You are on page 1of 21

Εισαγωγή

στην

Παλαιά Διαθήκη
Με τον όρο Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη,
αναφερόμαστε στην επιστήμη του ερμηνευτικού
της κλάδου της θεολογίας, η οποία ασχολείται
με τα γραμματολογικά προβλήματα της
γενέσεως, της συστάσεως και της διατηρήσεως
του συνόλου της Παλαιάς Διαθήκης αλλά και
των ξεχωριστών βιβλίων που την
απαρτίζουν[1]. Πιο αναλυτικά, μια Εισαγωγή
στην Παλαιά Διαθήκη εξετάζει την ονομασία,
το περιεχόμενο, τον χαρακτήρα, τον
συγγραφέα, τον τόπο, τον χρόνο συγγραφής,
την αξιοπιστία, την ακεραιότητα, την
θεολογία, την κανονικότητα κάθε βιβλίου,
αλλά ερευνά επίσης τις συνθήκες συγκρότησης
του τελικού αριθμού βιβλίων σε ένα σώμα
(δηλ. τον Κανόνα), καθώς και την ιστορία του
κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης[2].
Πίνακας περιεχομένων
• 1 Περιεχόμενο

• 2 Ιστορία

• 3 Αξία

• 4 Ελληνική

βιβλιογραφία
• 5 Υποσημειώσεις

• 6 Βιβλιογραφία
Περιεχόμενο

Αδριανού, Εισαγωγή εις τας θείας Γραφάς, PG


98,1273
Ο όρος "εισαγωγή" αναφέρεται σε
προκαταρκτικές γνώσεις γενικού
ενδιαφέροντος, οι οποίες εισάγουν στην
κατανόηση ενός αντικειμένου και η προέλευση
του ανάγεται στην αρχαία εκκλησιαστική
γραμματεία, όπου χρησιμοποιήθηκε για πρώτη
φορά από τον έλληνα μοναχό και θεολόγο
Αδριανό (5ος αι. μ.Χ.)[3] (αν και το
συγκεκριμένο έργο του, "εισαγωγή εις τας
θείας γραφάς", είναι περισσότερο
ερμηνευτικό[4]).
Οι περισσότεροι από τους συγγραφείς,
εξετάζουν την ύλη της Εισαγωγής ακολουθώντας
την εξής τριμερή διαίρεση[5]:
• α) Ιστορική και φιλολογική κριτική

κάθε βιβλίου, δηλ. διακρίβωση των


εξωτερικών (βιβλικών και εξωβιβλικών)
και των εσωτερικών (ύφους και ιδεών)
μαρτυριών περί των περιστατικών
συγγραφής (ποιος, τι, πως, που πότε,
γιατί), στοιχεία περί του συγγραφέα,
μελέτη του περιεχομένου (πηγές,
γνησιότητα, αξιοπιστία, ακεραιότητα),
εξέταση του τόπου, του χρόνου, της
αφορμής και του σκοπού που ο καθένα
εξυπηρετεί.

• β) Ιστορία του κανόνα της Παλαιάς


Διαθήκης.
• γ) Ιστορία του κειμένου της Π.
Διαθήκης.
Στο τριπλό αυτό έργο της, η Εισαγωγή στην
Παλαιά Διαθήκη βοηθείται από άλλες επιστήμες
όπως η Βιβλική φιλολογία, η Βιβλική ιστορία,
η Βιβλική θεολογία, η Βιβλική ερμηνευτική, η
Βιβλική γεωγραφία και αρχαιολογία, από την
Εκκλησιαστική Ιστορία αλλά και την "θύραθεν"
(μη χριστιανική) ιστορία, από την
Εκκλησιαστική γραμματολογία αλλά και την
Θρησκειολογία[6].
Η δομή του περιεχομένου της, επιτρέπει και
άλλη μία διαίρεση της εισαγωγής, σε Γενική
και Ειδική[7]. Το Γενικό μέρος, αφορά στην
ιστορία του Ιστορία του Κανόνα, δηλαδή τη
διαδικασία με την οποία η Εκκλησία συνέλεξε
έναν συγκεκριμένο και οριστικό αριθμό
βιβλίων, ως θεόπνευστα και περιέχοντα λόγο
περί της θείας αποκαλύψεως[8], τον οποίο
κατέγραψαν οι ιεροί συγγραφείς όχι με κατά
γράμμα θεϊκή υπαγόρευση, αλλά
χρησιμοποιώντας τις δικές τους αντιληπτικές
και γλωσσικές δυνατότητες[9]: "το μεν πνεύμα
υπέβαλεν εκάστω των προφητών, αυτοί δε
λοιπόν απήγγειλαν ως έκαστος ηδύνατο τα του
πνεύματος"[10]. Επίσης, στο Γενικό μέρος
ανήκει και η ιστορία του κειμένου της
Παλαιάς Διαθήκης, του πρωτότυπου εβραϊκού
και των διαφόρων μεταφράσεων, από την εποχή
της συγγραφής του μέχρι σήμερα στη
χειρόγραφη και την έντυπη παράδοση[11]. Στο
Ειδικό μέρος της εισαγωγής, ανήκει η εξέταση
ενός εκάστου βιβλίου όχι μόνο ως
ιστορικοφιλολογικό προϊόν, αλλά παράλληλα
και ως θρησκευτικού μνημείου της υπερφυσικής
Θείας Αποκαλύψεως, η οποία προπαρασκευάζει
την εν Χριστώ σωτηρία της ανθρωπότητας[12].

Ιστορία
Η παρουσίαση της ιστορίας της εισαγωγής
μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους[13]:
1.Αρχαίους χρόνους (έως τον 5ος μ.Χ.
αιώνα).
2.Μέσους χρόνους (από τον 6ο - έως τον 15ο
αιώνα).
3.Νεωτέρους χρόνους (από τον 16ο αιώνα έως
σήμερα).
Πιο αναλυτικά:
• Αρχαίοι χρόνοι
Οι αρχές της εισαγωγής θα πρέπει να
αναζητηθούν μέσα στα ίδια τα βιβλία της
Παλαιάς Διαθήκης, όπου απαντούν πληροφορίες
για την προέλευση κάποιων βιβλίων της, όπως
για παράδειγμα οι Ψαλμοί, οι Παροιμίες, ο
Εκκλησιαστής κ.ά. ή για τη συγγραφική δράση
εξεχόντων προσώπων της, όπως του Μωυσή, του
Δαβίδ, του Σολομώντα κ.ά. Παρόμοιες
πληροφορίες βρίσκουμε και στους ιουδαίους
ιστορικούς Ιώσηπο (37/38-100 μ.Χ.) και
Φίλωνα (± 20 π.Χ.-40 μ.Χ.) αλλά και στο
Βαβυλωνιακό Ταλμούδ. Κατόπιν, πολλοί πατέρες
και εκκλησιαστικοί συγγραφείς, Έλληνες καί
Λατίνοι, παραθέτουν στα εξηγητικά τους έργα,
και κυρίως στους προλόγους τους,
πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την
ιστορία, τη γεωγραφία, τη γλώσσα, την
ερμηνεία της Π. Διαθήκης κ.ά., όμως, τα
στοιχεία αυτά είναι περιορισμένα και
παραδίδονται ανάμικτα με τα αντίστοιχα
ερμηνευτικά. Η έλλειψη αυτοτελούς έργου
εισαγωγής κατά την περίοδο αυτή, εξηγείται
από το γεγονός ότι την Εκκλησία απασχολούσαν
πιο καίρια ζητήματα.
• Μέσοι χρόνοι
Σ' αυτό το χρονικό διάστημα, οι πατέρες και
εκκλησιαστικοί συγγραφείς του Μεσαίωνα
ακολουθούν το παράδειγμα των προγενέστερων
και στηριζόμενοι στις εργασίες των
προκατόχων τους, ασχολούνται στα συγγράμματα
τους με την επεξεργασία και καταγραφή
εισαγωγικού υλικού χωρίς να πρωτοτυπούν, και
συγκεντρώνουν πάλι την προσοχή και το
ενδιαφέρον τους στην κατανόηση του
περιεχομένου των βιβλίων της Π.Δ. Σημαντική
όμως ώθηση δόθηκε από τη συστηματική
προσπάθεια ιουδαίων λογίων, οι οποίοι
επεξεργάστηκαν διάφορα εισαγωγικά θέματα και
προβλήματα που σχετίζονταν με την προέλευση
των βιβλίων της Π.Δ. και πολλοί εξ αυτών
διατύπωσαν αξιόλογες και ενδιαφέρουσες
θέσεις, καινοτομώντας στην έρευνα. Εξέχουσας
σημασίας ζήτημα το οποίο σχετίζεται με την
επιστήμη της εισαγωγής ήταν το έργο των
Μασωριτών (βλ. και λεξικό, λήμμα Μασωρίτες)
οι οποίοι προσπάθησαν και πέτυχαν να
επινοήσουν τα μασωριτικά φωνήεντα προς
εξασφάλιση και περιχαράκωση της ορθής
προφοράς των εβραϊκών λέξεων που είχαν
γράφονταν μόνο με σύμφωνα. Γενικά, η
επίδραση που άσκησαν οι ιουδαίοι λόγιοι
στους χριστιανούς λογίους της εποχής,
συντέλεσε στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών
για την ανάπτυξη της επιστήμης της Εισαγωγής
στην Π. Διαθήκη και γενικότερα των βιβλικών
σπουδών.
• Νεώτεροι χρόνοι
Με την αναγέννηση των γραμμάτων, την
εφεύρεση της τυπογραφίας και τη θρησκευτική
Μεταρρύθμιση, που σημαδεύουν την έναρξη των
Νεώτερων χρόνων, η ανάπτυξη αυτή προχωρεί με
εντατικό ρυθμό. Η νέα κατάσταση των
πραγμάτων οδηγεί στην εκμάθηση της εβραϊκής
και της ελληνικής γλώσσας ώστε να γίνεται
ευχερέστερη η προσέγγιση των πρωτότυπων
ιερών κειμένων. Το φιλελεύθερο πνεύμα, που
εμφανίζεται τον 17ο αιώνα, δημιουργεί νέες
τάσεις στην κριτική έρευνα της Π. Διαθήκης.
Την απομακρύνει από τη συντηρητικότητα, την
απαλλάσσει από τις παραδοσιακές δεσμεύσεις
και την οδηγεί στην υποτίμηση της αυθεντίας
του γράμματος της Γραφής και την άρνηση του
υπερφυσικού στοιχείου σ' αυτή. Τον επόμενο
αιώνα, η φιλελεύθερη έρευνα ενισχύεται με το
στοιχείο του ορθολογισμού και οι ερευνητές,
χειραφετημένοι πλήρως από την παράδοση
εργάζονται με βάση τις υποκειμενικές και
αυθαίρετες εκτιμήσεις τους επάνω στα
προβλήματα των ιερών βιβλίων. Αρνούνται τη
θεοπνευστία της Γραφής και θεωρούν την Π.
Διαθήκη ως ένα κοινό ανθρώπινο έργο. Η
κριτική των πηγών μελετά τις υπάρχουσες στα
βιβλία ιδέες, το ύφος, το λεξιλόγιο, την
ιστορία των όμορων προς τον Ισραήλ αρχαίων
ανατολικών λαών και προσπαθεί να
προσδιορίσει τον χρόνο συγγραφής, το
συγγραφέα ή τον αναθεωρητή ή τον εκδότη, τις
πηγές και την αξιοπιστία κάθε βιβλίου. Η
πρώτη εισαγωγή με περιεχόμενο που ομοιάζει
προς τα σημερινά έργα, γράφτηκε τστα τέλη
του 18ου αιώνα. Όλη αυτή η προσπάθεια μέχρι
τον 20ο αιώνα, οδήγησε τελικά στην παραγωγή
πολυάριθμων έργων: εισαγωγών στην Π.Δ.,
ερμηνευτικών - θεολογικών λεξικών,
γραμματικών και συντακτικών της εβραϊκής και
των άλλων σημιτικών γλωσσών, ευρετηρίων,
υπομνημάτων κ.λπ. Με την είσοδο του 20ου
αιώνα, αρχίζει να επικρατεί μια νέα πορεία
έρευνας με ενεργό συμμετοχή της
ρωμαιοκαθολικής θεολογίας η οποία αντιδρά
στο ακραία φιλελεύθερο πνεύμα του
Προτεσταντισμού και υποδεικνύει το δρόμο της
επιστροφής στην παράδοση. Κατά των υπερβολών
και ακροτήτων τάχθηκε και η ορθόδοξη βιβλική
θεολογία επιθυμώντας να επανέλθει το πνεύμα
της νηφάλιας και αντικειμενικής κριτικής,
που θα συμβίβαζε την έρευνα των εισαγωγικών
ζητημάτων με τη θεοπνευστία του κειμένου.
Κατ' αυτό τον τρόπο, η θεολογία θα έπρεπε να
κινείται εντός του πνεύματος της Ιεράς
Παραδόσεως της Εκκλησίας, η όποια είναι ο
αυθεντικός ερμηνευτής των Γραφών.

Αξία
H σπουδαιότητα[14] της Εισαγωγής στην Παλαιά
Διαθήκη ταυτίζεται ασφαλώς με την αξία της
ίδιας της Π.Δ.:
• Από άποψη θεολογική, εξετάζει την Παλαιά

Διαθήκη ως το πρώτο σκέλος, της πρώτης εκ


των δύο πηγών του Χριστιανισμού, οι
οποίες είναι η Αγία Γραφή και η Ιερά
Παράδοση.
• Από άποψη θρησκειολογική, κάνει λόγο για
τη μοναδικότητα της προχριστιανικής
μονοθεϊστικής εξ άποκαλύψεως θρησκείας,
αλλά και για πολλές ακόμη θρησκείες,
φυσιοκρατικού χαρακτήρα κυρίως, των γύρω
του ισραηλιτικού λαών. Μαθαίνουμε αρκετά
στοιχεία για τον χρόνο εμφάνισης διαφόρων
θρησκειών, για τα ονόματα των θεών τους,
τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους, τον
τρόπο λατρεία τους.

• Από άποψη ιστορική, είναι πολύτιμη πηγή


αρχαιογνωσίας, καθώς πληροφορούμαστε
αρκετά για ιστορικά γεγονότα τόσο του
ισραηλιτικού λαού, όσο και άλλων λαών,
όπως των Αιγυπτίων, των Ασσυρίων, των
Βαβυλωνίων, των Περσών, των Ελλήνων κ.ά.

• Από άποψη κοινωνιολογική, κατανοούμε τα


γενικά θεσμικά πλαίσια της κοινωνίας του
ισραηλιτικού λαού και άλλων λαών που
ήρθαν σε επαφή μαζί του: ηθικές
διατάξεις, παιδαγωγικές αρχές, φροντίδα
αναξιοπαθούντων, πολίτευμα κ.ά.

• Από άποψη λογοτεχνική, γνωρίζουμε τη


λογοτεχνική αξία των κειμένων, όπως τη
δομή τους, τα εκφραστικά σχήματα, το
λεξιλόγιο, τον πλούτο των ιδεών.
Ελληνική βιβλιογραφία
Τριάντα περίπου χρόνια μετά τον τερματισμό
της τουρκοκρατίας και τη δημιουργία του
ελεύθερου εθνικού κράτους, ξεκινά μια σειρά
από αξιόλογους ορθοδόξους Έλληνες καθηγητές
της Παλαιάς Διαθήκης οι οποίοι συνέγραψαν
και σχετικές Εισαγωγές. Το πρώτο σύγγραμμα
που περιείχε ύλη εισαγωγής στην Παλαιά
Διαθήκη, είχε τον τίτλο Εισαγωγή εις την
Αγίαν Γραφήν (Αθήνα 1859) και ήταν έργο του
φιλόπονου Κωνσταντίνου Κοντογόνη (1812-
1878)[15], καθηγητή στο πανεπιστήμιο Αθηνών
επί 40 έτη. Ακολούθησε ο σπουδαίος
ιστορικός, ιστοριοδίφης, πατρολόγος και
δογματολόγος Κωνσταντίνος Δυοβουνιώτης
(1872-1943) με την Εισαγωγή εις τας Αγίας
Γραφάς (Αθήνα 1904)[16] και κατόπιν ο
Σπυρίδων Παπαγεωργίου (Εισαγωγή εις την
Πάλαιαν Διαθήκην, Αλεξάνδρεια 1910). Στα
1936-1937, εκδίδεται με επιμέλεια μαθητών
του, το ανέκδοτο έως τότε Εγχειρίδιον
εισαγωγής εις τας Αγίας Γραφάς του
πανεπιστημιακού Βασιλείου Αντωνιάδη (1851-
1932) το πρώτο μέρος του οποίου ήταν
Εισαγωγή εις την Πάλαιαν Διαθήκην[17]. Η
σειρά των έργων που "έθεσαν τις βάσεις για
την επιστημονική έρευνα των εισαγωγικών
παλαιοδιαθηκικών προβλημάτων"[18] κλείνει με
την Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην (1936,
επανέκδ. 1993) του ακαδημαϊκού Μπρατσιώτη
Παναγιώτη (1889-1982)[19] ο οποίος την
εξέδωσε και σε επίτομη μορφή το 1955
(Επίτομος Εισαγωγή εις την Παλαιάν
Διαθήκην).
Από εκεί και πέρα, τα βασικώτερα ελληνικά
έργα που αφορούν την επιστήμη της εισαγωγής
είναι:
• Δ. Δόϊκου, Συνοπτική Εισαγωγή στην Π.Δ.,

Θεσσαλονίκη 1980.
• Αθ. Χαστούπη, Εισαγωγή εις την Π.Δ.,

Αθήναι 1981.
• Δ. Δόϊκου, Εισαγωγή στην Π.Δ.,

Θεσσαλονίκη 1985.
• Καλαντζάκη Ε. Σταύρου, Εισαγωγή στην

Παλαιά Διαθήκη - Α΄ Γενική εισαγωγή,


Θεσσαλονίκη 1985.
Ο πανεπιστημιακός καθηγητής Σταύρος Ε.
Καλαντζάκης είναι αυτός που εξέδωσε και την
πιο πρόσφατη εισαγωγή (2006), ένα ογκώδες
έργο (1060 σελ.) παρά το γεγονός ότι
"αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, οι
λεπτομερείς παραθέσεις πληροφοριών, η
σχολαστική καταγραφή θεωριών...και οι
βιβλιογραφικές αναφορές"[20]. Σύμφωνα με τον
συγγραφέα, το έργο αυτό "δεν αποτελεί απλώς
εξειδικευμένο εγχειρίδιο, που περιορίζεται
μόνο στην εξυπηρέτηση των επιστημονικών
αναγκών των φοιτητών των Θεολογικών και
Ιερατικών Σχολών, αλλά και ανάγνωσμα προσιτό
σε κάθε φιλομαθή στη σπουδή της Παλαιάς
Διαθήκης και γενικά σε όσους έχουν θεολογικά
και ευρύτερα πνευματικά ενδιαφέροντα"[21].

Υποσημειώσεις

1.↑ Χαστούπης Π. Αθανάσιος, Εισαγωγή εις


την Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Πανεπιστημίου
Αθηνών, 1986, σελ. 23.
2.↑ Παπαδόπουλος Μ. Νικόλαος, Σύντομος
Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, Αθήναι
1994, σελ. 48.
3.↑ Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Εισαγωγή στην
Παλαιά Διαθήκη, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη
2006, σελ. 25.
4.↑ Χρήστου Παναγιώτης, Ελληνική Πατρολογία,
τόμ. Γ΄ (Δ΄ και Ε΄ αιώνες)', Πατριαρχικόν
Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη
1987, σελ.. 271.
5.↑ Βλ. Χαστούπης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ.
24.
6.↑ Μπρατσιώτης Ι. Παναγιώτης, Εισαγωγή εις
την Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Νικ. Π.
Μπρατσιώτη, Αθήνα 1993 (c1936), σελ. 10.
7.↑ Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Εισαγωγή στην
Παλαιά Διαθήκη - Α΄ Γενική εισαγωγή,
Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999 (c1985), σελ.
18.
8.↑ Μπρατσιώτης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ.
487.
9.↑ Καλαντζάκης, Εισαγωγή... (2006), ό.π.,
σελ. 104.
10.↑ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, PG 126,569.
11.↑ Καλαντζάκης, ...Γενική εισαγωγή (1999),
ό.π.
12.↑ Καλαντζάκης, Εισαγωγή... (2006), ό.π.,
σελ. 26.
13.↑ Για τα ιστορικά στοιχεία βλ.
Παπαδόπουλος, Σύντομος Εισαγωγή..., ό.π.,
σελ. 56-63. // Χαστούπης, Εισαγωγή...,
ό.π., σελ. 25-29. // Καλαντζάκης,
Εισαγωγή... (2006), ό.π., σελ. 28-34.
14.↑ Για το ζήτημα αυτό, βλ. Παπαδόπουλος,
Σύντομος Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 50-53.
15.↑ Βλ. "Κοντογόνης Κωνσταντίνος", ΘΗΕ τόμ.
7 (1965), στ. 798-799.
16.↑ Βλ. "Δυοβουνιώτης Κωνσταντίνος", ΘΗΕ
τόμ. 5 (1964), στ. 233-238.
17.↑ Βλ. "Αντωνιάδης Βασίλειος", ΘΗΕ τόμ. 2
(1963), στ. 955-956.
18.↑ Καλαντζάκης, ...Γενική εισαγωγή (1999),
ό.π., σελ. 22.
19.↑ Βλ. "Μπρατσιώτης Παναγιώτης", ΘΗΕ τόμ.
9 (1966), στ. 197-198.
20.↑ Καλαντζάκης, Εισαγωγή... (2006), ό.π.,
σελ. 8.
21.↑ Καλαντζάκης, Εισαγωγή... (2006), ό.π.,
σελ. 9.

Βιβλιογραφία

• Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Εισαγωγή στην


Παλαιά Διαθήκη, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη
2006
• Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Εισαγωγή στην
Παλαιά Διαθήκη - Α΄ Γενική εισαγωγή,
Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999 (c1985)
• Μπρατσιώτης Ι. Παναγιώτης, Εισαγωγή εις
την Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Νικ. Π.
Μπρατσιώτη, Αθήνα 1993 (c1936)
• Παπαδόπουλος Μ. Νικόλαος, Σύντομος
Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, Αθήναι
1994
• Χαστούπης Π. Αθανάσιος, Εισαγωγή εις την
Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Πανεπιστημίου
Αθηνών, 1986
ΠΗΓΗ
http://el.orthodoxwiki.org/%CE%95%CE%B9%CF%8
3%CE%B1%CE%B3%CF%89%CE%B3%CE%AE_%CF%83%CF%84
%CE%B7%CE%BD_%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B9%
CE%AC_%CE%94%CE%B9%CE%B1%CE%B8%CE%AE%CE%BA%C
E%B7

Εισαγωγή

στην

Καινή Διαθήκη
Στη θεολογική έρευνα, ο όρος Εισαγωγή στην
Καινή Διαθήκη χρησιμοποιείται για να δηλώσει
μια ξεχωριστή, βοηθητική επιστήμη του
ερμηνευτικού κλάδου της θεολογίας, που
διερευνά κάθε είδους δεδομένα που έχουν
σχέση με την Καινή Διαθήκη, γλωσσικά,
φιλολογικά, ιστορικά, αρχαιολογικά,
θρησκειολογικά, πνευματικά και θεολογικά[1].
Πίνακας περιεχομένων
• 1 Περιεχόμενο

• 2 Ιστορία

• 3 Αξία

• 4 Ελληνική

βιβλιογραφία
• 5 Υποσημειώσεις

• 6 Βιβλιογραφία

Περιεχόμενο
Η επιστήμη της Εισαγωγής στην Καινή Διαθήκη
έχει χαρακτήρα ιστορικό, που λειτουργεί
υποβοηθητικά για το έργο της Θεολογίας (αφού
το ιστορικό στοιχείο είναι αναπόσπαστο τμήμα
της Θείας αποκαλύψεως)[2] ενώ, τα
επιστημονικά συμπεράσματα των ερευνητών,
βασίζονται στις γενικές αρχές και τα
κριτήρια που εφαρμόζονται στην Φιλολογία και
τις ιστορικές επιστήμες[3].
Το έργο της Εισαγωγής επικουρείται από τα
πορίσματα και τις μεθόδους έρευνας άλλων
κλάδων της επιστήμης, όπως η Φιλολογία, η
Γλωσσολογία, η Παλαιογραφία, η Παπυρολογία,
η Επιστολογραφία, η Επιγραφική, η
Γραμματολογία, η Ιστοριογραφία, η Ιστορία
των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων, η
Αρχαιολογία, η Ιστορική Γεωγραφία και
Τοπογραφία, η Ιστορία των Θρησκευμάτων, η
Ιστορία του πολιτισμού, η Εκκλησιαστική
Ιστορία, και η Ιστορία του Δόγματος[4].
Γενικά, η Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη
μελετά:
α) την ιστορία της γενέσεως κάθε ενός από
τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, που
σημαίνει ότι, εξετάζει κάθε είδους
μαρτυρίες, εσωτερικές ή εξωτερικές, για
την ταυτότητα του συγγραφέα, τους
παραλήπτες, τον τόπο, τον χρόνο, την
αιτία και το σκοπό της συγγραφής, την
γνησιότητα, ακεραιότητα και την ενότητα,
τις πηγές, το περιεχόμενο, τη γλώσσα και
την αξία του.

β) την ιστορία του Κανόνα της Καινής


Διαθήκης, δηλ. την ιστορία και τις
συνθήκες της συγκροτήσεως των 27 βιβλίων
σε μία ενιαία συλλογή και τη θέση κάθε
βιβλίου στη ζωή της Εκκλησίας.

γ) την ιστορία της παραδόσεως του


κειμένου των βιβλίων της Καινής Διαθήκης,
από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, τα
διάφορα χειρόγραφα, τις αρχαίες και
νεώτερες μεταφράσεις, το έντυπο κείμενο,
τις κριτικές εκδόσεις.
Στην συνάφεια αυτή, η Εισαγωγή μπορεί να
περιέχει μια συνοπτική ιστορία της
αποστολικής Εκκλησίας καθώς και αναφορές
στην απόκρυφη φιλολογία της Κ.Δ.[5]. Επίσης,
μπορεί να εξετάζει τα θέματα της
θεοπνευστίας[6] και της ιστορίας της
ερμηνείας[7].

Ιστορία
Είναι αλήθεια ότι στην χριστιανική
αρχαιότητα, συναντάμε ευκαιριακά και μόνο,
περιορισμένες πληροφορίες εισαγωγικής φύσης
στους προλόγους ερμηνευτικών υπομνημάτων ή
σε αντιαιρετικά έργα συγγραφέων όπως ο
Ειρηναίος, ο Τερτυλλιανός, ο Ωριγένης, ο
Ευσέβιος κ.ά.[8]. Η εξήγηση είναι ότι, στο
περιβάλλον της αρχαίας Εκκλησίας αυτό που
κυρίως αμφισβητείται, είναι η αληθινή έννοια
των ιερών κειμένων και όχι τα περιστατικά
της γένεσής τους, οπότε οι εκκλησιαστικοί
συγγράφεις και Πατέρες δεν ασχολήθηκαν ποτέ
συστηματικά με τα θέματα που απασχολούν μια
σύγχρονη Εισαγωγή[9].
Κατά συνέπεια, η Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη
ανήκει στους κλάδους της νεώτερης
επιστήμης[10] αφού αναπτύχθηκε, με κριτικό
πνεύμα, μόλις από τον 18ο αιώνα και εξής[11]
και το πρόσωπο που συνέβαλε στην αποδοχή της
ως κλάδος "ειδικής επιστημονικής
ερεύνης"[12], είναι ο αναγνωρισμένος
θεμελιωτής της, ο Ρωμαιοκαθολικός
διανοούμενος και μοναχός Richard Simon
(1638-1712)[13].
Η έρευνα της Κ.Δ. αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στον
προτεσταντικό χώρο με κέντρο την Γερμανία,
εξαιτίας της απόλυτης και μοναδικής
αυθεντίας που απέδιδαν οι διαμαρτυρόμενοι
στην Αγία Γραφή (sola scriptura)[14]. Ο
Richard Simon, προσπάθησε να τους δείξει ότι
μόνη της η Αγία Γραφή ήταν ανεπαρκής για την
ανάπτυξη των θεμάτων της πίστεως, αναφέρθηκε
στην απώλεια των αυτογράφων των βιβλίων και
στην εμφάνιση απειράριθμων παραλλαγών στα
αντίγραφα, τάχθηκε ενάντια στην μηχανική
Θεοπνευστία και μελέτησε τα Απόκρυφα. Έθεσε
έτσι τα θεμέλια για μια σοβαρή επιστημονική
εργασία επάνω στην Καινή Διαθήκη[15] η οποία
προχώρησε ακόμη περισσότερο στους επόμενους
αιώνες, υποβοηθούμενη από το γενικότερο
πνεύμα αμφισβήτησης απέναντι σε κάθε
υπερβατικό στοιχείο στον κόσμο[16], που
έφερε ο Διαφωτισμός και o ορθολογισμός, από
τον 18ο αιώνα και εξής[17].
Στους επόμενους αιώνες, καθώς ενισχύθηκε και
η έρευνα του ραββινικού Ιουδαϊσμού, του
Γνωστικισμού, των κειμένων του Κουμράν
κ.λπ., το ιστορικο-κριτικό πνεύμα με
προοδευτικότερες ή συντηρητικότερες τάσεις
κάθε φορά, δημιούργησε διάφορες σχολές
εξέτασης της Καινής Διαθήκης, όπως η
"διαλεκτική", η "υπαρξιακή", η "μαρξιστική",
η "στρουκτουραλιστική", η "γλωσσολογική", η
"φεμινιστική" κ.ά.[18].
Στη σημερινή εποχή, οι μέθοδοι που
εφαρμόζονται διεθνώς στην έρευνα της Κ.Δ.
είναι η "Ιστορία των φιλολογικών ειδών" που
εξετάζει τις διάφορες μορφές με τις οποίες
παραδόθηκε αρχικά το Συνοπτικό υλικό και
αργότερα η διδασκαλία των λοιπών βιβλίων της
Κ.Δ. και αναζήτησε στην ζωή της πρώτης
Εκκλησίας τον χώρο μέσα από τον οποίο
προήλθαν, και η "Ιστορία της τελικής
συντάξεως", η οποία ερευνά την ιδιαίτερη
θεολογική διδασκαλία καθενός Συνοπτικού
Ευαγγελιστή[19].

Αξία
Κατά τήν εξέταση των εισαγωγικών
ιστορικοφιλολογικών πλαισίων της συγγραφής
των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, δεν
παραγνωρίζεται ο διπλός χαρακτήρας αυτών των
βιβλίων: "Είναι μεν «Γραφή» της Εκκλησίας,
έργα δηλαδή που έγραψαν «υπό πνεύματος αγίου
φερόμενοι...από Θεού άνθρωποι» (Β' Πέτρ.
1,21), αλλά και ανθρώπινη φιλολογική
παραγωγή"[20]. Άρα, η Κ.Δ. είναι ανθρώπινη
και θεία, και για τον λόγο αυτό "επιβάλλεται
να αποδώσουμε την αρμόζουσα αξία και στις
δύο, χωρίς να διαχωρίσουμε, να υποτιμήσουμε
ή να υπερτονίσουμε καμμία χωριστά"[21]. Σε
καμμία περίπτωση λοιπόν, "ο σκοπός της
μελέτης των εισαγωγικών θεμάτων δεν
εξαντλείται στα όρια της επιστημονικής
ιστορικής γνώσης, αλλ' υπηρετεί τη βαθύτερη
θεολογική κατανόηση του θείου λόγου που
περιέχεται σ' αυτά και που, παρά το ότι
απευθύνεται σε συγκεκριμένες ιστορικές
περιστάσεις, τις υπερβαίνει και είναι πάντα
επίκαιρος. Η Εισαγωγή, με άλλα λόγια, είναι
απαραίτητη προϋπόθεση για την ερμηνεία της
Καινής Διαθήκης, διότι για να εισχωρήσει
κανείς στο «θησαυρό της πίστεως» πρέπει να
περάσει μέσα από το ανθρώπινο «οστράκινο
σκεύος» που τον περιβάλλει (Β' Κορ
4,7)"[22].

Ελληνική βιβλιογραφία
Όπως σημειώνει στα 1971 ο Σάββας Αγουρίδης,
"καλάς...Εισαγωγάς εις τα βιβλία της Κ.Δ.
ευρίσκει κανείς εις την σειράν των
υπομνημάτων εις ολόκληρον την Κ.Δ. του κ. Π.
Τρεμπέλα καθώς και εις τα σχετικά λήμματα
της Θρησκευτικής και Ηθικής
Εγκυκλοπαίδειας...Εισαγωγήν εις την Κ.Δ.
πλήρη και καθ' όλας τας απαιτήσεις της
επιστήμης συντεταγμένην εξέδωκεν ο καθηγητής
Βασίλειος Ιωαννίδης, εν Αθήναις, 1960"[23].
Οι εν λόγω Εισαγωγές του Παν. Τρεμπέλα δεν
αποτελούν ενιαίο έργο, αλλά βρίσκονται
κατανεμημένες στις αρχικές σελίδες κάθε
βιβλίου της Κ.Δ., στους 8 τόμους των
υπομνημάτων του (εκδόσεις "Ο Σωτήρ"):
Υπομνήματα εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον,
εις το Κατά Μάρκον, εις το Κατά Λουκάν, εις
το Κατά Ιωάννην (4 τόμοι), Υπομνήματα εις
τας Επιστολάς της Κ. Διαθήκης (3 τόμοι) και
Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων (1
τόμος). Συνολικά οι εισαγωγές αυτές
καλύπτουν ύλη 280 περίπου σελίδων.
Στα 1983, ο καθ. Ιωάννης Καραβιδόπουλος
προσθέτει: "Στον τόπο μας έχουν γραφεί
ελάχιστες «Εισαγωγές» στην Καινή Διαθήκη.
Κλασικές παραμένουν οι δύο σχετικά πρόσφατες
Εισαγωγές, του αείμνηστου Β. Ίωαννίδη (1960)
και του ομότιμου, τώρα, καθηγητή του
Πανεπιστημίου της Αθήνας Σ. Άγουρίδη (1971).
Σ' αυτές τις δύο πολλά οφείλει και η παρούσα
εισαγωγή..."[24].
Μεταγενέστερες αυτών είναι η Εισαγωγή του
Ιωάννη Παναγόπουλου (Εισαγωγή στην Καινή
Διαθήκη, Ακρίτας, Αθήνα 1994) και η δίτομη
του καθ. Χρήστου Βούλγαρη (Εισαγωγή Εις την
Καινήν Διαθήκην, τόμ. Α' & Β', Αθήνα 2005) η
οποία παρέχει πολλαπλάσιο όγκο πληροφοριών
από όλες τις προαναφερόμενες (1.410
πυκνογραμμένες σελίδες) και πραγματεύεται τα
θέματα της με κάθε λεπτομέρεια.

Υποσημειώσεις

1.↑ Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, Εισαγωγή Εις την


Καινήν Διαθήκην, τόμ. Α', Αθήνα 2005,
σελ. 27.
2.↑ Βούλγαρης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 30.
3.↑ Στο ίδιο, σελ. 31.
4.↑ Ό.π., σελ. 36.
5.↑ Παναγόπουλος Ιωάννης, Εισαγωγή στην
Καινή Διαθήκη, Ακρίτας, Αθήνα 1994, σελ.
15. Βλ. και εκτενή παρουσίαση των
Αποκρύφων στο: Βούλγαρης, Εισαγωγή...,
τόμ. Β', σελ. 1157-1182.
6.↑ Παναγόπουλος, ό.π., σελ. 440-444.
7.↑ στο ίδιο, σελ. 444-459.
8.↑ Καραβιδόπουλος, ό.π..
9.↑ Αγουρίδης, ό.π..
10.↑ Αγουρίδης Σάββας, Εισαγωγή Εις την
Καινήν Διαθήκην, 3η έκδ., Γρηγόρης, Αθήνα
1991 (c1971), σελ. 17.
11.↑ Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, Εισαγωγή
Στην Καινή Διαθήκη, 2η έκδ., Πουρναράς,
θεσσαλονίκη 1998, σελ. 18.
12.↑ Βούλγαρης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 28.
13.↑ Βλ. και Αγουρίδης, Εισαγωγή..., ό.π. /
Καραβιδόπουλος, Εισαγωγή..., σελ. 20.
14.↑ Παναγόπουλος, Εισαγωγή..., ό.π., σελ.
56.
15.↑ Βούλγαρης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 43.
16.↑ Βούλγαρης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 42.
17.↑ Αγουρίδης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 18.
18.↑ Παναγόπουλος, Εισαγωγή..., σελ. 57.
19.↑ Παναγόπουλος, Εισαγωγή..., σελ. 56.
20.↑ Καραβιδόπουλος, Εισαγωγή..., σελ. 17.
21.↑ Παναγόπουλος, Εισαγωγή..., σελ. 15.
22.↑ Καραβιδόπουλος, Εισαγωγή..., σελ. 18.
23.↑ Αγουρίδης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 21.
24.↑ Καραβιδόπουλος, Εισαγωγή..., σελ. 21.

Βιβλιογραφία

• Αγουρίδης Σάββας, Εισαγωγή εις την Καινήν


Διαθήκην, 3η έκδ., Γρηγόρης, Αθήνα 1991
(c1971)
• Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, Εισαγωγή στην
Καινή Διαθήκη, 2η έκδ., Πουρναράς,
θεσσαλονίκη 1998 (c1983)
• Παναγόπουλος Ιωάννης, Εισαγωγή στην Καινή

Διαθήκη, Ακρίτας, Αθήνα 1994


• Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, Εισαγωγή εις την

Καινήν Διαθήκην, τόμ. Α' & Β', Αθήνα


2005
ΠΗΓΗ
http://el.orthodoxwiki.org/%CE%95%CE%B9%CF%8
3%CE%B1%CE%B3%CF%89%CE%B3%CE%AE_%CF%83%CF%84
%CE%B7%CE%BD_%CE%9A%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CE%AE_
%CE%94%CE%B9%CE%B1%CE%B8%CE%AE%CE%BA%CE%B7

You might also like