You are on page 1of 28

Ε π ισ κ ό π ο υ Φ α ν α ρ ιο ύ Α γ α θ α γ γ έ λ ο υ , Δ ρος Θ εο λ ο γ ία ς

Γ ε ν ικ ο ύ Δ ιε υ θ υ ν το ΰ Α π ο σ το λ ικ ή ς Δ ια κ ο ν ία ς

τή ς Ε κ κ λ η σ ία ς τή ς Ε λ λ ά δ ο ς

(εκτενές απόσπασμα από μελέτη του)

Ή ιστορία τού Ακάνθινου Στεφάνου

«Κύριε, ό ακάνθινος στέφανος πληγώνει τό κεφάλι Σου. Τοποθετημέ­


να κυκλικά αυτά τά άγκάθια μοιάζουν μέ τίς άμαρτίες των άνθρώ-
πων τίς συγκεντρωμένες καί τοποθετημένες τη μιά δίπλα στην άλλη
προκειμένου νά φορτωθούν επάνω σου. Ό λες οί άμαρτίες των άνθρώ-
πων δεμένες μαζί».

(Ατενίζοντας τόν Σωτήρα στό Σταυρό, προσευχή Αρχιμ. Lev Gillet).

Ό Νυμφίος τής Εκκλησίας.

Πληροφορίες περί του Ακάνθινου Στεφάνου στό Ευαγγέλιο καί την


Ύ μνολογία.

Αναφορά στόν ακάνθινο στέφανο γίνεται στά Συνοπτικά Ευαγγέ­


λια καί ειδικότερα στόν Ματθαίο1, τόν Μάρκο2 καί τόν Ιωάννη3. Όμοίως

1 «Τότε οί στρατιώται τού ήγεμόνος παραλαβόντες τόν'Ιησούν εις τό πραιτώριον σννήγαγον


επ ’ αυτόν όλην τήν σπείραν, καί έκδύσαντες αυτόν περιέθηκαν αντω χλαμύδαν κοκκίνην,
καί πλέξαντες στέφανον έξ άκανθων έπέθηκαν επί τήν κεφαλήν αυτού...», Ματθ. 27, 27-29.
2 «Οί δέ στρατιώται άπήγαγον αυτόν έσω τής αύλής, ό έστι πραιτώριον, καί συγκαλούσιν
όλη τήν σπείραν, καί ένδύουσιν αυτόν πορφύραν καί περιτίθέασιν αύτω πλέξαντες άκάνθι-
νον στέφανον, καί ήρξαντο άσπάζεσθαι αυτόν...», Μάρκ. 15,16-18.
1
καί Πατέρες τής Εκκλησίας, όπως ό Κύριλλος Αλεξανδρείας, ό Γρηγόριος
ό Θεολόγος, ό Μέγας Αθανάσιος, ό Ωριγένης, γράφουν περί τού άκανθί-
νου στεφάνου.

Ό ακάνθινος στέφανος έφανέρωσε ότι ό Κύριος έξάλειψε την κα-


τάρα πού έλαβε ή γη, νά βλαστάνει αγκάθια καί τριβόλια καί ότι ό Χρι­
στός αφάνισε τίς μέριμνες καί τίς οδύνες της παρούσης ζωής4. Γράφει σχε­
τικά ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης: «Έδέχθη ό Κύριος στέφανον έξ άκαν-
θών εις τήν κεφαλήν, καί μέ αυτόν έφανέρωσεν ότι έρριψε τόν στέφανον
όπου εϊχεν ό διάβολος εις τήν κεφαλήν ώς νικητής καθ' ημών, κατά τόν Θεο­
λόγον Γρηγόριον. Κατά δέ τόν Αθανάσιον, ό ακάνθινος στέφανος έφανέρω­
σεν ότι ό Κύριος έξήλειψε τήν κατάραν όπου έλαβεν ή γη εις τό νά βλαστα-
νη άκάνθας καί τριβόλους. Έφανέρωσε δέ πρός τούτοις ό άκάνθινος στέ­
φανος καί ότι ό Δεσπότης Χριστός ήφάνισε τάς μέριμνας καί όδύνας τής πα­
ρούσης ζωής, αί όποιαι ονομάζονται άκανθαι, κατά τόν αυτόν Αθανάσιον.
Έφανέρωσεν άκόμη ό άκάνθινος στέφανος ότι ό Κύριος έγινε βασιλεύς καί
νικητής τού κοσμοκράτορος, τής σαρκός καί τής άμαρτίας, καθώς λέγει ό
Ιδιος Αθανάσιος, στέφανον γάρ φοροϋσιν οί βασιλείς»5.

«Ό Άδάμ έχώρησε πρός τό δένδρον, ό δέ Ιησούς τούς πόδας καί τάς


χεϊρας έν τώ ξύλω τού Σταυρού έπάγη. Ό Άδάμ ήκουσεν "άκάνθας καί τρι­
βόλους άνατελει σοι έκ τής γης", ό δέ Ιησούς έκουσίως τάς άκάνθας τού ά-
δου έστέφθη. Άρά γε έώρακας, σύ, ώ ληστά, μάλιστά γε εύαγγελιστά; Ούτε
σημε'ιον, ούτε θαύμα. Έν τώ Σταυρώ μετά σού έστί, χολήν έπιεν, ότι σύ ούχ
έπιες, άκάνθας έστέφθη, δι' ών σύ ούκ έστέφθης»6.

3 «Τότε ούν έλαβεν ό Πιλάτος τόνΊησούν καί έμαστίγωσε, καί οί στρατιώται πλέξαντες στέ­
φανον έξ άκανθων έπεθηκαν αυτού τή κεφαλή...έξήλθεν ούν ό Ιησούς έξω φορών τόν άκάν-
θινον στέφανον καί τό τιορφυρούν ίμάτιον...», Ίω. 19, 2-5.
4 ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΑΣΧΟΤ, Οντως φοβερά αυτής τής Έβδομάδος τά Μυστήρια, https://
www.pemptousia.gr/2018/04.

5 ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ, ήτοι Ερμηνεία εις τούς Άσματικούς Κανόνας των Δεσποτικών Εορτών,
έν Βενετία 1836, σελ. 357.
6 ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΕΜΕΣΗΣ ΕΤΣΕΒΙΟ Τ, «Ομιλία εις τό Πάθος τού Χριστού», σελ. 191-192,
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ψ ΕΤΤΟΓΚΑ, Αί περί Σταυρού καί Πάθους τού Κυρίου όμιλίαι Ανατολικών Πα­
τέρων καί Συγγραφέων άπό τού 2ου μέχρι καί τού 4ου αίώνος, Ανάλεκτα Βλατάδων 53, Πα­
τριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1991.
2
Ή Αγία 'Ελένη βρίσκει τόν Τίμιο Σταυρό, χειρόγραφο έτους 825 μ.Χ., Βιβλιοθήκη
Capitolare, Vercelli-Ιταλία.

Ό ακάνθινος στέφανος, ώς είναι φυσικό, άναφέρεται καί στη σχε­


τική υμνολογία των ήμερων τής Μεγάλης Έβδομάδος: «Στέφανον έξ άκαν­
θων περιτίθεται, ό τών Αγγέλων Βασιλεύς...»7, «Έκαστον μέλος τής άγιας
σον σαρκός, άτιμίαν δι' ήμάς νπέμεινε, τάς άκάνθας ή κεφαλή, ή όψις τά έμ-
πτύσματα, αί σιαγόνες τά ραπίσματα, τό στόμα τήν έν όξει κερασθεϊσαν χο­
λήν τή γεύσει,...»8, «Έξέδνσάν με τά ίμάτιά μου, καί ένέδνσάν με χλαμύδα
κοκκίνην, έθηκαν έπί τήν κεφαλήν μου στέφανον έξ άκανθων, καί έπί τήν
δεξιάν μου χειρα έδωκαν κάλαμον, ϊνα σνντρίψω αύτούς, ώς σκεύη κεραμέ-
ως»9, «Χλαίναν πορφνράν καί έξ άκανθων στέφανον, Σωτήρ μου ένεδύσω ώς
βασιλεύς, παίζόμενος Λόγε, υπό τών παρανόμων, ό τών βασιλευόντων Βασι­
λεύς Ύψιστος»10, «Πρό τού τιμίου σον Σταυρού, στρατιωτών έμπαιζόντων σε

7 Άντίφωνον ΙΕ 1 Μεγάλης Πέμπτης, ήχος πλ. β'.


8 Στιχηρόν Ίδιόμελον Αίνων Μεγάλης Πέμπτης, ήχος γ '.
9 Δοξαστικόν Αίνων Μεγάλης Πέμπτης, ήχος πλ. β'.
10 Σ1ΩΝΙΤΙΣ ΤΜΝΩΔΟΣ ή Μ ΕΛΩΔΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΙΟΙ ΎΜΝΟΙ ούς ψάλλομεν περιερχόμενοι
και λιτανεύοντες εις τά εντός τού πανιέρον ναού τής Άναστάσεως πανσέβαστα Προσκυνή­
ματα καί θεία Παρεκκλήσια, έν Ίεροσολύμοις, έκ τοΰ Τυπογραφείου τού Παναγίου Τά­
φου, 1859. Τό παρόν τροπάριο ψάλλεται σέ ήχο πλ. β' στό Παρεκκλήσιο τοΰ Ακάνθινου
Στεφάνου.
3
Κύριε, αί νοεραί στρατιαί κατεπλήττοντο, άνεδήσω γάρ στέφανον ύβρεως, ό
την γην ζωγραφήσας τοίς άνθεσι..»11.

Ό Νυμφίος, έργο Guido Reni, 1630, Μπολόνια, Εθνική Πινακοθήκη.

Ακόμη, στην παράσταση του Εσταυρωμένου ό Χριστός είναι προσηλω­


μένος στόν ξύλινο σταυρό μέ τά καρφιά στά χέρια καί τά πόδια. Φέρει «τό
άκάνθινο στεφάνι τής ειρωνείας των άνθρώπων»η καί έχει την κεφαλή
γερμένη στό δεξιό ώμο. Έντονα άπεικονίζεται τό αίμα Του νά κυλά άπό
τίς πληγές των καρφιών καί άπό τό στεφάνι, ενώ άπό την πληγή τής
λόγχης στή δεξιά πλευρά τρέχει αίμα καί ύδωρ. Στήν εικόνα τής Άκρας
Ταπείνωσης, πού έμπνέεται τόσο θεματικά όσο καί τεχνοτροπικά άπό
ιταλικά πρότυπα τού 14ου-15ου αιώνα, τά όποια συνδυάζονται μέ στοιχεία
τής βυζαντινής παράδοσης13, δυτικό είκονογραφικό δάνειο είναι καί ό
άκάνθινος στέφανος14.

11 Ίδιόμελον Βασιλικών Ω ρών Μεγάλης Παρασκευής, ήχος πλάγ. δ'.


12 ΓΡΗ ΓΟΡΙΟ Τ Τ Ο Τ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Τραγωδία εις τό σωτήριον πάθος τον Κυρίου ημών Ιησού
Χρι-στοϋ, Sources Chretiennes 149, Paris 1969, σελ. 29 κ.έξ.
13 Π. Λ. ΒΟΚΟ ΤΟ ΠΟ ΤΛΟΤ, Εικόνες τής Κέρκυρας, Αθήνα 1990, σελ. 96.
14 Ί. ΒΙΤΑΛΙΩΤΗ, Εμμανουήλ Τζάνε: «Ή Ακρα Ταπείνωσις», παρουσίαση στόν τόμο Μ υ­
στήριον Μέγα καί Παράδοξον, έκδ. Ίεράς Συνόδου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, Αθήνα
2002, σελ. 378.
4
Ή Άκρα Ταπείνωσις, έργο Εμμανουήλ Τζάνε, 1670, Μονή Αγ. Στεφάνου Μετεώρων

Μητροπολιτικός Ναός Έλεούσης, Κάστρο-Σίφνος.

Οί πρώτες ιστορικές μαρτυρίες περί του Ακάνθινου Στεφάνου.

Ή πρώτη βέβαιη άναφορά πού διαθέτουμε σχετικά μέ την ύπαρξη


τού άκανθίνου στεφάνου άνάγεται περί τό 409, έτος κατά τό όποιο ό άγιος
Παυλΐνος τής Νόλης15, άναφέρει μεταξύ τών ιερών Λειψάνων, πού οί προ­
σκυνητές προσέρχονταν γιά νά τιμήσουν στούς Αγίους Τόπους, τόν άκάν-
θινο στέφανο16. Περί τό 530, συμφώνως μέ τίς μαρτυρίες τού Θεοδοσίου17, ό
άκάνθινος στέφανος βρισκόταν στή ΒασιΛική τής Σιών στήν ΊερουσαΛήμ,
όπου καί παρέμεινε τουλάχιστον μέχρι τό έτος 570, συμφώνως πρός τήν

15 Epistola XLIX, 14, ad Macarium, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum, ed.


Gulielmus de Hartel, Vindobonae 1894, σελ. 402.
16 A . F r o l o w , La relique de la Vraie Croix, P a ris 19 61 , σελ. 170, n° 15.
17T. TOBLER-A. MOLINIER, Itinera Hierosolymitana, Geneve 1879, έπανέκδοοη 1 9 6 6 , 1, σελ. 65.
5
μαρτυρία τού Ανωνύμου της Πλακεντίας (ό όποιος ονομάσθηκε μεταγενέ­
στερα λόγψ συγχύσεως μάρτυρας Αντωνϊνος)18. Πρό τού έτους 575, ό Κασ-
σιόδωρος (490-583) στό ερμηνευτικό του ύπόμνημα στούς Ψαλμούς, άνα-
φερόμενος στην ΊερουσαΛήμ αναφωνεί: «ΈκεΙ ό στύλος (της πίστεως), έκεϊ
ό άκάνθινος στέφανος/»19. Περί τό 590, ό άγιος Γρηγόριος της Τούρ άναφέ-
ρεται σέ αύτόν, χωρίς όμως νά διευκρινίζει τόν τόπο φυλάξεώς του. Ανα­
φέρει όμως ότι οί άκανθες ήταν καταπράσινες καί χλωρές καί έδιναν τήν
εντύπωση ότι πρασίνισαν έκ νέου χάρις σέ κάποια θεϊκή δύναμη20. Τό έρ­
γο Breviarus de Jerusalem21, τό όποιο συνήθως χρονολογείται τόν ΣΤ' αιώνα,
μολονότι ό Mely22 θεωρεί ότι πρέπει νά χρονολογηθεί μετά τό 670, επιβε­
βαιώνει τήν ύπαρξη άκανθίνου στεφάνου στή βασιλική τής Σιών.

Ό Χριστός αίρει τόν Σταυρό, έργο Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, 1580.

18 Τ.T o b l e r -A . M o li n i e r , όπ.π., I, σελ. 103 & 126. P. G e y e r, Itinera Hierosolymitana, Corpus


Ecclesiasticorum Latinorum XXXIV, Vienna 1898, σελ. 1 7 4 ,1, II.
19 Commentaire du Psaume LXXXVI, P.L., LXX, 62. MELY, όπ.π., Ill, σελ. 175.
20 De Gloria Martyrorum, ch. 7. P.L. 71, 712.
21 Εργο m e λειτουργ ικές π λη ροφ ορίες: T. T o b le r -A . M o li n i e r , όπ.π., I, 58. P. G e y e r, όπ.π.,
σελ. 1 5 4 ,1, 24.
22 Ό π . π., Ill, σελ. 32-34.
6
Ό ακάνθινος στέφανος άναφέρεται ώς εύρισκόμενος πάντοτε στην
Ιερουσαλήμ σέ ένα κείμενο τό οποίο άποδίδεται στόν ιερομόναχο Έπι-
φάνιο τόν Αγιοπολίτη, συνταχθέν στίς άρχές τοΰ ΙΑ' αιώνα. Στήν πραγ­
ματικότητα όμως, τό χωρίο τοΰ κειμένου, τό οποίο περιγράφει τήν Ιε ­
ρουσαλήμ, όπου καί ή άναφορά στόν άκάνθινο στέφανο, δέν είναι έργο
τοΰ άνωτέρω ίερομονάχου, άλλά φαίνεται νά άνάγεται προγενένεστερα,
περί τά τέλη τού Η' αιώνα23. Ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός άγνοεΐ τήν
ύπαρξη άκανθίνου στεφάνου τό 72624, χωρίς αύτό νά σημαίνει ότι είχε ήδη
μεταφερθεΐ άπό τήν Ιερουσαλήμ. Πράγματι, ό Ιερομόναχος Βερνάρδος
τόν άναφέρειλίγο πρό τού έτους 870 ώς κρεμάμενο στόν άνεγερθέντα στό
όρος τής Σιών ναό τού άγιου Συμεών25. Κατά τό Χρονικόν τον Νέστορος ό
αύτοκράτωρ Λέων ΣΤ' έπέδειξε στούς Ρώσους πρεσβευτές, μεταξύ τών
όποιων ήταν καί ό πρίγκηπας Όλεγκ, διάφορα λείψανα, άνάμεσά τους καί
τόν άκάνθινο στέφανο. Αν δέν πρόκειται γιά μεταγενέστερη προσθήκη,
τό χωρίο άποτελεί τήν παλαιότερη μαρτυρία γιά τήν παρουσία τού έν
λόγω λειψάνου στήν Κωνσταντινούπολη26. Ό αύτοκράτωρ Κωνσταντίνος
Ζ' ό Πορφυρογέννητος (913-959), σέ μία δημηγορία του πρός τά στρατεύ-
ματά του πού έπιχειρούσαν στήν Μ. Ασία, άναφέρει διάφορα λείψανα τά
όποια φυλάσσονταν στήν Κωνσταντινούπολη27. Δέν άναφέρει ρητώς τόν
άκάνθινο στέφανο, μολονότι στό τέλος τού καταλόγου άναφέρεται καί σέ
άλλα λείψανα τών Αχράντων Παθών. ’Εάν όμως σέ αυτά συμπεριλαμβα-
νόταν ό άκάνθινος στέφανος θά τύχαινε ιδιαίτερης άναφοράς. Όταν ό
άκάνθινος στέφανος άποσπάσθηκε άπό τό όρος τής Σιών, στήν Ιερου­
σαλήμ παρέμεινε ένα μικρό κομμάτι του, τό όποιο γιγάντωνε τήν εύσέ-
βεια τών πιστών τουλάχιστον μέχρι τό τέλος τών Σταυροφοριών (1270),
άκόμη καί μεταγενέστερα, καθώς άναφέρεται άφιέρωμα σέ αύτόν περί τό
1593.

23 H ERBERT DONNER, «Die Palastinabeschreibung des Epiphanius Monachus Hagiopolita»,


σ τό Zeitschrifi des Deutschen Palastina-Vereins (1953-) Bd. 87, Η. 1 (1 9 7 1 ), σ ελ . 4 2 -9 1 . A. M. D u -
BARLE, Histoire ancienne du linceul de Turin, Paris 1 9 8 5 , σ ελ . 1 3 4 -1 3 5 .

24 A . M . DuBARLE, ό π .π ., σ ελ . 133.
25 T . T o b l e r , Descriptiones Terrae Sanctae, Leipzig 1 8 7 4 , σ ελ . 9 3 . P.L. CXXI, 5 7 2 . VINCENT &
A b e l, 1 9 1 4 , II, 4 5 7 , n. 3. 4 7 8 , n° XXVI.
26 L. LEGER, La Chronique dite de Nestor, Paris 1884, σ ελ . 2 9 . Les reliques: objets, cultes, symboles
(Actes du Colloque international de I'Universite du Littoral-Cote d'Opale). Boulogne-sur-Mer, 4-6,
septembre 1 9 9 7 . Tum hout, Brepols, 1999, EDINA BOZOKY & A n n e - M a r i e HELVETIUS, σ ε λ . 5 8 -
59. CYRIL M a n g o , Byzance et les reliques du Christ, Centre des recherche d'histoire et civili­
sation de Byzance, monographie 17, ed. J a n n i c DURAND-BERNARD FLUSIN, Paris 2 0 0 4 , σ ελ .
12 .
27 A.M. D ubarle , όπ.π., σελ. 55.
7
Το υπερώο τής Ιερουσαλήμ.

Ό Ακάνθινος Στέφανος στήν Κωνσταντινούπολη.

Ό βυζαντινός αύτοκράτορας Ιωάννης Τσιμκτκής σέ επιστολή του, τό


975, άναφέρει τά ιερά λείψανα πού άνακάλυψε στούς Αγίους Τόπους καί
πήρε μαζί του στή Βασιλεύουσα. ’Εντούτοις, δέν κάνει καμμία άναφορά
στόν άκάνθινο στέφανο. Ό Mely, έπί τή βάσει αύτής τής μαρτυρίας, συ-
μπέρανε ότι ή μεταφορά του άπό τήν Ιερουσαλήμ στήν Κωνσταντινού­
πολη έλαβε χώρα μεταξύ τού 975 καί τού 109828. Όπως γράφει καί ό Riant:
«Ή Λόγχη, Ισως καί ό άκάνθινος στέφανος καί άλλα σημαντικά ιερά λεί­
ψανα, μεταφέρθησαν κατά τά άραιά μεσοδιαστήματα κατά τά όποια οί Άγιοι
Τόποι ύπήχθησαν, αν όχι υπό τήν ελληνική κατοχή, τουλάχιστον υπό τήν
πολιτική διοίκηση τών Ελλήνων, όπως γιά παράδειγμα τό 975 έπί Ίωάννου
Τσιμισκή, ή πάλι κατά τήν άνοικοδόμηση τοΰ Παναγίου Τάφου υπό του Κων­
σταντίνου Θ τό 1048 καί, κυρίως, μετά τήν έξαγορά τής πόλεως άπό τόν
Κωνσταντίνο ΐ Δούκα τό 1063»29. Ό Mely θεωρεί έλάχιστα πιθανό τό έτος
975.
Ή χρονολογία πού ταιριάζει καλύτερα γιά τή μεταφορά τού άκαν-
θίνου στεφάνου είναι τό 1063, καθώς μετά άπό αύτό τό έτος δέν άναφέρε-
ται άπό τούς προσκυνητές τών Αγίων Τόπων, όπως γιά παράδειγμα άπό
τόν ρώσο ήγούμενο Δανιήλ, πού είχε έπισκεφθεϊ τήν Ιερουσαλήμ τό 1106.
Ή εύρισκόμενη όμως σήμερα στό Limbourg sur la Lahn τής Γερμανίας
Σταυροθήκη χρονολογείται περί τό 970 καί είναι έργο πού κατασκευάσθη­
κε στήν Κωνσταντινούπολη30. Μεταφέρθηκε στή Γερμανία άπό τόν ίππό-

28 'Όπ.π., σελ. 176-180.


29 P. RIANT, Exuviae sacrae Constantinopolitanae, Geneve 1879, σελ. LV.
30 Ό Σταυρός φέρει επιγραφή μέ τά ονόματα τών αύτοκρατόρων Κωνσταντίνου Ζ καί
τοΰ υιού του, Ρωμανού Β'.
8
τη Heinrich von Ulmen31 μετά την Δ' Σταυροφορία32. Περιέχει ένα μέρος
τών άκανθών, γεγονός πού μάς κάνει νά ύποθέσουμε ότι ό άκάνθινος
στέφανος έφθασε τότε στήν Κωνσταντινούπολη. Αλλά καί τό Χρονικόν
τον Νέστορος, άν δέν έχει παραποιηθεί, μάς ύποχρεώνει νά άναγάγουμε
τήν ήμερομηνία μεταφοράς τού άκανθίνου στεφάνου άπό την Ιερου­
σαλήμ στήν Κωνσταντινούπολη τουλάχιστον τό έτος 912.

Σταυροθήκη Limbourg-sur-la-Lahn, Γερμανία.

Συνεπώς, ό άκάνθινος στέφανος μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινού­


πολη άπό τήν Ιερουσαλήμ πιθανώς μεταξύ τών έτών 870 καί 912. Τί πρέ­
πει νά ύποθέσουμε, λοιπόν, γιά τίς άκανθες πού άναφέρονται προγενέ­
στερα άπό αύτήν τήν χρονολογία καί ύποτίθεται ότι προέρχονταν άπό
τήν Κωνσταντινούπολη; Μπορεί νά ύπήρχαν ορισμένες άκανθες στή Βα­
σιλεύουσα καί πρίν άπό αύτήν τήν χρονολογία; Φαίνεται όμως ότι στήν
πλειονότητα τών περιπτώσεων τά ιερά λείψανα, πού ύποτίθεται ότι προ­
έρχονταν άπό τήν Κωνσταντινούπολη, στήν πραγματικότητα προέρχον­
ταν άπό τά Ιεροσόλυμα.
α) Ό αύτοκράτορας Ιουστίνος Β '(520-578) παρουσιάζεται ότι προσέ-
φερε περί τό έτος 565 στόν άγιο Γερμανό, έπίσκοπο Παρισίων, άκανθες (ή

31 ΒΛ. U L R IC H HENZE, Die Kreuzreliquiare von Trier und M ettlach. Studien zur Beziehung
zwischen Bild und Heiltum in der rheinischen Schatzkunst des friihen 13. Jahrhunderts,
Munster 1988.

32 BERNHARD KREUTZ, «Heinrich von Ulmen (1175-1234). Ein Kreuzfahrer zwischen Eifel und
Mittelmeer», στό Portrdt einer Europdischen Kemregion. Der Rhein-Maas-Raum, Irsigler Franz καί
Gisela Minn (ed.), στό Ristorischen Lebensbildern , Trier, Kilomedia Verlag, 2005.
9
μέρος τοΰ άκανθίνου στεφάνου), ό όποιος μέ την σειρά του τά δώρησε
στόν ναό τού άγιου Βικεντίου τών Παρισίων33. Στην πραγματικότητα, τό
σχετικό χωρίο τού χρονογράφου μοναχού Aimoin, τό όποιο παραθέτει τη
σχετική άναφορά (πρό τού 1008)34, φαίνεται ότι προστέθηκε κατά τόν IB'
αιώνα.
β) Ή αύτοκράτειρα Ειρήνη (752-803) έστειλε ορισμένες άκανθες στόν
Καρλομάγνο γιά την πόλη Aix la Chapelle. Στό Άσμα τον Καρλομάγνον, ό
Δανιήλ, Έλληνας επίσκοπος ή άρχιεπίσκοπος τής Νάπολης, άνοιξε τό
σκεύος όπου φυλασσόταν ό άκάνθινος στέφανος καί έδωσε ορισμένες ά­
κανθες στόν Καρλομάγνο στήν Κωνσταντινούπολη. Είναι πιθανόν ό Καρ-
λομάγνος άπλώς νά έλαβε τίς άκανθες -άκόμη καί στήν περίπτωση πού ό
θρύλος, ό όποιος παρατίθεται στό έργο Descriptio περί ταξιδιού τού Καρ-
λομάγνου στήν Ανατολή, προστέθηκε άπλώς γιά νά έξωράίσει τό σχετικό
έπεισόδιο-, άλλά ή προέλευσή τους άπό τήν Κωνσταντινούπολη φαίνεται
μάλλον προϊόν φαντασίας, καθώς ή μελέτη τού φυλασσόμενου καί φερο-
μένου ώς χιτώνος35 τού Κυρίου στή βασιλική τού άγιου Διονυσίου τού
Argenteuil της Γαλλίας έδειξε ότι είναι πολύ πιό πιθανή ή προέλευσή του
άπό τά Ιεροσόλυμα, παρά άπό τήν Κωνσταντινούπολη. Είναι πιθανόν
λοιπόν νά ισχύει τό ίδιο καί γιά τόν άκάνθινο στέφανο. Οί άκανθες,
εφόσον δεχθούμε ότι τίς έλαβε πράγματι ό Καρλομάγνος, φαίνεται νά
ήσαν μάλλον δώρο τού Πατριάρχου Ιεροσολύμων ή κάποιου άπό τούς
άπεσταλμένους του, παρά δώρο τής αύτοκράτειρας Ειρήνης.

Φανταστικό πορτρέτο τοΰ Καρλομάγνου, έργο Άλμπρεχτ Ντύρερ (1471-1528).

33 Ό ναός μετά τήν άνακατασκευή καί ανακαίνισή του αφιερώθηκε στόν άγιο Γερμανό,
επίσκοπο Παρισίων (Saint Germain des Pres).
34 ΒΛ. Historiae Francorum, P.L. 139.
35 BAPIERRE DOR, La tunique d ‘Argenteuil et ses pretendues rivales, Maulevrier, ed. Herault,
2002 .
10
Ό Χιτώνας τοΰ Κυρίου, βασιλική του αγίου Διονυσίου τού Argenteuil, Γαλλία.

Σύμφωνα μέ ένα κατάλογο, ό όποιος φέρεται νά συντάχθηκε τό έτος


804, ό Καρλομάγνος παρέδωσε στην πόλη Aix la Chapelle οκτώ άκανθες
(μεταγενέστερες μαρτυρίες άναφέρουν ότι πέρα άπό τίς οκτώ άκανθες,
υπήρχε καί ένα μέρος τού άκανθίνου στεφάνου). Ό Mely36 προσπάθησε νά
άποκαταστήσει τήν ιστορία τών οκτώ άκανθών: τέσσαρις έξ αύτών κατέ­
ληξαν στήν πόλη Compiegne τής βόρειας Γαλλίας τό έτος 877, μία έστάλη
άπό τόν βασιλέα τών Φράγκων Hugo Capeto (987-996) στόν βασιλέα τής
Αγγλίας Έθελσταν37 τό έτος 927, όταν ζήτησε τό χέρι τής άδελφής του Έ-
θίλδης (αύτή ή άκανθα στή συνέχεια βρέθηκε στό Malmesbury τής Βρε­
τανίας), μία άκανθα δόθηκε άπό τόν Λουδοβίκο Ζ στήν πριγκήπισσα
Σανκία, ή όποία μέ τή σειρά της τή δώρησε στή Μονή τού Αγίου Πέτρου
της Ακάνθου στήν Ισπανία, μία άκανθος έστάλη στήν πόλη Andechs τής
Βαυαρίας άπό τήν Αγνή-Μαρία, κόρη τού δούκα τής Μερανίας38 Βερθόλ-
δου Δ' καί σύζυγο39 τού βασιλέα τής Γαλλίας Φιλίππου Αύγούστου Β .
Κατέληξε δέ στό ναό τού άγίου Διονυσίου καί ή παρουσία του εκεί έπιβε-
βαιώνεται άπό τή μαρτυρία τού άββά Suger στίς άρχές τού IB' αιώνα.

36 Ό π.π., σελ. 230 κ.έξ.


37 894-939.
38 Μερανία: περιελάμβανε τήν ακτή τής Αδριατικής, τή Δαλματία καί τήν Τστρια.
39 1196-1201.
11
Ό Καρλομάγνος, μινιατούρα, Εθνική Βιβλιοθήκη Γαλλίας.

Σχετικά μέ τό άββαειο τού άγιου Διονυσίου πρέπει νά άναφερθεΐ, προκει-


μένου νά την άνασκευάσουμε, ή γνώμη τοΰ έρευνητοϋ Baillet (1703)40, ή
όποία υιοθετήθηκε άπό τόν άρχαιολόγο Paul Perdrizet41, σύμφωνα μέ τήν
όποία στόν άγιο Διονύσιο τών Παρισίων βρισκόταν ήδη ένα κομμάτι τού
άκανθίνου στεφάνου πρό τού 1239, τό όποιο έκρυψαν οί μοναχοί κατά τήν
άφιξη τού άκανθίνου στεφάνου στό Παρίσι, τό 1239, προκειμένου νά εύα-
ρεστήσουν τόν Λουδοβίκο Θ'. Έτσι, έκτοτε δέν άναφέρονταν παρά μόνο
στήν άκανθο πού είχαν λάβει άπό τόν Φίλιππο Αύγουστο Β .

40 ADRIEN BAILETT, Jugemens des savans sur les Principaux Ouvrages.


41 P. PERDRIZET, he Calendrier parisien a la fin du Moyen Age d'apres le Briviaire et les livres
d ’heures, Paris, Les Belles Lettres, 1933, σελ. 199.
12
Ό βασιΛέας τής Γαλλίας Φίλιππος Β ', έργο Louis-Felix Amiel (1802-1864), ανάκτορο
Βερσαλλιών, Γαλλία.

Ή υπόθεση τοΰ Baillet στηρίζεται σέ μία εικασία. Στήν πραγματικότητα,


αν ορισμένα κείμενα προγενέστερα τοΰ 1205 κάνουν Λόγο μέ κατηγορη­
ματικό τρόπο γιά τόν άκάνθινο στέφανο τού άγίου Διονυσίου, πρέπει νά
δεχθούμε ότι δέν έπρόκειτο παρά γιά μία άκανθο, διαφορετική άπό αύτήν
πού δωρήθηκε τό 1205 καί φυλασσόταν μέχρι καί τήν Γαλλική ’Επανά­
σταση. Είναι επίσης πιθανόν τό λείψανο τής άκάνθου τού άγίου Διονυ­
σίου νά διαφυλασσόταν έπί ενός στεφάνου καί νά ονομάσθηκε έκ παρα­
δρομής «ακάνθινος στέφανος», ενώ στήν πραγματικότητα έπρεπε νά όνο-
μασθεΐ «στέφανος τής άκάνθου». Ό Mely παραθέτει καί άλλα παραδείγμα­
τα μέ λάρνακες πού οί συγγραφείς ισχυρίζονταν ότι φυλασσόταν ολό­
κληρος ό στέφανος, ένώ στήν πραγματικότητα έπρόκειτο γιά μία μόνο
άκανθο.
Άς έπανέλθουμε όμως στήν ιστορία τού άκανθίνου στεφάνου. Τό ιε­
ρό κειμήλιο είχε έντοπισθεΐ στήν Κωνσταντινούπολη, σύμφωνα μέ ένα
κείμενο τό όποιο περιγράφει τήν Πόλη (Ανώνυμος τού Mercati), συνταχθέν
στήν ελληνική μεταξύ τού 1066 καί 1081. Τό κείμενο μεταφράσθηκε στή

13
Λατινική άπό έναν ΆγγΛο προσκυνητή μεταξύ τού 1089 καί 109642, καθώς
καί άπό τόν Ανώνυμο προσκυνητή τού Tarragonensis στά τέΛη τού ΙΑ'
αιώνα43. Τό 1097, «ό αύτοκράτορας Αλέξιος Α 1ό Κομνηνός υποχρέωσε τους
έπικεφαλής τής Α Σταυροφορίας, οί οποίοι πέρασαν άπό τήν Κωνσταντινού­
πολη νά όρκισθοϋν νά μήν κρατήσουν υπό τήν κατοχή τους καμμία πόλη καί
κανένα φρούριο πού άνήκαν στήν αύτοκρατορία. Ό όρκος δόθηκε έπί τού Τί­
μιου Σταυρού, τού άγίου στεφάνου καί πολλών άλλων ιερών λειψάνων»*4. Ό
άκάνθινος στέφανος άναφέρεται εκ νέου σέ μία έπιστοΛή, τήν όποία
άπηύθηνε ό αύτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός στόν Ροβέρτο Α' τής Φλάν­
δρας τό 1093, φαίνεται όμως ότι χρονολογείται μεταξύ 1098-110045. Μία
άνώνυμη πηγή, ή όποία χρονολογείται μεταξύ τών ετών 1136 καί 114346,
άναφέρει τό γεγονός. Παρομοίως, ένας προσκυνητής άναφέρει ότι βρι­
σκόταν στό αύτοκρατορικό παρεκκλήσι τού παλατιού τού Βουκολέοντος
τό 115047, ένώ άναφέρεται έκ νέου στό ίδιο σημείο άπό τόν άββά τής μονής
τής Thingeyrar, Nicolas Saemundarson, τό 1157, ό όποιος είχε κάνει προ-
σκυνηματικό ταξίδι στούς Αγίους Τόπους άπό τό 1151 μέχρι τό 115448. Τό
άναφέρει έπίσης ό Γουλιέλμος τής Τύρου τό 117149 μεταξύ τών ιερών
λειψάνων πού συνάντησε ό βασιλέας Αμωρί Α' τής Ιερουσαλήμ50. Απαντά
έπίσης σέ μία περιγραφή περί τό 119051, στόν Αντώνιο τού Νόβγκοροντ
περί τό 120052 καί στόν Νικόλαο τόν Μεσαρίτη53 μεταξύ 1201 καί 120754. Ό
Νικόλαος, πού ήταν σκευοφύλακας τού ναού, άναφέρει τόν άκάνθινο στέ­
φανο στήν έκκλησία τής Θεοτόκου τού Φάρου55, πλησίον τού Παλατιού

42 KRIJNIE Ν. CIGGAAR, «Une description de Constantinople traduite par un pelerin an­


glais», στό Revue des Etudes Byzantines 34,1976, σελ. 245.
43 K. CIGGAAR, όπ.π., σελ. 245. A. FROLOW, όπ.π., σελ. 286, n. 256.
44 A. Frolow , όπ.π., σελ. 286, n. 256. R iant , 1878, II, 208. A. Frolow , όπ.π., σελ. 301-302, n.
283.
45 R ia n t, Exuviae sacrae Constantinopolitanae, II, Geneva 1878, σελ. 208. A. F ro lo w , όπ.π., σελ.
301-302, n. 283.
46 K. CIGGAAR, όπ.π., σελ. 340 κ.έξ. R ia n t, όπ.π., II, σελ. 211.
47 R i a n t , όπ.π., II, σ ελ . 2 1 1 .
48 R ia n t, όπ.π., II, σελ. 213. Α. Μ. D u b a rle, όπ.π., σελ. 53. R ia n t, όπ.π., II, σελ. 216.
49 R i a n t , όπ.π., II, σ ε λ . 2 1 6 .
50 1162-1174. Δευτερότοκος υιός τοΰ Φούλκωνος τών Ιεροσολύμω ν καί τής βασίλισσας Με-
λισσάνθης τών Ρετέλ. Διαδέχθηκε στόν θρόνο τόν μεγαλύτερο αδελφό του Βαλδούίνο Γ '.
51 R i a n t , ό π .π ., II, σ ελ . 2 1 7 .
52 R i a n t , ό π .π ., II, σ ελ . 2 2 3 .
53 Μετέπειτα Μητροπολίτης Εφέσου. Βλ. JULES PARGOIRE, «Nicolas Mesarites, metropo-
lite d'Ephese», στό Echos d'Orient, τόμος 7, no 47,1904, σελ. 219-226.
54 J. EBERSOLT, Sanctuaires de Byzance, Recherches sur les anciens tresors des eglises de Con­
stantinople (1921), σελ. 27. A. M. DUBARLE, όπ.π., σελ. 41. Τό δεύτερο κείμενο στήν πραγμα­
τικότητα επαναλαμβάνει τό πρώτο.
55 Τής όποιας τό προσωνύμιο ήταν ή Οικοκυρά. Ή έκκλησία τού Φάρου κτίσθηκε ϊσως τόν
8ο αιώνα. Είναι ή πρώτη πού μνημονεύεται στή Χρονογραφία τού Θεοφάνους τού Όμολο-
γητού. Στήν έκκλησία αύτή τελέσθηκε ό γάμος τού Λέοντος Δ 1καί τής Ειρήνης τής Αθη­
ναίας. Μετά τό τέλος τής είκονομαχίας άνοικοδομήθηκε καί διακοσμήθηκε άπό τόν αύ-
τοκράτορα Μ ιχαήλ Γ . Στά εγκαίνια, ϊσως τό έτος 864, ομίλησε ό Πατριάρχης Φώτιος
Α 1. Ό ναός τελικά καταστράφηκε. Περί της Θεοτόκου τού Φάρου βλ.: J. EBERSOLT, San-
14
τοΰ Βουκολέοντος. Σύμφωνα μέ την μαρτυρία του: «Ό άκάνθινος στέφα­
νος...είναι πράσινος, άνθισμένος, σχεδόν ανέπαφος. Δέν είναι τραχύς, άλλά
λείος καί πολύ άπαλός. Οί βλαστοί τον δέν ήταν όπως τών βάτων, στά όποι­
α πιάνονται τά ένδύματα καί σχίζονται άπό τά άγκάθια τους. Ό μοιάζουν πε­
ρισσότερο μέ τά άντίστοιχα φυτά τού Λιβάνου, μέ τούς κίτρινους εύλύγι-
στους βλαστούς τής λυγαριάς»56. Ό Robert de Clari, μεταξύ 1203 καί 1204,
γράφει άντιθέτως σχετικά μέ τόν στέφανο πού εύρισκόταν στό παρεκ­
κλήσι τού Βουκολέοντος ότι οί άκανθές του ήταν κοφτεροί σάν σιδηρά
σουβλιά57.

Ό Βαλδουΐνος τής Φλάνδρας μέ τή σύζυγό του.

ctuaires de Byzance. Recherches sur les anciens tresors des eglises de Constantinople (1921). HOL-
GER A. KLEIN, «Sacred Relics and Imperial Ceremonies at the Great Palace of Constantino­
ple», στό F. A. Bauer (Hrsg.), Visualisierungen von Herrschaft, BYZAS 5 (2006), σελ. 79-99. Περί
τού άκαν- θίνου στεφάνου καί τών ιερών κειμηλίων τής Παναγίας τού Φάρου βλ: PAUL
MAGDALINO, «L'eglise du Phare et les reliques de la Passion a Constantinople (Vlle/VIIIe-
XHIe siecles)», BYZANCE ET LES RELIQUES DU CHRIST, CENTRE DE RECHER-CHE
D'HISTOIRE ET CIVILISATION DE BYZANCE, MONOGRAPHIES 17, Paris 2004, σελ. 15-
30.
56 «Πρώτος εις προσκύνησιν ό ακάνθινος προτίθεται στέφανος, ετι χλοάζων καί έξανθών
καί μένων άκήρατος, ότι μετέσχε τής άφθαρσιας εκ τής προσψαύσεως τής δεσποτικής Χρι­
στού κεφαλής εις έλεγχον τών έτι μενόντων άπιστων 'Ιουδαίων καί τω σταυρφ μη προσκυ-
νούντων Χριστού, ου κατά τήν ιδέαν τραχύς, ου κατά τήν άφήν πληκτικός τε καί λυπηρός,
άλ λ ’εύανθής όραθήναι καί εί συγχωρητόν άφθήναι ομαλός τε καί προσηνέστατος. Εξανθή­
ματα τούτου ούχ όποία τά έν τοίς φραγμοίς τών άμπελώνων άναφυόμενα καί πρός εαυτά τό
τέρμα τού χιτώνος καί τήν ώαν έπισυνάγοντα ώς οί λωποδυτούντες τά φώρια, ά καί
λυπούσιν έστιν δτε ταίς άμυχαίς τήν τού επισυρομένου πέζ,αν καί το'ις άπηγριωμένοις τρι-
βόλοις έκείνοις αίμάσσουσιν, ούμενουν ούδαμον. Ά λ λ ’ οία τού Λιβάνου άνθη τά ές μικρότα-
τον είδος έρνου άναφυόμενα κατ' άναθήλησιν λύγου, κατά φυλλαρίων φυήν», AUGUST
HEISENBERG, Nikolaos Mesarites, Die Palastrevolution des Johannes Komnenos, Wurzburg 1907.
57 Ria n t , οπ.π., II, σελ. 231. E bersolt , οπ.,π., σελ. 27.
15
Ό Νικόλαος τοΰ Ότράντο, στό έργο του «Traite surlacommunion»,
συνταχθέν περί τό 1207, αναφέρει τόν ακάνθινο στέφανο, μεταξύ τών
λειψάνων πού έψαχναν οί Σταυροφόροι στό παλάτι τού αύτοκράτο- ρος
κατά τήν Δ' Σταυροφορία58.Ό έπιλεγείς άπό τούς Σταυροφόρους νέος
αύτοκράτορας Βαλδουΐνος Ε' τής Φλάνδρας πήρε γιά λογαριασμό του τό
ένα τέταρτο τών ιερών λειψάνων, καί κυρίως αύτά τών Αχράντων Παθών,
τά όποια φυλάσσονταν στό παρεκκλήσι τού Βουκολέοντος. Ό Νικόλαος
τού Ότράντο βεβαιώνει ότι οί Σταυροφόροι δέν πήραν τόν άκάνθινο
στέφανο, καθώς, όπως διευκρινίζει στή συνέχεια, είδε τό ιερό λείψανο
μετά άπό τίς λεηλασίες τών Λατίνων59.

fo m ^'tcegtn ii.cr muirfcn cun ignc.)affim fbo rucno. (ηηΠτΓ


tiatnr rao?ofTparSe cicf?gn«n, irnco ά tiwiu. e<*nnen&N?fiw
tftacreΛΤΙ.wiso o«i'r*:ciiSr· fimce». Tnontrin'tyru-m
duco· 0^*. *^anoncroct»ift<j. ad ito

Ή άλωση τής Πόλης άπό τούς Σταυροφόρους, 1204, μινιατούρα του έτους 1300.

Ό Ακάνθινος Στέφανος ώς ενέχυρο στά χέρια τών Σταυροφόρων.

Τό 1239, ό Βαλδουΐνος ό Β' τού Courtenay, λατίνος αύτοκράτορας τής


Κωνσταντινουπόλεως, ύπό τήν άντιβασιλεία τοΰ πεθερού του, Ίωάννου
Βρυεννίου, πήγε στή Δύση γιά νά παρακαλέσει τόν Πάπα Γρηγόριο Θ'60
καί τούς ρωμαιοκαθολικούς ήγεμόνες (μεταξύ τών όποιων καί ό Λουδοβί­
κος ό Θ') γιά βοήθεια σέ άνθρώπους καί χρήματα, καθώς ή κατάσταση
στήν Κωνσταντινούπολη ήταν κρίσιμη.

Πάπας Γρηγόριος Θ ', χειρόγραφο Μ I I I 9 7 ,122rb, 1270, Εθνική Βιβλιοθήκη Σάλζμπουργκ.

5S R ia n t , όπ.π., II, σελ. 233. A. F r o l o w , όπ.π., σελ. 303-304.


59Α . Μ . D u b a r le , όπ.π., σελ. 36.
“ 1227-1241.
16
Κατά τήν άπουσία του άπέθανε ό Ιωάννης Βρυέννιος (23 Μαρτίου 1237)
καί οί άριστοκράτες τής Πόλης, οί όποιοι έκτελοΰσαν χρέη άντιβασιλέων
τής αύτοκρατορίας, λόγω τής άνάγκης τους νά δανεισθοϋν χρήματα,
έβαλαν ώς ένέχυρο τόν άκάνθινο στέφανο έναντι 13.134 χρυσών νομισμά­
των61, μέ τήν άκόλουθη κατανομή δανείου: ό έπικεφαλής τής κοινότητας
τών Βενετών τής Κωνσταντινουπόλεως Albertino Morosini 4.175, ή ήγου-
μένη τής μονής της Αγίας Παρασκευής ή τής μονής Περιβλέπτου τής
Κωνσταντινουπόλεως 4.300, οί δύο Βενετοί άριστοκράτες Nicolas Cornaro,
Pierre Zianni 2.200 καί πολλοί Γενουάτες 2. 45962.

Ό βασιλέας Βαλδουΐνος Β .

Στό μεταξύ, ό Βαλδουΐνος ό Β , ό όποιος είχε πληροφορηθεί τήν κα­


τάσταση, πρότεινε στόν Λουδοβίκο Θ'νά άγοράσειτόν άκάνθινο στέφανο.
Ό βασιλέας δέχθηκε άμέσως τήν πρότασή του καί άπέστειλε δύο δομινι­
κανούς μοναχούς, τούς Ιάκωβο καί Ανδρέα de Longjumeau, προκειμένου
νά παραλάβουν τόν άκάνθινο στέφανο (ό Ανδρέας de Longjumeau ύπήρξε
ηγούμενος δομινικανής μονής της Κωνσταντινουπόλεως, συνεπώς είχε
τήν εύκαιρία νά προσκυνήσει τόν άκάνθινο στέφανο). Οί δύο μοναχοί συ-
νοδεύθηκαν άπό έναν άπεσταλμένο τού βασιλέα Βαλδουΐνου Β ’, τόν ίππό-

61 Ποσό πού αντιστοιχούσε περίπου σέ Τ7 εκατομμύρια φράγκα. MORAND, Histoire de la


Sainte Chapelle, σελ. 9. CHARLES ROHAULT DE FLEURY, M emoire sur les instruments de la
passion de N.-S. J.-C. 1870, σελ 110.
62 Recueil des historiens des Gaules et de France, 1865, σελ. 73, n. 18.
17
τη Nicolas de Sorel, κομιστή επιστολών τοΰ αύτοκράτορα πρός τούς άρι­
στοκράτες της Κωνσταντινουπόλεως. Έν τώ μεταξύ, καθώς ή ήμερομηνία
άποπληρωμής τού δανείου τών άριστοκρατών έξέπνευσε, στίς 4 Σεπτεμ­
βρίου 1238 εξασφάλισαν τό άπαραίτητο ποσό γιά τήν άποπληρωμή άπό
τόν Βενετό πατρίκιο Nicolas Quirino, πετυχαίνοντας μία νέα παράταση
οκτώ ή δέκα μηνών, διάστημα μετά τήν παρέλευση τού όποιου τό ιερό
λείψανο, εύρισκόμενο πάντοτε στόν ναό τού Παντοκράτορος της Κων­
σταντινουπόλεως, θά περιερχόταν στήν κυριότητα τού δανειστή63. Οί νέοι
όροι ύπογράφηκαν άπό τόν Anseau de Cayaeux64 (άντιβασιλέα έκείνη τήν
έποχή) καί τούς Narrion de Toucy, Villaid' Aulnoy (στρατάρχη της αύτο-
κρατορίας), Gerard de Struens καί Milon Tirel (συμβούλους τού αύτοκράτο­
ρα)65. Τόν Δεκέμβριο κατέφθασαν στήν Κωνσταντινούπολη οί άπεσταλ-
μένοι τού Λουδοβίκου Θ ’.

I f

Τό συμβόλαιο τών όρων γιά τήν άγορά τοΰ Ακανθίνου Στεφάνου, Εθνικό Αρχείο
Γαλλίας.

63 A.L. VlDIER, Le Trisor de la Sainte-Chapelle, Inventaires Et Documents, 1911, σ ελ . 283- 285.


641 1 9 5 -1 2 7 3 .
65 Nos Anselmus de Kaeu, bajulus imperii Romanie, Nariotus de Tuci.....
18
Ό βασιλέας τής Γαλλίας Λουδοβίκος Θ '.

Μία νέα πράξη ύπογράφηκε άπό τούς ίδιους άριστοκράτες (μέ έξαίρεση
τον Anseau de Cayaeux, ό όποιος πιθανόν στό μεσοδιάστημα άπέθανε), μέ
τήν όποία ζητούσαν άπό τόν Nicolas Quirino νά έπιστρέψει τό ιερό Λεί­
ψανο στούς τρεις άπεσταΛμένους έναντι εξόφλησης τού χρέους66. Ακολου­
θώντας τούς άνωτέρω όρους, οί άπεσταλμένοι Γάλλοι δομινικανοί άνα-
χώρησαν στίς 25 Δεκεμβρίου 1238 γιά νά συνοδεύσουν τό ιερό κειμήλιο
στή Βενετία, άπ' όπου θά τό έλάμβαναν ύπό τήν κατοχή τους μόλις θά
εξοφλείτο τό χρέος. Τό λείψανο μεταφέρθηκε διά πλοίου στή Βενετία μέ
συνοδεία Γάλλων άριστοκρατών καί Βενετών πολιτών. Παρά τήν κακο­
καιρία καί τίς προσπάθειες τού Έλληνα αύτοκράτορα τής Νίκαιας Ιωάννη
Βατάτζη, ορκισμένου έχθρού τής λατινικής αύτοκρατορίας, νά τό πάρει
πίσω, κατάφεραν νά φθάσουν στή Βενετία χωρίς άπώλειες καί νά τό ένα-

66 Datum Constantinopoli, anno Domini millesimo CCXXXVIII, mense decembris (VlDIER, 1 9 1 1 , σελ.
2 8 5 -2 8 6 , n. 2. Βλ. επίσης τήν έκθεση Le tresor de la Sainte' Chapelle, Paris, Musee de Louvre,
2 0 0 1 , σ ε λ . 4 4 , n . 6).

19
ποθέσουν στό θησαυροφυλάκιο του ναοϋ τού Αγίου Μάρκου τής Βενε­
τίας67.
-

Ό άγιος Ιω άννης Βατάτζης, μικρογραφία από χειρόγραφο του 15ου αι., Μόντενα,
Βιβλιοθήκη Estence.

Αφήνοντας πίσω τόν μοναχό Ανδρέα γιά νά φυλάσσει τό ιερό λείψανο, ό


Ιάκωβος de Longjumeau, συνοδευόμενος άπό άπεσταλμένους τοΰ αύτο-
κράτορα, μετέβη άμεσα στή Γαλλία προκειμένου νά άνακοινώσει τά άπο-
τελέσματα τής άποστολής του καί νά παραλάβει τό άπαιτούμενο ποσό
γιά τήν εξόφληση τοΰ χρέους. Ή άποπληρωμή τοΰ χρέους έπιτεύχθηκε τίς
επόμενες ή μέρες (ένα μέρος του, καθώς οί άπεσταλμένοι δέν έλαβαν
παρά 10.000 άπό τά 13.314 χρυσά νομίσματα). Οί σφραγίδες πού κάλυ­
πταν τό ιερό λείψανο συγκρίθηκαν μέ αύτές πού είχαν σφραγισθεΐ οί έπι-
στολές των άριστοκρατών τής Κωνσταντινουπόλεως καί άναγνωρίσθη-
καν ώς αύθεντικές. Μεταξύ Ίανουαρίου καί Μαΐου τού 1239, ό Λουδοβίκος
ό Θ' έγραψε επιστολή πρός τόν Φρειδερίκο Β' προκειμένου νά τού ζητήσει
άδεια διελεύσεως καί προστασία των μεταφερόντων τό ιερό κειμήλιο. Ή
έν λόγω έπιστολή άποδεικνύει ότι ή μεταφορά τού άκανθίνου στεφάνου
έγινε διά μέσου τής βόρειας Ιταλίας καί τής Γερμανίας. Στις 23 καί όχι
στίς 29 Φεβρουάριου, οί μεταφορείς του βρέθηκαν στό Vercelli τής Ιτα­
λίας68. Όταν έφθασαν στήν Τρουά έστειλαν άγγελιαφόρους στόν βασι­

67 ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΗΛΙΑΡΑΚΗ, Ιστορία τον Βασιλείου τής Νικαίας καί τον Δεσποτάτου τής
Ηπείρου (1204-1261), έν Αθήναις 1994, σελ. 335-336.
68 Ό F. DE MELY (1904, 270) άναφέρει τήν 29π Φεβρουάριου ώς ήμερα διελεύσεως άπό τό
Vercelli, χωρίς όμως να παραπέμπει κάπου. Πρόκειται προφανώς είτε γιά τυπογραφικό
λάθος ή γιά άβλεψία. Σχετικά μέ τό Vercelli, πρέπει νά άναφέρουμε ένα σφάλμα τοΰ
Baillet, τό όποιο παραθέτει ό Gosselin (1828, σελ. 96): Ό Baillet ισχυρίζεται ότι «ή εκκλησία
του Vercelli στό Πεδεμόντιο θεωρεί δτι κατέχει τόν ακάνθινο στέφανο, και καθε έτος έχει
ορίσει τήν έορτή του τήν 23'< Φεβρουάριου. Δέν γνωρίζουμε άπό πού βρέθηκε έκεϊ ένα τέτοιο
λείψανο». Ό GOSSELLIN προσπάθησε νά βρει τίς σχετικές μαρτυρίες, άλλά μάταια, καί
αύτό δικαιολογείται ώς εξής: Ό Du Saussay, στό έργο του Martyrologium Gallicanum (1637,
II, σελ. 1093), μάς αναφέρει τόν λόγο. Γράφει ότι ή έορτή τοΰ ακάνθινου σταυρού
20
λέα γιά νά τόν ειδοποιήσουν γιά τήν έλευση τοΰ λειψάνου σε αύτήν τήν
πόλη.

«νΙδε ό Ανθρωπος», έργο Ιερώ νυμου Μπος, 1476 ή μεταγενέστερο.

Ό Ακάνθινος Στέφανος στά χέρια των Γάλλων.

Ό βασιλεύς τής Γαλλίας έσπευσε νά τούς συναντήσει, συνοδευο-


μένος άπό τήν μητέρα του καί τούς άδελφούς του, Robert d'Artois, Alphon­
se de Poitiers, Charles d'Anjou, τόν άρχιεπίσκοπο τής Sens, Gautier Cornut,
τόν έπίσκοπο τού Puy, Bernard de Montaigu69, καί άλλους άριστοκράτες
καί ιππότες. Πράγματι, ή βασιλική πομπή ύποδέχθηκε τό ιερό κειμήλιο
στήν πόλη Villeneuve- l'Archeveque τήν 10') Αύγούστου. Αφού τό παρέλα-
βαν στό φρούριο Maulny le Repos (ή άλλιώς Reposoir70), ταυτοποήθηκαν
ώς αύθεντικές οί σφραγίδες, μέ τίς όποιες είχε σφραγισθει τό ξύλινο κιβώ-

έορταζόταν στίς 23 Φεβρουάριου, ημέρα κατά τήν όποία ό άκάνθινος στέφανος πέρασε
άπό αύτήν τήν πόλη, χωρίς όμως νά παραμείνει ποτέ τό ιερό λείψανο έκεΐ.
69 1237-1248.
70 Τό όνομα Repos ή Reposoir πιθανώς άποδόθηκε εις άνάμνησιν τής στάσεως τού άκαν-
θίνου στεφάνου στόν έν λόγω τόπο.
21
t loπού μετέφεραν οι δύο δομινικανοί μοναχοί, άνοίχθηκε τό κιβώτιο καί
εντός του βρισκόταν μία ασημένια κασετίνα, σφραγισμένη μέ σφραγίδες
τών αριστοκρατών τής Κωνσταντινουπόλεως. Οί σφραγίδες εξετάσθηκαν
καί άναγνωρίσθηκε ή γνησιότητά τους, τίς έσπασαν, όπως καί αύτές τού
Δόγη τής Βενετίας πού είχαν προστεθεί γιά μεγαλύτερη άσφάλεια, καί
βρήκαν έντός μία χρυσή λάρνακα, ή όποία περιείχε τό ιερό λείψανο. Ή
λάρνακα άνοίχθηκε καί ό άκάνθινος στέφανος έπιδείχθηκε σέ όλους τούς
παρισταμένους. Μετά άπό τίς δέουσες προσευχές, ή λάρνακα καί ή κασε­
τίνα, έντός τής όποιας βρισκόταν ό στέφανος, σφραγίσθηκαν εκ νέου μέ
τή σφραγίδα τού Γάλλου βασιλέα αύτή τή φορά. Τήν έπομένη, τήν ΙΙ'ΐ
Αύγούστου, ό άκάνθινος στέφανος μεταφέρθηκε στή Sens διά λαμπρής
λιτανείας. Ή πομπή σταμάτησε στήν είσοδο τής πόλεως καί ό βασιλεύς
άσκεπής καί άνυπόδητος, φορώντας μόνον ένα λευκό χιτώνα, παρέλαβε
τό ιερό λείψανο έπί ένός φορτείου καί τό μετέφερε επί τών ώμων του μαζί
μέ τόν μεγάλο άδελφό του, Robert cTArtois. Πίσω του άκολουθούσαν οί
άλλοι δύο άδελφοί του, Αλφόνσος καί Κάρολος.

Ό βασιλεύς Λουδοβίκος μεταφέρει τόν Ακάνθινο Στέφανο.

22
Ό βασιλεύς Λουδοβίκος προσκυνά τόν Ακάνθινο Στέφανο.

Προπομποί τοΰ βασιλέα έτέθησαν μία όμάδα αριστοκρατών καί Ιπποτών,


όλοι ανυπόδητοι. Τήν πομπή έσπευσαν νά ύποδεχθούν οί κληρικοί τού κα­
θεδρικού ναού ένδεδυμένοι μέ μεταξωτά ενδύματα, μοναχοί καί άλλοι
έξέχοντες τού εκκλησιαστικού χώρου. Από κοινού κατευθύνθηκαν όλοι
στόν ναό τού Αγίου Πέτρου τού Ζώντος καί κατόπιν στόν καθεδρικό τής
Sens (ό τότε καθεδρικός ναός τών Παρισίων), όπου καί έναποτέθηκε τό ιε­
ρό λείψανο. Ό Λουδοβίκος ό Θ' άνέθεσε στόν άρχιεπίσκοπο Gautier Cor-
nut τής πόλεως Sens νά συγγράψει μία άναφορά μέ τό χρονικό παραλα­
βής τού άκανθίνου στεφάνου στή Sens τήν 11ί Αύγούστου καί τής με­
τακομιδής αύτού στό Παρίσι. Ή συγγραφή ολοκληρώθηκε τό 1239 ή 1240
ύπό τόν τίτλο De Translations Coronaespineae7\

71 Ή μητρόπολη τών Παρισίων εκείνη τήν εποχή άνήκε στήν επαρχία τού Sens.
23
Ή Λειψανοθήκη τού Ακάνθινου Στεφάνου τού 1862.

24
Λεπτομέρεια άπό τή Λειψανοθήκη τοΰ Ακάνθινου Στεφάνου τού 1862.

Ή Λειψανοθήκη τού Ακάνθινου Στεφάνου τοΰ 1806.

25
Λεπτομέρεια άπό τή Λειψανοθήκη τού Ακάνθινου Στεφάνου τού 1806.

Μετά τό Κονκορδάτο τοΰ 180172, ό άκάνθινος στέφανος, τμήμα τοΰ


Τίμιου Ξύλου καί ένας ήλος (καρφί) τής Σταυρώσεως έναπετέθησαν, τό
1806, στόν ναό τής Παναγίας τών Παρισίων, όπου εκτίθενται σέ προσκύ­
νηση τήν πρώτη Παρασκευή κάθε μήνα καί κάθε Παρασκευή τής Μεγά­
λης Τεσσαρακοστής. Ό άκάνθινος στέφανος είναι τοποθετημένος έντός
κρυστάλλινου κύκλου (δακτυλιδίου) μέ χρυσά δεσίματα και ή λειψανοθή­
κη στήν οποία φυλάσσεται είναι έργο τού χρυσοχόου Poussielgue Rusand
καί σχέδιο τού J.G. Astruc. Ό τίμιος ήλος (καρφί) προέρχεται από τήν Ιε ­
ρουσαλήμ καί δωρήθηκε άπό τόν πατριάρχη Ιεροσολύμων Γεώργιο Β'
στόν βασιλέα Καρλομάγνο, τό έτος 799.

72 Τό Κονκορδάτο τοΰ 1801 ήταν συμφωνία μεταξύ τού ΝαποΛέοντα καί τοΰ Πάπα Πίου
Ζ . Ύπογράφηκε στις 15 ΙουΛίου τού αύτού έτους στό Παρίσι καί παρέμεινε σέ ισχύ μέχρι
τό 1905. Επιδίωξε τήν έθνική συμφιΛίωση μεταξύ επαναστατών καί Ρωμαιοκαθολικών
καί εδραίωσε τήν Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ώς τήν πλειοψηφική ’Εκκλησία τής Γαλλί­
ας.
26
27
Ό Ναπολέοντας υπογράφει τό Κονκορδάτο τού έτους 1801, έργο Frar^ois-Pascal Simon
(1770-1837)

Ό ναός τής Παναγίας τών I Ιαρισίων όπου φυλάσσεται ό Ακάνθινος Στέφανος

28

You might also like