Professional Documents
Culture Documents
Διδώ Σωτηρίου
«Όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη»
ΘΕΜΑ
Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα Ματωμένα Χώματα (1962), που
περιγράφει την πρώτη επίσκεψη του αφηγητή και κεντρικού ήρωα, Μανώλη Αξιώτη,
αγρότη από τον Κιρκιτζέ, στη μεγάλη πολιτεία, τη Σμύρνη, όπου βρίσκει εργασία και
ενηλικιώνεται.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ:
ΠΛΑΓΙΟΤΙΤΛΟΙ:
ΓΛΩΣΣΑ
Η γλώσσα είναι δημοτική με ιδιωματικές εκφράσεις, στοιχεία της καθημερινής
ομιλίας και πολλές ξένες λέξεις(αλληλεπίδραση γλωσσών, χωνευτήρι πολιτισμών):
Τουρκικές (μαχαλάδες, αραμπάδες, ντάμι, μπόι, σάζι…)
Ιταλικές (φράγκικος, σουλάτσο, τρούλος. καρότσες…)
Γαλλικές (αντρέσσα, γλασσάδες…)
Αγγλικές (ντρίλινο, τράμια…)
Σλαβική (πρόγκηξε)
ΥΦΟΣ
Το ύφος είναι γλαφυρό, περιγραφικό, νοσταλγικό.
ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Εικόνες
Μεταφορές
Παρομοιώσεις
Προσωποποιήσεις
Ασύνδετο
Πολυσύνδετο
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
αφήγηση
διάλογος
περιγραφή
εσωτερικός μονόλογος
ΙΔΕΕΣ – ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ:
– Κυριαρχούν οι ζωηρές εντυπώσεις του εφήβου, η χαρά και η μαγεία της πρώτης
επαφής με το χώρο και τους ανθρώπους.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ενδοδιηγητικός-ομοδιηγητικός(διηγείται την ιστορία του) και η αφήγηση γίνεται
με εστίασηεσωτερική(αφηγητής=πρόσωπα)
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
Η γραμμική αφήγηση διακόπτεται από τέσσερις αναδρομές στο παρελθόν
(ανάδρομες αφηγήσεις) που
Έλληνες,
Τούρκοι,
Εβραίοι,
Λεβαντίνοι (Ευρωπαίοι)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ – ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Η πρώτη επαφή του αφηγητή με τη μεγάλη πολιτεία συνοδεύτηκε από ένα μείγμα
συναισθημάτων. Το πρώτο αντίκρισμα της Σμύρνης φέρνει στο Μανόλη τρόμο για το
μέγεθος της πόλης και για τους άγνωστους ανθρώπους που τον περιβάλλουν στο νέο
ξεκίνημά του. Έχοντας αλλάξει την εμφάνισή του στην προσπάθειά του να
αφομοιωθεί και εκείνος από τη μεγάλη πολιτεία, περπατά στα άγνωστα σοκάκια της,
ώσπου πλησιάζει στην προκυμαία της Σμύρνης. Εκεί, αλλάζει η διάθεσή του εντελώς
και ο τρόμος γίνεται δέος για την ομορφιά που αντικρίζει. Η θάλασσα, τα βαποράκια,
τα μαρμάρινα σπίτια με τα μπαλκόνια, τα τραμ με τα άλογα, οι χαρούμενοι άνθρωποι
που πήγαιναν σε ποικίλες κοινωνικές εκδηλώσεις τον γέμισαν έκπληξη και ευθυμία,
διάθεση για ανεμελιά. Θαύμαζε τη φυσική ομορφιά της θάλασσας, πρόσεχε την
παραμικρή λεπτομέρεια του λιμανιού και παρακολουθούσε επιμελώς τις
πρωτόγνωρες σε εκείνον εμπορικές συναλλαγές. Μπροστά στα μάτια του γίνονταν
πραγματικότητα όσα φανταστικά είχε ακούσει από το δάσκαλό του και από τον
οργανοπαίκτη που επισκεπτόταν το χωριό του στα πανηγύρια. Άρχισε να νιώθει πως
ζει ένα χαρούμενο παραμύθι και ήθελε να δει και τη συνέχεια.
2. Ποιες μνήμες ξυπνούν στο μυαλό του αφηγητή καθώς αντικρίζει τη μεγάλη
πολιτεία;
Μετά την πρώτη επαφή με την προκυμαία της Σμύρνης, ο αφηγητής φέρνει στο
μυαλό του εμπειρίες του από την παιδική του ηλικία, οι οποίες τώρα αποκτούν νέα
ερμηνεία χάρη στα καινούργια βιώματα που λαχταρά να αποκτήσει.
Παρακολουθώντας τη διακίνηση σιταριού στο λιμάνι, αναπολεί το δάσκαλό του να
τον εξετάζει για το χρυσόμαλλο δέρας και τις ιστορίες που του έλεγε για τη Σμύρνη ο
Χρήστος ο οργανοπαίκτης στα πανηγύρια του χωριού του. Θυμάται ακόμη πως, όταν
πήγαινε με τη μητέρα του στην εκκλησία, φοβόταν να κοιτά το μάτι του Θεού που
ήταν ζωγραφισμένο στον τρούλο, ενώ τώρα θέλει ο ίδιος να βλέπει και να ακούει τα
πάντα σε αυτή την εκπληκτική πόλη. Το μεγαλύτερο παράπονό του, μάλιστα,
επανήλθε στη μνήμη του όταν βρέθηκε μπροστά στην Ευαγγελική Σχολή, όπου και
ήθελε από μικρό παιδί να φοιτήσει, αλλά ο πατέρας του τον εμπόδισε, επειδή δεν
ήθελε να τον κάνει αργόσχολο διανοούμενο. Τέλος, βλέποντας τους ανθρώπους να
κάνουν περίπατο στη Σμύρνη και να χαίρονται την άνεση της πόλης ευδιάθετοι,
γεύεται και ο ίδιος μερικές από τις απολαύσεις της και συγκρίνει την ελευθερία που
νιώθει αυτή τη στιγμή με την καταπίεση και τη σκληρή εργασία που ζούσε όσο
βρισκόταν κάτω από την αυστηρή επιτήρηση της οικογένειάς του και κυρίως του
πατέρα του.
3. Από ποιες φυλές, έθνη και πολιτισμούς απαρτίζεται ο πληθυσμός της Σμύρνης;
Ποια εντύπωση σχηματίζει ο αφηγητής για την κοινωνική ζωή της πόλης;
4. Ο αφηγητής έζησε στο χωριό του δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια, αλλά
στη Σμύρνη νιώθει ευτυχισμένος. Βρείτε χωρία στο κείμενο που επιβεβαιώνουν
αυτή την παρατήρηση.
Τα παιδικά χρόνια του αφηγητή, τα οποία απέχουν ελάχιστα από την εφηβεία στην
οποία βρίσκεται βιολογικά –αλλά κοινωνικά έχει λήξει, γι’ αυτό και στάλθηκε από
τους γονείς του στην πόλη να αντρωθεί στα δεκάξι του– κύλησαν δύσκολα,
κοπιαστικά και καταπιεστικά. Αυτό μαρτυράται από αρκετά σημεία του κειμένου. Η
ανέχεια της οικογένειάς του φαίνεται από τα φτωχικά αλλά εκλεπτυσμένα, κατά το
δυνατό, ρούχα που φορούσε όταν πήγε στη Σμύρνη και από τα λιγοστά εφόδια που
του είχε δώσει να πάρει μαζί του η μητέρα του: «το τρίχινο ζεμπίλι με τις αλλαξιές
και τα φαγώσιμα που μου ’δωκε η μάνα μου», « ... με τα πρώτα παπούτσια που
φόραγα στη ζωή μου να με στενεύουνε, με τo ντρίλινο φράγκικο πανταλόνι, κάπως
κοντό για τις μακριές κανάρες μου, να με κόβει κι αυτό στον καβάλο», « ...
σπαταλούσα τα λίγα τεσσαράκια που μου ’βαλε στην τσέπη η μάνα μου, κρυφά από
τον πατέρα», «ο χωριάτης στιμέρνει τον ακριβοκερδισμένο παρά». Η αυστηρότητα
που δεχόταν κυρίως από τον πατέρα του –λόγω των κοινωνικών συνθηκών της
επαρχίας αλλά και της έλλειψης οικονομικών πόρων– και η σκληρή εργασία που
έκανε από μικρός, για να συμβάλλει στα έξοδα της οικογένειας, είναι φανερή από τα
εξής χωρία: « ... κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι κι όχι μια κοινή, καθημερινή μέρα
δουλειάς!», «Και παιχνίδια, όμορφα κουρντιστά παιχνίδια! Πόσο ευτυχισμένα θα
’πρεπε να ’ναι εδώ τα παιδιά ... », «Μα ο πατέρας μου τόνε πρόγκηξε ...
Αεροκοπανιτζή δεν τόνε θέλω τον υγιό μου. Εμείς είμαστε ρεσπέρηδες και
χρειαζούμαστε χέρια... », « ... σπαταλούσα τα λίγα τεσσαράκια που μου ’βαλε στην
τσέπη η μάνα μου, κρυφά από τον πατέρα», «την πρώτη και μοναδική λεύτερη και
ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου», « ... όσα όνειρα ήθελα, δίχως να τρώω ξύλο... ».
Παρά τα άσχημα βιώματα της παιδικής του ηλικίας, όμως, μόλις έρχεται στη Σμύρνη
και ξεπερνά –πολύ γρήγορα ομολογουμένως– την πρώτη αμηχανία, βρίσκει ένα σωρό
λόγους να νιώθει ευτυχισμένος: «Μόλις βγήκα στην προκυμαία τα ξέχασα όλα,
ακόμα και τη δειλία μου. Ήρθαν οι εντυπώσεις και με πήραν απαλά και με μερώσανε
και δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ», «Στάθηκα άκρη άκρη στο
μουράγιο, βόλεψα τα χέρια μου στις τσέπες κι έμεινα εκειδά εντυπωσιασμένος»,
«Τώρα ήθελα να γίνω ένα τέτοιο μάτι να τα δω όλα μονομερίς. Και να γίνω κι ένα
πελώριο αφτί, ν’ ακουμπήσω στον κόρφο τούτης της πολιτείας, ν’ ακούσω την
καρδιά της», «Κι ύστερα καρφώθηκα να βλέπω και να μη χορταίνω το καμπαναριό»,
«... μα θυμήθηκα πως δεν είχα να δώσω λόγο σε κανένα, μιας κι ήμουνα, για πρώτη
φορά, αυτεξούσιος, και τότες μ’ έπιασε τρελή χαρά», «... και χαιρόμουνα που
σπαταλούσα τα λίγα τεσσαράκια ...», «Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά· αν είχα
μουστάκι θα το ’στριβα, τόσο ένιωθα άντρας. Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου,
την πρώτη και μοναδική λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου», «Δε μου ’κανε
καρδιά να πάω για ύπνο. Είχα μόλις γνωριστεί με τη Σμύρνη και μου φαινότανε πως
γεννήθηκα κι έζησα εδώ τα δεκάξι χρόνια της ζωής μου. Όταν έπεσα να κοιμηθώ,
στριφογύριζα και της μίλαγα σαν ερωτευμένος». Πιστεύει πως του δίνεται για πρώτη
φορά η ευκαιρία να ζήσει ελεύθερος σε μια εντυπωσιακά όμορφη πολιτεία, να
ονειρευτεί αλλά και να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες του, να γνωρίσει νέο και
πρόσχαρο κόσμο, να ενταχθεί ισότιμα σε μια κοινωνία που θα του προσφέρει πολλές,
έστω απλές, απολαύσεις και καινούργιες χαρούμενες εμπειρίες. Είναι
ενθουσιασμένος με τις προοπτικές που θεωρεί ότι του ανοίγονται και με την
απελευθέρωσή του από την αυστηρή κριτική και την καταπιεστική ατμόσφαιρα του
οικογενειακού του περιβάλλοντος.