You are on page 1of 10

ΠΡΟΤΥΠΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΖΩΣΙΜΑΙΑΣ ΣΧΟΛΗΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Μια φορά και έναν καιρό στην Καστρίτσα

Δανάη Καββαδία
Νικόλας Δριστιλιάρης
Νικόλας Καζάκος

Ιωάννινα
2018-2019 1
Τον 3ο αιώνα π.Χ. ζούσε στη σημερινή Κέρκυρα ένας νέος πολύ έξυπνος
και καλλιεργημένος. Ο Οδυσσέας λάτρευε να ταξιδεύει όσο τίποτε άλλο
στον κόσμο. Ταξίδευε συχνά για να γνωρίσει συνήθειες, αντιλήψεις και
έθιμα άλλων λαών και, με αυτόν τον τρόπο, να διευρύνει τις γνώσεις του.
Καταγόταν από την Καστρίτσα, την όμορφη πόλη του λεκανοπεδίου των
Ιωαννίνων.

Η Καστρίτσα βρισκόταν στην κορυφή ενός μεγάλου λόφου. Οι πρώτοι της


κάτοικοι ζούσαν χαμηλότερα
σε ανοχύρωτους οικισμούς και
μόνο αργότερα, στο τέλος του
5ου αι. π.Χ. έκτισαν την
οχυρωμένη πόλη. Ένα μεγάλο
τείχος την προστάτευε και της
έδινε τη δυνατότητα να ελέγχει
την γύρω περιοχή. Αυτή,
λοιπόν, ήταν η πατρίδα του Οδυσσέα.

Ο ήρωας μας είχε έναν μεγαλύτερο


αδερφό, τον Λύσανδρο, που ήταν και ο
βασιλιάς της πόλης αυτής. Όταν οι
γονείς τους, βασιλιάδες της πόλης και
κείνοι, πέθαναν, το βασίλειο πέρασε στο
μεγαλύτερο γιο της οικογένειας. Ο
Λύσανδρος, όμως, δεν στάθηκε στο
ύψος των περιστάσεων. Κάθε άλλο
παρά δίκαιος και σωστός άρχοντας
ήταν.

2
Οι σχέσεις των δύο αδελφών διαταράχθηκαν. Ο Οδυσσέας διαφωνούσε
συχνά με τον αδελφό του για τον τρόπο που κυβερνούσε. Έτσι κάποια μέρα
αυτός τον έδιωξε μακριά από την Καστρίτσα.

Από τότε ο Οδυσσέας ζούσε στην Κέρκυρα. Για να κερδίσει τον επιούσιο
έγινε σιδεράς. Δεν είχε παράπονο από την δουλειά του, ίσα ίσα ήταν ένα
πολύ καλό επάγγελμα και κέρδιζε πολλά χρήματα, αλλά κάτι του έλειπε, η
πατρίδα του και ο αδελφός του. Το όνειρό του ήταν να φιλιώσει με τον
αδελφό του και να γυρίσει πίσω.

Μια μέρα, ενώ δούλευε, μια ιδέα πέρασε από το μυαλό του. “Πώς δεν το
σκέφτηκα νωρίτερα;”, αναρωτήθηκε. “Θα πάρω το επόμενο καράβι και θα
πάω στην Ηγουμενίτσα. Έπειτα θα νοικιάσω ένα κάρο και θα φτάσω στην
Καστρίτσα την ημέρα των γενεθλίων του αδερφού μου. Θα προσπαθήσω
να τον κάνω να αλλάξει. Μια τέτοια μέρα θα βοηθήσει”, μονολόγησε ο
Οδυσσέας. Μάζεψε τα απαραίτητα, δύο φλασκιά με νερό, φαγητό, αρκετά
νομίσματα, αλλά και τη αγαπημένη του λύρα. Γιατί ήταν, εκτός από
σιδεράς, και εξαιρετικός μουσικός.

Το ταξίδι με το καράβι κράτησε


μιάμιση μέρα, αλλά, παίζοντας τη λύρα
του, δεν το πολυκατάλαβε. Κατά
το βραδάκι, έγειρε κουρασμένος
στην πλώρη του καραβιού να
ξεκουραστεί. Λίγα λεπτά
αργότερα δυο ηλικιωμένοι κάθισαν
παραδίπλα και έπιασαν την κουβέντα. Ενοχλημένος ο Οδυσσέας έβηξε
επιδεικτικά. Οι ηλικιωμένοι, όμως, συνέχισαν να συζητούν.
-Τα’μαθες, Ναυσικίδη;

3
-Τι πράγμα, Λαέρτη;
-Για τον πόλεμο!!!
-Ποιον πόλεμο;
-Μεταξύ Περσίας και Αιγύπτου…
-Μπα! Πάλι πόλεμο θα….
Ξαφνικά μια ιδέα πέρασε από το μυαλό του Οδυσσέα.
Πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να φωνάζει:
-Ναι! Το βρήκα. Αυτό είναι!
Πλησίασε τους γέροντες, που τον κοιτούσαν σαστισμένοι, και επιχείρησε να
τους φιλήσει…

Το επόμενο πρωί ο Οδυσσέας ξύπνησε από τους παφλασμούς των κυμάτων.


Όταν το πλοίο έδεσε στο λιμανάκι της Ηγουμενίτσας, έτρεξε να βρει το
κάρο που θα τον πήγαινε στην πατρίδα του. Μετά από αρκετή ώρα και
πολλά παζάρια βρήκε
κάποιον πρόθυμο να
κάνει τη διαδρομή.
Τον πλήρωσε δύο
χρυσά νομίσματα και
ξεκίνησε για την
Καστρίτσα. Μαζί του
ήταν και άλλοι δυο ταξιδιώτες που, από την αρχή της διαδρομής, έπιασαν
την κουβέντα. Ο Οδυσσέας, χωρίς να θέλει, άκουσε τη συζήτησή τους.
- Αγαμέμνονα, έμαθες τα νέα;
- Νέα; Ποια νέα;
- Καλέ, δεν άκουσες ότι στην Καστρίτσα οι άνθρωποι θέλουν να διώξουν
τον βασιλιά; Τους βάζει τόσους πολλούς φόρους για να γεμίσει τις τσέπες
του που πολλοί μένουν άφραγκοι. Τόσοι και τόσοι έχασαν την περιουσία

4
τους. Ακόμα και τη γη τους παίρνει, γιατί λέει ότι χρειάζεται τους καρπούς
της. Γίνονται κι άλλα, πολύ χειρότερα, που λες…
Ο Οδυσσέας δεν ήθελε να ακούσει περισσότερα. Ήταν δυνατόν ο
Λύσανδρος, ο αδελφός του να κάνει τέτοια πράγματα, να συμπεριφέρεται
μ’αυτόν τον τρόπο; «Μακάρι να καταφέρω να του αλλάξω μυαλά»,
μονολόγησε και αποκαμωμένος έγειρε στο πλάι και αποκοιμήθηκε.

Όταν ξύπνησε, το κάρο είχε φτάσει στον προορισμό του. Αντί, όμως, να
αντικρίσει ο Οδυσσέας την Καστρίτσα που ήξερε, με τους καταπράσινους
αγρούς και τα σπιτάκια με τους εύθυμους ιδιοκτήτες, αντίκρισε κάτι που
τον τάραξε πολύ. Τα περισσότερα σπίτια ήταν μισοερειπωμένα και οι αγροί
χέρσοι. Η εγκατάλειψη ήταν ολοφάνερη!

Γεμάτος αγωνία άρχισε να


ανηφορίζει προς την ακρόπολη. Η
είσοδος στην οχυρωμένη πόλη
μπορούσε να γίνει από τις πέντε
πύλες, τρεις στην ανατολική
πλευρά του τείχους, μία στη
βόρεια και μία στην νοτιοδυτική.
Όλες ήταν καλά προστατευμένες,
αφού

πλαισιώνονταν από πύργους. Ο Οδυσσέας


αποφάσισε να κατευθυνθεί στη μεγαλύτερη
πύλη της ανατολικής πλευράς και ανέβηκε με
σταθερό βήμα στη ράμπα που οδηγούσε στη
μνημειακή δίφυλλη πύλη. Εκεί δυο στρατιώτες
τον σταμάτησαν. Αφού τους έδωσε κάποιες

5
εξηγήσεις, που δεν είχαν, ωστόσο, σχέση με την πραγματική του ταυτότητα
και τον σκοπό της επίσκεψής του, πέρασε στο εσωτερικό του. Στον δρόμο
για το παλάτι συνάντησε μονάχα μια γυναίκα που γέμιζε τη μεγάλη πήλινη
στάμνα της με νερό από μια βρύση. Με ένα νεύμα του κεφαλιού του τη
χαιρέτισε και συνέχισε βιαστικά τον δρόμο του. “Μα πού πήγαν όλοι;”
αναρωτήθηκε.

Πλησιάζοντας στο
παλάτι, αντίκρισε
ένα πλήθος
ανθρώπων να
περιμένουν
υπομονετικά
μπροστά στο
επιβλητικό κτίριο.
“Μα ναι, πως δεν
το σκέφτηκα!
Σήμερα είναι η
μέρα παραπόνων!”, μονολόγησε. Μια μέρα τον μήνα οι πολίτες μπορούσαν
να εκφράσουν στον βασιλιά τα παράπονά τους. Αυτός έπρεπε να τα ακούσει
και ανάλογα να αποφασίσει. Όταν ο πατέρας και η μητέρα του βασίλευαν,
τα παράπονα ήταν ελάχιστα και αυτά τις περισσότερες φορές
ικανοποιούνταν, αν φυσικά ήταν δίκαια. Μα να που τώρα οι περισσότεροι
πολίτες της Καστρίτσας είχαν ένα παράπονο να εκφράσουν και όχι άδικα.

Ο Οδυσσέας κατευθύνθηκε σε μια πλαϊνή είσοδο και για δεύτερη φορά


έκρυψε την πραγματική του ταυτότητα από τους φρουρούς που του έκαναν
έλεγχο. Έτσι κατόρθωσε να εισχωρήσει στα ενδότερα του παλατιού και ένα
λεπτό αργότερα βρέθηκε στην αίθουσα του θρόνου. Εκεί αντίκρισε τον

6
Λύσανδρο να κάθεται στον μεγαλοπρεπή θρόνο του. Φορούσε έναν
πανέμορφο χιτώνα σε κόκκινο χρώμα και χρυσά σανδάλια. Η κορώνα του
ήταν και αυτή χρυσή και διακοσμημένη με πολύτιμους λίθους. Δίπλα του
βρίσκονταν σεντούκια με χρυσά νομίσματα, τα νομίσματα που, με βίαιο
συχνά τρόπο, είχε αποσπάσει από τους πολίτες της Καστρίτσας.
Ο Οδυσσέας έκανε μια υπόκλιση στον αδερφό του..
-Προσκυνώ, μεγάλε βασιλιά ! είπε.
-Χαίρε ξένε!!!! Ποιος είσαι και τι θέλεις;
Χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, ο Οδυσσέας απάντησε:
-Είμαι ο Δάμων, ο υπηρέτης του βασιλιά της Πέλλας, του Φιντία.
Κατάγομαι από την Καστρίτσα. Η
τύχη, όμως, τα έφερε έτσι που
βρέθηκα να υπηρετώ ένα ξένο
βασιλιά. Παρόλα αυτά η καρδιά
μου είναι με τη χώρα μου. Σας
δίνω, λοιπόν, την πληροφορία ότι
ο βασιλιάς της Πέλλας θα σας

κηρύξει τον πόλεμο. Στη μάχη


θα ρίξει 3.000 ιππείς και 19.000
στρατιώτες.

Ο Λύσανδρος ταράχτηκε. Οι
δυνάμεις του εχθρού ήταν πολύ
μεγαλύτερες από τις δικές του.
Πώς θα τα κατάφερνε; Μετά
από μια σύντομη διαβούλευση
με τους στενούς του συνεργάτες,
κατευθύνθηκε στον μεγάλο

7
εξώστη του παλατιού και απευθύνθηκε στον κόσμο που περίμενε
υπομονετικά για να του εκφράσει τα παράπονά του.
-Πολίτες της Καστρίτσας! Μόλις πληροφορήθηκα ότι σύντομα θα δεχτούμε
επίθεση από τον βασιλιά της Πέλλας! Ζητώ τη βοήθειά σας! Πρέπει να
πάρετε τα όπλα και να πολεμήσετε! Να υπερασπίσουμε την Καστρίτσα!
Η άρνηση του κόσμου ήταν καθολική.
-Πρώτα μας παίρνεις την περιουσία και μετά μας ζητάς βοήθεια; Ποτέ δεν
μας υπολόγισες! Τι θράσος, αλήθεια! Όχι, μην υπολογίζεις σε μας. Έτσι κι
αλλιώς εμείς δεν ζούμε. Είμαστε ζωντανοί νεκροί. Για ποιο λόγο να
πολεμήσουμε;

Ο Λύσανδρος πάγωσε. Για κάποια δευτερόλεπτα πέρασαν μπροστά από τα


μάτια του όσα κακά είχε κάνει ως βασιλιάς.
-Σας υπόσχομαι…, κατάφερε μόνο να ψελλίσει, αλλά μπροστά στην
αντίδραση του κόσμου επέστρεψε στην αίθουσα του θρόνου φανερά
ταραγμένος. Εκείνη τη στιγμή ο Οδυσσέας με δυνατή φωνή αποκάλυψε την
ταυτότητά του. Ο Λύσανδρος, μη μπορώντας να κρύψει την έκπληξή του,
έβγαλε μια κραυγή.
-Οδυσσέα, αγαπημένε μου αδερφέ, γύρισες! Πάει τόσος καιρός...

8
-Μα, μα… εσύ με εξόρισες! Το ξέχασες; Έχεις αλλάξει πολύ, Λύσανδρε…
Έχω ακούσει ανθρώπους να λένε για σένα πράγματα... απίστευτα! Βάζεις
δυσβάσταχτους φόρους, παίρνεις τα χωράφια από τους φτωχούς υπηκόους
σου, τους στερείς την ελευθερία τους!
- Μα...
-Δεν βλέπεις την κατάσταση που επικρατεί στο βασίλειο; Αρνήθηκαν να σε
βοηθήσουν! Αρνήθηκαν να σώσουν την πατρίδα τους! Πρέπει να βρίσκεται
κανείς σε απόγνωση για να αδιαφορήσει για την πατρίδα του, το σπίτι του,
την οικογένειά του. Και ο μόνος υπεύθυνος είσαι συ, κανείς άλλος!

Ο Οδυσσέας είχε πάρει φόρα. Τίποτε δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει. Ο


Λύσανδρος, άφωνος, δεν μπορούσε να πιστέψει όσα άκουγε. Ποτέ δεν
περίμενε ν’ ακούσει από τον αδελφό του αυτά τα λόγια. Μήπως, όμως,
τελικά είχε δίκιο; Λίγο μετά την πρώτη έκπληξη, κατάφερε να βρει τη
μιλιά του:
- Οδυσσέα, μίλησες σωστά, είπε. Είναι αλήθεια ότι η εξουσία κάνει τον
άνθρωπο, καμιά φορά, να ξεχάσει τις αρχές του, να γίνει αλαζόνας και να

9
μην συνειδητοποιεί τις συνέπειες των πράξεων του. Θέλω να επανορθώσω.
Έκανα πολύ κακό στους υπηκόους μου. Το αναγνωρίζω. Αποφασίζω,
λοιπόν, να επιστραφούν σε όλους τους πολίτες οι περιουσίες τους. Από δω
και πέρα, σ΄ αυτό το βασίλειο δεν θα υπάρχουν πια πλούσιοι και φτωχοί.
Όσο για σένα, αγαπημένε μου αδερφέ, σε διορίζω σύμβουλό μου. Κάθε
φορά που ο λαός θα έχει πρόβλημα, εσύ θα με βοηθάς να το λύσουμε. Μαζί,
σαν οικογένεια. Και σου υπόσχομαι ότι ποτέ ξανά δεν θα αφήσω την
φιλοδοξία μου να με κάνει άλλο άνθρωπο. Ποτέ!
- Χαίρομαι, Λύσανδρε. Ήμουν σίγουρος γι’ αυτό. Είσαι ο πιο ευγενικός
άνθρωπος του κόσμου! Είμαι πολύ τυχερός που σε έχω αδερφό μου!
- Σ’ ευχαριστώ, Οδυσσέα. Πάντα θα στηρίζομαι σε σένα. Και τώρα, μαζί με
τον λαό θα γιορτάσουμε τη μεγάλη αλλαγή.
- Πολύ καλή ιδέα, αδερφέ μου! Ας αρχίσουμε τις ετοιμασίες.
Και έγινε γλέντι τρικούβερτο, που ποτέ δεν είχε ξαναγίνει, ένα γλέντι που
έμεινε στην ιστορία της Καστρίτσας.

10

You might also like