρμπακας και η Γαστούνη, όπου ο κοσμήτης στη στάθμη της ποδιάς των παραθύρων του Ιερού
περιτρέχει το ναό.
Η άνω απόληξη των επιφανειών της βασιλικής διαμορφωνόταν από ευθείες γραμμές και μόνον η
κλιμάκωση των όγκων των διαφόρων ενοτήτων, όπως οι αψίδες, ο φοπαγωγός, τα πλάγια κλίτη,
εξασφάλιζε κάποια ποικιλία στη σύνθεση. Το τελείωμα της τοιχοποιίας τους θα πρέπει να ήταν
λιτό, από πλίνθινα στοιχεία και όχι λαξευτά γείσα. Η παραπάνω άποψη μοιάζει η πιθανότερη,
κρίνοντας από την απουσία των γείσων αυτιόν από τις σωζόμενες, στην αρχική τους θέση, στέγες
των πλάγιων κλιτών στην ανατολική όψη, η οποία ως η σπουδαιότερη και πλουσιότερη όψη του
ναού θα είχε οπωσδήποτε να παρουσιάσει τα πλέον ενδιαφέροντα κατασκευαστικά στοιχεία, όπως,
άλλωστε, συμβαίνει και στην ανατολική όψη της Περιβλέπτου. Τα λαξευτά γείσα είναι ένα στοι­
χείο που εμφανίζεται και γενικεύεται σε ορισμένες περιοχές μέσα στο 12ο αιώνα, ταυτόχρονα με
την εφαρμογή της λίθινης κατασκευής στα παράθυρα. Παλαιότερα, κατά τον 11ο αιώνα, τη θέση
των γείσων κατείχαν οι οδοντωτές ταινίες, ακόμη και στα οψιμότερα μνημεία, όπως είναι οι Άγιοι
Θεόδωροι Αθηνών και το Δαφνί. Γύρω στα 1100, σε μία περίοδο υπερβολικής λιτότητας, το τελεί­
ωμα αυτό παραλείπεται τελείως, όπως στην Καισαριανή και το Λιγουριό, με μόνη εξαίρεση τον
Σωτήρα στην Άμφισσα, που τοποθετείται στα πρώτα χρόνια του 12ου αιώνα329.
Κατά το 13ο αιώνα στα μνημεία του Δεσποτάτου της Ηπείρου, Πόρτα Παναγιά, Κάτω Παναγιά,
Άγιο Βασίλειο και Παρηγορήτισσα, όπως και στα δύο πρωιμότερα μνημεία του Μυστρά, τη βασι­
λική του Αγίου Δημητρίου και τους Αγίους Θεοδώρους που χρονολογούνται στον αιώνα αυτό,
επανεμφανίζεται η οδοντωτή ταινία στη θέση του γείσου. Εξάλλου, στην Περίβλεπτο, στις αψίδες
του Ιερού της, η οδοντωτή ταινία συνδυάζεται με πώρινα γείσα. Παρενθετικά σημειιύνομε ότι η
Περίβλεπτος (τελευταίο τέταρτο του 14ου αι.;) είναι ο μόνος ναός του Μυστρά όπου έχομε λαξευ­
τά γείσα, τα οποία στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να αποδοθούν σε κάποιο ειδικευμένο συνερ­
γείο λιθοξόων, γεγονός που μαρτυρείται και από τα ανάγλυφα κοσμήματα στις εξωτερικές επιφά­
νειες του ναού.
Στον Άγιο Δημήτριο το άνω πέρας των τριών αψίδων και της νότιας επιφάνειας του αντίστοιχου
πλάγιου κλιτούς, που σώζεται σήμερα, ορίζεται από οδοντωτή ταινία. Στη νότια όψη υπάρχει κάτω
από αυτή ένθετη330 μαρμάρινη ζωφόρος από spolia, καθοός και μία σειρά πλίνθων, που ορίζει την

327 Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, ο. 174, 175. Π.Λ. Βοκοτόπουλος, Περί την χρονολόγησιν του εν Κέρκυ­
ρα των Αγιων Ιάσωνος και Σωσιπάτρου, ΔΧΛΕ (1969), σ. 144-172 και ιδίως σ. 165.
328 Τα πρωιμότερα παραδείγματα με συνεχείς κοσμήτες, στην πρωτεύουσα, είναι η Θεοτόκος της μονής Λιβός και το
Μυρε'λαιο πιθανιός, ενώ στον ελλαδικό χώρο είναι η Σκριπού. Σχετικά, βλ. Mathews, Byzantine Churches, εικ. 35.9-13 και
24.1-3. Striker, Myreleon. Μ. Σωτηρίου, Ο ναός της Σκριπούς της Βοιωτίας, ΔΧΑΕ Β' (1960-1961), σ. 114-116 και η ίδια,
ΑΕ 1939, σ. 126, 132. Πρβλ. Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, σ. 174, 175.
329 Σχετικά με τα γείσα κατά τον 11ο και το 12ο αιιόνα, βλ. Megaw, Chronology, σ. 123. Millet, Ecole, σ. 266-267.
330 Για τις ε'νθετες επενδυτικές ζωφόρους, βλ. Βελένης, Ερμηνεία, σ. 51.

216
κάτω της πλευρά. Είναι πολύ πιθανό πως και το βόρειο κλιτός είχε ανάλογο τελείωμα. Αντίθετα,
οι κεκλιμένες στέγες των πλάγιων κλιτών στην ανατολική όψη έχουν ένα πολύ απλό τελείωμα από
μία σειρά πλίνθων, κάτω από την οποία, στις μικρές τριγωνικές επιφάνειες που δημιουργούνται
από την κλίση της στέγης και τις οριζόντιες στρώσεις του πλινθοπερίκλειστού συστήματος, έχουν
τοποθετηθεί κατακόρυφες πλίνθοι, που σχηματίζουν ένα είδος επαναλαμβανόμενου κοσμήματος
στην απόληξη της τοιχοποιίας. Αντίθετα, στους Αγίους Θεοδιυρόυς, στην Αγία Σοφία και στην
Περίβλεπτο του Μυστρά στις θέσεις αυτές υπάρχουν τριγωνικοί λαξευτοί δόμοι, τεχνική η οποία
στην Πελοπόννησο, με τη μεγάλη παράδοση στη λιθοξοϊκή, διατηρείται παρά το αρχαϊκό της ύφος
και μετά τη φραγκοκρατία331.
Στον Άγιο Δημήτριο η οδοντωτή ταινία παίζει ένα πρωταρχικό ρόλο στη σύνθεση των όψεων της
βασιλικής. Στην ανατολική όψη, εκτός από τις οριζόντιες οδοντωτές ταινίες που επιστέφουν τις
τρεις αψίδες, υπάρχουν ακόμη δύο ταινίες χαμηλότερα. Η πρώτη βρίσκεται περίπου στη στάθμη
των γενέσεων των μονόλοβων και των δίλοβων παραθύρων και ενώνεται με τις οδοντωτές ταινίες
που περιβάλλουν τα παράθυρα αυτά. Ο ρόλος της οριζόντιας αυτής ταινίας είναι η ενοποίηση των
παραθύριυν των αψίδων, ενώ το γεγονός ότι μεταξύ των παραθύρων της κεντρικής αψίδας δεν
παρεμβάλλονται τμήματά της σημαίνει ότι τα τρία αυτά ανοίγματα αντιμετωπίσθηκαν όχι οος μεμο-
νωμένες ενότητες που θα έπρεπε να συνδεθούν μεταξύ τους με την οδοντωτή ταινία, αλλά ως ένα
ενιαίο συνθετικό σύνολο. Η χαμηλότερη οδοντωτή ταινία στην ανατολική όψη της βασιλικής βρί­
σκεται πάνω ακριβώς από το λοξότμητο κοσμήτη, δεν εκτείνεται σε όλες τις επιφάνειες των αψί­
δων και συνεπώς ο χαρακτήρας της είναι περισσότερο διακοσμητικός, παρά συνθετικός. Συνθε­
τικό ρόλο έχει μία σειρά πλίνθων που εκτείνεται σε όλο το πλάτος των αψίδων, αντιστοιχεί στην
κατώτερη στροόση της οδοντωτής ταινίας και, συγχρόνως, χρησιμεύει στη διαμόρφωση της ποδιάς
των παραθύρων.
Η οδοντωτή ταινία που ορίζει την άνω απόληξη των πλάγιων αψίδων, προεκτείνεται και πέρα από
αυτές, πάνω στις μικρές επιφάνειες του ανατολικού τοίχου του ναού, περιτρέχει τις άλλες τρεις
όψεις του και περιβάλλει τα τόξα όλων των ανοιγμάτων τους. Στην περίπτωση μόνο του νάρθηκα,
στο βόρειο δίλοβο παράθυρο, η ταινία κατεβαίνει λίγο χαμηλότερα από τις γενέσεις του, ενώ στο
νότιο μονόλοβο παράθυρο φθάνει έως το ύψος της ποδιάς του, διάταξη που δεν αποτελεί μορφο-
λογική επιλογή, αλλά συμβιβάζει τις υψομετρικές διαφορές μεταξύ των στοιχείων των όψεων και
εξασφαλίζει την κατασκευαστική συνέχεια της ταινίας περιμετρικά.
Η οδοντοοτή ταινία είναι ένα στοιχείο χαρακτηριστικό της ελλαδικής σχολής, το οποίο δεν εμφα­
νίζεται στην αρχιτεκτονική της πριυτεύουσας. Το αρχαιότερο χρονολογημένο παράδειγμά της
είναι η Σκριπού (873/4). Το πρώτο μισό του 11ου αιώνα είναι η εποχή της μεγάλης ακμής της
οδοντωτής ταινίας, παράλληλα με τη μεγάλη ανάπτυξη του κουφικού διακόσμου. Τη συναντάμε
στους Αγίους Αποστόλους των Αθηνιόν, καθώς και στην Παναγία και στο καθολικό του Οσίου
Λουκά, όπου ήδη αποτελεί παράδοση, ενώ κατά το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα που χαρακτηρί­
ζεται από την αυστηρότητα των όψεων, περιορίζεται πολύ η χρήση της332. Στη βασιλική του Αγίου
Δημητρίου η οδοντωτή ταινία χρησιμοποιείται με φειδώ στις χαρακτηριστικές κατασκευαστικές
στάθμες μόνο, ως στοιχείο συνθετικό για την οργάνωση των επιφανειών και την ενοποίηση των
επιμέρους κατασκευαστικών στοιχείων, και συγχρόνως διακοσμητικό στις κατά τα άλλα λιτές και
αυστηρές όψεις. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν ο διακοσμητικός ρόλος της οδοντωτής ταινίας στη

331 Ό.π., σ. 255, 256.


332 Στους Αγίους Αποστόλους των Αθηνών έχομε συνολικά πέντε ταινίες από τη στάθμη των γενέσεων των παραθύρων έως
την κορυφή, δηλαδή μία ταινία σε κάθε δεύτερη τοιχοδομική στριόση, και στον Όσιο Λουκά έχομε εννέα ταινίες πάνω από
τη στάθμη των παραθύρων, δηλαδή μία σε κάθε στρώση. Βλ. Megaw, Chronology, σ. 116-117. Η οδοντωτή ταινία είναι ένα
θέμα, με το οποίο ασχολήθηκε εκτενώς ο Gabriel Millet και τη χαρακτήρισε ως ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο με ανατολική
προέλευση, βλ. Millet, Ecole, σ. 268 κ.ε.

217
νότια, τη βόρεια και τη δυτική όψη της βασιλικής του Αγίου Δη μητριού, όπου εκτός από τις μικρές
πλινθοπερίκλειστες επιφάνειες στην άνω περιοχή του νάρθηκα και στο φωταγωγό, δεν υπήρχε
κανένα άλλο στοιχείο που να κυριαρχεί χρωματικά και να ζοιντανεύει τις επίπεδες, μονότονες επι-
χρισμένες επιφάνειες με τη λιτή και αυστηρή σύνθεση.
Στον Μυστρά, οδοντωτές ταινίες συναντάμε, ακόμη, στους Αγίους Θεοδώρους και στην Περίβλε­
πτο, μνημεία, που όπως είδαμε και προηγουμένως ακολουθούν την παράδοση της ελλαδικής σχο­
λής. Οδοντωτή ταινία περιβάλλει την κόγχη που σοόζεται στην τρίπλευρη αψίδα του Ιερού της
Αγίας Άννας, ενός παρεκκλησίου που, όπως δείχνει η αβακωτή ζωφόρος με το πλίνθινο κόσμημα
στην κορυφή του κτιρίου, ακολουθεί και αυτό την ίδια παράδοση333.
Στη μεσοβυζαντινή ναοδομία η οδοντωτή ταινία των παραθύρων μπορεί να θεωρηθεί ως κριτήριο
πρωιμότερης χρονολόγησης, όταν περιβάλλει μόνον τα τόξα και δεν κατέρχεται έως τη στάθμη της
ποδιάς τους334. Στον Άγιο Δημήτριο συνυπάρχουν και οι δύο περιπτώσεις. Στην ανατολική όψη
που είναι η κυριότερη και πλουσιότερη σε κατασκευή του ναού, η οδοντωτή ταινία των παραθύ­
ρων του Ιερού φθάνει έως την ποδιά τους. Αντίθετα, στις υπόλοιπες όψεις του ναού, η ταινία περι­
ορίζεται στα τόξα των παραθύρων ακολουθώντας το γενικό πνεύμα απλότητας και οικονομίας που
διέπει την κατασκευή τους.
Στον Άγιο Δημήτριο, τέλος, συναντάμε την οδοντωτή ταινία σε ένα μεμονωμένο θέμα της βυζαντι­
νής «εικονογραφίας» στη διαμόρφωση των όψεων με τον πλίνθινο διάκοσμο. Εδώ, η οδοντωτή ται­
νία περιβάλλει μαρμάρινα κοσμήματα, μέλη σε δεύτερη χρήση που βρίσκονται πάνω από τις πλά­
γιες αψίδες του Ιερού. Το διακοσμητικό αυτό θέμα, όπου η οδοντωτή ταινία περιβάλλει ένα είδος
μετόπης, το συναντάμε ξανά στον Μυστρά, στις δύο ακόμη εκκλησίες που ακολουθούν την παρά­
δοση της ελλαδικής σχολής, στους Αγίους Θεοδώρους, πάνω από την αψίδα του Ιερού, και στην
Περίβλεπτο, στην ίδια θέση ανατολικά, καθώς και στο αέτωμα της νότιας κεραίας της. Στη νότια
κεραία της Περιβλέπτου το κόσμημα αποτελεί τη βάση των τεταρτοκυκλικών αψιδωμάτων που
πλαισιώνουν το παράθυρο του αετώματος, διάταξη την οποία συναντάμε στη νότια κεραία του
Αγίου Αθανασίου στο Γεράκι335 και των Αγίων Θεοδώρων στην Τρύπη336, καθώς και στη δυτική
κεραία του Αγίου Σέργιου και Βάκχου στην Κίττα Λακωνίας337.
Σχετικά με τη μορφολογία των όψεων της βασιλικής, θα πρέπει, ακόμη, να αναφερθεί το θέμα των
ένθετων μαρμάρινων μελών σε δεύτερη χρήση. Τα ένθετα spolia στις όψεις των ναοόν, ενοό είναι πολύ
περιορισμένα στην κωνσταντινουπολίτικη ναοδομία, στην ελλαδική σχολή αποτελούν παράδοση.
Στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου, εκτός από τα μαρμάρινα μέλη που τοποθετούνται σε κιονοστοι-
χίες, παράθυρα και θύρες και αποτελούν αυτοτελή κατασκευαστικά στοιχεία, υπάρχουν μαρμάρινα
μέλη, τα οποία ενσωματώνονται στις όψεις είτε ως οικοδομικό υλικό, οπότε εντάσσονται απλοός στην
τοιχοποιία, ή με χαρακτήρα διακοσμητικό, οπότε έχουν την πρόθεση τόσο της ανάδειξής τους, όσο
και της δημιουργίας μίας συνθετικής αρχής. Αυτό είναι φανερό στην ανατολική όψη, όπου με τη συμ­
μετρική τοποθέτησή τους τονίζουν τον κατακόρυφο άξονα, ενώ στη νότια όψη, στη θέση της επίστε-
ψης της τοιχοποιίας τονίζουν τον κατά μήκος άξονα. Διακοσμητικό χαρακτήρα έχουν και τα μαρμά­
ρινα ανάγλυφα, τα οποία έχουν ενσωματωθεί στη νότια όψη του κωδωνοστασίου.
Αντίθετα με τις επίπεδες επιφάνειες της βασιλικής, στα υπερώα του Αγίου Δημητρίου, που κτί-
σθηκαν σύμφωνα με το σταυροειδή εγγεγραμμένο πεντάτρουλο τύπο, οι επιφάνειες, όπως είδαμε,

333 Στην ίδια παράδοση ανήκουν και οι δυο ζωφόροι, των οποίων σώζεται η θέση στην ανατολική όψη των Αγίων Θεοδώ-
ρων. Σχετικά, βλ. Ορλάνδος, ό.π. (υποσημ. 286), σ. 443-448.
334 Megaw, Chronology, σ. 117.
335 Ν. Μουτσόπουλος - Γ. Δημητροκάλης, Γεράκι. Οι εκκλησίες τον οικισμού, Θεσσαλονίκη 1981.
336 Ν. Δρανδάκης, Ο ναός των Αγιων Θεοδώρων της Λακωνικής Τρυπης, ΕΕΒΣ 25 (1955), σ. 38-87. Πρβλ. Βελένης, Ερμη­
νεία, σ. 193, πίν. 111.
337 Βελένης, Ερμηνεία, πίν. 92α.

218
διαρθρώνονται με αψιδώματα. Η σύνθεση αυτή των όψεων, σε αντίθεση με τις ευθύγραμμες απο­
λήξεις των επιμέρους όγκων της βασιλικής, παρουσιάζει ένα συνεχές κυματοειδές περίγραμμα. Το
περίγραμμα αυτό σε μία πρώτη στάθμη δημιουργείται από τα τόξα των αψιδωμάτων, που αντι­
στοιχούν στους επιμέρους χώρους της κάτοψης των υπερώων, ενώ σε μία δεύτερη στάθμη δημιουρ-
γείται από τα γείσα των πέντε τρούλων.
Η αρχή των υποχωρημένων επιφανειών που διέπει την κατασκευή των αψιδωμάτων και των
παραθύρων, αρχίζει να αποτελεί χαρακτηριστικό της κωνσταντινουπολίτικης αρχιτεκτονικής από
τον 11ο αιώνα και εξής338 και γίνεται, τελικά, το κυρίαρχο μορφολογικό στοιχείο της παλαιολό-
γειας περιόδου. Η νέα αυτή τάση αρχίζει να διαφαίνεται σε δύο πρώιμα μνημεία της πρωτεύου­
σας, το Μυρέλαιο (920) και την Παναγία των Χαλκέων (1028), ενώ έχει ήδη αποκρυσταλλωθεί στα
κομνήνεια κτίσματα, όπως στον Παντεπόπτη (1087), τις τρεις εκκλησίες του Παντοκράτορα (νότια
εκκλησία 1118-1124, βόρεια και μεσαία πριν από το 1136)339, το Kariye Camii (1120), την Πανα­
γία την Κυριώτισσα (τέλη 12ου-αρχές 13ου), τη Θεοτόκο την Παμμακάριστο (12ος)340, την Κοσμο-
σώτειρα της Βήρας (1152) και τον Άγιο Νικόλαο στην Kursumlija (1168).
Η νέα αυτή τάση στην αρχιτεκτονική οδηγεί σε ανάλαφρους όγκους, αψιδώματα και τρούλους με
κυματοειδή επίστεψη από πριονωτά γείσα, καθοός και πολλαπλά επίπεδα σε υποχώρηση στα
τύμπανα των αψιδωμάτων και των παραθύρων, που συνεχίζουν την παράδοση τιυν τελευταίων
χρόνιυν της μέσης βυζαντινής περιόδου σε ένα νέο, ιδιαίτερο σχήμα με πλαστικό αποτέλεσμα341,
ποικιλία και γραφικότητα. Τα παλαιολόγεια κτίσματα της πρωτεύουσας, αν και περιορισμένα στον
αριθμό και την κλίμακα, εκφράζουν με σαφήνεια τη νέα αισθητική στη διαμόρφωση των όψεων.
Τα παραδείγματα αυτής της εποχής είναι η νότια εκκλησία της μονής Λιβός (πριν από το 1282), το
παρεκκλήσιο της Παμμακάριστου (περίπου 1310), το κατ’ εξοχήν μνημείο, που εκφράζει την εκλέ-
πτυνση της παλαιολόγειας αρχιτεκτονικής, ο εξωνάρθηκας του Kilisse Camii, καθιός και το νότιο
ταφικό παρεκκλήσιο στο Kariye Camii, έργο του Θεόδωρου Μετοχίτη (1316-1321), ο εξωνάρθη­
κας εμπρός από αυτό και την αρχική εκκλησία, καθώς και το διώροφο πρόσκτισμα στη βόρεια
πλευρά της αρχικής εκκλησίας. Εδιύ, θα πρέπει να σημειωθεί ότι πολλά από τα μνημεία της Κων­
σταντινούπολης έχασαν τον αρχικό τους χαρακτήρα στο επίπεδο της ανωδομής και της στέγασής
τους, όπως άλλωστε και σε άλλα επιμέρους στοιχεία τους, μετά από τις κατά καιρούς τουρκικές
επεμβάσεις. Τα μεταγενέστερα ευθύγραμμα περιγράμματα, πάνω από τα αψιδώματα και τα
τύμπανα των τρούλων, αλλοιώνουν την εικόνα της βυζαντινής αισθητικής και μορφολογίας τους342.
Χαρακτηριστικά μνημεία της παλαιολόγειας εποχής στη σφαίρα επιρροής της πρωτεύουσας είναι
οι Άγιοι Απόστολοι, ο Άγιος Παντελεήμων και η Αγία Αικατερίνη στη Θεσσαλονίκη, ο Άγιος
Ιωάννης ο Αλειτούργητος στη Μεσημβρία, ο Άγιος Κλήμης, ο εξωνάρθηκας της Αγίας Σοφίας
στην Αχρίδα και ο Άγιος Γεώργιος στο Staro Nagoricino. Τα ίδια αυτά αρχιτεκτονικά χαρακτηρι­
στικά σε μνημεία, όποας εκείνα στη Gracanica, στο Matejic, στη Ravanica και το Krusevac, καθώς
και στους Αρχάγγελους της Prizren, χρησιμοποιήθηκαν με τέτοια υπερβολή, έτσι ώστε η παλαιολό-
γεια μορφολογία να φθάσει στα όρια του μανιερισμού343.

338 Mango, Architecture, σ. 206.


339 Για τη χρονολόγηση των τρίτον εκκλησιών του Παντοκράτορα, βλ. Mango, Architecture, σ. 243 και ο ίδιος, Notes on
Byzantine Monuments. Tomb of Manuel I Comnenus, DOP 23-24 (1969-1970), o. 372-375. A.H.S. Megaw, Notes on
Recent Work of the Byzantine Institute in Istanbul, DOP 17 (1963), o. 335-364.
340 Η Μονή της Χώρας τοποθετείται στο 12ο αιώνα από τους C. Striker - Υ. Dogan Kuban, DOP 21 (1967), σ. 267-27l· 22
(1968), σ. 185-193- 25 (1971), σ. 251-258. Πρβλ. Mathews, Byzantine Churches, σ. 172. Η Θεοτόκος η Παμμακάριστος
τοποθετείται στα τε'λη του Που αιιόνα από τους C. Mango - Ε. Hawkins, Report on Field Work in Istanbul and Cyprus,
1962-1963, DOP 18 (1964), 319-333 και Mathews, Byzantine Churches, σ. 347.
341 Mango, Architecture, σ. 206.
342 Για μία γενική εικόνα αυτών των αλλοιιόσεων, βλ. Mathews, Byzantine Churches.
343 Βλ. Curcic, Gracanica.

219
Στον Άγιο Δημήτριο τα αψιδώματα κατασκευάζονται με μία μόνον υποχοίρηση και τα τόξα τους
έχουν μεικτή κατασκευή από λαξευτούς πωρόλιθους και πλίνθους (δύο έως τέσσερις) εναλλάξ.
Διπλά μεικτά τόξα έχομε μόνο στη δυτική και τη βόρεια πλευρά του βορειότερου διαμερίσματος
του δυτικού προστώου, καθώς και στην τοξωτή απόληξη της δυτικής του θύρας. Την κατά ένα
μόνον επίπεδο υποχώρηση των αψιδωμάτων τη συναντάμε και στα άλλα δύο όμοια μνημεία του
Μυστρά, την Οδηγήτρια και την Παντάνασσα, ενώ τη μεικτή κατασκευή στα τόξα τους τη συνα­
ντάμε μόνο στην Παντάνασσα. Τα μονομέτωπα μεικτά τόξα είναι ένα στοιχείο που είχε ήδη εμφα-
νισθεί στη μέση βυζαντινή περίοδο και γνώρισε μεγάλη εξάπλωση κατά τους παλαιολόγειους
χρόνους, αντίθετα με τα πολυμέτωπα μεικτά τόξα που καθιερώθηκαν γύρω στα τέλη του 13ου
αιώνα144. Γενικά το μεικτό τόξο με την εκλεπτυσμένη μορφή και την πολυχρωμία της σύνθεσής του
διακρίνει μνημεία της ύστερης εποχής, όπως είναι το παρεκκλήσιο και η νοτιοδυτική στοά της
Παμμακάριστου, το ΚΠΐδδθ Ο ιήπ, το Οθιήπ και το ΤεΙάτι^ταΥΐ στην πρωτεύουσα, καθώς
και οι ναοί του Παντοκράτορα και των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ της Μεσημβρίας, των
Αρχαγγέλων του Ιχδηονο, του Αγίου Νικολάου 8ώεν8ΐά και του Μ3ίε)ϊύ στη Γιουγκοσλαβία.
Τα αψιδώματα του Αγίου Δημητρίου, όπως άλλωστε και της Παντάνασσας, δεν φέρουν κανένα
κεραμοπλαστικό διάκοσμο στα τύμπανά τους. Η ημικυκλική τους επιφάνεια ποικίλλεται από δομι­
κά και μόνο στοιχεία, όπως τα παράθυρα και τα τεταρτοκυκλικά αψιδώματα που τα πλαισιώνουν.
Αντίθετα, στην Οδηγήτρια, στο ανατολικό αψίδωμα της βόρειας όψης, όπιος και στα αψιδώματα
της βόρειας όψης στους Αγίους Αποστόλους στο Λεοντάρι που την αντιγράφουν34345, οι επιφάνειες
πάνω από τις γενέσεις των τόξων φέρουν κεραμοπλαστικό διάκοσμο σύμφωνα με τα πρότυπα της
κωνσταντινουπολίτικης αρχιτεκτονικής.
Στον Άγιο Δημήτριο, όπως και στην Παντάνασσα, η βάση του ημικυκλικού τμήματος του τυμπάνου
των αψιδωμάτων ορίζεται από οδοντωτή ταινία, που προεκτείνεται και στις επιφάνειες των παρα-
στάδων. Η ταινία αυτή κατέχει τη θέση του μαρμάρινου κοσμήτη, όπως τον συναντάμε στην Κων­
σταντινούπολη στο ταφικό παρεκκλήσιο του Κ3πγε 03πτϋ. Σε πολλά, λοιπόν, στοιχεία της σύνθε­
σης ακολουθείται η παράδοση της πρωτεύουσας, μέσα, όμως, από ένα πνεύμα ελεύθερης
απόδοσής της, και η τάση για διακόσμηση του ημικυκλικού τμήματος του τυμπάνου εκφράζεται με
ένα καθαρά τοπικό ιδίωμα. Στην αστική αρχιτεκτονική της πόλης είναι σχεδόν κανόνας η πολυ­
χρωμία των όψεων, που επιτυγχάνεται συνήθως όχι με πλίνθινα κοσμήματα, αλλά με γραπτά
κοσμήματα πάνω στο επίχρισμα της τοιχοποιίας. Έτσι, στον Άγιο Δημήτριο ο καλλιτέχνης μιμεί­
ται με νωπογραφίες το πλίνθινο πλαίσιο μονόλοβου παραθύρου και τεταρτοκυκλικών αψιδωμά-
των που πλαισιώνουν παράθυρο346, τα οποία εγγράφουν φυτικό κόσμημα. Το κόσμημα αυτό στη
νότια όψη έχει φύλλα με ακτινωτή διάταξη που ακολουθούν το καμπύλο περίγραμμα του πλαισίου,
ενώ στη βόρεια όψη η μορφή τους είναι πολύ πιο ελεύθερη. Ανθεμωτά κοσμήματα σώζονται, επί­
σης, στη νότια όψη των υπερώων του ναού, στις μικρές τριγωνικές επιφάνειες που σχηματίζονται
ανάμεσα στα κατασκευαστικά και τα γραπτά πλαίσια των παραθύριυν ή των τεταρτοκυκλικών αψι-
δωμάτων που τα πλαισιώνουν, καθοος και στο ημικυκλικό τόξο του αψιδοφιατος. Τα γραπτά κοσμή­
ματα με τον τεκτονικό χαρακτήρα, σύμφωνα με την καθιερωμένη τεχνική στο χοίρο του Μυστρά,

344 Μονομέτωπα μεικτά τόξα ε'χομε, επίσης, στο κωδωνοστάσιο της Αγίας Σοφίας και στα αρχικά τόξα του δυτικού
προστώου του Αγίου Δημητρίου, καθώς και σε κτίρια της αστικής αρχιτεκτονικής του Μυστρά, όπως στον Πύργο του κτι­
ρίου, που είναι γνωστό ως «Παλατάκι», και στα δύο τόξα που εγγράφουν τα ανοίγματα στην ανατολική όψη του τρίκλινου
της οικίας Αάσκαρη. Διπλά, επάλληλα, μεικτά τόξα υπάρχουν στο μικρό προστιόο στη νότια πλευρά της Ευαγγελίστριας
και στην Πύλη της Μονεμβασίας.
345 Orlandos, Leondari, σ. 169, εικ. 4.
346 Τα γραπτά κεραμοπλαστικά κοσμήματα, τόσο συνήθη στην υστεροβυζαντινή αρχιτεκτονική του Μυστρά, συναντιόνται
ήδη από πολύ νωρίτερα στο καθολικό της μονής Οσίου Λουκά, βλ. Λ. Φιλιππΐδου-Μπούρα, Ο εξωνάρθηκας του καθολικού
του Οσίου Λουκά Φωκίδος, ΔΧΛΕ ΣΤ' (1970-1972), πίν. 8 και 9. Επίσης συναντιόνται στο Δαφνί, στον εξωνάρθηκα του
Που αιώνα, όπου όμως δεν σοόζονται πλέον, βλ. G. Miles, Byzantium and the Arabs, DOP 18 (1964), σ. 28, εικ. 62.

220
χαράσσονται κατ’ αρχήν στο επίχρισμα και κατόπιν χρωματίζονται με κόκκινο χρώμα.
Ίχνη ζωγραφικής, εξάλλου, σιόζονται πάνω στην οδοντωτή ταινία στη δυτική παραστάδα της νό­
τιας όψης, όπου διακρίνεται μία κόκκινη γραμμή ανάμεσα σε δυο λευκές. Εδοό βλέπομε ότι η ζω-
γραφική επαναλαμβάνει την κατασκευαστική μορφή. Αντίθετα, στο ανατολικό αψίδωμα της βό­
ρειας όψης, πάνω στην οδοντωτή πλίνθινη ταινία στη γένεσή του, υπάρχει γραπτή ταινία με τη
μορφή ιχθυάκανθας. Η ταινία δεν έχει χαρακτήρα κατασκευαστικό, αλλά αποδίδεται με μία ελευ­
θερία στη σύνθεσή της ανάλογη με εκείνη των φυτικών κοσμημάτων που υπάρχουν στην όψη αυτή,
γεγονός το οποίο δεν οφείλεται σε μεταγενέστερη επιζωγράφηση αλλά μάλλον σε κάποιο συνερ­
γείο, που εργάσθηκε με τρόπο πιο πρόχειρο και ελεύθερο στην εσωτερική όψη του κτιρίου.
Τα ίδια ακριβώς κοσμήματα με το τεκτονικό θέμα και το ακτινωτό φύλλωμα υπάρχουν και στην
Παντάνασσα. Το κατεξοχήν, όμως, θέμα του γραπτού διακόσμου στις εξιοτερικές επιφάνειες των
δύο μνημείων, που υποδηλώνει τη μεγάλη συγγένεια στη σύνθεση των όψεοαν τους, είναι η τοποθέ­
τηση των κτητορικών μονογραμμάτων στη δυτική όψη των υπερώων, στις επιχρισμένες επιφάνει­
ες, οι οποίες εγγράφονται στα τεταρτοκυκλικά αψιδώματα κατά τις δύο πλευρές των παραθύρων.
Ενοα στην Παντάνασσα τα μονογράμματα αναπτύσσονται και στα τρία διάχωρα της όψης347, στον
Άγιο Δημήτριο καταλαμβάνουν το νότιο και το μεσαίο μόνο, διότι το βόρειο κρύβεται από το
προγενέστερο από τα υπερώα μικρό κτίσμα, πάνω από το δυτικό προστακ).
Έ να άλλο χαρακτηριστικό των αψιδωμάτων του Αγίου Δημητρίου είναι ότι αυτά διαμορφώνονται
στη δεύτερη στάθμη του μόνο. Η σύνθεση, όμως, αυτή, που για τον Άγιο Δημήτριο προέκυψε από
τον περιορισμό της προύπάρχουσας βασιλικής, στην Παντάνασσα, στη δυτική όψη της Οδηγήτριας
και στους Αγίους Αποστόλους στο Λεοντάρι ήταν μια καθαρά μορφολογική επιλογή, η οποία συγ­
χρόνως εκφράζει την εσωτερική διάταξη του ναού σε δύο στάθμες. Αντίθετα, στις μακρές πλευρές
της Οδηγήτριας, τα αψιδώματα καταλαμβάνουν ολόκληρο το ύψος της όψης δημιουργώντας την
εντύπωση ενός «μεγάλου ρυθμού».
Τη διάταξη τιον αψιδωμάτων σε οριζόντιες ζώνες, οι οποίες ανεξάρτητα από την εσωτερική διαρ­
ρύθμιση του κτιρίου δεν καταλαμβάνουν όλο το ύψος του, τη συναντάμε στο νάρθηκα του
03ΐτιϋ, την Παναγία των Χαλκέων και την Αγία Αικατερίνη Θεσσαλονίκης, όπου με την παρεμ­
βολή ενός κοσμήτη διαμορφώνονται τα αψιδώματα σε δύο στάθμες. Στον Άγιο Γεώργιο στο 8ί3ΐΌ
Nagoricino και στη Θεοτόκο της Στενημάχου αψιδοίματα υπάρχουν μόνο στη δεύτερη στάθμη. Σε
δύο κτίρια της ίδιας περίπου εποχής, στα παλαιολόγεια παρεκκλήσια της Μονής της Χώρας και
της Παμμακάριστου, βλέπομε ότι στην πρώτη περίπτωση τα αψιδώματα αναπτύσσονται καθ’ όλο
το ύψος του ναού με ένα μαρμάρινο κοσμήτη στη στάθμη των γενέσεων των ημικυκλικών απολή-
ξεών τους, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η όψη οργανώνεται σε τρεις οριζόντιες ζώνες, εκ των
οποίων οι δύο χαμηλότερες διαχωρίζονται μεταξύ τους με μαρμάρινο κοσμήτη.
Τα αψιδώματα, τα οποία οργανιόνουν τις όψεις των υπεριύων του Αγίου Δημητρίου και ταυτόχρονα
εκφράζουν την εσωτερική σύνθεση του χώρου, ακολουθούν περίπου τις θέσεις των αντίστοιχων
εσωτερικών στοιχείων, χωρίς, όμως, να βρίσκονται σε πλήρη ταύτιση με αυτά. Η κατασκευή, δηλα­
δή, δεν είναι ενιαία και συμπαγής, αλλά τα μεικτά, εξωτερικά τόξα αποτελούν ένα πρόσθετο δια-
κοσμητικό στοιχείο.
Τα παράθυρα του Αγίου Δημητρίου παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, τόσο στο μέγεθος, όσο και τη
μορφή τους. Η πλέον εντυπωσιακή κατασκευή της βασιλικής, η οποία άλλωστε αποτελεί μία ξεχω­
ριστή ενότητα, είναι τα παράθυρα του Ιερού. Στη μεσαία κόγχη ανοίγεται από ένα δίλοβο παρά­
θυρο σε κάθε πλευρά. Αυτό είναι ένα στοιχείο αρχαϊκότητας, που το συναντάμε στο καθολικό και
την Παναγία του Οσίου Λουκά, στους Αγίους Θεοδώρους Αθηνών, στη Βαράσοβα, στην Παλαιο-
παναγιά της Μανωλάδας348 κ.ά. Τα δίλοβα παράθυρα του Αγίου Δημητρίου εγγράφονται σε πλίν-

347 ΜΠΙεη Ιηπαίρύοη^, σ. 134, αριθ. XXXI.


348 X. Μποΰρας, Η Παλαιοπαναγιά στη ΜανοΛάδα, ΕΕΠΣΑΠΘ Δ ' (1969), σ. 244, εικ. 6, πίν. 3α. ΜΠΙεμ ΕοοΕ, σ. 212.

221
θινο πλαίσιο, στο οποίο βαίνουν οι εξωτερικές πλευρές των λοβών. Η στήριξη των λοβών στο πλαί­
σιο και όχι σε σταθμούς παρατηρείται σε παράθυρα που ανοίγονται σε στενές επιφάνειες, συνή­
θως, δηλαδή στις πλευρές των αψίδων, όπως συμβαίνει στα παράθυρα των Αγίων Θεοδώρων του
Μυστρά και στα παράθυρα των πλευρικών αψίδων στο Δαφνί349.
Το εγγεγραμμένο σε πλαίσιο παράθυρο πρωτοεμφανίζεται στο καθολικό του Οσίου Λουκά και
παρά το γεγονός ότι ο Gabriel Millet βλέπει την ύπαρξή του σε συνδυασμό με κωνσταντινουπολί-
τικα χαρακτηριστικά350, δεν παύει να παρουσιάζεται ως ένας νεωτερισμός της ελλαδικής σχολής,
εφόσον στην πρωτεύουσα και τη σφαίρα επιρροής της δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα που να
προηγείται από το καθολικό του Οσίου Λουκά351. Με τη Σωτείρα Λυκοδήμου σημειώνεται η γενί­
κευση του στοιχείου αυτού, ενώ κατά το 12ο αιώνα η χρήση είναι πλέον σχεδόν κανόνας και
εξακολουθεί να εφαρμόζεται κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο.
Το διακοσμητικό αυτό στοιχείο με τις υψηλές καλλιτεχνικές προθέσεις είχε, ίσως, αρχικώς ξεκι­
νήσει στον Όσιο Λουκά ιυς μία κατασκευαστική λύση, όπου τα περιβάλλοντα τόξα ήταν φέροντα
και η υποκείμενη τοιχοποιία λειτουργούσε ως αφόρτιστο τύμπανο. Στην περίπτωση αυτή τα αφόρ-
τιστα τύμπανα υποχωρούν και κατά τις δύο πλευρές της τοιχοποιίας, όπως συμβαίνει σε δύο ακό­
μα, εκτός από το καθολικό, μνημεία του 11ου αιώνα, τη Σωτείρα Λυκοδήμου και τους Αγίους Θεο-
διόρους Αθηνιόν, καθιύς και τον Άγιο Δημήτριο της Βαράσοβας. Τη λύση αυτή, που την είδαμε στα
παραπάνω μεσοβυζαντινά μνημεία352, τη συναντάμε και στη βασιλική του Μυστρά στην αψίδα του
Ιερού. Η γενικότερη σύνθεση των παραθύρων και το γεγονός ότι δεν υπάρχει υπερύψωση του
περιβάλλοντος τόξου σε σχέση με τις γενέσεις των λοβαίν, χαρακτηριστικό πολύ συνηθισμένο στα
υστεροβυζαντινά χρόνια κυρίως από επίδραση της πρωτεύουσας, φανερώνουν ένα πνεύμα αρχαϊ­
σμού ή ακόμη μία όχι πολύ προχωρημένη εποχή μέσα στο 13ο αιοόνα, καθώς και μια προσκόλλη­
ση στα πρότυπα της ελλαδικής σχολής.
Το τύμπανο των τριών παραθύρων της κεντρικής αψίδας του Αγίου Δημητρίου διαμορφώνεται με
μια σειρά πλίνθων, που ακολουθεί το περίγραμμα των λοβών, και στη συνέχεια με πλίνθους σε ορι­
ζόντιες σειρές. Ο απλός αυτός διάκοσμος είναι πάλι χαρακτηριστικός στα πρώιμα μνημεία, όπως
το καθολικό του Οσίου Λουκά (νότια όψη) και το Δαφνί (δίλοβα παράθυρα Ιερού). Στον Άγιο
Δημήτριο δεν αποτελεί ένδειξη αρχαϊσμού, αλλά οφείλεται τόσο στη στενότητα του χώρου που δεν
επιτρέπει την ανάπτυξη ενός διακοσμητικού θέματος, όσο και στην εναρμόνιση με το γενικότερο
πνεύμα απλότητας στην κατασκευή.
Στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου στη στάθμη του ισογείου, εκτός από τα παράθυρα της αψίδας
του Ιερού, δίλοβο είναι και το παράθυρο στη βόρεια όψη του νάρθηκα, το οποίο, όμοος, δεν είναι
εγγεγραμμένο σε τόξο, αλλά οι λοβοί του σχηματίζονται ελεύθερα, μορφή χρονολογικά πριόιμη
που τείνει κατά τα τέλη του 11ου αιώνα σταδιακά να εξαφανισθεί. Περιστασιακά μόνο διατηρεί­
ται στα μεταγενέστερα χρόνια σε μικρούς ναούς της Αθήνας ή σε δευτερεύουσες επιφάνειες, εκεί
όπου δεν υπάρχουν μεγάλες αισθητικές απαιτήσεις, όπως στο νότιο αέτωμα της Καισαριανής και
στο Λιγουριό353.

34y Η λεπτομέρεια αυτή εφαρμόζεται και στην ανατολική όψη της Αγιας Θεοδώρας στην Άρτα, στην περιορισμένη επι­
φάνεια του αετώματος του μεσαίου κλιτούς, προκειμένου να χωρέσουν τα διπλά πλαίσια, τόσο του δίλοβου παράθυρου,
όσο και των παράπλευροί τεταρτοκυκλικοϊν αψιδωμάτων.
350 Millet, Ecole, σ. 206. Πρβλ. Megaw, Chronology, σ. 90-130.
351 Τα χαρακτηριστικά του εγγεγραμμένου παραθύρου μπορεί να ειπωθεί ότι ήδη διαφαίνονται στη διαμόρφωση των μαρ­
μάρινων γείσων τους στον τρούλο της Παναγίας του Οσίου Λουκά, βλ. Φιλιππίδου-Μπούρα, ό.π. (υποσημ. 346), σ. 33, εικ.
15, 17, 18. Πρβλ. Βελένης, Ερμηνεία, σ. 114.
352 Βελένης, Ερμηνεία, σ. 115. Στην Gra£anica το τύμπανο υποχωρεί και κατά τις δύο όψεις του με καθαρά συνθετική και
όχι κατασκευαστική πρόθεση, διότι τα κλειδιά των περιμετρικών τόξων κατά τις δύο πλευρές του τυμπάνου δεν βρί­
σκονται στην ίδια στάθμη.
353 Τη μορφή αυτή τη συναντάμε, επίσης, σε εξωνάρθηκες-προστιόα, όπως της Καπνικαρέας και του Οσίου Λουκά. Σχε­
τικά βλ. Megaw, Chronology, σ. 121, σημ. 1. Στον Μυστρά τη συναντάμε στο νότιο προστώο του Αγίου Γεωργίου.

222
Στην ανατολική όψη της βασιλικής υπάρχουν δυο μονόλοβα παράθυρα που ανοίγονται στις πλά­
γιες αψίδες και τα πλίνθινα πλαίσιά τους φθάνουν έως τη στάθμη της ποδιάς τους. Εκτός από τα
παράθυρα των αψίδων του Ιερού, τα υπόλοιπα παράθυρα της βασιλικής, τόσο στα πλάγια κλίτη,
όσο και στο νάρθηκα έχουν μόνον τα τόξα τους πλίνθινα, ενώ τους σταθμούς τους από κοινή
τοιχοποιία. Η πλίνθινη κατασκευή σε ολόκληρο το παράθυρο είναι ένα στοιχείο που εμφανίζεται
στη νότια Ελλάδα για πρώτη φορά στην Παναγία του Οσίου Λουκά και επικρατεί από το δεύτερο
μισό του 11ου αιώνα και εξής354. Αντίθετα, στη Μακεδονία συναντάται ήδη από το 10ο αιώνα στην
Κουμπελίδικη, τον Άγιο Στέφανο και τους Αγίους Αναργύρους της Καστοριάς355. Βλέπομε, λοιπόν
και εδώ, τη χρήση στοιχείιυν με πρώιμο χαρακτήρα και μία διάθεση υπερβολικής απλότητας σε μία
κατασκευή χωρίς πολλές αξιώσεις, ιδίως στις επιφάνειες με τη μικρότερη σημασία.
Τέλος, έχομε τα παράθυρα του φωταγωγού, τα οποία παρουσιάζουν μία, επίσης, πολύ απλή κατα­
σκευή. Τα παράθυρα στις πλάγιες πλευρές του - όπως φαίνεται στο πρώτο ανατολικό παράθυρο
της νότιας πλευράς, εκεί όπου έχει τοπικά καταστραφεί το επίχρισμα του υπερώου - ήταν κατα­
σκευασμένα από σφηνοειδείς λαξευτούς λίθους και πλίνθους. Το τόξο των παραθύρων αυτών
περιβαλλόταν από μονή πλίνθινη ταινία. Στην ανατολική πλευρά του φωταγωγού της βασιλικής
σώζεται ακόμη από τον οργανισμό του ένα δίλοβο παράθυρο, του οποίου οι λοβοί είναι κατα­
σκευασμένοι από πλίνθους, όπως και στο βόρειο παράθυρο του νάρθηκα. Έ να παρόμοιο παρά­
θυρο θα πρέπει να ανοιγόταν και στο δυτικό αέτωμα του φωταγωγού.
Όπως στη βασιλική, έτσι και στα υπερώα του Αγίου Δημητρίου παρουσιάζεται μεγάλη ποικιλία
παραθύρων. Στις ημικυκλικές επιφάνειες τιυν αψιδωμάτων ανοίγονται μονόλοβα, δίλοβα και
τρίλοβα παράθυρα, ενώ κάτω από αυτές υπάρχουν ορθογώνια ανοίγματα. Στην ανατολική όψη του
βορειοανατολικού διαμερίσματος, στις όψεις των γωνιακών διαμερισμάτων του σταυρικού σχή­
ματος, εκτός του νοτιοδυτικού, καθώς και στη δυτική όψη του βόρειου διαμερίσματος του υπεριύου
πάνω από το νάρθηκα, ανοίγεται στην ημικυκλική επιφάνεια του διαφράγματος του αψιδώματος
από ένα μονόλοβο παράθυρο με πλίνθινο πλαίσιο, που κατέρχεται έως την ποδιά του και περι­
βάλλεται από μονή πλίνθινη ταινία. Στα δύο δυτικά αψιδώματα της νότιας όψης ανοίγεται από ένα
δίλοβο εγγεγραμμένο παράθυρο, όμοιο σε μορφή με εκείνα του Ιερού, τα οποία, όμως εδώ, περι­
βάλλονται από μονή πλίνθινη ταινία. Δίλοβα παράθυρα ανοίγονται, επίσης, στη δυτική όψη, στο
νότιο και το μεσαίο διαμέρισμα, τα οποία, όμως, δεν είναι εγγεγραμμένα σε πλαίσιο. Το μεσαίο
μάλιστα παράθυρο έχει διπλό πλίνθινο πλαίσιο, που ακολουθεί το περίγραμμα τεον λοβών του. Το
είδος αυτό των δίλοβων παραθύρων με το διπλό πλίνθινο πλαίσιο, που ακολουθεί το περίγραμμά
τους, το συναντάμε σε ένα άλλο, ανάλογο με τον Άγιο Δημήτριο μνημείο, στο Δεσποτάτο της
Ηπείρου, τη βασιλική της Αγίας Θεοδώρας στην Άρτα, στις πλάγιες πλευρές του φωταγωγού356.
Ανάλογο διπλό πλαίσιο έχουν και τα τρίλοβα παράθυρα, τα οποία ανοίγονται στις πλάγιες κεραί­
ες της σταυροειδούς κάτοψης των υπερώων. Οι λοβοί των τρίλοβων παραθύρων χωρίζονται μετα­
ξύ τους από μαρμάρινους αμφικιονίσκους. Οι πλάγιοι λοβοί τους είναι τόξα με χάραξη μικρότερη
του ημικυκλίου, χωρίς, όμως, να είναι και τεταρτοκυκλική, διότι οι αμφικιονίσκοι ανεβαίνουν πολύ
ψηλά, στη στάθμη των γενέσεων του μεσαίου λοβού, ενώ το κλειδί των πλάγιων λοβών βρίσκεται
λίγο μόλις ψηλότερα από τη στάθμη αυτή. Τόσο η χάραξη των πλάγιων λοβών που δεν είναι ημι­
κυκλική, όσο και η ύπαρξη του διπλού πλαισίου, αντί ενός περιγεγραμμένου τόξου, κάνουν τη
μορφή των τρίλοβων παραθύρων να απέχει από εκείνη των ελλαδικών παραδειγμάτων - Δαφνί,
Μέρμπακα, Αγία Μονή Αργολίδας - και να πλησιάζει περισσότερο τα πρότυπα της πρωτεύουσας
- παλαιολόγεια παρεκκλήσια της Μονής της Χώρας και της Παμμακάριστου357.

354 Βλ. Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, σ. 164, σημ. 3 και ο ι'διος, ό.π. (υποσημ. 327), σ. 163, σημ. 65.
355 Α. Ορλάνδος, Βυζαντινά μνημεία της Καστοριάς, ΑΒΜΕ, Δ λ 1938.
356 Α. Ορλάνδος, Βυζαντινά μνημεία της Άρτης, ΑΒΜΕ Β (1936), σ. 3.
° 7 Mathews, Byzantine Churches, εικ. 8.8 και 36.3. Ousterhout, Kariye.

223
Έ να άλλο σημαντικό στοιχείο στη σύνθεση των όψεων στα υπερώα του Αγίου Δημητρίου είναι τα
τεταρτοκυκλικά αψιδώματα που πλαισκόνουν τα παράθυρα. Αυτά παρουσιάζουν μία μόνον υπο­
χώρηση του διαφράγματος τους, εκτός από εκείνα στο μεσαίο αψίδωμα της δυτικής όψης, που
έχουν διπλό βαθμιδωτό, πλίνθινο πλαίσιο, ανάλογο με το πλαίσιο του δίλοβου παραθύρου ανάμε-
σά τους. Η μορφή των τεταρτοκυκλικών αψιδωμάτων είναι τόσο καθοριστική για τη διαμόρφωση
των όψεων στα υπερώα του ναού, ώστε ακόμα και εκεί όπου αυτά δεν κατασκευάζονται, αποδί­
δονται γραφικά πάνω στο επίχρισμα. Τα τεταρτοκυκλικά αψιδώματα, που θα μπορούσαν ίσως να
θεωρηθούν ως μετάπλαση των τεταρτοκυκλικιόν παραθύρων της κωνσταντινουπολίτικης σχολής,
αποτέλεσαν ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά μορφολογικά στοιχεία της ελλαδικής αρχιτεκτονι­
κής που επέζησε έως τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους. Ο A.H.S. Megaw358 συστηματοποιώντας
παλαιότερες απόψεις του Gabriel Millet359 είχε διαχωρήσει τα παραπάνω στοιχεία σε δύο κατη­
γορίες, αυτά που πλαισιώνουν εγγεγραμμένα σε μεγάλα τόξα παράθυρα και αυτά που πλαι­
σιώνουν εγγεγραμμένα παράθυρα σε αετωματικές επιφάνειες και είναι τυφλά360. Η πρώτη κατη­
γορία, που αποτελεί ένα χαρακτηριστικό καθαρά κωνσταντινουπολίτικο και μπορούμε να παρα­
κολουθήσομε τη συνέχεια του από την Αγία Σοφία έως το παρεκκλήσιο της Μονής της Χώρας,
χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα στην Ελλάδα. Εμφανίσθηκε με τη μορφή τεταρτοκυκλικού λοβού στα
παράθυρα του Οσίου Λουκά361, του Αγίου Νικολάου στα Καμπιά και του Σωτήρος της Άμφισσας.
Πολύ αργότερα εμφανίζεται στην αρχιτεκτονική του Μυστρά, με διάφραγμα συμπαγές, δηλαδή ως
τυφλό αψίδωμα, στα υπερώα της Παντάνασσας και του Αγίου Δημητρίου. Η δεύτερη κατηγορία,
η οποία αποτέλεσε χαρακτηριστικό στοιχείο της ελλαδικής σχολής, στον Μυστρά απαντά σε
πολλές αετωματικές επιφάνειες, στη νότια κεραία της Περιβλέπτου και της Ευαγγελίστριας, στη
βόρεια και τη νότια κεραία της Αγίας Σοφίας και των Αγίων Θεοδώρων, καθώς και στην Αγία
Παρασκευή και σε ένα κτίσμα στα δυτικά του παλατιού.
Τέλος, για να ολοκληροίσομε την παρουσίαση των παραθύρων των υπερώων, θα πρέπει να ανα­
φέρομε την ενότητα των ορθογώνιων παραθύρων, που ανοίγονται στην επιφάνεια των αψιδωμάτων
κάτω από τη στάθμη των γενέσεών τους362. Εκτός των δύο στην ανατολική όψη, αποτελούν μεταγε­
νέστερες διανοίξεις και διαμορφώνονται με μαρμάρινα πλαίσια σε δεύτερη χρήση. Τα δύο ορθογώ­
νια παράθυρα της ανατολικής όψης των υπερώιων ανήκουν στην οικοδομική φάση της ανέγερσής
τους και αποτελούν ένα από τα σπάνια παραδείγματα στη βυζαντινή ναοδομία363.
Κανένα από τα παράθυρα της βασιλικής δεν σοίζει το αρχικό του διάφραγμα, όμως σε όλα διακρί-
νεται η θέση του τόσο από το όριο των τοιχογραφιών, όσο και από τη λεπτομέρεια της κατασκευής
του τελειώματος των επιχρισμάτων, που δείχνει, εξάλλου, και τη διαδοχή των εργασιών σύμφωνα με
την οποία πραίτα τοποθετούσαν τα διαφράγματα και στη συνέχεια κατασκεύαζαν τα επιχρίσματα.
Στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου αρχικώς ανοίγονταν τρεις εξωτερικές θύρες, μία στη δυτική
όψη και από μία στις μακρές πλευρές. Επίσης, ανοίγονταν δύο εσωτερικές στο διαχωριστικό τοίχο,
μεταξύ κυρίως ναού και νάρθηκα, στο μεσαίο και το βόρειο κλίτος. Όλες οι θύρες αρχικώς είχαν
ημικυκλική απόληξη και το τελικό ορθογώνιο άνοιγμα διαμορφωνόταν με μαρμάρινο θύρωμα. Η
ημικυκλική επιφάνεια του ανοίγματος καταλαμβανόταν αρχικώς από ένα τύμπανο. Σήμερα την

358 Megaw, Chronology, ο. 126-128.


359 Millet, Ecole, σ. 207 κ.ε.
360 Σΰμψωνα με μία άλλη άποψη, βλ. Βελε'νης, Ερμηνεία, σ. 262-263, τα εγγεγραμμε'να σε μεγάλο τόξο παράθυρα που
συνοδεύονται από τεταρτοκυκλικούς λοβούς, θα ε'πρεπε να περιληφθοΰν στην κατηγορία των εγγεγραμμένων παραθύρων.
361 Megaw, Chronology, σ. 127.
362 Στη δυτική όψη το άνοιγμα του μεσαίου αψιδώματος είναι θΰρα. Ανάλογα ανοίγματα με αυτά της δυτικής όψης του
Αγίου Δημητρίου απαντούν και στη δυτική όψη της Παντάνασσας.
363 Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, σ. 164, όπου και τα παραδείγματα ορθογώνιων παραθύρων στη βυζα­
ντινή ναοδομία του ελλαδικοΰ χοίρου.

224
αρχική τους μορφή διατηρούν μόνον η βόρεια και η δυτική εξωτερική θύρα του ναού, στη δεύτε­
ρη των οποίων, όμως, η ημικυκλική επιφάνεια καταλαμβάνεται από υαλοστάσιο, ενώ η νότια θύρα
έχει εξωτερικά κτισθεί. Η μεσαία θύρα του διαχωριστικού τοίχου δεν διατηρεί την ημικυκλική της
απόληξη, ενώ η βόρεια δεν διατηρεί το θύρωμα και το τύμπανό της.
Τα τόξα στις εξωτερικές θύρες στη νότια και τη βόρεια όψη έχουν μεικτή κατασκευή και περιβάλ­
λονται από οδοντωτή ταινία. Η βόρεια θύρα έχει ένα πρόσθετο κόσμημα από μονή πλίνθινη ταινία
που περιβάλλει το τόξο, καθώς και ένα θύρωμα με γείσο και ζοκρόρο από μαρμάρινα μέλη σε δεύ-
τερη χρήση με πλούσιο ανάγλυφο διάκοσμο. Περισσότερο εντυπωσιακή, όμως, είναι η κατασκευή
της δυτικής θύρας με τις μεγαλύτερες διαστάσεις, το μεικτό διπλό τόξο και το λιτό αυστηρό θύρω­
μα, σε δεύτερη και αυτό, χρήση, χαρακτηριστικά που προσδίδουν την απαιτούμενη μεγαλοπρέπεια
στην κύρια είσοδο του ναού.
Η εξωτερική μορφή των τρούλων με την πολυγωνική κάτοψη, οκταγωνική στους γωνιακούς και
δεκαεξαγωνική στο μεσαίο, τα μονόλοβα παράθυρα και τα καμπύλα γείσα συνδέει και πάλι τα
υπερώα με την πρωτεύουσα. Στον Μυστρά οκταγωνικοί, επίσης, είναι οι τρούλοι πάνω από τα τέσ­
σερα γωνιακά διαμερίσματα και το μεσαίο διαμέρισμα του δυτικού υπερώου στην Οδηγήτρια και
την Παντάνασσα, καθώς και ο τρούλος της βόρειας στοάς της τελευταίας. Παραδείγματα οκταγω­
νικών τρούλων από την πρωτεύουσα έχομε το νότιο τρούλο στο νάρθηκα του ταφικού παρεκκλη­
σίου του Θεόδωρου Μετοχίτη και στο μικρό παρεκκλήσιο μεταξύ αυτού και του αρχικού ναού της
Μονής της Χώρας. Δεκαεξαγωνικοί στην Κωνσταντινούπολη είναι οι τρούλοι του ταφικού παρεκ­
κλησίου της Μονής της Χώρας, του Παντοκράτορα και της Παναγίας της Κυριώτισσας, ενοο στη
σφαίρα επιρροής της είναι ο κεντρικός τρούλος της Κοσμοσωτείρας στη Βήρα, καθώς και οι τρου-
λίσκοι της Αγίας Αικατερίνης και του Προφήτη Ηλία και οι τρούλοι του νάρθηκα της Παναγίας
των Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη.
Στους γωνιακούς τρουλίσκους του Αγίου Δημητρίου ανοίγονται οκτώ παράθυρα, από ένα σε κάθε
πλευρά. Στον κεντρικό τρούλο ανοίγονται, επίσης, οκτώ παράθυρα, τα οποία, όμως, εναλλάσ­
σονται με ισάριθμες ημικυκλικές κόγχες. Στους οκταγωνικούς τρουλίσκους τα διπλά γείσα, το
πριονιοτό και το λοξότμητο, διαμορφώνονται πάνω από τα τόξα των παραθύρων και σχηματίζουν
ένα συνεχές κυματοειδές περίγραμμα. Στον κεντρικό τρούλο, τα γείσα αυτά σχηματίζονται μόνον
πάνω από τις θέσεις των παραθύρων και φέρονται από μία ιδιαίτερη κατασκευή, που διαμορφώ­
νεται από ένα τοξωτό πλαίσιο με τόξο ελαφρώς υπερυψωμένο σε σχέση με το τόξο των παραθύ­
ρων. Τα τοξωτά αυτά πλαίσια αποτελούν ένα έξεργο διακοσμητικό στοιχείο στις επιφάνειες του
κεντρικού τρούλου και συγχρόνιυς μία πρόσθετη προστασία για τα όμβρια. Στη θέση των κογχών
το γείσο είναι ευθύγραμμο και σχηματίζεται ακριβώς πάνα) από το τεταρτοσφαίριό τους.
Τη σύνθετη κατασκευή με τα ανεξάρτητα πλαίσια πάνω από τα παράθυρα που εναλλάσσονται με
κόγχες, τη συναντάμε ακόμη στην Ευαγγελίστρια στον Μυστρά. Παρόμοια τοξωτά πλαίσια συνα­
ντάμε και στον Όσιο Μελέτιο364, τα οποία, όμως, είναι μεταγενέστερη προσθήκη, προκειμένου ο
τρούλος να αποκτήσει κυματοειδές γείσο. Παρόμοια ανεξάρτητα πλαίσια συναντάμε, επίσης, στη
Γιουγκοσλαβία, στον Άγιο Νικόλαο 5ΐ8εν8ΐά και στον Άγιο Γεώργιο Ροΐοέΐιο365. Τα συνεχή τοξω­
τά πλαίσια είναι μία πιο συνηθισμένη κατασκευή, η οποία μορφολογικά πλησιάζει τους αθη­
ναϊκούς τρούλους και τη συναντάμε στην Αγία Σοφία και την Περίβλεπτο στον Μυστρά, στους
Αγίους Αποστόλους στο Λεοντάρι366, στην Παναγιώτισοα και τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο τον
εν τω Τρούλλω στην Κωνσταντινούπολη367, στην Παναγία των Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη368, στον

364 Α. Ορλάνδος, Καθολικόν μονής Οσίου Μελετίου, ΑΒΜΕ Ε ' (1939-1940), σ. 65, 66, σχε'δ. 63 και εικ. 15.
365 Βελε'νης, Ερμηνεία, πίν. 107α και 104α.
366 Orlandos, Leondari, εικ. 4. Βελε'νης, Ερμηνεία, πίν. 109β.
367 Mathews, Byzantine Churches, εικ. 37.1-4 και 16.1-4, 6.
368 Mango, Architecture, σ. 207, εικ. 227.

225
Άγιο Ιωάννη της Μεσημβρίας369 και στη Νέα Μονή της Χίου370.
Τα τοξωτά πλαίσια πάνω από τα παράθυρα του κεντρικού τρούλου του Αγίου Δημητρίου στηρίζονται
σε πιορινους, αρχικώς επιχριόμενους, κιονίσκους με ποόρινα λαξευτά κιονόκρανα και πλίνθινες
βάσεις. Αντίθετα, οι κιονίσκοι των τρούλων των ναών στην πρωτεύουσα και στη σφαίρα επιρροής της
- τη Θεσσαλονίκη, τη Βήρα, τον Μυστρά με τους Αγίους Θεοδώρους και το Λεοντάρι με τους Αγίους
Αποστόλους - κατά κανόνα ήσαν πλίνθινοι κτισμένοι από ειδικές πλίνθους συγχρόνως με τα υπόλοι­
πα στοιχεία του τυμπάνου. Τα τόξα των πλαισίων και των κογχών στο μεγάλο τρούλο του Αγίου
Δημητρίου κατασκευάζονται από πλίνθους, ενώ τα τόξα των παραθύρων και των πέντε τρούλων
έχουν μεικτή κατασκευή από λαξευτούς πωρόλιθους και πλίνθους. Οι σταθμοί των παραθύρων
ακολουθούν τη μορφή της κατασκευής της υπόλοιπης τοιχοποιίας των τρούλων, δηλαδή την πλινθοπε-
ρίκλειστη στους γωνιακούς και τις εναλλασσόμενες στριυσεις δόμων και πλίνθων στον κεντρικό.
Η τοιχοποιία των τρούλων είναι πολύ προσεγμένη και παραμένει εμφανής με ένα πολύ λεπτό
στρώμα κονιάματος πάνω στις πώρινες επιφάνειες. Μόνον η βάση του κεντρικού τρούλου και το
τεταρτοσφαίριο των ημικυκλικών κογχών του είναι κατασκευασμένα από πρόχειρη τοιχοποιία.
Στα τεταρτοσφαίρια των κογχών σώζεται το επίχρισμα που κάλυπτε την πρόχειρη τοιχοποιία τους,
πάνω στο οποίο υπάρχει γραπτός διάκοσμος που μιμείται πλίνθους με διάταξη μορφής ανεστραμ­
μένου Λ, κατασκευή χαρακτηριστική της κωνσταντινουπολίτικης παράδοσης371. Το στοιχείο αυτό
το συναντάμε σε πλίνθινη κατασκευή στις μικρές κόγχες του τρούλου της Ευαγγελίστριας.
Η στέγαση του Αγίου Δημητρίου με τη σύνθετη κατασκευή, τη γραπτή απομίμηση της ιχθυάκαν-
θας στα τεταρτοσφαίρια των κογχών και τις εναλλασσόμενες στρώσεις δόμων και πλίνθων στον
κεντρικό τρούλο και τα κυματοειδή γείσα της, ακολουθεί την κωνσταντινουπολίτικη παράδοση και
μόνον το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης των γωνιακών τρουλίσκων και οι κιονίσκοι στον
κεντρικό τρούλο μας θυμίζουν την ελλαδική σχολή.
Ο ναός και τα προσκτίσματά του, σήμερα, καλύπτονται με σύγχρονα κεραμίδια βυζαντινού τύπου,
μεταξύ των οποίων σώζονται και μερικοί παλαιοί βυζαντινοί στρωτήρες. Κατά την πρώτη κατα­
σκευαστική του φάση, ο ναός θα πρέπει να καλυπτόταν, όπως και όλες οι βασιλικές άλλωστε, από
βυζαντινά κεραμίδια, όπου δηλαδή οι στρωτήρες ήσαν φαρδείς και με μικρή, σχετικά, καμπυλό­
τητα. Αντίθετα, δεν μπορούμε να γνωρίζομε με απόλυτη βεβαιότητα τη μορφή κάλυψης της θολο-
δομίας που διαμορφιόθηκε πάνω από τα υπεροόα. Η υψομετρική διαφορά μεταξύ της στάθμης της
αρχικής ποδιάς στα παράθυρα των τρούλων και της τελικής επίστεψης των αψιδωμάτων είναι
αρκετή για να περιλάβει το κατασκευαστικό πάχος μίας κεράμωσης, η οποία διαμορφωνόταν πίσω
και χαμηλότερα από τα τόξα των αψιδωμάτων και την επίστεψή τους, που θα πρέπει να σχημάτι­
ζαν σίμη. Τη λεπτομέρεια αυτή στην απόληξη των τυφλοόν αψιδωμάταιν τη διακρίνομε σαφώς στον
Άγιο Παντελεήμονα στο Νέρεζι372, στην Παναγία των Χαλκέων και στην Θτάδάηώά. Εξάλλου,
έχομε περιπτώσεις, όπου η τελική κάλυψη διαμορφώνεται με λείο κονίαμα, όπως απαντά σήμερα
στον Άγιο Γεώργιο στα Λουκίσια της Βοιωτίας, στην Αγία Βαρβάρα στην Έρημο και στον Άγιο
Ιωάννη στα Κέρια Λακωνίας, στον Άγιο Νικόλαο στην Οχιά Λακωνίας373 και στη Βλαχέρνα στο
Μέζαπο, καθώς και σε ναούς της Κύπρου374. Τέλος, τα φύλλα μολύβδου είναι το υλικό που κατ’
εξοχήν χρησιμοποιείται από την κωνσταντινουπολίτικη σχολή. Το υλικό αυτό το συναντάμε σε
μνημεία της προπευουσας και της σφαίρας επιρροής της·50.364

364 Βελένης, Ερμηνεία, πίν. 49α.


370 Μπούρας, Νέα Μονή, εικ. 104.
371 Α. Πασαδαίος, Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος των βυζαντινών κτιρίων της Κωνσταντινουπόλεως, εν Αθήναις 1973,
σ. 51,60.
372 Βλ. Βελε'νης, Ερμηνεία, πίν. 39. Mango, Architecture, εικ. 346.
373 Βελε'νης, Ερμηνεία, πίν. 88α, 65α, 77ε, 64α, αντίστοιχα.
374 Π.χ. στην Αγία Κυριακή τη Χρυσοπολίτισσα και τους Αγίους Βαρνάβα και Ηλαρίωνα (Περιστεριόνα).
375 Μπούρας, Νέα Μονή, σ. 155.

226
Η δομή των θόλων και των τόξων του ναού δεν είναι δυνατόν να μελετηθεί με μεγάλη λεπτομέρεια,
εφόσον σήμερα οι εσωτερικές επιφάνειες καλύπτονται από τοιχογραφίες ή επιχρίσματα. Οι δυο κυ­
λινδρικοί θόλοι πάνω από τα πλάγια κλίτη είχαν κατασκευασθεί, όπως μπορέσαμε να διακρίνομε
σε μία έρευνα στο εξωράχιό τους, από αργούς λίθους και τεμάχια πλίνθων και κεραμιδιών μέσα
σε άφθονο κονίαμα, χωρίς ιδιαίτερη ακρίβεια στη χάραξή τους. Στα υπερώα, στα τόξα και στα
μέτωπα των θόλων, καθώς και στις νευρώσεις του κεντρικού τρούλου έχουν χρησιμοποιηθεί λα­
ξευτοί πωρόλιθοι, όπως διακρίνεται στα σημεία όπου έχουν καταστραφεί τα επιχρίσματα, ενώ οι
ίδιοι οι θόλοι έχουν γίνει από προχειρότερη κατασκευή. Εν πάση περιπτοίσει οι θόλοι τόσο της
βασιλικής, όσο και των υπερώων έχουν κατασκευασθεί με ξυλοτύπους, όπως είναι ο κανόνας στις
κατασκευές του Μυστρά.
Η τοιχοδομία του ναού και στις δύο στάθμες κατά την ανέγερσή της θα πρέπει να είχε ενισχυθεί
από επάλληλες, καθ’ ύψος, ζώνες ξυλοδεσιών, που περιέτρεχαν το κτίριο. Η ζώνη της ξυλοδεσιάς
στο ύψος των γενέσεων των θόλων και των τόξων και στις δύο στάθμες έχει συνδυασθεί με
ξύλινους ελκυστήρες, των οποίων οι θέσεις διακρίνονται από τις οπές υποδοχής τους εκεί, όπου
αυτές δεν έχουν μεταγενέστερα κτισθεί. Στο ισόγειο σε μερικές περιπτώσεις οι θέσεις των οπών
των ελκυστήρων ορίζονται από την ιδιαίτερη σύνθεση των τοιχογραφιών. Σε άλλες περιπτώσεις
σώζονται τα ενσωματωμένα στην τοιχοδομία τμήματα ξύλινων ελκυστήρων που έχουν κοπεί. Οι
ξυλοδεσιές στη στάθμη των γενέσεων της θολοδομίας των υπερώων βρίσκονται στη στάθμη της
ποδιάς των άνω παραθύρων των αψιδωμάτων, δηλαδή στο ύψος της γένεσης της ημικυκλικής τους
απόληξης, όπου διακρίνονται οι υποδοχές των ξύλων. Μία ακόμα ζώνη ξυλοδεσιάς μπορούμε να
διακρίνομε στη στάθμη των γενέσεων των παραθύρων του κεντρικού τρούλου. Οι ξυλοδεσιές στις
θέσεις των παραθύρων χρησίμευαν ακόμη για τη στήριξη των διαφραγμάτων τους.
Εξάλλου σε χαρακτηριστικές κατασκευαστικές στάθμες τοποθετούνται στο εσωτερικό του ναού
κοσμήτες για τη διάρθρωση των επιφανειών. Στη βασιλική είχε τοποθετηθεί κοσμήτης στη γένεση
του τεταρτοσφαιρίου της κόγχης του Ιερού, ο οποίος προεκτεινόταν και στις γενέσεις του ημικυ-
κλικού τόξου στα δυτικά της. Κατά την κατασκευή των υπερώων τοποθετήθηκε ένας κοσμήτης στη
στάθμη του δαπέδου τους, καθώς και ένας δεύτερος στη βάση του τυμπάνου του κεντρικού τρού­
λου. Εδώ, θα πρέπει να σημειώσομε την ύπαρξη, στα σφαιρικά τρίγωνα του κεντρικού τρούλου,
στομίων πήλινων ηχητικών αγγείων. Η τοποθέτησή τους στη θέση αυτή είναι πολύ συνηθισμένη
στη βυζαντινή ναοδομία376.
Όσον αφορά στα μορφολογικά χαρακτηριστικά και την κατασκευή του κωδωνοστασίου δύο είναι
τα βασικά θέματα που πρέπει να εξετασθούν, η τοιχοποιία και τα ανοίγματά του. Η τοιχοποιία και
στους δύο ορόφους είναι κατασκευασμένη από μικρούς αργούς λίθους και τεμάχια πλίνθων και
κεραμιδιών μέσα σε άφθονο κονίαμα. Στην επιφάνεια της τοιχοποιίας υπάρχουν πλάγια ίχνη
μυστρίσματος, όμοια με εκείνα της βασιλικής. Βλέπομε, λοιπόν, ότι η πρόχειρη τοιχοποιία του
κωδωνοστασίου ήταν επιχριόμενη και μόνο μία ενδιάμεση ζώνη από δύο σειρές λαξευτούν πωρό­
λιθων με δύο σειρές πλίνθων μεταξύ τους παρέμενε ορατή. Τόσο η μορφή, όσο και η θέση της
ζώνης αυτής στο πέρας της τοιχοποιίας του πρώτου ορόφου υποδηλώνει ότι θα πρέπει να είχε τη
λειτουργία επενδυτικής ζωφόρου-επίστεψης κάτω από τη στέγη της θολωτής κατασκευής του
μονώροφου, αρχικώς, παρεκκλησίου. Παρόμοια ζωφόρο συναντάμε στην αψίδα του Ιερού του
Αγίου Γεωργίου στον Μυστρά. Εξάλλου, το γεγονός ότι η ζωφόρος αυτή καταλαμβάνει δύο συνε­
χόμενες όψεις του κτιρίου, την ανατολική και τη νότια, δείχνει ότι η στέγη είχε τετράπλευρη δια­
μόρφωση. Στους θόλους έχομε την ίδια πρόχειρη κατασκευή από κοινή τοιχοποιία.
Έ να πολύ χαρακτηριστικό στοιχείο στη διαμόρφωση των όψεων του ορόφου του κωδωνοστασίου,
που, όπως είδαμε, αποτελεί μεταγενέστερη οικοδομική φάση από το ισόγειό του, είναι τα μεγάλα

376 Ό.π., σ. 157.

227
παράθυρα. Οι σταθμοί τους είναι κτισμένοι από κοινή τοιχοποιία και μόνον τα τόξα τους είναι από
ακτινωτά τοποθετημένες πλίνθους, που περιβάλλονται από μονή πλίνθινη ταινία. Οι πλίνθοι που
περιορίζονται μόνο στην περιοχή των τόξιυν των παραθύριυν, καθώς και η μονή ταινία που τις
περιβάλλει, απαντουν σε πρώιμα μνημεία.
Τη μορφή της ανατολικής θΰρας στο ισόγειο του κιυδωνοστασίου από λαξευτούς πωρόλιθους με
μπατικά στοιχεία που περιβάλλεται από πλίνθινη μονή ταινία, τη συναντάμε κυρίως στην κοσμική
αρχιτεκτονική του Μυστρά, με πρωιμότερο παράδειγμα τα παράθυρα στο φράγκικο κτίριο του
παλατιού. Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική τη μορφή αυτή τη συναντάμε στο μεταγενέστερο
εξωνάρθηκα της Ευαγγελίστριας.
Γενικά η μορφή του κωδωνοστασίου του Αγίου Δημητρίου είναι συμπαγής και βρίσκεται πλησιέ-
στερα σε εκείνη τιυν πύργων, αν συγκριθεί με τις ανάλαφρες μορφές και τις διάτρητες όψεις με τα
μεγάλα ανοίγματα των κα^δωνοστασίων της Οδηγήτριας, της Αγίας Σοφίας και της Παντάνασσας.
Όσον αφορά στο μικρό κτίσμα πάνω από το βορειοδυτικό διαμέρισμα του δυτικού προστώου του
ναού, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαμόρφωση της τοιχοποιίας του. Αυτή έχει κτισθεί κατά
το πλινθοπερίκλειστο σύστημα μόνο στη δυτική, κύρια όψη του. Στη βάση του οργανισμού του
μικρού κτίσματος είναι τοποθετημένος λοξότμητος κοσμήτης, που διαχωρίζει την πλινθοπερίκλει-
στη τοιχοδομία του από την υποκείμενη πρόχειρη κατασκευή. Είναι φανερό και από τα επιμέρους
κατασκευαστικά στοιχεία ότι ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην κύρια, δυτική όψη του κτίσματος. Τα
ανοίγματα και οι μικρές ορθογωνικές κόγχες στις δύο πλάγιες όψεις έχουν μόνον την τοξωτή τους
απόληξη από πλίνθους, που περιβάλλονται από μονή πλίνθινη ταινία. Η μορφή αυτή των ανοιγ­
μάτων, που απαντά σε μνημεία πρώιμα, του β' μισού του 11ου αιώνα, στην περίπτωση αυτή εκφρά­
ζει μία τάση υπερβολικής απλότητας. Αντίθετα, στη δυτική, κύρια όψη, η κατασκευή τόσο του
παραθύρου, όσο και της μικρής ορθογιυνικής κόγχης πάνω από αυτό είναι πολύ πιο σύνθετη. Το
τόξο που περιβάλλει το εγγεγραμμένο δίλοβο παράθυρο έχει μεικτή κατασκευή, οι σταθμοί του
είναι από λαξευτούς λίθους, ενώ όλο το άνοιγμα πλαισιώνεται από οδοντωτή ταινία.
Στη μικρή ορθογωνική κόγχη πάνω από το παράθυρο, οι σταθμοί είναι κατασκευασμένοι, επίσης,
από λαξευτούς λίθους, ενώ το τόξο του διαμορφώνεται από ακτινωτά τοποθετημένες πλίνθους. Στο
τύμπανο της κόγχης υπάρχει κόσμημα από πλίνθους τοποθετημένες κατά δύο διευθύνσεις, που
σχηματίζουν ρόμβους. Το κόσμημα αυτό στον Μυστρά απαντά στο παρεκκλήσιο της Αγίας Βαρ­
βάρας, στη βόρεια και τη νότια κεραία της Αγίας Σοφίας, καθώς και στη βόρεια κεραία των Αγίιυν
Θεοδοόρων, δηλαδή σε παραδείγματα μεταγενέστερα από τη βασιλική. Διαπιστώνομε, λοιπόν, ότι
όταν κτίζεται το μικρό αυτό κτίσμα υπάρχει έντονη η διάθεση για μια πιο προσεγμένη και πλού­
σια κατασκευή από εκείνη της βασιλικής. Εξάλλου, αυτό φαίνεται όχι μόνον από το διακοσμητικό
χαρακτήρα που διαπιστώσαμε στα επιμέρους κατασκευαστικά στοιχεία του κτίσματος, αλλά και
από τη χρήση πολλιυν λαξευτών μελοόν, όπως οι σταθμοί των παραθύρων, ο λοξότμητος κοσμήτης
και οι τριγωνικά λαξευμένοι πωρόλιθοι, κάτω από την κεκλιμένη στέγη στη δυτική, κύρια όψη.
Η ύπαρξη ενός συνεργείου τεχνιτών ειδικευμένων στη λιθοξοϊκή μαρτυρείται, επίσης, από την
κατασκευή πυν θόλων, που διαμορφώνουν το δάπεδο και την ανωδομή του μικρού κτίσματος. Η
ασπίδα κάτω από το δάπεδο είναι κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου από λαξευτούς πωρόλιθους,
ενιό ο σφαιρικός θόλος της ανωδομής έχει πωρόλιθους στα τόξα τιον μετώπων της. Και στις δύο
περιπτοκτεις, βεβαίως, η ακρίβεια των χαράξεων προϋποθέτει τη χρήση ξυλοτύπου.
Από τη μελέτη των μορφολογικών στοιχείων των διαφόρων οικοδομικών φάσεων του ναού, έγινε
φανερό ότι αρχικιός η Μητρόπολη του Αγίου Δημητρίου ως βασιλική ήταν ένα πολύ απλό, με
αυστηρή εμφάνιση, κτίριο, χωρίς ιδιαίτερες καλλιτεχνικές αξιώσεις, που κτίσθηκε σύμφωνα με την
οικοδομική παράδοση της ελλαδικής σχολής. Εκτός από την ανατολική όψη, η οποία αποτελεί την
κύρια όψη του ναού, όπου είχε συγκεντρωθεί όλη η δημιουργική προσπάθεια για σύνθεση, με την
επιμελημένη τοιχοποιία, τον κεραμοπλαστικό διάκοσμο και τα μαρμάρινα, σε δεύτερη χρήση,
μέλη, οι υπόλοιπες όψεις παρουσιάζουν μία τόσο λιτή και ίσως μονότονη εμφάνιση, έτσι ώστε θα
μπορούσε κανείς να μιλήσει για μία τάση αρχαϊσμού.
Ο αρχαϊκός αυτός χαρακτήρας και η υπερβολική απλότητα της κατασκευής βρίσκονται μέσα στα

228
πλαίσια, τόσο μίας οικονομικής και πιθανώς χρονικής στενότητας, όσο και μίας τάσης συντηρητι­
σμού. Εξάλλου, ο χαρακτήρας αυτός θα μπορούσε να ερμηνευθεί και από μία κατασκευή του ναού
όχι στα τέλη του 13ου αιώνα, αλλά νωρίτερα, μεταξύ του 1262 και του 1272. Η σχετική αυτή πρωι-
μότητα γίνεται κατανοητή εάν συγκρίνομε τη βασιλική με τον αμέσως μεταγενέστερο ναό του
Μυστρά, τους Αγίους Θεοδώρους, του οποίου η ανέγερση πραγματοποιήθηκε μεταξύ του 1290 και
1296. Εδώ βλέπομε μία σαφή τάση για διακόσμηση και μια συνθετική προσπάθεια στη διάπλαση
των μορφών, που υποδηλώνουν μία πιο προχωρημένη εποχή, ενώ ταυτόχρονα απεικονίζουν την
εξελικτική πορεία, την οποία ακολουθεί η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική σε μια οικονομικά και
πολιτιστικά αναπτυσσόμενη περιοχή, που στην αρχή προσπαθεί με απλά μέσα να επαναφέρει και
να εδραιοοσει την παράδοση και τις πολιτιστικές μνήμες σε μία κατ’ εξοχήν φραγκοκρατούμενη
επικράτεια.
Μετά την εσπευσμένη, κατά πάσα πιθανότητα, ανέγερση της βασιλικής και τα περιορισμένα, μάλ­
λον, οικονομικά μέσα της πρώιμης εποχής στην ιστορία του Μυστρά, οι φωτισμένοι μητροπολίτες
της προσπαθούν να την εξωράίσουν σταδιακά, με υψηλής ποιότητας τοιχογραφίες και δάπεδα από
μαρμαροθετήματα και ψηφιδωτά, καθοίς και με προσθήκες προσκτισμάτων. Παρ’ όλες, όμως, τις
προσπάθειες εξωραϊσμού της, η Μητρόπολη διατηρεί για πάρα πολλά χρόνια τον απλό και λαϊκό
χαρακτήρα της μέσα στην πόλη.
Το κωδωνοστάσιο με τη μεγάλη κατασκευαστική και μορφολογική ομοιότητά του προς τη βασιλι­
κή και τον αρχαϊκό του χαρακτήρα, όπιυς άλλωστε και το δυτικό προστώο, θα μπορούσε να θεω­
ρηθεί ότι κτίσθηκαν όχι πολύ αργότερα από αυτή και πριν από τα τέλη του Που αιώνα. Αντίθετα,
το κτίσμα πάνω από το δυτικό προστώο, ενώ ανήκει στο ίδιο κατασκευαστικό πνεύμα, διέπεται
από μία τάση με μεγαλύτερη έμφαση στην ποιότητα της κατασκευής και στη διακόσμηση, που
χαρακτηρίζει τους Αγίους Θεοδώρους και εδραιιόθηκε με την ανέγερσή τους. Συνεπώς θα πρέπει
το κτίσμα αυτό να τοποθετηθεί στους αμέσως μετά το 1300 χρόνους.
Πολλά χρόνια αργότερα, με ένα τελείως διαφορετικό πνεύμα, όσον αφορά στην αισθητική και τη
σύνθεση, έρχονται να προστεθούν τα υπερώα. Μία νέα αρχιτεκτονική, γραφική και πολύχρωμη,
με τα χαρακτηριστικά κυρίως της κωνσταντινουπολίτικης ναοδομίας και κάποια στοιχεία από την
τοπική παράδοση της ελλαδικής σχολής, αλλάζει τον αυστηρό επαρχιακό χαρακτήρα της Μητρό­
πολης. Η αρχιτεκτονική των υπερώων του Αγίου Δημητρίου βρίσκεται τόσο κοντά μορφολογικά
και κατασκευαστικά στην αρχιτεκτονική των υπεροίων της Παντάνασσας, οίστε να μπορούμε να
υποθέσομε ότι ο Άγιος Δημήτριος αντιγράφει το σπουδαίο αυτό μνημείο. Είναι μάλιστα πολύ
πιθανό το ίδιο συνεργείο που εργάσθηκε στην Παντάνασσα να εργάσθηκε και στην ανοικοδόμη­
ση τατν υπερώων της Μητρόπολης, λίγα χρόνια αργότερα, την τελευταία δεκαετία του α μισού του
15ου αιοίνα.

229
Η ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ
ΚΑΙ Η ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Η ίδρυση του Αγίου Δημητρίου είναι δύσκολο να καθορισθεί χρονικά με ακρίβεια, όμως, σύμφω­
να με τα ιστορικά δεδομένα φαίνεται ότι ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τη μεταφορά της Μητρόπο­
λης Λακεδαιμόνιας, από το μεσαιωνικό οικισμό της Σπάρτης, στον Μυστρά. Η μεταφορά αυτή θα
πρέπει να πραγματοποιήθηκε τα προπα κιόλας χρόνια, μετά την παραχώρηση του κάστρου στους
Βυζαντινούς, το 1262, παράλληλα με τις προσπάθειες για την εδραίωση της κυριαρχίας τους στο
λόφο και τον εποικισμό του από τους κατοίκους της Λακεδαιμόνιας. Ο εποικισμός του λόφου
συντελέσθηκε με πολύ ταχύ ρυθμό, διότι ήδη από το 1264, όταν ο Πρίγκιπας της Αχάίας έφθασε
στη Λακεδαιμόνια τη βρήκε εγκαταλειμμένη από τον ελληνικό της πληθυσμό. Αντίθετα, η μεταφο­
ρά της έδρας του βυζαντινού διοικητή από τη Μονεμβασία στον Μυστρά έγινε λίγα χρόνια αργότε­
ρα, μέσα στο διάστημα 1270-1289 και πιθανώς αμέσως μετά το θάνατο του Βιλλαρδουίνου, το 1278
ή ίσως το 1286, όταν ο αυτοκράτορας κατήργησε το θεσμό της «Κεφαλής», με μονοετή θητεία, για
τη διοίκηση τουν βυζαντινών κτήσεων στην Πελοπόννησο, και όρισε έναν Επίτροπο με μεγαλύτερη
διάρκεια θητείας και ευρύτερες δικαιοδοσίες.
Το γεγονός ότι το τείχος της Κάτω Πόλης χρησιμεύει συγχρόνως ως ανάλημμα για το μητροπολι-
τικό συγκρότημα και μάλιστα έχει ιδιαίτερη πύλη για την απευθείας πρόσβαση στον Άγιο Δημή-
τριο, δείχνει σαφώς ότι υπήρχε άμεση πολεοδομική και λειτουργική συνάφεια στις δύο κατασκευ­
ές. Έτσι, ο εποικισμός της βυζαντινής πόλης, ο οποίος δεν θα ήταν εφικτός χιορίς την ασφάλεια
μίας προϋπάρχουσας οχύρωσης, και η ανέγερση του μητροπολιτικού συγκροτήματος θα πρέπει να
ήταν δύο γεγονότα σύγχρονα. Εξάλλου, η μεταφορά της Μητρόπολης στον Μυστρά και η ανέγερ­
ση του Αγίου Δημητρίου, μέσα στο παραπόνου ιστορικό και πολεοδομικό πλαίσιο, θα πρέπει να
πραγματοποιήθηκαν αμέσως μετά την επανίδρυση της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας, αφού δεν θα
ήταν δυνατόν ο πρώτος ορθόδοξος μητροπολίτης να μεταβαίνει σε μία έδρα, η οποία βρίσκεται σε
φραγκοκρατούμενη περιοχή. Επομένως, ο πρώτος ορθόδοξος μητροπολίτης, που ορίσθηκε μετά τη
φραγκοκρατία, μετέφερε τη Μητρόπολη Λακεδαιμόνιας από τη Σπάρτη στον Μυστρά αμέσως
μετά την άφιξή του και άρχισε την ανέγερση του καθεδρικού του ναού στην ασφάλεια της νέας
οχυρής βυζαντινής πόλης. Δεν αποκλείεται, όμως, ο πριύτος αυτός μητροπολίτης να μην παρου-
σιάσθηκε αμέσως μετά τον ορισμό του στην έδρα του και η ανέγερση του Αγίου Δημητρίου να είχε
ήδη αρχίσει πριν από την άφιξή του στον Μυστρά. Άλλωστε, η ίδρυση και ο εποικισμός μίας πόλης
χωρίς την ταυτόχρονη ανέγερση του καθεδρικού της ναού δεν είναι νοητή για την εποχή αυτή.
Επομένως, η ανέγερση του Αγίου Δημητρίου πραγματοποιήθηκε επί της αρχιερατείας του πρώτου,
μετά τη φραγκοκρατία, μητροπολίτη, πιθανώς του Ευγενίου (1262-1272), του οποίου το όνομα είχε
απαλειφθεί από το Συνοδικό της Μητρόπολης λόγω των θρησκευτικών έριδων της εποχής. Δεν
αποκλείεται οι εργασίες στο ναό να συνεχίσθηκαν και επί του διαδόχου του Θεοδοσίου (1272-
1283;). Ο αμέσως επόμενος μητροπολίτης, Θεράπων, ήταν χορηγός τοιχογραφιών, τουλάχιστον
εκείνων του βόρειου κλιτούς, όπως μνημονεύει η επιγραφή του σε αυτό, είτε ως ποιμήν της Μητρό­
πολης (1283;-1284), ή ακόμη νωρίτερα, ως απλός μοναχός, επί του προκατόχου του, Θεοδοσίου.
Βεβαίως, ανεξάρτητα από το χρόνο, κατά τον οποίο ο Θεράπων έκανε τις τοιχογραφίες του, πριν
ή μετά το 1283, η τοιχογράφηση του ναού θα πρέπει να είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, από την
περιοχή του Ιερού. Η τοιχογράφηση του ναού ίσως να μην ολοκληριύθηκε από τον Θεράποντα,
αλλά από τους διαδόχους του, τον Ιωάννη και τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο, σε ολόκληρο ή σε
τμήμα του νότιου κλιτούς, ενιό στο μεσαίο κλίτος και στο νάρθηκα να πραγματοποιήθηκε, πιθανώς,
από τον τελευταίο. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή θα μπορούσε να εξηγηθεί η ζωγραφική σύνθεση
στο φωταγωγό με τις μορφές των ιεραρχούν ανάμεσα στα παράθυρά του, που θυμίζει τον Άγιο

230
Απολλινάριο της Ραβέννας, τον οποίο ο Νικηφόρος, ως μορφωμένος και πολυταξιδεμένος αυλικός
ιεράρχης ασφαλώς θα γνώριζε από το ταξίδι του στην Ιταλία.
Γίνεται, λοιπόν, φανερό από την ιστορία της Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας γενικά και του μνημείου
ειδικότερα, καθώς και από τα στοιχεία που προκύπτουν από τις τρεις κτητορικές επιγραφές του
Νικηφόρου Μοσχόπουλου, ότι η απόδοση της ανέγερσης του Αγίου Δημητρίου σε αυτόν το 1291/2
δεν είναι ορθή. Συγχρόνως, ενώ δεν μπορούμε να προσδιορίσομε με ακρίβεια το έργο του στη
Μητρόπολη, όμως, θα είμαστε πολύ κοντά στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των
κτητορικών του επιγραφών, την προσωπικότητα και τη μόρφωσή του, αν δεχόμασταν ότι ο Νικη­
φόρος Μοσχόπουλος δεν έκτισε βεβαίους το ναό, αλλά με την οικοδομική του δραστηριότητα
δημιούργησε ένα αξιόλογο συγκρότημα με τις απαραίτητες κτιριακές μονάδες για τις πολλαπλές
λειτουργίες ενός μητροπολιτικού κέντρου, καθώς και την αναγκαία, για τη συντήρησή του, περιου­
σία. Έτσι, ο Νικηφόρος, άνθρωπος με μεγάλη παιδεία, στο διάστημα που διέτριψε στον Μυστρά
( 1288;-1315) προσπάθησε να καταστήσει τη Μητρόπολή του ένα πνευματικό κέντρο με σπουδαία
ακτινοβολία, αντάξιο της νέας διοικητικής πρωτεύουσας και εφάμιλλο της μονής Βροντοχίου του
Παχωμίου. Το μητροπολιτικό συγκρότημα, εκτός από τις λειτουργίες που ήταν άμεσα συνδεδεμέ-
νες με την αρχιερατική έδρα της Λακεδαιμόνιας, θα πρέπει να διέθετε δική του βιβλιοθήκη και
κέντρο αντιγραφέιυν χειρογράφων, ενώ ταυτόχρονα, όπως δείχνει το εικονογραφικό πρόγραμμα
με τους θεραπευτές αγίους και τον Χριστό Πολυέλεο του παρεκκλησίου στη θέση του διακονικού,
θα πρέπει να λειτουργούσε και ως κέντρο περίθαλψης για το λαό.
Όταν ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος ήλθε στον Μυστρά, είναι πολύ πιθανό ότι είχε ήδη εγκαταστα­
θεί εκεί ο Επίτροπος της Πελοποννήσου. Ο Μυστράς, δηλαδή, έγινε το κέντρο των βυζαντινοίν
κτήσεων του Μορηά και με την παρουσία και πιθανούς τη βοήθεια ενός ισχυρού κοσμικού άρχο­
ντα, ήταν επιθυμητός και συγχρόνως, από οικονομική άποψη, εφικτός ο εξωραϊσμός της Μητρό­
πολης. Μέσα στο νέο αυτό διοικητικό και πολιτικό πλαίσιο, όπου ασφαλώς πρυτάνευε το πνεύμα
της πρωτεύουσας, θα πρέπει, ίσως, να δούμε τις δραστηριότητες του Νικηφόρου, όπως άλλωστε
και του Παχωμίου, και να τοποθετήσομε την υψηλής τέχνης δημιουργία τόσο του δαπέδου με τα
μαρμαροθετήματα και τα ψηφιδαπά, όσο και ενός κύκλου τοιχογραφιών της Μητρόπολης, κατά τα
τελευταία χρόνια του 13ου ή τις αρχές του 14ου αιώνα.
Ο μητροπολιτικός ναός του Μυστρά ήταν αφιερωμένος εξαρχής στον άγιο Δημήτριο, πολεμικό
άγιο, προστάτη μίας οχυρής πόλης σε εμπόλεμη κατάσταση. Συγχρόνιυς, όμως, ήταν αφιερωμένος
και εις Δόξαν Θεού. Η διπλή αυτή αφιέρωση μπορεί να ερμηνεύσει τη συνύπαρξη δύο μεγάλων
εικονογραφικών προγραμμάτων στο ναό, με τον κύκλο του αγίου Δημητρίου στο ανατολικό τμήμα
του βόρειου κλιτούς και το χριστολογικό κύκλο στο δυτικό τμήμα του, καθώς και στο νότιο κλίτος.
Ο Άγιος Δημήτριος ανήκει σε ένα σύνθετο τύπο ναοδομίας, το λεγόμενο «τύπο του Μυστρά». Ο
σύνθετος αυτός τύπος προέκυψε από δύο ξεχωριστές οικοδομικές φάσεις, όπου σε μία προϋπάρ-
χουσα τρίκλιτη βασιλική προστέθηκαν υπερώα με σύνθεση σταυροειδούς εγγεγραμμένου πεντά-
τρουλου ναού. Η αρχική τρίκλιτη βασιλική είχε υπερυψωμένο ξυλόστεγο μεσαίο κλίτος, το οποίο
αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο στη σύνθεση του εσωτερικού χοίρου, και θολοσκεπή τα πλάγια
κλίτη. Μπορούμε να κατατάξομε το μνημείο στις ξυλόστεγες βασιλικές και να δούμε την ύπαρξη
των θόλων στα πλάγια κλίτη όχι ως ένα νέο, μοναδικό άλλωστε, στον ελλαδικό χοίρο, τυπολογικό
παράδειγμα, αλλά ως παραλλαγή του ξυλόστεγου τύπου, που εξασφάλιζε τις απαιτούμενες για το
ευρύ εικονογραφικό πρόγραμμα της Μητρόπολης, επιφάνειες.
Το μεσαίο κλίτος στην ανωδομή του σχημάτιζε φωταγωγό (Σ χέδ. 18-19), ο οποίος είχε από εννέα
μονόλοβα παράθυρα σε κάθε μακρά του πλευρά, ένα δίλοβο στην ανατολική πλευρά και πιθανοίς
ένα παρόμοιο παράθυρο στη δυτική. Ο φωταγωγός καλυπτόταν με δικλινή ξύλινη στέγη από ζευ­
κτά, η οποία θα πρέπει να είχε την ίδια κλίση με εκείνη των μονοκλινοίν στεγαίν πάνω από τα πλά­
για κλίτη του ναού, ίση προς 1:23/4. Σε κτίρια της κατηγορίας αυτής τα ζευκτά δεν ήταν ορατά, αλλά
καλύπτονταν από οροφή. Έτσι, η θέση της στέγης θα πρέπει να διαμορφωνόταν πάνω ακριβώς
από το ανώφλι του δίλοβου παραθύρου στην ανατολική και τη δυτική πλευρά του φιυταγωγού.
Όπιος είδαμε, το παράθυρο της ανατολικής πλευράς διατηρήθηκε και μετά την προσθήκη των υπε-

231
ρώων και έτσι με βάση τα παραπάνω στοιχεία τόσο η θέση, όσο και η μορφή της στέγης είναι
καθορισμένη. Η στέγη επάνω από το νάρθηκα, τέλος, ήταν μονοκλινής, όπως και στα πλάγια κλίτη,
με ελαφρώς ηπιότερη κλίση, ίση προς 1:3 Ά
Ο Άγιος Δημήτριος κτίσθηκε σύμφωνα με ένα σχέδιο που διέπεται από μαθηματικούς κανόνες και
αριθμητικές σχέσεις. Η χάραξή του προκύπτει από τα πολλαπλάσια ενός εμβάτη ίσου με το πάχος των
εξοπερικών τοίχων, στη βάση του οποίου υπάρχει το μετρικό σύστημα του βυζαντινού πόδα, που για
το μνημείο αυτό θα πρέπει να είναι ίσος προς 31,5 εκ. Το γενικό σχήμα της κάτοψης χαρακτηρίζεται
από την αναλογική σχέση 1:2, ενώ ο κυρίως ναός στη θέση των τοξοστοιχιών και ο κεντρικός χώρος
του Ιερού χαρακτηρίζονται από τη σχέση 1:1. Με την προσέγγιση της παραπάνω αρχιτεκτονικής σύλ­
ληψης έγινε φανερό ότι ο νάρθηκας αποτελεί τμήμα ενός γενικού σχήματος με αναλογία 1:2 και
επομένως, ενώ δεν αποκλείεται να κτίσθηκε μετά τον κυρίως ναό, ανήκει στην αρχική σύνθεση του
κτιρίου και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ξεχωριστή οικοδομική φάση, αλλά τμήμα μίας αρχιτεκτονικής
που αναπτύχθηκε προσθετικά. Ακόμη, προσδιορίσθηκε η θέση της κορυφής της στέγης του φωτα­
γωγού, όπως την περιγράψαμε παραπάνω, με την κατασκευή του ζευκτού της στην άνω πλευρά του
τετραγοόνου, στο οποίο εγγράφεται η τομή της βασιλικής, με πλευρά ίση προς το πλάτος της. Η καθα­
ρή και απλή αναλογική σχέση πλάτους προς ύψος 1:1 της τομής επιβεβαιώνει τις παρατηρήσεις μας
για τη θέση και τη μορφή της κάλυψης του φιοταγωγού επάνω από το μεσαίο κλίτος.
Στη σύνθεση και την κατασκευή των τρίκλιτων βασιλικών διαπιστώνεται εξάλλου ότι υπήρχε καθ'
όλη τη διάρκεια τιυν βυζαντινών χρόνων μία συνέχεια και μία ζωντανή παράδοση, που οφείλεται
τόσο στην επιβίωση και λειτουργία των παλαιοχριστιανικών βασιλικών κατά τους βυζαντινούς
χρόνους, όσο και στην αδιάκοπη ανέγερση των ναών του τύπου αυτού. Όταν κτίσθηκε ο Άγιος
Δημήτριος, πολύ κοντά στην κοιλάδα του Ευρώτα, βρισκόταν μία από τις τελευταίες βυζαντινές
βασιλικές της ΓΙελοποννήσου, η λαμπρότατη παλαιοχριστιανική βασιλική του ονομαζόμενου
Οσίου Νίκωνος, η οποία διέπεται από τις ίδιες βασικές συνθετικές αρχές και συνεπώς χρησιμέυ­
σε ως πρότυπο της νέας Μητρόπολης των Βυζαντινών, στη νέα πόλη όπου μετοίκισαν. Στο ίδιο
πρότυπο θα πρέπει να οφείλεται και το επιμηκυσμένο σχήμα της βασιλικής, με αναλογία 1:2, το
οποίο ήταν σύνηθες κατά τους μέσους βυζαντινούς χρόνους και επανέρχεται στον ελλαδικό χώρο
κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, με μοναδικό παράδειγμα τον Άγιο Δημήτριο του Μυστρά.
Η βασιλική του Αγίου Δημητρίου ήταν ένα κτίριο με απλή και αυστηρή εμφάνιση, χωρίς ιδιαίτε­
ρες καλλιτεχνικές αξιώσεις, που κτίσθηκε σύμφωνα με την οικοδομική παράδοση της ελλαδικής
σχολής στην πιο λιτή της έκφραση. Κατά τη μεγαλύτερή του επιφάνεια το κτίριο ήταν επιχρισμένο
και μόνον το πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοδομίας στην ανατολική του όψη, πάνω από τις
ποδιές τιον παραθύρων του Ιερού και στην ψηλότερη περιοχή του νάρθηκα παρέμενε ορατό. Τα
διακοσμητικά στοιχεία ήταν ελάχιστα και οι οδοντωτές ταινίες είχαν χρησιμοποιηθεί με φειδώ.
Μία οδοντωτή ταινία αποτελούσε στην ανατολική όψη τη στέψη των πλάγιων αψίδων και περιέ-
τρεχε, στη συνέχεια, τις άλλες τρεις όψεις του ναού. Στην ανατολική όψη, η οποία ήταν μορφολογι-
κά και κατασκευαστικά η πλουσιότερη του ναού, οδοντωτές ταινίες υπήρχαν σε τρεις ακόμη στάθ­
μες, στη στέψη της κεντρικής αψίδας, στη γένεση περίπου των τόξων των παραθύρων των αψίδων
και, τέλος, στην ποδιά τους. Επίσης, τα ανοίγματα του ναού περιβάλλονταν από οδοντωτή ταινία
κατά την ημικυκλική τους απόληξη, ενώ μόνο στα παράθυρα των αψίδιυν του Ιερού και στο νότιο
παράθυρο του νάρθηκα η ταινία κατέβαινε έως την ποδιά τους.
Σε πολλά επιμέρους μορφολογικά στοιχεία του ναού διακρίνει κανείς έναν αρχαϊκό χαρακτήρα,
που, όμως, θα μπορούσε να ερμηνευθεί τόσο σε σχέση με μία οικονομική και χρονική στενότητα
κατά την ανέγερση του ναού στα πρώτα κιόλας χρόνια της κυριαρχίας των Βυζαντινών στον Μυστρά,
όσο και σε σχέση με μία πρωιμότερη από τα τέλη του 13ου αιώνα χρονολόγηση του ναού. Η χρονολό­
γηση στο γ' τέταρτο του 13ου αιώνα θα μπορούσε να επιβεβακυθεί με μία σύγκριση των μορφολογι-
κών στοιχείων της βασιλικής με εκείνα ενός άλλου μνημείου από τον ίδιο χώρο, τους Αγίους Θεοδιο-
ρους, που όμως είναι λίγο μεταγενέστερο και κτίσθηκε τα τελευταία χρόνια του 13ου αιώνα.
Στους Αγίους Θεοδώρους, που, όπως και ο Άγιος Δημήτριος, ακολούθησαν την παράδοση της
ελλαδικής σχολής, βρισκόμαστε σε μία πιο προχωρημένη εποχή, η οποία διακρίνεται μέσα από μία

232
σαφή τάση για διακόσμηση και μία ευρύτερη συνθετική προσπάθεια στη διάπλαση τιυν μορφών.
Με τη σύγκριση αυτή διαφαίνεται η εξελικτική πορεία της αρχιτεκτονικής στα πρώτα στάδια της
ανάπτυξης μίας βυζαντινής επαρχίας που προσπαθούσε να επαναφέρει και να εδρακόσει τις πολι­
τιστικές μνήμες του ελλαδικού χώρου σε μία κατ’ εξοχήν φραγκοκρατούμενη περιοχή.
Μετά, όμως, από τους πρώτους δύσκολους χρόνους της εγκατάστασης των Βυζαντινών και της
Μητρόπολης Λακεδαιμόνιας στον Μυστρά, οι μητροπολίτες της προσπάθησαν, όπως είδαμε, στα­
διακά να πλουτίσουν τη Μητρόπολή τους με την απόκτηση περιουσιακοον στοιχείων, αλλά και να
την εξωραΐσουν με τη δημιουργία υψηλής ποιότητας τοιχογραφιών και ενός μαρμάρινου δαπέδου
στο ναό με ψηφιδωτά και μαρμαροθετήματα, καθώς και την προσθήκη σε αυτόν διαφόρων προσ-
κτισμάτων.
Σχεδόν αμέσως μετά την ανέγερση της βασιλικής (Σ χέδ. 21) και πριν από την τοιχογράφηση του
νότιου κλιτούς, κτίσθηκε στα νότια του διακονικού ένα ισόγειο παρεκκλήσιο. Το δάπεδό του βρι­
σκόταν 1 μ. περίπου πάνω από το δάπεδο του ναού και έτσι η πρόσβαση σε αυτό γινόταν αρχικά
από το διακονικό με μία ξύλινη κλίμακα. Επειδή το νότιο παρεκκλήσιο προηγείται των τοιχογρα­
φιών του νότιου κλιτούς και στο διακονικό παριστάνεται ο μητροπολίτης Ευγένιος κεκοιμημένος,
μπορεί το παρεκκλήσιο να κτίσθηκε από τον ίδιο τον Ευγένιο ή από τους διαδόχους του, τον
Θεοδόσιο, τον Θεράποντα ή τον Ιωάννη. Χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο το παρεκκλήσιο να
κτίσθηκε και από τον επόμενο μητροπολίτη, τον Νικηφόρο, το πιθανότερο είναι ότι είχε γίνει πριν
από την άφιξή του στον Μυστρά (1288;).
Μετά την ανέγερση της βασιλικής και την επέκταση του οικισμού στην πλαγιά του Μυστρά, θα
πρέπει να πραγματοποιήθηκαν μεγάλης κλίμακας έργα διαμόρφωσης του εδάφους, με τα οποία η
στάθμη του στα νότια του ναού υψιύθηκε. Θα πρέπει υποχρειυτικά να κτίσθηκε ένας αναλημματι-
κός τοίχος, που χρησιμέυσε και ως εξωτερικός τοίχος του συγκροτήματος της Μητρόπολης προς το
δρόμο, στη συνέχεια της νότιας όψης του παρεκκλησίου προς τη δυτική πλευρά του. Δεν αποκλεί­
εται, λόγω της υπερύψωσης του δαπέδου του σε σχέση με το δάπεδο της βασιλικής, το παρεκκλή­
σιο και ο εξωτερικός τοίχος του συγκροτήματος να ήταν σύγχρονες κατασκευές. Ακολούθως, στον
τοίχο αυτό, πάνω στη βάση του οποίου υψώθηκε ο μεταγενέστερος περίβολος της περιόδου της
τουρκοκρατίας, ήρθε και ακούμπησε ο οργανισμός του δυτικού προστώου (Σ χέδ. 21), το οποίο
αρχικά εκτεινόταν από τον εξωτερικό, νότιο τοίχο του συγκροτήματος έως τη βόρεια όψη του ναού
και περιελάμβανε τέσσερα διαμερίσματα, τα οποία καλύπτονταν με ημικυλινδρικούς θόλους.
Μία άλλη κατασκευαστική φάση αποτελεί η προσθήκη του ορόφου του κωδωνοστασίου (Σ χέδ.
22), πάνω από το νότιο παρεκκλήσιο. Για την πρόσβαση στον όροφο του κωδωνοστασίου ήταν
απαραίτητη η υπερύψιυση του δαπέδου στα δυτικά του, η οποία στην περιοχή αυτή έγινε έως τη
στάθμη του εδάφους στα νότια του συγκροτήματος, με την κατασκευή μεταξύ της νότιας όψης του
ναού και του εξωτερικού τοίχου του συγκροτήματος μίας σειράς θολοσκεπιόν μικριόν διαμερισμά-
τοον, εκ των οποίων διακρίνομε την ύπαρξη δύο, που σε μεταγενέστερη εποχή ανοίχθηκαν στην
κορυφή τους και χρησιμοποιήθηκαν ως οστεοφυλάκια (Σ χέδ. 21). Με την υπερύψωση του δαπέ­
δου κλείσθηκε με τοιχοποιία η νότια θύρα του ναού. Για την πρόσβαση στη νέα αυτή στάθμη του
δαπέδου στα νότια του ναού, από τη δυτική του πλευρά θα πρέπει συγχρόνως να κατασκευάσθη­
κε και η κλίμακα στο νότιο άκρο του προστιόου. Η κλίμακα ακούμπησε πάνιυ στην τοιχοδομία τιυν
παραστάδων του τυφλού αψιδώματος, που είχε διαμορφωθεί στο νότιο πέρας του προστιόου.
Βλέπομε, δηλαδή, ότι αρχικά κατασκευάσθηκε ο νότιος εξωτερικός τοίχος του συγκροτήματος,
που χρησίμευε και ως αναλημματικός τοίχος για την υπερύψωση της στάθμης του δρόμου, στη
συνέχεια κτίσθηκε το προστώο, του οποίου το νότιο πέρας ακούμπησε στον τοίχο αυτό, και
ακολούθως διαμορφώθηκε το νέο δάπεδο, ανάμεσα στη νότια πλευρά του ναού και του εξωτε­
ρικού τοίχου του συγκροτήματος, σε ψηλότερη στάθμη με μία κλίμακα στα δυτικά του. Είναι φανε­
ρό ότι η υπερύψωση του δαπέδου στη νότια πλευρά της βασιλικής και η κατασκευή της κλίμακας
στα δυτικά του, επειδή εξασφαλίζουν την πρόσβαση στον όροφο του κωδωνοστασίου, θα πρέπει
να έγιναν συγχρόνως με αυτόν και επομένως στο σύνολό τους οι κατασκευές είναι μεταγενέστε­
ρες του προστώου.

233
O 1 L 10

1η ΦΑΣΗ V/ '/ Λ 2η ΦΑΣΗ ÍS H 4 Π ΦΑΣΗ 6 Π ΦΑΣΗ [S iU 10η ΦΑΣΗ (Β ΜΙΣΟ 19ου αι.)

2η ΦΑΣΗ HÜIHIII1 3η ΦΑΣΗ | 5η ΦΑΣΗ ¡^,, | 9η ΦΑΣΗ (ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ)

Σχέό. 21. Κάτοψη του ισογείου. Ο ικοδομικές φάσεις.

Με τη διαμόρφιυση του νέου δαπέδου στα νότια του ναού και την κλίμακα συνδέεται, εξάλλου, η
κτητορική επιγραφή του Νικηφόρου Μοσχόπουλου της νότιας όψης του νάρθηκα, η οποία από τη
χαμηλότερη, αρχική στάθμη του δαπέδου δεν θα ήταν ορατή. Επομένως, ο όροφος του κωδωνο­
στασίου, καθιύς και η υπερύψωση του δαπέδου στα νότια της βασιλικής και η κλίμακα στα δυτικά
του, θα πρέπει να είχαν κατασκευασθεί πριν ή κατά το 1291/2, που είναι η χρονολογία της παρα­
πάνω επιγραφής. Επειδή άλλωστε είναι μάλλον απίθανο ο Νικηφόρος στο σύντομο χρονικό διά­
στημα από την άφιξή του στον Μυστρά (1288;) έως το 1291/2 να κτίζει ο ίδιος το νότιο παρεκκλή-
σιο και αμέσως μετά να το μετασκευάζει σε κωδωνοστάσιο, δεν αποκλείεται το παρεκκλήσιο να
είναι παλαιότερο. Τέλος, το δυτικό προστοίο, το οποίο ανήκει σε προγενέστερη οικοδομική φάση
από το υπερυψωμένο δάπεδο και την κλίμακα που οδηγεί σε αυτό, θα πρέπει να χρονολογηθεί
πριν από το 1291/2.
Στη συνέχεια, προστέθηκε ένα μικρό κτίσμα πάνω από το βορειότερο διαμέρισμα του προστώου.
Για την προσθήκη αυτή, αντικαταστάθηκε ο ημικυλινδρικός θόλος του διαμερίσματος με μία ασπί-

234
τπττπτττπτ
ΜΙ I ............. .
1η Φ Α Σ Η 5η ΦΑΣΗ .............. Μι II 8 η Φ Α Σ Η (Τ Ο Υ Ρ Κ Ο Κ Ρ Α Τ ΙΑ )

11 1 1 1ι ι
4η Φ ΑΣΗ :: 7η ΦΑΣΗ 1 ΐ 1 ί 111 9 η Φ Α Σ Η (Τ Ο Υ Ρ Κ Ο Κ Ρ Α Τ ΙΑ )

Σχέό. 22. Κάτοψη των υπερώων. Ο ικοδομικές φάσεις.

δα επί λοφίων σε χαμηλότερη στάθμη από εκείνη του ημικυλινδρικοΰ θόλου, έτσι ώστε το μικρό
κτίσμα να έχει, μέσω μίας μικρής διόδου στην ανατολική πλευρά του, πρόσβαση στο νάρθηκα του
ναού. Το κτίσμα αυτό θα πρέπει να ήταν άμεσα συσχετισμένο με το μητροπολιτικό μέγαρο και να
εξασφάλιζε την απευθείας επικοινωνία του με το ναό. Οι κατεστραμμένες τοιχογραφίες του νάρ­
θηκα γύρω από το άνοιγμα της παραπάνω διόδου δείχνουν ότι η διάνοιξή της, καθώς και η κατα­
σκευή του κτίσματος, έγινε σε υστερότερη περίοδο από εκείνη της τοιχογράφησης του νάρθηκα.
Το κτίσμα είχε μία δίοδο από τη βόρεια πλευρά του, η οποία, όμως, αχρηστεύθηκε με την κατα­
σκευή της βόρειας στοάς (Σ χέδ. 21, 22).
Από την αρχική βόρεια στοά του ναού σώζονται οι κιλλίβαντες, που ήταν πακτωμένοι στην αντί­
στοιχη όψη του ναού και στήριζαν τα τόξα της θολοδομίας της στοάς, τα οποία εφάπτονταν στην
τοιχοδομία του. Επίσης, μας είναι γνωστή η χάραξη των τόξων αυτών από το περίγραμμα των
τοιχογραφούν της όψης της βασιλικής, τις οποίες πλαισίωναν. Οι τοιχογραφίες αυτές χρονολογού­
νται μέσα στο β' τέταρτο του Μου αιώνα. Από τη βόρεια στοά, επίσης, σώζεται το δυτικότερο της

235
διαμέρισμα, το οποίο εντάσσεται στη σύνθεση της όψης του δυτικού προστώου. Ακόμη, διακρίνε-
ται η αρχή τοξωτής κατασκευής στη βόρεια πλευρά του δυτικού πεσσού του διαμερίσματος αυτού
της στοάς, που διαμορφωνόταν στη θέση της δυτικής πτέρυγας του επισκοπικού μεγάρου. Σύμ-
φιυνα με τα παραπάνω, η βόρεια στοά και το προγενέστερο αυτής μικρό κτίσμα πάνω από το δυτι­
κό προστώο, κατασκευάσθηκαν μεταξύ του χρόνου ανέγερσης του δυτικού προστώου που είναι
πριν από το 1291/2 και του β' τετάρτου του 14ου αιώνα, που έγιναν οι τοιχογραφίες της βόρειας
στοάς.
Ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος δεν είναι βεβαίως ο κτήτωρ της βασιλικής, όμως πραγματοποίησε ένα
ευρύ οικοδομικό έργο, όπως άλλιυστε γνωρίζομε και από τις κτητορικές του επιγραφές. Στο έργο
αυτό θα μπορούσαν να περιληφθούν οι κατασκευές γύρο:» από την περιοχή του νάρθηκα, όπου βρί­
σκονται δύο κτητορικές επιγραφές, δηλαδή το δυτικό προστώο αρχικά, εν συνεχεία η κλίμακα στο
νότιο πέρας του και το υπερυψωμένο δάπεδο στα νότια της βασιλικής και στα δυτικά του κω­
δωνοστασίου, όπου οδηγεί η προαναφερθείσα κλίμακα, καθώς και ο όροφος του κωδιυνοστασίου.
Οι τοιχογραφίες της βόρειας στοάς, που χρονολογούνται στο β' τέταρτο του 14ου αιιονα, θα μπο­
ρούσαν να αποδοθούν στο μητροπολίτη Λουκά (1329-1339) ή στο μητροπολίτη Νείλο (1339...), οι
οποίοι γνωρίζομε ότι φρόντισαν ιδιαίτερα τη Μητρόπολή τους. Αντίθετα, μετά από τον Νείλο είναι
δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι γίνεται η τοιχογράφηση, αφού η έδρα Λακεδαιμόνιας παραμένει
κενή έως το 1365. Η βόρεια στοά, εάν είναι σχεδόν σύγχρονη με τις τοιχογραφίες της, θα πρέπει
να είχε κτήτορα τον Λουκά ή τον Νείλο. Εάν, όμως, είναι προγενέστερη πυν τοιχογραφιών της,
τότε θα ήταν δύσκολο να την αποδώσομε στους μητροπολίτες Μιχαήλ και Γρηγόριο Βουτά, διότι
αυτοί δεν διακρίθηκαν για το έργο και την προσφορά τους στη Μητρόπολη, αλλά αντίθετα ήταν
γνοοστοί για την κατασπατάληση της περιουσίας της. Στην περίπτωση που η στοά είναι προγενέ­
στερη τ<υν τοιχογραφιών της, το πιθανότερο είναι ότι ανεγέρθηκε και αυτή από τον Νικηφόρο,
όπως και το κτίσμα πάνω από το δυτικό προστώο, που προηγείται αυτής.
Οι στοές είναι ένα στοιχείο πολύ προσφιλές στην παλαιολόγεια αρχιτεκτονική της πριοτεύουσας,
το οποίο ο Νικηφόρος ή και οι διάδοχοί του χρησιμοποίησαν για τον εξωραϊσμό της Μητρόπολής
τους. Σε άγνωστο χρόνο η βόρεια στοά καταστράφηκε και για πολύ καιρό η βόρεια όψη του ναού
ήταν ελεύθερη και είχε καλυφθεί με επιχρίσματα σε μία προσπάθεια περιποίησης του συγκροτή­
ματος, ενδεχομένως μετά τα Ορλωφικά. Μετά την καταστροφή της βόρειας στοάς η πρόσβαση στα
υπεριυα γινόταν από τη νότια πλευρά του ναού με την ανέγερση μίας κλίμακας και τη διάνοιξη της
νότιας θύρας τους. Πολύ αργότερα, το 1869, τη θέση της αρχικής βόρειας στοάς κατέλαβε η νότια
πλευρά του περιστώου του αίθριου της Μητρόπολης.
Σχετικά με τη χρονολόγηση των παραπάνω βυζαντινών προσκτισμάτων του ναού, ο όροφος του
κωδωνοστασίου και το δυτικό προστώο, δύο κτίρια με αρχαϊκό και αυστηρό χαρακτήρα που κτί-
σθηκαν σε πολύ κοντινές χρονικές περιόδους, θα πρέπει να τοποθετηθούν με βάση τα μορφολογι-
κά τους στοιχεία στα πριότα χρόνια της αρχιερατείας του Νικηφόρου, στα τέλη του 13ου αιώνα.
Αντίθετα, το μικρό κτίσμα πάνω από το δυτικό προστώο και ακολούθως η βόρεια στοά, εάν είναι
προγενέστερη των τοιχογραφιών της βόρειας όψης του ναού, σύμφωνα με τη μορφή της στο σωζό-
μενο δυτικό της άκρο, είναι δύο κτίσματα που με την προσεγμένη τους κατασκευή και τη χαρα­
κτηριστική τάση για διακόσμηση θα πρέπει να ανήκουν στην οψιμότερη περίοδο της αρχιερατεί-
ας και της οικοδομικής δραστηριότητας του Νικηφόρου. Βλέπομε, λοιπόν, ότι ο Νικηφόρος Μο­
σχόπουλος, ιεράρχης με μεγάλη παιδεία και καλλιέργεια, ήταν συγχρόνως και κτήτορας με πλού­
σιο έργο, το οποίο περιλάμβανε όχι μόνον την ανέγερση νέων κτιριακών μονάδων, αλλά και τον
εξωραϊσμό της Μητρόπολής του με τη συμπλήρωση των τοιχογραφιών του ναού και πολύ πιθανό
και τη δημιουργία του δαπέδου του.
Μετά την πάροδο εκατό περίπου ετών, χωρίς κάποια τεκμηριοψιένη οικοδομική δραστηριότητα,
πραγματοποιείται στο ναό η σπουδαιότερη, από την εποχή της ανέγερσής του, εργασία που είχε
ως αποτέλεσμα τη ριζική αλλαγή της μορφής και της λειτουργίας του. Με μία δυναμική επέμβαση
στον αρχικό οργανισμό της βασιλικής διαμορφιόθηκαν, σε δεύτερη στάθμη, υπεροχχ πάνω από τα
πλάγια κλίτη και το νάρθηκα σύμφωνα προς το σταυροειδή εγγεγραμμένο πεντάτρουλο τύπο

236
(Σ χέδ. 22). Για την προσθήκη των υπερώων αφαιρέθηκαν οι στέγες των πλάγιων κλιτών και του
νάρθηκα της βασιλικής και κατεδαφίσθηκε σχεδόν ολόκληρος ο φωταγιυγός, εκτός από την
ανατολική περιοχή του με το δίλοβο παράθυρο και το τμήμα των πλάγιων πλευρών του, πάνω από
τους διαχωριστικοΰς τοίχους του Ιερού. Συγχρόνους, ο αρχικός θόλος στο ισόγειο του κωδωνοστα­
σίου αντικαταστάθηκε με έναν καινούργιο σε ψηλότερη στάθμη, ίδια με εκείνη των υπερώων, έτσι
ώστε να εξασφαλίζεται η επικοινιονία των δύο χώρων.
Από τις παραπάνω επεμβάσεις στο ναό για την προσθήκη των υπερώων καταστράφηκαν οι τοιχο­
γραφίες της στέψης του φοπαγωγού στην ανατολική περιοχή, όπου αυτός διατηρήθηκε σε ένα
αρκετά μεγάλο ύψος, ενοό στην υπόλοιπη περιοχή του μεσαίου κλιτούς οι τοιχογραφίες κατα­
στράφηκαν από πολύ χαμηλότερα, αμέσως πάνω από τη στάθμη των κυλινδρικιύν θόλων των πλά­
γιων κλιτών. Μεταξύ της παλαιός και της νέας τοιχοδομίας στο μεσαίο κλίτος παρεμβλήθηκε μαρ­
μάρινος κοσμήτης με την κτητορική επιγραφή του μητροπολίτη Ματθαίου. Για τον κτήτορα των
υπερώων, μητροπολίτη Ματθαίο, οι ιστορικές πηγές δεν μας παρέχουν καμία απολύτως
πληροφορία και επομένως δεν γνωρίζομε τη χρονολογία που πραγματοποιήθηκε το μεγάλο αυτό
ανανεοοτικό έργο. Η διερεύνηση, όμως, των αιτίιυν που επέβαλαν τη ριζική αυτή μετατροπή στη
Μητρόπολη, σε συσχετισμό τόσο με την ιστορία της, όσο και με την ιστορία του τόπου γενικότε­
ρα, καθώς και τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπιυς ο τύπος και η μορφή του κτιρίου, θα μπορούσαν
με αρκετή ασφάλεια να μας προσδιορίσουν το χρόνο που πραγματοποιήθηκε το μεγάλο αυτό
οικοδομικό έργο.
Μετά την ίδρυση του Δεσποτάτου, το 1348, η νέα τάξη της αυλικής αριστοκρατίας που δημιουργή-
θηκε γύρο;» από το Δεσπότη, εισήγαγε ένα νέο τρόπο ζωής σύμφωνα με το κωνσταντινουπολίτικο
τυπικό, που υπαγόρευε την απομόνιοση των ευγενών από τους λαϊκούς ή τους μοναχούς στην
εκκλησία. Τα μεγάλα αρχοντικά διέθεταν τα δικά τους παρεκκλήσια και ο Δεσπότης είχε μέσα στο
παλάτι ένα προσκυνητάριο ή μπορούσε να παρακολουθήσει τη Θεία Λειτουργία με τη συνοδεία
του στον ανακτορικό ναό της Αγίας Σοφίας, που βρισκόταν κοντά στην κατοικία του, ενώ όταν
παρακολουθούσε τη Θεία Λειτουργία μαζί με λαϊκούς ή κληρικούς θα έπρεπε να υπάρχουν στο
ναό υπερώα, όπως και στην προοτεύουσα. Για τις νέες, λοιπόν, ανάγκες της αυλής του Δεσποτάτου
στην Οδηγήτρια και την Παντάνασσα, αλλά και στην Περίβλεπτο σε μικρότερη κλίμακα, είχε
προβλεφθεί η κατασκευή υπεριύων. Αντίθετα, ο Άγιος Δημήτριος δεν διέθετε υπεροόα για να
φιλοξενεί το Δεσπότη και τη συνοδεία του.
Παράλληλα, το νέο πολιτικό και κοινωνικό σχήμα στο Δεσποτάτο αποδυνάμωσε την εξουσία και
την επιρροή του εκκλησιαστικού άρχοντα στον πνευματικό βίο του τόπου και μείωσε την ακτινο­
βολία της Μητρόπολής του, ενιό ταυτόχρονα μετά τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο, η έδρα Λακεδαι­
μόνιας δεν είχε να επιδείξει ιεράρχες με τη δική του προσωπικότητα, το κύρος και τη μόρφιυση.
Το γεγονός αυτό, καθώς και το ότι η Εκκλησία βρισκόταν έξω από τα νέα πνευματικά ρεύματα,
που εισήγαγε η αριστοκρατία, και συγχρόνως η χωροθέτηση της Μητρόπολης στην άκρη του οικι­
σμού μακριά από το παλάτι, την απομόνωσαν από τους ευγενείς και την καθημερινή ζωή τους στην
προπεύουσα του Δεσποτάτου. Βλέπομε, λοιπόν, ότι η Μητρόπολη, χωρίς να πάψει να είναι ένα
πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο, χάνει την ακτινοβολία που είχε επί Νικηφόρου Μοσχόπουλου
και από το β' τέταρτο του 14ου αιώνα και εξής δεν έχομε καμία μαρτυρία ότι επιτελείται κάποιο
σπουδαίο έργο σε αυτήν έως την ανέγερση των υπερώων της από τον Ματθαίο.
Με την προσθήκη τιυν υπερώων, ο αρχιτεκτονικός τύπος του Αγίου Δη μητριού γίνεται όμοιος με
εκείνον της Οδηγήτριας και της Παντάνασσας, ενώ στοιχεία της μορφής και της κατασκευής του
ορόφου του, όπως, επίσης, στοιχεία του γραπτού διακόσμου των όψεων και των γλυπτών μελών
του είναι όμοια με ανάλογα στοιχεία της Παντάνασσας. Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανό το ίδιο συνερ­
γείο που εργάσθηκε στην Παντάνασσα να οικοδόμησε και τα υπερώα του Αγίου Δημητρίου.
Η προσθήκη στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου τιυν υπερώων, σύμφωνα προς το σταυροειδή εγγε­
γραμμένο πεντάτρουλο τύπο, μετά από ένα και πλέον αιώνα, αφότου πρωτοεμφανίσθηκε στην πό­
λη ο αρχιτεκτονικός «τύπος του Μυστρά» με την ανέγερση της Οδηγήτριας, υποδηλώνει το νέο
ρόλο της Μητρόπολης μέσα στη ζωή της πρωτεύουσας του Δεσποτάτου, κατά το 15ο αιώνα. Πέρα,

237
όμως, από την ανάγκη της παρουσίας της αυλής και του Δεσπότη της, του Κωνσταντίνου Παλαιο-
λόγου, στη Μητρόπολη κατά τις μεγάλες εορτές, δεν θα πρέπει να αμφισβητήσομε την παράδοση,
σύμφωνα με την οποία η σημαντικότερη τελετή στην ιστορία του Μυστρά, η τελετή της στέψης του
τελευταίου αυτοκράτορα, έλαβε χιόρα στον Άγιο Δημήτριο. Στην πιθανότητα αυτή συνηγορούν το
τυπικό της αυλής που απαιτούσε τη συμμετοχή του λαού κατά τη στέψη του αυτοκράτορα, η πλέον
λαϊκή εικόνα του κατά τους τελευταίους χρόνους της παλαιολόγειας εποχής, καθώς και η προσω­
πικότητα του προσφιλούς ηγέτη και πολεμιστή, του ίδιου του Κωνσταντίνου. Θα μπορούσαμε να
δεχθούμε ότι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στέφθηκε, έστω και ανεπίσημα, αυτοκράτορας του
Βυζαντίου στον Άγιο Δημήτριο, τη Μητρόπολη του Δεσποτάτου, τη στιγμή που οι πολιτικές συν­
θήκες δεν επέτρεπαν η στέψη αυτή να πραγματοποιηθεί στη βασιλεύουσα από τον Πατριάρχη, και
όχι σε κάποιο απομονωμένο μοναστηριακό ναό του Μυστρά.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, λοιπόν, τα υπερώα πρέπει να κτίσθηκαν από τον Ματθαίο, έναν άσημο
ιεράρχη, ο οποίος δεν είχε εμπλακεί στις εκκλησιαστικές και πολιτικές έριδες της εποχής εκείνης,
όταν ήταν Δεσπότης ο Κωνσταντίνος, μέσα στην πενταετία από την άφιξή του στην Πελοπόννησο
έως τη στέψη του, δηλαδή από το 1443/4 έως τον Ιανουάριο του 1449, λίγα μόλις χρόνια πριν από
την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, σε μία ύστερη και γεμάτη δυσκολίες εποχή στην ιστορία του
Δεσποτάτου, η οποία άλλωστε δικαιολογεί το γεγονός ότι η τοιχογράφησή τους δεν ολοκληρώθη­
κε ποτέ, εκτός από τον Παντοκράτορα στον τρούλο, που ήταν απαραίτητος για την τελετή. Με την
ανέγερση των υπερώιον μία νέα πολύμορφη κατασκευή, με τα χαρακτηριστικά κυρίως της κων-
σταντινουπολίτικης παλαιολόγειας αρχιτεκτονικής και πρότυπο την Παντάνασσα, έρχεται να αλ­
λάξει τον αυστηρό επαρχιακό χαρακτήρα της Μητρόπολης, που είχε κτισθεί σύμφωνα με την πα­
ράδοση της ελλαδικής σχολής.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, τόσο το γεγονός ότι ο μητροπολίτης Λακεδαιμόνιας ήταν ο
μοναδικός ηγέτης του ορθόδοξου πληθυσμού, όσο και η ευημερία της πόλης είχαν άμεση αντανά­
κλαση στην πρόοδο και την ακτινοβολία της Μητρόπολης. Στα μέσα του 18ου αιώνα έχομε την
πραγματοποίηση ενός οικοδομικού προγράμματος από το μητροπολίτη Ανανία Άαμπάρδη, το
οποίο περιλάμβανε την ανέγερση μίας νέας πτέρυγας του επισκοπικού μεγάρου. Στις αρχές του
19ου αιώνα πραγματοποιήθηκε νέο οικοδομικό έργο στη Μητρόπολη από το μητροπολίτη Χρύσ­
ανθο, με την κατασκευή των δύο κρηνών του συγκροτήματος. Το τελευταίο οικοδομικό έργο στη
Μητρόπολη έγινε μετά την καταστροφή του Μυστρά από τον Ιμπραήμ, με εργασίες επισκευών και
την προσθήκη του περιστώου με την αναγεννησιακή μορφή στο βόρειο αίθριο, λίγο μετά τα μέσα
του 19ου αιώνα.
Στη συνέχεια της καταστροφής του βυζαντινού οικισμού από τους Τούρκους και την ίδρυση της
νέας πόλης της Σπάρτης επί Όθωνος, η Μητρόπολη Αακεδαιμονίας μετά από έξι αιώνες βίου και
πολιτιστικής ακτινοβολίας στον Μυστρά τόσο κατά τους ύστερους χρόνους του Βυζαντίου, όσο και
κατά τους χρόνους της υποδούλωσης του ελληνισμού, επιστρέφει στη Σπάρτη. Ο Άγιος Δημήτριος
λειτουργήθηκε για έναν ακόμη αιώνα ως απλός ενοριακός ναός και από το 1955 και εξής παρα­
μένει μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, ένα μνημείο μεγάλης καλλιτεχνικής και ιστορικής σημασίας,
όπου θα πρέπει να έλαβε χώρα ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα των ύστατων χρόνων της
ιστορίας του Βυζαντίου, η στέψη του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του τελευταίου του αυτοκρά­
τορα, που ξεκίνησε από τον Μυστρά για να πεθάνει ηρωικά στην Πύλη του Αγίου Ριυμανού στην
Κωνσταντινούπολη.

238
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ

1. Επιγραφή του μητροπολίτη Νικηφόρου Μοσχόπουλου, με δύο δακτυλικούς στίχους, χαραγμένη


σε μία σειρά στο μαρμάρινο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου της βασιλικής377.
Τόνόε δόμον πόδεσί φίλος έμβεβαώς άγανοϊσί
μνώεο Νικηφόροιο δομήτορος άρχίερήος
2. Επιγραφή του μητροπολίτη Νικηφόρου Μοσχόπουλου, με εννέα τρίμετρους ιαμβικούς στίχους
και τη χρονολογία στο τέλος, χαραγμένη σε μαρμάρινη πλάκα εντοιχισμένη στη νότια όψη του νάρ­
θηκα της βασιλικής378*.
+Τόν θειον οίκον τόνδε καίνουργεϊ πόθφ
Κρήτης πρόεδρος εντελής Νικηφόρος
έχων άδελφόν Ααρίυν συνεργάτην
σκηπτροκρατοϋντος Αύσόνων Ανδρονίκου
5 Παλαιολόγου συν Μιχαήλ υίέι
ΟΙ παριόντες τοιγαροϋν τούτοις λύσιν
εϋξασθε πολλών πταισμάτων πολύπλοκων
συν τοϊς προβάτοις όεξιοϊς στήναι τότε
δτε κρίνει σύμπασαν ό κριτής κτίσιν
10 -ι-Έτους Αώ+

3. Επιγραφή του μητροπολίτη Νικηφόρου Μοσχόπουλου, με στίχους σε σχήμα σταυρού, χαραγμέ­


νη στον κορμό του δυτικού κίονα της νότιας κιονοστοιχίας374.
+Έγώ ό ταπεινός μητροπολίτης
Κρήτης και πρόεδρος Λακεδαιμόνιας
Νικηφόρος φκοδόμησα τόνόε
τον ναόν εις δόξαν Θ(εο)ϋ καί τοϋ
5 αγίου μεγάλομάρτυρος αυτού Δη μητριού·
άνήγειρα όέ και εκ βάθρων αυτών
μυλωνάς ε εις την Μαγοϋλαν και έφύτευσα καί έλαι
ώνας καί περιβόλων εν αυτή, καί εις την Λεύκην άμ
πελώνας έμφυτευτικώς. ήγόρασα δε καί τα σύ
10 νεγγυς τής εκκλησίας όσπήτια τοϋ χαρτοφύλακος
Ευγενίου. Ό ούν είσέπειτα βουληθείς άπό τούτων έπι
δούναι τινί λόγω κληρικάτου, ή άνακαμπτικώς
ή άλλφ τρόπογ τινί άπο
σπάσαι τής εκκλησίας.
15 ϊνα εχοι τάς άράς τών Τ I Η
θεοφόρων Πατέρων τών εν Νίκαια

377 Ζησίου, Επιγραφαί I, σ. 22· II, σ. 431. Millet, Inscriptions, σ. 122. Γαλανόπουλος, Σελίδες, σ. 135, 149. Buchón, Re­
cherches historiques, σ. LXXVIII.
378 Ζησίου, Επιγραφαί I, σ. 2Γ II, σ. 431. Γαλανόπουλος, Σελίδες, σ. 134, 135. Millet, Inscriptions, σ. 122. Buchón, Re­
cherches historiques, o. LXXVIII.
,7g Ζησίου, Επιγραφαί I, σ. 24· II, σ. 432. Γαλανόπουλος, Σελίδες, σ. 136, 137. Millet, Inscriptions, σ. 122. Η επιγραφή αυτή
δεν έχει μεταγραφεί από τον Ανανία, αλλά απλώς αναφέρεται στον κώδικά του.

239
καί έμοϋ τοϋ αμαρτωλού
1Έτους <7(ύ Κ Ν 7+

4. Επιγραφή του μοναχού και μετέπειτα μητροπολίτη Θεράποντος στις τοιχογραφίες της ανατολικής
επιφάνειας του βόρειου τμήματος του διαχιυριστικού, μεταξύ κυρίως ναού και νάρθηκα, τοίχου380.
[+Μνή]στυτι Κ(ύρι)ε την
[έξοδ]ον τοϋ δούλου
[σου Θερ]άπονος (μον)αχοϋ
[....]ίτη τοϋ Εύγε
[νίου+J

5. Επιγραφή του μητροπολίτη Ευγενίου στις τοιχογραφίες του βόρειου τοίχου του διακονικού381.
Ό Αγιώτατος Μητροπο
λιτής Λακέ
δαιμονί
ας καί Έθν
ικ[ών] Υπέρ
τ ίμος
Εύ[γ]έ[ν]ειος
6. Επιγραφή του μητροπολίτη Σουγδαίας Λουκά με δεκαοκτώ στίχους σε σχήμα σταυρού, χαραγ­
μένη στον κορμό του ανατολικού κίονα της βόρειας τοξοστοιχίας της βασιλικής382.
+Έγώ ό ταπεινός μητροπολίτης Σουγδαίας πρόεδρος
Λακεδαιμόνιας Λουκάς καταλαβόν εξ ορισμού
τοϋ κρατίστου και άγιου μου αύτοκράτορος καί τής θείας καί ίεράς
συνόδου έπί τω προεδρεύειν την άγιωτάτην μητρόπολιν Λακεδαιμόνιας
5 και ευρών τα αυτής κτήματα δοθέντα προ χρόνων παρά τον άρχιερατι
κκός έν τούτη διαπρεψάντων, τά μεν διά τινα πρωσοποληψίαν. τά δε διά δώρων, εύρον
δε καί συνοδικήν γραφήν έν
τούτη συντείνουσάν μοι μετ' επιτιμίου βαρυτάτου ώς άν άποσπάσω άπερ έδοκεν ό
πρώην χρηματίσας Λακεδαι
μονιάς Βουτάς εκείνος προς τούς δύο αύταδέλφους Τζαουσίους τούς έλαδάδας καί
προς τον πρωτοαλλαγάτυν τον Πλαττύν ούν τά
κάτωθεν τής βρύσεως καθώς είσίν ίόιοπεριόριστα μέσον των δύο ποταμόν, όσα καί οία
είσίν. έτι τε καί τά άπερ έκράτει ό σεβαστός Μαυρό
10 παπας κυρ Νικόλαος έν τή τοποθεσία τοϋ Τζυκανιστηρίου. ήδη κατά τήν όιάγνωσιν
τής τίμιας καί άγιας συνοδικής διαγνώσεως
έκρατήθησαν παρ' ιμών ταϋτα, ώς άν κατέχωνται παρά τής είρημένης άγι
ωτάτης μητροπόλεως Λακεδαιμόνιας άναφαιρέτος πά(ν)τη καί (άν)αποσπάστος. ώσαύ
τως καί
τό χωράφιον τό (έ)πιλεγόμενον τοϋ βουνού ... τά καί τό περί τή Μαγούλα
άμπέλιον τό εις τήν γωνίαν καί τό έκεϊσε έτερον άμπέλιον τό εις τήν καλαμωτήν, ϊνα
κατέ
15 χωνται καί ταϋτα παρά τής διαληφθείσης Μητροπόλεως. Ό γοϋν είσέπειτα βουλήθεις
άποσπάσαι άπό των τοιούτων κτημάτων, ώς ίπομεν, ινα έπισπάται

380 Χατζηδάκης, Νειύτερα, σ. 146.


381 Millet, Inscriptions, σ. 129. Χατζηδάκης, Νεοπερα, σ. 145.
382 Ζησίου, Επιγραφαί I, σ. 26-27’ II, σ. 435-436. Χρονικόν της Μονεμβασίας, σ. 93. Γαλανόπουλος, Σελίδες, σ. 138, 139.
Millet, Inscriptions, σ. 123, 124.

240
τάς άράς τών ΤΙ και Η θεοφόρων πατέρων καί έμοϋ τοϋ άμαρτω
λοϋ. ’Έτους ζ(ύΛ Η ' Ν ΙΓ+
7. Επιγραφή Α' του μητροπολίτη Νείλου, με είκοσι τέσσερις στίχους σε σχήμα σταυροΰ, χαραγμέ­
νη στον ανατολικό κίονα της νότιας κιονοστοιχίας της βασιλικής383.
+Έγώ 6 ταπεινός μητροπολίτης Λακεδαιμόνιας καί νπέρτιμος Νείλος
έλθών ενρον την κ α τ’ έμέ ταντην εκκλησίαν καί τα αυτής κτήματα
κατεφθαρμένα καί ά μεν τούτων έπράθισαν καί ένεχνριάσθησαν
παρά των κληρικών, ά όέ τοιουτοτρόπως έγένετο παρά των παροίκον: καί
5 τινα παρά των άνακαμπτικώς έχόντων ώστε καί άπορήσαι ταντην
εκ τούτον παντελώς σννεύη. διά τούτο ώρίσθην παρά τού κρατιόταν καί άγιον ημών
αύθέντον καί βασιλέως ϊνα άπό γε τοϋ νϋν μη τις τών κληρικών ή τών παροίκων
ή τών άνακαμπτικώς έχόντων πώληση κτήμα τής εκκλησίας ή ένε
χνριάσει, άλλ5 ούδέ κληρικός τις προικίση εις ιδιωτικόν πρόσωπον. παραπέμψη δέ
ταύτα εις παΐδας
10 άξιους έκδονλεύειν την εκκλησίαν, έπεί δέ έποίησα καί ζενγηλατεΐον περί την Βρύσιν,
οφείλει είναι
άπαρασάλεντον μετά τών οικημάτων, καθώς έστιν ίδιοπεριόριστον μετά τοϋ περιβόλι
ον μέσω τών δύο
ποταμών καί τής όδοϋ άνεν τοϋ δομεστίκον. καί τά χωράφια τά εις τό βοννόν καθώς
είσι περιοριζόμενα
μετά τοϋ χωραφίον τοϋ Αντζηνά καί τών Ευγενειών καί τό περιβόλων τοϋ Αντζηνά τό
εις την άγίαν Βαρβάραν καί τά έξωνηθέντα οί
κήματα εις την μητρόπολη, ώς καί αυτά, ζενγηλατεΐον, ταχθέν καί οί περί την Μαγού
λαν πάροικοι καί προσκαθήμενοι
15 καί τά άδούλωτα στασία, οί μύλωνες, οί ελαιώνες, τά άμπέλια καί περιβόλια καί ό
εις την Λεύκην
πάνσεπτος καί θειος ναός τής Παννπεράγνον μου Θεομήτορος καί τά έξωνηθέντα
οικήματα μετά
τών ψυχοδοτημάτων. καί αί στάσεις καί πάροικοι, ώς έν τώ πρακτικά) καταγράφονται,
ό έλαιιον
καί τά άμπέλια καί οί παρά τό Παρόριον πάροικοι καί τούς Σαπικονς καί τά έν αύτοις
κτήματα, ό δέ
βουληθείς, εϊ τις αν εϊη, καν κληρικός, καν πάροικος, καν τών έχόντων άνακαμπτικώς
πωλήσαι
20 ή ένεχνριάσαι έκ τών ιδίων κτημάτων ή άποσπάσαι έκ τών είρημένων τής έκ
κλησίας καί δώσει πρός τινα, καί ό θελήσας ένεχνριακώς
λαβεϊν ή έξωνήσασθαι έχέτω τάς άράς τών τριακοσίων δέκα οκτώ θεο
φόρων Πατέρων τών έν Νίκαια καί έμοϋ τοϋ άμαρτωλοϋ
’Έτους ,<7ü ΜΖ Ν Ζ μηνί Μαΐφ.
8. Επιγραφή ΕΓ του Μητροπολίτη Νείλου, με εννέα στίχους, χαραγμένη επίσης στον κορμό του
ανατολικού κίονα της νότιας τοξοστοιχίας της βασιλικής, κάτω από την προηγούμενη384.
+Έπεί τό μονύδριον τοϋ Τιμίον Προφήτου Προδρόμου καί Βαπτιστοϋ Ίωάννον τής
X αλκολ αμ τιοτίσσης

,Ν' Ζησιου, Επιγραφαί I, σ. 27-29· II, σ. 432-434. Millet. Inscriptions, σ. 124-125. Χρονικόν της Μονεμβαοίας, σ. 93. Γαλα-
νόπουλος, Σελίδες, σ. 139-141.
's4 Ζησιου, Επιγραφαί I, σ. 29' II, σ. 432-435. Millet, Inscriptions, σ. 125, 126. Χρονικόν της Μονεμβαοίας, σ. 93. Γαλα-
νόπουλος, Σελίδες, α. 141, 142.

241
ευρισκόμενον πλησίον τοϋ παραπόρτον τής Λακεόαίμονος ήν άνέκαθεν τής καθ' ημάς
άγιωτάτης μητροπόλεως
εν ύποτελεσμώ έτησίω, ώς τό βρέβίον όιέξεισιν, αύθις τάττεταί είναι
ύπ’αύτήν και τα εν αύτφ χωράφια και τό περιβόλων καί τό άμπέλιον και άλλο αν ει τι
δίκαιον έχει
5 έ.,.ν αύτφ πνευματικάτον τής άγιωτάτης μητροπόλεως Λ ακεόαίμονος, ώς αν δοξάζηται
Θεός έν αύτώ.
ό δε πειραθησόμενος είσέπειτα άφελέσθαι τούτο εκ τής δεσποτείας αυτής καν
οίος άρα και είη, έχέτω τάς άράς των επτά καί οικουμενικών Συνόδων καί των
Τ IΗ θεοφόρων Πατέρων και τον άφορισμόν έμοϋ τοϋ αμαρτωλού.
’Έτους .¿7UΜ Η Μηνί Δεκεμβρίω ΝΗ.
9. Επιγραφή Γ' του μητροπολίτη Νείλου, με οκτώ στίχους, χαραγμένη στον κορμό του ανατολικού
κίονα της βόρειας τοξοστοιχίας της βασιλικής, κάτω από την επιγραφή του Μητροπολίτη Σου-
γδαίας Λουκά385.
+Έπει ή άγιωτάτη μητρόπολις Λακεδαιμόνιας εύηργέτηται διά θείου καί σεπτού χρυ
σοβούλλου και προσκυνητών
προσταγμάτων, ώς ινα ώσιν άναπαίτητοι οι πάροικοι καί προσκαθήμενοι αυτής καί
κατοικοϋντες έν τή Μαγούλα, Λεύκη, Παρορίω, Σαπικούς και άλλαχόθεν καί τώ πρα
κτικώ αύτής κατα
γραφόμενοι, τής Γενημαντζοϋς κατά θέσεις Βοϊδιαντζοϋ και Μουσιαντζοϋ ό πειραθη
σόμενος
5 είσέπειτα άνατρέφαι ταϋτα ή άπό τών κατά καιρούς κεφαλατικευσόντων καθολικώς
ή μερικώς ή τα δημόσια άπαιτών καί βουληθή άπαιτήσαι ταϋτα καί άθετή τα τών
σεπτών
χρυσοβούλλων καί προσταγμάτων, έχέτω τάς άράς τών Τ I Η θεοφόρων Πατέρων
καί τον άφορισμόν έμοϋ τοϋ αμαρτωλού. Μηνί Απριλίω Ν Θ ’Έτους ,ίω Μ Θ+
10. Επιγραφή χαραγμένη στο μεσαίο κίονα της νότιας τοξοστοιχίας σε δεκαεννέα στίχους που
σχηματίζουν σταυρό. Τα γράμματα έχουν εξαλειφθεί με προσεκτικό σφυροκόπημα στο καθένα
και έτσι δεν ήταν δυνατή η ανάγνωσή της. Εδο5 η επιγραφή παρουσιάζεται αποσπασματικά, όπως
την είχε αναγνώσει ο G. Millet386.
τον τρις λαθόντα και ικανώς [περι]φρο[ν]ή[σ]αντα καί αϋ
θις τώ .ασ,.άς κλήρου Ιωάννη ν
το ν .....ολίδην: τον και πρότερον a
ποβληθέντα τοϋ κλήρου γενόμενον παρά τοϋ
5 προ (ημ)ών άρχιερέως κυρού νείλου....
.............. καί τών άλλ[ω]ν αύτοϋ άνο
σιουργημάτων των [αναφερήομένων τώ ύπομνήματι ο μετά ταϋτα άνορ
θώσαι καί λϋσ[αι] θεσμιος και του κ[λ]ήρου καταλέξαι άνομως
τούτον όν[τα .κ...οτι... λό[γ]ον συν[ει]ναι έχόμενον, καί οί εις
10 τούτο ένστωσοντες εστωσαν ένεχόμενοι τω αναθέματι
καί ταις άραις τών Τ I και Η θεοφόρων πατέρων καί τη αρά
έμοϋ τοϋ αμαρτολοϋ έπειδή συνο
δικώς έξεβλήθη του κλήρου
κ α ί.... μών έκ[κ]λησιας ως πε

385 Ζησίου, Επιγραφαί I. σ. 27' II, σ. 433-437. Millet, Inscriptions, σ. 124. Χρονικόν της Μονεμβασίας, σ. 93. Γαλανόπουλος,
Σελίδες, σ. 142, 143.
386 Millet, Inscriptions, σ. 126. Ο Κ. Ζησίου, βλ. Ζησίου, Επιγραφαί I, σ. 24, απλώς την αναφέρει.

242
15 [ριέχει] άποσταλεισα κατ αν
[το]ϋ [διά ταϋ]τα τίμια πατριαρχι
κή γραφή τά περί τούτον επι
βεβαιονσα άμα καί αφ[ορ]ισ
-μ[ω τού]τον καθνποβάλλονσα

11. Επιγραφή του μητροπολίτη Ματθαίου στο δυτικό τμήμα του κοσμήτη, που ορίζει τη βάση τυον
υπερώιον, με ανάγλυφα γράμματα387.
Ο ΚΤΗΤΩΡ Μ(ΗΤ)ΡΟ[ΠΟΛΙΤΗΣI ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΑΣ ΜΑ ΤΘΑΙΟ[Σ]

12. Επιγραφή του μητροπολίτη Ανανία χαραγμένη σε τρίμετρους ιαμβικούς στίχους, πάνω σε μαρ­
μάρινη πλάκα, εντοιχισμένη κοντά στην είσοδο του μητροπολιτικού μεγάρου, στη δυτική πλευρά
του βόρειου αίθριου του συγκροτήματος388.
+Ούκέτι δόμοι καί πνλαι πα[λα]ίφατ[οι]
άλλ' Ανανίον τον νϋν ίεραρ[χοϋντος]
και άπ[ό βά]θρων νεώσ[αντο]ς δαπάνα[ις]
οντ[ινο]ς ένεγκοϋσα τε[λεΐ ή Δημη]τσάνα
ΑΨ[ΝΑ]

13. Επιγραφή του μητροπολίτη Χρύσανθου με ανάγλυφα γράμματα στην κρήνη έξω από το μητρο-
πολιτικό συγκρότημα389.
+Έγένετο τοϋτο τό κοινοφελες
εκ δαπάνης ιδίας Χρνσάνθον
τοϋ Λακεδαιμόνιας και Τριπόλιτ
ζας ενχεσθε ό' νπέρ αύτοϋ οι εν
σεβών παϊδες τοϋ ζαθέον τε και
ήγήτορος μεγάλον ή πατρίς τά Κα
ταλακωνα χωρίον Μπαρσινίκον
1802 εν μηνί Ανγονστφ
Γεώργιος Σοϋπος

14. Επιγραφή του μητροπολίτη Χρύσανθου, χαραγμένη σε πλάκα, εντοιχισμένη στην κρήνη του
δυτικού αίθριου του μητροπολιτικού συγκροτήματος390.
Καί αντη δι' ιδίων Χρνσάνθον γεγο ν’ άναλωμάτων,
δστις πηδαλιούχος Αακεδαίμονος και έφορος πραγμάτων
πατρίς τε αντω έστίν ό τής ιδίας τόπος,
ιεράρχης τε όμοϋ καί των καλών ό τρόπος.
Ενχεσθε λοιπόν άπαντες ύπέρ αύτοϋ,
τοϋ οικοδόμον τοιοντον καλοϋ καί άγαθοϋ
καί οι πίνοντες ύδωρ ά π ’ εδώ,
εγκώμια δότε τω εκτελεστή αύτφ·
Έν έτη σωτηρίω:· αώβ:· εν μηνί Ανγονστφ:· Ίνδικτιών:· Ε '

387 Ζησίου, Επιγραφαί I, σ.22- II, σ. 432. Millet, Inscriptions, σ. 127. Γαλανόπουλος, Σελίδες, σ. 149.
388 Ζησίου, Επιγραφαί I, σ.20' II, σ. 431. Millet, Inscriptions, σ. 130. Γαλανόπουλος, Σελίδες, σ. 155. Σήμερα η επιγραφή
αυτή παρουσιάζει πολλε'ς καταστροφε'ς και από τη χρονολογία λείπουν τα δυο τελευταία στοιχεία, τα οποία γνωρίζομε
από τις παραπάνω δημοσιεύσεις.
384 Ζησίου, Επιγραφαί I, σ.19· II, σ. 430. Millet, Inscriptions, σ. 131.
3411 Ζησίου, Επιγραφαί I, σ.20· II. σ. 430. Millet, Inscriptions, σ. 131.

243
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 85

Δυτική όψη του νάρθηκα που αντιστοιχεί: α) στο νότιο διαμέρισμα του προστιόου, β) στο δεύτερο,
από Ν., διαμέρισμα του προστώου, γ) στο τρίτο, από Ν., διαμέρισμα του προστώου, δ) στο τέταρτο,
από Ν., διαμέρισμα του προστώου.
Summary
ST DEMETRIOS. THE METROPOLIS OF MYSTRAS

The date of the foundation of the church of St Demetrios is difficult to establish with any accuracy.
The general historical context, however, suggests that it was directly connected with the transference
of the diocese of Lacedaimonia from the medieval settlement at Sparta to Mystras. This event prob-
ably took place in the early years after the castle was ceded to the Byzantines by the Franks in 1262,
at the same time as the endeavours to consolidate Byzantine authority on the hill and settle it with
inhabitants from Lacedaimonia. The settlement of the hill took place very quickly, since as early as
1264, when the prince of Achaia arrived at Lacedaimonia he found it abandoned by its Greek popu-
lation. The transfer of the seat of the Byzantine governor from Monemvasia to Mystras took place a
few years later, in the period 1270-1289. It probably followed directly upon the death of
Villehardouin in 1278, or possibly occurred in 1286, when the emperor abolished the institution of
the kephale, serving for a single year, as governor of the Byzantine possessions in the Peloponnese,
and appointed an epitropos, who enjoyed a longer term of office and a broader jurisdiction.
The fact that the fortification wall of the Lower Town of Mystras served at the same time as a retain-
ing wall for the cathedral complex, and the existence of a special gate affording direct access to St
Demetrios, reveal clearly that the two structures were directly associated in terms of both town-plan-
ning and function. The settlement of the Byzantine town, which would have been impossible without
the security of a pre-existing fortification, and the erection of the cathedral complex must therefore
have been contemporary events.
Moreover, the transference of the diocese to Mystras and the erection of the church of St Demetrios,
in the historical and urban-design context outlined above, must have taken place immediately after the
re-institution of the diocese of Lacedaimonia, since the first Orthodox metropolitan bishop would not
have occupied a see in a region held by the Franks. The first Orthodox metropolitan appointed after
the period of Frankish rule, then, transferred the seat of the diocese of Lacedaimonia from Sparta to
Mystras as soon as he arrived in his see, and began work on the erection of the cathedral in the secu-
rity of the new, strong Byzantine town. It is not impossible, however, that this first metropolitan bish-
op did not occupy his see immediately after his appointment, and that the erection of St Demetrios
had commenced before he arrived at Mystras. In any case, the foundation and settlement of a town is
inconceivable at this period without the construction of a cathedral at the same time.
The erection of St Demetrios, then, was undertaken during the prelacy of the first metropolitan bish-
op appointed after the end of Frankish rule. This was probably Eugenios (1262-1272), whose name
has been expunged from the synodikon of the diocese of Lacedaimonia, as a result of the religious
conflicts of the period. Work on the church probably continued under his successor, Theodosios
(1272-1283?). The next metropolitan, Therapon, was the donator for the wall-paintings, at least those
in the north aisle, as is attested by his inscription in this aisle. He will have done this either as head
of the diocese (1283?-1284) or, even earlier, as an ordinary monk, under his predecessor Theodosios.
Irrespective of the date at which Therapon created his wall-paintings, whether before or after 1283,
work on the painted decoration of the church probably began much earlier, starting in the area of the
sanctuary. The wall-paintings in the church were possibly completed not by Therapon, but by his suc-
cessors, Ioannis and Nikiphoros Moschopoulos, in either the whole or part of the south aisle. Those
in the central aisle and the narthex were probably completed by the latter. This theory would account
for the painted composition in the clerestory, with the figures of hierarchs between the windows,
recalling San Apollinare in Ravenna, with which Nikiphoros, as an educated and well-travelled
churchman connected with the court, would undoubtedly have been acquainted as a result of his visit
to Italy.

245
It is thus evident, from the history of the diocese of Lacedaimonia in general and of the monument
in particular, and also from the evidence yielded by the three founder’s inscriptions of Nikiphoros
Moschopoulos, that the attribution of the erection of St Demetrios to him in 1291 is incorrect. At the
same time, although we are unable to determine precisely the nature of his work on the cathedral,
we would nevertheless be very close to the truth, on the basis of the evidence of the founder’s inscrip-
tions, and his personality' and education, if we assumed that Nikiphoros Moschopoulos, while not
actually building the church, did engage in building activity that produced a remarkable complex,
with the building units needed for the many functions of a diocesan centre and the means needed for
its maintenance. Nikiphoros, a man of considerable education, endeavoured to make the diocese a
cultural centre of great prestige and influence, worthy of the new administrative capital and a rival to
the Brontochion monastery of Abbot Pachomios. The diocesan complex, apart from its functions
connected directly with the metropolitan see of Lacedaimonia, probably had its own library and scri-
torium. At the same time it must have served as an attendance centre for the people, as is clear from
the iconographic programme containing the healing saints and Christ Polyeleos in the chapel that
occupies the site of the diakonikon.
When Nikiphoros Moschopoulos came to Mystras, the Epitropos of the Peloponnese had probably
already taken up residence there. Mystras, that is, had become the centre of the Byzantine posses-
sions in the Morea, and with the presence there, and possibly also the aid, of a powerful governor
who came from the imperial family, the embellishment of the Metropolis became desirable and at
the same time attainable from a financial point of view. This new administrative and political situa-
tion, in which the spirit of the capital undoubtedly prevailed, possibly forms the background against
which the activities of Nikiphoros and also Pachomios should be seen. It is also the context for the
high-quality creation of the opus sectile and mosaic floor as well as a cycle of wall-paintings in the
cathedral executed during the last years of the 13th or early 14th century.
The cathedral of Mystras was initially dedicated to St Demetrios, a military saint and patron of a for-
tified town at war. At the same time, however, it was also dedicated to ‘the Glory of God’. This dou-
ble dedication accounts for the co-existence in the church of two broad iconographic programmes,
with the cycle of St Demetrios in the east part of the north aisle and the Christological cycle in the
west part of it, and the south aisle.
St Demetrios belongs to a complex church type that made its first appearance at Mystras with the
erection of the Hodeghetria. In the case of St Demetrios, the type derived from the combination of
two separate building phases: to a pre-existing three-aisled basilica was added a gallery according to
the five-domed cross-in-square type of church. The original three-aisled basilica had an elevated tim-
ber-roofed central aisle that was the dominant element in the composition of the interior of the
church, and vaulted side aisles. The monument may be classified as a timber-roofed basilica, and the
existence of vaults over the side aisles may be seen not as a new type, which would be unique in
Greece, but as a variant of the timber-roofed type, which provided the surfaces required for the broad
iconographic programme of the cathedral.
The upper part of the central aisle formed a clerestory, which had nine single-light windows in each
long side, a two-light window at the east end, and probably a similar window at the west. The cleresto-
ry was covered by a pitched timber roof of trusses, which probably had the same pitch as those of the
lean-to roofs over the side aisles of the church: 1:23/4. In buildings of this category, the trusses were
not visible, but were covered by a ceiling, and the roof was therefore probably set directly above the
lintel of the two-light windows in the east and west ends of the clerestory. As we have seen, the win-
dow in the east side was retained even after the addition of the galleries, and the above evidence thus
determines both the position and the form of the roof. The narthex, finally, was covered by a lean-to
roof, like those of the side aisles, though with a slightly gentler pitch of 1:3'/2
St Demetrios was built according to a design governed by mathematical rules and numerical rela-
tionships. Its tracing was derived from multiples of a module equal to the thickness of the outer walls,
based on the Byzantine foot which, in the case of the present monument, must be equal to 31.5 cm.

246
The proportion 1:2 is a characteristic feature of the general ground plan, whereas the corresponding
proportion for the nave in the area of the colonnades and the main area of the sanctuary is 1:1. The
above architectural concept made it clear that the narthex is part of a general design with proportions
of 1:2; it follows that, although it is not entirely out of the question that it was built after the nave, it
belonged to the initial composition of the building and cannot be regarded as a separate building
phase, but as a part of an architecture that evolved by a process of addition. Also, the position of the
highest point of the roof over the clerestory was on the top side of the square in which the section of
the basilica is inscribed. This square has a side equal to the width of the ground plan. The clear, sim-
ple proportion of 1:1 for the width to the height confirms our observations as to the position and form
of the roof over the clerestory above the central aisle.
Continuity and living tradition in the composition and construction of three-aisled basilicas may be
observed throughout the entire Byzantine period. This is due both to the survival of Early Byzantine
basilicas and their continued functioning in Byzantine times, and to the fact that there was no break
in the erection of churches of this type. When St Demetrios was built, one of the latest Byzantine
basilicas in the Peloponnese stood close by, in the Eurotas valley: the splendid Early Christian basil-
ica known as Hosios Nikon, which is governed by the same basic compositional principles therefore
served as a model for the new cathedral in the new city to which the Byzantines moved. The same
model is probably also responsible for the elongated shape of the basilica, with proportions of 1:2,
which was common in the Middle Byzantine period and was revived in the Late Byzantine period in
Greece, with only one example, that of St Demetrios at Mystras.
Of the original basilica, virtually the entire height of the east facade is preserved. It has three-sided
apses with windows: a two-light window in each side of the central apse and a single-light window in
the middle side of the side apses. There is a two-light window in the east side of the clerestory, with
marble slabs incorporated into the masonry either side. There is also a marble slab above each of the
side apses. These slabs are spolia, as too are the columns with their bases and capitals, the elements
of the templon, apart from the impost blocks of the proskynetaria, and the window mullions of the
basilica. Similarly, the crowning of the outer wall of the south aisle of the basilica consists of a row of
fragments of marble reliefs in second use between a dentil course, and a single band of brickwork.
The basilica of St Demetrios was a building of simple, austere appearance, with no great artistic pre-
tensions, built in accordance with a plain expression of the tradition of the Helladic School. The
greater part of the surface of the building was plastered, and only the cloisonné masonry on the east
facade above the window sills of the sanctuary, at the highest part of the narthex, and perhaps on the
side walls of the clerestory, remained visible. There were very few decorative features and only spar-
ing use was made of dentil courses. A dentil course on the east facade formed the crowning of the
side apses, continuing thereafter along the other three sides of the church. There were dentil cours-
es at three more levels on the east facade, which was the richest face of the building in both mor-
phological and structural terms: one at the top of the central apse, one at about the springing of the
windows in the apses, and finally one at the window sills. The openings in the church also had dentil
courses bordering their semicircular crownings; these bands came down as far as the sill only in the
case of the windows in the sanctuary apses and the south window of the narthex.
Many of the individual morphological features of the church have an archaic character. This may be
interpreted either in terms of financial straits and pressure of time when the church was erected, in
the first years of Byzantine rule at Mystras, or by assigning to the church a date earlier than the end
of the 13th century. Confirmation for a date in the third quarter of the 13th century might be pro-
vided by comparing the morphological features of the basilica with those of another monument in
the same area, the church of the Sts Theodore, which is slightly later, having been built in the last
years of the 13th century.
Sts Theodore, which, like St Demetrios, followed the tradition of the Helladic School, represents a
more advanced period, as can be seen in the clear tendency towards decoration and a more deliber-
ate effort to compose the forms. This comparison reflects the evolution of architecture during the

247
early stages of development of a Byzantine province that was attempting to revive and consolidate its
cultural memories in a pre-eminently Frankish region.
After the first, difficult, years of establishment of the Byzantines at Mystras and the foundation there
of the metropolitan see of Lacedaimonia, the metropolitan bishops, as we have seen, attempted grad-
ually to enrich their diocese by the acquisition of property, and to embellish it by the creation in the
church of high-quality wall-paintings and a marble floor with mosaics and opus sectile, as well as by
the addition to it of a variety of annexes.
Almost immediately after the erection of the basilica and before the execution of the wall-paintings
in the south aisle, a ground-floor chapel was built to the south of the diakonikon. Its floor was about
1 m. higher than that of the church, and access to it was originally by way of a wooden stair from the
diakonikon. Since the south chapel is earlier in date than the wall-paintings of the south aisle, and
since the metropolitan Eugenios is depicted in death in the diakonikon, it is possible that the chapel
was built by Eugenios himself or by his successors, Theodosios, Therapon or John. Although it is not
inconceivable that the chapel was built by the following metropolitan, Nikiphoros, it was most prob-
ably erected before his arrival in Mystras (1288?).
After the basilica was erected and the buildings of the settlement had spread along the hillside at
Mystras, there must have been some large-scale reshaping of the terrain that led to a rise in ground-
level to the south of the church. A retaining wall must have been built that also served as the outer
wall of the cathedral complex facing the street, continuing the line of the south facade of the chapel
towards its west side. It is possible, given the difference in level of the floors of the basilica and the
chapel, that the latter and the outer wall were contemporary structures. Against this wall, on whose
base the later enclosure wall of the Turkish period was erected, was built the west porch, which orig-
inally extended from the outer south wall of the complex to the north facade of the church and
included four bays covered with barrel vaults.
Another construction phase consists of the addition of a second storey, above the south chapel, thus
creating the two storey campanile. In order to afford access to the second storey of the campanile, it
was necessary to elevate the floor level to its west, which in this area was raised to roughly the level of
the ground to the south of the complex. This was achieved by the construction between the south facade
of the church and the outer wall of the complex of a row of small vaulted substructures, two of which
can be detected. At a later period, holes were opened in their tops and they were used as ossuaries. At
the same time the south door of the church was sealed by masonry. In order to afford access to this new
ground level to the south of the church from its west side, a staircase was constructed at the south end
of the porch. This rested against the masonry of the pilasters of the blind arch that had been created at
the south end of the porch. It is clear, that is, that the south outer wall of the complex, which also served
as a retaining wall to raise the ground level of the street, was built first, followed by the construction of
the porch, the south end of which rested against this wall. Then came the creation of the new floor at a
higher level with a staircase to its west, between the south side of the church and the outer wall of the
complex. The raising of the ground level on the south side of the basilica and the construction of the
staircase to its west were intended to secure access to the second storey of the campanile and were obvi-
ously contemporary with it; consequently, all these structures are later than the porch.
The founder’s inscription of Nikiphoros Moschopoulos in the south facade of the narthex, which was
not visible from the original, lower ground level, is connected with the creation of the new level to
the south of the church, and the staircase. It follows that the second storey of the campanile, the rais-
ing of the ground level to the south of the basilica, and the staircase to its west, must all have been
executed before or during 1291/2, the date of the above inscription. Since, moreover, it is unlikely
that, in the brief period between his arrival in Mystras (1288?), and 1291/2, Nikiphoros would have
himself built the chapel and immediately afterwards remodeled it to a campanile, it is conceivable
that the chapel is earlier than 1288. Finally, the west porch, which belongs to an earlier building phase
than the raised ground level and the staircase leading to it, should be dated before 1291/2.
Also, a small building was added above the north bay of the porch. For this annex, the barrel vault

248
over the bay was replaced by a sail vault at a lower level than that of the barrel vault, so that the small
building had access to the narthex of the church by way of a small passage on its east side. This build-
ing was probably directly connected with the Archbishop’s Residence and provided direct communi-
cations between it and the church. The destroyed wall-paintings of the narthex around the opening
of the above passage, reveal that this was created and the building constructed at a later period than
the wall-paintings in the narthex. The small building had a passage on the north side also, though this
was rendered inoperative by the addition of the north portico.
The corbels of the original north portico of the church are preserved. These were set in its north
facade and supported the arches of the portico vaulting, which rested against the masonry of the
church. The tracings of these arches are also clear from the outline of the wall-paintings on the facade
of the basilica, which they framed. These wall-paintings are dated to the second quarter of the 14th
century. The westernmost bay of the north portico, which is incorporated into the composition of the
facade of the west porch, is also preserved. The beginning of an arched structure can also be made
out on the north side of the west pillar of this bay of the portico, which was incorporated into the west
wing of the Bishop’s Residence. According to the above, the north portico and the earlier small build-
ing above the west porch were constructed between the year of erection of the west porch, which is
earlier than 1291/2, and the second quarter of the 14th century, when the wall-paintings of the north
portico were executed.
Nikiphoros Moschopoulos was not the founder of the basilica, of course, but he did engage in wide-
ranging building activity, as we know from the founder’s inscriptions mentioning his name. This activ-
ity possibly embraced the structures in the area of the narthex, where there are two founder’s inscrip-
tions. The structures in question are, first, the west portico, followed by the staircase at its south end
and the raised ground level to the south of the basilica and the west of the campanile, to which the
aforementioned staircase led, and finally, the second storey of the campanile itself.
The wall-paintings in the north portico, which date from the second quarter of the 14th century, may
be attributed to the metropolitan Loukas (1329-1339) or to the metropolitan Neilos (1339....), who
are known to have shown great concern for their cathedral. It is difficult to accept that the wall-paint-
ings were executed after Neilos, since the seat of Lacedaimonia remained vacant until 1365. If the
north portico is almost contemporary with its wall-paintings, it must have been founded by Loukas
or Neilos. If it is earlier than its wall-paintings, however, it can hardly be attributed to the metropol-
itans Michael or Gregory Voutas, who were not distinguished by their contribution to the diocese,
but, on the contrary, were well-known for their profligacy with its property. If the portico is assumed
to be earlier than its wall-paintings, then it, too, was most probably erected by Nikiphoros, like the
building above the west porch, which preceded the portico.
Porticoes were a very popular feature of Palaiologan architecture, particularly in the capital, with
which Nikiphoros or his successors were undoubtedly acquainted, and on which they later drew to
embellish their cathedral. At some unknown date the north portico was destroyed, leaving the north
facade of the church exposed for a long period, during which it was covered with plaster in an effort
to embellish the complex, possibly after the Orloff episode. After the destruction of the north porti-
co, access to the galleries was from the south side of the church, where a staircase was erected and
the south door to the galleries created. Much later, in 1869, the site of the original north portico was
occupied by the south side of the peristyle of the inner court of the cathedral.
With regard to the dates of the above Byzantine annexes to the church, the second storey of the cam-
panile and the west porch, both of them buildings of an archaic character built in periods not widely
separated in date, should be assigned on the basis of the morphological features, to the early years of
Nikiphoros, at the end of the 13th century. In contrast, the small building above the west porch, and
by extension the north portico, if this is earlier than the wall-paintings on the north facade of the
church, as suggested by its form at the preserved west end, are both buildings of meticulous con-
struction and a characteristic tendency towards decoration that probably belong to the later period
of Nikiphoros’s building activity.

249
It thus becomes evident that Nikiphoros, a hierarch of great education and culture,.was also respon-
sible for a wide range of building work, including the erection of new annexes as well as the embell-
ishment of his cathedral through the completion of its wall-paintings and probably also the creation
of its floor.
After an elapse of about a hundred years, during which no building activity is attested, the most
important project was undertaken since the erection of the church, resulting in a radical modification
of its form and function. A dynamic intervention in the original form of the basilica led to the cre-
ation of a second level with galleries above the side aisles and narthex, according to the five-domed
cross-in-square church type. For the addition of the galleries, the roofs over the side aisles and the
narthex of the basilica were removed and almost the entire clerestory was demolished, apart from the
east end with its two-light window and the section of the side-walls above the dividing walls of the
sanctuary. At the same time, the vault over the ground floor of the campanile was replaced by a new
one at the higher level of the galleries, so as to secure communication between the two areas.
The above interventions in the church, made in order to add the galleries, destroyed the wall-paint-
ings at the top of the east part of the clerestory, where this was preserved to a fairly good height. The
wall-paintings in the rest of the central aisle were destroyed from a point much lower down, just above
the level of the barrel vaults over the side aisles. Between the old and the new masonry in the central
aisle, a string course was interposed with the founder’s inscription of the metropolitan Matthew. The
drums of the vaults were given blind arches on the exterior. The central of the three blind arches on
the east facade partially covered the corresponding surface of the clerestory of the basilica. The blind
arches on the west facade bear the painted monograms of Matthew. His monograms are also to be
found on the impost blocks of the proskynetaria that belong to the period of the modification, as the
marble slabs of the parapets in the bays of the galleries, which correspond with the transept.
The literary sources provide no information whatsoever about the metropolitan Matthew, the builder
of the galleries, and the date at which this major work of renewal was undertaken is therefore unknown.
Investigation of the reasons for this radical modification of the cathedral, in conjunction with its histo-
ry and that of the area in general, and with architectural evidence, such as the type and form of the
building, may possibly determine the date of this ambitious building project with some certainty.
After the foundation of the despotate in 1348, the new order of aristocratic courtiers that arose
around the despot introduced a new way of life based on the ‘typikon’ of Constantinople, which
demanded the isolation of nobles in church from the ordinary people and monks. The large archon-
tika (‘mansion houses’) had their own private chapels, and the despot had a proskynetarion in the
palace, or might, with his retinue, attend the Divine Liturgy in the palace church of St Sophia, which
was near his residence. When he attended the Divine Liturgy along with the laity or clergy, there
had to be galleries inside the church, as in Constantinople. The construction of such galleries to
accommodate the despot’s court was therefore provided for in the Hodeghetria and the Pantanassa,
and also, on a smaller scale, in the Peribleptos. In contrast, St Demetrios had no galleries to house
the despot and his retinue.
At the same time, the new political and social organisation in the despotate weakened the power and
influence of the ecclesiastical leaders over the spiritual and cultural life of the land and reduced the
prestige and influence of the diocese. After Nikiphoros Moschopoulos, moreover, the see of
Lacedaimonia did not have any hierarchs of his personality, authority and education. This, together
with the fact that the diocese found itself outside the new cultural currents introduced by the aris-
tocracy, and with the location of the cathedral at the edge of the settlement, far removed from the
palace, isolated it from the nobles and the daily life of the capital of the despotate. Although it con-
tinued to be a cultural and spiritual centre, it is evident that the diocese had lost the prestige it
enjoyed at the time of Nikiphoros Moschopoulos, and there is no evidence from the second quarter
of the 14th century onwards to indicate that any significant building activity was undertaken in it until
the construction of the galleries by Matthew.
The addition of the galleries to St Demetrios produced the composite architectural type that derived

250
from the co-existence of a basilica on the ground floor with a five-domed cross-in-square church at
the level above. This type was first applied at Mystras in the Hodeghetria, the design of which was
modified during its erection, with the creation of galleries within a cross-in-square church; it was
repeated almost a century later in the Pantanassa, with a design conceived ab initio, and was repro-
duced a few years later in St Demetrios as the result of a radical repair and renovation. Not only the
architectural type of St Demetrios, but also some of its morphological and structural features, and a
number of elements of the painted decoration of the facades and its architectural sculptures exhibit
similarity with corresponding elements of the Pantanassa. It is therefore highly probable that the
work-team that built the Pantanassa also constructed the galleries of St Demetrios a few years later.
The addition to the basilica of St Demetrios of galleries in conformity with the five-domed cross-in-
square type, over a century after the first appearance of such galleries at Mystras with the erection of
the Hodeghetria, reveals the new role played by the diocese in the life of the capital of the despotate
in the 15th century. Quite apart from the need for the court and the despot, Constantine Palaiologos,
to be present in the cathedral during the major festivities, there is no reason to doubt the tradition
that the most important ceremony in the history of Mystras, the coronation of the last emperor, took
place in St Demetrios. Arguments in favour of this include court ‘typikon’, which required the par-
ticipation of the people in the coronation of the emperor, the more popular image of the emperor
during the last years of the Palaiologan period, and the personality of Constantine himself - that of
a popular leader and warrior. It seems possible that Constantine Palaiologos was crowned emperor
of Byzantium, albeit unofficially, in the church of St Demetrios, the cathedral of the despotate, rather
than at some isolated monastery church of Mystras, at a time when political circumstances prevent-
ed his coronation from taking place in Constantinople.
According to the above, the galleries were probably built by Matthew, an insignificant prelate, who
was not involved in the ecclesiastical and political conflicts of the time, when Constantine was despot,
during the five years between his arrival in the Peloponnese and his coronation, that is, between
1443/4 and January 1449, just a few years before the fall of Constantinople, and at a late, very diffi-
cult period in the history of the despotate. This period, moreover, accounts for the fact that the wall-
paintings of the galleries were never executed, apart from the Pantokrator on the dome, which was
necessary for the coronation ceremony.
With the erection of the galleries, a new complex structure, which possessed the features mainly of the
Palaiologan architecture of Constantinople and was modelled on the Pantanassa, changed the austere
provincial character of the cathedral, which had been built in the tradition of the Helladic School.
During the period of Turkish domination, both the fact that the metropolitan bishop of Lacedaimonia
was the only leader of the Orthodox population, and the prosperity of the town, had direct repercus-
sions on the progress and prestige of the diocese. A building programme initiated in the middle of the
18th century by the metropolitan Ananias Lambardis included the erection of the west wing of the
Bishop’s Residence. Further building work was carried out in the diocese in the 19th century, when the
metropolitan Chrysanthos constructed the two fountains in the complex. The last building project in
the diocese took place after the destruction of Mystras by Ibrahim pasha, and involved repairs and the
addition of a Renaissance peristyle to the north courtyard, just after the middle of the 19th century.
After the destruction of Mystras by the Turks, and the foundation of the new town of Sparta in the
reign of Otto, the diocese of Lacedaimonia reverted to Sparta after six centuries of life and cultural
prestige at Mystras, both during the Late Byzantine period and during the period of subjugation to
the Ottoman Turks. St Demetrios continued to function for a further century as an ordinary parish
church. Since 1955 it has stood in the archaeological site, a monument of great artistic and historical
significance, at which probably took place one of the most important events in the later history of
Byzantium - the coronation of Constantine Palaiologos, the last Byzantine emperor, who set forth
from Mystras to die heroically at the Gate of St Romanos in Constantinople.

Translation: David Hardy

251
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 94

Κεντρικός τρούλος: α) Λεπτομέρεια του τόξου του βόρειου παραθύρου και της υπερκείμενης
κατασκευής, β) Άποψη από ΝΑ.
ΠΙΝΑΚΕΣ
Π ΙΝ Α Κ Α Σ 1

Ά π ο ψ η το υ ν α ο ΰ π ρ ο ς Δ.
Π ΙΝ Α Κ Α Σ 2

Ε σ ω τ ε ρ ικ ή ά π ο ψ η τ ο υ ν ά ρ θ η κ α π ρ ο ς Ν
Π ΙΝ Α Κ Α Σ 3

Νότιο σφενδόνιο του νάρθηκα. Άποψη προς Δ.


Π ΙΝ Α Κ Α Σ 4

Ε σ ω τ ε ρ ικ ή ά π ο ψ η τ ο υ ν ά ρ θ η κ α π ρ ο ς Β,
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 104

α) Ανατολική όψη του βορειότερου πεσσού του δυτικού προστώου, β) Η κλίμακα στο νότιο άκρο
του δυτικού προστώου, γ) Κτίσμα πάνω από το δυτικό προστώο, εσωτερική άποψη προς ΝΑ.
Η τοιχοποιία της βασιλικής, δ) Βορειοανατολικός κιλλίβαντας στήριξης του θόλου
του κτίσματος πάνω από το δυτικό προστώο.
Π ΙΝ Α Κ Α Σ 6

α) Μεσαίο κλιτός. Άποψη προς Α. β) Βόρεια κιονοστοιχία.


Π ΙΝ Α Κ Α Σ 7

Β ό ρ ε ιο κ λ ίτ ο ς . Ά π ο ψ η π ρ ο ς Α .
Π ΙΝ Α Κ Α Σ 8

Δυτικός τοίχος του βόρειου κλιτούς,


Π ΙΝ Α Κ Α Σ 9

Β ό ρ ε ιο κ λ ιτ ό ς . Ά π ο ψ η π ρ ο ς Δ.
ΠΙΝΑΚΑΣ 10

Άποψη του ναοΰ προς Α., από τα υπερώα.


Π Ι Ν Α Κ Α Σ 11
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 12

Διακονικό. Η Ετοιμασία του Θρόνου.


Π Ι Ν Α Κ Α Σ 13

Νότιος τοίχος του διακονικού και άποψη του νότιου άκρου των επιστυλίων του τέμπλου
α) Εσωτερική πλευρά, β) Εξωτερική πλευρά.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 14

11
έ·^§ΕΕΕΞ2

>7*ν
* *
1.*
Ι _ · 4 ψ , , ;

%- ; Ι } 1
- ί

Β γΪ.
β =Ε
3 ι 1
’ ϊ 0 1 .
5 1 . 1—

Ανατολική όψη του ναού και του κωδωνοστασίου.


Νότια όψη των υπερώων και του κωδωνοστασίου
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 16

Δυτική όψη του ναού. Επάνω από το προστοίο, στα βόρεια, το μικρό κτίσμα.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 17

Άποψη του Μυστρά από ΒΑ.


Π Ι Ν Α Κ Α Σ 18

α) Άνω τμήμα της δυτικής θΰρας. Κτητορική επιγραφή του Νικηφόρου Μοσχόπουλου στο υπέρθυρο
του μαρμάρινου θυρώματος. β) Μαρμάρινη πλάκα εντοιχισμένη στη νότια όψη του νάρθηκα
με την κτητορική επιγραφή του Νικηφόρου Μοσχόπουλου.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 19

α) Ο κοσμήτης με την κτητορική επιγραφή του Ματθαίου, β) Άποψη του ναού προς Δ,
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 20

Μεσαίο αψίδωμα στη δυτική όψη των υπερώων: α-β) Μονογράμματα του Ματθαίου στο βόρειο
και το νότιο τεταρτοκυκλικό αψίδωμα.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 21

[λα]κ[εδαιμονιας] ματθαιος

α) Νότιο αψίδωμα στη δυτική όψη των υπερώων. Μονογράμματα του Ματθαίου στα τεταρτοκυκλικά
αψιδώματα. β) Σχεδιαστική απόδοση των μονογραμμάτων στο μεσαίο και στο νότιο αψίδωμα κατά
G. Millet, Inscriptions.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 22

:-4*&

α-β) Εσωτερική άποψη του νάρθηκα προς Ν. και προς Β. γ-δ) Νότια παραστάδα και νότιο σφενδόνιο
στη δυτική πλευρά του νάρθηκα.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 23

Νάρθηκας: α) Εσωτερικό. Κατασκευαστικός αρμός στη βορειοανατολική γωνία, β) Το δάπεδο μετά


την ανασκαφή. Άποψη προς Β. γ) Δυτική θΰρα. Εσοπερική όψη. δ-ε) Ανατολική θΰρα.
Δυτική και ανατολική όψη.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 24

α) Βόρειο σφενδόνιο του νάρθηκα και δίοδος προς το κτίσμα πάνω από το δυτικό προστώο
β) Άποψη του ναού προς Α.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 25

Ιερό Βήμα: α) Ανωδομή μεσαίου κλιτούς και τεταρτοσφαιρικός θόλος κόγχης. Άποψη προς ΒΑ.
β-γ) Νότιος και βόρειος διαχωριστικός τοίχος.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 26

η Ττ Τγί ΜΠίιιΤπΐΐ'% / 1£ΪΜ Β·Ε| · γ 7 / \5τ ' '■·;>· ι


-’ ■/λ ϋτ^’ΐ Κ /?Γα\ »ιΉ
1ι$ ® γ :. Ρ · ' ·*>$§ · ·® νξ
' ' ϋ
•Μΐ®1! ¿1γ*“· ■■Ι κ ι Μ · ^ · ^ * : - 3 |^ ^ Η V, 1 $ κ ν ·ΙνΦ δ ^ ».
Κ'«#® ί \ 2 Ρ Κ * ώ Μ&μ Ι^Η*ι4 τ Γ ! 1*4 · λίν%»ν'

Μεσαίο κλιτός: α) Άποψη προς ΝΔ. β) Βόρεια κιονοστοιχία.


Π Ι Ν Α Κ Α Σ 27

Βόρειο κλίτος. Άποψη προς Α.


Π Ι Ν Α Κ Α Σ 28

α-β) Βόρειος και νότιος κίονας του δυτικού ζεύγους κιόνων, γ-δ) Βόρειος και νότιος κίονας
του μεσαίου ζεύγους κιόνων.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 29

α) Ανατολικός κίονας της βόρειας τοξοστοιχίας. β) Βάση του δυτικού κίονα της βόρειας
τοξοστοιχίας.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 30

Διαχωριστικοί τοίχοι Ιερού: α-β) Υπολείμματα επικράνων πάνω από το βόρειο και το νότιο
προσκυνητάριο.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 31

Νότιο κλιτός: α-β) Άποψη προς Α. και προς ΝΔ.


Π Ι Ν Α Κ Α Σ 32

α-β) Βόρειο κλίτος. Άποψη προς Δ. γ) Τοιχογραφίες στο νότιο σταθμό της βόρειας διόδου
του νάρθηκα προς τον κυρίως ναό.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 33

α-β) Τοιχογραφίες σε σταθμούς παραθύρων, γ) Δυτικός τοίχος του μεσαίου κλιτούς. Άποψη νότιας
παραστάδας.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 34

α) Βόρεια θΰρα, εσωτερική όψη. β) Ξυλόγλυπτος επισκοπικός θρόνος,


Π Ι Ν Α Κ Α Σ 35

Τοιχογραφίες: α) Ποδιά στην κόγχη της πρόθεσης, β) Βόρειος τοίχος πρόθεσης, γ) Νότια πλευρά
σύνθρονού.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 36

Ιερό Βήμα: α) Τεταρτοσφαιρικός θόλος της κόγχης, β) Ημικυκλικό τόξο στα δυτικά
του τεταρτοσφαιρικοΰ θόλου της κόγχης, γ) Βόρεια πλευρά του σύνθρονού.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 37

Άποψη του ναού προς Α., από τα υπερώα.


Π Ι Ν Α Κ Α Σ 38

α) Κόγχη της πρόθεσης, β) Κόγχη του διακονικού


Π Ι Ν Α Κ Α Σ 39

α) Βόρειος τοίχος της πρόθεσης, β) Βόρειος τοίχος του βόρειου κλιτούς, δυτικά της πρόθεσης.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 40

Κόγχη του Ιερού Βήματος: α-β) Τα παράθυρα και λεπτομέρεια του βόρειου παραθύρου.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 41

Κόγχη του Ιερού Βήματος: α-β) Το μεσαίο και το νότιο παράθυρο,


Π Ι Ν Α Κ Α Σ 42

α) Νότιος τοίχος του νότιου κλιτούς, δυτικά του διακονικού, β) Βόρειος τοίχος διακονικού.
Ο μητροπολίτης Ευγένιος.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 43

Διακονικό: α) Η Ετοιμασία του Θρόνου, β) Η νότια κόγχη με τα ίχνη της θΰρας


προς το κωδωνοστάσιο.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 44

Νάρθηκας: α) Αποκάλυψη παλαιού δαπέδου μετά την αφαίρεση των σανίδων στην κεντρική περιοχή
β) Βόρεια δίοδος. Διαμόρφωση κατωφλιού του νεοπερικού δαπέδου με τμήμα επικράνου,
γ) Η κεντρική περιοχή του δαπέδου. Άποψη προς Δ.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 45

α-β) Ανάγλυφες μαρμάρινες πλάκες ενσωματωμένες στο δάπεδο του νάρθηκα.


Π Ι Ν Α Κ Α Σ 46

Τριπλός «πίνακας» του δαπέδου στη δυτική περιοχή του μεσαίου κλιτούς. Άποψη προς Δ.
α-β) Μεσαίο και δυτικό διάχωρο.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 47

α) «Πενταόμφαλο» στο δάπεδο του μεσαίου κλιτούς. Άποψη προς Α. β) Μαρμαροθέτημα στο δάπεδο
εμπρός από το Ιερό Βήμα, γ) Η μαρμάρινη πλάκα με το δικέφαλο αετό.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 48

α) Δάπεδο του νότιου κλιτούς. Οι δυο δυτικοί «πίνακες». Άποψη προς Δ. β) Ψηφιδωτό στο δάπεδο
εμπρός από τη νότια θΰρα.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 49

α) «Πίνακες» στο δάπεδο εμπρός από το νότιο διαχωριστικό τοίχο του Ιερού. Άποψη προς Ν.
β) Δεύτερος, από Δ., «πίνακας» στο δάπεδο του βόρειου κλιτούς. Άποψη προς Δ.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 50

Βόρεια θΰρα: α) Το κατώφλι, β) Μαρμαροθέτημα. Άποψη προς Ν.


Π Ι Ν Α Κ Α Σ 51

Μ Ι#
Μ ν1 ΐ (
Ρ ^ ;
*ν~*Χ

$ψΧι^ίζί^^&Μ
5***»«/·Μ!
"*»* *··>♦·»·%*»»!**
,ν · '^· '

-β) Λεπτομέρειες του δαπέδου στην περιοχή μεταξύ του δυτικου και του μεσαίου κίονα της νότιας
κιονοστοιχίας.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 52

α-β) Λεπτομέρειες του δαπέδου στην περιοχή μεταξύ του δυτικού και του μεσαίου κίονα της βόρειας
κιονοστοιχίας.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 53

α-β) Δάπεδο του Ιερού Βήματος,


Π Ι Ν Α Κ Α Σ 54

α) Δάπεδο της πρόθεσης. Άποψη προς Α. β) Δάπεδο του διακονικού. Άποψη προς Δ,
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 55

Π ρ ό θ ε σ η : α ) Ε π ισ τ ύ λ ια τ ο υ τ έ μ π λ ο υ , β ) Λ ε π τ ο μ έ ρ ε ια κ ιο ν ίσ κ ο υ τ ο υ τ έ μ π λ ο υ
ΠΙΝΑΚΑΣ 56

Γ Η ί/Μ
1 //Α0* :ΜΜ ψ β Μ Μ Η
Ν Ι· βΙΙικΙΙδ 1 β

Ι ε ρ ό Β ή μ α : α ) Ε π ισ τ ύ λ ια τ ο υ τ έ μ π λ ο υ , β ) Λ ε π τ ο μ έ ρ ε ια β ό ρ ε ιο υ τ μ ή μ α τ ο ς .
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 57

Ι ε ρ ό Β ή μ α . Ε π ισ τ ύ λ ια τ ο υ τ έ μ π λ ο υ : α - β ) Λ ε π τ ο μ έ ρ ε ιε ς μ ε σ α ίο υ κ α ι ν ό τ ιο υ τ μ ή μ α τ ο ς ,
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 58

Βάση τέμπλου του Ιερού Βήματος: α-β) Βόρεια και νότια πλευρά,
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 59

Δ ια κ ο ν ικ ό : α ) Ε π ισ τ ύ λ ια τ ο υ τ έ μ π λ ο υ , β ) Λ ε π τ ο μ έ ρ ε ι α ν ό τ ιο υ τ μ ή μ α τ ο ς .
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 60

'^ |Μ ;

Δ ια κ ο ν ικ ό . Ε π ισ τ ύ λ ια τ ο υ τ έ μ π λ ο υ : α - β ) Λ ε π τ ο μ έ ρ ε ιε ς μ ε σ α ίο υ κ α ι ν ό τ ιο υ τ μ ή μ α τ ο ς .
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 61

α, β, στ) Βόρειο προσκυνητάριο και λεπτομέρειες του βόρειου και του νότιου κιλλίβαντα,
γ-ε) Σχεδιαστική απόδοση των μονογραμμάτιον στα επιθήματα των κιλλιβάντιυν
και στο επίκρανο κατά G. Millet, Inscriptions.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 62

α, β, στ) Νότιο προσκυνητάριο και λεπτομέρειες του βόρειου και του νότιου κιλλίβαντα,
γ-ε) Σχεδιαστική απόδοση των μονογραμμάτων στα επιθήματα των κιλλιβάντων και στο επίκρανο
κατά G. Millet, Inscriptions.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 63

Αποψη του νότιου άκρου τοον επιστυλίου του τέμπλου από την εσωτερική τους πλευρά:
α) Πρόθεση, β) Διακονικό.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 64

α) Νότιος τοίχος του κυρίως ναού. Άποψη του νότιου άκρου των επιστυλίων του τέμπλου
από την εξωτερική τους πλευρά, β) Βόρειος τοίχος του Ιερού Βήματος. Άποψη
του βόρειου άκρου τιυν επιστυλίων του τέμπλου από την εσωτερική τους πλευρά.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 65

Δυτικό υπερώο: α) Άποψη του νότιου σταυροθολίου προς ΝΔ.


β) Άποψη του βόρειου σταυροθολίου προς ΒΑ.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 66

α) Δυτικό υπεροίο. Άποψη του κεντρικού θόλου προς Ν. β) Τα δυο παράθυρα στη βόρεια πλευρά
του φωταγωγού.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 67

α) Τρουλίσκος στο νοτιοδυτικό γωνιακό διαμέρισμα των υπερώων, β) Κεντρικός τρούλος. Άνοψη
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 68

Κεντρικός τρούλος: α-β) Άποψη προς ΒΔ. και προς ΝΑ.


Π Ι Ν Α Κ Α Σ 69

α) Τρουλίσκος στο νοτιοανατολικό γωνιακό διαμέρισμα των υπεριόων. Άποψη προς ΝΔ.
β) Τόξο του ανατολικού παραθύρου στη νότια όψη του φωταγωγού.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 70

α) Ανατολικό παράθυρο της νότιας όψης του φωταγωγού, β) Δίοδος προς το νοτιοανατολικό γωνιακό
διαμέρισμα των υπερώων. Ανατολική όψη. γ) Δίοδος προς το βορειοανατολικό γωνιακό
διαμέρισμα των υπερώων. Δυτική όψη.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 71

’■·· -'ν·’'Γτ·ίί^-·"¿^.Α ι»5»


? φ :^ 0 %

α-β) Θιοράκια στηθαίου στα διαμερίσματα της βόρειας και της νότιας κεραίας του σταυρού
των υπερώων.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 72

Θωράκια υπερώων: α) Στηθαίο του νοτιοδυτικού γωνιακού διαμερίσματος, β-γ) Στηθαίο


του βορειοδυτικού γωνιακού διαμερίσματος. Εξωτερική και εσωτερική όψη.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 73

,ΪΙ',ιΜ'

Δυτικό υπερώο: α) Θωράκια στο στηθαίο, β-γ) Επίκρανα στο βόρειο και στο νότιο πεσσό,
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 74

α) Εξωράχιο του ημικυλινδρικοΰ θόλου του νότιου κλιτούς, στην περιοχή πάνω από το τέμπλο,
β) Νότιο σταυροθόλιο του δυτικού υπερώου, άποψη προς ΝΑ. Λεπτομέρεια κατασκευής του.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 75

Α ν α τ ο λ ικ ή ό ψ η τ ο υ ν α ο ΰ κ α ι τ ο υ κ ιυ δ ω ν ο σ τ α σ ΐο υ
ΠΙΝΑΚΑΣ 76

Κεντρική αψίδα του Ιερού: α) Μεσαίο παράθυρο, β) Βόρειο παράθυρο, γ) Νότιο παράθυρο,
δ) Λεπτομέρεια επιθήματος στο νότιο δίλοβο παράθυρο.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 77

553Ι1 ρ Ι§
·ιΐΚ>«%«ίΜΚ, ηϋ & .& Ζ ί

χ :^ Μ
■ρ /» Λ ^ *ν ι

Α ν α τ ο λ ικ ή ό ψ η τ ω ν υ π ε ρ ώ ω ν : α - β ) Μ ε σ α ίο κ α ι β ό ρ ε ιο α ψ ίδ ω μ α .
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 78

α ) Α ν α τ ο λ ικ ή ό ψ η τ ω ν υ π ε ρ ώ ω ν . Ν ό τ ιο α ψ ίδ ιυ μ α . β ) Ν ό τ ια ό ψ η τ η ς β α σ ιλ ικ ή ς .
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 79

Νότια όψη: α) Λεπτομέρεια της τοιχοποιίας στη βάση του δυτικότερου αψιδώματος των υπερώων,
β) Τοιχοποιία και επίστεψη της βασιλικής στην περιοχή επαφής με το κωδιονοστάσιο.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 80

α) Λεπτομέρεια της κατασκευής στην περιοχή επαφής του νότιου κλιτούς της βασιλικής
με το κωδωνοστάσιο, β) Νότιο παράθυρο του νάρθηκα και δυτική πλευρά της κλίμακας
προς τα υπερώα.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 81

Ν ό τ ια ό ψ η τ ω ν υ π ε ρ ώ ω ν κ α ι τ ο υ κ ω δ ω ν ο σ τ α σ ίο υ .
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 82

Ν ό τ ια ό ψ η τ ω ν υ π ε ρ ώ ιο ν : α ) Γ ε ν ικ ή ά π ο ψ η α π ό Δ . β - γ ) Τ ο δ υ τ ικ ό κ α ι τ ο δ ε ύ τ ε ρ ο , α π ό Δ ., α ψ ίδ ω μ α .
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 83

Ν ό τ ια ό ψ η τ ω ν υ π ε ρ ώ ω ν : α - β ) Τ ο τ ρ ίτ ο , α π ό Δ ., κ α ι τ ο α ν α τ ο λ ικ ό α ψ ίδ ω μ α .
ΠΙΝΑΚΑΣ 84

^ν ^^Γ'··'7
Η δΒ ^δ*

1Iί, |ρ | I
■■'· | ! ^
5% ν.·’
ίτ*?·.·«*«» ;*3Ν&
%40ξ| 1?®
§|*3β ι
<- ρ ^ |
.. £111®:
Βί&δν? δ -

. Ψ ? Κ : *' ■■*. ■'


?¿>· Γ·Λί 'Μ . „
** ~ ~~ Α.
,Λ · β 4 ί 5

α) Δυτική όψη. Επάνω από το προστώο, στα βόρεια, το μικρό κτίσμα. β) Η κρήνη του δυτικού
αίθριου.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 85

Δυτική όψη του νάρθηκα που αντιστοιχεί: α) στο νότιο διαμέρισμα του προστιόου, β) στο δεύτερο,
από Ν., διαμέρισμα του προστώου, γ) στο τρίτο, από Ν., διαμέρισμα του προστώου, δ) στο τέταρτο,
από Ν., διαμέρισμα του προστώου.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 86

·:-\vfeN

α) Λεπτομέρεια πάκτωσης του βορειότερου κιλλίβαντα του δυτικού προστώου στην τοιχοποιία
της βασιλικής, β) Λεπτομέρεια της άνω απόληξης της βόρειας θύρας.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 87

Β ό ρ ε ια ό ψ η τ η ς β α σ ιλ ικ ή ς : α ) Γ ε ν ικ ή ά π ο ψ η π ρ ο ς Δ . β ) Α ν α τ ο λ ικ ό δ ι α μ έ ρ ισ μ α τ η ς σ τ ο ά ς .
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 88

Β ό ρ ε ια ό ψ η τ η ς β α σ ιλ ικ ή ς : α - β ) Τ ο τ ρ ίτ ο κ α ι τ ο τ έ τ α ρ τ ο , α π ό Α ., δ ια μ έ ρ ισ μ α τ η ς σ τ ο ά ς .
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 89

α ) Β ό ρ ε ια ό ψ η τ ο υ ν ά ρ θ η κ α . Π έ μ π τ ο , α π ό Α ., δ ια μ έ ρ ισ μ α , β ) Β ό ρ ε ια θ ΰ ρ α .
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 90

Θύρωμα της βόρειας θΰρας: α) Άνω τμήμα του δυτικού σταθμού, β) Κάτω τμήμα του ανατολικού
σταθμού.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 91

Βόρεια όψη των υπερώων: α-β) Δυτικό αψίδωμα και θΰρα,


Π Ι Ν Α Κ Α Σ 92

Βόρεια όψη των υπερώων: α) Δεύτερο, από Δ., αψΐδωμα. β) Γενική άποψη προς Δ
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 93

α) Βόρεια όψη των υπερώων. Τέταρτο, από Δ., αψίδωμα. β) Κεντρικός τρούλος. Το νότιο παράθυρο
και τα κογχάρια κατά τις δύο του πλευρές.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 94

Κεντρικός τρούλος: α) Λεπτομέρεια του τόξου του βόρειου παραθύρου και της υπερκείμενης
κατασκευής, β) Άποψη από ΝΑ.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 95

α-β) Άποψη της στέγης προς ΒΑ. και ΝΑ. του κεντρικού τρούλου.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 96

Κωδωνοστάσιο: α-β) Εσωτερική άποψη της δυτικής και της νότιας πλευράς του ισογείου
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 97

Κ ω δ ίο ν ο σ τ ά σ ιο : α -β ) Ά π ο ψ η τ η ς α ν ω δ ο μ ή ς τ ο υ ισ ο γ ε ίο υ π ρ ο ς Α . κ α ι π ρ ο ς Ν .
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 98

¡/-•Ο ^

■¿¿Λ: ;

, ·, Λ^ΐΙΨφέ^

Κ ιο δ ω ν ο σ τ ά σ ιο : α - β ) Ε σ ω τ ε ρ ικ ή ά π ο ψ η τ ο υ ισ ο γ ε ίο υ π ρ ο ς Β . Η τ ο ιχ ο δ ο μ ία .
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 99

Κ ω δ ω ν ο σ τ ά σ ιο : α - β ) Β ό ρ ε ια κ α ι δ υ τ ικ ή ό ψ η
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 100

α-β) Μαρμάρινα μέλη εντοιχισμένα στο δυτικό αέτωμα του κωδωνοστασίου


Π Ι Ν Α Κ Α Σ 101

α-β) Μαρμάρινα μέλη εντοιχισμένα στην ανατολική και τη νότια όψη του ισογείου του κωδωνοστασίου
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 102

*ν'
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 103

α) Δυτικό προστιυο. Άποψη της θολοδομίας προς Ν. β) Νότια όψη του δυτικού διαμερίσματος
της βόρειας στοάς.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 104

α) Ανατολική όψη του βορειότερου πεσσού του δυτικού προστώου, β) Η κλίμακα στο νότιο άκρο
του δυτικού προστώου, γ) Κτίσμα πάνω από το δυτικό προστώο, εσωτερική άποψη προς ΝΑ.
Η τοιχοποιία της βασιλικής, δ) Βορειοανατολικός κιλλίβαντας στήριξης του θόλου
του κτίσματος πάνω από το δυτικό προστώο.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 105

Κτίσμα πάνω από το δυτικό προστώο: α-β) Εσωτερική άποψη της βορειοδυτικής γωνίας
και της βόρειας πλευράς με τη θΰρα.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 106

Κτίσμα πάνω από χο δυτικό προστώο: α-β) Βόρεια και νότια όψη.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 107

Περίστωο του βόρειου αίθριου του συγκροτήματος: α-β) Άποψη προς ΝΔ. και προς Α.
Π Ι Ν Α Κ Α Σ 108

α) Μαρμάρινη πλάκα, εντοιχισμένη στον όροφο της δυτικής πτέρυγας του μητροπολιτικοΰ μεγάρου,
με την κτητορική επιγραφή του Ανανία. β) Μαρμάρινη πλάκα εντοιχισμένη στη δυτική στοά
του βόρειου αίθριου, με την κτητορική επιγραφή του Δ. Μελετόπουλου. γ) Μαρμάρινη πλάκα
εντοιχισμένη στη νότια στοά του βόρειου αίθριου με τη χρονολογία 1869.
-

Ιβϊ9 I* »1
Ί
R ■ 'i ail ill
ê IIS é

LtTzj

You might also like