You are on page 1of 8

MONEY SHOW ΠΑΤΡΑΣ 2006

Ελεύθερο Βήμα

«Για το βιβλίο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου:


“Γεννήθηκα στα 1402”»

του
Παύλου Μαρινάκη
Δικηγόρου, Συγγραφέα

Το πνευματικό έργο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου είναι τεράστιο και είναι ένας πραγματικός
θησαυρός. Διαμάντι, λαμπρό διαμάντι. Σε αυτό το θησαυρό είναι το βιβλίο του «Γεννήθηκα στα
1402». Αποτελεί ένα τόλμημα. Ένα Πατρινόπουλο, αυτόν τον γεμάτο ιστορικά, καθοριστικά
γεγονότα αιώνα. Αυτοβιογραφείται, περιγράφοντας και τα γεγονότα αυτά. Μεγάλο τόλμημα.
Υπάρχει ένας φόβος φιάσκου. Ωραίο είναι σαν ιδέα, αλλά τι θα γράψεις σε αυτές τις 700 τόσες
σελίδες; Μόνο η τεράστια μόρφωσή του, η ακούραστη εργατικότητά του, κατάφεραν να μας χαρίσει
αυτό το πραγματικά πολύτιμο και θαυμάσιο έργο.
Θα καταφύγουμε κατά κύριο λόγο σε αυτό και θα ξεκινήσουμε με το τι γράφει ο ίδιος για το έργο
αυτό. «Ο άνθρωπος που γεννήθηκε στην Πάτρα το έτος 1402, δηλαδή 500 ακριβώς χρόνια πριν
γεννηθώ εγώ, ο ίδιος περιγράφει τα γεγονότα που σημειώθηκαν τον 15ο αιώνα. Όσα έχουν άμεση ή
έμμεση σχέση με το Ελληνικό γένος. Η αυτοβιογραφία του ανθρώπου αυτού είναι λοιπόν ιστορία,
δεν είναι μύθος. Το μόνο μη ιστορικό στοιχείο είναι η ψυχή εκείνου που, ως ανώνυμο και ασήμαντο
πρόσωπο, παρακολουθεί και ζει τα γεγονότα. Και η ψυχή αυτή είναι η δική μου.
Η παρέμβαση αυτή της ψυχής και των ματιών μου στην εξέλιξη των φοβερών και μεγάλων
γεγονότων που σημειώθηκαν από το 1402 έως το 1472 είναι βέβαια ένας αναχρονισμός. Είναι
όμως αναχρονισμός μονάχα έως ένα σημείο. Μεταθέτοντας τον εαυτό μου στον 15ο αιώνα, τον
άφησα να εκδηλωθεί ζώντας τα διάφορα γεγονότα και αντιδρώντας σε αυτά με τα ψυχικά μέσα που
διαθέτω εγώ σήμερα και που ένας άνθρωπος στον 15ο αιώνα δεν μπορούσε ίσως να διαθέτει.
Ωστόσο, τα στοιχεία των γνώσεων που χρησιμοποιεί ο «εαυτός» μου ζώντας 500 χρόνια πριν από
εμένα είναι στοιχεία που μια θεωρητική υπόθεση μου επιτρέπει να ισχυρίζομαι ότι μπορούσε να
διαθέσει ένας άνθρωπος τον καιρό εκείνο. Αδιάφορο αν στην πράξη, χωρίς την ψυχική ατμόσφαιρα
της εποχής μας, θα ήταν αδύνατο να τα διαθέσει.
Το έργο τούτο βασίζεται από την αρχή ως το τέλος στις πηγές. Όχι μόνο στις πηγές που ανήκουν
στον 15ο αιώνα αλλά και σε εκείνες που ανήκουν στους προηγούμενους αιώνες. Οι αναδρομές
στους προηγούμενες αιώνες είναι όχι μόνο στο 2ο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου αλλά και σε άλλα
κεφάλαια, συχνές και εκτενείς. Δεν μπορούσα να αποβλέψω σε μια καλή κατατόπιση των
αναγνωστών στα γεγονότα που σημειώθηκαν, στα ιστορικά πρόσωπα που έδρασαν τον 15 ο αιώνα,
χωρίς να επιχειρήσω την αναδρομή στο παρελθόν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της
Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα και μάλιστα, όχι μόνο στα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα, αλλά και
στην πνευματική ζωή του παρελθόντος. Τις πηγές που χρησιμοποιώ τις μνημονεύω μέσα στο ίδιο
το κείμενο της αυτοβιογραφίας.
Από τη σελίδα 411 έως τη σελίδα 437, περιγράφω τη γέννεση και την εξέλιξη της Δημοκρατίας της
Φλωρεντίας. Μολονότι και πριν από το έτος 1439, στο έτος αυτό επισκέπτεται το πρόσωπο που
έγραψε την αυτοβιογραφία τη Φλωρεντία, είχαν δημοσιευθεί χρονογραφικά βιβλία γύρω από
μερικές φάσεις της ζωής της και ο Τζιοβάνι Καβακάλντι προετοίμαζε το καλό ιστορικό έργο του,
ενόμισα ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσω την λαμπρότερη από όλες τις πηγές, που αν και
μεταγενέστερη, δεν βρίσκεται χρονικά σε μεγάλη απόσταση. Η σύντομη ιστορία της Φλωρεντίας
που περιέχεται στις 25 σελίδες μου είναι μια περίληψη του μεγάλου ιστορικού έργου που αφιέρωσε
στην ιδιαίτερη πατρίδα του ο Νικόλαος Μακιαβέλι. Το έργο αυτό του Μακιαβέλι, το εκτενέστερο από
όλα τα έργα του, γράφτηκε στα έτη 1520-1526.
Ήξερα, ότι επιχειρώντας μια τόσο σύντομη περίληψη του μεγάλου αυτού έργου, παρεμβάλλοντας
μονάχα που και που σκέψεις του Δάντη ή στοιχεία από άλλους που δεν χρησιμοποιεί ο Μακιαβέλι,
θα επιχειρούσα κάτι το αρκετά τολμηρό. Ενόμισα, όμως, ότι ένας Έλλην που γνώριζε την ιστορία
των Αρχαίων Αθηνών και που είχε διαβάσει Θουκυδίδη και τα Πολιτικά του Αριστοτέλους έπρεπε
φτάνοντας στη Φλωρεντία, στην Αθήνα της Ιταλίας το έτος 1439, να ενδιαφερθεί για την
απροσδόκητη γι’ αυτόν και θαυμαστή επανάληψη ενός πολιτικού φαινομένου που από την εποχή
των Αρχαίων Αθηνών και της Αρχαίας Ρώμης δεν είχε σημειωθεί παρά μόνον εκεί και σε μερικές
βέβαια πόλεις της Γερμανίας ή ως ένα σημείο στη Βενετία. Και έπρεπε να αντλήσω τα στοιχεία που
θα ικανοποιούσαν το ενδιαφέρον του από μια σπουδαία πηγή. Φυσικά αφού ο Μακιαβέλι δεν είχε
ούτε καν γεννηθεί το 1439, την ιστορία της Φλωρεντίας, τη βασισμένη στο μεγάλο του έργο, τη
διηγείται στον συγγραφέα της αυτοβιογραφίας ένας καλός και σοφός πολίτης της Φλωρεντίας».
Στις 2 Φεβρουαρίου του 1957, εδώ στην Πάτρα αρχίζει να το γράφει αυτό το έργο ο Παναγιώτης
Κανελλόπουλος. Τελειώνει τις 724 σελίδες του στο Στροφίλι της Κηφισιάς στις 15 Δεκεμβρίου της
ίδιας χρονιάς. Δηλαδή, μέσα σε λίγους μήνες. Αυτό και μόνο το γεγονός δείχνει σε ποιαν έξαρση
δημιουργικού οίστρου και με πόσο πάθος δημιούργησε αυτό το ολόλαμπρο μνημείο του
Νεοελληνικού λόγου. Πριν απ’ όλα διαβάσαμε τι λέει γι’ αυτό.
Τα κεφάλαια του βιβλίου είναι 10. Γεννήθηκα στην Πάτρα. Το Γένος και οι Αυτοκράτορες. Στην
Αθήνα του Αντώνιου Ατσαγιώλη. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στην Πάτρα. Στον Μιστρά με τον
Πλήθωνα. Η Κωνσταντινούπολη το 1437. Δηλαδή λίγες δεκαετίες πριν από την Άλωση. Βενετία,
Φεράρα, Φλωρεντία. Μιστράς. Και η τελευταία εξόρμηση του Γένους «Εάλω η Πόλις» στην Κρήτη
σε ένα μοναστήρι.
Σε αυτές εδώ τις 724 σελίδες ο συνδυασμός του ποιητή με τον ιστορικό και με το φιλόσοφο, αυτή η
σπάνια τριπλή πνευματική ιδιότητα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου – ποιητής, ιστορικός και
φιλόσοφος –, φτάνει στο δημιουργικό κορύφωμά της.
Χρησιμοποιεί έναν απέραντο πλούτο ιστορικών στοιχείων. Τα αφομοιώνει, εμβαθύνει στις αιτίες
τους και ακολουθεί τις προεκτάσεις τους και τα αποδίδει με ένα υπέροχο και απλό ποιητικό ύφος σε
μιαν άψογη Ελληνική γλώσσα. Αυτό το επίτευγμα σου προκαλεί πλήθος από συναισθήματα. Δέος
για το μέγεθος του μόχθου. Συγκίνηση για τα όσα έζησε και έπαθε ο Ελληνισμός αυτόν τον κρίσιμο
15ο αιώνα. Θαυμασμό για τις άπειρες γνώσεις του συγγραφέα. Τέλος, ευγνωμοσύνη για το τι
χάρισε με αυτό του το δημιούργημα στην Ελλάδα ο μεγάλος συμπολίτης μας.
Αλλά ειδικά για μας τους Πατρινούς υπάρχουν και ιδιαίτεροι λόγοι πιο βαθιάς ευγνωμοσύνης σε
αυτό το δημιούργημα. Σαν ωραίο μοτίβο υπάρχει πάντα και ξανάρχεται πάντα η Πάτρα, το
ηλιοβασίλεμα της Πάτρας και τα κυκλάμινα του Ομπλού. Περιγράφεται η Πάτρα και ζωντανεύει η
Πάτρα του 15ου αιώνα. Εκδηλώνεται η αγάπη του για την Πάτρα. Δοξάζεται η Πάτρα μας.
Πανοσιολογιότατε, εκπρόσωπε του άξιου Μητροπολίτη μας, κύριε Δήμαρχε, κυρίες και κύριοι, να
μου επιτρέψετε να χαρούμε μερικές από τις υπέροχες σελίδες του.
Στην αρχή, στο πρώτο κεφάλαιο, η γέννησή του και η Πάτρα και ο Πρωτόκλητος. «Γεννήθηκα στο
1402. Έτσι μου είπαν όταν άρχισα να αισθάνομαι ότι υπάρχω. Πότε αισθάνθηκα ότι υπάρχω; Δεν
θυμάμαι πότε. Μπορεί να ήμουν 3 ή 5 ετών, μπορεί να ήμουν και 8. Ξέρω καλά ότι στα 8 μου
χρόνια τρόμαξα πολύ – το γράφει και σε ένα ποίημά του. Μπορεί όμως να αισθάνθηκα ότι υπάρχω
και πριν από τη στιγμή που τρόμαξα πολύ και μου είπαν ότι γεννήθηκα στην Πάτρα. Αυτό το ήξερα
χωρίς να μου το πουν. Ήξερα πως ήταν αδύνατο να είχα γεννηθεί αλλού. Πως μπορεί να έχει
γεννηθεί ένας άνθρωπος κάπου αλλού και όχι εκεί όπου αισθάνθηκε ο ίδιος τον εαυτό του να
γεννιέται και να γίνεται; Τώρα ξέρω ότι μπορεί. Τότε, όμως δεν το ήξερα. Δεν θυμάμαι να μου
έδειξαν την Πάτρα και να μου είπαν τούτη εδώ είναι η Πάτρα. Η παρουσία και το όνομά της ήταν
για μένα τα ίδια της τα σπίτια, οι κάτοικοι, ο αέρας της. Χωρίς να μου πει κανείς κατάλαβα μόνος
μου ότι η Πάτρα είναι μια πόλη που αρχίζει περίπου από εδώ και φτάνει περίπου ως εκεί. Μόνος
μου κατάλαβα ότι το Γηροκομιό ή η Περιβόλα ήταν έξω από την Πάτρα.
Το σπίτι μας ήταν στο Τάσι, την κεντρική πλατεία κάτω από το Κάστρο, 1-1,5 μίλι μακριά από το
λιμάνι. Η θάλασσα ήταν χαμηλά. Εγώ γεννήθηκα ψηλά. Μολονότι το ύψος ήταν μικρό, η εντύπωση,
το αίσθημα του ύψους έγιναν μέσα μου ένα περιστατικό που επηρέασε τη ζωή μου. Αλλά και το
γεγονός ότι πάνω από το κεφάλι μου ήταν το Κάστρο, ένα κλειστό από όλες τις πλευρές μυστήριο,
και αυτό επηρέασε τη ζωή μου. Η πόλη μου δεν είχε τείχη και έτσι για όσους την πλησίαζαν απέξω
δεν αποτελούσε μυστήριο. Η πόλη μου ήταν από όλες τις πλευρές ανοιχτή.
Το ότι η πόλη μου ονομάζεται Πάτρα μου έγινε συνειδητό όταν άκουσα να γίνεται λόγος και για
άλλες πόλεις. Για τη Χαλανδρίτσα, για την Βοστίτσα, για την Ναύπακτο, για την Κωνσταντινούπολη,
και προπαντών όταν το αυτονόητο όνομα Πάτρα το συναγωνίστηκε στα αυτιά μου ένα λιγότερο
αυτονόητο όνομα.
Μια μέρα άκουσα το δάσκαλό μου – γι’ αυτόν θα μιλήσω παρακάτω – να την ονομάζει Πάτραι και
μάλιστα Παλαιαί Πάτραι. Θυμάμαι ότι με ενόχλησε η παραποίηση αυτή. Με την τέτοια παραποίηση
έγινε μέσα μου αβέβαιο και συζητήσιμο ό,τι ως τότε ήταν απόλυτα αυτονόητο.
Κάπου-κάπου περπατώντας στην παραλία σταματούσα στον Ναό του Απόστολου Ανδρέου. Ήξερα
ότι ο Πρωτόκλητος είχε μαρτυρήσει εκεί. Το ήξερα, και όμως δεν μπορούσα να το θεωρήσω
αυτονόητο. Αφού σταυρώθηκε ο ίδιος ο Χριστός, δεν αρκούσε η θυσία του δασκάλου; Γιατί έπρεπε
τάχα να μαρτυρήσουν τόσοι άλλοι και μάλιστα αθώοι άγιοι.
Η περίπτωση ειδικότερα του Απόστολου Ανδρέα προκαλούσε μεγάλες απορίες στη σκέψη μου. Ο
Ανδρέας ήταν ο μαθητής εκείνος του Ιησού που τα βήματά του ήταν τα πιο αθόρυβα. Παρατώντας
τα δίχτυα του ψαρά ακολούθησε τον Ιησού χωρίς να μιμηθεί τον αδελφό του Σίμωνα, τον
επιλεγόμενον Πέτρο, που άνοιγε αδιάκοπα το στόμα του και μιλούσε. Δεν θέλησε να προσθέσει
ούτε μια μοναδική λέξη σε όσα είπε ο Διδάσκαλος.
Κάτω από το Ναό του Πρωτοκλήτου υπάρχει ένα άντρο και μέσα στο άντρο υπάρχει μια πηγή.
Κατεβαίνοντας, και το έκανα συχνά, τα 16 σκαλοπάτια και ακούγοντας τον ήχο των βημάτων μου
που προκαλούσαν μια κούφια αντήχηση στο θόλο του άντρου κυριευόμουν από το αίσθημα ότι εδώ
μέσα οι ήχοι δεν είχαν σχέση με τα δικά μου βήματα, δεν έλεγα αλλά το ένοιωθα, ότι τους ήχους
αυτούς τους προκαλούσε βήματα ανθρώπων που έχουν λείψει εδώ και αμέτρητα χρόνια και ότι τα
δικά μου βήματα είναι η τυχαία αφορμή που τους ανακαλεί στην ακοή μου.
Τα μάτια μου, κάθε φορά που κατέβαινα στο άντρο έμεναν πολύ ώρα προσηλωμένα χωρίς λόγο
στα νερά της πηγής που έμοιαζαν αλλιώτικα από όλα τα άλλα νερά. Διαβάζοντας κάποια χρόνια
αργότερα τον Παυσανία έμαθα ότι το «ύδατι της πηγής αυτής μετέστην αληθείας». Δεν ήξερα όταν
ήμουν παιδί ότι «μαντείον ενταύθαν εις την αψευδές ου μεν επί παντί γεπράγματι αλλά επί των
καμνόντων». Δεν ήξερα ότι κρατώντας με ένα λεπτό καλώδιο έναν καθρέφτη και ρίχνοντας τον
καθρέφτη στην πηγή όχι πολύ «αλλά όσον επί ψαύσθε του ύδατος τον κύκλο του κατόπτρου» -
αυτά είναι λόγια του Παυσανία βέβαια – θα μάθαινα σε περίπτωση που ήμουν άρρωστος αν θα
πέθαινα ή θα ζούσα. Θα το μάθαινα κοιτάζοντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη που θα τον είχαν
αγγίξει τα νερά της πηγής. Εγώ κοίταζα τα νερά χωρίς να ξέρω γιατί και χωρίς να λένε τίποτα ήταν
τα πιο βουβά νερά που είχα γνωρίσει ως τότε.
Ύστερα ο Ομπλός, ο δάσκαλός μου, τα κυκλάμινα. Όσο καιρό έμεινα στον Ομπλό, ο δάσκαλός μου
με άφησε κάθε πρωί μετά τον όρθρο να βγαίνω έξω μόνος μου και να ανασάνω καθαρό αέρα. Τι
έκανα βγαίνοντας έξω; Θυμάμαι καλά ότι μόλις έβγαινα άρχιζα να τρέχω στην κοιλάδα του
μοναστηριού και όταν λαχάνιαζα και σταματούσα έσκυβα και μάζευα κυκλάμινα αφού ήταν
Φθινόπωρο. Από τότε γνώρισα τα μυστικά των άγριων λουλουδιών. Κάπου-κάπου σκεφτόμουνα
μήπως δεν έπρεπε να τα κόβω. Αν όμως δεν τα έκοβα, δεν μου έλεγαν τα μυστικά τους. Μονάχα
όταν τα έχεις φυλαγμένα στον κόρφο σου και αρχίσουν να ξεραίνονται σου λένε τα μυστικά τους.
Όσο είναι ενωμένα με τη γη σε κοιτάζουν αδιάφορα. Και είναι ακατάδεκτα. Από τότε σκέφτηκα και
τώρα πια το ξέρω καλά πως μόνο σαν αρχίζει να μαραίνεται και να αγγίζει το θάνατο γίνεται η ζωή
πιο καταδεκτική, πιο πολύ δική σου, και σου μαρτυράει 2-3 από τα αμέτρητα μυστικά σου.
Μετά η αυτογνωσία και το πρώτο δημιουργικό σκίρτημα. Θα ήμουν 13 χρονών όταν κάποια
ανησυχία σωματική και ψυχική με έκανε να αισθανθώ την ανάγκη να βρω μια διέξοδο. Και μια μέρα
την ώρα που ο ήλιος βασίλευε, το ηλιοβασίλεμα στην Πάτρα είναι το ωραιότερο στον κόσμο,
σκέφτηκα ότι μονάχα η ποίηση θα με έβγαζε από το αδιέξοδο. Και όχι μόνο το σκέφτηκα, αλλά
ένοιωσα να γεννιούνται μέσα μου στίχοι που ενώ πήγαιναν να γεννηθούν δεν έβρισκα τις λέξεις να
τους διατυπώσω. Μέσα μου πάλευε μια ποίηση που μου ήταν τότε άγνωστη και απρόσιτη».
Παρακάτω, οι κρίσιμες ώρες της Πάτρας: «Τι ήταν η Πάτρα; Εμπόρευμα είχε καταντήσει η
αγαπημένη μου πόλη αν όχι τίποτε άλλο έχει την ωραιότερη δύση του κόσμου; Το Κάστρο της, που
σαν φάντασμα ξεχώριζε πάνω από το κεφάλι μου στις φεγγαρόλουστες νύχτες, δεν έπρεπε ποτέ
να νοικιάζεται ή να πουλιέται. Όποιος θα ήθελε να το πάρει, θα έπρεπε να το εκπορθήσει. Και
όποιος θα ήθελε να το δώσει, θα έπρεπε να το χάσει πέφτοντας στα τείχη του. Έτσι σκεφτόμουνα
τις μέρες εκείνες και αυτό το αίσθημα το είχα από παιδί χωρίς καν να εξετάζω άλλο πολύ ποιοι θα
έπρεπε να το κρατήσουν το Κάστρο μου ή ποιοι να το πάρουν. Μου αρκούσε η σκέψη ότι αξίζει
τόσο. Όποιος θα το έπαιρνε ή θα το έχανε θα ήταν αντάξιος του Κάστρου μου, μονάχα αν ήταν
αποφασισμένος να παίξει την ίδια τη ζωή του».
Ύστερα ξανά μια νύχτα που ξαναβρίσκει τον εαυτό του. «Μια νύχτα, ήταν Δεκέμβρης και έκανε
κρύο. Οι γονείς μου με είχαν χάσει. Είχα χάσει και εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου. Και κοιτάζοντας τον
ορίζοντα προς τη δύση που είχε εδώ και εκεί κάμποσες ώρες συντελεστεί είδα μέσα στο σκοτάδι
ένα φως. Το φως αυτό δεν ήταν από εκείνα που κάνουν το σκοτάδι πιο έντονο και που του δίνουν
μια παρουσία ακόμα πιο μαύρη. Και σε μια στιγμή που δεν ήξερα τι έλεγα, είπα με μια φωνή
δυνατή και για τα αυτιά των ανθρώπων ταυτόχρονα σιγανή. Σιγανή – δυνατή για την παντοδύναμη
ακοή του Θεού: “Ελθέ ο μόνος προς μόνον ότι μόνος ειμί καθάτερ ω οράσι. Ελθέ ο χωρίσας και
ποιήσασμε μόνον επί της γης”. Την άλλη μέρα δεν θυμάμαι πια πως γύρισα τις πρωινές ώρες στο
σπίτι μου, μου λέει ο πατέρας μου ότι αποφάσισε να με στείλει ταξίδι κάπου μακριά. Τώρα
καταλαβαίνω ότι η πρόθεσή του ήταν να με κάνει να αλλάξω εντυπώσεις. Ο πατέρας μου έμπαινε
στην ψυχή μου κάπως περισσότερο απ’ ότι φανταζόμουν. Οι μητέρες δεν ξέρουν ότι η απόσταση,
δηλαδή η κρίσιμη και επικίνδυνη απόφαση, είναι και οι δύο πιθαμές. Μπορεί στην άκρη του κόσμου
να είσαι ασφαλέστερος, αν θέλει ο Θεός, απ’ ότι πλάι στη μητέρα σου. Ωστόσο οι μητέρες δεν το
ξέρουν αυτό».
Παρακάτω ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ελευθερώνει την Πάτρα. «Η τετάρτη ημέρα του Ιουνίου
1429, ήταν μεγάλη μέρα για μένα. Στον Ναό του Πρωτόκλητου Ανδρέα πάνω από το άντρο, όπως
παιδί περνούσα ώρες πολλές κοιτάζοντας την πηγή με τα βουβά νερά, οι έγκριτοι της Πάτρας και
ολόκληρος ο λαός ήρθα να προσκυνήσουν τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και να του παραδώσουν
τα κλειδιά της γενέτειράς μου. Τα κλειδιά είχαν μόνο συμβολική αξία γιατί η πόλη ήταν ατείχιστη. Ο
Δεσπότης Κωνσταντίνος ήταν από το προηγούμενο βράδυ στον Ναό και πέρασε ολόκληρη την
νύχτα εκεί. Και εγώ πέρασα την νύχτα έξω από τον Ναό. Και κατέβηκα στο άντρο. Ήταν μεσάνυχτα
όταν βυθισμένος στις ποιητικές μου αναμνήσεις, είδα ξαφνικά τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να
κατεβαίνει και αυτός στο άντρο. Με είδε, με θυμήθηκε. Χαμογέλασε και ακούμπησε ξανά το χέρι του
στον ώμο μου. Δεν άνοιξε το στόμα του. Έσκυψε στην πηγή, πήρε με τη φούχτα του λίγο νερό και
έβρεξε το μέτωπό του. Με ξανακοίταξε με καλοσύνη – όλοι οι αληθινά γενναίοι έχουν καλοσύνη –
και βγήκε από το άντρο της Δήμητρας.
Όταν ήρθαν το πρωί οι πρόκριτοι, Λατίνοι και Έλληνες, και ο λαός να προσκυνήσουν τον
Κωνσταντίνο Παλαιολόγο εγώ ήμουν πίσω του στην ακολουθία του Φραντζή. Κάπου μπροστά μου
αντίκριζα τον πατέρα μου. Από τη ματιά που έριξε πάνω μου κατάλαβα ότι η καρδιά του ήταν πέρα
για πέρα Ελληνική.
Όταν τελείωσε το προσκύνημα και παραδόθηκαν τα κλειδιά στον Κωνσταντίνο ξεκινήσαμε όλοι για
να πάμε στον Ναό του Αγίου Νικολάου. «Της μεν οδού πάσης κατεστρωμένης ούσης πάντων
ανθέων εκ των δεξιών και εξ ευωνύμων δρόμων πανταχόθεν ραινομένων ροδοσταμάτων και
ρόδων και τριανταφύλλων». Αυτά είναι από τον Φραντζή που περιγράφει τι έγινε στην Πάτρα εκείνη
την ημέρα.
Ενώ όμως η πόλη μου υποδέχτηκε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο με ροδόσταμα και ρόδα, το
Κάστρο έμοιαζε αγριεμένο. «Αποδάνωθεν του Φρουρίου ήτοι Πύργου δια σκευών και τσαγγαρών
κακώς εδεξιούντο ημάς αλλ’ ουδέν έβλαψαν. Ή γαρ του Μητροπολίτου, δηλαδή του μαλατέστα,
κρατήσαντες το Φρούριο έτι δε – και το είπαν οι Φράγκοι τότε – και τα αυθεντικά παλάτια, τα
πλησίον αυτού οικήματα σιταρχήσαντες και αφηρόσαντες κατέσχων ελπίζοντες ότι ελθόντος του
Μητροπολίτου δια τούτου πάλι λάβουσιν το πτολίεθρον όπερ και πρότερον είχον».
Την άλλη μέρα μαζεύτηκαν όλοι οι Πατρινοί πάλι στον Ναό του Αγίου Νικολάου κάτω ακριβώς από
το Κάστρο. Αυτά που υπάρχουν ακόμα. Εκεί έδωσαν νέους όρκους στον Δεσπότη Κωνσταντίνο ότι
θα του είναι πιστοί δούλοι και υποτακτικοί και του ζήτησαν να ορίσει Διοικητή στην Πάτρα τον
Γεώργιο Φραντζή. Και ο Κωνσταντίνος υψώνοντας τη βασιλική φωνή του είπε με καλοσύνη: «Και
μάλλον τούτου αυτό οφείλομεν και χάριν ημών αιτήσεως έσται αυτός εις κεφαλίν ειμείν».
Έτσι η Πάτρα μου ύστερα από 224 χρόνια που ήταν σε ξένα χέρια έγινε πάλι μια πόλη της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ξαναδόθηκε σε χέρια Ελληνικά. Και ποια ήταν τα χέρια που την
παρέλαβαν; Τα χέρια του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου».
Τέλος, η αναχώρηση του γεννημένου στα 1402 από την Πάτρα όταν έφυγε με αυτά τα υπέροχα
λόγια, που με αυτά τελειώνει το θαυμάσιο έργο. «Απορώ ακόμα και σήμερα πως κατάφερα να
εγκαταλείψω οριστικά την Πάτρα. Πως άντεξε η καρδιά μου στο μεγάλο αυτό βήμα. Φεύγοντας
βέβαια από τη γενέτειρά μου, έφυγα με την πρόθεση να ξαναγυρίσω γρήγορα και να έχω μόνιμη
κατοικία μου την Πάτρα. Ωστόσο κάτι μου έλεγε μέσα μου ότι η πρόθεσή μου αυτή δεν ήταν θέλημα
του Θεού. Το θέλημα του Θεού ήταν να μην γίνεται σχεδόν ποτέ ότι επιθυμούσα. Οι επιθυμίες,
ακόμα και οι πιο αθώες και ιερές, δεν πρέπει φαίνεται να εκπληρώνονται πάντοτε. Η εκπλήρωσή
τους κακομαθαίνει τον άνθρωπο και τον χαλάει. Έτσι, τουλάχιστον τώρα, που τα βλέπω όλα από
πολύ μακριά δεν λυπάμαι διόλου που οι επιθυμίες μου ήταν στη ζωή μου οι πιο πολλές, σχεδόν
όλες, ταγμένες μονάχα να με βασανίζουν χωρίς να εκπληρώνονται. Η εκπλήρωση άλλωστε μιας
επιθυμίας, και της πιο αγαθής, είναι κάτι το παροδικό, το πολύ εφήμερο, το μάταιο. Πέρα από τα
μάταια ζει ίσως η ίδια η ελπίδα. Και εκείνη ακόμα που έχει διαψευσθεί, έχω το αίσθημα, το θολό
βέβαια αίσθημα, ότι ζει αιώνια ή ότι τουλάχιστον τείνει προς την αιωνιότητα. Η ελπίδα δεν
εκπληρώθηκε ποτέ. Εκκρεμεί ίσως στην αιωνιότητα.
Ο δάσκαλός μου δεν ήθελε να έχει όνομα δικό του. Εγώ το ήθελα πολύ. Δηλαδή το ήθελα ως χθες
όσο ήμουν δεμένος με τον μάταιο αυτό κόσμο να έχω δικό μου όνομα. Δεν το ήθελα πολύ να με
ονομάζουν οι άλλοι και να λένε νάτον αυτός είναι. Αλλά δεν κατάφερα να αποκτήσω όνομα. Ποιο
όνομα ήθελα τάχα να αποκτήσω; Δεν ξέρω. Αν ήξερα, θα το αποκτούσα. Και αφού το αποκτούσα,
θα το έχανα, όπως χάνουμε με τον καιρό τα πάντα. Και όσα αποκτήσαμε και όσα δεν αποκτήσαμε
ποτέ.
Τώρα πια, θέλοντας και μη, ξεπέρασα τα όρια εκείνα της ζωής που κλείνουν μέσα τους επιθυμίες
εγκόσμιες, τέτοιες που, αν και μάταιες, είναι ωραίες. Έτσι αδιαφορώ πια που δεν κατάφερα να έχω
όνομα δικό μου. Ωστόσο, ως χθες, δεν αδιαφορούσα διόλου. Ούτε με το Χριστό κατάφερα να
ενωθώ. Πάνω στη γη να αφήσω ίχνη. Ωστόσο, αγάπησα πολύ τον Εσταυρωμένο, το γλυκύτατο
αιώνιο έαρ. Και αγάπησα πολύ και τη γη της πατρίδος μου, τη γη την Ελληνική, που χαρίζει
αδιάκοπα την ωραιότερη εφήμερη άνοιξη στον κόσμο».
Αυτοβιογραφικά στοιχεία ενός ανθρώπου του 20ου αιώνα τοποθετημένα στον κρίσιμο για τον
Ελληνισμό 15ο αιώνα. Και θυμάμαι πόσο χάρηκε και πόσο συγκινήθηκε ο Παναγιώτης
Κανελλόπουλος όταν το Φθινόπωρο του 1967 – τότε δεν έβγαινε από το σπίτι του μέχρι το 1974
και αυτός που δεν έλειπε από συναυλία δεν πήγαινε σε καμία. Έμενε τότε στο σπίτι του αδελφού
του που ήταν στη Βασιλίσσης Σοφίας και ήταν μπροστά ανοιχτό. Και εκεί πηγαίναμε και
καταλαβαίνετε τι ακούγαμε και τι μαθαίναμε – με τον Κωστή Στεφανόπουλο και τον Βασίλη Μπεκίρη
τον επισκεφτήκαμε και μπροστά πήγαινε ο μακαρίτης ο Γεράσιμος Κουλουμπής κρατώντας μια
τεράστια γλάστρα με ανθισμένα κυκλάμινα. Εμείς δεν μπορούσαμε να την σηκώσουμε.
Το απέραντο πνευματικό έργο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου θα είναι πάντα ζωντανό. Ειλικρινά
πιστεύω πως όσο θα υπάρχει ο Ελληνισμός, και Ελληνισμός θα υπάρχει όσο υπάρχουν άνθρωποι,
ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος θα συντροφεύει με το έργο του την επίπονη πορεία του. Θα είναι
πάντα ο ξένος στο πλευρό τους. Και θα τους συνοδεύει μυστικά, έτσι όπως περιγράφει στις
Πικροδάφνες, στο θαυμάσιο ποίημά του και ιδού πορεύονταν οι δυό τους. Μην ξεχνάμε ότι όχι
μόνο για μένα, για πάμπολλους, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, πριν από όλα, ήταν ποιητής. Και
ιδού πορεύονταν οι δυό τους στην κόμη που την έλεγαν Εμαούς. Και κάποιος ξένος στο πλευρό
τους συμπορευόταν. Ποιος; Λέει ποιος; Του Κλεόπα το όνομα, ξέρω, μονάχα. Βαριά τα βήματα
ήταν των δύο φίλων. Μα ο τρίτος, και άγνωστος. Ποιος ήταν τάχα; Ξέρουμε ποιον εννοούν. Μετά
την ανάσταση, δεν το λένε οι Γραφές. Τον τύπο μην ζητάς να δεις. Τον ήλον. Μείνε μαζί μας.
Κέκλικεν η ημέρα. Και η κόμη που την έλεγαν Εμαούς, μια κρήνη από άνθη έγινε πέρα ως πέρα».
Πανοσιολογιότατε, Δήμαρχέ μας, κυρίες και κύριοι, πιστεύω πως ο Κανελλόπουλος θα μας
συντροφεύει και εμάς και τους απογόνους μας και τους απογόνους των απογόνων μας, μέσα στα
χάι της ιστορίας και θα τον καλούμε όλοι να μείνει μαζί μας γιατί η μελέτη του έργου του μας κάνει
να νοιώθουμε πιο ελεύθεροι, πιο άνθρωποι, πιο Έλληνες. Και γιατί στους χαλεπούς και στους
δύσκολους αυτούς καιρούς που ζούμε, μας γεμίζει γόνιμη και πολύτιμη αισιοδοξία.
Γιατί όπως γράφει στις «Πικροδάφνες», είναι η τελευταία του ποιητική συλλογή η οποία
κυκλοφόρησε μεταξύ φίλων και δεν βγήκε στο εμπόριο: «τώρα πια η μέρα είναι αρκετά μεγάλη. Θα
περιμένω ώσπου να ανθίσουν και πάλι τα δέντρα και θα πω στο διπλανό μου τώρα πια η μέρα
είναι αρκετά μεγάλη και έτσι όπου ο δρόμος να μας βγάλει χαράζει η αυγή στο τέρμα κάθε
δρόμου».
Η Πάτρα χρωστάει πολλά στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τίποτε απολύτως, τίποτε δεν του έχει
δώσει. Μόνο λίγες πικροδάφνες. Και δεν θα τον εξοφλήσουμε με κάποιον ανδριάντα σε κάποια
πλατεία που θα το λερώνουν τα πετεινά του ουρανού. Το είχα υποβάλλει μια αίτηση και το είχαμε
συζητήσει με το Δήμαρχο αλλά δυστυχώς οι αντικειμενικές συνθήκες δεν το έκαναν
πραγματικότητα.
Θα πρέπει όλοι οι Πατρινοί να πάρουμε την πρωτοβουλία, βρίσκοντας και συγκροτώντας τους
κατάλληλους θεσμούς και τις σωστές μορφές οργάνωσης, να διαδώσουμε ιδιαίτερα ανάμεσα στους
νέους το πολύτιμο πνευματικό και εθνικό έργο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Ήδη, ντροπή μας,
το σπίτι του στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου είναι οικόπεδο. Ακολούθησε και αυτό την τύχη του
σπιτιού του Δημητρίου Γούναρη που είναι στην οδό Αγίου Ανδρέου, που από το μπαλκόνι
εξεφώνισε τον τελευταίο του λόγο.
Δεν ξέρω εάν αφήνουν τίποτε και αν χρειάζονται τα Φεστιβάλ. Όμως, ρίχνω την ιδέα. Μαζί με τη
γιορτή του Πολιούχου, με διαλέξεις, εκθέσεις, διαγωνισμούς και άλλες εκδηλώσεις, να γιορτάζει η
Πάτρα τα γενέθλια του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της
Πολιτικής ξέρει ότι έχουμε αποφασίσει τις 29 και τις 30 Νοεμβρίου που είναι τα γενέθλιά του θα
έρθει παρακαλώ η Συμφωνική Ορχήστρα της Λειψίας και θα παίξει το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ. Αυτό
το αριστούργημα. Και θα είναι προς τιμήν του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
Και ακόμα, αφού δεν υπάρχει πια το σπίτι του, εκεί στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου που γεννήθηκε
έπαιξε και μεγάλωσε, να απαλλοτριωθεί το υπέροχο ακατοίκητο σπίτι κληρονόμων Γαλανοπούλου
που βρίσκεται στην νότια πλευρά της πλατείας και να μεταβληθεί, όχι μόνο σε μουσείο Παναγιώτη
Κανελλόπουλου, αλλά και σε έδρα ενός πνευματικού ιδρύματος που θα λειτουργήσει στο όνομα
του μεγάλου μας συμπολίτη. Αυτή την ιδέα την έχουμε συζητήσει με τον αγαπητό μας Δήμαρχο, ο
οποίος την υιοθέτησε, έκανε προσπάθειες, αλλά δεν χωρίζουνε μόνο την Πάτρα με την Αθήνα 230
χιλιόμετρα. Τη χωρίζει δυστυχώς και ένα χάος.
Ευχαριστώ πάρα πολύ.

You might also like