You are on page 1of 7

Β΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ: ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Διδώ Σωτηρίου
«Όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη»

ΘΕΜΑ
Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα Ματωμένα Χώματα (1962), που
περιγράφει την πρώτη επίσκεψη του αφηγητή και κεντρικού ήρωα, Μανώλη Αξιώτη,
αγρότη από τον Κιρκιτζέ, στη μεγάλη πολιτεία, τη Σμύρνη, όπου βρίσκει εργασία και
ενηλικιώνεται.

ΒΑΣΙΚΗ ΙΔΕΑ: Οι πρωτόγνωρες εμπειρίες και τα συναισθήματα ενός εφήβου που


περνά πρόωρα στην ενηλικίωση αρχίζοντας τη βιοπάλη.

ΕΝΟΤΗΤΕΣ:

1Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Σεπτέμβρης ήταν του 1910… οι περαστικοί».

2Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Μόλις βγήκα… την καρδιά της».

3Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Οι άνθρωποι στη Σμύρνη… το σουλάτσο».

4Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Τονε βρήκα τον κυρ φατόρο… για την πλερωμή».

5Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Όταν βγήκα έξω… δίχως να τρώω ξύλο».

ΠΛΑΓΙΟΤΙΤΛΟΙ:

1Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Το άγχος της πρώτης εξόδου στη Σμύρνη.

2Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Ευχάριστες εντυπώσεις από τον περίπατο στην προκυμαία.

3Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Περιήγηση στο Φραγκομαχαλά, προσκύνημα στην Αγία Φωτεινή και


βόλτα στην αγορά.

4Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Συμφωνία για εργασία στο μαγαζί του Χατζησταυρή.

5Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Ευχάριστες εντυπώσεις από τη ζωή της πόλης και ο ενθουσιασμός


της πρώτης βραδιάς.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΚΟ ΕΙΔΟΣ: ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ


Χαρακτηριστικά :
 Ο μύθος είναι εκτεταμένος, πολύπτυχος, πολύπλοκος
 Τα γεγονότα σπάνια παρουσιάζονται με σειρά χρονική-συνήθως διαπλέκονται
διαφορετικά επίπεδα χρόνου
 Είναι πολυπρόσωπα και οι ανθρώπινοι χαρακτήρες διαγράφονται με
πληρότητα

Επιμέλεια: Σοφία Τελίδου


Β΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ: ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

 Ο μύθος αναπτύσσεται σε πολλά επίπεδα χώρου.

ΓΛΩΣΣΑ
Η γλώσσα είναι δημοτική με ιδιωματικές εκφράσεις, στοιχεία της καθημερινής
ομιλίας και πολλές ξένες λέξεις(αλληλεπίδραση γλωσσών, χωνευτήρι πολιτισμών):
 Τουρκικές (μαχαλάδες, αραμπάδες, ντάμι, μπόι, σάζι…)
 Ιταλικές (φράγκικος, σουλάτσο, τρούλος. καρότσες…)
 Γαλλικές (αντρέσσα, γλασσάδες…)
 Αγγλικές (ντρίλινο, τράμια…)
 Σλαβική (πρόγκηξε)

ΥΦΟΣ
Το ύφος είναι γλαφυρό, περιγραφικό, νοσταλγικό.

ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
 Εικόνες
 Μεταφορές
 Παρομοιώσεις
 Προσωποποιήσεις
 Ασύνδετο
 Πολυσύνδετο

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
 αφήγηση
 διάλογος
 περιγραφή
 εσωτερικός μονόλογος

ΙΔΕΕΣ – ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ:

– Πρωταγωνιστεί η Σμύρνη των τελευταίων χρόνων πριν από την Καταστροφή.

– Κυριαρχούν οι ζωηρές εντυπώσεις του εφήβου, η χαρά και η μαγεία της πρώτης
επαφής με το χώρο και τους ανθρώπους.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ενδοδιηγητικός-ομοδιηγητικός(διηγείται την ιστορία του) και η αφήγηση γίνεται
με εστίασηεσωτερική(αφηγητής=πρόσωπα)

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
Η γραμμική αφήγηση διακόπτεται από τέσσερις αναδρομές στο παρελθόν
(ανάδρομες αφηγήσεις) που

 επεκτείνουν την πλοκή της αφήγησης προς τα πίσω

Επιμέλεια: Σοφία Τελίδου


Β΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ: ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

 δίνουν περισσότερες πληροφορίες για τον ήρωα


 αποκαλύπτουν τα συναισθήματά του

ΦΥΛΕΣ, ΕΘΝΗ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ της Σμύρνης:

 Έλληνες,
 Τούρκοι,
 Εβραίοι,
 Λεβαντίνοι (Ευρωπαίοι)

 Έντονη κοινωνική ζωή


 Κοσμοπολίτικος χαρακτήρας
 Πολυεθνικό-πολυπολιτισμικό περιβάλλον

Τα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ και οι ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ του αφηγητή μόλις φτάνει στη


Σμύρνη:

 φόβος, δειλία (αρχικά): «σκιάχτηκα», «σαν ξεριζωμένο δεντρί», «έριχνα


φοβισμένες ματιές»
 θαυμασμός, έκπληξη (στη συνέχεια): «δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να
πρωτοχαρώ;Τη θάλασσα; Τα βαποράκια; (…) Ή όλον εκείνο το χαρωπό,
ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία
κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι; Κι όχι μια μικρή καθημερινή μέρα δουλειάς!»
 αίσθηση ελευθερίας: «δεν είχα να δώσω λόγο σε κανέναν κι ήμουνα για
πρώτη φορά αυτεξούσιος, και τότες μ’ έπιασε τρελή χαρά»
 χαρά (μετά τη συμφωνία με τον κυρ Μιχαλάκη να δουλέψει): «Όταν βγήκα
έξω πετούσα από χαρά (…) Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου, την πρώτη
και μοναδική λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου»
 όλοι μιλούν ελληνικά (και οι Τούρκοι, κι οι Λεβαντίνοι, κι οι Εβραίοι και οι
Αρμεναίοι), αλλά στον Φραγκομαχαλά τα καταστήματα έχουν ξενικό ονόματα

Ο ήρωας αρχικά «σκιάζεται», γιατί βρίσκεται «μονάχος» σε μια μεγάλη πολιτεία.


Νιώθει σαν «ξεριζωμένο δεντρί», μη μπορώντας να συνηθίσει τη μοναξιά και την
ανωνυμία της μεγαλούπολης και τις φωνές του απρόσωπου πλήθους. Γρήγορα
βρίσκει θάρρος και αυτοπεποίθηση, ενώ νιώθει χαρά για τα καινούρια ρούχα και τα
παπούτσια του. Η ζωντάνια και η ομορφιά του πρωτόγνωρου τοπίου του προκαλούν
κατάπληξη και απορροφούν τις αισθήσεις του.

Μαγεμένος, θαμπωμένος, χαρούμενος, ελεύθερος, χάνεται μέσα στο πλήθος.


Μεταμορφωμένος, θέλει να τα δει όλα και αρχίζει να ονειρεύεται.

Οι ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ του αφηγητή. Θυμάται:

Επιμέλεια: Σοφία Τελίδου


Β΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ: ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

 τα μαθήματα του δασκάλου Π. Λαρίου από το βιβλίο «Χρηστοήθεια»


 τις ιστορίες του Χρίστου του οργανοπαίκτη για την ομορφιά της Σμύρνης
 την επίσκεψη με τη μάνα του στην εκκλησία, όταν ήταν μικρός και το
πελώριο μάτι του Θεού
 τη φτώχεια, τη χαμηλή κοινωνική θέση και τον ξυλοδαρμό από τον πατέρα
του («εδώ στη Σμύρνη θα μπορούσα να κάνω όνειρα, δίχως να τρώω ξύλο»,
«Κυρ δάσκαλε, να με συμπαθάς. Αεροκοπανιτζή δεν τονε θέλω τον υγιό μου.
Εμείς είμαστε ρεσπέρηδες(=αγρότες), και χρειαζούμαστε χέρια».

Τα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ και οι ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ του αφηγητή μόλις φτάνει στη


Σμύρνη:
 φόβος, δειλία (αρχικά): «σκιάχτηκα», «σαν ξεριζωμένο δεντρί», «έριχνα
φοβισμένες ματιές»
 θαυμασμός, έκπληξη (στη συνέχεια): «δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να
πρωτοχαρώ;Τη θάλασσα; Τα βαποράκια; (...) Ή όλον εκείνο το χαρωπό, ξέγνοιαστο
κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει
πανηγύρι; Κι όχι μια μικρή καθημερινή μέρα δουλειάς!»
 αίσθηση ελευθερίας: «δεν είχα να δώσω λόγο σε κανέναν κι ήμουνα για
πρώτη φορά αυτεξούσιος, και τότες μ’ έπιασε τρελή χαρά»
 χαρά (μετά τη συμφωνία με τον κυρ Μιχαλάκη να δουλέψει): «Όταν βγήκα
έξω πετούσα από χαρά (...) Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου, την πρώτη και
μοναδική λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου»
 όλοι μιλούν ελληνικά (και οι Τούρκοι, κι οι Λεβαντίνοι, κι οι Εβραίοι και οι
Αρμεναίοι), αλλά στον Φραγκομαχαλά τα καταστήματα έχουν ξενικό ονόματα

Ο ήρωας αρχικά «σκιάζεται», γιατί βρίσκεται «μονάχος» σε μια μεγάλη πολιτεία.


Νιώθει σαν «ξεριζωμένο δεντρί», μη μπορώντας να συνηθίσει τη μοναξιά και την
ανωνυμία της μεγαλούπολης και τις φωνές του απρόσωπου πλήθους. Γρήγορα
βρίσκει θάρρος και αυτοπεποίθηση, ενώ νιώθει χαρά για τα καινούρια ρούχα και τα
παπούτσια του. Η ζωντάνια και η ομορφιά του πρωτόγνωρου τοπίου του προκαλούν
κατάπληξη και απορροφούν τις αισθήσεις του.
Μαγεμένος, θαμπωμένος, χαρούμενος, ελεύθερος, χάνεται μέσα στο πλήθος.
Μεταμορφωμένος, θέλει να τα δει όλα και αρχίζει να ονειρεύεται.

Οι ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ του αφηγητή. Θυμάται:


 τα μαθήματα του δασκάλου Π. Λαρίου από το βιβλίο «Χρηστοήθεια»
 τις ιστορίες του Χρίστου του οργανοπαίκτη για την ομορφιά της Σμύρνης
 την επίσκεψη με τη μάνα του στην εκκλησία, όταν ήταν μικρός και το
πελώριο μάτι του Θεού
 τη φτώχεια, τη χαμηλή κοινωνική θέση και τον ξυλοδαρμό από τον πατέρα
του («εδώ στη Σμύρνη θα μπορούσα να κάνω όνειρα, δίχως να τρώω ξύλο», «Κυρ
δάσκαλε, να με συμπαθάς. Αεροκοπανιτζή δεν τονε θέλω τον υγιό μου. Εμείς είμαστε
ρεσπέρηδες(=αγρότες), και χρειαζούμαστε χέρια».

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ – ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Επιμέλεια: Σοφία Τελίδου


Β΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ: ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

1.Ποιες είναι οι πρώτες εντυπώσεις και τα συναισθήματα του αφηγητή μόλις


φτάνει στην προκυμαία της Σμύρνης;

Η πρώτη επαφή του αφηγητή με τη μεγάλη πολιτεία συνοδεύτηκε από ένα μείγμα
συναισθημάτων. Το πρώτο αντίκρισμα της Σμύρνης φέρνει στο Μανόλη τρόμο για το
μέγεθος της πόλης και για τους άγνωστους ανθρώπους που τον περιβάλλουν στο νέο
ξεκίνημά του. Έχοντας αλλάξει την εμφάνισή του στην προσπάθειά του να
αφομοιωθεί και εκείνος από τη μεγάλη πολιτεία, περπατά στα άγνωστα σοκάκια της,
ώσπου πλησιάζει στην προκυμαία της Σμύρνης. Εκεί, αλλάζει η διάθεσή του εντελώς
και ο τρόμος γίνεται δέος για την ομορφιά που αντικρίζει. Η θάλασσα, τα βαποράκια,
τα μαρμάρινα σπίτια με τα μπαλκόνια, τα τραμ με τα άλογα, οι χαρούμενοι άνθρωποι
που πήγαιναν σε ποικίλες κοινωνικές εκδηλώσεις τον γέμισαν έκπληξη και ευθυμία,
διάθεση για ανεμελιά. Θαύμαζε τη φυσική ομορφιά της θάλασσας, πρόσεχε την
παραμικρή λεπτομέρεια του λιμανιού και παρακολουθούσε επιμελώς τις
πρωτόγνωρες σε εκείνον εμπορικές συναλλαγές. Μπροστά στα μάτια του γίνονταν
πραγματικότητα όσα φανταστικά είχε ακούσει από το δάσκαλό του και από τον
οργανοπαίκτη που επισκεπτόταν το χωριό του στα πανηγύρια. Άρχισε να νιώθει πως
ζει ένα χαρούμενο παραμύθι και ήθελε να δει και τη συνέχεια.

2. Ποιες μνήμες ξυπνούν στο μυαλό του αφηγητή καθώς αντικρίζει τη μεγάλη
πολιτεία;

Μετά την πρώτη επαφή με την προκυμαία της Σμύρνης, ο αφηγητής φέρνει στο
μυαλό του εμπειρίες του από την παιδική του ηλικία, οι οποίες τώρα αποκτούν νέα
ερμηνεία χάρη στα καινούργια βιώματα που λαχταρά να αποκτήσει.
Παρακολουθώντας τη διακίνηση σιταριού στο λιμάνι, αναπολεί το δάσκαλό του να
τον εξετάζει για το χρυσόμαλλο δέρας και τις ιστορίες που του έλεγε για τη Σμύρνη ο
Χρήστος ο οργανοπαίκτης στα πανηγύρια του χωριού του. Θυμάται ακόμη πως, όταν
πήγαινε με τη μητέρα του στην εκκλησία, φοβόταν να κοιτά το μάτι του Θεού που
ήταν ζωγραφισμένο στον τρούλο, ενώ τώρα θέλει ο ίδιος να βλέπει και να ακούει τα
πάντα σε αυτή την εκπληκτική πόλη. Το μεγαλύτερο παράπονό του, μάλιστα,
επανήλθε στη μνήμη του όταν βρέθηκε μπροστά στην Ευαγγελική Σχολή, όπου και
ήθελε από μικρό παιδί να φοιτήσει, αλλά ο πατέρας του τον εμπόδισε, επειδή δεν
ήθελε να τον κάνει αργόσχολο διανοούμενο. Τέλος, βλέποντας τους ανθρώπους να
κάνουν περίπατο στη Σμύρνη και να χαίρονται την άνεση της πόλης ευδιάθετοι,
γεύεται και ο ίδιος μερικές από τις απολαύσεις της και συγκρίνει την ελευθερία που
νιώθει αυτή τη στιγμή με την καταπίεση και τη σκληρή εργασία που ζούσε όσο
βρισκόταν κάτω από την αυστηρή επιτήρηση της οικογένειάς του και κυρίως του
πατέρα του.

Επιμέλεια: Σοφία Τελίδου


Β΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ: ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

3. Από ποιες φυλές, έθνη και πολιτισμούς απαρτίζεται ο πληθυσμός της Σμύρνης;
Ποια εντύπωση σχηματίζει ο αφηγητής για την κοινωνική ζωή της πόλης;

O συγγραφέας, περιπλανώμενος στη μεγάλη πολιτεία, εντοπίζει διάφορες εθνικότητες


που την κατοικούν. Τούρκοι, Λεβαντίνοι, Εβραίοι και Αρμένιοι είναι οι πιο
χαρακτηριστικές φυλές που συναντά. Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί μοιράζονται την
ίδια πολιτεία και προσπαθούν ενδόμυχα να καταλαγιάσουν τις διαφορές τους και να
νιώσουν υπέρτεροι από μικρές λεπτομέρειες όπως το ψηλότερο σημείο στο οποίο
βρίσκεται ο σταυρός του ναού της Αγια-Φωτεινής συγκριτικά με την ημισέληνο στον
τούρκικο μιναρέ του Ισάρ τζαμί. Περνά και από το Φραγκομαχαλά, όπου είναι
εμφανέστατες οι επιρροές από το δυτικό πολιτισμό· τα περισσότερα μαγαζιά έχουν
ονόματα ξενικά και παντελώς άγνωστα στον αφηγητή. Οι γυναίκες διπιστώνει πως
έχουν πιο ελεύθερο τρόπο ζωής σε σχέση με το χωριό του, καθώς φροντίζουν πολύ
την εμφανισή τους και κυκλοφορούν, συνοδευόμενες ή μη, στους δρόμους της πόλης
με προκλητικά, για τα δεδομένα της εποχής, ρούχα και με διάθεση για αστεϊσμούς ή
φλερτ. Παρέες νέων ανθρώπων κυκλοφορούν επίσης ελεύθερα και διασκεδάζουν σε
καφενεία, λέσχες ή κάνοντας μεγάλες βόλτες στα αξιοθέατα της πόλης, ενώ
οικογένειες μοιράζονται στιγμές ξεγνοιασιάς με γείτονές τους. Υπάρχει, όμως, και η
άλλη πλευρά της πόλης, στην οποία θα ενταχθεί σύντομα και ο ίδιος. Εκεί ζουν οι
απλοί εργάτες και αντιμετωπίζουν σκληρές συνθήκες και εκμετάλλευση του κόπου
τους καθημερινά. Γι’ αυτό, άλλωστε, μας προϊδεάζει και η συμπεριφορά του
Μιχαλάκη Χατζησταυρή, του καινούργιου αφεντικού του αφηγητή, ο οποίος, αφού
διάβασε τις συστατικές επιστολές του νέου, του ζητά να τον δοκιμάσει την επόμενη
μέρα χωρίς να τον πληροφορήσει για την αμοιβή που θα του δίνει. Ο Χατζησταυρής
ήταν και εκείνος παραγιός στα νιάτα του, αλλά η πονηριά και η φιλοδοξία του τον
οδήγησε πλέον στη θέση του ιδιοκτήτη και αφεντικού της επιχείρησης. Λίγο-πολύ ο
Μανόλης σχηματίζει πολύπλευρη άποψη για τις τάξεις ατόμων που συναποτελούν τη
σμυρνιώτικη κοινωνία· πολλές φυλές, διαφορετικής στάθμης κοινωνικές ομάδες και
δύο ποιοτήτων τρόποι ζωής, εκείνος της άνεσης και της ανεμελιάς και ο άλλος του
μόχθου και της φτώχειας, τον περιμένουν να επιλέξει, αν αυτό είναι στο χέρι του
βέβαια.

4. Ο αφηγητής έζησε στο χωριό του δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια, αλλά
στη Σμύρνη νιώθει ευτυχισμένος. Βρείτε χωρία στο κείμενο που επιβεβαιώνουν
αυτή την παρατήρηση.

Τα παιδικά χρόνια του αφηγητή, τα οποία απέχουν ελάχιστα από την εφηβεία στην
οποία βρίσκεται βιολογικά –αλλά κοινωνικά έχει λήξει, γι’ αυτό και στάλθηκε από
τους γονείς του στην πόλη να αντρωθεί στα δεκάξι του– κύλησαν δύσκολα,
κοπιαστικά και καταπιεστικά. Αυτό μαρτυράται από αρκετά σημεία του κειμένου. Η

Επιμέλεια: Σοφία Τελίδου


Β΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ: ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ανέχεια της οικογένειάς του φαίνεται από τα φτωχικά αλλά εκλεπτυσμένα, κατά το
δυνατό, ρούχα που φορούσε όταν πήγε στη Σμύρνη και από τα λιγοστά εφόδια που
του είχε δώσει να πάρει μαζί του η μητέρα του: «το τρίχινο ζεμπίλι με τις αλλαξιές
και τα φαγώσιμα που μου ’δωκε η μάνα μου», « ... με τα πρώτα παπούτσια που
φόραγα στη ζωή μου να με στενεύουνε, με τo ντρίλινο φράγκικο πανταλόνι, κάπως
κοντό για τις μακριές κανάρες μου, να με κόβει κι αυτό στον καβάλο», « ...
σπαταλούσα τα λίγα τεσσαράκια που μου ’βαλε στην τσέπη η μάνα μου, κρυφά από
τον πατέρα», «ο χωριάτης στιμέρνει τον ακριβοκερδισμένο παρά». Η αυστηρότητα
που δεχόταν κυρίως από τον πατέρα του –λόγω των κοινωνικών συνθηκών της
επαρχίας αλλά και της έλλειψης οικονομικών πόρων– και η σκληρή εργασία που
έκανε από μικρός, για να συμβάλλει στα έξοδα της οικογένειας, είναι φανερή από τα
εξής χωρία: « ... κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι κι όχι μια κοινή, καθημερινή μέρα
δουλειάς!», «Και παιχνίδια, όμορφα κουρντιστά παιχνίδια! Πόσο ευτυχισμένα θα
’πρεπε να ’ναι εδώ τα παιδιά ... », «Μα ο πατέρας μου τόνε πρόγκηξε ...
Αεροκοπανιτζή δεν τόνε θέλω τον υγιό μου. Εμείς είμαστε ρεσπέρηδες και
χρειαζούμαστε χέρια... », « ... σπαταλούσα τα λίγα τεσσαράκια που μου ’βαλε στην
τσέπη η μάνα μου, κρυφά από τον πατέρα», «την πρώτη και μοναδική λεύτερη και
ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου», « ... όσα όνειρα ήθελα, δίχως να τρώω ξύλο... ».
Παρά τα άσχημα βιώματα της παιδικής του ηλικίας, όμως, μόλις έρχεται στη Σμύρνη
και ξεπερνά –πολύ γρήγορα ομολογουμένως– την πρώτη αμηχανία, βρίσκει ένα σωρό
λόγους να νιώθει ευτυχισμένος: «Μόλις βγήκα στην προκυμαία τα ξέχασα όλα,
ακόμα και τη δειλία μου. Ήρθαν οι εντυπώσεις και με πήραν απαλά και με μερώσανε
και δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ», «Στάθηκα άκρη άκρη στο
μουράγιο, βόλεψα τα χέρια μου στις τσέπες κι έμεινα εκειδά εντυπωσιασμένος»,
«Τώρα ήθελα να γίνω ένα τέτοιο μάτι να τα δω όλα μονομερίς. Και να γίνω κι ένα
πελώριο αφτί, ν’ ακουμπήσω στον κόρφο τούτης της πολιτείας, ν’ ακούσω την
καρδιά της», «Κι ύστερα καρφώθηκα να βλέπω και να μη χορταίνω το καμπαναριό»,
«... μα θυμήθηκα πως δεν είχα να δώσω λόγο σε κανένα, μιας κι ήμουνα, για πρώτη
φορά, αυτεξούσιος, και τότες μ’ έπιασε τρελή χαρά», «... και χαιρόμουνα που
σπαταλούσα τα λίγα τεσσαράκια ...», «Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά· αν είχα
μουστάκι θα το ’στριβα, τόσο ένιωθα άντρας. Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου,
την πρώτη και μοναδική λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου», «Δε μου ’κανε
καρδιά να πάω για ύπνο. Είχα μόλις γνωριστεί με τη Σμύρνη και μου φαινότανε πως
γεννήθηκα κι έζησα εδώ τα δεκάξι χρόνια της ζωής μου. Όταν έπεσα να κοιμηθώ,
στριφογύριζα και της μίλαγα σαν ερωτευμένος». Πιστεύει πως του δίνεται για πρώτη
φορά η ευκαιρία να ζήσει ελεύθερος σε μια εντυπωσιακά όμορφη πολιτεία, να
ονειρευτεί αλλά και να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες του, να γνωρίσει νέο και
πρόσχαρο κόσμο, να ενταχθεί ισότιμα σε μια κοινωνία που θα του προσφέρει πολλές,
έστω απλές, απολαύσεις και καινούργιες χαρούμενες εμπειρίες. Είναι
ενθουσιασμένος με τις προοπτικές που θεωρεί ότι του ανοίγονται και με την
απελευθέρωσή του από την αυστηρή κριτική και την καταπιεστική ατμόσφαιρα του
οικογενειακού του περιβάλλοντος.

Επιμέλεια: Σοφία Τελίδου

You might also like