Professional Documents
Culture Documents
διαφορική γεωμ. καμπύλων επιφανειών PDF
διαφορική γεωμ. καμπύλων επιφανειών PDF
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΛΑΧΟΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2017
2
Περιεχόμενα
3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
3 Επιφάνειες 49
3.1 Κανονικές Επιφάνειες . . . . . . . . . . . . . . . . . . 49
3.2 Διαφορίσιμες απεικονίσεις . . . . . . . . . . . . . . . . 57
3.3 Εφαπτόμενα διανύσματα και Εφαπτόμενο επίπεδο . . 60
3.4 Διαφορικό απεικόνισεων μεταξύ κανονικών επιφανειών 62
3.5 Κανονικές Παραμετρικές Επιφάνειες . . . . . . . . . . 67
3.6 Aσκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 69
5 Προσανατολισμός-Απεικόνιση Gauss 87
5.1 Προσανατολισμός-Μοναδιαίο κάθετο . . . . . . . . . . 87
5.2 Απεικόνιση Gauss . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 91
5.3 Aσκήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 94
4
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Appendices 157
5
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
6
Κεφάλαιο 1
7
1. Κ Ε R2
c̃ = T ◦ c.
dc
c ′ (t0 ) = (t0 ) = (x ′ (t0 ), y ′ (t0 ))
dt
καλείται εφαπτομενικό διάνυσμα (ή διάνυσμα ταχύτητας) της c στο
t0 ∈ I. H καμπύλη c καλείται κανονική αν c ′ (t) , 0 για κάθε t ∈ I.
H γεωμετρική του ερμηνεία είναι ότι καθώς το t τείνει στο t0 , η
ευθεία η οποία διέρχεται από τα σημεία c(t) και c(t0 ) τείνει να λάβει
μια οριακή θέση η οποία θα καλείται η εφαπτομένη ευθεία της κα-
μπύλης c η οποία είναι παράλληλη προς το διάνυσμα c ′ (t0 ) και καλά
ορισμένη εφόσον c ′ (t0 ) , 0. Aυτό μας αναγκάζει να περιορίσουμε τη
μελέτη μας σε κανονικές καμπύλες. Έτσι η εφαπτομένη ευθεία μιας
κανονικής c στο t0 ∈ I είναι εκείνη η ευθεία η οποία διέρχεται από το
σημείο c(t0 ) και είναι παράλληλη προς το διάνυσμα ταχύτητας c ′ (t0 ).
Εύκολα διαπιστώνεται (πώς;) ότι η κανονικότητα καμπύλης εί-
ναι ιδιότητα αναλλοίωτη κάτω από τη δράση της ομάδας ισομετριών
Isom(R2 ). Τούτο σημαίνει ότι αν c και c̃ είναι γεωμετρικώς ισότιμες
καμπύλες και η καμπύλη c είναι κανονική, τότε και η καμπύλη c̃ είναι
επίσης κανονική.
8
1.1. Κ
c(t) = p + tv
c ′ (0) = (0, 0) .
9
1. Κ Ε R2
είναι γνωστή ως παραβολή του Neil. Δεν είναι κανονική διότι c ′ (0) =
(0, 0) .
Παράδειγμα 1.1.5. H καμπύλη c : R → R2 με
όπου a > 0 και b > 0 είναι κανονική. Η εικόνα της είναι έλλειψη
με ημιάξονες τους αριθμούς a, b. Παρατηρούμε ότι c(t + 2π) = c(t),
δηλαδή πρόκειται περί κλειστής καμπύλης. Ο περιορισμός της όμως
στο διάστημα [0, 2π) δεν έχει αυτοτομές, δηλαδή είναι 1-1.
είναι κανονική και κλειστή αφού c(t+ 2π) = c(t). Η εικόνα της δίδεται
από την εξίσωση
x 4 + y2 = x 2
από όπου προκύπτει ότι είναι συμμετρική ως προς τους άξονες.
c(t) = ( f (t), t)
10
1.2. Α
11
1. Κ Ε R2
12
1.3. Μ
αν d f /dσ < 0.
Ας διατυπώσουμε τώρα το ακόλουθο εύλογο πρόβλημα ελαχιστο-
ποίησης του μήκους.
13
1. Κ Ε R2
q− p
w= .
∥q − p∥
14
1.4. Μ -
ds
= ∥c ′ ∥.
dt
Aν η καμπύλη c είναι κανονική, τότε έχουμε ds/dt > 0 παντού στο
I. Aπό το Θεώρημα Αντίστροφης Συνάρτησης, η συνάρτηση s = s(t)
έχει λεία αντίστροφο f , δηλαδή t = f (s) ή πιο απλά t = t(s).
Η καμπύλη c̄ = c ◦ f είναι αναπαραμέτρηση της c και ονομάζεται
αναπαραμέτρηση της καμπύλης c με φυσική παράμετρο ή με πα-
ράμετρο το μήκος τόξου (χάριν συντομίας γράφουμε c = c̄ = c ◦ f ).
Έχει δε μοναδιαίο διάνυσμα ταχύτητας
dc 1
= ′ c ′.
ds ∥c ∥
Επομένως αποδείξαμε ότι κάθε κανονική καμπύλη δέχεται ανα-
παραμέτρηση με παράμετρο το μήκος τόξου.
Συμβολίζουμε τις παραγώγους ως προς το μήκος τόξου με τελείες,
δηλαδή
d d2
˙= , ¨= 2 , . . . .
ds ds
15
1. Κ Ε R2
και ακολουθούμε από εδώ και στο εξής αυτή τη σύμβαση. Έτσι αν
τότε
dc
ċ(s) = (s) = ( ẋ(s), ẏ(s))
ds
και
d2 c
c̈(s) = (s) = (ẍ(s), ÿ(s)) .
ds2
Αντίστροφα, αν το διάνυσμα ταχύτητας μιας καμπύλης c με πα-
ράμετρο t είναι μοναδιαίο, τότε το μήκος τόξου της με αφετηρία t0
είναι ∫ t
s(t) = ∥c ′ (σ)∥dσ = t − t0 .
t0
και r > 0 έχει ως εικόνα τον κύκλο κέντρου (0, 0) και ακτίνας r. Είναι
κανονική διότι
∥c ′ (t)∥ = r.
To μήκος τόξου της c με αφετηρία t0 είναι η συνάρτηση
s = s(t) = r(t − t0 ).
16
1.5. Κ Ε R2
τότε για κάθε φ0 ∈ R, τέτοιο ώστε f (t0 ) = cos φ0 , g(t0 ) = sin φ0 και
t0 ∈ I, υπάρχει μοναδική C 1 συνάρτηση φ : I ⊆ R → R τέτοια ώστε
ή ισοδύναμα
f (t) cos φ(t) + g(t) sin φ(t) = 1.
17
1. Κ Ε R2
18
1.5. Κ Ε R2
k = ⟨c̈, J ċ⟩.
Το διάνυσμα c̈ είναι το διάνυσμα της επιτάχυνσης της καμπύλης c.
Η καμπύλη του Παραδείγματος 1.4.1, της οποίας η εικόνα είναι
κύκλος ακτίνας r, έχει σταθερή καμπυλότητα k = 1/r.
Παρατήρηση 1.5.1. Σημειώνουμε ότι αν θεωρήσουμε την αναπαραμέ-
τρηση c̃ = c ◦ f της καμπύλης c με f (s) = −s, τότε και η καμπύλη c̃
έχει φυσική παράμετρο, ενώ οι καμπυλότητές τους k̃ και k αντίστοιχα,
πληρούν k̃ = −k.
Είναι η καμπυλότητα γεωμετρική έννοια; Mε άλλα λόγια, πως
σχετίζονται οι καμπυλότητες δύο γεωμετρικώς ισότιμων καμπυλών;
Η απάντηση δίνεται στην ακόλουθη πρόταση.
Πρόταση 1.5.3. Οι καμπυλότητες k και k̃ των γεωμετρικώς ισότιμων
καμπυλών c και c̃ = T ◦ c με φυσική παράμετρο και T ∈ Isom(R2 )
πληρούν τη σχέση k̃ = εk, όπου ε = 1 ή ε = −1, αν η ισομετρία T
διατηρεί ή αντιστρέφει τον προσανατολισμό, αντίστοιχα.
Απόδειξη. Έχουμε
c̃˙ = T ∗ ċ και ¨c̃ = T ∗ c̈,
όπου T ∗ είναι το γραμμικό μέρος της ισομετρίας T , δηλαδή T = T v ◦T ∗
και T v είναι παράλληλη μεταφορά κατά διάνυσμα v. Επομένως
k̃ = ⟨¨c̃, J c̃⟩
˙ = ⟨T ∗ c̈, J ◦ T ∗ c̈⟩.
J ◦ T∗ = T∗ ◦ J
αν T ∗ είναι στροφή, ενώ
J ◦ T ∗ = −T ∗ ◦ J
αν T ∗ είναι κατοπτρισμός, από όπου και προκύπτει το ζητούμενο. □
19
1. Κ Ε R2
k(t) = k̄ (s(t)) , t ∈ I.
dc 1
ċ = = ′ c ′.
ds ∥c ∥
Kάνοντας χρήση του κανόνα της αλυσίδας έχουμε
dt dx dt
ẋ = = x ′,
ds dt ds
dt dy dt
ẏ = = y ′,
ds dt ds
( dt )2 d2 t
ẍ = x ′′ + x ′ 2 ,
ds ds
( dt )2 d2 t
ÿ = y ′′ + y ′ 2 .
ds ds
20
1.5. Κ Ε R2
είναι η συνάρτηση
x ′ y ′′ − y ′ x ′′
k=
(x ′2 + y ′2 )3/2
ή ισοδύναμα
⟨c ′′ , Jc ′ ⟩
k= .
∥c ′ ∥3
έχουν καμπυλότητα
f ′′
k= .
(1 + f ′2 )3/2
21
1. Κ Ε R2
Επειδή k(0) > k̃(0), έχουμε f ′′ (0) > f˜′′ (0). Τότε η συνάρτηση g =
f − f˜ έχει γνήσιο τοπικό ελάχιστο στο 0, δηλαδή κοντά στο (0, 0) η
καμπύλη c βρίσκεται υπεράνω από την καμπύλη c̃.
Eιδικά, αν η καμπύλη c̃ είναι ευθεία, δηλαδή k̃ = 0, προκύπτει
ότι μια καμπύλη με καμπυλότητα k > 0 είναι τοπικά κυρτή. Αυτό
σημαίνει ότι τοπικά περιέχεται σε ένα από τα δύο ημιεπίπεδα με
ακμή την εφαπτομένη της ευθεία.
Αν υποθέσουμε ότι κοντά στο (0, 0) η καμπύλη c βρίσκεται υπε-
ράνω από την καμπύλη c̃, τότε επειδή η συνάρτηση g έχει ελάχιστο
στο 0, έχουμε g ′′ (0) ≥ 0 ή ισοδύναμα k(0) ≥ k̃(0).
dφ
⃗t˙ = (− sin φ, cos φ) ,
ds
dφ
⃗n˙ = − (cos φ, sin φ) ,
ds
λαμβάνουμε τις λεγόμενες εξισώσεις Frenet της καμπύλης c
⃗t˙ = k⃗n,
⃗n˙ = −k⃗t.
22
1.6. Τ Ε
R2
(∫s ∫s )
c(s) = cos φ(σ)dσ, sin φ(σ)dσ .
s0 s0
23
1. Κ Ε R2
c̄ = T ◦ c̃,
T = Tv ◦ A ◦ Tw.
˙ 0 ) = ċ(s0 ).
c̄(s0 ) = c(s0 ) και c̄(s (1.2)
Έστω φ(s) και φ̄(s) γωνιακές συναρτήσεις των καμπυλών c και c̄,
αντίστοιχα, δηλαδή,
24
1.7. A
1.7 Aσκήσεις
1. Δίνεται η καμπύλη c : R → R2 με
c(t) = (et cos t, et sin t) , t ∈ R.
2. Δίνεται η καμπύλη c : R → R2 με
( t )
c(t) = t, a cosh( + b) , t ∈ R,
a
όπου a , 0 και b είναι πραγματικοί αριθμοί. Να υπολογιστεί η
καμπυλότητά της ως συνάρτηση του μήκους τόξου.
25
1. Κ Ε R2
7. Δίνεται η καμπύλη c : R → R2 με
( )
c(t) = R cos3 t, R sin3 t , t ∈ [0, 2π].
όπου R είναι θετικός πραγματικός αριθμός.
(i) Να εξεταστεί ως προς την κανονικότητα.
(ii) Να υπολογιστεί το μήκους τόξου με αφετηρία t0 = 0.
(iii) Να υπολογιστεί το μήκος της.
(iv) Βρείτε αναπαραμέτρησή της με παράμετρο το μήκος τόξου.
26
1.7. A
k(s)
kσ (s) = ,
1 − σk(s)
27
1. Κ Ε R2
28
Κεφάλαιο 2
29
2. Κ Ε R3
σκεται στη θέση c(t). Το σύνολο c(I) ονομάζεται εικόνα της καμπύ-
λης c. Επισημαίνουμε ότι δύο καμπύλες μπορεί να είναι διαφορετικές
ακόμη κι αν έχουν την ίδια ακριβώς εικόνα.
Όπως και στην περίπτωση των καμπυλών του R2 , μια καμπύλη
c : I → R3 καλείται γεωμετρικώς ισότιμη μιας καμπύλης c̃ : I → R3
αν υπάρχει ισομετρία T ∈ Isom(R3 ) τέτοια ώστε
c̃ = T ◦ c.
dc
c ′ (t0 ) = (t0 ) = (x ′ (t0 ), y ′ (t0 ), z ′ (t0 ))
dt
καλείται εφαπτομενικό διάνυσμα (ή διάνυσμα ταχύτητας) της κα-
μπύλης c στο t0 ∈ I. H καμπύλη c καλείται κανονική αν c ′ (t) , 0 για
κάθε t ∈ I.
H γεωμετρική του ερμηνεία είναι ότι καθώς το t τείνει στο t0 , η
ευθεία η οποία διέρχεται από τα σημεία c(t) και c(t0 ) τείνει να λά-
βει μια οριακή θέση η οποία θα καλείται η εφαπτομένη ευθεία της
καμπύλης c η οποία είναι παράλληλη προς το c ′ (t0 ) και καλά ορι-
σμένη μόνο εφόσον c ′ (t0 ) , 0. Aυτό μας αναγκάζει να περιορίσουμε
τη μελέτη μας σε κανονικές καμπύλες. Έτσι η εφαπτομένη ευθεία
μιας κανονικής καμπύλης c στο t0 ∈ I είναι εκείνη η ευθεία η οποία
διέρχεται από το σημείο c(t0 ) και είναι παράλληλη προς το διάνυσμα
ταχύτητας c ′ (t0 ).
Aν c και c̃ είναι γεωμετρικώς ισότιμες καμπύλες, δηλαδή c̃ = T ◦ c
για κάποια ισομετρία T ∈ Isom(R3 ), και η καμπύλη c είναι κανονική,
τότε και η καμπύλη c̃ είναι επίσης κανονική, αφού ισχύει
30
2.1. Κ Ε R3
k(s) = ∥c̈(s)∥, s ∈ I.
31
2. Κ Ε R3
32
2.2. Π F F
dt 1
= ′ (2.3)
ds ∥c ∥
και των ανωτέρω σχέσεων προκύπτει το ακόλουθο συμπέρασμα το
οποίο μας δίνει ένα τρόπο υπολογισμού της καμπυλότητας κανονικών
καμπυλών με τυχούσα παράμετρο.
Πρόταση 2.1.1. Η καμπυλότητα k μιας κανονικής καμπύλης c : I →
R3 , με παράμετρο t ∈ I, είναι η συνάρτηση
∥c ′ × c ′′ ∥
k= .
∥c ′ ∥3
⃗t(s) = ċ(s), s ∈ I.
Παρατηρούμε ότι το διάνυσμα ⃗t˙(s) είναι κάθετο στο ⃗t(s) αφού έχουμε
ότι
1 d
⟨⃗t˙(s), ⃗t(s)⟩ = ⟨⃗t(s), ⃗t(s)⟩ = 0.
2 ds
33
2. Κ Ε R3
⃗t˙ = k⃗n.
ή ισοδύναμα
⃗t˙(s) = k(s)⃗n(s),
⃗n˙ (s) = −k(s)⃗t(s) + ⟨⃗n˙ (s), ⃗b(s)⟩⃗b(s),
˙
⃗b(s) = −⟨⃗n˙ (s), ⃗b(s)⟩⃗n(s).
34
2.2. Π F F
τ(t) = τ̄ (s(t)) , t ∈ I.
Αναλόγως ορίζεται το πλαίσιο Frenet. Από την (2.2) βρίσκουμε ότι
... ( dt )3 dt d2 t ′′ d3 t ′
c = c ′′′ + 3 c + 3 c. (2.7)
ds ds ds2 ds
35
2. Κ Ε R3
Κάνοντας χρήση των (2.3), (2.1), (2.2) και (2.7) έχουμε τον ακόλουθο
τρόπο υπολογισμού της στρέψης καμπύλης με τυχούσα παράμετρο.
[c ′ , c ′′ , c ′′′ ]
τ= ′ .
∥c × c ′′ ∥2
c′ ⃗ c ′ × c ′′
⃗t = , b = , ⃗n = ⃗b × ⃗t.
∥c ′ ∥ ∥c ′ × c ′′ ∥
b
τ= .
a + b2
2
36
2.3. Ε
37
2. Κ Ε R3
38
2.4. Τ R3
με αρχικές συνθήκες
fi j (s0 ) = δi j .
Επειδή ο πίνακας A(s) είναι αντισυμμετρικός, οι συναρτήσεις δi j
είναι επίσης λύση του ανωτέρω προβλήματος. Λόγω μοναδικότητας
της λύσης, βρίσκουμε ότι
fi j (s) = δi j για κάθε s ∈ I.
39
2. Κ Ε R3
Τότε είναι
και { }
Ẽ1 (s), Ẽ2 (s), Ẽ3 (s)
τα πλαίσια Frenet των καμπυλών c και c̃, αντίστοιχα. Επιλέγουμε
s0 ∈ I και A ∈ O(3) με det A = 1 τέτοια ώστε
40
2.4. Τ R3
c̄ = T ◦ c̃,
T = Tv ◦ A ◦ Tw.
c̄(s0 ) = c(s0 )
και ότι το πλαίσιο Frenet {Ē1 (s), Ē2 (s), Ē3 (s)} της καμπύλης c̄ πληροί
Επειδή {E1 (s), E2 (s), E3 (s)} και {Ē1 (s), Ē2 (s), Ē3 (s)} πληρούν τις
εξισώσεις Frenet, είναι λύσεις του ιδίου γραμμικού συστήματος με
τις ίδιες αρχικές συνθήκες. Λόγω μοναδικότητας της λύσης έχουμε
ότι
Ē1 (s) = E1 (s), Ē2 (s) = E2 (s), Ē3 (s) = E3 (s) για κάθε s ∈ I.
dc dc̄
(s) = (s) για κάθε s ∈ I.
ds ds
41
2. Κ Ε R3
⟨⃗t, w⟩ = cos φ,
⟨⃗t, w⟩ = cos φ,
⟨⃗n, w⟩ = 0.
42
2.6. Σ
Επομένως είναι
w = cos φ ⃗t + sin φ ⃗b.
Παραγωγίζοντας ξανά και κάνοντας χρήση της πρώτης και τρίτης
εξίσωσης Frenet, βρίσκουμε ότι
τ
= cot φ.
k
Αντίστροφα, υποθέτουμε ότι
τ
= cot φ (2.8)
k
για κάποια σταθερή γωνία φ. Θεωρούμε τη λεία διανυσματική συ-
νάρτηση W : I → R3 με
⟨⃗t, w⟩ = cos φ,
43
2. Κ Ε R3
Παραγωγίζοντας λαμβάνουμε
⟨ ⟩ ⟨ ⟩
c(s) − p0 , ċ(s) = 0 και c(s) − p0 , c̈(s) = −1. (2.9)
και επομένως
⟨ ⟩2 ⟨ ⟩2
c(s) − p0 ,⃗n(s) + c(s) − p0 , ⃗b(s) = R2 .
44
2.6. Σ
Απόδειξη. Aπό τις εξισώσεις (2.11) και (2.12) προκύπτει ότι η στρέψη
είναι τ = 0. Σύμφωνα με την Πρόταση 2.3.1 η καμπύλη είναι επίπεδη.
Συνεπώς η καμπύλη είναι τόξο κύκλου. □
k̇
= R sin ω.
k2 τ
Παραγωγίζοντας και κάνοντας και πάλι χρήση των (2.11) και (2.12)
προκύπτει ότι
d ( k̇ ) τ
= . (2.13)
ds k2 τ k
Συμπεραίνουμε ότι η ανωτέρω είναι μια συνθήκη αναγκαία για
να είναι μια καμπύλη σφαιρική.
Το ερώτημα που εύλογα τίθεται τώρα είναι κατά πόσο η συν-
θήκη (2.13) χαρακτηρίζει τις σφαιρικές καμπύλες. Η απάντηση δίνε-
ται ακολούθως.
1 k̇ ⃗
α=c+ ⃗n − b.
k k2 τ
Κάνοντας χρήση της (2.13) και των εξισώσεων Frenet, εύκολα προ-
κύπτει ότι α̇ = 0. Επομένως η διανυσματική συνάρτηση α είναι στα-
θερή, έστω α(s) = p0 . Όμως είναι
√
1 ( k̇ )2
∥c − p0 ∥ = + .
k2 k2 τ
45
2. Κ Ε R3
d(1 ( k̇ )2 )
+ 2 = 0,
ds k2 kτ
και επομένως η καμπύλη c είναι σφαιρική. □
2.7 Aσκήσεις
1. Δίνεται η καμπύλη c : R → R3 με
( √ √ )
c(t) = t − 3 sin t, 2 cos t, 3t + sin t , t ∈ R.
2. Δίνεται η καμπύλη c : R → R3 με
3. Δίνεται η καμπύλη c : R → R3 με
( )
c(t) = 3t − t3 , 3t2 , 3t + t3 , t ∈ R.
46
2.7. A
επίπεδο το οποίο διέρχεται από το σημείο c(s) της καμπύλης και είναι κάθετο στο
δεύτερο κάθετο διάνυσμα ⃗b(s).
47
2. Κ Ε R3
48
Κεφάλαιο 3
Επιφάνειες
X : U ⊆ R2 → V ∩ S
49
3. Ε
50
3.1. Κ Ε
dXq (e1 ) = Xu (q) = (xu (u, v), yu (u, v), zu (u, v)) ,
dXq (e2 ) = Xv (q) = (xv (u, v), yv (u, v), zv (u, v)) .
X: U → V ∩ S
X̃ = T ◦ X : U → T (V) ∩ S̃
f : U ⊆ R2 → R,
51
3. Ε
με
( √ ) { }
X1 (u, v) = u, v, 1 − u − v , V1 = (x, y, z) ∈ R3 : z > 0 ,
2 2
( √ ) { }
X2 (u, v) = u, v, − 1 − u − v , V2 = (x, y, z) ∈ R3 : z < 0 ,
2 2
( √ ) { }
X3 (u, v) = u, 1 − u2 − v2 , v , V3 = (x, y, z) ∈ R3 : y > 0 ,
( √ ) { }
X4 (u, v) = u, − 1 − u2 − v2 , v , V4 = (x, y, z) ∈ R3 : y < 0 ,
(√ ) { }
X5 (u, v) = 1 − u2 − v2 , u, v , V5 = (x, y, z) ∈ R3 : x > 0 ,
( √ ) { }
X6 (u, v) = − 1 − u − v , u, v , V6 = (x, y, z) ∈ R3 : x < 0
2 2
X(U1 ) ∪ · · · ∪ X(U6 ) = S2 .
52
3.1. Κ Ε
X(φ, θ) = (cos φ sin θ, sin φ sin θ, cos θ) , (φ, θ) ∈ U = (0, 2π) × (0, π),
³Τα κρίσιμα σημεία μιας λείας συνάρτησης f είναι τα σημεία στα οποία μηδε-
νίζονται και οι τρείς μερικές της παραγώγοι.
53
3. Ε
54
3.1. Κ Ε
f : R3 → R με f (x, y, z) = x2 + y2 − r2 ,
f : R3 → R με f (x, y, z) = −x2 − y2 + z2 − r2 ,
Αν θέσουμε
c(t) = (x(t), y(t), z(t)) ,
τότε από το Θεώρημα Bolzano θα υπήρχε t0 ∈ (0, 1) με z(t0 ) = 0,
πράγμα αδύνατο.
55
3. Ε
X : U ⊆ R2 → S με p0 = X(q0 ) ∈ X(U)
η οποία πληροί τις ιδιότητες (i) και (iii) του Ορισμού 3.1.1.
(i) Tότε υπάρχει περιοχή U0 ⊆ U του σημείου p0 και ανοικτό
υποσύνολο W του R2 , τέτοια ώστε η απεικόνιση
π ◦ X|U0 : U0 → W
56
3.2. Δ
ισχύει
∂(x, y)
(q0 ) , 0.
∂(u, v)
Tότε η απεικόνιση π1 ◦ X : U → R2 ικανοποιεί τις υποθέσεις του
Θεωρήματος Αντίστροφης Απεικόνισης και από αυτό προκύπτει το
σκέλος (i). To σκέλος (ii) προκύπτει παρατηρώντας ότι
X : U ⊆ R2 → S , X̃ : Ũ ⊆ R2 → S
X̃ −1 ◦ X : X −1 (W) → X̃ −1 (W)
είναι διαφορομορφισμός.
X̃ −1 ◦ X = (π ◦ X̃)−1 ◦ (π ◦ X).
57
3. Ε
F : V ⊆ S → R3 με F = ( f1 , f2 , f3 )
καλείται διαφορίσιμη αν κάθε μία από τις συναρτήσεις συντεταγμέ-
νων της fi : V → R, i = 1, 2, 3, είναι διαφορίσιμη συνάρτηση.
Ας σημειωθεί ότι ο ανωτέρω ορισμός είναι καλός δηλαδή ανεξάρ-
τητος της επιλογής του συστήματος συντεταγμένων. Πράγματι, αν
X̃ : U → S είναι άλλο ένα σύστημα συντεταγμένων με p ∈ X̃(U) ⊆ V,
τότε λόγω της Πρότασης 3.1.5, η συνάρτηση
f ◦ X̃ = ( f ◦ X) ◦ (X −1 ◦ X̃)
είναι διαφορίσιμη ως σύνθεση διαφορίσιμων απεικονίσεων.
Παρατήρηση 3.2.1. Έστω f : W → R λεία συνάρτηση, όπου W είναι
ανοικτό υποσύνολο του Ευκλειδείου χώρου R3 . Αν S είναι κανονική
επιφάνεια και ισχύει S ⊂ W , τότε ο περιορισμός f |S : S → R είναι
διαφορίσιμη συνάρτηση.
Ορισμός 3.2.2. Έστω S , S̃ κανονικές επιφάνειες και V ανοικτό υπο-
σύνολο της S .
(i) Μια συνεχής απεικόνιση F : V ⊆ S → S̃ καλείται διαφορίσιμη
στο σημείο p ∈ V αν για συστήματα συντεταγμένων
58
3.2. Δ
F : S 1 → S 2 και G : S 2 → S 3
G ◦ F: S1 → S3
59
3. Ε
T p S ⊂ T p R3 ,
60
3.3. Ε Ε
Η Πρόταση 3.3.1 καθώς και το σκέλος (iii) του Ορισμού 3.1.1 δεί-
χνει ότι το σύνολο T p S είναι διδιάστατος διανυσματικός υπόχωρος
του 3-διάστατου διανυσματικού χώρου T p R3 . Από εδώ και στο εξής,
το σύνολο T p S ονομάζεται εφαπτόμενο επίπεδο της κανονικής επι-
φάνειας S στο σημείο της p.
Eίναι προφανές ότι τα διανύσματα Xu (q), Xv (q) ανήκουν στο εφα-
πτόμενο επίπεδο T p S , αφού είναι αντίστοιχα τα διανύσματα ταχύτη-
τας των επιφανειακών καμπύλων c1 και c2 με
c1 (t) = X(t, v0 ), c2 (t) = X(u0 , t), q = (u0 , v0 ).
Οι καμπύλες αυτές καλούνται παραμετρικές καμπύλες v = v0 και
u = u0 , αντίστοιχα, ως προς το σύστημα συντεταγμένων
X : U ⊆ R2 → S .
Λόγω του σκέλους (iii) του Ορισμού 3.1.1, τα διανύσματα Xu (q), Xv (q)
είναι βάση του εφαπτομένου επιπέδου T p S .
Στην απόδειξη της Πρότασης 3.3.1 θέτοντας
β(t) = (u(t), v(t)) ,
έχουμε ότι
c(t) = X (u(t), v(t)) , t ∈ (−ε, ε).
Mε τη βοήθεια του κανόνα της αλυσίδας βρίσκουμε ότι
w = u ′ (0)Xu (q) + v ′ (0)Xv (q).
Επομένως οι συντεταγμένες του εφαπτόμενου διανύσματος w ως
προς τη βάση Xu (q), Xv (q) του εφαπτομένου επιπέδου T p S είναι οι
αριθμοί u ′ (0), v ′ (0).
61
3. Ε
dF p : T p S → T F(p) S̃
με
dF p (w) = (F ◦ c) ′ (0)
όπου w ∈ T p S και c : (−ε, ε) → S , ε > 0, είναι καμπύλη της S με
X : U → S με p ∈ X(U)
X̃ : Ũ → S̃
X̃ −1 ◦ F ◦ X : U → R2
είναι διαφορίσιμη με
Επειδή
c̃(t) = F ◦ c(t) = F ◦ X (u(t), v(t)) ,
62
3.4. Δ
βρίσκουμε ότι
∂φ1 ∂φ1
ũ ′ (0) = u ′ (0) (u(0), v(0)) + v ′ (0) (u(0), v(0))
∂u ∂v
∂φ2 ∂φ2
ṽ ′ (0) = u ′ (0) (u(0), v(0)) + v ′ (0) (u(0), v(0)) .
∂u ∂v
Επειδή τα διανύσματα ταχύτητας των c και c̃ είναι αντίστοιχα
συμπεραίνουμε ότι
( )
′ ′∂φ1 ′ ∂φ1
c̃ (0) = u (0) (u(0), v(0)) + v (0) (u(0), v(0)) X̃ũ (ũ(0), ṽ(0))
∂u ∂v
( )
′ ∂φ2 ′ ∂φ2
+ u (0) (u(0), v(0)) + v (0) (u(0), v(0)) X̃ṽ (ũ(0), ṽ(0)) .
∂u ∂v
F : S 1 → S 2 και G : S 2 → S 3
63
3. Ε
G ◦ F: S1 → S3
d(G ◦ F) p = dG F(p) ◦ dF p .
d f p : T p S → T f (p) R ≡ R
με
d f p (w) = ( f ◦ c) ′ (0)
όπου w ∈ T p S και c : (−ε, ε) → S , ε > 0, είναι καμπύλη της S με
dh p (w) = (h ◦ c) ′ (0),
64
3.4. Δ
dh p (w) = ⟨c ′ (0), e⟩
ή ισοδύναμα
dh p (w) = ⟨w, e⟩.
d f p = 0 για κάθε p ∈ S ,
65
3. Ε
F : V ⊆ S → R3 με F = ( f, g, h)
dF p : T p S → T p R3
με
dF p = (d f p , dg p , dh p ) ,
όπου
d f p , dg p , dh p : T p S → R
είναι τα διαφορικά των συναρτήσεων συντεταγμένων f, g, h της απει-
κόνισης F.
Άμμεση συνέπεια της Πρότασης 3.4.2 είναι το ακόλουθο συμπέ-
ρασμα.
Πόρισμα 3.4.3. Έστω S συνεκτική κανονική επιφάνεια και F : S → R3
είναι λεία απεικόνιση. Αν ισχύει
dF p = 0 για κάθε p ∈ S ,
66
3.5. Κ Π Ε
67
3. Ε
Η παραμετρική επιφάνεια
X : U ⊆ R2 → R3
καλείται γεωμετρικώς ισότιμη της παραμετρικής επιφάνειας
X̃ : U ⊆ R2 → R3
αν και μόνο αν υπάρχει ισομετρία T ∈ Isom(R3 ) τέτοια ώστε X̃ =
T ◦ X.
Είναι φανερό (γιατί;) πως αν η παραμετρική επιφάνεια X είναι
κανονική, τότε και κάθε άλλη παραμετρική επιφάνεια γεωμετρικώς
ισότιμη προς την X είναι επίσης κανονική.
68
3.6. A
X : I × R → R3
με
X(t, θ) = ( f (t) cos θ, f (t) sin θ, g(t))
είναι κανονική παραμετρική επιφάνεια. Πρόκειται για την εκ περι-
στροφής επιφάνεια που παράγεται από περιστροφή της καμπύλης c
γύρω από τον άξονα Oz.
Οι παραμετρικές καμπύλες X(t, θ = θ0 ) ονομάζονται μεσημβρινοί,
ενώ οι παραμετρικές καμπύλες X(t = t0 , θ) είναι κύκλοι που περιέχο-
νται σε επίπεδα κάθετα στον άξονα Oz και ονομάζονται παράλληλοι.
3.6 Aσκήσεις
1. Αποδείξτε ότι για κάθε r > 0 το σύνολο
{ }
S = (x, y, z) ∈ R3 : y2 + z2 = r2
69
3. Ε
X(u, v) = (a sin u cos v, b sin u sin v, c cos u), (u, v) ∈ (0, π)×(0, 2π)
6. Είναι η απεικόνιση X : R2 → R3 με
70
3.6. A
71
3. Ε
72
Κεφάλαιο 4
73
4. Π
74
4.1. Π
Επομένως λαμβάνουμε
E = ⟨Xu , Xu ⟩
F = ⟨Xu , Xv ⟩
G = ⟨Xv , Xv ⟩.
είναι
√ √
∥w∥ = I p (w) = E(q)(u ′ (0))2 + 2F(q)u ′ (0)v ′ (0) + G(q)(v ′ (0))2 .
75
4. Π
ή ισοδύναμα
∥Xu × Xv ∥2 = EG − F 2 . (4.3)
Η γωνία θ δύο μη μηδενικών εφαπτομένων διανυσμάτων w1 , w2 ∈
T p S δίνεται από την ισότητα
⟨w1 , w2 ⟩ p
cos θ = √ √ .
I p (w1 ) I p (w2 )
Αν
w1 = a1 Xu + a2 Xv και w2 = b1 Xu + b2 Xv ,
τότε η γωνία τους πληροί
a1 b1 E + (a1 b2 + a2 b1 )F + a2 b2G
cos θ = √ √ .
2 2 2 2
Ea1 + 2Fa1 a2 + Ga2 Eb1 + 2Fb1 b2 + Gb2
F(u0 , v0 )
cos θ = √ √ .
E(u0 , v0 ) G(u0 , v0 )
76
4.1. Π
και είναι
c(t) = X(u(t), v(t)), t ∈ [a, b],
τότε έχουμε
∫b √
Lab (c) = E(u ′ )2 + 2Fu ′ v ′ + G(v ′ )2 dt,
a
4.1.2 Εμβαδό
Έστω S κανονική επιφάνεια και R ⊆ S χωρίο της, για το οποίο
υπάρχει σύστημα συντεταγμένων X : U → S με παραμέτρους (u, v)
τέτοιο ώστε R ⊆ X(U). Ο αριθμός
"
A(R) = ∥Xu × Xv ∥dudv
X −1 (R)
77
4. Π
Τούτο σημαίνει ότι για τον υπολογισμό του χωρίου απαιτείται γνώση
μόνο της πρώτης θεμελιώδους μορφής.
78
4.2. Έ -Ι
79
4. Π
είναι ισομετρία (με την έννοια της Γραμμικής Άλγεβρας¹) μεταξύ των
αντιστοίχων εφαπτομένων επιπέδων.
Aξίζει να σημειωθεί ότι γεωμετρικώς ισότιμες κανονικές επιφά-
νειες είναι ισομετρικές όπως προκύπτει από την πρόταση που ακο-
λουθεί. Το αντίστροφο δεν είναι αληθές εν γένει όπως φαίνεται στα
Παραδείγματα 4.2.1 και 4.2.2 που έπονται.
Πρόταση 4.2.1. Έστω S και S̃ κανονικές επιφάνειες με πρώτες θε-
μελιώδεις μορφές I και I,˜ αντίστοιχα. Αν οι επιφάνειες S και S̃ είναι
γεωμετρικώς ισότιμες και T ∈ Isom(R3 ) είναι η ισομετρία του R3 τέ-
τοια ώστε S̃ = T (S ), τότε ο περιορισμός T |S : S → S̃ είναι ισομετρία
μεταξύ των επιφανειών S και S̃ .
80
4.2. Έ -Ι
81
4. Π
82
4.2. Έ -Ι
x 2 + y2 = r 2 , r > 0
Ẽ = E = 1,
F̃ = F = 0,
G̃ = G = 1.
83
4. Π
X̃(ũ, ṽ) = (ṽ cos ũ, ṽ sin ũ, aũ) , (ũ, ṽ) ∈ (0, 2π) × R
με
ϕ(u, v) = (u, a sinh v) = (ũ, ṽ),
τότε η απεικόνιση X̄ = X̃ ◦ ϕ με
84
4.3. A
4.3 Aσκήσεις
1. Έστω ϕ : S → S̃ τοπική ισομετρία μεταξύ των κανονικών επιφα-
νειών S και S̃ . Αν c : I ⊆ R → S είναι καμπύλη της επιφάνειας
S και [a, b] ⊂ I , τότε αποδείξτε ότι για τα μήκη των καμπυλών
c και c̃ = f ◦ c ισχύει
85
4. Π
86
Κεφάλαιο 5
Προσανατολισμός-Απεικόνιση
Gauss
είναι ένα από τα δύο μοναδιαία κάθετα διανύσματα (το άλλο είναι
το αντίθετο του) στο επίπεδο T p S .
Η ευθεία η οποία διέρχεται από το σημείο p και είναι κάθετη στο
εφαπτόμενο επίπεδο T p S καλείται κάθετη ευθεία της επιφάνειας S
στο σημείο της p.
Ορίζουμε τώρα την απεικόνιση
Xu × Xv
N : X(U) → R3 με N = ◦ X −1 .
∥Xu × Xv ∥
87
5. Π-Α G
X̃ũ × X̃ṽ
Ñ = ◦ X̃ −1 .
∥X̃ũ × X̃ṽ ∥
∂ũ ∂ṽ
Xu = X̃ũ + X̃ṽ
∂u ∂u
∂ũ ∂ṽ
Xv = X̃ũ + X̃ṽ .
∂v ∂v
Aπό αυτές προκύπτει ότι
∂(ũ, ṽ)
Xu × Xv = X̃ũ × X̃ṽ
∂(u, v)
Ñ = ±N.
88
5.1. Π-Μ
∪a∈A Xa (Ua ) = S
και
Xu × Xv
N= ◦ X −1 .
∥Xu × Xv ∥
89
5. Π-Α G
Xu × Xv
N : X(U) → R3 με N = ◦ X −1 ,
∥Xu × Xv ∥
N : f −1 (a) → R3
όπου
grad f (p)
N(p) = , p ∈ f −1 (a).
∥grad f (p)∥
Απόδειξη. Έστω σημείο p ∈ f −1 (a) και εφαπτόμενο διάνυσμα w ∈
T p f −1 (a). Θεωρούμε καμπύλη
τέτοια ώστε
c(0) = p και c ′ (0) = w.
Παραγωγίζοντας την
ή ισοδύναμα
⟨w, grad f (p)⟩ = 0.
90
5.2. Α G
Αυτό σημαίνει ότι το διάνυσμα grad f (p) είναι κάθετο στο εφαπτό-
μενο επίπεδο T p f −1 (a). □
91
5. Π-Α G
(−h x , −hy , 1)
N : Γh → S2 με N(p) = √ (x, y), p = (x, y, h(x, y)).
2
1 + h x + hy 2
(A, B, Γ)
N : S → S2 με N(p) = √ , p ∈ Π.
A2 + B2 + Γ 2
Παρατηρούμε ότι η σφαιρική εικόνα αποτελείται από ένα μόνο σημείο
αφού είναι { }
(A, B, Γ)
N(Π) = √ .
A2 + B2 + Γ 2
1
N : Cr → S2 με N(x, y, z) = (x, y, 0); (x, y, z) ∈ Cr .
r
Παρατηρούμε ότι η σφαιρική εικόνα είναι o μέγιστος κύκλος της σφαί-
ρας S2 με εξισώσεις
x2 + y2 = 1 και z = 0.
92
5.2. Α G
1
N : S2R → S2 με N(x, y, z) = (x, y, z), (x, y, z) ∈ S2R .
R
Ñ : S̃ → S2 με Ñ ◦ T = AN,
Ñ ◦ T = ±AN.
93
5. Π-Α G
Xu × Xv
N= ◦ X −1
∥Xu × Xv ∥
Ñ : S̃ → S2
5.3 Aσκήσεις
1. Δίνεται η επιφάνεια με εξίσωση
√
z= x2 + y2 , (x, y) ∈ R2 ∖ {(0, 0)}.
94
5.3. A
x2 + y2 − z2 = 1
95
5. Π-Α G
96
Κεφάλαιο 6
Απεικόνιση Weingarten-Δεύτερη
θεμελιώδης μορφή
97
6. Α W-Δ
L p : T p S → T N(p) S2
με
L p = −dN p .
Lp : T pS → T pS .
Αξίζει να τονιστεί ότι η απεικόνιση Weingarten αλλάζει πρόσημο
αν αλλάξουμε τον προσανατολισμό (Παρατήρηση 5.2.1).
N : S → S2
με
(A, B, Γ)
N(p) = √ , p ∈ Π.
A2 + B2 + Γ 2
H απεικόνιση Weingarten στο τυχόν σημείο p ∈ Π είναι η απεικό-
νιση
Lp : T pΠ → T pΠ
με
L p w = (N ◦ c) ′ (0) = 0, w ∈ T p Π,
όπου c : (−ε, ε) → Π είναι καμπύλη του επιπέδου Π με c(0) = p και
c ′ (0) = w. Επομένως η απεικόνιση Weingarten του επιπέδου, σε κάθε
σημείο του, είναι η μηδενική απεικόνιση.
98
6.1. Α W
N : Cr → S2
με
1
N(x, y, z) = − (x, y, 0), (x, y, z) ∈ Cr .
r
Η απεικόνιση Weingarten στο τυχόν σημείο p ∈ Cr είναι η γραμ-
μική απεικόνιση
L p : T pC r → T pC r
με
L p w = (N ◦ c) ′ (0), w = (w1 , w2 , w3 ) ∈ T pCr ,
όπου c : (−ε, ε) → Cr είναι καμπύλη του κυλίνδρου Cr με
1
L p w = (w1 , w2 , 0), w = (w1 , w2 , w3 ) ∈ T pCr .
r
Το εφαπτόμενο επίπεδο του κυλίνδρου Cr στο τυχόν σημείο του
p = (x, y, z) είναι
{ }
T pCr = w = (w1 , w2 , w3 ) ∈ T p R3 : xw1 + yw2 = 0 .
99
6. Α W-Δ
N : S2R → S2
με
1
N(x, y, z) = − (x, y, z), (x, y, z) ∈ S2R .
R
Η απεικόνιση Weingarten στο τυχόν σημείο p ∈ S2R είναι η γραμ-
μική απεικόνιση
L p : T p S2R → T p S2R
με
L p w = (N ◦ c) ′ (0), w ∈ T p S2R ,
όπου c : (−ε, ε) → S2R είναι καμπύλη της σφαίρας S2R με
100
6.1. Α W
⟨L p w1 , w2 ⟩ p = ⟨w1 , L p w2 ⟩ p .
Όμοια έχουμε
101
6. Α W-Δ
Bp : T pS × T pS → R
με
B p (w1 , w2 ) = ⟨L p w1 , w2 ⟩ p , w1 , w2 ∈ T p S ,
είναι συμμετρική διγραμμική μορφή. Συνεπώς ορίζεται η αντίστοιχη
τετραγωνική της μορφή, η οποία είναι η λεγόμενη δεύτερη θεμελιώδης
μορφή και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην έξωθεν γεωμετρία της
θεωρίας των επιφανειών.
102
6.2. Δ
w = aXu + bXv ∈ T p S ,
L p : T pC r → T pC r
με
1
Lpw = (w1 , w2 , 0) , w = (w1 , w2 , w3 ) ∈ T pCr .
r
Άρα η δεύτερη θεμελιώδης μορφή στο σημείο p ∈ Cr είναι
1
II p (w) = (w21 + w22 ).
r
Προφανώς είναι θετικώς ημιοριστική.
103
6. Α W-Δ
L p : T p S2R → T p S2R
με
1
Lpw = w, w ∈ T p S2R .
R
Επομένως η δεύτερη θεμελιώδης μορφή στο σημείο p ∈ S2R είναι
1
II p (w) = ∥w∥2 ,
R
ή ισοδύναμα
1
II p = Ip.
R
d ÑT (p) ◦ dT p = εA ◦ dN p .
104
6.3. Κ
L̃T (p) ◦ dT p = εA ◦ L p .
Άρα είναι
αφού A ∈ O(3). □
w = aXu + bXv ,
ea2 + 2 f ab + gb2
kn (w) = .
Ea2 + 2Fab + Gb2
105
6. Α W-Δ
106
6.4. Κ
και
k2 (p) = min {kn (w) : w ∈ T p S με ∥w∥ = 1} .
w = aXu + bXv
δηλαδή είναι συνεχής συνάρτηση των (a, b). Είναι γνωστό ότι κάθε
συνεχής συνάρτηση της οποίας το πεδίο ορισμού είναι συμπαγές συ-
μπαγές σύνολο λαμβάνει ολικό μέγιστο και ολικό ελάχιστο. Συνεπώς
οι κύριες καμπυλότητες είναι καλώς ορισμένες.
107
6. Α W-Δ
k1 : S → R και k2 : S → R
ισχύει
kn (w) = k1 (p) cos2 θ + k2 (p) sin2 θ.
108
6.5. Κ G
kn (w) = II p (w)
= ⟨L p (w), w⟩
= ⟨ cos θL p e1 (p) + sin θL p e2 (p), cos θe1 (p) + sin θe2 (p)⟩
= ⟨k1 (p) cos θe1 (p) + k2 (p) sin θe2 (p), cos θe1 (p) + sin θe2 (p)⟩
= k1 (p) cos2 θ + k2 (p) sin2 θ,
K(p) = det L p
και
1
H(p) = trace L p ,
2
όπου
Lp : T pS → T pS
είναι η απεικόνιση Weingarten της επιφάνειας S στο σημείο της p.
Θυμίζουμε ότι η ορίζουσα και το ίχνος είναι οι αναλλοίωτες κάθε
109
6. Α W-Δ
1 1
K= 2
και H = .
R R
k̃i ◦ T = εki , i = 1, 2,
και
K̃ ◦ T = K, H̃ ◦ T = εH,
όπου ε = 1 ή ε = −1.
110
6.5. Κ G
eg − f 2
K◦X = (6.2)
EG − F 2
και
Eg − 2F f + Ge
H◦X= . (6.3)
2(EG − F 2 )
ή ισοδύναμα
( )−1 ( )
E F e f
A= . (6.4)
F G f g
Όμως είναι
K ◦ X = det L = det A
και
1 1
H ◦ X = trace L = trace A.
2 2
Μετά από άμεσο υπολογισμό λαμβάνουμε τις ζητούμενες ισότητες
(6.2) και (6.3). □
111
6. Α W-Δ
H 2 ≥ K.
και √
k2 = H − H 2 − K.
είναι αντίστοιχα
E = 1 + h2x ,
F = h x hy ,
G = 1 + h2y
112
6.5. Κ G
και
h xx
e= ,
(1 + h x + h2y )1/2
2
h xy
f = ,
(1 + h2x + h2y )1/2
hyy
g= .
(1 + h x + h2y )1/2
2
(−h x , −hy , 1)
N : Γh → R3 με N = √ .
1 + h2x + h2y
c : I → R3
E = 1, F = 0, G = ϕ2 .
X s × Xθ ( )
N= = −ψ̇ cos θ, −ψ̇ sin θ, ϕ̇ ,
∥X s × Xθ ∥
113
6. Α W-Δ
ϕ̇2 + ψ̇2 = 1,
από την οποία λαμβάνουμε
ϕ̇ϕ̈ + ψ̇ψ̈ = 0.
Μετά από απλές πράξεις βρίσκουμε ότι η καμπυλότητα Gauss και η
μέση καμπυλότητα είναι αντίστοιχα
ϕ̈
K=−
ϕ
και
−ψ̇ + ϕ(ψ̇ϕ̈ − ψ̈ϕ̇)
H= .
2ϕ
Επιπλέον διαπιστώνουμε ότι
N s = −kX s
και
ψ̇
Nθ = − Xθ ,
ϕ
όπου k είναι η καμπυλότητα της καμπύλης c ως καμπύλης του επι-
πέδου R2 (το οποίο ταυτίζουμε με το επίπεδο συντεταγμένων Oxz).
Συνεπώς οι κύριες καμπυλότητες είναι οι συναρτήσεις k και ψ̇/ϕ.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι μπορούμε να κατασκευάσουμε εκ πε-
ριστροφής επιφάνειες με σταθερή καμπυλότητα Gauss K. Πράγματι,
αρκεί να επιλέξουμε ως συνάρτηση ϕ μια λύση της γραμμικής διαφο-
ρικής εξίσωσης
ϕ̈ + Kϕ = 0
και ως συνάρτηση ψ την
∫ √
ψ(s) = 1 − ϕ̇2 ds.
114
6.6. Ε---
-
6.6 Ελλειπτικά-υπερβολικά-παραβολικά-
ισόπεδα-ομφαλικά σημεία
Στη συνέχεια θα προβούμε στην ταξινόμηση των σημείων μιας
επιφάνειας. Έστω p σημείο κανονικής επιφάνειας S . Θεωρούμε το
υποσύνολο του εφαπτομένου επιπέδου
τότε βρίσκουμε
II p (w) = k1 (p)x2 + k2 (p)y2 .
Τούτο σημαίνει ότι η δεικνύουσα Dupin είναι κωνική τομή στο εφα-
πτόμενο επίπεδο. Ανάλογα με το είδος αυτής της κωνικής τομής,
ταξινομούμε τα σημεία της επιφάνειας ως ακολούθως.
Ορισμός 6.6.1. Ένα σημείο p κανονικής επιφάνειας S καλείται
115
6. Α W-Δ
e f g
= = , 0.
E F G
116
6.6. Ε---
-
117
6. Α W-Δ
L p = λId p
ή ισοδύναμα
(λ ◦ X)v = (λ ◦ X)u = 0 στο U.
118
6.6. Ε---
-
119
6. Α W-Δ
eg − f 2 ≤ 0 ή ισοδύναμα K(p) ≤ 0.
120
6.7. Α -
e = g = 0 στο U. (6.7)
121
6. Α W-Δ
u(t) = t, v(t) = v0
και
u(t) = u0 , v(t) = t
είναι λύσεις της εξίσωσης (6.8), απ’ όπου άμεσα προκύπτει η (6.7).
(ii) Ας υποθέσουμε όλα τα σημεία της περιοχής συντεταγμένων
X(U) είναι υπερβολικά και ισχύει η συνθήκη (6.7). Λόγω της υπόθε-
σης, το θεμελιώδες ποσό δευτέρας τάξης f δεν μηδενίζεται πουθενά.
Τότε από την (6.8) βρίσκουμε ότι η κανονική επιφανειακή καμπύλη
u ′ (t)v ′ (t) = 0
z = x 2 − y2 .
h : R2 → R με h(x, y) = x2 − y2 .
122
6.7. Α -
είναι
2
e(u, v) = √ ,
1 + 4u2 + 4v2
f (u, v) = 0,
και
2
g(u, v) = − √ .
1 + 4u 2 + 4v2
H κανονική επιφανειακή καμπύλη
Από αυτή βρίσκουμε ότι μία ακριβώς από τις συναρτήσεις u(t) + v(t)
ή u(t) − v(t) είναι σταθερή. Δηλαδή
u(t) + v(t) = a1
ή u(t) − v(t) = a2
και
123
6. Α W-Δ
124
6.8. Γ
125
6. Α W-Δ
126
6.8. Γ
c: I → S,
127
6. Α W-Δ
Προφανώς ισχύει
Lp : T pS → T pS
είναι αυτοπροσηρτημένος γραμμικός μετασχηματισμός του εφαπτο-
μένου επιπέδου T p S , είναι επιπλέον
L2p = L p ◦ L p .
Το ακόλουθο θεώρημα δίνει τη σχέση μεταξύ των τριών θεμελιω-
δών μορφών μιας επιφάνειας.
128
6.9. Τ
129
6. Α W-Δ
H2 ≥ K
∆X = 2EHN,
130
6.10. Ε
Απόδειξη. Έχουμε
∆X = ⟨∆X, N⟩N
= (⟨Xuu , N⟩ + ⟨Xvv , N⟩)N
= (e + g)N.
Από τη σχέση (6.3) έχουμε ότι η μέση καμπυλότητα είναι
e+g
H=
2E
και αυτό ολοκληρώνει την απόδειξη. □
∆X = 0.
Με άλλα λόγια αν το σύστημα συνυεταγμένων είναι
131
6. Α W-Δ
1 1 1
ϕ1 = (xu + ixv ) , ϕ2 = (yu + iyv ) , ϕ3 = (zu + izv ) .
2 2 2
Κάνοντας χρήση της αρμονικότητας των συναρτήσεων συντεταγμένων
x(u, v), y(u, v), z(u, v), εύκολα προκύπτει ότι
όπου ζ = u + iv και ( )
∂ 1 ∂ ∂
= −i .
∂ζ̄ 2 ∂u ∂v
Αυτό σημαίνει ότι οι μιγαδικές συναρτήσεις ϕ1 , ϕ2 , ϕ3 είναι ολόμορφες.
Θέτοντας
ϕ = (ϕ1 , ϕ2 , ϕ3 ),
έχουμε
1 ∂X
ϕ= (Xu + iXv ) = .
2 ∂ζ
Συνεπώς η επιφάνεια δίνεται ως
∫
X = Re ϕdζ.
132
6.11. Α
∆X = 0.
Από το Πόρισμα 6.10.3, προκύπτει ότι η επιφάνεια είναι ελαχιστική.
6.11 Ασκήσεις
1. Θεωρούμε την παραμετρική επιφάνεια
X : R2 → R3
με
X(u, v) = (u, v, eu + ev ) , (u, v) ∈ R2 .
(i) Να υπολογιστεί η πρώτη και η δεύτερη θεμελιώδης μορφή.
(ii) Να υπολογιστεί η κάθετη καμπυλότητα στην εφαπτομενική
διεύθυνση c ′ (1), όπου c είναι η επιφανειακή καμπύλη
c(t) = X(t, t2 ), t ∈ R.
X : R2 → R3
με ( )
X(u, v) = u, v, u2 + v3 , (u, v) ∈ R2 .
Να βρεθούν τα ελλειπτικά, υπερβολικά, ισόπεδα, παραβολικά
και ομφαλικά σημεία της.
133
6. Α W-Δ
z = x 5 + y5 .
X : R2 → R3
με
( )
u3 v3
X(u, v) = u − + uv , v − + u v, u − v , (u, v) ∈ R2 .
2 2 2 2
3 3
1
z = x 2 + y2 .
2
134
6.11. Α
X : U → R3
Nu × Nv = KXu × Xv
και
Nu × Xv + Xu × Nv = −2HXu × Xv
όπου N είναι το μοναδιαίο κάθετο.
X : U → R3
X̃ : U → R3
με
X̃(u, v) = X(u, v) + aN(u, v).
(i) Αποδείξτε ότι η παραμετρική επιφάνεια X̃ είναι κανονική
παραμετρική επιφάνεια αν και μόνο αν ο αριθμός 1/a δεν είναι
κύρια καμπυλότητα της παραμετρικής επιφάνειας X σε κανένα
σημείο της. Αν είναι κανονική τότε:
(ii) Βρείτε το μοναδιαίο κάθετο Ñ της παραμετρικής επιφάνειας
X̃.
(iii) Αποδείξτε ότι η καμπυλότητα Gauss K̃ και η μέση καμπυ-
λότητα H̃ της παραμετρικής επιφάνειας X̃ δίνονται αντίστοιχα
από τις σχέσεις
K H − Ka
K̃ = , H̃ = .
1 − 2Ha + Ka2 1 − 2Ha + Ka2
(iv) Αποδείξτε ότι για κάθε κανονική επιφάνεια με σταθερή
μέση καμπυλότητα c , 0 υπάρχει επιφάνεια με σταθερή κα-
μπυλότητα Gauss 4c2 .
135
6. Α W-Δ
τ2 = −K,
136
Κεφάλαιο 7
Έξοχο Θεώρημα-Θεμελιώδες
Θεώρημα των επιφανειών
N : S → S2
και
X : U ⊆ R2 → S
σύστημα συντεταγμένων με παραμέτρους (u, v) ∈ U. Σε κάθε σημείο
της περιοχής συντεταγμένων X(U) τα διανύσματα {Xu , Xv , N} συνι-
στούν μια βάση του Ευκλειδείου χώρου R3 . Αυτή η βάση αποτελεί το
ανάλογο του πλαισίου Frenet για καμπύλες του R3 , παρά το γεγονός
ότι δεν είναι ορθομοναδιαία εν γένει.
Για να εξετάσουμε πως μεταβάλλεται αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει
να υπολογίσουμε τις μερικές παραγώγους των διανυσμάτων του ως
προς τις παραμέτρους u, v και το αποτέλεσμα να το γράψουμε ως
γραμμικό συνδυασμό του πλαισίου {Xu , Xv , N} του Ευκλειδείου χώρου
R3 . Πράγματι, υπάρχουν συναρτήσεις
τέτοιες ώστε
137
7. Έ Θ-Θ Θ
Nu = b11 Xu + b21 Xv
Nv = b12 Xu + b22 Xv ,
όπου ( )−1 ( )
E F e f
(bi j ) = −(ai j ) = − (7.1)
F G f g
και (ai j ) είναι ο πίνακας της απεικόνισης Weingarten ως προς τη
βάση {Xu , Xv } (βλέπε σχέση (6.4)) του εφαπτομένου επιπέδου. Οι δύο
τελευταίες εξισώσεις είναι γνωστές ως τύποι Weingarten.
Πολλαπλασιάζοντας εσωτερικά τις τέσσερεις πρώτες εξισώσεις με
το μοναδιαίο κάθετο N, βρίσκουμε ότι
Οι συναρτήσεις
Xuv = Xvu ,
138
7.1. Έ Θ
έχουμε
Γikj = Γ kji , i, j, k ∈ {1, 2}.
Για τον υπολογισμό τους, πολλαπλασιάζουμε εσωτερικά τους τύ-
πους του Gauss με τα διανύσματα Xu , Xv και λύνουμε τα γραμμικά
συστήματα που προκύπτουν. Για παράδειγμα για να υπολογίσουμε
τα σύμβολα Christoffel Γ111 , Γ112 , από τον πρώτο τύπο του Gauss λαμ-
βάνουμε το σύστημα
Όμως είναι
1 1
⟨Xuu , Xu ⟩ = ⟨Xu , Xu ⟩u = Eu
2 2
και
1 1
⟨Xuu , Xv ⟩ = ⟨Xu , Xv ⟩u − ⟨Xu , Xu ⟩v = Fu − Ev .
2 2
Επειδή ισχύει EG − F 2 > 0, το γραμμικό σύστημα
1
Γ111 E + Γ112 F = Eu
2
1
Γ111 F + Γ112 G = Fu − Ev
2
139
7. Έ Θ-Θ Θ
Ai Xu + Bi Xv + Ci N = 0, i = 1, 2, 3, (7.6)
(Xuu )v = (Xuv )u
γράφεται ισοδύναμα ως
A1 Xu + B1 Xv + C1 N = 0, (7.7)
όπου
B1 = Γ111 Γ12
2
+ Γ112 Γ22
2
+ eb22 + (Γ112 )v − Γ12
1
Γ112 − Γ12
2 2
Γ12 − f b21 − (Γ12
1
)u .
Γ111 Γ12
2
+ Γ112 Γ22
2
+ eb22 + (Γ112 )v = Γ12
1
Γ112 + Γ12
2 2
Γ12 + f b21 + (Γ12
1
)u .
eg − f 2
= −E .
EG − F 2
Η ανωτέρω σχέση είναι γνωστή ως εξίσωση Gauss και μας δίνει μια
τελείως διαφορετική έκφραση για την καμπυλότητα Gauss από αυτή
που είχαμε δεί στην Πρόταση 6.5.2. Έτσι ο Gauss οδηγήθηκε στο να
διατυπώσει το περίφημο Theorema Egregium!
140
7.2. Θ Θ
K̃(ϕ(p)) = K(p)
Ci = 0, i = 1, 2, 3.
Μετά από πράξεις βρίσκουμε ότι οι τρείς αυτές εξισώσεις είναι ισο-
δύναμες με τις εξισώσεις
1
ev − fu = eΓ12 2
+ f (Γ12 − Γ111 ) − gΓ112 (7.9)
141
7. Έ Θ-Θ Θ
και
1
fv − gu = eΓ22 2
+ f (Γ22 − Γ12
1 2
) − gΓ12 . (7.10)
E, F, G, e, f, g : V → R
με
E > 0, G > 0 και EG − F 2 > 0
στο ανοικτό υποσύνολο V του R2 . Υποθέτουμε ότι οι συναρτήσεις
αυτές πληρούν τις εξισώσεις Gauss (7.8) και τις εξισώσεις Mainardi-
Codazzi (7.9), (7.10). Τότε για κάθε σημείο q ∈ V υπάρχει περιοχή
U ⊆ V του σημείου q και λεία παραμετρική επιφάνεια
X : U → R3
142
7.3. Α
7.3 Ασκήσεις
1. Υπάρχει κανονική επιφάνεια τοπικά ισομετρική με τον ορθό κυ-
κλικό κύλινδρο, της οποίας τα θεμελιώδη ποσά δεύτερης τάξης
ως προς κάποιο σύστημα συντεταγμένων να είναι
e = 1, f = 0, g = −1 ;
X : U ⊆ R2 → S
143
7. Έ Θ-Θ Θ
144
Κεφάλαιο 8
Ευθειογενείς-Αναπτυκτές
επιφάνειες
c: I → S
c̈(s) = 0,
145
8. Ε-Α
x2 + y2 − z2 = 1.
146
8.1. Ε
f = g = 0.
όπου
w(u) = ac(u) + p0 με a , 0 και p0 ∈ R3 .
147
8. Ε-Α
k1 > 0 και k2 = 0.
X : U ⊆ R2 → S
Nv = 0.
⟨Xv , Nu ⟩ = 0.
148
8.2. Α -Ε G K = 0
149
8. Ε-Α
ή ισοδύναμα
K(c(t)) = 2H(c(t)) kn (c ′ (t)).
Με τη βοήθεια της Πρότασης 8.1.1, προκύπτει ότι K(c(t)) = 0 για
κάθε t ∈ I και αυτό ολοκληρώνει την απόδειξη. □
w : I → R3
X : I × R → R3
με
X(u, v) = c(u) + vw(u).
Προφανώς πρόκειται περί ευθειογενούς επιφάνειας, αφού οι παρα-
μετρικές της καμπύλες u = u0 είναι οι ευθείες παράλληλες πρός το
μοναδιαίο διάνυσμα w(u0 ). Αντίστροφα, είναι φανερό ότι κάθε ευ-
θειογενής επιφάνεια δύναται να παραμετρηθεί τοπικά κατ΄ αυτόν τον
τρόπο.
Έχουμε επιπλέον ότι
150
8.3. Τ
[c ′ , w, w ′ ] = 0.
Αντίστροφα, αν είναι [c ′ , w, w ′ ] = 0, τότε έχουμε
⟨w ′ , c ′ × w⟩ = 0.
Επειδή ∥w∥ = 1, λαμβάνουμε
⟨w ′ , w⟩ = 0.
Συνεπώς, το διάνυσμα w ′ είναι συγγραμικό με το διάνυσμα
(c ′ × w) × w = ⟨c ′ , w⟩w − c ′ ,
δηλαδή είναι
( )
w ′ (u) = µ(u) ⟨c ′ (u), w(u)⟩w(u) − c ′ (u)
151
8. Ε-Α
152
8.3. Τ
a ′ (u)
c̃ ′ (u) = w(u).
a2 (u)
Tούτο σημαίνει ότι η καμπύλη c̃ είναι κανονική. Επιπλέον οι γε-
νέτειρες της παραμετρικής επιφάνειας X δεν είναι παρά οι εφα-
πτόμενες ευθείες της καμπύλης c̃. Άρα η παραμετρική επιφά-
νεια είναι η επιφάνεια εφαπτομένων (βλέπε Παράδειγμα 8.1.3)
της καμπύλης c̃ (βλέπε Παράδειγμα 8.1.3).
153
8. Ε-Α
η οποία πληροί τις συνθήκες (8.1) και (8.3). Υποθέτουμε επιπλέον ότι
το u είναι μήκος τόξου για την καμπύλη c και ότι η c τέμνει κάθετα
τις γενέτειρες της ευθειογενούς επιφάνειας, δηλαδή είναι
⟨c ′ , w⟩ = 0.
154
8.4. Α
όπου k(u) είναι η καμπυλότητα της c̃. Λόγω του Θεωρήματος 1.6.1,
μπορούμε να επιλέξουμε την καμπύλη c̃ έτσι ώστε να έχει καμπυλό-
τητα k(u) = −a(u). Τότε όμως έχουμε
Ẽ = E, F̃ = F, G̃ = G.
Το συμπέρασμα προκύπτει άμεσα από την Πρόταση 4.2.2. □
8.4 Ασκήσεις
1. Δίνεται η παραμετρική επιφάνεια
X : R2 → R3
με
X(u, v) = (cos u − v sin u, sin u + v cos u, v) , (u, v) ∈ R2 .
(i) Να αποδειχθεί ότι είναι ευθειογενής επιφάνεια.
(ii) Είναι αναπτυκτή; Ποιά επιφάνεια είναι αυτή;
155
8. Ε-Α
x2 + y2 − z2 = 1
156
Appendices
157
Παράρτημα Αʹ
Ο Ευκλείδειος χώρος Rn
Rn = {x = (x1 , . . . , xn ) : x1 , . . . , xn ∈ R} ,
+ : Rn × Rn → Rn
με
x + y = (x1 + y1 , . . . , xn + yn ),
όπου x = (x1 , . . . , xn ), y = (y1 , . . . , yn ) ∈ Rn και το βαθμωτό πολλαπλα-
σιασμό
· : R × Rn → Rn
με
λ · x = (λx1 , . . . , λxn ).
Η συνήθης βάση του Rn είναι η
e1 = (1, 0, . . . , 0),
e2 = (0, 1, . . . , 0),
..
.
en = (0, . . . , 0, 1).
159
Αʹ. Ο Ε Rn
∑
n
x= xi ei .
i=1
⟨x, y⟩ = ⟨y, x⟩
⟨x + y, z⟩ = ⟨x, z⟩ + ⟨y, z⟩
⟨λx, y⟩ = λ⟨x, y⟩
⟨x, x⟩ ≥ 0 και ⟨x, x⟩ = 0 μόνο αν x = 0.
∥x + y∥ ≤ ∥x∥ + ∥y∥.
160
Μια βάση {v1 , . . . , vn } του Ευκλειδείου χώρου Rn καλείται ορθομο-
ναδιαία αν ισχύει
∑
n
v= ⟨v, vi ⟩vi .
i=1
⟨x, y⟩
cos θ = .
∥x∥∥y∥
d : Rn × Rn → [0, +∞)
με
v
t n
∑
d(x, y) = ∥x − y∥ = (xi − yi )2 ,
i=1
όπου
x = (x1 , . . . , xn ) και y = (y1 , . . . , yn ) ∈ Rn .
H απόσταση πληροί τις ακόλουθες ιδιότητες:
d(x, y) = d(y, x)
d(x, y) ≥ 0 και d(x, y) = 0 μόνο αν x = y
d(x, z) ≤ d(x, y) + d(y, z).
161
Αʹ. Ο Ε Rn
162
Αʹ.2. Ι Ε Rn
T v : Rn → Rn με T v (p) = p + v
T v ◦ T −v = T 0 = T −v ◦ T v ,
T v−1 = T −v .
163
Αʹ. Ο Ε Rn
164
Αʹ.2. Ι Ε Rn
{S (e1 ), . . . , S (en )}
είναι ορθομοναδιαία βάση του Rn .
Κατά συνέπεια, για κάθε v = (v1 , . . . , vn ) ∈ Rn , το S (v) γράφεται
ως γραμμικός συνδυασμός αυτής της βάσης ως
165
Αʹ. Ο Ε Rn
Rθ : R2 → R2
του R2 είναι ο ( )
cos θ − sin θ
.
sin θ cos θ
Προφανώς Rθ ∈ Isom(R2 ), αφού ο πίνακάς της είναι ορθογώνιος.
Επιπλέον θεωρούμε τη γραμμική απεικόνιση
Kθ : R2 → R2
166
Αʹ.2. Ι Ε Rn
J : R2 → R2 , J(v1 , v2 ) = (−v2 , v1 ).
J 2 = −Id,
167
Αʹ. Ο Ε Rn
ή ισοδύναμα
( )
v2 v3 v1 v3 v1 v2
v×w= ,− , .
w2 w3 w1 w3 w1 w2
(iv)
⟨x, z⟩ ⟨x, w⟩
⟨x × y, z × w⟩ = .
⟨y, z⟩ ⟨y, w⟩
168
Αʹ.3. E P-Γ I
169
Αʹ. Ο Ε Rn
170
Παράρτημα Βʹ
Η τοπολογία του Rn
171
Βʹ. Η Rn
f1 , . . . , fm : U → R
με
F(p) = ( f1 (p), . . . , fm (p)) , p = (x1 , . . . , xm ) ∈ U,
είναι συνεχείς.
Η σύνθεση συνεχών απεικονίσεων είναι συνεχής απεικόνιση. Επι-
πλέον οι συνεχείς απεικονίσεις αντιστρέφουν ανοικτά σύνολα σε ανοι-
κτά σύνολα και κλειστά σύνολα σε κλειστά σύνολα.
F(V) ⊆ W.
172
Βʹ.3. Ο
f1 , . . . , fm : A → R
με
F(p) = ( f1 (p), . . . , fm (p)) , p = (x1 , . . . , xm ) ∈ A,
είναι συνεχείς.
Η σύνθεση συνεχών απεικονίσεων είναι συνεχής απεικόνιση. Επι-
πλέον οι συνεχείς απεικονίσεις αντιστρέφουν ανοικτά σύνολα σε ανοι-
κτά σύνολα και κλειστά σύνολα σε κλειστά σύνολα. Επίσης αν F : A ⊆
Rn → Rm είναι συνεχής απεικόνιση, τότε και κάθε περιορισμός της
F|B : B ⊆ A → Rm είναι επίσης συνεχής απεικόνιση.
Βʹ.3 Ομοιομορφισμοί
Μια απεικόνιση F : A ⊆ Rn → B ⊆ Rm καλείται ομοιομορφισμός
αν είναι συνεχής, 1-1, επί του B και η αντίστροφή της F −1 : B →
A είναι συνεχής. Σε αυτή την περίπτωση το σύνολο A ονομάζεται
ομοιομορφικό με το σύνολο B.
Για παράδειγμα, η σφαίρα
{ }
S2 = (x, y, z) ∈ R3 : x2 + y2 + z2 = 1
173
Βʹ. Η Rn
A = U1 ∪ U2 και U1 ∩ U2 = ∅.
Αν το σύνολο A είναι συνεκτικό, τότε τα μόνα υποσύνολά του τα
οποία είναι ταυτόχρονα ανοικτά και κλειστά είναι το ίδιο το σύνολο
A και το κενό σύνολο ∅. Οι εικόνες συνεκτικών συνόλων μέσω συνεχών
απεικονίσεων είναι συνεκτικά σύνολα. Τα μόνα συνεκτικά υποσύνολα
του συνόλου R εκτός του ∅ και του R είναι μόνο τα διαστήματα.
Ένα υποσύνολο A ⊆ Rn καλείται τροχιακά συνεκτικό αν για τυ-
χόντα σημεία p, q ∈ A υπάρχει συνεχής καμπύλη c : [a, b] → A τέτοια
ώστε c(a) = p και c(b) = q. Κάθε τροχιακά συνεκτικό υποσύνολο του
Ευκλειδείου χώρου Rn είναι συνεκτικό. Το αντίστροφο δεν ισχύει εν
γένει.
Ένα υποσύνολο A ⊆ Rn καλείται φραγμένο αν περιέχεται σε μια
μπάλα του Ευκλειδείου χώρου Rn . Το σύνολο A καλείται συμπαγές
αν είναι κλειστό και φραγμένο.
Ένα σημείο p ∈ Rn καλείται οριακό σημείο του συνόλου A ⊆ Rn αν
κάθε περιοχή του σημείου p στον Rn περιέχει ένα τουλάχιστον σημείο
του συνόλου A διαφορετικό του p.
Πρόταση Βʹ.3.1. Τα ακόλουθα είναι ισοδύναμα:
(i) Το υποσύνολο A ⊆ Rn είναι συμπαγές.
(ii) (Heine-Borel) Για κάθε οικογένεια {Ui }i∈I ανοικτών υποσυνόλων
του Ευκλειδείου χώρου Rn με
A ⊆ ∪i∈I Ui ,
υπάρχουν πεπερασμένοι το πλήθος δείκτες i1 , . . . , ik ∈ I τέτοιοι ώστε
A ⊆ U i1 ∪ · · · ∪ U ik .
(iii) (Bolzano-Weiestrass) Κάθε μη πεπερασμένο υποσύνολο του συ-
νόλου A έχει ένα οριακό σημείο που ανήκει στο A.
Οι εικόνες συμπαγών συνόλων μέσω συνεχών απεικονίσεων είναι
συμπαγή σύνολα.
Aξίζει να σημειωθεί ότι οι ομοιομορφισμοί διατηρούν όλες τις το-
πολογικές ιδιότητες.
174
Παράρτημα Γʹ
Διαφορίσιμες απεικονίσεις
μεταξύ Ευκλειδείων χώρων
V, W : I ⊆ R → Rn
175
Γʹ. Δ Ε
d df dV
( f V) = V+f ,
dt dt dt
d dV dW
⟨V, W⟩ = ⟨ , W⟩ + ⟨V, ⟩.
dt dt dt
Ειδικά για n = 3 και για διαφορίσιμες απεικονίσεις
V, W, Z : I ⊂ R → R3
d dV dW
(V × W) = ×W +V × ,
dt dt dt
d dV dW dZ
[V, W, Z] = [ , W, Z] + [V, , Z] + [V, W, ],
dt dt dt dt
όπου [V, W, Z] είναι το μεικτό γινόμενων των διανυσματικών συναρ-
τήσεων V, W, Z.
176
Γʹ.2. Δ Δ
F : U ⊆ Rn → Rm
στο σημείο p ∈ U, ως προς τις συνήθεις βάσεις των Ευκλειδείων
χώρων Rn και Rm , είναι ο m × n πίνακας
∂ f1 ∂ f1 ∂ f1
∂x1 (p) (p) ... (p)
∂ f2
∂x2 ∂xn
(p)
∂ f2
(p) ... ∂ f2
(p)
JacF(p) = ∂x1 . ∂x2
.. ..
∂xn
.. ,
.. . . .
∂ fm ∂ fm ∂ fm
∂x1
(p) ∂x2
(p) . . . ∂xn
(p)
γνωστός ως Ιακωβιανός πίνακας της F.
Η ακόλουθη ερμηνεία του διαφορικού είναι χρήσιμη ακόμη και
για υπολογισμούς.
Έστω F : U ⊆ Rn → Rm διαφορίσιμη απεικόνιση και σημείο p0 ∈ U,
όπου U είναι ανοικτό υποσύνολο του Ευκλειδείου χώρου Rn . Η εικόνα
dF p0 (w) τυχόντος διανύσματος w ∈ Rn μέσω του διαφορικού dF p0
βρίσκεται ως εξής: Θεωρούμε τυχούσα καμπύλη (υπάρχουν άπειρες
τέτοιες!)
177
Γʹ. Δ Ε
Τότε ισχύει
dF p0 (w) = c̃ ′ (0),
όπου
c̃ : (−ε, ε) → Rm
είναι η καμπύλη
c̃ = F ◦ c
η οποία προφανώς πληροί c̃(0) = F(p0 ).
Ακριβέστερα, αυτή η θεώρηση μας επιτρέπει να βλέπουμε το δια-
φορικό της απεικόνισης F στο σημείο p0 ∈ U ως τη γραμμική απει-
κόνιση
dF p0 : T p0 Rn → T F(p0 ) Rm ,
όπου με T p Rn συμβολίζουμε το σύνολο των διανυσμάτων του Ευκλει-
δείου χώρου Rn με αφετηρία το τυχόν σημείο p ∈ Rn .
Σημειώνουμε ότι το σύνολο T p Rn καθίσταται κατά φυσικό τρόπο
διανυσματικός χώρος ο οποίος είναι ισόμορφος με τον Ευκλείδειο
χώρο Rn μέσω παράλληλης μεταφοράς. Τούτο σημαίνει ότι η συνήθης
βάση του Rn μπορεί να θεωρηθεί ως βάση και του διανυσματικού
χώρου T p Rn . Ο διανυσματικός αυτός χώρος ονομάζεται εφαπτόμενος
χώρος του Ευκλειδείου χώρου Rn στο σημείο p.
Παράδειγμα Γʹ.2.1. Κάθε παράλληλη μεταφορά T w είναι διαφορίσιμη
απεικόνιση της οποίας το διαφορικό σε κάθε σημείο είναι η ταυτοτική
απεικόνιση. Επιπλέον, κάθε γραμμική απεικόνιση είναι διαφορίσιμη
και το διαφορικό της σε κάθε σημείο είναι η ίδια η απεικόνιση. Ει-
δικά κάθε ισομετρία T = T w ◦ A ∈ Isom(Rn ), όπου A ∈ O(n), είναι
διαφορίσιμη και για κάθε p ∈ Rn είναι
dT p = A.
178
Γʹ.3. Θ
179
Γʹ. Δ Ε
180
Παράρτημα Δʹ
Αυτοπροσηρτημένοι γραμμικοί
μετασχηματισμοί
⟨·, ·⟩ : V × V → R,
181
Δʹ. Α
1
βA (x, y) = (QA (x + y) − QA (x) − QA (y)) ,
2
η οποία δείχνει ότι η τετραγωνική μορφή προσδιορίζει κατά μοναδικό
τρόπο την αντίστοιχη συμμετρική διγραμμική μορφή.
Είναι γνωστό ότι οι αυτοπροσηρτημένοι γραμμικοί μετασχηματι-
σμοί έχουν πραγματικές ιδιοτιμές και διαγωνιοποιούνται από ορθο-
μοναδιαία βάση. Στη συνέχεια θα προβούμε σε μια απόδειξη αυτών
των ιδιοτήτων στην περίπτωση όπου n = 2. Μάλιστα θα δούμε ότι οι
ιδιοτιμές είναι η μέγιστη και η ελάχιστη τιμή της αντίστοιχης τετρα-
γωνικής μορφής, όταν την περιορίσουμε στον μοναδιαίο κύκλο.
Λήμμα Δʹ.0.1. Έστω A αυτοπροσηρτημένος γραμμικός μετασχημα-
τισμός του διδιάστατου διανυσματικού χώρου V. Αν η τετραγωνική
μορφή QA περιορισμένη στον μοναδιαίο κύκλο
{w ∈ V : ∥w∥ = 1}
Θεωρούμε τη συνάρτηση f : R → R με
⟨Ae1 , e2 ⟩ = 0.
182
Όμως τότε είναι
Ae1 = ⟨Ae1 , e1 ⟩e1 + ⟨Ae1 , e2 ⟩e2
= ⟨Ae1 , e1 ⟩e1
= QA (e)e1 ,
κι αυτό ολοκληρώνει την απόδειξη. □
183
Δʹ. Α
έχουμε
184
Βιβλιογραφία
[4] Sebastián Montiel and Antonio Ros, Curves and surfaces. Graduate
Studies in Mathematics Volume 69, American Mathematical
Society, 2009.
185