You are on page 1of 17

1

Έτσι μοιάζει η ποίηση όταν συμβαίνουν τα τραγικά: άχρηστη. Μια


πολυτέλεια. Μια απασχόληση για τους αριστοκρατικούς. Το έχει αυτό
ελάττωμα η ποίηση. Δεν λειτουργεί σαν πυροσβεστήρας. Δεν αντιδρά
άμεσα. Και όταν το κάνει, λοιδορείται. Την κατηγορούμε επειδή γίνεται
επικαιρική, επειδή είναι συναισθηματικά φορτισμένη, συναντάει το
μελό ή βγάζει άναρθρες κραυγές διαμαρτυρίας. Στην ουσία, επειδή δεν
έχει τηρήσει την ανάλογη απόσταση από τα γεγονότα, οπότε δεν
διαθέτει τη νηφαλιότητα που χρειάζεται για να μιλήσει. Ούτε να τα
υπερτιμήσει ούτε να τα υποτιμήσει. Όμως η ποίηση είναι γεμάτη
νεκρούς. Νεκρούς κοντά στο γεγονός ή ιδωμένους από κάποια
απόσταση. Νεκρούς ούτως ή άλλως.
Η ποίηση εισέρχεται στον οργανισμό υποδορίως. Σε βάθος χρόνου
προκαλεί εθισμό, αλλά και τροφή για σκέψη. Πρόκειται για φάρμακο,
αλλά και δηλητήριο. Πότε παρηγορεί, πότε θεραπεύει, πότε
καταστρέφει.

Σας αρέσει ο Σινόπουλος;

Είμαι γνωστός ασθματικός. Λοιπόν, είναι δικό μου το


λαχάνιασμα, όπου τ’ ακούτε.1

Το έργο του Σινόπουλου, σύμφωνα με τον Γιάννη Δάλλα, 2 αλλά και με


βάση την κατανομή στην έκδοση των δύο συγκεντρωτικών τόμων 3
χωρίζεται σε δύο μέρη. Ο πρώτος κύκλος αφορά την ποίηση που
έγραψε από τη στιγμή που εμφανίστηκε στα Γράμματα με την ποιητική
συλλογή Μεταίχμιο (1951) και διαρκεί ώς τη συλλογή Η ποίηση της
ποίησης, το 1964. Στον πρώτο κύκλο ο άνθρωπος του μύθου
μετεξελίσσεται σταδιακά στον άνθρωπο που έρχεται από τα βουνά του
εμφυλίου, κατόπιν περιδιαβαίνει σε μια μεταφυσική αρχιτεκτονική μιας
πολιτείας (Η γνωριμία με τον Μαξ, 1956), στη συνέχεια δουλεύει την
αγωνία της ύπαρξης (Η νύχτα και η αντίστιξη, 1959), έπειτα ψυχαναλύει
και αποκαθαίρει τις «αστικές» υπάρξεις της Ιωάννας και του
Κωνσταντίνου (Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου, 1961) και ο
κύκλος κλείνει το 1961 με το Η ποίηση της ποίησης (βιβλίο το οποίο ο
Δάλλας προσλαμβάνει ως ποιητική συλλογή) όπου τα δοκιμιακού τύπου
1
Τάκης Σινόπουλος, Χάρτης, 1977
2
Γιάννης Δάλλας, Ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος κρίκος μεταβατικός δύο εποχών.
3
Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή I, Ερμής (1976) και Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή II, Ερμής (1980).
2

σύντομα κείμενα δίνουν μια ολοκληρωμένη μορφή σε μια τάση του


Σινόπουλου για μείξη δοκιμιακού και ποιητικού λόγου που είχε ήδη
παρουσιάσει από τη δεκαετία του ’50 σε προδημοσιεύσεις ποιητικών
στοχασμών.4

Έγραφε όλη τη νύχτα. Οι στίχοι πηδούσαν από τα χειρόγραφά του


σαν πουλιά κι οι δολοφονημένοι ποιητές ούρλιαζαν μέσα του πεινώντας
και γυρεύοντας μερίδιο από τα θαύματα.5

Στον δεύτερο κύκλο, πάντα κατά τον Δάλλα, ο Σινόπουλος αποπειράται


να βγει από το «εγώ» προς το περιβάλλον, από το δράμα του
προσώπου προς το πρόβλημα της πολιτείας, από την υπαρξιακή στην
ιστορική περιπέτεια. Ξεκινάει με τους Δρομοδείχτες, στους οποίους
υστερόπρωτα εκθέτει κατάλοιπα από μνήμες της εφηβείας φτάνοντας
ώς τη δικτατορία του ’67, για να περάσει στη βιωματική και ιστορική
επικαιρότητα με την έκδοση δύο συλλογών το 1975, τις Πέτρες και τον
Νεκρόδειπνο, με τον δεύτερο να αποτελεί την κορύφωση του δεύτερου
κύκλου αντιδιαστέλοντας τα πραγματικά ονόματα με τα ονόματα του
μύθου. Συνεχίζει με το Χρονικό, το 1975 ― συλλογή την οποία ο
Σινόπουλος αγαπούσε περισσότερο απ’ όλες αλλά θεωρήθηκε άνιση
από τους κριτικούς ―, κατόπι με τον Χάρτη το 1977, στον οποίο
αναφέρεται στην περιπέτεια της γραφής και με το Νυχτολόγιο το 1978,
όπου βλέπουμε μια παρατεταμένη εξομολόγηση, απολογία,
απολογισμό, όλα σημαδεμένα και πάλι από την Ιστορία. Εκεί ο
Σινόπουλος κάνει και την αυτοκριτική της δικής του ποίησης 6, και όπως
αναφέρει ο Μαρωνίτης, θέλουν αρετή και τόλμη όλ’ αυτά και δεν
γράφονται εύκολα.

Η διαφορά μου με σένα είναι πως εσύ ξεκίνησες αποφασισμένος


από την αρχή να γίνεις μεγάλος. Και με τη σκέψη τούτη περπάτησες.
Εγώ λοιπόν (που με βλέπεις) ξεκίνησα από την επαρχία.
Έζησα πολλά χρόνια μονάχος κι αβοήθητος. Όταν το σκέφτηκα
πως δεν ήταν κι άσκημο να γίνω (κι εγώ) μεγάλος, τότε ήτανε πολύ
αργά.
Πρώτα πρώτα ήμουνα κοντός, ύστερα υπήρχε ένας ολάκερος
Μακρύς, πολύπλοκος μηχανισμός, μονόχνωτος όπως
4
Ευριπίδης Γαραντούδης, Εισαγωγή στο βιβλίο Για τον Σινόπουλο, Εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία 2000
5
Η ποίηση της ποίησης, Τάκης Σινόπουλος, 1961
6
Δ.Ν. Μαρωνίτης, Βιβλιοκριτικός διάλογος με την ποίηση, Τάκης Σινόπουλος – Μίλτος Σαχτούρης
Μλετήματα, Πατάκης, 2009
3

ήμουν είχα μείνει έξω από το σύστημα της μεγαλοσύνης.


Στενοχωρήθηκα βέβαια, άρχισα κιόλας να ζηλεύω. Ύστερα τα
ξέχασα όλ’ αυτά, κοίταξα τη δουλειά μου κι από τότε είμαι μια χαρά.
Τώρα, λες να σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και να γίνω κι εγώ,
προτού πεθάνω, λίγο μεγάλος; 7

Και η ποιητική περιπέτεια τελειώνει το 1980 με το Γκρίζο φως (τη


μεταθανάτια εκδομένη συλλογή του) όπου επιτέλους μοιάζει να
γαληνεύει την ισόβια ταραγμένη από τους εφιάλτες φαντασία του.

Να θυμηθείς μαζί μου αυτές τις άγριες κουμαριές


περπατώντας το κόκκινο σκληρό αμμοχάλικο στην πλαγιά.

Πολύ πριν από σένα το ξερό φως


ο κοφτερός αέρας
ξυστά πάνω στους λόφους – στο Εφταχώρι.

Είχαν τσακίσει τα νεφρά σου.


Στην κατηφόρα έσπασε το φορείο.

Να τιναχτούνε λίγες λέξεις.


Και το αυγό που θ’ απομείνει στη χόβολη
θα’ ναι δικό σου.8

Το αυγό που απέμεινε στη χόβολη, ήταν πράγματι δικό του: το 1997
συστήθηκε με Προεδρικό Διάταγμα το Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος -
Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης. Μου είχε εξάψει την περιέργεια
το γεγονός ότι όσους αποφοίτους συναπαντούσα και διάβαζα τα βιβλία
τους, κατά ένα μεγάλο ποσοστό ήταν ποιητές που μου έκαναν μια
εντύπωση, και γενικά έμοιαζαν να έχουν κατακτήσει σε σημαντικό
βαθμό την τέχνη της γραφής. Εξυπακούεται ότι αυτό οφείλεται στους
διδάσκοντες και στον τρόπο διδασκαλίας, καθώς και στα κριτήρια
επιλογής των παιδιών αυτών, όπως βεβαίως και στην ατομική ποιητική
δεξιότητα του καθενός. Ωστόσο, οι δύο από τους οχτώ με τους οποίους
συνομίλησα, οι πιο αλαφροΐσκιωτοι ίσως, μου εκμυστηρεύτηκαν, πως
ναι, δεν γίνεται να φοιτάς στο Σπουδαστήριο που ήταν και το σπίτι του
και να μη γράφεις στη σκιά του. Στη σκιά του γράφαμε, στη σκιά του
μαθαίναμε. Αλλά όπως έγραφε και ο ίδιος:

7
Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο, 1978
8
Τάκης Σινόπουλος, Γκρίζο φως, 1980
4

Μα τι θα πει καμένος θάνατος, δε σε καταλαβαίνω.


Σταμάτα πια τη μεταφυσική. Βαρέθηκα. 9

Όλοι οι παρακάτω ποιητές ανήκουν πάνω κάτω στη δημογραφική


ομάδα ανθρώπων που ενηλικιώθηκαν γύρω στο 2000. Σύμφωνα με την
Τασούλα Καραγεωργίου, ποιήτρια και διδάσκουσα στο εργαστήρι
Τάκης Σινόπουλος, κανείς από τη νέα γενιά δεν έχει επηρεαστεί
εμφανώς από τη σινοπουλική ποίηση. Δεν θα προσπαθήσω να
αποδείξω ότι κάποιος από τους αποφοίτους είναι επηρεασμένος. Θα
μείνω μόνο σε αυτό που είπε ο Λευτέρης Τσώνης, ότι δηλαδή, και η
σκιά επηρεάζει. Άλλωστε ο Σέλλευ ισχυρίστηκε ότι οι ποιητές όλων των
εποχών έλαβαν μέρος στη συγγραφή ενός Μεγάλου Ποιήματος αενάως
εν εξελίξει, και ο Μπόρχες ότι οι ποιητές δημιουργούν τους προγόνους
τους.

Στην ερώτηση που έκανα στους αποφοίτους, αν πιστεύετε πως η


ποίησή σας έχει επηρεαστεί από τον Σινόπουλο, οι απαντήσεις που
έλαβα ήταν πολλές και διάφορες, και, κατά τη γνώμη μου, είχαν
ενδιαφέρον.

Η Άννα Γρίβα είπε: «Όχι, αποκλείεται, δεν έχω καμία σχέση» με πλήρη
επίγνωση των λεγομενών της. Και μάλλον, έτσι είναι.

Η Έλενα Πολυγένη είπε: «Προσπαθώ να σκεφτώ γιατί με γύρισες πολύ


πίσω... Για να πω την αλήθεια δεν είχαμε εμβαθύνει τόσο στην ποίηση
του ίδιου του Σινόπουλου, το έργο που είχαμε μελετήσει περισσότερο
ήταν ο Νεκρόδειπνος, και από το συγκεκριμένο επηρεάστηκα αρκετά
όταν έγραφα τα Δευτερόλεπτα των ζωντανών στιγμών (Γαβριηλίδης,
2017), κυρίως ως προς τον άξονα του θέματος». Ας δούμε ένα ποίημα
της Έλενας, από τη συλλογή στην οποία αναφέρεται.

Πες μου αν
εμένα

Τα λόγια
που-

(Κούραση μόνο.

9
Τάκης Σινόπουλος, ο Χάρτης, 1977
5

Κούραση.

Πεθαμένοι ήταν
στο ίδιο βλέμμα).

Πόσο τα βλέφαρα χωρίς


λογική
ανοίγουν
την ημέρα
ανοίγουν τα παράλογα
                        παράθυρα.

Πόσο με πόνεσε αυτό το-


το αντίκρισμα
που
θολό
τζάμι παγωμένο
στο χέρι μου.

Πέρα από το γεγονός ότι το ποίημα της Πολυγένη κυριαρχείται από


κλίμα θανάτου και ερήμωσης, βλέπω και τον τρόπο που ο Σινόπουλος
έκοβε τις λέξεις, μια τεχνική που χρησιμοποιούσε κάπου κάπου ήταν να
κόβει την πρόταση στον σύνδεσμο, όπως στον στίχο από το Νυχτολόγιο:
Όταν στο τέλος γίνηκες αυτό το σουρωτήρι που / κρατάει μονάχα
τσόφλια και σκουπίδια και. Διακρίνω μια αμυδρή ομοιότητα ως προς το
ύφος του λόγου.

Όταν ρώτησα τον Παναγιώτη Μηλιώτη, μου είπε, ναι, έχω κάποιες
επιρροές από την ποίηση του Σινόπουλου, ειδικά στην πρώτη μου
συλλογή (Μια ανάσα δρόμο, Ars Nocturna, 2013) την οποία όταν την
έγραφα, διάβαζα Σινόπουλο.

Για να δούμε το ποίημα Φθινόπωρο του Παναγιώτη, ποίημα που ο ίδιος


θεωρεί πως φαίνεται η επιρροή του Σινόπουλου.

Και βλέπω δέντρο να στέκεται γυμνό


χωμένο στη σκόνη και στην άπνοια.

Λογάριαζα τις ρίζες του


το χυμό που κυκλοφορεί στον κορμό
τα φύλλα που θα δένανε καρπό·
6

νόμιζα πως έβλεπα τα μάτια τους


παράξενο να μη λογαριάζω
τη φωνή που κράταγε μισόκλειστη την πόρτα∙
νόμιζαν πως καθαρίζω ρόδια με τα ίδια μου τα χέρια,
σπόρους από αίμα, γυάλινα φιαλίδια γεμάτα αίμα,
δεν έβλεπα τα μάτια τους, το πρόσωπο που ’κλινε
σαν πρόσωπο που κρατάμε στη χούφτα μας σε κέρμα.

Λογάριαζα το δέντρο
την κυκλοφορία μέσα του
τις ρίζες να εισχωρούν πιο κάτω
ν’ ανοίγουν τοίχους σκάζοντας·
λογάριαζα στο ίδιο το υλικό της καρδιάς.

Παράξενο
βλέπω δέντρο να σηκώνει χέρι
να χτυπά σαν άνθρωπος το τζάμι.

Εδώ νομίζω διακρίνεται το υποστασιακό κομμάτι της σινοπουλικής


ποίησης, αλλά στο υπόλοιπο έργο του Μηλιώτη, είναι προφανής η
ενασχόληση με το κοινωνικό και το πολιτικό, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
της δεύτερης ποιητικής περιόδου του Σινόπουλου.

Η Παυλίνα Μάρβιν είπε: «Ο Γιάννης Πατίλης και ο Χρίστος


Ρουμελιωτάκης μας χάρισαν τον Νεκρόδειπνο τη μέρα ακριβώς που
εισαχθήκαμε στο εργαστήρι. Ήμουν δεκαεννιά χρονών και ήταν το
πρώτο ποιητικό βιβλίο που έπιανα στα χέρια μου, πέρα από Ελύτη,
Σεφέρη, Ρίτσο, Καβάφη και κάποιες ανθολογίες που είχαμε σπίτι στη
Σύρο. Μου φάνηκε πολύ μικρό το βιβλίο. Δεν ήξερα μάλιστα πώς να το
κόψω (ήταν άκοπες οι σελίδες) και το χάλασα λίγο στην προσπάθεια
μου. Είναι τόσο σημαντική η επαφή με το ποιητικό βιβλίο. Μου άρεσε
πολύ το ποίημα. Είχε μαζί φαντασία, αφηγηματικότητα, ρυθμό και
καρδιά ―κατάλαβα πως είναι ένα σπουδαίο ποίημα και πως χωρίς
αυτές τις αρετές ταυτόχρονα τι ποίημα να υπάρξει; Μου άρεσαν πάρα
πάρα πολύ και τα χαρακτικά του. Πέρασα πολύ χρόνο χαζεύοντας τη
βιβλιοθήκη του. Στο Ίδρυμα δεν διδασκόμασταν Σινόπουλο τόσο πολύ,
αλλά τον είχαμε πάντα κοντά μας. Όταν αποφοίτησα μου ήταν πολύ
δύσκολο να σκεφτώ πώς δεν θα είμαι πια εκεί, σπίτι του, κάθε
εβδομάδα. Αυτά έχω να σου πω.»
7

Στα ποιήματα της Μάρβιν διακρίνεται η άνεση να αναμιγνύει τον πεζό


με τον ποιητικό λόγο (Σβήσε τους φάρους για τον Ιβάν Ισμαήλοβιτς,
Κίχλη, 2022), αλλά και μια αφηγηματικότητα εν γένει στον ποιητικό
λόγο της. Ο Σινόπουλος παραβίασε επικίνδυνα τα όρια μεταξύ
ποιητικού λόγου και πεζού ή αυτού που είχαμε συνηθίσει ως τώρα να
θεωρούμε ποιητικό λόγο. Εξού και το Νυχτολόγιο θεωρήθηκε από την
κριτική (Δ.Ν. Μαρωνίτης) προποιητική κατασκευή, συνεπώς δύσκολο να
ταξινομηθεί γραμματολογικά.

Ο Ιβάν Ισμαήλοβιτς κατηφόριζε στα βράχια. Προηγουμένως


Διάβαζε την εφημερίδα του στα σκαλιά της λιγότερο κεντρικής
πλατείας. Τι θέλει τώρα εκεί; Να πηδήξει σ΄ ένα πλωτό και να φύγει ή
απλώς να στρίψει τσιγάρο; Ή μήπως είναι παγίδα για να τρέξω
ίσια κοντά του; Κλείνω τη μηχανή, παύω μέσα μου τη φωνή που
μιλάει μόνο μ’ ένα ρήμα: πήγαινε.

Στην ποίηση του Σινόπουλου ο ρυθμός είναι παρών ακόμη και στα
αφηγηματικά-πεζόμορφα ποιήματα. Ο Λευτέρης Τσώνης ήταν από
αυτούς τους δύο που είπαν: «στη σκιά του μαθαίναμε, κι όσο να το
κάνεις, αυτό επηρεάζει. Και η σκιά επηρεάζει». Ιδού ένα ποίημα του,
στο οποίο διακρίνεται η ενασχόληση με τον ρυθμό (ο Τσώνης είναι
μουσικός) με αναφορά στον Ελπήνορα, αλλά και στην Ιστορία. Το
ποίημα δημοσιεύεται για πρώτη φορά.

Διεθνής πλαζ

Τούτο το μικρό μπαλκόνι με την ψηλή του θέα


έμπειρο στα καλοκαίρια, παλιό ―αποτίει όραση βαθιά
κι ο νους τα αβαρή ζυγίζει, το βλέμμα ακούσια αγγίζει
Σώματα νεανικά στην πλαζ δοκιμάζουν το ανεξάντλητο
λουσμένα στο μέγα άστρο κι o ορίζοντας εκεί που παύει
το μάτι να διψά, ξεχωρίζει τα δυο μπλε σε ίσες αιωνιότητες

Σάμπως δεν έσπρωξε κι εμένα ο χρόνος παράμερα καθώς


κάποιος άλλοτε, καθισμένος εδώ που τώρα είμαι
αύριο ο επόμενος και οι φιγούρες στην πλαζ ήμασταν εμείς

Θα εξακολουθεί τον καιρό τούτο το μικρό μπαλκόνι


θα εξακολουθεί τον ειρμό της ζωής
Τα νεανικά σώματα θα ανακαλύψουν αυτή τη θέα
8

Ενδελέχεια: λέξη ταιριαστή στην πλάση

Μια βαρκούλα αρμενίζει επιστροφή στις κορυφές του κλέους


και ο μικρός αδερφός κάποιου ξέμεινε στην ακτή ζωντανός
στην εποχή μας, βλέπει τους φίλους του να παίζουν στο νερό
Με τέρψη έρχεται η φορά του πλησιάζει και είναι που καθόλου
δε μοιάζει με κείνο το καράβι που τους ασήμαντους ξεχνούσε
Προς το επόμενο καλοκαίρι έπλεε με όλο και λιγότερους.

Μου το ψιθύρισε αυτό η Ιστορία με τους λόγους, λυπήθηκα


Άραγε, ποιανού ζαριά τον βύθισε στους λογισμούς της πτώσης
ή της έλξης, τέλος πάντων ―αιώνια λησμονημένος

Με έσπρωξε ο χρόνος παράμερα


Γεύτηκα τη θέα και τη μέθη του σφυγμού μα θα κατέβω
από τη σκάλα, παίρνοντας μαζί μου τούτα τα λιγοστά
να πλύνω που μες στη βιασύνη του ο λησμονημένος
απ’ τους συντρόφους του Ελπήνορας, ακούμπησε
στη μνήμη

Μια καράφα κρασί είναι μονάχα, ένα μικρό μαχαίρι


και η λάσπη που έμεινε στο ρούχο από τον ερχομό
όχι από την πτώση

Ο Γιώργος Κατραούρας ήταν ο δεύτερος που μίλησε για σκιά. «Η Λιάνα


(Σακελλίου) έβαζε τη σόμπα. Έκανε κρύο. Δεν ταιριάζει η ποίηση με το
κρύο. Έπρεπε να ήμαστε ζεστά για να γράφουμε. Όταν πήγα εκεί ήμουν
18 χρονών. Άλλοι ήταν 35. Φαντάσου! Πήγαινα κάθε Σάββατο και κάθε
Κυριακή. Γράφαμε στη σκιά του. Πώς αλλιώς; Ήταν το σπίτι του.»

Ήβη Αθανασιάδου

Φωνή που αντηχούσε ως τις πόρτες.


Αν δεν ήταν τ’ ουρανού
τότε τι άλλο;

Φορές που λούφαζες στο σκοτάδι


εγώ σε θυμόμουν.

Συνέχεια· ατένιζα δρόμους της σκιάς


9

για ν’ αντέξω.

Πέφτει η σφαίρα.
Ανθίζει η σιωπή.
Αθώο αίμα ρέει στα πηγάδια μας.

Στο συγκεκριμένο ποίημα του Κατραούρα το υποστασιακό συμβαδίζει


με το ιστορικό στοιχείο (η Ήβη Αθανασιάδου δολοφονήθηκε εν ψυχρώ
από Γερμανό στρατιώτη στο Παλαιό Φάληρο το 1944. Ήταν 18 ετών).

Ο Αλέξανδρος Κορδάς ήταν από εκείνους που χωρίς περιστροφές με


παρέπεμψε σε συγκεκριμένο ποίημα, στο οποίο θεωρεί πως έχει δεχτεί
σινοπουλικές επιρροές. Παραθέτω τμήμα από το ποίημα της συλλογής
Τυφλό άλογο (Σμίλη, 2018).

Θεία Λειτουργία

II

Χθες όλη μέρα στο πόδι.


το βράδυ αραγμένοι μ’ έναν φίλο,
κοιτούσαμε τους ζητάδες,
μπροστά από τον ναό. Μου λέει:
Δεν ξέρω πώς το ’χεις στον νου,
όμως
βουβά και χωρίς Θεό
είναι τα χρόνια που ΄ρχονται.

Ακούγοντας αυτά,
φαντάστηκα για κάποιον λόγο
έναν βαθύ διάδρομο,
στο τέλος του διαδρόμου
έναν ωχρό γέρο βασιλιά,
που δειπνούσε με τα σκεύη της εκκλησίας.
Κι εγώ στεκόμουν από την άλλη μεριά
και σαν να με παρακολουθούσε
με την άκρη του ματιού του,
καθώς έφερνε στα χείλη του
το ποτήριο.
10

Και σε μια στιγμή η εικόνα χάθηκε,


Κι είδα πάλι τον φίλο μου
Σκυμμένο πάνω απ’ το κουτάκι την μπίρα.

Αυτή, συνέχισε,
Είν’ εποχή για ν’ αγιάσεις
ή να γίνεις φάντασμα.

Κι εγώ, στ’ αλήθεια, δεν ήξερα


τι απ’ τα δύο ήθελα να γίνω.

Στο ποίημα φαίνεται η υπαρξιακή αγωνία, ο ρυθμός, η σημασία που


δίνει εν γένει ο Κορδάς στην τεχνική του στίχου και στην αρτιότητα. Σε
όλη την ποίηση του Σινόπουλου ήταν έκδηλη η αγωνία για τη γλώσσα.
Η γλώσσα του ήταν προσωπική, πυκνά λυρική, ατμοσφαιρική και γενικά
αντισυμβατική, ο λόγος του εξαιρετικά επιμελημένος και διαυγής, με
λογική διάρθρωση, μελετημένη αρχιτεκτονική και καίριο στοχασμό. 10

Η Σοφία Λεβαντή, δεν φοίτησε στο εργαστήρι Τάκης Σινόπουλος,


ωστόσο έγραψε ένα ποίημα (Διάβαση, Ενύπνιο 2021) στο οποίο όχι
μόνο τον αναφέρει ρητά, αλλά συνομιλεί μαζί του. Επιπλέον ο τίτλος
του ποιήματος παραπέμπει στο Χρονικό του Σινόπουλου.

Χρονικό

Εκείνες τις μέρες δεν κοιτάζονταν στα μάτια.


Ορδές πουλιών παραληρούσαν στα περβάζια
έναν σκοπό ατονάλ και οι τρελοί πλήθαιναν.
Στρατιές σκουπίδια βγαίνανε απ’ τη θάλασσα,
βρόμαγε η ατμόσφαιρα
κι ο ένας δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για τον άλλον.
Οι άντρες χίμαγαν, κατέτρωγαν τις σάρκες,
τα ρούχα των γυναικών γέμιζαν αίμα.
Και τα παιδιά ανέμελα.
Και το έτος 2020.
Πίναμε μπίρες ένα βράδυ και η κυρία Πανδώρα
ωραία, χηρευάμενη,
μιλούσε μόνο περί σώματος11 ― ήμουν δεκαοχτώ χρονών
10
Στάθης Κουτσούνης, Μπροστά σε αλλότριο ρόπτρο, Κριτικές επισκέψεις σε άλλα κείμενα (1989-
2020), Μεταίχμιο, 2022.
11
Αναφορά στο ποίημα Φίλιππος, του Τάκη Σινόπουλου
11

στα χέρια μου το ποίημα του Σινόπουλου κι έλεγα


τι σημαίνει

Η Λεβαντή αφηγείται την εμπειρία της, ενώ συγχρόνως κάνει κι ένα


μικρό σχόλιο:

«Η επιρροή ως ανάμνηση

Ας αφήσουμε τα λόγια. Γνώση του ποταμιού σημαίνει να ’σαι μέσα στο


ποτάμι.12

Τον Φίλιππο (1957, Μεταίχμιο Β’) του Τ. Σινόπουλου τον διάβασα στα
δεκαοχτώ. Εικόνα που έμεινε βαθιά χαραγμένη στο μυαλό μου η κυρία
Πανδώρα, που μιλούσε μόνο περί σώματος. Έτος 2020-2021. Τους μήνες
αυτούς ολοκληρώθηκε η Διάβαση, στην οποία περιλαμβάνεται το
Χρονικό. Αυθόρμητα έρχεται στο μυαλό μου ο Φίλιππος και αισθάνομαι
ότι αποτυπώνεται η συνθήκη που ζήσαμε τα τελευταία δύο χρόνια.
Κλίμα μεταπολεμικό/μετεμφυλιακό σε μια χώρα που καταρρέει. Κλίμα
απομόνωσης, απόγνωσης, εγκλεισμού. Και, κυρίως, απουσία λογικής σε
κάθε έκφανση του βίου. Με τρόπο μαγικό, υπάρχει μια αδιάλειπτη
σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν σε ό, τι ζούμε και εκφράζουμε.
Απ’ τη μια η αυτοθυσία, απ’ την άλλη ο ατομισμός. Απ’ τη μια οι
αγωνιστές, οι άνθρωποι που τάσσονται στο καθήκον για το κοινό καλό
και από την άλλη οι Πανδώρες.

Στην εποχή μας, όπως και σε περασμένες εποχές


άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε. 13

Στον Φίλιππο ο αγωνιστής πεθαίνει έχοντας όραμα για ένα καλύτερο


αύριο. Ποιο είναι το όραμα σήμερα;»

Ο Μπλουμ υποστήριξε το εξής: «είναι πράγματι αλήθεια ότι ένας


ποιητής επιδρά σ’ έναν άλλο, ή ακριβέστερα, ότι τα ποιήματα ενός
ποιητή επιδρούν στα ποιήματα ενός άλλου δια της γενναιοδωρίας του
πνεύματος, έστω και αν είναι μοιρασμένη γενναιοδωρία. […] Όσο
περισσότερη γενναιοδωρία υπάρχει και όσο πιο αμοιβαία είναι, τόσο
πιο φτωχοί εμφανίζονται οι συμμετέχοντες ποιητές». 14 Σχετικά με τους
ποιητές – αποφοίτους του Σπουδαστηρίου, στους οποίους αναφέρθηκα
12
Τάκης Σινόπουλος, Η ποίηση της ποίησης, 1961
13
Τάκης Σινόπουλος, Ο καιόμενος, Μεταίχμιο Β΄, 1957
14
Harold Bloom, Η αγωνία της επίδρασης, Νεφέλη, 1989
12

παραπάνω, αλλά και με τον Σινόπουλο τον ίδιο, στον οποίο η κριτική
καταλόγισε ομοιότητες με τον Σεφέρη και τον Έλιοτ, θεωρώ πως στην
ποίηση των σπουδαστών δεν διακρίνεται μεγάλη γενναιοδωρία του
πνεύματος του Σινόπουλου και αντίστοιχα των Σεφέρη, Έλιοτ στη δική
του ποίηση. Αντίθετα συμβαίνει αυτό που πάλι υποστηρίζει ο Μπλουμ,
ότι δηλαδή η ποιητική επίδραση, όταν έχει να κάνει με δυνατούς,
αυθεντικούς ποιητές, αναπτύσσεται πάντοτε μέσω μιας παρανάγνωσης
του προηγούμενου ποιητή, μιας πράξης δημιουργικής διόρθωσης που
είναι στην πραγματικότητα και κατ’ ανάγκην παρερμηνεία.

Εκτός από την κριτική που ασκούν στην ποίηση οι επαΐοντες, υπάρχει
και η γνώμη των απλών αναγνωστών. Κάνοντας μια πρόχειρη
δημοσκόπηση σε νεαρούς και νεαρές αναγνώστριες ποίησης γύρω στα
22 (αρκετά νεότερους από τους αποφοίτους στους οποίους
αναφέρθηκα παραπάνω) σχετικά με τον Σινόπουλο και τον Σαχτούρη, ο
Σαχτούρης νίκησε κατά κράτος. Η αιτία; Τους γοητεύει το παράδοξο που
κυριαρχεί στην ποίησή του. Ο Σινόπουλος, παρότι χρησιμοποιεί
αντισυμβατικό λόγο, συχνά δε καθημερινό λεξιλόγιο, ως προς το νόημα
διαθέτει αρχιτεκτονική. Ο λόγος του έχει λογική διάρθρωση, παρότι
υπάρχουν απροσδόκητες συζεύξεις λέξεων.15 Ίσως τελικά ο Σινόπουλος
να είναι ο αγαπημένος ποιητής των φιλολόγων. Ή ίσως η θεματική του
Εμφυλίου να θεωρείται παρωχημένη, πολυσυζητημένη, εξαντλημένη
πια και βαρετή από τις νεότερες γενιές. Ωστόσο, θα ήταν παράλειψη να
γράφει κάποιος γι’ αυτόν και να μην αναφερθεί στο εμβληματικότερο
ποίημα για τον Ελληνικό Εμφύλιο. Ο Σινόπουλος, όπως έγραψε ο
Ρουμελιωτάκης, είναι μπλεγμένος στα βρόχια της Ιστορίας, είναι ο
ποιητής του αίματος, του αδελφικού αίματος, του Εμφυλίου. Μπορείς
να διαβάσεις χιλιάδες σελίδες, όσες δηλαδή έχουν γραφτεί και όσες θα
γραφτούν, να μελετήσεις τα αίτια και τις αφορμές, τα γεγονότα και τους
αριθμούς αλλά ποτέ δε θα μπορέσεις να καταλάβεις τη βαθύτερη
ουσία των πραγμάτων, αν δεν σου έχει δοθεί η χάρη να γνωρίσεις τη
νεότερη ποίησή μας. Εκεί, μόνον εκεί, βρίσκεται ατόφια η φοβερή
Εποχή. 16

Σύμφωνα με τον Κώστα Βούλγαρη, ο Νεκρόδειπνος μιλάει για τον


πόλεμο αυτόν καθαυτόν. Δεν διαλέγει πλευρά. Ο χρόνος
του Νεκρόδειπνου είναι παρελθοντικός, αλλά με νότες ενεστωτικές, που
15
Στάθης Κουτσούνης, Μπροστά σε αλλότριο ρόπτρο, Κριτικές επισκέψεις σε άλλα κείμενα (1989-
2020), Μεταίχμιο, 2022.
16
Χρίστος Ρουμελιωτάκης,2007, https://www.poeticanet.gr/takis-sinopoylos-emfylios-katholiki-itta-a-
103.html
13

καθιστούν την αφηγούμενη εποχή ζώσα Ιστορία. Ο Βούλγαρης το


χαρακτηρίζει ως το εμβληματικότερο ποίημα του ελληνικού εμφυλίου,
όχι μόνο για την αισθητική του αρτίωση, αλλά για τη διαχείριση του
ίδιου του ιστορικού γεγονότος, με έναν τρόπο που αντιστοιχεί στη
σημερινή εικόνα που έχουμε γι’ αυτό. Γιατί, όπως λέει, ο Σινόπουλος
απέφυγε αφ’ ενός την αναπαραγωγή τού μαρτυριολογικού θρήνου και
αφ’ ετέρου τη σεφερική αποστασιοποίηση. Δηλαδή, απέφυγε την
παράκαμψη της ιστορίας, επιλέγοντας να αναμετρηθεί με την
πρόκληση μιας από τα μέσα αφήγησής της .Έτσι, με
τον Νεκρόδειπνο καταφέρνει να μιλήσει ευθέως για τον εμφύλιο, χωρίς
να κάνει πολιτικούς συμψηφισμούς ούτε, κυρίως, εκπτώσεις αισθητικής
τάξης. Γιατί κατά τα λοιπά, το πέρασμα από την αντιστασιακή ποίηση
στην πολιτική ποίηση του μεταπολέμου ήταν μια διαδικασία
υποχώρησης του μοντερνισμού, ουσιαστικής εγκατάλειψης κάθε
αισθητικής στόχευσης, από τόσους και τόσους, γνωστούς και
υπερτιμημένους αριστερούς ποιητές... Τα ακριβώς αντίθετα έπραξε ο
Σινόπουλος.17

Παρότι οι νεκροί επανέρχονται ξανά και ξανά στο έργο του Σινόπουλου,
τόσο που με παραπέμπουν στους στίχους του Λωτρεαμόν

Και ω του θαύματος: το πτώμα επανεμφανιζόταν, την επαύριο, στην


επιφάνεια του ωκεανού, που εκ νέου μετέφερε στην ακτή το συντρίμι
αυτό της σαρκός. 18

θεωρώ πως ο Σινόπουλος διέθετε καθαρό πνεύμα και πως βαθιά μέσα
του γνώριζε τα όρια της σκοτεινότητας.

Φίλε επισκέπτη κάθισε στο κάθισμα. Και σε παρακαλώ μη μου μιλάς,


μη με κοιτάζεις σα να βγήκα από την κόλαση για να μπω σε μιαν άλλη.
Δεν ξέρω τίποτα απ’ την κόλαση, όπως κι εσύ, σε βεβαιώνω. 19

Ως ποιητής, δεν με κέρδισε χάρη στον αρτιότατο Νεκρόδειπνο, αλλά


χάρη στο Χάρτη και στο Νυχτολόγιο. Τον εκτίμησα για τον ασθματικό
τρόπο που κόβει τις λέξεις. Επειδή έβαλε αληθινούς ανθρώπους μέσα
στα ποιήματά του. Επειδή τόλμησε να μιλήσει για όλους και για όλα
(π.χ. για τον Τερζάκη, τον Σεφέρη, τον Δάλλα) εντάσσοντάς τους με
απροσδόκητο τρόπο στη γραφή του.
17
Κώστας Βούλγαρης, 2012 http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2012/11/blog-post_636.html#more
18
Λωτρεαμόν, Μαλντορόρ, Μτφρ.: Στρατής Πασχάλης, Νεφέλη 2017
19
Τάκης Σινόπουλος, Ο Χάρτης, 1977
14

Ο Ηπειρώτης Άραχθος, έξω από την Άρτα, ιδιοκτησία, νομίζω από


παλιά, του ποιητή Γιάννη Δάλλα.20

Τοποθετούσε τα πρόσωπα, νεκρά ή ζωντανά, έχοντας τη βεβαιότητα ότι


μας αφορούν ή ότι θα μας αφορούν στο μέλλον. Τα ποιήματά του
διαθέτουν αυτοπεποίθηση και αυτογνωσία. Τον εκτίμησα για την
τραγική επίγνωση της πραγματικότητας. Επειδή με τον Νεκρόδειπνο
κατέστησε το προσωπικό βίωμα κοινωνικό. Για την αρτιότητα και την
επιμέλεια του λόγου. Για την καθαρότητα και την αμεσότητά του. Για
την «αμηχανία»21 που μου προξένησε η ποίησή του εξαιτίας της
πλήρους επίγνωσης του εαυτού. Επίγνωση της μοναξιάς της ψυχής
κυρίως, αλλά και του σώματος, την οποία έθιξε χωρίς ίχνος
χυδαιότητας.

Όπως στο προηγούμενο όνειρο) άπλωσα το χέρι μου


ήσυχα για ν’ αγγίξω το σεξ ― ποιο σεξ; ― υπήρχε ένα κενό.22

Άλλος ένας λόγος που εκτίμησα τον Σινόπουλο ήταν γιατί ανάμεσα στο
απαιτητικό επάγγελμα του γιατρού και στην απαιτητική τέχνη της
ποίησης, κατάφερε να χωρέσει και την κριτική. Γνώριζε ο Σινόπουλος
καλά, όπως ο Έλιοτ, ο Σεφέρης, ο Παλαμάς, πως η κριτική που γίνεται
από ποιητές προς ποιητές εντέλει ωφελεί την ποίηση που γράφουν οι
ίδιοι. Όχι επειδή ανταποδίδουν χάρες, αλλά γιατί εξασκούνται στην
εμβάθυνση, εντοπίζουν τις αδυναμίες και τις αρετές της ποίησης του
άλλου, καλούνται να τις ονοματίσουν, να τις περιγράψουν και να
σκεφτούν συγκεντρωμένοι και σοφότεροι τη δική τους ποιητική.

Διαβάζοντας την αλληλογραφία του με τον Αναγνωστάκη κατάλαβα


πως όσα έγραφε δεν τα θεωρούσε και τόσο σπουδαία. Δεν ακκιζόταν.
Επιθυμούσε διακαώς να μείνει στα Γράμματα, αλλά δεν ήταν
επηρμένος.

Σπρώξε τον Νησιώτη να γράψει κριτική για την «Νύχτα και την
αντίστιξη» στη Νέα Πορεία, όπως το έχει υποσχεθεί από καιρό. Για
ειδικούς λόγους η κριτική πρέπει να ’ναι υπερευνοϊκή, πες το του
Πάνου, να αφήσει τις διαφωνίες του και τις αυστηρότητές του για το
20
Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο,1978
21
Δ.Ν. Μαρωνίτης, Βιβλιοκριτικός διάλογος με την ποίηση, Τάκης Σινόπουλος – Μίλτος Σαχτούρης
Μελετήματα, Πατάκης, 2009
22
Τάκης Σινόπουλος, Χάρτης, 1977
15

ερχόμενο βιβλίο. Αυτή τη φορά να κάμει σκόντο στις απόψεις του. Είναι
πολύ αυτό που γυρεύω, και κοκκινίζω αλλά μου χρειάζεται, να χέσω τον
κόσμο σας, το μυαλό σας και την ποίησή σας. Καταλάβετέ με!
Οιανδήποτε κριτική καλή ή κακή τη γράφω στα παλιά μου τα
παπούτσια, δεν συγχύζομαι, δεν χαίρομαι. Αλλά τώρα τη θέλω, την
απαιτώ, πώς το λένε. Όχι για μένα, όχι για τα κολοποιήματά μου, αυτό
να το εννοήσετε. Τη θέλω για καρφί. 23
Ο Σινόπουλος αναφέρεται από κάποιους κριτικούς ως «αστός» ποιητής.
Πιθανόν μόνο και μόνο εξαιτίας του επαγγέλματος του γιατρού, ενός
αστικού επαγγέλματος που άσκησε όλη του τη ζωή. Ωστόσο, πώς
γίνεται ένας άνθρωπος που ήρθε (και ερχόταν συνεχώς) από τον Πύργο,
επιστρατεύτηκε στον Εθνικό Στρατό ως υγειονομικός, πολέμησε στον
Εμφύλιο και σημαδεύτηκε πικρά από τον πόλεμο, έζησε μια δικτατορία
κατά τη διάρκεια της οποίας εξαιτίας της λογοκρισίας δεν εξέδωσε
τίποτα, εργάστηκε ως γιατρός στο ΙΚΑ της Νέας Ιωνίας να λογίζεται ως
«αστός» ποιητής; Αστοί ήταν ο Εμπειρίκος, ο Σεφέρης, ο Εγγονόπουλος.
Δεξιός στα φρονήματα, άλλωστε, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην αστός.

Ρωτώντας δύο συνομήλικούς μου, των οποίων την κρίση εκτιμώ,


γιατροί και οι δύο (συνάδελφοι του Σινόπουλου) αναγνώστες και μόνο
(δεν ξέρω αν γράφουν στα κρυφά) γιατί διάβαζαν, τότε, πριν από
τριάντα χρόνια δηλαδή, Σινόπουλο, η μία αρνήθηκε ότι της άρεσε
κάποτε και ο άλλος απάντησε γιατί ήταν της μόδας και η γραφή του
ήταν ευφυής. Όταν τους έθεσα την απλοϊκή ερώτηση Σινόπουλος ή
Σαχτούρης, απάντησαν με μια φωνή: Σαχτούρης, και συνεχίζοντας με
την ερώτηση Σινόπουλος ή Λειβαδίτης απάντησαν με μια φωνή
Λειβαδίτης. Τους λέω τότε πως τελικά νομίζω πως ο Σινόπουλος αρέσει
μονάχα στους φιλολόγους και μου απάντησαν, ναι, βεβαίως. Είναι
δυσκολούτσικος και μάλλον εγκεφαλικός. Και γυρίζουν την κουβέντα
στον Πατρίκιο, που τελικά, κι αυτός καλός τους φαίνεται.

Πρόκειται για κείνο το τετραγωνάκι στο δυτικό παράθυρο


και για το γκρίζο φως του απογεύματος στον τοίχο απέναντι
πολλές φορές κοιτάζοντας
είδα στον ύπνο
το γκρίζο φως του ποταμού
κατέβαινε

23
Μικροφιλολογικά τετράδια 21, Από την αλληλογραφία Μανόλη Αναγνωστάκη - Τάκη Σινόπουλου:
1958-1961, Εισαγωγή - επιμέλεια - σχόλια: Δημήτρης Κόκορης.
16

θα σας μιλήσω αργότερα. 24

24
Τάκης Σινόπουλος, Γκρίζο φως, 1980
17

Βιβλιογραφία

1. Για τον Σινόπουλο Κριτικά Κείμενα, Εισαγωγή – Ανθολόγηση Κειμένων:


Ευριπίδης Γαραντούδης, Εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία 2000
2. Τάκης Σινόπουλος – Μίλτος Σαχτούρης Μελετήματα, Δ.Ν. Μαρωνίτης,
Πατάκης 2009
3. Μπροστά σε αλλότριο ρόπτρο, Κριτικές επισκέψεις σε άλλα κείμενα (1989-
2020), Στάθης Κουτσούνης, Μεταίχμιο 2022.
4. Η αγωνία της επίδρασης, Harold Bloom, Νεφέλη 1989

You might also like