Professional Documents
Culture Documents
Γ ε ν ικ ο ύ Δ ιε υ θ υ ν το ΰ Α π ο σ το λ ικ ή ς Δ ια κ ο ν ία ς
τή ς Ε κ κ λ η σ ία ς τή ς Ε λ λ ά δ ο ς
3 «Τότε ούν έλαβεν ό Πιλάτος τόνΊησούν καί έμαστίγωσε, καί οί στρατιώται πλέξαντες στέ
φανον έξ άκανθων έπεθηκαν αυτού τή κεφαλή...έξήλθεν ούν ό Ιησούς έξω φορών τόν άκάν-
θινον στέφανον καί τό τιορφυρούν ίμάτιον...», Ίω. 19, 2-5.
4 ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΑΣΧΟΤ, Οντως φοβερά αυτής τής Έβδομάδος τά Μυστήρια, https://
www.pemptousia.gr/2018/04.
5 ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ, ήτοι Ερμηνεία εις τούς Άσματικούς Κανόνας των Δεσποτικών Εορτών,
έν Βενετία 1836, σελ. 357.
6 ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΕΜΕΣΗΣ ΕΤΣΕΒΙΟ Τ, «Ομιλία εις τό Πάθος τού Χριστού», σελ. 191-192,
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ψ ΕΤΤΟΓΚΑ, Αί περί Σταυρού καί Πάθους τού Κυρίου όμιλίαι Ανατολικών Πα
τέρων καί Συγγραφέων άπό τού 2ου μέχρι καί τού 4ου αίώνος, Ανάλεκτα Βλατάδων 53, Πα
τριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1991.
2
Ή Αγία 'Ελένη βρίσκει τόν Τίμιο Σταυρό, χειρόγραφο έτους 825 μ.Χ., Βιβλιοθήκη
Capitolare, Vercelli-Ιταλία.
24 A . M . DuBARLE, ό π .π ., σ ελ . 133.
25 T . T o b l e r , Descriptiones Terrae Sanctae, Leipzig 1 8 7 4 , σ ελ . 9 3 . P.L. CXXI, 5 7 2 . VINCENT &
A b e l, 1 9 1 4 , II, 4 5 7 , n. 3. 4 7 8 , n° XXVI.
26 L. LEGER, La Chronique dite de Nestor, Paris 1884, σ ελ . 2 9 . Les reliques: objets, cultes, symboles
(Actes du Colloque international de I'Universite du Littoral-Cote d'Opale). Boulogne-sur-Mer, 4-6,
septembre 1 9 9 7 . Tum hout, Brepols, 1999, EDINA BOZOKY & A n n e - M a r i e HELVETIUS, σ ε λ . 5 8 -
59. CYRIL M a n g o , Byzance et les reliques du Christ, Centre des recherche d'histoire et civili
sation de Byzance, monographie 17, ed. J a n n i c DURAND-BERNARD FLUSIN, Paris 2 0 0 4 , σ ελ .
12 .
27 A.M. D ubarle , όπ.π., σελ. 55.
7
Το υπερώο τής Ιερουσαλήμ.
31 ΒΛ. U L R IC H HENZE, Die Kreuzreliquiare von Trier und M ettlach. Studien zur Beziehung
zwischen Bild und Heiltum in der rheinischen Schatzkunst des friihen 13. Jahrhunderts,
Munster 1988.
32 BERNHARD KREUTZ, «Heinrich von Ulmen (1175-1234). Ein Kreuzfahrer zwischen Eifel und
Mittelmeer», στό Portrdt einer Europdischen Kemregion. Der Rhein-Maas-Raum, Irsigler Franz καί
Gisela Minn (ed.), στό Ristorischen Lebensbildern , Trier, Kilomedia Verlag, 2005.
9
μέρος τοΰ άκανθίνου στεφάνου), ό όποιος μέ την σειρά του τά δώρησε
στόν ναό τού άγιου Βικεντίου τών Παρισίων33. Στην πραγματικότητα, τό
σχετικό χωρίο τού χρονογράφου μοναχού Aimoin, τό όποιο παραθέτει τη
σχετική άναφορά (πρό τού 1008)34, φαίνεται ότι προστέθηκε κατά τόν IB'
αιώνα.
β) Ή αύτοκράτειρα Ειρήνη (752-803) έστειλε ορισμένες άκανθες στόν
Καρλομάγνο γιά την πόλη Aix la Chapelle. Στό Άσμα τον Καρλομάγνον, ό
Δανιήλ, Έλληνας επίσκοπος ή άρχιεπίσκοπος τής Νάπολης, άνοιξε τό
σκεύος όπου φυλασσόταν ό άκάνθινος στέφανος καί έδωσε ορισμένες ά
κανθες στόν Καρλομάγνο στήν Κωνσταντινούπολη. Είναι πιθανόν ό Καρ-
λομάγνος άπλώς νά έλαβε τίς άκανθες -άκόμη καί στήν περίπτωση πού ό
θρύλος, ό όποιος παρατίθεται στό έργο Descriptio περί ταξιδιού τού Καρ-
λομάγνου στήν Ανατολή, προστέθηκε άπλώς γιά νά έξωράίσει τό σχετικό
έπεισόδιο-, άλλά ή προέλευσή τους άπό τήν Κωνσταντινούπολη φαίνεται
μάλλον προϊόν φαντασίας, καθώς ή μελέτη τού φυλασσόμενου καί φερο-
μένου ώς χιτώνος35 τού Κυρίου στή βασιλική τού άγιου Διονυσίου τού
Argenteuil της Γαλλίας έδειξε ότι είναι πολύ πιό πιθανή ή προέλευσή του
άπό τά Ιεροσόλυμα, παρά άπό τήν Κωνσταντινούπολη. Είναι πιθανόν
λοιπόν νά ισχύει τό ίδιο καί γιά τόν άκάνθινο στέφανο. Οί άκανθες,
εφόσον δεχθούμε ότι τίς έλαβε πράγματι ό Καρλομάγνος, φαίνεται νά
ήσαν μάλλον δώρο τού Πατριάρχου Ιεροσολύμων ή κάποιου άπό τούς
άπεσταλμένους του, παρά δώρο τής αύτοκράτειρας Ειρήνης.
33 Ό ναός μετά τήν άνακατασκευή καί ανακαίνισή του αφιερώθηκε στόν άγιο Γερμανό,
επίσκοπο Παρισίων (Saint Germain des Pres).
34 ΒΛ. Historiae Francorum, P.L. 139.
35 BAPIERRE DOR, La tunique d ‘Argenteuil et ses pretendues rivales, Maulevrier, ed. Herault,
2002 .
10
Ό Χιτώνας τοΰ Κυρίου, βασιλική του αγίου Διονυσίου τού Argenteuil, Γαλλία.
13
Λατινική άπό έναν ΆγγΛο προσκυνητή μεταξύ τού 1089 καί 109642, καθώς
καί άπό τόν Ανώνυμο προσκυνητή τού Tarragonensis στά τέΛη τού ΙΑ'
αιώνα43. Τό 1097, «ό αύτοκράτορας Αλέξιος Α 1ό Κομνηνός υποχρέωσε τους
έπικεφαλής τής Α Σταυροφορίας, οί οποίοι πέρασαν άπό τήν Κωνσταντινού
πολη νά όρκισθοϋν νά μήν κρατήσουν υπό τήν κατοχή τους καμμία πόλη καί
κανένα φρούριο πού άνήκαν στήν αύτοκρατορία. Ό όρκος δόθηκε έπί τού Τί
μιου Σταυρού, τού άγίου στεφάνου καί πολλών άλλων ιερών λειψάνων»*4. Ό
άκάνθινος στέφανος άναφέρεται εκ νέου σέ μία έπιστοΛή, τήν όποία
άπηύθηνε ό αύτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός στόν Ροβέρτο Α' τής Φλάν
δρας τό 1093, φαίνεται όμως ότι χρονολογείται μεταξύ 1098-110045. Μία
άνώνυμη πηγή, ή όποία χρονολογείται μεταξύ τών ετών 1136 καί 114346,
άναφέρει τό γεγονός. Παρομοίως, ένας προσκυνητής άναφέρει ότι βρι
σκόταν στό αύτοκρατορικό παρεκκλήσι τού παλατιού τού Βουκολέοντος
τό 115047, ένώ άναφέρεται έκ νέου στό ίδιο σημείο άπό τόν άββά τής μονής
τής Thingeyrar, Nicolas Saemundarson, τό 1157, ό όποιος είχε κάνει προ-
σκυνηματικό ταξίδι στούς Αγίους Τόπους άπό τό 1151 μέχρι τό 115448. Τό
άναφέρει έπίσης ό Γουλιέλμος τής Τύρου τό 117149 μεταξύ τών ιερών
λειψάνων πού συνάντησε ό βασιλέας Αμωρί Α' τής Ιερουσαλήμ50. Απαντά
έπίσης σέ μία περιγραφή περί τό 119051, στόν Αντώνιο τού Νόβγκοροντ
περί τό 120052 καί στόν Νικόλαο τόν Μεσαρίτη53 μεταξύ 1201 καί 120754. Ό
Νικόλαος, πού ήταν σκευοφύλακας τού ναού, άναφέρει τόν άκάνθινο στέ
φανο στήν έκκλησία τής Θεοτόκου τού Φάρου55, πλησίον τού Παλατιού
ctuaires de Byzance. Recherches sur les anciens tresors des eglises de Constantinople (1921). HOL-
GER A. KLEIN, «Sacred Relics and Imperial Ceremonies at the Great Palace of Constantino
ple», στό F. A. Bauer (Hrsg.), Visualisierungen von Herrschaft, BYZAS 5 (2006), σελ. 79-99. Περί
τού άκαν- θίνου στεφάνου καί τών ιερών κειμηλίων τής Παναγίας τού Φάρου βλ: PAUL
MAGDALINO, «L'eglise du Phare et les reliques de la Passion a Constantinople (Vlle/VIIIe-
XHIe siecles)», BYZANCE ET LES RELIQUES DU CHRIST, CENTRE DE RECHER-CHE
D'HISTOIRE ET CIVILISATION DE BYZANCE, MONOGRAPHIES 17, Paris 2004, σελ. 15-
30.
56 «Πρώτος εις προσκύνησιν ό ακάνθινος προτίθεται στέφανος, ετι χλοάζων καί έξανθών
καί μένων άκήρατος, ότι μετέσχε τής άφθαρσιας εκ τής προσψαύσεως τής δεσποτικής Χρι
στού κεφαλής εις έλεγχον τών έτι μενόντων άπιστων 'Ιουδαίων καί τω σταυρφ μη προσκυ-
νούντων Χριστού, ου κατά τήν ιδέαν τραχύς, ου κατά τήν άφήν πληκτικός τε καί λυπηρός,
άλ λ ’εύανθής όραθήναι καί εί συγχωρητόν άφθήναι ομαλός τε καί προσηνέστατος. Εξανθή
ματα τούτου ούχ όποία τά έν τοίς φραγμοίς τών άμπελώνων άναφυόμενα καί πρός εαυτά τό
τέρμα τού χιτώνος καί τήν ώαν έπισυνάγοντα ώς οί λωποδυτούντες τά φώρια, ά καί
λυπούσιν έστιν δτε ταίς άμυχαίς τήν τού επισυρομένου πέζ,αν καί το'ις άπηγριωμένοις τρι-
βόλοις έκείνοις αίμάσσουσιν, ούμενουν ούδαμον. Ά λ λ ’ οία τού Λιβάνου άνθη τά ές μικρότα-
τον είδος έρνου άναφυόμενα κατ' άναθήλησιν λύγου, κατά φυλλαρίων φυήν», AUGUST
HEISENBERG, Nikolaos Mesarites, Die Palastrevolution des Johannes Komnenos, Wurzburg 1907.
57 Ria n t , οπ.π., II, σελ. 231. E bersolt , οπ.,π., σελ. 27.
15
Ό Νικόλαος τοΰ Ότράντο, στό έργο του «Traite surlacommunion»,
συνταχθέν περί τό 1207, αναφέρει τόν ακάνθινο στέφανο, μεταξύ τών
λειψάνων πού έψαχναν οί Σταυροφόροι στό παλάτι τού αύτοκράτο- ρος
κατά τήν Δ' Σταυροφορία58.Ό έπιλεγείς άπό τούς Σταυροφόρους νέος
αύτοκράτορας Βαλδουΐνος Ε' τής Φλάνδρας πήρε γιά λογαριασμό του τό
ένα τέταρτο τών ιερών λειψάνων, καί κυρίως αύτά τών Αχράντων Παθών,
τά όποια φυλάσσονταν στό παρεκκλήσι τού Βουκολέοντος. Ό Νικόλαος
τού Ότράντο βεβαιώνει ότι οί Σταυροφόροι δέν πήραν τόν άκάνθινο
στέφανο, καθώς, όπως διευκρινίζει στή συνέχεια, είδε τό ιερό λείψανο
μετά άπό τίς λεηλασίες τών Λατίνων59.
Ή άλωση τής Πόλης άπό τούς Σταυροφόρους, 1204, μινιατούρα του έτους 1300.
Ό βασιλέας Βαλδουΐνος Β .
I f
Τό συμβόλαιο τών όρων γιά τήν άγορά τοΰ Ακανθίνου Στεφάνου, Εθνικό Αρχείο
Γαλλίας.
Μία νέα πράξη ύπογράφηκε άπό τούς ίδιους άριστοκράτες (μέ έξαίρεση
τον Anseau de Cayaeux, ό όποιος πιθανόν στό μεσοδιάστημα άπέθανε), μέ
τήν όποία ζητούσαν άπό τόν Nicolas Quirino νά έπιστρέψει τό ιερό Λεί
ψανο στούς τρεις άπεσταΛμένους έναντι εξόφλησης τού χρέους66. Ακολου
θώντας τούς άνωτέρω όρους, οί άπεσταλμένοι Γάλλοι δομινικανοί άνα-
χώρησαν στίς 25 Δεκεμβρίου 1238 γιά νά συνοδεύσουν τό ιερό κειμήλιο
στή Βενετία, άπ' όπου θά τό έλάμβαναν ύπό τήν κατοχή τους μόλις θά
εξοφλείτο τό χρέος. Τό λείψανο μεταφέρθηκε διά πλοίου στή Βενετία μέ
συνοδεία Γάλλων άριστοκρατών καί Βενετών πολιτών. Παρά τήν κακο
καιρία καί τίς προσπάθειες τού Έλληνα αύτοκράτορα τής Νίκαιας Ιωάννη
Βατάτζη, ορκισμένου έχθρού τής λατινικής αύτοκρατορίας, νά τό πάρει
πίσω, κατάφεραν νά φθάσουν στή Βενετία χωρίς άπώλειες καί νά τό ένα-
66 Datum Constantinopoli, anno Domini millesimo CCXXXVIII, mense decembris (VlDIER, 1 9 1 1 , σελ.
2 8 5 -2 8 6 , n. 2. Βλ. επίσης τήν έκθεση Le tresor de la Sainte' Chapelle, Paris, Musee de Louvre,
2 0 0 1 , σ ε λ . 4 4 , n . 6).
19
ποθέσουν στό θησαυροφυλάκιο του ναοϋ τού Αγίου Μάρκου τής Βενε
τίας67.
-
Ό άγιος Ιω άννης Βατάτζης, μικρογραφία από χειρόγραφο του 15ου αι., Μόντενα,
Βιβλιοθήκη Estence.
67 ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΗΛΙΑΡΑΚΗ, Ιστορία τον Βασιλείου τής Νικαίας καί τον Δεσποτάτου τής
Ηπείρου (1204-1261), έν Αθήναις 1994, σελ. 335-336.
68 Ό F. DE MELY (1904, 270) άναφέρει τήν 29π Φεβρουάριου ώς ήμερα διελεύσεως άπό τό
Vercelli, χωρίς όμως να παραπέμπει κάπου. Πρόκειται προφανώς είτε γιά τυπογραφικό
λάθος ή γιά άβλεψία. Σχετικά μέ τό Vercelli, πρέπει νά άναφέρουμε ένα σφάλμα τοΰ
Baillet, τό όποιο παραθέτει ό Gosselin (1828, σελ. 96): Ό Baillet ισχυρίζεται ότι «ή εκκλησία
του Vercelli στό Πεδεμόντιο θεωρεί δτι κατέχει τόν ακάνθινο στέφανο, και καθε έτος έχει
ορίσει τήν έορτή του τήν 23'< Φεβρουάριου. Δέν γνωρίζουμε άπό πού βρέθηκε έκεϊ ένα τέτοιο
λείψανο». Ό GOSSELLIN προσπάθησε νά βρει τίς σχετικές μαρτυρίες, άλλά μάταια, καί
αύτό δικαιολογείται ώς εξής: Ό Du Saussay, στό έργο του Martyrologium Gallicanum (1637,
II, σελ. 1093), μάς αναφέρει τόν λόγο. Γράφει ότι ή έορτή τοΰ ακάνθινου σταυρού
20
λέα γιά νά τόν ειδοποιήσουν γιά τήν έλευση τοΰ λειψάνου σε αύτήν τήν
πόλη.
έορταζόταν στίς 23 Φεβρουάριου, ημέρα κατά τήν όποία ό άκάνθινος στέφανος πέρασε
άπό αύτήν τήν πόλη, χωρίς όμως νά παραμείνει ποτέ τό ιερό λείψανο έκεΐ.
69 1237-1248.
70 Τό όνομα Repos ή Reposoir πιθανώς άποδόθηκε εις άνάμνησιν τής στάσεως τού άκαν-
θίνου στεφάνου στόν έν λόγω τόπο.
21
t loπού μετέφεραν οι δύο δομινικανοί μοναχοί, άνοίχθηκε τό κιβώτιο καί
εντός του βρισκόταν μία ασημένια κασετίνα, σφραγισμένη μέ σφραγίδες
τών αριστοκρατών τής Κωνσταντινουπόλεως. Οί σφραγίδες εξετάσθηκαν
καί άναγνωρίσθηκε ή γνησιότητά τους, τίς έσπασαν, όπως καί αύτές τού
Δόγη τής Βενετίας πού είχαν προστεθεί γιά μεγαλύτερη άσφάλεια, καί
βρήκαν έντός μία χρυσή λάρνακα, ή όποία περιείχε τό ιερό λείψανο. Ή
λάρνακα άνοίχθηκε καί ό άκάνθινος στέφανος έπιδείχθηκε σέ όλους τούς
παρισταμένους. Μετά άπό τίς δέουσες προσευχές, ή λάρνακα καί ή κασε
τίνα, έντός τής όποιας βρισκόταν ό στέφανος, σφραγίσθηκαν εκ νέου μέ
τή σφραγίδα τού Γάλλου βασιλέα αύτή τή φορά. Τήν έπομένη, τήν ΙΙ'ΐ
Αύγούστου, ό άκάνθινος στέφανος μεταφέρθηκε στή Sens διά λαμπρής
λιτανείας. Ή πομπή σταμάτησε στήν είσοδο τής πόλεως καί ό βασιλεύς
άσκεπής καί άνυπόδητος, φορώντας μόνον ένα λευκό χιτώνα, παρέλαβε
τό ιερό λείψανο έπί ένός φορτείου καί τό μετέφερε επί τών ώμων του μαζί
μέ τόν μεγάλο άδελφό του, Robert cTArtois. Πίσω του άκολουθούσαν οί
άλλοι δύο άδελφοί του, Αλφόνσος καί Κάρολος.
22
Ό βασιλεύς Λουδοβίκος προσκυνά τόν Ακάνθινο Στέφανο.
71 Ή μητρόπολη τών Παρισίων εκείνη τήν εποχή άνήκε στήν επαρχία τού Sens.
23
Ή Λειψανοθήκη τού Ακάνθινου Στεφάνου τού 1862.
24
Λεπτομέρεια άπό τή Λειψανοθήκη τοΰ Ακάνθινου Στεφάνου τού 1862.
25
Λεπτομέρεια άπό τή Λειψανοθήκη τού Ακάνθινου Στεφάνου τού 1806.
72 Τό Κονκορδάτο τοΰ 1801 ήταν συμφωνία μεταξύ τού ΝαποΛέοντα καί τοΰ Πάπα Πίου
Ζ . Ύπογράφηκε στις 15 ΙουΛίου τού αύτού έτους στό Παρίσι καί παρέμεινε σέ ισχύ μέχρι
τό 1905. Επιδίωξε τήν έθνική συμφιΛίωση μεταξύ επαναστατών καί Ρωμαιοκαθολικών
καί εδραίωσε τήν Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ώς τήν πλειοψηφική ’Εκκλησία τής Γαλλί
ας.
26
27
Ό Ναπολέοντας υπογράφει τό Κονκορδάτο τού έτους 1801, έργο Frar^ois-Pascal Simon
(1770-1837)
28