Professional Documents
Culture Documents
στην
Παλαιά Διαθήκη
Με τον όρο Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη,
αναφερόμαστε στην επιστήμη του ερμηνευτικού
της κλάδου της θεολογίας, η οποία ασχολείται
με τα γραμματολογικά προβλήματα της
γενέσεως, της συστάσεως και της διατηρήσεως
του συνόλου της Παλαιάς Διαθήκης αλλά και
των ξεχωριστών βιβλίων που την
απαρτίζουν[1]. Πιο αναλυτικά, μια Εισαγωγή
στην Παλαιά Διαθήκη εξετάζει την ονομασία,
το περιεχόμενο, τον χαρακτήρα, τον
συγγραφέα, τον τόπο, τον χρόνο συγγραφής,
την αξιοπιστία, την ακεραιότητα, την
θεολογία, την κανονικότητα κάθε βιβλίου,
αλλά ερευνά επίσης τις συνθήκες συγκρότησης
του τελικού αριθμού βιβλίων σε ένα σώμα
(δηλ. τον Κανόνα), καθώς και την ιστορία του
κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης[2].
Πίνακας περιεχομένων
• 1 Περιεχόμενο
• 2 Ιστορία
• 3 Αξία
• 4 Ελληνική
βιβλιογραφία
• 5 Υποσημειώσεις
• 6 Βιβλιογραφία
Περιεχόμενο
Ιστορία
Η παρουσίαση της ιστορίας της εισαγωγής
μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους[13]:
1.Αρχαίους χρόνους (έως τον 5ος μ.Χ.
αιώνα).
2.Μέσους χρόνους (από τον 6ο - έως τον 15ο
αιώνα).
3.Νεωτέρους χρόνους (από τον 16ο αιώνα έως
σήμερα).
Πιο αναλυτικά:
• Αρχαίοι χρόνοι
Οι αρχές της εισαγωγής θα πρέπει να
αναζητηθούν μέσα στα ίδια τα βιβλία της
Παλαιάς Διαθήκης, όπου απαντούν πληροφορίες
για την προέλευση κάποιων βιβλίων της, όπως
για παράδειγμα οι Ψαλμοί, οι Παροιμίες, ο
Εκκλησιαστής κ.ά. ή για τη συγγραφική δράση
εξεχόντων προσώπων της, όπως του Μωυσή, του
Δαβίδ, του Σολομώντα κ.ά. Παρόμοιες
πληροφορίες βρίσκουμε και στους ιουδαίους
ιστορικούς Ιώσηπο (37/38-100 μ.Χ.) και
Φίλωνα (± 20 π.Χ.-40 μ.Χ.) αλλά και στο
Βαβυλωνιακό Ταλμούδ. Κατόπιν, πολλοί πατέρες
και εκκλησιαστικοί συγγραφείς, Έλληνες καί
Λατίνοι, παραθέτουν στα εξηγητικά τους έργα,
και κυρίως στους προλόγους τους,
πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την
ιστορία, τη γεωγραφία, τη γλώσσα, την
ερμηνεία της Π. Διαθήκης κ.ά., όμως, τα
στοιχεία αυτά είναι περιορισμένα και
παραδίδονται ανάμικτα με τα αντίστοιχα
ερμηνευτικά. Η έλλειψη αυτοτελούς έργου
εισαγωγής κατά την περίοδο αυτή, εξηγείται
από το γεγονός ότι την Εκκλησία απασχολούσαν
πιο καίρια ζητήματα.
• Μέσοι χρόνοι
Σ' αυτό το χρονικό διάστημα, οι πατέρες και
εκκλησιαστικοί συγγραφείς του Μεσαίωνα
ακολουθούν το παράδειγμα των προγενέστερων
και στηριζόμενοι στις εργασίες των
προκατόχων τους, ασχολούνται στα συγγράμματα
τους με την επεξεργασία και καταγραφή
εισαγωγικού υλικού χωρίς να πρωτοτυπούν, και
συγκεντρώνουν πάλι την προσοχή και το
ενδιαφέρον τους στην κατανόηση του
περιεχομένου των βιβλίων της Π.Δ. Σημαντική
όμως ώθηση δόθηκε από τη συστηματική
προσπάθεια ιουδαίων λογίων, οι οποίοι
επεξεργάστηκαν διάφορα εισαγωγικά θέματα και
προβλήματα που σχετίζονταν με την προέλευση
των βιβλίων της Π.Δ. και πολλοί εξ αυτών
διατύπωσαν αξιόλογες και ενδιαφέρουσες
θέσεις, καινοτομώντας στην έρευνα. Εξέχουσας
σημασίας ζήτημα το οποίο σχετίζεται με την
επιστήμη της εισαγωγής ήταν το έργο των
Μασωριτών (βλ. και λεξικό, λήμμα Μασωρίτες)
οι οποίοι προσπάθησαν και πέτυχαν να
επινοήσουν τα μασωριτικά φωνήεντα προς
εξασφάλιση και περιχαράκωση της ορθής
προφοράς των εβραϊκών λέξεων που είχαν
γράφονταν μόνο με σύμφωνα. Γενικά, η
επίδραση που άσκησαν οι ιουδαίοι λόγιοι
στους χριστιανούς λογίους της εποχής,
συντέλεσε στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών
για την ανάπτυξη της επιστήμης της Εισαγωγής
στην Π. Διαθήκη και γενικότερα των βιβλικών
σπουδών.
• Νεώτεροι χρόνοι
Με την αναγέννηση των γραμμάτων, την
εφεύρεση της τυπογραφίας και τη θρησκευτική
Μεταρρύθμιση, που σημαδεύουν την έναρξη των
Νεώτερων χρόνων, η ανάπτυξη αυτή προχωρεί με
εντατικό ρυθμό. Η νέα κατάσταση των
πραγμάτων οδηγεί στην εκμάθηση της εβραϊκής
και της ελληνικής γλώσσας ώστε να γίνεται
ευχερέστερη η προσέγγιση των πρωτότυπων
ιερών κειμένων. Το φιλελεύθερο πνεύμα, που
εμφανίζεται τον 17ο αιώνα, δημιουργεί νέες
τάσεις στην κριτική έρευνα της Π. Διαθήκης.
Την απομακρύνει από τη συντηρητικότητα, την
απαλλάσσει από τις παραδοσιακές δεσμεύσεις
και την οδηγεί στην υποτίμηση της αυθεντίας
του γράμματος της Γραφής και την άρνηση του
υπερφυσικού στοιχείου σ' αυτή. Τον επόμενο
αιώνα, η φιλελεύθερη έρευνα ενισχύεται με το
στοιχείο του ορθολογισμού και οι ερευνητές,
χειραφετημένοι πλήρως από την παράδοση
εργάζονται με βάση τις υποκειμενικές και
αυθαίρετες εκτιμήσεις τους επάνω στα
προβλήματα των ιερών βιβλίων. Αρνούνται τη
θεοπνευστία της Γραφής και θεωρούν την Π.
Διαθήκη ως ένα κοινό ανθρώπινο έργο. Η
κριτική των πηγών μελετά τις υπάρχουσες στα
βιβλία ιδέες, το ύφος, το λεξιλόγιο, την
ιστορία των όμορων προς τον Ισραήλ αρχαίων
ανατολικών λαών και προσπαθεί να
προσδιορίσει τον χρόνο συγγραφής, το
συγγραφέα ή τον αναθεωρητή ή τον εκδότη, τις
πηγές και την αξιοπιστία κάθε βιβλίου. Η
πρώτη εισαγωγή με περιεχόμενο που ομοιάζει
προς τα σημερινά έργα, γράφτηκε τστα τέλη
του 18ου αιώνα. Όλη αυτή η προσπάθεια μέχρι
τον 20ο αιώνα, οδήγησε τελικά στην παραγωγή
πολυάριθμων έργων: εισαγωγών στην Π.Δ.,
ερμηνευτικών - θεολογικών λεξικών,
γραμματικών και συντακτικών της εβραϊκής και
των άλλων σημιτικών γλωσσών, ευρετηρίων,
υπομνημάτων κ.λπ. Με την είσοδο του 20ου
αιώνα, αρχίζει να επικρατεί μια νέα πορεία
έρευνας με ενεργό συμμετοχή της
ρωμαιοκαθολικής θεολογίας η οποία αντιδρά
στο ακραία φιλελεύθερο πνεύμα του
Προτεσταντισμού και υποδεικνύει το δρόμο της
επιστροφής στην παράδοση. Κατά των υπερβολών
και ακροτήτων τάχθηκε και η ορθόδοξη βιβλική
θεολογία επιθυμώντας να επανέλθει το πνεύμα
της νηφάλιας και αντικειμενικής κριτικής,
που θα συμβίβαζε την έρευνα των εισαγωγικών
ζητημάτων με τη θεοπνευστία του κειμένου.
Κατ' αυτό τον τρόπο, η θεολογία θα έπρεπε να
κινείται εντός του πνεύματος της Ιεράς
Παραδόσεως της Εκκλησίας, η όποια είναι ο
αυθεντικός ερμηνευτής των Γραφών.
Αξία
H σπουδαιότητα[14] της Εισαγωγής στην Παλαιά
Διαθήκη ταυτίζεται ασφαλώς με την αξία της
ίδιας της Π.Δ.:
• Από άποψη θεολογική, εξετάζει την Παλαιά
Θεσσαλονίκη 1980.
• Αθ. Χαστούπη, Εισαγωγή εις την Π.Δ.,
Αθήναι 1981.
• Δ. Δόϊκου, Εισαγωγή στην Π.Δ.,
Θεσσαλονίκη 1985.
• Καλαντζάκη Ε. Σταύρου, Εισαγωγή στην
Υποσημειώσεις
Βιβλιογραφία
Εισαγωγή
στην
Καινή Διαθήκη
Στη θεολογική έρευνα, ο όρος Εισαγωγή στην
Καινή Διαθήκη χρησιμοποιείται για να δηλώσει
μια ξεχωριστή, βοηθητική επιστήμη του
ερμηνευτικού κλάδου της θεολογίας, που
διερευνά κάθε είδους δεδομένα που έχουν
σχέση με την Καινή Διαθήκη, γλωσσικά,
φιλολογικά, ιστορικά, αρχαιολογικά,
θρησκειολογικά, πνευματικά και θεολογικά[1].
Πίνακας περιεχομένων
• 1 Περιεχόμενο
• 2 Ιστορία
• 3 Αξία
• 4 Ελληνική
βιβλιογραφία
• 5 Υποσημειώσεις
• 6 Βιβλιογραφία
Περιεχόμενο
Η επιστήμη της Εισαγωγής στην Καινή Διαθήκη
έχει χαρακτήρα ιστορικό, που λειτουργεί
υποβοηθητικά για το έργο της Θεολογίας (αφού
το ιστορικό στοιχείο είναι αναπόσπαστο τμήμα
της Θείας αποκαλύψεως)[2] ενώ, τα
επιστημονικά συμπεράσματα των ερευνητών,
βασίζονται στις γενικές αρχές και τα
κριτήρια που εφαρμόζονται στην Φιλολογία και
τις ιστορικές επιστήμες[3].
Το έργο της Εισαγωγής επικουρείται από τα
πορίσματα και τις μεθόδους έρευνας άλλων
κλάδων της επιστήμης, όπως η Φιλολογία, η
Γλωσσολογία, η Παλαιογραφία, η Παπυρολογία,
η Επιστολογραφία, η Επιγραφική, η
Γραμματολογία, η Ιστοριογραφία, η Ιστορία
των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων, η
Αρχαιολογία, η Ιστορική Γεωγραφία και
Τοπογραφία, η Ιστορία των Θρησκευμάτων, η
Ιστορία του πολιτισμού, η Εκκλησιαστική
Ιστορία, και η Ιστορία του Δόγματος[4].
Γενικά, η Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη
μελετά:
α) την ιστορία της γενέσεως κάθε ενός από
τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, που
σημαίνει ότι, εξετάζει κάθε είδους
μαρτυρίες, εσωτερικές ή εξωτερικές, για
την ταυτότητα του συγγραφέα, τους
παραλήπτες, τον τόπο, τον χρόνο, την
αιτία και το σκοπό της συγγραφής, την
γνησιότητα, ακεραιότητα και την ενότητα,
τις πηγές, το περιεχόμενο, τη γλώσσα και
την αξία του.
Ιστορία
Είναι αλήθεια ότι στην χριστιανική
αρχαιότητα, συναντάμε ευκαιριακά και μόνο,
περιορισμένες πληροφορίες εισαγωγικής φύσης
στους προλόγους ερμηνευτικών υπομνημάτων ή
σε αντιαιρετικά έργα συγγραφέων όπως ο
Ειρηναίος, ο Τερτυλλιανός, ο Ωριγένης, ο
Ευσέβιος κ.ά.[8]. Η εξήγηση είναι ότι, στο
περιβάλλον της αρχαίας Εκκλησίας αυτό που
κυρίως αμφισβητείται, είναι η αληθινή έννοια
των ιερών κειμένων και όχι τα περιστατικά
της γένεσής τους, οπότε οι εκκλησιαστικοί
συγγράφεις και Πατέρες δεν ασχολήθηκαν ποτέ
συστηματικά με τα θέματα που απασχολούν μια
σύγχρονη Εισαγωγή[9].
Κατά συνέπεια, η Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη
ανήκει στους κλάδους της νεώτερης
επιστήμης[10] αφού αναπτύχθηκε, με κριτικό
πνεύμα, μόλις από τον 18ο αιώνα και εξής[11]
και το πρόσωπο που συνέβαλε στην αποδοχή της
ως κλάδος "ειδικής επιστημονικής
ερεύνης"[12], είναι ο αναγνωρισμένος
θεμελιωτής της, ο Ρωμαιοκαθολικός
διανοούμενος και μοναχός Richard Simon
(1638-1712)[13].
Η έρευνα της Κ.Δ. αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στον
προτεσταντικό χώρο με κέντρο την Γερμανία,
εξαιτίας της απόλυτης και μοναδικής
αυθεντίας που απέδιδαν οι διαμαρτυρόμενοι
στην Αγία Γραφή (sola scriptura)[14]. Ο
Richard Simon, προσπάθησε να τους δείξει ότι
μόνη της η Αγία Γραφή ήταν ανεπαρκής για την
ανάπτυξη των θεμάτων της πίστεως, αναφέρθηκε
στην απώλεια των αυτογράφων των βιβλίων και
στην εμφάνιση απειράριθμων παραλλαγών στα
αντίγραφα, τάχθηκε ενάντια στην μηχανική
Θεοπνευστία και μελέτησε τα Απόκρυφα. Έθεσε
έτσι τα θεμέλια για μια σοβαρή επιστημονική
εργασία επάνω στην Καινή Διαθήκη[15] η οποία
προχώρησε ακόμη περισσότερο στους επόμενους
αιώνες, υποβοηθούμενη από το γενικότερο
πνεύμα αμφισβήτησης απέναντι σε κάθε
υπερβατικό στοιχείο στον κόσμο[16], που
έφερε ο Διαφωτισμός και o ορθολογισμός, από
τον 18ο αιώνα και εξής[17].
Στους επόμενους αιώνες, καθώς ενισχύθηκε και
η έρευνα του ραββινικού Ιουδαϊσμού, του
Γνωστικισμού, των κειμένων του Κουμράν
κ.λπ., το ιστορικο-κριτικό πνεύμα με
προοδευτικότερες ή συντηρητικότερες τάσεις
κάθε φορά, δημιούργησε διάφορες σχολές
εξέτασης της Καινής Διαθήκης, όπως η
"διαλεκτική", η "υπαρξιακή", η "μαρξιστική",
η "στρουκτουραλιστική", η "γλωσσολογική", η
"φεμινιστική" κ.ά.[18].
Στη σημερινή εποχή, οι μέθοδοι που
εφαρμόζονται διεθνώς στην έρευνα της Κ.Δ.
είναι η "Ιστορία των φιλολογικών ειδών" που
εξετάζει τις διάφορες μορφές με τις οποίες
παραδόθηκε αρχικά το Συνοπτικό υλικό και
αργότερα η διδασκαλία των λοιπών βιβλίων της
Κ.Δ. και αναζήτησε στην ζωή της πρώτης
Εκκλησίας τον χώρο μέσα από τον οποίο
προήλθαν, και η "Ιστορία της τελικής
συντάξεως", η οποία ερευνά την ιδιαίτερη
θεολογική διδασκαλία καθενός Συνοπτικού
Ευαγγελιστή[19].
Αξία
Κατά τήν εξέταση των εισαγωγικών
ιστορικοφιλολογικών πλαισίων της συγγραφής
των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, δεν
παραγνωρίζεται ο διπλός χαρακτήρας αυτών των
βιβλίων: "Είναι μεν «Γραφή» της Εκκλησίας,
έργα δηλαδή που έγραψαν «υπό πνεύματος αγίου
φερόμενοι...από Θεού άνθρωποι» (Β' Πέτρ.
1,21), αλλά και ανθρώπινη φιλολογική
παραγωγή"[20]. Άρα, η Κ.Δ. είναι ανθρώπινη
και θεία, και για τον λόγο αυτό "επιβάλλεται
να αποδώσουμε την αρμόζουσα αξία και στις
δύο, χωρίς να διαχωρίσουμε, να υποτιμήσουμε
ή να υπερτονίσουμε καμμία χωριστά"[21]. Σε
καμμία περίπτωση λοιπόν, "ο σκοπός της
μελέτης των εισαγωγικών θεμάτων δεν
εξαντλείται στα όρια της επιστημονικής
ιστορικής γνώσης, αλλ' υπηρετεί τη βαθύτερη
θεολογική κατανόηση του θείου λόγου που
περιέχεται σ' αυτά και που, παρά το ότι
απευθύνεται σε συγκεκριμένες ιστορικές
περιστάσεις, τις υπερβαίνει και είναι πάντα
επίκαιρος. Η Εισαγωγή, με άλλα λόγια, είναι
απαραίτητη προϋπόθεση για την ερμηνεία της
Καινής Διαθήκης, διότι για να εισχωρήσει
κανείς στο «θησαυρό της πίστεως» πρέπει να
περάσει μέσα από το ανθρώπινο «οστράκινο
σκεύος» που τον περιβάλλει (Β' Κορ
4,7)"[22].
Ελληνική βιβλιογραφία
Όπως σημειώνει στα 1971 ο Σάββας Αγουρίδης,
"καλάς...Εισαγωγάς εις τα βιβλία της Κ.Δ.
ευρίσκει κανείς εις την σειράν των
υπομνημάτων εις ολόκληρον την Κ.Δ. του κ. Π.
Τρεμπέλα καθώς και εις τα σχετικά λήμματα
της Θρησκευτικής και Ηθικής
Εγκυκλοπαίδειας...Εισαγωγήν εις την Κ.Δ.
πλήρη και καθ' όλας τας απαιτήσεις της
επιστήμης συντεταγμένην εξέδωκεν ο καθηγητής
Βασίλειος Ιωαννίδης, εν Αθήναις, 1960"[23].
Οι εν λόγω Εισαγωγές του Παν. Τρεμπέλα δεν
αποτελούν ενιαίο έργο, αλλά βρίσκονται
κατανεμημένες στις αρχικές σελίδες κάθε
βιβλίου της Κ.Δ., στους 8 τόμους των
υπομνημάτων του (εκδόσεις "Ο Σωτήρ"):
Υπομνήματα εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον,
εις το Κατά Μάρκον, εις το Κατά Λουκάν, εις
το Κατά Ιωάννην (4 τόμοι), Υπομνήματα εις
τας Επιστολάς της Κ. Διαθήκης (3 τόμοι) και
Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων (1
τόμος). Συνολικά οι εισαγωγές αυτές
καλύπτουν ύλη 280 περίπου σελίδων.
Στα 1983, ο καθ. Ιωάννης Καραβιδόπουλος
προσθέτει: "Στον τόπο μας έχουν γραφεί
ελάχιστες «Εισαγωγές» στην Καινή Διαθήκη.
Κλασικές παραμένουν οι δύο σχετικά πρόσφατες
Εισαγωγές, του αείμνηστου Β. Ίωαννίδη (1960)
και του ομότιμου, τώρα, καθηγητή του
Πανεπιστημίου της Αθήνας Σ. Άγουρίδη (1971).
Σ' αυτές τις δύο πολλά οφείλει και η παρούσα
εισαγωγή..."[24].
Μεταγενέστερες αυτών είναι η Εισαγωγή του
Ιωάννη Παναγόπουλου (Εισαγωγή στην Καινή
Διαθήκη, Ακρίτας, Αθήνα 1994) και η δίτομη
του καθ. Χρήστου Βούλγαρη (Εισαγωγή Εις την
Καινήν Διαθήκην, τόμ. Α' & Β', Αθήνα 2005) η
οποία παρέχει πολλαπλάσιο όγκο πληροφοριών
από όλες τις προαναφερόμενες (1.410
πυκνογραμμένες σελίδες) και πραγματεύεται τα
θέματα της με κάθε λεπτομέρεια.
Υποσημειώσεις
Βιβλιογραφία