Professional Documents
Culture Documents
Β’ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Γιατί;
Γιάννης Μαγκλής
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:
Γεννήθηκε στην Κάλυμνο το 1909 και είναι διηγηματογράφος και
μυθιστοριογράφος. Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο της
Καλύμνου, εργάστηκε στην πατρίδα του για δύο χρόνια σε σφουγγαράδικα και
στη συνέχεια φοίτησε εσωτερικός στο Λύκειο της Χάβρης στη Γαλλία.
Εργάστηκε πολλά χρόνια σε εταιρεία πώλησης σφουγγαριών στο Παρίσι.
Κατά τη διάρκεια της μετάθεσής του στην Αίγινα, γνωρίστηκε με τον Ν.
Καζαντζάκη. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, το 1940, πολέμησε εθελοντικά στο
αλβανικό μέτωπο. Τα θέματά του τα αντλεί από τη σκληρή ζωή των ναυτικών.
Παρουσιάζει επίσης με τρόπο ρεαλιστικό στρατιώτες , μετανάστες και γενικά
λαϊκούς τύπους. Κέντρο των αφηγήσεών του είναι ο άνθρωπος και οι
δύσκολες καταστάσεις που αντιμετωπίζει .Σε πολλά έργα του υπάρχει
αυτοβιογραφικός χαρακτήρας. Οι περιγραφές του ρεαλιστικές και
ζωντανεύουν γεγονότα και καταστάσεις. Το έργο του διακρίνεται για το
ανθρωπιστικό ης πνεύμα Εργα του: Ο Άρχοντας,Τα παιδιά του άρχοντα, Ο
κύριος Κόμης, Ταξιδιώτες της ζωής,Το τραγούδι της ζωής και του θανάτου,
Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί, Κοντραμπατζήδες του Αιγαίου και άλλα.
Το ανθρωπιστικό πνεύμα: η έγνοια για τον άνθρωπο στον κόσμο, η
εμπιστοσύνη στην ικανότητα και στη συνείδησή του να επιλέγει ελεύθερα το
καλό και η προσπάθεια για την υπεράσπιση της αξιοπρέπειας του κάθε
ατόμου.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ: αντιπολεμικό
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
Ο στρατιώτης που πατά τη σκανδάλη, ο ίδιος αυτός νέος που μόλις πριν από
λίγες στιγμές ευχαριστούσε το Θεό και αναγνώριζε την ομορφιά της ζωής,
οδηγείται σ’ αυτή την πράξη παρακινημένος προφανώς από μια διάθεση
αυτοπροστασίας. Δίχως να χάσει χρόνο, δίχως να αναλογιστεί πως ίσως ο
νεαρός που βρίσκεται απέναντί του να είναι άοπλος και, άρα, ακίνδυνος,
αφήνει τα ένστικτά του να τον οδηγήσουν σε μια άθλια πράξη βίας, όπως
αυτές ακριβώς από τις οποίες βιαζόταν να ξεφύγει: «Κάνε με το καλό να
τελέψει γρήγορα ο πόλεμος, να γυρίσω πίσω στο σπίτι κοντά στη γριά
μανούλα που με καρτερά και κοντά στ’ αδέρφια μου.»
Μόλις πυροβολεί τον αντίπαλο στρατιώτη, τον πλησιάζει μ’ έντονη
νευρικότητα και τον παρακολουθεί από κοντά καθώς εκείνος σπαρταρά στο
έδαφος, θανάσιμα πληγωμένος. Η εικόνα του νέου ανθρώπου που το σώμα
του κλονίζεται από τον πόνο και στο πρόσωπό του είναι ζωγραφισμένο ακόμη
το ξάφνιασμα από το απροσδόκητο αυτό χτύπημα, δρα καταλυτικά στην
ψυχική του κατάσταση. Νιώθει σαν να του σφίγγει ένα σκληρό χέρι την
καρδιά κι αισθάνεται πως ένας σιδερένιος κύκλος έχει περαστεί γύρω από το
κεφάλι του, σφίγγοντάς το και προκαλώντας του ανυπόφορο πόνο. Αρχίζει να
νιώθει σωματικό και ψυχικό πόνο, θυμώνει με τα όσα βλέπει να έχουν συμβεί
και άθελά του τρέπεται σε φυγή, μη θέλοντας άλλο να βρίσκεται εκεί.
Ο νεαρός τρέχει για να ξεφύγει από το θέαμα της φριχτής του πράξης, μα
σύντομα το σώμα του τον προδίδει, σταματά να τρέχει, αδυνατώντας πια να
πάει παραπέρα, και μένει ακίνητος νιώθοντας το κεφάλι του να βουίζει. Κι
εντελώς ξαφνικά, όπως προηγουμένως θέλησε να φύγει μακριά από τον
στρατιώτη που χτύπησε, αρχίζει να τρέχει προς το μέρος του, με την ελπίδα
πως θα τον προλάβει ζωντανό για να του προσφέρει βοήθεια.
Ο νεαρός που για μια και μόνο στιγμή επέτρεψε στον εαυτό του να
λειτουργήσει ως στρατιώτης και όχι ως άνθρωπος, μετανιώνει για τη φριχτή
του πράξη και ζητάει τώρα από τον Θεό να λυπηθεί τον νέο που τραυμάτισε
και να τον κρατήσει στη ζωή. Τρέχει κοντά του, αγκαλιάζει το πληγωμένο του
σώμα και τον κρατά σφιχτά, νιώθοντας μέσα του συναισθήματα αγάπης,
τρυφεράδας και πόνου για εκείνον, έστω κι αν είναι ο ίδιος που του
προκάλεσε αυτό το θανάσιμο τραύμα. Ο νέος που πριν από λίγο ήταν ο
μισητός εχθρός, έχει γίνει πλέον ένας αγαπημένος αδερφός.
Ο στρατιώτης μεταφέρει τον τραυματία κοντά στην πηγή, του καθαρίζει το
ωραίο, νεανικό πρόσωπο, κι αφού παίρνει το χέρι του στο δικό του, αρχίζει να
του ζητά να τον συγχωρέσει. Κλαίει για ό,τι του έκανε και προσπαθεί να
εξηγήσει το απάνθρωπο της πράξης του: «Ξέχασα, γιατί αυτοί οι κακούργοι
θέλανε να με κάνουν να ξεχάσω».
Ο στρατιώτης που πριν από λίγες στιγμές πυροβολούσε χωρίς δισταγμό τον
εχθρό του, δεν υπάρχει πια. Στη θέση του βρίσκεται ένας ψυχικά
συντετριμμένος νέος, που αναγνωρίζει στο πρόσωπο του άλλου τον εαυτό του,
έναν φοβισμένο νέο που στο σπίτι τον περιμένει η μάνα του, ο πατέρας και τ’
αδέρφια του.
Παρά το γεγονός πως ο ένας στρατιώτης χάνει τη ζωή του, τραγικό πρόσωπο
της ιστορίας αναδεικνύεται ο θύτης, εφόσον είναι εκείνος που πρέπει τώρα να
ζήσει με την επίγνωση του φρικτού του εγκλήματος. Ο στρατιώτης που
πεθαίνει παύει ν’ ακούει και να νιώθει· παύει να βασανίζεται από αυτό που
του συνέβη, εκείνος, όμως, που επιβιώνει, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με τις
οδυνηρές του τύψεις που θα τον συνοδεύουν για το υπόλοιπο της ζωής του. Ο
νέος αυτός βιώνει συναισθήματα απόλυτης ψυχικής συντριβής, διότι ο φόνος
που διέπραξε δεν πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο κάποιας μάχης, όταν
κυριαρχεί το ένστικτο της επιβίωσης και οι σφαίρες ρίχνονται προς τους
απρόσωπους εχθρούς. Το δικό του έγκλημα διαπράχθηκε εις βάρος ενός
άοπλου νέου, που έχοντας σηκώσει τα χέρια ψηλά παρακαλούσε για έλεος. Το
δικό του έγκλημα διαπράχθηκε εις βάρος ενός νέου που τον κοιτούσε
παρακλητικά και φοβισμένα, ζητώντας του να τον λυπηθεί.
Ο στρατιώτης αυτός θα έχει για πάντα στη σκέψη του το φοβισμένο πρόσωπο
του άλλου νέου κι ύστερα το τραυματισμένο του σώμα που σπάραζε στο χώμα.
Θα θυμάται ξανά και ξανά πως παρασυρμένος από «τα λόγια που τους
μάθαιναν» έφτασε στο σημείο να αφαιρέσει τη ζωή ενός νέου συνανθρώπου
του, στερώντας του την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγκαλιά της μητέρας
του, που θ’ απομείνει πια να τον περιμένει μάταια.
αδερφό του, άλλωστε, τον προσφωνεί αμέσως μετά, και του ζητά να τον
συγχωρέσει για το αδιανόητο έγκλημά του.
«Καλέ μου, πονεμένε μου αδερφέ, μουρμούρισε ο νέος στρατιώτης
συντριμμένος. Συχώρα με, καλέ μου, δεν το ‘θελα· δεν είμαι φονιάς, σου τ’
ορκίζομαι, δεν είμαι φονιάς. Να, μια στιγμή μονάχα ξέχασα πως είμαι
άνθρωπος, ξέχασα πως είσαι άνθρωπος, αδερφός μου. Πως μάνα και σένα σε
περιμένει στο φτωχικό της: μάνα και πατέρας κι αδέρφια. Ξέχασα, γιατί αυτοί
οι κακούργοι θέλανε να με κάνουν να ξεχάσω.»
Τα τελευταία αυτά λόγια που ολοκληρώνουν το διήγημα αποτελούν μια
συγκλονιστική υπόμνηση της βασικότερης ανθρωπιστικής αλήθειας, πως όλοι
οι άνθρωποι είναι επί της ουσίας αδέρφια μεταξύ τους. Καμία εθνολογική
διαφορά δεν μπορεί να άρει τη βαθιά σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων, αφού
όλοι, όποιοι κι αν είναι, όπου κι αν βρίσκονται, έχουν μια μητέρα που τους
νοιάζεται και τους προσμένει με την ίδια αγάπη, σ’ όποια γλώσσα κι αν αυτή
εκφράζεται, σ’ όποιο τόπο κι αν ακούγεται.