You are on page 1of 37

λόγια της πιάτσας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Από πολύ παλιά, σ’ όλες τις κοινωνίες, ήταν συνήθης η ύπαρξη περιθωριακών ομάδων, που αποτελούσαν τον «υπόκοσμο», αντίπαλο
δέος της αστικής και ανώτερης τάξης. Για να μη γίνονται αντιληπτοί από τον πολύ κόσμο, χρησιμοποιούσαν μία ιδιωματική γλώσσα
επικοινωνίας, bigorne – jargon – lucebem - argot στη Γαλλία, slang στην Αγγλία και Αμερική, κουτσαβάκικα στην Ελλάδα, καθώς και
άλλες, όπως τα καλιαρντά, τα κορακίστικα, κλπ.
Ιδιωματικές γλώσσες είχαν δημιουργήσει και οι Λαγκαδιανοί μαστόροι, όπως επίσης και οι μαστόροι της Δυτ. Μακεδονίας, για τη
μεταξύ τους επικοινωνία. Στην Ελλάδα, πρώτοι οι κουτσαβάκηδες, είτε για λόγους προβολής είτε από ανάγκες άμυνας, δημιούργησαν
μία δική τους γλώσσα επικοινωνίας, που περιείχε και λέξεις από την Ιταλική γλώσσα.
Ο ερχομός στην Ελλάδα των προσφύγων από τα παράλια της Μ. Ασίας, το 1922,και η διάδοση των τραγουδιών τους, που περιείχαν
πολλές Τούρκικες λέξεις, εμπλούτισε τη γλώσσα της «πιάτσας»με λέξεις και εκφράσεις που πολιτογραφήθηκαν Ελληνικές.
Πολλοί είναι οι χαρακτηρισμοί γ’ αυτή την κοινωνική μειονότητα: κουτσαβάκια, μάγκες, νταήδες, μόρτες, αλάνια, τσίφτηδες,
βλάμηδες, τσακάλια, ρεμπέτες, κλπ.
α.Κουτσαβάκηδες – Κουτσαβάκια
Η προέλευση της λέξης «κουτσαβάκης» δεν είναι ξεκάθαρη. Κατά μίαν άποψη, προέρχεται από τον καβγατζή δεκανέα του ιππικού
Δημ.Κουτσαβάκη, που έδρασε την εποχή του Όθωνα. Κατ’ άλλη προέρχεται από το «κουτσά – βαίνω», από το ιδιόρρυθμο βάδισμά
τους.
Ήταν Αϊβαλιώτες από τη Σύρο και όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, εγκαταστάθηκαν στου Ψυρρή, όπου
έδρασαν από το 1862 -1897. Γνώρισαν μεγάλη δόξα μετά την εκδίωξη του Όθωνα, γιατί τα πολιτικά κόμματα τους χρησιμοποιούσαν ως
τραμπούκους.
Το 1896, κατά τη διάρκεια των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας, επιστρατεύθηκαν από την Αστυνομία, προκειμένου να
βοηθήσουν στην καταστολή της ξενόφερτης εγκληματικότητας.
Χαρακτηριστική ήταν η εμφάνισή τους. Καβουράκι με μαύρη κορδέλα (χλίψη), παχύ μουστάκι, σακάκι που το φορούσαν με κρεμασμένο
το ένα μανίκι, ριγέ παντελόνι, κόκκινο ζωνάρι που κρεμόταν, μυτερά παπούτσια με ανασηκωμένη μύτη και ψηλά τακούνια.
Κυνηγήθηκαν από τον Αστυνομικό Διευθυντή της Αθήνας ταγματάρχη Δημ. Μπαϊρακτάρη και διαλύθηκαν με την έναρξη τού
Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897.

β. Μάγκες
Μετά τον Α’Παγκόσμιο πόλεμο, ο τύπος του «μάγκα» αναβίωσε και βρέθηκε έντονα επηρεασμένος από τη ρεμπέτικη μουσική και τις
ξενόφερτες λέξεις που περιεχόντουσαν σ’ αυτή. Η λέξη «μάγκας» προέρχεται κατά μία εκδοχή από τη «μάγκα», που ήταν ενωμοτία
ατάκτων Αλβανών πολεμιστών. Το 1821,οι Έλληνες αποκαλούσαν «μάγκα» τη μετέπειτα «δεκανεία». Δύο-τρείς «μάγκες» αποτελούσαν
το «μπουλούκι» με αρχηγό το «μαγκατζή». Τότε εθεωρείτο τιμή να ανήκεις στους «μάγκες». Ό «μάγκας» ήταν λαϊκός τύπος, με μεγάλη
έπαρση, τολμηρότητα αυτοπεποίθηση και ιδιαιτερότητα στην εμφάνιση, τη συμπεριφορά, τον τόνο της φωνής και το λεξιλόγιο.
Υπάρχουν πολλές λεκτικές εκφράσεις για τον «μάγκα», επαινετικές ή απαξιωτικές, όπως:μαγκάκι, ντερβισόμαγκας, μαγκίτης,
ατσιδόμαγκας, τσιφτόμαγκας, λεβεντόμαγκας, πρωτόμαγκας, αφρόμαγκας, τσιφτόμαγκας, μαχαλόμαγκας, γαλατόμαγκας,
κουραδόμαγκας, ψευτόμαγκας, τσουρόμαγκας, κωλόμαγκας γαϊδουρόμαγκας.
Κατά μία άλλη εκδοχή, η λέξη «μάγκας» προέρχεται από τη Λατινική «mango» που σημαίνει μεταπράτης, σωματέμπορας .
γ. Μόρτες
Η λέξη προέρχεται από την Ιταλική «mοrto», που σημαίνει πεθαμένος.
Όταν το μεσαίωνα η Ευρώπη υπέφερε από τη μεγάλη επιδημία πανούκλας, στη Φλωρεντία, που είχε τα περισσότερα θύματα, οι
νεκροθάφτες δεν επαρκούσαν για την ταφή των νεκρών. Οι πλούσιοι κάτοικοι, για να μην αφήσουν άθαφτους τους νεκρούς τους στους
δρόμους, πλήρωναν μεγάλα ποσά σ’ αυτούς που αναλάμβαναν να τους θάψουν. Έτσι, τα αποβράσματα της πόλης, βρίσκοντας εύκολο
τρόπο να βγάλουν λεφτά, σχημάτιζαν ομάδες για την ταφή των νεκρών, που τις ονόμαζαν «μορταρίες» και τα μέλη τους
ονομαζόντουσαν «μόρτες». Από τότε η λέξη σήμαινε κακοποιός – αλήτης, ενώ αργότερα είχε περισσότερο τη σημασία του πονηρού και
ξύπνιου. Στην Ελλάδα, οι μόρτηδες δημιούργησαν δικά τους σινάφια, στις μεγάλες πόλεις, που τρομοκρατούσαν τους κατοίκους με
κλοπές, μαχαιρώματα και φόνους. Τα προϊόντα των πλιάτσικων πουλιώντουσαν στα παλιατζίδικα, σε τιμές ευκαιρίας. Χαρακτηριστικό
είναι, ότι κανένας απ’ αυτούς δεν χρησιμοποιούσε το πραγματικό του όνομα, για ευνόητους λόγους, αλλά παρατσούκλια, όπως:
Αγγινάρας, Βραχνάς, Αράπης, Χηρογιός, Στραβαρίδας, Κεφτές, Μάπας, Μαχαιράκιας, Μπάμιας, Σουγιάς και πολλά άλλα.

δ. Ρεμπέτες
Αποτελούσαν ακόμη μία περιθωριακή ομάδα με απείθαρχη και αντισυμβατική συμπεριφορά, που συχνά σχετιζόταν με τον υπόκοσμο,
λαμβάνοντας μέρος σε παράνομες πράξεις.
Κατά μίαν εκδοχή, η λέξη προέρχεται από τα ρήματα της αρχαίας: ρεμβάζω, ρέμβομαι, ρέμπομαι, ρέμβω, που έχουν τη σημασία του
περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, τριγυρίζω. Κατ’ άλλη, προέρχεται από την Τούρκικη λέξη «rebet», που σημαίνει «άτακτος» (βλ.rebet asker
= ομάδα ατάκτων ανταρτών) ή τη Σλάβικη «rebiata», που σημαίνει παιδιά, παλληκάρια.
Γενικά, οι ρεμπέτες, ήταν εκφραστές της ελευθερίας και της περιπλάνησης, με μία άρνηση να ενταχθούν σε κοινωνικούς κανόνες,
νόμους και εξαναγκασμούς. Ένας αληθινός ρεμπέτης, σεβόταν για να τον σέβονται. Μπορεί να υπέφερε οικονομικά, αλλά χαφιές και
προδότης δεν γινόταν. Αυτή ήταν και η διαφορά τους από τους κουτσαβάκηδες της παλιάς εποχής.
Στην κατηγορία αυτή, εντάχθηκαν και οι περισσότεροι από τους συνθέτες -μουσικούς – τραγουδιστές των ρεμπέτικων τραγουδιών, που
περιλάμβαναν πολλές λέξεις και εκφράσεις του ιδιωματικού λεξιλογίου της πιάτσας.
Στις παραπάνω κοινωνικές ομάδες ανήκαν συνήθως οι τακτικοί θαμώνες των τεκέδων, όπου έσβηναν τα ντέρτια τους,απολαμβάνοντας
τους ναργιλέδες τους.
ε. Ζεϊμπέκηδες ή Ζεϊμπέκια
Ήταν πολεμική φυλή από την Προύσα,το Αϊδίνι και τα περίχωρα της Σμύρνης. Πολλοί τους θεωρούν υπολείμματα Θρακών από την
περιοχή των Τράλλεων, άποψη μάλλον λανθασμένη. Πάντως οι Τούρκοι τους αποκαλούσαν και «γκιαούρηδες». Μάλλον
καταγόντουσαν από τους Γιουρούκηδες, μη Μωαμεθανικά φύλα της Μ. Ασίας, Τουρκομάνικης ή Ιωνικής καταγωγής. Οι Σουλτάνοι τους
χρησιμοποιούσαν σαν βοηθητικό αστυνομικό σώμα, προσαρτημένο στους ζαπτιέδες. Το 1833, προσπάθησαν να τους αφοπλίσουν, με
αποτέλεσμα να επαναστατήσουν. Ήταν σχεδόν 40.000,αλλά τελικά ξεκληρίστηκαν.
Χαρακτηριστικός ήταν ο περίφημος «ζεϊμπέκικος» που χόρευαν. Ήταν ένας πολεμικός χορός, άγριος, όπως ορισμένοι χοροί των
Ποντίων. Απ’ αυτόν έγινε γνωστό το σημερινό ζεϊμπέκικο, μέσα από τα ρεμπέτικα τραγούδια των μουσικών, που ήλθαν πρόσφυγες από
τη Μ. Ασία.
Στο γλωσσάρι που ακολουθεί, θα γνωρίσουμε λέξεις και εκφράσεις των περιθωριακών κοινωνικών ομάδων, που αναφέρονται
παραπάνω, πολλές από τις οποίες χρησιμοποιούνται και σήμερα.
Μέσα σ'αυτές περιλαμβάνονται και λέξεις που μπορεί να σοκάρουν μερικούς, μια που τις έχουμε ίσως ακούσει, αλλά δεν τις έχουμε δει
ποτέ γραμμένες. Ωστόσο, επειδή ασχοληθήκαμε με "λόγια της πιάτσας" κρίθηκε σκόπιμο να περιληφθουν κι αυτές, χωρίς φυσικά να
εξαντλείται εδώ το πλουσιότατο λεξιλόγιο της Ελληνικής "αγοραίας" γλώσσας.

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ

Α
άβαθα : μικροδουλειά, ψιλοκλοπή
αβανιά : συκοφαντία, ζημιά, συμφορά
αβάντα : υποστήριξη,προστασία, πλεονέκτημα
αβαντάρω : ενισχύω, υποστηρίζω
αβάρα : προχώρα
αβαριάτες : σαράβαλα
αβγά : αρχίδια
αβγοτάραχο : ζευγάρωμα, στενή σχέση
αβέρτα : φανερά, ελεύθερα, συνέχεια
αγάντα : υπομονή, κουράγιο
αγοράζω : ψαρεύω λόγια
αγριόβρουβα : ενοχλητικός, παράσιτο
αγριομούνα : προκλητική γυναίκα
άδειος : μόνος
αδέρφω : πούστης
αδήλωτος : παράνομος
αδιάβροχος : ασυγκίνητος, σκληρός
αέρα (μπανά) : τίποτα
αεριτζής : αβανταδόρος, αυτός που δίνει υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα
αεροπλάνο : αεικίνητος, γρήγορος
αηδόνι : διαρρηκτικό εργαλείο
αητός (νυχάτος) : πανέξυπνος, άπιαστος
ακονισμένη (του την έχω...) : του τη φυλάω
ακονισμένος : έξυπνος
ακοστάρω : πλευρίζω
ακούμπα : ενεχυροδανειστήριο
ακούμπης : ενεχυροδανειστής, τοκογλύφος
ακούμπι : ενέχυρο, αμανάτι
ακριδάτος : πονηρός, καταφερτζής, ματσαράγκας
αλάνης-αλανιάρης-αλάνι : άστεγος, αλητόπαιδο
αλατζάς : ευτελές άτομο
αλατόζουμο : πράξη χωρίς νόημα
αλέθω:(το ίδιο βρωμάρι) : επαναλαμβάνω
αλιάδα : μέθη, μα
αλιμούρα : σαματάς, βαβούρα
αλισβερίσι-αλισιβερίσι : συναλλαγή
αλτιμπαρμάκης : τετραπέρατος, ικανός
άλφα : ηρωίνη
αλφάδι : πρώτης τάξεως
αλωνίζω (τ’ άχυρο) : καθαρίζω την κατάσταση
αμάκα : τράκα
αμάλλιαγος : άπειρος, πρωτάρης
αμανάτι : ενέχυρο
αμαρτία : αγαπητικιά
αμερεμέτιστη : χωρίς σύντροφο
αμνός : αθώος
αμολάω( λίγδα) : προδίδω
αμολάω( καλούμπα ) : φεύγω, τρέχω, χάνομαι
αμολάω( μελάνι ) : ξεφεύγω, θολώνω τα νερά
αμόντε : μάταια, ξαναμοίρασμα τράπουλας
αμπάρια : τσέπες
αμπαριάζω : φυλακίζω,κλειδώνω
αμυγδαλάκι : κλειτορίδα
ανοίγω (υπόνομο) : προδίδω μυστικό
ανάβω (φουφού) : δημιουργώ μπελάδες
αναντάν παπαντάμ : από πολλές γενιές
ανθίζομαι : αντιλαμβάνομαι
ανοίγω (την...) : προκαλώ φασαρία
ανοίγω (φεγγίτη) : καλοϋποδέχομαι
ανοίγω(μπερντέ) : φανερώνω
ανοίγω(μπουρού) : γκρινιάζω
ανοίγω(πλώρη) : περπατάω
ανοιχτό(το καλντερίμι) : ελεύθερα
αντάμης : παλληκάρι, φίλος, αδερφός
αντέτι : έθιμο
αντιλαβού; : κατάλαβες;
αντσούγια : φαρμακόγλωσση
απαυτώνω : συνουσιάζομαι
άπιστος : ασυναίσθητος
απλώνω : τακτοποιούμαι, βολεύομαι
απόξω( η) : η εξωτερική τσέπη του παντελονιού
απόξω( στην...) : στην άκρη
αποτάζω ή ποτάζω : εξοικονομώ, βάζω στην άκρη
απροστάτευτος : ο κώλος
απτάλης : ατσούμπαλος, απρόσεκτος
απτάλικος : είδος ζεϊμπέκικου
απόξω(στην) : στην άκρη
αράζω : κάθομαι, εφησυχάζω
αραλίκι : καθισιό, ηρεμία
αραμπάς : αργός, οκνός
αράπης : έγχορδο μουσικό όργανο σαν τομπουζούκι, πειθαρχείο, φόβητρο, γκανιότα
αρζάν : χρήμα
αρκαντάν : συνουσία από πίσω
αρκαντάσης : σύντροφος, φίλος
αρμενίζω(βαθύ ρέμα): ενεργώ απερίσκεπτα
αρμεξιά : κέρδος, απολαβή
αρμυρή : ανοιχτή θάλασσα
αρπαχτή : πρόχειρη, σύντομη πράξη
αρχιδάτος : τολμηρός, άφοβος
αρχίδης – αρκίδης : φαντασμένος, σαχλαμάρας
αρχικελέας : αρχικελευστής
ασημένια (τσέπη) : πλούσιος, λεφτάς
ασίκης – ασικλής : λεβέντης, γενναιόδωρος
ασικλίκι : καμάρι, λεβεντιά
ασλάνι : γενναίος, θηρίο
ασπίδα : προφυλακτικό
άσπρη : ηρωίνη, κοκαίνη
ασπρορουχού : αυτός που κλέβει μπουγάδες
αστάρι : η σύζυγος, η γυναίκα
ατάκα : αμέσως, γρήγορα
ατσαμπουκάλευτος : μη σεσημασμένος
ατσίγαρος : φτωχός
ατζέμης : Πέρσης
ατσίδα : έξυπνος, σαΐνι
αυγοτάραχο : ζευγάρωμα
αφήνω (καλάμι) : εγκαταλείπω, φεύγω
αφήνω (μπενετάδες) : εγκαταλείπω, φεύγω
αφήνω (φλούδα) : αφήνω απένταρο
αφητζής : εφαψίας, κολλητηριτζής
άφρα : κλοπή, διάρρηξη
αφρίζω : διαλέγω, ξεχωρίζω
αφρός : εκλεκτό
αχαρμάνιαστος : τίμιος, ντόμπρος
αχιβάδα : διπρόσωπος
αχλάδα : βλάκας
αχμάκης : αφελής
αχταρμάς : συνονθύλευμα, ανακατωσούρα
αψηλό(ρετιρέ) : αριστοκρατία

B
Βαβούρα : φασαρία, δυσκολία
βαδίζω(όμορφα) : συμπεριφέρομαι καλά
βάζω (βούλα) : σημαδεύω, γίνομαι στόχος υποψίας
βάζω (θλιβερή μουτσούνα) : ασχημαίνω
βάζω (σουρντίνα) : μιλάω χαμηλόφωνα
βάζω (στη χοντρική) : αχρηστεύω
βακέτα : ξεπεσμένη πουτάνα,
βαμμένος : αμετανόητος, σεσημασμένος, έμπειρος
βαποράκι : αυτός που μεταφέρει, συνήθως χωρίς να το ξέρει, κλεψιμαίικα λαθραία ή ναρκωτικά
βαράω (μπουρού) : λέω, εμπιστεύομαι
βάρδα : πρόσεχε, φυλάξου
βαρδαλαμπούμπας : κοντόχοντρος
βάρκα (τη γαμήσαμε τη...) : αποτύχαμε
βαρύ (πεπόνι) : σκυθρωπός, αμίλητος
βαρύς : σοβαρός, λιγομίλητος
βασανάκι : έρωτας, γκόμενα
βασάνης : ταλαίπωρος, κακομαθημένος
βάση : προσοχή, ενδιαφέρον
βασιλόπιτα : μοιράζω
βαστάω (μάρμαρο) : καμαρώνω
βατσιμάνης : λοστρόμος
βαφή : καταγραφή στα ποινικά μητρώα
βαφτίζω (το γάλα) : νερώνω
βγάζω (από τη μέγγενη) : ανανεώνω
βγάζω (τα ντούκα) : αποκαλύπτω
βγάζω (τα μάτια μου) : συνουσιάζομαι
βγάζω (στο τσούλι) : πουλάω φτηνά
βγαίνει (μούχλα) : φανερώνω μυστικά
βεζινές : ζυγαριά ακριβείας (για σαράφηδες)
βελόνα : χρήση ναρκωτικών με σύριγγα
βελονάκιας : τοξικομανής
βεντουζιάζω : κολλάω, γίνομαι φορτικός
βεράνι ή βιράνι : ερείπιο
βερέμης : ανυπόληπτος επιχειρηματίας
βερέμικο : χωρίς αξία
βέρτζινος : μπατίρης
βίγλα : σκοπιά
βιδάνιο : απόπιομα, γκανιότα
βιδέλο : κορόιδο
βλάμης (-ισσα) : αδερφοποιτός, σταυραδερφός, μάγκας, γκαρδιακός φίλος,
βίζιτας : γιατρός
βιζιτού : πουτάνα
βίλα : το Νοσοκομείο Συγγρού ( αφροδισίων νοσημάτων)
βιόλα : επίμονη επανάληψη πράξης, ασχολία
βιράρω : διώχνω
βιτρίνα : πρόσωπο, εμφάνιση, μεγάλο ντεκολτέ
βλάχοι : αστυνόμοι, δεσμοφύλακες
βλεπάκιας : μπανιστηριτζής
βλέπω (χαρά στα σκέλια μου) : ικανοποιούμαι σεξουαλικά (για γυν.)
βλεφαριάζω : βλέπω, κορτάρω τρεμοπαίζοντας τα βλέφαρα
βολτατσάρω : γυροφέρνω
βουβή : μαχαίρι
βουρ : όρμα
βούρλο : χαζός, ανόητος
βούτα : κλεψιά, αρπαγή
βουτυράτη : χαϊδευτική καρπαζιά
βραχιόλια : χειροπέδες
βρετό : αίνιγμα
βρέχω (το θλιβερό) : δακρύζω
βρίσκομαι (στον ίσκιο) : είμαι απένταρος
βρόχι : δόλος, μπαμπεσιά
βρυκολακάτα : αθόρυβα
βρώμα : φήμη, διάδοση, κουτσομπολιό, προδοσία
βυρσοδεψείο : η μαλακία

Γ
γαζέτα : εφημερίδα, νόμισμα μικρής αξίας
γαζί : ψηστήρι, ψιλοδουλειά
γαζί (ψιλό...) : κοροϊδία, ειρωνία
γαζώνω (τα στόρμια) : περνώ την κακοτοπιά
γαζώνω (τη) : βολεύομαι
γαζώνω (φόδρα) : βολεύομαι
γαλάρα : αποδοτικιά
γαλαρίας : αβανταδόρος
γαλλάκιας : σνομπ
γαλέτα : ψαθάκι
γαμιόλα : γυναίκα που έχει ερωτικές σχέσεις με πολλούς άντρες
γαμόφατσα : ασκημομούρης
γάμπουλα : τρωτό σημείο
γαργαλίθρα : κλειτορίδα
γαργάρα (κάνω) : αποκρύβω, καταπίνω, δεν μαρτυράω
γατζώνω (ρεμούλκα) : είμαι σελέμης
γατοκέφαλο : μεγάλη μπουκιά
γεμάτα : τα φτιαγμένα ζάρια (γεμισμένα με μολύβι ή υδράργυρο)
γεμίζω (την κάλτσα) : κάνω οικονομίες
γερομπισμπίκης : πορνόγερος
γιαβάσης : αργός,νωθρός
γιαβάσικος (καπνός ή καφές) : ελαφρός
γιαβουκλού : αρραβωνιάρα, φιλενάδα
γιαγκίνι : φωτιά, πυρκαγιά
γιάγμα : λεηλασία, αρπαγή
γιακάς : κακόβουλος, ανήθικος σφαλιάρα
γιακαδιάζω : συλλαμβάνω, ρίχνω σφαλιάρα
γιαλαντζί : ψεύτικος
γιανεύω : κλέβω πορτοφόλια
γιαράς : κολλητσίδας, μπελαλής
γιασεμής : όχι πολύ ανδροπρεπής
γιασεμί : φάπα
γιασπασάν : γειά χαρά
γιατάκι : κατοικία, κρεβάτι, κρησφύγετο
γιατρός: ποσό δωροδοκίας, αξιοπρεπής πελάτης
γιαχαμπίμπης : Αιγύπτιος
γίνομαι : κάνω κεφάλι, μαστουρώνω
γιούργια : γιουρούσι, εμπρός, προχώρα
γιουρούκικο : βαρύ ζεϊμπέκικο
γιουρούκος : άξεστος
γιουσουρούμ : παζάρι, δημοπρατήριο
γιουσουρουμέικο : ξεφτιλισμένο, χάλια
γιουφ : ντουμανότρυπα, σωληνάκι για το τράβηγμα της ηρωίνης
γκάγκαρος : γνήσιος, ξύλινη μπάρα
γκανιότα : ποσό που αφήνει ο χαρτοπαίχτης, στη λέσχη, βιδάνιο
γκαράρω : ησυχάζω
γκέγκε; : κατάλαβες;
γκεζεράω : τριγυρίζω, χασομεράω
γκεζί : κύκλος, τόπος, περιοχή
γκέλα αστοχία, κακή ζαριά
γκινιόλος άτυχος
γκιουλέκας : ψευτονταής, φόβητρο
γκιρίζι : κορόιδο, υποψήφιο θύμα
γκιστάνι : φυλακή
γκλάβα : κεφάλι
γκλάβας : χοντροκέφαλος
γκογκόβια : αρχίδια
γκόμενα – γκόμινα : ερωμένη, αγαπητικιά
γκον (έγινε ...) : τύφλα στο μεθύσι
γκότης : χωροφύλακας, φρουρός, νυχτοφύλακας
γκραν : πολυτελής
γλαβανή (με τον όφι) : αμαρτία, αξιόποινη πράξη
γλαροδόλωμα : κουτός, αφελής
γλήγορο : περίστροφο
γούνα : μουνί
γουργούς : ναργιλές
γούρνα : πουτάνα
γουρουνάκι : μουνί
γραδάρω : υπολογίζω
γράμματα (μαζεύει...) : είναι ετοιμοθάνατος
γρανάζι : δωροδοκία, λάδωμα
γρανάζια : χρήματα
γρασσάρισμα συνουσία
γραφή : δικαστική απόφαση
γρίλια φυλακή
γυαλίζει (την κάννη) : πούστης
γυμνοσάλιαγκας : εμπόδιο

Δ
δαγκώνω (ξυλοκέρατο) : καταπίνω προσβολή
δαγκώνω (την κάνουλα) : υποχωρώ
δαμάσκηνο : σφαίρα
δάσκαλος : αστυνομικός
δαχτυλήθρες : παιχνίδι σαν τον παππά
δεματιάζω : συλλαμβάνω
δένω (κόμπο ναυτικό) : εξασφαλίζομαι
δεντράκιας : μυστικός αστυνομικός
δερβίσης-ντερβίσης : ζητιάνος, αλήτης, ρεμπέτης, τολμηρός,
δέρνω (τη...) : τραβάω μαλακία
δέρνω (τ’αλογάκι μου) : τραβάω μαλακία
δεύτερος : σκάρτος
διάγνωση (της κάνω) : της βάζω χέρι
διαλυστήρι : χτένα, τσατσάρα
δικηγόρος : κοκαΐνη
δίκοζος : με δύο γαλόνια
διμούτσουνη : δίκαννη πιστόλα
δίνω (θεμέλιο - βάση) : προσέχω, εκτιμώ
δίνω (πόμολο) : δίνω υποψίες
διπλαρώνω : πέφτω από κοντά
διπλές : ατυχία, γκίνια
διπλοβράχιολο : χειροπέδες
διπλώνω : καταφέρνω, τυλίγω, ξεγελώ
διπλωτής : ο ένας από τους δύο μανιταριτζήδες (βλ.λέξη)
δίφυλλο : τσιγαριλίκι με δύο τσιγαρόχαρτα
δόντι : μέσον, δυνατός
δοντιά : δόση χασισιού( που κόβεται με το δόντι)
δοντιαστός : δυνατός
δουλειά (μοντάρω τη...) : οργανώνω
δούλευω (τελέγραφο) : λέω γρήγορα
δουλεύω (ψιλό γαζί) : κοροϊδεύω

Ε
είμαι (του ψυγείου) : είμαι απαθής
είναι (ψωμί - ψωμομένος) : γεροδεμένος
εκμετάλλα : εκμετάλλευση γυναίκας
ελεύθερη (τσάρκα) : αποφυλάκιση
εννιάμερα : (του κώλου τα...) : υποκρισίες, ψέματα
ένα (καντάρι κουβέντα) : βαριά κουβέντα
ένα παρά(γράφω) : παραμελώ, αδιαφορώ
εξάτμιση : στεναγμός
έξτρα πρίμα γκουτ : πρώτης ποιότητας
επιχειρηματίας : κομπιναδόρος (ειρων.)
έρδε : μέχρι εκεί που παίρνει
έχω (κάνει καθαριότητα) : έχω κάνει φόνο
έχω(βαφή) : έχω κακή δοσοληψία, ύποπτα προηγούμενα
έχω (γραφτά) : έχω προσόντα, έχω τίτλους
έχω (καλλυντικό) : έχω διασκεδάσεις
έχω (νεφρό) : έχω θάρρος

Ζ
ζάβαλης : φουκαράς, κακομοίρης
ζαβλάκα : αποβλάκωση,ζαλάδα
ζαγάρι : τιποτένιος
ζαμπαράς : γυναικάς
ζαράρι : χασούρα, παρεξήγηση στα ζάρια, ζημιά
ζαράρι (βγάζω το ...) : καλύπτω τη χασούρα
ζαρντιάζω : βολεύω
ζαφείρια : η σκουριά του ναργιλέ, κατακάθια, μούργα, φλέματα
ζαχαρώνω : ερωτοτροπώ
ζεβζέκης : φλύαρος, πονηρός
ζεϊμπέκης : Τούρκος χωροφύλακας, βίαιος, άγριος
ζεύκι : άνεση, άραγμα, διασκέδαση
ζημιάρης : απρόσεκτος, μπελαλής
ζήτα : ζητιανιά
ζητιανόξυλο: μπουζούκι (σπάνια χρήση της λέξης)
ζιγκολέτα : κορίτσι του δρόμου
ζορμπάς : άγριος, επιθετικός
ζούζουλο : πειραχτήρι, μουνόψειρα
ζούλα (την καρφώνει) : φεύγει κρυφά χωρίς να πληρώσει
ζούλα : κρυφά, κλοπή, ξάφρισμα, μπουζουριέρα
ζουλάρομαι : εξαφανίζομαι
ζουλαρτζής : κλεπταποδόχος
ζουμπάς : κοντοστούπης
ζούμπο : σημάδι, διάνα
ζουνάρι (απλώνω το...) : γυρεύω καβγά
ζυγιάζω : μετράω, υπολογίζω
ζυμάρι : μαλθακός

Η
ήθη : Αστυνομία ηθών
ήλιος : ηρωίνη

Θ
θανάσης (με το τρύπιο κεφάλι) :ναργιλές
θεριακλής : μανιώδης καπνιστής
θετικιά : ηθική γυναίκα
θήτα : μουνί
θήτα (της χάλασε το...καί το ω ) : την ξεπαρθένεψε μπρος και πίσω
θρασίμι : ψοφίμι, δειλός
θυμιατός : κόλακας, κολακεία
Ι
ικιτέλι : διπλόχορδο
ινδιάνος : ανυπόληπτο άτομο
ίσιος : έντιμος
ίσκιος (είμαι στον...) : είμαι απένταρος
ίσκιο (στον) : στα κρυφά
ισόβια : μαχαίρι, πιστόλι

κ
καβάτζα: μπουζουριέρα, ρεζέρβα
καβάτζα (κάνω) : κρύβω
καβατζάρω : ξεπερνάω
κάβος (παίρνω) : καταλαβαίνω
κάβος (πιάνω) : πλησιάζω
κάβουρας : κίνητρο, ανησυχία
κάγκελα : φυλακή
κάγκελο (μένω) : άναυδος
καγκελώνω : φυλακίζω
καδρόνι (από μυαλό) : βλάκας
καζάκι : νίλα, δυσκολία
καθαρή : γυναίκα χωρίς αφροδίσιο νόσημα
καθαρή (τη βγάζω) : καταφέρνω
καθαρίζω : σκοτώνω, τακτοποιώ, ξεμπερδεύω,
καθαριότητα (κάνω) : κάνω φόνο, αποδίδω δικαιοσύνη
καθάρισε (τη φάβα) : μίλα καλά
καθαρός : απένταρος
καθίζω (του την...) : του ρίχνω γροθιά
καθίκης (ι) : τιποτένιος
κάθομαι (στο παλούκι) : έχω αγωνία
κάθομαι (φακίρης στο καρφί) : έχω έγνοια, έχω στεναχώρια
καϊνάρι : αφρός, αιθέρας, το καλύτερο χασίσι, κοσκινισμένο σε σήτα από μεταξωτή κάλτσα
κάκαλο : αρχίδι
κακό (δεμάτι) : ατίθασος
καλαμαράς : εγγράμματος, γραφιάς
καλαμπαλίκι : οχλαγωγία, σαματάς
καλαμπαλίκια : έπιπλα, σκεύη
καλάρω : ρίχνω δίχτυα, μαϊνάρω
καλαφατίζω : συνουσιάζομαι, τιμωρώ
καληνυχτάς (-άκιας) : κατά φαντασία γκόμενος
καλλιόπη : τέχνασμα για απάτη στη χαρτοπαιξία
καλντεριμιτζής : κλεφτρόνι
καλντεριμιτζού : πουτάνα του δρόμου
καλοκαιρινό (το κάνω...) : καταστρέφω, το κάνω λίμπα
καλούμπα : στενή σχέση, στενή επιτήρηση
καλούμπας : πλακατζής
καλπάκι : πειθαρχείο
καλπουζανιά : υποκρισία
καλτάκα : πρόστυχη
κάμα : δίκοπο μαχαίρι
καμακιάζω : τρώω λαίμαργα
καμακώνω : ρίχνω γυναίκα
καμπίσιο : φτωχό, ασήμαντο
καμωματού : ναζιάρα, παιχνιδιάρα, σκερτσόζα
καναβάτσο : τιποτένιος
καναβούρι : χασίσι
κανάτας : μπεκρής
κάνει (τη γαλάζια κορδέλα) : κάνει την παρθένα
κάνει (το...) : συνουσιάζεται
κάνεις (ένα) : είσαι καλός
κανονίζω : σκοτώνω, τακτοποιώ, συνουσιάζομαι
κάνουλα : πούτσος
κάνουλα (δαγκώνω την ...) : υποχωρώ,υποτάσσομαι
καντάρι (με τρώει στο...) : με αδικεί
καντίνι (στο...) : κομψά
κάντιος : γλυκομίλητος, μελιστάλακτος
κάνω (γκεζί) : συμφωνώ
κάνω (κεφάλι) : κάνω κέφι, ζαλίζομαι
κάνω ζύγια : υπολογίζω
κάνω (βδελάτο) : κολλάω άσχημα
κάνω (άπωσον) : διώχνω
κάνω (καλντερίμι) : ψαρεύω πελάτες στο δρόμο (για πουτάνα)
κάνω (κοντάρι) : εξαρτώμαι
κάνω (λακρεντί) : υποχωρώ, κουβεντιάζω
κάνω (μόκο) : σωπαίνω
κάνω (μόστρα) : επιδεικνύομαι
κάνω (μπάζα) : κερδίζω χρήματα
κάνω (μπούκα) : κάνω διάρρηξη
κάνω (περίπολο) : συχνάζω
κάνω (πορεία): βολεύομαι
κάνω (πρασινάδα) : εξαφανίζομαι
κάνω (ρετάλι) : ξεφτιλίζω
κάνω (σέρβα) : προσφέρω
κάνω (στο ανοιχτό) : δεν πλησιάζω, δεν ενοχλώ
κάνω (στοπαριστό) : σταματάω
κάνω (σφουγγάρι) : εκβιάζω
κάνω (την κυρία) : κάνω το κορόιδο
κάνω (την τρελή μου) : κάνω αταξίες, σπατάλες
κάνω (το στητό καδρόνι) : καμαρώνω
κάνω (τουμπεκί) : σωπαίνω, κάνω τον βλάκα
κάνω (τρακαριστό) : βρίσκω τυχαία
κάνω (χτένι) : κανονίζω, καθαρίζω
κάνω (την...) : φεύγω
κάνω (την πάπια) : κάνω το κορόιδο
κάνω (τον γκιουλέκα) : φοβερίζω
κάνω (τα...κεραμιδαριό) : καταστρέφω
κάνω (το κουνέλι) : σωπαίνω
κάνω (τα...μούτι) : τα κάνω μαντάρα
κάνω (μπρακ) : σωπαίνω
κάνω (μπραφ) : φεύγω, την κοπανάω
κάνω (νούλα) : κάνω κάτι ασήμαντο
κάνω (πιάτσα) : συχνάζω, στέκομαι περιμένοντας κάτι
κάνω (τακίμι) : συμφωνώ
καπάκι : τελευταίος ναργιλές ή τσιγαριλίκι
καπάκι (σηκώνω το...) : φανερώνω
καπάκια (μουνί με...) : θεογκόμενα
καπακλίδικο (μουνί) : θεογκόμενα
καπακώνω : υποβιβάζω, συνουσιάζομαι
καπάνταης : μεγάλος νταής(οξύθυμος)
καπατζές : παγίδα
καπατμάς : παράνομη συμβίωση, κρυφή υπόθεση
καπελάς : άτομο με εξουσία
καπέλο : φούσκωμα τιμής, ευθύνη
καπιτζές κομματάκι, άτομο που επιβάλλει συνουσία με τη βία
καπλαμάς : κούφιος, επιδειξιομανής
καπλαντίζω (γυναίκα) : απατώ
καπνικαρέα : υπέργηρη γυναίκα
καπνουλού: εργάτρια σε καπνεργοστάσιο
κάπα : (κρεμάω την...) : αδιαφορώ
κάππα : κοκαΐνη
καραβάνα (παλιά...) : έμπειρος
καραβοτσακίσματα : ατυχίες, ταλαιπωρίες, βάσανα
καραγκιοζάκι : φτιαγμένο ζάρι(γεμισμένο με μολύβι ή υδράργυρο)
καρακαηδόνα : φλύαρη γυναίκα χωρίς φραγμούς
καρακάξα : φλύαρη και κακοφτιαγμένη γυναίκα
καραμπέτης : Αρμένης
καρακαχπές : μεγάλη πουτάνα
καρακόλι : αστυνομικός, αστυνομικό τμήμα
καρακούτσι : διαρρηκτικό εργαλείο
καράρι : κανονικό, ταιριαστό, σωστή δόση
κάργα : υπερβολικά, πολύ
κάργα (είμαι...) : είμαι χορτάτος
κάργα (κάνω τον...) : κάνω τον νταή
καργιόλα (-ης) : πουτάνα, συμφεροντολόγα (-ος) καί υστερόβουλη (-ος)
κάρδαμος : γερός, χεροδύναμος
καρδερίνα : φυλάξου
καρίπης : ζόρικος μάγκας
καρντάν : γυναικείες καμπύλες, παραφθορά του καντράν του αυτοκινήτου
κάρο : κακοφτιαγμένη γυναίκα
καρούτα: σαράβαλο, άχρηστος
καρσί : αντικριστά, αντίπαλοι
καρτάλι : ανήθικος, ασυγκίνητος
κάρτης ή κάρτικος σκληρός, μπαγιάτικος
καρτσιλαμάς ή καρσιλαμάς : είδος κλεψιάς, κατάπτωση, ξεφτίλα, αντικρυστός χορός
καρύδα : ναργιλές
καρύδια αρχίδια
καρφί : προδότης, χαφιές
καρφώνω: προδίδω
κάσα πουτάνα, χρηματοκιβώτιο, φέρετρο
κασαβέτι : θλίψη, σκοτούρα
κασαδόρος : διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων
κασόμπρα : κακοφτιαγμένη, κακοντυμένη γυναίκα
κασπί : σιωπή
καταπινάρι ή καταπιόνας φάρυγγας
καταπίνω (το σκουμπρί) : πιστεύω
κατεβάζω (τα...) υποκύπτω
κατεβατές : αλλεπάλληλα χτυπήματα, φάπες
κατές : γκόμενος, εραστής
κατιμάς ή κατμάς άχρηστο πράμα
κατιφένιος : βελούδινος
κατουράω : περιφρονώ
κατσάκικο : λαθραίο
κατσιρματζής : λαθρέμπορος, κλεπταποδόχος
κατσαμάκια : νάζια, κόνξες, φαγητό από καλαμποκάλευρο
κατσαμπρόκος : εργαλείο των τσαγκάρηδων, ανθρωπάκος
κατσάρια : παπούτσια κομμένα με σουγιά (αντί για παντόφλες)
κατσίβελος (α) : γύφτος, απεριποίητος
κατσιρμάς : λαθραίος, λαθρεμπόριο, κοπάνα
κατώγα : κρατητήριο
καύλα : σηκωμάρα, προκλητική γυναίκα
καυλί (στο...μου) : αδιαφορώ
καυλιτζέκι : μικροαντικείμενο, μικροεργαλείο
καυλόσπυρος : άπειρος, αρχάριος
καφάσι : κεφάλι
καφάσι (μου φεύγει το) : τρελαίνομαι
καφεκούτι : γέρος, γριά
καφές (τά κανες καφέ με ζάχαρη) : τα μπέρδεψες
καχπές : πουτάνα
κάψα : φυλακή, έντονη επιθυμία
καψουρεύομαι : ερωτεύομαι, παθιάζομαι
καψουρλού : γυναίκα που προκαλεί έντονο ερωτικό πάθος
καψούρης (α) : ερωτοχτυπημένος (-η)
κελαϊδάει (το σίδερο) : πυροβολεί το πιστόλι
κελαϊδίστρα εργαλείο διαρρήκτη
κελεψέδες : χειροπέδες
κεμέρι : κομπόδεμα, δερμάτινη ζώνη
κενέφι: αποχωρητήριο, τιποτένιος
κεντάω ή καρικώνω κάνω παρθενοραφή
κέντημα παρθενοραφή, μαλακία
κεραμιδόγατος αλήτης
κερκέφω : πρόστυχη, στριμμένη γυναίκα
κερχανάς ή κερχανές μπουρδέλο
κερχανατζής ή κερχανετζής διαχειριστής μπουρδέλου
κεφάλι (φτιάχνω ή κάνω...) κάνω κέφι με ποτό ή παραισθησιογόνο
κεχρί (πέφτω στο...) πέφτω με τα μούτρα σε ερωτικές πράξεις
κιάσο συλλογή χρημάτων σε υπαίθριο θέαμα
κικαρού : γυναίκα του μπουρδέλου
κιμαδιάζω δέρνω άγρια
κιμπάρης : γενναιόδωρος, ντόμπρος
κινίνας : πικρόχολος
κιόρης : στραβός
κιουλάμπεης : νταής μερακλής, ευγενικός
κιούπι : κοντοπίθαρος (η)
κιρικτζής : κομπογιανίτης, άσχετος
κλάνα ή κλανιάς : ο κώλος
κλανιά : τιποτένιος, ασήμαντος
κλανιάρης : φοβητσιάρης
κλάνω (την...) : φοβάμαι
κλαρί (βγάζω στο...) : εξωθώ στην πορνεία
κλαπατσίμπαλα : μουσικά όργανα
κλαρίνο (την πίνω) : πίνω από το μπουκάλι
κλατάρω : εξουθενώνομαι, τσακίζω
κλαψομούνα : γκρινιάρα, παραπονιάρα, κλαψιάρα
κλειστή (γρίλια) : φυλακή
κλούβιος : άμυαλος
κλύσμα : ντρόπιασμα,προσβολή, φάρσα
κλώσσα : γυναίκα που νταραβερίζεται με πολλούς άντρες
κόβω (κότα) : κατασκοπεύω
κόβω (κίνηση) : παρατηρώ
κόβω (λάσπη) : φεύγω
κόβω (μάπες) : παρατηρώ, εξετάζω πρόσωπα
κόβω (ρόδα μυρωμένα) : φεύγω
κόβω (τη βασιλόπιτα) : μοιράζω
κόβω (χαφτάνι) : διακόπτω
κόβω : βλέπω, παρατηρώ
κόζα (τα) : κατάσταση, πράγματα
κοζάρω : κοιτάζω, υπολογίζω, σφυγμομετρώ
κόκα : κοκαίνη, κοκαίνη
κόκκαλο : ζάρι
κοκκαλιά : ζαριά
κοκοράκι : σκονάκι, κλειτορίδα
κολαροκόλληση : τύλιγμα με έγγραφα
κολλάω (τα ζάρια) : παίζω με ζάρια γεμισμένα με μολύβι ή υδράργυρο
κολλάω : διπλαρώνω, ενοχλώ, προκαλώ
κολοκοτρωνάτα : αγαλματένια
κολοκυθοκορφάδα: καλοπέραση
κολοκυθοκορφάδες (μαζεύω) : καλοπερνάω
κόλπο : απάτη, κομπίνα,χαρτοπαιχτική παρτίδα
κολυμπιθρόξυλο (ξηγιέμαι ...) : ρίχνω άγριο ξύλο
κομπάσο (πηγαίνω με το...) : στην εντέλεια, ακριβώς
κόμπλα : αμηχανία, δισταγμός
κονιόρος : ξύπνιος, μάγκας
κονόμα : κέρδος
κόνξες : νάζια, πείσματα
κόντρα (πάσα) : επιστροφή πράγματος
κοντραμπατζής : λ αθρέμπορος
κοντραπλακές: ηλίθιος
κόντρας : αντιρρησίας
κοπάνα : δραπέτευση, σκασιαρχείο
κοπάνι (νος) : βλάκας, αφελής
κορδέλα (άκιας) : φιγουρατζής, ναζιάρης, ζημιάρης
κορδελάκια : καμώματα, νάζια
κορδόνι (χωρίς κόμπο) : τίμια, κανονικά
κοριός : αυτός που παριστάνει τον ανήξερο
κορόιδο: θύμα απάτης
κότα : ο φυλακισμένος, που με μικρή αμοιβή διευκολύνει τους άλλους φυλακισμένους, δειλός, ευκολόπιστη
κότσος : κορόιδο
κουβάς (με φρόκαλο) : σκουπιδοτενεκές
κουβάς : κοντόχοντρη γυναίκα
κουβέρτα : το τραπέζι που παίζουν ζάρια
κουγιουμτζής ή κοεμτζής : χρυσοχόος
κούκος : νυχτοφύλακας
κουκουβάγια : νυχτοφύλακας, μοναχική γυναίκα
κουκούλωμα : γάμος
κουκουνάρι : αφελής
κουκουναριά : πονηρή δουλειά, μηχανή
κουλάφας : τιποτένιος
κουλιάζω : μπεκρουλιάζω
κουλό : το αριστερό χέρι
κουμαντάρω(τα κόζα): διευθύνω
κουμάρι : παράνομο τυχερό παιχνίδι
κουμαρτζής : τζογαδόρος, επαγγελματίας χαρτοπαίκτης
κουμουδί : το 7 καρό (μπαλαντέρ σε μερικά παιχνίδια)
κουμπαράς : μουνί
κουμπότρυπα : τρύπα από πιστολιά ή μαχαιριά
κουμπούρι (ρα) : πιστόλι
κουμπουριά : πιστολιά
κουνάει (την αχλαδιά) : πούστης
κουνέλι (το πνίγει το...) : συνουσιάζεται
κουνέλω : γυναίκα με πολλούς εραστές
κουνιστή (πολυθρόνα) : πούστης
κουνουπάτα : ψιθυριστά
κουνουπίδι : βλάκας
κούπας : ο ανώτερος απ’ όλους
κουπί : το χέρι
κουραβέρτα : συνουσία
κουράδας : φοβιτσιάρης
κουραμπιές : ανίκανος, ανάξιος
κούρβα : πουτάνα
κουρέλα : ξεφτίλας, τιποτένιος, σκουπίδι
κουρμπέτι : υπόκοσμος, βιοπάλη
κουρνάζος (-α) ή κορνάζος : έξυπνος, επιδέξιος
κουρνιαχτός : ύπνος
κουρντίζομαι : τσαντίζομαι, στολίζομαι
κουρούνα : άσχημη, κακοφτιαγμένη γυναίκα
κουρσούμι : βαρύ φορτίο, ενοχλητικός
κουρτουλούσι : αφθονία
κουσελιάρης : κουτσομπόλης
κουσουμάρω: διαχειρίζομαι, χρησιμοποιώ, βλέπω
κουτάλας : ανακατωσούρας
κουτούκι : ταβερνάκι, κρυφός τεκές
κουτουπώνω : σκεπάζω, πλακώνω στο ξύλο
κουτσαβάκης ή κούτσαβος : μάγκας, μόρτης, παλληκαράς
κουτσουκέλα : λαδιά, υπαναχώρηση
κουτσουμπίνα : υπηρετριούλα, ψυχοκόρη
κούτσουρο : τάλιρο
κουφάλα : πρόστυχη, πουτάνα (και για άντρες)
κούφια (αχιβάδα) : χωρίς σημασία
κούφιο : πιστόλι
κόφα : πουτάνα, πρόστυχη
κοφτή : μαχαίρι
κόφτης : μαχαίρι, γοητευτικός άντρας
κοχλαράκιας ή χοχλαράκιας : ηρωινομανής
κρατάω (μπουζουριέρα): βαστάω πισινή
κρατώ (τεντωμένη την κλωστή) :διατηρώ σχέσεις
κρεμάλα : γάμος
κρεμαστάρια : βυζιά
κρεμαστό : ρολόι με αλυσίδα
κρεμάστρα : ηλίθιος
κρεμάω (πλισέ): κάνω ρυτίδες
κρεμμύδι : ρολόι χωρίς αλυσίδα
κρέπι (βάζω...) : πενθώ
κριμιτζής : βοηθός του κολπατζή
κροκόδειλος : παραπονιάρης ψεύτης
κρυάδα : ανάγκη
κωλοβελόνης : ολιγαρκής, σφιχτός
κωλόμπος : παιδεραστής (αγοριών)
κώλος (κουβαρίστρα) : ψευτοπαλληκαράς
κωλόφαρδος : τυχερός
κωλοχανείο : ανοργάνωτο σπίτι ή μαγαζί

Λ
λαγήνι (στενό) : τσιγκούνης,απένταρος
λάγια : φτηνοπουτάνα
λαγονίκα : αστυνομικός της δίωξης ναρκωτικών
λαδάς : κωλομπαράς
λαδή : δηλαδή
λαδιά : ατιμία που έγινε κρυφά, καταγγελία, υποψία
λαδικό : γριά κουτσομπόλα
λαδιάρης : κατεργάρης
λακκούβα (με ασβέστη) : πονηριά, έγκλημα, παράβαση
λακριντί ή λακρεντί : κουβεντολόι, φλυαρία
λαμαρίνα (ζουπηγμένη) : φιλοδοξία, μεγαλομανία
λαμόγια (την κάνω...) : εξαπατώ
λαμόγιο : αβανταδόρος, κομπιναδόρος
λάντζα (πέφτω στη...) : ξεπέφτω
λαφρύς : χαζός
λαχανάς : πορτοφολάς
λάχανο: πορτοφόλι
λαχανόφυλλο : χαρτονόμισμα χωρίς αξία
λεβής : φουκαράς
λεγάμενη : γκόμενα
λέζα : βάρος, ευθύνη, στενοχώρια
λεκάνη : πρόστυχη γυναίκα
λελές : λεπτεπίλεπτος, θηλυπρεπής
λέλουδα ή λελουδικά : λουλούδια
λελούδω : μονόκαννο πιστόλι
λεμές : ξεφτίλας, τιποτένιος
λεμόντουζου (ξηγιέμαι) : τιμωρώ σκληρά
λεμπέσης : λαδιάρης
λέρα : ανήθικος,βρωμιάρης
λετόνια : αετονύχηδες, άνθρωποι του κουρμπετιού
λευκή : ηρωίνη
λιάρα : παλτό, κουβέρτα
λίμα : φλυαρία,ψιλοκουβέντα
λιμά : τα ψιλά χαρτιά της τράπουλας (από 2 – 8), ψιλά κέρματα ή χαρτονομίσματα
λιμάρω (τα ζάρια) φτιάχνω τα ζάρια
λιμό : ψιλό
λιμοκοντοράκι : πενηνταράκι
λιμοκοντόρος : μονόδραχμο, άφραγκος κομψευόμενος
λίμπα : άνω-κάτω,καταστροφή
λινάτσα : τιποτένιος, ανάξιος
λιούρα : λίρα
λιτανεία : διαδοχικό πέρασμα του μαρκουτσιού από στόμα σε στόμα
λιχουδιάζω : περιπαίζω
λιώμα : βαριά μαστούρα
λοβιτούρα : απατεωνιά, κομπίνα
λοστός : σίδερο, με το οποίο έσπαγαν τα χοντρά κάρβουνα στα καράβια
λούκια : δαπάνες, σπατάλες
λουκουμάς : ευχάριστο γεγονός
λουκούμι : δουλειά με πολλά λεφτά
λουλάδες (ντουμπλέδες) : διπλασιασμός της δόσης του χασισιού ή του αριθμού των ναργιλέδων
λουλακατζής : ψεύτης, παραμυθάς
λουλάκι (τα τρώω...) : ξοδεύω άσκοπα
λουλακιαστά : τα σεντόνια
λουλάς ή λουλές : ναργιλές
λουλούκες : ορχήστρα πνευστών
λούμπα : παγίδα
λουμπίνα : πούστης, πονηρός
λούπινο : χαζός
λούρτιμο : το τελευταίο
λούφα : η μη εκτέλεση εργασίας, τεμπελιά
λουφές : δωροδοκία, εισόδημα, ποσοστό
λόχας : λοχαγός
λυκόρνιο : αρπαχτικό άτομο
λυπητερή : λογαριασμός

Μ
μαβιά (βούλα) : σεσημασμένος
μαγγαφάς : αργόστροφος, αγύριστο κεφάλι
μαγερεύω : δολοπλοκώ
μαγιόξυλο : πούτσος
μάγκας : ζόρικος άντρας, νταής
μαγκιά : νταηλίκι, τσαμπουκάς, καπατσοσύνη
μαγκιόρος : καπάτσος, μερακλής, έξυπνος, ξηγημένος
μαγκίτης : νεαρός μάγκας
μαγκούφης : κακομοίρης, αχαίρευτος
μαζεύω (τις...) : τρώω ξύλο
μαζώχτρα : γυναίκα που πάει με πολλούς άντρες
μακαντάσης : γκαρδιακός φίλος, σύντροφος
μακροδάχτυλος : πορτοφολάς
μαλαγάνα : πονηρή καί υστερόβουλη
μαλαπέρδα : πούτσος
μαλαφράντζα : σύφιλη
μαλλί: χρήμα
μαλλί (κλάνω...) : φοβάμαι
μαμά : τσατσά
μαμαλίγκα (ας) : άβουλος
μαμές : επιστόμιο ναργιλέ,παπάς κομπολογιού
μαμούρα : στριμμένη γυναίκα
μαμουρλής : αγουροξυπνημένος, άκεφος
μανάκι ή μανίτσα : χαϊδευτικό γιά γυναίκα
μανιβέλα : ξυλοδαρμός
μανίκι : δύσκολα, πούτσος
μανίτα : απάτη, παγίδα
μανιτάρι : είδος κλεψιάς
μανιταριτζής : ο ένας από τους δύο που μετέχουν στο κόλπο της μανίτας
μανιτζέβελος : βολικός
μανούρα : ενόχληση, βία
μαντα(μ)βόσκη : μουνόψειρα
μαντάμα : τσατσά
μαντινούτα : μαιτρέσα,σπιτωμένη
μάντρα ( η ...έχει φράχτη) : η δουλειά έχει δυσκολίες
μαντρί : φυλακή, περιορισμός
μαούνα : κοντόχοντρη γυνα
μάπα : σφαλιάρα, πρόσωπο
μάπας : ναργιλές, βλάκας
μάπες : χρυσαφικά, σφαλιάρες
μαραφέτι : εργαλείο
μαριόλης (α) : ναζιάρης, παιχνιδιάρης
μάρκα : πανέξυπνος
μαρκαρισμένος : σεσημασμένος
μαρκούτσι : σωλήνας του ναργιλέ
μαρμάγκα : παγίδα,συμμορία, στεναχώρια
μαρμίτα : συσσίτιο της φυλακής, φτωχικό φαγητό
μαρσάρω : πάω καλά, καλοπερνάω
μάσα : φαγητό
μασάτι : ακόνι χασάπηδων, ερωτικό χάδι τάχα τυχαίο, βιαστική συνουσία
μασάω (κάγκελο) : είμαι έξω φρενών
μασάω (του τα...) : παίρνω χρήματα
μασάω (το τσουένι) : δεν καταλαβαίνω την απάτη
μασάω : πείθομαι, πιστεύω
μασλάτι : χαζοκουβέντα, κουτσομπολιό
μασουράτος : λεφτάς
μασούρι (χοντρό) : πολλά λεφτά
μαστοράντζα : καταφερτζής
μαστούρης : φτιαγμένος από ναρκωτικά
μαστουρλούκι : μεγάλη μαστούρα
μαστούρωμα: μέθη από ναρκωτικά
ματάκιας ή ματάς : μπανιστηριτζής
ματσακόνι (ξηγιέμαι...) : πλακώνω στο ξύλο
ματσαράγκα : απάτη, δόλος
ματσός ή ματσωμένος : λεφτάς
μαύρο(η) – μαυράκι : χασίσι ψημένο (σοκολάτα, λιβάνι)
μαυρομύτα : πέννα, γρουσούζα, γκρινιάρα
μαχαλάς : γειτονιά
μαχμούρης : αγουροξυπνημένος
μεγαλόσταυρος : σύφιλη
μέγκλα : πρώτης ποιότητας
μεδέν : τιποτένιος, παρακατιανός, νούλα
μεζάρι : τάφος
μεζεκλίκι : εύκολη δουλειά
μεϊντάνι : πλατεία, κοινή γνώμη
μεϊντάνι (βγάζω στο...) : αποκαλύπτω
μ’έκανε (όπισθεν) : με αποστόμωσε
μελάνη : στάχτη στα μάτια, παραπλάνηση
μελαχρινή : χασίσι
μενέλω : άπιστη
μεμέτια : Τούρκοι
μέλωσε (η γκόμενα) : ήρθε σε οργασμό
μένω (με σιρόπι στην πίτα) : ευχαριστιέμαι, ενθουσιάζομαι
μένω (φέρμα) : είμαι επιφυλακή
μερεμέτι : επίπληξη, ξυλοδαρμός
μερεμετιασμένη : γυναίκα που έχει κάνει πολλές αισθητικές επεμβάσεις
μέσα (πολιτεία) : φυλακή
μεσοτοιχία : στενή σχέση
μεταφράζω : πουλάω
μέχρι (ψίχα μύγδαλο) : μέχρι τα μυστικά
μηχανή : κόλπο, τέχνασμα
μιζάρω : ποντάρω
μιλέτι : σωματείο, συνδικάτο, φάρα
μινέτο : τσιμπούκι
μίντζα : μερίδιο, δωροδοκία, προμήθεια
μισοριξά : ανάξιος, τιποτένιος
μνημούρι: μνήμα
μοδίστρες : οι φουσκάλες του καφέ
μοιράζω (κερήθρες) : μιλάω γλυκά, υπόσχομαι
μόκο : σιωπή
μολυβίθρα : κωλοτρυπίδα
μόμολο : μωρό, άβουλο άτομο
μονέδα : χρήμα
μονόφθαλμη : παρθένα
μονό (λιανοτάρι) : δραχμή
μορτάκι : αλητάκι
μόρτης : μάγκας, νταής
μόστρα : επίδειξη, βιτρίνα
μοστράρω : δείχνω, επιδεικνύω
μούζα : ψευτιά, κλεψιά, στρεψοδικία
μουλώνω: παύω να μιλάω
μούνα (άρα) : γκομενάρα
μουνόψειρα : ενοχλητικός, τιποτένιος
μουνούχος : άνανδρος, άβουλος
μουντζούρα : αποτυχία, παλιοχαραχτήρας
μουντάρω : επιτίθεμαι, χυμάω
μουργέλα : τεμπελιά
μουργιάζω (το λάδι) : παχαίνω τεμπελιάζοντας
μούρη (τσιγκελάτη) : κρεμασμένα μούτρα
μούρη (κόβω) : ψυχολογώ
μουρμού : σιωπή
μουρμούρης : παραπονιάρης
μουρντάρης : γυναικάς, μπερμπάντης
μουστερής : πελάτης
μουτεύω : κάνω φαλάκρα
μούτι : αποτυχία, καταστροφή
μούτρο : πονηρός και επικίνδυνος άνθρωπος
μουφλούζης : ξοφλημένος,τιποτένιος
μούχτι : φαγητό, μάσα, ηδονή
μπαγάσας : μόρτης, αλήτης ( χαϊδ.), πονηρός
μπάγια (ήρθα στα...) : ρεφάρισα, βρήκα την ισορροπία μου
μπαγιόκο : κομπόδεμα
μπαγιοκλής : λεφτάς
μπαγλαμάς : μικρό μπουζούκι, ανυπόληπτο πρόσωπο
μπαγλαρώνω : φυλακίζω, συλλαμβάνω, ξυλοκοπώ
μπάζα (για τα...) : εντελώς άχρηστος
μπάζα (δεν πιάνει) : δεν αξίζει τίποτα
μπάζα : κονομησιά
μπαίγνιο : κορόιδο
μπαίνω : καταλαβαίνω
μπακάμι : κατακάθι
μπακίρια : λεφτουδάκια
μπακλαβάς : μαμόθρευτος
μπακοτίλια : οικονομίες, αποταμίευση
μπαλαμούτια: αόριστα λόγια, απατηλά, παραμύθια
μπαλαμουτιάζω: εξαπατώ, βάζω χέρι σε γυναίκα
μπαλάντζας : ασταθής
μπαλαούρο : πειθαρχείο
μπαλαφάρες : χαζοκουβέντες
μπάμιας : κουτός
μπαμπάκι : χρήμα
μπαμπακού : πάπλωμα
μπαμπανάκης : μπράβος
μπαμπέσης (α) : χωρίς μπέσα, που στη φέρνει από πίσω
μπαμ τρελελέ : μικρό μουσάκι
μπανιζοκοζάρω : παρακολουθώ και υπολογίζω
μπανίζω : κοιτάζω, παρατηρώ
μπάνικος : ωραίος
μπανιόκα : ψωμί
μπανισμένη (τράπουλα) : σημαδεμένη
μπανιστήρι : καθρέφτης, κρυφοκοίταγμα
μπαντανάς ή μπατανάς : ψευτοσυνουσία (πινέλλο), ασβέστωμα
μπαουλιάζω : κάνω τόπι στο ξύλο
μπαρμάκι : κωλοδάχτυλο
μπαρμπαρίζω : σχετίζομαι, κάνω παρέα
μπαρμπούτι : παιχνίδι με ζάρια
μπαρμπουτιέρα : χώρος που παίζουν ζάρια
μπαρμπούτσαλα : τρίχες, αηδίες
μπαρούφα : σαχλαμάρα, ψευτιά
μπασακλάσα : κατώτερη κοινωνική τάξη, όχλος
μπασκιναριό ή μπατσαρία : Αστυνομία, Χωροφυλακή
μπασκίνας : αστυνομικός
μπαταχτσής : κακοπληρωτής
μπατζανέμι : απάνεμο, ήσυχο μέρος
μπατίρης : άφραγκος, αδέκαρος
μπάτσικα : παιχνίδι της τράπουλας
μπάτσικα (παιδιά της...) : βαρύμαγκες
μπάτσος : αστυνομικός
μπαφιάζω : κουράζομαι, μπουχτίζω
μπάφος ή μπάφα : τσιγαριλίκι, κακή ποιότητα
μπάχαλο : ανακατωσούρα
μπαχατέλα : παλιόπραμα, ασουλούπωτη ή ασήμαντη γυναίκα
μπεγλεράω (ιζω) : κουνάω τα ζάρια
μπεγλέρι : κομπολόι, παιχνίδι, όργανο
μπεζαχτάς : πρόχειρο χρηματοκιβώτιο
μπεζερίζω : βαριέμαι
μπεκιάρης : εργένης, ατημέλητος
μπελαλής : ζόρικος, δύστροπος, ζημιάρης, ενοχλητικός
μπελεντέρι : ρουφιάνος, μπελαλής, σύντροφος
μπέμπης : ναργιλές
μπεντένι : χτιστή περίφραξη, θηρίο, μεγαλόσωμος άνθρωπος
μπερεκετζής : γουρλής
μπερκέτι ή μπερεκέτι: πλούτος, αφθονία
μπερμπάντης : γυναικάς, άστατος, καπάτσος, γλεντζές
μπερντάχι : ξυλοδαρμός
μπερντές : χρήματα
μπεσαλής: άνθρωπος εμπιστοσύνης, φιλότιμος
μπεσλεμές : σώγαμπρος
μπηχτή : χτύπημα, μαχαιριά, ύπουλη ενέργεια
μπήχτης : γυναικάς
μπικικίνια : χρήματα
μπίλια : σκουπίδι, ξεφτίλα
μπιμπίκι : κλειτορίδα
μπινελίκι : βρισιά, λιχουδιά, ζαχαρωτό
μπινές : ομοφυλόφιλος (παθητ.+ ενεργ)
μπιτιρίνι : μπαρμπουτιέρα
μπιτσάκι : μαχαίρι
μπιτσακτσής : μαχαιροβγάλτης
μπιτσικόμης : περιστασιακός ακτοφύλακας
μπλίκος : χρηματοκιβώτιο, μασούρι
μπλού : πλούσια, πολλά
μποέμης (-ισσα) : ανέμελος, που κάνει ελεύθερη ζωή
μποχτάν : ψεύτικος, ασήμαντος
μπομπόνια : κουφέτα, αφροδίσιο νόσημα
μπουγάδα (στήνω) : φανερώνω
μπουγαδοκόφινο : γυναίκα με πολλές ερωτικές περιπέτειες
μπουγάς : μεγαλόσωμος άντρας
μπούγιο : κοσμοσυρροή, αναβρασμός
μπουγιουρντί: έγγραφη διαταγή, πιστοποιητικό
μπουζού : κρύπτη, φυλακή
μπουζούκι : έγχορδο μουσικό όργανο, βασικό στο ρεμπέτικο τραγούδι, χαζός
μπουζουριάζω : αρπάζω, καθηλώνω, συλλαμβάνω βίαια
μπουζουριέρα : κρυψώνα κλοπιμαίων, ναρκωτικών κλπ, παραπλάνηση
μπούκα : διάρρηξη
μπουκάρω : μπαίνω ορμητικά
μπουκέτο : μπουνιά
μπουλασικλής : ψευτονταής
μπουλασικλίκι : αγριάδα
μπουλεύω ή πουλεύω : φεύγω στα κρυφά
μπουμπάρι (την έκανα...) : τη γκάστρωσα
μπούνια (ως τα...) : μέχρι
μπουράσκα : νοτιάς
μπουρδέλο : πορνείο, ακαταστασία
μπουρδελότσαρκα : ομαδική επίσκεψη σε μπουρδέλα
μπουρζουάς : αστός
μπουρλότος : ριψοκίνδυνος
μπούρμπερη (έγινε ...) : εξαφανίστηκε
μπουρού : ο λουλάς του ναργιλέ, φωνακλού
μπουχέσας : φοβητσιάρης
μπρατσεράτος : καμαρωτός
μπραφ : φευγιό, απότομο μπάσιμο
μπρισίμι: κορόιδο, μπέρδεμα, δυσκολία
μπροστοκώλης : που πηδάει πούστηδες
μυγδαλωτό : πονηρό, σκανταλιάρικο
μυρίζομαι (την άνοιξη) : μπαίνω στο νόημα
μυτιά : δόση πρέζας με τη μύτη

Ν
ναμικιόρης (α) : αχάριστος, πλεονέκτης
ναργιλές ή αργιλές ή αργελές : συσκευή καπνίσματος
ναργιλές (να τρίζει) : με πολύ και εκλεκτό χασίσι
νάυλον : η χρυσή Ιταλική λίρα
νάυλος : σκάρτος, ανήθικος
νερό : αβανταδόρος, κατεργάρης
νεροφιδίσα (επίρρ) : πολύ και γρήγορα(για το ποτό)
νετάρω : τελειώνω, ξεκαθαρίζω
νέτος : άφραγκος
νεφέσι : ρουφηξιά τσιγάρου
νεφρά (έχω...) : αντέχω
νεφρό : κουράγιο, αντοχή
νηστίσιμος : αδύνατος, κοκκαλιάρης
νιόνιος : βλάκας
νούλα : τιποτένιος, ανίκανος
νταβάς ή νταβατζής : αγαπητικός, σωματέμπορας κλεπταποδόχος, μπελάς
νταβατούρι : θόρυβος, σύγχυση, καυγάς
νταγιαντίζω ή νταγιαντώ : αντέχω, υπομένω, υποφέρω
νταγκαλάκι ή ταγκαλάκι : ανυπότακτος, αμόρφωτος, ανυπάκουος
νταγκλαράς : μαντράχαλος, μαγκλαράς
νταής : παλληκαράς, φιγουρατζής
νταλάκα ή νταλίκα : αποχαύνωση
νταλκαβούκης : αστοιχείωτος
νταλκάς ή νταλγκάς : έρωτας, πόθος, έγνοια
νταλκατζής : ερωτευμένος, παιχνιδιάρης
νταμάχι ή ταμάχι : πλεονεξία, ανυπομονησία
νταμίρα : χασίσι
νταμπλάς ή ταμπλάς ( μου’ ρθε...) :έμεινα εμβρόντητος
νταντελένιος : μυγιάγγιχτος, λεπτεπίλεπτος
νταραβέρι : συναλλαγή, κοινωνική σχέση
νταρντάνα : γυναικάρα (ψηλή και εύσωμη γυναίκα)
ντεκές ή τεκές : χασισοποτείο
ντελής : τολμηρός ριψοκίνδυνος
ντερμπεντέρης (-ισσα) : λεβέντης, γενναιόψυχος
ντέρτι : μεράκι, καημός, στενοχώρια
ντερτιλής : ερωτοχτυπημένος, στενοχωρημένος
ντεψίζης : βωμολόχος
ντίγκι ντάγκας : πούστης
ντιντής : άντρας μαλθακός, κομψευόμενος
ντόβα : υποταγή
ντορβάς (βάζω στον...) : εξαπατώ
ντουγρού ή ντογρού : κατ’ευθείαν, ίσα
ντου : έφοδος, επιδρομή
ντουζένι : κέφι, κούρδισμα μπουζουκιού
ντούκο : ψευτοεπίδειξη
ντούκου : (περνάω στο...) : αποσιωπώ
ντουμανάκιας : μπατίρης χασικλής
ντουμάνι : καπνός
ντουμανιάζω : ανάβω ναργιλέ, γεμίζω με καπνό
ντουνιάς : κόσμος, πλάση, ανθρωπότητα
ντουντού: γκόμενα, σύζυγος(χαϊδ.)
ντούσες : διπλές
ντουφέκι : μπανιστήρι
ντράβαλα : μπλεξίματα, βάσανα
ντρέτος : ευθυτενής
νυστάζος : νωθρός, νυσταλέος
νυχιά : οικονομική ζημιά
νυχιάζω : παίρνω δανεικά κι αγύριστα

Ξ
ξανθαίνω (περούκα) : είμαι ικανός
ξάφρα : κλοπή, αφαίρεση
ξαφρίζω : κλέβω, σουφρώνω
ξέμαγκας : μάγκας που αποσύρθηκε απ’την πιάτσα
ξεμπούκο : έξω, δείξε, φανέρωσε
ξεντουζενιάζω : είμαι άκεφος
ξεραίνομαι : κοιμάμαι βαριά
ξερνάω : προδίδω, ομολογώ
ξέρω (τη φτιάξη) : ξέρω τις πονηριές
ξεσηκώνω (χασέ) : ανακαλύπτω
ξεσκίζω : ρεζιλεύω
ξεσκονίστρα : κόλακας, γαλίφης
ξέφτι : ξευτίλισμα, ξεφτιλισμένος
ξεχαρμανιάζω : ικανοποιούμαι μετά από αποχή ερωτική ή από ναρκωτικά
ξήγα : εξήγηση
ξηγιέμαι : τα λέω αντρίκια, ξεκαθαρίζω, πληρώνω, εκδικούμαι
ξηγιέμαι (κορδόνι χωρίς κόμπο) : συμπεριφέρομαι τίμια
ξηγιέμαι (σίδερο) : είμαι έτοιμος γιά καβγά
ξηγιέμαι (παραμύθι) : λέω ψέματα
ξηλώνομαι : πληρώνω
ξόβεργα (πέφτω στην...του) : υποκύπτω στη γοητεία του
ξόβεργα (της στήνω...) : προσπαθώ να την κατακτήσω
ξούρα : ξύρισμα, ψέμα
ξύνω (πατσές) : χάνω τον καιρό μου
Ο
οικογένεια : τα αντρικά γεννητικά όργανα
οκέλα : πολυκατοικία, σπίτι
όμικρον (στο) : στην πλάκα, στην καζούρα
όπου (πιάνω πόμολο) : όπου βρω ευκαιρία
ορθιλίκι : ορθοστασία

Π
παγάνα (νιά) : καρτέρι,κταδίωξη
παγκουέ (ί): μετρητά
παιδί (της καλούμπας) : μαγκάκι που κάνει αστεία
παιδί (της άφρας) : παλιόμουτρο
παιδί (της λίγδας) : βρωμόμουτρο
παιδιά (της φούμας) : χασικλήδες
παίρνω (απ’ το κοντό) : παρακολουθώ
παίρνω (κάβο) : αντιλαμβάνομαι
παίρνω (πρέφα) : αντιλαμβάνομαι
παίρνω (στον ίσκιο μου) : προστατεύω
παίρνω (το σκοινί) : αναλαμβάνω πρωτοβουλία
παιχνίδια : τα όργανα της ορχήστρας
παίχτης : κομπολόι
παλαμάρι : ρολόι
παλαμαριάζω : βάζω
παλληκάρι (της φακής) : ψευτοπαλληκαράς
πανί (λευκό) : ελεύθερο πεδίο
πανί (της δίνω το ...της ) : τη διώχνω
πανταμάς : ο πανδαμάτωρ χρόνος
παντελονιάζω : τσεπώνω χρήματα
παντόφλα : πορτοφόλι, φέτα χασισιού
παντρεμενάκι : μικροπαντρεμένη
παξιμάδα : γυναίκα ελαφρών ηθών
παξιμαδοκλέφτρα : φτωχοπουτάνα
παπάρας (ης) : τιποτένιος, κακοήθης
παπάρες : βλακείες, ψέματα, ανακρίβιες
παπάρια : αρχίδια
παπαρούνα : όπιο
παπάς : παιχνίδι με τρία τραπουλόχαρτα, κορφή κομπολογιού
παπατζής : αυτός που οργανώνει το παιχνίδι του παπά
πάπλωμα : πεντακοσάρικο
παππούς : κατοστάρικο
παραθέρισμα : εξορία
παρακεντές : τρακαδόρος, παρείσακτος
παραμυθάς : μυθομανής, απατεώνας
παραμύθια : λόγια, μυστικά
παρανομίας : άνθρωπος εκτός νόμου
παράσιτα (κάνεις...) : μου χαλάς την κουβέντα
παρατάω (τον ονειροκρίτη) : αφήνω τα ημίμετρα
παρόλα: μπούρδα, ψεύτικη κουβέντα
πάρολι : διπλασιασμός στοιχήματος
πάρτη : μερίδιο, μεριά
παρτίδες : σχέσεις
παρτσινέβελος : σύρτης
πασατέμπος : χασομέρης, τεμπέλης
παστρικιά : πουτάνα,πρόστυχη
πάτα – κιούτα (στο) : στα γρήγορα, αμέσως
πατάτα (γίνομαι) : μεθάω
πατάω (το ναργιλέ) : πιέζω με το δάχτυλο τον καπνό του ναργιλέ
πατερημά ή πατερμά : προσευχές
πατηρημένος : βασανισμένος, καημένος
πατινάδα : καντάδα
πατιρλίκι : ξεπεσμός
πατιρντί : σαματάς
πάτος : τελευταίος, κώλος, θεογκόμενα
πατούμενα : παπούτσια
πατσαβούρα : γυναίκα χωρίς αξιοπρέπεια, ασχημομούρα
πεζεβέγκης : νταβατζής, παλιάνθρωπος
πέλαγος : μπερδεμένη κατάσταση
πεντόκα : ψείρα
περατζάδα : πέρασμα, βόλτα
περλάντι : μπριλάντι
περπατημένος : πεπειραμένος, ξύπνιος
περπατώ (με την όπισθεν) : υποχωρώ
περπατώ (στεγνά) : περπατάω στα σίγουρα
πεσκέσι : δώρο, φίλεμα, πονηρός
πέταλα (μαζεύω...) : μειονεκτώ
πεταλάκιας : αναβάτης, ιπποδρομιάκιας
πετάω (πετιμέζι) : κάνω χάδια
πετάω (σάλιο) : φανερώνω μυστικό
πετάω (σήμα) : λέω μυστικό
πετάω (ψίχουλα) : κουβεντιάζω εμπιστευτικά
πετεινός : κλειτορίδα
πετιμέζι : επικερδής βρωμοδουλειά
πετρέλαια (του αλλάζω τα...) : βασανίζω, κακοποιώ
πετρέλαιο (δεν υπάρχει...) : είμαι απένταρος
πετσί : πορτοφόλι
πέτσινος : ψεύτικος
πέφτουνε (στο συρτάρι) : πέφτουνε στη γκανιότα
πέφτω (στη λακκούβα με τη φάβα):υποπτεύομαι
πέφτω (του την ...) : επιτίθεμαι, τον έχω από κοντά
πέφτω (στη λάντζα) : ξεπέφτω
πέφτω (στη μάρκα) : με υποψιάζονται
πέφτω (στη μικρή κλωστή) : ξεπενταριάζομαι
πέφτω (στη μπούκα) : του πέφτω μπροστά
πέφτω (στην τσιμεντόπλακα) : είμαι άνεργος, περιφρονημένος
πέφτω (στο καλομέλανο) : βρίσκω εμπόδια
πέφτω (στο μπρισίμι) : παγιδεύομαι, βρίσκω δυσκολίες
πέφτω (στο πάτωμα) : προσγειώνομαι, γυρίζω στην πραγματικότητα
πεχλιβάνης ή μπεχλιβάνης : υπαίθριος παλαιστής, ψευτονταής
πηγή : ο προμηθευτής ναρκωτικών
πήδημα : η σεξουαλική πράξη
πιάνο : λήψη δαχτυλικών αποτυπωμάτων
πιάνω (λιμάνι) : αράζω, ξεκουράζομαι
πιάνω (το...) : καταλαβαίνω, μπένω στο νόημα
πιάστηκα (στόκος) : μεγαλοπιάστηκα
πιατάκι : πόστο, περιφέρεια
πιάτσα : πλατεά, πολυσύχναστος χώρος βιοπάλη
πιλάφας : χαζός, μόνιμος υπαξ/κός του ναυτικού
πινόκλης : μανιώδης παίχτης χαρτοπαιγνίου, παρεμφερούς της πρέφας
πίνω (πηγαδίσιο νερό) : αρκούμαι στα λίγα
πίνω (τον...) : τον παίρνω από το στόμα
πιοτί : ποτό
πισωγλέντης : πούστης
πίσω (πόρτα) : ο κώλος
πίτουρο (στο...) : γρήγορα
πίτουρο : δόλωμα
πιτσάκος : σουγιάς
πιτσιπίτσι : κουβεντούλα
πιτσιρής ή πίτσης : μικρό παιδί
πλακομούνα : λεσβία
πλάκωμα : καβγάς, συνουσία, προχειροδουλειά
πλακώνω : έρχομαι ξαφνικά, καλύπτω, δέρνω
πλάστιγκας : σοβαρός, μετρημένος
πλέμπα : η κατώτερη κοινωνική τάξη, όχλος, συρφετός
πλεχτό : παράθυρο φυλακής (γενικότερα η φυλακή), συρματόπλεγμα επισκεπτηρίου φυλακής
πολιτσμάνοι ή μολισμάνοι) : αστυνομικοί
πόμολο : ανίκανος, βοηθητικό στοιχείο
πονηροκούτι : πονηρούλης (α)
πονταδόρος : συμμέτοχος σε κέρδη
πονταριτζής : διπλωτής, συνεταίρος του μανιταριτζή
ποντικοκούραδο : ασήμαντος,μικρόσωμος
πόστα : επίπληξη, παρατήρηση
ποντικός : κλέφτης
ποστάρω : ακινητοποιώ
πόστο : θέση
πουλί : ξύπνιος
πούλος : φευγιό, εξαφάνιση, πούτσος
πουρέκλω : κακοφτιαγμένη γριά ελαφρών ηθών
πουστιά : ρίξιμο, ύπουλη, ανέντιμη πράξη
πουτάνα (παλιά) : παμπόνηρη γυναίκα (και για άντρα), έμπειρος
πουτουριέρα : παλτό
πράμα (το...) : το εμπόρευμα
πράσινη (φυλή) : δεσμοφύλακες
πρασσάς : πορτοφολάς
πράσσο : πορτοφόλι
πρέζα : δόση ναρκωτικού
πρεζάκιας : ναρκομανής
πρεσβεία : θάλαμος φυλακής για τους χασικλήδες, ομάδα από τρόφιμες μπουρδέλων
πριγιόνι : εξαπάτηση στη χαρτοπαιξία
πρόσωπο (το) : γκόμενος (-α)
πρώτο : χρυσή λίρα

Ρ
ραβαΐσι : ξεφάντωμα
ραδίκι : πεύκο
ράι : υποταγή
ράι (κάνω) : υποτάσσομαι, παραδίνομαι
ρασκέτα : το καλάθι που έβαζαν τα κάρβουνα στα καράβια
ράστι : ευκαιρία, κατάλληλη στιγμή
ράφι : νοικοκυριό
ρεγγλάρω : κανονίζω
ρέγουλα : κανόνας, τάξη
ρεζίλης (ρεζίλα, ρεζίλω) : ξεφτιλισμένος (-η)
ρεμάλι : χαμένο κορμί
ρεμιζάρω : παρκάρω, αναπαύμαι
ρεμούλα : κλοπή, αρπαγή, αταξία
ρέμπελος : ανυπότακτος, ακατάστατος
ρεμπεσκές : αργόσχολος, άχρηστος
ρεμπέτ ασκέρι : ασύνταχτη ομάδα, συρφετός
ρεμπεταηδόνα : τραγουδίστρια λαϊκών τραγουδιών σε κέντρα χαμηλής στάθμης, σκυλού
ρεμπέτης : περιπλανώμενος, περιθωριακός, ανέμελος.
Ρεστάρω : χρεοκοπώ, σταματώ
ρέστος : φτωχός
ρετάλι : ασήμαντος
ρετσινιά : συκοφαντία, κατηγορία, δυσφήμηση
ρέφα : αποζημίωση, μερίδιο, κονομισιά
ρεφάρω : ξανακερδίζω τα χαμένα
ρεφενές : ποσό συμμετοχής σε έξοδα
ρεφούζι: δεύτερης ποιότητας(καπνός από κατώτερο φύλλο
ριγωτό : η στολή του κατάδικου
ρίνας : τοξικομανής, ο χρήστης ηρωίνης
ρίχνω (άγκυρα) : εγκαθίσταμαι
ρίχνω (αλλού τη βάρκα) : αλλάζω κατάσταση
ρίχνω (κοκκαλιές) : παίζω ζάρια
ρίχνω (κολατσιό) : κάνω το τραπέζι
ρίχνω (λουκούμι) : ερωτοτροπώ
ρίχνω (μπαταρέλα) : περιφρονώ, παίρνω στην κοροϊδία
ρίχνω (προζύμι) : δίνω πληροφορία
ρίχνω (τα...) : φλερτάρω
ρίχνω (χαλίκι) : προετοιμάζω
ρίχνω : ξεγελάω, πείθω
ρίχτης : άδικος, που εξαπατά τους άλλους, με ικανότητα να ρίχνει τις γυναίκες
ρόδα : αυτοκίνητο
ροδέλα : σφικτήρας του κώλου, σούφρα
ρόκα (τη ....σου) : τη δουλειά σου
ροκανάκιας : λαίμαργος
ρολάρω : τυλίγω, παρασύρω
ρολόι (τυλιχτό) : ρολόι χεριού
ροσολάτο : γλυκό
ρούνα : αστυνομικός, καταδίωξη
ρουφιάνα : μαστρωπός, μεσολαβήτρα, η φωτιά του λουλά
ρούχα (έχω τα... μου) : έχω περίοδο, δεν είμαι στα καλά μου
ροχάλα : φτυσιά

Σ
σαβουρώνω : καταβροχθίζω
σαΐνι : πανέξυπνος
σακαράκα : μακρύ και πλατύ σπαθί, σαράβαλο
σακατλίκι : πάθος
σακαφιόρα : κακομοιριασμένη γυναίκα
σακί (βάζω στο...) : εξαπατώ
σακολεύα : χοντρή γυναίκα
σακούλα : αντίληψη
σακούλα (την κάνω...) : καταλαβαίνω, υποψιάζομαι
σακουλετζέμ; : κατάλαβες;
σακουλεύομαι αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω
σαλάμι (του αέρα) : κοινός άνθρωπος
σαλάτατζης : μπερδεψιάρης
σαλέπης : άξεστος
σαλεπιτζιδικο : αταξία
σαλιάρα : γραβάτα
σαλιάρης : ανόητος, φλύαρος
σαλιαρίσματα : ερωτοτροπίες
σάλιο (δεν υπάρχει...) : είμαι άφραγκος
σαλταπήδας : σαλταδόρος
σαματατζής : ταραχοποιός
σανό (μασάει) : είναι ηλίθιος
σανός : είσπραξη, χρήματα
σαντεκλέρι(α) ή σιντικλέρι (α) : κοκκόρι(α)
σαντεκλέρια (θα τραβηχτούμε
σαν τα σαντεκλέρια) : θα τσακωθούμε, θα αρπαχτούμε
σάπια (άσε τα ...) : άσε τις πονηριές, τα ψέματα
σάπιο (σανίδι) : ασυνεπής
σάπιος : ανήθικος
σαρακοστιανό (σκαλτσούνι) : αγράμματος
σαρακοστιανός : κοκκαλιάρης
σαραντακορωνάδες : χωροφύλακες
σαράφης : αργυραμοιβός
σαραφιλίκι : παζάρεμα, εκμετάλλευση
σαρδέλα : σιρίτι, γαλόνι
σαρμάκο (κάνω...) : σωπαίνω, δεν εκδηλώνομαι
σαρμούτα : χοντρή γυναίκα
σαφρακιασμένος : ζαρωμένος, απολειφάδι,καχεκτικός
σβερκώνω : συλλαμβάνω
σβίδος : πρόκληση γιά καβγά
σγούμπος : βλάκας
σέα-μέα : πράγματα, συμπράγκαλα
σεβνταλής : σφοδρά ερωτευμένος,
σεκλέτι : καημός, μαράζι, στενοχώρια
σεκλετίζω (-ομαι) : στενοχωρώ (-ιέμαι)
σέκος : ξερός
σελεμάω : παίρνω δανεικά κι αγύριστα
σελέμης : τρακαδόρος
σελεμπιμπιέν : ραφινάτος, εξευγενισμένος
σενιαρισμένος ή σένιας : περιποιημένος
σένιος ή ασένιος : στην εντέλεια, εντάξει
σεντόνι : μεγάλης αξίας χαρτονόμισμα
σερέτης ή σέρτης: βαρύς, ζόρικος, ευέξαπτος
σέρι : κάθετος σωλήνας, πάνω στον οποίο στηρίζεται ο λουλάς
σερμαγιά ή σιρμαγιά : κομπόδεμα, το αρχικό κεφάλαιο
σερμπέτης : γλυκομίλητος
σερμπέτια : γλυκόλογα, φιλιά
σερσέμης : σαστισμένος, αμήχανος, χαζός
σέρτικος : βαρύς, σοβαρός
σεσουλιάζω : μαζεύω
σέτε (στο) : στην απενταρία
σηκώνω : επιτρέπω, αντέχω, ανέχομαι
σημαδευτής : πιστόλι
σιγουράντζα : βεβαιότητα, σιγουριά
σίδερα : φυλακή, χειροπέδες
σιδεράτος : οπλισμένος
σιδερικό ή σίδερο : όπλο
σιδερομύγδαλο : δυσκολία
σιδερώνω : συλλαμβάνω, φυλακίζω
σιδερωτής : δύστροπος, ανάποδος
σικέ : φτιαχτό, κίβδηλο
σιλελέ : η πιάτσα
σιλτές ή σελτές: στρώμα, χαλάκι
σκαθάρι : έξυπνος, πονηρός, σκανταλιάρης
σκαλέτα : τέχνασμα για εξαπάτηση στη χαρτοπαιξία (άλλα: χτένι, βεντάλια, μπάνισμα, πεταχτό, καλλιόπη,
ματσέτο, καμπούρης, νύχι, καρφίτσα, σπαθί)
σκαπουλάρω : δραπετεύω, ξεφεύγω, γλυτώνω, ξεγλιστρώ,
σκάρτος ή σκαρταδούρα : τιποτένιος, άχρηστος, επίορκος
σκατένιος : τιποτένιος
σκατζόχειρος : δύστροπος, επικίνδυνος
σκεμπελής : κοιλαράς
σκεμπές : κοιλιά
σκέτος : μπατίρης
σκίζω : κατατροπώνω
σκίζω (χασέδες) : κάνω άριστα τη δουλειά μου
σκιτζής : μπαλωματής, αδέξιος
σκολείο : αναμορφωτική φυλακή
σκονάκι : δόση ναρκωτικού
σκονιάζω : πίνω ναρκωτικά
σκορδόπιστη : άπιστη γυναίκα, αγαπητικιά
σκορδούλα : πανούκλα, καταστροφή, μεγάλη ζημιά
σκορπιός : πικρόχολος, κακόγλωσσος
σκουλαμέντο : βλεννόρροια
σκουλίκι : μόνος, έρημος, μαράζι
σκούρα (θηλυκά) : αρσακειάδες, γενικά οι μαθήτριες
σκυλάδικο : χαμαιτυπείο, λαϊκό κέντρο διασκέδασης χαμηλής στάθμης
σκύλος : σκληρός
σκυλού : τραγουδίστρια σε σκυλάδικο
σκοτώνω : πουλάω σε εξευτελιστική τιμή
σκουλικιάρης : ύπουλος, μικροπρεπής
σκουντούφλης : κατσούφης
σκυλιάζω : εξοργίζομαι
σλαμ : σκασμός
σμπρωχτοκώλης: επιβήτορας πούστηδων
σνιφάρω : εισπνέω από τη μύτη (κοκαίνη)
σοβαντίζομαι : πασαλείβομαι, μακιγιάρομαι
σοπάκι ή σόπα : ξυλοδαρμός
σορόκος : αλλήθωρος
σορόπης : ερωτιάρης
σορόπια (με πήραν τα...) : έβαλα τα κλάματα, μάτωσα
σορόπια : γλύκες
σοροπιάζω : ζαχαρώνω, ερωτοτροπώ
σουβέλα : κοίτα
σουγιαδιά : δόλια επίθεση
σουλατσάρω : περιφέρομαι, βολτάρω
σουλάτσο : βόλτα
σουλουμουντούκουμ (τσιτσιρί) :ευχάριστο ερωτικό νταραβέρι
σούμα : λογαριασμός
σούπα : μπερδεμένη υπόθεση
σουπάκι ή σαπάκι : ασήμαντο, ευτελές
σουπιά : χαφιές, σπιούνος, προδότης
σούρα : μεθύσι
σούρδου μούρδου : άνω κάτω
σουρμελής (-ισσα) : που έχει τα μάτια βαμμένα με σουρμέ
σουρμές : φυσική μαύρη ουσία με, που βάφουν τα βλέφαρα
σουρντίζω : κοζάρω, βλέπω
σούρντισι : κοιλόπονος, διάρροια
σουρουκλεμές: αλανιάρης, γυρίστρης
σουρτάρω : μαχαιράκι
σουρτούκω : κοντό παλτό, ανεπρόκοπη που γυρίζει στους δρόμους
σουρώνω : μεθάω
σουσανές : τσιγαριλίκι
σουσουμάρω : δείχνω, επιδεικνύω
σουσούμι : χαρακτηριστικό σημάδι, παρατσούκλι
σουσουράδα : τσαχπίνα, ναζιάρα
σούστα : αυτόματος σουγιάς, ευκίνητος
σούφρα : σφιχτήρας του κώλου
σουφρώνω : κλέβω
σπάγκος : τσιγκούνης, μίζερος
σπάει (η βιτρίνα) : χαλάει η δουλειά
σπαθάτος : λυγερόκορμος
σπαθί : ντόμπρα, αντρίκια, ξηγημένα
σπαλιόρα: σφαλιάρα, ζημιά, ατυχία
σπανομαρία : σπανός
σπανός : ο κώλος
σπαρίλα : τεμπελιά
σπάρος ή σπαρίλας : τεμπέλης
σπασμένη : ξεπαρθενεμένη
σπασμένος : κατεστραμμένος οικονομικά
σπασοκέφι : διασκέδαση
σπαστό: ψηστήρι, εξήγηση
σπάτσα (επίρρ.) : εντάξει, τέρμα, έτοιμα
σπατσάρω : φεύγω
σπαχάνι ή σπαγάνι : χασίσι από την Περσία (Ισπαχαν)
σπάω (μπαρούμα) : διακόπτω
σπάω : φεύγω, διαλύω
σπέκουλα : κερδοσκοπία
σπία : αστυνομικός, συκοφαντία
σπιτικιά : πουτάνα σε μπουρδέλο
σπλάχνο : αγαπητικιά
σπόρος ή σπούργος : πιτσιρικάς, μικρόσωμο άτομο
σπούργιτας : νεαρή τροτέζα
σπρεχάρω : μιλάω
σταλό : φιλοδώρημα στους οργανοπαίχτες
σταυροχέρης : τεμπέλης
σταυρωτής : αστυνομικός
σταφίδα : τύφλα στο μεθύσι
στεγνό (λαγίνι) : απένταρος, φουκαράς
στεγνό (με το...) : με το ζόρι
στεγνός : άφραγκος
στέκα (όρθια) : καμαρωτός
στέκι : το μέρος που συχνάζει κάποιος
στενά (τα βρίσκω... ) : συναντώ δυσκολίες
στεναγμός (γίνεται...) : πέφτει πολύ ξύλο
στενάζω (της πηγάδας) : βαριαναστενάζω
στενάχωρο : δαχτυλίδι
στενή : φυλακή
στη ρίγανη : ιδιαιτέρως
στήνω (κουρελού) : στήνω νοικοκυριό
στήνω (ξοβεργάτη) : παρακολουθώ κρυφά
στήνω (πυροστιά) : κάνω νοικοκυριό
στήνω (μηχανή) : επινοώ τέχνασμα, συνωμοτώ
στήνω : παγιδεύω, αφήνω να με περιμένουν, καιροφυλακτώ
στιβάνι ή στιβάλι : μπότα, μποτίνι
στιμάρω : σέβομαι, εκτιμώ, υπολογίζω
στίψη : φτώχεια
στόκολο : καρβουναποθήκη καραβιού, λεβητοστάσιο
στούρνος ή στραβάδι : άπειρος, αστοιχείωτος
στραμπουλίγω : παραμορφώνω τραγούδι ή γνώμη
στραπάτσο : μεγάλη ζημιά, καταστροφή
στρείδι : ενοχλητικός, κολλιτσίδα
στρι : φύγε, χάσου
στρίβω : φεύγω, χάνομαι
στριμμένο ή στριφτό : τσιγαριλίκι
στριμωχτό : συνουσία στα όρθια
στρίτζος: ανάποδος, ζόρικος
στρίτζωμα : αναποδιά
στριφτό : κλειδί
στρουγγού : φυλακή
στρώνω (κουβέρτα) : λέω το σωστό
στρώνω (μπατανία) : κάνω φασαρία, καθαρίζω εκκρεμότητα
συζυγάτα : η σύζυγος (ειρων.)
συκιά : πούστης
συκωτάκι : παπιγιόν
συνάχης : μόνιμα μουτρωμένος
σύρμα : χορδή, τέλι, ειδοποίηση ότι έρχεται η αστυνομία
συφιλιάρης : νευρικός, οξύθυμος
σφαλιάρα : φάπα
σφίξη : στεναχώρια, δυσκολία
σφόλι : προκλητική κουβέντα, εξαπάτηση, ψευτιά, κλεμμένο χαρτί
σφουγγάρης : χρεοφειλέτης
σφουγγάρι (περνάω ή τραβάω...) : συγχωρώ
σωτιά : κονομησιά
σώτος : κερδισμένος

Τ
τάβλα (πέφτω...) : οριζοντιώνομαι
ταγάρι : κολλιτσίδα, φορτικός
ταγάρια : χωριάτες, βλάχοι
τάγιο : παρτίδα
ταγαρώνω : γίνομαι ενοχλητικός
ταζές : όμορφος
ταίζω : δωροδοκώ
ταιριάζω (τα...) : συμφωνώ, κανονίζω
τακίμι : συνεργάτης, σύντροφος
τάκος : θεογκόμενα
τάλιρα ή τάλαρα : χρήματα
τάλιρο : ροχάλα
ταλμίρα : χασίσι, πλεονεξία
ταμπακάκι : τσιγάρο
ταμπάκης : τοκογλύφος
ταμπακιάζω : εκτιμώ
ταμπής ή νταμπής : παρασκευαστής καφέδων ή ναργιλέδων
ταπί ή ταπής : άφραγκος
ταπώνω : βουλώνω, συνουσιάζομαι
τάρα : προσβολή, περιττό βάρος
ταράτσα (την έκανα ) : χόρτασα, έφαγα του σκασμού
ταρατσώνω : χορταίνω
ταράφι : σινάφι, συμμορία
ταραφιντάν : άνθρωπος του σιναφιού
ταρίφα : η τρέχουσα τιμή, καθορισμένη
τάρκασι (επίρρ.) : εκτός μάχης
τάτση-μήτση-κώτση : μεγάλη αλληλεγγύη
τάφος : χρηματοκιβώτιο
ταχίνι : το αντρικό σπέρμα
ταχίνι (εργένικο) : η μαλακία
τεζάχι : ράφι, πάγκος
τεκές ή ντεκές : χασισοποτείο
τεκνατζού : γυναίκα που της αρέσουν μικρότεροι άντρες
τεκνεφέσικος : αυτός που πάσχει από τεκνεφέσι (άσθμα), σκάρτος
τεκνό : αγόρι, νταβατζής
τελατίνι (τον κάνω...) : τον σπάω στο ξύλο, τον ξεφτιλίζω
τελβές ή ντελβές : κατακάθι
τέλια : ειδήσεις
τέλια (δουλέψανε τα...) : ειδοποιήθηκαν, δόθηκε σήμα
τεμενατζής : δουλοπρεπής
τεμπελχανάς : τεμπέλης, αργόσχολος
τεμπεσιράτο : βερεσέ
τενεκές : αστοιχείωτος, άσχετος
τερτίπι : κόλπο,κομπίνα
τέρτσος : χαμένος, άτυχος
τεσπίγι: κομπολόι
τέτοια (στα...μου) : δεν με νοιάζει, αδιαφορώ
τέτοιος ή τοιούτος : πούστης
τεφαρίκι : εξαιρετικό, σπάνιο
τεφτέρι ή δευτέρι : κατάστιχο
τζαβές : παλιά μπακιρένια δεκάρα
τζακτσής: αυτός που με το δάκτυλο πατάει και σερβίρει τους λουλάδες
τζαμάλα : αποκριάτικη γκαμήλα
τζάμι : τέλειος, αψεγάδιαστος
τζάμια : γυαλιά
τζάμπα (μάγκας) : ψευτόμαγκας
τζαμπαρία : δωρεάν
τζανταρμάς : χωροφύλακας
τζαρές ή γιαρές : πληγή, ψυχικός πόνος, ανατολίτικο ερωτικό τραγούδι
τζας ή τζάσιμο : φευγιό
τζασάρω : φεύγω
τζάχα : νάζι, κόλπο, ψευτόμαγκας
τζέλα : απομονωτήριο φυλακής
τζελάτης : δήμιος, μπόγιας
τζερεμές : τεμπέλης, μπελαλής
τζερτζελές : φασαρία, αναστάτωση
τζες : νταβατζής, ομορφόπαιδο, μόρτης
τζιαφέτι : γερό φαγοπότι
τζίβα : μουστάκι
τζιβάνα ή τζιοβάνα : επιστόμιο τσιγαριλικιού
τζιβιτζιλίκι : λεσβιακή σχέση
τζίγκι – τζίγκι : σεξουαλική πράξη, πήδημα
τζιέρι ή τζιγέρι μου : σπλάχνο μου, ψυχή μου
τζιλβελίδικο : ερωτιάρικο
τζιμάνι : φίνος, έξυπνος, λεβεντόπαιδο
τζίνι : έξυπνος
τζίρτζιφλος : πούστης, στέρφος, φοβητσιάρης
τζιτζιμόψειρα : κρυφοπουτανίτσα
τζιτζιφιόγγος : κομψευόμενος
τζίφης : πουστάκος
τζοβαέρι ή τζοβαίρι : χρυσαφικό
τζοβαρδιάζομαι : υποπτεύομαι, αντιλαμβάνο
τζοβή : ψείρα
τζόβενο : νεαρός
τζογαδούρα : παντελόνι σαν του τζόκεϊ
τζόρας : ζόρικος, πεισματάρης, δύσκολος
τζούνα : εισπνοή βενζίνης για μαστούρωμα
τζούρα : μικρή δόση
τζούρα (μαχαλάς) : σαχλαμάρες, κουραφέξαλα
τζουράς : έγχορδο μουσικό όργανο, σαν τον μπαγλαμά
τζουτζές : αστείο άτομο
τζουτζουκλέρι : μανούλι, κόμματος
τζουφιέρα ή τζίφος : αποτυχία, χαμένος κόπος
τζούφιες : άσχημη ζαριά
τζούφιος : κενός, ανόητος, επιπόλαιος
τηλέγραφος (δουλεύω...) : ειδοποιώ, ρίχνω σήμα
τιμπεσίρι ή τεμπεσίρι : κιμωλία
τιριτίρι : κουμπαράς
τίρος : κερδισμένος
τιτιτζής : εκνευριστικός, δύσκολος
τομπουρλίκα : παχουλή
τορός : ίχνος, σημάδι
τούβλο : αμόρφωτος
τούκα (κάνω...) : ερχομαι σ’επαφή
τουλά : λεφτά
τουλουμιάζω : ξυλοκοπώ άγρια
τουλουμπατζής : πυροσβέστης, νταής
τουμπεκί : είδος Περσικού καπνού, σιωπή
τομπεκιάζομαι : υποψιάζομαι, μυρίζω, διαισθάνομαι
τουρλαρέν : λαχταριστά
τουρλού τουρλού (μανιφατούρα) : μπερδεμένη υπόθεση
τουρσέκι ή ντουρσέκι : σταυροδρόμι
τούφα : ύπνος, φυλακή
τουφάρω : κοιμάμαι
τουφατζής : τρόφιμος φυλακών
τραβηχτό ή τραβηχτήρι : μαρκούτσι ναργιλέ, τσιμπούκι, πίπα
τραβιέμαι: περιφέρομαι, έχω ερωτικό δεσμό
τραγανός : ευκολόπιστος
τρακατζής ή τρακαδόρος : που παίρνει λεφτά δανεικά κι αγύριστα
τράκι : ιππόδρομος
τραμπάλα : πίστωση
τραμπούκος : πληρωμένος παλληκαράς
τράτα : κρυφό χαρτοπαίγνιο
τραχανάς (απλώνω τον...) : αδιαφορώ
τρέβα : ανακωχή
τρεσάρω : ρίχνω (μπουνιά)
τριάντα μία : η μαλακία
τριβόλι : ζωηρό παιδί, ζιζάνιο
τριόμφο : παιχνίδι με τράπουλα
τρίτσα τράτσα : μισόλογα
τρίφυλλο : τσιγαριλίκι με τρία τσιγαρόχαρτα
τρίχα (στην) : κομψός, άψογος
τρίχας : ανόητος,τιποτένιος
τρόμπα : ανοησία, μαλακία
τρόμπας : μαλάκας, γελοίος
τρύπα : κώλος, μουνί
τρώω (άχερα) : είμαι ευκολόπιστος
τρώω (λάχανο) : πιάνω κορόιδο, σκοτώνω
τρώω (σουπιά) : πιστεύω, εμπιστεύομαι
τρώω : παίρνω, αφαιρώ, ξοδεύω
τσαγανό : νεύρο, θάρρος, δύναμη
τσαγκός : ζόρικος, ιδιότροπος, δύστροπος
τσάι : ιατρική εξέταση για τις πουτάνες
τσάκα : τσάκιση υφάσματος, όρος της πρέφας
τσακάλι ή τσάκαλος : πολύ έξυπνος, ικανός, επιτήδειος
τσακάλια : υπόκοσμος, σκυλολόι
τσακάω (πράμα) : βγάζω χρήματα
τσακί : σουγιάς
τσακίρης (-ισσα) : γαλανομάτης
τσακίρικα (μάτια) : γαλανά
τσάκισμα (σε τραγούδι): γύρισμα, ρεφρέν
τσακίσματα : λικνίσματα
τσακιστή : πόρτα τρίφυλλη
τσακιστή (δεν έχει...) : είναι άφραγκος
τσακίστρα : ναζιάρα, καμωματού
τσάκω : πιάσε, πάρε
τσαλίμια : κόλπα, νάζια, καμώματα
τσαμασίρι : εξάρτημα, στολίδι, όπλο, αντικείμενο, ασπρόρουχο
τσάμικος (ταμπάκος) : ενοχλητικός, φορτικός
τσαμπουκαλεύομαι : δημιουργώ προβλήματα, είμαι εριστικός
τσαμπουκαλής (άς) : ζόρικος, σαματατζής
τσαμπουκαλίκι : ζοριλίκι, μαγκιά
τσαμπουκάς : δυναμισμός,, ζοριλίκι, φασαρία
τσανάκι : παλιοχαρακτήρας
τσαπερδόνα : ζωηρή, παιχνιδιάρα
τσαρδί ή τσαρδάκι : σπίτι, στέγη, καταφύγιο
τσάρκα : βόλτα
τσαρσί : παζάρι, αγορά
τσατσά : γριά,παλιά πουτάνα, προαγωγός
τσάτσος : καταδότης, χαφιές, κόλακας
τσαχπίνης : παιχνιδιάρης, χαριτωμένος, γυναικάς
τσεκίνια : χρήματα
τσελά : απομονωτήριο φυλακής
τσελίκι : δυνατός, ρωμαλέος
τσερκές : γύφτικο τσαντίρι
τσέτουλα : κατάστιχο, το μέρος του ντουβαριού που γράφανε τα βερεσέδια
τσέτουλας : αυτός που δεν πληρώνει το λογαριασμό
τσιγκέλι : υποδικία
τσίκα : μικρό κομμάτι χασισιού
τσικιρικιτζής : καταφερτζής, ψιλικατζής,
τσίλια : φρουρός, βάρδια, φρούρηση, αστυνομικός
τσίλικος : καινούριος, γυαλιστερός
τσιμεντόπλακα (πέφτω στην...) : μένω άνεργος
τσιμούχα : πρόστυχη, τιποτένια
τσίμπαλο : μουσικό όργανο, σαν μεγάλο σαντούρι
τσιμπάω : παίρνω, αφαιρώ, συλλαμβάνω
τσιμπητός (έγινε...) : τον συλλάβανε
τσιμπούκι (τον παίρνω...) : τον παίρνω από το στόμα
τσιμπούσι : γλέντι με φαγοπότι
τσιπλάκης : φτωχός, κακομοίρης,
τσιρδουλή : φανταχτερή
τσιριμόνια : νάζι, κόνξα
τσιριμπαμπούμ: φασαρία, τελετή
τσιρίμπασης : αρχηγός επικεφαλής
τσίρλα : φόβος
τσιρότο (μου έγινε...) : δεν ξεκολλάει
τσιτσίρι (ίδα) : τιμωρία, καψόνι
τσιτσίρια : τα χρειώδη
τσιφούτης : σπαγγοραμμένος
τσιφτές : δίκαννο όπλο
τσίφτης: λεβέντης
τσογλάνι ή τσόγλανος : νεαρός αλήτης, χωρίς μπέσα
τσόκαρο : πρόστυχη, ασήμαντη
τσόλι : κουρέλι, ασήμαντη
τσολιάς : γυναικάρα
τσολιάζω : σκεπάζω
τσόντα: συμπλήρωμα, συμμετοχή, ταινία πορνό
τσουβαλάτα (χύμα και...) : ωμά και σκληρά
τσουβαλιάζω : συλλαμβάνω βίαια, πλακώνω στο ξύλο
τσουβαλιάστικες; : αντιλήφθηκες;
τσουγκράνα : γυναίκα που τραβολογάει τους άντρες
τσούκα : αστοχία, μαλακία
τσούλα (λί) : ανήθικη γυναίκα, πρόστυχη
τσουλίθρα : ξεπεσμός
τσουλούφι : τιποτένιος
τσουλουφιάζω : αρπάζω
τσουμπλέκια : κουζινικά, μικροαντικείμενα
τσουράπω : άξεστη, απεριποίητη γυναίκα, πονηρή
τσουρνεύω: κλέβω, ξαφρίζω
τσουρνό ή τσούρνεμα : κλέψιμο, μάδημα
τσουτσέκι : μικροκαμωμένος, θρασύς, αναιδής
τσουτσού : τιποτένιος, ανάξιος λόγου
τσουτσούνα (νι) : πούτσα
τσουτσούνα (παίζει την...) : χάνει τον καιρό του
τσόφλι : μικροπρεπής, τιποτένιος, φτηνός

Υ
ύπνος : άνθρωπος νωθρός, αργοκίνητος
υφάσματα (του πελάγου) : ρουχισμός που φέρνουν οι ναυτικοί λαθραία

Φ
φάβα : ανοησία
φαγάνα : λαίμαργος, πλεονέκτης
φακλάνα : ξεπεσμένη πουτάνα
φαληράω (ίζω) : χρεοκοπώ
φαλτσοστεκιά : λαθεμένη κίνηση ή ενέργεια
φαμπαλαδάκι ή φραμπαλαδάκι : νταραβέρι με γυναίκα
φάμπρικα : κόλπο, μηχανή, τέχνασμα
φάπα : σφαλιάρα, καρπαζιά
φάρα : σινάφι, σόι, γένος
φαράσι (δούλεψε...) : εκδιώχθηκε, τα έφαγε όλα
φάρδος : τύχη
φαρμακείος : τσιγκούνης, πανάκριβος
φαρμασόνος : μασόνος
φασινάρω : ξεπλένω
φάσκελο : μούντζα
φασόλιας : γελοίος
φεγγίτες : τα γυαλιά
φελέκι : τύχη, μοίρα
φενεκτέ : μάλλον, ίσως, πιθανόν
φερετζές : προφυλακτικό
φερμάρω : ετοιμάζομαι να επιτεθώ, καραδοκώ
φερμάρω (της τον...) : της τον χώνω
φερμεζότο : αποκλεισμός, κλείσιμο
φέρνω (βόλτα την κουβέρτα) : κερδίζω όλους τους παίχτες
φέρνω (στο καράτι) : εκτιμώ
φέσι : το καπάκι του ναργιλέ, χρέος
φέσι (γίνομαι) : μεθάω
φιγουρατζής : επιδειξιομανής, μααιόδοξος
φιλήντρα : γλείφτης, κόλακας
φιλιστρίνι (μαγκιά,κλανιά,εξάτμιση
καί κώλος...) : παριστάνει το νταή χωρίς να είναι
φιόγγος : κομψευόμενος νεαρός
φισέκι : πολύ γρήγορα
φισέκι (τραβάω ένα...) : συνουσιάζομαι στα γρήγορα
φιστίκι (κλάνω...) : φοβάμαι
φιστίκι (ξηγιέμαι αλμυρό...) : δέρνω άγρια
φιστίκωμα : συνουσία
φλαμαρή : ταμπακέρα
φλαν φλαν : άτομο που περιαυτολογεί
φλόκια : σταγόνες αντρικού σπέρματος
φλομέ : πείσμα, νευρικότητα
φλόμος: τσιγάρο με ναρκωτική ουσία
φλομώνω : δημιουργώ αποπνικτική ατμόσφαιρα, ζαλίζω, ζαλίζομαι
φλουδιάζω :ξεπαραδιάζω
φλώρος ή φλώρι ή φλωράς : μαλθακός νεαρός
φόδρα (γαζώνω...) : βολεύομαι
φόλα : δόλωμα, απάτη
φόλι : πορτοφόλι
φορμάρω (της τον...) : της τον χώνω
φούμαρα : ψευτιές, σαχλαμάρες
φουμάρω (φούντα) : κοροϊδεύω
φουμάρω : καπνίζω
φούντα ή νταφού : η κορφή του χασισόδεντρου, χασίσι
φουντανέλα : τσιγαριλίκι
φουντούκι : ψέμα, υποκρισία, στενοχώρια
φουντώνω : θυμώνω, ανάβω, κορώνω
φουρφούρι : το κάτω μέρος του τσιγαριλικιού
φραγκοπαναγιά : υποκρίτρια
φράχτης : υπόκοσμος
φρέσκο : φυλακή
φρι κον φρι : τέλεια, εξαίρετα
φρόκαλο : σκουπίδι, ασήμαντος άνθρωπος
φτερό : αθώος
φτηνή : η μαλακία
φτιάξη : δουλειά, κόλπο, κομπίνα
φτύνω: προδίδω, περιφρονώ
φύκια (..για μεταξωτές κορδέλλες) : πασάρω ψέματα για αλήθειες
φυνάτης : άπληστος
φυντάνι : καινούριος
φύσα: φυσαρμόνικα
φύτρα : γενιά, σόι
φούφουτος : φανταστικό όνομα, ασήμαντος

Χ
χαβαλές : πλάκα, φασαρία
χαβάς : σκοπός, μελωδία, επανάληψη των ίδιων λόγων ή πράξεων
χαβούζα : ύποπτη υπόθεση
χαϊβάνι : ανόητος
χαλβαδιάζω : κάνω χάζι με το πάσο μου
χαλβάς : νωθρός, αφελής
χαλές ή χάλιας : τιποτένιος, άχρηστος
χαλίσικος : αληθινός
χαλκάς (βάζω...) : παντρεύομαι, δεσμεύομαι
χαμαλίκι : βαριά δουλειά, αγγαρία
χαμίνι : αλητόπαιδο
χαμούρα (-ης) : ξεφτιλισμένη, ανυπόληπτη
χαμουρεύομαι : χαϊδολογάω
χαμπάρι ή χαμπέρι : είδηση, νέο
χαμπαρίζω ή χαμπερίζω : καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
χάντρες : κομπολόι
χανώνω : απορώ
χάπατο : κορόιδο
χάπι : αφελής, ευκολόπιστος
χαράμι : ανώφελα, μάταια
χαρμάνης : στερημένος από ουσίες ή ερωτ.σχέση
χαρμάνι : μίγμα
χαρτογιακάς : άνθρωπος του γραφείου
χαρτούρα : φιλοδώρημα στους μουσικούς
χαρχαλάς : ψάχουλας
χαρχάλω : κακοφτιαγμένη , πολυπερπατημένη
χασάν (κέφι) : μεγάλη μαστούρα, ευχαρίστηση, Αιγυπτιακό τουμπεκί, ζυμωμένο με μέλι ζαχαροκάλαμου και χασίσι
χασικλής ή χασίκλας (α) : χασισοπότης
χάσικο : ψωμί πολυτελείας, άσπρο, εκλεκτός
χασισώνω : μαστουρώνω κάποιον
χάσκα : με ανοιχτό στόμα
χασμουριέμαι : βαριέμαι
χατζάκος : προδότης, χαφιές
χαχάμης (-ίκος) : Εβραίος
χαχόλος : ασουλούπωτος, κρεμανταλάς
χάψη : φυλακή
χεσίδι (σιμο) : κατσάδα, βρισιά
χέστης ή χεζάς : φοβητσιάρης
χέστρα : αποχωρητήριο
χήνα : χιλιάρικο, κουτός
χιτζίνια: σαΐνια
χλάπα : μαχαίρι, λεπίδι, φτυσιά
χλαπάτσα ή κλαπάτσα : αιφνίδια κακοδιαθεσία, ψυχική κατάπτωση
χλαπατσιάζω : καταβροχθίζω, τρώω λαίμαργα
χλεμπονιάρης : κιτρινιάρης, καχεκτικός, αρρωστιάρης
χλίψη : μαύρη κορδέλα στο καβουράκι των κουτσαβάκηδων, θλίψη
χνέρι : εξαπάτηση, κάζο
χολέρα : επικίνδυνο άτομο, αντιπαθητικός
χοντράδια : πηχτό σπέρμα
χοντρή (κοιλιά) : λεφτάς
χοντρή : χάλκινη δεκάρα
χοντρό (δαμάσκηνο) : κακή κουβέντα
χοντρό (σκοινί) : μεγάλη δουλειά, μεγάλη φασαρία
χοντρός : λεφτάς
χόρα : κυκλικός χορός, σόλο μπουζούκι-ταξίμι
χορτάρι ή χόρτο : χασίσι, χαζός, άβουλος
χορταριασμένο (μουνί) : γεροντοκόρη, γριά
χοτζερές : ταμείο
χούφταλο : γέρος, γριά
χουφτώνω : βάζω χέρι
χοχλαράκιας : πρεζάκιας
χτένι : τέχνασμα για εξαπάτηση στη χαρτοπαιξία (βλ. σκαλέτα), μουνί
χτικιάρης : εξασθενημένος, φυματικός, αρρωστιάρης
χτικιό : φυματίωση
χωνάκι (στο) : στην αφάνεια
χωρίζω (γαβάθες) : δεν έχω παρτίδες
χωσιά : ενέδρα για εκδίκηση

Ψ
ψάκι : φιξάκι, πρέζα με δηλητήριο
ψαλίδι : φλύαρη γυναίκα
ψάρι (-ακας) : δειλός, ευκολόπιστος, χαζός
ψαροκασέλα : κακοφτιαγμένη, ασήμαντη γυναίκα
ψείρα : κολλιτσίδα, ενοχλητικός
ψειρίζω : κλέβω, αδειάζω τσέπη
ψειρού : φυλακή
ψημένος : έμπειρος, μέσα στο κόλπο
ψήνω : βασανίζω, προσπαθώ να πείσω
ψηστήρι : προσπάθεια για ρίξιμο γυναίκας
ψηστιέρα (είμαι στην...) : είμαι έτοιμος
ψητό : η ουσία, το κυρίως θέμα
ψιλές (πλακώνω στις...) : πλακώνω στις φάπες
ψιλή (κλωστή) : επικίνδυνη υπόθεση
ψιλικατζής : μικροπρεπής
ψιλικοκό (κάνω...) : κερδίζω ξεκινώντας με λίγα λεφτ
ψιλοκομμένο (τουμπεκί...) : σιωπή
ψιλοτάρι : ασήμαντος
ψόφιος : άψιλος, κουρασμένος
ψυλλιάζομαι : υποψιάζομαι
ψυχικιάρα : γυναίκα που πέφτει εύκολα
ψυχοπαπάς : νταβατζής πούστηδων
ψωλαρμενίζω : είμαι στον κόσμο μου, χάνω τον καιρό μου άσκοπα
ψωλαρπάχτρα ή ψωλοκασέλα : γυναίκα που τραβιέται με πολλούς
ψωλή : πούτσος
ψωλή (της...του το χαβά) : τελείως αδιάφορος
ψωλοτόπι ή ψωλοκούτι : μουνί
ψωλότριχα : τιποτένιος, ασήμαντος
ψωλότσεπη : μουνί
ψωλόχυμα : το αντρικό σπέρμα, τιποτένιος ασήμαντος
ψωμοσάκουλο : στομάχι, κοιλιά
ψωνίζεται : κάνει πιάτσα γιά να βρεί πελάτες (για πουτάνα)
ψωνίζω (την Αγγελικούλα) : τρελαίνομαι
ψώνιο : τρελός, λοξός

Ω
ωμέγα : ο κώλος
ώρα (με βουρδούλακες) : μεσάνυχτα
ωχρή : χρυσή λίρα

=========================

Μορφωθείτε Πειραϊκά από


το Μέγα Λεξικόν της Τρούμπας

Αλανιάρα = γυναίκα ρέμπελη του δρόμου


Αλαμπουρνέζικα = αυτά που δεν βγάζεις νόημα. Κατά τον Μπαμπινώτη προέρχονται από την φυλή Μπουρνού του
Σουδάν που όταν μιλάνε ακούγονται απλά ήχοι περίεργοι.
Άμπακο = αυτό που δεν έχει τέλος (έφαγε τον άμπακο). Βγήκε από τον Άβακα τον τρόπο που οι άραβες έκαναν
υπολογισμούς, κάτι σαν μικρό κομπιουτεράκι, με χάντρες που μπορούν ωστόσο να κάνουν υπολογισμούς
τεράστιους άνευ τέλους
Αντάμικα = αντρίκια, θαρραλέα
Αρκουδόμαγκας = ψευτόμαγκας
Ασίκης = ωραίος, λεβέντης
Βλάμης = σταυραδελφός, παλικαράς, κουτσαβάκης, εραστής, γενναίος
Βουβή = μαχαίρι
Βουβουζέλας = αυτός που κάνει θόρυβο (όπως λέμε παπαρδέλας για αυτόν που μιλάει πολύ). Κατά συνέπεια η
λέξη βουβουζέλα στο Μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής είναι λέξη "πειραϊκή".
Γιαβάσης = ήρεμος, ψύχραιμος, αποφεύγει εντάσεις
Γιαβουκλού = μνηστή, ερωμένη
Γιαγκίνι = Σφοδρό ερωτικό πάθος
Γιάφκα = πρόκειται για ρωσική λέξη που σημαίνει το παράνομο στέκι που συγκεντρώνονταν οι κομμουνιστές για
να προετοιμάσουν την επανάσταση του 1917
Γομάρια = τα γαϊδούρια αλλά στην Τρούμπα είχε την έννοια του σωματοφύλακα, του μπράβου που δεν
καταλάβαινε τίποτα. Όπως τα γαϊδούρια που τα φορτώνεις και πάνε, έτσι κι αυτός "εαν τις έτρωγε" δεν έκανε πίσω.
Δαχτυλίθρες = παράνομο παιχνίδι εξαπάτησης, στο οποίο το θύμα έπρεπε να βρει σε ποια από τις τρεις συνήθως
δαχτυλίθρες, που είχε ο θύτης, βρισκόταν το στραγάλι, η φακή ή το ρεβύθι
Δερβίσης = Σωστός ιδανικός άντρας, μάγκας
Δίκοπη = Το αμφίστομο μαχαίρι
Εξωφυλαρούχας = το παιδί που είναι άμπαλο, δεν ξέρει μπάλα και γιαυτό όταν επιλέγουν του παίχτες στην αλάνα
δεν τον θέλει κανείς και μένει να φυλάει τα ρούχα των υπολοίπων.Επίσης είναι αυτός που κάνει τον "καμπόη"
μαζεύει δηλαδή τις μπάλες σκαρφαλώνοντας μάντρες. Στην εξωγηπεδική ζωή είναι αυτός που δεν έχει σοβαρό
ρόλο.
Κασσαδόρος = ο διαρρήκτης
Κογιονάρω = εμπαίζω, ειρωνεύομαι
Κουμπούρι = το πιστόλι
Κουσελιάρης = ο κουτσομπόλης
Κατσαβάκης = νταής, παλληκαράς
Κούφιο = το πιστόλι πάλι
Κοψοχρονιά = από τον κοψόχρονο άνδρα, δηλαδή αυτόν που πεθαίνει νωρίς βγήκε η λέξη αυτή που σημαίνει αυτό
που φεύγει άδικα και χωρίς λόγο
Λαχανάδες = οι πορτοφολάδες
Λάχανα = τα πορτοφόλια
Λάζος = είδος μαχαιριού που διπλώνει
Λιμά = τα λόγια χωρίς σημασία
Μάγκας = ο σωστός άνδρας

Μαγκιόρος = Μεγάλος, ξεχωριστός


Μάλε βράσε = πρόκειται για έκφραση Πειραιωτών κρητικής καταγωγής που κατοικούσαν στην Καστέλα που μόλις
μπλέκονταν με Μανιάτες προκαλούσαν φασαρίες. Ειδικά οι προερχόμενοι από τα Μάλια της Κρήτης μόλις τους
προκαλούσαν οι Μανιάτες έβραζαν από θυμό
Μανίτα = Μέθοδος εξαπάτησης που εφαρμόζονταν όπως και ο "παππάς" σε αδαείς επαρχιώτες και μετανάστες
Μάπας = ο αργιλές
Μαστούρα = η χασισική μέθη
Ματσαράγκα = κατεργαριά
Μαύρης = χασίς
Μαχμούρικο = Βαρύθυμο, νωθρό, ζαλισμένο από αλκοόλ ή από άλλη αιτία
Μερακλής = Μανιώδης, παθιασμένος
Με γειά το κούρεμα = το κούρεμα αποτελούσε ειδικά στα χρόνια του Μεταξά μέσο τιμωρίας, επίσης τους
άταχτους νέους τους κούρευαν με την ψιλή για να τους τιμωρήσουν. Έτσι όποιον έπιανε η αστυνομία για
παραβάσεις περί "αλητείας" αφού τους κούρευαν πρώτα μετά έτρωγαν και μερικές ψιλές (φάπες). Έτσι έμεινε και
σήμερα τους φρεσκοκουρεμένους να τους ρίχνουν φάπες στο σβέρκο "για το καλό"
Μόρτης = συνώνυμο του Μάγκα
Μόκο = η σιωπή (κάνε μόκο)
Μπαγιόκο = Λεφτά, κομπόδεμα
Μπαλαμούτι = απάτη χαρτοπαικτική κυρίως
Μπαμπεσιά = η δόλια, η ύπουλη πράξη
Μπαρμπουτζής = αυτός που κουμαντάρει τυχερό παιχνίδι με ζάρι το οποίο ονομάζεται "μπαρμπούτι".
Μπαρμπούτι = τυχερό παράνομο παιχνίδι με ζάρια
Μπαχτσές = ο κήπος
Μπελαλής = αυτός που γίνεται συνεχώς αφορμή για καυγάδες, φασαρίες, ο δύστροπος
Μπιλαντέρια = τα αδέλφια
Μπιτιρίνι = η οργανωμένη μπαρμπουτιέρα
Μπουλασιλίκη = κόλλημα, επιμονή, πείσμα

Νταβατζής = μαστρωπός
Νταής = παλληκαράς
Νταλκάς = δυνατή επιθυμία, πόθος
Νταμίρα = το φυτό Datura stramonium ή αλλιώς Τάτουλας που είναι πλούσιο σε αλκαλοειδείς ουσίες και ατροπίνη
και χρησιμοποιούνταν ως υποκατάστατο του χασισιού
Ντερβίσης = άντρας του κόσμου της μαγκιάς αλλά κλειστός τύπος σαν χαρακτήρας όπως ο μουσουλμάνος
μοναχός δερβίσης που είναι γεμάτος μυστήριο
Ντέρτι = ψυχικός πόνος
Ντουζένι = το κέφι
Ντουνιάς = ο κόσμος
Ντράβαλα = μπελάδες

Ξεφτέρι = το αρπακτικό πουλί κατά συνέπεια ο Ξύπνιος άνδρας


Παπατζής = αυτός που αεξαπατά θύματα παίζοντας με τα χαρτιά το παιχνίδι "παππάς"
Παπαγαλάκι = όπως το πτηνό παπαγάλος μπορεί να επαναλάβει κάτι που ακούει συνεχώς, έτσι και τύποι που το
"έπαιζαν" μάγκες στον πειραιά αλλά δεν ήταν, μόλις τους έκαναν προσαγωγή στο τμήμα έλεγαν τι είχαν ακούσει
στην "πιάτσα"
Πεζεβέγκης = ο Μαστρωπός (Ο πεζεβέγκης που τάχει στην πούγκα)
Πετσί = το πορτοφόλι
Πιάτσα = από την ιταλική λέξη piazza που σημαίνει πλατεία. Ήταν ο τόπος που συγκεντρώνονταν οι μάγκες
Ποδαράδες = παλιά ονομασία της Νέας Ιωνίας
Πούγκα = το κομπόδεμα
Πρεζάκιας = ο εξαρτημένος από ηρωίνη
Ρεφάρω = ξανακερδίζω όσα έχασα
Σεβνταλής = ο ερωτευμένος
Σεβντάς = ο ερωτικός καημός
Σεκλέτια = στεναχώρια
Σερέτης = ο δύστροπος, ο σκληρός, ο ευέξαπτος άνδρας
Σερετλίκι = η σκληρότητα
Σπαχάνι = από το Ισπαχάν της Περσίας
Συνάχης = άνδρας θυμωμένος, τσατισμένος ή υπό την επίδραση ναρκωτικών που λαμβάνονται από την μύτη
Σώτος = ο κερδισμένος
Ταρίφας = ο ταξιτζής
Τεκές = χασισοποτείο
Τεκετζής = ο ιδιοκτήτης του τεκέ
Τέρτσος = ο χαμένος
Τεφαρίκι = το εκλεκτό πράγμα
Τζάμπα = δωρεάν
Τζαμπατζής = αυτός που δεν πληρώνει
Τζιμάνι = ο αξιαγάπητος, ο σεβαστός
Τουμπεκί = ο καπνός
Τσίφτης = στα αλβανικά είναι το γεράκι, και τσίφτηδες είναι αυτοί που είναι ξύπνιοι όπως τα αρπακτικά πουλιά
Τσίμα = Τσίμα τσίμα, επτανησιακή έκφραση που σημαίνει κοντά
Τουφατζής = αυτός που έχει κάνει φυλακή
Φάσκελο = η μούτζα. Προέρχεται από τον φάκελο που στέλνουμε (ταχυδρομούμε) κάτι σε κάποιον.
Φελέκι = Λέξη αραβικής προέλευσης που σημαίνει τύχη (γ...ώ το φελέκι μου δηλαδή την τύχη μου)
Φιλέτο = κατά κυριολεξία είναι η μικρή κλωστή. Επειδή συνήθιζαν να μαγειρεύουν τα καλά κρέατα δεμένα με
σπάγκο έμεινε το φιλέτο να σημαίνει το καλύτερο.
Φούφουτος = σημαίνει ο άλφα, ο βήτα, ο τάδε, ο δείνα. Οι μάγκες όταν δεν ήξεραν το όνομα κάποιου αντί να
πούνε το έκανε ο τάδε όπως έλεγαν οι καθώς πρέπει, απαντούσαν το έκανε ο Φούφουτος. Κατά άλλη εκδοχή
προέρχεται από την πίεση που υπήρχε από την αστυνομία να "μιλήσουν" να δώσουν το όνομα του συνεργάτη τους
έλεγαν όνομα το οποίο δεν υπήρχε.
Χαράμι = Μάταια, αυτό που πήγε άδικα. Βγήκε από το αραβικό χράμι που ενώ είναι κομψοτέχνημα και κεντητό οι
μουσουλμάνοι το στρώνουν στο πάτωμα και πατάνε πάνω του για να προσευχηθούν.
Χαρμάνης = ο χρήστης χασίς που βρίσκεται σε κατάσταση στέρησης
Ψιλά = τα λεφτά

You might also like