You are on page 1of 226

ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ μέρος 1ο

Εις την δόξα! Εις την δόξα! Εις την δόξα του Θεού, της Αγια-Τριάδος, της
Θεοτόκος, του Α-Γιάννη του Βαφτιστή κ πάντα <=πάντων> των Αγίων, κ του
Αγίου Βασιλείου: να πρεσβέψει εις την ΠαντοδυναμίανΤου κ εις την
ΒασιλείανΤου να μας λευτερώσει τώρα εις το νέον έτος, να μας λευτερώσει απο
την κακίαμας, απο την ιδιοτέλειάμας κ απο τα πάθημας, κ απο την επιβουλίαν
των ξένων!

Εις την παραμονή του Αγίου Βασιλείου τα 1850∴, ξημερώνοντας τα 1851∴,


σημειώνω εγώ ο αμαρτωλός όσα θάματα αξιώθηκα να ιδώ εις τον ύπνομου κ
όση ευεργεσία είδα εγώ κ όλημου η φαμελιά κ όσα μου είπαν άλλοι.

Κ εις τον κίντυνο της πατρίδος κ θρησκείας: απο την κακίαμας κ διχόνοιάμας
κ ιδιοτέλειαμας κιντυνεύαμεν να χαθούμεν πάντοτες• ήταν το χέρι του Θεού κ
της ΒασιλείαςΤου κ μας έσωσε εις όλους τους κιντύνους.

Όλα αυτά τα είχα γραμμένα εις τ’ άλλομου το ιστορικόν, οπου φαντάστηκα κ


εγώ ο μικρότερος άνθρωπος της πατρίδοςμου κ όλης της κοινωνίας του κόσμου,
κ αγράμματος, δια να βαρύνω τους σοφούς κ μεγάλους ανθρώπους της
κοινωνίας κ μικρούς. Όποιος καταδεχτεί να διαβάσει

εκείνο κ τούτο, όποιος ορθόδοξος Χριστιανός, κ άλλης φυλής, οπου θα λάβει


τον κόπον να διαβάσει, άς πιστεύει• κ άν δέν θέλει, δέν τον βϊάζει κανένας. Εγώ
θα τα σημειώσω, κ άν λέγω ψέματα: αυτός ο Θεός κ η ΒασιλείαΤου άς με κάμει
στάχτη κ κουρνιαχτό, άν είμαι απατεώνας.

Τα είχα τα ίδια γραμμένα εις τ’ άλλο το ιστορικόν, κ’ επειδήτις πάντοτες με


κατατρέχουν, να μήν ψάξουν το σπίτιμου κ τα βρούν, τα ξέκλησα απο’κεί κ τα
βάνω σε τούτο• κ θα βάλω κ όσα είχα χωμένα τόσα χρόνια, οτι σάπισαν εις την
γής• κ ο Θεός άς κάμει το ΈλεόςΤου. <μεγαλύτερο διάστιχο, κ εσοχή στην επόμενη

σειρά:>

Εις δόξα του Θεού σημειώνω πρώτα την μεγάλη Ευσπλαχνίαν <πάντοτε το

γράφει ‘ησπιλαχνία(ν)’>
του Θεού οπου είδα, οπου έκαμεν εις εμένα τον
αμαρτωλόν: τα 1837∴ μου άνοιξαν οι πληγές του σώματόςμου, οπου είμαι
πληγωμένος εις τα δεινά της πατρίδος, κ έκαμα αστενής τέσσερους μήνες.
Έτρεχαν οι πληγές απο το χέριμου κ απο τ’ άλλομου το σώμα, ετρύπησε το
σώμαμου όλο απο την πολυκαιρία της αστενείαςμου. Είχα οχτώ γιατρούς.
Τέλος, σώθηκαν οι ελπίδες κ απο’μένα κ απ’ όλους τους γιατρούς. Με το
σεντόνι με γύριζαν, οτι έμεινα πετσί

οτι έμεινα πετσί κ κόκκαλα: εσούρωσε το σώμαμου εξ αιτίας το τρέξιμον των


πληγώνμου. Τότε οι ελπίδες όλες ενέκρωσαν. Έστειλα, ήρθε ο
πλεματικός <=πνευματικός>, με ξεμολόγησε, με μετάλαβαν. Ήμουν κ εγώ ο ίδιος
μπεζερισμένος <bezer-, ‘ευρύς χρόνος’ του bez- = εξαντλείται, κατακουράζεται, χάνει κάθε

ενδιαφέρον, αηδιάζει>
την άχλιαν κατάστασιν οπου κατήντησα• κ αφάνισα κ όλους

τους ανθρώπους του σπιτιού: συγυρίζονταςμε, κ άγυπνοι τόσες μήνες, φωνές


νύχτα κ ημέρα – αστένησαν κ αυτείνοι. Έλεγα: πότε να πάρει ο Θεός
το αμανέτι, <=ενέχυρο, εννοεί την ψυχή> να λευτερωθώ κ εγώ κ αυτείνοι!

Ήρθε ημέρα, όλοι οι ιατροί με αποφάσισαν. Έρχεται κ η γυναίκαμου με όλαμου


τα παιδιά να πάρουν τον τελευταίον ασπασμόν• εκεί οπου μπήκαν μέσα κ τους
είδα, είπα: «αυτείνοι είναι πεθαμένοι κ σβησμένοι όλοι εις το εξής, κ θα
γκεζερούν <cezer- ευρύς χρόνος του cez- = τριγυρνά> τους δρόμους, δυστυχισμένοι!».
Τότε δοξάζω τον Θεόν κ Τον περικαλώ να με αφήσει μόνον δι’ αυτούς τους
αδύνατους κ ανήλικους. «Βαγγελίστρα!» είπα, «πρέσβεψε κ σώσε, οτι η ώρα
ήρθε!». Λέγω των γιατρών: «πιάστεμε κ βγάλτεμε εις την σάλα με όλο το
σεντόνι!». Μου λέγει ο επόπτης: <= ‘υπιτις’. Απο λάθος παρέλειψε το ‘πό’, επειδή σκέφθηκε

το αμέσως επόμενο π. Είχα σκεφθεί ‘υπη<ρέ>της’, αλλα ένας υπηρέτης δέν θα μιλούσε με τέτοιο

θάρρος, κ τονιζόμενη συλλαβή <ρέ> δέν θα λάνθανε. Θα μπορούσε να είναι κύριο όνομα

τοπωνυμικής προέλευσης, ας πούμε Εμπίτης, αλλα κάτι τέτιο δέν θυμίζει κανένα υπαρκτό όνομα,

άλλωστε άν ήταν επώνυμο θα έδινε κ το μικρό όνομα, ή θα εξηγούσε ποιός είναι αυτός, όπως

πάντοτε κάνει ο Μακρυγιάννης όταν πρωτοαναφέρει κάποιο όνομα>


«τώρα σε ολίγο εκεί θα
βγείς! <δηλαδή πεθαμένος!>» Τους λέγω: «βγάτε όλοι όξω ευτύς! μήν μείνει
κανένας

4
εδώ!»• τους έβγασα <= κατα το ‘έμπασα’. Θα μπορούσε κανείς να διαβάσει κ ‘έβ<ι>ασα’.

Γραμμένο ‘ευγασα’, διαβάζω ‘έβγασα’>


, βγήκαν. Κατεβαίνω μόνοςμου κ βάνω τα
παπούτσιαμου κ πετάγομαι τρέχοντας εις την σάλα, κ δίνω ένα σάλτο κ
πετάχτηκα απάνω εις τον καναπέ, εκείνος ο ντράτος <=ασταθής, ισχνός, αδύναμος.

Λέγεται κ σήμερα>
, το αδύνατο το σώμα! Έπεσα μπαϊλντισμένος <bajıldı

παρελθοντικός χρόνος του bajıl- = λιποθυμά>


κ πήρα έναν ύπνο ώς ένα
κάρτο <ιταλικό quarto = τέταρτο (της ώρας)> – οπου τέσσερους μήνες ύπνο δέν είδα, κ
τα μάτιαμου ξυλιασμένα, κ όλο φωνές! Τότε τους λέγω να μου σάσουν <ισιάξουν

= ετοιμάσουν, σελλώσουν>
τ’ άλογομου κ να του βάλουν σκουτιά απάνω εις την
σέλλα. Τό’σασαν, μ’ έπιασαν οι άνθρωποι μ’ έβαλαν απάνω, κ πήγα εις την
Συριανή, εις την Παναγίαν• κ την ίδιαν ημέρα εκεί ζήτησα να φάγω κ έκαμα κ
τα γλιαμπάνια. <= ‘γλιαπανια’ =πρέπει να σχετίζεται με το χλεμπόνι =φλέμα, καθώς κ με την

χλαπάτσα, ασθένεια των προβάτων όπως την ονομάζουν οι Σαρακατσάνοι. Είναι μάλλον απο

βλάχικη λέξη, υποθέτω *qlebán, που σήμαινε βρωμιά προερχόμενη απο το σώμα. Το ε στα βλάχικα

τρέπεται συνήθως σε ια. Τα συμφραζόμενα δείχνουν οτι γλιαμπάνια εδώ εννοεί κόπρανα, πιθανόν

αρρωστιάρικα, ευκοίλια. Ίσως λ. επηρεασμένη απο το οθωμανικό jabana = ‘στην ερημιά, στο κενό’,

που λέγεται για κάθε τί δυσάρεστο, ανεπιθύμητο>.


Εκεί έκατσα ένα μήνα, κλείσαν οι
πληγές πίσω, κ σηκώθηκα, σάν θέλει ο Θεός κ η ΧάρηΤης, κ ήρθα εδώ.

<αλλαγή πένας:>
Η γυναίκαμου ήταν γκαστρωμένη, το παιδί έτρωγε
αυτείνη <=τέτιου είδους = υπο τις άθλιες συνθήκες που περιέγραψα> την θροφή εις την
κοιλιά, γεννιέται το παιδί, σερνικόν, γένεται δύο, τριών χρονών,
βγαίνει <=βγάζει> το τρικούκουλο: του ανοίγουν σε όλοτου το σώμα είκοσι πέντε
τρύπες! Έκαμεν με αυτά περίτου από’ναν χρόνον – δέν μπόρησε <=δέν στάθηκε

δυνατό>
να το γιατρέψουν όλοι οι ιατροί της Αθήνας, κ από’ξω άλλοι, πραχτικοί.
Τάζω κ αυτό εις τον μεγάλον Γιατρό, τον Θεόν, κ την Βαγγελίστρα.

(Κ όταν αστένησα εγώ, τάχτηκα να πάγω εις την Μεγαλόχαρη, την


Βαγγελίστρα. Όταν ήμουν σε κίντυνο, ταζόμουν – όταν γιατρεύτηκα, τ’
αστόχησα να πάγω• αρρωσταίνοντας κ το παιδί, το τάζω κ αυτό – κ να το πάρω
να πάγω• αστοχώ κ αυτό). Όταν γέρεψε <=έγινε γερό>, έρχεται η Τρίτη Σεπτεβρίου
την νύχτα οπου μας είχαν τρογυρισμένα όλα τα στρατέματα, κ εγώ χωρίς
δύναμιν, κ την αυγή θα με βαίναν εις την τζελατίνα (εις τ’ άλλο ιστορικόν
ξηγούμαι πώς έτρεξε)• τότε περικαλιούμαι τον Θεόν κ την ΧάρηΤης να μας
προφτάσουνε• κ όντως έκαμεν νεκρανάστασιν σ’ εμάς κ μας έσωσε• τάχτηκα κ
τότε, πάλε τ’ αστόχησα. Τις ημέρες εκείνες της Τρίτης Σεπτεβρίου, εις τις έξι,
εις τις εφτά μέρες εκείνου του μηνός, βλέπει ένας γερο-σεβάσμιος αγωνιστής,
κάτοικος έξω εις τα χωριά, την νύχτα οπου χαζιρεύεταν <= ετοιμαζόταν.

Οθωμανικό hazır = παρόν, έτοιμο>


να κοιμηθεί κ πήγε εις τα εικονίσματάτου να κάμει
την προσευκήτου, βλέπει ένα σύγνεφον κ του λέγει: «γνωρίζεις τον
Μακρυγιάννη;».

Αυτός – τον πήρε ο φόβος. «Μήν φοβάσαι! Τον γνωρίζεις;» του λέγει. Λέγει κ
αυτός ο δυστυχής: «τον γνωρίζω». – «Να πάς να του ειπείς: δι’ αυτό οπου
εργάστη, θα τον κιντυνέψουν πολύ κ αυτόν. Κ αυτό μήν φοβηθεί• άς έχετε τις
ελπίδες εις τον Θεόν, κ θα σας σώσει. Κ να του ειπείς να πάγει εκεί οπου τάχτη
τόσες φορές (κ γιατρεύτηκε κ εσώθηκαν όλοι απο τον κίντυνο): να πάγει εις την
Βαγγελίστρα». Αυτός δέν ήρθε• αφού τρείς φορές το είδε, κ τον βίασε <=πίεσε,

ανάγκασε>
κ ήρθε κ μου το είπε, πάλε το βάρησα εις του κουφού.∴)

Όταν θα βαρούσαμεν τουφέκι την Τρίτη Σεπτεβρίου, βλέπει ένας άλλος


αγωνιστής, Χριστιανός καλός, τις δύο του μηνός ξημερώνοντας, οτι βρέθη εις το
περιβόλιμου αυτός κ ένας λαμπροφορεμένος ώς δεσπότης• κ παρουσιάστηκα κ
εγώ. Του λέγει αυτεινού του αγωνιστή ο δεσπότης: «αυτόν οπου λέπεις – κ θα
τον σώσω απο τον κίντυνον-» (κ παρουσιάζεται κ μία στέρνα με μαγαρισές) «-κ
θα τον βγάλω κ απο αυτείνη την μαγαρισά». Κ σταύρωσε κ έλαμψε ο τόπος.

Κ ευθύς παρουσιάζομαι κ με δύο παιδιά μικρά. Κ ξύπνησε ο άνθρωπος, κ ήρθε


κ μου το είπε. Δέν του είχα ειπεί αυτεινού τίποτας δια την Τρίτη Σεπτεβρίου, οτ’
ήταν με τον Βάσιον κ υποπτευόμουν.

Αφού τελειώσαμεν απο τον κίντυνο, συμβρίσκομαι με την γυναίκαμου κ


γκαστρώνεται.)

Ώς τώρα σας έγραφα, αναγνώστες, θεοτικά. Τώρα θα σας γράψω κ δαιμονικά:


Η γυναίκα αφού γκαστρώθη, επιάσαμεν μιάν φαγωμάρα κ γκρίνια μεγάλη: με
όλη την φαμελιά. Κ άρχισε η γυναίκα κ σώνεταν, κ όλο έρευε. Ήφερα <=γραμμένο

ώς συνήθως ‘υφερα’>
γιατρούς, τόσα πράματα! Κ σάπισαν κ τα στήθιατης, την

πονούσαν, οπου δέν κοιμάτον νύχτα κ ημέρα.

Έρχεται ένας αγωνιστής απο την Αίγυπτο, σάν έμαθε την μεταβολή
αυτείνη <=την απόκτηση συντάγματος>, ν’ απολάψει τα δίκαιατου: ήτον μαζίμου εις
τον αγώνα της πατρίδος. Βλέπει την φαμελιάμου σ’ αυτείνη την κατάστασιν,
λέγει: «της έχουν κάμωμα καμωμένο δαιμονικόν». <Εκεί στην Αίγυπτο έμαθε απο την

αρχαία σοφία της Ανατολής>


. Εγώ αυτό δέν το πιστεύω• με βιάζει να το πιστέψω,

μου λέγει: «το βράδυ θα ιδούμεν τί είναι, το βράδυ!». Έκατσε όλη μέρα
μαζίμου• το βράδυ, τα μεσάνυχτα, με παίρνει εμένα, κ παίρνω κ άλλον έναν
άνθρωπο, οτι φοβήθηκα μόνοςμου, κ κατεβαίνουμε εις το περιβόλιμου. Κ
γυμνώνεται αυτός, καθώς τον έκαμεν η μάνατου• κ άρχισε, ώς μίαν ώρα
κάτι <σε γλώσσα ακατάληπτη απο τον Μακρυγιάννη> είπε εκεί, είπε, είπε• τότε μας
λέγει: «φέρτεμου ένα τσαπάκι». Κ σκάβει εις την πόρτα, οπου τρώμεν ψωμί απο
μέσα, κ βγαίνει <=βγάζει> ένα πράμα δεμένο: ένα πανί, κ δεμένο με πλήθος
σπάγ<γ>ους• κ του κόβομεν αυτά τα σκοινιά κ τ’ ανοίγομεν• κ ήταν μέσα τρία
πιρούνια μεγάλα, κ ήταν πλήθος βελόνες, κ διάργερον <=υδράργυρος , γραμμένο

‘διαριηρον’
> κ στάχτη, κ κοκκαλάκια απο πεθαμένους, κ σημάδια <=δείγματα> απο
τα σκουτιά της γυναικόςμου κ απο τα δικάμου• κ φαινόταν κ εκείνα το
κόψιμοτις <=το κόψιμότους> κ τα σκουτιάμας οπου ήταν τρύπια <φαινόταν κ εκείνα τα

κομμάτια απο τα ρούχαμας πώς τα είχαν κομμένα κ τρυπημένα>


• κ τα πήρε κ τα τσέκισε
<=τσάκισε> όλα αυτά τα καρφιά κ βελόνες, κ τ’ άλλα τά’καψε κ τα πέταξε έξω
εις τα χωράφια. Κ άρχισε η γυναίκα

ν’ αναλαβαίνει. Όμως τα στήθιατης την πονούσαν ακόμα. Ήρθε ο καιρός, κ


κάνει δύο παιδιά, <δίδυμα> σερνικά. Βλέπω εις τον ύπνομου: «αυτά να τα
βαφτίσεις το νέον έτος. Το ένα να το ειπείς Δημήτρη κ τ’ άλλο Γιώργη». Αυτό το
είδαν κ άλλοι εις τον ύπνοτους. Κ τά’βγαλα καθώς είδα, κ εις την βάφτισιντους
μαζώχτηκαν ένα πλήθος ανθρώπων. Κ ακολούθως σημειώνω την Ευσπλαχνία
του Θεού:

Αφού τα γέννησε, ώς δεκοχτώ ημέρες, ήτον η γυναίκα πολύ καλά – ξυπνάγει


με μεγάλες φωτιές κ παραλογισμούς, πονούσαν τα στήθιατης κ όλοτης το
σώμα, όσο πήγαινε: εις το χερότερον. Ήφερα – είχα τρείς γιατρούς, τους
καλύτερους• έκαμεν αρκετές ημέρες, αδυνάτισε πολύ απο τα αίματα, απο
πλήθος αβδέλλες, κ γλυστήρια <=κλυστήρια=όργανα για πλύσεις των εντέρων, κλύσματα>,
κ γιατρικά• πλέον φρένιασε: ούτε μιλούσε, ούτε γνώριζε, ούτε μπορούσε να
αιστθανθεί να πάρει γιατρικόν. Σάν την είδαν οι γιατροί σ’ αυτείνη την
κατάστασιν, απολπίστηκαν. Τότε μου λένε: «δέν είναι πλέον ελπίδος! <=γενική

της ιδιότητος, στην αρχαΐζουσα γλώσσα των γιατρών>


Κ σου το λέμεν, οτι είσαι
στρατιωτικός κ δέν

10

<ταιριάζει> να σε απολπίζουν αυτά• οτι τέτιος είναι τούτος ο κόσμος». Κ: «ο


Θεός είναι δυνατός!»• κ φύγαν. Κοντά τα μεσάνυχτα έρχεται ο Αλέξαντρος,
γιατρός, ώς συγγενής (κ τον έχω εις το σπίτι με κοντόττα) <=με σύμβαση (διαρκούς

ιατρικής παρακολούθησης για ορισμένο διάστημα επι ορισμένης αμοιβής). Γραμμένο ‘ειςτοσπιτι με

κοντοτα’. Το ιταλικό λεξικό ‘De Mauro’ δίνει τις εξής ερμηνείες του condotta: burocr., assunzione di

un professionista, spec. sanitario, in un pubblico ufficio: c. medica, veterinaria, concorrere a una c. stor.,

estens., il contratto stipulato tra un capitano di ventura e il signore o il comune che lo assumeva al suo

servizio con un determinato numero di soldati | lo stipendio relativo.>


. Την είδε εις την ίδια
κατάστασιν, σηκώθη κ’ έφυγε πολλά λυπημένος. Τότε κ εγώ απολπίστηκα.
Μαζώνω τα παιδιάμου, πηγαίνω εις τις εικόνες, κάνομεν τις μετάνιεςμας• κ
κλαίγαμεν• κ έλεγα: «Κύριε! αυτά τα παιδιά ανήλικα, κ τόσον κόσμο εδω μέσα,
τί να τους κάμω εγώ ο δυστυχής;». (Γιόμωσε κ το σπίτι ξένους ανθρώπους μέσα
– έξω, καταφανίστη κ το σπίτι• όποιος είχε διάθεσιν, έκλεβε). Εκεί οπού’κανα
την προσευκήμου με τα παιδιάμου, μού’ρθε εις την ιδέαμου: (αύριον ξημέρωνε
Κυριακή) άν ζήσει η γυναίκα ώς αύριον, να στείλω τα παιδιά εις την εκκλησίαν
απο μίαν λαμπάδα, να κάμουν την προσευκήτους – κ ο Θεός άς γένει Έλεος <ή:

ίλεως. Γραμμένο ‘ηλεος’>


εις αυτά οπου θα μείνουν αρφανά.
Σηκώθηκα, πήγα εις τον άρρωστον, της έβαλα κ δύο γυναίκες συγγενείςτης,
ό,τι τραβάγει <=απαιτείται> να της πιάσουνε τα μάτια

11

όταν της βγεί η ψυχή. Εγώ, λυπημένος κ μπαϊλντισμένος, τόσες ημέρες


άγυπνος, με πονούσε κ το κεφάλι, είπα των γυναικών να σταθούν με τον
άρρωστον κ εγώ να πέσω να κοιμηθώ ολίγον. Εκεί οπου πήγα εις την ταράτσα
να κοιμηθώ, σήκωσα τα μάτιαμου εις τον ουρανό, κ περικαλούσα κ έκλαιγα• κ
λέγω: «Βαγγελίστραμου, πολλές φορές μ’ έσωσες κ’ εμένα κ το σπίτιμου όλο (κ
εγώ στάθηκα αχάριστος). Κ τώρα να μου βρεθείς, οτι’ είμαι χαμένος!»• κ
έγειρα. Την ίδιαν στιγμή οι γυναίκες αποκοιμήθηκαν – κ ο άρρωστος μόνοςτου•
πηγαίνει ένα σύγνεφον κ κατεβάζει την γυναίκα κάτω απο το στρώμα – κ τέτια
λευτεριά οπου δέν την είχε όταν ήταν κορίτσι! Τότε της ήρθε ο νούςτης• τότε
είδε οπου ήτον μαγαρισμένη κ δέν ένιωθε• τότε σήκωσε αυτά τα σκουτιά
μόνητης, άλλαξε παστρικά σκουτιά, πήγε εις το παλεθύρι να πιεί νερό –
πάτησε την θείατης• βλέποντάςτην απο πάνω της, έκοψε το αίματης• της
λέγει: «μήν φοβάσαι, θείαμου• κ σήκωσέμου το

12

στρώμα, κ τ’ άλλα τα σκουτιά οπού’ναι μουρνταρισμένα, οτι δέν μπορώ να τα


σηκώσω μόνημου». Πήρε να ξημερώσει, μπήκα κ εγώ μέσα να ιδώ: την
συγύρισαν καλά ή όχι; Ανοίγοντας την πόρτα, μου λέγει: «άντρα, να πάς εις
την Βαγγελίστρα!»• κ μου λέγει όλα αυτά. Εγώ, αδελφοί, περικαλιούμαι έξω, κ
τί λέγω εγώ έξω: μου τα λέγει όταν μπήκα μέσα! Την ίδια ώρα έστειλα κ ήρθαν
οι παπάδες, διάβασαν, κ σηκώθη εντελώς. Ήρθαν οι ιατροί, μου είπαν: «έγινε
μεταβολή». Εγώ δέν τους είπα τίποτας απο αυτά• τους πλέρωσα κ τους
ευκαρίστησα. Κ εγώ κ ο άρρωστος γνωρίσαμεν τον αληθινόν Γιατρόν! –
Μετανογάγω, πάλε δέν πηγαίνω εις την ΧάρηΤης.

Σε δύο ημέρες, βλέπει ένας Χριστιανός εις τον ύπνοτου οτι ήρθε ένας
καλόγερος εις το σπίτιμου, κ μιά μαυροφόρα, εις τον οντά οπου κοιμούμαι
μόνοςμου, κ μου λέγει η γυναίκα οτι: «Εγώ δέν ήθελα να ματά’ρθω σ’ εσέναν•
ο Γιάννης με παρακίνησε (ήτον ο Άγιος Γιάννης ο Βαφτιστής), οτι σ’ έσωσα
τόσες φορές κ δέν ήρθες εις το σπίτιΜου, Με γέλασες.

13
Σου γιάτρεψε κ ο ΜονογενήςΜου, (κ: εγώ τον περικάλεσα κ ήρθαμεν κ) σου
γιατρέψαμεν το γεταίρισου <γραμμένο γιτερισŏ. Είναι παλιά μορφή του ‘ταίρι’, αρχαϊκώς

‘ἑταίριον’>
να μήν ανεμείνουν αρφανά τόσα αδύνατα χελιδονάκια• <η σύζυγος

λέγεται χελιδόνα κ τα παιδιά χελιδονάκια, γιατί είναι αγαπημένα μέν, αποδημητικά δέ. Κατοικούν

μαζίμας, στο ίδιο σπίτι, αλλα αποδημούν, χωρίζουμε, όταν έρχεται η ώρα του θανάτου>
κ
γιάτρεψε ο ΜονογενήςΜου το στήθοςτης κ Εγώ το χέριτης, οπου θα πάγαινε
απο αυτά• κ της έβγαλε τόσα σάπια απο του καταραμένου τις ενέργειες». Τότε
εγώ άρχισα να κλαίγω. Μου λέγει: «μήν κλαίς. Ξέρεις ποιός σε φυλάγει
εσέναν;»• ευτύς (είχε απο κάτω απο το ράσοτης μιάν λαμπάδα κ) την σήκωσε
απάνω κ άναψε: «αυτό το Φώς του ΑφεντόςΜας σε φυλάγει! Κ να’ρθείς εις το
σπίτιΜου». Έρχεται ο άνθρωπος την αυγή, μου λέγει όλα αυτά. Τότε εγώ
αποφασίζω να πάγω κ να πάρω κ το παιδί οπου το γιάτρεψε απο τις πληγές κ
τό’ταξα να το πάρω να πάμεν – αρχινάγω κ συλλογιούμαι: «πού να πάρω
παιδί!», φοβόμουν κ την θάλασσα, δέν είχα κ έξοδα εις το χέρι• κ δι’ αυτά όλα
άρχισα να μετανογώ δια το παρόν,

14

να μήν πάγω• κ φοβόμουν κ την εξουσίαν, να μήν μου κάνει


αντενέργ<ει>ες <με την καχυποψία> οτι πάγω να κάμω συνομωσίες (οτι είχα
ζητήσει την άδεια όταν ήτον ο Λόντος υπουργός, κ δέν μου την έδωσε)• αυτά
όλα μού’φερναν δυσκολίες.

Την άλλη βραδυά βλέπει μιά γυναίκα την ΧάρηΤης, τον Α-Γιάννη, τον Άγιον
Σπυρίδωνα κ τον Άγιον Νικόλα, κ ήρθαν εις την κάμαρη, κ βαστούσα εγώ το
παιδί εις τα χέρια• μου λέγει η ΧάρηΤης: «μήν παίρνεις το παιδί μαζίσου τώρα•
κ μήν φοβάσαι απο αυτούς, δέν σου κάνουν τίποτας• κ μήν φοβάσαι κ την
θάλασσα: θα σε πάρω Εγώ κ ο Γιάννης κ ο Σπύρος κ ο Νικόλας να σε πάμεν κ
να σε φέρωμεν πίσω εις την οικίανσου». Αφού έρχεται η γυναίκα κ μου λέγει
αυτά (όσα εγώ συλλογιόμουν μόνοςμου μου τα λέγει αυτείνη!) – παίρνω έναν
άνθρωπον, κατεβαίνω κάτω, ήταν κ το παπόρι δια να φύγει, μπήκα μέσα•
έπεσα να κοιμηθώ απάνω (δέν μπορούσα κάτω εις τ’ αμπάρι) – μου λένε:
«σήκω!». Εγώ έλπιζα οτ’ ήμαστε ακόμα εις τον Περαία, ανακατώνονταν οι
άνθρωποι

15
κ θα σηκώσουν σίδερο <=άγκυρα> να φύγωμεν – μου λένε: «σήκω, θα βγούμεν εις
την Σύρα!». Τηράγω, βλέπω Σύρα. Εβήκαμεν έξω, εις τους φίλους• έφαγα
ψωμί• θέλανε να μου κάμουν τραπέζι άλλοι το βράδυ – είπα του παιδιού
κρυφά κ’ έπιασε καΐκι• σε δύο ώρες πήγαμεν εις την Τήνο• επήγα σ’έναν
κουμπάρομου, έκατσα εικοσιτρείς ημέρες• πήγα εις την ΧάρηΤης, νήστεψα κ
ξεμολογήθηκα να μεταλάβω. Είπα των επιτρόπων να μου βάλουν ένα σκουτί
να κοιμηθώ κάτω, εις την εκκλησίαν οπου φανερώθη η ΧάρηΤης• μού’στρωσαν
εμπροστά εις την εικόνα. Η εκκλησιά είναι μεγάλη. Εκει μέσα, λέγω του
ανθρώπουμου: «εσύ σύρε πέρα τις εικόνες κ κοιμήσου – κ άν θέλεις, δοξολόγα
τον Θεόν κ την ΧάρηΤης • ει δέ, κοιμήσου• ό,τι θέλεις ακολούθα». Άρχισα εγώ
να κάμω τις μετάνιεςμου κ την αμαρτωλήμου προσευκή εις τους Σωτήρας της
πατρίδοςμου κ θρησκείαςμου κ’ εμένα του αμαρτωλού κ όληςμου της
οικογένειαςμου.

16

Αφού άρχισα τις μετάνιεςμου κ την προσευκήμου καμόση ώρα, πήγα εις την
ΧάρηΤης να ασπαστώ, να κοιμηθώ ολίγον κ πάλε να σηκωθώ• άμα πήγα να
απαστώ, κάνει έναν χτύπον η εικόνα, οπου δέν μπορώ να σας το παραστήσω!
Ξυπνάγει ο άνθρωπος απο το πέρα μέρος, οπου τ’ άκουσε, ήρθε εκεί, «τί ήταν
αυτό;» μου λέγει – μήτε εγώ ήξερα μήτε εκείνος.

Μετάλαβα την αυγή. Πήγαινα, όσες μέρες στάθηκα: πήγαινα εις την ΧάρηΤης,
λυτρωνόμουν. Κ καθόμουν με τους επιτρόπους κ πατέρες. Εκεί ήμουν τυχερός,
δια της ΦώτισήςΤης: πήρα κ μίαν εικόνα, όσ’η είναι η ΧάρηΤης <=μεγέθους όση η

εικόνα της ΧάρηςΤης στο Ναό>


, ασημένια, ‘ο Ευαγγελισμός’, οχτακοσίων χρόνων•
την είχαν πάγει απο την Κρήτη εις την ΧάρηΤης• κ μου την δώσαν.

Κ χωρίς να ενιώσω την θάλασσα, γύρισα πίσω εις το σπίτιμου, με την


ΑγαθότηΤης κ με την ΕυσπλαχνίαΤης.

Σημείωσα, αδελφοί, όσα μαναχόςμου δοκίμασα κ είδα το ΈλεόςΤης, κ όσα μου


είπαν οι άνθρωποι. Κ θα σημειώσω κ άλλα πολλά. Όποιος θέλει, άς πιστεύει –
όποιος δέν θέλει, άς κάμει ό,τι αγαπάγει.

17

Γυρίζοντας εις το σπίτι απο την ΧάρηΤης, εκείνον τον χτύπον οπου έκαμεν η
εικόνα όταν πήγα να μεταλάβω, πάντοτες τον ακούγω εδώ εις τις εικόνες.)
Αφού ήρθαμε απο την ΧάρηΤης, την νύχτα μας παίρνει ο Α-Γιάννης κ άλλοι
Άγϊοι <πρέπει να διαβάζεται πάντοτε ‘Άγϊοι’ σε 3 συλλαβές κ όχι ‘Άγιοι’ σε 2 συλλαβές, γιατί ο

Μακρυγιάννης το γράφει πάντοτε ‘αγιυ’ που σημαίνει οτι διακρίνει δύο ‘ι’ στη λέξη κ όχι μόνο ένα

μετά το γ>
εμένα κ την γυναίκαμου, κ μας πήγαν σε μιάν λαμπρά εκκλησίαν• κ
ήταν κ μία βρύση, κ είχε σά φίδια πλήθος<=πλούσια γλυπτή διακόσμηση στην πέτρινη ή

μαρμάρινη βρύση>
• σε μιάν σκάφη μού’ βαλαν τα σκουτιάμου να τα πλύνει η
γυναίκαμου, κ ο Α-Γιάννης είχε εις το ράσοΤου ένα θελό<=θολό> πράμα κ τό’ριξε

μέσα εις την γούρνα οπου ήταν τα σκουτιά, κ είπε τηςι γυναικόςμου: με αυτό
καθώς είναι να τα φορέσω. Τότε με πήραν κ ήρθαμεν εις το σπίτιμου• κ εις την
οξώπορτα <γραμμένο σάν δύο λέξεις: ‘όξω πόρτα’> ήταν ένας Δεσπότης κ είχε εις το
χέριΤου: έναν λαμπρό Σταυρόν κ έλαμπε ο τόπος• μ’ ευλόγησε κ μου Τον
έδωσε• κ μου είπε: «εσένα σου αφιερώνω τον ΣταυρόνΜου»• κ έκαμα μετάνιες
κ Τον πήρα κ Τον έβαλα εις τις εικόνεςμου.) <με το ‘ιε’ εννοώ πως προφέρεται σε μία

συλλαβή. Εδώ το ι δέν προφέρεται, μόνο μετατρέπει τον προηγούμενο φθόγγο: το ν γίνεται

πρόσθιο ουρανικό. Όπου γράφω ‘μετάνοιες’ εννοώ οτι προφέρεται ‘νοι-ες’, σε χωριστές συλλαβές>

Ήταν Σαρακοστή, ενηστέψαμε κ εκάμαμεν το Ευκέλαιόμας (οτι Ευκέλαιον δέν


συνήθιζα να κάνω – κ είδα εις τον

18

ύπνομου τον Α-Γιώργη κ τον Άγιον Δημήτρη κ μου λένε: πρίν βαφτίσω τα δύο
μπινάρια… <= δίδυμα μωρά, κρίνοντας απο τα συμφραζόμενα. Κατα τη γνώμημου προέρχεται

απο κάποια νεολατινική γλώσσα, νομίζω βλάχικα, απο το λατινικό bina =δύο μαζί. Μεταξύ των

Βλαχόφωνων Ελλήνων υπάρχει το επώνυμο Μπίνος, που κατα τη γνώμημου σήμαινε

‘δίδυμος’>
«οτι όταν θα μεταλαβαίνεις με όλους της φαμελιάςσου να κάνετε
πρώτα το Ευκέλαιόνσας κ τότε να μεταλαβαίνετε». Απο τότε όποτε θα
μεταλάβωμεν, κάνομεν πρώτα το Ευκέλαιόνμας).)

Το λοιπόν, ήμουν νηστεμένος να μεταλάβωμεν την αυγή. Ένας ασκημο-


άνθρωπος άγριος μου παρουσιάζει μιάν γριγιά να κάμω την
επιθυμίανμου! <συμβολίζει τα κατώτερα ένστικτα, στα οποία οι άνθρωποι σκλαβώνονται> κ
τρωγόμουν με αυτόν τον αναθεματισμένον• παρουσιάζεται η ΧάρηΤης με τον
Α-Γιάννη κ άλλους Αγίους κ σηκώνει το χέριΤης κ του λέγει: «καταραμένε!
νά’χεις κ του ΜονογενήΜου την κατάρα κ την δικήΜου! οπου ήρθες κ
πειράζεις τον άνθρωπον!» - κ έσκασε κ έγινε στάχτη. Κ μαζί με την ΧάρηΤης κ
με τους Αγίους πήγαμεν εις την εκκλησίαν της Αγια-Κατερίνης, κ ένας
δεσπότης μετάλαβε όλους τους ενορίτες κ εμάς τους αμαρτωλούς. Κ ο Άγιος
Πεντελέμονος <=Παντελεήμων> μου έδωσε τρία χρυσά τριαντάφυλλα κ
τά’φερα κ τά’βαλα εις τις εικόνες.

<αλλαγή μελάνης:>
Τα 1844∴ ΓΙουλίου 18∴ βλέπει εις τον ύπνοτου ο Χατζη-
Αντώνης, (γεννημένος εις τ’ Αγεροσόλυμον, <=Ιεροσόλυμα> τίμιος πολύ),

19

βλέπει έναν γέρο με άσπρα γένεια, κ ασπροφορεμένος, κ του λέγει: «σύρε να


ειπείς του Μακρυγιάννη» (του το είπε τρείς φορές) «οτι αυτό οπου κάμετε θα το
κιντυνέψουν• δοξάστε τον Θεόν να κάμει το ΈλεόςΤου»• κ έφυγε• πάγει την
άλλη την νύχτα κ τον σταυρώνει• κ σηκώθη, δέν κοιμάταν πλέον. Αφού τον
είδε οπού’τρεμεν ο άνθρωπος απο τον φόβοτου, του λέγει: «μήν φοβάσαι» (τότε
ήτον με πράσινα φορέματα),)

του δείχνει μιάν χρυσή λαβίδα οπου μεταλαβαίνουν οι άνθρωποι κ έναν


χρυσόν κορμόν με τρία χρυσά κλωνάρια, κ του λέγει: «τούτα θα τα πάγω
μόνοςΜου να τα δώσω του Μακρυγιάννη, να του τα βάλω μέσα εις την
κασέλατου. Κ να του ειπείς αύριον: να τα γλειδώσει <=κλειδώσει> καλά εις την
κασέλατου. Κ θα του τα γυρέψουν να τα πάρουν απο την κασέλατου κ να του
δώσουνε άλλα• να μήν τον γελάσουνε κ τα δώσει ή μετανοήσει. Κ θα τον
κιντυνέψουν πολύ, αδίκως, αυτόν κ την πατρίδασας κ θρησκεία – δέν μπορούν
να κάμουν τίποτας• ο Θεός τα διατηρεί όλα αυτά. Κ Εγώ», του λέγει, «θα του
τα πάγω εις το σπίτιτου, να τα βάλω εις την κασέλατου• κ να τα φυλάγει καλά,
να του ειπείς, να μήν μετανογήσει• οτι θα γυρέψουν πολλοί να τον
απατήσουν. Κ: Εγώ φεύγω δια πολύ καιρό• κ όποτε είναι καιρός, θα’ρθώ
πίσω». <Η λαβίδα κ ο κορμός με τα τρία κλωνάρια είναι κάθε καλό πράγμα που έχει τρία μέρη ή

τρείς υποστάσεις. Συσχετίζοντας με το


ò που έφερε ο Παντοκράτωρ στο σπίτι του Μακρυγιάννη

στο 4ο μέρος του βιβλίου, παρατηρούμε οτι το


ò οπτικώς είναι τρία καμπυλωτά παρακλάδια

ενωμένα σε ένα σχήμα κ απο πάνω έχει κάτι σάν το κοίλο ενός κουταλιού (λαβίδα μετάληψης) που

περιέχει κάτι, το οποίο ονομάζεται bindu = ‘σταγόνα’ κ ερμηνεύεται ώς ‘amrtabindu’ = ‘σταγόνα

αμβροσίας’. Επιπλέον, το
ò αποτελείται απο τρείς ήχους: A, U, M, που συντίθενται σε μία συλλαβή:
ΩΜ, κ συμβολίζει κάθε καλό πράγμα που αποτελείται απο τρία μέρη ή τρείς υποστάσεις. Στο 4ο

μέρος ο Μακρυγιάννης κάνει λόγο για λαβίδα, αλλα όχι μετάληψης, εκεί πρέπει να εννοεί

κανονική λαβίδα με δύο σκέλη, κάπως σάν δαγκάνα κάβουρα. Αλλα κι άν το πάρετε ώς λαβίδα

μετάληψης, πάλι το ίδιο συμπέρασμα βγαίνει.>

20

Δέν πέρασε: δύο, τρείς ημέρες: ήρθαν κ μ’ ερέθιζαν κ μού’ταζαν να μπώ σε


ξένες φατρίες κ εις κόμματα. Τους είπα: «όποιον κόμμα είναι της πατρίδοςμου
κ θρησκείαςμου, με εκείνο είμαι, κ με το Σύνταγμα: το Ευαγγέλιο του Θεού». <ο

Μακρυγιάννης κ αλλού δηλώνει πως το Σύνταγμα είναι Ευαγγέλιο του Θεού>

Έλεγα εις τ’ άλλο οτι θα σας σημειώσω τί έγιναν κ πώς ο Θεός τα νέκρωσε κ
δέν χάθη αυτή η δυστυχισμένη πατρίδα: τις 11 Γιουνίου την παλληκαριά οπού’
καμεν ο Καλλέργης κ η συντροφιάτου, οπου ερέθισαν κ παρακίνησαν τους
πολίτες δολερώς κ πήγαν εις το παλάτι να φωνάξουν αναντίον της
κυβέρνησης• οι ίδιγοι τους βάναν, δια ν’ ανοίξει δυστύχημα: να’ρθούνε οι ξένοι
φίλοιτους να μας ησυχάσουνε! Κ αφού τους βάλαν σε αυτόν τον σκοπόν, πήγε
κ ο αρχηγός της Μεταβολής, ο Καλλέργης, κ τα φουσάτατου, κ κατασκότωσαν
τους αθώους πολίτες. Βγήκα κ εγώ ώς την Πλάκα κ σε όλα εκείνα τα μέρη, κ’
ησύχασα τους ανθρώπους, οπου πήραν τα όπλατους να πάνε να πεθάνουν δια
την απιστία οπου τους έκαμαν• κ τρόμαξα να τους ησυχάσω! Κ αυτό μου το
κάμαν έγκλημα οι κυβερνήταιμας!

21

Πρίν αυτό το κίνημα (την άλλη ημέρα έγινε), βλέπω την νύχτα εις τον
ύπνομου: κατέβαινε απο το κάστρο ένας μεγάλος ποταμός, μεγάλη θελούρα, κ
έκαμε το μισό το νερό κατα την χώρα, να την πνίξει, κ το μισό: το μέρος το
δικόμου, να μου πνίξει το σπίτιμου. Κ πήρα ένα τσαπί κ πήγα εκεί οπου
μεραζόταν το νερό• εκείνο που πάγαινε κατ’α την χώρα: έφκιασα μπροστά
έναν μεγάλο λάκκον, κ χώνεψε όλο μέσα• τότε κατεβαίνω κ εις το σπίτιμου να
φκιάσω χαντάκι να φύγει το νερό να μήν μου πάρει ομπρός το σπίτιμου.
Απόστασα μόνοςμου αγωνίζοντας• έρχεται μιά κοκκινοφόρα, κ μου βοήθησε, κ
χώνεψε το νερό. <το κόκκινο σημαίνει ευμένεια, ευτυχία, χρησιμοποιείται με αυτήν την έννοια

σε όλες τις θρησκείες. Μου βοήθησε, το ‘μου’ με έννοια δοτικής, όπως η αρχαία ελληνική σύνταξη>

Την άλλη μέρα, οπού’γινε το κίνημα, ούτε εις την χώρα μπόρεσαν να κάμουν
τον σκοπόντους ούτε στο σπίτιμου, οπού’ρθαν πεζούρα κ καβαλλαρία κ με
κλείσαν μέσα.)

Τότε βλέπει μιά σεβάσμια γυναίκα όλη αυτείνη την καβαλλαρία κ πεζούρα
(την νύχτα• ξημερώνοντας έγινε) οτι γύρα το σπίτιμου κ περιβόλι ήταν τρία
μπαγιράκια, κ ένα πλήθος κοκκινοφερεμένοι• το μεσι<α>νό μπαγιράκι το βα-

22

στούσε ένας λαμπροφορεμένος κ με ολίγα γένεια• κ απο πάνω το μπαγιράκι


είχε έναν Σταυρόν, κ απο πάνω το Σταυρό: ένα μεγάλον τζιβαϊρκόν. Κ ευτύς
οπου πλησίασαν καβαλλαρία κ πεζούρα, πήρε φωτιά εκείνο το τζιβαϊρκόν, κ
άναψε ο τόπος. Λέγει η γυναίκα: «πάγει το σπίτι του Μακρυγιάννη, κάηκε!».
Της <=γραμμένο ‘τος’> λέγει εκείνος οπου βαστούσε το μπαγιράκι: «δέν καίγεται το
σπίτι του Μακρυγιάννη, ούτε πειράζεται κανένας του σπιτιού - θα καγούνε κ
θα νεκρωθούνε εκείνοι οπου κιντυνεύουν αυτόν κ την πατρίδα αδίκως. Κ να
ειπείς του Μακρυγιάννη: το μεγάλοτου το παιδί να στείλει να το πάρει απο το
σκολείον, οτι θα το σκοτώσουν! κ να μήν το βγάλει έξω δια καμόσες ημέρες•
αυτό σου το είπα», της λέγει, «κ εις το σπίτισου». <Το τζιβαιρικόν που πήρε φωτιά κ

έλαμψε ο τόπος, είναι το Φώς του Θεού που έμελλε να εμφανίζεται στο σπίτι του Μακρυγιάννη, το

οποίο Φώς τον τρόμαζε τόσο, σάν να καιγόταν το σπίτιτου. Ενώ ενέπνεε τόσο τρόμο, δέν ήταν κακό

για τον Μακρυγιάννη, αντιθέτως τον προστάτευε. Τί σχήμα είχε το τζιβαιρικόν, ο καθένας κατα

τον νού που έχει άς εννοήσει>


Σάν δέν μπόρεσαν να μου κάμουν εμένα τίποτας, θα
σκοτώναν το παιδί! (ξηγούμαι εις τ’ άλλο το ιστορικόν αυτά). Κ είχα το παιδί
τόσες ημέρες, δέ τό’βγαινα έξω. Κ εδώ οπού’ρθαν κ μ’ έκλεισαν, ήμουνε με
λίγους ανθρώπους, τέσσερους – πέντε• κ τους φαινόταν οτ’ είχα στρατέματα, κ
δέν κοτούσαν να πλησιάσουν κοντά.

23

Αφού κάμαν αυτά τα κινήματα οι κυβερνήταιμας κ ο αρχηγός, κ απέτυχαν,


θέλαν χωρίς άλλο να με χάσουνε. Τότε πάνε τρείς γυναίκες σε μιάν γειτόνισσα,
καλή Χριστιανή, της λένε: «να πάμεν αντάμα εις το σπίτι του
Μακρυγιάννη»• τους <=τις> πήρε κ ήρθαν, λένε της γυναικόςμου: «να νηστέψεις
κ να κάνεις παράκλησιν κ δοξολογίαν εις τον Θεόν να σώσει τον Μακρυγιάννη
κ εσάς όλους, οτι κιντυνεύετε πολύ, αδίκως – κ δέν θ’ αφήσει ο Θεός να κάμουν
τίποτας αυτείνοι, ούτε σ’ εσάς ούτε εις την πατρίδα. Κ δι’ αυτό δοξάστε τον
Θεόν». Τότε μπαίνουν σ’ εμένα κ τους <=τις> δέχτηκα πολύ• κ μου είπαν οτι: «ο

Θεός θα σας σώσει, κ μήν φοβάσαι». Κ αφήνουν τρία κεργιά αναμένα εις το
σπίτι, κ φε<ύ>γουν• λένε της γυναικός: «πές αυτά οπου άκουσες κ της
Μακρυγιάνναινας κ του Μακρυγιάννη». Το είπε η γυναίκα, κ κάμαμεν ό,τι ο
Θεός μας φώτισε.

Βλέπει την νύχτα η ίδια γυναίκα: τρείς Φράγκοι, κ με άγρια σκυλιά πολλά,
έρχονταν να με πιάσουν, να με ρίξουν να με φάνε τα σκυλιά. Ευτύς έγενε ένας
μεγάλος πλάτανος κ κόλλησα απάνω – κ κοντά αυτείνοι• κ κόλλησα εις την
αλλού <=άκρως, τέρμα> ψηλή κορφή – κ αυτείνοι κοντά!

24

Τότε απο τον ουρανό κατεβαίνει ένα φώς, ώς τριχιά, κ βαστόμουν, οτ’ ήμουν
απάνω εις την κορφή, να μήν πέσω. Τότε τσακίστηκαν κ φύγαν, κ
γλύτωσα.) <απο τους Ευρωπαίους ξεκινούσαν οι κίνδυνοι κατα του Μακρυγιάννη, είχαν στην

Ελλάδα πολλούς πιστούς οπαδούς, τα σκυλιάτους. Το Φώς κ η Φώτιση του Θεού τον έσωζε>

Άλλη γυναίκα:)

βλέπει εις τον ύπνοτης <γραμμένο: ‘ειςτον νιπινοτας’> δώδεκα κοκκινοφορεμένους κ


μιάν λαμπροφόρα γυναίκα, κ ένας πολλά λαμπρός κ όμορφος• μπαίνουν
πρώτα οι δώδεκα μέσα εις το σπίτιτης, της λένε τ’ όνομάτης, <αποφεύγει να πεί το

όνομα της γυναίκας κ όλων των γυναικών που τον ‘φώτιζαν’>


της λένε: «ξέρεις το σπίτι του
Μακρυγιάννη;» - «όχι, αφεντάδεςμου» - «το ξέρομεν εμείς» της είπαν• «είμαστε
οι δώδεκα Απόστολοι». Μπαίνοντας κ ο λαμπρός με την λαμπροφορεμένη
γυναίκα, της λένε της γυναικός: «είναι ο ΑφέντηςΜας, κ η Κυ<ρία> Θεοτόκο <ή

‘Κυρα-Θεοτόκο’>
. Θα πάμεν εμείς όλοι εις το σπίτι του Μακρυγιάννη• κ έλα κ εσύ
κοντάμας, να σου το δείξωμεν, κ να πάς την αυγή μπονώρα να του ειπείς: εις
το τραπέζι οπου θα τον καλέσουν να μήν πάγει, οτι θα τον φαρμακώσουνε• κ
να πάς χωρίς άλλο την αυγή!». Την πήραν την νύχτα, της έδειξαν το σπίτιμου,
κ τον ίδιον οντά οπου κοιμούμαι! Ήρθε η γυναίκα την αυγή• εγώ τότε
ξύπνησα• κ μου λέγει αυτά. Σε τρείς, τέσσερες μέρες είδα κ… κ την
προσκάλεσιν του τραπεζ<ι>ού: απο πρέσβη της Μπαυαρίας. Τέσσερες φορές με
κάλεσε, κ ήρθε κ μόνοςτου εις το σπίτιμου, κ με την γυ-

25

κ με την γυναίκατου, κ με τον Κωλέτη (ήταν στενός φίλος κ αυτεινού κ της


γυναικόςτου). Πολλάκις με κάλεσαν εις το τραπέζιτου κ εις
μπάλους <=ευρωπαϊκούς χορούς> – ούτε εις αυτόν πήγα ποτές, ούτε εις τους άλλους
(οπου τους έπαιρνα κ εγώ κ τους έκανα τραπέζια ολονών, όσο να τηράξω την
δουλειά δια την Μεταβολή, να ωφεληθεί η πατρίδαμου). Τέτοιοι οπου είμαστε
εμείς, λευτερίαν δέν θέλομεν, την ιδιοτέλειάμας θέλομεν, κ δούλοι των ξένων κ
της τυραγνίας επιθυμούμεν να είμαστε πάντοτες! Αποδείχτη ολονώνμας η
αρετή, κ στρατιωτικών κ πολιτικών!)

Εις την ίδια γυναίκα την άλλη αυγή πήγε ο Χριστός κ η Θεοτόκο ς κ της λέγει:
«σύρε να ειπείς του Γιάννη: τί μας γκεζεράει εις τα ξένα σπίτια, κ δέν μας
φκιάνει το σπίτιΜας; Να του το ειπείς να φκιάσει την εκκλησίανμας».

Όταν κιντυνεύαμεν απο τον Αρμεσμπέρη <Armansberg, αντιβασιλέα> κ


συντροφιάτου, οπου με είχε κλεισμένον με τα στρατέματα τόσες ημέρες

26

(εις τ’ άλλο ξηγούμαι όλα αυτά) κ μου γύμνωνε κ την πατρίδαμου απο πλούτη
κ αρετή (πάντρεψε δύο κορίτσιατου κ πήραν δύο αδέλφια, παιδιά του
Κατακουζηνού• κ αυτό το παράδειγμα, αυτεινού οπου μας κυβέρναγε, το
πήραν κ άλλοι Έλληνες κ ακολουθούσαν τον ίδιον γάμον) – τότε, δι’ αυτεινού
την αρετή κ δια αλλονών δια να μιλώ, με κιντύνευαν. Είπα: να λευτερωθεί η
πατρίς, κ να φκιάσω εις το περιβόλιμου μιάν εκκλησία, την Αγια-Τριάδα την
Χρυσο-σπηλιώτισσα (οτ’ είναι σπηλιά εκεί) κ τον Α-Γιάννη τον Βαφτιστή.
Έφκιασα την σπηλιά, την μερεμέτισα, κ έβαλα κ την Άγια Τράπεζα, κ έφκιασα
κ τις τρείς εικόνες. Δέν έγινε ακόμα η εκκλησία, κ τις εικόνες τις είχα εις την
Αγια-Κατερίνη. Κάνοντας έξοδα τώρα δια την Μεταβολή κ άλλα, δέν είχα τον
τρόπον• είπα: όποτε ο Θεός βοηθήσει, κ να στερεώσει την πατρίδα κ θρησκεία,
τότε θα κάμω το χρέοςμου. Κ πήρα τις εικόνες

27
κ τις ήφερα εις το σπίτι τις εικόνες, σάν μου είπε η γυναίκα αυτό• κ ο Θεός άς
βο<η>θήσει να γένει η εκκλησία όποτε είναι η αγαθήΤου Θέλησις.)

Όταν πιάστη ο Καλλέργης εις την Συνέλεψη με τον Γρίβα κ Κριτζώτη, κ οι


αξιωματικοί βρίζαν τους πληρεξούσιους, κ ηθα γένεταν την άλλη ημέρα
ματοκυλισμός, οπου ήταν σκάνταλα των φατριών κ των φίλωνετους των ξένων
(ξηγούμαι εις το άλλο όλα αυτά, πώς ησύχασαν σ’ εκείνον τον κίντυνον), ένας
αγωνιστής απο το Μαρούσι είδε εις τον ύπνοτου οτι πήρε την
δεχατέρα<=θυγατέρα>του να πάνε εις την εκκλησιά• εκεί οπου πάγαιναν,
βλέπουν πολλούς κοκκινοφόρους, καβαλλαρία κ πεζούρα. Τους ρωτάγει ο
γέρος: «πού κοπιάζετε;» - «πάμεν μέσα εις την Αθήνα όλοι• πάμε εμείς, πάνε κ
άλλοι απο τ’ άλλο το μέρος, οτι έχουν κακούς σκοπούς. Κ σύρε πές του
Μακρυγιάννη να μήν φοβηθεί τίποτας αυτά, οτι πάγει κ ο ΑφέντηςΜας, κ θα
τους νεκρώσει τους κακούςτους σκοπούς».

Την ίδια νύχτα βλέπει άλλη γυναίκα απο την Αθήνα: οτι βήκαν σεργ<ι>άνι έξω
εις τα περιβόλια,

28

κ εκεί εις τον δρόμον βλέπουν πλήθος κοκκινοφόρους (κ ένας έλαμπε),


γυναίκες κ άντρες κοκκινοφορεμένοι. Αφού τους είδαν αυτείνοι οπου θα
πάγαιναν σεργιάνι, άρχισαν να κλαίνε, έλπιζαν οτ’ είναι Τούρκοι• ζυγώνει μιά
γυναίκα κ τις λέγει: «μήν κλαίτε• δέν είναι Τούρκοι• είναι ο ΑφέντηςΜας κ η
Θεοτόκος κ οι Αποστόλοι. Εγώ είμαι η Αγία Παρασκευή», της λέγει της
γυναικός, κ πάμεν με τον ΑφέντηΜας κ όλοι να φυλάξωμεν την πολιτείαν, τον
αθώον κόσμον, να μήν πάθουν. Κ θα μπούμεν κ μέσα κ θα φυλάξωμεν κ
από’ξω. Θα πάμεν κ εις τις κολώνες: καρσί εις τον Μακρυγιάννη• κ να πάς
χωρίς άλλο να του ειπείς να μήν φοβηθεί». <κολώνες=στήλες του Ολυμπίου Διός. Ήταν

απέναντι απο το σπίτι του συγγραφέως>


Κ’ εμένα με σήκωσαν την νύχτα οπου
κοιμόμουν, κ έστειλα κ’ ενέργησα ό,τι έκανε ανάγκη• κ ματαιώθηκαν οι
κακοίτους σκοποί δια της Δύναμης του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου (εις τ’ άλλο
ξηγούμαι).

Συγχρόνως ήρθε κ απο το Μαρούσι κ η γυναίκα, όταν σιγουρέψαμεν, κ μου


είπανε αυτά.

29
Ένας αγωνιστής, Χριστιανός καλός, βλέπει εις τον ύπνοτου: κ πάγει ένας
σεβάσμιος γέρων, σάν δεσπότης, κ του λέγει: «ακολούθαΜε κοντά»• κ τον
ακολουθάγει, κ πηγαίνουν απάνω εις το Ντελοβούνι• κ ήταν μιά παλαιινή
εκκλησία, κ κατέβηκαν κάτω οι δυότους, κ ηύραν μιά πέτρα έμορφη, κ είχε
κεφαλιακά <=κεφαλαία> γράμματα• κ του λέγει ο γέρος του αγωνιστού: «βλέπεις
αυτείνη την πέτρα; αυτείνη γυρεύουν να πάρουν οι Άγ<γ>λοι κ οι άλλοι, κ
θυσιάζουν τόσον καιρόν κ κιντυνεύουν κάθε στιγμή αυτόν τον τόπον. Ό,τι κ να
κάμουν, κ τα βασίλειατους να ξοδιάσουνε όλα, αυτείνη η πέτρα θα μείνει εις
τον τόποτους <=στον τόπο των Ελλήνων> ασάλευτη – κ του κάκου κοπιάζουν όλοι
αυτείνοι• κ ό,τι κάνουν θα βρούνε με τον καιρότους <κατα την τουρκική

παροιμία eden bulur>


. K: η πέτρα αυτείνη είναι δικήσας, δέν μπορεί να σας την
πάρει κανένας απο αυτούς όλους. Κ να μήν φοβάστε: πάσκισαν κ πασκίζουν
να την χαλάσουνε – το μόνον αδύνατο είναι! Σύρε να ειπείς του Μακρυγιάννη:
εκείνος, οπού’ρθε εις τον τόποτης, αυτής της πέτρας,

30

εκείνος έπρεπε να την πάρει – δέν καταδέχτη». Τότε βλέπει τον βασιλέαμας κ
βασίλισσάμας κατάμαυρους• κ παρουσιάστη ένας μεγάλος γκρεμνός, κ
κρεμάστηκαν καί οι δύο, κ δέν μπορούσαν ούτε απάνω να κολλήσουνε, ούτε
κάτω – κάθονταν κρεμασμένοι. <Αυτό το όνειρο είναι πραγματικό κ μεγάλο νόημα έχει. Η

πέτρα είναι η κληρονομιά των αρχαίων προγόνωνμας (γι’ αυτό γραμμένη με κεφαλαία, όπως οι

αρχαίοι έγραφαν). Αυτή είναι η ταυτότητα, είναι κ η δύναμημας. Μιά πέτρα με μιά αρχαία

επιγραφή, είναι το φυλαχτό του έθνουςμας. Ο Μακρυγιάννης στάθηκε αντάξιοςτης, αντάξιος των

παλαιών Ελλήνων πολεμιστών κ σοφών, αυτός κατάλαβε όσο κανένας άλλος το νόημα της

ελληνικής αρετής κ ελληνικής σοφίας. Κ ώς συγγραφέας, ξεπέρασε κ τους αρχαίους

ιστοριογράφους. Γι’ αυτό εδικαιούτο να οικειοποιηθεί το σύμβολο της ελληνικής κληρονομιάς, απο

ταπεινότητα δέν το οικειοποιήθηκε>.


Ξύπνησε ο άνθρωπος κ ήρθε κ μου το είπε αυτό•
κ μάλιστα τόσον θυμάταν τον τόπον: μου είπε να πάμεν μαζί να μου δείξει το
μέρος – δέν θέλησα εγώ.) <απο εδώ έχουμε σαφή αλλαγή πένας κ μελάνης, τα γράμματα

είναι πιό μικρά κ πιό άτονα (ανοιχτόχρωμα). Αλλάζει κ το θέμα>

Ένα κορίτσι πολλά τίμιον κ θεοφοβούμενον, αγωνιστού κορίτσι (σκοτώθη ο


πατέραςτου κ άφησε αυτό κ’ ένα σερνικόν)… εκείνο το σερνικόν ετρελλάθη, κ
ξέκλαγε κ τα σκουτιάτου κ’ έμνισκε <=έμενε, καθώς ακόμη λέγεται στη Βόρειο

Ελλάδα>
έτσι καθώς γεννήθη• το έστειλα με την μητέρατου κ με την αδελφήτου
εις την Βαγγελίστρα (ήταν απο τον τόπομου <=το Λοιδωρίκι>). Εις την
Βαγγελίστρα κατήντησε να μήν ζυγώνει άνθρωπος πλησίοντου: τον έτρωγε
σάν σκυλί! Το είχανε δεμένο σ’ ένα κελλί, κ τού’διναν κομμάτι ψωμί κ έτρωγε,
ώς οχτώ μήνες. Ξημερώνοντας της ΧάρηςΤης, πήγαν όλοι εις την εκκλησία.

31

(Κ το κορίτσι -κ η μητέρατου-: ετρύπησαν τα ποδάριατης κάνοντας μετάνιες εις


την ΧάρηΤης νύχτα κ ημέρα, βλέποντας τον αδελφόντης εις αυτό το χάλι).
Ξημερώνοντας της ΧάρηςΤης, πάγει μνιά κοκκινοφόρα κ το έλυσε• κ τότε
αιστάνθη ο άνθρωπος σε τί κατάσταση ήτον, κ ηύρε τα σκουτιάτου μόνοςτου κ
πήγε εις την εκκλησίαν, κ θιάμαξε ο κόσμος όλος, οπου <πρίν απο εκείνη τη

μέρα>
ήταν κ ποδάρια κ χέρια πιασμένα κ περπατούσε με τον κώλο, ύστερα
έτρωγε κ τους ανθρώπους κ τον είχαν δεμένο. (Κ έγιναν κ άλλα πλήθος
θάματα εκείνη την χρονιά). Πέρασαν απο’δώ να τους στείλω εις την πατρίδα•
μου λέγει το κορίτσι: το βράδυ οπου κοιμήθη, την νύχτα, οτι ο βασιλέας
καβαλλίκεψε κ τον ακολούθησα, κ εγώ μαζίτου, κ πήγαμεν σε μιάν μεγάλη
εκκλησίαν – την είχαν χαλασμένη• εκεί ήταν η ΧάρηΤης κ του λέγει: «αυτείνη
την εκκλησίαν την άφησες κ την χάλασαν! κ να την φκιάσεις πίσω!». Τότε
άρχισε ο βασιλέας κ εγώ κ άλλοι πολλοί, πλήθος – ευτύς την κάμαμεν λαμπρά.

32

Κ ήταν μιά ξέπλεγη γυναίκα: αφού είδε την θέλησιν του λαού κ του βασιλέως,
οπου κάμαν λαμπρά αυτήν την εκκλησίαν, έσκυψε γονατικώς κ δόξαζε τον
Θεόν κ εύκχεταν τον λαόν κ τον βασιλέα.)

Αφού την είδαν φκιασμένη κ εις αυτείνη την λαμπρότη, τότε τρείς Φράγκοι
πήραν από’να λοστόν κ τσαπιά κ’ έσκαβαν να την γκρεμίσουνε οπίσω. Αφού
είδα εγώ αυτούς οπου πολεμούσαν να την γκεμίσουνε, πήγα κ πιάστηκα κ
μάλωνα να μήν την χαλάσουνε. Αφού είδε ο βασιλέας οπου μάλωνα εγώ με
αυτούς, έφυγε. Τότε, σάν έμεινα μόνοςμου, με πιάσαν αυτείνοι οι Φράγκοι κ με
βαρούσαν με τους λοστούς κ με πήραν σέρνοντας – κ ήταν ένας γκρεμνός
μεγάλος κ πήγαιναν να με γκρεμίσουνε κάτω απο’κεί. Τότε, βλέποντας το
κορίτσι αυτό <αυτό = αυτό που συνέβαινε, δηλαδή:>, οπου θα με γκρέμιζαν κάτω,
έβαλε τις φωνές κ έκλαιγε• κ απο την τρομάρατου εξύπνησε.)

Αυτό ήταν όταν ηθά’καμεν την προστθαφαίρεση του Συντάγματος ο βασιλέας


δια συμβουλή των ξένων κ δικώνμας• είδε αυτό το όνειρο, κ άλλα πολλά
θάματα, οτι κιντυνεύαμεν να χαθούμεν, άν γένεταν αυτό (κ τα σημειώνω εις τ’
άλλο το ιστορικόν πώς πήγα κ μίλησα του βασιλέως κ δέν πείραξε τίποτας).

33

Αφού μου είπε ο άνθρωπος δια την πέτρα, οπου τον πήρε κ τον πήγε εις το
βουνό,)

τις πέντε του Αυγούστου - οπου εις τις τέσσερες έγινε εκείνος ο θόρυβος κ ο
σκοτωμός εις την εκκλησία δια τους ψήφους (ξηγούμαι εις τ’ άλλο, οπου
άλλαξε το υπουργείον τις πέντε του Αυγούστου))

βλέπω εις τον ύπνομου: ήρθε ένας γέρων κ μου λέγει: «Γιάννη! Γιάννη!» (τρείς
φορές), «ο Μαυροκορδάτος κ οι συντρόφοιτου δέν θα ειδούνε Θεού πρόσωπον!».
Εξύπνησα• έκαμα τον Σταυρόμου κ ματα κοιμήθηκα.)

Έρχεται πίσω, μου λέγει: «σήκω απάνω!». Με πήρε κ βγήκαμεν εις την
σκάλαμου• μου λέγει: «τήρα την θάλασσα». Τήραξα, κ βλέπω ένα μεγάλον
παπόρι ώς βουνό• κ έβγαινε<=έβγαζε> έναν καπνό μεγάλον. Του λέγω: «τί είναι
αυτό;» – μου λέγει: «το μεγάλο παπόρι της Βρεταννίας» – «τί είναι η
Βρεταννία;» – μου λέγει: «η Αγγλία» – «μεγάλο βασίλειον», του λέγω, «είναι•
μεγάλο είναι κ αυτό το παπόρι» – μου λέγει: «να πάμεν κάτω εις την θάλασσα
να το ιδούμεν καλύτερα». Πάμεν εις την άκρη της θάλασσας• εκείνο ζύγωνε
πλησίονμας• κ όσο ζύγωνε, τόσο μίκραινε!• κ κατήντησε, όσο νά’ρθει εκεί
οπου ήμαστε, κατήντησε σάν μικρή γολέτα. Λέγω: «εκείνο ήταν σά βουνό•
τώρα να γένει γολέτα!

34

τί είναι αυτό!» – «έτσ’ ήταν πρώτα εδώ», μου λέγει, «έτσι έγινε τώρα». Κ
ξύπνησα.)

Λέγω: η πολιτική της Αγγλίας θα πέσει απο’δώ.)

Κ ένα παιδί του σκολείου, απο του Σαλών<ου> το μέρος, βλέπει: δύο παπόρια,
το ένα με αγγλική σημαία, κ τ’ άλλο με γαλλική• το αγγλικό ήταν μεγάλο, το
γαλλικόν μικρόν – κ έρχοντας πλησίον, εμίκραινε το αγγλικόν κ μεγάλωνε το
γαλλικόν.)

Μπήκε ο Κωλέτης εις τα πράματα, κ’ η επιρρογή της Αγγλίας: την


άξηνε <=αύξαινε>• κ τί έγινε ύστερα, κ’ οι εφημερίδες το λένε κ διαβάστετις, κ
λέγω κ εγώ )

εις τ’ άλλο ιστορικόν αυτά όλα )

Όταν πιαστήκαμεν εις την Συνέλεψη δια την θρησκεία (πρίν αυτό να μιληθεί,
όλοι οι πρέσβεις θυσιάσαν πλήθος τραπέζια κ χρήματα, να μπορέσουν να
κάμουν τον σκοπόντους) – να μήν γένει τίποτας, επιαστήκαμεν εκείνη την
ημέρα πολύ• απο την φιλονεικία την πολλή, λέγει ο Μεταξάς: «να το βάλωμεν
εις τον ψήφον». Του λέγω αυτεινού κ όσοι ήταν σύμφωνοι: «θρησκεία δέν
βαίνομεν εις τον ψήφο: ορθόδοξοι Χριστιανοί, να κομματιαστούμεν: δυτικοί κ
ανατολικοί• οτι σήμερα πεθαίνομεν όλοι!

35

πεθαίνομεν όλοι», τους λέγω, «εδω μέσα!». Τότε, χωρίς να την βάλωμεν εις τον
ψήφο, έγινε παμψηφεί κ οι υπέρ κ οι κατά, δέν μπορούσαν να κάμουν αλλιώς.
Τότε όλοι αυτείνοι οι βουλωμένοι, κ ντόπιοι κ ξένοι, μείναν πολύ
νεκρωμένοι – κ πολύ αγαναχτισμένοι αναντίονμου• κ’ ενέργηασαν δολοφονία
(κ ο Θεός τους νέκρωσε την θέλησίντους).)

Τότε, το βράδυ βλέπει ένας αγαθός Χριστιανός (όχι εις τον ύπνον – τον
ξύπνησε): <τον ξύπνησε=ξύπνησε τον ύπνο (=αντικείμενο) ο άνθρωπος που κοιμόταν> βλέπει
έναν γεραλέον, κ του λέγει: «σύρε να ειπείς του Μακρυγιάννη: άς δοξάζει τον
Θεόν, κ όσα ενέργησαν αναντίοντου, κ’ ενεργούνε: δέν μπορούν να του κάμουν
τίποτας• κ ήμουν εις το σπίτιτου, οπου τον φυλάγαμεν Εγώ κ η ΧάρηΤης, η
Βαγγελίστρα, ο Α-Γιάννης, η Άγια Κατερίνη, ο Άγιος Σπυρίδωνας, ο Άγιος
Νικόλας κ ο Άγιος Πεντελέμονας• κ να του ειπείς (Εγώ είμαι ο Ευθύμιος): κ το
χά-

36

ρισμα οπου θα του δώσει η Βαγγελίστρα κ οι άλλοι οι Άγιοι κ Εγώ, να το


φυλάξει καλά εις την κασέλατου, να μήν τον απατήσουν κ του το πάρουν
εκείνοι οπου τον κιντυνεύουν• κ να του το ειπείς».
Την ίδια βραδιά βλέπει το ίδιον κ μιά γυναίκα (ο άντρας δέν ήρθε αυγή να μου
το ειπεί – η γυναίκα το είδε εις τον ύπνοτης): οτι εις το σπίτιμου ήταν όλοι
αυτείνοι: η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι• μού’δωσε η ΧάρηΤης μιάν κάσα με άγια
λείψανα, κ μ’ ευλόγησαν κ έκαμα μετάνιες κ τα ασπάστηκα κ μου είπαν να τα
βάλω εις την κασέλαμου, να μήν μου τα πάρει κανένας. Τότε (κ ένας απο τους
Αγίους είχε ένα χρυσό μαντήλι γιομάτο) <μαντήλι γιομάτο κττγνμμ εννοεί σάν

μποχτσάς>
κ μου λέγει: «κ αυτό να το βάλεις εις το ίδιον μέρος. Κ καβαλλίκα το
άλογον οπου θα σου φέρουν κ φέρνε γύρα την πολιτείαν αυτείνη». Κ ευτύς
φύγαν. Σε ολίγον έρχεται ένας μ’ ένα γρίβο άλογον

37

πολλά λαμπρό• μου λέγει: «πάρε τ’ άλογο του βασιλέα -σου τό’δωσε εσένα- κ
σύρε γύρα, κ σύρε κ εις τον Λόντο κ συντρόφουςτου». Καβαλλίκεψα κ πήγα
γύρα την χώρα• κ πήγα κ εις το σπίτι του Λόντου• ήταν πολλοί συνασμένοι•
του είπα: «θα σου μιλήσω» – μου είπε: «εσύ τώρα είσαι καβάλλα κ’ εμείς απεζοί
– τί ομιλίαν θέλεις;»• κ έφυγα κ ήρθα εις το σπίτιμου, κ’ έδεσα τ’ άλογον εις
τον ταβλάμου. Έρχεται η γυναίκα μπονώρα <=μόλις ξημέρωσε>, μου λέγει αυτά• κ
το μεσημέρι ο άντρας, κ μου είπε όσα του είπαν αυτεινού.)

Τα 1844∴ τον Οκτώβριον μήνα, ξημερώνοντας του Αγίου Λουκά, εμένα η


τύχημου!: με κατατρέχανε κ το ένα μέρος κ τ’ άλλο• ήμουν λυπημένος πολύ, κ
με πονούσαν κ τα λιμπάμου πολύ•

<απο’δώ κάνει αναδρομή απο το παρελθόν>


οπου έγιναν οι εκλογές κ σκοτώθηκαν οι
άνθρωποι• κ θα σκότωναν κ’ εμένα κ δέν μπόρησαν, κ μ’ έπιασαν απο τα
λιμπά <=όρχεις> κ έκαμα τό-

38

σον καιρό οπου με πονούσαν. Κ έπεσε τότε το υπουργείον του Μαυροκορδάτου


κ όλη η επιρρογή των φίλωντου των ξένων. Κ ο κόσμος τότε όλος της
πρωτε<ύ>ουσας ήθελε να πάγει με τα όπλα να σκοτώσει όλους αυτούς, κ εγώ
έπεσα εις τον λαόν κ δέν τον άφησα, τον πήρα εις το σπίτιμου, να ξεθυμάνουν
απο αυτείνη την ορμή, κ άνοιξα τα βαρέλιαμου κ τους έδινα κρασί κ τους έλεγα
να δοξάσωμεν τον Θεόν οπου μας έσωσε απο αυτό, οτι ήταν επίτηδες
καμωμένο δια να γένει ξένη επέμβασις (αυτό το γράφω εκτεταμένα εις τ’ άλλο).
Ήθελαν να πάνε ο λαός στα σπίτιατους να τους κάμουν ολονών το
‘ούχα’ <=γιούχα> κ άλλες κατασκύνισεις <=καταισχύνσεις. γραμμένο ‘κατασκυνισης’>•
με δάκρυα κ με περικάλεσες πολλές εις τον λαόν –κ η φώτιση, πρώτα, του Θεού
κ της ΒασιλείαςΤου: δέν τους έγινε κάνα κακόν. Δια την ανταμοιβή κ’ εμένα,
ήθελαν χωρίς άλλο να με θυσιάσουνε, κ με κιντύνευαν δολίως.

39

Έβαλαν εις τους τύπους οτι κ ο πρώτοςμου ο όρκος, κ με τους πληρεξούσιους


(οπ’ όρκισα ένα μέρος: να είμαστε σύμφωνοι δια την πατρίδαμας κ
θρησκείαμας, κ μακριά απ’ άλλους: ξένους ή αγορασμένους απο αυτούς) – όλα
αυτά μου τά’καναν το ανάποδον. Τους χτύπησα κ εγώ εις τις εφημερίδες.

Κ αυτά τα κάναν δια να γυρίσουνε την οργή του βασιλέως αναντίονμου, να τον
φάνε αυτείνοι με την ξένη συντροφιάτους.

<φτάνει στο παρόν:>


Τότε κ εγώ απ’ όλα αυτά ήμουν μπεζερισμένος –αφάνισα κ το
σπίτιμου, βαστούσα τόσους ανθρώπους– κ ήθελα να φύγω, να πάγω εις ένα
παράμερον μέρος, να μήν βλέπω ούτε ν’ ακούγω απο αυτά. Πήγα τότε εις την
ΧάρηΤης, εις την Βαγγελίστρα, έκατσα καμόσο• γύρισα οπίσω – οι ‘φίλοι’μου
χερότερα σκύλιασαν.)

Του Αγίου Λουκά, το βράδυ τρώγαμεν ψωμί• ήταν η ώρα ώς εφτά, οχτώ –
βλέπομεν όλοι όσ<οι> ήμαστε εις το τραπέζι: μιάν λάμψη:

40

ήταν σκοτάδι κ έγινε ημέρα! κ: αυτό το είδανε κ πολύς κόσμος. Δοξάσαμεν όλοι
τον Θεόν κ κάναμεν την προσευκήμας. Στάθη αυτό το φώς καμόσον.

Την αυγή έρχεται μιά γυναίκα κ μου λέγει: «Την νύχτα ήταν απο πάνω τα
κεραμίδιασου ένας πολυέλαιος, κ τον βαστούσαν οι Άγϊοι Θόδωροι• κ απο
μέσα εις την σάλασου ήτον ο Α-Γιάννης ο Βαφτιστής κ ο Άγιος Σπυρίδωνας κ η
Αγία Κατερίνη κ η Αγία Άννα». Κ: η γυναίκαμου έκλαιγε οπού’λεγα να φύγω•
της λέγει ο Α-Γιάννης: «μήν κλαίς, δέν τον αφήνομεν να πάγει πουθενά• ούτε
παθαίνει τίποτας, οτ’ είναι αθώος, κ αδίκως τον κατατρέχουν τον
Μακρυγιάννη. Κ ο Θεός έστειλε το μεγάλοΤου δώρον». Ευτύς έρχεται η
ΧάρηΤης, η Βαγγελίστρα, με άλλους πολλούς Αγίους, κ κατέβασαν κάτω εις
την σάλα τον πολυέλαιον κ τον κρέμασαν εις την μέση της σάλας• κ μου
είπαν: «κ ο πολυέλαιος κ Εμείς όλοι είμαστε διατα-

41
είμαστε διαταγμένοι απο τον ΑφέντηΜας να μήν λείπωμεν απο’δώ ποτές. Κ
εδώ εις την σάλα κ εις την κάμαρη οπου είναι οι εικόνες: να είναι πάστρα».
Τότε μου λέγει η γυναίκα όλα αυτά. Εγώ άρχισα να μήν πιστεύω την γυναίκα,
κ μπήκα σε μιάν μεγάλη ανησυχίαν• κ: εις αυτά είχα μιάν απιστίαν, κ εις τ’
άλλα όλα. Την νύχτα απο βραδύς έκαμα την αμαρτωλήμου προσευκή με
δάκρυα κ με μετάνιες, να φωτιστώ υπέρ της πατρίδοςμου κ θρησκείαςμου, να
ιδώ πού τρέχει• κ απο τους ανθρώπους κ καταξοχή <=κατ’ εξοχήν> απο αυτήν την
γυναίκα δέν έχω πίστη πολλή <σχήμα λιτότητος = δέν εμπιστεύομαι καθόλου>.)

Το βράδυ, την νύχτα, βλέπω εις τον ύπνομου (πρώτα με πονούσε η καρδιάμου
πολύ εκείνη την νύχτα εξ αιτίας των λιμπώνμου, οπου μ’ είχαν τραβήσει. Κ
δάρθηκα πολύ κ αποκοιμήθηκα)• βλέπω εις τον ύπνομου την ΧάρηΤης κ μου
λέγει: «περικάλεσα κ τον ΜονογενήΜου κ Τον πήρα κ ήρθε να σε ιδεί κ να σε
γιατρέψει».

42

Κ μαζώχτηκαν κ πολλοί Άγιοι• μου έβαλε ένα πράμα εις την καρδιάμου κ
μού’παψε εκείνος ο μεγάλος πόνος, κ σε ολίγον καιρόν κ ο πόνος των
λιμπώνμου. Κ μου λέγει ο Ι<η>σούς Χριστός, τρείς φορές: «Γιάννη!». «Σε
γιάτρεψα• κ δέν έχεις τίποτας πόνο εις το εξής. Κ μήν πικραίνεσαι• κ τίποτας
δέν μπορεί να σου κάμει κανείς, ούτε όσοι είναι μέσα εις την
καθέντραΜου. <καθέντρα είναι συνηθισμένη λέξη σε αυτό το βιβλίο. Σημαίνει καθέδρα, έδρα,

όπου μένει ο Χριστός κ οι αντιπρόσωποίΤου Άγιοι• του Μακρυγιάννη το σπίτι ήταν η έδρα του

Χριστού>
. Κ όσα σου είπαν οι άνθρωποι είναι δικήΜου Θέλησις, κ του
ΑφέντηΜας πρώτα• κ αυτά οπου σου λέγει η γυναίκα κ θέλει σου ειπεί κ εις το
εξής: να τ’ ακούς, δέν είναι λόγια δικάτης• δέν τηράνε οι άνθρωποι τον
ταχυδρόμον, όταν πηγαίνει με τα γράμματα, ή καλός είναι ή κακός•
τα γράμματα τηράνε άν είναι σφαλισμένα. Κ εις το εξής άλλον να μήν
πιστεύεις ό,τι σου λέγει, ή γυναίκα ή άντρας• αυτείνη θα σου λέγει πάντοτες
<τί> της λέμεν κ τί λέπει, όσο ο ΑφέντηςΜας να σε φωτίσει μόνοςΤου όταν
είναι η ΘέλησιςΤου.

43

Κ η ΜητέραΜου, με όλους τους Αγίους οπου διόρισε ο ΑφέντηςΜας, θα είναι


πάντοτες εις την καθέντραΜας, κ θά’ρχομαι κ μόνοςΜου.)
Λέγοντας αυτά όλα, ξύπνησα.

Την αυγή ήρθε η γυναίκα κ μου είπε τα ίδια, κ οτι με πόνειε η καρδιάμου κ με
γιάτρεψαν, κ την γυναίκα μόνον ν’ ακώ <=ακούω> οτι δέν συμφέρνει με άλλους, κ
τον ταχυδρόμον, κ τα εξής. <αυτά τα είπε η γυναίκα προτού ο Μακρυγιάννης να τα διηγηθεί,

άρα όντως η γυναίκα είχε υπεραισθητικές ικανότητες. Ο Μακρυγιάννης δέν ήταν βλάκας να τα πεί

στην γυναίκα ή αλλού (άλλωστε ήταν μόλις αυγή) προτού τα ακούσει απο την ίδια. Ακόμη κ όταν η

γυναίκα όντως προσέθετε κ απο κανένα δικότης (που ουσιαστικά δέν αλλοίωνε τα μηνύματα του

Θεού κ των ΑγίωνΤου), κ αυτό ακόμη με του Θεού την άδεια το έκανε (γιατί ακόμη κ οι ψευτιές

στον κόσμο με Θεού άδεια λέγονται) κ οπωσδήποτε οι προθέσειςτης κ οι ενέργειέςτης ήταν καλές

για τον Μακρυγιάννη κ για όλους τους τίμιους ανθρώπους>

Δόξασα τον Θεόν, την Αγία Τριάδα κ την Θεοτόκο κ πάντα<ς> τους Αγίους – κ
δέν μού’μεινε πλέον αμφιβολία. Κ άρχισα να βάλω κ εις τον εαυτόνμου
περιορισμόν, όσον δύνομαι ώς άνθρωπος. Τραβήχτηκα όλως δια όλου εις την
κάμαρήμου, μόνοςμου• ήμουν κ πρώτα, ομως τώρα έλαβα άλλα μέτρα (κ δι’
αυτό – θα σημειώσω την ποινή οπού’λαβα). Κ άρχισα ταχτικώς τις
μετάνοιέςμου κ την αμαρτωλήμου προσευκή να δουλεύω τουλάχιστο δύο ώρες
(αυγή κ βράδυ) την ημέρα <εννοεί πως άρχισε να αφιερώνει στο Θεό δύο ώρες το πρωί κ δύο

ώρες το βράδυ, ενίοτε περισσότερη ώρα, αρχίζοντας κ τελειώνοντας την κάθε μέρατου με προσευχή

κ μετάνοιες>

44

κ με δάκρυα αμαρτωλού, πρώτα να σώσει το ΈλεόςΤου την ματοκυλισμένημου


πατρίδα κ θρησκεία κ όσους τίμιους ανθρώπους, όποιας θρησκείας κ άν είναι,
όσοι φέρνουν δοξολογίαν εις τον Θεόν κ εις την ΒασιλείανΤου – να σώσει
αυτούς κ’ εμάς όλους τους αμαρτωλούς απο τους ανθρωποφάγους κ τυράγνους
όλης της ανθρωπότης (οπου σήκωσαν οι ανθρωποφάγοι κ οι τύραγνοι κ οι
οπαδοίτους την δοξολογίαν απο τον Πλάστη του Παντός κ της ΒασιλείαςΤου κ
την έδωσαν του πατέρατους του διαβόλου κ έγιναν παιδιά αυτεινού, κ
καταβασανίζουν την ανθρωπότη κ χάσανε την δικαιοσύνη: την Θέληση της
ΠαντοδυναμίαςΤου κ της ΒασιλείαςΤου <=η δικαιοσύνη είναι η Θέληση του Θεού> κ
τρώνε αυτείνοι κ οι οπαδοίτους ζωντανούς ανθρώπους), κ ανάβω την
λαμπάδαμου κ θυμιατίζω κ κάνω την ταπεινήμου προσευκή• κ σε αυτό
κατηγορία ηύρα

45

ηύρα κ βρίσκω απο τους ‘καλούς’ ανθρώπους! Εγώ εξακολουθώ τον δρόμομου•
κ ο Θεός να μου δώσει κ αρετή κ ηθική, οτ’ είμαι ο χερότερος απ’ όλοΤου το
πλάσμαΤου: οι αμαρτίεςμου είναι άβυσσος της θαλάσσης, οπού’καμα κ κάνω
ολοένα.

Έκοψα την συνα<να>στροφήμου απο τον κόσμον, σπανίως βγαίνω, εργάζομαι


εις τον κήπομου κ κάνω το χρέοςμου κ εις αυτό, εκείνο οπου δύνομαι.

Εις τ’ άλλο το ιστορικόν ξηγούμαι τις αγώνες• <σε εκείνο> είχα κ τούτα γραμμένα
καμόσα• κ τ’ άλλα τά’χω χωμένα, οτι οι κατάσκοποι πάντοτες με προσέχουν κ
με κατακρένουν <ή: κατακρίνουν> εις τους ανωτέρουςτους κατα την θέλησιντους,
δια να βρίσκουν τα νιτερέσιατους κ την εύνοια <=γραμμένο λάθος

‘ευκυα’>
αυτεινών• κ γύρευαν να μου κάμουν κατ’ οίκον έρευνα, κ: να μήν
ιδούνε αυτά, ξήλωσα όσα φύλλα είχα γραμμένα κ τα αντιγράφω εδώ• κ άν
εύρω κ όσα έχω χωμένα, θα γράψω κ εκείνα. Κ όταν διαβάσετε το
πρώτο ιστορικόν, τότε θα λέπετε

46

τί έγιναν <=ποιά γεγονότα συνέβησαν>, κ τότε βλέπετε κ την Ευσπλαχνία του


μεγάλου Θεού, οπου έκαμεν νεκρανάσταση σ’ εμάς τους χαμένους κ
σβησμένους τόσες αιώνες απο τον κατάλογον του κόσμου, να μας αναστήσει –
κ οι ανθρωποφάγοι ηθα μας τρώγανε, κ να μας δώσει κάθε αγορασμένος απο
αυτούς εις την μερίδα των ξένων φίλωντους• κ δια να μας σώσει η θεία
Πρόνοια κ η ΒασιλείαΤου, απο τον καιρόν οπου άρχισε η Μεταβολή, δέν έλειψε
να μήν βάλει την ΕυσπλαχνίαΤης κ το ΈλεόςΤης εις αυτείνη την
ματοκυλισμένη πατρίδα. Κ τα θάματα της κάθε εποχής τα σημειώνω όλα• ό,τι
κακόν βουλεύονταν να μας κάμουν οι αναντίοι, ντόπιοι κ ξένοι, ευτύς ήταν
χέρι Θεού οπου μας έσωνε απο την τρέλλιαμας κ απο την ιδιοτέλειάμας. Εγώ
έχω χρέος να τα σημειώσω, οτι κ είδα κ άκουσα κ προφτάστηκα κ
προφταίνομαι <=εγκαίρως σώθηκα κ σώζομαι> απο την ΕυσπλαχνίαΤου, κ τα
πιστέυω. Κ ο δίκαιος Θεός ν’ α<υ>ξάνει,
47

ο Θεός να μ’ α<υ>ξήνει εις την ψυχήμου κ εις την ιδέαμου, καλύτερα σπλάχνα κ
αρετή κ πίστη καθερά <=καθαράν> να Τον προσκυνώ κ να Τον δοξολογώ κ να Τον
ευκαριστώ κ να Τον περικαλώ να μας σώσει απο την ιδιοτέλεια κ απο τον
δόλον των δολερών αχόρταγων γενικώς της ανθρωπότης, οπου την τρώγει η
αδικίατους μαζί με τους γλυκόγλωσσους τους τεμπέληδες, τους κόλακάςτους
(οτι δια να βυζαίνουν όλοι αυτείνοι ήρθε η ταλαίπωρη ανθρωπότης εις αχλίαν
κατάστασιν• δουλεύουν κ αγωνίζονται όλοι οι τίμιοι άνθρωποι κ ψωμί δέν
μπορούνε να φάνε χορταστικόν).)

Την ημέρα ήθελε να πάγει ενού αγωνιστού… (ήτον μαζίμου αυτός κ ήρθε κ η
μητέρατου απο τα νησιά, τα Θερμιά, να τον ιδεί• πολλά σεβάσμια γρι γιά• κ: εις
τον τόποτης είναι μιά εκκλησιά παλαιινιά <=αρκετά συνηθισμένο επίθετο στο βιβλίο

αυτό, κατα τη γνώμημου απο το ‘παλαίωνη’>


του Αγίου Γιάννη, κ πάντοτες την υπερετεί
η γριά), θα πάγαινε εις την πατρίδατης, κ της δίνω ένα τάλληρον να παίρνει
λάδι της εκκλησίας. Το βράδυ μου λέγει ο Α-Γιάννης (+ εις τον ύπνομου):
«έλαβα εκείνο οπου μού’στειλες»• κ μου δίνει έναν διαμαντένιον Σταυρόν, κ
Τον ασπάστηκα <αυτήν τη φορά γράφει ‘αςπαστικα’ κ όχι ώς συνήθως ‘ανσπαστι-‘>• κ μου
είπε: «είναι δικόςσου Αυτός», κ να Τον βάλω ο ίδιος

48

εις τις εικόνες, εμπροστά εις τον Α-Γιώργη κ Άγιον Δημήτρη, θα χρησιμέψει κ
δια τα δύο μπινάρια, τον Γιώργη κ Δημήτρη, οπου θα βαφτίσωμεν. Αυτό είδα
εις τον ύπνομου, κ μου είπε κ η γυναίκα την αυγή όσα είδα εγώ, κ το τάλληρον
οπου έδωσα.)

Αφού ο Κωλέτης κ η συντροφιάτου κ οι οπαδοίτου κ το σύστημάτου το ξένο


(αφού’πεσε ο Μαυροκορδάτος κ το παρτίδοτου, εδώ έπεσε όλως δια όλου η <=το

άρθρο έχει απο πάνωτου μιά μεγάλη καμπύλη σάν ‘δασεία’ που στην πραγματικότητα είναι η

αρχή απο το τ που ήθελε να γράψει ‘της Αγγλίας’ κ προτίμησε να βάλει μιά λέξη

πρωτύτερα> ε
πιρροή της Αγγλίας – λαμπρύνεται της Γαλλίας δια μέσον του
Κωλέτη κ του πρέσβητης Πεσκατόρη) θέλαν να βάλουν σ’ ενέργειαν την
θρησκείατους, δυτική, του Πάππα, (πώς ήταν ορκισμένος δι’ αυτό ο Κωλέτης,
εις τ’ άλλο σημειώνω), κ αρχίσανε εδώ να κάμουν σκολειά κ κατηχούσαν κ τους
ανθρώπους, κ τους όρκιζαν στενά, κ έφκιασαν μοναστήρι εις την Τήνο, κ
εκκλησίες, κ άλλες πολλές ευκολίες εις τους οπαδούςτους, φέραν χρήματα κ τα
εξής. Δια της Φώτισης του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου: κ άνθρωποι ήταν απο τους
ίδιους, Χριστιανοί, οπού’χα ορκισμένους κ ήταν με αυτούς, κ η Φώτιση της
Θεια-Πρόνοιας: τα μάθαινα•

49

Πήγα πιάστηκα με τον Κωλέτη δι’ αυτά• του είπα: «μεγάλον πατριωτισμόν
έδειξες εις την πατρίδα, αρχή κ τέλος• θα μας διορθώσεις κ την
θρησκείαμας!»• του είπα: «όλα τα γνωρίζω! Τήρα να μήν με κάμεις κ σκοτώσω
τα παιδιάμου μόνοςμου, κ κάψω κ το σπίτιμου! κ τότε θα κουβεντιάσουμεν
πλατύτερα!»• κ έφυγα. Τότε έβαλε να με δολοφονήσουν, κ άλλα τοιούτα
αναντίονμου• απέτυχε σε όλα. Τότε έλπιζαν όλοι αυτείνοι οτι έχω μάγους κ τα
μαθαίνω. Ηύραν κ έναν προδότη απο μέσα το σπίτιμου, κ τους έλεγε τί
μιλούσα καθεμερινώς με την γυναίκα, κ «είναι μάγισσα». Κ έβαλε τον
Κλεομένητου κ τον Καλλεφουρνάτου <=εκδότες εφημερίδας> κ με χτύπησαν ύστερα
δι’ αυτό, κ οτι ήθελα να γράψω κ’ ιστορία• κ εγώ, αφού
ήταν <=υπήρχε> προδότης, έκαψα άλλα χαρτιά κ είπα οτι έκαψα την ιστορία οπου
ακολουθούσα τον βίονμου –

50

κ τους είπε κ αυτό ο προδότης• κ με βάρεσαν κ δια ευτό <=αυτό> εις τον τύπον
του Κλεομένητου, όταν ματα βάλαν να με δολοφονήσουν, κ λένε κ δια
την ιστορία, κ λένε οτι έχω κ μάγισσες (έχω την εφημερίδα, κ την δικήτους κ την
γαλλικήν). <=υποθέτω πως βγάζανε κ γαλλόφωνη εφημερίδα στην Αθήνα, κ σ’ αυτήν ακόμη τον

κατηγόρησαν>
Τότε, σά μάθαν οπού’ καψα τηνιστορία, ηθα μου κάναν κατ’ οίκον
έρευνα κ δέν μου κάμαν. Τότε θέλησαν να βρούνε κ αυτείνοι μάγισσες να
μαθαίνουν• κ ήφεραν απο την Τουρκία έναν Τούρκον ντερβίση, κ μιάν Οβριά
απο την Χαλκίδα. Την Οβριά την είχε ο Καλλεφουρνάς κ η συντροφιά, τον
ντερβίση τον είχε ο Κωλέτης τόσον καιρόν, όσο οπου άπλωσε ο διάβολος ο
αφέντηςτου κ του πήρε την βρωμερήτου ψυχή (κ γκάριξε <γραμμένο ‘γκαριξε’> κ
βάβισε εις τον πεθαμότου, κ ύστερα – σημειώνω τί έγινε). Τότε έφυγε κ ο
ντερβίσης, κ δέν πλερώνει κ δι’ αυτούς μιστθούς βαρέους. <όποιος δέν το ξέρει πρέπει

να το μάθει: η ιστορία είναι πάλη σε επίπεδο οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό, αλλα πάνω απ’ όλα

σε επίπεδο πνευμάτων, θρησκευτικό επίπεδο>


51

Τα 1844, Οκτωβρίου 29∴, ήμουν εις το σπίτιμου κ μάλωνα το μεγάλομου παιδί•


κ η γυναίκα μου λέγει αυτό την άλλη ημέρα. (Όσα σας λέγω τώρα δια την
γυναίκα, δέν είναι πλέον όνειρο του ύπνου, είναι φανερά. Απο το σπίτιτης:
μένει το σώματης, κ το πνεύματης είναι παρόν. Κ δια εκείνο εγώ είχα απιστία,
οπου μου είπαν τον ‘ταχυδρόμον’ – κ <=αλλά> είδα κ μόνοςμου αυτά ύστερα• τα
σημειώνω όλα))

Τότε η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι… Μου λέγει η ΧάρηΤης: «μήν το μαλώνεις, κ Εμείς


το έχομεν με το πνεύμαΜας». Εκεί οπου λέγαμεν αυτό, ξεμυτίζει εις την σκάλα
ένα μεγάλο θερίον, κ κόλλαγε απάνω να μπεί μέσα να με φάγει• τότε μου
λέγει η ΧάρηΤης: «βάρ’ειτο, Γιάννη, αυτό το θερίον, οτι θα σε φάγει• κ θα φάγει
κ την πατρίδα!». Τότε μου δίνει ένα <θεϊκό όπλο. Μπορεί κανείς να το ερμηνεύσει κατα την

κρίσητου κ τα συμφραζόμενα του βιβλίου>


σάν καμιτσίκι, κ είχε τρείς
καλάμους <=καλέμια, διακλαδώσεις, αιχμηρές απολήξεις. Το πρώτο α είναι στριμωγμένο

ανάμεσα στο κ και στο λ, λόγω της φοράς της γραφής κ της ομοιότητας του α με το προηγηθέν κ,

ήταν και άτονο το α. Ο Μακρυγιάννης είχε απο κάποιον λόγιο πληροφορηθεί οτι το ‘καλέμι’ είναι

αντιδάνειο απο το αρχαίο ελληνικό ‘κάλαμος’, κ προτίμησε την αρχαιότερη ελληνική λέξη.>

μπροστά είχε <σε κάθε κάλαμο> από’να σίδερο•

52

κ το χτύπησα εις το κεφάλι τρείς φορές, κ το ντράλισα <=το ζάλισα. Ντραλίζεται κ

αντραλίζεται = ζαλίζεται, παραπατά, ρήμα σύνηθες κ στη βόρεια Ελλάδα>


• κ φορούσα
τσαρούχια, κ του δίνω με τα ποδάρια κ το αποτέλειωσα• κ του έδωσα ένα κ
τό’ριξα κάτω εις την αυλή• κ μου είπε η ΧάρηΤης κ άναψα μιάν μεγάλη φωτιά
κ τό’ριξα μέσα αυτό το θεριό κ τα τσαρούχιαμου, κ έγιναν στάχτη• κ μου είπε κ
την έμασα όλη κ την πήγα κ την έρριξα εις ένα χάβον <=απορροφητικό βόθρο. Εξ οὗ κ

χαβούζα, κυπριακώς χαούζα, νομίζω απο χαούσα. Ετυμολογείται κττγνμμ απο το

χάος>
παράμερον. Τότε λέγει η ΧάρηΤης: «τεκνα του αναθεματισμένου! Με του
διαβόλου τις ενέργειες εργάζονται κ περπατούν. Λήγορα θ’ απολάψουν εκείνα
οπου εργάζονται, την ανταμοιβήτις <=τους> – κ το ξανθό αίμα κ γένος δέν
παθαίνει τίποτα: το φυλάγει ο ίδιος οπου τό’πλασε». Τότε η ΧάρηΤης πήρε εις
το χέριΤης ένα χρυσό δισκοπότηρον κ μετάλαβεν πρώτη η ΧάρηΤης, κ όλοι οι
Άγιοι, κ εγώ, κ όλαμου τα παιδιά, κ η φαμελιάμου <=η σύζυγοςμου>• μας
μετάλαβε η ΧάρηΤης κ Αγίους κ’ εμάς όλους.

53

Κ τις τριάντα <του μήνα, Οκτωβρίου> με πήρε η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι κ με πήγαν
εις την Αγίαν Ειρήνη• κ μαζώχτηκε όλος ο λαός κ με σήκωσαν εις τα χέρια• κ
έδωσαν του Κριτζώτη<=Κριεζώτη> του παιδιού ένα χρυσό στεφάνι, κ μου τό’βαλε
εις το κεφάλι• κ μου το έβγαλε ο Α-Γιάννης, κ είχε μιάν χρυσή σακκούλα κ είχε
κ άλλα μέσα, κ μου είπε: «φτύσε μέσα εις αυτείνη την σακκούλα» κ έβαλε κ το
στεφάνι μέσα• κ με την ΧάρηΤης κ με όλους τους Αγίους ερχόμαστε εις τον
δρόμον• κ ήταν ο Κωλέτης με όλους τους συντρόφουςτου ξένους κ ντόπιους κ
θέλαν να μου μιλήσουνε. «Γκιντί, <οθωμανικό cidi, έκφραση περιφρόνησης κ βδελυγμίας.

Κατα το λεξικό του Redhouse, cidi = προαγωγός• συνεπώς χαμερπής, κάθαρμα>


προδότες κ
επίβουλοι της πατρίδος!» τους είπα.)

Κ πήγαμεν (+με την ΧάρηΤης) εις το σπίτι, κ εκεί μου είπαν κ το έβαλα εις τα
εικονίσματα το σακκούλι. <σακκούλι κακογραμμένο: επηρεασμένος απο την προηγούμενη

λέξη έγραψε πρώτα ‘ματο’, έπειτα μουτζουρώνοντας διόρθωσε το μ σε σ, το α το άφησε, το ‘το’ το

μουτζούρωσε αφήνοντας μόνο την αρχική καμπύλη του τ, που την έκαμνε ίδια με την αρχική

καμπύλη του κ, έπειτα πρόσθεσε ‘κολι’ = -κκούλι. Το όραμα έχει το βαθύτερο νόημα οτι κάποιοι

προσφέρουν στον Μακρυγιάννη κοσμικές τιμές σάν αλλονών που είναι περιφρονητέες, γι’ αυτό

φτύνει μέσα στη σακκούλα με τα στεφάνια• του Μακρυγιάννη η τιμή είναι για άξιο έργο, γι’αυτό

δέν φτύνει αφού έβαλε το στεφάνιτου μέσα• έπειτα βάζει τη σακκούλα στα εικονίσματα, που

σημαίνει: του Μακρυγιάννη είναι έργα που τα αφιερώνει στο Θεό, δέν τα θεωρεί δικάτου ωστε να

αξιώνει τιμές γι’ αυτά>

Όταν έπιασα την εταιρείαν οπου ενεργούσαν να σκοτώσουν όλους εμάς τους
Σεπτεβριανούς, κ φώναξαν οι βουλές και οι τύποι, κ ηθα με δολοφονήσουνε

54

(εις τ’ άλλο ξηγούμαι περι αυτού πώς έτρεξεν) τότε, έρχονταν συχνά (εις τ’
άλλο ξηγούμαι όλα αυτά). <=έρχονταν συχνά να με δολοφονήσουνε> Να μήν ανοίξει
νέον δυστύχημα, η Θεία Πρόνοια ενέργησε κ νεκρώσανε τα σκέδιατους. Τότε
βλέπει η γυναίκα: από’ξω το σπίτι: πλήθος λαός, κ δύο σημαίες• λέγει ο Α-
Γιώργης κ ο Άγιος Δημήτρης: <οι δύο στρατιωτικοί Άγιοι>«είμαστε κ’ Εμείς μαζίσας•
κ κινάτε!». Τότε ένας σεβάσμιος γέρων σάν δεσπότης: ευλόγησε κ είπε: «μείντε,
ευλογημένοιΜου, αλλού <αλλού= τέρμα, στην άκρη>• μείνετε ώς αυτού! μήν χύνετε
αθώα αίματα!». Τότε στέλνει εις το σπίτιμου μιάν μαύρη καρότσα, κ άλογα
μαύρα, κ’ ένας αράπης: καροτσάρης, κ έρχεται στελμένος απο τον Κωλέτη κ
απο κάτι φραγκοφορεμένους <=με ‘γκ’>, κ με πήραν απο το σπίτιμου να με
βάλουν μέσα εις αυτείνη την καρότσα. Η ΧάρηΤης κ ο Α-Γιάννης με πήραν κ με
κόλλησαν πίσω εις το σπίτιμου• κ λέγει η ΧάρηΤης: «σε ολίγον καιρόν μπαίνει
ο ίδιος Κωλέτης μέσα εις αυτείνη, εις αυτείνη την καρότσα•

55

κ νεκρώνεται κ ο ανώτερος του πρέσβη οπου ενεργάγει όλες τις δυστυχίες κ


χύνονται αθώα αίματα. Κ Μακρυγιάννης θα είναι εις την πατρίδατου».)

Την άλλη ημέρα είχε πεθάνει <σε όραμα της γυναίκας> το παιδίμου το μεγάλο κ
ήταν ξαπλωμένο κάτω, κ έκλαιγα• κ ήταν η ΧάρηΤης κ ήρθε κ ο Χριστός ο
αληθινός κ όλοι οι Άγιοι• κ μου λένε: «μήν κλαίς! όσους αδίκως θέλουν να
πεθάνουν δια τους κακούςτους σκοπούς – αναστήνονται οπίσω• κ εκείνοι θα
λείψουν κ εδώ, κ εκεί θα λάβουν την ανταμοιβήτους».<συνήθως γράφει ‘ανταμεβι’,

διορθώνω>
. (Τί ηθα κάναν του παιδιού, ξηγούμαι εις τ’ άλλο πλατιά: σάν δέν
μπόρεσαν να μου κάμουν εμένα τίποτας, ηθα μου σκότωναν το παιδίμου• κ
εκεί ήταν άνθρωποι να με δολοφονήσουνε κ’ εμένα – κ η Θεία Πρόνοια έκαμεν
νεκρανάστασιν• ξηγούμαι εκεί).

Την άλλη ημέρα ο Α-Γιώργης κ ο Αγι-Δημήτρης ήρθαν εις το περιβόλιμου


καβάλλα, κ ύστερα πήγε ένας τό’να το μέ-

56

ρος της χώρας κ τ’ άλλο ο άλλος. Κ ήρθαν απάνω εις το σπίτιμου κ μου πήραν
το φέσιμου απο το κεφάλιμου κ μου βάλαν ένα άσπρον• <=σημάδι οτι έπαψε να

ανήκει στις χαμηλότερες τάξεις της κοινωνίας κ έμελλε να είναι ουσιαστικά ιερέας του Ενός

Θεού>
κ μου λένε: «όλοι Εμείς σε φυλάμεν• κ μόνοςσου να προσέχεις, κ να
δοξάζεις κ τον Θεόν. Κ να μήν περπατείς μόνοςσου, οτι είναι λίγον
μπερδεμένο». Ευτύς ήρθε η Παναγία η Φανερωμένη, κ με πήραν κ με πήγαν
κάτω εις την θάλασσα• κ ήταν μία λαμπρά φεργάδα <=φρεγάτα> κ μπήκαμεν
μέσα• κ εκεί ήταν κ ένα άλογον καλό, κ μου λέγει η ΧάρηΤης: «καβαλλίκατο».
Κ το καβαλλίκεψα, κ πέφτει μέσα εις την θάλασσα, κ εγώ φοβήθηκα πολύ.
«Μήν φοβάσαι» μου λέγει η ΧάρηΤης, κ πήγαμεν ένα πολύ διάστημα εις την
θάλασσα• κ η ΧάρηΤης ήταν στο ψηλότερο κατάρτι• κ γυρίσαμεν οπίσω, κ τα
ποδάρια του αλόγου δέν βράχηκαν τελείως <=καθόλου>. Κ γυρίσαμε εις το σπίτι,
κ μου λέγει: «όσους ο Θεός φυλάγει, δέν παθαίνουνε τίποτας, κ εις την
θάλασσα

57

με τ’ άλογον! τους προσέχει κ δέν παθαίνουν τίποτας• κ αναστήνει κ αυτούς κ


τα τέκνατους. Κ όσοι εργάζονται με κρυμμένους κακούς σκοπούς, εκείνοι θα
χαθούν – δέν χάνεται πατρίδα κ θρησκεία».

Εις τις 12∴, Νοέμβριον <το 2 είναι μουντζουρωμένο, φαίνεται πρώτα να έγραψε 11 κ μετά το

πάτησε απο πάνω κάνονταςτο 12. Πιθανώς εννοεί ‘Νοεμβρίου’, αλλα καθώς έγραψε ‘νοεβριον’, το

παίρνω ώς αιτιατική>
ήρθε ο Άγιος Ηλίας από’ξω εις το σπίτιμου, εις την βρύση, κ
με φώναξε κ με έβγαλε έξω κ’ εμένα εις την βρύση• κ είχε σταθεί το νερό της
βρύσης – κ το ευλόγησε κ άρχισε κ έτρεχε. Πήρε κ ένα απο τα παιδιάμου, τα
μπινάρια, κ μας ευλόγησε κ είπε: «αυτό είναι δικόμας, το ευλογημένο»• κ μου
τό’δωσε εις τα χέριαμου• κ με μαγάρισε το παιδί, κ χολοπάθαγα <=υπόφερνα,

ζοριζόμουν, με ενοχλούσε πάρα πολύ η βρώμα. Απο χολή & πάθαγα, πάθαινα, ανάλογο με το

χολόσκαγα>
, κ ήθελα να πλυθώ. «Μήν πλένεσαι», μου είπε, «δέν είναι μαγαρισιά
αυτείνη, έτσι σου φάνη». Κ μας πήρε κ πήγαμεν εις τις εικόνες, κ ματα μας
ευλόγησε κ μου είπε: «το κρυμμένο (οπού’ναι τόσον καιρόν) κ πλακωμένον,
είναι δικόνσας».)

«Κ άν σε φωνάξουν εκείνοι οπου’ενεργούνε να χαλάσουν εκείνο οπου


κιντυνέψετε κ θεμελιώσετε, να μήν πάς κ σε απατήσουνε. Κ δοξάστε τον
Θεόν». Κ αναλήφτη.

58

Εις τις 13 του ιδίου <μηνός = Νοεμβρίου> ήρθε η Παναγία η Πουρσώτισσα, <Τούρκοι, κ

Έλληνες, λέγαν την Προύσα κ Πούρσα ή Bur-sa. Αλλα Πουρσώτισσα δέν είναι της Προύσας, είναι
εκείνη που έχει τον περίφημο ναό στον Προυσό, ένα μεγάλο ορεινό χωριό στα νότια του Νομού

Ευρυτανίας, κοντά στα σύνορα με το Νομό Αιτωλοακαρνανίας. Κανονικά λέγεται «Παναγία η

Προυσιώτισσα»>
κ ευτύς κρέμασε έναν χρυσόν μπερντέ εις την οξώπορτα, κ
κόλλησε <το ρήμα κολλά, κόλλησε, στον Μακρυγιάννη σημαίνει μεταβαίνει, μετέβη> πάνω
ύστερα, κ είπε: «όλοι οι άλλοι ήρθανε• εγώ τώρα ήρθα εις το σπίτισου, εις την
καθέντραΜας <=οι άλλοι Άγιοι ήρθαν κ εγκαταστάθηκαν πρωτύτερα, εγώ τώρα ήρθα να

εγκατασταθώ στο σπίτισου, που είναι η έδραΜας>


. Όσα ενεργούνε αναντίον εις την
Θέλησιν του ΑφεντόςΜας, όλα θα το ιδούνε εις το κεφάλιτους. Ό,τι φκιάνει ο
ΑφέντηςΜας, δέν δύνεται κανείς να τα χαλάσει. Εσύ εκείνο οπου εργάζεσαι να
βαστάς». Πήγε ευλόγησε όλη την φαμελιά, κ παιδιά• κ το τρανύτερον απο τα
μπινάρια, οπου ευλόγησε κ <ο> Άγιος Ηλίας, το ευλόγησε κ η ΧάρηΤης, κ του
κρέμασε μιάν λαμπρά τετρεμίδα <γραμμένο καθαρά ‘τετρεμιδα’. Απο τα συμφραζόμενα

συμπέρανα εξ αρχής πως σημαίνει ‘σαλιαρίστρα’, άν και σε όσες γυναίκες το είπα θεωρούν πως τα

συμφραζόμενα εννοούν ‘ματόχαντρο’ (χάντρα αποτροπαϊκή του βάσκανου ματιού, ένθετη σε

χρυσό). Έκανα διάφορες ανεπιτυχείς υποθέσεις για την ετυμολόγηση της λέξης, ώσπου έμαθα την

λέξη ντιρνανίτσ = ‘μικρή ποδιά’ των ελληνόφωνων της Ουκρανίας, των οποίων η διάλεκτος ανήκει

στα βόρεια ελληνικά ιδιώματα. Χωρίς τις φωνολογικές τροπές των βορειοελληνικών ιδιωμάτων, η

λέξη είναι ντερντανίτσι, κ χωρίς την υποκοριστική κατάληξη: ντερντάνι. Απο την ‘όψη’ η λέξη

δείχνει περσικής προέλευσης οθωμανική, κ στην υπόλοιπη Ελλάδα (πλήν των βορείων ιδιωμάτων)

ήταν ντερντάμι (κατα κανόνα οι οθωμανικές λέξεις που τελειώνουν σε –Ν γίνονται με –Μ στην

Κοινή Νέα Ελληνική, όπως qatran → κατράμι, quršun → κουρσούμι,maden → μαντέμι. Ακόμη κ το

τουρκικό bile (= ‘ακόμη κ’) οι Έλληνες που ξέρουν λίγα τουρκικά το λένε “bilem”.). Με την

υποκοριστική κατάληξη έγινε ντερνταμίδα, κ με μετάθεση (για διευκόλυνση της προφοράς) του ρ

(και επιρροή απο το τετρα- κατα λαϊκή ετυμολόγηση, ώς ‘τετράγωνο πανί’, κ με επιρροή απο το

οθωμανικό ter-temiz = ‘κατακάθαρο’) έγινε τετραμίδα ή τετρεμίδα, που σήμαινε μικρή ποδιά για

μωρά (που δένεται στο λαιμότους κ κρέμεται στο στήθοςτους για να μή λερώνονται όταν τρώνε),

κοινώς ‘σαλιαρίστρα’>
, κ είπε: «είσαι τέκνο εδικόΜας»• κ έφυγε.)

Εις τις δεκαπέντε ήρθε η ΧάρηΤης με τον ΜονογενήΤης, τον Χριστόν, ευλόγησε
κ είπε: «σώνονται τα δεινάσας», κ μου έδωσε ένα μεγάλο πράσινο
φύλλο• <=κάποιου ιερού φυτού. Πάντως σύμβολο ζωής. Όπως το δέντρο κάνει πολλά φύλλα κ το

φύλλο απο ένα νεύρο απλώνεται σε πολλά νεύρα κ τα υπονεύρα σε μικρότερα, έτσι κ όλοι οι

άνθρωποι κ όλα τα πλάσματα είμαστε κύτταρα του σώματος του Θεού. Απο περιέργεια έψαξα κ

βρήκα οτι την 15/11/1844 με το παλιό ημερολόγιο η σελήνη είναι στον αστερισμό που λέγεται

ινδικά Aardra. Ένα αρχαίο ινδικό βιβλίο για την μαγική χρήση των φυτών ανάλογα με τον

αστερισμό της σελήνης, λέει: «την ημέρα του Aardra πάρε (ένα κομματάκι) απο ρίζα του

φυτού arqa, (επιστημονικώς Calotropis Gigantea, του οποίου τα μεγαλύτερα φύλλα

χρησιμοποιούνταν στις τελετές θυσιών). Βάλε το κομματάκι της ρίζας αυτής σε

ένα tavis (κυλινδρική θήκη) κ φόρατο: τότε ακόμη κ το μεγαλύτερο ψέμα που θα πείς θα βγεί

αληθινό»>
κ αναχώρησαν. Κ ήταν ένας με μιά μεγάλη τριχιά, κ ζώσαν την πόλη κ
το παλάτι• κ Μαυροκορδάτος κ η συντροφιάτου, ντόπιοι κ ξένοι, κ ο Κωλέτης,
πήραν κάτω σ’ έναν γκρεμνό κ πέφταν.)

Τις 29∴ βγήκαν ένα πλήθος ασκέρια απο τα καράβια, Φράγκοι• κ εννιά
καβαλλαραίοι τους αφάνισαν με τα μουστράκιατους <μουστράκια = ακόντια, απο το

οθωμανικό mızraq>
κ τους έβαλαν οπίσω εις τα καράβιατους.

59

Εις τις 29∴, απο τους εννιά (9∴) καβαλλαραίους οι δύο ήρθαν εις το σπίτιμου,
ένας μ’ ένα κόκκινο άλογο κ ένας μ’ έν’ άσπρο, κ με πήραν κ πήγαμεν εις την
πολιτείαν• κ εις την Πλάκα συνάχτη όλος ο λαός, κ τους λένε: «τρία σάπια
δέντρα κάνουν τον κακόν ίσκιον κ εις την πατρίδασας κ εις την θρησκείασας.
Άν δέν κόψετε αυτά, υγείαν δέν θα ιδείτε»• κ αναλήφτηκαν.)

Οι δύο καβαλλαραίοι ήταν Α-Γιώργης κ Άγιος Δημήτρης• κ δίνουν μιάν


τσεκούρα κ έκοβαν δύο άνθρωποι αυτά τα βρωμερά δέντρα.

Τώρα σας σημειώνω: ∴ τις 30∴ του ιδίου εγώ ήμουν αστενής πολύ• με πόνειγε
το κεφάλιμου κ όλομου το σώμα• ήμουν πολύ σικλετισμένος <απο αραβικής

προέλευσης οθωμανικό sıqlet = βάρος, απο σημιτική ρίζα sql>


απο την κακία οπου έβλεπα
απ’ όλους αυτούς τους απατεώνες. Ήρθε η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι όλοι• μου λέγει
η ΧάρηΤης: «σικλετισμένος είσαι, κ θα σου περάσει». Έβγαλε ένα περιστέρι
απο την τσέπητης, κ μαζί με τον Α-Γιάννη κ Αγια-Κατερίνη κ Άγιον
Πεντελέμονον <=Παντελεήμονα> με σταύρωσαν με αυτό το περιστέρι κ του
έβαλαν τη μύτητου εις το στόμαμου τρείς φορές, κ με κάτι με άλειψαν κ

60

μού’δωσαν κ έπια <=’ηπια’> κ μου πέρασε <ο πόνος>, κ ίδρωσα, κ την αυγή ήμουν
καλύτερα. Μου λέγει ο Α-Γιώργης κ ο Άγιος Δημήτρης: «όταν μεταλαβαίνεις,
να συνάζεις τα εφτάσου χελιδονόπουλα (είναι τα εφτάμου παιδιά του Θεού) κ
την χελιδόνασου (δια την γυναίκαμου) κ όλους του σπιτιούσου, να κάνεις
ευκχέλαιον κ τότε να μεταλαβαίνετε• οτι θα μεταλάβουν κ τα μικρά, ο Γιώργης
κ ο Δημήτρης» (αβάφτιγα ακόμα – τους έδωσαν το όνομα).)

συγχρόνως μου λέγει κ ο Άγιος Γιάννης: «συγυρίσου δια την γιορτήσου, οτι
ζυγώνει, κ θα γιορτάσεις• κ θα βαφτίσωμεν κ τα δυό μπινιάρια, τον Γιώργη κ
Δημήτρη.)

Εις τις <=τα> 1844∴, την πρώτη Δεκεμβρίου ήρθε ο Χριστός ο αληθινός κ η
Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι, όλοι, εις τις εικόνες, κ με παρουσίασε ο Α-Γιάννης κ η
Αγια-Κατερίνη, κ μ’ ευλόγησε, κ εγώ έπεσα τα μπρούμυτα κ έκανα μετάνιες•
μου λέγει: «σήμερα ξανά ήρθα να σου φκιάσω το σπίτισου»• κ ευτύς έγινε όλο,
απάνω κάτω: κ έλαμπε <=έγινε όλο, απο πάνω ώς κάτω, λαμπρό>. Νά κ δυό γυναίκες

με τα παιδιάτις• σάν είδαν το σπίτι λαμπρό, γύρευαν να κολλήσουνε να το


γκεζερίσουνε <=να τριγυρίσουνε μέσα σε αυτό>• τότε η Θεοτόκος δέν τους άφησε,
τους είπε: «πρώτα θα κολλήσει εκείνος οπου του τό’φκιασε, κ ο ίδιος ο
νοικοκύρης, κ

61

κ τότε θα κολλήσουνε άλλοι»• κ τις έδιωξε. Τότε μου λέγει ο Α-Γιάννης:


«ήρθαμεν δια το σπίτισου πρώτα, να σου το φκιάσει ο ΑφέντηςΜας• κ να σε
ενώσωμεν κ με την φαμελιάσου, οπου την τρώγεσαι».

Είναι η αλήθεια του Θεού, καθώς μας έκαμαν μ’ εκείνα τα πειρασμικά,


ψωμίν δέν τρώγαμεν γλυκό.

Τότε μου λέγει ο Χριστός (προσκυνούμεν το πανάγαθόΤους Όνομα), μου λέγει:


«να σέβεσαι την φαμελιάσου καθώς Εγώ σέβομαι την ΜητέραΜου» (κ με μιάν
μεγάλη σέβας Τον αγκάλιασε η Θεοτόκος τον ΜονογενήΤης τον
<αν>αμάρτητον).)

«Εγώ σας γιάτρεψα (κ η φαμελιάσου θα χάνεταν) δια να ζήσετε ειρηνεμένα. Κ


να μήν την ματα πειράξεις, κ χάνεται κ μένεις δυστυχής!».)

Κ μου λέγει εις το τέλος ο Χριστός: «Εγώ αναχωρώ, Γιάννη, κ δέν ματάρχομαι
δια καμόσον• μένει εις την καθέντραμας μόνον ο Γιάννης ο Βαφτιστής κ η
Κατερίνη• κ είναι κηδεμόνεςσου• ό,τι θα σου λένε δια μέσον της γυναικός, να
τους ακούς• οτ’ είναι λόγια δικάΜου»• κ ευτύς αναλήφτηκαν• κ’ έμεινε Α-
Γιάννης κ η Αγία Κατερίνη εις το σπίτι.<Αικατερίνη ήταν το όνομα της συζύγου του

Μακρυγιάννη. Αικατερίνη Σκουζέ λεγόταν>


Κ αρχινώ απο τότε κάτι να φωτίζομαι

62

κ εγώ, ολίγον πράμα.) <εδώ, στο "ολίγον", με την υπογράμμιση δείχνω πως δέν πρέπει να

επιτονισθεί>

Τα μεσάνυχτα μας πήρε ο Άγιος Γιάννης, κ η Αγία Κατερίνη, πήρε εμένα κ την
γυναίκαμου, κ η γυναίκα ο ‘ταχυδρόμος’, κ μας πήγαν, τα μεσάνυχτα, εις την
ΧάρηΤης, εις την Βαγγελίστρα, εις την Τήνο. Ένα σεντόνι είχαν <για> καΐκι οπου
μας πήγαν, ψιλούτσικον κ άσπρον. Εκεί μας καρτέρεσε η ΧάρηΤης, κ μ’ έπιασε
απο το χέρι, εμένα κ την γυναίκαμου, κ αντάμωσε το δικόμου χέρι με της
γυναικόςμου, <το ‘αντάμωσε’ μεταβατικό: η Θεοτόκος κρατώντας τα χέρια των δύο τα έκανε να

ενωθούν>
κ μας έρριξε ένα χρυσό σκέπασμα απο πάνωμας, κ ήταν γιομάτο
σταυρούς• κ ο Α-Γιάννης πλησίονμου, κ η Αγία Κατερίνη. Τότε ακούγει η
γυναίκα έναν μεγάλον χτύπον μέσα απο τ’ Άγιον Δήμα <=Βήμα>, κ ευτύς άνοιξε
η πόρτα κ βγαίνει έξω ένας πολλά ψηλός άνθρωπος κ πολύ λαμπρός: έφεξε
όλη η εκκλησία! Ευτύς οπου τον είδε η Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι οπου ήταν εκεί:
έπεσαν τα μπρούμυτα• κ εμείς το ίδιον. Κ’ ευλόγησε τρείς φορές, κ ευτύς
αναλήφτη. Κ η Θεοτόκος, σκεπασμένους με εκείνο το χρυσό σκέπασμα, κ η
ΧάρηΤης μπροστά, κ κοντά εγώ εις την ΧάρηΤης κ κοντάμου η γυναίκαμου, κ οι
δύο Άγιοι διαβάζοντας, μας φέραν τρείς γύρες, καθώς γένεται η παντρειά• κ
εις τις τρείς φορές εσταμάτησε.

63
Τότε μου λέγει η ΧάρηΤης: «Ευλογίαν πή<ρε>τε <έγραψε ‘σιτε’, έπειτα πάτησε απο

πάνω το σ κάνοντάςτο π, αλλα ξέχασε να προσθέσει το ρε>


απο τον ΑφέντηΜας κ απο τον
ΜονογενήΜου κ απο’Μένα κ απ’ όλους τους Αγίους. Σπλάχνα καλά σου
εμπνέψαμεν. Ό,τι σου λέγω Εγώ, εις το εξής να μ’ ακούς, κ τους Αγίους
οπού’στε μαζί». Κ έβγαλε το σκέπασμα απο πάνωμας κ το δίπλωσε κ τό’δωσε
της φαμελιάςμου, κ της είπε: «να πάς εις το σπίτισας κ να σκεπάσεις όλα τα
παιδιάσας• κ σύρτε• οτι Εγώ θα μείνω εδώ, οτι θα συγυρίσω το σπίτιΜου, οτι
πλησιάζει η γιορτή του Χριστού, του ΜονογενήΜου». Κ με τον Α-Γιάννη κ με
την Αγία Κατερίνη, τους δύο κηδεμόνες, ήρθαμεν εις το σπίτι όλοι.)

Έρχοντας εις το σπίτι, μου λέγει ο Α-Γιάννης κ η Αγια-Κατερίνη: «η Παναγιά


μας είπε να σου ειπούμεν να ετοιμάζεσαι δια την επιτροπή οπου θα γένει, οτι
θα σε βάλει». (Τί επιτροπή είναι; δέν ξέρω• ίσως δια τους αγωνιστάς).) <Ο

Μακρυγιάννης σκέφθηκε επιτροπή αξιολόγησης των αγωνιστών για βαθμολόγηση, μισθοδότηση κ

συνταξιοδότησήτους. Ωστόσο όπως παρακάτω φαίνεται απο το βιβλίο αυτό, επρόκειτο για

επιτροπή μεγάλων ψυχών που συνέστησε ο Παντοκράτωρ για κάποιο έργοΤου>

Τις έξι <του μηνός>, του Αγίου Νικολάγου, ήρθε εις το σπίτιμου ο Άγιος Νικόλας,
κ άλλοι πολλοί Άγιοι• κ μου λέγει ο Αγι-Νικόλας: «τί κάνεις, γερο-Γιάννη; Ο
Θεός σε γλύτωσε, εσένα κ την πατρίδα, απο τις λάσπες κ απο τους κιντύνους
της κακίας. Στο εξής να είσαι προσεχτικός, να μήν σε βουλώσουνε• οτι όλο εις
αυτό εργάζονται. Κ: έχε τις ελπίδεςσου εις τον Αφέν-

64

τηΜας, κ τίποτα δέν μπορούν να κάμουν. Κ ό,τι θα σου λέγει ο Γιάννης κ η


Κατερίνη, να τους ακούς. Κ το παιδί, εκείνος οπου θα σου το γυρέψει αύριον να
το βαφτίσει, να το δώσεις». Την αυγή μου το γύρεψε ο Χατζηχρήστος, κ
τού’δωσα τον λόγομου.)

Μιά μαυροφόρα λέγει της γυναικός: «ο Μακρυγιάννης είναι άρρωστος» (κ


ήμουν)• «θα τον ζητήσουν με μπουλέτο <=μπιλλέττο, σημείωμα, γραπτή

πρόσκληση>
να πάγει να φάγει• να κάμει τον άρρωστον, να μήν πάγει εκεί – κ
γυρεύουν να κάμουν κ μίαν νέα ταραχή, κ εκεί να μήν πάγει, να κάτσει μέσα
εις το σπίτιτου όσο ματα του μιλήσωμεν Εμείς» Ηθα γένεταν αναντιότη δια την
εκλογή του Λόντου (οτι τώρα τελείωσε, <εδώ και> τόσον καιρόν, το προσωπικόν
των βουλών)• κ δέν πήγα πουθενά, καθώς μου είπαν. Κ απο τό’να το μέρος με
ζήτησαν κ απο τ’ άλλο – οχτώ μέρες ήμουν μέσα εις το σπίτιμου κ δέν πήγα
πουθενά.)

Αφού είδα εκείνη τη νύχτα… (Πρίν μου ειπεί η γυναίκα απο την μαυροφόρα
οπου της είπε όθεν με ζητήσουν να μήν πάγω) είδα την νύχτα οτ’ ήταν ένα
μεγάλο ποτάμι κατεβασμένο μιάν θελούρα• κ εγώ εκαβαλλίκεψα ένα γρίβο
καλό άλογον κ πάγαινα να βρώ το

65

γιοφύρι να περάσω• εις την άκρη εις το ποτάμι με πιάνουν καμόσοι ανθρώποι
με ελληνικά φορέματα κ με φράγκικα κ πολέμαγαν να με πιάσουνε με δόλο,
να με γκρεμίσουνε απο τ’ άλογον κ να με ρίξουν εις το ποτάμι, εις εκείνη την
θελούρα• βάρησα τ’ άλογον <να μπεί> μέσα εις το ποτάμι, <το πέρασα έφιππος> κ
δέν βράχηκε ούτε τ’ άλογο ούτε εγώ.

Κ ώς αστενής μέσα εις το σπίτιμου έφκιασα έναν νέον όρκον (θα τον ιδείτε,
γραμμένος εις τ’ άλλο) κ σύναξα πολλούς νοικοκυραίους απ’ όλες τις
τάξεις <=’ταξης’> κ τον απογράφαν<=υπογράφαν>• τους έλεγα <=η περίληψη του

κειμένου του όρκου ήταν>


να είμαστε ενωμένοι δια την πατρίδαμας κ δια την
θρησκείαμας κ τα τοπικάμας πράματα. Αυτά έμαθε ο Κωλέτης κ οι άλλοι κ
γύρευαν με κάθε τρόπον να με φάνε.)

Την άλλη ημέρα ο Α-Γιάννης κ η Αγι-Κατερίνη κ μιά μαυροφόρα ήφεραν μιά


χρυσή ποδιά της γυναικόςμου, με κλόσια <=κρόσια> χρυσά ολόγυρα, κ ένα ζευ-

66

κ ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, έλαμπαν• κ με Σταυρόν <=κάνοντας στον αέρα το σχήμα

του σταυρού με τα σκουλαρίκια κ την ποδιά που κρατούσαν>


της λένε: «βάλ’τα σ’ ένα
μέρος, κ όποτε σου χρειαστούν θα τα βάλεις <=φορέσεις>».

Εγώ ήμουν αστενής απο το τσαγούλιμου <τσαγούλι=κορυφή του κεφαλιού. Στα

Ποντιακά λέγεται τσογούλ=κορυφή του κεφαλιού, κορυφή υψώματος, λοφίο πτηνού. Σε μιά

εφημερίδα βρήκα φωτογραφία του 2003 ενός μανάβη στην Αθήνα που πουλούσε χλωρά φασολάκια

με την επιγραφή «τσαούλια υπαίθρου. χωρίς κλωστές». Δεδομένου οτι κάποια εποχή, νομίζω

Ιούνιο, τα φασολάκια μαζεύονται απο τις κορυφές της φασολιάς (αυτά είναι τα πιό τρυφερά)
επιβεβαιώνεται πως η λέξη τσαγούλι είναι ακόμη γνωστή στην Ελλάδα με τη σημασία κορυφή, άν

και στη Βόρειο Ελλάδα δέν έχω ακούσει τη λ. παρα μόνο στην ποντιακή εκδοχή τσογούλ. Η μόνη

λογική ετυμολογία που μπόρεσα να βρώ είναι το σουμερικό saŋ-ool- (saŋ- =κεφάλι, ool- =κορυφή),

καθώς κάμποσες λέξεις κ στα ελληνικά κ σε άλλες γλώσσες έχουν σουμερική προέλευση. Πιθανή

εξήγηση γιατί ο ποντιακός τύπος είναι τσογούλ ενώ ο ρουμελιώτικος τσαγούλι: το «κλασσικό»

σουμερικό saŋ- ήταν παλιότερα soŋ- (ακόμη παλαιότερα: sop-), κ οι σουμερικές διάλεκτοι του

Ελλαδικού χώρου κ της Κύπρου διατήρησαν μέχρι το τέλος το ο, το οποίο στη Μεσοποταμία

τράπηκε σε α, κ απο εκεί μπορεί η λέξη να έφτασε στο Αιγαίο, όπως κ άλλες. Βέβαια, είναι δυνατόν

η ποντιακή διάλεκτος να έτρεψε το α σε ο>


(είμαι πληγωμένος σε δύο μεριές εις το
κεφάλιμου κ πάντοτες με πονεί όλο αυτό το μέρος όποτε αλλάζει ο καιρός).
Τότε με πήραν εις τις εικόνες κ με σταύρωσαν, κ μου πέρασε• κ κοιμήθηκα,
οπού’χα τόσες νύχτες άγυπνος• μου τό’ λεγε η γυναίκα την αυγή.)

Ενού αγωνιστού κορίτσι πολλά σεβάσμιον (κ νύχτα κ ημέρα όλο μετάνιες


έκανε• κ τό’χα εις το σπίτιμου: η ΧάρηΤης είπε της γυναικός να τό’χω εις το
σπίτι, να τρώγει κομμάτι ψωμί, οτ’ι είναι αρφανό), στέλνω αυτό κ το παιδίμου
με μιά λειτουργίαν κ λαμπάδα να πάνε εις τον Άγιον Σπυρίδωνα (οτι την άλλη
ημέρα ήταν τ’ Αγίου τ’ Όνομα). Αφού έστειλα αυτούς, έρχετ’ ενού αγωνιστού
γυναίκα, μου λέγει τον πόνοτης, κ: δέν έχουν ψωμί!. Φεύγει <=’φεβιυ’> αυτείνη,

έρχεται ένας γενναίος αγωνιστής, κ έκλαιγε: με τόση φαμελιά, πώς να τις


ζήσει! Ό,τι ο Θεός ευλόγησε: έκαμα, εκείνο οπου μπορούσα, εις αυτούς τους
δυστυχείς. Απο το κασαβέτιμου <κασαβέτι = θλίψη, οθωμανικής προέλευσης λ.>

67

μού’ρχεται μιά σκοτούρα: κ πέφτω ξερός. Φέραν ξύδια• αλλα τρόμαξαν να μ’


αναστήσουνε. Λέγω: «οι αγωνισταί να πεθαίνουν της πείνας, κ οι κακοί
ανθρώποι να τους βυζαίνουν τους αγώνεςτους!». Με κολλάγει μιά υποκ χοντρία
– βγάνω όλους όξω, κ μένω μόνοςμου• κ’ έκλεισα τις πόρτες ώς το βράδυ. Η
γυναίκα κ όλοι του σπιτιού υποπτεύονταν να μήν μού’ρθει αυτείνη η
μπαϊλντισιά <=λιποθυμιά> κ πεθάνω• κ κλαίγαν από’ξω. Σουρουπώνοντας ήρθε
ο Άγιος Σπυρίδωνας, ο Άγιος Νικόλας, ο Α-Γιάννης, η Άγια Κατερίνη, κ άλλοι
Άγϊοι, κ με μάλωσαν πολύ.
Κ αυτείνοι οι ‘φίλοι’ ενεργούσαν με τί τρόπον να μπούνε να με ξεπατώσουν, οτι
είχα μιλήσει κ με τον Κριτζώτη κ άλλους αναντίον αυτείνων, οτι θα χάσουν την
πατρίδα κ θρησκείαμας – ήταν <=υπήρχαν> σπιγούνοι, τά’μαθαν όλα αυτά, λένε
οτι: «αυτός δέν μας αφήνει ήσυχους, αρχή κ τέλος <=απ’ την αρχή ώς το τέλος,

συνηθισμένη έκφραση του Μακρυγιάννη>


• οτι έχει μάγους κ μαθαίνει απο τον
θάνατον! Χωρίς άλλο, να ησυχάσωμεν απο αυτόν!».

68

Κ δια φώτιση του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου: πρώτα τα μάθαινα απο ανθρώπους
πιστούς, οπού’βαιναν <=τους οποίους έβαζαν> να ενεργήσουνε όλα αυτά
αναντίονμου – κ τα μάθαινα κ απο τους Αγίους.

Τότε, αφού με μάλωναν οι Άγιοι, κ μου είπαν: «καθώς σου είπε η ΧάρηΤης:
κάτσε μέσα, κ να μήν πηγαίνεις πουθενά όθεν σε ζητήσουνε – κ θα πάμεν
μόνοιΜας να προσέξουμε δια τους αθώους• κ θα τους νεκρώσουμε όλατους τα
σκχέδια• ό,τι φαντάζονται όλοι αυτείνοι, τίποτας δέν θα τους γένει• κ όλα:
κακά του κεφαλιούτους θα κάμουν». Ευτύς έρχεται ένας κ είχε κορώνα εις το
κεφάλι, κ τους λέγει: «κοπιάστε, σας προσμένουν κ οι άλλοι <Άγιοι>• οτ’ είναι
ανάγκη». Ειρήνεψαν την άλλη ημέρα, χωρίς να κάμουν τίποτας• οτ’ είχαν κ
την εκλογή του προέδρου της Βουλής κ τρώγονταν σάν τα σκυλιά: ποιού
κόμματος να μπεί, να ‘διορθώσουνε’ την πατρίδα. Μου είπαν κ’ εμένα να
μιλήσω φίλωνεμου – δέν ανακατώθηκα τελείως δια κανένα μέρος.

Την άλλη ημέρα έρχεται ένας κακοπρόσωπος άγριος κ είχε ένα κολοκύθι <=ώς

δοχείο γεμάτο ακαθαρσίες>


κ πολέμαγε να με μαγαρίσει• εβήκαν οι Άγιοι κ του
λένε: «σύρε εις το πύρ εις το εξώτερο, οπού’ρθες

69

κ εδω μέσα οπου είμαστε Εμείς, να πειράξεις τον άνθρωπον κ να τον


μαγαρίσεις (+κ να τον…<βουλώσεις>) με το βρωμερόσου αγγείον! Έξω απο το
σπίτι να γένεις στάχτη κ κουρνιαχτός!». Τότε από’ξω απο το σπίτι έγινε στάχτη
κ καπνός. Μού’λεγαν: θα με μαγάριζε κ θα με βούλωνε με την βούλατου• κ
μου είπαν κ τον έφτυσα τρείς φορές, κ τον οργίστηκαν οι Άγϊοι κ έγινε
κουρνιαχτός. Τότε με πήραν κ με πήγαν εις τις εικόνες ομπρός, κ με διάβασαν κ
μ’ ευλόγησαν• κ με μάλωσαν πολύ κ μου είπαν: διατί μαρτύρησα εις
ανθρώπους όσα βλέπω απο τις Αγίους;! κ εις το εξής να είμαι προσεχτικός κ να
μήν πιάνω καμιά κουβέντα• κ δια’κείνο διόρισαν κ αυτείνη την γυναίκα να μου
λέγει ό,τι της λένε: ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω, κ την προσέχουν εις αυτό,
να μήν λέγει άλλα.

Κ όντως έσφαλα πολύ κ εγώ – όχι όμως δια κακό• να γυρίζουν οι άνθρωποι
πίσω εις τον δρόμο του Θεού, δια’κείνο τις έλεγα. Στο εξής ούτε ήθελα να
<ευχ>καριστήσω κανέναν, ούτε καλό να του ειπώ ούτε κακό περι αυτού.

70

Την άλλη ημέρα είχα -ν- ανθρώπους κ πλέρωνα δια την εφημερίδα
(οπου ενέργησα να βγεί μιά πατρική εφημερίδα, κ’ έκαμα συντδρομητάς• κ είχα
κάτι χαριτωμένους <=ταλαντούχους, με χαρίσματα> νέους οπού’γραφαν εις την
εφημερίδα πατριωτικά πράματα• κ την εονομάσαμεν ‘Εθνοκρατία’• θα την
ιδείτε τί έγραφε, οπου τρόμαξε τους Μακεβέληδες• κ ήμουν ταμίας)• κ
ζαλίστηκα κ μού’ρθε πίσω αυτείνη η λιγοθυμιά. Ο Άγιος Νικόλας μου λέγει:
«μήν κιότεψες, γερο-Μακρυγιάννη; κ Εγώ γέρων είμαι – κ έρχομαι κάθε λίγο κ
σε λέπω, κ σε γιατρεύω»• κ κάτι μου έκαμεν κ μού’παψε.

Θα σας σημειώσω κ ένα παράδοξο: η γυναίκα οπου έρχεταν πάντοτες με τους


Αγίους: ήταν άπαστρη: <=ακάθαρτη> είχε τα συνήθειατης <=περίοδο>. Πάγει η Αγία
Κατερίνη κ της λέγει: «σήκω, άλλαξε, βγάλε αυτές τις απαστριές, κάμε τις
μετάνιεςσου, κ θά’ρθωμεν να σε πάρωμεν να πάμεν εις τον
Μακρυγιάννη» – «είμαι άπαστρη», λέγει αυτείνη• – «το ξέρω», της λέγει η
Αγία• «κ κάμε ό,τι Εγώ σου λέγω• κ είσαι κ αστενής – κ αυτό θα σου περάσει,
σε γιατρεύουμε Εμείς». Τότε σηκώθη κ άλλαξε κ πλύθη κ ήρθε με τους Αγίους
εις το σπίτι.

71

Ήταν η ΧάρηΤης η Ελεούσα μαζί με τους Αγίους• κ η γυναίκα: την πόνει γαν τα
νεφράτης• κ της λέγει: «είναι μούρα ειδικά»• <=υπάρχουν μούρα ειδικά για την

πάθηση, υποθέτω κραταίγος,hawthorn>


κ <=επίσης> της είπαν: εις το βουνό είναι κάτι
μεγάλα σαλιγκάρια, κ να μάσει να ψήνει, απο τέσσερα να τρώγει την ημέρα –
της περνάγει. <όντως τα σαλιγκάρια είναι θεραπευτικά για πολλές παθήσεις, κ σημερινοί

επιστήμονες το αναγνωρίζουν>.
Αυτείνη η γυναίκα μου λέγει: όταν θα πάνε <οι Άγιοι> να την πάρουν, δέν της
πάγει ύπνος, κ τ’ αυτιάτης βάζουνε• <=το αρχαίο ρήμα βαΰζειν κ βάζειν. = βουίζουνε> κ
τότε το γνωρίζει, κ σηκώνεται κ κάνει τις μετάνιεςτης – κ ευτύς βρίσκεται εις το
σπίτιμου, εις τις εικόνες (το πνεύματης, όχι το σώματης. Κ δι’ αυτό
κοντραστάρησα <=είχα αντίρρηση, δέν το πίστευα (ιταλικής προέλευσης λ.)> – κ ύστερα
θέλω σας γράψει τί είδα κ μόνοςμου, κ τότε μου βγήκε αυτείνη η υποψία οπου
είχα).)

Καθώς σας είπα οτι ήταν άπαστρη η γυναίκα – θέλησα κ εγώ κ συμβρέθηκα με
την φαμελιάμου <όταν ήταν ακάθαρτη• τέτοια συνουσία είναι το χειρότερο πράγμα που

μπορεί να κάνει ένας άντρας στον εαυτότου. Το απαγορεύει αυστηρά η Αγία Γραφή όπως κ όλες οι

θρησκείες του Θεού. Η Avesta, το αρχαιότερο βιβλίο της αρχαίας περσικής θρησκείας, γραμμένο

κατα τον 8. π.Χ αιώνα, λέει πως γυναίκα «άπαστρη» ούτε να την αγγίξει δέν πρέπει κανείς, κ το να

συνουσιασθεί κανείς με γυναίκα που έχει περίοδο ισοδυναμεί με το να σκοτώσει τον ίδιοτου το γιό.

Στην περίπτωση του Μακρυγιάννη θα δούμε πως αυτό ακριβώς επακολούθησε: ο πιό

αγαπημένοςτου γιός ο Δημήτρης χάθηκε>


• κ δέν με ζύγωναν κοντά οι Άγιοι• μου είπαν

«αλάργα!» κ στάθηκα, ώς μουτζουρωμένος. Κ τότε τραβήχτηκα απο την


γυναίκαμου καμόσον καιρόν• κ με μάλωσαν: διατί να κάνω αυτό!; - κ δέν
ήθελα με κανέναν τρόπον <να ξανασμίξω με τη γυναίκαμου>, όσα μου
κάμαν <=εξαιτίας του φερσίματος των Αγίων μετά την ανίερη εκείνη πράξημου> – κ ο Χριστός
με έβιασε να ματα φέρω

72

την φαμελιάμου πίσω απάνω (την είχα εις το κάτω πάτωμα με όλα τα
παιδιάμου)• δέν άκουσα ό,τι μου είπε κ ύστερα έπεσα εις την οργήΤου, κ η
Θεοτόκος τον περικάλεσε κ με συγχώρεσε οτι έγινα παράκουγος. Την
ήφερα <εδώ γράφεται με ι, ‘τιννιφερα’, που αποδεικνύει πως το πρέφερε ‘ήφερα’ κ όχι

‘έφερα’>
όλη την φαμελιά απάνω, ομως περικάλεσα να μήν κοιμούμαι εις το
στρώμα μαζί• κ έτσι ακολουθώ ώς την σήμερον: κοιμούμαι μόνοςμου εις την
κάμαρήμου, κ όλη η φαμελιά όξω εις τις άλλες κάμαρες – κ ώς άνθρωποι
κάποτε συμβρισκόμαστε μαζί.)
Η γυναίκα ήταν αστενής μίαν ημέρα κ δέν είχε κ έξοδα ούτε λεπτό• κ σηκώθη
την αυγή, κ τηράγει εις το προσκέφαλότης κ βρίσκει πέντε δραχμές• κ ξόδιασε
απο αυτές κ πήρε αλεύρι, ξύλα, κ ό,τι άλλα του σπιτιούτης κ <εδώ υπάρχει σημάδι

που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ώς άτεχνη ψιλή ή δασεία (πνεύμα), κττγνμμ είναι η αρχή απο ένα

τ που πρόωρα έκανε να γράψει>


είχε όλη την εβδομάδα απο αυτά κ συγυρίζεταν•
μου ορκίστη κ μου το έλεγε.)

Εις τις 19∴ του ιδίου η γυναίκα ήταν μαλωμένη με τον άντρατης, κ την έδειρε
πολύ. Οτ’ ήταν κ αυτείνη τραβηγμένη απο τον άντρατης, χωρίς να
συμβρίσκονται αντάμα δια καμόσον καιρόν. Αφού την έδειρε, πήγε η Αγία
Κατερίνη κ όλοι οι Άγιοι κ της είπαν να κάμει το μικρότερον αυτείνη, οτι η
γυναίκα είναι υποκείμενη εις … <τον άντρα>. <’να κάμει το μικρότερον’ είναι μιά έκφραση

στερεότυπη τότε, που σημαίνει «να είναι υποχωρητική». Ο άνθρωπος έχει την τάση να

ανταποδώσει με κάτι μεγαλύτερο απο ό,τι του κάνουν, για να φανεί ο ίδιος μεγαλύτερος, ανώτερος.

Γι’ αυτό λέγανε ‘κάνε το μικρότερο’, δηλαδή δέξου με τη συμπεριφοράσου να δείξεις πως είσαι

κατώτερος>

73

Ήρθε η γυναίκα εις το σπίτιμου, κ ηύρε τον Α-Γιάννη, την Αγία Κατερίνη, τον
Αγι-Νικόλα, τον Άγιον Σπυρίδωνα, κ άλλους Αγίους• κ είχαν κ έναν με
τσαρούχια κ δεμένα με τα λουριά, κ κουβάλαγε σμύρτα <=φυτά ευωδιαστά κ

διακοσμητικά>
κ έβανε <το η- μοιάζει με α- και είχα νομίσει πως έγραφε ‘αβανιές’ που υπέθετα

πως είναι κάποιο ανάλογο φυτό>


στην πόρτα κ σε όλα τα παλεθύρια, κ μπερντέδες
άλικους• κ οι Άγιοι είχαν ένα χρυσό προσκέφαλο γιομάτο με διαφόρων λογιών
λελούδια. Κ εγώ ήμουν αστενής εις το στρώμαμου• κ με πήραν απο το στρώμα
κ με πήγαν εις τις εικόνες. Όταν θα παρουσιαζόμουν εις τους Αγίους, είχαν
δικάτους ρούχα κ μου βαίναν, κ μιάν σκούφια, <η οποία> με διάφορα χρώματα
ήταν – κ ευτύς έμενα με τα δικάμου όταν φεύγαν. Μου λένε, εις τις εικόνες
οπου με πήγαν, οι Άγιοι: «μέρεψε <=ημέρεψε, ηρέμησε. Το μ- κακογραμμένο, πρώτα πήγε

να κάνει ψ, έκανε σάν το κ, έπειτα πρόσθεσε μιά γραμμή αριστερά για να γίνει μ->
πλέον τώρα,
σου ετοιμάσαμεν κ το σπίτισου δια την γιορτήσου• κ λάβε κ αυτά τα λελούδια
κ μυριστικά»• κ τα βάλαν εις τις εικόνες. «Κ θα σου φέρωμεν κ άλλα ακόμα. Κ
συγυρίσου σήμερα, κ έβγα

74

μαζίμας, να πάμεν σε όλη την χώρα παντού, οτι τα ησυχάσαμεν τα πράματα, κ


έμειναν νεκρωμένοι με τους κακούςτους σκοπούς». (Διόρθωσαν όλα της
Βουλής κ άλλες ιδιοτέλειες οπού’χαν τα κόμματα).)

Απο τον καιρόν οπου αξιώθηκα δια της Ευσπλαχνίας του Θεού ν’ απολάψω το
ΈλεοςΤου να σώσει την ματοκυλισμένημου πατρίδα κ θρησκεία κ’ εμάς τους
αμαρτωλούς, απο τότε ώς την σήμερον πάντοτες οι Άγιοι με συντροφεύουν. Κ
ακολούθως σημειώνω εις το υστερνό όλα αυτά, ό,τι είδα κ ό,τι λένε• όλα θα τα
σημειώσω, κ όποιος θέλει άς πιστεύει (κ όποιος θέλει, άς τηράγει την
δουλειάτου – κανένας δέν βϊάζεται).)

Αφού γυρίσαμεν παντού, γυρίσαμεν οπίσω εις το σπίτι. Τότε μου λένε: «μήν
κασαβετιάζεις κ αστενείς <=ασθενείς = αρρωσταίνεις> πάντοτες! Εκείνο οπου
αγωνίστης κ κιντυνέψετε: ό,τι αποφασίζει ο Θεός, δέν μένουν πίσω• θα
τελει·ώσουνε όλα κ θα λαμπρυνθούν, όταν είναι η ώρα κ η Θέληση του Θεού. Κ
να αιστθανθούνε κ οι άνθρωποι εις τον γκρεμνόν οπου τρέχουνε μόνοιτους οι

ταλαίπωροι κ οι ανόγητοι <να συνειδοτοποιήσουν οτι τρέχουν στον γκρεμό>• κ


σκοτώνονται κ τρώγονται σάν τα σκυλιά τα λυσασμένα• κ φεύγετε απο τον
δρόμον του ΑφεντόςΜας! Κ πάλε, το ΈλεοςΤου είναι άπειρον•

75

δέν θέλει να γυρίσει οπίσω την ΕυσπλαχνίανΤου, μόνον κ μόνον δια τους
αθώους κ δια τα βρέφη – απο τους οργισμένους παθαίνουν κ αυτά, κ δέν
σώνονται τα δεινάτους. Ο ίδιος ο ΑφέντηςΜας ευλόγησε κ όλοι Εμείς τρέξαμεν
κ τρέχομεν νύχτα κ ημέρα, ν’ αναστηθείτε απο των αιώνων την τυραγνία κ την
υστερνή ανοησίασας. Κ πάλε σας έσωσε η ΕυσπλαχνίαΤου κ δέν μάτωσε μύτη
απο σας – πάλε απο την κακίασας χερότερα εγίνετε απο τα πρώτα. Η
παράκληση της Θεοτόκος μαλακώνει την δικαίαΤου Οργή, του ΑφεντόςΜας,
δια να μήν χαθείτε• κ σας βαστούμεν με τους αλύσους νύχτα κ ημέρα, οπου
πάτε σάν οι πολύ μεθυσμένοι κ οι φρενιασμένοι να πέσετε απο τον μεγάλον
γκρεμνό να χαθείτε δια πάντα». Τότε σήκωσαν τα χέριατους εις τον
Πανάγαθον Θεόν κ περικαλιόταν οι Άγϊοι με δάκρυα, να ησυχάσει την
δικαίαΤου Οργή. Μου τά’λεγε η γυναίκα τα κλάματα κ την παράκλησιν οπου
κάναν οι Άγιοι εις τον Θεόν, κ έκλαιγα κ εγώ κ η γυναίκα. (Εγώ ο αμαρτωλός
δέν τα ένιωθα όλα αυτά).

76

Κ εις την πολλήΤους παράκλησιν ήρθε μιά μεγάλη λάμψη απο τον ουρανό
εμπροστά εις τις εικόνες, κ δόξασαν τον Θεόν με κλάματα καυτερά, Έλεος!
Έλεος! Έλεος να κάμει ο Πανάγαθος Θεός κ η ΒασιλείαΤου σ’ εμάς τους
αμαρτωλούς κ ανόγητους.

Εχτές, αστόχησα να σας σημειώσω δια τα τρία βρωμερισμένα κλαριά οπου


κάνουν τον κακόν ίσκιον, οπου είπε ο Άγιος Γιώργης κ ο Άγιος Δημήτρης εις
τον λαόν οπου ήταν συνασμένος εις την Πλάκα κ είχαν κ’ εμένα• ακούτε,
αναγνώστες, ακούτε, πιστέψετε όσοι αγαπάτε• σας σημειώνω αυτό το θάμα.
Την άλλη ημέρα μου παρουσιάζουν εις τις εικόνες απο κάτω αυτά τα βρωμερά
δέντρα, κ από’έναν με μία τσεκούρα κ τα βαρούσε• αυτά πλέον: δέν μου το
λέγει η γυναίκα, το είδα, κ το λέπω κάθε ημέρα εκεί. Πρώτο αυτό• κ δεύτερα
θα σας σημειώσω μιάν απιστίαν οπου είχα, κ αυτό μου φέρνει μεγάλη
ανησυχίαν νύχτα κ ημέρα. Τρέλλια του κεφαλιούμου, ήθελα να επέ μβω εις του
Θεού τα θάματα. Αφού μου λέγει η γυναίκα: το σώματης: «μένει εις το
σπίτιμου» - κ αυτείνη έρχεται’εδώ, όποτε την θέλουν οι Άγιοι, καθώς

77

καθώς είναι, με τα σκουτιάτης• κ μού’λεγε: κ’ εμένα, όποτε παρουσιάζομαι, το


ίδιον: μένει το σώμαμου εις την κάμαρήμου κ εγώ ο ίδιος είμαι παρών. Αυτό
μου χάλαγε όλημου την ιδέαν, κ είχα μιάν μεγάλη αμφιβολίαν, κ έβγαινα απο
το προκείμενον.

Μιάν βραδιά βλέπω εκεί οπου κοιμόμουν ένα σάν σύγνεφον, κ βλέπω κ
λαμπρούς ανθρώπους – δέν μπορώ να σας περιγράψω την ωραιότης κ εκείνη
την λάμψιν – κ στεφάνους εις τα κεφάλιατους. <είναι αυτοί που ενίκησαν, γι’ αυτό

φορούν στεφάνους. Οι Άγιοι κ οι Μάρτυρες κατα την εκκλησίαμας είναι αθλητές που

ενίκησαν>
Μόνον τον Χριστόν εγνώρισα, κ την Θεοτόκον οπου ήταν εις τα δεξιά
Εκεινού του λαμπρού. Τότε εγώ, αφού είδα πρώτα το σύγνεφον κ ύστερα αυτά,
μ’ έπιασε ένας μεγάλος φόβος κ ηθα μου σηκώνεταν ο νούςμου! Κ ευτύς
κουκουλώθηκα κ έτρεμα. Αναλήφτηκαν.
Την αυγή πάγω εις τις εικόνες, θυμιάτισα κ άναψα το κερί, κ άρχισα την
αμαρτωλήμου προσευκή κ τις μετάνιεςμου. Τα παλεθύρια κ οι πόρτες
κλεισμένες – βλέπω ίσκιους των ανθρώπων οπου διαβαίναν από’ξω: όσοι
φορούσαν σπαθιά: με τα σπαθιάτους,

78

όσοι’ ήταν φραγκοφορεμένοι: κ εκεί<νοι> με αυτά, όσοι’ είχαν ελληνικά σκουτιά:


με αυτά• πώς περπατούγαν έξω: το ίδιον κ εκεί. <μπαίναν>Απο τό’να το μέρος
του σπιτιού – κ βγαίναν απο τ’ άλλο, απο τον τοίχον: ό,τι άνθρωποι κ
φορτώματα περνάγαν από’ξω, καρότσες, καθώς ήταν τα ζώα… Τότε είδα κ τα
δέντρα, κ τα χτυπούσαν. Βλέποντας αυτά όλα, εις το πρώτο μου μπήκε ένας
φόβος• κ λίγον λίγον… όσο οπου συνήθισα.

Ζήτησα να ιδώ κ μόνοςμου όταν συνάζονται οι Άγιοι. Είπαν της γυναικός: δέν
κάνει, οτι παθαίνω• «τοιούτως έχει αποφασίσει ο ΑφέντηςΜας». Αυτά• κ άλλα
θα σας γράψω εις το υστερνό, όσα είδα μόνοςμου.)

Την άλλη ημέρα ήρθε η Ελεούσα με δύο λαμπάδες αναμμένες, κ όλοι οι Άγιοι.
Κ μου λέγει η Ελεούσα: «πάρε τα μπορμπόλια <γραμμένο ‘πŏπολια’. Μπορμπόλια

σημαίνει σπόροι, σπειριά. Ήταν συνηθισμένη λέξη στα χρόνια του Μακρυγιάννη, αλλα κ στην

εποχήμας την χρησιμοποιούσαν για σπόρους δημητριακών κάποια παιδιά απο αγροτικές περιοχές

όταν ήμουν φαντάρος, κ είναι καλώς γνωστή κ σήμερα μεταξύ των εντόπιων της περιοχής

Καβάλας. Υπάρχει κ επώνυμο Βορβολάκος. Επειδή οι δύο όμοιες συλλαβές απέσπασαν την

προσοχήτου, ξέχασε να γράψει το ενδιάμεσο ρ. Το πρώτο ‘μπο’ το άτονο το έγραψε με το

σύμπλεγμα ‘πŏ’, στο δεύτερο ‘μπό’ το τονισμένο ο το πρόσεξε καλύτερα κ το έγραψε με χωριστό

ο>
οπου σου παράγγειλα <μέχρι εδώ δέν είδαμε να συστήσει η Παναγία στον Μακρυγιάννη

σπόρους θεραπευτικούς. Είδαμε οτι συνέστησε στη γυναίκα ειδικά μούρα για τα νεφρά. Φαίνεται

πως συνέστησε κ ορισμένους σπόρους για την ασθένεια του Μακρυγιάννη κ ξέχασε να το γράψει

πρωτύτερα, ή του χάθηκε το φύλλο οπου το έγραψε>


κ φάγε, οτι η αστένειασου είναι το
περισσότερον απο τις μορραΐδες <=αιμορροΐδες. Επειδή δέν έχει γίνει λόγος για

αιμορροΐδες του Μακρυγιάννη, πιθανόν εννοεί ‘αιμορραγίδες’, δηλαδή αιμορραγίες>


.Κη
φουρτούνα της Πέφτης κ Παρασκευής: την διάλυσε ο ΑφέντηςΜας, κ Εμείς,
νύχτα κ ημέρα τρέχοντας. Κ ότι εργάζεσταν, τώρα είναι δικόσας• δέν
μπόρεσαν να κάμουν τίποτας οι οργισμένοι. <οργισμένοι σε τέτια συμφραζόμενα

σημαίνει: αντικείμενα της Οργής του Θεού>

<Απο εδώ αλλάζει ολοφάνερα η μελάνη, γίνεται πιό ξέθωρη>

Εις τις 21∴ ήρθαν όλοι οι Άγιοι, κ μέσα εις τον μπουρόν <= ‘πορον’> οπού’ναι εις
την σάλα: τον γιόμωσαν απο πάνω <=στο επάνω ράφι> σταυρούς μεγάλους, στ’
άλλο το μάτι μεσαίους, κ εις το τρίτο <=το κάτω> μικρούς. <ο μπουρός είναι ένα έπιπλο

με (συνήθως τρία) συρτάρια, κοινώς λέγεται ‘το μπουρό’. Τα συρτάρια οι εντόπιοι, τουλάχιστον στη

Μακεδονία, ακόμη τα λένε ‘μάτια’. Του Μακρυγιάννη είχε τρία ‘μάτια’ σε τρία επίπεδα, ένα επάνω,

ένα χαμηλότερα κ ένα ακόμη χαμηλότερα. Τρία είναι τα στάδια της θέωσης κατα την ορθόδοξη

χριστιανική ασκητική, αντίστοιχα στην κινέζικη ταοϊστική ασκητική κ στην ινδική. Μάλιστα ένα

όνομα του Θεού στα σανσκριτικά, ΜΑΑδΑυΑ θεωρείται πως η κάθε συλλαβήτου σημαίνει ένα

στάδιο της Θέωσης: MAA=σιωπή εσωτερική, DhA=εννόησις του Θεού,WA=ένωση με το Θεό>


Κ
παιδάκια μικρά με κορώ<νε>ς εις το κεφάλι <βλέπε σελίδα 81 όπου κ πάλι αναφέρονται

«παιδάκια με κορώνες»>

79

είχαν προσκέφαλα κ άλλα κόκκινα πράματα κ συγύριζαν το σπίτι, κ χερότια <=

χειρόκτια, γάντια>
απο εκείνα οπου βάνουν οι παπάδες όταν λειτρουγούν. Αφού το
συγύρισαν, έφυγαν.

Τις 22∴ ήρθαν οι Άγιοι όλοι, κ οι δώδεκα Απόστολοι• κ ένας ήφερε μιάν χρυσή
καθέκλα κ με βάλαν απάνω, κ μιάν μπόλια με πούλιες κ άλλα, έλαμπε <μπόλια =

μεγάλο μαντήλι ή σάλι, πούλιες (οθωμανικό pul) = στρόγγυλα γυαλιστερά πραματάκια που

διανθίζουν ένα πανί>


κ ένας μ’ ένα λαμπρό λεγένι <=λεκάνη> κ μπρίκι έρριχνε, κ ο
Άγιος Νικόλας μ’ έπιασε κ μ’ έλουζε• <λεκάνη κ μπρίκι ήταν τα απαραίτητα για το

λούσιμο, με το μπρίκι έρριχναν νερό ενώ απο κάτω ήταν η λεκάνη>


κ μου είπε: «θα σου
βγάλωμεν την παλιά βρώμα κ την υποψίαν απο πάνωσου, δια ν’ απολάψεις εις
το εξής εκείνο οπου επιθυμείς κ αγωνίζεσαι νύχτα κ ημέρα κ δοξάζεις. Ο
ΑφέντηςΜας σε άκουσε, κ Μας έστειλε όλους να σε ετοιμάσωμεν δια την νέα
Χάρη οπου σού’δωσε. Κ όλοι οι Αποστόλοι εντύθηκαν εις τα κόκκινα κ
κοντά <κοντά ήταν τα ρούχα των ανδρών στα παλιά χρόνια στην Ελλάδα καθώς κ στην Ασία όλη

κ σε άλλες χώρες, ενώ οι γυναίκες φορούσαν υποχρεωτικά μακριά>


φορέματα κ πήραν το
σπαθίμου κ το ευλόγησαν μπρός εις τις εικόνες. Κ η Αγία Κατερίνη του
κρέμασε ένα χρυσό τριαντάφυλλον.)

Την άλλη ημέρα, νύχτα ήρθε η ΧάρηΤης, αποσταμένη, εις την γυναίκα, κ της
λέγει: «σύρε να ειπείς του Γιάννη να μήν βγεί απο το σπίτιτου τελείως, έξω απο
την αυλόπορτα• όποιος να του μιλήσει, να μήν έβγει».

80

Κ όντως, αδελφοί αναγνώστες, το βράδυ ήρθε ένας λόχος, κ είχαν κ ανθρώπους


οπου τους γνώριζα κ τους βάλαν κ μου μίλειγαν αυτείνοι ν’ ανοίξω την πόρτα κ
να μπούνε όλοι μέσα• κ αυτό κ άνθρωποι, αγωνισταί, μου το παράγγειλαν, κ
μόνοςμου τους είδα κρυφά απο το παλεθύρι, κ η ΧάρηΤης μου το είπε• κ το
βράδυ ήρθαν αυτείνοι όλοι• ήθελαν πρώτα να με βαρέσουνε εις το παζάρι –
δέν μπόρησαν, ο Θεός τους νέκρωσε• το βράδυ ήρθαν εις το σπίτι κ φώναζαν•
τους έβρισα• κ ετοίμασα κ εγώ τ’ άρματάμου, είχα κ δυό - τρείς ανθρώπους.
Έκατσαν καμόσο – κ πάνε εις την οργή του Θεού.

Τότε μου λέγει η ΧάρηΤης κ τρείς μαυροφόρες: «το σπίτισου είναι πολλά
αδύνατο, κ δέν μπορείς να προφυλαχτείς. Όμως ο ΑφέντηςΜας σε προσέχει, κ
στέλνει Εμάς κ σε φυλάμεν».)

(Κ όντως, το σπίτιμου είναι αδύνατο, με πλίθες))

«Κ οι Άγιοι φυλάνε, όμως δέν σου λένε ποιός σε κιντυνεύει». (Οι άνθρωποι μου
λένε τους αίτιους του κακού• πάνε εις την κατάρα του Θεού κ της
ΒασιλείαςΤου).

81

Μου λέγει η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι: «αδύνατο το σπίτισου• ο Αφέντης σε


προφυλάγει, κ στέλνει όλους Εμάς. Οτι αυτό οπου έγινε: είναι Θέλησις του
ΑφεντόςΜας• οτι του μόλυναν το αθώονΤου το πλάσμα, κ εσένα αδίκως σε
κιντύνεψαν κ σε κιντυνεύουν• κ δια την αδικία, σε προσέχομεν κατα διαταγήν
του ΑφεντόςΜας. Κ μήν έχεις καμίαν υποψία: κ’ Εμείς σε φυλάμεν, κ
ανθρώπους φωτίζει κ σου λένε πρωτύτερα• οτι αθώον πλάσμα κ θρήσκο: δέν
αφήνει να κιντυνέψουν – οι αίτιοι όλοι θα χαθούν όποτε είναι η απόφαση του
ΑφεντόςΜας».)
Το βράδυ παρουσιάζεται η Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι• κ ένας πολλά λαμπρός κ
έστραφτε• κ ευτύς οπου Τον είδαν, όλοι πέσαν τα μπρούμυτα• κ σήκωσαν τα
χέριαΤους κ δοξάζαν η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι γενικώς. Κ δίνει έναν μεγάλον
Σταυρόν της Θεοτόκος κ μου τον δίνει εμένα, κ μου λέγει πρίν μου τον δώσει:
«δόξασε τον Θεόν!»• κ γονάτισα, κ έκλαψα, κ μού’δωσε τον Σταυρόν. Κ ευτύς η
Θεοτόκο κ οι Άγιοι όλοι, μπροστά ο Χρυσο-φορεμένος, πήραν κ’ εμένα με τον
Σταυρόν κ βήκαμεν έξω εις τον κάμπο• κ εκεί ήρθαν κ πλήθος παιδάκια με
κορώνες,

82

κ όλα εις τα κόκκινα ντυμένα• κ με μεγάλες λαμπάδες διάφορων


μπογιών <=μεγεθών> εις τα χέριατους. Κ ο Χρυσο-κεντημένος – κ η Θεοτόκο κ τ’
Άγια Σώματα, όλοι, κ τα παιδάκια με τις λαμπάδες, κ μαζώχτηκαν κ πλήθος
λαός, σταθήκαμεν όλοι εις τα δεξιά• έρχεται κ ο Μαυροκορδάτος με τους
οπαδούςτου ξένους κ ντόπιους, κ ο Κωλέτης με την συντροφιάτου, κ στάθηκαν
όλοι εις τ’ αριστερόν• κ πλάκωσαν κ ένα πλήθος βόιδια κ μούγκριζαν• κ ευτύς
οπου ζύγωσαν πλησίγονμας, έσκυψαν τα κεφάλιατους κάτω κ μούγκριξαν, κ
πήγαν κ άγλειφαν όλους με την αράδα οπου ήταν εις το δεξί μέρος.) <το γλείψιμο

των βοδιών εδώ σημαίνει ευλογία. Το βόδι ώς σύμβολο της μητρότητος κ γενικότερα της αγάπης

είναι το αγαπημένο ζώο τουQR,SNÁ, που είναι ο η κυριότερη ενσάρκωση του Θεού κατα τους

Ινδούς>

Τότε λέγει ο Χρυσο-φορεμένος, κ η Θεοτόκο: «ο Θεός νεκρώνει (+κ οργίζεται)


τον Μαυροκορδάτο κ Κωλέτη κ οπαδούςτου κ συντρόφουςτους όλους»• κ
πήραν όλοι ένα κατήφορον κ πήγαιναν όλοι κάτω όσοι ήταν εις το αριστερόν
μέρος, όλοι <=έγραψε ‘ολος’ παρασυρμένος στην κατάληξη απο την προηγούμενη κ την επόμενη

λέξη>
με αυτούς, <=’πᾶντες οἱ σὺν αυτοῖς’> πέφταν απο’ κείνον τον γκρεμνόν. Τότε ο
Χρυσο-φορεμένος – κ η Θεοτόκος κ οι Άγιοι κ εγώ με τον Σταυρόν κ όλος ο
λαός: μας πήρε κ πήγαμεν σ’ ένα ψηλό μέρος, κ ήταν ένα λαμπρό παλάτι,

83

κ εκεί ήταν ένα λαμπρό παλάτι, κ’ ευλόγησε όλους• κ εκεί ήρθε κ ένας
Φράγκος, κ του πήρε τον καπέλλο κ μου τον έβαλε εις το κεφάλιμου <ο καπέλλος,
γένους αρσενικού κατα το λατινικόcapillus, capilli>
κ εκεινού του είπε: «στάσου αλάργα».
Κ τότε, είχε ένα πλήθος γράμματα <=επιστολές> τυλιγμένα κ μου τά’δωσε κ μου
είπε: «να τα μεράσεις όλα εις τον λαόν, σε προστάζει ο Θεός• κ να μήν
φοβάσαι κανέναν: όποιον ο Θεός φυλάγει, άνθρωπος δέν μπορεί να του κάμει
τίποτας• κ όσα φκιάνει ο Θεός, άνθρωποι δέν μπορούν να τα χαλάσουνε». Κ
ευτύς ευλόγησε όλους όλους κ αναλήφτη με την Θεοτόκον κ Αγίους όλους κ με
τα παιδάκια με τις λαμπάδες.)

Την άλλη την βραδιά <όνειρο του ιδίου του Μακρυγιάννη:> με πήρε μιά μαυροφόρα κ
πήγαμεν σ’ ένα ψηλόν μέρος κ ήταν μιά μεγάλη εκκλησιά, κ ήταν ένα όφις κ
την γκρέμιζε κ την ήφερε <=’&τιννιφερε’, επιβεβαιώνεται το ή- στο ήφερε> ώς τα θέμελα.
Τότε η μαυροφόρα κ εγώ μαζί πιάσαμεν αυτόν τον όφι κ τον εκόψαμεν απο τα
χτυπήματα εις την μέση• απο την ουρά ώς την μέση εψόφησε – απο τη μέση
απάνω, με το κεφάλιτου, έμεινε ζωντανό•

84

πήγε καμόσα πάσσα <=βήματα> κ γύρισε οπίσω κ με κοίταξε άγρια κ μου ρίχτη
απάνωμου να με φάγει. Τότε η μαυροφορεμένη με γλύτωσε πολλές φορές• κ
απο την τρομάραμου εξύπνησα.

Ματα κοιμούμαι, κ βλέπω οτ’ ήμουν εις την θάλασσα• κ εκεί ήρθε ο βασιλέας
με την βασίλισσαμας, κ είχαν ένα πλήθος αγκίστρια κ τά’ριχναν εις την
θάλασσα, κ έβγαιναν<=έβγαζαν> κάτι βρωμόψαρα με τ’ αγκίστρια, κ είχαν ένα
σακκί κ τά’βαιναν μέσα• κ καμόσα τους τρώγαν τον δόλο <=το δόλωμα> οπού’χαν
εις τ’αγκίστρια κ τους φεύγαν, κ βασανίζονταν πολύ.

Τις 28∴ ήρθαν όλοι οι Άγιοι κ ύστερα η ΧάρηΤης κ μού’φερεν μιάν αγία κάρα
σε μιάν χρυσή κασελοπούλα, κ ένα πράμα χρυσόν, κ μου είπε: «ασπάσουτα κ
βάλ’τα μέσα εις την κασέλασου οπού’χεις κ τ’ άλλα• κ όποτε θα σε διορίσει ο
ΑφέντηςΜας μέλος της επιτροπής, θα σου χρησιμέψουν όλα αυτά να
δικαιώσετε όλους τους αγωνιστάς οπου κιντύνεψαν δια την πατρίδατους κ
θρησκείατους κ πεθαίνουν εις τους δρόμους κ άλλοι τους βυζαίνουν τα
αίματάτους».

85
Του Αγίου Βασιλείου ήρθε η ΧάρηΤης κ ο Άγιος Βασίλειος κ όλοι οι Άγιοι, κ
ήφερε ο Άγιος Βασίλης ένα χρυσό μαστέλον, κ με πήρε πλησίονΤου κ απο μέσα
τον μαστέλον έβγαλε έναν μεγάλον Σταυρόν κ με πήρε κ με σταύρωσε κ με
ράντισε, κ σταύρωσε κ ράντισε όλη την φαμελιά, κ όλο το σπίτι το ράντισε. Ο
μαστέλος <=μεγάλο μπώλ, όπως χρησιμοποιούμε στους αγιασμούς. Φαίνεται ιταλικής

προέλευσης λέξη>
απο κάτω είχε γύρα τα χείλια τσιγγέλια• κ ευτύς ήρθε ένας

μεγάλος πολυέναιος <=πολυέλαιος> κ γιομάτος κεργιά (έλαμπε περισσότερον ο

πολυέναιος απο τα κεργιά!)• κ τότε όλοι δόξασαν τον Θεόν• κ αφού στάθη ο
πολυέναιος μπρός εις τις εικόνες καμόσο, κατέβηκε κάτω οπου ήταν ο
μαστέλος, κ πιάστηκαν τα τσιγγέλια του μαστέλου με τον πολυέλαιον, κ ευτύς
κάτι λαμπροί άνθρωποι: σηκώθη ο πολυέλαιος κ ο μαστέλος κ τον κρέμασαν
εις την μέση την σάλα, κ είπαν: «εκεί θα μένουν, εις τον τόποτους

86

το κάθε ένα. Ό,τι κουβαλάμεν εδω μέσα, όλα εδώ θα μείνουν, όσο να
χρησιμέψουν». <η ένωση του μαστέλου με τον πολυέλαιο συμβολίζει τη σύνδεση Ουρανού κ

Γής, τη σύνδεση του πλάσματος με τον Πλάστη. Ο Θεός ώς Χριστός κατεβαίνει στον κόσμο, κ τα

πλάσματα όσα Τον αγαπούν σάν με τσιγγέλια πιάνονται απο τον Χριστό>
Τότε ο Άγιος
Βασίλειος έβγαλε κ με μετάλαβε κ μού’δωσε κ άρτο, μόνον εμένα• κ ό,τι
έμεινε, το έπιε μόνοςτου κ έφαγε κ τον άρτον. <σε κάθε θυσία το πρώτο μέρος που

αναλώνεται είναι αυτό που προσφέρεται στο τιμώμενο Πρόσωπο• στο τελευταίο μέρος που

αναλώνεται είναι η μέγιστη χάρη κ η δύναμη: ανήκει σε εκείνον που αναλώνει το τελευταίο. Εδώ ο

Άγιος Βασίλειος τιμά τον Μακρυγιάννη όπως οι άνθρωποι τιμούν τις θεότητες που λατρεύουν!>
Κ
έβγαλε κ’ έκοψε <=είδος θυσίας> κ τρία ρόδια, κ έρριξε πρώτα εις τις εικόνες
σπειριά, κ έρριξε κ σε όλο το σπίτι, κ έδωσε ολονών των Αγίων κ’ έφαγαν, κ
μού’δωσε κ’ εμένα κ όλης της φαμελιάς. Κ ευτύς με πήρε κ πήγαμεν κάτω εις
την θάλασσα, κ έβγαλε ένα άσπρο σεντόνι κ μ’ έβαλε απάνω, κ με πήρε η
θάλασσα κ με πήγε καμόσο μέσα βαθειά• κ γύρισα οπίσω, κ με φέρνει πίσω εις
το σπίτι, κ μου λέγει: «εις το σεντόνι απάνω γύρισες την θάλασσα – πνίγηκες;
βράχηκες; Τράβησες τόσα δεινά, εις το κάστρο της Άρτας κ εις πολέμους –
άλλοι πολλοί εχάθηκαν• εσύ χάθης; Ο ΑφέντηςΜας σε φύλαξε σε όλα αυτά τα
δεινά• κ καθώς Τον δοξάζεις, να Τον δο-
87

ξάζεις κ εις το εξής. Ετούτη η νέα χρονιά είναι πολλά λαμπρά δια ’σένα κ δια το
σπίτισου όλο κ όσους είναι μ’ εσέναν αγωνισταί• οτι το πνεύμασου είναι μετ’
Εμάς, κ ο Θεός κάνει το ΈλεόςΤου κ δια’κείνα οπου βασανίζεσαι, δέν χάνονται:
είναι έργα κ θέληση του Θεού, κ’ οι άνθρωποι –είναι πολλά αδύνατοι– δέν
μπορούν να τα χαλάσουνε. Κ δια όσα υπόφερες κ θα υποφέρεις, να μήν
φοβηθείς: είμαστε διαταγμένοι απο τον ΑφέντηΜας κ είμαστε πάντοτες εις την
καθέντραΤου κ εις την εδικήΜας, σε αξίωσε η ΕυσπλαχνίαΤου».

Τα 1845∴ τις τέσσερες Γεναρίου∴ οι φατρίες κ ξένες ενέργειες κ χρήματα


αγόρασαν ανθρώπους κ εις το κατάστημα (εις το πάνω πάτωμα συνεδριάζει η
Γερουσία, εις το κάτω η Βουλή, κ) κάτω εις τα υπόγεια είχαν βάλει πέντε
βαρέλια μπαρούτι κ φυσέκια αρκετά: μαζώνοντας την άλλη ημέρα τα σώματα
όλα να συνεδριάσουνε, να βάλουν φωτιά να τους αναποδογυρίσουνε! Κ τότε
απίκο

88

οι μπαντίδοι <=ληστές, απο τα ιταλικά ή ισπανικά>, κ είχαν κ πολλούς στρατιωτικούς


γυρίσει με το μέροςτους, κ ο σκοπόςτους ήταν: άμα βάλουν φωτιά, να ριχτούνε
όλοι αυτείνοι άξαφνα, να πιάσουνε πολλούς ανθρώπους να σκοτώσουνε κ να
λαφυραγωγήσουνε κ να βάλουν φωτιά εις την πολιτεία.

Τότε έρχεται η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι, κ ήτον σε μιάν αγανάχτησιν μεγάλη. Κ


τότε λένε της γυναικός να μου ειπεί αυτό, κ ευτύς αναχώρησαν δια την
πολιτεία. Κ μου είπε η γυναίκα να πάρω κ πεντ’έξι ανθρώπους, κ έξω να μήν
έβγω μόνοςμου, κ μου λένε πάλε. <=μου υποσχέθηκαν πως θα μου μιλήσουν

πάλι>
Σουρουπώνοντας μου παράγγειλε κ ο Κριτζώτης κ άλλοι νά’χω τον
νούμου, κ να συνάξω τους πολίτες. Κ μπήκαν τα στρατέματα όλα σε κίνησιν
όλη την νύχτα κ την ημέρα την άλλη, κ προδόθη αυτό κ νέκρωσε το
σκέδιόντους. Κ το κακόν <κακό γι’ αυτούς> ήτανε οπου δέν ξέραν ποιοί ήταν κατά
κ ποιοί υπέρ.

89

Κ άν επιτύχαινε ο σκοπόςτους, ήταν χαζίρι <=έτοιμοι> κ απο τα καράβια


να’ρθούνε οι ‘λευτερωταί’μας: όσους θα άφηναν ζωντανούς οι φίλοιτους, να
μας ‘σώσουνε’, να τελειώσουνε τον σκοπόντους!
Μου λέγει η γυναίκα: μεγαλύτερη αγανάχτησιν κ οργή οπού’χε η ΧάρηΤης κ
όλοι οι Άγιοι, δέν την είχαν άλλη φορά. Έλεγε: «οργισμένα τέκνα, οπου θέλαν
ν’ αφανίσουνε την πατρίδατους κ τους αθώους ανθρώπους!».

Τότε, σάν μου παράγγειλε πίσω ο Κριτζώτης κ οι άλλοι, άφησα ανθρώπους εις
το σπίτιμου, κ πήρα κ μαζίμου ανθρώπους κ πήγα εις το κονάκι του Κριτζώτη κ
μιλήσαμεν, κ είπα κ των πολιτών κ προσέχαν• κ η αγαθότη του Θεού κ της
ΒασιλείαςΤου: έσβησε το κακόν τούτο.

Σας λέγω, αναγνώστες, αρχή κ τέλος, σε όλαμας τα δεινά έβαλε το χέριΤου ο


Θεός κ η ΒασιλείαΤου κ δέν έλειψαν μίαν στιγμήν• οτι των ξένων κ των
δικώνμας των αγορασμένων τους έγινε καρφί

90

το άλθρο της θρησκείας <=το άρθρο 40 του Συντάγματος>• κ άν ο Θεός δέν μας
έσωνε, ήμαστε χαμένοι απο πολύ καιρόν.

<απο εδώ αλλάζει η πέννα κ η μελάνη, τα γράμματα γίνονται πιό μικρά κ πιό πυκνά:>

Την νύχτα ήρθε η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι, κοντά τα ξημερώματα• μού’λεγε η


γυναίκα: πηγαίναν κ έρχονταν όλη νύχτα• κ τότε μου λέγει: «τους κοπήκαν τα
φτεράτους, τους τα νέκρωσε όλα ο ΑφέντηςΜας. Κ μήν λυπείσαι τίποτας, δέν
μπορούν να κάμουν τίποτας εις του ΑφεντόςΜας την θέλησιν• οτι προφυλάγει
τα έργαΤου κ τους αθώους ανθρώπους. Κ ποτέ να μήν ξεμακραίνεις την
ιδέανσου απο τον Θεόν. Κ αυτεινών τους εκόπηκαν τα φτεράτους, κ εδώ κ κάτω
εις την θάλασσα».

Τ’ άλλο το βράδυ ήρθε η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι κ ήφεραν μιάν κασέλα χρυσή
κ είχε μέσα σταυρούς κ άλλα πράματα κ λάμπανε• κ τα πήρε η ΧάρηΤης κ
τά’βαλε εις τον μπουρόν<το έπιπλο με τα συρτάρια, βλέπε σελίδα 78>, κ έστησαν κ έναν
μεγάλο στύλο με διαφόρων λογιών χρώματα στην μέση εις την σάλα, απο
κάτω τον πολυέλαιον κ μαστέλον, κ έκαμαν μιάν δοξολογίαν εις τον Θεόν• κ
μου είπαν: «ο πολυέλαιος, καθώς είναι κ ο στύλος, θα φυλάξει, κ φύλαξε, την
πατρίδασου κ θρησκείασου κ εσένα δια της Ευσπλαχνίας του ΑφέντηΜας• κ
θα μείνουν,

91
θα μείνουν αυτά όλα εδώ εις την καθέντραΜας, κ όσα φέραμεν εξ αρχής. Κ
είμαστε κ’ Εμείς διαταγμένοι να μήν λείψωμεν απο’δώ». Μου είπε: «ετοιμάσου,
οτι ζύγωσε του Α-Γιαννιού, οπού’ναι τ’ όνομάσου• κ θα βαφτίσωμεν κ τα δυό
μπινιάρια: το πρώτο είναι δικόμας, θα το βγάλεις Δημήτρη• οτι είναι
ευλογημένο απο τον ΑφέντηΜας, κ έχει κ μεγάλο μπάχτι». <γραμμένο

‘μεγαλο παχτι’. Το ο είναι μουντζουρωμένο. Το μπάχτι είναι το αραβικής προέλευσης

οθωμανικό baht = καλή τύχη, ευτυχία. Εδώ εννοεί οτι το παιδί έφερνε με την παρουσίατου καλή

τύχη, ήταν ενσαρκωμένο πνεύμα αγαθό που ευλογούσε το περιβάλλοντου, είχε τη δύναμη να

φέρνει καλή τύχη, ευτυχία>


Κ όντως, αδελφοί αναγνώστες, κ πλάσμα θεοτικόν ήταν,
κ πνεύμα τοιούτον είχε κ μεγάλον ίσκυον σε όλο το σπίτι. <ίσκυον σημαίνει

πνευματική ισχύν, ο λαός παρετυμολόγησε με τον ίσκιο, αλλα η πραγματική προέλευση είναι απο

το ‘ισχύς’, κ η σημασία είναι πνευματική ισχύς, που κατέχει κ προστατεύει έναν τόπο. Συνώνυμο

του οθωμανικού derman>


(Το αγάπησε ο Θεός κ το πήρε. Ύστερα σας γράφω αυτό.
Δόξα! Δόξα! Δόξα το ΠανάγαθόΤου Όνομα κ της ΒασιλείαςΤου• κ εκείνο
δικόΤου είναι, κ τ’ άλλα, κ εγώ σκλάβοςΤου κ η φαμελιάμου). «Τ’ άλλο», μου
είπε, «να το βγάλεις Γιώργη• κ απο τρείς να βαφτίσουνε το κάθε ένα». Κ ευτύς,
εις τον Δημήτρη: του έντυσε ένα χρυσόν φόρεμα, κ τόσους σταυρούς• κ άλλα
εις τ’ άλλο, κατώτερα. Κ τα σήκωσαν εις τα χέριαΤους κ τα δύο

92

η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι. Αφού τελείωσαν αυτά, αναλήφτηκαν.

Ξημερώνοντας του Α-Γιάννη, αξιώθηκα να ιδώ την νύχτα μετα μάτιαμου την
Αγίαν Σωτήρων. Αδελφοί αναγνώστες, δένμπορώ να σας περιγράψω αυτείνη
την ωραιότη κ την μεγάλη λάμψιν• την νύχτα εις την κάμαρήμου είδα αυτό, κ
έφεξε όλος ο τόπος! Άλλο, αδελφοί, να το βλέπει ο άνθρωπος κ άλλο να το
γράφει! Κ ο Μονογενής, κ η ΧάρηΤης, κ όλοι οι Άγιοι - δέν έλειπε κανένας, κ
πήγαν κ εις την σάλα, κ: εις τα εικονίσματα πρώτα• κ ευτύς οπου πήγε εις την
σάλα, ευλόγησε <ο Χριστός> τον στύλον κ τον πολυέλαιον κ ευτύς άναψαν όλα τα
φώτα• <ο στύλος είναι στήριγμα της θρησκείας. Κολώνες των σπιτιών είναι τα αρσενικά

παιδιάτους, λέει στην Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη. Μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί πως ο στύλος

αυτός είναι ο Χριστός. Συνάμα είναι κ μέσο επικοινωνίας ουρανού κ γής, Πνεύματος κ Σώματος,

Πλάστη με τα πλάσματάΤου. Μιά ιστορία των ιθαγενών της Αυστραλίας λέει: τα παλιά τα χρόνια
υπήρχε σε ένα σημείο ένας ιερός στύλος στον οποίο σκαρφάλωναν οι άνθρωποι κ ανέβαιναν στον

Ουρανό, κ απο τον ίδιο στύλο όσοι άνθρωποι κατοικούσαν στον Ουρανό κατέβαιναν στη Γή. Τα

χρόνια εκείνα οι άνθρωποι δέν πέθαιναν, μόνο μετακινούνταν μεταξύ Ουρανού κ Γής>
κ λέγει,
τρείς φορές: «Γιάννη! Γιάννη! Γιάννη!», «είναι ο στύλος της πατρίδοςσου κ της
θρησκείαςσου κ εδικόςσου». Κ είχε η Θεοτόκο εις τα χέριαΤης μιάν λαμπρά
κασέλα κ έναν Σταυρόν οπου έλαμπε• κ άνοιξε την κασέλα κ μου είπε:
«ασπάσου <= ‘αςπασŏ’ κ όχι ‘ανσπα-‘ ώς συνήθως> την αγίαν κάρα κ τον Σταυρόν»• τ’
ανασπάστηκα• σταύρωσε κ τα παιδιά• τον Δημήτρη τον πήρε εις το χέριΤου <ο

Χριστός>
κ τον σήκωσε τρείς φορές απάνω κ τον ευλόγησεν κ είπε: «τέκνοΜου
δικόΜου!», κ τ’ άλλο το ευλόγησε μόνον, κ όλα τ’ άλλα, όλα τα παιδιά κ όλο το
σπίτι, κ είπε: «είναι η καθέντραΜου, δικήΜου».

93

Τότε μού’δωσε μόνοςΤου την αγίαν κάρα κ τον Σταυρόν, κ μου είπε: «να τα
βάλεις με τ’ άλλα οπου σού’στειλα. Κ ό,τι έρχονται εις ην καθέντραΜου, είναι
δικάσου, δέν βγαίνει πίσω έξω κανένα. Κ σήμερα είμαι εδώ ώς τα μεσάνυχτα•
κ θα σου φέρω σήμερα κ όλους τους φίλουςσου κ όσους σε κιντύνεψαν κ
κιντυνεύουν την πατρίδασου κ την θρησκείασου κ εσένα αδίκως• πάνε κόντρα
της ΘελήσεώςΜου».

Σας λέγω, αναγνώστες, εκείνα όλα μου τα εξηγούσε η γυναίκα, ό,τι είδα εγώ, κ
όσα άλλα θα σας τα σημειώνω ύστερα όλα μαζί. Τούτο σας λέγω: εκείνη την
ημέρα κατήντησε να’ρθεί η μισή Αθήνα, κ απ’ όλα τα κόμματα, κ οι φίλοιμου κ
οι οχτροί (ο Θεός άς τουςε συχωρέσει όλους, οτι εγώ τους έφταιξα κ τους
φταίγω κάθε στιγμή, οτ’ είμαι ο χερότερος απ’ όλοΤου το πλάσμαΤου)• κ τους
ατομικούςμου οχτρούς: Τον περικαλώ ο αμαρτωλός νύχτα κ ημέρα να τους
συχωρέσει• αλλα τους οχτρούς της πατρίδοςμου κ θρησκείαςμου κ γενικώς
όλων των τιμίων ανθρώπων (όποιας θρησκείας κ άν είναι), αυτείνοι οι οχτροί: ο
Θεός είναι δίκαιος Κριτής κ άς τους κρίνει κατα τα έργατους κ σπλάχνατους, κ
μικρούς κ μεγάλους ανθρωποφάγους

94

οπου τρώνε ζωντανούς την ανθρωπότη, κ σήκωσαν την δοξολογίαν απο τον
Πλάστη του Παντός κ απο την ΒασιλείανΤου, κ λατρεύουν τα έργα του
διαβόλου του αφεντόςτους οπου τους έχει βουλωμένους.
Άρχισε η βάφτισις, απο τρείς το καθένα παιδί: ο Κωλέτης το ένα (οτι μου τό’χε
προ καιρού γυρεμένο κ του είχα δώσει τονλόγομου), ο Γαρδικιώτης κ ο Γούσιος•
τ’ άλλο: Χατζηχρήστος, Γιαννη-Κώστας κ Παπακώστας. Κ συνάχτηκαν όλοι οι
σημαντικοί της πατρίδος κ ξένοι, κ πρέσβης της Μπαυαρίας κ η φαμελιάτου, κ
το <=’τα’> σοκάκι όλο γιομάτο.)

Τελει·ώνοντας η βάφτιση, πρόσταξε τον Άγιον Ταξιάρχη κ έβαλε εκείνα τα


λαμπρά πράματα απάνω εις το τραπέζι, κ έβαλε κ πέντε κούπες• κ την μιάν
την σταύρωσε ο Σωτήρας, κ ο Άγιος είπε της γυναικός: «με αυτείνη να πιγεί ο
Μακρυγιάννης».

Κ είχα ένα λαμπρό τραπέζι <=παρέθεσα λαμπρό γεύμα> κ κάλεσα όλους τους
σημαντικούς, κ γιόμωσε ανθρώπους: απάνω κ κάτω τραπέζια. <=τα δύο πατώματα

του σπιτιού γέμισαν τραπέζια που τρώγαν οι καλεσμένοι>


)

Τότε πήρα την ευλογημένη κούπα κ πρώτο έπια: «εις δόξα του Θεού κ της
ΒασιλείαςΤου, κ η ΕυκχήΤου κ η ΕυσπλαχνίαΤου ν’ αναστήσει την πατρίδαμας
κ θρησκείαμας!»• κ έπιαν όλοι, απάνω κ κάτω όσοι ήταν.

95

Τελει·ώνοντας τα τραπέζια απάνω κ κάτω, περνώντας τα μεσάνυχτα, κ έφυγαν


ο κόσμος, τότε η ΧάρηΤης με τον Α-Γιάννη κ η Αγία Κατερίνη: <εμφανίστηκαν>• η
ΧάρηΤης μού’δωσε μιάν χρυσή κασέλα κ ήταν μέσα ένα σάν παιδάκι, κ ένα
χρυσόν μαντήλι μεγάλο, όλο με αράδες <=ραβδώσεις, κττγνμμ> καθώς είναι ο
στύλος οπού’ναι εις την σάλα, <αφού είχε ραβδώσεις, ήταν σάν αρχαίος, δωρικός ή ιωνικός,

κίων>
κ μου είπαν κ τα ασπάστηκα• κ μου είπε: «είναι δικάσου• θα σου
χρησιμέψουν δια την πατρίδα κ θρησκείασου• κ βάλ’τα εκεί οπού’ναι κ όλα τ’
άλλα οπου σε αξίωσε ο ΑφέντηςΜας• κ σε προφύλαξε απο τόσους κιντύνους
εξ αρχής κ ώς τώρα, κ εσένα κ την φαμελιάσου κ τα παιδιάσου κ όλους της
καθέντραςΤου». Ευλόγησε το σπίτι κ όλους του σπιτιού ο Σωτήρας κ οι Άγιοι κ
αναλήφτηκαν. Κ’ έμειναν οι Άγιοι οπού’χε διορισμένους κ μέναν πάντοτες.

Εις τις 20∴ του μηνός <Ιανουαρίου> ήρθε η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι• κ λέγει η
ΧάρηΤης της γυναικός να μας ειπεί να πάρωμεν τα παιδιά, κ όλη η φαμελιά, κ
λειτρουγιά κ όλα τ’ αναγκαία, να πά-
96

με εις την εκκλησία να μεταλάβωμεν τα δύο παιδιά. Πήγαμεν, κ ήταν όλοι οι


Άγιοι• κ τελειώνοντας η λειτρουγία, πήρε η ΧάρηΤης τον Δημήτρη εις τα
χέριαΤης κ τον μετάλαβε• κ τον Γιώργη τον πήρε ο Άγιος Στυλιανός κ τον
μετάλαβε• κ μας είπε να λειτρουγήσωμεν κ εις τον Άγιον Δημήτρη κ εις τον
Αγι-Γιώργη, να τα μεταλάβωμεν κ εκεί• κ πήγαμεν• κάθε μέρα πρώτα <πρίν

απο’μάς πήγαν>
εις τον Άγιον Δημήτρη κ εις τον Α-Γιώργη η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι
όλοι, κ τα μεταλάβαμεν.)

Ήρθαν εις το σπίτι η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι. Κ ο Άγιος Στυλιανός μού’δωσε


ένα χρυσό πουλί. Τότε μου λέγει η ΧάρηΤης: «ο κουμπάροςσου ο Κωλέτης κ οι
συντρόφοιτου οπου κυβερνούν κ ο αρβανίτης Τζαβέλας: όλοι αυτείνοι
κυβερνούν χερότερα απο τον Μαυροκορδάτο• όμως δέν θα προφτάσει ο
Κωλέτης να κάμει τους κακούςτου σκοπούς• κ ο Τζαβέλας θα ιδεί <τί θα

πάθει>
το σπίτιτου! Κ εσύ δόξαζε τον Θεόν. Κ θα τους ιδείς! Κ εμείς δέν λείπομεν
απο’δώ• κ τους συντρίβομεν τους κακούςτους σκοπούς, καθώς τους τα
συντρίψαμεν πάντοτες».

97

ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ μέρος 2ο

Αδελφοί αναγνώστες, όσα έγραψα ως εδώ, τα είχα σημειωμένα εις τ’


άλλομου το <ι>στορικόν και σαν είδα ότι ήμουν ύποπτος έκοψα τα φύλλα
οπου λείπουν από κείνο να μη μου γίνει κατ’ οίκον έρευνα (ότι όλο κάτι
λέγεται) και δι’ αυτό τα σημείωσα εδώ σε τούτο, και από’δώ και κάτω όσα θα
σημειώσω τα είχα χωμένα τόσον καιρόν μ’ένα τενεκέ αυτά όλα και πλήθος
αποδειχτικά, και η κακή τύχη: εσάπισαν καμόσα αποδειχτικά και από τούτα
τα θάματα της θεία<ς> πρόνοιας, και τα πάγω ανακατεμένα, όχι με την
τάξητους καθώς έγιναν αυτά όλα• κ ο έτος κ’ η εποχή θα πηγαίνει
ανακατεμένη, ότι σάπισαν τα περισσότερα• και εγώ φαρμακώθηκα, ότι είμαι
αγράμματος και αστενής, κ μου νέκρωσε ο νούςμου• και θα τα σημειώσω
όπως μπορώ, όμως συμφώνως με την αλήθεια του Θεού• και αν
διαφορετικώς σας σημειώσω, άς δώσω λόγον εις τον Θεόν. Εγώ θα κάμω το
χρέοςμου να ειπώ όλα αυτά, και η αφεντιάσας είστε νοικοκυραίοι να
πιστέψετε ή όχι, δεν σας βϊάζει κανένας την συνείδησίνσας.
98

Τα 1845 Γιουνίου 22∴ αφού ήταν μεγάλα ανακατώματα εις τις βουλές
και ρεθισμοί από τους ξένους και έργα εκεινών οπου μας κυβερνούσαν,
ε

ήθελαν τον όλεθρο της πατρίδος, και οι ξένοι έτοιμοι να κάμουν επέμβασιν,
είχα πιάσει και την εταιρείαν οπου ήταν αναντίον της πατρίδος και του
Συντάματος κ των Σεπτεβριανών ολονών (οπου ξηγούμαι δι’ αυτό), τότε, σαν
φώναξαν όλες οι βουλές δι’ αυτό και οι τύποι κ όλος ο κόσμος να βγεί εις
γ
φώς αυτό και να παιδευτούνε οι αίτι οι, τότε βάλαν να με δολοφονήσουνε,
απέτυχαν• με βάλαν σε ανάκρισιν, είδαν όλα αυτά• πάγαινε να
ξεσκεπαστούνε οι κακοίτους σκοποί δια να σβέσει αυτείνη η ιδέα απ’ όλους•
πρώτα διάφθειραν καμόσους από τις βουλές και σιώπησαν• και έκρυψαν τον
αίτιον (οπου βρέθη ο όρκος μέσα εις την κασέλατου): το συνταματάρχη
Γιώργη Ζέρβα, και έρριξαν όλο το βάρος εις τον οπαδόντου τον λοχαγόν
Αντώνη Πατέρα ότι ήταν αυτός ο αίτιος, κ με τρόπον φαρμάκωσαν και
<τάχα>

αυτόν, και έσβησε• τότε εγώ ως αίτιος αυτείνης της υπόθεσης (έκαμαν κ
εξορία κ άλλους): ήθελαν και εμένα να βρούνε καιρόν χωρίς άλλο να με
χάσουνε με κάθε τρόπον.

99

Και οι ξένοι είχαν ολέθριους σκοπούς δια την πατρίδαμας και θρησκείαμας κ
είχαν κ όλα τα μέσα στείλει να γένει αυτό, εξαιτίας του σαράντα άλθρου της
θρησκείας, και ανακατέψαν όλη την μηχανή με την πλέον δολερή επιμέλεια
και εργάζονταν οι πρέσβες και οι οπαδοίτους νύχτα κ ημέρα, και οι δικοίμας
οι πουλημένοι, κ ήμασταν εις τον κίντυνον. Τότε βλέπω εις τον ύπνομου ένα
λιοντάρι με μίαν μεγάλη ουρά, ήθελε να μας φάγει και με την ουράτου μας
τύλιγε και μας πήγαινε εις το σ<τ>όματου να μας ρουφήξει• και μία μεγάλη
λάμψη (δεν μπορώ να σας την περιγράψω) το αντιπολεμούσε και του χάλαγε
όλητου αυτείνη την ορμή της ουράςτου• αυτό το έβλεπα και ξύπνος, και
φοβισμένος και λυπημένος έκανα την αμαρτωλήμου προσευκή, χωρίς να’χω
τα
γενναιότητα να σηκωθώ από <=το> στρώμαμου, αλλα νεκρωμένος,
μισοαπεθαμένος. Βάλετε επιμέλεια σε τούτα οπου σημειώνω, ορθόδοξοι
Χριστιανοί, κ με δάκρυα καφτερά σας τα σημειώνω: η ΧάρηΤης και όλοι οι
Άγιοι ήταν μαζωμένοι και έκλαιγαν πικρώς• και η ΧάρηΤης έλεγε, με δάκρυα
και
ποταμηδόν και με μετάνιες, έλεγε: «ο Θεός οργίστη και ξεμάκρυνε το
έλεοςΤου

100

και άφησε πλέον να χαθεί αυτό το ξανθόν γένος, από την αχαριστίαν των
κακών ανθρώπων• και η γυναίκα έβλεπε όλα αυτά, της Θεοτόκος και των
Αγίων τις μετάνιες εις τον Θεόν και τα κλάματα και τα περικαλέματα• κ η
ΧάρηΤης είπε της γυναικός να μην μου ειπεί τίποτας από αυτά εμένα• με
όλον τούτο κ’ εμένα μ’ είχε μια μεγάλη λύπη κυργιέψει κ νύχτα κ ημέρα, κ
άγριον μού’ρχεταν το σπίτι κ όλος ο τόπος. Κ ως αμαρτωλός, ο χερότερος απ’
όλο το πλάσμα του Θεού, έκανα την αμαρτωλήμου προσευκή και με ποταμόν
κλάματα...

Το λοιπόν, είχε γεννήσει μια καλή χριστιανή ένα παιδάκι και ήταν θεονήστικη
και γυμνή• μου είπαν αυτό, ό,τι με φώτισε ο Θεός έκανα έκανα εις αυτείνη
όσο ν’ αναλάβει, πάντοτες εκείνο οπου μπορούσα. Τότε την νύχτα ήρθε ο
Χριστός, η Θεοτόκο, κ όλοι οι Άγιοι κ φέραν κ την γυναίκα την λεχώνα και το
παιδάκιτης το βρέφος (κ ο Άγιος Γιάννης ο Βαφτιστής στέκεταν με μιάν
λαμπάδα αναμμένη μπρός εις τον Χριστόν κ όλοι οι Άγιοι•

101

Και μου λέγει ο Χριστός: «ό,τι έκαμες εσύ εις ετούτη την δυστυχισμένη και εις
το βρέφος, αυτό έκαμεν ο Άγιος Γιάννης ο Βαφτιστής εις την μητέραΜου κ εις
Εμένα όταν γεννήθηκα, οπου ήμασταν γυμνοί και νηστικοί».)

<Η δεξιά ημιπαρένθεση κ οι τρείς τελείες είναι τα μόνα σημεία στίξης που βάζει ο

Μακρυγιάννης. Τις τρείς τελείες, τις γράφω ∴ . Την δεξιά ημιπαρένθεσητου την γράφω μετά απο

άλλα δικάμου σημεία στίξης, κ μετά απο αυτήν αλλάζω σειρά. Σημαντικότατη μορφή στίξης που

χρησιμοποιεί είναι το κενό που αφήνει μέχρι το τέλος της σειράς όπου τελειώνει ένα κεφάλαιο, κ

συνήθως αρχίζει το επόμενο μετά απο εσοχή.>

Και τότε μου είπε η γυναίκα τα δάκρυα της Θεοτόκος και των Αγίων (κ της
είπαν να μην μου ειπεί αυτείνη η γυναίκα τίποτας ομπρός εμένα, να της ειπώ
πρώτα εγώ τι είδα, ότι δεν την άφηναν να’ρθεί πρωτύτερα – και είχε τόσες
γιηθηκα
ημέρες)• της <=διηγήθηκα> το λιοντάρι και το φώς κ τ’άλλα οπου
είδα, κ τότε μου είπε και αυτείνη όσα σημείωσα).

Η λεχώνα αστένησε πολύ, και το παιδί χωρίς γάλα. Τότε ο Χριστός και η
Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι με πήραν κ μένα κ πήγαμεν εις την λεχώνα• και
κάτιτίς έβαλε ο Χριστός εις το στόματης κ ανάλαβε• μού’ δωσε κ μένα ένα
σκέπασμα και της έρριξα απάνωτης. Την άλλη ημέρα ήταν καλύτερα• κ τότε
έδωσε της Θεοτόκος ένα δαχτυλίδι και η Θεοτόκο της γυναικός οπου με
φωτίζει κ της είπε να μου το δώσει εμένα• κ το έχω ως τώρα.
<εδώ οι

αναγνώστες μπορεί να σκεφθούν οτι δέν το έδωσε ο Χριστός. Μήν ξεχνάτε πως ό,τι παρέχεται

στους ανθρώπους ο Θεός το δίνει. Ο Χριστός είπε στην γυναίκα όντως να δώσει το δαχτυλίδι κ

άλλα πράγματα στον Μακρυγιάννη>

Και ξηγούμαι κ δια άλλα εις το εξής (ότι δεν είναι με την αράδατους όσα σας
γράφω, σας είπα τα αίτια, σάπισαν τα χαρτιά).)

Τότε μου είπε ο Χριστός: «Εγώ σου έφκιασα το σπίτισου, σου έσωνα όλη την
οικογένειανσου κ εσένα από τόσους κιντύνους κ αστένειες κ διαβολικά έργα•
εσύ πάντοτες έχεις μια αμφιβολία κ απιστία, κ αυτό

102

σε σκοτώνει νύχτα κ ημέρα• κ οι πολλέςσου αμφιβολίες – Εγώ βάσταξα την


σταύρωσιν των Οβραίων με τόσα μαρτύρια και με περόνια εις το σώμαΜου,
και υπόμεινα• και όλα έγιναν δια της ΠαντοδυναμίαςΤου κατά την αγαθήΤου
θέλησιν – κ πρέπει να ευκαριστιέσαι, όσα θα σου κάναν κ εσώθης δια της
ΕυσπλαχνίαςΤου, κ ως εκεί οπου σε φώτισε κ βλέπεις κ μόνοςσου νύχτα κ
ημέρα• κ ό,τι σου λένε ν’ακούς (ότι μόνοςσου δεν πρέπει να βλέπεις όλα
αυτά, με τον καιρόν θα τα ειδείς• κ θα τα ιδούνε, κ να τα πιστέψουν,
ότι ένας είναι ο Θεός, ένας είναι ο Χριστός. Κ ό,τι σου λένε να τ’ ακούς κ να το
πιστεύεις, δια μέσον της ΜητέραςΜου κ των Αγίων, οπου λένε της γυναικός
να μαθαίνεις, οπου την έχουμε διορισμένη κ βλέπει κ ακούγει, κ να σου λέγει κ
να μην κάνεις αλλιώς. Κ Εγώ θ’ αναχωρήσω κ μένει η ΜητέραΜου κ τόσοι
Άγιοι εις την καθέντραμας δια να αγρυπνούν κ να κοπιάζουν να προφυλάνε
τους αθώους (καθώς πάντοτες έγινε αυτό, κ τους έσωσαν κ θα τους σώσουνε
από τα έργα των απίστων κ οργισμένων, όσο να’ ρθει η ώρα του Θεού, κ τότε
λαβαίνει ο καθείς τα έργα των αγώνωντου). Γιάννη! Γιάννη! Γιάννη! Καθώς
εργάζεσαι να εργάζεσαι, κ να δοξάζεις τον Θεόν, κ όσα περικαλείσαι: ο Θεός
θα ευλογήσει αυτά, την πατρίδασου, την θρησκείασου, κ γενικώς του τίμιους
ανθρώπους:

103

Όσοι φέρνουν δοξολογίαν εις τον αφέντηΜας κ ζητούν την ΕυσπλαχνίαΤου,


μεράζει την ΕυλογίανΤου σε όλους.

Όσα ο χερότερος του πλάσμα<τός>Του λέγω μόνοςμου κ περικαλιούμαι


νύχτα κ ημέρα κ βλέπω κ ακούγω, τα ίδια… (Δόξα! Δόξα! Δόξα! το
ΠανάγαθόΣου Όνομα κ της ΒασιλείαςΣου! Κ όποιος δεν πιστεύει την
ΑγαθότηΣου, είσαι δίκαιος Κριτής κ αγαθός κ’ η φώτισηΣου θα τον φωτίσει να
σωθεί))

Κ όντως, αδελφοί αναγνώστες, όσα θάματα ακούγαμεν από την Θεία Πρόνοια
της
εις τα χαρτιά, την σήμερον βλέπομεν κ ακούμεν <=την> ΕυσπλαχνίανΤης•
κ πολλοί άνθρωποι τοιούτα βλέπουν εις τον ύπνοτους• δυό άνθρωποι
συγχρόνως είδαν ότι μέσα εις την Αθήνα αρμένιζαν, ένας
τριπούντης, κ πήγε κ
<=μεγάλο πλοίο με τρεις πούντες, τρείς αιχμές, = τρικάταρτο>

έραξε εις το παλάτι, κ βήκε από μέσα από τον τριπούντη ένα πολλά
<= άραξε>

ωραίον δέντρο• κ βήκαν κ δύο αξιωματικοί από δύο θρησκείες κ είχαν από’να
ο
μπαλτά εις το χέρι κ του κόψαν τα κ λωνάριατου κ του βάρεσαν κ τον
κορμότου κ θα ξεραίνεταν• το σημειώνω κ αυτό εδώ.)
<=το νόημα είναι: τα

αιρετικά δόγματα πολεμούν τη θρησκεία της αλήθειας κ κοντεύουν να την εξαλείψουν>

Τα όσα έβλεπα μόνοςμου κ αξιώθηκα , κ όσα μου λένε,


<=όσα αξιώθηκα να βλέπω>

περικάλεσα τόσες νύχτες κ ημέρες την Θεοτόκο κ τους Αγίους με δάκρυα


καφτερά κ έκανα την αμαρτωλήμου μετάνοια να με φωτίσουν

104

κ να μου δώσουν την άδεια κ να με φωτίσουνε αν είναι η αγαθή Θέληση του


Χριστού και της ΒασιλείαςΤου να τα γράψω, κ να με φωτίσει να γράψω μόνον
την αλήθεια, οτ’ είμαι άνθρωπος κ είμαι υποκείμενος εις λάθη, κ να μην
βαρύνω την αμαρτωλήμου ψυχή και τα Θεία κ απατήσω κ τους ανθρώπους.
Αφού περικαλιόμουνε τόσες ημέρες, αποφάσισα κ το είπα της γυναικός να
περικαλέσει την Θεοτόκον, να περικαλέσει η ΧάρηΤης τον Αφέντημας δι’
αυτό. Όταν η γυναίκα αποφάσισε να της μιλήσει της Θεοτόκος αυτό κ να την
περικαλέσει δια όσα της είπα, ήταν κ ο Χριστός• της λένε πρίν μιλήσει: «πές
του Γιάννη: άς τα γράψει κ άς τα βαίνει εις το προσκέφαλοτου• κ τα
βλέπομεν: κ δεν θα γράψει άλλα δι’ άλλα, ξέρομεν». (Εγώ είχα πάντοτες
υποψίαν από την γυναίκα)• αφού έγραψα καμόσα από αυτά, την αρχή, κ τά’
βαλα εις το προσκέφαλο, μου λέγει η γυναίκα: «καλά είναι». Κ
<σου μηνούν οι

«βγάλε την υποψίαν από την γυναίκα, ότι Εμείς είμαστε παρόν όταν
Άγιοι:> τες

σου μιλεί, ούτε αυτείνη βλέπει τότε


<=άν τους παραενοχλήσεις με την επιθυμίασου να

ούτε εσύ, κ: ό<τι> της λέμε λέγει».


είσαι κ εσύ συνειδητά παρών κ σε παρατήσουν>

Πάλι σε υποψία ήμουν• τά’ βαλα εις το προσκέφαλόμου•


<αλλαγή μελάνης:>

είπαν της γυναικός: «είναι τα ίδια,

105

κ η υποψίατου δεν αλλάζει», κ γέλασαν όλοι.

Είναι κ άλλα πολλά από την Παντοδυναμίαν του ΑφέντηΜας σημειωμένα, κ


όποτε είναι καιρός: κ εκείνα θα τα ιδείς κ θα γένουν όλα ένα.)
<=όλες οι

πληροφορίες θα ενοποιηθούν ώς μέρη ενός συνόλου που αλληλοσυμπληρώνονται, το ένα

ταιριάζει με το άλλο, το ένα εξηγεί το άλλο. Αληθινά, αυτό συμβαίνει όταν διαβάσει κανείς το

όλο έργο του Μακρυγιάννη χωρίς καμία προκατάληψη>

Κ είπαν της γυναικός, η ΧάρηΤης, ότι: «Εμείς όλοι οπού’ μαστε διατα μένοι
γ

από τον ΑφέντηΜας να στεκόμαστε εδώ εις την καθέντραΜας, διαταχτήκαμεν


δια τέσσερες ημέρες να πάμεν εις μέρος οπού’ναι μεγάλη ανάγκη• εδώ μένει
ο Α-Γιάννης κ άλλοι Άγιοι. Ευλόγησε ο Χριστός όλους του σπιτιού κ
αναλήφτηκαν.)

Πρίν αναληφτούν, μου λέγει ο Χριστός (δια μέσον της γυναικός): «η δυστυχής
γυναίκα η λεχώνα είναι σε μεγάλη δυστυχία, αστενής, και το βρέφος είναι
νηστικόν χωρίς γάλα• κ να προσέξεις δι’ αυτό, κ σου είναι μεγάλη ωφέλεια».
Αυτά κ έκαμα, ό,τι ο Θεός με φώτισε.
Τώρα θα σημειώσω ό,τι εγώ είδα μόνοςμου: Του Α-Γιαννιού του Θεολόγου το
βράδυ ήταν κάτι λογιώτατοι εις το σπίτιμου, μισομαθείς και άθρησκοι. Πιάνει
ο ένας και λέγει: «Δέν ξέρομεν, ο κατακλυσμός παγκόσμιος έγινε ή όχι?».
Φιλονίκησαν καμόσον αναμεταξύτους. Τους λέγω εγώ: «αυτό σκοτίζεστε?
Έγινε παγκόσμιος. Κ δια κείνο χρησίμεψε η κιβωτός του Νώε κ έβαλε απ’ όλα
τα ζώα κ ματαπλήθυναν»• φιλονικήσαμεν καμόσο δι’ αυτό•

106

λέγει ύστερα: «πώς ο Θεός θα διόριζε την Θεοτόκο να γεννήσει τον Χριστόν κ
να μείνει παρθένο<ς>? πώς γένεται αυτό?» (κ ετούτος ο σημερνός ο ‘άγιος’
ήταν πολύ προκομμένος! κ όταν θέλαν να φκιάσουν την θρησκεία τον πήραν κ
αυτόν κ τον περικάλεσαν να δυναμώσει αυτό, κ θα τον δοξάσουν κ να του
φκιάσουνε κάδρα• κ δυνάμωσε κ έγιναν αυτά, κ δυνάμωσε η θρησκεία
αυτείνη)• του λέγω: «εις το σκολείον οπου πάτε, θεολογίαν σπουδάζετε κ
φιλοσοφία, ή το ένα?» - λέγει: «φιλοσοφίαν μόνον»• τον άφησα, δέν του
ματάκρινα τίποτας κ πέσαμεν σ’ άλλες ομιλίες δια ν’ αστοχήσει αυτό. Τότε
λέγει ο άλλος: «πώς ο Θεός ενωνόμασε το κλήμα ‘κλήμα’ κ κάνει αυτόν τον
καρπόν?»• - «δέν σου αρέσει», του λέγω, «ο καρπός αυτός? Μπόρειε να το
ειπεί και τσουκνίδα κ να κάνει αυτόν τον καρπόν, κ ήταν το ίδιον• κ εσύ με
την μάθησιν πάλε πώς θά’ λεγες? κ αχαριστίαν θά’ χες. Το είπε ‘κλήμα’ κ το
ευλόγησε κ ανθίζει κ δένει κ γωρμαίνει και κάνει αυτόν τον
<=ωριμάζει>

καρπόν, κ είναι ο πλέον καλύτερος απο κάθε άλλον, κ κάνει κ κρασί: κ όποιος
είναι άνθρωπος πίνει ολίγον κ’ ευφραίνεται• κ όποιος πίνει πολύ γένεται
γομάρι, κ γένεται κ δέν ξέρει τι μιλεί, καθώς εσύ!». Του λέγω του αλλουνού:
«εσύ, φίλε, είσαι κουτσός• διατί κάνεις αδρασκελιές δια δύο ποδάρια εις
καιρόν οπου έχεις ένα ποδάρι μόνον?» - «όχι», λέγει, «δύο έχω» - «και καλά»,
του λέγω, «ένα μόνον έχεις, κ εκείνο τσακισμένο!» - «όχι», λέγει, «δύο!» -
«σώπα», του λέγω «ψεύτη!»• σηκώνεται απάνω, λέγει: «ορίστε οπου έχω δύο
κ περπατώ!»• «βρέ αδελφέ», του λέγω, «?δέν σε ρώτησα εγώ: εκεί οπου
σπουδάζεις τι μαθαίνεις, θεολογικά κ φιλοσοφικά, κ μου είπες μόνοςσου οτι
μαθαίνεις φιλοσοφικά μόνον? Κ διατί σπουδάζεις το ένα κ κάνεις κρίση δια τα
δύο, κ είσαι μισόθρησκος, κ θιαμαίνεσαι
< «απο δια & μαίνεται, λόγιο ωραίο ρήμα»

σκέφθηκα αρχικά, αλλα στην πραγματικότητα είναι απο ‘θαμαίνεσαι’ απο ‘θαύμα’ με επιρροή
πώς η
απο την πρόθεση ‘δια’, =θαυμάζεις, απορείς, δέν μπορείς να καταλάβεις, να δεχθείς>

Θεοτόκο γέννησε τον Χριστόν κ’ έμεινε παρθένο<ς>? Εσύ δέν μπορείς να το


γνωρίζεις, οτ’ είσαι κουτσός• αυτός ο Άγιος ο σημερνός
<=ο Άγιος Ιωάννης ο

κ ο Άγιος Βασίλειος κ οι άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας το γνωρίζουν,


Θεολόγος>

οτι είχαν πρώτα αρετή, ηθική, κ σπούδαξαν κ την θεολογίαν πρώτα, κ την
φιλοσοφία, κ γνώρισαν με την εντέλειαν το ένα κ το άλλο, κ έγιναν κ καλοί
Χριστιανοί ορθόδοξοι, θεολόγοι κ καλοί φιλόσοφοι, κ τότε έλαβαν κ την
Φώτιση του Θεού

108

κ την ΕυλογίανΤου κ της ΒασιλείαςΤου κ έγιναν Πατέρες της Εκκλησίας κ


Άγιοι, κ δι’ αυτά όλα τους έκαμαν εικόνες κ τους προσκυνούμεν, κ όχι, φίλε,
κάδρα• κ αυτείνοι ξέρουν πώς ήταν η Θεοτόκο, ποιά αρετή, ποιά αγαθότη, κ
πώς εσαρκώθη κ πώς εγεννήθη κ πώς εσταυρώθη, να σώσει εσένα τον
παλιάνθρωπον, τον αχάριστον• κ σήκω απάνω να σου το δείξω πώς, δια να
γιομίσει το ξεροκέφαλόσου, κ’ εσένα κ των ομοίωνσου». Δέν σηκώνεταν, να
μην τον χτυπήσω• οτι μ’ έβλεπε θυμωμένον οπου του μιλούσα• με το στανιό
τον σήκωσα, του λέγω: «έμπα εις την άλλη κάμαρη μέσα, κ εις της κλειδωνιάς
την τρύπα να βάλεις τ’ αυτίσου, κ ό,τι σου ειπώ κρυφά, να μας το ειπείς όταν
θα βγείς έξω». Μπήκε μέσα, έβαλε το αυτίτου εις την κλειδωνότρυπα• του
λέγω: «βάλ’το πλησίον» κ εγώ απ’ όξω φυσάγω πολύ• «έβγα», του λέγω, «να
μας ειπείς τι σου είπα». Β ήκε, λέγει: «ένας αγέρας μου γιόμωσε το αυτίμου».
γ

Του λέγω: «κ αυτό της Θεια-Πρόνοιας με την Θεοτόκον, αγέρας είναι: είπε κ
έγινε• δέν είναι ανθρώπινον έργον• κ δια τούτο εγεννήθη κ έμεινε παρθένος.
Έλα να σου δείξω κ το έργον ποίον είναι».

109

Παίρνω ένα καρφί κ το βαρώ κ μπαίνει εις τον τοίχο• τότε το βγάζω, του
λέγω: «αυτό λέγεται, λογιώτατε, έργον• οτι χάλασε τον τοίχον»• κ άλλα
πλήθος απο αυτά • κ τους είπα εις το εξής να
<παραδείγματα τους έδειξα>

πάψουν απο αυτά, «κ δέν θέλω τέτιες ομιλίες μπερμπάντικες και


Καϊριστές».
<=οπαδούς του Καΐρη>
Αφού είχαμεν αυτές τις φιλονεικίες, πέρασαν τα μεσάνυχτα, έφυγαν. Έκαμα
την προσευκήμου κ έπεσα να κοιμηθώ. Εκεί βλέπω, εις τον ύπνομου, κ μου
παρουσιάζεται ένας άβαθος γκρεμνός• κ με παίρνουν δύο άνθρωποι και
πάνε να με γκρεμίσουνε κάτω. Πρώτα φώναζα των ανθρώπων οπού’ ταν
η

κάτω να βάλουνε σκουτιά να πέσω απάνω• αφού με κρεμάσαν κάτω κ δέν


ήταν ελπίδα, φώναξα πικρά κ με δάκρυα την Θείαν Δύναμιν κ της
ΒασιλείαςΤου• τότε έρχεται ένας, Γιάννης, κ λέγει κ του αλλουνού να με
τραβήσουνε απάνω• κ με τραβούσαν• ο τρίτος τους έλεγε να με γκρεμίσουνε•
τέλος, με κόλλησαν. Αυτός ήταν ένας οπαδός του Κωλέτη, οπού’ θελε να με
η

γκρεμίσουνε. Όταν κόλλησα, πιάστηκα με αυτόν. Τότε ο Γιάννης μου είπε:


«εσύ γλύτωσες, δέν μπόρησε να σου κάμει τίποτας, εσύχασε». Έτσι εσύχασα.
Ξυπνάγω, με κολλάγει ένας φόβος, κ με πονούσαν κ τα χέριαμου.

110

Με το πολύ , κοιμήθηκα. Έρχεται ένα πράμα κ με ξυπνάγει• κ


<=μετα πολλά>

τ<η>ράγω, κ έφεγγε όλος ο οντάς, πρώτα ήταν ώς σύγνεφο, ύστερα βλέπω


την ΠαντοδυναμίανΤου κ τον Χριστόν, την Θεοτόκον, κ καμόσους Αγίους. Το να
σας παραστήσω την λάμψιν αυτείνη, δέν μπορώ. Τότε μου λένε: «Το Φώς της
Ορθοδοξίας αρκετά φέγγει, συγκολλημένο εις τον Σταυρόν, καρφωμένο,
ματοκυλισμένο• «ὃςτε έχει πίστη: απο τον γκρεμνόν
<=και όποιος>

σώνει• ὃςτε πίστη δέν έχει, τσακίζεται κ συντρίβεται δια πάντα» (αυτό μου το
λέγει <ε>λληνικά )• ακούγω αυτό, με πιάνει
<=αρχαΐζουσα ελληνική γλώσσα>

φόβος, κόντεψα να μείνω ξερός• αναλήφτη. Τότε εγώ λέγω «τι είναι το κακόν
οπού’ παθα απόψε!»• δέν ήξερα: εις τον ύπνομου ήμουν ή ξύπνος• κ
ε

μόνοςμου μέσα, κ αφανίστηκα απο την τρομάραμου. Τότε δια να ειδώ οτι
είμαι ξύπνος, ρίχνω μαντήλι κάτω, ταμπακέλλα, μαχαίρι, κ άλλα• αστόχησα κ
τα λόγια οπου μου είπαν. Τότε έρχονται και δευτέρως, κ ματα μου λένε τα
ίδια λόγια• τότε ήμουν έξυπνος όλως δια όλου, κ με λιγότερον
<=ξυπνητός>

φόβον• πάλε τ’ αστόχησα. Πήρε να φέξει κ σηκώθηκα κ πήγα εις το


περιβόλιμου

111
κ εργαζόμουν ώς το μεσημέρι να φάγω ψωμί να κοιμηθώ να μην αρρωστήσω,
γ
οπου ήμουν ά υπνος. Τα λόγια τ’ αστόχησα όλα οπου μου είπαν. Αφού το
μεσημέρι έφαγα ψωμί, έπεσα να κοιμηθώ• έρχονται πίσω κ τρίτη
<=πάλι>

φορά κ μου λένε τα λόγια• τότε σηκώθηκα κ τά’γραψα. Κ είχα


<όμως>

αμφιβολία• κ είπα της γυναικός να περικαλέσει την ΧάρηΤης, να τα ιδεί άν


είναι έτσι• ήταν κ ο Χριστός, κ η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι, κ της είπαν: «έτσι είναι,
τα ξέρομεν, τα διαβάσαμεν πρωτύτερα».
<=επιβεβαίωσαν πως σωστά θυμήθηκε κ

Ό,τι ψέμα σας γράφω, άς δώσω λόγον


έγραψε τα λόγια που του είπε ο Παντοκράτωρ>

εις τον Θεόν• κ ό,τι μου λένε θα σας γράψω, κ ό,τι βλέπω – κ είναι πλήθος
οπου βλέπω κ μόνοςμου.)

Την άλλη βραδιά ήρθε ο Παντοκράτορας μόνοςΤου, οπου δέν ματα ήρθε με
τέτιον τρόπον, μου λέγει η γυναίκα, με όλους τους Αγίους. Ευτύς άναψε ο
πολυέλαιος εις την σάλα μόνοςτου. Πήγε πρώτα εις τις εικόνες κ απο’κεί
έξω. Δύο μεγάλα μανάλια οπου ελάμπανε, απο τρείς λαμπάδες το καθένα,
το’να το βάσταγε η Θεοτόκο, το άλλο ο Α-Γιάννης, κ εις το δεξιόνΤου ο
Χριστός κ όλοι οι Άγιοι• κ έλαμπε όλο το σπίτι• κ ήταν όλη γιομάτη η σάλα, κ
εις τις εικόνες,

112

κ ένας Σταυρός οπου έλαμπε, κ μεγάλη σιωπή. Τότε μου λέγει τρείς φορές:
«Γιάννη, Γιάννη, κ Α-Γιάννη! ήρθα κ μόνοςΜου κάτω κ εις την οικίανσου! Δέν
απόλαψε άλλος τοιούτως σε τούτην την ζωή αυτό, μόνον εσύ• κ όσα
περικαλείσαι, όλα θα τ’ απολάψεις• κ απο τούτα οπου βλέπεις να μην ειπείς
ούτε του πνευματικού!». Κ μου είπε: «όσα σου λέγει το ΤέκνοΜου, κ το
ΤέκνοΜου της ΜητέραςΤου, είναι όλοι λόγοι δικοίΜου, οτι καθάρισες
<=στην>

την ψυχήσου κ τους έστειλα να σου φκιάσουνε το σπίτισου». Του λέγει η


ΧάρηΤης: «ΑφέντηΜου, ο ταλαίπωρος: περικαλιώντας νύχτα κ ημέρα
τρύπησαν τα γόνατάτου κ τα χέριατου! κ μαύρισαν κ σάπισαν τα σανίδια απο
τα κλάματατου, τήρα το σανίδι πώς είναι!». «Τα ξέρω», λέγει η
ΠαντοδυναμίαΤου (κ όντως εσάπισαν δια το χατίρι της ματοκυλισμένηςμου
πατρίδος κ θρησκείας. Δόξα, δόξα, δόξα το ΠανάγαθόΤου Όνομα μιλλιούνια
φορές την ώρα, κ της ΒασιλείαςΤου, οπού’ γινε νεκρανάστασι ). «Μήν
ε ς
λυπάσαι, Γιάννη, όσα περικαλείσαι νύχτα κ ημέρα, πατρίδα, θρησκεία κ
εκκλησίες οπου θέλεις να φκιάσεις, όλα θα γένουν με τον καιρότους. Κ το
δαχτυλίδιΜου το έδωσα του ΤέκνουΜου κ το ΤέκνοΜου της ΜητέραςΤου κ η
ΜητέραΤου της χριστι<α>νής κ σου το έδωσε κ το έχεις. Κ θα ζήσεις ακόμα
είκοσι χρόνια, κ να ιδούμεν πάλε•
<=ο Μακρυγιάννης έζησε ώς το 1864, αυτά λέγονται

το 1845, βγήκαν σωστά: στρογγυλεύοντας τον αριθμό τόσα ήταν τα χρόνια που του έμεναν>

113

κ όλα με τον καιρότους θα γένουν, δια να μήν πάθουν δέν θέλουν βίαν. Κ μήν
σικλετίζεσαι κ μουσκεύεις τα μάτιασου νύχτα κ ημέρα, κ κάποτε σου
κρυγιώνει η καρδιάσου οτι ξοδιάζεσαι πολύ, πάλε θα λάβωμεν, ξόδιασε τα
παλιά.
<«πάλε θα λάβωμεν, ξόδιασε τα παλιά»: αυτός ο λόγος είναι πολύ σοφός. Ο άνθρωπος

προσκολλιέται σε εκείνο που έχει, γαντζώνεται, κ γι’αυτό υποφέρει. Η φύση αναπληρώνει κ

υπεραναπληρώνει την κάθε απώλεια. Κάποιος στην Αυστραλία, του είπα «έχω κατα βάθος έναν

φόβο, μή χαθούν αυτά τα όμορφα πράγματα», μου απάντησε «χάσε για να κερδίσεις, άσε να

Άν ήξερες πόσο σου φκιάνω το


φύγουν, κ θα ξαναρθούν• έτσι λειτουργεί η φύση»>

σπίτισου εδώ κ το παντοτινόν, κ τί αξιώθης μόν<ον> εσύ να ιδείς εδώ, μόνον


απο την χαράσου ευτύς θα τελείωνες• δια’κείνο δέν πρέπει να τα βλέπεις
μόνοςσου. Κ ό,τι σου έστειλα εξ αρχής κ θα σου στείλω, είναι δικάσου, θα σου
χρησιμέψουν όταν είναι καιρόςτους. Κ όσοι αδίκως σε κιντύνεψαν κ σε
κιντυνεύουν κ πάνε κόντρα της ΘελήσεωςΜου, κ εκείνους όλους θα τους ιδείς.
Σου αφήνω εις την καθέντραΜου το ΤέκνοΜου κ την ΜητέραΤου κ Αγίους κ δέν
θ’ απολείπουν, καθώς τους έχω διορίσει. Εκείνης της φτωχής, κ το παιδί,
είναι γυμνά, να τα ντύσεις, κ να φκιάσεις κ μίαν σκέπη του τέκνου της
Φανερωμένης οπού’ναι παρόν, κ ένα σκέπασμα του δισκοπότηρούτης, οπου
το έχουν απεριποίητον, κ να τα στείλεις: βάλ’τα εις τις εικόνεςσου κ τα
λαβαίνουν κ τα πάνε». (Τά’ φκιασα κ τά’ βαλα κ την αυγή δέν τά’ ύρα). «Κ
η

θά’ρθει κατατρε μός κ αστένειες μεγάλες, μήν φοβηθείς» (+κ όντως μεγάλος
γ

πεθαμός έγινε, αστενήσαμεν, δόξα του Θεού: ουδέν έπαθε κανείς


<μας> <ή: δόξα

τῳ Θεῷ δέν έπαθε κανείς<μας>> <= θανατηφόρα επιδημία έπεσε, κ απο την οικογένειατου άν κ

αρρώστησαν ήταν παροδικά. Αυτό γράφεται με παραπομπή πάνω απο αυτήν τη γραμμή, στο
). Κ όταν είπε
διάστιχο. Πιο πολύ φαίνεται να λέει: δόξα του Θεού, ουδέν έπαθε κανείς<μας>>

αυτά, μου λέγει: «Το παιδί εις το σκολείον, το μεγάλο, πήγα κ το ηύρα οπου
κοιμάταν, το’ υλόγησα». Κ ευλόγησε κ όλα του σπιτιού, παιδιά κ όλη την
ε

φαμελιά• κ όταν αναλήφτη, έγινε ένας μεγάλος βογγισμός οπου τ’ ακούσαμεν


όλοι, οπου σ’ έπαιρνε τρομάρα.)

Την άλλη βραδιά εκόπιασε: κ πήρε τον Χριστόν, την Θεοτόκον κ πλήθος Αγίων,
ι
πήρε κ μένα κ πήγαμεν εις την Αγία Ειρήνη• κ είχε ένα λαμπ ρό στεφάνι κ μου
το έβαλε

114

τρείς φορές εις το κεφάλιμου κ έκαμα τρείς μετάνιες κ με το ίδιον στεφάνι με


σταύρωσε τρείς φορές κ το πήγε μόνοςΤου εις την Αγιοτράπεζα, κ ήτον μιά
λαμπρά παρουσία κ έλαμπεν όλος ο τόπος. Κ τότε μου είπε: «Εγώ αναχωρώ κ
μένει το ΤέκνοΜου κ η ΜητέραΤου• κ ό,τι θα σου λένε να τα ακούς
<ή: να τ’

, οτι είναι λόγοι εδικοίΜου»• κ αναλήφτη. Κ ο Χριστός


αϊκούς, γραμμένο ‘ναταυκος’>

κ η Θεοτόκο ήρθαν εις το σπίτι με όλους τους Αγίους. Τότε άρχισα κ


φωτίζομαι κ μόνοςμου, κ βλέπω πάντοτες, κ εις την αμαρτωλήμου προσευκή,
καθώς είναι οι εικόνες της ΑγιαΤριάδος, του Χριστού, της Θεοτόκος κ των
Αγίων εις την εκκλησίαν, όταν κάνω την αμαρτωλήμου προσευκή μ’ εξ ὅλης
καρδίας κ με δάκρυα κ με μεγάλη προσοχή, βλέπω πάντοτες: καθώς είναι οι
εικόνες κ τα χέρια του Παντοκράτορος κ όλων, με ευλογούν, κ ευτύς γένεται
ένας ισκύς μεγάλος κ γιομίζει όλος ο
<=ισχύς, πνεύμα με μορφή κάποιου φωτός>

οντάς οπού’ναι οι εικόνες κ περνάγει απο πάνωμου ώς μία ευλογία• κ όταν


προσηλώνομαι τα μάτιαμου εις τον ουρανόν κ περικαλώ ο αμαρτωλός τον
Παντοκράτορα κ τον Σταυρωμένον, κ τότε βλέπω όλα αυτά, κ μεγάλες λάμψες
(σπανίως αυτό), κ την Τετράδη κ κατα’ξοχή την Παρασκευή, αδελφοί
Ορθόδοξοι Χριστιανοί, βλέπω, ευτύς οπου κάνω τις αμαρτωλέςμου μετάνιες κ
εις τα μισά σηκώνομαι κ τηράγω απάνω κ περικαλιούμαι,

115

ο αμαρτωλός του κόσμου, τότε βλέπω την Αγίαν Τριάδα κατάμαυρη, κ ο


Σταυρωμένος εις την μέση, κ την Θεοτόκον κ τους Αγίους• άλλο είναι, αδελφοί,
να το γράφω, κ άλλο να το λέπει ο άνθρωπος! κ όσο σκληρή καρδιά κ άν έχει,
τρέχουν τα μάτια ποτάμι.

Αυτά οπου σας σημειώνω, οπου με αξίωσε ο Θεός (νά’ χω την κατάραΤου κ
της ΒασιλείαςΤου άν σας απατώ μιάν τρίχα, το ίδιο κ εις τ’ άλλα, οπου μου
λένε) κ νύχτα κ ημέρα βλέπω όθεν στέκω ένα φώς: εις την μέση είναι σάν
ουρανί κ οι άκρες κάτασπρες, καθώς είναι τα λαμπρά σύγνεφα όταν παίρνει
να βασιλέψει ο ήλιος• κ ώς ένας στύλος: καταή να τηράξω να κάνω την
προσευκήμου μυστικώς, ή εις τον ουρανό κ κοιτάξω κ να περικαλέσω, θα ιδώ
πρώτα ένα φώς καθώς στράφτει κ ύστερα αυτό. Κ την νύχτα εις τον οντά
οπου θα πέσω να κοιμηθώ κ σβαίνω το φώς, ύστερα περικαλιούμαι:
«φώτισέμε, Κύριε κ η ΒασιλείαΣου», βλέπω όλα, όχι όμως ξάστερα καθώς να
είναι το φώς το ίδιον• κ την νύχτα οπου ξυπνώ κ δοξάζω τον Θεόν κ την
ΒασιλείανΤου εις το στρώμαμου (οτ’ είμαι αστενής κ πειράζομαι πάντοτες
απο τις πληγές του σώματόςμου) κ τότε περικαλιόντας βλέπω το φώς κ
όλους του ισκύους όσους περικαλώ•δι’
<=τις ισχύες, πνεύματα εν είδει φωτών>

αυτά να μήν σας μένει καμιά υποψία•

116

αλλα η προσευκή να είναι μ’ εξ ὅλης καρδίας.

Όταν περικαλιούμαι ο αμαρτωλός την Θεοτόκον κ τους Αγίους να


πρεσβέψουν εις την ΑγιαΤριάδα, εις τον ΑφέντηΜας, βλέπω τις μετάνοιες
οπου γένονται, κ πόση Ευσπλαχνία
<πάντοτε γράφει ‘εσπιλαχνια’. Διορθώνω σε

της Θεοτόκος, κ πόσον κόπον κ αγώνα δια της Πρεσβείαςτης δια


Ευσπλαχνία>

να μας σώσει. Δέν μπορώ να σας περιγράψω αυτά, οτι τα μάτιαμου δέν τ’
αφήνουν τα δάκρυα να ιδούνε να σας γράψω• κ τώρα οπου σας γράφω, το
ίδιον, ποτίζουν το χαρτί δάκρυα καυτερά.

Τί τζιβαϊρικόν πολυτίμητον έχομεν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί κ δέν το


γνωρίζομεν οι ταλαίπωροι! κ μας τυφλώνει η κακίαμας κ η παραλυσίαμας κ η
ιδιοτέλειάμας κ χανόμαστε αδίκως, εδώ κ εις την άλλη ζωή, κ φεύγομεν απο
την δικαιοσύνη του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου, κ εργαζόμαστε έργα του
διαβόλου.)
Μήν στοχάζεστε, αδελφοί αναγνώστες, οτι θέλω να σας απατήσω κ να σας
παρακινήσω στανικώς• εκείνο οπου θέλει ο καθένας, είναι νοικοκύρης να
κάμει, ό,τι αγαπάγει• κ ο ίδιος ο Πλάστης τον έχει
ευταξιούσιον τον άνθρωπον κάμει, κ ανεξάρτητον, κ του’ δειξε
<=αυτεξούσιον>

κ ποιός είναι ο ίσος δρόμος κ ποιός ο στραβός. Εγώ ο αμαρτωλός του κόσμου
έχω χρέος να γράψω όλα αυτά• κ Τον δοξολογώ κ Τον προσκυνώ νύχτα κ
ημέρα, την ΠαντοδυναμίανΤου κ την ΒασιλείαΤου

117

να σώσει την πατρίδαμου κ την θρησκείαμου κ όλους τους τίμιους


ανθρώπους όποιας θρηκείας κ άν είναι κ φέρνουν δοξολογίαν εις τον Πλάστη
του Παντός κ της ΒασιλείαςΤου κ είναι τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνίαν κ
δίκαιοι, να μήν τρώνε την ανθρωπότη ζωντανή εδώ εις την προσωρνή ζωή• κ
να συχωρέσει κ τους ατομικούςμου οχτρούς, κ’ εμένα τον χερότεροΤου
σκλάβονΤου.)

Πάγω να σας σημειώσω, αδελφοί αναγνώστες, τί έκαμα κ εγώ ο αμαρτωλός –


οτι σας λέγω οτ’ είμαι ο χερότερος του κόσμου• κ είμαι βέβαια, αλλα ο Θεός κ
η ΒασιλείαΤου μεγαλοεύσπλαχνος, δέν θέλει να χαθεί μία ψυχή (οτ’ είναι έργα
κ αγώνες δικοίΤου) κ προσπαθεί ώς αγαθός Θεός να την σώσει, το
<να σώσει>

πλάσμαΤου, οτι η ΑγαθότηΤου είναι άβυσσος της θαλάσσης.

Όταν ήρθε η ΠαντοδυναμίαΤου κ απόλαψα όλα αυτά, κ το φώς το αληθινό κ


το βαστώ εις τα βρωμεράμου χέρια, κ πήγαμεν εις την Αγίαν Ερήνη, εγώ δέν
ήξερα οτι θα ματα κοπιάσει κ τυφλώθηκα κ έκαμα αμαρτίαν με την
γυναίκαμου. Τότε, αφού έμαθα όλα αυτά, κ απόλαψα τον Πλάστην του
Παντός κ την ΒασιλείανΤου (κ τόση Ευσπλαχνία σε μάς – κ ήμουν μολυμένος!),
τότε έπεσα να χαθώ απο την λύπημου• κ απο τα κλάματάμου κ δαρμούς οπου
έκαμα (κ κάνω όταν το θυμούμαι κ τώρα, κλαίνε τα βρωμεράμου σπλάχνα, κ
τα μάτιαμου <κ>λαίνε πικρά δάκρυα όταν το θυμούμαι αυτό το βρωμερόν
κάμωμα) δέν παρηγοριόμουν νύχτα κ ημέρα,

118

εις την βρωμερήμου κατάστασιν οπου βρέθηκα. Κ δικαίως είναι να κλαίγω κ


να οδύρομαι όσο είναι η ψυχήμου εις το σώμαμου: τί αξιώθηκα απο την
ΠαντοδυναμίαΤου κ όληςΤου της Βασιλείας ν’ απολάψω κ πώς έπρεπε να
ήμουν κ πώς είμαι! Τότε αυτά όλα, αδελφοί αναγνώστες: μού’ γινε
υποκοντρία –κ η Ευσπλαχνία του Αγαθού
<=οδυνηρή έμμονη ιδέα> <νά>

Παντουργού Θεού:)

Τότε ο Χριστός, η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι – μου λέγει η Μητέρα του Παντός, η
Θεοτόκο: «τί’ ναι αυτά οπου κάνεις κ βαραίνεις τον Θεόν κ τον ΜονογενήΜου
κ’ Εμάς όλους, κ επήγες εις αυτείνη την υποκοντρία κ άχλιαν κατάστασιν?
Αυτό είναι μυστήριον το πρώτο του ΑφεντόςΜας. Κ εις το εξής να
ησυχάσεις• πειράζεις την Παντοδυναμίαν Του κ’ Εμάς όλους».

Εσύχασα. Όταν το θυμούμαι λιώνω κ κλαίγω πικρά. Κ κλαίγω κ τώρα οπου το


σημειώνω• οτι εγώ αξιώθηκα ο αμαρτωλός να ιδώ τόσα μόνοςμου κ ν’
απολάψω, κ να μου λένε κ να με φωτίζουν κ άλλοι όσα εγώ έχω εις την
καρδιάμου – κ να μήν βρεθώ ώς τοιούτως παστρικός!)

Τότε βλέπω εις τον ύπνομου οτι καβαλλίκεψα ένα λαμπρόν άλογο• κ με
πιάσαν κ με γκρέμισαν κάτω• κ τότε παρουσιάζεται μιά κοκκινοφόρα, κ τους
χτύπησε κ τους μάλωσε: «αδίκως αυτόν τον άνθρωπον τον τυραγνάτε τόσον
καιρόν με τα κακάσας έργα• δέν μπορείτε να του κάμετε τίποτας». Κ με πήρε
η γυναίκα, η κοκκινοφόρα, κ μ’ έβαλε πίσω απάνω εις τ’ άλογον. Κ
<=ξανά>

την αυγή έδωσε της γυναικός ένα χαρτί η ΧάρηΤης κ μου το ήφερε κ μου λέγει:
«να το βάλεις με το δαχτυλίδι του ΑφεντόςΜας απάνωσου, εις το
χαμαϊλίσου• είναι το δίπλωμάσου κ η φύλαξήσου».

119

Την άλλη βραδυά είδα εις τον ύπνομου: κάτι άγριοι άνθρωποι ήρθαν να με
πάρουν κ με πήγαν σ’ένα σάπιον σπίτι να με καταδικάσουν• κ ένα πλήθος
λαμπροφόροι άντρες κ γυναίκες πήγαν κ τους γκρέμισαν εκείνους τους
αγρίους κάτω, κ με πήραν κ με πήγαν όλοι αυτείνοι σε μιάν
παλαιινιά εκκλησίαν, κ ήταν μιά Αγιοτράπεζα λαμπρά κ
<=παλαιική, παλαίωνη>

ένας, τον λέγαν Στεφανή, κ ήταν κ’ ένα μικρόν παιδάκι• κ λέγει ο Στεφανής:
«το καημένο το παιδάκι! δια της ΔυνάμεώςΤου ανασταίνεται»• κ ευτύς το
παιδί έγινε άντρας• κ το πήρε πλήθος λαός, εκείνον τον άντρα, κ τον πήγανε
σε μιάν άλλη λαμπρά εκκλησίαν, κ τον ασπάζονταν κ λέγαν όλοι: «τον
ανάστησε ο Θεός». Έκαμα κ εγώ τις μετάνιεςμου κ τ’ ανασπάστηκα
<το πρώην

• κ ξύπνησα.)
παιδάκι>

Απ’ όσα ξηγόμουν πρωτύτερα εδώ, οτι οι «καλοί» άνθρωποι κατήντησαν κ εις
μαγείες (κ ξηγούμαι πώς έγιναν αυτά, κ τα ηύραμεν), απο αυτό είχε πάθει η
φαμελιάμου πολύ εις την υγείαντης, κ απο τις συχνές τρομάρες, οπου
κιντύνευον εμένα κάθε λίγον, κ εκείνον τον κίντυνον της τρίτης Σεπτεμβρίου το
βράδυ οπου μας είχαν κλεισμένους κ κιντυνεύαμεν όλοι να χαθούμεν, όλα
αυτά: κατήνταινε η γυναίκα εις κίντυνον κ εις σεληνιασμόν. Τότε ο Χριστός, η
Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι λένε: «να της βγάλωμεν αίμα απο τα δύο μπράτσα»• κ
ο Χριστός, η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι –ξημέρωνε του Σταυρού–
ς

120

διάβαζαν όλοι. Κ ήρθε εις τον κίντυνον, κ διαβάζοντάςτην, κ ο ίδιος ο Χριστός


την σταύρωσε κ κάτι της έβαλε ως το στόμα• κ γλύτησε .Κ
<=εις> <=γλύτωσε>

μου είπαν δια καμόσες ημέρες να την προσέχωμεν καλά. Κ δόξα το


ΠανάγαθόνΤους Όνομα, έλαβε την υγείαντης καλά• ειδέ, ήταν τελειωμένη, εις
την κατάστασιν οπού’ χε καταντήσει. Έκλαιγα εγώ, οτι είχα τόση φαμελιά
ει

ανήλικη. Τότε, αφού ανάλαβε, είπε η ΧάρηΤης: «δόξαζε τον Θεόν, σε λυπήθη κ
την γλύτωσε, απο αυτόν τον μεγάλον κίντυνον δέν ήταν ελπίδες». Δόξα!
Δόξα! Δόξα το ΠανάγαθόΤου Όνομα κ της ΒασιλείαςΤου!)

Τότε λέγει ο Χριστός, θα πάνε με την Θεοτόκον κ Αγίους εις την Φανερωμένη
να λειτρουγήσουνε. Κ εγώ ήμουν ζαΐφης . Λέγει ο Χριστός: «άς
<zajıf = αδύνατος>

κάτσει ο Γιάννης κ η φαμελιάτου εδώ, μόνον ένα παιδί δικότου να στείλει• Κ


την νύχτα έρχονται κ αυτείνοι εκεί, κ άς είναι εδώ». Έστειλα το
<σωματικώς>

παιδί. Σας λέγω, αδελφοί αναγνώστες, δέν μπορώ να σας παραστήσω τί


φώτα, τί πράματα είδα εκείνη την βραδιά εις τον ύπνομου – κ όσα είδα εγώ
εδώ, μου τά’ λεγε η γυναίκα αυτείνη οπου ήταν εκεί• κ μου έλεγε οτ’ ήμουν κ
εγώ εκεί κ όλημου η φαμελιά! Ό,τι έλεπα εις τον ύπνομου, όλα μου τα είπε
πρωτύτερα, οπού’ ρθαν κ μου είπαν δια την υγείαντης γυναικός κ δια όλους
η

του σπιτιού• πήγαν κ λειτρούγησαν εκεί κ ήμασταν όλοι• «κ θα σε αξιώσει ο


ΑφέντηςΜας να λειτρουγήσωμεν κ εις τις δύο εκκλησίες οπου θα φκιάσεις»
(τις έχω ταμένες, μίαν εις το περιβόλιμου: η ΑγιαΤριάδα η
Χρυσοσπηλιώτισσα κ ο Άγιος Γιάννης,

121

έχω κ την εκκλησίαν μισοφκιασμένη, κ τις εικόνες• κ την άλλη κάτω εις κάτι
χωράφια, οπού’ χω κ μποστάνια, έγινε εκεί ένας μεγάλος πόλεμος κ μεγάλος
ε

σκοτωμός των Τούρκων, ξηγούμαι εις τ’ άλλο τον πόλεμον αυτόν• κ


<ιστορικό>

θα φκιάσω, την Σωτήρω, όταν ο Θεός μ’ αξιώσει, έχω τα λιθάρια


κουβαλισμένα εκεί).)

Εγώ σάν έβλεπα όλ’ αυτά μόνοςμου κ της ΠαντοδυναμίαςΤου όσα μου λέγει η
γυναίκα, έπεσα εις μετάνοια. Κ τότε κατέβασα εις το κάτω πάτωμα την
φαμελιάμου όλη, δια να είμαι ήσυχος κ παστρικός. Σάν ακολούθησε κ εκείνο
οπου ξηγιούμαι εδώ, οπου πήγαμεν εις την Αγίαν Ερήνη κ έλαβα τόσες χάρες
– κ ήμουν άπαστρος, τότε ξεμάκρυνα την φαμελιάμου όλως δια όλου καμόσον
καιρόν. Μίαν ημέρα λέγει η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι της γυναικός να μου ειπεί
οτι: «αυτά που θα σου ειπούμεν είναι λόγια του Χριστού, κ γνωρίζει οτι δέν
θα συγκατανέψεις: άν κάμεις διαφορετικά, όλοι φεύγομεν απο’ δώ• κ ό,τι φώς
κ άλλα οπου αξιώθης, θα χάσεις• κ ούτε η γυναίκα θα την αφήσωμεν να σου
ξαναειπεί τίποτας. Τί’ναι αυτό οπου κάνεις, χωρίστης απο την φαμελιάσου κ
παιδιάσου κ κάθεσαι μόνοςσου κ βασανίζεσαι κ υποκοντρίασες! Χωρίς άλλο,
να πάρεις την χελιδόνασου κ χελιδονάκιασου οπου σού’ δωσε <ο>
ΑφέντηςΜας, οτι αυτό δέν είναι αμάρτημα, –σου είπαμε τόσες φορές, δέν
ακούς– είναι το πρώτο μυστήριον του Θεού• αυτό οπου κάνεις, θα σε χάσει».
Δέν συγκατανεύω,

122

κ τά’χα παραμύθια. Τί αγριότη, τί ανησυχία όλη νύχτα, οπου κιντύνεψα να


ξημερωθώ! Κ μόνοςμου έβλεπα την αγανάχτησιν κ το ξεΐσκυωμα του
σπιτιού
<οτι χάθηκαν οι ισχύεςτου, αντιληπτές κατα λαϊκή ετυμολογία με μορφή ίσκιων, που

. Τότε πέφτω εις αμαρτωλή προσευκή• κ πήρα


είναι προστατευτικά πνεύματα>

όλημου την φαμελιά απάνω κ με μέρες συγχωρέθηκα. Ό,τι μου είπε η


γυναίκα, τα είδα μόνοςμου. (Όχι όμως ώς την σήμερον να είμαστε σε μιάν
κάμαρη κ σ’ ένα στρώμα, οτι αυτό μου φαίνεται οτ’ είμαι χαμένος). Κ με
συγχώρεσαν• κ’ εξακολουθώ να βλέπω ό,τι αξιώθηκα απο την
ΠαντοδυναμίανΤου.)

Όξω εις τα <ο>ροθέσια (εις το τουρκικόν)


<μόλις βγείς απο τα σύνοραμας στην

εμαθεύτηκε οτι ευρέθη ένας θησαυρός, κ μπήκαν άνθρωποι


τουρκική επικράτεια>

μέσα κ δέν μπορούσαν να βγούνε πίσω άν δέν άφηναν ό,τι χρήματα πήραν
απο’κεί. Αυτό ακολούθησε καμόσον• κ έγραφε ένας μοίραρχος απο’κεί οτι
ηύραν κ μιάν υπογραφή κ λέγει «δέν μπορεί να τα πάρει κανείς άλλος, μόνον
ο βασιλέας της Ελλάδος Όθων σε έξι (6∴) χρόνια».

«Περικάλεσε», είπα της γυναικός, «την ΧάρηΤης, να σου ειπεί άν είναι


αληθινόν αυτό». Πρίν της το ειπεί η γυναίκα της ΧάρηςΤης, της το είπε
πρωτύτερα: «Είναι τα χρήματα αυτά αλήθεια, κ όποτε είναι η ώρα του
ΑφεντόςΜας θα χρησιμέψουν δια τους αγωνιστάς κ δια τους ναούςΤου, οπου
τους καταφάνισαν, κ σε άλλα τοιούτα. Κ όποτε είναι η ώρα του Θεού, αυτός ο
καταραμένος δέν μπορεί να σταθεί εδώ ούτε μίαν ημέρα, οπου
<=ο Όθων!>

καταμόλυνε το ξανθό αίμα κ έχυσε κ χύνει


<=το ελληνικό έθνος, το οποίο>

ποταμούς αίματα αθώα δια τους κακούςτου σκοπούς, αυτείνων κ των


αλλονών καταραμένων. . Εις τα
<=κακούς σκοπούς των Βαυαρών κ άλλων ξένων>

κεφάλιατους ολήγορα θα ξεθυ-<μάνουν>.

123

κ αυτός κ οι άλλοι καταραμένοι• ομως εις τα


<Δέν θα σταθεί, θα φύγει>

κεφάλιατους αυτείνων κ εκείνων λήγορα θα ξεθυμάνουν, με την ώρατους – κ


όχι να του δοθεί κ ηύρεμα χρήματα κ άλλα».)

Η γυναίκαμου άρχισε πίσω το πάθος οπου είχε, κ πάγει πολύ κακά, κ εις
κίντυνον. Τότε μίαν βραδιά ήταν εις τα ολοίστια κ όλοι άνω κάτω
<=λοίσθια>

ήμαστε εις το σπίτι, αυτείνη, κ το μικρόν απο τα δύο μπινάρια, ο Δημήτρης,


πρήσκε το ποδάριτου κ ο λαιμόςτου. Τότε ο Χριστός, η Θεοτόκο ,
<=πρήστηκε> ς

κ όλοι οι Άγιοι, κ ο Άγιος Στυλιανός, είχαν μιάν μεγάλη ανησυχία. Της


γυναικός απο τις τρομάρες της έγενε ένα χταπόδι εις την καρδιά, κ ήθελε να
την τελειώσου<ν> . Κ: το βυζίτης σε κακό χάλι ήταν κ
<ή: να την τελειώσω>

πρώτα, τώρα έγινε χερότερα. Τότε όλη νύχτα ο


Χριστός
<παράστεκε>

κ η Θεοτόκο λέγει: «να της το βγάλωμεν. Η γυναίκα είναι


ς

αδύνατη κ κιντυνεύει». Κ <α>ποφάσισε ο Χριστός κ βάνει τον Στυλιανόν κ της


ανοίγουν ένα μέρος κ το έβγαλαν (κ ένας κλαμός απο αυτό οπού’φερνε τους
πόνους εις το βυζί!)• εκόπη απο αυτό το πάθος .
<το πάθος = υποκείμενο του εκόπη>

Τότε ο ίδιος ο Χριστός κάτι της έδωσε, κ είπε να ησυχάσει ένα – δυό μέρες
απο αυτούς τους πόνους
<= για να της φύγει η κούραση απο την ταλαιπωρία των

• κ να της βγάλω μόνοςμου κ εκείνο, οτι δέν βαστάγει. Κ είπαν της


πόνων>

γυναικός να μήν μου ειπεί τίποτας εμένα, ούτε να μάθει η φαμελιάμου οτι
κιντυνεύει, το αχταπόδι βγαίνοντας. Είπαν ευτύς της

124

γυναικός κ τό’καψε. Τότε σε τρείς ημέρες η γυναίκα ήταν με πολλούς


πονοκεφάλους κ μεγάλη ανησυχίαν. Τότε λένε της γυναικός κ μου είπε να
πάρω την γυναίκαμου πλησίονμου κ να την προσέχω, κ εις τις τρείς ημέρες το
βράδυ μου είπε η γυναίκα οτι θα της γιατρέψουν το βυζί• δέν ήξερα τ’ άλλα.
Την νύχτα ακούγω την γυναίκα κ φωνάζει απο το βυζίτης• «χάνομαι!» μου
λέγει•τότε ακώ κ έναν μεγάλο χτύπον, τ’ άκουσε κ η
<=ακούω>

ίδια γυναίκα, κ συγχρόνως είδα κ μίαν μεγάλη λάμψη• καμόση ώρα, κ


<η>

αποκοιμηθήκαμεν• ύστερα η γυναίκα παραδέρνεταν καμόσο διάστημα. Κ


έβγαλε μόνος ο Χριστός ένα σάν χοντρό γαϊτάνι κ είπε της
<=μεταξωτό νήμα>

γυναικός να μου ειπεί: αύριον να της τραβήσωμεν κ πολύ αίμα δια να μήν της
γένει φλόγωση• κ ακολουθήσαμεν αυτό κ σε ολίγες ημέρες έγινε καλά, κ
<είναι

ώς την σήμερον. Θέλησε ο Θεός κ η ΒασιλείαΤου: ελευτερώθη. Κ τότε


καλά>

μου είπε η γυναίκα: αυτείνη την ανησυχίαν κ την μεγάλη ευσπλαχνίαν του
Θεού κ της ΒασιλείαςΤου, οπου έκαμεν νεκρανάστασιν.)
Του παιδιού ήταν ο γοφόςτου βγαλμένος. Κ ο λαιμόςτου . Κ’ εμείς
<ήταν άσχημα>

τον γοφό δέν ξέραμε τίποτας, κ μας το είπε η ΧάρηΤης, κ φέραμεν άνθρωπο κ
τον έβαλε• ομως δέν έκαμε τίποτας εκείνος, τον έβαλε η Θεοτόκο• το ίδιον,
θαράπεψε

125

κ τον λαιμόν του παιδιού, οπου ήταν εις τον κίντυνον, κ λιωμένο τόσον καιρόν
- κ ανάλαβε κ αυτό, κ ήταν μιά χαρά. Αυτά είδα με τα μάτιαμου, την
νεκρανάστασιν οπου έκαμαν. Τότε μου λέγει η ΧάρηΤης: «Δέν ήξερες τίποτας,
ταλαίπωρε! Ούτε γυναίκα θα είχες ούτε το παιδί, κ δια κείνο ο ΜονογενήςΜου
κ όλοι οι Άγιοι αγωνιζόμαστε τόσες ημέρες κ νύχτες, οτι είχε περονιάσει το
κακόν την γυναίκα: κ εκείνο δέν ήταν αχταπόδι, ήταν το πλέον οργισμένο
κακόν, κ θα γκαγκραίνιαζε κ να σαπίσει όλη, κ ήταν: αρχή γίνει,
<είχε>

κ ώρες είχε, κ όχι μέρες. Κ δια να γλυτώσωμεν αυτείνη την ψυχή κ το


χελιδονάκισου . Τώρα δια της Ευσπλαχνίας του ΑφέντηΜας
<αγωνιζόμασταν>

εγιατρεύτηκαν καλά». Δόξα! Δόξα! Δόξα του Μεγάλου Θεού κ της


ΒασιλείαςΤου!)

«Της γεννήθηκαν της καημένης», λέγει η ΧάρηΤης, «απο τους πειρασμικούς


τρόπους των καταραμένων ανθρώπων κ απο τις μεγάλες τρομάρες. Κ
αυτείνη έπαθε, κ τα δύο χελιδονάκια οπου ήταν σε αυτό το σάπιον
σακκούλι
<εννοεί προφανώς το σακκούλι που είχαν γεμίσει με μαγικά αντικείμενα κ το είχαν

θάψει στην αυλή του Μακρυγιάννη, μέσα στο σακκούλι είχαν μάγια με αντικείμενα που

. Κ το χελιδονάκι, ο Μήτρος, σε τέσσερες


συμβόλιζαν την γυναίκα κ τα 2 ‘χελιδονάκια’>

ημέρες θα βγάλει κ λυγερή • θα το κάμει ο


<=κάποια παιδική αρρώστια>

ΜονογενήςΜου να του περάσει αλαφριά». Κ όντως εις τις τέσσερες ημέρες


την έβγαλε κ του πέρασε χωρίς να την αιστανθεί.

126

Ήταν εις το σπίτι κ ενού αγωνιστού κορίτσι. Τον κρέμασαν οι Τούρκοι


<μου>

τον πατέρατου, κ απο την λύπητου, οπού’ρθε εδώ εις την κυβέρνησιν να τους
κάμουν καμίαν σύνταξη οπου ήταν τέσσερες ψυχές γυμνές κ χωρίς ψωμί της
ημέρας, δέν τους έκαμε τίποτας ο Κωλέτης, κ τρελλάθη. Κ τρελλάθη κ ο
αδελφόςτης κ τον έστειλα πρωτύτερα εις την ΧάρηΤης (κ ξηγούμαι τί
νεκρανάστασιν έκαμεν εις αυτόν), κ ύστερα τρελλάθη κ αυτό . Τότε
<το κορίτσι>

το’στειλα εις το νοσοκομείον, κ το αφάνισαν περισσότερον. Αφού έγενε σε


άχλια κατάστασιν, τότε μου λέγει η ΧάρηΤης δια μέσον της γυναικός: «η λύπη
η μεγάλη κατήντησε κ αυτείνη σάν τον αδελφόντης• κ εκεί οπου την έστειλες,
οι καταραμένοι την κάμαν χερότερα. Πάρ’την κ στείλ’τηνεΜου κ αυτείνη εις το
σπίτιΜου εις την Τήνο, κ θα πάγω κ εγώ τώρα εις την γιορτήΜου να την
γιατρέψω». Κ όντως, αδελφοί αναγνώστες, την πήρα απο το νοσοκομείον κ
την έστειλα• κ ήταν σε αχλίαν κατάστασιν - κ του <Ε>υαγγελισμού
<=αθλίαν>

ξημερώνοντας έγινε καλύτερα απ’ ό,τι ήτον, κ ήρθε εδώ κ την έστειλα εις την
πατρίδατης, κ είναι υγ<ι>ής, αυτείνη κ ο αδελφόςτης (οπου ήταν πιασμένος
χέρια κ ποδάρια κ έτρωγε κ τους ανθρώπους σάν σκυλί, όποιος ζύγωνε
πλησίοντου). Κ είναι καί οι δύο σε καλή υγεία,

127

καλύτερα απο τα πρώτα. Κ λέγει η ΧάρηΤης: «Έτσι κατάντησαν των


αγωνιστών τα παιδιά οι αναθεματισμένοι, εις την ταλαιπωρίαν οπου είναι• κ:
δι’ αυτούς δέν έχουν τα μέσα! θά’ρθει ο καιρόςτους κ
<οι κυβερνώντες>

αυτείνων!». Κ γιάτρεψε εκείνη την χρονιά σεληνιασμένους, στραβούς,


κουφούς , τόσες
<=’γοβος’• σε άλλα συμφραζόμενα θα διάβαζα ‘γοβούς’=καμπούρηδες>

αστένειες. Η εξουσίαμας δέν θέλει να λένε τίποτας δι’ αυτά• οτι ο Κωλέτης
φκιάνει φραγκομανάστηρα κ εκκλησιές αυτείνων κ σκολειά, να μας
κυβερνήσει ώς Παππιστανός κ όχι ώς Ορθόδοξος
<=οπαδός του Πάππα>

Χριστιανός• σας σημειώνω ύστερα κ αυτουνού.)

Αφού έβλεπα τόσα θάματα κ την μεγάλη Eυσπλαχνίαν του Θεού κ της
ΒασιλείαςΤου κ την νεκρανάστασιν την μεγάλη οπού’καμε κ κάνει σε μένα, τον
χερότερο απ’ όλοΤου το πλάσμα, κ σε όλημου την οικογένειαν κ σε κείνους
τους
οπού’ρχονται εις το σπίτι μας
<=εις το σπίτι . Κττγνμμ λάθος έγραψε ‘σπιτιτος’,

, τότε, δέν έχω άλλο να προσφέρω ο


επειδή είχε στο νούτου να γράψει το ‘το’ του ‘τότε’>

αμαρτωλός, μόνον να κάνω την αμαρτωλήμου προσευκή νύχτα κ ημέρα κ να


περικαλώ να μου δώσει σπλάχνα καλά να δυνηθώ να δοξάζω κ να
ευκαριστήσω την ΠαντοδυναμίανΤου, κ την ΒασιλείαΤου, τους ευεργέτες, τους
σωτήρες της ματοκυλισμένηςμου πατρίδος κ θρησκείας κ όλων των
δυστυχισμένων αδυνάτων, ορφανών, κ’ εμένα του σκλάβουΤου κ όληςμου της
οικογενείαςμου, οπου ήμασταν χαμένοι το-

128

σες βολές κ μας έσωσε κ μας ανάστησε. Δέν είναι χρέος μεγάλο σ’ αυτόν τον
αγαθόν Eυεργέτη κ σε όληΤου την Βασιλείαν ν’ αγωνίζομαι τον περισσότερον
καιρόν? κ εγώ είμαι ανάξιος, οκνός, κ τίποτας δέν θυσιάζω! Λέγει η ΧάρηΤης
της γυναικός: «Δέν θέλει ο ΑφέντηςΜας κ Εμείς τόσο αυτό! κ να πάψεις! κ η
πατρίςσου – θα την σώσει• κ την θρησκείασου, κ όσους περικαλιέσαι κ εσύ κ
όλησου η οικογένεια. Είδες κ βλέπεις νύχτα κ ημέρα: ο Μονογενής κ Εγώ κ οι
Άγιοι είμαστε διατα μένοι να μήν λείψωμεν τελείως απο την
γ <=καθόλου>

καθέντραΜας
<έγραψε ‘καθετρασǒ’, το σǒ το διόρθωσε απο πάνω, η διόρθωση δέν είναι

. Δέν τα βλέπεις όλα μόνοςσου, οτι δέν κάνει,


ευανάγνωστη, πρέπει να είναι: ‘μας’>

οτι παθαίνεις . Κ εκείνα οπου βλέπεις, είναι αρκετά


<=θα πάθεις κακό άν τα δείς>

δια να μήν κρυγιώνει η καρδιάσου. Όσα γένονται, σου τα λέγει η γυναίκα• δέν
σου τα λέγει εκείνη, είμαστε παρόν κ της λέμεν κ σου λέγει• ούτε αυτείνη
τες

βλέπει τότε, ούτε εσύ. Κ μήν κουράζεσαι πολύ, κ γνωρίζομεν την καρδιάσου».
Τότε εγώ είπα της γυναικός: «σε όλα είμαι σκλάβος αλευτέρωτος - κ υποταγή
εις αυτό η συνείδησι μου δέν μ’ αφήνει•
ς <=σε όλα υπακούω σάν σκλάβος, αλλα σε

κ τότε
αυτό να υπακούσω δέν με αφήνει η συνείδησημου> <αντιθέτως> <άν υπακούσω σε

με βαστάγει κ λυπημένον
αυτό, δηλαδή να μήν δείχνω τόση αφοσίωση> <η συνείδησήμου>

κ ντροπιασμένον οτι δέν ζημιώνομαι τίποτας»• κ περικάλεσα να με


συγχωρέσει κ ο ΑφέντηςΜας κ η ΒασιλείαΤου εις αυτό μόνον.
<να με συγχωρέσει

άν λατρεύω κ προσεύχομαι παραπανίσια, διότι μόνο σε αυτό δέν μπορώ να υπακούσω>. <Ο

Μακρυγιάννης δέν υπακούει Θεό, μόνο την συνείδησήτου υπακούει. Λατρεία απο αναγκαστική

υπακοή, δέν έχει καμιά αξία. Ωστόσο είναι φανερό πως η γυναίκα πολύ σωστά του μίλησε κ σε

αυτήν την περίπτωση όπως κ πάντα>.


Τα 1845 Μαρτίου 15∴ ο Χριστός κ η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι, κ φέραν μιάν
χρυσή κολυμπήθρα οπου έλαμπε• κ ο Α-Γιάννης έβαλε νερό μέσα κ κάτι άλλο
κ έλαμπε.
<=που>

129

Ο Χριστός κ η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι μιά μεγάλη παράταξι , κ ο πολυέλαιος


ς

κ πλήθος φώτα ήταν αναμμένα. Κ κατέβασε η ΧάρηΤης την εικόνα της


Βαγγελίστρας κ διάβασαν πολύ• κ με την εικόνα τη σταυρώσαν τρείς φορές
την κολυμπήθρα κ διάβαζαν• κ τότε έβαλε την εικόνα εις τον
τόποτης.)
<γράφει: ‘το σταύρωσαν’, αλλα το ‘το’ είναι κττγνμμ λάθος αντί για ‘τι’ = ‘τη’.

Παρασύρθηκε απο τα τονιζόμενα ο της προηγούμενης λέξης (εικόνα) κ της επόμενης

(σταυρώσαν)>
.

Κ μου λέγει η ΧάρηΤης: «σήκωσε την κολυμπήθρα απο εκεί οπου είναι».
Έπιασα να την σηκώσω, κ δέν σηκώνεταν. «Όταν έρθει η ώρα του
ΑφεντόςΜας, οπου θα διορίσει την <ε>πιτροπή, τότε θα σηκωθεί αυτείνη. Κ
θα πάρεις τον μεγάλον Σταυρόν οπου σου φέραμεν, κ το χρυσό παιδάκι με την
κασέλατου (οπού’ναι μέσα) οπου σου φέραμε με τον πολυέλαιον οπου τον
βλέπεις εις την σάλα της καθέντραςΜας, οπου φέγγει νύχτα κ ημέρα. Αυτείνη
η κολυμπήθρα κ όλα όσα ήρθαν εις το σπίτισου κ θα’ρθούν όταν
<σημαίνουν:>

είναι η ώρα του ΑφεντόςΜας θα διορίσει την επιτροπή την δικήΤου – κ εσύ με
τον Σταυρόν – κ τότε θα ιδούνε οι άπιστοι να πιστέψουν. Κ τότε θα ιδείς κ τον
Κωλέτη κ Μαυροκορδάτο κ οπαδούςτους όλους οπου θέλουν κ καταγίνονται
να κάμουν την θρησκείασου δυτικώς κ να την παραδώσουν σ’ άλλη φυλή την
θρησκείατους κ την πατρίδατους. Κ ο Κωλέτης – θα μάθεις κ θα ιδείς λήγορα.
Κ του Αρβανίτη Τζαβέλα το σπίτι θα πάθαινε, ο Βασιλέαςσας πρώτα – δέν
θέλησε ο ΑφέντηςΜας δια να μήν πάθουν οι αθώοι άνθρωποι κ χάνονται
αδίκως (οτι αρκετά τους έκαμαν κ τους

130

κάνουν)• κ με τον καιρότους κ αυτό το μόλυμα ο Σαββατιανός


<κττγνμμ εννοεί

κάποιον αιρετικό, Ευαγγελιστή, απο’κείνους που κήρυτταν αργία να είναι το Σάββατο κ όχι η
κ οι οπαδοίτου κ οι άλλοι τοιούτοι: όλους θα τους ιδείτε όποτε είναι η
Κυριακή>

ώρα του ΑφεντόςΜας».)

Αφού μου είπε αυτά η γυναίκα, άρχισα να κάνω την προσευκήμου νύχτα κ
ημέρα, κ ταίνιασα . Τις δεκα<ε>φτά του
<= αδυνάτισα, εξαντλήθηκα>

ιδίου την νύχτα έκανα την προσευκήμου, κ απόστασα κ έκατσα, κ


<μηνός>

τηράγω απάνω εις τις εικόνες κ βλέπω τον ουρανόν κ ήτον ένα στρόγγυλο
πράμα κ έλαμπε• ύστερα γένεται ένα λαμπρό σύγνεφο κ κατεβαίνει εις τις
εικόνες! κ αποσταμένος κ φοβισμένος, πέφτω τα μπρούμυτα• κ εκεί βλέπω (κ
τα μπρούμυτα!) τον ουρανόν, κ αυτό το σύγνεφο, κ πλησίαζε εις τα μάτιαμου
κ εκείνες οι λαμπρές αχτίδες δέν μ’άφηναν να σταθώ ούτε να βλέπω! κ με
παίρνει μιά τρομάρα, κόντεψα να μείνω ξερός. Κ σηκώνομαι, φοβισμένος, κ
μπαίνω εις την κάμαράμου, κ σκοτάδι, πέφτω εις το στρώμαμου• κ έφεγγε
ι
όλος ο τόπος• κ ένας ισ κύς
<μία ισχύς, πνεύμα με μορφή φωτός, κάτι σάν φώς

λαμπρός ήφερνε γύρα απο πάνωμου εις το ταβάνι• κ απο τον


προβολέα>

φόβομου εσκεπάστηκα κ περικαλιόμουν να σωθώ• σήκωσα τα χέριαμου κ


έλεγα: «Πανα<γ>ιάμου, σώσεμε!». Γένεται ένα φώς κ κολλάγει μέσα εις το
δεξίμου χέρι, εις την απαλάμημου• τότε γιομίζει όλομου το στρώμα (κ μου
λιγόστεψε κ ο φόβος, όχι όλως)• κ πέρασα μ’ αυτό

131

κοντά δύο ώρες.

Έφεξε ο Θεός την ημέρα. Λέγει η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι της γυναικός: «μήν ειπείς
τίποτα του Γιάννη, να ειδούμε τί θα σου ειπεί». Όταν άρχισα κ της είπα όλα
αυτά, κ τον φόβον, τότε της λένε: «είναι το Φώς οπου του έδωσε ο
ΑφέντηςΜας να τό’χει δια πάντα• κ ήμασταν όλοι».

Αδελφοί αναγνώστες, όσα σημειώνω – μπορείτε να με ειπείτε τρελλόν κ ό,τι


άλλο βάλει ο καθένας με τον νούτου – αυτό, αδελφοί, τό’χω τώρα κ νύχτα κ
ημέρα ομπρόςμου• κ άν σας απατώ, του Θεού ψυχή να μήν δώσω! κ
<άν σας

σε όσα οπου σας σημειώνω, οπου βλέπω μόνοςμου, κ θα σας


απατώ>

σημειώσω ακόμα (κ μου σάπισαν κ καμόσα φύλλα οπου σας έλεγα, οπου
τά’χα χωμένα).)
Ετοιμάζεταν η ΧάρηΤης να πάγει εις το σπίτιτης, εις την Τήνο, κ λέγει η
ΧάρηΤης οτι ο Αφέντης παράγγειλε να μήν πάγει εις την Τήνο, «να κάτσουν
εκεί οπου τους έχω διορίσει». Κ τότε είχαν κακούς σκοπούς να κάμουν οι
κυβερνήταιμας, του <Ε>υαγγελισμού, κ ανθρώπους να σκοτώσουνε, κ την
χώρα ν’ αφανίσουνε, κ μίαν μεγάλη δύναμη να μου ριχτούν
<είχαν έτοιμη>
ι
εμένα, με απόφασιν• κ όλα αυτά τ ς τα νέκρωσε η Θεία Πρόνοια, οπου
<=τους>

είχαν όλα τα στρατέματα σ’ ενέργεια κ τους μπερμπάντες


<:η λέξη στα

όλους, κ ν’ αφανιστεί όλος ο τόπος.


Οθωμανικά σημαίνει ‘χαλασμένος, διεφθαρμένος’>

Κ τόσες προσπάθειες κ κακές ετοιμασίες ολονών αυτείνων, όλες νεκρωμένες


μείναν, δια της Θεία-Πρόνοιας. Λέγει η ΧάρηΤης οτι: «ο ΑφέντηςΜας δέν θέλει
να χυθεί πλέον αθώον αίμα εδω μέσα, κ τά’σβησε όλα τα κα<κά> πνεύματα κ
ι
ολέθριους σκοπούς οπού’χαν δια την πατρίδα της γεννήσεώςτ ς κ την
<=τους>

θρησκείαντους, κ δια σένα τον αθώον• οτι σ’ έχουν παλούκι εις τα μάτιατους,
ε

οτι δέν μπορούν να σε φέρουν εις τα νεράτους εξ αρχής• κ οτι δια της
φώτισης του ΑφεντόςΜας τους έβγαλες όλες τις μπομπές έξω, κ δέν
<όμως>

μπορούν να σε φάνε• κ κάνουν συμβούλια μεγάλοι άνθρωποι δια να σε


χάσουνε• όποιον φυλάγει ο Θεός, άνθρωπος κακός δέν μπορεί να τους
<:ή:

πειράξει, το κακόν πέφτει εις το κεφάλιτου κ η αδικία. Είχαν σκοπόν,


τον>

τόσες φορές, κ ετοιμασίες να σε βαρήσουν εις το σοκάκι, κ είχαν κ τόπους


πιασμένους, δέν μπόρεσαν να σου κάμουν τίποτας, τους στραβώσαμεν, οτ’
είμαστε πάντοτες μαζίσου όθεν πηγαίνεις, έτσι είμαστε διατα μένοι• κ δέν
γ

μπορούν να σου κάμουν κακόν κ στραβώνονται, κ λένε οτι έχεις μάγους –


εκείνους οπού’χουν όλοι αυτείνοι κ εργάζονται δια την πατρίδατους κ
θρησκείατους!».

Αφού μου είπε όλα αυτά, ευτύς εφάνη μιά μεγάλη λάμψη, κ όλοι στάθηκαν

133

στάθηκαν με μεγάλη προσοχή κ εις παράταξιν• κ ευτύς φάνη ένας λαμπρός


Σταυρός κ άναψαν όλα τα φώτα, κ ο πολυέλαιος κ μία λαμπρά λαμπάδα με
διάφορα χρώματα• κ με πήραν εμένα κ την φαμελιάμου πλησίονμου κ όλαμου
τα παιδιά (τα μπινιάρια, τον Δημήτρη τον είχε εις τα χέριαΤης η ΧάρηΤης, τον
Γιώργη η Αγία Κατερίνη). Πρώτα με τον Σταυρόν σταύρωσαν την γυναίκα κ
κάτι της έβαλαν εις το στόματης κ είπαν: «η δυστυχισμένη! τώρα παίρνει να
μπαλσαμώσει το σώματης», κ ύστερα το παιδί, το Δημήτρη, κ το σήκωσαν
τρείς φορές όλοι• κ τ’ άλλο το σταύρωσαν μόνον, κ τ’ άλλα όλα τα παιδιά• κ’
εμένα με σταύρωσαν κ με ευλόγησαν όλοι κ μ’ εκείνη την λαμπάδα, κ τότε την
πήρε η ΧάρηΤης κ έκαμα τρείς μετάνιες κ την πήρα κ μου είπε: «να την βάλεις
μέσα εις την κάσα κ αυτείνη, οπού’ναι το χρυσό παιδάκι,
<το χρυσό παιδάκι

οτι θα
συμβολίζει κττγνμμ τον ενσαρκωμένο Θεό που δέν υπόκειται στην φθορά του χρόνου>

σου χρειαστεί, θα κάψεις τα μάτια του Κωλέτη, Μαυροκορδάτου κ αλλονών, κ


του Αρβανίτη Τζαβέλα οπου πάντοτες είναι έτοιμος κ διατάζει τον χαμόν της
πατρίδοςτου κ θρησκείαςτου, κ εσένα, με μεγάλον

134

φθόνο κ κακία. Κ αυτείνοι – τους έστρωσαν το τραπέζι άλλοι κ τρώνε, κ


γυμνώνουν κ την πατρίδατους κ την θρησκείατους, κ την πουλούνε όθεν
φτάνουν• κ οι καημένοι οι αγωνισταί πεθαίνουν χωρίς άρτον κ γυμνοί. Τον
Κωλέτη, σου είπαμε κ άλλη φορά, λήγορα θα τον ιδείς• κ του Τζαβέλα το
σπίτι. Εσύ ασφάλισες την ζωήσου κ την υγείαν της χελιδόναςσου (οπου δέν
θα ήταν σήμερα) κ το χελιδονάκιμας. Κ δόξαζε τον ΑφέντηΜας,
<=υπήρχε>

καθώς Τον δοξάζεις• κ άφε τους επίορκους όλους, οπου κάθε λίγον
ς <=άφησε>

ορκίζονται κ με τον καταραμένον κατοικούνε οι αναθεματισμένοι,


<=διάβολο>

οπού’χυσαν κ χύνουν ποταμούς αθώα αίματα δια τα έργα του πειρασμού κ


δουλιές αναντίον της πατρίδοςτους κ θρησκείαςτους».)

Αφού έβλεπα όλη αυτείνη την Ευσπλαχνίαν του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου
οπου αγωνίζεται νύχτα κ ημέρα να σώσει εμάς απο την τρέλλιαμας κ
<ι>διοτέλειάμας κ απο την απιστίαμας, τους στραβορα<γ>ιάδες, τα
κωλόπανα των Τούρκων κ οπαδώντους θέλει να μας λευτερώσει απο αυτούς
κ απο την τυραγνίαντους, κ κοπιάζει κ θυσιάζει η ΘείαΠρόνοια κ ανασταίνει
τους πεθαμένους κ τους ζωντανεύει, μας κάνει ‘εκλαμπρότατους’, μας κάνει
‘εξοχώτατους’, μας κάνει ‘γενναιότατους’, μας ξεσκλαβώνει πατρίδα κ
θρησκεία να γενούμεν έθνος ανεξάρτητον να ζήσωμεν ώς άνθρωποι εις το
εξής, κ μ ’ εξ όλης καρδίας να φέρνωμεν την δοξολογίανμας
ε
135

εις τον Ευεργέτημας, εις τον Σωτήραμας, κ να Τον δοξάζωμεν μ’ εξ όλης


καρδίας νύχτα κ ημέρα, εμείς (αφού είμαστε αχάριστοι κ εξεκλίναμεν όλως
δια όλου απο αυτά) τί κάνομεν? ακόμα «η νηστεία δέν είναι τίποτας, η
εκκλησία το ίδιον, ανώτερον δέν υπάρχει, φύση είναι κ όχι Παντουργός»,
<όν>

κ «τί’ναι Θεός? κ πώς ο Χριστός…? κ τί η Παναγία?», κ αφού καταντήσαμε


αχάριστοι εις την ΕυσπλαχνίαΤης, Την βλαστημούμεν κιόλα! οτι δέν μας είπε
τα ΜυστήριαΤης. Κ αφού οι άπιστοι ‘εκλαμπρότατοι’ κ οι ‘εξοχώτατοι’, κ οι
κλέφτες κ οι λησταί εμείς οι ‘γενναιότατοι’ όλοι μαζί, με τους
εκλαμπρότατους κ’ εμείς, πουλούμε το πολυτίμητόμας τζιβαϊρκόν εις τους
αλλόθρησκους, διατί? δια ένα τραπέζι, δια μίαν γλυκεί<α> κ δολερά
γ
‘καλημέρα’ των πρέσβε ων των ανθρωποφάγων (οπου τρώνε ζωντανούς
ανθρώπους) κ γενόμαστε κ ποταποί κ πουλημένοι εις την δικήμας Βασιλείαν,
χωρίς πατριωτισμό κ χαραχτήρα. Κ μας κατακερματίζει όλα αυτά

κ μας κάνει σκουπιρά


εξουσία> <γραμμένο ‘σκοπιρα’. Λέξη παράγωγη απο τη σκούπα, =

, οτι τέτιοι είμαστε, κ της λέμε: «σε περικαλώ, Βασιλέαμου,


σκουπίδια>

Βασίλισσάμου, Κυβέρνησήμου» - πουλημένοι κ φκιασμένοι απο τοιούτους


καταχρηστάς της πατρίδος – σας περικαλούμε μεγάλους κ μικρούς να μας
βγάλετε απο την πατρίδαμας,
<=αναδείξετε, ή: στείλετε σε άλλη χώρα σε καλό πόστο>

βουλευτάς να μας κάμετε, γερουσιαστάς να μας κάμετε, δημάρχους κ τα εξής,


κ μπαίνομεν κ κλέβομεν

136

δια να φκιάσωμεν ένα χρυσό φόρεμα, δια να βάλωμε χερότια


<=χειρόκτια =

κ μεγάλες πολυτέλειες• κ δι’ αυτά


γάντια, που πάνε μαζί με πολύ επίσημη ενδυμασία>

όλα μας λέγει ο βασιλέας κ η κυβέρνησήτου: «πέταξε ο γάιδαρος!» -


«πέταξε!» λέμε• κ ό,τι στραβά νομοσκέδια φέρνουν εις τις βουλές αναντίον
της λευτερίας της πατρίδος κ θρησκείας, ευτύς τα <υ>πογράφομεν με χέρια
κ με ποδάρια, χωρίς καμίαν παρατήρησιν• κ καταντήσαμεν εδώ οπου είμαστε,
κ χύνομεν ποταμούς αίματα αθώα κ αφανίζομεν κ γενικώς την πατρίδαμας.)

Αφού βλέπω κ εγώ ο παραμικρός κ ο χερότερος όλα αυτά, αδελφοί


αναγνώστες, την μεγάλημας παλαβομάρα κ την απερίγραφτη Ευσπλαχνία του
Θεού κ της ΒασιλείαςΤου, (εμείς καθεμερινώς πέφτομεν εις τον γκρεμνόν ώς ο
μεθυσμένος κ ο Θεός κ η ΒασιλείαΤου μας σώνει δια να τους βλαστημούμεν,
όχι σπολλάτη ), τότε δια όλα αυτά της
<γραμμένο ‘σπολάκυ’, διόρθωσα σε σπολλάτη>

Θεία-Πρόνοιας οπου κάνει σε μάς κ ατομικώς σε μένα τον αμαρτωλόν κ σε


όλημου την οικογένειαν, θέλησα ν’ αυγατίσω την αμαρτωλήμου προσευκή κ ν’
αγωνίζομαι περισσότερον κ να δοξάζω τον Ευεργέτημας κ την ΒασιλείαΤου,)

θύμωσε η γυναίκαμου εις αυτό, οτι άργησα, κ


ξέρασε καμόσα• τότε εγώ θυμωμένος κόντεψα να την στείλω εις
<=ξεστόμισε>

την άλλη ζωή, κ αυτείνη να χαθεί κ εγώ δι’ αυτό

137

το απάνθρωπον κάμωμα. Αφού δέν την τελείωσα, την έδιωξα κάτω εις τον
πάτο να κάτσει, να μήν την βλέπω. Τότε παίρνει φαρμάκι να
<=κάτω πάτωμα>

φαρμακωθεί• η ΧάρηΤης παίρνει την γυναίκα κ μου την στέλνει κ με μαλώνει


δι’ αυτά κ μου λέγει να προφτάσω κ το φαρμάκι• πήγα κ το ηύρα εις την
τσέπητης, οπού’χε σκοπόν να το φάγει• τότε είπα να την τελειώσω εγώ κ όχι
το φαρμάκι• η φώτιση της Θεια-Πρόνοιας με διάκοψε κ με φώτισε κ την πήρα
απάνω κ της είπα: «Ποιόν πράμα σε βάρυνα, οπου μου είπες δια την
προσευκήμου? Προσευκόμουν ώς Χριστιανός εις τις εικόνες του Θεού κ της
ΒασιλείαςΤου. Εσύ άν νύσταζες, να πέσεις να κοιμηθείς• τί κακόν σου έκαμα
οπου θέλησες να φαρμακωθείς? Ήρθε κανένας ή την ημέρα ή την νύχτα κ σου
βάρησε την πόρτασου κ σε διατίμησε οτι τον έκλεψα κ να τον πλερώσω, τον
διατίμησα κ να παιδευτώ? Έμεινες νηστική, γυμνή, ξυπόλητη, εσύ κ η
φαμελιάσου? με δούλους, με δούλες – κ εγώ δουλεύω ώς κηπουργός κ
<είσαι>

υποφέρνω όλα αυτά τα έξοδα κ περνάγει το σπίτιμας καλύτερα απο κάθε


ενού (οτι παίρνομεν πολλά λιγότερα απ’ όλους αυτούς, κ η Ευλογία του Θεού:
τά’χομεν όλα κ μας δίνει κ την υγείαμας)•να μήν δοξάσωμεν τον Θεόν? Την
βραδιά μόνον της τρίτης Σεπτεμβρίου –δέν σου λέγω άλλα
<=παραλείπω>

138

κ άλλα πλήθος– εκείνη την βραδιά οπου θα γινόμαστε στάχτη όλοι κ το σπίτι,
το αστόχησες όταν σ’ αποφάσισαν οι γιατροί κ ήσουνε ξερή τόσες ημέρες, κ
καλάσου κ κακάσου απάνωσου, κ όταν ήρθα την αυγή κ έλπιζα οτ’
<έκανες>
ήσουνε τελειωμένη, τί μου είπες? «άντρα, να πάς εις την Βαγγελίστρα!», κ μου
είπες την μεγάληΤης Ευσπλαχνίαν οπου έκαμεν σε σένα κ σε όλους του
σπιτιούσου• κ άλλες πλήθος αστένειες. Τους γιατρούς τους πλερώνομεν τον
καθέναν από’να κ απο δύο τάληρα την βίζιτα κ δέν μας γιατρεύουν, μας
αποφασίζουν εις θάνατο – αυτός ο Γιατρός οπου μας ανασταίνει κ μας
διατηρεί, δέν Του δίνομεν πλερωμήν• να μήν Τον δοξάσουμε κ να Τον
ευκαριστήσωμεν? Σου το συγχωρώ τώρα κ δέν σε πέθανα• άλλη φορά
παραμικρόν να ιδώ περι αυτού, δέν ματατρώμεν ψωμί μαζί!∴».

Αφού σεκλετίστηκα απο αυτό το άτοπο φέρσιμον της φαμελιάςμου –


συγχρόνως ήταν κ κάτι χήρες κ αρφανά των αγωνιστών σε μεγάλη δυστυχία,
τους είχα εις το σπίτιμου• πήγα κ μίλησα κ δι’ αυτούς κ εις τον βασιλέα κ εις
τον πρωτοϋπουργόν Κωλέτη κ δέν τους έγινε ούτε ένα λεπτό
περίθαλψη• μάλωσα με αυτόν πολύ, ό,τι μπόρεσα έκαμα εις τους ανθρώπους,
κ πάνε πίσω απο εκεί οπού’ρθαν άδειγοι κ ξεροί (οτι δι’ αυτούς είναι φτωχή η
πατρίς• δια τους προδότες κ κόλακας κ παραλυμένους είναι πολλά πλούσια!)
– δια όλα αυτά μού’ρθε μιά απολ-

139

μιά απολπισία, «πού καταντήσαμεν!» κ αστένησα καμόσο. Τότε η ΧάρηΤης κ


οι Άγιοι με διάβαζαν εις το στρώμαμου• κ με πότισε ένα γιατρικόν η ΧάρηΤης,
οτ’ είχα βάρος εις την καρδιάμου, κ έγινα καλύτερα.

Λέγει αυτά η γυναίκα, κ της είπε: «Να ειπείς του Γιάννη αύριον βράδυ να είναι
έτοιμος, θα τον πάρωμεν να τον πάγω εις το σπίτιΜου εις την Τήνο, είναι κ
Θέληση του ΑφέντηΜας». Κατεβήκαμεν κάτω εις την θάλασσα, κ ήταν ένα
πανί κ έλαμπε, κ ολόγυρα με πλήθος λαμπάδες• κ μπήκαμεν μέσα• κ ευτύς
βρεθήκαμεν εις την ΧάρηΤης, κ ήταν πλήθος Άγιοι κ με σταύρωσαν τρείς
φορές κ κάτι μού’δωσαν κ έφαγα. Μου λέγει η ΧάρηΤης: «Γιάννη! Μέσα εις το
πανί μπήκαμεν κ σε τόση θάλασσα, δέν πνιγήκαμεν, μας διατηρούσε ο
ΑφέντηςΜας• κ εσύ διατί κλαίς νύχτα κ ημέρα δια την πατρίδασου κ
θρησκείασου κ δι’ αυτούς τους δυστυχείς οπου τους παρουσίασες κ μίλησες
ολούθεν κ δέν συνακούστης? Ό,τι σε φώτισε ο ΑφέντηςΜας έκαμες (κ πάντοτε
να κάνεις) εις αυτούς• κ ο Αφέντης τους έκαμεν την ΕυσπλαχνίαΤου, δέν
χάνονται κ αυτείνοι, καθώς δέν πνιγήκαμεν κ εμείς: απάνω εις το πανί
ταξιδεύαμεν κ ευτύς ήρθαμεν, μας ήφερε ο ΑφέντηςΜας. Όποιος έχει πίστη…
Εσύ είδες κ βλέπεις τόσα οπου δέν αξιώθη κανείς άλλος σε τούτο τον
κόσμον• κ να βοηθάς τους δυστυχείς κ να μήν αγαναχτάς κ
κιντυνεύεις• εσύ εκιντύνευες άν δέν σε προφτάναμεν σε όλα

140

αυτά• διατί κάνεις έτσι κ μας πικραίνεις κ’ Εμάς όλους?». Τότε βγάζει μιάν
μεγάλη κάσα κ ήτον πλήθος μέσα άγια Λείψανα κ άλλα πράματα οπου
έλαμπαν, κ ένα άγιον Λείψανον ολάκερον• κ ανοίγοντας η κάσα δέν
μπορούσες να σταθείς απο την μοσκομυρωδιά. Μου λέγει η ΧάρηΤης:
«Ασπάσου όλα αυτά!»• έκαμα τρείς μετάνιες κ ασπάστηκα• κ σήκωσε ένα
λαμπρόν πράμα κ με σταύρωσε τρείς φορές• κ τότε μου λέγει η ΧάρηΤης:
«Βλέπεις αυτόν τον Άγιον? εις τα ενενήντα εννιά (99) άγιασε, κ ώς
<εννοεί 1799>

την σήμερον μάτι δέν τον είδε ακόμα• εσύ αξιώθης να Τον ιδείς τώρα. Είχε
κάμει πλήθος αμαρτίες κ ύστερα ματανόησε κ έκανε πλήθος ελεημοσύνες εις
τους δυστυχείς κ τους <υ>περασπίζεταν πολύ• κ άγιασε (κ τον λέπεις μόνον
εσύ σήμερα), οτι έκοβε την χαψιά το ψωμί απο το στόματου κ το μέραζε εις
τους δυστυχείς• κ δι’ αυτά όλα ο ΑφέντηςΜας τον είχε δοξάσει εις τα
ζώντατου κ απόλαψε όσα απόλαψες κ θ’ απολάψεις ακόμα, κ: εσύ μόνον εις
τον κόσμον• αυτός απόλαψε αυτά κ εσύ• ούτε τα απόλαψε άλλος ούτε
θέλει τ’ απολάψει. Κ εις τον πεθαμότου άγιασε• κ είδετε εσείς
<=πρόκειται να>

οι μόνοι οι δύο όλα τα λαμπρότερα πράματα κ μυστήρια του Θεού• οπου δέν
τ’ απόλαψε η Μητέρα του Χριστού όταν ζούσε σ’ αυτείνη την ζωή!

141

Αφού, Γιάννη, είδες κ βλέπεις τόσα, κ τον ίδιον Θεόν, κ τον ΜονογενήΤου κ την
ΜητέραΤου, κ όλους του Αγίους, να είμαστε διαταγμένοι να σε φυλάμε νύχτα
κ ημέρα οπου ήσουνε χαμένος μιλλιούνια φορές κ εσύ κ η οικογένειασου, κ
βλέποντας ο ΑφέντηςΜας την ψυχήσου κ την αδικίαν οπου θα σου γένεταν,
αδίκως, απ’ όλους αυτούς, απόλαψες όλα αυτά».

Δόξα! Δόξα! Δόξα! Πανάγαθε Θεέ, Θεμελιωτή του Παντός! κ Σώτειρα


ΑγιαΤριάδα! Βασίλισσα του Κόσμου , Αγαθή Μητέρα Προστάτισσα κ
<=Παναγία>

Ευεργέτισσα! Δέν έχω άλλον εγγυητή να βάλω εις τον ΑφέντηΜας, μόνον την
ΑγαθότηΣου• κ άν αρνηθώ όλα αυτά οπου μ’ αξίωσε κ μαθαίνω κ βλέπω
ολοένα (ανοίγοντας το στόμαμου να ειπώ «Θεόν» κ «την ΒασιλείανΤου»,
βλέπω με τα μάτιαμου το ΦώςΤου ευτύς κ την ΕυλογίανΤου, κ του Χριστού του
Αληθινού, κ της ΧάρηςΣου, Θεοτόκο, κ των Αγίων), άν αρνηθώ αυτά όλα, κ τις
μετάνιεςΣου, Θεοτόκομου, κ τα δάκρυάΣου όταν κιντύνευα, κ η πρεσβείαΣου
εις τον ΑφέντηΜας κ εις τον ΜονογενήΣου κ υπεράσπισήΣου νύχτα κ ημέρα σε
όλημου την οικογένειαν, (οπου αυτά δέν τα είδα ούτε απο τον πατέραμου
ούτε απο την μητέραμου, τα είδα απο τον Θεόν του Παντός, τα είδα απο τον
Χριστόν, τα είδα απο την Θεοτόκο,

142

τα είδα απ’ όλους τους Αγίους, είδα την μεγάλη ευεργεσία κ λέπω κάθε
στιγμή, κ της πατρίδοςμου της ματοκυλισμένης κ της θρησκείαςμου κ των
τίμιων ανθρώπων), αφού, Θεοτόκομου, αφού, Βασίλισσάμου Αληθινή, όλα
αυτά αξιώθηκα εγώ, εγώ, εγώ! (ποιά αρετή ? ποιά ηθική ? ποιά
<είχα> <είχα>

κακίαν δέν έκαμα, αρχή κ τέλος ώς την σήμερον?), όταν εις το εξής
αλησμονήσω αυτά όλα κ πέσω εις τις παλιέςμου αμαρτίες κ πηγαίνω
γυρεύοντας δι’ αυτές κ όχι να μετανοήσω κ να προσπέσω εις την Ευσπλαχνία
του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου κ δια να με συγχωρέσει κ να με προφυλάξει, κ
πηγαίνω γυρεύοντας την κακίαν, τότε, Θεοτόκομου, ο Θεός ευσπλαχνίζεται
τους αμαρτωλούς, καθώς εκοπίαζες κ έκλαιγες να με σώσεις, να κλάψεις κ
να περικαλέσεις Αυτόν τον Πανάγαθον Θεόν να με κάμει στάχτη οτι εγώ είμαι
πλέον αχάριστο θερίον, όχι άνθρωπος, όσα αξιώθηκα κ είδα κ γράφω εις
τους αναγνώστες όλους – κ να γένω παραβάτης! Άνθρωποι είστε εσείς,
όποιος με συγχωρέσει ώς άνθρωπον . Όποιος δέν τα είδε κ δέν
<τον ευχαριστώ>

τα λέπει, δέν αμαρτάνει• εγώ, κ τώρα οπου γράφω, οπου σήκωσα τους
οφθαλμούςμου απάνω

143

κ περικαλέστηκα, κ το Φώς το αληθινόν είδα, κ το ευλογημένον κ λαμπρό Χέρι


οπου <ε>υλογάγει – τί θέλω εκείνα οπου μου λένε? – κ εκείνα τα πιστεύω οτι
είναι αληθινά κ λαμπρά, πιστεύω κ τα μάτιαμου τα ίδια (κ τα κλείνω, πολλές
φορές, κ τα ίδια λέπω!), δέν μου μένει παραμικρή υποψία.

Περικαλώ την ΠαντοδυναμίαΤου κ την ΒασιλείανΤου (είμαι ο χερότερος απ’


όλοΤου το πλάσμα κ) να μου δώσει αρετή κ να μου καθαρίσει την
αμαρτωλήμου ψυχή να Τον περικαλώ νύχτα κ ημέρα να μου σώσει πρώτα την
πατρίδαμου κ την θρησκείαμου κ γενικώς τους τίμιους ανθρώπους της
κοινωνίας (όσοι φέρνουν δοξολογίαν εις τον Θεό κ εις την ΒασιλείανΤου,
όποιας θρησκείας κ άν είναι) ο Θεός να τους φυλάγει όλους αυτούς, κ ύστερα
κ’ εμένα τον χερότερονΤου σκλάβον κ όλους του σπιτιούΤου, την σκλάβαΤου κ
τα σκλαβόπουλάΤου!

Σώσεμας, Κύριε Παντοδύναμε κ η ΒασιλείαΣου! Η ΠαντοδυναμίαΣου, η


ΑγαθότηΣου μας έσωσες τα 1821 κ μας λευτέρωσες απο την τυραγνίαν του
σουλτάνου κ οπαδώντου. Μας έσωσες τα 1843∴ απο τους αχάριστους
βασιλείς κ οπαδούςτου<ς>, μας έσωσες κ μας σώνεις κάθε στιγμή απο
κείνους οπου πουλούν την πατρίδατους κ την θρησκείατους κ απο’κεινούς

144

οπου θέλουν να την αγοράσουνε, οι κληρονόμοι του διαβόλου κ της


βασιλείαςτου!)

Μιάν χούφτα Ορθόδοξους Χριστιανούς (!έργα κ αγώνες της


ι
ΠαντοδυναμίαςΣου όσο να τ ς σώσεις κ να τους βγάλεις εις την κοινωνίαν της
ανθρωπότης!) αυτείνοι στέκονται ανοιχτά τα στόματα να τους φάνε, οτ’
<με>

είναι οι κληρονόμοι της γής κ της θάλασσας κ τρώνε την ανθρωπότη


<τάχα>

σάν σαλάτα! Έχετε δικαιοσύνη να είστε δυνατοί! Κ τα πρόβατα εκείνα


<για>

οπου σού’δωσε ο νοικοκύρης, εκείνα να φυλάς κ να κουμανταρίζεις – κ μήν


πολεμάς να κλέψεις κ να φάς τα ξένα, οτι θα χάσεις κ τα δικάσου• κ θα
μείνεις καθώς έμεινα εγώ τόσους αιώνες κ ώς Ορθόδοξος Χριστιανός
υπόφερα απο τους λύκους, παλαίματα
<=πράγματα που πάλευαν εναντίονμου,

ηύρα καμόσα, κ με τον καιρότους κ με τις ελπίδεςμου εις τον


αντιξοότητες>

Θεόν θα μ α ξαίνει τη στάνημου πίσω • κ όσα θέλεις κάμε, δέν


<ου> <υ> <=πάλι>

σ’ έχω ανάγκη, όταν έχω αυτόν τον Αφέντη του Παντός κ την ΒασιλείανΤου• μ’
έσωσε κ μ’ ανάστησε όταν είχα ολίγα τουφέκια κ εκείνα με σκοινιά δεμένα –
τώρα τά’χω (δια της ΔυνάμεώςΤου) χωρίς σκοινιά.)

<αλλαγή μελάνης>

Καθώς σας σημειώνω οτι τα χαρτιά σάπισαν καμόσα κ σας βαίνω τα πρώτα
δεύτερα κ τα δεύτερα πρώτα, αλλα γράφω ό,τι έγεναν κ ας είναι κ αυτό: Η
γυναίκαμου, καθώς σας γράφω πρωτύτερα, αυτό το πάθος της είχε
καταντήσει κ απο φόβον κ απο δαιμονικά, κ ήθελε να σαπίσει
<=επρόκειτο>

όλοτης το στήθος, ήταν σε κίντυνον•

145

τότε η ΧάρηΤης λέγει της γυναικός να μου ειπεί αυτό, να προσέχω την
φαμελιάμου καλά. Τότε εγώ, έβλεπα κ τους μεγάλους παραδερμούς της
γυναικός, δέν παρηγοριόμουν νύχτα κ ημέρα• τί να κάμω τόσα ανήλικα
παιδιά! έβαλα παραμάνες, αλλα ο ξένος ξένος είναι. Φώναζαν τα παιδιά την
νύχτα νηστικά κ άλλα , κ εγώ προσευκιόμουν κ έκλαιγα… Τί
<τέτια συνέβαιναν>

να σας γράψω, αδελφοί αναγνώστες, πάγαινε η Αγαθή Μητέρα (δέν μ’


αφήνουν κ τώρα οπου σας γράφω τα δάκρυα να το γράψω), πήγαινε η
ΧάρηΤης κ έπαιρνε το Δημήτρη εις τα χέρια, κ η Αγία Κατερίνη το
άλλο κ τα συγύριζαν• κ όταν είδαν τον κίντυνον, τότε
<παιδάκι, τον Γιώργη>

έκλαιγε η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι όλοι, κ μου έλεγε: «καλύτερα ήταν να μήν σε είχα
γνωρίσει, δυστυχισμένε, εσύ κ αυτά τ’ ανήλικα, πώς θα καταντήσουν?»,
μού’λεγε αυτείνη η γυναίκα, τέσσερα μερόνυχτα έκανε μετάνιες κ έκλαιγε η
ΧάρηΤης κ περικαλείταν. Ξημερώνοντας των Βαΐων, την νύχτα βλέπω ένα
μεγάλο φώς, κ ισκύους πολλούς. Αυτό το φώς κ οι αχτίδες, δέν μπορώ,
ς
αδελφοί, να το γράψω εγώ, κ την μεγάλη ωραιότη .

146

Κ ευτύς άναψαν ο πολυέλαιος κ όλα τα φώτα, κ με τις μεγάλες λαμπάδες


στέκεταν η ΧάρηΤης κ ο Α-Γιάννης ομπρός, της λέγει της
<ο Παντοκράτωρ>

Θεοτόκος: «σώνει πλέον τους αγώνεςΣου κ τα δάκρυάΣου, κ Σου γένεται


αυτείνη η χάρη». Κ ευτύς η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι γονάτισαν ομπρόςΤου κ με
δάκρυα μεγάλα Τον δόξασαν• κ παρουσίασαν την γυναίκα ομπρόςΤου, κ
εκείνα τ’ ανήλικα παιδιά, κ τα ευλόγησε κ είπε: «καταφρονεύτηκαν τα
αθώα κ όλα τ’ άλλα ». Κ εγώ ομπρόςΤου, κ κλαίγαμεν όλοι.
<αυτά> <παιδιάτου>

(Κ σηκώθηκα, αδελφοί, κ ήμουν μούσκεμα). Τότε είπε της ΧάρηςΤης κ έβαλε


μιάν κορδέλλα συρματένια ασημένια εις τα στήθιατης σταυρωτά, κ έμεινε
αυτείνη η κορδέλλα καμόσον καιρόν• κ τότε έβγαλαν κ το αχταπόδι κ το άλλο,
ο Χριστός , κ σώθη . Μου λέγει αυτείνη η γυναίκα τα
<τα έβγαλε> <η γυναίκα>
κλάματα κ τις μετάνιες της Θεοτόκος κ όλων των Αγίων, ήταν λυπημένοι, κ
όταν έβλεπαν τα παιδάκια τα μικρά…

Αφού έκαμεν την Νεκρανάστασιν Αφέντηςμας, Τον δόξασαν όλοι


<ο>

γοναστικώς κ Τον ευκαρίστησαν• κ είπαν της γυναικός να ειπεί εμένα να ειπώ


της φαμελιάςμου να φκιάσει μόνητης μιάν λειτρουγίαν κ να την πάρει αυτή η
γυναίκα να την πάγει εις την Αγίαν Σωτήρω την νύχτα στ’ Αϊβδήμα
<=Άγιο Βήμα.

, οπού’ναι μιά τρύπα, κ να την αφήσει εκεί κ να φύγει.


Έτσι το λέν κ οι Πόντιοι>

Έγινε η λειτρουγία,

147

έγινε, κ σουρουπώνοντας την πήγε εις την Σωτήρω εκεί οπου της είπαν, κ
ξημερώνοντας την πήγαν εις το σπίτι της γυναικός την λειτρουγία κ την
έκαμαν τρία κομμάτια κ της είπαν της γυναικός να τα πάρει καί τα τρία κ να
βγεί έξω κ όποιον πρωτοϊδεί να του δώσει το ένα, κ άλλον τ’ άλλο κ άλλον τ’
άλλο• κ τότε της έδωσαν κ δύο υψώματα κ μας
<=γραμμένο τος, διορθώνω σε ‘της’>

τά’φερε, ένα της φαμελιάςμου κ ένα εμένα, κ κάμαμεν απο τρείς μετάνιες κ
τα φάγαμεν.
<Να θυμάστε οτι τα θαύματα δέν γίνονται κατα παραβίαση του Νόμου της

Φύσης, που είναι Νόμος του Θεού, αλλα γίνονται μέσω των Νόμων της Φύσης>

Το βράδυ η ΧάρηΤης κ ο Χριστός κ όλοι οι Άγιοι εσταύρωσαν την γυναίκα κ


της έδωσαν ένα πράμα κ έφαγε• κ χάρηκαν όλοι κ της είπαν: «Δοξάστε τον
ΑφέντηΜας, κ εσείς όλοι κ Εμείς, οπου ανάστησε τον σαπισμένον κ
τελειωμένον , δι’ αυτά τα αθώα, να μήν μείνουν κατηφρονεμένα (οτι
<άνθρωπο>

τώρα πώς έγιναν! όχι τότε!)


<=κ τώρα ακόμη έγιναν χάλια, πόσο μάλλον άν έχαναν κ τη

μάνατους!>
.Τότε λέγει η ΧάρηΤης: «Δέν λυπόμαστε, όλοι, οτι θα πέθαινε

(όλοιμας πεθάναμεν), θα πέθαινε κ αυτείνη, αλλα κ εις τον πεθαμότης, τον


κακόν θάνατον οπου θά’κανε (οτι έτσι την είχαν μελετήσει οι αναθεματισμένοι
που νά’χουν την κατάρα του Θεού, οπου αφανίζουν τους ανθρώπους) θα
σάπιζαν όλατης τα σωθικά κ θα ζόριζε κ θα φώναζε νύχτα κ ημέρα, κ να μήν
έβγαιναν κ εκείνο οπου ήταν σάν αχταπόδι, κ τον άλλον τον κλαμόν•
<=το

αρχαίο ‘κλαυθμών’. Μπορεί κανείς να ερμηνεύσει κλαμός=διακλάδωση, αλλα δέν βρήκα

θ’ άρχιζαν αυτά τα συμπτώματα όλα». Κ έλεγε η


πραγματικά τέτια λέξη>
ΧάρηΤης: «Εμείς όλοι εδω μέσα, κ τα Μυστήρια του ΑφεντόςΜας, κ να γένει
αυτό! Όταν το θυ-

148

<μό>μουν», έλεγε, «δέν παρηγοριόμουν, νύχτα κ ημέρα, όσο οπου έγινε το


έλεοςΤου, κ τους νέκρωσε όλατους τα πειρασμικάτους έργα των
αναθεματισμένων, κ τώρα –Δόξα! Δόξα! Δόξα! το ΠανάγαθόΤου Όνομα κ της
ΒασιλείαςΤου– δέν της έμεινε κανένα ζαραλίκι
<= ζάρα, αναπηρία /

απο εκείνο το κακόν. Κ αυτής της δυστυχισμένης δέν της λέγαμεν


ελάττωμα>

τίποτας, ούτε εγώ ούτε η γυναίκα, έτσι ήμαστε τεμπιχασμένοι»


<=έτσι μας είχε

απαγορεύσει ο Θεός με αυστηρότητα επιπλήττονταςΜας. Απο το οθωμανικό (αραβικό) tevbih =

.)
επίπληξη>

Τότε μου είπε η ΧάρηΤης οτι ο ΑφέντηςΜας πρόσταξε, απο είκοσι χρόνους θα
ζήσωμεν κ οι δύο, μίαν ημέραν θα πάγει αυτείνη ομπρός απο μένα,
<ακόμη>

την άλλη εγώ.)


<μέρα>

Την άλλη βραδιά είπε η ΧάρηΤης: «Εγώ θα πάγω εις το σπίτιΜου, εις την
Τήνο, το Πάσκα, οτι έρχονται πολλοί άνθρωποι κ από’ξω κ απο μέσα
<απο το

. Κ εδώ αφήνομεν εις την καθέντραΜας τον Βαφτιστή κ την Κατερίνη κ


κράτος>

άλλους Αγίους• κ να μείνεις ήσυχος». Κ εξεϊσκυώθη το σπίτι όλο, αδελφοί!


Τότε εγώ δέν παρηγοριόμουν! Κ την Λαμπρή δέν πήγα εις την εκκλησίαν, εξ
αιτίας των κακών ανθρώπων οπού’χαν αναντίονμου, κ δια να μήν
<βαλμένους>

γένει κ κακόν κ σε άλλους αθώους κ με σκατοψυχούν,


<=το ρήμα σημαίνει ‘βρίζουν

έκατσα κ έκανα τις μετάνιεςμου κ έκλαιγα.


πεθαμένο’> <σπίτι>

Κ σήκωσα τα χέριαμου κ είπα: «κ άλλη χρονιάν άν είναι η πατρίςμου σε


αυτείνη την δικαιοσύνη, θε να μήν μ’ αφήσεις ζωντανόν! δέν θέλω πλέον
ζωή!», αυτά όλα. Την τρίτη της Λαμπρής ήρθε η ΧάρηΤης, κ όσα εγώ
περικαλιόμουνε –

149

ήρθε την αυγή η γυναίκα κ μού’φερε ένα ύψωμα, της τό’δωσε η ΧάρηΤης να
μου το δώσει να το φάμεν μαζί με την γυναίκαμου• κ της είπε κ αυτά οπου
περικαλιόμουν – όλα όσα εγώ έλεγα κ έκλαιγα, να μήν έβγω άλλη χρονιά! Το
βράδυ, την νύχτα, ήταν η ΧάρηΤης κ οι Άγιοι, κ έκατσε κ με διάταξε ώς Αγαθή
Μητέρα κ με μάλωσε δια την βαρυγκομίανμου κ μου είπε: «με αυτά βαραίνεις
κ τον ΑφέντηΜας κ όλους Εμάς. Κ άν άλλη βολά τοιούτως φερθείς, δέν θά’χεις
την Ευσπλαχνία του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου! Εσύ δέν βλέπεις όλα• κ όσα
λέπεις, σου είναι αρκετά. Όσα σου παραγγέλνομεν δέν τ’ ακούς! Θά’χες ζωή,
πρώτος εσύ, είχες σπίτι κ φαμελιάν? κ με τί τρόπον
<άν δέν σε προστατεύαμε>

είχαν να χάσουνε την φαμελιάσου οι πειρασμικές ενέργειες? με τον


μεγαλύτερον κακόν τρόπον κ θόρυβον!». Αφού με διάταξε πλήθος απο αυτά,
έβαλα τα κλάματα, κ έκανα μετάνοιες κ Την περικαλούσα να με συγχωρέσει.
Κ με συγχώρεσε• κ όντως εσύχασαν οι κακέςμου ιδέες. Μου τα είπε όλα η
γυναίκα, αλλα κ εγώ αιστάνομαι την λύπη, κ τα δάκρυα: οπου ξυπνώ κ είμαι
γιομάτος.

Την άλλη βραδυά ηύρε η γυναίκα εις το δάχτυλότης ένα χρυσό δαχτυλίδι,
χωρίς να ένιωσε• την αυγή οπου το είδε, φανερώθη η ΧάρηΤης κ της είπε: «να
το φορέσεις οχτώ μέρες». Ύστερα, αφού το φόρεσε, της το πήρε κ το βάσταξε
η ΧάρηΤης τρείς ημέρες κ της τό’δωσε της γυναικός να μου το φέρει κ της
είπε να το βάλω σε ένα ποτήρι με νερό,

150

με νερό, κ να το βάλω εις τις εικόνες κ την αυγή να ειπώ τον «Πάτερ ἡμῶν» κ
τότε να πιούμεν το νερό οι δύομας μαζί με την φαμελιάμου• κ το
<δηλαδή εγώ>

δαχτυλίδι να το πάρει πίσω η γυναίκα να το πάγει της ΧάρηςΤης• «να


προσέχει όμως να μήν το πιάσει κανένας άπαστρος»• κ της είπε της γυναικός
να το βαστάγει εις το χέριτης κ να μήν ζυγώνει με τον άντρατης ή άλλη
απαστριά όσο έχει το δαχτυλίδι εις το χέριτης• κ της είπε της γυναικός, εκεί
οπου κοιμούμαι να είναι πάστρα, κ ένα προσκέφαλον παστρικόν,
«οτι θα καθόμαστε», της είπαν. Τί έβλεπα εκείνες τις νύχτες, κ εις τα
<εκεί>

μάτιαμου, εις τις εικόνες, κ εις τον ύπνομου, θέλω κ άλλο ένα
χαρτί δια τόσα, να τα σημειώνω!)
<=σύγγραμμα>

Τότε μου λέγει: «Επειδήτις ο προκομμένοςσου ο κουμπάρος ο Κωλέτης – τον


βούλωσε ο σύντροφόςτου ο πειρασμός κ’ ενεργάγει νύχτα κ ημέρα κατα την
θέλησιν των αναθεματισμένων αλλόθρησκων δια να χάσει την πατρίδατου κ
να τσαλοπατήσουν την θρησκείαντου, δόλωσε τους ανθρώπους σε όλο το
βασίλειονσας με ξένα δώρα κ υπόσκεσες μάταιες κ ολέθριες δια
<=υποσχέσεις>

εσάς• κ έχομεν τόσες ημέρες οπου τρέχομεν παντού σε όλα τα μέρη κ τους
νεκρώσαμεν όλουςτους τους κακούς σκοπούς κ τους ολέθριους• κ τα δύο
δέντρα λήγορα θα ξεραθούν, όποτε είναι η ώρα του ΑφέντηΜας. Σου είπα
προ <η>μερῶν κ τ’ αστόχησες».

151

Κ όντως, αναγνώστες, μου το είπε αυτό τόσον καιρόν πρωτύτερα κ τ’


αστόχησα να το σημειώσω. «Ο φίλος», λέγει, «ο στενός του Κωλέτη, ο
πρέσβυς Πεσκατόρης, οπου <ε>νεργεί δια μέσον αυτείνου ο Κωλέτης τον
χαμόνσας, έκαμεν ο ΑφέντηςΜας το ΈλεόςΤου, κ σήμερα πάγει εις την
ΟργήΤου». Κ όντως, την αυγή έμαθα: έφυγε αυτός με την φαμελιάντου• κ
καταφαρμακώθη ο Κωλέτης κ όλη η γενεάτους• κ τον πήγαν εις την θάλασσα
με μεγάλες υποδοχές κ συντροφεμένες με πλήθος λύπες. Τότε λέγει η
ΧάρηΤης: «νεκρώνει ο Κωλέτης κ οι οπαδοίτου κ τα κακάτους σκέδια• κ
λήγορα είναι ο θάνατος του Κωλέτη, κ θα ιδείς εις την αστένειάντου τί λογής
θα είναι, κ εις τον πεθαμότου• κ θα ματα τον ιδείς πίσω απο τον
<=έπειτα>

τάφο• τοιούτως παθαίνουν οι τοιούτοι• κ υστερνότερα θα μάθεις κ δια τον


αφέντητου, τον πρέσβυ Πεσκατόρη, κ άλλα πλήθος».

Όλα, αδελφοί αναγνώστες, έβαλα βάση• όμως πώς θα τον ιδώ πίσω, όταν
έμπει εις τον τάφο, δέν μου γ<ι>όμωζε το κεφάλιμου, κ πάντοτες ρώταγα την
γυναίκα δι’ αυτό – κ δέν ήξερε κ αυτείνη.

Αρρωστάγει, κ του βαστιέται το κάτ<ου>ρο• κ φώναζε σάν σκυλί• κ εις τον


πεθαμότου γκάριξε κ του βήκε η ψυχή.
<γκάριξε, γραμμένο ‘γκαριξε’. Είναι η μόνη φορά

Κ κοντά σε τρία χρόνια, θέλει ο


που έγραψε το γκ με ‘γκ’. Πάντοτε γράφει το γκ με ‘κ’>

φίλοςτου ο Πεσκατόρης να τον ξεχώσουνε, να του γένει τάφος μαρμαρένιος•

152

κ τον βγαίνουν, καθώς τον πρωτοέθαψαν – κ βρώμα οπου δέν μπορούσε να


πλησιάσει ο άνθρωπος (εις τ’ άλλο ξηγούμαι όλα αυτά)• ύστερα κ ο
<ιστορικό>

αφέντηςτου ο Φίλιππας ο βασιλέας της Γαλλίας τρόμαξε να σωθεί εις την


Αγγλία, κ φέτο πέθανε εκεί σε ξένη γής.
Κάνει πρωτοϋπουργό ο βασιλέαςμας κ τον Τζαβέλα. Λέγει η ΧάρηΤης: «κ
αυτός ο Αρβανίτης οπου εργάζεται το ίδιον, θα ιδείς το σπίτιτου»• κ αυτό
καίγεται! Μόνον αυτό• τείχος, κάστρο, ολόγυρα κολλημένα ξύλινα σπίτια, δέν
πειράζονται ούτε μιάν τρίχα – αυτό λιώνει σάν το κερί, κ δέν του μένει
τίποτας, μικρά πράματα• κ κόντεψαν να καγούνε κ οι ίδιοι. Το
<παρα μόνο>

υπουργείον πάλε του τό’φκιασε καλύτερον• έχει ο Θεός!


<το σπίτι>

<αλλαγή μελάνης>

γ
Τον Μά ιον μήνα, δύο ώρες να φέξει, άνοιξε ο ουρανός κ δέν γράφεται
αυτείνη η λάμψη κ όλα αυτά• κ αφού στάθη τόσο αυτό κ το είδα, ύστερα
παρουσιάζεται ένας όμορφος τόπος, κ ήμουν εκεί• κ βλέπω ένα λαμπρόν
σώμα, κ ρωτάγω, μου λένε: «είναι ο Χριστός, κ η Θεοτόκο ». Κ έλαμπε ο
ς

τόπος. Κ εις το στεφάνι του Χριστού ήταν γράμματα κεφαλιακά


<=κεφαλαία. Ο

, κ δέν ήξερα να τα διαβάσω• εκεί οπου


Μακρυγιάννης έγραφε αποκλειστικά με πεζά>

αγωνιζόμουν, ήρθε ένα σύγνεφον ομπρός κ έμεινα έτσι περίλυπος•


<έμ δέν

ήξερε να διαβάζει τα κεφαλαία, έμ ήρθε κ το σύννεφο μπροστά κ τα κάλυψε, του τα έκρυψε>

153

τότε μου παρουσιάζονται δύο λαμπρά άλογα, κ πολέμαγα να τα πιάσω• κ


έτρεχα κ φε<ύ>γαν• όσο να σώσω κοντάτους, τά’χασα, πήραν ποδάρι. Τότε
κόλλησα σε ένα μεγάλο λιθάρι να ιδώ δια τ’ άλογα• εκεί έγινε το
<=ανέβηκα>

ένα απο αυτά μιά μεγάλη γάτα, κ πολέμαγε να ριχτεί απάνωμου να με


ξεκλήσει • έκανε πολλές φορές να κολλήσει, κ έπεφτε,
<=σπαράξει>

ξαγλίστραγε. Τότε τηράγω, κ τα ποδάριατης ήταν καλλιγωμένα με σίδερον,


ώς παπούτσι, κ ήταν όλο το ποδάρι μέσα ώς την κάτω κλείδωσιν. Αφού έκανε
τόσα γιρούσια να με ξεκλήσει κ δέν μπορούσε, τότε μου λέγει:
<jyryś = έφοδος>

«άγιτε , καημένε, κ μου γλύτωσες, πάσκισα τόσον


<=άιντε, απο το αρχαίο ‘άγετε’>

καιρόν να σε φάγω εσένα κ όλουςσου!»• τόσο μου είπε: «δέν


<=τα εξής μου είπε:>

φυλάγεσαι μόνοςσου, άλλος φυλάγει εσένα»• κ καλλίγωσε εμένα. Της είπα κ


εγώ: «σύρε εις την δουλιάσου εσύ, κ εγώ εις την δικήμου»• κ ξύπνησα.
<το

‘τόσο’ γράφηκε ‘τοσǒ’, με μουντζουρωμένο το ο, σκέφτηκα μήπως πρέπει να διαβαστεί ‘ντύσου’,


αλλα τότε η μουντζούρα θα ήταν πιό επιμήκης για να μοιάζει με το ι του Μακρυγιάννη. Ο

μεγαλόψυχος άνθρωπος κυνηγάει τα δύο άλογα, πανάρχαια σύμβολα της δύναμης, για να

μπορέσει να αποκαταστήσει την αλήθεια κ την δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη ονομάζεται κ πατρίδα,

η αλήθεια ονομάζεται κ θρησκεία. Σ’ αυτήν την εποχή που ζούμε, που δικαιοσύνη εφαρμόζεται

κατα το ¼ κ αυτό ακόμη το ¼ τείνει προς το 0, είναι αδύνατον να πιάσει τα δύο άλογα, γιατί η

δύναμη ανήκει στην αδικία κ το ψεύδος. Κ όποιος ζητάει να αφαιρέσει την δύναμη απο αυτά, η

γάτα της πονηρίας του επιτίθεται να τον φάγει. Αλλα ο αληθινά μεγάλος άνθρωπος έχει την

στήριξη του Θεού, γι’ αυτό κ ανεβαίνει στον βράχο κ γλυτώνει απο την γάτα, που χάρις στις

επιτυχίεςτης έχει σιδεροντυμένα ποδάρια, κ όμως φοράει τα σιδερένια ποδάρια στον μεγάλο

άνθρωπο της αρετής, γιατί αυτός με την βοήθεια του Θεού έχει ακόμη μεγαλύτερες επιτυχίες.

Επειδή η γάτα της πονηρίας έχει μεγάλη δύναμη, να την σκοτώσουμε επι του παρόντος δέν

μπορούμε, γι’ αυτό ο μεγάλος άνθρωπος κάνει ευγενική άμιλλα: «εσύ κοιτάς τη δουλειάσου, κ

εγώ τη δουλειάμου». Αυτό στην εποχήμας είναι μεγαλοσύνη, επειδή ο μικρός άνθρωπος τρώγεται

απο την γάτα κ δέν μπορεί να κάνει τη δικήτου δουλειά>

Την αυγή πήρε η γυναίκα το δαχτυλίδι (της τό’δωσε η ΧάρηΤης να μου το


φέρει κ να το βάλω εις το χαμαϊλίμου, με το δικόΤης δίπλωμα)• κ μου
<μαζί>

είπε: «είναι του ΑφέντηΜας δώρον»• κ της είπαν της γυναικός να μήν μου
ειπεί τίποτας – τί θα της ειπώ εγώ. Τότε μου λέγει τον ουρανό, όλα
<για>

αυτά, την Θεοτόκον, τον Χριστόν – κ εκείνη η γάτα ήταν ο καταραμένος κ τον
καλλίγωσαν τα
<=φόρεσαν παπούτσια, μποτάκια. Λατινικό calliga=χαμηλό μποτάκι>

κακάτου

154

αντραγαθήματα. Κ με γλύτωσαν κ’ εμένα κ την φαμελιάμου. Της έδωσε η


ΧάρηΤης μαζί με το δαχτυλίδι, της γυναικός, κ ένα μεγάλο ρακοπότηρον
γιομάτον με διαφόρων λογιών μπογιές εκείνο οπού’χε μέσα
<=διαφόρων ειδών

, κ είπαν της γυναικός να κάμω τις μετάνιεςμου κ


χρώματα ήταν το περιεχόμενοτου>

να το φάγω, κ να είμαι παστρικός. Δέν μπορώ να σας παραστήσω την


νοστιμάδα αυτείνη!
<είτε το έδωσε η ίδια η Παναγία, είτε της είπε πώς να το κατασκευάσει,
δέν έχει διαφορά να περιφρονεί κανείς τα θεία δι’ αυτό. Όλα τα υλικά πράγματα που έδωσαν οι

Άγιοι μέσω της γυναικός, είναι τελεστικά μέσα που χρειάζονταν κ προμηθεύθηκαν κατ’ εντολή

Αφού το έφαγα, το γυαλί είπαν να το βάλει


των Αγίων> <μου εξήγησε:> <=ποτήρι>

εις τις εικόνες, κ’ έβαλε κ το πήραν κ είπαν της γυναικός να μου ειπεί οτι
αυτό είναι: δομένον απο τον ΜονογενήΤης κ φκιασμένο, κ της τό’δωσε να μου
το δώσει να το φάγω. «Αυτό δέν αξιώθη κανένας να το φάγει, ο μόνος είσαι
εσύ• κ τον Οποίον είδες εις τον ύπνοσου οπου είχε τα γράμματα –κ ήμουν κ
εγώ μαζίΤου, Μας είδες», μού’λεγαν «κ Μας γνώρισες• κ σ’ έσωσε κ απο την
καλλιγωμένη γάτα των πειρασμών οπου σας κιντύνευε αδίκως τόσον καιρόν.
Αυτά τα είδες κ μόνοςσου. Κ εκείνο οπου αξιώθης κ έφαγες είναι η Μεταλαβιά
του ΜονογενήΜου, κ το δαχτυλίδι τ’ ΑφέντηΜας, κ το χαρτί
<είναι> <το δίπλωμα,

δικόΜου. Κ έχετα μαζί όλα, κ άλλα θα λάβεις ακόμα, να τά’χεις


είναι>

απάνωσου• κ με τον καιρότους, αυτούς οπου βλέπεις οπου ενεργούν τον


όλεθρον της πατρίδος κ θρησκείας, όλα εις το κεφάλιτους θα ξεθυμάνουν, με
τον καιρότους. Εμείς τρέχομεν νύχτα κ ημέρα κ όλατους τα νεκρώσαμεν• κ τα
Θεία δέν βϊάζονται, δια να μήν πάθουν οι αθώοι• κ εσύ <η>σύχασε».

155

Την άλλη βραδιά η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι με πήραν κ με πήγαν εις την
σπηλιά οπού’χω δια εκκλησία, κ έκαμαν μιάν δοξολογίαν• κ είχαν ένα χρυσό
δέντρο κ ένα μαστέλο
<=μεγάλη γαβάθα, λεκανίτσα. Για την ερμηνεία βλέπε σελίδα 19,

χρυσόν• κ τό’βαλαν μέσα το δέντρο, κ λένε: «τούτα είναι δικάσου κ


μέρος 1.ο>

των παιδιώνσου, άς καθίσουνε εδώ• άλλη φορά


<=άς μείνουν αυτά τα πράγματα>

θα τα ιδείς, όχι τώρα». Κ μού’δωσαν κ ένα κοκκαλάκι, κ ένα


<κοκκαλάκι μικρό με

σάν κ<ο>λώνα κ είπαν: «είναι άγιο λείψανον• να το βάλεις εις το


σχήμα>

χαμαϊλίσου»• κ τό’βαλα• κ ένα γυαλί με το ίδιον σάν τ’ άλλο κ


<=ποτήρι>

σκεπασμένο μ’ ένα γραμμένο χαρτί, κ έλεγε: «ν’ ακούς ό,τι σου λέγει η
Θεοτόκο , σου είπα κ άλλες φορές: είναι λόγοι δικοίΜου». Τό’φαγα κ εκείνο,
ς

ήταν νοστιμότερον απο τ’ άλλο, κ το γυαλί το βάλαμε εις τις εικόνες• το


χαρτί, μου είπαν τ’ ασπάστηκα κ τό’καψα.)
<ό,τι καίγεται μεταβαίνει στον χώρο των

πνευμάτων. Τα ιερά πράγματα, κ χαρτιά με εικόνες Αγίων, Σταυρούς κ.λπ. δέν τα πετούν στα
σκουπίδια όταν δέν χρειάζονται πιά, αλλα τα καίνε, αυτό είναι όσιο> <Στις Βέδες, τα

αρχαιότερα του κόσμου θρησκευτικά κείμενα, αναφέρεται οτι ο Θεός Indra, που κατα τις Βέδες

είναι ο ισχυρότατος των Θεών, είχε να αντιμετωπίσει έναν κακό δαίμονα (ονομαζόμενο Wrtra)

που είχε κυριαρχήσει στην γή κ ούτε ο ίδιος ο Indra δέν μπορούσε να τον νικήσει. Τότε δόθηκε

ένας χρησμός οτι άν βρεθεί ένας πραγματικά αναμάρτητος, δίκαιος άνθρωπος, απο το

κόκκαλότου θα φτιαχτεί το wácra, το πανίσχυρο όπλο. Μόνο ένας άνθρωπος βρέθηκε

αναμάρτητος κ δίκαιος, ονομαζόμενος Dadhiika. Αυτός δέχθηκε να σκοτωθεί για να φτιαχθεί απο

τα κόκκαλάτου το wácra. Έτσι απο τα κόκκαλάτου ο Indra κατασκεύασε το wácra με το οποίο

μπόρεσε να σκοτώσει τον κακό δαίμονα κ να ελευθερώσει έτσι την γή απο την τυραγνίατου.

Αυτήν την ιστορία μου την είπε ένας Νεπαλέζος που έτυχε να κουβεντιάσω μαζίτου σε μιά

γιορτή (όχι θρησκευτικού περιεχομένου, απλώς διαφήμιζαν τη χώρατους τουριστικώς) που είχαν

κάνει οι Νεπαλέζοι της Αδελαΐδας για τα Χριστούγεννα του 1997. Το wácra παλιά παριστανόταν

με μορφή κυκλικού δίσκου. Αργότερα, μέχρι σήμερα, επικράτησε να παριστάνεται με μορφή δύο

κεραυνών (κάπως εν είδει βελών ή ακοντίων) που σχηματίζουν Σταυρό>

Τα 1844 τον Μάγιον καταδίκασαν τρείς αγωνιστάς εις θάνατον• τον έναν τον
σκότωσαν, τους δύο τους γλύτωσε ο Θεός• είχα κ εγώ μιλήσει κ
<για να σωθούν>

ήρθαν να μου πάρουν την ευκαρίστησιν.


<=να μου εκφράσουν τις

Τους λέγω: «παιδιάμου, δέν σας έκαμα εγώ τίποτας! ο Θεός


ευχαριστίεςτους>

σας γλύτωσε κ η ΒασιλείαΤου». Κ τους είπα να πάρουν κ απο μίαν λαμπάδα


να πάνε εις την εκκλησίαν κ να κάμουν μετάνιες κ με δάκρυα να δοξάσουν τον
Θεόν κ την ΒασιλείανΤου, κ εις το εξής να είναι

156

προσεχτικότεροι, οτ’ είναι νόμοι, κ χάνονται όσοι φταίνε


<=όσοι παραβιάζουν

. Σάν τους είπα αυτό, έφυγαν. Ευκαριστήθηκα οπου δέν


τους νόμους>

σκοτώθηκαν τέτοια παλληκάρια, κ έκανα την προσευκήμου κ δοξάζω τον


Θεόν οπου τους έσωσε, κ εις το εξής να τους φωτίσει να είναι καλοί πολίτες.
Εκεί οπού’κανα την προσευκήμου – κ βλέπω μιάν μεγάλη λάμψη, κ ένας
λαμπρός ίσκυος όλο ευλόγαγε. Τότε η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι είχαν ένα
λαμπρό πράμα σάν τραπέζι κ ήτον διαφόρων λογιών πράματα απάνω, κ ο
Άγιος Ταξ<ι>άρχης <υ>περετούσε, κ καθόταν η ΧάρηΤης με όλους τους
Αγίους, πήραν κ εμένα εκεί κ την φαμελιάμου. Η φαμελιάμου ήταν άπαστρη,
είχε τα συνήθειατης . Της είπαν: «στάσου αυτού! κ το ξέρομεν», κ
<=περίοδο>

κάτι της έβαλαν εις το στόμα κ της είπαν: «τώρα οπου θα παστρευτείς, θα
πιάσεις κ άλλο μικρόν . Κ μου λένε: «θα ειπωθεί ‘ο
<=συλλάβεις> <=παιδί>

Χρίστος’». Κ όντως εγεννήθη, κ τον βαφτίσαμεν Χρίστον• [κ] μας τον χάρισε ο
Θεός. Κάτι μού’δωσαν κ εμένα εκεί κ έφαγα• κ την αυγή μου φέρνει η γυναίκα
άλλο ένα γυαλί παρόμοιον σάν τ’ άλλα, κ έγιναν τρία. Τότε μου λέγει η Αγία
Κατερίνη: «πώς δέν φοριέσαι κ του λό<γ>ουσου λαμπρά φορέματα, καθώς οι
άλλοι?» – λέγει η ΧάρηΤης: «έχει το λαμπρό φόρεμα του Θεού, κ αγωνίζεται
δια της δυνάμεώςτου να λευτερώνονται οι άνθρωποι απο τον θάνατον, οπου
τους κατανταίνουν οι χρυσοφορεμένοι, κ τους χάνουν αδίκως –

157

κ ο Γιάννης με αυτά τα σκουτιά είδες τί τους είπε? ‘ο Θεός σας λευτέρωσε, κ


σύρτε εις την εκκλησιά να Τον δοξάσετε’• κ με αυτά τα σκουτιά τον έχομεν
απόψε τραπέζι κ καθόμαστε μαζί• κ είμαστε εδώ νύχτα κ ημέρα οπου τον
φυλάμεν». Ό,τι έκανα εγώ μόνοςμου κ έβλεπα, μου τά’λεγε η γυναίκα όλα, κ
το Φώς κ τ’ άλλα.)
<ο Μακρυγιάννης είπε: «δέν σας έσωσα εγώ, ο Θεός σας έσωσε».

Ακριβώς το ίδιο πρέπει να αντιλαμβανόμαστε για την γυναίκα οπου φώτιζε τον Μακρυγιάννη,

τον συμβούλευε πάντα σωστά, κ τελούσε τελέσματα προς όφελοςτου: δέν τα έπραττε η ίδια,

αλλα ο Θεός κ η ΒασιλείαΤου>

Εις τα 1845∴ Μαρτίου∴ 17∴ κ εις τις 18∴ του ιδίου∴ τα μεσάνυχτα είδα εις
τον ύπνομου συνεχώ<ς> αυτό το όνειρον: οτι ήμουν σε μίαν λαμπρά
μητρόπολη, κ είχαν πλήθος φαγιά αρτυμένα κ τρώγαν• κ ήταν κ δύο
δεσποτάδες, κ ένας (τον έλεγαν Γιώργη) μου είπε: «κάτσε να φάς». Πήρα κ
εγώ κ έφαγα μισό ψάρι. Τότε αυτείνοι οι δεσποτάδες μάλωσαν όλους
εκείνους οπου αρτύνονταν•τότε παρουσιάζεται ένας
φραγκοφορεμένος μ’ ένα σφα<χ>τό κ πολλά
<γραμμένο ‘φραγκοφορεμενος’, με γκ!>

άλλα φαγιά, κ σταφύλια, κ μου δίνει να φάγω• του λέγω: «πώς τρώγω
αρτυμένο φαγί απο’σέναν, οπού’ναι Μεγάλη Σαρακοστή?».
<απο Ορθόδοξο
δεσπότη απατήθηκε ωστε να δεχθεί αρτυμένο φαΐ, που κ οι ίδιοι οι δεσποτάδες το καταδίκαζαν•

απο τον Ευρωπαίο ήταν φανερό πως ήταν ανόσιο. Έτσι είναι, απο τους ξένους δέν κινδυνεύουμε,

(Κ ξημερώνει Κυριακή του Σταυρού κ


απο τους δικούςμας κινδυνεύουμε> <=ξημέρωνε>

το βράδυ περικαλούμουν τον Άγιον Κωνσταντίνο κ Αγία Ελένη με τον Σταυρόν


να μας σώσουνε απο τα δεινάμας• κ περικάλεια κ τον Α-Γιώργη κ Αϊ-Δημήτρη
κ την Αγια-Παρασκευή)• βλέπω απάνω εις τον τοίχο κ ήταν ένας καβαλλάρης
κ είχε ένα Σταυρόν κ έλαμπε• κ έτρεχε
<=μεταβατικό το ρήμα. Υπάρχει παροιμία

τ’
τουλάχιστον στη Βόρεια Ελλάδα «χορεύει τ’ άλογότου» =κάνει ό,τι θέλει, κάνει κουμάντο>

άλογότου απάνω εις τον τοίχο! τότε λέγω εκεινού του αλλουνού Γιώργη:

158

«έλα μαζίμου να σου δείξω τον Άγιον Γιώργη με τον Σταυρόν κ πώς παίζει τ’
άλογόΤου απάνω εις τον τοίχο, κ του φέγγει
<γραμμένο ‘τοφεκυ’, εννοεί οτι του

κ δέν πέφτει! Έρχεται αυτός ο Γιώργης να


φέγγει ο Σταυρός που κρατά ωστε μπορεί>

πάμεν, βλέπω: κ είχε κρέας κ έτρωγε• του λέγω «εσύ τρώς


<=κρατούσε>

κρέας!?» κ έφυγα απο αυτόν, κ πάγω μόνοςμου εις τον Άγιον• εκεί ήταν ένα
μεγάλο βουνό σκισμένο κ ήταν ένας μεγάλος ποταμός κ χιόνι πολύ όλος ο
τόπος. Ο Άγιος πέρασε απο πέρα, εγώ δέν μπορούσα να περάσω, κ
αναθεματούσα αυτό το ποτάμι• τότε γυρίζει κ μου λέγει ο Άγιος: «μήν
αναθεματάς αυτό το ποτάμι, οτι τό’χει ευλογημένο ο ΑφέντηςΜας. Κ δια της
ΔυνάμεωςΤου θα λάμψει ετούτος ο Σταυρός, κ αυτός ο ποταμός θα καθαρίσει
πλήθος ακάθαρτους».
<στο υποσυνείδητο, τα εμπόδια γενικώς συμβολίζουν το θάνατο.

Κττγνμμ τα παρόντα εμπόδια, βουνό, χιόνι, κ κυρίως το ποτάμι, συμβολίζουν το θάνατο. Ο Άγιος

το πέρασε, γιατί Εκείνος είχε βιώσει κ ξεπεράσει τον θάνατο. Ο θάνατος λοιπόν που όλοι οι

άνθρωποι μισούν κ φοβούνται, είναι κατα το θέλημα του Θεού, κ είναι ένα μέσο κάθαρσης των

Τότε έρχεται μιά γυναίκα κ μου λέγει: «τρέξε, σε θέλει λήγορα η


ανθρώπων>

Ελένη!» – «ποιά Ελένη?» της λέγω• – «η μητέρα του Κωνσταντίνου του


σημαιοφόρου του Σταυρού».
<Ο Κωνσταντίνος ήταν που ύψωσε τον Σταυρό ώς

Τότε εις το σπίτιμου είχα έναν πλατύ δρόμον κ


σημαία, ‘εν τούτῳ νίκα’>

ίσον•στέλνει ο Κωλέτης κ γύρευε να τον χαλάσει να τον φκιάσει στραβόν• κ


πιάστηκα κ μαλώναμεν, του’λεγα: «τον δικόνεμου τον δρόμον δέν μπορεί να
μου τον χαλάσει
<ο δρόμος είναι μέθοδος, είναι τρόπος, είναι μιά συγκεκριμένη ηθική>

159

δέν μπορεί να μου τον χαλάσει κανένας!»• ξύπνησα. Τότε ο Κωλέτης κ η


συντροφιάτου (κ πολιτικοί κ στρατιωτικοί) ήθελαν, κ με τους ξένουςτους τους
φίλους, να φέρουν ένα μεγάλο δυστύχημα. Αγαναχτισμένη η ΧάρηΤης κ όλοι οι
Άγιοι• έλεγε: «οι καταραμένοι, οι οργισμένοι, οπου δέν ησυχάζουν, κ μας
ξεποδάριασαν τόσον καιρόν, κ αφήσαμεν τα σπίτιαΜας όλοι κ την
ησυχίαΜας, κ τρέχομεν δια τους αδυνάτους δια να μήν πάθουν• ομως όλοι
αυτείνοι οι αίτιοι – λήγορα θέλεις τους ιδείς! κ ο ίδιος ο βασιλέαςσας θα
βάρειε το κεφάλιτου – τώρα δέν είναι καιρός• να μήν πάθουν οι αδύνατοι».
Τότε αυτείνοι όλοι βάλαν εις τον τύπον οτι «ο Μακρυγιάννης είναι ανάντιος
του Συντά ματος»! δια να με κατηγορούν έξω εις τον κόσμον κ μέσα. Τότε
γ

έβαλα κ εγώ εις τον τύπον κ τους έλεγα τις μπομπέςτους. Τότε μου λέγει η
ΧάρηΤης, (είχα μέρες οπου δέν έβγαινα έξω), μου είπε: «να βγαίνεις έξω, μήν
φοβάσαι, κ είμαστε κ’ Εμείς μαζίσου• οτι αυτείνοι όλοι,
<=λάθος γραμμένο ‘&μος’>

σάν δέν σε λέπουν όξω, φοβούνται κ σου επισωρεύουν πολλά». Τότε έβγαινα
κάθε μέρα.

160

Αυτείνη την ίδια βραδιά, ένας καλός αγωνιστής κ Χριστιανός κοιμάταν, κ


βλέπει οτι άνοιξε ο ουρανός κ ήταν ο Παντοκράτορας κ έλαμπε ο τόπος όλος,
κ ο Σταυρός κ οι Άγγελοι κ όλοι οι Άγιοι. Κ έρχεται φωνή απο τους ουρανούς κ
λέγει: «Θα λευτερωθεί πλέον η Ορθοδοξία απο αυτούς τους απίστους!». Τότε
όλος ο λαός γονατιστοί κ σηκωμένα τα χέρια κ τους οφθαλμούςτους εις τον
ουρανόν, κλαίγαν κ περικαλιούνταν• κ απο τις πολλές φωνές του λαού
εξύπνησε τότε ένας Γιώργης, δίνει ενού Γιάννη ένα στέφανον κ είχε τρία
λαμπρά πετράδια, κ του λέγει του Γιάννη: «ο Μακρυγιάννης είναι εις την
εκκλησίαν σε κείνο το ψηλόν βουνό οπού’ναι απο πάνω το παλάτι,
<εκκλησία

ο Α-Γιώργης• κ είναι εκει μέσα οπου


ονομαζόμενη:> <ο Μακρυγιάννης>

λειτρουγιέται• κ σύρε δώσ’τουτο αυτό να το φυλάξει». Κ ξύπνησε.)


Την ίδια βραδυά οπου είδα εγώ όλα αυτά, κ οι άνθρωποι, ξημερώνοντας του
Σταυρού,)

τότε έρχεται κ η γυναίκα κ μου λέγει όλα αυτά, κ μου λέγει ακόμα: ήταν η
ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι, κ ήρθε κ ο Άγιος Γεράσιμος κ μού’φερε μιάν εικόνα, κ
μου λέγει η ΧάρηΤης: «ασπάσου τον Άγιον κ πάρε την εικόνα κ βάλ’ τηνε εις
το εικονοστάσιν». Ασπάστηκα τον Άγιον
<ώς συνήθως γράφει ‘ανσπάσ-’, διορθώνω>

κ την εικόνα κ την έβαλα με τις άλλες. Τότε μου λέγει ο Άγιος Γεράσιμος: «κ
εγώ διατάχτηκα απο τον ΑφέντηΜας να είμαι αντάμα
<έγραψε ναυμεν ταυμα, στο

‘ταυμα’ το υ είναι επειδή παρασύρθηκε απο την προηγούμενη παρόμοια λέξη, ήθελε να γράψει

εδώ με την ΧάρηΤης


‘ναυμεν ταμα’ εννοώντας ‘να είμ’ αντάμα’ ή ‘να είμ’ εντάμα’>

161

με την ΧάρηΤης κ με όλους τους Αγίους». Τότε μου λέγει η ΧάρηΤης: «Το
στεφάνι οπού’λαβες εις τον Α-Γιώργη, τί τό’καμες?» – «τό’βαλα», λέγω, «με τ’
άλλα». – «Τώρα να ετοιμαστούμεν όλοι, οτι θα σηκώσωμεν την κολυμπήθρα,
οπου την έχομεν κατα<γ>ή, κ να την βάλωμεν με τον πολυέλαιον πίσω εκεί
οπου ήταν». Ο πολυέλαιος είχε απο κάτωτου σάν τσιγγέλια, κ η κολυμπήθρα
πιασίματα, κ η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι (κ
<έδωσαν νοερή ή ρητή εντολή>

παρουσιάζεται κ μιά μεγάλη λάμψη κ άναψαν όλα τα φώτα)


<έγραψε ‘ανναπαν’>

κ ευτύς μόνητης η κολυμπήθρα πιάστη απο τα τσιγγέλια του


πολυελαίου.
<ένωση Ουρανού κ Γής, όπως με τον μαστέλο, βλέπε σελίδα 86, πρώτο

«Εκείνος ο ποταμός, Γιάννη,» μου λέγει, «οπου είδες, κ τούτη η


μέρος>

κολυμπήθρα – πόσα βρωμερά κριάτα θα


<γράφει ‘κρια-’ ώς συνήθως με ι, όχι ε>

πλυθούν, με τον καιρότους!•)

κ αυτείνοι οι οργισμένοι – δέν τους ωφέλησαν


<=αντικείμενα της οργής του Θεού>

ούτε τα μέσα του πλάνου οπού’φερα<ν>, ούτε οι


<=αποπλανητή, απατεώνα>

οδηγίεςτους, ούτε οι ενέργειεςτους οι ολέθριες: καθώς τους νεκρώθηκαν


πάντοτες, νεκρώθηκαν κ τώρα παντού• κ την φωτιά οπου βαίνουν να κάψουν
εδώ τους αθώους κ δυστυχείς – λήγορα θα καγούνε πολλοί απο αυτούς κ εκεί
κ εδώ να χαθούνε όποιος πάγει κόντρα εις την ΘέλησίνΜου». Κ ευτύς αυτό το
λαμπρόν φώς κ ο Μονογενής αναλήφτη. Τότε η ΧάρηΤης κ όλοι οι Άγιοι
μείναν, κ μου λέγει η ΧάρηΤης: «Είσαι
<=έγραψε ‘υστε’ επηρεαζόμενος απο το στ της

αστενής, καημένε, δέν μπορείς να σταθείς απο τους


επόμενης λέξης>

οργισμένους οπου αδίκως πάντοτες σε κιντυνεύουνε! – κ δέν μπορούν να σου


κάμουν τίποτας, κ λένε ‘έχει ο Μακρυγιάννης μάγους κ τον οδηγάνε’!• μάγους,
απο εκείνους οπού’χουν αυτείνοι οι αναθεματισμένοι κ εργάζονται με τους
δαιμόνους αναντίον της πατρίδαςτους κ θρη-

162

σκεία<ς>τους κ των αθώων, να τους βοηθήσουν οι πειρασμοί να κάμουν τους


κακούςτους σκοπούς. Δια κείνο, κάθε στιγμήν (οτι εργάζονται με αυτά όλα)
ι
τς τα νεκρώνει η ΔύναμήΤου». Ήμουνε βαριά, ήμουν κρυωμένος, είχα
<=τους>

μεγάλον πονοκέφαλον κ με πονούσε κ όλοςμου ο σβέρκος• μου λέγει η


ΧάρηΤης: «είσαι κρυωμένος πολύ – κ απο το σικλέτισου• κ θα συναχωθείς απο
αυτό• σου φέρνει όλα αυτά».)
<αυτό, (το σικλέτι)>

Ήρθε τότε κ του Μελούση το παιδί, πήγαμεν πολλοί κ το είδαμεν• του μίλησα
καμόσα κ εγώ δια τον πατέρατου, πρόφτασε κ καμόσες δυστυχ<ί>ες, τους
ξεκονόμησε• ήθελε κ αυτός να’ρθεί να μας ιδεί όλους εις τα σπίτιαμας – κ
είχαν να του κάμουν όλοι κ’ ένα τραπέζι. Τότε μου λέγει η ΧάρηΤης: «αυτόν
τον αθώον θα τον κατατρέξει ο Κωλέτης κ οι άλλοι• κ νά’χει τον νούτου». Τότε
εγώ του παράγγειλα με έναν δικόντου να μήν πάγει σε κανέναν απο μάς, ούτε
σε τραπέζι. Ύστερα του έγιναν αυτά όλα. Κ δέν παρουσιάστη κ εις τον
βασιλέα. Κ έφυγε με δυσαρέσκειαν. Θα πάθαινε κ αυτός κ’ εμείς. Του είπα:
«όταν ο Θεός κάμει νεκρανάστασιν, να είναι έτοιμοι κ αυτείνοι κ εμείς, να
ξεσκλαβώσει ο Θεός τους ομογενείςμας».

Τότε μου λέγει η ΧάρηΤης: «όταν να είναι η ώρα του ΑφεντόςΜας, όλους
αυτούς θα τους φωτίσει• κ τότε θα βγούνε κ εκείνα οπού’ναι εις τα σύνορα:
τα χρήματα, κ άλλα, δια ν’ αναστηθούν κ οι ταλαίπωροι αδικημένοι, κ τα
σπίτιαΜας τα καταγκρεμισμένα, κ άλλα πλήθος καλά».

Περικάλεσα την Θεοτόκον να με φωτίσει – «απο αυτείνη την φώτισιν


οπού’χεις, δέν μπορείς άλλο • οτι τότε θα ιδείς αυτά όλα
<περισσότερο να λάβεις>

οπου σου λέγει η γυναίκα οπου την έχομεν διορισμένη κ σου λέγει όσα εσύ δέν

163
βλέπεις μόνοςσου – κ άν ιδείς αυτά όλα, ευτύς τρελλαίνεσαι κ χάνεσαι! Εσύ
ολίγα είδες μόνοςσου εις τις αρχές κ κόντεψες να χαθείς απο τον φόβονσου!
Δόξαζε τον Θεόν, καθώς Τον δοξάζεις, κ όποτ<ε> είναι η ώραΤου, τότε κ θα
ιδείς κ θα γένουν όλοι οι λόγοι του Θεού».)
<αυτά που ο Μακρυγιάννης ήθελε να δεί,

έμελλε όντως να τα δεί, καθώς θα δούμε στο 4.ο μέρος του βιβλίου>

γ
«Κ έβγαινε πάντοτες έξω κ μίλει ε κ μ’ όλους αυτούς, δια
<= βγαίνε, προστακτική>

να μήν τους μένει υπόνοια κ λένε οτι κάτι κάνεις αναντίοντους κ σε


κιντυνεύουν ολοένα. Κ τα μυστήριάσου να μήν τους λές κανενού, όσους απο
αυτούς γνωρίζεις, οπου πουλούνε Θεόν κ πατρίδα, όσο ο καιρόςτους να’ρθεί,
γι
η ώρα του Θεού. Κ άν σου ειπούνε να σε βάλουν σε καμιάν συντροφιάτους,
πέςτους: ‘εγώ, με γνωρίζετε, πάντοτες με την πατρίδαμου κ θρησκείαμου
είμαι, καθώς κ εσείς’! – κ όταν έρθει καιρός, δέν θα ιδεί ένας τον άλλον, κ οι
ξένοι κ οι ντόπιοι. Κ πάντοτες όξω οπου βγαίνεις έχε κ την προφύλαξίνσου,
αυτούς οπού’χεις μαζίσου».)

<αλλαγή μελάνης>

Τον Απρίλιον μήνα, πρώτη, έκανα την προσευκήμου


<σημειωτέον: το ρήμα κάνω

έχει θέμα καν- στους χρόνους διαρκείας κ θέμα καμ- στους στιγμικούς χρόνους. ‘έκανα’ είναι

, κ μού’ρθε σάν σκοτούρα• κ έφυγα κ


παρατατικός. Ο αόριστος είναι ‘έκαμα’> <κάτι>

πήγα κ’ έπεσα πίσω εις το στρώμαμου• κ ήμουν πολύ ζαλισμένος. Κ’ εκεί


οπου αγωνιζόμουν, έρχεται ένας κ μου λέγει: «τρέξε, οτι πεθαίνει ο Πετρο-
Μαρκέζης» (άνθρωπος με μεγάλους αγώνες κ θυσίες, τίμιος άνθρωπος, κ
δούλεψε κ εις την Εταιρείαν, κ με τιμιότη κ με γενναιότητα. Τον
<Φιλική>

αγαπούσα πολύ). Ευτύς πηγαίνω εις αυτόν – τον ηύρα τελειωμένον• αφήνει
εις τους πέντε δρόμους έξι κορίτσια αδύνατα κ τρείς γυναίκες: την γριά
πεθεράτου, γυναικαδέλφητου κ γυναίκατου,

164

οπου όλες αυτές ζούσαν απο εκείνον τον δυστυχισμένον. Ήταν τα ματάρχης.
γ

Τον κατάτρεχε κ ο Κωλέτης, πρώτα διατί ήταν Σεπτε βριανός, κ οτι


μ

χρώσταγε. Ευτύς οπου με είδαν όλες αυτές οι δυστυχισμένες αδύντατες


ψυχές, μ’έπιασαν κ με τραβούσαν, κ έκλαιγαν πικρά• κ μού’λεγαν: «αδελφέ,
ποιός θα μας δώσει εμάς –μόνον ψωμί, όχι άλλο– οπου δέν έχομεν τίποτας?»,
κ φώναζαν (οπου πεθαμένον λυπούσαν, όχι ζωντανόν!). Τις παρηγόρησα, ό,τι
μπορούσα. Θάψαμεν τον νεκρόν κ γυρίσαμεν• κ παρηγορούσαμεν – τους
απαρηγόρητους! οπου δια την πατρίδα κατήντησαν τοιούτως – κ η
παραλυσία κ η κακία βυζαίνει τους αγώνεςμας κ τα αίματάμας, κ είναι
δοξασμένη! Όσο να παρηγορήσω αυτούς ό,τι μπορούσα, στέλνει ο Κώστας ο
ι
Λαγουμ τζής (τίμιος κ γενναίος, κ με πολλούς αγώνες• κ με το τουφέκιτου κ με
ι
την τέχνητου –οπου δέν είναι άλλος παρόμοιος λαγουμ τζής– κ εις το κάστρο
ήμαστε οι δυόμας, οπου αγωνιζόμαστε νύχτα κ ημέρα εις τα λαγούμια, κ με
τους καημένους τους γυμνούς Αθηναίους…) μου λένε: «τρέξε, πεθαίνει ο
ι
αντισυντα ματάρχης Λαγουμ τζής!». Φεύγω απο εκεί, πάγω εις αυτόν• στέλνω
γ

δια γιατρούς, κ του λέγω να ξεμολοηθεί•δέν ήθελε, να μήν φοβίσει την


φαμελιάτου – με το στανιό τον ξεμολογήσαμε κ μετάλαβε• νύχτωσε• ήμουν κ
αστενής. Πηγαίνω εις το σπίτιμου, κακά ψυχρά, κ λέγω: «Θεέ τ’ ουρανού κ της
γής!
<=δακτυλικό μέτρο, ημιεπές• κ τα παρακάτω που λέει ο Μακρυγιάννης στο Θεό έχουν

Μιάν ημέρα όλοι θα φύγομεν απο’δώ –


έντονη ρυθμικότητα>

165

κ’ εμείς φεύγομεν, κ οι γυμνοί κλαίνε, κ η κακία χαίρεται πότε να


<ευχόμενη>

μήν μείνει κανένας! – κ τους αφήνομεν κ γυμνές σπορές ,


<=άπορους απογόνους>

νηστικούς να κάνουν το κέφιτους!»•)


<ανθρώπους>

κ φεύγω όλως δια όλου απο το προκείμενον, κ δέν θυμούμαι τίποτας, κ


μετανογώ απ’ όλα – ούτε προσευκή ούτε τίποτας! Τότε, αδελφοί αναγνώστες,
πόση Αγαθότη έχει ο Πανάγαθος Θεός! πόση έχει ο Χριστός! πόση η Θεοτόκο κ
οι ΆγιοίΤου! Λέγει η Θεοτόκο: «τί’ναι αυτά οπου κάνεις, τέκνοΜου? πού
κατήντησε<ς>? τί θρέφει ο νούςσου? ποιός γεννήθη κ όταν ήρθε η ώρατου δέν
πέθανε? πέθανε αυτός – ο Θεός δέν αφήνει αυτούς δυστυχείς. Ο Θεός
διατηρεί τα πάντα• κ εκείνοι οπου κάνουν το κακόν – τους προσμένει
να’ρθούνε πίσω εις τα όρι<ά>τους, κ τότε δέν αμελεί. Αργεί – δέν αστοχεί. Κ
τους αδύνατους τους διατηρεί, τον σκούληκα τον διατηρεί εις την πέτρα κ δέν
[το]
μένει νηστικός μέσα εκεί οπού’ναι κλεισμένος – κ όχι ν’ αφήσει τον
άνθρωπον να χαθεί! κ: αυτά σού’φεραν ζάλη του κεφαλιούσου κ απολπισίαν
μεγάλη».)
<Μέσα σε αγκύλες [ ] βάζω τα εσφαλμένα περιττά γραμμένα>

«Όσα δέν είναι δικάσου, μήν ανακατεύεσαι, οτι βλάβεσαι πολύ. Του Θεού το
Μάτι είναι παντού, κ η ΕυσπλαχνίαΤου• κ <η>σύχασε εις το εξής, οτι
όλουςΜας Μας επίκρανες με αυτό».

Ξαναέπεσα εις την αμαρτωλήμου μετάνοια, κ είδα κ μόνοςμου το σφάλμαμου,


κ το Έλεος του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου• μου <η>σύχασαν αυτείνη την μεγάλη
τρέλλια του κεφαλιούμου, οπου ήμουν εξω φρενών δια την μεγάλη
αδιαφορίαν της κυβερνήσεως, οπού’ δειξε εις αυτόν τον αγωνιστή κ εις την
οικογένειάτου.

166

Πολλά χαρτιά μου σάπισαν όλως δια όλου απο τα 1845 οπου γράφω ώς τα
1846 • τά’χα βαλμένα εις την γής κ σάπισαν
<χαρτιά αναφερόμενα στα 1845-6>

όλως δια όλου.

Μιάν βραδιά κοιμόμουν μέσα εις τον οντά οπού’χα τις εικόνες (οτ’ ήταν
βρεμένος εκείνος οπου κοιμούμαι) κ μισοξύπνος, της Πεντηκοστής, βλέπω την
ΑγιαΤριάδα κ την Θεοτόκο καρσίμου κ’ ευλογάγαν• κ ύστερα αποκοιμήθηκα κ
βρίσκομαι σ’ ένα δάσος, κ εκεί ήταν ένα άσπρον όρνιον
<άν κ εμφανίζεται εχθρικό

το όρνιο, είναι άσπρο, αυτό σημαίνει οτι είναι όργανο του Θεού σταλμένο για ενίσχυση των

ευσεβών. Για σωτηρία του ετοιμοθάνατου βυζαντινού κράτους ήρθαν οι τουρκικές φυλές, που

όμως δέν μπόρεσαν οι Βυζαντινοί να τις εκμεταλλευθούν κ τους έγιναν εχθροί. Κ ώς εχθρούς

πάντως τους νικήσαμε. Το όνομα Γιοβάνος υπαινίσσεται ‘δουλοπάροικος’. Βλέπε οθωμανική

παροιμία ‘išle jovan, xiftlik senin’ (δούλευε, δουλοπάροικε, το τσιφλίκι είναι δικόσου!’). Οι

δουλοπάροικοι επι το πλείστον πρόθυμα εξισλαμίσθηκαν κ στήριξαν τους Τούρκους, που

αριθμητικώς ήταν ελάχιστοι μπροστά στον αριθμό των Βυζαντινών, έγιναν πολλοί με τον εκούσιο

κ
εξισλαμισμό αμέτρητων φτωχών• κ πάλι όμως τους νικήσαμε. Αυτά σημαίνει το όνειρο>

πολέμαγε να το πιάσει ένας ονομαζόμενος Βασίλης•


<=σάν τον Βασίλειο

Βουλγαροκτόνο κ τον Βασίλειο Διγενή Ακρίτα, ήρωας συνεχιστής των ηρωικών παραδόσεων του

κ του λέγω: «μή ζυγώνεις τοιούτως, οτι έχει νύχια κ θα σε


Βυζαντίου>
χτυπήσει»• μ’ άκουσε• κ πήγα κ εγώ κ με τρόπον το πιάσαμεν κ του τό’δωσα.
Τότε φανερώνεται ένα λαμπρό παλάτι, κ αυτός γένεται ένας Τούρκος, το
όρνιον, κ είχε δύο πιστόλες εις το ζωνάριτου κ ένα γιαταγάνι, λαμπρά• του
λέγει ο Βασίλης να του τα δώσει, δέν ήθελε• του λέγω: «δώσ’ τα του κ δέν
κιντυνεύεις την ζωήσου» - δέν ήθελε με κανέναν τρόπον να τα
δώσει• «τά’χω», λέγει, «τόσον καιρόν, κ να τα πάρετε εσείς? δέν γένεται!».
Ρίχτηκα κ του τα πήρα στανικώς κ τά’δωσα του Βασίλη. Τότε έρχεται ένας
ονομαζόμενος Γιοβάνος κ είχε τέσσερες πιστιόλες εις την ζώση του, κ
<=ζώνη>

του δίνει του Τούρκου τις δύο• τότε πιάνομαι εγώ με τον Γιοβάνο κ μαλώνω κ
του λέγω: «εμείς του πήραμεν τ’ άρματάτου κ εσύ του δίνεις κ άλλα να μας
σκοτώσει!». Τότε, με το Βασίλη, πήραμεν κ του ενού κ του αλλουνού, κ’
έμειναν έτσι.

167

1846∴ την Μεγάλη Παρασκευή την νύχτα είχε έρθει ο Αφέντηςμας κ δέν
έλειπε κανένας Άγιος, κ ο Χριστός, κ η Θεοτόκο, κ ήταν πλήθος φώτα, κ ο
πολυέλαιος, κ λαμπάδες πλήθος, κ όλοι μαυροφορεμένοι, κ ο Σταυρός
ξαπλωμένος απάνω σε εκείνα τα λαμπρά πράματα• κ ήταν όλοι
καταλυπημένοι, οπου δέν γένεταν περισσότερον• δύο ώρες να φέξει,
αναλήφτη ο Αφέντηςμας κ ο Χριστός κ έμεινε η Θεοτόκο με καμόσους Αγίους
(μου τά’λεγε η γυναίκα όλα)• την αυγή της λέγει η Θεοτόκο οτι αυτά κάθε
χρόνον πρέπει να γένονται, έτσ’ είναι αποφασισμένα απο τον Αφέντη. Πρίν
αυτό, μου λέει η Θεοτόκο , προ καιρού: «Γιάννη, να φκιάσεις της φαμελιάςσου
ς

ένα φόρεμα, κ να φκιάσεις κ δικόσου». Έφκιασα κ της γυναικός κ τα δικάμου.


Τα είχα εις τον οντά οπού’ναι οι εικόνες, κ τότε τα πήραν κ τα ευλογήσανε
αυτά κ το σπαθίμου, κ του έβαλε η Α<γ>ιαΚατερίνη κ μιάν χρυσή φούντα.

Την Λαμπρή δέν ήθελα να πάγω εις την εκκλησίαν, δια να μήν μου γένει
τίποτας, κ να μήν αφήσω κ το σπίτι μόνον. Τότε μου λέει η ΧάρηΤης: «μήν
πηγαίνεις σάν δέν θέλεις». Το μεσημέρι έρχεται η γυναίκα περνώντας κ μου
λέγει οτι ήρθε ο Αφέντης κ ο Χριστός κ όλοι οι Άγιοι κ θα κάμει εδώ εις την
καθέντραΤου την Ανάστασιν• «κ εσύ κ όλησου η φα-

168
μελιά να είστε συγυρισμένοι». Αυτό ακολουθήσαμεν• κ είχα ειπεί κ ένα<ν>
οπου ξέρει γράμματα, πρωτύτερα, να’ρθεί να κάμωμεν την Ανάστασιν.)

Τί μου λέγει εκείνη η γυναίκα! «Τί ήταν αυτείνη η νύχτα! τί πράματα ήταν
εκείνα! τί… τί ήταν εκείνη η <Ε>πιτάφιος, δέν μπορούσες να την τηράξεις
απο το στράψιμον! κ ο Θρόνος του Αφεντός: εκείνον δέν μπορούσε να τον
κοιτάξει ο άνθρωπος! κ εκείνες οι ψαλμωδίες…! (Αιστανόμουν κ εγώ, αδελφοί
αναγνώστες, έβλεπα λάμψες κ ισκύους, όχι όμως ξάστερα). Τελειώνοντας η
Ανάστασι , βλογάει ο Αφέντης όλους, κ έδωσε κ αντίδερο (ένα τέτοιον πράμα
ς

ήτον)• τότε μου λέγει: «Γιάννη! Γιάννη! Γιάννη! (τρείς φορές), Εγώ ήρθα τόσες
φορές εις την καθέντραΜου, ήρθε ο ΜονογενήςΜου κ η ΜητέραΤου η Μαρία κ
όλοι οι Άγιοι, να σου φκιάσω το σπίτισου, να σε αναστήσω, οπου ήσουνε
χαμένος αδίκως. Έχω διορισμένους το ΤέκνοΜου κ την ΜητέραΤου κ τους
Αγίους πάντοτες κ στέκονται εις την καθέντραΜου. Τί λυπείσαι? διατί είσαι
έτσι?». Τότε άρχισα εγώ κ έκλαιγα• κ τώρα οπου σας γράφω, μουσκεύω το
ίδιον χαρτί.
<Στο χειρόγραφο, δυό σειρές παραπάνω, πάνω στις συλλαβές ‘κ στε’ που έχω

επισημασμένες σε γκρίζο χρώμα, έχει πέσει μιά σταγόνα υγρό, προφανώς το δάκρυ του

Τότε μου λέγει:


συγγραφέως! σχηματίζοντας έναν ολοστρόγγυλο με ακτίνες λεκέ στο χαρτί>

«μήν κλαίς, Γιάννη, κ όσα περικαλείσαι, κ την πατρίδασου θ’ αναστήσω, κ την


θρησκείασου, κ γενικώς την ανθρωπότη• με τον καιρότους, Γιάννη•

169

δέν είναι η ώρα η διορισμένη ακόμα. Κ θα ιδείτε όλοι όσοι


<τί θα γίνουν>

πηγαίνουν κόντρα της ΘελήσεώςΜου. Κ δικούςσας κ άλλους, θα σας


λευτερώσω απο τους αναθεματισμένους κ θα σας δώσω την μεγάλη κορώνα».
Τότε έβγαλε απο το φόρεμάΤου κ Του’δωσε του Χριστού ένα κομματάκι, κ ο
Χριστός της Θεοτόκος κ η Θεοτόκο της γυναίκας. Κ ευτύς έδωσε κ μίαν
ς

σκέπη, κ της είπε «το φόρεμάΜου…» να το βάλω με το δαχτυλίδι κ με το


χαρτί της Θεοτόκος μέσα εις το φυλαχτικόν• της είπε η
<=το δίπλωμα>

Θεοτόκο κ την σκέπη να την φυλάξω σε μέρος. Κ τά’λαβα κ τ’


ς

ανασυγκέρησα,
<=το πρωτότυπο γράφει ‘ανασικυρισα’. Το νόημα φαίνεται απο τα

συμφραζόμενα: ανάμιξα, πρόσθεσα. Πρέπει να διαβάζεται ‘ανασυγκέρησα’ = ανα + το αρχαίο


‘συγκεράννυμι’, σήμερα το λένε ‘συγκεράζει’. Μου φαίνεται πως κάπου έχω ακούσει ρήμα

‘ανασκέρισα’ με αυτήν την έννοια, που όμως δέν το βρήκα σε κανένα λεξικό ούτε βρήκα κάποιον

καθώς μου είπαν, κ όποτε κάνω την προσευκήμου μ’


που να το έχει ακούσει>

εξ ὅλης καρδίας, (σπανίως αυτό:) βλέπω: πάντοτες τον ίσκυον του


ΑφεντόςΜας με αυτό το φόρεμα οπου μου έβγαλε το κομματάκιτου. Μού’δωσε
κ ο Άγιος Βασίλης, κ ο Άγιος Γιώργης ο Γι<α>ννιώτης ο νέος (οτ’ ήταν κ αυτός
εδώ με το παιδίΤου κ με την γυναίκαΤου εις την Ανάστασιν• έρχονται
πάντοτες• κ ρωτάγω γι<α>ννιώτες οπού’ρχονται απο τα Γιάννενα, πώς είναι
η γυναίκαΤου, σε τί ηλικία κ το παιδίτου, κ τί φορούνε) - τα ίδια μου λέγει κ η
γυναίκα τούτη οπου με φωτίζει. Μού’δωσαν απο ένα σάν γαϊτάνι

170

εις το κερί.
<=επίσης ο κάθε ένας απο τους προαναφερθέντες Αγίους μου έδωσε ένα πράγμα

Τότε με διάταξε η ΧάρηΤης να δώσω ελεημοσύνη σε


σάν μεταξωτό νήμα κηρωμένο>

καμόσους φτωχούς, κ έδωσα ό,τι με φώτισε ο Αφέντηςμας• κ στέλνω κ εις τις


φυλακές πάντοτες τις <ε>πίσημες ημέρες, τρείς φορές τον χρόνον,
κρέας κ ψωμί κ ό,τι άλλο.
<εδώ γράφεται ‘κρεας’ κ όχι ‘κριας’ όπως αλλού>

ι
Σάν μού’κοψαν ένα μέρος του μιστούμου, κ του παιδιούμου πλερώνω εις τ ς
Ευέλπιδες, μού’λεγε η Θεοτόκο : «μήν πειράζεσαι εις αυτό, ο ΑφέντηςΜας
ς

έτσι δίνει κ του Α-Γιώργη εις


<είναι σάν ‘ος’, διαβάζω όχι ‘ως’ αλλα ‘υς’, δηλαδή =

τα Γιάννενα της φαμελιάςΤου, κ θα σου δώσει κ εσένα την ΕυλογίανΤου».


εις>

Τότε οπου μού’δωσε απο το φόρεμάΤου κ την σκέπη, μου είπε: «είσαι ο
πρόδρομος της πιτροπής οπου θα συστήσω όποτε είναι η ώρα. Κ την
ε

ζωήσου σου ασφάλισα, κ την ψυχήσου»• κ μ’ ευλόγησε η ΠαντοδυναμίαΤου, ο


Χριστός, η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι, μ’ έσκυψαν καταή. Δόξα! Δόξα! Δόξα το
ΠανάγαθόΤου Όνομα κ της ΒασιλείαςΤου! Έκατσε όλη την ημέρα κ τα
μεσάνυχτα αναλήφτη με τον Χριστόν κ με τους Αγίους• κ ο ΘρόνοςΤου κ
η πιτάφιο έγιναν ένα σάν μαντήλι, κ ευτύς αναλήφτηκαν.
Ε ς

Πέρασε πολύς καιρός, πεντ’έξι μήνες απάνω-κάτω• με πήρε ο Χριστός κ η


Θεοτόκο κ έφκιανα κ απο τρείς λαμπάδες κ απο τρείς δραχμές:
ς
171

τά’βαινα εις τις εικόνες• κ αυτό ακολούθησε καμόσον καιρόν: μ’ έπαιρναν κ


πήγαμεν σε όλες τις επαρχίες του κράτους κ μυραίναμεν απο τρία παιδιά εις
το κάθε μέρος, όταν γεννιόνταν• κ πήγαμεν κ όξω ώς τα
<απο το κράτος>

Γιάννενα, κ πήγαμεν κ εις τον τάφο του Α-Γιώργη• απο βραδύς έβαινα τις
λαμπάδες κ τις τρείς δραχμές εις τις εικόνες, την αυγή δέν τις έβρισκα.
Τελειώνοντας αυτό, με πήρε ο Αφέντης κ ο Χριστός κ πήγαμεν πρώτα εις τον
Άγιον Τάφο• ύστερα εις την Σερβογουργαρία
<=Σερβοβουλγαρία, Σερβία κ Βουλγαρία.

Στην περιοχή τουλάχιστον της Καβάλας δέν λέγαν ‘Βούλγαρος’, αλλα ‘Βούργαρος’, ακόμη το λένε

κ Βλαχία, κ εις την Αγία Σοφία εις την Κωνσταντινούπολη. Η γυναίκα δέν
έτσι>

ήταν πουθενά• η ΧάρηΤης, όταν πηγαίναμεν με τον Αφέντη κ με το Χριστόν,


ν

της τό’λεγε κ μου τό’λεγε• ένα μόνον στανόμουν εγώ όποτε πήγαινα
αι
γ
πουθενά: μιάν α υπνία κ σάν σκοτωμένος απο ύπνο, μόνον
αυτό στανόμουν.)
αι

Τελειώνοντας όλα αυτά με τον Αφέντη κ με τον Χριστόν, τότε μου λέει η
Θεοτόκο : «ο Αφέντης θα λείψει τρείς μέρες, πάγει εις την Φραγκιά» (της είπε
ς

της γυναικός να μου ειπεί «εις την Ευρώπη» κ δέν μπόρειε, κ της είπε «εις την
Φραγκιά»). Κ μου είπε γυρίζοντας οπίσω μιάν μεγάλη γιορτή: ήρθε ο
ΑφέντηςΜας εδώ κ ο Χριστός κ η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι κ με όλα τα φώτα κ
ς

μεγάλη παράταξιν•

172

κάτι μού’δωσαν κ έπια κ έμεινα ξερός• κ ήταν όλημου η φαμελιά παρόν κ


τες

κλαίγαν• στάθηκα πεθαμένος καμόσον• τρείς φορές τό’λεγε


<=3 φορές λέγοντας

ο Αφέντης κ ο Χριστός κ η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι: με εδιάβασαν


την κάθε ευχή>

πρώτα κ ύστερα είπαν: «καθαρίζεται κ αναστήνεται ώς τον Λάζαρον» κ


ευλόγαγαν τρείς φορές, κ τότε αναστήθηκα.
<έπρεπε να τον πεθάνουν για να τον

αναστήσουν. Κ τον πέθαναν με ένα υπνωτικό φάρμακο. Αυτό δείχνει πόσο πρόχειρο πράγμα για

τον Θεό είναι ο θάνατος, πόσο φαινομενικός. Κ με τί τον ανέστησαν? με τον ιερό Λόγο. Με τον
Κ ευτύς με
Λόγο ενεργεί ο Θεός, έτσι δημιούργησε κ τον κόσμο. Λέγει κ γίνεται το κάθε τί>

πήραν κ πήγαμεν εις τον Άγιον Σπυρίδωνα κάτω στον Περαία κ εκεί
ελειτρουγούγαν κ με φόρεσαν ένα σάν ράσο• κ τότε ήρθα με
<=λειτουργούσαν>

την Θεοτόκον απάνω κ με τους Αγίους κ Άγιον Σπυρίδωνα. Κ ο Αφέντης κ ο


Χριστός κ οι άλλοι οι Άγιοι πάνε απο εκεί, αναλήφτηκαν. Διόρισε σαράντα
ΑγαθήςΤου την Θέλησιν της
Αγίους με την Θεοτόκον να μήν λείπουν απο της
ΚαθέντραςΤου
<=ΑγαθήςΤου της Θέλησης την ΚαθέντραΤου>.)

Τώρα θα σας ειπώ κ τί είδα μόνοςμου: Πρώτα εις την αράδα, πήρε απάνω εις
τους ουρανούς τρείς φορές το μεγάλο το παιδί κ τρείς τον Δημήτρη• κ όποτ’
ερχόταν, έπρεπε τον Δημήτρη να τον παίρνει εις τα χέριαΤου κ να τον
ευλογάγει κ να τον χαϊδεύει κ να γελάγει με αυτό• ευλόγαγε κ τ’ άλλα τα
παιδιά, όμως αυτό κ ο Αφέντης κ ο Χριστός κ η Θεοτόκο κ οι Άγιοι δέν τ’
ς

άφηναν απο το χέριΤους• κ εκεί οπου το πάγαιναν, αδελφοί αναγνώστες, τα


θυμάταν κ μου τά’λεγε το καημένο! Ήταν χάρισμα

173

κ δώρο θεοτικόν. Μιάν βραδιά κοιμόμουν μέσα εις τις εικόνες, είχα εκεί το
γιατάκιμου (κ μου είπε κ η ΧάρηΤης ό,τι μου είπε ο Χριστός)• ήμουν
έξυπνος κ χαυνωμένος ώς μεθυσμένος•με πάνε σε μιάν
<=ξυπνητός>

παλαινή εκκλησίαν κ εκεί είχε πολλά χωρίσματα με


<=παλαιική, παλαίωνη>

θόλους• σε έναν θόλο ήταν μιά κρικέλα εις την μέση του θόλου, κ ένας άλυσος
και
κ ήταν ένας νέος κρεμασμένος• μπαίνοντας τον είδα κ φοβήθηκα κ
λυπήθηκα: κ αγωνίζεταν να του βγεί η ψυχήτου.
<:δεδομένου οτι οι αμαρτωλοί στον

άλλο κόσμο εμφανίζονται παρακάτω να τιμωρούνται στην πεδιάδα, αυτός ο νέος στην εκκλησία

μέσα δέν φαίνεται να ήταν απο τους αμαρτωλούς, το μαρτύριοτου ήταν το μαρτύριο του

ανθρώπου που αδίκως βασανίζεται σ’ αυτήν τη ζωή, σ’ αυτόν τον υλικό κόσμο που είναι σάν μιά

εκκλησία με διάφορα χωρίσματα, διαφόρων λογιών μαρτύρια, γιατί είμαστε προσκολλημένοι σ’

αυτήν τη ζωή κ απο αυτήν την προσκόλληση ο καθένας τραβάει το μαρτύριο της κάθε

Κ απο τη λύπημου β ήκα έξω• κ με πήραν κ με πήγαν απάνω σε


ανημπόριαςτου> γ

μιάν πεδιάδα, όμως πολλά λυπηρή


<= ‘λιπιρι’. Ήταν λυπηρό το θέαμα της περιάδας. Οι
άνθρωποι χαίρονταν βλέποντας πεδιάδες. Αυτή έρχεται σε αντίθεση, γι’ αυτό λέει ‘όμως πολλά

. Αναγνώστες, τ’ αναθεματι μένος να είμαι άν σας λέγω ένα δια


λυπηρή’> σ

άλλο!: κολλώντας εις την πεδιάδα εκείνη ήταν ο Αφέντηςμας, εις το δεξιόνΤου
ο Χριστός, εις το δεξιόν του Χριστού η Θεοτόκο, κ ώς δώδεκα Άγιοι (τον Άγιον
Γιάννη τον Βαφτιστή τον γνώρισα πολύ καλά), κ ήταν όλοι εις τα μαύρα, ο
Αφέντης κ οι άλλοι όλοι, κ κάθονταν. Εις το αριστερόν μέρος ήταν όσοι είχαν
εγκλήματα πολλά, κ όσοι είχαν παιδιά βαφτισμένα κ έκαμαν αμαρτία με τις
κουμπάρεςτους,

174

κ όσοι κορίτσια έφθειραν• ήταν κ άλλοι πολλοί εγκληματίες, οι πρώτοι ήταν


αυτείνοι.
<οι ιθαγενείς της Αυστραλίας άν κ δέν έχουν απόλυτες απαγορεύσεις στο σέξ,

θεωρούν μέγιστα εγκλήματα την αιμομιξία κ τον βιασμό. Τον βιασμό τιμωρούσαν με θάνατο, ενώ

με εξορία, που ήταν σχεδόν θάνατος, τιμωρούσαν την αιμομιξία (ακόμη κ άν δέν ήταν, αδέρφια

θεωρούνταν όσοι ανήκαν στην ίδια μερίδα της κοινότητας. Η κάθε κοινότητατους χωριζόταν σε

δύο μέρη, κ του κάθε μέρους τα μέλη μεταξύτους θεωρούνταν σάν αδέρφια, μεταξύτους συνουσία

Τότε παρουσιάζεται έν’ αμάξι πέτρινο, μαρμαρένιον, με


θεωρούνταν αιμομιξία>

μαρμαρένιους τροχούς, κ το αμάξι γιομάτο πέτρες σάν τα μεγαλύτερα


κασόνια, κ το τραβούσαν αυτείνοι ζεμένοι κ καταβασανίζονταν. Ύστερα
παρουσιάζεται εμπροστά εις το κριτήριον ένα πράμα: το μεγαλύτερον κ
αγριώτερον θερίον, κ ανοιχτό το στόματου κ απο μέσατου έβγαιναν λογιών
των λογιών φωτιές• σάν μιναρέδες, κ μπροστά ερχόνταν οι φωτιές. Τότε
εκείνοι οι κουμπάροι στέκονταν με τις κουμπάρες (τα παιδιά τα βαστούσαν οι
Άγιοι κ οι πατέρεςτους) – αδελφοίμου, γνώρισα πολλούς απο αυτούς, δέν
τους σημειώνω, ο Θεός άν γένει Έλεος… (Μ’ όλο τούτο, του<ς> είπα ένα-
δυών – ποιός ακούγει αυτά?
<=μίλησα σε έναν-δυό απο αυτούς για να τους συνετίσω>

καθώς καταντήσαμεν!)• αφού τους κρίναν, έσκισαν τις γυναίκες εκείνες κ τους
φόρτωσαν, κ πρώτα ο Αφέντηςμας κ ύστερα οι άλλοι όλοι του Κριτηρίου με το
αριστερόν χέρι τρείς βολές κάναν κ με το στόμα:
<τη χειρονομία της καταδίκης>

«εις το πύρ! εις το πύρ! εις το πύρ! εις το εξώτερον!» κ φορτωμένους τους
ρίχναν εκει μέσα. Τότε τα παιδιά τα ξαναβάφτιζε ο Α-Γιάννης με τους Αγίους,
καθώς τα βαφτίζομεν εδώ.
175

ονι
Αφού τελείωσαν την Βάφτισιν, τότε οι άλλοι, <=όσοι> τραβούσαν όλοι
ζεμένοι το πέτρινον αμάξιν – τότε, αδελφοί, εβλέπετε την μεγάλην Οργή του
Θεού κ της ΒασιλείαςΤου κ την μεγάλην Αγανάχτησιν!• τότε έλεπες βασιλείς
λογιών των λογιών, κ φραγκοφορεμένους κ απο τις δικέςμας φορεσιές,
οπου έλεγαν «εις το πύρ!» κ πέφταν εκει μέσα εις το πύρινον καμίνι,
<οι Άγιοι>

εις του αγρίου θερίου το στόμα• τότε παρουσιάζει κ τον βασιλέαμας κ τους
οπαδούςτου κ την βασίλισσάμας, γυμνούς• κ αφού τους γύμνωσαν, πάνε όλοι
ω
μέσα εκεί ς το πύρινο καμίνι, κ ο Κωλέτης κ οι οπαδοίτου. (Αυτό το είπα
ευτύς τότε του Σκοινά κ άλλων ανθρώπων, οτι ο
<ήταν ένας υπουργός Σχοινάς>

Κωλέτης δέν θα χρονιάσει). Αφού γύμνωσε τον βασιλέαμας κ βασίλισσαμας,


ευθύς έντυσε έναν γέρον με γένεια, κ τον
<εδώ γράφει ‘ευθις’, ενώ συνήθως ‘ευτις’>

ευλόγησαν ο Αφέντηςμας κ όλοι κ τον έβαλε εις τα δεξιάΤου (ανάμεσα Θεού κ


Χριστού). Γνώρισα
<:στο 4.ο μέρος του βιβλίου, αυτή η τιμή γίνεται στον Μακρυγιάννη>

εκεί πολλούς, κ ντόπιους κ ξένους, τον Κατακάζη τον πρέσβη της Ρωσίας τον
γνώρισα καλά• αυτός – κ τον Καποδίστρια, τους κυνήγαγε καί τους δυό ένας
Φράγκος να τους πιάσει, κ έρχονταν γύρα σε μιάν
<γραμμένο με γκ! ‘φραγκος’>

ράχη• οι άλλοι όλοι έπεφταν μέσα εις εκείνη την φωτιά κ σ’ εκεινού του
θερίου το στόμα (μήν ακούτε ‘στόμα’ κ ελπίζετε στοματάκι• στόμα κ κεφάλι
αμέτρητο!). Αφού ήταν οι λάμψες των φωτιώντου οπου έβγαιναν, στην μέση
ήταν μιά ανέμη με φωτιές, καθώς είναι του ντολαπιού οπου

176

βγαίνει το νερό απο το πηγάδι οπου ποτίζουν τους


<=βγάζει>

κήπους•
<dolab =υδροτροχός ποτιστικός• αναφέρεται κ απο τον Junus Emre, 13ο μ.Χ. αιώνα:

‘dolap ni-çin iniler-sin – derdim var-dır iniler-im’. (‘υδροτροχέ, γιατί αναστενάζεις (δηλαδή

τρίζεις)? – καημό έχω κ αναστενάζω’). Ο υδροτροχός είναι σε πολλά ινδικά φιλοσοφικά έργα

σύμβολο αυτού του κόσμου όπου οι άνθρωποι γεννιούνται πεθαίνουν ξαναγεννιούνται κ.ο.κ. κ

κ εκεί όσοι πέφταν εις αυτό το στόμα, τους έπαιρνε η ανέμη,


έτσι βασανίζονται>

κ άλλος κρεμιέταν κ καίγεταν πιασμένος απο χέρι κ άλλος απο ποδάρια,


καθώς τον πιτύχαινε η ανέμη, τον ήφερνε γύρα.
Τότε παρουσίασε κ’ εμένα τον αμαρτωλόν κ την φαμελιάμου, κ τό’να το παιδί
οπου ήταν άρρωστον πολύ καιρόν κ είχε τρικούκουλο, όλοτου το σώμα
τρυπημένο (τό’ταξα να λάβει την υγείαντου, να το κάμω περέτη της
υ

εκκλησίας του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου• κ το είχα τάξει απ’ όταν ήταν
μικρό• γράφω σ’ άλλο ). Κ τότε απο μέσα από’να λαμπρό
<φύλλο περι αυτού>

μέρος βήκαν τρείς ώς δεσποτάδες, κ ο Άγιος Γιάννης, κ άλλοι πλήθος, κ το


χεροτόνησαν. Τότε εμένα μου ρίχτη η Θεοτόκο αναντίονμου (κ η
ς

φαμελιάμου εκεί) κ μού’δωσε μιάν κατακεφαλιά• κ σηκώθη


<ήταν> <η Θεοτόκος>

ο Χριστός κ της μίλησε, κ με ευλόγησε ο Αφέντηςμας κ ο Χριστός, η Θεοτόκο ,


ς

κ όλοι οι Άγιοι, κ’ ευλόγησαν κ τα παιδιά κ τους γονιούςτους, όσες κουμπάρες


κ κουμπάροι είχαν μολύνει (οπου τις κομμάτιασαν κ τους έρριξαν εις το
πύρ).
<=Ευλόγησαν τα παιδιά που οι νονοίτους αμάρτησαν. Το πύρ το γράφει ώς εδώ πάντοτε

Τότε κατεβαίνει ένα σύγνεφον•


‘πιρι’> <το σύννεφο ήταν το μεταφορικό μέσο, κατέβηκε

κ ο Αφέντηςμας,
τους πήρε όλους του Κριτηρίου κ τους μετέφερε εν ριπῇ οφθαλμοῦ:>

καθώς ήταν όλοι εκεί


<έγραψε ‘εσκυ’ παρασυρμένος απο το εις που ακολουθούσε,

εις το Κριτήριον, κ πήγαμεν εις την Αγια-Σοφία, κ εκεί


διορθώνω σε ‘εκυ’ =εκεί>

ευλόγησε εκείνον τον γέρον οπού’χε εις τα δεξιάΤου, κ ήταν μιά


παράταξις – δέν μπορώ να σας παραστήσω,

177

Τον ευλόγησε ο Αφέντηςμας κ όλοι οι άλλοι, κ είπε: «Τούτος είναι ο πρόεδρος


της επιτροπής της ΒασιλείαςΜου». Κ ξύπνησα. Αυτά είδα, αδελφοί, κ όποιος
αγαπάγει άς πιστεύει – ειδέ, είναι νοικοκύρης να κάμει ό,τι θέλει.

Την Κυριακή ξημερώνοντας ήρθε ο Αφέντηςμας, ο Χριστός, η Θεοτόκο , κ όλοι


ς

οι Άγιοι, με όλη αυτείνη τη φωτοχυσία, κ πολύ χαρούμενος μου λέγει: (τρείς


φορές:) «Γιάννη! Γιάννη! Γιάννη!», «Τώρα στοχάζομαι: Με είδες κ με τους
οφθαλμούςσου κ Με απόλαψες κ Με γνωρίζεις. Ασφάλισες όσα νύχτα κ ημέρα
περικαλιέσαι υπέρ της πατρίδοςσου, της θρησκείαςσου κ γενικώς της
ανθρωπότης. Σας άκουσα, δια τις παρακλήσεις του Μονογενού Μου κ της
ς

ΜητρόςΤου κ των ΑγίωνΜου. Είδες, αξιώθης με τα μάτιασου να ιδείς όλους


αυτούς υγι ς. Κ: η θάλασσα σαλεύει, όχι οι λόγοιΜου. Είδες τον πίτροπόΜου.
εί ε
Σας ανάστησα οπίσω. Όποτε θά’ρθει η διορισμένη ώρα, όλα αυτά θα τ’
απολάψετε, κ την μεγάλη κορώνα. Λευτερώνεται το ξανθό γένοςΜου απο το
μολυμένον κ αχάριστον τέκνο των Σαββατιανών κ τους άλλους όλους οπου το
καταφάνισαν. Λήγορα έρχεται ο Κωλέτης, κ αυτείνοι όλοι έπειτα, εις την
κατοικίαν οπου ετοίμαζαν να ησυχάσουνε• κ θα ματα ιδείς τον Κωλέτη• όταν
έρθει εκεί, πάλε θα τον ιδείς. Κ εσύ θα είσαι εις την κατοικίανσου με την
ΕυλογίανΜου. Εθυσίαζες όθεν ήταν μεγάλη δυστυχία κ όθεν σου είπα, πίσω
έρχονται κ δέν μένεις δυστυχής, με όλησου την
<=ανταποδίδονται (τα καλάσου έργα)>

οίκοσου ». Τότε βγάνει κ μου δίνει ένα τέταρτο της


<=τον οίκοσου>

δραχμής.
<=ένα κέρμα των 25 λεπτών>

178

Όταν πηγαίναμεν κ μυραίναμεν με τον Χριστόν κ την Θεοτόκον κ έκανα τρείς


δραχμές, κ τρία το τέταρτο της δραχμής, κ τις
<=τότε έκανα κ τρία 25λεπτα>

λαμπάδες. (Κ ό,τι θ’ απολάψει, αδελφοί, ο άνθρωπος, όλα τότε του τα λένε,


αυτό να μήν έχετε καμίαν αμφιβολίαν).)
<=όταν μυραίνεται ο άνθρωπος, οι Άγιοι τότε

του προλέγουν τον βίοτου>

Τότε μου δίνει το τέταρτο αυτό τυλι μένο με κερί, κ μου είπε : «αυτό
γ <η γυναίκα>

φέρνει οπίσω, οτι εστήρι σες την οικίανσου»• κ μου


<η Θεοτόκος> <ώς σημάδι> ξ

είπε η Θεοτόκο κ το έβαλα εις την σακκούλα.


ς

Ας λέγω, αδελφοί αναγνώστες, κ εγώ δέν ξέρω πώς έρχεται ο παράς.


<=άν και

Άλλοι
παραπονιέμαι, δέν ξέρω πόσο δύσκολα βγαίνει (για τους πολλούς) το χρήμα>

παίρνουν εις τα σπίτιατους δύο, τρείς χιλιάδες δραχμές το μήνα, κ άλλοι


χίλιες, άλλοι πεντακόσ ες – όταν πεθαίνουν, χρέος αφήνουν! Εγώ με αυτές τις
ι

τρακόσες πενήντα, το σπίτιμου – η Ευλογία του Θεού: μαγειρεύομεν να φάμεν


μόνοιμας, κ έρχονται (κάποτε τρείς, κάποτε απάνω, κάποτε κάτω) κ τρώνε κ
εκείνοι• κ πολλές βολές περισσεύει, κ η φώτιση του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου:
δίνω, δια της φώτισήςΤου, των δυστυχισμένων, κ πάλε: τα ελέη του Θεού!.
Δόξα! Δόξα! Δόξα το ΠανάγαθόΣου Όνομα κ της ΒασιλείαςΣου! Κ όποιος δέν
πιστεύει την ΑγαθότηΣου, Παντοκράτορα, κ της ΒασιλείαςΣου, - όλοι σε κείνο
το πύρινο καμίνι να μπούνε κ μ’ εκείνη την ανέμην να ανεμίζουν
συντροφεμένοι με την μεγάλη φλόγα, οπου συνήθισαν κ τρώνε την
ανθρωπότη ζωντανή.

Μου είπε: «Μήν βιάζεσαι, Γιάννη, κ όλα θα τα ιδείτε όταν είναι καιρόςτους. Κ
ν’ ακούς την Μαρία κ Αγίους ό,τι σου λένε, οπου Τους έχω πάντοτες εδώ,

179

κ να σέβεσαι την φαμελιάνσου, οτι σ’ την έδωσα να ζήσεις ειρηνεμένα• κ


ου

είναι μισός άνθρωπος απο τις νέργειες των πειρασμών κ απο την
ε

απολπισίαν των μεγάλων κιντύνων ολονώνσας• κ ηθα την έχανες, έ


Γιάννη, κ θα μένετε
<=‘υγιανι’> <=θα μένατε. –ετε είναι η κατάληξη του β΄ πληθυντικού

εις την δυστυχίαν• κ την ελυπήθηκα, κ


παρελθοντικών χρόνων στον Μακρυγιάννη>

εσάς όλους, κ’ εσώθη• οτ’ ήταν σαπισμένη όλη μέσα• κ δι’ αυτό σε βάρησε η
Μαρία την νύχτα».
<προφανώς τον βάρεσε διότι φέρθηκε όχι τόσο καλά στην

Αναλήφτη με τον Χριστόν κ Αγίους.)


σύζυγότου>

Τον Σεπτέ βριον πεθαίνει ο Κωλέτης. Εις τα τρία χρόνια πρίν


μ <είχε πεθάνει, κ

τον εξέχωσαν κ βήκε σώος κ ακέραιος – κ βρωμερός. Ύστερα καίγεται το


τότε>

σπίτι του Τζαβέλα κ κόντεψαν κ αυτείνοι όλοι. Γένεται η ταραχή της Γαλλίας
κ όλης της Ευρώπης, χύνονται ποταμοί αίματα• όσα έκαμαν εμάς, τ’
απόλαψαν με τον τόκοντους. Ύστερα, τώρα πεθαίνει κ ο μεγάλος φιλόσοφος:
ο βασιλέας Φίλιππας, σε ξένη γής κ καταφρονεμένος, κ πάγει εκει μέσα οπου
τον είδα • κ το κράτοςτου κ όλη η Ευρώπη ώς την
<στο προαναφερθέν όνειρο>

σήμερον είναι συντροφεμένη με την Οργή του Θεού.)

ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ μέρος 3ο

γ
Τον Μά ιον μήνα μου δίνει σερνικό παιδί, το βαφτίζω κ το βγάνω Χρίστο. Του
Χριστού, μου παίρνει τον Δημήτρη. Κ μου το είπαν πρωτύτερα (αστένησε, κ
την ημέρα του Χριστού…) να μήν ψυχραθούμεν.
<=μου το είχαν πεί οι Άγιοι

Εκείνη την ημέρα έγινε πολύ καλά,


πρωτύτερα οτι θα χαθεί, για να μήν μισήσω τα θεία>

τα μεσάνυχτα έσβησε σάν κερί. Τί να σας ειπώ, αναγνώστες, δέν μπορώ να


σας παραστήσω τα προτερήματάτου, κ κλαίγω όταν τα θυμούμαι κ
κολάζομαι, βαρύνω τον Θεόν, οτι μού’δωσε δυό, μου πήρε το δικόνΤου•
<απο
ύστερα μού’δωσε άλλο πρίν μου πάρει το δικόΤου. Εις το
τα δίδυμα πήρε το ένα>

θάνατότου ήταν μεγάλο θάμα του Θεού•

180

οτι όλα του Θεού είναι ζηλεμένα . Γιομάτη η


<τα έργα> <=όμορφα, θαυμαστά>

εκκλησία κ όξω, κ όλος ο κόσμος, γυναίκες κ άντρες – δέν ήταν μάτι οπου να
μήν κλάψει. Τότε εγώ κ όλημου η φαμελιά επέσαμεν εις τον θάνατο.
Ξεϊσκυώθη το
<=έχασε τους ‘ίσκυους’ δηλαδή τις ισχύες, τα προστατευτικά πνεύματατου>

σπίτι, κ πήγα εγώ να χαθώ. Κ περικάλεσα την ΧάρηΤης να μου το φέρει μιάν
φορά να το ιδώ ακόμα. Κ μου λέγει: «πάντοτες έρχεται αυτό κ σας λέπει, το
φέρνομεν. Εσείς δέν το λέπετε, δέν κάνει». Αφού περικαλούσα νύχτα κ ημέρα,
με αξίωσε κ το είδα μ’ ένα στέφανον εις το κεφαλάκιτου, εκεί οπου έκανε τις
μετάνιεςτου πάντοτες, κ να περικαλιέται! (Τριάμισι χρονών παιδί ήταν όταν
πέθανε, κ περικαλιόταν νύχτα κ ημέρα ώς γέροντας, να κάνει την
προσευκήτου κ να περικαλιέται δια την πατρίδατου κ θρησκείατου κ του
τίμιους ανθρώπους!).)
<ο στέφανος στο κεφάλι είναι το σημάδι των Αγίων κ Μαρτύρων.

Δεδομένου οτι ο Θεός όποια μορφή θέλει παίρνει, θεωρώ πως εκείνο το παιδί ήταν μιά άλλη

ενσάρκωση του Χριστού, ή μιά ενσάρκωση κάποιου Μεγαλομάρτυρα>

Τότε εγγίχτη κ η φαμελιάμου με αυτείνη την


<=αγγίχτηκε, απέκτησε μίσος>

γυναίκα, κ ήρθαν σε λόγια• να μήν γένουν περισσότερα, δέν ματά’ρθε απο


τότε ώς την σήμερον. Μπορεί να ήταν κ της Θείας Πρόνοιας ώς αυτό.)
<«ώς

αυτό» =ως προς αυτό, όσον αφορά αυτό. Οπωσδήποτε της Θείας Πρόνοιας ήταν να φύγει εκείνη

η γυναίκα, διότι ό,τι είχε να προσφέρει το προσέφερε. Απο εδώ κ κάτω ο Μακρυγιάννης αρχίζει

να επικοινωνεί με το Θείον μόνοςτου, κ να διαπιστώνει οτι όσα του είχε πεί η γυναίκα ήταν

αληθινά>

Το λοιπόν, απο τότε ώς τώρα δέν είδα τίποτας να μου


<κανένα όραμα το οποίο>

ειπούνε . Μόνον όταν κάνω την


<κ άλλοι οτι το είδανε συγχρόνως με εμένα>

προσευκήμου βλέπω κ τον Παντοκράτορα κ τον Χριστόν κ την Θεοτόκον κ τους


Αγίους κ την ΕυλογίανΤους• κ το Φώς, όθεν να είμαι, να περικαλεστώ, το
βλέπω• την νύχτα φαίνεται πολύ καλά, κ σε σκοτεινόν μέρος• κ τον
Παντοκράτορα με το φόρεμα οπου μου έδωσε το κομμάτιτου,

181

το κομμάτι απο το φόρεμάΤου (γνωρίζετε οτ’ είναι άσπρον κ έχει κ βούλες). Κ


όποτε Τον βλέπω, κ το Φώς, λάμπει όλος ο τόπος• είναι οπου κάνω
<=όταν>

την αμαρτωλήμου προσευκή ή όταν κοιμούμαι κ ξυπνάγω κ περικαλιούμαι,


αυτά τα βλέπω• σπανίως τον Παντοκράτορα τοιούτως, αλλα εις την
προσευκήμου Τους βλέπω, κ βλέπω κ την ΕυλογίανΤους καθημερινώς.)

Όταν επληγώθηκα εις το κάστρο των Αθηνών – μιάν ημέρα πήρα τρείς
πληγές, οτι μας πλάκωσε μεγάλη ορμή των Τούρκων κ κυρίως εις το δικόμου
πόστο (οτ’ ήμουν πολύ πλησίοντους, τρείς αδρασκελιές ποτέ δέν
<μακριά>

ήμαστε). Εκείνη την ημέρα έγινε μεγάλος σκοτωμός και απο τα δύο μέρη, κ
μου κυρίεψαν το πόστομου (εις τ’ άλλο ξηγούμαι). Τότε, πληγώνοντάςμε, οι
άνθρωποι έλπιζαν οτ’ είμαι τελειωμένος κ πατούσαν
<=νόμιζαν>

απάνωμου• οι πληγές κ αυτό το πάτημα: ήρθα εις τον θάνατο. Απο την αυγή
ώς το βράδυ πόλεμος πεισματώδης. Αυτό το μέρος εις την κοιλιάμου έκανε
ένα σύνασμα αίμα σάν λάσπη του βαενιού.
<Το βαένι είναι μεγάλο δοχείο κρασιού,

στον πάτω μαζεύεται η τρυγία, που την λένε λάσπη του βαενιού, έχει χρώμα βυσινί σκούρο κ

. Όταν βήκα έξω μετά καιρό, εις τ’ Ανάπλι μου είχε γένει έν’
θαμπό>

απόσταμα κ μιά πέτρα . Μαζώχτηκαν γιατροί


<=απόστημα> <=ένας όγκος σκληρός>

απο τα καράβια τα ξένα κ οι ντόπιοι κ μου διόρισαν μιάν κούρα


<=φροντίδα,

με μαλαχτικά, με αβδέλλες, κ άλλα πανιά• τέσσερους


θεραπεία>

μήνες: διαλύθη αυτό απο τότε. Εις τα 1849∴, του Αγίου Φιλίππου
ξημερώνοντας, με ηύρε το ίδιον αίμα, κ συ χρόνως αδύνατος ο τόπος εκεί
γ <ο

. Μιάν ημέρα, έκανα τις


τόπος ήταν νοσώδης, δέν συντελούσε στο να δυναμώσει η υγεία>

μετάνιεςμου, αιστάνθηκα πόνο, βγαίνει κ το ξύγκιμου• πλακώσανε οι γιατροί,


μου τό’δεσαν καλά.

182
Εγώ ήμουν αστενής κ πολύ λυπημένος δι’ αυτό, κ με πονούσαν κ οι πληγές
του σώματόςμου. Μιάν αυγή, έκανα την προσευκήμου, κ ήμουν πολύ
<=πολλή

μέσα, εις τις εικόνες• κ ήμουν κ κρυγιωμένος κ αποσταμένος κ


ώρα>

πονεμένος. Ανοίγω την πόρτα, βλέπω εις την σάλα έναν με γένεια, σάν
καλόγερον. Τον καλημερώ, του λέγω: «Γέροντα, κόπιασε μέσα εις την κάμαρη,
οτι δέν μπορώ να σταθώ». (Αυτό ήτον κοντά τα έβγα του Δεκεμβρίου, 20
<του

• κ ήτον κρύγιον πολύ). Έρχεται μέσα, κ κάθεται γοναστικώς


μήνα>

μπροστάμου. Του λέγω: «αυτό είναι τυραγνικόν έργον!»•


<=είναι τυράννου

τον πήρα πλησίον μου. Μου


συμπεριφορά να σε έχω γονατιστόν μπροστάμου>

λέγει: «σου φέρνω ευκιές κ ευλογίες απο τον Αφέντημας, εσένα κ όλης της
συντροφιάςσου». Του λέγω: «ποιός είναι ο αφέντης; κ συντροφιά δέν έχω» -
«Άνωθεν είναι, κ ξέρει κ’ εσένα κ την συντροφιάσου» - «Τί άξιος είμαι εγώ δι’
αυτά οπου μου λές; Σήκω να πάμε μέσα, εις τις εικόνες». Πήγαμεν εκεί, λέγω,
τρείς φορές: «Κύριε! Κύριεε! Κύριε! Ετούτος ο άνθρωπος ήρθε εις το σπίτιμου
κ μου λέγει λόγια… πο πού; Εγώ είμαι ανάξιος! Κ άν είναι αληθινός, να βγεί
α

η Ευκή κ η Ευλογία της ΠαντοδυναμίαςΣου κ της ΒασιλείαςΣου• ειδέ κ είναι


επίβουλος, να γενεί στάχτη έξω απο το σπίτιμου!». Τότε ορκίζεται κ αυτός κ
κλαίγει• έκαμα τρείς μετάνιες – το ίδιο κ αυτός. Πήρα να του φιλήσω το
γ
χέριτου, δέν μου τό’δωσε, μου είπε οτι δέν είναι ερωμένος.
ι <=δηλαδή δέν είχε

Μπαίνομεν μέσα, κ μου λέγει: «ο


βαθμό της ιεροσύνης. Ήταν απλός μοναχός>

Αφέντηςμας είναι εμπροστάμας»•μου είπε: «τί είσαι έτσι;» - «τίποτας», του


λέγω. – «Στάκα να σε ιδώ», μου λέγει, με τηράγει εις το ξύγκιμου

183

- «Δέν τό’χεις καλά δεμένο!»• με διάταξε κ μου το έδεσε.


<να σταθώ να το δέσει>

Τότε μου δείχνει κ αυτός, κ ήταν σε δύο μεριές κατεβασμένος. Εγώ –


μού’ρχεταν ένα μεγάλο θάμα: εγώ – κανείς δέν με ξέρει, κ αυτός κ να με ιδεί κ
να μου δείξει… «τί είναι τούτο» λέγω «σήμερα!». Τότε μου λέγει: «να μήν
είσαι έτσι βαρυγκομένος, κ να δοξάζεις τον Θεόν, κ να φκιάσεις κ τις δυό
εκκλησίες οπού’χες ταμένα». Του λέγω: «ούτε τον Θεόν γελάγω ούτε την
ΒασιλείανΤου – ούτε εσένα: εκκλησίες δέν φκιάνω, άν δέν ιδώ η θρησκείαμου
να μήν τσαλοπατιέται, κ η πατρίδαμου, απο την παραλυσία κ κακία κ
απιστία». Μ’ έβιασε σ’ αυτό πολύ. Του είπα: «ό,τι είπα, σ’ εκείνο στέκω, όχι
άλλο». Μου είπε οτι θα’ρθούνε βρωμερά έθνη αναντίον της πατρίδος κ
θρησκείας, «να είστε προσεχτικοί, κ μεγάλη ομόνοιαν αναμεταξύσας. Κ όταν
να ιδείς τίποτας, τελειώνοντας αυτό, να κινηθείς με όσους μπορέσεις δι’
αυτό». – «Δέν το κάνω» του είπα, «καθώς δέν κάνω κ τις εκκλησίες• τότε
κιντυνεύει η πατρίς απ’ όλους αυτούς, χωρίς να ιδώ φώς».)

Του λέγω: «ξηγήσουμε πλατύτερα, τί είσαι, κ πώς ήρθες;». Μου λέγει: «εγώ
ήμουν εις τον Άγιον Τάφο αρκετόν καιρόν, κ μιάν βραδυά είδα τον
Παντοκράτορα κ όληΤου την Βασιλείαν. (Κ με λένε Γιάννη)• κ μου
λέγει: ‘Γιάννη! Γιάννη! Γιάννη! εσύ’σαι ο Επίτροπος της ΒασιλείαςΜου! Κ
καθώς φέρνεσαι, να μήν αλλάξεις τρίχα, είσαι χαμένος κ εδώ κ εις
<αλλιώς>

την άλλη ζωή’. Αυτό το είδα τρείς βραδυές εις τον ύπνομου. Ύστερα έρχεται

184

κ μου λέγει να ειπώ του γούμενου κ των αλλονών ολονών, με τα


η
ι
ονόματάτους ξεχωριστά, να μήν ξέρει ένας τον άλλον, να τ ς ειπώ: τί’ναι
αυτά οπου κάνουν! κ: ‘πού ακολούθησαν τον ναόνΜου!’∙ είτε θα’ρθούν εις τον
δρόμοτους, κ να μετανοήσουν, είτε θα ιδούνε πράματα κ εδώ κ εις την άλλη
ζωή! Θα τους στείλω εις το πύρ να καίγονται μαζί με τους άλλους’».
Πήγε κ είπε όλα αυτά, τ’ Αγιου-Κω σταντίνου τα 1844.
<καθώς μου διηγήθηκε> ν

Τον πήραν κ πήγαν εις την Κωσταντινούπολη, κ εις την Αγίαν Σοφίαν τον
χεροτόνησαν• βλέπει αυτά όλα εις τον ύπνοτου. Περνώντας καμόσος καιρός,
του λένε να βρεθεί εις την Κωσταντινούπολη• πήγε εκεί, κ του έβαλαν την
κορώνα• κ του λέγει: «εσύ’σαι ο Πρόεδρος της πιτροπής της ΒασιλείαςΜου,
Ε

όταν θα’ρθεί η ώραΜου η διορισμένη»• κ του είπε νά’χει δικαιοσύνη, κ άλλες


πολλές διάτες. Του παρουσιάζουν τον σουλτάνο σ’
<η διάτα=εντολή, κέλευσμα>

ένα παλιο-σκαμνί, κ τον δικόμας τον βασιλέα το ίδιον. Κ του είπε τότε: «θα
πάνε εις το πύρ εις το εξώτερον και οι δύο ετούτοι». Τον παίρνουν ύστερα –
όχι εις τον ύπνον, ζωντανόν- κ τον πάνε σε όλες τις εκκλησίες να τις φκιάσει
κ σε όλα τα τζαμιά, κ του είπαν:όταν είναι ο καιρός οπου θα πιτροπέψει,
ε

του είπαν το κάθε τζαμί τί εκκλησία να γένει. Τους λέγει: «πότε είναι;» -
«Ούτε να ρωτάς δια τον καιρόν, οτι έθεν σε διατάττω, να είσαι
<=όθεν, όποτε>
έτοιμος, κ χωρίς να ξετάζεις». Τότε τον διορίζει κ πάγει εις τον Πατριάρχη κ
ε
γ
άλλους ερωμένους κ λαϊκούς κ τους είπε ό,τι είπε κ εκεινών εις τον Άγιον
ι

Τάφον. Τότε του λέγει να

185

πάγει εις την Ρωσίαν εις τον Νικόλαον τον βασιλέα να του ειπεί: ποιός το
έκαμεν αυτό το μικρόν βασίλειον τέτιον, κ αυτόν; κ: τί Ορθόδοξος Χριστιανός
είναι, οπου αφήνει τον ΤάφοΜου τόσον καιρόν κ τον τσαλοπατούν τ’
ε
ακάθ ρτα έθνη; Σηκώθη αυτός, πήγε εις την πρεσβεία την ρωσική να βγάλει
α

το πασαπόρτιτου• πήγε τόσες φορές, τον καταφρονούσαν. Τότε βλέπει ένα


σύγνεφον, κ του λέγει: «μήν πάς πουθενά». Κ τηράγει απάνω εις τα
κεραμίδια της πρεσβείας κ λέπει ένα αγριογούρουνο κ είχε ένα
μαστέλο με βελάνια κ έτρωγε• ύστερα ευτύς κατέβη ομπρόςτου κ
<=λεκάνη>

έτρωγε. Του λέγει: «αυτό, αυτό το αγριογούρουνο να τρώγει βελάνια! κ: θα


συγυρίσω πρώτα τους αλλουνούς τους ακάθαρτους τους ομοίουςτου, κ
ύστερα κ αυτόν, με την ώρατους θα γένουν όλα, κ θα βρεί ο καθείς ό,τι
εργάζεται».

«Όπου θα μου ειπούνε να πάγω» μου λέγει «μου λένε μόνον των τόπων την
ονομασίαν κ πηγαίνω• κ κανε τρείς μέρες εις την εκκλησίαν του
<=περίπου>

κάθε τόπου, κ τότε λαβαίνω οδηγίες πού να πάγω κ τί να μιλήσω. Έλαβα


διαταγή να περάσω απο την Σύρα κ ήρθα εδώ, κ έχω τρείς ημέρες, κ μου
είπαν να’ρθώ σ’ εσένα – να ήθελε να μήν ερχομουν! . Τί
<=που να μήν ερχόμουν!>

είδα εδώ εις την χριστιανοσύνη, ποία ασέβεια κ απιστία!». Κ έκλαιγε που δέν
παρηγοριέταν.
<κανονικά ο Μακρυγιάννης λέει ‘οπου’. Πρώτη φορά εδώ είδα στο έργοτου

«Εις την Σύρα, αφού λέπω τόση απιστία – κ έρχεται κ μιά


‘που’> <έλεγε>

γυναίκα μαμή κ μου λέγει: ‘δάσκαλε, τηράς τα χέριαμου, οπού’ναι


ματωμένα; τώρα έπιασα απο του πατέρα το κορίτσι παιδί, οπού’καμε
αμαρτία με το παιδί

186

του, το κορίτσιτου, ο πατέρας! κ εδώ είναι εφτακόσια, οχτακόσια παιδιά,


νεολαία, κ άλλοι μεγάλοι, οπού’ναι ορκισμένοι κ γυρισμένοι εις την δυτική
θρησκείαν, κ άφησαν την θρησκείατους. Κ τί κάνουν οι παπάδες κ οι
δεσποτάδες, κ άλλοι όλοι!’ Ο Θεός εις αυτά όλα ήταν κ είναι σε μεγάλη
<οι>

Οργή κ Αγανάχτηση, κ η Θεοτόκο όλο κλαίγει κ περικαλεί το ΈλεόςΤου, κ να


ς

σηκώσει την δικαίανΤου Οργή• κ είπε: ‘όλους αυτούς θα δώσω πρώτα


γ
αστένειαν, κ τους ερωμένους κ αυτούς όλους• θα τους δώσω πληγή κ σημεία
ι

αστενικά οπου να ζορίζουν όλοι, κ εις την άλλη ζωή να πάνε εις τον Άδη τον
πύρινον’». Κ μού’λεγε: «τί στοχάζεσαι, αυτείνοι οι γερείς πιάνουν το
<=ιερείς>

Άγιον Δισκοπότηρον κ μεταλαβαίνουν τους ανθρώπους; Τους μεταλαβαίνουν


οι Άγιοι, κ σηκώνουν κ τα Άγια Μυστήρια»• κ έκλαιγε, βροχή τα μάτιατου, «θα
μας χάσει η κακίαμας» έλεγε.)

Τότε μου λέγει: «ο Αφέντηςμας μου είπε νά’ρθω εδώ δια’σένα• πρώτα, να μήν
λυπάσαι, κ όταν είναι η ώραΤου είσαι σημαιοφόρος εσύ κ θα σε
ακολουθήσουνε πολλοί, κ ο Σταυρός ομπρός• κ όταν να είναι αυτείνη η ώρα,
πρώτα θα ιδείς οτι θα χαθεί τούτος ο Σαββατιανός
<κττγνμμ εννοεί κάποιον

αιρετικό, Ευαγγελιστή, απο’κείνους που κήρυτταν αργία να είναι το Σάββατο κ όχι η

απο την Οργή του Αφεντόςμας, οτι έχυσε κ χύνει τόσα αθώα αίματα.
Κυριακή>

Κ τότε ματαφωτίζεσαι• κ όταν κινηθείτε να είστε δίκαιοι κ μονιασμένοι εις τον


δρόμον. Κ θα βγούνε κ πολλά κεκρυμμένα Άγια Κορμιά έξω• κ τότε, έρχοντας κ
εσείς, θα μπώ εις την Επιτροπή του Αφεντόςμας. Κ τώρα με τα βρωμερά έθνη
ι
οπου θα σας π -

187

πλακώσουνε κ να σας χάσουνε: ομόνοιαν αναμεταξύσας, να μήν χαθείτε κ


χυθούνε κ αθώα αίματα (οτι αυτό δέν το θέλει ο Αφέντηςμας). Αυτό μου είπε,
κ: μου λέγει (κ: είν’ εμπρόςμας, ό,τι μου λέγει σου λέγω)».

Καθίσαμεν περίτου απο πέντε ώρες. Του λέγω: «δάσκαλε, δέν κάθεσαι εδώ
γ
απόψε;» - «Δέν μπορώ, τέκνομου», μου λέγει, «οτι με βι άζει• θα κατέβω εις
τον Περαία, κ απο’κεί μου είπε να πάγω εις την Ύδρα. Τί θα κάμω, κ πού
αλλού θα πάγω, κ εγώ δέν ξέρω». Η ηλικίατου ήταν ώς εξηνταπέντε,
εβδομήντα, όχι γερής κράσης, μέτριο μπόγι, κ όλο χαρούμενος, γλυκός
άνθρωπος πολύ• κ έφυγε κ μου είπε: «πρώτα ο Θεός, θα σμίξωμεν εκεί οπου
θα βλογήσει ο Αφέντηςμας• αλλα το κακό είναι», μου είπε, «οτι είναι σε
μεγάλη αγανάχτησιν αναντίονμας, κ δίκαια η Αγανάχτησί Του, κ λέγει ‘Εγώ να
ς

αγωνίζομαι ολοένα να τους σώσω, κ αυτείνοι οι αχάριστοι: κ Με αρνιούνται


κ Με κακομεταχειρίζονται!’. Δέν μπορώ, παιδίμου», μου λέγει, «να σου
παραστήσω την ΑγανάχτησίνΤου οπού’χει σε τούτους εδω μέσα εις το
βασίλειονσας. Κ η μεγάλη η ασωτία, κ εκείνο το τρομερόν εις την
Σύρα: πατέρας

188

με το παιδίτου παιδί! πού ακούστη αυτό! ποίον ζώον κ ποίον θερίον


<να κάνει>

κάνει αυτό; ο άνθρωπος!...»• κ έκλαιγε σάν μικρόν παιδί, κ είπε: «ο Θεός απο
αυτά μας εσιχάθη, κ η Θεοτόκο Τον περικαλεί να μήν χαθούνε κ οι αθώοι».
Σηκώθηκε κ έφυγε.)

Δέν έχω την θύμησιν καλά, άν ήταν αυτός ο ίδιος εις την ΠαντοδυναμίανΤου
τότε εις το ΚριτήριονΤου, οπου τον είχε εις το δεξ όνΤου κ εις την Αγίαν
ι

Σοφίαν• δέν μού’ρχεται εις την θύμησιν.


<Ο Μακρυγιάννης μιλάει αντικειμενικά γι’

αυτόν, δέν κάνει κρίση άν έλεγε αλήθεια ή ψέματα, διηγείται όπως τα πράγματα συνέβησαν κ

ειπώθηκαν. Κατάσκοπος άν ήταν, θα ξαναρχόταν στον Μακρυγιάννη να τον ψαρεύει. Ο

Μακρυγιάννης καθόλου αφελής: του μίλησε έτσι που άν ήταν κατάσκοπος, να έλεγε πράγματα

να καθησυχάζει εκείνους που τον έβαλαν ωστε να μήν έχουν πλέον υποψία κατα του

Μακρυγιάννη. Νομίζω πως δέν ήταν κατάσκοπος, αλλα μιά δόση τρέλλας, θεοτικής ή

ανθρώπινης, την είχε. Μπορεί να ήταν ‘δια Χριστόν σαλός’>

Κ: εις τα 1850∴ τον Άγουστον μήνα ο βασιλέαςμας ετοιμάζεταν κ ήθελε να


πάγει εις την πατρίδατου (κ είναι ώς την σήμερον εκεί). Ήταν πολλά μυστικόν
πού πάγει ο νούςτου.
<Έγραψε ‘ομοςτο’ κ το γράμμα μετά το μ είναι παράξενο αλλα πρέπει

νά’ναι ο, αλλιώς δέν έξηγείται. Το μ λάθος αντί για ν. Ήταν μυστικός ο σκοπός του

. Μιά νύχτα βλέπω εις τον ύπνομου οτ’ ήμουν με τον Μεταξά εις
ταξιδιούτου>

τον Λάζαρον τον Κουντουργιώτη, κ έρχεται ένας κ μας λέγει: «σύρτε, σας
θέλει ο νέος βασιλέας!». Κινήσαμεν κ πήγαμεν• εις τον δρόμον μου λέγει ο
Μεταξάς: «συγυρίσου να πάμεν». Του λέγω: «εγώ όπως είμαι θα πάγω• του
λόγουσου κάμε ό,τι θέλεις». Πήγαμεν• ήταν μιά σάλα μεγάλη. Είπα: άς
κολλήσει αυτός κ έπειτα πηγαίνω εγώ εις την δουλειάμου. Τον άφησα κ
τράβησε αυτός, ύστερα κόλλησα εγώ• κ ήταν ένα παλάτι μεγάλο• κολλώντας,
εις τα δεξιά ήταν κάτι γυναίκες πολλά λαμπρές• τους
<=σε αυτές τις γυναίκες,

ρωτάγω: «πού πή ε ο Μεταξάς?» - «άςτον αυτόν, σύρε εσύ


έμμεσο αντικείμενο> γ

μέσα, σε προσμένουν», μου λένε. Πάγω μέσα, κ ήταν πλήθος λαός• κ ο Χριστός
εις τον Θρόνον, κ ένας γέρων εις το δεξιόνΤου• πήγα κ έκαμα τρείς μετάνιες,
απο τ’ αριστερόν μέρος. Κ ήτον κ ένας γάιδαρος κ μου κούναγε το
κεφάλιτου• έφυγα απο εκεί κ είπα: «καταραμένε, κ εδώ δέν μ’ αφήνεις;»•
<ο

γάιδαρος κατα τους αρχαίους Αιγύπτιους συμβολίζει τα κατώτερα ένστικτα που σκλαβώνουν κ

κ πέρασα εις τα δεξιά κ έκαμα τις μετάνιεςμου κ


νικούν τον άνθρωπο>

ασπάστηκα. Τότε εκείνος οπου ήταν εις τα

189

οπου ήταν εις τα δεξιά, άρχισε να με πιάσει απο το χέρι να με


ασπαστεί•
<αυτός ο γέρων εις τα δεξιά του ένθρονου Χριστού τιμούσε τον Μακρυγιάννη ώς

ανώτερότου. Ποιός ξέρει, ίσως να ήταν όντως εκείνος ο γέρων που επισκέφθηκε τον

του λέγω: «μήν με πιάνεις, κάτι θα μιλήσω». Τότε τρανά δοξάζω


Μακρυγιάννη>

τον Θεόν, εις το εξής να μας δώσει δίκαιον άνθρωπον, να μήν πάθωμεν ό,τι
παθαίνομεν τώρα. Κ αφού περικαλιόμουν έκλαιγα, κ κλαίγαν όλος ο κόσμος.
Τότ’ ευλόγησε αυτόν κ τον λαόν κ μένα• κ
<ο Χριστός-βασιλέας> <τον γέροντα>

ξύπνησα. Κ τότε δέν θυμούμαι άν ήτον αυτός


<ο γέροντας που με είχε

• αυτείνη η ηλικία ήταν, κ με τα γένεια. Ο Μεταξάς δέν φάνη


επισκεφθεί>

εκεί . Τον έστειλε ο άλλος, ο παλιός βασιλέας


<στο παλάτι στο όνειρο> <=ο Όθων.

με την βούλατου εις την


Τον λέει παλιό, ενώ κ τότε ο Όθων ήταν βασιλιάς>

Κωσταντινούπολη πρέσβη, εις τ’άλλο ξηγούμαι περι αυτού.)

Αδελφοί αναγνώστες, αυτά μ’ αξίωσε ο Θεός. Κ όσα σας γράφω, κ’ εκείνα


οπου μού’λεγαν, κ όσα είδα μόνοςμου, κ όσα άκουσα, κ όσα βλέπω κ τώρα
οπου σας γράφω, όποιος αγαπάγει άς πιστεύει• όποιος δέν θέλει, είναι
νοικοκύρης. Εγώ είχα χρέος ώς Χριστιανός να τα σημειώσω όλα. Κ τον
περισσότερον καιρόν αστενής τα σημείωνα. Ούτε ανάγκη έχω να γελάσω
κανέναν, ούτε φαντασίαν, εγωισμό κ περηφάνειες• ούτε να γένομαι
απατεώνας εις τον Παντουργόν κ εις την ΒασιλείανΤου. Όσα σας λέγω, οπου
λέπω κ ώς την σήμερον, κάμετε την προσευκήσας κ κοπιάστε να τα ιδείτε κ
μόνοισας, κ τότε δέν σας μένει αμφιβολία. Κ πάλε, είναι κ άλλο: άν πεθάνω,
σας γράφω τώρα τί να κάμετε κ θέλει ιδείτε κ να
<=πρόκειται να>

ευκαριστηθείτε περισσότερον,

190

οτι εγώ είμαι κ αμαρτωλός περισσότερον απ’ όλο το πλάσμα του Θεού,
κανένα κακό δέν άφησα εις την γής – κ η ΕυσπλαχνίαΤου η μεγάλη κ της
ΒασιλείαςΤου με έσωσε ώς την σήμερον. Κ εις το εξής Τον περικαλώ να μου
σώσει την πατρίδαμου, την θρησκείαμου κ όλους τους τίμιους ανθρώπους της
κοινωνίας, όποιας θρησκείας κ άν είναι. Κ άν σας απατώ εις τα
γραφόμεναμου, λόγον να δώσω εις την ΠαντοδυναμίανΤου κ εις την
ΒασιλείανΤου, να με παιδέψει με τον παιδεμόν οπου με αξίωσε κ είδα με τα
ίδιαμου μάτια, κ την πέτρινη καρότσα κ το πύρ.

Κάθε άνθρωπος, πλάσμα του Θεού, όποιας θρησκείας κ άν είναι, πρέπει να


δοξάζει τον Θεόν κατα την θρησκείαντου, να μήν αμελεί αυτό, να δοξάζει
Εκείνον οπου τον έπλασε κ τον διατηρεί σε τούτη την ζωή κ εις την άλλη την
παντοτινή.

Του διαβόλου το φαΐ κ τα έργα είναι: κούφια καρύδια χορταίνει τους


ανθρώπους, όσοι χάνουν την δικαιοσύνη, ή μεγάλοι ή μικροί.

Δούλευε να ζήσεις κ μήν είσαι τεμπέλης κ τρώς, κ γυμνώνεις τον άλλον


άνθρωπον, οπού’ναι σάν κ’ εσένα, μία εικόνα.
<κενό πλάτους περίπου 11

γραμμάτων>

Σημειώνω κ ένα μέρος απο την αμαρτωλήμου κ απλή κ αγράμματη


προσευκήμου:

«Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισκυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς. Δόξα σοι, Κύριε
Χριστέ, Σταυρέ, Σταυρωμένε, Λαμπρέ κ Αναστημένε, τρι<υ>πόστατε Θεέ, Αγία
Τριάδα, Θεοτόκο, Άγια Σώματα! Δόξα! Δόξα! Δόξα! της ΠαντοδυναμίαςΣου κ
της ΒασιλείαςΣου! Κύριε, άπλωσε το ΛαμπρόΣου κ ΕυλογημένοΣου χέρι κ
βγάλεμας μέσα απο τον σκότον τον βαθύ οπου είμαστε πεσμένοι κ χαμένοι κ
πνι μένοι τόσες αιώνες, κ φέρεμας εις το φώςΣου τ’ αληθινό της
γ

ΒασιλείαςΣου

191

κ’ ευλόγαμας τους αμαρτωλούς, κ συχώρεσεμας κ καθάρισέμας κ


ανάστησεμας ώς τον Λάζαρον όποτε είναι η ΑγαθήΣου Θέλησι υλόγα την
ς. Ε

Σημαίαν, οπου μας λευτέρωσες απο τους Τούρκους, κ δια της


αυγέρωσέτην
ΑγαθότηςΣου <=αφιέρωσέτην> του Αγίου Γιώργη. υλόγα την
Ε

Σημαίαν, οπου μας λευτέρωσες απο τους τυράγνους, κ αφ<ι>έρωσέτην του


Αγίου Δημήτρη. Κ όποτε είναι η η ΑγαθήΣου Θέλησι , να λευτερώσεις κ να
ς

στερεώσεις την πατρίδα κ θρησκεία, τους τίμιους Ορθόδοξους Χριστιανούς,


γενικώς τους τίμιους ανθρώπους, τις χήρες κ αρφανά κ δυστυχισμένους
τίμιους ανθρώπους, το σπίτι της αγαθήςΣου Θέλησης, της ΚαθέντραςΣου, την
σκλάβαΣου, τα σκλαβόπουλάΣου κ όλους του σπιτιού, κ’ εμένα τον ανάξιον
δούλοΣου, όσοι απο το πλάσμαΣου φέρνουν δοξολογίαν εις την
ΠαντοδυναμίανΣου κ εις την ΒασιλείανΣου κ έχουν δικαιοσύνη εις την
κοινωνίαν, σώσε, Κύριε, όλους. Δώσε, Θεοτόκο, την υγείαν, όσοι παθόντες
έρχονται εις την ΧάρηΣου, Βαγγελίστραμου, δια να δοξαστεί ο Πανάγαθος
Θεός κ η ΒασιλείαΤου, να πιστέψουν οι τύραγνοι, οι άπιστοι κ οι άδικοι, κ να
ιδούνε τί εστί Θεός Παντουργός κ η ΒασιλείαΤου• κ’ εμάς τους αμαρτωλούς να
μας βγάλεις απο το σκότος το βαθύ οπου είμαστε τόσες αιώνες κ να μας
φέρεις εις

192

εις το Φώς το αληθινόν, κ να μας προφυλάξεις απο πάσα κακόν κ αστένεια,


πάσα πικρόν κ φαρμακερόν ζωύφιον, πάσα έργα του διαβόλου, κ απο τους
τυράγνους κ αδίκους κ οπαδούςτους κ βρωμερισμένεςτους δυνάμες,
νέκρωσέτους χέρια, ποδάρια, να μήν μπορούνε να κάνουν κακόν. Στείλε τον
πατέρατους τον διάβολον, τον αφέντητους, τον βασιλέατους κ αυτούς όλους
τους αίτιους του κακού μαζί με τον αφέντητους εις το πύρ εις το εξώτερον,
προδότες της ηθικής κ της αρετής, προδότες της δοξολογίας του Θεού κ της
ΒασιλείαςΤου κ γενικώς των τιμίων ανθρώπων. Κύριε, σώσεμας κ ένωσεμας κ
μύρωσεμας οπίσω κ κάμεμας μιάν ψυχή κ ένα σώμα, κ
<=ξαναμύρωσεμας>
δό<ς>μας ταπεινοσύνη, σωφροσύνη κ αντρείαν κ δύναμιν πατρική• Ευλόγα κ
συχώρεσε κ όσοι αγωνίστηκαν κ όσοι αγωνίζονται, αρχή κ τέλος,
θρησκευτικώς, πολιτικώς, στρατιωτικώς, υπέρ της θρησκείαςτου<ς> κ
πατρίδος, όποιας θρησκείας κ άν είναι, κ όσοι δίνουν τον όρκοντους περι
αυτού κ ορκίζονται ενώπιόνΣου κ της ΒασιλείαςΣου ν’ αγωνιστούν τιμίως δια
το καλόν κ ησυχίαν γενικώς της ανθρωπότης• σώσε, Κύριεμου, όλους αυτούς
τους αγαθούς ανθρώπους κ πεθαμένους κ ζωντανούς.)

Συχώρεσε, Κύριεμου, κ τους αμαρτωλούς, τα πεθερικάμου κ συγγενείςτους,


γονέουςμου κ συγγενείςμου.)

Συχώρεσε κ όσους με φώτι-

193

Συχώρεσε κ όσοι με φώτισαν κ με φωτίζουν, κ <συγ>χώρεσε κ μένα τον


αμαρτωλόν οπου Σε βαρύνω κάθε στι μήν δι’ αυτούς όλους• Έχω χρέος,
γ

Κύριεμου, μεγάλο, να σε περικαλώ ο αμαρτωλός, ο ανάξιος σκλάβοςΣου, τους


έχω ευεργέτες (κ όποιος δέν γνωρίζει τον ευεργέτητου, δέν γνωρίζει κ την
ΠαντοδυναμίανΣου κ την ΒασιλείανΣου). Οι πρώτοι είναι οι ευεργέτες της
πατρίδοςμου, της θρησκείαςμου, κ γενικώς οι καλοθεληταί της
ανθρωπότης• οι δεύτεροι είναι ατομικοίμου συγγενείς κ γονέοιμου• οι τρίτοι
είναι οπου με φώτισαν κ με φωτίζουν κ είδα κ βλέπω την ΑγαθότηΣου, της
ΠαντοδυναμίαςΣου κ της ΒασιλείαςΣου, οπού’καμες κ κάνεις δια την
πατρίδαμου κ θρησκείαμου κ γενικώς δια την στερέωσιν της ανθρωπότης κ
δια το σπίτι της ΑγαθήςΣου Θέλησης, της ΚαθέντραςΣου, δια την σκλάβαΣου,
τα σκλαβόπουλάΣου, δια όλους του σπιτιού, κ δια μένα, τον χερότεροΣου απ’
όλοΣου το πλάσμα, τον σκλάβονΣου τον αλευτέρωτον, οπού’χω αμαρτίες
άμμος της θαλάσσης, οπου μόλυνα το αμανέτι οπου μού’δωσες λαμπρό κ
αγαθό όταν εβ ήκα απο της μητρόςμου την σάρκα να με βάλεις εις τον χορόν
γ

των αγαθών κ τιμίων ανθρώπων, κ εγώ δια τις κακίεςμου κ ασωτίεςμου το

194

το έρριξα εις τα βάθη της θαλάσσης φορτωμένο μολύβια• δέν είναι, Κύριεμου,
μολύβια, αλλα είναι τα κακά οπου έκαμα κ κάνω, οπου δέν είμαι ανεξάρτητος
ο ταλαίπωρος απο τις αμαρτίες οπού’καμα κ κάνω• δίκαια! δίκαια! δίκαια η
οργή κ η αγανάχτησί της ΠαντοδυναμίαςΣου κ της ΒασιλείαςΣου, την ήφεραν
ς

οι κακίεςμου, οι βλαστημίεςμου, τα κακάμου τα έργα, κ είμαι τόσον καιρόν εις


την οργήΣου κ εις το σκότος, ο αμαρτωλός, ο ανάξιος δούλοςΣου κ
σκλάβοςΣου. Προστρέχω πίσω εις το Έλεος κ εις την Ευσπλαχνίαν της
ΠαντοδυναμίαςΣου, της ΑγαθότηςΣου, Αγία Τριάδα, κ εις την πρεσβεία της
Θεοτόκος κ των ΑγίωνΣου, ν’ απλώσεις το λαμπρό κ ευλογημένοΣου χέρι να
μας βγάλεις τους αμαρτωλούς όλους απο μέσα απο το σκότος οπου
βρισκόμαστε, κ να μας φέρεις εις το Φώς το αληθινόν της ΠαντοδυναμίαςΣου
κ της ΒασιλείαςΣου, κ να μας ευλογήσεις κ να μας συχωρέσεις κ να μας
καθαρίσεις κ να μας αναστήσεις ώς τον Λάζαρον, κ να μήν ματα μας αφήσεις
να ματα κάμωμεν κακόν εις την αγαπημένημας πατρίδα κ θρησκεία όσο
σέρνει του βελόνος η μύτη ,
<ούτε κάν τόσο λίγο, όσο χαράζει στη γή η μύτη της βελόνας>

κ εις τους αθώους κ τιμίους ανθρώπους. Κύριε, αρετή δέν έχομεν πλέον, ούτε
ηθική ούτε πατριωτισμόν, τρέχομεν εις την κακία, εις την ασωτία κ
παραλυσίαν καθώς τρέχει το ποτάμι απο τον γκρεμνόν,

195

κ τα μάτια κ ο νούς του ανθρώπου• η ΠαντοδυναμίαΣου κ η


<έτσι είναι>

ΒασιλείαΣου θα μας σώσεις να μήν κριθεί πλέον άνθρωπος απο το


πλάσμαΣου εις την ΒασιλείανΣου, ούτε στορικόν της κακίας εδώ σε τούτην
ι

την ζωή να γένει πλέον• η ΠαντοδυναμίαΣου θα μας σώσεις κ θα μας


προφυλάξεις να μήν ματαϊδούμεν την πατρίδαμας κ θρησκείαμας κ τους
τίμιους ανθρώπους σε τούτην την άχλιαν κατάστασιν οπου βρισκόμαστε.
Κύριε, η ΠαντοδυναμίαΣου κ η ΒασιλείαΣου θ’ α ξάνεις την αρετή κ τον
υ

πατριωτισμόν, κ να μας καθερίσεις την αμαρτωλήμας ψυχή κ


<=καθαρίσεις>

σπλάχναμας να δυνηθούμεν να Σε προσκυνούμεν κ να Σε περικαλέσωμεν κ


μας σώσεις απο τα δεινάμας, απο την κακίαμας, οπου προσκάλεσαν την
δικαίαΣου Οργή κ της ΒασιλείαςΣου. Συχώρεσε, Κύριεμου, σε περικαλώ, τους
ατομικούςμου οχτρούς, οτι εγώ τους έφταιξα κ τους φταίγω•)

αλλα τους οχτρούς της πατρίδος, της θρησκείας, κ γενικώς των τιμίων
ανθρώπων… . Την άχλιάνμας κατάστασιν βλέπουν οι
<να τους τιμωρήσεις>

λαμπροίΣου οι Οφθαλμοί κ της ΒασιλείαςΣου! Το έλεόςΣου ζητούμεν με


δάκρυα καυτερά, κ της ΒασιλείαςΣου, δια να σωθώμεν όποτε είναι η
αγαθήΣου Θέλησι . Να προστάξεις την Θεοτόκον με τον Σταυρόν, το
ς

Σταυρωμένον, κ τ’ Άγια τα Σώματα με τον Σταυρόν, κ δια της ΑγαθότηςΣου ν’


αφιερώσεις τον Σταυρόν οπού’χει η Θεοτόκο στα τείχη της Αγίας Σοφίας• τον
ς

Σταυρόν οπού’χουν τ’ Άγια Σώματα να τον βάλεις εις τα τείχη της


Μπαλ κώτισσας της Θεοτόκος.
ι <=της Παναγίας Μπαλουκλιώτισσας, στο Balıqlı

(balıq =ψάρι, Balıqlı = με τα ψάρια)>

196

Να προστάξεις κ να ευλογήσεις την Σημαίαν οπου μας λευτέρωσες απο τους


Τούρκους οπου την έχει ο Άγιος Γιώργης, κ να την ευλογήσεις κ να την βάλεις
εις τα τείχη της Αγίας Σοφίας απο κάτω τον Σταυρόν, τον Σταυρωμένον.
Να υλογήσεις την Σημαίαν οπου μας λευτέρωσες απο τους τυράγνους κ απο
ε

την διοτέλειαμας, οπου την έχει ο Άγιος Δημήτρης, κ να την βάλεις εις τα
ι

τείχη της Μπαλκώτισσας απο κάτω τον Σταυρωμένον. Κ να λαμπρυ θεί κ να


ν

δοξαστεί η ΠαντοδυναμίαΣου κ η ΒασιλείαΣου, κ να σωθούν κ’ εμάς τα


δεινάμας• κ ν’ απλώσεις το λαμπρόΣου Χέρι να μας βγάλεις μέσα απο το
σκότος οπου είμαστε τόσες αιώνες νεκροί κ μολυσμένοι κ μέσα εις τα βάθη
της θάλασσας πνι μένοι κ χαμένοι. Κ να τσακίσεις τις πόρτες κ τις κλειδωνιές
γ

της τυραγνίας, της ασωτίας, του δόλου κ της απάτης, οπου μας έχουν
φυλακωμένους σιδεροδεμένους τόσες αιώνες, κ μας αστόχησαν οι
γ
βασιλείςΣου κ οι αρχι ερείςΣου κ οι κριταίΣου: έχασαν όλοι την
δικαιοσύνηΣου κ μας έντυσαν το φόρεμα του διαβόλου οπου φορούνε κ
αυτείνοι όλοι: την απιστίαν, την επιορκίαν, την αδικίαν, το δόλο κ την απάτη
κ την ασωτίαν. Κύριε, μόνον η ΠαντοδυναμίαΣου θα γένεις Έλεος δια
ν
τη <=της> πρεσβεία της Θεοτόκος κ των Αγίων. Ν’ απλώσεις το λαμπρόΣου
ς

κ πολυτίμητόΣου Χέρι, τρι<υ>πόστατε Θεέ, να μας βγάλεις απο το σκότο το


ς

βαθύ, να μας φέρεις

197

κ να μας φέρεις εις το ΦώςΣου το αληθινό της ΠαντοδυναμίαςΣου κ της


ΒασιλείαςΣου, κ να σώσεις, Σωτήρ, κ να σώσεις, Σωτήριε, κ να σώσεις,
Σωτήρα, την ματοκυλισμένημας πατρίδα κ θρησκεία, γενικώς την
δυστυχισμένη ανθρωπότη, οπου την τρώνε οι ανθρωποφάγοι οι τύραγνοι
σάν σαλάτα! Κύριε, πρόσωπον κ αρετή δέν έμειναν σ’ εμάς του να σε
περικαλέσωμεν, γενικώς η ανθρωπότη• μόνον η ΑγαθότηςΣου η μεγάλη κ η
ΕυσπλαχνίαΣου οπού’ναι άβυσσος της θαλάσσης, είναι οι ελπίδεςμας να
σωθούμεν!)

Κ εσείς, αθώα παιδάκια οπου είστε εις την Βασιλείαν του Θεού, κ εσύ,
Δημήτρημου, σε περικαλώ εγώ ο αμαρτωλός ο πατεράκηςσου (οπου δέν μ’
έλεγες ‘πατέρα’, μ’ έλεγες ‘πατεράκη’. Κ μού’λεγες ‘άντε, πατεράκημου, να
κάμωμεν τον Σταυρόμας εις τον Θεούλημας κ εις την Μητέραμας την Πανα ιά
γ

να μας σώσει κ να μας δώσει ψωμάκι κ να μας γλυτώσει απο το κακόν’), σε


περικαλώ με δάκρυα (κ μουσκεύω κ το ίδιον χαρτί),
<γραμμένο ‘μοσκυβον’, το πρώτο

ο είναι μουτζουρωμένο, κ πάνω απο ολόκληρη τη λέξη διακρίνεται ίχνος σκουπίσματος,

πάρε, παιδάκιμου, όλασου τ’ αδελφάκια κ


προφανώς απο δάκρυ που έπεσε εκεί>

τους συγγενείςσου κ περικαλέστε, όλα τ’ αθώα κ αγαθά παιδάκια οπού’στε


εις την Βασιλείαν του Θεού κ προσκυνάτε κ δοξολογάτε κ ευκ αριστάτε τον
χ

Θεόν του Παντός, τον γενικόν Πατέρα, τον γενικόν Αφέντη κ Προστάτη του
Παντός,

198

τον Χριστόν, την Θεοτόκον κ του Αγίους (οτι εμείς δέν μπορούμεν να
προσκυνήσωμεν την ΠαντοδυναμίανΤου κ την ΒασιλείανΤου, είμαστε
μολυ μένοι, είμαστε παραλυμένοι, είμαστε οι χερότεροι απ’ όλοΤου το
σ

πλάσμα) κ περικαλέστε, αθώα παιδάκια, να σώσει την πατρίδασας, την


θρησκείασας, τους γονέουςσας κ τους συγγενείςσας, γενικώς την ανθρωπότη,
κ να μας βγάλει απο μέσα απο το σκότος κ απο την τυραγνίαν οπου μας
έχουν οι κακίεςμας κ η απιστίαμας, κ να μας φέρει εις το Φώς το αληθινόν
της ΠαντοδυναμίαςΤου κ της ΒασιλείαςΤου• κ να μας ευλογήσει κ να μας
συχωρέσει τους αμαρτωλούς, να μας καθερίσει κ να μας
<=καθαρίσει>

αναστήσει ώς τον Λάζαρο• κ όποτε είναι η ΑγαθήΤου Θέλησι , γένοιτο το


ς

αγαθόΤου Θέλημα: να μας αξιώσει να Τον προσκυνήσωμεν κ να Τον


δοξολογήσωμεν με καθαρά ψυχή ώς ορθόδοξοι Χριστιανοί κατα την
Σταύρωση του Σταυρού, του Σταυρωμένου κ λαμπρού κ αναστημένου, μέσα
κ…
εις την ΕκκλησίανΤου, εις την Αγίαν Σοφία• κ να μας δώσει πίστη
καθαρά να δοξάζωμεν την ΠαντοδυναμίανΤου κ την
<=πίστιν καθαράν>

ΒασιλείανΤου, κ να μας αξιώσει να είμαστε τίμιοι άνθρωποι εις την


κοινωνίαν• να μας σώσει εδώ κ εις την παντοτινή ζωή.

199

Κύριε! Κύριε! Κύριε! Σε περικαλούμεν δια τη πρεσβεία της Θεοτόκος, της


ς ς

αγαθής Μητέρας του Παντός, κ των Αγίων, καθάρισε εμάς: τον αμαρτωλόν,
τον ανάξιονΣου δούλον, τους σκλάβουςΣου τους αλευτέρωτους, οπου
εγίναμεν εις αυτόν τον αιώνα οι χερότεροι απ’ όλοΣου το πλάσμα,
καθάρισεμας την αμαρτωλήμας ψυχή κ τα βρωμεράμας σπλάχνα, να
δυνηθούμεν μόνον να Σε προσκυνήσωμεν κ να σε δοξολογήσωμεν κ να
ευνοήσωμεν την
<=γραμμένο ‘ευνουσǒμεν’. Η ίδια λέξη κ στη σελίδα 202>

ΠαντοδυναμίανΣου κ την ΒασιλείανΣου• να μήν γένωμεν αχάριστοι εις την


μεγάλη νεκρανάστασιν οπου έκαμες κ κάνεις η ΠαντοδυναμίαΣου κ η
ΒασιλείαΣου δια ν’ αναστήσεις πεθαμένους! Δια της ΕυσπλαχνίαςΣου η Νίκη!
Δια του Φωτός της ΑγαθότηςΣου, δια το Άγιον Φώς της ΚαθέντραςΣου, της
Αγια-Τριάδος, της Θεοτόκος, του Α-Γιάννη του Βαφτιστή κ πάντα των
ΑγίωνΣου , νεκρανάστασιν κάνεις, Αγαθέ, εις εμάς τους
<=πάντων των ΑγίωνΣου>

νεκρούς κ χαμένους κ σβησμένους απο τον κατάλογον όλου του κόσμου!


Πολέμιος είσαι, Κύριε, εις τους δυνατούς, κ ισκυ-

200

κ ισκυρούς κατασυντρίβεις κ τσακίζεις, κ’ εμάς τους αδύνατους κ χαμένους κ


σβησμένους απο τον κατάλογον του κόσμου: ευλογάς κ συχωράς, καθαρίζεις
κ αναστήνεις ώς τον Λάζαρον. Η Δόξα, η Δόξα, η Δόξα της ΠαντοδυναμίαςΣου
κ της ΒασιλείαςΣου, Κύριε, μας ανάστησες τα 1821∴ απο την τυραγνίαν του
σουλτάνου κ απο των οπαδώντου, κ μας λευτέρωσες η ΠαντοδυναμίαΣου.
Μας ανάστησες, Κύριε, τα ∴1843∴ απο την κακίαμας κ απο την ανοησίαμας κ
απο την αχαριστίαν κ δόλο κ απάτη του επίορκου βασιλέαμας κ των
οπαδώντου κ των επιβούλων της θρησκείας κ πατρίδας κ των τιμίων
ανθρώπων, τους δυνατούς βασιλείς κ απο τους οπαδούςτους. Σε
<κ απο>
απολάψαμεν εμείς οι αχάριστοι την ΠαντοδυναμίανΣου κ την ΒασιλείανΣου,
τον Χριστόν τον αληθινόν, την Θεοτόκον, κ τους ΑγίουςΣου. Μας ευλόγησες,
μας εσυχώρεσες, μας καθάρισες κ μας ανάστησες σάν τον Λάζαρον• μας
έδωσες το λαμπρόΣου Ευαγγέλιον, νόμους πατρικούς κ αγαθούς να ζήσωμεν
εις το εξής κ’ εμείς καλά κ ο πίτροπόςΣου ο βασιλέαςμας ώς πατέρας με
ε

παιδιά,

201

ν’ απολάψει τα δίκαιάτου γερά κ ακλόνιστα, κ εμείς οι δυστυχισμένοι κ οι


χήρες κ αρφανά του αγώνο μας. Κ να γένουν αυτά, Κύριεμου, να
ς <για>

στερεωθούνε, στάθης οχτώ μήνες η ΠαντοδυναμίαΣου κ η ΒασιλείαΣου κ δέν


μάτωσε μύτη σε όλο το κράτος, ούτε αδικήθη κανένας ούτε διατιμήθη, κ έγινε
η συνέλεψη κ γλύτωνες η ΠαντοδυναμίαΣου κ η ΒασιλείαΣου το αθώονΣου
πλάσμα, τα πρόβατάΣου, απο τους λυσασμένους λύκους, οπου γύρευαν να τα
ρουφήξουν. Κ δέν εγλύτωσαν ώς το τέλος, κ εγίναμεν, Κύριεμου, καθώς μας
βλέπουν οι λαμπροίΣου Οφθαλμοί, χερότερα απο τα πρώτα, απο την
κακίαμας κ παραλυσίαμας κ διοτέλειαμας: ήφερε ο πιστικός τους λύκους εις
ι

τα πρόβατα, κ τα καταφάνισαν κ τ’ αφανίζουν, οτι θέλει τα δικάτου δικάτου κ


τα δικάμας δικάτου κ των λύκωνετου• δέν είναι ελπίδες σωτηρίας – η
ΠαντοδυναμίαΣου θα μας σώσεις. Προστρέχομεν με δάκρυα καυτερά εις την
ΣταύρωσήΣου κ εις την ΣημαίανΣου.

202

Η ΠαντοδυναμίαΣου είσαι πολυέλεος, πολυεύσπλαχνος, η ΑγαθότηΣου είναι


άβυσσος της θαλάσσης! Έλεος ζητώ, να μου καθαρίσεις την αμαρτωλήμου
ψυχή κ τα βρωμεράμου σπλάχνα, κ να μου δώσεις ταπεινοσύνη, σωφροσύνη,
κ πίστη καθαρά, να δυνηθώ να Σε προσκυνήσω κ να Σε δοξολογήσω κ να Σε
γ ς
ευνο ήσω με καθαρότη ,
<ο Α. Παπακώστας, που μελέτησε κ μετέγραψε το έργο, σημειώνει

με μολύβι την ανάγνωση ‘κοινωνήσω’ που είναι σίγουρα λανθασμένη. Καί εδώ καί στη σελίδα 199

η λέξη αρχίζει ολοκάθαρα με ευ και όχι με κυ. Εδώ είναι ολοκάθαρα γραμμένο ‘ευνογισǒ’, η τρίτη

συλλαβή έχει σαφέστατα γ κ όχι ν. ‘Να Σε ευνοήσω’, εννοεί ‘να Σε εννοήσω καλά’, ακριβώς όπως

ο πανάρχαιος ινδικός ύμνος του μοναδικού Δημιουργού "βΑΡΓΟ δΕυΑΣιΑ δΙΙΜΑΗΙ" (=το Φώς του
κ να Σε περικαλέσω ο αμαρτωλός δια της
Θεού εννοούμε, διαλογιζόμαστε)>

πρεσβείας της Θεοτόκος κ των Αγίων να σώσεις την ματοκυλισμένημου


πατρίδα κ θρησκείαν κ γενικώς του τιμίους ανθρώπους, όσοι φέρνουν
δοξολογίαν εις την ΠαντοδυναμίανΣου κ εις την ΒασιλείανΣου,
τρις<υ>πόστατε Θεέ, Σωτήρα του Παντός, να μας σώσεις, να μας
λευτερώσεις απο τα κοφτερά δόντια των γουρνόλυκων
<= των γουρουνιών κ των

. Τρέχομεν
λύκων. Γραμμένο ‘γορνολικον’, το πρώτο ο έγινε πρώτα α κ πατήθηκε απο πάνω ο>

εις το ΈλεόςΣου κ εις την ΕυσπλαχνίανΣου κ της ΒασιλείαςΣου, το ΈλεόςΣου


ζητούμεν οι αμαρτωλοί κ οι αδύνατοι, οι ανάξιοι δούλοιΣου κ σκλάβοιΣου.
Συχώρεσέμε, Κύριεμου, οπου σε βάρυνα• πού αλλού να τρέξω;

203

<α=>
Πού αλλού να τρέξωμεν οι ανάξιοι δούλοιΣου, πού αλλού οι αδύνατοι να
βρούμεν δικαιοσύνη; Ποιός ποιμένας κ’ επίτροπόςΣου έχει δικαιοσύνη να
δικαιώσει το δίκαιον του κάθε ανθρώπου; Θέ τ’ Ουρανού κ της Γής κ της
Θάλασσας, σώσεμας η ΠαντοδυναμίαΣου, οτι χαθήκαμεν εδώ κ εις την άλλη
ζωή! Κύριε, με τί στόμα να σε περικαλέσωμεν, με τί μάτια να σηκώσωμεν να
Σε τηράξωμεν κ να περικαλέσωμεν το ΠανάγαθόΣου Όνομα κ της
ΒασιλείαςΣου;! Κύριε, η ΠαντοδυναμίαΣου επολέμησες,
αγωνίστης• ευσπλαχνίστης η ΠαντοδυναμίαΣου κ η ΒασιλείαΣου κ ανάστησες
νεκρούς, πεθαμένους, λιωμένους τόσες αιώνες. Κ τους πεθαμένους κ
λιωμένους κ ολίγους κ αδυνάτους κ αμαθείς… με δεμένα σκοινιά τα
περισσότερα τουφέκια, κ με χωρίς αναγκαία του πολέμου, ξυπόλητοι, κ
γυμνοί κ νηστικοί τις περισσότερες φορές, κ αντενέργ ες των δυνατών,
ει

πενήντα χιλιάδες δέν ήμαστεν ποτές εις το πόλεμον στεργιά κ του πελά ου –
γ

κ ν’ αφανιστούν περίτου απο τετρακόσες χιλιάδες ψυχές ντόπιοι κ ξένοι


Τούρκοι! Δύναμη δικήμας ήτον, αντρεία δικήμας ήταν, αρετή κ πατριωτισμός
δικόςμας ήταν. Οτι πα-

204

τριωτισμόν κ αρετή θυσιάζομεν κ τώρα, χερότερον είχαμεν κ τότε


<δέν έχουμε

να χρησιμοποιήσουμε παρα μόνο πατριωτισμό κ αρετή, κ τότε είχαμε ακόμη λιγότερο απο

. Μας έσωσες, Πανάγαθε Θεέ, μας ανάστησες κ μας σώνεις κάθε στι μήν
αυτά> γ
κ κάθε ντακικαγή
<γραμμένο τακακγι, με μιά μουντζουρίτσα μεταξύ κ και γ, ήθελε να γράψει

. Απο την διοτέλειαμας,


‘τακικαγι’. Απο dakiqajı, αιτιατική του dakiqa = λεπτό (της ώρας)> ι

απο την χαμέρπειαμας, απο την απιστίαμας πουλούμεν κ την


ΠαντοδυναμίανΣου - κ την ΒασιλείανΣου κατακρένομεν ,
<=κατακρίνομεν>

καταλαλούμεν! Καταπουλήσαμεν μέσα εις τις αγορές κ σοκάκια δισκοπότηρα


(οτι δέν ματα είχαμεν την ανάγκητους να μεταλάβωμεν), πουλήσαμεν τα
γ
πολυτίμητα ευαγγέλια κ όλα τα ερά των ναώνΣου κ ζωντανά κ τόπους, κ
ι

κατακερματίσαμεν κ τ’ άγια μοναστήρια κ τις εκκλησιές, κ τις φκιάσαμεν


σπίτια, αχούρια κ τα εξής. Ό,τι ανταμοιβή ηύρες απο του Οβραίους, οπού’ταν
αλλόθρησκοι κ Σε σταύρωσαν, ηύρες κ απο εκείνους οπου κόπιασες κ
κοπιάζεις κ ανάστησες κ αναστήνεις: απο τους ορθόδοξους Χριστιανούς! Με
τί πρόσωπον, Κύριεμου, να παρουσιαστούμεν ομπρόςΣου κ με τί στόμα κ
γλώσσα να Σε περικαλέσωμεν κ εις το εξής οπου κιντυνεύομεν οι αχάριστοι,
οι ’διοτελείς, οι κακοί, τεμπέληδες του κόσμου, οι προδότες κ ασεβείς!

γ
Κάθε ερόν πράμα,
ι

205

Θεοτόκο, Μητέρα του Παντός, το καύκημα της παρθενίας, το καύκημα της


αρετής κ τα πάντα της Αγαθότης, προστρέχομεν οι αμαρτωλοί, οι αδύνατοι,
εις την Ευσπλαχνίαν της ΑγαθότηςΣου να λυπηθείς τους αθώους, εκείνους
οπου φέρνουν την αμαρτωλήτους προσευκή <ει>λικρινώς εις τον Παντουργόν
κ εις την ΒασιλείανΤου, εκείνους οπού’τρεξαν ξυπόλητοι κ γυμνοί, εκείνους
οπου άφησαν χήρες κ αρφανά, εκείνους οπού’χυσαν το αίματους κατα τον
όρκοντους ν’ αναστηθεί δια της Δυνάμεως του Παντοκράτορα η
σκλαβωμένητους πατρίδα κ να λαμπρυνθεί ο Σταυρός της Ορθοδοξίας• κ δι’
αυτόν τον όρκον αυτείνοι πέθαναν δι’ αυτείνη την πατρίδα κ θρησκεία, κ
θυσίασαν κ το έχειτους – κ πολλών οι γυναίκεςτους, τα παιδιάτους, οι
συγγενείςτους διακονεύουν κ ταλαιπωρούνται ξυπόλητοι, γυμνοί, νηστικοί
στα σοκάκια εκεινής της ματοκυλισμένης πατρίδος, οπου ζύμωσαν οι
γονέοιτους κ οι συγγενείςτους με το αίματους – κ την γοδέρουν
<=Το ρήμα

σήμερα κ την τρώνε κ την προδίνουν οι


γοδέρει = κουμαντάρει, χειρίζεται>
γουρνόλυκοι με τ’ ακονισμένα δόντια κ οι συντρόφοιτους αυτείνων οι
τοιούτοι.)

Θεοτόκο, Μήτηρ του Παντός, αυτούς τους αθώους να λυπηθείς, αυτούς τους
γυμνούς κ ταλαίπωρους• αυτείνοι φέρνουν δοξολογίαν εις τον Θεόν κ την
ΒασιλείανΤου•

206

να πρεσβέψεις εις την ΠαντοδυναμίανΤου ν’ αναστήσει πίσω τους…


γ
τους ερούςΤου ναούς, τ’ άγια τα μοναστήρια οπού’τρωγαν ψωμί οι
ι

δυστυχισμένοι απο αυτά, οπου ζούσαν πολλοί αδύνατοι:απο την Ευλογίαν


του Θεού κ απο τους κόπους των πατέρων, των καλογέρων• δέν ήταν
ι
Καπ τσίνοι δυτικοί, ήταν υπερέτες των μοναστηρίων της
<=καπουτσίνοι>

Ορθοδοξίας• δέν ήταν τεμπέληδες, δούλευαν κ προσκυνούσαν• κ εις τον


αγώνα της πατρίδος αυτά τα μοναστήρια - γένονταν τα μυστικοσυ βούλια,
μ

συνάζονταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, κ εις τον πόλεμον θυσίαζαν, κ


γ
σκοτώνονταν αυτείνοι οι <υ>περέτες των μοναστηρ ιών κ των εκκλησιών
(τριάντα είναι μόνον μ’ εμένα σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους• κ εις το
κάστρο: το Νιόκαστρο, κ εις της Αθήνας έλιωσαν αυτείνοι οι πατέρες) – τώρα
εις τα γερατιάτους βασανίζονται πολλοί εις τους δρόμους• Θεοτόκομου, να
περικαλέσεις τον Αφέντημας κ τον ΜονογενήΣου ν’ αναστήσει πίσω αυτά
<τα

κ τις άγιες εκκλησίεςΤου οπου κατακερματίσαμεν εμείς οι


μοναστήρια>

αχάριστοι κ μας ηύρε η δικαίαΤου Οργή κ της ΒασιλείαςΤου• να Τον


περικαλέσεις, Θεοτόκομου, να τα αναστήσει πίσω κ να σηκώσει την
δικαίαΤου

207

κ να σηκώσει την δικαίαΤου Οργή οπού’χει σ’ εμάς τους αχάριστους κ να


φέρει πίσω την Ευκ ήΤου κ την ΕυλογίανΤου κ της ΒασιλείαςΤου οπου την
χ
ε
στερ θήκαμεν απο την κακίαμας κ διοτέλειαμας κ εγέναμεν η παλιόψαθα της
η ι

κοινωνίας, κ εγίναμεν καθώς φαινόμαστε ώς την σήμερον. Το ΈλεοςΤου είναι


άβυσσος της θαλάσσης, κ τους ανοήτους εμάς κ τους διοτελείς να μας
ι

ενώσει κ να μας φωτίσει κ να μας δώσει εις το εξής πατριωτικά κ αγαθά


ε
αιστήματα δια την πατρίδαμας κ θρησκείαμας κ πίστη καθ ρά νά’χωμεν εις
α

τον Παντουργόμας κ εις την ΒασιλείανΤου, να μας σώσει εδώ κ εις την
παντοτινή ζωή, να δώσει του γ ερατείουΤου <ει>ρήνη κ ομόνοιαν, την
ι

ΕυκήΤου κ την ΕυλογίανΤου• κ εις τους προκρίτουςΤου, τους ποιμένες, κ


γενικώς εις τον λαόνΤου νά’ρθει πίσω η νεκρανάστασι Του δια της
ς

ΕυλογίαςΤου.)

Προστρέχομεν οι αμαρτωλοί, οι ανάξιοι δούλοιΣου κ οι σκλάβοιΣου εις το


ΈλεοςΣου κ εις την ΕυσπλαχνίανΣου κ της ΒασιλείαςΣου, έλεος ζητούμεν να
μας δώσεις, καθαρά σπλάχνα κ καθαρά ψυχή, να δυνηθούμεν να Σε
προσκυνήσωμεν κ να Σε δοξολογήσωμεν μ εξ όλης καρδίας, Ευεργέτη κ
ε

Προστάτη αληθινέ!

208

<Αλλάζει η ποιότητα του χαρτιού, είναι πιό καινούργιο το φύλλο, πιό λευκό απο το

προηγούμενο, επίσης η πένα είναι διαφορετική, γράφει πιό μυτερά απο ότι στο προηγούμενο. Με

την αρχή της σελίδας αλλάζει τελείως κ το θέμα. Φαίνεται πως πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα

Απο τον καιρόν οπου απέθανε το


απο την μέχρι τούδε καταγραφή ώς την παρακάτω:>

παιδίμου ο Δημήτρης, εσυγχύστη η φαμελιάμου με την γυναίκα οπου έβλεπε


αυτά της Θεια-Πρόνοιας κ μου έλεγε. Εξεκόπη το να
<=ξεκόπηκε, αποφασίστηκε>

μήν ματα μιλήσω περι αυτά ούτε να ματάρθει εις το σπίτιμου, ώς την
σήμερον. Το ίδιον κ εγώ, έλαβα μιάν κρυωμάρα. Κ να μήν γεννηθεί καμιά
δυσαρέσκεια κ καθένας θα λαλεί ό,τι θέλει, είπα: «άς μείνει ώς εδώ• κ αρκετά
φωτίστηκα κ εγώ μόνοςμου, κ έμαθα κ απο τους ανθρώπους κ απο εκείνον
οπού’ρθε, τον γέροντα οπου μου είπε κ αυτός την Ευσπλαχνίαν του
Θεού• «όποτε είναι η αγαθήΤου Θέλησι γεννηθήτω η ΕυσπλαχνίαΤου», είπα,
ς

«κ άς μας αναστήσει. Κ μπορεί να είναι κ η ΘέλησήΤου: ώςαυτού


<=αυτό το

να φωτίζει κ να λένε οι άνθρωποι». Αφού έκαμα αυτείνη την


σημείο>

απόφασιν, δέν ματά χα προθυμία σε κανέναν να ματα ρωτήσω ή που


<εί>

μού’λεγε να προσηλωθώ.
<=δέν είχα προθυμία να ρωτήσω κ δέν είχα προθυμία να

προσηλωθώ =να δώσω προσοχή σε ό,τι κανείς μου έλεγε (κ χωρίς να ρωτήσω) περι
μεταφυσικών. Το ‘που’ είναι ασυνήθιστο στον Μακρυγιάννη, αλλα βρίσκεται κ αλλού. Εδώ γράφει

Εγώ αποφάσισα ώς ορθόδοξος Χριστιανός να


καθαρά ‘υπǒ’ = «ή που» κ όχι ‘οπου’>.

κάνω τα χρέημου, ό,τι με υπαγορεύει η θρησκείαμου, κ να περικαλώ να μου


δίνει καθαρά σπλάχνα να φωτίζομαι. Κ όντως, (δοξασμένο το ΠανάγαθόΤου
Όνομα κ της ΒασιλείαςΤου!), κάθε ημέρα κ την ΕυλογίανΤου λέπω, κ

209

το ΦώςΤου τ’ αληθινόν όταν κάνω την προσευκήμου, νύχτα κ ημέρα. Δια όλα
αυτά οπου αξιώθηκα να ιδώ εγώ ο αμαρτωλός, να Τον ευκαριστήσω δι’ αυτά
κ να Τον περικαλέσω να κάμει το ΈλεοςΤου κ εις το εξής να σώσει το
πλάσμαΤου, εμάς όλους τους αμαρτωλούς απο την παγίδα των τεμπέληδων
μικρών κ μεγάλων οπου τρώνε ζωντανούς ανθρώπους κ ποτέ δέν χορταίνουν
απο τίποτας: έκρινα ώς χρέοςμου ν’ αυγατίσω την ταπεινήμου προσευκή κ
μετάνοιαν εις τον αληθινόν Βασιλέα. ξακολουθούσα εις αυτό• το
Ε

Μεγαλοβδόμαδον θα μεταλαβαίναμεν όλοι του σπιτιού•είπα: την Μεγάλη


Τετράδη κ Μεγάλη Παρασκευή (κ: το Μεγάλο Σάββατο να μεταλάβωμεν) κ: να
κάμω αυτές τις δύο μέρες, Τετράδη κ Παρασκευή, απο τρείς χιλιάδες
τρακόσιες (3300) μετάνιες το μερόνυχτον. Αυτά, αδελφοί αναγνώστες, (σας
ορκίζομαι σε αυτά της Θεία-Πρόνοιας οπου γράφω σε τούτο) τί είδα! τις δύο
αυτές ημέρες κ κατα’ξοχή της Μεγάλης Παρασκευής! κ τα
<=κατ’ εξοχήν>

μπρούμυτα οπου ήμουν κ όταν σήκωσα τα μάτιαμου εις τους ουρανούς κ


εικόνες!: Πρώτα είδα ένα μικρόν φώς

210

κ ευτύς άξηνε κ έγινε ένας λαμπρός Δεσπότης, κ πλησίονΤου άλλος


<=αύξανε>,

κ η Θεοτόκο κ πλήθος Σώματα κ έλαμπαν• κ σε ολίγον ήταν αυτά όλα


ς

μαυροφορεμένα. Κ εκεί οπου έβλεπες αυτείνη την μεγάλη λάμψη, οπού’πεσα


τα μπρούμυτα, ύστερα έβλεπες μιάν μεγάλη μαυρίλα κ λύπη. Ούτε μάτια είχα
ύστερα να ιδώ, απο τα δάκρυα, ούτε διάθεσιν• κ εγώ
<=ούτε εγώ, που τα

δέν μπορώ να παραστήσω όλα. Κοντά ζύγωσε ο καιρός,


είδα> <=σε λίγο>

ήρθαν οι παπάδες, ξακολουθήσαμεν το ευκέλαιον. Ξανά πήγα να


ε <=τελέσαμε>

κάμω την προσευκήμου. Απο τα μεσάνυχτα περνώντας, όλο παρόμοια


έβλεπα. Πήγαμεν κ μεταλάβαμεν. Την Λαμπρή δέν πήγα εις την πρώτη
Ανάστασιν• την νύχτα ύστερα πηγαίνω εις την δευτέρα (δια να μήν μείνει το
σπίτι μόνον, κ μένω με ανθρώπους κ κάνομεν πάντα την Ανάσταση εις το
σπίτι) κ βλέπω την Αγαθότη του Θεού, όλες αυτές τις επίσημες ημέρες.

Αφού είδα, κ βλέπω καθημερινώς την ΕυλογίανΤου κ της ΒασιλείαςΤου όλης,


αποφάσισα: άλλο τίποτας δέν έχω να ευκαριστήσω, μόνον κ μόνον την
αμαρτωλήμου προσευκή (κ να μου δώσει καθερά σπλάχνα να Τον ευκαριστώ,
να μήν γένω αχάριστος), κ προσφέρνω αυγή κ βράδυ απο χίλιες τρακόσες
1300∴ μετάνιες κ εκατό 100∴ με το κομπολόγι,
<με το κομπολόγι, πρέπει να εννοεί

κ ό,τι μπορέσω
100 επαναλήψεις κάποιας ιερής φράσης>

211

κ ό,τι μπορέσω όταν θα πάγω εις την δουλειάμου κ όταν γυρίσω


οπίσω
<=όταν πρόκειται να βγώ για κάποια δουλειά κ όταν μετά την δουλειά επιστρέψω στο

, να Τον ευκαριστήσω ο αμαρτωλός.


σπίτι>

Κ να σας ειπώ, αδελφοί αναγνώστες, κ την ωφέλειαν οπου είδα απο την
ΠαντοδυναμίανΤου κ την ΒασιλείανΤου, πρώτα οπου δια της ΑγαθότηςΤου
οπου αξιώθηκα να ιδώ αυτά όλα, κ πρωτύτερα, ξηγόμουν εις τ’
ε

άλλο κ βλέπετε οπου αρφάνεψα κ μπήκα δούλος εφτά 7∴ χρονών κ


<ιστορικό>

έπλενα ακαθαρσίες των μικρών παιδιών, αγγειά, άλογα συγύρισμα, κ


άλλες πηρεσίες• κ πληρώθηκα απο δυόμισι γρόσια τον κάθε χρόνον. Πήγα εις
υ

έναν συγγενήμου• έγινα ώς δεκατέσσερων χρονών απάνω – κάτω, πήγαμεν σε


ένα παγγύρι , εις τον Α-Γιάννη• έκαμα να ρίξω το τουφέκιτου κ
<=πανηγύρι>

τσακίστη η φωτιάτου• κ ώς ζώον με πέθανε απο το ξύλο εμπρός σε όλον τον


κόσμο• εκεί τότε πήγα εις τον Άγιον, με πολλά δάκρυα κ με μετάνιες Του
ζήτησα να μου δώσει άρματα κ χρήματα, κ να Του φκιάσω ένα καντήλι• σε
δυό τρία χρόνια πήγα εις την Άρτα, εις τον αδελφόντου (παντρεύτη εκεί, ήταν
με τον Αλήπασα. Καλός άνθρωπος – πολύ φιλάργυρος), έκατσα κ με αυτούς
ώς δέκα χρόνια• του ζήτησα δάνειον κ μού’δωσε χίλια (1000) γρόσια, τα δέκα
δώδεκα , κ του τα πλέρωσα (έχω την ομολογίαντου εις τα
<=με τόκο 20%>

χαρτιάμου) με την δύναμιν του Θεού κ των καλών ανθρώπων. Εκεί με


κρεντιτάρησαν , αγόρασα
<=μου έδωσαν με πίστωση. Απο τα Ιταλικά: credito =πίστωση>

σπίτι εκεί κ υποστατικά•

212

κ χρήματα: του Θεού την Ευλογία, κ άρματα: οπου δέν τά’χε άλλος
<απέκτησα>

εκεί• έφκιασα κ το καντήλι εις τον Α-Γιάννη εις την Ντεσφίνα, γραμμένο με το
όνομαμου, κ Του το πήγα ντυμένος κ αρματωμένος (κ σώζεται ώς την
σήμερον). Μπήκα εις την Εταιρείαν της πατρίδος, την δούλεψα κατα τον
όρκομου. Πιάστηκα απο τους Τούρκους, με φυλάκωσαν εις το κάστρο της
Άρτας κ με παίδευαν <
νομίζω η πραγματική ετυμολογία είναι απο την πέδη, άρα θα

με σίδερα εις τα ποδάρια, κ πλήθος


έπρεπε να γράφεται ‘πέδευαν’, πεδεμούς>

παιδεμούς. Πήγαν εικοσι έξι 26∴ να μας κρεμάσουν, κρέμασαν τους 25∴,
γλύτωσε ο Θεός μόνον εμένα. Έφυγα απο’κεί 18∴ ανθρώπους,
<με>

αγωνίστηκα όθεν τα δεινά της πατρίδος, εις ορδιά κ


<=στρατόπεδα, ordu>

κάστρα, πέντε πληγές πήρα εις το σώμαμου, ώς χίλιους τετρακόσιους 1400∴


με αξίωσε ο Θεός νά’χω εις την οδηγίανμου, Τον δοξάζω: αναφορά
αναντίονμας δέν υπάρχει – ευκαριστήρια: πλήθος (εις το σπίτιμου είναι,
όποιος θέλει άς τα βλέπει). Βαθμολογιώντας εκόλλησα ώς τον βαθμόν του
στρατηγού. Καταδρομές πλήθος με ηύραν (κ ακόμα δέν σώνονται)
<το ‘σώνεται’

με την έννοια ‘τελειώνει’ είναι απο το τουρκικό son = τέλος, θα έπρεπε όταν έχει αυτήν την

έννοια να γράφεται «σόνεται». Ακολουθώ την παραδοσιακή ορθογραφία σε αυτό όπως κ σε

- δέν μπόρεσε (δια της ΔύναμηςΤου) ώς την σήμερον να με


πολλά άλλα>

ντροπιάσει κανένας• με αδίκησαν κ μ’ αδικούνε οι άνθρωποι – ο Θεός μ’ έχει


παραδικαιώσει. Άλλοι κλέβουν, προδίνουν, παίρνουν απο χοντρούς μιστούς κ
απο άλλα – ο Θεός μού’χει ανοιχτό το σπίτιμου, πλουταίνει την
κατάστασινμου με την ΕυλογίαΤου κ της ΒασιλείαςΤου.

213

Φίλους έχω τους τίμιους ανθρώπους, οχτρούς πάντοτες τους πουλημένους κ


άρπαγους κ προδότες της πατρίδος κ θρησκείαςμου – κ ο Θεός άς τους κάμει
την ανταμοιβήτους.
Εις τα 1850∴ ο βασιλέαςμας πήγε εις την πατρίδατου να τηράξει δια
διάδοχον κ άλλατου συμφέροντα (άφησε εδώ εις το ποδάριτου την
βασίλισσαμας). Ήταν θέλησι εδώ να χαλάσουνε το σύντα μα, δια το
ς γ

σαράντα άλθρο (της θρησκείας) – οτι αυτό μόνο βλάβει όλους τους δυτικούς.
Το σύντα μα τό’χουν κωλόπανο: όπως το θέλουν, έτσι το νεργούνε.
γ ε

Κ υπουργοί δικοίτους κ πολλοί βουλευταί κ γερουσιασταί: όπως τους


οι οι

λαλήσει η εξουσία χορεύουν όλοι αυτείνοι κ οι οπαδοίτους. Αφού δέν με


βλέπαν με την γνώμητους (κ’ εμένα πάντοτες με τηράνε με κακόν μάτι κ
πικρόν): ήρθε ο βασιλέας, με συστήνουν τοιούτως: παρουσιάζονται,
όλοι αξιωματικοί προσκαλιούνται – δέν μου λέγει κανείς τίποτα• λένε: «δίς
οι

κ τρίς τον προσκαλέσαμεν κ δέν ήρθε». Μαθαίνω εγώ αυτό, παρουσιάζομαι


με καμόσες ημέρες, ζητώ απο τον βασιλέα να ξετάξει αυτό• στέλνει να μου
ε

κάμουν ανάκρισιν ο κομαντάντης της πιάτσας κ άλλοι

214

αξιωματικοί• τους λέγω: «φωνάξετε εκείνον οπου προσκαλούσε τους


αξιωματικούς, νά’ναι παρών εδώ». Έρχεται αυτός, του λένε: «ήρθες εις τον
Μακρυ άννη να τον προσκαλέσεις?» - λέγει: «όχι»
γι <=πιθανότατα πρέπει να

. Τους λέγω: «σύρτε εις τη δουλειάσας, κ βάλτε εις τα


αναγνωσθεί ‘ουχί’>

πραχτικάσας ‘όχι’ . Κ θέλω τον αίτιον, οπου έβαλε την


<ή: ‘ουχί’>

υπογραφήμου».
<=με παρουσίασε εναπουσίᾳμου με πλαστό τρόπο>

Έλπιζα κ εγώ οτι σώθηκαν οι υποψίεςμου, οτ’ ήμουν αθώος – κ έχω κ


υπουργόν τον φίλομου Σπυρομήλιο, του πολέμου, οπου ήμασταν
Σεπτεμβριανοί: ένα σύστημα• αστυνόμος ο Δούκας, το ίδιον σύστημα: να
τους κατατρέχουν κ εγώ να μιλώ να μπούνε σε εύνοια κ δουλέψεις
<=υπηρεσίες.

• τους είχα βάλει κ σ’ άλλα μυστήρια, με


Είναι ολοκάθαρα γραμμένο με ‘ψι’ κ όχι ‘ψε’>

τις υπογραφέςτους εις το χέριμου υπέρ της πατρίδος την α ξησιν, κ


ύ

στερέωσιν της θρησκείαςμας – κ πάνε κ με προδίνουν σε όλα αυτά,


κ οτι κατηχώ κ ανθρώπους να είναι έτοιμοι: όταν γένει η
<συκοφαντούν>

θέλησι αυτείνων των ‘καλών ανθρώπων’,


ς
215

να τους χαλάσω τα σκέδιατους• κ έχω όλους τους


<συκοφαντούν οτι>

Ντερβενοχωρίτες κ άλλους με το πνε μαμου κ δανείζω πολλούς με ξένα


ύ

δάνεια δια να ποχρεώνω τους ανθρώπους να τους έχω με το πνεύμαμου, εις


υ

την θέλησημου, όταν ιδώ κίνημα αναντίον της πατρίδος κ θρησκείας: να


κινηθούν• (κ όταν να έβλεπα αυτό, θά’κανα σέγρι
<sejr et- =κοιτάζω διασκεδάζοντας

(χωρίς να επέμβω)> <άν γινόταν κίνημα, δέν θα έκανα τίποτε, θα τους άφηνα μέσα στην ταραχή

τους προδότες κ
να βρούν το μπελάτους. Αυτά που λέγαν οτι θα έκανα ήταν όλα ψέματα>

επιόρκους: οτι ο Σπυρομήλιος κ ο Δούκας πεσκ έθηκαν αυτά: να δουλέψουν


υ χ

πιστοί - κ γένονται βουλευταί, γερουσιασταί, κ


<παίρνουν παράσημα,

σταυρούς κ άλλα, κ εις τον πρώτον αγώνα: προδότες κ επίβουλοι!


τιμητικούς>

κ τώρα το ίδιον!). Κ τηράτε -τί εποχές αυτές


<= ‘υτιον’, ήθελε να γράψει ‘υδιον’>

των φημερίδων!- τί έκαμαν σε όλο το κράτος όλοι αυτείνοι: τί ληστείες κ


ε

άλλα, τί σκοτωμοί, τί φυλακές γιομάτες όλες του κράτους• τί λένε εις τις
βουλές όσοι έχουν συνείδησιν, δια όλα αυτά• κ τα κάνουν μόνον κ μόνον δια
να είναι πιστοί εις τον ανώτερότους, κ να κατακερματίσουν πατρίδα κ
θρησκεία κ αυτείνοι να βυζαίνουν. Δια να ξελοθρέψουν κ’ εμένα όλως δια
ε

όλου, πρίν την τρίτη Σεπτεμβρίου, τα 1851

216

έγινε χερότερον: κωλόπανον κ πουλημένος αυτός κ αυτείνοι οι στενοί


φίλοιτου κ αγωνισταί της Μεταβολής, τους σύστησε κ «βούρμαντι!»
<γραμμένο

βροματι. Είναι το τουρκικό vur-madı = ‘δέν (μας) χτύπησε’ / ‘δέν (μας) χτύπησαν’. Παροιμιωδώς

περιγράφει το θράσος των ανθρώπων που λένε ‘δέν μας χτύπησε κανείς’, δηλαδή τους είναι

αρκετό να μή συναντήσουν άμεση σωματική βία για να προχωρήσουν σε οτιδήποτε, όσο ανήθικο

κ άν είναι, χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Ανάλογα χρησιμοποιείται παροιμιωδώς η φράση

‘kim sorar, kim baqar’ = ‘ποιός (μας) ρωτάει, ποιός (μας) κοιτάει’ • κ στα ελληνικά ‘δέν μας είδανε’.

Το ρήμα vur- είναι σύνηθες σε τουρκικές παροιμιώδεις εκφράσεις, π.χ. vur patlasın, xal

ojnasın; vurdum-dujmaz; vur dedik-se, öldyr de-medik; vur abalıja; το σκέτο vur- (στα
κ μπαίνει
τουρκικά: προστακτική) χρησιμοποιείται ώς σήμερα στα Νέα Ελληνικά.>

γερουσιαστής κ γένεται ο πλέον ποταπός προδότης κ αυτός κ ο


γυναικάδελφοςτου <ο> βουλευτής, όλοι έγιναν προδότες κ όλοι κιντυνεύουν
εμένα. (Οτι στην Μεταβολή οπου ήταν έγιναν προδότες
<ακόμη κ> <=συμμετείχαν>
ι
κ επίορκοι). Κ’ ενεργούνε με τους άλλους όλους τ ς αναντίους, κ αυτείνοι
σύμφωνοι κ χερότεροι απο τους άλλους, να γκρεμίσουνε κ να
κατακερματίσουν σύντα μα, θρησκεία, κ να σβέσει η πατρίδα• τέτοιες
γ

υποσκέσεις έδωσαν όλοι αυτείνοι κ τους έβαλαν εις τα πράματα• κ αφού τους
είχα συντρόφους κ ξέρουν τί φρονώ, πάσκισαν κ’ εμένα
<να με πάρουν

, κ δέν θέλω την συντροφιά – αυτείνοι με κατατρέχουν, κ οι βάρδιες


συνεργάτη>

καθεμερινώς να με φυλάνε, κ να με κακοσυσταίνουν εις τους ανωτέρουςτους,


κ θέλουν με κάθε τρόπον να με φάνε. Ήταν ένας στρατηγός εδώ (+Πολωνός),
ήσυχος άνθρωπος• τί φρονήματα είχε: διαβάστε την εφημερίδα ‘Εβδομάς’,
αριθμός εξηνταπέντε 65∴ - τον έκακαν ύποπτον κ τον έδιωξαν, συνένοχον κ’
εμένα, κ στέλνουν κ με πολιορκούν, κ να μου κάμουν κατ’ οίκον έρευνα• κ
στέλνει ο υπουργός-

217

στείλαν είκοσι μέρες πρωτύτερα φίλοτους εις την Λαμίαν σ’ έναν ρηνοδίκη
ει

μπερμπάντη εκεί, κ πήγε εις τον νομάρχη ο ειρηνοδίκης κ λέγει: «την τρίτη
Σεπτε βρίου, έχω πληροφορίες σωστές οτι αυτείνη την ημέρα εις την Αθήνα
μ

θα γένει ρήξη, κ αρχηγός είναι ο Μακρυγιάννης, κ θα σκοτώσουν τον


βασιλέα!». Μου το λένε αυτό, δέν το πιστεύω• το ίδιον κ άλλοι πολλοί. Τότε,
άρρωστος εγώ απο τις πληγές του σώματόςμου, δύο Σεπτε βρίου, με
μ

μπλοκάρουν. Κ η σωτηρία ήτον οτι ο Χατζηχρήστος ήταν εις την γραμματεία


του βασιλέως κ’ έμαθε αυτά πρώτα εκεί όλα, οτ’ είμαι φονιάς! Κ στέλνει
ανθρώπους ο αστυνόμος Δούκας κ οι συντρόφοιτου να με κλείσουνε, κ
έρχεται ο Χατζηχρήστος κ με βρίσκει κλεισμένον (κ εγώ του πεθαμού, κ η
οικογένειαμου), πάγει ώς πασπιστής, του λέγει του βασιλέως: «ασήμαντο
υ

πράγμα! καμία ακρόασιν! ». Την άλλη ημέρα ηθα κάμουν


<=μή δίνετε σημασία>

τον κακότους σκοπόν – ο Θεός τους νέκρωσε κ τ’ άφησαν. Ύστερα έμαθα όλα
αυτά, πάλι απο τους συντρόφουςτους, κ της Λαμίας, κ όλα τ’ άλλα. Αυτείνοι
είναι οι Σεπτεμβριανοί της Μεταβολής! κ ο πρέσβης Μεταξάς, ο πολιτικός
αρχηγός της Μεταβολής!

218

προδότης επίορκος Σπυρομήλιος άνθρωποτου πιστόν να μου ειπεί


<Έστειλε ο>

να κρύψω το χαρτί του όρκου οπου τους είχα όλους αυτούς μέσα με τις
υπογραφέςτους περι θρηκείας κ πατρίδος. Τί λέγει αυτός ο όρκος, θα τον
ιδείτε, κ τί θυσίασα κ θυσιάζω - κ αυτείνοι τα πρόδωσαν, κ’ οι δικοίτου με
κυντυνεύουν κ εις την ζωή, αρχή κ τέλος, οι επίορκοι!)

Τότε λέγω του ανθρώπου οπου μού’στειλε ο υπουργός: «πέςτου οτι όταν είδα
τα πατρικά αιστήματα του Μαυροκορδάτου κ συντροφιάς, Μεταξά κ
συντροφιάς, κ εκεινών ολονών, τον ξέκλισα, κ σφόνισα τον
πάτομου
<=σφουγγάρισα το πάτωμαμου. Μεταφορικώς, καθάρισα τη θέσημου, είμαι τώρα

καθαρός, ‘έχω καθαρή τη φωλιάμου’. Στην Κρήτη λέγεται <α>ποσφονιάζει, <α>ποσφόνιαξε =

έστυψε το σφουγγάρι, πρέπει να υπάρχει κ ρήμα σφονίζει ή σφονιάζει = σφουγγίζει, απο το

• κ να μήν έχουν υποψίαν, δέν υπάρχει πλέον


αρχαίο ‘σπογγίζει’, απο ‘σπόγγος’> <ο

! κ είναι ασφαλισμένοι όλοι αυτείνοι – κ άς κάμουν ό,τι θέλουν σ’


όρκος>
ι
εμένα». Είχαν να διώξουν καμόσους αξιωματικούς κ εμένα, το σκέδιότ ς
ου

ήταν αυτό δια μένα, κ να μου ειπούνε να με στείλουν


<κάτι για>

αλλνού κ να με φυλακώσουνε εις φρούριον, κ εκεί να με


<=αλλουνού = αλλού>

φαρμακώσουνε (κ όλο αυτός είναι ο σκοπόςτους, τα μαθαίνω απο ίδιους, απο


αυτούς ) κ τότε
<=απο κάποιους απο αυτούς τους ίδιους, απο κάποιους απο τον κύκλοτους>

να μείνουν μόνοιτους να κάμουν τους κακούςτους σκοπούς κ να γένουν


πλέον αγαπημένοι εις τους ανωτέρουςτους.
<=περισσότερο>

Ήθελαν να κάμουν κίνημα την Καθαριά Δευτέρα έξω οπου συνάζεταν ο λαός
πάντοτες, πλησίονμου, εις τις Κολώνες – ο Θεός νέκρωσε τα
σκέδιατους: έκαμεν μιάν νεροποντή κ φουρτούνα εκείνη την ημέρα, οπου δέν
βήκε κανένας έξω απο το σπίτιτου.

Ενέργησαν ύστερα πάλε: έκαμαν έγγραφα με υπογραφές βασιλικές:

219
έλεγαν όλες τις ετοιμασίες: πόσα κανόνια κ σε ποιά θέση, κ το ίδιον κ τα
στρατέματα, του καθενού την θέση, κ έλεγαν τα γράμματα: θα μαζωχτούν
πολίται περίτου απο πέντε χιλιάδες απόψε• κ περικαλούσαν τον βασιλέα να
χαλάσει το Σύντα μα (οτι το Σύντα μα κ η θρησκεία τους βγαίνει τα
γ γ

μάτιατους! κ πότε έβαλαν το Σύντα μα σ’ ενέργεια κ τους έφταιξε?). Κ


γ

αφάνισαν το κράτος όλοι αυτείνοι βγάζοντας ληστάς, κ γυμνώνουν αυτείνοι


οι ίδιοι , κ αφάνισαν τον τόπον. Κ αυτά όλα τα κάνει, τα κινεί ο
<= ‘υδιυγι’>

υπουργός Μήλιος, οτι τοιούτως έκαμεν κ ο θείοςτου εις την Ανάπολη:


<=

‘ανναπολη’, ποιόν τόπο εννοεί δέν γνωρίζω. Έψαξα στο διαδίκτυο για κάθε λέξη που ηχεί σάν

Ανάπολη ή Ανάμπολη, δέν βρήκα παραμόνο την Αννάπολη των Η.Π.Α.. Κατα πάσα πιθανότητα ο

τόπος που αναφέρει ο Μακρυγιάννης είναι κάποια Νεάπολη που το όνοματης είχε παραφθαρεί

σε Ανάπολη. Έψαξα όλον τον κατάλογο με τα ονόματα πόλεων κ χωριών της Ελλάδος, υπάρχουν

σήμερα 7 οικισμοί με το όνομα Νεάπολη, απο τους οποίους οι σημαντικότεροι είναι στους

Νομούς: Κοζάνης, Λακωνίας κ Λασιθίου. Δεδομένου οτι ο τόπος ήταν αρκετά γνωστός αφού ο

Μακρυγιάννης δέν δίνει κανένα άλλο στοιχείο εκτός απο το όνομα, κ πρέπει να ήταν μέσα στο

τότε Ελληνικό Κράτος, υποθέτω πως εννοεί την Νεάπολη Λακωνίας που το όνοματης είχε

κατασκότωσε τους ανθρώπους εκεί κατα


παραφθαρεί σε *Νάπολη κ έπειτα Ανάπολη>

διαταγή του ανωτέρουτου κ είναι εις την εύνοιάντου τώρα. Είχε πάγει κ ο
Μήλιος κ τον σύστησαν τοιούτον εδώ, κ ευτύς γίνη πασπιστής,
<εγίνηκε=έγινε> υ

βουλευτής, υπουργός, γερουσιαστής, κ σε μεγάλη εύνοια αυτός κ όλοι η


συντροφιά, οι Σεπτε βριανοί! Τί κάνουν εις όλο το κράτος: σκοτωμούς κ
μ

κλεψιές κ φυλακές γιομάτες: τηράτε την φημερίδα ‘Αθηνά’ αριθμός


ε

1839∴: τί λέγει ο βουλευτής Κουρμούζης εις την βουλή κ άλλοι πολλοί, οπου
δέν έγιναν παρόμοια ποτές! Διαβάστε τις εφημερίδες κ άλλες πολλές της
εποχής αυτής, διαβάστε τον ‘Φίλο του Λαού’ αριθμός 206∴ κ 211∴, κ άλλες, τί
γίνονται έξω κ τί γύρευαν κ γυρεύουν να κάμουν εδώ – κ ο Θεός τους νέκρωσε
εδώ τους κακούςτους σκοπούς

220
κ δέν μπήκαν σ’ ενέργεια ούτε τα κανόνιατους ούτε συνάχτη λαός. Τώρα
καταγίνονται δια του υαγγελισμού να το κάμουν χωρίς άλλο• ο Θεός άς τους
Ε

κάμει την ανταμοιβή κ να λυπηθεί τους αθώους.)

Δια να μπορέσουνε να μήν τους μείνει υποψία απο’μένα, να με πάρουν με το


πνεύματους να κάμουν τους κακούςτους σκοπούς (οτι έχουν εκεί με μαγείες
οπου εργάζονται, εις το παλάτι -με πειρασμικά θα κάμουν δικαιοσύνη- κ
βλέπουν με κατρεύτες δια τον κάθε έναν τί φρονεί κ τί
<=καθρεύτες (μαγικούς)>

δύναμιν έχει, κ είδαν κ δια τ’ εμένα, κ φοβούνται πολύ δια της νεκρωμάρας
του Θεού • άλλη
<=φοβούνται εξαιτίας της δύναμης του Θεού να νεκρώνει τα σχέδιατους>

δύναμιν δέν έχω, ούτε εγώ ούτε η πατρίδαμου κ’ η θρησκείαμου κ’ οι τίμιοι


άνθρωποι: εις την ΠαντοδυναμίανΤου τρέχομεν κ να μας σώσει).)

Δι’ αυτά όλα τους είπαν οι αφεντάδεςτους οι διάβολοι οτι εγώ είμαι
ανάντιοςτους κ θα κιντυνέψουν (μου τα λέγει πάλε απο αυτούς), τότε έκριναν
εύλογον να με πλησιάσουν κ να με κολακέψουν:Με τον Γαρδικιώτη είχα ώς
οχτώ μήνες έκοψα κάθε σκέση• μού’στειλε μιά ημέρα την γυναίκατου κ
<που>

κορίτσιτου, μου είπαν: διατί δέν με βλέπουν; τους είπα: «μπεζέρισα δούλος
ολονών κ θέλω κ’ εγώ μόνοςμου να γένω
<=ο ίδιος, στον εαυτόμου>

αφέντης»• έκρινα καμόσα αναντίον του Γαρδικιώτη. Την άλλη μέρα ήρθε κ
αυτός με τον συμπέθερότου Στάικον, μιλήσαμεν καμόσες ώρες, κ η
ι
συμφωνίαμας ήτον εις το εξής να είμαστε φίλοι• τ ς το πισκιώθηκα,
ου ε <=

‘πισκυοθικα’. Εννοεί ‘υποσχέθηκα’. Το λαϊκό ρήμα ‘επισκιώνομαι’ είναι απο επι+σκιά, βλέπε

σε
σελίδα 294 στο 4.ο μέρος∙ λόγω ομοιότητος χρησιμοποιείται για το λόγιο ‘υποσχέθηκα’>

καλά πράματα. Τότε έπρεπε να πάγω κ εγώ να τους κάμω βίζιτα•

221

την αυγή θα πάγαινα• κ το βράδυ βλέπω εις τον ύπνομου οτι με πήρε ο
Γαρδικιώτης εις τα χέριατου κ με σήκωσε ψηλά• κ φώναζε τον λαόν όλον
να’ρθούνε να με ιδούνε οτι μ’ έχει αυτός•
<συχνά ο Μακρυγιάννης χρησιμοποιεί το

κ αφού με είδε όλος ο κόσμος, μου δάγκωσε το


‘έχει’ με την αρχαία έννοια= ‘κρατά’>

δεξίμου χέρι με τα δόντιατου, θα μου τό’κοβε!


Σηκώθηκα την αυγή κ πήγα. Έστειλε (χωρίς εγώ να γνωρίζω) κ ήρθαν κ’ οι
υπουργοί, Μήλιος κ Χρηστίδης• κ μιλήσαμεν περι την άχλια κατάστασιν της
πατρίδος• κ ο Μήλιος είπε: «όλα αυτά γένονται εξ αιτίας του Συντά ματος – κ
γ

πρέπει να χαλαστεί». Του λέγω κ εγώ: «σάν δέν είναι καλό, γκρεμίστετο.
Εσείς το βυζαίνετε – σάν το λέπετε άχρηστον, γκρεμίστετου• εμένα με
αφάνισε – ομως δέν είμαι ούτε υπέρ ούτε κατά, οτ’ είμαι αδύνατος, κ είμαι κ
ορκισμένος εις τον Θεόν δι’ αυτό (οτ’ είναι δώρον του Θεού, κ δια’κείνο δέν
μάτωσε μύτη κανενού: ο κόσμος εργαζόταν κ ο Θεός μας έκαμεν σύνταμα να
σώσει πατρίδα, θρησκεία, κ βασιλέα). Καθώς το καταντήσετε, χαλάστετο!»• κ
σηκώθηκα κ έφυγα. Μου λένε: «τώρα πρέπει να είσαι υπουργικός». –
«Μάλιστα», τους λέγω, «όταν είναι δικαιοσύνη κ αυτείνοι δέν την αρνήθηκαν».
– «Είναι!» μου είπαν• μού’δωσαν κ την καρότσατους, «οτ’ είν’ βροχή», κ ήρθα
αι

εις το σπίτιμου. Ύστερα ενέργησαν ό,τι εσημείωσα πρωτύτερα: αυτείνη την


δικαιοσύνη!

222

ι
Τί σου κακοφαίνεται, καημένε Σωκράτη? οτι οι απόγονοίσου πάνε της
οπίσως ; Οι πατριώταισου δέν γνώριζαν τον έναν Θεόν, εσύ
<=πάνε πίσω>

μόνος τον γνώρισες, κ’ οι δικοίσου σε φαρμάκωσαν•αμή εμείς ώς την σήμερον


τα γνωρίζομεν όλα – τα θέλομεν δια τα νιτερέσιαμας, όλοι γενικώς• κ όταν
πάμεν κόντρα της Θέλησης του Θεού, εργαζόμαστε με την βούλα του
αφεντόςμας του διαβόλου, κ μεγάλοι κ μικροί, αυτεινού την ευλογίαν έχομεν, κ
δια’κείνο εγίναμεν καθώς φαινόμαστε• κ πού θα μας πάγει ακόμα, αυτός το
ξέρει,
<αλλάζει η πένα, γίνεται λεπτότερη απο εδώ κ στις επόμενες

οτι αυτόν έχομεν όλοι οδηγόν κ συ βουλάτορα.


σελίδες> μ <κενό στο τέλος της

γραμμής κ πρίν την αρχή της επόμενης>

Πρωτύτερα ήμουν αστενής. Κ έρχεται ένας καλόγερος απο το Άγιον Όρος εδώ
εις την Αθήνα, ήρθε κ σ’ εμέναν, ήξερε κ γιατρική, είχε κ βότανα• με
συμβούλεψε (αφού του ξη ήθηκα, κ μού’δωσε τα βότανα) πώς να τα
γ

μεταχειριστώ. Ήρθε πολλές φορές, γνωριστήκαμεν καλά, μιλήσαμεν κ περι


γ
των μαναστηρ ιώνετους: του είπα οτι γένονται μεγάλα ατοπήματα κ αυτά
είναι όλεθρος κ ασέβεια, κ οργή απο τον Θεόν. Μου είπε πώς ήταν το αίτιον
αυτού: πως <εί>χαν προχωρέσει αλλόθρησκοι κ απάτησαν το όλον κ
εγένονταν αυτά• κ με καιρόν προδόθηκαν, κ φόνεψαν απο αυτούς, κ’ εξόρισαν
αρκετούς, περίτου απο πεντακόσιους• «και τώρα», μού’λεγε, «είναι η
μεγαλυτέρα ηθική κ αρετή». Εχάρηκα δι’ αυτό πολύ• ήξερα οτι πήγαν πολλοί
ώς περιηγηταί, κ τους απάτησαν κ τους πήραν σημαντικά χαρτιά, κ έναν
Σταυρόν•

223

αλλόθρησκοι αυτείνοι – κ ετοιμάζονται απο’δώ να πάνε κ άλλοι τοιούτοι. Κ


γνώριζα εγώ αυτό απο φίλουςμου. Σεβάσμιος άνθρωπος αυτός κ
λογικός• αφού του είπα πολλά, μου είπε οτι έλαβαν μέτρα αυστηρά. Πρίν του
ειπώ αυτά, θέλησα να τον ορκίσω, κ να είναι τίμιος άνθρωπος, να μείνει
αναμεταξύμας ό,τι του ειπώ. Του είπα: «δι’ αυτό οπου σ’ όρκισα, σύρε
πρώτα εις την κάμαρήσου, κάμε την προσευκήσου εις τον Θεόν, κ άν σε
φωτίσει έλα να σου ειπώ• κ κάνω κ εγώ την προσευκήμου να μας φωτίσει».
Πήγε αυτός καθώς του είπα, έκαμεν την προσευκήτου όλη νύχτα, καθώς μου
είπε• έκαμα κ εγώ ό,τι μπορούσα. Του είπα: «κ ό,τι ιδείς εις τον ύπνοσου
όταν αναπαυτείς, να μου ειπείς». Αναπαύτη ολίγον, καθώς μου είπε, κ βλέπει
οτι ήρθε εις το σπίτιμου από’ξω κ ήταν τρία μεγάλα αγριόσκυλα οπου
φύλαγαν από’ξω, κ κάτι άλλα, κ μία κουτσή σκύλα•
<κττγνμμ ήταν τα περισσότερα

ύαινες. Τα υπόλοιπα ήταν αγριόσκυλα της Αφρικής.. Επειδή ο μοναχός δέν γνώριζε τις ύαινες, τα

είπε «κάτι άλλα, σάν σκυλιά». Η ύαινα είναι απο όλα τα ζώα το πιό αναίσχυντο, είναι το

αρχέτυπο της ασέβειας. Μόνο μιά ηθική γνωρίζει, να σκοτώνει κ να τρώει κάθε αδύναμο

πλάσμα• ακόμη κ σε λιοντάρια επιτίθεται η ύαινα όταν τα βρεί τραυματισμένα, γερασμένα,

αδύναμα• κ μεταξύτους ακόμη κ αδέρφια απο την ίδια γέννα ύαινες μάχονται, κ το πιό δυνατό

υαινάκι τρώει τα πιό αδύνατα αδέρφιατου. Συμβολίζουν αντίχριστους ανθρώπους. Καθώς κ

αντίχριστες δυνάμεις που φέρνουν θάνατο στους ανθρώπους, ας πούμε τα ‘τρία αγριόσκυλα’

είναι η απληστία, το μίσος κ η αυταπάτη, η κουτσή ‘σκύλα’ είναι το ανεξέλεγκτο σεξουαλικό

ένστικτο. Οι ύαινες επειδή όλο μάχονται κ αναμεταξύτους, συχνά έχουν τραύματα κ αναπηρίες,

σάν την ‘κουτσή σκύλα’. Τον Μακρυγιάννη τον βρήκαν αδύναμο απο τις πληγέςτου, απο την

μεγάλη ηλικίατου, κ ορμούσαν να τον φάνε. Αλλα τον προστάτευε το λιοντάρι, που είναι ο
κάνει να πλησιάσει, δέν μπορούσε να μπεί μέσα. Αφού
Χριστός>

ακολούθησε πολλάκις αυτό, δέν τον άφηναν• τότε ανοίγει η πόρτα κ


<=έγινε>

βγαίνει ένα λιοντάρι απο μέσα, κ είχε κ κορώνα εις το κεφάλι, κατάτρεξε όλα
τα σκυλιά• κ μπήκε μέσα, εις την σκάλα απαντάγει εμένα, καθώς μού’λεγε, κ
είχα την εικόνα της Παναγίας εις το χέριμου κ του’δωσα κ ασπάστη.

224

Του’δωσα κ δυό μήλα, το ένα ήτον σάπιον (οτι κ τα λόγια οπου θα του’λεγα
ήτον περασμένα κ καμωμένα την ενέργειάντους, κ ήτον ώς σάπια). Κ πέταξε
αυτό το σάπιον μήλο∙ το άλλο μήλο γερόν, κ το ασπάστη κ τό’βαλε εις τον
κόρφοτου.

Αφού μου είπε αυτό οπου είδε, του είπα: «τρία μερόνυχτα θα κάμουμε την
προσευκήμας, κ τότε θα σου ειπώ ό,τ’ είναι η φώτιση του Θεού κ της
ΒασιλείαςΤου». Μείναμεν σύμφωνοι. Βλέπει την άλλη βραδυά οτ’ ήρθε εις το
σπίτιμου κ ήτον αυτά τα σκυλιά κ η σκύλα οπου με φύλαγαν, κ
πασκούσαν να φάνε την πόρτα, να μπούνε να με φάνε. Τότε
<=πάσχιζαν>

κατεβαίνουν τρία λιοντάρια με κορώνες εις το κεφάλι κ


<=ο τρισυπόστατος Θεός>

τα καταξέκλησαν το πετσίτους, κ φύγαν• την σκύλα την κοψομέσασαν κ της


τσάκισαν κ τ’ άλλοτης το ποδάρι, κ σέρνοντας έκαμε κατα τον δρόμον του
παλατιού, φωνάζοντας πήγαινε. Τότε
<=το παλάτι ήταν καταφύγιο αντιχρίστων!>

μπαίνει μέσα ο καλόγερος, κ είδε τρία λιοντάρια με κορώνες, κ μέσα η σάλα


γιομάτο όλη με κοκκινοφόρους• αφού είδε αυτός, εφοβήθη να μήν είναι
Τούρκοι – του είπε ένας: «μή φοβάσαι». Ρώτησε δια ’μένα, κ τον πήρε κ ήρθε
εις την κάμαράμου κ με είδε• κ ήτον κ ένας νέος κοκκινοφορεμένος κ μιά
γυναίκα κ έλαμπαν και οι δυό, κ εγώ ήμουν εις την μέση κ μου μιλούσαν. Ήταν
κ απο πάνωμας τρία χρυσά πουλιά κ βαστούσαν εις την μύτητους από’να
χρυσό στεφάνι. Βαστούσα εγώ κ τέσσερα κουλούρια ψωμί εις τα χέριαμου,
έδωσα το ένα του κοκκινοφόρου κ τ’ άλλο της κοκκινοφόρας, το
ενανήμισυ του καλόγερου
<=ενάμισι>

225

κ κράτησα εγώ το μισό. Ο καλόγερος ντράπηκε κ ζήτησε κ αυτός μόνον το


ένα• του λέγει ο κοκκινοφόρος: «πάρε ό,τι σου δίνει ο Γιάννης, κ ό,τι του
μένει: χορταίνει».
<παγκόσμια κ πανάρχαια παράδοση: την μεγίστη χάρη έχει όποιος

τρέφεται με τα υπολείμματα. Κ μετράει οτι τρέφεται με τα υπολείμματα όποιος τρώει αφού

Κ
πρώτα προσφερθεί τροφή στη Θεότητα, στους αποβιώσαντες προγόνους κ στους επισκέπτες>

ξύπνησε ο καλόγερος. Κ τρίτως κάνει την προσευκήτου: κ έρχεται ελεύτερα


εις την πόρτα, απο σκυλιά, κ κολλάγει απάνω κ πάμε εις το περιβόλιμου, εις
την σπηλιάμου• κ εκεί βγαίνει ένα μεγάλο θερίον, έρχεταν απο του παλατιού
τον δρόμον, κ μπαίνει μέσα απο την πόρτα την απάνω οπού’ναι ομπρός εις
τις Κολώνες, κ ρίχτη να μας ρουφήξει. Τότε τα τρία λιοντάρια κ ένας κοκκινο-
καβαλλάρης με το σπαθίτου το τέλειωσε το θερίον κ τού ’κοψε το κεφάλιτου,
κ τ’ άφησε εις το ίδιον μέρος• κ ευτύς γιόμωσε διαφόρων λογιών σκουλήκια, κ
βρώμησε κ το σώματου• μας είπε κ το πετάξαμεν όξω απο τον τοίχον του
περιβολιού.
<:οι κακοί άνθρωποι ακόμη κ αφού καταστραφούν είναι επικίνδυνοι, χρειάζεται

να σφαλισθούν τα πτώματα κ οι ψυχέςτους. Στο 4.ο μέρος του βιβλίου βλέπουμε τον

Αυτά είδε ο
Μακρυγιάννη να τρομάζει ακριβώς επειδή οι αίτιοι του κακού τιμωρούνται>

καλόγερος κ ξύπνησε. Κ μου είπε κ το τρίτον όνειρότου


<λοιπόν> <που ανέφερα

.)
μόλις>

Τότε τον ορκίζω κ του λέγω οτι: «πολλοί αλλόθρησκοι ώς περιηγηταί, κ άλλοι
ασεβείς δικοίμας, ήρθαν κ έρχονται εις τα μοναστήριασας κ σας απατούνε κ
σας πήραν πολυτίμητα πράματα της θρησκείαςμας, κ αρχαία, κ τα χάνομεν
εμείς κ τα λαβαίνουν άλλοι οπου δέν τά’χουν• κ θα δώσετε λόγον δι’ αυτά κ
εις τον Θεόν κ ανθρώπους. Κ ετοιμάζονται κ άλλοι τοιούτοι να’ρθούνε να σας
απατήσουνε κ να σας γυμνώσουνε». (Ήξερα εγώ οτι όντως, κ παράγγειλα κ με
άλλον εις τα μοναστήρια δι’ αυτό). «Κ να πάς να ειπείς των σημαντικών των
γ
μαναστηρ ιών

226

να προσέχουν εις αυτά, κ να βάνουν εις τ’ αρτοφυλάκια ανθρώπους τίμιους κ


να προσέχουν όταν πηγαίνουν τοιούτοι να μήν τους απατούνε – κ πήραν τόσα
σημαντικά πράματα, κ έναν πολυτίμητον Σταυρό. Πρώτο», του λέγω, «σε
ορκίζω δι’ αυτό, κ ύστερα: εδώ είμαστε πολλοί τεμπέληδες, κ άν εβ είς - κ
γ

φανταζόμαστε καθεμερινώς πώς ν’ απατάγει ένας τον άλλον κ να του πουλεί


λόγια της ορέξεως του καθενός να τον θουσιάζει κ να τον γυμνώνει κ να τον
εν

αφήνει αυτός να φεύγει, κ εκείνος οπου τον ακούγει να χάνεται κ να


κιντυνεύει, καθώς το πάθετε πολλές φορές κ κιντύνεψαν κ έπαθαν τα
μοναστήρια με λόγια της λευτεριάς – να μήν ακούτε κανέναν απο τους
τοιούτους• κ να ειπείς αυτά όλα (οπου σε όρκισα κ σου είπα) των σημαντικών
εκεί• κ άν ο Θεός θέλει να ενώσει όλο το χριστιανικόν ορθόδοξον έθνος κ να το
λευτερώσει όταν είναι η ΑγαθότηςΤου, φωτίζει
τοιούτους ανθρώπους».)
<=κατάλληλους>

Έφυγε κ πήγε ο καλόγερος κ είπε αυτά όλα• κ ευκαριστήθηκαν όλοι κ μου


παράγγειλαν αυτό.
<κενό>

Αφού ο ‘φιλόσοφος ορθόδοξος Χριστιανός’ με τον τύπο κ φόρεμα του


<εσοχή>
γ
Χριστού καλόγερος Κα ίρης, απατεώνας της Θέλησης του Θεού κ της
ΒασιλείαςΤου, απατεώνας των ομογενώντου, απατεώνας εις τους γονέους
των ομογενώντου, οπου τους απάτησε όλους κ πήρε τα παιδιάτους να τα
φωτίσει

227

γράμματα της θεολογίας, της θρησκείαςτους, να τους εμπνέψει τέτοια ηθική


κ αρετή εις αυτείνη την περίστασιν οπου ο Θεός κάνει νεκρανάστασιν κ
ζωντανεύει τον νεκρόν τόσες αιώνες πεθαμένον κ τον αναστήνει – έτσι
ανάστησε κ το έθνοςΤου απο τέτοιον ζυγόν κ ο Θεός κ η ΒασιλείαΤου, έκαμεν
νεκρανάστασιν κ να ματα ειπωθούμεν κ εμείς ανεξάρτητον έθνος κ τίμιοι
άνθρωποι εις την κοινωνίαν, να υπάρξωμεν ώς άνθρωποι τοιούτοι, κ
ενωμένοι με τους δυνατούς να βο θιόμαστε ν’ αναλάβωμεν κ να γένωμεν κ
η

ένα όλοι οι ομόθρησκοι, να μήν βρίσκει αιτίες ένας του άλλοι δίκαιες, να
βγούμεν πάλε εις την κοινωνίαν της ανθρωπότης κ να δοξάζωμεν τον
Πλάστημας κ Ευεργέτημας – δέν θέλει αυτό ο φιλόσοφος καλόγερος Καΐρης,
θέλει να φορεί όλα του Χριστού τα φορέματα, κ αυτόν
<=τον ίδιο, με την αρχαία

τον Χριστόν κ Θεοτόκο κ


έννοια του ‘αυτός’, όπως συχνά το χρησιμοποιεί ο Μακρυγιάννης>

Αγίους δέν θέλει, οτι ο Θεός δέν τον ρώτησε να τον συ βουλευτεί κ τον
μ

καλόγερον σοφό Καγίρη -κ τότε, άν συγκατανέψει ο Καΐρης, να γένουν τα


κοντράτα- κ αφού αμέλησε ο Θεός κ δέν συ βουλεύτη αυτόν τον σοφόν, τότε κ
μ

αυτός δραπετεύει με τα ίδια φορέματα κ θέλει να γένει αρχίθρησκος:


<ιδρυτής

με κούφια καρύδια κ με ασκιά γιομάτο αγέρα, δίνει


θρησκείας> <αυτά>

όσους
<αυτή είναι βορειοελλαδίτικη σύνταξη! (Ρουμελιώτικα θα έλεγε ‘όσων’). Άραγε

τον ακούνε, κ
αφομοίωσε γλωσσικά στοιχεία απο τη συναναστροφή με τους εξ Αγίου Όρους;>

με αυτά αυτός δοξάζεται, κ όσοι τον ακούνε χορταίνουν απο αυτά

228

τα κούφια καρύδια κ πιωμένοι απο τ’ ασκιά του αγέρος.

Συντρόφεψε ο σοφός αυτός με Λουτηροκλαβίνους <=Λουθηρο-


Καλβίνους > κ με άλλους τοιούτους, κ
=Λουθηρανούς κ Καλβινιστές, Προτεστάντες

έβαλε κ αυτός τί; την φιλοσοφίαντου, το καπιτάλιτου μαζί με


<=το κεφάλαιότου>

αυτούς, κ ό,τι έργα έκαναν αυτείνοι εις την πατρίδατους κ θρησκείατους με


αυτείνη την αρετή, πισκιώθη σε όλα
ε <=έρριξε τη σκιάτου=έδωσε την ευλογίατου>

αυτά κ έδωσε όρκον κ ο φιλόσοφος Καΐρης (κ αγοράστη) να μήν παραβεί ούτε


γ
γιώτα τί έκαναν κ κάνουν οι Λουτηρο-Κλαβίνοι εις το ερόντους δικαστήριον
ι

(αυτεινών κ αλλονών τοιούτων ομοίωντους είναι περίφημον, να φωτίζεται


κάθε άνθρωπος της κοινωνίας απλός, όχι σοφός! Είχε ηθική να
<=πόσο μάλλον>

σκοτώνει αδίκως, να γυμνώνει, να διατιμάγει, να κάνει τα πλέον μεγαλύτερα


κακά της ανθρωπότης κ απάνθρωπα). Αφού αυτείνη η ηθική των ‘τίμιων
ανθρώπων’ αυτείνων εμαθεύτηκε κ’ εξελοθρεύτηκε, ο Καΐρης πήγε
γυρεύοντας δι’ αυτά τα φώτα κ αρετή αυτείνων κ ηύρε λείψανα απο αυτούς
τους Μακεβέληδες κ τεμπέληδες της ανθρωπότης κ ανθρωποφάγους, τους
ηύρε, ορκίστη με αυτούς, πλερώθη, κ με τα φορέματα του αρνι<ού> του
Χριστού
<θα μπορούσε κανείς να διαβάσει ‘του αρνητού Χριστού’, αλλα παρακάτω δηλώνεται

σαφώς πως ήταν φορέματα του Χριστού κ όχι φορέματα αρνητού Χριστού>

229

έρχεται εις την πατρίδατου ο φιλόσοφος Καΐρης, όταν πολεμούσε με τον


Τούρκον, τον γ<κ>ρανσινιόρη, πολεμούσε στεριά κ του πελάγου κ δίχως αυτά
τ’ αναγκαία του πολέμου, διψασμένοι οι ομογενείςτου κ απο πολιτικούς με
ηθική κ απο στρατιωτικούς κ φιλοσόφους – παρουσιάζεται αυτός ο σοφός
ομόθρησκος Καΐρης με τα φορέματα του Χριστού, του αφιερωνόμαστε όλοι κ
δοξάζομεν τον Θεόν οπου τον έσωσε κ τον ματα είδαμε, ηύρε την πατρίδατου
σε πολέμους κ ταραχές, όχι όμως γυμνή απο αρετή, απο ηθική, όχι απο τον
φόβο του Θεού, όχι ψευτιές κ άλλα τοιούτα (οτ’ ήταν ο φόβος κ η σέβας της
θρησκείας: οπου νύχτωνε ο άνθρωπος εις την ερημιά – την αυγή ξύπναγε κ
πάγαινε εις την δουλειάντου χωρίς να τον πειράξει άλλος κ να τον
διατιμήσει• άν ήταν κ νηστικός, ο άλλος είχε ψωμί κ τού ’δινε• άν ήταν
αστενής, τον περιποιγέταν ώς τον αυτότου• άν ήταν κ άρρωστος, τον έβαινε
ε

εις το ζώοτου κ τον πάγαινε εις το σπίτιτου ή σ’ αλλουνού όσο να αναλάβει


να πάγει εις την δουλειάτου• ηθα του χρειάζονταν χρήματα – δανείζεταν, όχι
ομόλογον κ μάρτυρες: ο Θεός κ οι δύο αυτείνοι, κ εις την διορίαντου

230

να έβγει αληθινός, εις την ώρατου. Αυτά τα έθιμα είχαμεν, αυτόν Χριστόν
τον

φοβόμαστε, φιλόσοφε Καΐρη, κ αυτείνη η θρησκεία μας ξαναλευτέρωσε κ


βήκαμεν εις την κοινωνίαν του κόσμου, οπου ήμαστε χαμένοι κ σβησμένοι απο
γ
τον κατάλογον όλου του κόσμου τόσες αι ώνες. Οι μαθηταίσου τώρα,
φιλόσοφε, οπου σπούδαξες εσύ κ’ οι όμοιοίσου έξω κ
<=τους οποίους δίδαξες>

μέσα , φαίνονται ώς την σήμερον, πού μας κατήντησαν τα


<στο κράτοςμας>

φώτασου κ των μαθητώνσου: διατιμιόμαστε έξω κ σε όλον τον κόσμον, κ


εμείς τρώμεν ένας τον άλλον, κ όλα του Θεού δέν είναι τίποτας,
<παρα

φύση, ρήξη, κ πολύ κακόν! να σου γένει πρώτα εσένα, κ


μόνο:> <το οποίο>

δεύτερα των μπερμπάντων μαθητώνσου, της ασέβειας κ παραλυσίας• κ ο


Θεός να σου κάμει την ανταμοιβή εσένα κ των ομοίωνσου – κ δέν θα το
αποφύγετε εσύ κ όλοι αυτείνοι, οπού’χαν προθυμίαν του φωτόςσου, καθώς
δέν το απόφυγε κ ο στενόςσου φίλος κ πολύ-αγαπημένοςσου μαθητής
Κωλέτης: εις τον πεθαμότου σάπισε κ βάβιζε σάν σκυλί, κ
<=στα τελευταίατου>

εις τον πεθαμότου φώναξε σάν γομάρι κ τότε του βήκε η βρωμερήτου ψυχή, κ
κοντά σε τρία χρόνια πήγαν να τον ξεχώσουνε κ ήτον ο ίδιος κ
<στη μορφή>

ξεβρώμισε τους ανθρώπους• έτσι θα το


<=καταβασάνισε με την δυσοσμίατου>

πάθουν κ οι άλλοι μαθηταίσας, κ εσύ ώς δάσκαλοςτους περισσότερον•


<η σελίδα που ακολουθεί είναι νομίζω η πιό κακογραμμένη σε όλο το βιβλίο, με γράμματα ψιλά

ψιλά, βιαστικά, τσαπατσούλικα. ο συγγραφέας παραληρεί απο πάθη κ μάλλον με πυρετό κ

231
έξαρση των ασθενειώντου>

ον
οτι τον
<θεωρώ οτι είναι διττογραφία των γραμμάτων ‘ον’. Ή μήπως εννοεί ‘τον ών

αφέντησας’ δηλαδή, τον όντα, πραγματικό; Χρησιμοποιεί συχνά το ‘όντως’, αλλα δέν έχω βρεί να

αφέντησας τον διάβολον δουλεύετε όλοι εσείς,


χρησιμοποιεί τη μετοχή ων, ουσα, ον>

κ αυτός αυτείνη την πλερωμήν θα σας κάμει, κ περισσότερον εσένα, σοφό


δάσκαλότους. Κ η πατρίςσας κ οι ομογενείςσας ορθόδοξοι Χριστιανοί, οι
τίμιοι άνθρωποι, καθώς τους καταντήσετε περικαλούν τον Θεόν (όσο υπάρχει
αυτείνη η ανθρωπότη, όποιας θρησκείας κ
<=όσο υπάρχουν τέτιοι άνθρωποι, τίμιοι>

άν είναι) να μήν βρείτε ανάπαψιν, όλο εις την οδηγίαν του αφεντόςσας να
είστε, να σας βασανίζει δια την μεγάλη καλοσύνη οπου αγωνιστήκετε κ μας
κάμετε κ περπατούμεν ξυπόλητοι κ γυμνοί οι περισσότεροι κ δέν σώνομεν
απο τα καλάσας έργα κ φώτα. Την φέρετε
<την πατρίδα, την ανθρωπότητα. Εδώ

σε τούτην την
πλέον ταυτίζεται η έννοια της πατρίδας με το τίμιο μέρος της ανθρωπότητας>

δικαιοσύνη οπου τρώμεν ένας τον άλλον σάν σαλάτα, κ τον γυμνώνουμε απ’
όλα.

Τί θιαμαίνεσαι Σωκράτη,
<=θαμαίνεσαι, θαυμάζεις, απορείς> <= ‘ισǒκρατι’, επηρεάστηκε

Πλάτων, Λουκούργο, κ λοιποί; Εσείς εις τους πατριώτεςσας


απο το ‘Ισοκράτη’>

κάνετε ώς εσείς, τούτοι κάνουν ώς τοιούτοι• εσείς


<=παρατατικός>

εγκωμιάζεστε ώς εσείς δια τα έργασας εις την πατρίδασας κ ομογενείςσας –


κ τούτοι κατα τα έργατους κ αρετήτους: σάν ετούτος καθένας λαβαίνει
δικαίως την πλερωμή των αγώνωντου. Κ αληθώς εσείς μαλώνετε
<=μαλώνατε,

αναμεταξύσας, φιλόσοφοι κ πολιτικοί κ στρατιωτικοί κ πολίτες,


παρατατικός>

πώς να την σώσετε . Κ δια θρησκεία: σε όλους τους ναούςσας,


<την πατρίδα>

σε τόσον πληθυσμόν, μετάνιες κ παρακλήσεις κάνετε να την


<ή: παράκλησες>

σώσετε – εμείς περικαλιόμαστε να μήν μείνει λιθάρι απάνω στ’ άλλο, ούτε
δια πατρίδα ούτε θρησκεία, έτσι μας κατήντησαν κ είμαστε.

232
<απο εδώ στρώνει το γράψιμο, γίνεται πιό αραιό κ με περισσότερη τάξη>
Ήμουν αστενής, κ με πονούσαν οι πλη ές του σώματόςμου καμόσες ημέρες• κ
γ

μιάν βραδιά: απο αυτούς τους πόνους ήμουν εις ανησυχίαν κ δέν μπορούσα
να κοιμηθώ, κ έλεγαν τα παιδιά του Καΐρη κ οι συντρόφοιτου αυτείνης της
πίστης οπου μας κυβερνούν με αυτείνη την αρετή: να με κάμουν εξορία,
καθώς κ άλλους πολλούς αξιωματικούς. Κ επιθυμίατους ήταν δια’μένα…
η

(οτι χουν υποψίαν να μή τους κάμω αντιστάσεις εις τους


έ <= -‘ης’>

κακούςτους σκοπούς, οτι θέλουν χωρίς άλλο να γκρεμίσουνε το Σύντα μα δια


γ

το σαράντα άλθρο της θρησκείας, κ δι’ αυτό γένονται όσα οι φημερίδες


ε

λαλούνε κ χιλιάδες περισσότερα κακά) – την θέλησίντους μου την είπε


άνθρωπος της συντροφιάςτους, τί θέλουν να κάμουν εμένα: να με πάνε όθεν
θέλουν, κ με τρόπον να με τελειώσουν, οτ’ είμαι ανάντιος των κακών
σκοπώντους. Θυμώντας το βράδυ όλα αυτά… κ αγανάχτησα
<=καθώς θυμήθηκα>

πολύ• κ είπα: «εις το σπίτιμου με όλαμου τα συγύρια είμαι σ’ αυτείνη την


άχλια κατάστασιν κ κιντυνεύω – άραγε εκεί οπου δέν θά’χω τίποτας; κ απο
τούτο χαμένος είμαι, κ απο αυτεινών την αρετή, των Καϊριστών».

233

Συλλογώντας απο αυτά, τρόμαξα να με πάρει ύπνος. Βλέπω εις τον


ύπνομου: μ’ έπιασε ένας κ μ’ εξόριζε! Ξύπνησα, κ βλέπω απο πάνωμου ένα
λαμπρό φώς, κ μ’ ήφερνε γύρα, κ δυό – τρείς ίσκοι
<= ‘ίσκιοι’, ισχύες, βλέπε

σάν σώματα• στάθη ολίγον, κ αναλήφτη. Έκαμα τον Σταυρόμου κ


προηγούμενα>

δόξασα τον Θεόν κ την ΒασιλείανΤου. Συλλογίστηκα να ξεμολογηθώ κ να


μεταλάβω, κ να φκιάσω κ την διαθήκημου κ να είμαι έτοιμος κ ώς Χριστιανός
κ ώς στρατιώτης: άν μου ειπούνε τίποτας δια εξορία, να κάμω την
ι
απαραίτησίνμου απο τ ς ματοκυλισμένεςμου αγώνες κ να μείνω απλός
πολίτης• κ να εγκλείσω εις την αναφοράμου δεκαπέντε 15∴ αποδειχτικά των
γιατρών οπου λένε οτι δέν μπορώ να είμαι ξεμακρυσμένος ούτε απο γιατρούς
ούτε απο συγύρια του σπιτιούμου• κ ένα βασιλικόν διάτα μα οπού’χω, οπου
γ

μου λέγει: δια όλα αυτά εγκρίνει κ: να μένω πάντοτες εδώ• άν αυτά όλα δέν
ισκύσουν, τότε να πεθάνω με όποιον είναι της τύχηςμου.
<=να πεθάνω

πολεμώντας (μαζί με όποιον συμπολεμιστή ή αντίπαλο η τύχη θελήσει). Τον θάνατο σε μάχη ο
Μακρυγιάννης ποτέ δέν τον φοβήθηκε, τον έβλεπε ώς λύτρωση, κάθαρση, πράξη τιμής. Φοβόταν

Κ με αυτά ησύχασα
όμως τον Θεό. Η παροιμία λέει: «ποιός είδε το Θεό κ δέν φοβήθηκε!»>

την ιδέαμου κ αποκοιμήθηκα.)

Βλέπω εις τον ύπνομου οτ’ ήμουν με όλημου την

234

φαμελιά μέσα εις ένα μεγάλον τριπούντη


<= ‘τριποντι’, πλοίο με τρείς πούντες =

,
αιχμές = κατάρτια, εδώ συμβολίζουν το τρισυπόστατο της Θεότητος>

μεγαλύτερον δέν υπάρχει, κ εις τα κατάρτιατου:έλαμπαν καί τα τρία,


<πλοίο>

κ ήταν γιομάτο λαούς διαφόρων θρησκειών. Αυτό το καράβι έκαμεν τρείς


βόλτες κ ύστερα στάθη εις το ίδιον μέρος. Τότε απο μέσα απο αυτό
<πολλοί>

το καράβι το τόσο μεγάλο (καμόσοι απο αυτούς σάν παπάδες δυτικοί ήτον κ:)
πήραν μιά φελούκα κ την έρριξαν εις τη θάλασσα κ μπήκαν μέσα. Αυτείνη η
φελούκα όσο πήγαινε μίκραινε, κ τότε πολλοί, αυτείνοι,
<αφού μίκρυνε πολύ>

πέσαν εις την θάλασσα• κ αφού ήταν όλοι μέσα εις την
<=ενώ πρωτύτερα>

φελούκα, τότε την πήραν εις τα χέριατους κ την βαστούσαν ψηλά όσο σώναν
τα χέριατους• κ εκεί οπου βήκαν έξω απο την φελούκα, ήταν ρηχά τα νερά –
ύστερα βάθαιναν τα νερά, κ χάνονταν. Βλέποντας αυτό, τον χαμόν, έλεγα: «τί
ανοησίαν κάμαν αυτείνοι οι άνθρωποι! Ήταν μέσα εις τέτοιον καράβι – δέν
κάθονταν, να μήν κιντυνέψουν, κ να πνίγονται αδίκως;». Απο την λύπημου
οπου έβλεπα αυτό το κακόν, εξύπνησα.
<το νόημα είναι ολοφάνερο: ενώ ήταν στην

ασφάλεια της αληθινής λατρείας του Θεού, άφησαν την πατροπαράδοτη κ σωστή θρησκεία κ

νόμιζαν κάτι σπουδαίο κάνουν, οι αιρετικοί, αλλα σύντομα πλήρωσαν το σφάλματους.

Σημειωτέον οτι όλων των θρησκειών άνθρωποι στον ίδιο τριπούντη μέσα ήταν, που σημαίνει οτι

ένας είναι ο Θεός, ένας κ ο ΝόμοςΤου, μ’όλο που οι άνθρωποι μοιράζουν τον ένα Θεό κ τον ένα

Νόμο σε διάφορες θρησκείες. Εκείνοι που βγήκαν, αρνήθηκαν τον έναν Θεό κ λάτρεψαν τον

εχθρόΤου. Στη φελούκα στηρίχτηκαν, έπειτα στα χέριατους τη σήκωσαν, δόξασαν τη δικήτους

δαιμονική θεότητα. Την κάθε θεότητα οι λάτρειςτης την υψώνουν. Γι’ αυτό η πανάρχαια σοφία

των Ινδών λέει: «οι Βραχμάνοι (=λειτουργοί, ιερείς) είναι το στόμα του Θεού, μέσω αυτών ο Θεός
μιλά, κ μέσω αυτών τρέφεται. Δέν υπάρχει τίποτε στον κόσμο σπουδαιότερο απο τους

Βραχμάνους• κ πώς θα μπορούσε να υπάρχει, αφού ακόμη κ οι Θεοί τρέφονται (με τις θυσίες)

χάρις στους Βραχμάνους κ μόνο». Σάν παραβολή του Χριστού είναι το όνειρο αυτό.

Όπως: «όποιος ακούει τα λόγιαμου κ δέν τα εφαρμόζει, είναι σάν εκείνον που έχτισε το σπίτιτου

στην άμμο• κ ήρθαν οι άνεμοι κ το γκρέμισαν…>

<αλλαγή πέννας:>

Την αυγή έμαθα οτι νεκρώθηκαν τα σκέδιάτους όλα οπού’χαν αναντίον του
Συντά ματος, κ προδόθηκαν. Μίλησαν οι βουλές, οι τύποι: κ με ημέρες
γ

σιώπησαν κ

235

κ την εξορίαμας, όλων των αξιωματικών. Οτι ήταν το διάτα μα: την πρώτη
γ

Μαρτίου να φύγει ο καθείς. Κ τρώγονται αναμεταξύτους μεγάλοι κ μικροί σάν


τα σκυλιά, η ασέβεια .)
<τους κάνει να πράττουν έτσι>

Αφού ο Καΐρης κ ο Κωλέτης κ όλοι αυτείνοι οπου μας κυβερνούν, αρχή κ


τέλος…

Όσο ήμασταν μόνοιμας, με την δικήμας πίστη κ ηθική κ αρετή οπου


κυβερνιόμασταν, κ με τα δικάμας φώτα: οι δύο πρώτες χρονιές της
απανάστασηςμας το μαρτυρούν: χωρίς τα αναγκαία του πολέμου, χωρίς
ζωοτροφές, χωρίς όπλα (τα περισσότερα δεμένα με τα σκοινιά), ποτέ δέν
γ
ήμασταν πενήντα χιλιάδες των αρμάτων άντρες, στερ ιά κ του πελάγου – κ
όλους τους δυνατούς αναντίονμας: μας κατάτρεχαν κ εφόδιαζαν τα φρούρια
του φίλουτους ‘γρανσινιόρη’, οπου τον είχαν κ τον έχουν στενόντους φίλον•
τόσος πληθυσμός οπού’ναι αυτείνοι , τους καταπολέμαγε κ τους
<οι Ευρωπαίοι>

σύντριβε • κ άν είναι όσα λέγω, της Βιέννας το τζαμί


<ο γρανσινιόρης> <αληθινά>

μαρτυράγει: ακόμα σώζεται, δέν κοτάνε ακόμα να το γκρεμίσουνε, να μή


ματα πάγει κ τους γυρέψει κανοποίησιν• κ ένα μέρος απο αυτούς του
ι

πλέρωναν κ χαράτσι, οτ’ είν’ ‘Υψηλή Πόρτα’• τότε πήγαιναν οι πρέσβες κ


στέ-

236
κ στέκονταν σούζα μπρός εις τον ‘γρανσινιόρη’ – κ δέν τον έβλεπαν κ με τα
μάτιατους
<όταν συναντούσε τους πρέσβεις ήταν καλυμμένος πίσω απο κάποιο παραβάν,

• τώρα, αφού πενήντα χιλιάδες


τους άκουγε, τον άκουγαν αλλα δέν τον έβλεπαν>

ανθρώποι –δεμένα τα όπλατους με σκοινιά- του γάμησαν το κέρατον… (κ άν


δέν τον βοηθούσαν τις δύο πρώτες χρονιές, γνωρίζουν πού πηγαίναμεν, με
την Δύναμιν Εκεινού, του Παντουργού κ της ΒασιλείαςΤου. Οτι εμείς
καθίσαμεν μέσα εις το μεγάλο καράβι κ εσείς πήρετε την φελούκα δια
σεργ άνι κ ύστερα την βαστάγετε εις τα χέρια – κ’ εμείς καθόμαστε μέσα εις
ι

το καράβι όλοι κ με ψυχή κ με καρδιά, όχι δια επιδείξεις κ να είμαστε τέτιοι•


κ με Αυτόν τον Αφέντη κ με την ΒασιλείανΤου, με των πενήντα χιλιάδων
ανθρώπων τα δεμένα όπλα με σκοινιά, κ τις δικέςσας
<παρά>

αντενέργειες): οι πρέσβεςσας τώρα εις την Κωσταντινούπολη τρώνε κ πίνουν


με τον σουλτάνο, κ χορεύουν τον μπάλο• κ του λένε «σούζα» κ στέκει (κ αυτό
σας είναι γνωστόν πολύ• τώρα δέν είναι πλέον ‘γρανσινιόρης’, δέν είναι
‘Υψηλή Πύλη’).)

Κ τότε μας είδετε τί κάμαμεν, κ τώρα μας βλέπετε πού μας καταντήσετε εσείς
με την μεγάλη ηθική! Αλλα δοξασμένος, δοξασμένος να είναι ο Θεός κ η
ΒασιλείαΤου! Ό,τι φώτα μας δώσετε εις την κυβέρνησήμας με τους Καϊριστάς
κ μας δίνετε ολοένα

237

εσείς οι πεφωτισμένοι κ οι δυνατοί: ώς λιοντάρια καταδέχεστε να φάτε ένα


κουνούπι, απογόνους εκείνων, γνωρίζετε ποιών∴• εσείς εις το κουνούπι
κάμετε κ κάνετε ό,τι σας υπαγορεύει η συνείδησί σας, κ μας καταντήσετε
ς

καθώς φαινόμαστε. Αλλα δοξασμένος ο Θεός, γύρισε εις το κεφάλισας


<=σας

.
ανταπέδωσε>

Εμείς εις την Μεταβολήμας (την Τρίτη Σεπτεβρίου): ανοιχτά τα’ργαστήρια,


γράφεται το Σύντα μα – δέν ματώνει μύτη, δέν αδικείται κανένας• κ τους
γ

ίδιους Μπαυαρέζους, οπου μας είχαν τόσα κακά κάμει, τους μπαρκαρίσαμεν
ι
ώς εμείς με όλη την ευγένειαν. Όταν άρχισαν τα τραπέζια του Λάιν ς, του
Μπρόκινς κ Πισκατόρη κ αλλονών, κ με τους δικούςμας Καϊριστές,
<=προκυνις>
Κωλέτη κ γενεά, κ με τα φώτατους πώς να γένονται οι εκλογές με δόλον κ με
απάτη, οπού’ λο με αυτές τις συμβουλέςσας κ των Καϊριστών των
ό

δικώνεμας: σκοτωθήκαμε με τους Τούρκους ένας κ με ταύτα


εκατό κ
<=σκοτώθηκαν απο’μάς 100νταπλάσιοι απ’ότι στον πόλεμο με τους Τούρκους>

ακόμα σκοτωνόμαστε• κ οι φυλακές γιομάτες• κ η τζελατίνα, το κοπίδισας


εσάς των ευγενών οπου μας εστείλετε να κόβει τους άγριους ανθρώπους, όλο
τροχι μένο είναι κ κόβει απο’μάς!)
σ

Τέλος πάντων, όσους να κόψετε, δέν σωνόμαστε .


<=δέν τελειώνουμε>

Είδετε τα φώτασας εις τα 1848∴: πόσο αίμα χύσετε εσείς

238

οι πεφωτισμένοι, κ πού καταντήσετε, πού πήγε ο μέγας φιλόσοφος κ


βασιλέας Φίλιππας, πού πέθανε• πού πήγανε οι σοφοί; Τί γένεται εις τα
1851∴ εις την μεγάλη κ σοφή Γαλλία; ποιοί έπαθαν, κ παθαίνουν; κ δέν τους
αφήνει κανενού θέλησι –ούτε σοφού, ούτε αντρείου, ούτε κανένα- άσυλον! Τα
ς

φώτα οπου μας μέραζε ο πρέσβης της Γαλλίας ο Πισκατόρης, κ σκέδια της
ψηφοφορίας: τα προσκάλεσε πίσω απο’μάς κ’ ενεργούνε εις την πατρίδατου,
κ έτσι γένονται οι εκλογέςτους: παραγιομίσματα! Έτσι μας σπούδαξαν, κ μας
σπουδάζουν κ τώρα: να γκρεμίσουν οι συντρόφοιτους οι Καϊριστές το
Σύντα μα, δια την θρησκεία. Έχει ο Θεός – κ αυτό θα
γ <=άν θα πετύχουν>

το ιδούμεν.

Αφού εσείς όλοι, κ οι φίλοισας εδώ οι Καϊριστές οπου μας κυβερνούσαν κ μας
κυβερνούνε κ τώρα: (οτι δέν τους αρέσει κ αυτείνων να είναι μέσα εις το
μεγάλο καράβι, θέλουν την φελούκα εις τα χέρια να σωθούν αυτείνοι κ η
πατρίδατους κ ο βασιλέαςτους))

θέλουν την ‘δικαιοσύνη’ του γερού δικαστηρίου του εδικούσας,


<=ιερού>

οπού’τρωγε ζωντανούς τους ανθρώπους• κ εδώ έτσι τους τρώνε, ολιγότερον


είναι ακόμα, ομως το θέλουν να το καταντήσουνε εις την εντέλεια εκεινού•
σε τούτο καταγίνονται νύχτα κ ημέρα• δέν ξέρομεν άν το πιτύχουν• οτι
ε

είναι πολλοί απο αυτούς με την φελούκα εις τα χέρια – είναι κ το καράβι,
κ πολλοίμέσα
239

ναύτες• το καράβι δυνατό κ οι ναύτες αυτείνου κ άνθρωποι με τον


καραβοκύρη: δέν φοβούμαι τον πνι μό• ελπίζω οτι θα πνιγούν όσοι
γ <=νομίζω>

μπήκαν εις την φελούκα κ απο τούτους, οτι η φελούκα είναι εις τα χέρια οπου
βαστιέται: με ασκιά με αγέρα κ κούφια καρύδια• χορταίνουν με αυτά. Κ
όποιος θα κόψει τα ξύλα εις τον μεγάλον γκρεμνό, όχι οπου δέν μπορεί να
βγεί μόνοςτου, κ φορτωμένος ξύλα: θα πέσει να κατασυντριφτεί (κ δέν θα
επιρρωθεί,
<=‘πιροθι’, θα μπορούσε να είναι λάθος για ‘πιλεροθι’=πλερωθεί, αλλα τα

συμφραζόμενα δείχνουν τη σημασία ‘θα γίνει καλά’, άρα είναι το αρχαίο ρήμα ‘επερρώνυται’

που άκουσε απο κάποιον μορφωμένο γιατρό, με τους γιατρούς είχε συχνή επαφή. Ανάλογο του

αυτό είναι βέβαιον!).


‘επουλώνεται’.> <:κ αυτή η παραβολή είναι φανερό πως προέρχεται

απο κάποιο όνειρο του συγγραφέως, το οποίο όμως δέν έχουμε βρεί γραμμένο στο βιβλίο.

Συνεπώς το είχε γραμμένο σε κάποιο φύλλο απο εκείνα που καταστράφηκαν. Το ίδιο τα

μπορμπόλια που συνέστησε η Παναγία ώς γιατρικά στον Μακρυγιάννη, πρέπει να ήταν σε φύλλο

που δέν διατηρήθηκε>

γ
Αφού οι Καϊριστές όλοι εξόντωσαν την ηθική κ όλα τα ιερά πρά ματα, κ
γ

καταλαλώντας την θρησκείαν κάθε στι μήν παντού: ήρθαν κ πολλοί ‘σοφοί’
γ

της Ευρώπης κ τους βοηθούν εις τα έργατους• οτι αυτείνοι αυτά τα


καπιτάλια έχουν: την φελούκα εις τα χέρια. Αφού είναι τόσοι, λέγω, απο
γ
αυτούς, κ απο’δώ μαθηταί αυτείνων, το ιερό δικαστήριο
<συμπεραίνω πως>

ήρθε κ προ χρόνων πολλών• κ ο ‘σοφός’ Αμερκανός Κίνης ,


<=King>

φιλάνθρωπος πολύ κ αυτός δια τους Έλληνες ορθόδοξους


Χριστιανούς, να τους μερέψει (οπού’ναι αγριάνθρωποι όλοι αυτείνοι),
<ήρθε> η

κ πολλάκις έγραφε κ εις την πατρίδατου Αμερική τί κόπους τραβάει κ αυτός


μ’εμάς τους αγρίους, κ ελπίζει: (οτι έκαμεν σκολείον κ διδάσκει κ
<έγραφε οτι>

κατηχάγει πολλούς νέους κ νέες

240
κ τους ξευγένισε κ τους ήφερε εις τον ορθόν δρόμον!): κ θα νερ ήσει, κ να
ε ε γ

καταγένει όσο μπορεί, να ημερέψει αυτούς τους ανθρώπους!)

<στο ίδιο στυλ έγραφε κ ο άλλος Αμερικανός, ‘φιλέλλην’ γιατρός Eduard How, που ήρθε κατα την

Επανάσταση του 1821 να προσφέρει υπηρεσίες ιατρικές, ώς που βαρέθηκε κ γύρισε πίσω στις

Η.Π.Α., που κατα τα γραφτάτου είναι η μόνη χώρα που αξίζει να αγαπηθεί. Κ τον προέβαλλαν

(ακόμη κ στα σχολικά αναγνωστικά) σάν μεγάλο φιλέλληνα κ ευεργέτη κ σύμβολο της

υποτιθέμενης ελληνο-αμερικανικής φιλίας>

Καημένε Σωκράτη , καημένε Πλάτων κ λοιποί,


<γραμμένο ώς συνήθως ‘ισǒκρατι’>

πού κατήντησαν οι απόγονοίσας! Οι απόγονοι οι εδικοίσας… κ η Αμερική,


χθεσινή εις την κοινωνία του κόσμου:ήμερη κ σοφή! – κ οι
απόγονοίσας: άγριοι κ μωροί! Κ: έτσι είναι!)

ν
Δέν μπορώ να εκτα θώ περισσότερον: ούτε η μάθησί μου με βοηθεί, ούτε κ τα
ς

μάτιαμου βλέπουν• οτι τρέχουν ποτάμι τα δάκρυα απο μέσατους• οτι όπου
είναι τέτοια γομάρια, αυτά τα σαμάρια τους βάνουν
<=ανάλογα με το είδος των

. Οι απόγονοίσας κ τα φώτασας φαίνονται, κ ο


γαϊδουριών, βάζουν τα σαμάρια>

πατριωτισμόςσας, όσο στέκει ο κόσμος δια της ΔύναμήςΤου. Οι απόγονοίσας


γ
‘άγριοι’! Κ είναι άγρι οι: οτι ο σοφός Καΐρης κ άλλοι τοιούτοι δίνουν
τζιβαϊρκόν πολυτίμητον κ παίρνουν ασκιά με αγέρα κ κούφια
<σε αντάλλαγμα>

καρύδια, κ αυτά δίνουν κ χορταίνουν κ όλοι οι απόγονοίσας, κ είναι χορτάτοι


όλοι απο τοιούτα!)

Άλλα τα φώτα, κ άλλη η καρδιά.


<=άλλη είναι η φώτιση που έρχεται απο έξω, με την

τυπική παιδεία, κ άλλη η φώτιση που βγαίνει απο μέσα, απο την καρδιά. Οι δυτικοί στην

καλύτερη περίπτωση έχουν μόνο την φώτιση της παιδείας. Στην χειρότερη δέ περίπτωση, είναι

ακριβώς σάν τον διάβολο, για τον οποίο ο Ιησούς Χριστός είπε: «αυτός ανθρωποκτόνος ήτανε εξ

Παύω… Οτι δέν


αρχής, κ στην αλήθεια δέν στάθηκε γιατί αλήθεια δέν υπήρχε μέσατου>

είμαι εις κατάστασιν απ’ όλομου το σώμα, κ


<να γράψω περισσότερα, εξ αιτίας:>

τα μάτιαμου κλαίνε, δικαίως, καυτερά δάκρυα. Αφού ο Κίνης, ο σοφός


Αμερκανός, θυσιάζει αυτά τα φώτα (οπού’χει κ αυτός την φελούκα εις τα
χέρια) – κάνει το χρέοςτου, δέν τον κατηγορεί κανένας εις αυτό•

241

οτι δέν έχει τίποτας κ ελπίζει οτι έχει, κ το σέβεται ώς τοιούτο κ το


<=νομίζει>

πουλεί με ευκαρίστησιν να κονομήσει τους


οι <=προμηθεύσει με τα αναγκαία>

ανθρώπους• ο καλόγερος ‘σοφός’


<:αυτό κάνουν όλοι οι δυτικοί πάντοτε> <όμως>

Καΐρης δέν ξέρει τί έχει? ο βρωμερός Κωλέτης κ οι άλλοι οπού’ναι


<στην

ώς σήμερον δέν ξέρουν πώς ήμασταν είλωτες τόσες αιώνες? κ με την


εξουσία>

δύναμιν κ αρετήαυτείνων των πολιτικών, θρησκευτικών κ στρατιωτικών


λευτερωθήκαμεν?
<εννοείται απάντηση: όχι με τη δύναμη αυτεινών, αλλα με του

Εδώ δέν μπορώ να συλλογιστώ, συλλογιστείτε όσοι θα υαρεστηθείτε να


Θεού> ε

διαβάσετε, άν αγαπάτε, κ ετούτα. Οτι’μένα δέν μου απομένει


<= ‘ανμεμενι’, ίσως

καμιά ελπίδα ώς την σήμερον κ απο σοφούς δικούςμας κ


εννοεί ‘ανεμένει’>

θρησκευτικούς κ στρατιωτικούς (το ίδιον είμαι κ εγώ ).)


<=στρατιωτικός>

Αφού ο σοφός της Αμερικής Κίνης έλαβε την καλοσύνη ώς σοφός κ


θρησκευτικός, παπάς Αμερικάνος: εφώτισε κ έσωσε πολλούς νέους κ
γέροντες κ νέες, κάνει μαθήματα: εις αυτά κατακρένει την Θεοτόκον, τον
Χριστόν, τους Αγίους κ τα εξής όλως δια όλου• λέγει: «αυτά δέν υπάρχουν•
είναι δόλος κ απάτη». Παντρεύει νέους με τις νέες : γυμνώνει αυτούς
<ώς εξής>

(μ’ ένα αγανόν


<=λεπτό, σχεδόν διαφανές. Άγανα λέγονται τα μουστάκια των

φόρεμα, να φαίνονται τα κεκρυμμένα του ενού κ του άλλου)•


σταχιών>

κόβει κ την εικόνα της Παναγίας με τα κεργιά μαζί κ καίγονται•


<=‘κοφι’>

κ γένεται αυτός ο περίφημος γάμος. Κ άλλα πλήθος τοιούτα .


<έτσι> <κάνει>

242

Κ δέν έχει ύστερα να πλερώσει το χρέοςτου• του πουλούνε τα πράματάτου οι


συντρόφοιτου Καϊριστές. Κ’ οι δανεισταίτους τους δανείζουν με
<=δηλαδή:>

τριάντα τα εκατό, με είκοσι εις τα δεκοχτώ


<=για 18 που παίρνουν υποχρεούνται να

• τότε τους πουλούν τα πράματάτους: κάνουν είκοσι – τα


επιστρέψουν 20>
πουλούνε ένα. Κ ύστερα να φυλάξουν τον
<περιμένεις?>

εξευγενισμότους! Όποιος τους αγοράσει, αυτείνοι πουλιούνται! Κ όσες


<που>

προδοσίες κάμουνε κ άλλα τοιούτα, βραβεύονται! Κ όποιος ειπεί


γ
αλήθεια: χαζίρι το ορκωτόν, το ερόν δικαστήριον των
<=έτοιμο είναι> ι
γ
Κα ιριστών: κ αφανίζεται κ υποτηράγεται
<=υποβλέπεται. Καταπληκτική λέξη, που

κ κακολαλιέται απ’ όλους


έφτιαξε με το λαϊκό ‘τηράει’ κ την λόγια πρόθεση ‘υπο’>

αυτούς.)

Τέλος πάντων, ματα κρίθη κ τούτες τις ημέρες ο σοφός παπάς Αμερικάνος
Κίνης, κ μαζώχτηκε όλος ο λαός αγαναχτισμένος δια όλα αυτά της θρησκείας.
Κ βεβαιώθηκαν οι κριταί με πλήθος αποδείξες βάσιμες. Κ τα παιδιά του
Καΐρη, οι μαθηταί απο τα σκολεία εδώ, τον περασπίζονταν, κ ο κατηχητής
υ

του σκολείου ο Πλίκας


<=‘πιλικας’, αρβανίτικης προέλευσης επώνυμο, θα μπορούσε

κ Τριανταφυλλί<δη>ς συνηγορούσαν πέρ αυτού.


επίσης να διαβαστεί Μπλίκας> υ

Αφού το κριτήριον είδε τόσες μαρτυρίες κ έγγραφα βάσιμα, κ τον λαόν


αναμμένον, τον καταδίκασαν εις την φυλακή, το Μεντρεσέ, δεκάξι μέρες – κ
ύστερα απο αυτό να φύγει δια πάντα απο’δώ. Στον
Μεντρεσέ φυλακή δέν πήγε –είναι ανώτερος απο τους νόμους-
<=‘μετερσε’>

πήγε εις το σπίτιτου κ κάθεται ώς την σήμερον. Κ οι συντρό-

<παραλείπω προς το παρόν τη σελίδα 243, διότι η φυσική συνέχεια της διήγησης είναι στη σ.

244
244>

φοιτου Καϊρισταί όλοι εδώ, του κάνουν βίζιτες κ τον περιποιούνται, οτι αυτός
έχει δίκαιον κ το κριτήριον κ όλοι οι άνθρωποι: άδικον.)

Ρωτάγω αυτά τα μεγάλα κ επιφωτισμένα έθνη (οτι εγώ δέν


γνωρίζω): ο άνθρωπος όταν είναι σοφός, την σοφίατου
<:σωκρατική ειρωνία>

θα την θυσιάζει δια να κάνει τους ανθρώπους εις την κοινωνίαν αληθινούς,
τίμιους• να κάνει την κοινωνίαν τίμιους κ άφοβους, ένας με τον άλλον να
βρίσκει άσυλον κ’ ειλικρίνειαν πρα ματική, νά’χει ασφάλειαν εδώ•
γ <το ερώτημα

ποίον δένει αυτό? - η θρησκεία του κάθε ενού, η σέβαση εις


λοιπόν είναι:>
αυτείνη, κ ο φόβος του Θεού• - τότε πηγαίνει η κοινωνία εμπρός, ή όταν
γυμνώνει ένας περι του άλλου αυτό
<=όταν αφαιρεί ο ένας απο τον άλλο αυτό=την

κ του λέγει: «το δικόσου κάλπικον κ το δικόμου καλό»? τους


θρησκεία>

ρωτάγω: «ο Θεός έκαμεν αυτά, ή άνθρωποι?»•


<=τα θρησκεύματα> <ο

Μακρυγιάννης (φιλοσοφώντας το θέμα ανώτερα απο τον καθένα) δέν κατακρίνει καμιά θρησκεία,

αλλα κατακρίνει εκείνους που προσπαθούν να αλλάξουν (μέσω προπαγάνδας τη θρησκεία των

αλλονών) ή να αλλοιώσουν (μέσω δημιουργίας αιρετικών δοξασιών τις θρησκείες), αφού θεωρεί

όλα τα θρησκεύματα θεόσδοτα καθώς γράφει κ στα Απομνημονεύματα : «ο Θεός θέλησε να

ακούει διαφορετική δοξολογία απο τον κάθε λαό». Συνεπώς προπάντων κατηγορεί κ δικαίως

κ άν οι
εκείνους που θέλουν να αλλοιώσουν την δικήμας θρησκεία, την αυθεντική χριστιανική >

άνθρωποι είναι απατημένοι, κ’ οι σοφοί, να γνωρίζουν κ το καλό κ το κακόν,


είναι τέτοιες δοκιμές πολλάκις γενόμενες, κ όποιος έχει ασκιά με αγέρα κ
κούφια καρύδια, φαίνονται, είναι αποδειχμένο κ με καμώματα κ όλο γένονται
κ εγγράφως.
<=κ άν ακόμη κ οι σοφοί άνθρωποι απατώνται ωστε να μήν γνωρίζουν το καλό

κ το κακό, συμβαίνουν συχνά δοκιμασίες των πεποιθήσεώντους που καταδεικνύουν ποιός έχει

σφάλμα, τα σφάλματα αποδεικνύονται κ στην πράξη κ θεωρητικώς>

Εγώ έχω το καράβι κ εσύ την φελούκα εις τα χέρια δια το εμπόριόνσου, έτσι
σου δίνει χέρι. Εγώ δέν πρα ματεύομαι• πιστεύω
<=αυτήν τη δυνατότητα έχεις> γ

τον καραβοκύρη κ ναύτες κ κάθομαι μέσα

245

κ αρμενίζω δια της ΔυνάμεώςΤου κ της ΒασιλείαςΤου.

Άλλο θα ρωτήσω: εκείνο οπου πιστεύεις εσύ κ πραματεύεις, εσύ’σαι το


πρωτότυπον, ή εγώ? Άν είμαι εγώ το πρωτότυπο (καθώς είμαι), το πιστεύω κ
το προσκυνώ κατα την θέλησίνΤου κ κανόνες.
<πρωτότυπη χριστιανική θρησκεία είναι

η Ορθόδοξη, οι άλλοι χριστιανισμοί βγήκαν αργότερα>

Άλλο θα ρωτήσω: Τούρκος λέγεσαι εσύ οπου μου κατακρένεις την


θρησκείαμου, ή Χριστιανός? Άν είσαι Χριστιανός, πώς είπε κ εγεννήθη ο
Χριστός? απόδειξέμου αυτό! Κ άν είναι ψεύμα, είσαι ο
<άν είναι ψέμα>
χερότερος ψεύτης εσύ, οτι άν δέν έχεις πεποίθηση κ πίστη εις Αυτόν, διατί
Τον δοξάζεις κ δέν λές: «είμαι Μεμέτης, Αλής»?
<σημειωτέον οτι ακόμη κ οι

Μουσουλμάνοι δέχονται την υπερφυσική Γέννηση του Ιησού, οι οπαδοί του Καΐρη κ King δέν Την

Κ ώς αληθινό αυτό το ασπάζεσαι, κ φορείς το φόρεμα Αυτείνου -


δέχονταν>

διατί το κατακρένεις κ πραματεύεις την ΣταύρωσήΤου κ λέγει ο αρχηγός της


θρησκείαςσου οτ’: «είμαι δεύτερος Χριστός»?

Ύστερα σε ρωτώ: ο άνθρωπος έκαμεν τον Θεόν ή ο Θεός τον άνθρωπον;


Εκείνος οπού’καμεν τα πάντα, κ τον άνθρωπον, είπε κ’ εγεννήθη •κ
<ο Χριστός>

αυτό δέν σε συμβουλεύτη ο Θεός εσένα τον σοφόν άνθρωπον, καθώς τον
σοφό καλόγερον Καΐρη κ οπαδούςτου, φ<λ>υαρίζετε ό,τι θέλετε.
<δείγμα

αληθινά υψηλής κ όχι ψιλής φιλοσοφίας. Αφού είναι φανερό οτι δέν έπλασε ο άνθρωπος τον Θεό

αλλα ο Θεός τον άνθρωπο, γνωρίζει συνεπώς ο Θεός τον άνθρωπο, αλλα δέν μπορεί να εξηγήσει

με ξερή ανθρώπινη λογική ο άνθρωπος τον Θεό, κ ούτε υποχρεούται ο Θεός να είναι κ να δρά

κατα την ανθρώπινη λογική. Η λογική, την οποία οι δυτικοί θεοποιούν, δύναται μόνο να

επεξεργάζεται τα δεδομένα της γνώσης, αλλα δέν είναι η ίδια γνώση. Η λογική είναι το δάχτυλο

που δείχνει το φεγγάρι∙ δέν είναι το ίδιο το φεγγάρι, ούτε το φώςτου, ούτε είναι εκείνος που το

βλέπει. Γνώση είναι η εμπειρία, απο την οποία η ανατολή είναι παλαιόθεν πλούσια, η δέ δύση

μονίμως διψασμένη γι’ αυτήν>

Σε ρωτώ άλλο: όταν έρχομαι εγώ ο άπιστος εις την πατρίδασου, δέν τολμώ
να μιλήσω περι τί δοξάζεις• κ όταν πεθαίνω, εσύ ο σοφός ο ξευγενισμένος
ε

με βάνεις εις το σακκί

246

κ πάς κ με πετάς σάν σκυλί. Εγώ ο άγριος κ άπιστος της ιδέαςσου σε


συντροφεύω με παράταξιν κ με όλα της τάξης κ σε πάγω εις τον τάφον• σ’
αφήνω: φκιάνεις εκκλησιές, μοναστήρια, σκολεία, ό,τι αγαπάς – κ όσοι
Καϊριστές θέλουν, κ συντρόφοισου, άς σ’ ακούνε κ άς βγαίνουν τα μάτιατους
μ’ εσένα• αλλα αναφανΔόν εις την πατρίδα της γεννήσεώςμου κ
θρησκείαςμου να μου κάνεις αυτά: γνώρισε κ μόνοςσου οτ’ είσαι τρελλός δια
δέσιμον κ αγριάνθρωπος κ απολίτευτος όλως δια όλου, κ
<=απολίτιστος>
ψευτο-σερέτης
<σερέτης=απο ιδεαλισμό κ έρωτα περιπλανώμενος χωρίς σταθερή διαμονή κ

κ έμπορος της θρησκείαςσου. Θέλεις να την πραματεύεις κ όχι να


φτωχός>

δοξάζεις τίποτας.
<=αυτή είναι όλη η ουσία της υπόθεσης, την ξεσκεπάζει όλη με πέντε

Κ φαίνεται η ηθικήσου κ’ η ειλικρίνειάσου οπου θυσιάζεις εις την


λέξεις>

κοινωνίαν, να τρώγει κ ν’ αφανίζει ένας τον άλλον. Με τον καιρόν κρίνει ο


Θεός τον καθέναν, κ θελει του δώσει την ανταμοιβή των κόπωντου.

Αδελφοί αναγνώστες, αφού είδα κ άκουσα αυτά του σοφού παπά


<εσοχή>

Αμερικανού Κίνη κ την μεγάλητου τρέλλιαν να κάθεται σ’ ένα έθνος


χριστιανικόν ορθόδοξον κ να του κακολαλεί την θρησκείαντου την
πατρογονική, το δικαστήριον δικαίως καταδίκασε αυτόν, κ’ ενέργεια δέν έγινε
απο τους οπαδούςτου. Τότε συλλογώντας αυτό κ άλλες πολλές δικαιοσύνες
οπου βλέπουμε εδώ .
<καθόμουν το βράδυ άγυπνος (πάμε σελίδα 247)>

243

Μαθαίνεται σε όλα αυτά (γένονται βιβλία, γένονται φωνές


<ο King> <που έκανε>

των ορθοδόξων Χριστιανών)• τον διώχνουν προσωρινώς απο’δώ – τα παιδιά


του Καΐρη οπου μας κυβερνούν κ μας φωτίζουν εις τα σκολεία, τον φέρνουν
οπίσω• κ κάνει χερότερα• τον βοηθούνε όλοι αυτείνοι, κ άλλος σοφός
Χριστιανός, φίλος στενός του Κωλέτη κ συντροφιάς αυτείνης,
Σοφιανόπουλος, «πεπαιδε μένος σοφίαν»• εις την κακίαν μαθητής του
υ

Καΐρη• γιατρός, τυπογράφος, κ σε όλα τ’ άλλα (ό,τι πέτρα σηκώσεις του


διαβόλου, κ αυτός εκεί είναι). Λέγει κ αυτός όσα λέγει κ ο Κίνης κ άλλοι
τοιούτοι οπου θα μας λευτερώσουνε κατα της Θεοτόκος κ τα εξής.)

Πού τα λένε αυτά, Σωκράτη , Πλάτων, κ λοιποί? Εις την


<=‘ισǒκρατι’>

πατρίδασας Αθήνα, ορθόδοξους Χριστιανούς τώρα• πού είναι οι


απόγονοίσας; οπου βλέπουν αυτά: οτι κατατρέχεται η θρησκείατους,
καταλαλιούνται αυτείνοι όλοι – δέν τους μέλει! Πολυτέλειες
θέλουν, ξευγενισμόν μεγάλον, θέατρα, μπιλλιάρδους, πιαναφόρτα, κιθάρες,
ε

γυμνές οι κυρίες το σώματους – έχουν όμως χερό τια μισά εις τα χέρια,
κ
του ξευγενισμού. Κ οι περισσότεροι, να βαστήσουν αυτείνη την πολυτέλεια
ε

του ξευγενισμού: άλλος προδίνει, άλλος κλέβει κ άλλος δανείζεται.


ε

ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ μέρος 4ο


247
Είχα ξεχώσει το ίδϊον <το χειρόγραφο> κ σημείωσα
ετούτα• κ ματα τό’κρυψα <το ρήμα ‘χώνει’ στον Μακρυγιάννη

σημαίνει ‘βάζει μέσα στη γή’> (οτι κ βάρδιες με φυλάνε


νύχτα κ ημέρα, κ προφάσεις γυρεύουν να μου βρούνε
να κάμουν ό,τι τους υπαγορεύει η συνείδησίςτους
αναντίονμου, κ γυρεύουν (καθώς σημείωσα εις το
ίδϊον) να μου κάμουν κατ’ οίκον έρευνα• δια εκείνο
τό’χωσα πίσω σε μέρος. Αφού τό’χωσα)
καθόμουν το βράδυ άγυπνος• οτι έκαμεν χειμώνας
πολύς κ κρύος, κ με πειράζει πολύ εις τις πληγές του
σώματόςμου. Κ αφού ήμουν πονεμένος κ άγυπνος,
συλλογιόμουν)
κ έλεγα: «αυτά οπου μου λέγαν η γυναίκα κ άλλοι (κ
καταεξοχήν η γυναίκα, οπου μού’λεγε πολυέλαιον,
κολυμπήθρα, κ άλλα τόσα) άραγε να είναι όλα αληθινά
αυτά;»• πάλι έλεγα: «αληθινά είναι• οτι όσα μου
είπαν οι άνθρωποι, μου είπαν κ τα αίτια, οτι με τον
καιρότους θα τα ιδώ μόνοςμου, όταν είναι η
Θέλησις του Θεού». «;Δέν ευκαριστιούμαι», έλεγα
μόνοςμου, «σε όσα αξιώθηκα κ λέπω νύχτα κ ημέρα, κ
εις την προσευκήμου κ αλλού να βλέπω το Φώς του
Θεού κ της ΒασιλείαςΤου, κ το ίδϊονΤου Χέρι να
ευλογάει νύχτα κ ημέρα όταν έχω προσοχή κ Τον
περικαλώ;». Βλέπω όλα
248
αυτά, κ την νύχτα να μου παρουσιάζουν τον ουρανό
εκεί οπου κοιμούμαι, καθώς είναι έξω με τ’ άστρα κ με
όλα• καθώς κ όταν παίρνει να γλυκοχαράξει, μου
παρουσιάζουν την ημέρα: πολλές φορές ξυπνώ κ λέγω
οτι έφεξε – κ είναι νύχτα• απο αυτό καταλαβαίνω… Κ
όταν κάνω την προσευκήμου πολλές φορές οπου
κοπιάζω με ζήλο κ τηράγω απάνω εις τον ουρανόν κ
Τον δοξάζω με καρδιά (με όλον οπου είμαι ο χερότερος
απο το πλάσμαΤου – το ΈλεοςΤου είναι πολύ σ’ εμένα),
αφού τηράγω απάνω κ δοξάζω, βλέπω ένα Φώς σάν
στεφάνι κ είναι καθώς η δόξα οπου λέπομεν όταν
βρέχει <το ουράνιο τόξο, δοξάρι, κατα παρετυμολογία το λέγανε κ

δόξα> κ ύστερα βγαίνει αυτό κ είναι σάν γιοφύρι με


διάφορα χρώματα, το ίδιον είναι κ αυτό• κ αφού το
βλέπω καμόσο καθώς είναι, ύστερα γίνεται ένας
ίσκυος ανθρώπινος λαμπρός κ’ ευλογάει. Αυτό το
στεφάνι δέν το βλέπω τόσο συχνά – σπανίως. Κ όποτε
τελειώνω την προσευκή, τις μετάνιεςμου, κ θα
τελειώσω κ στέκομαι ορθός, τότε βλέπω την Αγία
Τριάδα κ Θεοτόκον κ άλλα Άγια Σώματα, σάν ίσκυον
ανθρώπινον• κ εκεί-
249
νος ο ίσκυος γένεται ύστερα σάν ένα σύγνεφο μαύρο κ
περνοδιαβαίνει απο πάνωμου: όσο οπου στέκω εκεί, με
προσέχει.)
Αυτά οπου σας λέγω, αδελφοί αναγνώστες, οτι βλέπω
μόνοςμου με τα μάτιαμου ή στο όνειρόμου, κ όσα θα
σας σημειώσω τώρα οπου είδα, άν σας απατήσω σε
κανένα, του Θεού ψυχή να μή δώσω, κ <άν> δέν θα σας
γράψω γυμνή την αλήθειαν. Εγώ θα γράψω αυτείνη
την αλήθεια του Θεού, οπου αξιώθηκα να ιδώ εγώ ο
αμαρτωλός με τα μάτιαμου – κ άν αυτά με απατούν, κ
εγώ γελάγω εσάς. Δέν μένει όμως παραμικρή υποψία,
είναι αληθέστατα. Κ περικαλώ τους τίμιους
αναγνώστες (όποιας θρησκείας κ άν είναι) να
μετανοήσωμεν κ να προσπέσωμεν εις τον Πανάγαθον
Θεόν κ εις την ΒασιλείανΤου, κ να προσπέσωμεν με
δάκρυα να μας απαλλάξει απο τις κακέςμας ιδέες κ
φαντασίες ξερές, να οικειωθούμεν με τον Θεόν κ με
την αγαθήΤου Θέλησιν, της ΒασιλείαςΤου, δια να
σωθούμεν σε τούτη την προσωρινή ζωή οπου είμαστε
μισαφιραίοι, κ εις την άλλη, την παντοτινή. Οτι,
αδελφοί,
250
τί κατάλαβεν ο άνθρωπος όλον τον κόσμον να
κερδαίσει εδώ κ να ζημιωθεί την ψυχήτου; Τίποτας δέν
κέρδαισε, πολλοί είναι <που ξέρω>ζημιωμένους κ
χαμένους δια πάντα. Εγώ ως τίμιος άνθρωπος χρωστώ
να γράψω ό,τι είδα• κ ώς χρέοςμου, κ ώς άνθρωπος
της κοινωνίας, δέν βϊάζω κανενού την θέλησήτου κ
ιδέιεςτου – ο Θεός άς τον φωτίσει τον καθέναν εις τον
ορθόν δρόμον• κ να φωτίσει κ’ εμένα να ειπώ μόνον
αυτείνη την αλήθειαν. Αλλα είμαι αγράμματος ο
ταλαίπωρος κ δέν θα παραστήσω αυτείνη την Αγαθότη
του Θεού καθώς αξιώθηκα κ την είδα• οτι κ ο νούςμου
θάμπωσε τότε, κ τα μάτιαμου τρέχαν βρύση
δάκρυα <σαφής αλλαγή πέννας:> καυτερά, κ το σανίδι
γιομίζει απο αυτά τα δάκρυα νύχτα κ ημέρα, κ τούτο
το χαρτί, όταν γράφω δια την μεγάλη Αγαθότη του
Πανάγαθου Θεού κ της ΒασιλείαςΤου, οπου κάνει σ’
εμάς τους αχάριστους να μας σώσει κ να μας
διατηρήσει – κ’ εμείς είμαστε θερία κ αγνώμονες.)
Πάγω εις το προκείμενον, αφού σας σημειώνω ό,τι
αξιώθηκα να ιδώ με τα μάτιαμου, κ εις τον ύπνομου,
κ <να ακούσω> απο ανθρώπους:
251
Τα 1852∴ Μάρτιον μήνα, τις 9∴, Κυριακή των Αγίων
Σαράντων την νύχτα έκανα την προσευκήμου κ
σηκώνοντας απο τις μετάνιεςμου κ τηράγοντας εις τις
εικόνες κ ψηλώνοντας τα μάτιαμου εις τον ουρανόν,
βλέπω την Αγία Τριάδα, την Θεοτόκο κ Αγίους. Μπορώ,
αδελφοί αναγνώστες, να περιγράψω αυτείνη την
ωραιότη κ τις μεγάλες λάμψεις? – κ η Θεοτόκος κ όλοι
οι Άγιοι κάνοντας μετάνιες: κ περικαλούσαν την
ΠαντοδυναμίανΤου, μετάνιες κ τον ΣταυρόνΤους,
καθώς τον κάνουν οι ορθόδοξοι Χριστιανοί (φαίνονταν
κ τα κινήματα των χεριώνΤους κ τα σώματάΤους) κ
περικαλούσαν. Χωρίς να τελειώσουν αυτά, εγώ έπεσα
τα μπρούμυτα κ δέν μπορούσα πλέον να ιδώ ούτε απο
τον νού ούτε απο τα μάτια ούτε απο το σώμα• ο νούς
νέκρωσε: κ χάρηκε πρώτα κ ελυπήθη ύστερα – κ τα
μάτια άρχισαν βρύση, το σώμα έτρεμεν• ανάλαβα
ύστερα τις δυνάμειςμου, έκατσα αρκετά μέσα,
κουράστηκα κ έφυγα κ έπεσα ν’ αναπαυτώ.)
Αυτά οπου θα σας σημειώσω, άρχισαν απο την
Κυργιακή κ τα σημειώνω σήμερα Παρασκευή, του
μηνός 14•
252
κ σας λέγω τα σημερινά κ αρχού ύστερα εις τα
πρώτα <το αρχού είναι επίρρημα (κατα το αλλού, παντού, αυτού,

πριχού κ.λπ.), με την έννοια ‘πιάνοντας απο την αρχή’.> .


Επειδήτις, αδελφοί αναγνώστες, αξιώθηκα να ιδώ
αυτά κ να τα γράψω: -είμαι άνθρωπος- να μήν
απατηθώ κ κολάσω την αμαρτωλήμου ψυχή, αυτές
όλες τις ημέρες περικαλιούμαι μόνον να με φωτίσει:
να τα γράψω ή όχι; ‘οτ’ είμαι’ (έλεγα εις την
αμαρτωλήμου προσευκή) ‘είμαι κ αμαρτωλός, είμαι κ
αγράμματος’. Τότε, σήμερα Παρασκευή αγωνίστηκα
αρκετές ώρες κ με αμαρτωλά δάκρυα• τις άλλες
ημέρες κάνω τέσσερες ώρες, αυγή κ βράδυ, εις την
προσευκήμου, κ όταν θα φύγω έξω απο το σπίτιμου κ
όταν θα γυρίσω κ όταν θ’ αποφάγω <=τελειώσω το

φαγητόμου, συνηθισμένη λέξη στην Κρήτη σήμερα>. Αφού είδα


αυτό - <το οποίο> κ θα γράψω, αγωνίζομαι
περισσότερον σήμερα: σηκώθηκα αυγήτερα. <=πιό αυγή,

πιό νωρίς>
Τις άλλες ημέρες, πρίν την Κυργιακή (σας γράφω
πρωτύτερα αυτά) τελειώνοντας την προσευκήμου
περικαλώ την ΠαντοδυναμίανΤου να σώσει πρώτα την
πατρίδαμου κ θρησκείαμου κ όλους τους τίμιους
ανθρώπους, όσοι είναι καλοί άνθρωποι εις την
κοινωνίαν, όποιας θρησκείας κ άν είναι, κ φέρνουν
δοξολογίαν εις τον Θεόν – καθερά <=καθαρά> να
φυλάξει όλα αυτά• τότε λέγω: «ευλόγαμας κ
συχώρεσέμας κ φώτισέμας εις το καλό
253
κ προφύλαξέμας απο εκείνο οπου μας βλάβει», τότε,
καθημερινώς κ νύχτας, αυτά, όλα αυτά τα χρόνια οπου
αξιώθηκα, κ το ΦώςΤου βλέπω ολοένα, κ τελειώνοντας
η προσευκήμου κ τηράγω απάνω: βλέπω το Σώμα της
Αγια-Τριάδος κ της ΒασιλείαςΤου όλης, κ τα
χέριαΤους ευλογούν καθώς οι γ
ιερείς.)
Σήμερα, καθώς σας λέγω οπου θά’γραφα όλες αυτές
τις ημέρες καθώς κ σήμερα, Του έλεγα με δάκρυα: άν
είναι η αγαθήΤου Θέλησις, να με φωτίσει τί να κάμω,
να γράψω αυτά; είμαι αγράμματος… κ έκλαιγα κ Τον
περικαλούσα. Βλέπω ομπρόςμου, εκεί οπού’κανα τις
μετάνοιεςμου, βλέπω την ΠαντοδυναμίανΤου, τον
Χριστόν κ την Θεοτόκον, κ βαστούσαν τον Σταυρό εις
τα ΧέριαΤους ο καθένας, κ έλαμπε εις του κάθε ενού το
Χέρι ο Σταυρός• κ απο πάνω τον Σταυρόν το
ΙΝΒΙ <= ‘φι’. Πρέπει να εννοεί παρα τα αρχικά της επιγραφής

πάνω στο Σταυρό του Χριστού, ΙησούςΝαζωραίοςΒασιλεύςΙουδαίων.

Εκτός κι άν ίσως πρόκειται πάλι για την ιερή συλλαβή ΩΜ γραμμένη

σε διάφορες γραμματοσειρές , που ήταν

εύλογο να το περάσει ο Μακρυγιάννης για το δικότου «φι»,

,
επικολλώ εδώ ένα χειρόγραφότου «φι»: πιθανόν επηρεασμένος

και απο τα αρχικά Ι.Ν.Β.Ι.. Στο εξής μεταγράφω ΙΝΒΙ, θυμίζοντας

οτι ο Μακρυγιάννης το γράφει «φι»>γραμμένο, απο κάτω


γράμματα έλεγαν «γράψε». Κ με τον Σταυρό εις το χέρι
ο καθείς κ με το ΙΝΒΙ <= ‘φι’> ευλογούσανε όλοι.
Σηκώνομαι απάνω, τηράγω εις τον ουρανόν: το ίδιον!
Τότε με μεγάλα δάκρυα περικάλεσα την Θεοτόκο κ
Αγίους να δοξολογήσουν τον Θεόν κ να Τον
ευκαριστήσουν, οτι εγώ δέν είμαι
254
άξιος. Τότε, αδελφοί αναγνώστες –κ εγώ <που τα

είδα> πώς να τα σημειώσω δέν ξέρω ο δυστυχής!-


εκείνες τις μετάνιες της Θεοτόκος κ των Αγίων, κ τα
χέριαΤους ψηλά κ τα μάτια – τα σφούγγιζαν με τα
χέριαΤους• κ εγώ τώρα οπου σας γράφω, κλαίγω ο
αμαρτωλός θυμώντας όλα αυτά. Τότε, τελείωσα την
προσευκήμου κ είπα της φαμελιάςμου κ όλων των
παιδιώνμου κ δούλουμου: να πάνε να κάμουν μετάνιες
εις τις εικόνες κ να ευκαριστήσουν τον Θεόν κ την
ΒασιλείαΤου.)
Αυτά ή<τα>ν τα σημερινά. Θα πάγω εις την Κυργιακή,
τις εννιά του μηνός• έγραψα τί είδα το βράδυ εις την
προσευκήμου, πρωτύτερα.)
Τώρα γράφω τί είδα εις τον ύπνομου:)
<αλλαγή πέννας:>
Βλέπω κ λέγει: «αχάριστοι βασιλείς κ έθνη εις τα
αγαθά του Θεού, με τα δώρα του διαβόλου
ζούνε!». <=τέλεια το είπε. Πράγματι η ανθρωπότητα γενικώς

αυτήν την εποχή περιφρονεί τα πραγματικά αγαθά που δίνει η

τήρηση του θείου Νόμου κ καταφέρνει να επιζεί όπως επιζεί χάρις

στα απατηλά δώρα που δίνει ο διάβολος, κ τα δίνει για να μπορούν

να τον υπηρετούν> Ξυπνάγω βλέποντας αυτό• ήμουν εις


τον πρώτον ύπνο. Κ ξανακοιμούμαι• κ μου πόνεσε η
καρδιάμου• κ μού’ρθε σάγουρος <=‘σαγορος’. Τα

συμφραζόμενα δείχνουν την σημασία: έπειξις δια ούρησιν. Στα

αρχαία υπάρχει ρήμα ‘στραγγουριᾷ’ που σημαίνει επείγεται να

ουρήσει. Απο αυτό το ρήμα πρέπει είναι αυτή η λέξη ‘σάγουρος’, κ

ίσως να μήν την έχει γράψει σωστά. Μπορεί π.χ. να ήθελε να γράψει
‘στραγορος’ ή ‘σταγορος’, κ αντί για το στ να έγραψε σ και να

ξέχασε το πρώτο ρ> να κατουρήσω• σηκώνομαι, πολεμώ –


κ δέν μπορούσα να βγώ• <απο τα σκεπάσματα,

κουβέρτα> πέφτω σε μιάν υποκχονΔρία


δι’αυτό <σκεπτόμενος> οτι «εγώ αμαρταίνω ό,τι κάνω – κ
εδώ έπαθα κ αυτό το δυστύχημα!». Χάνω κ τον
ύπνομου κ όλα δι’ αυτό• περικαλιόμουν να μήν πάθω
νέον δυστύχημα. Με πονούσε κ το ξύγκιμου <=το μέρος

της κοιλιάς που έχει λιπώδη ιστό, όπου ο Μακρυγιάννης είχε

τραύμα> πρωτύτερα.
255
Έκατσα εις το στρώμαμου κ συλλογιόμουν αυτό• κ με
πονούσε η καρδιάμου• έκανα τον Σταυρόμου, πέρασε
καμόσο, μου πέρασε ο πόνος (θα ήταν εξ αιτίας των
σαρακοστιανών οσπρίων οπου έφαγα)• <δέν αποκλείεται,

γιατί οι Έλληνες δέν ξέραν κ ακόμη δέν ξέρουν πώς να φάνε όσπρια.

Πρέπει να τα βάλεις να φυτρώσουν, κ έπειτα να τα σιγοβράσεις λίγη

ώρα σε όσο γίνεται πιό χαμηλή φωτιά, κ έπειτα να τα φάς χωρίς

καθόλου ψωμί ούτε ζυμαρικά ούτε γαλακτοκομικά. Άν τα φάς έτσι,

είναι πολύ ωφέλιμα, ει δ’ άλλως: είναι βαριά στη χώνεψη κ ελάχιστα

ωφελούν. Στην Ασία οι διάφοροι τρόποι προπαρασκευής των

οσπρίων ωστε να παρέχουν το μέγιστο όφελος κ να μήν ενοχλούν

στην πέψη είναι ολόκληρη επιστήμη, κ δέν μπορώ να ασχοληθώ εδώ.

Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα φυτρώνουμε κ να

τα σιγοβράζουμε καθώς ανέφερα> κ σάν μου πέρασε, δόξαζα


τον Θεόν. Τότε βλέπω τον Παντοκράτορα κ Θεοτόκον κ
Αγίους, τον ίσκυοτους, πολλά λυπηρούς, κ μαύροι
πολύ, κ περικαλιόνταν με μετάνιες κ με τα χέρια, κ
δάκρυα, όλα αυτά τα κινήματα• αυτά ένιωθα κ έβλεπα.
Στάθη καμόσον αυτό• τότε ένας μεγάλος ίσκυος
εσκέπασε αυτά. Αποκοιμήθηκα, οτ’ ήμουν άγυπνος.)
Την άλλη ημέρα, 10, Δευτέρα, εξακολούθησα την
προσευκήμου, αυγή κ βράδυ. Τα μεσάνυχτα περνώντας
ξυπνώ κ κάνω το Σταυρόμου εις το στρώμαμου•
κάνοντας τον Σταυρόμου, βλέπω ένα μικρόν φώς•
γένεται μεγάλο πολύ, κ ύστερα σώμα κ έλαμπε ο
ουρανός, κ άλλα<σώματα> πλήθος. Σε αυτό το λαμπρό
Σώμα παρουσιάζεται κ η Θεοτόκο καρσί <οθωμανικό qaršı

=απέναντι, αντικρυστά>, πηγαίνει ένα Φώς απο τον


Παντοκράτορα εις την Θεοτόκον, κ απο μέσα το
στόμαΤης (το έχασα <απο τα μάτιαμου το Φώς>, πέρασε
ολίγο διάστημα) βλέπω ένα μικρόν παιδάκι κ βγαίνει
απο την Θεοτόκον, κ είχε όλα τα σημεία του μικρού
παιδιού, ομως ήτον καθώς το Φώς οπου αναλήφτη εις
την Θεοτόκον• πηγαίνει <το απο Φώς σχηματισμένο

παιδάκι> εις τον Παντοκράτορα κ ευτύς γένεται ο


πολυέλαιος κ απο κάτω η κολυμπήθρα κρέμεταν με τα
τσιγγέλια, καθώς μου
256
την παράστηνε η γυναίκα οπου γράφω εις το ίδϊον
πρωτύτερα. Ο πολυέλαιος αυτός ο λαμπρός κ η
κολυμπήθρα σκηματίστη<=σχηματίσθηκε=άλλαξε μορφή κ

έγινε> ύστερα ένας άνθρωπος εις τον Σταυρόν, καθώς


τον ζωγραφίζομεν <τον Εσταυρωμένο>. Αυτό βλέποντας,
αδελφοί αναγνώστες, εχάθηκα όλως δια όλου, κ
θάμπωσε κ το μυαλόμου, κ τα μάτιαμου δέν έβλεπαν
ανοιχτά – κ κλεισμένα έβλεπαν αυτά τα θάματα, κ
πνιγμένα απο τα δάκρυα. Ύστερα στάθη ο Σταυρός,
καθώς ήταν λαμπρός, κ η Θεοτόκος εις τα δεξιά του
Χριστού γονατισμένη (δέν μπορώ, αδελφοί, να σας
γράψω• μήτε μάθησιν έχω, ούτε σπλάχνα, ούτε μάτια
βλέπουν κ τώρα απο τα δάκρυα. Κ το κεφάλιμου
χτυπάγει <=στο κεφάλι χτυπάει έντονα, αισθητά ο σφυγμός> κ
με ξύδι το βρέχω κ μυρίζομαι). Τότε εγώ νέκρωσα όλως
δια όλου, κ έπεσα τα μπρούμυτα• πώς τελείωσε: δέν
ξέρω άλλο.) <:άρχισε να βλέπει τη σκηνή της Σταύρωσης, άν

συνέχιζε θα έβλεπε κ τον μαθητή Ιωάννη>


Την άλλη ημέρα, Τρίτη 11∴, εξακολούθησα την
προσευκήμου, το ίδιον κ το βράδυ• κ αγωνιζόμουν κ
περισσότερον, κ περισσότερον διάστημα• πήρε η νύχτα
καμόσον• σηκώνομαι απάνω οπου τέλειωσα, κ
περικαλιόμουν – βλέπω τον Παντοκράτορα κ τον ίδιον
Σταυρόν, Θεοτόκο κ Αγίους, κ έλαμπαν. Τότε απο το
Χέρι του Παντοκράτορα βγαίνει ένα γράμμα
κεφαλιακόν (εγώ δέν γνωρίζω αυτά), <πρώτα κττγνμμ

βγήκε ένα Α κ έπειτα τα άλλα κεφαλαία γράμματα, κ έπειτα φράσεις.

Είδαμε κ σε άλλα σημεία οτι ο Μακρυγιάννης δέν ήξερε να διαβάζει

τα κεφαλαία γράμματα. Τα ‘ιστορικά’του είναι εξ ολοκλήρου

γραμμένα με πεζά> άλλα ύστερα, άλλα, κ γιομίζει όλος ο


τόπος εκεί γράμματα. Τα γράμματα ήταν μαύρα καθώς
τούτα <που γράφω τώρα>. Το λαμπρό Φώς
257
της ΠαντοδυναμίαςΤου κ ΒασιλείαςΤου δέν μ’ άφηνε
να τα διαβάσω, ούτε μπορούσα να τα βγάλω• κ τήραγα
απο την μιά άκρη ώς την άλλη, γιομάτο ήταν <με

γράμματα>, κ είναι ώς την σήμερον. Αφού είδα αυτά,


άρχισα την προσευκήμου με δάκρυα ώς καμόσο.
(Τελειώνοντας συνηθάγω κ ανοίγω την πόρτα της
κάμαρης κ κάνω καμόσες μετάνιες: έξω τηράγοντας:
την σάλα, σάν μού’λεγε η γυναίκα οτι εκεί είναι ο
πολυέλαιος κ τ’ άλλα, κ <οτι> εκεί στέκεταν ο
Παντοκράτορας κ η ΒασιλείαΤου). Ανοίγοντας την
πόρτα, εκεί βλέπω τον Αφέντημας κ την ΒασιλείανΤου
όλη, κ τον πολυέλαιον με την κολυμπήθρα, κ έφεγγε
όλος ο τόπος, κ πλήθος προσώπατα Αγίων γύρα με
στεφάνια εις τα κεφάλιαΤους, γύρα το σπίτι, καθώς
είναι οι εκκλησιές ζωγραφισμένες όλες μέσα.
Βλέποντας αυτά, έκαμα τις μετάνιεςμου ομπρός εις
την πόρτα, σηκώθηκα κ άναψα λαμπάδες κ πήρα κ
θυμιάτιζα οπίσω <=ξανά>. (Κ συνηθάγω πάντοτες κ
βγαίνω εις την εξώπορτα κ ανοίγω κ λιβανίζω)• βήκα
κ τότε την νύχτα, κ τηράγω εις τον ουρανό, κ βλέπω κ
εκεί το ίδιον, όσα έβλεπα μέσα• κ έναν μεγάλον
Σταυρόν κ έφεγγε.
258
Κ τελείωσα κ μπήκα μέσα, οτι κουράστηκα πολύ.
Ξυπνάγω την άλλη μέρα (Τετράδη), κάνω την
προσευκήμου• τα γράμματα φαίνονται ώς την σήμερον
– έξω εις την σάλα δέν είδα τίποτας. Το βράδυ κάνω
την προσευκήμου, κ είδα τα ίδια μέσα κ έξω. Άναψα το
κερί κ πήγα να κοιμηθώ – βλέπω κ φέγγει όλη η
κάμαρήμου, κ την λάμψιν, κ αυτά όλα τα προσώπατα,
του Αφεντόςμας κ της ΒασιλείαςΤου. Δέν
παραστήνεται αυτείνη η λάμψη, κ του Σταυρού. Τότε
αρχινούν τα γράμματα: βγαίνει <=βγάζει> ένα χαρτί ο
Αφέντηςμας ώς μεγάλο Ευαγγέλιον <=ειλητάριο σάν

εκείνα οπου κρατούν ανοιχτά οι Άγιοι στις εικόνες> •


έλεγε <=είχε γραμμένο> μόνον ένα ‘πί’• ήταν κ σάν
λαβίδα, κ απο’κεί βγαίναν τα γράμματα, κ αριθμοί,
ψηφιά. <Δηλαδή δέν ήταν ακριβώς πί, έμοιαζε σάν το πί του

Μακρυγιάννη, έμοιαζε κ σάν λαβίδα, απο την οποία έβγαιναν ψηφιά,

δηλαδή σύμβολα γραφής (που δέν την γνώριζε). Κατα τη γνώμη του

μεταγράφοντος το σύμβολο αυτό ήταν ένα σανσκριτικό ΩΜ, το

οποίο σε διάφορες γραμματοσειρές καλλιγραφείται ώς

εξής: . Απο αυτό έβγαινε η Saawitríi

γραμμένη με γράμματα σανσκριτικά:

τα

οποία ο Μακρυγιάννης προσπαθούσε να αναγνωρίσει, να ταυτίσει

με γνωστάτου γράμματα κ ψηφία. Χθές 26 Οκτωβρίου, του Αγίου

Δημητρίου, μεγάλη η χάρηΤου, περπατώντας στο πάρκιγγ Ροδόπη,

άκουσα δύο Τ.Ε.Ι.τζήδες που καθώς περπατούσαν ο ένας έλεγε στον

άλλον: ‘τον νόμο του ΩΜ δέν ξέρεις; είναι ο πιό σπουδαίος νόμος,

απο αυτόν βγαίνουν όλοι οι άλλοι νόμοι’. Κατάλαβα οτι αυτό που

άκουσα ήταν σημάδι: οτι απο το ΩΜ βγαίνει η Saawitríi κ απο

την Saawitríi όλοι οι άλλοι ιεροί λόγοι. ΩΜ ήταν ο ήχος που

ακούστηκε τη στιγμή που άρχισε να δημιουργείται το Σύμπαν, είναι

ο λεγόμενος Anaahata-Naada=‘ο μόνος ήχος που δέν παρήχθη απο


κρούση’ (διότι όλοι οι ήχοι παράγονται απο άγγιγμα δύο πραγμάτων,

αλλα τότε δέν υπήρχε παρα μόνο ένα όν, ο Θεός) =Αδημιούργητος

Ήχος, Άκτιστος Λόγος• απο τον οποίο δημιουργήθηκαν όλοι οι άλλοι

λόγοι. Απο τον Λόγο του Θεού δημιουργήθηκε κ δημιουργείται το

κάθε τί> Βάσταξε αυτό πολύ. Βγαίνει ένα άλλο <βγάζει ο

Αφέντης ένα άλλο ‘χαρτί ώς μεγάλο Ευαγγέλιον’> με μιάν βήτα


μεγάλη, <πιθανόν ήθελε να γράψει ‘θήτα’ κ έγραψε β

επηρεασμένος απο τα β που είχε ακριβώς απο πάνω γράψει σ’ εκείνο

το σημείο στις απο πάνω γραμμές. Κατα τη γνώμη του

μεταγράφοντος ήταν ένα σανσκριτικό Α, γραμμένο σε

διάφορες γραμματοσειρές, το πρώτο κ το πιό συνηθισμένο κ το πιό

αδιαμόρφωτο αρθρωτικά απο όλα τα άλλα σανσκριτικά γράμματα.

Των Ινδών ο Χριστός, ο QR,SNÁ, λέγει: «απο όλα τα γράμματα, είμαι

το Α». Εκτός κι άν, πρόκειται ακόμη μία φορά για το

ΩΜ που ο Μακρυγιάννης με θολωμένα

μάτια και επηρεασμένος απο τη λ. Βασιλεία το βλέπει σάν το

δικότου β> κ άρχισαν κ αυτά, κ πέρασε καμόσο, άλλα,


άλλα<γράμματα βγαίναν απο το ειλητάριο του Παντοκράτορος κ

περνούσαν εν είδει αμαξοστοιχίας ή ηλεκτρονικής κυλιόμενης

επιγραφής (έπειτα απο το πρώτο, ακολούθησαν τα υπόλοιπα

σανσκριτικά γράμματα, 48 γράμματα σύνολο).> - κ εγώ δέν


μπορώ να τα παραστήσω, οτι κ το φώς με σκότιζε κ η
τρομάρα κ τα δάκρυα των ματιώνμου. Τελειώνοντας
όλα αυτά, παρουσιάζουν ένα λείψανο, κ ήταν
ξαπλωμένο εις το στρώματου κ του έβγαινε η ψυχή•
τέτοια αγριότη δέν γένεται! <=τέτιο φρικαλέο θέαμα δέν

μπορεί να υπάρξει στον κόσμο!> Το πήραν κατα το αριστερόν


κ το συντρόφεψαν κάτι αλλόκοτοι• μόνον εις το
υστερνόν είδα ένα – δυό <απ’ αυτούς που το συνόδευαν,

ήταν:> με καπέλλο <ο ένας> κ περικεφαλαία ο


άλλος.<=υποθέτω ήταν το αποκαθηλωμένο σώμα του Χριστού που

το φρουρούσαν στρατιώτες με ρούχα της εποχής εκείνης, μιά σκηνή

σάν εκείνες που ζωγράφισε ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Διότι

οραματίσθηκε πρώτα την γέννηση του Χριστού, πώς βγήκε ‘Φώς εκ

Φωτός’ απο τον Πατέρα κ εισήλθε στη Θεοτόκο απο της οποίας το

στόμα βγήκε, ώς Λόγος του Θεού• στην επίγεια ζωήΤου ο Χριστός

δίδαξε κ έπραξε ‘κάθε λόγο που βγήκε απο το στόμα του Θεού’, γι’

αυτό είδε τα γράμματα ο Μακρυγιάννης• έπειτα οραματίσθηκε τον

θάνατοΤου, δηλαδή την ΘυσίαΤου>


259
Τότε ήταν αστενής η φαμελιάμου κ βογκούσε <=

‘βογκοσε’> πολύ. Βλέποντας τον πεθαμένον, διαβάζω να


ιδώ τα γράμματα – δέν μπορώ• έβγαινα: «… Γιάννη…
τελειώνει…» <=αυτά υποθέτω ήταν τα τελευταία λόγια του

Χριστού, που μίλησε στον Ιωάννη, κ στερνά είπε ‘τετέλεσται’>•


τότε λέγω: «πάγει η γυναίκα!». Μπαίνω σε
συλλογισμόν• διαβάζω – ούτε <τα άλλα,

προηγούμενα> γράμματα μπορούσα να βγάλω ούτ’


εκείνο<=ολόκληρη τη φράση απ’ την οποία είχε βγάλει κάτι σάν

«… Γιάννη… τελειώνει…»> • ούτε κ ήπατα <=θάρρος> ούτε


μάτια στεγνά. Τότε περικαλούσα δι’ αυτό κλαίγοντας•
κακοσκεπάστηκα (οτ’ ήταν μεγάλο κρύον), κ
ώς <=ήμουν σάν> μεθυσμένος – τρόμαξα να κοιμηθώ.
Σηκώνομαι την αυγή, τηράγω την φαμελιάμου: είναι
καλύτερα. Πάγω κ συγυρίζω εις τις εικόνες, κ
κλαίγοντας• τελείωσα• τηράγω απάνω, κ βλέπω τον
Αφέντημας, τον Σταυρόν, τον Εσταυρωμένον, την
Θεοτόκον κ Αγίους. Μετάνιες η Θεοτόκος κ οι Άγιοι, κ
γονατιστοί, κ με τα χέρια<δέονταν>, κ κλαμούς. Τότε
απογίνηκα κ εγώ, έπεσα τα μπρούμυτα κ έκλαιγα• κ
κάποτε έκανα μετάνιες, όταν αιστανόμουν άν είμαι
ζωντανός κ εις τον κόσμον• ξανάσανα κομμάτι,
άρχισα με το κομπολόγι, κ τί <άλλο> έκανα: κ εγώ δέν
ξέρω. Τότε βλέπω, οπου κοίταγα απάνω όλες αυτές τις
λάμψες, βγαίνει κατα μπροστά εις το Στήθος του
Αφέντημας γράμμα <=κείμενο> κ έλεγε: «η ελπίς
260
εις τον Θεόν (μιάν μεγάλη θήτα κ τόνον)• <=η λέξη

‘Θεόν’ ήταν κατα βυζαντινό στυλ συντομογραφημένη ώς ένα μεγάλο

γράμμα ϑ με τόνο. Ο Μακρυγιάννης δέν χρησιμοποίησε ποτέ τόνο

στο γράψιμοτου, αλλα του ήταν γνώριμοι οι τόνοι (οξεία κ

περισπωμένη) απο τα κείμενα που διάβαζε. Γιατί όμως δέν ήταν

ολόκληρη γραμμένη η λέξη ‘Θεόν’; Κατα τη γνώμημου ήταν η λέξη

γραμμένη ώς παραλλαγή του που επίτηδες έμοιαζε ϑ με τόνο,

οξεία ή περισπωμένη, σάν βυζαντινή συντομογραφία• κ καλά

ανέγνωσε, γιατί όντως σημαίνει τον Θεό> Η ελπίς εις τον


Θεόν! Θα σώσει την πατρίδασας κ θρησκεία, κ όλα τα
έθνη! Κ συντρίβει τους ασεβείς, κ δικαιώνεστε!» (όσες
φορές το διάβασα, κ το διαβάζω, έτσι το
έβγαλα).) <=αυτά, εκτός του , ήταν σε κανονική ελληνική

γραφή>.
Την άλλη ημέρα έβλεπα όλα τα ίδια. Έκαμα την
προσευκήμου την ημέρα αυτείνη, τηράγω εις τον
ουρανόν κ λέπω μιάν μεγάλη λάμψη κ έναν μεγάλον
λαμπρόν Σταυρόν. Εξακολούθησα το βράδυ κ
αγωνιζόμουν εις την αμαρτωλήμου προσευκή πολλές
ώρες κ με μεγάλη κούρασιν κ δάκρυα,
τένιασα <=εξαντλήθηκα>• ήρθα να κοιμηθώ, είχαν
περάσει τα μεσάνυχτα – βλέπω κ φέγγει όλη η
κάμαρήμου• κ ο Αφέντηςμας κ ο Χριστός κ η
Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι. Αναγνώστες! Αναγνώστες!
Αναγνώστες! Διαβάστε σας περικαλώ με προσοχή αυτά
οπου σημειώνει ο χερότερος απ’ όλο το πλάσμα του
Θεού, κ αγράμματος! Δέν είναι παραμύθια της
Χαλιμάς• είναι Αγανάχτησις Θεού κ οδηγίες σ’ εμάς
τους αμαρτωλούς ανθρώπους, όποιας θρησκείας κ άν
είμαστε. Κ ηθα παθαίναμεν (κ δέν ελπίζω <=νομίζω> να
μείνωμεν χωρίς να πάθωμεν κ να χυθούν αίματα
ανθρώπινα ποτάμιν -
261
κ η Ευσπλαχνία της ΠαντοδυναμίαςΤου, δια της
Πρεσβείας αυτείνης της κακολαλισμένης απο μάς των
ανθρώπων κάθε στιγμή Θεοτόκος, λέγω αυτής της
αγαθής Θεοτόκος τα κλάματα κ αγώνες κ όλων των
Αγίων, ίσως κ μας σώσουνε). <κενό στο τέλος αυτής της

γραμμής κ εσοχή στην αρχή της επόμενης>


Αφού αυτείνη την μεγάλη λάμψιν οπου είδα το
βράδυ, του Αφεντόςμας κ της ΒασιλείαςΤου, οπου δέν
μπορώ να σας την παραστήσω, ανάμεσα τον
Αφέντημας κ εις τον Χριστόν εφάνη ένας Σταυρός• Τον
πήρε ο Χριστός εις το χέρι• κ ευτύς βγαίνει ένας κ είχε
μιάν μεγάλη τρομπέττα κ την έβαλε εις το στόματου κ
φώναξε <=σάλπισε> πρώτα αριστερά κ δεύτερα δεξιά• κ
ευτύς κίνησαν δύο καβαλλαραίγοι με τις σημαίες, κ
συγχρόνως ο Σταυρός, κ ακολουθούσαν μαζίΤους απο
πίσω στρατεύματα. Ύστερα άρχισε μιά θάλασσα, κ
γιομάτη όλο καράβια μεγάλα κ τρανά με διάφορες
σημαίες, κ πλήθος απο αυτά: πνιγμένη <=τίγκα

γεμάτη> όλη η θάλασσα, όλο διάβαιναν. Ύστερα


άρχισαν μυρμηγκινοί <= ‘μιρμκινι’ = μακριές αράδες

μυρμηγκιών, εδώ μεταφορικά> στρατευμάτων μαύροι,


κόκκινοι, κ τα εξής• διαβαίνοντας κ αυτά πολλή
ώρα, <έπειτα> παρουσιάζεται μιά σάν αντάρα, κα-
262
πνός πολύς• κ ένας μεγάλος ποταμός όλο αίμα. Κ
τελειώνοντας αυτά, άρχισαν τουρκικά <=με το αραβικό

αλφάβητο> γράμματα• ο τουράςτους<tuğra=τίτλος ή

υπογραφή με περίτεχνα συμπλεγμένα αραβικά γράμματα. Του

σουλτάνου η tuğra = ο τουράς, γέμιζε την μία όψη όλων των

οθωμανικών νομισμάτων> πρωτοβγήκε κ κίνησε ομπρός, κ


κοντά <ακολούθησαν> τα γράμματα. Τελειώνοντας αυτά,
περνούν γράμματα δικάμας• έλεγαν: ‘παίρνει τέλος’•
ύστερα περνούν ψηφιά με αριθμούς πλήθος, <=αυτά
κττγνμμ ήταν εβραϊκά ‘τετράγωνα’ γράμματα, συχνά το σχήματους

θυμίζει δικάμας αριθμητικά ψηφία> πάλι βλέπω: ‘παίρνει


τέλος το βασίλειον’• εσκοτίστηκα κ απο νού κ απο
μάτια κ απ’ όλαμου τα ήπατα, κ αυτό μόνον μπόρησα
να βγάλω. Πέφτω να ξεκουραστώ• στέκομαι με το
κοντύλι, κ εγώ δέν ξέρω τί να γράψω! Εκεί οπού’μαι
γυρισμένος, βλέπω κάτω: γράμματα μαύρα• τηράγω
απάνω κ περικαλιούμαι, τα λέπω όλα άσπρα• τέλος,
τούτο έβγαλα: «Θεία Δίκη δίνει τέλος εις την
ασέβειαν».)
Βλέπω ύστερα ψηφιά: <=άγνωστα γράμματα, μεταξύ των

οποίων:> το ‘πί’ συχνά (το άλλο το μπροστινόν μου το

μπερδεύει). <εννοεί το το οποίο το παρομοίαζε με τη δικήτου

συλλαβή πι που επικολλώ εδώ: , αλλα δέν ήταν ακριβώς όμοιο, το

μπροστινότου μέρος (δηλαδή το αριστερό, που το συναντάμε

μπροστά πηγαίνοντας σε αυτό το γράμμα κατα τη φορά της γραφής)

διέφερε απο το γνώριμοτου πί κ τον μπέρδευε, δέν μπορούσε να το

καταλάβει τί είναι• αυτό το ‘μπροστινόν’ μέρος που τον μπέρδευε,

το παρομοιάζει στη σελίδα 258 με ‘λαβίδα’ απο της οποίας το

άνοιγμα βγαίναν τα άλλα γράμματα. Η όλη περιγραφή είναι η

καλύτερη που μπορούσε να δώσει. Τα ‘ψηφιά’ που έβλεπε ήταν ιεροί

σανσκριτικοί αφορισμοί, που η κάθε φράσητους αρχίζει με το

(ΩΜ)> Περικάλεσα, έκλαψα, δέν είδα αλλιώς.<=δέν είδα

γνωστάμου γράμματα> Κ, βέβαια, βάρυνα τον Θεόν• το


κατάλαβα κ μόνοςμου. Δέν μ’ έχει σύντροφον να μου
ειπεί τα μυστήριαΤου ο Θεός! Να με συγχωρέσει εις
την τρέλλιαμου.) <Ο Μακρυγιάννης εδώ είδε το μήνυμα του

Θεού προς όλους τους ανθρώπους, «όποιας θρησκείας κ άν είναι».

Όλες οι σημαντικές σήμερα θρησκείες, βασίζονται σε αυτές τις

γλώσσες: Αραβικά, Ελληνικά, Εβραϊκά, Σανσκριτικά. Το μήνυμα

άρχισε απο τις πιό πρόσφατες θρησκείες πηγαίνοντας βαθμιαία στις

αρχαιότερες. Πρώτα στα Αραβικά, έπειτα στα Ελληνικά (γιατί στην

Ελληνική είναι τα κείμενα του Χριστιανισμού), έπειτα στα Εβραϊκά,

που συνοδεύτηκαν απο Ελληνικά, γιατί η Εβραϊκή θρησκεία

βοηθήθηκε απο την Ελληνική γλώσσα στα Ελληνιστικά χρόνια, η

Παλαιά Διαθήκη μεταφράσθηκε στα Ελληνικά για να την

καταλαβαίνουν οι ελληνόφωνοι Εβραίοι. Έπειτα στα Σανσκριτικά,

γιατί στα Σανσκριτικά είναι γραμμένα τα αρχαιότερα σωζόμενα

θρησκευτικά κείμενα, κ όλα τα φιλοσοφικά συστήματα της Ινδίας,

που σημειωτέον έχουν μέσατους όλες τις θρησκευτικές κ

παραθρησκευτικές ακόμη αντιλήψεις κ ιδεολογίες όλου του κόσμου.

Τα μηνύματα μιλούν για τέλος του βασιλείου κ της ασέβειας, τέλος

του βασιλείου της ασέβειας. Η αρχαιότατη θρησκεία των Περσών

διδάσκει, παρόμοια με άλλες θρησκείες, πως ο Πανάγαθος Θεός

έδωσε στον Ahriman, άρχοντα των δαιμονίων, εξουσία στη γή για

ένα ορισμένο διάστημα, το οποίο τελειώνοντας η εξουσίατου θα

παύσει. Το τελευταίο χαρτί που μπορούν να παίξουν οι οπαδοί του

διαβόλου που εξουσιάζουν τον κόσμο, είναι να παρουσιάσουν έναν

δήθεν Χριστό, τον οποίο προλέγει η δικήμας θρησκεία>


Δι’ αυτό, της Τουρκίας, <πρέπει να σχολιάσω:> είναι
καιρός οπού’δα εις τον ύπνομου οτι: ένας
λαμπροφορεμένος ώς δεσπότης μου δίνει δύο χαρτιά
τούρκικα, κ μου λέγει: «δώσ’ τα του Σπυρίδωνα• οτ’
είναι τα παλιά προικοσύμφωνα της Τουρκίας,
263
κ να της τα δώσει, οτι Εγώ έκαμα νέα». <κ αυτό έχει

τεράστια σημασία. Η μεγαλύτερη αυτοκρατορία του κόσμου, δηλαδή

η Βυζαντινή, δημιουργήθηκε απο το πάντρεμα της Ανατολής με την

Δύση, εν προκειμένῳ απο το πάντρεμα της Τουρκίας με την Ελλάδα.

Όταν το Βυζάντιο έπνεε τα λοίσθια, το μόνο που μπορούσε να το

σώσει ήταν οι Τούρκοι. Αυτοί θα δημιουργούσαν την τάξη των

στρατιωτικών, θα αναλάμβαναν το στρατό που πλέον δέν υπήρχε, κ

τις ηγετικές θέσεις, ενώ ο εξαντλημένος Ελληνισμός θα θυσίαζε

τους μεγαλογεωκτήμονες που καταδυνάστευαν όλον τον αγροτικό

πληθυσμό κ θα συνδιοικούσε απο θέσεις πολιτικές κ πολιτιστικές σε

όλους τους τομείς φροντίζοντας να μήν γίνονται αδικίες ούτε σε

ορθόδοξους Χριστιανούς ούτε σε Μουσουλμάνους. Έτσι θα

ενωνόταν απολύτως ειρηνικά το απομεινάρι του Ελληνισμού με τους

τότε ακμάζοντες πλήν αριθμητικώς ελάχιστους Τούρκους, θα

γλυτώναμε όλη τη βιαιότητα της άλωσης της Πόλης κ των άλλων

πόλεων κ τόπων, θα γλυτώναμε το παιδομάζωμα κ τους

καταναγκαστικούς εξισλαμισμούς, γιατί οι Χριστιανοί θα

προσέφεραν εκούσια τις υπηρεσίεςτους στον κοινό στρατό κ στη

διανόηση κ στη διοίκηση κ δέν θα χρειαζόταν να γίνουν

Μουσουλμάνοι, γιατί ορθόδοξοι Χριστιανοί με Μουσουλμάνους θα

ήταν αγαπημένοι κ αδερφωμένοι. Αυτό ήταν το πρώτο


προικοσύμφωνο, δέν εφαρμόσθηκε, γιατί οι ‘Χριστιανοί’

μεγαλογεωκτήμονες δέν δέχονταν με τίποτε να χάσουν τα

προνόμιατους, που είχαν χαρέμια κ απόλυτη εξουσία επι της

περιουσίας κ της τιμής των δουλοπαροίκωντους (οι οποίοι έβλεπαν

τους Τούρκους εισβολείς ώς ελευθερωτές απο την καταπίεση των

‘χριστιανών’ αφεντάδωντους, βλέπε κ σελίδα 166), κ έβαζαν τους

ιερωμένους να πολεμούν με κάθε τρόπο εναντίον των

Μουσουλμάνων κ να κινούν εναντίοντους τα τελευταία

υπολείμματα της δύναμης που είχε απομείνει στον Ελληνισμό. Το

δεύτερο προικοσύμφωνο ήταν αυτό που εφαρμόσθηκε ώς

Τουρκοκρατία: ένας γάμος βιασμός με εχθρότητα κ μή συνεργασία

μεταξύ ορθοδόξων Χριστιανών (που ήταν όσοι είχαν μιά σχετικά

καλή κατάσταση κ γι’αυτό παρέμειναν Χριστιανοί) κ

Μουσουλμάνων (που ήταν οι πιό κακομοίρηδες, εξισλαμίσθηκαν

γιατί δέν άντεχαν άλλο την καταπίεση απο τους Χριστιανούς

αφέντεςτους), όπου παρά ταύτα οι Χριστιανοί διατήρησαν κ αύξησαν

τη δύναμητους ωστε να μπορούν να ελέγχουν όλο το κράτος, δέν το

έκαναν, γιατί οι ισχυροί Χριστιανοί (ο Θεός Χριστιανούς να τους

κάνει) ενδιαφέρονταν μόνο για προσωπικάτους οφέλη κ όχι για το

έθνοςτους ή το κοινό κράτος. Αυτά ήταν τα δύο προικοσύμφωνα του

Ελληνισμού με τον Τουρκισμό, κ έπαψαν να ισχύουν. Ο Θεός

έφτιαξε ένα καινούργιο προικοσύμφωνο που λέει πως θα ξαναενωθεί

ο Ελληνισμός με τον Τουρκισμό πάνω σε δίκαιες βάσεις, για να

αναστηθεί η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η κραταιότατη πάντων. Αυτό


το καινούργιο προικοσύμφωνο το εμποδίζουν με όλα τα μέσα οι

ηγέτες καί των δύο χωρών, που υπηρετούν ξένα συμφέροντα,

(διαίρει κ βασίλευε) για να μήν αναστηθεί το μέγα Βυζαντινό

Κράτος με τέτοια δύναμη κ δικαιοσύνη που δέν είχε ποτέ πρίν ούτε

το Βυζάντιο ούτε κανένα άλλο κράτος. Αλλα άν ο Θεός το θέλει, θα

γίνει, όταν τελειώσει η βασιλεία της ασέβειας στη γή>


Αυτά είδα κ σήμερα Παρασκευή εις την προσευκήμου,
οπου έγραψα: καράβια κ άλλα, κ το ‘πενήντα’
θαμπωμένο.) <εκείνο που παρομοίαζε με το γράμμα ‘πί’, που ήταν

μπροστά παράξενο κ έμοιαζε απο εκεί σάν λαβίδα ανοιγμένη, εδώ το

παρομοιάζει με τον αριθμό 50 ‘θαμπωμένο’, δηλαδή παραμορφωμένο.

Είναι πιά απολύτως σαφές πως πρόκειται για

το (ΩΜ. Το δίνω σε όλες αυτές τις

γραμματοσειρές)>
Δευτέρα ξημερώνοντας, ένας αξιωματικός, αγωνιστής
με πολλές πληγές, Χριστιανός πολύ καλός, η
πατρίςτου απο χωριόν της Λειβαδιάς, Δίστομον,
Αγγελής Οικονόμος λέγεται, γιατροχειρούργος• κ
κάνει τον γιατρόν• ήταν έξω σ’ ένα χωριόν
ονομαζόμενον Κορωπί• ήρθε κ μου λέγει: εκεί οπου
ήταν τα μεσάνυχτα είδε εις τον ύπνοτου: είδε οτι ήτον
ένα ψήλωμα, κ έβγαινε ένας ποταμός μεγάλος με
καθαρόν νερόν• κ απο τον πάτο οπου
πάγινε <=πάγαινε> το νερόν, εις το αριστερόν μέρος
βγήκαν πλήθος άνθρωποι κοκκινοφορεμένοι κ
άλλα <=κ με άλλα ρούχα>, κ πήγαν εις την κορφή του
νερού• απο το δεξιόν μέρος παρουσιάζεται ο
Παντοκράτορας με την ΒασιλείανΤου κ ένα πλήθος
ανθρώπων με βιβλία εις το χέρι με γράμματα κ
έλαμπαν <τα βιβλία με τα γράμματα> ώς τον ήλιον. Κ τότε
ανοίγει ο ποταμός κ έβγαινε το νερόν σάν αίμα κ
φωτιά κ αφανιστήκαν όλοι αυτείνοι οι κόκκινοι.) <=ο

Παντοκράτωρ με τους ΑγίουςΤου κ τους ΣοφούςΤου νικούν τους

αδικητές που μόλυναν κ τη φύση κ ανέβηκαν στην εξουσία (βουνό)

της γής. Η φύση, Σώμα του Θεού, που ήταν αγνή, οργίστηκε

εναντίοντους κ ζήτησε τον αφανισμότους. Φορούσαν κόκκινα ρούχα

οτι ήταν καλότυχοι, ήταν κ αιματοβαμμένοι, κ γεμάτοι με πάθη>


Ο ίδιος είδε εις τον ύπνοτου, ξημερώνοντας Πέφτη τα
μεσάνυχτα, οτι ήτον ένας βρόχος
<=βόθρος=βαθύς

λάκκος> κ εις τον πάτοτου έβγαινε ένα νερό


κατάμαυρον• <μαύρο σημαίνει λύπη, κ μυστικότητα. Μιά λύπη

ανάβλυζε συνέχεια απο την ψυχή του Μακρυγιάννη, αλλα ήταν νερό,

δηλαδή ζωογόνο, λύπη παραγωγική, πόνος που παράγει ζωή, σάν της

γυναίκας που γεννάει. Μιά σοφία του αποκαλύπτονταν συνέχεια,

αλλα ήταν απο πολύ βαθειά, γι’ αυτό του φαινόταν μυστηριώδης,

δέν την καταλάβαινε παρα μόνο ώς ένα σημείο, ώς ένα βαθμό> κ


απο πάνω το νερόν ήταν η σπηλιά του περιβολιούμου
(έτσι την
264
συμπέρανε <=αναγνώρισε>) κ ήτον ζωγραφισμένη: ο
Παντοκράτορας κ ο Χριστός με τον Σταυρόν εις το
Χέρι, η Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι, κ έλαμπε ο τόπος• κ
απο μέσα ήτον τ’ Άγιον Δήμα <=Βήμα> κ απο πάνω την
Αγίαν Τράπεζα πήγε ο Αφέντηςμας κ στέκεταν κ’
ευλογούσε με τα δύοΤου Χέρια• κ την Αγιο-Τράπεζα
την φύλαγαν γύρα πλήθος λαμπροφορεμένοι. <=Άγιοι ή

Άγγελοι> Κ ήρθε απο το χωριόν ο άνθρωπος


επίτηδες <=ήρθε γι’ αυτόν το σκοπό: για να μου τα πεί> κ μου
είπε αυτά.)
Ήρθε άλλος αγωνιστής, Αθηναίος, Χριστιανός αγαθός,
με αρετή, Γιωργάκη Κοτζιά τον λένε, <κ μου

είπε> οτι <στον ύπνοτου> του παράδωσαν μιάν σημαία μ’


έναν μεγάλον κ λαμπρόν Σταυρόν, του είπαν: «τρέξε
αναντίον της απιστίας κ ασεβείας με Αυτόν»• κ κινήθη
κ πήγε παντού εις την χώρα, κ σε μιάν εκκλησίαν
κ <εκεί> ηύρε πολλούς αλλοθρήσκους, κ ήταν κ ο
δεσπότης Αττικής κ άλλοι δεσποτάδες ανακατωμένοι
όλοι• μπαίνοντας η σημαία μέσα, του είπε ο Αττικής:
«τράβατην έξω!» ∴ <ο νοών νοείτω τί είναι αυτό που τρώει τον

Χριστιανισμό>
Δια της Παρασκευής οπου λέγω, αδελφοί αναγνώστες,
θαμπωμένο, δέν μπορούσα να βγάλω τα γράμματα κ
αμέλησα αυτά κ έλεγα άλλως δια άλλο κ
τιμωρίστηκα <=τιμωρήθηκα> απο τον Θεόν με δίκαια
αγανάχτησινΤου, κ αφού έκλαψα πικρά κ βάρεσα
πολλάκις το κεφάλιμου, ματα είδα την ΕυσπλαχνίαΤου
κ λέγει εις τα γράμματαΤου τ’ αγαθά: <λέγει εις τα

γράμματαΤου, σημαίνει οτι τα παρακάτω δέν τα άκουσε ο

Μακρυγιάννης αλλα τα είδε γραμμένα, άρα το «ν’ ακούς» σημαίνει

‘να υπακούς, να στέργεις’> «ό,τι να σου λέγω, ν’ ακούς κ να


γράφεις:». Αριθμός πενήντα δύο 52, αρθιμός 53∴,
αρθιμός 54∴, αριθμός 55∴, αριθμός 56∴, αριθμός 57∴,
αριθμός πενήνταοχτώ 58. <δηλαδή ο Θεός ήθελε να μας μάθει

πώς να μετράμε απο το 52 ώς το 58; Στην πραγματικότητα ήταν

σανσκριτικά ψηφία (δηλαδή γράμματα) επτά ιερών αναφωνήσεων οι

οποίες προλογίζουν τηSaawitríi, ήτοι:

Το : που δείχνει την κατάληξη της συλλαβής σε -H (-χ) το έπαιρνε

για τις τρείς τελείτσες που συνήθιζε να βάζει μετά απο αριθμητικά

ψηφία, κ γενικά μή μπορώντας να σκεφθεί οτι ήταν γράμματα

σανσκριτικά που δέν είχε δεί ούτε ακούσει παρα μόνο σε οράματα,

τα ερμήνευσε ώς αριθμητικά ψηφία>


265
«Δια της ΕυσπλαχνίαςΤου ο Θεός κάνει
νεκρανάστασιν κ σώνει κ λευτερώνει το πλάσμαΤου κ
γενικώς την ανθρωπότη όλων των εθνών απο την
τυραγνίαν κ δόλον κ απάτη της ασεβείας, κ γένονται
όλοι οι άνθρωποι ένα, μιά ποίμνη, εἷς ποιμήν, όλα τα
τέκνα του Θεού θα ιδούνε την ΕυλογίανΤου κ τ’ αγαθά
Αυτεινού κ της ΒασιλείαςΤου• κ τσακίζονται κ
συντρίβονται οι άλυσοι της ασεβείας, ο πλάνος του
διαβόλου κ των οπαδών αυτού, οπου αφάνισαν το
πλάσμαΜου οι καταραμένοιΜου».
Αδελφοί αναγνώστες, απο την ημέρα οπου σας
σημείωσα ώς την σήμερον, Δευτέρα, όλα αυτά τα
γράμματα είναι απο πάνωμου, άβυσσος της
θαλάσσης, <=πάρα πολλά. Αλλα μας σημείωσε απο αυτά τόσο

λίγα. Τα περισσότερα δέν τα αναγνώριζε, γιατί ήταν σε γραφές που

δέν είχε δεί ποτέ, κ πολλά απο τα γράμματα των άγνωστωντου


γραφών τα ερμήνευε ώς αριθμητικά ψηφία, που δέν ήταν> αρχή ώς
την σήμερον, με αριθμούς κ με όλες τις τάξες• είμαι ο
δυστυχής κ αγράμματος κ αστενής κ δέν μπορώ να τα
εννοήσω κ να τα γράψω. Ο Θεός άς κάμει το ΈλεοςΤου
σ’ εμάς τους αμαρτωλούς, να μήν μας πλανάγει ο
καταραμένος κ οι οπαδοίτου δια τροφές σε τούτην την
προσωρινή ζωή – κ να μας δίνουν κούφια καρύδια κ
ασκιά με αγέρα• οτι όλον τον κόσμον να κερδαίσει ο
άνθρωπος σε τούτην την προσωρινή ζωή κ να χάσει
την ψυχήτου: τίποτας δέν κέρδαισε.)
Το Σαββάτο, ξημερώνοντας Κυριακή, εις τις εννιάμιση
ώρες έπεσα να κοιμηθώ κ δέν μπορούσα, σηκώθηκα κ
έκατσα εις το στρώμαμου• ευτύς βλέπω τον
Αφέντημας κ όληΤου την Βασιλείαν. Ήμουν χωρίς
λύχνο (οτι συνηθώ
266
κ κοιμούμαι σκοτίδι) – έφεξε ο τόπος όλος• εις το
δεξιόν του Αφεντόςμας ο Χριστός κ η Θεοτόκο κ όλοι
οι Άγιοι στην σειράΤους. Βγαίνει η τρομπέττα κ την
λαλεί <= ‘λαγι’. Ίσως ήθελε να γράψει ‘λαλάγει’> ένας γύρα,
το ένα μέρος κ τ’ άλλο <=προς όλες τις

κατευθύνσεις> αρκετή ώρα, γύρα τρείς φορές. Τότε


άρχισαν κ γράμματα τούρκικα με τον τουράτους <tuğra,

βλέπε σελίδα 262> κ άρχισαν πλήθος στρατεύματα


κοκκινοφορεμένα, <επίσης:> άλλων λογιών φορέματα,
κ’ έβγαιναν, πεζούρα κ καβαλλαρία, κ έρχονταν
δεξιόν• κ μπαίναν μέσα αμάξια πλήθος κ αναγκαία
του πολέμου• αυτό βάσταξε πολύ, έρχονταν όμως σάν
σικιασμένοι κ απο Γαλλία, κ γιόμωσε, ο τόπος
επνίγηκε απο αυτούς. Τότε ολίγοι άνθρωποι
ασπροφορεμένοι, κ άλλοι πολλά ολίγοι εις αυτόν τον
μεγάλον πληθυσμόν, κ κινούνε αναντίοντους η
Θεοτόκος μ’ έναν λαμπρόν Σταυρόν εις το Χέρι κ οι
Άγιοι κ δυό καβαλλαραίγοι με λαμπρές σημαίες, κ
παίρνουν ομπρός αυτόν τον χείμαρρον κ δέν έβλεπε
ένας τον άλλον, κατασυντρίβονταν <οι πολλοί

(‘χείμαρρος’) κοκκινοφορεμένοι κ οι απο Γαλλία κατασυντρίβονται

απο τους λίγους ασπροφορεμένους κ απο τους Αγίους με τη Θεοτόκο.

Οι στρατιές των κοκκινοφορεμένων κ απο Γαλλία ήταν οι

κομμουνιστές. Θεωρητικά ο κομμουνισμός είναι η σωτηρία της

οικουμένης. Στην πράξη ήταν μόνο ένα μέσον να καταπολεμήσουν

τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, κ αφού κάνουν αυτήν τη δουλειάτους

να γυρίσουν στον καπιταλισμό. Βλέπε κ εισαγωγή, γ>.


Πρίν αυτό, βγαίνει ο βασιλέαςμας Όθων καβαλλάρης κ
άλλοι μαζίτου κ γένεται σωρός με τ’ άλογότου• τον
πλάκωσε απο κάτω τ’ άλογον κ’ έμεινε ξερός κ αυτός κ
αυτό <=το άλογο>. Κ απο πάνωτου ήταν ένας μ’ ένα
χαρτί ώς ευαγγέλιον, <=σάν εκείνα τα ειλητάρια που κρατάνε

ανοιχτά οι Άγιοι στις εικόνεςτους> τα γράμματα έλεγαν:


«αχάριστε κ παραβάτη του όρκουσου! Σε ανάστησα κ
σου έδωσα τ’ αγαθάΜου, κ απο τους δολερούςσου
σκοπούς κ των ομοίωνσου: έχυσες αθώα αίματα κ
χύνονται, κ ταλαιπωριόνται οι αθώοι! Κ τα
αίματάτους κ κόπους αυτείνων μεράζεις εις τους
βρωμερούςσου! Βουλωμένοι του καταραμένου είστε.
267
Εις το πύρ να πάτε όλοισας! Δέν μετανόησες κ ν’
ακούσεις τους λόγουςΜου• πολλάκις εκιντύνεψες – σ’
έσωσα• κ σου δίνω κ τοΕυαγγέλιονΜου, κ κοπιάζω
τόσο να σας σώσω, αχάριστοι – το πνίξετε εις το αίμα
κ αδικίες των αθώων• ήθελες να το φάτε – αυτείνη την
ημέρα σ’ έφαγε εσένα κ οπαδούςσου». Κ όντως
(δοξασμένο! δοξασμένο! δοξασμένο το ΠανάγαθόΤου
Όνομα κ της ΒασιλείαςΤου: πολύν καιρόν είχαν οπού’
θελαν να το χαλάσουνε, κ καταξοχή <=κατ’

εξοχήν> όταν έγινε η Μεταβολή της Γαλλίας απο τον


Αναπολέων<=Ναπολέοντα> κ η ζήτησις του Αγίου
Τάφου• τότε κ αυτείνοι θέλαν χωρίς άλλο να
γκρεμίσουν το Σύνταγμα <το Σύνταγμα εννοεί οτι είναι

Ευαγγέλιο που δόθηκε στον Όθωνα> δια τ’ άλθρο της


θρησκείας (τηράτε τις εφημερίδες τί λένε)• κ
του Ευαγγελισμού το είχαν χωρίς άλλο <να

πραγματοποιήσουν το σχέδιοτους> με μεγάλη προσπάθεια (κ


πόσοι αθώοι θα χάνονταν, ο ίδιος Θεός το γνωρίζει, κ
έκαμεν την δικαίανΤου κρίσιν).
Τότε, αφού έπεσε απο τ’ άλογον κάτω (εγώ δέν ένιωθα
τί είναι κ πώς• κ θάμπωσε κ ο νούςμου) τότε ένα
πλήθος ανθρώπων τον σήκωσαν, κ παρουσιάστη το
παλάτι κ τον πήγαν μέσα. Έπιασαν άλλοι να
σηκώσουνε τ’ άλογον• κ το σήκωναν κ έπεφτε κάτω κ
τεντώθη• άσπρο άλογον ήτον. <το άλογο είναι η δύναμη, τα

μεγάλα μέσα. Ο Όθων είχε δύναμη απο τον Θεό, (γι’ αυτό άσπρο το

άλογο) αλλα την έχασε> Τότε έφυγε κ Εκείνος με το


Ευαγγέλιον.
Ύστερα άρχισαν ευτύς κάτι λαμπροφόροι κ με πήραν
απο το στρώμαμου καθώς ήμουν• κ ήμουν ο ίδιος κ το
σώμαμου εκεί – κ εγώ εις το κρεββάτι-
268
μου κ έβλεπα• (οτι κ τότε οπου με κόλλησε εις τους
ουρανούς, οπου γράφω εδώ, εμέναν έβαλε κ εκεί εις τα
δεξιάΤου, ανάμεσα τον Χριστόν• κ η γυναίκαμου εις τ’
αριστερόν του Αφέντημας. Κ το έκρυβα: δέν τολμούσα
ούτε να φανταστώ αυτό ούτε να το ειπώ. Τότε
γύμνωσαν τον βασιλέαμας κ βασίλισσάμας εμπροστά
εις τον Αφέντημας κ εις την ΒασιλείανΤου –ήταν όλοι
μαυροφορεμένοι, ο Αφέντηςμας κ η ΒασιλείαΤου– εις
το κριτήριον το ανώτατον κ έκριναν αυτούς κ τους
γύμνωσαν, το ίδιον κ τους οπαδούςτους, κ άλλους
πολλούς: ξένους, κ τους έρριξαν εις το πύρ• κ όσοι
κάμαν με τις κουμπάρεςτους αμαρτία: κομμάτιασαν
αυτές κ φόρτωσαν τα κομμάτιατους εις τον ώμοτους•
κ όσοι άλλοι είχαν άλλα κακά, οπου ήταν ζεμένοι κ
τραβούσαν τα πέτρινα αμάξια γιομάτο πέτρες μέσα•
αφού κρίναν όλους αυτούς, τρείς φορές ο Αφέντηςμας
με το αριστερόνΤου Χέρι κ έπειτα όλη η ΒασιλείαΤου
οπου τους έκριναν είπαν: «στο πύρ! στο πύρ! στο πύρ
το εξώτερον!», κ εκεί άνοιξε το θερίον το μεγάλοτου
στόμα, κ τους έρριξαν κ μέσα εις αυτείνη την φωτιά•
ήταν κ ανέμες με τσιγγέλια κ καίγονταν πιασμένοι κ
φωνάζαν• τό’χω εδώ, γραμμένα αυτά, κ ματα τα
γράφω• σας λέγω, αδελφοί αναγνώστες: ούτε σκυλί να
μήν ιδεί αυτό!)
269
Πάγω εις το προκείμενον: (δέν ήθελα να γράψω οτ’
ήμουν εγώ• κ πάλι με μάλωσε ο Αφέντηςμας)• αφού με
πήγαν πλησίον εις τον Αφέντημας, πέρασε ο Χριστός
παρ’έκει, πλησίον εις την Θεοτόκον, κ άφησε τον
θρόνον άδειον αυτόν• κ εις το δεξιόν του Αφεντόςμας
με βάλαν εις τον θρόνον οπου κάθεταν ο Χριστός• κ
ευτύς κατέβη ολίγον αυτός ο θρόνος απο την γραμμή
του Αφεντόςμας κ του Χριστού κ της Θεοτόκος•
σηκώνεται ο Αφέντηςμας κ ο Χριστός κ η Θεοτόκο κ
όλοι οι Άγιοι, κ μ’ ευλόγησαν τρείς φορές• κ τότε
βγαίνει <=βγάζει>την κορώναΤου απο το κεφάλιΤου ο
Αφέντηςμας κ μου την βάνει, κ μου δίνει κ τον
Σταυρόν οπού’χε εις το ΧέριΤου με το ΙΝΒΙ <= ‘φι’, βλέπε

σελίδα 253> – κ μου τον δίνει εις το χέριμου το δεξί με


το δεξίΤου χέρι (πρίν αυτά, έκαμα τρείς μετάνιες κ με
ξαναευλόγησαν)• <ο Καραϊσκάκης για να τιμήσει τον

Μακρυγιάννη τον έβαλε να καβαλλήσει το άλογότου. Έτσι τιμώνται

οι άνθρωποι που βάζοντας την δικαιοσύνη πάνω απο τον εαυτότους

επιτυγχάνουν μεγάλα πράγματα> κ μου δίνει κ ένα λαμπρό


σπαθί κ ένα… είχε κόμπους κ έστραφτε <=ένα σκήπτρο

ήταν, είχε κόμπους σάν στρογγυλωπά εξογκώματα όπως τα αρχαία

ρόπαλα, ή κόμπους σάν του καλαμιού, συμβολικό όργανο τιμωρίας κ

μέτρησης, κ ώς σκήπτρο σύμβολο εξουσίας>• κ ο Χριστός με


τον Αφέντη μού’βαλαν το στεφάνι απο πάνω την
κορώνα, κ με σταύρωσαν με αυτό• έβγαλε ο
Αφέντηςμας ένα λαμπρόν δισκοπότηρον κ με
μετάλαβαν• κ μου τό’δωσε, <=το

δισκοπότηρο> ευλογώντας όλοι. Τότε η


Θεοτόκος μού’δωσε ένα λαμπρό πράμα. <=δέν το
αναγνώρισε ωστε να το ονομάσει. Αφήνω την φαντασίαμου να το

βρεί: ήταν ένα πολύτιμο πανί σάν μπέρτα, χρυσοκεντημένο• ή ένα

αγγείο μεγάλο με μυτερή βάση, παρόμοιο με σχήμα σβούρας, σάν

αρχαίος μεταφορικός αμφορέας. Μπορεί να είχε μέσα μιά

θαυματουργή ρίζα σάν μεγάλο ζαχαρότευτλο, ή κάποιο θαυματουργό

φάρμακο> Μπήκε η Θεοτόκος εις την λίνια <=γραμμή. Απο

τα ιταλικά> κ όλοι οι Άγιοι, κ με πολλές μετάνιες κ


κλαμούς δόξαζαν τον Θεόν κ Χριστόν. Τότε ήρθε ο
πολυέλαιος κ όλα όσα μου φέρναν πρωτύτερα (οπου
τά’χω γραμμένα
270
στο ίδϊον με την εποχήτις)• ύστερα ήρθαν όλοι οι Άγιοι
κ μου δίναν δώρα διαφόρων λογής <=λογιών>• <απο εδώ

αλλάζει η μελάνη, γίνεται πιό πυκνή, πιό σκούρη:> ύστερα ήρθαν


όλα τ’ αθώα παιδάκια οπού’ναι εις την ΒασιλείανΤου,
κ Τον δόξασαν (οτι εις την προσευκήμου περικαλούσα
όλα αυτά τ’ αθώα παιδάκια να πρεσβέψουν εις τον
Αφέντημας κ ΒασιλείανΤου να μας σώσουνε)• ύστερα
ήρθαν πλήθος λαός διαφόρων εθνών κ δόξαζαν τον
Θεόν κ την ΒασιλείανΤου, κ τους ευλογούσαν
όλους <τους λαούς αυτούς οι Άγιοι>. Τότε πήρε ο
Αφέντηςμας έναν μπαλτά κ έκοψε έν’ άσκημον
μεγάλον δέντρο, κ λέγει: «κόβεται εις το εξής κ
χάνεται η ασέβεια κ ο δόλος κ απάτη. <το δέντρο με τα

κλαδιά κ παρακλάδιατου είναι το σύστημα της τυραγνικής

εξουσίας> Κ λευτερώνω όλα τα έθνη οπου καταφάνιζαν


οι καταραμένοι παραβάτες του όρκουτους κ της
υπόσκεσήςτους. Κ στο εξής ευλογώ όλαΜου τα τέκνα
των εθνών κ τους δίνω τ’ αγαθάΜου όλα κ της
ΒασιλείαςΜου, κ θέλει <=θα> ζήσουνε εις το εξής
ευτυχείς κ με ειρήνη. Κ τα ευλογώ»• κ’ ευλόγησε ο
Αφέντηςμας κ η Θεοτόκο κ όλοι οι Άγιοι, με πολλές
μετάνιες εδόξασαν τον Αγίᾳ Τριάδι Θεόν. Τότε
πέρασαν κ τον Όθων <= ‘& τονοθον’, θα μπορούσε να

διαβαστεί ‘τον νόθον’, αλλα δέν είναι συνήθης λέξη ‘ο νόθος’ στο

έργο του Μακρυγιάννη> βασιλέα με παράταξιν κ τον πήγαν


εις τον τάφον. Τότε ο Αφέντηςμας κ όλη η ΒασιλείαΤου
κ ο λαός όλος κ εγώ κινηθήκαμεν δια έξω• κ τότε
άρχισαν
271
κ πλήθος στρατέματα των εθνών κ μπαίναν πεζούρα κ
καβαλλαρία κ άμαξες κ μεγάλες ετοιμασίες. Ύστερα
έγινε θάλασσα κ γιόμωσε καράβια• κ βρεθήκαμεν εις
την Κωσταντινούπολη• πήγαμεν εις την Αγίαν Σοφία,
κ σε όλα τα μέρη• κ με τα γράμματα έβλεπα το καθένα
κ θέσητου• <=εμφανίζονταν γράμματα που έλεγαν το όνομα του

κάθε τόπου> τότε όλα αυτά τα στρατέματα κ ο


πληθυσμός των καραβιών: έβλεπες εκείνες τις φωτιές
κ έγινε καπνός, καμόσο στάθη αυτό, τότε κατέβη
στύλος απο τον ουρανόν κ έπαψεν αυτό• κ
ευτύς <φάνηκε> το φεγγάρι κ ο τουράς – κόλλησε απο
πάνωτου ένας λαμπρός Σταυρός κ αυτά έσβησαν. <το

φεγγάρι κ ο τουράς εμφανίστηκαν ώς σύμβολα του Ισλαμισμού. Ο

Ισλαμισμός είναι αίρεση του Χριστιανισμού. Ήρθε απο πάνω απο

αυτά τα σύμβολα ο Σταυρός κ έσβησαν, θα πεί: θα έρθει καιρός που

ο καθαρός Χριστιανισμός θα καταργήσει τον Ισλαμισμό, όπως όταν


βγαίνει κ λάμπει ο ήλιος κάνει να μήν φαίνεται πιά το

φεγγαρόφωτο> Απο τις εννιάμιση ώρα ξημερώνοντας


Κυργιακή άρχισαν αυτά, όσο οπου έφεξεν καλά
τελείωσαν• όλη νύχτα δέν κοιμήθηκα καθόλου,
όσο <=ώσπου> έφεξεν.
Ξημερώνοντας Δευτέρα, πάλι απο βραδύς ώς το
πουρνό: κατέβη ο Αφέντης κ ο Χριστός, η Θεοτόκος κ
όλοι οι Άγιοι κάτω εις την κάμαρήμου, εις τον
θρόνοΤους. Κ η Θεοτόκος, ο Αγι-Γιάννης, η Αγια-
Κατερίνη: κ ο Άγιος Σπυρίδωνος έγραφε κ η Θεοτόκο
έβγαινε το κάθε πράμα κατα την περίστασιν, οπου μου
το φέρναν εις την Καθέντρατις, εις το σπίτι• τά’γραφε
ο Άγιος Σπυρίδωνας, κ ο Α-Γιάννης κ η Αγια-Κατερίνη
τα βαίναν με την τάξητους, γράφοντας κ δίνοντας.
Άρχισαν απο τον Σταυρόν πρώτα, κ πολυέλαιγο κ
κολυμπήθρα, κ δισκοπότηρον, κ άλλα μιλλεούνια, <=

‘εκατομμύρια’, αμέτρητα πράγματα> γιόμωσε ο τόπος. Κ μου


τά’δειχναν, οπου <παλιότερα, μέχρι τότε> τ’ άκουγα κ δέν
τά’λεπα
272
μόνοςμου. Στο τέλος μου γύρεψαν κ ό,τι μού’χαν
δώσει• είπα της Θεοτόκος, άνοιξε την κασέλαμου κ
πήρε την σκέπη του Αφεντόςμας, οπου μου την είχε
δώσει προ καιρού• την εγράψανε, την έβαλαν πίσω εις
την κασέλα. Μου γύρεψαν το χαμαιλίμου• έβγαλαν το
δαχτυλίδι κ άλλα, κ τά’γραψαν κ μου τό’δωσαν
πίσω <καθώς κ τα άλλα πράγματα>. Ήτον κ ένα
βλισίδι <=βαλιτσάκι. Γραμμένο ‘βιλισιδι’. Η λέξη συγγενεύει με
την ‘βαλίτσα’. Κάπου έχω ακούσει τη λέξη ‘βλισίδι’, αλλα το

ενσωματωμένο λεξικό του υπολογιστή δέν αναγνωρίζει την

λέξη> χρημάτων εις την σπηλιά του περιβολιού κ μου το


είχαν ειπεί <οι Άγιοι> προ καιρού (κ γελάστηκα ώς
άνθρωπος: το είπα ενού πειρασμικού ανθρώπου
οπού’ξερε πειρασμικών δουλιές)• κ με πήραν <τώρα οι

Άγιοι> κ πήγαμεν κ ανοίξαμεν εκεί: κ ήταν ένα θερίον


ψόφιον: τα χρήματα αυτά έγιναν ψόφιον
θερίον! Αυτά κάνουν οι ανόητοι.
Τότε μου δίνει ο Αφέντηςμας κ μιάν σαΐτα, <=βέλος,

λατινικό sagitta> έλαμπε, κ ένα χρυσό… με τρείς


κουμπέδες <qubbe=τρούλος (αραβικής προέλευσης οθωμανική

λέξη, απο σημιτική ρίζα qp=καμπύλη, κάμπτει.) Θα μπορούσαμε να

ερμηνεύσουμε οτι του έδωσε μιά χρυσή εκκλησίτσα με 3 τρούλους,

αλλα τα συμφραζόμενα όλα αναφέρονται σε όπλα. Επιπλέον, άν

ήταν εκκλησίτσα, θα το ονόμαζε• δέν το ονόμασε, διότι ήταν κάτι

όχι γνώριμοτου: ήταν ένα τόξο με τρείς καμπύλες. Εδώ είναι όχι η

συνηθισμένη έννοια του κουμπέ = ‘τρούλος’, αλλα η λιγότερο

συνηθισμένη έννοια ‘αρχιτεκτονικό τόξο, καμάρα, καμπύλη’> κ


ένα χρυσό τουφέκι, το σπαθί, κ τ’ άλλα• κ τά’γραψαν
όλα κ τά’βαλαν εις τον τόποτους.
Παρουσιάζει κ τον βασιλέα Όθωνα πεσμένο απο τ’
άλογον• του λέγει ο Αφέντηςμας: «παραβάτη του
όρκουσου κ της υπόσκεσήςσου!Ενεργητή με την
θέλησιν του πειρασμού! Έγινες αίτιος μεγάλων
δυστυχιών, κ αθώα αίματα πλήθος έχυσες, κ αδίκησες
απο’κείνους οπού’χα διορίσει κ ταλαιπωργιούνταν• κ
έγινες εσύ, στάθης επίγιορκος κ αχάριστος σε όλαΜου
τ’ αγαθά• κιντύνεψες τα πάντα! Κ την θρησκείαν σου
έδωσα, κ το ευαγγέλιόνΜου <=εννοεί το Σύνταγμα> κ σ’
έσωσα κ μόνοςΜου τόσον, κ το ΤέκνοΜου, κ όλοι,
αρχή κ τέλος – ποτέ γνώμη δέν άλλαξες εσύ κ όσους
έχεις• πήγες κόντρα εις την ΘέλησίνΜου• δέν
σεβάστης τα δώραΜου.
273
Την ημέρα αυτείνη οπου ελπίζετε να κατακερματίσετε
το ευαγγέλιονΜου κ τα πάντα, ετσακίστης εσύ κ
συντρί<φτη>ς• σύρε τώρα εκεί οπου <σου πρέπει ώς

αμοιβή των πράξεων που> εργαζόσουν κ θα’ρθούν κ’ οι


οπαδοίσου. Κ χάνεται απο’σάς όλους της
οικογενείαςσας κ όλων των δυτικών αυτείνη η ιδέα κ
απαίτησις <=η απαίτηση να παρατήσουν οι ορθόδοξοι το

Σύνταγμα κ την θρησκείατους> δια πάντα, απο την


ορθοδοξίαν• είναι νέον οικοδόμισμα, Θέλησις δικήΜου
κ της ΒασιλείαςΜου, νά’χουν αυτό, οπου ματα το
είχαν: Εγώ το σήκωσα κ Εγώ το δίνω οπίσω• κανένα
έθνος απο’σάς να μή ματα τολμήσει νά’χει αυτείνη την
απαίτησιν, κ ούτε, κ ούτε, κ ούτε κ αυτείνη η Ρωσία!
Οτι όποιος φανταστεί αυτό: είναι η δικαίαΜου Οργή
εις αυτόν, κ όσοι φανταστούν να τον συνδράμουν δι’
αυτό. Είναι Βασιλεία <=κράτος με πολίτευμα> του
ΜονογενούςΜου κ της Βασιλείας της εδικήςΜου• <=η

Ελλάδα θεσμοθετημένη άμεση δημοκρατία, κ εθνική ανεξαρτησία, κ

Ορθοδοξία είχε, κ θέλει ο Θεός να ξαναγίνει η Ελλάδα κράτος με


αυτά ακλόνητο. Αμέσως παρακάτω, στις σελίδες 274 – 275, ο Θεός

δίνει οδηγίες για την οργάνωση του Θεϊκού πολιτεύματος στην


Γ
Ελλάδα> κ διορίζω επίτροπον αυτού τον ιωάννη
Πρόδρομον κ της γενεάς Αυτού εις γενεά προς γενεά
εις πάντας τους <= ‘απατος’> αιώνες, δίνω αυτό,
αυτείνη είναι η ΘέλησήΜου κ ΕυκαρίστησίςΜου. Εσύ,
Γιάννη, πίστη εις Εμέ κ εις την ΒασιλείανΜου, κ η
γενεάσου να μιμηθούν εσένα• κ εις του Κωνσταντίνου
το σπίτι είναι η κατοικίασου κ των απογόνωνσου, όχι
αλλού».)
«Πηγαίνετε εις την Θεσσαλίαν με την συναιστθησίαν
Μου», μου λέγει, «με την Θεοτόκον» <=ο Θεός ονομάζει

την Θεοτόκον ‘συναισθησίαν’Του, νομίζω επειδή συναισθάνεται τον

Θεό, κ συναινεί με τον Θεό> (κ δέν μπορώ να Του προσφέρω


αυτό, κ εγώ γράφω το ίδϊον, Τον περικάλεσα) «κ εκεί
είναι θησαυρός κρυμμένος χρημάτων, κ λαβαίνοντας
αυτόν να φκιάσεις τις εννιά 9
274
εκκλησίες κ γκρεμισμένες οικίεςΜου κ της
ΒασιλείαςΜου. Κ όπου επισκοπές: <εκεί να έχετε> κ
κριτήρια πλησίονΜου• κ ένας <ιερέας> κ δύο κ
ο επίσκοπος το τέλος, μέσα εις την οικίανΜου•
αυτό <να εφαρμόσετε> κ τέλος, όχι άργητα! Κ αλλού
τέλος: <=στην κορυφή της ιεραρχίας σε κάθε επισκοπή> εκεί κ ο
αντιπρόσωπόςσου, Γιάννη, πλησίονΜου, κ όχι άργητα•
αυτείνη είναι η μεγαλυτέραΜου Θέλησις κ εις
πάντα <= ‘οαν’, επηρεάσθηκε απο τα γράμματα που
ακολουθούν> τον αναντίον ΟργήΜου ταχέα, κ εις τον
αμελούντα αυτά. Πρώτη οικίαΜου (Νεκρανάστασις!)
εις του παραβάτη την οικίαν, <=το ανάκτορο• να μετατραπεί

σε ναό ονομαζόμενο Νεκρανάστασις. Αυτή η μετατροπή θα είναι

νεκρανάσταση για την ορθοδοξία>οπου Με εμπαίζει κάθε


στιγμή με τους ομοίουςτου! Να λογαργιαστείτε με τους
αυτούς, πλησίον συγγενείς, ακριβώς: τί σας έχουν κ τί
τους έχετε; τέλος εις αυτούς κ εις την οικίαν αυτού με
αυτά! (κ όποιος <χρωστά> του άλλου, να δώσει το
εδικόντου κ δίκαιον). <=να λογαριαστείτε με τον βασιλέα

Όθωνα κ τους αυλικούςτου κ τους συγγενείςτου, να ξεκαθαρίσετε

ποιά είναι η σχέση μεταξύσας. Κ με αυτήν την πράξη (=ξεκαθάρισμα

λογαριασμών κ μετατροπή του ανακτόρου σε ορθόδοξο ναό) να

βάλετε τέλος στην βασιλείατους κ παραμονήτους στην Ελλάδα,

προσέχοντας όμως να μή μείνουν οφειλές μεταξύ των δύο μερών:

Ελλάδας κ βαυαρικής προέλευσης ανακτορικού

περιβάλλοντος> Δευτέρα οικίαΜου <να γίνει> εις το


σπήλαιόνσου: Αγία Τριάδα κ Παναγία. Τρίτο: του Α-
Γιάννη Βαπτιστή πλησίον απο κάτω οπου
Τού’χεις <=λίγο πιό κάτω απο εκεί οπου Του έχεις ήδη ένα

εκκλησάκι>. Τέταρτον: πλησίον της οικίαςσου <να

οικοδομήσετε ναό, του Θεού> άλλη οικίαν δια το Φώς το


εδικόΜου, <=επειδή εκεί αποκαλύφθηκε το ΦώςΜου> κ εις την
ΚαθέντραΜου κ της ΒασιλείαςΜου <δηλαδή> εις την
οικίανσου να γένει κ να σώζεται εσένα κ της
γενεάςσου προς ευκαρίστησίνΜου κ ΕυλογίανΜου. <=

να γίνει ναός κολλητά στο σπίτι του Μακρυγιάννη, κ το ίδιο το

σπίτι του Μακρυγιάννη να γίνει ένα με αυτόν τον ναό, γιατί το

σπίτιτου ήταν ιερό, σε εκείνο φάνηκε το Φώς του Θεού κ έδρευε ο

Θεός κ οι ΆγιοιΤου> Πέφτον <=5ον> άλλη οικίανΜου <να

φτιάξετε> εις την πατρίδα της γεννήσεώςσου: επισκοπή


κ τ’ άλλα <τ’ άλλα=κριτήριο κ ό,τι άλλο οικοδόμημα πρέπει να
πλησί γοντης, οικίανΜου
συνοδεύει κάθε επισκοπή>
ονομαζομένη ‘της ΕυσπλαχνίαςΜου’. Εις
Μισολόγγι <να οικοδομήσετε, τον έκτο ναό:> επισκοπή κ
οικίανΜου ονομαζομένη <= ‘ονΝομαζομενι’. Είναι η μόνη

φορά ώς τώρα που βρήκα κεφαλαίο γράμμα στο έργο του

Μακρυγιάννη> ‘η ΝίκηΜου’. Εις Πάτρα <να κατασκευάσετε,

τον έβδομο ναό:>οικίανΜου κ επισκοπή κ άλλα, ονομα-


275
<ναόν> ονομαζόμενον δια ‘του ΦωτόςΜου’.
Τροπολιτσά: <εκεί να φτιάξετε, τον όγδοο ναό:> οικίανΜου κ
επισκοπή κ άλλα, ονομαζομένη ‘της Αγαθότης’ <=της

Αγαθότητος του Θεού>. Εις Κωνσταντινούπολη <να χτίσετε,

τον ένατο ναό:> οικίανΜου <με το όνομα:> ‘της


ΣτερέωσήςΜου’ κ άλλα, όλες εννιά εκκλησίες 9∴. Κ να
είσαι επιτηρητής εις αυτά όλα να ενεργηθούν δικαίως
κατα την ΘέλησίνΜου, κ εις τις ελεημοσύνες, κ
δικαιοσύνη εις τους αγωνιστάς κ χήρες κ αρφανών
απο αυτών, κ εις τις συμφωνίες κ συνθήκεςΜας,
Γιάννη, <=σε όλα αυτά να είσαι επιτηρητής, αυτά> είναι με
την ΕυλογίανΜου ώς την συντέλειαν του
κόσμου».) <το παραπάνω κομμάτι της σ. 275 κ η σ. 274 με

δυσκόλεψε απο συντακτικής απόψεως όσο καμία άλλη ώς εδώ•

έλεγα ‘άραγε θα βγάλω άκρη;’• έβγαλα, δόξα τῷ Θεῷ>


Αγαθέ πατέρα του Παντός! Εμείς κανένα
καπετάλι <=κεφάλαιο> δέν είχαμεν, όλο κάλπικη μονέδα
μας είχε μείνει. Είχαμεν παστρική μονέδα πρώτα – την
χάσαμεν απο την ανοησίαμας κ κακίαμας, τόσες
αιώνες, κ εγίναμεν παλιόψαθα όλων των εθνών• κ
εκείνος οπου μας κυρίεψε: άχρηστην μονέδα μας
άφησε η τυραγνίατου. Μας ανάστησε η ΑγαθότηςΣου κ
της ΒασιλείαςΣου τα 1821∴. Μόνον την
ΕυσπλαχνίανΣου είχαμεν καπετάλι λαμπρό, κ της
ΒασιλείαςΣου. Εκοπίασες κ μας λευτέρωσες απο την
τυραγνίαντου κ απο την κακίαμας• μας ευλόγησες κ
μας συγχώρεσες, κ μας ανάστησες σάν τον Λάζαρον• κ
μας έδωσες κ δόξα κ θησαυρούς των πεθα-
276
μένων εμάς <=σε εμάς που ήμασταν πεθαμένοι> –κ
αχάριστοι κ εις την ΠαντοδυναμίανΣου κ εις την
ΒασιλείανΣου ήμασταν, κ εις τ’ αγαθάΣου• κ
ποταμούς αίματα χύσαμεν απο την ανοησίανμας, κ
χερότεροι απο τα πρώτα κ με μεγάλη κακοήθεια
εγίναμεν, κ είμαστε, καθώς φανήκαμεν κ φαινόμαστε.
Πάλε ο Θεός μας εσπλαχνίστης κ μας ελυπήθης, απο
τόσες κιντύνους μιλλιούνια φορές μας γλύτωσες –
άκουσες παστρική δοξολογίαν κ ευκαρίστησιν ποτές
απο’μάς; Μας καταπλάκωσαν πάλε λύκοι με
τροχισμένα δόντια, ξένοι κ ιδικοίμας – μας ανάστησες,
μας λευτέρωσες: τους διώξαμεν με ειρήνη, με την
ΔύναμήΣου• Σε δόξασαν αυτείνοι οπου τους έσωσες;
απο’μάς<αφαιρετική διαιρετική: αυτείνοι απο’μάς> οπου μας
καταβασάνιζαν κ μας κόβαν κ μας κόβουν χερότερα
απο τους Τούρκους! Τους έσωσες αυτούς <=τους

Βαυαρούς τυράννους> κ’ εμάς τα 1843∴, εκοπίασες η


ΠαντοδυναμίαΣου κ η ΒασιλείαΣου οχτώ μήνες οπου
ήμασταν λυσασμένοι, ντόπιοι κ ξένοι, κ δέν άφησες να
ματώσει μύτη. Έσωσες βασιλέα κ’ εμάς – Σε δόξασε
αυτός κ οι οπαδοίτου; Σε δόξασαν εκείνοι οπού’ταν
γυμνοί, κ τους έκαμες γερουσιαστάς, βουλευτάς; Σε
δόξασε κανένας? Δέν έγιναν κωλοπάνηδες <=κωλόπανα,

άκρως χαμερπείς δούλοι>


277
της ασεβείας κ κακίας? Σε δόξασε το γιερατείονΣου,
οι υπηρέτες της εκκλησίαςΣου; Σε δοξάσαμεν οι
στρατιωτικοί κ πολίτες;
Πέςμου, αγαθέμου Θεέ! Τί καπετάλια είχαμεν εμείς
παστρικά κ έκαμες συνθήκες μ’ εμάς; Η
ΠαντοδυναμίαΣου κ η ΒασιλείαΣου πάντοτες θεοτικά
καπετάλια έβαλες, κ Αγαθότη: άβυσσος της θαλάσσης
σ’ εμάς κ σε όλη την ανθρωπότη. Βλέπομεν την
μεγάληΣου κ απερίγραφτη Ευσπλαχνίαν κ της
ΒασιλείαςΣου• κ όντως κοπιαστής, θεμελιωτής,
εφευρετής εις τα πάντα – κ’ εμείς τρέχομεν εις τον
γκρεμνόν – κ η ΠαντοδυναμίαΣου ελυπάσαι σάν Θεός
Αγαθός• Δόξα! Δόξα! Δόξα της ΠαντοδυναμίαςΣου κ
της ΒασιλείαςΣου! Κ φώτισέμας, ένωσεμας, δώσεμας
γνώση να υπάρξωμεν εις την πρώτημας ηθική κ αρετή
οπού’χαμεν <ώς> μονέδα παστρική, να υπάρξωμεν κ εις
το εξής με την Ευκχή κ Ευλογία της
ΠαντοδυναμίαςΣου κ της ΒασιλείαςΣου.
Τρίτη ξημερώνοντας, τα μεσάνυχτα, παρουσιάζεται ο
Άδης ο αναχόρταγος, κ μέσα εκεί εις την κάμαρήμου.
Μέσα εις αυτό το περιβόλι του καταραμένου: πρώτος
παρουσιάζεται ο βασιλέαςμας Όθων με τ’ άλογότου,
εκεί κ όλοιτου οι οπα-
278
παδοί κ συμπράχκτορέςτου απ’ όλα τα μέρη. (Ο Θεός να
μήν το χρωστάει του οχτρούΤου το σκυλί να
ιδείς τοιούτως!). Αφού ήταν όλοι αυτείνη η συντροφιά
με τον αφέντητους τον έναν: τον πειρασμόν, κ με τον
άλλον <=τον Όθωνα> κ ήτον εις αυτείνη την δυστυχίαν,
τότε πάγει ένας μ’ ένα φανάρι κ τους έλεγε καθενού τ’
όνομάτου κ του έλεγε: «φάγε, χόρτασε δώρα του ενού
αφεντόςσου κ του αλλουνού, κ αναπαυτείτε τώρα όλοι
μαζί», τους έλεγε• κ’ εμένα του δυστυχή μου σηκώθηκε
το πετσίμου βλέποντας όλα αυτά κ πνίγηκα εις τα
κλάματα, αυτά οπου έβλεπαν τα μάτιαμου.
Ταλαίπωρε άνθρωπε! Του Θεού τα λόγια: τυφλώνεσαι
σε τούτην την προσωρινή ζωή κ τά’χεις παραμύθια! Κ
όντως, το ρητό του Θεού λέγει: «άν κερδαίσεις όλον
τον κόσμο κ χάσεις την ψυχήσου, τίποτας δέν
έκαμες!». Να βλέπεις βασιλείς κ σημαντικούς
ανθρώπους κ να τους τραβάνε ποιοί; ξυπόλητοι,
νηστικοί, γυμνοί, κ να τους τσαλοπατούνε, κ ο
αφέντηςτους ο διάβολος να τους καταβασανίζει, διατί;
διατί παίρνει ο χορτάτος βασιλέας: του ξυπόλητου, του
νηστικού, του γυμνού το δίκαιον, κ οι άλλοι
οπαδοίτους• κ κατατυφλωμένοι <λένε:> «δέν είναι
τίποτας!».
279
Αφού είδα αυτά όλα, πήρα: την φαμελιάμου
πρωτύτερα, κ όλαμου τα παιδιά, κ όλους του σπιτιού, κ
τους είπα να πάνε να φέρουν την δοξολογίαντους εις
τον Πανάγαθον Θεόν κ εις την ΒασιλείανΤου• με
κόπον κ με δάκρυα να Τον ευκαριστήσουνε δια την
μεγάληΤου νεκρανάστασιν οπου έκαμεν γενικώς δια
την ανθρωπότη, όποιας θρησκείας κ άν είναι.
Γυρίζοντας τα παιδιάμου φαμελικώς <όλα μαζί τα παιδιά

με την μαμάτους> απο την προσευκήτους, πήρα πρώτα την


γυναίκαμου κ της λέγω οτι: «ώς την σήμερον, τόσα
χρόνια είχες εμέναπροστάτησου• εις το εξής δέν μ’
έχεις• έχεις τον Θεόν κ την ΒασιλείανΤου, εσύ κ τα
παιδιάμας». Πήρα κ τα παιδιάμου κ είπα αυτό.
Τελειώνοντας την ομιλίανμου απ’ όλους αυτούς,
βλέπω γράμματα ομπρόςμου, με μεγάλη αγανάχτησιν
απο τον Θεόν κ της ΒασιλείαςΤου αναντίονμου διατί
να ειπώ αυτό εις του σπιτιούμου αυτούς!
Παράηρθε η ώρα, ήμουν κ αστενής, κ απο το γράψιμον
–κ αγράμματος– τένιασα• <:Πρέπει να προέρχεται απο το

λατινικό tenuis=ισχνός>ήθελα να πάγω να κάμω την


προσευκήμου ν’ αναπαυτώ• οτι όλες αυτές τις ημέρες
οπου γράφω αυτά, είμαι άγυπνος κ τένιασα όλως δια
όλου κ δέν μπορούσα να σταθώ.
280
Πηγαίνοντας εις την προσευκήμου, αγωνίστηκα πολύ
εις αυτό, κ ώρες, κ αποτένιασα <=καταεξαντλήθηκα>•
τελειώνοντας σηκώθηκα, κ τηράγω εις τον ουρανόν•
μπορώ να σας γράψω εγώ αυτά; Η ωραιότης αυτείνη,
οι μεγάλες λάμψες λογής των λογιών, κ εις την
τάξηΤου ο Αφέντηςμας κ η ΒασιλείαΤου, κ εκείνος ο
πληθυσμός λαμπρών προσώπων κ εις τάξεις – βλέπω κ
τον Μακρυγιάννη εις τον θρόνον εις τα δεξιά του
Αφεντόςμας κ ανάμεσα εις τον Χριστόν, κ γράμματα
εις το στήθοςμου εκεί λαμπρά κ λένε: «τέκνοΜου
εδικόΜου κ τέκνο της συναίστθησήςΜου, κ αδελφός
του ΜονογενήΜου Χριστού! Η αρετήσου κ
ο υπέρτατόςσου αγώνας νύχτα κ ημέρα: ετρύπησαν το
σώμασου• κ περικαλώντας Εμέν κ την ΒασιλείανΜου
δια την πατρίδασου κ θρησκείασου κ γενικώς η
ανθρωπότη να λευτερωθεί απο την παγίδα του
καταραμένου, κ να τσακίσω το όπλοτου κ την
ασέβεια, για να σωθούν η ανθρωπότης, όλοΜου το
πλάσμαΜου, όποιας θρησκείας κ άν είναι. Ο Θεός
είναι ένας, κ η ΒασιλείαΜου <=μία>• κ ώς τοιούτως ο
Θεός κ η ΒασιλείαΜου: ο ουρανός κ η γής σαλεύει – οι
λόγοιΜου δέν σαλεύουν, άπαντες, <=όλοι οι λόγοιΜου

είναι ασάλευτοι> σε όλες τις αιώνες! Κ δια τον αγώνασου


προς Εμέν κ αρετήσου, σου δίνω τον λόγοΜου, του
Θεού: οτι εις το εξής ζήτησις απο Εμένα κ της
συναίστθησήςΜου κ του ΜονογενούςΜου,
281
του συνεταίρουσου: η αίτησίςσου, ό,τι ζητήσεις παρ’
Εμού κ της ΒασιλείαςΜου: ο λόγοςσου είναι λόγοςΜου
κ υπόσκεσίςΜου, αγαθόΜου τέκνον, κ άλλος ποτέ ούτε
είδε αυτήν την χάρη, ούτε θα την ιδεί, μόνος είσαι εσύ.
Κ’ η υπόσκεσίςΜου είναι δικήσου κ των τέκνωνσου εις
γενεά σε γενεές• δέν μπορεί άλλος ούτε
να ενεργήσει <προς τούτο> ούτε να το απολάψει –να μήν
περάσει ανθρώπου αυτείνη η ιδέα: του είμαι πολέμιος
Εγώ ο Θεός!».
Αφού ήταν αυτά τα γράμματα γραμμένα εις το
στήθοςμου, οπου τήραγα εις τους ουρανούς βλέπω τον
ίδϊον Μακρυγιάννη εκεί να ευλογάει τον άλλον εδώ, με
την κορώνα εις το κεφάλιτου, κ με τον λαμπρόν
Σταυρόν εις το χέρι με το ΙΝΒΙ <= ‘φι’> – κ μ’ ευλογάει!
Πώς σας φαίνονται αυτά, αδελφοί, αξιότιμοι
αναγνώστες; Όνειρα; Κ εγώ ο ίδιος: ούτε μου περνούσε
αυτείνη η ιδέαμου – κ όποιος να μου τό’λεγε, θα τον
έλεγα μωρόν κ άφρονα, κ να τον έπιανα τον
μεγαλύτερονεμου οχτρό! οτι ούτε μάθησιν, ούτε αρετή,
ούτε γενναιότης, τέλος πάντων κανένα, κανένα,
κανένα καπετάλι παστρικόν, όλο κάλπικη μονέδα είχα
(οτι τέτοιους μαστόρους κ δασκάλους είχαμεν: τέτοια
μονέδα έφκιαναν <= ‘αυκυναν’>, τέτοια είχαμεν κ’
εμείς). Μόνο η υπερτάτη, η μεγάλη, η ακατανόητη
Αγαθότη του Αγαθού Θεού κ της ΒασιλείαςΤου:
‘τα αδύνατα ανθρώπῳ δυνατά προς τον Θεόν’ κ
ΒασιλείανΤου• τους μικρούς κάνει μεγάλους, κ τους
282
μεγάλους: μικρούς• κ τους σοφούς μωρούς, κ τους
μωρούς σοφούς• δια να μήν φαντάζεται κανένας
άνθρωπος κ να λέγει «εγώ»• να λέγει: ο Θεός τί θέλει,
εκείνο να παίρνει• κ νά’χει τις ελπίδεςτου εις τον
Θεόν, κ να φέρνει την δοξολογίαντου κ την
ευκαρίστησίντου εις τον Αφέντητου κ εις την
Βασιλείαντου, κατα την ΑγαθήΤου Θέλησιν• κ να μήν
λέγει: «πώς ο Θεός εκείνο; κ πώς εκείνο;»• σύντροφον
δέν είχε<ο Θεός> όταν αγωνίστη σε <=για να φτιάξει> όλα
τούτα τα πάνσοφα κ στέρεα κατορθώματα• κ βάσεις
στέρεες κ ακλόνιστες οπου λέπομεν, κ τ’ αγαθά οπου
χαιρόμαστε: <είναι δημιουργήματα κ κατορθώματα> Αυτείνου
του Αγαθού Θεού – κ γενόμαστε αχάριστοι εις τον
Θεόν κ εις την ΒασιλείανΤου, κ αφήνομεν την
Ευλογίαν του Θεού κ παίρνομεν του διαβόλου κ της
γενεάς αυτού.
Ποιός σου ετοίμασε εσένα του βασιλέα αυτό το
βασίλειον, του κάθε έθνους, κ διόρισε κ’ εσένα τον
άνθρωπον κ σ’ έκαμεν ανώτερον απο τους άλλους
ανθρώπους κ σε ονόμασε βασιλέα κ σου έδωσε την
ΕυλογίανΤου κ τ’ όνομα του ‘βασιλέα’ κ όλα τα μέσα;
Ο Θεός έχει όνομα ‘Βασιλέα’, ή ο διάβολος; Ο διάβολος
αυτό μόνον τ’ όνομα έχει, δια τις κακέςτου πράξεις.
Αυτός ο Βασιλέας ο Δίκαιος οπου αξιώνει εσένα τον
άνθρωπον κ σε κάνει ανώτερον των άλλων κ σου δίνει
τ’ όνομάΤου κ επισκιώνεσαι <=επισκιάζεσαι, μπαίνεις κάτω

απο τη σκιάτου, τίθεσαι υπο την Χάρη κ ΕυλογίαΤου (με την ευθύνη

να Του είσαι πιστός). Έγραψε ‘υπισκυνεσε’> εις τον


ανώτερόνσου Βασιλέα κ Αφέντησου κ Ευεργέτησου κ
του δίνεις υπόσκεσιν κ όρκον οτι θά’χεις δικαιοσύνη
εις το πλάσμαΤου, εις το ποίμνιονσου οπου

283
οπου σ’ έβαλε πιστικόν να Του το φυλάξεις απο τους
λύκους κ άλλα θερία, κ ν’ αγρυπνείς, να το φυλάς: κ το
διάφορότου, εισόδημάτου, είναι κέρδος δικόνσου• τα
πρόβατα αλλουνού Αφέντη, κ εσύ να παίρνεις το
μασούλι <αραβικής προέλευσης οθωμανικό mahsul = προϊόν,

παραγόμενο αγαθό, κέρδος. Στα ελληνικά λεγόταν συνήθως

‘μαξούλι’. Ενίοτε κ οι Οθωμανοί Τούρκοι το λένε maqsul> εκείνης


της συμφωνίας οπου έκαμες, κ έδωσες κ όρκον κ
υπόσκεσιν τοιούτη: οτι θέλεις <=πρόκειται να> πάρεις
τον κόποσου, εκείνο οπου συμφώνησες κ ορκίστης:
εκείνο είναι δίκαιον κ ευλογημένον• κ η συμφωνία
τοιούτη, κ’ η υπόσκεσις• κ τοιούτα κοντράτα ορκίστης:
αυτό το μασούλι θα παίρνεις κ τα πρόβατα θα τα
βαίνεις σε καλό λιβάδι κ σε καλό μαντρί, κ
τρογυρισμένα με σκυλιά του μαντριού, όχι χασάπικα
σκυλιά: εκείνα είναι μαθημένα οπου τρώνε αίματα κ
άντερα, δέν φυλάνε πρόβατα. Εσύ ο επίτροπος του
Θεού με τ’ όνομα ‘βασιλέα’, εσύ ο πιστικός έγινες ο
μεγαλύτερος λύκος, κ το μαντρίσου τρογυρισμένο απο
λύκους κ πλήθος απο αυτούς, κ κατακόβεις κ
κομματιάζεις εσύ ο μεγάλος λύκος κ οι άλλοι ύστερα:
αυτά τα πρόβατα! Κ έχεις κ χασάπικα σκυλιά κ πίνουν
το αίματους κ τρώνε τ’ άντεράτους οπου μένουν
απο’σένα τον λύκο τον μεγάλον κ άλλους. Κ του
νοικοκύρη του πήρες δολερώς πολλά κ καλά –
του’δωσες πίσω πολλά ολίγα, κ αυτά αστθενισμένα κ
καταφοβισμένα απο’σένα τον μεγάλον λύκο κ
συντροφι<ά>σου κ των σκυλιώνσου.
284
Κ δι’ αυτό το φύλαγμα το καλό οπού’καμες, θέλεις
διαδοχικόν να μένει αυτό το κοντράτο, <υπονοούμενο που
δέν θέλαν το άρθρο 40 του Συντάγματος που όριζε κάθε διάδοχος

του ελληνικού θρόνου να είναι Xριστιανός Oρθόδοξος> να τα


βρούν τα πρόβατα κ τα λυκόπουλάσου οπου θα
γεννήσεις, μαζί <=λάθος γραμμένο ‘μεζι’> κ των
συντρόφωνσου κ οπαδώνσου. Κ δια την τιμιότη οπου
έδειξες κ όρκον οπου έκαμες –κ γίνετε όλοι οι λύκοι
παραβάτες εις τον Αφέντησας κ υποσκέσεςσας– να σας
βγεί εις το εξής αυτείνη η πετριά <=καθαρά γραμμένο

‘πετρια’, κανονικά σημαίνει ‘χτύπημα με πέτρα / βολή πέτρας’. Εδώ

εννοεί ‘κάτι σκληρό σάν πέτρα’, δηλαδή η εμμονή. Πρέπει να

ερευνηθεί μήπως όμως ξεκίνησε απο κάποια λέξη οθωμανική

περσικής προέλευσης σύνθετη με το περσικό bed = κακό, όπως

το beddua=κακή ευχή=κατάρα> απο το κεφάλισας: μήν


ματάεχετε ελπίδες λύκοι να ματα φυλάξουν πρόβατα –
ούτε γουρούνια δέν θ’ αξιωθείτε να φυλάξετε εις το
εξής! Καρτέρεσε ο Θεός την μετανόησινσας ώς Θεός, κ
η ΒασιλείαΤου, απο’σάς – δέν στάθη τρόπος.
Έλεος βασιλέα <να ισχύει έχει καταντήσει> κ όχι Έλεος
Θεού: <=υπονοεί τη φράση ‘Ελέῳ Θεοῦ βασιλεύς’> πλήθος
γιορτές του βασιλέα κ με μεγάλες πομπές κ
ζητωκραυγές – του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου ολίγες κ
κατα-τσουρουτεμένες! <=ρήμα τσουρουτεύει απο το τουρκικό

xyryt- = ‘κάνει να σαπίσει κάτι, παραμελεί κάτι’> Οι παπάδες,


οι δεσποτάδες κ ο λαός: «ζήτω! ζήτω! ζήτω οι
βασιλείς! Κύριε φύλακκετους!» <= ‘Κύριε, φύλαττε!’, ευχή

μέσα στη Λειτουργία> – διατί να σε φυλάξει; ποίαν


ευκαρίστησιν Του κάνεις; Εσείς σηκώσετε την
δοξολογίαν απο τον Θεόν (κ οι οπαδοίσας) κ παίρνετε
την ευλογίαν του διαβόλου: του αφέντησας!
Ευχάριστοι <=ευγνώμονες> όλη η ανθρωπότης εις τον
Θεόν – αχάριστοι εσείς όλοι κ εις Θεόν κ εις
ανθρώπους! Τρογυριστήκετε κ με τοιούτους
τεμπέληδες κ ασεβείς καθώς εσείς, γλυκόγλωσσους,
κατασκόπους• με ληστάς, με αιμοβόρους, άρπαγους, κ
καταφανίσετε την ανθρωπότη κ τους κάμετε πολεμίους
του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου: ό,τι εσείς είστε – κ όχι
άλλο!
285
;Κ να σας ειπώ κ τις πράξεςσας τις καλές οπου κάμετε
εις την ανθρωπότη (που <=η οποία. Κανονικά ‘οπου’ σε αυτήν

τη χρήση, θαρρώ 3 φορές μόνο χρησιμοποιεί στο βιβλίο το ‘που’ ως

αναφορικό> είναι το στρώμασας του καθενού οπου


κοιμάται) εσάς των βασιλήδων <ονομαστική οι βασιλείς,

γενική υπέθεσε ‘των βασιλήδων’> (έξω <=εκτός> απο


ολίγους), κ <τί κάναν> οι οπαδοίσας, κ πώς λάβετε
όλοι ι άνεσιν, <:βάζει ευφωνικό ημίφωνο ι πρίν απο φωνήεν του

οποίου προηγείται φθόγγος ι, καθώς συνηθίζεται κ σήμερα στην

Κρήτη> κ Ποία <= ‘πιυα’> τρύπησε κ τρυπάγει νύχτα κ


ημέρα Ποδάρια κ Χέρια;<Της, απο τις μετάνοιες κ

παρακλήσεις για να λάβετε άνεσιν> – Αυτείνη η Θεοτόκος η


κακολαλημένη του Κίνη κ ομοίωντου, κ Καΐρη κ
Σοφιανόπουλου κ οπαδώντους. Με την σειρά ξηγούμαι
αυτό οπου με αξίωσε ο Θεός κ είδα εις την
ΒασιλείανΤου κ χάρηκα κ χαίρομαι• κ δια’κείνο
ελυπήθηκα κ λυπούμαι πικρά κ με ποταμούς δάκρυα ώς
άνθρωπος, οτι τόσα χρόνια περικαλιόμουν τον Θεόν κ
την ΒασιλείανΤου να λευτερώσει την ανθρωπότη
γενικώς απο’σάς κ οπαδούςσας, κ θυσίαζα
συστηματικώς κάθε μέρα περίτου <=παραπάνω> απο δύο
χιλιάδες τρακόσες 2300 μετάνιες (κ εις τις επίσημες
ημέρες τις δίπλωνα αυτές) κ Του ζήταγα επιμόνως
αυτό, απο την Πρεσβεία της Θεοτόκος κ του
ΜονογενήΤης• κ αφού το είδα, κλαίγω κ θρηνούμαι
νύχτα κ ημέρα κ μετανογώ εις την ζήτησινμου κ
γυρίζω ανάποδα την παράκλησήμου, να μήν με τύπτει
η συνείδησήμου, κ περικαλώ νύχτα κ ημέρα την
ΧάρηΤης να πρεσβέψει (κ όλοι οι Άγιοι), δι’ αυτό κ
τρύπησαν τα σώματάΤους ολονών κ μένα του
αμαρτωλού, κ έκαμεν το ΈλεοςΤου
286
σε ό,τι θα σημειώσω σειρά. Κ άν δέν κλαίγω κ
βασανίζομαι δι’ αυτό οπου είδα! Κ παθαίνει η
ιδιοτέλεια κ ο εγωισμός, κ χάνεστε μεγάλοι κ μικροί!
Κ απο τα δάκρυαμου του αμαρτωλού, πρώτα της
Θεοτόκος κ Αγίων –κ τούτο το χαρτί γιόμωσε κλάματα
κ δάκρυα, όσο να ιδούμεν το μεγάλο Έλεος του
Αφεντόςμας κ την θεοτικήν Ευσπλαχνία κ την
υπόσκεσίνΤου– δι’ αυτό ενέκρινε την αίτησίνμας.
Δευτέρα ξημερώνοντας, αποβραδίς άρχισε αυτό: βλέπω
εις το σκότος εις την κάμαράμου: κ παρουσιάζονται
ένα πλήθος σώματα –ο τοίχος γιομάτος γράμματα– κ
κατέβαιναν από’να γκρεμνόν κάτω εις την κάμαρήμου
τα σώματα αυτά. Ρωτάγω: «ποιός είναι αυτός;» – «ο
Όθων, βασιλέας» – «ο άλλος;» – «Γαρδικιώτης• κ
όλοιτου της Αυλής• κ η βασίλισσα• κ όλοι οι
υπουργοίτους• κ βουλευταί, γερουσιασταί κ τα εξής• κ
όλου του κράτους οι εκτελεσταί πολιτικοί κ
στρατιωτικοί• κ πρέσβες δικοίμας όλοι, απο Μεταξά κ
πέρα• κ πρόξενοι•». Κ εκεί ήτον ο Άδης ο
αναχόρταγος• τί’ναι αυτός? Εγώ τον είδα κ κλαίγω ώς
τώρα! Τότε σηκώθη ένας μ’ ένα φανάρι κ πάγει εις τον
βασιλέα κ βασίλισσα• κατα όνομα <αποκαλώντας τον

καθένα> «φάγε» του έλεγε, «εσύ’είσαι που


είσαι <καταδικασμένος> – τώρα φάγε!»• κ’ ένα θερίον
τρομερόν, φεύγοντας αυτός, τους καταβασάνισε
287
όλους αυτούς• κ αγρίεψε όλη η κάμαρη ύστερα, ήταν
τρομάρα• κ έρχεται ο υπερασπιστήςτους: ο
αφέντηςτους ο διάβολος με το φουσάτοτου να τους
σώσει• κ ώς αίτιον αυτών δια τα δεινά οπου
δοκιμάζουν, ενέκριναν εμένα! Κ ρίχνεται ο πρώτος
απάνωμου με το σπαθίτου κ με κέρατα (είχαν όλοι),
απάνωμου• η κακήμου τύχη: δέν άντησε <=έτυχε να

βρίσκεται. Λέξη συνηθισμένη στο άλλο βιβλίο του Μακρυγιάννη ώς

‘άντεσε’> εις την κάμαρήμου κανένας της Βασιλείας του


Θεού, ούτε Φώς τοιούτο έβλεπα θεοτικόν τίποτας• εις
το πρώτο δείλιασα πολύ κ έτρεμεν όλομου το σώμα•
είδα την υστερνήμου ώρα! οτι κιντύνευα• στάθηκα με
γενναιότητα, κ αντιπολεμώ με αυτούς, πρώτα με το
Όνομα του Θεού κ της ΒασιλείαςΤου, κ έπιασα κ το
σπαθίμου, πηγαίνοντα κ έρχοντα <=επιρρηματικές

μετοχές=καθώς πήγαιναν κ έρχονταν> απάνωμου• κ


αδυνάτισα• <=κουράστηκα> πλάκωσε η Βασιλεία του
Θεού, κ ευτύς έγιναν στάχτη κ κουρνιαχτός• κ ευτύς
ήρθε κ ο Αφέντηςμας, κ έλεγε: διατί να με αφήσουν
μόνον να κιντυνέψω;! (Κ μου έλεγαν ύστερα: άν δέν
έκανα κουράγιον, με τελείωναν). Τον περικάλεσα να
σηκωθούν κ όλα αυτά τα βρωμερά σώματα απο μέσα
την κάμαρήμου. Κ σηκώθηκαν κ αυτά. Σε
καμόσο <εμφανίστηκε> ο Αφέντηςμας εκεί, ο Χριστός, η
Θεοτόκος κ όλοι οι Άγιοι• έφεγγε ο τόπος ώς τα
μεγαλύτερα φώτα οπου είναι <=υπάρχουν>.
288
Τότε πάγει η Θεοτόκος, ο Α-Γιάννης, η Αγια-Κατερίνη,
κ βγαίνουν <=βγάζουν> όλα όσα δώρα του Θεού μου
είχαν φέρει εις το σπίτιμου, κ να μου τα παραδώσουν•
άρχισαν, πρώτα τον Σταυρόν (έγραφε ο Άγιος
Σπυρίδωνας, κ η Θεοτόκο μου τά’βαινε ομπρόςμου)•
ύστερα τον πολυέλαιον κ κολυμπήθρα. Ύστερα μ’
ευλόγησαν ο Αφέντης κ όλη η ΒασιλείαΤου κ με
διάβασαν• κ με μετάλαβε ο Αφέντηςμας κ μού’δωσε το
δισκοπότηρο• ύστερα μιάν χρυσήν μεγάλη σαΐτα με
πολλές γλώσσες, <=με πολλές αιχμές. Παρόμοια παρίσταναν οι

αρχαίοι Έλληνες τον κεραυνό του Διός: σάν μιά σκυτάλη με αρκετές

αιχμές απο τη μιά μεριά κ ισάριθμες αιχμές απο την

άλλη> ένα άλλο χρυσό μεγάλο <πράγμα> με τρείς


κόμπους, <=ένα τόξο με τρείς καμπύλες• τις ονομάζει κόμπους

κατ’ αναλογίαν προς τους ‘κόμπους’ δηλαδή τα μεταξύ των κόμπων

διαστήματα του καλαμιού, του σιταριού κ.λπ.. Μιά βλάχικη

παροιμία για το σιτάρι λέει: ‘σε πέντε μήνες, έναν κόμπο

(μεγαλώνει), σε έναν μήνα πέντε κόμπους’> κ ένα λαμπρό


τουφέκι, κ σπαθί (μου το φόρεσαν με Ευλογίες)• κ
γιόμωσε όλος το τόπος απο αυτά όλα τα θεοτικά δώρα
κ της ΒασιλείαςΤου. Ρωτήθη ο Άγιος Σπυρίδωνας να
τα διαβάσει, <να δούν> άν είναι όλα• ήταν όλα. Τότε
μου λέγει ο Αφέντηςμας: «λάβετα, Γιάννη• είναι της
βασιλείαςσου κ των απογόνωνσου. Κ άλλα θα λάβεις
με την Ευλογίανμου». Τότε σηκώνομαι γονατιστικώς κ
κάνω μετάνιες κ ευκαριστώ τον Αφέντημας κ την
ΒασιλείανΤου κ <ζητώ> η ΕυλογίαΤους να με βγάλει
καθαρόν να σταθώ εις τον όρκο οπού’δωσα κ εις την
υπόσκεσίνμου (οτι με όρκισαν). Τότε κλαίγοντας λέγω
του Αφέντημας <απευθυνόμενος> εις Θεόν κ εις την
ΒασιλείανΤου: «μπορεί να μιλήσει άνθρωπος; έχει
άδεια; έχει τόλμη αυτείνη, ή όχι;
289
Λέγει ο Αφέντηςμας: «τον άνθρωπον το έκαμα
ανεξάρτητον• κ όταν είναι με τους ΛόγουςΜου,
λαβαίνει κ αυτός ό,τι αγαθά έχω κ Εγώ». Τότε λέγω
κλαίγοντας: «ό,τι ζητήματα έχω εγώ ο αμαρτωλός
άνθρωπος απο Θεόν…». Ο Θεός <απάντησε οτι> τα
γνωρίζει πρωτύτερα, κ δικαιώνει τον άνθρωπον άν ο
άνθρωπος έχει Άδεια κ όχι Αγανάχτησιν Θεού• τον
συχωράει ο Θεός κ μιλεί <=εκφράζει τα αιτήματάτου> όσα
ο Θεός γνωρίζει πρωτύτερα• «έχεις Άδεια, κ
Ευλογίαν». – «Όταν εγώ περικαλιόμουν νύχτα κ ημέρα
(κ Σε περικαλώ κ με υγεία κ μ’ αστθένεια) Σου
ζήτησα <να γίνει η χώραμου> βασίλειον• ζητούσα, κ ζητώ
ακόμα κ επιμένω εις αυτό: να μου σώσεις την
πατρίδαμου κ την θρησκείαμου κ γενικώς τους τίμιους
ανθρώπους της κοινωνίας, όποιας θρησκείας κ άν
είναι (έλεγα κ τό’χω γραμμένο: αυτά <τα λόγια>), κ:
τους ατομικούς οχτρούς<μου> να τους συχωράς – κ
όσοι βασανίζουν την ανθρωπότη: είσαι δίκαιος,
έλεγα, κ κάμε ώς Θεός Δυνατός (οτ’ είμαστε όλοι
αδύνατοι οι άνθρωποι), κ έγιναν θερία κ
ανθρωποφάγοι εις εμάς• κ οι βασιλείςΣου κ οι
αρχιγερείςΣου κ οι κριταίΣου κ όλοι αυτείνοι σήκωσαν
την ευλογίαν απο την ΠαντοδυναμίανΣου κ της
ΒασιλείαςΣου κ την έδωσαν όλοι αυτείνοι του
αφεντόςτους του διαβόλου.
290
Κ: το ΈλεόςΣου ζητούμεν, να μήν λείψει η ΔύναμίςΣου,
η ΕυλογίαΣου, η ΕυτυχίαΣου, η ΦώτισίςΣου, η
ΠροφύλαξίςΣου, η Οδηγία της ΠαντοδυναμίαςΣου κ
της ΒασιλείαςΣου: να μας σώσεις τους αμαρτωλούς,
τους ανάξιούςΣου δούλους κ σκλάβους.)
Σε απολάψαμεν κ’ εμείς οι αμαρτωλοί: το σπίτι της
ΑγαθήςΣου Θέλησης, η ΚαθέντραΣου, απολάψαμεν την
ΠαντοδυναμίανΣου, τον Χριστόν τον Αληθινόν, την
Θεοτόκον κ τους Αγίους• σε απόλαψε η σκλάβαΣου, τα
σκλαβόπουλάΣου, κ όλοι του σπιτιούΣου, κ εγώ ο
αμαρτωλός, ο ανάξιοςΣου δούλος. Κ μας ευλόγησες κ
μας συχώρεσες κ μας καθάρισες κ μας ανάστησες ώς
τον Λάζαρον• μας γλύτωσες απο δολοφονίες, απο
φαρμάκια, απο μαγείες, έργα του διαβόλου. Απο τόσα
μιλλιούνια κακά γλύτωσες όλουςμας, έβγαλες το
κακόν κ την αστένεια απο μέσα το σπίτιΣου• έσωσες κ
ανάστησες την σκλάβαΣου, τα σκλαβόπουλάΣου, κ
όλους του σπιτιού. Μας γιάτρεψες, Αγαθέ, η
ΠαντοδυναμίαΣου κ Η ΒασιλείαΣου, έσωσες κ’ εμένα
τον ανάξιονΣου σκλάβον! Κ δια της ΑγαθότηςΣου κ
της ΒασιλείαςΣου
291
μού’δωσες το λαμπρόν κ πολυτίμητον Σταυρόν δια
μέσον της Θεοτόκος κ των ΑγίωνΣου• μού’δωσες κ
απο το λαμπρό κ πολυτίμητόΣου φόρεμα• μού’δωσες το
λαμπρόΣου κ πολυτίμητόΣου δαχτυλίδι• μού’δωσες
την λαμπράΣου σκέπη δια μέσον της Θεοτόκος κ των
ΑγίωνΣου• μού’δωσε κ η Θεοτόκος το λαμπρό κ
πολυτίμητον δίπλωμα• μού’δωσαν κ τ’ Άγια τα
Σώματα το αγαθότους δώρον: δώρα θεοτικά του
Χριστού του Αληθινού, της Θεοτόκος κ των Αγίων:
εμένα του αμαρτωλού, εμένα του αναξίουΣου δούλου κ
σκλάβου• Δόξα! Δόξα! Δόξα το ΠανάγαθόνΣου όνομα
κ όληςΣου της Βασιλείας!
Μιλλεούνια τούτα κακά <μόνο έχω>, Κύριε Πανάγαθε
Θεέ, εγώ δέν έχω κανένα καπετάλι παστρικόν να Σου
προσφέρω δια να Σε δοξολογήσω κ να Σε προσκυνήσω
την ΠαντοδυναμίανΣου κ την ΒασιλείανΣου, κ να
ευγνωμονήσω – όλο κάλπικη μονέδα έχω, οτ’ είμαι
τοιούτος,
292
κ <επιπλέον> μας έντυσαν αυτείνο το φόρεμα <του

διαβόλου> κ δοξολογώ με αυτό.


Κ έκλαιγα κ έλεγα, κ λέγω: ‘σώσεμας απο αυτούς!’.
Διατί έλεγα αυτό, κ λέγω με κλάματα να μας σώσεις κ
να είναι <=να υπάρχει, να εφαρμόζεται> η
ΔικαιοσύνηΣου; <το έλεγα κ το λέω διότι> με
αυτό ευφραινόμαστε κ ζούμεν – οτι τιμωρίζεται
γενικώς η αρετή κ δοξάζεται η ασέβεια! Διατί
περικαλιούμαι; οτι αυτείνοι χάσαν την ΔικαιοσύνηΣου
κ την υπόσκεσίντους κ όρκοτους, κ μας
κατήντησαν <να είμαστε>τέτοιοι οπου φαινόμαστε, κ
μισαφιραίοι <=μουσαφίρηδες, περιπλανώμενοι, ξένοι. Απο

αραβική ρίζα sfr=ταξίδι, περιπλάνηση> κ κατατρεγμένοι εις


την πατρίδα της γεννήσεωςμας! Θεέ του Ουρανού κ
του Παντός! αυτείνοι γραμματισμένοι, αυτείνοι
πολιτισμένοι έκαμαν κ κάνουν αυτά τα λάθη• κ εγώ:
να ορκιστώ – κ να Σε απατήσω να κάνω χερότερα
(οπου δέν έχω κανένα προσόντο απ’ όσα είπα
αυτείνων) κ να γένω παραβάτης του όρκουμου; <:άν

πράξω έτσι> με ζυγώνει Θεός άλλη φορά, κ η


ΒασιλείαΤου; να μιλήσω θάματα έχω αρετή; να
μετανοήσω;<=ενώ υποσχέθηκα να μή μιλήσω για θαύματα που

βλέπω, να αλλάξω γνώμη κ να πατήσω την υπόσχεσήμου;

τότε> πού θα την έχω εγώ αυτείνη την ψυχή κ πού θα


ματα την ιδεί Θεός κ η ΒασιλείαΤου; Η
ΠαντοδυναμίαΣου βρίσκεις βασιλείς να βάλεις εις το
πλάσμαΣου – εγώ ψυχή δέν ματαβρίσκω• κ τρόμαξα με
τόσους κόπους να Σου την παρουσιάσω – κ δια τον
αχόρταγον Άδη δέν την δίνω, ούτε εις το πύρ (οτι με
αξίωσες κ είδα αυτά όλα).
293
Πείσμωσε Θεός κ η ΒασιλείαΤου οτι εγώ είπα της
γυναικόςμου κ παιδιώνμου ‘εις το εξής δέν είμαι εγώ
πατέρας κ μητέρα, είσαι η ΠαντοδυναμίαΣου κ η
Θεοτόκος, προστάτες εις το εξής αυτεινών’• θα
ζητήσω απο τον Θεόν κ ΒασιλείανΤου εκείνα οπου
μπορώ ν’ αντέξω – κ τότε λαβαίνω κ θεοτικά δώρα:
πρώτα: βασιλέας να είναι ο Χριστός της πατρίδος κ
της θρησκείας, κ η Θεοτόκο• να με οδηγούν να
<ενε>ργώ, κ η βοήθειάΣου ποτέ να μήν λείπει.
Δεύτερον, να μου δώσεις καθαρά ψυχή κ υγείαν να
τρέχω• κ παιδιών κ φαμελιάς: να μήν έχω εγώ
αυτεινών τις φροντίδες κ χάνω τον καιρόμου εις
αυτούς – κ τότε τα δώρα άς τα έχει ο Χριστός κ η
Θεοτόκο κ οι Άγιοι». <=την φροντίδα της οικογένειαςμου, άς

την έχει ο Χριστός, η Θεοτόκος κ οι Άγιοι, κ τότε άς κρατήσουν

Αυτοί τα δώρα που θα δίνονταν σ’ εμένα κ που μου δόθηκαν> Λέγει


ο Αφέντηςμας: «γραμμένο! όλα αυτά γίνονται• ομως
τον Χριστόν κ Θεοτόκον κ Αγίους δέν είναι
δυνατό<αυτό που ζητάς, να αναλάβουν (ο Χριστός, η Θεοτόκος κ

οι Άγιοι) την κηδεμονία της οικογένειαςσου κ να πάρουν τα ανάλογα

δώρα. Προσέξτε την αιτιατική: τον Χριστόν, Θεοτόκον, Αγίους, ώς

υποκείμενα νοητών απαρεμφάτων που εξαρτώνται απο την

απρόσωπη έκφραση «δέν είναι δυνατό», καθαρά αρχαιοελληνική

σύνταξη οφειλόμενη είτε στο αρχαΐζον ύφος του Παντοκράτορος

είτε στο μυαλό του Μακρυγιάννη που λειτούργησε όπως των

αρχαίων Ελλήνων που θεωρούσαν πως το υποκείμενο απαρεμφάτου

δέν μπορεί να μπεί σε ονομαστική γιατί είναι εξαρτώμενο, όπως

εξαρτώμενο είναι κ το απαρέμφατο>» – «το μεγαλύτερόμου


ζήτημα <=αίτημα> είναι αυτό, κ τολμώ να ειπώ σε Θεόν:
επιμένω εις την ταπεινήμου αίτησιν• αλλιώς είμαι κ
εγώ δια τον λαβύρινθο <= ‘λαφιραθο’, επηρεάστηκε απο

‘λάφυρα’. Εννοεί την Κόλαση> κ πύρ! κ δέν πάγω εκεί! χάνω


δια πάντα…<= δέν θέλω να πάω εκεί, γιατί τότε θα χαθώ για

πάντα>
294
Κ ζητώ κ άλλο: να μου δέσεις τα χέρια να μήν
μαζώνουν μέταλλον, αλλα να δύνονται έθεν η ανάγκη.
Κ: έχω γυναίκα κ παιδιά, είναι σκλάβοι δικοίΣου – κ
εγώ: κ βασιλέα να με κάμεις, εκείνη την κατάστασιν
οπού’χω απο την ΕυλογίανΣου (απο τέσσερες χιλιάδες
δραχμές πέφτει του κάθε ενούμας), αυτά έχω να δώσω,
αυτά έχω δικάμου κ θα
τους επισκιωθώ <=επισκιώνομαι=επισκιάζω, μεταδίδω χάρη. Το

(απο τ’ αραβικά) οθωμανικό saje=σκιά, σημαίνει επι το πλείστον

(οφειλόμενη) χάρη, δυνατότητα που χαρίζεται> κ την


ΕυλογίανΣου κ της ΒασιλείαςΣου – κ εγώ το
μερίδιόνμου θα το δώσω εις τους ναούςΣου οπου με
διόρισες να γένουν• κ έχουν χρέος όλη η ανθρωπότη,
όποιας θρησκείας κ άν είναι, να συνεισφέρουν όλοι να
γένουν προς ΔόξαΣου κ της ΒασιλείαςΣου. Οτι βλέπω:
την ΕυσπλαχνίανΣου κ τ’ αγαθάΣου κ της
ΒασιλείαςΣου τα μεράζεις σε όλους, κ όλοι έχομεν
χρέος δια τα σπίτιαΣας: να δοξάζωμεν το
ΠανάγαθόΣου Όνομα κ της ΒασιλείαςΣου εις τόπον
ανάλογον δια Θεόν κ της ΒασιλείαςΤου. Τότε έπεσα τα
μπρούμυτα κ έκλαιγα κ έτρεμα (κ κλαίγω οπου γράφω).
Λέγει ο Θεός: «κ μωρολόγος είσαι κ ενοχλητικός κ
πεισματώδης!». Τότε σηκώθηκα, κ μού’ρθαν <δάκρυα

μεγάλα κ λυγμοί>. <Εδώ τελειώνει το σωζόμενο χειρόγραφο, στο

πιό κρίσιμο σημείο. Γι’ αυτό τα παρακάτω τα συμπληρώνω όπως με

φώτισε ο Θεός:>. <Τότε μου λέγει ο Κύριος: «Τί κλαίς, ωρε


Μακρυγιάννη;». Έκαμα να του απαντήσω – πού να μου βγεί φωνή

του δόλιου! Μονάχα λυγμός μου βγήκε, σάμπως να κλαψουρίζουν τα

σκυλιά κ οι λύκοι• κ έπεσα ξανά τα μπρούμυτα, οτι δέν έχω πλέον

πρόσωπο να βλέπω τον Αφέντημας, που με αποπήρεν έτσι!. Τότε μου

λέγει: «Τί κλαίς ωρε Μακρυγιάννη; Άν κλαίνε κ οι πολεμιστές, οι

άλλοι άνθρωποι τί θα κάμουνε; Άν κάτι σου φταίγω, να μου το

ειπείς! Τίποτας δέν σου φταίγω! Άλλοι δέν είδαν κ πιστέψανε• εσύ –

κ απο άλλους άκουσες τα μηνύματάΜου, κ μόνοςσου Με είδες κ Με

βλέπεις, κ δέν πιστεύεις! Αφού σου το είπα κ άλλη φορά: η θάλασσα

σαλεύει κ η γής – οι λόγοιΜου δέν σαλεύουν! Κ τώρα πασκίζεις

γνώμη να Μου αλλάξεις; Για παιδάκι του σκολειού με πέρασες κ πάς

να μου αλλάξεις τη γνώμη; Δέν είμαι παιδάκι του σκολειού, είμαι ο

Δάσκαλος όλων των Δασκάλων, κ όποιος Με ακούγει κ φυλάγει τους

λόγουςΜου, προβοδεύει σε κάθε τί – κ όποιος δέν Με ακούγει τον

τιμωρώ! Κ διατί κάνεις λόγον δια χρήματα κ εκκλησίες? Ρουσφέτι

να μου κάνεις προσπαθείς? Μήτε εσύ μήτε κανένας μπορεί να μου

κάμει ρουσφέτι, οτι οι άνθρωποι όλοι έχετε την ανάγκηνΜου, δέν

έχω Εγώ την ανάγκηνσας! Κ οι εννέα εκκλησίες οπου σου

παρήγγειλα, θα γίνουν στην ώρατους• τώρα δέν μπορείς να τις

φκιάσεις, οτι χρειάζεται κ η κρατική βούλησις• όταν το κράτος γένει

ιδικόνΜας, τότες εσύ, το πνεύμασου, θα επιστατήσεις να γένουν

καθώς παρήγγειλα. Ντροπής ωρε Γιάννη! Πολέμησες, κιντύνεψες

κάθε στιγμή την ζωήνσου• πόσες φορές έκαμες την απόφασιν να

πεθάνεις δια να μήν πέσεις εις των εχθρών τα χέρια; πόσες φορές
αποφάσισες να πολεμήσεις μέχρι το τέλος κ όταν δέν μείνει πιά

καμία ελπίς, να βάλεις φωτιά εις το μπαρούτι να πάς εις τον αγέρα

κ εσύ κ οι συμπολεμισταίσου μαζί με τους οχτρούς; κ εσύ δέν είσαι

που έλεγες ‘αφήστεμε εδώ να τελειώσω, να μήν ιδώ τους Τούρκους

ζωντανός να μου πατήσουνε το ταμπούριμου;’ Εσύ τά’λεγες όλα, κ

τά’γραψες, κ θα τα βρούν οι γενιές που θά’ρθουν! Κ τώρα κιότεψες,

οτι είδες μερικά απο τα εργαλεία που έχει ο Θεός για να τιμωρεί

τους οχτρούς της αληθείας κ της δικαιοσύνης! Είσαι κ εσύ οχτρός

ωρέ; Τί σ’ έβαλα να κάτσεις εις τον θρόνον δεξιάΜου, ανάμεσα

Εμένα κ του ΜονογενήΜου; Τί σού’ βαλα το στεφάνι εις το κεφάλι; -

οπου ο ΜονογενήςΜου φόρεσε το αγκάθινο, κ εσένα σου έβαλα τον

στέφανον της ισχύος, να ευλογείς τους δικαίους, καθώς ευλόγησες κ

τον τωρινόν εαυτόσου τον ασθενικό κ δειλό – κ πότε η ευλογία θα σε

πιάσει, να ξεθαρρέψεις σάν πολεμιστής της αληθείας κ του δικαίου;

Άλλοι τό’ χουνε το θάρρος, οπου ενεργούν ό,τι τους υπαγορεύει η

απληστίατους – κ εσένα που σου έκαμα αυτές τις τιμές: τρέμεις

ωσάν το ψάρι οπου το πιάσαν εις τ’ αγκίστρι!; Ή λυπήθηκες

εκείνους οπου πιάνει η τιμωρίαΜου, οπου γοδέρουν την εξουσία

χωρίς την εδικήΜου την άδεια δια να κάνουν τους κακούςτους

σκοπούς, οπου είναι σκοποί του αφέντητους του αντιχρίστου! Τί

θαρρείς, οτι εξ αιτίαςσου τους έπιασε η δικαία τιμωρίαΜου? Σιγά

σιγά θα Μας ειπείς πως δέν είμαι Εγώ Παντοκράτορας, μονο

είσαι’σύ! Εγώ είμαι ο Κύριοςσου, ούτε ενεργείς ούτε μιλείς ούτε

σκέφτεσαι χωρίς την εδικήΜου έγκρισιν! Εμοί η εκδίκησις, Εγώ


ανταπωδώσω, λέγει Κύριος! Απο ’Μένα είναι όλα τα αγαθά,

απο’Μένα κ όλες οι τιμωρίες! Δέν είναι απο σένα βέβαια! Κ όσο

θέλω Εγώ, τόσο θα τουςε τιμωρήσω, καθώς τιμώρησα κ Εσένα για

την απιστίασου κ ανομίεςσου κ είσαι τόσον καιρόν αστενής κ

πονεμένος• κ εις το εξής να πάψεις απο τον φόβον, οτι είναι για

Μένα προσβολή• έχεις την ΒασιλείανΜου που σε φυλάγει, έχεις κ το

όνομάΜου• με αυτό θα υπερασπίζεσαι όποτε σε κιντυνεύουν, κ να

γυμνώνεις το σπαθίσου κ με αυτό να σφάζεις τους δαίμονες• κ

κανείς δέν θα σου πάρει την ζωήν, παρα μόνον Εγώ όταν είναι η

ώρασου, οπου σου ξηγήθηκα παλιότερα δια μέσου της γυναικός. Κ

μετά τον θάνατόνσου εδώ εις την γή, θα είσαι πνεύμα εις την

υπηρεσίανΜου να εργάζεσαι υπέρ των τιμίων ανθρώπων, καθώς κ

όλοι οι ΆγιοιΜου εις αυτό εργάζονται• κ θα λέγει κ το δικόσου

όνομα ο κάθε κατατρεγμένος εδώ εις την γή οπου ζητά προστασίαν

απο τους απατεώνες κ παραβάτες του Νόμου του εδικούΜου». Τότες

με κλάματα Τον περικάλεσα να μου πάρει το αμανάτιΤου, την

ψυχήν, οτι μονάχα πόνος είναι για μένα η ζωή εδώ εις την γήν, εις

αυτό το καταπληγωμένονμου σώμα – κ να βλέπω ολοένα το άδικον

να πνίγει το δίκαιον! Κ μου οργίστηκε ο Αφέντηςμας όσο δέν

οργίστηκε άλλοτε ποτές αναντίονμου• κ άκουσα βροντές απο τον

ουρανόν• κ μου λέγει θυμωμένος: «αυτό οπου είπες να μήν το ξανα

ειπείς, οτι δέν θα το κάμω• κ τιμωρίασου θα είναι αυτείνοι οι πόνοι

οι ατελείωτοι κ εις το σώμασου κ εις την ψυχήσου άσωτοι πόνοι!

Οτι την ώρασου την όρισα, κ δέν θα την αλλάξω. Κ το ποτήρι οπου
σου δίνω, θα το πιείς ολόκληρον! Έχεις μύρια πράματα ακόμη να

μάθεις εις αυτείνη την ζωήν, κ μύρια ακόμη θα ιδείς κ θα ακούσεις•

κ θα πονέσεις ακόμη, οτι με τον πόνον πλερώνεις κ καθαρίζεσαι, κ

δέν θα σου μείνει ούτε η παραμικρή βρωμιά όταν θα σε πάρω, να

μείνεις κοντάΜου κατακάθαρος εις την υπηρεσίανΜου. Κ έχεις

γυναίκα κ παιδιά να φροντίσεις• είσαι ο άντραςτης, κ δέν θα την

αφήσεις χήρα, κ δέν θα αφήσεις παιδιά αρφανά! Κ θα φροντίζεις κ

δι’ αυτήν την δυστυχισμένη κ δια τα χελιδονάκιασου• κ δέν θέλω

ούτε τέσσερες ούτε οχτώ ώρες να μου κάνεις μετάνιες κ προσευκές –

κ μετά να μου γίνεσαι άπιστος κ να χάνεις την εμπιστοσύνησου εις

την ΔικαιοσύνηνΜου! νύχτα κ ημέρα να μου προσεύκεσαι θέλω αλλα

με τον νούσου, νύχτα κ ημέρα ο νούςσου εις Εμένα να είναι, το

ΌνομάΜου να σκέφτεσαι, ό,τι άλλη δουλειά κ άν κάνεις• αυτό

θέλω! Κ να μου προσεύκεσαι ώς ένα κάρτο κάθε φορά πρίν το

φαγητόσου, κ πρωί κ μεσημέρι κ βράδυ κ κάθε ώρα που θα φάγεις

κάτι ή που θα πιείς, πρωτύτερα να προσεύκεσαι. Κ να ξυπνάς κάθε

ημέρα προτού να χαράξει, απο τις τέσσερες η ώρα την νύχτα ή απο

τις πέντε, κ να προσεύκεσαι μίαν ώραν μέχρι να βγεί ο ήλιος κ μετά

άλλη μισήν ώρα, ώς μιάν ώρα τις επίσημες ημέρες, όχι

περισσότερον. Κ το βράδυ την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος, να

θυμάσαι την ΒασιλείανΜου κ να προσεύκεσαι ώς μισήν ώρα πρίν το

ηλιοβασίλεμα κ ένα κάρτο μετά, όχι περισσότερον. Το όλο ώς τρείς

ώρες κάθε μερόνυχτον να προσεύκεσαι, όχι περισσότερον με φωνήν

κ μόνος εις την κάμαρη. Κ να πλένεις καλά το στόμασου προτού


προσευκηθείς, κ να φοράς καθαρά σκουτιά κ με καθαρό πλυμένο το

σώμασου, τα πόδια κ τα χέριασου. Κ να πέφτεις για ύπνο κάθε ημέρα

εις τις 8 το βράδυ, όχι αργότερα. Κ όποτε η γυναίκασου επιθυμεί να

συμβρεθείτε μαζί ώς άνθρωποι, να ξυπνάς ώς μίαν ώρα προτού τα

μεσάνυχτα, κ να συμβρίσκεσθε απο μιά ώρα πρίν τα μεσάνυχτα έως

μίαν ώρα μετά, σε αυτό το διάστημα. Αλλα μόνον όταν η

φαμελιάσου είναι τελείως καθαρή, κ όχι όταν έχει τα συνήθειατης. Κ

όταν είναι τελείως καθαρή, κ δέν είσαι πολύ αστενής, κ δέν είναι

αστενής κ εκείνη, να κοιμάσαι και μαζίτης εις το ίδιον κρεββάτι• κ

όταν είναι ακάθαρτη να κοιμάσαι χώρια, καθώς το κάνεις. Κ να

πασκίζεις με κάθε τρόπον μέχρι να μπορείς να συμβρίσκεσαι με την

φαμελιάσου χωρίς να τρέχεις όξω απο το σώμασου σπόρον• οτι

άλλη είναι η συνεύρεσις της σποράς, κ άλλη η συνεύρεσις της

Αγάπης: είναι χωρίς να τρέξεις τον σπόρονσου• οι αδύνατοι

άνθρωποι δέν το μπορούν αυτό, αλλα οι δυνατοί το μπορούν, κ σιγά

σιγά να γίνεσαι δυνατός μέχρι να το μπορείς. Κ να έχεις

εμπιστοσύνην εις την ΠαντοδυναμίανΜου, κ θα σε διδάξω πώς να

κάνεις αυτό. Κ εκείνα οπου βλέπεις γραμμένα εις τους τοίχουςσου κ

δέν μπορείς να τα διαβάσεις, οτι είναι ξένα, άγγελοι δικοίΜου θα

σου τα διαβάζουν κ θα τα ακούς κ να ευφραίνεσαι την

δοξολογίανΜου• κ ό,τι μπορείς εσύ να μάθεις, θα το μάθεις να το

λέγεις εις την προσευκήσου, κ να το λέγεις κ νύχτα κ ημέρα εις τον

νούσου, απο μέσασου. Κ να μάθεις κ να λέγεις κ να ερμηνεύεις το

«Πάτερ Ἡμῶν» κ το «Βασιλεῦ Ουράνιε», κ την ευκή του Χριστού ‘Κύριε


Ιησού Χριστέ Υἱέ του Θεοῦ του Ζῶντος, ελέησονμε τον ἁμαρτωλόν κ

ανάξιον δοῦλονΣου’ κ την ευκή της Παναγίας ‘Ὑπεραγία Θεοτόκε,

Σῶσον Ἡμᾶς’. Κ άν κάνεις όλα αυτά οπου σου λέγω, θα αλαφρώνουν

κ οι πόνοι του σώματόςσου, κ η ψυχήσου θα γίνεται καθαρά. Εἰ δέ,

θα έχεις την τιμωρίανΜου δικαίως. Κ μήν φοβάσαι εις το εξής

τίποτας, κ όσους τιμωρώ: μήτε να χαίρεσαι μήτε κ να τους λυπάσαι•

οτι είναι δικήΜου δουλειά κ όχι δικήσου. Κ θα σου δίνω οδηγίες

λεπτομερείς εις την προσευκήσου κάθε ανατολή κ δύση, τις ώρες

οπου σου είπα, κ εις τον ύπνοσου, δια να μπορείς να κάνεις

ευκολότερα όλα αυτά οπου σου λέγω. Αμήν»>.

You might also like