Professional Documents
Culture Documents
Εις την δόξα! Εις την δόξα! Εις την δόξα του Θεού, της Αγια-Τριάδος, της
Θεοτόκος, του Α-Γιάννη του Βαφτιστή κ πάντα <=πάντων> των Αγίων, κ του
Αγίου Βασιλείου: να πρεσβέψει εις την ΠαντοδυναμίανΤου κ εις την
ΒασιλείανΤου να μας λευτερώσει τώρα εις το νέον έτος, να μας λευτερώσει απο
την κακίαμας, απο την ιδιοτέλειάμας κ απο τα πάθημας, κ απο την επιβουλίαν
των ξένων!
Κ εις τον κίντυνο της πατρίδος κ θρησκείας: απο την κακίαμας κ διχόνοιάμας
κ ιδιοτέλειαμας κιντυνεύαμεν να χαθούμεν πάντοτες• ήταν το χέρι του Θεού κ
της ΒασιλείαςΤου κ μας έσωσε εις όλους τους κιντύνους.
σειρά:>
Εις δόξα του Θεού σημειώνω πρώτα την μεγάλη Ευσπλαχνίαν <πάντοτε το
γράφει ‘ησπιλαχνία(ν)’>
του Θεού οπου είδα, οπου έκαμεν εις εμένα τον
αμαρτωλόν: τα 1837∴ μου άνοιξαν οι πληγές του σώματόςμου, οπου είμαι
πληγωμένος εις τα δεινά της πατρίδος, κ έκαμα αστενής τέσσερους μήνες.
Έτρεχαν οι πληγές απο το χέριμου κ απο τ’ άλλομου το σώμα, ετρύπησε το
σώμαμου όλο απο την πολυκαιρία της αστενείαςμου. Είχα οχτώ γιατρούς.
Τέλος, σώθηκαν οι ελπίδες κ απο’μένα κ απ’ όλους τους γιατρούς. Με το
σεντόνι με γύριζαν, οτι έμεινα πετσί
ενδιαφέρον, αηδιάζει>
την άχλιαν κατάστασιν οπου κατήντησα• κ αφάνισα κ όλους
το αμέσως επόμενο π. Είχα σκεφθεί ‘υπη<ρέ>της’, αλλα ένας υπηρέτης δέν θα μιλούσε με τέτοιο
θάρρος, κ τονιζόμενη συλλαβή <ρέ> δέν θα λάνθανε. Θα μπορούσε να είναι κύριο όνομα
τοπωνυμικής προέλευσης, ας πούμε Εμπίτης, αλλα κάτι τέτιο δέν θυμίζει κανένα υπαρκτό όνομα,
άλλωστε άν ήταν επώνυμο θα έδινε κ το μικρό όνομα, ή θα εξηγούσε ποιός είναι αυτός, όπως
4
εδώ!»• τους έβγασα <= κατα το ‘έμπασα’. Θα μπορούσε κανείς να διαβάσει κ ‘έβ<ι>ασα’.
Λέγεται κ σήμερα>
, το αδύνατο το σώμα! Έπεσα μπαϊλντισμένος <bajıldı
= ετοιμάσουν, σελλώσουν>
τ’ άλογομου κ να του βάλουν σκουτιά απάνω εις την
σέλλα. Τό’σασαν, μ’ έπιασαν οι άνθρωποι μ’ έβαλαν απάνω, κ πήγα εις την
Συριανή, εις την Παναγίαν• κ την ίδιαν ημέρα εκεί ζήτησα να φάγω κ έκαμα κ
τα γλιαμπάνια. <= ‘γλιαπανια’ =πρέπει να σχετίζεται με το χλεμπόνι =φλέμα, καθώς κ με την
χλαπάτσα, ασθένεια των προβάτων όπως την ονομάζουν οι Σαρακατσάνοι. Είναι μάλλον απο
βλάχικη λέξη, υποθέτω *qlebán, που σήμαινε βρωμιά προερχόμενη απο το σώμα. Το ε στα βλάχικα
τρέπεται συνήθως σε ια. Τα συμφραζόμενα δείχνουν οτι γλιαμπάνια εδώ εννοεί κόπρανα, πιθανόν
αρρωστιάρικα, ευκοίλια. Ίσως λ. επηρεασμένη απο το οθωμανικό jabana = ‘στην ερημιά, στο κενό’,
<αλλαγή πένας:>
Η γυναίκαμου ήταν γκαστρωμένη, το παιδί έτρωγε
αυτείνη <=τέτιου είδους = υπο τις άθλιες συνθήκες που περιέγραψα> την θροφή εις την
κοιλιά, γεννιέται το παιδί, σερνικόν, γένεται δύο, τριών χρονών,
βγαίνει <=βγάζει> το τρικούκουλο: του ανοίγουν σε όλοτου το σώμα είκοσι πέντε
τρύπες! Έκαμεν με αυτά περίτου από’ναν χρόνον – δέν μπόρησε <=δέν στάθηκε
δυνατό>
να το γιατρέψουν όλοι οι ιατροί της Αθήνας, κ από’ξω άλλοι, πραχτικοί.
Τάζω κ αυτό εις τον μεγάλον Γιατρό, τον Θεόν, κ την Βαγγελίστρα.
Αυτός – τον πήρε ο φόβος. «Μήν φοβάσαι! Τον γνωρίζεις;» του λέγει. Λέγει κ
αυτός ο δυστυχής: «τον γνωρίζω». – «Να πάς να του ειπείς: δι’ αυτό οπου
εργάστη, θα τον κιντυνέψουν πολύ κ αυτόν. Κ αυτό μήν φοβηθεί• άς έχετε τις
ελπίδες εις τον Θεόν, κ θα σας σώσει. Κ να του ειπείς να πάγει εκεί οπου τάχτη
τόσες φορές (κ γιατρεύτηκε κ εσώθηκαν όλοι απο τον κίντυνο): να πάγει εις την
Βαγγελίστρα». Αυτός δέν ήρθε• αφού τρείς φορές το είδε, κ τον βίασε <=πίεσε,
ανάγκασε>
κ ήρθε κ μου το είπε, πάλε το βάρησα εις του κουφού.∴)
ώς συνήθως ‘υφερα’>
γιατρούς, τόσα πράματα! Κ σάπισαν κ τα στήθιατης, την
Έρχεται ένας αγωνιστής απο την Αίγυπτο, σάν έμαθε την μεταβολή
αυτείνη <=την απόκτηση συντάγματος>, ν’ απολάψει τα δίκαιατου: ήτον μαζίμου εις
τον αγώνα της πατρίδος. Βλέπει την φαμελιάμου σ’ αυτείνη την κατάστασιν,
λέγει: «της έχουν κάμωμα καμωμένο δαιμονικόν». <Εκεί στην Αίγυπτο έμαθε απο την
μου λέγει: «το βράδυ θα ιδούμεν τί είναι, το βράδυ!». Έκατσε όλη μέρα
μαζίμου• το βράδυ, τα μεσάνυχτα, με παίρνει εμένα, κ παίρνω κ άλλον έναν
άνθρωπο, οτι φοβήθηκα μόνοςμου, κ κατεβαίνουμε εις το περιβόλιμου. Κ
γυμνώνεται αυτός, καθώς τον έκαμεν η μάνατου• κ άρχισε, ώς μίαν ώρα
κάτι <σε γλώσσα ακατάληπτη απο τον Μακρυγιάννη> είπε εκεί, είπε, είπε• τότε μας
λέγει: «φέρτεμου ένα τσαπάκι». Κ σκάβει εις την πόρτα, οπου τρώμεν ψωμί απο
μέσα, κ βγαίνει <=βγάζει> ένα πράμα δεμένο: ένα πανί, κ δεμένο με πλήθος
σπάγ<γ>ους• κ του κόβομεν αυτά τα σκοινιά κ τ’ ανοίγομεν• κ ήταν μέσα τρία
πιρούνια μεγάλα, κ ήταν πλήθος βελόνες, κ διάργερον <=υδράργυρος , γραμμένο
‘διαριηρον’
> κ στάχτη, κ κοκκαλάκια απο πεθαμένους, κ σημάδια <=δείγματα> απο
τα σκουτιά της γυναικόςμου κ απο τα δικάμου• κ φαινόταν κ εκείνα το
κόψιμοτις <=το κόψιμότους> κ τα σκουτιάμας οπου ήταν τρύπια <φαινόταν κ εκείνα τα
10
ιατρικής παρακολούθησης για ορισμένο διάστημα επι ορισμένης αμοιβής). Γραμμένο ‘ειςτοσπιτι με
κοντοτα’. Το ιταλικό λεξικό ‘De Mauro’ δίνει τις εξής ερμηνείες του condotta: burocr., assunzione di
un professionista, spec. sanitario, in un pubblico ufficio: c. medica, veterinaria, concorrere a una c. stor.,
estens., il contratto stipulato tra un capitano di ventura e il signore o il comune che lo assumeva al suo
11
12
Σε δύο ημέρες, βλέπει ένας Χριστιανός εις τον ύπνοτου οτι ήρθε ένας
καλόγερος εις το σπίτιμου, κ μιά μαυροφόρα, εις τον οντά οπου κοιμούμαι
μόνοςμου, κ μου λέγει η γυναίκα οτι: «Εγώ δέν ήθελα να ματά’ρθω σ’ εσέναν•
ο Γιάννης με παρακίνησε (ήτον ο Άγιος Γιάννης ο Βαφτιστής), οτι σ’ έσωσα
τόσες φορές κ δέν ήρθες εις το σπίτιΜου, Με γέλασες.
13
Σου γιάτρεψε κ ο ΜονογενήςΜου, (κ: εγώ τον περικάλεσα κ ήρθαμεν κ) σου
γιατρέψαμεν το γεταίρισου <γραμμένο γιτερισŏ. Είναι παλιά μορφή του ‘ταίρι’, αρχαϊκώς
‘ἑταίριον’>
να μήν ανεμείνουν αρφανά τόσα αδύνατα χελιδονάκια• <η σύζυγος
λέγεται χελιδόνα κ τα παιδιά χελιδονάκια, γιατί είναι αγαπημένα μέν, αποδημητικά δέ. Κατοικούν
μαζίμας, στο ίδιο σπίτι, αλλα αποδημούν, χωρίζουμε, όταν έρχεται η ώρα του θανάτου>
κ
γιάτρεψε ο ΜονογενήςΜου το στήθοςτης κ Εγώ το χέριτης, οπου θα πάγαινε
απο αυτά• κ της έβγαλε τόσα σάπια απο του καταραμένου τις ενέργειες». Τότε
εγώ άρχισα να κλαίγω. Μου λέγει: «μήν κλαίς. Ξέρεις ποιός σε φυλάγει
εσέναν;»• ευτύς (είχε απο κάτω απο το ράσοτης μιάν λαμπάδα κ) την σήκωσε
απάνω κ άναψε: «αυτό το Φώς του ΑφεντόςΜας σε φυλάγει! Κ να’ρθείς εις το
σπίτιΜου». Έρχεται ο άνθρωπος την αυγή, μου λέγει όλα αυτά. Τότε εγώ
αποφασίζω να πάγω κ να πάρω κ το παιδί οπου το γιάτρεψε απο τις πληγές κ
τό’ταξα να το πάρω να πάμεν – αρχινάγω κ συλλογιούμαι: «πού να πάρω
παιδί!», φοβόμουν κ την θάλασσα, δέν είχα κ έξοδα εις το χέρι• κ δι’ αυτά όλα
άρχισα να μετανογώ δια το παρόν,
14
Την άλλη βραδυά βλέπει μιά γυναίκα την ΧάρηΤης, τον Α-Γιάννη, τον Άγιον
Σπυρίδωνα κ τον Άγιον Νικόλα, κ ήρθαν εις την κάμαρη, κ βαστούσα εγώ το
παιδί εις τα χέρια• μου λέγει η ΧάρηΤης: «μήν παίρνεις το παιδί μαζίσου τώρα•
κ μήν φοβάσαι απο αυτούς, δέν σου κάνουν τίποτας• κ μήν φοβάσαι κ την
θάλασσα: θα σε πάρω Εγώ κ ο Γιάννης κ ο Σπύρος κ ο Νικόλας να σε πάμεν κ
να σε φέρωμεν πίσω εις την οικίανσου». Αφού έρχεται η γυναίκα κ μου λέγει
αυτά (όσα εγώ συλλογιόμουν μόνοςμου μου τα λέγει αυτείνη!) – παίρνω έναν
άνθρωπον, κατεβαίνω κάτω, ήταν κ το παπόρι δια να φύγει, μπήκα μέσα•
έπεσα να κοιμηθώ απάνω (δέν μπορούσα κάτω εις τ’ αμπάρι) – μου λένε:
«σήκω!». Εγώ έλπιζα οτ’ ήμαστε ακόμα εις τον Περαία, ανακατώνονταν οι
άνθρωποι
15
κ θα σηκώσουν σίδερο <=άγκυρα> να φύγωμεν – μου λένε: «σήκω, θα βγούμεν εις
την Σύρα!». Τηράγω, βλέπω Σύρα. Εβήκαμεν έξω, εις τους φίλους• έφαγα
ψωμί• θέλανε να μου κάμουν τραπέζι άλλοι το βράδυ – είπα του παιδιού
κρυφά κ’ έπιασε καΐκι• σε δύο ώρες πήγαμεν εις την Τήνο• επήγα σ’έναν
κουμπάρομου, έκατσα εικοσιτρείς ημέρες• πήγα εις την ΧάρηΤης, νήστεψα κ
ξεμολογήθηκα να μεταλάβω. Είπα των επιτρόπων να μου βάλουν ένα σκουτί
να κοιμηθώ κάτω, εις την εκκλησίαν οπου φανερώθη η ΧάρηΤης• μού’στρωσαν
εμπροστά εις την εικόνα. Η εκκλησιά είναι μεγάλη. Εκει μέσα, λέγω του
ανθρώπουμου: «εσύ σύρε πέρα τις εικόνες κ κοιμήσου – κ άν θέλεις, δοξολόγα
τον Θεόν κ την ΧάρηΤης • ει δέ, κοιμήσου• ό,τι θέλεις ακολούθα». Άρχισα εγώ
να κάμω τις μετάνιεςμου κ την αμαρτωλήμου προσευκή εις τους Σωτήρας της
πατρίδοςμου κ θρησκείαςμου κ’ εμένα του αμαρτωλού κ όληςμου της
οικογένειαςμου.
16
Αφού άρχισα τις μετάνιεςμου κ την προσευκήμου καμόση ώρα, πήγα εις την
ΧάρηΤης να ασπαστώ, να κοιμηθώ ολίγον κ πάλε να σηκωθώ• άμα πήγα να
απαστώ, κάνει έναν χτύπον η εικόνα, οπου δέν μπορώ να σας το παραστήσω!
Ξυπνάγει ο άνθρωπος απο το πέρα μέρος, οπου τ’ άκουσε, ήρθε εκεί, «τί ήταν
αυτό;» μου λέγει – μήτε εγώ ήξερα μήτε εκείνος.
Μετάλαβα την αυγή. Πήγαινα, όσες μέρες στάθηκα: πήγαινα εις την ΧάρηΤης,
λυτρωνόμουν. Κ καθόμουν με τους επιτρόπους κ πατέρες. Εκεί ήμουν τυχερός,
δια της ΦώτισήςΤης: πήρα κ μίαν εικόνα, όσ’η είναι η ΧάρηΤης <=μεγέθους όση η
17
Γυρίζοντας εις το σπίτι απο την ΧάρηΤης, εκείνον τον χτύπον οπου έκαμεν η
εικόνα όταν πήγα να μεταλάβω, πάντοτες τον ακούγω εδώ εις τις εικόνες.)
Αφού ήρθαμε απο την ΧάρηΤης, την νύχτα μας παίρνει ο Α-Γιάννης κ άλλοι
Άγϊοι <πρέπει να διαβάζεται πάντοτε ‘Άγϊοι’ σε 3 συλλαβές κ όχι ‘Άγιοι’ σε 2 συλλαβές, γιατί ο
Μακρυγιάννης το γράφει πάντοτε ‘αγιυ’ που σημαίνει οτι διακρίνει δύο ‘ι’ στη λέξη κ όχι μόνο ένα
μετά το γ>
εμένα κ την γυναίκαμου, κ μας πήγαν σε μιάν λαμπρά εκκλησίαν• κ
ήταν κ μία βρύση, κ είχε σά φίδια πλήθος<=πλούσια γλυπτή διακόσμηση στην πέτρινη ή
μαρμάρινη βρύση>
• σε μιάν σκάφη μού’ βαλαν τα σκουτιάμου να τα πλύνει η
γυναίκαμου, κ ο Α-Γιάννης είχε εις το ράσοΤου ένα θελό<=θολό> πράμα κ τό’ριξε
μέσα εις την γούρνα οπου ήταν τα σκουτιά, κ είπε τηςι γυναικόςμου: με αυτό
καθώς είναι να τα φορέσω. Τότε με πήραν κ ήρθαμεν εις το σπίτιμου• κ εις την
οξώπορτα <γραμμένο σάν δύο λέξεις: ‘όξω πόρτα’> ήταν ένας Δεσπότης κ είχε εις το
χέριΤου: έναν λαμπρό Σταυρόν κ έλαμπε ο τόπος• μ’ ευλόγησε κ μου Τον
έδωσε• κ μου είπε: «εσένα σου αφιερώνω τον ΣταυρόνΜου»• κ έκαμα μετάνιες
κ Τον πήρα κ Τον έβαλα εις τις εικόνεςμου.) <με το ‘ιε’ εννοώ πως προφέρεται σε μία
συλλαβή. Εδώ το ι δέν προφέρεται, μόνο μετατρέπει τον προηγούμενο φθόγγο: το ν γίνεται
πρόσθιο ουρανικό. Όπου γράφω ‘μετάνοιες’ εννοώ οτι προφέρεται ‘νοι-ες’, σε χωριστές συλλαβές>
18
ύπνομου τον Α-Γιώργη κ τον Άγιον Δημήτρη κ μου λένε: πρίν βαφτίσω τα δύο
μπινάρια… <= δίδυμα μωρά, κρίνοντας απο τα συμφραζόμενα. Κατα τη γνώμημου προέρχεται
απο κάποια νεολατινική γλώσσα, νομίζω βλάχικα, απο το λατινικό bina =δύο μαζί. Μεταξύ των
‘δίδυμος’>
«οτι όταν θα μεταλαβαίνεις με όλους της φαμελιάςσου να κάνετε
πρώτα το Ευκέλαιόνσας κ τότε να μεταλαβαίνετε». Απο τότε όποτε θα
μεταλάβωμεν, κάνομεν πρώτα το Ευκέλαιόνμας).)
<αλλαγή μελάνης:>
Τα 1844∴ ΓΙουλίου 18∴ βλέπει εις τον ύπνοτου ο Χατζη-
Αντώνης, (γεννημένος εις τ’ Αγεροσόλυμον, <=Ιεροσόλυμα> τίμιος πολύ),
19
ενωμένα σε ένα σχήμα κ απο πάνω έχει κάτι σάν το κοίλο ενός κουταλιού (λαβίδα μετάληψης) που
αμβροσίας’. Επιπλέον, το
ò αποτελείται απο τρείς ήχους: A, U, M, που συντίθενται σε μία συλλαβή:
ΩΜ, κ συμβολίζει κάθε καλό πράγμα που αποτελείται απο τρία μέρη ή τρείς υποστάσεις. Στο 4ο
μέρος ο Μακρυγιάννης κάνει λόγο για λαβίδα, αλλα όχι μετάληψης, εκεί πρέπει να εννοεί
κανονική λαβίδα με δύο σκέλη, κάπως σάν δαγκάνα κάβουρα. Αλλα κι άν το πάρετε ώς λαβίδα
20
Έλεγα εις τ’ άλλο οτι θα σας σημειώσω τί έγιναν κ πώς ο Θεός τα νέκρωσε κ
δέν χάθη αυτή η δυστυχισμένη πατρίδα: τις 11 Γιουνίου την παλληκαριά οπού’
καμεν ο Καλλέργης κ η συντροφιάτου, οπου ερέθισαν κ παρακίνησαν τους
πολίτες δολερώς κ πήγαν εις το παλάτι να φωνάξουν αναντίον της
κυβέρνησης• οι ίδιγοι τους βάναν, δια ν’ ανοίξει δυστύχημα: να’ρθούνε οι ξένοι
φίλοιτους να μας ησυχάσουνε! Κ αφού τους βάλαν σε αυτόν τον σκοπόν, πήγε
κ ο αρχηγός της Μεταβολής, ο Καλλέργης, κ τα φουσάτατου, κ κατασκότωσαν
τους αθώους πολίτες. Βγήκα κ εγώ ώς την Πλάκα κ σε όλα εκείνα τα μέρη, κ’
ησύχασα τους ανθρώπους, οπου πήραν τα όπλατους να πάνε να πεθάνουν δια
την απιστία οπου τους έκαμαν• κ τρόμαξα να τους ησυχάσω! Κ αυτό μου το
κάμαν έγκλημα οι κυβερνήταιμας!
21
Πρίν αυτό το κίνημα (την άλλη ημέρα έγινε), βλέπω την νύχτα εις τον
ύπνομου: κατέβαινε απο το κάστρο ένας μεγάλος ποταμός, μεγάλη θελούρα, κ
έκαμε το μισό το νερό κατα την χώρα, να την πνίξει, κ το μισό: το μέρος το
δικόμου, να μου πνίξει το σπίτιμου. Κ πήρα ένα τσαπί κ πήγα εκεί οπου
μεραζόταν το νερό• εκείνο που πάγαινε κατ’α την χώρα: έφκιασα μπροστά
έναν μεγάλο λάκκον, κ χώνεψε όλο μέσα• τότε κατεβαίνω κ εις το σπίτιμου να
φκιάσω χαντάκι να φύγει το νερό να μήν μου πάρει ομπρός το σπίτιμου.
Απόστασα μόνοςμου αγωνίζοντας• έρχεται μιά κοκκινοφόρα, κ μου βοήθησε, κ
χώνεψε το νερό. <το κόκκινο σημαίνει ευμένεια, ευτυχία, χρησιμοποιείται με αυτήν την έννοια
σε όλες τις θρησκείες. Μου βοήθησε, το ‘μου’ με έννοια δοτικής, όπως η αρχαία ελληνική σύνταξη>
Την άλλη μέρα, οπού’γινε το κίνημα, ούτε εις την χώρα μπόρεσαν να κάμουν
τον σκοπόντους ούτε στο σπίτιμου, οπού’ρθαν πεζούρα κ καβαλλαρία κ με
κλείσαν μέσα.)
Τότε βλέπει μιά σεβάσμια γυναίκα όλη αυτείνη την καβαλλαρία κ πεζούρα
(την νύχτα• ξημερώνοντας έγινε) οτι γύρα το σπίτιμου κ περιβόλι ήταν τρία
μπαγιράκια, κ ένα πλήθος κοκκινοφερεμένοι• το μεσι<α>νό μπαγιράκι το βα-
22
έλαμψε ο τόπος, είναι το Φώς του Θεού που έμελλε να εμφανίζεται στο σπίτι του Μακρυγιάννη, το
οποίο Φώς τον τρόμαζε τόσο, σάν να καιγόταν το σπίτιτου. Ενώ ενέπνεε τόσο τρόμο, δέν ήταν κακό
για τον Μακρυγιάννη, αντιθέτως τον προστάτευε. Τί σχήμα είχε το τζιβαιρικόν, ο καθένας κατα
23
Θεός θα σας σώσει, κ μήν φοβάσαι». Κ αφήνουν τρία κεργιά αναμένα εις το
σπίτι, κ φε<ύ>γουν• λένε της γυναικός: «πές αυτά οπου άκουσες κ της
Μακρυγιάνναινας κ του Μακρυγιάννη». Το είπε η γυναίκα, κ κάμαμεν ό,τι ο
Θεός μας φώτισε.
Βλέπει την νύχτα η ίδια γυναίκα: τρείς Φράγκοι, κ με άγρια σκυλιά πολλά,
έρχονταν να με πιάσουν, να με ρίξουν να με φάνε τα σκυλιά. Ευτύς έγενε ένας
μεγάλος πλάτανος κ κόλλησα απάνω – κ κοντά αυτείνοι• κ κόλλησα εις την
αλλού <=άκρως, τέρμα> ψηλή κορφή – κ αυτείνοι κοντά!
24
Τότε απο τον ουρανό κατεβαίνει ένα φώς, ώς τριχιά, κ βαστόμουν, οτ’ ήμουν
απάνω εις την κορφή, να μήν πέσω. Τότε τσακίστηκαν κ φύγαν, κ
γλύτωσα.) <απο τους Ευρωπαίους ξεκινούσαν οι κίνδυνοι κατα του Μακρυγιάννη, είχαν στην
Ελλάδα πολλούς πιστούς οπαδούς, τα σκυλιάτους. Το Φώς κ η Φώτιση του Θεού τον έσωζε>
Άλλη γυναίκα:)
‘Κυρα-Θεοτόκο’>
. Θα πάμεν εμείς όλοι εις το σπίτι του Μακρυγιάννη• κ έλα κ εσύ
κοντάμας, να σου το δείξωμεν, κ να πάς την αυγή μπονώρα να του ειπείς: εις
το τραπέζι οπου θα τον καλέσουν να μήν πάγει, οτι θα τον φαρμακώσουνε• κ
να πάς χωρίς άλλο την αυγή!». Την πήραν την νύχτα, της έδειξαν το σπίτιμου,
κ τον ίδιον οντά οπου κοιμούμαι! Ήρθε η γυναίκα την αυγή• εγώ τότε
ξύπνησα• κ μου λέγει αυτά. Σε τρείς, τέσσερες μέρες είδα κ… κ την
προσκάλεσιν του τραπεζ<ι>ού: απο πρέσβη της Μπαυαρίας. Τέσσερες φορές με
κάλεσε, κ ήρθε κ μόνοςτου εις το σπίτιμου, κ με την γυ-
25
Εις την ίδια γυναίκα την άλλη αυγή πήγε ο Χριστός κ η Θεοτόκο ς κ της λέγει:
«σύρε να ειπείς του Γιάννη: τί μας γκεζεράει εις τα ξένα σπίτια, κ δέν μας
φκιάνει το σπίτιΜας; Να του το ειπείς να φκιάσει την εκκλησίανμας».
26
(εις τ’ άλλο ξηγούμαι όλα αυτά) κ μου γύμνωνε κ την πατρίδαμου απο πλούτη
κ αρετή (πάντρεψε δύο κορίτσιατου κ πήραν δύο αδέλφια, παιδιά του
Κατακουζηνού• κ αυτό το παράδειγμα, αυτεινού οπου μας κυβέρναγε, το
πήραν κ άλλοι Έλληνες κ ακολουθούσαν τον ίδιον γάμον) – τότε, δι’ αυτεινού
την αρετή κ δια αλλονών δια να μιλώ, με κιντύνευαν. Είπα: να λευτερωθεί η
πατρίς, κ να φκιάσω εις το περιβόλιμου μιάν εκκλησία, την Αγια-Τριάδα την
Χρυσο-σπηλιώτισσα (οτ’ είναι σπηλιά εκεί) κ τον Α-Γιάννη τον Βαφτιστή.
Έφκιασα την σπηλιά, την μερεμέτισα, κ έβαλα κ την Άγια Τράπεζα, κ έφκιασα
κ τις τρείς εικόνες. Δέν έγινε ακόμα η εκκλησία, κ τις εικόνες τις είχα εις την
Αγια-Κατερίνη. Κάνοντας έξοδα τώρα δια την Μεταβολή κ άλλα, δέν είχα τον
τρόπον• είπα: όποτε ο Θεός βοηθήσει, κ να στερεώσει την πατρίδα κ θρησκεία,
τότε θα κάμω το χρέοςμου. Κ πήρα τις εικόνες
27
κ τις ήφερα εις το σπίτι τις εικόνες, σάν μου είπε η γυναίκα αυτό• κ ο Θεός άς
βο<η>θήσει να γένει η εκκλησία όποτε είναι η αγαθήΤου Θέλησις.)
Την ίδια νύχτα βλέπει άλλη γυναίκα απο την Αθήνα: οτι βήκαν σεργ<ι>άνι έξω
εις τα περιβόλια,
28
29
Ένας αγωνιστής, Χριστιανός καλός, βλέπει εις τον ύπνοτου: κ πάγει ένας
σεβάσμιος γέρων, σάν δεσπότης, κ του λέγει: «ακολούθαΜε κοντά»• κ τον
ακολουθάγει, κ πηγαίνουν απάνω εις το Ντελοβούνι• κ ήταν μιά παλαιινή
εκκλησία, κ κατέβηκαν κάτω οι δυότους, κ ηύραν μιά πέτρα έμορφη, κ είχε
κεφαλιακά <=κεφαλαία> γράμματα• κ του λέγει ο γέρος του αγωνιστού: «βλέπεις
αυτείνη την πέτρα; αυτείνη γυρεύουν να πάρουν οι Άγ<γ>λοι κ οι άλλοι, κ
θυσιάζουν τόσον καιρόν κ κιντυνεύουν κάθε στιγμή αυτόν τον τόπον. Ό,τι κ να
κάμουν, κ τα βασίλειατους να ξοδιάσουνε όλα, αυτείνη η πέτρα θα μείνει εις
τον τόποτους <=στον τόπο των Ελλήνων> ασάλευτη – κ του κάκου κοπιάζουν όλοι
αυτείνοι• κ ό,τι κάνουν θα βρούνε με τον καιρότους <κατα την τουρκική
30
εκείνος έπρεπε να την πάρει – δέν καταδέχτη». Τότε βλέπει τον βασιλέαμας κ
βασίλισσάμας κατάμαυρους• κ παρουσιάστη ένας μεγάλος γκρεμνός, κ
κρεμάστηκαν καί οι δύο, κ δέν μπορούσαν ούτε απάνω να κολλήσουνε, ούτε
κάτω – κάθονταν κρεμασμένοι. <Αυτό το όνειρο είναι πραγματικό κ μεγάλο νόημα έχει. Η
πέτρα είναι η κληρονομιά των αρχαίων προγόνωνμας (γι’ αυτό γραμμένη με κεφαλαία, όπως οι
αρχαίοι έγραφαν). Αυτή είναι η ταυτότητα, είναι κ η δύναμημας. Μιά πέτρα με μιά αρχαία
επιγραφή, είναι το φυλαχτό του έθνουςμας. Ο Μακρυγιάννης στάθηκε αντάξιοςτης, αντάξιος των
παλαιών Ελλήνων πολεμιστών κ σοφών, αυτός κατάλαβε όσο κανένας άλλος το νόημα της
ιστοριογράφους. Γι’ αυτό εδικαιούτο να οικειοποιηθεί το σύμβολο της ελληνικής κληρονομιάς, απο
Ελλάδα>
έτσι καθώς γεννήθη• το έστειλα με την μητέρατου κ με την αδελφήτου
εις την Βαγγελίστρα (ήταν απο τον τόπομου <=το Λοιδωρίκι>). Εις την
Βαγγελίστρα κατήντησε να μήν ζυγώνει άνθρωπος πλησίοντου: τον έτρωγε
σάν σκυλί! Το είχανε δεμένο σ’ ένα κελλί, κ τού’διναν κομμάτι ψωμί κ έτρωγε,
ώς οχτώ μήνες. Ξημερώνοντας της ΧάρηςΤης, πήγαν όλοι εις την εκκλησία.
31
μέρα>
ήταν κ ποδάρια κ χέρια πιασμένα κ περπατούσε με τον κώλο, ύστερα
έτρωγε κ τους ανθρώπους κ τον είχαν δεμένο. (Κ έγιναν κ άλλα πλήθος
θάματα εκείνη την χρονιά). Πέρασαν απο’δώ να τους στείλω εις την πατρίδα•
μου λέγει το κορίτσι: το βράδυ οπου κοιμήθη, την νύχτα, οτι ο βασιλέας
καβαλλίκεψε κ τον ακολούθησα, κ εγώ μαζίτου, κ πήγαμεν σε μιάν μεγάλη
εκκλησίαν – την είχαν χαλασμένη• εκεί ήταν η ΧάρηΤης κ του λέγει: «αυτείνη
την εκκλησίαν την άφησες κ την χάλασαν! κ να την φκιάσεις πίσω!». Τότε
άρχισε ο βασιλέας κ εγώ κ άλλοι πολλοί, πλήθος – ευτύς την κάμαμεν λαμπρά.
32
Κ ήταν μιά ξέπλεγη γυναίκα: αφού είδε την θέλησιν του λαού κ του βασιλέως,
οπου κάμαν λαμπρά αυτήν την εκκλησίαν, έσκυψε γονατικώς κ δόξαζε τον
Θεόν κ εύκχεταν τον λαόν κ τον βασιλέα.)
Αφού την είδαν φκιασμένη κ εις αυτείνη την λαμπρότη, τότε τρείς Φράγκοι
πήραν από’να λοστόν κ τσαπιά κ’ έσκαβαν να την γκρεμίσουνε οπίσω. Αφού
είδα εγώ αυτούς οπου πολεμούσαν να την γκεμίσουνε, πήγα κ πιάστηκα κ
μάλωνα να μήν την χαλάσουνε. Αφού είδε ο βασιλέας οπου μάλωνα εγώ με
αυτούς, έφυγε. Τότε, σάν έμεινα μόνοςμου, με πιάσαν αυτείνοι οι Φράγκοι κ με
βαρούσαν με τους λοστούς κ με πήραν σέρνοντας – κ ήταν ένας γκρεμνός
μεγάλος κ πήγαιναν να με γκρεμίσουνε κάτω απο’κεί. Τότε, βλέποντας το
κορίτσι αυτό <αυτό = αυτό που συνέβαινε, δηλαδή:>, οπου θα με γκρέμιζαν κάτω,
έβαλε τις φωνές κ έκλαιγε• κ απο την τρομάρατου εξύπνησε.)
33
Αφού μου είπε ο άνθρωπος δια την πέτρα, οπου τον πήρε κ τον πήγε εις το
βουνό,)
τις πέντε του Αυγούστου - οπου εις τις τέσσερες έγινε εκείνος ο θόρυβος κ ο
σκοτωμός εις την εκκλησία δια τους ψήφους (ξηγούμαι εις τ’ άλλο, οπου
άλλαξε το υπουργείον τις πέντε του Αυγούστου))
βλέπω εις τον ύπνομου: ήρθε ένας γέρων κ μου λέγει: «Γιάννη! Γιάννη!» (τρείς
φορές), «ο Μαυροκορδάτος κ οι συντρόφοιτου δέν θα ειδούνε Θεού πρόσωπον!».
Εξύπνησα• έκαμα τον Σταυρόμου κ ματα κοιμήθηκα.)
Έρχεται πίσω, μου λέγει: «σήκω απάνω!». Με πήρε κ βγήκαμεν εις την
σκάλαμου• μου λέγει: «τήρα την θάλασσα». Τήραξα, κ βλέπω ένα μεγάλον
παπόρι ώς βουνό• κ έβγαινε<=έβγαζε> έναν καπνό μεγάλον. Του λέγω: «τί είναι
αυτό;» – μου λέγει: «το μεγάλο παπόρι της Βρεταννίας» – «τί είναι η
Βρεταννία;» – μου λέγει: «η Αγγλία» – «μεγάλο βασίλειον», του λέγω, «είναι•
μεγάλο είναι κ αυτό το παπόρι» – μου λέγει: «να πάμεν κάτω εις την θάλασσα
να το ιδούμεν καλύτερα». Πάμεν εις την άκρη της θάλασσας• εκείνο ζύγωνε
πλησίονμας• κ όσο ζύγωνε, τόσο μίκραινε!• κ κατήντησε, όσο νά’ρθει εκεί
οπου ήμαστε, κατήντησε σάν μικρή γολέτα. Λέγω: «εκείνο ήταν σά βουνό•
τώρα να γένει γολέτα!
34
τί είναι αυτό!» – «έτσ’ ήταν πρώτα εδώ», μου λέγει, «έτσι έγινε τώρα». Κ
ξύπνησα.)
Κ ένα παιδί του σκολείου, απο του Σαλών<ου> το μέρος, βλέπει: δύο παπόρια,
το ένα με αγγλική σημαία, κ τ’ άλλο με γαλλική• το αγγλικό ήταν μεγάλο, το
γαλλικόν μικρόν – κ έρχοντας πλησίον, εμίκραινε το αγγλικόν κ μεγάλωνε το
γαλλικόν.)
Όταν πιαστήκαμεν εις την Συνέλεψη δια την θρησκεία (πρίν αυτό να μιληθεί,
όλοι οι πρέσβεις θυσιάσαν πλήθος τραπέζια κ χρήματα, να μπορέσουν να
κάμουν τον σκοπόντους) – να μήν γένει τίποτας, επιαστήκαμεν εκείνη την
ημέρα πολύ• απο την φιλονεικία την πολλή, λέγει ο Μεταξάς: «να το βάλωμεν
εις τον ψήφον». Του λέγω αυτεινού κ όσοι ήταν σύμφωνοι: «θρησκεία δέν
βαίνομεν εις τον ψήφο: ορθόδοξοι Χριστιανοί, να κομματιαστούμεν: δυτικοί κ
ανατολικοί• οτι σήμερα πεθαίνομεν όλοι!
35
πεθαίνομεν όλοι», τους λέγω, «εδω μέσα!». Τότε, χωρίς να την βάλωμεν εις τον
ψήφο, έγινε παμψηφεί κ οι υπέρ κ οι κατά, δέν μπορούσαν να κάμουν αλλιώς.
Τότε όλοι αυτείνοι οι βουλωμένοι, κ ντόπιοι κ ξένοι, μείναν πολύ
νεκρωμένοι – κ πολύ αγαναχτισμένοι αναντίονμου• κ’ ενέργηασαν δολοφονία
(κ ο Θεός τους νέκρωσε την θέλησίντους).)
Τότε, το βράδυ βλέπει ένας αγαθός Χριστιανός (όχι εις τον ύπνον – τον
ξύπνησε): <τον ξύπνησε=ξύπνησε τον ύπνο (=αντικείμενο) ο άνθρωπος που κοιμόταν> βλέπει
έναν γεραλέον, κ του λέγει: «σύρε να ειπείς του Μακρυγιάννη: άς δοξάζει τον
Θεόν, κ όσα ενέργησαν αναντίοντου, κ’ ενεργούνε: δέν μπορούν να του κάμουν
τίποτας• κ ήμουν εις το σπίτιτου, οπου τον φυλάγαμεν Εγώ κ η ΧάρηΤης, η
Βαγγελίστρα, ο Α-Γιάννης, η Άγια Κατερίνη, ο Άγιος Σπυρίδωνας, ο Άγιος
Νικόλας κ ο Άγιος Πεντελέμονας• κ να του ειπείς (Εγώ είμαι ο Ευθύμιος): κ το
χά-
36
μποχτσάς>
κ μου λέγει: «κ αυτό να το βάλεις εις το ίδιον μέρος. Κ καβαλλίκα το
άλογον οπου θα σου φέρουν κ φέρνε γύρα την πολιτείαν αυτείνη». Κ ευτύς
φύγαν. Σε ολίγον έρχεται ένας μ’ ένα γρίβο άλογον
37
πολλά λαμπρό• μου λέγει: «πάρε τ’ άλογο του βασιλέα -σου τό’δωσε εσένα- κ
σύρε γύρα, κ σύρε κ εις τον Λόντο κ συντρόφουςτου». Καβαλλίκεψα κ πήγα
γύρα την χώρα• κ πήγα κ εις το σπίτι του Λόντου• ήταν πολλοί συνασμένοι•
του είπα: «θα σου μιλήσω» – μου είπε: «εσύ τώρα είσαι καβάλλα κ’ εμείς απεζοί
– τί ομιλίαν θέλεις;»• κ έφυγα κ ήρθα εις το σπίτιμου, κ’ έδεσα τ’ άλογον εις
τον ταβλάμου. Έρχεται η γυναίκα μπονώρα <=μόλις ξημέρωσε>, μου λέγει αυτά• κ
το μεσημέρι ο άντρας, κ μου είπε όσα του είπαν αυτεινού.)
38
39
Κ αυτά τα κάναν δια να γυρίσουνε την οργή του βασιλέως αναντίονμου, να τον
φάνε αυτείνοι με την ξένη συντροφιάτους.
Του Αγίου Λουκά, το βράδυ τρώγαμεν ψωμί• ήταν η ώρα ώς εφτά, οχτώ –
βλέπομεν όλοι όσ<οι> ήμαστε εις το τραπέζι: μιάν λάμψη:
40
ήταν σκοτάδι κ έγινε ημέρα! κ: αυτό το είδανε κ πολύς κόσμος. Δοξάσαμεν όλοι
τον Θεόν κ κάναμεν την προσευκήμας. Στάθη αυτό το φώς καμόσον.
Την αυγή έρχεται μιά γυναίκα κ μου λέγει: «Την νύχτα ήταν απο πάνω τα
κεραμίδιασου ένας πολυέλαιος, κ τον βαστούσαν οι Άγϊοι Θόδωροι• κ απο
μέσα εις την σάλασου ήτον ο Α-Γιάννης ο Βαφτιστής κ ο Άγιος Σπυρίδωνας κ η
Αγία Κατερίνη κ η Αγία Άννα». Κ: η γυναίκαμου έκλαιγε οπού’λεγα να φύγω•
της λέγει ο Α-Γιάννης: «μήν κλαίς, δέν τον αφήνομεν να πάγει πουθενά• ούτε
παθαίνει τίποτας, οτ’ είναι αθώος, κ αδίκως τον κατατρέχουν τον
Μακρυγιάννη. Κ ο Θεός έστειλε το μεγάλοΤου δώρον». Ευτύς έρχεται η
ΧάρηΤης, η Βαγγελίστρα, με άλλους πολλούς Αγίους, κ κατέβασαν κάτω εις
την σάλα τον πολυέλαιον κ τον κρέμασαν εις την μέση της σάλας• κ μου
είπαν: «κ ο πολυέλαιος κ Εμείς όλοι είμαστε διατα-
41
είμαστε διαταγμένοι απο τον ΑφέντηΜας να μήν λείπωμεν απο’δώ ποτές. Κ
εδώ εις την σάλα κ εις την κάμαρη οπου είναι οι εικόνες: να είναι πάστρα».
Τότε μου λέγει η γυναίκα όλα αυτά. Εγώ άρχισα να μήν πιστεύω την γυναίκα,
κ μπήκα σε μιάν μεγάλη ανησυχίαν• κ: εις αυτά είχα μιάν απιστίαν, κ εις τ’
άλλα όλα. Την νύχτα απο βραδύς έκαμα την αμαρτωλήμου προσευκή με
δάκρυα κ με μετάνιες, να φωτιστώ υπέρ της πατρίδοςμου κ θρησκείαςμου, να
ιδώ πού τρέχει• κ απο τους ανθρώπους κ καταξοχή <=κατ’ εξοχήν> απο αυτήν την
γυναίκα δέν έχω πίστη πολλή <σχήμα λιτότητος = δέν εμπιστεύομαι καθόλου>.)
Το βράδυ, την νύχτα, βλέπω εις τον ύπνομου (πρώτα με πονούσε η καρδιάμου
πολύ εκείνη την νύχτα εξ αιτίας των λιμπώνμου, οπου μ’ είχαν τραβήσει. Κ
δάρθηκα πολύ κ αποκοιμήθηκα)• βλέπω εις τον ύπνομου την ΧάρηΤης κ μου
λέγει: «περικάλεσα κ τον ΜονογενήΜου κ Τον πήρα κ ήρθε να σε ιδεί κ να σε
γιατρέψει».
42
Κ μαζώχτηκαν κ πολλοί Άγιοι• μου έβαλε ένα πράμα εις την καρδιάμου κ
μού’παψε εκείνος ο μεγάλος πόνος, κ σε ολίγον καιρόν κ ο πόνος των
λιμπώνμου. Κ μου λέγει ο Ι<η>σούς Χριστός, τρείς φορές: «Γιάννη!». «Σε
γιάτρεψα• κ δέν έχεις τίποτας πόνο εις το εξής. Κ μήν πικραίνεσαι• κ τίποτας
δέν μπορεί να σου κάμει κανείς, ούτε όσοι είναι μέσα εις την
καθέντραΜου. <καθέντρα είναι συνηθισμένη λέξη σε αυτό το βιβλίο. Σημαίνει καθέδρα, έδρα,
όπου μένει ο Χριστός κ οι αντιπρόσωποίΤου Άγιοι• του Μακρυγιάννη το σπίτι ήταν η έδρα του
Χριστού>
. Κ όσα σου είπαν οι άνθρωποι είναι δικήΜου Θέλησις, κ του
ΑφέντηΜας πρώτα• κ αυτά οπου σου λέγει η γυναίκα κ θέλει σου ειπεί κ εις το
εξής: να τ’ ακούς, δέν είναι λόγια δικάτης• δέν τηράνε οι άνθρωποι τον
ταχυδρόμον, όταν πηγαίνει με τα γράμματα, ή καλός είναι ή κακός•
τα γράμματα τηράνε άν είναι σφαλισμένα. Κ εις το εξής άλλον να μήν
πιστεύεις ό,τι σου λέγει, ή γυναίκα ή άντρας• αυτείνη θα σου λέγει πάντοτες
<τί> της λέμεν κ τί λέπει, όσο ο ΑφέντηςΜας να σε φωτίσει μόνοςΤου όταν
είναι η ΘέλησιςΤου.
43
Την αυγή ήρθε η γυναίκα κ μου είπε τα ίδια, κ οτι με πόνειε η καρδιάμου κ με
γιάτρεψαν, κ την γυναίκα μόνον ν’ ακώ <=ακούω> οτι δέν συμφέρνει με άλλους, κ
τον ταχυδρόμον, κ τα εξής. <αυτά τα είπε η γυναίκα προτού ο Μακρυγιάννης να τα διηγηθεί,
άρα όντως η γυναίκα είχε υπεραισθητικές ικανότητες. Ο Μακρυγιάννης δέν ήταν βλάκας να τα πεί
στην γυναίκα ή αλλού (άλλωστε ήταν μόλις αυγή) προτού τα ακούσει απο την ίδια. Ακόμη κ όταν η
γυναίκα όντως προσέθετε κ απο κανένα δικότης (που ουσιαστικά δέν αλλοίωνε τα μηνύματα του
Θεού κ των ΑγίωνΤου), κ αυτό ακόμη με του Θεού την άδεια το έκανε (γιατί ακόμη κ οι ψευτιές
στον κόσμο με Θεού άδεια λέγονται) κ οπωσδήποτε οι προθέσειςτης κ οι ενέργειέςτης ήταν καλές
Δόξασα τον Θεόν, την Αγία Τριάδα κ την Θεοτόκο κ πάντα<ς> τους Αγίους – κ
δέν μού’μεινε πλέον αμφιβολία. Κ άρχισα να βάλω κ εις τον εαυτόνμου
περιορισμόν, όσον δύνομαι ώς άνθρωπος. Τραβήχτηκα όλως δια όλου εις την
κάμαρήμου, μόνοςμου• ήμουν κ πρώτα, ομως τώρα έλαβα άλλα μέτρα (κ δι’
αυτό – θα σημειώσω την ποινή οπού’λαβα). Κ άρχισα ταχτικώς τις
μετάνοιέςμου κ την αμαρτωλήμου προσευκή να δουλεύω τουλάχιστο δύο ώρες
(αυγή κ βράδυ) την ημέρα <εννοεί πως άρχισε να αφιερώνει στο Θεό δύο ώρες το πρωί κ δύο
ώρες το βράδυ, ενίοτε περισσότερη ώρα, αρχίζοντας κ τελειώνοντας την κάθε μέρατου με προσευχή
κ μετάνοιες>
44
45
ηύρα κ βρίσκω απο τους ‘καλούς’ ανθρώπους! Εγώ εξακολουθώ τον δρόμομου•
κ ο Θεός να μου δώσει κ αρετή κ ηθική, οτ’ είμαι ο χερότερος απ’ όλοΤου το
πλάσμαΤου: οι αμαρτίεςμου είναι άβυσσος της θαλάσσης, οπού’καμα κ κάνω
ολοένα.
Εις τ’ άλλο το ιστορικόν ξηγούμαι τις αγώνες• <σε εκείνο> είχα κ τούτα γραμμένα
καμόσα• κ τ’ άλλα τά’χω χωμένα, οτι οι κατάσκοποι πάντοτες με προσέχουν κ
με κατακρένουν <ή: κατακρίνουν> εις τους ανωτέρουςτους κατα την θέλησιντους,
δια να βρίσκουν τα νιτερέσιατους κ την εύνοια <=γραμμένο λάθος
‘ευκυα’>
αυτεινών• κ γύρευαν να μου κάμουν κατ’ οίκον έρευνα, κ: να μήν
ιδούνε αυτά, ξήλωσα όσα φύλλα είχα γραμμένα κ τα αντιγράφω εδώ• κ άν
εύρω κ όσα έχω χωμένα, θα γράψω κ εκείνα. Κ όταν διαβάσετε το
πρώτο ιστορικόν, τότε θα λέπετε
46
ο Θεός να μ’ α<υ>ξήνει εις την ψυχήμου κ εις την ιδέαμου, καλύτερα σπλάχνα κ
αρετή κ πίστη καθερά <=καθαράν> να Τον προσκυνώ κ να Τον δοξολογώ κ να Τον
ευκαριστώ κ να Τον περικαλώ να μας σώσει απο την ιδιοτέλεια κ απο τον
δόλον των δολερών αχόρταγων γενικώς της ανθρωπότης, οπου την τρώγει η
αδικίατους μαζί με τους γλυκόγλωσσους τους τεμπέληδες, τους κόλακάςτους
(οτι δια να βυζαίνουν όλοι αυτείνοι ήρθε η ταλαίπωρη ανθρωπότης εις αχλίαν
κατάστασιν• δουλεύουν κ αγωνίζονται όλοι οι τίμιοι άνθρωποι κ ψωμί δέν
μπορούνε να φάνε χορταστικόν).)
Την ημέρα ήθελε να πάγει ενού αγωνιστού… (ήτον μαζίμου αυτός κ ήρθε κ η
μητέρατου απο τα νησιά, τα Θερμιά, να τον ιδεί• πολλά σεβάσμια γρι γιά• κ: εις
τον τόποτης είναι μιά εκκλησιά παλαιινιά <=αρκετά συνηθισμένο επίθετο στο βιβλίο
48
εις τις εικόνες, εμπροστά εις τον Α-Γιώργη κ Άγιον Δημήτρη, θα χρησιμέψει κ
δια τα δύο μπινάρια, τον Γιώργη κ Δημήτρη, οπου θα βαφτίσωμεν. Αυτό είδα
εις τον ύπνομου, κ μου είπε κ η γυναίκα την αυγή όσα είδα εγώ, κ το τάλληρον
οπου έδωσα.)
άρθρο έχει απο πάνωτου μιά μεγάλη καμπύλη σάν ‘δασεία’ που στην πραγματικότητα είναι η
αρχή απο το τ που ήθελε να γράψει ‘της Αγγλίας’ κ προτίμησε να βάλει μιά λέξη
πρωτύτερα> ε
πιρροή της Αγγλίας – λαμπρύνεται της Γαλλίας δια μέσον του
Κωλέτη κ του πρέσβητης Πεσκατόρη) θέλαν να βάλουν σ’ ενέργειαν την
θρησκείατους, δυτική, του Πάππα, (πώς ήταν ορκισμένος δι’ αυτό ο Κωλέτης,
εις τ’ άλλο σημειώνω), κ αρχίσανε εδώ να κάμουν σκολειά κ κατηχούσαν κ τους
ανθρώπους, κ τους όρκιζαν στενά, κ έφκιασαν μοναστήρι εις την Τήνο, κ
εκκλησίες, κ άλλες πολλές ευκολίες εις τους οπαδούςτους, φέραν χρήματα κ τα
εξής. Δια της Φώτισης του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου: κ άνθρωποι ήταν απο τους
ίδιους, Χριστιανοί, οπού’χα ορκισμένους κ ήταν με αυτούς, κ η Φώτιση της
Θεια-Πρόνοιας: τα μάθαινα•
49
Πήγα πιάστηκα με τον Κωλέτη δι’ αυτά• του είπα: «μεγάλον πατριωτισμόν
έδειξες εις την πατρίδα, αρχή κ τέλος• θα μας διορθώσεις κ την
θρησκείαμας!»• του είπα: «όλα τα γνωρίζω! Τήρα να μήν με κάμεις κ σκοτώσω
τα παιδιάμου μόνοςμου, κ κάψω κ το σπίτιμου! κ τότε θα κουβεντιάσουμεν
πλατύτερα!»• κ έφυγα. Τότε έβαλε να με δολοφονήσουν, κ άλλα τοιούτα
αναντίονμου• απέτυχε σε όλα. Τότε έλπιζαν όλοι αυτείνοι οτι έχω μάγους κ τα
μαθαίνω. Ηύραν κ έναν προδότη απο μέσα το σπίτιμου, κ τους έλεγε τί
μιλούσα καθεμερινώς με την γυναίκα, κ «είναι μάγισσα». Κ έβαλε τον
Κλεομένητου κ τον Καλλεφουρνάτου <=εκδότες εφημερίδας> κ με χτύπησαν ύστερα
δι’ αυτό, κ οτι ήθελα να γράψω κ’ ιστορία• κ εγώ, αφού
ήταν <=υπήρχε> προδότης, έκαψα άλλα χαρτιά κ είπα οτι έκαψα την ιστορία οπου
ακολουθούσα τον βίονμου –
50
κ τους είπε κ αυτό ο προδότης• κ με βάρεσαν κ δια ευτό <=αυτό> εις τον τύπον
του Κλεομένητου, όταν ματα βάλαν να με δολοφονήσουν, κ λένε κ δια
την ιστορία, κ λένε οτι έχω κ μάγισσες (έχω την εφημερίδα, κ την δικήτους κ την
γαλλικήν). <=υποθέτω πως βγάζανε κ γαλλόφωνη εφημερίδα στην Αθήνα, κ σ’ αυτήν ακόμη τον
κατηγόρησαν>
Τότε, σά μάθαν οπού’ καψα τηνιστορία, ηθα μου κάναν κατ’ οίκον
έρευνα κ δέν μου κάμαν. Τότε θέλησαν να βρούνε κ αυτείνοι μάγισσες να
μαθαίνουν• κ ήφεραν απο την Τουρκία έναν Τούρκον ντερβίση, κ μιάν Οβριά
απο την Χαλκίδα. Την Οβριά την είχε ο Καλλεφουρνάς κ η συντροφιά, τον
ντερβίση τον είχε ο Κωλέτης τόσον καιρόν, όσο οπου άπλωσε ο διάβολος ο
αφέντηςτου κ του πήρε την βρωμερήτου ψυχή (κ γκάριξε <γραμμένο ‘γκαριξε’> κ
βάβισε εις τον πεθαμότου, κ ύστερα – σημειώνω τί έγινε). Τότε έφυγε κ ο
ντερβίσης, κ δέν πλερώνει κ δι’ αυτούς μιστθούς βαρέους. <όποιος δέν το ξέρει πρέπει
να το μάθει: η ιστορία είναι πάλη σε επίπεδο οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό, αλλα πάνω απ’ όλα
ανάμεσα στο κ και στο λ, λόγω της φοράς της γραφής κ της ομοιότητας του α με το προηγηθέν κ,
ήταν και άτονο το α. Ο Μακρυγιάννης είχε απο κάποιον λόγιο πληροφορηθεί οτι το ‘καλέμι’ είναι
αντιδάνειο απο το αρχαίο ελληνικό ‘κάλαμος’, κ προτίμησε την αρχαιότερη ελληνική λέξη.>
,κ
μπροστά είχε <σε κάθε κάλαμο> από’να σίδερο•
52
χάος>
παράμερον. Τότε λέγει η ΧάρηΤης: «τεκνα του αναθεματισμένου! Με του
διαβόλου τις ενέργειες εργάζονται κ περπατούν. Λήγορα θ’ απολάψουν εκείνα
οπου εργάζονται, την ανταμοιβήτις <=τους> – κ το ξανθό αίμα κ γένος δέν
παθαίνει τίποτα: το φυλάγει ο ίδιος οπου τό’πλασε». Τότε η ΧάρηΤης πήρε εις
το χέριΤης ένα χρυσό δισκοπότηρον κ μετάλαβεν πρώτη η ΧάρηΤης, κ όλοι οι
Άγιοι, κ εγώ, κ όλαμου τα παιδιά, κ η φαμελιάμου <=η σύζυγοςμου>• μας
μετάλαβε η ΧάρηΤης κ Αγίους κ’ εμάς όλους.
53
Κ τις τριάντα <του μήνα, Οκτωβρίου> με πήρε η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι κ με πήγαν
εις την Αγίαν Ειρήνη• κ μαζώχτηκε όλος ο λαός κ με σήκωσαν εις τα χέρια• κ
έδωσαν του Κριτζώτη<=Κριεζώτη> του παιδιού ένα χρυσό στεφάνι, κ μου τό’βαλε
εις το κεφάλι• κ μου το έβγαλε ο Α-Γιάννης, κ είχε μιάν χρυσή σακκούλα κ είχε
κ άλλα μέσα, κ μου είπε: «φτύσε μέσα εις αυτείνη την σακκούλα» κ έβαλε κ το
στεφάνι μέσα• κ με την ΧάρηΤης κ με όλους τους Αγίους ερχόμαστε εις τον
δρόμον• κ ήταν ο Κωλέτης με όλους τους συντρόφουςτου ξένους κ ντόπιους κ
θέλαν να μου μιλήσουνε. «Γκιντί, <οθωμανικό cidi, έκφραση περιφρόνησης κ βδελυγμίας.
Κ πήγαμεν (+με την ΧάρηΤης) εις το σπίτι, κ εκεί μου είπαν κ το έβαλα εις τα
εικονίσματα το σακκούλι. <σακκούλι κακογραμμένο: επηρεασμένος απο την προηγούμενη
μουτζούρωσε αφήνοντας μόνο την αρχική καμπύλη του τ, που την έκαμνε ίδια με την αρχική
καμπύλη του κ, έπειτα πρόσθεσε ‘κολι’ = -κκούλι. Το όραμα έχει το βαθύτερο νόημα οτι κάποιοι
προσφέρουν στον Μακρυγιάννη κοσμικές τιμές σάν αλλονών που είναι περιφρονητέες, γι’ αυτό
φτύνει μέσα στη σακκούλα με τα στεφάνια• του Μακρυγιάννη η τιμή είναι για άξιο έργο, γι’αυτό
δέν φτύνει αφού έβαλε το στεφάνιτου μέσα• έπειτα βάζει τη σακκούλα στα εικονίσματα, που
σημαίνει: του Μακρυγιάννη είναι έργα που τα αφιερώνει στο Θεό, δέν τα θεωρεί δικάτου ωστε να
Όταν έπιασα την εταιρείαν οπου ενεργούσαν να σκοτώσουν όλους εμάς τους
Σεπτεβριανούς, κ φώναξαν οι βουλές και οι τύποι, κ ηθα με δολοφονήσουνε
54
(εις τ’ άλλο ξηγούμαι περι αυτού πώς έτρεξεν) τότε, έρχονταν συχνά (εις τ’
άλλο ξηγούμαι όλα αυτά). <=έρχονταν συχνά να με δολοφονήσουνε> Να μήν ανοίξει
νέον δυστύχημα, η Θεία Πρόνοια ενέργησε κ νεκρώσανε τα σκέδιατους. Τότε
βλέπει η γυναίκα: από’ξω το σπίτι: πλήθος λαός, κ δύο σημαίες• λέγει ο Α-
Γιώργης κ ο Άγιος Δημήτρης: <οι δύο στρατιωτικοί Άγιοι>«είμαστε κ’ Εμείς μαζίσας•
κ κινάτε!». Τότε ένας σεβάσμιος γέρων σάν δεσπότης: ευλόγησε κ είπε: «μείντε,
ευλογημένοιΜου, αλλού <αλλού= τέρμα, στην άκρη>• μείνετε ώς αυτού! μήν χύνετε
αθώα αίματα!». Τότε στέλνει εις το σπίτιμου μιάν μαύρη καρότσα, κ άλογα
μαύρα, κ’ ένας αράπης: καροτσάρης, κ έρχεται στελμένος απο τον Κωλέτη κ
απο κάτι φραγκοφορεμένους <=με ‘γκ’>, κ με πήραν απο το σπίτιμου να με
βάλουν μέσα εις αυτείνη την καρότσα. Η ΧάρηΤης κ ο Α-Γιάννης με πήραν κ με
κόλλησαν πίσω εις το σπίτιμου• κ λέγει η ΧάρηΤης: «σε ολίγον καιρόν μπαίνει
ο ίδιος Κωλέτης μέσα εις αυτείνη, εις αυτείνη την καρότσα•
55
Την άλλη ημέρα είχε πεθάνει <σε όραμα της γυναίκας> το παιδίμου το μεγάλο κ
ήταν ξαπλωμένο κάτω, κ έκλαιγα• κ ήταν η ΧάρηΤης κ ήρθε κ ο Χριστός ο
αληθινός κ όλοι οι Άγιοι• κ μου λένε: «μήν κλαίς! όσους αδίκως θέλουν να
πεθάνουν δια τους κακούςτους σκοπούς – αναστήνονται οπίσω• κ εκείνοι θα
λείψουν κ εδώ, κ εκεί θα λάβουν την ανταμοιβήτους».<συνήθως γράφει ‘ανταμεβι’,
διορθώνω>
. (Τί ηθα κάναν του παιδιού, ξηγούμαι εις τ’ άλλο πλατιά: σάν δέν
μπόρεσαν να μου κάμουν εμένα τίποτας, ηθα μου σκότωναν το παιδίμου• κ
εκεί ήταν άνθρωποι να με δολοφονήσουνε κ’ εμένα – κ η Θεία Πρόνοια έκαμεν
νεκρανάστασιν• ξηγούμαι εκεί).
56
ρος της χώρας κ τ’ άλλο ο άλλος. Κ ήρθαν απάνω εις το σπίτιμου κ μου πήραν
το φέσιμου απο το κεφάλιμου κ μου βάλαν ένα άσπρον• <=σημάδι οτι έπαψε να
ανήκει στις χαμηλότερες τάξεις της κοινωνίας κ έμελλε να είναι ουσιαστικά ιερέας του Ενός
Θεού>
κ μου λένε: «όλοι Εμείς σε φυλάμεν• κ μόνοςσου να προσέχεις, κ να
δοξάζεις κ τον Θεόν. Κ να μήν περπατείς μόνοςσου, οτι είναι λίγον
μπερδεμένο». Ευτύς ήρθε η Παναγία η Φανερωμένη, κ με πήραν κ με πήγαν
κάτω εις την θάλασσα• κ ήταν μία λαμπρά φεργάδα <=φρεγάτα> κ μπήκαμεν
μέσα• κ εκεί ήταν κ ένα άλογον καλό, κ μου λέγει η ΧάρηΤης: «καβαλλίκατο».
Κ το καβαλλίκεψα, κ πέφτει μέσα εις την θάλασσα, κ εγώ φοβήθηκα πολύ.
«Μήν φοβάσαι» μου λέγει η ΧάρηΤης, κ πήγαμεν ένα πολύ διάστημα εις την
θάλασσα• κ η ΧάρηΤης ήταν στο ψηλότερο κατάρτι• κ γυρίσαμεν οπίσω, κ τα
ποδάρια του αλόγου δέν βράχηκαν τελείως <=καθόλου>. Κ γυρίσαμε εις το σπίτι,
κ μου λέγει: «όσους ο Θεός φυλάγει, δέν παθαίνουνε τίποτας, κ εις την
θάλασσα
57
Εις τις 12∴, Νοέμβριον <το 2 είναι μουντζουρωμένο, φαίνεται πρώτα να έγραψε 11 κ μετά το
πάτησε απο πάνω κάνονταςτο 12. Πιθανώς εννοεί ‘Νοεμβρίου’, αλλα καθώς έγραψε ‘νοεβριον’, το
παίρνω ώς αιτιατική>
ήρθε ο Άγιος Ηλίας από’ξω εις το σπίτιμου, εις την βρύση, κ
με φώναξε κ με έβγαλε έξω κ’ εμένα εις την βρύση• κ είχε σταθεί το νερό της
βρύσης – κ το ευλόγησε κ άρχισε κ έτρεχε. Πήρε κ ένα απο τα παιδιάμου, τα
μπινάρια, κ μας ευλόγησε κ είπε: «αυτό είναι δικόμας, το ευλογημένο»• κ μου
τό’δωσε εις τα χέριαμου• κ με μαγάρισε το παιδί, κ χολοπάθαγα <=υπόφερνα,
ζοριζόμουν, με ενοχλούσε πάρα πολύ η βρώμα. Απο χολή & πάθαγα, πάθαινα, ανάλογο με το
χολόσκαγα>
, κ ήθελα να πλυθώ. «Μήν πλένεσαι», μου είπε, «δέν είναι μαγαρισιά
αυτείνη, έτσι σου φάνη». Κ μας πήρε κ πήγαμεν εις τις εικόνες, κ ματα μας
ευλόγησε κ μου είπε: «το κρυμμένο (οπού’ναι τόσον καιρόν) κ πλακωμένον,
είναι δικόνσας».)
58
Εις τις 13 του ιδίου <μηνός = Νοεμβρίου> ήρθε η Παναγία η Πουρσώτισσα, <Τούρκοι, κ
Έλληνες, λέγαν την Προύσα κ Πούρσα ή Bur-sa. Αλλα Πουρσώτισσα δέν είναι της Προύσας, είναι
εκείνη που έχει τον περίφημο ναό στον Προυσό, ένα μεγάλο ορεινό χωριό στα νότια του Νομού
Προυσιώτισσα»>
κ ευτύς κρέμασε έναν χρυσόν μπερντέ εις την οξώπορτα, κ
κόλλησε <το ρήμα κολλά, κόλλησε, στον Μακρυγιάννη σημαίνει μεταβαίνει, μετέβη> πάνω
ύστερα, κ είπε: «όλοι οι άλλοι ήρθανε• εγώ τώρα ήρθα εις το σπίτισου, εις την
καθέντραΜας <=οι άλλοι Άγιοι ήρθαν κ εγκαταστάθηκαν πρωτύτερα, εγώ τώρα ήρθα να
συμπέρανα εξ αρχής πως σημαίνει ‘σαλιαρίστρα’, άν και σε όσες γυναίκες το είπα θεωρούν πως τα
χρυσό). Έκανα διάφορες ανεπιτυχείς υποθέσεις για την ετυμολόγηση της λέξης, ώσπου έμαθα την
λέξη ντιρνανίτσ = ‘μικρή ποδιά’ των ελληνόφωνων της Ουκρανίας, των οποίων η διάλεκτος ανήκει
στα βόρεια ελληνικά ιδιώματα. Χωρίς τις φωνολογικές τροπές των βορειοελληνικών ιδιωμάτων, η
λέξη είναι ντερντανίτσι, κ χωρίς την υποκοριστική κατάληξη: ντερντάνι. Απο την ‘όψη’ η λέξη
δείχνει περσικής προέλευσης οθωμανική, κ στην υπόλοιπη Ελλάδα (πλήν των βορείων ιδιωμάτων)
ήταν ντερντάμι (κατα κανόνα οι οθωμανικές λέξεις που τελειώνουν σε –Ν γίνονται με –Μ στην
Κοινή Νέα Ελληνική, όπως qatran → κατράμι, quršun → κουρσούμι,maden → μαντέμι. Ακόμη κ το
τουρκικό bile (= ‘ακόμη κ’) οι Έλληνες που ξέρουν λίγα τουρκικά το λένε “bilem”.). Με την
υποκοριστική κατάληξη έγινε ντερνταμίδα, κ με μετάθεση (για διευκόλυνση της προφοράς) του ρ
(και επιρροή απο το τετρα- κατα λαϊκή ετυμολόγηση, ώς ‘τετράγωνο πανί’, κ με επιρροή απο το
οθωμανικό ter-temiz = ‘κατακάθαρο’) έγινε τετραμίδα ή τετρεμίδα, που σήμαινε μικρή ποδιά για
μωρά (που δένεται στο λαιμότους κ κρέμεται στο στήθοςτους για να μή λερώνονται όταν τρώνε),
κοινώς ‘σαλιαρίστρα’>
, κ είπε: «είσαι τέκνο εδικόΜας»• κ έφυγε.)
Εις τις δεκαπέντε ήρθε η ΧάρηΤης με τον ΜονογενήΤης, τον Χριστόν, ευλόγησε
κ είπε: «σώνονται τα δεινάσας», κ μου έδωσε ένα μεγάλο πράσινο
φύλλο• <=κάποιου ιερού φυτού. Πάντως σύμβολο ζωής. Όπως το δέντρο κάνει πολλά φύλλα κ το
φύλλο απο ένα νεύρο απλώνεται σε πολλά νεύρα κ τα υπονεύρα σε μικρότερα, έτσι κ όλοι οι
άνθρωποι κ όλα τα πλάσματα είμαστε κύτταρα του σώματος του Θεού. Απο περιέργεια έψαξα κ
βρήκα οτι την 15/11/1844 με το παλιό ημερολόγιο η σελήνη είναι στον αστερισμό που λέγεται
ινδικά Aardra. Ένα αρχαίο ινδικό βιβλίο για την μαγική χρήση των φυτών ανάλογα με τον
αστερισμό της σελήνης, λέει: «την ημέρα του Aardra πάρε (ένα κομματάκι) απο ρίζα του
ένα tavis (κυλινδρική θήκη) κ φόρατο: τότε ακόμη κ το μεγαλύτερο ψέμα που θα πείς θα βγεί
αληθινό»>
κ αναχώρησαν. Κ ήταν ένας με μιά μεγάλη τριχιά, κ ζώσαν την πόλη κ
το παλάτι• κ Μαυροκορδάτος κ η συντροφιάτου, ντόπιοι κ ξένοι, κ ο Κωλέτης,
πήραν κάτω σ’ έναν γκρεμνό κ πέφταν.)
Τις 29∴ βγήκαν ένα πλήθος ασκέρια απο τα καράβια, Φράγκοι• κ εννιά
καβαλλαραίοι τους αφάνισαν με τα μουστράκιατους <μουστράκια = ακόντια, απο το
οθωμανικό mızraq>
κ τους έβαλαν οπίσω εις τα καράβιατους.
59
Εις τις 29∴, απο τους εννιά (9∴) καβαλλαραίους οι δύο ήρθαν εις το σπίτιμου,
ένας μ’ ένα κόκκινο άλογο κ ένας μ’ έν’ άσπρο, κ με πήραν κ πήγαμεν εις την
πολιτείαν• κ εις την Πλάκα συνάχτη όλος ο λαός, κ τους λένε: «τρία σάπια
δέντρα κάνουν τον κακόν ίσκιον κ εις την πατρίδασας κ εις την θρησκείασας.
Άν δέν κόψετε αυτά, υγείαν δέν θα ιδείτε»• κ αναλήφτηκαν.)
Τώρα σας σημειώνω: ∴ τις 30∴ του ιδίου εγώ ήμουν αστενής πολύ• με πόνειγε
το κεφάλιμου κ όλομου το σώμα• ήμουν πολύ σικλετισμένος <απο αραβικής
60
μού’δωσαν κ έπια <=’ηπια’> κ μου πέρασε <ο πόνος>, κ ίδρωσα, κ την αυγή ήμουν
καλύτερα. Μου λέγει ο Α-Γιώργης κ ο Άγιος Δημήτρης: «όταν μεταλαβαίνεις,
να συνάζεις τα εφτάσου χελιδονόπουλα (είναι τα εφτάμου παιδιά του Θεού) κ
την χελιδόνασου (δια την γυναίκαμου) κ όλους του σπιτιούσου, να κάνεις
ευκχέλαιον κ τότε να μεταλαβαίνετε• οτι θα μεταλάβουν κ τα μικρά, ο Γιώργης
κ ο Δημήτρης» (αβάφτιγα ακόμα – τους έδωσαν το όνομα).)
συγχρόνως μου λέγει κ ο Άγιος Γιάννης: «συγυρίσου δια την γιορτήσου, οτι
ζυγώνει, κ θα γιορτάσεις• κ θα βαφτίσωμεν κ τα δυό μπινιάρια, τον Γιώργη κ
Δημήτρη.)
Εις τις <=τα> 1844∴, την πρώτη Δεκεμβρίου ήρθε ο Χριστός ο αληθινός κ η
Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι, όλοι, εις τις εικόνες, κ με παρουσίασε ο Α-Γιάννης κ η
Αγια-Κατερίνη, κ μ’ ευλόγησε, κ εγώ έπεσα τα μπρούμυτα κ έκανα μετάνιες•
μου λέγει: «σήμερα ξανά ήρθα να σου φκιάσω το σπίτισου»• κ ευτύς έγινε όλο,
απάνω κάτω: κ έλαμπε <=έγινε όλο, απο πάνω ώς κάτω, λαμπρό>. Νά κ δυό γυναίκες
61
Κ μου λέγει εις το τέλος ο Χριστός: «Εγώ αναχωρώ, Γιάννη, κ δέν ματάρχομαι
δια καμόσον• μένει εις την καθέντραμας μόνον ο Γιάννης ο Βαφτιστής κ η
Κατερίνη• κ είναι κηδεμόνεςσου• ό,τι θα σου λένε δια μέσον της γυναικός, να
τους ακούς• οτ’ είναι λόγια δικάΜου»• κ ευτύς αναλήφτηκαν• κ’ έμεινε Α-
Γιάννης κ η Αγία Κατερίνη εις το σπίτι.<Αικατερίνη ήταν το όνομα της συζύγου του
62
κ εγώ, ολίγον πράμα.) <εδώ, στο "ολίγον", με την υπογράμμιση δείχνω πως δέν πρέπει να
επιτονισθεί>
Τα μεσάνυχτα μας πήρε ο Άγιος Γιάννης, κ η Αγία Κατερίνη, πήρε εμένα κ την
γυναίκαμου, κ η γυναίκα ο ‘ταχυδρόμος’, κ μας πήγαν, τα μεσάνυχτα, εις την
ΧάρηΤης, εις την Βαγγελίστρα, εις την Τήνο. Ένα σεντόνι είχαν <για> καΐκι οπου
μας πήγαν, ψιλούτσικον κ άσπρον. Εκεί μας καρτέρεσε η ΧάρηΤης, κ μ’ έπιασε
απο το χέρι, εμένα κ την γυναίκαμου, κ αντάμωσε το δικόμου χέρι με της
γυναικόςμου, <το ‘αντάμωσε’ μεταβατικό: η Θεοτόκος κρατώντας τα χέρια των δύο τα έκανε να
ενωθούν>
κ μας έρριξε ένα χρυσό σκέπασμα απο πάνωμας, κ ήταν γιομάτο
σταυρούς• κ ο Α-Γιάννης πλησίονμου, κ η Αγία Κατερίνη. Τότε ακούγει η
γυναίκα έναν μεγάλον χτύπον μέσα απο τ’ Άγιον Δήμα <=Βήμα>, κ ευτύς άνοιξε
η πόρτα κ βγαίνει έξω ένας πολλά ψηλός άνθρωπος κ πολύ λαμπρός: έφεξε
όλη η εκκλησία! Ευτύς οπου τον είδε η Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι οπου ήταν εκεί:
έπεσαν τα μπρούμυτα• κ εμείς το ίδιον. Κ’ ευλόγησε τρείς φορές, κ ευτύς
αναλήφτη. Κ η Θεοτόκος, σκεπασμένους με εκείνο το χρυσό σκέπασμα, κ η
ΧάρηΤης μπροστά, κ κοντά εγώ εις την ΧάρηΤης κ κοντάμου η γυναίκαμου, κ οι
δύο Άγιοι διαβάζοντας, μας φέραν τρείς γύρες, καθώς γένεται η παντρειά• κ
εις τις τρείς φορές εσταμάτησε.
63
Τότε μου λέγει η ΧάρηΤης: «Ευλογίαν πή<ρε>τε <έγραψε ‘σιτε’, έπειτα πάτησε απο
συνταξιοδότησήτους. Ωστόσο όπως παρακάτω φαίνεται απο το βιβλίο αυτό, επρόκειτο για
Τις έξι <του μηνός>, του Αγίου Νικολάγου, ήρθε εις το σπίτιμου ο Άγιος Νικόλας,
κ άλλοι πολλοί Άγιοι• κ μου λέγει ο Αγι-Νικόλας: «τί κάνεις, γερο-Γιάννη; Ο
Θεός σε γλύτωσε, εσένα κ την πατρίδα, απο τις λάσπες κ απο τους κιντύνους
της κακίας. Στο εξής να είσαι προσεχτικός, να μήν σε βουλώσουνε• οτι όλο εις
αυτό εργάζονται. Κ: έχε τις ελπίδεςσου εις τον Αφέν-
64
πρόσκληση>
να πάγει να φάγει• να κάμει τον άρρωστον, να μήν πάγει εκεί – κ
γυρεύουν να κάμουν κ μίαν νέα ταραχή, κ εκεί να μήν πάγει, να κάτσει μέσα
εις το σπίτιτου όσο ματα του μιλήσωμεν Εμείς» Ηθα γένεταν αναντιότη δια την
εκλογή του Λόντου (οτι τώρα τελείωσε, <εδώ και> τόσον καιρόν, το προσωπικόν
των βουλών)• κ δέν πήγα πουθενά, καθώς μου είπαν. Κ απο τό’να το μέρος με
ζήτησαν κ απο τ’ άλλο – οχτώ μέρες ήμουν μέσα εις το σπίτιμου κ δέν πήγα
πουθενά.)
Αφού είδα εκείνη τη νύχτα… (Πρίν μου ειπεί η γυναίκα απο την μαυροφόρα
οπου της είπε όθεν με ζητήσουν να μήν πάγω) είδα την νύχτα οτ’ ήταν ένα
μεγάλο ποτάμι κατεβασμένο μιάν θελούρα• κ εγώ εκαβαλλίκεψα ένα γρίβο
καλό άλογον κ πάγαινα να βρώ το
65
γιοφύρι να περάσω• εις την άκρη εις το ποτάμι με πιάνουν καμόσοι ανθρώποι
με ελληνικά φορέματα κ με φράγκικα κ πολέμαγαν να με πιάσουνε με δόλο,
να με γκρεμίσουνε απο τ’ άλογον κ να με ρίξουν εις το ποτάμι, εις εκείνη την
θελούρα• βάρησα τ’ άλογον <να μπεί> μέσα εις το ποτάμι, <το πέρασα έφιππος> κ
δέν βράχηκε ούτε τ’ άλογο ούτε εγώ.
Κ ώς αστενής μέσα εις το σπίτιμου έφκιασα έναν νέον όρκον (θα τον ιδείτε,
γραμμένος εις τ’ άλλο) κ σύναξα πολλούς νοικοκυραίους απ’ όλες τις
τάξεις <=’ταξης’> κ τον απογράφαν<=υπογράφαν>• τους έλεγα <=η περίληψη του
66
Ποντιακά λέγεται τσογούλ=κορυφή του κεφαλιού, κορυφή υψώματος, λοφίο πτηνού. Σε μιά
εφημερίδα βρήκα φωτογραφία του 2003 ενός μανάβη στην Αθήνα που πουλούσε χλωρά φασολάκια
με την επιγραφή «τσαούλια υπαίθρου. χωρίς κλωστές». Δεδομένου οτι κάποια εποχή, νομίζω
Ιούνιο, τα φασολάκια μαζεύονται απο τις κορυφές της φασολιάς (αυτά είναι τα πιό τρυφερά)
επιβεβαιώνεται πως η λέξη τσαγούλι είναι ακόμη γνωστή στην Ελλάδα με τη σημασία κορυφή, άν
και στη Βόρειο Ελλάδα δέν έχω ακούσει τη λ. παρα μόνο στην ποντιακή εκδοχή τσογούλ. Η μόνη
λογική ετυμολογία που μπόρεσα να βρώ είναι το σουμερικό saŋ-ool- (saŋ- =κεφάλι, ool- =κορυφή),
καθώς κάμποσες λέξεις κ στα ελληνικά κ σε άλλες γλώσσες έχουν σουμερική προέλευση. Πιθανή
εξήγηση γιατί ο ποντιακός τύπος είναι τσογούλ ενώ ο ρουμελιώτικος τσαγούλι: το «κλασσικό»
σουμερικό saŋ- ήταν παλιότερα soŋ- (ακόμη παλαιότερα: sop-), κ οι σουμερικές διάλεκτοι του
Ελλαδικού χώρου κ της Κύπρου διατήρησαν μέχρι το τέλος το ο, το οποίο στη Μεσοποταμία
τράπηκε σε α, κ απο εκεί μπορεί η λέξη να έφτασε στο Αιγαίο, όπως κ άλλες. Βέβαια, είναι δυνατόν
67
68
Κ δια φώτιση του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου: πρώτα τα μάθαινα απο ανθρώπους
πιστούς, οπού’βαιναν <=τους οποίους έβαζαν> να ενεργήσουνε όλα αυτά
αναντίονμου – κ τα μάθαινα κ απο τους Αγίους.
Τότε, αφού με μάλωναν οι Άγιοι, κ μου είπαν: «καθώς σου είπε η ΧάρηΤης:
κάτσε μέσα, κ να μήν πηγαίνεις πουθενά όθεν σε ζητήσουνε – κ θα πάμεν
μόνοιΜας να προσέξουμε δια τους αθώους• κ θα τους νεκρώσουμε όλατους τα
σκχέδια• ό,τι φαντάζονται όλοι αυτείνοι, τίποτας δέν θα τους γένει• κ όλα:
κακά του κεφαλιούτους θα κάμουν». Ευτύς έρχεται ένας κ είχε κορώνα εις το
κεφάλι, κ τους λέγει: «κοπιάστε, σας προσμένουν κ οι άλλοι <Άγιοι>• οτ’ είναι
ανάγκη». Ειρήνεψαν την άλλη ημέρα, χωρίς να κάμουν τίποτας• οτ’ είχαν κ
την εκλογή του προέδρου της Βουλής κ τρώγονταν σάν τα σκυλιά: ποιού
κόμματος να μπεί, να ‘διορθώσουνε’ την πατρίδα. Μου είπαν κ’ εμένα να
μιλήσω φίλωνεμου – δέν ανακατώθηκα τελείως δια κανένα μέρος.
Την άλλη ημέρα έρχεται ένας κακοπρόσωπος άγριος κ είχε ένα κολοκύθι <=ώς
69
Κ όντως έσφαλα πολύ κ εγώ – όχι όμως δια κακό• να γυρίζουν οι άνθρωποι
πίσω εις τον δρόμο του Θεού, δια’κείνο τις έλεγα. Στο εξής ούτε ήθελα να
<ευχ>καριστήσω κανέναν, ούτε καλό να του ειπώ ούτε κακό περι αυτού.
70
Την άλλη ημέρα είχα -ν- ανθρώπους κ πλέρωνα δια την εφημερίδα
(οπου ενέργησα να βγεί μιά πατρική εφημερίδα, κ’ έκαμα συντδρομητάς• κ είχα
κάτι χαριτωμένους <=ταλαντούχους, με χαρίσματα> νέους οπού’γραφαν εις την
εφημερίδα πατριωτικά πράματα• κ την εονομάσαμεν ‘Εθνοκρατία’• θα την
ιδείτε τί έγραφε, οπου τρόμαξε τους Μακεβέληδες• κ ήμουν ταμίας)• κ
ζαλίστηκα κ μού’ρθε πίσω αυτείνη η λιγοθυμιά. Ο Άγιος Νικόλας μου λέγει:
«μήν κιότεψες, γερο-Μακρυγιάννη; κ Εγώ γέρων είμαι – κ έρχομαι κάθε λίγο κ
σε λέπω, κ σε γιατρεύω»• κ κάτι μου έκαμεν κ μού’παψε.
71
Ήταν η ΧάρηΤης η Ελεούσα μαζί με τους Αγίους• κ η γυναίκα: την πόνει γαν τα
νεφράτης• κ της λέγει: «είναι μούρα ειδικά»• <=υπάρχουν μούρα ειδικά για την
επιστήμονες το αναγνωρίζουν>.
Αυτείνη η γυναίκα μου λέγει: όταν θα πάνε <οι Άγιοι> να την πάρουν, δέν της
πάγει ύπνος, κ τ’ αυτιάτης βάζουνε• <=το αρχαίο ρήμα βαΰζειν κ βάζειν. = βουίζουνε> κ
τότε το γνωρίζει, κ σηκώνεται κ κάνει τις μετάνιεςτης – κ ευτύς βρίσκεται εις το
σπίτιμου, εις τις εικόνες (το πνεύματης, όχι το σώματης. Κ δι’ αυτό
κοντραστάρησα <=είχα αντίρρηση, δέν το πίστευα (ιταλικής προέλευσης λ.)> – κ ύστερα
θέλω σας γράψει τί είδα κ μόνοςμου, κ τότε μου βγήκε αυτείνη η υποψία οπου
είχα).)
Καθώς σας είπα οτι ήταν άπαστρη η γυναίκα – θέλησα κ εγώ κ συμβρέθηκα με
την φαμελιάμου <όταν ήταν ακάθαρτη• τέτοια συνουσία είναι το χειρότερο πράγμα που
μπορεί να κάνει ένας άντρας στον εαυτότου. Το απαγορεύει αυστηρά η Αγία Γραφή όπως κ όλες οι
θρησκείες του Θεού. Η Avesta, το αρχαιότερο βιβλίο της αρχαίας περσικής θρησκείας, γραμμένο
κατα τον 8. π.Χ αιώνα, λέει πως γυναίκα «άπαστρη» ούτε να την αγγίξει δέν πρέπει κανείς, κ το να
συνουσιασθεί κανείς με γυναίκα που έχει περίοδο ισοδυναμεί με το να σκοτώσει τον ίδιοτου το γιό.
Στην περίπτωση του Μακρυγιάννη θα δούμε πως αυτό ακριβώς επακολούθησε: ο πιό
72
την φαμελιάμου πίσω απάνω (την είχα εις το κάτω πάτωμα με όλα τα
παιδιάμου)• δέν άκουσα ό,τι μου είπε κ ύστερα έπεσα εις την οργήΤου, κ η
Θεοτόκος τον περικάλεσε κ με συγχώρεσε οτι έγινα παράκουγος. Την
ήφερα <εδώ γράφεται με ι, ‘τιννιφερα’, που αποδεικνύει πως το πρέφερε ‘ήφερα’ κ όχι
‘έφερα’>
όλη την φαμελιά απάνω, ομως περικάλεσα να μήν κοιμούμαι εις το
στρώμα μαζί• κ έτσι ακολουθώ ώς την σήμερον: κοιμούμαι μόνοςμου εις την
κάμαρήμου, κ όλη η φαμελιά όξω εις τις άλλες κάμαρες – κ ώς άνθρωποι
κάποτε συμβρισκόμαστε μαζί.)
Η γυναίκα ήταν αστενής μίαν ημέρα κ δέν είχε κ έξοδα ούτε λεπτό• κ σηκώθη
την αυγή, κ τηράγει εις το προσκέφαλότης κ βρίσκει πέντε δραχμές• κ ξόδιασε
απο αυτές κ πήρε αλεύρι, ξύλα, κ ό,τι άλλα του σπιτιούτης κ <εδώ υπάρχει σημάδι
που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ώς άτεχνη ψιλή ή δασεία (πνεύμα), κττγνμμ είναι η αρχή απο ένα
Εις τις 19∴ του ιδίου η γυναίκα ήταν μαλωμένη με τον άντρατης, κ την έδειρε
πολύ. Οτ’ ήταν κ αυτείνη τραβηγμένη απο τον άντρατης, χωρίς να
συμβρίσκονται αντάμα δια καμόσον καιρόν. Αφού την έδειρε, πήγε η Αγία
Κατερίνη κ όλοι οι Άγιοι κ της είπαν να κάμει το μικρότερον αυτείνη, οτι η
γυναίκα είναι υποκείμενη εις … <τον άντρα>. <’να κάμει το μικρότερον’ είναι μιά έκφραση
στερεότυπη τότε, που σημαίνει «να είναι υποχωρητική». Ο άνθρωπος έχει την τάση να
ανταποδώσει με κάτι μεγαλύτερο απο ό,τι του κάνουν, για να φανεί ο ίδιος μεγαλύτερος, ανώτερος.
Γι’ αυτό λέγανε ‘κάνε το μικρότερο’, δηλαδή δέξου με τη συμπεριφοράσου να δείξεις πως είσαι
κατώτερος>
73
Ήρθε η γυναίκα εις το σπίτιμου, κ ηύρε τον Α-Γιάννη, την Αγία Κατερίνη, τον
Αγι-Νικόλα, τον Άγιον Σπυρίδωνα, κ άλλους Αγίους• κ είχαν κ έναν με
τσαρούχια κ δεμένα με τα λουριά, κ κουβάλαγε σμύρτα <=φυτά ευωδιαστά κ
διακοσμητικά>
κ έβανε <το η- μοιάζει με α- και είχα νομίσει πως έγραφε ‘αβανιές’ που υπέθετα
να κάνει ψ, έκανε σάν το κ, έπειτα πρόσθεσε μιά γραμμή αριστερά για να γίνει μ->
πλέον τώρα,
σου ετοιμάσαμεν κ το σπίτισου δια την γιορτήσου• κ λάβε κ αυτά τα λελούδια
κ μυριστικά»• κ τα βάλαν εις τις εικόνες. «Κ θα σου φέρωμεν κ άλλα ακόμα. Κ
συγυρίσου σήμερα, κ έβγα
74
Απο τον καιρόν οπου αξιώθηκα δια της Ευσπλαχνίας του Θεού ν’ απολάψω το
ΈλεοςΤου να σώσει την ματοκυλισμένημου πατρίδα κ θρησκεία κ’ εμάς τους
αμαρτωλούς, απο τότε ώς την σήμερον πάντοτες οι Άγιοι με συντροφεύουν. Κ
ακολούθως σημειώνω εις το υστερνό όλα αυτά, ό,τι είδα κ ό,τι λένε• όλα θα τα
σημειώσω, κ όποιος θέλει άς πιστεύει (κ όποιος θέλει, άς τηράγει την
δουλειάτου – κανένας δέν βϊάζεται).)
Αφού γυρίσαμεν παντού, γυρίσαμεν οπίσω εις το σπίτι. Τότε μου λένε: «μήν
κασαβετιάζεις κ αστενείς <=ασθενείς = αρρωσταίνεις> πάντοτες! Εκείνο οπου
αγωνίστης κ κιντυνέψετε: ό,τι αποφασίζει ο Θεός, δέν μένουν πίσω• θα
τελει·ώσουνε όλα κ θα λαμπρυνθούν, όταν είναι η ώρα κ η Θέληση του Θεού. Κ
να αιστθανθούνε κ οι άνθρωποι εις τον γκρεμνόν οπου τρέχουνε μόνοιτους οι
75
δέν θέλει να γυρίσει οπίσω την ΕυσπλαχνίανΤου, μόνον κ μόνον δια τους
αθώους κ δια τα βρέφη – απο τους οργισμένους παθαίνουν κ αυτά, κ δέν
σώνονται τα δεινάτους. Ο ίδιος ο ΑφέντηςΜας ευλόγησε κ όλοι Εμείς τρέξαμεν
κ τρέχομεν νύχτα κ ημέρα, ν’ αναστηθείτε απο των αιώνων την τυραγνία κ την
υστερνή ανοησίασας. Κ πάλε σας έσωσε η ΕυσπλαχνίαΤου κ δέν μάτωσε μύτη
απο σας – πάλε απο την κακίασας χερότερα εγίνετε απο τα πρώτα. Η
παράκληση της Θεοτόκος μαλακώνει την δικαίαΤου Οργή, του ΑφεντόςΜας,
δια να μήν χαθείτε• κ σας βαστούμεν με τους αλύσους νύχτα κ ημέρα, οπου
πάτε σάν οι πολύ μεθυσμένοι κ οι φρενιασμένοι να πέσετε απο τον μεγάλον
γκρεμνό να χαθείτε δια πάντα». Τότε σήκωσαν τα χέριατους εις τον
Πανάγαθον Θεόν κ περικαλιόταν οι Άγϊοι με δάκρυα, να ησυχάσει την
δικαίαΤου Οργή. Μου τά’λεγε η γυναίκα τα κλάματα κ την παράκλησιν οπου
κάναν οι Άγιοι εις τον Θεόν, κ έκλαιγα κ εγώ κ η γυναίκα. (Εγώ ο αμαρτωλός
δέν τα ένιωθα όλα αυτά).
76
Κ εις την πολλήΤους παράκλησιν ήρθε μιά μεγάλη λάμψη απο τον ουρανό
εμπροστά εις τις εικόνες, κ δόξασαν τον Θεόν με κλάματα καυτερά, Έλεος!
Έλεος! Έλεος να κάμει ο Πανάγαθος Θεός κ η ΒασιλείαΤου σ’ εμάς τους
αμαρτωλούς κ ανόγητους.
77
Μιάν βραδιά βλέπω εκεί οπου κοιμόμουν ένα σάν σύγνεφον, κ βλέπω κ
λαμπρούς ανθρώπους – δέν μπορώ να σας περιγράψω την ωραιότης κ εκείνη
την λάμψιν – κ στεφάνους εις τα κεφάλιατους. <είναι αυτοί που ενίκησαν, γι’ αυτό
φορούν στεφάνους. Οι Άγιοι κ οι Μάρτυρες κατα την εκκλησίαμας είναι αθλητές που
ενίκησαν>
Μόνον τον Χριστόν εγνώρισα, κ την Θεοτόκον οπου ήταν εις τα δεξιά
Εκεινού του λαμπρού. Τότε εγώ, αφού είδα πρώτα το σύγνεφον κ ύστερα αυτά,
μ’ έπιασε ένας μεγάλος φόβος κ ηθα μου σηκώνεταν ο νούςμου! Κ ευτύς
κουκουλώθηκα κ έτρεμα. Αναλήφτηκαν.
Την αυγή πάγω εις τις εικόνες, θυμιάτισα κ άναψα το κερί, κ άρχισα την
αμαρτωλήμου προσευκή κ τις μετάνιεςμου. Τα παλεθύρια κ οι πόρτες
κλεισμένες – βλέπω ίσκιους των ανθρώπων οπου διαβαίναν από’ξω: όσοι
φορούσαν σπαθιά: με τα σπαθιάτους,
78
Ζήτησα να ιδώ κ μόνοςμου όταν συνάζονται οι Άγιοι. Είπαν της γυναικός: δέν
κάνει, οτι παθαίνω• «τοιούτως έχει αποφασίσει ο ΑφέντηςΜας». Αυτά• κ άλλα
θα σας γράψω εις το υστερνό, όσα είδα μόνοςμου.)
Την άλλη ημέρα ήρθε η Ελεούσα με δύο λαμπάδες αναμμένες, κ όλοι οι Άγιοι.
Κ μου λέγει η Ελεούσα: «πάρε τα μπορμπόλια <γραμμένο ‘πŏπολια’. Μπορμπόλια
σημαίνει σπόροι, σπειριά. Ήταν συνηθισμένη λέξη στα χρόνια του Μακρυγιάννη, αλλα κ στην
εποχήμας την χρησιμοποιούσαν για σπόρους δημητριακών κάποια παιδιά απο αγροτικές περιοχές
όταν ήμουν φαντάρος, κ είναι καλώς γνωστή κ σήμερα μεταξύ των εντόπιων της περιοχής
Καβάλας. Υπάρχει κ επώνυμο Βορβολάκος. Επειδή οι δύο όμοιες συλλαβές απέσπασαν την
σύμπλεγμα ‘πŏ’, στο δεύτερο ‘μπό’ το τονισμένο ο το πρόσεξε καλύτερα κ το έγραψε με χωριστό
ο>
οπου σου παράγγειλα <μέχρι εδώ δέν είδαμε να συστήσει η Παναγία στον Μακρυγιάννη
σπόρους θεραπευτικούς. Είδαμε οτι συνέστησε στη γυναίκα ειδικά μούρα για τα νεφρά. Φαίνεται
πως συνέστησε κ ορισμένους σπόρους για την ασθένεια του Μακρυγιάννη κ ξέχασε να το γράψει
Εις τις 21∴ ήρθαν όλοι οι Άγιοι, κ μέσα εις τον μπουρόν <= ‘πορον’> οπού’ναι εις
την σάλα: τον γιόμωσαν απο πάνω <=στο επάνω ράφι> σταυρούς μεγάλους, στ’
άλλο το μάτι μεσαίους, κ εις το τρίτο <=το κάτω> μικρούς. <ο μπουρός είναι ένα έπιπλο
με (συνήθως τρία) συρτάρια, κοινώς λέγεται ‘το μπουρό’. Τα συρτάρια οι εντόπιοι, τουλάχιστον στη
Μακεδονία, ακόμη τα λένε ‘μάτια’. Του Μακρυγιάννη είχε τρία ‘μάτια’ σε τρία επίπεδα, ένα επάνω,
ένα χαμηλότερα κ ένα ακόμη χαμηλότερα. Τρία είναι τα στάδια της θέωσης κατα την ορθόδοξη
χριστιανική ασκητική, αντίστοιχα στην κινέζικη ταοϊστική ασκητική κ στην ινδική. Μάλιστα ένα
όνομα του Θεού στα σανσκριτικά, ΜΑΑδΑυΑ θεωρείται πως η κάθε συλλαβήτου σημαίνει ένα
«παιδάκια με κορώνες»>
79
χειρόκτια, γάντια>
απο εκείνα οπου βάνουν οι παπάδες όταν λειτρουγούν. Αφού το
συγύρισαν, έφυγαν.
Τις 22∴ ήρθαν οι Άγιοι όλοι, κ οι δώδεκα Απόστολοι• κ ένας ήφερε μιάν χρυσή
καθέκλα κ με βάλαν απάνω, κ μιάν μπόλια με πούλιες κ άλλα, έλαμπε <μπόλια =
μεγάλο μαντήλι ή σάλι, πούλιες (οθωμανικό pul) = στρόγγυλα γυαλιστερά πραματάκια που
Την άλλη ημέρα, νύχτα ήρθε η ΧάρηΤης, αποσταμένη, εις την γυναίκα, κ της
λέγει: «σύρε να ειπείς του Γιάννη να μήν βγεί απο το σπίτιτου τελείως, έξω απο
την αυλόπορτα• όποιος να του μιλήσει, να μήν έβγει».
80
Τότε μου λέγει η ΧάρηΤης κ τρείς μαυροφόρες: «το σπίτισου είναι πολλά
αδύνατο, κ δέν μπορείς να προφυλαχτείς. Όμως ο ΑφέντηςΜας σε προσέχει, κ
στέλνει Εμάς κ σε φυλάμεν».)
«Κ οι Άγιοι φυλάνε, όμως δέν σου λένε ποιός σε κιντυνεύει». (Οι άνθρωποι μου
λένε τους αίτιους του κακού• πάνε εις την κατάρα του Θεού κ της
ΒασιλείαςΤου).
81
82
των βοδιών εδώ σημαίνει ευλογία. Το βόδι ώς σύμβολο της μητρότητος κ γενικότερα της αγάπης
είναι το αγαπημένο ζώο τουQR,SNÁ, που είναι ο η κυριότερη ενσάρκωση του Θεού κατα τους
Ινδούς>
λέξη>
με αυτούς, <=’πᾶντες οἱ σὺν αυτοῖς’> πέφταν απο’ κείνον τον γκρεμνόν. Τότε ο
Χρυσο-φορεμένος – κ η Θεοτόκος κ οι Άγιοι κ εγώ με τον Σταυρόν κ όλος ο
λαός: μας πήρε κ πήγαμεν σ’ ένα ψηλό μέρος, κ ήταν ένα λαμπρό παλάτι,
83
κ εκεί ήταν ένα λαμπρό παλάτι, κ’ ευλόγησε όλους• κ εκεί ήρθε κ ένας
Φράγκος, κ του πήρε τον καπέλλο κ μου τον έβαλε εις το κεφάλιμου <ο καπέλλος,
γένους αρσενικού κατα το λατινικόcapillus, capilli>
κ εκεινού του είπε: «στάσου αλάργα».
Κ τότε, είχε ένα πλήθος γράμματα <=επιστολές> τυλιγμένα κ μου τά’δωσε κ μου
είπε: «να τα μεράσεις όλα εις τον λαόν, σε προστάζει ο Θεός• κ να μήν
φοβάσαι κανέναν: όποιον ο Θεός φυλάγει, άνθρωπος δέν μπορεί να του κάμει
τίποτας• κ όσα φκιάνει ο Θεός, άνθρωποι δέν μπορούν να τα χαλάσουνε». Κ
ευτύς ευλόγησε όλους όλους κ αναλήφτη με την Θεοτόκον κ Αγίους όλους κ με
τα παιδάκια με τις λαμπάδες.)
Την άλλη την βραδιά <όνειρο του ιδίου του Μακρυγιάννη:> με πήρε μιά μαυροφόρα κ
πήγαμεν σ’ ένα ψηλόν μέρος κ ήταν μιά μεγάλη εκκλησιά, κ ήταν ένα όφις κ
την γκρέμιζε κ την ήφερε <=’&τιννιφερε’, επιβεβαιώνεται το ή- στο ήφερε> ώς τα θέμελα.
Τότε η μαυροφόρα κ εγώ μαζί πιάσαμεν αυτόν τον όφι κ τον εκόψαμεν απο τα
χτυπήματα εις την μέση• απο την ουρά ώς την μέση εψόφησε – απο τη μέση
απάνω, με το κεφάλιτου, έμεινε ζωντανό•
84
πήγε καμόσα πάσσα <=βήματα> κ γύρισε οπίσω κ με κοίταξε άγρια κ μου ρίχτη
απάνωμου να με φάγει. Τότε η μαυροφορεμένη με γλύτωσε πολλές φορές• κ
απο την τρομάραμου εξύπνησα.
Ματα κοιμούμαι, κ βλέπω οτ’ ήμουν εις την θάλασσα• κ εκεί ήρθε ο βασιλέας
με την βασίλισσαμας, κ είχαν ένα πλήθος αγκίστρια κ τά’ριχναν εις την
θάλασσα, κ έβγαιναν<=έβγαζαν> κάτι βρωμόψαρα με τ’ αγκίστρια, κ είχαν ένα
σακκί κ τά’βαιναν μέσα• κ καμόσα τους τρώγαν τον δόλο <=το δόλωμα> οπού’χαν
εις τ’αγκίστρια κ τους φεύγαν, κ βασανίζονταν πολύ.
Τις 28∴ ήρθαν όλοι οι Άγιοι κ ύστερα η ΧάρηΤης κ μού’φερεν μιάν αγία κάρα
σε μιάν χρυσή κασελοπούλα, κ ένα πράμα χρυσόν, κ μου είπε: «ασπάσουτα κ
βάλ’τα μέσα εις την κασέλασου οπού’χεις κ τ’ άλλα• κ όποτε θα σε διορίσει ο
ΑφέντηςΜας μέλος της επιτροπής, θα σου χρησιμέψουν όλα αυτά να
δικαιώσετε όλους τους αγωνιστάς οπου κιντύνεψαν δια την πατρίδατους κ
θρησκείατους κ πεθαίνουν εις τους δρόμους κ άλλοι τους βυζαίνουν τα
αίματάτους».
85
Του Αγίου Βασιλείου ήρθε η ΧάρηΤης κ ο Άγιος Βασίλειος κ όλοι οι Άγιοι, κ
ήφερε ο Άγιος Βασίλης ένα χρυσό μαστέλον, κ με πήρε πλησίονΤου κ απο μέσα
τον μαστέλον έβγαλε έναν μεγάλον Σταυρόν κ με πήρε κ με σταύρωσε κ με
ράντισε, κ σταύρωσε κ ράντισε όλη την φαμελιά, κ όλο το σπίτι το ράντισε. Ο
μαστέλος <=μεγάλο μπώλ, όπως χρησιμοποιούμε στους αγιασμούς. Φαίνεται ιταλικής
προέλευσης λέξη>
απο κάτω είχε γύρα τα χείλια τσιγγέλια• κ ευτύς ήρθε ένας
πολυέναιος απο τα κεργιά!)• κ τότε όλοι δόξασαν τον Θεόν• κ αφού στάθη ο
πολυέναιος μπρός εις τις εικόνες καμόσο, κατέβηκε κάτω οπου ήταν ο
μαστέλος, κ πιάστηκαν τα τσιγγέλια του μαστέλου με τον πολυέλαιον, κ ευτύς
κάτι λαμπροί άνθρωποι: σηκώθη ο πολυέλαιος κ ο μαστέλος κ τον κρέμασαν
εις την μέση την σάλα, κ είπαν: «εκεί θα μένουν, εις τον τόποτους
86
το κάθε ένα. Ό,τι κουβαλάμεν εδω μέσα, όλα εδώ θα μείνουν, όσο να
χρησιμέψουν». <η ένωση του μαστέλου με τον πολυέλαιο συμβολίζει τη σύνδεση Ουρανού κ
Γής, τη σύνδεση του πλάσματος με τον Πλάστη. Ο Θεός ώς Χριστός κατεβαίνει στον κόσμο, κ τα
πλάσματα όσα Τον αγαπούν σάν με τσιγγέλια πιάνονται απο τον Χριστό>
Τότε ο Άγιος
Βασίλειος έβγαλε κ με μετάλαβε κ μού’δωσε κ άρτο, μόνον εμένα• κ ό,τι
έμεινε, το έπιε μόνοςτου κ έφαγε κ τον άρτον. <σε κάθε θυσία το πρώτο μέρος που
αναλώνεται είναι αυτό που προσφέρεται στο τιμώμενο Πρόσωπο• στο τελευταίο μέρος που
αναλώνεται είναι η μέγιστη χάρη κ η δύναμη: ανήκει σε εκείνον που αναλώνει το τελευταίο. Εδώ ο
Άγιος Βασίλειος τιμά τον Μακρυγιάννη όπως οι άνθρωποι τιμούν τις θεότητες που λατρεύουν!>
Κ
έβγαλε κ’ έκοψε <=είδος θυσίας> κ τρία ρόδια, κ έρριξε πρώτα εις τις εικόνες
σπειριά, κ έρριξε κ σε όλο το σπίτι, κ έδωσε ολονών των Αγίων κ’ έφαγαν, κ
μού’δωσε κ’ εμένα κ όλης της φαμελιάς. Κ ευτύς με πήρε κ πήγαμεν κάτω εις
την θάλασσα, κ έβγαλε ένα άσπρο σεντόνι κ μ’ έβαλε απάνω, κ με πήρε η
θάλασσα κ με πήγε καμόσο μέσα βαθειά• κ γύρισα οπίσω, κ με φέρνει πίσω εις
το σπίτι, κ μου λέγει: «εις το σεντόνι απάνω γύρισες την θάλασσα – πνίγηκες;
βράχηκες; Τράβησες τόσα δεινά, εις το κάστρο της Άρτας κ εις πολέμους –
άλλοι πολλοί εχάθηκαν• εσύ χάθης; Ο ΑφέντηςΜας σε φύλαξε σε όλα αυτά τα
δεινά• κ καθώς Τον δοξάζεις, να Τον δο-
87
ξάζεις κ εις το εξής. Ετούτη η νέα χρονιά είναι πολλά λαμπρά δια ’σένα κ δια το
σπίτισου όλο κ όσους είναι μ’ εσέναν αγωνισταί• οτι το πνεύμασου είναι μετ’
Εμάς, κ ο Θεός κάνει το ΈλεόςΤου κ δια’κείνα οπου βασανίζεσαι, δέν χάνονται:
είναι έργα κ θέληση του Θεού, κ’ οι άνθρωποι –είναι πολλά αδύνατοι– δέν
μπορούν να τα χαλάσουνε. Κ δια όσα υπόφερες κ θα υποφέρεις, να μήν
φοβηθείς: είμαστε διαταγμένοι απο τον ΑφέντηΜας κ είμαστε πάντοτες εις την
καθέντραΤου κ εις την εδικήΜας, σε αξίωσε η ΕυσπλαχνίαΤου».
88
πάλι>
Σουρουπώνοντας μου παράγγειλε κ ο Κριτζώτης κ άλλοι νά’χω τον
νούμου, κ να συνάξω τους πολίτες. Κ μπήκαν τα στρατέματα όλα σε κίνησιν
όλη την νύχτα κ την ημέρα την άλλη, κ προδόθη αυτό κ νέκρωσε το
σκέδιόντους. Κ το κακόν <κακό γι’ αυτούς> ήτανε οπου δέν ξέραν ποιοί ήταν κατά
κ ποιοί υπέρ.
89
Τότε, σάν μου παράγγειλε πίσω ο Κριτζώτης κ οι άλλοι, άφησα ανθρώπους εις
το σπίτιμου, κ πήρα κ μαζίμου ανθρώπους κ πήγα εις το κονάκι του Κριτζώτη κ
μιλήσαμεν, κ είπα κ των πολιτών κ προσέχαν• κ η αγαθότη του Θεού κ της
ΒασιλείαςΤου: έσβησε το κακόν τούτο.
90
το άλθρο της θρησκείας <=το άρθρο 40 του Συντάγματος>• κ άν ο Θεός δέν μας
έσωνε, ήμαστε χαμένοι απο πολύ καιρόν.
<απο εδώ αλλάζει η πέννα κ η μελάνη, τα γράμματα γίνονται πιό μικρά κ πιό πυκνά:>
Τ’ άλλο το βράδυ ήρθε η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι κ ήφεραν μιάν κασέλα χρυσή
κ είχε μέσα σταυρούς κ άλλα πράματα κ λάμπανε• κ τα πήρε η ΧάρηΤης κ
τά’βαλε εις τον μπουρόν<το έπιπλο με τα συρτάρια, βλέπε σελίδα 78>, κ έστησαν κ έναν
μεγάλο στύλο με διαφόρων λογιών χρώματα στην μέση εις την σάλα, απο
κάτω τον πολυέλαιον κ μαστέλον, κ έκαμαν μιάν δοξολογίαν εις τον Θεόν• κ
μου είπαν: «ο πολυέλαιος, καθώς είναι κ ο στύλος, θα φυλάξει, κ φύλαξε, την
πατρίδασου κ θρησκείασου κ εσένα δια της Ευσπλαχνίας του ΑφέντηΜας• κ
θα μείνουν,
91
θα μείνουν αυτά όλα εδώ εις την καθέντραΜας, κ όσα φέραμεν εξ αρχής. Κ
είμαστε κ’ Εμείς διαταγμένοι να μήν λείψωμεν απο’δώ». Μου είπε: «ετοιμάσου,
οτι ζύγωσε του Α-Γιαννιού, οπού’ναι τ’ όνομάσου• κ θα βαφτίσωμεν κ τα δυό
μπινιάρια: το πρώτο είναι δικόμας, θα το βγάλεις Δημήτρη• οτι είναι
ευλογημένο απο τον ΑφέντηΜας, κ έχει κ μεγάλο μπάχτι». <γραμμένο
οθωμανικό baht = καλή τύχη, ευτυχία. Εδώ εννοεί οτι το παιδί έφερνε με την παρουσίατου καλή
τύχη, ήταν ενσαρκωμένο πνεύμα αγαθό που ευλογούσε το περιβάλλοντου, είχε τη δύναμη να
πνευματική ισχύν, ο λαός παρετυμολόγησε με τον ίσκιο, αλλα η πραγματική προέλευση είναι απο
το ‘ισχύς’, κ η σημασία είναι πνευματική ισχύς, που κατέχει κ προστατεύει έναν τόπο. Συνώνυμο
92
Ξημερώνοντας του Α-Γιάννη, αξιώθηκα να ιδώ την νύχτα μετα μάτιαμου την
Αγίαν Σωτήρων. Αδελφοί αναγνώστες, δένμπορώ να σας περιγράψω αυτείνη
την ωραιότη κ την μεγάλη λάμψιν• την νύχτα εις την κάμαρήμου είδα αυτό, κ
έφεξε όλος ο τόπος! Άλλο, αδελφοί, να το βλέπει ο άνθρωπος κ άλλο να το
γράφει! Κ ο Μονογενής, κ η ΧάρηΤης, κ όλοι οι Άγιοι - δέν έλειπε κανένας, κ
πήγαν κ εις την σάλα, κ: εις τα εικονίσματα πρώτα• κ ευτύς οπου πήγε εις την
σάλα, ευλόγησε <ο Χριστός> τον στύλον κ τον πολυέλαιον κ ευτύς άναψαν όλα τα
φώτα• <ο στύλος είναι στήριγμα της θρησκείας. Κολώνες των σπιτιών είναι τα αρσενικά
παιδιάτους, λέει στην Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη. Μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί πως ο στύλος
αυτός είναι ο Χριστός. Συνάμα είναι κ μέσο επικοινωνίας ουρανού κ γής, Πνεύματος κ Σώματος,
Πλάστη με τα πλάσματάΤου. Μιά ιστορία των ιθαγενών της Αυστραλίας λέει: τα παλιά τα χρόνια
υπήρχε σε ένα σημείο ένας ιερός στύλος στον οποίο σκαρφάλωναν οι άνθρωποι κ ανέβαιναν στον
Ουρανό, κ απο τον ίδιο στύλο όσοι άνθρωποι κατοικούσαν στον Ουρανό κατέβαιναν στη Γή. Τα
χρόνια εκείνα οι άνθρωποι δέν πέθαιναν, μόνο μετακινούνταν μεταξύ Ουρανού κ Γής>
κ λέγει,
τρείς φορές: «Γιάννη! Γιάννη! Γιάννη!», «είναι ο στύλος της πατρίδοςσου κ της
θρησκείαςσου κ εδικόςσου». Κ είχε η Θεοτόκο εις τα χέριαΤης μιάν λαμπρά
κασέλα κ έναν Σταυρόν οπου έλαμπε• κ άνοιξε την κασέλα κ μου είπε:
«ασπάσου <= ‘αςπασŏ’ κ όχι ‘ανσπα-‘ ώς συνήθως> την αγίαν κάρα κ τον Σταυρόν»• τ’
ανασπάστηκα• σταύρωσε κ τα παιδιά• τον Δημήτρη τον πήρε εις το χέριΤου <ο
Χριστός>
κ τον σήκωσε τρείς φορές απάνω κ τον ευλόγησεν κ είπε: «τέκνοΜου
δικόΜου!», κ τ’ άλλο το ευλόγησε μόνον, κ όλα τ’ άλλα, όλα τα παιδιά κ όλο το
σπίτι, κ είπε: «είναι η καθέντραΜου, δικήΜου».
93
Τότε μού’δωσε μόνοςΤου την αγίαν κάρα κ τον Σταυρόν, κ μου είπε: «να τα
βάλεις με τ’ άλλα οπου σού’στειλα. Κ ό,τι έρχονται εις ην καθέντραΜου, είναι
δικάσου, δέν βγαίνει πίσω έξω κανένα. Κ σήμερα είμαι εδώ ώς τα μεσάνυχτα•
κ θα σου φέρω σήμερα κ όλους τους φίλουςσου κ όσους σε κιντύνεψαν κ
κιντυνεύουν την πατρίδασου κ την θρησκείασου κ εσένα αδίκως• πάνε κόντρα
της ΘελήσεώςΜου».
Σας λέγω, αναγνώστες, εκείνα όλα μου τα εξηγούσε η γυναίκα, ό,τι είδα εγώ, κ
όσα άλλα θα σας τα σημειώνω ύστερα όλα μαζί. Τούτο σας λέγω: εκείνη την
ημέρα κατήντησε να’ρθεί η μισή Αθήνα, κ απ’ όλα τα κόμματα, κ οι φίλοιμου κ
οι οχτροί (ο Θεός άς τουςε συχωρέσει όλους, οτι εγώ τους έφταιξα κ τους
φταίγω κάθε στιγμή, οτ’ είμαι ο χερότερος απ’ όλοΤου το πλάσμαΤου)• κ τους
ατομικούςμου οχτρούς: Τον περικαλώ ο αμαρτωλός νύχτα κ ημέρα να τους
συχωρέσει• αλλα τους οχτρούς της πατρίδοςμου κ θρησκείαςμου κ γενικώς
όλων των τιμίων ανθρώπων (όποιας θρησκείας κ άν είναι), αυτείνοι οι οχτροί: ο
Θεός είναι δίκαιος Κριτής κ άς τους κρίνει κατα τα έργατους κ σπλάχνατους, κ
μικρούς κ μεγάλους ανθρωποφάγους
94
οπου τρώνε ζωντανούς την ανθρωπότη, κ σήκωσαν την δοξολογίαν απο τον
Πλάστη του Παντός κ απο την ΒασιλείανΤου, κ λατρεύουν τα έργα του
διαβόλου του αφεντόςτους οπου τους έχει βουλωμένους.
Άρχισε η βάφτισις, απο τρείς το καθένα παιδί: ο Κωλέτης το ένα (οτι μου τό’χε
προ καιρού γυρεμένο κ του είχα δώσει τονλόγομου), ο Γαρδικιώτης κ ο Γούσιος•
τ’ άλλο: Χατζηχρήστος, Γιαννη-Κώστας κ Παπακώστας. Κ συνάχτηκαν όλοι οι
σημαντικοί της πατρίδος κ ξένοι, κ πρέσβης της Μπαυαρίας κ η φαμελιάτου, κ
το <=’τα’> σοκάκι όλο γιομάτο.)
Κ είχα ένα λαμπρό τραπέζι <=παρέθεσα λαμπρό γεύμα> κ κάλεσα όλους τους
σημαντικούς, κ γιόμωσε ανθρώπους: απάνω κ κάτω τραπέζια. <=τα δύο πατώματα
Τότε πήρα την ευλογημένη κούπα κ πρώτο έπια: «εις δόξα του Θεού κ της
ΒασιλείαςΤου, κ η ΕυκχήΤου κ η ΕυσπλαχνίαΤου ν’ αναστήσει την πατρίδαμας
κ θρησκείαμας!»• κ έπιαν όλοι, απάνω κ κάτω όσοι ήταν.
95
κίων>
κ μου είπαν κ τα ασπάστηκα• κ μου είπε: «είναι δικάσου• θα σου
χρησιμέψουν δια την πατρίδα κ θρησκείασου• κ βάλ’τα εκεί οπού’ναι κ όλα τ’
άλλα οπου σε αξίωσε ο ΑφέντηςΜας• κ σε προφύλαξε απο τόσους κιντύνους
εξ αρχής κ ώς τώρα, κ εσένα κ την φαμελιάσου κ τα παιδιάσου κ όλους της
καθέντραςΤου». Ευλόγησε το σπίτι κ όλους του σπιτιού ο Σωτήρας κ οι Άγιοι κ
αναλήφτηκαν. Κ’ έμειναν οι Άγιοι οπού’χε διορισμένους κ μέναν πάντοτες.
Εις τις 20∴ του μηνός <Ιανουαρίου> ήρθε η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι• κ λέγει η
ΧάρηΤης της γυναικός να μας ειπεί να πάρωμεν τα παιδιά, κ όλη η φαμελιά, κ
λειτρουγιά κ όλα τ’ αναγκαία, να πά-
96
απο’μάς πήγαν>
εις τον Άγιον Δημήτρη κ εις τον Α-Γιώργη η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι
όλοι, κ τα μεταλάβαμεν.)
πάθει>
το σπίτιτου! Κ εσύ δόξαζε τον Θεόν. Κ θα τους ιδείς! Κ εμείς δέν λείπομεν
απο’δώ• κ τους συντρίβομεν τους κακούςτους σκοπούς, καθώς τους τα
συντρίψαμεν πάντοτες».
97
Τα 1845 Γιουνίου 22∴ αφού ήταν μεγάλα ανακατώματα εις τις βουλές
και ρεθισμοί από τους ξένους και έργα εκεινών οπου μας κυβερνούσαν,
ε
ήθελαν τον όλεθρο της πατρίδος, και οι ξένοι έτοιμοι να κάμουν επέμβασιν,
είχα πιάσει και την εταιρείαν οπου ήταν αναντίον της πατρίδος και του
Συντάματος κ των Σεπτεβριανών ολονών (οπου ξηγούμαι δι’ αυτό), τότε, σαν
φώναξαν όλες οι βουλές δι’ αυτό και οι τύποι κ όλος ο κόσμος να βγεί εις
γ
φώς αυτό και να παιδευτούνε οι αίτι οι, τότε βάλαν να με δολοφονήσουνε,
απέτυχαν• με βάλαν σε ανάκρισιν, είδαν όλα αυτά• πάγαινε να
ξεσκεπαστούνε οι κακοίτους σκοποί δια να σβέσει αυτείνη η ιδέα απ’ όλους•
πρώτα διάφθειραν καμόσους από τις βουλές και σιώπησαν• και έκρυψαν τον
αίτιον (οπου βρέθη ο όρκος μέσα εις την κασέλατου): το συνταματάρχη
Γιώργη Ζέρβα, και έρριξαν όλο το βάρος εις τον οπαδόντου τον λοχαγόν
Αντώνη Πατέρα ότι ήταν αυτός ο αίτιος, κ με τρόπον φαρμάκωσαν και
<τάχα>
αυτόν, και έσβησε• τότε εγώ ως αίτιος αυτείνης της υπόθεσης (έκαμαν κ
εξορία κ άλλους): ήθελαν και εμένα να βρούνε καιρόν χωρίς άλλο να με
χάσουνε με κάθε τρόπον.
99
Και οι ξένοι είχαν ολέθριους σκοπούς δια την πατρίδαμας και θρησκείαμας κ
είχαν κ όλα τα μέσα στείλει να γένει αυτό, εξαιτίας του σαράντα άλθρου της
θρησκείας, και ανακατέψαν όλη την μηχανή με την πλέον δολερή επιμέλεια
και εργάζονταν οι πρέσβες και οι οπαδοίτους νύχτα κ ημέρα, και οι δικοίμας
οι πουλημένοι, κ ήμασταν εις τον κίντυνον. Τότε βλέπω εις τον ύπνομου ένα
λιοντάρι με μίαν μεγάλη ουρά, ήθελε να μας φάγει και με την ουράτου μας
τύλιγε και μας πήγαινε εις το σ<τ>όματου να μας ρουφήξει• και μία μεγάλη
λάμψη (δεν μπορώ να σας την περιγράψω) το αντιπολεμούσε και του χάλαγε
όλητου αυτείνη την ορμή της ουράςτου• αυτό το έβλεπα και ξύπνος, και
φοβισμένος και λυπημένος έκανα την αμαρτωλήμου προσευκή, χωρίς να’χω
τα
γενναιότητα να σηκωθώ από <=το> στρώμαμου, αλλα νεκρωμένος,
μισοαπεθαμένος. Βάλετε επιμέλεια σε τούτα οπου σημειώνω, ορθόδοξοι
Χριστιανοί, κ με δάκρυα καφτερά σας τα σημειώνω: η ΧάρηΤης και όλοι οι
Άγιοι ήταν μαζωμένοι και έκλαιγαν πικρώς• και η ΧάρηΤης έλεγε, με δάκρυα
και
ποταμηδόν και με μετάνιες, έλεγε: «ο Θεός οργίστη και ξεμάκρυνε το
έλεοςΤου
100
και άφησε πλέον να χαθεί αυτό το ξανθόν γένος, από την αχαριστίαν των
κακών ανθρώπων• και η γυναίκα έβλεπε όλα αυτά, της Θεοτόκος και των
Αγίων τις μετάνιες εις τον Θεόν και τα κλάματα και τα περικαλέματα• κ η
ΧάρηΤης είπε της γυναικός να μην μου ειπεί τίποτας από αυτά εμένα• με
όλον τούτο κ’ εμένα μ’ είχε μια μεγάλη λύπη κυργιέψει κ νύχτα κ ημέρα, κ
άγριον μού’ρχεταν το σπίτι κ όλος ο τόπος. Κ ως αμαρτωλός, ο χερότερος απ’
όλο το πλάσμα του Θεού, έκανα την αμαρτωλήμου προσευκή και με ποταμόν
κλάματα...
Το λοιπόν, είχε γεννήσει μια καλή χριστιανή ένα παιδάκι και ήταν θεονήστικη
και γυμνή• μου είπαν αυτό, ό,τι με φώτισε ο Θεός έκανα έκανα εις αυτείνη
όσο ν’ αναλάβει, πάντοτες εκείνο οπου μπορούσα. Τότε την νύχτα ήρθε ο
Χριστός, η Θεοτόκο, κ όλοι οι Άγιοι κ φέραν κ την γυναίκα την λεχώνα και το
παιδάκιτης το βρέφος (κ ο Άγιος Γιάννης ο Βαφτιστής στέκεταν με μιάν
λαμπάδα αναμμένη μπρός εις τον Χριστόν κ όλοι οι Άγιοι•
101
Και μου λέγει ο Χριστός: «ό,τι έκαμες εσύ εις ετούτη την δυστυχισμένη και εις
το βρέφος, αυτό έκαμεν ο Άγιος Γιάννης ο Βαφτιστής εις την μητέραΜου κ εις
Εμένα όταν γεννήθηκα, οπου ήμασταν γυμνοί και νηστικοί».)
<Η δεξιά ημιπαρένθεση κ οι τρείς τελείες είναι τα μόνα σημεία στίξης που βάζει ο
Μακρυγιάννης. Τις τρείς τελείες, τις γράφω ∴ . Την δεξιά ημιπαρένθεσητου την γράφω μετά απο
άλλα δικάμου σημεία στίξης, κ μετά απο αυτήν αλλάζω σειρά. Σημαντικότατη μορφή στίξης που
χρησιμοποιεί είναι το κενό που αφήνει μέχρι το τέλος της σειράς όπου τελειώνει ένα κεφάλαιο, κ
Και τότε μου είπε η γυναίκα τα δάκρυα της Θεοτόκος και των Αγίων (κ της
είπαν να μην μου ειπεί αυτείνη η γυναίκα τίποτας ομπρός εμένα, να της ειπώ
πρώτα εγώ τι είδα, ότι δεν την άφηναν να’ρθεί πρωτύτερα – και είχε τόσες
γιηθηκα
ημέρες)• της <=διηγήθηκα> το λιοντάρι και το φώς κ τ’άλλα οπου
είδα, κ τότε μου είπε και αυτείνη όσα σημείωσα).
Η λεχώνα αστένησε πολύ, και το παιδί χωρίς γάλα. Τότε ο Χριστός και η
Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι με πήραν κ μένα κ πήγαμεν εις την λεχώνα• και
κάτιτίς έβαλε ο Χριστός εις το στόματης κ ανάλαβε• μού’ δωσε κ μένα ένα
σκέπασμα και της έρριξα απάνωτης. Την άλλη ημέρα ήταν καλύτερα• κ τότε
έδωσε της Θεοτόκος ένα δαχτυλίδι και η Θεοτόκο της γυναικός οπου με
φωτίζει κ της είπε να μου το δώσει εμένα• κ το έχω ως τώρα.
<εδώ οι
αναγνώστες μπορεί να σκεφθούν οτι δέν το έδωσε ο Χριστός. Μήν ξεχνάτε πως ό,τι παρέχεται
στους ανθρώπους ο Θεός το δίνει. Ο Χριστός είπε στην γυναίκα όντως να δώσει το δαχτυλίδι κ
Και ξηγούμαι κ δια άλλα εις το εξής (ότι δεν είναι με την αράδατους όσα σας
γράφω, σας είπα τα αίτια, σάπισαν τα χαρτιά).)
Τότε μου είπε ο Χριστός: «Εγώ σου έφκιασα το σπίτισου, σου έσωνα όλη την
οικογένειανσου κ εσένα από τόσους κιντύνους κ αστένειες κ διαβολικά έργα•
εσύ πάντοτες έχεις μια αμφιβολία κ απιστία, κ αυτό
102
103
Κ όντως, αδελφοί αναγνώστες, όσα θάματα ακούγαμεν από την Θεία Πρόνοια
της
εις τα χαρτιά, την σήμερον βλέπομεν κ ακούμεν <=την> ΕυσπλαχνίανΤης•
κ πολλοί άνθρωποι τοιούτα βλέπουν εις τον ύπνοτους• δυό άνθρωποι
συγχρόνως είδαν ότι μέσα εις την Αθήνα αρμένιζαν, ένας
τριπούντης, κ πήγε κ
<=μεγάλο πλοίο με τρεις πούντες, τρείς αιχμές, = τρικάταρτο>
έραξε εις το παλάτι, κ βήκε από μέσα από τον τριπούντη ένα πολλά
<= άραξε>
ωραίον δέντρο• κ βήκαν κ δύο αξιωματικοί από δύο θρησκείες κ είχαν από’να
ο
μπαλτά εις το χέρι κ του κόψαν τα κ λωνάριατου κ του βάρεσαν κ τον
κορμότου κ θα ξεραίνεταν• το σημειώνω κ αυτό εδώ.)
<=το νόημα είναι: τα
104
«βγάλε την υποψίαν από την γυναίκα, ότι Εμείς είμαστε παρόν όταν
Άγιοι:> τες
105
ταιριάζει με το άλλο, το ένα εξηγεί το άλλο. Αληθινά, αυτό συμβαίνει όταν διαβάσει κανείς το
Κ είπαν της γυναικός, η ΧάρηΤης, ότι: «Εμείς όλοι οπού’ μαστε διατα μένοι
γ
Πρίν αναληφτούν, μου λέγει ο Χριστός (δια μέσον της γυναικός): «η δυστυχής
γυναίκα η λεχώνα είναι σε μεγάλη δυστυχία, αστενής, και το βρέφος είναι
νηστικόν χωρίς γάλα• κ να προσέξεις δι’ αυτό, κ σου είναι μεγάλη ωφέλεια».
Αυτά κ έκαμα, ό,τι ο Θεός με φώτισε.
Τώρα θα σημειώσω ό,τι εγώ είδα μόνοςμου: Του Α-Γιαννιού του Θεολόγου το
βράδυ ήταν κάτι λογιώτατοι εις το σπίτιμου, μισομαθείς και άθρησκοι. Πιάνει
ο ένας και λέγει: «Δέν ξέρομεν, ο κατακλυσμός παγκόσμιος έγινε ή όχι?».
Φιλονίκησαν καμόσον αναμεταξύτους. Τους λέγω εγώ: «αυτό σκοτίζεστε?
Έγινε παγκόσμιος. Κ δια κείνο χρησίμεψε η κιβωτός του Νώε κ έβαλε απ’ όλα
τα ζώα κ ματαπλήθυναν»• φιλονικήσαμεν καμόσο δι’ αυτό•
106
λέγει ύστερα: «πώς ο Θεός θα διόριζε την Θεοτόκο να γεννήσει τον Χριστόν κ
να μείνει παρθένο<ς>? πώς γένεται αυτό?» (κ ετούτος ο σημερνός ο ‘άγιος’
ήταν πολύ προκομμένος! κ όταν θέλαν να φκιάσουν την θρησκεία τον πήραν κ
αυτόν κ τον περικάλεσαν να δυναμώσει αυτό, κ θα τον δοξάσουν κ να του
φκιάσουνε κάδρα• κ δυνάμωσε κ έγιναν αυτά, κ δυνάμωσε η θρησκεία
αυτείνη)• του λέγω: «εις το σκολείον οπου πάτε, θεολογίαν σπουδάζετε κ
φιλοσοφία, ή το ένα?» - λέγει: «φιλοσοφίαν μόνον»• τον άφησα, δέν του
ματάκρινα τίποτας κ πέσαμεν σ’ άλλες ομιλίες δια ν’ αστοχήσει αυτό. Τότε
λέγει ο άλλος: «πώς ο Θεός ενωνόμασε το κλήμα ‘κλήμα’ κ κάνει αυτόν τον
καρπόν?»• - «δέν σου αρέσει», του λέγω, «ο καρπός αυτός? Μπόρειε να το
ειπεί και τσουκνίδα κ να κάνει αυτόν τον καρπόν, κ ήταν το ίδιον• κ εσύ με
την μάθησιν πάλε πώς θά’ λεγες? κ αχαριστίαν θά’ χες. Το είπε ‘κλήμα’ κ το
ευλόγησε κ ανθίζει κ δένει κ γωρμαίνει και κάνει αυτόν τον
<=ωριμάζει>
καρπόν, κ είναι ο πλέον καλύτερος απο κάθε άλλον, κ κάνει κ κρασί: κ όποιος
είναι άνθρωπος πίνει ολίγον κ’ ευφραίνεται• κ όποιος πίνει πολύ γένεται
γομάρι, κ γένεται κ δέν ξέρει τι μιλεί, καθώς εσύ!». Του λέγω του αλλουνού:
«εσύ, φίλε, είσαι κουτσός• διατί κάνεις αδρασκελιές δια δύο ποδάρια εις
καιρόν οπου έχεις ένα ποδάρι μόνον?» - «όχι», λέγει, «δύο έχω» - «και καλά»,
του λέγω, «ένα μόνον έχεις, κ εκείνο τσακισμένο!» - «όχι», λέγει, «δύο!» -
«σώπα», του λέγω «ψεύτη!»• σηκώνεται απάνω, λέγει: «ορίστε οπου έχω δύο
κ περπατώ!»• «βρέ αδελφέ», του λέγω, «?δέν σε ρώτησα εγώ: εκεί οπου
σπουδάζεις τι μαθαίνεις, θεολογικά κ φιλοσοφικά, κ μου είπες μόνοςσου οτι
μαθαίνεις φιλοσοφικά μόνον? Κ διατί σπουδάζεις το ένα κ κάνεις κρίση δια τα
δύο, κ είσαι μισόθρησκος, κ θιαμαίνεσαι
< «απο δια & μαίνεται, λόγιο ωραίο ρήμα»
σκέφθηκα αρχικά, αλλα στην πραγματικότητα είναι απο ‘θαμαίνεσαι’ απο ‘θαύμα’ με επιρροή
πώς η
απο την πρόθεση ‘δια’, =θαυμάζεις, απορείς, δέν μπορείς να καταλάβεις, να δεχθείς>
οτι είχαν πρώτα αρετή, ηθική, κ σπούδαξαν κ την θεολογίαν πρώτα, κ την
φιλοσοφία, κ γνώρισαν με την εντέλειαν το ένα κ το άλλο, κ έγιναν κ καλοί
Χριστιανοί ορθόδοξοι, θεολόγοι κ καλοί φιλόσοφοι, κ τότε έλαβαν κ την
Φώτιση του Θεού
108
Του λέγω: «κ αυτό της Θεια-Πρόνοιας με την Θεοτόκον, αγέρας είναι: είπε κ
έγινε• δέν είναι ανθρώπινον έργον• κ δια τούτο εγεννήθη κ έμεινε παρθένος.
Έλα να σου δείξω κ το έργον ποίον είναι».
109
Παίρνω ένα καρφί κ το βαρώ κ μπαίνει εις τον τοίχο• τότε το βγάζω, του
λέγω: «αυτό λέγεται, λογιώτατε, έργον• οτι χάλασε τον τοίχον»• κ άλλα
πλήθος απο αυτά • κ τους είπα εις το εξής να
<παραδείγματα τους έδειξα>
110
σώνει• ὃςτε πίστη δέν έχει, τσακίζεται κ συντρίβεται δια πάντα» (αυτό μου το
λέγει <ε>λληνικά )• ακούγω αυτό, με πιάνει
<=αρχαΐζουσα ελληνική γλώσσα>
φόβος, κόντεψα να μείνω ξερός• αναλήφτη. Τότε εγώ λέγω «τι είναι το κακόν
οπού’ παθα απόψε!»• δέν ήξερα: εις τον ύπνομου ήμουν ή ξύπνος• κ
ε
μόνοςμου μέσα, κ αφανίστηκα απο την τρομάραμου. Τότε δια να ειδώ οτι
είμαι ξύπνος, ρίχνω μαντήλι κάτω, ταμπακέλλα, μαχαίρι, κ άλλα• αστόχησα κ
τα λόγια οπου μου είπαν. Τότε έρχονται και δευτέρως, κ ματα μου λένε τα
ίδια λόγια• τότε ήμουν έξυπνος όλως δια όλου, κ με λιγότερον
<=ξυπνητός>
111
κ εργαζόμουν ώς το μεσημέρι να φάγω ψωμί να κοιμηθώ να μην αρρωστήσω,
γ
οπου ήμουν ά υπνος. Τα λόγια τ’ αστόχησα όλα οπου μου είπαν. Αφού το
μεσημέρι έφαγα ψωμί, έπεσα να κοιμηθώ• έρχονται πίσω κ τρίτη
<=πάλι>
εις τον Θεόν• κ ό,τι μου λένε θα σας γράψω, κ ό,τι βλέπω – κ είναι πλήθος
οπου βλέπω κ μόνοςμου.)
Την άλλη βραδιά ήρθε ο Παντοκράτορας μόνοςΤου, οπου δέν ματα ήρθε με
τέτιον τρόπον, μου λέγει η γυναίκα, με όλους τους Αγίους. Ευτύς άναψε ο
πολυέλαιος εις την σάλα μόνοςτου. Πήγε πρώτα εις τις εικόνες κ απο’κεί
έξω. Δύο μεγάλα μανάλια οπου ελάμπανε, απο τρείς λαμπάδες το καθένα,
το’να το βάσταγε η Θεοτόκο, το άλλο ο Α-Γιάννης, κ εις το δεξιόνΤου ο
Χριστός κ όλοι οι Άγιοι• κ έλαμπε όλο το σπίτι• κ ήταν όλη γιομάτη η σάλα, κ
εις τις εικόνες,
112
κ ένας Σταυρός οπου έλαμπε, κ μεγάλη σιωπή. Τότε μου λέγει τρείς φορές:
«Γιάννη, Γιάννη, κ Α-Γιάννη! ήρθα κ μόνοςΜου κάτω κ εις την οικίανσου! Δέν
απόλαψε άλλος τοιούτως σε τούτην την ζωή αυτό, μόνον εσύ• κ όσα
περικαλείσαι, όλα θα τ’ απολάψεις• κ απο τούτα οπου βλέπεις να μην ειπείς
ούτε του πνευματικού!». Κ μου είπε: «όσα σου λέγει το ΤέκνοΜου, κ το
ΤέκνοΜου της ΜητέραςΤου, είναι όλοι λόγοι δικοίΜου, οτι καθάρισες
<=στην>
το 1845, βγήκαν σωστά: στρογγυλεύοντας τον αριθμό τόσα ήταν τα χρόνια που του έμεναν>
113
κ όλα με τον καιρότους θα γένουν, δια να μήν πάθουν δέν θέλουν βίαν. Κ μήν
σικλετίζεσαι κ μουσκεύεις τα μάτιασου νύχτα κ ημέρα, κ κάποτε σου
κρυγιώνει η καρδιάσου οτι ξοδιάζεσαι πολύ, πάλε θα λάβωμεν, ξόδιασε τα
παλιά.
<«πάλε θα λάβωμεν, ξόδιασε τα παλιά»: αυτός ο λόγος είναι πολύ σοφός. Ο άνθρωπος
υπεραναπληρώνει την κάθε απώλεια. Κάποιος στην Αυστραλία, του είπα «έχω κατα βάθος έναν
φόβο, μή χαθούν αυτά τα όμορφα πράγματα», μου απάντησε «χάσε για να κερδίσεις, άσε να
θά’ρθει κατατρε μός κ αστένειες μεγάλες, μήν φοβηθείς» (+κ όντως μεγάλος
γ
τῳ Θεῷ δέν έπαθε κανείς<μας>> <= θανατηφόρα επιδημία έπεσε, κ απο την οικογένειατου άν κ
αρρώστησαν ήταν παροδικά. Αυτό γράφεται με παραπομπή πάνω απο αυτήν τη γραμμή, στο
). Κ όταν είπε
διάστιχο. Πιο πολύ φαίνεται να λέει: δόξα του Θεού, ουδέν έπαθε κανείς<μας>>
αυτά, μου λέγει: «Το παιδί εις το σκολείον, το μεγάλο, πήγα κ το ηύρα οπου
κοιμάταν, το’ υλόγησα». Κ ευλόγησε κ όλα του σπιτιού, παιδιά κ όλη την
ε
Την άλλη βραδιά εκόπιασε: κ πήρε τον Χριστόν, την Θεοτόκον κ πλήθος Αγίων,
ι
πήρε κ μένα κ πήγαμεν εις την Αγία Ειρήνη• κ είχε ένα λαμπ ρό στεφάνι κ μου
το έβαλε
114
115
Αυτά οπου σας σημειώνω, οπου με αξίωσε ο Θεός (νά’ χω την κατάραΤου κ
της ΒασιλείαςΤου άν σας απατώ μιάν τρίχα, το ίδιο κ εις τ’ άλλα, οπου μου
λένε) κ νύχτα κ ημέρα βλέπω όθεν στέκω ένα φώς: εις την μέση είναι σάν
ουρανί κ οι άκρες κάτασπρες, καθώς είναι τα λαμπρά σύγνεφα όταν παίρνει
να βασιλέψει ο ήλιος• κ ώς ένας στύλος: καταή να τηράξω να κάνω την
προσευκήμου μυστικώς, ή εις τον ουρανό κ κοιτάξω κ να περικαλέσω, θα ιδώ
πρώτα ένα φώς καθώς στράφτει κ ύστερα αυτό. Κ την νύχτα εις τον οντά
οπου θα πέσω να κοιμηθώ κ σβαίνω το φώς, ύστερα περικαλιούμαι:
«φώτισέμε, Κύριε κ η ΒασιλείαΣου», βλέπω όλα, όχι όμως ξάστερα καθώς να
είναι το φώς το ίδιον• κ την νύχτα οπου ξυπνώ κ δοξάζω τον Θεόν κ την
ΒασιλείανΤου εις το στρώμαμου (οτ’ είμαι αστενής κ πειράζομαι πάντοτες
απο τις πληγές του σώματόςμου) κ τότε περικαλιόντας βλέπω το φώς κ
όλους του ισκύους όσους περικαλώ•δι’
<=τις ισχύες, πνεύματα εν είδει φωτών>
116
να μας σώσει. Δέν μπορώ να σας περιγράψω αυτά, οτι τα μάτιαμου δέν τ’
αφήνουν τα δάκρυα να ιδούνε να σας γράψω• κ τώρα οπου σας γράφω, το
ίδιον, ποτίζουν το χαρτί δάκρυα καυτερά.
κ ποιός είναι ο ίσος δρόμος κ ποιός ο στραβός. Εγώ ο αμαρτωλός του κόσμου
έχω χρέος να γράψω όλα αυτά• κ Τον δοξολογώ κ Τον προσκυνώ νύχτα κ
ημέρα, την ΠαντοδυναμίανΤου κ την ΒασιλείαΤου
117
118
Παντουργού Θεού:)
Τότε ο Χριστός, η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι – μου λέγει η Μητέρα του Παντός, η
Θεοτόκο: «τί’ ναι αυτά οπου κάνεις κ βαραίνεις τον Θεόν κ τον ΜονογενήΜου
κ’ Εμάς όλους, κ επήγες εις αυτείνη την υποκοντρία κ άχλιαν κατάστασιν?
Αυτό είναι μυστήριον το πρώτο του ΑφεντόςΜας. Κ εις το εξής να
ησυχάσεις• πειράζεις την Παντοδυναμίαν Του κ’ Εμάς όλους».
Τότε βλέπω εις τον ύπνομου οτι καβαλλίκεψα ένα λαμπρόν άλογο• κ με
πιάσαν κ με γκρέμισαν κάτω• κ τότε παρουσιάζεται μιά κοκκινοφόρα, κ τους
χτύπησε κ τους μάλωσε: «αδίκως αυτόν τον άνθρωπον τον τυραγνάτε τόσον
καιρόν με τα κακάσας έργα• δέν μπορείτε να του κάμετε τίποτας». Κ με πήρε
η γυναίκα, η κοκκινοφόρα, κ μ’ έβαλε πίσω απάνω εις τ’ άλογον. Κ
<=ξανά>
την αυγή έδωσε της γυναικός ένα χαρτί η ΧάρηΤης κ μου το ήφερε κ μου λέγει:
«να το βάλεις με το δαχτυλίδι του ΑφεντόςΜας απάνωσου, εις το
χαμαϊλίσου• είναι το δίπλωμάσου κ η φύλαξήσου».
119
Την άλλη βραδυά είδα εις τον ύπνομου: κάτι άγριοι άνθρωποι ήρθαν να με
πάρουν κ με πήγαν σ’ένα σάπιον σπίτι να με καταδικάσουν• κ ένα πλήθος
λαμπροφόροι άντρες κ γυναίκες πήγαν κ τους γκρέμισαν εκείνους τους
αγρίους κάτω, κ με πήραν κ με πήγαν όλοι αυτείνοι σε μιάν
παλαιινιά εκκλησίαν, κ ήταν μιά Αγιοτράπεζα λαμπρά κ
<=παλαιική, παλαίωνη>
ένας, τον λέγαν Στεφανή, κ ήταν κ’ ένα μικρόν παιδάκι• κ λέγει ο Στεφανής:
«το καημένο το παιδάκι! δια της ΔυνάμεώςΤου ανασταίνεται»• κ ευτύς το
παιδί έγινε άντρας• κ το πήρε πλήθος λαός, εκείνον τον άντρα, κ τον πήγανε
σε μιάν άλλη λαμπρά εκκλησίαν, κ τον ασπάζονταν κ λέγαν όλοι: «τον
ανάστησε ο Θεός». Έκαμα κ εγώ τις μετάνιεςμου κ τ’ ανασπάστηκα
<το πρώην
• κ ξύπνησα.)
παιδάκι>
Απ’ όσα ξηγόμουν πρωτύτερα εδώ, οτι οι «καλοί» άνθρωποι κατήντησαν κ εις
μαγείες (κ ξηγούμαι πώς έγιναν αυτά, κ τα ηύραμεν), απο αυτό είχε πάθει η
φαμελιάμου πολύ εις την υγείαντης, κ απο τις συχνές τρομάρες, οπου
κιντύνευον εμένα κάθε λίγον, κ εκείνον τον κίντυνον της τρίτης Σεπτεμβρίου το
βράδυ οπου μας είχαν κλεισμένους κ κιντυνεύαμεν όλοι να χαθούμεν, όλα
αυτά: κατήνταινε η γυναίκα εις κίντυνον κ εις σεληνιασμόν. Τότε ο Χριστός, η
Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι λένε: «να της βγάλωμεν αίμα απο τα δύο μπράτσα»• κ
ο Χριστός, η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι –ξημέρωνε του Σταυρού–
ς
120
ανήλικη. Τότε, αφού ανάλαβε, είπε η ΧάρηΤης: «δόξαζε τον Θεόν, σε λυπήθη κ
την γλύτωσε, απο αυτόν τον μεγάλον κίντυνον δέν ήταν ελπίδες». Δόξα!
Δόξα! Δόξα το ΠανάγαθόΤου Όνομα κ της ΒασιλείαςΤου!)
Τότε λέγει ο Χριστός, θα πάνε με την Θεοτόκον κ Αγίους εις την Φανερωμένη
να λειτρουγήσουνε. Κ εγώ ήμουν ζαΐφης . Λέγει ο Χριστός: «άς
<zajıf = αδύνατος>
121
έχω κ την εκκλησίαν μισοφκιασμένη, κ τις εικόνες• κ την άλλη κάτω εις κάτι
χωράφια, οπού’ χω κ μποστάνια, έγινε εκεί ένας μεγάλος πόλεμος κ μεγάλος
ε
Εγώ σάν έβλεπα όλ’ αυτά μόνοςμου κ της ΠαντοδυναμίαςΤου όσα μου λέγει η
γυναίκα, έπεσα εις μετάνοια. Κ τότε κατέβασα εις το κάτω πάτωμα την
φαμελιάμου όλη, δια να είμαι ήσυχος κ παστρικός. Σάν ακολούθησε κ εκείνο
οπου ξηγιούμαι εδώ, οπου πήγαμεν εις την Αγίαν Ερήνη κ έλαβα τόσες χάρες
– κ ήμουν άπαστρος, τότε ξεμάκρυνα την φαμελιάμου όλως δια όλου καμόσον
καιρόν. Μίαν ημέρα λέγει η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι της γυναικός να μου ειπεί
οτι: «αυτά που θα σου ειπούμεν είναι λόγια του Χριστού, κ γνωρίζει οτι δέν
θα συγκατανέψεις: άν κάμεις διαφορετικά, όλοι φεύγομεν απο’ δώ• κ ό,τι φώς
κ άλλα οπου αξιώθης, θα χάσεις• κ ούτε η γυναίκα θα την αφήσωμεν να σου
ξαναειπεί τίποτας. Τί’ναι αυτό οπου κάνεις, χωρίστης απο την φαμελιάσου κ
παιδιάσου κ κάθεσαι μόνοςσου κ βασανίζεσαι κ υποκοντρίασες! Χωρίς άλλο,
να πάρεις την χελιδόνασου κ χελιδονάκιασου οπου σού’ δωσε <ο>
ΑφέντηςΜας, οτι αυτό δέν είναι αμάρτημα, –σου είπαμε τόσες φορές, δέν
ακούς– είναι το πρώτο μυστήριον του Θεού• αυτό οπου κάνεις, θα σε χάσει».
Δέν συγκατανεύω,
122
μέσα κ δέν μπορούσαν να βγούνε πίσω άν δέν άφηναν ό,τι χρήματα πήραν
απο’κεί. Αυτό ακολούθησε καμόσον• κ έγραφε ένας μοίραρχος απο’κεί οτι
ηύραν κ μιάν υπογραφή κ λέγει «δέν μπορεί να τα πάρει κανείς άλλος, μόνον
ο βασιλέας της Ελλάδος Όθων σε έξι (6∴) χρόνια».
123
Η γυναίκαμου άρχισε πίσω το πάθος οπου είχε, κ πάγει πολύ κακά, κ εις
κίντυνον. Τότε μίαν βραδιά ήταν εις τα ολοίστια κ όλοι άνω κάτω
<=λοίσθια>
Τότε ο ίδιος ο Χριστός κάτι της έδωσε, κ είπε να ησυχάσει ένα – δυό μέρες
απο αυτούς τους πόνους
<= για να της φύγει η κούραση απο την ταλαιπωρία των
γυναικός να μήν μου ειπεί τίποτας εμένα, ούτε να μάθει η φαμελιάμου οτι
κιντυνεύει, το αχταπόδι βγαίνοντας. Είπαν ευτύς της
124
γυναικός να μου ειπεί: αύριον να της τραβήσωμεν κ πολύ αίμα δια να μήν της
γένει φλόγωση• κ ακολουθήσαμεν αυτό κ σε ολίγες ημέρες έγινε καλά, κ
<είναι
μου είπε η γυναίκα: αυτείνη την ανησυχίαν κ την μεγάλη ευσπλαχνίαν του
Θεού κ της ΒασιλείαςΤου, οπου έκαμεν νεκρανάστασιν.)
Του παιδιού ήταν ο γοφόςτου βγαλμένος. Κ ο λαιμόςτου . Κ’ εμείς
<ήταν άσχημα>
τον γοφό δέν ξέραμε τίποτας, κ μας το είπε η ΧάρηΤης, κ φέραμεν άνθρωπο κ
τον έβαλε• ομως δέν έκαμε τίποτας εκείνος, τον έβαλε η Θεοτόκο• το ίδιον,
θαράπεψε
125
κ τον λαιμόν του παιδιού, οπου ήταν εις τον κίντυνον, κ λιωμένο τόσον καιρόν
- κ ανάλαβε κ αυτό, κ ήταν μιά χαρά. Αυτά είδα με τα μάτιαμου, την
νεκρανάστασιν οπου έκαμαν. Τότε μου λέγει η ΧάρηΤης: «Δέν ήξερες τίποτας,
ταλαίπωρε! Ούτε γυναίκα θα είχες ούτε το παιδί, κ δια κείνο ο ΜονογενήςΜου
κ όλοι οι Άγιοι αγωνιζόμαστε τόσες ημέρες κ νύχτες, οτι είχε περονιάσει το
κακόν την γυναίκα: κ εκείνο δέν ήταν αχταπόδι, ήταν το πλέον οργισμένο
κακόν, κ θα γκαγκραίνιαζε κ να σαπίσει όλη, κ ήταν: αρχή γίνει,
<είχε>
θάψει στην αυλή του Μακρυγιάννη, μέσα στο σακκούλι είχαν μάγια με αντικείμενα που
126
τον πατέρατου, κ απο την λύπητου, οπού’ρθε εδώ εις την κυβέρνησιν να τους
κάμουν καμίαν σύνταξη οπου ήταν τέσσερες ψυχές γυμνές κ χωρίς ψωμί της
ημέρας, δέν τους έκαμε τίποτας ο Κωλέτης, κ τρελλάθη. Κ τρελλάθη κ ο
αδελφόςτης κ τον έστειλα πρωτύτερα εις την ΧάρηΤης (κ ξηγούμαι τί
νεκρανάστασιν έκαμεν εις αυτόν), κ ύστερα τρελλάθη κ αυτό . Τότε
<το κορίτσι>
ξημερώνοντας έγινε καλύτερα απ’ ό,τι ήτον, κ ήρθε εδώ κ την έστειλα εις την
πατρίδατης, κ είναι υγ<ι>ής, αυτείνη κ ο αδελφόςτης (οπου ήταν πιασμένος
χέρια κ ποδάρια κ έτρωγε κ τους ανθρώπους σάν σκυλί, όποιος ζύγωνε
πλησίοντου). Κ είναι καί οι δύο σε καλή υγεία,
127
αστένειες. Η εξουσίαμας δέν θέλει να λένε τίποτας δι’ αυτά• οτι ο Κωλέτης
φκιάνει φραγκομανάστηρα κ εκκλησιές αυτείνων κ σκολειά, να μας
κυβερνήσει ώς Παππιστανός κ όχι ώς Ορθόδοξος
<=οπαδός του Πάππα>
Αφού έβλεπα τόσα θάματα κ την μεγάλη Eυσπλαχνίαν του Θεού κ της
ΒασιλείαςΤου κ την νεκρανάστασιν την μεγάλη οπού’καμε κ κάνει σε μένα, τον
χερότερο απ’ όλοΤου το πλάσμα, κ σε όλημου την οικογένειαν κ σε κείνους
τους
οπού’ρχονται εις το σπίτι μας
<=εις το σπίτι . Κττγνμμ λάθος έγραψε ‘σπιτιτος’,
128
σες βολές κ μας έσωσε κ μας ανάστησε. Δέν είναι χρέος μεγάλο σ’ αυτόν τον
αγαθόν Eυεργέτη κ σε όληΤου την Βασιλείαν ν’ αγωνίζομαι τον περισσότερον
καιρόν? κ εγώ είμαι ανάξιος, οκνός, κ τίποτας δέν θυσιάζω! Λέγει η ΧάρηΤης
της γυναικός: «Δέν θέλει ο ΑφέντηςΜας κ Εμείς τόσο αυτό! κ να πάψεις! κ η
πατρίςσου – θα την σώσει• κ την θρησκείασου, κ όσους περικαλιέσαι κ εσύ κ
όλησου η οικογένεια. Είδες κ βλέπεις νύχτα κ ημέρα: ο Μονογενής κ Εγώ κ οι
Άγιοι είμαστε διατα μένοι να μήν λείψωμεν τελείως απο την
γ <=καθόλου>
καθέντραΜας
<έγραψε ‘καθετρασǒ’, το σǒ το διόρθωσε απο πάνω, η διόρθωση δέν είναι
δια να μήν κρυγιώνει η καρδιάσου. Όσα γένονται, σου τα λέγει η γυναίκα• δέν
σου τα λέγει εκείνη, είμαστε παρόν κ της λέμεν κ σου λέγει• ούτε αυτείνη
τες
βλέπει τότε, ούτε εσύ. Κ μήν κουράζεσαι πολύ, κ γνωρίζομεν την καρδιάσου».
Τότε εγώ είπα της γυναικός: «σε όλα είμαι σκλάβος αλευτέρωτος - κ υποταγή
εις αυτό η συνείδησι μου δέν μ’ αφήνει•
ς <=σε όλα υπακούω σάν σκλάβος, αλλα σε
κ τότε
αυτό να υπακούσω δέν με αφήνει η συνείδησημου> <αντιθέτως> <άν υπακούσω σε
με βαστάγει κ λυπημένον
αυτό, δηλαδή να μήν δείχνω τόση αφοσίωση> <η συνείδησήμου>
άν λατρεύω κ προσεύχομαι παραπανίσια, διότι μόνο σε αυτό δέν μπορώ να υπακούσω>. <Ο
Μακρυγιάννης δέν υπακούει Θεό, μόνο την συνείδησήτου υπακούει. Λατρεία απο αναγκαστική
υπακοή, δέν έχει καμιά αξία. Ωστόσο είναι φανερό πως η γυναίκα πολύ σωστά του μίλησε κ σε
129
(σταυρώσαν)>
.
Κ μου λέγει η ΧάρηΤης: «σήκωσε την κολυμπήθρα απο εκεί οπου είναι».
Έπιασα να την σηκώσω, κ δέν σηκώνεταν. «Όταν έρθει η ώρα του
ΑφεντόςΜας, οπου θα διορίσει την <ε>πιτροπή, τότε θα σηκωθεί αυτείνη. Κ
θα πάρεις τον μεγάλον Σταυρόν οπου σου φέραμεν, κ το χρυσό παιδάκι με την
κασέλατου (οπού’ναι μέσα) οπου σου φέραμε με τον πολυέλαιον οπου τον
βλέπεις εις την σάλα της καθέντραςΜας, οπου φέγγει νύχτα κ ημέρα. Αυτείνη
η κολυμπήθρα κ όλα όσα ήρθαν εις το σπίτισου κ θα’ρθούν όταν
<σημαίνουν:>
είναι η ώρα του ΑφεντόςΜας θα διορίσει την επιτροπή την δικήΤου – κ εσύ με
τον Σταυρόν – κ τότε θα ιδούνε οι άπιστοι να πιστέψουν. Κ τότε θα ιδείς κ τον
Κωλέτη κ Μαυροκορδάτο κ οπαδούςτους όλους οπου θέλουν κ καταγίνονται
να κάμουν την θρησκείασου δυτικώς κ να την παραδώσουν σ’ άλλη φυλή την
θρησκείατους κ την πατρίδατους. Κ ο Κωλέτης – θα μάθεις κ θα ιδείς λήγορα.
Κ του Αρβανίτη Τζαβέλα το σπίτι θα πάθαινε, ο Βασιλέαςσας πρώτα – δέν
θέλησε ο ΑφέντηςΜας δια να μήν πάθουν οι αθώοι άνθρωποι κ χάνονται
αδίκως (οτι αρκετά τους έκαμαν κ τους
130
κάποιον αιρετικό, Ευαγγελιστή, απο’κείνους που κήρυτταν αργία να είναι το Σάββατο κ όχι η
κ οι οπαδοίτου κ οι άλλοι τοιούτοι: όλους θα τους ιδείτε όποτε είναι η
Κυριακή>
Αφού μου είπε αυτά η γυναίκα, άρχισα να κάνω την προσευκήμου νύχτα κ
ημέρα, κ ταίνιασα . Τις δεκα<ε>φτά του
<= αδυνάτισα, εξαντλήθηκα>
τηράγω απάνω εις τις εικόνες κ βλέπω τον ουρανόν κ ήτον ένα στρόγγυλο
πράμα κ έλαμπε• ύστερα γένεται ένα λαμπρό σύγνεφο κ κατεβαίνει εις τις
εικόνες! κ αποσταμένος κ φοβισμένος, πέφτω τα μπρούμυτα• κ εκεί βλέπω (κ
τα μπρούμυτα!) τον ουρανόν, κ αυτό το σύγνεφο, κ πλησίαζε εις τα μάτιαμου
κ εκείνες οι λαμπρές αχτίδες δέν μ’άφηναν να σταθώ ούτε να βλέπω! κ με
παίρνει μιά τρομάρα, κόντεψα να μείνω ξερός. Κ σηκώνομαι, φοβισμένος, κ
μπαίνω εις την κάμαράμου, κ σκοτάδι, πέφτω εις το στρώμαμου• κ έφεγγε
ι
όλος ο τόπος• κ ένας ισ κύς
<μία ισχύς, πνεύμα με μορφή φωτός, κάτι σάν φώς
131
Έφεξε ο Θεός την ημέρα. Λέγει η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι της γυναικός: «μήν ειπείς
τίποτα του Γιάννη, να ειδούμε τί θα σου ειπεί». Όταν άρχισα κ της είπα όλα
αυτά, κ τον φόβον, τότε της λένε: «είναι το Φώς οπου του έδωσε ο
ΑφέντηςΜας να τό’χει δια πάντα• κ ήμασταν όλοι».
σημειώσω ακόμα (κ μου σάπισαν κ καμόσα φύλλα οπου σας έλεγα, οπου
τά’χα χωμένα).)
Ετοιμάζεταν η ΧάρηΤης να πάγει εις το σπίτιτης, εις την Τήνο, κ λέγει η
ΧάρηΤης οτι ο Αφέντης παράγγειλε να μήν πάγει εις την Τήνο, «να κάτσουν
εκεί οπου τους έχω διορίσει». Κ τότε είχαν κακούς σκοπούς να κάμουν οι
κυβερνήταιμας, του <Ε>υαγγελισμού, κ ανθρώπους να σκοτώσουνε, κ την
χώρα ν’ αφανίσουνε, κ μίαν μεγάλη δύναμη να μου ριχτούν
<είχαν έτοιμη>
ι
εμένα, με απόφασιν• κ όλα αυτά τ ς τα νέκρωσε η Θεία Πρόνοια, οπου
<=τους>
θρησκείαντους, κ δια σένα τον αθώον• οτι σ’ έχουν παλούκι εις τα μάτιατους,
ε
οτι δέν μπορούν να σε φέρουν εις τα νεράτους εξ αρχής• κ οτι δια της
φώτισης του ΑφεντόςΜας τους έβγαλες όλες τις μπομπές έξω, κ δέν
<όμως>
Αφού μου είπε όλα αυτά, ευτύς εφάνη μιά μεγάλη λάμψη, κ όλοι στάθηκαν
133
οτι θα
συμβολίζει κττγνμμ τον ενσαρκωμένο Θεό που δέν υπόκειται στην φθορά του χρόνου>
134
καθώς Τον δοξάζεις• κ άφε τους επίορκους όλους, οπου κάθε λίγον
ς <=άφησε>
Αφού έβλεπα όλη αυτείνη την Ευσπλαχνίαν του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου
οπου αγωνίζεται νύχτα κ ημέρα να σώσει εμάς απο την τρέλλιαμας κ
<ι>διοτέλειάμας κ απο την απιστίαμας, τους στραβορα<γ>ιάδες, τα
κωλόπανα των Τούρκων κ οπαδώντους θέλει να μας λευτερώσει απο αυτούς
κ απο την τυραγνίαντους, κ κοπιάζει κ θυσιάζει η ΘείαΠρόνοια κ ανασταίνει
τους πεθαμένους κ τους ζωντανεύει, μας κάνει ‘εκλαμπρότατους’, μας κάνει
‘εξοχώτατους’, μας κάνει ‘γενναιότατους’, μας ξεσκλαβώνει πατρίδα κ
θρησκεία να γενούμεν έθνος ανεξάρτητον να ζήσωμεν ώς άνθρωποι εις το
εξής, κ μ ’ εξ όλης καρδίας να φέρνωμεν την δοξολογίανμας
ε
135
136
137
το απάνθρωπον κάμωμα. Αφού δέν την τελείωσα, την έδιωξα κάτω εις τον
πάτο να κάτσει, να μήν την βλέπω. Τότε παίρνει φαρμάκι να
<=κάτω πάτωμα>
138
κ άλλα πλήθος– εκείνη την βραδιά οπου θα γινόμαστε στάχτη όλοι κ το σπίτι,
το αστόχησες όταν σ’ αποφάσισαν οι γιατροί κ ήσουνε ξερή τόσες ημέρες, κ
καλάσου κ κακάσου απάνωσου, κ όταν ήρθα την αυγή κ έλπιζα οτ’
<έκανες>
ήσουνε τελειωμένη, τί μου είπες? «άντρα, να πάς εις την Βαγγελίστρα!», κ μου
είπες την μεγάληΤης Ευσπλαχνίαν οπου έκαμεν σε σένα κ σε όλους του
σπιτιούσου• κ άλλες πλήθος αστένειες. Τους γιατρούς τους πλερώνομεν τον
καθέναν από’να κ απο δύο τάληρα την βίζιτα κ δέν μας γιατρεύουν, μας
αποφασίζουν εις θάνατο – αυτός ο Γιατρός οπου μας ανασταίνει κ μας
διατηρεί, δέν Του δίνομεν πλερωμήν• να μήν Τον δοξάσουμε κ να Τον
ευκαριστήσωμεν? Σου το συγχωρώ τώρα κ δέν σε πέθανα• άλλη φορά
παραμικρόν να ιδώ περι αυτού, δέν ματατρώμεν ψωμί μαζί!∴».
139
Λέγει αυτά η γυναίκα, κ της είπε: «Να ειπείς του Γιάννη αύριον βράδυ να είναι
έτοιμος, θα τον πάρωμεν να τον πάγω εις το σπίτιΜου εις την Τήνο, είναι κ
Θέληση του ΑφέντηΜας». Κατεβήκαμεν κάτω εις την θάλασσα, κ ήταν ένα
πανί κ έλαμπε, κ ολόγυρα με πλήθος λαμπάδες• κ μπήκαμεν μέσα• κ ευτύς
βρεθήκαμεν εις την ΧάρηΤης, κ ήταν πλήθος Άγιοι κ με σταύρωσαν τρείς
φορές κ κάτι μού’δωσαν κ έφαγα. Μου λέγει η ΧάρηΤης: «Γιάννη! Μέσα εις το
πανί μπήκαμεν κ σε τόση θάλασσα, δέν πνιγήκαμεν, μας διατηρούσε ο
ΑφέντηςΜας• κ εσύ διατί κλαίς νύχτα κ ημέρα δια την πατρίδασου κ
θρησκείασου κ δι’ αυτούς τους δυστυχείς οπου τους παρουσίασες κ μίλησες
ολούθεν κ δέν συνακούστης? Ό,τι σε φώτισε ο ΑφέντηςΜας έκαμες (κ πάντοτε
να κάνεις) εις αυτούς• κ ο Αφέντης τους έκαμεν την ΕυσπλαχνίαΤου, δέν
χάνονται κ αυτείνοι, καθώς δέν πνιγήκαμεν κ εμείς: απάνω εις το πανί
ταξιδεύαμεν κ ευτύς ήρθαμεν, μας ήφερε ο ΑφέντηςΜας. Όποιος έχει πίστη…
Εσύ είδες κ βλέπεις τόσα οπου δέν αξιώθη κανείς άλλος σε τούτο τον
κόσμον• κ να βοηθάς τους δυστυχείς κ να μήν αγαναχτάς κ
κιντυνεύεις• εσύ εκιντύνευες άν δέν σε προφτάναμεν σε όλα
140
αυτά• διατί κάνεις έτσι κ μας πικραίνεις κ’ Εμάς όλους?». Τότε βγάζει μιάν
μεγάλη κάσα κ ήτον πλήθος μέσα άγια Λείψανα κ άλλα πράματα οπου
έλαμπαν, κ ένα άγιον Λείψανον ολάκερον• κ ανοίγοντας η κάσα δέν
μπορούσες να σταθείς απο την μοσκομυρωδιά. Μου λέγει η ΧάρηΤης:
«Ασπάσου όλα αυτά!»• έκαμα τρείς μετάνιες κ ασπάστηκα• κ σήκωσε ένα
λαμπρόν πράμα κ με σταύρωσε τρείς φορές• κ τότε μου λέγει η ΧάρηΤης:
«Βλέπεις αυτόν τον Άγιον? εις τα ενενήντα εννιά (99) άγιασε, κ ώς
<εννοεί 1799>
την σήμερον μάτι δέν τον είδε ακόμα• εσύ αξιώθης να Τον ιδείς τώρα. Είχε
κάμει πλήθος αμαρτίες κ ύστερα ματανόησε κ έκανε πλήθος ελεημοσύνες εις
τους δυστυχείς κ τους <υ>περασπίζεταν πολύ• κ άγιασε (κ τον λέπεις μόνον
εσύ σήμερα), οτι έκοβε την χαψιά το ψωμί απο το στόματου κ το μέραζε εις
τους δυστυχείς• κ δι’ αυτά όλα ο ΑφέντηςΜας τον είχε δοξάσει εις τα
ζώντατου κ απόλαψε όσα απόλαψες κ θ’ απολάψεις ακόμα, κ: εσύ μόνον εις
τον κόσμον• αυτός απόλαψε αυτά κ εσύ• ούτε τα απόλαψε άλλος ούτε
θέλει τ’ απολάψει. Κ εις τον πεθαμότου άγιασε• κ είδετε εσείς
<=πρόκειται να>
οι μόνοι οι δύο όλα τα λαμπρότερα πράματα κ μυστήρια του Θεού• οπου δέν
τ’ απόλαψε η Μητέρα του Χριστού όταν ζούσε σ’ αυτείνη την ζωή!
141
Αφού, Γιάννη, είδες κ βλέπεις τόσα, κ τον ίδιον Θεόν, κ τον ΜονογενήΤου κ την
ΜητέραΤου, κ όλους του Αγίους, να είμαστε διαταγμένοι να σε φυλάμε νύχτα
κ ημέρα οπου ήσουνε χαμένος μιλλιούνια φορές κ εσύ κ η οικογένειασου, κ
βλέποντας ο ΑφέντηςΜας την ψυχήσου κ την αδικίαν οπου θα σου γένεταν,
αδίκως, απ’ όλους αυτούς, απόλαψες όλα αυτά».
Ευεργέτισσα! Δέν έχω άλλον εγγυητή να βάλω εις τον ΑφέντηΜας, μόνον την
ΑγαθότηΣου• κ άν αρνηθώ όλα αυτά οπου μ’ αξίωσε κ μαθαίνω κ βλέπω
ολοένα (ανοίγοντας το στόμαμου να ειπώ «Θεόν» κ «την ΒασιλείανΤου»,
βλέπω με τα μάτιαμου το ΦώςΤου ευτύς κ την ΕυλογίανΤου, κ του Χριστού του
Αληθινού, κ της ΧάρηςΣου, Θεοτόκο, κ των Αγίων), άν αρνηθώ αυτά όλα, κ τις
μετάνιεςΣου, Θεοτόκομου, κ τα δάκρυάΣου όταν κιντύνευα, κ η πρεσβείαΣου
εις τον ΑφέντηΜας κ εις τον ΜονογενήΣου κ υπεράσπισήΣου νύχτα κ ημέρα σε
όλημου την οικογένειαν, (οπου αυτά δέν τα είδα ούτε απο τον πατέραμου
ούτε απο την μητέραμου, τα είδα απο τον Θεόν του Παντός, τα είδα απο τον
Χριστόν, τα είδα απο την Θεοτόκο,
142
τα είδα απ’ όλους τους Αγίους, είδα την μεγάλη ευεργεσία κ λέπω κάθε
στιγμή, κ της πατρίδοςμου της ματοκυλισμένης κ της θρησκείαςμου κ των
τίμιων ανθρώπων), αφού, Θεοτόκομου, αφού, Βασίλισσάμου Αληθινή, όλα
αυτά αξιώθηκα εγώ, εγώ, εγώ! (ποιά αρετή ? ποιά ηθική ? ποιά
<είχα> <είχα>
κακίαν δέν έκαμα, αρχή κ τέλος ώς την σήμερον?), όταν εις το εξής
αλησμονήσω αυτά όλα κ πέσω εις τις παλιέςμου αμαρτίες κ πηγαίνω
γυρεύοντας δι’ αυτές κ όχι να μετανοήσω κ να προσπέσω εις την Ευσπλαχνία
του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου κ δια να με συγχωρέσει κ να με προφυλάξει, κ
πηγαίνω γυρεύοντας την κακίαν, τότε, Θεοτόκομου, ο Θεός ευσπλαχνίζεται
τους αμαρτωλούς, καθώς εκοπίαζες κ έκλαιγες να με σώσεις, να κλάψεις κ
να περικαλέσεις Αυτόν τον Πανάγαθον Θεόν να με κάμει στάχτη οτι εγώ είμαι
πλέον αχάριστο θερίον, όχι άνθρωπος, όσα αξιώθηκα κ είδα κ γράφω εις
τους αναγνώστες όλους – κ να γένω παραβάτης! Άνθρωποι είστε εσείς,
όποιος με συγχωρέσει ώς άνθρωπον . Όποιος δέν τα είδε κ δέν
<τον ευχαριστώ>
τα λέπει, δέν αμαρτάνει• εγώ, κ τώρα οπου γράφω, οπου σήκωσα τους
οφθαλμούςμου απάνω
143
144
σ’ έχω ανάγκη, όταν έχω αυτόν τον Αφέντη του Παντός κ την ΒασιλείανΤου• μ’
έσωσε κ μ’ ανάστησε όταν είχα ολίγα τουφέκια κ εκείνα με σκοινιά δεμένα –
τώρα τά’χω (δια της ΔυνάμεώςΤου) χωρίς σκοινιά.)
<αλλαγή μελάνης>
Καθώς σας σημειώνω οτι τα χαρτιά σάπισαν καμόσα κ σας βαίνω τα πρώτα
δεύτερα κ τα δεύτερα πρώτα, αλλα γράφω ό,τι έγεναν κ ας είναι κ αυτό: Η
γυναίκαμου, καθώς σας γράφω πρωτύτερα, αυτό το πάθος της είχε
καταντήσει κ απο φόβον κ απο δαιμονικά, κ ήθελε να σαπίσει
<=επρόκειτο>
145
τότε η ΧάρηΤης λέγει της γυναικός να μου ειπεί αυτό, να προσέχω την
φαμελιάμου καλά. Τότε εγώ, έβλεπα κ τους μεγάλους παραδερμούς της
γυναικός, δέν παρηγοριόμουν νύχτα κ ημέρα• τί να κάμω τόσα ανήλικα
παιδιά! έβαλα παραμάνες, αλλα ο ξένος ξένος είναι. Φώναζαν τα παιδιά την
νύχτα νηστικά κ άλλα , κ εγώ προσευκιόμουν κ έκλαιγα… Τί
<τέτια συνέβαιναν>
έκλαιγε η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι όλοι, κ μου έλεγε: «καλύτερα ήταν να μήν σε είχα
γνωρίσει, δυστυχισμένε, εσύ κ αυτά τ’ ανήλικα, πώς θα καταντήσουν?»,
μού’λεγε αυτείνη η γυναίκα, τέσσερα μερόνυχτα έκανε μετάνιες κ έκλαιγε η
ΧάρηΤης κ περικαλείταν. Ξημερώνοντας των Βαΐων, την νύχτα βλέπω ένα
μεγάλο φώς, κ ισκύους πολλούς. Αυτό το φώς κ οι αχτίδες, δέν μπορώ,
ς
αδελφοί, να το γράψω εγώ, κ την μεγάλη ωραιότη .
146
Έγινε η λειτρουγία,
147
έγινε, κ σουρουπώνοντας την πήγε εις την Σωτήρω εκεί οπου της είπαν, κ
ξημερώνοντας την πήγαν εις το σπίτι της γυναικός την λειτρουγία κ την
έκαμαν τρία κομμάτια κ της είπαν της γυναικός να τα πάρει καί τα τρία κ να
βγεί έξω κ όποιον πρωτοϊδεί να του δώσει το ένα, κ άλλον τ’ άλλο κ άλλον τ’
άλλο• κ τότε της έδωσαν κ δύο υψώματα κ μας
<=γραμμένο τος, διορθώνω σε ‘της’>
τά’φερε, ένα της φαμελιάςμου κ ένα εμένα, κ κάμαμεν απο τρείς μετάνιες κ
τα φάγαμεν.
<Να θυμάστε οτι τα θαύματα δέν γίνονται κατα παραβίαση του Νόμου της
Φύσης, που είναι Νόμος του Θεού, αλλα γίνονται μέσω των Νόμων της Φύσης>
μάνατους!>
.Τότε λέγει η ΧάρηΤης: «Δέν λυπόμαστε, όλοι, οτι θα πέθαινε
148
.)
επίπληξη>
Τότε μου είπε η ΧάρηΤης οτι ο ΑφέντηςΜας πρόσταξε, απο είκοσι χρόνους θα
ζήσωμεν κ οι δύο, μίαν ημέραν θα πάγει αυτείνη ομπρός απο μένα,
<ακόμη>
Την άλλη βραδιά είπε η ΧάρηΤης: «Εγώ θα πάγω εις το σπίτιΜου, εις την
Τήνο, το Πάσκα, οτι έρχονται πολλοί άνθρωποι κ από’ξω κ απο μέσα
<απο το
149
ήρθε την αυγή η γυναίκα κ μού’φερε ένα ύψωμα, της τό’δωσε η ΧάρηΤης να
μου το δώσει να το φάμεν μαζί με την γυναίκαμου• κ της είπε κ αυτά οπου
περικαλιόμουν – όλα όσα εγώ έλεγα κ έκλαιγα, να μήν έβγω άλλη χρονιά! Το
βράδυ, την νύχτα, ήταν η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι, κ έκατσε κ με διάταξε ώς Αγαθή
Μητέρα κ με μάλωσε δια την βαρυγκομίανμου κ μου είπε: «με αυτά βαραίνεις
κ τον ΑφέντηΜας κ όλους Εμάς. Κ άν άλλη βολά τοιούτως φερθείς, δέν θά’χεις
την Ευσπλαχνία του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου! Εσύ δέν βλέπεις όλα• κ όσα
λέπεις, σου είναι αρκετά. Όσα σου παραγγέλνομεν δέν τ’ ακούς! Θά’χες ζωή,
πρώτος εσύ, είχες σπίτι κ φαμελιάν? κ με τί τρόπον
<άν δέν σε προστατεύαμε>
Την άλλη βραδυά ηύρε η γυναίκα εις το δάχτυλότης ένα χρυσό δαχτυλίδι,
χωρίς να ένιωσε• την αυγή οπου το είδε, φανερώθη η ΧάρηΤης κ της είπε: «να
το φορέσεις οχτώ μέρες». Ύστερα, αφού το φόρεσε, της το πήρε κ το βάσταξε
η ΧάρηΤης τρείς ημέρες κ της τό’δωσε της γυναικός να μου το φέρει κ της
είπε να το βάλω σε ένα ποτήρι με νερό,
150
με νερό, κ να το βάλω εις τις εικόνες κ την αυγή να ειπώ τον «Πάτερ ἡμῶν» κ
τότε να πιούμεν το νερό οι δύομας μαζί με την φαμελιάμου• κ το
<δηλαδή εγώ>
μάτιαμου, εις τις εικόνες, κ εις τον ύπνομου, θέλω κ άλλο ένα
χαρτί δια τόσα, να τα σημειώνω!)
<=σύγγραμμα>
εσάς• κ έχομεν τόσες ημέρες οπου τρέχομεν παντού σε όλα τα μέρη κ τους
νεκρώσαμεν όλουςτους τους κακούς σκοπούς κ τους ολέθριους• κ τα δύο
δέντρα λήγορα θα ξεραθούν, όποτε είναι η ώρα του ΑφέντηΜας. Σου είπα
προ <η>μερῶν κ τ’ αστόχησες».
151
Όλα, αδελφοί αναγνώστες, έβαλα βάση• όμως πώς θα τον ιδώ πίσω, όταν
έμπει εις τον τάφο, δέν μου γ<ι>όμωζε το κεφάλιμου, κ πάντοτες ρώταγα την
γυναίκα δι’ αυτό – κ δέν ήξερε κ αυτείνη.
152
<αλλαγή μελάνης>
γ
Τον Μά ιον μήνα, δύο ώρες να φέξει, άνοιξε ο ουρανός κ δέν γράφεται
αυτείνη η λάμψη κ όλα αυτά• κ αφού στάθη τόσο αυτό κ το είδα, ύστερα
παρουσιάζεται ένας όμορφος τόπος, κ ήμουν εκεί• κ βλέπω ένα λαμπρόν
σώμα, κ ρωτάγω, μου λένε: «είναι ο Χριστός, κ η Θεοτόκο ». Κ έλαμπε ο
ς
153
μεγαλόψυχος άνθρωπος κυνηγάει τα δύο άλογα, πανάρχαια σύμβολα της δύναμης, για να
η αλήθεια ονομάζεται κ θρησκεία. Σ’ αυτήν την εποχή που ζούμε, που δικαιοσύνη εφαρμόζεται
κατα το ¼ κ αυτό ακόμη το ¼ τείνει προς το 0, είναι αδύνατον να πιάσει τα δύο άλογα, γιατί η
δύναμη ανήκει στην αδικία κ το ψεύδος. Κ όποιος ζητάει να αφαιρέσει την δύναμη απο αυτά, η
γάτα της πονηρίας του επιτίθεται να τον φάγει. Αλλα ο αληθινά μεγάλος άνθρωπος έχει την
στήριξη του Θεού, γι’ αυτό κ ανεβαίνει στον βράχο κ γλυτώνει απο την γάτα, που χάρις στις
επιτυχίεςτης έχει σιδεροντυμένα ποδάρια, κ όμως φοράει τα σιδερένια ποδάρια στον μεγάλο
άνθρωπο της αρετής, γιατί αυτός με την βοήθεια του Θεού έχει ακόμη μεγαλύτερες επιτυχίες.
Επειδή η γάτα της πονηρίας έχει μεγάλη δύναμη, να την σκοτώσουμε επι του παρόντος δέν
μπορούμε, γι’ αυτό ο μεγάλος άνθρωπος κάνει ευγενική άμιλλα: «εσύ κοιτάς τη δουλειάσου, κ
εγώ τη δουλειάμου». Αυτό στην εποχήμας είναι μεγαλοσύνη, επειδή ο μικρός άνθρωπος τρώγεται
είπε: «είναι του ΑφέντηΜας δώρον»• κ της είπαν της γυναικός να μήν μου
ειπεί τίποτας – τί θα της ειπώ εγώ. Τότε μου λέγει τον ουρανό, όλα
<για>
αυτά, την Θεοτόκον, τον Χριστόν – κ εκείνη η γάτα ήταν ο καταραμένος κ τον
καλλίγωσαν τα
<=φόρεσαν παπούτσια, μποτάκια. Λατινικό calliga=χαμηλό μποτάκι>
κακάτου
154
Άγιοι μέσω της γυναικός, είναι τελεστικά μέσα που χρειάζονταν κ προμηθεύθηκαν κατ’ εντολή
εις τις εικόνες, κ’ έβαλε κ το πήραν κ είπαν της γυναικός να μου ειπεί οτι
αυτό είναι: δομένον απο τον ΜονογενήΤης κ φκιασμένο, κ της τό’δωσε να μου
το δώσει να το φάγω. «Αυτό δέν αξιώθη κανένας να το φάγει, ο μόνος είσαι
εσύ• κ τον Οποίον είδες εις τον ύπνοσου οπου είχε τα γράμματα –κ ήμουν κ
εγώ μαζίΤου, Μας είδες», μού’λεγαν «κ Μας γνώρισες• κ σ’ έσωσε κ απο την
καλλιγωμένη γάτα των πειρασμών οπου σας κιντύνευε αδίκως τόσον καιρόν.
Αυτά τα είδες κ μόνοςσου. Κ εκείνο οπου αξιώθης κ έφαγες είναι η Μεταλαβιά
του ΜονογενήΜου, κ το δαχτυλίδι τ’ ΑφέντηΜας, κ το χαρτί
<είναι> <το δίπλωμα,
155
Την άλλη βραδιά η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι με πήραν κ με πήγαν εις την
σπηλιά οπού’χω δια εκκλησία, κ έκαμαν μιάν δοξολογίαν• κ είχαν ένα χρυσό
δέντρο κ ένα μαστέλο
<=μεγάλη γαβάθα, λεκανίτσα. Για την ερμηνεία βλέπε σελίδα 19,
σκεπασμένο μ’ ένα γραμμένο χαρτί, κ έλεγε: «ν’ ακούς ό,τι σου λέγει η
Θεοτόκο , σου είπα κ άλλες φορές: είναι λόγοι δικοίΜου». Τό’φαγα κ εκείνο,
ς
πνευμάτων. Τα ιερά πράγματα, κ χαρτιά με εικόνες Αγίων, Σταυρούς κ.λπ. δέν τα πετούν στα
σκουπίδια όταν δέν χρειάζονται πιά, αλλα τα καίνε, αυτό είναι όσιο> <Στις Βέδες, τα
αρχαιότερα του κόσμου θρησκευτικά κείμενα, αναφέρεται οτι ο Θεός Indra, που κατα τις Βέδες
είναι ο ισχυρότατος των Θεών, είχε να αντιμετωπίσει έναν κακό δαίμονα (ονομαζόμενο Wrtra)
που είχε κυριαρχήσει στην γή κ ούτε ο ίδιος ο Indra δέν μπορούσε να τον νικήσει. Τότε δόθηκε
ένας χρησμός οτι άν βρεθεί ένας πραγματικά αναμάρτητος, δίκαιος άνθρωπος, απο το
αναμάρτητος κ δίκαιος, ονομαζόμενος Dadhiika. Αυτός δέχθηκε να σκοτωθεί για να φτιαχθεί απο
μπόρεσε να σκοτώσει τον κακό δαίμονα κ να ελευθερώσει έτσι την γή απο την τυραγνίατου.
Αυτήν την ιστορία μου την είπε ένας Νεπαλέζος που έτυχε να κουβεντιάσω μαζίτου σε μιά
γιορτή (όχι θρησκευτικού περιεχομένου, απλώς διαφήμιζαν τη χώρατους τουριστικώς) που είχαν
κάνει οι Νεπαλέζοι της Αδελαΐδας για τα Χριστούγεννα του 1997. Το wácra παλιά παριστανόταν
με μορφή κυκλικού δίσκου. Αργότερα, μέχρι σήμερα, επικράτησε να παριστάνεται με μορφή δύο
Τα 1844 τον Μάγιον καταδίκασαν τρείς αγωνιστάς εις θάνατον• τον έναν τον
σκότωσαν, τους δύο τους γλύτωσε ο Θεός• είχα κ εγώ μιλήσει κ
<για να σωθούν>
156
κάτι της έβαλαν εις το στόμα κ της είπαν: «τώρα οπου θα παστρευτείς, θα
πιάσεις κ άλλο μικρόν . Κ μου λένε: «θα ειπωθεί ‘ο
<=συλλάβεις> <=παιδί>
Χρίστος’». Κ όντως εγεννήθη, κ τον βαφτίσαμεν Χρίστον• [κ] μας τον χάρισε ο
Θεός. Κάτι μού’δωσαν κ εμένα εκεί κ έφαγα• κ την αυγή μου φέρνει η γυναίκα
άλλο ένα γυαλί παρόμοιον σάν τ’ άλλα, κ έγιναν τρία. Τότε μου λέγει η Αγία
Κατερίνη: «πώς δέν φοριέσαι κ του λό<γ>ουσου λαμπρά φορέματα, καθώς οι
άλλοι?» – λέγει η ΧάρηΤης: «έχει το λαμπρό φόρεμα του Θεού, κ αγωνίζεται
δια της δυνάμεώςτου να λευτερώνονται οι άνθρωποι απο τον θάνατον, οπου
τους κατανταίνουν οι χρυσοφορεμένοι, κ τους χάνουν αδίκως –
157
Ακριβώς το ίδιο πρέπει να αντιλαμβανόμαστε για την γυναίκα οπου φώτιζε τον Μακρυγιάννη,
τον συμβούλευε πάντα σωστά, κ τελούσε τελέσματα προς όφελοςτου: δέν τα έπραττε η ίδια,
Εις τα 1845∴ Μαρτίου∴ 17∴ κ εις τις 18∴ του ιδίου∴ τα μεσάνυχτα είδα εις
τον ύπνομου συνεχώ<ς> αυτό το όνειρον: οτι ήμουν σε μίαν λαμπρά
μητρόπολη, κ είχαν πλήθος φαγιά αρτυμένα κ τρώγαν• κ ήταν κ δύο
δεσποτάδες, κ ένας (τον έλεγαν Γιώργη) μου είπε: «κάτσε να φάς». Πήρα κ
εγώ κ έφαγα μισό ψάρι. Τότε αυτείνοι οι δεσποτάδες μάλωσαν όλους
εκείνους οπου αρτύνονταν•τότε παρουσιάζεται ένας
φραγκοφορεμένος μ’ ένα σφα<χ>τό κ πολλά
<γραμμένο ‘φραγκοφορεμενος’, με γκ!>
άλλα φαγιά, κ σταφύλια, κ μου δίνει να φάγω• του λέγω: «πώς τρώγω
αρτυμένο φαγί απο’σέναν, οπού’ναι Μεγάλη Σαρακοστή?».
<απο Ορθόδοξο
δεσπότη απατήθηκε ωστε να δεχθεί αρτυμένο φαΐ, που κ οι ίδιοι οι δεσποτάδες το καταδίκαζαν•
απο τον Ευρωπαίο ήταν φανερό πως ήταν ανόσιο. Έτσι είναι, απο τους ξένους δέν κινδυνεύουμε,
τ’
τουλάχιστον στη Βόρεια Ελλάδα «χορεύει τ’ άλογότου» =κάνει ό,τι θέλει, κάνει κουμάντο>
άλογότου απάνω εις τον τοίχο! τότε λέγω εκεινού του αλλουνού Γιώργη:
158
«έλα μαζίμου να σου δείξω τον Άγιον Γιώργη με τον Σταυρόν κ πώς παίζει τ’
άλογόΤου απάνω εις τον τοίχο, κ του φέγγει
<γραμμένο ‘τοφεκυ’, εννοεί οτι του
κρέας!?» κ έφυγα απο αυτόν, κ πάγω μόνοςμου εις τον Άγιον• εκεί ήταν ένα
μεγάλο βουνό σκισμένο κ ήταν ένας μεγάλος ποταμός κ χιόνι πολύ όλος ο
τόπος. Ο Άγιος πέρασε απο πέρα, εγώ δέν μπορούσα να περάσω, κ
αναθεματούσα αυτό το ποτάμι• τότε γυρίζει κ μου λέγει ο Άγιος: «μήν
αναθεματάς αυτό το ποτάμι, οτι τό’χει ευλογημένο ο ΑφέντηςΜας. Κ δια της
ΔυνάμεωςΤου θα λάμψει ετούτος ο Σταυρός, κ αυτός ο ποταμός θα καθαρίσει
πλήθος ακάθαρτους».
<στο υποσυνείδητο, τα εμπόδια γενικώς συμβολίζουν το θάνατο.
Κττγνμμ τα παρόντα εμπόδια, βουνό, χιόνι, κ κυρίως το ποτάμι, συμβολίζουν το θάνατο. Ο Άγιος
το πέρασε, γιατί Εκείνος είχε βιώσει κ ξεπεράσει τον θάνατο. Ο θάνατος λοιπόν που όλοι οι
άνθρωποι μισούν κ φοβούνται, είναι κατα το θέλημα του Θεού, κ είναι ένα μέσο κάθαρσης των
159
έβαλα κ εγώ εις τον τύπον κ τους έλεγα τις μπομπέςτους. Τότε μου λέγει η
ΧάρηΤης, (είχα μέρες οπου δέν έβγαινα έξω), μου είπε: «να βγαίνεις έξω, μήν
φοβάσαι, κ είμαστε κ’ Εμείς μαζίσου• οτι αυτείνοι όλοι,
<=λάθος γραμμένο ‘&μος’>
σάν δέν σε λέπουν όξω, φοβούνται κ σου επισωρεύουν πολλά». Τότε έβγαινα
κάθε μέρα.
160
τότε έρχεται κ η γυναίκα κ μου λέγει όλα αυτά, κ μου λέγει ακόμα: ήταν η
ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι, κ ήρθε κ ο Άγιος Γεράσιμος κ μού’φερε μιάν εικόνα, κ
μου λέγει η ΧάρηΤης: «ασπάσου τον Άγιον κ πάρε την εικόνα κ βάλ’ τηνε εις
το εικονοστάσιν». Ασπάστηκα τον Άγιον
<ώς συνήθως γράφει ‘ανσπάσ-’, διορθώνω>
κ την εικόνα κ την έβαλα με τις άλλες. Τότε μου λέγει ο Άγιος Γεράσιμος: «κ
εγώ διατάχτηκα απο τον ΑφέντηΜας να είμαι αντάμα
<έγραψε ναυμεν ταυμα, στο
‘ταυμα’ το υ είναι επειδή παρασύρθηκε απο την προηγούμενη παρόμοια λέξη, ήθελε να γράψει
161
με την ΧάρηΤης κ με όλους τους Αγίους». Τότε μου λέγει η ΧάρηΤης: «Το
στεφάνι οπού’λαβες εις τον Α-Γιώργη, τί τό’καμες?» – «τό’βαλα», λέγω, «με τ’
άλλα». – «Τώρα να ετοιμαστούμεν όλοι, οτι θα σηκώσωμεν την κολυμπήθρα,
οπου την έχομεν κατα<γ>ή, κ να την βάλωμεν με τον πολυέλαιον πίσω εκεί
οπου ήταν». Ο πολυέλαιος είχε απο κάτωτου σάν τσιγγέλια, κ η κολυμπήθρα
πιασίματα, κ η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι (κ
<έδωσαν νοερή ή ρητή εντολή>
162
Ήρθε τότε κ του Μελούση το παιδί, πήγαμεν πολλοί κ το είδαμεν• του μίλησα
καμόσα κ εγώ δια τον πατέρατου, πρόφτασε κ καμόσες δυστυχ<ί>ες, τους
ξεκονόμησε• ήθελε κ αυτός να’ρθεί να μας ιδεί όλους εις τα σπίτιαμας – κ
είχαν να του κάμουν όλοι κ’ ένα τραπέζι. Τότε μου λέγει η ΧάρηΤης: «αυτόν
τον αθώον θα τον κατατρέξει ο Κωλέτης κ οι άλλοι• κ νά’χει τον νούτου». Τότε
εγώ του παράγγειλα με έναν δικόντου να μήν πάγει σε κανέναν απο μάς, ούτε
σε τραπέζι. Ύστερα του έγιναν αυτά όλα. Κ δέν παρουσιάστη κ εις τον
βασιλέα. Κ έφυγε με δυσαρέσκειαν. Θα πάθαινε κ αυτός κ’ εμείς. Του είπα:
«όταν ο Θεός κάμει νεκρανάστασιν, να είναι έτοιμοι κ αυτείνοι κ εμείς, να
ξεσκλαβώσει ο Θεός τους ομογενείςμας».
Τότε μου λέγει η ΧάρηΤης: «όταν να είναι η ώρα του ΑφεντόςΜας, όλους
αυτούς θα τους φωτίσει• κ τότε θα βγούνε κ εκείνα οπού’ναι εις τα σύνορα:
τα χρήματα, κ άλλα, δια ν’ αναστηθούν κ οι ταλαίπωροι αδικημένοι, κ τα
σπίτιαΜας τα καταγκρεμισμένα, κ άλλα πλήθος καλά».
οπου σου λέγει η γυναίκα οπου την έχομεν διορισμένη κ σου λέγει όσα εσύ δέν
163
βλέπεις μόνοςσου – κ άν ιδείς αυτά όλα, ευτύς τρελλαίνεσαι κ χάνεσαι! Εσύ
ολίγα είδες μόνοςσου εις τις αρχές κ κόντεψες να χαθείς απο τον φόβονσου!
Δόξαζε τον Θεόν, καθώς Τον δοξάζεις, κ όποτ<ε> είναι η ώραΤου, τότε κ θα
ιδείς κ θα γένουν όλοι οι λόγοι του Θεού».)
<αυτά που ο Μακρυγιάννης ήθελε να δεί,
έμελλε όντως να τα δεί, καθώς θα δούμε στο 4.ο μέρος του βιβλίου>
γ
«Κ έβγαινε πάντοτες έξω κ μίλει ε κ μ’ όλους αυτούς, δια
<= βγαίνε, προστακτική>
<αλλαγή μελάνης>
έχει θέμα καν- στους χρόνους διαρκείας κ θέμα καμ- στους στιγμικούς χρόνους. ‘έκανα’ είναι
αγαπούσα πολύ). Ευτύς πηγαίνω εις αυτόν – τον ηύρα τελειωμένον• αφήνει
εις τους πέντε δρόμους έξι κορίτσια αδύνατα κ τρείς γυναίκες: την γριά
πεθεράτου, γυναικαδέλφητου κ γυναίκατου,
164
οπου όλες αυτές ζούσαν απο εκείνον τον δυστυχισμένον. Ήταν τα ματάρχης.
γ
165
«Όσα δέν είναι δικάσου, μήν ανακατεύεσαι, οτι βλάβεσαι πολύ. Του Θεού το
Μάτι είναι παντού, κ η ΕυσπλαχνίαΤου• κ <η>σύχασε εις το εξής, οτι
όλουςΜας Μας επίκρανες με αυτό».
166
Πολλά χαρτιά μου σάπισαν όλως δια όλου απο τα 1845 οπου γράφω ώς τα
1846 • τά’χα βαλμένα εις την γής κ σάπισαν
<χαρτιά αναφερόμενα στα 1845-6>
Μιάν βραδιά κοιμόμουν μέσα εις τον οντά οπού’χα τις εικόνες (οτ’ ήταν
βρεμένος εκείνος οπου κοιμούμαι) κ μισοξύπνος, της Πεντηκοστής, βλέπω την
ΑγιαΤριάδα κ την Θεοτόκο καρσίμου κ’ ευλογάγαν• κ ύστερα αποκοιμήθηκα κ
βρίσκομαι σ’ ένα δάσος, κ εκεί ήταν ένα άσπρον όρνιον
<άν κ εμφανίζεται εχθρικό
το όρνιο, είναι άσπρο, αυτό σημαίνει οτι είναι όργανο του Θεού σταλμένο για ενίσχυση των
ευσεβών. Για σωτηρία του ετοιμοθάνατου βυζαντινού κράτους ήρθαν οι τουρκικές φυλές, που
όμως δέν μπόρεσαν οι Βυζαντινοί να τις εκμεταλλευθούν κ τους έγιναν εχθροί. Κ ώς εχθρούς
παροιμία ‘išle jovan, xiftlik senin’ (δούλευε, δουλοπάροικε, το τσιφλίκι είναι δικόσου!’). Οι
αριθμητικώς ήταν ελάχιστοι μπροστά στον αριθμό των Βυζαντινών, έγιναν πολλοί με τον εκούσιο
κ
εξισλαμισμό αμέτρητων φτωχών• κ πάλι όμως τους νικήσαμε. Αυτά σημαίνει το όνειρο>
Βουλγαροκτόνο κ τον Βασίλειο Διγενή Ακρίτα, ήρωας συνεχιστής των ηρωικών παραδόσεων του
του δίνει του Τούρκου τις δύο• τότε πιάνομαι εγώ με τον Γιοβάνο κ μαλώνω κ
του λέγω: «εμείς του πήραμεν τ’ άρματάτου κ εσύ του δίνεις κ άλλα να μας
σκοτώσει!». Τότε, με το Βασίλη, πήραμεν κ του ενού κ του αλλουνού, κ’
έμειναν έτσι.
167
1846∴ την Μεγάλη Παρασκευή την νύχτα είχε έρθει ο Αφέντηςμας κ δέν
έλειπε κανένας Άγιος, κ ο Χριστός, κ η Θεοτόκο, κ ήταν πλήθος φώτα, κ ο
πολυέλαιος, κ λαμπάδες πλήθος, κ όλοι μαυροφορεμένοι, κ ο Σταυρός
ξαπλωμένος απάνω σε εκείνα τα λαμπρά πράματα• κ ήταν όλοι
καταλυπημένοι, οπου δέν γένεταν περισσότερον• δύο ώρες να φέξει,
αναλήφτη ο Αφέντηςμας κ ο Χριστός κ έμεινε η Θεοτόκο με καμόσους Αγίους
(μου τά’λεγε η γυναίκα όλα)• την αυγή της λέγει η Θεοτόκο οτι αυτά κάθε
χρόνον πρέπει να γένονται, έτσ’ είναι αποφασισμένα απο τον Αφέντη. Πρίν
αυτό, μου λέει η Θεοτόκο , προ καιρού: «Γιάννη, να φκιάσεις της φαμελιάςσου
ς
Την Λαμπρή δέν ήθελα να πάγω εις την εκκλησίαν, δια να μήν μου γένει
τίποτας, κ να μήν αφήσω κ το σπίτι μόνον. Τότε μου λέει η ΧάρηΤης: «μήν
πηγαίνεις σάν δέν θέλεις». Το μεσημέρι έρχεται η γυναίκα περνώντας κ μου
λέγει οτι ήρθε ο Αφέντης κ ο Χριστός κ όλοι οι Άγιοι κ θα κάμει εδώ εις την
καθέντραΤου την Ανάστασιν• «κ εσύ κ όλησου η φα-
168
μελιά να είστε συγυρισμένοι». Αυτό ακολουθήσαμεν• κ είχα ειπεί κ ένα<ν>
οπου ξέρει γράμματα, πρωτύτερα, να’ρθεί να κάμωμεν την Ανάστασιν.)
Τί μου λέγει εκείνη η γυναίκα! «Τί ήταν αυτείνη η νύχτα! τί πράματα ήταν
εκείνα! τί… τί ήταν εκείνη η <Ε>πιτάφιος, δέν μπορούσες να την τηράξεις
απο το στράψιμον! κ ο Θρόνος του Αφεντός: εκείνον δέν μπορούσε να τον
κοιτάξει ο άνθρωπος! κ εκείνες οι ψαλμωδίες…! (Αιστανόμουν κ εγώ, αδελφοί
αναγνώστες, έβλεπα λάμψες κ ισκύους, όχι όμως ξάστερα). Τελειώνοντας η
Ανάστασι , βλογάει ο Αφέντης όλους, κ έδωσε κ αντίδερο (ένα τέτοιον πράμα
ς
ήτον)• τότε μου λέγει: «Γιάννη! Γιάννη! Γιάννη! (τρείς φορές), Εγώ ήρθα τόσες
φορές εις την καθέντραΜου, ήρθε ο ΜονογενήςΜου κ η ΜητέραΤου η Μαρία κ
όλοι οι Άγιοι, να σου φκιάσω το σπίτισου, να σε αναστήσω, οπου ήσουνε
χαμένος αδίκως. Έχω διορισμένους το ΤέκνοΜου κ την ΜητέραΤου κ τους
Αγίους πάντοτες κ στέκονται εις την καθέντραΜου. Τί λυπείσαι? διατί είσαι
έτσι?». Τότε άρχισα εγώ κ έκλαιγα• κ τώρα οπου σας γράφω, μουσκεύω το
ίδιον χαρτί.
<Στο χειρόγραφο, δυό σειρές παραπάνω, πάνω στις συλλαβές ‘κ στε’ που έχω
επισημασμένες σε γκρίζο χρώμα, έχει πέσει μιά σταγόνα υγρό, προφανώς το δάκρυ του
169
ανασυγκέρησα,
<=το πρωτότυπο γράφει ‘ανασικυρισα’. Το νόημα φαίνεται απο τα
‘ανασκέρισα’ με αυτήν την έννοια, που όμως δέν το βρήκα σε κανένα λεξικό ούτε βρήκα κάποιον
170
εις το κερί.
<=επίσης ο κάθε ένας απο τους προαναφερθέντες Αγίους μου έδωσε ένα πράγμα
ι
Σάν μού’κοψαν ένα μέρος του μιστούμου, κ του παιδιούμου πλερώνω εις τ ς
Ευέλπιδες, μού’λεγε η Θεοτόκο : «μήν πειράζεσαι εις αυτό, ο ΑφέντηςΜας
ς
Τότε οπου μού’δωσε απο το φόρεμάΤου κ την σκέπη, μου είπε: «είσαι ο
πρόδρομος της πιτροπής οπου θα συστήσω όποτε είναι η ώρα. Κ την
ε
Γιάννενα, κ πήγαμεν κ εις τον τάφο του Α-Γιώργη• απο βραδύς έβαινα τις
λαμπάδες κ τις τρείς δραχμές εις τις εικόνες, την αυγή δέν τις έβρισκα.
Τελειώνοντας αυτό, με πήρε ο Αφέντης κ ο Χριστός κ πήγαμεν πρώτα εις τον
Άγιον Τάφο• ύστερα εις την Σερβογουργαρία
<=Σερβοβουλγαρία, Σερβία κ Βουλγαρία.
Στην περιοχή τουλάχιστον της Καβάλας δέν λέγαν ‘Βούλγαρος’, αλλα ‘Βούργαρος’, ακόμη το λένε
κ Βλαχία, κ εις την Αγία Σοφία εις την Κωνσταντινούπολη. Η γυναίκα δέν
έτσι>
της τό’λεγε κ μου τό’λεγε• ένα μόνον στανόμουν εγώ όποτε πήγαινα
αι
γ
πουθενά: μιάν α υπνία κ σάν σκοτωμένος απο ύπνο, μόνον
αυτό στανόμουν.)
αι
Τελειώνοντας όλα αυτά με τον Αφέντη κ με τον Χριστόν, τότε μου λέει η
Θεοτόκο : «ο Αφέντης θα λείψει τρείς μέρες, πάγει εις την Φραγκιά» (της είπε
ς
της γυναικός να μου ειπεί «εις την Ευρώπη» κ δέν μπόρειε, κ της είπε «εις την
Φραγκιά»). Κ μου είπε γυρίζοντας οπίσω μιάν μεγάλη γιορτή: ήρθε ο
ΑφέντηςΜας εδώ κ ο Χριστός κ η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι κ με όλα τα φώτα κ
ς
μεγάλη παράταξιν•
172
αναστήσουν. Κ τον πέθαναν με ένα υπνωτικό φάρμακο. Αυτό δείχνει πόσο πρόχειρο πράγμα για
τον Θεό είναι ο θάνατος, πόσο φαινομενικός. Κ με τί τον ανέστησαν? με τον ιερό Λόγο. Με τον
Κ ευτύς με
Λόγο ενεργεί ο Θεός, έτσι δημιούργησε κ τον κόσμο. Λέγει κ γίνεται το κάθε τί>
πήραν κ πήγαμεν εις τον Άγιον Σπυρίδωνα κάτω στον Περαία κ εκεί
ελειτρουγούγαν κ με φόρεσαν ένα σάν ράσο• κ τότε ήρθα με
<=λειτουργούσαν>
Τώρα θα σας ειπώ κ τί είδα μόνοςμου: Πρώτα εις την αράδα, πήρε απάνω εις
τους ουρανούς τρείς φορές το μεγάλο το παιδί κ τρείς τον Δημήτρη• κ όποτ’
ερχόταν, έπρεπε τον Δημήτρη να τον παίρνει εις τα χέριαΤου κ να τον
ευλογάγει κ να τον χαϊδεύει κ να γελάγει με αυτό• ευλόγαγε κ τ’ άλλα τα
παιδιά, όμως αυτό κ ο Αφέντης κ ο Χριστός κ η Θεοτόκο κ οι Άγιοι δέν τ’
ς
173
κ δώρο θεοτικόν. Μιάν βραδιά κοιμόμουν μέσα εις τις εικόνες, είχα εκεί το
γιατάκιμου (κ μου είπε κ η ΧάρηΤης ό,τι μου είπε ο Χριστός)• ήμουν
έξυπνος κ χαυνωμένος ώς μεθυσμένος•με πάνε σε μιάν
<=ξυπνητός>
θόλους• σε έναν θόλο ήταν μιά κρικέλα εις την μέση του θόλου, κ ένας άλυσος
και
κ ήταν ένας νέος κρεμασμένος• μπαίνοντας τον είδα κ φοβήθηκα κ
λυπήθηκα: κ αγωνίζεταν να του βγεί η ψυχήτου.
<:δεδομένου οτι οι αμαρτωλοί στον
άλλο κόσμο εμφανίζονται παρακάτω να τιμωρούνται στην πεδιάδα, αυτός ο νέος στην εκκλησία
μέσα δέν φαίνεται να ήταν απο τους αμαρτωλούς, το μαρτύριοτου ήταν το μαρτύριο του
ανθρώπου που αδίκως βασανίζεται σ’ αυτήν τη ζωή, σ’ αυτόν τον υλικό κόσμο που είναι σάν μιά
αυτήν τη ζωή κ απο αυτήν την προσκόλληση ο καθένας τραβάει το μαρτύριο της κάθε
άλλο!: κολλώντας εις την πεδιάδα εκείνη ήταν ο Αφέντηςμας, εις το δεξιόνΤου
ο Χριστός, εις το δεξιόν του Χριστού η Θεοτόκο, κ ώς δώδεκα Άγιοι (τον Άγιον
Γιάννη τον Βαφτιστή τον γνώρισα πολύ καλά), κ ήταν όλοι εις τα μαύρα, ο
Αφέντης κ οι άλλοι όλοι, κ κάθονταν. Εις το αριστερόν μέρος ήταν όσοι είχαν
εγκλήματα πολλά, κ όσοι είχαν παιδιά βαφτισμένα κ έκαμαν αμαρτία με τις
κουμπάρεςτους,
174
θεωρούν μέγιστα εγκλήματα την αιμομιξία κ τον βιασμό. Τον βιασμό τιμωρούσαν με θάνατο, ενώ
με εξορία, που ήταν σχεδόν θάνατος, τιμωρούσαν την αιμομιξία (ακόμη κ άν δέν ήταν, αδέρφια
θεωρούνταν όσοι ανήκαν στην ίδια μερίδα της κοινότητας. Η κάθε κοινότητατους χωριζόταν σε
δύο μέρη, κ του κάθε μέρους τα μέλη μεταξύτους θεωρούνταν σάν αδέρφια, μεταξύτους συνουσία
καθώς καταντήσαμεν!)• αφού τους κρίναν, έσκισαν τις γυναίκες εκείνες κ τους
φόρτωσαν, κ πρώτα ο Αφέντηςμας κ ύστερα οι άλλοι όλοι του Κριτηρίου με το
αριστερόν χέρι τρείς βολές κάναν κ με το στόμα:
<τη χειρονομία της καταδίκης>
«εις το πύρ! εις το πύρ! εις το πύρ! εις το εξώτερον!» κ φορτωμένους τους
ρίχναν εκει μέσα. Τότε τα παιδιά τα ξαναβάφτιζε ο Α-Γιάννης με τους Αγίους,
καθώς τα βαφτίζομεν εδώ.
175
ονι
Αφού τελείωσαν την Βάφτισιν, τότε οι άλλοι, <=όσοι> τραβούσαν όλοι
ζεμένοι το πέτρινον αμάξιν – τότε, αδελφοί, εβλέπετε την μεγάλην Οργή του
Θεού κ της ΒασιλείαςΤου κ την μεγάλην Αγανάχτησιν!• τότε έλεπες βασιλείς
λογιών των λογιών, κ φραγκοφορεμένους κ απο τις δικέςμας φορεσιές,
οπου έλεγαν «εις το πύρ!» κ πέφταν εκει μέσα εις το πύρινον καμίνι,
<οι Άγιοι>
εις του αγρίου θερίου το στόμα• τότε παρουσιάζει κ τον βασιλέαμας κ τους
οπαδούςτου κ την βασίλισσάμας, γυμνούς• κ αφού τους γύμνωσαν, πάνε όλοι
ω
μέσα εκεί ς το πύρινο καμίνι, κ ο Κωλέτης κ οι οπαδοίτου. (Αυτό το είπα
ευτύς τότε του Σκοινά κ άλλων ανθρώπων, οτι ο
<ήταν ένας υπουργός Σχοινάς>
εκεί πολλούς, κ ντόπιους κ ξένους, τον Κατακάζη τον πρέσβη της Ρωσίας τον
γνώρισα καλά• αυτός – κ τον Καποδίστρια, τους κυνήγαγε καί τους δυό ένας
Φράγκος να τους πιάσει, κ έρχονταν γύρα σε μιάν
<γραμμένο με γκ! ‘φραγκος’>
ράχη• οι άλλοι όλοι έπεφταν μέσα εις εκείνη την φωτιά κ σ’ εκεινού του
θερίου το στόμα (μήν ακούτε ‘στόμα’ κ ελπίζετε στοματάκι• στόμα κ κεφάλι
αμέτρητο!). Αφού ήταν οι λάμψες των φωτιώντου οπου έβγαιναν, στην μέση
ήταν μιά ανέμη με φωτιές, καθώς είναι του ντολαπιού οπου
176
κήπους•
<dolab =υδροτροχός ποτιστικός• αναφέρεται κ απο τον Junus Emre, 13ο μ.Χ. αιώνα:
‘dolap ni-çin iniler-sin – derdim var-dır iniler-im’. (‘υδροτροχέ, γιατί αναστενάζεις (δηλαδή
τρίζεις)? – καημό έχω κ αναστενάζω’). Ο υδροτροχός είναι σε πολλά ινδικά φιλοσοφικά έργα
σύμβολο αυτού του κόσμου όπου οι άνθρωποι γεννιούνται πεθαίνουν ξαναγεννιούνται κ.ο.κ. κ
εκκλησίας του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου• κ το είχα τάξει απ’ όταν ήταν
μικρό• γράφω σ’ άλλο ). Κ τότε απο μέσα από’να λαμπρό
<φύλλο περι αυτού>
κ ο Αφέντηςμας,
τους πήρε όλους του Κριτηρίου κ τους μετέφερε εν ριπῇ οφθαλμοῦ:>
177
δραχμής.
<=ένα κέρμα των 25 λεπτών>
178
Τότε μου δίνει το τέταρτο αυτό τυλι μένο με κερί, κ μου είπε : «αυτό
γ <η γυναίκα>
Άλλοι
παραπονιέμαι, δέν ξέρω πόσο δύσκολα βγαίνει (για τους πολλούς) το χρήμα>
Μου είπε: «Μήν βιάζεσαι, Γιάννη, κ όλα θα τα ιδείτε όταν είναι καιρόςτους. Κ
ν’ ακούς την Μαρία κ Αγίους ό,τι σου λένε, οπου Τους έχω πάντοτες εδώ,
179
είναι μισός άνθρωπος απο τις νέργειες των πειρασμών κ απο την
ε
εσάς όλους, κ’ εσώθη• οτ’ ήταν σαπισμένη όλη μέσα• κ δι’ αυτό σε βάρησε η
Μαρία την νύχτα».
<προφανώς τον βάρεσε διότι φέρθηκε όχι τόσο καλά στην
σπίτι του Τζαβέλα κ κόντεψαν κ αυτείνοι όλοι. Γένεται η ταραχή της Γαλλίας
κ όλης της Ευρώπης, χύνονται ποταμοί αίματα• όσα έκαμαν εμάς, τ’
απόλαψαν με τον τόκοντους. Ύστερα, τώρα πεθαίνει κ ο μεγάλος φιλόσοφος:
ο βασιλέας Φίλιππας, σε ξένη γής κ καταφρονεμένος, κ πάγει εκει μέσα οπου
τον είδα • κ το κράτοςτου κ όλη η Ευρώπη ώς την
<στο προαναφερθέν όνειρο>
γ
Τον Μά ιον μήνα μου δίνει σερνικό παιδί, το βαφτίζω κ το βγάνω Χρίστο. Του
Χριστού, μου παίρνει τον Δημήτρη. Κ μου το είπαν πρωτύτερα (αστένησε, κ
την ημέρα του Χριστού…) να μήν ψυχραθούμεν.
<=μου το είχαν πεί οι Άγιοι
180
εκκλησία κ όξω, κ όλος ο κόσμος, γυναίκες κ άντρες – δέν ήταν μάτι οπου να
μήν κλάψει. Τότε εγώ κ όλημου η φαμελιά επέσαμεν εις τον θάνατο.
Ξεϊσκυώθη το
<=έχασε τους ‘ίσκυους’ δηλαδή τις ισχύες, τα προστατευτικά πνεύματατου>
σπίτι, κ πήγα εγώ να χαθώ. Κ περικάλεσα την ΧάρηΤης να μου το φέρει μιάν
φορά να το ιδώ ακόμα. Κ μου λέγει: «πάντοτες έρχεται αυτό κ σας λέπει, το
φέρνομεν. Εσείς δέν το λέπετε, δέν κάνει». Αφού περικαλούσα νύχτα κ ημέρα,
με αξίωσε κ το είδα μ’ ένα στέφανον εις το κεφαλάκιτου, εκεί οπου έκανε τις
μετάνιεςτου πάντοτες, κ να περικαλιέται! (Τριάμισι χρονών παιδί ήταν όταν
πέθανε, κ περικαλιόταν νύχτα κ ημέρα ώς γέροντας, να κάνει την
προσευκήτου κ να περικαλιέται δια την πατρίδατου κ θρησκείατου κ του
τίμιους ανθρώπους!).)
<ο στέφανος στο κεφάλι είναι το σημάδι των Αγίων κ Μαρτύρων.
Δεδομένου οτι ο Θεός όποια μορφή θέλει παίρνει, θεωρώ πως εκείνο το παιδί ήταν μιά άλλη
αυτό» =ως προς αυτό, όσον αφορά αυτό. Οπωσδήποτε της Θείας Πρόνοιας ήταν να φύγει εκείνη
η γυναίκα, διότι ό,τι είχε να προσφέρει το προσέφερε. Απο εδώ κ κάτω ο Μακρυγιάννης αρχίζει
να επικοινωνεί με το Θείον μόνοςτου, κ να διαπιστώνει οτι όσα του είχε πεί η γυναίκα ήταν
αληθινά>
181
Όταν επληγώθηκα εις το κάστρο των Αθηνών – μιάν ημέρα πήρα τρείς
πληγές, οτι μας πλάκωσε μεγάλη ορμή των Τούρκων κ κυρίως εις το δικόμου
πόστο (οτ’ ήμουν πολύ πλησίοντους, τρείς αδρασκελιές ποτέ δέν
<μακριά>
ήμαστε). Εκείνη την ημέρα έγινε μεγάλος σκοτωμός και απο τα δύο μέρη, κ
μου κυρίεψαν το πόστομου (εις τ’ άλλο ξηγούμαι). Τότε, πληγώνοντάςμε, οι
άνθρωποι έλπιζαν οτ’ είμαι τελειωμένος κ πατούσαν
<=νόμιζαν>
απάνωμου• οι πληγές κ αυτό το πάτημα: ήρθα εις τον θάνατο. Απο την αυγή
ώς το βράδυ πόλεμος πεισματώδης. Αυτό το μέρος εις την κοιλιάμου έκανε
ένα σύνασμα αίμα σάν λάσπη του βαενιού.
<Το βαένι είναι μεγάλο δοχείο κρασιού,
στον πάτω μαζεύεται η τρυγία, που την λένε λάσπη του βαενιού, έχει χρώμα βυσινί σκούρο κ
. Όταν βήκα έξω μετά καιρό, εις τ’ Ανάπλι μου είχε γένει έν’
θαμπό>
μήνες: διαλύθη αυτό απο τότε. Εις τα 1849∴, του Αγίου Φιλίππου
ξημερώνοντας, με ηύρε το ίδιον αίμα, κ συ χρόνως αδύνατος ο τόπος εκεί
γ <ο
182
Εγώ ήμουν αστενής κ πολύ λυπημένος δι’ αυτό, κ με πονούσαν κ οι πληγές
του σώματόςμου. Μιάν αυγή, έκανα την προσευκήμου, κ ήμουν πολύ
<=πολλή
πονεμένος. Ανοίγω την πόρτα, βλέπω εις την σάλα έναν με γένεια, σάν
καλόγερον. Τον καλημερώ, του λέγω: «Γέροντα, κόπιασε μέσα εις την κάμαρη,
οτι δέν μπορώ να σταθώ». (Αυτό ήτον κοντά τα έβγα του Δεκεμβρίου, 20
<του
λέγει: «σου φέρνω ευκιές κ ευλογίες απο τον Αφέντημας, εσένα κ όλης της
συντροφιάςσου». Του λέγω: «ποιός είναι ο αφέντης; κ συντροφιά δέν έχω» -
«Άνωθεν είναι, κ ξέρει κ’ εσένα κ την συντροφιάσου» - «Τί άξιος είμαι εγώ δι’
αυτά οπου μου λές; Σήκω να πάμε μέσα, εις τις εικόνες». Πήγαμεν εκεί, λέγω,
τρείς φορές: «Κύριε! Κύριεε! Κύριε! Ετούτος ο άνθρωπος ήρθε εις το σπίτιμου
κ μου λέγει λόγια… πο πού; Εγώ είμαι ανάξιος! Κ άν είναι αληθινός, να βγεί
α
183
Του λέγω: «ξηγήσουμε πλατύτερα, τί είσαι, κ πώς ήρθες;». Μου λέγει: «εγώ
ήμουν εις τον Άγιον Τάφο αρκετόν καιρόν, κ μιάν βραδυά είδα τον
Παντοκράτορα κ όληΤου την Βασιλείαν. (Κ με λένε Γιάννη)• κ μου
λέγει: ‘Γιάννη! Γιάννη! Γιάννη! εσύ’σαι ο Επίτροπος της ΒασιλείαςΜου! Κ
καθώς φέρνεσαι, να μήν αλλάξεις τρίχα, είσαι χαμένος κ εδώ κ εις
<αλλιώς>
την άλλη ζωή’. Αυτό το είδα τρείς βραδυές εις τον ύπνομου. Ύστερα έρχεται
184
Τον πήραν κ πήγαν εις την Κωσταντινούπολη, κ εις την Αγίαν Σοφίαν τον
χεροτόνησαν• βλέπει αυτά όλα εις τον ύπνοτου. Περνώντας καμόσος καιρός,
του λένε να βρεθεί εις την Κωσταντινούπολη• πήγε εκεί, κ του έβαλαν την
κορώνα• κ του λέγει: «εσύ’σαι ο Πρόεδρος της πιτροπής της ΒασιλείαςΜου,
Ε
ένα παλιο-σκαμνί, κ τον δικόμας τον βασιλέα το ίδιον. Κ του είπε τότε: «θα
πάνε εις το πύρ εις το εξώτερον και οι δύο ετούτοι». Τον παίρνουν ύστερα –
όχι εις τον ύπνον, ζωντανόν- κ τον πάνε σε όλες τις εκκλησίες να τις φκιάσει
κ σε όλα τα τζαμιά, κ του είπαν:όταν είναι ο καιρός οπου θα πιτροπέψει,
ε
του είπαν το κάθε τζαμί τί εκκλησία να γένει. Τους λέγει: «πότε είναι;» -
«Ούτε να ρωτάς δια τον καιρόν, οτι έθεν σε διατάττω, να είσαι
<=όθεν, όποτε>
έτοιμος, κ χωρίς να ξετάζεις». Τότε τον διορίζει κ πάγει εις τον Πατριάρχη κ
ε
γ
άλλους ερωμένους κ λαϊκούς κ τους είπε ό,τι είπε κ εκεινών εις τον Άγιον
ι
185
πάγει εις την Ρωσίαν εις τον Νικόλαον τον βασιλέα να του ειπεί: ποιός το
έκαμεν αυτό το μικρόν βασίλειον τέτιον, κ αυτόν; κ: τί Ορθόδοξος Χριστιανός
είναι, οπου αφήνει τον ΤάφοΜου τόσον καιρόν κ τον τσαλοπατούν τ’
ε
ακάθ ρτα έθνη; Σηκώθη αυτός, πήγε εις την πρεσβεία την ρωσική να βγάλει
α
«Όπου θα μου ειπούνε να πάγω» μου λέγει «μου λένε μόνον των τόπων την
ονομασίαν κ πηγαίνω• κ κανε τρείς μέρες εις την εκκλησίαν του
<=περίπου>
είδα εδώ εις την χριστιανοσύνη, ποία ασέβεια κ απιστία!». Κ έκλαιγε που δέν
παρηγοριέταν.
<κανονικά ο Μακρυγιάννης λέει ‘οπου’. Πρώτη φορά εδώ είδα στο έργοτου
186
αστενικά οπου να ζορίζουν όλοι, κ εις την άλλη ζωή να πάνε εις τον Άδη τον
πύρινον’». Κ μού’λεγε: «τί στοχάζεσαι, αυτείνοι οι γερείς πιάνουν το
<=ιερείς>
Τότε μου λέγει: «ο Αφέντηςμας μου είπε νά’ρθω εδώ δια’σένα• πρώτα, να μήν
λυπάσαι, κ όταν είναι η ώραΤου είσαι σημαιοφόρος εσύ κ θα σε
ακολουθήσουνε πολλοί, κ ο Σταυρός ομπρός• κ όταν να είναι αυτείνη η ώρα,
πρώτα θα ιδείς οτι θα χαθεί τούτος ο Σαββατιανός
<κττγνμμ εννοεί κάποιον
απο την Οργή του Αφεντόςμας, οτι έχυσε κ χύνει τόσα αθώα αίματα.
Κυριακή>
187
Καθίσαμεν περίτου απο πέντε ώρες. Του λέγω: «δάσκαλε, δέν κάθεσαι εδώ
γ
απόψε;» - «Δέν μπορώ, τέκνομου», μου λέγει, «οτι με βι άζει• θα κατέβω εις
τον Περαία, κ απο’κεί μου είπε να πάγω εις την Ύδρα. Τί θα κάμω, κ πού
αλλού θα πάγω, κ εγώ δέν ξέρω». Η ηλικίατου ήταν ώς εξηνταπέντε,
εβδομήντα, όχι γερής κράσης, μέτριο μπόγι, κ όλο χαρούμενος, γλυκός
άνθρωπος πολύ• κ έφυγε κ μου είπε: «πρώτα ο Θεός, θα σμίξωμεν εκεί οπου
θα βλογήσει ο Αφέντηςμας• αλλα το κακό είναι», μου είπε, «οτι είναι σε
μεγάλη αγανάχτησιν αναντίονμας, κ δίκαια η Αγανάχτησί Του, κ λέγει ‘Εγώ να
ς
188
κάνει αυτό; ο άνθρωπος!...»• κ έκλαιγε σάν μικρόν παιδί, κ είπε: «ο Θεός απο
αυτά μας εσιχάθη, κ η Θεοτόκο Τον περικαλεί να μήν χαθούνε κ οι αθώοι».
Σηκώθηκε κ έφυγε.)
Δέν έχω την θύμησιν καλά, άν ήταν αυτός ο ίδιος εις την ΠαντοδυναμίανΤου
τότε εις το ΚριτήριονΤου, οπου τον είχε εις το δεξ όνΤου κ εις την Αγίαν
ι
αυτόν, δέν κάνει κρίση άν έλεγε αλήθεια ή ψέματα, διηγείται όπως τα πράγματα συνέβησαν κ
Μακρυγιάννης καθόλου αφελής: του μίλησε έτσι που άν ήταν κατάσκοπος, να έλεγε πράγματα
να καθησυχάζει εκείνους που τον έβαλαν ωστε να μήν έχουν πλέον υποψία κατα του
Μακρυγιάννη. Νομίζω πως δέν ήταν κατάσκοπος, αλλα μιά δόση τρέλλας, θεοτικής ή
νά’ναι ο, αλλιώς δέν έξηγείται. Το μ λάθος αντί για ν. Ήταν μυστικός ο σκοπός του
. Μιά νύχτα βλέπω εις τον ύπνομου οτ’ ήμουν με τον Μεταξά εις
ταξιδιούτου>
τον Λάζαρον τον Κουντουργιώτη, κ έρχεται ένας κ μας λέγει: «σύρτε, σας
θέλει ο νέος βασιλέας!». Κινήσαμεν κ πήγαμεν• εις τον δρόμον μου λέγει ο
Μεταξάς: «συγυρίσου να πάμεν». Του λέγω: «εγώ όπως είμαι θα πάγω• του
λόγουσου κάμε ό,τι θέλεις». Πήγαμεν• ήταν μιά σάλα μεγάλη. Είπα: άς
κολλήσει αυτός κ έπειτα πηγαίνω εγώ εις την δουλειάμου. Τον άφησα κ
τράβησε αυτός, ύστερα κόλλησα εγώ• κ ήταν ένα παλάτι μεγάλο• κολλώντας,
εις τα δεξιά ήταν κάτι γυναίκες πολλά λαμπρές• τους
<=σε αυτές τις γυναίκες,
μέσα, σε προσμένουν», μου λένε. Πάγω μέσα, κ ήταν πλήθος λαός• κ ο Χριστός
εις τον Θρόνον, κ ένας γέρων εις το δεξιόνΤου• πήγα κ έκαμα τρείς μετάνιες,
απο τ’ αριστερόν μέρος. Κ ήτον κ ένας γάιδαρος κ μου κούναγε το
κεφάλιτου• έφυγα απο εκεί κ είπα: «καταραμένε, κ εδώ δέν μ’ αφήνεις;»•
<ο
γάιδαρος κατα τους αρχαίους Αιγύπτιους συμβολίζει τα κατώτερα ένστικτα που σκλαβώνουν κ
189
ανώτερότου. Ποιός ξέρει, ίσως να ήταν όντως εκείνος ο γέρων που επισκέφθηκε τον
τον Θεόν, εις το εξής να μας δώσει δίκαιον άνθρωπον, να μήν πάθωμεν ό,τι
παθαίνομεν τώρα. Κ αφού περικαλιόμουν έκλαιγα, κ κλαίγαν όλος ο κόσμος.
Τότ’ ευλόγησε αυτόν κ τον λαόν κ μένα• κ
<ο Χριστός-βασιλέας> <τον γέροντα>
ευκαριστηθείτε περισσότερον,
190
οτι εγώ είμαι κ αμαρτωλός περισσότερον απ’ όλο το πλάσμα του Θεού,
κανένα κακό δέν άφησα εις την γής – κ η ΕυσπλαχνίαΤου η μεγάλη κ της
ΒασιλείαςΤου με έσωσε ώς την σήμερον. Κ εις το εξής Τον περικαλώ να μου
σώσει την πατρίδαμου, την θρησκείαμου κ όλους τους τίμιους ανθρώπους της
κοινωνίας, όποιας θρησκείας κ άν είναι. Κ άν σας απατώ εις τα
γραφόμεναμου, λόγον να δώσω εις την ΠαντοδυναμίανΤου κ εις την
ΒασιλείανΤου, να με παιδέψει με τον παιδεμόν οπου με αξίωσε κ είδα με τα
ίδιαμου μάτια, κ την πέτρινη καρότσα κ το πύρ.
γραμμάτων>
«Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισκυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς. Δόξα σοι, Κύριε
Χριστέ, Σταυρέ, Σταυρωμένε, Λαμπρέ κ Αναστημένε, τρι<υ>πόστατε Θεέ, Αγία
Τριάδα, Θεοτόκο, Άγια Σώματα! Δόξα! Δόξα! Δόξα! της ΠαντοδυναμίαςΣου κ
της ΒασιλείαςΣου! Κύριε, άπλωσε το ΛαμπρόΣου κ ΕυλογημένοΣου χέρι κ
βγάλεμας μέσα απο τον σκότον τον βαθύ οπου είμαστε πεσμένοι κ χαμένοι κ
πνι μένοι τόσες αιώνες, κ φέρεμας εις το φώςΣου τ’ αληθινό της
γ
ΒασιλείαςΣου
191
192
193
194
το έρριξα εις τα βάθη της θαλάσσης φορτωμένο μολύβια• δέν είναι, Κύριεμου,
μολύβια, αλλα είναι τα κακά οπου έκαμα κ κάνω, οπου δέν είμαι ανεξάρτητος
ο ταλαίπωρος απο τις αμαρτίες οπού’καμα κ κάνω• δίκαια! δίκαια! δίκαια η
οργή κ η αγανάχτησί της ΠαντοδυναμίαςΣου κ της ΒασιλείαςΣου, την ήφεραν
ς
κ εις τους αθώους κ τιμίους ανθρώπους. Κύριε, αρετή δέν έχομεν πλέον, ούτε
ηθική ούτε πατριωτισμόν, τρέχομεν εις την κακία, εις την ασωτία κ
παραλυσίαν καθώς τρέχει το ποτάμι απο τον γκρεμνόν,
195
αλλα τους οχτρούς της πατρίδος, της θρησκείας, κ γενικώς των τιμίων
ανθρώπων… . Την άχλιάνμας κατάστασιν βλέπουν οι
<να τους τιμωρήσεις>
196
την διοτέλειαμας, οπου την έχει ο Άγιος Δημήτρης, κ να την βάλεις εις τα
ι
της τυραγνίας, της ασωτίας, του δόλου κ της απάτης, οπου μας έχουν
φυλακωμένους σιδεροδεμένους τόσες αιώνες, κ μας αστόχησαν οι
γ
βασιλείςΣου κ οι αρχι ερείςΣου κ οι κριταίΣου: έχασαν όλοι την
δικαιοσύνηΣου κ μας έντυσαν το φόρεμα του διαβόλου οπου φορούνε κ
αυτείνοι όλοι: την απιστίαν, την επιορκίαν, την αδικίαν, το δόλο κ την απάτη
κ την ασωτίαν. Κύριε, μόνον η ΠαντοδυναμίαΣου θα γένεις Έλεος δια
ν
τη <=της> πρεσβεία της Θεοτόκος κ των Αγίων. Ν’ απλώσεις το λαμπρόΣου
ς
197
Κ εσείς, αθώα παιδάκια οπου είστε εις την Βασιλείαν του Θεού, κ εσύ,
Δημήτρημου, σε περικαλώ εγώ ο αμαρτωλός ο πατεράκηςσου (οπου δέν μ’
έλεγες ‘πατέρα’, μ’ έλεγες ‘πατεράκη’. Κ μού’λεγες ‘άντε, πατεράκημου, να
κάμωμεν τον Σταυρόμας εις τον Θεούλημας κ εις την Μητέραμας την Πανα ιά
γ
Θεόν του Παντός, τον γενικόν Πατέρα, τον γενικόν Αφέντη κ Προστάτη του
Παντός,
198
τον Χριστόν, την Θεοτόκον κ του Αγίους (οτι εμείς δέν μπορούμεν να
προσκυνήσωμεν την ΠαντοδυναμίανΤου κ την ΒασιλείανΤου, είμαστε
μολυ μένοι, είμαστε παραλυμένοι, είμαστε οι χερότεροι απ’ όλοΤου το
σ
199
αγαθής Μητέρας του Παντός, κ των Αγίων, καθάρισε εμάς: τον αμαρτωλόν,
τον ανάξιονΣου δούλον, τους σκλάβουςΣου τους αλευτέρωτους, οπου
εγίναμεν εις αυτόν τον αιώνα οι χερότεροι απ’ όλοΣου το πλάσμα,
καθάρισεμας την αμαρτωλήμας ψυχή κ τα βρωμεράμας σπλάχνα, να
δυνηθούμεν μόνον να Σε προσκυνήσωμεν κ να σε δοξολογήσωμεν κ να
ευνοήσωμεν την
<=γραμμένο ‘ευνουσǒμεν’. Η ίδια λέξη κ στη σελίδα 202>
200
παιδιά,
201
202
με μολύβι την ανάγνωση ‘κοινωνήσω’ που είναι σίγουρα λανθασμένη. Καί εδώ καί στη σελίδα 199
η λέξη αρχίζει ολοκάθαρα με ευ και όχι με κυ. Εδώ είναι ολοκάθαρα γραμμένο ‘ευνογισǒ’, η τρίτη
συλλαβή έχει σαφέστατα γ κ όχι ν. ‘Να Σε ευνοήσω’, εννοεί ‘να Σε εννοήσω καλά’, ακριβώς όπως
ο πανάρχαιος ινδικός ύμνος του μοναδικού Δημιουργού "βΑΡΓΟ δΕυΑΣιΑ δΙΙΜΑΗΙ" (=το Φώς του
κ να Σε περικαλέσω ο αμαρτωλός δια της
Θεού εννοούμε, διαλογιζόμαστε)>
. Τρέχομεν
λύκων. Γραμμένο ‘γορνολικον’, το πρώτο ο έγινε πρώτα α κ πατήθηκε απο πάνω ο>
203
<α=>
Πού αλλού να τρέξωμεν οι ανάξιοι δούλοιΣου, πού αλλού οι αδύνατοι να
βρούμεν δικαιοσύνη; Ποιός ποιμένας κ’ επίτροπόςΣου έχει δικαιοσύνη να
δικαιώσει το δίκαιον του κάθε ανθρώπου; Θέ τ’ Ουρανού κ της Γής κ της
Θάλασσας, σώσεμας η ΠαντοδυναμίαΣου, οτι χαθήκαμεν εδώ κ εις την άλλη
ζωή! Κύριε, με τί στόμα να σε περικαλέσωμεν, με τί μάτια να σηκώσωμεν να
Σε τηράξωμεν κ να περικαλέσωμεν το ΠανάγαθόΣου Όνομα κ της
ΒασιλείαςΣου;! Κύριε, η ΠαντοδυναμίαΣου επολέμησες,
αγωνίστης• ευσπλαχνίστης η ΠαντοδυναμίαΣου κ η ΒασιλείαΣου κ ανάστησες
νεκρούς, πεθαμένους, λιωμένους τόσες αιώνες. Κ τους πεθαμένους κ
λιωμένους κ ολίγους κ αδυνάτους κ αμαθείς… με δεμένα σκοινιά τα
περισσότερα τουφέκια, κ με χωρίς αναγκαία του πολέμου, ξυπόλητοι, κ
γυμνοί κ νηστικοί τις περισσότερες φορές, κ αντενέργ ες των δυνατών,
ει
πενήντα χιλιάδες δέν ήμαστεν ποτές εις το πόλεμον στεργιά κ του πελά ου –
γ
204
να χρησιμοποιήσουμε παρα μόνο πατριωτισμό κ αρετή, κ τότε είχαμε ακόμη λιγότερο απο
. Μας έσωσες, Πανάγαθε Θεέ, μας ανάστησες κ μας σώνεις κάθε στι μήν
αυτά> γ
κ κάθε ντακικαγή
<γραμμένο τακακγι, με μιά μουντζουρίτσα μεταξύ κ και γ, ήθελε να γράψει
γ
Κάθε ερόν πράμα,
ι
205
Θεοτόκο, Μήτηρ του Παντός, αυτούς τους αθώους να λυπηθείς, αυτούς τους
γυμνούς κ ταλαίπωρους• αυτείνοι φέρνουν δοξολογίαν εις τον Θεόν κ την
ΒασιλείανΤου•
206
207
τον Παντουργόμας κ εις την ΒασιλείανΤου, να μας σώσει εδώ κ εις την
παντοτινή ζωή, να δώσει του γ ερατείουΤου <ει>ρήνη κ ομόνοιαν, την
ι
ΕυλογίαςΤου.)
Προστάτη αληθινέ!
208
<Αλλάζει η ποιότητα του χαρτιού, είναι πιό καινούργιο το φύλλο, πιό λευκό απο το
προηγούμενο, επίσης η πένα είναι διαφορετική, γράφει πιό μυτερά απο ότι στο προηγούμενο. Με
την αρχή της σελίδας αλλάζει τελείως κ το θέμα. Φαίνεται πως πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα
μήν ματα μιλήσω περι αυτά ούτε να ματάρθει εις το σπίτιμου, ώς την
σήμερον. Το ίδιον κ εγώ, έλαβα μιάν κρυωμάρα. Κ να μήν γεννηθεί καμιά
δυσαρέσκεια κ καθένας θα λαλεί ό,τι θέλει, είπα: «άς μείνει ώς εδώ• κ αρκετά
φωτίστηκα κ εγώ μόνοςμου, κ έμαθα κ απο τους ανθρώπους κ απο εκείνον
οπού’ρθε, τον γέροντα οπου μου είπε κ αυτός την Ευσπλαχνίαν του
Θεού• «όποτε είναι η αγαθήΤου Θέλησι γεννηθήτω η ΕυσπλαχνίαΤου», είπα,
ς
μού’λεγε να προσηλωθώ.
<=δέν είχα προθυμία να ρωτήσω κ δέν είχα προθυμία να
προσηλωθώ =να δώσω προσοχή σε ό,τι κανείς μου έλεγε (κ χωρίς να ρωτήσω) περι
μεταφυσικών. Το ‘που’ είναι ασυνήθιστο στον Μακρυγιάννη, αλλα βρίσκεται κ αλλού. Εδώ γράφει
209
το ΦώςΤου τ’ αληθινόν όταν κάνω την προσευκήμου, νύχτα κ ημέρα. Δια όλα
αυτά οπου αξιώθηκα να ιδώ εγώ ο αμαρτωλός, να Τον ευκαριστήσω δι’ αυτά
κ να Τον περικαλέσω να κάμει το ΈλεοςΤου κ εις το εξής να σώσει το
πλάσμαΤου, εμάς όλους τους αμαρτωλούς απο την παγίδα των τεμπέληδων
μικρών κ μεγάλων οπου τρώνε ζωντανούς ανθρώπους κ ποτέ δέν χορταίνουν
απο τίποτας: έκρινα ώς χρέοςμου ν’ αυγατίσω την ταπεινήμου προσευκή κ
μετάνοιαν εις τον αληθινόν Βασιλέα. ξακολουθούσα εις αυτό• το
Ε
210
κ ό,τι μπορέσω
100 επαναλήψεις κάποιας ιερής φράσης>
211
Κ να σας ειπώ, αδελφοί αναγνώστες, κ την ωφέλειαν οπου είδα απο την
ΠαντοδυναμίανΤου κ την ΒασιλείανΤου, πρώτα οπου δια της ΑγαθότηςΤου
οπου αξιώθηκα να ιδώ αυτά όλα, κ πρωτύτερα, ξηγόμουν εις τ’
ε
212
κ χρήματα: του Θεού την Ευλογία, κ άρματα: οπου δέν τά’χε άλλος
<απέκτησα>
εκεί• έφκιασα κ το καντήλι εις τον Α-Γιάννη εις την Ντεσφίνα, γραμμένο με το
όνομαμου, κ Του το πήγα ντυμένος κ αρματωμένος (κ σώζεται ώς την
σήμερον). Μπήκα εις την Εταιρείαν της πατρίδος, την δούλεψα κατα τον
όρκομου. Πιάστηκα απο τους Τούρκους, με φυλάκωσαν εις το κάστρο της
Άρτας κ με παίδευαν <
νομίζω η πραγματική ετυμολογία είναι απο την πέδη, άρα θα
παιδεμούς. Πήγαν εικοσι έξι 26∴ να μας κρεμάσουν, κρέμασαν τους 25∴,
γλύτωσε ο Θεός μόνον εμένα. Έφυγα απο’κεί 18∴ ανθρώπους,
<με>
με την έννοια ‘τελειώνει’ είναι απο το τουρκικό son = τέλος, θα έπρεπε όταν έχει αυτήν την
213
σαράντα άλθρο (της θρησκείας) – οτι αυτό μόνο βλάβει όλους τους δυτικούς.
Το σύντα μα τό’χουν κωλόπανο: όπως το θέλουν, έτσι το νεργούνε.
γ ε
214
υπογραφήμου».
<=με παρουσίασε εναπουσίᾳμου με πλαστό τρόπο>
(χωρίς να επέμβω)> <άν γινόταν κίνημα, δέν θα έκανα τίποτε, θα τους άφηνα μέσα στην ταραχή
τους προδότες κ
να βρούν το μπελάτους. Αυτά που λέγαν οτι θα έκανα ήταν όλα ψέματα>
άλλα, τί σκοτωμοί, τί φυλακές γιομάτες όλες του κράτους• τί λένε εις τις
βουλές όσοι έχουν συνείδησιν, δια όλα αυτά• κ τα κάνουν μόνον κ μόνον δια
να είναι πιστοί εις τον ανώτερότους, κ να κατακερματίσουν πατρίδα κ
θρησκεία κ αυτείνοι να βυζαίνουν. Δια να ξελοθρέψουν κ’ εμένα όλως δια
ε
216
βροματι. Είναι το τουρκικό vur-madı = ‘δέν (μας) χτύπησε’ / ‘δέν (μας) χτύπησαν’. Παροιμιωδώς
περιγράφει το θράσος των ανθρώπων που λένε ‘δέν μας χτύπησε κανείς’, δηλαδή τους είναι
αρκετό να μή συναντήσουν άμεση σωματική βία για να προχωρήσουν σε οτιδήποτε, όσο ανήθικο
‘kim sorar, kim baqar’ = ‘ποιός (μας) ρωτάει, ποιός (μας) κοιτάει’ • κ στα ελληνικά ‘δέν μας είδανε’.
Το ρήμα vur- είναι σύνηθες σε τουρκικές παροιμιώδεις εκφράσεις, π.χ. vur patlasın, xal
ojnasın; vurdum-dujmaz; vur dedik-se, öldyr de-medik; vur abalıja; το σκέτο vur- (στα
κ μπαίνει
τουρκικά: προστακτική) χρησιμοποιείται ώς σήμερα στα Νέα Ελληνικά.>
υποσκέσεις έδωσαν όλοι αυτείνοι κ τους έβαλαν εις τα πράματα• κ αφού τους
είχα συντρόφους κ ξέρουν τί φρονώ, πάσκισαν κ’ εμένα
<να με πάρουν
217
στείλαν είκοσι μέρες πρωτύτερα φίλοτους εις την Λαμίαν σ’ έναν ρηνοδίκη
ει
μπερμπάντη εκεί, κ πήγε εις τον νομάρχη ο ειρηνοδίκης κ λέγει: «την τρίτη
Σεπτε βρίου, έχω πληροφορίες σωστές οτι αυτείνη την ημέρα εις την Αθήνα
μ
τον κακότους σκοπόν – ο Θεός τους νέκρωσε κ τ’ άφησαν. Ύστερα έμαθα όλα
αυτά, πάλι απο τους συντρόφουςτους, κ της Λαμίας, κ όλα τ’ άλλα. Αυτείνοι
είναι οι Σεπτεμβριανοί της Μεταβολής! κ ο πρέσβης Μεταξάς, ο πολιτικός
αρχηγός της Μεταβολής!
218
να κρύψω το χαρτί του όρκου οπου τους είχα όλους αυτούς μέσα με τις
υπογραφέςτους περι θρηκείας κ πατρίδος. Τί λέγει αυτός ο όρκος, θα τον
ιδείτε, κ τί θυσίασα κ θυσιάζω - κ αυτείνοι τα πρόδωσαν, κ’ οι δικοίτου με
κυντυνεύουν κ εις την ζωή, αρχή κ τέλος, οι επίορκοι!)
Τότε λέγω του ανθρώπου οπου μού’στειλε ο υπουργός: «πέςτου οτι όταν είδα
τα πατρικά αιστήματα του Μαυροκορδάτου κ συντροφιάς, Μεταξά κ
συντροφιάς, κ εκεινών ολονών, τον ξέκλισα, κ σφόνισα τον
πάτομου
<=σφουγγάρισα το πάτωμαμου. Μεταφορικώς, καθάρισα τη θέσημου, είμαι τώρα
Ήθελαν να κάμουν κίνημα την Καθαριά Δευτέρα έξω οπου συνάζεταν ο λαός
πάντοτες, πλησίονμου, εις τις Κολώνες – ο Θεός νέκρωσε τα
σκέδιατους: έκαμεν μιάν νεροποντή κ φουρτούνα εκείνη την ημέρα, οπου δέν
βήκε κανένας έξω απο το σπίτιτου.
219
έλεγαν όλες τις ετοιμασίες: πόσα κανόνια κ σε ποιά θέση, κ το ίδιον κ τα
στρατέματα, του καθενού την θέση, κ έλεγαν τα γράμματα: θα μαζωχτούν
πολίται περίτου απο πέντε χιλιάδες απόψε• κ περικαλούσαν τον βασιλέα να
χαλάσει το Σύντα μα (οτι το Σύντα μα κ η θρησκεία τους βγαίνει τα
γ γ
‘ανναπολη’, ποιόν τόπο εννοεί δέν γνωρίζω. Έψαξα στο διαδίκτυο για κάθε λέξη που ηχεί σάν
Ανάπολη ή Ανάμπολη, δέν βρήκα παραμόνο την Αννάπολη των Η.Π.Α.. Κατα πάσα πιθανότητα ο
τόπος που αναφέρει ο Μακρυγιάννης είναι κάποια Νεάπολη που το όνοματης είχε παραφθαρεί
σε Ανάπολη. Έψαξα όλον τον κατάλογο με τα ονόματα πόλεων κ χωριών της Ελλάδος, υπάρχουν
σήμερα 7 οικισμοί με το όνομα Νεάπολη, απο τους οποίους οι σημαντικότεροι είναι στους
Νομούς: Κοζάνης, Λακωνίας κ Λασιθίου. Δεδομένου οτι ο τόπος ήταν αρκετά γνωστός αφού ο
Μακρυγιάννης δέν δίνει κανένα άλλο στοιχείο εκτός απο το όνομα, κ πρέπει να ήταν μέσα στο
τότε Ελληνικό Κράτος, υποθέτω πως εννοεί την Νεάπολη Λακωνίας που το όνοματης είχε
διαταγή του ανωτέρουτου κ είναι εις την εύνοιάντου τώρα. Είχε πάγει κ ο
Μήλιος κ τον σύστησαν τοιούτον εδώ, κ ευτύς γίνη πασπιστής,
<εγίνηκε=έγινε> υ
1839∴: τί λέγει ο βουλευτής Κουρμούζης εις την βουλή κ άλλοι πολλοί, οπου
δέν έγιναν παρόμοια ποτές! Διαβάστε τις εφημερίδες κ άλλες πολλές της
εποχής αυτής, διαβάστε τον ‘Φίλο του Λαού’ αριθμός 206∴ κ 211∴, κ άλλες, τί
γίνονται έξω κ τί γύρευαν κ γυρεύουν να κάμουν εδώ – κ ο Θεός τους νέκρωσε
εδώ τους κακούςτους σκοπούς
220
κ δέν μπήκαν σ’ ενέργεια ούτε τα κανόνιατους ούτε συνάχτη λαός. Τώρα
καταγίνονται δια του υαγγελισμού να το κάμουν χωρίς άλλο• ο Θεός άς τους
Ε
δύναμιν έχει, κ είδαν κ δια τ’ εμένα, κ φοβούνται πολύ δια της νεκρωμάρας
του Θεού • άλλη
<=φοβούνται εξαιτίας της δύναμης του Θεού να νεκρώνει τα σχέδιατους>
Δι’ αυτά όλα τους είπαν οι αφεντάδεςτους οι διάβολοι οτι εγώ είμαι
ανάντιοςτους κ θα κιντυνέψουν (μου τα λέγει πάλε απο αυτούς), τότε έκριναν
εύλογον να με πλησιάσουν κ να με κολακέψουν:Με τον Γαρδικιώτη είχα ώς
οχτώ μήνες έκοψα κάθε σκέση• μού’στειλε μιά ημέρα την γυναίκατου κ
<που>
κορίτσιτου, μου είπαν: διατί δέν με βλέπουν; τους είπα: «μπεζέρισα δούλος
ολονών κ θέλω κ’ εγώ μόνοςμου να γένω
<=ο ίδιος, στον εαυτόμου>
αφέντης»• έκρινα καμόσα αναντίον του Γαρδικιώτη. Την άλλη μέρα ήρθε κ
αυτός με τον συμπέθερότου Στάικον, μιλήσαμεν καμόσες ώρες, κ η
ι
συμφωνίαμας ήτον εις το εξής να είμαστε φίλοι• τ ς το πισκιώθηκα,
ου ε <=
‘πισκυοθικα’. Εννοεί ‘υποσχέθηκα’. Το λαϊκό ρήμα ‘επισκιώνομαι’ είναι απο επι+σκιά, βλέπε
σε
σελίδα 294 στο 4.ο μέρος∙ λόγω ομοιότητος χρησιμοποιείται για το λόγιο ‘υποσχέθηκα’>
221
την αυγή θα πάγαινα• κ το βράδυ βλέπω εις τον ύπνομου οτι με πήρε ο
Γαρδικιώτης εις τα χέριατου κ με σήκωσε ψηλά• κ φώναζε τον λαόν όλον
να’ρθούνε να με ιδούνε οτι μ’ έχει αυτός•
<συχνά ο Μακρυγιάννης χρησιμοποιεί το
πρέπει να χαλαστεί». Του λέγω κ εγώ: «σάν δέν είναι καλό, γκρεμίστετο.
Εσείς το βυζαίνετε – σάν το λέπετε άχρηστον, γκρεμίστετου• εμένα με
αφάνισε – ομως δέν είμαι ούτε υπέρ ούτε κατά, οτ’ είμαι αδύνατος, κ είμαι κ
ορκισμένος εις τον Θεόν δι’ αυτό (οτ’ είναι δώρον του Θεού, κ δια’κείνο δέν
μάτωσε μύτη κανενού: ο κόσμος εργαζόταν κ ο Θεός μας έκαμεν σύνταμα να
σώσει πατρίδα, θρησκεία, κ βασιλέα). Καθώς το καταντήσετε, χαλάστετο!»• κ
σηκώθηκα κ έφυγα. Μου λένε: «τώρα πρέπει να είσαι υπουργικός». –
«Μάλιστα», τους λέγω, «όταν είναι δικαιοσύνη κ αυτείνοι δέν την αρνήθηκαν».
– «Είναι!» μου είπαν• μού’δωσαν κ την καρότσατους, «οτ’ είν’ βροχή», κ ήρθα
αι
222
ι
Τί σου κακοφαίνεται, καημένε Σωκράτη? οτι οι απόγονοίσου πάνε της
οπίσως ; Οι πατριώταισου δέν γνώριζαν τον έναν Θεόν, εσύ
<=πάνε πίσω>
Πρωτύτερα ήμουν αστενής. Κ έρχεται ένας καλόγερος απο το Άγιον Όρος εδώ
εις την Αθήνα, ήρθε κ σ’ εμέναν, ήξερε κ γιατρική, είχε κ βότανα• με
συμβούλεψε (αφού του ξη ήθηκα, κ μού’δωσε τα βότανα) πώς να τα
γ
223
ύαινες. Τα υπόλοιπα ήταν αγριόσκυλα της Αφρικής.. Επειδή ο μοναχός δέν γνώριζε τις ύαινες, τα
είπε «κάτι άλλα, σάν σκυλιά». Η ύαινα είναι απο όλα τα ζώα το πιό αναίσχυντο, είναι το
αρχέτυπο της ασέβειας. Μόνο μιά ηθική γνωρίζει, να σκοτώνει κ να τρώει κάθε αδύναμο
αδύναμα• κ μεταξύτους ακόμη κ αδέρφια απο την ίδια γέννα ύαινες μάχονται, κ το πιό δυνατό
αντίχριστες δυνάμεις που φέρνουν θάνατο στους ανθρώπους, ας πούμε τα ‘τρία αγριόσκυλα’
ένστικτο. Οι ύαινες επειδή όλο μάχονται κ αναμεταξύτους, συχνά έχουν τραύματα κ αναπηρίες,
σάν την ‘κουτσή σκύλα’. Τον Μακρυγιάννη τον βρήκαν αδύναμο απο τις πληγέςτου, απο την
μεγάλη ηλικίατου, κ ορμούσαν να τον φάνε. Αλλα τον προστάτευε το λιοντάρι, που είναι ο
κάνει να πλησιάσει, δέν μπορούσε να μπεί μέσα. Αφού
Χριστός>
βγαίνει ένα λιοντάρι απο μέσα, κ είχε κ κορώνα εις το κεφάλι, κατάτρεξε όλα
τα σκυλιά• κ μπήκε μέσα, εις την σκάλα απαντάγει εμένα, καθώς μού’λεγε, κ
είχα την εικόνα της Παναγίας εις το χέριμου κ του’δωσα κ ασπάστη.
224
Του’δωσα κ δυό μήλα, το ένα ήτον σάπιον (οτι κ τα λόγια οπου θα του’λεγα
ήτον περασμένα κ καμωμένα την ενέργειάντους, κ ήτον ώς σάπια). Κ πέταξε
αυτό το σάπιον μήλο∙ το άλλο μήλο γερόν, κ το ασπάστη κ τό’βαλε εις τον
κόρφοτου.
Αφού μου είπε αυτό οπου είδε, του είπα: «τρία μερόνυχτα θα κάμουμε την
προσευκήμας, κ τότε θα σου ειπώ ό,τ’ είναι η φώτιση του Θεού κ της
ΒασιλείαςΤου». Μείναμεν σύμφωνοι. Βλέπει την άλλη βραδυά οτ’ ήρθε εις το
σπίτιμου κ ήτον αυτά τα σκυλιά κ η σκύλα οπου με φύλαγαν, κ
πασκούσαν να φάνε την πόρτα, να μπούνε να με φάνε. Τότε
<=πάσχιζαν>
225
Κ
πρώτα προσφερθεί τροφή στη Θεότητα, στους αποβιώσαντες προγόνους κ στους επισκέπτες>
να σφαλισθούν τα πτώματα κ οι ψυχέςτους. Στο 4.ο μέρος του βιβλίου βλέπουμε τον
Αυτά είδε ο
Μακρυγιάννη να τρομάζει ακριβώς επειδή οι αίτιοι του κακού τιμωρούνται>
.)
μόλις>
Τότε τον ορκίζω κ του λέγω οτι: «πολλοί αλλόθρησκοι ώς περιηγηταί, κ άλλοι
ασεβείς δικοίμας, ήρθαν κ έρχονται εις τα μοναστήριασας κ σας απατούνε κ
σας πήραν πολυτίμητα πράματα της θρησκείαςμας, κ αρχαία, κ τα χάνομεν
εμείς κ τα λαβαίνουν άλλοι οπου δέν τά’χουν• κ θα δώσετε λόγον δι’ αυτά κ
εις τον Θεόν κ ανθρώπους. Κ ετοιμάζονται κ άλλοι τοιούτοι να’ρθούνε να σας
απατήσουνε κ να σας γυμνώσουνε». (Ήξερα εγώ οτι όντως, κ παράγγειλα κ με
άλλον εις τα μοναστήρια δι’ αυτό). «Κ να πάς να ειπείς των σημαντικών των
γ
μαναστηρ ιών
226
227
ένα όλοι οι ομόθρησκοι, να μήν βρίσκει αιτίες ένας του άλλοι δίκαιες, να
βγούμεν πάλε εις την κοινωνίαν της ανθρωπότης κ να δοξάζωμεν τον
Πλάστημας κ Ευεργέτημας – δέν θέλει αυτό ο φιλόσοφος καλόγερος Καΐρης,
θέλει να φορεί όλα του Χριστού τα φορέματα, κ αυτόν
<=τον ίδιο, με την αρχαία
Αγίους δέν θέλει, οτι ο Θεός δέν τον ρώτησε να τον συ βουλευτεί κ τον
μ
όσους
<αυτή είναι βορειοελλαδίτικη σύνταξη! (Ρουμελιώτικα θα έλεγε ‘όσων’). Άραγε
τον ακούνε, κ
αφομοίωσε γλωσσικά στοιχεία απο τη συναναστροφή με τους εξ Αγίου Όρους;>
228
σαφώς πως ήταν φορέματα του Χριστού κ όχι φορέματα αρνητού Χριστού>
229
230
να έβγει αληθινός, εις την ώρατου. Αυτά τα έθιμα είχαμεν, αυτόν Χριστόν
τον
εις τον πεθαμότου φώναξε σάν γομάρι κ τότε του βήκε η βρωμερήτου ψυχή, κ
κοντά σε τρία χρόνια πήγαν να τον ξεχώσουνε κ ήτον ο ίδιος κ
<στη μορφή>
231
έξαρση των ασθενειώντου>
ον
οτι τον
<θεωρώ οτι είναι διττογραφία των γραμμάτων ‘ον’. Ή μήπως εννοεί ‘τον ών
αφέντησας’ δηλαδή, τον όντα, πραγματικό; Χρησιμοποιεί συχνά το ‘όντως’, αλλα δέν έχω βρεί να
άν είναι) να μήν βρείτε ανάπαψιν, όλο εις την οδηγίαν του αφεντόςσας να
είστε, να σας βασανίζει δια την μεγάλη καλοσύνη οπου αγωνιστήκετε κ μας
κάμετε κ περπατούμεν ξυπόλητοι κ γυμνοί οι περισσότεροι κ δέν σώνομεν
απο τα καλάσας έργα κ φώτα. Την φέρετε
<την πατρίδα, την ανθρωπότητα. Εδώ
σε τούτην την
πλέον ταυτίζεται η έννοια της πατρίδας με το τίμιο μέρος της ανθρωπότητας>
δικαιοσύνη οπου τρώμεν ένας τον άλλον σάν σαλάτα, κ τον γυμνώνουμε απ’
όλα.
Τί θιαμαίνεσαι Σωκράτη,
<=θαμαίνεσαι, θαυμάζεις, απορείς> <= ‘ισǒκρατι’, επηρεάστηκε
σώσετε – εμείς περικαλιόμαστε να μήν μείνει λιθάρι απάνω στ’ άλλο, ούτε
δια πατρίδα ούτε θρησκεία, έτσι μας κατήντησαν κ είμαστε.
232
<απο εδώ στρώνει το γράψιμο, γίνεται πιό αραιό κ με περισσότερη τάξη>
Ήμουν αστενής, κ με πονούσαν οι πλη ές του σώματόςμου καμόσες ημέρες• κ
γ
μιάν βραδιά: απο αυτούς τους πόνους ήμουν εις ανησυχίαν κ δέν μπορούσα
να κοιμηθώ, κ έλεγαν τα παιδιά του Καΐρη κ οι συντρόφοιτου αυτείνης της
πίστης οπου μας κυβερνούν με αυτείνη την αρετή: να με κάμουν εξορία,
καθώς κ άλλους πολλούς αξιωματικούς. Κ επιθυμίατους ήταν δια’μένα…
η
233
μου λέγει: δια όλα αυτά εγκρίνει κ: να μένω πάντοτες εδώ• άν αυτά όλα δέν
ισκύσουν, τότε να πεθάνω με όποιον είναι της τύχηςμου.
<=να πεθάνω
πολεμώντας (μαζί με όποιον συμπολεμιστή ή αντίπαλο η τύχη θελήσει). Τον θάνατο σε μάχη ο
Μακρυγιάννης ποτέ δέν τον φοβήθηκε, τον έβλεπε ώς λύτρωση, κάθαρση, πράξη τιμής. Φοβόταν
Κ με αυτά ησύχασα
όμως τον Θεό. Η παροιμία λέει: «ποιός είδε το Θεό κ δέν φοβήθηκε!»>
234
,
αιχμές = κατάρτια, εδώ συμβολίζουν το τρισυπόστατο της Θεότητος>
το καράβι το τόσο μεγάλο (καμόσοι απο αυτούς σάν παπάδες δυτικοί ήτον κ:)
πήραν μιά φελούκα κ την έρριξαν εις τη θάλασσα κ μπήκαν μέσα. Αυτείνη η
φελούκα όσο πήγαινε μίκραινε, κ τότε πολλοί, αυτείνοι,
<αφού μίκρυνε πολύ>
πέσαν εις την θάλασσα• κ αφού ήταν όλοι μέσα εις την
<=ενώ πρωτύτερα>
φελούκα, τότε την πήραν εις τα χέριατους κ την βαστούσαν ψηλά όσο σώναν
τα χέριατους• κ εκεί οπου βήκαν έξω απο την φελούκα, ήταν ρηχά τα νερά –
ύστερα βάθαιναν τα νερά, κ χάνονταν. Βλέποντας αυτό, τον χαμόν, έλεγα: «τί
ανοησίαν κάμαν αυτείνοι οι άνθρωποι! Ήταν μέσα εις τέτοιον καράβι – δέν
κάθονταν, να μήν κιντυνέψουν, κ να πνίγονται αδίκως;». Απο την λύπημου
οπου έβλεπα αυτό το κακόν, εξύπνησα.
<το νόημα είναι ολοφάνερο: ενώ ήταν στην
ασφάλεια της αληθινής λατρείας του Θεού, άφησαν την πατροπαράδοτη κ σωστή θρησκεία κ
Σημειωτέον οτι όλων των θρησκειών άνθρωποι στον ίδιο τριπούντη μέσα ήταν, που σημαίνει οτι
ένας είναι ο Θεός, ένας κ ο ΝόμοςΤου, μ’όλο που οι άνθρωποι μοιράζουν τον ένα Θεό κ τον ένα
Νόμο σε διάφορες θρησκείες. Εκείνοι που βγήκαν, αρνήθηκαν τον έναν Θεό κ λάτρεψαν τον
εχθρόΤου. Στη φελούκα στηρίχτηκαν, έπειτα στα χέριατους τη σήκωσαν, δόξασαν τη δικήτους
δαιμονική θεότητα. Την κάθε θεότητα οι λάτρειςτης την υψώνουν. Γι’ αυτό η πανάρχαια σοφία
των Ινδών λέει: «οι Βραχμάνοι (=λειτουργοί, ιερείς) είναι το στόμα του Θεού, μέσω αυτών ο Θεός
μιλά, κ μέσω αυτών τρέφεται. Δέν υπάρχει τίποτε στον κόσμο σπουδαιότερο απο τους
Βραχμάνους• κ πώς θα μπορούσε να υπάρχει, αφού ακόμη κ οι Θεοί τρέφονται (με τις θυσίες)
χάρις στους Βραχμάνους κ μόνο». Σάν παραβολή του Χριστού είναι το όνειρο αυτό.
Όπως: «όποιος ακούει τα λόγιαμου κ δέν τα εφαρμόζει, είναι σάν εκείνον που έχτισε το σπίτιτου
<αλλαγή πέννας:>
Την αυγή έμαθα οτι νεκρώθηκαν τα σκέδιάτους όλα οπού’χαν αναντίον του
Συντά ματος, κ προδόθηκαν. Μίλησαν οι βουλές, οι τύποι: κ με ημέρες
γ
σιώπησαν κ
235
κ την εξορίαμας, όλων των αξιωματικών. Οτι ήταν το διάτα μα: την πρώτη
γ
236
κ στέκονταν σούζα μπρός εις τον ‘γρανσινιόρη’ – κ δέν τον έβλεπαν κ με τα
μάτιατους
<όταν συναντούσε τους πρέσβεις ήταν καλυμμένος πίσω απο κάποιο παραβάν,
Κ τότε μας είδετε τί κάμαμεν, κ τώρα μας βλέπετε πού μας καταντήσετε εσείς
με την μεγάλη ηθική! Αλλα δοξασμένος, δοξασμένος να είναι ο Θεός κ η
ΒασιλείαΤου! Ό,τι φώτα μας δώσετε εις την κυβέρνησήμας με τους Καϊριστάς
κ μας δίνετε ολοένα
237
.
ανταπέδωσε>
ίδιους Μπαυαρέζους, οπου μας είχαν τόσα κακά κάμει, τους μπαρκαρίσαμεν
ι
ώς εμείς με όλη την ευγένειαν. Όταν άρχισαν τα τραπέζια του Λάιν ς, του
Μπρόκινς κ Πισκατόρη κ αλλονών, κ με τους δικούςμας Καϊριστές,
<=προκυνις>
Κωλέτη κ γενεά, κ με τα φώτατους πώς να γένονται οι εκλογές με δόλον κ με
απάτη, οπού’ λο με αυτές τις συμβουλέςσας κ των Καϊριστών των
ό
238
φώτα οπου μας μέραζε ο πρέσβης της Γαλλίας ο Πισκατόρης, κ σκέδια της
ψηφοφορίας: τα προσκάλεσε πίσω απο’μάς κ’ ενεργούνε εις την πατρίδατου,
κ έτσι γένονται οι εκλογέςτους: παραγιομίσματα! Έτσι μας σπούδαξαν, κ μας
σπουδάζουν κ τώρα: να γκρεμίσουν οι συντρόφοιτους οι Καϊριστές το
Σύντα μα, δια την θρησκεία. Έχει ο Θεός – κ αυτό θα
γ <=άν θα πετύχουν>
το ιδούμεν.
Αφού εσείς όλοι, κ οι φίλοισας εδώ οι Καϊριστές οπου μας κυβερνούσαν κ μας
κυβερνούνε κ τώρα: (οτι δέν τους αρέσει κ αυτείνων να είναι μέσα εις το
μεγάλο καράβι, θέλουν την φελούκα εις τα χέρια να σωθούν αυτείνοι κ η
πατρίδατους κ ο βασιλέαςτους))
είναι πολλοί απο αυτούς με την φελούκα εις τα χέρια – είναι κ το καράβι,
κ πολλοίμέσα
239
μπήκαν εις την φελούκα κ απο τούτους, οτι η φελούκα είναι εις τα χέρια οπου
βαστιέται: με ασκιά με αγέρα κ κούφια καρύδια• χορταίνουν με αυτά. Κ
όποιος θα κόψει τα ξύλα εις τον μεγάλον γκρεμνό, όχι οπου δέν μπορεί να
βγεί μόνοςτου, κ φορτωμένος ξύλα: θα πέσει να κατασυντριφτεί (κ δέν θα
επιρρωθεί,
<=‘πιροθι’, θα μπορούσε να είναι λάθος για ‘πιλεροθι’=πλερωθεί, αλλα τα
συμφραζόμενα δείχνουν τη σημασία ‘θα γίνει καλά’, άρα είναι το αρχαίο ρήμα ‘επερρώνυται’
που άκουσε απο κάποιον μορφωμένο γιατρό, με τους γιατρούς είχε συχνή επαφή. Ανάλογο του
απο κάποιο όνειρο του συγγραφέως, το οποίο όμως δέν έχουμε βρεί γραμμένο στο βιβλίο.
Συνεπώς το είχε γραμμένο σε κάποιο φύλλο απο εκείνα που καταστράφηκαν. Το ίδιο τα
μπορμπόλια που συνέστησε η Παναγία ώς γιατρικά στον Μακρυγιάννη, πρέπει να ήταν σε φύλλο
γ
Αφού οι Καϊριστές όλοι εξόντωσαν την ηθική κ όλα τα ιερά πρά ματα, κ
γ
καταλαλώντας την θρησκείαν κάθε στι μήν παντού: ήρθαν κ πολλοί ‘σοφοί’
γ
240
κ τους ξευγένισε κ τους ήφερε εις τον ορθόν δρόμον!): κ θα νερ ήσει, κ να
ε ε γ
<στο ίδιο στυλ έγραφε κ ο άλλος Αμερικανός, ‘φιλέλλην’ γιατρός Eduard How, που ήρθε κατα την
Επανάσταση του 1821 να προσφέρει υπηρεσίες ιατρικές, ώς που βαρέθηκε κ γύρισε πίσω στις
Η.Π.Α., που κατα τα γραφτάτου είναι η μόνη χώρα που αξίζει να αγαπηθεί. Κ τον προέβαλλαν
(ακόμη κ στα σχολικά αναγνωστικά) σάν μεγάλο φιλέλληνα κ ευεργέτη κ σύμβολο της
ν
Δέν μπορώ να εκτα θώ περισσότερον: ούτε η μάθησί μου με βοηθεί, ούτε κ τα
ς
μάτιαμου βλέπουν• οτι τρέχουν ποτάμι τα δάκρυα απο μέσατους• οτι όπου
είναι τέτοια γομάρια, αυτά τα σαμάρια τους βάνουν
<=ανάλογα με το είδος των
τυπική παιδεία, κ άλλη η φώτιση που βγαίνει απο μέσα, απο την καρδιά. Οι δυτικοί στην
καλύτερη περίπτωση έχουν μόνο την φώτιση της παιδείας. Στην χειρότερη δέ περίπτωση, είναι
ακριβώς σάν τον διάβολο, για τον οποίο ο Ιησούς Χριστός είπε: «αυτός ανθρωποκτόνος ήτανε εξ
241
242
αυτούς.)
Τέλος πάντων, ματα κρίθη κ τούτες τις ημέρες ο σοφός παπάς Αμερικάνος
Κίνης, κ μαζώχτηκε όλος ο λαός αγαναχτισμένος δια όλα αυτά της θρησκείας.
Κ βεβαιώθηκαν οι κριταί με πλήθος αποδείξες βάσιμες. Κ τα παιδιά του
Καΐρη, οι μαθηταί απο τα σκολεία εδώ, τον περασπίζονταν, κ ο κατηχητής
υ
<παραλείπω προς το παρόν τη σελίδα 243, διότι η φυσική συνέχεια της διήγησης είναι στη σ.
244
244>
φοιτου Καϊρισταί όλοι εδώ, του κάνουν βίζιτες κ τον περιποιούνται, οτι αυτός
έχει δίκαιον κ το κριτήριον κ όλοι οι άνθρωποι: άδικον.)
θα την θυσιάζει δια να κάνει τους ανθρώπους εις την κοινωνίαν αληθινούς,
τίμιους• να κάνει την κοινωνίαν τίμιους κ άφοβους, ένας με τον άλλον να
βρίσκει άσυλον κ’ ειλικρίνειαν πρα ματική, νά’χει ασφάλειαν εδώ•
γ <το ερώτημα
Μακρυγιάννης (φιλοσοφώντας το θέμα ανώτερα απο τον καθένα) δέν κατακρίνει καμιά θρησκεία,
αλλα κατακρίνει εκείνους που προσπαθούν να αλλάξουν (μέσω προπαγάνδας τη θρησκεία των
αλλονών) ή να αλλοιώσουν (μέσω δημιουργίας αιρετικών δοξασιών τις θρησκείες), αφού θεωρεί
ακούει διαφορετική δοξολογία απο τον κάθε λαό». Συνεπώς προπάντων κατηγορεί κ δικαίως
κ άν οι
εκείνους που θέλουν να αλλοιώσουν την δικήμας θρησκεία, την αυθεντική χριστιανική >
κ το κακό, συμβαίνουν συχνά δοκιμασίες των πεποιθήσεώντους που καταδεικνύουν ποιός έχει
Εγώ έχω το καράβι κ εσύ την φελούκα εις τα χέρια δια το εμπόριόνσου, έτσι
σου δίνει χέρι. Εγώ δέν πρα ματεύομαι• πιστεύω
<=αυτήν τη δυνατότητα έχεις> γ
245
Μουσουλμάνοι δέχονται την υπερφυσική Γέννηση του Ιησού, οι οπαδοί του Καΐρη κ King δέν Την
αυτό δέν σε συμβουλεύτη ο Θεός εσένα τον σοφόν άνθρωπον, καθώς τον
σοφό καλόγερον Καΐρη κ οπαδούςτου, φ<λ>υαρίζετε ό,τι θέλετε.
<δείγμα
αληθινά υψηλής κ όχι ψιλής φιλοσοφίας. Αφού είναι φανερό οτι δέν έπλασε ο άνθρωπος τον Θεό
αλλα ο Θεός τον άνθρωπο, γνωρίζει συνεπώς ο Θεός τον άνθρωπο, αλλα δέν μπορεί να εξηγήσει
με ξερή ανθρώπινη λογική ο άνθρωπος τον Θεό, κ ούτε υποχρεούται ο Θεός να είναι κ να δρά
κατα την ανθρώπινη λογική. Η λογική, την οποία οι δυτικοί θεοποιούν, δύναται μόνο να
επεξεργάζεται τα δεδομένα της γνώσης, αλλα δέν είναι η ίδια γνώση. Η λογική είναι το δάχτυλο
που δείχνει το φεγγάρι∙ δέν είναι το ίδιο το φεγγάρι, ούτε το φώςτου, ούτε είναι εκείνος που το
βλέπει. Γνώση είναι η εμπειρία, απο την οποία η ανατολή είναι παλαιόθεν πλούσια, η δέ δύση
Σε ρωτώ άλλο: όταν έρχομαι εγώ ο άπιστος εις την πατρίδασου, δέν τολμώ
να μιλήσω περι τί δοξάζεις• κ όταν πεθαίνω, εσύ ο σοφός ο ξευγενισμένος
ε
246
δοξάζεις τίποτας.
<=αυτή είναι όλη η ουσία της υπόθεσης, την ξεσκεπάζει όλη με πέντε
243
γυμνές οι κυρίες το σώματους – έχουν όμως χερό τια μισά εις τα χέρια,
κ
του ξευγενισμού. Κ οι περισσότεροι, να βαστήσουν αυτείνη την πολυτέλεια
ε
πιό νωρίς>
Τις άλλες ημέρες, πρίν την Κυργιακή (σας γράφω
πρωτύτερα αυτά) τελειώνοντας την προσευκήμου
περικαλώ την ΠαντοδυναμίανΤου να σώσει πρώτα την
πατρίδαμου κ θρησκείαμου κ όλους τους τίμιους
ανθρώπους, όσοι είναι καλοί άνθρωποι εις την
κοινωνίαν, όποιας θρησκείας κ άν είναι, κ φέρνουν
δοξολογίαν εις τον Θεόν – καθερά <=καθαρά> να
φυλάξει όλα αυτά• τότε λέγω: «ευλόγαμας κ
συχώρεσέμας κ φώτισέμας εις το καλό
253
κ προφύλαξέμας απο εκείνο οπου μας βλάβει», τότε,
καθημερινώς κ νύχτας, αυτά, όλα αυτά τα χρόνια οπου
αξιώθηκα, κ το ΦώςΤου βλέπω ολοένα, κ τελειώνοντας
η προσευκήμου κ τηράγω απάνω: βλέπω το Σώμα της
Αγια-Τριάδος κ της ΒασιλείαςΤου όλης, κ τα
χέριαΤους ευλογούν καθώς οι γ
ιερείς.)
Σήμερα, καθώς σας λέγω οπου θά’γραφα όλες αυτές
τις ημέρες καθώς κ σήμερα, Του έλεγα με δάκρυα: άν
είναι η αγαθήΤου Θέλησις, να με φωτίσει τί να κάμω,
να γράψω αυτά; είμαι αγράμματος… κ έκλαιγα κ Τον
περικαλούσα. Βλέπω ομπρόςμου, εκεί οπού’κανα τις
μετάνοιεςμου, βλέπω την ΠαντοδυναμίανΤου, τον
Χριστόν κ την Θεοτόκον, κ βαστούσαν τον Σταυρό εις
τα ΧέριαΤους ο καθένας, κ έλαμπε εις του κάθε ενού το
Χέρι ο Σταυρός• κ απο πάνω τον Σταυρόν το
ΙΝΒΙ <= ‘φι’. Πρέπει να εννοεί παρα τα αρχικά της επιγραφής
,
επικολλώ εδώ ένα χειρόγραφότου «φι»: πιθανόν επηρεασμένος
ίσως να μήν την έχει γράψει σωστά. Μπορεί π.χ. να ήθελε να γράψει
‘στραγορος’ ή ‘σταγορος’, κ αντί για το στ να έγραψε σ και να
τραύμα> πρωτύτερα.
255
Έκατσα εις το στρώμαμου κ συλλογιόμουν αυτό• κ με
πονούσε η καρδιάμου• έκανα τον Σταυρόμου, πέρασε
καμόσο, μου πέρασε ο πόνος (θα ήταν εξ αιτίας των
σαρακοστιανών οσπρίων οπου έφαγα)• <δέν αποκλείεται,
γιατί οι Έλληνες δέν ξέραν κ ακόμη δέν ξέρουν πώς να φάνε όσπρια.
δηλαδή σύμβολα γραφής (που δέν την γνώριζε). Κατα τη γνώμη του
τα
άλλον: ‘τον νόμο του ΩΜ δέν ξέρεις; είναι ο πιό σπουδαίος νόμος,
απο αυτόν βγαίνουν όλοι οι άλλοι νόμοι’. Κατάλαβα οτι αυτό που
αλλα τότε δέν υπήρχε παρα μόνο ένα όν, ο Θεός) =Αδημιούργητος
Φωτός’ απο τον Πατέρα κ εισήλθε στη Θεοτόκο απο της οποίας το
δίδαξε κ έπραξε ‘κάθε λόγο που βγήκε απο το στόμα του Θεού’, γι’
γραφή>.
Την άλλη ημέρα έβλεπα όλα τα ίδια. Έκαμα την
προσευκήμου την ημέρα αυτείνη, τηράγω εις τον
ουρανόν κ λέπω μιάν μεγάλη λάμψη κ έναν μεγάλον
λαμπρόν Σταυρόν. Εξακολούθησα το βράδυ κ
αγωνιζόμουν εις την αμαρτωλήμου προσευκή πολλές
ώρες κ με μεγάλη κούρασιν κ δάκρυα,
τένιασα <=εξαντλήθηκα>• ήρθα να κοιμηθώ, είχαν
περάσει τα μεσάνυχτα – βλέπω κ φέγγει όλη η
κάμαρήμου• κ ο Αφέντηςμας κ ο Χριστός κ η
Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι. Αναγνώστες! Αναγνώστες!
Αναγνώστες! Διαβάστε σας περικαλώ με προσοχή αυτά
οπου σημειώνει ο χερότερος απ’ όλο το πλάσμα του
Θεού, κ αγράμματος! Δέν είναι παραμύθια της
Χαλιμάς• είναι Αγανάχτησις Θεού κ οδηγίες σ’ εμάς
τους αμαρτωλούς ανθρώπους, όποιας θρησκείας κ άν
είμαστε. Κ ηθα παθαίναμεν (κ δέν ελπίζω <=νομίζω> να
μείνωμεν χωρίς να πάθωμεν κ να χυθούν αίματα
ανθρώπινα ποτάμιν -
261
κ η Ευσπλαχνία της ΠαντοδυναμίαςΤου, δια της
Πρεσβείας αυτείνης της κακολαλισμένης απο μάς των
ανθρώπων κάθε στιγμή Θεοτόκος, λέγω αυτής της
αγαθής Θεοτόκος τα κλάματα κ αγώνες κ όλων των
Αγίων, ίσως κ μας σώσουνε). <κενό στο τέλος αυτής της
Κράτος με τέτοια δύναμη κ δικαιοσύνη που δέν είχε ποτέ πρίν ούτε
γραμματοσειρές)>
Δευτέρα ξημερώνοντας, ένας αξιωματικός, αγωνιστής
με πολλές πληγές, Χριστιανός πολύ καλός, η
πατρίςτου απο χωριόν της Λειβαδιάς, Δίστομον,
Αγγελής Οικονόμος λέγεται, γιατροχειρούργος• κ
κάνει τον γιατρόν• ήταν έξω σ’ ένα χωριόν
ονομαζόμενον Κορωπί• ήρθε κ μου λέγει: εκεί οπου
ήταν τα μεσάνυχτα είδε εις τον ύπνοτου: είδε οτι ήτον
ένα ψήλωμα, κ έβγαινε ένας ποταμός μεγάλος με
καθαρόν νερόν• κ απο τον πάτο οπου
πάγινε <=πάγαινε> το νερόν, εις το αριστερόν μέρος
βγήκαν πλήθος άνθρωποι κοκκινοφορεμένοι κ
άλλα <=κ με άλλα ρούχα>, κ πήγαν εις την κορφή του
νερού• απο το δεξιόν μέρος παρουσιάζεται ο
Παντοκράτορας με την ΒασιλείανΤου κ ένα πλήθος
ανθρώπων με βιβλία εις το χέρι με γράμματα κ
έλαμπαν <τα βιβλία με τα γράμματα> ώς τον ήλιον. Κ τότε
ανοίγει ο ποταμός κ έβγαινε το νερόν σάν αίμα κ
φωτιά κ αφανιστήκαν όλοι αυτείνοι οι κόκκινοι.) <=ο
της γής. Η φύση, Σώμα του Θεού, που ήταν αγνή, οργίστηκε
ανάβλυζε συνέχεια απο την ψυχή του Μακρυγιάννη, αλλα ήταν νερό,
δηλαδή ζωογόνο, λύπη παραγωγική, πόνος που παράγει ζωή, σάν της
αλλα ήταν απο πολύ βαθειά, γι’ αυτό του φαινόταν μυστηριώδης,
Χριστιανισμό>
Δια της Παρασκευής οπου λέγω, αδελφοί αναγνώστες,
θαμπωμένο, δέν μπορούσα να βγάλω τα γράμματα κ
αμέλησα αυτά κ έλεγα άλλως δια άλλο κ
τιμωρίστηκα <=τιμωρήθηκα> απο τον Θεόν με δίκαια
αγανάχτησινΤου, κ αφού έκλαψα πικρά κ βάρεσα
πολλάκις το κεφάλιμου, ματα είδα την ΕυσπλαχνίαΤου
κ λέγει εις τα γράμματαΤου τ’ αγαθά: <λέγει εις τα
για τις τρείς τελείτσες που συνήθιζε να βάζει μετά απο αριθμητικά
σανσκριτικά που δέν είχε δεί ούτε ακούσει παρα μόνο σε οράματα,
μεγάλα μέσα. Ο Όθων είχε δύναμη απο τον Θεό, (γι’ αυτό άσπρο το
διαβαστεί ‘τον νόθον’, αλλα δέν είναι συνήθης λέξη ‘ο νόθος’ στο
όχι γνώριμοτου: ήταν ένα τόξο με τρείς καμπύλες. Εδώ είναι όχι η
απο τη σκιάτου, τίθεσαι υπο την Χάρη κ ΕυλογίαΤου (με την ευθύνη
283
οπου σ’ έβαλε πιστικόν να Του το φυλάξεις απο τους
λύκους κ άλλα θερία, κ ν’ αγρυπνείς, να το φυλάς: κ το
διάφορότου, εισόδημάτου, είναι κέρδος δικόνσου• τα
πρόβατα αλλουνού Αφέντη, κ εσύ να παίρνεις το
μασούλι <αραβικής προέλευσης οθωμανικό mahsul = προϊόν,
αρχαίοι Έλληνες τον κεραυνό του Διός: σάν μιά σκυτάλη με αρκετές
πάντα>
294
Κ ζητώ κ άλλο: να μου δέσεις τα χέρια να μήν
μαζώνουν μέταλλον, αλλα να δύνονται έθεν η ανάγκη.
Κ: έχω γυναίκα κ παιδιά, είναι σκλάβοι δικοίΣου – κ
εγώ: κ βασιλέα να με κάμεις, εκείνη την κατάστασιν
οπού’χω απο την ΕυλογίανΣου (απο τέσσερες χιλιάδες
δραχμές πέφτει του κάθε ενούμας), αυτά έχω να δώσω,
αυτά έχω δικάμου κ θα
τους επισκιωθώ <=επισκιώνομαι=επισκιάζω, μεταδίδω χάρη. Το
ειπείς! Τίποτας δέν σου φταίγω! Άλλοι δέν είδαν κ πιστέψανε• εσύ –
πεθάνεις δια να μήν πέσεις εις των εχθρών τα χέρια; πόσες φορές
αποφάσισες να πολεμήσεις μέχρι το τέλος κ όταν δέν μείνει πιά
καμία ελπίς, να βάλεις φωτιά εις το μπαρούτι να πάς εις τον αγέρα
οτι είδες μερικά απο τα εργαλεία που έχει ο Θεός για να τιμωρεί
πονεμένος• κ εις το εξής να πάψεις απο τον φόβον, οτι είναι για
κανείς δέν θα σου πάρει την ζωήν, παρα μόνον Εγώ όταν είναι η
μετά τον θάνατόνσου εδώ εις την γή, θα είσαι πνεύμα εις την
ψυχήν, οτι μονάχα πόνος είναι για μένα η ζωή εδώ εις την γήν, εις
Οτι την ώρασου την όρισα, κ δέν θα την αλλάξω. Κ το ποτήρι οπου
σου δίνω, θα το πιείς ολόκληρον! Έχεις μύρια πράματα ακόμη να
ημέρα προτού να χαράξει, απο τις τέσσερες η ώρα την νύχτα ή απο
όταν είναι τελείως καθαρή, κ δέν είσαι πολύ αστενής, κ δέν είναι