You are on page 1of 389

[1]

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΦΙΛΟΣ
και άλλες ιστορίες

[2]
Διηγήματα

Για τα μάτια της Γιολάντας(1929)


Δυο καρδιές – η μια πιο λυπημένη (1926)
Ένα παλιό, κιτρινισμένο γράμμα (1932)
Ένας ιππότης (1933)
Ένας χαμένος άνθρωπος (1932)
Ερινύες (1915)
Η αγωνία (1931)
Η γάτα (1925)
Η επίσκεψή μου σ’ ένα φάντασμα (1933)
Η θυσία (1925)
Η καρδιά της Δώρας (1925)
Η καρδούλα της Τριανταφυλλιάς (1910)
Η κρίσιμη στιγμή (1930)
Η οπτασία (1932)
Η παγίδα (1931)
Η προσδοκία (1929)
Ιστορία για να δακρύζετε… από τα γέλια! (1909)
Μια πολύ παράδοξη περίπτωση (1933)
Μια φιλική κουβέντα το Φθινόπωρο
Ο βρικόλακας (1929)
Ο Γιαννάκης ο Βρανάς κι η γκάφα του (1936)
Ο διαλαλητής (1911)
Ο δέκατος έκτος (1932)
Ο Δημοφών κι ο θάνατος (1953)
Ο θάνατος (1929)
Ο θρύλος για τα εφτά μαργαριτάρια
Ο καλλιτέχνης (1929)
Ο καπετάν Φουρτούνας ο Λαμπής – Μίμηση Παπαδιαμάντη
Ο κατάδικος (1929)
Ο μυστηριώδης φίλος (1925)
Ο πανικός (1932)
Ο πατέρας (1930)
Ο πεθαμένος (1929)
Ο περιττός (1929)
Ο πιερότος (1929)
Ο ξένος (1930)
Ο ταγματάρχης (1929)
Ο τυχερός (1932)
[3]
Οι λεμονιές (1925)
Οι τρεις φωνές, στα σκοτεινά (1932)
Παραμύθι (1932)
Παραφροσύνη (1908)
Πριν έρθει το σκοτάδι – και για πάντα (1925)
Ρηνούλα (1929)
Ρόδα (1925)
Σκιές (1930)
Τ’ ανέλπιστα καλά ενός κακού (1932)
Τα δυο αδέρφια (1929)
Τα κάλαντα (1929)
Τα μαραμένα μάτια (1913)
Τα περασμένα (1930)
Της τύχης τα γραμμένα (1932)
Το γιασεμί (1930)
Το γράμμα (1944)
Το γυαλένιο μάτι (1932)
Το διαμάντι (1925)
Το διαολάκι που εγίνηκε αγγελάκι (1911)
Το μαγικό παλάτι (1931)
Το μυστικό (1930)
Το πάθος και το πάθημα του Πέτρου (1932)
Το συναπάντημα (1925)
Το τελευταίο μου κυνήγι (1929)
Το τέλος της θειτσούλας (1930)
Το τραγούδι της μεγάλης νοσταλγίας (1931)
Το τριζόνι (1911)
Φεγγάρι (1922)
Χριστός ανέστη (1930)

[4]
ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ THΣ ΓΙΟΛΑΝΤΑΣ

Εκείνη τη βραδιά το τσίρκο ήτανε γιομάτο. Το πλατύ


αμφιθέατρο —κατάμαυρο απ’ τον πολύ τον κόσμο— ήτανε
βουτημένο μες τα πιο παράξενα και χιμαιρικά χρώματα· ένα
πλήθος εκλεκτό, που σκόρπαγε χαμόγελα και μυρουδιές,
πλημμυρούσε τους εξώστες και τις γαλερίες.
Χίλια στόματα φλυαρούσανε, και μια άναρθρη βουή
ανέβαινε, ανακατωμένη και χαρούμενη, κατά τον ουρανό.
Απ’ το πρωί, τα πελώρια κίτρινα και πράσινα
προγράμματα, τοιχοκολλημένα στους δρόμους,
ειδοποιούσανε το σεβαστό κοινόν πως την ίδια νύχτα, είχανε
την ευεργετική τους ο Τομ κι ο Μπομπ, τα δυο χαϊδεμένα
παιδιά της κομπανίας, και παρακαλούσανε τους θαμώνες να
τιμήσουνε το τσίρκο.
«Γέλια, γέλια, γέλια» —έτσι έλεγε το πρόγραμμα…
Κι όλη την ημέρα μια νευρική ταραχή αναστάτωνε το ξύλινο
ιπποδρόμιο: σκοινιά, λουλούδια, γιρλάντες κι άνθρωποι, όλοι
μαζί· στριφογυρίζανε από δω κι από κει, στολίζοντας και
σκεπάζοντας τις σανίδες με πράσινες μυρτιές και με μεγάλα
χαρτένια τριαντάφυλλα· και μέσα σε κάθε τριαντάφυλλο ήτανε
κι ένας γλόμπος ηλεκτρικός· κι έτσι θα ήτανε μια
φαντασμαγορική άνθιση από φώτα, μια φωτοχυσία από
κόκκινα τριαντάφυλλα.

Κάρα φορτωμένα με άμμο σταματούσανε απ’ όξω· έπρεπε


το χώμα να είναι νωπό και φρέσκο· το στρώσανε με φτυάρια
[5]
και το ποτίζανε, κι ύστερα το πατούσανε με τα πόδια, να
στρώσει και να γίνει πιο στερεό.
Ο διευθυντής του ιπποδρομίου —ένας παχύς και
μεγαλόπρεπος σαραντάρης— στο καμαρίνι του, προετοίμαζε
το φράκο του και τα γάντια του.
Κι όλ’ αυτά για τον Τομ και για τον Μπομπ.
Ο Τομ κι ο Μπομπ ήτανε δυο καλά παιδάκια, το ’να δεκάξι
χρονών και τ’ άλλο δεκαοχτώ.
Ο Τομ ήτανε μελαχρινός, με δυο μεγάλα φωτερά μάτια που
κυλούσανε μαλακά ανάμεσα από σκοτεινά ματόκλαδα· ψηλός
και παχουλός, με ίσια κορμοστασιά, ήτανε ο Βενιαμίν του
τσίρκου· οι κυρίες μάλιστα ξετρελαινόντουσαν μαζί του και του
στέλνανε κουφέτα και ζαχαρωτά.
Κι εκείνος χαμογελούσε με το λυπημένο γέλιο του που
σούρωνε πικρά τα δυο χειλάκια του στις κώχες.
Ο Μπομπ —ο πιο μεγάλος— δεν έμοιαζε του Τομ· είχε
κορμάκι πιο λιγνό, με καστανά μαλλιά· καθώς περπατούσε,
έλεες πως ήτανε κανωμένος από κρέμα, τόσο φιδωτά
λυγούσανε οι γραμμές του κορμιού του. Τα μάτια του —μάτια
άτονα και βαθιά— είχανε το χρώμα που έχει το μέλι βγαλμένο
στον ήλιο: έναν ξανθό και γλυκό χρωματισμό, παράξενο και
βαθύ.
Από μικρά παιδάκια παίζανε μαζί, στο ίδιο θέατρο —μια
παράγκα σε κάποιο χωριουδάκι— κι έτσι δέσανε τη ζωή τους
για πάντα, αδερφωμένα κι αγαπημένα.
Κανένας δεν ήξερε από πού βαστούσε η σκούφια τους· τον
Μπομπ τον είχε βρει
μια γυναικούλα —τόσα χρόνια τώρα— πεταμένο στα
σκαλοπάτια του σπιτιού της· ήτανε καλόκαρδη και πονετικιά,
και τον πήρε για παιδί της· μα η γυναικούλα πέθανε και τον
άφησε πέντε χρονών στα χέρια μιας σκοινοβάτισσας που την
περιποιήθηκε στην αρρώστια της κι εκείνη τον ανάθρεψε και
του ’μαθε την τέχνη της· του μαλάκωσε το κορμί του με
τούμπες και γυμναστικές, κι έτσι μια μέρα τον έβγαλε απάνου
στη σκηνή.
Όμως ο Μπομπ ήτανε πολύ δυστυχισμένος· ολομόναχος,
τριγυρίζοντας ανάμεσα από βαμμένα μούτρα και βάναυσα
υποκείμενα, περνούσε μια πολύ άσκημη ζωή· το φαΐ του ήτανε
λίγο και κακομαγειρεμένο· μια φέτα ψωμί με λίγο τυράκι και
καμπόσα βερίκοκα, ήτανε το πιο συχνό του δείπνο.
[6]
Τις νύχτες —ύστερ’ απ’ την παράσταση— που ’βγαινε ν’
ανασάνει λίγον καθαρόν αέρα, κοίταζε το φεγγάρι, και τότες η
ψυχή του σφιγγότανε και παραμιλούσε μες τη μοναξιά·
ξαπλωνότανε χάμου και μύριζε το βρεμένο το χώμα,
καρτερώντας μίαν απολύτρωση· ώρες ώρες καθότανε
σιωπηλός, ανοίγοντας τα μεγάλα του χρυσαφένια μάτια, κι
ακούγοντας καμιά τρομερή ιστορία που ένας μεθυσμένος
κλάουν διηγότανε στην παρέα του· και τα λόγια του παλιάτσου
είχανε μια ακατανόητη σημασία για την ψυχή του, σαν λόγια
προφητικά που ανοίγανε σε κάποιο όνειρο· αυτό ήτανε όλη
του η διασκέδαση· κι ύστερα —έμενε σιωπηλός και αμίλητος
για μέρες.

***
Περάσανε από τότες χρόνια και χρόνια.
Μια βραδιά που κόντευε να τελειώσει η παράσταση, εκεί
που κρυφοκοίταγε πίσω από τις σανίδες τον πρόστυχο κόσμο
που κακάνιζε και χασκογελούσε στους πάγκους της πλατείας,
είδε και δυο ματάκια που γυρίζανε θαμπωμένα κι εκστατικά, με
παιδιακίσα περιέργεια, στα φώτα και στις γιρλάντες… Κι ήτανε
ένα παιδάκι τα δυο λυπημένα ματάκια· ένα μικρό παιδάκι
κοίταζε το Μπομπ που ανεβασμένος σε μια καρέκλα λυγούσε
το κορμί του σαν μαλακό προζύμι.
Μια στιγμούλα τα μάτια τους συναπαντηθήκανε…
Αυτό ήτανε.
Το μικρό δεν είχε μανούλα ούτε πατέρα· μια κακή τύχη
βάραινε και στους δυο· μιλήσανε ώρες ακουμπώντας σ’ ένα
βαρέλι —ω! πόσο το θυμάται— και χαμογελώντας ο ένας στον
άλλον.
— Και πώς σε λένε;
— Τομ· κι εσένα;
— Μπομπ…
Κι έτσι ο Τομ γνωρίστηκε με τον Μπομπ, κι ο Μπομπ
γνωρίστηκε με τον Τομ…

***

[7]
Περάσανε από τότες χρόνια και χρόνια. Η ζωή έτρεχε,
χωρίς να περιμένει.
Μεγαλώσανε πλάι πλάι και γινήκανε κι οι δυο κοτζάμ
παλικαράκια…
Κι αρχινήσανε να κάνουνε θαυμαστά πράματα απάνου στο
σκοινί· κι ένας θεατρώνης απ’ τους πιο περιζήτητους κι
ονομαστούς, τα πήρε στην κομπανία του που θα ’κανε ένα
μεγάλο γύρο στις πολιτείες.
Έτσι μπήκανε σε δρόμο κι άνοιξε ξαφνικά κι ανέλπιστα το
στάδιό τους.
Σ’ έξι μήνες τ’ όνομά τους μαθεύτηκε σ’ όλο τον καλό τον
κόσμο· οι κυρίες της αριστοκρατίας και των σαλονιών
δείχνανε ξεχωριστή συμπάθεια στα δυο αδερφάκια —γιατί ο
κόσμος τα θαρρούσε γι’ αδερφάκια.
Ο Τομ κι ο Μπομπ ήτανε πια μεγάλοι· ο Τομ κι ο Μπομπ
ήτανε το καμάρι του τσίρκου…
Τη βραδιά που θα δίνανε την ευεργετική τους, σωστό
πανηγύρι γινότανε ολόγυρά τους· οι άλλοι σκοινοβάτες,
μαζωμένοι στην κάμαρή τους, αγωνιζόντανε ποιος ναν τους
πρωτοντύσει και ποιος να τους στολίσει.
Βάλανε τα ροζ μαγιό με τις ασημένιες πούλιες και
χτενιστήκανε προσεχτικά, ρίχνοντας μια μπούκλα λοξά
απάνου στο μέτωπο· πασαλείψανε με πούδρες τα μάγουλά
τους κι ήτανε όμορφα, όμορφα σαν αγγελούδια —σαν τ’
αγγελούδια όμορφα.
Αμίλητα και κερωμένα, καρτερούσανε την ώρα που θα
παρουσιαζόντουσαν· οι μουσικές αρχίζανε, ο κόσμος
χειροκροτούσε, μα εκείνα στεκόντουσαν αμίλητα κάτου από
τις σημαίες κι οι καρδούλες τους ήτανε πικραμένες.

***
Τότες ο Μπομπ φώναξε τον Τομ, και του είπε αυτά:
— Τομ, απόψε θα σ’ ανοίξω την ψυχή μου για πρώτη φορά.
Μη θες να μου κρυφτείς· αρκετόν καιρό ρίχναμε ο ένας στάχτη
στα μάτια του αλλουνού. Ξέρω τι καημός σε τρώει εσένα και
ξέρεις κι εσύ τι καημός εμένα με τρώει… Τομ, χρυσέ μου Τομ,
θα σου μιλήσω σαν αδερφός και θέλω τα λόγια μου τούτα ναν
τ’ ακούσεις, ναν τα φυλάς πάντα βαθιά μες το μυαλό σου, τον

[8]
καιρό που εγώ δε θα ’μαι πια. Αγαπάς τη Γιολάντα, Τομ, δεν
είν’ αλήθεια;
— Μπομπ!…
— Σώπα, μη μου λες τ’ όχι, γιατί δε θαν το πιστέψω.
Αγαπάς τη Γιολάντα κι είσαι τρελός γι’ αυτήνε κι όλη τη νύχτα
σου την περνάς απ’ όξω από το καμαρίνι της Γιολάντας· εγώ
το ’ξερα από καιρό, και δε σου ’λεγα τίποτα· τώρα ήρθε η ώρα
να σου τα φανερώσω όλα —μια και καλή. Αγαπάς τη Γιολάντα,
και σ’ αγαπάει κι εκείνη…
— Μπομπ!…
— Σ’ αγαπάει κι εκείνη, Τομ, το ξέρω καλά. Ε, λοιπόν, αυτό
δε μπορούσε να βαστάξει· είμαι δυο χρόνια μεγαλύτερός σου
και είδα τον κόσμο καλύτερα από σένα· τα χρόνια μας όλα
περάσανε σκοτεινά και θλιμμένα· μονάχα ο Τομ έβρισκε
παρηγοριά στον Μπομπ, κι ο Μπομπ παρηγοριά στον Τομ…
Μοίρα μάς είχε δεμένους στο ίδιο μαγκανοπήγαδο, κι έπρεπε,
μέρα και νύχτα, να δουλεύουμε σα σκυλιά για το ψωμί μας…
Τώρα όμως τελευταία σα να βούλιαξε κάτι αναμεταξύ μας και
μας χώρισε. Τομ, τη Γιολάντα, την αγαπάω κι εγώ!…
— Μπομπ!…
— Ναι! Την αγαπάω κι εγώ, Τομ, την αγαπάω, όσο μπορεί
ένα παιδί στην ηλικία μου ν’ αγαπάει και να ποθεί. Εμένα όμως
η Γιολάντα δε μ’ αγαπάει… Το βλέπω γραμμένο στα μάτια της,
κι η θλίψη μου είναι μεγάλη… Τις πρώτες μέρες που κατάλαβα
πως κι οι δυο είχαμε ρίξει τις ματιές μας στην ίδια τη μεριά,
δοκίμασα να σου την πάρω· τώρα συχώρεσέ με για την τρέλα
που ’κανα, Τομ, γιατί η μετάνοιά μου είναι πικρή… Ήμουνα
τυφλωμένος από Αγάπη, Τομ, τυφλωμένος από Αγάπη.
Ύστερα σιγά σιγά προσπάθησα να την ξεχάσω· αυτό ήτανε
χαμένος κόπος. Κι έτσι αρχίνησε για μένα μια ζωή μαρτυρική,
απελπισμένη, γιομάτη πονηρές ιδέες και πικρίες ανείπωτες·
αυτό δε μπορούσε να βαστάξει· έπρεπε κάπως να τελειώσει,
καλά ή κακά. Επήρα κι εγώ μιαν απόφαση, σαν άντρας, μιαν
απόφαση τελευταία. Σου τη λέω μοναχά για να με θυμάσαι, για
να θυμάται ο Τομ τον Μπομπ, τον καιρό που εκείνος δε θα ’ναι
πια στη ζωή! Γιατί εγώ θέλω να με θυμάσαι, γιατί εγώ ήμουνα
ο αδερφός σου και σου ’χα δομένη την καρδιά μου, κι ήσουνα,
εσύ, η μόνη χαρά διά τον Μπομπ.
Και τα μάτια του Μπομπ κυλούσανε χοντρά δάκρυα.

[9]
— Πάλεψα με τον εαυτό μου και στο τέλος τον νίκησα.
Ώσπου να πάρω ετούτη την απόφαση, έβγαλα αίμα απ’ την
ψυχή μου. Εγώ, απόψε, θα πεθάνω· μην κάνεις έτσι —δεν είναι
και τόσο φριχτό, όσο σου φαίνεται· άμα θ’ ανεβούμε στις
κούνιες, την ώρα που θα κάνουμε το μεγάλο πήδημα, εγώ δε
θα πιαστώ και θα πέσω κάτου· κανένας δε θα το πιστέψει πως
εγώ θέλησα και σκοτώθηκα. Θα πούνε πως η ταραχή της
βραδιάς μας θα μου παράλυσε τα χέρια και δε μπόρεσα ν’
αρπαχτώ· εσύ όμως να μη με κλάψεις· εσύ θα μεγαλώσεις, θα
γίνεις ξακουσμένος, και θα πάρεις τη Γιολάντα· έτσι όλοι θα
γίνουμ’ ευτυχισμένοι… Τομ, μην κλαις· σου λέω πως είμαι
άντρας. Έχω θέληση αντρίκια κάτου απ’ το παιδιακίσο μου
κορμί… Τομ, χρυσέ μου Τομ, μην κλαις —ω! μην κλαις…
Και τα δυο παιδιά αγκαλιαστήκανε μ’ ολολυγμούς και
φιλιόντουσαν.
Κι απ’ όξω ο κόσμος χτυπούσε τα πόδια για ν’
αρχινήσουνε, κι οι μουσικές ξεφωνούσανε κι οι κλάουν κάνανε
τούμπες, κι οι κυρίες ξεκαρδιζόντουσαν απ’ τα πολλά τα γέλια.

***
Επιτέλους, τ’ ασημένιο κουδουνάκι σήμανε, κι ένα
παρατεταμένο «σσσσς…» χύθηκεν απ’ τους εξώστες κι απ’ τις
γαλερίες.
Δυο σειρές από άντρες και γυναίκες, ντυμένες σαν
αμαζόνες, με κόκκινες φλοτάν γραβάτες, ήρθαν και
παραταχτήκανε δεξιά κι αριστερά από την είσοδο,
χαμογελώντας επιδειχτικά, και χτυπώντας με τράκες τα κίτρινα
μαστίγια.
Ο κόσμος σταμάτησε το κουβεντολόι και περίμενε
σιωπηλός.
Μια γριά κυρία μόνο έσκυψε στη διπλανή της και της
ψιθύρισε με μάτια υγρά απ’ τη συγκίνηση κι απ’ την
ανυπομονησία:
«Τα καημένα.»
Η κόκκινη κουρτίνα ανασηκώθηκε μαλακά μαλακά και την
ώρα που η μουσική σε μεγαλόπρεπο και ιερόν τόνο, αρχίνιζε
το θούριο της Αϊντάς, προβάλανε τα δυο «αδερφάκια» και
θριαμβικά προχωρήσανε στο κέντρο του ιπποδρομίου.

[10]
Κατακλυσμός από χειροκροτήματα και φωνές τα
υποδέχτηκε· οι βεντάλιες των κοριτσιών φιλικά τους γνέφανε
και μια βροχή από λουλούδια γιόμισε τον αγέρα.
Περιστέρια δεμένα με γαλάζες κορδέλες, άσπρα
κατρακυλούσανε από πάνου, και πέφτανε βαριά μέσα στο
στίβο…
α δυο «αδερφάκια» ήτανε πιο χλωμά και πιο όμορφα…
Ο Μπομπ φορούσεν ένα ροζ μαγιό σφιχτά κολλημένο στο
κορμί του, και στην περπατησά του είχε κάποιο φέρσιμο
ηγεμονικό. Τα μάτια του ήτανε πιο μεγάλα και φέγγανε και πιο
κίτρινα κι αχνά τα μάγουλά του.
Προχωρούσεν ίσιος κι ήσυχος, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι,
περήφανα κοιτώντας προς τ’ αστέρια· ένας θρίαμβος
άφραστος ανάβρυζε από το λευκό του το κορμί· και μια φωνή,
διάτορη και γοερή, σαν να υψωνότανε μυστικά από μέσα του:

AVE CAESAR IMPERATOR,


MORITURI TE SALUTANT…

Χαμογέλασε αλαζονικά κι υποκλίθηκε στο κοινόν.


Ο Τομ ήτανε πλάι του, κοντούλης και συμμαζωμένος, σαν
λείψανο· μια χλωμάδα κέρινη και θανατερή ήτανε χυμένη στο
αχαμνό του πρόσωπο· τα μάτια του ήτανε βαθουλωμένα και
σκαμμένα σαν από άρρητον τρόμο…
Πήρε το χέρι του Μπομπ κι έγειρε το κεφάλι προς τον
κόσμο…
«Τα καημένα!»
Κι αρχινήσανε αμέσως τη δουλειά τους.
Ένα σύρμα τεντωμένο απάνου σε δυο σκάλες, τόσο λεπτό
κι αδιόρατο, που με το μάτι δε φαινότανε.
Ο Μπομπ ανέβηκε πρώτος από τη μια τη σκάλα και πήρε
δυο μπουκέτα άσπρα τριαντάφυλλα στα δυο του χέρια.
Ύστερα δοκίμασε ν’ ακουμπήσει το πόδι απάνου στο
σύρμα, δισταχτικά και μαλακά, σα να ήτανε να πέσει μες τη
θάλασσα.
Κι έτσι, αφέθηκε σιγά σιγά, κρατημένος από ’ναν ίσκιον
ισορροπίας και ρυθμικά σαλεύοντας τα χέρια με τα
τριαντάφυλλα.
Κι ήτανε σαν μια εναέρια παγοδρομία μες το κενόν.
Ο Τομ, αντίκρυ του, έκανε τα ίδια.
[11]
Στα χέρια του βαστούσε δυο μπουκέτα κόκκινα
τριαντάφυλλα.
Σκαρφαλωμένος στην κίτρινη σκάλα με τα χρυσά κρόσσα,
πάτησε σιγανά απάνου στο σύρμα κι εκείνο τρεμούλιασε
κάτου από τα γυμνά πόδια του· και, παραδομένος σε μιαν
αιώνια ταλάντωση, έφθασε ως τη μέση, αντιμετωπίζοντας έτσι
το Μπομπ.
Έπρεπε —για να τελειώσει το παιχνίδι— μετεωρισμένοι κι
οι δυο στο χάος, ν’ αλλάξουνε μπουκέτα, χέρι με χέρι, και να
πάρει ο Μπομπ τα κόκκινα τριαντάφυλλα και να πάρει ο Τομ τ’
άσπρα τριαντάφυλλα.
Ε, έτσι κι έγινε.
Με χίλιες προφυλάξεις αλλάξανε λουλούδια και γυρίσανε
στη θέση τους, μέσα σε μια θύελλα από φωνές κι
επιδοκιμασίες. Έπειτα, κάνανε χίλια δυο πράματα.
Ο Μπομπ είχε μεγάλην όρεξη.
Το μούτρο του έλαμπε όλο φως και τα μάτια του πετούσανε
σπίθες.
Έκανε τούμπες σε πράσινα μακριά χαλιά, κυλώντας τον
Τομ, και μπερδεμένοι σαν κουβάρια, κατεβήκανε σαν αστραπή
μια γυριστή σκάλα που ολόγυρά της ήτανε μπηγμένα όρθια
λαμπερά μαχαίρια. Με τα φιδίσα τους κορμιά, που
διπλονόντουσαν καθώς το λάστιχο, κάνανε ύστερα,
τρομαχτικά συμπλέγματα.
Και πότε μοιάζανε σα θηρίο με δυο κεφάλια και μ’ οχτώ
πόδια· πότε γράφανε σάρκινους κύκλους και πλεκόντουσαν
και γυρίζανε σα σβούρες.
Ο κόσμος βράχνιαζε απ’ τα μπράβο.
Κι η μουσική έπαιζε τώρα ένα σιγαλό θλιμμένο κομμάτι που
αντήχησε θανατερά μες την καρδιά του Μπομπ.
Κι ήρθε η στερνή του ώρα.
Ένα παιδάκι ντυμένο σα τζόκεϊ, μ’ άσπρες κίτρινες μπότες
και κόκκινο κασκέτο, βγήκε κρατώντας μια μεγάλη επιγραφή
με χτυπητά μαύρα γράμματα:

SALTO MORTALE

Αφού στριφογύρισε τα γράμματα καλά καλά, για ναν τα


ιδούνε όλοι, ξαναμπήκε μέσα.

[12]
Ένα «ωωωωω!» ακούστηκε τότες απ’ τη μιαν άκρη ως την
άλλη.
Η κόκκινη κουρτίνα ανασηκώθηκε, τα φώτα μισοσβήσανε.
Τα δυο παιδάκια μπήκανε μέσα.
Έτσι πέρασε κάμποση ώρα σιωπηλής και πένθιμης
προσδοκίας.
Το «Πήδημα του Θανάτου» ήτανε η μεγαλύτερη «ατραξιόν»
για το κοινόν που αγαπούσε τις σφοδρές συγκινήσεις.
Απ’ όλα τα μέρη ξεκινούσανε οι φιλοπερίεργοι να ’ρθούνε,
μόνο και μόνο για να περάσουνε λίγες ώρες τρόμου κι
αγωνίας.
Πολλές κυρίες λιποθυμούσανε· όμως ερχόντουσαν καλά και
σώνει για να λιποθυμήσουνε.
Οι εφημερίδες γράφανε στήλες ολόκληρες, εκθειάζοντας τη
μοναδική τέχνη των παιδιών που νικούσανε το θάνατο, έτσι,
για γούστο, χωρίς να λείψει ούτε στιγμούλα το χαμόγελο απ’
τα χείλια τους.
Η μουσική αρχίνησε να παίζει τη «Danse Macabre» του
Saint-Saëns…
Τώρα το τσίρκο ήτανε κατασκότεινο και μες τη βαθιά τη
σιωπή ακουγότανε και το πέταμα της μύγας.
Ύστερα — τα δυο παιδάκια φανήκανε ντυμένα στα μαύρα.
Στα στήθια τους ήτανε κεντημένο κι ένα λευκό κρανίο.
Μιαν ακούσια κρυάδα χύθηκε σ’ όλο το αμφιθέατρο, κι όλα
τα μάτια μεμιάς τεντωθήκανε.
Τα μαύρα ρούχα τους ήτανε σκισμένα απ’ τη μια μεριά, κι ο
ένας ώμος τους φάνταζε ολόασπρος στο σκοτεινό φόντο,
γιομίζοντας φως τον άλαλον αγέρα.
Προχωρούσανε βαριά κι αθόρυβα, σα σκιές.
Τα μάτια του Μπομπ ήτανε μισόκλειστα…
Μιαν ακαμψία μαρμάρου στύλωνε το ίσο κορμί του και τα
πόδια του υπνοβατικά περπατούσανε απάνου στον άμμο.
Κι η μουσική όλο έπαιζε, σιγαλά, τον «Χορό των
Πεθαμένων» με τις πικρές τις νότες και τα κόκαλα που τρίζουνε
και χτυπάνε, παραδομένα στο νεκρικό ξεφάντωμα…
Και μια πνοή κοιμητηρίου απλωνότανε —μια βαριά πνοή
κοιμητηρίου, με κυπαρίσσα και με δεντρολίβανα…
Ο Μπομπ ανέβαινε τώρα το σκοινί προς τις ψηλές τις
κούνιες· σε κάθε κίνηση κι οι μυώνες του χεριού του
φούσκωναν κάτου από τ’ άσπρο κρέας και γράφανε αυλάκια
[13]
σκιερά μες τα δυο μπράτσα του. Έφτασε ως απάνου,
σκαρφαλώνοντας μηχανικά κι αλύγιστα, και πιάστηκε απ’ το
σίδερο της κούνιας…
Ο Τομ ανέβηκε από πίσω του γρήγορα γρήγορα, σαν γάτα,
και πιάστηκε από την αντικρινή την κούνια.
Μία τρεμούλα ανάδευε τα χέρια τους· και καθώς ήτανε
κρεμασμένοι, έτσι, δέκα μέτρα απάνου από το χώμα,
νανουριστά κυλώντας εδώθε κι εκείθε, σ’ ένα μαλακό και
κανονικό ανεβοκατέβασμα, έλεγες πως ναρκωθήκανε κι
αποκοιμόντουσαν μέσα σ’ ωραία ονείρατα.
Η κούνια όμως σιγά σιγά δυνάμωνε και τώρα
σπαρταρούσανε κι οι δυο σαν τα ψάρια, και πότε αγγίζανε,
πότε αφηνόντουσαν πίσω και ξαναπήγαιναν και
ξαναρχόντουσαν, δίνοντας φόρα με τα πόδια και σκίζοντας
τον ήσυχον αέρα.
Ύστερα ο Τομ παράτησε ξαφνικά την κούνια του κι
αρπάχτηκε απ’ τα πόδια του Μπομπ.
Κι έτσι, κάνοντας μιαν αλυσίδα, κρεμαστήκανε κι οι δυο —
σαν σταλαχτίτες.
Κι η καρδούλα του Μπομπ ήτανε πικραμένη κι ένα
χαμόγελο άρρωστο κέρωνε τα μάγουλά του.
Και θυμήθηκε τον καιρό που ήτανε μικρό παιδάκι κι άκουγε
τις ιστορίες του κλάουν πίσω απ’ τις γέρικες σανίδες· κι
ύστερα θυμήθηκε το μουτράκι του Τομ που κοίταε τα φώτα και
τις γιρλάντες…
— Πώς σε λένε;
— Τομ· κι εσένα;
— Μπομπ.
Κι ύστερα θυμήθηκε τα μάτια της Γιολάντας —τα μεγάλα τα
μάτια της Γιολάντας.
Κι από κάτω του ο Τομ, πιασμένος απ’ τα πόδια του,
σπάραζε από σιγανά κλάματα· και τα κλάματα του Τομ, σιγανά
σα μοιρολόι, ανεβαίνανε ως την ψυχή του, και τη μαραίνανε…
Κι η μυρουδιά του βρεμένου άμμου ανέβαινε και
πλημμυρούσε την ψυχή του με πικρά οράματα των
παιδιακίσων χρόνων.
Έπειτα ο Τομ ξαναπήγε στην κούνια του.
Κι ετοιμαστήκανε για το τελευταίο νούμερο… Στους εξώστες
και στις γαλερίες ο κόσμος όλος βαστούσε την αναπνοή του.
Η μουσική έπαψε.
[14]
Αντίκρυ, τα δυο «αδερφάκια» κοιταζόντουσαν καλά καλά
στα μάτια.
— Ένα!
Έπρεπε, κάνοντας μια τούμπα στον αγέρα, ν’ αρπαχτούνε,
καθένας, απ’ την κούνια του αλλουνού.
— Δύο!
Ο Μπομπ σφίχτηκε απάνου στο σίδερο και καρτερούσε·
χαμογελούσε ηρωικά στ’ «αδερφάκι» του· κι από τα μάτια του
πέφτανε χάδια, χάδια και τρυφεράδες για τ’ «αδερφάκι» του,
για το χρυσό του τ’ «αδερφάκι» του, που του ’χε δομένη την
καρδιά του όλη, κι ήτανε, αυτός, η μόνη χαρά για τον Μπομπ…
— Τρία…
Έκλεισε τα μάτια και τινάχτηκε πρώτος, μ’ απλωμένα τα
χέρια· έκανε τη μεγάλη τούμπα κι ύστερα, αντίς ν’ αρπαχτεί
από την κούνια, στριφογύρισε και σφεντονίστηκε ολοΐσα…
Ο κόσμος έμπηξε ένα γοερό μουγκρητό.
Και το κορμάκι του Μπομπ πήγε και χτύπησε σαν τόπι
απάνου στα ξύλα, κι ύστερα μικρούλι, τσακισμένο στα δυο, σα
μικρό πουλάκι πεθαμένο, λοξεύοντας δεξιά, με μίαν ασύγκριτη
γρηγοράδα, ξεβροντήστηκε τρίψαλα χάμου…
Έτσι πέθανε ο καημένος ο Μπομπ.
Κι ο Τομ, απάνου στην κούνια, ίσιος, με τα νύχια μπηγμένα
βαθιά μες στο σίδερο, και με τους βολβούς όξω απ’ τις κόγχες,
μέσα στα γοερά ξεφωνητά και στ’ αναφιλητά του κόσμου,
ονειρευότανε βαθιά τα μάτια της Γιολάντας —τα μεγάλα τα
μάτια της Γιολάντας.

[15]
ΔΥΟ ΚΑΡΔΙΕΣ — Η ΜΙΑ ΠΙΟ ΛΥΠΗΜΕΝΗ

Τον αγαπούσε. Τον αγαπούσε φοβερά, με πάθος, μ’ όλη τη


δύναμη της δόλιας της καρδιάς, μ’ όλη την πρωτογνώριστη
λαχτάρα της ψυχής της, μ’ όλη την πρώτη θέρμα και το ρίγος
της ψυχής και του κορμιού κτλ. Τον αγαπούσε τρυφερά, τρελά,
με μια τυφλή σχεδόν εμπιστοσύνη, με το βαθύ φανατισμό της
πρώτης ευτυχίας.
Και κείνος τώρα γύρευε να φύγει, να την παρατήσει και να
φύγει —να την απορρίψει μες στη νύχτα, δίχως καμιά
συγκεκριμένην αφορμή, με τερατώδη κάπως ευκολία— καθώς
πετούν τη στάχτη του τσιγάρου…
Κι όπως άπλωσε τα χέρια της επάνω του, και με τ’
απελπισμένα δάκτυλά της, γατζώθηκε με δύναμη στο μπράτσο
του, τρέμοντας όλη και σε κρίση νευρική — μέσ’ από τα
μαραμένα της τα χείλη, ξέσπασ’ ένας θρήνος πληγωμένου
ζώου.
«Πες μου, γ ι α τ ί θέλεις να μ’ αφήσεις; Τι σου ’χω κάνει, για
να μ’ αρνηθείς; Τι σου ’χω κάνει, Θε μου! Πες μου… πες
μου…»
Ήταν η φωνή της απογνώσεως, το βαθύ ξεχείλισμα του
πόνου, που της πλημμυρούσε την καρδιά· τα δάκρυά της
έτρεχαν ποτάμι· άρχιζαν να κυλούν στα μάγουλά της, τα
μαραμένα και χλωμά της μάγουλα, δίχως να μπορεί να τα
κρατήσει.
Εκείνος τότε στράβωσε τα χείλη —έκανε μάλλον πως
χαμογελούσε— και τίναξε τη στάχτη του τσιγάρου του. Το
μέτωπό του ξαφνικά συννέφιασε. Δεν ήταν από λύπη, φυσικά.
[16]
Ήταν ψηλός, λεπτός, συγκρατημένος — και μες στο γκρίζο
το ατσάλι των ματιών του, πέρασε μια σκιά κι ένα παράπονο…
Ήθελε πολύ, με κάθε τρόπο, να κρατήσει μιαν ανάμνηση
ωραία της εκλεκτής αυτής περιπέτειας.

***
Είχαν, εξαρχής και αδιάκοπα, ζήσει τόσο μες στην ομορφιά,
που θα ’πρεπε, στα τελευταία, τώρα —έτσι πίστευε
τουλάχιστον εκείνος— το μοναδικό εκείνο ποίημα της
αμοιβαίας και λεπτής στοργής τους, να τέλειωνε με κάποιο
φωτοστέφανο, να ’σβηνε μέσα σε μιαν αποθέωση, σαν ένα
δράμα σκηνικό, θεσπέσιο!
Εκείνη όμως, με τα δάκρυά της, τώρα του κατέστρεφε τα
σχέδια, το γοητευτικό εκείνο τέλος, που με λαχτάρα
ονειροπολούσε…
Η γυναίκα έμεινε γυναίκα. Ξυπνούσε δυνατά το ένστικτό
της, με κάποιον τρόπο θλιβερά ζωώδη… Έμοιαζε σαν κάποιος
ποιητής, που την καλύτερη σκηνή του έργου του, με μιαν
αδέξια πολύ χειρονομία, του τη χαλούσεν η πρωταγωνίστρια…
Τα δάκρυά της δεν τον συγκινούσαν! Εκείνος ήταν ένας
καλλιτέχνης και κείνη μια καημένη γυναικούλα που δε
μπορούσε φυσικά, να καταλάβει το δράμα της δικής του
φαντασίας, με τη μεγάλη δίψα του Ωραίου, την αιωνίως
ανικανοποίητη… Δοκίμασε, με κάποια συγκατάβαση, αλλά
συγχρόνως και με κάποια περιφρόνηση, να της κεντήσει την
αξιοπρέπεια:
«Αυτά δε λέγονται με λόγια, Μαριάννα! Όλ’ αυτά μια μέρα θα
τελείωναν. Αυτό το πράμα δε μπορούσε να βαστάξει· αργά η
γρήγορα, θα φθάναμε σ’ αυτό! Έπρεπε, Θε μου, να το
περιμένεις· είναι μοιραία όλα — τι να γίνει…
Εκείνη όμως έπεσε στο πάτωμα, κι άρχισε να σπαράζει με
λυγμούς.
Σκέφτηκε τότε: «Να και το μελόδραμα!…».
Αλλά, κοντά σ’ αυτή τη σκέψη που του ήρθε, του πέρασε
συγχρόνως άλλη μια. Έσκυψε και της χάιδεψε το χέρι:
«Προτού να φύγω, δε μου παίζεις λίγο πιάνο…»
Εκείνη άρχισε να κλαίει δυνατότερα.

[17]
Άρχισε τότε σοβαρά να επιμένει:
«Έλα, έλα, στο ζητώ για χάρη! Για τελευταία χάρη,
Μαριάννα! Θα ’θελα ν’ ακούσω λίγο πιάνο…».
Κι επειδή δεν έπαιρνε απόκριση, πήγε και κάθισε μονάχος
του στο πιάνο.
Άνοιξε δίχως θόρυβο το σκέπασμα, κι άρχισε να παίζει
σιγαλά, ένα κομμάτι παραπονεμένο.
Έπαιζε κάποιο θλιβερό πρελούντιο — το έκτο, υποθέτω, του
Σοπέν. Έμοιαζε σα δάκρυα που τρέχουν, ήσυχα όμως και
πολύ γλυκά, σαν ένας πόνος μυστικός κι ανομολόγητος —
δάκρυα ψυχής αφανισμένης, που σταλάζουν πίσω από τα
βλέφαρα, χωρίς να φανερώνονται στα μάτια, και τα ξαναπίνει
η ψυχή.
Ένιωσε τότε μια μεγάλην ανακούφιση, σα να του σήκωσαν
ένα μεγάλο βάρος.
Γύρισε και κοίταξε με τρόπο τη γυναίκα, τώρα και κείνη είχε
ησυχάσει· ήταν ξαπλωμένη πάντα χάμου, αλλά χωρίς να
ακούγεται διόλου· πού και πού, ένας λυγμός ξεθυμασμένος,
μονάχα της ανάδευε τους ώμους.
Είπε τότε πως το πράμα θα τελείωνε, και σηκώθηκε να
πάρει το καπέλο του.
Έσκυψε μόνο και τη φίλησε στο μέτωπο. Εκείνη ήταν
ξαπλωμένη σα νεκρή, με τα μάτια πάντοτε κλεισμένα.
Βγήκε τότε στις μύτες των ποδιών, και ξανάκλεισε την
πόρτα δίχως κρότο.
Μια στιγμή, στη σκάλα, πριν να βγει, θυμήθηκε μονάχα,
ξαφνικά, πως είχε ξεχασμένο το μπαστούνι του. Γύρισε το
πήρε, και ξανάφυγε, δίχως να στρέψει πίσω το κεφάλι.

***
Επί ένα μήνα, συνεχώς, δεν έμαθε τι γίνεται, καθόλου.
Μετά ένα μήνα, ακριβώς, τον πήρε ξαφνικά η νοσταλγία.
Της έγραψε. Δεν έλαβε απάντηση. Δεν τολμούσε να φανεί ο
ίδιος, φοβόταν ίσως κάποια συμφορά. Κοίταζε πάντα στις
εφημερίδες.
Του είχε τώρα γεννηθεί μια τύψις, μια τύψις εντελώς
μοναδική, που δεν την είχε εξαρχής υπολογίσει.

[18]
Μια γυναίκα τού είχε προσφερθεί, του είχε δώσει σώμα και
ψυχή, μ’ όλη τη λαχτάρα της αγάπης της, μ’ όλο το σαρκικό
φανατισμό της. Αντάλλαγμα σ’ αυτή την αφοσίωση, δεν του
ζητούσε παρά μόνο τη στοργή του — απλή, ειλικρινή,
κανονική. Κι όμως, αυτός, τυφλός σ’ αυτό το αίσθημα,
παρεξηγώντας εντελώς το ρόλο του, θέλησε ξαφνικά να της
ζητήσει, αυτό που δε μπορούσε να του δώσει: της ζητούσε, όχι
χρώμα — αποχρώσεις!… Την τοποθετούσε διαρκώς, σα μια
τυχαία κι άψυχην εικόνα, σε πλαίσια λεπτά, αισθητικά,
προσπαθώντας να την εμψυχώσει με τις πλαστές αυτές
σκηνοθεσίες!
Εκείνη του δινότανε θρησκεία — κι αυτός ζητούσε να την
κάμει Τέχνη. Επομένως, δεν την αγαπούσε…
Τον πήρε τότε η μεγάλη τύψις, μια ξαφνική και όψιμη
συναίσθηση της άστοργης αυτής διαγωγής του· συλλογιζόταν
την απάνθρωπη ανάμνηση, που θα ’χε μείνει δίχως άλλο απ’
αυτόν, μες στην απαρηγόρητη καρδιά της… Έβλεπε πια, με
μάτια καθαρά, όλο το βάθος της παρεξηγήσεως — πόσο αυτός
υπήρξεν η αιτία μιας φοβερής ανθρώπινης οδύνης…
Άρχισε τότε να διασκεδάζει, με την ελπίδα να τη
λησμονήσει.

***
Πέρασαν μήνες, πέρασ’ ένας χρόνος.
Πέρασε, κατόπι, κι άλλος ένας.
Είχε λείψει κάμποσον καιρό, και γύριζε ξανά, γεμάτος
όνειρα.
Ένα βράδυ, που καθόταν σ’ ένα μπαρ, του φάνηκε πως είδε
τη γυναίκα. Περνούσε μόνη, τυλιγμένη σε μια γούνα, μ’ ένα
τσαντάκι πράσινο στο χέρι, και χάθηκε για μια στιγμή στο
πλήθος.
Έτρεξε το κατόπι της αμέσως.
Την ξαναείδε, τότε, να κοιτάζει στη βιτρίνα κάποιου
μαγαζιού.
Πήγε στη γωνιά, και παραμόνευε.
Είχε σκοπό να την ξεμοναχιάσει, να της φανερώσει τον
καημό του, την τεράστια μεταμέλειά του — να της ζητήσει να
τον συχωρέσει… Έτρεμε όλος από τη συγκίνηση.

[19]
Άξαφνα είδε, προς μεγάλην έκπληξή του, να την πλησιάζει
κάποιο άτομο. Άλλαξαν εκεί δυο τρεις κουβέντες, κι έπειτα
προχώρησαν μαζί. Φαίνεται να είχαν ραντεβού.
Τους είδε, τότε, να τραβούν κάπως παράμερα, και να
φωνάζουν έν’ αμάξι που περνούσε.
Σε λίγο, χάθηκαν μαζί, μες στ’ αυτοκίνητα.
Ένιωσε τότε ξαφνικά μια λύσσα, κάτι φλογερό και
πρωτογνώριστο, που του περνούσε την ψυχή σα μαχαιριά.
Θέλησε να τρέξει. Δε μπορούσε. Ντράπηκε τον κόσμο που
τον κοίταζε, κι έφυγε βιαστικά, σα μεθυσμένος.

***
Την άλλη μέρα, έτρεξε στο σπίτι της.
Είπε ποιος είναι, τον ανέβασαν αμέσως.
Μπήκε στο σαλονάκι και περίμενε.
Σε λιγάκι φανερώθηκεν Ε κ ε ί ν η. Φορούσε μια λουσάτη
σεμιζέτα, με μια μεγάλη χτένα στα μαλλιά.
Του φάνηκε τελείως αλλαγμένη. Είχε κάτι το πολύ θεατρικό,
το πολύ προσποιητό στους τρόπους.
Τον δέχτηκε, με αρκετή ευγένεια.
Σ’ αυτό το θέαμα, το κάπως απροσδόκητο, έχασε τα λόγια
του τελείως — όλα όσα σκόπευε να πει…
Μιλούσαν τώρα σε πληθυντικό.
Δοκίμασε να φέρει την κουβέντα, να μιλήσει για τα
περασμένα — εκείνη όμως έκανε πως δεν καταλαβαίνει.
Να ήταν άραγε αυτό, απλό παιχνίδι;…
Του μιλούσε για διασκεδάσεις, για χορούς, για κέντρα
κοσμικά.
Όταν ξανάφερε και πάλι την κουβέντα, γύρισε και τον
κοίταξε στα μάτια:
«Φίλε μου, σας είχα αγαπήσει, όσο μπορεί γυναίκα ν’
αγαπήσει. Σας είχα δώσει ό,τι είχα — το θυμάστε… Σεις όμως
με θελήσατε παιχνίδι, παίξατε σκληρά με την αγάπη μου… Ε,
λοιπόν, θαυμάσετε το έργο σας. Έγινα το παιχνίδι που
ζητούσατε!… Απ’ την εποχή που χωριστήκαμε, ζύγισα τα
πράγματα καλύτερα. Έγινα και ’γώ μαθήτριά σας… Δίδω
πόζες πλαστικές στους άλλους — πόζες όμως που
καλοπληρώνονται… Δεν το λέω, φυσικά, για σας. Εσάς, σ α ς

[20]
ε ί χ α α γ α π ή σ ε ι, δε μπορώ… Αλλ’ ούτε και που είμαι πια
για σας!… Εσείς, το ξέρω, είστε ποιητής. Γράψετε λοιπόν ένα
ρομάντζο: ‘‘Ο μαθητής που πέρασε το δάσκαλο’’…»
Γύρισε πάλι και τον κοίταξε κατάματα, τον κοίταξε βαθιά,
σαρκαστικά, μ’ ένα μικρό χαμόγελο λεπτής κοκεταρίας.
Την κοίταζε στα μάτια σαν τρελός — την κοίταζε, και δεν την
αναγνώριζε…
Είπαν ακόμα μερικές κουβέντες.
Μια στιγμή, σηκώθηκε να φύγει. Τον κράτησε με μια
χειρονομία:
«Α, ναι, αλήθεια, πριν να φύγετε, σταθείτε… Τ ώ ρ α ε ί μ α ι
π ι α σ ε θ έ σ η, καθώς βλέπετε, να σας παίξω το κομμάτι που
ζητούσατε…»
Κάθισε προκλητικά στο πιάνο, κι άρχισε να παίζει το
πρελούντιο.
Εκείνος όρθιος κοντά της, με το καπέλο πάντοτε στο χέρι.
Ήταν το ίδιο θλιβερό κομμάτι, αλλά παιγμένο λίγο πιο
σκληρά — με κάμποσα φάλτσα, πού και πού.
Έφυγε χωρίς να χαιρετήσει.
Κατέβηκε τη σκάλα, σαν τρελός. Ένας κόμπος ήταν τώρα
στο λαιμό του.
Όταν και πάλι βρέθηκε στο δρόμο, καθώς έστριβε στην ίδια
τη γωνιά, χωρίς να θέλει, ξέσπασε σε δάκρυα.
Τα σκούπισε με το μαντίλι, μα πάλι του γέμιζαν τα μάτια.
Ήξερε τώρα πως αυτό που έκανε, δεν ήταν και πολύ πολύ
ωραίο — πως ήταν μάλιστα και κάπως ακαλαίσθητο, κάπως
πολύ γελοίο και ανάρμοστο — μα δε μπορούσε να το
συγκρατήσει.

[21]
ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΚΙΤΡΙΝΙΣΜΕΝΟ ΓΡΑΜΜΑ

Καθώς ήταν σκυμμένη, σκαλίζοντας μες στην παλιά


κασέλα, για να βγάλει τη ροζ τουαλέτα της, με τις μεγάλες
φουντωτές νταντέλες, το φανταχτερό εκείνο φόρεμα, που το
’χε βάλει, για στερνή φορά –πάνε τριάντα τόσα χρόνια τώρα–
μια τελευταία Κυριακή Αποκριάς, ένα χρόνο πριν να
παντρευτεί, έβαλε το χέρι της κατά τύχην στο μικρό τσεπάκι,
δεξιά, και βρήκε ένα χαρτάκι διπλωμένο, ένα κίτρινο χαρτάκι
τόσο δα, ξεχασμένο και παραχωμένο σε μια δίπλα της φόδρας
από μέσα. Τι να ’ταν, τάχα, εκείνο το χαρτάκι, το κιτρινισμένο
απ’ τα χρόνια, που μύριζε, και κείνο, ναφθαλίνη –και τι να
γύρευε, κρυμμένο στο τσεπάκι, και κλειδωμένο στην παλιά
κασέλα, που είχε τόσα χρόνια ν’ ανοιχτεί;… Το ξεδίπλωσε
σιγά, με περιέργεια, πήγε στο παράθυρο, και διάβασε:
«Είναι τώρα τόσοι μήνες, δεσποινίς, που δε μπορώ να βρω
την ευκαιρία να σας πω το μεγάλο μυστικό μου! Τόσους μήνες
το κρατώ κρυμμένο, και, μέρα νύχτα, μου μαραίνει την
καρδιά!… Ίσως να φταίει κι η δειλία μου σ’ αυτό, να μην
τολμήσω να σας το φανερώσω – ίσως να φταίει κι η δική σας η
ψυχρότης, κι η απόσταση κι ο τυπικός ο πάγος, που θέλετε να
μπαίνει μεταξύ μας! Κι, όμως, εγώ, δεν παύω να σας
σκέπτομαι και να ζω με την ανάμνησή σας… Περιμένω την
απάντησή σας…
Ένα φτωχό παιδί που σας λατρεύει!».

[22]
Έμεινε με τα μάτια καρφωμένα στο γραφικόν εκείνο
χαρακτήρα, που της φαινόταν άγνωστος και ξένος. Στάθηκε
σκεπτική κι απορημένη, μπροστά στο μικρόν εκείνο γρίφο,
που πρόβαλλε μπροστά της, ξαφνικά, τόσο ανέλπιστα και
τόσο απροσδόκητα – τόσο πειραχτικά, σαν ένα σκάνδαλο,
τώρα, στα σαράντα της τα χρόνια… Το διάβασε, ξανά, με
προσοχή, με μια μικρή τρεμούλα στην καρδιά, κι έριξε γύρω
της τα μάτια της φοβισμένα, μήπως και την έβλεπε κανένας –
σα να ’ταν είκοσι χρονών παιδούλα, κι έκανε κάτι που δεν
έπρεπε να κάνει, και φυλαγόταν απ’ τα ξένα μάτια, αυτή που
τώρα κόντευε να κάνει και δισέγγονα… Έκλεισε με προφύλαξη
την πόρτα και κάθισε στο χαμηλό ντιβάνι, για ν’ αφήσει τη
σκέψη της ελεύθερη να καλοθυμηθεί τα περασμένα…
Και, θυμάται πάλι, τώρα, μες στη συλλογή της, την τρέλα
της Αποκριάς εκείνης, το μεγάλο φιλικό σαλόνι, που
περνούσαν ένα πλήθος μασκαράδες, μες στα φώτα και μες
στις σερπαντίνες, που μπλεκόντουσαν απ’ όλες τις μεριές.
Ήταν απάνω στα δεκαοχτώ της χρόνια, λάμποντας όλη, μες
στην πρώτην ομορφιά της, με τη ροζ εκείνη τουαλέτα, που δεν
την ξαναφόρεσε ποτέ της από τότε… Θυμάται τις ματιές των
καβαλιέρων, τις κουραστικές φιλοφρονήσεις τους, κάποια
δειλά σφιξίματα χεριών, κάποια λόγια, θερμά και φευγαλέα –
αλλά και τόσο διακριτικά– στις ξαναμμένες αλυσίδες της
καντρίλιας, ή στα στριφογυρίσματα ενός ωραίου βαλς…
Θυμάται τον πατέρα της, στην άκρη, με τη μεγάλη στρατιωτική
στολή του, τριγυρισμένον από άλλους βαθμοφόρους, όλους με
τη μεγάλη τους στολή, που την κοιτούσε κάθε τόσο με καμάρι.
Θυμάται τη μητέρα της, με το μαβί της φόρεμα, καθισμένη σε
μια πολυθρόνα, τον αδερφό της –έναν πράσινο πιερότο, με
μεγάλα κεντητά κουμπιά– και τη μικρότερή της αδερφή,
ντυμένη, κι εκείνη, πιεροτίνα, με τη μισή της βελουδένια
μάσκα, κι ένα μεγάλο φιόγκο στα μαλλιά…
Τα θυμάται, όλ’ αυτά, τόσο καλά, που της φαίνεται για μια
στιγμή, και πάλι, πως βρίσκεται στη φωτισμένη σάλα,
παραδομένη στο μεθύσι του χορού, κι αντικρίζει τους
πολυελαίους, με τα στολισμένα κρύσταλλά τους, μες στο βαθύ
ρυθμό της μουσικής και τους μελένιους ήχους των βιολιών,
που της δίνουν ένα ρίγος στην καρδιά, και γιομίζουν μ’
ανεξήγητη χαρά την παιδική της ξένοιαστη ψυχή, σαν ποτήρια

[23]
δυνατού κρασιού, που φέρνει το αίμα στο κεφάλι…
Ποιος απ’ όλους τους τρελούς, εκείνους, γύρω, να της έβαλε
με τρόπο, μες στην τσέπη, το φλογερό εκείνο γραμματάκι, που
το βρίσκει τώρα, κατά τύχη, πρώτη φορά, μετά τόσα χρόνια;
Ποιος απ’ τους τρελούς εκείνους νέους, να ’χε τολμήσει, τάχα,
την κίνηση αυτή;…
Τους φέρνει όλους, έναν-ένα, στο μυαλό της, και χάνεται σε
πλήθος υποθέσεις· τους ξαναβλέπει με την άψογη χωρίστρα
τους, με τα ξανθά και μαύρα τους μαλλιά, με το μαύρο τους
φιογκάκι στο λαιμό –άλλους άβγαλτα κι αμούστακα παιδιά, μ’
ένα χνούδι ελαφρό στα χείλη, κι άλλους σοβαρούς και
μετρημένους, με τρόπους αβρούς κι εκζητημένους,
λιγόλογους, και πιο προσεχτικούς. Τους ξαναφέρνει όλους στο
μυαλό, και προσπαθεί, μετά τριάντα χρόνια, να τους ζυγίσει
και να τους ψυχολογήσει… Όλοι αυτοί, ποιος ξέρει πού να
βρίσκονται, κι αν υπάρχουν, κι αν είναι πεθαμένοι. Μερικοί
είναι, τώρα, γέροι, αποκαταστημένοι από χρόνια, κι έχουν
αξιώματα μεγάλα –άλλος πρεσβευτής, άλλος γιατρός-
καθηγητής του πανεπιστημίου– κι ένας άλλος πρωθυπουργός.
Άλλος, μόλις πέθανε, τον περασμένο χρόνο, κι άλλος
αυτοκτόνησε τρελός…
Αυτούς τους λίγους, τους θυμάται καθαρά. Ήταν, όμως, κι
άλλοι, που μήτε τους θυμάται, μονάχα κάποιες φυσιογνωμίες,
άλλες νόστιμες και συμπαθητικές, άλλες βλακώδεις κι
αποκρουστικές… Κι ήταν, ακόμα, κι ένα πλήθος μασκαράδες –
ένα σωρό παλιάτσοι και πιερότοι, και μαύρα ντόμινα, και
κωμικά κεφάλια, κι απάχηδες με βελουδένια ρούχα, με το
κόκκινο μαντίλι στο λαιμό! Μέσα σ’ αυτό το πλήθος των
αγνώστων, που πέρασαν κοντά της, μια στιγμή, και σ’ άλλους
έδωσε το χέρι μοναχά, και μ’ άλλους χόρεψε για λίγο μες στη
σάλα, και μ’ άλλους άλλαξε δυο σύντομα πειράγματα – ποιον
να διαλέξει, και ποιον να ξεχωρίσει;…
Θυμάται, βέβαια, δυο νέους, πιο πολύ, που την είχαν πάρει
το κατόπι και την πολιορκούσαν όλην ώρα, και που την
έκαναν να στενοχωρηθεί, με τις ανοησίες τους και την επιμονή
τους. Ο ένας ήταν ο τώρα πρεσβευτής, κι ο άλλος, ένας
γαλανός πιερότος, με βαριά φωνή, μακροπρόσωπος, που της
φανερώθηκε στο τέλος, πως ήταν από χρόνια γείτονάς της,
ένας χάχας, ένας βλάκας και μισός… Αλλά κι οι δυο τους
«αθωώθηκαν» αμέσως· δεν ήταν ικανοί γι’ αυτό το πράμα. Της
[24]
είχαν πει κι οι δυο, τόσες βλακείες, που δε θα ήταν φυσικό και
λογικό, να σκαρώσουν ένα τέτοιο γράμμα…
Και ξαφνικά, θυμήθηκε τον τρίτο. Ένα παιδί χλωμό κι
ασθενικό, με σκούρα μάτια μελαγχολικά, που την κοιτούσε,
χωρίς να βγάνει λέξη. Το χλωμό κι ασθενικό αυτό παιδί, με τα
βαθιά και κουρασμένα μάτια, και με τα μαύρα και σγουρά
μαλλιά, ήταν και κείνο, κάποιο γειτονόπουλο, φοιτητάκος της
φιλολογίας, και πέθανε, μετά δυο τρία χρόνια, σε μια πόλη της
Ευρώπης, φθισικό… Μ’ αυτό δεν άλλαξε ποτέ καμιά κουβέντα,
ούτ’ έτυχε μαζί του να χορέψει. Αλλά θυμάται – γιατί να τα
θυμάται;– τα παραπονεμένα του τα μάτια, το λυπημένο κι
αχαμνό χαμόγελό του, το μαραμένο και μεγάλο μέτωπό του, με
τις δυο μικρές προεξοχές, και τα βαθουλωμένα μάγουλά του,
και τ’ αναιμικά, λεπτά του χείλη, με μια σειρά κατάλευκων κι
αστραφτερών δοντιών… Θυμάται το συνεσταλμένο τρόπο του,
και με πόση προθυμία παραμέριζε, κάθε φορά που πήγαινε
κοντά του να περάσει…
Το θυμάται, τώρα, καθαρά – κι όμως το είχε τόσο
λησμονήσει– με το σοβαρό περπάτημά του, καθώς περνούσε
στο σπίτι της μπροστά, κι έριχνε τα μάτια του, δειλά, πολύ
δειλά, στο χαμηλό της παραθύρι, προς τον κήπο, κάθε βράδυ,
την ώρα που βασίλευε, κι εκείνο γύριζε απ’ τα μαθήματά του,
και πήγαινε νωρίς να μελετήσει. Της είχαν πει πως έγραφε και
στίχους, και πως τους δημοσίευε στα περιοδικά – αν και δεν
έτυχε ποτέ να δει κανένα… Μια φιλενάδα της, μάλιστα, που το
’ξερε, και της μιλούσε με συμπάθεια γι’ αυτό –φοιτήτρια στην
ίδια τη σχολή – της είχε πει πως είχε γράψει κι ένα ποίημα,
αφιερωμένο στ’ όνομά της – με τ’ αρχικά της: Β. Κ. Δ.– και σε
στίχους, όπως λέγανε, καλούς… Αλλά δεν είχε δώσει σημασία,
ούτε το πήρε ποτέ στα σοβαρά.
Γιατί, τώρα, μετά τόσα χρόνια, να το φέρνει πάλι στο μυαλό
της, και να θυμάται τόσες λεπτομέρειες, που δεν τις είχε
θυμηθεί πρωτύτερα; Γιατί, παραμερίζοντας τους άλλους, να
θυμάται το φτωχό αυτό παιδί, τόσο νοσταλγικά, τόσο βαθιά,
αυτή, που το ’χε τόσα χρόνια λησμονήσει, τόσα χρόνια μετά
την παντρειά της –την παντρειά της και το θάνατό του;…
Ξαναδιαβάζει το κιτρινισμένο γράμμα, κι η πεποίθησή της
μεγαλώνει πως το φθισικό αυτό παιδί τής είχε γράψει τις
πικρές αυτές αράδες, και της τις είχε βάλει μες στην τσέπη,
τόσα χρόνια πιο μπροστά… Κι αυτή δεν έβαλε το χέρι της να
[25]
ψάξει, κι ούτε ξαναφόρεσε ποτέ το φόρεμά της, αλλά το ’κρυψε
μες στην παλιά κασέλα, μαζί με τις άλλες αναμνήσεις, γιατί
παντρεύτηκε κι αυτή, τον άλλο χρόνο, και δεν το ξανακοίταξε
ποτέ, ποτέ της πια!…

***
Σκυμμένη, τώρα, μπροστά σ’ αυτό το γράμμα, χάνεται ξανά
στα περασμένα. Όλ’ η περασμένη της ζωή ξαναπερνάει στα
θολά της μάτια, σα μιαν οπτασία μαγική! Μες στην κάμαρη,
τώρα, σκοτεινιάζει. Το παράθυρο, και κείνο, σκοτεινιάζει, κι
ένα φως, χλωμό κι ασθενικό, χρωματίζει το τετράγωνό του, με
την αποθεωτική του στερνή λάμψη, σαν ένας όψιμος
αποχαιρετισμός… Απ’ τον υγρό και μαραμένο κήπο,
ανεβαίνουν φθινοπωρινά αρώματα, σαν από πεσμένα, σάπια
φύλλα…
«Π ε ρ ι μ έ ν ω τ η ν α π ά ν τ η σ ή σ α ς…». Μα η
απάντηση δεν έφτασε ποτέ. Και το παιδί κοιμάται τώρα μες
στο χώμα…
Κάποια δάκρυα της έρχονται στα μάτια – δάκρυα όχι από τα
συνηθισμένα, αλλά βαθιά, βουβά και σιγανά, με μια
μυστηριώδη νοσταλγία…
Κι άξαφνα, μες στην αφηρημάδα της, ακούει μια
παιδιάστικη φωνή –μια φωνή δυνατή και δροσερή– που
ξέσπασε στη διπλανή την πόρτα:
«Μητέρα, δε θα ’ρθεις, λοιπόν, να φάμε;…»
Σκουπίζει γρήγορα τα νοτισμένα μάτια της, βάζει ξανά το
γράμμα μες στην τσέπη, κλειδώνει την κασέλα βιαστικά, και
πάει πάλι στην τραπεζαρία, που την περιμένουν τα παιδιά της,
καθισμένα γύρω στο τραπέζι, μπροστά στη μεγάλη τη
σουπιέρα – και που γελάνε με το πάθημά της, του να
λησμονηθεί στην κάμαρά της, κι οι άλλοι, μες στην ξαφνική
τους πείνα, να της κρεμάσουν, παραλίγο, το κουτάλι…

[26]
ΕΝΑΣ ΙΠΠΟΤΗΣ

Της το είχε πει πολλές φορές, πάρα πολλές φορές, τόσο


που το είχε συνηθίσει:
— Πρόσεχε, πρόσεχε να μ’ αγαπάς, να μην πάψεις μια
στιγμή να μ’ αγαπάς! Άμα πάψεις, σ’ το λέω, θα το μάθω! Έχω
τρόπο που αμέσως θα το μάθω…
Και τη φοβέριζε με το δάχτυλό του.
Κι εκείνη γελούσε, δείχνοντας τα μαργαριταρένια δόντια
της, γελούσε στις ζηλότυπες φοβέρες του, που τις είχε τόσο
συνηθίσει, με την κοκεταρία γυναίκας που ξέρει από κόσμο,
και κατά βάθος δεν τις λογαριάζει —μάλλον που κολακεύεται
μ’ αυτές…
Κι ο καιρός περνούσε.
Ήταν ένα καλοκαίρι εξαιρετικό. Ο ήλιος έλαμπε χρυσός
στον ουρανό, και πλημμύριζε τη θάλασσα με το μεγάλο φως
του. Είχαν καταφύγει στην ακρογιαλιάν αυτή, στο μικρό τους
φωτεινό σπιτάκι, με την ήψη γυρισμένη προς τη θάλασσα, για
να περάσουν τους ζεστούς εκείνους μήνες, στην ευτυχία της
ωραίας μοναξιάς. Γύρω στο σπιτάκι τους, ήταν, μονάχα,
κάποιες ήσυχες καλύβες, κατοικημένες από λιγοστούς
ψαράδες, κι απ’ τις φτωχές τις οικογένειές τους. Εκείνος, είχε
διαλέξει τη γωνιά αυτή, κι εκείνη δεν έφερε αντίρρηση. Δεν είχε
φέρει ούτε σ’ αυτό αντίρρηση, αν και δεν αγαπούσε τη μοναξιά
καθόλου. Θα προτιμούσε κάποια άλλα κέντρα, με μουσική, με

[27]
κόσμο, μ’ επιδείξεις. Αλλά δεν είχε δείξει δυσφορία, για ν’
αποδείξει πως τον αγαπούσε…

***
Κι ο καιρός περνούσε με βοριάδες, με χαριτωμένη
ξεγνοιασιά, με σιγανά τραγούδια στο φεγγάρι. Πολλές φορές
εκείνος έλειπε τα βράδια, και γυρνούσε πίσω το πρωί. Είχε
κάποιες δουλειές στην πολιτεία, κι ήταν ανάγκη ν’ ανεβαίνει
πού και πού. Κάθε φορά που ήταν για να φύγει, της ξανάλεγε
το ίδιο παραμύθι.
Μια. βραδιά της το είπε πιο σκληρά. Αλλά το είχε τόσο
συνηθίσει, της το είχε πει τόσες φορές, που μήτε τότε της
έκανε εντύπωση…
Έμενε μόνη, με μια μικρή παιδούλα, που είχαν πάρει μαζί,
στην εξοχή. Ήταν, ακόμα, κι ένα νέο παλικάρι —ένας ντόπιος
γείτονας ψαράς— που τους έκανε τα πρόχειρα θελήματα.
Πήγαινε τον άλλο χρόνο ναύτης, και δεν είχε παρά έναν
αδερφό, ξενιτεμένο στην Αμερική, ένα γέρο πατέρα και μια
μάνα. Ήταν ένα παράξενο, μελαχρινό παιδί, με μεγάλα μάτια
σταχτοπράσινα. Αυτά τα μάτια εκείνος δεν τα πρόσεξε, —
φαίνεται, όμως, πως αυτή τα ‘χε προσέξει..
Είχε μεγάλην οικειότητα μαζί του. Τον έπαιρνε στη βάρκα
ταχτικά, να τραβάει το κουπί, με τα γερά του μπράτσα, κι
ανοιγόντουσαν μονάχοι μες στο πέλαγο, όταν εκείνος έλειπε ή
ήταν κουρασμένος. Ήταν το μόνο πρόσωπο που δεν έβανε
ποτέ του υποψία. Δεν είχε δείξει ποτέ να τον ζηλεύει —αυτός
που ζήλευε ακόμα και τους ίσκιους. Ίσως γιατί κι αυτός τον
συμπαθούσε, και δε βάνει κανένας υποψία, παρά γι’ αυτούς
που τους αντιπαθεί…
Έτσι, τουλάχιστον, πίστευε εκείνη.
Άλλα το βράδυ εκείνο, πριν να φύγει, της το είπε κάπως πιο
σκληρά:
— Πρόσεχε να μ’ αγαπάς, να μην πάψεις μια στιγμή να μ’
αγαπάς, γιατί θα το μάθω, να το ξέρεις… Έχω σημάδι μυστικό,
και θα το μάθω!
Εκείνη γέλασε, όπως γελούσε πάντα —ίσως, μόνο, λίγο πιο
παράξενα, πιο νευρικά, απ’ τις άλλες τις φορές —κι εκείνος
έφυγε με το λεωφορείο.

[28]
Έτσι πέρασε άλλος ένας μήνας. Κόντευε να
ξεκαλοκαιριάσει. Σε μια βδομάδα θα γύριζαν στην πόλη. Όταν
της το είπε, δεν έφερε αντίρρηση, αλλά δεν έδειξε και τόση
προθυμία. Μια βραδιά της ξέφυγε και είπε:
— Ο καιρός είναι καλός ακόμα. Δεν είναι τάχα κρίμα, να
φύγουμε τόσο νωρίς; Ακόμα δεν έπιασε φθινόπωρο…
Εκείνος κάρφωσε τα μάτια του στη θάλασσα, κι έμεινε λίγην
ώρα σκεπτικός. Είχε βάνει μήπως υποψία;… Όμως δεν είπε
τίποτε. Τα μάτια του κοίταζαν τη θάλασσα…
Του πέρασε τα χέρια στο λαιμό. Εκείνος, όμως,
εξακολουθούσε να κοιτάζει μ’ επιμονή τη θάλασσα. Κι έπειτα
την κοίταξε στα μάτια, ξαφνικά —κι αυτό το βλέμμα έλεγε:
Κατάλαβα…
Κι όμως ακόμα δεν είχε μπει στο νόημα: είχε αμφιβολίες για
το πρόσωπο. Δεν τολμούσε να το φανταστεί!…
Την άλλη μέρα, πρόσεξε τα μάτια του παιδιού. Ήταν
φλογερά και σταχτοπράσινα. Είχαν μια γλύκα κουρασμένη,
σαν ατλάζι…
Το ίδιο βράδυ της ξανάπε πως θα φύγουν. Δε μπορούσαν
να μείνουν πιο πολύ. Ήταν αναγκασμένος να γυρίσει, και δε
μπορούσε, φυσικά, να την αφήσει μόνη.
Άρχισαν τότε τις προετοιμασίες. Την άλλη μέρα έπρεπε να
φύγουν. Είχαν έπιπλα, μαζί τους, αρκετά. Έπρεπε, όλ’ αυτά,
να μπουν σε τάξη. Η μικρή και το παιδί τους βοηθούσαν. Αυτή
επιστατούσε στις προετοιμασίες.
Μια στιγμή που τύχανε μονάχοι, αυτός και το παιδί, αφού
τον κοίταξε καλά στα μάτια, ρώτησε:
— Εσύ, Γιώργο, δε λυπάσαι που θα φύγουμε;…
Το παιδί χαμήλωσε τα μάτια. Έκανε μια κίνηση αμήχανη,
κουτή. Είχε πάρει πια τη βεβαιότητα. Γύρισε, πάλι, τα μάτια
του στη θάλασσα. Τη στιγμή εκείνη, βασίλευε ο ήλιος. Ένιωσε
κάποιο φίδι, ξαφνικά, να του δαγκώνει την καρδιά θανάσιμα —
αλλ’ ακόμα πιο πολύ, κι απ’ αυτό το κέντημα της ζήλειας, μια
λύπη βαθύτατη κι απέραντη, για τ’ αφανισμένα όνειρά του, για
τις γκρεμισμένες του ελπίδες, για όλη τη ματαιοπονία των
θυσιών και των προσπαθειών του: η γυναίκα έμενε γυναίκα…
Θέλησε να κρύψει την ταραχή του της στιγμής εκείνης, και
βγήκε στο μπαλκόνι του σπιτιού. Ο ήλιος ήταν ένας δίσκος
κατακόκκινος, ακουμπισμένος στην άκρη του βουνού, όλα τ’
αντικρινά μαύρα νησάκια ξεχώριζαν, λεπτά, παραμυθένια, στα
[29]
φλογερά κι ακίνητα νερά. Ήταν μια δόξα γύρω του χυμένη —
σαν η δόξα μιας καταστροφής…

***
Τ’ όνειρο ήταν πολύ ωραίο, για να μπορέσει να βαστάξει
πιο πολύ!
Κι έπειτα, ο ουρανός σκοτείνιασε, τόσο, λες, βαριά κι
ανεπανόρθωτα, σα να μην ήταν πια ποτέ να ξημερώσει…
Πέρασε το χέρι του στο μέτωπο κι έσφιξε τα δόντια του με
λύσσα. Είχε πάρει την απόφασή του.
Μετά το φαγητό, της πρότειν’ ένα γύρο με τη βάρκα.
— Είναι η τελευταία μας βραδιά, κι έχει ένα εξαίσιο φεγγάρι.
Ας αποχαιρετήσουμε τη θάλασσα…
Παράγγειλαν με τη μικρή στο Γιώργο να ετοιμάσει τη βάρκα
και να ‘ρθει να τους πάρει. Το φεγγάρι μόλις είχε βγει. Μια
γαλήνη, γιομάτη νοσταλγία, βασίλευε στα γαλανά νερά.
Προχωρούσαν, τώρα, μες στη θάλασσα, με διεύθυνση κατά
το φεγγάρι. Ο Γιώργος τραβούσε το κουπί. Κανένας απ’ τους
τρεις τους δε μιλούσε. Καθένας είχε την ανησυχία του —ένα
κρυφό ερωτηματικό, που τυραννούσε την αμφίβολη ψυχή του.
Τράβηξαν ίσια, στ’ ανοικτά, χωρίς να πουν μια λέξη, κι έπειτα
έστριψαν λιγάκι δεξιότερα, για να κάνουν το μεγάλο κύκλο. Ο
Γιώργος ήξερε καλά τι δρόμο προτιμούσαν, τον είχαν κάνει
ταχτικά, όλο το καλοκαίρι. Εκείνος ήταν καθισμένος στο τιμόνι,
χωρίς, όμως, καθόλου να το αγγίζει. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη
δίπλα του, σ’ ένα μικρό χρωματιστό χαλάκι, με ριγμένο στους
ώμους το παλτό του, το ψιλό καλοκαιριάτικο παλτό του, όπως
συνήθιζε στη θάλασσα, το βράδυ.
Είχαν πολύ προχωρήσει μες στη θάλασσα, γιατί κι η ψύχρα
είχε, τώρα, δυναμώσει. Κι όμως κανένας απ’ τους τρεις τους δε
μιλούσε, ούτε τολμούσε να πει για γυρισμό.
Ξαφνικά, μες στην απέραντη γαλήνη, εκείνος μίλησε βαριά
και παγερά. Η φωνή του αντήχησε παράδοξα, αλλοιωμένη κι
επιβλητική. Έλεγε:
— Σ’ το είχα πει πολλές φορές, αγάπη μου, να προσέχεις,
γιατί θα μετανιώσεις. Σ’ το είχα πει πως θα τα μάθω όλα, όσο
και να θελήσεις να κρυφτείς. Και σ’ το λέω πως τα ξέρω, τώρα,
όλα…

[30]
Και σώπασε. Είχε γυρίσει τα μάτια στο φεγγάρι, κι έμενε
σκοτεινός κι αινιγματώδης. Αυτά τα σύντομα τα λόγια, τ’
απροσδόκητα, είχαν ειπωθεί τόσο απότομα, τόσο ξερά και
συνταρακτικά, που εκείνη έμενε μ’ ολάνοιχτα τα μάτια, δίχως
τη δύναμη ν’ αρθρώσει μια κουβέντα. Έμεινε καρφωμένη στη
θέση της, εκεί, με βασταγμένη την αναπνοή, σα να περίμενε ν’
ακούσει τη συνέχεια! Εκείνος όμως, εξακολουθούσε να
καρφώνει τα μάτια στο φεγγάρι…
Δεν ακουγόταν τίποτε στη θάλασσα μόνον ο κρότος των
κουπιών, αργός και ρυθμικός, και το σκίσιμο των ήσυχων
νερών, σα σκίσιμο λεπτού μεταξωτού. Δεν υπήρχε παρά το
φεγγάρι, ο ουρανός, κι η θάλασσα τριγύρω. Η σιγή ήταν
καταθλιπτική. Τον κοίταζε στα μάπα μ’ αγωνία. Περίμενε ν’
ακούσει τη συνέχεια. Εκείνος, όμως, τώρα, δε μιλούσε…
Προχώρησαν ακόμα στ’ ανοιχτά. Ο Γιώργος δε μιλούσε,
κανένας δε μιλούσε. Ήταν ένας εφιάλτης ζωντανός. Ένα
φριχτό ερωτηματικό ήταν ορθωμένο μες στη φύση. Η καρδιά
της κόντευε να σπάσει. Δεν τολμούσε να ρωτήσει τίποτε, δεν
τολμούσε καθόλου να σαλέψει.
Κι η βάρκα εξακολουθούσε πάντα, ν’ αρμενίζει όλο κι
ανοιχτότερα, σαν να μην ήταν να γυρίσει ποτέ πίσω… Και μες
στη φοβερή αυτή γαλήνη υπήρχε το ανεπανόρθωτο, κάτι το
παγερό και το μοιραίο, κάτι το στυγνό κι ανηλεές, σαν την
αόρατη, τη συγκλονιστική, την τερατώδη παρουσία του
θανάτου…
Εξακολουθούσαν να τραβούν, χωρίς να ξέρουν, κι οι τρεις
τους, πού πηγαίνουν. Είχαν κι οι τρεις τους, ο καθένας
χωριστά, την αίσθηση του αποφασισμένου, του προσεχούς
και τελειωτικού. Όλοι τους περίμεναν μια λέξη —τη λέξη που
θα ‘φερνε το τέλος. Κι όμως αυτή τη λέξη τη μοιραία, αυτή τη
λέξη την αποφασιστική, δεν τολμούσε κανείς να την προφέρει.
Ξαφνικά στα βάθη του ορίζοντος, πρόβαλε μια φωτεινή
γραμμή. Ήταν ένα βαπόρι που περνούσε. Τα μάτια τους
καρφώθηκαν σ’ αυτό, σα να περίμεναν κάποια σωτηρία. Ήταν
σαν ένα κάλεσμα καινούριο στη ζωή, σαν ένα γλυκοχάραμα
ελπίδας. Οι σκέψεις τους γαντζώθηκαν σ’ αυτό, μ’ όλο το
πάθος των απελπισμένων, που γυρεύουν από κάπου να
πιαστούν, κάπου να αρπαχτούν και να σωθούν… Η ζωή μ’
εκείνο το σημάδι τους είχε πει την τελευταία λέξη! Το όνειρο το
κακό είχε σκορπίσει…
[31]
Εκείνη τόλμησε να πει: «Κυρώνω», κι εκείνος είπε, τότε, να
γυρίσουν. Σιγά-σιγά, με μαλακές κινήσεις, ξαναπήραν το
δρόμο της στεριάς. Η παραλία, με τα λιγοστά της φώτα,
μεγάλωσε σιγά-σιγά στα μάτια τους, ο μόλος ξαναφάνηκε στο
βάθος καθαρά. Η ανέλπιστη χαρά της σωτηρίας, έκανε τις
καρδιές του να χτυπούν, σ’ ένα τρικύμισμα ζεστό και δυνατό,
σα να ξανάπαιρναν, κι οι τρεις, αναπνοή, έπειτ’ από δεινή,
μαρτυρική και παρατεταμένην ασφυξία…
Πάτησαν μ’ ανακούφιση στο χώμα. Ο Γιώργος τράβηξε
στην αμμουδιά τη βάρκα, κι εκείνοι πήραν άφωνοι το δρόμο
του σπιτιού. Όταν έφτασαν στην πόρτα, κι επρόκειτο να
μπουν, εκείνος γύρισε μονάχα και της είπε:
— Ίσως να σου φάνηκα δειλός. Αλλά τώρα θα φανώ
γενναίος. Θα προσπαθήσω να σε λησμονήσω…
Κι επειδή, με τα δάκρυα στα μάτια, εκείνη προσπαθούσε να
μιλήσει, της βούλωσε το στόμα με το χέρι.
Και τ’ άλλο το πρωί έφυγε μόνος, αποφασισμένος να
ξεχάσει, ή να χαθεί για πάντα —ποιος το ξέρει;— έφυγε σαν
καταδιωγμένος, με την ερειπωμένη του καρδιά, μη μπορώντας
καλά να ξεχωρίσει, καθώς έφευγε μες στο σκοτεινιασμένο του
μυαλό, αν δειχνόταν, μ’ αυτό το φέρσιμό του, ένας
αχαρακτήριστος δειλός, γελοίος κι ένας τιποτένιος —ή μήπως
ένας τραγικός ιππότης, ένας καινούργιος ήρως της ζωής…

[32]
ΕΝΑΣ ΧΑΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Δεν είμαι παρά ένας τιποτένιος —ένας χαμένος άνθρωπος,


το ξέρω! Δεν είμαι τίποτ’ άλλο, παρά «ένα κομμάτι κρέας, με
δυο μάτια», όπως με είπε, μια φορά, και ο αδερφός μου…
Αλλά τι να γίνει; Δε μπορώ να κάνω διαφορετικά. Είμαι
πλασμένος έτσι, να πιάνουμαι κορόιδο διαρκώς…
Αλλά θα σας πω, καλύτερα, όλη την ιστορία μου, να
βγάλετε τα συμπεράσματά σας. Είναι η τιποτένια ιστορία ενός
ανθρώπου καταντίπ γελοίου… Δεν έχω κάνει καμιά πράξη,
στη ζωή μου, που να μη μου γύρισε στραβά. Όπως και να
‘κανα, όπως και να φερνόμουν, πάντα εγώ βρισκόμουν το
«κορόιδο». Αλλά θα σας πω την ιστορία μου…

***
Απ’ τον καιρό, ακόμα, που πήγαινα σκολειό, ήμουν ο
τελευταίος μες στην τάξη. Κι αυτό, όχι πως ήμουν ο
κουτότερος απ’ όλους —αλλ’ απ’ την πολλή μου καλοσύνη…
Όλη μου η προσοχή, ήταν πώς να βοηθώ τους άλλους. Τον
εαυτό μου, δεν τον κοίταζα καθόλου. Την εποχή των
διαγωνισμών, πολλές φορές έδινα το χαρτί μου άγραφο, όχι
γιατί δεν είχα τι να γράψω, αλλ’ απ’ το να μοιράζω, δεξιά κι
αριστερά, στους άλλους, τη λύση του προβλήματος, ή την

[33]
ερμηνεία του κειμένου, που μας έβαζε ο δάσκαλος, και που οι
άλλοι δε μπορούσαν να τα βρούνε. Από τότε, δηλαδή,
φαινόμουν τι κορόιδο θα γινόμουν! Κι οι άλλοι όλοι με είχαν
μυριστεί, και κολλούσαν γύρω μου σα βδέλλες, καν δε μ’
αφήνανε να γράψω μια γραμμή… Κι όταν έπαιρνα τους πιο
κακούς βαθμούς, χαμογελούσα, όλος ευχαρίστηση: είχα, μέσα
μου, το πνεύμα της θυσίας, κι η συνείδησή μου ήταν ήσυχη,
πως είχα κάνει το καλό στους άλλους —αν και, πολλές φορές,
αυτοί οι άλλοι, ήταν ανάξιοι αυτής της καλοσύνης, και με
κορόιδευαν, κρυφά και φανερά, και μου ‘βγαζαν τη γλώσσα,
κάθε φορά που μ’ απαντούσαν όξω…
Αλλά, κι εγώ, ήμουν πλασμένος έτσι που κατάπινα βουβά
τα δάκρυά μου… Τέτοιο κορόιδο είχα γεννηθεί!… Ώσπου, στα
τελευταία, κι ο πατέρας μου βλέποντας πόσο ήμουν
«ανεπίδεκτος μαθήσεως» —με το στανιό προβιβαζόμουν κάθε
χρόνο— με τράβηξε, μια μέρα, και μ’ έστειλε να μάθω κάποια
τέχνη. Αλλά, και κει, τα ίδια και χειρότερα… Ο κόσμος μου
φαινόταν σα μια κακή παγίδα, που, μολαταύτα, βρισκόμουν
γαντζωμένος, και δεν υπήρχε τρόπος να γλιτώσω… Κι όμως
αγαπούσα τους ανθρώπους, κι αυτή μου η συμπόνοια για τους
άλλους, ήταν, νομίζω, η καταστροφή μου…
Στο μηχανουργείο που δούλευα μαθητευόμενος, ήταν ένα
παιδί, δυο-τρία χρόνια μεγαλύτερό μου, —γιος ενός χοντρού
μεγαλεμπόρου, που εξ αιτίας της μεγάλης τεμπελιάς του—της
πραγματικής του τεμπελιάς —ήταν, κι εκείνος, «ανεπίδεκτος
μαθήσεως»— ο πατέρας του για να τον τιμωρήσει, τον είχε
βάνει να γίνει θερμαστής. Ήταν ένας μάγκας και μισός. Μέρα-
νύχτα έπαιζε χαρτιά, έπινε, μεθούσε, ξενυχτούσε… Κι όμως
είχε και στιγμές καλές. Γι’ αυτές τις λίγες τις καλές του τις
στιγμές, είχ’ αποφασίσει να τον σώσω. Τον έκανα παρέα
ταχτικά, με την ελπίδα να τον συγκρατήσω. Κι έτσι
παραμελούσα τη δουλειά μου. Γύριζα, κι εγώ, στα καφενεία,
τον παρακολουθούσα στα ξενύχτια του, προσπαθούσα να τον
κρύβω μεθυσμένο… Κι αυτό το πράμα βάσταξε, δεν ξέρω
πόσους μήνες. Στο τέλος βρέθηκε να γίνω σαν κι αυτόν —ή,
τουλάχιστον να δείχνω σαν κι αυτόν: ένα τεμπέλης κι ένας
τιποτένιος! Με πέταξαν απ’ το μηχανουργείο —και με
κατηγόρησαν, ακόμα, πως εγώ τον είχα ξεμυαλίσει… Αυτά
παθαίνουν τ’ αδιόρθωτα κορόιδα!…

[34]
Τ’ αδέρφια μου, σ’ αυτό το μεταξύ, είχαν τελειώσει το
γυμνάσιο, κι είχαν βολευτεί στην κοινωνία. Άλλος είχε γίνει
δικηγόρος, κι ένας άλλος σπούδαζε γιατρός. Ο τελευταίος
ήθελε να γίνει ναυτικός. Από μικρός είχε μανία με τη θάλασσα,
και περνούσε, τα μικρά του χρόνια, να ρίχνει καραβάκια μες
στη στέρνα… Τα κατάφερε να γίνει καπετάνιος. Με πήρε, τότε,
και μένα στο καράβι του, με την ελπίδα να με στρώσει στη
δουλειά. Εκείνο τον καιρό, γύριζα στους δρόμους σαν αλήτης,
κάνοντας ό,τι δουλειά μου τύχαινε στο χέρι. Αλλ’ εξ αιτίας της
συμπόνοιας μου στους άλλους, τα λίγα παραδάκια μου μου τα
‘τρωγαν οι ξένοι —κι έτσι, διαρκώς, ήμουν αδέκαρος… Τα δυο
τα μεγαλύτερα τ’ αδέρφια μου —ιδίως ο γιατρός, που μ’ έλεγε
«ένα κομμάτι κρέας με δυο μάτια»— δε γυρίζανε καθόλου να με
δούνε. Μόνον ο μικρότερος, ο καπετάνιος σ’ ένα φορτηγό,
φάνηκε πιο πονετικός μαζί μου —ίσως και να ντρεπόταν για το
χάλι μου— και με πήρε να με στρώσει στη δουλειά… Αλλά, δε
βαριέσαι! Το κορόιδο διορθώνεται ποτέ;…
Ο μικρότερος εκείνος αδερφός μου, είχε χαρακτήρα
δεσποτικό κι αυθαίρετο: ήθελε να κάνει τα δικά του. Δεν ένιωθε
τη λύπη των ανθρώπων, η δυστυχία τους και το μαρτύριό
τους, δεν εύρισκαν ηχώ μες στην καρδιά του… Τον καιρό της
μεγάλης απεργίας, φέρθηκε σκληρά και ταπεινά. Δε μπορούσα
ν’ ανεχτώ αυτό το πράμα. Απ’ την πρώτη στιγμή της απεργίας,
πήγα με τη μεριά των απεργών. Φρένιασε μαζί μου —μπορεί
και με το δίκιο του— και με ξαναπέταξε στο δρόμο…
Από τότε, δεν είδα προκοπή. Γνώρισα τη μεγάλη δυστυχία.
Γνώρισα τη μεγάλη εγκατάλειψη. Ο πατέρας μου ήτανε
πεθαμένος. Δεν είχε μείνει παρά η μητριά μου —τη μητέρα μου
σχεδόν δεν τη θυμάμαι— κι αυτή δεν είχε μάτια να με δει. Κι
όμως τα κατάφερα να ζήσω, και με τον ιδρώτα μου και την
υπομονή μου, αφού τέλειωσα το στρατιωτικό, ν’ ανοίξω και μια
μικρή παράγκα. Ήταν ένα φτωχικό καφενεδάκι, για τους
τιποτένιους σαν και μένα.
Και μια νύχτα —μια νύχτα του χειμώνα— γνώρισα τη
μεγάλη περιπέτεια. Ήταν, θυμάμαι, μια νύχτα βροχερή, κι
ετοιμαζόμουν να κλείσω την παράγκα μου— όταν είδα μια
παράξενη σκιά, ξαπλωμένη στα σκαλιά της αποβάθρας. Πήρα
το φανάρι μου, και πήγα να κοιτάξω. Ήταν μια γυναίκα
ξυλιασμένη, με μπαλωμένα ρούχα και ξυπόλυτη. Την άρπαξα
στην αγκαλιά μου, και την πήγα μες στο μαγαζί. Την πήρα,
[35]
στην αρχή, για πεθαμένη. Ήταν ξεπαγιασμένη και βρεμένη.
Τρόμαξα ώσπου να τη συνεφέρω. Ήταν μια κοπέλα
ξεπεσμένη, ορφανή κι από πατέρα κι από μάνα, που την είχαν
ψυχοκόρη σ’ ένα σπίτι, αλλά την είχαν τόσο τυραννήσει, την
είχαν φέρει σε μια τέτοια θέση, που το ‘χε σκάσει, εδώ και μια
βδομάδα, και γύριζε γυμνή και νηστική.
Είχε κοντά στην αποβάθρα, με το σκοπό να πέσει μες στη
θάλασσα —αλλά την τελευταία τη στιγμή, τόσο απ’ το κρύο κι
απ’ την πείνα, όσο κι απ’ την κατάντια της και την απόγνωσή
της, είχε μείνει σαν ξερή στα σκαλοπάτια…
Την πήρα μέσα, την περιποιήθηκα, της έφερα γιατρό να την
κοιτάξει. Με τις λιγοστές οικονομίες μου, την πόδεσα, την
έντυσα, την έκανα κυρά. Την είχα συντροφιά μου κι
αποκούμπι, στις βαριεστισμένες μου τις ώρες. Κι επειδή
τύχαινε, κι οι δυο, απόκληροι της μοίρας, έρημοι κι
απομόναχοι στον κόσμο, αποφάσισα να τη στεφανωθώ.
Έγινε κι αυτό, σε δυο-τρεις μήνες. Στήσαμε, τότε, το
νοικοκυριό μας, κι αρχίσαμε να ζούμε φτωχικά. Η πελατεία της
παράγκας, καθώς είπαμε, ήταν όλη τιποτένια, σαν και μένα.
Πού και πού, όμως, στη χάση και στη φέξη, ξέπεφτε και
κανένας πιο καλός.
Είχα προσέξει πως, απ’ τον καιρό της παντρειάς μου,
σύχναζε και κάποιο παλικάρι —ένας καμαρότος βαποριού—
που δεν το είχα ιδωμένο πιο μπροστά. Είχε γίνει ταχτικός
πελάτης, στο φτωχικό μου το καφενεδάκι, και κάθε βράδυ,
μέχρι που να κλείσω, συνήθιζε να παίρνει τον καφέ του, και να
ρομαντζάρει μοναχός του. Είχε πιάσει γνωριμία με τη γυναίκα
μου —και πολλές φορές καθόσανε μαζί, και
ψιλοκουβεντιάζανε, και κάναν χωρατά. Ήταν ένα νόστιμο,
μελαχρινό παιδί, μ’ ένα χρυσό δόντι στη μασέλα. Επειδή,
εκείνο τον καιρό, έτυχε κι αυτός να μη δουλεύει, κι ήταν εξ
άλλου, ταχτικός πελάτης —τον ευκόλυνα σε μερικές δουλειές,
και του δάνεισα ένα μικρό ποσό, να περάσει ως το τέλος του
μηνός, που θα ξανάφευγε με το βαπόρι, καθώς έλεγε.
Όλον εκείνο τον καιρό, που σύχναζε στη φτωχική παράγκα,
τον κοιτούσα πιο καλά κι απ’ αδερφό μου. Το κορόιδο
ξαναζούσε μέσα μου —πιο κορόιδο απ’ όλες τις φορές!…
Η γυναίκα μου καθότανε μαζί του, και κουβεντιάζανε με
γέλια και μ’ αστεία… Στην αρχή, δεν είχα δώσει σημασία.

[36]
Όταν, όμως, πέρασε κι ο μήνας, κι εκείνος ήταν πάλι στην
παράγκα —αντίς για να μπαρκάρει, καθώς έλεγε— άρχισαν να
με τρώνε υποψίες. Κι ούτε γι’ αυτές τις υποψίες, θα ήμουν
τόσο ικανός ο ίδιος, αν δεν ήταν το παιδί του μαγαζιού —ένα
παιδί που το ‘χα πάρει, κι εκείνο, από λύπη, επειδή ζητιάνευε
στους δρόμους, και που, μια μέρα, μ’ άφησε κι εκείνο— αν δεν
ήταν, λέω, το μικρό παιδί του μαγαζιού, να μ’ ανοίξει, κάποτε,
τα μάτια…
Κι ένα βράδυ ξαφνικά, την έχασα! Έτρεξα σ’ όλες τις
αστυνομίες, για να μπορέσω να την ξαναβρώ! Κόντευα να
χάσω το μυαλό μου… Μου ξαναγύρισε, σε δεκαπέντε μέρες, κι
έπεσε στα πόδια μου, και με παρακαλούσε, να λυπηθώ τα
νιάτα της και να τη συγχωρέσω… Τα δάκρυά της τρέχανε
ποτάμι. Έκλαιγα, κι εγώ, σαν το μωρό παιδί…
Κι έπειτα την έχασα για δεύτερη φορά… Πάνε δέκα μήνες, κι
ακόμα να γυρίσει! Κι ο καμαρότος, απ’ την πρώτη της
φευγάλα, είχε γίνει άφαντος κι εκείνος…
Και το ξέρω θετικά —το νιώθω μες στα βάθη της ψυχής
μου— πως ετούτη τη φορά, δε θα γυρίσει! Έχω πάψει να την
περιμένω…
Αλλά κι αν τύχαινε και γύριζε μια μέρα, κι έπεφτε στα πόδια
μου, και με παρακαλούσε —το ξέρω άλλο τόσο θετικά, πως το
κορόιδο που δεν ψόφησε στα σπλάχνα μου, θα τη λυπόταν,
άλλη μια φορά, και θα ‘βρισκε, και πάλι, κάποιον τρόπο, να τη
δεχτεί και να τη συχωρέσει…
Είμαι, λοιπόν, ή δεν είμαι τιποτένιος; Βγάλτε τα
συμπεράσματά σας… Είμαι ή δεν είμ’ ένας γελοίος ένα
κορόιδο φοβερό της κοινωνίας, «ένα κομμάτι κρέας, με δυο
μάτια» που και μια σφαίρα πιστολιού, μες στο κεφάλι, για ένα
πλάσμα τόσο τιποτένιο —ένα πλάσμα που ντροπιάζει τους
ανθρώπους, και μαζί τους, κι εκείνον που τους έκανε— νομίζω
πως θα πήγαινε χαμένη.

[37]
ΕΡΙΝΥΕΣ

Λοιπόν είναι αλήθεια, τα πουλιά εσκόρπισαν εις τους


τέσσερας ανέμους, το ήμερο κελάηδισμά των δεν φαιδρύνει
πια την γαλήνην των περβολιών, το φευγαλέο πέρασμά των
δεν σημειώνει γοργά τόξα στα γαλανά δώματα των ουρανών!
Αι ατιμίαι των ανθρώπων άρχισαν τώρα να θίγουν και τα
αιώνια πράγματα, κι αφού εσύντριψαν το κάθε ιδανικόν, και
την κάθε γλαυκήν αισιοδοξίαν, τώρα θολώνουν και τ’ άσπιλα
θάμβη του στερεώματος, πυρπολούν τα πράσινα θαύματα των
δασών, διώχνουν τα πουλιά και την χαράν των…
Η καταστροφή απλώνεται, κυματιστά, επάνω σε κάθε τι
ωραίον, σαν να πρόκειται τώρα αληθινά να δύσει για πάντα η
ευγένεια της δημιουργίας, σαν η Συντέλεια των αιώνων να μην
είναι μακριά: όμως και αυτό, φυσικά, θα περάσει, καθώς η
νεροποντή και η επιδημία, κι επάνω σε συντρίμματα και
ναυάγια θα δοκιμάσει, η αναρρωνύουσα ανθρωπότης, να
ορθοποδήσει —και η γλυκιά φύσις, όπως πάντα, ανεξάντλητη
και μακρόθυμη, θα γεμίσει τα ρήγματα με τ’ άνθη και θα
βαλσαμώσει ανεξίκακα τας πληγάς των ενόχων παιδιών της,
με το μέλι της λήθης και της σιωπής…

***

[38]
Ως και ο Θάνατος θα θελήσει να δρέψει γαλήνια —
παντοτινός και αναλλοίωτος— τις ταραγμένες ψυχές των
νεκρών, και θα προσπαθήσει να πυκνώσει την περισσότερη
πρασινάδα εκεί, που το αίμα έτρεξε πορφυρότερα και
σκληρότερα! Θα κοιμίσει τους νεκρούς, όπως πάντα, και δεν
θα καταδεχθεί να μάθει τας αιτίας και τα σφάλματα, ούτε θα
ζητήσει ευθύνας, αναπαύων, ίσα και βασιλικά, τον θύτην και το
θύμα, σαν εξιλασμένους τους δύο από την κοινήν
εκμηδένισιν… Όμως η φευγάλα των πουλιών, το μαγικό
σκόρπισμα των πουλιών εις τους τόπους της τρομακτικής
συρράξεως, μου φέρει μιαν ελαφριά μελαγχολία —όπως κάθε
τι που είναι σύμβολον, και κάθε τι που είναι ειρωνεία· νοερά
πηγαίνω εις τα μέρη της καταστροφής, και γυρίζω μ’
αισθήματα συγκρουόμενα και ανάμικτα: γυρίζω όλος
πολεμικήν έξαρσιν, όλος φρίκη και αποτροπιασμός, διαδοχικά
συμπαθών και αντιπαθών τους ήρωας και τους σφαγιαστάς,
κρούων θούρια εμβατήρια και ύμνους, μαζί με γοερά ελεγεία,
οιστρηλατημένος, πολύψυχος και ακατανόητος,
εκμηδενισμένος και θριαμβικός!
Θα ήθελα να είχα κάποιες άλλες αισθήσεις, ριζικά
διαφορετικές από εκείνας που μου παρεχώρησεν η
συγκατάβασις των θεών, να κρίνω, και ν’ αποβλέψω, στα
γενόμενα ψυχρά και θετικά —θα ήθελα να είμαι ασυγκίνητος
όπως η ζωή και βαθύς καθώς εκείνη: τότε μονάχα θα είχα το
δικαίωμα να ισορροπήσω τελικά, να χαρώ ή να λυπηθώ, ν’
αδιαφορήσω, να περάσω εύθυμος σαρκαστής ή ελεγκτής
απηνής επάνω από τα κοσμικά γεγονότα: τώρα όμως, πού
είμαι, προικισμένος με τα μέσα που διαθέτουν οι άνθρωποι,
δεν έχω ή ν’ αφήνομαι τυφλά στα ένστικτα που με
κλυδωνίζουν, και να τραγουδώ ελεύθερα τη στιγμή που περνά,
σαν ένας πρωινός κορυδαλλός ή ένας κύκνος μελλοθάνατος,
ό,τι κατεβαίνει στην ψυχή μου και την εμπνέει…
Διά τούτο, σήμερα, το σκόρπισμα των πουλιών μ’ ευρίσκει
έτσι θαμπά διατεθειμένον, ώστε να με συγκινήσει και να με
κάμει σχεδόν απογοητευμένον! Όταν συλλογίζομαι τα βάθη
που κατέφυγαν, τ’ απρόσιτα ύψη που μονάζουν, αποβλέποντα
σε καλύτερες ημέρες, ή πως ίσως (γιατί όχι;) να τα εθανάτωσεν
ο βρόντος και να τα σπάραξεν ο θυμός του Πολέμου — κάθε
φιλοσοφία, μου χλωμαίνει, και κάθε λογική σιωπά.

[39]
Και στην ψυχή μου κατεβαίνει το απλό σύμβολο —και
γίνομαι άθελα ο θρηνητής και ο Ιερεμίας όλων των καλών που
πηγαίνουν χαμένα, όλων των δυνάμεων που μάταια
εξαντλούνται, των ανθρώπων και των πουλιών, όσα θυσιάζει ο
βροτολοιγός θεός, όλης της συγκομιδής, των κορμιών, των
ψυχών, των ματιών πού αφανίζει ο λυγρός Θάνατος, όλης της
εκατόμβης που βοά κάτω από τ’ ανεξερεύνητα μυστήρια των
άστρων, και γίνεται αργά στάχτη!
…Όμως, στα βάθη εκεί, που οι καπνοί σχηματίζουν ένα
διαρκές παραπέτασμα (να μη βλέπουν οι ουρανοί τι κάνουν οι
άνθρωποι!) όλος οίστρος, ταυτοχρόνως, και αντιφατικός,
ακούω να σιωπούν τα παράπονα και οι καημοί των αθώων,
και να βρέμεται, Παντοκράτωρ, Τραγικός και Βαρύγδουπος, ο
αχός του τηλεβόλου…

[40]
Η ΑΓΩΝΙΑ

(Ένα χειρόγραφο σε μια παλιά κασέλα).


…Σήμερα κλείνουν δέκα χρόνια —δέκα χρόνια ακριβώς—
απ’ τον καιρό που άρχισε αυτή η αγωνία… Δε θυμάμαι να την
είχα πιο μπροστά.
Σήμερα κλείνουν δέκα χρόνια ακριβώς, απ’ τον καιρό που
κάτσαμε σ’ αυτό το σπίτι —κι άρχισε αυτή η αγωνία, που ώρα
με την ώρα μεγαλώνει. Στην αρχή δεν ήταν παρά ένα σύννεφο
μαύρο στον ορίζοντα, ένα σημάδι μακρινό κι ανησυχαστικό,
καθώς τα σύννεφα που φαίνουνται, στη θάλασσα,
ειδοποιητικά κάποιου κινδύνου, που μένει κάπως μακρινός
ακόμα, αλλά που όλο και σιμώνει και σιμώνει…
Δέκα χρόνια ακριβώς που κάτσαμε σ’ αυτό το σπίτι —μαζί
με τον πατέρα μου, τη μάνα μου, την αδερφή μου και τα δυο τ’
αδέρφια μου. Δέκα χρόνια ακριβώς που ζω μ’ αυτή την
αγωνία, που μου θανατώνει την καρδιά, και με κάνει να
τινάζουμαι τη νύχτα στο κρεβάτι.
Θυμάμαι, το πρώτο σημάδι φάνηκε στο τελευταίο σπίτι, στη
γωνιά. Ήταν ένα βράδυ χειμωνιάτικο, έβρεχε σιγανά. Είδα
κάποιους ανθρώπους να κολλάνε στην πόρτα τα νεκρώσιμα.
Τους είδα, απ’ το παράθυρό μου, να κολλάνε στην πόρτα τα
νεκρώσιμα. Κι έπειτα ήρθαν κάποιοι άλλοι, και κρέμασαν τους
μαύρους τους μπερντέδες. Ήταν ένα βράδυ χειμωνιάτικο, ένα
κρύο βράδυ που ψιχάλιζε. Τα κρέμασαν για μια στιγμή —
[41]
άνθρωποι μαθημένοι στη δουλειά— κι έπειτα έφυγαν. Κι όλη
τη νύχτα, έφεγγε κάποιο παράθυρο. Και την άλλη μέρα, το
πρωί, ήρθε η νεκροφόρα. Όλος ο δρόμος γέμισε αμάξια κι
αυτοκίνητα. Κάποιες φωνές ακούστηκαν, κάτι κουβάλησαν στη
νεκροφόρα —κι η πομπή ξεκίνησε, και χάθηκε στα πέρατα του
δρόμου.

***
Κι ύστερ’ από ένα μήνα, το ίδιο έγινε στο διπλανό το σπίτι.
Τώρα ήταν άνοιξη, οι κήποι ήταν όλοι ανθισμένοι.
Κι από τότε, πότε δω και πότε κει, πότε σ’ αυτό το σπίτι,
πότε στ’ άλλο, κάποιοι άνθρωποι ερχόσαν βιαστικά, και
κρεμούσαν τα μαύρα τα πανιά. Και πάντα κάποιος έφευγε για
πάντα, μες στην ίδια πάντα νεκροφόρα —έφευγε, για να μην
ξαναγυρίσει…
Πότε ήταν ένας γέρος λοχαγός, πότε μια κοπέλα, πότε το
παιδί κάποιου γιατρού — κι έπειτα πάλι μια γριούλα με τ’
άσπρα της μαλλιά, κι η μάνα της αντικρινής μοδίστρας, κι ο
πατέρας του διπλανού σπιτιού. Ένας κόσμος έφευγε για
πάντα, έφευγε, με τα βλέφαρα κλειστά —έφευγε, δίχως να
ξαναγυρίσει…

***

Ο Θάνατος είχε φανεί στη γειτονιά, και σημάδευε τα σπίτια


ένα-ένα. Δεν πήγαινε με τη σειρά —αλλά χτυπούσε πότε δω
και πότε κει.
Στα πέντε χρόνια μέσα, τα σπίτια του απάνω δρόμου, είχαν
όλα μαυροφορεθεί. Τώρα άρχιζαν του κάτω δρόμου. Πότε
κοντά και πότε μακριά, πότε στα τρίπατα τα σπίτια, και πότε
στα χαμόσπιτα και τις βαθιές αυλές, ο Θάνατος ερχόταν ένα
βράδυ, κι έπαιρνε κάποιον μέσα στα σκοτεινά, απλώνοντας το
χέρι του στην τύχη, και δίχως να διαλέγει —έπαιρνε κάποιον
μες στα σκοτεινά, σαν ένας κλέφτης που πατεί στις μύτες των
ποδιών, σαν ένας κλέφτης που δε θέλει ν’ ακουστεί, κι έρχεται
νύχτα, μες στα σκοτεινά, με τα δάχτυλά του τεντωμένα, κάτι ν’
αρπάξει, και να φύγει πάλι.
[42]
Κι αυτό το πράμα βάσταξε, δεν ξέρω πόσα χρόνια…
Πολλές φορές, την ίδια τη χρονιά, το ίδιο σπίτι ντυνότανε
στα μαύρα. Κι οι μπερντέδες κυμάτιζαν στις πόρτες, και τα
χαρτιά με το μαύρο περιθώριο γέμιζαν τους τοίχους, κι έπειτα
ξεθώριαζαν, ώσπου να κολληθούν απάνω φρέσκα, στα παλιά
και στα κιτρινισμένα.
Ο Θάνατος πολιορκεί το σπίτι μου, το πλησιάζει απ’ όλες
τις μεριές. Πολλές φορές έφτασε στην πόρτα. Η καρδιά μου
έτρεμε… Κι έπειτα, σα να μετανόησε —ή να ‘παιζε μαζί μου,
ποιος το ξέρει; να ‘παιζε με τον τρόμο μου, και με την αγωνία
της καρδιάς μου —πηδούσε πάλι μακριά! Μας προσπερνούσε,
σαν να ΄θελε να παίζει με την αγωνία της καρδιάς μου…
Όλα τα σπίτια, γύρω, στα δέκα αυτά χρόνια, σημαδεύτηκαν
από το πέρασμά του. Δεν έχει μείνει παρά το δικό μου —κι
άλλο ένα, στον απάνω δρόμο, ακριβώς στην τελευταία τη
γωνιά…
Κι ένα βράδυ, που γυρνούσα μόνος, στο σπιτάκι του
απάνω δρόμου, ακριβώς στην τελευταία τη γωνιά, είδα ένα
τζάμι φωτισμένο. Δεν ήταν το φως το σταθερό, το χαρμόσυνο
το φως, μιας αγρυπνίας, αφιερωμένης στη μελέτη. Ήταν ένα
κίτρινο φως τρεμουλιαστό, ένα φως αμυδρό και λυπημένο —το
φως που συντροφεύει τους νεκρούς, την τελευταία νύχτα του
θανάτου, προτού να ‘ρθει η νεκροφόρα να τους πάρει… Η
καρδιά μου το γνώρισε αμέσως. Ήταν το φως της θλιβερής
λαμπάδας, που τρεμοπαίζει γύρω στους νεκρούς,
συντροφεύοντας την τελευταία νύχτα, που περνάν ακόμα όξω
απ’ το χώμα —η τελευταία λάμψη που φωτίζει τα χλωμά
χαρακτηριστικά τους, λίγο πριν αρχίσουν να σκορπάνε μες
στη σαπίλα του κοιμητηρίου— το κερί που στέκεται θλιμμένο
στο πλευρό τους, κοντά στα σταυρωμένα τους τα χέρια, και
που θυμίζει τα βουβά τα κυπαρίσσια, που θα τον
συντροφεύουν από αύριο… Κάποιος ήταν πεθαμένος μες στο
σπίτι —το τελευταίο, πριν απ’ το δικό μου.
Ρίγησα όλος, κι έτρεξα και μπήκα μες στην πόρτα μου.
Έπιασα το κεφάλι με τα χέρια. Ένιωθα πάλι τη μεγάλη αγωνία,
που ξαφνικά ξυπνούσε στην καρδιά μου… Ένιωθα τα βαθιά τα
δάχτυλά της μπηγμένα μες στα σωθικά μου, και τον κρύο της
ιδρώτα, στις ρίζες των μαλλιών μου…

[43]
Ε, τώρα, τέλειωσαν τα ψέματα· κάποιο βράδυ θα φανεί και
στο δικό μας σπίτι… Αλλά ποιον θα πάρει από μας —ποιον θα
πάρει πρώτον από μας;…
Ο πατέρας μου έχει γεράσει, ανεβαίνει δύσκολα στη σκάλα.
Τα μάτια του κοιτάνε κουρασμένα. Ώρες-ώρες φέρνει το χέρι
στην καρδιά του. Δίχως άλλο, κάπου υποφέρει. Τα μάτια του
δε βλέπουν καθαρά. Κάποτε δε γνωρίζει τους ανθρώπους,
παίρνει, κάποτε τον ένα για τον άλλο… Κι όταν κοιμάται, το
στήθος του ανεβοκατεβαίνει δύσκολα. Να είν’ αυτός
σημαδεμένος τάχα —να είν’ αυτός σημαδεμένος πρώτος;…
Κι η μητέρα, που αρρώστησε βαριά το φετινό χειμώνα, δεν
στέκεται στα πόδια της καλά. Της έχει μείνει ένας βήχας —ένας
βήχας πνιγμένος και βαθύς… Κάποτε μιλάει μοναχή της. Κι η
αδερφούλα μου είναι τόσο χλωμή: τα μάτια της, που τα
στυλώνει, κάποτε στα βάθη τ’ ουρανού —και που κρατάνε το
γαλάζιο χρώμα του —κοιτάνε τόσο φλογερά τον ουρανό… Να
είν’ αυτή, που θα μας φύγει πρώτη; Αυτή θα ‘ναι, αυτή θα ‘ναι,
δίχως άλλο! Τα μάτια της έχουν ένας πάθος, μια τέτοια
πυρετώδη νοσταλγία, καθώς κοιτάν τα βάθη τ’ ουρανού —σα
να περιμένουν κάποιο μήνυμα, κάποιο μεγάλο χέρι να τους
γνέψει. Ναι, η αδερφούλα μου, αυτή θα φύγει πρώτη, αυτή θα
φύγει πρώτη! Το βλέπω μέσ’ στα μάτια της, μες στο χαμόγελό
της, που ώρες-ώρες είναι τόσο λυπημένο…
Μονάχα ο μεγάλος αδερφός μου μοιάζει γερός και με καλήν
υγεία. Δε θυμάμαι ν’ αρρώστησε ποτέ του. Αλλά ποιος το ξέρει,
ποιος το ξέρει…
Κι ο μικρός, με το λιγνό το πρόσωπο, το τρελόπαιδο που
κάνει αταξίες… Κάθε φορά που βγαίνουμε περίπατο μαζί, τον
χάνω από δίπλα μου· τρέχει μες στ’ αυτοκίνητα, δε νοιάζεται
για τίποτα… Η καρδιά μου τρέμει, τρέμει, τρέμει!
Τέλειωσαν τα ψέματα, ο Θάνατος θα ρθεί! Είναι κρυμμένος,
και παραμονεύει. Περιμένει τη στιγμή που δε θα τον
προσέχουμε —μια στιγμή που θα ‘μαστε σκυφτοί κι
αφαιρεμένοι— να μας δώσει κατακέφαλα το χτύπημα, τη
στιγμή που δεν θα τον προσέχουμε, τη στιγμή που θα ‘μαστε
πιο ήσυχοι, και μήτε καν θα τον συλλογιζόμαστε! Περιμένει να
γυρίσουμε τα μάτια, για να μας τη φέρει πιο καλά…
Όλα τα σπίτια ντύθηκαν στα μαύρα, το ‘να κατόπι στ’ άλλο,
στη σειρά. Το δικό μας έμεινε μονάχα. Αλλά, κι αυτό, δε θα
μείνει για πολύ. Η καρδιά μου τρέμει, τρέμει, τρέμει…
[44]
Κι απορώ με τους άλλους τους ανθρώπους, που, ενώ ο
θάνατος περνάει, κάθε μέρα, στο πλευρό τους, εκείνοι κάνουν
σα να μην τον βλέπουν… Ή μήπως κι αλήθεια, δεν τον
βλέπουν; Κι όμως είναι τόσο φανερός, τόσο λίγο τον νοιάζει
να κρυφτεί, που είναι ζήτημα, στη βδομάδα μέσα, να μη ντύσει
κάποιο σπίτι με τα μαύρα…
Κάθε βράδυ τον βλέπω στ’ όνειρό μου —κάθε στιγμή,
αρπάζω τη σκιά του. Κι η σκιά του απλώνεται στο σπίτι. Έχει
ξεκινήσει από χρόνια, κι όλο σιμώνει, σίγουρα κι αργά. Δε
βιάζεται να ‘ρθεί —αυτό το ξέρω. Κάνει πως μας έχει
λησμονήσει, καμώνεται πως τάχα δε μας βλέπει… Αλλά το
ξέρω πως μας έχει στο μυαλό του, και περιμένει μόνο τη
στιγμή, την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει,..
Αύριο, σήμερα —ποιος ξέρει;— θα φανεί. Ίσως να νιώθει
πως τον έχω καταλάβει —ίσως, ακόμα, και να το ‘χει καταλάβει
πόσο τον φοβάμαι μυστικά— και παίζει, ίσως, με την αγωνία
μου, καθώς η γάτα με τον ποντικό… Ίσως, όμως, και να μη
νιώθει τίποτε, και να βαδίζει εντελώς στην τύχη, χωρίς να
σημαδεύει ποιον θα πάρει… Κι η καρδιά μου τρέμει, τρέμει,
τρέμει. Η αγωνία μού ρημάζει την καρδιά.
Όμως, αυτό δεν πρέπει να βαστάξει —δε μπορεί να
βαστάξει πιο πολύ…
Με μια τέτοιαν αγωνία στην καρδιά, μ’ ένα τέτοιο ακοίμητο
σαράκι, που κάθε μέρα μ’ αφανίζει, μ’ αφανίζει —ίσως κάποιο
βράδυ —ποιος το ξέρει;— για να γλιτώσω απ’ την αγωνία, να
βγάνω το πιστόλι, και σημαδεύοντας τη δόλια μου καρδιά… …
…………………………………………………

(Εδώ σταματάει το χειρόγραφο)

[45]
Η ΓΑΤΑ

(Χειρόγραφα τρελού)

Ι
.......

ΤΟΥΤΟ έγινε χτες βράδυ.


Δεν είχα προφτάσει καλά-καλά να κλείσω την πόρτα (την
οξόπορτα), μόλις πήγαινα ακριβώς για ν’ ανεβώ τα
σκαλοπάτια, την ώρα κείνη, έξαφνα…
Πρέπει όμως να σας το διηγηθώ απ’ την αρχή και ταχτικά:
Είναι πολλές μέρες τώρα που πάει κάτι να γίνει μες στο
σπίτι.
Τίποτα δεν είναι στη θέση του. Οι τοίχοι ράισαν,
ξεθώριασαν, ψηλώσαν, δεν τους φτάνει πια το ξεσκονόπανο.
Κανένας άλλος δεν το ξέρει από μένα. Και δυο-τρία λόγια
σχετικά, που άφησα να μου ξεφύγουνε μπροστά στην
Κατερίνα, της ανοίξανε τα μάτια τόσο αστεία, που ώρα πολλή
κρατιόμουνα να μη γελάσω. Κι όμως αυτό είναι βέβαιο —δε
μπορεί κανείς να τ’ αρνηθεί. Κι ύστερα, η γάτα του σπιτιού, η
γάτα που με κοίταζε στα μάτια, πάντα καθαρά και μ’
ειλικρίνεια— ε, η γάτα μου, είναι τώρα τρεις βδομάδες, που με
στραβοκοιτάζει. Δε μπορώ να το εξηγήσω αυτό και σπάζω το
μυαλό μου, να καταλάβω τώρα τι της έκανα.
[46]
Προχτές όμως τ’ απόγιομα, το βρήκα το μυστήριο: Η γάτα
που γυρίζει τώρα σπίτι, και κάθεται απάνω στις καρέκλες —
δεν είναι, όχι η γάτα του σπιτιού! Είναι μια ξένη γάτα, που
μπήκε μες στο σπίτι, δεν ξέρω πώς, αληθινά, —και που δε
μπορεί να με χωνέψει. Με κοιτάει καλά -καλά στα μάτια, και
λέει πως δεν την έχω καταλάβει. Κουτό ζώο! Δεν ξέρει, πως
όλα τώρα τα καταλαβαίνω…
Τα αλλόκοτα που είδα τον καιρό αυτό, θα τα βάνω στη
σειρά, να ιδείτε:
Και Α!) Η μάνα κλαίει.

Πάω κοντά της, μου χαμογελάει. Κλαίει μαζί και μου


χαμογελάει… Μανούλα μου, μην έχεις τρελαθεί;
Γιατί να κλαίει; —δεν την πείραξα ποτέ μου.
Πικραίνεται, ό,τι να της πω. Κάθε φορά που της μιλάω για
τη γάτα, τα δάκρυά της τρέχουνε ποτάμι. Καημένη μου
μανούλα —σε λυπάμαι…
Και ‘γώ, από δω και στο εξής, θα το πάρω απόφαση, να
μην της λέω τίποτε.
Β’.) Είναι τώρα κάμποσος καιρός, που ‘ρχεται σπίτι ένας
ξένος άνθρωπος. Είναι, λέει, παλιός φίλος του πατέρα (πριν
πεθάνει ο πατέρας, εννοείται) κι έχει γυρίσει απ’ την Αμερική!
Με κοιτάει κι αυτός καλά-καλά. Κι έρχεται ταχτικά, κάθε
πρωί.
Γιατί να ‘ρχεται κάθε πρωί; Δουλειά δεν έχει;
Δεν καταλαβαίνει πως είναι πια ντροπή να κουβαλιέται
κάθε μέρα σ’ ένα σπίτι —κάθε μέρα, κάθε μέρα, κάθε μέρα…
Τον βαριούνται πια, στα τελευταία…
…Τις προάλλες μείναμε οι δυο μας, και πιάσαμε κουβέντα.
Εγώ καθόμουνα στον καναπέ, και σφύραγα.
Ήρθε κοντά μου τότε. Τον φοβήθηκα…
Όμως θαρρώ κι αυτός πως με φοβάται. Φοβόμαστε κι οι
δυο, ένας τον άλλο —καθένας για λογαριασμό δικό του. Λέει
πως ήταν φίλος του Πατέρα… Μα ο Πατέρας είναι τώρα
πεθαμένος.
Τι θέλει, τι θέλει αυτός ο ξένος;…
Μάνα, να τόνε διώξουμε —τι θέλει αυτός ο ξένος;…

.......

[47]
14) Το βρήκα πάλι τώρα. Δε μιλάει.
Μοιάζει σαν έξω απ’ τη ζωή, τόσο είναι γερασμένο. Και τ’
αγαπούσα τόσο, μια φορά!
Ένα μάτσο καστανόχρυσα μαλλιά…
Είναι πολύς καιρός, που το ‘χα λησμονήσει. Το γύρευα
παντού, και δε μπορούσα να το βρω· σήμερα όμως,
ανοίγοντας, πρωί-πρωί, το δεξί το συρταράκι του κομού —το
ξαναβρήκα πάλι. Πού να ‘τανε κρυμμένο; Η μάνα θα μου το
‘κρυψε, θαρρώ, να μην το βλέπω..
Στην αρχή με τρόμαξε, και θέλησε να φύγει. Είχε και κείνο
να με ιδεί τόσον καιρό… Κατόπι όμως ξεθάρρεψε, μιλήσαμε
πολλά.
Είχα να το ιδώ τόσον καιρό…

.......

9) Κι ύστερα —Θεέ μου— ύστερα;…


Τα κεριά, θυμάμαι, γύρω από την κάσα, δυο κεριά, πολλά
κεριά, πολλά κεριά· γιομίζανε την κάμαρη, και βγαίνανε στο
δρόμο. Περπατούσανε δυο-δυο μαζί στο δρόμο…
Μια βαριά ατμοσφαίρα από λιβάνι.
Γύρω-γύρω, η κάμαρη, με ψηλά ταβάνια.
Στη μέση ακριβώς ήταν η κάσα…
Κι η ψηλή η κάμαρη, έλαμπε σα ναός…

.......

Μπροστά ο δρόμος άσπρος, σκονισμένος. Πήγαινε σε μια


τούφα κυπαρίσσα. Τραβούσε πάντα προς τα κυπαρίσσα. Δε
λόξευε καθόλου —σα σπαθί…
— Μάνα, της λέω, δε μπορώ, κρυώνω! (μπροστά η κάσα,
φύσαγε, χειμώνας)· μάνα, της λέω, δε μπορώ, κρυώνω…
Σήκωνα του παλτού μου το γιακά —κι ωστόσο κρύωνα.
— Μάνα, της λέω, δε μπορώ, κρυώνω…
Με πήρε από το χέρι, και με χάιδεψε…

***
Θα μπορούσα, Θε μου, θα μπορούσα!

[48]
Δεν το πιστεύανε· γυρίζαν το κεφάλι. Οι χαζοί — κανένας δε
με πίστευε…
Θα μπορούσα, Θε μου, σας το λέω… Μα γιατί όχι, Θε μου,
ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ;!…
…Και δε μ’ αφήνουν, μπαίνουνε μπροστά μου. Με
τυραννούνε, μου κρατάν τα χέρια.
Μου ματώνουν την ψυχή με τις κακίες τους.
Και ‘γώ το πήρ’ απόφαση, μια μέρα που θα λείπουν, που θα
λείπουν όλοι από το σπίτι —θα πάρω ένα σουγιά, και θα το
κάνω…
Ποιο;!
.......

Δοκίμασα να τους το πω, δε μ’ άκουσε κανείς τους.


Κι αυτό ήταν η πρώτη συφορά μου. Έπειτα ήρθαν κι άλλες,
ένα πλήθος.
Ποιος φταίει;

***
; ) Το πάρκο ήταν ήσυχο, γιομάτο μαργαρίτες.
Με περιμένει. Περιμένει πάντα.
Την είδα χτες. ΤΗΝ ΕΙΔΑ. Μου μιλούσε…
Ήταν η ίδια πάντα, σαν και τότε…
Μου λέει. «Είμαι μόνη, και κρυώνω»…
Της λέω. «Τι με θες, αγαπημένη μου;…»
Μου λέει: «Είμαι μόνη, και κρυώνω»…

***
Δεν είμαι ‘γώ, δεν είμαι ‘γώ. Το ξέρω.
Είμαι ακριβώς «ό,τι δεν είμαι».
Είμαι ο πρώτος τώρα που το ξέρω. Αλλά θα γίνω σίγουρα κι
ο δεύτερος…
Τι καημός, ωστόσο, τι καημός!

.......
[49]
Σε λίγο, θα με μάθουν πιο καλά. Θα με κοιτάνε τότε, και θα
τρέμουν. Θα ιδούνε, τότε, με ποιον έχουνε να κάνουνε. Και τότε
θα γινώ και ‘γώ ΘΕΟΣ.
Χα-χα, Ο ΘΕΟΣ…

***
§ ) Χτες αυτό. — Ναν το πω; να μην το πω;
Η Κατερίνα, κι αυτή με κατατρέχει. Όλος ο κόσμος θέλει το
κακό μου. Μα τι τους έχω, Θε μου, κανωμένο;
Και ‘γώ γαυγίζω «γάου, γάου!», σα σκυλί. Ύστερα κάνω
πάλι το μαντρόσκυλο, πιο δυνατά και σοβαρά «γαβ, γαβ!». Και
κείνη τότε μπήγει τις φωνές. Θέλει να με σκοτώσει, με
φοβάται…
Βάνω και ‘γώ το σούρτη, κάθε βράδυ.
Το ‘χεις πολύ, να ‘ρθεί και να με πνίξει;…

***
200 β) Φριχτό, φριχτό.
Κοιμόμουνα βαθιά, προς τα χαράματα. Ακούω ξαφνικά
πατημασιές!
Ποιος είναι; Τινάζουμαι ολόρθος παγωμένος!
Ποιος είναι; Κανένας δε μιλάει…
Παίρνω ένα λουκέτο, ένα ψαλίδι, και πάω να βαρέσω στο
σκοτάδι!
«Ποιος είναι;» λέω, και σηκώνω το λουκέτο…

.......

Τι τυραννία, τυραννία, Θε μου…


Ως πότε θα βαστάξει αυτό, Θε μου;
Θε μου, Θε μου, Θε μου — λυπήσου με και πε μου!…
«Αύριο στις πέντε»… Ήρθε, ήρθε!
Ήμουνα στη φωτιά, και ΤΗΝ περίμενα.
Μου λέει: «ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΗ, ΚΑΙ ΚΡΥΩΝΩ»…
Την τρώει το σαράκι. Δεν το λέει.

[50]
.......

+ ΤΟ ΣΑΡΑΚΙ.

***
Ύστερ’ από ‘να μήνα, τίποτα δε θα φαίνεται. Θα την έχουν
σκεπασμένη τα χορτάρια.
Εκατό φορές) σήμερα.—

***
. . . Ξαφνικά, στα σκαλοπάτια, το ψαλίδι!
Λέω: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, ελθέτω η…»
Γελούσε! Τι κουτή! Τότε και ‘γώ…
… Μάνα μου, ΜΑΝΑ ΜΟΥ — Η ΓΑΤΑ!… ΒΟΗΘΕΙΑ!…
ΒΟΗΘΕΙΑ!… ΒΟΗΒΕΙΑ!…

II
...................................
...................................
ΙΙΙ

Κ υ ρ ί α ν Μ. Π.
Αθήνας

Μητέρα,

Ένας χρόνος πέρασε, πιστεύω, απ’ την ημέρα που με


κλείσατ’ εδώ μέσα. Αλήθεια, πότε πέρασ’ ένας χρόνος;! Απ’
όλη αυτή την τραγική την κωμωδία, που παίχτηκε τόσον καιρό
εις βάρος μου, μια θλίψη μου ‘χει μείνει στην καρδιά…
Είμαι λυπημένος, λυπημένος.
Θαμμένος εδώ μέσα ζωντανός —τι μπορώ να περιμένω
τώρα; Με περικυκλώνουν οι τρελοί. Όλην ώρα κλαίνε και
φωνάζουν. Κλαίω και ‘γώ, σαν το μωρό παιδί..

[51]
Να μ’ έβλεπες, πώς έχω φρονιμέψει! Ο γιατρός είν’
ευχαριστημένος. Σκοπεύει να σου γράψει να με πάρεις. Πάρε
με, μητερούλα, σ’ εξοργίζω!
Θυμάμαι τώρα πάλι το σπιτάκι μας —κι η νοσταλγία μού
μαραίνει την καρδιά…
Χαιρέτισέ μου και το μπαρμπα-Τάσο: φωνάζει, σαν και
πριν, για τις κατσίκες, που του ρημάζουν τα λαχανικά;!
Χαιρέτισε μου και την Κατερίνα. Όλους μαζί σας αγαπώ, και
θέλω να σας δω…
Είμ’ εντελώς καλά —σ’ το ξαναλέω. Θα βάλω να σ’ το
γράψει κι ο γιατρός, για να σου φύγουν οι αμφιβολίες.
Και σένα τώρα σε λυπούμαι φοβερά, πολυαγαπημένη
μητερούλα μου, ό,τι μπορούσες, το ‘κανες για μένα.
Σ’ έκανα πολύ να υποφέρεις —μα τάχα μήπως το ‘θελα και
‘γώ; Είμαστε όλοι «ά νευρόσπαστα της Μοίρας, και τίποτα δεν
κάνομε με θέληση δική μας….
Μητερούλα, έλα να με ιδείς. Έλα να με ιδείς, και να με
πάρεις.
Τώρα κοντεύει πάλι καλοκαίρι· αποφάσισε αυτό το ταξιδάκι.
Αν ήξερες πόσο καλό θα μου ‘κανες, μ’ αυτό τον
πολυπόθητο ερχομό σου! Μαζί με σένα έτσι το φαντάζομαι—
θα ξανάρθει κι η υγεία, κι η χαρά…
Εδώ μέσα πλήττω, πλήττω, πλήττω! Δε βρίσκω ούτε μιαν
εφημερίδα… Στείλε μου τίποτε βιβλία να ξεσκάσω. Θα ‘θελα
τώρα να διαβάσω στίχους, να ξαναγεννηθώ στην κοινωνία…
Υπάρχει μέσα δω, κι ένας τρελός, που τον συμπονώ
ιδιαιτέρως: έχει τη δική μου ιστορία. Αγαπούσε μια κοπέλα, και
του πέθανε —κι απ’ τα τότες έμεινε τρελός! —Όμως, φοβάμαι,
δε θα γιατρευτεί· τον έχουν κλείσει με τους «ανιάτους». Μου
ραγίζεται η καρδιά μου που σ’ το γράφω.
Περιμένω να ‘ρθεις να με πάρεις. Λυπήσου με, και πάρε με
από δω· λιγάκι ακόμα, και θα … τρελαθώ!
Βλέπεις, μητερούλα; αστειεύομαι…
Είμ’ εντελώς καλά —σ’ το ξαναλέω.

Σου φιλώ με σεβασμό το χέρι,


με την ελπίδα πως θα ρθεις,
Ο Γιώργος σου

[52]
Υ. Γ. — Έχεις να μου γράψεις πέντε μήνες. Δεν ξέρω τι να
βάνω με το νου μου. Γιατί δε γράφεις τώρα, μητερούλα;
Εδώ, πολλοί μου είπανε πως πέθανες… Γράψε μου λοιπόν,
αν είν’ αλήθεια…

[53]
Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΟΥ Σ’ ΕΝΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑ

Είχαμε γυρίσει σχεδόν όλη την κλινική κι ετοιμαζόμουν να


φύγω, όταν, κοντά στη σκάλα, στο τελευταίο κελί του
διαδρόμου, πίσω απ’ τα κάγκελα της πόρτας, είδα έναν
άνθρωπο, που κάρφωσε τα μάτια του επίμονα απάνω μου —
έναν άνθρωπο με μέτωπο πλατύ, με πρόσωπο χλωμό και
λυπημένο, και που μου φάνηκε αφάνταστα γνωστό…
Ένα ρίγος πέρασε στην πλάτη μου, και κοντοστάθηκα,
χωρίς να θέλω.
Ο διευθυντής πρόσεξε την ταραχή μου,
— Α, το πάθατε και σεις; μου λέει. Όλο το παθαίνουν, όσοι
τον πρωτοβλέπουν…
Κι έπειτα πρόσθεσε, με χαμηλότερη φωνή:
— Είναι ο πιο ενδιαφέρων άρρωστός μας, ο πιο παράδοξος
και υποβλητικός τρελός της κλινικής μας… Αν δε βιάζεστε
πολύ, θα σας αφήσω να μιλήσετε μαζί του. Αλλά φοβάμαι πως
θα σας κουράσει… Θα σας γιομίσει μεταφυσική, θα σας κάνει
κουδούνι το κεφάλι!…
Του το ζήτησα ως χάρη, να μ’ αφήσει.
Προχωρήσαμε στην πόρτα του κελιού. Άνοιξε την πόρτα,
και με προσκάλεσε να μπω. Καθώς έμπαινα, μου ψιθύρισε στ’
αυτί! — Άμα βαρεθείτε, δεν έχετε παρά να κουδουνίσετε. Ο
νοσοκόμος θα ‘ρθεί να σας γλυτώσει…

[54]
Κι επειδή τον κοίταξα ανήσυχα:
— Ω, μη φοβάστε! Είναι ο πιο ήσυχος τρελός μας… Θέλω
να πω: να σας γλιτώσει απ’ τη φλυαρία του…
Έκανε μια μικρή υπόκλιση, πάντα χαμογελώντας, κι έπειτα
βγήκε, κι έκλεισε την πόρτα.
Έμεινα μόνος στο μικρό δωμάτιο, το κάπως σκοτεινό. Ο
άνθρωπος ήταν, τώρα, τραβηγμένος προς τα μέσα, σκυμμένος
στο κρεβάτι του, σα να μην είχε μυριστεί την παρουσία μου.
Στάθηκα αμήχανος, στη μέση, και δοκίμασα, μ’ ένα
ξεροβήξιμο να προκαλέσω σιγανά την προσοχή του.
Γύρισε και με κοίταξε στα μάτια. Και τότε πάλι ένιωσα το
έντονο συναίσθημα που με κάρφωσε στη σκάλα, λίγο πριν,
την πρώτη φορά που τον αντίκρισα. Η φυσιογνωμία του, έτσι
που με κοιτούσε, μου ήταν, πάλι, φοβερά γνωστή…
Προχώρησε στο μέρος μου, χωρίς να χαμηλώσει τη ματιά
του.
Και ξαφνικά μου μίλησε —μου μίλησε, κι ο ήχος της φωνής
του, ήταν, κι εκείνος, φοβερά γνωστός…
— Με ξέρετε και σεις, δεν είν αλήθεια; Μ’ έχετε δει τόσες
φορές, απ’ τον καιρό που ζείτε, που δε μπορεί παρά να με
θυμάστε…
Ήμαστε, τώρα, πρόσωπο με πρόσωπο. Χαμογελούσε
πικρά και κουρασμένα. Μου ‘πιασε το χέρι, και μ’ έφερε προς
το παράθυρο. Εκεί τον κοίταξα άλλη μια φορά. Ο ήλιος δεν είχε
βασιλέψει. Μια κίτρινη ανταύγεια του φώτιζε το μέτωπο, κι
έβλεπα το χρώμα των ματιών του —ένα χρώμα βαθυγάλανο,
σβησμένο. Και τότε έμεινα πραγματικά κατάπληκτος. Ήταν ο
πιο α π ί σ τ ε υ τ α γνωστός — ο π ι ο γ ν ω σ τ ό ς μ ο υ απ’
όλους τους ανθρώπους…
— Μην τυραννάτε του κάκου το μυαλό σας! Μ’ έχετε δει, κι
όμως δεν ξέρετε ποιος είμαι…
Μ’ έκανε να καθίσω στο πεζούλι, κι εκείνος στάθηκε αντίκρυ
μου, ορθός.
— Ε, λοιπόν, θα σας το πω εγώ ποιος είμαι! Χιλιάδες
άνθρωπο, έχουν περάσει δίπλα μου, κι ο καθένας θαρρούσε
πως με ξέρει… Την έκπληξη που νιώθετε, τη στιγμή αυτή, την
έχουν νιώσει πλήθος, πολύ πριν από σας! Όσοι με κοίταξαν
για ένα δευτερόλεπτο, έμειναν σαστισμένοι σαν κι εσάς. Ο
καθένας, μόλις μ’ έβλεπε, με γνώριζε, αλλά δε μπορούσε και
να με θυμηθεί… Σε σας, όμως, θα το πω ποιος είμαι! Θα σας
[55]
πω το μεγάλο μυστικό μου… Φαίνεστε άνθρωπος με πείρα και
με γνώση. Τη στιγμή που με κοιτάξατε, στη σκάλα, κατάλαβα
πως είστε διαφορετικός… Σε σας, λοιπόν, θα εξομολογηθώ. Δε
φοβάμαι να με παρεξηγήσετε, ή να με πάρετε, όπως με πήραν
άλλοι, που έκανα το σφάλμα να τους φανερωθώ, για έναν
τρελό συνηθισμένο… Θέλω να προσέξετε στα λόγια μου, γιατί
τα λόγια που βγαίνουν απ’ τα χείλη μου, εκφράζουν μάλλον τη
δική σας, σκέψη, παρά τα παραμύθια ενός απλού τρελού…
Κάθισε δίπλα μου, στο ίδιο το πεζούλι, κι ακούμπησε το
χέρι του στον ώμο μου.
— Πρώτα-πρώτα, φίλε μου, πρέπει να σας πω, με λίγα
λόγια, πως δεν έχω παρελθόν και ιστορία. Είμαι ο άνθρωπος ο
—δίχως— παρελθόν! Δεν ξέρω πού γεννήθηκα, πώς έζησα…
Δεν ξέρω καμιά φάση της ζωής μου, ούτε κανένα περιστατικό!
Δε θυμάμαι, απ’ τον εαυτό μου, παρά μόνο τη στιγμή, που
βρέθηκα κλεισμένος εδώ μέσα, και τη συνάντησή μου μ’ ένα
σωρό ανθρώπους, που ο καθένας τους θαρρούσε πως με
ξέρει… Αν εξαιρέσω τις στιγμές αυτές, δεν υπάρχει για μένα
τίποτ’ άλλο! Πώς ήρθα στον κόσμο, πώς μεγάλωσα, τι μου
συνέβη, πριν βρεθώ εδώ, σ’ όλ’ αυτά απλώνεται τρομαχτικό
σκοτάδι… Ίσως και ποτέ να μην υπήρξα, έξω απ’ τις χιλιάδες
τις στιγμές, που βρέθηκα αντίκρυ στους ανθρώπους. Απ’
αυτούς καταλαβαίνω πως υπάρχω… Μολαταύτα, οι άλλοι με
φοβούνται! Κι αυτός ο ίδιος ο διευθυντής, κι οι νοσοκόμοι που
με περιποιούνται, αποφεύγουν να με κοιτούν στα μάτια… Μου
μιλούν με σκυμμένο το κεφάλι. Κι εγώ το ξέρω καλά, τι τους
συμβαίνει… Γιατί κι αυτοί νομίζουν πως μ ε ξ έ ρ ο υ ν — και με
κανένα τρόπο δε θέλουν να το δείξουν! Αφήνουν το φαΐ μου
απάνω στο τραπέζι, και φεύγουν αμέσως από δίπλα μου, γιατί
φοβούνται ν’ αντικρίσουν τη ματιά μου· ξέρουν πως θα τους
συμβεί το ίδιο που συμβαίνει και στους άλλους επισκέπτες, και
φοβούνται —ντρέπονται, καλύτερα— ν’ αποφανούν και να τ’
ομολογήσουν… Γιατί, κι αυτοί, νομίζουν πως με ξέρουν! Όλος
ο κόσμος νομίζει πως με ξέρει, πως κάπου μ’ έχει δει, και δε
θυμάται… Κι όμως κανένας τους δε μ’ είδε πουθενά: Κανένας
τους δε μ’ είδε πουθενά, γιατί, πραγματικά, κ α ι δ ε ν υ π ά ρ χ
ω!… Δεν είμαι παρά μοναχά η σ κ έ ψ η κι η φ α ν τ α σ ί α των
ανθρώπων που με βλέπουν· π α ί ρ ν ω τ η μ ο ρ φ ή τ ο υ σ τ
ο χ α σ μ ο ύ τ ο υ ς —κ α ι γ ι’ α υ τ ό ν ο μ ί ζ ο υ ν π ω ς μ ε ξ έ
ρ ο υ ν! Δεν είμαι παρά η ε ξ ω τ ε ρ ί κ ε υ σ η της κρυμμένης
[56]
ζωής του καθενός. Γι’ αυτό νομίζουν όλοι πως με ξέρουν! Στην
εναλλασσόμενη μορφή μου αναγνωρίζουν τον κρυμμένον
εαυτό τους. Αναγνωρίζουν τις επιθυμίες τους, τις ελπίδες τους,
τις λύπες, τις χαρές τους, όλα τα χαμένα περασμένα τους, ό,τι
συνέβη στα παλιά τους χρόνια — κι ακόμα ό,τι πρόκειται να
γίνει, το καθετί που τρέμουν ή ελπίζουν… Υπάρχω μ ό ν ο τη
στιγμή που με κοιτάζουν —τις άλλες ώρες είμαι ο α ν ύ π α ρ κ
τ ο ς! Είμ’ ένας άψυχος, φανταστικός καθρέφτης, που δε
δείχνει παρ’ αυτό που βρίσκεται μπροστά του — και τη στιγμή
που βρίσκεται μπροστά του… Τις άλλες ώρες χάνουμαι
ολότελα, γυρίζω πάλι στην ανυπαρξία! Όταν, σε λίγο, φύγετε
—και δεν είναι δυνατόν παρά να φύγετε, η κλινική σ’ ένα
τέταρτο θα κλείσει— θα γίνω πάλι τ ί π ο τ ε, το ξέρω! Δε θα
θυμάμαι να σας έχω δει, να σας απάντησα ποτέ και πουθενά…
Μόνον όταν με κοιτάζει ένας άνθρωπος, αποκτώ μια ψεύτικη,
προσωρινή ζωή, και γίνομ’ ένα μ’ αυτόν που με κοιτάζει…
Το χέρι του μου τράνταζε τον ώμο, και στο τελευταίο φως
του ήλιου, τα μάτια του τρυπούσαν την ψυχή μου, με μια πίστη
φλογερή, φανατική, που με κρατούσε σα μαγνητισμένο…
Δεν τολμούσα να του πω μια λέξη. Κι εκείνος
εξακολουθούσε πάντα:
— Όταν φύγετε, θα μείνω πάλι μόνος, δίχως καμιά σκέψη
στο μυαλό μου, δίχως καμιάν ανάμνηση δική σας ή του
κόσμου! Θα γυρίσω πάλι στη σκιά, απ’ την οποία μ’ έβγαλε,
μόνο για μια στιγμή, η περαστική σας παρουσία… Και θα
πάρω πάλι μια ζωή, μόλις έρθει κάποιος, και με ξανακοιτάξει…
Να ήταν τάχα η υποβολή της ώρας και του μέρους; Να ήταν
ένας κλονισμός των νεύρων μου, απ’ ό,τι είχα δει στην κλινική;
Για μια στιγμή, π ί σ τ ε ψ α σ τ α λ ό γ ι α τ ο υ… Έχασα την
αίσθηση του τόπου και του χρόνου, φαντάστηκα πως ήμουν
ολομόναχος, κι έβλεπα, σαν υπνωτισμένος θεατής όλη την
περασμένη μου ζωή: Σαν αστραπή πέρασε στο μυαλό μου, η
υποψία πως είχα τρελαθεί — και πως βρισκόμουν μοναχός, σ’
εκείνο το κελί, με το φάντασμα όλου του παρελθόντος μου, με
τις νοσταλγίες και τις τύψεις μου, κλεισμένος μέσα στο κελί, κι
ανυπεράσπιστος… Ο άνθρωπος είχ’ εξαφανισθεί!
Βρήκα τη δύναμη, μόνο, και τινάχτηκα, κι έτρεξα με τρόμο
στο κουδούνι.
Ένας νοσοκόμος μισάνοιξε την πόρτα.

[57]
— Ο κ. διευθυντής σας περιμένει έξω, μου είπε με υπόκωφη
φωνή.
Έφυγα σαν καταδιωγμένος. Πρόφτασα μόνο, τη στιγμή που
έβγαινε, να δω τη σιλουέτα του ανθρώπου. Είχε γυρίσει την
πλάτη του σε μένα, κι ήταν σκυμμένος στο κρεβάτι, στη γωνιά,
στη θέση που τον είχα βρει, τη στιγμή που μπήκα…
Ο διευθυντής με περίμενε απόξω. Χαμογελούσε και με
κοίταζε στα μάτια. Καθώς με είδε, όμως, τόσο ταραγμένο,
ανησύχησε και μου ‘σφιξε το χέρι.
— Μήπως σας πείραξε αυτή η ιστορία; Μας την έχει πει
τόσες φορές, που την έχουμε όλοι συνηθίσει. Έχει παύσει να
μας κάνει πια εντύπωση…
Με δυσκολία εύρισκα τα λόγια μου.
— Δεν σας το κρύβω πως ταράχτηκα πολύ… Δεν έχω
κατορθώσει να συνέλθω…
Μπήκαμε για λίγο στο γραφείο. Μου πρόσφερε ένα κονιάκ.
— Το φοβόμουν πως θα ταραχείτε, είπε. Αλλ’ αφού
θελήσατε αυτή την περιπέτεια, δε μπορούσα παρά να σας
αφήσω να την υποστείτε μέχρι τέλους… Αλλά, σας ομολογώ,
σας πίστευα πιο ψύχραιμο…
Και κάρφωσε τα μάτια του στα βάθη των δικών μου.
Ένιωθα, τώρα, τον ψυχρόν ερευνητή, που προσπαθούσε να
συλλάβει την ψυχή μου…
Μήπως με κοίταζε, και μένα, σαν τρελό;…
Κατάλαβα πως έπρεπε να φύγω.
Τον ευχαρίστησα για τις περιποιήσεις του, και κατέβηκα
γρήγορα τη σκάλα…
Ξαναβρήκα το αυτοκίνητό μου —και καθώς εκείνο άρχισε
να τρέχει, γύρισα τα μάτια προς το κτίριο: Στο θαμπό το φως
του δειλινού, έπαιρνε κάποια σχήματα αλλόκοτα, κι εκείνο,
τόσο απίθανα και συνταρακτικά, που παρακάλεσα τον οδηγό,
αμέσως, να δυναμώσει την ταχύτητά του…

[58]
Η ΘΥΣΙΑ

(Ιστορία Πασχαλινή)

Μια φορά κι έναν καιρό —πάνε τώρα χρόνια— μια σκοτεινή


κι αλλόκοτη βραδιά, ο Χριστός κατέβηκε στον κόσμο.
Πρώτη φορά κατέβαινε στη γη, και μοναχός Του βάδιζε
στην τύχη· ήταν ένα βράδυ ζεστό και τρυφερό, ένα δρομάκι
ήσυχο φαινότανε μπροστά Του, ο ήλιος μόλις είχε βασιλέψει.
Και καθώς πήρε το δρομάκι εκείνο, βγήκε προς τη μεριά της
Ιουδαίας.
Φορούσε ρούχα ταπεινά κι απλά, κι ακουμπούσε μαλακά σ’
ένα κλαρί, που μόλις το ‘χε κόψει μες στο δάσος· δε μπορούσε
κανείς να Τον γνωρίσει, κανείς να Τον γνωρίσει, κι από τίποτα
— εξόν απ’ τα μεγάλα Του τα μάτια, που φέγγανε γλυκά μες
στο σκοτάδι, σα δυο μεγάλα σιωπηλά φεγγάρια· έμοιαζε τώρα
σαν προσκυνητής, από κείνους που ξεκινάν για τόπους
μακρινούς, και ζούνε διακονεύοντας στο δρόμο το ψωμί τους.
Τα ρόδα τ’ ανοιξιάτικα μοσκοβολούσαν τώρα. Γύρω ήταν
απλωμένη ησυχία· τ’ άστρα φεγγοβολούσανε ψηλά, με τα
γλυκά τρεμουλιαστά τους φώτα.

***
Κι έτσι που περπατούσε αφαιρεμένος, βυθισμένος πάντα
μες στις σκέψεις Του, είδε άξαφνα, στο στρίψιμο του δρόμου,

[59]
ένα πλήθος άλλα φώτα που βαδίζανε, και φτάναν τώρα, όλα
μαζί, σαν ένα μεγάλο αστερισμό· τράβηξε τότε προς αυτά τα
φώτα, μαντεύοντας πως σίμωνε σε κάποια πολιτεία. Κι
αληθινά, εκεί, σ’ αυτό το μέρος, ήτανε μια μεγάλη πολιτεία,
που, καθώς πλησίαζε, μεγάλωνε, κι άρχιζε πια να ξεχωρίζει και
τα σπίτια της: ήταν όλα γύρω φωτισμένα — κι ήταν παντού η
ίδια φωταψία, σάμπως να γινόταν πανηγύρι· ερχόταν, όσο
σίμωνε, στ’ αυτιά Του, το βουητό και των ανθρώπων οι φωνές.
Κι όταν έφτασε ακόμα πιο σιμά, είδε να προβάλουν από πέρα,
ένα πλήθος άνθρωποι που φώναζαν, και βαστούσαν πέτρες
και κοντάρια, κι αναμμένους κόκκινους δαυλούς· ήταν άντρες,
γυναίκες και παιδιά, και φώναζαν μαζί, και βλαστημούσαν, και
χτυπούσαν τον αέρα με τις βέργες, σκούζοντας ώρες-ώρες
σαν τρελοί.
Κι όταν άρχισε να βλέπει πιο καλά, είδε, μπροστά, να
περπατάνε στρατιώτες, με λόγχες, με λοφία και με κράνη· κι
είχανε στη μέση κάποιον άνθρωπο· κι ο άνθρωπος αυτός ήταν
ξυπόλητος, όλο κουρέλια γύρω, κι ελεεινός· στα μαλλιά του
είχανε βάλει ένα στεφάνι αγκάθια και τσουκνίδες, και
κουβαλούσε μ’ αγωνία κάποιο ξύλο.
Τα μάγουλά του ήταν γδαρμένα κι όλο αίματα, γιομάτα
χώματα, φτυσιές κι ακαθαρσίες. Και το πλήθος γύρω του
βοούσε, σα θάλασσα φριχτή κι ανταριασμένη. Και των
πυρσών οι κόκκινες ανταύγειες, φωτίζανε παράξενα τα σπίτια,
κι έκαναν να χορεύουν οι σκιές, μεγαλωμένες των ανθρώπων
οι σκιές, στους φωτισμένους τοίχους, γύρω-γύρω. Τότε ο
Χριστός, σπρωγμένος απ’ το πλήθος, πήγε σ’ έναν άνθρωπο
σιμά, που πήγαινε κι αυτός μαζί, τραβώντας τα μαλλιά του, —
και γύρεψε να μάθει τι συμβαίνει,
Κι αυτός Του είπε, σκύβοντας στ’ αυτί του:
— Είν’ ένας προφήτης —δεν τον ξέρεις;— είν’ ένας
προφήτης ξακουστός: ήρθε στον κόσμο για να φέρει την
αγάπη· μ’ αυτοί δεν τον κατάλαβαν διόλου, γιατί μιλούσε λόγια
των Αγγέλων. Κι οι βασιλιάδες οι τρανοί τον φοβηθήκανε, και
δώσαν προσταγή να τον κρεμάσουν· και τώρα πάνε για να τον
κρεμάσουν…
Και καθώς μιλούσε φοβισμένα, τα δάκρυά του τρέχανε
ποτάμι.
Κι ο Χριστός, μπήκε τότε μες στο πλήθος, και θέλησε να ιδεί

[60]
στο πρόσωπό του· και καθώς πήγαινε να στρίψει στη γωνία,
μπόρεσε μια στιγμή και τον αντίκρισε. Και κείνος τότε σήκωσε
τα μάτια και Τον κοίταξε.
Κι όλος ο κόσμος έσβησε τριγύρω —κι ο Χριστός, τίποτ’
άλλο πια δεν έβλεπε, παρά τα φοβερά εκείνα μάτια. Και
μοιάζανε σα δυο λυγμοί χαράς. Και λέγανε τα μάτια εκείνα
τώρα: «Είμαστε το τραγούδι της Αγάπης, και το τραγούδι της
Αθανασίας· και δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο —τίποτ’ άλλο,
παρά Καλοσύνη· τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη!» Κι αυτά τα
μάτια δε σφαλνούσανε ποτέ, κι έλαμπαν απ’ το φως του
μαρτυρίου…
Κι ο προφήτης σκόνταψε και τρέκλισε, γιατί και κείνος
γνώρισε τα μάτια του Χριστού, κι έπεσε χάμου, με τα μούτρα
μες στο χώμα.
Και καθώς τον έσπρωχναν οι άλλοι, και τον τραβούσαν για
να σηκωθεί —μες στις φωνές και μες στη φασαρία— βρήκε την
ευκαιρία ο Χριστός, και παίρνοντας στην πλάτη του το ξύλο,
μπήκεν Αυτός στη θέση του προφήτη. Κι επειδή κανένας δεν
τον ήξερε, εμψυχωμένος απ’ τη μέθη της Θυσίας —τράβηξεν
ίσια για να σταυρωθεί…

****
Και κατόπι απ’ την Ταφή κι απ’ την Ανάσταση —καθώς τη
διετήρησε η παράδοση, κι οι μαρτυρίες των τεσσάρων
Αποστόλων —ο Χριστός, τυλιγμένος σ’ ένα σύννεφο, γύρισε
ξανά στον ουρανό, πήγε κατ’ ευθείαν στον Πατέρα Του, και τον
βρήκε που μιλούσε μ’ έναν Άγγελο.
— Γιατί το έκανες αυτό; του λέει τότε κείνος αυστηρά.
— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε θλιμμένα και δειλά.
Και δυο μεγάλα δάκρυα λαμπρά, ήταν έτοιμα να στάξουν
απ’ τα μάτια Του.
— Θα μου κανείς άλλοτε τη χάρη, να μην ανακατώνεσαι
διόλου στις μικροϋποθέσεις των ανθρώπων —του ξαναείπε
πάλι ο Θεός. Αυτές οι καλοσύνες να σου λείπουν…
Και γύρισε ξανά κι εξακολούθησε την κουβέντα που είχε με
τον Άγγελο.

[61]
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΔΩΡΑΣ

Όταν η Λέλα μπήκε στο σαλόνι, χαμένη όλη μες στον


άσπρο πέπλο, στεφανωμένη με τα λεμονάνθια και με τη
μακριά της την ουρά, που τη βαστούσαν τώρα με καμάρι δυο
λευκοφορεμένα κοριτσάκια, δυο χαριτωμένα αγγελούδια,
πεσμένα μόλις απ’ τον ουρανό —μικρογραφίες της μικρής
νυφούλας, που παντρευόταν τη βραδιών εκείνη— η μητέρα
της η Δώρα ανατρίχιασε, γιατί είδε ξαφνικά τον εαυτό της,
γυρισμένο λίγα χρόνια πίσω —έμεινε σχεδόν εκστατική, που η
χλωμή εκείνη κέρινη κουκλίτσα, που περπατούμε σάμπως μ’
ελατήριο, στο σφιγμένο μπράτσο του γαμπρού, την
παρωδούσε τόσο επιδέξια, της έριχνε κατάμουτρα τα νιάτα
της, τα δικά της νιάτα, τ’ αλησμόνητα, μ’ έναν τρόπο εντελώς
απρόοπτο, και που θα ήταν συγκινητικός, αν δεν ήταν κάπως
απρεπής…
Γύρισε τα μάτια της στον κόσμο — και μάλιστα, με μια
λεπτή προσπάθεια, δοκίμασε και να χαμογελάσει: ο κόσμος
όμως κοίταζε τη νύφη που προχωρούσε τώρα μες τα φώτα,
ένα χαριτωμένο πραματάκι, με δυο νεκρά ματάκια γαλανά, που
τίποτα δε βλέπανε μπροστά τους, μήτε τα φώτα, μήτε τις
λαμπάδες, μήτε τους καλεσμένους, που σωπαίνανε, μήτε και
τα παιδιά που παραμέριζαν, για να περάσει τώρα η πομπή.
Άρχισαν τότε οι ευχές του υμεναίου, το «Ησαΐα χόρευε», και
τ’ άλλα. Όλ’ αυτά δε βάσταξαν πολύ· οι καλεσμένοι ράναν το
[62]
ζευγάρι, μ’ άνθη λεμονιάς και με κουφέτα. Ήρθαν οι δίσκοι με
τα παγωτά.
Τότε η Δώρα γλίστρησε με τρόπο, και μπήκε σιγανά στην
κάμαρά της. Πήγε ίσια στο μεγάλο της καθρέφτη, και κοίταξε τα
μάτια της ακίνητη: δυο μεγάλα μάτια γαλανά, μες στις μεγάλες
μαύρες βλεφαρίδες, που θα ‘μοιαζαν και κείνα σα νεκρά, αν
δεν ήταν μέσα κάποια φλόγα, μια μεγάλη φλόγα τραγική, που
σιγοπερνούσεν αδιόρατα, και πού και πού τους έδινε μια
γρήγορη τρεμούλα, σαν τις ανατριχίλες των νερών, που τα
‘γγίζουν μόλις οι φτερούγες των διαβατικών μικρών πουλιών.
Θέλησε πάλι να χαμογελάσει, αλλά τα μαραμένα τώρα χείλη
της, με την κοκαλωμένη γύρω πούδρα, έσπασαν σε παράξενες
γραμμές, έγραψαν τρεις αλλόκοτες ρυτίδες, πολύ σαρκαστικές
και κουρασμένες, κι όταν δοκίμασε και πάλι να τα κλείσει, τ’
αυλάκια είχαν μείνει τώρα γύρω, ή μήπως ήταν ίσως φαντασία
της;
Μέσα τώρα, στη μεγάλη σάλα, ήταν αρχινισμένος ο χορός,
και το πιάνο έπαιζ’ ένα βαλς αργό, θαρρώ το «Destiny»…
Συρσίματα ποδιών, κουβέντες, γέλια, τρίλιες από γελάκια
κοριτσίστικα, βαθιές φωνές κυρίων σοβαρών, κι ένα βιολί μαζί
σπαραχτικό, με νότες γοερά παθητικές, που τρυπούσε
αλλόκοτα τ’ αυτιά, σα να περνούσε το δοξάρι μες το τύμπανο,
και να γεννούσε μέσα κει τους ήχους…
Η Δώρα τότε στάθηκε μονάχη, και την πήρε ξάφνου το
παράπονο· ένα σιγό και μαλακό παράπονο, ένα βελούδο
λύπης μακρινής· κι αυτή καλά-καλά δεν καταλάβαινε, γιατί την
είχε πάρει το παράπονο. Να ήταν ίσως η τρελή χαρά, η χαρά
που πάντρευε την κόρη της, ή ο σπαραγμός του χωρισμού
της; Η καρδιά της ήταν μαραμένη, σαν το μεγάλο βυσσινί
τριαντάφυλλο, που μαραινόναν άφωνο και μόνο, στα μαλλιά
της…
Άκουσε τότε να χτυπούν την πόρτα, και να την καλούν με τ’
όνομά της· έκανε πάλι μια στερνή προσπάθεια, ένιωσε τη
ντροπή της απουσίας της, να λείπει τόσην ώρα από τη σάλα,
σκούπισε τα κλαμένα της τα μάτια, και γύρισε με τρόπο πάλι
μέσα.
Η Λέλα τώρα ήταν καθισμένη, και λίγο ξαναμμένη απ’ το
χορό. Η κουκλίτσα είχε ζωντανέψει, καθόταν δίπλα σε μια
φιλενάδα της, και φλυαρούσε με μεγάλη ζωηρότητα· μόλις την
είδε έτρεξε κοντά της:
[63]
— Μαμά, πού ήσουνα καλέ, πού πήγες τόσην ώρα; Όλοι
ψάχναμε μαζί να σε βρούμε. Ο Νίκος θέλει κάτι να σου πει·
χάλασε τον κόσμο να σε βρει… φαίνεται πως χάσαμε το
τρένο…
Η Δώρα τότε πάλι χαμογέλασε, κι ο νους της πήγε πάλι
στον καθρέφτη.
Ο Νίκος ήρθε βιαστικά κοντά της:
— Μαμά, το ξέρεις; χάσαμε το τρένο. Το τρένο φεύγει δέκα
και μισή. Δεν τα κανονίσαμε καλά… Θα μείνουμε απόψε, τι να
γίνει…
— Ε, καλά, δε χάθηκε ο κόσμος. Κι έπειτα είστε τόσο
κουρασμένοι… ας μείνετε και μια βραδιά στο σπίτι· δεν είναι
λόγος να στενοχωρείσαι…
Τότε ο Νίκος, ξαφνικά, της άπλωσε το μπράτσο.
— Μαμά, χορεύουμε μαζί ένα τανγκό; Θέλω να χορέψουμε
μαζί…
— Παιδί μου, ξέρεις πόσο είμαι κουρασμένη…
— Δεν πειράζει. Μια φορά. Για το καλό…
Χωρίς ν’ ακούσει λέξη, ζωηρός —γαμπρός μικρούλης και
χαριτωμένος— άρπαξε το χέρι της απότομα, το χέρι της
καινούριας του μητέρας, και μόλις άρχισε ξανά η μουσική, την
τράβηξε με το στανιό στη σάλα, και την ανάγκασε να κάνει λίγα
βήματα. Το πιάνο τώρα έπαιζε τανγκό. Κι ήταν αυτό—«Le
dernier tango»…
… Το γλέντι βάσταξε σχεδόν ως τα μεσάνυχτα. Τότε οι
καλεσμένοι, ένας-ένας, άρχισαν με τρόπο να τραβιούνται. Η
νύφη, φυσικά, είχε χαθεί, ο Νίκος όμως έμεινε στη σάλα ως το
τέλος, και καληνύχτιζε θερμά τους καλεσμένους.
Η Δώρα, δίπλα του, ψηλή, κάπως χλωμή, έδινε το χέρι της
αδιάκοπα· φιλιά, ευχές, φωνές, ο κόσμος έφευγε…
Στο τέλος έμεινε η σάλα αδειανή. Στο παρκέτο, λουλούδια
πατημένα, μες στην ατμοσφαίρα μυρουδιές, έπιπλα γύρω
αναστατωμένα, ένα βαζάκι γιαπωνέζικο σπασμένο…
Σε λίγην ώρα, σβήσανε τα φώτα, κι όλοι κουρασμένοι, μες
στο σπίτι, χωρίσανε να παν να κοιμηθούν.

***
Τώρα ήταν απλωμένη σιωπή.

[64]
Η Δώρα τώρα, δίχως να γδυθεί, ήταν κλεισμένη μες στην
κάμαρά της· όλος ο κόσμος είχε κοιμηθεί.
Είχαν ετοιμασμένο, για το Νίκο, ένα μεγάλο μακρινό
δωμάτιο, καμωμένο ξαφνικά κρεβατοκάμαρα, στο τέλος
ακριβώς του διαδρόμου. Σκόπευαν να φύγουν απ’ τ’ απόψε
για σύντομο γαμήλιο ταξίδι, αλλά το δρομολόγιο του τραίνου
τους χάλασε τα σχέδια γι’ απόψε. Θα ‘φευγαν όμως αύριο το
βράδυ.
Η Δώρα τώρα, δίχως να γδυθεί, ήταν κλεισμένη μες στην
κάμαρά της. Τώρα χτυπούσε μόνο το ρολόι. Μα να χτυπούσε
μόνο το ρολόι ή μήπως ήταν κι η καρδιά της Δώρας;…
Είκοσι χρόνων είχε μείνει χήρα, με το παιδί της, μοναχή
παρηγοριά. Είκοσι χρόνων χήρα —τι τα θέλετε! Ήταν ακόμα
όμορφη και νέα. Δυο μεγάλα μάτια γαλανά, μες στις μεγάλες
μαύρες βλεφαρίδες, καστανά μαλλιά, σχεδόν ξανθά, κορμί
περίφημο, χυτό και λυγερό —αλλά καρδιά στεγνή για την
αγάπη, βυθισμένη πάντα μες το πένθος (ίσως κι αυτό από
κοκεταρία), μη θέλοντας ν’ ακούσει πια για γάμο, αν και
πολλοί, πάρα πολλοί, την είχανε ζητήσει.
Παρ’ όλη την αγάπη του παιδιού της, είχε μείνει μια ψυχρή
κοκέτα —ένα μεγάλο άγαλμα σεμνότητος.
Όμως, απόψε, τη βραδιά του γάμου, βλέποντας τη Λέλα, το
παιδί της, ξαφνικά να γίνεται γυναίκα, οι τύψεις πάλι μυστικά
την πολιόρκησαν, που δε θέλησε ποτέ της να χαρεί, έτσι
καθώς έπρεπε, τα νιάτα της…
Κλεισμένη τώρα μες στην κάμαρά της, με κρατημένη την
αναπνοή, ένιωθε γύρω το βαρύ τον εφιάλτη της παντοτινής
της μοναξιάς, της έρημης κι ανώφελης ζωής της, που μια πολύ
στεγνή κοκεταρία, μια τερατώδης ιδιοτροπία, την είχε κάμει,
μετά τόσα χρόνια, να τελειώσει τώρα τόσο άδοξα…
Δε μπορούσε πια να κλείσει μάτι.
Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών και ξαναπήγε πάλι στον
καθρέφτη. Ξαναδοκίμασε το ίδιο το χαμόγελο, και είδε πάλι τις
λεπτές ρυτίδες, να χαρακώνουν τα χλωμά της μάγουλα,
έκλεισε τότε με καημό τα μάτια, και μέσ’ απ’ τα κλεισμένα της
ματόφυλλα, άφησε πάλι να κυλήσουν δάκρυα· τ’ άφησε να
κυλήσουν ανεμπόδιστα, ένα κατόπι στ’ άλλο, σιγανά, να
τρέξουν μαλακά στα μάγουλά της, χωρίς ν’ απλώσει, και να τα
σκουπίσει.

[65]
Ένιωθε τώρα πως τα νιάτα είχαν περάσει, πως στο μεγάλο
το βιβλίο της ζωής της, τώρα είχε γραφεί ανεπανόρθωτα, και
με μεγάλα γράμματα, το: ΤΕΛΟΣ.
Έκλεισε τα μάτια, και περίμενε.
Άκουσε τότε βήματα, όξω, στο διάδρομο. Τα δάκρυά της
πάγωσαν στις κώχες των ματιών. Κάποιος περπατούσε
σιγανά. Για μια στιγμή, λιγάκι ανησύχησε. Τέντωσε τ’ αυτί
προσεχτικά, έπειτα το κόλλησε στην πόρτα.
Ποιος να είχε τώρα δα ξυπνήσει, και περπατούσε μόνος
στο διάδρομο; Μια πόρτα έτριξε στο βάθος αδιόρατα…
Δεν άργησε πολύ να καταλάβει.,.
Τότε, η Δώρα, με σφιγμένα δόντια, τρέμοντας απ’ τα νύχια
ως την κορφή, τυλίχτηκε μ’ ένα μεγάλο σάλι, άρπαξε το
καπέλο της στην τύχη, άνοιξε τρεκλίζοντας την πόρτα,
κατέβηκε ψηλαφητά τη σκάλα, βγήκε στο δρόμο, πέρα, σαν
τρελή —ύστερα μετάνιωσε και πάλι, γύρισε στις μύτες των
ποδιών, έκλεισε με τρόπο την οξόπορτα, ξανανέβηκε σιγά τα
σκαλοπάτια, γονάτισε ντυμένη στο κρεβάτι της και την πήραν
ασυγκράτητοι λυγμοί…

***
Κι όταν η μέρα φώτισε και πάλι —καθώς η Λέλα βγήκε
γελαστή, με μια μπλούζα θαλασσιά χαριτωμένη, με μια μεγάλη
ροζ κορδέλα στα μαλλιά, βρήκε τη Δώρα στην τραπεζαρία.
Της είπε τότε μοναχά: — Μαμά…
Κι αυτή της είπε πιο σιγά: — Παιδί μου…
Την κοίταξε καλά-καλά στα μάτια.
Και τότε, ξαφνικά, πρώτη φορά, διάβασε μέσα κει,
απορημένη, μιαν εγκαρτέρηση και μιαν υποταγή, σαν κάποια
θεία νίκη τραγική, κάτι σαν τη δόξα μιας θυσίας, ένα καινούριο
κήρυγμα ζωής, υποταγμένης, δίχως αξιώσεις —σα να είχαν
κλείσει κάποιες πόρτες, και να ήταν ανοιγμένες κάποιες
άλλες— δεν ξέρω ποια μεγάλην απολύτρωση —σα να είχαν
πάρει, σιωπηλά, κάποιες πολύ μεγάλες αποφάσεις— να είχαν
προσχωρήσει, μυστικά, σε νέους τώρα και πολύ βαθύτερους
συνδυασμούς πραγμάτων επισήμων, πιο ισορροπημένα
σοβαρών — κι ίσως ακόμα, και πιο τρυφερών…

[66]
Η ΚΑΡΔΟΥΛΑ ΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑΣ

Η Τριανταφυλλιά ήτανε μια καλή γλυκιά παιδούλα, μια καλή


γλυκιά παιδούλα· τα μάτια της ήτανε ίδια λουλούδια και σαν
άλιωτα χιόνια τα χεράκια της· άμα μιλούσε, ήτανε τόσο
γλυκομίλητη, που λες και στάλαζε απ’ τα χείλια της
ροδόσταμο…
Μοίρα που το δάχτυλό της τ’ άσπρο ακούμπησεν απάνω
της, την ώρα που γεννήθηκε, η Μοίρα που μικρούλα τη
νανούρισε μέσα στην αχυρένια την καλύβα και, σα μπριλιάντι
σε τεχνίτη χέρι, με γοητείες και ομορφιές τη στόλισε, με τ’
άλλα, της έδωσε και μια μικρή χρυσή καρδούλα.
Και χτυπούσε τικ και τακ, τικ και τακ!
Και ήτανε από καθαρό χρυσάφι, και το καρδιοχτύπι της ίδια
μουσική…
Μεγάλωσε η Τριανταφυλλιά και τα μάτια της αρχίσανε από
του πόθου να μελώνουνε το λίγωμα και να ονειρεύονται
ανοιχτά, ερωτικές λιγοθυμιές.
Μα η μανούλα της ήτανε φτωχούλα και ζούσε με το
μεροκάματο, κι απ’ την καρδούλα του παιδιού της άλλο
θησαυρό δεν κάτεχε.

****

[67]
Μια νύχτα τη φώναξε σιμά και με τ’ αχνά της χέρια τα
ξέπλεκα μαλλιά της χάιδεψε όλο και τρυφεράδα:
«Απόψε τίποτε δεν έχουμε να φάμε το ψωμί μας σώθηκε…
Φύγε, αγάπη μου, και στην ξενιτιά να ζητιανέψεις άμε φύγε,
αγάπη μου, κι άσε με εμένα τη γριούλα μοναχή· πούλησε την
καρδούλα σου και φέρε μου να φάω μια στάλα, αγάπη μου…»
Έτσι της είπε, κι η Τριανταφυλλιά χαμήλωσε τα μάτια και
τράβηξε ίσια, κατά την πολιτεία, να πουλήσει τη μικρή χρυσή
καρδούλα της.
Και διαλαλούσε μοναχή:
«Έχω μια χρυσή καρδούλα… Ποιος θέλει τη χρυσή
καρδούλα μου;»
Ένα βασιλόπουλο που πήγαινε να κυνηγήσει αγριόχοιρους
κι ελάφια, θαμπωμένο από την ομορφιά της στάθηκε αντικρύ,
και της γλυκομίλησε:
«Έλα μαζί μου· το παλάτι του πατέρα μου είναι χτισμένο
από γρανάτη κι από κρύσταλλο· μια λάμια το φυλάει μ’ εφτά
γλώσσες και σε κάθε γλώσσα της και μια φωτιά που καίει…
Είμαι του βασιλιά μοναχοπαίδι κι από τον ήλιο πιο ωραίο· έλα
μαζί μου, όμορφη παιδούλα! Τι να την κάνω την χρυσή
καρδούλα σου; Το κορμί σου εγώ θέλω.» Μα η Τριανταφυλλιά
το καλοκοίταξε, και δεν του χαμογέλασε…
«Εγώ πουλώ μονάχα την καρδούλα μου!»
Πικρό ένα δάκρυ κύλησε από τα γαλανά τα μάτια του
βασιλόπουλου και σπερούνισε γρήγορα τ’ άλογό του.
Και η Τριανταφυλλιά τράβηξε πάλι ίσια κατά την πολιτεία,
και διαλαλούσε μοναχή:
«Έχω μια χρυσή καρδούλα… Ποιος θέλει μια χρυσή
καρδούλα;»
Στο δρόμο απήντησε ένα λιοντάρι με πλούσια χαίτη και
μεγάλα δόντια χίμηξε ναν τη φάει, μα σαν την είδε έτσι όμορφη
κι από τον τρόμο κερωμένη, καρφώθηκε στη θέση του, και της
γλυκομίλησε:
«Έλα με μένα· έχω μια σπηλιά μέσα στο βουνό και δώδεκα
δράκοι τη φυλάνε· ίσαμε της γης τα σπλάχνα η σπηλιά μου
πάει εκεί έχω μπριλάντια, ίδια δάκρυα, και κατακίτρινα
τοπάζια! Έχω από κάλυκες τριανταφύλλων έναν πέπλον
υφασμένο και νυμφαίες και πεταλούδες άσπρες μαδημένες·
ίδια φεγγάρια είναι χλωμά τ’ ασήμια μου και τα χρυσάφια
τρεμολάμπουνε, ίδιος αυγερινός κι αποσπερίτης… Όλα για
[68]
σένα τα ’χω όλα δικά σου θα ’ναι, φτάνει να ’ρθεις με ’μένα,
όμορφη παιδούλα… Τι να την κάνω τη χρυσή καρδούλα σου;
Το κορμί σου εγώ θέλω.»
Μα η Τριανταφυλλιά το καλοκοίταξε, και δεν του
χαμογέλασε:
«Εγώ πουλώ μονάχα την καρδούλα μου!»
Και το λιοντάρι χάθηκε μουγκρίζοντας πίσω από τα δέντρα.
Και η Τριανταφυλλιά τράβηξε πάλι ίσια, κατά την πολιτεία,
και διαλαλούσε μοναχή:
«Έχω μια χρυσή καρδούλα… Ποιος θέλει τη χρυσή
καρδούλα μου;»
Σ’ ένα στενοσόκακο, βαρύ και ανήλιο, άκουσε ένα σφυρί
που όλο και χτυπούσε…
Στη θύρα σίμωσε και ανάμεσα απ’ τις σπίθες, είδε όρθιο ένα
γύφτο, είκοσι χρονών, που πελεκούσε ένα κομμάτι σίδερο.
Ήτανε γυμνό ως τη μέση και τα μάτια του είχανε την
πυράδα της φωτιάς και σαγηνεύανε σα φίδια…
Το κορμί του ήτανε λευκό, λευκό σα γάλα και σαν κρίνα κι
απ’ τη ζέστα ξαναμμένο…
Και τα μπράτσα του – ω! τ’ άσπρα, τ’ άσπρα μπράτσα
του!…
Κι έπλεε μέσα στο κοραλλένιο φως, σαν όχεντρα και σαν
ελπίδα και σαν γλυκιά λαχτάρα…
Τριανταφυλλιά κοντοστάθηκε· το αίμα της θρόιζε στα
μάγουλά της, και η ψυχούλα της σα λαβωμένο πουλάκι
ανασπαρτάρισε.
Ένα βελουδένιο χεράκι μέσα της τώρα σάλευε με
φαρμακωμένα δάχτυλα, ένα χεράκι φαρμακωμένο με δάχτυλα
βελουδένια.
Τα ματόφυλλά της τρέμανε σα να ’χανε δακρύσει…
Κι έλιωνε σα λαμπάδα η ψυχούλα της…
Και τώρα πια δεν ξέρει πού να πάει και τι να κάνει τη
μανούλα της – ούτε τη συλλογίζεται.
Της Τριανταφυλλιάς η ψυχούλα τώρα είναι πικραμένη και τα
μάτια της θολά, σαν από κακό όνειρο…
Παραμονεύει έξω από το στενοσόκακο κι όσο νυχτώνει,
όσο πέφτει το σκοτάδι, τόσο σφίγγεται η καρδιά της και μια
πνοή και μια τρεμούλα ως τα χείλη της ανεβαίνει…
Για τον κόσμο δεν τη νοιάζει κι ούτε ξέρει πια τι γίνεται όξω
απ’ τον πόθο της.
[69]
Τ’ αστέρια φανήκανε ψηλά στον ουρανό, μα δε θέλει να
φύγει απ’ το στενοσόκακο.
Καρτερεί την ώρα που θα σκολάσει ο γύφτος καρτερεί το
γύφτο και τα μάτια της μεγαλώνουνε!…
Έρχουνται τα μεσάνυχτα κι όλοι πια πλαγιάσανε…
Η πόρτα τρίζει, η φωτιά σβήνει.
Ο γύφτος βγήκε αργά και πάει.
Κι η Τριανταφυλλιά από πίσω του σέρνεται και τον καλεί με
τ’ όνομά του.
Με τ’ όνομά του τον καλεί και του χαμογελάει.
Και κείνος την περπατησιά του κάνει πιο σιγανή και
τραβάει αργά να φύγει…
Μα εκείνη τρέχει από πίσω του και το δρόμο του κόβει….
Κοιτάζονται στα σκοτεινά και κλείνουνε τη συμφωνία την
ιερή!
…Στου γύφτου το φτωχόσπιτο, στην αγκαλιά του η
Τριανταφυλλιά περνάει τη νύχτα της.
Στο μαξιλάρι το κεντημένο του φτωχικού του κρεβατιού
λυμένα τα μαλλιά της, ίδια σα μαύρη θάλασσα…
Και μες στο πιο μεγάλο σφιχταγκάλιασμα, ακούστηκε ένα
κρακ!… Έξω φυσούσε, φυσομανούσε ο άνεμος…
Σαν τα ραγίσματα των κρυστάλλων ήτανε το τρίξιμο, που
λιώνουνε στο πρωινό λιοπύρι.
Τινάζεται απ’ τη μέθη η Τριανταφυλλιά και ολόγυμνη
στυλώνεται και κοιτάει τα κομματάκια της χρυσής καρδούλας
της μες στην ποδιά της τα μαζεύει και κλαίει, και κλαίει…
Έξω απ’ την πόρτα φεύγει, δίχως να πει ένα καληνύχτα, και
σαν τρελή χιμάει μες στις ρούγες και διαλαλεί στον κόσμο που
περνάει:
«Έχω χρυσάφι μπόλικο πουλάω χρυσάφι και κορμί… Όλα
φτηνά τα δίνω…»
Και σκορπάει την τσακισμένη την καρδούλα και την
πουλάει, δίχως να μετράει, και πουλάει τα μάτια της στον
πρώτο που απαντάει, και τα χείλια της και το κορμάκι της
πουλάει…
Και δίνεται και σ’ ένα φουρναρόπαιδο για να του πάρει ένα
καρβέλι – ένα ζεστό καρβέλι ψωμί για τη μανούλα της!
Κι ύστερα παίρνει το δρόμο της καλύβας και όλη τη νύχτα
τρέχει, ίσαμε την αυγούλα, να φτάσει ως το απόμακρο σπιτάκι
της…
[70]
Και την αυγούλα, φτάνει.
Σπρώχνει τη σκουριασμένη την οξώπορτα…
Η μανούλα της όλη τη νύχτα την περίμενε του κάκου και
προς το γλυκοχάραμα –πίσω έγειρε το γέρικο κεφάλι της και
πέθανε…

[71]
Η ΚΡΙΣΙΜΗ ΣΤΙΓΜΗ

Μόλις έκλεισε τους τρεις φακέλους, έβαλε τις διευθύνσεις, κι


έπειτα έμεινε συλλογισμένος, κρατώντας το κεφάλι του μες
στις παλάμες, με τα μάτια καρφωμένα στο κενό.
Είχε από τις εννιά το βράδυ, που έγραφε συνεχώς, και
τώρα πλησίαζαν μεσάνυχτα.

Όταν άρχισε να γράφει, το χέρι του έτρεμε, το μυαλό του


ήταν σαστισμένο, ένιωθε την καρδιά τον που χτυπούσε
δυνατά. Έπειτα όμως, σιγά-σιγά, με το γράψιμο, η καρδιά του
άρχισε να ξαναβρίσκει τον κανονικό παλμό της, το χέρι του
έγινε σταθερότερο, και το μυαλό του άρχισε να ηρεμεί.

Ενώ έγραφε, του φαινόταν ότι η βραδιά εκείνη δε διέφερε


καθόλου απ’ τις άλλες —πως ήταν μια απ’ τις συνηθισμένες
βραδιές της ζωής του, τις βραδιές που δεν έβγαινε απ’ την
κάμαρά του, κι εργαζόταν μόνος, με το φως της λάμπας,
σχεδόν ως τα χαράματα.
Είχε πάψει να έχει τη σκέψη του προσηλωμένη στη μεγάλη
πράξη, που έμελλε να κάνει. Αυτό είχ’ έρθει σιγά-σιγά, με το
γράψιμο, και δεν ήταν καθόλου μετανιωμένος που τα πράματα
ερχόντουσαν έτσι. Δε θα συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό του,
μια και είχε αποκρυσταλλώσει όλες τις επιθυμίες του σε μια
συγκεκριμένη και ρητή απόφαση, να έχει τις αδυναμίες των
ανθρώπων που κορόιδευε, και να παλεύει με τον ίδιον εαυτό
[72]
του, διστάζοντας ή αντιφάσκοντας —ως τη σκληρή κι επίσημη
στιγμή!…

Έγραψε τα γράμματά του, σαν ένας άνθρωπος που ξέρει πολύ


καλά, τι πρόκειται να κάνει. Δεν είχε καν τις αμφιταλαντεύσεις
εκείνες, που είναι μοιραίες ίσως στους ανθρώπους, για τον
τρόπο, με τον οποίον θα διετύπωνε τις τελευταίες του
θελήσεις…
Το πρώτο γράμμα ήταν για τον αδερφό του που σπούδαζε
στη Γερμανία. Απ’ όλα τ’ αδέρφια του, ήταν ο μόνος που
αγαπούσε —κι ο μόνος με τον οποίον είχαν κάποτε συζητήσει
για όλ’ αυτά, και είχαν συμφωνήσει στο ότι ο άνθρωπος, όταν
δεν έχει πια κανένα δεσμό με τη ζωή, όταν δεν βρίσκει
στήριγμα, και δεν του μένει η παραμικρή ελπίδα, έχει την
υποχρέωση, τόσο απέναντι της αξιοπρεπείας του όσο και
απέναντι των άλλων, να συντομεύει, μιαν ώρ’ αρχύτερα, το
δράμα της ανώφελης ζωής του, με μια γενναία και σαφή
χειρονομία! Αν και η συζήτηση αυτή ήταν εντελώς
ακαδημαϊκή, εντούτοις είχε βγάλει, από τότε, το συμπέρασμα,
ότι κι ο αδερφός του ήταν, επίσης, ένας άνθρωπος
απηλλαγμένος από ταπεινές μικροπρολήψεις —ένα γερό κι
ελεύθερο μυαλό, με πλατιές, πολιτισμένες αντιλήψεις… Και γι’
αυτό τον αγαπούσε, περισσότερο απ’ τ’ άλλα του τ’ αδέρφια.
Μέσα στο γράμμα, του εξηγούσε φιλοσοφικά την απόφασή
του, και του ζητούσε να τον συχωρέσει —αλλά, συγχρόνως,
και να τον δικαιολογήσει, παρ’ όλη την αδερφική αγάπη, που
ασφαλώς, θα βρισκόταν πληγωμένη…
Το δεύτερο γράμμα απευθύνετο σ’ ένα φίλο του, τον οποίο
αγαπούσε πιο πολύ κι από τον αδερφό του. Μ’ αυτόν είχε
περάσει τα καλύτερα χρόνια της φοιτητικής ζωής του, είχαν
δοκιμάσει όλες τις χαρές και τις πικρίες της πρώτης βιοπάλης,
είχαν δεθεί με το χρυσό δεσμό της πρώτης κι αναλλοίωτης
στοργής. Και μάλιστα, το περασμένο βράδυ, τη στιγμή που
χώριζαν στη σκάλα, του ήρθε, ξαφνικά, να του φανερώσει την
απόφασή του —αλλά μετάνιωσε… Ήξερε ότι ο φίλος του θα
προσπαθούσε να τον εμποδίσει, θα ήταν, ίσως, ικανός να του
τη ματαιώσει! Και ήταν τόσο αποφασισμένος να κάνει αυτό
που είχε σκοπό να κάνει, ώστε αυτό θα το θεωρούσε σα μιαν
αθέτηση ενός όρκου ιερού, που είχε δώσει προς τον εαυτό του
—σα μια κατάπτυστη και ταπεινή οπισθοχώρηση, που ο τίμιός
[73]
του χαρακτήρας δε θα μπορούσε ποτέ του ν’ ανεχθεί…
Έπρεπε να τελειώσει, οπωσδήποτε!
Γι’ αυτό, προτιμούσε, όλ’ αυτά, να του γράψει —κι εκείνος
να το μάθει, όταν το γεγονός θα ήταν πια τετελεσμένο. Ζητούσε
κι απ’ αυτόν συγχώρηση, για τη λύπη που θα του προξενούσε,
και τον παρακαλούσε να φροντίσει για μερικά καθέκαστα, που
μόνον εκείνος ήταν σε θέση να φροντίσει.
Το τρίτο γράμμα απευθύνεται προς την αστυνομία.
Όταν έκλεισε τα γράμματα, τα τοποθέτησε απάνω στο
γραφείο του, κι άρχισε να βυθίζεται σε σκέψεις.
Ένιωθε την ανακούφιση του ανθρώπου, που έχει
εκπληρώσει όλα τα καθήκοντά του, σ’ αυτόν τον κόσμο, και
τώρα είν’ ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει. Ένιωθε την
ικανοποίηση ότι η ζωή του είναι πολύ κανονικά τελειωμένη,
ότι δεν έχει αφήσει κανέλα λογαριασμό εκκρεμή, καμιά
υποχρέωση ανεξόφλητη. Έπαιρνε τώρα τα δικαιώματά του
στη ζωή —και, όσον αφορά αυτά τα δικαιώματά του, δεν είχε
να δώσει λόγο σε κανένα… Ήταν ο μόνος υπόλογος για τις
πράξεις του, και κανένας δεν θα μπορούσε να τον κατηγορήσει
ότι προέβαινε σε μιαν αυθαιρεσία!
Αυτό το αίσθημα της ελευθερίας, το ένιωθε τόσο βαθιά,
ώστε δεν είχε τη διάθεση ούτε να το συζητήσει… Ήξερε τι
κάνει, και γιατί το κάνει! Αυτό το κεφάλαιο το θεωρούσε
κλεισμένο.
Σηκώθηκε και πήγε παράθυρο, κι ακούμπησε το μέτωπο
στο τζάμι. Ένιωσε το κρύο του γυαλιού, να του παγώνει
ελαφρά το κούτελο.
Ήσαν οι πρώτες βραδιές του φθινοπώρου. Ο δρόμος ήταν
ήσυχος. Όλα έμοιαζαν υγρά και σκοτεινά. Στο βάθος
διεγράφοντο οι μαύρες σιλουέτες των σπιτιών. Κανένας δεν
περνούσε. Ψηλά, στο σκοτεινό διάστημα τ’ άστρα έλαμπαν,
σαν αναρίθμητες καρδιές, σα μικρές καρδούλες που
χτυπούσαν… Συλλογίστηκε τότε τη δική του την καρδιά, που
θα ‘παυε σε λίγο να χτυπάει! Όλος αυτός ο άνθρωπος που
ήταν, σε λίγο θα γινόταν ένα τίποτε!
Κι αυτό το τίποτε, το είχ’ επιθυμήσει ο ίδιος τόσο πολύ,
ώστε και τώρα ακόμα, που πλησίαζε η φοβερή στιγμή, και που
η σάρκα άρχιζε να τρέμει —το ηθικό του ήταν τόσο
χαλυβδωμένο, η απόφασή του ήταν τόσο θεμελιωμένη, ώστε
ένιωθε ότι δε θα μπορούσε ν’ αποφύγει την εκτέλεσή της, έστω
[74]
κι αν το χέρι του δε θα ‘ταν ικανό, από τον τρόμο, να πατήσει
και να σύρει τη σκανδάλη…
Ήξερε ότι δεν έπρεπε να ζήσει, έστω κι αν ο κόσμος όλος
τού συσσώρευε όλους τους δυνατούς φραγμούς, μπροστά στα
πόδια του…
Τότε τα περασμένα άρχισαν να περνούν μες στο μυαλό του,
σα μια κορδέλα κινηματογράφου. Έβλεπε τον εαυτό του, απ’
τα παιδικά του χρόνια, μ’ όλα τα περιστατικά, να διαγράφεται,
σαν ένα τρίτο πρόσωπο, και σιγά-σιγά να μεγαλώνει.
Θυμήθηκε το θάνατο του πατέρα του και της μητέρας του, και
των δύο μεγάλων αδερφών του. Είδε τα σπίτια που είχε
καθίσει, μ’ όλες τους τις λεπτομέρειες, ακόμα και τις πιο
παραμικρές. Είδε ολόκληρη τη ζωή του, βήμα προς βήμα.
Επιθεώρησε μια-μια όλες τις πράξεις του, μέτρησε όλες τις
αποστάσεις, που είχε διανύσει, όλα όσα είχε χαρεί, όλα όσα
είχε υποφέρει. Είδε τον εαυτό του, έπειτ’ απ’ όλ’ αυτά, χαμένον
πάλι μέσα στο σκοτάδι… Κι όλ’ αυτά, με μια γρηγοράδα
κινηματογραφική, απ’ τη στιγμή που πήγε στο παράθυρο, ως
τη στιγμή του γύρισε και πάλι στο τραπέζι του. Αυτά όλα
πέρασαν, με μια μεγάλη νοσταλγία, αλλά, συγχρόνως, και με
μια βαθιά πικρία, σαν πράματα από καιρό τελειωμένα, που δεν
υπάρχει τρόπος να γυρίσουν… Κι ίσως αυτό να ήταν το
καλύτερο.
Ένιωσε, άλλη μια φορά, το άδειο και το κούφιο, τη φοβερή
ορφάνια της ζωής του. Είχε κάνει τόσα απεγνωσμένα
διαβήματα να πιαστεί από κάπου, ν’ αρπαχτεί σε μια σανίδα
σωτηρίας, να κρατηθεί με κάθε τρόπο στη ζωή, και είχε μείνει
τόσο άπρακτος, κάθε φορά που το είχε δοκιμάσει —ώστε
επεκράτησε, άλλη μια φορά, την απόφασή του… Δεν υπήρχε
σωτηρία πουθενά! Όλα έπρεπε να τελειώσουν απόψε…
Γύρισε τα μάτια, και κοίταξε τριγύρω. Το ρολόι χτυπούσε
κανονικά. Ο λεπτοδείκτης προχωρούσε με αμείλικτες κινήσεις,
προς τη μοιραία ώρα —αυτή που είχε τάξει, για τελευταία ώρα
της ζωής του. Και σ’ αυτό ακόμα, όπως σ’ όλα, θα ήθελε να
είναι ακριβής, συνεπής στον εαυτό του, μέχρι τέλους…
Παρακολουθούσε τις κινήσεις του, μια-μια σαν άνθρωπος
υπνωτισμένος!
Κι επειδή ένιωθε το χέρι του να τρέμει, άνοιξε μια μποτίλια,
κι έριξε κρασί σ’ ένα ποτήρι. Άρχισε να πίνει, σαν τρελός, τόνα
ποτήρι απάνω στ’ άλλο. Καταλάβαινε πως είχε να παλέψει,
[75]
ακόμα, ένα θανάσιμον αγώνα με τις ανθρώπινες αδυναμίες
του. Ήξερε όμως ότι, στο τέλος, θα ‘βγαινε νικητής…
Σε πέντε λεπτά, είχε κερδίσει πάλι όλη την ψυχραιμία του.
Τότε ξαναπήγε στο παράθυρο. Άνοιξε το τζάμι. Γύρισε τα
μάτια προς όλα τα σημεία, σα να ‘θελε να τ’ αγκαλιάσει όλα,
μια φορά ακόμα, πριν πεθάνει. Κοίταξε την ερημιά του δρόμου,
τα δέντρα, τον κήπο του αντικρινού σπιτιού. Προσπαθούσε να
προσηλωθεί στις λεπτομέρειες, να διασκεδάσει το μυαλό του,
ν’ απομακρύνει τη χαμένη σκέψη του, απ’ το μοιραίο γεγονός,
αυτό που θα συνέβαινε σε λίγο…
Είχε ανάγκη απ’ όλα του τα ψυχικά εφόδια: Ήταν η πρώτη
και τελευταία φορά, η μοναδική φορά, που όλ’ αυτά έπρεπε να
φτάσουν το διαπασών τους, και να το ξεπεράσουν! Κάθε
δισταγμός, κάθε επιβράδυνση μπορούσε να τον κλονίσει, και
να τον κάνει, ίσως, ν’ αναβάλει…
Και δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, ν’ αναβάλει…
Το ρολόι προχωρούσε προς τις δώδεκα. Πέντε λεπτά τον
χώριζαν απ’ τη στιγμή εκείνη.
Άξαφνα, κάτι άγγιξε την πόρτα. Γύρισε τρομαγμένος το
κεφάλι. Στην αρχή δεν κατάλαβε τι ήταν. Είδε την πόρτα
ελαφρά μισανοιγμένη.
Του φάνηκε πως κάποιος προσπαθούσε να μπει, αλλά δεν
μπορούσε.
Σταμάτησε και κοίταξε, κρατώντας την αναπνοή του.
Κάτι τραβιόταν ελαφρά, στο κάτω μέρος της πόρτας, και
πολεμούσε να χωρέσει μέσ’ απ’ τ’ άνοιγμα.
Σε λίγο, είδ’ ένα ποδαράκι να προβάλει. Και, συγχρόνως,
άκουσ’ ένα σιγανό νιαούρισμα.
Τότε κατάλαβε: ήταν το γατάκι του, που πολεμούσε να μπει
μέσα —το γατάκι του που το ‘χε λησμονήσει!
Το φάνηκε σα να ‘πεφτε από πολύ ψηλά, σα να
κατρακυλούσε απ’ τα σύννεφα!
Έτρεξε, κι άνοιξε την πόρτα.
Το γατάκι μπήκε μέσα, με σηκωμένη τη μικρή του ουρίτσα,
κι άρχισε να τρίβεται στα πόδια του, μ’ ένα χαρούμενο και
δυνατό γουργουρητό.
Ήταν ένα γατάκι, που το ‘χε βρει στο δρόμο, πεταμένο, εδώ
και πέντε μήνες, και το ‘χε φέρει στο σπίτι. Ήταν ένα γατάκι
άσπρο και σταχτί, με δυο μεγάλες βούλες στο κεφάλι.
Το γατάκι που το ‘χε λησμονήσει!
[76]
Σταμάτησε σαστισμένος. Έσκυψε και του χάιδεψε το
παρδαλό του κεφαλάκι, και κείνο τότε δυνάμωσε τα τρυφερά
του και χαρούμενα τριψίματα.
Τότε κάτι έσπασε στην καρδιά του. Μια τρυφεράδα, μια
στοργή, που δεν τις είχε ξανανιώσει στη ζωή του, ξύπνησαν
μέσα του, εκείνη τη στιγμή, και τον έκαναν ολόκληρο να
τρέμει… Όλα είχαν μεταμορφωθεί με μιας, και σάμπως η
εμφάνιση του μικρού κι αισθαντικού εκείνου ζώου, ν’ άλλαξε το
ρυθμό της Οικουμένης! Τα μάτια του ήταν γιομάτα δάκρυα…
Έπεσε στον καναπέ. Εκείνο ανέβηκε στα γόνατά του κι
άρχισε να παίζει με τα δάχτυλά του.
Η παρουσία της μικρής χαρά εκείνης, της φυσικής, της
ανίδεης κι αθώας, του αφαιρούσαν, τώρα, κάθε δύναμη να
σκεφθεί ή να ζητήσει τίποτ’ άλλο.
Μέσα στη συγκίνησή του, δεν άκουσε καθόλου το ρολόι
που χτύπησε μεσάνυχτα.
Άρχισε να παίζει με το ζώο. Κι όταν εκείνο κουράστηκε, και
κουλουριάστηκε να κοιμηθεί στα γόνατά του, δεν τόλμησε να
κουνηθεί διόλου, για να μην τύχει και τ’ ανησυχήσει —κι έμειν’
εκεί, σαν εκμηδενισμένος, μη ξέροντας τι γίνεται τριγύρω, με
την καρδιά και με το νου πελαγωμένα, και γυρισμένος πάλι
στη ζωή.

[77]
Η ΟΠΤΑΣΙΑ

Είχε τριγυρίσει, δεν ξέρω πόσες ώρες, στη φαληρικήν


ακρογιαλιά, μεθυσμένος από σιωπή, από μοναξιά κι από
φεγγάρι. Η θάλασσα, λιώνοντας ήσυχα τον ασημένιο δίσκο, σ’
ένα βαθύ και δροσερό τρεμούλιασμα σπασμένων και λαμπρών
αντανακλάσεων, καθώς κυλούσε μαλακά τα κύματά της,
ξεδιπλώνοντάς τα, ένα-ένα, μες στη μεγάλη φεγγαροβραδιά,
είχε τους ελαφρούς, πνιγμένους ήχους κάποιων φιλιών
δοσμένων με λαχτάρα, μ’ αληθινή ερωτική λαχτάρα, αλλά και
με φόβο και προφύλαξη, που τρέμουν και δε θέλουν ν’
ακουστούν… Ήταν μια απ’ τις βραδιές εκείνες, που καλούν την
ψυχή σε ρεμβασμούς, σε τρυφερά κι απόκοσμα σκιρτήματα
του νου, σε μακρινές και μυστικές λατρείες, σε χιμαιρικές
αναπολήσεις…

Είχε κάμει το γύρο της πλατείας, κι έπειτα πήρε το δρόμο


της εξέδρας. Το ξυλένιο πάτωμα της γέρικης εξέδρας, έτριζε
σιγανά κάτω στα πόδια του, κι ήταν αυτό το κουρασμένο
τρίξιμό της, σαν ένας μικρός βόγκος πονεμένος, σαν ένας
βόγκος διαμαρτυρίας, που την ξυπνούσε με τα βήματά του.
Πέρα, στα βάθη του Σαρωνικού, σπαρμένα σε λαμπρούς
αστερισμούς, τα φώτα απ’ τις μακρινές ψαρόβαρκες,
ακινητούσαν μες στην ησυχία. Ο μαύρος όγκος της Καστέλας,
δεξιά, έριχνε τον ίσκιο του στ’ ακίνητα νερά, μεγαλωμένο κι
επιβλητικόν…

[78]
Έκανε το γύρω της εξέδρας, κι έπειτα κάθισε για να
ξεκουραστεί. Έγειρε στο χέρι το κεφάλι, κι άφησε τα μάτια του
να πλανηθούν τριγύρω. Τα φώτα του Παλιού Φαλήρου,
άγρυπνα κι ακίνητα κι εκείνα, έκλειναν την ανατολική μεριά, σ’
όλο το μάκρος της μεγάλης παραλίας, που φάνταζε
κατάστικτη, σαν ένα περιδέραιο…

Ίσως και να τον πήρε, για μια στιγμή, ο ύπνος, μπορεί,


όμως, και να ’μεινε, απλώς συλλογισμένος. Μια φορά, δε
σάλευε καθόλου. Διατηρούσε την αίσθηση του τόπου, είχε
χάσει, όμως, την αίσθηση του χρόνου…

Σε λίγο, όμως, καθώς ήταν βυθισμένος, έχασε και την


αίσθηση του τόπου: του φαινόταν πως βρισκόταν σε μια
χώρα, σ’ έναν τόπο άγνωστο κι ανώνυμο, που δεν υπήρχαν
άνθρωποι και ήχοι, που δεν υπήρχε παρά μόνο το φεγγάρι…
Αυτό το πράμα βάσταξε δεν ξέρω πόσην ώρα.

Μια στιγμή, μες στη βαθιά του νάρκη, θέλησε ν’ αντιδράσει,


να συνέλθει. Είδε τότε μια σκιά που προχωρούσε.
Προχωρούσε κατά δω, με βήματα μεγάλα, αλλά σιγά κι
αθόρυβα, σαν κλέφτης. Ήταν ένας άνθρωπος ψηλός,
καχεκτικός, χωρίς καπέλο και χωρίς σακάκι. Προχωρούσε με
βήματα μεγάλα, αλλά κούφια και δισταχτικά. Κρατούσε κάτι
στο δεξί του χέρι, που φαινόταν αρκετά βαρύ – κι αυτό το
πράμα που κρατούσε με προφύλαξη, έκανε τον ώμο του να
γέρνει. Έφτασε στην άκρη της εξέδρας, κι ακούμπησε το
φόρτωμά του χάμω. Ο φίλος μας τον παρακολουθούσε. Είναι
μια μεγάλη ηδονή, να παρακολουθείς, χωρίς να φαίνεσαι, τις
ιδιαίτερες κινήσεις των ανθρώπων, την ώρα που θαρρούν
πως είναι μόνοι… Κι εντούτοις ήταν δυνατό φεγγάρι, κι ο ξένος
έπρεπε, μέσα σε τόσο φως, να ’χει αντιληφθεί την παρουσία
του. Κι όμως εκείνος έδειχνε πως δεν τον είχε δει. Στάθηκε και
κοίταξε τη θάλασσα, κι έπειτα πάλι γύρισε τα μάτια στη στεριά,
σα να τον φοβόταν πως τον παρακολουθούσαν Κι έπειτα πάλι
κοίταξε μ’ επιμονή τη θάλασσα…

Τα φώτα απ’ τις μακρινές ψαρόβαρκες, είχαν αλλάξει θέση,


σ’ αυτό το μεταξύ. Είχαν πυκνώσει προς το μέρος της
Καστέλας. Δυο τρία μόνον έλαμπαν ακόμα στ’ ανοιχτά. Και το
[79]
φεγγάρι είχε προχωρήσει, έτοιμο κι εκείνο να κρυφτεί. Ένα
φύσημα, λεπτό και δροσερό, είχε πάρει απ’ το μέρος του
πελάγου.

Ο φίλος μας δεν έπαυε να παρακολουθεί. Δεν ήθελε να


κάνει καμιά κίνηση, κανέναν κρότο, που να τον φανερώσει. Ο
μυστηριώδης αυτός άνθρωπος, με τις προφυλαγμένες
κατοπτεύσεις του, του κινούσε μια μεγάλη περιέργεια. Κάτι του
’λεγε, στα βάθη της ψυχής του, πως θα γινόταν μάρτυς
κάποιου πράγματος σημαντικού, κι όχι συνηθισμένου…

Ο άνθρωπος στεκόταν βουβός κι αγαλματώδης, κι


επισκοπούσε τα βαθιά νερά. Έβλεπε τη στεγνή κατατομή του,
τ’ αχαμνό και κοκαλιάρικο κορμί του, να προβάλλουν
υποβλητικά, στο γαλάζιο φόντο τ’ ουρανού. Είχε τα χέρια
ενωμένα πίσω, και δεν έπαυε να βλέπει προς τη θάλασσα.
Προς τη μεριά, που βρισκόταν καθισμένος, δε γύρισε τα μάτια
του καθόλου. Μια στιγμή που γύρισε τα μάτια του, φαινόταν να
κοιτάζει μακριά. Τη στιγμή που γύρισε, ωστόσο, πρόφτασε κι
είδε τη λάμψη των ματιών του, που πέρασε μιαν αστραπή, στο
φως του φεγγαριού… Κι έπειτα βαρέθηκε να παρακολουθεί. Τα
βλέφαρά του βάρυναν μεμιάς, κι ένιωσε μιαν αλλόκοτη
σκοτούρα στο κεφάλι, σαν προειδοποίηση του ύπνου που
σιμώνει…

Έμειν’ έτσι, δεν ξέρω πόσην ώρα. Ξαφνικά, τον ξύπνησ’


ένας κρότος. Άνοιξε τα μάτια του, και κοίταξε τριγύρω. Δεν
υπήρχε κανένας στην εξέδρα. Ο κρότος έμοιαζε με πάφλασμα
νερών. Ο άνθρωπος είχ’ εξαφανιστεί. Πρόφτασε μόνο, καθώς
κοίταζε στη θάλασσα, κάτι σαν ανακάτωμα νερών που
ξανακλείνουν… Ένας τρόμος του παράλυσε τα γόνατα! Έτρεξε
προς το μέρος, που, λίγην ώρα πριν, είχε σταθεί, ακίνητος, ο
ξένος… Δεν υπήρχε ίχνος, πουθενά!

Μες στην αμηχανία του, και την πεποίθησή του πως εκεί,
κοντά του, δυο βήματα πιο πέρα, είχε γίνει κάποιο πράμα
φοβερό, γύρισε τα μάτια του προς όλες τις μεριές, έτοιμος να
μπήξει τις φωνές, και να ζητήσει από κάπου μια βοήθεια… Το
φεγγάρι είχε πια χαθεί, η εξέδρα ήταν κατασκότεινη, τα φώτα
της πλατείας είχαν σβήσει. Δεν υπήρχε ζωντανή ψυχή. Η
[80]
θάλασσα, βουβή και σκοτεινή, σα μιαν ανεξιχνίαστη μεγάλη
μαύρη πλάκα, έζωνε την εξέδρα και τα γύρω, βυθισμένη κι
απολιθωμένη σε μια βαθιά και νεκρικήν ακινησία…

Μια στιγμή, του πέρασε στο νου, σαν αστραπή, πως είχε
πέσει θύμα παραισθήσεως, πως όλ’ αυτά που νόμισε πως
είδε, δεν ήταν παρά πλάσμα του μυαλού του, πως δεν υπήρξε
τέτοιος άνθρωπος ποτέ, και πως τον είχε δει μες στ’ όνειρό
του… Σκύβοντας, όμως, να κοιτάξει πιο καλά, βρήκε στο
κάθισμα μια πέτρα στρογγυλή, κι ανασηκώνοντας τη
στρογγυλή την πέτρα, βρήκ’ ένα χαρτάκι διπλωμένο. Με
δάχτυλα τρεμουλιαστά, το πήρε, το ξεδίπλωσε, και στο φως
ενός σπίρτου αναμμένου, πρόφτασε και διάβασε μια λέξη, με
μεγάλα γράμματα χοντρά: «ΑΥΤΟΚΤΟΝΩ Μ. Ρ.» –και τίποτ’
άλλο…

Έτρεξε τότε στην εξέδρα, σαν τρελός, κουτρουβαλώντας


στα ξυλένια σκαλοπάτια, με την ελπίδα, μες στην ταραχή του,
πως κάτι θα μπορούσε να προλάβει… Το γεγονός ότι πνίγηκ’
ένας άνθρωπος, τόσο πολύ κοντά του, σχεδόν δίπλα του, κι
αυτός δεν άπλωσε το χέρι να τον σώσει, του ’δινε κάτι, σαν
αλλοφροσύνη…

Καθώς έτρεχε στην έρημη πλατεία, του φαινόταν πως ο


κόσμος είχε σβήσει, πως όσο να ’τρεχε, κι όσο να
προσπαθούσε, δε θα ’βρισκε ποτέ του τους ανθρώπους –πως
ήταν μπερδεμένος μες στα βρόχια κάποιου φριχτού και
τραγικού βραχνά, που δεν υπήρχε τρόπος να ξυπνήσει! Δεν
ήξευρε πού βρίσκεται το τμήμα, δεν έβρισκε κανένα να
ρωτήσει… Έτρεξε προς το μέρος του «Ακταίου». Εκεί κάτω,
μετά χίλια βάσανα, έπεσε σε κάποιον αστυφύλακα. Με φωνή
βραχνή και κομπιασμένη, λαχανιασμένος από την τρεχάλα,
του διηγήθηκε περίπου τι συνέβη. Έτρεξαν μαζί, ως την
εξέδρα. Του ’δειξε το μέρος και τη θέση. Ο αστυφύλακας
κατέβηκε τις σκάλες, κι έψαξε μες στις βάρκες, να βρει κάνα
βαρκάρη. Βαρκάρης δεν υπήρχε μες στις βάρκες. Οι βάρκες
ήταν έρημες κι εγκαταλελειμμένες, δεμένες γύρω γύρω, στην
εξέδρα.

[81]
Εκείνος, σ’ αυτό το μεταξύ, έψαξε να ξαναβρεί την πέτρα και
το γράμμα. Η πέτρα δεν υπήρχε πουθενά. Και το γράμμα είχε
γίνει άφατο… Με τον αστυφύλακα μαζί, στο δυνατό και
φευγαλέο φως του μικρού φαναριού της τσέπης, γύρισαν όλο
το πλατύ τετράγωνο του απάνω μέρους της εξέδρας, σανίδι,
προς σανίδι, κι όλα τα καθίσματα τριγύρω. Πήραν γραμμή,
όλες τις χαραμάδες – αλλά το γράμμα δεν υπήρχε πουθενά…

Ο αστυφύλακας τον κοίταζε παράξενα. Μπορεί και να τον


πήρε για τρελό. Έβανε πάλι το φανάρι μες στην τσέπη, και
κατηφόρισαν κι οι δυο τους για το τμήμα. Έκανε μια πρόχειρη
κατάθεση, σ’ έναν αρχιφύλακα που βρήκαν. Τώρα, όμως, τα
μπέρδευε κι ο ίδιος. φωνή του δεν ήταν σταθερή. Είχε χάσει
την πεποίθησή του. Ένιωθε να πέφτει σ’ αντιφάσεις, και να
προκαλεί τη δυσπιστία… Στο πιο σπουδαίο γεγονός της
ιστορίας –στο μοναδικό πειστήριό της, που θα ήταν η πέτρα
και το γράμμα, χαμένα τόσο μυστηριωδώς– δεν μπορούσε να
δώσει εξηγήσεις… Άρχισε κι ο ίδιος ν’ αμφιβάλλει. Με
μασημένα λόγια τους χαιρέτησε, και τράβηξε για τα σταθμό, ν’
ανέβει στην Αθήνα. Σε λίγο πέρασε το τρένο, και τον πήρε.
Ήταν το πρώτο πρωινό, κι άρχιζε να χαράζει.

Μετά τη περιπέτεια εκείνη, δεν ξανακατέβηκε στο Φάληρο.


Έψαχνε μόνο στις εφημερίδες, με μια μικρή τρεμούλα στην
ψυχή, απ’ τους τίτλους ως τις αγγελίες, μήπως ανακαλύψει
κάποια λέξη που να του λύσει την αμφιβολία… Έβλεπε πολλές
αυτοκτονίες, αλλά καμιά, σαν εκείνη που ζητούσε. Κι έπειτ’
από δυο μήνες, σταμάτησε να ψάχνει.

Και την ημέρα που σταμάτησε να ψάχνει, βάνοντας το χέρι


του τυχαία, στο δεξί τσεπάκι του γελέκου, ξαναβρήκε το
χαμένο γράμμα!

Έγραφε με κεφαλαία γράμματα – με μεγάλα γράμματα


παχιά: «ΑΥΤΟΚΤΟΝΩ Μ.Ρ.» – και τίποτ’ άλλο. Έμεινε σαν
αποσβολωμένος! Αλλ’ απ’ την άλλη μεριά, στα βάθη της
ψυχής του, ένιωσε μια παράξενη χαρά: αυτό το γράμμα, που
κρατούσε μες στα χέρια, πρόβαλλε, τώρα, σα διπλό πειστήριο,
και του απόδειχνε, με τρόπο φανερό, πως το μυαλό του
βρισκότανε στη θέση του, και πως δεν είχε ούτε μια στιγμή
[82]
σαλέψει, καθώς άρχιζε κι ο ίδιος να πιστεύει… Το ζήτημα της
πέτρας μόνο έμεινε – αλλά κι εκείνη μπορεί να ’πεσε στη
θάλασσα…

Δεν έδειξε το γράμμα σε κανένα. Τώρα πια, τι ωφελούσε να


το δείξει; Το κράτησε κλεισμένο στο συρτάρι του, και το
κοιτάζει, πού και πού, κρυφά, τις στιγμές που βρίσκεται
μονάχος.

Αλλ’ από τότε –τόσα χρόνια, τώρα– δεν ξανακατέβηκε στο


Φάληρο. Κι όταν του λεν οι φίλοι του γιατί δεν κατεβαίνει –
αυτός που τόσο τ’ αγαπούσε, μια φορά– το πρόσωπό του
σκοτεινιάζει μονομιάς, και προσπαθεί ν’ αλλάξει την
κουβέντα…

[83]
Η ΠΑΓΙΔΑ

Ενώ κατέβαινε τη σκάλα του σπιτιού του, είχε ξαφνικά,


εκείνο το πρωί — χωρίς κι ο ίδιος να μπορεί να πει γιατί— το
πολύ παράξενο συναίσθημα, πως ήταν η στερνή φορά, αυτή,
που την πατούσε. Την είχε κατεβεί τόσες φορές, χωρίς ποτέ να
δοκιμάσει τέτοιο πράμα. Κι όταν έφτασε στην πόρτα, το
πίστεψε τόσο βαθιά αυτό, που ‘νιωσε μιαν αόριστη, μεγάλη
νοσταλγία. Με το πρόσχημα πως κάτι ξέχασε, ξανανέβηκε τα
σκαλοπάτια, κι έπειτα πάλι τα κατέβηκε αργά, προσπαθώντας,
τη στιγμή που τα κατέβαινε, να διώξει την παράξενη πικρή
αυτή ιδέα. Έλεγε τάχα, πως, μ’ αυτό που έκανε, θ’ άλλαζε της
τύχης τα γραμμένα;… Αλλά και τη δεύτερη φορά, η υποψία του
καρφώθηκε βαθύτερη. Ντράπηκε τότε να ξανανεβεί, άνοιξε με
βρόντο την οξώπορτα και την ξανάκλεισε με βρόντο, καθώς
βγήκε — για να ξεχαστεί μ’ αυτό τον κρότο— αλλά το χέρι του,
με μια μικρή τρεμούλα, αργοπόρησε στο μπρούντζινο το
πόμολο, μη θέλοντας ακόμα να τ’ αφήσει, νιώθοντας, στην
κρύαν επαφή του, μια ξαφνική κι αλλόκοτη στοργή, σάμπως,
εκείνη τη στιγμή, να τ’ αποχαιρετούσε… Κι έπειτα πάλι τ’
άγγιξε, σιγά, πολύ σιγά, με τα τεντωμένα δάχτυλά του, μ’ ένα
χάδι και με μια λαχτάρα, που δεν την είχε ποτέ του ξανανιώσει
—μ’ ένα σφίξιμο καρδιάς και μια συγκίνηση, που μέχρι τώρα,
στα σαράντα τόσα χρόνια του, δεν την είχε ξαναδοκιμάσει…
Κι έφυγε, δίχως να κοιτάξει πίσω, με τα μάτια καρφωμένα
πέρα, μ’ ένα βήμα γρήγορο κι αποφασιστικό —ζητώντας με τη
λογική του να πολεμήσει τις κουτές του φαντασίες, και
[84]
προσπαθώντας να χαμογελάσει. Μα δε μπορούσε να τα
καταφέρει.
Τ’ αυτοκίνητα περνούσαν μπροστά του, ο ήλιος —ένας
ήλιος ανοιξιάτικος— του στράβωνε τα μάτια —κι εκείνος βάδιζε
μηχανικά, στην τύχη, με το νου του καρφωμένο στην ιδέα, που
δεν κατόρθωνε να την απομακρύνει —απορώντας πως του
είχε γεννηθεί, και μη βρίσκοντας, για δικαιολογία της, παρά τη
νευρική του την κατάσταση, που, κι αυτή, είχε την αφορμή της,
σε κάποιες ελαφρές ανωμαλίες της πρωτύτερα κανονικής
ζωής του, κάποιες ορισμένες καταχρήσεις, των τελευταίων
ημερών αυτών, απ’ τις οποίες, ο οργανισμός του, πρέπει να
ήταν σοβαρά εξαντλημένος.
Η ιδέα του αυτή, σκόρπισε λιγάκι, μόλις έφτασε στη μικρή
πλατεία. Εκείνη τη στιγμή, τα μαγαζιά άνοιγαν τις πόρτες τους,
κάποιοι εργάτες σφύριζαν χαρούμενα, καθώς τραβούσαν
βιαστικά στην πρωινή δουλειά τους, ο σκουπιδιάρης έφτανε,
χτυπώντας το κουδούνι του, τα λεωφορεία ξεκινούσαν —ο
κόσμος είχε τη χαρμόσυνη βιασύνη, τη μεθυστική και
πυρετώδη, της φλογερής ζωής που ξαναβρίσκεται, και της
ελπίδας που ξαναγεννιέται…
Το συναρπαστικό εκείνο θέαμα, του αλάφρωσε το βάρος
της καρδιάς. Ανακατώθηκε στο πλήθος που περνούσε,
ανέβηκε σ’ ένα λεωφορείο, πλήρωσε το εισιτήριό του, κι
άρχισε να χαζεύει με την κίνηση.
Ο ήλιος χρύσωνε τις όψες των σπιτιών, και τα ‘κανε να
λάμπουν σαν καινούρια. Τα κάρα περνούσαν φορτωμένα, ένας
αέρας δυνατός και ζωογόνος, γιόμιζε τα διψασμένα στήθη του
—κι η γρηγοράδα του λεωφορείου, του ‘διν’ ένα κέφι στην
ψυχή, σαν ένα διεγερτικό πιοτό, που μαστιγώνει ξαφνικά τα
νεύρα, τους ξαναδίνει την ισορροπία, και τα ξαναφέρνει στο
ρυθμό τους…

Έφτασε στην πόρτα του γραφείου του, αλαφρωμένος κι


ανακουφισμένος. Πήρε τότε την εφημερίδα, κι άρχισε να
διαβάζει. Είχε φτάσει πιο νωρίς από τους άλλους. Ήπιε τον
καφέ του, και διάβασε με προσοχή τα νέα.

Κι άξαφνα, χωρίς κανένα λόγο, εκεί που διάβαζε κάποιο


τηλεγράφημα, για τη σύλληψη δεν ξέρω ποιων ληστών —ο
νους του πήγε στη σκάλα του σπιτιού του, και ξαναθυμήθηκε
[85]
την πρωινή του σκέψη. Ένιωσε, τότε, πως δεν είχε σβήσει —
αλλά πως ήταν φωλιασμένη κάπου, κρυμμένη σε μιαν άκρη
του μυαλού του, και δεν περίμενε παρά την ευκαιρία να
ξαναφανεί, τυραννική.
Εξακολούθησε, ωστόσο, να διαβάζει, δίχως να προσέχει τι
διαβάζει. Έβλεπε τα γράμματα να περνούν μπροστά του, σα
τους κρίκους της μεγάλης αλυσίδας, χωρίς αρχή και νόημα και
τέλος.
Κι όταν ήρθαν οι προϊστάμενοί του, και θέλησε να τους πάει
κάποια έγγραφα, και να τους εξηγήσει τι σημαίνουν —είδε πως
δεν του ήταν δυνατόν… Το μυαλό του γύριζε αλλού, γύριζε
στην πρωινή του σκέψη, και δε μπορούσε να το πειθαρχήσει,
δε μπορούσε, παρ’ όλες τις προσπάθειες, να το φέρει στην
κανονική γραμμή.
Οι άλλοι του συνάδελφοι, πρόσεξαν, κι αυτοί, την ταραχή
του. Κάποιος του είπε να γυρέψει άδεια, και να πάει να
ξεκουραστεί. Φαινόταν έτσι χλωμός κι αφηρημένος, που κι ο
ίδιος ο προϊστάμενός του, βλέποντας την τρεμούλα του χεριού
του, θέλησε να μάθει τι συμβαίνει.
— Τίποτα, είπ’ εκείνος, κι έπεσε πάλι με τα μούτρα στη
δουλειά.
Αλλά γράμματα, ψηφία κι αριθμοί, χοροπηδούσαν
αδιάκοπα μπροστά του.
Κι όλ’ αυτά ε ν ώ θ η κ α ν στα μάτια του, κι έκαναν ένα
μεγάλον πόθο: να τρέξει σπίτι του αμέσως, στη στιγμή, κ α ι ν’
α ν έ β ε ι, ά λ λ η μ ι α φ ο ρ ά, τ η σκάλα! Ένιωθε πως μ ό ν ο
α ν κ α τ ό ρ θ ω ν ε ν’ α ν έ β ε ι ά λ λ η μ ι α φ ο ρ ά τ η σ κ ά λ
α —η καρδιά του θα ‘βρισκε ξανά την ησυχία της, θα
λυτρωνόταν απ’ τον εφιάλτη… Ένιωθε πως αν αργοπορούσε
—αν δεν έκανε ευθύς, αυτό το πράμα—ως τη νύχτα, που θα
ξαναγύριζε, το μυαλό του μπορούσε να σαλέψει…
Πήγε, τότε, στον προϊστάμενό του, του είπε πως ήταν
αδιάθετος, και τον παρακάλεσε να φύγει. Εκείνος του ‘δωσε
την άδεια αμέσως.
Βγήκε, τρέχοντας, την πόρτα του γραφείου. Είχε φορέσει το
καπέλο του ανάποδα, και δεν το πρόσεξε αυτό, παρά μόνον
όταν βρέθηκε στο δρόμο. Ήθελε, αν ήταν δυνατόν, να βρεθεί
στο σπίτι του, χωρίς να κάνει βήμα —να τον αρπάξει κάποιος
απ’ το σβέρκο, και να τον ρίξει στην πόρτα του σπιτιού του,
χωρίς αυτός να κουνηθεί διόλου…
[86]
Μόλις πατούσε το πρώτο σκαλοπάτι —το ‘ξερε— θα
ησύχαζε αμέσως… Όλ’ η αγωνία του θα κόπαζε, θα
ξαναρχόταν η καρδιά στον τόπο της! Αλλά προτού συμβεί
αυτό το πράμα —προτού το πόδι του σ τ α θ ε ί στο
σκαλοπάτι— δε θα μπορούσε ποτέ να ησυχάσει…
Πήδηξε στο λεωφορείο. Μα αυτός τραβούσε γι’ άλλη
γειτονιά. Το κατάλαβε, όταν είχε προχωρήσει. Κατέβηκε στη
στάση, και ξαναγύρισε να βρει το τραμ της γειτονιάς του.
Αλλά το τραμ αργούσε να φανεί. Κάθε λεπτό του φαινόταν
ολόκληρος αιώνας. Επιτέλους, πρόβαλε το τραμ που
λαχταρούσε. Ανέβηκε σ’ αυτό, και πήρε θέση. Προσπαθούσε
να συγκρατηθεί, να μη δείχνει την αδημονία του. Είχε την
αίσθηση πως όλοι, τώρα, γύρω του, ή ξ ε ρ α ν το σαράκι της
ψυχής του.
Το τραμ γέμισε κόσμο, αλλά πολύ αργά. Τίποτα δε βάδιζε
κατά τη θέλησή του, και με το δικό του το ρυθμό. Κανένας
τώρα δεν βιαζόταν γύρω του. Ο εισπράκτορας άναβε το
τσιγάρο του, κι ο οδηγός κατέβηκε για να πιει νερό, στο
γειτονικό το καφενείο.
Τελοσπάντων, γύρισε στη θέση του, και το τραμ ξεκίνησε.
Πήγαινε σιγά, με τρανταγμούς, σπαράζοντας τ’ αυτιά, σε κάθε
στρίψιμο, καθώς τριβόταν απάνω στις γραμμές. Και σε κάθε
στάση σταματούσε, γιατί κάποιος, διαρκώς, σε κάθε στάση,
εννοούσε και να κατεβεί. Κι όλοι τους κατέβαιναν αργά, και
δίχως βία —τόσο, που του φάνηκε πως το ‘καναν επίτηδες,
επειδή είχανε μπει στο μυστικό του, κι έπαιζαν, τώρα, με την
αγωνία του, με μιαν απόλαυση σχεδόν σατανική… Ως κι η
χοντρή αυτή γυναίκα, εκεί κάτω, με το καλάθι, και τα τέσσερα
παιδιά, το ‘κανε επίτηδες, κι εκείνη, δίχως άλλο, και κατέβαινε
μ’ όλη την ησυχία της, τόσο που κι ο εισπράκτορας, στο τέλος,
αγανάχτησε, και της έκανε, κι εκείνος, παρατήρηση…
Κι έπειτα, στάσεις στις διασταυρώσεις, ακινησίες ώσπου να
‘ρθει τ’ άλλο τραμ, δύσκολα ξεκινήματα, σαν προμελετημένα…
Κι όσο πλησίαζε κατά τη γειτονιά του, όσο οι γνώριμες
γωνιές πρόβαλαν στα μάτια του, τόσο κι η αγωνία του άρχισε
να κοπάζει. Η τρεμούλα της καρδιάς του έπαυε, ξανάβρισκε
σχεδόν τον εαυτό του. Καταλάβαινε πως όλ’ αυτά περνούσαν,
πως όλες οι γελοίες υποψίες του, δεν ήταν, ίσως, παρά φυσική
συνέπεια κάποιων ορισμένων καταχρήσεων —κάποιων

[87]
καταχρήσεων κρασιού κι αγρυπνιών— απ’ τις οποίες, ο
λεπτός οργανισμός του, πρέπει να ήταν επηρεασμένος…
Κι επιτέλους, φάνηκε το σπίτι του. Τώρα ήταν εντελώς
ησυχασμένος —τόσο εντελώς ησυχασμένος, που ‘νιωσε μιαν
άξαφνη ντροπή, και είπε να μην κατεβεί διόλου— αλλά να
γυρίσει στο γραφείο του, να ξαναπάει κατ’ ευθείαν στη δουλειά
του…
Γι’ αυτό και δεν κατέβηκε στη στάση του σπιτιού του.
Έπειτα, όμως, ξαφνικά, μετάνιωσε, και θέλησε να κατεβεί πιο
κάτω. Αφού ήταν φτασμένος στο σπίτι του μπροστά, έπειτ’
από τόσην αγωνία —τι θα ‘χανε ν’ ανέβει μια στιγμή;…
Κι επειδή η άλλη στάση βρισκόταν, τώρα, κάπως μακριά,
θέλησε να πηδήσει. Πήδησε, με την πλάτη προς τα πίσω. Έν’
αυτοκίνητο ερχόταν από πίσω. Πριν καταλάβει τι συμβαίνει
ακριβώς, ένιωσε κάτι που τον χτύπησε στη μέση, και τον έριξε
μπρούμυτα στο δρόμο. Το φτερό τον τίναξε μπροστά —κι η
ρόδα του πήρε το κεφάλι!…

[88]
Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ

Μερικοί υποστηρίζουν ότι το ν’ απασχολείται κανένας


διαρκώς, προπαρασκευάζοντας το μέλλον, εις βάρος του
παρόντος — να θυσιάζει, δηλαδή, τη σημερινή
πραγματικότητα, για μια μελλοντική αβεβαιότητα — είναι
καθαρή ματαιοπονία. Και από της απόψεώς των, δεν έχουν
άδικο. Ξεχνούν όμως, ότι, κάποτε, αυτή η προετοιμασία, να
πούμε, της ευτυχίας, είναι, κι αυτή επίσης, ένας τρόπος
ευτυχίας — και ότι η μόνη ίσως θετική χαρά, σ’ αυτό τον
κόσμο, είναι ακριβώς, η προσδοκία της.
Κι ο Αλέκος — δίχως να το ξέρει, φυσικά — ανήκε στην
τελευταία αυτή κατηγορία των ανθρώπων, που ζουν με την
ελπίδα της επαύριον, κι αυτή η ενασχόλησή τους φτάνει για να
ζουν ευτυχισμένοι.
Είχε σχηματίσει, με τις οικονομίες του, μια μικρή περιουσία,
που ήλπιζε πάντα να τη μεγαλώσει. Και όμως εξακολουθούσε
να μην επωφελείται των πλεονεκτημάτων, που του πρόσφερε
η νέα του κατάσταση. Εξακολουθούσε να ζει περιορισμένα, και
να μη χαίρεται απ’ όσα θα μπορούσε να χαρεί, αν εσκέπτετο
διαφορετικά. Είχε σκοπό να φτάσει πρώτα το κεφάλαιό του,
ως ένα ορισμένο στρογγυλό ποσόν, και τότε μόνο να δοθεί,
ελεύθερος, σ’ όλες τις απολαύσεις της ζωής, χωρίς να
λογαριάζει παραπέρα. Εννοείται ότι, όλ’ αυτά, δεν ήταν παρά
ένα λεπτό πρόσχημα, για να ζει μ’ αυτή την προσδοκία. Του
[89]
έφτανε αυτή η προσδοκία. Κι αν κανένας αποφάσιζε ποτέ, να
του φανερώσει την αλήθεια, και να του πει πως η μεγάλη αυτή
μέρα δεν θα ’ρχοταν ποτέ, θα τον έκανε πολύ δυστυχισμένο.
Κι ο καημένος ο Αλέκος ήταν τόσο καλός, τόσο καλός —
τόσο πονετικός για όλους και για όλα— που κανένας δε θα
λάβαινε το θάρρος, δε θα είχε τη φριχτή αυτή κακία, να του
καταστρέψει τ’ όνειρό του.
Τα είχε στερηθεί σχεδόν όλα. Ήλπιζε πάντα να προλάβει να
κερδίσει όλα όσα είχε χάσει εντωμεταξύ, μόλις πετύχαινε
εκείνο που ποθούσε. Ήταν ένας σπάταλος του μέλλοντος —
που για να μπορέσει να το κατορθώσει έπρεπε να ζήσει σα
φιλάργυρος… Κι αυτό μοιάζει πολύ με την ιστορία κάποιου
φίλου μου, που είχε τη μανία να κάνει μια μεγάλη συλλογή από
εικόνες. Κι αγόραζε διαρκώς λευκώματα, που θα τοποθετούσε
τις εικόνες. Εικόνα δεν αγόραζε ποτέ του. Ο σκοπός του όμως
ήταν οι εικόνες.

***
Ένα βράδυ, που ο Αλέκος ήταν μελαγχολικός, πήρε το
τρένο και κατέβηκε στο Φάληρο.
Ήταν Σεπτέμβριος, ένας μήνας εξαιρετικά γλυκός, που
διατηρούσε ακόμα όλη τη ζέστα του καλοκαιριού, αλλά με
κάποιους τόνους μαλακότερους, με κάποιες ελαφρότατες
δροσούλες, σαν ένα προμήνυμα δειλό του φθινοπώρου.
Είχε προχωρήσει μακριά, και κάθισε μονάχος σ’ ένα βράχο.
Η θάλασσα ήταν ήσυχη, και μες στην ησυχία της νύχτας,
ερχόταν, ως τ’ αυτιά του ο μακρινός ήχος κάποιας μουσικής.
Το νερό την έφερνε κοντά του.
Ένα φεγγάρι στρογγυλό και καθαρό, ανέβαινε στον ουρανό,
και φώτιζε λαμπρά την ησυχία.
Ήταν καθισμένος πολλή ώρα, με τα μάτια βυθισμένα στο
διάστημα, και κοίταζε τα σχήματα των άστρων, αναπολώντας
πράματα παλιά κι απροσδιόριστα — πράματα που δεν έτυχε
ποτέ να του συμβούν, και που τα ζούσε με τη φαντασία.
Μια βάρκα έσκιζε σιωπηλά τη θάλασσα.
Όλα είχαν το χρώμα του ονείρου — του ονείρου και της
νοσταλγίας. Όλα έδειχναν πως κάτι έμελλε να γίνει, πολύ

[90]
αλλιώτικο απ’ τα συνηθισμένα, κάποια μεγάλη και ωραία
περιπέτεια, που δεν την είχε δοκιμάσει στη ζωή του.
Και η περιπέτεια ήρθε πράγματι όπως όλα τα πράγματα
που μας προαναγγέλλονται με τόσο σοβαρήν επισημότητα.
Δεν ήρθε αμέσως, όπως το περίμενε, αλλά σε λίγην ώρα.
Ήρθε ήσυχα κι απλά, ίσως πάρα πολύ ρομαντικά, αλλά
τέλος πάντων, έφτασε στην ώρα της.
Είχε καθίσει αρκετά εκεί. Τίποτα, καμιά φωνή, καμιά
ανησυχία δεν ήρθε να ταράξει το μοναχικό του ρεμβασμό,
εκτός από τη μακρινή τη μουσική, που εξακολουθούσε να
συνοδεύει με το λικνιστικό ρυθμό της, τον απαλό, το
βελουδένιο φλίφλισμα του γαλανού νερού, καθώς ερχόταν κι
έγλυφε το βράχο. Και πιο πολύ, ξεχώριζε ο ήχος του βιολιού,
με τις λυπημένες του τις νότες, τις γεμάτες πόνο κι ηδυπάθεια.
Στα τελευταία, μεθυσμένος από μια αλλόκοτη στοργή,
σηκώθηκε να φύγει. Δίπλωσε το μαντίλι, που είχε απλώσει
στο βράχο, για να μη λερωθεί, κι έριξε μια στερνή ματιά
τριγύρω, σα να ήθελε να πάρει μαζί του, όλη εκείνη τη
φαντασμαγορία.
Και τράβηξε κατά τη στάση του τραμ, με βήματα αργά, μη
θέλοντας ακόμα να γυρίσει, με την καρδιά γεμάτη νοσταλγία.
Είχε, άλλωστε, ακόμα αρκετό περιθώριο ώρας για ν’ ανέβει
στην Αθήνα.
Έκαμε μια βόλτα, μπροστά στα κέντρα, αγόρασε τσιγάρα, κι
όπως ήταν εκείνη τη στιγμή αναποφάσιστος, πήγε και κάθισε
σ’ ένα μαγαζί, να πιει ένα ποτήρι μπίρα.
Δίπλα του καθόταν μια παρέα, που δεν την πρόσεξε
αμέσως. Σε λίγο, όμως, μια δροσερή και καθαρή φωνή τράβηξε
την προσοχή του. Γύρισε και κοίταξε.
Είδε μια παχιά κυρία ηλικιωμένη, που θα υπέφερε από τα
μάτια της, επειδή φορούσε μαύρα γυαλιά. Δίπλα της ήταν μια
κοπέλα, με ροζ φόρεμα, δίχως καπέλο. Δυο τρεις κύριοι
ακόμα, άλλη μια κυρία, κι ένας μικρούλης δόκιμος του
ναυτικού, με την κομψή του κάτασπρη στολή. Η κυρία κάτι
έλεγε, κι οι άλλοι γελούσαν. Η κοπέλα μόνο με τα ροζ, δε
γελούσε. Αυτή ήταν γυρισμένη, με τα μάτια προς τη θάλασσα,
κι έδειχνε σαν κάτι να περίμενε.
Έπειτα σηκώθηκε, και πήγε προς την είσοδο ενός
ξενοδοχείου. Καθώς περνούσε δίπλα του, τα μάτια τους
απαντηθήκανε τυχαία.
[91]
Είχε μάτια μαύρα, συμπαθητικά, και το πρόσωπό της ήταν
εξαιρετικά αδύνατο. Αυτό όμως δεν την εμπόδιζε να είναι
εξαιρετικά χαριτωμένη.
Είχε στην περπατησιά της κάτι το αθόρυβο, κάτι το
μελαγχολικά σεμνό και ντροπαλό.
Του φάνηκε σα να του χαμογελούσε — αλλά είπε πως
μπορεί και ν’ απατήθηκε.
Έμεινε με τα μάτια καρφωμένα στην πόρτα που είχε μπει.
Σ’ αυτό το αναμεταξύ, οι άλλο εξακολουθούσαν να γελούν.
Κάποιος άλλος κύριος, με φωνή αστεία μπάσου, έλεγε τώρα τα
δικά του. Φαινόταν σα να πείραζε την κυρία που είχε πει τ’
αστεία, κι εκείνη έκανε πως τάχα θύμωνε. Η παχιά κυρία δε
μιλούσε, ή, κι αν μιλούσε, ήταν έτσι καθισμένος, που δεν την
άκουγε.
Σε λίγο εκείνη βγήκε πάλι απ’ το ξενοδοχείο. Φαίνεται να
ήταν κόρη της κυρίας με τα μαύρα γυαλιά, και να παραθέριζαν
εκεί. Ο μικρός ο δόκιμος έμοιαζε γι’ αδερφός της.
Τους είπε κάτι, και κάθισε και πάλι στην καρέκλα της.
Τότε τον ξανακοίταξε.
Ο Αλέκος ένιωσε μια παράξενη συγκίνηση. Δε μπορούσε να
τραβήξει τα μάτια από πάνω της.
Γύρω, γινόταν θόρυβος μεγάλος. Τ’ αυτοκίνητα και τα
λεωφορεία περνούσαν και χαλούσαν τον κόσμο. Η μουσική
είχε ξαναρχίσει, πολύ κοντά αυτή τη φορά, στο διπλανό το
μαγαζί.
Ήπιε μια δεύτερη μπίρα.
Σε λίγο, το πιοτό τού έδωσε ένα σιγανό κέφι, μαζί με την
ανάγκη κάποιας συντροφιάς.
Ξαφνικά, κάποιος ήρθε από πίσω, και του ’κλεισε τα μάτια
με τα χέρια.
Ήταν ένας φίλος του, που είχε κάμποσον καιρό να δει.
«Τι θέλεις εδώ πέρα; Πώς έγινε αυτό το θαύμα, να κατεβείς
στο Φάληρο; Έλα Θε μου!…»
Ο φίλος του ήξερε τις συνήθειες του. Του εξήγησε το λόγο
της μικρής εκείνης «αταξίας». Και κάθισαν μαζί.
Αφού είπαν αρκετά, ο φίλος πρόσεξε τις ματιές που έριχνε
στη διπλανή παρέα.
Του λέει τότε σιγανά στ’ αυτί:
«Κάτι πολύ κοιτάς από κει. Τ’ είν’ αυτά; Δε σε
αναγνωρίζω!…»
[92]
Ο Αλέκος αισθάνθηκε την ανάγκη να εξομολογηθεί.
«Μ’ αρέσει» του λέει.
Ο άλλος έσκασε στα γέλια.
«Φρόνιμα, Αλέκο. Ρίξε τα δίχτυα σου αλλού, και δεν
κολλάς…»
Ο Αλέκος θέλησε να διαμαρτυρηθεί.
Ο άλλος εξακολούθησε:
«Βρε κουτέ, άκου τι σου λέω. Αυτή έχει πολλούς παράδες.
Είναι από την Αίγυπτο. Κι επιπλέον αγαπάει κάποιον
άλλον…».
Και του διηγήθηκε την ιστορία της.
Αυτή η κοπέλα, που ήταν ανιψιά, και όχι κόρη, της κυρίας
με τα μαύρα τα γυαλιά, είχε αγαπήσει κάποιο νεαρό, στην
Αλεξάνδρεια. Αυτός ο νέος την αγαπούσε, και κείνος, στην
αρχή, έπειτα, όμως, την παραμονή του γάμου, την παράτησε.
Κι η κόρη είχε αποπειραθεί ν’ αυτοκτονήσει. Τότε η θεία της —
επειδή δεν είχε γονείς— την πήρε και την έφερε εδώ, για ν’
αλλάξει λίγο τον αέρα, και να ξεχάσει. Ο δόκιμος δεν ήταν
αδερφός της.
Αυτά όλα τα ήξερε, επειδή έμενε και κείνος στο ίδιο
ξενοδοχείο, απ’ τον καμαριέρη τους — ένα μικρόν αράπη, με
τον οποίον είχε πιάσει γνωριμία. Και του είπε ακόμα μερικές
λεπτομέρειες, αρκετά συγκινητικές.
Ενώ μιλούσε, η διπλανή παρέα σηκώθηκε. Είπαν
καληνύχτα στους ξένους, και τράβηξαν για το ξενοδοχείο. Η
κοπέλα, περνώντας, του ’ριξε μια μελαγχολική παρατεταμένη
ματιά, κι έφυγε μαζί τους. Ο Αλέκος την παρακολούθησε με τα
μάτια, ως τη στιγμή που χάθηκαν μες στη μεγάλη πόρτα.
Ο Αλέκος με το φίλο του, έμειναν σιωπηλοί.
Έπειτ’ από λίγο, ο φίλος του τον άφησε. Έμεινε μόνος.
Ήταν φοβερά επηρεασμένος απ’ τη διήγησή του.
Ένιωθε πως είχε περάσει δίπλα σε μια τραγωδία, σε μια
μεγάλη παθητική ιστορία — και ότι αυτός, ο στερημένος απ’
όλα, κι απ’ τον έρωτα, είχε πάρει το μικρό του μερτικό. Τα
μάτια της κόρης, που είχαν σταματήσει τόσο επίμονα απάνω
του, να είχαν μαντέψει τάχα την εκούσιαν εκείνη στέρησή του,
το μυστικό του της μεγάλης προσδοκίας, και να είχαν
συμπονέσει τ’ όνειρό του — αυτά που είχαν αντικρίσει κάποτε
το θάνατο, και είχαν μείνει κι απ’ αυτόν απογοητευμένα… Να
είχαν συμπονέσει τ’ όνειρό του, ή να ζητούσαν ίσα ίσα, τη
[93]
συμπόνια του, που δεν την είχαν εύρει πουθενά, και που τους
ήταν τόσο αναγκαία;… Κι αυτή η σκέψη του γέμιζε με μια
μεγάλη τρυφεράδα την καρδιά, τόσο, που δε μπορούσε να
φύγει από κει, κι έμενε καρφωμένος στην καρέκλα του,
κοιτώντας τα παράθυρα, με την ελπίδα πως θα την ξανάβλεπε,
σαν ένα λαμπρό φάρο μες στη νύχτα.
Έμειν’ εκεί, δεν ξέρω πόσες ώρες. Η κίνηση αραίωσε, η
μουσική είχε τελειώσει —κι εκείνος έμενε, με την καρδιά
σφιγμένη, πλάθοντας όνειρα τρελά κι απεγνωσμένα, χτίζοντας
πύργους αιωνίας ευτυχίας, μες στη γοητευμένη φαντασία του,
που ήταν τόσο γυμνασμένη σ’ όλες εκείνες τις χιμαιρικές
ακροβασίες, σ’ όλες τις παράβολες ελπίδες, με τις οποίες
τρέφονται οι ανίατοι ονειροπόλοι άνθρωποι, όλοι εκείνοι που
δε ζουν με το παρόν, δεν έχουν γνώση της πραγματικότητος,
αλλά στρέφουν τα μάτια προς το μέλλον, περιμένοντας εκείνο
που δε γίνεται, εκείνο που δε γίνεται ποτέ…
Έμειν’ εκεί, υπνωτισμένος και λησμονημένος, ως την ώρα
που τα φώτα άρχισαν να σβήνουν. Το μαγαζί ετοιμαζότανε να
κλείσει.

Σηκώθηκε τότε κι άρχισε να περπατεί στους βράχους. Σε


μια στιγμή πλησίασε στο ξενοδοχείο, μπήκε στον μικρό κήπο
που βρισκόταν εμπρός απ’ την είσοδο, γονάτισε και κοίταξε
μέσα. Μα δεν την είδε, και ξαναπήγε ως την ερημική ακτή, που
είχε κάτσει στην αρχή.
Το φεγγάρι τώρα μεσουρανούσε, πελώριο και δυνατό, κι
έσπαζε μέσα στα νερά, τις ασημένιες πούλιες του. Το κύμα
κυλούσε μαλακά στην αμμουδιά, κι έσβηνε μ’ έναν ήχο σιγανό,
μ’ έναν ήχο που έπαιρνε, μες στο μυαλό του, την υποβλητική
τη σημασία κάποιων ονειρεμένων υποσχέσεων, κάποιων
νοσταλγικών πιθανοτήτων, που δεν τις είχε ποτέ ζήσει τόσο
έντονα, που του αφαιρούσαν κάθε δύναμη να κινηθεί, ή να
υπολογίσει.
Μακριά, μες στο γαλάζιο φόντο της αχνής βραδιάς, στα
βάθη, πέρα, του Σαρωνικού, διεγράφοντο οι σιλουέτες των
νησιών, η Αίγινα, χαμένη στον ορίζοντα, τα βουνά της
μακρινής Πελοποννήσου.
Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου.

[94]
Μερικά αυτοκίνητα περνούσαν ακόμα, γυρίζοντας απ’ τη
Γλυφάδα, ίσως, είτε τραβώντας προς τη Βουλιαγμένη.
Τ’ άστρα ήταν χαμένα, τώρα, μες στο φως του φεγγαριού.
Μόνον ο φάρος της Λειψοκουτάλας έλαμπε, και πιο πέρα,
βραδύς και κουρασμένος, ο νυσταλέος φάρος των Φλεβών.
Ξαφνικά, αισθάνθηκε την επιθυμία να φύγει. Είχε ζήσει
πολύ ευτυχισμένα, κι άρχισε να φοβάται, σα να είχε κάμει
κάποια κακή πράξη.
Πέρασε πάλι μπροστά απ’ το ξενοδοχείο, κι έριξε μια κρυφή
ματιά. Τα περισσότερα παράθυρα ήταν ανοιχτά και σκοτεινά.
Δεν τόλμησε να κοιτάξει πιο πολύ.
Πήρε το τελευταίο λεωφορείο, κι ανέβηκε.

***
Όταν έφτασε στο σπίτι του, προσπάθησε να θυμηθεί αυτά
που του συνέβησαν.
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με τα μάτια καρφωμένα στο
ταβάνι, ξαναπέρασε όλες τις λεπτομέρειες.
Είχε ζήσει μια βραδιά ευτυχισμένη — πιο καλά, έναν αιώνα
ευτυχίας. Άρχισε τώρα να φοβάται, να φοβάται…
Είχε πάρει, δίχως να το θέλει, μια προκαταβολή απ’ τη
μελλοντική του ευτυχία, την είχε σπαταλήσει πριν της ώρας —
κι όταν, αύριο, θα ερχόταν η στιγμή της πληρωμής, η ζωή, που
αυτή είναι φιλάργυρη, θα του κρατούσε τη διαφορά, και ίσως
να του χάριζε λιγότερα!…
Και γι’ αυτό το λόγο, η αυγή, που πρόβαλε σε λίγο απ’ τις
γρίλιες, αμείλικτη και καταθλιπτική, σα μια φωτεινή
πραγματικότητα, τον βρήκε με τα δάκρυα στα μάτια…

[95]
ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΑΚΡΥΖΕΤΕ… ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΛΙΑ!

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε δυο αδέρφια, ο ένας κουτός


και ο άλλος έξυπνος…
Ο κουτός ήτανε ψηλός, ξανθός, καλοκαμωμένος, ο άλλος
ήτανε μικρούλης, αδύνατος και άσχημος.
Ξεκινήσανε λοιπόν τα δυο αδέρφια να πάνε να ζήσουνε
στην πολιτεία, καθένα με την τέχνη του και με τη δύναμή του.
Στο δρόμο που πηγαίνανε, απαντήσανε μια κοπέλα· τα
μαλλιά της ήτανε χρυσά σαν τον ήλιο και φέγγανε, σαν
αναμμένα κάρβουνα, τα μάτια της…
Και η κοπέλα μίλησε του όμορφου και του κουτού:
— «Πού πας, καλό μου παλικάρι;»
Μα εκείνος δεν αποκρίθηκε, μονάχα ανασήκωσε τους
ώμους του, γιατί ήτανε κουτός!

Και η κοπέλα τράβηξε πέρα, αναστενάζοντας από μέσα της:


«Τι συλλογισμένος και τι θλιμμένος που είναι! Περπατάει σα
να ονειρεύεται και τα μάτια του είναι χαμένα σε άλλους
κόσμους… Τι συλλογισμένος και τι θλιμμένος που είναι!…»
Και ούτε κοίταξε καν τον άσχημο, ούτε του είπε μισό λόγο…
Παρακάτω ανταμωθήκανε μ’ έναν πραματευτή.
Και ο πραματευτής χαμογέλασε του όμορφου και του
κουτού:
— «Έχω ωραίες βελουδένιες φορεσιές, κόκκινες σαν τα
λουλούδια της βυσσινιάς και σαν τους αφρούς της θάλασσας,
άσπρες φορεσιές… Θέλεις ν’ αγοράσεις τίποτε, άρχοντά μου;»
[96]
Μα εκείνος δεν είπε λέξη, μονάχα ανασήκωσε τους ώμους
του, γιατί ήτανε κουτός!
Και ο πραματευτής τράβηξε πέρα, μουρμουρίζοντας από
μέσα του:
«Τι λεβέντης και τι υπερήφανος που είναι! Περπατάει σαν
τα βασιλόπουλα, και τα μάτια του λάμπουνε από μεγαλείο… Τι
λεβέντης και τι υπερήφανος που είναι!…»
Και ούτε πρόσεξε καν τον άσχημο, ούτε του είπε μισό
λόγο…
Πιο πέρα, σε μια καμπή του μονοπατιού, συναπαντηθήκανε
μ’ ένα σοφό· προχωρούσε σιγά σιγά, και το κεφάλι του έγερνε
από τους σκοτεινούς του λογισμούς, σαν παραφορτωμένο…
Και ο σοφός μέτρησε απ’ την κορφή ως τα πόδια τον όμορφο
και τον κουτό, και του είπε:
«Για πες μου εσύ, ωραίε μου διαβάτη, που γυρίζεις τόσους
τόπους, μην ξέρεις πού αρχίζει ο κόσμος και πού τελειώνει;
Εγώ χρόνια τώρα αγωνίζομαι να το μάθω, και τα μαλλιά μου
ασπρίσανε από τον ανώφελό μου πόθο… Μην το ξέρεις τάχα
εσύ, ωραίε μου διαβάτη;»
Μα εκείνος δεν έβγαλε μιλιά από το στόμα του, μονάχα
ανασήκωσε τους ώμους του, γιατί ήτανε κουτός!
Και ο γέρος σοφός τράβηξε το δρόμο του, με το κεφάλι
σκυμμένο, και όλο αναλογιζότανε:
«Αυτός πρέπει να είναι πολύ σοφός, πολύ σοφότερος από
μένα! Με πόση περιφρόνηση άκουσε την ταπεινή μου απορία,
και πώς με καλοκοίταξε, σα να μου χτυπούσε καταπρόσωπο
την αμάθειά μου και την απειρία μου· φαίνεται από τα μάτια
του και από την περπατησιά του… Αυτός πρέπει να είναι πολύ
σοφότερος από μένα!…»
Και κανένας δεν είπε μισό λόγο στον άσχημο…
Και τη νύχτα, από στόμα σε στόμα, απλώθηκε το νέο, πως
περνούσε από την πολιτεία ένας μεγάλος άνθρωπος!
Και όλοι ξεκινήσανε, άντρες, γυναίκες και παιδιά, να ιδούνε
τον μεγάλον άνθρωπο που περνούσε από την πολιτεία.
Και μόλις αντίκρισε το άπειρο πλήθος που ερχότανε ο
έξυπνος, πικράθηκε η καρδιά του και από τα μάτια του
επρόβαλε ένα δάκρυ…
Επήρε τα μάτια του κι έφυγε μακριά, σε μια σπηλιά, και δεν
έβγαινε πια, ούτε στο φως του ήλιου, ούτε στο φως του
φεγγαριού!
[97]
Και ο κόσμος έπεσε στα πόδια και προσκύνησε τον
όμορφο και τον κουτό, και προσευχήθηκε στ’ όνομά του·
έκοψε τα ρούχα του και τα μοίρασε εδώ κι εκεί, για να τα
κάνουνε φυλαχτό…
Σ’ ένα χρυσό παλάτι τον επήγανε και τον εντύσανε με
βύσσους και με πορφύρες, και τα μαλλιά του στολίσανε με
δάφνες και με μυρσίνες, και στο λαιμό του κρεμάσανε
κοράλλια και μαργαριτάρια…
Το τραπέζι του ξεχείλιζε από σύκα και από σταφύλια, και το
κρεβάτι του είχε ασημένιους στυλοβάτες, και, κάθε πρωί,
λουζότανε μέσα σε κρόκους και σε ροδόσταμα…
Και ο έξυπνος, μέσα στη σπηλιά του, εσύναζε όλα τα φίδια,
και όλες τις αράχνες, και όλους τους σκορπιούς, κι έκαμε ένα
δικό του βασίλειο…
Και με όλη τη πικρία και την απελπισία της ψυχής του
πότισε τα φίδια, και τις αράχνες, και τους σκορπιούς…
Και σκορπιστήκανε στους τέσσερες ανέμους και δαγκάσανε
τους ανθρώπους και τους φαρμακώσανε, με την πικρία και την
απελπισία της ψυχής του…
Κι έμεινε ολομόναχος στο χρυσό παλάτι ο κουτός με τους
βύσσους και με τις πορφύρες του και πεινούσε, και κατέβηκε
στους έρημους τους δρόμους να γυρέψει ανθρώπους, κι
έφτασε ως τη σπηλιά του αδελφού του…
Και τον εβρήκε γυμνό και τον τύλιξε με την κόκκινη
πορφύρα του· κι εκείνος τον εβρήκε πεινασμένο και του ’δωκε
το ψωμί του…
Και στον κόσμο, γύρω του, δεν ήτανε πια κανένας, ούτε
άνθρωποι, ούτε φίδια, ούτε αράχνες, ούτε σκορπιοί…
Κι οι καρδιές τους αναλυθήκανε για πρώτη-πρώτη φορά
από μίαν άπειρη Αγάπη, από μιαν άπειρη Αγάπη…
Και το φεγγάρι τούς χαμογελούσε από μίαν άπειρη Αγάπη,
και δεν ήτανε πια γύρω τους ούτε φίδια, ούτε αράχνες, ούτε
σκορπιοί…
Και…
Δε σας άρεσε το παραμύθι μου;
Τόσο το χειρότερο και για σας, και γι’ αυτό, και για μένα!…

[98]
ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΠΑΡΑΔΟΞΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν απόρησα καθόλου, όταν, εδώ


και λίγες μέρες, έμαθα το θάνατο του φίλου μου Ν.Δ. Το ήξερα
πως αυτός ο άνθρωπος δε μπορούσε παρά να σκοτωθεί μια
μέρα. Είχ’ αρχίσει, μάλιστα, ν’ ανησυχώ, για την αργοπορία
του σκοτωμού αυτού. Είχα δεχτεί την εξομολόγησή του, κι
απορούσα, μ’ όλη την καρδιά μου, πώς τα κατάφερνε ακόμα
να υπάρχει, έπειτ’ απ’ την αλλόκοτη αρρώστια που
κατατυραννούσε τη ζωή του…Η αλλόκοτη αυτή αρρώστια – μια
απ’ τις παράδοξες αρρώστιες, που ’τυχε ν’ ακούσω στη ζωή
μου – ήταν μοιραίο να του κλείσει κάθε πόρτα, να του στερέψει
κάθε πηγή χαράς! Ένας άλλος, πιθανόν, στη θέση του, θα
’βρισκε τρόπο να οικονομηθεί – ίσως μάλιστα, να
προσπαθούσε να ’βγαζε και σχετικά προσωπικά οφέλη, απ’
την εξαιρετική κατάστασή του. Ο Νίκος, όμως, ήταν άνθρωπος
ευαίσθητος, και δε μπορούσε να την εκμεταλλευθεί…Και το
καταλαβαίνω μια χαρά, το απονενοημένο του διάβημα: Δεν
ήταν δυνατόν ν’ ανθέξει ως το τέλος…
Είχα δεχτεί την εξομολόγησή του, ένα βράδι που γυρίζαμε
οι δυο μας – μια φθινοπωρινή ζεστή βραδιά, πέρσι, αν
καλοθυμάμαι. Είχαμε πάει στον κινηματογράφο, κ’ έπειτα,
βγαίνοντας εκείθε, σ’ ένα κέντρο «διανυκτερεύον». Είχαμε πιει
κρασί, κι είχαμ’ έρθει ελαφρά στο κέφι. Αυτό το κέφι μου’ δωσε
το θάρρος να τον ρωτήσω εμπιστευτικά, για σημαντική

[99]
μεταβολή, που είχα δει, από καιρό, στο χαρακτήρα του. Δεν
ήταν πια ο άνθρωπος που ήξερα.

Αυτός ο αγαθός κι ο ανοιχτόκαρδος, ο στοργικός,


χαριτωμένος φίλος, είχε δυο χρόνια, τώρα – και πιο
συγκεκριμένα μετά την έξοδό του απ’ το νοσοκομείο, που
έμεινε δεν ξαίρω πόσους μήνες, έπειτ’ απ’ το τραύμα στο
κεφάλι, κληρονομιά του φριχτού πολέμου – είχε ριζικά
μεταβληθεί. Είχε γίνει σκυθρωπός, φιλύποπτος, απόφευγε τις
σχέσεις με τους φίλους του – είχε γίνει ένας τέλειος
μισάνθρωπος…Κι’ όμως ήταν εντελώς καλά – οι γιατροί μας το
είχαν βεβαιώσει – παρ’ όλο τον κίνδυνο που πέρασε. Το
παλιό εκείνο τραύμα του κρανίου του, δεν είχε θίξει κανένα
λεπτό όργανο, η πληγή ήταν επουλωμένη. Το μυαλό του
λειτουργούσε όπως πάντα. Είχε γίνει εντελώς καλά κι απ’ τη
νευρική εκείνη κρίση, που επακολούθησε την περιπέτειά του,
και που ήταν φυσικό ν’ αποδοθεί στον κλονισμό που υπέστη
απ’ τον πόλεμο, καθώς συνέβη μ’ ένα πλήθος άλλους. Απ’
αυτά όλα, ήταν γιατρεμένος. Κι όμως, απ’ την εποχή εκείνη,
εχρονολογείτο κ’ η μεταβολή του. Είχε κλειστεί στο σπίτι του,
και δεν ήθελε να δει κανένα. Πολλές φήμες, σχετικές με την
κατάστασή του, κυκλοφορούσαν, από τότε, μεταξύ μας. Κι
αυτό το βράδυ, θέλησα να τις εξακριβώσω.
Ταράχτηκε με την ερώτησή μου. Καθώς βάδιζε με βήματα
μικρά, και με το χέρι περασμένο στο δικό μου, κατάλαβα το
χέρι του να τρέμει. Μετάνιωσα για την ανάκρισή μου, και
προσπάθησα να της αλλάξω τόνο. Εκείνος, όμως δεν έβγαζε
μιλιά. Ήξερε καλά πόσο τον αγαπούσα – το ήξερε πάρα πολύ
καλά, πιο πολύ κι απ’ όσο φανταζόμουν – και δεν έπρεπε,
θαρρώ, να πειραχτεί. Αλλά και κάτι άλλο: πρόσεξα πως
προτού να τον ρωτήσω, η μορφή του είχε σκοτεινιάσει σα να
περίμενε τα λόγια που θα του ’λεγα…
Όλ’ αυτά, τα εξήγησα αργότερα, όταν μου φανέρωσε το
μυστικό του πάθος. Πρώτη φορά το εκμυστηρευόταν. Η φωνή
του έτρεμε, κι εκείνη. Μου κρατούσε πιο σφιχτά το χέρι, τα
μάτια του κοιτούσαν απλανή. Στην αρχή, δε μίλησε καθόλου.
Φάνηκε πως δίσταζε να μου το φανερώσει – ή πως έψαχνε να
βρει τα λόγια τα κατάλληλα. Αλλά, συγχρόνως, ένιωθα τη
φοβερήν ανάγκη, την ανάγκη που τον τυραννούσε, κάπου να
τα πει, να ξαλαφρώσει…Ένιωθα πως το μυστικό αυτό που,
[100]
όταν τ’ άκουσα έμεινα κατάπληκτος, καραδοκούσε κάποιαν
ευκαιρία, για να μπορέσει να φανερωθεί…Και πιο μεγάλη, πιο
ωραία ευκαιρία, απ’ αυτή που του δινόταν τώρα, δε μπορούσε
να παρουσιαστεί. Ήμουν ο πιο αγαπημένος φίλος του. είκοσι
χρόνια ανυπόκριτης φιλίας, δεν ήταν προηγούμενο ασήμαντο.
Κι εξ άλλου ήξερε πόσο τον αγαπούσα και πόσο, η ερώτηση
εκείνη, έκρυβε φιλικό ενδιαφέρον, βαθύ, ειλικρινές κι
ανυστερόβουλο…
Άρχισε, τότε, να μου εκμυστηρεύεται, με φωνή βαθιά,
δισταχτική, λίγο φοβισμένη στην αρχή – φοβόταν τόσο πως δε
θα τον πιστέψω, ή πως θα τον πάρω για τρελό – έπειτα, όμως,
έντονη, παλλόμενη, πυρετώδη, γιομάτη αγωνία!
― Πρώτ’ απ’ όλα υποσχέσου μου, μου λέει, ότι δε θα με
πάρεις για τρελό. Είναι το μόνο που δε θ’ ανεχτώ εκ μέρους
σου, το μόνο που μπορεί να με πληγώσει! Προτιμώ να πεις
πως λέω ψέματα, έχω τρόπο να σε βγάλω απ’ την
πλάνη…Έχω την απόδειξη μαζί μου! Τότε κι ο ίδιος θα
πεισθείς αμέσως, πως διατηρώ το λογικό μου! Πώς ακόμα το
κρατώ, κι εγώ δεν ξέρω…Ίσως απ’ την κακία της ίδιας μου της
μοίρας, για να τυραννιέμαι πιο πολύ…
…Πριν το τραύμα εκείνο του πολέμου, ποτέ μου δε θα το
φανταζόμουν! Ήμουν κι εγώ, σαν όλους τους ανθρώπους!
Πίστευα στη στοργή, στην καλοσύνη, έπλαθα όνειρα, ζούσα
μέσ’ στην πλάνη…Από τότε, δεν πιστεύω πια σε τίποτε…
…Τι μου συνέβη, δεν μπορώ να εξηγήσω: ποιες αλλοιώσεις
έγιναν μέσ’ στον εγκέφαλό μου, ποια κύτταρα δυνάμωσαν
απρόοπτα, ώστε να αποκτήσω αυτή την ιδιότητα, δεν είμαι σε
θέση να σου πω…Είμαι, τώρα, το απίστευτο φαινόμενο –
μοναδικό φαινόμενο στον κόσμο – κι αντί να γίνω, απ’ αυτό το
γεγονός, ο πιο ευτυχισμένος των ανθρώπων, έχω γίνει ο πιο
δυστυχισμένος…
…Πρώτη φορά που κατάλαβα το πράμα, ήταν απάνω στην
ανάρρωσή μου. Μια μέρα που κουβέντιαζα με κάποια
νοσοκόμα, διαπίστωσα αυτό το γεγονός: ότι πριν ακόμα μου
μιλήσει, διάβαζα κατακάθαρα τη σκέψη της· πριν ακόμα τα
χείλη της σαλέψουν, ήξερα τι θέλει να μου πει! Αυτό μου
κίνησε μεγάλη περιέργεια…Έκανα πειράματα και σ’ άλλους.
Έκανα πειράματα απάνω στο γιατρό μου, στους φίλους που
μου παραστέκανε, στην αδερφή μου που ερχόταν κάθε μέρα

[101]
και μου κρατούσε λίγες ώρες συντροφιά….Σε σένα τον ίδιο,
έκανα το πείραμα, κάθε φορά που ερχόσουν να με δεις!
….Είχα μείνει αποσβολωμένος! Διάβαζα τη σκέψη των
ανθρώπων, όπως διαβάζεις μέσα στο βιβλίο! Αυτό το πράμα,
στην αρχή μου’ δωσ’ έναν τρόμο, που δεν έχω λόγια,
δυστυχώς, να σ’ τον κάνω να τον καταλάβεις…Ένιωθα πως
είχα αποκτήσει μια μυστηριώδη ιδιότητα, που ξεπερνούσε
κάθε φαντασία! Ήξερα για τη νοομαντεία, για την περίεργη
εκείνη ιδιότητα, που κάνει ώστε ορισμένοι άνθρωποι να
μαντεύουν, με μια μικρή προσπάθεια, τη σκέψη των άλλων
ανθρώπων. Εγώ, όμως, χωρίς καμιά προσπάθεια, έβλεπα τη
σκέψη να σαλεύει, σα να ήταν το μέτωπό τους
γυάλινο…Έβλεπα την αρχή της, την πορεία της, τις
παραμικρότερες κινήσεις της, μ’ έναν τρόπο
καταπληκτικό…Δεν υπήρχε τίποτε που να μου διαφεύγει….
…Όταν βγήκα απ’ το νοσοκομείο, αυτό το πράμα
εξακολουθούσε. Με κυνηγούσε σαν ένας εφιάλτης.
Καταλάβαινα πως θα τρελαθώ…Έφευγα μακρυά απ’ τους
ανθρώπους, δεν τολμούσα να μιλήσω σε κανένα! Εύρισκα
παρηγοριά στη συντροφικά των ζώων – γιατί, αν και διάβαζα
τη σκέψη τους, κι εκείνων, αυτή η σκέψη ήταν τόσο
στοιχειώδης, τόσο απονήρευτη και τόσο φυσική, που δεν ήταν
ικανή να με πειράξει! Δεν είχαν ούτε τη θηριωδία, ούτε την
απίστευτη κρυψίνοια, την τερατώδη υστεροβουλία των
κρυμμένων ανθρωπίνων λογισμών… Δεν ανεχόμουν παρά την
αδερφή μου, γιατί σ’ εκείνη διάβαζα κάποια στοργή για μένα,
και κάποια ίχνη καλοσύνης για τους άλλους. Για να μη
διαβάσω τίποτα δυσάρεστο, καμία σκέψη φοβερή, για μένα,
είχα ξεκόψει απ’ όλους μου τους φίλους….
…Είχα κλείσει την πόρτα μου στον κόσμο. Η σκέψη του με
κατατυραννούσε! Την ένιωθα, γλοιώδη, απερίγραπτη, να
κυκλοφορεί μέσ’ στον αέρα, και να μου καταστρέφει τις
ελπίδες μου, σαν ένα φίδι πονηρό κι αχόρταγο, που γυρεύει να
σε περιτυλίξει…Ήξερα τι σκέπτονται για μένα, ήξερα τι
αισθάνονται για μένα, τις κακίες τους και τις υποκρισίες τους,
τη φοβερή κι απίστευτη απόσταση που υπάρχει, κάθε
δευτερόλεπτο, ανάμεσα στα λόγια και τις σκέψεις τους – κι
αυτό το πράμα μου ήταν ανυπόφορο…
…Δε μπορούσα ούτε ν’ αγαπήσω, ούτε να συνδεθώ πια με
κανένα. Δε μπορούσα ν’ ανεχθώ, κοντά μου, κανέναν
[102]
άνθρωπο, ούτε καμιά γυναίκα – γιατί κανένας δεν κλείνει
καλοσύνη – κι εγώ δεν πίστευα παρά στην καλοσύνη, δε
ζητούσα παρά καλοσύνη, δε λαχταρούσα παρά καλοσύνη…
….Το μυστικό μου δεν το είπα σε κανένα. Το ’θαψα βαθιά
μέσ’ στην ψυχή μου, κι έζησα μαζί του, τόσα χρόνια…Δεν
τολμούσα εξ άλλου, να το πω: γιατί ή θα με περνούσαν για
τρελό ή θα με πίστευαν και θ’ απομακρυνόντουσαν, θα
’φευγαν με τρόμο από δίπλα μου, μήπως μάθω τα κρυφά
διανοήματά τους, μήπως ανακαλύψω τις κακίες τους, τις
οπισθοβουλίες τους, όλα τα μυστικά τους….Κι έτσι, κι αλλιώς,
θα ’μενα πάλι μόνος.
…Σιγά-σιγά, όμως, συνήθισα να τ’ αντικρίζω κι όλα αυτά. Το
θέαμά τους δε μου κάνει πια εντύπωση, ούτε μου δίνει τον
αποτροπιασμό, που μου ’δινε τόσο, στην αρχή…Μόνο που
τροποποίησα τις σχέσεις μου, ώστε να μην έχω, στο πλευρό
μου, παρά μόνον αυτούς που μ’ αγαπούν…Και τα κακά, που
διαβάζω και σ’ αυτούς τα’ αβυσσαλέα και κρυμμένα πάθη, όλες
τις ηθικές διαστροφές και τις τρομαχτικές επιθυμίες, έμαθα,
τώρα, να τα συγχωρώ · μου φτάνει μόνο το να μ’ αγαπούν –
πολύ ή λίγο, δε μ’ ενδιαφέρει – και να μη θέλουν, μονάχα, το
κακό μου…
Σταμάτησε για μια στιγμή κι έφερε το χέρι του μπροστά στο
μέτωπό του.
Πήγα να του μιλήσω να τον παρηγορήσω.
Άπλωσε τ’ άλλο χέρι του, και μ’ έσφιξε στον ώμο:
― Σώπα, σώπα, ξέρω τι θα πεις! Σ’ ευχαριστώ…Ξέρω πως
μ’ αγαπάς, γι’ αυτό το λόγο, ακριβώς, και σου φανέρωσα το
καταπληκτικό μου μυστικό…Ήξερα πως ζητούσες να το
μάθεις…Κι αυτή η πράξη, να σ’ το φανερώσω, ήταν, για μένα,
ανακούφιση μεγάλη…
Κι έπειτα στυλώθηκε μπροστά μου, ξαφνικά, και πιάνοντας
σπασμωδικά τα χέρια μου, μ’ έναν τρόπο τρελό κ’
απελπισμένο, μου φώναξε με γοερή φωνή:
― Και τώρα, πώς να ζήσω, ΠΩΣ ΝΑ ΖΗΣΩ; Με τι τόλμη ν’
αντικρύσω τους ανθρώπους, με τι καρδιά να συνδεθώ μαζί
τους, με τι μάτια να τους πλησιάσω; Κάθε τους σκέψη που δε
λένε, με πληγώνει, κάθε ψέμα που λένε, πιο πολύ…Με
τρομάζουν ή μ’ αηδιάζουν…Έκοψα κάθε μου κοινωνικό δεσμό,
κάθε δοσοληψία μου μ’ αυτούς! Ζω μονάχος, σαν ερημίτης,
περικυκλωμένος απ’ τις γάτες μου κι απ’ τις αθώες, τις
[103]
πρωτόγονές τους σκέψεις, που αυτές, τουλάχιστον, τις έχω
συνηθίσει, και δεν τις τρέμω ούτε μ’ ενοχλούν…Δε θα ’ταν
καλύτερα, για μένα να πέθαινα μέσ’ στο νοσοκομείο, ή να είχα
σκοτωθεί στον πόλεμο, παρά να ζω μ’ αυτή την αγωνία, μ’
αυτό τον τερατώδη εφιάλτη, που μου θανατώνει την ελπίδα και
μου απαγορεύει την αγάπη – που με κλείνει μέσ’ στην κάμαρά
μου, σαν ένα πλάσμα καταδικασμένο που δεν είναι δυνατόν να
λυτρωθεί;…
………………………………………………………………………………

Από τη νύχτα αυτή, δεν ξαναείδα πια. Κι’ όταν έμαθα, προχτές,
το σκοτωμό του, για μια στιγμή λυπήθηκα, σα φίλος – αλλά
παρηγορήθηκα αμέσως, με την ιδέα πως είχε λυτρωθεί…

[104]
ΧΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΚΟΥΒΕΝΤΟΛΟΪ

Μες στο σαλόνι, σαν πέφτει ο ήλιος, οι Δυο τους —Αυτός


και Κείνη.
Αυτός —ψηλός, λιγνός, πενηνταδυό χρονών, μ’ αριά
σταχτιά μαλλιά, κι αποσταμένα μάτια· κάθε που αλλάζει τη
θέση των ματιών, και τα ματόφυλλα πέφτουν βαριά, σαν να
κοιτάει τη ζωή με μακρινά διαλείμματα.
Εκείνη —μαραμένη, με σοβαρή τουαλέτα, και βαθιά λείψανα
ομορφιάς παλιάς, λιγόλογη, σαν φοβισμένη. Ένα φέρσιμο,
σαν γερασμένο. Φαίνεται μάνα —μπορεί και κάν’ αγγόνι.
Το ρολόι χτυπάει, και βαραίνουν οι σκιές. Το χλωμό
τετράγωνο του παραθυριού μοναχά φέγγει· παχιά σύγνεφα
κρύφτουν τον ήλιο.
Έλεγε Αυτός:

— Βαρύς καιρός. Ο χειμώνας θα ’ρθει γλήγορα. Χτες τη


νύχτα οι πάγκοι του πάρκου ήτανε μουσκεμένοι από την
υγρασία. Βγήκα να κάνω ένα γύρο, και γύρισα νωρίς. Δε
μπορούσα να σταθώ. Οι γιατροί μού λεν να φυλάγουμαι. Κι
εγώ, που ήταν η χαρά μου το ύπαιθρο κι ο ανοιχτός αέρας, να
κλείνουμαι στο σπίτι! Γεράματα! Κι οι πόνοι, οι πόνοι μες στα
κόκαλα, κάθε που φτάνει το χινόπωρο! Συλλογιούμαι το
χειμώνα και με πιάνει λαχτάρα. Κακός ο χειμώνας —και δε
λυπάται.
— Αλήθεια…

[105]
— Μοναχά το καλοκαίρι κι οι ζέστες. Μετράω τις μέρες, σα
φυλακισμένος. Εσείς όμως αγαπάτε το χειμώνα και τα
χειμωνιάτικα ανταμώματα γύρω απ’ τη σόμπα.
— Όχι. Με πιάνει η πλήξη…
— Ω! ναι, πλήξη, η πλήξη — αυτό είναι… Πώς να περάσουν
οι ώρες; Οι νύχτες μακριές —σαν ουρές σουρνάμενες. Κι
ύστερα οι σκοτούρες της ζωής, γύρω απ’ το κρεβάτι, σα να
φθονούν τον ύπνο.
— Αλήθεια…
— Κάθε νύχτα, τη στιγμή που όλο το είναι γυρεύει ένα
λιμάνι, να ξαστοχήσει τον εαυτό του, οι σκοτούρες της ζωής
και το ταχτικό μαρτύριο… Γιατί κείνο και γιατί τούτο. Τριβέλια.
σα περάσαμε, όλα γραμμή: γιατί να χάσουμε το τρένο, τότες,
και πώς να μας ξεφύγει το δείνα, και γιατί να μην προλάβουμε
το τάδε, κι αν πηγαίναμεν εκεί τάχα δεν θα ήμαστε και πιο
ευτυχισμένοι… Κι ύστερα οι πίκρες για τα όσα δε μπορούμε
ναν τα βρούμε πια —και για τα όσα αφήσαμε να φύγουνε απ’
τα χέρια μας, σαν πουλιά απ’ τις ανοιχτές παλάμες… Ε! το
καλοκαίρι είν’ άλλο πράμα: γελιέσαι πως είν’ ακόμα ζωή.
Φαναράκια ενετικά στα δέντρα. Οι μουσικές. Θυμάσαι τα παλιά
—μα γλυκά, ήσυχα. Μπορείς να κλάψεις.
— Πόσο καλά μιλάτε…
— Καλά μιλάω, ναι — γιατί τα νιώθω, με ’γγίζουν. Εγώ, τι
έκανα τόσα χρόνια; Πέστε μου, τι έκανα; Μια τρύπα στο νερό.
Μήτε παιδιά ν’ αναθρέψω, μηδέ τίποτα. Ελεύθερος — μα
κούφιος. Τίποτα μέσα μου. Άδειο καρύδι. Τα μαλλιά μου
ασπρίσανε και τότες μοναχά κατάλαβα πως ήταν μαύρα, λέει,
τα μαλλιά μου. Έμαθα πως ήμουν —γιατί γέρασα… Κι ύστερα,
τι; Και τι βγήκε απ’ το διάβασμα, κι απ’ τη σπουδή, κι απ’ το
βάρεμα του κεφαλιού —τι βγήκε; Αέρας κοπανιστός.
Μαθαίνουμε να μη λέμε· μαθαίνουμε να λέμε· μαθαίνουμε τη
θλίψη.
— Νύχτωσε πολύ· δε σας βλέπω.
— Κι ούτε με είδατε ποτέ σας. Δε με ξέρατε ποτέ σας.
Κανένας δε μ’ έμαθε. Είχα κλεισθεί μες στον εαυτό μου.
Διπλώθηκα στα τέσσερα, να μη με ιδεί κανένας. Έτσι το ήθελα.
Στη σκιά. Να μου μιλάν και να μη με ξέρουν. Κι εσείς, εσείς,
περάσατε απ’ το πλάι μου, είπαμε και καλημέρα. Δε με είδατε.
Ήμουνα κάποιος —όχι εγώ. Δεν ήμουνα εγώ. Δεν υπήρξα, δεν
έζησα. ΕΓΩ —δεν έχω ζήσει! Είμαι παραμύθι, καπνός. Η ζωή
[106]
μου — την αρνιέμαι· ξένη είναι — όχι εμένα. Τη διάβασα σ’ ένα
βιβλίο: κουτή, κακογραμμένη… Τη γράψαν βιαστικά, χωρίς να
ξέρουνε τ’ αλφάβητο. Ανορθογραφίες, ασυνταξίες. Κι όμως
ήτανε αριστούργημα η ζωή μου! Με ρυθμό και με νόημα.
Μελωδία. Μα όσοι θα μπορούσαν να την ακούσουν, είχαν τ’
αυτιά κλειστά.
— Για ποιον τα λέτε αυτά;…
— Δεν ξέρω, μιλάω. Απόψε πρωτομιλάω. Δεν έχω μιλήσει
ποτέ μου, ως τα τώρα, δεν ξέρω τον ήχο της φωνής μου.
Πρώτη φορά τον ακούω — και με γιομίζει τρόμο. Πού ήμουνα;
Πού με είχαν βουλιαγμένο; Μου είχαν δεμένη τη λαλιά μες στα
στήθια. Μου είχαν βουλώσει το στόμα — οι άτιμοι.
Όμως, αλήθεια — τι σκοτάδι! Μου φαίνεστε σα μακριά.
Μόνος είμαι;
— Κι άλλος ένας…
— Α! εδώ ήσαστε! Κι έλεγα πως φύγατε… Θέλω να μιλήσω,
δε σας κάνω κόπο; Θα βαρεθήκατε ίσως να μ’ ακούτε. Τόσην
ώρα…
—Μιλήστε…
— Αφού το θέλετε. Τι έλεγα; Κάπου είχα σταματήσει… Α!
ναι, η ζωή μου… Σας έλεγα για τη ζωή μου. Κρυφή ήταν, σαν
παραχωσμένη. Θησαυρός. Περνούσαν από πάνου και δεν
ήξεραν. Κι όμως θα μπορούσαν. Καρτερούσα. Θα βρεθεί ένα
Κάποιος. Τίποτα. Και κάθε νύχτα πάλι έλεγα: «θα βρεθεί ένας
Κάποιος». Και περνούσαν τα χρόνια. Το ’να απάνου στ’ άλλο.
Κι όλο προσδοκία, κι όλο παλμός. Λαχταρούσα. Σήμερα, όχι·
αύριο —κι όλο αύριο. Κι έτσι με τ’ αύριο και με τ’ αύριο,
περνούσε ο καιρός. Το ρολόι τη δουλειά του. Κι εγώ τυφλός
απ’ τις ελπίδες. Ως την τελευταία νύχτα. Έλεγα: «Δε γίνεται. Θα
βρεθεί ένας Κάποιος, θα βρεθεί ένας Κάποιος».
Το πρωί —γέρασα…
— Ανδρέα…
— Ναι, γέρασα, ήμουνα γέρος. Μου το ’κραξε ο κατρέφτης.
Με τι κακία, με τι φθόνο… Έμπηξε τη φωνή και μου φώναξε
πως είμαι γέρος. Γιόμισε το σπίτι απ’ τις φωνές. Κι εμένα τότες
με πρωτόπιασε παράπονο. Λυγίσαν τα γόνατά μου κι
αναλύθηκα στα κλάματα. Σας το λέω —με σύντριψεν η
απελπισία. Έκλαια σαν τι. Κι είπα πως τέλειωσαν όλα —και
πια δεν είναι τίποτα. Και πυργώθηκαν τα Περασμένα και με
κοίταζαν στα μάτια. Κι έλεγαν: «Είμαστε τα Νιάτα, η Δύναμη, η
[107]
Χαρά· μπορούμε το κάθε τι. Μήτε χρυσάφι, μήτε ασήμι.
Ντροπή στον που δε μας απόλαψε…». Κι η Φωνή με
κυνηγούσε, κι όλο πίστευα θα τρελαθώ. Δεν ήξερα πού να
στραφώ. Γκρεμοί τρογύρω.
Κι ήρθες Εσύ —Εσείς…— κι είπα: «ΕΔΩ. Ρίχτω άγκυρα. Δε
μπορώ πια. Μ’ αλάλιασε η φουρτούνα. Θα φανερωθώ εγώ, μια
και κανένας δε με είδε. Θ’ ανοιχτώ εγώ, και θ’ απλώσω εγώ
τον εαυτό μου —σαν πραματευτής που ανοί χρυσαφικά. Θαν
τη θαμπώσω και θαν τη γητέψω. Θα ’ρθει σε μένα, σαν πουλί
στο φίδι. Και τι ωραία —πόση χρυσή ζωή! Ποιος είπε πως
τελειώσαν όλα; Μια και καλή! Θα πιω το ποτήρι…».
Κι Εσύ ’σουνα, Μαρία, το ποτήρι —το ποτήρι με το κρασί.
Σε πρόσμενα σα λυτρωμό. Ήσουν παιδί μπροστά σε μένα.
Μα σ’ αγάπησα, Μαρία, σ’ αγάπησα φριχτά και τελειωτικά.
Έκλεισα τα μάτια —και σ’ αγάπησα. Κι έπεσα μες στην Αγάπη
σου σα βουτηχτής σε θάλασσα…
Τι να στα λέω, και τι σε νοιάζουν, μια κι είναι παραμύθι; Μα
ξαλαφρώνω απ’ τον καημό.
Ω! πώς σ’ αγάπησα! Δεν είχα μεταγαπήσει… Ανοίχτηκε
μονομιάς η ψυχή μου —ποτάμι που δεν το βαστά η όχθη. Και
τι γλυκάδες ονειρεύτηκα, σιμά στο παραθύρι, κοιτώντας να
πέφτουν ένα ένα τα φύλλα του χινόπωρου! Η στέρνα ήταν
γιομάτη νερό, κι ο κήπος ανάδινε μοσκοβολιές· το σούρουπο
έγερνε σα λαβωμένο απάνου στα δέντρα —κι εγώ σ’
ονειρευόμουνα, Μαρία. Την αγάπη σου ποθούσα, μα θλιμμένη,
χλωμή, σα φυλλορρόημα…
Κι απολάβαινα το κρυφό μαρτύριο του να μη μπορώ να σου
το ειπώ, σαν μιαν άφραστη ηδονή. Κι έλεγα: «Αν ήξερε»· και
πάλι έλεγα: «Δε θαν το μάθει» —και τυραννιόμουνα, κι έπλεα
σε μιαν αμφιβολία γλυκιά κι ασύγκριτη.
Κι ύστερα το κύμα ερχότανε ως τα χείλη κι έτρεχα ίσα σπίτι
σου, αποφασισμένος ναν τα μάθεις —και κάθε που περνούσα
το κατώφλι του σαλονιού σου, μια ταφόπετρα έκλεινε μέσα
μου και δε μπορούσα ναν τη σείσω.
Έτσι περάσανε χρόνια πολλά —πόσα δε θυμάμαι.
Μιαν αυγή —τ’ αποφάσισα· είπα: «Έχει παιδιά, είναι
πανδρεμένη, θ’ αφήσει και παιδιά κι άνδρα και θα ’ρθει με
μένα. Τιτανικιά είν’ η Αγάπη μου, θαν τα νικήσει όλα».

[108]
Ντύθηκα όσο μπορούσα πιο καλά, κι έδεσα τη γραβάτα μου
με πόση τέχνη· μια παιδιακίσα κοκεταρία μού γεννήθη και με
κυβερνούσε. Κι η φωνή του κατρέφτη —δεν την άκουσα.
Κι ήρθα σπίτι σου —υπνοβάτης. Με μεθούσεν ο αέρας.
Ήταν η ώρα, που ο άνδρας σου ήταν όξω —το ήξερα θετικά.
Χτυπάω την πόρτα.
«Η κυρία;»
«Λείπει. Πάει στα μαγαζιά».
Κεραυνός. Μια φορά κι εγώ πήρα τη Μεγάλη Απόφαση, ο
Ουρανός γελούσε, ο Ήλιος, ήμουνα γιομάτος Καρδιά —κι η
κυρία λείπει.
Πότε πια θα ματατύχει η ίδια ευκαιρία, ο ίδιος ουρανός, ο
ίδιος ήλιος; Γύρισα πίσω. Θα με λυπόσουν, να μ’ έβλεπες.
Και δε σ’ το είπα. Δε σ’ το είπα ποτές. Δε σ’ το είπα.
Το κλείδωσα μέσα μου —το κατάπια και δεν το ’βγανα απ’
το στόμα μου.
Και τώρα που όλα είναι στάχτη, κι όλα είναι συντρίμμια, κι
είναι σκοτάδι, στο λέω, Μαρία, πριν να πεθάνω…
Σ’ Αγάπησα Βαθιά, Πικρά, Μοναδικά. Σε στόλισα μ’ ό,τι δεν
είχες —συχώρα μου το λόγο τον κακό— και σε είχα θεό μου.
Έλεγα: «Θα μαντέψει. Τέτοια λαχτάρα μέσα μου και τίποτα η
όψη να μη δείχτει; Από ’να κούνημα του χεριού μου, από ’να
λύγισμα του κορμιού μου, από ’να τι, από μια σκιά μες στο
μάτι μου, θαν το μαντέψει». Μα εσύ —τίποτα. Μήτε υποψία.
Σαν Καθεμιά για τον Καθένα…
Κι ο καιρός περνούσε· το ρολόι —τη δουλειά του. Κι είμαστε
πάντα οι ίδιοι, καλή εσύ κι ανίδεη, βασανισμένος εγώ. Και κάθε
μέρα τώρα μας σημάδευε, κι ένα κεντρί περνούσε την ψυχή
μου.
…Και σαν περάσαν πολλά χρόνια, κατέβηκε μέσα μου μιαν
ησυχία: είχα συνηθισμένη τη θλίψη μου· ήτανε σαν παλιά
συντρόφισσα. γαλήνη με ματακέρδιζε. Κι ήρθε η μέρα που
είπα: «την αγαπάω;». Κι ήτανε τώρα μια τρυφεράδα μέσα μου,
σάμπως ανάρρωση από μεγάλη αρρώστια. Όλα γαλήνεψαν —
σα να πέρασεν η μπόρα. Έγινα πάλι ο ήμερος κι ο καρτερικός.
Καμιάν απαίτηση, μήτε προσδοκία…
Κι ο κατρέφτης σα να βράχνιασε και κείνος, χαμήλωσε τη
φωνή, και μου είπε σιγανά το πως είμαι γέρος.
Τα είπα όλα. Αυτά είναι. Τίποτα δε μένει.
Παραμύθι…
[109]
Σώπασε· μες στη σιωπή δεν ακουγόταν τώρα παρά το
ρολόι.
Εκείνη, πεσμένη στον καναπέ, σκούπιζε αργά τα δάκρυά
της, συλλοϊσμένη.
Μιαν ησυχία βασίλεψε, βαριά βαριά…
Σε λιγάκι Εκείνος είπε:
«Και να με συμπαθάτε που Σας μίλησα έτσι: τα περασμένα
ξεχασμένα. Πέστε πως τ’ ακούσατε μες στ’ όνειρό Σας…»
Κι η φωνή του είχε πάρει πια τον κουρασμένο σοβαρόν
τόνο της απλής κουβέντας.

****
Και καθώς έδυνεν αργά ο ήλιος —χινόπωρο— τα νέφια
ανοίχτηκαν προς το βασίλεμα· και μιαν αχτίδα —η στερνή—
γλίστρησεν απ’ το παραθύρι, σα σπαθί, και πήγε ίσα και
μάτωσε μια μαβιά πολτρόνα…

[110]
Ο ΒΡΙΚΟΛΑΚΑΣ

Καθώς βγήκε απ’ το σταθμό, κρατώντας τη βαλίτζα του στο


χέρι, το χέρι του έτρεμε τόσο πολύ, που, κάθε λίγο, έσφιγγε τα
δάχτυλά του, μην του πέσει.
Στη θέση της παλιάς Αθήνας, ήταν τώρα μια καινούρια
πόλη, με αυτοκίνητα, με μαγαζιά, με μέγαρα, μ’ ένα πλήθος
φυσιογνωμίες άγνωστες.
Τράβηξε μες στον κόσμο, σα χαμένο πρόβατο. Η καρδιά του
χτυπούσε δυνατά, καθώς περνούσε μες στους ίδιους δρόμους,
κι έστριβε στις ίδιες τις γωνίες, που είχε τόσα χρόνια να τις δει,
και που τον έδεναν χιλιάδες αναμνήσεις!
Πόσα χρόνια; Δε θυμάται πια…
Πήρε το δρόμο της παλιάς του γειτονιάς.
Τώρα η καρδιά του έτρεμε απ’ τη συγκίνηση. Σε κάθε βήμα
σταματούσε, κι επιθεωρούσε γύρω του, και τα παραμικρότερα
πράματα. Του φαινόταν πως βλέπει όνειρο, πως όλ’ αυτά δεν
ήταν φυσικά, πως είχε βγει απ’ την πραγματικότητα, σα
μεθυσμένος, ή σαν υπνοβάτης…

Πώς έφτασε στη γειτονιά του, μήτε ξέρει.


Κι όμως, να, ήταν αυτή η γειτονιά του. Τίποτα δεν ήταν
αλλαγμένο. Κι ωστόσο όλα ήταν αλλαγμένα: τα δέντρα, η
μικρή πλατεία, πέρα, το τραμ που προχωρούσε προς τα βάθη.
Τα σπίτια είχαν μεγαλώσει, τα μαγαζιά είχαν πληθύνει, ένας
καινούριος κατοικούσε…
[111]
Σταμάτησε και πάλι. Γύρισε να κατατοπισθεί. Έψαχνε με τα
μάτια, να βρει το σπίτι του.
Τον γνώρισε αμέσως.
Είδε την αυλή, το σκουριασμένο πόμολο της πόρτας, τη
μικρή τη σκάλα. Το μπαλκόνι βρισκόταν πάντα στην παλιά του
θέση. Δίπλα στο σπίτι του, είχε γίνει τώρα ένα μέγαρο, μ’ ένα
μεγάλο καφενείο από κάτω.
Κατάλαβε πως δε μπορούσε να βαδίσει. Τον πήρε μια
τρεμούλα ξαφνική. Πήγε και κάθισε σ’ ένα τραπέζι, κι έριξε τη
βαλίτζα του, δίπλα, σε μια καρέκλα.
Το γκαρσόνι ήρθε. Παράγγειλε μια λεμονάδα.
Ήθελε πρώτα να προσανατολισθεί, να έρθει σ’ επαφή με
τους ανθρώπους, να συνέλθει, να μάθει, να ρωτήσει…
Ήπιε τη λεμονάδα του, χωρίς να ξέρει καλά καλά τι κάνει.
Ένιωθε πως δε θα είχε ποτέ τη δύναμη, ν’ ανεβεί τη μικρή
εκείνη σκάλα.
Κι έπειτα, ένας τρόμος ξαφνικός τον πήρε. Οι δικοί του,
τάχα, να καθόντουσαν εκεί, ακόμα; Είχαν φύγει, είχαν μείνει;
Ζούσαν;…
Γύρισε τα μάτια του τριγύρω, ζητώντας από κάπου μια
βοήθεια.
Η μικρή πλατεία ήταν γεμάτη κόσμο. Ένα πλήθος νέα
πρόσωπα περνούσαν.
Θέλησε τότε, μες στη σαστιμάρα του, να φωνάξει, να
ρωτήσει το γκαρσόνι. Διψούσε να ρωτήσει, και να μάθει…
Το φώναξε με τρόπο. Το ρώτησε ποιανού είναι το σπίτι.
Εκείνο είπε: «Του κυρίου τάδε». Όνομα ξένο, κι άγνωστο
τελείως.
«Θα ’χουν πεθάνει!» είπε με το νου του.
Όταν θέλησε να μάθει περισσότερα, το γκαρσόνι τού είπε
πως δεν ξέρει. Εργαζόταν δέκα μέρες σ’ εκείνο το κατάστημα,
και δεν ήξερε διόλου τους γειτόνους. Είχε μόνον ακουστά για
το όνομά τους. Αλλά θα ήξερε ο καταστηματάρχης, που είχε
χρόνια σ’ αυτή τη γειτονιά. Και φώναξε τον καταστηματάρχη.
Εκείνος ήρθε. Ήταν ένας άνθρωπος κοντόχοντρος, με
γυαλιά, περιποιητικός και σοβαρός.
Τον είδε χλωμό και ταραγμένο. Μιλούσε με τόση δυσκολία –
μ’ όλη την προσπάθεια που έκανε, να μοιάζει αδιάφορος– που
μπέρδευε τα λόγια του, και δε μπορούσε να του πει τι θέλει.

[112]
Φαινόταν ξένος, απ’ τη φορεσιά του, ακόμα κι απ’ την
προφορά του, που έδειχνε πως είχε λείψει χρόνια.
Ο καταστηματάρχης κάθισε στο τραπέζι του. Έπιασαν
κουβέντα.
Από κουβέντα σε κουβέντα, έμαθε εκείνο που ζητούσε. Οι
δικοί του ζούσαν. Καθόντουσαν ακόμα στο ίδιο σπίτι – το
πατρικό το σπίτι της γυναίκας του. Πήρε αναπνοή. καρδιά του
ήρθε στον τόπο της.
Μια στιγμή τού ήρθε να φανερωθεί, αλλά κρατήθηκε. Του
είπε μόνο πως είναι κάποιος μακρινός τους συγγενής, που
είχε λείψει στην Αμερική, και είχε χρόνια πολλά να λάβει
γράμμα.
Ο καταστηματάρχης, με πολλήν ευγένεια, του ’δωσε τις
πληροφορίες που ζητούσε.
Η κυρία είχε ξαναπαντρευτεί. Είχε μείνει χήρα, απ’ τον
πρώτον άντρα της. Ο πρώτος άντρας της είχε χαθεί στα ξένα.
Δεν είχε πολλά χρόνια ξαναπαντρεμένη. Είχε πάρει έναν
ξάδερφό της, που της στάθηκε προστάτης, την εποχή που
έχασε τον άντρα της. Ο μεγάλος γιος της είχε ακολουθήσει το
δικαστικό κλάδο, και είχε τώρα μια καλή θέση, σε κάποια
επαρχία. Η κόρη είχε παντρευτεί, και κείνη, μ’ ένα μηχανικό,
αλλά είχε χάσει, προ οκτώ μηνών, έν’ αγοράκι, και ήταν
απαρηγόρητη.
Ο μικρότερος ο γιος –αυτός, απ’ το δεύτερο το γάμο–
πήγαινε ακόμα στο σχολείο. Υπήρχε κι άλλο ένα κοριτσάκι,
αλλ’ αυτό είχε πεθάνει πολύ μικρό. Η πεθερά του, κι αυτή είχε
πεθάνει.
Τ’ άκουγε όλ’ αυτά, σα μια ξένη ιστορία, απορώντας κι ο
ίδιος για το θάρρος του. Εκείνη τη στιγμή, ήταν ένας άλλος
άνθρωπος. Ο παλιός είχε πραγματικά πεθάνει. Κι όμως ο
πεθαμένος εκείνος γύριζε, πού και πού, μέσα του, κι ένιωθε όλ’
αυτά τα λόγια, πότε μ’ ανακούφιση, πότε κατάστηθα, σα
μαχαιριές.
Ο καταστηματάρχης σηκώθηκε, τον χαιρέτησε, και πήγε
μέσα.
Έμεινε μόνος. Ο ήλιος πλησίαζε να δύσει.
Ήπιε τότε τρία τέσσερα κονιάκ, το ’ν’ απάνω στ’ άλλο.
Κοίταξε το σπίτι. Τα παράθυρα ήταν κλειστά. Μόνο, στο
απάνω πάτωμα, ήταν ανοιχτό κάποιο παράθυρο. Έβλεπε την

[113]
κουρτίνα του που έπαιζε, κι από πίσω, μια γλάστρα με
χρυσάνθεμα. Του φαινόταν σα να βλέπει όνειρο.
Σιγά σιγά, με το πιοτό, άρχισε να παίρνει λίγο θάρρος.
Έμεν’ εκεί, καρφωμένος στο κάθισμά του, χωρίς να ξέρει τι
πρόκειται να κάνει. Ήπιε πάλι. Ήταν ελεεινός απ’ το ταξίδι,
αλλά τώρα δεν ένιωθε την κούραση. Κι εξάλλου, ήταν αρκετά
συνηθισμένος σ’ αυτού του είδους τις ταλαιπωρίες.
Κοίταξε το σπίτι. Ένιωθε τώρα καθαρά πως δε θα τολμούσε,
με κανέναν τρόπο, ν’ ανεβεί τη σκάλα.
Στο μπαλκόνι, βγήκε τότε μια κοπέλα. Φαινόταν υπηρέτρια.
Έπειτα, κάποιος χτύπησε στην πόρτα.
Έκανε χίλιες υποθέσεις με το νου του. Να, ήταν τάχα ο
άντρας της γυναίκας του; Τα μάτια του είχαν θολώσει. Δεν
έβλεπε μπροστά του. Μα ο άνθρωπος εκείνος βγήκε πάλι.
Φαινόταν βιαστικός.
Η ώρα περνούσε.
Έπινε, έπινε διαρκώς, σαν ένας άνθρωπος που θέλει να
ξεχάσει. Ένιωθε πως ήταν πεθαμένος, πεθαμένος στη
συνείδησή του, πεθαμένος απέναντι στους άλλους. Ένιωθε
πως ήταν ο «βρικόλακας», που ξαναγυρίζει στη ζωή. Κατά
βάθος, ίσως, ένας ένοχος – ένας μεγάλος, τραγικός
εγκληματίας…
Ξαφνικά, είδε μια γυναίκα να βγαίνει απ’ την πόρτα του
σπιτιού. Ήταν μαζί με κάποιαν άλλη, πιο ηλικιωμένη.
Μιλούσαν ζωηρά, κι οι δυο. Τις γνώρισε αμέσως.
Ήταν η γυναίκα του κι η κόρη του.
Τινάχτηκε ολόρθος. Θέλησε να τρέξει, να μιλήσει.
Κρατήθηκε, ωστόσο. Πιάστηκε στην καρέκλα, να μην πέσει.
Πέρασαν δίπλα του. Η κόρη του, μάλιστα, τον κοίταξε.
Θέλησε πάλι να τρέξει από πίσω τους, να τους μιλήσει, να
φανερωθεί. Αλλά δε μπορούσε να βαδίσει. Έμεινε
καρφωμένος εκεί πέρα, με τα μάτια χαμένα και τρελά, με τα
χείλη σφραγισμένα, σαν παράλυτος. Ένιωθε, μες στο χάος του
μυαλού του, το φοβερά «μοναδικό» της θέσεώς του – το
τραγικό και, συγχρόνως, το γελοίο!
Αισθάνθηκε τα γόνατά του να λυγίζουν. Ξανάπεσε τότε στην
καρέκλα του, να συγκεντρώσει τις χαμένες του τις σκέψεις.
Οι δυο γυναίκες είχαν στρίψει στη γωνιά.

[114]
***
Ο ήλιος είχε βασιλέψει τώρα. Τα φώτα ήταν αναμμένα. Το
καφενείο ήταν γεμάτο κόσμο. Τότε ένιωσε, άλλη μια φορά,
πως ήταν πεθαμένος.
Πλήρωσε, πήρε τη βαλίτζα του, σηκώθηκε, και τράβηξε,
τρεκλίζοντας, στην τύχη. Χωρίς να καταλάβει, βρέθηκε από
πίσω στην Ακαδημία.
Εξακολούθησε να περπατεί στην τύχη. Μια στιγμή, ένιωσε
πως έπεφτε απάνω στους ανθρώπους. Δεν είχε πια
συνείδηση των γύρω του. Δεν ήξερε πού πάει.
Σε λίγο βρέθηκε και πάλι στην Ομόνοια. Δεν είχε ψάξει για
ξενοδοχείο. Κρατούσε τη βαλίτζα του στο χέρι.
Στάθηκε πάλι σ’ ένα πεζοδρόμιο. Είδε τον κόσμο ν’
ανεβαίνει σ’ ένα τραμ. Ανέβηκε και κείνος. Έφτασε σε μια
πλατεία, που δεν ήξερε. Δε μπορούσε πια να θυμηθεί. Μια
μικρή ορχήστρα έπαιζε, στη μέση της πλατείας. Γύρω γύρω
ήταν ένα σωρό τραπέζια. Κόσμος πολύς ήταν καθισμένος στα
τραπέζια.
Φώναξε μια μικρούλα που περνούσε, και της έδωσε μια
λίρα. Αυτή την πήρε, λίγο φοβισμένη, την κοίταξε που γυάλιζε,
και το ’βανε στα πόδια.
Δεν ήξερε τι έκανε.
Ξαναπήρε το μεγάλο δρόμο, κι αφού περπάτησε, δεν ξέρω
πόση ώρα, ξαναβγήκε πάλι στην Ομόνοια. Ανέβηκε την οδόν
Σταδίου, κι έφτασε πάλι στην Ακαδημία. Μπήκε τότε, πάλι, σ’
ένα τραμ. Αυτό το τραμ τραβούσε για το Φάληρο.
Έφτασε στο Παλιό το Φάληρο, χωρίς να ξέρει πώς. Το
βρήκε αλλαγμένο. Τρόμαξε να το γνωρίσει. Ένιωθε πως
πεινούσε. Μόλις όμως κάθισε σε μια μικρή εξέδρα, και
παράγγειλε, κατάλαβε πως δε μπορεί να φάει τίποτε.
Προσπαθούσε να γυρίσει στη ζωή – ένιωθε όμως πως δεν
ήταν δυνατόν.
Το μυαλό του γύριζε, χωρίς να σταματάει. Όλα τα χρόνια
που πέρασε στα ξένα, όλες οι περιπέτειες που είχε δοκιμάσει,
η μέθη των μεγάλων ταξιδιών, γύριζαν μπερδεμένα στο μυαλό
του, σα μια ταινία κινηματογράφου. Γύριζαν, μ’ ένα πλήθος
λεπτομέρειες, επίμονα, σκληρά, χωρίς διάλειμμα – σα μηχανή

[115]
που έσπασαν τα φρένα της, και πια δε θα μπορέσει να
σταθεί…
Σηκώθηκε μηχανικά, κι άρχισε να περπατεί στην άσφαλτο.
Είχε ξεχάσει τη βαλίτζα του, στη μικρή εξέδρα, και, μια στιγμή,
θέλησε να γυρίσει να την πάρει. Κι όμως εξακολούθησε το
δρόμο του.
Τράβηξε μόνος, μακριά, χωρίς ελπίδα, μ’ ένα μεγάλο άδειο
στην ψυχή, σα να μην είχε τίποτε κοινό με τους ανθρώπους,
από καιρό χαμένος για τους άλλους, χαμένος για τον ίδιον
εαυτό του, έρημος, καθώς τ’ άστρα στο διάστημα, μες στις
ιλιγγιώδεις τροχιές τους, που τα σιμώνουν, και τ’
αποχωρίζουν, χωρίς ελπίδα να συναντηθούν ποτέ…
Κατηφόρισε στην αμμουδιά. Τα πόδια του βάδιζαν με
δυσκολία μες στον άμμο.
Από πίσω ερχόταν ο θόρυβος των αυτοκινήτων που
περνούσαν. Κάποια γέλια δυνατά έσκασαν έξαφνα, δεξιά, στα
βάθη της ακρογιαλιάς – τα γέλια των άλλων των ανθρώπων,
που ζούσαν, και γελούσαν, και γλεντούσαν…
Ανέβηκε τότε σ’ ένα βράχο, και κοίταξε τη θάλασσα…

[116]
Ο ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ Ο ΒΡΑΝΑΣ ΚΙ Η ΓΚΑΦΑ ΤΟΥ

Ο Γιαννάκης ο Βρανάς ήταν ένα πολύ καλό παιδί —ένας


«άριστος» κι «ευφυέστατος» νέος, κατά την επίσημη
φρασεολογία των προϊσταμένων του, «πλήρης υποσχέσεων
δια το μέλλον»— και θα εξακολουθούσε να μένει τέτοιος, αν
δεν του συνέβαινε εκείνη η αλησμόνητη πανωλεθρία, τον
καιρό της δίκης του Καβάσιλα, που του χαντάκωσε οριστικά τη
φήμη και του ματαίωσε τη σταδιοδρομία… Ακούστε την αυτήν
την ιστορία και κρίνετε και μόνοι σας γι’ αυτό.
Ο Γιαννάκης μας λοιπόν, είχε αξιόλογα φυσικά προσόντα,
για να γίνει αστυνομικός: μάτι ψυχρό, παρατηρητικό,
διεισδυτικό σαν το τρυπάνι, γρήγορη αντίληψη των
λεπτομερειών, λογική φινέτσα απ’ τις σπάνιες, φαντασία
ψυχολογική — και, μαζί και τ’ απαραίτητο τσιμπούκι
κρεμασμένο στην κόχη των χειλιών —«σήμα κατατεθέν» όλων
των «ντέτεκτιβς»— και το εξίσου απαραίτητο κασκέτο… Είχε
όλα, δηλαδή, όσα χρειάζονται για ν’ αποβεί ο κυριότερος
μοχλός της αστυνομικής υπηρεσίας. Είχε όμως, —δυστυχώς
γι’ αυτόν— και το μυαλό του παραφουσκωμένο από λογής-
λογής διαβάσματα «αστυνομικής» φιλολογίας, απ’ της πιο
καλογραμμένης και λεπτής ως της χοντρής και λαϊκής, που
φιγουράρει με πολύχρωμα εξώφυλλα στις προθήκες των
καπνοπωλείων…

Κι αυτή η αδιάκοπη μελέτη, που του είχε πιπιλίσει το


μυαλό, τον είχε οδηγήσει στη σφαλερή ιδέα, πως, σε κάθε
[117]
εγκληματική υπόθεση, εκείνος που δείχνεται για ένοχος —
αυτός που τον βαραίνουν, μ’ άλλα λόγια, οι αδυσώπητες,
συντριπτικές ενδείξεις — δεν μπορεί ποτέ να είναι ένοχος —
αλλά πάντα κάποιος άλλος, ένας «Χ» που δεν τον υποπτεύεται
κανένας, και που πρέπει να βρεθεί με υπολογισμούς, όπως ο
«άγνωστος», μέσα σε μια εξίσωση…
Όλα τ’ αστυνομικά ρομάντσα, αυτό έχουν ως βάση της
πλοκής τους, κι αυτού στηρίζουν το ενδιαφέρον τους.
Ξεκινώντας απ’ αυτή τη βάση, που την είχε θέσει ως κανόνα
—και κανόνα σχεδόν χωρίς εξαίρεση— δεν περιοριζόταν σ’ ό,
τ ι έ β λ ε π ε, αλλ’ αγωνιζόταν να χτίζει υποθέσεις γ ύ ρ ω α π
ό κ ε ί ν ο π ο υ δ ε ν έ β λ ε π ε — και με την κατάχρηση, που
έκανε, της φαντασίας και της λογικής, να καταλήγει σε
παραλογισμούς…
Ήταν η αδιόρθωτη μανία του κι η αιτία της καταστροφής
του…
Κι ως την εποχή που λέμε, μπορεί να πει κανένας ότι τα
πράγματα πήγαιναν καλά. Καμπόσες υποθέσεις, στις οποίες
σαν ο ειδικότερος, είχε κληθεί να γνωματεύσει, είχαν
επισφραγίσει αυτή τη θεωρία και τον είχαν ενισχύσει στις
απόψεις του. Όλες, όμως, αυτές οι υποθέσεις, αφορούσαν
σχεδόν μικροκλοπές και δεν ήσαν σοβαρού ενδιαφέροντος. Το
μεγάλο έγκλημα, το συγκλονιστικό, με το βαθύ κοινωνικό
ενδιαφέρον, εξακολουθούσε να μην έρχεται… Κι ήταν, αυτός, ο
μυστικός καημός του, τ’ όνειρο και το ιδανικό της νεανικής
φιλοδοξίας του…
Το καρτερούσε μ’ όλη την καρδιά του, σαν τον Μεσσία του
επαγγελματικού θριάμβου του, και της οριστικής του
αναδείξεως…
Και ξαφνικά, ένα καλό πρωί, έσκασε η υπόθεση
«Καβάσιλα»! Να το «μεγάλο έγκλημα», που ονειροπολούσε!…
Ήταν κατά τα μέσα Ιουνίου. Εκείνη τη χρονιά παρετηρείτο,
ίσια-ίσια, μεγάλη έλλειψη γεγονότων συνταρακτικών: Ούτε ένα
«κίνημα» δεν είχε σκαρωθεί, ούτ’ ένα σκάνδαλο δεν είχε λάβει
χώραν! Απραξία σ’ ολόκληρο το μέτωπο… Οι εφημερίδες
κόντευαν να λυσσάξουν! Του κάκου μεγαλοποιούσαν και τα
πιο ασήμαντα συμβάντα του «παρθένου» αστυνομικού
δελτίου, με κεφαλαία γράμματα και τίτλους χτυπητούς! Η
μεγάλη «α τ ρ α ξ ι ό ν» τους έλειπε…

[118]
Κι η μεγάλη «ατραξιόν» τους ήρθε, σα λουκούμι! Ένα
έγκλημα ωμό και φρικαλέο, έπεσε σαν από μηχανής θεός να
τραντάξει τις απρακτούσες στήλες τους, τις διψασμένες για
μεγάλα γεγονότα: Σ’ έναν απόμερο συνοικισμό, είχε βρεθεί το
πτώμα μιας γυναίκας, κατακρεουργημένο και καμένο, σ’ ένα
μπαούλο, σε κάποια ρεματιά…
Αναστατώθηκε ο κόσμος όλος! Έρευνες επί τόπου,
ανακρίσεις, φωτογραφίες στις εφημερίδες, συγκλονιστικές
περιγραφές, τρεχάματα των δημοσιογράφων, συνεντεύξεις με
γειτόνους και γειτόνισσες, μ’ εισαγγελείς κι ιατροδικαστές,
αυτοψίες, νεκροψίες, υποψίες…
Η γυναίκα, που βρήκαν σκοτωμένη, αφού «διεπιστώθη η
ταυτότης» της, αποκαλύφθηκε πως είχε στενές σχέσεις με
κάποιο ξακουσμένο υποκείμενο, έναν έμπορο γνωστό
ναρκωτικών, απόφοιτο των φυλακών και μπράβο κάποιου
βουλευτή, απ’ τους ισχύοντας. Κι εξακριβώθηκε, από τις
μαρτυρίες, πως αυτό το κάθαρμα την εκμεταλλευόταν και πως
συνάμα την κακοποιούσε, της είχε κάνει τη ζωή σωστό
μαρτύριο —πράγμα που την είχε κάνει να του φύγει
επανειλημμένως— κι ότι κάθε φορά που ξαναγύριζε τη
φοβέριζε πως θα τη μαχαιρώσει. Το ‘λεγε σ’ ένα σωρό
γειτόνους, πως δεν θα γλίτωνε, μια μέρα, από το χέρι του…
Κι όταν το κάθαρμα εκείνο συνελήφθη, αρνήθηκε με τρόπο
κυνικό κάθε ενοχή σ’ αυτό το έγκλημα. Έγιναν, τότε κι άλλες,
νέες έρευνες — κι αποτέλεσμα αυτών των ερευνών, ήταν να
βρεθεί και το μαχαίρι, το μαχαίρι που την είχε πετσοκόψει,
μέσα στο ίδιο το σπίτι που καθόταν, πεταμένο στο πηγάδι της
αυλής…
Η ενοχή του ήταν αυταπόδεικτη: Ο Γιαννάκης όμως είχε
αντιρρήσεις…
— Όχι, φώναζε δεν είναι δυνατόν! Πρέπει να βρούμε τον Χ
της εξισώσεως…
Κι επειδή ο Γιαννάκης, λόγω του καλού του παρελθόντος,
είχε αποκτήσει κάποιο κύρος, έγινε κάποιος σχετικός
αντιπερισπασμός. Η ερεθισμένη κοινή γνώμη, που βοούσε
εναντίον του κακούργου, φρενάρισε το άχτι της, έπεσε,
ξαφνικά, σ’ αμηχανία, κι η αμηχανία της, στο τέλος, γύρισε σ’
ακράτητη συμπάθεια προς το «θύμα», δηλαδή προς τον
Καβάσιλα, που έπαιρνε τις διαστάσεις ήρωος, ήρωος και

[119]
μάρτυρος μαζί! Οι γυναίκες μάλιστα, κατασυγκινημένες, του
πήγαιναν στη φυλακή μπουκέτα και γλυκά…
Κι ο Καβάσιλας, σ’ αυτό το μεταξύ, παίρνοντας θάρρος απ’
τη μεταστροφή, διαμαρτυρόταν, μέρα-νύχτα, για τη
διασυρομένη του υπόληψη και την πασιφανή του αθωότητα, κι
απειλούσε γη και ουρανό (όρα και προστάτη δουλευτή, που το
κόμμα του βρισκότανε στα πράγματα…)
Κι έφτασε η μέρα της δίκης. Είναι περιττό να περιγράψουμε
την αγωνία, το ενδιαφέρον, τη συρροή του κόσμου και τα
ρέστα. Ο κόσμος —όπως γίνεται συνήθως— ήταν διαιρεμένος
σε δυο αντιμαχόμενες μερίδες φανατισμένες κι
αλληλοτρωγόμενες. Χάρις, όμως, στην τυφλή εμπιστοσύνη,
στη θεωρούμενη αλάθητη, ως τότε, γνώμη του καλού μας του
Γιαννάκη, οι «υποψίες» είχαν κερδίσει έδαφος και γενικά όλο
το δικαστήριο φαινόταν κάπως επηρεασμένο.
Έγινε η διαδικασία κι η εξέταση του πλήθους των
μαρτύρων. Ο Καβάσιλας καθόταν βλοσυρός, και πού και πού,
κάτι μούγκριζε στα δόντια του. Λες και κατακεραύνωνε τα
πάντα με το βλέμμα του. Οι φωτογράφοι, σκιτσογράφοι και
λοιποί, συναγωνιζόντουσαν ποιος ν’ απαθανατίσει την
κλασσική, τη ληστρική του μούρη, με τα τσιγκελωτά μαύρα
μουστάκια…
Μίλησε κι ο εισαγγελέας, αλλά με φανερή μετριοπάθεια.
Μίλησαν οι συνήγοροι (και πρώτος-πρώτος ο βουλευτής-
προστάτης, που ήτανε και δικηγόρος, αν και κάπως του
γλυκού νερού) και η δίκη προχωρούσε προς το τέλος — ο
Γιαννάκης, όμως, είχε γίνει άφαντος… Τρεις φορές τον κάλεσε
ο πρόεδρος και τις τρεις δε βρέθηκε στη σάλα…
Έστειλαν κλητήρες να τον βρουν, το ακροατήριο
ανυπομονούσε, ένορκοι και δικαστές βλεπόντουσαν αμήχανα,
ο πρόεδρος όλο ξεροκατάπινε, η δίκη κόντευε, σχεδόν, ν’
αναβληθεί… Δίκη «Καβάσιλα» δίχως το Γιαννάκη, δεν ήταν
δυνατόν να νοηθεί, καταντούσε σκάνδαλο σωστό!
Ξαφνικά, μπαίνει στη σάλα ο Γιαννάκης: Μαλλιά ανάστατα,
μάτια σκοτεινά, ύφος τρομερό Αποκαλύψεως. Ο κόσμος
παραμέριζε στο διάβα του, σαν να πρόβαλε το Πνεύμα της
Νεμέσεως…
Μέσα στην εναγώνια σιγή δικαστηρίου κι ακροατηρίου,
προχώρησε στη μέση της αιθούσης, και δίχως να μιλήσει
κανενός, κάρφωσε τα μάτια του στα μάτια ιού προέδρου.
[120]
Εκείνος άρθρωσε με κόπο μιαν ερώτηση.
— Σας καλέσαμε να δώσετε τη γνώμη σας για την υπόθεση
του κατηγορουμένου. Γιατί αργήσατε να παρουσιασθείτε
Ο Γιαννάκης εξακολουθούσε να τον κοιτάζει ασκαρδαμυκτί.
Κι έπειτα, ξαφνικά, έλυσε τη στυγνή του σιωπή, και με
φωνή βραχνή και σπηλαιώδη, πρόφερε αυτά τα λίγα λόγια:

—Κύριε πρόεδρε, κρατώ τον ένοχο! Θέλετε να σας τον


φανερώσω;
Κατάπληκτος ο πρόεδρος μουρμούρισε:
— Μα, παιδί μου, γι’ αυτό είμαστε εδώ, για να μπορέσουμε
να μάθουμε τον ένοχο!…
Επακολούθησε κι άλλη σιωπή! Οι καρδιές δε χτυπούσαν
πια. Και σε λίγο, μ’ αλλόκοτην ευφράδεια, βαριά, βροντώδης,
επιβλητική, ξανακούστηκε η φλογερή φωνή του Γιαννάκη:
— Κύριε δικασταί, κύριοι ένορκοι! Είχα αναλάβει την
ευθύνη, τόσο απέναντι υμών, όσο και απέναντι του σεβαστού
κοινού και με μια θεατρική χειρονομία, έδειξε τον κόσμο, (που,
κυριολεκτικά, τη στιγμή εκείνη κρεμόταν από τα χείλη του), να
φέρω λίγο φως, στη σκοτεινή υπόθεση που μας απασχολεί…
Είμαι ευτυχής που η εμπιστοσύνη σας με περιέβαλε με τόσες
προσδοκίες! Αυτό μου κέντρισε τον ζήλο τόσο ώστε, χάρις
στους ατρήτους κόπους μου και τη φυσικήν επιμονή μου, να
κατορθώσω να τις υπερβώ! Δεν σας φέρνω το λίγο, μόνο,
φως, που σας είχα, απ’ αρχής υποσχεθεί. Σας φέρνω κάτι πιο
πολύ — σας φέρνω την αλήθεια: Είναι ωμή και καταπληκτική,
και θα καταταράξει τους ανθρώπους! Αλλ’ αδιαφορώ για τις
συνέπειες…
Και ρίχνοντας το βλοσυρό του βλέμμα προς τον εισαγγελέα,
που καθόταν ενεός στην έδρα του, πρόφερε σε τόνο
σκοτεινότερο:
— Όσοι φοβούνται την αλήθεια, μπορούν ν’ αποχωρήσουν!
Αλλά όσο κι αν είναι ισχυροί κι όσο κι αν κατέχουν αξιώματα,
που πρέπει ο καθένας μας να σέβεται, δε θα μπορέσω να την
αποσιωπήσω! Όσο κι αν βρίσκονται ψηλά, θα τους
αποκαλύψω! Δεν θα με πτοήσει, σας το λέω, το κοινωνικό
ανάστημά τους! Θα κάνω το καθήκον μου, με θάρρος, ως το
τέλος…

[121]
Η αίθουσα πια αγωνιούσε. Κανένας δεν ετολμούσε να
μιλήσει. Ένα φτάρνισμα, τη στιγμή εκείνη θα προκαλούσε,
ασφαλώς τον πανικό…
Κι ο Γιαννάκης εξακολουθούσε, αμείλικτος,
μελοδραματικός:
— Θα κάνω το καθήκον μου με θάρρος, ως το τέλος, θ’
αποκαλύψω τη γυμνή αλήθεια, — κι ας πέσω θύμα της
ειλικρινείας μου! Και θ’ απαλλάξω τον άνθρωπο αυτόν, που
ταλαιπωρείται επί μήνες, τον άκακο και πράον αυτόν
άνθρωπο, που οι καταχθόνιοι δράσται αυτού του φόνου,
βάρυναν μ’ όλες τις ενδείξεις ενοχής, για να μπορέσουν να μας
αποπλανήσουν. (Και πάλι βλέμμα τρομερό προς τον
εισαγγελέα)… Αλλά η δικαιοσύνη αγρυπνεί! Το έγκλημα δε
μένει ατιμώρητο! Έστι δίκης οφθαλμός, ος τα πάνθ’ ορά!…
Και μέσα στην απερίγραπτη, τη γενική κατάπληξη, ο
Γιαννάκης έβγαλε απ’ το δεξί τσεπάκι του, κάποιο αντικείμενο
μικρό, και προχωρώντας θριαμβευτικά προς το μέρος του
εισαγγελέως, το σήκωσε ψηλά, μπροστά στα μάτια του…
— Το αναγνωρίζετε, πιστεύω, δεν είν’ έτσι; τον ρώτησε με
δυνατή φωνή.
Εκείνος έσκυψε, κρατώντας τα γυαλιά του, και το
περιεργάσθηκε, κάμποσην ώρα, άναυδος. Στο τέλος άπλωσε
το χέρι, το πήρε, το εξέτασε, το γύρισε απ’ όλες τις μεριές, και
φώναξε:
— Το κουμπάκι του μανικετιού μου!…
— Το κουμπάκι του μανικετιού σας! σάρκασε ο Γιαννάκης.
Το κουμπάκι του μανικετιού σας! Κι αυτό το πράγμα βρέθηκε
στον τόπο του εγκλήματος…
— Στον τόπο του εγκλήματος;! είπε ο εισαγγελέας, σαν
αποβλακωμένος…
Η γενική κατάπληξις είχε κορυφωθεί! Οι δικαστές είχαν
μείνει σαν αγάλματα, κι ο κόσμος όλος, γύρω, κάτω, πέρα, είχε
μείνει μ’ ανοιχτό το στόμα…
— Ναι, βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος, σε μια μικρή
λακκούβα του πατώματος! Βρέθηκε εκεί, για να μας φανερώσει
το χέρι που έκανε το έγκλημα!…
Σύγχυση τρομερή επακολούθησε! Ο κόσμος είχε σηκωθεί
ορθός, ο εισαγγελέας κάτι φώναζε, ο πρόεδρος χτυπούσε το
κουδούνι, ο Γιαννάκης, έξαλλος, φρενήρης, κατακόκκινος, κάτι
φώναζε κι αυτός, χωρίς ν’ ακούεται…
[122]
Όταν έγινε κάποια ησυχία, ο πρόεδρος μουρμούρισε με
τόνο αυστηρό:
— Θαρρώ, παιδί μου, πως δεν είσαι στα καλά σου!…
Μα ο Γιαννάκης είχε πάρει δρόμο.
— Οι επιτόπιες έρευνες μου, ωρύετο, συνδυαζόμενες με
μερικές «συμπτώσεις» —κι αυτό το «συμπτώσεις», το
τονίζω— με οδήγησαν σε μερικές υπόνοιες, που κάθε νέο
γεγονός, αντί να ελαττώνει, ενίσχυε και σταθεροποιούσε…
Σήμερα βρίσκομαι, μπροστά στη βεβαιότητα! Η ανακάλυψις
εκείνου του κουμπιού, υπήρξε για μένα αποκάλυψις! Όσο
τερατώδες κι αν φαίνεται το πράγμα, οι συλλογισμοί μου δε μ’
απάτησαν…
Και μ’ έξαρση άρχισε ν’ αναλύει τη σειρά όλων των
συλλογισμών, που τον είχαν οδηγήσει στο συμπέρασμα, ότι ο
εισαγγελέας, ήταν ένοχος! Και το μόνο που δεν παραδεχόταν,
ήταν πως το πειστήριο-κουμπάκι είχε πέσει, ίσως, απ’ το χέρι
του, όταν όλοι οι δικαστικοί, όλοι οι διάφοροι αρμόδιοι, άλλοι
κατά καθήκον, κι άλλοι από γενικότερο επαγγελματικό
ενδιαφέρον, είχαν τρέξει να επισκεφθούν το σπίτι του
εγκλήματος, κι είχαν κάνει έρευνες και αναπαραστάσεις για να
υποστηρίξουν, καθένας, τις απόψεις του, και είχαν σκύψει
επανειλημμένως, και είχαν περπατήσει με τα τέσσερα, για να
βρουν και για να δουν αποτυπώματα, με σύνεργα και φακούς
στο χέρι…
Αυτό το ενδεχόμενο, το τόσο φυσικό, του φαινόταν τόσο
απλό κι ευκολονόητο, λογικής τόσο χονδροειδούς, που για
έναν αστυνομικό με όσφρηση, καταντούσε σκάνδαλο να το
υιοθετήσει! Κι αυτός ζητούσε, διαρκώς, «πίσω από τα
φαινόμενα», κάτι το ασυνήθιστο, το συνταρακτικό, το
εξεζητημένο, το περίπλοκο… Και το άλλο, που, επίσης, δεν
δεχόταν, ήταν η ολοφάνερη για όλους, ενοχή του
κατηγορουμένου…
Τώρα, τι σχέση μπορούσε να υπάρχει, μεταξύ του φτωχού
εισαγγελέως και του υποτιθεμένου θύματός του, μόνο του
Γιαννάκη το μυαλό ήταν ικανό να σοφιστεί! Και είχε πλάσει, γι’
αυτό, ο αθεόφοβος, ένα μυθιστόρημα ολάκερο, μ’ έρωτες, με
μίση, μ’ απιστίες, με σκοτεινά κι ανομολόγητα συμφέροντα, με
μυστηριώδεις συναντήσεις, — που μπροστά του, ασφαλώς, θα
ωχριούσαν όλα τα λαϊκά μυθιστορήματα της συνοικίας και των
περιπτέρων…
[123]
Ο Καβάσιλας, όλ’ αυτά τα πράγματα, τα παρακολουθούσε
μ’ ένα ύφος σαρκασμού και υπερτάτης θυμηδίας, ύφος
ανθρώπου που διασκεδάζει, — αλλά συγχρόνως και μ’ ένα
βαρύ ύφος πληγωμένης αξιοπρεπείας…
Κι όταν άκουσε τη φράση του Γιαννάκη:
— Όσο για το πτωχό κι αξιολύπητο θύμα της υποθέσεως
αυτής, μόνον οίκτος απέραντος χωρεί! Η στάσις του, η
συμπεριφορά του, το αποβλακωμένο του το βλέμμα, αυτός ο
τρόπος που μας ατενίζει, μαρτυρούν περί της ανευθύνου
διανοητικής του καταστάσεως! Πρόκειται περί ράκους
ανθρωπίνου, περί ακάκου κι αβλαβούς ανθρωπαρίου, ίσως
αποκρουστικού στη θέα — αλλά, κατ’ ουσίαν ακινδύνου και
τελείως ανικάνου να πειράξει, έστω και το μικρότερο ζωύφιο…

Όταν άκουσε, λοιπόν, αυτά τα λόγια, πετάχτηκε ολόρθος


από τη θέση του, σαν ταύρος εξαγριωμένος, κι έκανε να
χυμήξει καταπάνω του — κι αν δεν έπεφταν οι άλλοι δίπλα
του, θα τον είχε κάνει κομμάτια…
— Ρε συ, του φώναξε, τυφλωμένος από το κακό του, για
ποιον τα λες, αυτά, ρε;! Ξέρεις τι σου κάνω εγώ, ρε;! Στο πι και
φι σου το στρίβω το λαρύγγι, ό π ω ς τ ο ‘σ τ ρ ι ψ α κ α ι τ η ς
σ υ χ ω ρ ε μ έ ν η ς…

***
Τέτοιο ήταν το άδοξο το τέλος της σταδιοδρομίας του
Γιαννάκη! Η φράση «σαν τη γκάφα του Γιαννάκη», έμεινε
χρόνια στις εφημερίδες… Κι ο ίδιος, πικραμένος από τότε, κι
εντελώς απογοητευμένος, αποσύρθηκε στον τόπο που
γεννήθηκε και τελείωσε την αφανή ζωή του, κάνοντας το
δημοσιογράφο σε κάποιο φύλλο επαρχιακό…

[124]
Ο ΔIΑΛΑΛΗΤΗΣ

Γλυκοχαράματα ήτανε — κι ο Λύκαμβος, ακουμπώντας στο


χοντρό ραβδί του, τράβηξεν ίσα κατά τη βουνοκορφή.
Και σαν έφτασε στην πλιο ψηλή κορφή κι είδε τον Ήλιο —
σα θάμα— μέσ’ απ’ το πέλαο ν’ αναδίνει, — η ψυχή του
αναγάλλιασεν από μιαν άφραστην αποθυμιά.
Έλυσε τις πόρπες της χλαμύδας και γυμνώθηκε, κι
υψώνοντας τα χέρια ωσάν σε δέηση, απόμεινεν έτσι ομπρός
στ’ αυγινό φως του ήλιου· και το φως του ήλιου περπάτησεν
απάνου στο κορμί του, και στα μπράτσα του απάνου
πλανήθηκε, και τ’ άσπρα στήθια του άγγιξε, και στα πόδια του
τα ολόγυμνα πλέχτηκεν ωσάν φίδι.
Και γιόμισε Φως από πάνου ίσαμε κάτου, κι απ’ του
κορμιού του το χνούδι ως το βαθύτερο «Είναι» του, γιόμισε
Φως.
Και το μυαλό του μονομιάς φωτίστηκε, κι έμαθεν όλα τα
πράματα, — και πλια δεν ήτανε για Κείνον ούτε σκοτάδι, ούτε
«γιατί».
Έμεινεν έτσι —Θεός κι ασάλευτος— ομπρός στο ηλιόφωτο
ίσαμε το δείλι, κι ύστερα, σαν έπεσεν ο ήλιος, πήρε πάλε το
τρίστρατο και βγήκε στον ανοιχτό κάμπο.

Κι έφτασεν αργά στην Πολιτεία, σαν ανάφτανε τα φώτα.


Νύχτα ήτανε —που ο κόσμος όλος μαζωνότανε στην αγορά.
Και φώναξε τα πλήθη οπού περπάταγαν, και τα πλήθη
οπού γλεντούσαν, κι έτσι τους μίλησε — με τα λόγια ετούτα:
[125]
— Φέρνω το Φως του Ήλιου στο κορμί μου, φέρνω το Φως
του Ήλιου κι ελάτε ναν το ιδείτε, πόσο φεγγοβολάει μες το
βαθύ σκοτάδι…
Κι όλοι φωνάξανε με μια φωνή:
— Ναν το ιδούμε, δείξε μάς το, ναν το ιδούμε…
Και Κείνος έλεγε:
— Φέρνω το Φως του Ήλιου, κι ο Ήλιος είναι μέσα μου, και
για μένα πλια δεν είναι ούτε σκοτάδι, ούτε «γιατί». Ελάτε ναν
το ιδείτε, πόσο φεγγοβολάει, μες το βαθύ σκοτάδι…
Κι όλοι φωνάξανε με μια φωνή:
— Ναν το ιδούμε, δείξε μας το, ναν το ιδούμε…
Και σαν είδε πως ο πόθος για του κορμιού του το Φως
ήτανε φουντωμένος σ’ όλες μέσα τις ψυχές, έλυσε τις πόρπες
της χλαμύδας και γυμνώθηκεν ομπρός στα πλήθη.
Και το κορμί του ωσάν λαμπάδα φεγγοβολούσε μες το βαθύ
σκοτάδι…
Κι όλοι μπήξανε τις φωνές:
— Είναι Μάγος — διώχτε τόνε — είναι Μάγος· ήρθε σε μας
για να μας ξεπλανέψει· από το Πονηρό είναι σταλμένος…
Και τόνε πετροβολήσανε.
Και Κείνος πήρε τα σοκάκια, και βγήκεν όξω στους αγρούς,
— κι ούτ’ ένα δάκρυο δε στάλαξε απ’ τα μάτια του.

Κι ύστερ’ από ‘να χρόνο — την ίδια μέρα (βαθιά νύχτα


ήτανε), ακουμπώντας στο χοντρό ραβδί του, πήρε το δρόμο
τον παλιό κι ανέβη στη βουνοκορφή.
Και σαν έφτασε στην πλιο ψηλή κορφή, κι είδε το Φεγγάρι
να γέρνει απάνου στη θάλασσα,— η ψυχή του αναγάλλιασεν
από μιαν άφραστην αποθυμιά.
Κι έλυσε τις πόρπες της χλαμύδας, και γυμνώθηκε, κι
υψώνοντας τα χέρια ωσάν σε δέηση, απόμεινεν έτσι ομπρός
στ’ ώριο φως· και το φως του φεγγαριού περπάτησεν απάνου
στο κορμί του, και στα μπράτσα του απάνου πλανήθηκε, και τ’
άσπρα στήθια του άγγιξε, και στα πόδια του τα ολόγυμνα
πλέχτηκεν ωσάν κισσός.
Και γιόμισεν Αγάπη από πάνου ίσαμε κάτου, κι απ’ του
κορμιού του το χνούδι ως το βαθύτερο «Είναι» του, γιόμισεν
Αγάπη.

[126]
Κι η καρδιά του μονομιάς φωτίστηκε, κι απόλαψεν όλα τα
πράματα, — και πλια δεν ήτανε για Κείνον ούτε πίκρα, ούτε
καημός.
Έμεινεν έτσι — Θεός κι ασάλευτος — ομπρός στο
σεληνόφωτο ίσαμε τη χαραυγή, και, σαν ήρθε η χαραυγή,
πήρε πάλε το τρίστρατο και βγήκε στον ανοιχτό κάμπο.
Κι έφτασε πρωί στην Πολιτεία, την ώρα οπού τα φώτα
σβήνουνταν. Μέρα ήτανε που ο κόσμος όλος μαζωνότανε στην
αγορά.
Και φώναξε τα πλήθη οπού περπάταγαν, και τα πλήθη
οπού κοιμόντουσαν, κι έτσι τους μίλησε — με τα λόγια ετούτα:
— Φέρνω την Αγάπη στο κορμί μου, φέρνω την Αγάπη· κι
ελάτε ναν το ιδείτε, πόσο μοσκοβολάει μες τ’ αυγινό αγεράκι…
Κι όλοι φωνάξανε με μια φωνή :
— Ναν το ιδούμε, δείξε μας το, ναν το Ιδούμε…
Και Κείνος έλεγε:
— Φέρνω την Αγάπη, κι η Αγάπη είναι μέσα μου, και για
μένα πλια δεν είναι ούτε πίκρα, ούτε καημός. Ελάτε ναν το
ιδείτε, πόσο μοσκοβολάει μες τ’ αυγινό αγεράκι…
Κι όλοι φωνάξανε με μια φωνή :
— Ναν το ιδούμε, δείξε μάς το, ναν το ιδούμε…
Και σαν είδε πως ο πόθος για του κορμιού του την Αγάπη,
ήτανε φουντωμένος σ’ όλες μέσα τις ψυχές, έλυσε τις πόρπες
της χλαμύδας και γυμνώθηκεν ομπρός στα πλήθη.
Και μιαν ευωδιά χύθηκε μες τον αγέρα, σάμπως από χίλια
του μαγιάπριλου τριαντάφυλλα.
Κι όλοι μπήξανε τις φωνές:
— Είναι Μάγος — διώχτε τόνε— είναι Μάγος· ήρθε σε μας
για να μας ξεπλανέψει· από το Πονηρό είναι σταλμένος…
Και τόνε πετροβολήσανε.
Και Κείνος πήρε τα σοκάκια, και βγήκεν όξω στους αγρούς,
— κι ούτ’ ένα δάκρυο δε στάλαξε απ’ τα μάτια του.
Και σαν πέρασε κι ο δεύτερος ο χρόνος — την ίδια μέραν,
— ακουμπώντας στο χοντρό ραβδί του, πήρε το ίδιο μονοπάτι
και βγήκε σε μιαν άγνωστη γη.
Καρποί πρωτογνώριστοί κρεμόντουσαν απ’ τα κλαριά κι ο
χυμός τους ήτανε γλυκός και δροσερός· μια μουσική ανέβαινε
απ’ το δάσος κι από μπροστά του συχνοδιάβαιναν σκιές.

[127]
Και μια γυναίκα βγήκε ναν τόνε δεχτεί· λουλούδια πορφυρά
περασμένα στα μαλλιά της — και τα μαλλιά της ήτανε σαν τις
οχιές.
Άσεμνο γέλιο έσκιζε στα δυο τ’ άλικο χείλι της, και τα στήθια
της ήτανε ξεγυμνωμένα.
Κρασί μύριζεν η ανάσα της — κρασί και λαγνεία.
Κι απ’ το χέρι τον επήρε, κι ένας ίμερος βαθύς πέρναγε απ’
τα μάτια της, ωσάν τρεμούλιασμα νερού σε πουλιού φτερούγα.
— Έλα με μένα, του λέει.
Και μπήκανε σε μια σπηλιά μέσα· και το τ’ είδανε τα μάτια
του, και το τι άκουσαν τ’ αυτιά του, και το κορμί του το τι άγγιξε
— μυστήριο και σιωπή.
Πέντε χρόνια μες τη σπηλιάν επέρασε, κι ύστερα, ξάφνω,
μια βραδιά, βγήκεν όξω και τράβηξε κατά την Πολιτεία.
Ηλιοβασίλεμα ήτανε — κι ο κόσμος μαζωμένος στην αγορά.
Κι όθε διάβαινε, ο κόσμος τη δουλειά του παράταγε κι
ερχόντανε από πίσω του…
Και βγήκανε όλοι ναν τον ιδούνε: άντρες, γυναίκες και
παιδιά, όλοι βγήκανε ναν τον ιδούνε.
Μια κορόνα φόραγεν από χρυσάφι καθαρό κι έναν κόκκινο
μανδύα μ’ ασημένιες πούλιες. Σα Βασιλιάς περπάταγε κι
έσερνε πίσω του τ’ ασκέρι.
Και σαν έφτασε στην αγορά, σε μια κολόνα απάνου ανέβη,
κι έτσι μίλησε — με τα λόγια ετούτα:
— Φέρνω σας το Χρυσάφι και την Απόλαψη και τη Σάρκα
και το Κρασί. Την Ατιμία και την Ανομία και τις Εφτά Αμαρτίες,
κι ό,τι γλυκό και πρωτογνώριστο, —κι ό,τι γλυκό· στο κορμί
μου απάνου το φέρνω κι άλλο τίποτα δεν είναι απάνου στο
κορμί μου …
Κι όλοι φωνάξανε με μια φωνή:
— Ναν το ιδούμε, δείξε μάς το, ναν το ιδούμε.
Και Κείνος έλεγε:
— Την Ατιμία και την Ανομία και τις Εφτά Αμαρτίες, κι ό,τι
γλυκό και πρωτογνώριστο· στο κορμί μου όλα τα φέρνω κι
άλλα ακόμα οπού δε λέγουνται, κι άλλα ακόμα οπού δε
γίνουνται· και το κορμί μου είναι χρυσάφι,— το κορμί μου από
χρυσάφι…
Κι όλοι φωνάξανε με μια φωνή:
— Ναν το ιδούμε, δείξε μάς το, ναν το ιδούμε…

[128]
Και σαν είδε πως ο πόθος για του κορμιού του το χρυσάφι
ήτανε φουντωμένος σ’ όλες μέσα τις ψυχές, έλυσε τις πόρπες
της χλαμύδας και γυμνώθηκεν ομπρός στα πλήθη.
Και το κορμί του ήτανε μαύρο πίσσα· κι ένα θάμπωμα, και
μια γοητεία βαθιά έβγαιναν από μέσα του.
Κι όλοι μπήξανε τις φωνές:
— Ο Μεσσίας, αυτός είν’ ο Μεσσίας· ήρθε σε μας για να μας
φωτίσει και τον ίσο δρόμο να μας δείξει· απ’ τον Θεό είναι
σταλμένος…
Και τόνε προσκυνήσανε.
Και καθώς ήτανε όλοι πεσμένοι και σκυφτοί μπροστά του,
εκείνος κατέβηκε από την κολόνα, και πήρε τα σοκάκια, και
βγήκεν όξω, στους αγρούς, — κι ένα δάκρυο πικρό κύλησεν
απ’ τα μάτια του.
Κι έσκισε τον κόκκινο μανδύα και την κορόνα σύντριψε στα
βράχια, κι έπεσε χάμου κι έτσι προσευχήθηκε:
— Με τις αχτίδες σου ήμουνα ντυμένος, ω Ήλιε, και με
πετροβολήσανε· και με την Αγάπη σου, ω Φεγγάρι, και με
πετροβολήσανε· και τώρα που ήρθα βουτημένος στην
Αμαρτία, με τη σάρκα σημαδεμένη από το Πονηρό — ω! γιατί,
ω! γιατί με προσκυνάνε;
Μα ο Ήλιος αργά βασίλευε — κι ούτε τ’ αποκρίθηκε.
Και το Φεγγάρι τράβηξε το δρόμο του…

[129]
Ο ΔΕΚΑΤΟΣ ΕΚΤΟΣ

Η επιγραφή του λεωφορείου έλεγε:

ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΘΗΜΕΝΩΝ ΕΠΙΒΑΤΩΝ 15.

Κι ήταν, αλήθεια, ίσα-ίσα, δεκαπέντε όλοι-όλοι, καθισμένοι,


ο καθένας και στη θέση του —δεκαπέντε, ίσα-ίσα, επιβάτες—
εκτός απ’ τον σοφέρ, κι απ’ τον εισπράχτορα — τυλιγμένοι
όλοι στα παλτά τους. Ήταν καθισμένοι ήσυχα στις θέσεις τους,
άλλος με μιαν εφημερίδα ανοιγμένη, κι άλλος κοιτώντας όξω,
στο σκοτάδι. Ήταν ακόμα και δυο-τρεις, που είχαν
αποκοιμηθεί, και τιναζόντουσαν μονάχα, πού και πού, στ’
απότομα και κούφια ξεβροντήματα του νυχτερινού
λεωφορείου, κάθε φορά που βούλιαζε στα ξαφνικά χαντάκια…
Κι όμως εκείνος ένιωθε πως ήταν κι άλλος ένας —ένας
παραπανήσιος επιβάτης— κι ας μην φαινόταν από πουθενά…
Πού να ήταν τάχα καθισμένος, ώστε να μην τον έχει δει κανένα
μάτι, κι ούτε κανένας να τον πάρει μυρουδιά; Να ήταν δίπλα
στο σοφέρ —ή στο μικρό σκαμνάκι, στο διάδρομο, μεταξύ
παράθυρου και πόρτας; Ίσως, όμως, να στεκότανε κι ορθός,
και να γλιστρούσε μέσ’ απ’ τα καθίσματα —ή να ήταν
στριμωγμένος στη γωνιά, ώστε να μην τον βλέπει ούτε κι ο
εισπράχτορας, και να του γυρέψει εισιτήριο, όπως έκανε στους
άλλους επιβάτες…

[130]
Κι όμως εκείνος ήταν τώρα μέσα, κρυμμένος κάπου, σαν
ένας λωποδύτης —κι ας μην τον είχε δει κανένα μάτι, κι ας μη
μάντευε κανείς την παρουσία του…
Οι άλλοι επιβάτες ήταν ήσυχοι, και κάπνιζαν με τέμπο το
τσιγάρο τους—κι άλλος διάβαζε μες στην εφημερίδα, κι άλλος
είχε γύρει νυσταγμένα, κι ακουμπούσε στο τζάμι το κεφάλι.
Όλοι νύσταζαν μες στο λεωφορείο, κι όλοι νοσταλγούσαν το
κρεβάτι. Η ώρα ήταν περασμένη —κι ο καθένας γύριζε στο
σπίτι του, στη μακρινή εκείνη συνοικία, κουρασμένος απ’ τους
κόπους της ημέρας, και μη βλέποντας, μες στη βαριά του
νύστα, παρά πώς να φτάσει γρηγορότερα…
Ο δρόμος ήταν έρημος και μαύρος, κι έπεφτε μια ψιλή-ψιλή
βροχούλα. Μέσ’ απ’ τα πιτσιλισμένα τζάμια, περνούσαν
κάποια φώτα μακριά, σαν αστερισμοί φανταστικοί, στο
σκοτεινό το φόντο της νυχτός. Πού και πού, στο τρέξιμο του
δρόμου, σε διαστήματα σχεδόν κανονικά, κάποιο ηλεκτρικό,
πιο κοντινό, έριχνε την ξαφνική του λάμψη, και φώτιζε τα
νυσταλέα πρόσωπα, με τις χλομές του, νεκρικές ανταύγειες,
που περπατούσαν και χοροπηδούσαν, κι έσβηναν πάλι στο
βαθύ σκοτάδι, σα να τις τραβούσε κάποιο χέρι…
Εκείνος, όμως, φαίνεται δε νύσταζε, κι άλλαζε θέση κάθε
τόσο, μες στο βιαστικό λεωφορείο, που κατρακυλούσε μες στη
νύχτα, και σκόνταβε στις πέτρες, και πηδούσε, στα
χιλιοχτυπημένα λάστιχά του… Κι ο σοφέρ, κι εκείνος ήταν
νυσταγμένος, τώρα, σα δαιμονισμένος, το τελευταίο
δρομολόγιό του…
Όμως εκείνος ο κρυμμένος επιβάτης, φαίνεται να μη
νύσταζε καθόλου. Τριγυρνούσε μέσ’ απ’ τα καθίσματα, και τον
ένιωθε, με μάτια στυλωμένα, να κοιτάζει προς τα μακρινά του
δρόμου. Έσκυβε σαν άνθρωπος, μ’ όλη την προσοχή του
τεταμένη, που παραμονεύει τη στιγμή, και περιμένει κάτι να
συμβεί. Του φαινόταν πως ένιωσε στο σβέρκο του, την ανάσα
της ανυπομονησίας του, και το μυστικό λαχάνιασμά του! Κι
απορούσε πάντα, πώς οι άλλοι δεν τον είχαν πάρει, ακόμα,
μυρουδιά… Άρχισε, τότε, να κοιτάει τους άλλους επιβάτες
έναν-έναν. Δίπλα του ήταν καθισμένος ένας άνθρωπος
κοντόχροντρος, με κίτρινα γυαλιά. Φαινόταν σα δημόσιος
υπάλληλος. Τα δάχτυλά του ήταν τριχωτά, και φορούσε μια
μεγάλη βέρα. Έμοιαζε μισοκοιμισμένος. Το καπέλο του ήταν,
και κείνο, γερμένο στο πλευρό. Κάθε λίγο, καταλάβαινε πως
[131]
κόντευε να κοιμηθεί—τον ένιωθε που βάραινε στο μπράτσο
του— και τιναζόταν, και γυρνούσε το κεφάλι, και τον
κρυφοκοιτούσε, μην τυχόν και κατάλαβε τη νύστα του, που δεν
ταίριαζε στη σοβαρή του θέση. Αυτός ο άνθρωπος έμοιαζε
τόσο ήσυχος κι αμέριμνος, τόσο στρογγυλοκαθισμένος στη
ζωή, που δεν ήταν ικανός ν’ ανησυχήσει, παρά μονάχα για την
ώρα του γραφείου του, ή για τη μέρα του μισθού του… Απ’ την
άλλη τη μεριά των καθισμάτων, καθόταν ένας νέος, μ’
ανασηκωμένο το γιακά, που διάβαζε μες στην εφημερίδα.
Βαστούσε το τσιγάρο του στα χείλη, κι η στάχτη έπεφτε στο
πέτο του παλτού του, τόσο ήταν απορροφημένος. Έμοιαζε
μάλλον δημοσιογράφος —ίσως και φοιτητής της Νομικής. Δε
σήκωνε τα μάτια του διόλου, κι όταν ο εισπράχτορας ήρθε για
να του πάρει εισιτήριο, άπλωσε μηχανικά το χέρι, δίχως να
γυρίσει το κεφάλι.
Από πίσω του καθόντουσαν δυο γέροι, χωρίς κολλάρο, με
τριμμένα ρούχα, κι ο ένας έβηχε, σα να ‘χει παραπιεί. Πού και
πού άλλαζαν καμιά κουβέντα κουρασμένη, και βυθιζόντουσαν
ξανά στη σιωπή τους. Έμοιαζαν να γυρνούσαν από γλέντι, και
να τους είχε σκοτεινιασμένους το κρασί. Πιο πίσω ήταν άλλοι
δυο πολίτες, κι αντίκρυ, πάλι, μια γριά μ’ ένα παιδάκι, κι ένας
ναύτης πολύ μελαχρινός. Τους παραπίσω δε μπορούσε να
τους δει.
Τόσος κόσμος στο λεωφορείο, και κανείς να μην το πάρει
μυρουδιά, τον υπεράριθμο εκείνον επιβάτη, που σερνότανε με
τρόπο στις γωνιές, και γλιστρούσε μεσ’ απ’ τα καθίσματα,
παραμονεύοντας και ‘γω δεν ξέρω τι… Τόσος κόσμος, και να
μην τον έχει δει, να πλησιάζει στη θέση του σοφέρ, και να
σκύβει, να σκύβει, να κοιτάζει στη μικρή περιοχή του δρόμου,
τη φωτισμένη απ’ τους προβολείς, σα να καραδοκούσε τη
στιγμή, να καρτερούσε κάποιαν ευκαιρία —κι αυτή η ευκαιρία
ν’ αργούσε να δοθεί, και να βιαζόταν, και ν’ αδημονούσε…
Είχαν περάσει τη μεγάλη γέφυρα, κι ο δρόμος είχε γίνει πιο
στρωτός. Είχαν σταματήσει τα βουλιάγματα, τα συνεχή κι
επίμονα τινάγματα και τα στραβοπατήματα του χαλασμένου
δρόμου. Το λεωφορείο κυλούσε μαλακά, και δυνάμωνε, τώρα,
την τρεχάλα του, για να κερδίσει τη χαμένην ώρα. Κι ο μικρός
εισπράχτορας, και κείνος νυσταγμένος, είχε κάτσει τώρα στο
σκαμνάκι κι είχε γείρει το κεφάλι στον αγκώνα. Η πολιτεία
ήταν, τώρα, μακριά, και τα πυκνωμένα της τα φώτα, είχαν
[132]
μαζευτεί κοντά-κοντά, σαν ένας μικρούλης γαλαξίας, στο
σκοτεινό κι ακίνητον ορίζονται. Μιαν άχνα φωτεινή, σαν
καταχνιά, ήταν απλωμένη αποπάνω. Όλα τ’ άλλα ήταν
κατασκότεινα και καταποντισμένα, μέσα στη νύχτα. Μια
στιγμή, σε μιαν ανηφοριά, τα λεωφορείο έκοψε τη φόρα του, κι
έπειτα σταμάτησε ολότελα. Ο σοφέρ άνοιξε το τζαμάκι, κι είπε
στον εισπράχτορα να τρέξει για μπενζίνα. Ο μικρός κατέβηκε,
και χάθηκε για λίγο. Τη στιγμή εκείνη, ενώ περίμεναν να φέρει
τη μπενζίνα, κι οι επιβάτες ανυπομονούσαν, ένιωσε, δίχως να
μπορεί να πει γιατί, πως κι ο «άλλος» είχε κατεβεί, αόρατα κι
αθόρυβα, και πήγε μες στα σκοτεινά, και κοίταζε το δρόμο.
Τον-ένιωθε να ψάχνει με τα μάτια, σαν κατάσκοπος και σαν
ανιχνευτής, τεντώνοντας στη σιωπή τ’ αυτί του, σα να ‘θελε να
κάνει αναγνώριση… Η βροχή τώρα είχε σταματήσει, κι
έπεφταν μόνο μερικές ψιχάλες, πού και πού. Στο μικρό
κομμάτι που φαινόταν, ο δρόμος γυάλιζε, σκούρος και
βρεγμένος, σαν ένας απλωμένος μουσαμάς. Ήταν, εδώ και κει,
κάποιες λακκούβες, γιομάτες μαύρα, στάσιμα νερά, σαν
τέλματα μικρά, και σα λιμνούλες. Όλα τ’ άλλα, γύρω και ψηλά,
ήταν βυθισμένα στο σκοτάδι. Κι ο μικρός, σε λίγο, ξαναγύρισε
και το λεωφορείο πήρε δρόμο…
Για μια στιγμή φαντάστηκε πως ο «άλλος» μπορεί να ‘μεινε
κι απόξω. Αλλά, σε λίγο, τον κατάλαβε και πάλι, να τριγυρίζει
στο λεωφορείο. Άκουσε πάλι τη βραχνή του την ανάσα, το
κούφιο και μουγγό περπάτημά του. Τώρα τον ένιωθε στο πλάι
του σοφέρ. Πώς ο σοφέρ δεν αισθανόταν τ’ άγγιγμά του, και
βαστούσε το τιμόνι τόσο ήσυχα; Τόσο τυφλοί ήταν όλοι, εκεί
μέσα, τόσο τυφλοί και τόσο νυσταγμένοι, ώστε ν’ αγνοούν την
παρουσία του, και να κυκλοφορεί απαρατήρητος, και να
σκύβει να κοιτάζει μέσ’ στα τζάμια, σχεδόν ακουμπώντας στα
καθίσματα, στο μικρό χώρο του λεωφορείου;…
Όταν πέρασαν και τη μικρούλα γέφυρα, από σιγά, που
περπατούσε μέχρι τώρα, το λεωφορείο, ξαφνικά, αύξησε πάλι
την ταχύτητά του. Είχαν κάνει πιο πολύ απ’ τα μισά του
δρόμου, κι είχαν μπει στο τελευταίο χιλιόμετρο. Tώρα οι
περισσότεροι κοιμόντουσαν στ’ αλήθεια. Είχαν αποκάνει στα
τραντάγματα, και τ’ ομαλό το τρέξιμο τους είχε νανουρίσει. Ως
κι ο χοντρός, που, τόσην ώρα, δίπλα του, πάλευε,
κουτουλώντας, με τη νύστα, είχε ξεχάσει την αξιοπρέπειά του,
κι είχε γείρει ολότελα στον ώμο του, κι ανάσαινε βαριά, σα να
[133]
ροχάλιζε. Μόνον εκείνος, μ’ όλη του την κούραση, είχε μείνει
με τα μάτια διάπλατα, και παρακολουθούσε την τρεχάλα, μ’
ένα χτυποκάρδι ασυνήθιστο. Είχε στημένη τη ματιά του στο
σκοτάδι, και ξεροκατάπινε, κι ένιωθε στην πλάτη του,
παράξενα, σαν την κρυάδα της καταστροφής! Πολλές φορές,
ως τώρα, στις τρεχάλες, είχε νιώσει ένα τέτοιο αίσθημα, αλλά
ποτέ τόσο βαθύ και δυνατό… Του φαινόταν, κάθε
δευτερόλεπτο, πως βάδιζαν, γραμμή, σε κάποιαν άβυσσο, και
δεν υπήρχε τρόπος πια να σταματήσουν…
Κοίταξε πάλι γύρω του, με τρόμο. Ήθελε να φωνάξει στο
σοφέρ, άλλα δε μπορούσε να μιλήσει. Ένας κόμπος ήταν μέσα
στο λαιμό του, και μια ντροπή, μαζί, γι’ αυτό που ένιωθε.
Συλλογίστηκε, για μια στιγμή, το σπίτι του, τη γριά του μάνα,
τα παιδιά του. Τα είδε, με τα μάτια της ψυχής του, να
κοιμούνται μες στα κρεβατάκια τους, ξένοιαστα κι ανίδεα της
τύχης του, κι ένας απερίγραπτος καημός και σπαραγμός,
λόγχισε το νου και την καρδιά του… Ένιωθε πως πλησίαζε σε
κάτι φοβερό, σε κάτι τρομερό κι ανεπανόρθωτο —σε κάτι το
μοιραίο κι αναπόφευκτο, που τον περίμενε, κρυμμένο στο
σκοτάδι— και πως ό,τι να ‘κανε, μ’ όποια φωνή κι αν φώναζε,
δε θα μπορούσε πια να το γλιτώσει… Και μια στιγμή που
κοίταζε μπροστά του, με βαστημένη την αναπνοή, μες στην
παραζάλη του μυαλού του, ένα φως του χτύπησε στα μάτια,
ένα φως σκληρό και δυνατό, σαν από κάποιο άλλο
αυτοκίνητο, που προχωρούσε μέσ’ απ’ το σκοτάδι, κι ερχόταν
τώρα, ίσα, καταπάνω… Και μες στη λάμψη του φωτός εκείνου,
που μεγάλωνε και στράβωνε τα μάτια, ΕΙΔΕ, ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ
ΣΟΦΕΡ, ΤΟΝ «ΑΛΛΟ» ΠΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΤΩΡΑ, ΤΟ ΤΙΜΟΝΙ!
Θέλησε να φωνάξει, να ρωτήσει —αλλά κατάλαβε πως ήταν
πια αργά, και πως όλα ήταν τελειωμένα… Αισθάνθηκ’ ένα
τράνταγμα φριχτό, ένα μεγάλο σπάσιμο τζαμιών, κάτι σαν
κατρακύλισμα στο χάος, και τσακισμένος, εκμηδενισμένος, μες
στην αποθέωση του τελευταίου τρόμου, θέλησε να μπήξει μια
φωνή, κι έμεινε μόνο μ’ ανοιχτό το στόμα…

[134]
Ο ΔΗΜΟΦΩΝ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Σαν έφθασε στα τριάντα του χρόνια, ο Δημοφών, ο


ενάρετος, αν και νεαρός φιλόσοφος, με την ωραία
κορμοστασιά και τα γαλάζια τα ονειρώδη μάτια, ο μαθητής του
Πρωταγόρα και του Πλάτωνα, αποφάσισε να κλείσει ξάφνου
δια μιας τη νεότητά του, και ν΄ αποτραβηχθή σαν ασκητής·
πολύ πριν να φανούν οι Χριστιανοί ασκητές κι οι διάφοροι
στηλίτες, ο Δημοφών το είχε κάνει πρώτος αυθόρμητα κι εν
πλήρει συνειδήσει, με τη διαφορά πως δεν τον έσπρωχνε,
καθώς αυτούς αργότερα, η πίστη κι ο φανατισμός, αλλά – κι
αυτό είναι το σπουδαίο – εξ εναντίας η πλήρης κι η απόλυτη
απιστία…
Αποτραβήχθηκε λοιπόν σε μια σπηλιά, σε μια έρημη
κοιλάδα της Βοιωτίας, όχι μακριά απ΄ τον Ορχομενό, κι έζησε
εκεί για κάμποσο διάστημα, μόνος εντελώς, με μια προμήθεια
μοναχά τροφής, μια χωματένια υδρία, κι ένα σκληρό στρώμα,
για ν΄ αναπαύεται τη νύχτα· ο λόγος που τον έφερε ως εκεί,
δεν ήταν η συνηθισμένη απογοήτευση της καθημερινής
χυδαίας ζωής, μήτε καμιάν αγάπη θλιβερή (δεν είχε ίσως ποτέ
αγαπήσει, αυτό που λέμε αγάπη), αλλά το ίδιο πρόβλημα της
ζωής, το κεντρικό το μέγα κι ακαθόριστο, που είναι γραφτό
αιωνίως να διαφεύγει και που καμιά προσφερομένη του
ερμηνεία δεν ικανοποιεί! Είχε πολύ εμβαθύνει, και
συστηματικά, μέσ΄ στο πολύπλοκο κι ασύλληπτο αυτό ζήτημα,
και του είχε δώσει λύσεις διάφορες εδώ κ΄ εκεί κατά καιρούς
[135]
ως που απότομα, αφού είχε με χίλιους κόπους κι αγωνίες
θεμελιώσει κάποιο σύστημα βάσιμο κάπως και τελειωτικό,
σύμφωνα με τις τότε κρατούσες αντιλήψεις, έχανε ξαφνικά το
στήριγμά του ένα καλό πρωί και ξαναβρισκόταν μόνος και
αμαθής, απέναντι του αγνώστου.

Ήταν στιγμές που το πολιορκούσε η σκέψη του, απ΄ όλες


τις μεριές, τόσο στενά που ’λεγε λίγο ακόμα ίσως και θα ’φθανε
στον ίδιο τον πυρήνα του προβλήματος κι ίσως αυτές οι
λιγοστές στιγμές να ήταν το πλέον απώτατο σημείον, που
φθάνει η ανθρώπινη διανόηση, ιδίως όμως ήταν πεισμένος,
πως δε μπορεί παρά να ΄ρθει μια μέρα που η ανθρωπότης θα
το λύσει οριστικά (πού να ’ξερε πως ύστερα από δυο χιλιάδες
χρόνια θα ’μαστε πάντοτε κι εμείς στην ίδιαν απορία!)… Είχε
τόσο πολύ απορροφηθεί από την έμμονην αυτήν ιδέα και είχε
καταναλώσει όλα τα πνευματικά του εφόδια σε τέτοιο
απεριόριστο σημείο, ώστε δυο αυλάκια πρώιμα είχαν χαραχθεί
στο μέτωπό του, το θαυμαστό του εφηβικό εκείνο μέτωπο, το
στεφανωμένο με σγουρά μαλλιά, που ο Κέβης, ο
επιγραμματοποιός, το είχε υμνήσει κάποτε, σ΄ έν’ από τα
ξακουστά επιγράμματά του!
Μια νύχτα πήρε τη μεγάλη απόφαση, να προσφύγει σε μιαν
υπεκφυγήν και να περιμείνει έτσι το τέλος της ζωής του,
μπορούσε ακόμα κι η ζωή η πρωτογενής, η κατά φύση, η
κανονική, να του αποκαθιστούσε τη σαλευθείσα τη γαλήνη της
ψυχής του, και να τον επανέφερε, ασυναίσθητα, στον αρχικό
μοιραίον προορισμό του, που είχεν ίσως απαρνηθεί – ποιος
ξέρει…
Ένα βράδι, καθώς ήταν μόνος και κοιτούσε τ΄ άστρα – θα
ήταν κατά τα μέσα του Μεταγειτνιώνος – του εφάνη μες στη
συλλογή του, σαν κάποιος να ήρθε και να εστάθη δίπλα του·
γύρισε το κεφάλι, απορημένος και είδε μια σκιά, κάτι σαν
τυλιγμένο σ΄ ένα πέπλο, και που δεν είχεν ακριβώς το σχήμα
ανθρώπου· στεκόταν εκεί δίπλα του και δεν μιλούσε διόλου,
μήτε φαινόταν να έχει ζωή πραγματική. Του ’κανε μοναχά ένα
νεύμα, να πλησιάσει. Ο Δημοφών έσφιξε τη χλαμύδα γύρω στο
κορμί του και πλησίασε. Ήταν ορθή στην άκρη ενός βράχου, κι
έμοιαζε σαν κομμένη μέσ΄ στο βράχο.
Του είπε τότε με μυστηριώδη φωνή:

[136]
— Ξέρω ποιος είσαι, και τι θέλεις. Έλα μαζί μου να τα
μάθεις όλα…
Κι ο Δημοφών την πήρε το κατόπι, δίχως να διστάσει, τόσο
ήταν αποτραβηγμένος απ΄ τα εγκόσμια κι η προσοχή του ήταν
στραμμένη αλλού. Αφού περπάτησαν πολλή ώρα μέσ΄ στα
σκοτεινά, έφθασαν εμπρός σε μια σπηλιάά· εκεί στο βράχο ήταν
μια θύρα, ερμητικά κλεισμένη· η θύρα αμέσως άνοιξε μονάχη,
και τότε εκείνοι μπήκαν σε μια σήραγγα που οδηγούσε σε μια
υπόγεια κρύπτη αχανή, με στοές και με διαδρόμους. Στην αρχή
ο Δημοφών δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτε· σιγά-σιγά όμως
ένα φως, άγνωστο πώς ερχόμενο, απροσδιόριστο καθώς το
φως της πρώτης χαραυγής, φώτισε αμυδρά όλα τα πράγματα,
σα να ‘βγαινε ακριβώς μέσ΄ απ΄ τα πράγματα, και να είχε μια
πηγή υπερφυσική· κι όταν πάλι γύρισε τα μάτια του στη σκιά,
που τώρα ήταν σταματισμένη μέσ΄ στη μέση, είδε μιαν εξαίσιαν
ομορφιά στο πρόσωπό της, κάτι υπερκόσμιο χυμένο στη
μορφή της σα να ήταν κάποια εμφάνιση ενός λαμπρού
υπερπέραν. Και τότε ο Δημοφών αισθάνθηκε μέσ’ στην ψυχή
του, κάτι επίσημο και κατανυκτικό, που δεν ήταν ο τρόμος του
αγνώστου αλλά το δέος του υπερφυσικού!
Κι η προσοχή του πάλι σταμάτησε στη σκιά, και πρόσμενε
να δη τι θα του πει.
Κι η σκιά τον κοίταξε καλά-καλά στα μάτια και του είπε:
— Έχεις στο νου σου πάντα την ίδιαν απορία;
— Ναι, πάντα.
Και τότε διημείφθη αναμεταξύ των ο επόμενος διάλογος· για
μια στιγμή ο Δημοφών μπορούσε να πιστέψει πως ήταν μια
απ΄ τις καθημερινές συνομιλίες που ήταν συνηθισμένες τότε
στα γυμνάσια και στα σπουδαστήρια που φοιτούσε.
— Ελπίζεις η απορία σου αυτή να ικανοποιηθεί κάπως μια
μέρα;
— Δεν ξέρω· έχω καθήκον να το ελπίζω.
— Πού βασίζεσαι τάχα ως προς αυτό;
— Στο Άγνωστο· εφόσον είναι το άγνωστο κανένας δε
μπορεί να προδικάσει κείνο που μπορεί να κάμει αύριο…
— Έχεις κανένα δεδομένον, πως η απορία σου αυτή έχει
λυθεί ποτέ, και από κανένα, ή πως το άγνωστο έχει δείξει
ίσαμε τώρα την εύνοιά του σε άνθρωπο θνητόν;

[137]
— Και πώς μπορώ να ξέρω, αν αύριο δεν το κάμει στην
παντοδυναμία του, πώς μπορώ να ξέρω καν αυτό, εφόσον
τίποτε ακριβώς δεν ξέρω!…
— Ώστε βαδίζεις έτσι, χωρίς καμιά πεποίθηση ορισμένη.
— Πολλές φορές σχεδόν θαρρώ πως φθάνω πολύ κοντά
στην τελικήν αλήθεια.
— Δε σου ήρθε κάποτε ίσως η υποψία, πως οσοδήποτε
κοντά κι αν είσαι στην αλήθεια, πάντα είσαι το ίδιο μακριά απ΄
αυτήν, όσο δεν την κατέχεις ακριβώς;
— Σχεδόν νομίζω πως κι αυτό το ξέρω.
— Και τότε;…
— Δεν ξέρω· περιμένω.
— Τι λοιπόν μπορείς να περιμένεις, αφού διαθέτεις πάντα
τα ίδια μέσα;
— Δε μου μένουν άλλα να διαθέσω.
— Συμπέρασμα;
— Κανένα! Δεν έχω άλλη διέξοδο να εκλέξω.
— Αν είχες θα την ακολουθούσες;
— Μόνο γι΄ αυτό κινούμαι και αναπνέω! Αυτό είναι ακριβώς
που πάντα ελπίζω.
Τότε η σκιά του ’κανε νεύμα να πλησιάσει ακόμα πιο κοντά
και του ’δειξε δυο θύρες σκαμμένες μέσ΄ στο βράχο που είχαν
τώρα λες φανερωθεί στις δυο αντίθετες μεριές του μαγικού
σπηλαίου.
— Να, κοίταξε καλά τις δυο αυτές θύρες· η μια οδηγεί προς
την κανονική ζωή· όποιος περάσει από τη θύρα αυτή θα
λυτρωθεί απ΄ το βάρος της σκέψης του και θα επιστρέψει πάλι
μέσ΄ στον κόσμο, να ζήση καθώς ζουν μυριάδες όντα χωρίς
καμιάν ερώτηση στα χείλη, ακολουθώντας τη μοιραία γραμμή
τους, να υπάρχουν μόνο για να συντηρούνται, μην ψάχνοντας
για το γιατί ποτέ!
Η άλλη οδηγεί στην πλήρη γνώση – ή μάλλον θέτει τέρμα
στην περιορισμένη αυτή ζωή, για όσους εξέκλιναν από τον
αρχικό τον προορισμό τους. Διάλεξε ποια θες ν΄ ακολουθήσεις.
Η σκιά είχε γείρει τώρα ολόκληρη σχεδόν στο πρόσωπό του·
και τότε είδε διαμιάς σε μιαν αιφνίδιαν έκλαμψη του νου πως
τόσην ώρα ήταν μόνος εντελώς και μιλούσε με τον ίδιο τον
εαυτόν του!
Τότε ο Δημοφών σηκώθηκε έξαλλος, και κραύγασε με
διάτορη φωνή :
[138]
— Τη θύρα που οδηγεί στην πλήρη γνώση – ή μάλλον θέτει
τέρμα στην περιορισμένη αυτή ζωή, για όσους εξέκλιναν από
τον αρχικό τον προορισμό τους!…
Κι ο Δημοφών προχώρησε στη θύρα με το κεφάλι αγέρωχα
υψωμένο, μ΄ ένα βαθύ χαμόγελο θριάμβου, σαν ημίθεος!
Ένας κρότος ξερός μονάχα ακούστηκε και κάτι κύλησε
βαριά στα σκοτεινά.
Έτσι ανηρπάγη ένα βράδυ ο Δημοφών, μέσ΄ από τον ορατό
τον κόσμο, επειδή θέλησε να μάθει, ό,τι δεν πρόκειται ποτέ να
μάθει ο άνθρωπος όσο διανύει τον κύκλο της ζωής του.
Και βγήκε κι η παράδοση ότι ο Δημοφών, ο ενάρετος
φιλόσοφος, ο μαθητής του Πρωταγόρα και του Πλάτωνα, την
εποχή που ασκήτευε σε μια σπηλιά, σε μια έρημη κοιλάδα της
Βοιωτίας, όχι μακριά απ΄ τον Ορχομενό, ένα βράδυ περί μέσα
του Μεταγειτνιώνος, ενώ έψαχνε να βρει λίγο νερό για να
γιομίσει την υδρία του, μη βλέποντας καλά στα σκοτεινά,
έπεσε σ΄ ένα βάραθρο, κι εχάθη.

[139]
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Ενόσω η συνοδεία έστριβε ακόμα, μες στα στενοσόκακα


της Γούβας, ο Νίκος πρόσεχε τόσο πολύ στην κατηφοριά, και
στις ανωμαλίες του δρόμου, που δεν μπορούσε να κοιτάξει
τίποτ’ άλλο.
Το περασμένο βράδυ είχε βρέξει, και είχαν μαζευτεί, εδώ-
εκεί, στο δρόμο, ένα σωρό νερά. Η νεκροφόρα, καθώς
προχωρούσε αργά, βούλιαζε κάθε τόσο μέσα, και πιτσίλιζε με
λάσπες όσους βρισκόντουσαν δίπλα. Κι επειδή φορούσε τα
καλά του μαύρα ρούχα, πρόσεχε, με τρόπο, να φυλάγεται.
Όταν, όμως, έφτασαν και μπήκαν στην οδόν Αναπαύσεως,
κι ο δρόμος έγινε υποφερτός, σήκωσε τα μάτια του κι άρχισε
να κοιτάζει γύρω του, τους δρόμους. Δεν ήταν, παρά λίγοι
άνθρωποι, οι περισσότεροι γειτόνοι, και μερικοί φίλοι, όλοι
παιδιά εργατικά ή φοιτητές. Η μόνη γυναίκα που υπήρχε εκεί
μέσα ήταν η σπιτονοικοκυρά του, εκείνη που τον είχε
περιποιηθεί στην αρρώστια του —μια ψηλή και κοκαλιάρα
ζωντοχήρα, που έκλαιγε περισσότερο, τα δυο τελευταία νοίκια
που είχε χάσει. Οι άλλοι όλοι περπατούσαν αδιάφορα, ή
μιλούσαν ζωηρά αναμεταξύ τους με την προσποιητή ζωηράδα,
που δίνει πολλές φορές η αμηχανία. Άλλοι, πάλι, είχαν σαν
ένα είδος κεφιού, ένα είδος ευθυμίας, και χαμογελούσαν, τάχα
για να δώσουν κουράγιο, αλλά, πραγματικά, επειδή η διάθεσή
τους ήταν τέτοια.

Ο Νίκος ένιωσε, τότε, κάτι να του σφίγγει την καρδιά. Δεν


ήταν, βέβαια, πρώτη φορά που έβλεπε κηδεία —αλλά το θέαμα
[140]
εκείνης της παγερής αδιαφορίας τον πλήγωνε κατάκαρδα. Το
‘παιρνε σχεδόν προσωπικά. Έβλεπε τον εαυτό του μες στο
φέρετρο, κι όλους εκείνους, που τον ακολουθούσαν, τόσο
μακρινούς και τόσο ξένους, που θα προτιμούσε να ήταν
ολομόναχος, να μην ερχόταν από πίσω του κανένας…
Ήταν εκεί και μερικοί, που είχαν κολλήσει από περιέργεια,
τη νοσηρή εκείνη περιέργεια, που έχουν καμπόσοι άνθρωποι,
να δούνε το νεκρό. Αυτοί ήταν οι εντελώς ξένοι και τυχαίοι —
και ήταν κάπως δικαιολογημένοι. Αλλά οι άλλοι, ποιος λίγο
ποιος πολύ, είχαν κάνει παρέα μαζί του, ήταν η ταχτική του, να
πούμε, συντροφιά —κι όμως, όχι μόνο δεν ήταν λυπημένοι,
αλλά έδειχναν πως ήταν κάπως και χαρούμενοι, πιο πολύ
χαρούμενοι, από ό,τι ήταν τις άλλες ημέρες…
Υπήρχαν κι άλλοι που, αν και ο θάνατος δεν τους
συγκινούσε καθόλου, ένιωθαν, τελοσπάντων, κάποια
υποχρέωση, για λίγη ώρα, να δείχνονται κόσμιοι και σοβαροί.
Κι ο ίδιος, είν’ αλήθεια, δεν πολυσυμπαθούσε το μακαρίτη,
όταν ζούσε. Του είχε μάλιστα και μια μικρή αντιπάθεια. Είχε
μερικά προτερήματα, πολύ αμφίβολα και κείνα, αλλά ήταν,
ιδίως, κακόγλωσσος και πονηρός. Μπροστά στο θάνατο,
όμως, τα πράματα άλλαζαν. Τώρα βρισκόταν σ’ ένα νεκρό,
δηλαδή σ’ ένα θλιβερό σύμβολο της τεραστίας ανθρωπίνης
ματαιότητος, ένα ον, που, λίγο πριν, το ήξερε ορθό και
ζωντανό, και τώρα το ‘βλεπε μπροστά του ξαπλωμένο, χωρίς
μιλιά. Είχε ακόμα στ’ αυτιά του τον ήχο της φωνής του, το
μικρό σπασμωδικό του γέλιο. Έβλεπε τα μάτια του, τις δυο
ρυτίδες που αυλάκωναν το κούτελό του, το στόμα του με το
χρυσό το δόντι δεξιά, τη μύτη του, με το μικρό εξόγκωμα στην
άκρη.
Η ιδέα πως όλ’ αυτά τα πράματα —άσχετα με τη συμπάθεια,
ή όχι, που τους είχε— δε θα τα ξανάβλεπε ποτέ πια, του έδιν’
ένα σπαραγμό μες στην ψυχή, που δεν τον είχε
ξαναδοκιμάσει. Πολλές φορές ο νους του πήγαινε στο θάνατο
—αλλ’ από το σημείο αυτό, μέχρι του να τον βλέπει καθαρά
μπροστά του, η απόσταση ήταν κολοσσιαία. Τώρα το
καταλάβαινε βαθιά.
Είχαν φτάσει, τώρα, στην είσοδο του νεκροταφείου. Δε
θέλησε να προχωρήσει άλλο.
Ξεκόλλησε με τρόπο απ’ τη συνοδεία, και πήγε κι έκατσε
μονάχος, σε μια ταβέρνα, δίπλα σ’ ένα μαρμαράδικο. Έλεγε
[141]
πως είχε κάμει το καθήκον του, σα γνώριμος. Αλλ’ αυτό ήταν
ένα πρόσχημα απέναντι του εαυτού του. Ήθελε ν’
απομακρυνθεί με κάθε τρόπο, να μην παρευρεθεί στη σκηνή
του ενταφιασμού, που του ήταν αποκρουστική, και πάντα του
‘διν’ ένα κρύο στην καρδιά, όσο και να μη το ‘δειχνε στους
άλλους.
Κάθισε, λοιπόν, σε μια γωνιά, και περίμενε να τελειώσει η
διαδικασία. Η μέρα ήταν κάπως σκοτεινή, και του χτυπούσε τα
ρουθούνια η μυρουδιά της υγρασίας.
Σε κάμποση ώρα, είδε τους ανθρώπους να βγαίνουν, ένας-
ένας, απ’ την πόρτα του κοιμητηρίου. Μερικοί ήρθαν και
κάθισαν στην ίδια την ταβέρνα, και παράγγειλαν μεζέδες και
κρασί. Σε λίγο βγήκε κι η ζωντοχήρα με το μικρό το γιο της, και
ξαναπήρε το δρόμο για το σπίτι της. Αυτή φαινόταν κάπως
λυπημένη, αλλά κι αυτηνής η λύπη, του φαινόταν αμφίβολη
πολύ, και διφορούμενη.
Όλα ήταν τώρα τελειωμένα. Ο νεκρός ήταν θαμμένος μες
στο χώμα, και δε θα ξανάβγαινε ποτέ. Δε θα τον έβλεπε ποτέ,
καθώς τον ήξερε, και δε θα ξανάκουγε τ’ αστεία του, που τα
πετούσε, πού και πού, με τρόπο, κακολογώντας πάντα
κάποιον άνθρωπο, καθώς μιλούσε λίγο με τη μύτη…
Του ήρθε τότε η διάθεση να κλάψει. Ενόσω ζούσε, δε
φανταζόταν ποτέ πως αυτός ο άνθρωπος ήταν ικανός να τον
κάνει να λυπηθεί. Πολλές φορές, μάλιστα, είχ’ επιθυμήσει το
κακό του.
Αλλά τώρα, όλ’ αυτά ήταν διαφορετικά.
Κοίταξε γύρω του, μήπως τον έβλεπε κανένας απ’ τους
άλλους, και σκούπισε με τρόπο ένα δάκρυ, καθώς κατηφόριζε
αργά στο μάγουλό του. Κι επειδή φοβόταν πάντα, μήπως τον
πήρε κανένας μυρουδιά, έβγαλε το μαντήλι του, κι έκανε πως
βήχει.
Δίπλα, το γλέντι είχε ανάψει. Ποτήρι στο ποτήρι, οι
άνθρωποι είχαν μισοζαλιστεί. Σε λίγο άρχισαν τ’ αστεία, κι οι
χοντρές κουβέντες. Οι περισσότερες είχαν θέμα το νεκρό.
Μια στιγμή, του Νίκου, του φάνηκε πως ήταν η εκδίκηση, κι
η πληρωμή, για όσα έλεγε και κείνος, όταν ζούσε.
Και τότε η μορφή του, του παρουσιάστηκε άλλη μια φορά.
Τον είδε, καθώς ήταν ένα βράδυ, σκυμμένος σ’ ένα διπλανό
τραπέζι με τα πονηρά του μαύρα μάτια, και το χρυσό του
δόντι, μες στο στόμα, που γυάλιζε στο φως του καπηλειού,
[142]
σαν άστρο βουλιαγμένο σε μιαν άβυσσο… Τον είδε, με τις
κουρασμένες του κινήσεις, με το δυσάρεστο και νευρικό εκείνο
τίναγμα, που έκαναν οι ώμοι του, όταν ήθελε να κοροϊδέψει
κάποιον —με τη συρτή και έρρινη φωνή του. Τους διηγόταν
ίσα-ίσα, μιαν ιστορία μοχθηρή εις βάρος του φίλου τους αυτού,
που τώρα δα γελούσε πλάι.
Ο Νίκος σηκώθηκε απ’ την καρέκλα του. Δε μπορούσε να
καθίσει άλλο. Του φαινόταν πως δεν ανέπνεε καλά. Είχε
συλλάβει, μια στιγμή, τον εαυτό του, να επικροτεί την ευθυμία
τους, και να βρίσκει πως ο θάνατος είναι, και κείνος, ένα είδος
τιμωρίας, ένα είδος μυστικής δικαιοσύνης!
Α, όχι δα! Δεν έπρεπε να φτάσει ως εκεί!
Έκαμ’ ένα γύρο, μπροστά στην πόρτα του νεκροταφείου.

***
Τώρα είχε νυχτώσει για καλά. Τα φώτα ήταν αναμμένα.
Μέσ’ απ’ τα κάγκελα της σιδερένιας πόρτας, στη σκιά των
δέντρων, είδε μερικά καντήλια που τρεμόσβηναν στους
τάφους, χαμένα στην απέραντη γαλήνη, στη θανάσιμη εκείνη
σιωπή.
Η παρέα, στην ταβέρνα, τραγουδούσε. Ο πιο αστείος της
παρέας, είχε πάρει έναν αμανέ, και νιαούριζε με πάθος μες στη
νύχτα, κάνοντας, εδώ-εκεί, όλο βραχνές, τρεμουλιαστές
κορόνες.
Αντίκρυ άσπριζαν τα μαρμαρένια μαυσωλεία της εισόδου,
κι οι λευκοί, παράξενοι σταυροί.
Ένιωθε την ανάγκη να διασκεδάσει το μυαλό του.
Καταλάβαινε πως, αν εξακολουθούσε έτσι, θα ‘χανε την
ψυχραιμία του στο τέλος, και θάφτανε σε κάποια απροχώρητα,
που τα προαισθανόταν από χρόνια…
Πήρε, λοιπόν, πάλι το μεγάλο δρόμο, λυπημένος,
στέκοντας αφηρημένος μπρος στα μικρομάγαζα… Οι
σκονισμένες πιπεριές του φαινόσαν, τώρα, σα βουβές
γυναίκες που θρηνούσαν. Και το μυαλό του πήγε στη μάνα και
στις αδερφές του πεθαμένου, που ζούσανε στην επαρχία, και
δεν είχαν μάθει ακόμα το χαμό του. Τις γυναίκες εκείνες δεν τις
ήξερε, άλλα κάποτε του είχε δείξει γράμματά τους. Τώρα
εκείνες ίσως να γελούσαν —αλλά σε λίγο θα μαθαίνανε την

[143]
είδηση… Και το γέλιο τους θα πάγωνε με μιας —έστω και να
πάγωνε για πάντα!
Σιγά-σιγά, έφτασε στη γέφυρα. Και σε λίγο, πρόβαλαν τα
φώτα του Ζαππείου.
Βγήκε στη λεωφόρο Συγγρού, κι άρχισε ν’ ανηφορίζει προς
το Ζάππειο.
Η κίνηση ήταν φτασμένη, τώρα, στο κατακόρυφο. Η
πλατεία, τα ζαχαροπλαστεία ήταν γιομάτα κόσμο.
Ο κινηματογράφος έπαιζε μια εύθυμη ταινία. Η μουσική
σκόρπιζε τους χαρούμενους σκοπούς μιας οπερέτας.
Κάθισε σ’ ένα τραπέζι κι άρχισε να κοιτάζει την ταινία. Σε
λίγο, η προσοχή του είχε απορροφηθεί τόσο πολύ, που ξέχασε
τελείως όσα έγιναν. Παρακολουθούσε τις περιπέτειες ενός
αστείου κατεργάρη, που τον έπαιζε κάποιος μεγάλος κωμικός
ηθοποιός. Το πλήθος μόνο που δε χειροκροτούσε. Αλλά κι
αυτό έγινε στο τέλος, όταν η ταινία είπε «Καληνύχτα»!
Έπειτα ο κόσμος σκόρπισε, κι έμεινε πάλι μόνος.
Τότε περιπλανήθηκε στα δέντρα.
Το Ζάππειο ήταν τώρα έρημο. Η υγρασία ήταν αρκετά
διαπεραστική, εξ αιτίας της χθεσινοβραδινής βροχής —κι ήταν
ακόμα καλοκαίρι— κι οι πιστοί θαμώνες, που συνήθως
ξενυχτούν εκεί, το είχαν εγκαταλείψει.
Μες στη σιωπή, τότε, ξαναθυμήθηκε τον πεθαμένο φίλο.
Όλα όσα είχαν συμβεί, στο διάστημα της ημέρας εκείνης,
ξαναήρθαν στο μυαλό του.
Θυμήθηκε όλες τις λεπτομέρειες: Τη νεκροφόρα που
πιτσίλιζε τον κόσμο, τη σπιτονοικοκυρά, τη ζωντοχήρα, τους
αγνώστους που χασκογελούσαν.
Και τότε, ξαφνικά, ένα ρίγος πέρασε στην πλάτη του. Είδε
όλη τη σκηνή της ταφής —εκείνη που δε θέλησε να δει
πραγματικά, είδε το φέρετρο να κατεβαίνει μες στο λάκκο, την
πρώτη χούφτα χώματος, που έπεφτε απάνω, —ίσως κανένα
μάτι να δακρύζει… Και συλλογίστηκε το φίλο του, που θα
περνούσε, τώρα, την πρώτη του τη νύχτα, μες στον τάφο, με
τα μάτια του για πάντα πια κλεισμένα, με τα χείλη του για
πάντα σφραγισμένα…
Το χέρι, που το είχε ‘γγίξει τόσες φορές, θα ‘λιωνε στο
χώμα, και θα ‘μενε, στο τέλος, ένα κόκαλο, σαν τα σταυρωτά
εκείνα κόκαλα, που τα βλέπει κανένας στις εικόνες, κάτω από
το τεκτονικό κρανίο!
[144]
Δεν ξέρω πως του ήρθε στο μυαλό, πως ο φίλος του, εκείνη
τη στιγμή, μες στο βρεμένο χώμα του, θα κρύωνε!…
Αυτή η ιδέα του ήταν, τώρα, ανυπόφορη.
Δοκίμασε ν’ αντιδράσει. Αλλά δε μπορούσε.
Χωρίς να θέλει, τότε, πήρε ξανά το δρόμο του νεκροταφείου.
Η ησυχία, τώρα, ήταν απόλυτη. Ξαναείδε τις μεγάλες
πιπεριές, που ‘μοιαζαν με γυναίκες που θρηνούσαν. Είδε πάλι
τα κλεισμένα μαρμαράδικα, με τους σταυρούς και με τις
προτομές στις πόρτες, και την ταβέρνα, που είχε κάτσει πιο
μπροστά.
Είδε την πύλη με τα σιδερένια κάγκελα. Έφεγγε μόλις,
αμυδρά, στο φως του δρόμου —ένα φως μουντό κι
απελπισμένο. Έμοιαζε σα να ‘κλεισε για πάντα, σα να μην
υπήρχε τρόπος πια ν’ ανοίξει —σαν ένα στόμα που κρατεί τα
μυστικά του, και δεν υπάρχει τρόπος να τα πει…
Τίποτα πια δε σάλευε τριγύρω, τίποτε δεν ήταν ζωντανό.
Ένας γκιώνης βογκούσε, μοναχά, και, παραπέρα, άλλος ένας
γκιώνης.
Μες στο κοιμητήριο, ήταν, τώρα, εν’ αδιαπέραστο σκοτάδι.
Η καρδιά του κόντευε να σπάσει.
Πιάστηκε από τα σιδερένια κάγκελα, και κείνα του
παγώσανε τα χέρια…
Τότε, ξαφνικά, κυλίστηκε στα γόνατα, κι άρχισε να κλαίει με
λυγμούς.

[145]
Ο ΘΡΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΦΤΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ

Ο Εσταυρωμένος ανασηκώθη από το κόνισμά Του και


κατέβη ολόρθος. Του λέει:
— Ακολούθησέ με….
Κι ο άλλος, πεσμένος χάμου, σαν κάτου από το βάρος
φριχτής συντριβής, σύρθηκε στα γόνατα κι ακολούθησε τον
Εσταυρωμένον, ως το ιερόν, ώσαμε τα πόδια της Αγίας
Τράπεζας.
Ένα σκοτάδι πηχτό κρεμότουν απ’ τον ψηλό
σκοταδιασμένο θόλο —σαν φοβέρα. Οι κολόνες φωτίζανε
χλωμές μες στα θάμπη, κι οι κορφές τους χανόντανε μες στην
απάνου σκοτεινιά. Και μοναχά οι χρωματιστές καντήλες
φέγγανε σαν πολλά άστρα, σκόρπιες μες στο χάος του ναού.
Και τα πρόσωπα των Αγίων, πράα ή τρομερά, μέσ’ απ’ τον
ασημένιο φωτοστέφανο, χαμογελούσανε ή σούρωναν τα
φρύδια στο ανόσιο πέρασμά του… Μα εκείνος τίποτα δεν είδε,
μοναχά ένα δέος ήτανε μέσα του, και τα δόντια του
χτυπούσανε σαν σε μεγάλον πυρετό.
Και σαν εφτάσανε στην Αγία Τράπεζα, ο Εσταυρωμένος τού
’γνεψε να σηκωθεί, και τα μάτια Του ήτανε γιομάτα δάκρυα…
— Έτσι λοιπόν; Ήρθες να με κλέψεις. Εμένα, που πέθανα
για να σου πλύνω το κρίμα και να λυτρώσω το κορμί σου απ’
τη βαριά κατάρα; Εμένα, που γιομάτος καλοσύνη κι Αγάπη,
πέθανα για την Αγάπη τη δικιά σου; Κι απ’ την Αγάπη τη δικιά
μου;… Εμένα, που κατάπια τα δάκρυά Μου για να μην ξέρουνε
τον πόνο μου, κι ήπια το ξίδι, περασμένος με τα πέντε τα
[146]
καρφιά; Γιατί ναν το κάνεις αυτό, εσύ, που ήσουνα η μοναχή
χαρά κι η περηφάνια Μου; Γιατί ναν το κάνεις — και να με
πικράνεις…
Κι ο άλλος, όσο πήγαινε και γινόταν πιο μικρός, κάτου απ’
τα Θεία Λόγια, σαν σκουλήκι που μαζώνεται… Και τα δάκρυα
τρέχανε ποτάμι από τα μάτια του Εσταυρωμένου.
— Γιατί ναν το κάνεις αυτό; Τι κακό σού είχα κανωμένο
Εγώ;…
Και σίμωσε κοντύτερά του, και τα μαλλιά τού χάιδεψε, μα ο
άλλος φοβήθη πως θα τονε χτυπήσει και σωριάσθη χάμου, με
τα χείλια στο μάρμαρο, κι όλο βαθιοί λυγμοί ταράζουν το κορμί
του.
— Σήκω απάνου και μη φοβάσαι! Είμ’ ο Θεός σου και σου
μιλάω… Θέλω να σε ιδώ στα μάτια, να μάθω την καρδιά σου.
Σήκω απάνου. Μη φοβάσαι…
Και μειλίχιος, πράος, μητρικά πέρασε το χέρι Του μέσ’ απ’
τα μαλλιά του σωριασμένου χάμω, και το κεφάλι του
ανασήκωσε και κάρφωσε την ημεράδα των ματιών Του στην
τρεμούλα των ματιών του.
Και θέλησε να τονε καλοπιάσει, και τη φωνή Του έκανε σα
μουσική και σα νανούρισμα μικρού παιδιού στην κούνια:
— Έλα, σκούπισε τα δάκρυά σου — και μίλησέ μου. Πες
μου τι σ’ έσπρωξε ώστε να δειχτείς τέτοιος, ποια οδύνη ή ποια
ανάγκη… Θέλω να κοιτάξω μες στην ψυχή σου σαν μες σε
καθαρό κρυστάλλι.
Κι ο άλλος πήρε θάρρος απ’ την ημεράδα των ματιών Του,
και σκύφτοντας το χλωμό κεφάλι, μίλησε· κι η φωνή του ήτανε
μακρινή σαν ερχόμενη από τα βύθη των αιώνων απ’ όλα τα
κρίματα κι απ’ όλες τις αμαρτίες που εγίνηκαν μες στα βύθη
των αιώνων…
Και τα κλάματα κυλούσανε βροχή στα μαραμένα μάγουλα:
— Αποκρίνουμαι στο Θεό μου και του λέω την αλήθεια, και
τη ψυχή μου γυμνή Του δείχνω να με κρίνει…
Αγάπησα!
Έλεγα πως ήταν ο άγγελός μου, η ανέλπιστή μου σωτηρία,
το φως το αληθινό μου. Της έδωσα όλα που είχεν η καρδιά
μου, το αίμα μου και την αθωότη μου, και τη λευκότη του
ονείρου μου. Και τηνε προσκύνησα μες στο χώμα εγώ, και Θεά
τηνε λάτρεψα, και το φιλί της ύψωσα μες στ’ άγια των αγίων.

[147]
Έδειρα τη μάνα μου, ερήμωσα το σπιτικό μου, τον αδερφό
μου αποστράφηκα για δαύτη· και το μικρούλι τ’ αδερφάκι μου,
που τ’ αγαπούσα τόσο, τ’ αποπήρα έτσι, που θολώσαν τα
ματάκια του απ’ τα δάκρυα… Πούλησα τα κτήματά μου για ένα
κομμάτι ψωμί· την περιουσία των αδελφών μου στα χαρτιά την
έπαιξα όλη, και την έχασα, και τους άφησα στους πέντε
δρόμους, να ζητιανέψουν τη ζωή τους…
Κι ύστερα μ’ έσυρε από πίσω της, σαν απ’ το σκοινί,
αφέντρα, κυρά μου, αυτοκρατόρισσα! Μου ποδοκύλησε τα
σπλάχνα ωσότου να μου ειπεί ένα «σ’ αγαπώ», και σαν το
είπε — ο ουρανός μπόρειε να με φθονήσει…
Σίδερα στα χέρια μου είχε βάνει — και φιμώσει είχε τα χείλη
μου. Ήτανε κυρά της πνοής μου — και μ’ έσερνε μες στα
σοκάκια.
Μου λέει:
«Θέλω να σφάξεις τ’ αρνί του γείτονα.»
Κι εγώ πήγα κρυφά κι έσφαξα το μοναχό τ’ αρνί του
φτωχού του γείτονα…
Μου λέει:
«Θέλω να μου φέρνεις κάθε πρωί ένα μάτσο τριαντάφυλλα.»
Κι εγώ πήγα κι έκλεψα ένα μάτσο τριαντάφυλλα απ’ το
πανέρι του φτωχού του κοριτσού…
Κι έτσι από κρίμα σε κρίμα μ’ έκανε να περάσω ένα ένα, και
να κατεβώ τα σκαλοπάτια του Κακού: το μυαλό μου ήτανε στα
χέρια της μια μηχανή ολέθρου.
Κι ήρθεν η μέρα η φριχτή όπου μου λέει:
«Θέλω ένα βραχιόλι, με τα εφτά μαργαριτάρια του
Χριστού…»
Κι εγώ σαν την άκουσα να λέει τέτοια λόγια, έκλεισα τ’ αυτιά
μου με τα δυο μου χέρια κι άλλο δεν ήθελα ν’ ακούσω· κι
εσηκώθηκα, κι έπεσα στα πόδια της, και την όρκισα στην
αγάπη μας τέτοιο πράμα να μη μου ζητάει εμένα. Τα πόδια της
φιλούσα.
Μα εκεινής της είχε καρφωθεί στο νου το πονηρό. Κι αφού
είδε πως με τη βία δεν κάνει τίποτα, μ’ έπιασε με το καλό!
Μες στα χάδια της με τύλιξε, σαν όχεντρα, και μου
φαρμάκωσε τα σωτικά.
Μου ήπιε τα δάκρυα μες τα χείλια — και η ψυχή μου λύγισε
στα δυο, σαν καλάμι.

[148]
Και σαν με υπόταξε στο θέλημά της, μου υπόβαλε το πώς
και το πότε.
«Η εκκλησία κλείνει σαν βασιλέψει ο ήλιος. Εσύ θα μπεις
από νωρίς, μ’ ένα ψαλίδι, και θα κρυφτείς πίσω απ’ το
τελευταίο στασίδι, κοντά στην Ωραία Πύλη. Ο καντηλανάφτης
θα περάσει πλάι σου, μα δε θα σε ιδεί. Εσύ να βαστάς την
πνοή σου. Και σαν πέσει η νύχτα η βαθιά, και δεν ακούς όξω
τίποτα, μήτε ανθρώπινη περπατησά, μήτε αμάξι να διαβαίνει,
θα πας ίσα στου Χριστού το κόνισμα — και με το ψαλίδι
(ακούς;) θα βγάλεις τα εφτά χοντρά μαργαριτάρια από τα μάτια
του Χριστού. Κι ύστερα θα φύγεις απ’ την πίσω πόρτα που η
κλειδωνιά της μόλις βαστιέται στο σπρώξιμο, κι ευτύς θα
πέσει, και θα ‘ρθεις, κι εγώ θα σε περιμένω, άυπνη ώσαμε τη
χαραυγή.»
Αυτά μου είπε η Στρίγγλα. Αυτά μου είπε, η Σκύλα, και με
πήρε στο λαιμό της…
Και σαν βασίλεψεν ο ήλιος, κρύφτηκα μ’ ένα ψαλίδι πίσω
απ’ το τελευταίο στασίδι, σιμά στην Ωραία Πύλη. Κι ο
καντηλανάφτης πέρασε πλάι μου και δε με είδε —καθώς εκείνη
το ’πε. Και σαν έπεσε η νύχτα η βαθιά…
Εδώ — ένας ολολυγμός τονε σώριασε πάλε ασάλευτο στο
μάρμαρο.
Μα ο Εσταυρωμένος του ’γνεψε φιλικά και τα μάτια Του
γιομίσανε λαμπράδες. Και με το χέρι το ζερβί έβγανε απ’ τα
μάτια Του τα εφτά μαργαριτάρια — και με το χέρι το δεξί τα
βάσταξε στην απαλάμη.
Κι ύστερα —Αυτός μπροστά κι ο άλλος πίσω— τραβήξανε
κι οι δυο μες στην εκκλησιά.
Πήρε το χρυσό το δισκοπότηρο, και τ’ άμφια τα κεντημένα,
και τ’ ασημένια κουταλάκια της Μετάληψης.
Τον Άγιο Δίσκο, και τη Λόγχη, και το Μυροδοχείο, και το
Θυμιατήρι.
Πήρε το μεγάλο ρουμπίνι απ’ τα στήθη της Παναγιάς, και τα
ζαφειρένια μάτια Της.
Πήρε τη Μίτρα, την Ποιμαντική Ράβδο και το Μανδύα.
Πήρε τα μανουάλια τα χρυσοσκαλισμένα, και τα
δικηροτρίκηρα και τα εγκόλπια, και τα χίλια τάματα που
κρεμόντουσαν γύρα στους Άγιους, και γύμνωσεν όλους τους
Άγιους — κι οι Άγιοι δεν είπαν τίποτα.

[149]
Κι ό,τι χρυσαφικό, κι ό,τι πετράδι, ό,τι ασημικό, τίποτα μες
στο ναό δεν άφησε. Τα χέρια Του φέγγανε απ’ το θησαυρό.
Και πήγαιναν έτσι —Αυτός μπροστά κι ο άλλος πίσω— οι
δύο σαν σκιές, και σαν έφτασαν στην πίσω πόρτα, του λέει ο
Εσταυρωμένος:
— Να…
Κι επειδής ο άλλος δεν καταλάβαινε, ο Εσταυρωμένος του
τα ’βανε στα χέρια, και του λέει:
— Δικά σου…
Κι επειδή εκείνος τον εκοίταε σαν να μην πίστευε τα μάτια
του, πάλε του λέει:
— Δικά σου· στα δίνει ο Χριστός.
Και κείνος τα πήρε — και τότες, δίχως ναν το καταλάβει,
βρέθηκε έξω απ’ το ναό, μπροστά σ’ ένα έρμο σταυροδρόμι.
Και κάθισε χάμου σαν ονειροπαρμένος.
Κι ύστερα το ’βανε στα πόδια, σαν κλέφτης, μέσ’ απ’ τα
θαμπά σοκάκια.

ΙΙ

Και το πρωί που μπήκανε στην εκκλησιά και βρήκαν το


ιερό ρημαγμένο, τα κεριά σκόρπια και συντριμμένες τις
καντήλες, μαζώχτηκε ο κόσμος όλος, και σταυροκοπιότουν, κι
έγινε θρήνος πέρα ως πέρα, στην πολιτεία. Και σταλθήκανε
παντού μηνύματα.
Όμως κανείς δεν εδυνότουν να ειπεί, γιατί τα μάτια του
Χριστού φέγγανε τώρα, χυμένα, πιότερο, παρά οπού ήταν
μέσα τους και τα εφτά μαργαριτάρια.

[150]
Ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ

Είχαν περάσει δέκα μέρες, και κάτι παραπάνω, που το έργο


ήταν τελειωμένο, και δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν θα το
‘στελνε στο διαγωνισμό, ή όχι. Δεν εννοούσε με κανένα τρόπο,
να το υποβάλει, προτού ο ίδιος βεβαιωθεί ότι είχε κάνει κατιτί
καλό, ότι είχε εξαντλήσει όλη του την τέχνη και τη δύναμη, και
δεν μπορούσε τίποτ’ άλλο παραπάνω.
Η αλήθεια είναι ότι την ικανοποίηση αυτή, την είχε νιώσει
πάρα πολύ σπάνια —ή μάλλον δεν την ένιωσε ποτέ. Η
καλλιτεχνική του ευσυνειδησία ήταν τέτοια, είχε τόσες
απαιτήσεις απ’ τον εαυτό του, για το καθετί που έκανε, ώστε,
πολλές φορές, είχε αποφασίσει να πετάξει το πινέλο του, και
να μη ζωγραφίσει πια ποτέ του. Ζητούσε το απόλυτο σε όλα —
και το απόλυτο, καθώς είναι γνωστό, δεν κατορθώνεται σε
τίποτε, ποτέ.

Το τάλαντό του, όμως, τον συγκρατούσε πάντα στην τέχνη


του.
Κι η εικόνα του αυτή —όπως κι όλες, δηλαδή, οι
προηγούμενες— δεν του ‘δινε καμμιά εμπιστοσύνη.
Δέκα μέρες, τώρα, τη διόρθωνε και την ξαναδιόρθωνε,
πρόσθετε, αφαιρούσε, χανόταν μες στις χίλιες λεπτομέρειες,
λεπτολογούσε το παραμικρό, τόσο που είχε φτάσει σε σημείο
να μην ξέρει, ούτ’ ο ίδιος, αν, αυτό που είχε κάνει, άξιζε τον
κόπο, ή ήταν ένας μουσαμάς ασήμαντος, για πέταμα. Άρχιζε

[151]
να φοβάται πως δε θα κατόρθωνε ποτέ του να πετύχει την
εικόνα, καθώς ήθελε.
Ο μεγάλος φόβος του, κυρίως, ήταν, ότι άλλο έργο σκόπευε
να κάμει στην αρχή, κι άλλο θα παρουσίαζε στο τέλος. Η
υπερβολική επεξεργασία, κι η μεγάλη προσοχή, πολλές φορές
διαστρέφουν εντελώς τα πράγματα, μ’ έναν τρόπο σχεδόν
ανεπανόρθωτο, και καταντούν, καμμιά φορά, και στο
αντίθετο…
Οι αμφιβολίες αυτές είναι πολύ συνηθισμένες σ’ έναν τίμιο
τεχνίτη, που ζητεί στο καθετί την τελειότητα —έστω κι αν δε
μπορεί να την πετύχει.
Κι όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο ένιωθε ν’ απομακρύνεται
απ’ τ’ αρχικό του σχέδιο —και είχε την ιδέα ότι, όταν ένα έργο
δεν ικανοποιεί τον ίδιο τον τεχνίτη του, δεν μπορεί ποτέ να
επιβληθεί στους άλλους.
Όταν, όμως, είδε ότι η υπόθεση αυτή τραβούσε σε μάκρος,
κι ότι ήταν επόμενο να μην προφτάσει να λάβει μέρος στο
διαγωνισμό —ο διαγωνισμός επρόκειτο να γίνει στα τέλη του
μηνός— ρίχτηκε με πάθος στη δουλειά. Το αποτέλεσμα ήταν
αντίθετο απ’ ό,τι περίμενε. Τότε πέταξε το πινέλο του, κι άφησε
τα πράγματα στην τύχη. Έλπιζε ότι με το πέρασμα κάμποσων
ημερών, που δε θ’ απασχολούσε το μυαλό του, και δε θα είχε
διαρκώς τον πίνακα μπροστά του, θα μπορούσε ίσως, έστω
και την τελευταία στιγμή, να του δώσει τη μορφή που γύρευε.
Και τον παράτησε, όπως αφήνουν τον καρπό να ωριμάσει
μόνος του.
Σ’ αυτό το μεταξύ, για να ξεκουράσει το μυαλό του, άρχισε
να σχεδιάζει άλλα πράματα. Δεν μπορούσε, όμως, ν’
αντισταθεί στον πειρασμό, και κάθε τόσο έριχνε τα μάτια του
και κει.
Ο πίνακάς του —απ’ τον οποίο, εξηρτάτο όλη του η φήμη
και το μέλλον— είχε θέμα αλληγορικό: Ένας αρχαίος έφηβος,
πολύ λεπτός, σαν μίσχος λουλουδιού, στεφανωμένος με
δάφνες και κισσούς, —ο Απόλλων, κατά πάσαν πιθανότητα—
γερμένος σ’ ένα βράχο, κοίταζε μακριά, στα βάθη του
ορίζοντος, να διαγράφεται η σιλουέτα ενός σταυρού —του
Σταυρού με τον Εσταυρωμένο. Ο τίτλος του ήταν:
«Μελαγχολία». Συμβόλιζε τη θλίψη του αρχαίου κόσμου —του
κόσμου της χαράς, της ομορφιάς, της πλαστικής, ονειρεμένης
αρμονίας— που ένιωθε να σβήνει και να χάνεται μπροστά στη
[152]
νέα τη θρησκεία που ανέτελλε, τη θρησκεία του πόνου, του
καημού, της συντριβής και του θανάτου.
Εκείνο που είχε τραβήξει, ιδίως, την προσοχή του, ήταν η
έκφραση του προσώπου του εφήβου, με τα σγουρά κι
ολόξανθα μαλλιά, και τα γαλάζια, κουρασμένα μάτια.
Αυτή την έκφραση δε μπορούσε να την πετύχει.
Για μοντέλο του είχε χρησιμεύσει ένα παιδί της γειτονιάς —
ένα ψηλό κατάξανθο αγόρι, που δούλευε σε κάποιο μαγαζί,
αντίκρυ απ’ το εργαστήριό του. Μόλις το είδε, του ήρθε η ιδέα
του πίνακος εκείνου.
Σχετίσθηκε επίτηδες μαζί του. Κι έπειτ’ από χίλια βάσανα το
είχε καταφέρει να ‘ρχεται να στο ατελιέ του.
Αυτή η δουλειά είχε βαστάξει δεκαπέντε μέρες. Και τώρα,
που το έργο ήταν τελειωμένο, έβλεπε μ’ απελπισία, ότι του
είχε διαφύγει εκείνο, ακριβώς, που του είχε δώσει την αρχική
την έμπνευση: η έκφραση των ματιών. Αυτή την έκφραση του
ματιού —επειδή το ένα μονό μάτι φαινόταν στην εικόνα— δεν
είχε κατορθώσει, μ’ όλα όσα είχε κάνει, να τη συλλάβει
ακριβώς με το πινέλο του. Κι όμως, αυτή η έκφραση, ήταν το
παν!
Έριξε τότε την προσπάθειά του στις άλλες λεπτομέρειες —
στην κλίση και τη στάση του κορμιού, στις αποχρώσεις της
επιδερμίδος, στο χέρι που κρατούσε, το κεφάλι, στη μέση, στα
δάχτυλα, στα πόδια— και κυρίως, στα πυκνά, χυτά μαλλιά, με
το ξανθό και μαραμένο χρώμα, και τις χρυσές και σκοτεινές
αντανακλάσεις.

***
Το ίδιο βράδυ που έληγε η προθεσμία της υποβολής των
έργων, είχε σταθεί μελαγχολικός μπροστά στο έργο του —πιο
μελαγχολικός κι από τον έφηβο που είχε παραστήσει.
Ένιωθε, τώρα, πως όλοι του οι κόποι ήταν χαμένοι. Ποτέ δε
θα κατόρθωνε να πετύχει εκείνο που ζητούσε. Και ήταν
αναγκασμένος να στείλει την εικόνα, έτσι καθώς ήταν, χωρίς
να νιώσει τη δημιουργική εκείνη ικανοποίηση, που τη
θεωρούσε απαραίτητη, τόσο γι’ αυτόν, όσο και για τους
άλλους…

[153]
Αν δεν είχε δηλώσει τη συμμετοχή του στο διαγωνισμό
(επρόκειτο για μια υποτροφία στην Ευρώπη!) και δεν ήταν
εκτεθειμένος, θα προτιμούσε να τα θυσιάσει όλα. Αλλά τώρα
είχε δεσμευθεί, τ’ όνομά του ήταν δοσμένο στον κατάλογο των
υποψηφίων, κι η αποχή του μπορεί να του κατέστρεφε το
μέλλον. Είχε γίνει ήδη τόσος λόγος για το έργο του στους
κύκλους των καλλιτεχνών (και σ’ αυτό το πράμα έφταιγε κι ο
ίδιος), που η άρνησή του να στείλει την εικόνα, θα
ισοδυναμούσε με μια ομολογία, πως δεν ήταν ικανός να λάβει
μέρος…
Κι αυτό —οσηδήποτε κι αν ήταν η καλλιτεχνική του
ευσυνειδησία— η φιλοτιμία του δεν του το επέτρεπε.
Είχε κλείσει τα μάτια και προσπαθούσε, νοερά, να ζυγίσει,
όλες τις συνέπειες μιας τέτοιας αποφάσεως —όταν, ξαφνικά,
του ήρθε μια ιδέα!
Κι η ιδέα αυτή ήταν: Να κλείσει το μάτι του Απόλλωνος!
Το κλεισμένο μάτι θα ‘δινε ίσως, καλύτερα την έννοια της
συντριβής!
Ενόσω το μάτι ήταν ανοιχτό, θα μπορούσε, βέβαια, να δείξει
όλο το παράπονο, όλο τον τρόμο και τη θλίψη, που ζητούσε.
Το κλεισμένο, όμως, μάτι θα ‘δινε, εκτός από τη μυστική
πικρία, όλο το σπαραγμό, την εγκαρτέρηση, και την υποταγή
του νικημένου δηλαδή, αυτό που γύρευε να δώσει!
Και αμ’ έπος, αμ’ έργον! Με δυο-τρεις πινελιές, χαμήλωσε
το βλέφαρο. Άπλωσε μακριές τις βλεφαρίδες, τις υπογράμμισε
με μελανή σκιά —τους έδωσε μίαν έκφραση βουβή κι
απελπισμένη, τις έκανε πικρές κι αφανισμένες, σαν
κουρασμένες απ’ τις αγρυπνίες…
Και τότε πήρε μια βαθιάν ανάσα. Του φάνηκε σα να βγήκε,
από πάνω του, ένα μεγάλο βάρος. Ένιωθε τη διάθεση να
πηδήσει, μες στο εργαστήριό του, σα μικρό παιδί.
Χωρίς να χάνει καιρό, χωρίς να περιμένει τίποτ’ άλλο,
άρπαξε το τελάρο, το ‘δεσε μες στην ξύλινη τη θήκη, που είχ’
ετοιμασμένη από πριν —κι έτρεξε στα γραφεία της επιτροπής.
Τα γραφεία μόλις είχαν κλείσει.
Έτρεξε τότε στο σπίτι του διευθυντού.
Εκείνος τον δέχτηκε πρόθυμα. Του δικαιολογήθηκε για την
αργοπορία του, παράδοσε τον πίνακά του, κι έφυγε.
Η ώρα ήταν έντεκα το βράδυ.

[154]
Το έργο του ήρθε πρώτο στο διαγωνισμό. Είχε πετύχει την
υποτροφία. Οι εφημερίδες έγραψαν ενθουσιαστικά. Πρώτη
φορά οι κριτικοί βρέθηκαν σύμφωνοι. Τ’ όνομά του έπαιρνε κι
έδινε στους κύκλους των ειδικών.
Μετά την κρίση τα έργα εξετέθησαν σε μια μεγάλη αίθουσα,
το δικό του ήταν τοποθετημένο σε ξεχωριστό διαμέρισμα,
απάνω σ’ ένα στρίποδα.
Το άνοιγμα της εκθέσεως των βραβευθέντων και των
επαινεθέντων, έγινε με αρκετή επισημότητα. Είχ’ έρθει πολύς
κόσμος, τόσο απ’ τους επισήμους, όσο και από το φιλότεχνο
κοινόν, που οι κριτικές τού είχαν κεντήσει το ενδιαφέρον.
Ειπώθηκαν επαινετικότατα λόγια για το έργο του, του
προσεφέρθησαν τιμητικά μετάλλια. Ο πρόεδρος της
επιτροπής τού έπλεξε το εγκώμιο στους δημοσιογράφους.
Τους βεβαίωσε απεριφράστως, μ’ όλο το κύρος και τη
βαρύτητα της γνώμης του ότι πρόκειται περί καλλιτεχνικής
ιδιοφυίας, η οποία, κάποια μέρα, πιθανόν να δόξαζε τον τόπο.
Την ημέρα εκείνη, προς το βράδυ, η συρροή ήταν τόσο
μεγάλη, κι έκανε τόση ζέστη, ώστε είχαν ανοίξει τα μεγάλα τα
παράθυρα, για να μπει αέρας μες στη σάλα.
Εκείνος είχε κατορθώσει να απομονωθεί. Ήταν
ακουμπισμένος στο παράθυρο, στον ίσκιο της κουρτίνας, και
κοίταζε τον κόσμο, μες στη σάλα.
Έβλεπε το πλήθος να χαζεύει μπροστά στο έργο του. Οι
κυρίες φλυαρούσαν, οι κύριοι έλεγαν τα δικά τους —όλοι κάτι
είχαν να πουν. Ήταν κουρασμένος.
Όλη την ημέρα εκείνη, ήταν υποχρεωμένος να βρίσκεται
στο πόδι. Είχε σφίξει ένα σωρό χέρια, είχε ακούσει ένα σωρό
επαίνους, ένα πλήθος ανοησίες —που, σ’ αυτά όλα, δεν ήξερε
τι ν’ απαντήσει.
Ένιωθε τώρα την ανάγκη να μείνει μόνος με τον εαυτό του.
Ένιωθε τον καθαρόν αέρα, που ερχόταν απ’ το παράθυρο,
να του δροσίζει το μέτωπο, κι αυτό το πράμα του ‘κανε καλό.
Ο πρώτος ενθουσιασμός του είχε περάσει. Άρχιζε να βλέπει
τα πράματα πιο καθαρά. Έβλεπε ότι η επιτυχία του οφείλετο.
κυρίως, στο υποβλητικό εκείνο βλέφαρο, το μελαγχολικά
χαμηλωμένο. Αν εξαιρέσομε, όμως, τον τρόπο που το είχε
ζωγραφίσει —και που στα τελευταία, μπορεί να ήταν κι
εντελώς τυχαίος— κατά τ’ άλλα, η συνείδησή του δεν ήταν
καθόλου ικανοποιημένη. Οι άλλοι, στο έργο του, δεν έβλεπαν
[155]
παρά α υ τ ό π ο υ ε ί χ ε κ ά ν ε ι κι έμεναν ευχαριστημένοι,
φυσικά. Δε μπορούσαν, όμως, να δουν ε κ ε ί ν ο π ο υ λ ο γ ά
ρ ι α ζ ε, α λ λ ά π ο υ δ ε ν κ α τ ό ρ θ ω σ ε ν α κ ά ν ε ι!
Το κλειστό εκείνο μάτι είχε κρύψει μιαν αδυναμία του: την
αδυναμία του ν α τ ο ζ ω γ ρ α φ ί σ ε ι α ν ο ι χ τ ό…
Είχε καταφύγει σ’ αυτή τη λύση, επειδή δεν εύρισκε
καλύτερη.
Και τότε γεννήθηκε, μέσα του, μια σατανική αμφιβολία. Κι
όσο έβλεπε τον κόσμο να εκφράζεται ενθουσιαστικά κι
ικανοποιημένα —τόσο αυτή η αμφιβολία μεγάλωνε μες στο
μυαλό του.
Για ν’ απαλλαγεί απ’ αυτόν τον εφιάλτη, δοκίμασε να κάνει
λίγα βήματα, χωρίς να τον αντιληφθούν οι άλλοι.
Βγήκε στη βεράντα. Ο καθαρός αέρας εξακολουθούσε να
του κάνει καλό. Η σκέψη, όμως, που τον τυραννούσε, δεν τον
άφηνε.
Είχε χάσει την πίστη του στην τέχνη του.
Ένιωθε καλά, π ο λ ύ κ α λ ά, πως, παρ’ όλα τα εγκώμια του
κόσμου, παρ’ όλες τις ενθουσιώδεις κριτικές, και τις
υποσχέσεις για το μέλλον —μπορεί, μια μέρα, να γινότανε
διάσημος, ποιος ξέρει; —ποτέ δεν θα κατόρθωνε να δώσει ό,τι
ήθελε, να δημιουργήσει όπως ήθελε, να εκφράσει ακριβώς ό,τι
ποθούσε — να εκφράσει μ’ άλλα λόγια την ψυχή του!
Ένιωθε πως δεν είχε ταλέντο!

[156]
Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΦΟΥΡΤΟΥΝΑΣ Ο ΛΑΜΠΗΣ

Εκεί, παρά τον απορρώγα βράχον, τον σιγηλόν, τον έρημον,


οπόθεν, ολίγον προ της δείλης πριν νυκτώσει, σμήνη ορνέων
εξαπελύοντο και περιίπταντο αιθεροβάμονα κι επλήρουν το
διάστημα με τους ατέρμονας κρωγμούς των, τους στριγγούς,
υψούτο ποτέ λευκός ναΐσκος χαρίεις, αν και αφελής – χάρμα
και τέρψις οφθαλμών – καταντικρύ του πέραν ανοικτού
πελάγους. Εις τους πρόποδας του βράχου, του σιγηλού, του
ερήμου, το κύμα έψαλλε μελωδικά το άσμα του το αιώνιον,
ιδίως περί τας μελιχράς, τας δειλινάς τας ώρας, ύμνον βαθύν
και ζοφερόν, την ακοή κατακηλούντα του ύπερθεν
αντιπαρερχομένου οδοιπόρου. Ομοίαζε το άσμα εκείνο προς
θρηνώδη επίκλησιν, προς βαθύ παράπονον, πλήρες ικεσίας,
ενίοτε όμως, οσάκις έπνεεν από βορρά σφοδρότερός τις
άνεμος, προσελάμβανεν, αγνοώ τίνα μεγαλοπρέπειαν
ασυνήθη, ως αν αόρατοι χοροί καλλιπλοκάμων ναϊάδων και
τριτώνων, καταβιούντων εις τα βάθη τ’ ανερεύνητα του
πολυταράχου ωκεανού, να συνηνούντο αίφνης εις έξαλλον
ουρανομήκη συμφωνίαν, πλήρη οργής και διαμαρτυρίας· τότε,
αφροί και βρύα, φυτά θαλάσσια, παντοειδή κογχύλια και άλλα
του πελάγους απορρίμματα, ήρχοντο και περιέστεφον τον
χθαμαλόν αιγιαλόν.
Επάνω, εγγύς του αφελούς, ερημικού ναΐσκου, υπήρχε
μικρά καλύβη πεπαλαιωμένη, είδος παραπήγματος σαθρού,
προχείρως κατεσκευασμένου, και οσημέραι επί μάλλον
[157]
καταρρέοντος· η καλύβη αύτη εχρησίμευεν ως θερινή διαμονή
του Καπετάν Φουρτούνα, του Λαμπή. Ο γέρων φουρτούνας
ήτο ποτέ ναυτικός – εξ ου και το ιδιόρρυθμον προσωνύμιόν
του – αρχαίος γερο-λύκος, ον η θάλασσα είχεν εκβράσει και
απορρίψει, θα έλεγέ τις, μαζί με όλα τα παντοειδή αυτής
απορρίμματα, εις την απόκρημνον εκείνην ακτήν, ίνα
εφησυχάσει από του περιπετειώδους, του τρικυμιώδους βίου,
ον διήλθε πλέων ανά την ξένην.
Μονήρης και καχύποπτος, ο γέρων Φουρτούνας, θύμα
γάμου ατυχούς, κατά την νεότητά του, έζη τώρα εκεί, πλησίον
του ναΐσκου, μόλις υπερκειμένου της πενιχράς καλύβης. Περί
τας αρχάς του χειμώνος, τέλη του φθινοπώρου, κατήρχετο εις
την χώραν, και η καλύβη έμενε τότε έρμαιον των πετεινών και
των ορνέων, των πληρούντων τας ρωγμάς του βράχου, του
τιτανικού. Υψαύχην και πελώριος, σύμβολον της μονώσεως
και της υπεροψίας, εδέσποζεν ούτος των πέριξ άλλων βράχων
και διέγραφε την μέλαιναν, την απειλητική αυτού σκιάν, μέχρι
των απωτάτων χαραδρών. Από του ύψους εκείνου, ο ορίζων
ηπλούτο αναπεπταμένος και το βλέμμα εξετείνετο και
εκυριάρχει της υγράς εκτάσεως, κυκλοτερώς, από βορρά μέχρι
νότου.
Όταν ο γέρων επέστρεφε την άνοιξιν, η καλυβη εχρειάζετο
νέας επισκευάς. Αύται εγίγνοντο εκ των ενόντων, χάρις εις την
έκπαλαι φημιζομένην ειδικότητα αυτού, περί τα τοιαύτα· ήτον,
ως γνωστόν, «μάστορας με τα όλα του», ο καπετάν
Φουρτούνας, ο Λαμπής, σύμφωνα προς αυτήν την φήμην,
φήμην έχουσαν ποιάν τινα βάσιν, αν ήθελέ τις κρίνει εκ των
διαφόρων προχείρων οικίσκων, τους οποίους είχεν ανεγείρει
ούτος, υπείκων εις παρακλήσεις άλλων συγχωριανών του,
προς χρήσιν εκείνων, εννοείται. Καθότι ο ίδιος ήτο, κατά το
λεγόμενον, «πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης».
Συχνά τον επεσκεπτόμην, εις το απρόσιτον ερημητήριόν
του, διδομένης ευκαιρίας, και ήμην βέβαιος ότι, παρά την
θρυλουμένην καχυποψίαν και μισανθρωπίαν του, ήθελον εύρει
περιποίησιν και φιλοξενίαν, δια τας ολίγας ώρας της
περαστικής εκεί διαμονής μου, όσον ουδαμού αλλού.

Είχα οδοιπορήσει καθ’ όλην εκείνην την πρωίαν, υπό


καύσωνα πνιγηρόν – ήσαν αρχαί του Ιουλίου – σκοπεύων ν’
αναρριχηθώ μέχρι του ερημικού ναΐσκου, προτού με προλάβει
[158]
η μεσημβρία· αλλά και εν περιπτώσει πιθανής βραδυπορίας
και υπερβολικού καμάτου, ηδυνάμην να βασίζομαι πάντοτε επί
της φιλοξενίας και του ευπροσδέκτου του καπετάν Φουρτούνα,
του Λαμπή, με τον οποίον ήμεθα από μακρού συνδεδεμένοι.
Οσάκις ούτος κατήρχετο εις την Χώραν, δι’ επιτήδεια και
άλλας προμηθείας, ήτο αδύνατον να μη μ’ επισκεφθεί κατ’
οίκον, να μου αποτείνει το φιλικόν του χαίρε· τρις ή τετράκις
του έτους, ήμην βέβαιος ότι θα τον συνήντων – ιδίως περί τας
αρχάς του έαρος (τον χειμώνα έμενεν ως εγκάθειρκτος εις
άλλο, πλησιέστερον ερημητήριον), οπότε η επανερχομένη
καλοκαιρία επέτρεπε τας τοιούτου είδους πεζοπορίας.
Τελευταίαν φοράν τον είχα ιδεί, μεταβαίνων προς
επιτέλεσιν θρησκευτικού τινος καθήκοντος, εις την
Μεταμόρφωσιν του Σωτήρος. Ήτο πάντοτε ακμαίος και
ευσταλής, αν και αρκούντως προκεχωρηκυίας ηλικίας, και
έφερε πάντοτε το ιδιόρρυθμον εκείνον κάλυμμα, τον
ιδιότροπον εκείνον «κούκκον», με τον οποίον ήτο γνωστός εις
όλην την περιοχήν. Ότε με συνήντα, η πρώτη του λέξις ήτο:
«Τι χαμπάρια, κουμπάρε; Πώς τα βολεύει τώρα ο κόσμος, με
την ακρίβεια που μας πλάκωσε;…» Επειδή, δια τον
Φουρτούναν τον Λαμπήν, η ακρίβεια του βίου έβαινε κατ’
αντίστροφον λόγον του γλεντιού και των διασκεδάσεων –
έστω και αν ο ίδιος δεν εξόδευε πεντάραν περιπλέον ή δια τα
απολύτως απαραίτητα. Ομίλει δε ως προανέφερον, καθόσον,
αν και «πολλών άστεα οιδε και νόον έγνω», είχε μείνει εν
πολλοίς αγροίκος και αφελής την έκφρασιν.
Ήμην βέβαιος, όθεν, ότι θα ετύγχανον εξαιρετικής
περιποιήσεως παρά του αγαθού εκείνου ανθρώπου, παρά τας
διαρκείς μεμψιμοιρίας του και παρά την αρκετά διαδεδομένην
περί αυτού φήμην – την άδικον, κατ’ εμέ – ότι ήτο
«παραδόπιστος» και «σφικτοχέρης».
Ατυχώς αι προβλέψεις μου δεν επηληθεύθησαν: κατά κακήν
όλως σύμπτωσιν, την ημέραν ακριβώς της ανόδου μου
εκείνης, ο καπετάν Φουρτούνας, εις τον οποίον δεν είχα
προφθάσει να γνωστοποιήσω τα της πρωινής μου εκδρομής,
είχε κατέλθει αφ’ εσπέρας, και δεν επρόκειτο να επιστρέψει,
παρά την πρωίαν της επομένης.
Η απροσδόκητος αύτη πληροφορία, ανέκοψέ πως τα
τολμηρά σχέδιά μου δια την συνέχισιν της εκδρομής – είχα
«λογαριάσει», βλέπετε, «χωρίς τον ξενοδόχο» ― και με
[159]
ηνάγκασεν, εκόντα άκοντα, να εξακολουθήσω την πορείαν μου
νοτιότερα, εις αναζήτησιν ετέρας καλύβης, άλλου, γνωστού
μου επίσης, αιγοβοσκού, τον οποίον συνήντησα, ευτυχώς, εις
το ποιμνιοστάσιόν του, απέχον περί την ημίσειαν ώραν του
εκκλησιδίου, όπερ απετέλει τον σκοπόν της πολλά πρωινής
εκείνης ανόδου.
Είχεν αρχίσει ήδη να δύει ο ήλιος, κατήρχετο αιγλήεις και
απαστράπτων, εν μέσω πορφυρών νεφών, ότε ο καπετάν
Φουρτούνας επέστρεψε παρ’ ελπίδα από την χώραν,
συγκομίζων τα οψώνιά του, χάριν των οποίων ηναγκάζετο να
«ξεμουδιάζει», καθώς έλεγε, και να εγκαταλείπει δι’ ολίγον το
σιωπηλόν του ορεινόν ερημητήριον. Μ’ επρόλαβε,
πληροφορηθείς εν τω μεταξύ, εις την χώρα, τα της ανόδου
μου. Ήρχισε και πάλιν, με την γνωστήν πρσφώνησιν, την
καθιερωμένην:
― Τι χαμπάρια κουμπάρε; Πώς τα βολεύει ο κόσμος, τώρα,
με την ακρίβεια που μας πλάκωσε;
Μετά του Φουρτούνα, είχεν ανέλθει και ο Σταμάτης, νεαρός
αιπόλος, δασύμαλλος και άξεστος, όστις συνόδευεν αυτόν
συνήθως εις τας ανά τα όρη εκδρομάς του. Κατά τας ώρας της
σχολής, έμελπεν επί του αυλού ποιμενικά ασμάτια τερπνά, και
ετραγώδει συνάμα χαριέστατα. Εκόντα άκοντα ο Φουρτούνας
με απέσπασεν εκ του ποιμνιοστασίου, και με οδήγησεν εις το
ερημητήριόν του. Εκεί, εδειπνήσαμεν, μετά δε, ενώ η αργυρά
πανσέληνος έρριπτε την μελιχράν ανταύγειάν της και
κατηύγαζε τα πάντα, απεφάσισα την κάθοδον, ομού με τον
Σταμάτην, κατ’ ουδένα λόγον εννοούντα να με αφήκει να
κατέλθω μόνος.
Εδέχθην την συμπαθή εκείνην προσφοράν και εκινήσαμεν,
αφού προηγουμένως έταξα εις τον Φουρτούναν ότι θα
επαναλάβω λίαν προσεχώς την φιλικήν μου επίσκεψιν, μεθ’
αρμοδίαν, πάντως, προειδοποίησιν.
Καθ’ οδόν, ο Σταμάτης με ηρώτα αφελώς:
― Δε με λες, κουμπάρε, (δι’ όλους τότε, φυσικά, ήμην ο
κουμπάρος), δε με λες, είναι αλήθεια πως εις την πολιτείαν
είναι ντυμένοι όλοι φράγκικα και γυρίζουν εις τους δρόμους με
καπέλα; Και ότι οι γυναίκες φορούν κι αυτές επίσης καπέλα;
― και τα παρόμοια.
Είχε παρέλθει εβδομάς από της εκδρομής εκείνης, ότε
εδέχθην αιφνιδίως την επίσκεψιν του γέροντος κατ’ οίκον.
[160]
― Μην τα ρωτάς, κουμπάρε, μοι ανήγγειλε, κινών συνάμα
απαισιοδόξως την κεφαλήν. Δεν στέκομαι καλά εις τα πόδια
μου.
― Τι σου συνέβη, καπετάν Λαμπή; ηρώτησα, φοβηθείς τι το
απευκταίον.
― Είναι τρεις μέρες, τώρα, που έχω ένα πόνο, εδώ,
κουμπάρε, μου απήντησε, δεικνύων μου το στήθος. Ήλθα να
ρωτήσω το γιατρό. Ξέρεις εσύ κανέναν γιατρό να μου
συστήσεις;
Τω υπέδειξα τον μάλλον χαίροντα υπολήψεως, τότε, εν τη
Χώρα, και κατόπιν τον ηρώτησα:
― Και πώς σου πρωτοπαρουσιάσθηκε αυτό, καπετάν
Λαμπή;
― Να, εκεί που καθόμουν και κουβέντιαζα, κουμπάρε, μ’
έπιασε ένας πόνος δυνατός, κι εξαπλώθηκα χάμω. Δεν
μπορούσα να πάρω την αναπνοή μου. Μ’ εσήκωσαν και μ’
έβαλαν εις το κρεβάτι. Αυτό μου ξαναήλθε πάλι άλλες δυο
φορές από τότε. Δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου. Λίγα είναι,
μου φαίνεται, τα ψωμιά μου, κουμπάρε.
Προσεπάθησα να τον καθησυχάσω, αφηγούμενος εις αυτόν
διάφορα παρόμοια περιστατικά, αλλ’ εκίνει την κεφαλήν με
δυσπιστίαν. Τέλος, μετέβη παρά των υποδειχθέντι παρ’ εμού
ιατρώ. Δεν παρήλθεν, όμως, μην, και ο καπετάν Φουρτούνας,
εις τον οποίον, κατά την ομολογίαν του ιατρού, παρά την
φαινομένην ανθηρότητα, είχε εκδηλωθεί καρδιακόν τι νόσημα
ανίατον, εξεμέτρα το ζην, εκεί, εις το λευκόν ερημητήριόν του.
Εθεώρησα καθήκον να παραστώ κατά την εκφοράν αυτού, και
να τον συνοδεύσω μέχρι της τελευταίας κατοικίας του.
Ο Σταμάτης ώρυξε τον τάφον αυτού, ο δε παπα-Λευθέρης, ο
μόνος γείτων ιερεύς, έψαλε την νεκρώσιμον ακολουθίαν.
Ετάφη εκεί, παρά το προσφιλές του ενδιαίτημα, μεταξύ
πελάγους, γης και ουρανού…

Την μακρινήν εκείνην ανάμνησιν επανέφερον εις τον νουν


μου διάφορα περιστατικά, επισυμβάντα τελευταίως εις εμέ, και
των οποίων η αφήγησις ήθελεν είσθαι ανιαρά δια τον
αναγνώστην. Χάρις εις αυτά, ανεμνήσθην και πάλιν αιφνιδίως
του αγαθού εκείνου ερημίτου, και ανεπόλησα το μελαγχολικόν
του πρόσωπον, το βάναυσον και ηλιοκαές, με το καλοκάγαθον
μειδίαμα.
[161]
Παρήλθον έκτοτε έτη πολλά, η ιδιόρρυθμος μορφή εκείνη
έχει παντελώς λησμονηθεί – εγώ δε, μόνος μάρτυς επιζών της
παλαιάς εκείνης ιστορίας, παρακάμψας προ πολλού το
ακρωτήριον της αμερίμνου πρώτης μου νεότητος, βαίνω
ημέρα τη ημέρα προς το γήρας.

[162]
Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ

Σταμάτησε σε μια γωνιά, και κοίταξε το δρόμο.


Ο δρόμος του φαινόταν ατελείωτος. Ο ήλιος έκαιγε δυνατά,
κι η αντηλιά, καθώς χτυπούσε γύρω, απ’ τις ασβεστωμένες
μάντρες, κι απ’ τους άσπρους τοίχους των χαμόσπιτων, του
πλήγωνε τα μάτια.
Δυο-τρία κάρα, φορτωμένα άμμο, περνούσαν, κι ένας
καροτσέρης, με το πουκάμισο, ιδρωμένος και λαχανιασμένος,
χτυπούσε με το καμουτσίκι τ’ άλογο, και βλαστημούσε.
Καμπόσες κότες έτρεχαν, εδώ και κει, στο σκονισμένο
δρόμο, και σκάλιζαν τις κοπριές μ’ ένα μεγάλο κόκορα στη
μέση. Δυο μικροί στάθηκαν και τον κοίταξαν περίεργα κι έπειτα
έφυγαν φοβισμένοι.
Θα ήταν, ίσως —ή θα πλησίαζε μεσημέρι.
Τραβούσε μόνος, μην ξέροντας κανένα, δειλός κι αμήχανος,
μες στην καινούρια του ελευθερία —πιο μόνος, απ’ ό,τι ήταν
μες στη φυλακή.
Αν και δεν υπήρχε καμιά κίνηση γύρω —εκτός από τα κάρα
που περνούσαν— είχε την εντύπωση ότι τον περικύκλωνε ένα
μεγάλο πλήθος, κι ότι περνούσαν γύρω του χιλιάδες
αυτοκίνητα. Του φάνηκε, μάλιστα, πως κάποιος τον έδειξε με
το δάχτυλο, σε μια παρέα, κι οι άλλοι τον κοιτούσαν και
γελούσαν.
Είχε να κάνει αρκετό δρόμο ακόμα. Έβλεπε μακριά την
πολιτεία, σε μεγάλη απόσταση. Έβλεπε τα σπίτια της, χαμένα
στον ορίζοντα, σα μια παράταξη κρυμμένη κι εχθρική, που τον
παραμόνευε στα βάθη.
[163]
Ήταν κουρασμένος, αν και δεν είχε περπατήσει πολύ.
Διψούσε.
Είδε μια βρύση, μέσα σε μια μάντρα, αλλά δεν τόλμησε να
πλησιάσει.
Προχώρησε ακόμα μερικά βήματα, και κοντοστάθηκε. Το
κάμα ήταν πολύ δυνατό, και συλλογίστηκε ότι, ωσότου να
φτάσει στην πολιτεία, θ’ αργούσε πολύ να ξαναβρεί νερό.
Ξαναγύρισε τότε, και πλησίασε στη βρύση, με χίλιες
προφυλάξεις. Του φαινόταν πως πρόκειται να κάνει κατιτί
κακό, και κοίταξε τριγύρω τον μήπως τον δει κανένας,
Μια γυναίκα άπλωνε ρούχα, στην αντικρινή μάντρα.
Περίμενε να μπει πρώτα μες στο σπίτι, κι έπειτα πήγε ως τη
βρύση, πολύ σιγά, σαν κλέφτης.
Έσκυψε και ήπιε. Το νερό του φάνηκε στυφό, με μια
δυσάρεστη γεύση, μεταλλική.
Έφτυσε, σκούπισε τον ιδρώτα του, κι άρχισε να περπατάει
πάλι.
Επειδή τον στενοχωρούσαν τα παπούτσια του, τα ‘βγαλε
και τα πήρε στο χέρι. Έτσι, περπατούσε πιο ελεύτερα.
Βαστούσε μια χαρτοσακούλα με λίγο τυρί, με λίγες ελιές, με
δυο-τρεις φέτες ψωμί, και με μια φέτα πεπόνι. Του τα ‘χε
στείλει η γυναίκα του φύλακα, την ώρα που περνούσε απ’ την
πόρτα της, μες στην αυλή, με το μικρό της τ’ αγοράκι —ένα
ξανθό μικράκι έντεκα χρονών, που τ’ αγαπούσε, καθώς το
‘βλεπε κάθε πρωί, μέσ’ απ’ τα κάγκελα, επειδή του θύμιζε το
δικό του.
Τη στιγμή που του τα ‘δινε, είχε σκύψει και το φίλησε στο
μάγουλο. Είχε τόσον καιρό να φιλήσει, άνθρωπο, που
διατηρούσε ακόμα στα χείλη του την επαφή της τρυφερής
επιδερμίδος, που μοσκοβολούσε σα ροδάκινο.
Κι έπειτα χαμήλωσε τα μάτια, και τράβηξε. Είχε μπει στη
φυλακή περήφανος και νέος, κι έβγαινε τώρα σκυφτός και
γερασμένος, με ζάρες στο λαιμό του και στο κούτελο, με το
μυαλό του κούφιο και στεγνό, άδειο τώρα, από κάθε σκέψη,
σαν ένα σακούλι αδειασμένο.
Ενώ περπατούσε, κατάλαβε πως πεινούσε.
Ο ήλιος τον χτυπούσε κατά πρόσωπο. Δεν έβλεπε κανέναν
ίσκιο, γύρω, να καθίσει.
Κάθισε τότε δίπλα, στο χαντάκι, άνοιξε τη χαρτοσακούλα, κι
άρχισε να τρώει.
[164]
Μασούσε με δυσκολία. Σιγά-σιγά, όμως, το κατάφερε ν’
αδειάσει τη σακούλα. Σκούπισε τα χέρια του, την τσαλάκωσε,
κι έπειτα την πέταξε στο δρόμο.

***
Η πολιτεία, τώρα, ήταν πολύ κοντά. Είχε κάνει πιο πολύ
από τα μισά του δρόμου.
Ο ήλιος κόντευε να βασιλέψει.
Και, ξαφνικά, άρχισε να συλλογίζεται τι θα κάνει.
Οι δικοί του δεν υπήρχαν πια. Η γυναίκα του είχε πεθάνει,
εδώ και τρία χρόνια, καθώς και το παιδάκι του, που είχε μείνει
μοναχό, σε ξένα χέρια.
Δεν είχε κανένα δεσμό, που να τον συνδέει με τον κόσμο.
Αυτά τα δεκαπέντε χρόνια είχαν πέσει απάνω στη ζωή του,
σαν την πέτρα που κλείνει ένα μνήμα. Του είχαν κόψει τη ζωή
του στα δυο, — κι αυτός ο άνθρωπος που περπατούσε τώρα,
δεν είχε τίποτε κοινό, με τον μακρινόν εκείνον άνθρωπο, που
είχε κάποτε εγκληματήσει, και τον είχαν ρίξει στο
μπουντρούμι.
Όλ’ αυτά τα είχε συλλογιστεί τόσες φορές, τα είχε
ξαναπεράσει τόσο πολύ μες στο μυαλό του, ώστε τα ‘βλεπε
σαν ένα παραμύθι, δίχως να του κάνουν πια εντύπωση, χωρίς
τύψη και χωρίς καμμιά συγκίνηση.
Ήταν ένας τελειωτικά ξεριζωμένος άνθρωπος, —ένα
κούτσουρο νεκρό και περιττό, που το υποχρέωναν να ζήσει,
να ρίξει πάλι ρίζες στη ζωή, χωρίς να ‘χει τη δύναμη για τίποτε,
χωρίς να θέλει και να περιμένει τίποτε— με την καρδιά χωρίς
κανένα πόθο, χωρίς καμιάν ελπίδα, πουθενά…
Ένιωθε να σέρνει τον εαυτό του προς ένα πλήθος
πραγμάτων, που είχαν από χρόνια κοιμηθεί μέσα του, και που
δεν είχε καμμιά όρεξη να τα ξυπνήσει. Κι όμως ήταν
υποχρεωμένος να τα ξυπνήσει, επειδή, τι άλλο του ‘μενε να
κάνει τώρα, παρά να ζήσει, καθώς ζουν οι άλλοι;
Ένα διάστημα, οι τύψεις του ήταν η μόνη συντροφιά του.
Τώρα πια δεν είχε ούτε τύψεις. Όλ’ αυτά ήταν τελειωμένα. Όλ’
αυτά ανήκαν σε μιαν άλλη ζωή, μια ζωή που του ήταν τώρα
ξένη, και δε μπορούσε να γυρίσει πια.

[165]
Όταν μπήκε μες στην πολιτεία, τα φώτα ήταν αναμμένα.
Διάλεγε τους πιο μοναχικούς δρόμους. Είχε ξαναφορέσει τα
παπούτσια του και κούτσαινε λιγάκι.
Είχε στην τσέπη μερικά χρήματα. Μ’ αυτά, μπορούσε για
λίγο να περάσει. Ο άλλος άνθρωπος —αυτός που είχ’
εγκληματήσει, και που είχε μπει στη φυλακή— ήξερε μια τέχνη·
ο τωρινός δεν ήξερε πια τίποτε.
Περιπλανήθηκε στην τύχη. Τώρα ήταν φοβερά
κουρασμένος, κι απ’ το δρόμο, κι απ’ την κίνηση.
Δεν ήξερε κατά πού να πάει, τι να κάνει.
Μια σκέψη επίμονη είχε καρφωθεί μες στο μυαλό του — η
μόνη σκέψη που το μυαλό του μπορούσε να συλλάβει: Τι
γύρευε αυτός, εδώ πέρα — τι ερχόταν να κάνει, μέσα σ’ αυτό
τον κόσμο, που δεν τον περίμενε κανένας, που κανένας πια
δεν είχε την ανάγκη του, κι ούτε κι αυτός περίμενε κανένα —
έναν κόσμο απελπιστικά χαρούμενο, γεμάτο πόθους, βλέψεις
και φροντίδες, δεμένο μ’ ένα πλήθος αλυσίδες, μ’ ένα πλήθος
ζωντανά συμφέροντα, με μίση, με στοργές, μ’ επιθυμίες —
έναν κόσμο με χίλια προηγούμενα, και με χίλιους δυο
περιορισμούς, που ζούσε χρόνια την ελευθερία του, καθώς
αυτός, στα βάθη του κελιού του, τις άδειες ώρες, τις βουβές,
της μοναξιάς του;…
Είχε χάσει τόσο πολύ την έννοια αυτής της ελευθερίας,
ώστε αν του ‘λεγε κανένας τη συμπόνια του, γιατί την είχε
τόσα χρόνια στερηθεί, θα του φαινόταν εντελώς αστείο, σα να
του μιλούσαν για τα σύννεφα, είτε για τους κομήτες τ’
ουρανού!
Περιπλανήθηκε έτσι, σ’ ένα σωρό συνοικίες. Πέρασε
μπροστά από χιλιάδες μάτια αδιάφορα, που και κείνος τα
κοιτούσε, τώρα, με την ίδια αδιαφορία, χάζεψε σε βιτρίνες
μαγαζιών, κι έπειτα στάθηκε μια μεγάλη πόρτα, και κοίταζε τον
κόσμο που περνούσε.
Ένα παιδάκι, καθώς έπαιζε κυνηγητό με τ’ άλλα, ήρθε κι
έπεσε απάνω του. Έσκυψε και το κράτησε με τ’ αχαμνά του
δάχτυλα. Ένιωθε την επιθυμία να το φιλήσει. Εκείνο, όμως,
έμπηξε μια φωνή, και γλίστρησε σα χέλι.
Έμεινε τότε, και το κοιτούσε λυπημένος. Έβλεπε τα παιδιά
να παίζουν, και ξαναθυμήθηκε το μικρό του τ’ αγοράκι, καθώς
το είχε δει, την τελευταία φορά, που η γυναίκα του του το ‘χε
φέρει μες στη φυλακή. Ήταν κατάξανθο, με δυο μεγάλες
[166]
μπούκλες, και με δυο ματάκια γαλανά, σαν τις ανεμώνες του
βουνού …
Αυτά όμως ήταν πράματα πολύ παλιά. Αν ήταν ακόμα ο
άλλος άνθρωπος, θα μπορούσε ίσως να συγκινηθεί —θα ήταν,
ίσως, ικανός να δακρύσει. Τώρα, όμως, η καρδιά του είχε γίνει
πέτρα, σαν τις πέτρες τις βαριές της φυλακής, τις μαύρες, τις
υγρές, τις φαγωμένες, αυτές που δεν τις βλέπει ποτέ ήλιος, κι
είναι γιομάτες μούχλα και σκιά…
Κι άρχισε πάλι να περπατεί. Πού πήγαινε;
Ο δρόμος ήταν όλο ηλεκτρικά. Τα τραμ και τ’ αυτοκίνητα
περνούσαν, φορτωμένα κόσμο. Χωρίς να καταλάβει, είχε
πλησιάσει προς τα κέντρα.
Έκοψε τότε σε μια πάροδο, και σε λίγο ξαναβρέθηκε στις
μακρινές τις συνοικίες. Κάθισε σ’ ένα καφενεδάκι. Επειδή
άκουσε μια διπλανή παρέα, που γύρευε καφέ, παράγγειλε κι
αυτός καφέ, αν και δεν είχε όρεξη για τίποτε.
Τη στιγμή που τον παράγγελνε, άκουσε τον ήχο της φωνής
του. Του φάνηκε παράφωνη και ξένη, σα να μιλούσε κάποιος
άλλος δίπλα του. Απ’ το πρωί, που είχε βγει απ’ τη φυλακή,
δεν είχε μιλήσει με κανένα. Είχε ακόμα στ’ αυτιά του τα
τελευταία λόγια, που του είχε πει ο κύριος διευθυντής των
φυλακών:
—«Προσπάθησε να γίνεις καλός άνθρωπος…»
Καλός άνθρωπος! Τι θα πει αυτό; Γύριζε και ξαναγύριζε
αυτά τα λόγια μέσα στο μυαλό του, αυτά τα λόγια που δεν
είχαν καμιά έννοια. Κι όμως, εκείνος που τα είπε, κάτι ήξερε.
Φαίνεται, όμως, πως κι αυτός, μιλούσε άλλη γλώσσα.
Ήπιε τον καφέ του, και σηκώθηκε.
Τράβηξε προς την αντίθετη μεριά. Έφτασε ως τα τελευταία
σπίτια.
Και τότε μόνος, μες στην ησυχία, έρημος και χαμένος στο
διάστημα, καθώς κοιτούσε τη γαλήνη τ’ ουρανού, ένιωσε να
τον παίρνει το παράπονο.
Θυμήθηκε το μακρινό κελί του, το στενό και σκοτεινό
διάδρομο — κι έπειτα το μεγάλο το προαύλιο, με τον ψηλό τον
τοίχο γύρω-γύρω, και με τα τρία χαμηλά κυπαρισσάκια.
θυμήθηκε τις πέντε σκοπιές, και τους φαντάρους που φύλαγαν
μέρα νύχτα —κι η καρδιά του ράγισε με μιας.
Έτρεξε τότε, μες στη νύχτα, σαν τρελός. Όλ’ αυτά, μέσα στο
σκοτάδι, που τραβούσε, του φαινόντουσαν τόσο μακριά, σα να
[167]
τον χώριζε κάποια μεγάλη άβυσσος, που δε θα ήταν ικανό
ποτέ να την περάσει…
Έβγαλε τότε πάλι τα παπούτσια του, για να μπορεί να
τρέχει πιο καλά — και το ‘βαλε στα πόδια, μες στη νύχτα,
κυνηγημένος απ’ την πολιτεία, σαν ένας πανικόβλητος
δραπέτης, που το ‘χει σκάσει απ’ τη φυλακή, και τρέχει, τρέχει
στην ελευθερία, με τον καημό πότε να φτάσει στους δικούς
του, και να πέσει μες στην αγκαλιά τους, που τόσα χρόνια την
είχε στερηθεί…

***
Και το πρωί, που η γυναίκα του φύλακα βγήκε στην πόρτα
να σκουπίσει, είδε έναν άνθρωπο να κάθεται στο πεζούλι.
Στην αρχή δεν τον κατάλαβε. Έπειτα, όμως, τον γνώρισε.
—Μπα! έκαμε, τι θες εδώ;…
Εκείνος σήκωσε τα μάτια, και την κοίταξε. Κι έπειτα πάλι τα
χαμήλωσε, σαν ένοχος.
Του λέει μ’ απορία:
—Μα πώς! Δεν έφυγες ακόμα;…
Εκείνος κούνησε τους ώμους, και γύρισε το κεφάλι κατά
πέρα.
Της λέει:
—Πού να πάω;
Και κοίταξε ψηλά, τη φυλακή.

[168]
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΦΙΛΟΣ

Ήταν ένα βράδυ φθινοπώρου, σχεδόν τα πρώτα βράδια του


χειμώνα· τα φύλλα είχαν στρωθεί μες στην αυλή, τα πρώτα
κρύα κόντευαν ν’ αρχίσουν. Λίγο μετά το πέσιμο του ήλιου,
είχε απλωθεί στο δείλι ξαφνικά, μια λεπτότατη τέφρα κυανή·
ένα μεγάλο σύννεφο πυκνό είχε σταθεί βορειοδυτικά,
προάγγελος μιας μακρινής ακόμη καταιγίδος —ένα μεγάλο
σύννεφο αμαυρό, με μια ξεχωριστή μελαγχολία· κι ήτανε σαν
προαίσθημα βαρύ, και θύμιζε κάτι πολύ επίσημο, κάτι πολύ
βαθύ και ανεπανόρθωτο· είχε σταθεί βορειοδυτικά, και είχε
καλύψει ακριβώς τη δύση, σαν τα πέπλα που ρίχνουν στους
νεκρούς —σα να ‘θελε να κρύψει μια αγωνία, μια τρομερή κι
αλλόκοτη αγωνία, απ’ τα θλιμμένα μάτια των ανθρώπων.
Από νωρίς ήταν κλεισμένος στα γραφείο του, και σκόπευε
να εργασθεί με πάθος· βιαζόταν τώρα να τελειώσει κατιτί,
ενόσω θα βαστούσε ακόμα ο οίστρος, ο έξαφνος οίστρος που
τον είχε πάρει και που αντί να λιγοστεύει τώρα, δυνάμωνε όσο
έπεφτε το βράδυ.

Η ησυχία ήταν απόλυτη στο σπίτι· είχε δοσμένη αυστηρή


διαταγή, κάθε φορά που εργαζόταν έτσι μόνος, να βασιλεύει
απόλυτη ησυχία. Κι εξάλλου, ποιος να τον ανησυχήσει,
εφόσον ήταν πάντα σχεδόν μόνος, και δεν υπήρχε γύρω του
ψυχή, εξόν απ’ την παλιά του καμαριέρα, και τον υπηρετάκο
του σπιτιού.

[169]
Μια λάμπα δίπλα ήταν αναμμένη, μ’ ένα μεγάλο πράσινο
αμπαζούρ, κι ας έφεγγεν ακόμη αρκετά· έριχνε το χλωμό
μεγάλο κύκλο της, απάνω στ’ ανοιγμένα τα χειρόγραφα. Στην
αρχή δεν έφεγγε καθόλου. Σε λίγο όμως, καθώς ήρθε το
σκοτάδι, το φως της διεγράφη καθαρότερα, ο κύκλος έγινε
σιγά-σιγά λαμπρότερος, και μόνο γύρω-γύρω στο δωμάτιο,
πύκνωσεν η νύχτα σιωπηλά.
Οι συνηθισμένες οι σκιές, ήρθαν και πήραν ήσυχα τις
ταχτικές του θέσεις.
Μια στιγμή σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο· έριξε τα
μάτια προς τον κήπο.
Ο ουρανός ήταν ακόμα καθαρός, τ’ άστρα όμως πρόβαλλαν
δειλά· ένα πλήθος φωτεινά συμπλέγματα, πολύ θαμπά, θαμπά
κι αινιγματώδη: αν κοίταζε κανείς με προσοχή, θα ‘βλεπε γύρω
ένα πλήθος άστρα, εκτός προς τη μεριά του δειλινού, που
είχεν επίμονα απλωθεί το μαύρο πυκνό σύννεφο.
Τότε και κείνος γύρισε και πάλι στο γραφείο του, κι άρχισε
να γράφει νευρικά.
Εργάσθηκε έτσι, συνεχώς, ως τις οχτώ το βράδυ.
Και μόλις ήρθαν οι οχτώ το βράδυ, το μεγάλο δρύινο ρολόι,
χτύπησε βαριά στα σκοτεινά· και σχεδόν αμέσως,
αναπάντεχα, προς τη μεριά της μακρινής οξώπορτας,
ακούστηκε ένα σιγανό κουδούνισμα· ένα κουδούνισμα έτσι
σιγανό —που θα μπορούσε να μην ακουστεί διόλου, αν δεν
έδινε κανένας προσοχή…
Δε σήκωσε τα μάτια του ολότελα. Είχε δοσμένη εντολή
επίσης να μη δεχθούν αποβραδίς κανένα. Κι εξάλλου, δεν
περίμενε κανένα.
Σε λίγο κάποιος χτύπησε την πόρτα. Έκαμ’: Εμπρός! χωρίς
να διακόψει.
Τότε η πόρτα άνοιξε δειλά, και μπήκε μέσα, σα σκιά, η
καμαριέρα.
— Τ’ είναι, Μαρία; έκαμεν εκείνος, δίχως να σηκώσει το
κεφάλι. Εκείνη όμως δεν του απαντούσε.
— Τ’ είναι; της λέει πάλι δυνατότερα, και μόνο τότε σήκωσε
τα μάτια.
— Κύριε, ΚΑΠΟΙΟΣ ήρθε και σας ζήτησε.
— Ε, λοιπόν; Δεν είπες πως εργάζομαι, και δε μπορώ
κανένα να δεχθώ;

[170]
Εκείνη όμως τον κοιτούσε μες στα μάτια.
Τότε κι αυτός την κοίταξε κατάματα.
— Όποιος κι αν είναι δεν μπορώ να τον δεχθώ. Πες του να
γυρίσει άλλη ώρα.
Κι έσκυψε και πάλι στα χαρτιά του. Όμως σε λίγο, καθώς
σήκωσε τα μάτια, την είδε πάλι ακίνητη στην πόρτα.
— Μα τι συμβαίνει τέλος πάντων! τρέχει τίποτε;…
Ήθελε κάτι να του πει, μα δεν τολμούσε.
Τώρα και κείνος ανησύχησε κομμάτι.
— Μίλησ’ επιτέλους! Τι συμβαίνει
Τότε του αποκρίθηκε, λιγάκι φοβισμένα:
— ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΗ, ΛΕΕΙ, να σας δει.
Χτύπησε το χέρι θυμωμένα.
— Να του πεις πως δε μπορώ να τον δεχθώ· αν θέλει και
καλά να μου μιλήσει, να περάσει το πρωί που δέχομαι…
Πήγαινε τώρα, θέλω να δουλέψω.
Εκείνη βγήκε, κι έκλεισε την πόρτα.
… Ήταν, είπαμε, τέλη φθινοπώρου, τα πρώτα κρύα
κόντευαν ν’ αρχίσουν.
Έπεσε και πάλι στη δουλειά. Βιαζόταν τώρα να τελειώσει
κατιτί —κι έπρεπε ν’ αγρυπνήσει όλη νύχτα. Δεν είχε φίλους,
ούτε συγγενείς, ούτε και περίμενε κανένα.
Από την παιδική του ηλικία, έδειχνε τάσεις εξαιρετικές, και
τώρα, στα σαράντα του τα χρόνια, όλες αυτές οι πρώιμες οι
τάσεις, όλες αυτές οι παιδικές του νοσηρότητες, είχαν
βαθμηδόν κατασταλάξει σε μια διηνεκή δημιουργία.
Το πλατύ κι εξαίσιο μέτωπό του, με τα δυο μεγάλα
εξογκώματα, φανέρωναν αμέσως, στη ματιά, όλη τη μυστική τη
λειτουργία της φωτεινής εκείνης διανοίας.
Το έργο που συνέθετε, πέντ’-έξι χρόνια τώρα —αυτό που
κόντευε σχεδόν να τελειώσει— αποτελούσε το μεγάλο
άπαντον, της τραγικής εκείνης προσπαθείας…
Ήταν τραγούδι μεταφυσικό, ή μια πρωτοφανής φιλοσοφία,
μια καταπληκτική φιλοσοφία; Ή μήπως μια παράδοξη
θρησκεία, κάτι σα μια μεγάλη Αποκάλυψις;… Κανένας δε
μπορεί να μας το πει. Λεγόταν: ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ.
Εργάσθηκε λοιπόν ως τις εννιά· λίγο πριν χτυπήσει το ρολόι,
ακούμπησε το μέτωπο στις δυο του τις παλάμες, κι έμεινε με
τα μάτια αφαιρεμένα, κοιτάζοντας μακριά, χωρίς να βλέπει.

[171]
Δεν ήταν κουρασμένος ακριβώς: μια ταραχή βαθύτατη κι
αλλόκοτη, του φλόγιζε τα μάτια και το νου…
Σκέφθηκε: «Πρέπει να ρωτήσω το γιατρό. Μου συμβαίνουν
πράγματα παράδοξα… Είναι καιρός να κοιταχτώ, τι
διάβολο!»…
Κι έξαφνα στο μυαλό του διεγράφησαν, με μια διαύγεια
τελείως ασυνήθιστη, όλα τα περασμένα της ζωής του, ένα
πλήθος μικρολεπτομέρειες, που δεν τις είχε ασφαλώς ποτέ
συλλογιστεί. Πέρασαν απ’ τα μάτια της ψυχής του, και χάθηκαν
ξανά, σαν αστραπή..
…Και τότε σήμανε και πάλι το ρολόι —το δρύινο,
παμπάλαιο ρολόι.
Σχεδόν αμέσως, χτύπησε και πάλι το κουδούνι.
Άκουσε πάλι κίνηση στη σκάλα. Και τότε διά μιας, χωρίς να
θέλει, θυμήθηκε τον άγνωστο επισκέπτη.
Προτού προφθάσει να σκεφθεί καλά-καλά, η καμαριέρα
χτύπησε την πόρτα. Τώρα ήταν χλωμή σαν το κερί, και
περπατούσε σαν υπνωτισμένη.
Σήκωσε τα μάτια του ανήσυχα.
— Τι συμβαίνει πάλι; Τι με θέλεις;
Η φωνή της ήταν δίχως χρώμα:
— ΓΥΡΙΣΕ ΠΑΛΙ, ΚΑΙ ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ…
— Μα ποιος είναι τέλος πάντων;! Πώς τον λένε; Πήγαινε να
ρωτήσεις πώς τον λένε…
Βγήκε μια στιγμή. Σε λίγο γύρισε. Τώρα περπατούσε σαν
αυτόματο, τα βήματά της ήταν σαν αλύγιστα, είχαν την
ακαμψία του μαρμάρου. Η φωνή της είχε πάρει κάτι αλλόκοτο
—κάτι θλιμμένα μακρινό κι επίσημο:
— Αν έχετε δουλειά αυτή την ώρα, μου είπε πως ΜΠΟΡΕΙ
ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ. ΘΑ ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΩΣ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ.
Αυτό ειπώθηκε με τόνο τόσο επίσημο, έτσι συλλαβιστά και
καθαρά, που γύρισε με τρόμο και την κοίταξε.
Έμεινε για μια στιγμή ακίνητος.
Και τότε, ξαφνικά, ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ ΝΟΗΜΑ. Ένα μεγάλο φως
έγινε μέσα του· και με τα μάτια καρφωμένα στα δικά της, μ’
έναν μεγάλο πόνο στη φωνή, της είπε σοβαρά και
κουρασμένα:
—ΑΣ ΓΙΝΕΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ.
Και κείνη βγήκε, κι έκλεισε την πόρτα.
Έμεινε τότε μόνος, σκεπτικός.
[172]
Και ξαφνικά, για μια στιγμή, του φάνηκε, πως όλα τώρα
γύρω του τα πράματα, είχαν αλλάξει όψη διά μιας· το δρύινο,
παμπάλαιο ρολόι, άρχισε μια δική του μουσική, σα να ήτανε
χαρμόσυνες καμπάνες, το φως της λάμπας έφεξε θεσπέσια·
και μέσα στην απέραντη σιωπή, υψώθηκαν ανέλπιστα κάποιοι
ήχοι, κάποια τραγούδια εξαίσια και γνώριμα, σαν ένα πλήθος
όργανα κι αρμονία, κρυμμένα γύρω, πίσω από τους τοίχους…
Τα ‘διωξε όλ’ αυτά, περνώντας την παλάμη του στο
μέτωπο.
Και τότε κάθισε και πάλι στο γραφείο του, κι άρχισε
παράφορα να γράφει· ετούτην όμως τη φορά, δεν έκαμε
διάλειμμα καθόλου· εργάσθηκε, χωρίς να σταματήσει, ίσαμε τις
έντεκα και τέταρτο. Κυλούσανε τα γράμματα απ’ την πέννα
του, με γρηγοράδα τώρα ιλιγγιώδη…
Πράγμα πολύ παράξενο επίσης: η Μαριγώ, δε φάνηκε
καθόλου να τον ρωτήσει μήπως θέλει τίποτε, καθώς συνήθως,
πριν να κοιμηθεί· όσο για το μικρόν υπηρετάκο, αυτός είχε
πλαγιάσει από νωρίς.
Τότε και κείνος άνοιξε ένα-ένα τα συρτάρια του, έσκισε
κάποια γράμματα παλιά, και τα ‘ριξε μηχανικά στο τζάκι· οι
κινήσεις του ήταν τώρα πολύ ήσυχες· όποιος τον έβλεπε,
μπορούσε να πιστέψει πως δεν υπήρχε τίποτε το έκτακτο,
πως ήταν μια βραδιά συνηθισμένη…
Αφού τελείωσεν αυτή την προετοιμασία, άναψ’ ένα τσιγάρο
και περίμενε.
Και τότε πάλι στο μυαλό του διεγράφησαν, όλα τα
περασμένα της ζωής του. Πέρασαν απ’ τα μάτια της ψυχής
του, ένα σωρό χαμένες λεπτομέρειες, πλήθος λησμονημένες
ιστορίες…
Έκαμε μια γοργήν επιθεώρηση σ’ όλες αυτές τις φευγαλέες
αναμνήσεις, και τις ταχτοποίησε και κείνες, καθώς είχε κάμει
στα χαρτιά του. Δεν κράτησε παρά δυο τρεις μονάχα, τις άλλες
όλες πάλι τις ξανάριξε μες στη βαθιά σκιά του Παρελθόντος.
Έπειτα πήγε ίσια και κοιτάχτηκε, στο διπλανό, τον
τρίφυλλο καθρέφτη· διόρθωσε προσεχτικά το φιόγκο της
γραβάτας του, έστρωσε μ’ αγάπη τα μαλλιά του.
Κι έπειτα πάλι, ξαφνικά, τον πήρε αδημονία…
Έτρεχε πέρα-δώθε, σαν τρελός· θα ‘θελε να σπρώξει το
ρολόι, να βιάσει τις στιγμές και τα λεπτά. Σε λίγο όμως κόπασε
κι ο πυρετός εκείνος.
[173]
Τότε κάθισε και πάλι στο γραφείο του, κι εξηκολούθησε να
γράφει μ’ ησυχία. Σε λίγην ώρα, στο αποκάτω της σελίδας,
χάραξε πλατιά τη λέξη: ΤΕΛΟΣ. Όταν ξανασήκωσε τα μάτια, το
ρολόι σήμαινε μεσάνυχτα. Σχεδόν αμέσως άκουσε και το
γνωστό κουδούνισμα.
Δεν άκουσε να κατεβεί κανένας για ν’ ανοίξει. Κι όμως σε
λίγο άνοιξεν η πόρτα του γραφείου, και μπήκε τότε μέσα
ΚΑΠΟΙΟΣ άνθρωπος, και στάθηκε στην πόρτα σιωπηλά.
ΕΚΕΙΝΟΣ δεν ξαφνιάστηκε διόλου, και μάλιστα προχώρησε
να τον προϋπαντήσει.
Ο Άγνωστος του λέει τότε: — ΠΑΜΕ
Και κείνος, σαν ηχώ, του λέει: — ΠΑΜΕ.
Πήρε το καπέλο, το παλτό του, του ‘κανε θέση να περάσει
πρώτος. Προχώρησαν στη σκάλα, δίχως κρότο, άνοιξαν την
οξώπορτα, και βγήκαν…

………………

Και τότε μια θανάσιμη κραυγή, σαν ένα φοβερό ξεφωνητό,


έσκισε το σπίτι, απάνω ως κάτω. Η Μαριγώ τινάχτηκε απ’ τον
ύπνο, με ξέπλεκα μαλλιά, σαν παλαβή, κι άρχισε να χτυπιέται
και να σκούζει. Κι ο Τάσος, ο μικρός υπηρετάκος, ξύπνησε και
κείνος τρομαγμένος, κι έπεσε, με τα γόνατα, μπροστά στα
εικονίσματα. Ένας σκύλος ούρλιαζε στο δρόμο.
Και τώρα, μέσα στ’ αδειανό γραφείο, η λάμπα άρχισε κι
αυτή να χαμηλώνει, άρχισε σιγά να κατεβαίνει, απάνω στη
μεγάλη λέξη: ΤΕΛΟΣ, —σα να ήταν τώρα κάτι περιττό, κάτι
χαμένο και χωρίς ελπίδα, κάτι έρημο κι ανώφελο επίσης— και
καταδικασμένο, άλλο τόσο, να ζήσει μια βραδιά, και να
πεθάνει…

[174]
Ο ΠΑΝΙΚΟΣ

Είναι τώρα κάμποσος καιρός, που ένας άνθρωπος


τριγυρίζει, μέρα-νύχτα, στο σπίτι μου απόξω… Τι να θέλει
τάχα, ο άνθρωπος αυτός;… Φορεί πάντα το παλτό του, μ’
ανασηκωμένο το γιακά, και κάνει πως κάτι περιμένει… Κι
όμως εγώ το ξέρω, πως δεν περιμένει τίποτε — τόσον καιρό, τι
μπορεί να περιμένει; — μόνο που κατοπτεύει τις κινήσεις
μου…
Δεν έχω δει ποτέ το πρόσωπό του. Έχει χαμηλωμένο το
γύρο του καπέλου του, κι ανασηκωμένο το γιακά του… Κάνει,
πάντα, πως κάτι περιμένει. Κι όμως το ξέρω πως δεν
περιμένει τίποτε —παρά μονάχα που με παρακολουθεί!
Παρακολουθεί μ’ επιμονή και τις πιο παραμικρές κινήσεις μου.
Είναι στιγμές που νομίζω πως το μάτι του έχει τη δύναμη να
χώνεται στον τοίχο, και να μπαίνει ως μες στην κάμαρα μου…
Γίνεται τέτοιο πράμα; Και ‘γώ δεν ξέρω τι να πω…
Είμ’ ένα πλάσμα νευρικό κι αρρωστημένο. Η τελευταία μου
αρρώστια, που με βάσταξε τρεις μήνες στο κρεβάτι, μ’ έχει
σακατεμένο. Κάποιες ιδέες σκοτεινές και φοβερές, γυρίζουν,
μέρα-νύχτα, στο μυαλό μου… Δε βρίσκω ησυχία πουθενά…
Κι όμως αυτός ο άνθρωπος με παρακολουθεί… Τι σκοπούς
έχει, που με παρακολουθεί; Γιατί το κάνει; Δε μπορώ να
καταλάβω…
Κάθε πρωί, καθώς ανοίγω το παράθυρό μου —όσο πρωί κι
αν σηκωθώ, ξέρω πως θα τον βρω να περιμένει… Πολλές
φορές δοκίμασα να κάνω το γενναίο, και να τον κοιτάξω μες
[175]
στα μάτια! Αλλά τα μάτια του δε φαίνονται ποτέ! Έχει
χαμηλωμένο το γύρο του καπέλου του, κι ανασηκωμένο το
γιακά του. Και μπορώ να πω, με τρόπο θετικό, πως έχει
λόγους ν’ αποφεύγει τη ματιά μου… Εκείνο που μου κάνει
απορία, είναι πως δε βρέθηκε κανένας, μέχρι τώρα, να τον
ρωτήσει τι γυρεύει, μέρα-νύχτα, και τριγυρίζει στο σπίτι μου
απόξω; Πολλές φορές το σκέφτηκα κι αυτό: μήπως άλλος
κανένας δεν τον βλέπει, και τον βλέπω μόνον εγώ; Μήπως και
«δε φαίνεται» στους άλλους;… Αλλ’ αυτό το πράμα γίνεται
ποτέ; Γίνεται ποτέ αυτό το πράμα;…
Είμ’ ένα πλάσμα νευρικό κι αδύνατο, κι η αρρώστια μ’ έχει
σακατέψει. Δεν ελπίζω σε καμιά βοήθεια, σε καμιάν αγάπη,
πουθενά. Οι άνθρωποι μου φάνηκαν σκληροί και φθονεροί.
Έχουν νιώσει την υπεροχή μου —κι αυτό τους κάνει, ακριβώς,
να με μισούν… Το ξέρουν πως δεν είμαι σαν κι αυτούς! Το
ξέρουν πως δεν έσκυψα ποτέ το μέτωπό μου, κι ούτε λύγισα
ποτέ τη ραχοκοκαλιά μου, να ζητιανέψω, σαν κι αυτούς, και να
ταπεινωθώ! Και γι’ αυτό το λόγο με μισούν…
Και πιο πολύ απ’ όλους —απ’ όλους πιο πολύ— με μισεί ο
άνθρωπος αυτός! Είπα να τρέξω στην αστυνομία, να
καταγγείλω τη διαγωγή του —αλλά ξέρω την απάντησή τους,
ξέρω πολύ καλά τι θα μου πούνε: ένας άνθρωπος γυρίζει στο
σπίτι σου απόξω, κι εσύ θαρρείς πως σε παραμονεύει… Πού
βασίζεσαι για να το υποθέσεις; Ποιες αποδείξει έχεις εναντίον
του, για να βάλεις μια τέτοιαν υποψία; Αυτός ο άνθρωπος
γυρίζει μες στο δρόμο —κι ο δρόμος είναι για όλους τους
ανθρώπους… Μπορεί να ‘χει, κι αυτός, τις υποθέσεις του. Τι σε
νοιάζει, αφού δε σ’ ενοχλεί;… Ξέρω καλά πως θα μου πουν
αυτά τα λόγια, γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν…
Αλλά, κι εγώ ο ίδιος, τάχα, μπορώ να καταλάβω τι
συμβαίνει; Ένας άνθρωπος με παρακολουθεί, κατοπτεύει όλες
τις κινήσεις μου, όταν βγαίνω με παίρνει από πίσω, δε μ’
αφήνει ν’ ανασάνω μια στιγμή…. Είν’ ένας ξένος, άγνωστος σε
μένα —τίποτε δεν υπάρχει μεταξύ μας— κι όμως φαίνεται να
θέλει το κακό μου… Γιατί ένας άνθρωπος, καθώς αυτός ο
ξένος, που δεν παύει να σε παρακολουθεί, κολλημένος
διαρκώς, στα βήματά σου, δε μπορεί παρά να θέλει το κακό
σου! Γιατί τότε, αν δεν ήταν έτσι, ποιος ο λόγος που σε
παρακολουθεί;…

[176]
Είμαι, σας είπα, νευρικός κι εξαντλημένος —ένα πλάσμα με
σακατεμένα νεύρα, μ’ αδυνατισμένη την ψυχή και με θολωμένο
το μυαλό: κι όμως, πάντα, κρατώ τη λογική μου… Σ’ όλην αυτή
την ηθική κατάντια μου, σ’ όλην αυτή την ψυχική μου
εξασθένιση, δεν παύω να κρατώ τη λογική μου… Με πόσους
κόπους την κράτησα ως τώρα, μετά το τελευταίο μου ατύχημα
—θέλω να πω το χτύπημα εκείνο στο κεφάλι, που με κράτησε
τρεις μήνες στο κρεβάτι— μάρτυς μου ο Θεός, κι η αδερφή
μου, κι αυτοί που με νοσήλευαν μες στο νοσοκομείο, κι ο
γιατρός που με περιποιόταν… Δίχως αυτούς, θα ‘μουν τώρα
πεθαμένος! Στο τέλος, όμως, γλίτωσα, και γύρισα και σπίτι
μου… Αλλά τα νεύρα μου είναι σακατεμένα, κι ώρες- ώρες το
κεφάλι μου πονεί, σα να το σφίγγει μια φριχτή τανάλια…
Η πιο μεγάλη μου χαρά, ωστόσο, μετά το γλίτωμα εκείνο
της ζωής μου, είναι που τα κατάφερα να σώσω το μυαλό μου:
γιατί πώς θα ζούσα, πώς θα ζούσα, με τι κόπο θα στεκόμουν
στη ζωή, αν δεν είχα την παρηγοριά, ότι γλίτωσα, μαζί, και το
μυαλό μου;…
Εκείνος, όμως, που με παρακολουθεί, φαίνεται να τα ξέρει
όλ’ αυτά —κι ίσως γι’ αυτό δεν αποδείχνεται ακόμα…
Περιμένει να ξαναδυναμώσω, να σταθώ στα πόδια μου γερά,
για να πετύχει το σκοπό του πιο καλά! Του φτάνει, τώρα, να με
βασανίζει, να μη μ’ αφήνει μια στιγμούλα σε ησυχία, να μου
κάνει τη ζωή μαρτυρική, να τη γιομίζει, μέρα—νύχτα, δίχως
λόγο, μ’ ένα ρίγος και μ’ έναν εφιάλτη… Περιμένει την
κατάλληλη στιγμή, να μου την ξαναδώσει στο κεφάλι…
Γιατί έχω καταλήξει να πιστεύω πως είν’ ο ίδιος, ακριβώς ο
ίδιος, που μου την έδωσε, και τότε, στο κεφάλι! Ποιος άλλος θα
μπορούσε να το κάνει, αν δεν ήταν αυτός ο δολοφόνος, που
με μισεί και με παραμονεύει; Ποιος άλλος θα μπορούσε να το
κάνει;…
Ήμουν σκυμμένος στο παράθυρο του τρένου, και κοιτούσα
το χαρούμενο τοπίο: ένα κομμάτι πράσινο και κίτρινο, απάνω
στο γαλάζιο του πελάγου… Ένα χωριουδάκι, μακριά, στην
πλαγιά του μακρινού βουνού… Τα κοντινά τα δέντρα
περνούσαν αστραπή, προτού προφτάσω να τα καλοκοιτάξω…
Ένα κοπάδι μακρινά πουλιά, που πετούσαν, αργά, στον
ουρανό… Έσκυψα να κοιτάξω πού θα πάνε… Και τότε βρήκε
τη στιγμή να μου τη φέρει! Καθώς είχα σκύψει πιο πολύ,
ένιωσα το βρόντο στο κεφάλι…
[177]
Κατόπι, δε θυμάμαι τίποτ’ άλλο. Όταν άνοιξα τα μάτια μου
ξανά, βρέθηκα μες στο νοσοκομείο. Ένα μήνα δεν μπορούσα
να μιλήσω… Άκουγα, γύρω μου τους άλλους να μιλούν, όμως,
εγώ, δε μπορούσα να μιλήσω…
Όλοι πίστευαν, μες στο νοσοκομείο, πως, καθώς είχα
γυρισμένο το κεφάλι, είχα χτυπήσει σ’ ένα στύλο τηλεγράφου.
Όμως, εγώ, ξέρω, τώρα, την αλήθεια: αυτός ο άνθρωπος ήταν
κρυμμένος κάπου, ήταν κρυμμένος κάπου δίπλα μου, στο
τρένο, και με χτύπησε την ώρα που κοιτούσα! Διάλεξε την ώρα
που κοιτούσα, για να μην ενοχοποιηθεί, και για να πιστέψουν
υστερότερα, όλοι όσοι δεν είχαν δει, πως, απ’ το πολύ το
σκύψιμό μου, είχα χτυπήσει σ’ ένα στύλο τηλεγράφου. Μόνο
εγώ, ξέρω, τώρα, την αλήθεια, αλλά δεν τη λέω πουθενά, απ’
το φόβο μη με πάρουν για τρελό.
Γιατί ποιος άνθρωπος με λογική, αλήθεια, μπορεί να
φανταστεί αυτό το πράμα! Ένας τρελός, μονάχα, μπορεί να το
σκεφτεί! Κι όλ’ αυτά, γιατί κανένας, ως τα τώρα, κανένας δε
μπορεί να το φανταστεί, μέχρι πού φτάνει το μίσος των
ανθρώπων… Η ίδια μου η αδερφή, το αίμα μου, που της έχω
τυφλή εμπιστοσύνη, κι είναι, για μένα, σα μια δεύτερη μητέρα,
επιμένει, κι εκείνη, να πιστεύει στο παραμύθι του
«τηλεγραφόξυλου»… Και δεν τολμώ, δεν έχω το κουράγιο να
της φανερώσω την αλήθεια, γιατί φοβάμαι μη με πάρει, κι
εκείνη, για τρελό!…
Κι έτσι ζω με κλειδωμένα χείλη, κρύβοντας το φριχτό το
μυστικό, που μου θανατώνει την καρδιά! Ως πότε, όμως, θα
μπορέσω να το κρύβω;…
Όλ’ αυτά, αυτός ο άνθρωπος τα ξέρει, κι επωφελείται της
αδυναμίας μου, για να με βασανίζει πιο πολύ! Ξέρει πως δεν
μπορώ να τον προδώσω, ξέρει πως δ ε ν τ ο λ μ ώ ν α τ ο ν π
ρ ο δ ώ σ ω —κι επωφελείται της ανημποριάς μου, για να με
παιδεύει, νύχτα-μέρα, να με παιδεύει και να με τρομοκρατεί!…
Ξέρει πως έτσι με σκοτώνει πιο καλά —πιο καλά, πιο «εκ του
ασφαλούς»— παρά να ‘ρχόταν, για δεύτερη φορά, να μου την
ξαναφέρει στο κεφάλι… Είναι πανούργος κι υπολογισμένος:
πετυχαίνει πάλι τη δουλειά του, χωρίς κινδύνους από
πουθενά! Κι έτσι κι αλλιώς, το ξέρει πως δε θα του γλιτώσω —
πως δεν είναι δυνατόν να του γλιτώσω— κι εξακολουθεί μ’
επιμονή, και με τον καινούργιον αυτόν τρόπο, το φοβερό, το
καταχθόνιό του έργο…
[178]
Γυρίζει πάντα στο σπίτι μου απόξω, με χαμηλωμένο το
γύρο του καπέλου, και μ’ ανασηκωμένο το γιακά του… Θέλει
να δείξει πως δε με προσέχει, κι όταν του δείχνω φανερά πως
τον κοιτάζω, κάνει τάχα πως σφυρίζει αδιάφορα, και πως
χαζεύει με τ’ αντικρινά τα σπίτια, κι ωστόσο βλέπω το
σαρκαστικό το γέλιο του, κι ας κρατεί το πρόσωπό του
γυρισμένο… Κάθε μέρα, το βλέπω και παγώνω… Είμ’ ένα
πλάσμα νευρικό κι αρρωστημένο, ένα πλάσμα με σακατεμένα
νεύρα, μ’ αδυνατισμένη την ψυχή και με το μυαλό του
θολωμένο. Φοβάμαι τώρα μήπως τρελαθώ —μήπως τώρα,
τρελαθώ στ’ αλήθεια… Γι’ αυτό, πριν ακόμα τρελαθώ —και δε
μπορεί παρά να τρελαθώ, αν αυτό βαστάξει πιο πολύ— μια
μέρα που θα τον πετύχω μόνο, κι αφού πάρω το γιομάτο μου
πιστόλι, θ’ ανοίξω το παράθυρο με τρόπο— και μια στιγμή που
θα ‘ναι γυρισμένος, κάνοντας πως τάχα δε με βλέπει (!), θα
σημαδέψω το φριχτό του το κεφάλι —κι αν καταφέρω και το
χέρι μου δεν τρέμει —καθώς τρέμει τούτη τη στιγμή— μπορεί
και να γλιτώσω μια για πάντα…

[179]
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Θα ήταν ως μισή ώρα, που έκοβε βόλτες μοναχός, απάνω


κάτω, στις πλάκες του σταθμού, περιμένοντας το τρένο. Εκείνη
τη στιγμή, ο σταθμός ήταν ακόμα έρημος. Κι οι γλόμποι των
ηλεκτρικών, καθώς ήταν αναμμένοι στη σειρά, κιτρινωποί κι
ακίνητοι, είχαν κάτι το βαθύ και πένθιμο, σα ν’ αγρυπνούσαν
γύρω σε νεκρό – ένα νεκρό που δεν υπήρχε πουθενά, αλλά
που τον περίμεναν να ’ρθει, σε λίγη ώρα…
Κάπνιζε νευρικά, μασώντας την άκρη του τσιγάρου του.
Έκανε ψυχραδίτσα. Είχε ανασηκωμένο το γιακά του σακακιού
του, κι έπαιζε, για να ζεσταθεί, τα δάχτυλά του στις τσέπες.
Σε κάθε γύρισμα της βόλτας, τα μάτια του έπεφταν απάνω
στις γραμμές του τρένου, που γυάλιζαν στα φώτα, κανονικές
και κρύες, δίνοντας την αίσθηση μιας πυρετώδους και
θλιμμένης αγωνίας, για μια συνάντηση που δεν θα λάβει χώρα,
για κάποιο χωρισμό ανεπανόρθωτο – για κάτι που δεν
πρόκειται να γίνει κι ας κρέμεται όλ’ η ζωή μας απ’ αυτό!
Σε λίγο, ο σταθμός άρχισε να γιομίζει κόσμο. Τα καροτσάκια
άρχισαν να κυλούν απάνω στο πλακόστρωτο, και ν’ αντηχούν
βαριά και βροντερά. Κι αυτό του ήταν σαν μιαν ανακούφιση,
ένα ξαλάφρωμα στο βάρος που του πλάκωνε την άδεια και
σφιγμένη του καρδιά. Το θέαμα των ανθρώπων, που
μαζευόντουσαν, παρέες-παρέες, κάτω στο υπόστεγο, του
απασχολούσε το μυαλό, τον έκανε να λησμονεί την πίκρα του,
του ξανάδινε το θάρρος της ζωής…

[180]
Στάθηκε σε μιαν άκρη και κοιτούσε.
Και κάθε φορά που άκουγε κάποιον κρότο μακρινό, γύριζε
το κεφάλι, μονομιάς, νομίζοντας πως έφτανε το τρένο. Μα
πάντα ήταν κάποιο αυτοκίνητο, κάποιο λεωφορείο που
περνούσε, κι έτσι τον ξαναπήρε, άθελά του, μια φοβερή
ανυπομονησία.
Άρχισε πάλι να βαδίζει μες στον κόσμο, κάνοντας λόξες, να
μην πέσει στους ανθρώπους, ανάβοντας το ’ν’ απάνω στ’
άλλο, τα τσιγάρα, παραμερίζοντας μπροστά στα καροτσάκια,
τα φορτωμένα βαλίτζες και μπαούλα, ρίχνοντας τα μάτια στο
ρολόι – το μεγάλο ρολόι του σταθμού, που ο δείχτης του
σχεδόν ακινητούσε, και προχωρούσε, θαρρείς, με δυσκολία.
Άκουσε ξαφνικά τη λέξη: «καθυστέρηση». Την είπε κάποιος
που περνούσε βιαστικός, σε κάποιον άλλον, που, απ’ τη
στολή του, κι απ’ τα σιρίτια στο πηλίκιό του, έδειχνε πως ήταν
ο σταθμάρχης.
Θέλησε να ρωτήσει τι συμβαίνει, αλλά μετάνιωσε αμέσως,
και τέντωσε τ’ αυτί του στις κουβέντες, προσπαθώντας απ’ τις
σκόρπιες φράσεις, να βγάλει κάποιο νόημα, να κατατοπισθεί.
Κανένας δεν τον πρόσεχε, στο συναγμένο πλήθος. Μονάχα,
μια μαυροφορεμένη γυναικούλα, καθισμένη απάνω σ’ ένα
μπόγο, τον ρώτησε, καθώς περνούσε δίπλα της, για την
ξαφνική αργοπορία.
Σήκωσε τους ώμους, χωρίς να πει κουβέντα. Κι όμως ήθελε
τώρα κι αυτός να μάθει, και δεν τολμούσε να πάει να ρωτήσει,
επειδή φοβόταν μιαν απόκριση. Φοβόταν μην του πουν, άμα
ρωτούσε, πως αυτό το τρένο που περίμενε, δε θα ’φτανε ποτέ.
Πως είχε γίνει κάποια σύγκρουση στο δρόμο, και το τρένο δε
θα ’ρχότανε ποτέ! ποτέ!…
Κι η καρδιά του άρχισε να τρέμει. Όμως, όλος εκείνος ο
κόσμος που περίμενε –αυτό το μοίρασμα της αγωνίας μ’
άλλους– τον παρηγορούσε μυστικά.
Κι επιτέλους φάνηκε το τρένο.
Φάνηκε αργό, γιομάτο φώτα. Φάνηκε προς τα πέρα του
σταθμού, γλιστρώντας ύπουλα απάνω στις γραμμές,
προχωρώντας με μια κίνηση μοιραία, και, μαζί, με κάποιαν
απορία, που το καρτερούσε τόσος κόσμος.
Κι ο κόσμος όλος άρχισε αμέσως να σαλεύει, να
συγκεντρώνεται απ’ όλες τις μεριές, να πλημμυρίζει τη μεγάλη
αποβάθρα.
[181]
Και το τρένο σταμάτησε μπροστά του.
Έκαμε να τρέξει καταπάνω, αλλά κρατήθηκε, και στάθηκε
στην άκρη. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Έβλεπε το πλήθος
να στριμώχνεται, να μπαινοβγαίνει, να ξεχύνεται παντού – κι
ένιωθε πως δεν πρέπει να βιαστεί, πως έπρεπε να περιμένει
κάπου, αν ήθελε να βρει ό,τι ζητούσε.
Κι εκείνο που ζητούσε δε φαινόταν.

Κρατούσε με το χέρι του που ’τρεμε τα γυαλιά του και τα


μάτια του κοιτούσαν τους ανθρώπους, έψαχναν τ’ άγνωστα και
ξένα πρόσωπά τους, ψηλαφούσαν τα χαρακτηριστικά τους,
ερευνούσαν την περπατησιά τους.
Τίποτε…
Τότε, η αγωνία του, πήρε σχεδόν τις διαστάσεις τρέλας.
Άρχισε να τρέχει προς την έξοδο, παρατηρώντας έναν έναν
όσους έβγαιναν, σκουντώντας αδιάκριτα το πλήθος,
σπρώχνοντας τους διπλανούς με τους αγκώνες, με μιαν
ερώτηση πνιγμένη μες στα χείλη, πελαγωμένος μες στην
άξαφνη την κίνηση, χαμένος μες στο θόρυβο και μες στη
φασαρία…
Εκείνος που ζητούσε δε φαινόταν.
Ξαναδοκίμασε να τρέξει προς το τρένο, που σφύριζε, κι
ετοιμαζότανε να φύγει. Όλος ο κόσμος ήταν τώρα μέσα, η
αποβάθρα ήταν αδειασμένη, λίγοι άνθρωποι είχαν απομείνει.

Κι έπειτα, το τρένο ξανασφύριξε, κι άρχισε να φεύγει, να


φεύγει προς την άλλη μεριά, έτσι ύπουλα καθώς είχε φανεί –
στην αρχή αργά και δίχως κρότο, έπειτα δυναμώνοντας το
δρόμο, σαν ένα φάντασμα που σβήνει, μέσα στη νύχτα, σαν
μιαν οπτασία που σκορπάει…
Κι ο σταθμός έμεινε πάλι έρημος. Ο σταθμάρχης ξαναμπήκε
μες στη σάλα, τα καροτσάκια πήγαν πάλι στις γωνιές, και τα
φώτα άρχισαν να σβήνουν.
Έμεινε μόνος –μια σκιά χωρίς μιλιά– μόνος, χωρίς να ξέρει
τι να κάνει, χωρίς να ξέρει τι να βάνει με το νου του – μονάχος,
με το χτύπο της καρδιάς του, με το αίμ’ ανεβασμένο στο
κεφάλι. Τα μηλίγγια του χτυπούσαν για να σπάσουν.
Κάποιος του φώναξε στην έξοδο, να βγει. Θα ’κλειναν οι
πόρτες του σταθμού.
Βγήκε τρεκλίζοντας, σαν άνθρωπος πιωμένος.
[182]
Και μόλις βγήκε, στάθηκε στα φώτα της πλατείας.
Έβγαλε ξανά το τηλεγράφημα, και το ξαναδιάβασε με
πάθος, το ξαναδιάβασε αργά, λέξη προς λέξη.
Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία: το παιδί του θα πέθανε στο
δρόμο!…
Ήθελαν ίσως να του κρύψουν την αλήθεια, γι’ αυτό του
τηλεγράφησαν με λόγια μασημένα: «Ασθενήσας,
επιστρέφω…».
Το παιδί του θα πέθανε στο δρόμο. Αυτή η σκέψη τον
κατατυραννούσε. Είχε χάσει τη συνείδηση των γύρω.
Έβλεπε το παιδί του ξαπλωμένο, ολομόναχο στα χέρια των
αγνώστων, να κουβαλιέται σ’ ένα πρόστυχο φορείο, να μη
ξέρουν τι να το κάνουν, να το γυρίζουν στις αστυνομίες,
ψάχνοντας για την ταυτότητά του, ή να τ’ αφήνουν σε μιαν
άκρη, στο σταθμό… Και το μυαλό του τότε σταματούσε.
Κι ωστόσο δε μπορούσε να πιστέψει πως ήταν άξιος μιας
τέτοιας συμφοράς!
Κι άξαφνα ένιωσε και πάλι την ελπίδα. Του ξαναγύρισε
δειλά, δισταχτικά, σαν μια χλωμή και μακρινή ανταύγεια, σαν
ένα γλυκοχάραμα μες στα βαθιά της νύχτας…
Μπορεί και να μην πρόφτασε το τρένο, μπορεί και ν’
αργοπόρησε στο δρόμο, μπορεί και να ’γινε ανέλπιστα καλά,
και προτίμησε να ’ρθει μ’ ένα άλλο μέσο… Κι όλ’ αυτά τ’
απίθανα «μπορεί» έφεγγαν αμυδρά μες στο σκοτάδι, και
σάλευε να γαντζωθεί σ’ αυτά, σαν από σανίδα σωτηρίας…
Μπορεί να βγήκε με τους πρώτους απ’ το τρένο, και να
προσπέρασε, χωρίς να τον γνωρίσει…
Έτρεξε τότε με λαχτάρα σπίτι. Πέρασε μέσ’ από τα πλήθη
των ανθρώπων, απ’ τις τρεχάλες των αυτοκινήτων, τους
πολυθόρυβους και φωτισμένους δρόμους, έκοψε μέσ’ από
παράμερα στενά, σκόνταψε, απ’ τη βιάση του, σε κάτι
σκαλωσιές, γλίστρησε σε κάποιο πεζοδρόμιο, κι έφτασε στο
σπίτι του μπροστά, λαχανιασμένος, καραβοτσακισμένος, όλος
έξαλλην ελπίδα κι αγωνία, βουτηγμένος όλος στον ιδρώτα,
σκονισμένος όλος, σαν τρελός…
Τα παραθύρια ήταν σκοτεινά, δεν υπήρχε πουθενά κανένα
φως.
Αν είχ’ έρθει, θα ’ταν όλα αναμμένα, θ’ άκουγε κάποια
κίνηση στη σκάλα… Μα μια σιωπή βασίλευε παντού, πιο
βαριά και πιο μεγάλη απ’ τις άλλες – απ’ τις συνηθισμένες
[183]
σιωπές, που βασιλεύουν στ’ άδεια σπίτια των ανθρώπων,
όταν εκείνοι λείπουν από μέσα. Το σπίτι κούρνιαζε, παράξενο
κι αμίλητο, κι έμοιαζε χωρίς ζωή, σαν τάφος…
Έσπρωξε την πόρτα της αυλής, κι ανέβηκε τα σκαλοπάτια
τρέχοντας, με κομμένη την αναπνοή…
Ρωτάει δεξιά κι αριστερά – τη γριά νοικάρισσα στο βάθος
της αυλής, την καπελού, το γέρο τον τσαγκάρη… Κανένας δεν
είχε φανεί στο σπίτι.
Και το μυαλό του πάλι σκοτεινιάζει.
Ξαναβγαίνει, και γυρίζει μες στους δρόμους. Ο κόσμος
τώρα έχει λιγοστέψει. Δεν ξέρει πού να τρέξει, τι να κάνει. Θέλει
να τρέξει στην αστυνομία, να ρωτήσει στα νοσοκομεία. Πρέπει
να μάθει επιτέλους κάτι – να μάθει κάτι, κι ας είναι και κακό.
Έχει ανάγκη μιας πληροφορίας, μιας κουβέντας, μιας
παρηγοριάς. Κανένας δεν μπορεί να του τη δώσει, όλες οι
πόρτες τού φαίνονται κλειστές…
Κι όμως να, κάποιος έρχεται κοντά του. Έρχεται, θαρρείς να
του μιλήσει. Φτάνει κοντά του, κι έπειτα περνάει. Μπορεί να
παραγνώρισε κι εκείνος – ποιος το ξέρει;…
Ξαναπαίρνει το δρόμο του σταθμού.
Η καρδιά του του μοιάζει σα μολύβι. Κι όμως τα πόδια του
μπορούν να περπατάνε, κάνουν ακόμα τις μηχανικής κινήσεις,
που του χρειάζονται, ώστε να προχωρεί.
Φτάνει στο σταθμό, προς τα μεσάνυχτα. Είν’ αργά, οι
πόρτες έχουν κλείσει. Ρωτάει κάποιον άνθρωπο που στέκεται
στην άκρη. Όχι, δεν περιμένουν άλλο τρένο. Όσα τρένα ήταν
να ’ρθουν, είχαν έρθει. Το πρωί στις οχτώ θα φτάσει νέο τρένο.
Πώς θα περάσει τη νυχτιά του, Θεέ μου;…
Κάθεται σ’ ένα σκαλοπάτι, στην πόρτα καποιανού σπιτιού,
και περιμένει.
Πιάνει κουβέντα, στην τύχη, με το φύλακα που στέκει εκεί.
Εργάζεται, λέει, στις μηχανές, αλλά το βράδυ κάνει και το
φύλακα. Του ξεμολογιέται τον καημό του. Εκείνος τον
παρηγορεί. Του λέει πως δεν πρέπει ν’ απελπίζεται. Αν δεν
ήρθ’ απόψε, θα ’ρθει αύριο. Υπομονή – ο Θεός είναι μεγάλος…
Καθένας λέει τα δικά του βάσανα. Είχε κι αυτός μια κόρη,
την έχασε. Έχει κι αυτός παιδί στην ξενιτιά.
Περνούν οι ώρες, αργεί να ξημερώσει…
Αποκοιμιέται, καθιστός στο σκαλοπάτι. Ο άλλος, τότε, τον
αφήνει, και φέρνει βόλτες, γύρω στο σταθμό.
[184]
Επιτέλους, αρχίζει να χαράζει. Η μέρα βάφει γαλανό τον
ουρανό.
Οι πόρτες του σταθμού ανοίγουν. Η μεγάλη κίνηση αρχίζει.
Κι ο πατέρας περιμένει, περιμένει…

………………………………………………………………………………

Κι ο γιος του, που δεν πρόκειται να ’ρθει, και που του


έπαιξε το συνηθισμένο αυτό παιχνίδι, για να του ξεκολλήσει
λίγα χρήματα και θα του στείλει κι άλλο τηλεγράφημα, πως η
κατάστασή του χειροτέρεψε, και γι’ αυτό αναβάλει το ταξίδι, ο
γιος του γυρίζει μόλις, τη στιγμή αυτή, από ’να γλέντι
εξωφρενικό, με το πούρο στο στόμα, χοντρός και γεμάτος
υγεία, και βλέποντας τη μέρα να προβάλλει, ξαναθυμάται
ξαφνικά το γέρο του, και μες στο ζαλισμένο του κεφάλι,
ξενυχτισμένος, πιωμένος και τρεκλίζοντας, ενώ βιάζεται να
πάει να πλαγιάσει – συλλογιέται πόσα να του ζητήσει…

[185]
Ο ΠΕΘΑΜΕΝΟΣ

Κάθε πρωί, ταχτικά, την ίδια ώρα, δροσερή και καθαρή –πιο
δροσερή κι απ’ τα φρούτα που πουλούσε– ακουγόταν η φωνή
του Νότη, του μανάβη, καθώς περνούσε στο στενό, και
διαλαλούσε τραγουδιστά:
Αυτό ήταν το σύνθημα.
Κι ευθύς όλα τα παράθυρα άνοιγαν, και πρόβαλλαν οι
κοπέλες της γειτονιάς, με πιάτα και με πανεράκια, για να
ψωνίσουν τα φρούτα της ημέρας. Όλος ο μικρός εκείνος
δρόμος είχε γίνει πελατεία του, από τότε που
πρωτοπαρουσιάστηκε το ψηλό, μαυριδερό εκείνο παλικάρι, με
τη σεμνή και σοβαρή περπατησιά, με το μουστάκι που μόλις
ίδρωνε, και με τ’ άσπρο, το σφιχτό φαρδύ ζουνάρι…
Και τότε άρχισαν τ’ αστεία, απ’ όλες τις μεριές, οι
κρυφοματιές και τα πειράγματα. Ο Νότης, όμως, δεν είχε
προτιμήσεις. Ο Νότης αγαπούσε τη δουλειά του. Αγαπούσε,
πρώτ’ απ’ όλα, το χωριό του. Πίσω απ’ την αρρενωπήν
εμφάνισή του, ήταν κρυμμένη η καρδιά ενός παιδιού, παιδιού
συνεσταλμένου και ανίδεου, που δεν είχε γνωρίσει τις
γυναίκες, και χαμήλωνε τα μάτια ντροπαλά, στα τολμηρά και
τσουχτερά πειράγματά τους..
Ο Νότης ήταν ευτυχής, επειδή δεν είχε πειρασμούς, και
ζούσε μόνος, μες στην παρθενιά του, όπως το διαμάντι μες
στο βράχο.
Το βραδάκι μόνο, που γυρνούσε στο χωριό του,
κουρασμένος απ’ τη ζέστη κι απ’ το δρόμο, πήγαινε και
[186]
καθόταν στην πλατεία, με τους φίλους του, κι έπινε λίγο κρασί,
προτού να κοιμηθεί. Κι έπειτα, ξυπνούσε τα μεσάνυχτα,
ετοίμαζε το γάιδαρό του, κι έτρεχε να προλάβει το παζάρι. Κι
αυτή η δουλειά εξακολουθούσε κάθε μέρα, έξω απ’ τις
Κυριακές, που είχαν όλοι γενική ανάπαυση.
Σε λίγο, όμως, ήρθε η εποχή, που ο Νότης πήγε
στρατιώτης.
Ήταν η εποχή των πολεμικών επιχειρήσεων.
Και τότε, με την αλλαγή των συνθηκών, άρχισε κάπως να
γνωρίζει τη ζωή. Αλλά δεν πρόφτασε.
Ο πόλεμος τον άρπαξε, και τον τίναξε στη Μικράν Ασία.
Δοκίμασε τις φοβερές τις κακουχίες, τραυματίσθηκε δυο τρεις
φορές –την τελευταία, μάλιστα, κάπως σοβαρότερα– κι έπειτα
χάθηκε με την οπισθοχώρηση, κι ούτε κανένας άκουσε ποτέ
για τ’ όνομά του.

***
Στο χωριό του Νότη –δυο βήματα έξω απ’ την Αθήνα– ένα
βράδυ, ύστερ’ από ένα χρόνο, μια παρέα ήταν καθισμένη σ’
ένα μαγαζί, και κουτσόπινε. Ήταν όλοι παιδιά, πλανόδιοι
μανάβηδες κι εκείνοι, και συζητούσαν για τις δουλειές τους.
Κάποιος τότε θυμήθηκε το Νότη, και το παθητικό του το
τραγούδι:
«Ωραία βερίκοκα!… Καϊσά και γινωμένα βερίκοκα!…»
Τον καιρό που δούλευε ο Νότης, όλοι αυτοί ήταν πολύ
μικροί, αλλά όλοι τον θυμόντουσαν ακόμα, με το λυγερό
κελάηδισμά του, και το φαρδύ του κάτασπρο ζουνάρι. Κι όλοι
προσπαθούσαν να τον μιμηθούν, όταν πήγαιναν στο μαχαλά,
με τις σούστες, είτε με τα ζώα.
Στην ίδια την παρέα, ήταν και τ’ αδερφάκι του Νότη, που
τώρα είχε μεγαλώσει, ο Σωτήρης, ένα τετραπέρατο παιδί, που
έμοιαζε στο πρόσωπο του Νότη, αλλά δεν είχε τη γερή
περπατησιά του, ούτε τη γλυκάδα της φωνής του.
Αυτός δεν έβγαζε μιλιά, και τα μάτια του κοίταζαν το χώμα.
«Τι έχεις, ρε Σωτήρη;» τον ρώτησε κάποιος απ’ την παρέα
Στενοχωριέσαι που μιλάμε για το Νότη; Ε, όλοι θα πεθάνουμε
μια μέρα!…
Και του είπε κι έν’ αστείο, αρβανίτικα.

[187]
Ο Σωτήρης σήκωσε τα μάτια, και τον κοίταξε.
«Όχι, Μήτσο, δε στενοχωριέμαι γι’ αυτό. Αλλ’ απόψε είδα
ένα όνειρο, και δεν ξέρω πώς να το ξηγήσω».
Και τους διηγήθηκε τ’ όνειρό του.
Του φάνηκε πως ήταν μέσα σε μια ρεματιά, βαθιά σαν
πηγάδι. Δεξιά κι αριστερά, τα βράχια ήταν τόσο απότομα, που
δε μπορούσε να βγει, με κανέναν τρόπο. Είχε την αίσθηση
πως ήταν καταδικασμένος εκεί μέσα, για όλη τη ζωή του.
Συλλογιζόταν το σπίτι του, τη μάνα του, την αδερφή του, το
πιο μικρό του τ’ αδερφάκι, και τον είχε πάρει το παράπονο.
Ξαφνικά, πίσω από ’να βράχο, πρόβαλε ένας άνθρωπος.
Ήταν κουκουλωμένος ως τα μάτια, και δε μπορούσε να δει το
πρόσωπό του. Τον πήρε απ’ το χέρι, και του λέει:
«Σε γυρεύει ο αδερφός σου».
Και τον τράβηξε μαζί του. Έφτασαν τότε μπροστά σε μια
σκοτεινή σπηλιά, ανοιγμένη μες στο βράχο. Εκεί σταμάτησαν.
Και τότε είδε πως δεν ήταν δυο, αλλά τρεις. Κοίταξε τον
τρίτο, που είχ’ έρθει, χωρίς να καταλάβει πώς, και γνώρισε το
Νότη. Το πρόσωπό του ήταν κίτρινο και φαγωμένο, σα να είχε
μόλις βγει από το χώμα. Τα μάτια του ήταν θολά, σαν κλαμένα.
Δεν είχε μαλλιά, και μια πληγή, που δεν είχε κλείσει, φαινόταν
στο γυμνό του στήθος, δεξιά. Τον κοίταζε με τόσο παράπονο,
που του ήρθε να γονατίσει μπροστά του.
«Σε θέλω» του λέει.
Κι η φωνή του φαινόταν σα να βγαίνει, όχι απ’ τα στήθη
του, αλλά μέσ’ από τα βάθη της αβύσσου.
Ο άλλος είχε χαθεί.
Και τότε τράβηξαν, και βρέθηκαν σε μια μεγάλη έρημο. Δεν
υπήρχαν ούτε δέντρα, ούτε τίποτα.
«Θέλεις να ’ρθεις μαζί μου;» του ξαναλέει.
Κι ο Σωτήρης άρχισε να τρέμει, χωρίς κι αυτός να ξέρει το
γιατί, να τρέμει σαν καλάμι.
Και τότε πάλι, ξαφνικά, ενώ ετοιμαζόταν να μιλήσει,
παρουσιάστηκε στα μάτια του ένας μεγάλος δρόμος. Ο δρόμος
αυτός ήταν σκονισμένος, και γεμάτος ήλιο.
Κι ο Νότης πέρασε ξανά μπροστά του, έτσι καθώς τον
ήξερε, σ’ όλη την ομορφιά του, πέρασε με το γάιδαρό του, και
τραγουδούσε:
«Ωραία βερίκοκα!… Καϊσά και γινωμένα βερίκοκα!…».

[188]
Τ’ όνειρο αυτό, το είχε διηγηθεί, μόλις ξύπνησε, στη μάνα
του, κι εκείνη άρχισε να κλαίει.
«Κάποιο κακό θα μας εύρει πάλι» είπε.
Οι άλλοι κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους.
«Δε βαριέσαι» λέει τότε ο Μήτσος «γυναικείες κουβέντες. Θα
το ’χες παρατσούξει, καθώς φαίνεται…»
«Ίσως» έκαμε σοβαρά κι ο Σωτήρης.

***
Εκείνη τη βδομάδα, ο Σωτήρης δούλεψε δίχως όρεξη. Την
Κυριακή, έπεσε στο κρεβάτι. Η μάνα του πήγε να τρελαθεί.
Φώναξαν το γιατρό του χωριού. Εκείνος τους ησύχασε.
Τους είπε τι πρέπει να κάνουν, κι έφυγε.
Κατά τα μεσάνυχτα, την ώρα που όλοι είχαν κοιμηθεί,
κάποιος χτύπησε την πόρτα.
Η αδερφή του, που κοιμόταν στην αυλή, σηκώθηκε ν’
ανοίξει.
— «Ποιος είναι;» φώναξε, προτού ν’ ανοίξει.
Κανένας δεν της αποκρίθηκε.
— «Ποιος είναι;» ξαναφώναξε.
Μιλιά.
Τότε τράβηξε την αμπάρα, κι άνοιξε.
Δεν είδε κανένα. Το φεγγάρι μόνο φώτιζε τα σπίτια και το
δρόμο. Στο δρόμο, κανένας δεν περνούσε. Το χωριό ήταν
ακόμα κοιμισμένο.
Έν’ αεράκι ελαφρό της χάιδεψε το μάγουλο.
Έκλεισε τότε την πόρτα, έβαλε πάλι την αμπάρα, και γύρισε
στο σπίτι. Ήταν βέβαιη πως είχε παρακούσει. Ίσως ακόμα,
κάποιος μεθυσμένος γείτονας να χτύπησε περνώντας, και να
’φυγε, αμέσως μόλις ένιωσε το λάθος του.
Έπειτα όμως από λίγη ώρα, ξανάκουσε το χτύπο.
Η καρδιά της τώρα άρχισε να χτυπάει δυνατά.
Σηκώθηκε, και πήγε πάλι ως την πόρτα.
Έβαλε τ’ αυτί της, κι άκουσε.
Της φάνηκε πως άκουσε κάτι να σαλεύει. Άνοιξε την πόρτα
τότε, ρίχνοντας την αμπάρα ξαφνικά.
Δεν είδε πάλι τίποτε.
Μπήκε μες στο σπίτι, και ξύπνησε τη μάνα της.

[189]
Τότε, κι οι δυο μαζί, πήγαν ως την αυλή. Κοίταξαν απ’ όλες
τις μεριές. Βγήκαν απ’ όξω, και κοίταξαν στο δρόμο.
Κανένας δεν περνούσε.
Έτρεξαν τότε μέσα, στο Σωτήρη.
Η αναπνοή του ανεβοκατέβαινε βαριά. Τα μάτια του ήταν
ανοιχτά. Παραμιλούσε.
Ξαφνικά το πάτωμα έτριξε σε μια μεριά, σα να πατούσε
κάποιος ελαφρά. Και το καντήλι πέταξε μια φλόγα, κι έσβησε.
Το φεγγάρι φώτιζε μονάχα.
μάνα τότε έπεσε στα γόνατα. Κάποιον παρακαλούσε στο
σκοτάδι. Κι η κόρη της γονάτισε μαζί της.
Η φωνή της μάνας έλεγε:
«Παιδί μου! Παιδί μου! Παιδί μου, μη μας παίρνεις το
Σωτήρη!…».
Κι η κάμαρα είχε γιομίσει κλάματα, σα να μοιρολογούσαν
πεθαμένο…

***
Σε λίγο χάραξε.
Μάνα και κόρη δεν είχαν κλείσει μάτι.
Ήταν πεσμένες χάμου, αποκανωμένες απ’ τον τρόμο. Πού
και πού, ένας λυγμός τίναζε το κορμί τους.
Ένας γείτονας, πρωί πρωί, βρήκε την πόρτα ανοιχτή, και
μπήκε μέσα.
Έτρεξε, τις σήκωσε, τους έφερε νερό.
Κι οι δυο τους, δε μπορούσαν να μιλήσουν.
Ήρθε κι ο Παναγής, ο μικρός που ξυπνούσε το Σωτήρη, για
να κατηφορίσουν στο παζάρι. Περνούσε με το γάιδαρό του, και
μπήκε μέσα, καθώς άκουσε κουβέντες.
Κι ο Σωτήρης ξύπνησε καλύτερα.
Ο πυρετός είχε πέσει.
Τα μάτια του ήταν ακόμα θολά και κουρασμένα. Η αναπνοή
του, όμως, ήταν πιο κανονική, το χρώμα το καλύτερο.
Χαμογελούσε. Με το ’να χέρι χάιδεψε τα μαλλιά της μάνας του.
Όταν ήρθε ο γιατρός, τους είπε πως η κρίση είχε περάσει.
Όταν, προς το βράδυ, γύρισαν και τ’ άλλα παιδιά απ’ το
παζάρι, ο Σωτήρης ήταν μισοκαθισμένος στο κρεβάτι.

[190]
Σε μια εβδομάδα, ήταν εντελώς καλά.
Η μάνα, όμως έμεινε για πάντα σαν τρελή.
Ήξερε τώρα, μες στα βάθη της καρδιάς της, πως αν ο ένας
γιος είχε γλιτώσει – απ’ τα θερμά της παρακάλια, ποιος το
ξέρει; – όμως ο Άλλος, το κρυφό της το καμάρι, που τον
περίμενε μια μέρα να γυρίσει – ο Άλλος ήταν τώρα
πεθαμένος!… Είχε μπει τη νύχτα στο σπίτι να πάρει τον
αδερφό του, μα τα λόγια της τον συγκράτησαν κι έφυγε πάλι,
έφυγε σαν ίσκιος, ίσκιος βαρύς κι ανάλαφρος μαζί, ίσκιος του
κάτω κόσμου…

[191]
Ο ΠΕΡΙΤΤΟΣ

Ένα γράμμα εντελώς προσωπικό

Μαρία,
Δεν είχα σκοπό να σου γράψω. Είχα σκοπό να πάρω το
μυστικό μαζί μου. Αλλά καταλαβαίνω πως δε θα μπορέσω να
το κατορθώσω. Είναι μερικά πράματα, που δεν εξαρτώνται
ούτε από τη θέλησή μας, ούτε από την απόφασή μας, και που
δε μπορούμε να τ’ αποφύγουμε, οσοδήποτε κι αν πρόκειται να
παραβούμε εκείνα που έχομε μυστικά υποσχεθεί στον εαυτό
μας – οσοδήποτε και αν ο εαυτός μας θέλει να μείνει συνεπής
σ’ αυτό που έταξε. Αυτό το ανακαλύπτω πρώτη φορά τώρα –
κάπως αργά, είν’ αλήθεια. Ξέρεις, πολύ καλά, με πόση
προσοχή απέφυγα στη ζωή μου τις περιττές χειρονομίες, και
πόσο, αυτές οι χειρονομίες, δεν έχουν καμιά σχέση με το
χαρακτήρα μου. Αλλά είναι μοιραίο, φαίνεται, να μας συμβαίνει
πάντοτε, εκείνο που μισούμε πιο πολύ. Βρίσκομαι και ’γώ,
υποχρεωμένος, σήμερα, να συνθηκολογήσω με τις
περιστάσεις, και να παίξω το μελόδραμά μου. Ας με
συχωρέσουν όλοι εκείνοι, που διατηρούσαν κάποιαν
υπόληψη, ως σήμερα, για το θετικό μου χαρακτήρα, και τη
στοχαστική μου τη ζωή.
Δεν αισθάνομαι, άλλωστε, κανένα είδος ντροπής, γι’ αυτό
που πρόκειται να κάνω. Όταν φθάσει κανένας εκεί που έχω
φθάσει –δηλαδή, στην ωμή και σταθερή απόφαση– όλοι αυτοί
οι μικροϋπολογισμοί, τα τιποτένια κι ευτελή ανθρώπινα
προσχήματα, παίρνουν τέλος μονομιάς, επειδή βρίσκονται
ξαφνικά, πολύ παρακάτω απ’ την επίσημη κατάσταση που
μπαίνουμε – και που θυμίζει την απάθεια, την υπέρτατη
αδιαφορία του φιλοσόφου – ή καλύτερα, του κτήνους…
Το να φεύγει, βέβαια, κανένας έτσι, απ’ τη ζωή, αν, αυτό
καθεαυτό, είναι μια πράξη εντελώς ατομική, που δεν πρέπει να
ενδιαφέρει κανέναν άλλον απολύτως, έξω από μας τους ίδιους
– απέναντι, όμως, των άλλων, μοιάζει σαν ένα είδος
προδοσίας σαν οι άνθρωποι να είχαν κάνει μια μυστική
συμφωνία – κι ένας απ’ αυτούς, πιο βιαστικός, να παρέβαινε
αυτή τη συμφωνία, ν’ αθετούσε, ξαφνικά, το λόγο του, και να
[192]
λιποτακτούσε στον εχθρό! Ας ελπίσω πως, στη δική μου την
περίπτωση, εκείνοι που θα το πάρουν έτσι, θα είναι πολύ
λίγοι…

Όσο για σένα, θα το πάρεις σα μια νέα μου ενόχληση (μην


κάνεις πως αγανακτείς μ’ αυτό που γράφω: Ξέρω π ο λ ύ κ α λ
ά πώς θα το πάρεις!)˙ είναι η τελευταία ενόχληση που
λογαριάζω να σου δώσω στη ζωή μου.
Ένας άλλος στη θέση μου, θα φερόταν ίσως διαφορετικά:
θα προτιμούσε, την καταστροφή που ήταν προορισμένη για
τον εαυτό του, να την έριχνε, καλύτερα, σε κάποιους άλλους…
Εγώ δε σκέφθηκα καθόλου τέτοιο πράμα. Καθένας έρχεται
στον κόσμο με τη μοίρα του. Κι η δική μου είναι να πεθάνω…
Κι αυτά, ακόμα, που σου γράφω τώρα, δε σ’ τα γράφω με
σκοπό να σε πικράνω. Δεν είμαι, εξάλλου, ικανός να σε
πικράνω – ακόμα και να το ’θελα πολύ αυτό το πράμα. Μ’ έχεις
λογαριάσει τόσο λίγο, που δε μου μένει μήτε καν αυτή η
μυστική παρηγοριά, πως θα μπορούσα, μια φορά, να σε
πικράνω. Εγώ μόνο θα φύγω πικραμένος – επειδή (αυτό το
ξέρεις από χρόνια), εσύ μ π ο ρ ο ύ σ ε ς, και μ π ο ρ ε ί ς να με
πικράνεις. Μόνον εκείνοι που κατέχουν τη στοργή μας, είναι
ικανοί να μας πικράνουν.
Την απόφαση αυτή, την τριγυρνώ, μες στο μυαλό μου, εδώ
και πέντε μήνες. Να πω πως μου ’λειπε το θάρρος να το κάμω,
θα ’λεγα ίσως ψέματα. Κρατούσα, όμως, μια πολύ μικρήν
ελπίδα, μια μικρήν ελπίδα τόση δα, πως «θα μπορούσε να με
λυπηθεί». Δε μου μένει, τώρα τελευταία, μήτε αυτό το τελευταίο
πάτημα. Γι’ αυτό το λόγο, πρέπει να πεθάνω!
Να σου διηγηθώ το τι υπέφερα, δε νομίζω να κερδίζω
τίποτε. Μπορείς να το φαντασθείς και μόνη, μια και φθάνω ως
αυτό που βλέπεις. Θα ξύσω μόνο μια βαθύτατη πληγή, που
πρόκειται να κλείσει μια για πάντα. Κι αυτά, τα πολλά που
γράφω τώρα, είναι κάπως χωρίς τη θέλησή μου – από ανάγκη
ψυχική που πρωτονιώθω, και στην οποίαν υποκύπτω με τη
βία. Γι’ αυτό, συχώρεσέ με, για την τελείως α κ ο υ σ ί α
φλυαρία μου. Μ’ ανακουφίζει και με παρηγορεί.
Απ’ τον καιρό που μπήκε ο Φάνης μες στο σπίτι, είχα πάρει
την απόφασή μου. Ο Φάνης ήταν πάντα φίλος μου. Ήταν
μάλιστα –κ α ι ε ί ν α ι, α κ ό μ η τ ώ ρ α, π ο υ σ ο υ γ ρ ά φ ω–
ο πιο καλός μου φίλος. Αυτό το υπογραμμίζω, για να σου
[193]
δώσω να καταλάβεις ότι το μυαλό μου δεν είναι καθόλου
σκοτισμένο, ώστε να ρίξω το βάρος σε κανένα – και ότι η
ευθύνη, εννοώ να πέσει ολάκερη απάνω μου. Έτυχε, βλέπεις,
να είμαι πλασμένος έτσι, ώστε να μη μπορώ να υποφέρω
μερικά πράματα, μ’ όλη την καλή μου θέληση. Έτυχα ανάμεσα
σε δυο ανθρώπους που αγαπούσα, και που δ ε ν ή τ α ν δ υ ν
α τ ό ν να μ’ αγαπήσουν – αλλ’ ούτε καν και να με λυπηθούν…
Μαρία, δεν πεθαίνω από ζήλια. Αν αυτό που νιώθω τώρα
είναι ζήλια – δεν το ξέρω. Ξέρω μόνο πως θα φύγω
πικραμένος, επειδή δεν κατορθώσατε κι οι δυο σας –εσείς, οι
μόνοι που αγαπούσα στη ζωή μου– να με λυπηθείτε όσο
έπρεπε…
Ο Φάνης μπήκε σπίτι μου σα φίλος. Του παραχώρησα τα
πάντα – το θυμάσαι. Έν α μονάχα δεν του παραχώρησα.
Όμως, κι αυτό, το πήρε μοναχός του. Ποιος φταίει τώρα, σ’
αυτή την ιστορία; Κανένας, ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΠΟΛΥΤΩΣ. Αυτά τα
πράματα είναι μοιραία. Κι έτσι τα δέχομαι και ’γώ, και σκύβω
το κεφάλι.
Και θα σου διηγηθώ, ακόμα, ένα περιστατικό που μου
συνέβη, μια βδομάδα πριν.
Την περασμένη Τρίτη, ένα μεσημέρι, γύριζα νωρίτερα απ’
το γραφείο μου. Είχα σκοπό ν’ αναπαυθώ λίγο στο σπίτι, ώστε
να μπορέσω ν’ ανεβώ πάλι το απόγεμα, να τελειώσω μια
επείγουσα υπόθεση. Μόλις έφτασα, είδα, από μακριά, το Φάνη
να ψαρεύει μόνος. Κατέβηκα, και πήγα προς εκεί. Εξαιτίας του
ανέμου, δε μ’ άκουσε να πλησιάζω, κι εξακολουθούσε να
ψαρεύει, γυρισμένος με το πρόσωπο στη θάλασσα, και
προσηλωμένος στη δουλειά του. Όταν έφτασα πολύ κοντά,
ξαφνικά κατάλαβε πως κάποιος είναι πίσω του. Γύρισε τότε,
και με είδε. Ετοιμαζόμουν να του μιλήσω, όταν τον βλέπω να
τινάζεται ολόρθος, και να με κοιτάζει μες στα μάτια. Είχε
κατακιτρινίσει όλος! Έκαμ’ ένα βήμα προς τα πίσω, εξ
ενστίκτου, και ε ί δ α ν α π ε ρ ν ά ε ι μ ε ς σ τ α μ ά τ ι α τ ο υ γ ι
α μ ι α σ τ ι γ μ ή, έ ν α ς κ τ η ν ώ δ η ς τ ρ ό μ ο ς… Δεν ξέρω
πώς το είχε πάρει, εκείνο το αθόρυβο πλησίασμα, –στην
ερημιά των βράχων– και τι του φάνηκε, αυτό το δευτερόλεπτο,
πως πήγαινα μ’ απόφαση να κάμω…
Κι εγώ, εντούτοις, φαίνεται να ήμουν ταραγμένος αρκετά!
Δεν ήξερα τι να του πω. Σταμάτησα, μ’ ένα προσποιητό
χαμόγελο, που το ’νιωθα πως πάγωνε στα χείλη μου. Όταν
[194]
είδε πως οι διαθέσεις μου ήταν εντελώς κανονικές, συνήλθε
τότε, και μου χαμογέλασε και κείνος. Είπαμε, τότε, μερικές
ασήμαντες κουβέντες. Εντούτοις, ένιωθα πολύ καλά ότι, όσο
ήμαστε οι δυο μας ολομόναχοι, δ ε ν α ι σ θ α ν ό τ α ν ν α ’ν α ι
α σ φ α λ ή ς μ α ζ ί μ ο υ ! Έτσι δεν κάνει π α ρ ά μ ό ν ο ν έ ν α
ς έ ν ο χ ο ς…
Ε, από κείνη τη στιγμή, Μαρία, η τύχη μου είχε κριθεί, σ’ το
λέω! Μες σ τ ο ν ξ α φ ν ι κ ό ν ε κ ε ί ν ο τ ρ ό μ ο, μ ε ς σ τ α έ ξ
α λ λ α κ α ι φ ο β ι σ μ έ ν α μ ά τ ι α τ ο υ, είχα διαβάσει ΟΛΗ
ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ! Και διάβασα μαζί, την καταδίκη μου…
Δε μου είναι δυνατόν, Μαρία, να αισθάνομαι πως
αντιπροσωπεύω έναν κίνδυνο, σ’ εκείνους που αγαπούσα κι
αγαπώ! Αυτή η σκέψη είναι τόσο ανυπόφορη, όσο δε μπορείς
να φαντασθείς… Τη νιώθω σαν ένα καυτό σίδερο, να μου
κατακαίει την καρδιά! Δε μπορώ να νιώθω, πως, από δω και
στο εξής, θα είμαι υποχρεωμένος να περιορίσω τη ζωή μου,
αναγκαστικά, μέσα σε δυο ρόλους θλιβερούς: απ’ τη μια μεριά,
το ρόλο ενός «σκιάχτρου» – κι απ’ την άλλη, το ρόλο του
«κορόιδου»… Δεν είναι δυνατόν να γίνει έτσι. Είμαι ΠΕΡΙΤΤΟΣ.
Πρέπει να φύγω…
Απ’ τη στιγμή που τ’ αποφάσισα αυτό, έγινα, λες, ένας
καινούριος άνθρωπος. Έγινε, μέσα μου, μια θεϊκή γαλήνη. Όλα
όσα μ’ ενοχλούσαν, πήραν τέλος. Ως κι η πικρία μου,
κατάντησε χ α ρ ά! Προσπάθησε να καταλάβεις, αυτό που
θέλω να παραστήσω: είναι σα να ’χω α ν ε β ε ί σ ε κ ά π ο ι ο
θ ρ ό ν ο – κ α ι ν α σ α ς β λ έ π ω, ό λ ο υ ς, π α ρ α κ ά τ ω.
Μαρία, δε με γνώρισε ποτέ σου. Δ ε ν ή τ α ν δ υ ν α τ ό ν να
με γνωρίσεις.
Ήσουν πλασμένη τόσο «ά λ λ ο π ρ ά μ α», που δεν σου
ήταν δυνατόν να με γνωρίσεις. Γι’ αυτό δε μπόρεσες ποτέ να
μ’ αγαπήσεις… Αφού δεν το κατόρθωσες α υ τ ό –σε
συγχωρώ. Δεν έχω να προσθέσω τίποτ’ άλλο.
Στο δεξί συρτάρι του γραφείου μου, θα βρεις, στο βάθος,
μερικά συμβόλαια, που πρέπει να τα δεις, ένα προς ένα. Το
ένα είναι το χρέος της τραπέζης. Σου το σημείωσα με κόκκινο
μολύβι, για να μη χάνεις τον καιρό σου ψάχνοντας. Πες τού
Φάνη, να φροντίσει μόνος του γι’ αυτό. Ας μην αναθέσει την
υπόθεση σε δικηγόρο, γιατί έτσι δε θα πάρει ποτέ τέλος. Ας το
πάρει κάπως ζεστά το ζήτημα, αφού πρόκειται για τη δική σου
ησυχία. Εγώ δεν έχω ούτε τον καιρό, ούτε τη δύναμη, να
[195]
φροντίσω πια για τίποτε. Για το ζήτημα του κτήματος, κάμε
όπως νομίζεις. Συνεννοήσου με τον Κ. Λ. – ή μάλλον, γράψε
του να ’ρθει να σ’ ανταμώσει, ώστε να κανονίσετε καλύτερα τα
του συμβιβασμού. Είναι, πιστεύω, τρεις με πέντε, πάντα, στο
γραφείο του. Ας περάσει κι ο Φάνης να τον δει. Θα βρεις
ακόμα μερικά χαρτιά, σχετικά με την υπόθεση του Νίκου.
Φύλαξέ τα, μπορεί να χρειασθούν. Μπορεί να θέλει, καμιά
μέρα, να τα πάρει.
Και τώρα, αγαπημένη μου, σ’ αφήνω γεια! Είναι τρεις η
ώρα, πρέπει να πηγαίνω. Σε λίγη ώρα, θ’ αρχίσει να χαράζει.
θάλασσα με περιμένει κάτω, ήσυχη κι ωραία, καθώς πάντα…
Φρόντισε μη μ’ εκθέσεις σε κανένα. Ας το πάρουν όλοι για
δυστύχημα. Ο Φάνης, όμως, π ρ έ π ε ι ν α τ ο ξ έ ρ ε ι. Και να
μην του πεις, θ α κ α τ α λ ά β ε ι…
Εύχομαι μόνο (και το θέλω, πώς το θέλω! αν ήξερες, Μαρία,
πώς το θέλω! Αυτή η σκέψη με γεμίζει ευτυχία – τη μόνη
ευτυχία που μου μένει!), εύχομαι όταν θα τρώτε κάποτε μαζί,
ευτυχισμένοι και ξένοιαστοι για πάντα, –μες στ’ αγαπημένα
σας τα ψάρια, που τα ψαρεύει ταχτικά ο Φάνης, και τα
μαγειρεύεις τόσο νόστιμα– αμέριμνοι και δίχως υποψία,
εύχομαι να φάτε κάποτε, μαζί, και την καρδιά μου!…

Σε φιλώ για πάντα,


Λεωνίδας

[196]
Ο ΠΙΕΡΟΤΟΣ

Είμαστε καθισμένοι στο μεγάλο καναπέ τον σαλονιού. Ήταν


η ώρα που αρχίζει και βραδιάζει — ώρα τρυφερή των
αναμνήσεων.
Είχα καιρό να πάω να τη δω. Κι ένιωθα ένα είδος τύψεως γι’
αυτή μου την αμέλεια, επειδή ήξερα πως μ’ αγαπούσε
εξαιρετικά, και πως ευχαριστείτο πραγματικά στη συντροφιά
μου — αν κι εγώ δεν ήμουν, απέναντί της, παρά ένα παιδί
κάπως υπερβολικά ζωηρό, που αποτελούσε μια φανταχτερή
αντίθεση με τη γεροντική της σοβαρότητα, με τη λεπτή
αξιοπρέπεια των τρόπων της, με το επίσημο και τυπικό της
φέρσιμο. Μια ερωτική περιπέτεια, που βάσταξε δεν ξέρω
πόσους μήνες, με είχε απομακρύνει. Για ένα τόσο μεγάλο
διάστημα, δικαιολογίες δε χωρούσαν. Της είπα, ωστόσο,
αρκετά ψέματα: ένα μικρό ταξίδι στην Ευρώπη, κάποιες
ασχολίες Ιδιαίτερες, έπειτα μια αρρώστια ξαφνική…
Με κοίταζε χαμογελώντας, με το λεπτό ειρωνικό εκείνο
βλέμμα, το γεμάτο καλοσύνη κι επιείκεια, των ανθρώπων που
μας αγαπούν, και που προσπαθούν να μας πιστέψουν. Κι έτσι
στα τελευταία, αναγκάστηκα να της φανερώσω την αλήθεια.
Της διηγήθηκα όλη μου την ιστορία, απ’ την αρχή ως το τέλος.
Δεν παρέλειψα παρά μια μικρή λεπτομέρεια, που ήταν
ολόκληρη εις βάρος μου, και που φανταζόμουν ότι θα
μπορούσε να της μειώσει κάπως την εκτίμησή της προς εμένα.
Με άκουσε χωρίς διακοπή.
Έπειτα άλλαξα κουβέντα. Της είπα νέα που δεν ήξερε,
μερικά κοινωνικά μικροσκανδαλάκια, που τη διεσκέδαζαν
πολύ.
Εκείνη όμως, τώρα, δε μιλούσε. Είχε τα μάτια γυρισμένα
στο παράθυρο, και κοίταζε τον ουρανό, με τα χλωμά, τα
λυπημένα χρώματα Ο ήλιος ήταν τώρα δίχως φως,
ακουμπισμένος σ’ ένα κυπαρίσσι, σα μια μεγάλη σφαίρα
πεθαμένη.
Έπειτα γύρισε τα μάτια, και με κοίταξε. Μου φάνηκε πως
ήθελε κάτι να πει, και δίσταζε. Έπειτα πάλι κοίταξε τ η
μελαγχολική εικόνα του παραθυριού.
Έξαφνα με ρώτησε:
[197]
— Και γιατρευτήκατε τελείως απ’ το αίσθημα;..
Της είπα: ναι, χωρίς περιστροφές.
Κοίταξε πάλι το θλιμμένον ουρανό. Κι έπειτα, σα να νικούσε
τον κρυφό της δισταγμό, είπε σιγά, σα να μονολογούσε:
— Κι όμως, εγώ, δεν έχω γιατρευτεί ακόμα…
Περίμενα να μου εξηγηθεί. Η φράση εκείνη, στα γεροντικά
εκείνα χείλη —γιατί να το κρύψω;— μου φάνηκε λιγάκι
κωμική… Αλλά ο σεβασμός μου προς τη γυναίκα, που
αποτελούσε για μένα σαν ένα σύμβολο, σχεδόν ιερό, του
Παρελθόντος, μου εξαφάνισε αμέσως από το μυαλό, το ιλαρό
συναίσθημα, που πήγε μια στιγμή να γεννηθεί…
Και τότε πάλι, ξαφνικά, σα να της είχα ‘γγίξει, δίχως να το
θέλω, κάποια βαθιά και μυστική πληγή —ίσως σ’ αυτό να
συντελούσε και η γοητεία, η λεπτή και ακουσία νοσταλγία της
υποβλητικής εκείνης ώρας— άρχισε, με τη σειρά της, να μου
διηγείται:
— Δεν είχα παντρευτεί ακόμα. Ο πατέρας ζούσε. Το σπίτι
μας ήταν πάντα, καθώς ξέρετε, ανοιχτό· ο πατέρας, ακόμα και
στα γερατειά του, αγαπούσε πολύ τις διασκεδάσεις. Η μητέρα,
όχι και τόσο. Εντούτοις, για να μη χαλάσει το χατίρι του
πατέρα, πήγαινε και κείνη μαζί του, στους χορούς. Η
κοινωνική μας θέση, άλλωστε, ήταν τέτοια, που οι
διασκεδάσεις αυτές έπαιρναν το χαρακτήρα καθημερινών
υποχρεώσεων. Γι’ αυτό και το δικό μας σπίτι, καθώς σας είπα,
ήταν πάντα ανοιχτό. Δεν υπήρχε ξένος, περαστικός, στην
πόλη, που να μη το θεωρούσε απαραίτητο, να ‘ρθεί να πάρει
το τσάι σπίτι, και να μας επισκεφθεί. Η μητέρα μου είχε μια
φανερή προτίμηση στον αδελφό μου. Και, όπως συμβαίνει
πάντα —για να έρθει ίσως η ισορροπία— ο πατέρας είχε ρίξει
όλη τη συμπάθειά του σε μένα. Μ’ έπαιρνε διαρκώς μαζί, και
κάθε φορά που πηγαίναμε σε καμιά διασκέδαση, με κρατούσε
επιδειχτικά στο πλευρό του. Ήμουν η αγαπημένη του. Κι όμως
δεν ήμουν παρά μια κοπελίτσα δεκαεφτά χρονών, άμυαλη και
ξένοιαστη για όλα —μια πεταλουδίτσα, έτοιμη να καεί στο
πρώτο φως, που θα την τραβούσε με τη λάμψη του… Την
ημέρα εκείνη, θυμάμαι, είχα ξυπνήσει δίχως κέφι. Και το βράδυ
επρόκειτο να πάμε σ’ ένα χορό. Ήταν η προτελευταία Κυριακή
της Αποκριάς. Και παρόλο τον ενθουσιασμό της ηλικίας,
ένιωθα πως θα μου ήταν αδύνατο να πάω μαζί τους. Είχα έναν
πονοκέφαλο ανυπόφορο —κι ένας πονοκέφαλος, στην ηλικία
[198]
εκείνη, είναι ήδη μια μεγάλη τραγωδία. Κι έπειτα η μοδίστρα
δεν είχ’ έτοιμη τη φορεσιά μου— αυτή που λογάριαζα να βάλω
εκείνο το βράδυ. Κι αυτό ήταν η μεγάλη συμφορά. Αργότερα,
έμαθα καλύτερα τι θα πει μεγάλη συμφορά … Ας είναι. Ο
πατέρας ήθελε, σώνει και καλά, να με πάρει. Η μητέρα
συμφωνούσε μαζί μου, επειδή και κείνη, όπως συνήθως,
έτυχε, να μην έχει και μεγάλη διάθεση. Ο Νίκος μόνο χαλούσε
τον κόσμο· αυτός ήθελε να πάει στο χορό, οπωσδήποτε, και
ήξερε ότι η δική μου αδιαθεσία ήταν ικανή να κάμει τον πατέρα
ν’ αλλάξει απόφαση. Στο τέλος, όμως, ο πατέρας δεν επέμεινε.
Όταν ήρθε η ώρα που θα πήγαιναν —για πρώτη φορά στη ζωή
του πήγε χωρίς εμένα— μόνο με τη μητέρα και το Νίκο. Η
βραδιά ήταν αρκετά ζεστή· είχα μισανοιγμένο το παράθυρο
(κοιμόμουν μαζί με τη μητέρα), και πλάγιασα νωρίτερα. Θα με
είχε πάρει, υποθέτω, ο ύπνος, όταν ξύπνησα λιγάκι
τρομαγμένη. Ένιωσα μες στο σκοτάδι, σαν κάτι να ‘πεσε στην
κάμαρά μου, δίπλα στο κεφάλι μου… Τινάχτηκα, όπως ήμουν.
Παρά λίγο να βάλω τις φωνές. Μου φάνηκε σα να ‘πεσε,
ξαφνικά, δίπλα μου, ένα μικρό πουλάκι πεθαμένο… Άναψα το
φως. Ήταν ένα μπουκέτο μενεξέδες… Από πού να έπεσε στην
κάμαρά μου; Ο νους μου πήγε αμέσως στο παράθυρο. Πήγα με
περιέργεια και κοίταξα. Έξω ήταν ησυχία. Η ώρα ήταν
περασμένη. Από μακριά, πολύ μακριά —ξέρετε το πατρικό μου
σπίτι; ήταν πολύ μακριά απ’ την πόλη— ακουγόταν, μόλις, η
φασαρία της τρελής Αποκριάς· ο ουρανός ήταν γεμάτος φως,
από τη λάμψη των ηλεκτρικών. Θα ήταν περασμένα
μεσάνυχτα. Δε φαινόταν τίποτε στον κήπο. Μια παρέα με
μασκαράδες περνούσε με τ’ αμάξι· τότε δεν υπήρχαν
αυτοκίνητα —αλλ’ αυτή, τώρα μόλις έφτανε μπροστά στη
σιδερένια πόρτα· κι εξάλλου, η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη…
Δεν ήξερα τι να βάλω με το νου μου. Ποιος να είχε ρίξει το
μπουκετάκι αυτό; Κανένα ειδύλλιο νεανικό κάπως
τολμηρότερο, δεν είχε πλεχτεί ακόμη γύρω στη ζωή μου.
Ήμουν σε μεγάλη απορία. Επειδή όμως η ώρα ήταν
περασμένη, κι από στιγμή σε στιγμή μπορούσε να προβάλουν
οι δικοί μου, ανέβαλα τη λύση του αινίγματος — αν και με είχε
τρομερά βάλει σε πειρασμό… Πλάγιασα, πάλι, αλλά χωρίς να
κλείσω μάτι, όλη νύχτα. Φαίνεται, όμως, να κοιμήθηκα στο
τέλος. Οι δικοί μου ήρθαν τα χαράματα. Όλη εκείνη τη
βδομάδα, δεν έφυγε απ’ το μυαλό μου αυτό το περιστατικό.
[199]
Βρήκα μια λύση πρόχειρη —αλλά που δε με ικανοποιούσε
εντελώς: είπα ότι κάποιος θα είδε το ανοιχτό παράθυρο, και
πέταξε, απλούστατα, στην τύχη το μπουκέτο…
Μετά μια βδομάδα, την άλλη Κυριακή, ήμαστε πάλι
καλεσμένοι σ’ ένα σπίτι, που θα δεχόταν μασκαράδες. Εκείνο
το βράδυ, τελείωναν οι Αποκριές. Δεν είχα πονοκέφαλο, και η
τουαλέτα μου ήταν επιτέλους έτοιμη. Πήγα με το Νίκο. Ο
πατέρας είχε λείψει λίγες μέρες, για μια επείγουσα δουλειά. Δε
θέλησα να βάλω μάσκα. Φορούσα, θυμάμαι, την καινούρια
φορεσιά μου —ένα φόρεμα σαξ μεταξωτό, με νταντέλες μαύρες
γύρω-γύρω: το φόρεμα αυτό υπάρχει ακόμα— καμιά μέρα θα
σας το δείξω· το ‘χω κλειδωμένο στην παλιά μου την κασέλα,
μαζί με χίλια άλλα μπιχλιμπίδια του καιρού εκείνου— είναι
φαγωμένο απ’ το σκόρο, οι δαντέλες έγιναν κουρέλι — αλλά δε
θέλησα ποτέ να το πετάξω…
Το βράδυ εκείνο είχα, ίσα-ίσα, ένα κέφι εξαιρετικό. Και
ήμουν φαίνεται, εξαιρετικά όμορφη. Τώρα που πέρασαν τα
χρόνια, μπορεί κανένας να έχει την ειλικρίνεια ν’ αναφέρει
μερικά πράματα, χωρίς να έχει φόβο να παρεξηγηθεί —τι λέτε;
Ήμουν τρομερά ευχαριστημένη από τον εαυτό μου. Η φορεσιά
μου μου ταίριαζε περίφημα. Κάποιος, εκείνο χα βράδυ, μου
είχε πει πως έμοιαζα με «γαλανό λουλούδι του αγρού»… Ας
είναι! Διασκέδαζα πολύ με τις παρέες που είχαν πλημμυρίσει
τις δύο σάλες. Η μουσική έπαιζε τους πιο τρελούς χορούς της
εποχής εκείνης —τρελούς, όχι σαν τους δικούς σας, βέβαια,
τους τωρινούς, αλλ’ αρκετά, για κείνο τον καιρό… Λουλούδια,
σερπαντίνες, κονφετί —σωστός πανζουρλισμός! Ο Νίκος
χόρευε χωρίς διακοπή. Εγώ ήμουν ακουμπισμένη στο πιάνο.
Είχα παίξει μάλιστα κι ένα κομμάτι —έπαιζα στα νιάτα μου
καλούτσικα— και τα λουλούδια, και τα κομπλιμέντα, έπεφταν
απάνω μου βροχή. Οι μάσκες με πειράζανε πολύ, κι είχα
αρχίσει, πράγματι, να ντρέπομαι λιγάκι. Ήμουν ξαναμμένη απ’
το παίξιμο —ο χορός δε με τραβούσε και πολύ— κι έκανα
αέρα, θυμάμαι, με μια βεντάλια —χρυσή και κόκκινη, κι αυτό το
θυμάμαι— που βρήκα εκεί δίπλα, αφημένη.
Έξαφνα, μου παρουσιάστηκε ένας πιερότος, που δεν τον
είχα δει ως τότε μες στη σάλα. Φορούσε μισή μαύρη μάσκα.
Είχα πάντα φοβερή αδυναμία για τα ρούχα του πιερότου. Ήρθε
κοντά μου και με κοίταξε στα μάτια. Ένα χνούδι μαύρο, απαλό,

[200]
έσκαζε μόλις απάνω από δυο χείλη λεπτά και ντροπαλά. Δε
μου μιλούσε. Όταν το κοίταγμά του το επίμονο άρχισε να με
στενοχωρεί, θέλησα να φύγω — αλλά μου έκαμ’ ένα κίνημα
τόσο ικετευτικό —ένα μικρό κίνημα απλό και συμπαθητικό— κι
αυτό το κίνημα με κάρφωσε στη θέση μου… Τον ρώτησα, με
νόημα, τι θέλει. Τα δυο του χείλη, τα ένιωθα να τρέμουν
ελαφρά. Δε μου ‘δωσε απάντηση. Εξακολουθούσε μοναχά να
με κοιτάζει. Έβλεπα δυο μάτια φλογερά, που έριχναν μεγάλες
αστραπές. Μου θύμιζαν δεν ξέρω ποιες φωτιές —κάποιες
πυρκαϊές που δεν υπάρχουν…
Η στάση του αυτή, η σιγηλή, με στενοχωρούσε πιο πολύ.
Έκανα να τραβηχτώ και πάλι —και τότε άπλωσε δειλά το χέρι,
και με κράτησε. Αυτή η τόλμη του με ξάφνιασε —στον καιρό
μου, όλ’ αυτά, τα θεωρούσαμε απρέπειες ακόμη— αλλά και
συγχρόνως, μ’ άρεσε στο βάθος… Έμεινα καρφωμένη και τον
κοίταζα. Και τότε, δίχως να το περιμένω, μου άπλωσε ένα
μικρό χαρτάκι διπλωμένο. Τραβήχτηκα, δίχως να το πάρω.
Έκαμα ένα: όχι, με τα μάτια. Και τότε τα δικά του πήραν μια
έκφραση λύπης —τόσης, τόσης λύπης, που δεν μπορώ να την
ξεχάσω στη ζωή μου… Άμα είδε την επιμονή μου, και την
κάπως πειραγμένη —έτσι αυτός θα είπε— κίνησή μου, δεν
επέμεινε: άπλωσε μόνο τρεμουλιαστά το διπλωμένο γράμμα
στο κερί του πιάνου. Το χαρτί πήρε φωτιά. Μια φλόγα έπαιξε
για μια στιγμή κι έπειτα έσβησε. Αυτό ποτέ μου δε θα το
ξεχάσω… Και χάθηκε από μπροστά μου, σα σκιά…
Δεν τον ξαναείδα τη βραδιά εκείνη. Η εικόνα του έμεινε,
όμως, καρφωμένη στο μυαλό μου. Σε λίγη ώρα μπήκαν νέες
μάσκες. Ήμουν ταραγμένη, σαστισμένη. Είχα μιαν ακράτητη
επιθυμία τον ξαναϊδώ από μακριά.
Την ώρα που φύγαμε κόντευε σχεδόν να ξημερώσει
τράβηξα το Νίκο απ’ το χέρι, και φύγαμε, χωρίς να πούμε
καληνύχτα σε κανένα. Όταν πήγα σπίτι, όλ’ αυτά ξαναπέρασαν
απ’ το νου μου, σαν όνειρο γλυκό της φαντασίας, με μια πολύ
μεγάλη νοσταλγία…
Αυτή η περιπέτεια της χρονιάς εκείνης —όσο μικρή κι
ασήμαντη κι αν φαίνεται— έμεινε για καιρό μες στο μυαλό μου.
Έπειτα, σιγά-σιγά, με την ευκολία που ξεχνούν τα νιάτα
άρχισα και ‘γώ να την ξεχνώ.
Μετά πέντε μήνες, ακριβώς, ήμουν αρραβωνιασμένη. Δε
θέλω να σας κουράσω, με το να σας διηγηθώ εκείνη την
[201]
ιστορία: τα περιστατικά εκείνα δε σας ενδιαφέρουν. Κι εμένα,
τώρα, δε μ’ ενδιαφέρουν. Ένας νέος, πολύ καλός, πολύ
συμπαθητικός —αυτός που ύστερα έγινε άντρας μου, τον
ξέρετε— με ζήτησε απ’ τον πατέρα. Ο πατέρας τον αγαπούσε
—και ‘γώ αγαπούσα τον πατέρα. Είπα: ναι, χωρίς να το
πολυσκεφθώ. Δεν έχω λόγο, άλλως τε, να παραπονεθώ. Κι
έτσι, ένα καλό πρωί βρέθηκα αρραβωνιασμένη… Το καλοκαίρι
πήγαμε ταξίδι σ’ ένα νησί. Δε θα το ξεχάσω το καλοκαίρι
εκείνο. Ήταν το πιο χαριτωμένο, ίσως, καλοκαίρι της ζωής
μου! βαρκάδες, ιππασίες, εκδρομές. Ένιωθα τον εαυτό μου
περισσότερο ελεύθερο από πάντα —ίσως επειδή επρόκειτο να
σκλαβωθώ για πάντα… Αυτό, μπορεί να σας φανεί παράξενο,
αλλά έτσι είναι. Τέτοια ήταν η ψυχολογία της στιγμής…
Είχαμε ορίσει το γάμο πολύ σύντομα. Και ο γάμος έγινε
λίγο πριν απ’ τις Απόκριες. Επρόκειτο να φύγουμε για την
Ευρώπη, αλλ’ αναβάλαμε το ταξίδι, για να περάσουμε το
καρναβάλι μαζί με τους δικούς μας.
Το καρναβάλι αυτό ήταν πολύ πιο σοβαρό για μένα. Ήμουν
κυρία, και είχα πολύ διαφορετικότερες υποχρεώσεις. Ο άντρας
μου μ’ αγαπούσε φοβερά. Εννοούσε, σώνει και καλά, να
διασκεδάσω. Πηγαίναμε παντού.
Μια βραδιά —πάλι τελευταία Κυριακή τη Αποκριάς —(γιατί
τα θυμούμαι τώρα, Θε μου, όλ’ αυτά;) πήγαμε στο σπίτι ενός
μακρινού συγγενούς. Επρόκειτο, όπως συνήθως, να
χορέψουμε. Πήγαμε οι δυο μας —οι άλλοι ήταν καλεσμένοι σ’
άλλο σπίτι. Χόρευα με πολύ λίγους καβαλιέρους. Κατά τα
μεσάνυχτα, μες στην παραζάλη του χορού είχα καθίσει πάλι
στο πιάνο, κι έπαιξα ένα εύθυμο κομμάτι. Κι ενώ στεκόμουν και
μιλούσα με μια φίλη μου, παρουσιάστηκε ο ίδιος ο πιερότος.
Μόλις τον είδα, τον θυμήθηκα αμέσως. Έμεινα άφωνη κι
εκστατική. Στάθηκε μπροστά μου, με τον ίδιο τρόπο. Το
πρόσωπό του, όμως, ήταν αλλαγμένο —σα να είχε σηκωθεί
από αρρώστια. Και τα μάτια του ήταν, τώρα, ακόμα πιο
λυπημένα· έμοιαζαν, τώρα, σα φωτιές που πρόκειται να
σβήσουν. Δεν έχω δει ποτέ μου, στη ζωή μου —και ξέρετε τα
χρόνια, πιστεύω— μάτια πιο πικρά κι απελπισμένα…
Με κοίταξε και πάλι πολλή ώρα, μ’ ένα βαθύτατο
ερωτηματικό. Έτρεμα όλη. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά.
Δεν ξέρω, έτσι, πόση ώρα πέρασε…

[202]
Οι άλλοι χόρευαν, κανένας δε μας πρόσεχε. Δεν έβλεπα τη
φίλη μου. Θαρρώ να είχε φύγει μια στιγμή..
Ήμουν έτοιμη να μιλήσω πρώτη, όταν άπλωσε το χέρι
ξαφνικά, και μου ‘δωσε και πάλι ένα γράμμα, αλλά με τρόπο
τόσο σοβαρό, τόσο σοβαρό και λυπημένο… Κι αυτή τη φορά,
το πήρα. Και χάθηκε, προτού να του μιλήσω… Δεν τον
ξαναείδα ποτέ πια.
Το πρωί που φύγαμε, είχα το γράμμα του κρυμμένο μες στο
στήθος. Το είχα βάλει, βιαστικά, σε μια μικρή τσεπίτσα, δεξιά.
Όταν φθάσαμε στο σπίτι, κι έμεινα μόνη, έτρεξα γρήγορα στο
φως να το διαβάσω. Έψαξα παντού, και δεν το βρήκα: μου
είχε πέσει, φαίνεται, στο δρόμο…
Αυτό είν’ όλο.
Πρέπει τώρα να σας πω, αγαπητέ μου, ότι αυτή η
περιπέτεια —όσο κοινή και τιποτένια κι αν τη βρίσκετε— έχει
σημαδεμένη τη ζωή μου.. Ένα σωρό ερωτήσεις είναι ακόμα
μέσα μου: Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Γιατί δε φάνηκε
ποτέ τις άλλες μέρες; Γιατί δε θέλησε να μου φανερωθεί;…
Αυτές οι ερωτήσεις με τυράννησαν πολύ, πολύν καιρό. Αν
επιμένετε, με τυραννούν ακόμα…
Πολλές φορές είπα με το νου μου, πως η σκιά εκείνη δεν
υπήρξε, πως ήταν η μορφή ενός ονείρου…
Δεν τον ξαναείδα ποτέ πια. Δεν έμαθα ποτέ μου τίποτ’ άλλο.
Δεν τόλμησα να υποθέσω τίποτε. Έπειτ’ από κάμποσον καιρό,
έμεινα χήρα. Ο πατέρας πέθανε και κείνος, στην Ευρώπη. Σε
λίγο, έχασα και τη μητέρα. Εσείς, ακόμα, τότε, ήσαστε παιδί.
Έμεινα μόνη. Απ’ την οικογένειά μου, δεν έμεινε παρά ο
αδελφός μου.
Κι από τότε, που λέτε, φίλτατέ μου, μήτε που ξαναγάπησα
ποτέ μου…

…………..

Σταμάτησε να λέει. Η κάμαρα, τώρα, είχε μισοσκοτεινιάσει.


Σήκωσα τα μάτια και την κοίταξα.
Είπε ακόμα, με φωνή πιο σιγανή: Πέρασαν πόσα χρόνια
από τότε! Σαράντα πέντε χρόνια, ακριβώς…
Έκαμα μια κίνηση μικρή αδημονίας. Εκείνη δε με κοίταζε
διόλου. Είχε τα μάτια στυλωμένα στο παράθυρο.

[203]
Έπειτα τα γύρισε με μιας, με κοίταξε κατάματα και πάλι, και
με φωνή βαθιά, φανατική, φωνή που δεν την ήξερα ως τώρα,
φωνή γριάς τρελής ξεμωραμένης, που μου ‘δωσ’ ένα ρίγος
στην καρδιά, αν και με κόπο βάσταξα τότε, θαρρώ, τα γέλια
(τώρα που τα θυμάμαι όλ’ αυτά, και που εκείνη είναι πεθαμένη,
νιώθω μια βαθυτάτη μεταμέλεια), με μάτια που δε μ’ έβλεπαν
διόλου, πρόσθεσε ακόμα πιο σιγά:
Και να το δείτε: μια μέρα θα γυρίσει…

[204]
Ο ΞΕΝΟΣ

Όσο το βαπόρι πλησίαζε, τόσο η μεγάλη πολιτεία, που είχε


προβάλει μες στην πρώτη άχνα της αυγής, μεγάλωνε στα
μάτια του. Έβλεπε τις καμινάδες, τα σπίτια, το λιμάνι —τις
πλατείες με την κίνησή τους, τις αποβάθρες, τα καμπαναριά—
κι όλα αυτά, μες στην αχλή την πρωινή, έπαιρναν σημασίες
ονειρώδεις, και τα χρώματα, τους τόνους, και τις ανταύγειες
μιας εξαίσιας φαντασμαγορίας. Η καινούρια πολιτεία τού
άνοιγε σιγά σιγά την αγκαλιά της, γιομάτη γοητεία κι
υποσχέσεις, του άναβε τις πιο κρυφές ελπίδες, τον καλούσε να
πάει κοντά της, ντυμένη πρώτα με τα γαλανά της ρούχα, και
λίγο υστερότερα με τα μενεξεδένια —κι έπειτα, με το βγάλσιμο
του ήλιου, ντυμένη όλη, ξαφνικά, με τα χρυσά της— σαν ένας
τόπος αιωνίας ευτυχίας, σαν ένας κόσμος μαγικός
παραμυθιού, που σβήνει κάθε θλίψη και φροντίδα, που δεν
υπάρχει το μαράζι της καρδιάς, αλλά μια πυρετώδης
ευφροσύνη, ένα μεθύσι του κορμιού και του μυαλού, χωρίς
ποτέ, ποτέ να σταματήσει…
Όλες οι στιγμές της περασμένης αγωνίας, έσβησαν
μπροστά σ’ αυτή την εικόνα.
Έβλεπε τον εαυτό του ξαναγεννημένο, μεγαλωμένον
υπερφυσικά, σ’ ένα νέον κόσμο λησμονιάς, που τον δεχόταν
με θριαμβικά τραγούδια, με χίλιες ακαθόριστες και μαγικές
φωνές, σα μιαν εκπλήρωση των μακρινών του πόθων, σα μια
γλυκιά κι ονειρεμένη επιβράβευση των όσων είχε υποφέρει
μέχρι τώρα, για να φτάσει κάποια μέρα ως εκεί — στο
χιμαιρικό αυτό λιμάνι, τη συναρπαστική ικανοποίηση των πιο
μεθυστικών προσδοκιών του…
Καθώς πλησίαζε το μεσημέρι, έπειτ’ από πολλές
αργοπορίες, το βαπόρι αγκυροβολούσε, μες στο πλήθος των
άλλων βαποριών, με κρότους, με φωνές και με σφυρίγματα. Κι
όλο το σάστισμα εκείνο, όλο το πανδαιμόνιο της βιαστικής και
χαρωπής αποβιβάσεως, τα βλαστήμια κι οι θυμοί και τα
σπρωξίματα, του φλόγιζαν το αίμα, τον έκαναν να καίει σα
λαμπάδα, μες στον κρυφό του ενθουσιασμό, και να σφίγγει τις
γροθιές του ανυπόμονα, πότε να πατήσει τη στεριά, ν’
ανακατωθεί με τους ανθρώπους, να γίνει ένα με το αεικίνητο το
[205]
πλήθος, να χαθεί μες στην καινούρια πολιτεία, σα μια σταγόνα
στο ωκεανό…

****
Και μόλις πάτησε στην αποβάθρα, κρατώντας τη βαλίτζα
του, στάθηκε και κοίταξε τριγύρω, τα σπίτια, τα βαπόρια, τ’
αυτοκίνητα, κι ένιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν απ’ το
συναίσθημα της άγνωστης χαράς, της καινούριας, που τον
πλημμυρούσε…
Προσπάθησε να κρατηθεί, και να βάλει κάποιο ρυθμό στις
σκέψεις του. Ένας ξένος, που φτάνει για πρώτη φορά σ’ έναν
καινούριο τόπο, πρέπει να ξέρει, πρώτ’ απ’ όλα, τι ζητάει. Κι
εκείνος τώρα, δε ζητούσε τίποτε. Είχε ξεχάσει το σκοπό του
εντελώς. Ήθελε μόνο να κοιτάζει και να χαίρεται…
Σε λίγο, όμως, πείνασε. Κι αυτό τον έφερε σε κάποιες
σκέψεις θετικότερες.
Είδ’ ένα ξενοδοχείο, μια σειρά τραπεζομάντηλα στρωμένα,
κάτω από μια τέντα, στη γωνία.
Πήγε και κάθισε σ’ ένα τραπέζι, άκρη άκρη.
Έφαγε στην τύχη, ό,τι του ’φεραν.
Είχε τα μάτια καρφωμένα στους ανθρώπους, στα νέα
πρόσωπα που τον περιτριγύριζαν, στις καινούριες τις
κουβέντες των ανθρώπων. Έβλεπε τις πιο μικρές κινήσεις
τους, την έκφρασή τους, το περπάτημά τους, τα περαστικά
τους τα χαμόγελα, τον τρόπο που μιλούσαν μεταξύ τους — κι
όλ’ αυτά, μες στο ευέξαπτο μυαλό του, έπαιρναν διαστάσεις
απερίγραπτες, έπαιρναν το βαθύ ενδιαφέρον κάποιων πολύ
σπουδαίων γεγονότων.
Είχε μια διεύθυνση στην τσέπη· την έβγαλε μηχανικά, και
διάβασε τα γράμματα.
Έπειτα την ξανάβαλε στην τσέπη, αφού προσπάθησε να
την τυπώσει στο μυαλό του.
Πλήρωσε, και ξεκίνησε. Τράβηξε για την άγνωστη
διεύθυνση. Σκέφτηκε το πρόσωπο που πήγαινε να βρει. Ήταν
ένας θειος του μακρινός, που ζούσε μες στην πολιτεία χρόνια,
και που ποτέ του δεν τον είχεν ιδωμένο. Τον φανταζόταν πολύ
γέρο, ζαρωμένο, ξεμωραμένο και με ματογυάλια. Έτσι τον
φανταζόταν πάντα, από μικρό παιδί. Κι επειδή ήξερε το

[206]
γραφικό του χαρακτήρα, κι ο χαρακτήρας ήταν κάπως
δυσανάγνωστος, τον φανταζόταν φοβερά στριμμένο, ένα
σκληρό και μοχθηρό γερογκρινιάρη… Μ’ όλο που του τον
είχαν παραστήσει ψηλό, γιομάτο, κορδωμένο κι ανοιχτόκαρδο,
δε μπορούσε να τον φανταστεί αλλιώς, παρά καθώς τον είχε
πλάσει στο μυαλό του.
Ως τις δυο τ’ απόγιομα, γύριζε στους δρόμους, χαζεύοντας
μπροστά στα μαγαζιά, περιπλανώμενος μες στην
κοσμοπλημμύρα, χάσκοντας στις διάφορες ρεκλάμες, μην
ξέροντας ποιο πεζοδρόμιο να πάρει. Στις τρεις, όμως,
βαρέθηκε να βλέπει, κι άρχισε να ψάχνει για το θειο του.
Μετά πολλές περιπλανήσεις, τέλος πάντων, ρωτώντας
δεξιά κι αριστερά, βρήκε το δρόμο και τον αριθμό. Ήταν ένα
σπίτι πολυώροφο, με πράσινα παράθυρα, τριγυρισμένο από
μαγαζιά.
Χτύπησε την πόρτα.
Σε λίγο πρόβαλε μια καμαριέρα με ποδιά. Είπε τ’ όνομά του,
και περίμενε. Ωσότου να γυρίσ’ η υπηρέτρια, έριξε τα μάτια του
στους τοίχους και στα έπιπλα, προσέχοντας την κάθε
λεπτομέρεια, θαμπωμένος απ’ την πολυτέλεια, με μια δειλία
φοβερή μες στην καρδιά… Η βαλίτζα έτρεμε στα χέρια του.
Δεν ήξερε το πώς θα τον δεχόντουσαν. Ένας καινούριος
φόβος τον κυρίευε, πως δε θα ήταν ικανός να μείνει
ψύχραιμος, πως πιθανόν να τραύλιζε τα λόγια του, πως θ’
αγνοούσε με τι τρόπο να σταθεί, πως θα ’δινε βλακώδεις
απαντήσεις…
Κι επειδή η υπηρέτρια αργούσε να γυρίσει, του φάνηκε πως
έφταιγαν τα ρούχα του, πως ίσως να μην έκανε τόσο καλή
εντύπωση, και πως μπορεί να του ’κλειναν κατάμουτρα την
πόρτα…
Ξαφνικά, μετάνιωσε που χτύπησε. Θα προτιμούσε να
γυρίζει μες στους δρόμους, άγνωστος μες στον άγνωστο τον
κόσμο, να περιπλανηθεί, έτσι, στην τύχη, δίχως να πηγαίνει
πουθενά — χαμένος στις καινούριες εντυπώσεις, δίχως σκοπό
και δίχως συντροφιά.
Μια στιγμή ένιωσε τον πόθο να το σκάσει — αλλά τα πόδια
του δεν είχαν το κουράγιο. Έμεινε καρφωμένος στο κατώφλι,
σαν ένας κατηγορούμενος, που περιμένει την καταδικαστική
απόφαση…
Η υπηρέτρια αργούσε να φανεί.
[207]
Τέλος πάντων φάνηκε. Μ’ ευγενική κουβέντα, του είπε τότε
να περάσει μέσα.
Ανέβηκε τα σκαλοπάτια δίχως κρότο, κι έφτασε σε μια
μεγάλη σάλα.
Και βρέθηκε πρώτη φορά μπροστά στο θειο του.
Ήταν ένας ηλικιωμένος λεβεντάνθρωπος, ντυμένος
αψεγάδιαστα, της ώρας. Σηκώθηκε και του ’δωσε το χέρι, μ’
έναν τρόπο θερμό και φιλικό, που ’δινε μονομιάς
εμπιστοσύνη.
Του χτύπησε τον ώμο ζωηρά, τον ρώτησε για χίλια
μικροπράγματα, σχετικά με το σκοπό του ερχομού του, του
είπε πως θα τον συστήσει κάπου, κι έπειτα, δείχνοντας πως
βιάζεται, τον έκανε να καταλάβει με τον τρόπο του, πως ήταν
ώρα για να φύγει.
«Πήγαινε να τριγυρίσεις, κι έλα να φάμε, κατά τις οχτώ το
βράδυ. Μη χαθείς — τ’ ακούς; Σε περιμένω…»
Κι εκείνος πήρε το καπέλο του, και βγήκε, κλείνοντας την
πόρτα.
Η καρδιά του ήταν τώρα πιο ζεστή.
Σημάδεψε το σπίτι με το νου του, και τράβηξε μες στους
καινούριους δρόμους.
Αλαφρωμένος απ’ το βάρος της βαλίτζας, που την είχε
παρατήσει σπίτι, περιπλανήθηκε ανάμεσα στο πλήθος, μην
ξέροντας διόλου πού βαδίζει.
Πέρασε πλατείες, σταυροδρόμια, είδε μεγάλα μαρμαρένια
κτίρια, και κατέληξε σε μια δεντροστοιχία, σ’ ένα μεγάλο κήπο
με αγάλματα, όλο μπουμπούκια και βιολέτες ανθισμένες, που
μοσκοβολούσαν δυνατά. Η άνοιξη βασίλευε παντού.
Είχε νυχτώσει τώρα.
Έκατσε σ’ ένα μπάγκο, και σήκωσε τα μάτια στο φεγγάρι.
Ο κόσμος περπατούσε γύρω, και κουβέντιαζε. Δίπλα του
ήταν καθισμένος ένας γέρος. Σε λίγο ήρθε κι ένας ναύτης,
παραπέρα.
Κάρφωσε τα μάτια στο φεγγάρι, που πρόβαλλε στα βάθη
ολοστρόγγυλο. Και το φεγγάρι είχε νέες σημασίες. Δεν ήταν το
φεγγάρι του χωριού του, με την ασημένιαν ημεράδα, με τη
γλυκιά παρθενική χλωμάδα. Ήταν ένας δίσκος ολοπράσινος,
χωρίς νόημα και χρώμα μες στα φώτα —ένα παράξενο
λουλούδι πελιδνό, όλο βαθιά και φοβερά σημάδια, που
θύμιζαν κάποιες κακές αρρώστιες— κι ωστόσο τον τραβούσε,
[208]
τον τραβούσε, με μιαν ύπουλη καινούρια γοητεία, με μιαν έλξη
σκοτεινή, μυστηριώδη, σαν ένας γρίφος υποβλητικός…
Ένιωθε τώρα την καινούρια θέση του, μες στο άγνωστο
εκείνο περιβάλλον, με τις απρόοπτες και νέες συγκινήσεις,
δίπλα στους ξένους, τους ανεξιχνίαστους και προβληματικούς
αυτούς ανθρώπους, που τον διασταύρωναν σαν ξαφνικά
φαντάσματα, τον άγγιζαν με τις απότομες ματιές τους, πότε
κλειστές και κρύες σαν τα φίδια, πότε ζεστές, εκφραστικές,
γιομάτες πάθος, με σιωπηλά υπονοούμενα, με, δεν ξέρω,
ποιες καινούριες υποσχέσεις — κι όλ’ αυτά, μες στο χαμένο
του μυαλό, γύριζαν με ρυθμούς ιλιγγιώδεις, πνίγοντας όλες τις
παλιές τους αναμνήσεις, σαν ο βρόντος κάποιας μηχανής, που
μας ταράζει και μας ξεκουφαίνει, αφαιρώντας μας συγχρόνως,
κάθε δύναμη να προσηλωθούμε σε μια σκέψη!
Δυο μάτια, ξαφνικά, του χαμογέλασαν. Ήταν, απλώς, δυο
μάτια που περνούσαν, δυο τυχαία μάτια που περνούσαν, δυο
μάτια φευγαλέα — τίποτ’ άλλο.
Τα κοίταξε κι αυτός, καθώς περνούσαν, και τα
παρακολούθησε στο δρόμο τους, ως τη στιγμή που χάθηκαν
στα δέντρα.
Κι ένιωσε, τότε, μια τρελή επιθυμία να τρέξει, δίχως λόγο, το
κατόπι τους, να τα κοιτάξει άλλη μια φορά, να τους ζητήσει,
άλλη μια φορά, να του χαρίσουν το χαμόγελό τους, να
ξαναζήσει τη στιγμή της επαφής τους.
Μάντευε πως αυτά τα μάτια, τώρα, είχαν ένα μυστικό δικό
του — πως είχαν έρθει, μες στη μοναξιά του, να του δείξουν το
δρόμο της ζωής του, να του τονώσουν, κάπως ακαθόριστα, μ’
έναν τρόπο εντελώς δικό τους, την εμπιστοσύνη του στο
μέλλον, που για μια στιγμή, αυτός, ο ξένος, ο ξεριζωμένος, είχε
καταλάβει να λυγίζει… Κι όμως δεν τόλμησε να τρέξει από
πίσω τους, δεν τόλμησε ούτε να το σκεφτεί.
Έμεινε κοιτώντας προς τα δέντρα, με κρατημένη την
αναπνοή, παραμονεύοντας τις άγνωστες σκιές, που
πηγαινοερχόντουσαν αθόρυβα, στη μεριά που χάθηκαν εκείνα
— δίχως να σαλέψει απ’ τη θέση του, βυθισμένος,
απολιθωμένος, ξεχνώντας πού βρισκόταν και τι έκανε, τη
νύχτα, τους ανθρώπους, το φεγγάρι… Έμειν’ εκεί, με την
καρδιά πελαγωμένη, βέβαιος πως μια μέρα θα γυρίσουν, πως
δε μπορεί παρά μια μέρα να γυρίσουν, πως δεν υπήρχε
τρόπος να χαθούν — και πως, αυτός, θα τα περίμεν’ εκεί πέρα,
[209]
θα τα περίμενε, όσο και ν’ αργούσαν, θα τα περίμενε ωσότου
να πεθάνει, με την καρδιά γιομάτη προσδοκία…
Κι άξαφνα, κάποιος πέρασε κοντά του, κάποιος τον πάτησε
σιγά, χωρίς να θέλει —και μ’ εκείνο το τυχαίο άγγιγμα,
συνήλθε, ξαναβρήκε το μυαλό του, θυμήθηκε το θειο του, το
ταξίδι, την περασμένη ώρα, το τραπέζι…
Πετάχτηκε αμέσως απ’ το μπάγκο — και, μες στο πράσινο
το φως του φεγγαριού, που τον κοιτούσε με κάποιαν ειρωνεία,
έτρεξε και χάθηκε στο πλήθος…

[210]
Ο ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ

Δε θα ξεχάσω ποτέ το θριαμβευτικό ύφος, με το οποίον είχε


κάνει την εμφάνισή του, εκείνη τη βραδιά, με το κοκκινωπό του
το μουσάκι, με τα μικρά και πονηρά του μάτια, που θύμιζαν
πειραχτικά ζωύφια, αλύγιστος, βαρύς και κορδωμένος, καθώς
βροντούσε τα σπιρούνια του στο πάτωμα, και χαιρετούσε
μόλις, με μια κίνηση απλή του κεφαλιού, τον κόσμο που ήταν
συναγμένος μες στη σάλα. Θα ‘λεγε κανένας πως βάδιζε επί
κεφαλής στρατού, μια μέρα παρελάσεως — ή ότι γύριζε από
μια μάχη, που την είχε με τα ίδια του τα χέρια, κερδισμένη…
Δεν ξέρω με τι ύφος ακριβώς έμπαινε ο Ναπολέων, στις
δεξιώσεις του Κεραμεικού — αλλά δεν πιστεύω να ήταν και
πολύ διαφορετικό απ’ το ύφος του κυρίου ταγματάρχη, καθώς
μπήκε τη βραδιά εκείνη, επίσημος και φρεσκοξυρισμένος, με
τις γυαλιστερές του μαύρες μπότες, σαν ένας θρυλικός
κατακτητής!
Έβλεπα τις κυρίες που τον κοίταζαν, κι ένιωθα, απ’ τ’
ανεβοκατέβασμα του στήθους των, τα αισθήματα που τις
πλημμυρούσαν: Τα αισθήματα αυτά ήταν ανάμικτα φόβου και
θαυμασμού. Όπως όλοι οι βάναυσοι και ρωμαλέοι άνθρωποι,
φαίνεται ν’ ασκούσε μεγάλη γοητεία στις γυναίκες…
Ένιωθα όμως, επίσης, ότι κι οι άντρες ήταν κάπως
στενοχωρημένοι απ’ την παρουσία του, σα να τους απειλούσε
κάποιος κίνδυνος, που δε μπορούσαν ακριβώς να
καταλάβουν.

[211]
Εγώ έτυχε να στέκομαι λίγο παράμερα, κοντά στην πόρτα
που οδηγούσε προς το σαλονάκι, κι έτσι απέφυγα να κάμω
την προσωπική του γνωριμία. Αυτό, άλλωστε, δεν το πρόσεξε
κανένας, κι επί πλέον, δεν ήμουν καθόλου δυσαρεστημένος.
Το άτομο του κυρίου ταγματάρχη δε μου ενέπνεε καμμιά
εμπιστοσύνη. Με την ιδιαίτερη εκείνη όσφρηση που έχω,
ένιωθα απ’ όλη εκείνη την υποβλητική εμφάνισή του, τον
τιποτένιο και κοινό παλιανθρωπάκο. Κι αυτό το προαίσθημα
μου δε διεψεύσθη αργότερα, απ’ τα γεγονότα.
Παρακολουθούσα τη σκηνή, μ’ ένα χαμόγελο —αν όχι
ακριβώς στα χείλη, αλλά μες στα βάθη της ψυχής.
Ο κύριος ταγματάρχης επρόκειτο, την άλλη μέρα, να φύγει
για το μέτωπο —κι εκείνη η συγκέντρωση είχε οργανωθεί
προς τιμήν του, από ένα συγγενή —έναv ανώτερον υπάλληλο
του υπουργείου των Οικονομικών— που τον θεωρούσε το
καύχημα της οικογενείας του, όπως συμβαίνει μ’ όλους τους
μικροαστούς, που δεν έχουν ατομική προσωπικότητα, και
ζουν γύρω στη φήμη των άλλων. Ο συγγενής αυτός έτυχε να
είναι γνωστός μου, και με είχε καλέσει και μένα.
Η αλήθεια είναι πως ο ταγματάρχης είχε λάβει μέρος σε
αρκετές επιχειρήσεις και είχε δείξει, από στρατιωτικής
απόψεως, αρκετά καλή διαγωγή. Αυτή, όμως, η υπόθεση δε μ’
ενδιέφερε καθόλου. Εμένα δε μ’ ενδιαφέρει τι κάνουν οι
άνθρωποι —αλλά τι είναι πραγματικά. Γι’ αυτό δε μπορούσα
να συμμερισθώ το γενικό θαυμασμό προς αυτό το υποκείμενο.
Κι αν απέφυγα να σχετισθώ μαζί του, αυτό συνέβη, πρώτα
επειδή δεν είχα καμμιά επιθυμία — και δεύτερον, για να
μπορέσω να τον παρακολουθήσω, αθέατος και με την ησυχία
μου —και να τον μελετήσω πιο καλά.
Όταν καθίσαμε στο τραπέζι να φάμε, εκείνος πήρε, φυσικά,
την τιμητική θέση. Δεξιά κι αριστερά, του είχαν τοποθετήσει
δυο κυρίες, προφανώς της αρεσκείας του. Έδειχνε να τους
έλεγε αστεία —επειδή, κάθε λίγο και λιγάκι, τον έβλεπα να
χαϊδεύει φιλάρεσκα το μούσι του,
Έπειτα, όμως, απ’ το τέταρτο ποτήρι της σαμπάνιας,
φαίνεται να ήρθε κάπως στο κέφι. Τα μικροσκοπικά του μάτια,
με τις τσέπες από κάτω, έγιναν πιο θολά και κόκκινα, και οι
σφιγμένες στην αρχή κινήσεις του χαλάρωσαν, και πήραν
κάποιον τόνο φυσικότερο.

[212]
Ήρθε τότε, μαζί με τα φρούτα, η ώρα των διηγήσεων. Οι
κυρίες τον παρακαλούσαν, με λιγωμένες ικεσίες στη φωνή, να
μας πει κάτι απ’ τις πολεμικές του αναμνήσεις.
Εκείνος, στην αρχή, μασούσε τα λόγια του. Αν και ήταν σε
αρκετή διάθεση, και παρ’ όλη τη στενή του την αντίληψη,
καταλάβαινε πως αν αποφάσιζε να πει κάτι, αυτό το κάτι θα
βρισκόταν σε τόση δυσαρμονία με το περιβάλλον, ώστε θα
καταντούσε κάπως άτοπο. Όλες οι αναμνήσεις του
διατηρούσαν ένα χαρακτήρα τραχύ και αποκρουστικό, που δε
θα ταίριαζε καθόλου σε κυρίες. Τόσο λίγο ήξερε το γυναικείο
φύλο…
Στο τέλος όμως, συνεργούντος και του κρασιού που είχε
πιει, αποφάσισε να λύσει τη σιωπή, και να μας διηγηθεί το
επεισόδιο εκείνο που του συνέβη, όταν ήταν ακόμα λοχαγός,
και που υπήρξε αφορμή της παρασημοφορίας του, και του
τελευταίου προβιβασμού του επ’ ανδραγαθία. (Απλοποιώ τις
εκφράσεις, επειδή η αφήγηση του κυρίου ταγματάρχη έγινε,
καθώς ήταν επόμενο, απ’ αρχής μέχρι τέλους, σε μιαν
αφόρητα πομπώδη καθαρεύουσα):
Η αναγγελία της ανακωχής, άρχισε να διηγείται, μας είχε
έρθει από τις τέσσερες τ’ απόγεμα. Ένας έφιππος μου είχε
φέρει, εμπιστευτικά, τη διαταγή του σώματος, να παύσουν
αμέσως οι εχθροπραξίες, σ’ όλη την έκταση του μετώπου, και
να υψωθεί λευκή σημαία. Έτυχε, τότε, να είναι η πιο κρίσιμη
φύσις του αγώνος. Επρόκειτο να καταληφθεί το τελευταίο
ύψωμα, όπου είχε καταφύγει ένα τμήμα εχθρικού στρατού, που
‘χε αποκοπεί από το κύριό του σώμα, έπειτ’ από την
οπισθοχώρηση. Ο εχθρός ήταν κυκλωμένος απ’ όλες τις
μεριές. Τα πυρομαχικά του είχαν εξαντληθεί. Παρ’ όλα τα
πλεονεκτήματα της θέσεώς του —το ύψωμα που είχε
καταφύγει, εδέσποζε όλης της τοποθεσίας, γύρω— είχαμε
κατορθώσει να του αποκόψουμε τον ανεφοδιασμό του, και
περιμέναμε, από μέρα σε μέρα, να μας παραδοθεί. Η είδηση
της ανακωχής ερχόταν την πλέον ακατάλληλη στιγμή! Η
κατάληψη εκείνου του υψώματος, για το οποίον πολεμούσαμε
μια βδομάδα συνεχώς, είχε γίνει ζήτημα φιλοτιμίας, όχι μόνο
για μένα, αλλά και για όλους τους αξιωματικούς του τάγματος
(εκτελούσα χρέη ταγματάρχου, επειδή ο ταγματάρχης είχε
πληγωθεί δυο μέρες πιο μπροστά). Δεν έπρεπε ν’ αφήσουμε
την ευκαιρία να χαθεί. Τότε μου ήρθε η ιδέα να κρύψω την
[213]
είδηση. Κάλεσα μόνο τους αξιωματικούς του τάγματος, και
τους ανεκοίνωσα το σχέδιό μου. Το σχέδιό μου ήταν να
κάνουμε ότι δε λάβαμε εγκαίρως τη διαταγή —ότι ο έφιππος
είχε χάσει το δρόμο, και δεν κατόρθωσε να μας συναντήσει
μέχρι τα χαράματα. Και τα χαράματα, θα επιχειρούσαμε μια
γενική έφοδο, και θα καταλαμβάναμε το ύψωμα, δίχως τη
βοήθεια των άλλων. Η έφοδος αυτή θα μας στοίχιζε, βέβαια,
μερικές θυσίες ακόμα —αλλά τι σημασία μπορούσε να έχουν οι
θυσίες αυτές, απέναντι στο ηρωικό αυτό πραξικόπημα, που
ικανοποιούσε τις φιλοδοξίες όλων μας. Σχεδόν όλοι οι
αξιωματικοί έμειναν αμέσως σύμφωνοι. Ένας κοντούλης,
όμως, ανθυπολοχαγός —ένα παλιοτόμαρο— έφερε
αντιρρήσεις. Ήταν ένας τιποτένιος, ένας έφεδρος, μια γυναίκα,
που δάκρυζε από λύπη, όταν έβλεπε τους σκοτωμένους… Δεν
άξιζε δεκάρα! Είχε καταφύγει στο τάγμα μου προ δύο ημερών,
επειδή ο δικός του λόχος είχε διασκορπιστεί. Ποιος ξέρει σε
ποια βράχια να ήτανε κρυμμένος, απ’ το φόβο του… Και είχε
το θράσος να θελήσει ν’ αντισταθεί στο σχέδιό μου! Είχε την
αναίδεια να μου πει: «— Δε βρίσκετε ότι αυτή η παραπανήσια,
η περιττή ανθρωποθυσία αποτελεί ένα καθαρό έγκλημα;…
Ακούς εκεί, το κτήνος! Τον ενδιέφερε η ανθρωποθυσία!… Μου
ερχόταν, εκείνη τη στιγμή, να του τινάξω, ο ίδιος, τα μυαλά
στον αέρα!… Η επιμονή του μπορούσε να μου δημιουργήσει
αργότερα φασαρίες. Ήταν ικανός να καταγγείλει στο σώμα την
αντιπειθαρχική εκείνη ενέργεια, και να με μπλέξει μαζί του. Σας
είπα και παραπάνω, ότι η κατάληψη εκείνου του υψώματος
αποτελούσε ζήτημα φιλοτιμίας για το τάγμα. Αν ο πόλεμος
εξακολουθούσε, δεν είχαμε ανάγκη να κάνουμε καμμιά έκτακτη
ενέργεια. Δεν είχαμε παρά να περιμένουμε, δυο-τρεις μέρες το
πολύ, και ο εχθρός θα έπεφτε μονάχος του στα χέρια μας.
Τώρα, όμως, με τη σύναψη της ανακωχής, τα πράματα
άλλαζαν. Ο εχθρός, έτσι καθώς ήταν απομονωμένος, δε
μπορούσε να μάθει την είδηση της ανακωχής, παρά μόνον
από μας. Κι επί πλέον, έτσι, θα μας γλύτωνε… Έπρεπε, ως τ’
άλλο μεσημέρι, το ύψωμα να πέσει —επειδή, το μεσημέρι, δε
θα μπορούσαμε πλέον να υποκριθούμε ότι αγνοούσαμε την
είδηση της συνάψεως της ανακωχής! Έπρεπε, τα χαράματα,
να επιχειρήσουμε μια γενική έφοδο, και να το κερδίσουμε,
στήθος με στήθος, με τη λόγχη!… Έξω φρενών απ’ την
αντίσταση του ανθυπολοχαγού, είχα, ξαφνικά, μιαν έμπνευση:
[214]
Έκαμα ότι δέχομαι την άποψη του, ότι κρίνω και ‘γώ, ότι αυτή
η ανθρωποθυσία είναι περιττή, και ότι μόλις ξημέρωνε, θα
ύψωνα λευκή σημαία. Είχε το θράσος ακόμα μου πει: «— Γιατί
δεν την υψώνετε από τώρα; Σ’ όλο το άλλο μέτωπο, ασφαλώς,
την έχουν υψωμένη…» Του εξήγησα ότι είχε ήδη αρχίσει να
σκοτεινιάζει, και ότι ο εχθρός δε θα μπορούσε να τη διακρίνει.
Δεν υπήρχε, άλλωστε καμιά βία, ούτε επρόκειτο να γίνει καμιά
άλλη επιχείρηση, τη νύχτα. Τον παρακάλεσα μόνο, να μην
ανακοινώσει τίποτε σε κανένα —επειδή η αναγγελία της
ανακωχής στους άνδρες, έπρεπε να γίνει από με τον ίδιον, και
θα γινόταν, ασφαλώς, μόλις ξημέρωνε. Φαίνεται ότι τα λόγια
μου ήταν πειστικά, και τον ησύχασαν.
Είχα σκεφθεί, τη νύχτα, να τον ξεκάνω. Δε μπορούσα να το
κάνω έτσι φανερά, μπροστά στους άνδρες, επειδή αυτό θα
προκαλούσε σχόλια. Μόλις το κτήνος εκείνο απομακρύνθηκε,
τα ξανασυζητήσαμε με τους αξιωματικούς — και μείναμε
σύμφωνοι να διατάξω την έφοδο πρωί-πρωί, προτού να φέξει.
Όσον αφορά τον ανθυπολοχαγό, είχα δώσει διαταγή σ’ έναν
έμπιστό μου λοχία —ένα παλικάρι Κρητικό, ίσαμ’ εκεί πάνω—
να ξεκαθαρίσει την υπόθεση, τη νύχτα. Για μας τους
στρατιωτικούς, εν καιρώ πολέμου ένας λιγότερο, ή ένας
παραπάνω, δεν έχει σημασία… Είχαμε κάνει, αποβραδίς, όλες
τις προετοιμασίες — και το πρωί, κατά τις πέντε, μόλις χάραζε,
δόθηκε το σύνθημα της εφόδου. Το τάγμα είχε προειδοποιηθεί,
και είχε καταλάβει, εγκαίρως, όλα τα επίκαιρα σημεία. Ο
εχθρός, μην περιμένοντας την αιφνιδιαστική εκείνη ενέργεια,
άρχισε άμυνα λυσσώδη. Οι στρατιώτες μου πολέμησαν
ηρωικά! Χυμούσαν σα λιοντάρια, αψηφώντας το θάνατο, όπως
μονάχα οι Έλληνες ξέρουν και πολεμούν! Σε λίγο είχαν
κατορθώσει, παρά τις σημαντικές απώλειες που είχαμε, να
καταλάβουν τα κυριότερα σημεία του υψώματος. Ο εχθρός,
εξοφλημένος από τρόφιμα και πυρομαχικά, απέναντι της
απεγνωσμένης εκείνης επιθέσεως, άρχισε να κλονίζεται, και να
δείχνει σημεία αποθαρρύνσεως. Έξαφνα, στο πρώτο φως του
ήλιου, που είχε προβάλει εν τω μεταξύ, στο κρισιμότερο
σημείο της επιθέσεως, διακρίνω —ποιον, νομίζετε;— τον
ανθυπολοχαγό, είκοσι βήματα πιο πέρα, έξαλλο … ξεσκισμένο,
ματωμένο, να φωνάζει: «— Σταματήστε Σταματήστε!…» Είχε
δέσει ένα μαντήλι στο σπαθί του, και το κουνούσε, σαν τρελός,

[215]
απάνω σ’ ένα βράχο! Και φώναζε σα διάβολος, με τη
βραχνιασμένη φωνή του… Πώς είχε καταφέρει να γλιτώσει, δε
μπόρεσα να μάθω —επειδή κι ο λοχίας, το γενναίο παλικάρι,
που του είχα αναθέσει να τον ξεπαστρέψει. σκοτώθηκε στην
έφοδο… Για μια στιγμή, είδα καμπόσους στρατιώτες που
δειλιάζανε. Δεν είχα καιρό να χάνω. Γύρισα το πιστόλι μου, και
τράβηξα! Η σφαίρα μου τον πέτυχε στο στόμα —δηλαδή,
επιτυχία πρώτης τάξεως!… Δεν πρόφτασε να κάμει ούτε κιχ!…
Όρμησα τότε, με το σπαθί στο χέρι. Σε λίγη ώρα το ύψωμα είχε
καταληφθεί απ’ τους δικούς μας. Η σημαία μας κυμάτιζε και
πάλι δοξασμένη! Κρίνω περιττό να σας πω, ότι ξεκαθαρίσαμε
το έδαφος τελείως. Δεν είχαμε καιρό να σέρνουμε μαζί μας
αιχμαλώτους!
Κοίταζα τον ταγματάρχη μες στα μάτια, καθ’ όλη τη διάρκεια
της διηγήσεώς του. Δεν ξέρω τι ένιωθαν οι άλλοι, εγώ, όμως,
αισθανόμουν τη διάθεση να του σπάσω το ποτήρι στο
κεφάλι… Με κόπο συγκρατήθηκα, εκείνη τη στιγμή! Και μέσ’
από τα βάθη της ψυχής μου τυφλωμένος απ’ την αγανάκτηση,
του ευχήθηκα να μην ξαναγυρίσει! Ναι, το εξομολογούμαι
σήμερα, χωρίς να ντρέπομαι καθόλου για τη σκέψη μου, χωρίς
να νιώθω καμμιά τύψη, μήτε τώρα, που πέρασαν, δεν ξέρω,
πόσα χρόνια…

***
Την άλλη μέρα, το πρωί, ο ταγματάρχης έφυγε για το
μέτωπο.
Πού και πού, έβλεπα τ’ όνομά του στις εφημερίδες.
Κι έπειτα, ξαφνικά, ήρθε η καταστροφή.
Χάθηκε τότε, μες στην υποχώρηση, καθώς το είχα ευχηθεί,
το βράδυ εκείνο. Χάθηκε μ’ όλα τα παράσημά του, μ’ όλα τα
δοξασμένα του γαλόνια — απαλλάσσοντας για πάντα τους
ανθρώπους απ’ την ηρωική του παρουσία, που την είχαν τόσο
καμαρώσει, αλλά και τόσο ακριβά πληρώσει…

[216]
Ο ΤΥΧΕΡΟΣ

— Όχι, όχι, τίποτε απ’ όλ’ αυτά» ξαναείπε ο άνθρωπος με


τα πράσινα γυαλιά, εξακολουθώντας τη συζήτηση. «Καλό και
κακό δεν υπάρχει. Το καλό και το κακό προσδιορίζονται απ’
τις συνθήκες που τα περιβάλλουν. Το ίδιο πράμα που μας
φαίνεται καλό, λίγο ν’ αλλάξουν οι προϋποθέσεις του —αν
συμπέσει, δηλαδή, με γεγονότα, που ν’ αλλάζουν την
προοπτική του— μπορεί να μας φανεί καταστροφή. Και θα σας
πω μια μικρούλα ιστορία —δυστυχώς όχι φανταστική— που
ελπίζω να σας πείσει εντελώς.
Είχα γνωρίσει κάποτε ένα πολύ φτωχό παιδί. Σπάνια μου
’τυχε να συναντήσω, στη ζωή μου, ένα παιδί τόσο φτωχό κι
αξιολύπητο. Ήταν από κάποια επαρχία. Είχε τελειώσει το
γυμνάσιο, κι επειδή είχε μανία με τα γράμματα, κι ο πατέρας
του, που ήταν εργολάβος στα δημόσια έργα, ήθελε να τον
κάνει και ’γώ δεν ξέρω τι, και το παιδί δεν ήθελε, για να
γλιτώσει απ’ τη γκρίνια και τους τσακωμούς με τον πατέρα
του, το ’σκασε απ’ το σπίτι του μια μέρα, με το πρώτο βαπόρι
που περνούσε, κι ήρθε στην πρωτεύουσα, επειδή πίστευε, μες
στην τρελή καρδιά του, πως πήγαινε σε γην επαγγελίας. Έτσι
συμβαίνει με πολλά παιδιά, που εξαιτίας της βλακείας των
δικών τους, ρίχνουν μαύρη πέτρα πίσω τους, και ξενιτεύουνται
και χάνουνται στα ξένα…
Φτάνοντας στην πρωτεύουσα —χωρίς ψιλή στην τσέπη,
εννοείται— έπεσε σε μεγάλη δυστυχία. Στην αρχή δοκίμασε να
βρει δουλειά. Πέρασε από πολλές, δίχως να ριζώσει σε καμιά.
[217]
Άμαθο, καθώς ήταν, από κόσμο, κύλησε, το ’να κατόπι στ’
άλλο, σ’ όλα τα σκαλοπάτια των στερήσεων. Το σπίτι του τον
είχε ξεγραμμένο. Κι εις επίμετρο της ατυχίας, στον ίδιο χρόνο
μέσα, πέθανε κι ο πατέρας του. μητέρα του, που ίσως να τον
συμπονούσε, ήταν, και κείνη, χρόνια πεθαμένη. Έμεινε
μονάχος κι απροστάτευτος, δίχως να ’χει που να γύρει το
κεφάλι, αποδιωγμένος και σχεδόν κατατρεγμένος κι απ’ τις
δυο παντρεμένες αδερφάδες του —παντρεμένες, κι αυτές, στην
επαρχία— που δεν είχαν μάτια να τον δουν, γιατί και κείνος,
όταν ήταν στο χωριό, τις κορόιδευε και δεν τις αγαπούσε.
Το παιδί αυτό δεν ήταν άξιο, πραγματικά, για μια τόσο
φοβερή καταδρομή της τύχης. Σοβαρό, εργατικό και
μορφωμένο —όσο του το επέτρεπαν τα μέσα του,
τουλάχιστον— θα ήταν ικανό να προοδεύσει, και να γίνει ένας
άνθρωπος καλός, καλύτερος από πολλούς που ξέρω, αν η
καταδρομή αυτή της τύχης, δεν ήταν τόσο συστηματική. Ένας
άλλος θα κατόρθωνε ν’ ανθέξει. Αυτός, όμως, πήρε τον
κατήφορο. Το γνώρισα σε κάποιο καφενείο, κουρελιασμένο,
νηστικό, αξιοδάκρυτο. Είχε καταντήσει σαν αλήτης. Το
περιμάζεψα, κι έψαξα και του βρήκα και δουλειά. Το πήρε
κάποιος συμβολαιογράφος φίλος μου. Για δυο τρεις μήνες είχε
βρει την ησυχία του. Αλλά πάλι, η καταδρομή της τύχης, ήρθε
και του χάλασε τα σχέδια. Το συμβολαιογραφείο πουλήθηκε σε
κάποιον άλλο. Το παιδί βρέθηκε ξανά χωρίς δουλειά. Δεν είναι
τώρα η στιγμή να σας διηγηθώ με λεπτομέρειες τα βάσανά του
και τις περιπέτειές του. Φθάνει να σας πω, πως έγινε γκαρσόνι
σε μια παλιοταβέρνα, μ’ όλα τα γράμματά του — για να
εξασφαλίσει το ψωμί του. Αφού πέρασε το στρατιωτικό —που
μπορεί να πει κανένας, πως ήταν μια προσωρινή του
ανακούφιση— βρέθηκε πάλι μες στους πέντε δρόμους. Άρχισε
πάλι ν’ αλητεύει, δώθε κείθε, και να ψευτοζεί, μέρα με την
ημέρα, πουλώντας σπίρτα, και γυαλίζοντας παπούτσια. Η
ατυχία τον συνόδευε παντού.
Μια φορά του χαμογέλασε η τύχη — αλλά θα δείτε, και κείνη
τη φορά, με τι τρόπο φοβερό του χαμογέλασε…
Ένα βράδυ, που γυρνούσε νηστικός, παρουσιάστηκε
μπροστά του ένας άνθρωπος. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς.
Έκανε κρύο, κι έπεφτε χιονόνερο. Είχε σταθεί μπροστά σε μια
βιτρίνα, και κοίταζε, δαγκώνοντας τα χείλη απ’ το κρύο, τ’
αγιοβασιλιάτικα παιχνίδια. Τότε παρουσιάστηκε ο άνθρωπος
[218]
μπροστά του. Το πρόσωπό του δε φαινότανε σχεδόν,
κουκουλωμένος, καθώς ήταν, ως τη μύτη, με δυο μάτια
πονηρά, σατανικά — μάτια διαβόλου που γυρεύει λεία, ή
πλουσίου που ζητεί μια διασκέδαση… Τον σκούντησε με
τρόπο στον αγκώνα. Μια στιγμή, μετρήθηκαν με τα μάτια — ο
ένας θλιβερός, κακοντυμένος, ο άλλος ζωηρός,
καλοθρεμμένος, με το παλτό του και τα πέτσινα τα γάντια του.
«Πεινάς;» του λέει, σφυριχτά, στ’ αυτί. Βάνω στοίχημα πως
είσαι νηστικός! Έλα μαζί μου, και θα δούμε τι θα γίνει…»
Τραβήξανε μαζί πιο πέρα, στο σκοτάδι. Ο ένας βάδιζε με
βήμα σταθερό — ο άλλος πήγαινε κοντά του σαστισμένος, μην
ξέροντας με ποιον έχει να κάνει, αλλά και περίεργος συνάμα,
με τα χέρια παγωμένα, και χωμένα μες στις τσέπες του
πανταλονιού του.
Αφού προχώρησαν ως τη γωνιά, ο ξένος ξαφνικά
σταμάτησε, ξεκούμπωσε το πανωφόρι του, έβγανε το
πορτοφόλι του και τραβώντας ένα κατοστάρικο, το κούνησε
στα μάτια του παιδιού, και του είπε με φωνή μυστηριώδη:
«Απόψε, ξέρεις, όλος ο κόσμος παίζει. Πήγαινε να το
παίξεις· θα κερδίσεις. Έμπα στην πρώτη λέσχη που θα βρεις,
και παίξε το χωρίς να λογαριάσεις… Μ’ αυτό, θα γίνεις
πλούσιος απόψε, να το ξέρεις!…»
Το ’χωσε βιαστικά στα δάχτυλά του, και προτού προφτάσει
να συνέλθει, τράβηξε και χάθηκε στη νύχτα, σα σκιά…
Έμεινε στη θέση του, σαν απολιθωμένος. Κοιτούσε και
ξανακοιτούσε το μαγικό εκείνο κατοστάρικο, και σχεδόν δεν
πίστευε στα μάτια του! Έκανε πολλήν ώρα να συνέλθει…
Αφού συνήλθε, το ’βαλε στα πόδια. Έτρεξε, γραμμή, στο
καφενείο, που σύχναζαν οι φίλοι του. Δε βρήκε παρά κάποιον
πατριώτη του — το μόνο πρόσωπο που του ’τυχε μπροστά
του, που από κείνον έμαθα και ’γώ, όλες τις λεπτομέρειες
αυτής της ιστορίας. Με φωνή τρεμουλιαστή, λαχανιασμένη, του
διηγήθηκε την περιπέτειά του. Τον συμβουλεύθηκε τι έπρεπε
να κάνει. Εκείνος του ’δωσε κουράγιο: «Δοκίμασε την τύχη
σου του λέει. Στο κάτω κάτω της γραφής, τι χάνεις; Μπορεί και
να ’ναι εκ Θεού, ποιος ξέρει;… Μην κάθεσαι, και τρέχα! Θα
’ρθω και ’γώ μαζί σου…»
Ανέβηκαν μαζί σε κάποια λέσχη. Η καλή τύχη φάνηκε
αμέσως. Μέσα σε λίγες βόλτες παιχνιδιού, το κατοστάρικο
έγινε χιλιάρικο. Αυτό του ’δωσε θάρρος να παίξει μες στα όλα.
[219]
καλή τύχη εξακολούθησε. Οι χίλιες έγιναν πεντέμισι χιλιάδες. Ο
παγκέρης κατέβασε τα μούτρα του. Οι άλλοι παίχτες άρχιζαν
να τον λοξοκοιτάνε. Κατάλαβαν πως έπρεπε να φύγουν.
Κατέβηκαν κι οι δυο, σα μεθυσμένοι. Πήραν έν’ αυτοκίνητο,
στις δώδεκα τη νύχτα, και τράβηξαν, γραμμή, για το καζίνο.
Μες στο αυτοκίνητο, που τρέχει σαν τρελό, δε βγάνει
κανένας τους μιλιά. Είναι σα νευρόσπαστα της μοίρας, που
υπακούουν στις διαταγές της. Δεν τους μένει καιρός για
συζητήσεις.
Έπειτ’ απ’ ολόκληρο ταξίδι, φθάνουν, επιτέλους, στο
καζίνο. Λόγω της ημέρας, ένα πλήθος αυτοκίνητα —ιδιωτικά τα
περισσότερα— βρίσκονται σε παράταξη στην πόρτα του
καζίνου. Καθώς μπαίνουν μες στη σάλα της ρουλέτας,
πλημμυρισμένη από φώτα κι από κόσμο, κακοντυμένοι και
χωρίς κολάρο, όλα τα μάτια καρφώνουνται απάνω τους. Ένα
λεπτό, ειρωνικό χαμόγελο, τους υποδέχεται απ’ όλες τις
μεριές. Εκείνοι όμως, δεν τα βλέπουν όλ’ αυτά. Πάει και κάνει
τα χιλιάρικά του μάρκες, και παίρνει θέση στο τραπέζι της
ρουλέτας.
Η ρουλέτα βρίσκεται στο φόρτε της. Ρίχνει όλα τα λεφτά του
σ’ ένα νούμερο. Το νούμερο κερδίζει. Ξαναβάζει, και
ξανακερδίζει. Βάζει στο δεκαπέντε, και κερδίζει. Βάζει στο
τριάντα, και κερδίζει. Ξαναβάζει στο τριάντα, και κερδίζει. Δεν
προφταίνει να μαζεύει μάρκες. Βάζει στην τύχη, χωρίς να
λογαριάζει. Όλα τα μάτια τον κοιτάνε μ’ απορία. Και το πιο
παράξενο, μόνος αυτός κερδίζει. Οι άλλοι όλοι βρίσκουνται
χαμένοι. Οι μάρκες, τώρα, κάνουνε μπροστά του πυραμίδες…
Για να μη σας τα πολυλογώ, σε λίγη ώρα μάζεψε και ’γώ
δεν ξέρω πόσα. Έχει χάσει το λογαριασμό. Όσα παίρνει, τα
ξαναποντάρει. Οι άλλοι παίχτες, γύρω του, τα χάνουν. Μερικοί
απ’ αυτούς, οι τολμηρότεροι, δοκιμάζουν να τον
παρακολουθήσουν, και ποντάρουν στα δικά του νούμερα,
βάζοντας τεράστια ποσά. Εκείνος, όμως, φεύγει διαρκώς — κι
η τύχη τρέχει διαρκώς μαζί του. Σα να τον έχει πάρει το κατόπι,
και λαχανιάζει για να τον προφτάσει. Έχει χάσει τη
συναίσθηση των γύρω. Μες στην αγωνία του, ο ιδρώτας τρέχει
ποτάμι απ’ το μέτωπό του. Αλλά δε σαλεύει απ’ τη θέση του. Ο
σύντροφός του στέκει από πίσω του. Ένα πλήθος είναι
μαζεμένο, και παρακολουθεί, εκστατικό, τον αφηνιασμένο
καλπασμό του. Ένας γέρος, που κάθεται κοντά του, τον
[220]
κοιτάζει, και κάνει το σταυρό του. Όλο το προσωπικό της
λέσχης τον παρακολουθεί μ’ ανησυχία. Οι διευθυντές έχουν
χλωμιάσει. Ένας ίλιγγος τους έχει πάρει όλους. Ένας ένας, οι
παίχτες αποσύρονται. Κι όλοι αυτοί οι παίχτες που
τραβιούνται, είναι τραπεζίτες, μεγαλέμποροι, εφοπλιστές,
χρηματιστές, κεφαλαιούχοι…
Κι η ρουλέτα γυρίζει διαρκώς. Και το μεθύσι εξακολουθεί.
Θα πλησιάζει το εκατομμύριο. Ίσως και να ’χει φτάσει
παραπάνω. Χωρίς να καλοσκέπτεται τι κάνει, ποντάρει ό λ ο τ
ο ε κ α τ ο μ μ ύ ρ ι ο. Και σ’ ένα δευτερόλεπτο, τ ο χ ά ν ε ι!…

………………

Θέλετε, τώρα, να σας τελειώσω την ιστορία του φτωχού


αυτού παιδιού, που γυρνούσε γυμνό και νηστικό, δίχως να ’χει
πού να γύρει το κεφάλι — του μοιραίου και παράξενου
παιδιού, που για μια στιγμή έγινε πλούσιος, κι έμεινε πάλι,
ξαφνικά, χωρίς δεκάρα;…
— Ναι, ναι» φώναξαν απ’ όλες τις μεριές.
— Μόλις σηκώθηκε απ’ το τραπέζι της ρουλέτας, έριξε μια
ξερή ματιά στον κόσμο, και τράβηξε αμίλητος στην έξοδο. Τα
μάτια του δεν είχαν καμιάν έκφραση. Ο σύντροφός του θέλησε
να τον ακολουθήσει, αλλά τον έχασε μες στο συνωστισμό.
Έλεγε, μες στην αμηχανία του, πως θα τον περίμενε απ’ όξω.
Κοίταξε στην αυλή, και δεν τον βρήκε. Αυτό τον έβανε σε
κάποιες υποψίες. Είπε τους φόβους του σε κάποιο νοματάρχη.
Ο νωματάρχης στις αρχές, δεν έδωσε και τόση σημασία. Αλλά,
στο τέλος, ανησύχησε και κείνος. Είπε στους πέντ’ έξι
χωροφύλακες, να πάρουν σβάρνα όλα τα τριγύρω. Όλη τη
νύχτα έψαξαν παντού. Επιτέλους, τα χαράματα, τον βρήκαν…
— Α, τον βρήκαν» φώναξαν με μια φωνή οι άλλοι.
— Ναι, τον βρήκαν, τον βρήκαν φυσικά! Πώς ήταν δυνατόν
να μην τον βρουν!» ξαναείπε μελαγχολικά ο άνθρωπος με τα
πράσινα γυαλιά. Αλλά πώς τον βρήκαν, δε ρωτάτε; Τον
βρήκαν κρεμασμένο σ’ ένα δέντρο…

[221]
ΟΙ ΛΕΜΟΝΙΕΣ

Στην αρχή, δεν το πρόσεξε και τόσο. Ύστερα όμως, με το


πέρασμα του χρόνου, άρχισε βαθμηδόν να το προσέχει. Το
γυναικείο και λεπτό της ένστικτο, την ειδοποιούσε μυστικά,
της έλεγε κρυφά για κάποιον κίνδυνο, που δε μπορούσε να
τον καθορίσει. Από τα πρώτα πρώτα γράμματά του, είχε
αρχίσει με λεπτούς λεπτούς υπαινιγμούς, με άτολμες και
μακρινές εκφράσεις, με πολύ δειλές περιστροφές· όσο
περνούσε όμως ο καιρός, ο τόνος έγινε χαρακτηριστικότερος –
αυτό το πράμα πήρε διαστάσεις, έγινε τολμηρό,
συγκεκριμένο… Μιλούσε πάντα για τις λεμονιές, τις ανθισμένες
λεμονιές του κήπου, και μιλούσε με τόση συμπάθεια, με τόση
νοσταλγία και λαχτάρα – που, κατά βάθος, δίχως να το θέλει,
δίχως κι αυτή να ξέρει το γιατί, αυτό το πράμα τη
μελαγχολούσε.
Αρχή αρχή, δε θέλησε να δώσει σημασία. Ήθελε να το
πάρει οπωσδήποτε, σαν μίαν επίσης ένδειξη και τούτο –και
ασφαλώς, την πιο ποιητική– της φλογερής κι απέραντης
αγάπης του, της υστερικά χιμαιρικής, που λάτρευε με πάθος
κάθε τι, το κάθε τι που την περιτριγύριζε – που την
αναπολούσε πιο γλυκά, ίσως με πιο βαθύ συναρπασμό, στο
μεθυστικό εκείνο πλαίσιο της εποχής που ζούσανε μαζί. Ήθελε
να πιστεύει για καιρό, πως η λεπτή αυτή μονομανία, είχε
γεννηθεί μες στην ψυχή του, απ’ τη δική της ειδωλολατρία,
που ξεπερνούσε τώρα πια τα σύνορα της καθημερινής απλής
[222]
αγάπης, κι αναζητούσε διαρκώς, απεγνωσμένα, με νέους
μυστικούς ερεθισμούς, με νέες τρυφερές αναπολήσεις, την
πλήρωσή της και τη λύτρωσή της…
Όμως, με καιρό, σιγά σιγά, αυτή η λυρική επιμονή του, της
γέννησε, στα βάθη της ψυχής της, κάποιες υποψίες αμυδρές.
Του παραπονέθηκε γλυκά, σε τόνο χαμηλό και πληγωμένο·
δεν του το είπε καθαρά, αμέσως, αλλ’ αν κανένας πρόσεχε
καλύτερα, θα ’βλεπε δίχως άλλο το παράπονο, τον
πληγωμένον ελαφρά εγωισμό της: «Θυμάσαι πάντα τις ωραίες
λεμονιές, τις ανθισμένες λεμονιές του κήπου, που μας
μεθούσαν και μας τυραννούσαν, τότε που περπατούσαμε
μαζί…». Έπειτα πάλι του ’γραφε αργότερα: «Τις αγαπάς και τις
θυμάσαι πάντα, τις αγαπάς και τις θυμάσαι τόσο, που –πρέπει
να σ’ το πω κι αυτό το πράμα– άρχισα, τελευταία, να
ζηλεύω…».
Και κείνος τότε την παρηγορούσε, με λόγια τρυφερά
φλογισμένα – αλλά λησμονιόταν παρακάτω, και γύριζε στ’
αγαπημένο θέμα του εδώ και κει του ξέφευγαν εκφράσεις, που
δε μπορούσε να τις υποφέρει, που την πλήγωναν βαθιά σαν
απιστίες: «Δεν αγαπώ παρά τις λεμονιές, τις ανθισμένες
λεμονιές του κήπου· δε ζω παρά για ΚΕΙΝΕΣ – και για σένα…».
Δεν ήθελε σχεδόν να το πιστέψει: της φαινόταν εντελώς
ανήκουστο. Όταν όμως, μετά ένα χρόνο, έβαλε κάτω, στη
σειρά, τα γράμματά του, και τα ξαναδιάβασε, και πάλι, ένα ένα
και πολύ προσεκτικά, είδε πως δεν υπήρχε μια γραμμούλα,
ούτε μια φράση μικροσκοπική, που να μην κάνει λόγο,
διαρκώς, για τη μοσκοβολιά της λεμονιάς – πως ήταν όλα ένας
ύμνος τερατώδης, απογνωσμένος, για τις λεμονιές!
Και τότε άρχισε, μεμιάς, μες στο μυαλό της, να διαγράφεται
πολύ συγκεκριμένα, η φοβερή εκείνη υποψία: ότι η φλόγα της
αλλόκοτης αγάπης του, δεν απέβλεπε σε κείνην ακριβώς –
αλλά, με μια πολύ λεπτή διαστροφή, πήγαινε μάλλον προς τις
λεμονιές –, και πως αυτή, δεν ήταν, κατά βάθος, παρά το
πρόσχημα εκείνης της αγάπης, της προφανούς αυτής
ανωμαλίας! Το γυναικείο και λεπτό της ένστικτο, τώρα της
φανέρωνε βαθύτερα, τα πραγματικά τα ελατήρια – και της
αποκάλυπτε συγχρόνως, επίμονα και μυστηριωδώς, ότι αυτή,
ως ερωμένη, ως γυναίκα –κι όσο το πράμα να φαινόταν σαν
απίστευτο – δεν έπαιζε κανένα ρόλο πλέον, πως είχε μπει σε
δεύτερο επίπεδο, πως είχε μείνει μοναχά μια πρόφαση, μια
[223]
μακρινή σκιά στο περιθώριο… Οι λεμονιές , οι λεμονιές του
κήπου, της είχαν πάρει μυστικά τη θέση, της είχαν υποκλέψει
τα πρωτεία –και δε θ’ αργούσε ίσως εποχή, που θα την
εξετόπιζαν τελείως– ή μάλλον, πως αυτό είχε συμβεί, και κατά
τρόπον εντελώς, ανεπανόρθωτο…
Ίσως ακόμα, και ποτέ, αυτή την ίδια, να μη την είχεν
αγαπήσει πράγματι, να μην υπήρχεν εξαρχής για κείνον –
παρά μονάχα συμπτωματικά, χάρις στην ευωδιά της
λεμονιάς…
Άρχισε τότε να μισεί τις λεμονιές, να τις μισεί απέραντα, με
πάθος, όπως ξέρουν οι γυναίκες να μισούν – με πείσμα,
αδιάλλακτα, θανάσιμα! Ένιωθε τώρα στο λεπτό τους άρωμα,
στην υποβλητική τους γοητεία, έναν ασυναγώνιστον αντίπαλο,
που αργά ή γρήγορα, μια μέρα, ήταν μοιραίο πλέον να
νικήσει…
Άρχισε μυστικά να υποφέρει, να τήκεται, να φθίνει, να
μαραίνεται. Ήταν μια φύσις εντελώς σιωπηλή, ευαίσθητη,
σχεδόν μαρτυρική. Δεν του το φανέρωσε αμέσως – αλλά ο
τόνος, μες στα γράμματά της, έγινε πιο βαθύς, και πιο
ανήσυχος, πιο εναγώνια ερωτηματικός…
Πλησίαζε να ’ρθει και πάλι άνοιξη. Ένας λεπτός και χλιαρός
αέρας, ανάδευε τα φύλλα μες στον κήπο. Τα χελιδόνια είχαν
έρθει πάλι, κι έφερναν γύρους μες στον ουρανό. Οι λεμονιές
κοντεύανε ν’ ανθίσουν…
Έκαμε τότε, ξαφνικά, μια τρέλα – ένα διάβημα
απονενοημένο: του ’γραψε μια σελίδα τραγική, μια
καταπληκτική εξομολόγηση – κάτι σπαραχτικό και γοερό,
ικετευτικό και ασυγκράτητο, σαν την κραυγή του πληγωμένου
ζώου:
«Τώρα που πλησιάζει πάλι άνοιξη, και τα λουλούδια
πρόκειται ν’ ανοίξουν, σου γράφω πάλι, με τα δάκρυα στα
μάτια, από τα βάθη μιας απελπισίας… Θέλω να καταλάβεις τι
συμβαίνει! ΜΗ ΜΟΥ ΤΙΣ ΑΝΑΦΕΡΕΙΣ ΟΛΟΕΝΑ!… Είμαι
γυναίκα, είμαι μόνη, ξέρεις – μη μου πληγώνεις έτσι τ’ όνειρό
μου…»
Εκείνος όμως, εντελώς απρόοπτα, είτε διότι, μες στα βάθη
της ψυχής του, δεν έδωσε και τόση σημασία, και δεν το πήρε
τόσο σοβαρά, είτε διότι θέλησε να παίξει –είτε, ακόμα, επειδή
ήταν αλήθεια, και δε ζητούσε πια να της το κρύψει– της έγραψε
πικρά, ειρωνικά – σχεδόν με κάποια δόση μοχθηρίας:
[224]
«Μη μου αφαιρείς το μόνον τρόπο, να σε θυμάμαι και να σ’
αγαπώ… Δε σ’ αναπολώ παρά ΜΕ ΚΕΙΝΕΣ, δε σε λαχταρώ
παρά ΜΕ ΚΕΙΝΕΣ και δε νοσταλγώ παρά ΜΕ ΚΕΙΝΕΣ!
»Κι έτσι και συ ζητώ να μ’ αγαπάς…»

***
Τα γράμματά τους είχαν σταματήσει. Κάποιος κόμπος
μυστικός είχε λυθεί, κάποια χορδή κρυμμένη του οργάνου, είχε
ραγίσει τώρα μυστικά – και δε μπορούσε πια να
τραγουδήσει…
Ήταν ο τρίτος χρόνος που περνούσε, κι έμεναν αιωνίως
χωρισμένοι – και τ’ όνειρό τους είχε μαραθεί.
Δεν έμενε, στο κομοδίνο, πλάι, παρά μονάχα μια μικρούλα
εικονίτσα, και μια άλλη, μεγαλύτερη, στον τοίχο. Ήταν αυτός,
και την κοιτούσε πάντα, με τα μεγάλα μακριά του μάτια, μάτια
θλιβερά κι αφαιρεμένα. Ήταν γυρισμένα στο παράθυρο – και
πολλές φορές που τα κοιτούσε, δεν ήξερε στ’ αλήθεια τι
κοιτούσαν… Ήξερε πάντα πως κοιτάνε κάπου – αλλά το πού
αυτό της ήταν πάντα άγνωστο, πάντα κάτι σκοτεινό κι
αινιγματώδες…
Είχε τρεις μήνες τώρα στο κρεβάτι. Την είχε βρει μια
φοβερή αρρώστια, μια μυστική θανάσιμη αρρώστια, που κι
αυτός, ο ίδιος, ο γιατρός, δεν ήταν ικανός να καταλάβει.
Έβλεπε τον ήλιο ν’ ανεβαίνει, να χαμηλώνει πάλι στα
βουνά. Άκουγε, πέρα, τα τραγούδια των πουλιών, τις πρωινές
γιορτάσιμες καμπάνες και το μεγάλο μακρινό ρολόι, που
σήμαινε τις ώρες που περνούσαν.
Κι όσο περνούσε ο καιρός μονότονα, τόσο γιγάντωνε, στα
βάθη της καρδιάς της, η παλιά εκείνη υποψία…
Πού κοίταζαν λοιπόν αυτά τα μάτια, τα χιμαιρικά κι
αινιγματώδη. Ήταν εστραμμένα προς εκείνη – ή μήπως ήταν
καρφωμένα κάπου πέρα, στις απομακρυσμένες φυλλωσιές;
Όταν τα κοίταζε καλά καλά, στα βάθη, έλεγε πως περνούσε
κάποια λάμψη, κάποια μυστηριώδης αστραπή – κάτι μακρινό
και φευγαλέο, που παρ’ όλα ταύτα, επιμόνως, πήγαινε πάντα
προς τις λεμονιές…
Ένα βραδάκι, καθώς ήταν μόνη, κι είχε γυρισμένη τη ματιά
της, άτονα και χαμένα, προς τον κήπο, κι άκουγε τα πουλάκια

[225]
να πιπίζουν, να χαιρετίζουν πάλι μεθυσμένα το γυρισμό της
αιωνίας άνοιξης – της ήρθε ξάφνου μια λεπτή μοσκοβολιά: οι
λεμονιές είχαν ανθίσει πάλι, και πολύ δειλά, τα λεμονάνθια,
δοκίμαζαν την πρώτη τους ανάσα. Η μυστική αυτή
μοσκοβολιά, πέρασε την καρδιά της σα βελόνι: της θύμισε
ξανά τις απορίες τις τραγικές παλιές αμφιβολίες… Πλήθος
αγαπημένες αναμνήσεις, πέρασαν τότε μες στην αγωνία της,
ζωντανεμένες πάλι μια στιγμή.
Κοίταξε την εικόνα του στα μάτια, δε μπόρεσε να βρει το
μυστικό τους – και γέρνοντας αγάλια το κεφάλι, μ’ ένα πικρό
χαμόγελο στα χείλη, έκλεισε τα μάτια κουρασμένα – κι έσβησε
σιγά, σιγά, σιγά…

[226]
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΦΩΝΕΣ ΣΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ

Εκείνο το βράδυ, είχε πιεί πολύ κρασί. Καθώς πήγε να βγει


απ’ την πόρτα τον καπηλειού, αφού καληνύχτισε την παρέα
του, τρέκλιζε τόσο δυνατά, που πάρα τρίχα να ρίξει δυο
τραπέζια. Έτρεξαν τα γκαρσόνια, και τον βάσταξαν. Κι αφού
βγήκε στο δρόμο, στάθηκε μια στιγμή και κοίταξε μπροστά
του. Του φαινόταν πως ο δρόμος άλλαξε, πως τα φανάρια δεν
ήτανε στη θέση τους, και πως οι διαβάτες που περνούσαν,
ερχόσαν εξεπίτηδες απάνω του. Στήθηκε λίγο να συνέλθει, και
ν’ αποφασίσει τι θα κάνει. Έπειτα γνώρισε το δρόμο του
σπιτιού του. Ήταν ο τελευταίος δεξιά, ανάμεσα στα δυο
καπνοπωλεία. Τράβηξε κατά κει, μ’ αβέβαιο περπάτημα.
Ένιωθε πως έγραφε καμπύλες, κι έπρεπε, κάθε τόσο, να
προσέχει, να μη σκοντάψει στους ανθρώπους που
περνούσαν. Του φαινόταν, τώρα, πως δεν ήταν παρά μια
μηχανή, που τα φρένα της ήταν παραλυμένα, και πως ήταν
υποχρεωμένος να καταβάλλει δυνατές προσπάθειες, για να
μπορέσει να τη διευθύνει. Τα πόδια του δεν τον
ακολουθούσαν. Έκαν’ ένα γύρο στην πλατεία, στην τύχη, για
να ξεσκοτίσει.
Δοκίμασε να κάτσει, σ’ ένα μπάγκο. Ένιωσε, όμως, πως αν
αφηνόταν, υπήρχε φόβος ν’ αποκοιμηθεί, και πως δεν ήτανε
σωστό αυτό το πράμα. Ξαναπήρε το δρόμο του σπιτιού του.
Και καθώς έπαιρνε το δρόμο του σπιτιού του, άκουσε τρεις
φωνές μες στην καρδιά του. Οι τρεις ξεχωριστές αυτές φωνές,

[227]
κουβέντιαζαν σαν άνθρωποι που περπατούν μαζί, κι όμως
καθένας λέει τα δικά του. Ώρες-ώρες, σα να συζητούσαν —κι
άλλοτε σα να μονολογούσαν. Σιγά-σιγά ξεχώρισε τον ήχο
καθεμιάς.
Κι η πρώτη φωνή έλεγε:
— Θέλω να σκοτώσω!
Η άλλη έλεγε:
— Θέλω ν’ αγαπήσω!
Κι η τρίτη έλεγε:
— Θέλω να κάνω κάτι που να μείνει! Θέλω να κάνω ένα
έργο τέχνης…
Τέντωσε τ’ αυτί του πιο καλά, κι άκουσε την πρώτη που
μιλούσε:
— Δε μπορεί να ζει κανένας, ύστερ’ από μια τέτοια
προσβολή! Αυτός που μου ‘κανε μια τέτοια προσβολή, δε
μπορεί να μένει ατιμώρητος. Ο Νίκος δε μου φέρθηκε καλά…
Μου πέταξε κατάμουτρα μια λέξη φοβερή! Έπρεπε να του
σπάσω το κεφάλι! Δεν ξέρω τι με κράτησε, τη στιγμή εκείνη,
έπρεπε, όμως, να του σπάσω το κεφάλι… Δε φέρθηκα σαν
άντρας! Ένας άλλος, στη θέση μου, θα το ‘κανε, θα το ‘κανε,
χωρίς να λογαριάσει… Δεν είναι λόγος, επειδή τα είχε τσούξει,
να μου πετάξει μια παρόμοια κουβέντα! Αυτό δεν είναι
δικαιολογία… Κι εξάλλου, όλοι ήμαστε πιωμένοι. Εγώ μήτε τον
πρόσβαλα, μήτε και τον προκάλεσα. Πίναμε ήσυχα, καθένας
στο ποτήρι του, και δεν υπήρχε λόγος να βριστούμε. Κι αν
εκείνος ήταν μεθυσμένος, ας πήγαινε αλλού να ξεθυμάνει… Ή
με πέρασε για φοβιτσάρη, τάχα, που θα το κατάπινε, δίχως να
μιλήσει; Έπρεπε να το συλλογιστεί, και να μη μου πει μια
τέτοια λέξη… Δεν είμαστε παιδιά, είμαστε άντρες! Αλλά πού θα
μου πάει, και θα μου τη πληρώσει…
Κι άκουγε, ύστερα, τη δεύτερη φωνή:
— Εκείνα τα δυο γλυκά γυναικεία μάτια, στη διπλανή
παρέα, τι συμπαθητικά με κοιτούσαν όλην ώρα! Πόσο θα τ’
αγαπούσα, τα δυο εκείνα μάτια, αν τύχαινε ποτέ να τα
ξανάβρω… Πρέπει, δίχως άλλο, να τα βρω! Πρέπει παντού να
ψάξω, να τα βρω… Πόσες προφάσεις έβρισκαν, να με
ξανακοιτάνε! Ω, με τι πάθος, με τι φλόγα και θυσία, θα τ’
αγαπούσα τα υγρά εκείνα μάτια! Θα ‘βαζα χάμω τη φτωχή
καρδιά μου, για να περάσουν και να την πατήσουν! Θα τ’
αγαπούσα μ’ όλη τη λαχτάρα της απελπισμένης μου ζωής! Θα
[228]
τα βαστούσα μαγικά, σαν ένα είδωλο, μες στο εικονοστάσι της
καρδιάς μου, και θα ‘λιωνα σαν το κερί μπροστά τους —τα
μεγάλα σκοτεινά εκείνα μάτια, με τις παθητικές
αντανακλάσεις… Ποιος ξέρει πόσα μυστικά στοργής, δεν
κρύβουν μέσα στις υγρές τρεμούλες τους —πόση δύναμη
αγάπης πρωτογνώριστη, ποια μέθη, που δε φάνηκε στον
κόσμο, μέχρι τώρα… Θα τα θεοποιούσα, θα τα στόλιζα μ’ όλα
τα λουλούδια της καρδιάς μου! Θα ‘στρωνα τους πόθους μου
χαλί, για να πατήσουν…
Κι άκουγε, ύστερα, την τρίτη φωνή:
— Θέλω να κάνω κάτι που να μείνει! Θέλω να πλάσω απ’ το
τίποτα μια φράση —μια φράση που να μείνει στους αιώνες!
Θέλω να κλείσω όλη την αγάπη μου, κι όλη την απόγνωση της
έρημης ζωής μου, σ’ ένα τραγούδι φλογερό κι αθάνατο! Θέλω
να συλλάβω, σε πέντε μικρούς στίχους, όλες τις αγωνίες των
ανθρώπων, όλες τις κρυφές ανησυχίες, όλα τα θανάσιμα
παράπονα, που μέρα-νύχτα σπαράζουν τις καρδιές τους, και
να τα βάλω, ξαφνικά, μπροστά στα μάτια τους, σαν έναν
υπερφυσικό καθρέφτη —κι όλοι να σκύψουν, και να ιδούν,
εκεί, τον εαυτό τους… Τι ανακούφιση που θα ‘τανε για μένα, να
πλάσω απ’ το τίποτα, το πιο πικρό τραγούδι —το πιο πικρό
και πιο γλυκό, μαζί— απ’ τον καιρό που φάνηκε ο κόσμος, κι
οι πονεμένες ανθρώπινες καρδιές…
Είχε φτάσει στο δρόμο του σπιτιού του. Αλλά δε θέλησε
ακόμα ν’ ανεβεί. Ένιωθε πως δεν ήταν, τώρα, μόνος. Άκουγε
μέσα του τις τρεις φωνές, κι ένιωθε πως είχε τρεις ανθρώπους
που του κρατούσαν πάντα συντροφιά. Κι αυτοί οι άνθρωποι,
δεν είχαν τη διάθεση, δεν ήθελαν να κοιμηθούν ακόμα…
Το κρασί σκορπούσε λίγο-λίγο. Το φεγγάρι πρόβαλλε
μεγάλο, μέσ’ απ’ τα κεραμίδια των σπιτιών, κι έριχνε τ’ ασήμι
του στους τοίχους και στις μάντρες, σαν ένας δίσκος, γιομάτος
γοητεία… Τα δέντρα έμοιαζαν πολύτιμες νταντέλες. Ένας
γκιώνης, μες στο περιβόλι, έλεγε το μονότονο σκοπό του…
Έκοψε μέσ’ απ’ τα σοκάκια, σαν τρελός.
Κι άκουσε πάλι την πρώτη τη φωνή, που κοπανούσε πάντα
το χαβά της:
— Πρέπει να τον σκοτώσω, δεν είναι προκοπή! Πρέπει να
πάρω πίσω την προβολή που μου ‘κανε… Πρέπει να πάω να
παραμονέψω σπίτι του, τη στιγμή που θα γυρίζει μοναχός του,

[229]
να καταλάβει με ποιον έχει να κάνει… Μου ‘κανε το φίλο, μέχρι
τώρα, αλλ’ απόψε μου φανέρωσε το μίσος του, την πονηριά
του και την προστυχιά του… Πρέπει να λείψει, να λείψει, μια
για πάντα! Μου ‘κανε το φίλο, τόσα χρόνια, για να με
ταπεινώσει πιο σκληρά! Διάλεξε τη χειρότερη στιγμή, για να
μου πετάξει τη βρισιά του, να με πληγώσει, μπροστά σ’ όλο
τον κόσμο… Γιατί με φθονεί και με ζηλεύει, γιατί δεν έχει μάτια
να με δει! Γιατί προσμένει, θαρρείς, την ευκαιρία, για να με
διασύρει, και να μ’ εξευτελίσει… Πρέπει να τον σκοτώσω,
δίχως άλλο, να γλιτώσω απ’ αυτό τον εφιάλτη, —κι ας πάω
χίλια χρόνια φυλακή!
Και ξανάρχιζε η δεύτερη φωνή:
Είναι τα μάτια που τόσο λαχταρούσα, μες στις αγρύπνιες
μου και τις περιπλανήσεις μου, τα μάτια που διψούσα ν’
ανταμώσω! Γι’ αυτά τα μάτια τυραννιόμουν τόσα χρόνια, και
πολεμούσα, και καρδιοχτυπούσα… Τα ‘βλεπα ταχτικά μες στ’
όνειρό μου, κι άπλωνα τα χέρια να τα πιάσω! Κι όμως εκείνα
μου γλιστρούσαν πάντα, μέσ’ απ’ τ’ ανοιγμένα δάχτυλά μου,
σαν ίσκιοι κάποιων άστρων στα νερά… Μπροστά σ’ αυτά τ’
αγαπημένα μάτια, τίποτα πια δεν έχει σημασία: όλα σβήνουν
και χάνονται μπροστά τους, σαν τα σύννεφα την ώρα της
αυγής! Η ζωή κι ο θάνατος ενώνουνται, σ’ ένα αγκάλιασμα
τρελό και δίχως τέλος… Είναι τα μάτια που σκοτώνουν τους
καημούς, γιατρεύουν όλες τις φιλοδοξίες, εξαφανίζουν όλες τις
πληγές… Είναι τα μάτια που δε ζω παρά γι’ αυτά —και που γι’
αυτά, μια μέρα, θα πεθάνω…
Κι η τρίτη φωνή σκέπαζε τις άλλες:
— Θέλω να κάνω κάτι που να μείνει! Να κλείσω, μέσα σε
πέντ’-έξι στίχους, όλες τις αγωνίες των ανθρώπων, όλες τις
ευτυχίες των ανθρώπων —όλα τ’ ανέκφραστα και τ’
απραγματοποίητα που τους βαραίνουν, τόσα χρόνια, την
ψυχή… Να κάνω κάτι τόσο δυνατό, που τέτοιο πράμα, τόσο
δυνατό, να μην έχει ποτέ ξανακουστεί— κάτι που να ζει
παντοτινά, κι όταν ακόμα θα ‘χω ξεχαστεί, χαμένος πάλι στο
Μεγάλο Τίποτα— το τίποτα που μ’ έπλασε μια μέρα…
Κι οι τρεις φωνές, καθεμιά με τη σειρά της, ξανάρχιζαν τον
ίδιο το σκοπό.
Το φεγγάρι, στρογγυλό και καθαρό, λαμποκοπούσε μες
στην ησυχία, σαν ένα σώμα μεθυσμένο και γυμνό, που
νοσταλγεί κάποια χαμένην ευτυχία. Δίχως να το καταλάβει,
[230]
είχε περάσει τη δεντροστοιχία, κι είχε φτάσει μπροστά στην
προκυμαία. Τα νερά καθρέφτιζαν το φως του φεγγαριού, σε μια
χιμαιρικήν ακινησία. Ένα σωρό βαρκούλες αραγμένες,
έμοιαζαν, κι αυτές, στο φως του φεγγαριού, σαν αρνάκια
ξαπλωτά που λιάζουνται, μες στο μεσημεριάτικο λιοπύρι…
— Στάθηκε στην άκρη του γιαλού, και κάρφωσε τα μάτια του
στη θάλασσα. Μεγάλη νέκρα, γύρω και παντού. Κάποιο σκυλί
γαύγιζε μονάχα στο λιμάνι, δεμένο σ’ ένα μακρινό καΐκι. Κι η
ηχώ ξανάφερνε τον ήχο της φωνής του, πιο αδυνατισμένον,
από πέρα…
Ξαναπήρε το δρόμο του σπιτιού του. Πέρασε πάλι τη
δεντροστοιχία, και μπήκε μες στα σκοτεινά σοκάκια.
Περπατούσε με βήμα κουρασμένο. Οι καπνοί του κρασιού
είχαν σκορπίσει, κι ένιωθε το μυαλό του καθαρό. Έμενε μόνο
κάποιο βάρος στο κορμί του, τα γόνατά του ήταν μουδιασμένα,
σα να πάλευε πρωτύτερα με κάποιον…
— Πρέπει να τον σκοτώσω, δεν είναι προκοπή! ξαναείπε
μέσα του και πάλι μια φωνή. Αλλά το είπε, τώρα, τόσο
κουρασμένα, σα να μην είχαν έγνοια τα λόγια της.
Ξαφνικά, μες στη μεγάλην ησυχία, καθώς έστριβε στον
τελευταίο δρόμο, άκουσ’ έναν ήχο μαντολίνου. Θυμήθηκε πως
ήταν Σαββατόβραδο. Μια παρέα περνούσε. Ο γλυκός κι
ολότρεμος ήχος του μαντολίνου, κέντησε σα βελόνα, την
καρδιά του…
Ξέχασε και τη δεύτερη φωνή. Δεν είχε μείνει, μες στα βάθη
της καρδιάς του, παρά η τρίτη, κι η βαθύτερη φωνή. Έλεγε,
τώρα, επιτακτικά:
— Πρέπει να κάνω κάτι που να μείνει…
Ανέβηκε τα σκαλοπάτια γρήγορα, και στο φως το κίτρινο
της λάμπας, χάραξε με μολύβι κάποιους στίχους, που τους
είχε ταιριαγμένους απ’ το δρόμο. Κι αυτοί οι στίχοι, είτε
πρόκειται να ζήσουν, είτε πρόκειται, μια μέρα, να χαθούν, του
‘δωσαν για μια στιγμή την αίσθηση πως είχε ξαλαφρώσει την
ψυχή του —κι έπεσε και πλάγιασε χαρούμενος, όπως
πλαγιάζει, μυστικά χαμογελώντας, ένας ευτυχισμένος
εραστής…

[231]
ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Θέλεις, μικρούλη μου, εδώ που κουβεντιάζουμε, να


ταξιδέψουμε στη χώρα της Χιμαίρας; Άσε τα παιχνιδάκια σου
σε μια γωνιά, κι έλα, και κάθισε στα γόνατά μου. Αλλά να
κάτσεις φρόνιμα –τ’ ακούς;– και να μην κουνάς τα ποδαράκια
σου, όπως έχεις τη μανία, γιατί φοράω το καλό μου παντελόνι,
και θα μου το γιομίσεις χώματα… Δεν είν’ ανάγκη να πάρουμε
μαζί μας, ούτε βαλίτζες, ούτε τα παλτά μας. Εκεί, στον τόπο
που θα πάμε, ούτε βρέχει κι ούτε κάνει κρύο… Αλλά κι αν
βρέχει, κι αν χιονίζει, βρέχει γιατί εμείς το θέλουμε, και το χιόνι
που θα κάνουμε να πέσει, θα πέσει μόνο για την ευχαρίστησή
μας. Αν θέλουμε, το κάνουμε να πέσει μυρωμένο, και να ’ναι
όλο πέταλα μεγάλων άσπρων ρόδων, κι όλο ξεφυλλισμένα
γιασεμιά.
Ετοιμάσου, λοιπόν, να ξεκινήσουμε. Η βάρκα, που θα ’ρθει
να μας πάρει, δε θα ’ναι τίποτ’ άλλο παρά ένα θαυμάσιο κι
αστραφτερό κοχύλι, που θα λάμπει σα μαργαριτάρι. Κι αντί
κουπιά, κατάρτια και πανιά, θα μας σέρνουν δυο μεγάλοι
κύκνοι, δυο μεγάλοι κύκνοι πουπουλένιοι…
Κοίταξε γύρω: η θάλασσα είναι στρωτή, γαλάζια και
στιλπνή, σαν ένας πεντακάθαρος καθρέφτης. Στο διάφανο κι
ακίνητο διάστημα, δεν υπάρχει σύννεφο να μας ανησυχήσει.
Δεν είναι παρά κάποια συννεφάκια, σα μεγάλες άσπρες
πινελιές, που ταξιδεύουν, σαν κι εμάς, στον ουρανό. Δε θα μας
βλάψουν να μας συνοδεύουν, και να κάνουν πλουμιστό τον
ουρανό, σα μια παλιά νταντέλα της γιαγιάς. Θα μας δίνουν,
[232]
έτσι, τη χαρά, κάποιων ανοιξιάτικων απόβροχων, λουσμένων
μες στο φως και τη γαλήνη…
Πάτα, τώρα, στο μικρό σανίδι – δώσε μου το χεράκι σου,
μην πέσεις– κι έμπα στη μαγεμένη μας βαρκούλα. Σου ’χω
στρωμένο να πλαγιάσεις, ενώ θα ταξιδεύουμε, ένα μαξιλάρι
βελουδένιο, με χρυσά κρόσα και χρυσά στολίδια, σαν εκείνα
που βαστάν τα βασιλόπουλα… Μήπως, αλήθεια, θέλεις να ’ναι
μαζί μας κι ένα βασιλόπουλο –ένα ξανθό κι ονειρεμένο
βασιλόπουλο, μ’ ένα λοφίο άσπρο στο κεφάλι– για να μας
συντροφεύει στο ταξίδι; Θα το φωνάξουμε να ’ρθει κι αυτό μαζί
μας. Θα μας πει το δρόμο που θα πάρουμε, για να μην
πέσουμε στων δράκων το νησί, και μας τρομάξουν με τα
μουγκρητά τους, μόλις ανοιχτούμε στα βαθιά… Αυτούς, θα
τους αφήσουμε πιο ύστερα, όταν θα σιγουρέψουμε στο
μαρμαρένιο κάστρο, να ξαπολυθούν μες στο διάστημα, και να
γιομίσουν το γαλάζιον ουρανό, με τις φοβέρες τους και το
λαχάνιασμά τους, καθώς θα ψάχνουν για να βρουν το
βασιλόπουλο, που θα βρίσκεται μαζί μας, στο ταξίδι… Θα
θέλουν να το πάρουν από μας, και να το κλείσουν μες στη
μαύρη τους σπηλιά. Εμείς, όμως, δε θαν τους αφήσουμε,
ώσπου να χαθούν απ’ το κακό τους… Στα μισά του δρόμου, θα
βρούμε και τον πύργο της Πεντάμορφης, που θα την φυλάν οι
αραπάδες, γιατί, κι αυτή, την κυνηγάν οι δράκοι, και θέλουν να
την πάρουν στη σπηλιά τους, επειδή ο ρήγας, ο πατέρας της,
τους έχει στήσει πόλεμο, και δεν τους αφήνει, τόσα χρόνια, να
κάτσουν σε χλωρό κλαρί. Γι’ αυτό, και κείνοι, περιμένουν τη
στιγμή, που θα τα καταφέρουν να την κλέψουν… Εμείς, όμως,
δε φοβόμαστε τους δράκους –δεν είν’ έτσι;– και θα τη
βοηθήσουμε, και κείνη, να γλιτώσει. Αν θέλεις, πάλι, θα την
αφήσουμε στα νύχια τους για λίγο, για να χαρούμε πιο πολύ,
όταν θα τη γλιτώσουμε… Κι αν θέλεις, πάλι, θα μπούμε και
στον πόλεμο του ρήγα με τους δράκους –με τη μεριά του ρήγα,
φυσικά– και θα κάνουμε, κι εμείς, τα παλικάρια…
Αλλά μπορεί να μην τα θέλεις όλ’ αυτά. Μπορεί να θέλεις και
να ναυαγήσουμε, να χαθούμε, να βασανιστούμε –να πέσουμε
στα χέρια των αγρίων– και να ξαναβρούμε τη στεριά μας,
έπειτ’ από πολλές περιπλανήσεις… Αν το προτιμάς αυτό, δε
θα μπούμε στη βάρκα με τους κύκνους, αλλά σ’ ένα
ταξιδιωτικό καΐκι, και θ’ αρμενίσουμε για τόπους μακρινούς. Κι
έπειτα στη μέση του πελάγου, θα μας πιάσει μια μεγάλη
[233]
τρικυμία – κι έτσι θα ναυαγήσουμε πιο εύκολα… Θα
πιαστούμε, κι οι δυο, σ’ ένα σανίδι, κι εκείνο θα μας φέρει,
κολυμπώντας, ως τα βράχια των ανθρωποφάγων. Κι αυτοί θα
μας τσακώσουν, θα μας δέσουν, κι έτσι δεμένους και
βασανισμένους, θα μας πάνε, γραμμή στο βασιλιά τους… Κι ο
βασιλιάς θα ’ν’ ένας άσκημος αράπης, με χαλκάδες στα
ρουθούνια και στ’ αυτιά, φτερά χρωματιστά στο κούτελο, κι
όταν θα γελάει, τη νύχτα, με τα φώτα, τα δόντια του θ’
αστράφτουν σουβλερά, και το στόμα του θα μοιάζει σαν
πηγάδι! Θα μας μιλήσει σε μια γλώσσα φοβερή,
χειρονομώντας και γουρλώνοντας τα μάτια – τόσο στρυφνή
και τόσο φοβερή, που δε θα ξέρουμε κι εμείς τι να του πούμε…
Θα κάνουμε νοήματα, για να μας λυπηθεί – κι εκείνος θα
μουγκρίζει και θα σκούζει…
Τώρα, τι θέλεις; Θέλεις ν’ ανάψουν γύρω μας φωτιές, και να
βαράνε κρόταλα και τούμπανα, για να μας φάνε, στο τέλος της
γιορτής, και να γλιτώσουμε με χίλιες πονηριές – ή θέλεις να
μας κάνουν βασιλιάδες;… Τότε, θα μας φέρουν δυο κλαριά –
δυο σκουπόξυλα, καλύτερα, μεγάλα– και θα μας τα βάλουν με
το στανιό στο χέρι, θα μας κρεμάσουν χάντρες στο λαιμό, και
θα μας πάνε, ίσια, στο θεό τους –ένα μεγάλο ξόανο, στη μέση
της πλατείας– θα μας περικυκλώσουνε χορεύοντας και
κάνοντας διάφορες γκριμάτσες και θα φωνάζουν, θα
φωνάζουν, σαν τρελοί… Και μια νύχτα, ύστερ’ από καιρό,
καθώς θα σεργιανάμε στο γιαλό, θα δούμε, μακριά, κάποιον
καπνό – και θα ’ν’ ένα καράβι της πατρίδας μας… Θα πέσουμε
στη θάλασσα, μ’ όλα μας τα στολίδια, και θα πάμε
κολυμπώντας, στο καράβι. Κι εκείνο θα μας πάρει και θα
φύγουμε…
Ή μήπως προτιμάς, όταν θα ναυαγήσουμε, να βρεθούμε
στον πάτο της θαλάσσης, και να μας πάρουν οι γοργόνες κι οι
σειρήνες, να μας πάνε στο λαμπρό τους το παλάτι, το
σκαλισμένο μέσα στα κοράλλια – κι εκεί να βρούμε τη
βασίλισσά τους, ξαπλωμένη σ’ ένα πράσινο ντιβάνι, μ’ ένα
μεγάλο στέμμα στο κεφάλι, όλο μαργαριτάρια και περλάντια,
μια βασίλισσα ξανθή και γαλανή, μισή ψάρι και μισή γυναίκα;
Κι οι νεράιδες θα μας τραγουδήσουν τότε τα πιο γλυκά και πιο
παράξενα τραγούδια τους –οι σβέλτες και κατάξανθες
νεράιδες, με τις χρυσές, κυματιστές πλεξούδες, και τις λυγερές

[234]
κορμοστασιές;… Κι οι νεράιδες, τις βραδιές της καλοσύνης, θα
βγαίνουν, πατώντας στους αφρούς, και θα χορεύουν ξωτικούς
χορούς, μόνο και μόνο για να μας ευχαριστήσουν, και να μας
κάνουν να τις αγαπήσουμε, και να μείνουμε παντοτινά μαζί
τους…
Και θα τις αγαπήσουμε, και ’μείς, τις καλές, πεντάμορφες
νεράιδες, και θα μείνουμε για κάμποσο μαζί τους – ώσπου θα
φύγουμε μια μέρα κι από κει! Ή μήπως θες να μην τις
αγαπήσουμε, και να φύγουμε αμέσως από κει, κι αυτές να
κλαίνε και να μας παρακαλάνε, τραβώντας τις χρυσές τους τις
πλεξούδες, και κάνοντας, με τ’ αναφιλητά τους, να ραΐζουν οι
πέτρες και τα βράχια;… Αν θέλεις, πάλι, να τις αγαπήσουμε, θα
μείνουμε κοντά τους πέντε χρόνια. Θα μείνουμε στο
νεραϊδοπαλάτι, που θα ’ναι πράσινο, γαλάζιο και χρυσό – ή
χρυσό και κόκκινο, αν το προτιμάς, αφού θα ’ναι σκαλισμένο
στα κοράλλια. Κι όταν θα γιομίζει το φεγγάρι, θα βγαίνουμε, κι
εμείς, με τις νεράιδες, καβαλώντας απάνω στους αφρούς, και
θ’ ανακατευόμαστε, κι εμείς, με τους χορούς τους, ντυμένοι με
του φεγγαριού τ’ ασήμι. Σιγά σιγά θα μάθουμε και το γλυκό
τραγούδι τους –ένα τραγούδι που θα στάζει μέλι, γιομάτο
πάθος, καημό και νοσταλγία– και θα το λέμε, κι εμείς, με τη
σειρά μας, κοιτώντας προς τ’ απόμακρα βουνά, της μακρινής
πατρίδας μας, που θα φαντάζουν γαλάζια μες στη νύχτα…
Κι έπειτα, πού να πάμε, πού να πάμε;… Να πάμε στο νησί
των γερο-μάγων, που βρίσκεται στη μέση της θαλάσσης; Είναι
κάτι γέροι τετραπέρατοι, με σκούφιες μυτερές και μ’ άσπρα
γένια, που μέρα νύχτα βρίσκουνται σκυμμένοι στα βιβλία, κι
όλο μελετάνε, μελετάνε –ποιος ξέρει, τάχα, τι να μελετάνε;– και
ξέρουν όλα όσα γίνουνται στον κόσμο, τα μυστικά της γης και
τ’ ουρανού! Θα μας δεχτούνε, δίχως να μιλάνε. Θα μπούμε μες
στη σκοτεινή σπηλιά τους, που θα στριφογυρίζουν νυχτερίδες,
και θα μας κοιτάνε κουκουβάγιες, με τα μεγάλα, στρογγυλά
τους μάτια. Και τα βιβλία που θα μελετάνε, θα ’ναι γιομάτα
σχήματα παράξενα, σχήματα μαγικά και μπερδεμένα… Αλλά,
και κει, θα βαρεθούμε γρήγορα, και θα φύγουμε μια νύχτα κι
από κει…
Και τώρα πού να πάμε, πού να πάμε;… Να πάμε και να
βάνουμε στην πλάτη μας φτερά, και πετώντας μες στο φως
των άστρων, να φτάσουμε στη χώρα των ανθρώπων, των
λυπημένων και φτωχών ανθρώπων, που σκύβουν μέρα νύχτα
[235]
στη δουλειά τους, και δε βλέπουν του θεού το πρόσωπο, και
ποτέ δε χαίρονται τον ήλιο, παρά τυραννιούνται στο σκοτάδι,
χωρίς ελπίδα και παρηγοριά;… Να δούμε τ’ άρρωστα και τα
χλωμά παιδάκια, που πεινάνε και τρέμουν και κρυώνουν, και
δεν πού να γείρουν το κεφάλι, κι οι μανούλες τους δεν έχουν
να τα θρέψουν, και ζητιανεύουν στις γωνιές των δρόμων, μες
στη βροχή και μες στην παγωνιά… Αλλ’ αυτά, πιο καλά να μην
τα δούμε, γιατί θα μας πικράνουν την ψυχή, κι εμείς ζητάμε να
’μαστε χαρούμενοι, απόψε, και να ταξιδέψουμε στους κόσμους
των ονείρων… Ζητάμε να ξεχάσουμε τη λύπη της ζωής μας,
και να πλανηθούμε μες στην άβυσσο, κυνηγώντας ό,τι δεν
υπάρχει…
Στους κόσμους που γυρεύουμε να πάμε, δεν υπάρχει
πόνος και φροντίδα! Τ’ άστρα λάμπουν πάντα καθαρά, μιαν
άνοιξη αιώνια βασιλεύει. Τα λουλούδια γλυκά μοσκοβολάνε,
και τα πουλάκια γλυκοκελαηδούνε – κι εμείς απολαβαίνουμε
το φως και τη χαρά! Κανένας ίσκιος δε θολώνει την ψυχή μας,
παρά μόνο μια μικρήν ανησυχία, μην αυτά που βλέπουμε κι
ακούμε, δε μπορέσουν να βαστάξουν πιο πολύ!… Αν έλειπε,
στην περιπλάνησή μας, η μικρή αυτή ανησυχία, πόσο πιο
καλά δε θα ’ταν όλα, όσα χαιρόμαστε, και βλέπουμε, κι
ακούμε…
Κι υπάρχει κι άλλη μια ανησυχία: μήπως κι όλα όσα λέμε
τώρα, δεν υπάρχουν παρά μόνο στο μυαλό μας, και δε ζούνε,
γύρω, πουθενά! Αν βγάλουμε αυτές τις τιποτένιες, τις δυο
πολύ μικρές ανησυχίες, όλα τ’ άλλα πάνε μια χαρά… Κι αφού
γυρίσουμε, και δούμε, και χαρούμε – θα ’ρθει μιαν ώρα που θα
’ρθούμε πάλι πίσω. Τα φτερά θα πέσουν από τις πλάτες μας –
και θα βρεθούμε πάλι στο σπιτάκι μας, καθιστοί, εγώ στην
πολυθρόνα, και συ καβάλα, εκεί δα, στα γόνατά μου, που
μούδιασαν να σε κρατάνε τόσην ώρα… Σύρε, τώρα, να βρεις
τα παιχνιδάκια σου, που σε κοιτάνε παραπονεμένα, γιατί δεν
τα πήρες, κι εκείνα, στο ταξίδι, το ταξίδι που κάναμε μαζί στη
χώρα της Μεγάλης Ουτοπίας – τη μεγάλη χώρα της Χιμαίρας,
που καθένας πασκίζει να τη βρει, αλλά κανένας άλλος δεν τη
φτάνει, μόνο το Παιδί κι ο Ποιητής…

[236]
ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ!

Βλέπετε ένα μαύρον ήσκιο που πλανιέται ολόγυρά μας με


δυο κόκκινα μάτια, κατακόκκινα σαν αναμμένα κάρβουνα, που
νομίζεις πως επλάσθηκε από καπνό και από φρίκη; είναι ο
Θάνατος… Έρχεται μ’ ένα παγωμένο, πικρό χαμόγελο και μου
απλώνει τα σκελετωμένα του χέρια να παίξομε… Φύγε, κακέ
Θάνατε! Είμαι κουρασμένος απόψε, και τα δάχτυλά μου
τρέμουν· έχω πυρετό, και συ θέλεις παιχνίδια… Θυμάμαι έναν
καιρό που οι μενεξέδες ήταν ανθισμένοι ολόγυρα στην
πράσινη λίμνη και μια τρελή πεταλούδα εφιλούσε όσα
φυλλαράκια εσάλευαν στη δροσιά… Καημένοι καιροί!

Καμιά φορά, τυλιγμένος σιμά στο τζάκι, την ώρα που έξω
χιονίζει, χιονίζει, ξαναθυμούμαι τα παλιά και μου φαίνεται πως
θα τρελαθώ! Να τρελαθώ … τι να σας πω! Είναι στιγμές που
κάτι αρχίζει να με βασανίζει στο μυαλό μου σαν μια επίμονη,
καρφωμένη ιδέα, και τότε νιώθω μια λαχτάρα μην ετρελάθηκα!
Όμως, Θεός φυλάξει!… προχθές —μα μην το πείτε σε
κανένα!— που είχα ξαπλωθεί στην πρασινάδα, εγλίστρησε στο
πλάι μου ένα χελιδονάκι τόσο απαλό, τόσο χαριτωμένο, και
ήρθε σιμά μου, σαν το φύσημα της δροσιάς και μου είπε πως
να μη φοβάμαι, γιατί δεν είμαι τρελός… Άπονε Θάνατε! τι
γυρίζεις ολόγυρά μου με το λευκό σου κρανίο και με τα
κατακόκκινα μάτια σου; Δεν θέλω ακόμα να πεθάνω γιατί οι

[237]
μενεξέδες δεν ανθίσανε και θέλω μενεξέδες, όμορφους,
γλυκούς μενεξέδες εγώ στον τάφο μου!

Τι αστείο, να συλλογίζεται κανένας πως το φεγγάρι είναι


χλωμό σαν το κιτρινιασμένο μάγουλο ενός ετοιμοθάνατου
φθισικού, και πως μέσα στο Άπειρο είναι χίλιοι κόσμοι και
χίλια όντα σαν κι εμάς, και περπατούν, και γελούν, και
γράφουν, ποιος ξέρει; Καμιά φορά πιστεύω πως σε κάποιο
άστρο είναι ένας άνθρωπος, ίδιος μ’ εμένα, με τα ίδια γαλανά
μάτια τα δικά μου, και πως γράφει τα ίδια πράματα που γράφω
κι εγώ… Τι αστείο, αλήθεια, δεν είναι αστείο; Είναι να
ξεψυχήσει κανείς από τα γέλια… Και θα ’ρθει ένα φύσημα, ένα
τρομαχτικό φύσημα, να σαρώσει όλους τους κόσμους, σα
λευκά, λαμπερά χαρτάκια, και θα τα καταποντίσει!… Είναι
ωραία επιστήμη η Αστρονομία, και όποιος έχει αχόρταγη δίψα
για το Άγνωστο, πρέπει να γίνεται αστρονόμος· καληνύχτα
σας λοιπόν, κυρίες και κύριοι… Θα πάω έξω, στο φεγγάρι, και
θα γράψω ένα ποίημα που ν’ αρχίζει με κλάματα και να
τελειώνει σε λυγμούς· ένα ποίημα που να τρέμουν όσοι το
διαβάσουν και να μη γίνονται πια πόλεμοι, και να μη χύνονται
πια αίματα στον κόσμο… Αχ! το αίμα!… Το αίμα που τρέχει
σαν ποτάμι και πλημμυρίζει τη θάλασσα και τη φλογίζει…
Ήθελα να ήμουν μέσα στη λεπίδα ενός μαχαιριού την ώρα που
ξεσχίζει μια λευκή σάρκα! Τι να νιώθει το καημένο το
μαχαίρι;…

Αλλά τι με νοιάζει; Να σας πω, λίγο με νοιάζει για τους


άλλους…

Τι δυστυχισμένος που είμαι! Ένας άγριος πόθος με πνίγει,


σαν να μου είχαν δεμένο το στόμα και να ψυχομαχούσα· τι
άτιμη που είναι η ζωή! Πονούμε μόνο και μόνο για να ζούμε, να
ξαναπονούμε…
Χθες το βράδυ, ήταν σκοτάδι στο δρόμο… Ένα παιδί
γελαστό, με ωραία γαλάζια μάτια, ήρθε πηδώντας σιμά μου,
και μου ήρθε μια φοβερή επιθυμία, μια αχόρταγη δίψα να το
σκοτώσω… Όμως εκρατήθηκα· ενώ, αν ήμουν τρελός!… Έχω
μονάχα μερικές στιγμές που είμαι σαν πουλί και νιώθω κάτι
θεόρατα φτερά ν’ απλώνονται μέσα στην ψυχή μου και χυμώ
[238]
να πετάξω! Μα δε μπορώ να πετάξω, ενώ, αν ήμουν τρελός,
θα ενόμιζα πως επέταξα!… Έτσι δεν είναι;

Ποιος είν’ αυτός που μου άνοιξε το λαιμό μου;… Τι κρύο


χέρι! Φοβάμαι να γυρίσω το κεφάλι μην ιδώ τίποτε τρομερό·
ας είναι, το εγύρισα… Κι έπειτα;… Τίποτε!… Τριαντάφυλλα
χίλιων λογιών, αν θέλετε, έχω στο περιβόλι μου· άλλα είναι
κόκκινα σαν καρδιές κι έχουν μια ευωδία σα να πονούνε· άλλα
είναι άσπρα, κατάσπρα σαν το γάλα, και ντρέπονται άμα τα
κοιτάξει κανένας και κοκκινίζουν… Πώς τ’ αγαπώ τα
τριαντάφυλλα! αν ήμουν τριανταφυλλιά θα τ’ αγκάλιαζα όλα
και θα τα έλιωνα από την πολλή την αγάπη· πώς;… Και η
θάλασσα δεν πνίγει τους ναύτες; Παιδιά της δεν είναι; Τους
πνίγει γιατί τους αγαπάει πάρα πολύ!… Τους πνίγει!… Αχ!
αλήθεια, ο θάνατος…
Και ξέρετε τι ’ναι ο θάνατος; Ένας κακός, άσπρος σκελετός,
μ’ ένα σκουριασμένο πελώριο δρέπανο, σκουριασμένο από το
θέρισμα των ψυχών, που τρέχει να μας αποκοιμίσει και να μας
νανουρίσει! Έρχεται στο σκοτάδι και μου χαμογελάει… τα
δόντια του χτυπούν σα να κρυώνει και τρίζουν τα κόκαλά του
σαν σάπια ξύλα! αλίμονο σ’ όποιον πιάσει: τον αγκαλιάζει και
τον πάει, μου είπαν, σ’ ένα φοβερόν, άγριο τόπο, σκοτεινό,
θεοσκότεινο, χωρίς φεγγάρι… Αυτός ο τόπος, αντί ν’ ανθίζει
τριαντάφυλλα όπως στο περιβόλι μου, ανθίζει όλο μάρμαρα,
άσπρα, κάτασπρα μάρμαρα σαν το χιόνι… Εκεί ονειρεύονται
οι πεθαμένοι, και οι απελπισίες τους που είχαν στην καρδιά
τους γίνονται κυπαρίσσια ολόγυρα, και οι καρδούλες τους
γίνονται αηδονάκια, μικρούλια, παραπονετικά αηδονάκια και
πετάνε από κλώνο σε κλώνο και κλαίνε λυπητερά, όλη τη
νύχτα, τα μεσάνυχτα, έως το γλυκοχάραμα! Αυτά μου είπαν
εκείνοι κρυφά κρυφά, μα δεν το πιστεύω, και δεν ετρελάθηκα
ακόμα να τα πιστέψω… Φοβούμαι να πιστέψω μερικά
αλλόκοτα πράματα, και όμως αν τα επίστευα, θαρρώ πως θα
ήμουν ένας μεγάλος, πολύ μεγάλος άνθρωπος… Έχω μια
σκέψη που μου δαγκάνει την ψυχή αυτές τις μέρες· θα σας την
πω, μα να μη γελάσετε· πρώτα πρώτα δεν την ξέρω καλά
καλά, μα φαντάζομαι πώς θα είναι απάνω κάτω… Το φίδι που
ξεγέλασε την Εύα είναι κάτω στο περιβόλι μου! Είναι κρυμμένο
μέσα στα φύλλα ενός κισσού και όταν δύσει ο ήλιος, όλος ο
κισσός ανατριχιάζει, σαν κάτι να εσάλευε από κάτω! Επήγα
[239]
σήμερα το πρωί να το σκοτώσω, μα δεν το εβρήκα… Ποιος
ξέρει πού να εχώθηκε το άτιμο και δεν το εβρήκα… Είναι
καταραμένο φίδι, ένα πράσινο και τρομαχτικό φίδι, και
σιγοτρώει τις καρδιές των ανθρώπων! Θα στείλω να το
διώξουν από το περιβόλι μου γιατί φοβούμαι να κατέβω εγώ,
πώς φοβούμαι… Το αίμα μού ανέβηκε όλο στο πρόσωπό μου
και όλο φεύγει, λιγοστεύει από την καρδιά μου… Η καρδιά μου,
η φτωχή μου καρδιά, είναι σαν μια κόκκινη, ολοπόρφυρη
παπαρούνα που κάθε αναστεναγμός του ανέμου τής επήρε κι
ένα ματωμένο πέταλο… Τώρα ο κόσμος γυρίζει εμπρός στα
μάτια μου σαν ένα μεγάλο χρυσοδεμένο βιβλίο που ξεφυλλίζω
στα γόνατά μου και κοιτάζω τις χρωματιστές του, παράξενες
εικόνες! Κάτω, στην αυλή μου, έχω μια λίμνη και τα μεσάνυχτα
κάτι βουίζει βαθιά, σα μια ψυχή πεθαμένη που τ’ αμαρτήματά
της τη στέλνουν, ίσκιο, πίσω στη γη και κλαίει από τον καημό
της… Το φεγγάρι έπεφτε προχθές καθαρό, κατακάθαρο στα
σκιερά νερά της με τους θολούς ίσκιους! Τ’ αστέρια ήταν σαν
ένα θαμπό περιδέραιο από μαργαριτάρια στο μαύρο λαιμό της
νύχτας και τα κυπαρίσσια έκαναν ανάλαφρα την παγερή
προσευχή τους! Εκεί που επήγαινα… Τι έλεγα; … Α! ναι, το
ηύρα —εκεί που επήγαινα, μέσα στα νερά ετράνταξε ένα
κίτρινο, κίτρινο χέρι, κίτρινο σαν το αγιοκέρι της εκκλησιάς,
σαν θολό χέρι πεθαμένου, και τα δάχτυλά του έψαχναν στο
χάος κάτι αόρατο… καρδιά μου είχε τιναγμούς φρίκης μέσα
μου, σαν ανυπόταχτο, τρελό παιδί που δε θέλει ν’
αποκοιμηθεί!…
Όσο για τη λίμνη, την ξέρετε αυτή την ιστορία· είναι παλιά,
πολύ παλιά και ο παππούς μου την είχε μάθει από ένα γέρο
θαλασσινό με κατάμαυρα μάτια… Όταν ήμουν παιδάκι, μ’
έπαιρνε στα γόνατά του και μου έλεγε όλα τα παραμυθάκια
των βουνών, με τα χιονόλευκα μαλλιά του και με το αγαθό του
χαμόγελο! Επέθανε όμως μια νύχτα και τον εθάψαμε μακριά,
πολύ μακριά, είναι καιρός…
Όταν πηγαίνω στον τάφο του, βρίσκω πάντα μια κρύα
κουκουβάγια που με κοιτάζει κατάματα με τα στρογγυλά της,
απαίσια μάτια… Έπρεπε να σκοτώσουν όλες τις κουκουβάγιες
που πάνε στους τάφους και μας κοιτάζουν κατάματα…
Εμάθατε το μυστικό μου; Κάποιος επήγε κάποτε κάπου κι
έκανε κάτι! Ποιος και πού και τι και πότε, δε θα σας το πω˙ αν
θέλετε, βασανίσετε λίγο το μυαλό σας και θα το βρείτε… Εγώ
[240]
το βασανίζω χίλια χρόνια και δεν έχω καταλάβει ακόμα
τίποτε!… Ενώ, αν ήμουν τρελός, όπως θέλουν να με
παραστήσουν εκείνοι, όλα θα τα είχα νιώσει!…
Πώς φέγγει απόψε το φεγγάρι σαν ένα λευκό λευκό σάβανο,
με τα σβησμένα του μάτια! Μια αχτίδα του πέφτει κουρασμένη
μέσα στα χέρια μου και τα χέρια μου είναι άσπρα σαν ασήμι
και σαν αλάβαστρο… Αν μπορούσα να τη σφίξω, να την
πιάσω, θα την επήγαινα να την χαρίσω σε κάποιον που
αγαπώ!… Είναι τόσο απαλή, τόσο γλυκιά, σα μια καθάρια
σταγόνα μέλι που εξεχείλισε από τον ουρανό κι έσταξε άτονα
απάνω στο λευκό μου χέρι… Απόψε πώς ήθελα να φιλήσω το
φεγγάρι… ή να το σκοτώσω! Καμιά φορά που πονώ και είμαι
ξαπλωμένος στη χλόη, έρχεται σιγά σιγά με τα βελουδένια
χεράκια του και με χαϊδεύει, σα μανούλα που χαϊδεύει το
πονεμένο παιδάκι της με τα ξανθά σγουρά μαλλάκια και το
στοματάκι το τριανταφυλλένιο! Εκεί, αποκοιμούμαι ώρες,
ώρες, και δεν έρχεται κανένας να με ξυπνήσει… Και χθες
ακόμα…
Αχ! ποιος μ’ άρπαξε απ’ το λαιμό; Κάτι κρύο και
φρικιασμένο με πνίγει…
Σωπάτε μην κάνετε θόρυβο!
Ακούω κρότους στο διπλανό δωμάτιο, σαν πατήματα
ίσκιου… Ποιος είναι; Κανένας δε μου απαντάει, κανένας!…
Ποιος είναι;… Κάποιος έρχεται, η πόρτα τρίζει, η πόρτα
ανοίγει… Πώς τρέμω, πώς τρέμω!… Θέλω να φωνάξω και μου
σταμάτησε η πνοή!
Ξέρω ποιος είναι, το ξέρω πολύ καλά! Έρχεται κάθε βράδυ
με τα κόκκινα μάτια του!
Έρχεται κάθε βράδυ με τα κόκκινα, κατακόκκινα μάτια του,
που φεγγοβολούν σαν αναμμένα κάρβουνα και θέλει να με
πάρει!… Ποιος είναι;
Αν ήμουν τρελός, ω εσείς που θέλετε να με παραστήσετε
για τρελόν, θα έβλεπα τόσο καθαρά αυτόν τον άσπρο σκελετό
με το πελώριο, σκουριασμένο δρέπανο, που χορεύει μπροστά
μου και με τρελαίνει από τη φρίκη;… Τα δόντια του χτυπούν
σαν να κρυώνει, και τα κόκαλά του τρίζουν σαν καμένα ξύλα…
Να τος, να τος, είναι ολόσωμος, θεόρατος, σκελετωμένος
μπροστά μου! Χαμογελάει… Κλείνω τα μάτια να μην τον
βλέπω και γελώ, γελώ, πεθαίνω από τα γέλια μην τύχει και

[241]
νομίσει πως τον εφοβήθηκα… Είναι ο θάνατος, είναι ο
θάνατος… Θέλει να με σύρει, να με…

…………

Και όλη τη νύχτα εκείνη, όλοι στη γειτονιά, άγρυπνοι,


φοβισμένοι έκαναν το σταυρό τους, γιατί άκουγαν τα
μεσάνυχτα μακριά, στην κοιμισμένην ηχώ, ένα γέλιο, ένα
φοβερό σπαρακτικό γέλιο που εξέσχιζε το σκοτάδι της νύχτας
κι εξεψύχησε μ’ ένα λυγμό κατά τη χαραυγή…

[242]
ΠΡΙΝ ΕΡΘΕΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ – ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Davos-Platz

Τρίτη, 8 Απριλίου, 19…

Γιώργο, δε θα ζήσω —δε θα ζήσω…

Είδες πώς σ ‘το γράφω; τι τρομάζεις; …


Στεκόμαστε κοντά στο παραθύρι, εγώ, η μητερούλα κι ο
γιατρός —και λέγαμε και ‘γώ δεν ξέρω τι. Η κουβέντα μου ‘φερε
στα χείλη, μια φράση κάπως έτσι, δε θυμάμαι: «… όταν πια
γίνω εντελώς καλά και ‘γώ! » Εκείνη τη στιγμή, κοίταζα στα
μάτια το γιατρό, τον κοίταζα σχεδόν χωρίς να θέλω. Κι αυτός
μου λέει «Φυσικά…»— και γύρισε τα μάτια. Τ’ ακούς, Γεώργο;
γύρισε τα μάτια —και δε με κοίταξε ξανά…
Ώστε λοιπόν, έτσι είναι —θα πεθάνω. Τώρα το ξέρω, και το
περιμένω. Όμως η μητερούλα δεν το ξέρει. Αν το ‘ξερε…
αλίμονο να το ‘ξερε! Η μητερούλα είναι ίδια πάντα, μόνο λιγάκι
πιο χλωμή· πιο κουρασμένη· περάσαμε όμως τόσες αγωνίες,
σ’ αυτό το βιαστικό μας το ταξίδι… Τόσες αγωνίες, τόσοι
κόποι…
Ο θάνατος! Κι έπειτα τι; δεν τον φοβάμαι, Γιώργο… θα ‘ρθεί
σιγά-σιγά, και θα με πάρει… Και θα τον περιμένω ηρωικά, με
το συνηθισμένο μου χαμόγελο —το «παραπονεμένο» καθώς
το ‘λεγες— και που αγαπούσες τόσο, το θυμάσαι;…
[243]
Κοντεύει πάλι κι η πρωτομαγιά. Μέσ’ απ’ το Σανατόριο,
κλεισμένη, βλέπω μακριά τις πρώτες πρασινάδες, ν’ ανθούν
ευτυχισμένες μες στον ήλιο. Και πιο πέρα, ακόμα πάρα πέρα,
τα χιονισμένα ελβετικά βουνά.
Κι έλεγα θα γινόμουνα καλά, και θα σε ξανάβλεπα, χρυσέ
μου: αν είναι κάτι που με σφάζει τώρα, είν’ αυτή η σκέψη
μοναχά· πως ίσως και πεθάνω εδώ χάμου, χωρίς να
κατορθώσω να σε ιδώ…
Με παίρνει τότε ένα πικρό παράπονο, ένα βαθύ κι
ατέλειωτο παράπονο (το «παραπονεμένο» μου χαμόγελο…),
ένα γλυκό και μακρινό παράπονο, και γίνομαι όλη καλοσύνη
και οίκτος, για καθετί που ζει και που πεθαίνει… Και θα ‘θελα
να μην υπάρχει λύπη, να μην υπάρχει διόλου χωρισμός, κι
όλα να ζούνε πάντα αγαπημένα… Μάλιστα την ώρα που
βραδιάζει, καθώς βγαίνω μια σταλιά περίπατο, ακουμπισμένη
στο χεράκι της μητέρας, με τυραννεί μια τέτοια τρυφεράδα, μια
τρυφεράδα τόσο απαρηγόρητη, που λέω πια πως έφτασε το
τέλος, κι αρχίζω να σκορπιέμαι μέσ’ στο Παν (θυμάσαι δα τις
σχετικές κουβέντες, περί ψυχής, θανάτου, και λοιπά)…
Έτσι έχω μάθει ν’ αγαπώ, και να μεθώ, εδώ-πέρα…
…Θέλω να μου γράψεις πριν πεθάνω.
Έχω και μιαν απαίτηση από σένα: μη μου γράψεις τις
μικροπαρηγορίες, που συνηθίζονται σ’ αυτές τις περιστάσεις,
γιατί θα με πικράνεις πιο πολύ.
Θυμάσαι τη στερνή μας τη βραδιά, το φιλί του χωρισμού
μες στο βαπόρι; Κι έπειτα θυμάμαι το ταξίδι… Δεν είχα το
μυαλό μου, σχεδόν δεν είδα τίποτα! Ήμουνα σαν τρελή, να
γιατρευτώ. Η Ιταλία πέρασε στα μάτια μου, σα μια λευκή κι
ατέλειωτη κορδέλα.
Σου είχα δοσμένο ένα «μενταγιόν», με μια μικρούλα, τόση
δα, φωτογραφίτσα, να το βαστάς όσον καιρό θα λείπω.
Κράτησ’ το, μαζί με την αγάπη μου. Δεν έχω τίποτ’ άλλο να
σου δώσω… Α, ναι, ακόμα κάτι που το ξέχασα: με τ’ άλλο
γράμμα —ίσως και μεθαύριο— θα σου στείλω άλλη μια
φωτογραφία, που μου ‘καμε στο πάρκο, τις προάλλες, ο γιος
μιας φιλικής οικογενείας· η μητέρα του είναι ανιψιά μιας
παλιάς φιλενάδας της μητέρας —ίσως να την ξέρεις, η κυρία
Κ… από τη Σύρα. Φορώ την άσπρη τοκ με το φτερό (ξέρεις
ποια λέω, με το φιόγκο πλάι), κι είμαι ακουμπισμένη σ’ ένα

[244]
δέντρο… Θα σου την έστελνα μ’ αυτό το γράμμα, τώρα, αλλά
βγήκε λίγο ξασπρισμένη, και θα μου τυπώσει μια καλύτερη.
Θα τη δεις, και θα την αγαπήσεις. Αν όμως πάλι

9 Απριλίου

(Συνέχεια στο ίδιο γράμμα)

…Δε μπόρεσα να κλείσω χτες το γράμμα γιατί άκουσα το


βήμα της μητέρας· αν έβλεπε πως γράφω σε σένα, θα μου το
ζητούσε δίχως άλλο να σου βάνει και κείνη πέντε λόγια, και
μπορεί να διάβαζε… και τότε;…
Απόψε δεν έχω κλείσει μάτι. Είχα μιαν αϋπνία φοβερή.
Τα πόδια μου δε με βαστάνε πια. Σήμερα λέω να μη βγω
καθόλου.
Αντίο πάρκο με τις πρασινάδες, αντίο μονοπάτια στο
βουνό! Δε θα με ξαναδείτε ποτέ πια! (μεγαλοποιώ λίγο τα
πράματα —είχα ξέρεις όμως πάντα φαντασία… Μπορεί μια
μέρα να περάσουν όλ’ αυτά και να γελάμε τότε για καλά· ας
ελπίζω πως μπορεί κι αυτό να γίνει!)

Redevenir rien irrémediablement….

(Jules Laforgue)

Τώρα που σου γράφω στο παράθυρο, ένας πολύ κομψός


αλπινιστής περνάει με τη μυτερή μαγκούρα του, και πάει πού;
ένας Θεός το ξέρει… Εδώ υπάρχουν ένα πλήθος παλαβοί·
ξεκινάν από τα πέρατα της γης να ‘ρθούν να σκαρφαλώσουν
μες τα χιόνια!…
Απόψε είναι κονσέρτο στο καζίνο· ήρθ’ ένας διάσημος
πιανίστας και δίνει ένα ρεσιτάλ τελείως φιλικό. Θε μου, να
μπορούσα να τον άκουγα! Θα παίξει Λίστ, Μπετόβεν και
Σοπέν, την αγαπημένη μου μπαλάντα, ξέρεις: λαριλαρά-
λαρό… Πού τέτοια τύχη, στα χάλια που βρισκόμαστε! Δεν είναι
πια για μας αυτά τα πράματα…
Μεσημέρι· έν’ αεράκι δροσερό κατηφορίζει απ’ τα βουνά, κι
ανασηκώνει γύρω τις κουρτίνες· τα βουνά μου στέλνουν
χαιρετίσματα! Σας στέλνω ένα γλυκό φιλί, βουνά μου
χιονισμένα!…
[245]
Ω, αν δεν είχα, Γιώργο μου, και σένα! Θα πήγαινα να
κοιμηθώ για πάντα στα βουνά…
Η μητερούλα κοιμάται για καλά στη διπλανή την κάμαρα,
πιστεύω· βρίσκω την ευκαιρία να σου γράψω. Μια πορτούλα
μόνο μας χωρίζει· ακούω τώρα την αναπνοή της, ν’
ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά. Γλυκιά μου μητερούλα, τι τραβάς!
δεν κλείνει μάτι πια κι αυτή, μαζί με μένα. Πώς θα σ’ τα
ξεπληρώσω όλ’ αυτά, πώς θα σ’ τα ξεπληρώσω, μητερούλα
μου
…Πέθανε κι ένας νέος τις προάλλες· είχ’ έρθει, φαίνεται, κι
αυτός για θεραπεία· έμεν’ εδώ, στο ίδιο σανατόριο. Φαίνεται
όμως να ‘τανε πολύ «προχωρημένος» (χαριτωμένη λέξη —δεν
είναι έτσι;…)
Τον κοίταζα κρυφά, απ’ τη χαραμάδα…
Τι δάκρυα έχυσα γι’ αυτόν, ένας θεός το ξέρει! (Μη μου
θυμώνεις —Γιώργο μου, γι’ αυτό— η λύπη μου μ’ ανήκει, δεν
είν’ έτσι; Η χαρά μου κι η καρδιά μου είναι δικά σου)…
Είχε δυο μήνες που καθόταν εδώ πέρα· συχνά
συναπαντιόμαστε στον κήπο· ήτανε πάντοτε σκυφτός σ’ ένα
βιβλίο…
Κάθε φορά που πέρναγα μαζί με τη μητέρα, σηκωνόταν και
μας χαιρετούσε· ήταν πολύ ευγενικός —νομίζω Ιταλός.
Τον συμπαθούσα τόσο, γιατί σου ‘μοιαζε· δίχως να σου
μοιάζει ακριβώς, είχε, δεν ξέρω, κατιτί δικό σου, μπορεί στον
τρόπο που χαμογελούσε, μπορεί στο χρώμα των ματιών, δεν
ξέρω…
Τον αγαπούσα, γιατί σ’ αγαπούσα…
Και τώρα πάει, έφυγε κι αυτός!
Μη μου θυμώσεις, σου ξαναλέω· τον αγαπούσα, γιατί σ’
αγαπώ.
Και τώρα πάει, έφυγε κι αυτό…

19 Απριλίου

Η μητέρα ξέρει.
Σήμερα μου το ‘πε με τα μάτια της,.. Ω να ‘βλεπες τα μάτια
της μητέρας! Αγία μου, γλυκιά μου μητερούλα…
Κι ωστόσο, τώρα, μ’ όλη μου τη λύπη, ένα μεγάλο βάρος
έφυγε από πάνω μου.

[246]
Ήμουν αναγκασμένη τόσους μήνες, μέρα νύχτα να φορώ
μια προσωπίδα, μια προσωπίδα διαρκώς χαρούμενη (αν και,
ώρες-ώρες είμαι σχεδόν χαρούμενη, σ’ το λέω: δεν ξέρω πώς,
άλλα θαρρώ… θαρρώ πως μου γεννιέται μια ελπίδα· σου το
λέω μυστικά, στ’ αυτί…)
Τώρα είμαι ήσυχη ολότελα.
Τώρα και κείνη κάνει πως δεν ξέρει· κάνω κι ‘γώ πως δεν
καταλαβαίνω…Περνάμε χαρισάμενη ζωή, με άλλους λόγους!
Σου στέλνω τη μικρή φωτογραφίτσα, αυτή που σου ‘χα
τάξει να σου στείλω· καλούτσικη δεν είναι —πώς σου φαίνεται;
Θέλω να μου στείλεις και δική σου —μια δική σου τωρινή, τ’
ακούς; Βλέπεις το Ντίνο; Γράφει τακτικά, αλλά, ξέρεις, διαρκώς
για «υποθέσεις»: τα κτήματα, το σπίτι, τα χωράφια… Το
οικόπεδο τι γίνεται; πουλήθηκε;
Έχω δέκα μέρες κλειδωμένη, δέκα μέρες ακριβώς να
περπατήσω· συνήθισα, σχεδόν δε με πειράζει…

28 Απριλίου, βράδυ

Να τος, να τος, να τος!


Έρχεται να με πάρει.
Έρχεται να με πάρει…
Γιώργο, Γιώργο, Γιώργο…

……………

Ήμουνα μικρούλα—πάνε πόσα χρόνια;


Σε πρωτογνώρισα στην Κηφισιά, θυμάμαι…
Φορούσες ρούχα κανελιά θυμάμαι, και μια γραβάτα
θαλασσιά, με ρίγες· βαστούσες το ψαθάκι σου στο χέρι· το ‘χες
κάνει χάλια στα νερά….
Λέω: «Περάστε μέσα, δεν πειράζει!…»
Άφησες τους φίλους σου, και μπήκες μέσα, μόνος.
Κι ύστερα, κάτω απ’ τα πλατάνια, προς το βράδυ, όλ’ η
παρέα, παίξαμε κρυφτό.
Λεπτός εσύ κι αδύνατος, και μικροκαμωμένος —μ’ ένα
χνούδι μόλις στο χειλάκι —κόκκινος, σχεδόν σαν παπαρούνα,
μέσα σε τόσα κοριτσόπουλα, θυμάσαι; (θυμάσαι τη Λουλού
που σε κορόιδευε, με τη λαστιχένια μαύρη ζώνη; Και τη Ρίτα,

[247]
με τη μεγάλη μπούκλα; Και το Λελέ που σου ‘ριχνε το τόπι, κι
έπειτα τον κουβάλησες στην πλάτη;…)
Αμή εγώ, πήγαινα πίσω τάχα; Η μητέρα μου ‘κανε νοήματα,
μα δε βαριέσαι, ποιος έπαιρν’ από τέτοια!…
Και δώσ’ του γέλια, δώσ’ του φασαρία
Κι εσύ γλυκός, καλός, ευγενικός..
Κι είπ’ αμέσως μέσα μου: Θα τον αγαπήσω!
Και τη νύχτα πάλι, την ώρα που γδυνόμουνα, είπα πάλι
μέσα μου: θα τον αγαπήσω…

……………….

Κατόπι στο Στροφύλι —πρώτο γράμμα.


Είχες έρθει, θυμάμαι, με ποδήλατο…
Ακούω τότε: «Δεσποινίς…» Α, μάγκα, μάγκα, μάγκα!
Το διάβασα δυο-τρεις φορές τη νύχτα στο φανάρι· το ‘χω
ακόμα τώρα φυλαγμένο, μες στο συρταράκι του κομού.
…Και τα δέντρα, με τις βαθιές σκιές, και το τραίνο που
περνούσε μακριά…

………………

Τ’ απογέματα όλο καρδιοχτύπια!


Θα ‘ρθει, δε θα ‘ρθει, αρρώστησε, με ξέχασε… Τον έχει
ξεμυαλίσει το Λιλάκι… Μη τυχόν και τα μυρίστηκε η μητέρα; Τι
τράβηξα εκείνον το χειμώνα!…
Και το βράδυ, να σου τον, πίσω από το πεύκο (το «δικό
μας» πεύκο—το θυμάσαι;…)
Το ταξίδι μας στην Τήνο!… Πόσα χρόνια;…

……………..

Το κουδούνι· ντινννν! —Ποιος είναι;… Να σου ο Γιώργος!


Ο Γιώργος τώρα μπαίνει μες στη σάλα.
Είχα κολλήσει τ’ αυτί στην κλειδαρότρυπα.
Έκανες βόλτες, ήσουν νευρικός…
Τα ‘χαμε συμφωνήσει τόσες μέρες.
Στα τελευταία, να σου κ η μητέρα:
— Καλώς το Γιώργο· μας λησμόνησες λοιπόν! (με είχε
κατσαδιάσει για χατίρι σου, κι έκανε ένα μήνα να φανείς…)
[248]
— Λόγια, ξερομασήματα, δουλειές ένα σωρό, είχες λείψει
κάμποσο στην Πάτρα (κάθε βράδυ πίσω από το πεύκο!…)
Ύστερα, απότομα, σιωπή!
Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει! βούλωσα τ’ αυτιά μου με
τα χέρια…
Ξαφνικά, δεν ξέρω πώς, της το ‘πες!…
Ύστερα, με φωνάξατε και μένα.
Μπήκα μέσα και με πήραν κλάματα.
Σε φίλησε η μητέρα —το θυμάσαι; Τρεις μέρες ύστερα, σε
φίλησα και ‘γώ (μπροστά σε τρίτους, δηλαδή —να
εξηγούμεθα…)
Κι ύστερα, ξάφνου, στις εφημερίδες: «Οι αρραβώνες του
κυρίου Μπουμ, μετά της δεσποινίδος Ρένας Τζουμ!…»
Ταμπλό!
Κόσμος, κουφέτα, φώτα… τι χαρά!
Κι ύστερα; Δεν ξέρω… δε θυμάμαι.

………………

Να τος, να τος, να τος!


Έρχεται να με πάρει!
Έρχεται να με πάρει… Γιώργο-Γιώργο-Γιώργο!…

***
30 Απριλίου

…Αύριο Πρωτομαγιά· σου γράφω με μολύβι απ’ το κρεβάτι·


συχώρεσέ μου την κακογραφία.
Δυο βδομάδες τώρα στο κρεβάτι.
Σήμερα μου γεννήθηκε μια τρομερή ελπίδα, και σου το
γράφω να χαρείς: Θ α ζ ή σ ω!
Γιώργο, είμαι καλά, π ο λ ύ κ α λ ά. Είμαι γιομάτη θάρρος κι
ευτυχία!…
Θέλω να ζήσω και θα ζήσω, Γιώργο…
Θέλω να ζήσω, γιατί σ’ α γ α π ώ!…
Η Άνοιξη θα με γιατρέψει πάλι, με τις ευωδιές και με τα
ρόδα· θα βαλσαμώσει την τρελή καρδιά μου, για να ‘ρθω πάλι
μέσ’ στην αγκαλιά σου…

[249]
Η μητερούλα δεν το ξέρει: κλαίει… Ο γιατρός δε μ’ αφήνει
να σου γράφω: Όμως αυτό, δε μπορώ να μη σ’ το γράψω!
Γιώργο, ΘΑ ΖΗΣΩ! Κλάψε από χαρά!…
Σε φιλώ τρελά στα δυο σου χείλη, και σου φωνάζω πάλι: Σ’
ΑΓΑΠΩ…

……………

ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ

Λίαν επείγον

Davos Platz, 2 Μαΐου 19…

Κύριον Γ. Τ. Μηχανικόν

Αθήνας

Ρένα απεβίωσε.

Ευθαλία

[250]
ΡΗΝΟΥΛΑ

Η Ρηνούλα μάζεψε γρήγορα-γρήγορα τα ρούχα της,


πατώντας στις μύτες των ποδιών, μην τύχει κι ακουστεί.
Ύστερα, κόλλησε τ’ αυτί στη διπλανή την κάμαρα, κρατώντας
την αναπνοή της. Ο γέρος κοιμότανε βαθιά, τυλιγμένος μες
στην κάπα του, κι ανάσα του ανεβοκατέβαινε ρυθμικά, σε
μονότονο τραγούδι.
Η Ρηνούλα έτρεξε αμέσως στο παράθυρο, κι έκαμε νόημα
στα σκοτεινά. Μια σκιά τότε σάλεψε, και ήρθε πιο κοντά.
Έξω φυσούσε δυνατός αέρας, κι η νύχτα ήταν κατάμαυρη.
Ο θρήνος της θαλάσσης ακουγότανε βαθύς κι ατέλειωτος, και
γέμιζε βουή όλο τον τόπο.
Η Ρηνούλα έσκυψε απ’ το παράθυρο, και μουρμούρισε:
— Εσύ ‘σαι, Βάγγο; Τώρα, έφτασα…
Έκλεισε το τζάμι σιγά-σιγά, πήρε το μπόγο, κόλλησε άλλη
μια φορά τ’ αυτί στην κάμαρα του γέρου —κι έπειτα γλίστρησε
δίχως κρότο, σα γάτα, στα σκαλοπάτια. Η καρδιά της
χτυπούσε σαν τρελή. Έφτασε στην αυλόπορτα, χωρίς
αναπνοή, τράβηξε αθόρυβα το σύρτη, κι άνοιξε.
Ένα ξαφνικό παγωμένο φύσημα τη χτύπησε στο πρόσωπο,
και της πήρε τα μαλλιά, και τ’ ανακάτωσε.
Η σκιά ήταν κολλημένη, χωρίς μιλιά, στον τοίχο, και
περίμενε.
Καθώς, όμως, ξανάκλεισε την πόρτα, η πόρτα έτριξε. Έμεινε

[251]
τότε, μαρμαρωμένη κι άλαλη, με τα μάτια ορθάνοιχτα μες στο
σκοτάδι, τρέμοντας όλη. Ένας τρελός φόβος την πήρε, και μια
ακατανίκητη επιθυμία να γυρίσει πίσω…
Μα ήταν αργά τώρα —η πόρτα είχε κλείσει για τα καλά.
Η σκιά προχώρησε και της άγγιξε το χέρι.
— Βάγγο!…
— Ρηνούλα!…
Εκείνος άπλωσε το πανωφόρι του, και την τύλιξε. Κι έτσι
σφιγμένοι μες στον δυνατόν αέρα, τράβηξαν στα σκοτεινά,
κατά τη θάλασσα.
Οι δρόμοι ήταν έρημοι. Τα φανάρια, δαρμένα από τον
άνεμο, έριχναν κοκκινωπά φεγγοβολήματα, εδώ κι εκεί, σα
μεθυσμένα…
Ήτανε τώρα τρία χρόνια που αγαπιόντουσαν, ο Βάγγος κι η
Ρηνούλα —τρία χρόνια σωστά. Είχανε πρωτοϊδωθεί στο
πανηγύρι του Προφήτ’ Ηλία, στο μικρό εκκλησιδάκι, απάνω
στο βουνό. Η Ρηνούλα ήταν τότε μόλις δεκάξι χρονών, σ’ όλη
την άνθιση της ομορφιάς της. Η μάνα της γύριζε στις γιορτές
στα πανηγύρια, δείχνοντας σ’ όλους το καμάρι, τ’ ατίμητο
στολίδι τους σπιτιού της και τ’ αποκούμπι που ‘λπιζε στα
γεράματά τας.
Κι η Ρηνούλα ήταν αληθινά όμορφη κοπέλα.
Μάτια μεγάλα, μαύρα, γεμάτα φλόγες, κάτω από φρύδια
εξαίσια, σμιχτά. Το μέτωπό της, πλαισιωμένο από σκοτεινά,
χυτά μαλλιά, είχε μιαν ασπράδα αγγελική. Τα χέρια της —σα
δυο μικρά και κάτασπρα λουλούδια. Η κορμοστασιά της, όταν
περπατούσε, κινούσε το φθόνο σ’ όλες τις κοπέλες του
χωριού.
Ο Βάγγος είχε τσιγγάνικη καταγωγή. Ο πατέρας του ένας
θαλασσόλυκος που ζούσε απ’ το ψάρεμα —είχε παντρευτεί
ένα κορίτσι του δρόμου, κόρη μιανής τσιγγάνας που ‘λεγε τη
μοίρα. Κι απ’ το γάμο αυτό, ήταν γεννημένος ο Βάγγος.
Για τη μάνα του, λίγα πράματα ξέρανε.
Μερικοί λέγανε πως ήταν μάγισσα, και πούλαγε βότανα και
μαγικά νερά, κι είχε δοσοληψίες με τον οξαποδώ! Τα
μεσάνυχτα τον αντάμωνε, λέει, μακριά, σ’ ένα ξεροπόταμο, και
πέρναγε τις νυχτιές της με δαύτον, τον καιρό που ο άντρας της
αρμένιζε με τα καΐκια… Κι έτσι είχε βγει το παραμύθι, πως ο
Βάγγος ήταν γιος του Σατανά.

[252]
Φορούσε πάντα ένα σκούφο ναυτικό, βαλμένο στραβά στο
κεφάλι, και μια φανέλα ναυτικιά, ως το λαιμό. Τα μάτια του
είχαν, κι αυτά, το χρώμα τον σκοταδιού —το χρώμα της
τσιγγάνικης γενιάς του.
Ο ήλιος κι η θαλασσινή αρμύρα του είχαν ψημένα τα
μάγουλά του, σα χρυσάφι.
Από μικρό παιδάκι, αγαπούσε τη θάλασσα. Συντροφιά με
τους φίλους του στην ψαρόβαρκα του πατέρα του, με τα πόδια
βουτηγμένα στο νερό, ανάσαινε την ευωδιά του,
μισοκλείνοντας τα μάτια…
Έτσι πέρασε τα παιδιακίσα χρόνια, μουσκεμένος από την
αρμύρα, και ψημένος μέσα στο λιοπύρι. Σιγά-σιγά έμαθε και
λίγα γραμματάκια.
Τη Ρηνούλα την είχε δει μες στην εκκλησίτσα, ανήμερα του
Προφήτ’ Ηλία, να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια με τη μάνα της. Και
την αγάπησε τρελά, μ’ όλο το τσιγγάνικό του πάθος.
Κατά το σούρουπο —την ώρα που οι άλλοι ψαράδες
μαζεύουν τα δίχτυα— εκείνος, μοναχός κι αμίλητος, έπαιρνε το
δρόμο του χωριού μέσα στο κόκκινο το φως του ήλιου που
χανότανε.
Εκείνη στις αρχές δεν το ‘χε καταλάβει. Ήταν παιδί ακόμα
και το μυαλό της δεν πήγαινε σε τέτοια. Κοιτούσε τα παλικάρια
με μάτια απονήρευτα κι αθώα.

****
Μια νύχτα —ήτανε Μάης καν Απρίλης, δε θυμάμαι— είχε
κατεβεί με μια φιλενάδα της στο περιβόλι, να κόψει μερικά
λουλούδια. Έκανε πολύ ζέστη, άνεμος καθόλου δε φυσούσε.
Τα δέντρα έστεκαν ακίνητα, κι ένα βάλσαμο αλλόκοτο
κατέβαινε απ’ τις φυλλωσιές, με τ’ ασημένιο φως του
φεγγαριού…
Όταν η φίλη της έφυγε, ακούμπησε συλλογισμένη το κεφάλι
στα κάγκελα, κι άκουγε το τραγούδι του γκιώνη.
Ο Βάγγος ήταν απόξω και παραμόνευε. Κι εκεί που το
χεράκι της, βγαλμένο έξω από τα σίδερα, έπαιζε μ’ ένα στάχυ,
ένιωσε ξαφνικά, απάνω του, έν’ αντρίκιο ζεστό χείλι.

[253]
Παρά λίγο να βάλει τις φωνές. Αλλά η φωνή της, αντί να
βγει από το στόμα, μπήχτηκε ολόισα μες στην καρδιά της, και
την κάρφωσε.
Κι έμειν’ εκεί, σαν απολιθωμένη, μες στ’ ασημένιο φως του
φεγγαριού, με τα μάτια της μεγάλα κι ανοιχτά —και την καρδιά
της ανοιχτή, επίσης σαν ανοιχτό λουλούδι νυχτολούλουδο…

****
Η πρώτη τους αυτή χαρά δε βάσταξε παρά τρεις μήνες.
Η μοίρα είναι φθονερή, κι ο καιρός περνάει.
Οι γειτόνοι κάτι μυριστήκανε —και μπήκανε ψύλλοι και
στου γέρου της τ’ αυτιά. Δεν το ‘δειχνε, μα για κείνος που τον
ήξερα, ήταν φως φανερό.
Κάθε βράδυ έβγαινε και παραφύλαγε μ’ ένα ντουφέκι,
λέγοντας πως παραμονεύει κάποιον κλέφτη. Κι έλεγε ακόμα
πως, ένα βράδυ, είχε δει κάποιον ίσκιο, να σκαρφαλώνει στη
μάντρα του περβολιού, έναν ίσκιο που όταν τον αντίκρισε, το
‘σκασε.
Η Ρηνούλα έλιωνε από το κακό της.
Όσο πήγαινε, τα πράγματα γινόντουσαν ακόμα πιο
στενόχωρα. Πολύ σπάνιες ήταν οι φορές που μπορούσε κι
άλλαζε καμιά γρήγορη κουβέντα, μαζί με το Βάγγο, πίσω από
‘να δέντρο, είτε στη ρεματιά.
Κι η μάνα της, τώρα, δεν την παρατούσε βήμα.
Σ’ όλο το χωριό μαθεύτηκε, σιγά-σιγά, πως ο Βάγγος ο
ψαράς «τα ‘χε ψήσει» με τη Ρηνούλα, την κόρη του γερο-
Θύμιου…
Και στο τέλος, το πράμα φανερώθηκε ολότελα.
Μια γριά στρίγγλα, που καθότανε σ’ ένα χαμόσπιτο, πίσω
από το σπίτι της Ρηνούλας, πήγε κι είπε του γερο-Θύμιου πως
είχε ιδωμένα έναν άντρα να μπαίνει μες στο σπίτι του τη
νύχτα.
Αυτό έφτασε.
Ο γερο-Θύμιος έγινε θηρίο. Πήγε σπίτι, άρπαξε τη Ρηνούλα
απ’ τα μαλλιά, και την ποδοκύλησε στο πάτωμα!
Του κάκου εκείνη φώναζε πως ήταν ψέματα. Η γλώσσα της
γριάς είχε για καλά χύσει το φαρμάκι της. Κι έτσι άρχισαν, για
τη Ρηνούλα, μέρες γιομάτες κλάμα κι αγωνία.

[254]
Ο Βάγγος, σ’ αυτό το μεταξύ, πήρε μιαν απόφαση γενναία.
Ήξερε πως ο μπαρμπα-Θύμιος, με κανένα τρόπο δε θ’
αποφάσιζε να του δώσει το κορίτσι του. Φτωχός και
παραπεταμένος, ένα σωστό «παιδί του Σατανά», τι μπορούσε
τάχα να ελπίζει απ’ τη στενοκεφαλιά του γέρου; Εντούτοις, για
ν’ αναπάψει τη συνείδησή του, έστειλε, κάποιο χωριανό, να
του μιλήσει.
Ο γέρος, μόνο που δεν τον γκρέμισε απ’ τη σκάλα..
Έλεγε:
— Ακούς εκεί;! Την κόρη μου να γυρέψει αυτός ο ζητιάνος,
ο ατσίγγανος, ο ψωμοζήτης! Ακούς εκεί;!…
Η Ρηνούλα κατάπιε τα δάκρυά της, στη γωνιά. Και τι
μπορούσε να κάνει; Κλεισμένη μες στους τέσσερους τους
τοίχους, σκιαγμένη από μάνα και πατέρα, είχε αποφασίσει να
πεθάνει…
Τότε, όμως, βρέθηκε ένας άγγελος βοηθός —ένας άγγελος
σταλμένος απ’ τον ουρανό— τ’ αδερφάκι της, ένα παιδάκι
δεκατέσσερων χρονών, πονετικό κι απονήρευτο —και της
λέει:
— Ρηνούλα μου, κάνε κουράγιο! Χτες το βράδυ με βρήκε ο
Βάγγος. Ήρθε και με φίλησε, κι έτρεμαν τα χέρια του, κι
αρχίσαμε και κλαίγαμε μαζί… Ρηνούλα μου, δε θέλω να ‘σαι
πικραμένη —και το Βάγγο, εγώ, τον αγαπώ! Μου ‘φκιανε τις
πετονιές μου και δε μου χάλασε ποτέ χατίρι, σ’ ό,τι και να του
‘λεγα! Εγώ δε θέλω να ‘σαι πικραμένη…
Η Ρηνούλα το ‘σφιξε στην αγκαλιά της, και το καταφίλησε.
Κι από κείνη την ημέρα, η Ρηνούλα ξανάρθε στη ζωή!
Κάθε μέρα είχε νέα απ’ το Βάγγο. Όλη μέρα καρτερούσε τ’
αδερφάκι της με τα καλά μηνύματα. Και κείνο ερχόταν από το
σχολειό, κι έφερνε λόγια τρυφερά, όλο φωτιά κι ελπίδα, μες
στα μικρά κι αθώα του χειλάκια…
Κι ήταν ευτυχισμένο γιατί έκανε την αδερφούλα του
χαρούμενη…
Αλλά κι αυτό δεν βάσταξε πολύ.
Άξαφνα ένας πλούσιος γαμπρός παρουσιάστηκε στο
χωριό.
Ερχόταν ίσα από τη χώρα και γύρευε ένα τίμιο κορίτσι, ν’
αποκατασταθεί.
Η περιουσία του θάμπωσε τα μάτια του μπαρμπα-Θύμιου.

[255]
Την ίδια νύχτα, η Ρηνούλα μπήκε καλά στο νόημα. Η μάνα
της την έκανε να τα καταλάβει όλα. Θα την δίνανε στον
παραλή.
Αστροπελέκι, να ‘πεφτε, δε θα της έδινε τόσο κακό, όσο της
μάνας της τα φρόνιμα τα λόγια.
Κατάπιε τον καημό της, και πήρε την απόφασή της.
Πρωί-πρωί έστειλε τον Τάσο, τ’ αδερφάκι της, ν’ ανταμώσει
το Βάγγο —και να του τα πει. Κι ως το βράδυ, όλα ήταν
αποφασισμένα: Δεν έμενε παρά να κλεφτούν.
Στην αρχή, η καρδιά της Ρηνούλας σφίχτηκε με την ιδέα
πως θ’ απαρνιότανε, για λίγο ή για πάντα, τους δικούς της και
το σπιτικό της —μα η τυφλή αγάπη της στο Βάγγο, κι η
απελπισία της, νικήσανε.
Έπρεπε το πράμα να τελειώσει μια και καλή.

Μάζεψε το μπογαλάκι της, και το ‘κρυψε αποβραδίς κάτω


απ’ το κρεβάτι. Έβανε κι ένα κόνισμα της Παναγιάς στον
κόρφο της, έκανε το σταυρό της —και τράβηξε στη νύχτα, με
την καρδιά ολάνοιχτη, σαν ανοιχτό λουλούδι —
νυχτολούλουδο…

****
Φύσαγε ο άνεμος, κι οι βάρκες παραδέρνανε. Η θάλασσα
ξερνούσε αφρούς ολάσπρους, και βογκούσε δυνατά.
Χοντρές σταλαγματιές βροχής πέφτανε, αριά και πού, απ’
το βουρκωμένο ουρανό.
Σφιγμένη μέσα στη γερή αγκαλιά του Βάγγου, η Ρηνούλα
έτρεμε και καρδιοχτυπούσε.
Τράβηξαν χωρίς αναπνοή ως τη βάρκα κι έλυσαν το σκοινί.
Ο Βάγγος έλεγε να περάσουν στ’ αντικρινό νησί, και να
στεφανωθούνε τα χαράματα στο εκκλησιδάκι τ’ Αϊ-Νικόλα, που
ο παπάς του ήτανε δικός του. Όλη η ζωή περνούσε τώρα απ’
τα μάτια της Ρηνούλας, σαν ένα όνειρο —εφιάλτης πιο καλά—
όλο αστραπές λαμπερές, κι όλο βαθιά σκοτάδια
πρωτογνώριστα…
Η τρεμούλα της φευγάλας, η άγρια χαρά της λευτεριάς, της
ανοίγαν ένα βάραθρο από μπροστά, κι έν’ άλλο από πίσω —

[256]
ένα βάραθρο χωρίς βυθό, που το μάτι χανότανε, κι η ψυχή
σπαρταρούσε…
Έλυσαν τα σκοινά. Η βάρκα πετάχτηκε σα θεριό
λευτερωμένο απ’ τις αλυσίδες του. Τα ξύλα της έτριξαν,
υψώθηκε ολόρθη, απάνω σ’ ένα κύμα, και ξανάπεσε,
τινάζοντας κατακλυσμό από νερά, που τους ράντισε απ’ την
κορφή ως τα πόδια…
— Έλα! Πάμε!…
Πρώτος ο Βάγγος πήδησε μέσα, κι άπλωσε τα γερά του
μπράτσα, να πιάσει τη Ρηνούλα. Κι εκείνη έπεσε στην αγκαλιά
του, σαν κουρέλι, και βαστάχτηκε απάνω του, για να μη
σωριαστεί χάμου.
Τα κύματα ανέβαιναν και κατέβαιναν, κι ο αέρας βούιζε
άγρια.
Την άφησε χάμου, κοντά στο τιμόνι, άρπαξε τα κουπιά, κι η
βάρκα άρχισε ν’ απομακρύνεται απ’ τη στεριά, τραβώντας σαν
τρελή προς τ’ ανοιχτά. Έγερνε όμως απ’ τη μια πάντα, και τα
νερά την πλημμύριζαν.
Ένας αχνός από σταλαγματιές φτερούγιζε στον άνεμο, και
πιτσίλιζε τα μούτρα τους με δύναμη.
Η Ρηνούλα, μαζεμένη σαν κουβάρι, κρατούσε πάντα την
αναπνοή της, και κοίταζε, πέρα, μακριά, τα λιγοστά φώτα του
χωριού, να χάνονται μες στο βαθύ σκοτάδι.
Κι ο Βάγγος, παλεύοντας, στήθος με στήθος, με την
καταιγίδα, γυρίζει, πού και πού, και της χαμογελάει, για να της
δώσει θάρρος… Κι η φουρτούνα όσο πάει δυναμώνει.
Η Ρηνούλα δέεται από μέσα της, με πάθος:
— Χριστέ μου, Παναγιά μου, βόηθα μας, κι ό,τι έχω δικό
μου, σ’ το χαρίζω!…
Βροντάει τώρα, κι αστράφτει, και το μπουμπουνητό
ανακατώνεται με το βοριά, κι όλος ο ουρανός κι η θάλασσα
σκίζονται απ’ τ’ αστροπελέκια, που φεγγοβολάνε σα
σπαθιές…
Και τα κύματα έρχονται, χτυπώντας και βογκώντας
μανιασμένα, σαν να δαγκώνονται, το ένα με τ’ άλλο —πότε
πελώρια και μαύρα, σαν την πίσσα, πότε στητά ολόρθα, σα
βουνά, στεφανωμένα με τον άσπρο τους αφρό…
Ο ίδρωτας σταλάζει απ’ τα μαλλιά του Βάγγου, και βρέχει το
λαιμό του. Το αγκομαχητό του ακούεται, ανακατωμένο με τη
βουή της θάλασσας…
[257]
Μια στιγμή στέκεται ακίνητος, με παραλυμένα χέρια, και
κοιτάει σαν τρελός στα σκοτεινά. Κανένα φως δε φαίνεται στη
νύχτα.
— Ρηνούλα μου!… Ρηνούλα μου!… ξεφωνίζει.
Κι η φωνή του δείχνει τον τρομερόν αγώνα που παλεύει! Τα
μάτια του γυρεύουνε του κάκου τη στεριά…
Η Ρηνούλα βογκούσε σιγανά. Ο θάνατος τους ζώνει απ’
όλες τις μεριές…
Και ξαφνικά, τ’ όνειρο του σπιτιού της ξαναγυρίζει πάλι στο
μυαλό της, παραδεισιακό και φωτοβόλο.
Θυμάται την άσπρη της γατούλα, και τη φωτιά στο τζάκι,
που πηδούσε, ρίχνοντας ίσκιους βαθυκόκκινους στους
τοίχους, και τη γλυκιά της ζέστα στην καρδιά… Θυμάται την
καλή της τη μανούλα, και το γέρο της πατέρα, και τον Τάσο —
και την Ανέζω, την υπηρέτριά τους, που μπαινόβγαινε με τις
χοντρές της τις παντούφλες και το καναρινάκι στο κλουβί, με
το πρωινό κελάηδισμά του — και την κληματαριά στο
παραθύρι της, που σκαρφάλωνε ίσαμε τη σκεπή, απλώνοντας
το πράσινο χαλί της— και την άσπρη την καμαρούλα, με το
καντηλάκι που ‘φεγγε μπροστά στα εικονίσματα — και τα
κοπανέλλια της, ριγμένα στη γωνιά, με τις γαλάζιες, κίτρινες
και πράσινες καρφίτσες — κι όλ’ αυτά παίρνουν στο μυαλό της
μιαν άλλη σημασία, απόμακρη και υπερφυσική, φαίνονται σαν
πράματα αγύριστα, που ποτέ πια δε θα μπορούσε να τα
χαρεί…
Ένας πάθος σωτηρίας φλογίζει την καρδιά της ξαφνικά…
Και μια φωνή απελπισίας βγαίνει απ’ τα στήθη της:
— Βάγγο! Πάμε πίσω… πάμε πίσω…
Εκείνος, όμως, μήτε την ακούει. Χαροπαλεύει σαν λιοντάρι
με τα κύματα. Παλεύει, σαν «παιδί του Σατανά»!…
Ω τι κρυάδα χύνεται στις φλέβες της Ρηνούλας! Τον βλέπει,
τώρα, «γιο του Σατανά» σωστό!…
Κι ένα μίσος μέσα της ξεσπάζει, μια φρίκη, κι ένας τρόμος…
Μια φρίκη, γι’ αυτόν που ήρθε να ταράξει τη γαλήνη της, και να
την παρασύρει μέσα στ’ άγνωστο και να την πνίξει μες στην
τρικυμία…
— Πάμε πίσω! Πάμε πίσω! Πάμε πίσω! σκούζει η Ρηνούλα.
Κι ο Βάγγος παρατάει τα κουπιά, κι έρχεται και σωριάζεται
στο πλάι της, και χτυπάει τα στήθια του με μανία, σαν
κολασμένος που θα πάρει την ψυχή της…
[258]
Κι έπειτα ένα τράνταγμα φριχτό ακούεται. Η βάρκα πέφτει
σ’ ένα βράχο απάνω!… Κολυμπούν στα κρύα τα νερά για να
σωθούν, και φωνές, φωνές, φωνές, φωνές γεμίζουν τον
σκοτεινιασμένον αγέρα:
— Ρηνούλα μου!… Ρηνούλα μου!… Ρηνούλα μου!…

****
Το πρώτο γλυκοχάραγμα φέγγει, μόλις στην ανατολή, μέσ’
από κίτρινα και βουρκωμένα σύννεφα.
Η θάλασσα, γαληνεμένη έπειτ’ απ’ τη θύελλα της νύχτας,
γλείφει τώρα ήμερα τους βράχους, σα να γυρεύει να τους
καλοπιάσει.
Κι ένα μαύρο, μουσκεμένο πράμα, ξαναπαίρνει το δρόμο
του σπιτιού.
Τα παράθυρα είναι κλειστά ακόμα —το χωριό κοιμάται
κουρασμένο απ’ τη νυχτερινή την καταιγίδα.
Το μαύρο πράμα περπατάει και σκοντάβει σε κάθε βήμα.
Φτάνει, ως την αυλή του μπαρμπα-Θύμιου, σπρώχνει την
πόρτα, και μπαίνει σιγαλά.
Ανεβαίνει σιγαλά τα σκαλοπάτια. Κανένας τους δεν
ξύπνησε ακόμα…
Βάνει, τ’ αυτί στη διπλανή την κάμαρα, κι ακούει την
αναπνοή του γέρου, ν’ ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά σαν ήσυχο
μονότονο τραγούδι…
Πέφτει, καθώς είναι, στο κρεβάτι.
Τίποτε δεν ξέρει, δε θυμάται —και τίποτε θέλει να θυμάται!
Και το πρωί —στο πρώτο φως του ήλιου— καθώς η μάνα
μπαίνει σιγανά, κι έρχεται σιγά την ξυπνήσει, βρίσκει τη
Ρηνούλα μες στο πάπλωμα, ξεκαρδισμένη απ’ τα γέλια και
γυμνή, με τα μαλλιά της άσπρα σαν το χιόνι, και με τα δυο της
μάτια απλανή, θεόρατα, μεγάλα κι ανοιχτά —σαν ανοιχτά
λουλούδια νυχτολούλουδα…
Φτωχή Ρηνούλα!… Έτσι τρελή απόμεινε σ’ όλη της τη ζωή.
Πάντα νομίζει πως χαροπαλεύει με τα κύματα και πάντα
φωνάζει λαχταρισμένα κι άγρια:
— Πάμε πίσω!… Πάμε πίσω!…

[259]
ΡΟΔΑ

…Ένα κοριτσάκι περνούσε προς το δείλι, μες τον πλατύ


έρμο δρόμο, και βάσταγε στην αγκαλιά του μια δέσμην άσπρα
ρόδαα· το βράδυ σίμωνε γοργά, έπεφτε ολούθε η νύχτα, κι αυτό
τραβούσε βιαστικά, και πρόσεχε όλην ώρα, μη σκοντάψεαι·
χτυπούσεν η καρδούλα του, τα μάγουλά του ήτανε
φλογισμένα, τ΄ άμαθα ποδαράκια του λυγούσανε απ΄ το βάρος.
Και κάποιος πέρασε κι αγάπησε του κοριτσιού τα μάτιαα·
με τρόπο κοντοστάθηκε, σα για να του μιλήσει, μα κείνο δεν
τον είδε, και τράβηξε πιο γρήγορα.
Και κείνος που τ΄ αγάπησε, στάθηκ΄ εκεί πολλή ώρα, και
τ΄ ακολουθούσε με τα μάτια, ώσπου το κοριτσάκι χάθηκε στις
καλαμιές της ρεματιάς, στις καλαμιές της ρεματιάς που πάει
κατά τη χώρα…
Και την άλλη μέρα, ίδιαν ώρα, το ίδιο κοριτσάκι περνούσε
πάλι μέσ΄ τον ίδιο δρόμο, και βάσταγε στα χέρια του μια δέσμη
ρόδα κόκκιναα· περνούσε πάλι μέσ΄ τον ίδιο δρόμο, μα δε
βιαζότανε σα χτεας· η καρδούλα του χτυπούσε δυνατά, τα
μάγουλά του ήτανε πυρωμένα, και τα μάτια του κοίταζαν
μακριά…
Και να ‘σου πάλε αυτός, στην ίδια θέση, που είχε
αγαπήσει πιο μπροστά του κοριτσιού τα μάτιαα· σίμωσε δειλά,
μ΄ αυτό χαμήλωσε το πρόσωπο στη γη, και κοίταε το δρόμο.
Και μήτε που είπαν λέξη, μόνο αναστενάξανε βαθιά, και το
κοριτσάκι τράβηξε, κι αυτός έμεινε πίσω, και τ΄ ακολουθούσε
[260]
με τα μάτια, ώσπου στο τέλος χάθηκε πίσω απ΄ τις καλαμιές
της ρεματιάς, τις καλαμιές της ρεματιάς που πάει κατά τη
χώρα…
Και την τρίτη μέρα, την ίδιαν ώρα, το ίδιο κοριτσάκι
ξαναπερνούσε πάλι από τον ίδιο δρόμο, κι έφερνε μες την
αγκαλιά ένα μάτσο ρόδα πορφυραά· τα μάτια του ήταν
άρρωστα, η ανάσα του κομμένη : το είχε μεθύσει δυνατά των
ρόδων η ευωδιά.
Κι αυτός που τ΄ αγαπούσε, το περίμεναε· ήρθε σιμά του
θαρρετά, με την καρδιά γιομάταη· το κοριτσάκι στην αρχή
χαμήλωσε τα μάτια, μα πάλι τ΄ ανασήκωσε.
― Δώσ’ μου ένα ρόδο…
― Πάρ’ τα.
Και πήρε όλα τα ρόδα, το μάτσο με τα ρόδα, κι ήταν
γιομάτα δάκρυαα· και μοιάζαν λυπημένα, σαν κάποιες
άγρυπνες βαθιές και σιωπηλές πληγές.
Κι η γλύκα των ματιών του κοριτσιού, σκόρπισε
μονομιάς: γιατί δεν ήτανε παρά το λίγωμα απ΄ τα ρόδαα· και
χάθηκεν η αγάπη στου κοριτσιού τα μάτια. Κι άρχισε τότε να
σφυράει κάποιο παλιό τραγούδι και να κοιτάει αφαιρεμένα
αλλού.
Και το κοριτσάκι τράβηξε πάλι σιγαναά· τράβηξε πάλι
σιγανά, και χάθηκε στις καλαμιές της ρεματιάς, τις καλαμιές της
ρεματιάς που πάει κατά τη χώρα…
Κι ύστερ’ από τρεις μέρες – προς το βράδυ – περνούσε
πλάι στη ρεματιά που πάει κατά τη χώρα, ένα μικρούλι
φέρετρο: μικρούλι ήταν το φέρετρο, μικρούλι και λευκό, σαν τις
ψυχούλες των παιδιών που πάνε να ησυχάσουν…
Το φέρετρο ήτανε μικρό, μια μαύρη μάνα μοναχά πήγαινε
αργά από πίσω· και μέσα του ήταν ένα κοριτσάκι – ένα χλωμό
μηδαμινό μικρούλι κοριτσάκι· κι απάνω στα χεράκια του τ΄
αχνά, τα σταυρωμένα, ήταν ριγμένο μοναχά ένα ρόδο – ένα
μονάχα ρόδο κατακίτρινο.
Και μήτε φάνη πια κανείς μες τον πλατύ έρμο δρόμο.

[261]
ΣΚΙΕΣ

Ήταν τόσο ευτυχισμένη, τόσο ευτυχισμένη, εκείνη τη


βραδιά… Ξαπλωμένη σ’ έναν καναπέ, με τα πόδια τεντωμένα
στο σκαμνάκι, κοίταζε τη θάλασσα! Ο ήλιος δεν είχε βασιλέψει
ακόμα. Οι τελευταίες κόκκινες ανταύγειες έβαφαν τα βουνά και
τα νερά, μ’ όλα τα θεία χρώματα της ίριδος. Ένα σωρό
παιδάκια έπαιζαν στην αμμουδιά, και κάθε φορά που τα
πρόφταινε το κύμα, έμπηχναν άξαφνες και δυνατές κραυγές,
που δονούσαν σύχαρα το βραδινόν αέρα…
Κι ο ουρανός, βυθισμένος όλος στη γαλήνη της βραδιάς,
θύμιζε με τις μήλινές του αποχρώσεις τα λεπτά κι εξωτικά
εκείνα βάζα, που έρχονται απ’ την Ανατολή, και φέρνουν κάτι
απ’ το διάφανο μυστήριο των μακρινών τόπων που
γεννήθηκαν…
Ήταν ξαπλωμένη στη βεράντα, μ’ ένα βιβλίο ανοιχτό στα
γόνατά της —ένα βιβλίο που δεν είχε κατορθώσει, όλο το
καλοκαίρι, να το διαβάσει— βυθισμένη σε γλυκιάν
ονειροπόληση. Όλη την ημέρα εκείνη, απ’ το πρωί, την είχαν
περάσει στην Αθήνα, κάνοντας διάφορα ψώνια, εδώ-εκεί, στα
μαγαζιά.
Είχαν κουβαλήσει ένα σωρό πράματα —προετοιμασίες του
χειμώνα, γιατί το καλοκαίρι κόντευε να περάσει, και το
ημερολόγιο έδειχνε πια φθινόπωρο. Εντούτοις, όμως, ο καιρός
κρατούσε πάντα ήμερος, οι βαρκάδες εξακολουθούσαν, τα
μεσημέρια, έκαιγαν ακόμα… Ήταν από κείνα τα φθινόπωρα
απ’ τα παράξενα εκείνα καλοκαίρια, που κρατούν όλη τη γλύκα
[262]
τους στο τέλος, και παρατείνουν την εφήμερη ζωή τους, σα να
μη θέλουν να παραδοθούν ακόμα —ακόμα λίγο, μια στιγμή
ακόμα— στο παγερό το πένθος του χειμώνα…
Ήταν κουρασμένη αρκετά —αλλά και τόσο τρυφερά
ευτυχισμένη, που δεν ένιωθε ολότελα την κούραση… Ήθελε,
αν ήταν δυνατόν, να μην τελείωνε ποτέ αυτή η μέρα, να
βαστούσε έτσι δα, παντοτινά…
Η καρδιά της ήταν, πιο πολύ απ’ όλες τις φορές,
πλημμυρισμένη ευτυχία κι έρωτα!
Εκείνος είχε κατεβεί στον κήπο, και την άφησε για λίγο
μόνη. Κι ίσως θα ‘πρεπε να μείνει λίγο μόνη. Οι εντυπώσεις
της χρυσής εκείνης μέρας, έπρεπε κάπως να κατασταλάξουν,
να πάρουν όλη τη λεπτή τους σημασία, όλη τη χαρωπή τους
αρμονία, στην ησυχία και στη μοναξιά…
Ένας αναστεναγμός, ευτυχισμένος κι άθελος, της γέμισε τα
στήθη.
Ο ήλιος έσβηνε, σαν ένα κατακόκκινο μπαλόνι, ξαφνικά
μεγαλωμένος και θεόρατος, στη βραδινή την αποθέωσή του.
Τα μάτια τον κοιτούσαν τώρα άφοβα, χωρίς να παίζουν, ούτε
να δακρύζουν.
Το καπέλο της ήταν πεσμένο δίπλα της, και δεν άπλωνε το
χέρι να το πιάσει.
Σε λίγο έτριξε η πόρτα, κι εκείνος μπήκε μέσα. Ήρθε
γελαστός ως τη βεράντα, και της φίλησε με πάθος τα μαλλιά.
— Ξέρεις τι συλλογίζομαι; του είπε τότε σιγανά εκείνη.
— Πώς μπορώ να ξέρω, τι κρύβει, τι στιγμές που λείπω,
αυτό το σκοτεινό το κεφαλάκι;…
—Να τι συλλογίζομαι: Είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένη. Ίσως
πιο πολύ απ’ ό,τι πρέπει… Λες αυτό να βαστάξει πάντα έτσι;…
Γύρισε και την κοίταξε στα μάτια.
— Γιατί το λες αυτό; Έχεις κανένα λόγο ν’ αμφιβάλλεις; Δεν
πρέπει να προεξοφλείς το μέλλον…
Εκείνη έσκυψε τα μάτια με παράπονο.
— Θα ‘θελα τόσο να μπορούσα να το κάνω! Δε μου φτάνει
να χαίρομαι το τώρα… Θα ‘θελα να ‘ξερα αν θα βαστάξει
πάντα!
Της πήρε τα χέρια στα δικά του, και μαλακά της φίλησε τα
δάχτυλα.
— Κουταμάρες!
Είπε και κείνη τότε:
[263]
—Κουταμάρες… Κι έσμιξαν παράφορα τα χείλη.
Ο ήλιος είχε βασιλέψει τώρα. Στην παραλία, όλα τα φώτα
ήταν αναμμένα. Ένα πλήθος κόσμου περπατούσε, κι από
μακριά, από την άκρη μιας ολόφωτης εξέδρας, έφτανε κάποιος
ήχος μουσικής.
— Άνοιξες τα πράματα; της είπε τότε ξαφνικά εκείνος.
— Όχι απόψε. Είμαι κουρασμένη. Κι εξάλλου είμαι τρομερά
ευτυχισμένη. Δε θέλω ν’ απασχοληθώ με τίποτ’ άλλο…
Του το ξανάπε άλλη μια φορά, όταν ήταν καθισμένοι στο
τραπέζι.
— Είμαι τόσο φοβερά ευτυχισμένη…
Του το ξανάπε σιγανά, με τόσο πάθος, που εκείνος άρχισε
ν’ ανησυχεί. Την έβλεπε στο πλάι του, τόσο καλή και
συμπαθητική, εκείνη τη στιγμή, καθώς ήταν καθισμένοι δίπλα,
κι έτρωγαν, που του μετέδωσε κι εκείνου, δεν ξέρω ποιο
συναίσθημα, το ρίγος μιας κρυφής ανησυχίας, πως αυτό δεν
θα μπορούσε να κρατήσει πολύ…
Δυο – τρεις φορές, του ήρθε ξαφνικά να τη φιλήσει.
Κι η βραδιά εκείνη περνούσε αλλόκοτα σιωπηλή, βουβή,
νοσταλγική, μοναδική. Ώρες-ώρες έλεγε μέσα στο μυαλό του,
πως ποτέ, απ’ τον καιρό που ζούσανε μαζί, δεν την είχε βρει
τόσο αμίλητη.
Ήταν καθισμένοι πολύ κοντά στη θάλασσα, δίπλα σχεδόν
στο πάφλασμα του κύματος, στην πιο απόμερη γωνιά της
αμμουδιάς.
‘Όταν έφτασαν τα φρούτα, θέλησε κάτι να της πει, αλλά
μετάνιωσε. Είχε τα μάτια καρφωμένα μακριά, στο λευκό πανί
κάποιας βαρκούλας, που γλιστρούσε γραφικά κι αθόρυβα, σαν
ένας κύκνος μακρινός, σαν ένα φάντασμα, στη σκοτεινή
γαλήνη των νερών… Αλλά η βάρκα πέρασε, και τα μάτια,
δίχως να σπαράζουν, εξακολουθούσαν να κοιτάνε, να κοιτάνε
βυθισμένα στο κενό…
Κι όταν της είπε πια να φύγουν από κει, γύρισε και τον
κοίταξε με τόσην απορία, με τόσο ήσυχο και μυστικό
παράπονο, ώστε μετάνιωσε που πρόφερε το λόγο.
— Αν θέλεις, μένουμε. Σου το ‘πα μόνον επειδή σε βλέπω
κουρασμένη….
Είμαι κουρασμένη αρκετά. Αλλά θα ‘θελα να μείνουμε λιγάκι.
Η φωνή της είχε πάρει, τώρα, κάποιον τόνο ασυνήθιστα
βαθύ.
[264]
Απ’ την απόμερην εκείνη αμμουδιά, που συνήθιζαν να
τρώνε κάθε βράδυ, μπορούσαν κι έβλεπαν την κίνηση
τριγύρω, χωρίς αυτοί να φαίνονται στους άλλους. Την είχαν
βρει σαν ένα είδος άσυλο. Συζητούσαν εκεί πέρα πιο ελεύθερα,
κι έλεγαν τα δικά τους, χωρίς η κίνηση να τους ανησυχεί.
Εκείνη, όμως, τη βραδιά, δεν άνοιγαν το στόμα.
Ήταν κι οι δυο τους απορροφημένοι από μια σκέψη
μακρινή κι απροσδιόριστη.
Κι έπειτα εκείνη σηκώθηκε με μιας, σα να ξυπνούσε ξαφνικά
από ‘να όνειρο, κι έδειξε πως θέλει να γυρίσει σπίτι.
Ανέβηκαν στους βράχους, πολύ αργά, πιασμένοι απ’ το
χέρι, και πάτησαν την άσφαλτο μαζί.
Περίμεναν εκεί, ώσπου να περάσουν τ’ αυτοκίνητα.
Και πήραν ήσυχα το δρόμο του σπιτιού.
Κι η νύχτα πέρασε γλυκιά και δίχως όνειρα —μια νύχτα
μαγική κι ευλογημένη, που λες κι οι ώρες δεν πατάνε πια στη
γη, αλλά περνάνε, μουσικές κι ασύλληπτες, σαν κάποια
δάχτυλα νωθρά που παίζουν άρπα…
Κι όταν ήρθε το πρωί, ξύπνησαν κι οι δυο, μ’ ένα καινούριο
κέφι.
Εκείνος είχε πρόγραμμα ν’ ανέβει στην Αθήνα. Είχε χίλια
πράματα να κάνει, να συναντήσει κάποιο δικηγόρο, να
ξεμπερδέψει κάποιες υποθέσεις. Έπρεπε, ως το μεσημέρι, όλ’
αυτά να βρίσκονται σε τάξη.
Η μέρα ήταν αρκετά προχωρημένη.
Ο ήλιος φώτιζε τα τζάμια. Η θάλασσα φαινόταν από το
παράθυρο, γιομάτη πρωινές ομίχλες, σαν ένα ατλάζι γαλανό
και διάφανο, με τις ανάλαφρες ρυτίδες των κυμάτων, συρμένες
απαλά, εδώ-εκεί, σαν πινελιές που μόλις ξεχωρίζουν. Το
πρωινό ευτυχισμένο αγεράκι την κόλπωνε σε μαλακές πτυχές,
όλο ραθυμία και νωχέλεια, σαν μια μεγάλην απλωτή σημαία…
Η ώρα ήταν περασμένη, κι αυτός ακόμα χτενιζόταν στον
καθρέφτη.
— Μη φεύγεις, του λέει άξαφνα εκείνη.
Την κοίταξε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο, κι εξακολούθησε
αργά το χτένισμά του.
Αφού τελείωσε, γύρισε και της είπε:
— Γιατί το λες αυτό;

[265]
Εκείνη δεν του αποκρίθηκε αμέσως. Του ‘δειξε μόνο με το
χέρι, μακριά, ένα μεγάλο σύννεφο, σαν πούπουλο, που
διάβαινε λευκό στον ουρανό. Έπειτα το χέρι της ξανάπεσε.
— Η μέρα είναι τόσο γαλανή… Δε θα ‘θελα να μείνω μόνη
σήμερα…
— Μα δε σου το ‘πα; Θα γυρίσω γρήγορα.
Εκείνη σούρωσε τα χείλη με παράπονο.
— Θα προτιμούσα να μη φύγεις, ξαναείπε.
Την αγκάλιασε τότε, τη φίλησε και της απάντησε:
— Από χτες, είσαι πολύ ρομαντική. Ας κοιτάξουμε και λίγο
τις δουλειές μας…
Δεν είπαν τίποτ’ άλλο.
Εκείνος είχε πια ντυθεί, κι όμως στεκόταν τώρα στο
παράθυρο, σα να καταλάβαινε, στο βάθος της καρδιάς του,
πως ίσως να μην πρεπε πραγματικά να φύγει…
Είχε βγάλει το μικρό του το πιστόλι, και το ‘χε βάλει δίπλα,
στο τραπέζι.
Έπειτα πήγε στο γραφείο του, ξεκλείδωσε, έβγαλε διάφορα
χαρτιά, κι έπειτα ξαναγύρισε στην κάμαρα.
Κοίταξε τα χαρτιά του, ένα-ένα, για να διαλέξει τι έπρεπε να
πάρει. Τα κοίταξε με προσοχή, έβγαλε μερικά στη μπάντα,
πήρε δυο τρεις φακέλους, κι άρχισε να τους ταχτοποιεί, πολύ
αργά, με κινήσεις ελαφρά συλλογισμένες.
Εκείνη έριξε τα μάτια στο πιστόλι.
Κι ενώ εκείνος ήταν γυρισμένος, άπλωσε το χέρι και το
πήρε.
Το κοίταξε απ’ όλες τις μεριές, έκανε σα να ‘θελε να ρίξει,
σημαδεύοντας το μεγάλο άσπρο σύννεφο, που είχε μείνει στον
ορίζοντα, μετέωρο, σα χιονισμένη κορυφή βουνού, τόσο
λαμπρού, που θάμπωνε τα μάτια — κι έπειτα το γύρισε
παντού, καρφώνοντας την κάννη του προς όλα τα σημεία,
πότε στα πόδια μιας καρέκλας ψαθωτής, πότε σ’ ένα μικρό
μαξιλαράκι, πότε σε μία κορνίζα κρεμασμένη…
Το γύρισε προς όλες τις μεριές, και πότε το ‘φερνε πολύ
κοντά στο μάτι, πότε το τέντωνε στην άκρη του χεριού,
παίζοντας αμέριμνα μαζί του. Κι έπειτα, παίζοντας, το
κάρφωσε στο στήθος.
— Και να φανταστεί κανείς, πως εδώ μέσα κρύβεται ο
θάνατος! Ψιθύρισε.

[266]
Το είπε τόσο μελαγχολικά, που εκείνος, παραξενεμένος,
γύρισε το κεφάλι και την είδε.
— Μη! της φώναξε με τρελή φωνή.
Αλλά δεν πρόφτασε ν’ αρθρώσει τίποτ’ άλλο. Ξαφνιασμένη
απ’ τον ήχο της φωνής του, καθώς κρατούσε το πιστόλι με το
χέρι, χωρίς να το θέλει, πάτησε το δάχτυλο.
Κι ώσπου εκείνος να χυμήξει, να προλάβει — μες στο
γαλάζιο και χαρούμενο πρωί, και μες στον ήλιο, που
πλημμύριζε την κάμαρα— το νεκρό βόλι, ζωντανεύοντας με
μιας, μ’ έναν κρότο κούφιο και ξερό, της είχε περασμένη την
καρδιά!…

[267]
Τ’ ΑΝΕΛΠΙΣΤΑ ΚΑΛΑ ΕΝΟΣ ΚΑΚΟΥ

Ο Παναγής, συνάδελφός μου στο γραφείο –και που θα ήταν


ο καλύτερός μου φίλος, αν δεν είχε το φριχτό αυτό ελάττωμα–
είχε την αθεράπευτη μανία των απεραντολόγων συζητήσεων.
Το συγκινητικό, σ’ αυτή την ιστορία, ήταν ότι ο Παναγής,
κάνοντας αυτές τις συζητήσεις, δεν προσπαθούσε, και δε
φιλοδοξούσε, ν’ αλλάξει τις ιδέες κανενός, ούτε, κι ο ίδιος, να
μεταπεισθεί. Τις έκανε, απλώς, για τη συζήτηση. Υποστήριζε
ότι, αφού ο άνθρωπος είχε το θείο χάρισμα του λόγου, έπρεπε
να το χαίρεται, χωρίς διακοπή! Αν και δε συμφωνώ μ’ αυτή την
άποψη –κι ούτε κανένας άλλος συμφωνούσε– ήμαστε όλοι
υποχρεωμένοι, στο γραφείο, στο δρόμο ή στο τραμ, όταν ο
διάβολος μας έριχνε κοντά του, να υποτασσόμεθα,
γογγύζοντας ή όχι, στην εγωιστική αυτή μανία του…
Ο Παναγής, δε μας χρωστούσε χάρη, γι’ αυτή την
ανεκτίμητη θυσία: όπως όλοι οι μεγάλοι φλύαροι, που
καλλιεργούν αυτό το πάθος, δεν έβλεπε, στη ρύμη της
κουβέντας του, την καταδίκη μας και την απόγνωσή μας!
Εξακολουθούσε να πιστεύει πως εκείνο το μαρτυρικό
χαμόγελο, που ακινητούσε στη μορφή μας, όταν τύχαινε και
πέφταμε στα νύχια του, ήταν χαμόγελο χαράς κι ευδαιμονίας,
για την τύχη που μας έφερνε κοντά του! Η αυταπάρνησή μας
δεν τον έθιγε, κι ούτε μπορούσε να τη φανταστεί…
«Ν’ αγαπάς τους φίλους σου, με τις αδυναμίες τους» – έτσι
λέει κάποια παροιμία.
Και σύμφωνα μ’ αυτή την παροιμία, αγαπούσαμε κι εμείς
τον Παναγή. Αλλά πιο πολύ αγαπούσαμε την ώρα που μας
έδινε το χέρι…

Ήμαστε δέκα, στο ίδιο γραφείο, κι η δουλειά μας ήταν


πληχτική. Μες στη μεγάλη σάλα που δουλεύαμε, δεν
ακουγόταν, μέρα νύχτα, τίποτ’ άλλο, παρά ο κρότος της
γραφομηχανής. Κι αυτός ο κρότος, που δε σταματούσε,
έμοιαζε, κάπως, σε πολλά σημεία, με τη λίμα του καλού μας
φίλου! Ήταν η ίδια απηνής σκοτούρα, ο ίδιος φοβερός
εκνευρισμός… Όλοι διψούσαμε για λίγη σιωπή!

[268]
Και τη χαιρόμαστε αυτή τη σιωπή, κάθε Κυριακή, και κάθε
σκόλη. Μας φαινόταν πως μας χάριζαν τον κόσμο. Πηγαίναμε
στους κινηματογράφους (ήταν βουβοί, την εποχή εκείνη – από
τότε μίλησαν κι αυτοί!), κάναμε ταξιδάκια κι εκδρομές –πάντα
σε μέρη ήσυχα, και δίχως φασαρίες– περνούσαμε σχεδόν
χαριτωμένα. Τον Παναγή, αν και τον αγαπούσαμε, γιατί ως
άνθρωπος είχε χρυσή καρδιά – δεν τον παίρναμε ποτέ στις
εκδρομές μας· τον αποφεύγαμε σχεδόν, και τον φοβόμαστε,
όπως ο διάβολος φοβάται το λιβάνι. Κάποτε, στις αρχές της
γνωριμίας μας – μόλις είχε προσληφθεί στην εταιρία – είχαμε
γελαστεί, δυο τρεις φορές, και τον είχαμε καλέσει στην παρέα·
αλλά μόλις καταλάβαμε το πάθος του, δεν τον ξανακάλεσε
κανένας. Το φέρσιμό μας αυτό δεν τον σωφρόνισε.
Εξακολουθούσε το χαβά του – ωσότου μας ανάγκασε κι εμάς,
να συσσωματωθούμε εναντίον του, σ’ ένα είδος «συμμαχίας
ιεράς», για την άμυνα και για την περιφρούρηση της
κινδυνευούσης ησυχίας μας… Όταν μας έβρισκε μαζί,
συγκεντρωμένους, γλιτώναμε προσωρινά τον κίνδυνο· όταν,
όμως, μας πετύχαινε μονάχους – θύματα φτωχά κι
ανυπεράσπιστα– επωφελείτο, και μας άλλαζε την πίστη! Ήταν
σα μιαν υποσυνείδητη εκδίκηση, για τη μικρή μας τη
συνομωσία…
Κι όμως, σ’ αυτή τη φοβερή του φλυαρία, σ’ αυτή την
ακατάσχετή του λίμα, χρωστάω – πρέπει να τ’ ομολογήσω –
το ότι είμαι ζωντανός, ετούτη τη στιγμή!
Είχαμε πάρει άδεια, εγώ κι ο Παναγής, το προπερασμένο
καλοκαίρι –άδεια για δεκαπέντε μέρες – με το σκοπό να πάμε,
κι εμείς, κάπου, σ’ ένα νησάκι ή σε μιαν ακρογιαλιά, για να
ξεσκάσουμε και να ξεκουραστούμε, σαν ταλαιπωρημένοι
χριστιανοί. Ο Παναγής θα τραβούσε για την Τήνο. Δεν
εννοούσα, με κανένα τρόπο, να τον ακολουθήσω στο ταξίδι,
και να βρεθώ, μαζί του, στο ίδιο το νησί! Μου ’φτανε η
σκοτούρα του γραφείου, ο θόρυβος της γραφομηχανής, για να
μην υποστώ και τη συντροφιά του… Τις λίγες αυτές μέρες της
αδείας, ήθελα να πάρω τον αέρα μου, και να χορτάσω την
ελευθερία μου. Αν ήταν να ’παιρνα αυτή την άδεια, για να
ξαναπέσω στην παγίδα, καλύτερα να μην την είχα πάρει! Θα
προτιμούσα να ’μενα κλεισμένος στο γραφείο, στη δροσιά των
μικρών ανεμιστήρων, σκυμμένος μες στους αριθμούς και τα
κατάστιχά μου, να κατεβαίνω ταχτικά στο Φάληρο, να παίρνω
[269]
την ανάσα μου, κοντά στην αμμουδιά – παρά να κάνω τη
μεγάλη φασαρία και τα έξοδα του παραθερισμού, μόνο και
μόνο για να πέσω, σαν το μπούφο, στον ξεθεωμό του Παναγή!
Α! όχι, όχι! Πιο καλά μες στο γραφείο…
Είχα την απόφαση να μη βρεθώ μαζί του, ούτε στο τρένο,
ούτε στο βαπόρι! Εγώ θα τραβούσα για την Πάρο – κι αν
εκείνος μου ’λεγε πως θα πήγαινε στην Πάρο, θα τραβούσα κι
εγώ δεν ξέρω πού – θα πήγαινα στη Σύρα ή στην Νάξο… Δόξα
να ’χει ο μεγαλοδύναμος, τα νησιά δεν απολείπουν στο
Αιγαίο…
Είχα φροντίσει να τον αποφύγω, ως τη στιγμή που,
φορτωμένος τη βαλίτζα μου, πήγα να πάρω τον ηλεκτρικό.
Ήμαστε δυο, μονάχα, αδειούχοι –κανένας άλλος δεν τον έκανε
παρέα– κι έψαχνε, σα λαγωνικό, για να με βρει. Είχε πάρει
σβάρνα όλα τα καφενεία, όλα τα μέρη τα γνωστά, που νόμιζε
πως σύχναζα, κι όλα τα κέντρα, για να με πετύχει. Δεν είχε
μάθει το καινούριο μου το σπίτι –ήξερε, μόνο, το παλιό που
κατοικούσα– αλλιώς δε θα μπορούσα να ξεφύγω…
Πήρα, λοιπόν, το τρένο, μια Κυριακή απόγεμα, και
κατέβηκα, γραμμή, στον Πειραιά. Έβγαλα το εισιτήριό μου – κι
επειδή είχα καιρό ακόμα, έκανα μια βόλτα στο λιμάνι. Χάζευα
με το συνωστισμό, με τις σφυριξιές των βαποριών, με τις
φωνές, με τον κόσμο που περνούσε. Ένιωθα, ως το πιο βαθύ
μου είναι, τον πυρετό και τη χαρά του ταξιδιού! Αδημονούσα,
και κοιτούσα το ρολόι, πότε θα ’φτανε η ώρα της φευγάλας…
Καθώς περιδιάβαζα στο πλήθος, ένιωσα κάποιο χέρι στο
μπράτσο μου απάνω: ήταν ο μοιραίος Παναγής, πιο ζωηρός
και φλύαρος απ’ όλες τις φορές! Μ’ αγκάλιασε, με φίλησε, με
γιόμισε φιλιά! Το πρόσωπό του έλαμπε, γελούσε,
τραγουδούσε! Ήταν γιομάτος κέφι που με βρήκε… Κατάλαβα
πως θα λιποθυμούσα! Τα γόνατά μου κόπηκαν μεμιάς, δεν
είχα το κουράγιο να μιλήσω… Μ’ άρπαξε και μ’ έσερνε στο
πλήθος, σα μια λεία που την κυνηγούσε χρόνια! Με πεσμένον
ενθουσιασμό, σκυφτός, αξιολύπητος, μασώντας τις κουβέντες,
άφησα να με πάει όπου θέλει…
Καθίσαμε σ’ ένα καφενεδάκι. Μου είχε σβήσει η χαρά του
ταξιδιού, με δυσκολία άρθρωνα τις λέξεις. Δεν είχα καν τη
δύναμη, σαν άλλοτε, να δοκιμάσω να του ξεγλιστρήσω…
Έφευγε, κι αυτός, το ίδιο βράδυ, αλλά με το επόμενο βαπόρι.

[270]
Είχε μια ώρα στη διάθεσή του. Κι άρχισε να μου λέει, να μου
λέει – να μου παίρνει το μυαλό με τη συζήτηση. Κι εγώ τον
κοιτούσα σαστισμένα, κι απαντούσα, βλακωδώς, με
μονοσύλλαβα…
Δε συνήλθα παρά τη στιγμή που είδα το βαπόρι μου να
φεύγει! Τινάχτηκα μ’ απόγνωση, βλαστήμησα! Το βαπόρι είχε
ξεκινήσει…
Έμεινα σαν αποβλακωμένος! Κι εκείνος γελούσε, πώς
γελούσε… Απ’ το κακό μου, όλο μου το αίμα ήταν ανεβασμένο
στο κεφάλι! Έπρεπε τώρα, να ξαναπεριμένω, να χάσω κι
άλλες μέρες, περιμένοντας – για να πετύχω το ερχόμενο
βαπόρι! Κόντευα να σκάσω απ’ τη φούρκα μου… Πώς τον
μισούσα, τη στιγμή εκείνη! Κι όμως η συνέχεια θα δείξει πως
είχα άδικο, για κείνη τη φορά…
Προσπαθώντας να με παρηγορήσει, πάντα με την ίδια
φλυαρία, κόντεψε να χάσει, κι ο ίδιος, το βαπόρι του! Τέλος
πάντων, τον αποχαιρέτησα, κι ανέβηκα, και πάλι, στην Αθήνα.
Ήμουν ακόμα καταφουρκισμένος – αλλά κρατούσα την
παρηγοριά, πως, επιτέλους, είχα λυτρωθεί, και πως την
ερχόμενη φορά, χωρίς να τρέμω πια την παρουσία του, θα
’φευγα ορισμένως για την Πάρο…
Την άλλη μέρα, στο κρεβάτι μου ακόμα, μόλις πήρα την
εφημερίδα, διάβαζα, με κεφαλαία γράμματα, στη στήλη της
«τετάρτης πρωινής»: «ΤΡΑΓΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΣ ΑΤΜΟΠΛΟΙΩΝ».
Επακολουθούσαν λεπτομέρειες. Το βαπόρι που θα πήγαινα
στην Πάρο, είχε τρακάρει μ’ ένα φορτηγό! Το δράμα έγινε στις
Φλέβες, ακριβώς, το ίδιο βράδυ της φευγάλας από δω! Απ’
τους σαράντα τόσους επιβάτες –μαζί κι ο καπετάνιος και το
πλήρωμα– είχαν σωθεί μονάχα δεκατρείς, ίσα ίσα όσοι ήξεραν
κολύμπι!…
Διάβασα μ’ αγωνία τα καθέκαστα: το βάρος της ευθύνης
αυτής της τραγωδίας, έπεφτε στο ξένο φορτηγό. Ο καπετάνιος,
αν και ήξερε κολύμπι –και μάλιστα περίφημο κολύμπι, αφού
είχε παρμένα και βραβεία!– είχε χαθεί, κι εκείνος, με τους
άλλους, για να γλιτώσει κάποιο ανιψάκι του! Η καταβύθιση του
επιβατικού έγινε σε δώδεκα λεπτά, προτού προφτάσουν να
παρασχεθούν βοήθειες. Για περιγραφές λεπτομερέστερες,
όπως συνήθως, η εφημερίδα παρέπεμπε στη βραδινή της
έκδοση…

[271]
Ένα ρίγος πέρασε την πλάτη μου! Έκανα το σταυρό μου,
και με τα δυο μου χέρια!… Χάρις στο κέφι του καλού μου
Παναγή –του χρυσού κι ευλογημένου φίλου– είχα γλιτώσει,
δίχως άλλο, τη ζωή μου… Αν δε βρισκόταν ο χρυσός εκείνος
άνθρωπος, με τη γοητεία της κουβέντας του, και με την
ανεξάντλητη σοφία του –που την αξία και τη σημασία της, εγώ
ο τυφλωμένος μέχρι τώρα, δεν ήμουν ικανός να καταλάβω– αν
δε βρισκόταν, λέω, ξαφνικά, ο χρυσός εκείνος άνθρωπος ,
μπροστά μου, να με κάνει να χάσω το βαπόρι – θα ’μουν, κι
εγώ, μες στην εφημερίδα, στον κατάλογο των «ατυχών
θυμάτων», εκείνων που δεν ήξεραν κολύμπι… Το φτωχό μου
κι άδοξο κορμί –φτωχό κορμί ενός αθλίου υπαλλήλου,
σκυμμένου, όλη μέρα, στα χαρτιά του– θα χρησίμευε, κι αυτό,
χωρίς αμφιβολία, για να χορτάσουν τα θαλασσινά του
Σαρωνικού ή του Αιγαίου…
Κι από τότε άλλαξα οριστικά ιδέες, για το πάθος του καλού
μου Παναγή! Έκανα όρκο να μην τον αποφεύγω! Κάθομαι,
τώρα, μπροστά του, σαν αρνάκι, και τον ακούω με τυφλήν
υπομονή˙ έτσι του δείχνω την ευγνωμοσύνη μου, για το καλό
που μου ’κανε σ’ εκείνη την περίσταση… Κι ας καταχράται,
κάποτε, αυτής της καλοσύνης – κι ας με κάνει, κάποτε, με την
πολυλογία του, ν’ αδημονώ, να πονοκεφαλιάζω, και να μην
ξέρω τι μου γίνεται τριγύρω…

[272]
ΤΑ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΙΑ

Υπάρχουν άνθρωποι που ευχαριστούνται τόσο πολύ, να


κάνουν το καλό, όσο άλλοι, να κάνουν το κακό. Και η
ευχαρίστηση και των δυο, είναι τόσο το ίδιο έντονη, στο
βάθος, που, αν χώριζε κανένας τα ελατήρια και τ’ ποτελέσματα
των δυο αυτών διαθέσεων – δε θα μπορούσε να καθορίσει
ποια απ’ τις δυο είναι η δυνατότερη.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσαν δυο αδέρφια. Ο ένας, ο
μεγαλύτερος, λεγόταν Πέτρος, κι από μικρός έδειχνε τάσεις
τόσο μοχθηρές, ώστε οι συμμαθητές του, στο σκολειό, τον
είχαν βαφτίσει «το θηρίο». Το πρόσωπό του ήταν αιωνίως
στριμμένο και βαρύ, τα μάτια του έδιναν πάντα την εντύπωση
ότι βυσσοδομούν κάτι σκληρό, οι κινήσεις του ήταν αργές και
υπολογισμένες – και δεν περνούσε ευκαιρία που να μη βλάψει
κάποιον άλλον άνθρωπο ή να μην καταστρέψει κάποιο πράμα.
Σκότωνε τα πουλάκια με το λάστιχο, βασάνιζε τα ζώα.
Ο άλλος, ο Γιάννης, απεναντίας, είχε μια καρδιά αθώα κι
απονήρευτη. Τα μάτια του, γαλανά και πάντα ήμερα, έδειχναν
μια καλοσύνη τόσο πονεμένη, που προκαλούσαν τη στοργή
και τη συμπάθεια, και κατακτούσαν όλες τις καρδιές.
Αγαπούσε τα ζώα, τα περιποιόταν, όταν ήταν άρρωστα, κι
ελεούσε, μέρα νύχτα, τους φτωχούς. Είχε το διακριτικό εκείνο
γνώρισμα των ανθρώπων, που πονούν σε δυστυχία, και που
η μεγαλυτέρα τους ικανοποίηση είναι να την ανακουφίζουν.
Κι επειδή έτυχε να είναι στην ίδια τάξη – ο μεγάλος διαρκώς

[273]
καθυστερούσε– αποτελούσαν, με τη φυσική αντίθεσή τους, ένα
χαρακτηριστικό υπόδειγμα –για όποιον ήθελε να τους
ψυχολογήσει και να φιλοσοφήσει– της αιωνίας ιστορίας των
ανθρώπων, των αρετών και των ελαττωμάτων τους, των
αλληλοσυγκρουομένων αισθημάτων τους, και των διαφορών
που τους χωρίζουν.

Κι επειδή, όπως είναι φυσικό, η αγάπη των άλλων πήγαινε


πάντα προς το μέρος του μικρότερου, η κακία του
μεγαλυτέρου είχε στραφεί κυρίως προς τον αδερφό του. Ο
κακός μισούσε τον καλό, και τον μισούσε τόσο δυνατότερα,
όσο ο άλλος, ακριβώς, τον αγαπούσε…
Αυτό το πράμα μεγάλωνε με την ηλικία, κι έπειτ’ από λίγα
χρόνια, έφτασε σε σημείο απροχώρητο.
Τα δυο αδέρφια έπρεπε να χωρίσουν. Οι γονείς τους είχαν
πεθάνει αρκετά νωρίς, ώστε να μην προφτάσουν να ιδούν το
θλιβερό θέαμα του εμφυλίου εκείνου σπαραγμού. Μια γριά
θεια, που τα είχε περιμαζέψει, κι έπειτα υιοθετήσει, φρόντισε
και κείνη να πεθάνει, την εποχή που ο μεγάλος πατούσε στα
δεκαοχτώ του χρόνια – δηλαδή, λίγο πριν από τα μεγάλα
γεγονότα, που πρόκειται να σας διηγηθούμε.
Αυτά όλα τα πράματα, συνέβαιναν σ’ ένα μικρό χωριό,
δίπλα σε μια μεγάλη πολιτεία.
Ο μικρότερος είχε πάει στην πολιτεία, και είχε τελειώσει το
γυμνάσιο. Είχε σκοπό, μόλις κανονιστούν μερικές υποθέσεις,
σχετικές με την κτηματική περιουσία, στο χωριό, να γραφτεί
στο πανεπιστήμιο, και ν’ ακολουθήσει τα μαθήματα, δε
θυμάμαι ακριβώς σε ποια σχολή. Ο άλλος, επειδή είχε μείνει
πολύ πίσω, είχε διακόψει το σκολειό, και είχ’ επιδοθεί, μ’ όλο
το ζήλο που του ενέπνεε η κακή του κλίση, σε διάφορες
ύποπτες μικροεπιχειρήσεις – πότε σε λαθρεμπόρια, και πότε
σε χρηματικούς εκβιασμούς, και είχε έρθει επανειλημμένως σ’
επαφή με τα κρατητήρια και την αστυνομία.
Ο μικρότερος, όμως, αγαπούσε πάντα τον αδερφό του, και
προσπαθούσε να του φαίνεται χρήσιμος στο καθετί – ως την
ημέρα που τα πράματα παράγιναν, και κατάλαβε πως πρέπει
να χωρίσουν. Αυτό άργησε να γίνει, λόγω της
υποχωρητικότητος του χαρακτήρος του – αλλά, στο τέλος,
έγινε κι αυτό.

[274]
Κανόνισαν όλες τις περιουσιακές μικροδιαφορές τους –
χάρις στην ενεργητική επέμβαση ενός συγγενούς, που έτυχε
να είναι δικηγόρος– και τράβηξε καθένας την πορεία του,
χωρίς να κόψουν εντελώς τις σχέσεις τους, ωστόσο, ο ένας
απ’ τη φυσική του καλοσύνη, κι ο άλλος από υπολογισμό, με
την ελπίδα να τον εκμεταλλευθεί αργότερα, αν οι περιστάσεις
το καλούσαν, κάποια μέρα.
Αλλά ο μεγάλος, από μέρα σε μέρα, έπαιρνε τόσο κακό
δρόμο, δημιουργούσε τόσες φασαρίες, εις βάρος του μικρού
του αδερφού, που και κείνος, απαυδισμένος να πληρώνει τα
σπασμένα, αποφάσισε να μη ενδιαφέρεται πια για τον αδερφό
του, και να πάψει να τον βλέπει. Υπό την πίεση των άλλων
συγγενών, έκαμε και μιαν δημοσίαν αποκήρυξη στις
εφημερίδες – πράμα που έκαμε τον άλλον να πνέει μένεα
εναντίον του, και να καταστρώνει σχέδια και τρόπους
εκδικήσεως. Και η ευκαιρία δεν άργησε να παρουσιαστεί.

***
Ο Γιάννης επρόκειτο να πάρει μια κοπέλα, που είχε αρκετή
περιουσία, και την οποίαν είχε συμπαθήσει. Ο Πέτρος άφησε
τα πράματα να προχωρήσουν – κι έπειτα άρχισε να στέλνει
ανώνυμα γράμματα στον πεθερό. Επειδή έτυχε να ξέρει
μερικές αθώες, και πολύ φυσικές σ’ αυτή την ηλικία,
παρεκτροπές του αδερφού του, τα περιεχόμενα των
ανωνύμων αυτών επιστολών, είχαν κάποια βάση –
τουλάχιστον για κείνους που δεν ήξεραν τα πράματα, ή που τα
ήξεραν τελείως επιπόλαια.
Αυτή η ιστορία βάσταξε κάμποσους μήνες. Ο μέλλων
πεθερός, στην αρχή, δεν έδωσε και τόση σημασία – έπειτα,
όμως, βλέποντας την επιμονή και τη συχνότητά τους, άρχισε
να το συλλογίζεται. εμπιστοσύνη στο γαμπρό του είχε
κλονιστεί. Κι επειδή βρέθηκαν κι άλλοι καλοθελητές, της ίδιας
πάστας με τον Πέτρο, που ενίσχυαν, με τις φθονερές των
εισηγήσεις, τις ανώνυμες αυτές κατηγορίες, διέλυσε τον
αρραβώνα, προφασιζόμενος δεν ξέρω ποια αιτία, και, φιλικά,
απάλλαξε το Γιάννη, απ’ το λόγο που τον είχε δέσει.
Ο Γιάννης υποψιαζόταν την αιτία αυτής της διαλύσεως,
αλλά τη δεχόταν στωικά, όπως σ’ όλα συνήθιζε να κάνει.

[275]
Ένα βράδυ που πήγε στο χωριό, βρήκε τυχαία τον Πέτρο
στο δρόμο, και του λέει:
«Πέτρο, δε θα διορθωθείς; Δε θα γίνεις άνθρωπος, μια
μέρα;»
Ο άλλος τον κοίταξε λοξά, και του αποκρίθηκε:
«Δεν πιστεύω να σου μοιάζω…»
Και πραγματικά, στα βάθη στης ψυχής του, το θεωρούσε
καμάρι του, ότι δεν έμοιαζε του Γιάννη. Είχε την φυσική
υπερηφάνεια όλων των κακών ανθρώπων, που περιφρονούν
τους αγαθούς, και τους νομίζουν πάντα κατωτέρους, και
θύματα απλά, για εκμετάλλευση.
Ο Γιάννης χαμογέλασε – αλλά όταν έμεινε μόνος, άρχισε να
συλλογίζεται. Πρώτη φορά στη ζωή του, άρχισε να βλέπει με
διαφορετικό μάτι τον κόσμο. Η καλοσύνη του, ως εκείνη τη
στιγμή, είχε νικήσει – αλλ’ από κείνη τη στιγμή, καταλάβαινε
πως δε θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα – πως θα ’ρχόταν
ασφαλώς μια μέρα, που η κακία θα γινόταν η νικήτρια. Και
θέλησε να κάνει τον κακό –αδέξια, όπως όλοι οι καλοί– με την
ελπίδα πως, μ’ αυτό τον τρόπο, θα πολεμούσε την κακία πιο
καλά. Άρχισε να κατατρέχει τον Πέτρο, με την ελπίδα να τον
σωφρονίσει επιτέλους…
Μια μέρα που ο Πέτρος βρισκότανε στη φυλακή, και του
είχε στείλει κάποιο γράμμα απειλητικό, για να του ξεκολλήσει
χρήματα, δεν του ’στειλε, καθώς συνήθιζε να κάνει, κάθε φορά
που τύχαινε παρόμοια περίπτωση. Δεν του απάντησε,
μάλιστα διόλου.
Αυτό το ’κανε με μεγάλο πόνο στην ψυχή – αλλά το
θεωρούσε απαραίτητο, για να τον φέρει σε ίσιο δρόμο.
Ο Πέτρος του ’στειλε ένα δεύτερο γράμμα, πιο απειλητικό
από το πρώτο. Τον ειδοποιούσε ότι, αν δεν συνεμορφώνετο
με τα καθήκοντά του, σαν αδερφού που ευπορούσε κάπως, θα
τον έκανε ρεζίλι, και θα του κατέστρεφε το μέλλον.
Καμιά απάντηση και πάλι.
Ο Πέτρος φρύαξε. Κι επειδή ήταν σύντομος στης αποφάσεις
του, κατέστρωσε το σχέδιο να του κάμει τη ζωή μαρτυρική.
Μόλις βγήκε απ’ τη φυλακή, άρχισε την εφαρμογή του
εκδικητικού αυτού σχεδίου.
Δεν υπήρξε σκευωρία, δεν υπήρξε παλιανθρωπιά, που να
μην τη βάλει σ’ ενέργεια, για να μπορέσει να καταστρέψει και
να εξουθενώσει τον αδερφό του. Αυτό του ικανοποιούσε
[276]
απόλυτα, όλα τα θηριώδη ένστικτά του, που έτειναν προς την
καταστροφή – αδιάφορο αν αυτή η καταστροφή, ήταν,
συγχρόνως, και καταστροφή δική του…
Έγινε αλήτης, λωποδύτης, φωτογραφημένος στη
διεύθυνση, έπεσε σ’ όλες τις βρομοδουλειές, μόνο και μόνο για
ν’ αμαυρώσει τ’ όνομά του. Ήξερε πως, απ’ όλα αυτά, κάτι θ’
αντανακλούσε και στην υπόληψη του αδερφού του, που
εννοούσε να την κηλιδώσει.
Κι ο καημένος ο Γιάννης, άρχισε να παίρνει τον κατήφορο.
Με διάφορες προφάσεις, οι άνθρωποι άρχισαν να του
αποσύρουν την εκτίμησή τους: η κοινωνίας μας, βλέπεις, είναι
φκιασμένη μ’ έναν τέτοιον τρόπο, που ο καλός πληρώνει
πάντα, σαν κορόιδο, τις αταξίες και τα λάθη του κακού.
Τον έπαψαν από τη θέση, που είχε διοριστεί, του ’κλεισαν,
κατάμουτρα, όλες τις πόρτες των σπιτιών που σύχναζε, οι
φίλοι του τον εγκατέλειψαν. Το εισόδημά του, απ’ τα κτήματα,
που δεν ήταν κι εξαιρετικό, άρχισε να μην του επαρκεί να
ζήσει. Ο Γιάννης γνώρισε μέρες φτώχιας και δυστυχίας,
ανίκανος ν’ αντεπεξέλθει στην καταδρομή, χρεωμένος και
καραβοτσακισμένος.
Κι επειδή ο ένας κατήφορος φέρνει τον άλλο, το ηθικό του
κλονίστηκε βαθύτατα, κι άρχισε να σκύβει το κεφάλι, χωρίς να
δοκιμάσει ν’ αντιδράσει.
Ξαναγύρισε τότε στο χωριό του, όπου είχε αποτραβηχτεί κι
ο αδερφός του, και δοκίμασε να ζήσει ταπεινά. Παράτησε όλες
τις φιλοδοξίες του, όλα τα φλογερά του πρώτα όνειρα, να
δημιουργήσει ένα μέλλον – και κλειδώθηκε μες στην
απόγνωσή του, εξοφλημένος για πάντα με τον κόσμο,
ερειπωμένος ηθικώς και υλικώς…

Σε λίγον καιρό, μια μέρα, ο αδερφός του έφυγε πάλι απ’ το


χωριό. Τον είδε ν’ απομακρύνεται μέσα στον κάμπο, με
σφιγμένη την καρδιά, παρόλα τα κακά που του ’χε κάνει, σαν
να τον έβλεπε για στερνή φορά…

***
Αρκετοί μήνες πέρασαν στο μεταξύ…

[277]
Ένα βράδυ, που καθόταν στη μοναδική ταβέρνα του
χωριού, και κουτσόπινε με κάτι χωριανούς, κάποιος
σηκώθηκε, από τη διπλανή παρέα και του ’δειξε μια
εφημερίδα.
Ο Γιάννης έβαλε τα γυαλιά του και διάβασε στο μέρος που
του έδειχναν.
Στην αρχή έμεινε σαν αποσβολωμένος. Έπειτα έγειρε το
κεφάλι στο τραπέζι κι άρχισε να κλαίει σιγανά.
Ο αδερφός του είχε σκοτωθεί, σε κάποια συμπλοκή με τους
χωροφύλακας, σε κάποιο μέρος ύποπτο. Μια σφαίρα
πιστολιού τον βρήκε στο κεφάλι, τη στιγμή που δοκίμαζε να
φύγει. εφημερίδα έγραφε όλες τις λεπτομέρειες.
Ξεχνώντας όλα τα κακά που του ’χε κάνει, έκλαψε πικρά
τον αδερφό του.
Σηκώθηκε τρεκλίζοντας, και τράβηξε στο σπίτι του. Δεν
μπόρεσε να κοιμηθεί όλη τη νύχτα. Κατηγορούσε τον εαυτό
του, πως, αν είχε φερθεί αλλιώτικα μαζί του, ίσως να μην
έφθανε σε κείνο το κατάντημα – ίσως και να γύριζε, ξανά, στον
ίσιο δρόμο…
Οι άλλοι, ξέροντας πόσο είχε υποφέρει εξαιτίας του, είχαν
την ιδέα πως θα τον χαροποιούσαν, μ’ αυτή την είδηση.
Όταν είδαν πως τον στενοχώρησαν, κούνησαν και κείνοι το
κεφάλι. Είπαν πως ήταν άξιος της τύχης του.
Κι από τότε, έμεινε μονάχος.
Είχε χάσει του χωριού του την εκτίμηση, καθώς είχε
χαμένες και τις άλλες. Γύριζε μόνος, έρημος στους δρόμους –
μόνος, με την καινούρια του πληγή, συναντώντας τα ειρωνικά
τα βλέμματα, τα κοροϊδευτικά επιφωνήματα – είτε την παγερή
τη σιωπή, και τα κλεισμένα μούτρα των ανθρώπων.
Κι αυτό το χτύπημα τού ήταν το σκληρότερο.
Κι επειδή, καθώς είπαμε, ο ένας κατήφορος φέρνει τον
άλλον, ο Γιάννης κατρακύλησε για πάντα.
Αν ήταν ένας τύπος ενεργητικός, όχι πολύ, λιγάκι – θα
κατόρθωνε να σώσει ό,τι έμενε. Αλλά ο Γιάννης ήταν έν’
«αρνάκι». Η φυσική του καλοσύνη είχε μεταμορφωθεί, τώρα,
σε μιαν απόλυτη αδυναμία ν’ αντισταθεί στα χτυπήματα της
τύχης. Το ένα μετά το άλλο, του ήρθαν όλα τα κακά, με τη
σειρά.
Το παλιό του πατρικό σπιτάκι, στο χωριό, το είχε πουλήσει,

[278]
τώρα, για ένα κομμάτι ψωμί. Τα κτήματά του –ένα μικρό
αμπέλι, κι έναν ελαιώνα– του τα είχαν κατάσχει, για να
πληρωθούν τα χρέη του. Ό,τι είχε μείνει, του το καταπάτησαν
οι γειτόνοι.
Κατάντησε στο τέλος ψωμοζήτης. Ζούσε διακονεύοντας,
ανίκανος να εργασθεί, γερασμένος, με σακατεμένη την υγεία –
φάντασμα, σχεδόν, του πρώτου Γιάννη.
Στο χωριό τον συμπονούσαν πάντα – αλλά κι η συμπόνια,
με τα χρόνια, λιγοστεύει. Όλοι, στο βάθος, τον
περιφρονούσαν. Δεν έμεναν, παρά δυο τρία χωριατόσπιτα,
που του εξησφάλιζαν την καθημερινή τροφή του.
Ζούσε σε μια κάμαρα –ο Θεός να την κάνει κάμαρα, ένα
είδος αποθήκης μάλλον– σ’ ένα περιβόλι μακρινό, που
κανένας δεν μπορούσε να καθίσει – μια ξύλινη παράγκα
ακατοίκητη.
Και τότε ήρθε, ξαφνικά, ένας βαρύς πρωτοφανής χειμώνας.
Το χιόνι είχε σηκωθεί, δεν ξέρω πόσα μέτρα, στο χωριό. Κι
έπειτα γύρισε, ξανά, καλοκαιρία.
Πώς πέρασε εκείνο το χειμώνα, είναι θαύμα. Κι όμως ο
Γιάννης έζησε, ψόφιος απ’ την πείνα, τρέμοντας απ’ το κρύο,
κουρελιάρης, με το μυαλό του αδυνατισμένο –έζησε,
μολαταύτα, ως την άνοιξη.

***
Ένα βράδυ, καθώς ήταν πλαγιασμένος στην παράγκα του,
θυμήθηκε ξανά τα περασμένα.
Του φάνηκε σαν ένας αόρατος πέπλος να είχε ανασηκωθεί
– κι έβλεπε το δράμα της ζωής του, από πίσω, να παίζεται
αργά, όπως στο θέατρο.
Είδε τον εαυτό του νέο, παλικάρι, την εποχή που λογάριαζε
να δώσει εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Είδε την
αρραβωνιαστικιά του, με τα καστανόχρυσα μαλλιά και το
πράσινο το ρούχο που φορούσε την ημέρα που την
πρωτοείδε.
Τα πέρασε όλα με το νου του – και στο τέλος, τον πήρε το
παράπονο.
Τι είχε κάνει, για να καταντήσει έτσι; Ποιο ήτανε το λάθος
της ζωής του, που το πλήρωνε τόσο ακριβά;…

[279]
Θυμήθηκε, μετά, τον αδερφό του.
Εκείνη την ώρα κάποιος χτύπησε στην πόρτα.
Ο Γιάννης τινάχτηκε ξαφνιασμένος και πήγε ν’ ανοίξει.
Ένας άνθρωπος μπήκε μέσα, που, από πρώτης, δεν τον
γνώρισε διόλου.
Μπήκε αργά, και στάθηκε μπροστά του.
Στο φως του καντηλιού, που ήταν αναμμένο μπροστά σ’ ένα
εικόνισμά, είδε τότε πιο καλά το πρόσωπό του. Ήταν χλωμό,
σαν κέρινο – και μια μικρή πληγή, γεμάτη αίματα, ήταν ανοιχτή
στο μέτωπό του.
Φώναξε: «Πέτρο! Πέτρο!» κι έπεσε στα γόνατα…
Ο άλλος τον κοίταζε στα μάτια, τον κοίταζε βαθιά και
λυπημένα. Στεκόταν εκεί, μπροστά στην πόρτα, και τα χείλη
του δε σάλευαν διόλου.
«Πέτρο» ξαναφώναξε ο Γιάννης «Πέτρο, δεν είσαι
πεθαμένος;!…»
Ο άλλος τότε κούνησε ήσυχα το κεφάλι.
Και τότε άκουσε μια μακρινή φωνή, μια φωνή που μόλις
έμοιαζε του Πέτρου, μια φωνή παράξενα θλιμμένη, σαν
ακουσμένη πέρ’ απ’ τη ζωή, να του λέει με καημό αυτά τα
λόγια:
«Είμαι πεθαμένος, τώρα, Γιάννη. Αλλά το ξέρω πως δεν
έζησα καλά. Συχώρεσέ με για ό,τι σου ’χω κάνει. Απέναντί σου,
έχω πάντα ένα χρέος. Απόψε ήρθα να σ’ το ξεπληρώσω.»
Ο Γιάννης τινάχτηκε ολόρθος. Μόλις μπορούσε να μιλήσει
τώρα.
«Όχι, αδερφέ μου, αδερφούλη μου! Ποτέ σου δεν με
πείραξες εσύ. Η καρδιά μου έφταιγε μονάχα, που ήτανε γεμάτη
καλοσύνη… χι, αδερφέ μου, αδερφούλη μου! Σ’ έχω παντοτινά
συχωρεμένο!»
Ο άλλος, όμως, εξακολουθούσε, πάντα με την ίδια τη φωνή:
«Σ’ έχω πικράνει, σ’ έχω καταστρέψει. Έχω μαζί σου ένα
χρέος αξεπλήρωτο. Έρχομαι τώρα να σ’ το ξεπληρώσω. Το
κακό σου δεν παίρνει θεραπεία. Έρχομαι να σου φέρω τη
γαλήνη. Δεν έχω τίποτ’ άλλο να σου δώσω. Έρχομαι μονάχα
να σε πάρω…»
Ο Γιάννης τότε σήκωσε τα χέρια, και φώναξε με πάθος,
δυνατά:
«Μετά χαράς να ’ρθω μαζί σου, αδερφούλη μου! Μ’ όλη μου
την καρδιά, να ’ρθω μαζί σου…»
[280]
Κι άπλωσε τα χέρια στο κενό, σα να ζητούσε κάπου να
πιαστεί.

***
Και το πρωί, βρήκαν το Γιάννη πεθαμένο. Βρήκαν την
πόρτα της παράγκας ανοιχτή, και μπήκαν μέσα από
περιέργεια. Ο Γιάννης ήτανε πεσμένος χάμου, με τα δυο του
χέρια ανοιχτά.
Τον έθαψαν αμέσως, σ’ ένα λάκκο, μες στο μικρό
νεκροταφείο του χωριού.
Το τέλος του δε λύπησε κανένα. Δεν είχε, άλλωστε, κανένα
συγγενή, κι οι λίγοι άνθρωποι που του ’διναν φαΐ, τον
θεωρούσαν από χρόνια πεθαμένο. Ξημέρωνε, εξάλλου,
Κυριακή – κι όλος ο κόσμος πήγαινε σε περίπατο, να πιει
κρασί, και να διασκεδάσει.

[281]
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

(ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ)

Από πολύ πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν


πάρει σβάρνα όλη τη γειτονιά, και είχαν πει τα κάλαντα σ’ όλα
τα γύρω σπίτια. Δεν είχαν αφήσει πόρτα, μάντρα, μαγαζί, να
μη χτυπήσουν…
— Ναν τα πούμε; Ναν τα πούμε;… Ως το μεσημέρι, η βόλτα
τους ήταν τελειωμένη. Και μην έχοντας πού άλλου να πάνε,
πήγαιναν ξανά στα ίδια σπίτια.
Ήταν ο Μήτσος, ο Τάσος κι ο Λευτέρης —αυτοί που
τραγουδούσαν— κι ο Γιώργος με το τρίγωνο, κι ο Κώτσος που
βαρούσε τη φυσαρμόνικα.
Κι η δουλειά είχε πάει φίνα. Οι τσέπες τους ήταν βαριές από
δεκάρες κι από φράγκα.
Είχαν τόσους γνωστούς, παντού! Όλες οι γυναίκες τους
ήξεραν, όλος ο κόσμος, σχεδόν, τους αγαπούσε. Δεν ήταν
σπίτι, που να μην είχαν κάνει, κάποτε, θελήματα — μαγαζί,
που να μην είχαν, κάποτε, δουλέψει…
Ως κι ο μπάρμπα-Στάθης, ο μπακάλης, ο γκρινιάρης, που
του ‘χαν σπάσει κάποτε τα τζάμια, έβγαλε και τους έδωσ’ ένα
δίφραγκο…

****

[282]
Κατά τις δυο τ’ απόγεμα, αφού τσίμπησαν λίγο φαΐ, στο
πόδι, αποφάσισαν να ξανοιχτούν και σ’ άλλες γειτονιές.
Ο Κώτσος, που ήταν γενικός ταμίας τους, είχε τη σοφή ιδέα,
για να μη βαραίν’ η τσέπη του, να μαζέψει όλη τη γαζέτα, και
να την πάει σ’ έναν καπνοπώλη, να την κάνει, ολόκληρη,
χαρτί…
Δεν τραγουδούσαν και πολύ καλά —αλλά, σ’ αυτές τις
περιστάσεις, η πρόθεση είναι το παν! Κι εκείνοι που τους
άκουγαν, δεν είχαν, βέβαια, απαίτηση ν’ ακούσουν και
Καρούζο! Έφτανε που τα ‘λεγαν, απλώς, «για το καλό»…
Και το βράδυ τους βρήκε μακριά, στην άλλη άκρη της
Αθήνας.
Βραχνιασμένοι, κατακουρασμένοι, έκατσαν σ’ ένα
ζαχαροπλαστείο να ξεκουραστούν. Η εσοδεία ήταν τόσο
άφθονη, ώστε σκέφτηκαν πως είχαν το δικαίωμα κι αυτοί να το
ρίξουν λίγο όξω, μια κι η περίσταση το είχε φέρει έτσι. Απ’
τους κουραμπιέδες προχώρησαν στους μπακλαβάδες και τα
γαλατομπούρεκα —ώσπου δε μπορούσαν να χωρέσουν
άλλο…
Κι επειδή ένα έξοδο φέρνει αμέσως τ’ άλλο, αποφάσισαν να
πάνε και στον κινηματογράφο.
Μπήκαν μέσα, με το τρίγωνο και με τη φυσαρμόνικα, χωρίς
να ξέρουν τι ταινία έπαιζε, και κάθισαν μπροστά, στις πρώτες
θέσεις, που ήταν αδειανές.
Η ταινία παράσταινε κυνηγητά, απαγωγές, ληστείες. Ένα
μικρό παιδί ήταν ο ήρως. Αυτός γινόταν ο ανέλπιστος
σωτήρας, κι έκανε θαύματα πραγματικά παλικαριάς…
Η σάλα ήταν γιομάτη κόσμο: Φαντάροι, ναύτες και πολίτες,
στριμωγμένοι όλοι, φύρδην-μίγδην, παρακολουθούσαν την
ταινία, και χειροκροτούσαν κάθε φορά που ο μικρός νικούσε ή
κατάφερνε κανένα νέο κόλπο, εις βάρος των οχτώ
αγριανθρώπων, που είχαν κλέψει με τη βία μια κοπέλα, για να
μάθουν κάποιο μυστικό…
Όταν τελείωσε ο κινηματογράφος —επειδή ήταν νωρίς
ακόμα— έμειναν και στη δεύτερη παράσταση.
Ήθελαν να ξαναδούνε την ταινία, που τους είχε δώσει τόσες
συγκινήσεις. Και την ξαναείδαν πάλι, ξαναπερνώντας απ’ τις
ίδιες περιπέτειες, και ξαναδοκιμάζοντας τις ίδιες συγκινήσεις
—ώσπου, ξανατελείωσε, υπό τα γενικά χειροκροτήματα, και το
πανί τους είπε «Καληνύχτα»…
[283]
Η ώρα ήταν δώδεκα και τέταρτο.
Τότε αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτια τους. Κι επειδή, σ’
αυτό το μεταξύ, είχαν ξαναπεινάσει, κάθισαν πάλι, σ’ ένα
μαγαζί, κι έφαγαν πέντε πιάτα λουκουμάδες.
Και ξεκινήσαν για τη γειτονιά τους, χοροπηδώντας και
κάνοντας αστεία, βαρώντας καρπαζιές ο ένας τον άλλο, με
φωνές και με κυνηγητά…
Κι ενώ προχωρούσαν έτσι, αφού είχαν στρίψει ένα σωρό
γωνιές, ξαφνικά ανακάλυψαν πως είχαν χάσει το δρόμο…
Γύρω τους, τώρα, δεν υπήρχαν σπίτια —αλλά ένας κάμπος,
βαθύς και σκοτεινός, που ποτέ τους δεν τον είχαν ξαναδεί…
Σταμάτησαν τις τρέλες τους με μιας, και κοιταχτήκανε κι οι
πέντε μ’ απορία…
Δεν περπατούσαν πια σε δρόμο, αλλά περνούσαν μέσ’ από
χωράφια, και τα πόδια τους βουλιάζαν μες στο χώμα, που
φαινόταν σαν υγρό απ’ τις βροχές.
Δεν υπήρχε γύρω τους τίποτε, παρά, πού και πού, ο ίσκιος
ενός δέντρου. Τ’ άστρα έλαμπαν ψηλά, στον ουρανό, κι η
αστροφεγγιά τούς ήταν τόσο δυνατή, που προχωρούσαν μες
στα σκοτεινά, χωρίς να ξέρουν κατά πού βαδίζουν, αλλά και
δίχως να παραπατάνε…
Και στα χέρια τους δεν κρατούσαν πια, ούτε το τρίγωνο,
ούτε τη φυσαρμόνικα. Αντί όμως, να βάλουν τις φωνές και να
γυρίσουν, να ψάξουνε στο δρόμο —αυτό το πράμα, το πολύ
παράξενο, τους φαινόταν τόσο φυσικό, που δε σκέφτηκε
κανένας να μιλήσει…
Περπατούσαν σιωπηλοί κι εκστατικοί, με τα μάτια
καρφωμένα στον ορίζοντα, μ’ εμπιστοσύνη, δίχως να
φοβούνται… Μόνο που τώρα, δίχως να το θέλουν και δίχως να
σκεφτούν γιατί το κάνουν, ήταν κι οι πέντε τους πιασμένοι απ’
τα χέρια.
Η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη, ώστε οι καρδιές τους, που
χτυπούσαν, ακουγόντουσαν μ’ έναν ήχο ρυθμικό και
κρυσταλλένιο.
Κι ενώ προχωρούσαν, το σκότος άρχισε να γίνεται
λιγότερο. Θα ‘λεγε κανένας, πως άρχιζε να ξημερώνει. Και τότε
είδαν πως, το φως αυτό, ήταν το φως ενός μεγάλου άστρου,
ενός μεγάλου άστρου δυνατού, που ξεχώριζε ανάμεσ’ από τ’
άλλα, σ’ ένταση, σε γλύκα και σε πάθος, όπως ξεχωρίζει το
βιολί, μες στους άλλους ήχους της ορχήστρας!
[284]
Και προχωρούσαν προς το φως, αυτό, μαγεμένοι και σαν
υπνωτισμένοι, δίχως να νοιάζονται καθόλου πού πηγαίνουν,
με την καρδιά πλημμυρισμένη ευτυχία, σαν να ‘χαν πιει, χωρίς
να καταλάβουν, κάποιο γλυκό κι αλλόκοτο κρασί…
Αυτό το πράμα βάσταξε, δεν ξέρω πόση ώρα.
Κι έπειτα είδαν κάποια λάμψη που τρεμόσβηνε, σ’ ένα
μικρό σπιτάκι, μακριά.
Ήθελαν, δεν ήθελαν, τα πόδια τους τους έφερναν εκεί.
Κι ενώ πλησίαζαν, ο πρώτος ήχος που ‘φτασε στ’ αυτιά
τους, ήταν σαν ένα πράο μουγκρητό, σαν ένα βέλασμα
προβάτων μακρινό, κι η μαλακή φωνή μιας αγελάδας…
Τότε κατάλαβαν πως η μικρή εκείνη μάντρα, ήταν μια
φτωχική μικρούλα στάνη — και στο βάθος της μικρής εκείνης
στάνης μια μικρούλα ξύλινη καλύβα.
Και καθώς προχώρησαν να μπούνε μες στη μάντρα, γιατί
μια δύναμη παράξενη τους έσπρωχνε, είδαν κόσμο συναγμένο
μέσα. Κι όλος αυτός ο κόσμος ήταν πολύ αλλιώτικα ντυμένος.
Ήταν ζωσμένο το κορμί του με προβιές, κι είχε τους ώμους και
τα πόδια του γυμνά.
Τότε θέλησαν να προχωρήσουν παραμέσα. Γλίστρησαν
μέσ’ απ’ τους αμίλητους ανθρώπους, που στεκόσανε τριγύρω
σαν αγάλματα, κι οι περισσότεροι ήταν γονατισμένοι —κι
έφτασαν ως την πόρτα της καλύβας.
Στην αρχή δε μπόρεσαν να διακρίνουν τίποτε. Τόσο πολύ
τους θάμπωσε το δυνατό το φως, που ‘βγαινε απ’ τα βάθη της
καλύβας. Έπειτα, όμως, σιγά-σιγά συνήθισαν, κι άρχισαν να
βλέπουν καθαρά.
Η καλύβα ήταν φωτισμένη, ήταν πλημμυρισμένη από φως,
χωρίς να φαίνεται ολότελα, στο μάτι, από πού ερχόταν τόση
λάμψη! Κοίταζαν με μάτια θαμπωμένα, και δε μπορούσαν να τ’
ανακαλύψουν…
Είδαν τότε, στη μέση της καλύβας, καθισμένη χάμω μια
γυναίκα. Το πρόσωπό της δε φαινότανε διόλου. Στην αγκαλιά
της είχ’ ένα μωρό.
Ήταν καθισμένη χάμω, σ’ ένα παχύ, χοντρό δεμάτι άχερα, κι
ήταν προσηλωμένη στο μωρό της. Δε σήκωνε τα μάτια από
πάνω του.
Δίπλα της στεκόταν ένας άντρας, που, κι αυτός, ήταν
ντυμένος σαν τους άλλους, με μια προβιά στη μέση, και
ξυπόλητος.
[285]
Κι οι δυο κοιτούσαν με λαχτάρα το μωρό.
Τότε η γυναίκα σήκωσε τα μάτια, και μια στιγμή τα
κάρφωσε στο πλήθος. Φαινόταν νέα και πολύ ωραία, με μάτια
τρυφερά και πονεμένα —μάτια τόσο γιομάτα καλοσύνη, που τα
παιδιά κατάλαβαν αμέσως, πως έπρεπε κι αυτά να
γονατίσουν…
Έγειραν και τα πέντε στη σειρά, κι η καρδιά τους χτυπούσε
δυνατά. Ένιωθαν τώρα μια παράξενη λατρεία, μια καινούργια
κι ανεξήγητη λατρεία, δίχως να μπορούν να πούνε λέξη, σα να
τους είχαν πάρει τη μιλιά!
Δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο, στην καλύβα, παρά το βέλασμα
των ήμερων προβάτων, που πλάγιαζαν τριγύρω στη γυναίκα,
κι είχαν ακουμπισμένα τα κεφάλια τους, στα γόνατά της και
στη μαύρη της ποδιά.
Κι ήταν, παντού, σα μια πανώρια μουσική, σα μιαν αόρατη,
μεγάλη αρμονία, λες κι όλα τραγουδούσαν, δίχως ήχους, ένα
βαθύ κι αιώνιο σκοπό.
Και τα παιδιά έγειραν το κεφάλι κι ακούμπησαν το μέτωπο
στο χώμα.
Κι ενώ ήταν σκυμμένα έτσι, χάμω, και τα χείλη τους
φιλούσανε το χώμα, άκουσαν, άξαφνα, σαν ποδοβολητά
άλογων.
Σήκωσαν τότε τα κεφάλια τους και κοίταξαν. Και είδαν,
πίσω τους, στην είσοδο της μάντρας, να ξεπεζεύουν τρεις
ωραίοι άντρες, ακόμα πιο παράξενα ντυμένοι.
Φορούσαν ρούχα βελουδένια, κι είχαν απάνω, κεντημένα με
χρυσάφι, τ’ άστρα, και στη μέση το φεγγάρι. Στ’ αυτιά τους
ήταν περασμένα σκουλαρίκια, και κουβαλούσανε πολύτιμα
κουτιά, σκαλισμένα, γύρω-γύρω, με ζεντέφια.
Μόλις ξεπέζεψαν, προχώρησαν κι οι τρεις, κι έφτασαν ως
την πόρτα της καλύβας. Έπεσαν τότε χάμω, και
προσκύνησαν. Κι αφού φιλήσανε το χώμα και προσκύνησαν,
σηκώθηκαν και στάθηκαν στη μέση. Κι άνοιξαν τα πολύτιμα
κουτιά.
Κι όλος ο τόπος γιόμισε αρώματα μεθυστικά κι αλλόκοτα
λιβάνια, που σκέπασαν τη μυρουδιά του στάβλου, και την
αποφορά της κοπριάς —κι έκαμαν τη φτωχή μικρή καλύβα, να
μοσκοβολάει σα ναός…

[286]
Κι έβγαλαν μέσ’ απ’ τα κουτιά φανταχτερά στολίδια—
ρουμπίνια και τοπάζια κι αμέθυστους, και περιδέραια όλο
μαργαριτάρια —και τ’ ακουμπήσαν στης γυναίκας την ποδιά…
Και τα παιδιά σηκώσανε τα μάτια τους, και ξανακοίταξαν
μπροστά τους, θαμπωμένα…

****
Και καθώς άνοιξαν τα μάτια να κοιτάξουν, βρέθηκε, το
καθένα, μες στα ρούχα του, στο φτωχικό συνηθισμένο του
κρεβάτι…
Τότε, το καθένα χωριστά, είπε μες στα βάθη της ψυχής του.
πως όλ’ αυτά, τα είχε δει μες στ’ όνειρό του… Και γι’ αυτό, το
βράδυ που ξανάσμιξαν, δεν έκαμαν ολότελα κουβέντα.
Επειδή, βλέπεις, τα παιδιά, δεν είναι σαν και μας, τους πιο
μεγάλους, που φλυαρούμε διαρκώς το καθετί, και ξαναλέμε ό,τι
είδαμε στον ύπνο μας. Εκείνα δεν το συζητούν ποτέ, ούτε το
σχολιάζουν μεταξύ τους.
Κι εξ άλλου, το ξεχνούν την ίδια μέρα…

[287]
ΤΑ ΜΑΡΑΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ

Ότι είχε γυρίσει ο Λόχος απ’ το γυμνάσιο…


Μες στο μουντό και βαρύ σπίτι που προσωρινά ήταν
κανωμένο στρατώνας (πέρα, στα Ιππικά, κατά το Πολύγωνο),
καθώς έπεφταν τα σκοτάδια του χινοπωρινού δειλινού που
όσο πάαινε και φυλλορροούσε, ανακατωμένα σουρσίματα
ποδιών, φτυσιές, φαντάροι, όπλα, βλαστήμια, το Σταυρό σου,
και πού και πού μίαν αυστηρή τραχεία φωνή λοχία, ένα
«σιωπή» ή ένα «ε! σκασμός» να δεσπόζει μες στο πολυτάραχο
κι αποκανωμένο ανθρωπομάζωμα.
Απ’ το πρωί, πηχτά σύγνεφα σκόνης είχαν σηκωθεί μπρος
στο Πολύγωνο και χορεύανε τρελούς χορούς… Τα βλέπαμε να
σεργιανάνε, μουγκά και πελώρια, σα βασιλιάδες, ερχόμενα
μακριάθε, απ’ τα Μεσόγεια, Κύριος οίδεν από ποιους κάμπους
αττικούς, και να κρυφτούν το γέρμα του ήλιου και τις
πορφύρες των βασιλεμάτων με τις βρώμες τους και με τις
κιτρινάδες τους.
Τα μάτια στραβωνόντουσαν, και τα δόντια γιόμιζαν χώματα.
Είμαστε όλοι κλεισμένοι μες στο λόχο —θαρρώ
επιφυλακή— και πηγαινοερχόμαστε άλαλοι κι ανίδεοι από
θάλαμο σε θάλαμο, κερδισμένοι από το μυστήριο και τη θλίψη
της ώρας, ένα χλωμό κοπάδι φυλακισμένοι, χωρίς αιτία, χωρίς
οργή, μελαγχολικοί κι υπάκουοι.
Ο λοχαγός, σκυφτός απάνου σ’ ένα σωρό αναφορές,
υπόγραφε υπομονετικά και σιωπηλά, μες στο σκοτεινιασμένο

[288]
γραφείο του σιτιστή, ακουμπισμένος απάνου στο πεζούλι του
παραθυριού· καμιά φορά έριχνε ένα μακρύ βλέμμα κι
επισκοπούσεν όξω, τη θολήν ανεμοζάλη…
Οι φαντάροι μασούσανε τώρα μια φέτα κουραμάνα, όλοι
μαζί, διπλωμένοι μες στη σκιά, απάνου στις κουβέρτες ή
όρθιοι στις γωνιές, ή πεσμένοι τ’ ανάσκελα σα συντριμμένοι…
Εγώ βολτάριζα στη κοριντόρια κι άκουγα το γοερό
ούρλιαγμα του ανέμου, διπλοτυλιγμένος στη μαντύα μου, και
νοερά παρακολουθώντας ένα σωρόν αλλόκοτες κι άρρωστες
σκέψες που μου κυβερνούσαν την ψυχή, σαν ηδονές και σα
βραχνάδες.
Ένας μικρός δεκανέας ήρτε σιμά μου, ψόφιος για κουβέντα·
κάτι βαρύ ήταν μες στην ψυχή του κι αυτουνού μα το ’ριχνε στ’
αστεία, και σπασμωδικά γελούσε.
— Λοιπόν, συνάδελφε, τι χαμπάρια; Πότε θα υπογραφτεί η
ειρήνη;
Ήταν ένα κοντό, μελαχρινό παιδί, μ’ ένα σημάδι στο δεξί
μάγουλο, κληρωτός, απ’ τη Σμύρνη. Όταν χαμογελούσε
φέγγανε τα δόντια του, άσπρα και πλατιά, σαν κομπολόι από
μαργαριτάρια· είχε δεμένο το ένα χέρι με το μαντίλι, δεν ξέρω
γιατί…
Του αποκρίθηκα όσο μπορούσα πιο σύντομα και πάλε
αποτραβήχτηκα, ακλουθώντας το νήμα των χαμένων μου
ιδεών, και μουρμουρίζοντας ένα ξεχασμένο στίχο του Μαλαρμέ
καν του Βεράρεν, δε θυμάμαι πια…

ΙΙ

Τότε… τα είδα!
ΤΑ ΕΙΔΑ!…
Ω! ναι, ναι. Δυο βήματα από μένα, εκεί, ξαφνικά, ανάμεσ’
απ’ τον τρίτο θάλαμο και το μεσαίο διάδρομο, στραμμένα προς
τη σκάλα…
ΤΑ ΜΑΡΑΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ…
(Κοιτάζανε μακριά, μακριά, σα ζητημένα από το πέρα
συλλοϊσμένα αφαιρεμένα και στυλωτά, καθώς όταν ένα
λαμπερό αντικείμενο μας τα καρφώνει σε μίαν υπνωτικήν
ακινησία — σαν τραβημένα από μαγνήτες! Τάχα τα σύννεφα
της σκόνης —ή μην κάποιο σπιτάκι αγαπημένο κι έρμο, σ’ ένα

[289]
χωριουδάκι μακρινό, μες σε πεύκα— ή μην ένα χεράκι
κοπελιάς όπου κεντάει;…)
Βαριές τώρα οι σκιές οι βραδινές, σαν πηχτά βαριά
κομμάτια, πλακώναν τη στρατώνα. Τη λάμπα ανάψανε μες στο
γραφείο και κουβεντιάζουνε. Ο δεκανέας της εβδομάδας
ζωσμένος τις μπαλάσκες, υποστηρίζει πως αν η Ρωσία, η
Αυστρία κι η Ιταλία… (και κείνα είναι λυπημένα, λυπημένα,
μήτε ακούνε τίποτα παρά τον ίδιο στοχασμό τους κι είναι
λυπημένα, λυπημένα…). Τότες ο λοχαγός αποκρίνεται πως
βέβαια κι έχει δίκιο κατά βάθος, όμως αν εξετάσουμε τις
αφορμές και τα αίτια που κ.τ.λ., αναγκαστικά πρέπει να
παραδεχθούμε πως τα αίτια που κ.τ.λ. Ο δεκανέας όμως τον
αποκρούει, με όλο τον ανάλογο σεβασμό, και του φέρνει
κάποια άλλα επιχειρήματα πιο δυνατά τόσο που ο λοχαγός τα
χάνει κάπως, αλλά για να μην υποχωρήσει στον κατώτερό
του, αλλάζει θέμα και λέει πως και ο Γκρέι στη συνέντευξή που
έδωσε στους Τάιμς ετόνισε προπαντός ότι, πρέπει η
Βουλγαρία κ.τ.λ. Στο τελευταίο αυτό συμφωνεί και ο επιλοχίας,
κουνώντας το κεφάλι του.
(Και κείνα είναι λυπημένα, λυπημένα, ακουμπιστά στον
τοίχο, και παραπονεμένα, σα ναν τους πέθανε η ζωή, σα να
φυλλοροούνε, σαν ναν τα δέρνει το χινόπωρο, και
φυλλορροούνε… Λένε:
«Είμαστ’ εμείς τα Μαραμένα Μάτια· κι είμαστε λυπημένα
λυπημένα! Νοσταλγούμε: το πλιο θαμπό σπιτάκι που η μάνα
μύρεται κι η αδερφούλα είναι κλαημένη, κι ο πατέρας πού είναι
τος; Κι είμαστε λυπημένα, λυπημένα, σαν παιδάκια λυπημένα.
»Και φοβόμαστε, ω φοβόμαστε…».
Αυτά λέγανε τα Μάτια — τα μάτια ενός σαλπιχτή, παλικάρι
μελαψό και μελαγχολικό, ακουμπισμένο στην πόρτα…)

……………………

Κι η χοντρή διαπεραστική φωνή του επιλοχία:


«Μάρς!… Άνδρεεες… Κλίνατ’ επί δεεεξιά!… Εμπροοός!».

[290]
ΤΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ

Ω να υπήρχε κάποιο αντιφάρμακο για τη μονοτονία της


ζωής, για τη φοβερή εκείνη πλήξη, που μας μαραίνει και μας
σακατεύει! Να ξυπνάς, κάθε πρωί, στο ίδιο κρεβάτι, να βλέπεις
διαρκώς τους ίδιους τοίχους, με τα ίδια κάδρα κρεμασμένα και
με την ίδια πόρτα καρφωμένη, καρφωμένη διαρκώς στην ίδια
θέση — κι ο ίδιος ουρανός, ο ίδιος ήλιος, να ρίχνει, μέσ’ απ’ τα
παραθυρόφυλλα, παντοτινά, τις ίδιες τις σκιές! Υπάρχει
μεγαλύτερο μαρτύριο;…
Έτσι συλλογιζόταν, ένα βράδυ, βουλιαγμένος μες στην
πολυθρόνα του, και βγάζοντας άσπρους καπνούς από το
στόμα, μ’ ένα πούρο αναμμένο μες στα δάχτυλα.
Και τι δεν είχε κάνει, και τι δεν είχε κάνει, Θε μου!, για να
πολεμήσει την ανία του! Χαρτιά, γυναίκες, άλογα, ταξίδια —
όλα τι είχε βάνει, διαδοχικά, σ’ ενέργεια, κι απ’ όλα έμεινε, στο
τέλος μπουχτισμένος… Τα ‘στειλε τότε όλα, ένα καλό πρωί,
στο διάβολο —κι έμεινε μόνος, πάλι, μες στο σπίτι του,
αναπολώντας διαρκώς τα περασμένα, αναμασώντας
ειπωμένες φράσεις, κάνοντας, πάλι, την επιθεώρηση των
ευκαιριών που του διέφυγαν— και πόσες τύψεις, πόσες
μεταμέλειες, πόσες καρδιοβόρες νοσταλγίες, δεν ήταν μέσα
στο παιχνίδι του εκείνο!…

Υπάρχουν ένα πλήθος γεγονότα, μέσα στη ζωή του καθενός


που διαρκώς περνούν απαρατήρητα —κι όμως, έπειτ’ από
λίγα χρόνια παίρνουν τη σωστή τους σημασία, κι έρχονται
[291]
πάλι, και μας τυραννούν, που τ’ αφήσαμε να φύγουν απ’ τα
χέρια μας, ενώ μπορούσε να τα ζήσουμε καλύτερα— που
μπορεί εκείνα κι όχι άλλα, να κρατούσαν το κλειδί της ευτυχίας
μας, εκείνης που ποτέ δεν αποκτήσαμε, και τώρα είν’ αργά για
να τη βρούμε…
Με τέτοιες σκέψεις άρρωστες —άρρωστες για όσους δεν τις
έχουν— βασάνιζε την άδεια του καρδιά. Κι η γλύκα, όλων
εκείνων των ερωτηματικών, όλων εκείνων των ενδεχομένων,
όλων εκείνων των πιθανοτήτων, όλων εκείνων των ευκαιριών
που χάθηκαν, και που δεν είναι παρά τέφρα και σκιά —ήταν
σχεδόν όση κι η πικρία τους…
Αυτό το γύρισμα σε πράματα παλιά, του είχε καταντήσει η
πιο αγαπημένη ασχολία του. Ώρες ολόκληρες καθότανε στο
κάθισμά του, κάνοντας, μόνος κι απορροφημένος, τις νοερές
περιπλανήσεις, τις απίθανες εκείνες εκστρατείες, για
κατακτήσεις πραγμάτων που δε ζούσαν — κι απ’ αυτές τις
ονειρώδεις εκστρατείες, τις χιμαιρικές περιπλανήσεις, γύριζε
πάντα νικημένος, κουρασμένος —κάποτε με τα δάκρυα στα
μάτια— κι όμως με τα μάτια θαμπωμένα, σα να είχε αντικρίσει
θησαυρούς!
Κι έτσι, ένα βράδυ, καθώς έτρεχε, λεπτολογώντας διαρκώς
το περασμένα, σταμάτησε σε μια πολύ παλιά ανάμνηση —
ίσως την πρώτη του ερωτική ανάμνηση— χαμένη στο μυαλό
του από χρόνια.
Ήταν παιδί, και πήγαινε σκολειό. Πήγαινε στη δευτέρα
γυμνασίου. Θυμάται ακόμα, πόσα παράθυρα είχε η τάξη, και
κατά πού ήταν γυρισμένο το καθένα.
Αντίκρυ απ’ το σκολειό, σε μια πάροδο στενή, που δεν τη
φώτιζε σχεδόν ποτέ ο ήλιος, ήταν ένα μικρό κατάστημα
«γυναικείων πίλων», ανάμεσα σε δυο μεγάλα σπίτια.
Τα παράθυρά του ήταν γυρισμένα προς την τάξη, και τα
παιδιά, στα διαλείμματα, αντί να κατεβαίνουν στην αυλή,
προτιμούσαν να κοιτούν τις μοδιστρούλες, σκυμμένες μέρα
νύχτα στη δουλειά τους, να τους πετούνε λόγια και
πειράγματα, και, κάποτε, και να τις κοροϊδεύουν…
Εκείνη τη χρονιά, ο χειμώνας έτυχε πολύ βαρύς. Είχε
χιονίσει κάμποσες φορές. Ο ουρανός δεν εννοούσε να
ξαναγίνει γαλανός. Σύννεφα πυκνά ήταν απλωμένα, και τον
σκέπαζαν —το κρύο ήταν τόσο δυνατό, που δυο φορές, ή
τρεις, είχαν διακόψει τα μαθήματα. Αλλά και τις μέρες που
[292]
πηγαίναν τα παιδιά, οι δασκάλοι, με διάφορες προφάσεις,
απουσίαζαν κι έτσι η τάξη ήταν έρμαιο των μικρών εκείνων
σατανάδων, που αλώνιζαν και χάλαγαν τον κόσμο, κι έπαιζαν
χιονιές απ’ τα μπαλκόνια, με τις αντικρινές τις μοδιστρούλες,
και τα δουλάκια των γύρω σπιτιών.
Ζωηρό παιδί κι ο ίδιος, κι όμως δειλός σε τιποτένια
πράματα, όσο θαρραλέος στα μεγάλα, ήταν ο πιο άταχτος, και,
συγχρόνως, ο πιο συνεσταλμένος, παρουσιάζοντας μεγάλες
αντιφάσεις, στον άπληστον ακόμα χαρακτήρα του, που έβαζαν
σ’ αμηχανία τους δασκάλους, και, πρώτ’ απ’ όλους, το
γυμνασιάρχη —έναν άνθρωπο βαρύ και σοβαρό, που τον
αγαπούσε, φυσικά, αλλά πιο πολύ τον τιμωρούσε.
Μια μέρα, το χιόνι είχε στρώσει για καλά. Εκείνη την ήμερα,
η τάξη πανηγύριζε. Ο χιονοπόλεμος έπαιρνε διαστάσεις
μάχης. Τα παιδιά, λαχανιασμένα, χούφτωναν το χιόνι, το
‘πλαθαν μπάλες, και το ‘ριχναν, αδιακρίτως, σε μούτρα και σε
πλάτες. Όλος ο δρόμος βούιζε απ’ τα ξεφωνητά και την
αντάρα!
Οι μοδιστρούλες οι καημένες, πού να τολμήσουν πια να
ξεμυτίσουν! Μια μπάλα είχε σπάσει ένα τζάμι.
Η διευθύντρια τις φώναξε, τις μάλωσε.
— Δεν ντρεπόσαστε να δίνετε το θάρρος σ’ αυτά τα
βρομόπαιδα, να κάνουν έτσι; Δεν κοιτάτε τις δουλειές σας, που
έχουμε τόσες παραγγελίες να κάνουμε; Θέλετε να μου κλείσετε
το μαγαζί;… Όσο γι’ αυτούς τους παλιομάγκες, θα τρέξω τώρα
στο γυμνασιάρχη, και θα τους διορθώσω!… Έλα δω, Σοφούλα!
— Ορίστε, κυρία.
— Εσύ να πεταχτείς, μια στιγμή στο σπίτι της κυρίας Δ.,
οδός Π., αριθμός τριάντα εννιά, ξέρεις… Εκεί που πήγες και
προχτές για την κορδέλα…
Η Σοφούλα χαμήλωσε τα μάτια. Η καημενούλα, πώς να
ξεμυτίσει. Οι μπάλες έπεφταν βροχή στο δρόμο, και δεν
κοιτούσε ρουθούνι να περάσει…
Η διευθύντρια την κοίταξε αγριεμένη:
— Τι έχουμε και τέτοια τώρα; Να πας εκεί που σου λέω, τ’
ακούς; Κι αυτά τα βρομόπαιδα, θα τα διορθώσω ‘γώ!…
Η Σοφούλα ψιθύρισε δειλά:
— Μα κυρία…
— Μα και ξεμά δεν έχει! Δεν ακούω τίποτα! Αν κοτούν, ας
πετάξουν πάλι μπάλες…
[293]
Η Σοφούλα δεν είπε τότε τίποτα. Έσφιξε τα χειλάκια της
μονάχα, για να μην την πάρει το παράπονο, πήγε και πήρε την
καπελιέρα και, κατέβηκε τη σκάλα, και σταμάτησε.
Έπειτα άνοιξε την πόρτα ξαφνικά, και το ‘βαλε στα πόδια,
να προφτάσει, τρέχοντας, να βγει απ’ το σοκάκι, και να ξεφύγει
μεσ’ από την παγίδα.
Πώς τη θυμάται τώρα, τη μικρή παιδούλα, να προβάλλει με
την άσπρη καπελιέρα, με τη ριγωτή της ποδίτσα, με τα μικρά
της μαύρα σκαρπινάκια, με το χλωμό και λυπημένο της
μουτράκι, με τα μεγάλα ικετευτικά της μάτια —και να
προσπαθεί να τους ξεφύγει, σαν το ποντικάκι μες στη φάκα…
Αυτή τη μικρούλα, τα παιδιά την είχαν βγάλει «το τριζόνι».
Το τι έγινε τότε δεν περιγράφεται… Γέλια, φωνές, πρόγκες,
φασαρία:
— Το τριζόνι, το τριζόνι, ω! ω! ω!…
Μια χοντρή μπάλα την πέτυχε στα πόδια. Η δεύτερη τη
χτύπησε στο στήθος.
Σαστισμένη, ζαλισμένη, κοντοστάθηκε, κι έπειτα το ‘βαλε
στα πόδια, κυνηγημένη απ’ τις άσπρες μπάλες, που τη
βαρούσαν απ’ όλες τις μεριές.
Προτού να φτάσει, όμως, στη γωνιά, γλίστρησε με την
καπελιέρα κι έπεσε. Χτύπησε το κεφάλι σ’ ένα σίδερο —απ’ τα
μυτερά εκείνα σίδερα, που ξελασπώνουν στις πόρτες τα
παπούτσια— και ξαπλώθηκε ακίνητη στο χιόνι.
Την πήγαν σ’ ένα φαρμακείο. Τα παιδιά έτρεξαν από πίσω.
Έτρεξε, κι αυτός, μαζί με τ’ άλλα.
Είχε χτυπήσει ακριβώς στο κούτελο. Της έδεσαν μ’
επίδεσμο το μέτωπο. Ένας γιατρός που έτυχ’ εκεί μέσα,
προσπάθησε του κάκου να σταματήσει την αιμορραγία. Η
πληγή ήταν βαθιά, σοβαρή. Την πήγαν μ’ ένα αμάξι στο
νοσοκομείο.
Και την άλλη μέρα, το «τριζόνι» πέθανε.

***
Ω, πώς θυμάται τώρα την παιδούλα, με το χλωμό και
λυπημένο της μουτράκι, με τα μεγάλα γαλανά της μάτια, με τη
ριγωτή της την ποδίτσα, και τα μικρά της μαύρα σκαρπινάκια

[294]
—καθώς την έβλεπε συχνά, μέσ’ απ’ την τάξη, να
πηγαινογυρίζει σε θελήματα, με τα μάτια πάντα χαμηλά, τα
λυπημένα γαλανά της μάτια, που δεν μπορεί ποτέ να τα
ξεχάσει…
Θυμάται τώρα όλα τα καθέκαστα, ως και τις πιο ασήμαντες
εκείνες λεπτομέρειες, που δε μπορεί να συγκρατήσει το μυαλό
— να και πάνε τώρα τόσα χρόνια!
Θυμάται το μικρό μαύρο λεκέ, που ‘μεινε, ως τ’ απόγιομα
στο χιόνι, το χυμένο αίμα της παιδούλας, τη στιγμή που
χτύπησε στο σίδερο! Θυμάται το κρινένιο της χεράκι, καθώς
κρεμόταν μες στο φαρμακείο, σαν άψυχο κι ολόλευκο πουλάκι
—κι η καρδιά του γεμίζει νοσταλγία…
Θυμάται και μια μέρα, που τον κοίταξε —τόσο δειλά, τόσο
συνεσταλμένα!— κι έπειτα μια βραδιά που την απάντησε, μαζί
με τη μεγάλη αδελφή της, να κάθεται στο ζαχαροπλαστείο. Τον
κοίταξε και πάλι μες στα μάτια, κι αμέσως πάλι τα χαμήλωσε
στο δίσκο… Θυμάται όλα, όλα τα καθέκαστα —ως και τη
μικρήν αλυσιδίτσα, που φορούσε πάντα στο λαιμό, με το μικρό
σταυρό, στη μέση, που κρεμόταν, για στολίδι, ή για φυλαχτό!
Ω, τη μικρή, την άμωμη παιδούλα, πώς θα μπορούσε να την
αγαπήσει, έτσι καθώς τώρα τη ζωντάνευε, μες στην
απελπισμένη φαντασία του! Τι τρυφερά λογάκια θα της έλεγε,
πώς θα την έσφιγγε γλυκά στην αγκαλιά του —και με τι καημό
θα χάιδευε τ’ ανέγγιχτα μαλλάκια της, αν μπορούσε να την
αναστήσει, ας ήταν μόνο και για μια στιγμή!…
Πώς θα φιλούσε τα μικρά της ποδαράκια, με τι λατρεία και
φανατισμό, της πεθαμένης τόσα πρώιμα μικρούλας —πώς θα
γονάτιζε μπροστά της, με τι πάθος, για να φιλήσει τα μικρά της
ποδαράκια, και να τα βρέξει με τα δάκρυά του… Θα την είχε σα
μια Παναγίτσα, σαν ένα είδωλο μικρό, παρθενικό, τη μικρούλα,
που σωριάστηκε στο χιόνι —το χιόνι το λευκό, σαν την
ψυχούλα της— κι έσβησε μετά, σαν αγγελούδι…
Κι η Παιδούλα, τώρα, καθώς ανάδινε μέσ’ απ’ τα
Περασμένα, στεφανωμένη με την αίγλη του θανάτου, σαν κατιτί
γλυκό κι ανεπανόρθωτο, κάτι νοσταλγικό κι ακατανίκητο —στα
κουρασμένα μάτια της ψυχής της, έπαιρνε μια καινούρια
σημασία, του δημιουργούσε μια θρησκεία, τρελή, φανατική κι
απελπισμένη! Την καλούσε, τώρα, με λυγμούς, σαν ερωμένη
και σαν αδερφούλα, να γύρει στοργικά, πονετικά, στην άχαρη

[295]
και θλιβερή ζωή του και να του ξαναδώσει τη χαρά, που δε
μπορούσε ν’ απαντήσει πουθενά…

***
Κι ένα βράδυ, ο νοσταλγικός εκείνος άνθρωπος, πήρε την
απόφαση να σκοτωθεί.
Κλείστηκε νωρίς στην κάμαρά του, κι άρχισε να γράφει.
Έγραψε γράμματα στους πιο στενούς του φίλους. Τους
συγγενείς του δεν τους αγαπούσε —δεν ήθελε διόλου να τους
ξέρει.
Πέρασε τη νύχτα, κάνοντας βόλτες και μιλώντας μοναχός
του.
Ήταν μεσάνυχτα περασμένα.
Είχε βγαλμένο το πιστόλι του και το ‘χε ακουμπήσει στο
τραπέζι.
Έπειτα πήγε στο παράθυρο, και τ’ άνοιξε.
Ήταν καλοκαίρι. Ο κήπος όλος, ήταν πλημμυρισμένος
ευωδιές. Κοίταξε τ’ άστρα, μες στην ησυχία, το φεγγάρι που
κόντευε να δύσει.
Έμεινε εκεί, σιωπηλός, κοιτώντας το μυστήριο της νύχτας.
Έριξε σ’ όλα μια στερνή ματιά, αποχαιρέτησε τη νύχτα, το
φεγγάρι —κι έκαμε να γυρίσει στο τραπέζι…
Εκείνη τη στιγμή, ένας ήχος μακρινός και σιγανός, ένας
ήχος που έμοιαζε πριόνισμα, ακούστηκε βαθιά, στις
φυλλωσιές.
Σταμάτησε.
Ένα τριζόνι τραγουδούσε μες στη νύχτα, έπαιζε το
μονότονο σκοπό του —κι η μουσική του, η λεπτή και ρυθμική,
έβγαινε, λες, μέσ’ απ’ τα Περασμένα!
Το «Τριζόνι» δε θέλει να πεθάνει, το «Τριζόνι» τον καλεί να
ζήσει· του λέει δεν πρέπει να πεθάνει, αφού εκείνο βρίσκεται
κοντά του, αόρατο, κι ωστόσο ζωντανό —και τον παρηγορεί,
και τον προστάζει, με τη μυστηριώδη τη φωνή του!
Τα δάκρυά του τρέχουν σαν βρύση —δάκρυα χαρά κι
ευγνωμοσύνης— και βρέχουν σιγανά τα μάγουλά του.
Και κάθεται ως το πρωί, σκυμμένος στο σκοτάδι —κι ακούει
την αόρατη φωνή, με τις μυστηριώδεις υποσχέσεις, που τον
παρακαλεί να μην πεθάνει, τον εξορκίζει να μη θέλει να

[296]
πεθάνει, αφού Εκείνη βρίσκεται κοντά του, βρίσκεται τη νύχτα,
στο πλευρό του, και του κρατεί για πάντα συντροφιά…

***
Κι από τότε, δε γυρεύει να πεθάνει.
Ζει, πάντα, μες στο πατρικό του σπίτι, με τους λίγους
φίλους που του μένουν. Κάποτε πίνουν, και παίζουν χαρτιά.
Τη νύχτα όμως, που οι άλλοι τον αφήνουν, βγαίνει και
κάθεται μονάχος, στο μπαλκόνι. Τεντώνει τ’ αυτί στην ησυχία,
και περιμένει ν’ ακούσει τη φωνή του τριζονιού.
Ξέρει πως, αν δεν την ακούσει σήμερα, θα την ακούσει
αύριο το βράδυ. Δεν ανησυχεί, και περιμένει. Έχει πεποίθηση
πως θα ξαναγυρίσει.
Ξέρει ακόμα —και το πήρε απόφαση— πως τον ερχόμενο
χειμώνα θα τη χάσει. Αλλά κι αν τη χάσει το φθινόπωρο, κι αν
του λείψει όλο το χειμώνα —θα ξαναγυρίσει με την άνοιξη, μαζί
με τ’ άνθη και με τα πουλιά…

[297]
ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ ΤΑ ΓΡΑΜΜΕΝΑ

«Αλλού τ’ όνειρο κι αλλού το θάμα.»


ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΛΑΪΚΗ

Όταν, ένας φίλος μου γιατρός, πρωτοφανέρωσε στον


Παντελή, το σοβαρό της καταστάσεώς του – ο Παντελής
κατέβασε τα μούτρα… Άνθρωπος καλοζωισμένος, σαν κι
αυτόν, δεν ήταν προετοιμασμένος να δεχτεί –μάλιστα έτσι, στα
καλά καθούμενα– τα ξαφνικά χτυπήματα της μοίρας! Δεν
εννοούσε, με κανέναν τρόπο, να υποκύψει και να υποφέρει.
Δεν ήταν ούτε στωικός φιλόσοφος, ούτε οπαδός της
εγκρατείας και των ηρωικών εγκαρτερήσεων. Ήταν ένας
καθαρός γλεντζές, ένας εραστής των καταχρήσεων – κι η ιδέα
των νοσοκομείων, των συνοφρυωμένων προφεσόρων, των
φαρμάκων και των εγχειρήσεων και της αποχής από κάθε
διασκέδαση, ήταν αρκετή να τον τρελάνει!
Όλοι εμείς, οι φίλοι του, βλέποντας τη βαθιάν απόγνωσή
του, προσπαθήσαμε να τον παρηγορήσουμε. Στα φιλικά και
τυπικά μας λόγια, μας κοιτούσε μ’ ένα ύφος δύσπιστο, με τα
σκοτεινιασμένα του τα μάτια, σα να θαρρούσε πως τον
κοροϊδεύαμε, ή πως τον περνούσαμε για κάνα μωρουδέλι…
Ώρες ώρες, πάλι, όταν επείθετο για τις καλές προθέσεις μας,
και τη φιλική μας ειλικρίνεια, μας κοιτούσε βουβά και τρυφερά,

[298]
μ’ ένα είδος μυστικής ευγνωμοσύνης. Ήθελε κι ο ίδιος να
πιστέψει, πως τα πράματα δεν ήταν σοβαρά, και πως αυτοί οι
θεομπαίχτες οι γιατροί, συνηθισμένοι να τα βλέπουν όλα
μαύρα, του ’φερναν, τώρα, όλοι τους, επίτηδες, την καταδίκη
και τον κατακλυσμό… Κι όμως εμείς, οι φίλοι του, το ξέραμε,
πως αυτός ο κακοήθης όγκος, που δεν τον άφηνε μια νύχτα σε
ησυχία, ήταν κάτι το πολύ λεπτό, το σοβαρό, κι εκτάκτως
επικίνδυνο…
Ακολουθώντας τις συστάσεις των γιατρών, όσο και τις δικές
μας συμβουλές, αποφάσισε, λοιπόν, με χίλια βάσανα, να
υποβληθεί σε θεραπεία. Περιόρισε τα γλέντια, το τσιγάρο, τις
ερωτοδουλειές και το πιοτό. Αλλά, κι αυτό, δε βάσταξε πολύ.
Σε λιγάκι, ξανάρχισε τα ίδια. Σ’ έξι μήνες, έγινε χειρότερα. Ο
όγκος ξαναφάνηκε, ακόμα πιο επίμονος. Του παρουσιάστηκε
στο σβέρκο, και δε μπορούσε να γυρίσει τι κεφάλι…
Βλέποντας αυτό το αδιέξοδο, πήρε, τέλος πάντων, την
απόφαση, να λάβει κάποια μέτρα ριζικότερα, και να κάνει
σχετικές υποχωρήσεις, στις χίλιες τόσες απαιτήσεις της
αρρώστιας του. Παραδόθηκε στα χέρια των χειρούργων, με
την ελπίδα πως, μ’ αυτό τον τρόπο θ’ απαλλασσόταν
τελειωτικά.

Αλλά, δυο μήνες μετά την εγχείρηση, ο όγκος, πάλι,


ξαναπαρουσιάστηκε! Ήταν ανάγκη πια να σκεφθεί σοβαρά.
Αναβολές, υπεκφυγές κι αστεία, δε χωρούσαν, στην
περίπτωση αυτή… Με κλονισμένη την εμπιστοσύνη στην
επιστήμη και την πείρα των γιατρών του, αποφάσισε να φύγει
στην Ευρώπη. Τον είχε πάρει μια βαθιά μελαγχολία, μια
φοβερή ανησυχία για την τύχη του… Έβλεπε το μέλλον
σκοτεινό, τη ζωή του περιορισμένη! Είχε πάθει το μεγάλο
πανικό, την αγωνία και τον τρόμο της αρρώστιας του! Ο
Παντελής, το σύχαρο παιδί, το ξένοιαστο και καλομαθημένο,
είχε χάσει τη χαρά του και το κέφι του… Ένιωθε πως, εκείνο το
ταξίδι, του ήταν, τώρα, επιβεβλημένο, αν ήθελε, στ’ αλήθεια, να
γλιτώσει…
Την παραμονή του ταξιδιού του, μας έδωσε στο σπίτι του,
το βράδυ, ένα γεύμα αποχαιρετιστήριο. Μας έβλεπε να τρώμε
και να πίνουμε, κι εκείνος ήταν καθισμένος σε μιαν άκρη, και
μας κοιτούσε μ’ ένα μάτι θολωμένο, σα να βρισκότανε στην
ίδια του κηδεία! Δεν ήταν δύσκολο κανένας να μαντέψει την
[299]
κρυφή σκέψη που τον τυραννούσε – τη σκέψη πως, εκείνο το
τραπέζι, μαζί με τη γλεντζέδικη παρέα του, μπορεί να ’ταν και
το τελευταίο… Του κάκου όλοι κάναμε τον εύθυμο, και
προπίναμε με κέφι, στην υγεία του. Το πρόσωπό του έμενε
περίλυπο κι αγέλαστο, και στις προπόσεις μας για την
ανάρρωσή του, περιοριζόταν, πού και πού, να κουνάει,
μονάχα, το κεφάλι…
Την άλλη μέρα, έφευγε, μαζί με τον γιατρό που τον
κουράριζε –το μόνο φίλο του γιατρό, που κάπως εκτιμούσε,
αυτόν που του πρωτόπε την αρρώστια του– κατευθείαν για
την κλασική Βιέννη, τη φημισμένη πόλη των «θαυμάτων»!
Αυτό του το ταξίδι στη Βιέννη, ήταν το τελευταίο του ατού. Αν
δε γιατρευόταν ούτ’ εκεί, στα χέρια τόσων ειδικών, με
παγκόσμια φήμη, έπρεπε να το πάρει πια απόφαση, πως δεν
υπήρχε σωτηρία πουθενά, κι ήταν γραμμένο του να μας
αφήσει χρόνους…
Είχαμε, όλοι, ταχτικά, ειδήσεις του. Είχε κάμει και δεύτερη
εγχείρηση –του την είχε κάνει, όπως έγραφε, μια «κορυφή
επιστημονική»– και ίσως ίσως να ’κανε και τρίτη, αν ο όγκος
ξαναπαρουσιαζόταν, όπως είχε φόβους ο γιατρός του. Τα
γράμματά του ήταν, πάντα, θλιβερά, απαισιόδοξα και
παραπονεμένα. Φαινότανε, σ’ αυτά, ο φοβισμένος άνθρωπος,
ο υποχοντριακός, ο γιομάτος τρόμο για το μέλλον –που έχει
χάσει εντελώς το ηθικό του, και θεωρεί τον εαυτό του για
χαμένο– κι ό, τι κάνει, το κάνει δίχως όρεξη, για ν’ αναπάψει τη
συνείδησή του, πως δεν έχει παραλείψει τίποτα, κανένα μέσο,
που να μην το εξαντλήσει…
Κι ο φίλος μας γιατρός, που τον συνόδευε, μας έγραφε, κι
εκείνος, ταχτικά, και μας πληροφορούσε, πως η κατάστασή
του, αν δεν ήταν κρίσιμη ακόμα, ήταν, όμως, πάντα σοβαρή.
Λυπόμαστε κατάκαρδα για το φτωχό μας φίλο, που με το
μπρίο του και με τη ζωηράδα του, μας είχε, άλλοτε,
καταδιασκεδάσει, και μας είχε γίνει τόσο απαραίτητος, ώστε
να μη μπορεί να νοηθεί γλέντι και χαρά, χωρίς εκείνον! Η
στενοχώρια μας ήταν ειλικρινής, και τα θερμά τα λόγια, που
του γράφαμε, έβγαιναν απ’ τα βάθη της ψυχής μας…
Κι έπειτα πάλι, ξαφνικά, μάθαμε και την τρίτη του
εγχείρηση. Το γράμμα του γιατρού, που την ανήγγειλε, δεν
ήταν πια δειλό, δισταχτικό, όπως τις προηγούμενες φορές.

[300]
Ήταν αισιόδοξο, θερμό κι ελπιδοφόρο! Αλλά και το γράμμα
του Παντελή του ίδιου, που ήρθε δυο τρεις μέρες υστερότερα,
ήταν, κι αυτό, χαρούμενο κι ενθουσιαστικό! Φαίνεται πως η
τρίτη του εγχείρηση, ήταν τελείως ικανοποιητική, κι ότι, παρ’
όλες τις αντίθετες προβλέψεις, είχε ξεριζώσει το κακό! Φαίνεται
πως τα πράματα βάδιζαν κατ’ ευχήν – κι η παραμονή του στη
Βιέννη, ήταν πλέον ζήτημα, όχι μαχαιρωμάτων, αλλ’
αποθεραπείας κι αναρρώσεως… Αντιγράφω ολόκληρο το
γράμμα του, για να δείξω την αβάσταχτη χαρά, και τη διάθεση,
που το χαρακτηρίζει:
«Αγαπητοί μου και καλοί μου φίλοι!
Να μην το πείτε ούτε του παπά – αλλά νομίζω πως τη
γλίτωσα, παιδιά μου! Όλους αυτούς τους τελευταίους μήνες,
είχα το ’να πόδι μες στο λάκκο, γι’ αυτό και δε μπορούσε να
χορέψω… Αν δεν είχα την καλή την τύχη να πέσω στα
ευλογημένα χέρια του θαυματουργού αυτού του κυρίου –ενός
χασάπη, δηλαδή, από τους πρώτους!– θ’ άφηνα σίγουρα, εδώ,
τα κοκαλάκια μου, συντροφιά με τον Αετιδέα.. Όμως ο
διάβολος, θαρρώ πως με λυπήθηκε! Το τρίτο μου πετσόκομμα,
φαίνεται πως με γλίτωσε… Η καρδιά μου γύρισε στον τόπο
της! Και δε βλέπω, κι εγώ, την ώρα, τώρα, να γυρίσω στον
τόπο το δικό μου… Το τι γλέντι θα γίνει, βρε παιδιά, άμα με
δείτε ζωντανό μπροστά σας, ούτε λέγεται, ούτε και
περιγράφεται! Θα σας κάνω ένα δεύτερο τραπέζι, ένα τραπέζι
που θ’ αφήσει εποχή! Αν γυρίσω γερός, όπως ελπίζω –κι
όπως με βεβαιώνει κι ο γιατρός μου, ή μάλλον ο περίφημος
χασάπης μου!– έχω σκοπό, μα την αγία μου την πίστη, να μην
αφήσω τίποτα γερό! Τότε είναι πια που θα το κάψουμε…
Μ’ όλη μου την αγάπη,
ΠΑΝΤΕΛΗΣ».
Ένα τέτοιο γράμμα –γραμμένο μ’ όλο το παλιό του κέφι–
ήταν επόμενο να μας χαροποιήσει… Ο Παντελής ξανάβρισκε,
σ’ αυτό, όλο το ύφος του κι όλο τον εαυτό του! Ήταν αρκετό,
αυτό το γράμμα, για να πεισθούμε πως την είχε
σκαπουλάρει…
Οι κατοπινές επιστολές τους, επιβεβαίωναν αυτό το
γεγονός. Ο Παντελής είχε σωθεί οριστικά! Η χαρά μας ήταν
δίχως όρια… Μας μιλούσε για τις επισκέψεις του στα διάφορα
μουσεία της Βιέννης, για τις χίλιες δυο διασκεδάσεις της, για τα
πάρκα της, και για τη μουσική της! Γύριζε μαζί με το γιατρό
[301]
του, σ’ όλα τα κέντρα της και σ’ όλα τα μνημεία της, νιώθοντας
όλη την παιδιάστικη χαρά του ξαναγυρισμού του στη ζωή, κι
επωφελούμενος αυτής της ευκαιρίας, για να μετατρέψει το
ταξίδι του, από ταξίδι αναγκαστικό, σε ταξίδι γλεντιού κι
αναψυχής…
Επί δυο μήνες, χωρίς διακοπή, δε μας έγραφε, παρά γι’
αυτά τα πράματα. Κι ο γιατρός, απ’ την άλλη τη μεριά, ήταν, κι
εκείνος, παραζαλισμένος από θεάματα κι από διασκεδάσεις!
Έδιναν, κι οι δυο τους, την εντύπωση τρελών παιδιών, που τα
’χουν όλα ξεχασμένα, και δεν ξέρουν με τι τρόπο να
ξεσκάσουν…
Και στο τελευταίο του το γράμμα –ένα γράμμα γιομάτο
καλαμπούρια, όπως συνήθιζε να γράφει ταχτικά– έκανε
κάποια νύξη, τέλος πάντων, και για τον προσεχή του ερχομό…
Ποια ήταν, λοιπόν, η σαστισμάρα μας, η οδύνη κι η
κατάπληξή μας, όταν, αντί του γυρισμού αυτού, που τον
περιμέναμε μ’ αληθινή λαχτάρα, λάβαμ’ ένα τερατώδες
τηλεγράφημα, που μας ανάγγελνε, ξερά, το θάνατο του
Παντελή! Στο τηλεγράφημα αυτό, υπογραφόταν ο γιατρός…
Μείναμε, όλοι, μ’ ανοιχτό το στόμα! Δεν ξέραμε τι να
υποθέσουμε! Ο νους μας πήγε σε κακή διάγνωση, σε
δηλητηρίαση του αίματος, σ’ επιπλοκή του κακοήθους όγκου,
σε τέταρτη εγχείρηση, μοιραία… Π ο τ έ δε βάζαμε στο νου μας
την αλήθεια! Λέγαμε, μάλλον, πως ο Παντελής, νομίζοντας
πως έγινε καλά, το ’ριξε πάλι στις διασκεδάσεις, κι ο όγκος τού
ξαναπαρουσιάστηκε, πιο σοβαρός, ετούτη τη φορά…
Κι εκεί που τυραννούσαμε το νου μας, πελαγωμένοι μες
στις υποθέσεις –αλλά και βέβαιοι γι’ αυτή την εκδοχή– έφτασ’
ένα γράμμα του γιατρού. Αυτό το γράμμα μάς τα εξηγούσε όλα
– και μας ανέτρεπε όλες τις υποθέσεις. Ο Παντελής ήταν
τελείως γιατρεμένος, είχε ξαναβρεί όλο το κέφι του, κι ήταν, να
μη βασκαθεί, πιο ζωηρός απ’ όλες τις φορές – όταν ένα τυχαίο
γεγονός –έν’ από κείνα τα τυχαία γεγονότα, που συμβαίνουν
σ’ όλους τους ανθρώπους– ήρθε, και κατέστρεψε τα πάντα.
Ήταν η μέρα που επρόκειτο να φύγουν. Είχαν βγαλμένα τα
εισιτήρια τους, και περιμένοντας τον ερχομό του τρένου, είχαν
μπει στο κυλικείο του σταθμού, για να τσιμπήσουν κατιτί, στο
πόδι. Καθώς έβγαιναν από το κυλικείο —είχαν ακούσει το
σφύριγμα του τρένου— ο Παντελής, μες στη μεγάλη βιάση του

[302]
—βιαζόταν πάντα ο ευλογημένο— γλίστρησε σε κάποια
λεμονόκουπα, κι έπεσε με το πρόσωπο στον τοίχο. Ήταν, εκεί,
το πόμολο της πόρτας. Έπεσε απάνω κι όπως είχε παχύνει
τελευταία, χτύπησε μ’ όλο του το βάρος, στο κεφάλι. Και
χτυπώντας, έ μ ε ι ν ε ξερός…

[303]
ΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ

Το βρήκε πατημένο μες στις σελίδες του παλιού βιβλίου,


κιτρινισμένο και σβησμένο απ’ τα χρόνια, σαν μια μικρούλα
πεταλούδα ξεραμένη και καρφιτσωμένη σε μια συλλογή.
Το είχε ξεχασμένο, έτσι καθώς το πήρε τότε, και το ’κλεισε
μες στο βιβλίο – στη σελίδα, ακριβώς, που διάβαζε, και που
ποτέ δεν πήγε παρακάτω.
Κι όπως το κοίταζε με παραξενεμένα μάτια, σε μια στιγμή
τού ήρθε να γελάσει. Αλλά το γέλιο πάγωσε στα χείλη του.
Θυμήθηκε πως ήταν πεθαμένη. Αν δεν ήταν εκείνη πεθαμένη,
θα μπορούσε να ξεκαρδιστεί στα γέλια – να ξαναγελάσει
καθώς τότε, όταν πήγε στον κήπο, και του το πέταξε απάνω
στο βιβλίο…
Καθόταν σ’ ένα μάρμαρο και διάβαζε. Μες στον κήπο ήταν
όλο μάρμαρα. Έχτιζαν κάποιο μέγαρο, δυο βήματα παρέκει –
κι ο κήπος ήταν όλο σκόρπια μάρμαρα…
Πόσο, τώρα, ήσαν όλα μακριά!
Σταμάτησε συλλογισμένος.
Και με τα μάτια του μνημονικού του, την ξανάδε να
προβάλει μες στα δέντρα, προσεχτικά, λαχανιασμένη απ’ το
δρόμο, ξαναμμένη από μυστική ντροπή, να του ρίχνει το
λουλούδι ξαφνικά – κι έπειτα, πάλι ξαφνικά, να φεύγει σαν τον
κλέφτη, σκοντάβοντας στις πέτρες και στα μάρμαρα, μ’ ένα
γέλιο που ’μοιαζε με κλάμα… Θυμήθηκε το ζαρωμένο
[304]
πρόσωπό της, τα μεγάλα μάτια της τ’ αλλήθωρα, τα
βλογιοκομμένα μάγουλά της, το πόδι της που κούτσαινε
λιγάκι. Την ξανάδε ζωντανή και πάλι, κι ήρθε στ’ αυτιά του η
τρεμουλιαστή φωνή της, με τους ψηλούς απεγνωσμένους
τόνους, που κόμπιαζε κάθε φορά που του μιλούσε,
προσπαθώντας να την κάνει πιο γλυκιά…

Κι έπειτα θυμήθηκε τα μαύρα της μαλλιά, που γυάλιζαν, σαν


έβενος, στον ήλιο. Κι ήταν άξιο μεγάλης απορίας, πώς, εκείνα
τα εξαίσια μαλλιά, είχαν φυτρώσει σ’ ένα τέτοιο ασκημόμουτρο
– κι ανέμιζαν με τόσην ομορφιά, σαν τ’ αχτένιστα μαλλιά μιας
αμαζόνας…
Ήταν το τελευταίο γιασεμί εκείνης της χρονιάς. Δεν
υπήρχαν πια καθόλου γιασεμιά. Πού να το ’χε ξετρυπώσει
τάχα, σε ποια γωνιά του μαραμένου κήπου –τώρα που
κοντοζύγωνε φθινόπωρο– λησμονημένο απ’ τα χέρια των
ανθρώπων, για να του το φέρει τόσο άξαφνα, με τόση
συγκινητική λαχτάρα, και να του το ρίξει καταπρόσωπο,
καθώς ήταν σκυμμένος στο βιβλίο;…
Ή μήπως το ’χε μεγαλώσει σε μια γλάστρα, μες στην υγρή
την αποθήκη που κοιμόταν, δίπλα σχεδόν στο στάβλο – μόνο
και μόνο για να του το δώσει, την ημέρα του μεγάλου
χωρισμού;…
Την ίδια μέρα, σκόπευε να φύγει. Αποβραδίς είχε ετοιμάσει
τη βαλίτζα του, κι ετοιμαζόταν να γυρίσει στην πρωτεύουσα.
Είχε περάσει όλο του το καλοκαίρι στην πατρίδα, κάνοντας
θερινές διακοπές, και τώρα που πλησίαζε φθινόπωρο, και το
πανεπιστήμιο επρόκειτο ν’ ανοίξει, έπρεπε να γυρίσει στην
Αθήνα. Οι καλές μέρες είχαν πια περάσει, είχαν αρχίσει
δυνατές βροχές, κι ο κήπος όλος ήταν νοτισμένος.
Περίμενε το μεσημεριανό το τρένο, κι είχε καθίσει σ’ ένα
μάρμαρο και διάβαζε. Ήταν ένα ρομάντζο αισθηματικό –το ίδιο
που κρατούσε τώρα, μετά χρόνια– ένα ρομάντζο με μεγάλες
περιπέτειες, ένα ρομάντζο ποτισμένο δάκρυα, κι είχε διαβάσει,
μέχρι τώρα, το μισό. Ήθελε να το τελειώσει πριν να φύγει.
Κι άξαφνα, τον έκοψε ο ερχομός της Φρόσως, που ήρθε και
του πέταξε, απάνω στις σελίδες, το λουλούδι του
αποχαιρετισμού.
Το ’κλεισε τότε, για σημάδι, στο βιβλίο, και σηκώθηκε
γελώντας δυνατά. Το γέλιο του εκείνο ήταν άκακο – το σκαστό
[305]
γέλιο ενός εύθυμου παιδιού. Αλλά τώρα, που το ξαναθυμόταν,
του φαινόταν άπρεπο και κοροϊδευτικό. Και με συμπόνια
σκέφτηκε τη Φρόσω την καημένη, που θα την είχε σίγουρα
πληγώσει…
Πρώτη φορά, έπειτ’ από τόσα χρόνια, μες στο μυαλό του
ξαναγύριζε η Φρόσω!
Η Φρόσω, η βλογιοκομμένη, ήταν η ψυχοκόρη του γαμπρού
του. Την είχαν σπίτι, και δούλευε σα σκλάβα. Έπλενε, σάρωνε,
μαγείρευε, συγύριζε. Ήταν ακόμα νέα, αλλ’ αδικημένη απ’ τη
φύση. Ήταν κουτσή απ’ τα μικρά της χρόνια. Ήταν αλλήθωρη,
σημαδιακή, και τραύλιζε. Κι έπειτα είχ’ έρθει κι η αρρώστια, κι
απόκανε τη φυσικήν ασκήμια της. Το μούτρο της ήταν γιομάτο
βούλες, όλο μικρά κοκκινωπά σκαψίματα. Και το μυαλό της
ήταν σκοτισμένο, γιομάτο ζοφερές θρησκοληψίες – όχι, όμως,
κι εντελώς αφανισμένο. Μες τα βάθη του περνούσαν κάποιες
λάμψεις, κάποιες αστραπές νοημοσύνης, κάποιες ανέλπιστες,
βαθιές αφοσιώσεις, κάποια ίχνη απροσδόκητης στοργής.
Κι αυτό το σίχαμα τον είχε συμπαθήσει! Το ’δειχνε με τα
φερσίματά της, με τις αλλόκοτές της προθυμίες, με τον τρόπο
που τον παραμόνευε, μόνο και μόνο για ν’ ακούσει τη λαλιά
του. Το ’δειχνε με τα χαμηλωμένα μάτια της, όταν εκείνος
τύχαινε να της γυρέψει κάτι – με την ξέχωρη τρεμούλα της
φωνής της.
Όλοι, στο σπίτι, το ’χαν πάρει μυρουδιά. Και δώσ’ του
γέλια, κοροϊδίες και πειράγματα. Δεν κοτούσε να προφέρει τ’
όνομά του, να του φέρει τον καφέ του, το πρωί –κι αμέσως
όλοι της πετούσαν καλαμπούρια, τη σάστιζαν με τις λοξές τους
ειρωνείες, με τις διφορούμενες κουβέντες τους… Κι εκείνη τα
’χανε, γινόταν κατακόκκινη, άφηνε το δίσκο βιαστικά, και το
’βαζε στα πόδια…
Κι αυτό γινόταν ταχτικά, όλο τα καλοκαίρι.
Στις αρχές, ο ίδιος θύμωνε πολύ. Έκανε στους άλλους
παρατήρηση. Έπειτα, όμως, το συνήθισε κι αυτός, και την
έπαιρνε κι αυτός, στην κοροϊδία…
Της πετούσε λόγια τρυφερά, μπροστά στους άλλους, κι ένα
βράδυ, έκανε τάχα πως θα την αγκάλιαζε. Τ’ αστείο ήταν
υπερβολικά χοντρό. Εκείνη την πήρε το παράπονο, και πήγε
και κλειδώθηκε αμέσως στην κουζίνα. Και το πρωί δε θέλησε
να μπει στην κάμαρά του, ούτε να του φέρει τον καφέ του. Και

[306]
χρειάστηκαν φοβέρες και κατσάδες, για να λυγίσει, μετά μια
βδομάδα, το σκοτεινό, σιωπηλό της πείσμα.
Κι από τότε πάψανε να την πολυπειράζουν. Εδώ εκεί,
μονάχα, καν’ αστείο.
Και την ημέρα που ’φευγε, ως φαίνεται, δε βάσταξε, και
καθώς τον πέτυχε μονάχο, τόλμησε το τρελό της το διάβημα –
το πέταγμα του λουλουδιού μπροστά του…
Κι έφυγε δίχως να την ξαναδεί.
Τα χρόνια πέρασαν, όλα σχεδόν αλλάξανε. Εκείνος έμεινε
για πάντα στην Αθήνα. Σ’ αυτό το μεταξύ, η Φρόσω πέθανε.
Πέθανε σε μιαν επιδημία, που θέρισε, δεν ξέρω πόσον κόσμο.
Δεν ξαναπάτησε το πόδι στην πατρίδα του. Οι δικοί του είχαν
φύγει όλοι. Σκόρπισαν προς όλα τα σημεία, άλλοι φευγάτοι
στην Αμερική, άλλοι διορισμένοι στην Αθήνα. Οι γονείς του,
πέθαναν κι εκείνοι.
Κι ο ίδιος ήταν τώρα γερασμένος. Είχε μια θέση αξιοπρεπή,
αλλά τον είχε τσακισμένον η δουλειά. Είχε παντρευτεί, είχε
χωρίσει.
Κι ένα βράδυ που στενοχωριόταν μόνος, έτυχε ν’ ανοίξει
την κασέλα του, και να βρει μέσα το παλιό βιβλίο.
Το φυλλομετρούσε σιγανά, αναπολώντας τα νεανικά του
χρόνια, όταν έφτασε σ’ εκείνη τη σελίδα, που είχε τότε
σταματήσει, μες στον κήπο, ρίχνοντας μέσα για σημάδι, το
λουλούδι… Κι ένιωσε τότε μέσα του, ύστερ’ απ’ το πρώτο
χαμόγελό του, μια θλίψη δίχως λόγο.
Νοσταλγούσε τα χαμένα του τα χρόνια, τις τρελές ώρες της
εμπιστοσύνης του στο μέλλον… Κι όταν το πρόσωπο της
Φρόσως διεγράφη στον ορίζοντα της μνήμης του, δεν ένιωσε
τη φυσική την αηδία, που του προξενούσ’ έναν καιρό. Το
στόλισε, δεν ξέρω με ποια χρώματα –τα χρώματα του
μακρινού θανάτου, της λησμονημένης αποστάσεως– το
εξωράισε με κάποιους νέους τόνους, αντλημένους μέσ’ απ’ την
ψυχή του – κι αντί της θλιβερής μορφής εκείνης, της
αποκρουστικά σημαδεμένης, της αλλήθωρης και της
βλογιοκομμένης, δεν είδε παρά μια γλυκιά κοπέλα, μια κοπέλα
που τον αγαπούσε.
Τώρα τα μάτια της δεν ήταν πια αλλήθωρα, το μούτρο της
ήταν διορθωμένο, το πόδι της δεν κούτσαινε διόλου.
Άκουσε την τρεμουλιαστή φωνή της, σαν ένα μακρινό, δειλό

[307]
παράπονο, βγαλμένο μέσ’ από ’ναν τάφο… Τα μαλλιά της
ανέμισαν στον ήλιο, σαν οι φτερούγες ενός τραγικού πουλιού
– πουλιού της νύχτας, με κομμένη γλώσσα, καταδικασμένου
να σωπαίνει! Κι όλ’ αυτά, ήταν μιαν επιτίμηση, ένας έλεγχος
κρυφός της συνειδήσεως, ένα μεγάλο φοβερό ερώτημα, που
είχε μείνει κρεμασμένο στον αέρα, χωρίς να περιμένει μιαν
απόκριση, χωρίς καν να ελπίζει μιαν απόκριση, αν και θα
λαχταρούσε να την πάρει…
Έφερε το χέρι στο κεφάλι του και δοκίμασε να διώξει την
εικόνα.
Τον μεθούσε, και τον πλήγωνε μαζί, χωρίς κι ο ίδιος να
μπορεί να πει γιατί.
Δεν κατάφερνε, ωστόσο, να τη διώξει.
Κι επειδή, μες στην κρυφήν απόγνωσή του, ένιωθε την
απόλυτην ανάγκη κάποιου λεπτού αντιπερισπασμού –τώρα,
στα πενήντα πέντε χρόνια του, έπειτ’ από διάλειμμα δεν ξέρω
πόσων χρόνων– άρχισε πάλι να διαβάζει το βιβλίο, το παλιό
ρομαντικό βιβλίο, απ’ τη σελίδα ακριβώς που το ’χε παρατήσει
– και χωρίς να καταλάβει πώς, παρασυρμένος απ’ τα θλιβερά
του επεισόδια, συνεπαρμένος απ’ τη γνώριμη πλοκή του,
ώσπου να φέξει, έφτασε στο τέλος.

[308]
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Καθώς ήταν σκυμμένη, σκαλίζοντας μέσ΄ στην παλιά


κασέλα, για να βγάλει τη ροζ τουαλέτα της, με τις μεγάλες
φουντωτές νταντέλες, το φανταχτερό εκείνο φόρεμα, που το’
χε βάλει στερνή φορά, – πάνε τριάντα τόσα χρόνια τώρα –, μια
τελευταία Κυριακήν Αποκριάς, ένα χρόνο πριν να παντρευτεί
κι έχωσε το χέρι, κατά τύχη, στο μικρό τσεπάκι, δεξιά, βρήκ΄
ένα χαρτάκι διπλωμένο, ένα κίτρινο χαρτάκι τόσο δα,
ξεχασμένο, και παραχωμένο σε μια δίπλα της φόδρας από
μέσα. Τι να’ ταν, τάχα, εκείνο το χαρτάκι, το κιτρινισμένο απ΄
τα χρόνια, που μύριζε, και κείνο, ναφθαλίνη, – και σαν τι να
γύρευε, κρυμμένο στο τσεπάκι και κλειδωμένο στην παλιά
κασέλα, που είχε τόσα χρόνια ν΄ ανοιχτεί;… Στερέωσε με κόπο
τα γυαλιά της, το ξεδίπλωσε αργά, πήγε δίπλα στο παράθυρο,
και διάβασε :

«Είναι, τώρα, τόσοι μήνες, Δεσποινίς, που δε μπορώ να


βρω την ευκαιρία, να Σας πω το Μεγάλο Μυστικό μου! Τόσους
μήνες, το κρατώ κρυμμένο, και μέρα – νύχτα μού μαραίνει την
καρδιά! Ίσως να φταίει κι η πολλή δειλία μου, σ’ αυτό, να μην
τολμήσω να Σας το φανερώσω, – ίσως να φταίει κι η δική Σας
η ψυχρότητα, κι η απόσταση, κι ο τυπικός ο πάγος, που
επιμένετε να μπαίνει, μεταξύ μας! Κι όμως, εγώ, δεν παύω να
Σας σκέπτομαι, και να ζω, με την ανάμνησή Σας…

Περιμένω την απάντησή Σας…


[309]
Ένα φτωχό παιδί,
που Σας λατρεύει…»

Έμεινε με τα μάτια καρφωμένα στο γραφικόν εκείνο


χαρακτήρα, που της φαινόταν άγνωστος και ξένος. Στάθηκε
σκεφτική κι απορημένη, μπροστά στο μικρόν εκείνο γρίφο,
που πρόβαλλε τόσο ξαφνικά, τόσο ανέλπιστα και τόσο
απροσδόκητα, – τόσο πειραχτικά, σαν ένα σκάνδαλο, τώρα,
στα πενήντα της χρόνια… Το διάβασε ξανά, με προσοχή, με
μια μικρή τρεμούλα στην καρδιά. Κι έριξε γύρω της τα μάτια
φοβισμένα, μήπως και την έβλεπε κανένας – σα να ‘ταν είκοσι
χρονών παιδούλα, κι έκανε κάτι, που δεν έπρεπε να κάνει, και
φυλαγόταν απ΄ τα ξένα μάτια, αυτή, που τώρα κόντευε να ‘χει
και δισέγγονα! Έκλεισε με προφύλαξη την πόρτα, και κάθισε
στο χαμηλό ντιβάνι, για ν΄ αφήσει τη σκέψη της ελεύθερη να
καλοθυμηθεί τα Περασμένα…
Και θυμάται, μέσ΄ στη συλλογή της, την τρέλα της Αποκριάς
εκείνης, το μεγάλο φιλικό σαλόνι, που περνούσαν ένα πλήθος
μάσκες, μέσ΄ στα φώτα και μέσ΄ στις σερπαντίνες, που
μπλεκόντουσαν απ΄ όλες τις μεριές. Ήταν απάνω στα
δεκαοχτώ της χρόνια, λάμποντας, όλη, μέσ΄ στην πρώτην
ομορφιά της, με τη ροζ εκείνη τουαλέτα, που δεν την
ξαναφόρεσε ποτέ της, από τότε… Θυμάται τις ματιές των
καβαλιέρων, τις κουραστικές φιλοφρονήσεις τους, κάποια
δειλά σφιξίματα χεριών, κάποια λόγια τρυφερά, θερμά και
φευγαλέα, – αλλά και πόσο διακριτικά, στις ξαναμμένες
αλυσίδες της καντρίλιας,ή στα στριφογυρίσματα ενός ωραίου
βαλς… Θυμάται τον πατέρα της, στην άκρη, με τη μεγάλη
στρατιωτική στολή του, τριγυρισμένον από άλλους
συναδέλφους, όλους με τη μεγάλη τους φανταχτερή στολή,
που την κοιτούσε, κάθε τόσο, με καμάρι. Θυμάται τη μητέρα
της, με το μαβί της φόρεμα, καθισμένη σε μια πολυθρόνα, τον
αδερφό της, – έναν πράσινο πιερότο, με μεγάλα χρυσαφιά
κουμπιά –, και τη μικρότερή της αδερφούλα, ντυμένη, και
κείνη, κολομπίνα, με τη μισή της βελουδένια μάσκα κι ένα
μεγάλο φιόγκο, στα μαλλιά…
Τα θυμάται, όλ΄ αυτά, τόσο καλά, που της φαίνεται για μια
στιγμή, και πάλι, πως βρίσκεται στη φωτισμένη σάλα,
παραδομένη στο μεθύσι του χορού, κι αντικρίζει τους
πολυελαίους, με τα στολισμένα κρύσταλλά τους, μέσ΄ στο
[310]
βαθύ ρυθμό της μουσικής, και τους αργούς παθητικούς της
ήχους των βιολιών, να της δίνουν ένα ρίγος στην καρδιά, και
να γιομίζουν μ΄ ανεξήγητη λαχτάρα την παιδική της, ξένοιαστη
ψυχή, σαν ποτήρια δυνατού κρασιού, που ανεβάζει, ξαφνικά,
το αίμα στο κεφάλι…
Ποιος απ΄ όλους τους τρελούς εκείνους, γύρω, να της
έβαλε, με τρόπο, μέσ΄ στη τσέπη, το φλογερό εκείνο
γραμματάκι, που το βρίσκει τώρα κατά τύχη, πρώτη φορά, και
μετά τόσα χρόνια. Ποιος, απ΄ τους τρελούς εκείνους νέους, να
’χε τολμήσει μυστικά, την κίνηση αυτή;…
Τους φέρνει όλους, έναν – έναν, στο μυαλό της, και χάνεται
σε πλήθος υποθέσεις: τους ξαναβλέπει, με την άψογη
χωρίστρα τους, με τα ξανθά, ή καστανά, ή μαύρα μαλλιά, με το
μικρό τους το φιογκάκι, στο λαιμό, – άλλους άβγαλτα κι
αμούστακα παιδιά, μ΄ ένα χνούδι ελαφρό στ΄ απάνω χείλι, κι
άλλους σοβαρούς και μετρημένους, με τρόπους ήρεμους κι
αδρούς κι εκζητημένους, και πιο λιγόλογους και πιο
προσεχτικούς. Τους ξαναφέρνει όλους στο μυαλό, – και
προσπαθεί, μετά τριάντα χρόνια, να τους ζυγίσει, να τους
ψυχολογήσει… Όλοι αυτοί, ποιος ξέρει πού να βρίσκονται, κι
αν υπάρχουν, κι αν είναι πεθαμένοι! Μερικοί είναι, τώρα, γέροι,
αποκαταστημένοι από χρόνια, κι έχουν αξιώματα μεγάλα και
τρανά – άλλος πρεσβευτής, άλλος γιατρός, καθηγητής του
Πανεπιστημίου –, κι ένας άλλος, και πρωθυπουργός! Άλλος,
μόλις πέθανε, τον περασμένο χρόνο, κι άλλος αυτοκτόνησε,
τρελός…
Αυτούς τους λίγους, τους θυμάται καθαρά. Ήταν, όμως, κι
άλλοι, που μήτε τους θυμάται, μονάχα κάποιες φυσιογνωμίες,
άλλες πολύ νόστιμες και συμπαθητικές, κι άλλες βλακώδεις κι
αποκρουστικές… Κι ήταν, ακόμα, κι ένα πλήθος μασκαράδες,
– ένα σωρό παλιάτσοι και πιερότοι και μαύρα ντόμινα, και
κωμικά κεφάλια, κι απάχηδες, με βελουδένια ρούχα, που
πέρασαν κοντά της, μια στιγμή, και σ΄ άλλους έδωσε το χέρι
μοναχά και μ΄ άλλους χόρεψε, για λίγο, μέσ΄ στη σάλα, και μ΄
άλλους άλλαξε δυο σύντομα πειράγματα, – ποιον να διαλέξει,
απ΄ αυτούς, και ποιον να ξεχωρίσει;…
Θυμάται, βέβαια, δυο νέους, πιο πολύ, που την είχαν πάρει
το κατόπι, και την πολιορκούσαν όλην την ώραν, και που την
έκαναν να στενοχωρηθεί, με τις ανοησίες τους, και με την
επιμονή τους. Ο ένας ήταν ο τώρα πρεσβευτής, κι ο άλλος,
[311]
ένας κόκκινος πιερότος, με βαριά φωνή, και μακροπρόσωπος,
που της φανερώθηκε, στο τέλος, πως ήταν από χρόνια,
γείτονάς της, ένας χάχας, ένας βλάκας και μισός… Αλλά κι οι
δυο τους, «αθωώθηκαν» αμέσως: δεν ήταν ικανοί, γι΄ αυτό το
πράμα! Της είχαν πει, κι οι δυο, τόσες βλακείες, που δε θα
ήταν λογικό και δυνατό, να σκαρώσουν ένα τέτοιο γράμμα…
Και ξαφνικά θυμήθηκε τον τρίτο. Ένα παιδί χλωμό κι
ασθενικό, με σκούρα μάτια, μελαγχολικά, που την κοιτούσε
διαρκώς, χωρίς να βγάνει λέξη. Το χλωμό κι ασθενικό αυτό
παιδί, με τα βαθιά και κουρασμένα μάτια, και με τα μαύρα και
σγουρά μαλλιά, ήταν και κείνο, κάποιο γειτονόπουλο,
φοιτητάκος της φιλολογίας, και πέθανε, μετά δυο – τρία
χρόνια, σε κάποια πόλη της Ευρώπης, φθισικό… Μ΄ αυτό, δεν
άλλαξε, ποτέ, καμιά κουβέντα, ούτ΄ έτυχε μαζί του να χορέψει.
Αλλά θυμάται ζωηρά, – γιατί να τα θυμάται; – τα
παραπονεμένα του τα μάτια, δυο μάτια που βιαζόντουσαν να
ζήσουν, το λυπημένο κι αχαμνό χαμόγελό του, το μαραμένο
και μεγάλο μέτωπό του, με τις δυο μικρές προεξοχές, και τα
βαθουλωμένα μάγουλά του, και τ΄ αναιμικά, λεπτά του χείλη,
με μια σειρά κατάλευκων κι αστραφτερών δοντιών… Θυμάται
το συνεσταλμένο τρόπο του, και με πόση προθυμία
παραμέριζε, κάθε που πήγαινε κοντά του, να περάσει…
Το θυμάται, τώρα, καθαρά, – κι όμως το είχε τόσο
λησμονήσει –, με το σοβαρό παράστημά του, καθώς
περνούσε, ταχτικά, στο σπίτι της μπροστά, κι έριχνε τα μάτια
του δειλά, στο χαμηλό της παραθύρι, προς τον κήπο, κάθε
βράδυ, την ώρα που βασίλευε, και κείνο γύριζε απ΄ τα
μαθήματά του, και πήγαινε στο σπίτι του νωρίς, να μελετήσει.
Της είχαν πει πως έγραφε και στίχους, και πως τους
δημοσίευε στα περιοδικά, – αν και δεν έτυχε ποτέ να δει
κανένα ποίημά του… Μια φιλενάδα της, μάλιστα, που το ’ξερε,
και της μιλούσε με πολλή συμπάθεια γι΄ αυτό, φοιτήτρια στην
ίδια τη σχολή, – της είχε πει πως είχε γράψει κι ένα ποίημα
αφιερωμένο στ΄ όνομά της, με τ΄ αρχικά της: Β.Κ.Δ. –, και σε
στίχους, καθώς λέγανε, καλούς. Αλλά δεν είχε δώσει, τότε,
σημασία, – ούτε το πήρε και ποτέ στα σοβαρά…
Γιατί τώρα μετά τόσα χρόνια, να το σέρνει πάλι στο μυαλό
της, το χλωμό κι ασθενικό παιδί, και να θυμάται τόσες
λεπτομέρειες, που δεν τις είχε θυμηθεί πρωτύτερα; Γιατί,

[312]
παραμερίζουσα τους άλλους, τους πολλούς, να το θυμάται, το
φτωχό αυτό παιδί, τόσο νοσταλγικά, τόσο βαθιά, αυτή, που το
’χε, τόσα χρόνια, λησμονήσει, τόσα χρόνια μετά την παντρειά
της, – την παντρειά της, και το θάνατό του;
Ξαναδιαβάζει το κιτρινισμένο γράμμα, κι η πεποίθησή της
μεγαλώνει πως το φθισικό αυτό παιδί, της είχε γράψει τις
πικρές αυτές αράδες, και της είχε βάλει μέσ΄ στην τσέπη,
τριάντα – τόσα χρόνια πιο μπροστά. Κι αυτή δεν έβαλε το χέρι
της, να ψάξει, – κι ούτε και ξαναφόρεσε ποτέ αυτό το ρούχο,
αλλά το παράχωσε μέσ΄ στην παλιά κασέλα, μαζί με τόσες
άλλες αναμνήσεις, γιατί παντρεύτηκε μετά, τον άλλο χρόνο,
και δεν το ξανακοίταξε ποτέ – ποτέ της πια!…
Σκυμμένη, τώρα, μπροστά σ΄ αυτό το γράμμα, χάνεται, ξανά
στα Περασμένα. Όλη η περασμένη της ζωή, ξαναπερνάει στα
θολά της μάτια, σα μια οπτασία μαγική!
Μέσ΄ στην κάμαρα, τώρα σκοτεινιάζει. Το παράθυρο, και
κείνο, σκοτεινιάζει, κι ένα φως χλωμό κι ασθενικό, – σαν το
χλωμό κι ασθενικό παιδί –, χρωματίζει το τετράγωνό του, με
την αποθεωτική, μουντή, στερνή του λάμψη, – σαν ένας
όψιμος, πικρός αποχαιρετισμός… Απ΄ τον υγρό, το μαραμένο
κήπο ανεβαίνουν φθινοπωρινά αρώματα, σαν από πεσμένα,
σάπια φύλλα…

– «Περιμένω την απάντησή Σας».

Μα η απάντηση αυτή, δε δόθηκε ποτέ! Το παιδί κοιμάται,


τώρα, μέσ΄ στο χώμα…
Κάποια δάκρυα της έρχονται στα βλέφαρα, – δάκρυα, όχι
από τα συνηθισμένα, αλλά βαριά, βουβά, σπαραχτικά, με μια
μυστηριώδη νοσταλγία…
Κι άξαφνα, μέσα στην αφαίρεσή της, μια παιδιάστικη
φωνούλα, – μια φωνούλα δυνατή και δροσερή, που ξέσπασε,
χαρούμενα, στη διπλανή την πόρτα :
– Καλέ, γιαγιά, δε θα ρθεις, λοιπόν, να φάμε!…
Σκουπίζει γρήγορα τα δακρυσμένα μάτια, βάζει ξανά,
τρεμουλιαστά, το γράμμα, μέσ΄ στην τσέπη, κλειδώνει την
κασέλα βιαστικά, και προχωρεί προς την τραπεζαρία, που την
περιμένουν τα παιδιά της, μαζί με τη μικρή της εγγονούλα,
καθισμένα γύρω στο τραπέζι, μπροστά στη μεγάλη τη
σουπιέρα, – και που γελούνε με το πάθημά της, που να
[313]
λησμονηθεί στην κάμαρά της, κι οι άλλοι, λίγο έλειψε, με
μυστικά γνεψίματα, να της κρεμάσουν, κιόλας, το κουτάλι…

[314]
ΤΟ ΓΥΑΛΕΝΙΟ ΜΑΤΙ

Δεν είμαι παρά έν’ απλό γυαλί, ένα μικρό κι ασήμαντο


χρωματιστό γυαλί —ένα ψέμα πιο πολύ, μες στο μεγάλον
κόσμο— ένα γυαλί που το ’φκιασαν —με τέχνη, είν’ αλήθεια—
να παρασταίνει ένα μάτι ζωντανό, ως τις πιο μικρές του
λεπτομέρειες, για να μπορεί, όταν εκείνο λείπει, να ξεγελάει
τους ανθρώπους πως υπάρχει — κι όμως, ερχόμενο σ’ αυτή
τη γη, χάρη στην καλοσύνη του τεχνίτη μου, απόχτησα κι εγώ
την ιστορία μου, και μπορώ τώρα να την πω, όμοια κι
απαράλλαχτα σαν άνθρωπος — και μάλιστα, με κάποια
περηφάνια! Γιατί, στο κάτω κάτω της γραφής, όλα τα
χρωματιστά γυαλιά δεν έχουν τέτοιες ιστορίες στη ζωή τους,
που ν’ αξίζει τον κόπο να τις πούνε… δική μου ιστορία είν’
απλή — μα τόσο σπάνια, και τόσο θλιβερή, που θα ’πρεπε να
δάκρυζα, αν ήμουν ζωντανό, κάθε φορά που την ξαναθυμάμαι·
γι’ αυτό δεν πρέπει να χαμογελάτε, σεις, τα μάτια τα γερά και
ζωντανά, που βλέπετε, και τώρα με διαβάζετε…
Δε θυμάμαι, ωστόσο, τη ζωή μου, παρ’ απ’ την ημέρα που
βρεθήκαμε μαζί σε μια βιτρίνα μαγαζιού μ’ άλλα δεκατέσσερα
γυαλάκια, σαν και μένα, σ’ ένα μικρό κουτάκι ανοιχτό,
στρωμένο με βαμπάκι, βαλμένα στη σειρά, με προσοχή, και
σύμφωνα με το χρωματισμό τους γιατί καθένα απ’ αυτά είχε
και το χρώμα το δικό του: το τελευταίο δεξιά ήταν ένα μαύρο
ζωηρό, ένα μάτι με κόρη κατασκότεινη και με λαμπρές
στιλπνές αντανακλάσεις. Το διπλανό του ήταν ανοιχτότερο. Τα
[315]
παρακάτω ήταν καστανά, απ’ το κρασάτο καστανό ως το
μελένιο. Ύστερα ήταν τα βαθιά σταχτιά, μέχρι το
σταχτογάλανο, τ’ ωχρό το θαλασσί. Τα τελευταία ήταν όλα
γαλανά. Εγώ βρισκόμουν ανάμεσα μελένια και σταχτιά. Ήμουν
ένα μάτι σκούρο πράσινο — ένα μάτι εξαιρετικό, μοναδικό στο
είδος του, πιστεύω.
Δεν ξέρω ποια διαβολεμένη όρεξη έκανε τον τεχνίτη μου να
με χρωματίσει τόσο πράσινο! Τέτοια μάτια δεν υπάρχουν
στους ανθρώπους — ή, κι αν υπάρχουν, είναι τόσο σπάνια,
που πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια για να μπορέσεις ν’
απαντήσεις όμοια! Και όμως βρήκα, κι εγώ, τον «άνθρωπό»
μου, καθώς θα δείτε…
Είμαστε στη μέση της βιτρίνας, κοντά κοντά στο τζάμι.
Γύρω μας ήταν άλλα, ξένα πράματα — θερμόμετρα,
βαρόμετρα, κιάλια και ματογυάλια. Ήταν κι ένα μεγάλο
τηλεσκόπιο, στημένο σ’ ένα στρίποδο, και μηχανές λογής
λογής και πλήθος εργαλεία. Μιλούσαμε τη νύχτα, όταν γινόταν
σιωπή κι οι άνθρωποι κοιμόντουσαν — κι έλεγε το καθένα τα
δικά του. Ήταν και μερικά ταξιδεμένα, που διηγότανε ωραίες
ιστορίες…
Εγώ δεν είχα τίποτα να πω — γιατί δεν είχα τίποτα
γνωρίσει. Άκουγα και σπούδαζα, μονάχα.
Πίσω απ’ το τζάμι της βιτρίνας, ένα μεγάλο κρύσταλλο
παχύ —ιδίως όταν άναβαν τα φώτα, προς το βράδυ— βλέπαμε
τους ανθρώπους να χαζεύουν. Εκείνοι χάζευαν μ’ εμάς — κι
εμείς μ’ αυτούς. Περνούσαν, και μας κοίταζαν, ένα πλήθος
άνθρωποι παράξενοι, άλλοι κοντοί και παχουλοί, με
φουσκωμένα μάγουλα, κι άλλοι ψηλοί, ξερακιανοί, σα στέκες,
ένα σωρό γυναίκες και παιδιά. Οι πιο πολλοί που μας
κοιτούσαν, ανατρίχιαζαν! Το γιατί, το μάθαμε αργότερα. Τους
τρόμαζε το παγωμένο ύφος μας, η φοβερή μας νεκρική
ακινησία! Κι όμως δεν είχαν δίκιο: γιατί και το πιο μικρούλι
πράμα μπορεί να ’χει τη δική του τη ζωή… Το περισσότερο,
νομίζω, που τους τρόμαζε —όπως καταλάβαμε αργότερα—
ήταν η πολύ σωστή ιδέα, πως για να τύχει να μας
χρειαστούνε, θα ’πρεπε πρώτα να τους βρει μια συφορά, να
χάσουν το πραγματικό τους μάτι. Και σ’ αυτό μπορεί και να
’χαν δίκιο. Δεν ξέρω πώς σκέπτονται οι άνθρωποι —ποτέ δε
μπόρεσα να μπω μες στο μυαλό τους— αλλά θαρρώ να
πλησιάζω στη αλήθεια.
[316]
Ξαφνικά, μια μέρα, λιγοστέψαμε: από τα δεκαπέντε που
βρισκόμαστε, δε μείναμε παρά μονάχα δέκα. Τα πέντε φύγαν,
κιόλας, σε μια μέρα! Όλοι, τότε, πρόφεραν συχνά τη λέξη
«πόλεμος»… αίνεται πως οι άνθρωποι, άμα παραγιομίσουνε
τη γη, και δε χωράνε, αρχίζουν και σκοτώνονται με λύσσα
μεταξύ τους, κόβουνε τα χέρια και τα πόδια τους, κάνουν
καθετί το δυνατό για να λιγοστέψουν, να μικρύνουν, να
κοντύνουν — κι έτσι, να χωρέσουν! Άλλην εξήγηση δε
μπόρεσα να βρω…
Και τι εξήγηση μπορεί ποτέ να βρει ένα φτωχό γυαλάκι σαν
και μένα; Αλλά γιατί να βγάζουν και τα μάτια τους; Κατά λάθος;
Δεν καταλαβαίνω…
Κι έπειτα λιγοστέψαμε ακόμα πιο πολύ. Βλέποντας τ’
αδέρφια μου να φεύγουν, ένα ένα, ένιωσα κάτι σαν παράπονο
κι εγώ! Είχα βαρεθεί μες στη βιτρίνα, να κοιτώ τα ίδια και τα
ίδια, ήθελα να μπω μες στη ζωή, να καταλάβω κίνηση και
δράση, ν’ ανακατωθώ με τους ανθρώπους, να ταξιδέψω, να
χαρώ, να μάθω… Τ’ άλλα τ’ αδέρφια μου, θαρρώ, με
ειρωνεύονταν, με λέγανε πολύ «ρομαντικό»! Κι αληθινά,
ζητούσα νέες συγκινήσεις και περιπέτειες! Αφορμή σ’ εκείνη
την αδράνεια, σ’ εκείνη τη φριχτήν ακινησία, ένιωθα πως
ήτανε το σπάνιό μου χρώμα. Ποιος θα μπορούσε να με
χρειαστεί, με τέτοιο χρώμα σπάνιο, δυσεύρετο, ώστε να ’ρθει
και να μ’ ελευθερώσει;…
Και όμως και σ’ αυτό δεν είχα δίκιο! Δεν είχα δίκιο να τα
βάζω με την τύχη μου, ούτε να καταριέμαι τον τεχνίτη μου, που
μ’ είχε καταδικασμένο, εξαιτίας του χρωματισμού μου, να μένω
άχρηστο στα βάθη του κουτιού μου, να μη μπορώ να
χρησιμέψω κάπου, να δώσω, κάπου, μια παρηγοριά, να φύγω
απ’ τη θέση μου, να ζήσω! Βρέθηκε κάποιος, κάποια μέρα, και
για μένα!
Ήταν ένα παιδί μελαχρινό, ξαπλωμένο στο νοσοκομείο —
ένα λεβέντης ίσαμε κει πάνω, μ’ έναν επίδεσμο στ’ αριστερό
του μάτι, μ’ ένα πανί μαύρο και μεγάλο, περασμένο λοξά στο
μέτωπό του! Είχε χάσει το μάτι του στον «πόλεμο» κι εκείνο,
από το θραύσμα μιας χειροβομβίδας — γιατί οι άνθρωποι,
καθώς πληροφορηθήκαμε, είχαν και μηχανές για να
σκοτώνονται, κι αυτό για πιο μεγάλην ευκολία…
Τον είχαν φέρει στο νοσοκομείο, χτυπημένο και
σακατεμένο. Είχε μείνει πέντε μήνες στο κρεβάτι,
[317]
χαροπαλεύοντας τις δέκα πρώτες μέρες. Αλλά, στο τέλος, τα
κατάφερε και γλίτωσε. Όλ’ αυτά μού τα ’μαθαν αργότερα οι
κουβέντες των δικών του, και του ίδιου… Δεν είχα δει, απ’ τον
καιρό που ζούσα, παιδί τόσο γλυκό και καλοΐσκιωτο, με τόσο
λυγερή κορμοστασιά! Περπατούσε με τα δεκανίκια, αλλά,
κατόπι, τα παράτησε κι αυτά. Του ’μεινε μόνο ένα μικρό
κούτσαμα, που του ’δινε θαρρείς κι αυτό κάποια καινούργια
χάρη. Τ’ αγάπησα αμέσως μόλις το ’δα!
Όταν πρωτοβγήκαμε στο δρόμο, γύριζαν όλοι το κεφάλι και
μας κοίταζαν! Ήμουν, αλήθεια, τόσο ταιριασμένο με τ’ άλλο
του, το ζωντανό του μάτι! Ήμουν περήφανο για την καλή μου
τύχη…
Γνώρισα την πατρίδα του, το σπίτι του, τη γριά του μάνα
και τ’ αδέρφια του. Ηζωή μας θα περνούσε μια χαρά, και
φαινόταν πως περνούσε ήσυχα. Άρχισα κι εγώ να
ξεθαρρεύω…
Αλλά, σ’ αυτό το αναμεταξύ, άρχισα να νιώθω κάτι άλλο: το
ταίρι μου —το ζωντανό του μάτι— με κοίταζε συχνά μες στον
καθρέφτη, με κοίταζε λοξά, και με μισούσε! Αντί, κι εκείνο, να
περηφανεύεται που βρήκε την καλή μου συντροφιά, που
πέτυχε τόσο καλά το ταίρι του — με κοίταζε λοξά και με
μισούσε! Φαίνεται πως θυμότανε το ζωντανό του ταίρι, το καλό
του ταίρι, το χαμένο, και δε μπορούσε να το λησμονήσει!
Έβλεπε σε μένα την εικόνα του σα μια θλιβερή
πλαστογραφία — και δε μπορούσε να με συνηθίσει…
Και τι, και τι δεν έκανα, να το παρηγορήσω, να γλυκάνω το
βαθύ καημό του! Με κοιτούσε πάντα πικραμένο, μ’ έβλεπε σαν
παρείσακτο και σαν απατεώνα, σα μια παρωδία τραγική του
άλλου του συντρόφου, του φευγάτου, και δάκρυζε κρυφά, και
με μισούσε! Του κάκου έπαιρνα τη λάμψη και την έκφραση, κι
έκανα, τάχα, τα σπιθοβολήματα του ζωντανού χαμένου του
ματιού! Όσο στεκόμουν πιο καλά στο ρόλο μου, τόσο το μάτι τ’
άλλο με μισούσε.
Αυτό το πράμα δε μπορούσε να βαστάξει. Ένιωθα τον
εαυτό μου ξένο, χωρίς ελπίδα να φιλιώσουμε ποτέ. Ήμουν σαν
ένας σύντροφος μοιραίος, αλλά πολύ πικρός κι ανεπιθύμητος.
Ο «γάμος» μας, παρά την ομοιότητά του χρώματος και της
αναλογίας, ήταν ένας γάμος «ατυχής»… Και μ’ έπαιρνε και
μένα το παράπονο — αν κι εγώ, ακόμα πιο δυστυχισμένο, δε
μπορούσα μήτε να δακρύσω!
[318]
Τότε ξαναθυμήθηκα το χάρτινο κουτί μου, το στρωμένο με
βαμπάκι στη βιτρίνα. Νοστάλγησα την ήσυχη, την ξένοιαστη
ζωή μου, στη μακρινή γωνιά του μαγαζιού, τότε που δε με
γύρευε κανένας, τότε που, ανάμεσα σε μένα και τον κόσμο,
ήταν βαλμένο —για καλό μας, φαίνεται— και μας χώριζ’ ένα
κρύσταλλο χοντρό…
Και το μάτι με κοιτούσε στον καθρέφτη, κι έλιωνε, κάθε
μέρα, πιο πολύ. Το ’βλεπα να φθίνει, κάθε μέρα, να χάνει τη
λαμπράδα και τη θέρμη του, να μαραίνεται σιγά, σαν άρρωστο
λουλούδι… Και τ’ όμορφο μελαχρινό παιδί, με τα σπάνια, τα
πράσινα τα μάτια, έπειτ’ από μια κρίση πυρετού, μια σύντομη
κι αγιάτρευτην αρρώστια, πέθανε ένα βράδυ, ξαφνικά…
Παρακολούθησα το δράμα του θανάτου του. Οι δυο μας
τύχες ήταν ενωμένες, ενωμένες πέρ’ από το θάνατο!
Παρακολούθησα όλη την αγωνία του, μέχρι την τελευταία του
πνοή. Ένιωσα την κρυάδα του θανάτου του, την παγερή την
ακαμψία του κορμιού του. Άκουσα τα κλάματα της μάνας του,
τους λυγμούς και τα ξεφωνητά. Παρακολούθησα την τραγική
κηδεία του — ως την ώρα που μας έθαψαν μαζί…
Κι έπειτα μια βαθύτατη σιγή απλώθηκε τριγύρω μου, για
χρόνια. Μες στο χώμα, που μας είχαν βάλει, δεν ακουγόταν
τίποτα, μα τίποτα! Όλοι πια μας είχαν λησμονήσει…
Κι ένα βράδυ, κύλησα στα βάθη του κρανίου — κι έμεινα, για
χρόνια, μέσα κει. Θαρρούσα πως κι εγώ είχα πεθάνει…
Έμεινα, δεν ξέρω πόσα χρόνια, μες στο βαθύ κι ατέλειωτο
σκοτάδι — πολλά ή λίγα δε μπορώ να πω, και μήτε που
μπορούσα να το μάθω… Συλλογιζόμουν, μες στη μοναξιά μου,
τον καιρό που χάζευα στη μακρινή βιτρίνα, με τους κοντούς
και τους χοντρούς ανθρώπους, και με τους άλλους, τους
ψηλούς και τους ξερακιανούς, μαζί με τ’ άλλα τα γυαλένια μου
τ’ αδέρφια, μες στα θερμόμετρα και μες στα μικροσκόπια! Τα
’βλεπα, όλ’ αυτά, σα μέσα σ’ όνειρο, στο βαρύ και σκοτεινό
μου ύπνο, που μου φαινόταν άσωστος κι ατέλειωτος — και
πως θα βαστούσε πια για πάντα…
Κι έπειτα πάλι, για καιρό, έμεινα δίχως όνειρα. Είχα
συνηθίσει στο σκοτάδι. Δεν είχα μήτε πόθο της ζωής, μήτε την
ελπίδα να ξυπνήσω…
Και ξαφνικά, εκεί που δεν περίμενα —ύστερ’ από δεν ξέρω
πόσα χρόνια βουβαμού, μαυρίλας και θανάτου— μια μέρα,
ξαναβρέθηκα στο φως!
[319]
Άκουσα, πρώτα, κάποιους ήχους μακρινούς, κάποιους
βρόντους, κούφιους και πνιγμένους, που δε μπορούσα να
τους εξηγήσω. Αυτοί οι βρόντοι όλο και πλησίαζαν, ώσπου
έφτασαν στη θέση που βρισκόμουν… Κι έπειτα, ξαφνικά, είδα
τον ήλιο! Έμεινα θαμπωμένο, στην αρχή, σα να ’μουν ένα μάτι
ζωντανό — και χωρίς να ξέρω τι συμβαίνει…
Γιατί μας ξέθαβαν, δεν έμαθα ποτέ. Είδα τ’ αδέρφια του
παιδιού, τριγύρω μαζωμένα. Η γριά μάνα δεν υπήρχε πια. Δεν
έμαθα ποτέ μου τι απόγινε.
Με βρήκαν μες στα βάθη του κρανίου, και μ’ έβγαλαν με
μάτια δακρυσμένα…
Τότε ξαναθυμήθηκα τ’ ωραίο παλικάρι, σ’ όλη τη ζωντανή
την ομορφιά του! Θυμήθηκα το μελαψό του πρόσωπο, το πολύ
χλωμό, κι όμως σταράτο, και τη λυγερή κορμοστασιά του!
Θυμήθηκα τα μαύρα του μαλλιά και το χαριτωμένο κούτσαμά
του! Κι έπειτα θυμήθηκα το ταίρι μου, το μάτι το γερό, που με
μισούσε… Απ’ όλα αυτά δεν είχε μείνει τίποτα — τίποτ’ άλλο,
παρά μια σακούλα κόκκαλα, στοιβαγμένα και κιτρινισμένα…
Και το μάτι το γερό, που με μισούσε, δεν υπήρχε, τώρα,
μήτ’ εκείνο! Δεν υπήρχα παρά μόνο ’γώ — απομεινάρι, πια, μ
ο ν α δ ι κ ό τόσης ζωής και τόσης λεβεντιάς!
Δεν υπήρχα παρά μόνο ’γώ — το τιποτένιο κι άψυχο
γυαλάκι, το φτωχό γυαλάκι, τ ο ν ε κ ρ ό — ν α ζ ω, κ α ι ν α θ υ
μ ί ζ ω σ τ ο υ ς α ν θ ρ ώ π ο υ ς τ’ όμορφο παλικάρι, που δε
ζούσε, και τα μεγάλα πράσινά του μάτια — τόσο το φευγάτο,
το χαμένο, εκείνο, που δε γνώρισα ποτέ μου, όσο κ α ι τ’ ά λ λ
ο, το γερό, το ζωντανό, το μάτι τ’ ασυλλόγιστο κι αχάριστο,
που μες στη θ λ ι β ε ρ ή τ υ φ λ ό τ η τ ά του δε θέλησε ποτέ να
καταλάβει τ η ν π ρ α γ μ α τ ι κ ή μ ο υ τ η ν α ξ ί α, και μήτε
μπόρεσε ποτέ του, όσο ζούσε, να μ’ αγαπήσει — και να με
συγχωρήσει…

[320]
ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ

Είχε ξεπέσει ελεεινά, και γύριζε ζητιάνος. Τα γένια του τον


είχαν περιζώσει, είχαν ενωθεί με τα μαλλιά του, του είχαν φάει
το μισό του πρόσωπο, είχαν πυκνώσει γύρω του σα δάσος —
και μες στο θλιβερό εκείνο πλαίσιο, φάνταζαν τα μεγάλα του τα
μάτια, ακίνητα, στεγνά και μαραμένα, απ’ την αγρύπνια κι απ’
τον πυρετό. Γύριζε στην τύχη, μες στους δρόμους, ρακένδυτος
και μοναχός, σα σκύλος…
Πώς είχε φτάσει ως εκείνο το κατάντημα, δε μπορούσε
κανείς να καταλάβει.
Γύριζε μέρα νύχτα μες στους δρόμους, μ’ ένα ταγάρι
ξεροκόμματα στη ράχη — κι όταν έπεφτε και πάλι το σκοτάδι,
έψαχνε να βρει καμιά γωνίτσα, διάλεγε μια παράμερην
ακρούλα, έστρωνε τα κουρέλια του, και πλάγιαζε· πλάγιαζε
σχεδόν ως τα χαράματα, αν δεν τον κουβαλούσανε στο τμήμα
και τις φορές που τον πηγαίνανε στο τμήμα, πραγματικά,
κοιμότανε πιο ήσυχος…
Δεν είχε σπίτι, μήτε συγγενείς: είτε μπορεί και να τους είχε
ξεχασμένους, καθώς και κείνοι, να τον είχανε διωγμένο. Κανείς
ποτέ δεν ξέρει τι συμβαίνει.
Δεν είχε καν τη δύναμη για να ελπίσει κάπου: όλες οι
πόρτες ήτανε κλειστές — όλες οι πόρτες, κι όλες οι καρδιές.
Είχε ξεχάσει τι θα πει χαμόγελο, και τι θα πει κουβέντα και
συμπόνια…
Γύριζε μέρα νύχτα μες στους δρόμους. Αν ήταν νέος, θα
δοκίμαζε να ζήσει, θα ’ψαχνε να βρει καμιά δουλειά, είτε που
[321]
θα γινόταν λωποδύτης. Τώρα όμως, σε μια τέτοια ηλικία, ήταν
πολύ αργά για τέτοια πράματα.
Ζούσε στην τύχη, ζούσε και δε ζούσε —ζούσε νεκρός μαζί
και ζωντανός— κι αυτό, γιατί δεν είχε πια τη δύναμη, μήτε να
ζήσει, μήτε να πεθάνει…

***
Απ’ τον καιρό τον πριν του ξεπεσμού του (είχε κάνει κάποτε
και δάσκαλος, δάσκαλος σε κάποιο χωριουδάκι), βαστούσε
πάντα μια κρυφή μανία. Φυλλομετρώντας μιαν εφημερίδα, του
είχε πέσει κάποτε στα μάτια, μιαν ειδοποίηση με μαύρα παχιά
γράμματα: «Χθες, περί ώραν ενδεκάτην της νυκτός, μεταξύ
Φαλήρου-Καλλιθέας, απωλέσθη τιμαλφής αδάμας. Λόγω του
ότι ο ρηθείς αδάμας είναι κειμήλιον οικογενειακόν,
παρακαλείται ο ευρών να τον κομίσει και θέλει λάβει
ΑΚΕΡΑΙΑΝ ΤΗΝ ΑΞΙΑΝ ΤΟΥ. Αρκεί ν’ αποταθεί
αυτοπροσώπως…» — δρόμος, αριθμός, και τα λοιπά.
Αυτό του είχε καρφωθεί μες στο μυαλό, τον είχε σοβαρά
απασχολήσει είχε πάρει τότε τη συνήθεια, να περπατεί
σκυμμένα και παράμερα, με τα μάτια στυλωμένα χάμου,
προσέχοντας το κάθε τι στο δρόμο, και ρίχνοντας λοξές ματιές
τριγύρω.
Όσο περνούσανε τα χρόνια και γερνούσε, η αρχική αυτή
αθώα του μανία, έπαιρνε τώρα διαστάσεις τρέλας. Ψαχούλευε
το χώμα με τα μάτια, άγγιζε με λαχτάρα, ό,τι γυάλιζε· μες στην
κατάντια και τον ξεπεσμό του, του είχε μείνει η κρυφή αυτή
ελπίδα, πως ίσως, κάποια μέρα, θα μπορούσε, με το κουράγιο
την υπομονής του, να γίνει κάτοχος αυτού του θησαυρού.
Πήγαινε στο Φάληρο και γύριζε, και σκάλιζε, και κοίταζε, και
κοίταζε.
Στο τέλος όμως, όταν πια τρελάθηκε, έψαχνε παντού, σ’
όλους τους δρόμους.
Είχε χάσει τη συναίσθηση των γύρω του.
Άγγιζε με λαχτάρα ό,τι γυάλιζε και πότε ήταν ένα τρίψαλο
τζαμιού, πότε το θρύμμα κάποιου ποτηριού, και πότε μια
φτυσιά στο πεζοδρόμιο, που, περνώντας, έλαμπε για μια
στιγμή στα φώτα.

[322]
Όταν, ιδίως, ήτανε φεγγάρι, όλα τότε του φαινόσανε
διαμάντια: έτρεχε σαν τρελός απάνω κάτω, κι έσκυβε κι
ανακάτωνε τις πέτρες.
Κι αυτό το πράμα διαρκούσε χρόνια…
Η όρασή του άρχισε κι αυτή ν’ αδυνατίζει, τα πόδια δεν τον
βαστούσαν άλλο, και το μυαλό του άρχιζε σιγά σιγά να σβήνει,
έτσι καθώς το φως χαμηλώνει, από την πείνα κι απ’ τα
γερατειά…

***
Αυτό το πράμα βάσταξε δεν ξέρω πόσα χρόνια.
Και μια βραδιά που βάδιζε στην τύχη, του ήρθε στο μυαλό
του να πεθάνει. Πρώτη φορά μες στη θολή του τη συνείδηση,
είχε γεννηθεί μια τέτοια σκέψη — κι αυτό, σχεδόν, χωρίς
κανένα λόγο, καμιά συγκεκριμένην αφορμή… Εκείνο, μάλιστα,
το βράδυ, κατ’ εξαίρεσην, είχε δειπνήσει με πέντ’ έξι σύκα, και
με μια φέτα πεπονιού ακέρια, που βρήκε πεταμένη στα
σκουπίδια κάποιου περαστικού ξενοδοχείου.
Χορτάτος τότε, τ’ αποφάσισε καλύτερα. Είχε ξυπνήσει μέσα
του —δεν ξέρω— σαν κάποια μακρινή αναλαμπή της
ανθρωπίνης αξιοπρεπείας.
Έκανε τότε μπάλα τα κουρέλια του, τα ’βανε στον ώμο του,
και τράβηξε…
Είχε τώρα μια φωνή στ’ αυτί, που του σφυρούσε: ΠΡΕΠΕΙ
να πεθάνεις! Κι αυτό το π ρ έ π ε ι, τον διαπερνούσε, τον
ενοχλούσε τώρα σαν κουνούπι.
Και για ν’ αποκοιμίσει τη φωνή, έ π ρ ε π ε δίχως άλλο να
πεθάνει…
… Ήταν μια βραδιά καλοκαιριού, τ’ άστρα ήταν όλα στη
σειρά —μια μαγευτική αστροφεγγιά— και τ’ αεράκι που
περνούσε το νανούριζε, και του ’φερνε στο νου τα περασμένα.
Ένιωσε τότε, ξαφνικά, τη φοβερή κατάντια του, και τον πήρε
μια παράξενη τρεμούλα…
Ένιωσε μέσα του σαν κάποιαν αποκάλυψη.
Κατάλαβε πως ήταν περιττός, πως είχε το ’να πόδι μες στο
λάκκο, και πως δεν υπήρχε τώρα γύρω του, μήτε χαρά και
μήτε σωτηρία. Τα στεγνωμένα μάτια του δακρύσανε, και μη
μπορώντας, με κανέναν τρόπο, να ελπίσει προς το μέρος της

[323]
ζωής, άρχισε τώρα μυστηριωδώς, να ελπίζει προς το μέρος
του θανάτου…
Πήρε το δρόμο του Φαλήρου πάλι. Και καθώς τραβούσε με
λαχτάρα, σα μεθυσμένος από μιαν ελπίδα, πρώτη φορά στη
ζήση του ολόκληρη, είχε ξεχάσει τώρα το διαμάντι!
Είχε κατεβεί τη Λεωφόρο, πέρασε βιαστικά τη
Διασταύρωση, κι εξηκολούθησε το δρόμο προς το Φάληρο.
Κάθισε τότε σε μια πέτρα, χάμου, κατακουρασμένος απ’ το
δρόμο. Κόντευε σχεδόν να ξημερώσει.
Καθώς είχε το κεφάλι μες στα γόνατα, κοιτώντας δίπλα σ’
ένα πετραδάκι, του φάνηκε σαν κάτι να γυαλίζει. Άπλωσε το
χέρι, και το πήρε.
Του φάνηκε πολύ κανονικό.
Το κοίταξε στο φως της χαραυγής: έμοιαζε σα θρύμμα
ποτηριού, μόνο που είχε, ώρες ώρες, μες στις κόψες του, σαν
κάποιαν ασυνήθιστη λαμπράδα…
Το κοίταξε απ’ όλες τις μεριές· ήταν κομμένο εντελώς
κανονικά, κι έλαμπε στο αμφίβολο το φως, σπιθοβολούσεν
εξαιρετικά, με σύντομες μικρούλες αστραπές, σύχαρες,
παιχνιδιάρες και πολύχρωμες.
Τότε χαμογέλασε πικρά, και σκέφθηκε και πάλι το διαμάντι.
Πόσες φορές δεν είχε γελαστεί, πόσες φορές δεν είχε ’γγίξει
τέτοια τρύψαλα, πόσες φορές δεν είχε σκύψει άδικα,
γιομίζοντας τις τσέπες του σκουπίδια…
Σηκώθηκε με κόπο στα ποδάρια του, και παίρνοντας με το
’να χέρι φόρα, δίχως να σκεφθεί καλά καλά, με δύναμη, το
πέταξε στη θάλασσα…
Κι εξακολουθούσε το δρόμο προς το Φάληρο.
Κόντευε σχεδόν να ξημερώσει.
Έφτασε στην εξέδρα, και σταμάτησε. Ο ουρανός άρχιζε
τώρα να φωτίζει. Κάποιο βαπόρι, μακριά, περνούσε — μια
λαμπερή γραμμή μες στον ορίζοντα. Προς την Καστέλα,
γάβγιζ’ ένας σκύλος.
Κοίταξε τ’ ακίνητα νερά.
Άκουσε τότε, πέρα, κάποιο σφύριγμα: ήταν το πρώτο
τρένο, μακριά, που ξεκινούσε τώρα στον Περαία.
Τότε κι αυτός, σκαρφάλωσε στο κάθισμα, γαντζώθηκε στο
τελευταίο σίδερο, έριξε το κορμί του προς τα έξω — και,
μονομιάς, παράτησε τα χέρια…

[324]
***
Μια γυναίκα μόνο που περνούσε, άκουσε τον κρότο του
νερού. Στάθηκε, και στύλωσε τ’ αυτί της. Επειδή όμως δεν
άκουσε πια τίποτε, είπε στο νου της πως μπορεί και να
παράκουσε, και βιαστικά, εξακολούθησε το δρόμο της.
Κι εξάλλου, είχε φέξει αρκετά, κι έπρεπε ν’ ανέβει, με το
πρώτο: βαστούσε κάποιο μαγαζάκι στην Καστέλα, κι έπρεπε
να ’ναι στην Αθήνα το πρωί, για να προλάβει το
λαχανοπάζαρο.

[325]
ΤΟ ΔΙΑΟΛΑΚΙ ΠΟΥ ΕΓΙΝΗΚΕ ΑΓΓΕΛΑΚΙ

Μια φορά κι έναν καιρό ένα Διαολάκι πήδησεν όξω από τη


μάντρα που περιτείχιζε το πλατύ περβόλι του Λουτσίφερου.
Διαολάκι ήτανε βέβαια –όμως κακό δεν ήτανε, και μια φλέβα
του είχε βαστάξει ίσα, απ’ τον καιρό που ο Λουτσίφερος ήτανε
Χερουβείμ˙ όμως η Λάμια κι η Όχεντρα που το βυζάξανε –το
ποτίσανε φαρμάκι και πονηράδα, κι η ψυχούλα του ήτανε
γιομάτη διαολιές.
«Εσύ ’σουνα το Βασιλόπουλο» του λέγαν «κι εσύ το
Αρχοντόπουλο και δικά σου ήτανε τα Εδέμ, μα ο Θεός ο …» (κι
εδώ βλαστημούσανε) «φθόνησε τον πατέρα σου και του
σφετερίστηκε το βασίλειό του· και σα δε μπόραγε ναν του
παραβγεί σε τίποτα, βουλήθηκε ναν τονε ξολοθρέψει… Μα δεν
τα κατάφερε˙ και θα ’ρθει ένα κάποτε…» και τα παρόμοια.
Έτσι, βέβαια, τι άλλο μπορούσε να ’τανε το Διαολάκι παρά
ένα πλασματάκι όλο χολή και μπερμπαντιά. Και βγαίνοντας
πρώτη φορά στον κόσμο, σα λυκόπουλο πεινασμένο,
γούρλωσε τα ματάκια του και κοίταε το φεγγάρι. Ύστερα έκανε
δύο τούμπες στον αέρα και σαν πουλάκι ’λευθερωμένο απ’ το
κλουβί του, κυλίστηκε μες στα χορτάρια και γιόμισε τα
ρουθούνια του με τη μυρουδιά της νυχτερινής δροσιάς.
Ένα κρυερό αγεράκι ανάδευε τα φύλλα κι ο γκιόνης
τραγουδούσε τον κλαψάρικον ήχο του.

[326]
Το Διαολάκι μαθημένο απ’ τη ζεστασιά του σπιτιού του
πατέρα του, κρύωνε, και τα σουβλερά δοντάκια του
χτυπούσανε…
Βρόντηξε τα μαύρα χεράκια του, το ’ν’ απάνου στ’ άλλο, και
κούνησε την ουρίτσα του σα σκυλάκι –από δω κι από κει.

Ύστερα πήρε τον άσπρο δρόμο που ανοιγόταν μπροστά


του και τράβηξεν ίσα, πότε πηδώντας αψηλά και πότε
σημαδεύοντας τ’ άστρα με τα πετραδάκια.
Τέλος πάντων, σε μια καμπή, ένα μακρινό φως χάραξε
πίσω από μια τούφα δέντρα· ήταν ένα σπιτάκι φτωχικό και
παράμερο· μια γριούλα καθόταν μοναχή εκεί μέσα και μάζωνε
χόρτα και τα πουλούσε στη χώρα.
«Άγρια ραδίκια, άγρια ραδίκια» έτσι φώναζε στο δρόμο με
στρίγγλικη φωνή, κι οι μάγκες τηνε κοροϊδεύανε.
Το Διαολάκι δεν έχασε στιγμή, μόνο πάει ίσα και χτυπάει τη
θύρα· είχε τόσ’ ακουστά για τους ανθρώπους που –μια και του
τύχαινε η ευκαιρία– σωστό δεν ήτανε να την παραμερίσει.
Τοκ, τοκ…
Η γριούλα, κουτσαίνοντας, βγήκε μ’ ένα κερί στο χέρι και
ρώτησε ποιος είναι.
Το Διαολάκι φύσηξε τότες απάνου στο κερί και το ’σβησε,
και τα ματάκια του αστράψανε κοκκινωπά σαν κάρβουνα
αναμμένα.
Η γριούλα έμπηξε μια φωνή κι έπεσε χάμου σύξυλο.
«Χα, χα, χα» –το διαολάκι– τον τόπο γιόμισε με τα χάχανά
του κι έπεσε κάτου κι έπιανε την κοιλιά του από τα γέλια·
ύστερα –αφού ξεθύμανε– κάθισε σκεφτικό και χάζευε.
Το φεγγάρι κρεμότανε τώρα στον ουρανό, φαγωμένο, σα
φέτα ψωμιού με μια μεγάλη δαγκωματιά στην κώχη, κι οι
βατράχοι χαλούσανε τον κόσμο.
Συλλοϊσμένο το Διαολάκι πήρε τα βρεμένα του και τράβηξε·
όμως σιγά σιγά η χαρά του κόσμου πάλε κέρδισε την ψυχή
του.
Μιαν ησυχία στη Φύσην απλωμένη, κι απ’ τα βουνά
ερχόντανε οι αιώνιες μουσικές –οι γρύλλοι και τα τριζόνια κι οι
φωνές από τα νυχτοπούλια με τα πλατιά μάτια.
Πήγαινε κουτσαίνοντας και βγάνοντας τη γλώσσα στο
κόκκινο φεγγάρι.

[327]
Τα ματάκια του γυαλίζανε –κι αν δεν είχε δυο μικρά
κερατάκια φυτρωμένα– θα ’λεες πως ήταν μαθητούδι που το
’σκασεν απ’ το σκολειό του και πάει για πεταλούδες.
Έτσι, χοροπηδώντας, έφτασε σ’ έναν τόπο κατοικούμενο·
καμπαναριά και σπίτια ψηλά ολούθε ήτανε στημένα.
Τριγύρισε μες στους δρόμους, είδε τις πλατείες με τα ψηλά
δέντρα και μπήκε στην πρώτη ανοιχτή πόρτα που
συναπάντησε.
Εκεί καθόντανε δυο ψυχές –μια μάνα με το παιδάκι της·
χήρα ήταν η μάνα και τίποτ’ άλλο στον κόσμο δεν είχε απ’ το
παιδάκι της· και κείνο ήταν μικράκι –μόλις ένδεκα χρόνων–
κοντό, παχουλό με κόκκινα μάγουλα σαν τα ροδάκινα.
Το ’χε κλείσει στο σκολειό της γειτονιάς και κάθε μεσημέρι
σ’ ένα πανεράκι του πάγαινε φαΐ σπιτικό· γιατί μες στο
σκολειό το ίδιο φαΐ δίνουν σ’ όλα τα παιδάκια, όμως η χήρα
δεν το ’θελε να τρώει σαν όλα και το δικό της το παιδάκι.
Και τη νύχτα δίπλα στους άγιους έβανε κοντά και την εικόνα
του, κι έτσι κοιμότανε, ήσυχη πως τίποτα κακό δε θα το βρει
και θαν το φυλάνε οι άγιοι.
Και το πρωί –το σκολειό ήταν αντικρύ– ένα φιλάκι της
έστελνε το παιδάκι.
Και καμιάν Κυριακήν –είτε το σαββατόβραδο, με τη σκόλη–
το ’παιρνε με την άδεια του δάσκαλου και κοιμότανε σπίτι.
Τέτοια βραδιά –Κυριακή θαρρώ– ήτανε και κείνη, που το
Διαολάκι τρύπωσε μες στην κάμαρη του παιδιού· της χήρας το
κρεβάτι ήτανε προς τον τοίχο –και κοιμόταν για καλά.
Καθώς ήταν έτσι μικρούλι μες στ’ άσπρα σεντόνια και
συμμαζωμένο, κουκλάκι αποκοιμημένο, μια κακία για την
ομορφάδα του ένιωσε το Διαολάκι.
Κι έτσι –σα να ’κοβε λουλούδι από κρεμάμενο κλαρί–
τέντωσε τα μαύρα του χεράκια και το ’πνιξε…
Κι ύστερα πήγε και κρύφτηκε πίσω απ’ το ντουλάπι και
κοίταε.
Ένα θαμπό φως ζωγραφιζότανε στις κουρτίνες του
παραθυριού και τα πουλιά γλυκοκελάηδιζαν τον ερχομό της
αυγούλας.
Η μάνα σηκώθη κι ίσα πήγε στο κουκλάκι της, και το
χάιδεψε για να ξυπνήσει· εκείνο, τίποτα… Τότες σοβάρεψε κι η
φωνή της πήρε μιαν αχνάδα κρυερή:

[328]
«Σήκω, ματάκια μου, κι είναι ώρα για να πας σκολειό!»
Ναι! Αυτό ήτανε.
Το παιδάκι πεθαμένο –κι η μάνα το καλούσε.
Κι ύστερα η σιωπή, και ξάφνου τα ξεφωνητά –γοερά και
μέσ’ απ’ το λαιμό, σαν από λαβωμένο θεριό –κι ο ερχομός των
γειτόνων, τα μαλλιά τα ξεμάλλιωτα κι η συφορά, κι η μάνα –ω!
η μάνα!
Το Διαολάκι συμμαζώχτηκε και τα ματάκια του ανοίξανε σα
βαθιές σπηλιές.
Κι ήρθανε οι παπάδες, και σε μιαν άσπρη τόση δα κασίτσα,
όλο το κορμάκι χώρεσε, κι η κασίτσα περίσσεψε, κι ανάψανε
κεριά γύρα γύρα –σα να ’τανε γιορτή.
Γυναίκες μπήκαν με τα μαύρα και το περιτριγυρίσανε· τα
ματάκια τού κλείσανε και τα χεράκια του σταυρώσανε και με
καλά ρουχάκια το ντύσανε –που ήτανε φυλαμένα στο ντουλάπι
μέσα για τις μέρες τις καλές.
Κι ύστερα ήρθανε οι παπάδες, και το πήρανε τέσσερις
ανθρώποι, σαν ένα πραματάκι –και φύγανε.
Κι η μάνα –πεσμένη χάμου σαν ένας σωρός– τινάχθη και
χιούμηξε στο παράθυρο κι έμπηξε κάτι φωνές οπού ποτές δεν
είχανε ματακουστεί στο γαλανόν αέρα, κι όποιος τις άκουσε
ποτέ του πλια δε μπόριε να χαμογελάσει…
Και φύγαν όλοι –κι η μάν’ από πίσω– και τίποτα δεν έμεινε
στην κάμαρη, ούτε τίποτα πλια ματαφάνηκε.
Κρυμμένο πίσω απ’ το ντουλάπι το Διαολάκι αγροικούσε·
όλη την ημέρα έμειν’ εκεί, ώσπου έπεσε το σκοτάδι.
Και σαν έπεσε το σκοτάδι, κάτι έσπασε μέσα του, και μια
πικράδα χύθη στην ψυχούλα του, και κατεβήκανε απ’ τα μάτια
του –ω! θαύμα!– δυο λαμπερά μαργαριτάρια.
Κι ένιωσε μονομιάς να πέφτουνε τα δυο του κερατάκια, και
σαν κάποια πούπουλα οπού φυτρώνανε, άσπρα κι αλαφριά,
από πίσω του –που όσο πάγαιναν και μάκραιναν.
Κι έτσι το Διαολάκι εγίνηκε Αγγελάκι.

[329]
ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΠΑΛΑΤΙ

Από παιδί, είχε στήσει, μες στη φαντασία του, ένα λαμπρό
κι ολόχρυσο παλάτι. Τόσο λαμπρά κι απίθανα παλάτια, δε
βρίσκονται στημένα, παρά μονάχα, μες στις φαντασίες των
ανθρώπων. Το είχε χτίσει, επίμονα κι αργά, σαν ένας
ευσυνείδητος τεχνίτης, μ’ όλα τα πολύτιμα εκείνα υλικά, που
διαθέτει μια λεπτή και φλογερή καρδιά —μ’ όλες τις ευαίσθητες
εκείνες αποχρώσεις, της ελπίδας και της νοσταλγίας, που
βρίσκονται μες στην ψυχή του καθενός —αλλά που καθένας
δεν μπορεί να τις εκφράσει, ίσως από έλλειψη του ειδικού
ταλέντου, ίσως, ακόμα, κι απ’ την απουσία κάποιας ορισμένης
επιδόσεως, που μεταβάλλει, τις λεπτές εκείνες αποχρώσεις, σ’
ένα μελετημένο έργο Τέχνης.
Είχε χτίσει το παλάτι του κρυφά, μες στο σκοτάδι και τη
μοναξιά, αποφεύγοντας τα βέβηλα τα μάτια —κι έμενε μόνος κι
άφαντος σ’ αυτό, καρτερώντας, ίσως, τη στιγμή, που θα
μπορούσε να το δείξει και στους άλλους. Αλλά, κι αν αυτή η
ποθητή στιγμή δεν ήταν πεπρωμένο να φανεί, θα ‘μενε πάντα
με την ευτυχία του να το χτίσει για τον εαυτό του, μοναδικός
του κύριος και κάτοικος, σαν εκείνους τους εγωιστές
πλουσίους, που χτίζουν τα πολυτελή τους μέγαρα, γι’ ατομική
τους χρήση κι ευχαρίστηση, αδιαφορώντας, στο κάτω-κάτω
της γραφής, αν θα μπορούσαν να τα καμαρώσουν κι άλλοι, και
κάποτε ζηλότυπα κρατώντας αγνοημένη τη λαμπρή τους

[330]
ύπαρξη, για ν’ απολαβαίνουν, μοναχοί τους, τον αγαπημένο
θησαυρό.
Το είχε χτίσει με το αίμα της καρδιάς του, κι έμενε μονάχος
του σ’ αυτό, σαν κάποιοι ιδιότροποι φιλάργυροι, που
σωρεύουν μυστικά το θησαυρό τους, κλεισμένοι μες στην ίδια
τους απέραντη χαρά —κι αποφεύγουν να την κοινολογήσουν,
απ’ το φόβο μην καταστραφεί…

Με το πέρασμα των χρόνων, όμως, το χιμαιρικό αυτό


παλάτι, είχε χάσει την παρθενική του λάμψη. Της ζωής τα
περιστατικά, κάποιες αβαρίες ιδιαίτερες των αρχικών
παρθενικών ονείρων, κάποιες οδυνηρές αποκαλύψεις της
πολύ στυγνής πραγματικότητος —τον είχαν κάνει να
περιορίσει τις αφηνιασμένες απαιτήσεις του, και να ξύσει απ’
το μαγικό παλάτι, τα παλιά του μαγεμένα χρώματα. Έμενε,
ωστόσο, το παλάτι, στημένο μες στα βάθη του μυαλού —και
πίστευε πως δεν υπήρχε τρόπος να χαθεί μια μέρα εντελώς.
Έπειτα, όμως, βρέθηκε σε φοβερές ανέχειες. Είχε χτίσει το
παλάτι με χρυσάφι, αλλά χρωστούσε στη ζωή απίστευτα ποσά
—και, με το πέρασμα των χρόνων, οι τόκοι είχαν τόσο
μεγαλώσει, που έπρεπε, για να πληρώσει τώρα, —τώρα που η
ζωή του γύρευε αμείλικτα, την παλιάν εκείνη οφειλή— να
«εκποιήσει» ένα μέρος του χτιρίου του —τουλάχιστον τα
περιττά στολίδια— για να μπορέσει να το απαλλάξει από μιαν
άμεση κι οριστική κατάσχεση! Η ζωή, βλέπετε, σ’ αυτό το
μεταξύ, είχε γίνει απαιτητική, και δεν έδινε καμμιά αναβολή,
όπως είχε κάνει μέχρι τώρα…
Ξεκόλλησε, λοιπόν, τα περιττά στολίδια —τα μαρμαρένια τ’
αετώματα, τα κάγκελα, τις χρυσές κολόνες της εισόδου— και
με το λίγο το ποσό που κέρδισε —γιατ’ οι καιροί ήταν κακοί
και δύσκολοι, και κανένας τώρα δεν αγόραζε— προσπάθησε
να φέρει έν’ αλάφρωμα στους εκκρεμείς λογαριασμούς με τη
ζωή. Τ’ αλάφρωμα αυτό, αν και φοβερά προσωρινό, του ‘δινε,
όμως, τον καιρό να πάρει μιαν ανάσα, και να σκεφτεί τι θα
‘πρεπε να κάνει, αν ο αμείλικτος εκείνος οφειλέτης γύριζε πάλι
για να πληρωθεί.
Ήλπιζε πάντα πως η πληρωμή του τόκου θ’ αργοπορούσε,
κάπως αρκετά, την καταβολή του κεφαλαίου. Αλλά, σ’ αυτό,
λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο. Η ζωή, ένα πρωί, γύρισε πάλι,
μ’ ένα χαρτί στο χέρι, και ζήτησε την αποπληρωμή της.
[331]
Κι έτσι, το παλάτι, άρχισ’ εντελώς ν’ απογυμνώνεται. Η
πρόσοψή του πήρε μιαν όψη χαλκοπράσινη. Μόλις βγήκε η
χρυσή του στρώση, μόλις έλειψαν τα θαυμαστά συμπλέγματα
των γύρω μαρμαρένιων αγαλμάτων, μόλις έφυγαν τ’ ατίμητα
πετράδια των ονειρωδών μωσαϊκών του, κι οι φανταστικές
διακοσμήσεις του, το παλάτι, άρχισε να γδύνεται, και να
φαντάζει σαν απλό φτωχόσπιτο, σαν ένα κοινό σπίτι
ρημαγμένο.
Κι εκείνος εξακολουθούσε πάντα, να κάθεται στο ρημαγμένο
σπίτι. Εξακολουθούσε να πιστεύει, πως θα μπορούσε, και μ’
αυτό το σπίτι, να περάσει τη ζωή του ήσυχα, περιορίζοντας τις
περιττές δαπάνες, κάνοντας μερικές οικονομίες —ξεγελώντας,
με καμιά μπουκιά, τ’ αχόρταγο στόμα της ζωής…
Αλλά, μπουκιά με τη μπουκιά, και με το δώσε-δώσε κάθε
λίγο, το παλάτι έμεινε καλύβα. Δεν ήταν, τώρα, παρά μερικές
σανίδες, με μια σκεπή σαθρή και σκεβρωμένη. Ο άνεμος
φυσούσε απ’ όλες τις μεριές, τα παράθυρα είχαν ξεριζωθεί, η
βροχή από παντού έμπαινε μέσα. Άνθρωπος δε μπορούσε να
σταθεί, σ’ αυτό το ετοιμόρροπο ρημάδι.
Και μια νύχτα, που φυσούσε δυνατότερα, έπεσαν και
σανίδες και σκεπή. Έμενε τρέμοντας και μόνος μες στη νύχτα,
μουσκεμένος απ’ τη νεροποντή, με τα δόντια να χτυπάνε μες
στο κρύο…
Σέρνοντας το άθλιο κουφάρι του, με το κεφάλι
καταματωμένο απ’ τις πεσμένες πέτρες της σκεπής, μες στις
λάσπες και τις κακοτοπιές, έφτασε στην άκρη του βουνού και
περίμενε να φέξει, με λαχτάρα. Μόλις, όμως, πήρε να χαράζει,
κι οι στερνές δυνάμεις του τον άφησαν. Κάποιοι διαβάτες τον
βρήκαν ξαπλωμένο, βρεμένον ως το κόκκαλο, κι αναίσθητο.
Τον πήγαν, τότε, στο νοσοκομείο. Χάρις στην καλοσύνη
των ανθρώπων —που είναι, κάποτε, πολύ πιο ελεήμονες και
πιο πονετικοί απ’ τη ζωή— άρχισε λίγο-λίγο, να συνέρχεται.
Μόλις άνοιξε τα πονεμένα μάτια του, μεγαλωμέν’ από τον
πυρετό, κι είδε γύρω του τις άγνωστες μορφές, που τον
περιστοίχιζαν περίεργα, άπλωσε το τσακισμένο χέρι του, και
δείχνοντας στα βάθη τ’ ουρανού, θέλησε κάτι να διηγηθεί…
Αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Ένας κόμπος έδενε τη
γλώσσα του.

[332]
Ήθελε να τους πει για το παλάτι, για τις μαρμαρένιες
κολόνες και τις χρυσές, βαρύτιμες στοές του. Αλλά δε
μπορούσε να μιλήσει…
Το βράδυ, σαν ήρθε ο γιατρός, κούνησε το κεφάλι. Μια
νοσοκόμα αγρυπνούσε στο πλευρό του. Της είπε κάτι, σιγανά,
στ’ αυτί —και τότε κούνησε, κι εκείνη, το κεφάλι.
Και τα μεσάνυχτα —μεσάνυχτα και κάτι— ενώ όλοι ήσαν
κοιμισμένοι, μες στο νοσοκομείο, κι η νοσοκόμα είχε κοιμηθεί
στο πλάι του, γερμένη στην καρέκλα —καθώς πλησίαζε η ώρα
του θανάτου, είδε μια μεγάλην οπτασία: Στα γαλάζια βάθη τ’
ουρανού, λουσμένο μέσα στα φώτα της αυγής —ένα φως
ροδόχρυσο, λαμπρό, χιμαιρικό, ένα φως γιομάτο δόξα, κι
υπερκόσμιο— είδε στημένο ξαφνικά μπροστά του, σ’ όλη την
πρώτη φλόγα του και λάμψη, το μαγικό κι ολόχρυσο παλάτι…
Είδε τις μαρμαρένιες του κολόνες, τις φωτεινές απέραντες
στοές του, τα μαργαριταρένια του νερά, τις αστραφτερές του
τις ταράτσες. Είδε τα χρυσά του σιντριβάνια, πυρπολημένα
απ’ τα φώτα της αυγής, τα κρυσταλλένια τζάμια του, και τις
πλατιές του σκάλες. Είδε τους βελουδένιους του μπερντέδες,
με τ’ ασημένια και χρυσά κεντίδια, τα σκαλιστά τ’ αλάβαστρα
των πύργων του, τις παραμυθένιες του τις βρύσες. Είδε τους
κήπους του, τις χίλιες πρασινάδες τους και τ’ άσπρα, τα χρυσά
τ’ αγάλματά τους. Έφτασε ως τ’ αυτιά του το κελάηδισμα των
πουλιών τους, που πρωτοξυπνούσαν. Κι ήρθαν ως τα
ρουθούνια του, λεπτές και μακριές, λιποθυμισμένες ευωδιές
από δροσάτα γιασεμιά κι από τριαντάφυλλα…
Έμπηξε τότε μια φωνή, και στύλωσε τα μάτια.
Με τη φωνή εκείνη η νοσοκόμα ξύπνησε. Έγειρε απάνω
του, ακούμπησε το χέρι της απάνω στην καρδιά του, και με μια
βαθιάν ανατριχίλα κατάλαβε πως ήταν πεθαμένος.

[333]
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

Τα μάτια του αρρώστου άνοιξαν μια στιγμή. Μες στα βάθη


τους, φάνηκαν οι κόρες, μεγαλωμένες απ’ την αγωνία,
σκοτεινιασμένες απ’ τον πυρετό, και γύρισαν προς όλες τις
μεριές. Το πρόσωπο δε σάλευε καθόλου. Τα χέρια έπεφταν
απάνω στα σεντόνια, άσαρκα, μελανά, σκελετωμένα, και
μοναχά μια κίνηση σπασμωδική στα δάχτυλα, έδειχνε πως
ακόμα ζούσαν, πως ακόμα ζούσαν και πονούσαν…
Τα χείλη, όμως, ήταν σφραγισμένα — δυο πικρές κι
αμίλητες σκιές, που άφηναν μόλις την αναπνοή να
μπαινοβγαίνει, ένα ίχνος αμυδρός αναπνοής, αδύνατης και
παρατεταμένης, σαν κουρασμένος αναστεναγμός. Τα μάγουλα
ήταν βαθιά σκαμμένα, και τα μήλα γυάλιζαν στο φως της
λάμπας, κι έμοιαζαν, γύρω στις βαθουλωμένες κόγχες, σα δυο
μεγάλα πελιδνά πρηξίματα, που υπογράμμιζαν αλλόκοτα τα
μάτια.
Το μυαλό, ωστόσο, φαινόταν να ‘χει πάντα αρκετή διαύγεια,
με κάποιες μόνο διαλείψεις, πού και πού, όταν δυνάμωνε
πολύ ο πυρετός, στα πρόθυρα του σκοτεινού λήθαργου, στη
μεγάλη κρίση της αρρώστιας.

Εκείνο το βράδυ, έτυχε να είναι όξω πανσέληνος. Μεγάλα


κομμάτια φεγγαριού έπεφταν μες στην κάμαρα, στο πάτωμα,
άλλα μικρά κι άλλα μεγάλα, αναλόγως με το γεωμετρικό
περίγραμμά τους —κι έφταναν λοξά, στον τοίχο, και, σιγά-
[334]
σιγά, σκαρφάλωναν εκεί, ανεβαίνοντας απάνω στο τραπέζι,
και περπατώντας γύρω στις καρέκλες, με τις χλωμές, τις
νεκρικές ανταύγειές τους, σαν ένας ύστατος αποχαιρετισμός…
Τα μάτια του αρρώστου άνοιξαν μεγάλα, και φάνηκε σαν
κάτι να ζητούσε.
Γύρω του, στα σκοτεινά της κάμαρας, ήταν συναγμένοι οι
δικοί του—η γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του— κι η
νοσοκόμα που τον περιποιόταν εδώ και τρεις βδομάδες,
σχεδόν από τα πρώτα της αρρώστιας, μόλις ο γιατρός, που
ήταν φίλος του σπιτιού, διέγνωσε τη σοβαρότητά της.
Η νοσοκόμα ήταν καθισμένη δίπλα του, και, πού και πού,
του σκούπιζε τα χείλη.
Ξαφνικά, μες στην απόλυτη εκείνη ησυχία, που δεν
ακουγόταν τίποτ’ άλλο, παρά ο ήχος του μεγάλου ρολογιού, τα
βλέφαρα του ετοιμοθανάτου έπαιξαν, τα δάχτυλά του έκαμαν,
σιγά, κάποιες χαμένες, ανεπαίσθητες κινήσεις, κι ένας βόγγος
βγήκε απ’ τα χείλη του, σα να δοκίμαζε ν’ αρθρώσει κάποιες
λέξεις…
Αμέσως όλοι έτρεξαν κοντά του, και τον περικύκλωσαν με
μάτια στοργικά, με μάτια που θα διάβαζε κανένας τη λαχτάρα
και το σπαραγμό τους —και στάθηκαν τριγύρω στο κρεβάτι,
καραδοκώντας την κάθε κίνησή του, προσπαθώντας να
μαντέψουν τι ζητούσε, απ’ την έκφραση μονάχα των ματιών
του, που δε θ’ αργούσαν να σβηστούν για πάντα, που είχαν
πάρει κάπως, από τώρα, το μαύρο χρώμα της ανυπαρξίας!
Σε τέτοιες ώρες, οι ρητές απαγορεύσεις του γιατρού, να μη
μπαίνει κανένας μες στην κάμαρα, έμπαιναν, κατ’ ανάγκην,
κατά μέρος. Απ’ τη στιγμή που ο θάνατος προβάλλει, κι η
μεγάλη νύχτα πλησίαζε, όλες αυτές οι αυστηρές
απαγορεύσεις, που αφορούν μονάχα τη ζωή, πέφτουν ευθύς,
υποχωρούν και χάνονται — κι η στοργή, που
καιροφυλακτούσε, παίρνει απότομα τα δικαιώματά της, και
παραμερίζει, μονομιάς, τις περιττές εκείνες προφυλάξεις…
Όλοι βρέθηκαν τριγύρω στο κρεβάτι, παραμονεύοντας το
κάθε κίνημά του, γονατισμένοι σε στάσεις ικεσίας,
προσέχοντας το πιο μικρό του σάλεμα, το πιο μικρό τέντωμα
των χεριών του. Κρατώντας όλοι τις αναπνοές τους, μήπως
τυχόν και τους ξεφύγει κάτι, ένα χαμόγελο, μια κίνηση, μια
λέξη—κάτι που να τους δίνει μιαν ελπίδα, κι ας είν’ αυτή
στερνή κι απατηλή!
[335]
Και τότε, μέσ’ απ’ τα βάθη της μεγάλης σιωπής, μέσ’ απ’ τα
βάθη της μεγάλης αγωνίας, τα χείλη σάλεψαν ξανά με
δυσκολία, βγάζοντας, όμως, ήχους δίχως λέξεις —κάποια
νοήματα χαμένα κι ασυνάρτητα, σαν κουρασμένα
παραμιλητά…
Κι όμως, πίσω απ’ αυτό το ψέλλισμα, πίσω απ’ τ’ άναρθρο
εκείνο παραλήρημα, φαινόταν η απεγνωσμένη πρόθεση, η
τεραστία και συνειδητή προσπάθεια μιας υπερτάτης
επικοινωνίας, μιας τελευταίας και ηρωικής κουβέντας, που
έπρεπε να βγει με κάθε τρόπο, κι αγωνιούσε και παράδερνε
στα χείλη, ζητώντας κάπως να φανερωθεί!
Το φεγγάρι, τώρα, είχε προσπεράσει το παράθυρο, κι είχε
μπει μες στη σκιά των μακρινών σπιτιών, πίσω από μια τούφα
δέντρα. Μια τελευταία του κατάχλωμη αχτίδα, γλιστρώντας
ήσυχα στον τοίχο, είχε σκαρφαλώσει στο ταβάνι, κι άρχιζε
σιγά-σιγά να χάνεται, φωτίζοντας μιαν άκρη του τζαμιού, με
πολύ χλωμές αντανακλάσεις…
Και το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα.
Ξαφνικά, ενάντια σε κάθε προσδοκία, τα χέρια του
αρρώστου άρχισαν να σαλεύουν, διαγράφοντας κινήσεις
σταθερότερες. Η ζωή έδειχνε να ξαναγυρίζει —αλλά σιγά-σιγά,
τόσο σιγά, που, όλοι όσοι τον περιτριγύριζαν, ένιωθαν έναν
κόμπο στο λαιμό, μια τρεμούλα χαράς κι αδημονίας —κάτι
βαθύ και συγκλονιστικό, σαν ένα νέο ξύπνημα ελπίδων!…

Ο άρρωστος ανασηκώθηκε και τα μάτια του καρφώθηκαν


απάνω στη γυναίκα του, πήραν την ζωντανή τους πάλι
έκφραση, κι έδειξαν πως αρχίζουν να γνωρίζουν. Και τα λόγια
που πρόφεραν τα χείλη του, άρχισαν πάλι να ρυθμίζονται σε
φράσεις, κι έπαυαν να είναι ακατάληπτα, λόγια χαώδη και
τρελά του πυρετού…
Θα ‘λεγε κανένας πως η δύναμη, που είχε καταβάλει τόσην
ώρα, είχε κατορθώσει να νικήσει —πως η επίμονη κι εντατική
προσπάθεια της ναυαγισμένης του θελήσεως, είχ’ επιβληθεί,
στα τελευταία, στην παγερή την ακαμψία του κορμιού του, και
πως, ακόμα, του μυαλού του η διαύγεια εύρισκε, στα χείλη του
θανάτου, έστω και για μια στιγμή μονάχα, κάποιον τρόπο να
φανερωθεί…

[336]
Οι άλλοι είχαν σταθεί γύρω του βουβοί, κρατώντας τους
παλμούς τους. Η γυναίκα του ήταν γονατισμένη δίπλα του, και
του κρατούσε με συγκίνηση τα χέρια.
Η στιγμή ήταν πολύ επίσημη.
Ένιωθαν όλοι πως, αυτή την ώρα, έμελλε να συμβεί κάτι
μεγάλο, κάτι που δεν είχε προηγούμενο, —κάτι τελεσίδικο ή
κάτι φοβερό κι ανεπανόρθωτο— ένα μεγάλο κάτι, τέλος
πάντων, από εκείνα τα μεγάλα κάτι, που μεταμορφώνουν τους
ανθρώπους, και τους υψώνουν ως τον ουρανό, ή τους
γκρεμίζουν μες στα βάθη της αβύσσου, και τους κάνουν
στάχτη και συντρίμμια! Κι αυτό το κάτι διαρκώς πλησίαζε
Ένιωθαν όλοι τη θερμή του παρουσία, γύρω στα έπιπλα,
δίπλα στο κρεβάτι, στο φως της λάμπας, στη μορφή του, στον
αέρα…
Όλες οι αναπνοές, είχαν γίνει μιαν αναπνοή. Όλ’ οι παλμοί
είχαν σμίξει τώρα σ’ έναν ήχο.
Και τότε, ο άρρωστος, γύρισε τριγύρω του τα μάτια, τους
κοίταξε όλους στη σειρά, κι έπειτα κάρφωσε το βλέμμα του
στην ξένη, στην ασπροφορεμένη νοσοκόμα.
Έδειχνε πως θέλει να μιλήσει.
Έδειχνε πως θέλει, να μιλήσει, αλλά πως πριν αποφασίσει
να μιλήσει, έπρεπε πρώτα ν’ απομακρυνθεί η ξένη. Ήθελε ν’
ανοίξει την καρδιά του, αλλά να την ανοίξει στους δικούς του.
Αυτή η ξένη κι άγνωστη γυναίκα, έδειχνε, με το επίμονό του
βλέμμα, πως του στεκόταν τώρα σαν εμπόδιο, και δεν ήθελε,
μπροστά της, να μιλήσει…
Όλοι κατάλαβαν αμέσως, απ’ την έκφραση, την έννοια του
βλέμματος εκείνου —όλοι, ως κι αυτή η νοσοκόμα.
Εκείνη τότε, δίχως να προφέρει λέξη, τραβήχτηκε στη
διπλανή την κάμαρα, κι έκλεισε δίχως θόρυβο την πόρτα.
Κι έμειναν οι πέντε τους μονάχα, στο κρεβάτι του
ετοιμοθανάτου.
Το φεγγάρι, βασιλεύοντας αργά, είχε φύγει κι αυτό απ’ το
παράθυρο.
Έμειναν οι πέντε τους μονάχα, σκυμμένοι μ’ αγωνία στο
κρεβάτι, περιμένοντας ν’ ακούσουν τη μιλιά του —ίσως την
τελευταία θέλησή του— κρεμασμένοι όλοι απ’ τα χείλη του,
κρατώντας όλοι την αναπνοή τους.
Ο ρυθμικός κρότος του ρολογιού, ήταν το μόνο, τώρα, που
ηχούσε.
[337]
Ο άρρωστος ανάδεψε τα χείλη, και ψιθύρισε μ’ αλλόκοτη
φωνή, μια φωνή βραχνή κι αλλοιωμένη, που μόλις ακουγόταν
μες στην κάμαρα:
— Ελάτε, ελάτε πιο κοντά. Θέλω να σας πω, πριν να
πεθάνω…
Έσκυψαν τότε όλοι πιο κοντά, με κρατημένη την αναπνοή.
Έξω, περνούσαν κάποιοι και κουβέντιαζαν. Όμως η κάμαρα
ήταν στο πρώτο πάτωμα, κι οι φωνές τους έφταναν πνιγμένες.
Ήταν, ίσως, μια παρέα μεθυσμένη. Κάποιος, στην παρέα,
τραγουδούσε.
Περίμεναν να πάψει το τραγούδι.
Και το τραγούδι έπαψε σε λίγο. Η παρέα είχε στρίψει στη
γωνιά.
Κι η φωνή του ετοιμοθανάτου, άρχισε πάλι να υψώνεται
δειλά. Ήταν άτονη, σπασμένη, δίχως χρώμα, σαν ένας βόγγος,
ίδιος και μονότονος, βγαλμένος με μεγάλη δυσκολία. Πίσω
όμως, απ’ αυτό το ψέλλισμα, φαινόταν όλη η θανάσιμη
προσπάθεια, όλος ο όγκος της αδημονίας, της απεγνωσμένης,
υπεράνθρωπης, και τυραννικής επιθυμίας, να προφτάσει να
πει το μυστικό του, προτού η νύχτα κατεβεί, για πάντα, και του
σφραγίσει ξαφνικά τα χείλη. Σχεδόν μόλις ξεχώριζαν οι λέξεις:
— Θέλω να σας πω…
Κι έπειτα, σταμάτησε και πάλι. Δε μπορούσε ν’ αρθρώσει
τις κουβέντες. Μες στο τραγικό του χαροπάλεμα, το φανέρωμα
του μυστικού εκείνου, ήταν σαν κάτι φοβερά ηρωικό, —κάτι
απείρως τραγικό και δύσκολο, κάτι που το τρόμαζε κι ο ίδιος—
ίσως κανέν’ απόρρητο παλιό, που δεν τολμούσε να το
φανερώσει, ίσως μια τύψη μακρινή και φλογερή, που δε
μπορούσε, με κανένα τρόπο, να την πάρει μαζί του μες στον
τάφο —κάτι, όμως, που ήταν απαραίτητο, κάτι που ένιωθε
πως δεν είχε δικαίωμα, αυτή την ώρα, τη μεγάλη, την επίσημη,
να πεθάνει, δίχως να το πει…
Δεν ήταν τώρα, μες στην αγωνία του, η δυσκολία μόνο να
μιλήσει: μαζί μ’ αυτή τη δυσκολία, ήταν κι ένας μεγάλος
δισταγμός, ένας τρόμος βαθύς της συνειδήσεως, μια φρικτή
πάλη εσωτερική, ένα δίλημμα βαθύ κι ανυπολόγιστο, που του
‘δενε τα λόγια μες στα χείλη.
Είχε καρφώσει τα μάτια στο ταβάνι —κι η έκφρασή του
έδειχνε τον άνθρωπο που κάνει, μέσα του, τεράστιον αγώνα,

[338]
για να υπερνικήσει το εμπόδιο, που του στήνει ο ίδιος εαυτός
του…
Και ξαφνικά, σαν να πήρε μιαν απόφαση, με τα μάτια
καρφωμένα στο ταβάνι, άρχισε να λέει σιγανά:
— Ακούστε με! Δε θέλω να πεθάνω, πριν το πω… θέλω,
όμως να με συχωρέσετε!… Θέλω πρώτα να μου το
υποσχεθείτε… Τότε μόνο θα πεθάνω ήσυχος!…
Και πάλι μάσησε τα λόγια του. Το στόμα του,
συνεσπασμένο απ’ την αγωνία, πήρε μιαν έκφραση πικρή κι
οδυνηρή.
— Πάνε τώρα δεκαπέντε χρόνια… Ο Νίκος ήταν δώδεκα
χρονών… Η Μαρία μόλις ήταν γεννημένη… Ήμουν, τότε,
υπάλληλος στην Τράπεζα… Ήμουν ακόμα νέος, ζωηρός… Δεν
ήξερα τι έκανα… Ήμουν τυφλωμένος και τρελός!… Κι έκανα
τότε το μεγάλο έ γ κ λ η μ ά μ ο υ…
Κι άπλωσε το χέρι στη γυναίκα του.
Κι άξαφνα, οι κόρες των ματιών του μεγαλώσανε. Ανέβασε
το χέρι του γρήγορα στο λαιμό του. Το κεφάλι του ξανάπεσε
βαρύ. Λίγος αφρός στεφάνωσε τα χείλη του. Κι έπειτα όλα,
μονομιάς, ησύχασαν…
Γύρω, κανένας δεν τολμούσε να σαλέψει. Έμεναν, όλοι
τους, σκυμμένοι, καρφωμένοι, παγωμένοι απ’ την αμηχανία —
μην ξέροντας πώς πρέπει να φερθούν, σαστισμένοι μες στην
ταραχή τους, μ’ ένα μεγάλο κρύο στην καρδιά— πελαγωμένοι
κι εκμηδενισμένοι …
Ένιωθαν, μες στα βάθη της ψυχής τους, πως είχαν φτάσει
δίπλα σε μιαν άβυσσο, δίπλα σε μια μεγάλην αποκάλυψη,
δίπλα σε κάτι φοβερό και φρικαλέο — και πως αυτή την
τερατώδη αποκάλυψη, το φοβερό εκείνο μυστικό — που, ίσως,
απ’ αυτό το μυστικό, να κρεμόταν όλη η ζωή τους, το μέλλον, η
χαρά τους — ο θάνατος το σκέπαζε για πάντα, για πάντα…

[339]
ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

Ο Πέτρος ο Φυτάς, ο γείτονάς μου, άνθρωπος λογικός και


μορφωμένος, ήταν εναντίον των προλήψεων. Είχε την ιδέα ότι
οι δεισιδαιμονίες είν’ ένα βάρβαρο απομεινάρι της σκοτεινής
εκείνης εποχής, που ο άνθρωπος, τυφλός κι ακατατόπιστος,
λάτρευε τις πέτρες και τα ξύλα. Και δεν είχε άδικο. Το μίσος
του αυτό για τις προλήψεις, του είχε γίνει μονομανία.
Προπαγάνδιζε παντού τις θεωρίες του, κι έδινε πρώτος το
παράδειγμα της οριστικής απαλλαγής απ’ το βάρος και τη
διαρκή ενόχληση όλων αυτών των ηλιθιοτήτων, που στέκονται
σαν ένας εφιάλτης, μες στην πολιτισμένη μας ζωή. Είχε
προσηλυτίσει μερικούς, και με βοήθεια των λίγων αυτών
φίλων, είχε συμπήξει κι ένα είδος συντροφιάς, ένα είδος
φιλικού συλλόγου – «Συλλόγου εναντίον των προλήψεων»…
Πολλές φορές είχαμε συζητήσει, γύρω σ’ αυτό το θέμα, κι
επειδή ο Πέτρος ήταν τύπος φοβερά φανατικός, μ’ όλη τη
συμφωνία μου μαζί του, ένιωθα, τη στιγμή που μου μιλούσε,
πως δεν ήμουν αρκετά ετοιμασμένος, ώστε να γίνω, κι εγώ,
μέλος του «συλλόγου»! Είχα ακόμη μερικές επιφυλάξεις, που
αυτός, μες στην ακρότητά του, τις θεωρούσε σοβαρό εμπόδιο,
για την επίσημη, να πούμε, πρόσληψή μου… Κι έτσι έμεναν τα
πράματα, ως τη στιγμή που αρχίζει η ιστορία.
Για να διαδώσει τις ιδέες του, ο Πέτρος δεν παρέλειπε καμιά
απ’ τις λαμπρές εκείνες ευκαιρίες, που παρουσιάζονται
σχεδόν σε κάθε βήμα, στις καθημερινές μας επαφές, και τις
[340]
σχέσεις με τους άλλους τους ανθρώπους: Άναβε πάντα τρίτος
το τσιγάρο του, ταξίδευε κατά κανόνα, Τρίτη, και τα είχε
καταφέρει έτσι, ώστε κι ο περίφημος εκείνος «Σύλλογός» του,
ν’ αποτελείται από δεκατρία μέλη, με το σκοπό, αν τύχαινε να
γίνουν περισσότερα, να τον διαιρέσει σε ομάδες, ώστε τα μέλη
της καθεμιάς ομάδας, να είναι, πάλι, δεκατρία, ακριβώς! Ως
εκεί τον έσπρωχνε, σε τέτοιες νοσηρότητες, ο υπερβολικός
φανατισμός του…
Παρ’ όλα αυτά, ο φιλικός εκείνος σύλλογος είχε τόσο πολύ
ευδοκιμήσει, ώστε ν’ αποκτήσει παραρτήματα κι ανταποκριτές
στις επαρχίες. Είχε τυπωθεί και κάποιο έντυπο, με σκοπό
προπαγανδιστικό. Με φράσεις απροκάλυπτες και με
στομφώδες ύφος, σαν ένα κήρυγμα επαναστατικό,
κεραυνοβολούσε την αμάθεια εκείνων που πιστεύουν στις
προλήψεις, και τόνιζε μελοδραματικά την ανάγκη μιας
χειραφετήσεως απ’ τον βαρύν, οπισθοδρομικό κι
αναχρονισμένο τους ζυγό! Το μανιφέστο εκείνο είχε πιάσει, κι
ένας καινούριος άνεμος «αντιπροληπτικός» φυσούσε, τώρα,
απ’ όλες τις μεριές…

Ο Πέτρος ήταν κατενθουσιασμένος! Είχε πάρει το ύφος ενός


ήρωος, ενός σωτήρος της «πασχούσης ανθρωπότητος»! Είχε
παραμελήσει τις δουλειές του, και δε ζούσε παρά μ’ αυτή τη
σκέψη: πώς να κάνει τους όλους τους ανθρώπους να
συμμερισθούν τις πεποιθήσεις του! Αγωνιζόταν,
αλληλογραφούσε, έδωσε και κάποιες διαλέξεις, κι είχε
αποφασίσει, σε πρώτην ευκαιρία, να κάνει και «τουρνέ» στις
επαρχίες –εκεί που είχε τους καλύτερους πυρήνες του– για να
φανατίσει τους πιστούς του… Οι υπερβολές του μ’
ενοχλούσαν, αλλά δεν τόλμησα ποτέ να του το πω: θα με
χαρακτήριζε ως «αντιδραστικό», ενώ δεν ήμουν
αντιδραστικός, αλλά ένας άνθρωπος απλός και λογικός, που
περιφρονούσε τις προλήψεις, αλλά που έβρισκε πως ένας
τέτοιος ζήλος, θα ήταν απείρως προτιμότερο, αν εξαντλείτο για
κάποιο άλλο ζήτημα, πιο ουσιαστικό και πιο επείγον – πάντα
προς το καλό της ανθρωπότητος… Είχα βαρεθεί να συζητώ
μαζί του, αν και σιωπηρά καταταγμένος στη χορεία των
«αμέσως συμπαθούντων»!

[341]
Έλειπε μόνο το επίσημο το χρίσμα –κι αυτό, καθώς είπα
παραπάνω, επειδή δεν ήμουν ώριμος ακόμα να τηρώ όλες τις
εντολές της καινοφανούς αυτής θρησκείας…
Αλλά και να μην ήμουν «συμπαθών», είχα πολλούς λόγους,
να πιστεύω, πως ο Πέτρος, άσχετα μ’ αυτό, θα μ’ αγαπούσε
και θα μ’ εκτιμούσε. Θα μ’ εκτιμούσε, πιθανόν, λιγότερο – αλλά,
μια φορά, θα μ’ εκτιμούσε. Κι επιμένω σ’ αυτή την άποψή μου.
Είχαμε κάνει τόσα χρόνια συντροφιά, κι είχαμε τόσο γνωρίσει
τις ιδέες μας, που θα ήταν αδικαιολόγητο, για μια τόσο
τιποτένιαν αφορμή, να μετριάσει την αγάπη του σε μένα… Κι
εξαιτίας της αγάπης του αυτής, είχα όλο τον καιρό, κι όλη την
άνεση, να παρακολουθήσω τις προόδους του.
Τον πρώτο χρόνο όλα, πιστεύω, βάδιζαν καλά. Ο σύλλογος
είχε ριζώσει –τα μέλη του ήταν πενήντα δυο (πολλαπλάσιο, κι
αυτό, του δεκατρία)– είχε γίνει και το καταστατικό, κι εκείνος
ήταν ο ισόβιός του πρόεδρος. Τι άλλο ήθελε, μες στις επιτυχίες
του, για να μη μένει ευχαριστημένος; Κι όμως, αλήθεια, ο
Πέτρος, τελευταία, είχε γίνει μελαγχολικός! Στην αρχή, κανένα
μάτι δεν το πρόσεξε –εκτός από το μάτι το δικό μου· ο Πέτρος,
το σύχαρο παιδί, με τα παχιά, τα φουσκωμένα λόγια – είχε
γίνει μελαγχολικός…
Σε λίγο, το πρόσεξαν κι οι άλλοι. Ο ενθουσιασμός του είχε
πέσει. Μιλούσε λίγα λόγια, κι εκείνα μετρημένα – αυτός που δε
μας άφηνε μιαν ώρα σ’ ησυχία, και που χαλούσε, άλλοτε, τον
κόσμο με τα γέλια του… Τώρα δε μιλούσε σε κανένα,
περπατούσε με βήματα αργά, και διαρκώς είχε σκυμμένο το
κεφάλι. Προσπάθησα να μάθω την αιτία. Η μακροχρόνια και
δυνατή φιλία μας, μου ’δινε το δικαίωμα να κάνω ανακρίσεις…
Δε θέλησε να πει τι του συμβαίνει. Κι όμως, εγώ, ένιωθα
πως κάτι του συμβαίνει. Κι εκείνη η απότομή του άρνηση να
μου εξηγήσει τι συμβαίνει, μ’ έκανε πολλά να υποθέσω…
Εξακολούθησα τις βολιδοσκοπήσεις μου, χωρίς να χάσω
την υπομονή μου. Αναγκάστηκα, παρά τη θέλησή μου, να γίνω
μέλος του περίφημου συλλόγου του, για να μπορέσω να τον
παρακολουθήσω. Μ’ ενδιέφερε κι ως φίλος του, κι ως τύπος.
Λάβαινα μέρος στις συνεδριάσεις, άναβα τρίτος, επιδεικτικά,
το πούρο μου, έκανα τις εκδρομές μου Τρίτη – φερόμουν,
τέλος πάντων, καθ’ όλη τη γραμμή, σαν άξιος απόστολος της
ιδεολογίας, και τηρητής πιστός των εντολών της…

[342]
Σ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, δεν έπαυα να
παρακολουθώ. Κι άξαφνα, ένα βράδυ, σε κάποιο μας
περίπατο, βρήκα το κλειδί του μυστηρίου: ο Πέτρος είχε γίνει
δεισιδαίμων! Με το να πολεμάει τις προλήψεις, δυο χρόνια
τώρα, συστηματικά – και να μην κάνει τίποτ’ άλλο, νύχτα μέρα,
παρά ν’ ανάβει τρίτος το τσιγάρο του, να κάνει όλες τις
δουλειές του Τρίτη, και να κάνει συντροφιά με δεκατρείς – είχε
πέσει στις αντίθετες προλήψεις! Είχε πιστέψει πως το
δεκατρία ήταν ο τυχερός του αριθμός, κι η Τρίτη η καλύτερή
του μέρα. Κι έτσι, χτυπώντας τις κοινές προλήψεις, και
προσπαθώντας να πηγαίνει κόντρα, είχε ξαναπέσει στην
παγίδα τους, αλλ’ απ’ την ανάποδη μεριά! Οι προλήψεις τον
εξεδικούντο – και μ’ ένα τρόπο εντελώς σατανικό…
Αυτό το πράμα δεν έγινε αμέσως, αλλά σιγά σιγά και
βαθμηδόν, χωρίς κι ο ίδιος να το καταλάβει. Έβλεπα κάθε μέρα
τα συμπτώματα της νέας του αυτής μονομανίας – αλλά, σα
φίλος που τον αγαπούσα, δεν τολμούσα να του τα φανερώσω.
Φαίνεται, όμως, τώρα τελευταία, ότι κι ο ίδιος το είχε
καταλάβει, και πως αυτή η μυστική του διαπίστωση, ήταν ο
λόγος της μελαγχολίας του. Όταν βγαίναμε περίπατο οι δυο
μας, και δεν υπήρχε κι άλλος ένας, στην παρέα, για ν’ ανάψει
τρίτος το τσιγάρο του, αδημονούσε κι έχανε το χρώμα του.
Έψαχνε, τότε, με τα μάτια, να βρει κάποιο διαβάτη, που να
’θελε, κι εκείνος, ν’ ανάψει το τσιγάρο του, για να μπορέσει να
ξαναπετύχει το ποθητό μοιραίο αριθμό! Το πρόσωπό του
ανακουφιζόταν τότε, η μορφή του ακτινοβολούσε, έκανε κέφι,
μιλούσε, φλυαρούσε… Ο Πέτρος είχε γίνει δεισιδαίμων
«προληπτικός» και νευρασθενικός!
Σε κάθε βήμα, και σε κάθε μας κουβέντα, εξακρίβωνα τη
νοσηρότητά του. Είχε χάσει τη γαλήνη της ψυχής του, και το
πλατύ και ζωηρό εκείνο γέλιο, το τρανταχτό και μεταδοτικό,
που νομίζω πως αποτελούσε το κύριο χαρακτηριστικό του.
Είχε γίνει νευρικός και φοβισμένος, ταραγμένος και
δισταχτικός… Κι όμως εξακολουθούσε πάντα –ειρωνεία
φοβερή της τύχης– να είναι πρόεδρος, και μάλιστα ισόβιος του
«Συλλόγου εναντίον των προλήψεων»!…
Η κατάσταση αυτή, βάσταξε ακόμα τρία χρόνια. Σ’ αυτό το
αναμεταξύ, ο σύλλογός του είχε πάρει δρόμο! Η ύπαρξή του
ήταν πια πασίγνωστη, τ’ όνομα του «τολμηρού» προέδρου του
αναφερόταν στις εφημερίδες, η ιδέα είχε θριαμβεύσει! Δεν
[343]
περνούσε μέρα, που να μην υπάρχουν προσχωρήσεις… Οι
ομάδες των δεκατριών, είχαν υπερβεί τις δεκαπέντε!
Κι ο Πέτρος έφθινε, μέρα με την ημέρα. Το πρόσωπό του, το
άλλοτε γιομάτο, είχε γίνει χλωμό και μαραμένο. Τα μάτια του
κοιτούσαν φοβισμένα. Οι φίλοι, που δεν ήξεραν τι έτρεχε,
έκαναν το σταυρό τους, μ’ αυτή την ξαφνική μεταβολή. Κι εγώ
χαμογελούσα μυστικά – αν επιτρέπεται εδώ αυτή η λέξη…
Τότε συνέβη και το τραγικό δυστύχημα, που ’δωσε τέλος
στη ζωή του Πέτρου. Είχε συμπληρωθεί πενταετία, απ’ τον
καιρό που ιδρύθηκε ο σύλλογος – κι επρόκειτο να γίνει κάποιο
γλέντι, για να εορτασθεί το γεγονός. Θα πηγαίναμε μαζί στην
εξοχή, διαιρεμένοι σε δεκαοχτώ ομάδες, και θα καθόμαστε σ’
ένα κοινό τραπέζι, να φάμε και να πιούμε, ως το βράδυ. Θα
διαβάζαμε τον απολογισμό του Συλλόγου και θα γινόσανε
διάφορες προπόσεις. Ήμαστε μαζεμένοι στο σταθμό, και
περιμέναμε τον ερχομό του τρένου. Ήμαστε κάπως μακριά,
στο κέντρο του σταθμού, και δεν είδαμε τι ακριβώς συνέβη. Όλ’
αυτά, τα μάθαμε κατόπι. Ο Πέτρος είχε βγάλει το πακέτο του,
και πρόσφερε στο φίλο του τσιγάρο. Φαίνεται πως εκείνη τη
στιγμή, πλησίαζε η αμαξοστοιχία. Ο Πέτρος έδωσε στο φίλο
του ν’ ανάψει, κι απ’ τη μανία του ν’ ανάβει πάντα τρίτος,
έψαξε με τα μάτια, μια στιγμή, ν’ ανακαλύψει κάποιον άλλο
γνώριμο, για να μπορέσει ν’ ανάψει τελευταίος. Είδε κάποιον
απ’ τη συντροφιά μας, που μόλις είχε βγάλει τα τσιγάρα του –
αλλ’ απ’ την άλλη τη μεριά του τρένου. Έτρεξε τότε,
περνώντας τις γραμμές, για να δώσει και σ’ εκείνον τη φωτιά
του. Και πριν προφτάσει ο μηχανικός να τον αρπάξει και να
τον κρατήσει, η μηχανή της αμαξοστοιχίας πρόλαβε, και τον
έκανε κομμάτια…

[344]
ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ

Ήταν ένα βράδυ νοτισμένο, ένα βράδυ υγρό και σκοτεινό —


αρχές του Νοεμβρίου, κάπως έτσι— μέσα στα δεντράκια του
Ζαππείου. Η μεγάλη κίνησις είχε πάψει, εδώ και δέκα μέρες, η
δροσιά άρχιζε να δυναμώνει —και ήταν μόνος, καθισμένος σ’
ένα μπάγκο, κοντά σε μια μεγάλη φοινικιά. Είχε γερμένο το
κεφάλι στην παλάμη, κι άκουγε τη μεγάλη σιωπή, το μυστικό
κι απέραντο παλμό της φθινοπωρινής εκείνης νύχτας· και,
μόνος καθώς ήταν, σήκωνε πού και πού τα μάτια, και κοίταζε,
ψηλά, τα λαμπερά συμπλέγματα των άστρων· ένα βαθύ κι
απροσδιόριστο συναίσθημα τρόμου, αγωνίας κι ερημιάς,
έσφιγγε τότε την καρδιά του, δίχως λόγο… Κι όμως ο αέρας
που περνούσε, είχε ακόμα, πού και πού, κάποια ζεστά και
σύντομα λιγώματα, κάποιες χλιαρές αναπνοές, κάτι μακρινό
και μουχλιασμένο, σαν αναθυμιάσεις υπογείων…
Τα δέντρα φυλλορροούσαν σιωπηλά, στα σκοτεινά, — και
τα φύλλα καθώς ήταν μουσκεμένα, κι έπεφταν ξαφνικά στο
πρόσωπό του, τον έκαναν κάθε στιγμή ν’ ανατριχιάζει και του
‘διναν την αίσθηση, σα να ‘σταζαν απάνω του μεγάλες στάλες
αίμα…
Θυμόταν το καλοκαίρι που πέρασε —τις εξοχές, τα θέατρα—
κι ακόμα, ένα χλωμό κοριτσάκι, που είχε αγαπήσει κάποιο
βράδυ, στο Παλιό το Φάληρο: ένα κοριτσάκι λιγνό, με σταχτιά
ρούχα και κόκκινο καπέλο. Τον είχε κοιτάξει βαθιά —κι απ’ την
βραδιάν εκείνη, δεν το ξαναείδε, αν και πήγε πέντ’-έξι φορές

[345]
στη σειρά, εξεπίτηδες για δαύτο… Έπειτα ο νους του πήγε
στον πατέρα του, που είχε να λάβει δυο βδομάδες γράμμα του,
και μυριζόταν κάποια δυσαρέσκεια.
Ήταν φοιτητής, και καθόταν μόνος σ’ ένα ισόγειο
δωματιάκι, προς την Πλάκα, σε μια οικογένεια γνωστή του·
είχε κατασταλάξει εκεί, αφού γύρισε όλες τις συνοικίες της
Αθήνας, και δε μπόρεσε να βρει ησυχία, να μελετήσει για τις
εξετάσεις· γιατί είχε απόφαση να πάρει το δίπλωμά του, κι
ύστερα να δώσει εξετάσεις, ακολουθώντας κάποιον κλάδο
ιδιαίτερο. Ήταν ψηλός, αδύνατος, με δυο μεγάλα μάτια
φωτεινά, και με τα χείλη ελαφρά στριμμένα, με κάποιον τρόπο
παιδιακίσια πεισματάρικο.
Είχε γνωρίσει τις γυναίκες, εδώ και τρία χρόνια: ένα
διάστημα, μάλιστα, είχε και ερωμένη ταχτική, μια Πολωνέζα με
ξανθά σγουρά μαλλιά, ένα ξανθό που γύριζε στο κόκκινο, και
που τον άφησε στα κρύα του λουτρού, αφού ζήσανε μαζί, δεν
ξέρω πόσους μήνες. Ο πατέρας του, στην αρχή του ‘στελνε
αρκετά, και ζούσε σαν αφέντης· ύστερα όμως, όταν έμαθε τα
γλέντια του —κι ένας πατέρας πάντα τα μαθαίνει— έγινε και
κείνος πιο σφιχτός, και τώρα του ‘στελνε ίσια-ίσια, όσα του
χρειαζόταν για να ζήσει.
Τα βράδια όμως είχε πάρει τα συνήθειο να βγαίνει ταχτικά,
μ’ ένα φίλο του από την Καλαμάτα, που σπούδαζε μηχανικός,
και που τώρα υπηρετούσε στρατιώτης.
Απόψε όμως ήταν ολομόναχος· είχε δειπνήσει από νωρίς,
κι επειδή δε νύσταζε καθόλου, έφτασε στο Ζάππειο, δίχως και
κείνος να το καταλάβει κι έκατσε να ρεμβάσει σ’ ένα μπάγκο.
Μακριά, περνούσαν τ’ αυτοκίνητα, κι ακουγόσαν οι φωνές
και τα τραγούδια.
Ένας χωροφύλακας σκοπός, του ζήτησε ν’ ανάψει το
τσιγάρο του· αλλάξανε δυο-τρεις κουβέντες· όμως σε λίγο
πέρασε η έφοδος, και σφύριξε, κι ο σκοπός τον άφησε
τρεχάτος.
Ο Νίκος άλλαξε τότε θέση, κι έκλεισε τα μάτια· ήταν ακριβώς
στην ηλικία που οι μεγάλοι πόθοι ωριμάζουν, και παίρνουν
ένα πλήθος γλυκά χρώματα.

***

[346]
Άκουσε τότε κάποιο τρίξιμο στα δέντρα, κι άνοιξε τα μάτια
του, και κοίταξε· μοιάζανε σα βήματα κομμένα, πολύ αλαφριά,
και φοβισμένα· προχωρούσαν, και πάλι σταματούσαν· μια
στιγμή φανήκανε σα να ‘θελαν να πάνε προς τα πέρα —έπειτα
όμως γύρισαν, και πλησίασαν.
Είδε τότε να προβάλλει μια σκιά· πέρασε μπροστά του, και
σταμάτησε· ύστερα ήρθε κι έκατσε στα πλάι του.
Ήταν μια γυναίκα. Δε μιλούσε.
Δοκίμασε λοξά να την κοιτάξει· φορούσε μαύρα ρούχα
φτωχικά, κι είχε ριγμένο άτσαλα κι απλά, ένα μικρό σαλάκι στα
μαλλιά της.
Γύρισε τότε και τον κοίταξε και κείνη. Έδειχνε πως θέλει να
μιλήσει.
Εκείνος τότε έλυσε με μιας τη σιωπή.
— Πως έτσι μόνη τέτοιαν ώρα, εδώ χάμου;…
Εκείνη ήρθε πιο κοντά, στριμώχτηκεν απάνω του, κι
άπλωσε το χέρι στο δικό του.
— Ήρθα να σε βρω, του είπε μόνο.
— Και πού με ξέρεις; ξαναείπ’ εκείνος!
Εκείνη όμως δεν του αποκρίθηκε.
Κατάλαβε πως ήτανε τρελή.
Σηκώθηκαν και τράβηξαν μαζί προς τις Κολώνες. Ύστερα
όμως, ξαφνικά, μετάνιωσε.
Τον πήρε κάποια ξαφνική συναίσθηση των γύρω του, ο
σαρκικός ερεθισμός του κόπασε με μιας και θέλησε να φύγει.
Όμως αυτή γαντζώθηκε στο χέρι του, κι αισθάνθηκε, στο
περασμένο μπράτσο της, τον ήχο της καρδιάς της που
χτυπούσε. Η φωνή της άρχισε να τρέμει.
—Πού θες να πας; Πού θα μ’ αφήσεις ολομόναχη; Εγώ ήρθα
για σένα, Λεωνίδα. Ξέχασες τι μου ‘ταξες; τα ξέχασες;…
Έσκυψε και του φίλησε το χέρι, κι άρχισε να κλαίει με
παράπονο. Ένιωθε τα δάκρυά της, να του μουσκεύουνε τα
δάχτυλα.
— Αυτό λιγάκι του ‘δωσε στα νεύρα. Τίναξε το χέρι του
απότομα, και στάθηκε προκλητικά μπροστά της.
— Ποια είσαι και τι θέλεις από μένα; Εμένα δε με λένε
Λεωνίδα…
Στο μακρινό το φως, του φαναριού, είδε δυο μάτια έξαλλα,
πελώρια. Αυτά τα μάτια είχαν μεγαλώσει, είχανε γίνει
καταπληκτικά, και τον κοιτούσαν έντρομα, με φρίκη.
[347]
Τότε, σα να κατάλαβε την πλάνη της, τραβήχτηκε δειλά από
κοντά του, έφυγε μονοκόμματα, ξερά — και χάθηκε στη σιωπή
της νύχτας…

***
Το ίδιο βράδυ, την είδε στ’ όνειρό του.
Φορούσε τώρα μιαν ωραία φορεσιά, με μεγάλες κρεμαστές
κορδέλες: ήτανε τώρα σ’ ένα περιβόλι, μ’ εξωτικά παράξενα
λουλούδια, με μεγάλα δέντρα γύρω-γύρω, που τραγουδούσαν
μαγικά πουλιά.
Στεκόταν δίπλα σ’ ένα σιντριβάνι, σα να τον περίμενε, δεν
ξέρω πόσα χρόνια.
Την κοιτούσε σαν εκστατικός. Ένιωθε τα μεγάλα της τα
μάτια, τα ίδια μάτια τα σπαραχτικά, τα τρυφερά, τα
παραπονεμένα, καρφωμένα τώρα στην ψυχή του. Δεν του
μιλούσε, μόνο τον κοιτούσε. Κι αυτά τα μάτια, καθώς τον
κοιτούσαν, του φαινόσαν γνώριμα κι αξέχαστα, και σα να τον
κοιτούσαν από πάντα…
Τότε τα μάτια της μεγάλωσαν, μεγάλωσαν, ξεπέρασαν τον
κύκλο του προσώπου, μετακινήθηκαν αργά μες στο σκοτάδι,
κι ήρθαν και στάθηκαν ακίνητα μπροστά του.
Και μέσα του γεννήθηκε μια τύψη, ένα βαθύ παράπονο
μουγγό, που δε μπορούσε να το πει με λόγια· άνοιγαν μέσα
του μια φοβερή πληγή, μυστηριώδη και χωρίς ελπίδα.
Ένιωθε τώρα πως αυτά τα μάτια ήταν δεμένα με την
ύπαρξη του, ήταν ένα κομμάτι της ψυχής του, για πάντα πλέον
αποχωρισμένο — πως είχαν κλείσει κάποτε, γι’ αυτόν, κάποιο
μεγάλο μυστικό χαράς, που του διέφυγε, δεν ξέρω με ποιον
τρόπο —κάποιας χαράς αγύριστα χαμένης…
Ένιωθε μέσα μια φωνή σπαραχτική, που τον επιτιμούσε
μυστικά και του ‘λεγε πικρά και πονεμένα:
— Είμαστε τα μάτια της Αγάπης, τα μάτια της αγύριστης
Αγάπης, που πέρασαν μια νύχτα μες στο δρόμο σου, δίχως να
το πάρεις μυρουδιά! Περάσαμε στο δρόμο της ζωής σου —κι
όμως εσύ δε θέλησες να μάθεις τον καημό μας, δε θέλησες
ποτέ να μας γνωρίσεις… Γι’ αυτό και μεις χαθήκαμε για πάντα,
χαθήκαμε για πάντα, ναι! για πάντα…

[348]
Μια νοσταλγία του περνούσε την ψυχή, ένας λυγμός βαθύς
κι απεγνωσμένος —μια τρυφερή κι απέραντη λαχτάρα, για κάτι
μακρινό χιμαιρικό, κάτι πολύ γλυκό κι ανεπανόρθωτο…
Ξύπνησε βουτηγμένος μες στο κλάμα.
Μόλις βράδιασε, παράτησε τους φίλους του, κι έτρεξε στο
Ζάππειο μονάχος, έτρεξε σαν τρελός, με καρδιοχτύπι, να
ξαναβρεί την άγνωστη γυναίκα.
Κάθισε κοντά στη φοινικιά, άναψ’ ένα τσιγάρο και περίμενε.
Κοίταξε μ’ αγωνία το ρολόι του. Πλησίαζαν να ‘ρθούνε τα
μεσάνυχτα. Ως τη μια δε φάνηκε κανένας. Η υγρασία τον
διαπερνούσε.
Άρχισε τότε να γυρίζει μες τον κήπο.
Κρατούσε το καπέλο του στο χέρι, και κάπνιζε χωρίς
διακοπή.
… Όταν κοίταξε και πάλι το ρολόι, ήτανε τώρα πέντε
περασμένες.
Πήγε και πάλι προς τη φοινικιά. Έκατσε στο μπάγκο, και
περίμενε.
Τα φύλλα έπεφταν σωρός από τα δέντρα· έμοιαζαν τώρα
σαν κομμένα χέρια, σα χέρια μαραμένα και κομμένα, που
κυλούσαν γύρω με λαχτάρα, κι έψαχναν μες στα σκοτεινά, και
στριφογύριζαν —σα να ‘θελαν να πιάσουν κάτι ασύλληπτο,
κάτι πού δεν υπάρχει στον αέρα…
Σε λίγο άρχισε να βρέχει σιγανά.

[349]
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΟΥ ΚΥΝΗΓΙ

Όταν ήμουν νέος, είχα και ’γώ τη μανία του κυνηγιού – που
μοιάζει κάπως τη μανία του χαρτιού. Μου άρεζε να ξεκινώ,
πρωί πρωί, με το ντουφέκι στον ώμο, μόλις η μέρα χάραζε στα
μακρινά βουνά, με την πρώτη δροσούλα της αυγής – και να
τραβώ στα δάση, να κατηφορίζω ρεματιές, να σκαρφαλώνω
στις πλαγιές, και να παραμονεύω τα πουλάκια, που
κελαηδούσαν και πετούσαν με χαρά, μες στα κλωνάρια, ή στο
γαλάζιο βάθος τ’ ουρανού… Αυτή ήταν, μπορώ να πω, η
μοναδική μανία μου, την εποχή εκείνη.
Όταν ερχόταν ο καιρός του κυνηγιού, ήμουν κυριολεκτικά
ευτυχισμένος! Τον περίμενα με μια λαχτάρα ιδιαίτερη – καθώς
ο παίχτης τ’ άνοιγμα της λέσχης… Κοιμόμουνα νωρίς,
ξυπνούσα νύχτα, με το ξυπνητήρι, έβανα την κυνηγετική στολή
μου, την κιλότα μου, τις μπότες μου, έπαιρνα το ντουφέκι μου,
και δρόμο!
Ήταν η εποχή που δεν είχα ξυπνήσει ακόμα στη ζωή, που η
ψυχή μου ήταν όλη ένστικτο και πρωτογενείς ορμές. Και είχα,
συγχρόνως, τη φιλοδοξία –επειδή το μάτι μου ήταν γερό, και
το χέρι στερεό, και είχα πάρει και βραβεία, για τη σκοπευτική
μου ικανότητα– να διατηρήσω με κάθε τρόπο, αυτή τη φήμη,
απέναντι των άλλων κυνηγών της συντροφιάς μου – αν και, τις
περισσότερες φορές, προτιμούσα να πηγαίνω μόνος, και να
ικανοποιώ το πάθος μου, μ’ όλη τη δυνατή μου άνεση και
ησυχία.

[350]
Δεν ξέρω, τώρα, να σας πω ακριβώς, ποια είναι η ιδιαίτερη
απόλαυση του κυνηγιού: γι’ άλλους, το κυνήγι είν’ ένα
πρόσχημα εκδρομής, με όλες τις ωραίες συγκινήσεις και με τ’
απρόοπτά της, όλες, δηλαδή, τις περιπέτειες της εξοχικής
περιπλανήσεως. Γι’ άλλους, δεν είναι παρά το μεθύσι του
σκοτωμού, τ’ ωραίο ρίγος της εκπυρσοκροτήσεως – και η
ευκαιρία του ν’ αναπτύσσει κανένας τη σκοπευτική του τη
δεινότητα, εκ του ασφαλούς, αδιαφορώντας για την
καταστροφή που φέρνει, και για το θάνατο των ήμερων
πουλιών. Για μένα, ήσαν και τα δυο μαζί, συνδυασμένα μ’ ένα
τρίτο αίσθημα, που θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω: κάθε
φορά που ξεκινούσα για κυνήγι, ένιωθα μιαν ανεξήγητη
συγκίνηση – σα να ξεκινούσα για μια ηρωική και μεγαλειώδη
κατάκτηση του κόσμου! Μου φαινόταν πως, η εκστρατεία μου
εκείνη, αποτελούσε μια πολύ σπουδαία υπόθεση, στο
ενεργητικό μου, και ότι, σκοτώνοντας ένα μικρό πουλάκι,
γύριζα με το μέτωπο λευκό, σα να είχα κερδισμένη κάποια
μάχη, μ’ ένα μεγάλο κι επικίνδυνον εχθρό. Πολύ αργά
κατάλαβα πόση ανανδρεία, και πόση ταπεινή θρασυδειλία,
κρύβεται μες στο αίσθημα αυτό – και πόσο τεραστία
απόσταση με χώριζε απ’ την πραγματικά γενναία πράξη, και
τον αληθινόν ηρωισμό. Άργησα πολύ να καταλάβω το αίσχος
και την ποταπότητα που εγκλείει, αυτή η θηριώδης, η
ανάλγητη δολοφονία εκ του ασφαλούς…
Και τώρα θα σας διηγηθώ πώς μου πέρασε η νοσηρή αυτή
μανία, στο διάστημα ενός δευτερολέπτου – σα να την είχαν
κόψει με μαχαίρι…
Ξημέρωνε της Ζωοδόχου Πηγής –πέντε μέρες έπειτ’ απ’ το
Πάσχα– και είχαμε συμφωνήσει, μια παρέα, να βρεθούμε, κατά
το μεσημέρι, στην πανήγυρη που γίνεται, κάθε τέτοια μέρα,
στο Μενίδι. Η συνάντησή μας επρόκειτο να γίνει στη
Χελιδονού, δυο βήματα έξω από την Κηφισιά. Οι άλλοι δεν
ήταν κυνηγοί: ήσαν, απλώς, εκδρομείς – ή, καλύτερα,
γλεντζέδες. Όσον αφορά αυτή την ιδιότητά τους –εννοώ τον
έρωτα των εκδρομών– εγώ, σαν κυνηγός, τους περιφρονούσα
κάπως τότε… Διασκέδαση, δίχως να σκοτώνεις τα πουλιά –
πλατωνική κι αναίμακτη αγάπη προς τη φύση– όλ’ αυτά, εγώ,
ο κυριευμένος απ’ το πάθος του γενναίου εκείνου σκοτωμού,
δε μπορούσα να τα υποφέρω…

[351]
Επειδή, όμως, επρόκειτο να επακολουθήσει δεινή
κρασοποσία (ξέρετε το περίφημο κρασί του Μενιδιού), κι
επειδή, αυτό το τελευταίο, δεν έρχεται καθόλου σε αντίθεση με
τις συνήθειες των κυνηγών, προσπάθησα να συνδυάσω και τα
δυο, ξεκινώντας το πρωί για το κυνήγι, και καταλήγοντας το
μεσημέρι στη Χελιδονού, ν’ ανταμώσω την παρέα μου. Έτσι,
δε θα ήμουν υποχρεωμένος να θυσιάσω την απόλαυσή μου,
πράγμα που δεν εννοούσα να κάνω, ούτε αν μου έταζαν το
πολυτιμότερο νέκταρ, γι’ ανταμοιβή…
Ξεκίνησα, θυμάμαι, κατά τας τρεις τη νύχτα, και την ώρα
ακριβώς που χάραζε, βρισκόμουν έξω από την Κηφισιά, με το
ντουφέκι στον ώμο, ζωηρός και γιομάτος κέφι. Ο αέρας ήταν
δροσερός, ο ουρανός γαλανός, κι έδειχνε πως επρόκειτο να
κάνει μέρα έξοχη. Οι πρασινάδες μοσκοβολούσαν, νοτισμένες
απ’ την πρωινή δροσιά. Εδώ εκεί άκουγα τους πυροβολισμούς
των άλλων κυνηγών, που ήταν σκόρπιοι σε διάφορες
αποστάσεις.
Μες στο δισάκι μου είχα πάρει τ’ απαραίτητα, μερικά
πρόχειρα πραματάκια για να τσιμπήσω, αν τυχόν πεινούσα,
και δεν τύχαινα, εκείνη τη στιγμή, σε μέρος βολικό. Το παγούρι
μου το είχα γεμίσει φρέσκο, καθαρό νερό, στην Κηφισιά.
Τραβούσα μόνος, με το σκύλο μου, σφυρίζοντας, σ’ ένα
μονοπάτι, με την απόφαση να μην απομακρυνθώ και πολύ
από το σημείο που είχα τελικό σκοπό να φθάσω, κατά το
μεσημέρι. Είχα χτυπήσει, ως την ώρα, μερικά τρυγόνια. Το
λαγωνικό μου χοροπηδούσε, και μου ’φερνε λαχανιασμένο τα
πρώτα σκοτωμένα μου πουλιά.
Τα ’ριχνα μες στο δισάκι, το χάιδευα, και ξαναξεκινούσαμε,
κι οι δυο, μεθυσμένοι απ’ την πρωινή μοσκοβολιά, και
γεμίζοντας εξοχικόν αέρα τα πλεμόνια μας. Είχαμε φτάσει σε
μια ρεματιά –την ίδια ρεματιά που κατηφορίζει στη Χελιδονού–
και είχαμε κάνει μια μικρή στάση, να φάμε κατιτί στο πόδι (ο
Ποσειδών πεινούσε τρομερά) –όταν διέκρινα το γνωστό
ανάλαφρο τρεμούλιασμα στα φύλλα ενός δέντρου.
Δεν έχασα καιρό, έτσι, όπως ήμουν καθιστός, και τράβηξα.
Το πουλί έπεσε. Ο Ποσειδών τινάχτηκε σα βέλος, τ’ άρπαξε,
μου το ’φερε – και το ’ριξα κι αυτό μες στο δισάκι.
Κι έπειτα εξακολουθήσαμε να τρώμε. Η ζέστα, όσο πήγαινε,
δυνάμωνε. Έπειτα από την πρωινή δροσιά, η θερμοκρασία
άρχισε ν’ ανεβαίνει, κάπως αισθητά. Διάλεξα μια σκιά, και τότε
[352]
δοκίμασα ένα ελαφρό αίσθημα νύστας. Το πολέμησα,
καπνίζοντας μερικά τσιγάρα – αποφασισμένος να ξαπλωθώ
λιγάκι, μετά το μεσημέρι, στο χωριό, στο φιλικό το σπίτι που
θα διασκεδάζαμε.
Παραλείπω ένα σωρό λεπτομέρειες, που δε σας
ενδιαφέρουν –ή καλύτερα που ενδιαφέρουν, αποκλειστικά,
όσους έχουν τη μανία του κυνηγιού– και φθάνω στο κυριότερο
σημείο της ιστορίας μου.
Έπειτα από διάφορες περιπλανήσεις και λοξοδρομίες, κι
επειδή η ώρα πλησίαζε, αποφάσισα, αντί να πάρω το δρόμο,
να εξακολουθήσω την πορεία μου μες στη ρεματιά, που θα μ’
έβγαζε, κι αυτή επίσης, στο μέρος που λογάριαζα να πάω. Οι
άλλοι επρόκειτο να ’ρθουν με αυτοκίνητο, μέχρις ενός σημείου,
κι έπειτα με τα πόδια, απ’ την αντίθετη μεριά, ως το
συμφωνημένο μέρος της συναντήσεώς μας.
Άρχισα να προχωρώ, μες στο κάμα του ήλιου, προς τη
διεύθυνση αυτή, αποφασισμένος να μη λοξοδρομήσω άλλο,
και να περιορίζομαι να χτυπώ μόνον όσα πουλιά θα ήρχοντο
μόνα τους μπροστά μου – και τούτο, επειδή η ώρα ήταν
περασμένη, κι έπρεπε να βρω τη συντροφιά μου,
οπωσδήποτε. Τους είχα αναγκάσει να κάμουν όλη αυτή την
παραπανίσια διαδρομή, μόνο και μόνο για χατίρι μου – και δεν
εννοούσα να τους αργοπορήσω, δεδομένου ότι είχαμε
απόφαση, αμέσως μόλις φάμε, να πάρουμε το δρόμο του
χωριού –ένα παιχνιδάκι, για πεζοπόρους της δικής μας
αντοχής– και να φθάσουμε εκεί, αν όχι ακριβώς στην
περιφορά της εικόνας, που θα είχε γίνει πιο νωρίς, αλλά,
τουλάχιστον, την ώρα που θα ’ρχιζε η κίνηση, μετά το
μεσημέρι, στην κεντρική πλατεία του χωριού.
Το λιοπύρι, τώρα, ήταν πολύ δυνατό, και θα το
αισθανόμουν ακόμα περισσότερο, αν ήμουν εντελώς μόνος.
Αλλά το θέαμα των αυτοκινήτων που περνούσαν στο δρόμο,
οι διάφορες παρέες που πηγαινοερχόσαν, βαδίζοντας προς τη
Χελιδονού, ή επιστρέφοντας στην Κηφισιά, και οι κρότοι των
πυροβολισμών, που έκοβαν, άλλοι κοντά κι άλλοι μακριά, τη
μεσημεριάτικη ησυχία, ήταν αρκετά για να μου δίνουν την
εντύπωση ότι δεν ήμουν μόνος, και μου ελάττωναν την
κούραση, που άρχιζα τώρα, όσο πλησίαζε το μεσημέρι, να
αισθάνομαι κάπως εντονότερη. Κι εξάλλου, είχ’ αρχίσει να

[353]
πεινώ στα γερά, παρόλο το μικρό πρόγευμα, που είχα κάμει,
δυο ώρες πρωτύτερα, μαζί με το σκυλί μου.
Ο Ποσειδών, και κείνος, άρχιζε να τεμπελιάζει απ’ τη ζέστα
και δεν έτρεχε με σηκωμένη την ουρά, όπως πριν,
ρουθουνίζοντας και ψάχνοντας μες στις πρασινάδες – αλλά
περπατούσε δίπλα μου, με τη γλώσσα κρεμασμένη, και
περιοριζόταν να γαβγίζει, πού και πού, τ’ αυτοκίνητα, για να
μου δείξει πως δεν ήταν κουρασμένος.
Έφτασα στη Χελιδονού, λίγο πριν από το μεσημέρι. Η
παρέα μου είχε φτάσει κιόλας και είχε κατασκηνώσει, μπροστά
απ’ το μοναδικό μαγαζί, που βρίσκεται σκαρφαλωμένο στη
μεσημβρινή πλαγιά της ρεματιάς, μες στην κουφάλα ενός
μεγάλου δέντρου, που χωρούσε με τα καθίσματα και το μικρό
τραπέζι, εφτά οχτώ ανθρώπους. Με δέχτηκαν με φωνές και με
προπόσεις – επειδή είχαν αδειάσει ήδη μερικές μισές, και
ήσαν όλοι στα κέφια. Ένας μάλιστα, απ’ αυτούς, ξεχνώντας
πως εγώ δεν είχα φάει, και δεν έβλεπα την ώρα να στρωθώ,
άρχισε ολόκληρο λογύδριο προς τιμήν μου, ανεβασμένος
απάνω στην καρέκλα, μ’ ένα σωρό λυρικές αποστροφές, από
μέρους της υπόλοιπης παρέας.
Εγώ είχ’ αφήσει το δισάκι μου απ’ όξω, και αφού έφαγα,
άρχισα τη συζήτηση με τόση ζωηρότητα, που ξέχασα ολότελα
τη νύστα μου, και την απόφασή μου να κοιμηθώ μια στάλα στο
χωριό.
Φάγαμε, ήπιαμε, συζητήσαμε τόσο πολύ, ώστε η ώρα
πέρασε, κι ακόμα δεν είχαμε ξεκινήσει για το πανηγύρι. Στο
τέλος επεκράτησαν φρονιμότερες σκέψεις: αντί να
ξεκινήσουμε αμέσως, είπαμε να ξαπλωθούμε στη σκιά, και να
τον πάρουμε – και μόλις πέσει η λαύρα, τ’ απόγιομα να
πάρουμε το δρόμο του χωριού, ξεκούραστοι και φρέσκοι, με
καινούριες δυνάμεις για το βράδυ.
Κι έτσι έγινε ακριβώς. Καθένας μας διάλεξε το μέρος που
του ταίριαζε καλύτερα, και ξαπλωθήκαμε. Τον πήραμε τρεις
τέσσερες ώρες, αρκετά βαριά – και όταν ξυπνήσαμε, άρχιζε να
βραδιάζει…
Πλυθήκαμε, και πήραμε το δρόμο. Κρέμασα πάλι το δισάκι
μου στην πλάτη, κρέμασα και το ντουφέκι, και ξεκινήσαμε. Δεν
μου είχε μείνει ακόμα καιρός να κάνω τον απολογισμό της
ημέρας εκείνης, και να μετρήσω τα θύματα που είχα μες στο
σάκο. Η συγκομιδή μου δεν ήταν και πολύ σπουδαία – κι ένας
[354]
κυνηγός αποφεύγει πάντα να δείξει ό,τι έχει μες στο σάκο του,
όταν η συγκομιδή του δεν είναι και πολύ σπουδαία. Κι
εξάλλου, η παρέα μου, ανίδεη από τα τέτοια, θα περίμενε να
δει τουλάχιστον μια στρουθοκάμηλο, ή ένα παραδείσιο πτηνό,
για να μου δώσει το βραβείο της αξίας μου! Και τα μικρά
πουλιά, που είχα χτυπημένα, ένα ολόκληρο πρωί, δεν ήσαν
ικανά να της γιομίσουνε το μάτι, ασφαλώς…
Γι’ αυτό απέφυγα επιμελώς ν’ ανοίξω το δισάκι, αλλά και
κανείς δεν το θυμήθηκε.
Οι μακρινοί ήχοι απ’ τα νταούλια του πανηγυριού, άρχισαν
να φθάνουν ως τ’ αυτιά μας.
Εγώ έκανα μια μικρή λοξοδρομία, για να κόψω μερικά
λουλούδια. Οι άλλοι προχωρούσαν τραγουδώντας, πιασμένοι
απ’ το χέρι, και περπατώντας ρυθμικά, με βήμα στρατιωτικό.
Ενώ τάχυνα το βήμα να τους φθάσω, αισθάνθηκα μια
κίνηση απότομη, μες στο δισάκι, σαν τίναγμα φτερού.
Σταμάτησα, το ’βγαλ’ απ’ την πλάτη, κι έχωσα το χέρι στον
σωρό.
Ένιωσα τότε κατιτί που σπάραζε. Το τράβηξα έξω, και είδα
ένα πουλάκι που ακόμα ήταν ζωντανό. Φαίνεται να το είχα
χτυπήσει ελαφρά – κι επειδή ήταν το τελευταίο, και το είχα
βάλει απάνω από τ’ άλλα, είχε κατορθώσει να ζήσει, ως τη
στιγμή εκείνη – δηλαδή, πέντ’ έξι ώρες αγωνίας…
Το κράτησα στο χέρι – και το κοίταξα.
Ήταν όλο καταματωμένο και ζούσε μόλις. Άνοιγε μόλις τις
αδύνατες φτερούγες του, όχι τόσο για να μου ξεφύγει, αλλ’
επειδή, την ώρ’ αυτή, ψυχομαχούσε.
Και τότε συνέβη κάτι, που δε θα το λησμονήσω ποτέ στη
ζωή μου: ενώ ετοιμαζόμουν να το ρίξω πάλι μες στο σάκο,
άνοιξε τεράστια τα μάτια και τα κάρφωσε μέσα στα δικά μου.
Δεν είμαι άνθρωπος ευκολοσυγκίνητος, αλλά η ματιά
εκείνη, που με κοιτούσε, μ’ έν’ αλλόκοτο: «ΓΙΑΤΙ;» –μ’ ένα
παράπονο και μια πικρή μομφή, που δεν μπορώ να τα ξεχάσω
μέχρι τώρα– μου ’δωσ’ ένα ρίγος στην καρδιά, που θα με
τυραννεί ενόσω ζω.
Κι ενώ με κοίταζε, στο φως του δειλινού, προτού
προφτάσω να καλοσκεφθώ τι τρέχει, οι κόρες μεγαλώσανε,
μαυρίσανε – κι έπειτα βασίλεψαν για πάντα…
Το πουλάκι ήταν πεθαμένο – κι ακόμη με κοιτούσε μες στα
μάτια. Κι έλεγε πάντα με το βλέμμα του: «ΓΙΑΤΙ;!…».
[355]
***
Δεν ξέρω να σας πω τα παρακάτω.
Οι φίλοι μου με βρήκαν σε μια πέτρα, με το κεφάλι μες στα
χέρια και να κλαίω. Με πήραν, φυσικά, για μεθυσμένο.
Δεν θυμάμαι πώς πήγα στο χωριό.
Τα νταούλια κι οι πίπιζες χτυπούσαν, οι χωριάτισσες με τα
καλά τους ρούχα, χόρευαν, ο κόσμος τραγουδούσε και
γλεντούσε. Η πλατεία ήταν όλο φώτα.
Δεν ήξερα τι γίνεται τριγύρω.
Ήπιαμε κρασί σε μια ταβέρνα, κι έπειτα, πάλι, σ’ ένα σπίτι
χωριανό.
Εγώ ήπια μέχρι κτηνωδίας. Ήπια κτηνωδώς, ως το πρωί.
Μ’ έφεραν αναίσθητο στο σπίτι.
Επί μια βδομάδα ήμουν άρρωστος, και βογκούσα, και
παραμιλούσα…

***
Και δεν ξανακυνήγησα ποτέ μου. Πιστέψετέ με, ή μη με
πιστεύετε – αλλά προπάντων, μη χαμογελάτε…

[356]
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΘΕΙΤΣΟΥΛΑΣ

Αφού είχε σκορπίσει και μοιράσει τη αγάπη της, σ’ όλα τα


ανίψια και τα παρανίψια –η ίδια δεν είχε αποχτήσει ποτέ
παιδιά, και ίσως γι’ αυτό η στοργή της να ήταν τόσο
ανεξάντλητη– την είχε συγκεντρώσει, τώρα στα γεράματα της,
σε μια μικρούλα, τρίτη ανιψιά – μια μικρούλα παραχαϊδεμένη,
κακομαθημένη και ναζιάρα – τόσο που τ’ άλλα τ’ ανιψίδια, που
είχαν μεγαλώσει μες στα χέρια της, είχαν αρχίσει λίγο να
ζηλεύουν… Με τι χαρά και τι καημό έπαιζε μαζί της, με τι γλυκά
τραγούδια τη νανούριζε, μες στο κουκλίστικό της κρεβατάκι!
Θα ’λεγε κανένας πως η καρδιά της θείτσας –γιατί «θείτσα» τη
φώναζαν όλοι– μόλις τώρα έφτανε στον κόσμο και τώρα
πρωτομάθαινε το βάθος της αγάπης!
Κι επειδή έτυχε να κάθονται μαζί, της δινόσαν όλες οι
ευκαιρίες να της χαρίζει την απέραντη στοργή της. Χήρα από
πολύ νέα ακόμα –ήταν παντρεμένη, κάποτε, μ’ έναν ανώτερο
δημόσιο υπάλληλο– σβέλτα, κοντούλα, δουλευτάρα, αεικίνητη,
εξακολουθούσε, στα ογδόντα τόσα χρόνια της (πλησίαζε,
θαρρώ, τα ενενήντα), τώρα, που δεν καλόβλεπε, και δεν ήταν
σαν και τότε κοτσονάτη, να θέλει σ’ όλα και παντού ν’
ανακατεύεται, να περιφρονεί τα γερατειά της, να μπαίνει και να
βγαίνει στην κουζίνα, σαν κοριτσάκι δώδεκα χρονών. Κι η
κράση της ήταν γερή και δυνατή, κι η καρδιά της χτυπούσε
σαν και πρώτα, χτυπούσε κι αγαπούσε, σαν και πρώτα…
Είχε δει κόσμο και κόσμο να πεθαίνει γύρω της – κι αυτό
ήταν το μόνο της παράπονο.
[357]
— «Να κλείσω, εγώ, τα μάτια του Νίκου» έλεγε κάποτε, όταν
πέθανε κάποιος ανιψιός της «εγώ, που τον πρωτάρπαξα, την
ώρα που γεννήθηκε!…»
Αυτό ήταν το μόνο της παράπονο!
Καημένη θειτσούλα!
Τη θυμάμαι καθώς έβγαινε στην πόρτα του σπιτιού, μόλις
άκουγε κανένα και χτυπούσε, στα μαρμαρένια σκαλοπάτια,
μπροστά στο περιβόλι, να ρωτάει, με τη μεσολογγίτικη
γουστόζα προφορά της, ποιος είναι και τι θέλει! Και ύστερα
άπλωνε το κοκκαλιάρικο χέρι της, ή, άμα γνώριζε κανέναν που
πονούσε, τον αγκάλιαζε και τον καταφιλούσε, και του ’κανε
ατέλειωτες χαρές…
Η μικρούλα, όμως, που αγαπούσε, δεν την αγαπούσε όσο
πρέπει. Σ’ αυτή την ηλικία, τα παιδιά, όσο και ν’ αγαπούνε,
ποτέ δεν αγαπούνε όσο πρέπει. Έχουν, κι αυτά, τους
υπολογισμούς τους, κι άμα τύχει να είναι χαϊδεμένα, όπως
ήταν εκείνη η μικρούλα, δείχνονται πάντα άπονα, στριμμένα
και σκληρά…

Πολλές φορές πλήγωνε τη θειτσούλα με τα λόγια της, με τα


νάζια της και με τα πείσματά της. Όμως η θειτσούλα ήταν τόσο
αγαθή κι η ψυχή της ήταν τόσο ανεξίκακη, που δεν
παραπονιότανε στους άλλους, και κατάπινε αμίλητα τον πόνο
της! Πού και πού, μονάχα, σκούπιζ’ ένα δάκρυ…
Η μητέρα της μικρούλας ήταν χωρισμένη απ’ τον άντρα της.
Εκείνη, όμως, τη βαστούσεν η μητέρα της, που ζούσε με την
οικογένειά της. Ζούσαν όλοι μαζί, κοντά στο Πολύγωνο,
αντίκρυ απ’ τα Ιππικά.
Εκείνο το φθινόπωρο, η ζωή της θειτσούλας, ήταν
εξαιρετικά μελαγχολική. Τη μικρούλα την είχε πάρει ο πατέρας
της, και τη διασκέδαζε στις εξοχές, τη γύριζε παντού με τ’
αυτοκίνητο, της αγόραζε παιχνίδια και γλυκά.
Κι η θείτσα ήταν απαρηγόρητη. Τριγυρνούσε μες στις
κάμαρες, που ήταν άδειες όπως η καρδιά της, κι έλεγε τον
καημό της – επειδή της είχαν πάρει τη μικρούλα.
Κι η μικρή αργούσε να γυρίσει.
Κι ο καημός της κάθε μέρα και μεγάλωνε.
Στα τελευταία, είχε πει, μια μέρα:
«Να τη δω να γυρίσει, κι ας πεθάνω!…»

[358]
Κι όμως, η θείτσα φοβότανε το θάνατο. Αν και ζαρωμένη,
και τριμμένη, δεν είχε πει ποτέ της να πεθάνει! Ένιωθε την
καρδιά της ζωντανή, τη στοργική της αγκαλιά ζεστή ακόμα, τα
χέρια της όλο δραστηριότητα – ώστε να γυρέψει τη γαλήνη, και
να γίνει ένα, μες στο χώμα, με τους αγαπημένους της
νεκρούς… Δεν είχε κλείσει τους λογαριασμούς της με τον
κόσμο, αφού κατόρθωνε ακόμα κι αγαπούσε!
Είχε πάψει πια να βγαίνει όπως άλλοτε. Φοβόταν τ’
αυτοκίνητα, την κίνηση. Κι εξάλλου πια τα μάτια της είχαν
αδυνατίσει, κι ήταν, κι αυτό, ένα κρυφό παράπονό της.
«Αμ πάει πια, γέρασα, παιδάκι μου!»
Κι αδημονούσε και μελαγχολούσε…
Κι έξαφνα, ένα πρωί, η μικρούλα γύρισε.
Γύρισε με χίλια δυο παιχνίδια, με κούκλες που σφαλούσανε
τα μάτια τους, κι έβγαζαν κλαψιάρικες φωνές, άμα τους
πατούσες την κοιλιά. Γύρισε με τόπια και σφυρίχτρες, με
κορδέλες και με νέες φορεσιές… Μπροστά σ’ αυτούς τους
θησαυρούς, σ’ αυτό τον πλούτο –στα χίλια πράματα που είχε
δει στον κόσμο, στις αμέτρητες μικροδιασκεδάσεις– πού να
πιάσει μπάζα η φτωχή αγάπη της θειτσούλας.
Κι έπειτα, ο πατέρας της, που είχε λόγους να μην τη
συμπαθεί, θα της είχε πει, πριν να γυρίσει: «Άκου, παιδί μου!
Εκεί που θα πας να είσαι φρόνιμη, μην τύχει κι αρρωστήσεις!
Κι όσο για κείνη τη γριά, μην την αφήνεις να σε
παραφιλάει…».
Κι έτσι η μικρή είχε γυρίσει κακιωμένη, με κάποιαν έχθρα
μυστική στα μάτια, μ’ ένα κομμάτι πάγο στην καρδιά.
Του κάκου η θειτσούλα προσπαθούσε να την καλοπιάσει.
Τα τρυφερά της λόγια δεν την άγγιζαν.
«Τι έχεις, κοκόνα μου, μαζί μου και δε μου μιλάς; Τι σου
’κανα; Γιατί δεν έρχεσαι κοντά μου; Τι σε πείραξα;…»
Και τα μάτια της θειτσούλας –τα σβησμένα της, τα γέρικα τα
μάτια, τα μάτια που δεν έβλεπαν καλά– ήταν βουρκωμένα…
Αλλά, στο τέλος, δεν πολυεπέμεινε. Ήξερε πως και τούτο θα
περνούσε, καθώς είχαν περάσει τόσα άλλα.
Με σφιγμένη την καρδιά, γύρισε στις δουλειές του σπιτιού
της. Έπρεπε να στρώσει το κρεβάτι του Γιάννη –δεν άφηνε
κανέναν άλλον να το στρώσει– να συγυρίσει την τραπεζαρία…

[359]
Προς το βράδυ, είχ’ έρθει ο Λεωνίδας, και της βάσταξε για
λίγο συντροφιά. Και σα να είχε κάποιο μυστικό προαίσθημα,
του είχε πει, καθώς τον ξεπροβόδιζε:
«Γιατί δεν ήρθε κι η Βασιλική; Έχει να ’ρθει πιο πολύ κι από
’να μήνα! Γιατί δεν έρχεται, όπως ερχόταν πρώτα; Την
’πεθύμησα, ακούς; Να της το πεις… Θα πεθάνω, δίχως να τη
δω!…».
Γιάννης, Βασιλική και Λεωνίδας, ήταν τ’ αγαπημένα της
ανίψια, που τα ’χε δει να μεγαλώνουν μες στα χέρια της.
Κι όταν έφυγε ο Λεωνίδας, άρχισε πάλι να γυρίζει μες στο
σπίτι της.
Η μικρούλα έπαιζε στη διπλανή την κάμαρα. Κάθε φορά
που πήγαινε κοντά της, γύριζε τα μούτρα της αλλού.
«Γιατί, κοκόνα μου, δε μου μιλάς; Τι σου ’κανα;!…»
Κι έπνιγε πάλι το παράπονό της, και προσπαθούσε να
ξεχάσει τον καημό της, φέρνοντας βόλτες και ταχτοποιώντας.
Η μέρα μόλις είχε σκοτεινιάσει.
Κι ενώ τριγύριζε, χωρίς να ησυχάζει, απ’ τη μια την κάμαρα
στην άλλη, τα θαμπά και κουρασμένα μάτια της έτυχε να
πέσουν στο τραπέζι. Ένα φλιτζάνι είχε μείνει άπλυτο.
Θέλησε μοναχή της να το πλύνει.
Το πήρε τότε, με μεγάλες προφυλάξεις, και κοντούλα και
μικρούλα, καθώς ήταν, κατέβηκε, σα μια σκιά, τη σκοτεινή
σκαλίτσα της κουζίνας.
Το ’πλυνε με προσοχή, χωρίς κανένας να την πάρει
μυρουδιά, κι αφού το σκούπισε με μια πετσέτα, άρχισε πάλι ν’
ανεβαίνει τη σκαλίτσα, για να το ξαναβάλει στο μπουφέ.
Κι εκείνη τη στιγμή, το μοιραίο χώθηκε στη μέση, κι έβανε
τη σκληρή τρικλοποδιά του.
Η μητέρα της μικρούλας, μες στην κάμαρά της, δοκίμαζε
κάποιο καινούριο φόρεμα, που μόλις το ’χαν φέρει. Λέει της
μικρούλας:
«Τζούλια, που είσαι; φώναξε της γιαγιάς σου, παιδί μου, να
δει, μια στιγμή, το φόρεμά μου…».
Κι η Τζούλια έτρεξε στο διάδρομο, με το σκοπό να φωνάξει
της γιαγιάς της, που είχε πάει προς το περιβόλι.
Έτρεξε προς τη μικρή σκαλίτσα.
Η θειτσούλα, σ’ αυτό το μεταξύ, είχε ανεβεί τα σκαλοπάτια,
και είχε φτάσει σχεδόν το τελευταίο.

[360]
Βλέποντας τη μικρή, στο μισοσκόταδο, να τρέχει καταπάνω
της με τόση προθυμία, είπε με το νου της πως ξεκάκιωσε, κι
έρχεται ίσως να την αγκαλιάσει.
«Κοκόνα μου» της φώναξε.
Κι άφησε το πρεβάζι που κρατούσε, και, βαστώντας στ’
άλλο χέρι το φλιτζάνι, άπλωσε τα δυο χέρια της απάνω της.
Η μικρούλα, με τη φόρα που ερχόταν, τη βρήκε σαν
εμπόδιο μπροστά της. Ίσως από κακία μυστική, ίσως απ’ τη
φόρα της τρεχάλας –ποιος μπορεί να το ξέρει, Θε μου, τι
κρύβουν οι καρδούλες των παιδιών;– τη χτύπησε κατάστηθα.
Η θειτσούλα έπεσε τ’ ανάσκελα.
Έπεσε δίχως να κατρακυλήσει, έπεσε μονοκόμματα στο
μάρμαρο, με το κεφάλι και το χέρι προς τα κάτω. Το κεφάλι της
έσπασε στο μάρμαρο και το χέρι της τσακίστηκε και κείνο…
Η μικρή έβαλε τότε τις φωνές.
Έτρεξαν όλοι, απ’ το βρόντο κι απ’ τα κλάματα, μάζεψαν
την καημένη τη θειτσούλα.
Την έβαλαν απάνω στο κρεβάτι. Το αίμα έτρεχε ποτάμι απ’
το κούτελο. Ωστόσο μπόρεσε ν’ αρθρώσει λίγες λέξεις.
Και τη στιγμή ακόμα που τη μάζευαν, είχε πει: «Παιδάκι
μου, παιδάκι μου!…». Δηλαδή: «Παιδάκι μου, τι μου ’κανες!».
Κι αυτές οι λέξεις οι σπαραχτικές, αυτός ο βόγκος του
στερνού του παραπόνου, ήταν σαν ένας θρήνος της στοργής,
που πληρωνόταν μ’ ένα τέτοιο νόμισμα – ο θρήνος της
στερνής, της πληγωμένης, αλλά, μαζί, κι αστείρευτης αγάπης!
Ήταν ο θρήνος της μεγάλης της αγάπης, που δεν γνωρίζει
σύνορα σε τίποτε και δε θέλει να ξέρει τίποτ’ άλλο, ούτε μπορεί
να ξέρει τίποτ’ άλλο, τίποτ’ άλλο παρά τον εαυτό της – ακόμα
και στα χείλη της αβύσσου!…
Ο γιατρός που την εξέτασε βρήκε σπασμένο το κρανίο και
το χέρι σπασμένο σε δυο μέρη. Είπε πως έπρεπε να γίνει
άμεση εγχείρηση, μ’ ελάχιστες ελπίδες σωτηρίας.
Την πήγαν τότε σε μια κλινική. Το αίμα δε σταμάτησε
διόλου. Η καρδιά, ωστόσο, εξακολουθούσε να χτυπάει.
Δοκίμασαν να κάνουν μιαν εγχείρηση, να καθαρίσουν το
αίμα του κρανίου. Έκαναν ένα σοβαρό τρυπανισμό, για να
προλάβουν τη γενική παράλυση. Η ημιπληγία, μολαταύτα, είχ’
εκδηλωθεί απ’ την αρχή.

[361]
Κι έπειτα, λίγο μετά την εγχείρηση –το αίμα έτρεχε ποτάμι
απ’ το στόμα– ο σφυγμός άρχισε ν’ αραιώνει, ώσπου
σταμάτησε και κείνος εντελώς.
Η θειτσούλα ήταν πεθαμένη!

***
Την έφεραν μ’ ένα φορείο πίσω, που το κρατούσαν δυο
άντρες, νοσοκόμοι. Ήταν μικρούλα, μαζεμένη, τοσηδούλα –
σκεπασμένη μ’ ένα κάτασπρο σεντόνι– ένα τιποτένιο
πραματάκι, σαν το μικρό νεκρό ενός παιδιού…
Την ακούμπησαν απάνω στο κρεβάτι, την έντυσαν, τη
στόλισαν καλά, της έβαλαν ένα μικρό μαύρο σκουφάκι –για να
κρύψουν μοναχά τους επιδέσμους– κι έπειτα την έβαναν στην
κάσα. Όλα τ’ ανίψια και τα παρανίψια ήρθαν και στάθηκαν
γύρω στο λείψανό της.
Την άλλη μέρα, τη γιόμισαν άνθη.
Στην κηδεία της, πήγε πολύς κόσμος.
Την αγαπούσαν όλοι τη «θειτσούλα», γιατί και κείνη τους
αγάπαγε πολύ…
Λίγο μετά που έφυγε το λείψανο, η μικρούλα έμπηξε τα
κλάματα: είχε σπάσει μια μικρή κουκλίτσα –η κουκλίτσα που
’κλεινε τα μάτια, κι έβγαζε μια κλαψιάρικη φωνή, άμα της
πατούσες την κοιλιά– και δε μπορούσε να παρηγορηθεί…

[362]
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ

Κάθε βράδυ, που, από μακριά, έφτανε ο ήχος της καμπάνας


—ένας ήχος θαμπός, νοσταλγικός, μισοσβησμένος από την
απόσταση, σαν ένας άπειρα γλυκός, μακρόσυρτος λυγμός—
είχε τη συνήθεια, στην ερημιά που ζούσε, να πιάνει το βιολί
του, και παίρνοντας την τελευταία νότα του, λίγο προτού να
σβήσει —ενώ ακόμα γιόμιζε τον ήσυχον αέρα, με τους
ετοιμοθάνατους παλμούς του— να της αποκρίνεται με μια
γλυκιά στροφή, μ’ ένα βαθύ τραγούδι λυπημένο, που δεν ήταν
παρά κάποιες ακαθόριστες, αυτοσχεδιασμένες μελωδίες, κάθε
φορά διαφορετικές, σύμφωνα με τον οίστρο της στιγμής — ένα
βαθύ τραγούδι λυπημένο, ανάλογο με τη διάθεσή του, τη
λυπημένη και γλυκιά διάθεση, που γεννούσε, κάθε βράδυ,
στην καρδιά του. Και το θλιβερό αυτό τραγούδι, το κάποτε
απίστευτα γλυκό, ήταν σαν ένα μυστικό εξακολούθημα του
λυπημένου ήχου της καμπάνας, έτσι καθώς έφτανε,
περνώντας απ’ το δάσος, γαληνεμένος κι εξαϋλωμένος, με τις
χιμαιρικές του απηχήσεις, και στάλαζε στην έρημη καρδιά του,
κάποιους πόθους ανικανοποίητους, αλλόκοτους και
συναρπαστικούς, γιομάτους μαγεμένους γλυκασμούς και
συγκεχυμένες νοσταλγίες…
Ήταν γεννημένος μουσικός. Αλλά, θέλεις η πραγματική
δειλία του ν’ αντικρίζει τη ζωή κατάματα, θέλεις η έλλειψη
κάποιας ανατροφής —της ειδικής ανατροφής εκείνης, που
ωριμάζει ένα φυσικό ταλέντο, και το μεταμορφώνει σε μια
δύναμη, με συγκεκριμένες ικανότητες,— είχε μείνει αφανής και
[363]
σκοτεινός, υπακούοντας στη φυσική του κλίση, χωρίς κανόνες
κι υπολογισμούς, αφημένος στις απλές του παρορμήσεις, τις
θείες παρορμήσεις της στιγμής— πλάθοντας, έτσι, μιαν
ατμόσφαιρα δική του κι έναν κόσμο εντελώς ατομικό, που δε
μπορούσε, με κανένα τρόπο, να προέλθει σε συμβιβασμούς με
τη ζωή των άλλων ανθρώπων.
Ήταν, ίσως, για την κοινωνία, ο «αποτυχημένος»
καλλιτέχνης. Άλλα, γι’ αυτόν που ξέρει τα πράματα καλά, ήταν
ο Καλλιτέχνης —τίποτ’ άλλο. Ήταν το πουλάκι στο κλαρί, που
μεθούσε με την ίδια του φωνή —μη ρωτώντας, και μη θέλοντας
να ξέρει, τη σημασία της φωνής αυτής, και με τι τρόπο ήταν
δυνατόν να βαθμολογηθεί απ’ τους ανθρώπους.
Ζούσε στην άκρη του χωριού, μονάχος —αφού δοκίμασε
του κάκου, επί χρόνια, να τοποθετηθεί στην πολιτεία, και να
κερδίσει το ψωμί του, σαν τους άλλους— έχοντας αντίκρυ του
το δάσος, σ’ ένα σπίτι ήσυχο και μελαγχολικό, ένα σπιτάκι
δίχως αξιώσεις, τραβηγμένος εντελώς απ’ τη ζωή, και
συντηρούμενος από τα εισοδήματα ενός κτήματος μικρού,
αλλά προσοδοφόρου, που βρισκόταν πίσω απ’ το δάσος,
δίπλα σε μια μεγάλη ρεματιά —μοναδικής πατρικής
κληρονομιάς του. Το κτήμα αυτό, μαζί μ’ ένα μικρό κεφάλαιο,
κατατεθειμένο σε μια τράπεζα, αποτελούσε το μοναδικό του
πόρο, στην εκούσια μοναξιά που ζούσε —πόρο απολύτως
επαρκή, για μια ζωή λιτή, σαν τη δική του.

Ήταν αγαπητός μες στο χωριό. Δεν ερχόταν με κανένα σ’


επαφή, ούτε πείραζε ποτέ κανέναν άνθρωπο. Οι αναγκαστικές
δοσοληψίες με τους καλλιεργητές του κτήματός του, ήταν
τυπικές και φιλικές. Δε ζητούσε παρά ό,τι του αρκούσε, για να
μπορεί να ζει ανθρωπινά. Ήταν ένας ανθρωπάκος βολικός.
Ζούσε μοναχός του, στο σπιτάκι του, που το συγύριζε, κάποια
γριά χωριάτισσα, που το παιδί της, στρατιώτης τώρα, ήταν
αναδεξιμιός της μάνας του. Και δε ζητούσε τίποτ’ άλλο, τίποτ’
άλλο.
Κάθε βράδυ, όμως, την ώρα που βασίλευε ο ήλιος, στον
ήχο της καμπάνας, γινόταν άλλος άνθρωπος. Τότε ξυπνούσαν
οι παλιές του νοσταλγίες, οι χαμένοι μακρινοί του πόθοι. Στα
μάτια του ζωντάνευαν όλα τα περασμένα, κι η καρδιά που
χτυπούσε παν τρελή. Ο σβησμένος ήχος της καμπάνας του
άγγιζε δεν ξέρω ποια χορδή, που τις άλλες ώρες φαινόταν
[364]
κοιμισμένη. Ένας κόσμος γνώριμος, κόσμος χιμαιρικός, άνοιγε
τότε τη λαμπρή του γοητεία, στα μάτια της καρδιάς του —ένας
άνεμος ονείρου και χαράς, υπερφυσικός, μυστηριώδης, τίναζε
τη νάρκη του μυαλού του, και τον έκανε να παίρνει το βιολί
του, και να ξεθυμαίνει τη λαχτάρα του, σε νότες γοερές και
τρυφερές, απεγνωσμένες και σπαραχτικές, ή σιγανές και
παραπονεμένες, καθώς οι νότες που βγαίνουν απ’ τα χέρια
των πολύ μεγάλων μουσικών, που τους δοξάζουν οι τόποι κι
οι καιροί τους.
Είχε ζήσει τόσο ταπεινά, τόσο μονάχος κι αποξενωμένος —
ίσως από δειλία φυσική, ή από κάποια φυσική αδεξιότητα—
τόσο αγνοημένος απ’ τους άλλους! Είχε μείνει αφανής και
παραγνωρισμένος από δικό του σφάλμα, πιθανόν —αλλά
ποιος ξέρει, μες στα βάθη της ψυχής του, μες στα σκοτάδια της
υπάρξεώς του, πόσα παράξενα και πόσες αντιφάσεις, δεν
είναι, τάχα, ικανός να κρύβει ένας άνθρωπος… Είχε στερηθεί
τόσα πολλά, και τόσο, ίσως, αδικαιολόγητα —που δεν είχε,
τώρα, το δικαίωμα να ρίξει την ευθύνη σε κανένα, παρά στην
ίδια του επιφυλακτικότητα, την ατολμία ν’ αντικρίσει τη ζωή,
και να σταθεί πιο δυνατός μαζί της. Με τα κάποια μέσα που
διέθετε —την έλλειψη της άμεσης ανάγκης, της φοβερής
σκλαβιάς της βιοπάλης— θα μπορούσε ίσως, όταν έπρεπε, να
σταθεί πιο δυνατός μαζί της —κι ίσως, ακόμα, να την
κατακτούσε… Αλλά κάποιες ηθικές αδυναμίες, κάποιες
αβουλίες μυστικές, κάποιοι ενδοιασμοί, αν όχι τρόμοι της
πραγματικότητας, τον είχαν, μέχρι τώρα, κρατημένο σε μια
παθητική αποφυγή των θαρραλέων χειρονομιών, που θα του
εξασφάλιζαν κάποια ωραία νίκη —τη φήμη και τη δόξα, ποιος
το ξέρει;…
Κι ίσως, κι ο ίδιος, να μην φανταζόταν τις λαμπρές εκείνες
πιθανότητες —αλλά, κλεισμένος μες στον εαυτό του, να μη
ζούσε, παρά για τ’ όνειρό του. Κι ίσως, ακόμα, να το ξέχανε κι
αυτό, αν δεν ερχόταν, πού και πού, ο ήχος της καμπάνας, να
του ξυπνήσει τις μελαγχολίες και τους κρυμμένους θησαυρούς
του μουσικού του οίστρου. Τότε, μοιραία και κάπως
ασυνείδητα, υπακούοντας στην άγνωστη φωνή, που του
μεθούσε όλο του το είναι, και το ‘κανε να τρέμει σαν καλάμι,
έπαιρνε το βιολί του —ένα βιολί παλιό, πολύ παλιό, παλιά
κληρονομιά του παππού του, ένα βιολί μαυρισμένο απ’ τα
χρόνια, που πάλευε μ’ αυτό από παιδί— και με τα μάτια
[365]
καρφωμένα στο κενό, χάνοντας την αίσθηση των γύρω,
χάνοντας κάθε επαφή με τόπο και με χρόνο, άφηνε να
ξεχύνεται το κλάμα της ψυχής του, πότε σοβαρά,
συγκρατημένα, και πότε σ’ ένα ξέσπασμα από ραγδαίες νότες,
σαν κάποιες μπόρες φθινοπωρινές, που πλημμυρίζουν
ξαφνικά το διψασμένο κάμπο, φουσκώνοντας τις
ξεροποταμιές, συντρίβοντας τ’ αδύνατα λουλούδια, και
κάνοντας το μουσκεμένο χώμα να μυρίζει γλυκά σαν το λιβάνι.
Σ’ αυτό το ασυγκράτητο τραγούδι, ξαναζούσε όλη τη ζωή
του. Τότε ζούσαν ακόμα οι δικοί του, ο κόσμος όλος του
χαμογελούσε, μιαν άνοιξη βασίλευε παντού. Ο παππούς, απ’
τα μικρά-μικρά του χρόνια, τον κάθιζε στα γόνατα, του ‘βανε
στα χέρια το βιολί, του ‘δινε το δοξάρι, και του ‘δειχνε τον
τρόπο και τη στάση —κι έπειτα, κρατώντας τον πάντα στην
αγκαλιά του, τραβούσε δοξαριές ο ίδιος, σέρνοντας τα δάχτυλα
στις κόρδες, μ’ έναν παλμό τρεμουλιαστό και μ’ ένα ρίγος, που
και τώρα, μετά τόσα χρόνια, το ‘χε ακόμα ολοζώντανο
μπροστά του. Κι όταν έσερνε ο παππούς αυτές τις δοξαριές, το
ρυτιδωμένο πρόσωπό του έπαιρνε μια τέτοια σοβαρότητα, τα
μάτια του ξαναπετούσαν σπίθες, έτσι που το παιδί, καθώς
βρισκόταν κουβαριασμένο μες στην αγκαλιά του. ένιωθε μιαν
αλλόκοτη κατάνυξη, κάτι σαν ένα δέος απερίγραπτο, και μια
λαχτάρα να του σφίγγει την καρδιά…
Κι έπειτα, ο πατέρας του που πέθανε στα ξένα. Κι έπειτα, το
μικρό του τ’ αδερφάκι, που το βρήκε μια σφαίρα κυνηγού… Κι
έπειτα, μιαν αγάπη μακρινή, χαμένη μες στα βάθη του καιρού
—ένα χαμόγελο γλυκό και λυπημένο, από το παραθύρι
κάποιου τρένου, που ξεκινούσε να χαθεί για πάντα. Ένας
παλιός ερημικός σταθμός, κάποιο χέρι που σάλευε αργά, λίγος
καπνός στη μηχανή —και τίποτ’ άλλο…
Κι έπειτα, ένα πλήθος περιπέτειες, ένα πλήθος χαμένες
ιστορίες. Ο θάνατος της μάνας του, μια νύχτα χειμωνιάτικη, σ’
ένα παγερό νοσοκομείο. Κι ο ξενιτεμός στην πολιτεία, τα
χρόνια μες στην κίνηση και την ανησυχία —κι ο γυρισμός, και
πάλι, στο χωριό, με την απόφαση να μην τ’ αφήσει πια, και να
ζήσει μόνος, μόνος, μόνος…
Κι όλ’ αυτά στον ήχο του βιολιού, στον βιολιού και της
καμπάνας…
Κι ένα βράδυ, την ώρα που βασίλευε ο ήλιος, ενώ ακόμα
χτυπούσε η καμπάνα, πήρε το βιολί του, και τράβηξε στο
[366]
δάσος. Βάδιζε προς τον ήχο της καμπάνας. Ο ουρανός ήταν
γιομάτος δόξα. Ένα φως μεγάλο, κοκκινόχρυσο, πυρπολούσε
το μεγάλο δάσος. Κάποια πουλιά πετούσαν μακριά —ψηλά,
πολύ ψηλά στον ουρανό. Έβλεπε τα μαύρα τους σημάδια ν’
αργοσαλεύουν, και να γράφουν κύκλους, κι έπειτα να
χάνουνται μες στη φωτιά της δύσης. Μια λεπτή και δροσερή
μοσκοβολιά, από ρετσίνι και νωπό γρασίδι, γιόμιζε τα
ρουθούνια του γλυκά.
Κρατούσε πάντα το βιολί στο χέρι, και βάδιζε προς το
μεγάλο δάσος, χωρίς κι αυτός να ξέρει πού πηγαίνει. Σε λίγο
πια δεν έβλεπε καλά. Το σκοτάδι άρχισε ν’ απλώνεται, οι σκιές
μεγάλωναν απ’ όλες τις μεριές. Το φως των άστρων έφεγγε
θαμπά και μακρινά. Προχωρούσε στο μεγάλο δάσος, με τα
μάτια καρφωμένα στο διάστημα, κρατώντας το βιολί και το
δοξάρι, σαν να τον καλούσε μια φωνή… Τα βραδινά ζωύφια κι
οι γρύλλοι, ένα πλήθος —φλογερές φυσαρμόνικες,
σφυρίχτρες— τόνιζαν, απ’ όλες τις μεριές, μια σιγανή κι
ονειρεμένη μουσική. Προχωρούσε πάντα μες στο δάσος, με
μια χαρά καινούρια στην καρδιά, μ’ ένα ρίγος σ’ όλο του το
είναι, σαν ένας άνθρωπος, καιρό ξενιτεμένος, που ξαναγυρίζει,
τέλος πάντων, στη μυστική μεγάλη του πατρίδα…

***
Δεν φάνηκε ποτέ και πουθενά. Όλα τα ψαξίματα στο δάσος,
στο βουνό, στον κάμπο και στις γύρω ρεματιές, για πολύν
καιρό, πήγαν χαμένα. Κι έτσι βγήκε κι ο θρύλος στο χωριό,
πως είχε γίνει ένα με τη νύχτα, πως είχε σκορπίσει στο
σκοτάδι, σαν κάποιο αμελέτητο διαβολικό στοιχειό —ή σαν
ένα πλάσμα θεϊκό, που, μόλις έφτασε το πλήρωμα του χρόνου,
κι έκλεισε ο κύκλος της ζωής του, οι άγγελοι το κάλεσαν μαζί
τους…

[367]
ΦΕΓΓΑΡΙ…

Μέσ’ στην απαλοτάτη νύχτα, μες στο νωθρό πελώριο


φεγγάρι, που τ΄ άστρα ήσαν άστιλπνα και λιγοθυμισμένα, η
παρεούλα είχε παρμένη την κιθάρα της, και θέλησε να
πλανηθεί στην τύχη· πρόβαλε αργά κατηφορίζοντας, πέρα,
απ΄ τη Σχολή των Ευελπίδων, κι έστριψε, και τράβηξε προς τη
Λεωφόρον Αλεξάνδρας. Μες στο γαλάζο φόντο του βραδιού,
ήταν χυμένη μια αλλόκοτη σιωπή, σαν και τα πράγματα όλα να
ήταν ποτισμένα μυστηριώδη φίλτρα, σαν αφιόνια, και να
καραδοκούσαν κάποια λύτρωση, κάποιο παυσώδυνο βαθύ,
τελειωτικό. Εδώ – εκεί περνούσαν κι άλλες παρεούλες,
κορίτσια σφιχταγκαλιασμένα ένα με τ΄ άλλο, παιδιά μ΄ ένα
κρυφό φιλί στα χείλη, και μ΄ ασημένια μέτωπα στιλπνά· κι όλ’
οι άνθρωποι ήταν σα να κολυμπούσαν στο φεγγάρι, καθώς τα
ψάρια μες στη γυάλα, και να εκινούντο ρυθμικά κι αυτόματα,
χωρίς αυθυπαρξία, σαν η συνείδησή τους να ήτανε, κι αυτή,
φευγάτη ή κοιμισμένη…
Η παρέα τράβηξε καταμεσίς του δρόμου, μες στα ράγια, κι
έφτασε ως μια μάντρα, κι έκατσε να πιει, να μερακλώσει…
Ήταν Σαββατόβραδο, που τα τελεμένα τα κορμιά ζητάν
ανάπαψη, και τα ρογιασμένα δάχτυλα ξεχνάν τους κόπους, και
θυμούνται την αγάπη… Και καθώς ήταν έτσι το φεγγάρι
ολάργυρο, σα νόμισμα φρεσκοκομμένο (είχαν απόψε πάρει τη
βδομάδα), κάθισαν γύρω στο τραπέζι, και μάζωξαν του κόσμου
τις καρέκλες, και ξαπλωθήκαν, χέρια και πόδια μπερδεμένα,

[368]
ψαθάκια, καβουράκια πεταμένα, μαλλιά αφηνιασμένα, μαύρα
τσουλούφια, κυματιστά κι εβένινα…
Το παιδί έτρεξε ναν τα περιποιηθεί, κι άπλωσε μια πετσέτα στο
τραπέζι.
― Πού ‘σαι, φέρε μας ένα κατοσταράκι στα τέσσερα, και
κάνα μεζέ…
― Ψητό, σαλάμι, αυγά της ώρας; Μας φέραν σήμερα και
φέτα, που ‘ναι μεγαλείο!
― Γεια σου! φέρε μας φέτα, κάνε μας και καμπόσα αυγά
τηγανητά… Πού ‘σαι! και ψωμί…
― Αμέσως! να σας κόψω και καμιά ντοματοσαλατίτσα;…
― Μπράβο! Είσαι θεός, αδερφούλη… Και κάνε σύντομα…
Κι η παρέα απλώθηκε, τεντώθηκε, κουλουριάστηκε, έσκασε
στα γέλια, είπε αστεία, καλαμπούρισε, τσακώθηκε,
βλαστήμησε, κι ύστερα αρχίνησε να τσαγγρουνίζει την κιθάρα:
Ταμ, τιμ, τιμ – ταμ, τιμ, τιμ – ταμ, τιμ, τιμ…
………………..

…Σιγά σιγά, το τραγούδι φούντωσε, δυνάμωσε και υψώθη


συμπαγές μες στο φεγγάρι· οι συμπυκνωμένες νεανικές φωνές
αρμονίσθηκαν, εμπλέχτηκαν, παντρεύτηκαν όλες μαζί, και
τίναξαν τη φλογερήν επίκλησή τους, προς το κατάπληκτο κι
επιεικές φεγγάρι…
Άλλος είχε βάνει το καπέλο του στραβά, κι άλλος πίσω, κι
έλαμπε το μέτωπό του, – κι άλλος είχε βγαλμένο το σακάκι, και
το ‘χε στον ώμο του ριγμένο· κι όλοι τραγουδούσανε μαζί:

νταμ! ντουμ! ντουμπαντουμπαντούμ!


στο διάβολο να πας,
κι εσύ και η μαμάκα σου,
κι ο λάγιος που αγαπάς…

… Και η νύχτα έπαιρνε το τραγούδι με τα γαλανά, τα


οπάλινα χέρια της, και το τοποθετούσε στην καρδιά της· και τα
μάτια των άστρων έτρεχαν αόρατα δάκρυα μες στο διάστημα,
και πού και πού, κι ένας διάττων απεσπάτο μέσ’ απ’ την
οικογένεια των άστρων, σα να μη βαστούσε πλέον, κι
αυτοκτονούσε μες στο χάος σιωπηλά… Κι ο καημός, κι η
νοσταλγία, είχαν έτσι πήξει γύρω απ΄ τη μελπόμενη κιθάρα,
που κάθε της παλμός, κι ο πλέον ελάχιστος, δημιουργούσε
[369]
γύρω πλήθος κύκλους, κι έφτανεν ως πέρα, καθώς το πέσιμο
μιας στάλας στο νερό…
― Φέρε κρασί! Κρασί…
Και το κρασί εκομίζετο θριαμβευτικά και γιόμιζε
σπινθηριστά τα παχυκρύσταλλα ποτήρια, κι οι αναπνοές ήταν
ανήσυχες, τα γόνατα λυμένα, κι ένα στήθος πρόβαλλε γυμνό
απ΄ τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τ’ αχνό χρώμα της επιθυμίας…
Κι η επιθυμία φαινόταν να είχε έτσι κορώσει, κι η σάρκα να
ήταν έτσι κεντρισμένη, που το φεγγάρι έγιν’ ένας ασημένιος
πόθος, και φλόγισε τη μεθυσμένη νύχτα…

― Κρασί! Κρασί! Κρασί…


………………..

Μέσ’ στην απαλοτάτη νύχτα, που τ΄ άστρα ήσαν άστιλπνα


και λιγοθυμισμένα, μέσ’ στο νωθρό παράξενο φεγγάρι – το
βράδυ εκείνο κι οι άνθρωποι ήταν σχεδόν καλοί.

[370]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

… Και τότε, ξαφνικά, μες στη σιωπή, χτύπησαν οι


καμπάνες. Αλλού βαριές και δυνατές, με μιαν επίσημη χαρά
συγκρατημένη – αλλού με χαρωπά ξεφωνητά, σαν ασημένια
κουδουνάκια μακρινά, που ξέσπαζαν μεμιάς το θρίαμβό τους,
και γύρευαν, μες στη μαύρη νύχτα, να σκαρφαλώσουν ως τον
ουρανό, να τον γιομίσουν με την άξαφνη χαρά τους…
Εδώ εκεί, ένα σωρό ρουκέτες, κόκκινες και γαλάζιες,
διέγραψαν την τροχιά τους, κι έσκασαν, για μια στιγμή, μες στο
μαύρο φόντο τ’ ουρανού, ανακατεύοντας τα ψεύτικά τους
άστρα, τα παροδικά και φευγαλέα, με την αιώνια κι ατάραχη
γαλήνη και το χρυσάφι των αληθινών…
Κι έπειτα όλα πάλι σώπασαν. Πού και πού έπεφτε μόνο
κανένα βαρελότο, πότε κοντά και πότε μακριά, άλλοτε
μοναχικό, κι άλλοτε τρία τέσσερα μαζί.
Κι απ’ τους μακρινούς τους δρόμους, φάνηκε το πλήθος να
γυρίζει, με τις αναμμένες του λαμπάδες, σα μια μεγάλη
θάλασσα κεριών που ξεχειλίζει. Κι όλ’ αυτά τα φώτα είχαν κάτι
απ’ τον ήχο της καμπάνας: ήταν σα να ’σπασαν οι βουερές
καμπάνες, κι οι ήχοι τους να είχαν γίνει φώτα και να
σκορπούσαν μες στην πολιτεία, φέρνοντας το μεγάλο μήνυμα
παντού, σ’ όλα τα μέγαρα και σ’ όλα τα φτωχόσπιτα – πως ο
Χριστός ήταν αναστημένος…
Ο Γιώργος έκλεισε το βιβλίο που διάβαζε και πήγε στο
παράθυρο. Είδε τις ρουκέτες, που χάραζαν το σκοτεινό
διάστημα με τις βουβές τους, παρδαλές εκρήξεις. Είδε, ακόμα,
[371]
τις λαμπάδες των ανθρώπων, που χωρισμένοι σε μικρές
παρέες, έπαιρναν το δρόμο του σπιτιού τους. Μια σειρά
μπαλκόνια, μακριά, φωτίστηκε για μια στιγμή, απ’ τις βαθιές,
αιματηρές ανταύγειες ενός κόκκινου, λοξού βεγγαλικού.
Κι έπειτα έγινε και πάλι ησυχία.

Και τότε, στην αντικρινήν αυλή, τρομαγμένο ίσως απ’ τους


κρότους, ακούστηκ’ ένα παρατεταμένο «μπεεεε…». Κι αυτό το
«μπεεε» δεν είχε τίποτε απ’ τη χαρά της ευφρόσυνης εκείνης
νύχτας. Δεν ήταν παρά ένα κλάμα φοβερά ανθρώπινο, ένας
βόγκος παραπονεμένος, ένα μονότονο τραγούδι απογνώσεως
– αλλά με κάτι το βαθιά υποταγμένο, σα μιαν απόφαση που
έχει πια παρθεί, και μήτε περιμένει σωτηρία… Έμοιαζε τόσο μ’
ανθρώπινη φωνή, που ο Γιώργος, δίχως να το θέλει, ένιωσε
κάτι μέσα του να σφίγγεται, και στάθηκε πίσω απ’ το τζάμι,
ανήσυχος μήπως το ξανακούσει.
Και το ξανάκουσε σε λίγο, όχι μια και δυο φορές, αλλά
πολλές φορές, με διαλλείματα – και καθεμιά φορά που τ’
άκουγε, έλπιζε πως θα είν’ η τελευταία. Ήταν ο ίδιος βόγκος ο
βαρύς, στην ίδια τη μονότονη χορδή, που θύμιζε, με τον
υπόκωφο καημό της, μια νότα χαμηλή του βιολοντσέλου…
Κι όλ’ η χαρά της νύχτας, εξαφανίστηκε μεμιάς απ’ το μυαλό
του. Το αιώνιο σαράκι, που τον τυραννούσε, πρόβαλε πάλι μες
στην έρημη καρδιά του. Η νύχτα όλη θόλωσε στα μάτια του.
Τίναξε τους ώμους, κι άρχισε να κάνει βόλτες, κυνηγημένος
απ’ τον εφιάλτη της λυπητερής φωνής εκείνης, που του
διηγόταν, μες στη νύχτα, το σπαραχτικό μαρτύριό της…
Και κάθε φορά έκοβε το βήμα, με την ελπίδα πως το
βογκητό θα σταματήσει, πως η φωνή θα κουραστεί στα
τελευταία, θα κουραστεί να κλαίει, και θα πάψει… Κι όμως,
εκείνη εξακολουθούσε, αμείλικτη και καταθλιπτική, σα μια
ασώπαστη, επίμονη, ακούραστη, σπαραχτική κραυγή του
θανάτου!
Κι έπειτα, ξαφνικά, σαν κάποιος ν’ άκουσε τη μυστικήν ευχή
του –μόλις ξανάγινε στο δρόμο ησυχία– το θλιβερό το βέλασμα
σταμάτησε.
Ο Γιώργος δε θέλησε να βγει αυτό το βράδυ. Προτίμησε να
μείνει, να διαβάσει. Όλες αυτές οι φασαρίες, που τον
συγκινούσαν τόσο άλλοτε, τώρα τον άφηναν τελείως
αδιάφορο. Δεν έβλεπε την ώρα πότε να περάσουν οι
[372]
μελαγχολικές εκείνες μέρες των επιδειχτικών Επιταφίων.
Άλλοτε, οι μέρες αυτές ήταν η χαρά του. Τις περίμενε με
μυστική λαχτάρα, τις αγαπούσε ταπεινά, με συντριβή, τις
παρακολουθούσε με κατάνυξη. Από τότε, όμως, που μπήκε
στη ζωή, και διάβασε βιβλία, όλ’ αυτά τού είχαν γίνει μακρινά.
Είχαν πάψει ν’ αγγίζουν την καρδία του.
Κι όμως, εκείνο το μεγάλο σπαραγμό, που δεν μπορούσαν
να του δώσουν πια οι άνθρωποι, του τον ξανάδινεν απόψε,
αναπάντεχα, το βογγητό του καταδικασμένου ζώου. Αυτός ο
θρήνος μες στα σκοτεινά, αυτός ο πόνος ο βαθύς κι
απαρηγόρητος, αυτό τ’ ανεξιχνίαστο παράπονο της ταπεινής
ζωής που θυσιάζεται, του ξαναζωντάνευε στα μάτια του όλες
τις περασμένες αγωνίες, τις αγωνίες όλων των ανθρώπων, τις
αγωνίες όλων των υπάρξεων, που ήταν πεπρωμένο να
χαθούν, απ’ τον καιρό που πρωτοφάνηκε ζωή – χωρίς ποτέ να
μάθουν το γιατί, χωρίς να βρουν ποτέ το μυστικό της μαύρης
μοίρας που τα βασανίζει…
Κι ενώ ζητούσε πριν, μ’ αδημονία, να σταματήσει το
παράπονο εκείνο, τώρα που είχε σταματήσει ίσα ίσα, το ’νιωθε
πιο πικρό μες στην ψυχή του. Τώρα που είχε πάψει μια
στιγμή, γέμιζε πιο πολύ τη σιωπή – σα να ’βγαινε απ’ όλες τις
μεριές, σα να ’χε γίνει η κραυγή όλου του κόσμου, μες στη γη
και μες στον ουρανό, μέσ’ απ’ το φως και μέσ’ απ’ το σκοτάδι!
Ο Γιώργος πήγε και πάλι στο παράθυρο, και προσπάθησε
να διακρίνει όξω.
Οι εκκλησίες έφεγγαν ακόμα.

Πού και πού, στους μακρινούς τους δρόμους, πρόβαλε μια


στιγμούλα, και περνούσε, καμιά λαμπάδα αργοπορημένη.
Κάποιοι κρότοι αμυδροί, εδώ εκεί, κάποιοι σκόρπιοι κρότοι
βαρελότων, έδειχναν πως ο κόσμος αγρυπνούσε. Σ’ όλα τα
σπίτια, τώρα, ήταν στρωμένο το πασχαλινό τραπέζι, κι ο
κόσμος τσούγκριζε τα κόκκινα τ’ αυγά.
Εκείνος ήταν μόνος στην Αθήνα. Οι δικοί του, κι αυτοί, στην
επαρχία, θα ήταν τώρα συναγμένοι στο τραπέζι, και θα
’τρωγαν, και θα τον μελετούσαν. Κι αυτή η γνώριμη και
τρυφερή ανάμνηση, τα μακρινά κι αγαπημένα πρόσωπα, που
τον πονούσαν και τον αγαπούσαν, οι γνώριμες και μακρινές
φωνές, που θα τον ανάφερναν μ’ αγάπη, πέρασε μ’ ένα ρίγος

[373]
καλοσύνης, σα μια γλυκιά κι ονειρεμένη όαση, μες στην ερημιά
της καρδιάς του.
Δοκίμασε και πάλι να διαβάσει.
Μα το μυαλό του ήταν τόσο ταραγμένο, που, καθώς έριξε τα
μάτια του στα γράμματα, αυτά, αντί να σχηματίζουν φράσεις,
άρχισαν να χορεύουν μεταξύ τους, και να πλάθουν διάφορες
εικόνες – εικόνες απ’ τα παιδικά του χρόνια, όλο συγκινημένες
αναμνήσεις, ήχους, μορφές, στιγμές λησμονημένες, πράματα
για πάντα ξεχασμένα, που δεν περίμενε ποτέ να τα θυμάται,
και που του ξαναγέμιζαν τη σκέψη νοσταλγία, αλλά και του
φανέρωναν, συγχρόνως, όλο το άδειο κι όλη την απόγνωση
της τωρινής απόμερης ζωής του… Είχε ζήσει τόσο μόνος,
τόσο μόνος, τόσο πολύ σκυφτός μες στα βιβλία, που μέσα του
είχαν στεγνώσει όλα, όλες οι πίστεις κι όλες οι ελπίδες, και δεν
απόμενε παρά μια αγωνία, ένα τεράστιο ερωτηματικό –ένα
πελώριο «γιατί;» χωρίς απόκριση– και μαζί μ’ αυτή την
αγωνία, μια συμπόνια για το καθετί, ένας οίκτος δακρυσμένος
κι αδυσώπητος, τόσο για τους άλλους που υπόφερναν, όσο
και για τον ίδιον εαυτό του…
Κάποιο αυτοκίνητο πέρασε στο δρόμο, κι η φωνή
ξανάρχισε.
Ξανάρχισε δειλά, στον ίδιο τόνο, δίχως ελπίδα, δίχως
ικεσία, σπαραχτική, μονότονη και πένθιμη, σα να μη ζητούσε
πια βοήθεια, ούτε και ν’ ακουστεί από κανένα –σαν ένας
έρημος κι ανώφελος μονόλογος, σαν κάτι θλιβερό κι
απαρηγόρητο, που χαράζει αιωνίους κύκλους, γύρω στο ίδιο
κέντρο, δίχως τέλος…
Ο Γιώργος δε μπορούσε να βαστάξει. Άρπαξε το καπέλο
του, και βρέθηκε στο δρόμο.
Πήγε ίσα στην αντικρινή αυλή, κι έριξε με τρόπο τη ματιά
του. Στην αρχή δε μπόρεσε να ξεχωρίσει τίποτε. Έπειτα όμως,
τα μάτια του συνήθισαν, κι άρχισε να βλέπει καθαρότερα. Είδε
το πρόβατο ακίνητο, δεμένο. καρδιά του χτυπούσε δυνατά.
Μες στην ταραχή του, ξαφνικά, ένα μεγάλο σχέδιο γεννήθηκε.
Ήξερε πως, παντού, σ’ όλα τα σπίτια, αγωνιούσε απόψε
κάποιο θύμα, κι έκλαιγε με την ίδια τη φωνή. Εκείνα, όμως, δεν
τα είχα δει, δεν είχε καν ακούσει τη φωνή τους. Αυτό
τουλάχιστον, αυτό που το ’χε δει, αυτό που τύχαινε τόσο
κοντά στο χέρι του –σα να το ’βαλεν επίτηδες η μοίρα–
έπρεπε, σώνει και καλά, να το γλιτώσει!
[374]
Σκέφτηκε να πηδήσει απ’ τα κάγκελα, να λύσει σαν κλέφτης
το σκοινί, ν’ ανοίξει από μέσα την αυλόπορτα, να το φορτωθεί
στην αγκαλιά του, να το φέρει μια φορά στο δρόμο, κι έπειτα…
«Έπειτα;». Σταμάτησε.
Πού να το πάει; Σε ποιο μέρος να το κρύψει;
Ένα σωρό συγκεχυμένα ερωτήματα πολιόρκησαν αμέσως
το μυαλό του. Να το κρατήσει μες στο σπίτι, δεν μπορούσε.
Έπρεπε να το πάει μακριά. Κι αν το πήγαινε στον κάμπο, τι θα
το ’κανε;… Να το χαρίσει σ’ ένα φιλικό του σπίτι, με την
παράκληση να μην του το πειράξουν; Σπίτι τόσο φιλικό, δεν
είχε.
Να το φέρει στο βουνό, και να τ’ αφήσει; ίδια μοίρα το
περίμενε κι εκεί: ποιος ξέρει σε ποιανού τα χέρια θα ’πεφτε,
και τι μαρτύρια ακόμα θα τραβούσε, ώσπου να τελειώσει πάλι
έτσι.
Ήταν πεπρωμένο να σφαχτεί! Ήταν εκείνο, το σημαδεμένο,
που δε μπορούσε, να γλιτώσει μες στον κόσμο! Όλος ο
κόσμος μπορούσε να γλιτώσει, εκείνο, όμως, δε μπορούσε να
γλιτώσει…
Γύρισε τα μάτια του παντού, κοίταξε τα σπίτια, τα
παράθυρα, ζητώντας από κάπου μια βοήθεια.
Ένιωθε πόσο γελοίος ήταν, πόσο οι άλλοι θα γελούσαν αν
τον έβλεπαν, τι κοροϊδίες που θα του πατούσαν οι φίλοι του, η
γη, ο κόσμος όλος!
Εκείνος, όμως, αδιαφορούσε.

***
Ετοιμαζόταν ν’ ανεβεί στα κάγκελα, είχε σχεδόν
ανεβασμένο το ’να πόδι, όταν του φάνηκε πως άκουσε να
πλησιάζουν βήματα.
Κατέβασε το πόδι του, και κοίταξε.
Κάποιος ερχόταν από πέρα μες στη νύχτα, κρατώντας έν’
αρνί στην αγκαλιά του.
Πέρασε πολύ κοντά του. Του φάνηκε σα να του
χαμογέλασε. Έπειτα έστριψε σε μια γωνιά, πιο πέρα. Θα ήταν
κάποιος αργοπορημένος νοικοκύρης, κάποιος φτωχός
εργατικός, ποιος ξέρει, πού πήγαινε το ψώνιο του στο σπίτι.
Το δύστυχο τ’ αρνάκι δε μιλούσε…

[375]
Τότε κατάλαβε τη ματαιοπονία του.
Κατάλαβε πως όλ’ η πολιτεία ήταν γεμάτη όλο τέτοια
θύματα, πως δεν υπήρχε σπίτι στην Αθήνα, που να μην
ετοιμαζόταν μια θυσία…
Στύλωσε τα μάτια μ’ αγανάκτηση, και τότε, μακριά, μες στο
σκοτάδι, του φάνηκε πως άκουσε, χιλιάδες αγωνίες – το
μυστικό κλάμα των αρνιών, που καρτερούσαν, ώρα με την
ώρα, το φοβερό μαχαίρι στο λαιμό…
Κι έφυγε μες στη νύχτα σαν τρελός…
Όλη τη νύχτα γύριζε στους δρόμους, κυνηγημένος απ’ το
μαύρον εφιάλτη – κι όταν πια ξημέρωσε ολότελα, ενώ
χτυπούσαν οι γιορτάσιμες καμπάνες, είδε τον ήλιο να
προβάλει στο βουνό – κι αυτός ο ήλιος ήταν τόσο κόκκινος,
τόσο πλημμυρισμένος από αίμα, που, χωρίς να θέλει,
ντροπιασμένος, σήκωσε το χέρι του με λύσσα, και με τις
σφιγμένες του γροθιές, σκούπισε τα δάκρυα στα μάτια του…

[376]
ΑΝΑΠΟΛΩ…

(χρονογράφημα)

Να το λοιπόν και πάλι το καλό μου Ναύπλιον, ύστερ’ από


χρόνια και χρόνια, πάντα το ίδιο, γνώριμο και συγκινητικό,
γιομάτο από μια θαμπήν ατμοσφαιραν α­ναμνήσεων, με τα
δρομάκια του, τα φρούριά του, τον πέτρινο στρατώνα του, μέσ’
την πλατεία, ορθό με τα μελαγχολικά του χρώματα, με το
τετράγωνο ρολόι, που απ’ τα ύψη του Ιτς-καλέ δε σάλεψε καν
απ’ τη θέση, με το επίμονο Μπούρτζι στημένο μέσ’ τα νερά,
σαν πιστός εραστής που δε θέλει να φύγει…
Τα ξαναβλέπω πάλι όλα, ύστερ’ από χρόνια και χρόνια, κι
αφήνω την ψυχή μου θεληματικά να λιώσει σε χίλιες
μελαγχο­λίες και χίλιες τρυφεράδες, να πλημμυ­ρίσει χλιαρά κι
αχνά συναισθήματα, να γείρει μέσ’ τα βελούδα των
νοσταλγιών.. Την αφήνω ελεύτερη ν’ απαλυνθεί και να
λιγώσει, ευχαριστημένος που της δίνω ένα σπασμό
πρωτογνώριστο!
Ήμουν εφτά χρονών παιδί τότε, και κάθισα, με τους δικούς
μου, έξι μήνες ε­κεί· να ήταν η ηλικία τέτοια ή μια φυ­σική
συμπάθεια στον τόπο αναπόδραστη, που μ’ έκανε να δεθώ
έτσι γλυκά μαζί του, να τ’ αγαπήσω σαν πρώτη αγάπη, να
εγκολπωθώ τη μουσική του, έναν ήχον αλαργινό που έχει
χαθεί μέσ’ τη νύχτα;…
Είχα ένα μπαστουνάκι τότε και γύριζα καμαρωτός, με τους
ολάσπρους γιακάδες, μέσ’ τις πλατείες, πιασμένος απ’ το χέρι
της μητέρας μου, κι η φιλαρμονική έπαιζε τα κομμάτια του
[377]
καιρού, ή σοβαρός, με τον πατέρα μου επιθεωρούσα τα χίλια
εργοστάσια του Οπλοστασίου κι οι πρόθυμοι στρατιώτες μού
δείχναν πώς τορνεύουν τα ξύλα και πώς συντρίβουν τα σίδερα
με τους δυνατούς μοχλούς. Μα πιο πολύ, πιο πολύ απ’ όλα
θυμάμαι τις ήμερες μέρες του σπιτιού, κάποια γεύματα φιλικά
σ’ αξιωματικούς, με όλο άνθη στο τραπέζι, και πώς φυσούσε
και λυσσούσε κάποιες μέρες ο άνεμος, κι εγώ κρυβόμουν απ’
τον τρόμο, καρτερώντας, απ’ ώρα σ’ ώρα, να πάρει τη σκεπή
του σπιτιού…
Και να όλα, καθώς τα είχ’ αφήσει, ανέπαφα, απαράλλαχτα,
σα να μην είχαν τρέξει τόσα χρόνια, σα να ήταν το παλάτι της
κοιμισμένης βασιλοπούλας του παραμυθιού που ξυπνάει στα
εκατό χρόνια, και δεν άλλαξε ούτε τι!
Το Παλαμήδι στέκεται σκληρό και βαρύ, σα γρανίτης, κι
επιβλέπει τα βάθη των οριζόντων· η ψυχή του είναι
μεσαιωνική, τραγική, βαστάει ακόμη, ψηλά, τα παλιά
τρόπαια… κι όμως μια στοργή –στοργή που είναι ίσως πιο
πολύ μέσα μου παρά στον τραχύ το βράχο- του λύνει τις
πανοπλίες και το ημερεύει, σα λιοντάρι κάτω απ’ το χάδι
χλιερού χεριού.
Τη νύχτα πάμε στο θεατράκι, -μια γωνίτσα του κεντρικού
καφενείου της πλατείας μετασχηματισμένη σέ σκηνή- όπου
είναι μαζεμένες οι οικογένειες των αξιω­ματικών.
κομψοντυμένες ντεμουαζελίτσες, κυρίες με φασαμέν, χρυσά
γαλόνια και σπαθιά, η κρέμα του Ναυπλίου όλη. Και παίζεται
από έναν πρόχειρο αθηναϊκό θιασάκον «Ο ηθοποιός Γκάρρικ,
το έξοχον κοινωνικόν αριστούργημα του Λόρδου Λύττωνος,
κομεντί εις 4 πράξεις». Τοποθετημένοι, αναγκαστικά, με
καρέκλες μπρο­στά – μπροστά, γινόμαστε το αντικείμενο
ζωηροτάτης περιεργείας· κι είναι τόση ή ζέστα μέσ’ τα
βλέμματα, τόση συμπάθεια κι ευγένεια μέσ’ την ατμοσφαίρα
(όλος ο κόσμος του Ναυπλίου είν’ εξαιρετικά γλυ­κομίλητος και
πρόθυμος· ένα παιδάκι του γυμνασίου που μας βοηθεί να
μπούμε στο θέατρο, δεν ξέρει, το καημένο, με τι τρόπο να μας
περιποιηθεί…) ώστε στο τέλος είμαστε όλοι φίλοι, φίλοι χωρίς
να μιλάμε, και κοιταζόμαστε όλοι γνώριμα, σαν από καιρούς.
Κι όταν τελειώνει το θέατρο, γυρνάμε στο ξενοδοχειο, που
μένουμε, στην παραλία, κι αφήνοντας, εγώ, τον Άγγελο και τον
Κλέωνα να κοιμηθούν, φεύγω μόνος, μέσ’ τα μεσάνυχτα, να
πλανηθώ άσκοπα στα χίλια στενά σοκάκια· πάω στη
[378]
Μητρόπολη, στον Άγιο—Σπυρίδωνα, με τις σφαί­ρες που
δολοφονήθηκε ό Καποδίστριας μπηχτές ακόμα μέσ’ τον τοίχο,
πάω στο παλιό μου σπίτι, εκεί αντίκρυ σε μια πλατεία,
κοκκινωπό και χαρμόσυνο· ανεβαίνω τα πέ­τρινα σκαλοπάτια
που πάνε ως την πόρτα, και τη γγίζω με τα χέρια, κατάμονος,
μέσ’ το σκοτάδι! Η καρδιά μου έχει γίνει μια ανεξάντλητη πηγή
από συγκινήσεις κι ευαισθησίες, οι σκοποί των στρατιωτικών
κτι­ρίων με κοιτάν μέσ’ απ’ τα σκότη των σκοπιών με μάτια
εταστικά και παραξενεμένα.
Πάω στην παραλία και φέρνω βόλτες απ’ τη μιαν άκρη ως
την άλλη, και κάθουμαι ώρες να κοιτάω τα κίτρινα σιωπηλά
φώτα των φαναριών, αδερφωμένα με τ’ άστρα μέσ’ τη γαλήνη
των νερών…
Κι η ψυχή μου είναι νικημένη απ’ τα μακρινά τραγούδια, σα
γυναίκα που αρρωσταίνει, στο παράθυρό της, ακούοντας
μαντολίνα που χάνουνται μέσ’ το βαθύ βράδυ…
Η αποβάθρα είναι τώρα έρμη, κι ο φρέσκος αέρας που
φυσάει, κάνει να παιχνιδίζουν τα μαλλιά μου –ωστόσο εγώ
περπατώ στο πλακόστρωτο με πλατιά βήματα, ως πέρα, και
ξαναγυρίζω, και ξαναπάω, και καρφώνω τα βλέμματα σ’ ένα
λευκό βαποράκι μυστικά αραγμένο μέσ’ τη μέση του
κολπίσκου, που ο μονότονος πλαταγισμός των νερών το
κρούει και το κοιμίζει…
…Και το γκαρσόνι που δεν πλάγιασεν επίτηδες, και
περιμένει, άγρυπνο, να μου ανοίξει τη γυαλένια πόρτα, άμα
γυρίσω, -δε βλέπει, καθώς ανάβει βιαστικά τα κεριά μέσ’ την
κάμαρή μου πως τα μάτια μου, έχουν γίνει δυο λαμπάδες· δυο
φλογερά πηγάδια, μουγγά κι αχανή, όπου καίονται μέσα,
αργά, τα περασμένα…

[379]
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

(χρονογράφημα)

Πολλές φορές, πάρα πολλές φορές, στο διάστημα της


ήμερης, της ήρεμης, της έρημα στοχαστικής ζωής μου,
βλέποντας και παρακολουθώντας πράξεις, σκέψεις, κλίσεις κι
εκδηλώσεις διαφόρων, γύρω, συνανθρώπων, είτε και πολύ
συγγενικών μου, ίσως, σε πολλά άλλα σημεία συναδέλφων
μου, έχω φτάσει να διερωτώμαι, αν είναι δυνατόν αληθινά, εγώ
κι αυτοί, ν’ ανήκουμε στο ίδιο είδος συνομοταξίας ζώων!
Υπάρχει τόση ηθική διαφορά, τόση άβυσσος πραγματική
πεποιθήσεων, ενστίκτων, αισθημάτων, επιθυμιών και
διαθέσεων, αναμεταξύ αυτών κι εμένα, που δε μπορώ να
φαντασθώ πως γεννηθήκαμε μέσα στο ίδιο πλαίσιο
αισθαντικών υπάρξεων, μέσ’ στην περιοχή μιας ίδιας
ράτσας… Κι όμως, το εξωτερικό μας είναι όμοιο, η οργανική
κατασκευή μας, η σύνθεση κι η λειτουργία, όμοιες, το κάθετί
μας, ίδιο κι απαράλλαχτο ! Ο ψυχικός μας κόσμος, όμως, είναι
άλλος, όσο κανενός των άλλων όντων, μεταξύ μας, είτε μεταξύ
των…
Ένα τέτοιο χάσμα ηθικό, ― μια τέτοια άβυσσος αισθαντική,
αδιαπέραστη, ― καθώς των άστρων, που, ενώ κινούνται
όμοια, ζουν και κινούνται, όμως, μεταξύ τους, σε ιλιγγιώδεις
αποστάσεις ― , με χωρίζει έξαφνα, από τους «κυνηγούς»: ναι,
ναι, τους συνανθρώπους μου, που, ενώ είναι άνθρωποι,
[380]
επίσης σαν κι εμένα, έχουν, όμως, τη φριχτήν αυτή θηριωδία
να παίρνουν ένα όπλο, στα καλά καθούμενα, και ξεκινώντας
ένα γελαστό πρωί, χαράματα, μέσα σε τοπία μαγικά, τοπία
ρεμβασμού και προσευχής, πάνε, μεθοδικά κι εκ προμελέτης,
να σπείρουν την οδύνη και το θάνατο, σε ξένοιαστες και
φτερωτές υπάρξεις, που κελαϊδούν χαρμόσυνα, στο γαλανό
διάστημα, και τονίζουν ύμνους προς το φως… Ό,τι για κείνους,
είναι διασκέδαση, ― για μένα, είναι έγκλημα τεράστιο, έγκλημα
βδελυρό και τερατώδες, που, μπροστά του, ωχριούν και είναι
πράξεις άκακες, όλα τ’ άλλα τ’ ανθρώπινα εγκλήματα ! Δε
βρίσκω τίποτε, στον κόσμο, φοβερώτερο, απ’ αυτή τη
θεληματική, ψυχρή και στυγερή δολοφονία, που γίνεται για
γούστο, «χάριν τέρψεως», ― μ’ απόλαυση, με κέφι, δίχως
τύψεις…
Αλλά θαρρώ πως έφυγ’ απ’ το θέμα μου. Δεν είναι για τους
κυνηγούς, που γύρευα να πω. Το ‘φερα για παράδειγμα
χαρακτηριστικό των όσων διατύπωσα πιο πάνω. Ο σκοπός
μου είναι να μιλήσω για μιαν άλλη ράτσαν αξιόλογη, ― ράτσα
καθαυτό της εποχής μας ― , για τη ράτσα των «απατεώνων»,
που θριαμβεύουν σήμερα, καθ’ όλη τη γραμμή, βοηθημένοι,
βέβαια, κι από τις περιστάσεις, τις όλως εξαιρετικές για όλους
μας, που τους παρέχουν άφθονο το έδαφος της δράσεως, και
τους κάνουν να κινούνται, άνετα, προς όλων των ειδών τις
κατευθύνσεις…
Αφηγούμαι περιστατικά, ― περιστατικά συγκεκριμένα, που
συνέβησαν σε κάποιο στενό φίλο μου, με τον οποίον
συνδεόμεθα ανέκαθεν, ― ένα είδος «άλλου εαυτού» μου ― ,
άνθρωπον αγαθό, καλοπροαίρετο, που ποτέ δεν έβλαψεν,
εκούσια, κανένα, ― ένα «κορόιδο», δηλαδή, λαμπρό της
εποχής μας. Για το ζωντανότερο του πράγματος, ας τον
αφήσω, μόνο του, να μας τ’ αφηγηθεί:
― Καθώς ξέρεις από κάμποσες κουβέντες μας, είμαι
ιδιοκτήτης ενός κτήματος, κτήματος οικογενειακού, λίγο
παρακάτω απ’ τας Πάτρας, κι αυτό το κτήμα έτυχε να εμπλακεί
σε δίκη, σχετιζομένη με την πώλησή του. Ανέθεσα σε κάποιο
δικηγόρο, τη διεξαγωγή της υποθέσεως, ― δικηγόρο
μεγαλοπρεπέστατο, τόσο στην εμφάνιση, όσο και στο λέγειν,
πολύ «κύριον» στους τρόπους και στις φράσεις του ― ,
γοητευμένος απ’ το φέρσιμό του, αν και μια σκοτεινή
διαίσθησή μου, με ειδοποιούσε, κάθε τόσο, για τον κάποιο
[381]
κίνδυνο που έτρεχα, με το να του παραδοθώ τόσο
ανεπιφύλακτα, και με τόση φιλική, τυφλήν εμπιστοσύνη. Κι ο
δικηγόρος, μη αρκούμενος στα κέρδη του, που θα ήσαν
αρκετά σημαντικά, μη αρκούμενος στα δώρα, και στα χρήματα,
που διάφοροί μου συγγενείς, του παρέδιδαν για να μου
παραδώσει, και που δεν έφθαναν στα χέρια μου ποτέ,
δοκίμασε, χωρίς πολλά προσχήματα, να με υποκαταστήσει
ζωντανό, και να γίνει, αυτός, μόνος κύριος του κτήματος,
παραμερίζοντάς με εντελώς… Ένα πληρεξούσιο, που του είχα
κάνει, η μάλλον που μου είχεν αποσπάσει, τάχα για να με
διευκολύνει, και για να ‘χει πιο ελεύθερες κινήσεις, του
χρησίμευσεν ως βάσις, κι ως εφόδιο για όλες του τις ύποπτες
ενέργειες: Αφού δεν τα κατάφερε να… δωροδοκηθεί απ’ τον
αντίδικο, συνεβλήθη με τον ενοικιαστή μου, να νέμονται το
κτήμα μου, με όλην των την άνεση, ― ενώ εγώ, ο δυστυχής
πελάτης του, εστερούμην κάθε εισοδήματος, και πουλούσα
έπιπλά μου, για να ζήσω ! Η πλεκτάνη, βέβαια, στο τέλος,
φανερώθηκε, ― η ζημιά, ωστόσο, είχε ήδη γίνει, και κόντευε να
γίνη σοβαρότερη, αν δε φρόντιζα, ξυπνώντας απ’ την πλάνη
μου, να προλάβω το κακό, κάπως εγκαίρως ! Κι εις επίμετρον,
στο τέλος, ανακάλυψα πως ο περίφημός μου δικηγόρος, ήταν
στερημένος, κοντά στ’ άλλα, και της αδείας του δικηγορείν, γι’
άλλα του, προηγούμενα, όμοια κατορθώματα… Αυτά μου
σκάρωσε, που λες, ο δικηγόρος μου ! Θέλεις, μήπως, να σου
πω και τ’ όνομά του;…
― Τι να το κάνω τ’ όνομά του φίλε μου ; Μου αρκούν οι
πράξεις του και τα καμώματά του! Δε μ’ ενδιαφέρει τ’ όνομά
του…
Δεύτερο, τώρα, περιστατικό, του ίδιου αυτού φίλου, ― ο
οποίος ξέχασα να σας πω, είναι λόγιος, γνωστός, από καιρό.
Αλλ’ ας τον αφήσομε ξανά, να μας πει την ιστορία μόνος του:
― Ξέρεις τον δεσμό μου με τον Π. Φιλία εικοσιπενταετίας,
παρά την προφανή, την ολική, τη ριζική διαφορά των
χαρακτήρων μας. Εκείνος, πάντα σκοτεινός, κρυψίνους,
αλλοπρόσαλλος, με τις γνωστές σου μικροπονηρίες,
φθονερός, ασυνεπής και μικρολόγος. Όλ’ αυτά, θυμάσαι, τα
θαρρούσαμε για παιδιακίσιες επιπολαιότητες, που επέμεναν,
παρά την πάροδο των χρόνων. Αλλά, ιδίως, τώρα τελευταία,
με το εύλογο, το πρόσχημα των οικονομικών αδιεξόδων (σα
να μην είχε τέτοια ο καθένας μας !), η κάθε λίγο εκμετάλλευσις
[382]
των φίλων του, του είχε γίνει σύστημα, και μέθοδος
υπάρξεως… Επειδή είχα, κι εγώ, στενοχωρίες, για να τον
βοηθήσω δε κι αυτόν, του ανέθεσα την πώληση βιβλίων μου,
που μπορούσα ν’ αποχωρισθώ, δίχως αυτό να μου στοιχίσει
και πολύ, και χωρίς να ζημιώσω, κατά τίποτε, την αρμονία της
βιβλιοθήκης μου. Όπως εξακρίβωσα αργότερα, τα πουλούσε
σε τριπλάσια τιμή, από κείνη που μου παρουσίαζε,
παίρνοντας, συγχρόνως, τακτικά, και το συμφωνημένο
ποσοστό του. Αλλά το χειρότερο δεν τ’ άκουσες ακόμα: Κάθε
λίγο και λιγάκι ήταν σπίτι μου, ― και κάνοντάς με να βγαίνω
από την κάμαρα, ― τις περισσότερες φορές, για να του φέρνω
χρήματα, ― επωφελείτο της μικρής εκείνης απουσίας μου, για
να κλέβει, γρήγορα, διάφορα βιβλία μου, που μοσχοπουλούσε,
εννοείται, για το ευχαριστώ της καλοσύνης μου!…
Κι ένα τρίτο περιστατικό, του ίδιου, πάντα, φίλου μου, από
τα πιο χαρακτηριστικά, κωμικοτραγικά παθήματά του:
― Είχα κι ένα θαυμαστή μου νεαρό, καθώς έχουν όλοι, όσοι
γράφουν. Ζωηρό παιδί, και προθυμότατο, κάνοντάς μου χίλιες
δυό περιποιήσεις, και που, ειλικρινά, το συμπαθούσα. Κι
αυτός ερχόταν ταχτικά στο σπίτι μου, και του δάνειζα βιβλία,
να διαβάζει, ― πράγμα που πολύ μ’ ευχαριστούσε, γιατί
μπορούσα και τον βοηθούσα να μορφώνεται και να
καλλιεργείται. Κάποιες μέρες, κάπως πιο στενόχωρες,
βλέποντας την τόση προθυμία του να γυρεύει να μ’
εξυπηρετήσει, του έδωσα ένα κουτί, μ’ εργαλεία για χαράκτες
και αρχιτέκτονες, με διαβήτες, με μεταλλικές γωνιές, που δε
μου χρησίμευε, ατομικά, σε τίποτε, ― να κοιτάξει να το
διαθέσει σε μαθητές του Πολυτεχνείου, φίλους του, είτε σ’
επιστήμονες γνωστούς του, όπως με διαβεβαίωνε πως είχε.
Μαζί μ’ αυτό, και μερικά βιβλία, κι’ αυτά, επίσης, για τον ίδιο το
σκοπό. Τα πήρε προθυμότατα, με χίλιες υποσχέσεις,
χαρούμενος που θα με βοηθούσε σε μια παροδική κακή στιγμή
μου, ― κι’ από τότε… δεν τον ξαναείδα, πάει, τώρα,
παραπάνω από μήνας, ούτε κι έλαβα σημείωσή του,
σχετιζομένη με την εξαφάνισή του ! Και θα ήμουν
διατεθειμένος να πιστέψω, δίχως δισταγμό, πως του συνέβη
κάποιο απευκταίο, αν δε με βεβαίωναν ότι τον βλέπουν έξω,
όπως πάντα, κι ότι ρωτάει, μάλιστα, τι γίνομαι !…
Κι έτσι, κλείνω την αφήγηση του φίλου μου, του κλασικού
«κορόιδου» των καιρών μας ! Μου τα ‘λεγε, και μόνο που δε
[383]
δάκρυζε… Και τώρα επιστέφω στο ερώτημα που είχα θέσει
στην αρχή του σημειώματός μου: Μεταξύ ανθρώπων, σαν
αυτούς, που παρουσιάζω παραπάνω, ― και των άλλων, των
«κορόιδων», σαν το φίλο μου, που επιμένουν, σε μια τέτοιαν
εποχή, να πιστεύουν στην αξιοπρέπεια, στην καλοσύνη και
στην ειλικρίνεια, αν και το ίδιο, αν όχι περισσότερο, πιεζόμενοι
από τις περιστάσεις, υπάρχει τίποτε κοινό, πραγματικά, που
να μας δίνει το δικαίωμα να λέμε, ότι ανήκουν, έτσι όπως
εμφανίζονται, στο ίδιο είδος συνομοταξίας ζώων;…
Απλώς ρωτώ, ― και περιμένω την απάντηση, από τους
ειδικούς τους επιστήμονες, ζωολόγους ή ανθρωπολόγους….

[384]
ΤΟ ΒΙΟΛΙ

Ήταν που ήταν η βραδυά όλη πάθος, τ΄ ήθελες να πάρεις το


βιολί σου, να μας μαράνεις την ψυχή εντελώς; Δεν έφθανε το
κύμα που μας λίκνιζε, και το φεγγάρι που μας πλημμυρούσε;
Τι ιδέα πάλι ήταν αυτή, να σηκωθείς ν΄ αρπάξεις το βιολί σου,
και να μας πληγώσεις την καρδιά;…
Καλά καθόμαστε στην άκρη του γιαλού, δίπλα στο κύμα του
Σαρωνικού, άλλοι στα βράχια κι άλλοι στις καρέκλες, και
λέγαμε και γω δεν ξέρω τι· λέγαμε τρεις κουβέντες και
σωπαίναμε, ίσως νικημένοι απ΄ το φεγγάρι, που πρόσταζε
από πάνω τη σιωπή. Η νύχτα, μόλις πού και πού μιλούσε.
Ήχοι σπασμένοι, σκόρπιοι, μακρυνοί, τρεμούλες των νερών,
κομμένα λόγια, πότε το πλάνο θρόισμα του κύματος, πότε,
μακρυά, το γαύγισμα ενός σκύλου και πότ΄ ένα τραγούδι που
περνούσε. Μέσ΄ στο μεγάλο ακίνητο φεγγάρι, υπήρχε ανάγκη
απόλυτης σιωπής.
Τι σου ήρθε τότε, ευλογημένε, να βγάλεις απ΄ τη θήκη το
βιολί, να μας μαράνεις την ψυχή εντελώς;…
Δε θα στο συγχωρήσουμε ποτέ…
Δεν ξέρω καν αν έπαιξες καλά, ή αν το χέρι σου έτρεμε
λιγάκι – θέλεις η μπύρα, θέλεις το φεγγάρι – και πού και πού
μας πρόσφερες κ΄ ένα μικρούλι φάλτσο· μπορούσες τότε να
κάμεις ό,τι θέλεις : η νύχτα ως κι αυτό στο συγχωρούσε : το
βράδυ εκείνο λεγόταν «επιείκεια».

[385]
Και δεν ήταν ανάγκη να μας παίξεις, μήτε την Ανάμνηση του
Ντρλά, μήτε και το Θρύλο του Βιενάβσκι : τρεις νότες ήταν
ίσως αρκετές – μόνο τρεις νότες, όχι παραπάνω – για να μας
κάμεις όλο ό,τι θέλεις. Τρεις νότες μόνο αρκούσαν, σε
βεβαιώνω, για να μας κάμεις το μεγάλο το κακό. Μας βρήκες
όλους τόσο ανυπεράσπιστους…
Γιατί μόλις άρχιζες να παίζεις, εκεί που ήμαστε όλοι τόσο
μόνοι, και περιμέναμε και γω δεν ξέρω τι – καθένας κι άλλο,
καθένας το δικό του – μας πήρες όλους ξαφνικά στη φούχτα
σου, κ’ έκανες την ψυχή μας μια ψυχή, μια ψυχή μεγάλη
πληγωμένη – αυτή που θα είναι πάντα λυπημένη, και θα
θυμάται, και θα νοσταλγεί. Κι αφού μας έκαμες όλους μια ψυχή,
θέλησες να πάρεις τα δάκρυά μας. Ω, αυτό ποτέ δε θα στο
συγχωρήσω! Τα δάκρυα είναι πράματα ιερά – δε μπορεί ο
καθένας να τα παίρνει…
Κι όμως, εσύ μας γέλασες, μας γέλασες, θαρρώ, και μας τα
πήρες, μας έκανες κουρέλι με δυο νότες, σα να μην ήμαστε
όλοι τόσο φίλοι σου, σα να βαστούσες μια μικρή μνησικακία,
κάτι κρυφό παράπονο μαζί μας, και που τόκρυβες λεπτά κι
από καιρό, και που περίμενε δεν ξέρω ποια ευκαιρία, να μας
πετύχει έτσι ανυπεράσπιστους, να βγει κρυφά, να μας
εκδικηθεί!
Κι όμως εμείς δε σε πληγώσαμε ποτέ, από τον καιρό που
γνωριζόμαστε, πιστεύω;…
Μα ίσως και να μην τόθελες και συ, ίσως η μοίρα να το
θέλησ’ έτσι, αυτή που βρίσκει πάντα τρόπο να πληγώνει – και
συ να ήσουν μόνο το όργανό της· ίσως της μοίρας τ΄ όργανο τ΄
ακούσιο, να ήτον το βράδυ εκείνο ένα βιολί.
Γι΄ αυτό, την ώρα που χωρίζαμε στο τραίνο, μ΄ όλο το
μεγάλο το κακό, τ΄ αληθινό κακό που μας προξένησες –
βλέπεις εμείς πόσο είμαστε καλοί; – σου είπαμε μονάχα
«ευχαριστώ»…

[386]
ΤΟ ΛΟΥΣΤΡΑΚΙ 1573

Μοιάζει με ποντικάκι, τολμηρά βγαλμένο ανάμεσα από


λογής λογής γάτους, γάτους κορδωμένους και φουσκωμένους
με μονόκλ από εξυπνάδα, γατίτσες του φασαμέν, λιγωμένες
και ανόητες, που κορτάρουν σαν λυσσασμένες ή διανοούνται
κακά για τις πλαγινές τους, γατάκια λιχούδικα και σαχλότατα
που σπρώχνουν τες καρέκλες και κάνουν φασαρίες:
― Ο λουστράκος, εδώ… Βερνίκι καλό…
Ο κόσμος βουίζει σαν μελίσσι· εγώ καθισμένος μ’ ένα φίλο
μου απολαμβάνομεν την χαιρέκακη ευχαρίστηση τού να
είμαστε εμείς και όχι άλλοι.
Ο Αντρέας (Αντρέα τόνε λένε, νούμερο 1573) να σου
περνάει, ρίχνει έν’ αστείο και κοιτάει το γαλλικό βιβλίο που
ξεφυλλίζουμε… ύστερα διπλώνεται στα δυο κι αρχινάει το
λουστράρισμα των παπουτσιών, σιγανά κι αβίαστα, σιωπηλά,
σαν βαριεστημένος, με τα χέρια αφαιρημένα, και πάλιν κοιτάει
τις ζουγραφιές του βιβλίου: Το μωρό παιδάκι είναι μέσα του
και ξεχνάει το λουστράκο…
― Λοιπόν, Αντρέα; τί νέα;
Μια ταπεινή γλήγορη απόκριση, ένα σούρωμα χειλιών, έν’
ανασήκωμα των ώμων ― και δρόμο.
Και χαμογελάει στη δυστυχία του σαν να την αγαπάει
στοργικά.
Τον είχαμε αλησμονήσει, βυθισμένοι από το ξεφύλλισμα του
βιβλίου, ― κάποιο ρομάντσο του ΠΜιρμπὼ δυνατο κι ωμό, σα
[387]
γυμνό κρέας, με χτυπητές μοντέρνες εικόνες, ή μια σειρά
ιστορίες του Γουέλλς υπερφυσικιές, αλλόκοτες, έξυπνες, ― κι
η ώρα ήταν περασμένη.
Ένα ένα γκρουπ αποχωρούσε με αναπαμένη τη συνείδηση
πως κατηνάλωσε ώς το τέλος όλο το μερδικό της
κακογλωσσιάς και της κουταμάρας που αναλογούσε στην
σημερινή ημέρα. Όλοι σκορπούσαν, κι οι γαντοφορεμένες
χειραψίες δίναν και παίρναν, κι οι λουσάτες κυρίες
αποτραβιόντουσαν αφήνοντας μια γραμμή μυρωδάτη από
πίσω τους, καθώς τα καράβια που κι αφού τραβήξουν πέρα
σημειώνουν μ’ ένα βαθύ αυλάκι το πέρασμά τους απάνου στα
νερά.
― Γκαγσόν, ώ! παγακαλώ, παγακαλώ…. Θα μου
επιτγέψετε! έλα δω, γκαγσόν, τί κάνουν αυτά; Κγάτησε,
παγακαλώ… ένα μουσ-μαγγόν, μια νουγκατίνα, μια σαγτγέζ,
ένα ούζο γκγοζέϊγ…
― Όχι δα, πώς γίνεται αυτό;
― Ω! Παρακαλώ, παρακαλώ…
(Κι από μέσα κλαιν το δίφραγκο που πάει αμόντε, κι οι
άλλοι λένε : Δε βγήκαμε δα και ζημιωμένοι!)
Κι οι κοπελίτσες φεύγουν αφού ρίξουνε μια κουτή ή
αυθάδικη ματιά γύρω σ’ όλους, όσοι τες κορτάρουν, και μια
φτονερὴ κακιά ματιά στην τουαλέτα της φιλενάδας τους, που
πώς δε λειώνει απ’ τα ενωμένα ζηλιάρικα πυρά ένας θεός το
ξέρει! Και τα παιδιά πάνε κι αυτά, παρέες–παρέες να
προγκήξουνε λιγάκι μέσ’ τα σοκάκια, να χυδαιολογήσουν,
ελεύτερα, αναγκασμένα καθώς ήταν τόσην ώρα να κάνουνε
ψευτοευγένειες και ρεβερέντζες, και να φάνε το γλυκό με το
κουτάλι!
Πέρασε και μια κυρία μεσόκοπη, με μια χτυπητή τουαλέτα
τρανσπαράν από πράσινο τούλι γυρισμένο με άσπρα μοτίφ,
και απλώθη σε ζαχαρωτά μειδιάματα μπρος απ’ το κάτου
βγαλμένο καπέλο του κομψευομένου, με γάντια γκρι σουρί και
μουστάκι φρεσκοσιδερωμένο και μαλλιά γυαλιστερά απ’ τη
μπριλιαντίνα σαν αλειμμένα πετρέλαιο.
Και να ο λουστράκος, ταπεινός κι ανίδεος, όχι φτονερός,
όχι ζηλιάρης, ήρεμος, καλός, με τ’ άνοστα παιδιάτικα ματάκια
του, φαιδρά και ξένοιαστα και καλόσκια. Κι όμως απόψε ο
λουστράκος δε μάζεψε δεκάρες και το κασελάκι του κρέμεται
με μιαν αθώαν απογοήτεψη απ’ τα χεράκια του. Κοιτάει γύρω
[388]
στις έρμες καρέκλες, κουνάει γελαστά το κεφάλι, σουρώνει τα
χειλάκια του, και μας ρίχνει προπετώς μια φράση απλή,
τσαχπίνα, μαγκίστικη, παραπονιάρα, σαν να μην ξέρει το βαθύ
δράμα του, σαν να παίζει με το μαχαίρι :
― Το λουστράκι απόψε θα μείνει αμάσητο… Το ’γραψε ο
Θεός!…
Μωρέ αδεκαρίες!…

ΤΕΛΟΣ

[389]

You might also like