Professional Documents
Culture Documents
Οδυσσέας Γκιλής
Επιμέλεια
ΣΥΝΘΕΤΕΣ
ΛΕΞΕΙΣ
Θεσσαλονίκη 2016
2
3
Περιεχόμενα
Προθέσεις ................................................................................................................................. 4
Με την πρόθεση αμφί- εντοπίζονται 187 λήμματα ................................................................. 5
Με τη πρόθεση αντί- 318 λήμματα......................................................................................... 15
ανά- εντοπίζονται 555 λήμματα ............................................................................................. 32
Με την πρόθεση από- εντοπίζονται 729 λήμματα ................................................................. 68
Με την πρόθεση δια- εντοπίζονται 646 λήμματα ................................................................ 123
Με την πρόθεση εισ- εντοπίζονται 172 λήμματα.................................................................. 163
Με την πρόθεση εκ- εντοπίζονται 648 λήμματα .................................................................. 175
Με την πρόθεση εξ- εντοπίζονται 505 λήμματα .................................................................. 215
Με την πρόθεση εν- εντοπίζονται 549 λήμματα ................................................................... 244
Με την πρόθεση επι- εντοπίζονται 977 λήμματα................................................................. 278
Με την πρόθεση κατά- εντοπίζονται 754 λήμματα .............................................................. 339
Με την πρόθεση μετα- εντοπίζονται 192 λήμματα .............................................................. 388
Με την πρόθεση παρα- εντοπίζονται 481 λήμματα ............................................................. 402
Με την πρόθεση περι- εντοπίζονται 517 λήμματα .............................................................. 440
Με την πρόθεση προ- εντοπίζονται 1395 λήμματα ............................................................. 479
Με την πρόθεση προς- εντοπίζονται 673 λήμματα.............................................................. 563
Με την πρόθεση συν- εντοπίζονται 772 λήμματα................................................................ 592
Με την πρόθεση υπέρ- εντοπίζονται 307 λήμματα ............................................................. 621
Με την πρόθεση υπο- εντοπίζονται 429 λήμματα ............................................................... 635
4
Προθέσεις. εἰς, ἐν, ἐκ ή ἐξ, πρό, πρός, σύν· ἀνά, διά, κατά, μετά, παρὰ -
ἀμφί, ἀντί, ἐπί, περὶ - ἀπό, ὑπό - ὑπέρ·
Κατά κύριο λόγο αντλώ αποσπάσματα το λεξικό H.G. Liddell & R. Scott,
παράλληλα έχω υπ΄όψη μου και τα λεξικά του Γ. Μπαμπινιώτη και του
Δημητράκου.
Προθέσεις
εἰς, ἐν, ἐκ ή ἐξ, πρό, πρός, σύν·ἀνά, διά, κατά, μετά, παρὰ - ἀμφί, ἀντί, ἐπί,
περὶ - ἀπό, ὑπό - ὑπέρ·
α) με γενική: ἄχρι, μέχρι, ἄνευ, χωρίς, πλήν, ἕνεκα ή ἕνεκεν Π.χ. ἄχρι τῆς
νυκτός, μέχρι τοῦδε κτλ.)·
β) μ' αιτιατική: ὡς, νή, μὰ (π.χ. ὡς ἐμὲ = σ' εμένα, προς εμέ· νὴ τὸν Δία· μὰ
τοὺς θεούς).
5
Αλφαβητική ταξινόμηση.
ἀμφί, ἀνά, ἀντί, ἀπό, διά, εἰς, ἐκ ή ἐξ, ἐν, επί, κατά, μετά, παρὰ, περὶ,
πρό, προς, σύν, ὑπέρ, ὑπό.
ἀμφί, πρόθ. με γεν., δοτ. και αιτ.· ριζική σημασία, και στις δύο πλευρές
(πρβλ. ἄμφω, Λατ. ambo), ενώ η περί κυρίως σημαίνει τριγύρω.
Α. με ΓΕΝ.: I. 1. λέγεται για αιτία, σχετικά με, για, εξαιτίας κάποιου
πράγματος, ἀμφὶ γυναικός, σε Αισχύλ. 2. σχετικά με, δηλ. αναφορικά ή
εξαιτίας ενός ζητήματος, ἀμφὶ φιλότητος ἀείδειν, τραγουδώ σχετικά ή
εξαιτίας της αγάπης, σε Ομήρ. Οδ. II. λέγεται για τόπο, γύρω, τριγύρω,
ἀμφὶ τῆς πόλιος, σε Ηρόδ. Β. με ΔΟΤ.: I. 1. λέγεται για τόπο· και στις δύο
μεριές, ολόγυρα, ἀμφὶ ὤμοις, στήθεσσι, σε Όμηρ.· ομοίως, ἀμφὶ περὶ
στήθεσσι, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα όπως ακριβώς το περί, ολόγυρα, τριγύρω,
κρέα ἀμφὶ ὀβελοῖς ἔπειραν, διαπέρασαν το κρέας ολόγυρα, δηλ. από πάνω
στις σούβλες, στον ίδ. 2. γενικά, κοντά, γύρω, σε, ἀμφὶπύλῃσι, σε Ομήρ.
Ιλ. II. 1. σχετικά, συναφώς, ἔρις ἀμφὶ μουσικῇ, σε Ηρόδ.· χάριν, εξαιτίας,
ἀμφ' Ἑλένῃ μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. όπως το Λατ. prae, ἀμφὶ
τάρβει, ἀμφὶ φόβῳ, prae pavore, φόβου ένεκα, σε Αισχύλ., Ευρ. Γ. με
ΑΙΤ.: I. 1. λέγεται για τόπο· περίγυρα, ολόγυρα, κυρίως με τη σημασία της
κίνησης, ἀμφί μιν φᾶρος βάλον, σε Ομήρ. Ιλ. 2. παρά, κοντά, ἀμφὶ ῥέεθρα,
κάπου γύρω στις όχθες, στο ίδ. 3. λέγεται για πρόσωπα που βρίσκονται
γύρω από κάποιον, οἱ ἀμφὶ Πρίαμον, ο Πρίαμος και η ακολουθία του, στο
ίδ.· οἱ ἀμφὶ Ξέρξεα δηλ. ο στρατός του, σε Ηρόδ.· στην Αττ., οἱ ἀμφὶ
Πρωταγόραν, η σχολή του Πρωταγόρα ή ο ίδιος ο Πρωταγόρας, σε Πλάτ.
4. κλαίειν ἀμφί τινα, κλαίω, θρηνώ σχετικά ή για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. 5.
εἶναι, διατρίβειν ἀμφί τι, είμαι απασχολημένος με αυτό, σε Ξεν. II. ως
ασαφής δήλωση χρόνου, περίπου, σε Πίνδ.· ἀμφὶΠλειάδων δύσιν, σε
Αισχύλ.· ομοίως για αριθμό, Λατ. circiter, ἀμφὶ τὰς δώδεκα μυριάδας,
γύρω, περίπου στους εκατόν είδοσι χιλιάδες, σε Ξεν. Δ. ΧΩΡΙΣ ΠΤΩΣΗ:
1. ως επίρρ., και στις δύο μεριές, εκατέρωθεν. 2. ἀμφίς Α II, ξεχωριστά,
εκτός, σε Ομηρ. Ύμν. Ε. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.: I. 1. αμφίπλευρως, όπως στο
ἀμφίστομος = δίστομος. 2. ολόγυρα, σε όλες τις πλευρές, όπως
ἀμφιλαμβάνω, ἀμφιλαφής. II. λέγεται για αιτία· εξαιτίας, χάριν, ένεκα,
όπως στο ἀμφιμάχομαι.
ἀμφιάζω ή ἀμφιέζω, αόρ. αʹ ἠμφίᾰσα (ἀμφί), ντύνω κάποιον, τινά, σε
Πλούτ.· μεταφ. λέγεται για τάφο, ὄστεα ἠμφίασεν, σε Ανθ.
6
που βάλλει και από τις δύο μεριές, δίστομος, σε Ανθ. III. αμφίβολος,
αβέβαιος, αμφίσημος, αμφιλεγόμενος, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· τἀγαθὰ ἐς
ἀμφίβολον ἔθεντο, υπολόγιζαν την καλή τους τύχη ως αμφίβολη, σε
Θουκ.· ἐν ἀμφιβόλῳ, σε ἀμφιβολία, σε Λουκ.· επίρρ. οὐκ ἀμφιβόλως, σε
Αισχύλ.
ἀμφι-βόσκομαι, αποθ., βοσκώ παντού ολόγυρα, σε Λουκ.
ἀμφί-βουλος, -ον (βουλή), διχασμένος ως προς το να πράξει κάτι, με
απαρ., σε Αισχύλ.
ἀμφί-βροτος, -η, -ον και -ος, -ον, αυτός που καλύπτει ολόκληρο τον
άνδρα, λέγεται για μεγάλη ασπίδα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφί-βροχος, -ον (βρέχω), κάθυγρος, καταμουσκεμένος, σε Ανθ.
ἀμφι-βώμιος, -ον (βωμός), αυτός που βρίσκεται γύρω από το βωμό, σε
Ευρ.
ἀμφι-γηθέω, περιχαίρομαι ή χαίρομαι υπερβολικά, σε Ομηρ. Ύμν.
ἀμφι-γνοέω· παρατ. και αόρ. αʹ με διπλή αύξηση, ἡμφεγνόουν,
ἡμφεγνόησα· (γι-γνώσκω)· είμαι διχασμένος για ένα ζήτημα, αμφιβάλλω,
δεν γνωρίζω ή δεν καταλαβαίνω, με αιτ., σε Πλάτ.· ἐπί τινος, περί τινος,
στον ίδ. κ.λπ.· ἠμφεγνόουν ὅ τι ἐποίουν, δεν ήξεραν τι να κάνουν, σε Ξεν.
— Παθ., ἀμφιγνοηθείς, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος, στον ίδ.
ἀμφι-γόητος, -ον (γοάω), αυτός που περιθρηνείται, σε Ανθ.
Ἀμφι-γυήεις, ὁ (γυιός), λέγεται για τον Ήφαιστο, αυτός που κουτσαίνει
και στα δύο πόδια, ο χωλός, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφί-γῠος, -ον, αυτός που έχει διπλή αιχμή, που έχει κοφτερά και τα δύο
άκρα, σε Όμηρ.· στον Σοφ. λέγεται για προσωπα, οπλισμένοι σε όλες τις
άκρες, εξασκημένοι μαχητές (η κατάληξη -γυος, όπως στο ὑπό-γυος, είναι
αμφίβ. σημασίας).
ἀμφι-δαίω, χρησιμ. στον αμτβ. παρακ. και υπερσ. ἀμφιδέδηα, -ήειν,
περιανάπτω ή φλογίζω ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-δάκνω, δαγκώνω ολόγυρα, κρατώ γερά με τα δόντια, σε Ανθ.
ἀμφι-δάκρῡτος, -ον, πολυδάκρυτος, σε Ευρ.
ἀμφί-δᾰσυς, -εια, -υ, διακοσμημένος με δέντρα, λέγεται για την Αιγίδα,
σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-δέαι, αἱ (δέω Α), πράγματα δεμένα γύρω από κάτι, περιβραχιόνια ή
μπρασελέδες, σε Ηρόδ.
ἀμφι-δέδρομα, παρακ. του ἀμφιτρέχω.
ἀμφι-δέξιος, -ον, 1. αυτός που έχει δύο δεξιά χέρια, ο εξαιρετικά
επιδέξιος, Λατ. ambidexter, σε Αριστ. 2. όπως το ἀμφήκης, δίστομος,
δίκοπος, σε Ευρ. 3. μεταφ., δίσημος, αμφίσημος, αμφιλεγόμενος, Λατ.
anceps, χρηστήριον, σε Ηρόδ. 4. ἀμφότερος, ἀμφ. ἀκμαῖς, με δυο χέρια, σε
Σοφ.· ἄμφ. πλευρόν, σε κάθε πλευρά, στον ίδ.
ἀμφι-δέρκομαι, αποθ., κοιτάζω ολόγυρα για κάποιον, σε Ανθ.
ἀμφί-δετος, -ον, δεμένος ή τοποθετημένος ολόγυρα, σε Ανθ.
8
ἀμφι-λέγω, Δωρ. -ἀμφιλλέγω, μέλ. -ξω, διαφωνώ για, τι, σε Ξεν.· ἀμφ.
μή, διαφωνώ, ερίζω, αμφισβητώ ότι ένα πράγμα είναι, στον ίδ.
ἀμφί-λεκτος, -ον, I. αυτός που συζητείται σε όλα τα επίπεδα,
αμφισβητήσιμος, σε Αισχύλ.· ομοίως επίρρ. -τως, στον ίδ. II. Ενεργ.,
φιλόνικος, σε Ευρ.· ἀμφ. εἶναι τινί, φιλονικώ, διαφωνώ για κάτι, σε
Αισχύλ.
ἀμφιλογέομαι, αποθ., διαφωνώ, ερίζω, περί τινος, σε Πλούτ.
ἀμφιλογία, ἡ, διαφωνία, συζήτηση, αντίλογος, σε Ησίοδ., Πλούτ.
ἀμφί-λογος, -ον, I. αμφισβητήσιμος, τιθέμενος υπό κρίση, συζητήσιμος,
σε Ξεν.· τὰ ἀμφίλογα, τα αμφιλεγόμενα σημεία, σε Θουκ.· ἀμφίλογον
γίγνεταί τι πρός τινα, πραγματοποιείται διαφωνία σ' ένα σημείο με
κάποιον, σε Ξεν.· ουδ. πληθ. ἀμφίλογα, ως επίρρ., σε Ευρ. II. Ενεργ.,
φιλόνικος, εριστικός, σε Σοφ., Ευρ.
ἀμφί-λοφος, -ον, αυτός που καλύπτει το λαιμό, σε Σοφ.
ἀμφι-λύκη[ῠ], νύξ, ἡ (βλ. λύκη), το πρωινό λυκόφως, το γκρίζο του
πρωινού, σε Ομήρ. Ιλ.
*ἀμφι-μάομαι, σκουπίζω ολόγυρα, σπογγίζω, υποθετικός ενεστ. ενός
Επικ. αόρ. αʹ ἀμφιμάσασθε, σε Ομήρ. Οδ.
ἀμφι-μάσχᾰλος, -ον, αυτό που καλύπτει και τους δύο βραχίονες, που έχει
δυο μανίκια, σε Αριστοφ.
ἀμφι-μάτορες, Δωρ. αντί ἀμφιμήτορες.
ἀμφι-μάχητος, -ον, αυτός για τον οποίο μάχεται κάποιος, σε Ανθ.
ἀμφι-μάχομαι[ᾰ], αποθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ., παλεύω γύρω από·
1. με αιτ., προσβάλλω, εφορμώ, πολιορκώ, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με γεν., παλεύω
για, αγωνίζομαι, στο ίδ.
ἀμφι-μέλας, -μέλαινα, -μέλᾰν, ολόμαυρος· φρένες ἀμφιμέλαιναι, πιθ.
αναφέρεται στις φρένες ή το ανθρώπινο διάφραγμα που τυλίγεται στο
σκοτάδι, αυτός που εδράζει στο σκοτάδι.
ἀμφι-μερίζομαι, Παθ., είμαι εντελώς διαμελισμένος, σε Ανθ.
ἀμφι-μήτορες, οἱ, αἱ (μήτηρ), αδέλφια από διαφορετικές μητέρες, σε Ευρ.
ἀμφι-μῡκάομαι, αποθ., μουγκρίζω ολόγυρα· μεταφ., δάπεδον δ'ἅπαν
ἀμφιμέμῡκε (παρακ. βʹ), το πάτωμα αντήχησε τριγύρω, σε Ομήρ. Οδ.
ἀμφι-νεικής, -ές (νεῖκος), περιμάχητος, περιζήτητος, αυτός που
επιζητάται ανυπόμονα και επίμονα, σε Αισχύλ., Σοφ.
ἀμφι-νείκητος, -ον (νεικέω) = ἀμφινεικής, σε Σοφ.
ἀμφι-νέμομαι, Μέσ., λέγεται για βοοειδή, περιτρέφομαι, (βόσκω
τριγύρω)· έπειτα λέγεται για πρόσωπα, περικατοικώ, διαμένω τριγύρω, με
αιτ. τόπου, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-νεύω, μέλ. -σω, κάνω νεύμα με αυτό τον τρόπο ή τον άλλο, σε Ανθ.
ἀμφι-νοέω, μέλ. -ήσω, σκέφτομαι με δύο τρόπους, βρίσκομαι σε
διχογνωμία, σε αμφιβολία, σε Σοφ.
ἀμφι-ξέω, αόρ. αʹ ἀμφέξεσα, εξομαλύνω με τσεκούρι ή πλανεύω, σε
Ομήρ. Οδ.
12
ὀδόντας, ἀντικρὺ δι' ὤμου, στον ίδ.· ἀντικρὺ κατὰ μέσσον, ακριβώς στη
μέση, σε Ομήρ. Ιλ. 2. εντελώς, εξολοκλήρου, ἀντικρὺ δ' ἀπόφημι, στο ίδ.
ἄντῐκρῠς, επίρρ., I. 1. κατ' ευθείαν, εμπρός, σε Θουκ. κ.λπ. 2. φανερά,
απροκάλυπτα, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· ἀντ. δουλεία, πραγματική
δουλεία, σε Θουκ.· οὐκ ἄντικρυς, καθόλου, σε Αριστοφ. II. έπειτα
ἀντῑκρύ, αντίθετα, εναντίον, σε Αριστ., Πλούτ.
ἀντι-κτόνος, -ον (κτείνω), αυτός που γίνεται ως ανταπόδοση φόνου, σε
Αισχύλ.
ἀντι-κτῠπέω, μέλ. -ήσω, χτυπώ, κάνω κρότο αναμεταξύ, τινί, σε Ανθ.
ἀντικύρω[ῡ], αόρ. αʹ ἀντέκυρσα, χτυπώ πάνω σε, συναντώ, τινί, σε Πίνδ.,
Σοφ.
ἀντι-κωμῳδέω, μέλ. -ήσω, διακωμωδώ με τη σειρά μου, σε Πλούτ.
ἀντιλᾰβή, ἡ (ἀντιλαμβάνω), κάτι για να κρατηθεί κάποιος, χερούλι,
λαβή, Λατ. ansa, σε Θουκ.· μεταφ., πολλὰς... ἔχει ἀντιλαβάς, έχει πολλές
λαβές εναντίον κάποιου, σημεία κατηγορίας, σε Πλάτ.
ἀντι-λαγχάνω, μέλ. -λήξομαι, παρακ. -είληχα· ως νομικός όρος, ἀντ.
δίαιταν, έχω ορισμένη (συγκεκριμένη) διαιτησία, δηλ. έχει λήξει η
προηγούμενη, σε Δημ.· ἀντ. ἔρημον (ενν. τὴν δίκην), κατορθώνω να την
αναιρέσω ως άδικη, στον ίδ.
ἀντι-λάζομαι, -ῠμαι, αποθ., 1. κρατιέμαι, βαστιέμαι από, με γεν., σε
Ευρ.· συμμετέχω, πόνων, στον ίδ. 2. με αιτ., αποδέχομαι ως αντάλλαγμα,
στον ίδ.
ἀντι-λακτίζω, μέλ. -σω, χτυπώ ενάντια σε, τινί, σε Αριστοφ.
ἀντι-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, αόρ. βʹ -έλᾰβον, παρακ. -είληφα· I.
λαμβάνω αντί άλλου, τί τινος, σε Ευρ.· παραλαμβάνω με τη σειρά μου ή
ως αντάλλαγμα, τι, στον ίδ. κ.λπ. II. 1. Μέσ., με Παθ. παρακ. -είλημμαι·
όπως το ἀντέχομαι, με γεν., κρατώ, σε Θέογν. κ.λπ.· χώρας ἀντ., κατακτώ
ή καταφθάνω, σε Θουκ. 2. βοηθώ, συμμετέχω, σε Ευρ.· με γεν. πράγμ.,
βοηθώ σε κάτι, σε Θουκ.· με γεν. προσ., σε Κ.Δ. 3. διεκδίδω, τοῦ θρόνου,
σε Αριστοφ. 4. συμμετέχω ή έχω μερίδιο σε κάτι, επιλαμβάνομαι,
επιχειρώ, Λατ. capessere, τῶν πραγμάτων, σε Ξεν. κ.λπ. 5. κρατώ με
σκοπό να βρω ελάττωμα, επιπλήττω, ελέγχω, ἡμῶν, σε Πλάτ 6.
κατακυριεύω, αιχμαλωτίζω, ὁ λόγος ἀντιλαμβάνεταί μου, στον ίδ. III. στη
Μέσ. επίσης, κρατώ πίσω, αναχαιτίζω, ἵππου, σε Ξεν.
ἀντι-λάμπω, μέλ. -ψω, I. ανάβω φως με τη σειρά μου, σε Αισχύλ. II.
αμτβ., 1. αντανακλώ φως, λάμπω, ακτινοβολώ, σε Ξεν. 2. φέγγω αντίθετα
προς ή στο πρόσωπο, ὁ ἥλιος ἀντ. τινί, σε Πλούτ.
ἀντι-λέγω, μέλ. -λέξω, αλλά ο κοινός μέλ. είναι ἀντερῶ· αόρ. αʹ -έλεξα
(αλλά ο αόρ. που χρησιμ. κοινώς είναι το ἀντεῖπον)· ομοίως ο παρακ.
είναι ἀντείρηκα, ο Παθ. μέλ. ἀντερήσομαι· 1. μιλώ ενάντια, αντικρούω,
αντιπαραβάλλω, τινί, σε Θουκ. κ.λπ.· τινὶ περί τινος, σε Ξεν.· ὑπὲρ τινος,
στον ίδ.· πρός τι, σε Αριστοφ.· ἀντ. ὡς, ανακοινώνω αντιθετικά ή απαντώ,
σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ. ανταπαντώ ότι..., σε Θουκ.· ἀντ. μὴ ποιεῖν, μιλώ
22
στο ίδ.· λέγεται για πηγή, ξεπηδώ, αναβλύζω, στο ίδ. 2. με αιτ., πηδώ πάνω
σε ἅρμα, στο ίδ.
ἀναισχυντέω, μέλ. -ήσω, είμαι αναίσχυντος, συμπεριφέρομαι
ξεδιάντροπα, σε Θουκ.· πρός τινα, σε Ξεν.
ἀναισχυντία, ἡ, αναίδεια, ξεδιαντροπιά, σε Αριστοφ., Πλάτ.
ἀν-αίσχυντος, -ον (αἰσχύνω), I. αναιδής, αδιάντροπος, σε Ευρ., Αριστοφ.
κ.λπ.· τὸ ἀναίσχυντον = ἀναισχυντία, σε Ευρ.· επίρρ. -τως, σε Πλάτ. II.
λέγεται για πράγματα, βδελυκτός, αποστρεφής, σε Ευρ.
ἀν-αίτιος, -ον και -α, -ον, 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν αποτελεί
την αιτία κάποιου πράγματος, αθώος, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. με γεν. πράγμ., μη
ένοχος για κάτι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· οὐκ ἀναίτιόν ἐστι, με απαρ., είναι
επιλήψιμο να κάνω, σε Ξεν.
ἀνα-καγχάζω, μέλ. -σω, ξεσπώ σε γέλιο, σε Πλάτ.
ἀνα-κᾰθαίρω, μέλ. -ᾰρῶ, I. καθαρίζω εντελώς — Παθ., λέγεται για τον
αέρα, γίνομαι εντελώς διαυγής, σε Πλούτ. II. Μέσ., καθαρίζω, σαρώνω,
αποδιώχνω, σε Πλάτ.
ἀνα-κάθημαι, Παθ., κάθομαι σε όρθια θέση, σε Λουκ.
ἀνα-κᾰθίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. ορθώνω — Μέσ., κάθομαι, σε Πλάτ. II.
αμτβ., κάθομαι, σε Ξεν.
ἀνα-καινίζω, μέλ. -σω = ἀνακαινόω, σε Πλούτ.
ἀνα-καινουργέω, μέλ. -ήσω = ἀνακαινίζω, σε Ανθ.
ἀνα-καινόω, μέλ. -ώσω, ανανεώνω, αποκαθιστώ — Παθ., ανανεώνομαι,
σε Κ.Δ.
ἀνακαίνωσις, -εως, ἡ, ανανέωση, ανακαίνιση, σε Κ.Δ.
ἀνα-καίω, Αττ. -κάω, αόρ. αʹ ἀνέκαυσα· ανάβω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
κ.λπ. — Μέσ., ανάβω φωτιά σε κάποιον, σε Ηρόδ. 2. Παθ. μεταφ.,
εξάπτομαι, εξοργίζομαι, στον ίδ.
ἀνα-κᾰλέω, ποιητ. ἀγ-καλέω, μέλ. -έσω, παρακ. -κέκληκα· I. προσκαλώ
τους νεκρούς, σε Αισχύλ.· ομοίως στην Μέσ., σε Ευρ. II. καλώ
επανειλημμένα, ανακαλώ· 1. επικαλούμαι, ικετεύω, θεούς, σε Ηρόδ. κ.λπ.·
ομοίως στη Μέσ., σε Σοφ., Ευρ. 2. κλητεύω, εκτελώ, παραθέτω,
προσκαλώ, σε Ηρόδ. — Μέσ., επικαλούμαι για τον εαυτό μου, προσκαλώ,
στον ίδ., σε Θουκ. 3. ονοματίζω, αποκαλώ με το όνομά τους, ἀν. κακούς,
σε Ευρ.· Δαναούς, σε Θουκ. — Παθ., Ἀργεῖος ἀνακαλούμενος, σε Σοφ. 4.
φωνάζω ώστε να ενθαρρύνω, σε Θουκ. — Μέσ., ἀνακαλεῖσθαι τὰς κύνας,
εξερεθίζοντας τα κυνηγετικά σκυλιά, σε Ξεν. III. καλώ πίσω, ξανακαλώ,
κυρίως στη Μέσ., σε Αισχύλ.· ιδίως από την εξορία, σε Πλάτ.·
ἀνακαλεῖσθαι τῇ σάλπιγγι, σημαίνω υποχώρηση, σε Ξεν.
ἀνακᾰλυπτήρια, τά, δώρα που γίνονται από το γαμπρό, όταν η νύφη για
πρώτη φορά αφαιρεί την παρθενική της καλύπτρα, σε Λυσ.
ἀνα-κᾰλύπτω, μέλ. -ψω, αποκαλύπτω, ἀν. λόγους, μεταχειρίζομαι
ελεύθερη γλώσα, μιλώ φανερά, σε Ευρ. — Μέσ., αποκαλύπτομαι,
44
κ.λπ.· ἀν. πρός τινα ή τινι, μην έχοντας διαπράξει κανένα αδίκημα σε
κάποιον, σε Ηρόδ.· ἀν. τινος, αθώος για κάτι, στον ίδ.· τὸ ἀναμάρτητον,
αθωότητα, σε Ξεν.· επίρρ. -τως, αλάνθαστα, άψογα, άμεμπτα, στον ίδ.
ἀνα-μᾱρυκάομαι, βλ. ἀναμηρ-.
ἀνα-μᾰσάομαι, αποθ., ξαναμασώ, μηρυκάζω, σε Αριστοφ.
ἀνα-μάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, σπογγίζω, αποτρίβω, ἔργον ὃ σῇ κεφαλῇ
ἀναμάξεις, έργο το οποίο εσύ με τις τρίχες του κεφαλιού σου θα
σκουπίσεις, (σαν να ήταν κηλίδα), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ταῦτα ἐμῇ
κεφαλῇ ἀναμάξας φέρω, σε Ηρόδ. — Μέσ., ἀναματτομένη τῷ προσώπῳ
τοῦ αἵματος, έχοντας σκουπίσει λίγο από το αίμα του προσώπου μου, σε
Πλούτ.
ἀνα-μάχομαι[ᾰ], μέλ. -μαχέσομαι, Αττ. -μαχοῦμαι, αποθ., αναζωπυρώνω
τη μάχη, αποκαθιστώ προηγούμενη ήττα, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἀν. τὸν λόγον,
μάχομαι σε αγώνα λόγων άλλη μια ακόμη φορά, σε Πλάτ.
ἀν-άμβᾰτος, -ον, λέγεται για άλογο, αυτό που δεν έχει αναβάτη, σε Ξεν.
ἀνα-μέλπω, μέλ. -ψω, ξεκινώ, αρχίζω να τραγουδώ, ἀοιδάν, σε Θεόκρ.
ἀνα-μεμίχᾰται, Ιων. αντί ἀναμεμιγμένοι εἰσί, γʹ πληθ. παρακ. του
ἀναμίγνυμι.
ἀνα-μένω, ποιητ. ἀμ-μένω, Αιολ. ὀμμένω, μέλ. -μενῶ, 1. περιμένω,
αναμένω, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. και απαρ., ἀν.τινὰ
ποιεῖν, περιμένω την ενέργεια κάποιου, σε Ηρόδ.· ἀν. τι γίνεσθαι, να
συμβεί κάτι, στον ίδ.· απόλ., περιμένω, παραμένω, σε Σοφ. κ.λπ. 2.
αναμένω, υποφέρω, υπομένω, τι, σε Ξεν. 3. ακυρώνω, αναβάλλω,
καθυστερώ, στον ίδ.
ἀνά-μεσος, -ον, αυτός που βρίσκεται στην ενδοχώρα ή στο εσωτερικό,
Λατ. mediterraneus, σε Ηρόδ.
ἀνά-μεστος, -ον, (και —τη στον Ευρ.) πλήρης, γεμάτος, τινος, από ένα
πράγμα, σε Δημ.
ἀνα-μεστόω, μέλ. -ώσω, γεμίζω εξ ολοκλήρου, κάνω κάτι πλήρες μέχρι
πάνω, σε Αριστοφ., στην Παθ.
ἀνα-μετρέω, μέλ. -ήσω, I. 1. ξαναμετρώ το δρόμο από τον οποίο διήλθα,
ανατρέχω τα βήματά μου σε κάποιο μέρος, ὄφρα ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν,
σε Ομήρ. Οδ. 2. ανακεφαλαιώνω, σε Ευρ., στην Μέσ. II. 1. ξαναμετρώ,
μετρώ προσεκτικά, παίρνω μέτρα για, τι, σε Ηρόδ.· ἀν. ἑαυτόν, σε
Αριστοφ. — Μέσ., ἀνεμετρησάμην φρένας τὰς σάς, μέτρησε, υπολόγισε το
μυαλό σου, σε Ευρ. 2. ἀναμετρεῖσθαι δάκρυ εἴς τινα, μετρώ (δηλ. απο
πληρώνω) σ' αυτόν φόρο δακρύων, στον ίδ.
ἀναμέτρησις, -εως, ἡ (ἀναμετρέω), καταμέτρηση, τινος πρός τι, ένα
πράγμα προς ένα, σε Πλούτ.
ἀνα-μηρυκάομαι ή ἀναμᾱρ-, αποθ., αναμασώ τροφή, σε Λουκ.
ἀνάμῐγα, ποιητ. ἄμμῐγα, επίρρ., ἀναμίξ, συγκεχυμένα, ανακατωμένα, σε
Σοφ., Ανθ.
ἀνάμιγδα, = ἀναμίξ, σε Σοφ.
51
ἀνα-μίγνῡμι και -ύω, ποιητ. ἀμ-μίγνυμι, μέλ. -μίξω· Επικ. αόρ. αʹ μετοχή
ἀμμίξας· πρβλ. ἀναμίσγω· ανακατεύω, αναμειγνύω μεταξύ τους, σε Ομήρ.
Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., αναμειγνύομαι μαζί με άλλους, σε Ηρόδ., Αττ.·
επικοινωνώ, συναλλάσσομαι, σε Πλούτ.
ἀνα-μιμνῄσκω, μέλ. -μνήσω, ποιητ. ἀμμνήσω, I. 1. θυμίζω κάτι σε
κάποιον, με διπλή αιτ.· ταῦτά μ' ἀνέμνησας, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν. πράγμ.,
ἀν. τινά τινος, σε Ευρ.· με αιτ. προσ. και απαρ., θυμίζω σε κάποιον να κάνει
κάτι, σε Πίνδ. 2. με αιτ. πράγμ., ανακαλώ στη μνήμη, μνημονεύω, σε Δημ.
II. στην Παθ., ενθυμούμαι, τινός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πιο σπάνια, τι, σε
Αριστοφ., Πλάτ.· περί τι, σε Πλάτ.
ἀνα-μίμνω, ποιητ. αντί ἀνα-μένω, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀναμίξ (ἀναμίγνυμι), επίρρ., κατά τύχη, συγκεχυμένα, ανακατωμένα, σε
Ηρόδ., Θουκ.
ἀνάμιξις, -εως, ἡ (ἀναμίγνυμαι), επικοινωνία, συναλλαγή, σε Πλούτ.
ἀνα-μίσγω, ποιητ. και Ιων. αντί ἀναμίγνυμι, μόνο στον ενεστ. και παρατ.,
ανακατεύω ένα πράγμα με κάτι άλλο, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ.,
αναμειγνύομαι, έρχομαι σε επαφή, επικοινωνία, τινι, σε Ηρόδ.
ἀνα-μισθαρνέω, μέλ. -ήσω, υπηρετώ εκ νέου επί πληρωμής, σε Πλούτ.
ἀναμνησθείς, μτχ. Παθ. αορ. αʹ του ἀναμιμνῄσκω.
ἀνάμνησις, -εως, ἡ (ἀνα-μιμνῄσκω), ενθύμηση, ανάμνηση, σε Πλάτ.
κ.λπ.
ἀναμνηστός, -όν (ἀνα-μιμνῄσκω), αυτός που μπορεί να ανακληθεί στην
μνήμη, σε Πλάτ.
ἀνα-μολεῖν, απαρ. του ἀν-έμολον, αόρ. βʹ του ἀναβλώσκω, διέρχομαι,
διαπερνώ, με αιτ., σε Ευρ.
ἀνα-μορμύρω, βρυχώμαι δυνατά, αναβράζω, πᾶσ' ἀναμορμύρεσκε (Ιων.
παρατ.), λέγεται για τη Χάρυβδη, σε Ομήρ. Οδ.
ἀνα-μοχλεύω, μέλ. -σω, ανυψώνω με μοχλό, ανακινώ βίαια, πύλας, σε
Ευρ.
ἀν-αμπλάκητος ή ἀν-ᾰπλάκητος, -ον, 1. αλάνθαστος, μη εσφαλμένος, σε
Σοφ. 2. λέγεται για άνθρωπο, αναμάρτητος, χωρίς πταίσμα, σε Αισχύλ.,
Σοφ.
ἀνα-μυχθίζομαι, αποθ., μόνο στον ενεστ., μουγκρίζω δυνατά, σε Αισχύλ.
ἀν-αμφίβολος, -ον, αναμφισβήτητος, βέβαιος· επίρρ. -λως, σε Λουκ.
ἀν-αμφίλεκτος, -ον, = το επόμ., σε Λουκ.
ἀν-αμφίλογος, -ον, αδιαφιλονίκητος, αναμφίβολος, σε Ξεν.· επίρρ. -γως,
αδιαμφισβήτητα, στον ίδ.
ἀν-αμφισβήτητος, -ον, αναμφίβολος, βέβαιος, αδιαφιλονίκητος, σε
Θουκ.· ἀν.χώρα, τόπος για τον οποίο δεν υπάρχει διαφωνί δηλ. γνωστός,
σε Ξεν.
ἀνανδρία, ἡ, έλλειψη ανδροσύνης, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. 2. δειλία,
ανανδρία, σε Αισχύλ. κ.λπ.
52
λέγεται για πρόσωπα, ἀναρρήγνυσθαι πρὸς ὀργήν, στον ίδ. III. αμτβ.,
ξεσπώ, σε Σοφ.
ἀναρρηθῆναι, απαρ. Παθ. αορ. αʹ του ἀνειπεῖν, βλ. αυτ.
ἀνάρρηξις, -εως, ἡ (ἀναρρήγνυμι), διάρρηξη, σπάσιμο, σε Πλούτ.
ἀναρ-ρήξω, μέλ. του ἀναρρήγνυμι.
ἀνάρρησις, -εως, ἡ, ανακήρυξη, αναφώνηση, σε Δημ.· πρβλ. ἀνεῖπον.
ἀναρ-ρίπτω και -ριπτέω, μέλ. -ρίψω· I. ρίχνω προς, ἀν. ἅλα πηδῷ,
αναταράσσω τη θάλασσα με το κουπί, δηλ. κωπηλατώ με σθένος και
δύναμη, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης χωρίς το πηδῷ, οἱ δ' ἅλα πάντες ἀνέρριψαν,
στον ίδ. II. ἀν. κίνδυνον, φράση από το παιχνίδι με τους κύβους,
διακινδυνεύω κάτι, αναλαμβάνω τον κίνδυνο κάποιου πράγματος, σε
Ηρόδ., Θουκ.· περί ή ὑπέρ τινος, σε Πλούτ.· επίσης χωρίς το κίνδυνον, ἐς
ἅπαν τὸ ὑπάρχον ἀναρρίπτειν, διακινδυνεύοντας όλα του τα υπάρχοντα, σε
Θουκ.· με δεύτερη αιτ., ἀν. μάχην, διακινδυνεύω τη μάχη, σε Πλούτ.
ἀναρ-ρῐχάομαι, παρατ. ἀνερριχώμην, ανεβαίνω με τα χέρια και τα πόδια,
σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
ἀναρ-ροιβδέω, ποιητ. ἀναροιβδέω, μέλ. -ήσω, ξαναρουφώ,
ξανακαταπίνω, λέγεται για τη Χάρυβδη, σε Ομήρ. Οδ.
ἀνάρ-ρῠσις, -εως, ἡ (ῥύομαι), διάσωση, όνομα της δεύτερης μέρας της
εορτής «Ἀπατούρια», σε Αριστοφ.
ἀναρ-ρώννῡμι, αόρ. αʹ ἀν-έρρωσα, 1. ανακτώ τις δυνάμεις, ισχυροποιώ
από την αρχή — Παθ., ανακτώ την ισχύ μου, ἀναρρωσθέντες, σε Θουκ. 2.
αμτβ. στον Ενεργ. αορ. αʹ επανέρχομαι, σε Πλούτ.
ἀν-άρσιος, -ον και -α, -ον· ανάρμοστος, άτοπος· I. λέγεται για πρόσωπα,
εχθρικός, δυσοίωνος, απαίσιος, απεχθής, άσπονδος, σε Όμηρ., Τραγ. II.
λέγεται για περιστατικά, δυσχερής, παράδοξος, τερατώδης, σε Ηρόδ.
ἀν-αρτάω, μέλ. -ήσω — Παθ. παρακ. ἀνήρτημαι· κρεμώ σε ή πάνω,
συνδέω, εξαρτώ, ἐς θεοὺς ἀν. τι, το αφήνω να εξαρτάται απ' αυτούς, σε
Ευρ.· ἀν. ἑαυτὸν εἰς δῆμον, σε Δημ. II. Παθ., κρέμωμαι, εξαρτώμαι, σε
Πλάτ. 2. μεταφ., βασίζομαι ή εξαρτώμαι πάνω σε, ἔκ τινος, στον ίδ., Δημ.·
ἀνηρτῆσθαι εἰς..., αναφέρομαι ή έχω αναφορά σε..., σε Πλάτ.· ἀνηρτημένοι
ταῖςὄψεσιν πρός τινα, έχοντας «κρεμάσει» τα μάτια τους πάνω σε κάποιον,
σε Πλούτ. III. Μέσ., κάνω κάποιον να προσκολληθεί, να εξαρτάται, από
τινά, σε Ξεν.
ἀν-αρτέομαι, Ιων. ρήμα που χρησιμ. μόνο στον Παθ. παρακ. ἀνάρτημαι,
είμαι έτοιμος, προετοιμασμένος να πράξω, με απαρ., σε Ηρόδ.· πρβλ.
ἀρτέομαι.
ἀν-άρτιος, -ον, ο μη άρτιος, περίεργος, αντίθ. προς το ἄρτιος (ίσος), σε
Πλάτ.
ἀν-αρχᾰΐζω, μέλ. -σω (ἀρχαῖος), καθιστώ κάτι παλιό ξανά, σε Ανθ.
ἀναρχία, ἡ (ἄναρχος), I. έλλειψη αρχηγού, σε Ηρόδ. II. η πολιτειακή
κατάσταση των ανθρώπων χωρίς διακυβέρνηση, αναρχία, σε Αισχύλ.,
Θουκ. κ.λπ.· στην Αθήνα, αυτό το όνομα δόθηκε στη χρονιά των τριάντα
60
τυράννων (404 π.Χ.), κατά τη διάρκεια της οποίας δεν υπήρχε άρχοντας,
σε Ξεν.
ἄν-αρχος, -ον (ἀρχή), αυτός που δεν έχει κεφάλι, αρχή ή αρχηγό, σε Ομήρ.
Ιλ., Ευρ.· τὸ ἄναρχον = ἀναρχία, σε Αισχύλ.
ἀνα-σᾰλεύω, μέλ. -σω, ανακατεύω, ανακινώ, ξεσηκώνω, σε Λουκ.
ἀνα-σειράζω, μέλ. -σω (σειρά), I. τραβώ προς τα πίσω με την αλυσίδα,
περιορίζω, σε Ανθ. II. απομακρύνω από το δρόμο, σε Ευρ.
ἀνα-σείω, ποιητ. ἀνασ-σείω· γʹ ενικ. Ιων. παρατ. ἀνασσείασκε· μέλ. -
σείσω· I. ανακινώ, σείω μπρος και πίσω, κουνώ πάνω-κάτω, σε Ησίοδ.·
ιδίως ως σινιάλο, σε Θουκ. II. ερεθίζω, προκαλώ, σε Κ.Δ.
ἀνα-σεύομαι, Παθ., μόνο στον συγκεκ. αόρ. βʹ αἶμα..ἀνέσσυτο, το αίμα
ανέβλυσε, ξεχύθηκε, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀνά-σιλλος ή -σῖλος, ὁ, αυτός που έχει στριμμένα, στριφτά μαλλιά, σε
Πλούτ.
ἀνα-σκάπτω, μέλ. -ψω, σκάβω, οργώνω το έδαφος, σε Πλούτ.
ἀνα-σκεδάννῡμι, ή —ύω, μέλ. -σκεδάσω [ᾰ], διασκορπίζω ολόγυρα, σε
Πλούτ.
ἀνα-σκευάζω, μελ. -σω — Παθ. παρακ. ἀνεσκεύασμαι· 1. συσκευάζω,
«πακετάρω» τις αποσκευές (τὰ σκεύη), Λατ. vasa colligere· μετακομίζω,
σε Ξεν. — Μέσ., διαλύω το στρατόπεδο κάποιου, απέρχομαι, σε Θουκ.,
Ξεν. 2. απογυμνώνω, ερημώνω έναν τύπο, σε Θουκ. — Μέσ., αφανίζω,
ερημώνω το σπίτι ή την πόλη κάποιου, στον ίδ. 3. καταστρέφω, ερημώνω,
λεηλατώ, σε Ξεν. 4. Παθ., πτωχεύω, διαλύομαι, λέγεται για τράπεζες, σε
Δημ.· μεταφ., ἀνεσκευάσμεθα, έχουμε καταστραφεί, σε Ευρ.
ἀν-άσκητος, -ον (ἀσκέω), αγύμναστος, μη εξασκημένος, σε Ξεν.
ἀνα-σκολοπίζω, μέλ. -σω — Παθ., με μέλ. Μέσ. -σκολοπιοῦμαι· αόρ. αʹ -
εσκολοπίσθην· παρακ. -εσκολόπισμαι· παλουκώνω σε στύλο ή πάσσαλο,
«σταυρώνω», καθηλώνω, σε Ηρόδ.
ἀνα-σκοπέω, μέλ. -σκέψομαι, αόρ. αʹ ἀνεσκεψάμην· παρατηρώ με
προσοχή, εξετάζω προσεκτικά, σε Αριστοφ., Θουκ.
ἀνα-σοβέω, μέλ. -ήσω, φοβίζω και κάνω κάποιον να πεταχτεί, να σηκωθεί
από το φόβο, σε Πλάτ. — Παθ., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην, με
ανασηκωμένα τα μαλλιά από το φόβο, σε Λουκ.
ἀνα-σπᾰράσσω, μέλ. -ξω, σπάζω, ξεσχίζω, κομματιάζω, σε Ευρ.
ἀνασπαστός, -όν, I. αυτός που έχει ανασυρθεί, σε Αριστοφ. II. 1. βιαίως
μετοικιζόμενος από την πατρίδα του, για φυλές υποχρεωμένες να
μετοικήσουν στην Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για πόρτα ή πύλη,
ανασυρμένη προς τα πίσω, ανοιχτή, σε Σοφ.
ἀνα-σπάω, ποιητ. ἀν-σπάω, μέλ. -σπάσω [ᾰ], I. 1. σύρω, έλκω προς τα
πάνω, τραβώ, σε Σόλωνα, Ηρόδ. — Μέσ., ἐκ χροὸς ἔγχος ἀνεσπάσατο,
τράβηξε το δόρυ του ξανά μπροστά, σε Ομήρ. Ιλ. 2. τραβώ πλοίο προς τη
στεριά, σε Ηρόδ., Θουκ. 3. τραβώ ή ρουφώ με απληστία, αἷμα, σε Αισχύλ.·
αλλά, ὕδωρ ἀν., ρουφώ νερό, σε Θουκ. 4. ξεσχίζω, κομματιάζω, σε Ηρόδ.,
61
αποβίβαση των δυνάμεων του ναυτικού εναντίον του εχθρού, στον ίδ.·
απόλ., ποιεῖσθαι ἀπόβασιν, αποβιβάζομαι από το πλοίο, προσεδαφίζομαι,
στον ίδ. 2. προσεδάφιση, τόπος προσεδάφισης· οὐκ ἔχει ἀπόβασιν, δεν
είναι δυνατόν να γίνει αποβίβαση, ή δεν υπάρχει κατάλληλο σημείο
προσεδάφισης, στον ίδ.· πληθ., στον ίδ. II. οδός διαφυγής ή διέξοδος,
δραπέτευση, σε Πλούτ.
ἀποβάτης[ᾰ], -ου, ὁ (ἀποβαίνω), αυτός που ίππευε πολλά άλογα
πηδώντας επιδέξια από το ένα άρμα στο άλλο κατά τη διάρκεια ιππικού
αγωνίσματος, Λατ. desultor, σε Πλούτ.
ἀπο-βιάζομαι, μέλ. -άσομαι, αποθ., I. απωθώ βιαία, εξαναγκάζω σε
οπισθοχώρηση — Παθ., απωθούμαι βίαια, εξαναγκάζομαι σε
οπισθοχώρηση, σε Ξεν. II. απόλ., μεταχειρίζομαι βία, στον ίδ.
ἀπο-βῐβάζω, μτβ. του ἀποβαίνω, εξάγω, εξαναγκάζω σε αποβίβαση, ιδίως
από πλοίο, κατεβάζω από το πλοίο, προσεδαφίζω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
— Μέσ., ἀποβιβάσασθαί τινας, τους αναγκάζω να αποβιβαστούν στην
ξηρά, στην ακτή, σε Ηρόδ.
ἀπο-βλάπτω, μέλ. -ψω, καταστρέφω ολοσχερώς — Παθ., ἀποβλαφθῆναι
φίλου, αποστερούμαι έναν φίλο, σε Σοφ.
ἀπο-βλαστάνω, αόρ. βʹ -έβλαστον, βλασταίνω, φυτρώνω, εκπηγάζω από,
με γεν., σε Σοφ.
ἀπο-βλάστημα, -ατος, τό, βλαστός, βλαστάρι, κλαδάκι, σε Πλάτ.
ἀπόβλεπτος, -ον, αυτός που θαυμάζεται από όλους, περίβλεπτος,
περίοπτος, θαυμαζόμενος, σε Ευρ.
ἀπο-βλέπω, μέλ. -βλέψομαι· 1. στρέφω το βλέμμα μου από κάθε τι άλλο
και το προσηλώνω σ' ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, ενατενίζω, κοιτάζω
με θαυμασμό ή απορία, ἔς τινα ή τι, σε Ηρόδ., Ευρ.· πρός τινα ή τι, σε
Ηρόδ., Πλάτ. 2. κοιτάζω με προσοχή, λαμβάνω υπ' όψιν ή αποσκοπώ, ἔς
τι, σε Ευρ. κ.λπ.· πρός τι, σε Πλάτ. 3. κοιτάζω κάτι με αγάπη ή θαυμασμό,
Λατ. observare, suspicere, με αιτ., σε Σοφ.· με πρόθ. ἔς ή πρός τινα, σε
Ευρ., Ξεν.
ἀποβλητέος, -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἀποβάλλω, αυτός τον οποίο πρέπει
κάποιος να απορρίψει, να πετάξει, σε Πλάτ.
ἀπόβλητος, -ον, ρημ. επίθ. του ἀποβάλλω, αυτός που αξίζει να απορριφθεί
ως άχρηστος, ως ανάξιος, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀπο-βλίττω, μέλ. -βλίσω [ῐ], αποκόπτω την κηρήθρα από την κυψέλη·
εξού, κλέβω, υφαρπάζω, σε Αριστοφ.
ἀπο-βλύζω, μέλ. -σω, αναβλύζω, εκρέω, με γεν. διαιρ. ἀποβλύζω οἴνου,
εκρέω μια ποσότητα κρασιού, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀποβολή, -ῆς, ἡ (ἀποβάλλω)· 1. απόρριψη, πέταμα, σε Πλάτ. 2. χάσιμο,
απώλεια, Λατ. jactura, στον ίδ.
ἀποβολιμαῖος, -ον (ἀποβάλλω), κατάλληλος να απορρίψει, να πετάξει
κάτι, με γεν., σε Αριστοφ.
ἀπο-βόσκομαι, αποθ., τρώγω, τρέφομαι από, καρπόν, σε Αριστοφ.
72
γενική προσ. συνάπτεται απευθείας στο ρήμα, με την προσθήκη μιας μτχ.·
ἀποδέχομαί τινοςλέγοντος, παραδέχομαι τα λεγόμενά του, σε Πλάτ.· απόλ.,
παραδέχομαι μια ρήση, μένω ικανοποιημένος, σε Δημ. 6. εκλαμβάνω,
εννοώ κάτι με συγκεκριμένο τρόπο, με επίρρ., σε Ξεν.· ὑπόπτως
ἀποδέχομαί τι, σε Θουκ.· δυσχερῶς, σε Πλάτ. II. λαμβάνω πίσω, ανακτώ,
επανακτώ, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἀπο-δέω, μέλ. -δήσω, δένω σφιχτά, σε Πλάτ.
ἀπο-δέω, μέλ. -δεήσω, έχω έλλειψη, υπολείπομαι, είμαι λιγότερος·
τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια, δέκα χιλιάδες παρά (που τους λείπουν)
τριακόσιοι, σε Θουκ.· είμαι υποδεέστερος, κατώτερος από, τινός, σε Λουκ.
ἀπο-δημέω, Δωρ. -δᾱμέω, μέλ. -ήσω (ἀπόδημος)· 1. είμαι μακριά από το
δήμο, το σπίτι, την πατρίδα μου, βρίσκομαι στα ξένα, ταξιδεύω, σε Ηρόδ.,
Αττ. 2. αναχωρώ προς την αλλοδαπή· ἀποδημέω παράτινα, επισκέπτομαι
κάποιον, σε Ηρόδ.· ἀποδημέω ἐς Αἴγιναν κατά τι, αναχωρώ για την Αίγινα
προκειμένου να φέρω κάτι, στον ίδ.
ἀποδημητής, -οῦ, ὁ, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα ξένα, σε Θουκ.
ἀποδημητικός, -ή, -όν, αυτός που αρέσκεται στο να ταξιδεύει· παράστασις
ἀποδημητική, εξορία στα ξένα, δηλ. εξοστρακισμός, σε Αριστ.
ἀποδημία, Ιων. -ίη, ἡ, το να βρίσκεται κάποιος μακριά από το σπίτι, την
πατρίδα του, το να ταξιδεύει κάποιος ή το να βρίσκεται στα ξένα, σε Ηρόδ.,
Αττ.· περὶτῆς ἀποδημίας τῆς ἐκεῖ, για τη ζωή μου στην ξένη εκείνη χώρα,
δηλ. πέρα από τον τάφο, σε Πλάτ.
ἀπό-δημος, Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που βρίσκεται μακριά από την
πατρίδα του, από το σπίτι του, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα ξένα, σε Πίνδ.,
Πλούτ.
ἀπο-διαιτάω, μέλ. -ήσω, αποφασίζω υπέρ του ενός σε περίπτωση
διαιτησίας, τον αθωώνω, αντίθ. προς το καταδιαιτάω, (αποφασίζω
εναντίον του, εκδίδω καταδικαστική απόφαση), σε Δημ.
ἀπο-διατρίβω[ῑ], μέλ. -ψω, κατατρίβω, φθείρω εντελώς, κατασπαταλώ,
σε Αισχίν.
ἀπο-δῐδράσκω, Ιων. -διδρήσκω, μέλ. -δράσομαι, Ιων. -δρήσομαι· αόρ. βʹ
ἀπ-έδραν, Ιων. -έδρην, προστ. ἀπόδρᾱθι, απαρ. ἀποδρᾶναι, Ιων. -δρῆναι,
μτχ. ἀποδράς· 1. πραγματοποιώ απόδραση, ξεφεύγω, διαφεύγω, «το
σκάω», ιδίως κρυφά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για δραπέτες
δούλους, σε Ξεν.· λέγεται για στρατιώτες, λιποτακτώ, στον ίδ.· 2. με αιτ.,
αποφεύγω, γλιτώνω, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἀπο-δίδωμι[ῐ], μέλ. -δώσω· I. 1. παραδίδω ή δίνω πίσω, επαναφέρω,
επιστρέφω, τί τινι, σε Όμηρ., Αττ.· ιδίως ανταποδίδω το οφειλόμενο, ξε
πληρώνω, όπως υπακοή, χρέη, ποινές, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀποδίδωμί τινι
λώβην, του ανταποδίδω την προσβολή του, δηλ. επιβάλλω αντίποινα γι'
αυτήν, στο ίδ.· ἀποδίδωμι ἀμοιβήν τινι, σε Θέογν. κ.λπ. 2. ανταποδίδω,
επιστρέφω, παραχωρώ, παράγω, λέγεται για καλλιεργούμενες εκτάσεις
γης, ἐπὶ διηκόσια ἀποδοῦναι (ενν. καρπόν), αποδίδει καρπό κατά διακόσιες
77
ἀπο-θύω, μέλ. -θύσω [ῡ], προσφέρω θυσία την οποία έχω υποσχεθεί στον
θεό, εκ πληρώνω τάμα, σε Ξεν.
ἀπ-οίδησις, -εως, ἡ, καταπράυνση οιδήματος, υποχώρηση πρηξίματος, σε
Στράβ.
ἀ-ποίητος, -ον, αυτός που δεν έγινε, ακυρωμένος, σε Πίνδ.· αυτός που δεν
είναι δυνατόν να γίνει, αδύνατος, απραγματοποίητος, σε Πλούτ.
ἀπ-οικέω, μέλ. -ήσω· I. απέρχομαι από την πατρίδα μου (κυρίως ως
άποικος), εγκαθίσταμαι σε ξένη χώρα, μεταναστεύω, ἐς Θουρίους, σε
Πλάτ. II. κατοικώ μακριά, βρίσκομαι πολύ μακριά, σε Ευρ., Θουκ. —
Παθ., ἡ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ μακρὰν ἀπῳκεῖτο, η Κόρινθος κατοικείτο ως
πόλη πολύ μακριά από μένα, δηλ. εγκατεστημένος πολύ μακριά από την
Κόρινθο, σε Σοφ.
ἀποικία, Ιων. -ίη, ἡ (ἄποικος), οικισμός ανθρώπων μακριά από την
πατρίδα τους, αποικία, αποικισμός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· εἰς ἀποικίαν στέλλειν,
στέλνω ανθρώπους μακριά από την πατρίδα για να δημιουργήσουν
αποικία, στον ίδ.· ἀποικίαν ἐκπέμπειν, σε Θουκ.
ἀπ-οικίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ· I. στέλνω πληθυσμό μακριά από την πατρίδα,
ώστε να δημιουργηθεί αποικία, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ. — Παθ.,
εγκαθίσταμαι σε ξένη χώρα, μεταναστεύω, σε Πλάτ. II. αποικώ έναν τόπο,
δημιουργώ εκεί αποικία, στέλνω αποίκους, με αιτ., σε Ηρόδ., Θουκ.
ἀποίκις, -ίδος, ἡ, θηλ. του ἄποικος· ἀποίκις πόλις, αποικία, σε Ηρόδ.
ἀποικισμός, ὁ, εγκατάσταση αποίκων σ' έναν τόπο, η δημιουργία
αποικίας, σε Αριστ.
ἀπ-οικοδομέω, μέλ. -ήσω, φράζω τον δρόμο με την ανέγερση οικοδομής,
αποκλείω με την ύψωση τείχους, υψώνω οδόφραγμα, τὰς θύρας, τὰς ὁδούς,
σε Θουκ.
ἄπ-οικος, -ον, I. αυτός που βρίσκεται μακριά από το σπίτι, την πατρίδα
του· ἄποικον πέμπειν τινὰ γῆς, στέλνω κάποιον μακριά από την πατρίδα
του, σε Σοφ. II. ως ουσ., 1. αυτός που μεταναστεύει από τη χώρα του για
να συμβάλει στη δημιουργία αποικίας, ο άποικος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. ἄποικος (ενν. πόλις), ἡ, η αποικία, σε Ξεν.
ἀπ-οικτίζομαι, Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., παραπονούμαι μεγαλοφώνως για
κάτι, με αιτ., σε Ηρόδ.
ἀ-ποίμαντος, -ον (ποιμαίνω), αυτός που δεν έχει ποιμένα να τον οδηγήσει
στην βοσκή, ατάιστος, παραμελημένος, σε Ανθ.
ἀπ-οιμώζω, μέλ. -ξομαι, θρηνολογώ μεγαλοφώνως, με αιτ., σε Τραγ.
ἄ-ποινα, -ων, τά (α αθροιστικό ή ευφωνικό και ποινή)· I. λύτρα ή αντίτιμο
που καταβάλλεται είτε για την ανάκτηση της ελευθερίας είτε για την
εξαγορά της ζωής κάποιου ή για την απόδοση της σορού ενός φίλου, σε
Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ἄποινα κούρης νἷος, λύτρα για την απελευθέρωση ή τη
διασφάλιση της ζωής της κόρης ή του γιου κάποιου, στο ίδ. II. γενικά,
αποζημίωση, ανταπόδοση, ανταμοιβή, εξιλέωση για κάτι, σε Αισχύλ.,
Ευρ.
82
ἀποινάω, μέλ. -ήσω, απαιτώ το οφειλόμενο πρόστιμο από τον φονιά, Νόμ.
παρά Δημ. — Μέσ., λαμβάνω λύτρα για κάποιον, σε Ευρ.
ἀποινό-δῐκος, -ον, αυτός που επιβάλλει ποινή, που τιμωρεί, που κολάζει,
σε Ευρ.
ἀπ-οϊστεύω, μέλ. -σω, φονεύω με βέλη, σε Ανθ.
ἀπ-οίσω, μέλ. του ἀποφέρω.
ἀπ-οίχομαι, παρατ. -ῳχόμην, μέλ. -οιχήσομαι· αποθ.· 1. απέρχομαι, φεύγω
μακριά, βρίσκομαι μακριά από, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. 2. απόλ., έχω
φύγει, έχω αναχωρήσει, απουσιάζω, σε Ομήρ. Οδ.· εξού, έχω απέλθει, έχω
χαθεί· ἀποίχεται χάρις, σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, πέθανα και πλέον
δεν υπάρχω, έχω φύγει, σε Πίνδ., Αριστοφ.
ἀπο-καθαίρω, μέλ. -καθᾰρῶ, καθαρίζω εντελώς, σφουγγίζω· ἀποκαθαίρω
τὴν χεῖρα εἰς τὰ χειρόμακτρα, σκουπίζω τα χέρια μου στις πετσέτες, σε
Στράβ· μεταφ. στην Παθ., ἀποκεκαθάρθαι τὴν φωνήν, μιλώ τη γλώσσα
σωστά και με ακρίβεια, σε Λουκ. II. απομακρύνω, τὰς τραπέζας, σε
Αριστοφ. — Μέσ., ἀποκαθήρασθαί τινος, απαλλάσσομαι από κάτι, σε Ξεν.
ἀποκάθαρσις, -εως, ἡ, I. καθαρισμός, καθάρισμα, σε Θουκ. II. καθαρμός,
εξαγνισμός, εξιλασμός, σε Πλούτ.
ἀπο-κάθημαι, Παθ., κάθομαι χωριστά, μακριά· ἀτιμώμενοι ἀποκατέαται
(Ιων. αντί -κάθηνται)· σε Ηρόδ.
ἀπο-καθίστημι, μέλ. -καταστήσω, αόρ. αʹ -κατέστησα· αποκαθιστώ,
επαναφέρω, στην προηγούμενή του κατάσταση, επανακτώ, επανορθώνω,
επανιδρύω, σε Ξεν.
ἀπο-καίνῠμαι, Παθ., υπερτερώ ή νικώ, υποτάσσω, δαμάζω, με αιτ., σε
Ομήρ. Οδ.
ἀπο-καίριος, -ον = ἄκαιρος, αυτός που συμβαίνει σε ακατάλληλη στιγμή,
σε Σοφ.
ἀπο-καίω, Αττ. -κάω, μέλ. -καύσω, αόρ. αʹ ἀπέκηα και -έκαυσα·
καυτηριάζω, λέγεται για τον καυτηριασμό στην ιατρική πρακτική, σε Ξεν.·
λέγεται για υπερβολικό ψύχος, (όπως το frigus aduritτου Βιργ.), ζαρώνω
από το ψύχος, παθαίνω κρυοπαγήματα, στον ίδ. — Παθ., ἀπεκαίοντο αἱ
ῥῖνες, οι μύτες τους καίγονταν από τον πάγο, πάθαιναν εγκαύματα, στον
ίδ.
ἀπο-κᾰλέω, μέλ. -έσω· I. 1. καλώ πίσω, ανακαλώ, από την εξορία, σε
Ηρόδ., Ξεν. 2. καλώ σε συγκεκριμένο τόπο, καλώ κατ' ιδίαν, σε Ξεν. II.
καλώ ονομαστικά, ιδίως ονειδίζοντας, στιγματίζω ως, τὸν τοῦ μανέντος
ξύναιμον ἀποκαλοῦντες, σε Σοφ.· σοφιστὴν ἀποκαλέω τινά, σε Ξεν.
ἀπο-κᾰλύπτω, μέλ. -ψω· 1. ξεσκεπάζω, τὴν κεφαλήν, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2.
αποκαλύπτω, φανερώνω, σε Πλάτ. — Μέσ., φανερώνω όλα όσα έχω στο
νου μου, σε Πλούτ., Κ.Δ. — Παθ., έχω αποκαλυφθεί, γνωστοποιηθεί,
φανερωθεί, σε Κ.Δ.
ἀποκάλυψις, -εως, ἡ, αφαίρεση του καλύμματος, φανέρωση, αποκάλυψη,
σε Κ.Δ.· ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἰωάννου, στο ίδ.
83
Ηρόδ. κ.λπ.· ἀπό τινος, σε Αριστοφ. II. κλείνω τις πόρτες και άλλα
παρόμοια, φράζω, εμποδίζω, σε Ηρόδ. — Παθ., κλείνομαι, στον ίδ. III.
κλείνω κάποιον στη φυλακή, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ. IV. αποκλείω,
εξαιρώ, εμποδίζω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., ἀποκλείομαι ὑπὸ τῆς
ἵππου, σε Ηρόδ.
ἀποκληίω, Ιων. αντί ἀποκλείω.
ἀπό-κληρος, Δωρ. -κλᾱρος, -ον, αυτός που δεν έχει κλήρο, μερίδιο σε
κάτι, με γεν., σε Πίνδ.
ἀπο-κληρόω, μέλ. -ώσω· 1. εκλέγω με λαχνό από ένα σύνολο, σε Ηρόδ.,
Θουκ.· επιλέγω ή εκλέγω σε αξίωμα με κλήρο, σε Θουκ. 2. διανέμω ή
απονέμω με κλήρο, χώραντινί, σε Πλούτ.
ἀπο-κλίνω[ῑ], μέλ. -ῐνῶ — Παθ. αόρ. αʹ -εκλίθην [ῐ] ή -εκλίνθην· I.
στρέφω προς τα έξω ή παράμερα, τι, σε Ομήρ. Οδ.· στρέφω προς τα πίσω,
σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ. λέγεται για την ημέρα, γέρνω, οδεύω προς τη δύση,
προς το απόγευμα, σε Ηρόδ. II. Παθ., ανατρέπομαι, σε Δημ. III. αμτβ.
στην Ενεργ., 1. στρέφομαι κατά μέρος, παραμερίζομαι ή παρεκτρέπομαι
της οδού, σε Ξεν.· πρὸς τὴν ἠῶ ἀποκλίνοντι, καθώς κάποιος στρίβει και
πορεύεται προς τα ανατολικά, σε Ηρόδ. 2. συχνά με αρνητική σημασία,
εκπίπτω, παρακμάζω, εκφυλίζομαι, σε Σοφ.· ἐπὶ τὸ ῥαθυμεῖν, σε Δημ.· και
χωρίς αρνητική σημασία, κλίνω, ρέπω, είμαι ευνοϊκά διακείμενος έναντι
σε, πρός τινα, στον ίδ.
ἀπόκλῐσις, -εως, ἡ, στροφή προς το άλλο μέρος, κατάπτωση, κατάδυση,
δύση του ηλίου, σε Πλούτ.
ἀπο-κλύζω, μέλ. -ύσω, αποπλύνω, ξεπλένω· μεταφ. στη Μέσ., καθαίρω,
εξαγνίζω, σε Πλάτ.· αποτρέπω, εξορκίζω με καθαρτήριες τελετές, σε
Αριστοφ.
ἀπο-κναίω, Αττ. -κνάω, απαρ. -κνᾶν, αόρ. αʹ -έκναισα· κατατρύχω,
παρενοχλώ κάποιον, τον ταράζω υπερβολικά, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ.,
φθείρομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι, στον ίδ., Ξεν.
ἀπ-οκνέω, μέλ. -ήσω, 1. δειλιάζω ενώπιον του κινδύνου, με αιτ., σε Θουκ.·
με απαρ., αποφεύγω να κάνω κάτι λόγω οκνηρία ή δειλίας, στον ίδ., Πλάτ.
2. απόλ., οπισθοχωρώ, υπαναχωρώ, δειλιάζω, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
ἀπόκνησις, -εως, ἡ, αποφυγή κάποιου πράγματος λόγω δειλίας ή
οκνηρίας, με γεν., σε Θουκ.
ἀποκνητέον, ρημ. επίθ. του ἀπο-κνέω, αυτό που πρέπει κάποιος να
αισθάνεται ράθυμος να κάνει, με γεν., σε Πλάτ.
ἀπο-κνίζω, μέλ. -ίσω, αποκόπτω το άκρο ή ένα μικρό κομμάτι από κάτι,
τσιμπολογώ.
ἀπόκνισμα, -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί με τα νύχια, μικρό
κομματάκι, σε Αριστοφ.
ἀπο-κοιμάομαι, Παθ. με Μέσ. μέλ., I. κοιμάμαι εκτός ή μακριά από το
σπίτι μου, σε Πλάτ. II. αποκοιμιέμαι για λίγο, παίρνω έναν υπνάκο, σε
Ηρόδ., Αριστοφ.
86
ἀποκοιτέω, μέλ. -ήσω, κοιμάμαι μακριά από τη θέση στην οποία έχω
ταχθεί, Ψήφ. παρά Δημ.
ἀπό-κοιτος, -ον (κοίτη), αυτός που κοιμάται χωριστά μακριά από τους
άλλους, με γεν., σε Αισχίν.
ἀπο-κολυμβάω, μέλ. -ήσω, σώζομαι κολυμπώντας, βγαίνω κολυμπώντας
στην ξηρά μετά από ναυάγιο πλοίου, σε Θουκ.
ἀποκομῐδή, ἡ (ἀποκομίζομαι), αποκόμιση, μεταφορά, επιστροφή,
επανάκτηση, σε Θουκ.
ἀπο-κομίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ, οδηγώ, μεταφέρω μακριά, συνοδεύω σε ταξίδι
ή διαδρομή, σε Ξεν.· μεταφέρω καποιον ως αιχμάλωτο, σε Θουκ. — Παθ.,
μεταφέρομαι, αναχωρώ, αποσύρομαι, στον ίδ.· φέρνω πίσω, επιστρέφω
κάτι, σε Ηρόδ.
ἀπόκομμα, -ατος, τό (ἀποκόπτω), τεμάχιο που έχει αποκοπεί, κομμάτι,
τμήμα, σε Θεόκρ., Λουκ.
ἀπο-κομπάζω, λέγεται για τις χορδές της λύρας, σπάζω κάνοντας θόρυβο,
σε Ανθ.
ἀποκοπή, ἡ (ἀποκόπτω)· I. αποκοπή, σε Αισχύλ.· ἀποκοπὴ χρεῶν, το
Ρωμ. tabulae novae, η παραγραφή όλων των οφειλών, σε Πλάτ. II. στη
Γραμμ., αποκοπή, δηλ. η αποκοπή ενός ή περισσοτέρων γραμμάτων, ιδίως
από το τέλος της λέξης.
ἀπο-κόπτω, μέλ. -ψω· I. αποτέμνω, αποκόβω, λέγεται για ανθρώπινα
μέλη, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης, ἀπέκοψε παρήορον, έκοψε το σχοινί και
άφησε ελεύθερο το άλογο που βρισκόταν κοντά, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ.,
ἀποκοπῆναι τὴν χεῖρα, μου κόπηκε το χέρι, σε Ηρόδ. II. ἀποκόπτω τινὰ
ἀπὸ τόπου, απομακρύνω βίαια, εκδιώκω από οχυρό τόπο ή από στρατηγικό
σημείο, σε Ξεν. III. Μέσ., χτυπώ το στήθος μου ενώ θρηνώ,
στηθοκοπιέμαι· με αιτ., πενθώ, θρηνώ κάποιον, νεκρόν, σε Ευρ.
ἀπο-κορῠφόω, μέλ. -ώσω, οδηγώ σε κορύφωση, σχηματίζω κορυφή·
μεταφ., ἀπεκορύφου σφιτάδε, έδινε σ' αυτούς τη σύντομη αυτή, την
κεφαλαιώδη απόκριση, σε Ηρόδ.
ἀπο-κοσμέω, μέλ. -ήσω, αποκαθιστώ την τάξη αφαιρώντας,
απομακρύνοντας, αφαιρώ, απογυμνώνω, σε Ομήρ. Οδ.
ἀπο-κοττᾰβίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ, τινάζω στη γη ή σε χάλκινη λεκάνη τις
τελευταίες σταγόνες του κρασιού από το ποτήρι ώστε πέφτοντας να
παραγάγει χαρακτηριστικό ήχο, όπως συνέβαινε στο παιχνίδι του
κοττάβου, σε Ξεν.
ἀπο-κουφίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ, ελαφρώνω, απαλλάσσω, ανακουφίζω
κάποιον από, τινὰκακῶν, σε Ευρ.
ἀπο-κράδιος, [ρᾰ],-ον (κράδη), αυτός που έχει αποκοπεί από τη συκιά,
σε Ανθ.
ἀπο-κραιπᾰλάω, μέλ. -ήσω, ξυπνώ μετά από κραιπάλη ή απαλλάσσομαι
από τα επακόλουθα της κραιπάλης μέσω του ύπνου, σε Πλούτ.
87
Μέσ., ἀποκρύπτεσθαί τινά τι, σε Ξεν. κ.λπ. 2. κρύβω κάτι από τη θέαση,
κρατώ κάτι κρυφό, συγκαλύπτω, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. — Μέσ.,
ἀποκρύπτεσθαι μὴ ποιεῖν τι, συγκαλύπτω τις πράξεις μου, σε Θουκ. 3.
συσκοτίζω, σκιάζω, σε Πλάτ. II. ἀποκρύπτω γῆν, χάνω από τα μάτια μου
τη στεριά, λέγεται για πλοία που ξανοίγονται στη θάλασσα, όπως το
Phaeacum abscondimus arces, στον ίδ., Λουκ.
ἀπόκρῠφος, -ον (ἀποκρύπτω)· I. 1. αυτός που τηρείται κρυφός,
συγκεκαλυμμένος, σε Ευρ.· ἐν ἀποκρύφῳ, στα κρυφά, σε Ηρόδ. 2. με γεν.,
αυτός που κρατείται στην αφάνεια, για κάποιον, άγνωστος σε κάποιον, σε
Ξεν. II. ασαφής, συγκεχυμένος, σκοτεινός, δύσληπτος, στον ίδ.
ἀπο-κτείνω, μέλ. -κτενῶ, Ιων. -κτενέω· αόρ. αʹ ἀπέκτεινα, σε Ομήρ. Ιλ.·
παρακ. ἀπέκτονα· γʹ πληθ. υπερσ. -εκτόνεσαν, Ιων. γʹ ενικ. -εκτόνεε· αόρ.
βʹ -έκτᾰνον, Επικ. αʹ πληθ. ἀπέκταμεν, απαρ. ἀπακτάμεναι, -κτάμεν· η Παθ.
σπανίως (καθώς το ἀποθνῄσκω χρησιμ. ως Παθ.)· Μέσ. τύποι (με Παθ.
σημασία), Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ἀπέκτατο· μτχ. ἀποκτάμενος· πρβλ.
ἀποκτείνυμι· 1. σκοτώνω, φονεύω, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. 2. λέγεται για
δικαστές, καταδικάζω σε θάνατο, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. 3. μεταφ., όπως το
Λατ. enecare, είμαι καταπονημένος, ταλαιπωρημένος μέχρι θανάτου, σε
Ευρ.
ἀπο-κτέννω, μεταγεν. τύπος αντί ἀποκτείνω, σε Ανθ.
ἀπο-κτείνῡμιή-κτίννῦμι = ἀποκτείνω, σε Πλάτ., Ξεν.
ἀπο-κυέω, μέλ. -ήσω, τίκτω, γεννώ, με αιτ., σε Πλούτ., Λουκ.· μεταφ., ἡ
ἁμαρτία ἀποκυεῖ θάνατον, σε Κ.Δ.
ἀποκῠλίω, μέλ. -ίσω [ῑ], κυλώ μακριά, σε Κ.Δ. — Παθ., σε Λουκ.
ἀπο-κωκύω, μέλ. -ύσω [ῡ], θρηνώ μεγαλοφώνως, οδύρομαι για, τινά, σε
Αισχύλ.
ἀποκώλῡσις, -εως, ἡ, παρεμπόδιση, κωλυσιεργία, σε Ξεν.
ἀπο-κωλύω, μέλ. -ύσω [ῡ], I. εμποδίζω ή αποτρέπω κάποιον από κάτι,
τινά τινος, σε Ξεν.· με απαρ., ἀποκωλύω τινὰ ποιεῖν, αποτρέπω από μια
πράξη, απαγορεύω, μὴ ποιεῖν τι, σε Ευρ., Ξεν. II. με αιτ. μόνο,
παρακωλύω, εμποδίζω, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Θουκ.· απόλ., παρεμβάλλω
εμπόδια, φράζω το δρόμο, εμποδίζω, σε Θουκ.· απρόσ., οὐδὲν ἀποκωλύει,
δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο, σε Πλάτ.
ἀπο-λαγχάνω, μέλ. —λήξομαι, I. αποκτώ με κλήρο μερίδιο ενός
πράγματος, τῶν κτημάτων τὸ μέρος ἀπολαγχάνω, σε Ηρόδ.· γενικά,
αποκτώ, μου λαχαίνει, σε Ευρ. II. αποτυγχάνω στην κλήρωση, σε Πλούτ.·
γενικά, έχω στερηθεί τα πάντα, είμαι απερημωμένος, σε Ευρ.
ἀπο-λάζῠμαι, ποιητ. αντί ἀπολαμβάνω, μόνον σε ενεστ. και παρατ., σε
Ευρ.
ἀπολακτίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ· 1. κλωτσώ μακριά, απωθώ κλωτσώντας,
αποτινάζω, ὕπνον, σε Αισχύλ. 2. καταφρονώ, απορρίπτω, στον ίδ.
ἀπο-λᾰλέω, μέλ. -ήσω, φλυαρώ, μιλώ απερίσκεπτα, σε Λουκ.
89
κάτι κρυφό, σε Ηρόδ.· κύριος καὶ ῥητῶν καὶ ἀπορρήτων, λέγεται για τον
Φίλιππο τον Μακεδόνα, όπως το Λατ. dicenda tacenda, σε Δημ.·
ἀπόρρητον, τό, το μυστικό της πολιτείας, το κρατικό μυστικό, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για ιερά πράγματα, μυστικός, απόκρυφος, άρρητος, σε Ευρ. 3.
αυτός ο οποίος δεν αρμόζει να αναφέρεται, αποτρόπαιος, βδέλυγμα, σε
Πλάτ.
ἀπορ-ρῑγέω, μέλ. -ήσω, παρακ. βʹ ἀπέρρῑγα· συστέλλομαι και τρέμω,
φρικιώ ενώπιον κάποιου πράγματος, δειλιάζω να το πράξω, να το φέρω εις
πέρας, με απαρ., σε Ομήρ. Οδ.
ἀπορ-ρῑνάω, μέλ. -ήσω, ρινίζω κάτι με τη λίμα, λιμάρω, σε Στράβ.
ἀπορ-ρίπτω, ποιητ. ἀπο-ρίπτω, μέλ. -ρίψω, αόρ. αʹ -έρριψα — Παθ. μέλ.
ἀπορριφθήσομαι, αόρ. αʹ -ερρίφθην, παρακ. -έρριμμαι· I. ρίχνω μακριά ή
έξω, πετώ μακριά, αποβάλλω, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. αποδιώχνω, εξορίζω
κάποιον από την πατρίδα του, σε Αισχύλ., Σοφ.· ἀπερριμμένος,
αποδιωγμένος, απόβλητος, σε Δημ. 2. απαρνούμαι, αποποιούμαι,
αποκηρύσσω, σε Σοφ. 3. παραμερίζω, καταφρονώ, σε Αισχύλ.· Παθ.,
ἀπέρριπται εἰς τὸ μηδέν, σε Ηρόδ. III. λέγεται για λέξεις, εξακοντίζω
δριμείς, οξείς, αυθάδεις και υβριστικούς λόγους, ἔς τινα, σε ή εναντίον
κάποιου, στον ίδ.· επίσης, ἀπορρίπτω ἔπος, αφήνω να βγει μια λέξη από το
στόμα μου, εκστομίζω, στον ίδ.
ἀπορροή και ἀπόρροια, ἡ (ἀπορ-ρέω)· I. εκροή, ροή, ρεύμα, σε Ευρ.,
Ξεν. II. εκπόρευση, εκπήγαση, σε Πλάτ.
ἀπορ-ροιβδέω, μέλ. -ήσω, εκπέμπω διαφορετικές φωνές, αφήνω τον
απόηχο κραυγής, βοάς, σε Σοφ.
ἀπορ-ροφέω ή -άω, μέλ. -ήσω, ρουφώ ή καταπίνω μέρος από κάτι, με γεν.
διαιρ., σε Ξεν.
ἀπορ-ρύπτω, μέλ. -ψω, ξεπλένω τη βρωμιά, καθαρίζω σχολαστικά, σε
Λουκ. — Μέσ., καθαρίζω προσεκτικά τον εαυτό μου, ξεπλένομαι, σε
Πλούτ.
ἀπόρρῠτος, -ον (ἀπορ-ρέω), αυτός που ρέει, ρευστός, σε Ησίοδ.·
ἀπόρρυτα σταθμά, σταύλοι που έχουν οχετό ή κεκλιμένο έδαφος ώστε να
ρέουν προς τα έξω οι ακαθαρσίες, σε Ξεν.
ἀπορρώξ, -ῶγος, ὁ, ἡ (ἀπορρήγνυμι)· I. αποκομμένος, απότομος, τραχύς,
απόκρημνος, Λατ. praeruptus, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. II. ως θηλ. ουσ., 1.
τεμάχιο, μέρος που έχει αποσπαστεί· Στυγὸς ἀπορρώξ, διακλάδωση των
υδάτων της Στυγός, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ἀπορρῶξ νέκταρος, εκροή, απόσταγμα,
απόσταξη, λέγεται για το νέκταρ, σε Ομήρ. Οδ.
ἀπ-ορφᾰνίζομαι, Παθ., είμαι ή γίνομαι ορφανός, αποστερούμαι, σε
Αισχύλ.· ἀπό τινος ἀπορφανίζομαι, αποχωρίζομαι, αποσπώμαι από
κάποιον, σε Κ.Δ.
ἀ-πόρφῠρος, -ον (πορφύρα), αυτός που τα ενδύματά του δεν έχουν στην
απόληξή τους λωρίδα βαμμένη πορφυρή, σε Πλούτ.
106
ἀπ-ορχέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., χάνω κάτι εξαιτίας του χορού μου, δηλ.
διώχνω χορεύοντας, τὸν γάμον, σε Ηρόδ.
ἀποσᾰλεύω, μέλ. -σω, είμαι αραγμένος στ' ανοιχτά, αγκυροβολώ στ'
ανοιχτά, σε Θουκ., Δημ.
ἀπο-σᾰφέω, μέλ. -ήσω (σαφής), καθιστώ κάτι σαφές, διευκρινίζω, σε
Πλάτ.
ἀπο-σβέννῡμι ή -ύω, μέλ. -σβέσω· I. σβήνω, κατασβήνω, καταπαύω,
καταπραΰνω, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ. II. Παθ., με Μέσ. μέλ. -σβήσομαι,
αμτβ. αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ. ἀπέσβην, ἀπέσβηκα, και Παθ. αόρ. αʹ
ἀπεσβέσθην· κατασβήνομαι, αφανίζομαι, παύω να υπάρχω, πεθαίνω, σε
Ευρ., Ξεν.
ἀπο-σείω, μέλ. -σω, αναταράζω, εκτινάζω ή ρίχνω μακριά — Μέσ.,
αποσείω από εμένα, αποτινάζω κάτι μακριά μου, σε Θέογν.· λέγεται για
άλογο, τινάζομαι και ρίχνω τον αναβάτη μου, σε Ηρόδ., Ξεν.· μεταφ.,
ἀποσείεσθαι λύπην, σε Αριστοφ.
ἀπο-σεμνύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ· I. μεγαλύνω, εγκωμιάζω, επαινώ, εξυμνώ,
τιμώ, δοξάζω, σε Πλάτ. II. Παθ. με Μέσ. μέλ., παίρνω σοβαρό ύφος, σε
Αριστοφ.· τι, για κάτι, στον ίδ.
ἀπο-σεύω, εκδιώκω, αποδιώχνω, σε Ανθ. — Παθ. με Επικ. γʹ ενικ. αορ.
βʹ ἀπέσσῠτο, αόρ. αʹ ἀπεσσύθην [ῠ], εξορμώ, απέρχομαι τρέχοντας, σε
Ομήρ. Ιλ.
ἀπο-σημαίνω, μέλ. -ᾰνῶ· I. 1. αναγγέλλω με σημάδια ή με συνθηματικούς
κώδικες, ειδοποιώ, δηλώνω, αγγέλλω, περί τινος, σε Ηρόδ.· απόλ., κάνω
σινιάλο, σε Πλάτ. 2. με αιτ., δηλώνω κάτι με χαρακτηριστικά σημεία,
εικάζω, προλέγω, σε Πλούτ. — Μέσ., δείχνω με χαρακτηριστικά σημεία ή
αποδείξεις, σε Ηρόδ. II. ἀποσημαίνω εἴς τινα, υπαινίσσομαι κάτι σε αυτόν,
σε Θουκ. III. Μέσ., σφραγίζω κάτι ως δημευμένο, δημεύω, σε Ξεν.·
λέγεται για πρόσωπα, προγράφω, επικηρύσσω αποκηρύσσω, στον ίδ.
ἀπο-σήπομαι, Παθ., μέλ. -σᾰπήσομαι, αόρ. βʹ -εσάπην [ᾰ], με αμτβ.
Ενεργ. παρακ. -σέσηπα· χάνω κάτι (μέλος ή άκρο) λόγω απονεκρώσεως ή
γάγγραινας από κρυοπαγήματα, τοὺς δακτύλους, στον ίδ.
ἀπο-σῑμόω, μέλ. -ώσω, κάνω κάτι να έχει σιμή, πλακουτσωτή μύτη —
Παθ., ἀποσιμώμεθα τὴν ῥῖνα, έχουμε πλακουτσωτές μύτες, σε Λουκ. II.
ἀποσιμοῦν τὰς ναῦς, στρέφω τα πλοία παράμερα, κάνω μια πλάγια κίνηση
ώστε να αποφύγω ευθεία προσβολή από τον εχθρό και να βρεθώ σε
καλύτερη θέση για επίθεση, σε Θουκ.
ἀπ-οσιόομαι, Ιων. αντί ἀφ-οσιόομαι.
ἀπό-σῑτος, -ον, αυτός που απέχει από την τροφή, σε Λουκ.
ἀπο-σιωπάω, μέλ. -ήσομαι· I. σταματώ να μιλώ, τηρώ σιγή, σε Ισοκρ.,
Πλούτ. II. μτβ., κρατώ κάτι μυστικό, σε Λουκ.
ἀποσιώπησις, -εως, ἡ, 1. τήρηση σιγής, σε Πλούτ. 2. ρητορικό σχήμα,
κατά το οποίο η πρόταση διακόπτεται για λόγους έμφασης, κοσμιότητας ή
αιδημοσύνης, σε Ομήρ. Ιλ. Α 342, σε Βιργ. Αιν. I. 135.
107
μεταφ., από τη θέση εκείνου που αιφνιδίως, ενώ βαδίζει, βρίσκεται στο
χείλος του γκρεμού, σε Σοφ. 2. μεταφ., τραχύς, αυστηρός, ανηλεής,
αδυσώπητος, σε Ευρ.
ἀπο-τοξεύω, μέλ. -σω· I. εκτοξεύω βέλη, σε Λουκ. II. ρίχνω βέλος
εναντίον κάποιου· μεταφ., εμβάλλω απορία σε κάποιον, τινά τινι, στον ίδ.
ἄ-ποτος, -ον, I. αυτός που είναι ακατάλληλος προς πόση, που δεν είναι
πόσιμος, σε Ηρόδ. II. Ενεργ., αυτός που δεν πίνει ποτέ, στον ίδ., Πλάτ.·
αυτός που δεν πίνει, που δεν έχει ποτό, σε Σοφ., Ξεν.
ἀπο-τρᾰγεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἀποτρώγω.
ἀπο-τρέπω, μέλ. -ψω· I. 1. στρέφω κάποιον μακριά από κάτι, με γεν., σε
Ομήρ. Ιλ.· μεταστρέφω, μεταπείθω κάποιον ώστε να μην πράξει κάτι,
αποτρέπω, σε Θουκ.· επίσης με απαρ., ἀποτρέπω τινὰ ποιεῖν τι, σε Αισχύλ.,
Δημ. 2. με αιτ. προσ. μόνο, κάνω κάποιον να τραπεί σε φυγή προξενώντας
φόβο, απομακρύνω, αποδιώχνω, αναγκάζω σε οπισθοχώρηση, σε Ομήρ.
Ιλ. 3. με αιτ. πράγμ., κάνω κάτι να στραφεί σε άλλο μέρος, αποκρούω,
κωλύω, παρεμποδίζω, σε Ηρόδ., Πλάτ.· πρβλ. ἀποτρόπαιος, ἀπότροπος.
4. στρέφομαι από τους άλλους, εναντίον ενός, τι ἐπί τινι, σε Σοφ. — Μέσ.,
ἀποτραπόμενος πρός τι, στρέφοντας την προσοχή μου από τα άλλα
αντικείμενα σε αυτό το συγκεκριμένο, σε Πλούτ. II. Μέσ. και Παθ., 1.
στρέφομαι από, απέχω από μία πράξη, με μτχ., σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., σε
Ευρ. κ.λπ.· απόλ., σταματώ, παύω, απέχω από φόβο, σε Θουκ. 2.
αποστρέφω το πρόσωπό μου από, αδιαφορώ για ή δεν προσέχω τα
λεγόμενα κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ. 3. με αιτ. πράγμ., αποστρέφομαι,
βδελύσσομαι, όπως το Λατ. aversari, σε Αισχύλ., Ευρ. 4. στρέφομαι προς
τα πίσω, επιστρέφω, σε Θουκ., Ξεν.
ἀπο-τρέχω, μέλ. -θρέξομαι και -δραμοῦμαι· αόρ. βʹ -έδρᾰμον· I. φεύγω
τρέχοντας από κάπου, το βάζω στα πόδια, σε Ηρόδ., Αττ. II. τρέχω
γρήγορα, λέγεται για αθλητές που προπονούνται σε αγώνα δρόμου, σε
Αριστοφ.
ἀπο-τρίβω[ῑ], μέλ. -ψω, επιτετ. του τρίβω, I. συντρίβω, κατασυντρίβω, σε
Ομήρ. Οδ. II. καθαρίζω τρίβοντας, αποξέοντας, σε Θεόκρ. — Μέσ.,
απαλλάσσομαι από κάτι, το εξαλείφω, σε Δημ., Αισχίν.· αρνούμαι,
αποποιούμαι, απορρίπτω, τὴν πεῖραν, σε Πλούτ.
ἀποτρόπαιος, -ον (ἀποτρέπω), I. αυτός που αποτρέπει το κακό, λέγεται
για τον Απόλλωνα στην αρχαία Αθήνα, Λατ. averruncus, σε Αριστοφ.
κ.λπ. II. Παθ., αυτός που όφειλε να αποτραπεί, δυσοίωνος, βδελυρός, σε
Λουκ.
ἀποτροπή, ἡ (ἀποτρέπω)· I. 1. απομάκρυνση, απόκρουση, αποτροπή,
κακῶν, σε Αισχύλ., Ευρ. 2. παρακώλυση, παρεμπόδιση, σε Θουκ. II. (από
τον Μέσ. τύπο), απομάκρυνση από κάποιο έργο, εγκατάλειψή του, στον
ίδ.
ἀπότροπος, -ον (ἀποτρέπω)· I. 1. αυτός που έχει απομακρυνθεί από τους
ανθρώπους, εξόριστος, σε Ομήρ. Οδ. 2. αυτός από τον οποίο αποστρέφει
117
ἀπο-χέω, μέλ. -χεῶ, αόρ. -έχεα, Επικ. -έχευα εκχέω, ραντίζω, σταλάζω, σε
Ομήρ. Οδ.· ποιητ. Μέσ. ἀπο-χεύομαι, σε Ευρ.
ἀποχή, ἡ (ἀπέχω)· I. αποχή, εγκράτεια, σε Πλούτ. II. εξοφλητική
απόδειξη, εξόφληση, σε Ανθ.
ἀπο-χηρόομαι, Παθ., στερούμαι από, αποστερούμαι, τινος, σε Αριστοφ.
ἀπο-χραίνω, μειώνω τη ζωηρότητα του χρώματος, σκιάζω, σε Πλάτ.
ἀπο-χράω, Ιων. -χρέω, απαρ. -χρῆν, Ιων. -χρᾶν, μτχ. -χρῶν, -χρῶσα,
παρατ. ἀπέχρη, Ιων. -έχρα, μέλ. -χρήσω, αόρ. αʹ -έχρησα·
Α. I. επαρκώ, είμαι επαρκής, αρκετός· απόλ., στα υπόλοιπα, πλην του γʹ
ενικ. προσωπα, δύ' ἀποχρήσουσιν μόνω, σε Αριστοφ.· με απαρ.,
ἀποχρῶσι.. ἑκατὸν νέες χειρώσασθαι, εκατό πλοία επαρκούν για να
υποτάξουν, σε Ηρόδ. II. 1. κατά κανόνα στο γʹ ενικ. 1. αρκώ, επαρκώ,
ποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος, δεν επαρκούσε ώστε να
προμηθεύσει το στράτευμα με νερό, στον ίδ.· ταῦτα ἀποχρᾷ μοι, στον ίδ.,
Αττ. 2. απρόσ. με απαρ., ἀποχρᾷ μοι ποιεῖν, αρκεί για μένα ώστε να κάνω,
σε Ηρόδ.· με μτχ., μέρος ἐχούσῃ ἀπόχρη μοι, μου αρκεί να λάβω ένα
μερίδιο, σε Αισχύλ.· και χωρίς απαρ., ἀπόχρη τινι, αρκεί γι' αυτόν, σε Δημ.
III. 1. Παθ., μένω ικανοποιημένος με κάτι, με δοτ., σε Ηρόδ. 2. απρόσ.,
οὐκ ἀπεχρᾶτο, στον ίδ.· ἀπεχρέετο, με απαρ., στον ίδ. Β. I. 1. Αποθ.,
ἀποχράομαι, Ιων. -χρέομαι, χρησιμοποιώ κάτι με τρόπο επωφελή για μένα,
με δοτ. πράγμ. ή απόλ., σε Θουκ. 2. καταχρώμαι, κάνω κακή χρήση, Λατ.
abuti, με δοτ., σε Δημ. II. με αιτ., καταναλίσκω, δαπανώ, φονεύω,
αφανίζω, καταστρέφω, σε Θουκ.
ἀποχρήματος, -ον = ἀχρήματος· ζημία ἀποχρήματος, ποινή που δεν είναι
χρηματική, ποινή που εκτίεται με αίμα, σε Αισχύλ.
ἀποχρώντως, επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του ἀποχράω, αρκετά, επαρκώς,
σε Θουκ.
ἀπ-οχῠρόω, μέλ. -ώσω, ασφαλίζω με οχυρωματικά έργα, οχυρώνω·
μεταφ., στη μτχ. Παθ. παρακ. ἀπωχυρωμένος πρός τι, αδιάφθορος,
αδέκαστος σε κάτι, σε Πλάτ.
ἀπο-χωλεύω, μέλ. -σω, καθιστώ κάποιον εντελώς χωλό, κουτσό, σε Ξεν.
ἀπο-χωλόομαι, Παθ., γίνομαι εντελώς κουτσός, σε Θουκ.
ἀπο-χώννυμι, μέλ. -χώσω, φράζω το στόμιο ενός ποταμού με
επιχωμάτωση, σε Ξεν.
ἀπο-χωρέω, μέλ. -ήσω και -ήσομαι· I. 1. απέρχομαι, απομακρύνομαι από
έναν τόπο, αναχωρώ, με γεν., σε Αριστοφ. 2. απόλ., απέρχομαι, αναχωρώ,
σε Ευρ.· αποσύρομαι, υποχωρώ, οπισθοχωρώ, σε Θουκ., Ξεν.· ἀποχωρέω
εἴς τι, καταφεύγω σε κάτι, σε Δημ. 3. ἀποχωρέω ἐκ..., εγκαταλείπω κάτι,
αποσύρομαι από αυτό, δηλ. το αφήνω, το παρατώ, σε Ξεν. II. διέρχομαι
από τα σπλάχνα, λέγεται για τις εκκρίσεις του σώματος, στον ίδ.· ομοίως,
τὰ ἀποχωροῦντα, οι εκκρίσεις, στον ίδ.
ἀποχώρησις, -εως, ἡ, αναχώρηση, απόσυρση, υποχώρηση, σε Ηρόδ.,
Θουκ.· τόπος καταφυγής ή μέσα ασφαλείας, σε Ηρόδ.
122
διαβᾰτέος, -α, -ον, ρημ. επίθ. του διαβαίνω, αυτός που πρέπει να περασθεί
ή να γίνει διαβατός, σε Ξεν.
διαβατήρια (ενν. ἱερά), τά, θυσίες που πραγματοποιούνται πριν διαβεί
κάποιος τα σύνορα· τὰ δ. προὐχώρει, τὰ δ. ἐγένετο, ήταν ευνοϊκά, σε Θουκ.,
Ξεν.
διαβᾰτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του διαβαίνω, αυτός που μπορεί κάποιος να
περάσει ή να διαβεί, αυτός που παρέχει εύκολη διάβαση, σε Ηρόδ. κ.λπ.·
νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου, την οποία μπορεί κάποιος να προσεγγίσει από την
ξηρά, στον ίδ.
δια-βεβαιόομαι, αποθ., βεβαιώνω ισχυρά και επίμονα, σε Δημ.
δια-βήμεναι, Επικ. αντί διαβῆναι, αόρ. βʹ του διαβαίνω.
διαβήτης, -ου, ὁ (διαβαίνω), πυξίδα, διαβήτης ονομαζόμενος έτσι από τα
τεντωμένα και σε έκταση πόδια του, Λατ. circinus, σε Αριστοφ.
διαβιάζομαι, επιτετ. τύπος αντί βιάζομαι, σε Ευρ.
δια-βῐβάζω, μέλ. Αττ. -βιβῶ, μτβ. του διαβαίνω, μεταφέρω πάνω ή
απέναντι, μεταβιβάζω, διακομίζω, δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας, σε Ηρόδ.·
ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας, σε Θουκ.
δια-βιβρώσκω, μέλ. -βρώσομαι, Παθ. παρακ. -βέβρωμαι· κατατρώω,
καταβροχθίζω, καταναλώνω, φθείρω, αφανίζω, σε Πλάτ. — Παθ. παρακ.
διαβέβρωσθαι, σε Λουκ.
δια-βιόω, μέλ. -ώσομαι, αόρ. βʹ -εβίων, απαρ. -βιῶναι· διάγω, διαιτόμαι,
διέρχομαι, χρόνον, βίον, σε Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., περνώ ολόκληρη τη ζωή
μου, στον ίδ., σε Ξεν.
δια-βλέπω, μέλ. -ψω, βλέπω με οξύ βλέμμα, σε Πλάτ.
δια-βοάω, μέλ. -ήσομαι (-βοάσω, είναι υποτ. αορ. αʹ), I. φωνάζω,
ανακηρύσσω, διαδίδω, γνωστοποιώ, αποκαλύπτω, σε Αισχύλ. — Παθ.,
είμαι κοινό θέμα συζήτησης, κοινολογούμαι, σε Λουκ. II. ξεφωνίζω,
ουρλιάζω, σε Θουκ. III. Μέσ., συναγωνίζομαι στις κραυγές, σε Δημ.
διαβόητος, -ον, ξακουστός, περιλάλητος, διάσημος, σε Πλούτ.
διαβολή, ἡ (διαβάλλω),· I. ψεύτικη κατηγορία, δυσφήμιση, συκοφαντία,
λασπολογία, ἐπὶ διαβολῇ εἰπεῖν, σε Ηρόδ.· διαβολὰς ἐνδέχεσθαι, ακούω
προσεκτικά ψευδείς συκοφαντίες, στον ίδ.· ἐμὴ δ., οι εναντίον μου
κατηγορίες, σε Πλάτ. II. έριδα, διένεξη, εχθρότητα, σε Θουκ.
διαβολία, ἡ, ποιητ. διαβολίη, = διαβολή, σε Θέογν., Πίνδ.
διάβολος, -ον, 1. δυσφημιστικός, συκοφαντικός, υπερθ. διαβολώτατος, σε
Αριστοφ. 2. ως ουσ., συκοφάντης, λασπολόγος, σε Αριστ.· Σατανάς,
Διάβολος, σε Κ.Δ. 3. επίρρ. -λως, επιβλαβώς, προσβλητικά, συκοφαντικά,
απεχθώς, με κακεντρέχεια, με λασπολογίες, σε Θουκ.
διαβόρος, -ον (διαβι-βρώσκω),· I. αυτός που καταβροχθίζει, κατατρώγει,
φθείρει, σε Σοφ. II. προπαροξ., διάβορος, -ον, Παθ., αυτός που έχει
καταναλωθεί πλήρως, αφανισμένος εντελώς, στον ίδ.
δια-βουκολέω, μέλ. -ήσω, εξαπατώ με φρούδες ελπίδες, σε Λουκ.
126
Ηρόδ.· επίσης, δ. ἀπό τινος, βρίσκω τα προς το ζην από ή μέσω ενός
πράγματος, σε Σοφ.
δια-ζεύγνῠμαι, αόρ. αʹ -εζεύχθην — Παθ., αποχωρίζομαι, διαχωρίζομαι,
χωρίζω, παίρνω διαζύγιο, τινος, από κάποιον, σε Αισχίν.· ἀπό τινος, σε
Ξεν.
διάζευξις, -εως, ἡ, αποχωρισμός, διαχωρισμός, διάλυση, διαζύγιο, σε
Πλάτ.
διάζωμα, -ατος, τό, 1. ζώνη, ζωστήρα, ζωνάρι, περίζωμα, Λατ.
subligaculum, σε Θουκ. 2. ισθμός, σε Πλούτ.
δια-ζώννῡμι ή -ύω, μέλ. -ζώσω, I. τυλίγω γύρω από τη μέση — Μέσ.,
περιζώνομαι, περιβάλλομαι με, ἐσθῆτα, σε Λουκ. — Παθ., διεζωσμένοι,
αυτοί που φορούσαν ζώνη, σε Θουκ. II. μεταφ., περιζώνω, περιβάλλω,
περικυκλώνω, σε Πλούτ.
δια-ζώω, Ιων. αντί δια-ζάω.
δι-άημι, παρατ. διάην, φυσώ, πνέω μέσω των δέντρων κ.λπ., με αιτ., σε
Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
δια-θεάομαι, μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ., βλέπω μέσα από κάτι, εξετάζω
προσεκτικά, σε Πλάτ., Ξεν. — ρημ. επίθ., διαθεατέον, σε Πλάτ.
δια-θειόω, μέλ. -ώσω, απολυμαίνω εξολοκλήρου με θείο, θειαφίζω, σε
Ομήρ. Οδ.
δια-θερμαίνω, μέλ. -ανῶ, ζεσταίνω, θερμαίνω μέσα από, σε Πλάτ. κ.λπ.
— Παθ., ζεσταίνομαι, μέσω του ποτού, σε Δημ.
διά-θερμος, -ον, αυτός που είναι εντελώς θερμός, αυτός που έχει θερμή,
οξύθυμη κράση, ιδιοσυγκρασία, ψυχοσύνθεση, ορμητικός, παράφορος,
Αριστ.
διάθεσις, -εως, ἡ (διατίθημι),· I. 1. διάταξη, τακτοποίηση, τοποθέτηση,
σε Πλάτ.· 2. σύνθεση σ' ένα έργο τέχνης, αντίθ. προς το εὕρεσις, στον ίδ.
3. διάθεση κάποιου πράγματος μέσω πώλησης, έκθεση για πώληση,
εκποίηση, σε Πλούτ. II. κατάσταση, ψυχική διάθεση ενός ανθρώπου, σε
Πλάτ.
διαθέτης, -ου, ὁ (διατίθημι), αυτός που τακτοποιεί, διευθετεί, σε Ηρόδ.
δια-θέω, μέλ. -θεύσομαι, I. τρέχω εδώ κι εκεί, σε Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για
τις φήμες, τον πανικό, τον φόβο, εξαπλώνομαι, διαδίδομαι, σε Ξεν. II.
τρέχω αγωνιζόμενος, τινί, μαζί με ή εναντίον κάποιου, σε Πλάτ.· με συστ.
αντ., δ. τὴν λαμπάδα, αγωνίζομαι στη λαμπαδηδρομία, σε Πλούτ.
διαθήκη, ἡ (διατίθημι),· I. διάθεση περιουσίας μέσω διαθήκης, διαθήκη,
δήλωση τελευταίας βούλησης, σε Αριστοφ., Ρήτ., II. συμφωνία,
συνεννόηση μεταξύ δύο μερών, συμβόλαιο, συνθήκη, σε Αριστοφ., Κ.Δ.
δίαιτα, ἡ (πιθ. από ζάω, βλ. Ζ, ζ II. 2)· I. 1. ο τρόπος ζωής, διαβίωση, βίος,
σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· δ. ποιεῖσθαι, διέρχομαι, περνώ τη ζωή μου, σε Ηρόδ.
2. κατοικία, οίκημα, δωμάτιο, σε Αριστοφ. II. στην Αθήνα, διαιτησία,
μεσολάβηση, σε Σοφ., Αριστοφ., Ρήτ.
132
δῐαιτάω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ διῄτησα, παρακ. δεδιῄτηκα — Μέσ. και Παθ.,
Ιων. παρατ. διαιτώμην, μέλ. διαιτήσομαι, και στους Παθ. τύπους, αόρ. αʹ
διῃτήθην, Ιων. διαιτήθην, παρακ. δεδιῄτημαι· I. 1. τρέφω με συγκεκριμένο
τρόπο, επιβάλλω δίαιτα· δ. τοὺς νοσοῦντας, σε Πλούτ. 2. Μέσ. και Παθ.,
ακολουθώ μία συγκεκριμένη διαδρομή στη ζωή, ζω, διαμένω, σε Ηρόδ.,
Σοφ.· δ. νόμιμα, ζω σύμφωνα με την τήρηση των νόμων, των κανόνων, σε
Θουκ. II. 1. είμαι κριτής ή διαιτητής (διαιτητής), σε Δημ. κ.λπ. 2. με αιτ.
πράγμ., ορίζω, προσδιορίζω, καθορίζω, αποφασίζω, σε Θεόκρ.
δῐαίτημα, -ατος, τό, κυρίως στον πληθ., κανόνες ζωής, τρόπος, πορεία ή
διαδρομή ζωής, διαβίωση, ιδίως σε σχέση προς την τροφή, διατροφή, σε
Ξεν.· γενικά, θεσμοί, έθιμα, σε Θουκ., Ξεν.
δῐαιτητήριον, τό (δίαιτα I. 2), στον πληθ., δωμάτια σπιτιού που
προορίζονταν για διαμονή, σε Ξεν.
δῐαιτητής, -οῦ, ὁ (διαιτάω II), κριτής, διαιτητής, αυτός που επιλύει
διαφορές, Λατ. arbiter, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
διακᾰής, -ές (διακαίω), αυτός που καίει υπερβολικά, καυτός, πύρινος, σε
Λουκ.
δια-κᾰθαίρω, μέλ. -ᾰρῶ, καθαρίζω εντελώς ή εξαγνίζω, σε Πλάτ.
δια-κᾰθᾰρίζω, μέλ. -ιῶ, = το προηγ., σε Κ.Δ.
διακάθαρσις, -εως, ἡ, λεπτομερές, τέλειο, βαθύ καθάρισμα, σε Πλάτ.
δια-καθέζομαι και -κάθημαι, Μέσ., όταν ο καθένας κάθεται στη δική του
θέση, στο δικό του κάθισμα, κάθομαι χωριστά από τους άλλους, σε Πλούτ.
δια-καθίζω, κάνω κάποιον να καθίσει ξεχωριστά, βάζω κατά μέρος,
ξεχωρίζω, σε Ξεν.
δια-καίω, μέλ. -καύσω, καίω εντελώς, θερμαίνω υπερβολικά, σε Ηρόδ.·
μεταφ., φλέγω, εξεγείρω, φουντώνω, εξάπτω, σε Πλούτ.
δια-καλύπτω, μέλ. -ψω, φανερώνω, αποκαλύπτω, σε Δημ.
δια-κᾰνάσσω, μόνο στον αόρ. αʹ, μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ σου, μήπως
τρέχει τίποτα γουργουρίζοντας ευχάριστα μέσα στο λαρύγγι σου; σε Ευρ.
δια-κᾰρᾱδοκέω, μέλ. -ήσω, περιμένω με αγωνία, καιροφυλακτώ, σε
Πλούτ.
δια-καρτερέω, μέλ. -ήσω, διαρκώ, εμμένω ως το τέλος, αντέχω,
εγκαρτερώ, σε Ηρόδ., Ξεν.
δια-κατελέγχομαι, μέλ. -ξομαι· Μέσ., αναιρώ κάτι εντελώς, ανασκευάζω,
τινι, σε Κ.Δ.
δια-καυνιάζω, (καῦνος, κλήρος), αποφασίζω με κλήρο, σε Αριστοφ.
δια-κεάζω, μέλ. -άσω, κόβω, σχίζω στα δύο, σε Ομήρ. Οδ.
διά-κειμαι, απαρ. -κεῖσθαι, μέλ. -κείσομαι, χρησιμ. ως Παθ. του διατίθημι·
I. βρίσκομαι σε συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση, είμαι προδιατεθειμένος
ή είμαι επηρεασμένος από αυτήν ή την άλλη κατάσταση, μεταπίπτω απ'
την μία κατάσταση σε μία άλλη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· συχνά όπως το ἔχω, με
ένα επίρρ., ὁρᾶτε ὡς δ. ὑπὸ τῆς νόσου, πως έχω επηρεαστεί από την
ασθένεια, σε Θουκ.· κακῶς, μοχθηρῶς, φαύλως δ., βρίσκομαι σε δυσχερή
133
δια-κλάω, μέλ. -άσω [ᾰ], μτχ. Επικ. αορ. αʹ διακλάσσας, σπάω στα δύο,
σε Ομήρ. Ιλ. II. στην Παθ., = διαθρύπτομαι, Παθ. παρακ. διακεκλασμένος,
εκνευρισμένος, σε Λουκ.
δια-κλέπτω, μέλ. -ψω, I. κλέβω ανά περιόδους, σε Δημ.· τὸ διακλαπέν, η
ποσότητα που κλάπηκε (από τους στρατιώτες) και διασκορπίστηκε, σε
Θουκ. II. διατηρώ κάποιον στη ζωή στα κρυφά, τινά, σε Ηρόδ. III.
συγκαλύπτω την αλήθεια, σε Δημ.
δια-κληρόω, μέλ. -ώσω, 1. ορίζω μέσω κλήρου, διανέμω, σε Αισχύλ. 2.
εκλέγω με κλήρο, σε Ξεν. — Μέσ., ρίχνω κλήρους, σε Θουκ., Ξεν.
δια-κλίνω[ῑ], μέλ. -κλῐνῶ, στρέφομαι μακριά, υποχωρώ, σε Πολύβ.
διάκλῐσις, -εως, ἡ, υποχώρηση, διαφυγή, σε Πλούτ.
δια-κλύζω, μέλ. -ύσω, πλένω, ξεπλένω, ξεβγάζω, σε Ευρ.
δια-κναίω, μέλ. -σω, 1. ξύνω κάτι μέχρι να εξαφανιστεί, καταστρέφω
ξύνοντας, ὄψιν δ., καταστρέφω τα μάτια κάποιου, σε Ευρ. — Παθ.,
κομματιάζομαι, γίνομαι θρύψαλα, σε Αισχύλ. 2. εξαντλώ, φθείρω, σε Ευρ.
— Παθ., φθείρομαι εντελώς, καταστρέφομαι, σε Αισχύλ., Ευρ.· τὸ χρῶμα
διακεκναισμένος, αυτός που έχει χάσει όλο του το χρώμα, σε Αριστοφ.
δια-κνίζω, μέλ. -σω, κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω, σε Ανθ.
διᾰ-κολλάω, μέλ. -ήσω, συγκολλώ, σε Λουκ.
διακομῐδήἡ, μετακόμιση, τινὸς εἰς τόπον, σε Θουκ.
δια-κομίζω, μέλ. Αττ. -ῐῶ, μεταφέρω ή μεταβιβάζω, σε Ηρόδ., Θουκ. —
Μέσ., μεταβιβάζω κάτι από αυτά που μου ανήκουν, σε Ηρόδ. — Παθ.,
μεταβιβάζομαι, διέρχομαι, διασχίζω, σε Θουκ.
διᾱκονέω, Ιων. διηκ-, παρατ. ἐδιακόνουν, μεταγεν. τύπος διηκόνουν, μέλ.
-ήσω, αόρ. αʹ διηκόνησα, παρακ. δεδιηκόνηκα — Παθ. αόρ. αʹ
ἐδιακονήθην, παρακ. δεδιακόνημαι (διάκονος)· I. 1. φροντίζω,
περιποιούμαι κάποιον, υπηρετώ, προσφέρω υπηρεσίες, απόλ., σε Ευρ.·
τινί, σ' ένα πρόσωπο, σε Δημ.· δ. πρός τι, είμαι ωφέλιμος σε, σε Πλάτ. —
Μέσ., φροντίζω τις ανάγκες μου, σε Σοφ.· αὐτῷ διακονεῖσθαι, σε Αριστοφ.
2. είμαι διάκονος στην εκκλησία, σε Κ.Δ. II. με αιτ. πράγμ., χορηγώ,
παρέχω, προμηθεύω, Λατ. ministrare, τί τινι, σε Ηρόδ. — Παθ., παρέχομαι,
προσφέρομαι, χορηγούμαι, σε Δημ.
διᾱκόνημα, -ατος, τό, εργασία των υπηρετών, υπηρεσία, σε Πλάτ.
διᾱκονία, ἡ, 1. έργο διακόνου, υπηρεσία, προσφορά, σε Θουκ., Πλάτ. 2.
εκτέλεση καθήκοντος, υπηρεσία, σε Δημ.· ἡ δ. ἡ καθημερινή, εξυπηρέτηση
των καθημερινών αναγκών, σε Κ.Δ.· ἡ δ. του λόγου, το έργο της
διακήρυξης του λόγου (του Ευαγελίου), στο ίδ.
διᾱκονικός, -ή, -όν, χρήσιμος, ωφέλιμος, εξυπηρετικός, σε Αριστοφ.
κ.λπ.· συγκρ. -ώτερος, σε Πλάτ.
διάκονος[ᾱ], Ιων. διήκονος, ὁ, I. υπηρέτης, υπάλληλος, αυτός που
προσφέρει υπηρεσίες, θεράπων, Λατ. minister, σε Ηρόδ. κ.λπ.·
αγγελιοφόρος, σε Αισχύλ., Σοφ.· ως θηλ. σε Δημ. II. λειτουργός, ιερέας,
135
Παθ., λέγεται για μια σύναξη, συνέλευση, διαλύω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται
για άνθρωπο, πεθαίνω, σε Ξεν. 2. διασπώ, αναλύω στα συστατικά μέρη, σε
Πλάτ. 3. τερματίζω μία φιλία, καταπατώ μια ανακωχή, σε Θουκ. κ.λπ.·
ομοίως στη Μέσ., διαλύσασθαι ξεινίην, σε Ηρόδ. 4. α) τερματίζω την
εχθρότητα, σταματώ τις εχθροπραξίες, συμφιλιώνω, σε Θουκ.· και στη
Μέσ., σε Δημ. κ.λπ. β) με αιτ. προσ., συμφιλιώνω, τινὰ πρός τινα, στον ίδ.·
οὐ γὰρ ἦν ὁ διαλύσων, σε Θουκ. — Παθ. και Μέσ., διαλύεσθαι νείκους,
αποτραβιέμαι από μια διαμάχη, δηλ. συμφιλιώνομαι, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.
5. γενικά, τερματίζω, εξαλείφω, εγκαταλείπω, διαβολήν, σε Θουκ.· ομοίως
στη Μέσ., στον ίδ. κ.λπ. 6. επιλύω μια δυσκολία, σε Πλάτ. 7. δ. τιμάς,
πληρώνω το συνολικό τίμημα, εξοφλώ, απο πληρώνω ένα χρέος, σε
Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. προσ., τον ξε πληρώνω, τον εξοφλώ, σε Δημ. II.
απόλ., εξασθενώ, μειώνω, κάμπτω, χαλαρώνω τις άμυνες, τις αντιστάσεις,
ξεσφίγγω, σε Θεόκρ.
δι-αλφῐτόω, μέλ. -ώσω (ἄλφιτον), παραγεμίζω (φουσκώνω) με κριθαρένιο
γεύμα, σε Αριστοφ.
διαλωβάομαι, αποθ., επιτετ. τύπος αντί λωβάομαι, σε Πλούτ.
δι-ᾰμᾰθύνω, αόρ. αʹ -ημάθῡνα, κονιορτοποιώ, αλέθω κάτι ώσπου να γίνει
σκόνη, καταστρέφω ολοκληρωτικά, σε Αισχύλ.
δια-μαλάττω, μέλ. -ξω, επιτετ. τύπος του μαλάττω, σε Λουκ.
δια-μαντεύομαι, αποθ., καθορίζω μέσω χρησμού, τι, σε Πλάτ.
δι-αμαρτάνω, μέλ. -αμαρτήσομαι, αόρ. βʹ -ήμαρτον· 1. ξεστρατίζω,
παραστρατώ, παρασύρομαι από, τῆς ὁδοῦ, σε Θουκ.· αποτυγχάνω να
αποκτήσω, τινός, στον ίδ., σε Δημ. 2. απόλ., αποτυγχάνω εντελώς, σε
Πλάτ.
δι-αμαρτία, ἡ, πλήρες, μέγα σφάλμα, σε Πλούτ.· δ. τῶν ἡμερῶν,
εσφαλμένος υπολογισμός των ημερών, σε Θουκ.
δια-μαρτῠρέω, μέλ. -ήσω, 1. ως Αττ. νομικός όρος, μεταχειρίζομαι μια
διαμαρτυρία (βλ. αυτ.), σε Δημ. 2. με απαρ., επιβεβαιώνω μέσω μιας
διαμαρτυρίας ότι ένα πράγμα είναι, με αιτ. πράγμ. και απαρ., στον ίδ. —
Παθ., τὰ διαμαρτυρηθέντα, τα πράγματα που έχουν βεβαιωθεί με αυτό τον
τρόπο, σε Ισοκρ.
δια-μαρτῠρία, ἡ, ως Αττ. νομικός όρος, ένσταση, απόδειξη που παρέχεται
για να εμποδίσει μια υπόθεση να εκδικασθεί, σε Δημ. κ.λπ.
δια-μαρτύρομαι[ῡ], αποθ.: 1. επικαλούμαι θεούς και ανθρώπους ως
μάρτυρες, Λατ. obtestari, σε Δημ.· δ. μή..., με απαρ., στον ίδ.· δ. τινι μὴ
ποιεῖν, εγείρω ένσταση εναντίον της πράξεώς του, σε Αισχίν. 2. γενικά,
διαμαρτύρομαι, διακηρύττω σοβαρά, σε Πλάτ. 3. απόλ., ζητώ επίμονα από
κάποιον, εξορκίζω, σε Ξεν.
δια-μάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ζυμώνω εντελώς, καταζυμώνω, σε
Αριστοφ.
δια-μαστῑγόω, μέλ. -ώσω, μαστιγώνω αυστηρά, σε Πλάτ.
141
δια-πορεύω, μέλ. -σω, I. μεταφέρω στο απέναντι μέρος, σε Ξεν. II. Παθ.,
με Μέσ. μέλ. και Παθ. αόρ. αʹ διεπορεύθην, διαβαίνω, ἐς Εὔβοιαν, σε
Ηρόδ.· με σύστ. αντ., διέρχομαι, βίον, σε Πλάτ.
δι-απορέω, μέλ. -ήσω, I. βρίσκομαι ολοκληρωτικά σε απορία, αμηχανία,
σε Πλάτ.· ομοίως στη Μέσ., με Παθ. αόρ. και παρακ., στον ίδ. II. εγείρω
απορία, παρουσιάζω δυσκολία, σε Αριστ.· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ. —
Παθ., είμαι υπό αμφιβολία, στον ίδ., σε Αριστ.
δια-πορθέω, μέλ. -ήσω, = διαπέρθω, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. — Παθ.,
καταστρέφομαι εντελώς, αφανίζομαι, σε Τραγ.
δια-πορθμεύω, μέλ. -σω, I. 1. διασχίζω ή διαβαίνω, περνώ απέναντι ένα
ποτάμι ή πορθμό, μεταφέρω απέναντι, σε Ηρόδ.· μεταφέρω ένα μήνυμα
από τον ένα στον άλλο, στον ίδ. 2. μεταφ., μεταφράζω, διερμηνεύω,
επεξηγώ, σε Πλάτ. II. δ. ποταμόν, λέγεται για τις διαπορθμευτικές
λέμβους, μεταφέρω στην απέναντι όχθη, σε Ηρόδ.
δι-αποστέλλω μέλ. -στελῶ, στέλνω πρέσβεις, απεσταλμένους, σε Δημ.
δια-πραγμᾰτεύομαι, μέλ. -εύσομαι, αποθ.: I. εξετάζω, διερευνώ
εξονυχιστικά, σε Πλάτ. II. κερδίζω μέσω εμπορικής συναλλαγής, σε Κ.Δ.
διάπραξις, -εως, ἡ, διεκπεραίωση επιχείρησης, αποπεράτωση εργασίας,
σε Πλάτ.
δια-πράσσω, Αττ. -ττω, Ιων. -πρήσσω, μέλ. -πράξω, I. διέρχομαι, με γεν.
διέπρησσον πεδίοιο, πορεύονταν μέσα από την πεδιάδα, διέσχιζαν την
πεδιάδα, της Ομήρ. Ιλ.· επίσης, δ. κέλευθον, ολοκληρώνω το ταξίδι, σε
Ομήρ. Οδ.· επίσης λέγεται για χρόνο, με μτχ., ἤματα διέπρησσον
πολεμίζων, περνούσαν οι μέρες πολεμώντας στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.·
διαπρήξαιμι λέγων, ήθελε να τελειώσει λέγοντας, σε Ομήρ. Οδ. II.
πραγματοποιώ, κατορθώνω, εκτελώ, τακτοποιώ, σε Ηρόδ.· δ. τί τινι,
εκτελώ μια πράξη για χάρη κάποιου, στον ίδ.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ.·
Παθ. παρακ. με Μέσ. σημασία, σε Πλάτ. κ.λπ.· με τη στενή έννοια της
Μέσ., κατορθώνω για τον εαυτό μου, κερδίζω, έχω σκοπιμότητα,
επωφελούμαι, σε Ηρόδ., Ξεν.· με απαρ., κατορθώνω να, στον ίδ. III.
φέρνω σε τέλος, καταστρέφω, αποκτείνω, Λατ. conficere, στη μτχ. Παθ.
παρακ. διαπεπραγμένος, σε Τραγ.
δια-πρεπής, -ές (πρέπω), διακεκριμένος, εξαίρετος, επιφανής, ένδοξος,
λαμπρός, σε Θουκ.· τινι ή τι, σε κάτι, σε Ευρ.· τὸ δ., μεγαλοπρέπεια, σε
Θουκ.
δια-πρέπω, μέλ. -ψω, 1. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, εξέχω, διαπρέπω, «χτυπώ
στο μάτι» (είμαι δηλ. ευδιάκριτος, καταφανής, χαρακτηριστικός), σε
Ομηρ. Ύμν.· διαπρέπον κακόν, σε Αισχύλ. 2. είμαι πιο επιφανής από
άλλους, αριστεύω, με γεν., σε Ευρ.
δια-πρεσβεύομαι, αποθ., ανταποστέλλω αντιπροσωπείες πρεσβευτών, σε
Ξεν.
δια-πρηστεύω, βλ. διαδρηστεύω.
149
εἰς ή ἐς, πρόθ. μόνο με αιτ., Ριζική σημασία, μέσα σε, και μετά προς·
I. λέγεται για τόπο, 1. η συνηθέστερη χρήση, εἰς ἅλα, μέσα ή στη θάλασσα,
σε Όμηρ. κ.λπ.· κυρίως αντίθ. προς το ἐκ, ἐκ σφυρὸν ἐκ πτέρνης, από το
κεφάλι στα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰς ἔτος ἐξ ἔτεος, από χρονιά σε χρονιά, σε
Θεόκρ.· έπειτα, με τα ρήμ. ψυχικού πάθους ή κατεύθυνσης, ἰδεῖν εἰς
οὐρανόν, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰς ὦπα ἰδέσθαι, κοιτώ στο πρόσωπο, στο ίδ.· σε
Όμηρ. και Ηρόδ. επίσης με αιτ. προσ., εκεί όπου οι Αττ. χρησιμ. ὡς, πρός,
παρά. 2. με ρήμ. που δηλώνουν στάση σε τόπο, όταν εννοείται κίνηση που
έχει προηγηθεί σε ή προς, ἐς μέγαρον κατέθηκε, δηλ. το έφερε μέσα στο
σπίτι και το τοποθέτησε εκεί, σε Ομήρ. Οδ.· παρεῖναι ἐς τόπον, πηγαίνω
σε έναν τόπο και παραμένω εκεί, σε Ηρόδ. 3. με ρήμ. λεκτικά, λόγους
ποιεῖσθαι εἰς τὸ πλῆθος, έρχομαι μπροστά στο πλήθος και εκφωνώ λόγο,
στο ίδ. κ.λπ. 4. ελλειπτ. χρήση, εἰς Ἀΐδαο, Αττ. εἰς Ἅιδου (δόμους), ἐς
Ἀθηναίης (ἱερόν), στο ναό της Αθηνάς κ.λπ.· όπως στα Λατ. ad apollinis,
ad Castoris(ενν. aedem)· ομοίως και με τα προσηγορικά, ἀνδρὸς ἐς
ἀφνείου, στου πλούσιου άνδρα, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για χρόνο, 1. για
να δηλώσει συγκεκριμένο σημείο ή όριο χρόνου, έως, μέχρι, ἐς ἠῶ (Αττ.
εἰς τὴν ἕω), σε Ομήρ. Οδ.· ἐς ἠέλιον καταδύντα, μέχρι τη δύση του ήλιου,
στο ίδ.· ἐς ἐμέ, μέχρι τις ημέρες μου, σε Ηρόδ.· ομοίως με επιρρ., εἰς ὅτε
(πρβλ. ἔςτε), μέχρι τη στιγμή που..., σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και, εἰς πότε;
έως πότε; σε Σοφ.· ἐς ὅ, μέχρι αυτού του σημείου, σε Ηρόδ. 2. για να
οριοθετήσει μία χρονική περίοδο, εἰς ἐνιαυτόν, για τη διάρκεια ενός
χρόνου, δηλ. για έναν ολόκληρο χρόνο, σε Όμηρ.· ἐς θέρος ἢ ἐς ὀπώρην,
για το καλοκαίρι, σε Ομήρ. Οδ.· εἰς ἑσπέραν ἥκειν, ἔρχομαι προς το
βραδάκι, σε Αριστοφ.· εἰς τρίτην ἡμέραν ή εἰς τρίτην μόνο του, κατά την
τρίτη μέρα, σε τρεις μέρες, σε Πλάτ.· ἐς τέλος, επιτέλους, σε Ηρόδ.· οὐκ ἐς
ἀναβολάς, χωρίς αναβολή, στον ίδ.· ομοίως με επιρρ., ἐςαὔριον, σε Ομήρ.
Ιλ.· ἐς αὖθις ή ἐσαῦθις, σε Θουκ.· εἰς ἔπειτα, σε Σοφ. κ.λπ.· πρβλ. εἰσάπαξ,
εἰσότε. III. για να δηλώσει μέτρο ή όριο, 1. ἐς δίσκουρα λέλειπτο, έμεινε
τόσο πίσω όσο η ρίψη ενός δίσκου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς δράχμην διέδωκε,
πληρώθηκαν όσο αξίζει μια δραχμή, σε Θουκ. 2. με αριθμητικά, ναῦς ἐς
τὰς τετρακοσίους, μέχρι του αριθμού των τετρακοσίων, στον ίδ.· εἰςἕνα, εἰς
δύο, ένα μέχρι δύο, μέχρι κ.λπ., σε Ξεν. IV.για να δηλωθεί συσχέτιση ή
συγγένεια, 1. προς ή απέναντι σε κάποιον, ἁμαρτάνειν εἴςτινα, σε Αισχύλ.·
ἔχθρα ἔς τινα, σε Ηρόδ. 2. όσον αφορά, όπως το Λατ. quod attinet ad,
εὐτυχεῖν ἐς τέκνα, σε Ευρ.· ἐς τὰ ἄλλα, σε Θουκ.· τό γ' εἰς ἑαυτόν, τὸ εἰς ἐμέ,
σε Σοφ., Ευρ. 3. περιφραστικά αντί επιρρ., ἐς κοινόν = κοινῶς, σε Αισχύλ.·
ἐς τὸ πᾶν = πάντως, στον ίδ.· εἰς τάχος = ταχέως, σε Αριστοφ. V. για να
δηλώσει περάτωση, ἔρχεσθαι, τελευτᾶν ἐς..., τερματίζει, τελειώνει,
καταλήγει σε..., σε Ηρόδ. κ.λπ.· καταξαίνειν ἐς φοινικίδα, κόβω, σκίζω σε
κόκκινα κουρέλια, σε Αριστοφ.· επίσης λέγεται για σκοπό, εἰςἀγαθόν, για
καλό, για καλό του, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰς κάλλος ζῆν, ζω για επίδειξη, σε Ξεν.
165
εἶς, μίᾱ, ἕν, γεν. ἑνός, μιᾶς, ἑνός· επιτετ. Επικ. ἕεις· Επικ. θηλ. ἴᾰ,
γεν. ἰῆς· δοτ. ἰῇ, δοτ. ουδ. (ἰῷ κίον ἤματι) επίσης συναντάται στην Ομήρ.
Ιλ. (ο αρχικός τύπος ήταν πιθ. ΕΝ-Σ, πρβλ. Λατ. un-us. Το θηλ. μία
υποδηλώνει μία δεύτερη ρίζα, πρβλ. οἶος με μόνος). I. 1. ένας, σε Όμηρ.
κ.λπ.· εἷς οἶος, μία οἴη, μοναδικός, μοναδική, στον ίδ.· εἷς μόνος, σε Ηρόδ.
2. με υπερθ., όπως το Λατ. unus omnium maxime, εἷς ἀνὴρ πλεῖστον πόνον
παρασχών, σε Αισχύλ.· κάλιστ' ἀνὴρ εἷς, σε Σοφ.· πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν
μεγίστων αἴτιος κακῶν, σε Δημ. 3. σε αντίθεση, εμφατικό μέσω του
άρθρου, ὁ εἷς, ἡ μία, σε Όμηρ., Αττ. 4. με άρνηση, εἷς οὐδείς, nullus unus,
ούτε ένας, κανένας, σε Ηρόδ., Θουκ.· οὐχ εἷς, δηλ. περισσότεροι από ένας,
σε Αισχύλ.· και ακόμη πιο εμφατικό, οὐδὲ εἷς, μηδὲ εἷς, βλ. οὐδείς, μηδείς.
5. εἷς ἕκαστος, κάθε ένας, ο καθένας από μόνος του, ο καθένας ξεχωριστά,
Λατ. unusquisque, σε Ηρόδ., Πλάτ. 6. συχνά με την κατά, καθ' ἕνα ἕκαστον,
καθένα ξεχωριστά, κομμάτι κομμάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και, καθ' ἕνα,
καθ' ἕν, ένα προς ένα, σε Πλάτ. 7. με άλλες προθέσεις, ἕν ἀνθ' ἑνός, πάνω
από όλα, στον ίδ.· ἓν πρὸς ἕν, σε συγκρίσεις, σε Ηρόδ., Πλάτ.· εἷς πρὸς
ἕνα, σε Δημ.· παρ' ἕνα, αλεπάλληλα, διαδοχικά, σε Λουκ. II. ο αυτός, δηλ.
ο ίδιος, εἷς καὶ ὅμοιος, σε Πλάτ.· με δοτ., ο ίδιος με..., σε Ευρ. III. ένας,
αντίθ. προς το κάποιος άλλος· ομοίως, ὁ μὲν..., εἷς δὲ..., εἷς δ' αὖ..., σε
Ομήρ. Οδ.· εἷς μέν..., ἕτερος δέ..., σε Ξεν. IV. αόριστα, εἷς τις, κάποιος,
Λατ. unus aliquis, σε Σοφ., Πλάτ.· έπειτα, μόνο του όπως το αγγλ. αόρ.
άρθρο a, an (όπως faber unus, σε Οράτ.), σε Ευρ. V.οὐδὲ εἷς οὐδὲ δύο, όχι
μόνο ένας ή δύο, σε Δημ.
εἶς, I. βʹ ενικ. του εἰμί (sum). ΙI. του εἶμι (ibo).
εἷσα, αόρ. αʹ του ἵζω, θέτω, βάζω, τοποθετώ.
εἰσαγγελεύς, -έως, ὁ, αυτός που αναγγέλλει, υπηρέτης που
προηγείται για να αναγγείλει κάποιον ενώπιον του βασιλιά στην Περσική
αυλή, σε Ηρόδ.
εἰσαγγελία, ἡ, στην Αθήνα, καταγγελία, κατηγορητήριο που
παρουσιάζεται ενώπιον της Βουλής των πεντακοσίων, ή (κάποιες φορές)
στην ἐκκλησίαν, σε Ξεν.
εἰσ-αγγέλλω, μέλ. -ελῶ,· I. 1. μπαίνω μέσα και αναγγέλλω κάποιον
(πρβλ. εἰσαγγελεύς), σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 2. αναγγέλλω, αναφέρω,
γνωστοποιώ κάτι, σε Θουκ. — Παθ., ἐσαγγελθέντων ὅτι..., δόθηκε η
πληροφορία ότι..., στον ίδ. II. καταγγέλλω, σε Δημ. κ.λπ.· πρβλ.
εἰσαγγελία.
εἰσαγγελτικός, -ή, -όν, ο σχετικός με την καταγγελία, παρά Δημ.
εἰσ-ᾰγείρω, μέλ. -ερῶ, συλλέγω, μαζεύω, συναθροίζω σ' ένα μέρος,
σε Όμηρ. — Μέσ., νέον δ' ἐσαγείρατο θυμόν, συγκέντρωσε καινούριο
θάρρος, νέα γενναιότητα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης και με Παθ. σημασία, θοῶς
δ' ἐσαγείρατο λαὸς (εἰς τὰς ναῦς), σε Ομήρ. Οδ.
εἰσ-άγω[ᾰ], μέλ. -ξω, παρακ. -ἀγήοχα· I. 1. οδηγώ προς ή μέσα,
φέρνω μέσα, παρουσιάζω, με διπλή αιτ., αὐτοὺς εἰσῆγον δόμον, σε Ομήρ.
166
Οδ.· επίσης, εἰσάγειν τινὰ ἐς..., σε Ηρόδ.· ή με δοτ., τινὰ δόμοις, σε Ευρ.
— Μέσ., επιτρέπω να εισαχθούν στρατιωτικές δυνάμεις σε μία πόλη, σε
Θουκ.· επίσης, οδηγώ, φέρνω (κάποιον) μέσα σε συνασπισμό, κάνω μέλος
συνομωσίας, σε Ηρόδ. 2. ἐσάγειν ή ἐσάγεσθαι γυναῖκα, οδηγώ σύζυγο στο
σπίτι μου, παίρνω γυναίκα ως σύζυγο, ducere uxorem, στον ίδ. 3. εισάγω
ξένα εμπορεύματα, στον ίδ., Αττ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ηρόδ. κ.λπ. 4.
ἰατρὸν εἰσάγειν τινί, καλώ γιατρό, σε Ξεν. 5. εισάγω νέα ήθη κι έθιμα, σε
Ηρόδ., Ευρ. II. 1. φέρνω μέσα, εισάγω, παρουσιάζω, ιδίως πάνω σε
σκηνή, σε Αριστοφ., Πλάτ. 2. εἰσάγειν τι ἐς τὴν βουλήν, φέρνω ενώπιον της
Βουλής, σε Ξεν. 3. ως δικανικός όρος, εἰσάγειν δίκην ή γραφήν, εισάγω
υπόθεση στο δικαστήριο, Λατ. litem intendere, σε Αισχύλ., Δημ.· εἰσ. τινά,
οδηγώ κάποιον στο δικαστήριο, ασκώ δίωξη, μηνύω, σε Πλάτ.
εἰσᾰγωγεύς, -έως, ὁ, αυτός που φέρνει, εισάγει υποθέσεις στο
δικαστήριο, σε Δημ.
εἰσᾰγωγή, ἡ, I. εισαγωγή αγαθών, σε Πλάτ. II. ως δικανικός όρος,
εισαγωγή υποθέσεων στο δικαστήριο, στον ίδ.
εἰσᾰγώγιμος, -ον, I. αυτό που μπορεί ή επιτρέπεται να εισαχθεί, σε
Πλάτ. II. ως δικανικός όρος, εντός, μέσα στη δικαιοδοσία του
δικαστηρίου, δίκη, σε Δημ.
εἰσ-αεί, αντί εἰς ἀεί, για πάντα, σε Αισχύλ., Σοφ.
εἰσ-αείρομαι, Μέσ., δέχομαι μέσα, παραδέχομαι, σε Θέογν.
εἰσ-αθρέω, μέλ. -ήσω, βλέπω, ξεχωρίζω, διακρίνω, αναγνωρίζω,
κοιτάζω κατάματα, σε Ομήρ. Ιλ.
εἰσ-αίρω, μέλ. -αρῶ, φέρνω ή μεταφέρω μέσα, σε Αριστοφ.
εἰσᾱΐσσω, συνηρ. -ᾴσσω, Αττ. -ᾴττω, μέλ. -άξω, μπαίνω ή πηδώ
μέσα, σε Αριστοφ.
εἴσαιτο, ευκτ. Μέσ. αόρ. αʹ του *εἴδω.
εἰσ-αΐω, ακούω ή ακροώμαι, εισακούω, αποδέχομαι, με γεν., σε
Θεόκρ.
εἰσ-ᾰκοντίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ· 1. ρίχνω ή εκσφενδονίζω ακόντια
εναντίον, τινά, σε Ηρόδ.· εἰς τὰ γυμνά, σε Θουκ. 2. απόλ., τρέχω ή ξεπηδώ,
λέγεται για αίμα, σε Ευρ.
εἰσ-ᾰκούω, μέλ. —σομαι,· II. 1. ακούω ή δίνω προσοχή σε κάποιον,
σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ. πράγμ., σε Ομηρ. Ύμν· με γεν. προσ., σε Σοφ., Ευρ.
κ.λπ. 2. στους Ποιητές απλώς, ακούω, σε Σοφ., Ευρ. II. με δοτ. προσ.,
ακούω, δίνω προσοχή σε, προσέχω τα λόγια κάποιου, σε Ηρόδ.
εἰσακτέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να εισαχθεί στο δικαστήριο
(βλ. εἰσάγω II. 3), σε Αριστοφ., Ξεν.
εἰσ-άλλομαι, μέλ. -ᾰλοῦμαι, γʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ ἐσᾶλτο, Μέσ. αόρ.
αʹ -ηλάμην· αποθ., πηδώ ή ορμώ μέσα, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ἐσάλλ. ἐς τὸ
πῦρ, πηδώ μέσα σε αυτή, σε Ηρόδ.
εἰσ-ᾰμείβω, μέλ. -ψω, μπαίνω μέσα, εισβάλλω, σε Αισχύλ.
εἰσ-άμην, I. Επικ. αόρ. αʹ του εἶμι (ibo). II. του *εἴδω II.
167
ίδ. II. 1. = ἔνδον, εσωτερικά, μέσα σε, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. με γεν., μένειν
εἴσω δόμων, σε Αισχύλ.· εἴσω τῶν ὅπλων, ανάμεσα στους βαριά
οπλισμένους στρατιώτες, δηλ. περικυκλωμένος από αυτούς, σε Ξεν.
εἰσ-ωθέω, μέλ. -ωθήσω και -ώσω, σπρώχνω με δύναμη μέσα, —
Μέσ., πιέζω τον εαυτό μου πάνω σε, σε Ξεν.
εἰσ-ωπός, -όν (ὤψ), στραμμένος με το πρόσωπο προς μια
κατεύθυνση, εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν, (οι Αχαιοί) στάθηκαν
αντικρύζοντας τα καράβια, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐκ, πριν από ένα φωνήεν ἐξ, και ἐγ πριν από τα β, γ, δ, λ, μ· Πρόθ. που
συντάσσεται με γεν. μόνο, Λατ. e, ex· Ριζική σημασία, με προέλευση από
κάτι, έξω από, αντίθ. προς το εἰς· I. λέγεται για τόπο, 1. λέγεται για
κίνηση, έξω από, μπροστά από, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐκ θυμοῦ φίλεον, την
αγαπούσα από την καρδιά μου, με όλη μου την ψυχή, σε Ομήρ. Ιλ. 2.
λέγεται για να δηλωθεί η μετάβαση, η αλλαγή από μία θέση ή κατάσταση
σε μία άλλη, κακὸν ἐκ κακοῦ, ένα κακό προκύπτει από (ή μετά από) ένα
άλλο, στο ίδ.· λόγον ἐκ λόγου λέγειν, σε Δημ. 3. χρησιμοποιείται για να
δηλωθεί διάκριση, διαφορά από ένα αριθμό ή ποσό, ἐκ πόλεων πίσυρες,
τέσσερις από πολλούς, σε Ομήρ. Ιλ. 4. χρησιμοποιείται για θέση, όπως το
ἔξω, έξω από, πέρα από, ἐκ βελέων, έξω από το πεδίο βολής, στο ίδ.· ἐκ
καπνοῦ, έξω από τον καπνό, σε Ομήρ. Οδ. 5. με ρήμ. στάσης, ἐκ ποταμοῦ
χρόα νίζετο, έπλενε το σώμα του με νερό από το ποτάμι, στο ίδ.· με
ρήματα που σημαίνουν κρεμώ ή δένω, ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα,
κρέμασε τη λύρα από (δηλ. πάνω) από τον πάσσαλο, στο ίδ.· ἐκ τοῦ
βραχίονος ἐπέλκουσα, οδηγώντας το (από το χαλινάρι) πάνω από το χέρι
της, σε Ηρόδ.· επίσης, κάθομαι ή στέκομαι, στᾶσ' ἐξ Οὐλύμποιο, από τον
Όλυμπο εκεί όπου αυτή στεκόταν, σε Ομήρ. Ιλ.· καθῆσθαι ἐκ πάγων,
κάθομαι πάνω στους λόφους και παρατηρώ από αυτούς, σε Σοφ. II.
λέγεται για χρόνο, 1. ἐξ οὗ ή ἐξ οὗτε (χρόνου), Λατ. ex quo, έκτοτε, από
τότε, σε Όμηρ., Αττ.· ἐκ τοῦ ή ἐκ τοῖο, από εκείνο το χρονικό διάστημα,
σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκπολλοῦ (ενν. χρόνου), για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα,
σε Θουκ. 2. λέγεται για ιδιαίτερα χρονικά σημεία, ἐκ νέου ή ἐκ παιδός,
από την παιδική ηλικία· ἐξ ἀρχῆς κ.λπ.· ομοίως και, ἐκ θυσίας γενέσθαι,
να έχει μόλις τελειώσει, ολοκληρώσει μια θυσία, σε Ηρόδ.· ἐκ τοῦ
ἀρίστου, μετά το πρωϊνό, πρόγευμα, σε Ξεν. 3. όταν λέμε εν καιρώ ή με
τον καιρό, ἐκ νυκτῶν, σε Ομήρ. Οδ.· ἐκ νυκτός, σε Ξεν. κ.λπ. III. λέγεται
για προέλευση, 1. ύλης, από την οποία κατασκευάστηκαν αντικείμενα,
ποιεῖσθαι ἐκ ξύλων τὰ πλοῖα, σε Ηρόδ. 2. δημιουργού, ἔκ τινος εἶναι,
γενέσθαι φῦναι κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν, σε Πλάτ. 3.
αιτίας, αφορμής, γέννησης κάποιου πράγματος, ὄναρ ἐκ Διός ἐστιν, σε
176
αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ. II. στον πληθ., όλοι κι ο κάθε ένας ξεχωριστά, σε
Όμηρ. III. 1. πιο συγκεκριμένα, εἷς ἕκαστος, Λατ. unusquisque, ο καθένας
χωριστά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καθ' ἕκαστον, ξεχωριστά, ιδιαίτερα, από μόνο
του, Λατ. singulatim, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. ὡς ἕκαστοι, καθένας από μόνος
του, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἑκάστοτε (ἕκαστος), επίρρ., κάθε φορά, σε κάθε περίπτωση, σε
Ηρόδ. κ.λπ.· ἑκάστοτ' ἀεί, σε Αριστοφ.
ἑκαστοτέρω, επίρρ. όπως το ἑκαστέρω, βλ. ἑκάς.
Ἑκᾰταῖος, -α, -ον, ο σχετικός με την Εκάτη· Ἑκάταιον ή Ἑκάτειον,
τό, άγαλμα ή ναός της Εκάτης, σε Αριστοφ.
ἑκᾰτεράκις[ᾰ], επίρρ. (ἑκάτερος), κάθε φορά, σε Ξεν.
ἑκάτερθε[ᾰ], πριν από φωνήεν -θεν, επίρρ. αντί ἑκατέρωθεν, από
κάθε πλευρά, και από τις δύο μεριές, Λατ. utrinque, σε Όμηρ.· με γεν.,
στην κάθε πλευρά του, στον ίδ.
ἑκάτερος[ᾰ], -α, -ον, ο κάθε ένας από τους δύο, έκαστος, ο κάθε
ένας ξεχωριστά από τους δύο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον ενικ., με ουσ. πληθ.,
όπως το Λατ. uterque, ταῦτα εἰπόντες ἀπῆλθον ἑκάτερος, σε Ξεν.· εκτός
όταν το κάθε μέρος είναι στον πληθ., σε Πλάτ.
ἑκᾰτέρωθεν, επίρρ., από κάθε μέρος, από κάθε πλευρά, όπως το
ποιητ. ἑκάτερθεν, σε Ηρόδ., Θουκ.· με γεν., ἐκ τῆς πόλεως, στον ίδ.
ἑκᾰτέρωθι, επίρρ., από κάθε πλευρά, σε Ηρόδ.
ἑκᾰτέρωσε, επίρρ., προς κάθε μία πλευρά, προς κάθε μία
κατεύθυνση από τις δύο, και προς τις δύο πλευρές, σε Πλάτ., Ξεν.
Ἑκάτη, ἡ (ἕκᾰτος),· I. η Εκάτη, η Τοξοβόλος, σε Ησίοδ.· έπειτα,
ταυτίστηκε με την Άρτεμη. II. Ἑκάτης δεῖπνον, το γεύμα της Εκάτης,
δείπνο το οποίο παρέθεταν οι πλούσιοι στη βάση του αγάλματός της την
τριακοστή μέρα κάθε μήνα για τους ζητιάνους, εξαθλιωμένους και
πένητες και γενικά τους φτωχούς, σε Αριστοφ.
ἑκᾰτη-βελέτης, -ου, ὁ, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.
ἑκᾰτη-βόλος, -ον (ἑκάς, βάλλω), αυτός που σημαδεύει από μακριά,
επίθ. του Απόλλωνα, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ως ουσ., η Τοξοβόλος, σε Ομήρ.
Ιλ.
ἕκᾱτι, Δωρ. και Αττ. αντί ἕκητι.
ἑκᾰτογ-κάρηνος, -ον (κάρηνον), = το επόμ., σε Αισχύλ.
ἑκᾰτογ-κεφάλας, γεν. -α, ὁ (κεφαλή), αυτός που έχει εκατό
κεφάλια, σε Πίνδ.· ομοίως μεταγεν., ἑκατογ-κέφαλος, -ον, σε Ευρ.,
Αριστοφ.
ἑκᾰτόγ-χειρος, -ον (χείρ), αυτός που έχει εκατό χέρια, λέγεται για
τον Βριάρεω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἑκατόγ-χειρ, ὁ, ἡ, σε Πλούτ.
ἑκᾰτό-ζῠγος, -ον (ζυγόν), αυτός που έχει εκατό καθίσματα για
κωπηλάτες, σε Ομήρ. Ιλ.
ἑκατομβαιών, -ῶνος, ὁ, ο μήνας κατά τη διάρκεια του οποίου
προσφέρονταν τα Εκατόμβαια, ο πρώτος μήνας του Αττ. έτους, που
178
με, σε Πλούτ., Λουκ. — Παθ., σπάζω, ανοίγω, σκάω, λέγεται για έλκος,
σε Ηρόδ., Αισχύλ.· λέγεται για φιλονικία, ἐς μέσον ἐξερράγη, ξέσπασε σε
δημόσιο χώρο, σε Ηρόδ.· λέγεται για πρόσωπα, ξεσπώ σε παράφορα,
βίαια, σφοδρά, απότομα λόγια, στον ίδ. III. κάποιες φορές επίσης αμτβ.
στην Ενεργ., οὔ ποτ' ἐκρήξει μάχη, σε Σοφ.
ἐκ-ριζόω, μέλ. -ώσω, ξεριζώνω, ξεθεμελιώνω, σε Κ.Δ.
ἐκ-ρῑπίζω, μέλ. -ίσω, φυσώ ελαφρά τη φωτιά, υποδαυλίζω,
διεγείρω, ερεθίζω, σε Πλούτ.
ἐκ-ρίπτω, μέλ. -ψω, ρίχνω, πετώ έξω, αποβάλλω, απορρίπτω, σε
Αισχύλ., Σοφ.
ἐκροή, ἡ (ἐκρέω), = ἔκροος, σε Πλάτ.· ροή, απορροή, στον ίδ.
ἔκροος, συνηρ. -ρους, ὁ (ἐκρέω), εκροή, εκβολή, διαρροή, στόμιο,
σε Ηρόδ.
ἐκ-ροφέω, μέλ. -ήσω, πίνω, ρουφώ, καταπίνω, σε Αριστοφ.
ἐκρύβην[ῡ], Παθ. αόρ. βʹ του κρύπτω.
ἐκ-ρύομαι, μέλ. -ρύσομαι [ῡ], απαλλάσσομαι, απελευθερώνομαι,
σώζομαι, λυτρώνομαι, σε Ευρ.
ἐκρύφθην, Παθ. αόρ. αʹ του κρύπτω.
ἐκ-σᾰλάσσω, κουνώ, σείω βίαια, τραντάζω, σε Ανθ.
ἐκσᾰόω, αόρ. αʹ ἐξεσάωσα, Επικ. αντί ἐκσῴζω, σε Όμηρ.
ἐκ-σείω, μέλ. -σω, κουνώ, εκτρέπω, τι τινος, σε Ηρόδ. — Παθ., σε
Αριστοφ.
ἐκ-σεύομαι· παρακ. ἐξέσσῠμαι, γʹ πληθ. υπερσ. ἐξέσσῠτο, αόρ. αʹ
ἐξεσύθην [ῠ]· εξορμώ, προβάλλω ξαφνικά από ένα μέρος, εκτινάσσομαι,
με γεν., σε Όμηρ.· απόλ., εξορμώ, στον ίδ.
ἐκ-σημαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, φανερώνω, αποκαλύπτω, υποδεικνύω,
μαρτυρώ, γνωστοποιώ, σε Σοφ.
ἐκ-σῑγάομαι, Παθ., εξαναγκάζομαι σε απόλυτη σιωπή, σε Ανθ.
ἐκ-σκεδάννῡμι, μέλ. -σκεδάσω, σκορπίζω στον άνεμο, σε Αριστοφ.
ἐκ-σκευάζω, μέλ. -σω, απογυμνώνω από εργαλεία κι άλλα σύνεργα,
σε Δημ.
ἐκ-σμάω, σφουγγίζω, σκουπίζω καθαρά, σε Ηρόδ.
ἐκ-σοβέω, μέλ. -ήσω, διώχνω, αποσοβώ, σε Ανθ.
ἐκ-σπάω, μέλ. -άσω, βγάζω, τραβώ κάποιον βίαια έξω, σε Ομήρ.
Ιλ.· ομοίως και σε Μέσ., ἐκσπασσαμένω ἔγχεα, τράβηξαν έξω τα δόρατά
τους, στο ίδ.
ἐκ-σπένδω, μέλ. -σπείσω, προσφέρω στους θεούς σπονδές, σε Ευρ.
ἔκ-σπονδος, -ον (σπονδή), = ἔξω τῶν σπονδῶν, αυτός που δεν
περιλαμβάνεται στις σπονδές, που έχει αποκλεισθεί, που έχει εξαιρεθεί
από αυτές, σε Θουκ., Ξεν.
ἑκ-στάδιος, -ον (ἕξ, στάδιον), αυτός που έχει μήκος έξι στάδια
(δηλ. 1.110 μέτρα), σε Λουκ.
206
ἐξ-ᾱΐσσω, Αττ. -ᾴσσω και -ᾴττω, μέλ. -ξω, εξορμώ, ξεκινώ από, με γεν.,
σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκτοῦ νεώ, σε Αριστοφ.· ομοίως και στην Παθ., σε Ομήρ.
Ιλ.
ἐξ-ᾰϊστόω, μέλ. -ώσω, καταστρέφω ολοκληρωτικά, διαλύω ολοσχερώς,
σε Αισχύλ.
ἐξ-αιτέω, μέλ. —ήσω , I. απαιτώ ή ζητώ από κάποιον, με διπλή αιτ., τήνδε
μ' ἐξαιτεῖ χάριν, σε Σοφ.· ἐξ. τινα πατρός, την ζητά σε γάμο από τον
πατέρα, στον ίδ.· ἐξ, τινα, απαιτώ την παράδοση ενός ανθρώπου, σε
Ηρόδ., Δημ.· σμικρόν ἐξ., αυτός που παρακαλεί για λίγο, σε Σοφ. II. 1.
Μέσ., ζητώ για τον εαυτό μου, απαιτώ, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 2. στη Μέσ.
επίσης = παραιτοῦμαι, ζητώ ως χάρη, κερδίζω τη συγνώμη κάποιου ή
την άφεση, Λατ. exorare, σε Αισχύλ., Ξεν.· με απαρ., ικετεύω ώστε να
αποκτήσω, να επιτύχω, σε Ευρ.· με αιτ. πράγμ., αποτρέπω, αποκρούω με
παρακάλια, μέσω ικεσίας ή παράκλησης, Λατ. deprecari, στον ίδ.
ἐξαίτησις, -εως, ἡ, I. απαίτηση κάποιου για τιμωρία, σε Δημ. II.
μεσολάβηση, μεσιτεία, στον ίδ.
ἔξ-αιτος, -ον (αἰτέω), περιζήτητος, πολυπόθητος, εκλεκτός, εξαίρετος,
σε Όμηρ.
ἐξ-αίφνης (ἄφνω), επίρρ., ξαφνικά, αιφνίδια, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ἐξ.
ἀποθανόντος, τη στιγμή που είναι πεθαμένος, σε Πλάτ.
ἐξ-ᾰκέομαι, μέλ. -έσομαι, I. Αποθ., θεραπεύω πλήρως, θεραπεύω την
πληγή, διορθώνω, βελτιώνω, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. με αιτ., κατευνάζω,
καλμάρω, καταπραΰνω, σε Όμηρ.· επανορθώνω, σε Ξεν. 2. διορθώνω,
μπαλώνω, μεταποιώ ενδύματα, σε Πλάτ.
ἐξάκεσις[ᾰ], -εως, ἡ, πλήρης ίαση, σε Αριστοφ.
ἑξάκῐς[ᾰ], επίρρ. (ἕξ), έξι φορές, Λατ. sexies, σε Πλάτ. κ.λπ.· ποιητ.
ἑξάκι, σε Ανθ.
ἑξᾰκισ-μύριοι[ῡ], εξήντα χιλιάδες, σε Ηρόδ., Ξεν.
ἑξᾰκισ-χίλιοι[ῐ], -αι, -α, έξι χιλιάδες, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
ἐξ-ᾰκοντίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, 1. εκτοξεύω ή εκσφενδονίζω, εξαπολύω με
ορμή, σε Ξεν.· φάσγανον πρὸς ἧπαρ ἐξ., βρίσκω το νευραλγικό σημείο,
σε Ευρ. 2. μεταφ., ἐξ. κῶλον τῆς γῆς, δηλ. το έβαλαν στα πόδια βιαστικά,
στον ιδ.· τοὺς πόνους ἐξ., διακηρύσσω δυνατά, διαλαλώ, στον ίδ.
ἑξακόσιοι, -αι, -α (ἕξ), εξακόσιοι, σε Ηρόδ.
ἐξ-ᾰκούω, μέλ. -ακούσομαι, ακούω, αφουγκράζομαι, αντιλαμβάνομαι
ήχο, ιδίως από απόσταση, σε Αισχύλ., Σοφ.· με γεν. προσ., σε Ξεν.· με
γεν. πράγμ., σε Πλούτ.
ἐξ-ακρῑβόω, μέλ. -ώσω, συγκεκριμενοποιώ, καθιστώ ακριβές, ἐξ. λόγον,
εξετάζω σε βάθος ή μιλώ με σαφήνεια, σε Σοφ.
ἐξ-ακρίζω, μέλ. -σω, αγγίζω, φθάνω την κορυφή ενός πράγματος,
ἐξ.αἰθέρα, πετώ ψηλά διασχίζοντας τον αέρα, σε Ευρ.
ἐξακτέον, ρημ. επίθ. (ἐξάγω I. 1. β), αυτό που πρέπει κάποιος να βγάλει
έξω, σε Ξεν.
219
αρκώ, είμαι επαρκής, σε Ευρ., Δημ. 2. απρόσ., ἐξαρκεῖ, είναι αρκετό για,
αρκεί, φθάνει για, με δοτ. προσ., σε Ηρόδ., Αττ. II. λέγεται για πρόσωπα,
είμαι ικανοποιημένος με, ταιριάζω για, με δοτ., σε Ευρ.· με μτχ., είμαι
ευχαριστημένος, ικανοποιημένος με την κατοχή, κτήση κάποιου
πράγματος, στον ίδ.
ἐξαρκής, -ές, αρκετός, ικανός, επαρκής, σε Αισχύλ., Σοφ.
ἐξαρκούντως, επίρρ. μτχ. ενεστ. του ἐξαρκέω, αρκετά, επαρκώς, σε
Αριστοφ.
ἐξ-αρνέομαι, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐξηρνησάμην και ἐξηρνήθην· αποθ.,
αρνιέμαι εντελώς, σε Ηρόδ., Ευρ.
ἐξάρνησις, -εως, ἡ, απόρριψη, άρνηση, σε Πλάτ.
ἐξαρνητικός, -ή, -όν, επιδέξιος ή ικανός στην άρνηση, αρνητικός,
αποφατικός, σε Αριστοφ.
ἔξ-αρνος, -ον (ἀρνέομαι), αυτός που αρνείται· ἔξαρνός εἰμι ή γίγνομαι =
ἐξαρνέομαι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ακολουθ. από μὴ και απαρ., ἔξ. ἦν μὴ
ἀποκτεῖναι, αρνήθηκε ότι είχε σκοτώσει, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἐξ-αρπάζω, μέλ. -ξω και -σω, επίσης -άσομαι· αόρ. αʹ ἐξήρπαξα ή -ασα·
I. αρπάζω, αποσπώ μακριά από ένα μέρος, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· τι παρά
τινος, σε Ηρόδ.· τι ἐκ χερῶν τινος, σε Ευρ.· σώζω, διασώζω, σε Ομήρ. Ιλ.
— Παθ., οἱ ἐξηρπασμένοι, αυτοί που αιχμαλωτίζονται, συλλαμβάνονται,
σε Σοφ. II. αποσπώ, ξεσχίζω, ξεκολλώ, σε Αριστοφ.
ἐξ-αρτάω, μέλ. -ήσω, I. κρεμώ πάνω σε, εξαρτώ πάνω σε, με γεν., σε
Πλούτ.· επίσης στη Μέσ., σε Ευρ. II. 1. Παθ., μέλ. σε Μέσ. τύπο -
αρτήσομαι, παρακ. -ήρτημαι· είμαι κρεμασμένος πάνω σε, κρεμιέμαι,
εξαρτιέμαι από, χειρός, στον ίδ. 2. είμαι εξαρτημένος από, είμαι
προσηρτημένος, συνδεδεμένος, συνημμένος, σοῦ γάρ ἐξηρτήμεθα, στον
ίδ. 3. λέγεται για χώρες, γειτνιάζω, συνορεύω, τινος, σε Πλούτ. 4.
αναρτιέμαι, κρεμιέμαι ή εκτίθεμαι σε θέα, σε Θουκ. 5. μτχ. Παθ. παρακ.,
με αιτ. πράγμ., έχοντας κρεμασμένο κάτι πάνω σε κάποιον, είμαι
εφοδιασμένος, εξοπλισμένος με, σε Αριστοφ., Αισχίν.
ἐξ-αρτίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, συμ πληρώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, τὰς
ἡμέρας, σε Κ.Δ. — Παθ., είμαι εντελώς προετοιμασμένος ή
εφοδιασμένος, εξοπλισμένος, στον ίδ. — Μέσ., προμηθεύομαι,
εφοδιάζομαι, τι, σε Λουκ.
ἐξαρτύω[ῡ], μέλ. -ύσω, ετοιμάζω, παρασκευάζω εντελώς, εφοδιάζω,
εξοπλίζω, σε Ευρ., Θουκ. — Μέσ., ετοιμάζω για τον εαυτό μου,
εφοδιάζομαι, εξοπλίζομαι, στον ίδ.· με απαρ., ἐξαρτύεται γαμεῖν, σε
Αισχύλ. — Παθ., είμαι έτοιμος, πάντα σφι ἐξήρτυτο, σε Ηρόδ.· σε Παθ.
μτχ. παρακ. έτοιμος, ζεμένος (λέγεται για άλογο), σε Ευρ.· με δοτ.
πράγμ., εφοδιασμένος, εξοπλισμένος ή προμηθευμένος με κάτι, σε
Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
ἔξ-αρχος, ὁ, ἡ, 1. αρχηγός, αυτός που αρχίζει, ξεκινά κάτι, Λατ. auctor,
σε Ομήρ. Ιλ. 2. ο κορυφαίος του χορού, Λατ. coryphaeus, σε Δημ.
226
ἐξ-άρχω, μέλ. -ξω, 1. αρχίζω με, κάνω έναρξη, Λατ. auctor esse, με γεν.,
ἐξῆρχε γόοιο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., ἐξήρχετο βουλῆς,
σε Ομήρ. Οδ. 2. με αιτ., βουλὰς ἐξάρχων, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης ἐξάρχειν
ή ἐξάρχεσθαι παιᾶνά τινι, ξεκινώ, απευθύνω ύμνο σε κάποιον, σε Ξεν.
ἑξάς, -άδος, ἡ (ἕξ), το ουσ. του αριθμού έξι, σε Πλούτ. κ.λπ.
ἐξ-ασκέω, μέλ. -ήσω, I. στολίζω, διακοσμώ, εξοπλίζω, σε Σοφ.· με διπλή
αιτ., ἁγώ νιν ἐξήσκησα, με το οποίο τον εξόπλισα, σε Ευρ. II. 1. γυμνάζω
ή διδάσκω στην εντέλεια, τινά, σε Πλάτ. 2. εξασκούμαι, ασκούμαι σε, τι,
σε Πλούτ.
ἐξ-αστράπτω, μέλ. -ψω, λάμπω, ακτινοβολώ όπως με την αστραπή, σε
Κ.Δ.
ἐξ-ατῑμάζω, μέλ. -σω, ντροπιάζω εντελώς, σε Σοφ.
ἐξ-ᾴττω, Αττ. συνηρ. αντί ἐξαΐσσω.
ἐξ-αυαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, αποξηραίνω εντελώς, σε Ηρόδ.
ἐξ-αυγής, -ές (αὐγή), αυτός που λάμπει από λευκότητα, ολόλευκος,
πάλλευκος, σε Ευρ.
ἐξ-αυδάω, μέλ. -ήσω, μιλώ καθαρά, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ομοίως και στη
Μέσ., σε Αισχύλ.
ἐξ-αυλίζομαι, μέλ. -ίσομαι, αποθ., εγκαταλείπω το σημείο
στρατοπέδευσης, εξέρχομαι από το στρατόπεδο προς την πόλη, σε Ξεν.
ἐξ-αυτῆς, επίρρ. αντί ἐξ αὐτῆς (τῆς ὥρας), ακριβώς εκείνη την ώρα,
αμέσως, ταυτοχρόνως, σε Θέογν.
ἐξ-αῦτις, επίρρ., I. ξανά, πάλι, ακόμη μια φορά, εκ νέου, από την αρχή,
σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για τόπο, πίσω ξανά, προς τα πίσω, στο ίδ.
ἐξ-αυτομολέω, μέλ. —ήσω , αυτομολώ, λιποτακτώ από κάπου, σε
Αριστοφ.
ἐξ-αυχέω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ -ηύχησα, κομπάζω, καυχιέμαι
μεγαλοφώνως, πρεσβεύω, ομολογώ, δηλώνω απροκάλυπτα, μιλώ
φανερά, σε Τραγ.
ἐξ-αύω, μέλ. -σω, φωνάζω δυνατά, ξεφωνίζω, σε Σοφ.
ἐξ-αφαιρέω, μέλ. -ήσω, αφαιρώ, αποσπώ κάτι· στη Μέσ., αόρ. βʹ -
αφειλόμην, σε Ομήρ. Οδ.
ἐξ-αφίημι, μέλ. -αφήσω, I. εξακοντίζω, ξαποστέλνω, απαλλάσσω
κάποιον από υποχρέωση, κατηγορία, σε Ξεν. II. αποδεσμεύω από κόπο,
μόχθο, με γεν., σε Σοφ.
ἐξ-αφίσταμαι, Παθ., με αόρ. βʹ, Ενεργ. παρακ. και υπερσ.,
απομακρύνομαι ή αποσύρομαι από, τινος, σε Σοφ., Ευρ.
ἐξ-ᾰφρίζομαι, Μέσ., βράζω κάτι μέχρι να αφρίσει και μετά αφαιρώ τον
αφρό του, ξαφρίζω· μεταφ., λέγεται για άλογο, ἐξαφρίζεσθαι μένος, σε
Αισχύλ.
ἐξ-ᾰφύω (ἀφύσσω), αντλώ οινοπνευματώδες ποτό, σε Ομήρ. Οδ.
ἑξά-χειρ, -χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει έξι χέρια, σε Λουκ.
ἑξά-χοος, -οον, συνηρ. -χους, -ουν, αυτός που χωρά έξι χόες, σε Πλούτ.
227
από ένα στερεό σώμα (όταν χτυπήσει πάνω του), σε Ευρ.· διαφεύγω,
ξεφεύγω, σε Αριστοφ.· με αιτ., παρακάμπτω, αποφεύγω, στον ίδ.
ἐξ-όλλῡμι και -ύω, μέλ. -ολέσω, Αττ. -ολῶ, αόρ. αʹ -ώλεσα, παρακ. -
ολώλεκα· I. καταστρέφω ολοκληρωτικά, αφανίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
κ.λπ. II. Μέσ., με παρακ. βʹ ἐξόλωλα, καταστρέφομαι εντελώς, χάνομαι,
σε Σοφ. κ.λπ.
ἐξ-ολοθρεύω, μέλ. -σω, καταστρέφω εντελώς, αφανίζω, σε Κ.Δ.
ἐξ-ολολύζω, μέλ. -ξω, ουρλιάζω, στριγγλίζω δυνατά, σε Βατραχομ.
ἐξ-ομᾰλίζω, μέλ. -σω, εξομαλύνω, λειαίνω, σε Βάβρ.
ἐξ-ομηρεύομαι, Μέσ., παίρνω ως ομήρους, σε Πλούτ.
ἐξομήρευσις, ἡ, απαίτηση, αξίωση ομήρων, σε Πλούτ.
ἐξομῑλέω, μέλ. -ήσω, I. συναναστρέφομαι, συναγελάζομαι, τινί, σε Ξεν.·
κάνω παρέα με κάποιον, σε Ευρ. II. Μέσ., βρίσκομαι μακριά από τους
φίλους μου, είμαι μόνος ανάμεσα στο πλήθος, στον ίδ.
ἐξ-όμῑλος, -ον, αυτός που βρίσκεται έξω από τον κύκλο του, ξένος, σε
Σοφ.
ἐξ-ομμᾰτόω, μέλ. -ώσω, I. ανοίγω τα μάτια κάποιου — Παθ., βρίσκω,
ανακτώ την όρασή μου, σε Σοφ. παρά Αριστοφ. II. μεταφ., ξεκαθαρίζω
ή αποσαφηνίζω, φανερώνω, σε Αισχύλ.
ἐξ-όμνῡμι και -ύω· μέλ. ἐξομοῦμαι, αόρ. αʹ ἐξώμοσα· 1. ορκίζομαι για να
επιβεβαιώσω κάτι, σε Δημ.· ορκίζομαι αρνούμενος κάτι, ἐξ.τὸ μὴ εἰδέναι,
σε Σοφ.· κυρίως στη Μέσ., αρνούμαι ή αποκρούω κάτι με όρκο,
ορκίζομαι επισήμως ότι δεν γνωρίζω κάτι, σε Δημ. κ.λπ. 2. αρνούμαι ένα
αξίωμα ορκιζόμενος ότι δεν μπορώ να το εκτελέσω, σε Αισχίν. κ.λπ.
ἐξ-ομοιόω, μέλ. -ώσω, κάνω κάτι όμοιο, εξομοιώνω, συγκρίνω, σε
Ηρόδ., Πλάτ. — Παθ., γίνομαι ή είμαι όμοιος με, σε Σοφ., Ευρ.
ἐξομοίωσις, -εως, ἡ, εξομοίωση κάποιου με κάποιον άλλον, σε Πλούτ.
ἐξομολογέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., I. 1. ομολογώ κάτι πλήρως, σε
Πλούτ., Κ.Δ. 2. αποδίδω ευχαριστίες, εκφράζω ευχαριστίες, δοξάζω ή
δοξολογώ, στο ίδ. II. στην Ενεργ., συμφωνώ, υπόσχομαι, στο ίδ.
ἐξ-ομόργνῡμι, μέλ. -ομόρξω· I. σφουγγίζω, σκουπίζω από, σε Ευρ. —
Μέσ., αποβάλλω, βγάζω από τον εαυτό μου, καθαίρομαι, εξαγνίζμαι από
μίασμα, στον ίδ. II. 1. μεταφ., ἐξομόρξασθαί τινι μωρίαν, βγάζω την
ανοησία κάποιου σε κάποιον άλλο, δηλ. του αποδίδω μερίδιο αυτής, στον
ίδ. 2. αποτυπώνω ή εντυπώνω πάνω σε, σε Πλάτ.
ἐξ-ονειδίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, 1. με αιτ. πράγμ., θυμίζω σε κάποιον τα παλιά
σφάλματά του, σε Σοφ., Ευρ.· ἐξονειδισθεὶς κακά, αυτός που έχει
επιρρίψει προσβλητικές κατηγορίες πάνω σε κάποιον, σε Σοφ.· απλώς,
ξεστομίζω, Λατ. objicere, σε Ευρ. 2. με αιτ. προσ., μέμφομαι, επικρίνω,
κατακρίνω, κατηγορώ κάποιον, σε Σοφ.
ἐξ-ονομάζω, μέλ. -σω, I. μιλώ, εκφράζομαι μεγαλοφώνως, ανακοινώνω,
αναφέρω, σε Όμηρ. II. αποκαλώ με το όνομά του, σε Πλούτ.
240
Δημ.· ακολουθ. από ἦ μήν (Ιων. ἦ μέν) με απαρ. μέλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με
αιτ. πράγμ., κάνω κάποιον να ορκιστεί σε κάτι, στον ίδ.
ἐξόρκωσις, -εως, ἡ, δέσμευση μέσω όρκου, σε Ηρόδ.
ἐξ-ορμάω, μέλ. -ήσω, I. 1. αποστέλνω, στέλνω σε πόλεμο, σε Αισχύλ.,
Ευρ.· ἐξ. τὴν ναῦν, ξεκινώ το πλοίο, το οδηγώ στο πέλαγος, σε Θουκ. —
Παθ., επιβιβάζομαι, ξεκινώ, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για βέλη,
ορμώ, εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι από το τόξο, στον ίδ. 2. ωθώ σε δράση,
παροτρύνω, παρορμώ, στον ίδ., σε Θουκ. II. αμτβ. ως Παθ., εκπλέω,
ξεκινώ, λέγεται για πλοίο, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· με γεν., φεύγω, αποχωρώ,
αναχωρώ από, σε Ευρ.· μεταφ., ξεσπώ, λέγεται για ασθένεια, σε Σοφ.·
σφοδρὸς ἐφ' ὅτι ἐφορμήσειε, σφοδρός, έντονος σε οτιδήποτε επιχείρησε,
σε Πλάτ.
ἐξ-ορμέω, μέλ. -ήσω, είμαι έξω απ' τον όρμο ή το λιμάνι, σε Αισχίν.
ἐξ-ορμίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, 1. βγάζω έξω από το λιμάνι, σε Δημ. 2.
κατεβάζω, σε Ευρ.· Παθ. παρακ. με Μέσ. σημασία, ἐξώρμισαι σὸν πόδα,
έχεις οδηγηθεί, προσέλθει, στον ίδ.
ἔξ-ορμος, -ον, αυτός που αποπλέει από το λιμάνι, με γεν., σε Ευρ.
ἐξ-ορούω, μέλ. -σω, ξεπηδώ, σε Όμηρ.
ἐξ-ορύσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. σκάβω και βγάζω χώμα από χαντάκι,
εξορύσσω, σε Ηρόδ. II. βγάζω με σκάψιμο από το έδαφος, ξεθάβω, στον
ίδ., σε Αριστοφ.· μεταφ., ἐξ. αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμούς, σε Ηρόδ.
ἐξ-ορχέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., I. απομακρύνομαι ορχούμενος,
απέρχομαι χορεύοντας, σε Δημ. II. με αιτ. πράγμ., αποκαλύπτω,
φανερώνω, προδίδω μυστικά, σε Λουκ.
ἐξόσδω, Δωρ. αντί ἐξόζω.
ἐξ-οσιόω, μέλ. -ώσω, αφιερώνω, διαθέτω, αφοσιώνω, σε Πλούτ.
ἐξ-οστρᾰκίζω, μέλ. -σω, εξορίζω με οστρακισμό, εξοστρακίζω, σε
Ηρόδ., Πλάτ.
ἐξοστρᾰκισμός, ὁ, εξορία, εκδιωγμός μέσω οστρακισμού, σε Πλούτ.
ἐξ-ότε, επίρρ. (ἐξ ὅτε) = ἐξ οὗ, από την στιγμή που, σε Αριστοφ.
ἐξ-οτρύνω, μέλ. -ῠνῶ, παροτρύνω, παρορμώ, ωθώ, τινὰ ποιεῖν τι, σε
Αισχύλ., Ευρ.· τινὰ ἐπί τι, σε Θουκ.
ἐξ-ουδενόω, μέλ. -ώσω (οὐδείς), αψηφώ, αγνοώ, περιφρονώ, σε Κ.Δ.
ἐξ-ουθενέω, μέλ. -ήσω (οὐθείς) = ἐξουδενόω, σε Κ.Δ.
ἐξούληςδίκη, ἡ (ἐξείλλω), αγωγή εναντίον του αποκλεισμού, την οποία
υπέβαλε κάποιος που αποκλείσθηκε από την περιουσία του από τον
εναγόμενο κατά απαίτηση, σε Δημ.
ἐξουσία, ἡ (ἔξεστι), I. δυνατότητα ή δικαιοδοσία να γίνει κάτι, με απαρ.,
σε Θουκ., Ξεν.· με γεν., εξουσία πάνω σε, δικαίωμα, σε Θουκ., Πλάτ. II.
1. απόλ., δύναμη, εξουσία, ισχύ, αντίθ. προς το δίκαιο, σε Θουκ.· επίσης
άδεια, προνόμιο, σε Δημ. 2. αξίωμα, αρχή, Λατ. potestas, σε Πλάτ. 3. ως
αφηρημένο ουσ. επίσης όπως το Λατ. potestas, σώμα αρχόντων, στον
242
πληθ., οι αρχές, σε Κ.Δ. III. αφθονία μέσων, πόροι, σε Θουκ. IV. πομπή,
σε Πλούτ.
ἐξουσιάζω, μέλ. -σω, ασκώ εξουσία, με γεν., σε Κ.Δ.
ἐξ-οφέλλω, αυξάνω κάτι υπερβολικά, ἐξώφελλεν ἔεδνα, πρόσφερε
υψηλότερη προίκα, αύξησε τα δώρα, σε Ομήρ. Οδ.
ἐξ-όφθαλμος, -ον, αυτός που τα μάτια του προεξέχουν, είναι πεταχτά,
γουρλομάτης, σε Ξεν.
ἔξοχα, επίρρ., βλ. ἔξοχος.
ἐξοχή, ἡ (ἐξέχω), προεξοχή· οἱ κατ' ἐξοχήν, οι εξέχοντες, οι επίσημοι, σε
Κ.Δ.
ἔξοχος, -ον (ἐξέχω), I. 1. αυτός που προεξέχει· μεταφ., εξέχων,
διακεκριμένος, εξαίρετος, λαμπρός, σε Όμηρ. 2. με γεν., αυτός που
υπερέχει, ο πλέον διακεκριμένος, υπέρτερος, ο ισχυρότερος, με χρήση ως
υπερθ., ἔξοχος ἡρώων, ἔξ. ἄλλων, σε Ομήρ. Ιλ.· ο πραγματικός υπερθ.
είναι το ἐξοχώτατος, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με δοτ., μέγ' ἔξοχοι
αἰπολίοισιν, οι πιο διαλεχτές ανάμεσα στα κοπάδια, σε Ομήρ. Οδ.·
ομοίως και, ἐν πολλοῖσι ἔξοχος ἡρώεσσιν, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. ουδ. πληθ.,
ἔξοχα ως επίρρ., ειδικά, πάνω από όλα, ιδιαίτερα, σε Όμηρ.· ἐμοὶ δόσαν
ἔξοχα, μου απέδωσαν ύψιστη τιμή, σε Ομήρ. Οδ.· ἔξοχ' ἄριστοι, οι
καλύτεροι πέρα από κάθε σύγκριση, σε Όμηρ. 2. με γεν., ἔξοχα πάντων,
ασύγκριτα, υπεράνω όλων, μακράν, πάνω από όλα, στον ίδ.
ἐξ-οχῠρόω, μέλ. -ώσω, ενισχύω, θωρακίζω, οχυρώνω, σε Πλούτ.
ἐξ-υβρίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, αποθρασύνομαι, αποχαλινώνομαι, οργιάζω,
αυθαδιάζω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐξ. ἐς τόδε, να φτάσει κάποιος σε
τέτοιο σημείο αυθάδειας, θράσους, στον ίδ.· με επίθ. ουδ., παντοῖα ἐξ.,
διαπράττω όλα τα είδη βίας, σε Ηρόδ.
ἐξυνῆκα, ἐσυνῆκα, αντί ξυνῆκα, ποιητ. αόρ. αʹ με διπλή αύξηση του
συνίημι.
ἐξ-υπανίστημι, μόνο σε αμτβ. αόρ. βʹ, σμῶδιξ μεταφρένου ἐξυπανέστη,
οίδημα που εμφανίστηκε κάτω από το δέρμα της πλάτης, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐξ-υπειπεῖν, = ὑπειπεῖν, συμβουλεύω, σε Ευρ.
ἐξ-ύπερθε[ῠ], επίρρ., = ὕπερθε, από ψηλά, σε Σοφ.
ἐξ-υπηρετέω, μέλ. -ήσω, βοηθώ μέχρι εσχάτων, σε Σοφ.
ἐξ-υπνίζω, μέλ. -σω (ὕπνος), σηκώνω κάποιον από τον ύπνο, σε Κ.Δ. —
Παθ., αφυπνίζομαι, ξυπνώ, σε Πλούτ.
ἔξ-υπνος, -ον, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο, αφυπνισμένος,
ξύπνιος, σε Κ.Δ.
ἐξ-υπτιάζω, μέλ. -σω, αναποδογυρίζω, Λατ. resupinare, σε Αισχύλ.· ἐξ.
ἑαυτόν, γέρνω το κεφάλι προς τα πίσω με υπεροψία, σε Λουκ.
ἐξῠράμην, Μέσ. αόρ. αʹ του ξυρέω· ἐξύρημαι, Παθ. παρακ.
ἔξυσμαι, Παθ. παρακ. του ξύω.
ἐξ-ῠφαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, αποτελειώνω την ύφανση, σε Ηρόδ.
ἐξύφασμα[ῠ], -ατος, τό, αποτελειωμένο ύφασμα, σε Ευρ.
243
ἐνδ.σαρκός, δηλ. το δέρμα κάποιου, στον ίδ. II. ντυμένος, καλυμμένος με,
στέμμασιν, στον ίδ.
ἐν-δύω και -δύνω[ῡ], με Μέσ. ἐνδύομαι, μέλ. -δύσομαι, αόρ. αʹ -
ενεδυσάμην και Ενεργ. αόρ. βʹ -έδυν· I. με αιτ., μπαίνω, εισέρχομαι· 1.
λέγεται για ρούχα, φορώ, ντύνω, Λατ. induere sibi, ἔνδυνε χιτῶνα, σε
Ομήρ. Ιλ.· πέπλον, σε Σοφ.· ομοίως και σε Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.·
παρακ. ἐνδεδύκα, φορώ χιτώνες, κιθῶνας, σε Ηρόδ.· μεταφ., υποκρίνομαι,
κοροϊδεύω, παίρνω το ύφος κάποιου, προσλαμβάνω την έκφραση του, τον
υποδύομαι, σε Κ.Δ. 2. εισέρχομαι, εισχωρώ, εισδύω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.
κ.λπ.· επίσης, ἐνδ. εἰς..., σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης με δοτ., σε Ξεν.· απόλ.,
διεισδύω, εισέρχομαι, μπαίνω, σε Ηρόδ. II. 1. Μτβ. σε ενεστ. ἐνδύω, μέλ.
-δύσω, αόρ. αʹ -έδυσα· Λατ. induere alicui, ντύνω κάποιον άλλο, καλύπτω,
περιβάλλω, σκεπάζω με ρούχα, με διπλή αιτ., σε Ξεν. 2. ντύνω, τινά, σε
Ηρόδ.
ἐνέβᾰλον, αόρ. βʹ του ἐμβάλλω.
ἐνέγκαι, ἐνεγκεῖν, απαρ. αορ. αʹ και βʹ του φέρω.
ἐνεγύησα, ανώμ. αόρ. του ἐγγυάω.
ἐνέδρα, ἡ, καρτέρι, ενέδρα, παραφύλαξη· 1. στήσιμο ενέδρας,
παγίδα, σε Θουκ., Ξεν. 2. αυτοί που ενεδρεύουν, που παραμονεύουν, στον
ίδ.
ἐνεδρεύω, παρατ. ἐνήδρευον, μέλ. ἐνεδρεύσω, αόρ. αʹ ἐνήδρευσα·
στήνω ενέδρα, καρτέρι, παραμονεύω, παραφυλάω, Λατ. insidiari, τινά, σε
Δημ. 1. Παθ., συλλαμβάνομαι σε μία ενέδρα, παγιδεύομαι, σε Ξεν. 2.
απόλ., στήνω ή οργανώνω ενέδρα, επιβουλεύομαι, σε Θουκ., Ξεν.· ομοίως
και στη Μέσ., στον ίδ. — Παθ., βρίσκομαι σε ενέδρα, στον ίδ.
ἔν-εδρος, -ον (ἕδρα), ένοικος, συγκάτοικος, κάτοικος, τρόφιμος, σε
Σοφ.
ἐνέδυν, αόρ. βʹ του ἐνδύω.
ἐν-έζομαι, μέλ. -εδοῦμαι· αποθ., έχω την έδρα μου, την κατοικία μου
σε ένα μέρος, με αιτ., σε Αισχύλ.
ἐνέηκα, Επικ. αντί ἐνῆκα, αόρ. αʹ του ἐνίημι.
ἐνέην, Επικ. αντί ἐνῆν, παρατ. του ἔνειμι (εἰμί sum).
ἐνεῖδον, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση με το ἐνοράω να χρησιμ.
αντί αυτού· παρατηρώ κάτι, τι ἔν τινι, σε Θουκ.· τί τινι, σε Ξεν.· απόλ.,
παρατηρώ, διακρίνω, βλέπω μέσα από, σε Σοφ.
ἐν-ειδο-φορέω, λέγεται για γλύπτη ή αγαλματοποιό, δίνω μορφή σε
κάτι, σε Ανθ.
ἔνεικα, Επικ. αντί ἤνεγκα, Επικ. προστ. ἔνεικε, απαρ. -έμεν, αόρ. αʹ
του φέρω.
ἐνείκεον, Ιων. παρατ. του νεικέω.
ἐν-ειλέω, μέλ. —ήσω = ἐνείλλω, περιτυλίγω μέσα· μεταφ. σε Παθ.,
συμπλέκομαι, εμπλέκομαι, συγκρούομαι, τοῖς πολεμίοις, σε Πλούτ.
ἐνειλίσσω, Ιων. αντί ἐνελίσσω.
258
Αισχύλ. II. λέγεται για ένθεη μανία, αυτός που βρίσκεται σε έκσταση,
εμπνευσμένος από το θεό, ενθουσιώδης, μανιώδης, οργιαστικός, στον ίδ.
ἐν-θερμαίνω, θερμαίνω, ζεσταίνω, πυρώνω — Παθ., ἐντεθέρμανται
πόθῳ, είναι θερμοί από πάθος, σε Σοφ.
ἔνθεσις, -εως, ἡ (ἐντίθημι), τοποθέτηση, χώσιμο· επίσης, κομμάτι
τροφής που μπαίνει στο στόμα, μπουκιά, χαψιά, σε Αριστοφ.
ἔν-θεσμος, -ον, νόμιμος, σύννομος, όπως το ἔννομος, σε Πλούτ.
ἔνθετος, -ον (ἐντίθημι), τοποθετημένος, βαλμένος, φυτεμένος,
εμφυτευμένος, μπηγμένος, καρφωμένος, σε Θέογν.
ἐνθεῦτεν, Ιων. αντί ἐντεῦθεν.
ἔν-θηρος, -ον (θήρ),· I. αυτός που είναι γεμάτος με άγρια θηρία,
που λυμαίνεται από αυτά, σε Ευρ. II. μεταφ., απολίτιστος, βάρβαρος,
άγριος, εξαγριωμένος, τραχύς, σε Αισχύλ.· ατημέλητος, γυμνός, σε Σοφ.
ἐν-θνῄσκω, μέλ. -θᾰνοῦμαι· 1. αποθνήσκω, πεθαίνω σε ένα μέρος,
σε Σοφ., Ευρ. 2. λέγεται για το χέρι, ναρκώνομαι, παραμένω αδρανείς μέσα
σε, τινί, στον ίδ.
ἐνθουσιάζω και ἐνθουσιάω (ἔνθεος), εμπνέομαι ή κατέχομαι,
καταλαμβάνομαι από το πνεύμα του θεού, είμαι θεόληπτος, θεοφορούμαι,
βρίσκομαι σε έκσταση, σε Ξεν., Πλάτ.· με δοτ., ἐνθουσιᾶν κακοῖς, σε Ευρ.
ἐνθουσιαστικός, -ή, -όν, εμπνευσμένος, σε Πλάτ. κ.λπ.
ἐνθουσιάω, βλ. ἐνθουσιάζω.
ἐνθουσιώδης, -ες (ἐνθουσιάω, εἶδος), αυτός που κατέχεται από
ενθουσιασμό, ενθουσιασμένος, περιχαρής, σε Πλούτ.
ἐνθρέψασθαι, απαρ. Μέσ. αορ. αʹ του ἐντρέφω.
ἔνθρυπτος, -ον (θρύπτω), θρυμματισμένος, τριμμένος και ριγμένος
μέσα σε υγρό· τὰ ἔνθρυπτα, μουσκεμένο ψωμί, παξιμάδι, σε Δημ.
ἐν-θρώσκω, μέλ. -θοροῦμαι, αόρ. βʹ ἐνέθορον, Επικ. ἔνθορον· πηδώ
μέσα, επάνω ή ανάμεσα, τινάζομαι, αναπηδώ, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.·
λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, πηδώντας τον κλώτσησε στο ισχίο με τα πόδια του, σε
Ομήρ. Οδ.
ἐν-θῡμέομαι, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐνεθυμήθην, παρακ. ἐντεθύμημαι
(θυμός)· 1. α) βάζω κάτι στο μυαλό μου, μελετώ, εξετάζω καλά,
συλλογίζομαι, σκέπτομαι, σταθμίζω, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ. β) με γεν.,
ἐνθυμεῖσθαί τινος, το να σκέπτεται κάποιος πολύ ή βαθιά για κάτι, στον ίδ.,
σε Ξεν. γ) ακολουθ. από αναφορ., όπως για παράδειγμα το ὅτι, σκέφτομαι,
υπολογίζω ότι, σε Αριστοφ. κ.λπ. δ) με μτχ., οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος,
δεν είχε συνείδηση του ότι επαίρεται, σε Θουκ. 2. παίρνω κάτι κατάκαρδα,
πληγώνομαι, οργίζομαι, συγχύζομαι, τι, σε Αισχύλ., Δημ. 3. καταλήγω στη
λύση ενός ζητήματος, καταστρώνω σχέδιο, επινοώ, σε Θουκ. 4. εξάγω
συμπεράσματα, συνάγω, συμπεραίνω, σε Δημ.
ἐνθύμημα, τό, I. σκέψη, συλλογισμός, λογικό επιχείρημα, σε Σοφ.,
Αισχίν. II. εφεύρεση, επινόηση, σε Ξεν.
264
προσ., εξωθώ, βάζω μέσα, αναγκάζω, σπρώχνω, ἐνσ. τινὰ ἀγρίαις ὁδοῖς,
στον ίδ.
ἐν-σημαίνομαι, μέλ. -ᾰνοῦμαι· Μέσ., εκδηλώνομαι,
γνωστοποιούμαι, κοινολογούμαι, σε Ξεν.
ἐν-σκέλλω, παρακ. ἐνέσκληκα, αποξηραίνω, μαραίνω, σε Ανθ.
ἐν-σκευάζω, μέλ. -άσω, 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω, σε Αριστοφ. 2.
ντύνομαι, φορώ ένδυμα, σε Πλούτ.· Ἡρακλέα 'νεσκεύασα, σε μεταμφίεσα
σε Ηρακλή, σε έντυσα όπως εκείνον, σε Αριστοφ. — Μέσ., ντύνομαι,
στολίζομαι, μεταμφιέζομαι με άλλα ρούχα, στον ίδ.· εξοπλίζομαι, σε Ξεν.
— Παθ., είμαι εξοπλισμένος, εφοδιασμένος, σε Ηρόδ.
ἐν-σκήπτω, μέλ. -ψω, I. εκσφενδονίζω, εξακοντίζω προς ή πάνω, τί
τινι, σε Ηρόδ. II. αμτβ., ρίχνω μέσα σε ή πάνω σε, στον ίδ., σε Σοφ.
ἐν-σκίμπτω, ποιητ. ἐνι-σκ-, Επικ. τύπος του προηγ., χαμηλώνω,
οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα, για άλογα που κρεμούν, χαμηλώνουν,
σκύβουν το κεφάλι τους θλιμμένα για τον χαμό του κυρίου τους, σε Ομήρ.
Ιλ. — Παθ., μπήγομαι, καρφώνομαι στο έδαφος, στο ίδ.
ἐν-σκιρρόω, μέλ. -ώσω, σκληραίνω, παγιώνω, σταθεροποιώ —
Παθ., γίνομαι χρόνιος, λέγεται για ασθένειες, σε Ξεν.
ἔν-σοφος, -ον, σοφός σε κάτι, σε Ανθ.
ἔν-σπονδος, ὁ (σπονδή), I. αυτός που περιλαμβάνεται σε ανακωχή
ή συνθήκη, σε Θουκ.· ἔνσπ. τινι, σε συμμαχία με κάποιον, σε Ευρ., Θουκ.·
και ως ουσ., σύμμαχος, στο ίδ. II. αυτός που βρίσκεται κάτω από ανακωχή
ή αυτός που έχει άδεια εισόδου σε εχθρική ζώνη, σε Ευρ.
ἐν-στάζω, μέλ. -ξω, στάζω μέσα σε κάτι, με δοτ., σε Αριστοφ. —
Παθ., ενσταλάζομαι μέσα, εμποτίζομαι, εμβάλλομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
ἐν-στᾰλάζω, μέλ. -ξω = ἐνστάζω, εἴς τι, σε Αριστοφ.
ἔνστᾰσις, -εως, ἡ (ἐνίσταμαι), αρχή, σχέδιο, διεξαγωγή, σε Αισχίν.
ἐνστάτης[ᾰ], -ου, ὁ (ἐνίσταμαι), αντίπαλος, εχθρός, σε Σοφ.
ἐν-στέλλω, μέλ. -στελῶ, ντύνω, ενδύω — Παθ., στολὴν
ἐνεσταλμένος, αυτός που είναι ντυμένος με στολή, σε Ηρόδ.
ἐν-στηρίζω, μέλ. -ξω, στηρίζω, καρφώνω, μπήγω — Παθ., γαίῃ
ἐνεστήρικτο, καρφώθηκε γερά στη γη, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐν-στρᾰτοπεδεύομαι, αποθ., στρατοπεδεύω, σε Ηρόδ.· ομοίως και
στην Ενεργ., Θουκ.
ἐν-στρέφω, μέλ. -ψω, 1. στρέφω μέσα, — Παθ., στρέφομαι ή
κινούμαι σε έναν τόπο, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ. 2. με αιτ. τόπου, σηκοὺς
ἐνστρέφειν, επίσκεψη, επιθεώρησή τους, σε Ευρ.
ἐν-σφρᾱγίζω, Ιων. -σφρηγίζω, σφραγίζω, εντυπώνω ως σφραγίδα
πάνω σε κάτι άλλο, με δοτ., σε Ανθ.
ἔνταλμα, -ατος, τό = ἐντολή, σε Κ.Δ.
ἐν-τάμνω, Ιων. αντί ἐν-τέμνω.
ἐν-τᾰνύω, μέλ. -σω, ποιητ. και Ιων. αντί ἐντείνω, τεντώνω ή εκτείνω
γερά με χορδές ή λουριά, σε Όμηρ.· ἐντανύσας (τὸν θρόνον ἱμᾶσιν),
272
του τόσο στενά, ώστε να φαίνονται τα μέλη του σώματός του, σε Ομήρ.
Ιλ.
ἐν-τῠπόω, μέλ. -ώσω, εγχαράζω, εγγλύφω, σκαλίζω στην
επιφάνεια, σε Πλούτ.
ἐν-τύφω[ῡ], μέλ. -θύψω, καπνίζω κάτι, ρίχνω πάνω του καπνό,
όπως κάνει κάποιος στις σφήκες, σε Αριστοφ.
ἐντύω, βλ. ἐντύνω.
Ἐνῡάλιος[ᾰ], ὁ, I. 1. ο Πολεμοχαρής, επίθ. του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.,
Σοφ. κ.λπ. 2. ως προσηγορικό όνομα, πόλεμος, μάχη, σε Ευρ. II. ως επίθ.,
πολεμικός, μαινόμενος, βίαιος, έξαλλος, άγριος, σε Θεόκρ.
ἐν-υβρίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, προσβάλλω, κακολογώ ή κοροϊδεύω,
εμπαίζω κάποιον για κάτι, με δοτ., σε Σοφ.· τινὰ ἐν κακοῖς, σε Ευρ.
ἔν-υδρις, ἡ, γεν. -ιος (ὕδωρ), νερόφιδο, σε Ηρόδ.
ἐνυδρό-βῑος, -ον, αυτός που ζει στο νερό, σε Ανθ.
ἔν-υδρος, -ον (ὕδωρ), 1. αυτός που έχει νερό μέσα του, που
περιέχει, συγκρατεί νερό, ἔν. τεῦχος, δηλ. μπάνιο, λουτρό, σε Αισχύλ.·
λέγεται για χώρες, αυτές που αρδρεύονται καλά, σε Ηρόδ.· ἔν. φρούριον,
εφοδιασμένο, προμηθευμένο με νερό, σε Ξεν. 2. φτιαγμένος από νερό,
υδάτινος, σε Ευρ. 3. αυτός που ζει μέσα στο νερό ή κοντά σε αυτό, λέγεται
για τις Νύμφες, σε Σοφ.· λέγεται για φυτά, σε Αριστοφ.
ἔνυξα, αόρ. αʹ του νύσσω.
ἐν-ύπνιον, τό (ὕπνος), 1. αυτό που βλέπεται στον ύπνο, ἐνύπνιον
ἦλθεν ὄνειρος, όνειρο ή όραμα ήρθε κατά τη διάρκεια του ύπνου, σε Ομήρ.
Οδ.· απ' όπου ως επίρρ., ἐνύπνιον ἑστιᾶσθαι, φαγοπότι με το Βαρμηχίδη
(από τις «Χίλιες και μια νύχτες»), δηλ. φαγοπότι που φαίνεται ωραίο αλλά
τελικά δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες, είναι απατηλό και ψεύτικο, σε
Αριστοφ. 2. απλώς, το όνειρο, σε Ηρόδ., Αττ.
ἐν-ύπνιος, -ον (ὕπνος), αυτός που εμφανίζεται στα όνειρα, σε
Αισχύλ.
ἐνύσταξα, αόρ. αʹ του νυστάζω.
ἐν-ῠφαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, υφαίνω, κεντώ διακοσμητικό σχέδιο —
Παθ., υφαίνομαι, σε Ηρόδ.
ἐνῠφαντός, -όν, υφαντός, κεντημένος, σε Θεόκρ.
Ἐνῡώ, γεν. -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, η Ενυώ, θεότητα του πολέμου,
αντίστοιχη της ρωμ. Bellona, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
ἐν-ωθέω, αόρ. αʹ -έωσα, ωθώ, σπρώχνω προς τα μέσα ή πάνω σε,
σε Πλούτ., Λουκ.
ἐνωμοτ-άρχης, ή -αρχος, -ου, ὁ, αρχηγός ἐνωμοτίας, σε Θουκ., Ξεν.
ἐνωμοτία, ἡ, ομάδα ενόρκων στρατιωτών, υποδιαίρεση του σπαρτ.
στρατού, ο λόχος περιελάμβανε τέσσερις πεντηκοστύες, κάθε πεντηκοστύς
περιελάμβανε τέσσερις ἐνωμοτίας και κάθε ἐνωμοτία τριανταδύο άνδρες,
σε Θουκ., Ξεν.
278
ἐπί, πρόθ. με γεν., δοτ. και αιτ.: Ριζική σημασία, επάνω, επί, εις.
Α. ΜΕ ΓΕΝ.· I. λέγεται για τόπο, 1. με ρήματα στάσης, επί ή πάνω, κεῖσθαι
ἐπὶ χθονός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐφ' ἵππου, πάνω στην πλάτη του αλόγου, έφιππος
κ.λπ.· ἐπὶγῆς, πάνω στη γη, επίγειος, σε Σοφ.· ἐπ' ἀγροῦ, στον αγρό, σε
Ομήρ. Οδ. επίσης πλησίον ή κοντά, ἐπίΛήμνου, έξωθεν, μακριά από τη
Λήμνο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με ρήματα κίνησης, η σημασία είναι πλήρης,
μεστός, ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν, έσυραν το πλοίο εξολοκλήρου πάνω στην
ξηρά και το άφησαν εκεί, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἀναβῆναι ἐπὶ τῶν πύργων, σε
Ξεν. 2. όχι αυστηρά για τόπο, μένειν ἐπὶ τῆς ἀρχῆς, παραμένω στο αξίωμα,
στον ίδ.· ἐπὶ τῶν πραγμάτων, απασχολημένος με υποχρεώσεις, σε Δημ.·
λέγεται για πλοία, ὁρμεῖν ἐπ' ἀγκύρας, είμαι αγκυροβολημένος (δηλ.
εξαρτώμαι από), σε Ηρόδ. 3. μαζί με την προσ. και αυτοπαθ. αντων., ἐφ'
ὑμείων, από μέσα σας, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐφ' αὑτοῦ, από μόνος του, σε Θουκ.·
αὐτός ἐφ' ἑαυτοῦ, σε Ξεν. 4. μαζί με αριθμητικά για να δηλωθεί το βάθος
ενός στρατιωτικού σώματος, ἐπὶ τεττάρων, βάθους τεσσάρων ανδρών,
στον ίδ.· ἐπ' ὀλίγων, δηλ. σε μακριά και λεπτή γραμμή, στον ίδ.· ἐφ'ἑνός,
σε μία γραμμή (δηλ. χωρίς βάθος), στον ίδ. 5. με γεν. προσ., ενώπιον, με
την παρουσία κάποιου, Λατ. coram, ἐπὶ πάντων, σε Δημ. 6. μαζί με ρήματα
αίσθησης, ὁρᾶντι ἐπί τινος, σε Ξεν. 7. λέγεται για κίνηση, προς,
προτρέποντο ἐπὶ νηῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· πλεῖν ἐπὶ Χίου, πλέω για τη Χίο, σε
Ηρόδ.· ἡ ἐπὶ Βαβυλῶνος ὁδός, ο δρόμος που οδηγεί στη Βαβυλώνα, σε
Ξεν. II. λέγεται για χρόνο, στα χρόνια κάποιου, ἐπὶπροτέρων ἀνθρώπων,
σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ Κύρου, σε Ηρόδ.· ἐπ' ἐμοῦ, στον καιρό μου, στον ίδ. III.
279
στον ίδ.· επίσης, ἐπεγράφου τὴν Γοργόνα, είχες την Γοργόνα ζωγραφισμένη
πάνω στην ασπίδα σου, σε Αριστοφ. III. σε Αττ. δικανικές φράσεις· 1.
καθορίζω την ποινή ή την αποζημίωση στο όνομα μίας καταγγελίας, στον
ίδ.· τὰ ἐπιγεγραμμένα, οι απαιτούμενες αποζημιώσεις, σε Δημ.· ομοίως και
στη Μέσ., σε Αισχίν. 2. καταχωρώ, καταγράφω στον δημόσιο κατάλογο,
σε Ρήτ. — Μέσ., καταγράφω το όνομα κάποιου, σε Θουκ.· επίσης,
ἐπεγράψαντο πολίτας, κατέγραψαν, κατεχώρησαν αυτούς ως πολίτες, στον
ίδ. 3. προστάτην ἐπιγράψασθαι, εκλέγω προστάτη και καταχωρώ το όνομά
του στον δημόσιο κατάλογο, όπως όλοι οι μέτοικοι στην Αθήνα είχαν την
υποχρέωση να κάνουν, σε Αριστοφ.· όμοιως και, ἐπιγράψασθαί τινα
κύριον, σε Δημ. IV. ἐπιγράψαι ἑαυτὸν ἐπί τι, δανείζω το όνομά μου σε κάτι,
προσυπογράφω, εγκρίνω, επιδοκιμάζω, σε Αισχίν.· ομοίως και στην Παθ.
και στη Μέσ., εγγράφω, επιγράφω το όνομά μου σε, στον ίδ. V. Μέσ.,
παίρνω ένα όνομα, σε Πλούτ.
ἐπί-γρῡπος, -ον, κάπως αγκιστροειδής, αγκυλωτός, λέγεται για το ράμφος
της ίβιδος (γένος πελαγόμορφων πουλιών), σε Ηρόδ.· λέγεται για
ανθρώπους, σε Πλάτ.
ἐπι-δαίομαι, αποθ. (δαίω Β), διανέμω, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., παρακ.
δέδασμαι, σε Ησίοδ.
ἐπι-δακρύω, μέλ. -ύσω [ῡ], δακρύζω για κάτι, απόλ., σε Αριστοφ.
ἐπι-δάμναμαι, Μέσ., υποτάσσω, καθυποτάσσω, σε Ανθ.
ἐπίδᾱμος, -ον, Δωρ. αντί ἐπίδημος.
ἐπι-δᾰνείζω, μέλ. -σω, δανείζω χρήματα για ήδη υποθηκευμένη
ιδιοκτησία, σε Δημ. — Μέσ., δανείζομαι χρήματα για παρομοίου
καθεστώτος ιδιοκτησία, στον ίδ.
ἐπι-δαψιλεύομαι, αποθ., παρέχω άφθονα σε κάποιον, δίνω, χορηγώ,
παραχωρώ πλουσιοπάροχα, τί τινι, σε Ηρόδ.· ἐπιδ. τινί τινος, παρέχω
αφθόνως σε κάποιον κάτι, σε Ξεν.· μεταφ., ερμηνεύω απόλυτα,
διασαφηνίζω, σε Λουκ.
ἐπιδέδρομα, παρακ. βʹ του ἐπιτρέχω.
ἐπιδεής, -ές (ἐπιδέομαι), αυτός που στερείται ενός πράγματος, τινος, σε
Πλάτ., Ξεν.· συγκρ., ἐπιδεέστερος ἐκείνων, κατώτερος εκείνων, σε Πλάτ.·
υπερθ. -έστατος, στον ίδ.
ἐπιδεῖ, απρόσ., βλ. ἐπιδέω Β.
ἐπίδειγμα, -ατος, τό (ἐπιδείκνυμι), δείγμα, υπόδειγμα, σε Ξεν., Πλάτ.
ἐπιδείελος, -ον, κατά το βράδυ, γύρω στο βράδυ· ουδ. ἐπιδείελα ως επίρρ.,
σε Ησίοδ.
ἐπι-δείκνῡμι και -ύω· μέλ. -δείξω, αόρ. αʹ -έδειξα, Ιων. -έδεξα· I. 1.
παρουσιάζω ως δείγμα, σε Αριστοφ.· γενικά, επιδεικνύω, εκθέτω,
παρουσιάζω, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. 2. Μέσ., επιδεικνύω ή παρουσιάζω για
τον εαυτό μου ή για κάτι που είναι δικό μου, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.·
ἐπιδείξασθαι λόγον, παρουσιάζω την ευγλωττία μου, την επιδεικνύω, στον
ίδ.· απόλ., επιδεικνύω, κάνω μία παρουσίαση, επίδειξη των δυνάμεών μου,
288
πιο γρήγορο, σε Ανθ. II. βάζω όλη μου τη δύναμη, τα δυνατά μου σε κάτι,
εργάζομαι με προθυμία για έναν σκοπό, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
ἐπίσαγμα, -ατος, τό, σαμάρι στην πλάτη ζώου· μεταφ., τοὐπίσαγμα τοῦ
νοσήματος, το φορτίο, το βάρος της ασθένειας, σε Σοφ.
ἔπῑσα, αόρ. αʹ του πιπίσκω.
ἐπι-σάττω, μέλ. -ξω, παρακ. Παθ. -σέσαγμαι· επισωρεύω φορτίο επάνω
στην πλάτη ζώου, φορτώνω, σε Ηρόδ.· ἵππον ἐπ., το σελώνω, το
σαμαρώνω, σε Ξεν.
ἐπίσειστος, -ον, αυτός που κυματίζει πάνω από το μέτωπο, σε Λουκ.
ἐπι-σείω, Επικ. ἐπισσ-, μέλ. -σω, 1. σείω προς ή εναντίον, με στόχο να
φοβίσω, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· Πέρσας ἐπ., επισείει αυτούς ως απειλή,
σε Πλούτ.· αλλά, ἐπ.τὴν χεῖρα, ως ένδειξη συναίνεσης, σε Λουκ. 2.
επιτίθεμαι σε κάποιον, προσβάλλω, με δοτ., σε Ευρ.
ἐπι-σεύω, Επικ. ἐπισσ-, I. θέτω σε κίνηση εναντίον, επιτίθεμαι σε
κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ. II. 1. Παθ., βιάζομαι ή σπεύδω προς, σε
Όμηρ.· με εχθρική σημασία, ορμώ σε ή εφορμώ εναντίον, με δοτ., σε
Ομήρ. Ιλ. 2. μτχ. Παθ. παρακ. ἐπεσσύμενος, με γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ.
ἐπέσσῠται, -το· κυρίως με εχθρική σημασία, ορμώ βιαίως, εφορμώ, στο ίδ.·
με δοτ., αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο, στο ίδ.· με αιτ., επιτίθεμαι, προσβάλλω, στο
ίδ.· με γεν., ἐπεσσύμενος πεδίοιο, αυτός που κινείται με ορμή πάνω στην
πεδιάδα, στο ίδ.· επίσης, χωρίς εχθρική σημασία, για να δηλώσει ταχεία
κίνηση, ἐπέσσυτο δέμνια, έπνεε πάνω από τα ρούχα, σε Ομήρ. Οδ.· με
απαρ., ἐπέσσυτο διώκειν, έσπευσε να ακολουθήσει κατόπιν, σε Ομήρ. Ιλ.·
μεταφ., συγκινούμαι, βρίσκομαι σε έξαρση, ενθέρμως ποθώ ή επιθυμώ
ζωηρά, θυμὸς ἐπέσσυται, στο ίδ.
ἐπί-σημα, -ατος, τό, = ἐπίσημον, σε Αισχύλ., Ευρ.
ἐπι-σημαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, I. αφήνω σημάδι πάνω σε κάποιον, λέγεται για
ασθένεια, νόσο, σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., σημαδεύομαι, σε Ευρ. II.
υποδεικνύω, δηλώνω, σε Πλούτ. III. 1. Μέσ., δηλώνω για τον εαυτό μου,
σημαίνω, δείχνω, μαρτυρώ, φανερώνω, σε Πλάτ. 2. βάζω, θέτω την
σφραγίδα μου σε κάτι, εγκρίνω, επικροτώ, επιδοκιμάζω, σε Δημ., Αισχίν.
ἐπίσημον, τό, = ἐπίσημα, οποιοδήποτε διακριτικό σημάδι, έμβλημα ή
οικόσημο, σχέδιο πάνω σε ασπίδα, σημαία, σήμα πλοίου, σε Ηρόδ.
ἐπί-σημος, -ον (σῆμα),· 1. αυτός που έχει επιγραφή, παράσταση, σχέδιο
πάνω του, λέγεται για νομίσματα, χαραγμένος, κομμένος, σε Ηρόδ., Θουκ.
κ.λπ.· ἀναθήματα οὐκ ἐπ., προσφορές, αφιερώματα χωρίς επιγραφή πάνω
τους, σε Ηρόδ. 2. αξιοσημείωτος, αξιόλογος, Λατ. insignis, στον ίδ., Αττ.·
με αρνητική σημασία, διαβόητος, γνωστός, σε Ευρ.
ἐπ-ίσης, αντί ἐπ' ἴσης (ενν. μοίρας), βλ. ἴσος.
ἐπι-σίζω, κάνω σκύλο να ορμήσει, σε Αριστοφ.
ἐπι-σῑμόω, μέλ. -ώσω, κάμπτω, λυγίζω προς τα μέσα· αμτβ., αλλάζω την
πορεία μου, λοξοδρομώ, σε Ξεν.
319
στο στόμα μου το επιστόμιο του αυλού· λέγεται και για αυλό, εμποδίζω τη
φωνή, σε Πλούτ. III. ρίχνω κατά πρόσωπο, τινά, σε Λουκ.
ἐπιστονᾰχέω, = ἐπιστένω, λέγεται για κύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως,
ἐπιστονᾰχίζω, σε Ησίοδ.
ἐπι-στορέννῡμι, μέλ. -στρώσω, αόρ. αʹ -εστόρεσα ή -έστρωσα· 1. στρώνω
ή επιστρώνω, σε Ομήρ. Οδ. 2. σελώνω, σαμαρώνω, φορτώνω, σε Λουκ.
ἐπι-στρᾰτεία, Ιων. -ηΐη, ἡ, πορεία, προέλαση ή εκστρατεία εναντίον, σε
Ηρόδ.· με γεν., σε Θουκ.
ἐπιστράτευσις, -εως, ἡ, = το προηγ., σε Ηρόδ.
ἐπι-στρᾰτεύω, μέλ. -σω, εκστρατεύω εναντίον, διεξάγω πόλεμο, τινί, σε
Ευρ. κ.λπ.· πραγματοποιώ εκστρατεία, εἰςΘετταλίαν, σε Αισχύλ.· με αιτ.,
σε Σοφ.· απόλ., σε Αισχύλ.· ομοίως, στη Μέσ., με Παθ. παρακ.,
ἐπιστρατεύεσθαι ἐπ' Αἴγυπτον, σε Ηρόδ.· με δοτ., σε Ευρ. κ.λπ.
ἐπίστρεπτος, -ον (ἐπιστρέφω), αυτός στον οποίο στρέφεται κάποιος,
αυτός που βλέπει κάποιος και θαυμάζει, περίβλεπτος, αξοσημείωτος, σε
Αισχύλ.
ἐπιστρεφής, -ές, 1. αυτός που στρέφει τα μάτια του ή το μυαλό σε κάτι,
προσεκτικός, σε Ξεν. 2. ακριβής, αυστηρός· επίρρ. -φῶς, Ιων. -φέως,
ειλικρινά, ζωηρά, δραστήρια, σε Ηρόδ., Αισχίν.
ἐπι-στρέφω, μέλ. -ψω, I. 1. α) στρέφω, γυρίζω, κάνω μεταβολή, κάνω
στροφή, σε Ευρ.· ἐπ. τὰς ναῦς, κάνω απότομη πλεύση σε σχήμα «ζιγκ-
ζαγκ», σε Θουκ.· αλλά επίσης, τρέπω εχθρό σε φυγή, σε Ξεν. β) αμτβ.,
στρέφομαι προς, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· επιστρέφω, επανέρχομαι, σε
Κ.Δ. 2. α) στρέφω προς, τὸ νόημα, σε Θέογν.· πρός τι, εἴς τινα, σε Πλούτ.·
ἐπ. πίστιν, τρέπω, πιέζω, ωθώ σε δέσμευση κάποιον να υποσχεθεί, σε Σοφ.
β) αμβτ., στρέφομαι προς, σε Ξεν. 3. α) επαναφέρω κάποιον στην ευθεία
οδό, διορθώνω, επιδιορθώνω, κάνω κάπιον να μετανοήσει, σε Λουκ. β)
αμτβ., μετανοώ, σε Κ.Δ. 4. κάμπτω, λυγίζω, στρίβω, συστρέφω, τυραννώ,
βασανίζω, σε Αριστοφ. II. Μέσ. και Παθ., ιδίως σε Παθ. αόρ. βʹ
ἐπεστράφην [ᾰ]· 1. στρέφομαι, κάνω στροφή, γυρίζω πίσω και βλέπω,
κάνω μεταβολή, ἐπιστρεφόμενος, αυτός που συνεχώς γυρίζει πίσω για να
δει, σε Ηρόδ.· με αιτ., θάλαμον ἐπεστράφη, γύρισε πίσω για να του ρίξει
μία επίμονη ματιά, σε Ευρ.· δόξα ἐπεστράφη, άλλαξε, μεταβλήθηκε, σε
Σοφ. 2. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, τριγυρίζω, σε Ησίοδ.· με αιτ. τόπου,
έρχομαι σε έναν τόπο, σε Ευρ. 3. στρέφω τον νου μου προς, δίνω προσοχή
σε, με γεν., σε Θέογν., Σοφ.· απόλ., συνέρχομαι, προσέχω, σε Ηρόδ., Δημ.
4. με αιτ., επισκέπτομαι, σε Ευρ. 5. μτχ. Παθ. παρακ. ἐπεστραμμένος =
ἐπιστρεφής, ένθερμος, ζωηρός, φλογερός, σφοδρός, βιαίος, απότομος, σε
Ηρόδ.
ἐπιστροφάδην[ᾰ], επίρρ., στρεφόμενος πότε από εδώ πότε από εκεί, πότε
δεξιά και πότε αριστερά, σε Όμηρ.· επίσης, ἐπ. βαδίζειν, μπρος και πίσω,
σε Ομηρ. Ύμν.
326
τοποθετώ, την στήνω, την υψώνω, σε Ηρόδ. II. βάζω επάνω κάλυμμα ή
πώμα, σε Ομήρ. Οδ.· λίθον ἐπέθηκε θύρῃσιν, δηλ. τοποθέτησε έναν βράχο
ως πόρτα στην σπηλιά· κλείνω, φράζω, σε Ομήρ. Ιλ., Όμηρ. III. 1. παρέχω
ή δίνω επιπλέον, προσθέτω, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για χρόνο, επιφέρω,
σε Ομήρ. Οδ. IV.1. μύθῳ ή μύθοις τέλος ἐπιθεῖναι, βάζω, δίνω ένα τέλος
σε αυτά, σε Ομήρ. Ιλ. 2. βάζω, φορώ ως συμπλήρωμα, ἐπέθηκε κορώνην,
στο ίδ.· ἐπ. κεφαλαῖον (βλ. κεφαλαῖον), σε Δημ. V. επιβάλλω ποινή, θωήν
σοι ἐπιθήσομεν, σε Ομήρ. Οδ.· δίκην, ζημίαν ἐπ. τινι, σε Ηρόδ. VI. όπως το
ἐπιστέλλω, στέλνω, αποστέλλω γράμμα, στον ίδ., Δημ. VII. δίνω όνομα,
σε Ηρόδ., Πλάτ. Β. I. Μέσ., βάζω πάνω μου, φορώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. II.
1. επιδίδομαι, προσηλώνομαι, απασχολούμαι, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ.
κ.λπ. 2. επιχειρώ κάτι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, προσβάλλω, τῇ
Εὐβοίῃ, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 3. απόλ., δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε,
ασκούσε δικαιοσύνη με επιμονή και επιμέλεια, σε Ηρόδ. IV. επιφέρω,
προκαλώ στον εαυτό μου, ἀράς, σε Αισχύλ.· επίσης, προκαλώ, προξενώ
επιβολή ποινής, σε Θουκ. V. θέτω εντολές, διατάζω, παραγγέλλω, τί τινι,
σε Ηρόδ. VI. δίνω όνομα, ονομάζω, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-τῑμάω, μέλ. -ήσω, I. ορίζω την τιμή ενός πράγματος, Λατ. aestimare·
1. αποδίδω τιμή σε, εκτιμώ, τινά, σε Ηρόδ. 2. αυξάνω, υψώνω την τιμή —
Παθ., «σηκώνομαι» στην τιμή, σε Δημ. II. 1. λέγεται για δικαστές,
επιβάλλω ποινή σε κάποιον, σε Ηρόδ. 2. με αιτ., ψέγω, επικρίνω, κακίζω,
σε Δημ.· επίσης με δοτ., στον ίδ.· απόλ., σε Θουκ.
ἐπιτίμησις, -εως, ἡ, επίκριση, κατάκριση, επίπληξη, σε Θουκ.
ἐπιτῑμητής, -οῦ, ὁ, τιμωρός, επικριτής, σε Αισχύλ., Ευρ.
ἐπιτῑμήτωρ, -ορος, ὁ, εκδικητής, τιμωρός, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπιτῑμία, ἡ, κατάσταση, θέση στην οποία βρίσκεται ένας ἐπίτιμος,
απόλαυση πολιτικών δικαιωμάτων και προνομίων, αντίθ. προς το ἀτιμία,
σε Αισχίν., Δημ.
ἐπιτίμιον, τό, κυρίως στον πληθ., ἐπιτίμια, τά, αξία, τιμή ή εκτίμηση αξίας
πράγματος, δηλ.: 1. τιμές που αποδίδονται σε κάποιον, σε Σοφ. 2.
υπολογισμός, εκτίμηση ζημιών ή ποινών, σε Ηρόδ., Ευρ.· τῶνδε, για αυτά
τα πράγματα, σε Αισχύλ.· ἐπ. δυσσεβείας, οι μισθοί της ασέβειας προς τους
θεούς, σε Σοφ.· στον ενικ., τοὐπιτίμιον λαβεῖν, αποσπώ τιμωρία, λαμβάνω
ποινή, σε Αισχύλ.
ἐπί-τῑμος, -ον (τιμή), λέγεται για πολίτη, αυτός που κατέχει το σύνολο
των πολιτικών δικαιωμάτων και προνομίων (τιμαί), αντίθ. προς το ἄτιμος,
σε Αριστοφ., Θουκ.
ἐπι-τίτθιος, -ον, αυτός που βρίσκεται στον μαστό, πάνω στο στήθος,
βυζανιάρικο, μικρό που θηλάζει, σε Θεόκρ.
ἐπι-τιτρώσκω, μέλ. -τρώσω, τραυματίζω, πληγώνω επιφανειακά, σε Ανθ.
*ἐπι-τλάω, μόνο σε αόρ. βʹ ἐπ-έτλην, απαρ. -τλῆναι· φέρω με υπομονή,
υπομένω, σε Ομήρ. Ιλ.
332
μόνον, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., καταλείπεσθαι παῖδας, αφήνω
πίσω μου, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ,
είμαι μέρος του στρατεύματος που έχει μείνει πίσω, που υπολείπεται, στον
ίδ. 2. καταλείπω ως κληρονομιά, κληροδοτώ, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.·
καταλείψει οὐδὲ ταφῆναι, δεν θα αφήσει αρκετά για να ταφεί, σε Αριστοφ.
3. στη Μέσ. απλώς, αφήνω κάτι σε κάποια κατάσταση, σε Ηρόδ. II.
εγκαταλείπω, παρατώ, αφήνω, απαρνιέμαι, παραχωρώ, αφήνω στην τύχη,
σε Όμηρ., Αττ. III. 1. αφήνω υπόλοιπο, ὀκτὼ μόνον, σε Ξεν. — Μέσ.,
κρατώ για τον εαυτό μου, στον ίδ. — Παθ., καταλείπεται μάχη, υπολείπεται
κι άλλη μάχη, υπάρχει κι άλλη μάχη να δοθεί, στον ίδ. 2. αφήνω κατά
μέρος, στον ίδ.
κατα-λειτουργέω, μέλ. -ήσω, δαπανώ όλη μου την περιουσία στην
ανάληψη δημοσίων υπηρεσιών (λειτουργίαι), σε Δημ.
κατάλειψις, -εως, ἡ (καταλείπω), εγκατάλειψη πράγματος από
κάποιον, σε Πλάτ.
κατα-λεπτολογέω, μέλ. -ήσω, καταστρέφω με λεπτολογία και
σοφιστείες, σε Αριστοφ.
κατα-λεύω, μέλ. -σω, σκοτώνω με λιθοβολισμό, σε Ηρόδ.,
Αριστοφ. κ.λπ.
κατ-ᾰλέω, μέλ. -έσω, τρίβω, αλέθω εντελώς, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
κατα-λήγω, μέλ. -ξω, διακόπτω, τελειώνω, σταματώ, σε Αισχύλ.·
ποῖ καταλήξει, σε ποιο σημείο θα σταματήσει; στον ίδ.· τὰκαταλήγοντα, τα
σύνορα μιας περιοχής, σε Πλούτ.
κατα-λήθομαι, αποθ., ξεχνώ, λησμονώ εντελώς, τινός, σε Ομήρ. Ιλ.
καταληπτέος, -α, -ον, ρημ. επίθ. του καταλαμβάνω, αυτός που
πρέπει να αρπαχτεί, να κυριευθεί ή να καταληφθεί, σε Πλούτ.
καταληπτικός, -ή, -όν (καταλαβεῖν), αυτός που μπορεί να
εμποδίζει ή να αναχαιτίζει, με γεν., σε Αριστοφ.
καταληπτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του καταλαμβάνω, I. αυτός που
μπορεί να επιτευχθεί, να πραγματοποιηθεί, σε Θουκ. II. Ενεργ., αυτός που
κυριεύει ξαφνικά· πένθος θεόθεν καταληπτόν, θλίψη που πέφτει πάνω μας
από τους θεούς, σε Ευρ.
κατάληψις, -εως, ἡ (καταλαμβάνω), 1. πιάσιμο, κυρίευση, ἐν
καταλήψει, στο χέρι κάποιου, στην ευχέρεια κάποιου, σε Θουκ.· επίθεση,
προσβολή, σε Αριστοφ. 2. κατοχή, κατάληψη, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ.
κατα-λῐθάζω = καταλιθόω, σε Κ.Δ.
κατα-λῐθόω, μέλ. -ώσω, λιθοβολώ μέχρι θανάτου, σε Δημ.
καταλιμνάζω, μεταβάλλω, μετατρέπω σε λίμνη ή βάλτο, σε Βυζ.
καταλιμπάνω = καταλείπω, σε Θουκ.
κατα-λῑπᾰρέω, μέλ. -ήσω, ικετεύω θερμά, θερμοπαρακαλώ, σε
Λουκ.
καταλλᾰγή, ἡ, I. 1. αλλαγή, ιδίως, λέγεται για χρήματα· τα κέρδη
του αργυραμοιβού ή τραπεζίτη, σε Δημ. II. αλλαγή από εχθρότητα σε
361
μαθαίνω εντελώς, και στον παρακ., έχω μάθει, είμαι ενήμερος, έχω
επίγνωση, στον ίδ. 6. παρατηρώ, τι, στον ίδ.
κατα-μαντεύομαι, αποθ., προφητεύω, εικάζω, υποθέτω, σε Αριστ.
κατα-μαργάω, Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, είμαι εκτός εαυτού λόγω
μανίας, σε Ηρόδ.
κατα-μάρπτω, μέλ. -ψω, πιάνω, συλλαμβάνω, Λατ. deprehendo, σε
Ομήρ. Ιλ.· ιδίως,, προφθαίνω κάποιον που διαφεύγει, προλαβαίνω κάποιον
που ξεφεύγει, σε Όμηρ., Πίνδ.
κατα-μαρτῠρέω, μέλ. -ήσω, 1. μαρτυρώ εναντίον, τινός ή κατά
τινος, σε Ρήτ.· με αιτ. προσ. και απαρ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν, σε
Δημ. — Παθ., δίνεται μαρτυρία εναντίον μου, στον ίδ. 2. Παθ. επίσης,
λέγεται για μαρτυρική κατάθεση η οποία δίνεται εναντίον κάποιου, στον
ίδ.
κατα-μάχομαι, μέλ. -μᾰχοῦμαι, αποθ., υποτάσσω, υποδουλώνω,
νικώ, κατακτώ, σε Πλούτ.
κατ-αμάω, χρησιμ. στον Όμηρ. άπαξ στον Επικ. Μέσ. αόρ. αʹ κατ-
ᾰμήσατο, I. συλλέγω, συσσωρεύω, συναθροίζω, σε Ομήρ. Ιλ. II. στην
Ενεργ., περικόπτω, θερίζω όπως το σιτάρι (πρβλ. ἀμάω), σε Σοφ.
κατ-αμβλύνω[ῡ], αμβλύνω ή εξασθενίζω, αποδυναμώνω, σε Σοφ.·
Παθ. αορ. αʹ κατημβλύνθην, σε Ανθ.
κατα-μεθύσκω, αόρ. αʹ -εμέθῠσα, μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει
εντελώς, σε Ηρόδ., Πλάτ.
καταμεῖναι, απαρ. αορ. αʹ του καταμένω.
κατ-ᾰμελέω, μέλ. -ήσω, παραμελώ εντελώς, δεν δίνω καθόλου
προσοχή, με γεν., σε Ξεν.· απόλ., δεν προσέχω, αδιαφορώ, σε Σοφ., Ξεν.
κατα-μελῐτόω, μέλ. -ώσω, επαλείφω με μέλι, μεταφ., λέγεται για τη
φωνή του αηδονιού, σε Αριστοφ.
κατάμεμπτος, -ον, αξιοκατάκριτος από όλους, απεχθής, σε Σοφ.·
ουδ. πληθ. ως επίρρ., ώστε να υπάρχει αφορμή για επίκριση, σε Ομήρ. Ιλ.
κατα-μέμφομαι, μέλ. -ψομαι, αόρ. αʹ -εμεμψάμην ή -εμέμφθην·
βρίσκω, ανακαλύπτω μεγάλο λάθος, κατηγορώ πολύ, μέμφομαι, σε Θουκ.,
Πλάτ.
κατάμεμψις, -εως, ἡ, κατηγορία, ψόγος, σε Θουκ.· οὐκ ἔχει τινὶ
κατάμεμψιν, δεν του αφήνει έδαφος, περιθώρια για επίκριση, στον ίδ.
κατα-μένω, μέλ. -μενῶ, αόρ. αʹ κατ-έμεινα· 1. μένω διαρκώς σ' έναν
τόπο, διαμένω, σε Ηρόδ., Αττ. 2. μένω στέρεος, σταθερός, βρίσκομαι σε
συγκεκριμένη κατάσταση, σε Ξεν.
κατα-μερίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, 1. κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, σε
Λουκ. 2. διανέμω, κατανέμω, μοιράζω, σε Ξεν.
κατα-μετρέω, μέλ. -ήσω, μετρώ, υπολογίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.
κατα-μηλόω, μέλ. -ώσω, βάζω, τοποθετώ καθετήρα· μεταφ., κημὸν
κ., χρησιμοποιώ την δικαστική κάλπη ως «καθετήρα», δηλ. αναγκάζω τον
καταχραστή να αποκαλύψει, να «ξεράσει» ό,τι έχει κλέψει, σε Αριστοφ.
364
σε Σοφ., Θουκ.· στο θεατρικό δράμα, η στροφή της δραματικής πλοκής απ'
την οποία ξεκινά η λύση του δράματος, σε Λουκ.
κατάστρωμα, -ατος, τό, αυτό που απλώνεται· στο πλοίο, το
κατάστρωμα, σε Ηρόδ., Θουκ.· οἱ ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων, οι ναύτες,
αντίθ. προς τους κωπηλάτες, σε Θουκ.
κατα-στρώννῡμι και -ύω· μέλ. -στρώσω, Παθ. αόρ. αʹ -εστρώθην·
στρώνω κάτω, απλώνω καταγής, σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., κατέστρωντο οἱ
βάρβαροι, σε Ηρόδ.
κατα-στῠγέω, μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ κατέστῠγον· κατατρομάζω,
φρικιάζω, αηδιάζω, απεχθάνομαι, σε Όμηρ.
κατα-στύφελος[ῠ], -ον, πολύ τραχύς ή απότομος, σε Ησίοδ.
καταστύφω[ῡ], καθιστώ κάτι στυφό ή ξινό — Παθ., μτχ. παρακ. τὸ
κατεστυμμένον, ξινότητα, στυφότητα, τραχύτητα, σε Πλούτ.
κατα-στωμύλλομαι, αποθ., φλυαρώ· μτχ. παρακ.
κατεστωμυλμένος, φλύαρος, σε Αριστοφ.
κατα-σύρω[ῡ], μέλ. -σῠρω, αόρ. αʹ -έσῡρα· 1. τραβώ προς τα κάτω,
ερημώνω, καταστρέφω, διαρπάζω, σε Ηρόδ. 2. σύρω προς, σε Κ.Δ.
κατα-σφάζω, έπειτα -σφάττω· μέλ. -ξω, σφαγιάζω, φονεύω, σε
Ηρόδ. — Παθ., αόρ. βʹ κατεσφάγην [ᾰ], σε Τραγ.
κατα-σχεθεῖν, απαρ. του κατέσχεθον, ποιητ. αορ. βʹ του κατέχω· I.
κρατώ πίσω, αναχαιτίζω, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· κάσχεθε (Επικ. αντί
κατέσχεθε), σε Ομήρ. Ιλ. II. αμτβ., Θορικόνδε κατέσχεθον, σταμάτησαν
πορευόμενοι στους Θουρίους, σε Ομηρ. Ύμν.
κατάσχετος, -ον, ποιητ. αντί κάτοχος, αυτός που κρατιέται πίσω, σε
Σοφ.
κατα-σχημᾰτίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, πλάθω ή ντύνω με συγκεκριμένο
τρόπο εμφάνισης, σε Ισοκρ., Πλούτ. — Μέσ. ή Παθ., συμμορφώνομαι, σε
Πλούτ.
κατα-σχίζω, μέλ. -σχίσω, σχίζω κάτι εντελώς, κατακόπτω,
διαχωρίζω, σε Αριστοφ. — Μέσ., κατεσχίσω τὸ ῥάκος, στον ίδ.· κατασχ.
τὰς πύλας, τις ανοίγω βίαια, σε Ξεν.
κατα-σχολάζω, μέλ. -σω, διέρχομαι άπρακτος τον καιρό μου,
χρόνου τι κ., καθυστερώ κάτι πάρα πολύ (για μεγάλο χρονικό διάστημα),
σε Σοφ.
κατασχόμενος, μτχ. Μέσ. αορ. βʹ, με Παθ. σημασία, βλ. κατέχω Γ
II.
κατασχῶμεν, πληθ. υποτ. αορ. βʹ του κατέχω.
κατα-σώχω, τρίβω σε κομμάτια, αλέθω, κοπανίζω, σε Ηρόδ.
κατατάκω[ᾱ], Δωρ. αντί κατατήκω.
κατατάμνω, Ιων. και Δωρ. αντί κατατέμνω.
κατατᾰνύω[ῠ], κατατείνω, σε Ομηρ. Ύμν.
381
Παθ. παρακ.), σε Ηρόδ. II. λιώνω, τήκω, χρυσὸν ἐς πίθους, στον ίδ.· και
στη Μέσ., χρυσὸν καταχέασθαι, έχοντας τον λιωμένο, στον ίδ.
κατα-χήνη, ἡ (χᾰνεῖν), περίγελως, καταφρόνηση, σε Αριστοφ.
κατα-χηρεύω, μέλ. -σω, περιέρχομαι σε κατάσταση χηρείας, σε
Δημ.
κατ-ᾱχής, -ές, Δωρ. αντί κατ-ηχής, ηχηρός, σε Θεόκρ.
κατα-χθόνιος, -ον, υπόγειος, Ζεὺς καταχθόνιος, δηλ. ο Πλούτωνας,
σε Ομήρ. Ιλ.· δαίμονες κ., Λατ. Dii Manes, σε Ανθ.
κατα-χορδεύω, μέλ. -σω, κατακόπτω κάτι όπως το κρέας που
προετοιμάζεται για λουκάνικο, σε Ηρόδ.
κατα-χορηγέω, μέλ. -ήσω, ξοδεύω ως χορηγός· γενικά, σκορπώ
γενναιόδωρα, διασπαθίζω, διασκορπίζω, ξοδεύω, σε Πλούτ.
κατα-χραίνομαι, αποθ., ραντίζω, πασπαλίζω, σε Ανθ.
κατα-χράομαι, μέλ. -χρήσομαι, παρακ. -κέχρημαι, και με Ενεργ. και
με Παθ. σημασία· I. 1. αόρ. αʹ -εχρήσθην·
Α. I. 1. Αποθ.· κάνω πλήρη χρήση πράγματος, εφαρμόζω, με δοτ.,
σε Πλάτ., Δημ. 2. χρησιμοποιώ στο έπακρο, καταναλώνω, με αιτ., σε Δημ.
3. κακομεταχειρίζομαι, καταχρώμαι, με δοτ., σε Πλάτ. 9. λέγεται για
πρόσωπα, αφανίζω, εξολοθρεύω, φονεύω, με αιτ., σε Ηρόδ.· ομοίως, αόρ.
αʹ καταχρησθῆναι, με Παθ. σημασία, τον ίδ. II. ισχυρίζομαι, διατείνομαι,
διεκδικώ, σε Δημ. Β. Ενεργ., καταχράω, μόνο στους Ιων. συγγραφείς στο
γʹ ενικ., ἀντὶλοφου ἡ λοφιὴ κατέχρα, η χαίτη αρκεί σ' αυτούς ως λοφίο, σε
Ηρόδ.· απρόσ., οὐδέ οἱ καταχρήσει ὑμέων ἀπέχεσθαι, ούτε θα του αρκέσει
να απομακρύνει τα χέρια του από εσένα, στον ίδ.
κατα-χρειόομαι (χρέος), Παθ., γίνομαι εντελώς άχρηστος, παρακ.
κατηχρειωμένη, σε Ανθ.
κατα-χρέμπτομαι, αποθ., φτύνω πάνω σε, τινός, σε Αριστοφ.
κατά-χρῡσος, -ον, επιστρωμένος με φύλλα χρυσού, επίχρυσος, σε
Λουκ.
κατα-χρῡσόω, μέλ. -ώσω, I. επικαλύπτω με φύλλα χρυσού,
επιχρυσώνω, σε Ηρόδ. II. χρυσώνω, καθιστώ κάτι χρυσό (δηλ. υπέροχο),
σε Πλούτ.
κατα-χρώζω ή χρώννῠμι, μέλ. -χρώσω, χρωματίζω — Παθ.,
κηλιδώνομαι, στιγματίζομαι, σε Ευρ.
κατάχυσμα, -ατος, τό, 1. αυτό το οποίο περιχύνεται, «σάλτσα», σε
Αριστοφ. 2. στον πληθ., χούφτες με καρύδια, καρπούς φοινίκων κ.λπ.·
Λατ. bellaria, αυτό το οποίο χρησιμοποιείται για να περιχυθεί πάνω στη
νύφη ή στον νέο δούλο με την είσοδό τους στο σπίτι (πρβλ. τα sparge,
marite nuces του Βιργ.), σε Αριστοφ., Δημ.
κατα-χωνεύω, μέλ. -σω, λιώνω, τήκω, σε Δημ.
κατα-χώννῡμι, μέλ. -χώσω, καλύπτω με σωρό, ὁ νότος κατέχωσέ
σφεας, ο νότιος άνεμος τους έθαψε στην άμμο, σε Ηρόδ.· κ. τινα λίθοις, σε
Αριστοφ.
388
μετά, ποιητ. μεταί, Αιολ. και Δωρ. πεδά (βλ. αυτ.) — Παθ. με γεν., δοτ.
και αιτ.
389
Α. ΜΕ ΓΕΝ., I. στο μέσον, ανάμεσα σ' ένα πλήθος, μετ' ἄλλων ἑταίρων, σε
Ομήρ. Οδ.· πολλῶν μετὰ δούλων, σε Αισχύλ. II. από κοινού, μαζί, μετὰ
Βοιωτῶν ἐμάχοντο, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰ ξυμμάχων κινδυνεύειν, σε Θουκ.·
μετά τινος πάσχειν, στῆναι, σε Αισχύλ., Σοφ. III. μαζί, με τη χρήση,
ἱκετεύειν μετὰ δακρύων, σε Πλάτ.· μετ' ἀρετῆς πρωτεύειν, σε Ξεν.· ως,
περίφρ. αντί επιρρ., ὁσίως καὶ μετ' ἀληθείας, σε Πλάτ. Β. ΜΕ ΔΟΤ., I. μόνο
ποιητ., κυρίως Επικ., 1. κανονικά, λέγεται για πρόσωπα, ανάμεσα, με τη
συνοδεία, μετὰ τριτάτοισιν ἄνασσεν, ο Νέστωρ βασίλευσε ανάμεσα στην
τρίτη γενιά, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για πράγματα, μετὰ νηυσί, ἀστράσι,
μεταξύ, ανάμεσα σε, σε Όμηρ.· μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο, με τη συνοδεία των
ανέμων, τόσο γρήγοροι όσο αυτοί, στον ίδ. 3. μεταξύ, μετὰ χερσὶν ἔχειν,
κρατώ ανάμεσα, δηλ. μέσα στα χέρια, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰ φρεσίν, στο ίδ.
II. συμ πληρώνω έναν αριθμό με, στο πλάι, πέμπτος μετὰ τοῖσιν, πέμπτος
μαζί μ' αυτούς, σε Όμηρ.· σημ., το μετά δεν χρησιμ. ποτέ με δοτ. ενικ., με
την εξαίρεση των περιληπτικών ονομάτων, μετὰ στρατῷ, σε Ομήρ. Ιλ. Γ.
ΜΕ ΑΙΤ., I. λέγεται για κίνηση, στη μέση, το να έρχεται κάποιος ανάμεσα
σε ένα πλήθος, μετὰ φῦλα θεῶν, σε Όμηρ.· μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ.
II. σε επιδίωξη ή αναζήτηση κάποιου, βῆναι μετὰ Νέστορα, στο ίδ.· με
εχθρική έννοια, βῆναι μετά τινα, τον καταζητώ, τον καταδιώκω, στο ίδ.·
επίσης, βῆναιμετὰ πατρὸς ἀκουήν, πηγαίνω να αναζητήσω νέα για τον
πατέρα σου, σε Ομήρ. Οδ.· πόλεμον μέτα θωρήσσοντο, ήταν οπλισμένοι
για τη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ. III. λέγεται για απλή ακολουθία ή διαδοχή: 1.
λέγεται για τόπο, μετά, αμέσως μετά, πίσω, λαοὶ ἕπονθ', ὡσεὶ μετὰ κτίλον
ἕσπετο μῆλα, όπως τα πρόβατα ακολουθούν τον βοσκό, σε Ομήρ. Ιλ. 2.
λέγεται για χρόνο, μετά, ακολούθως, αργότερα, μεθ' Ἕκτορα πότμος
ἑτοῖμος, μετά τον Έκτορα, ο θάνατός σου πλησιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰ
ταῦτα, κατόπιν, ύστερα, στους Αττ.· μεθ' ἡμέραν, κατά τη διάρκεια της
ημέρας, σε Ηρόδ. 3. λέγεται για αξία, κοινωνική ιεραρχία, μετά από, πιο
κάτω από, που ακολουθ. από υπερθ., κάλλιστος ἀνὴρ μετ' ἀμύμονα
Πηλεΐωνα, σε Ομήρ. Ιλ. IV. σε συμφωνία, σύμφωνα με, μετὰ σὸν καὶ ἐμὸν
κῆρ, όπως εσύ και εγώ εύχομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· μετ'ὄγμον, σύμφωνα με τη
γραμμή του αυλακιού, στο ίδ. V.γενικά, ανάμεσα, μεταξύ, όπως η σύνταξη
με δοτ., μετὰ πάντας ἄριστος, ο καλύτερος ανάμεσα σε όλους, σε Ομήρ.
Ιλ.· μετὰχεῖρας ἔχειν, σε Ηρόδ. Δ. ΑΠΟΛ., I. ως επίρρ., μεταξύ αυτών, μαζί
με αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ. II. και κατόπιν, αμέσως μετά, ύστερα, σε Όμηρ.,
Ηρόδ. Ε. μέτα αντί μέτεστι, σε Ομήρ. Οδ. ΣΤ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ., I. λέγεται για
κοινωνία, 1. συμμετοχή, όπως μεταδίδωμι, μετέχω, με γεν. πράγμ. 2.
λέγεται για ενέργεια, πράξη από κοινού με κάποιον άλλο, όπως
μεταδαίνυμαι, με δοτ. προσ. II. λέγεται για διάστημα, όπως μεταίχμιον. III.
λέγεται για διαδοχή, όπως μεταδόρπιος. IV. χρησιμ. για επιδίωξη, όπως
μετέρχομαι. V. λέγεται για να δηλώσουμε ότι αφήνουμε κάτι, όπως
μεθίημι. VI. κατόπιν, πίσω, όπως μετάφρενον. VII. πίσω ξανά,
διαφορετικά, τροποποιημένα, όπως μετατρέπω, μεταστρέφω. VIII. πολύ
390
μετ-άγω[ᾰ], μέλ. -άξω, I. μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο· μεταφ., τὴν
ψυχὴν ἐς εὐφροσύνην, σε Ανθ. II. αμτβ., πηγαίνω από διαφορετικό δρόμο,
αλλάζω τη διαδρομή μου, σε Ξεν.
μετα-δαίνυμι, μέλ. -δαίσομαι, αποθ., μοιράζομαι το φαγοπότι με κάποιον
άλλο, με δοτ., σε Όμηρ.· μοιράζομαι ένα πράγμα, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
μετα-δετέον, ρημ. επίθ. (δέω Α), κάτι που πρέπει να λυθεί, σε Ξεν.
μετα-δήμιος, -ον (δῆμος), στη μέση ή μεταξύ ανθρώπων, στην πατρίδα
του, σε Ομήρ. Οδ.
μετα-διαιτάω, μέλ. -ήσω, αλλάζω τον τρόπο ζωής μου, σε Λουκ.
μετα-δίδωμι[ῐ], μέλ. -δώσω, 1. δίνω μερίδιο, παραχωρώ μέρος κάποιου
πράγματος, με γεν., σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ. 2. το μερίδιο που δίνεται
μερικές φορές κατονομάζεται, μεταδίδωμι τὸ τριτημόριόν τινι, σε Ηρόδ.·
μεταδίδωμι τὸ μέρος, σε Ξεν.
μεταδίωκτος, -ον, αυτός που διώκεται, που τον φθάνουν οι διώκτες του,
σε Ηρόδ.
μετα-διώκω, μέλ. -ξομαι, σπανίως, -ξω, παρακολουθώ κάποιον από
κοντά, τον καταδιώκω, με αιτ., σε Ηρόδ., Ξεν.
μετα-δοκέω, μέλ. -δόξω, Παθ. παρακ. -δέδογμαι· αλλάζω τη γνώμη μου,
κυρίως απρόσ., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ, καθώς φοβόταν ότι θα άλλαζαν
τη γνώμη τους, σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω
εἶναι, άλλαξες τη γνώμη σου και θεώρησες ότι αυτό ήταν καλύτερο, σε
Λουκ.· μτχ. μεταδόξαν, όταν άλλαξαν τη γνώμη τους, σε Δημ.· και στην
Παθ., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι, αφ' ότου έχω αλλάξει τη γνώμη
μου και αποφασίσει να μην εκστρατεύσω, σε Ηρόδ.
μετα-δοξάζω, μέλ. -σω, αλλάζω την άποψή μου, σε Πλάτ.
μετα-δόρπιος, -ον (δόρπον),· I. στα μισά του δείπνου, κατά τη διάρκεια
του ύπνου, σε Ομήρ. Οδ. II. μετά το δείπνο, σε Ανθ.
μεταδός, προστ. αορ. βʹ του μεταδίδωμι.
μετά-δοσις, ἡ, 1. δίνω ένα μερίδιο, μοιράζομαι, συμμετέχω, σε Ξεν. 2.
ανταλλαγή εμπορευμάτων, σε Αριστ. 3. συνεισφορά, σε Πλούτ.
μετα-δοτέον, ρημ. επίθ., κάτι που πρέπει να μοιράστεί, τινὶτινός, σε Πλάτ.,
Ξεν.
μεταδοῦναι, απαρ. αόρ. βʹ του μεταδίδωμι· μεταδούς, μτχ.
μετά-δουπος, -ον, αυτός που πέφτει κατά τύχη, σε Ησίοδ.
μετα-δρομάδην (δρόμος), επίρρ., τρέχοντας στο κατόπι,
παρακολουθώντας στενά, σε Ομήρ. Ιλ.
μετα-δρομή, ἡ, κυνήγι, καταδίωξη, σε Ευρ., Ξεν.
μετά-δρομος, -ον, αυτός που καταδιώκει κάποιον, που παίρνει εκδίκηση
για κάτι, με γεν., σε Σοφ.
μέταζε (μετά), επίρρ., κατόπιν, όπισθεν, σε Ησίοδ.
μετα-ζεύγνῡμι, δένω το ζευγάρι (ζώων που οργώνουν) σε άλλη άμαξα, σε
Ξεν.
393
όπως το μετέωρος, II. 2., μακριά μέσα στη θάλασσα, στην ανοιχτή
θάλασσα, σε Ηρόδ. II. 1. μεταφ., στα ουράνια, ψηλά πάνω απ' αυτόν τον
κόσμο, σε Ευρ. 2. λέγεται για πράγματα, αέρινο, άδειο, στον ίδ. III. στην
ιατρική, λέγεται για την αναπνοή, ταχεία, γρήγορη.
μετα-σεύομαι, Επικ. μετασσεύομαι· Επικ. γʹ ενικ. αόρ. βʹ μετέσσῠτο —
Παθ., εφορμώ, τρέχω στο κατόπι κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ.,
καταδιώκω, μετέσσυτο ποιμένα λαῶν, στο ίδ.
μετα-σκευάζω, μέλ. -άσω, I. φορώ διαφορετικό ένδυμα (σκευή), αλλάζω
ρυθμό, μορφή, μετασχηματίζω, σε Ξεν. II. Μέσ., μαζεύω τα πράγματά μου
για να αλλάξω κατάλυμα, σε Λουκ.
μετα-σπάω, μέλ. -άσω, αποσπώ κάποιον από το ένα μέρος στο άλλο, σε
Σοφ.
μετασπόμενος, μετασπών, Μέσ. αόρ. βʹ και Ενεργ. μτχ. αόρ. βʹ του
μεθέπω.
μέτασσαι, αἱ (μετά), αρνιά που έχουν γεννηθεί στο διάστημα μεταξύ
αυτών που καλούνται πρόγονοι (αυτοί που γεννήθηκαν πριν) και αυτών
που ονομάζονται ἔρσαι (νεογέννητα, ή αυτά που έχουν γεννηθεί
αργότερα).
μετασσεύομαι, Επικ. αντί μετασεύομαι.
μεταστᾰθῶ, υποτ. Παθ. αορ. αʹ του μεθίστημι.
μεταστάς, μτχ. αορ. βʹ του μεθίστημι.
μετάστᾰσις, ἡ (μεθίστημι),· I. μετακίνηση, μετατόπιση, κακοῦ, σε
Ανδοκ. II. 1. (μεθίσταμαι), τοποθέτηση σε διαφορετικό μέρος,
μετακίνηση, μετανάστευση, σε Πλάτ.· μετάστασις ἡλίου, έκλειψη, σε Ευρ.
2. διαδικασία αλλαγής, αλλαγή, στον ίδ.· θυμῷ μετάστασιν διδόναι,
επιτρέπω (κάνω) μια αλλαγή μπροστά στην οργή κάποιου, δηλ. υποφέρω
που υποχωρώ, σε Σοφ. 3. αλλαγή της πολιτικής κατάστασης, επανάσταση,
σε Θουκ.
μετα-στᾰτέον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να τροποποιηθεί, σε Ισοκρ.
μετα-στείχω, μέλ. -ξω, μεταβαίνω σε αναζήτηση κάποιου, τινά, σε Ευρ.
μεταστέλλομαι, Μέσ., αποστέλλω, συγκαλώ, σε Λουκ.
μετα-στένω, μόνο σε ενεστ. και παρατ. · I. θρηνώ κατόπιν εορτής, σε
Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. II. θρηνώ μετά από κάτι ή αργότερα, σε Ευρ.
μετα-στοιχεί ή -ί (στοῖχος), επίρρ., όλοι σε στοίχιση, σε πλήρη στοίχιση,
σε Ομήρ. Ιλ.
μετα-στονᾰχίζω, στενάζω ή θρηνώ κατόπιν, σε Ησίοδ.
μετα-στρᾰτοπεδεύω, μέλ. -σω, μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη
θέση, αλλάζω στρατόπεδο, σε Πολύβ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ξεν.
μεταστρεπτικός, -ή, -όν, κατάλληλος να αλλάξει κατεύθυνση,
κατάλληλος να καθοδηγεί, σε Πλάτ.
μεταστρέφω, μέλ. -ψω, Παθ., αόρ. αʹ -εστρέφθην, αόρ. βʹ -εστράφην [ᾰ]·
I. 1. στρέφω προς άλλη διεύθυνση, περιστρέφω, στρέφω, σε Ομήρ. Ιλ.,
Αριστοφ. — Παθ., στρέφομαι προς άλλη διεύθυνση, στρέφομαι προς, είτε
400
για να αντιμετωπίσω τον εχθρό ή για να φύγω, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα, απλώς,
περιστρέφομαι, σε Ηρόδ., Πλάτ. 2. διαστρέφω, αλλάζω, τροποποιώ, σε
Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., τἀμὰ μετεστράφη, η τύχη μου έχει αλλάξει, σε Ευρ.·
τὸ ψήφισμ' ὅπως μεταστραφείη, σε Αριστοφ. II. 1. αμτβ., αλλάζω δρόμο,
τόπο, αλλάζω τρόπο (άποψη), σε Ομήρ. Ιλ.· μεταστρέψας, αντίστροφα, σε
Πλάτ. 2. με γεν., φροντίζω, έχω σε υπόληψη, σε Ευρ.
μεταστροφή, ἡ, μεταβολή, από κάτι σε κάτι άλλο, σε Πλάτ.
μετασχεῖν, απαρ. αόρ. βʹ του μετέχω.
μετά-σχεσις, -εως, ἡ, συμμετοχή, τινος, στη φύση ενός πράγματος, σε
Πλάτ.
μετα-σχημᾰτίζω, Αττ. -ιῶ, I. αλλάζω τη μορφή, τον τύπο ενός προσώπου
ή πράγματος, σε Πλάτ. II. μεταβάλλω (ως προς το σχήμα), σε Κ.Δ.
μετα-τάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, μεταφέρω, μεταθέτω — Μέσ., αλλάζω
στη μάχη, σε Ξεν.· μετατάσσεθαι παρ' Ἀθηναίους, αναθεωρώ και
κατατάσσομαι σ' αυτούς, σε Θουκ.
μετα-τίθημι, μέλ. -θήσω, αόρ. αʹ μετ-έθηκα, αόρ. βʹ -έθην· I. τοποθετώ
ανάμεσα, τῷ κ' οὔ τι τόσον κέλαδον μετέθηκεν (άλλη γραφή μεθέηκεν), τότε
δεν θα είχε προκαλέσει τόσο θόρυβο ανάμεσά μας, σε Ομήρ. Οδ. II.
τοποθετώ διαφορετικά· 1. με τοπική σημασία, μεταφέρω, μεταθέτω, σε
Πλάτ. 2. αλλάζω, τροποποιώ, λέγεται για συνθήκη, σε Θουκ., Ξεν.·
μετατίθημι τὰς ἐπωνυμίας ἐπὶ ὑός, αλλάζω τα ονόματά τους και τους
προσφωνώ με το όνομα του γουρουνιού, σε Ηρόδ.· μετατίθημί τι ἀντί τινος,
τοποθετώ κάτι στη θέση ενός άλλου πράγματος, υποκαθιστώ, σε Δημ. 3.
α) Μέσ., τροποποιώ ό,τι ανήκει σε μένα ή υπέρ εμού, τοὺς νόμους, σε Ξεν.·
μετατίθεσθαι τὴν γνώμην, υιοθετώ μια νέα γνώμη, σε Ηρόδ.· ομοίως, αμτβ.,
σε Πλάτ. β) μετατίθημι (τὸν φόβον), απαλλάσσω, μεταθέτω το φόβο μου,
σε Δημ. γ) με διπλή αιτ., τὸ κείνων κακὸν τῷδε κέρδος μετατίθημι,
μεταστρέφει τα ύπουλα σχέδιά τους σε κέρδος γι' αυτόν, σε Σοφ. 4. Παθ.,
μεταβάλλομαι, αλλάζω, σε Ευρ.
μετα-τίκτω, γεννώ αμέσως μετά, σε Αισχύλ.
μετα-τρέπομαι, γʹ ενικ. αορ. βʹ μετ-ετράπετο· 1. Μέσ., περιστρέφομαι,
στριφογυρίζω, σε Ομήρ. Ιλ. 2. στρέφομαι, γυρίζω προς τα πίσω, δείχνω
εκτίμηση, με γεν., στο ίδ.
μετα-τρέχω, μέλ. -θρέξομαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον, τρέχω το κατόπι, οὔκουν
παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει; θα τρέξεις και θα το πάρεις από τους
Αθηναίους, σε Αριστοφ.
μετα-τροπᾰλίζομαι, Παθ., στρέφομαι προς τα πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.
μετατροπή, ἡ (μετατρέπω), στροφή προς τα πίσω, επιστροφή, με γεν., σε
Ευρ.
μετατροπία, ἡ, μεταστροφή της τύχης, αντιστροφή.
μετάτροπος, -ον (μετατρέπω),· 1. αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, που
επιστρέφει, σε Ανθ. 2. αυτός που στρέφεται προς κάτι, σε Αισχύλ.· ἔργα
μετάτροπα, πράξεις που επιστρέφουν σ' αυτόν που τις έκανε ή που τα
401
Πλάτ.· ομοίως, παραβάλλω τὸ ἔτερον οὖς πλάγιον, λυγίζω το αυτί μου έτσι
ώστε να ακούσω, σε Ξεν.· παραβάλλω τοὺς γομφίους, τοποθετώ πλάγια
στους γομφίους, σε Αριστοφ. V. εναποθέτω, εμπιστεύομαι, Λατ.
committere, τί τινι, σε Ηρόδ. VI. σε Μέσ., εξαπατώ, προδίδω, στον ίδ.,
Ευρ. κ.λπ. Β. Αμτβ., I. έρχομαι κοντά, πλησιάζω, σε Πλάτ., Αριστ.·
παραβάλλω ἀλλήλοις, συναντάμε ο ένας τον άλλο, σε Πλάτ. II. πορεύομαι
μέσα από την θάλασσα, διέρχομαι, Λατ. trajicere, παρέβαλε νηυσί, σε
Ηρόδ.· ομοίως, λέγεται για τα πλοία, ναῦς Πελοποννησίων παρέβαλον εἰς
Ἰωνίαν, σε Θουκ. III. στρέφομαι προς, μεταβαίνω, σε Αριστ.
παρα-βάπτω, μέλ. -ψω, βάφω την ίδια χρονική στιγμή, σε Πλούτ.
παραβᾰσία, ἡ, Επικ. παραιβασίη, = παράβασις II, σε Ησίοδ.· ποιητ.
παρβασία, σε Αισχύλ.
παρά-βᾰσις, Επικ. παραί-β-, ἡ, I. παρεκτροπή, μεταβολή, παρέκκλιση, σε
Αριστ. II. υπέρβαση, τῶν δικαίων, σε Πλούτ.· απόλ., παράβαση, στον ίδ.
III. παράβασις, μέρος της αρχαίας Κωμωδίας, κατά το οποίο ο Χορός
έρχονταν μπροστά και απευθυνόταν στο κοινό εν ονόματι του ποιητή.
παραβάτης, ποιητ. παραιβάτης και παρβάτης, -ου, ὁ (παραβαίνω I)· I.
1. αυτός που στέκεται κοντά, κυρίως ο πολεμιστής που στέκεται δίπλα
στον ηνίοχο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ., Ξεν. 2. στον πληθ., ψιλοί στρατιώτες
(ελαφρώς) οπλισμένοι που έτρεχαν δίπλα στους ιππείς, σε Πλούτ. II.
(παραβαίνω II. 1), παραβάτης, αμαρτωλός, σε Αισχύλ.
παραβάτις, ποιητ. παραιβάτις, -ιδος, θηλ. του παραβάτης· γυναίκα που
ακολουθεί τους θεριστές, σε Θεόκρ.
παρα-βᾰτός, ποιητ. παρ-βατός, -όν, αυτός που μπορεί να παραβιαστεί ή
να εξαπατηθεί, σε Αισχύλ., Σοφ.
παραβεβάσθαι, απαρ. Παθ. παρακ. του παραβαίνω.
παρα-βιάζομαι, μέλ. -άσομαι, αποθ., χρησιμοποιώ βία εναντίον κάποιου,
εκβιάζω, εξαναγκάζω κάποιον, σε Κ.Δ.
παρα-βλαστάνω, μέλ. -βλαστήσω, αόρ. βʹ ἔβλαστον, αναπτύσσομαι,
φυτρώνω δίπλα ή πλησίον, σε Πλάτ.
παρα-βλέπω, μέλ. -ψω, 1. κοιτώ λοξά, ρίχνω πλάγιο βλέμμα, σε Αριστοφ.·
παραβλέπω θατέρῳ (ενν. ὀφθαλμῷ), κοιτώ ύποπτα με το ένα μάτι, στον ίδ.
2. δεν βλέπω καλά, παρορώ, σε Λουκ.
παραβλήδην, επίρρ., (παραβάλλω), με πλάγιο υπαινιγμό, με ειρωνική
διάθεση, παραβλήδην ἀγορεύων, μιλάω πλαγίως εννοώντας άλλα, δηλ. με
406
παραδοτέος, -α, -ον, ρημ. επίθ. του παραδίδωμι, I. αυτός που πρέπει να
παραδοθεί, σε Πλάτ.· παραδοτέον, αυτό που πρέπει να παραδοθεί, τί τινι,
στον ίδ. II. 1. παραδίδομαι, στον ίδ. 2. παραδοτέα, αυτή που πρέπει να
παραδοθεί, σε Θουκ.
παραδοτός, -ή, -όν, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, να παραδοθεί, σε Πλάτ.
παραδοῦναι, απαρ. αορ. βʹ του παραδίδωμι· παραδούς, μτχ.
παραδοχή, ἡ (παραδέχομαι)· I. αποδοχή από κάποιον άλλο· επίσης, αυτό
που παρέλαβε κάποιος, κληρονομιά, έθιμο, σε Ευρ. II. αποδοχή,
επιδοκιμασία, σε Πολύβ.
παραδρᾰθέειν, Επικ. αντί -δραθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του -δαρθάνω.
παραδρᾰμεῖν, αόρ. βʹ του παρατρέχω.
παρα-δράω, Επικ. γʹ πληθ. παραδρώωσι, απλώνω το χέρι, υπηρετώ
κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
παραδρομή, ἡ (παραδραμεῖν), τρέξιμο κοντά ή παραπλεύρως,
περιστροφή, ανατροπή, παρέλευση, βιασύνη, σε Πλούτ.· ἐν παραδρομῇ, με
βιασύνη, τρέχοντας, σε Αριστ.
παράδρομος, -ον, αυτός που μπορεί κάποιος να τον διαβεί, παράδρομα,
διαστήματα, ανοίγματα, χάσματα, σε Ξεν.
παρα-δρώωσι, Επικ. αντί -δρῶσι, γʹ πληθ. του παραδράω.
παρα-δῠναστεύω, μέλ. -σω, εξουσιάζω μαζί με κάποιον άλλο, σε Θουκ.
παρα-δύομαι, Μέσ., με Ενεργ. αμτβ. αορ. βʹ παρέδυν, Επικ. απαρ.
παραδύμεναι [ῡ]· 1. κινούμαι αργά, φεύγω κρυφά, μπαίνω απαρατήρητος,
σε Ομήρ. Ιλ. 2. διεισδύω ή μπαίνω κρυφά, σε Πλάτ., Δημ.
παράδῠσις, ἡ, ύπουλο πέρασμα από δίπλα, «τρύπωμα», διείσδυση, σε
Δημ.
παρα-δωσείω, εφετικό του παραδίδωμι, είμαι διατεθειμένος να
παραδώσω, επιθυμώ να διαβιβάσω, σε Θουκ.
παρ-αείδω, τραγουδώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
παρ-αείρω, συνηρ. -αίρω, υψώνω, σηκώνω — Παθ., αόρ. αʹ παρ-ηέρθην,
κρέμομαι από το ένα μέρος, σε Ομήρ. Ιλ.
παρα-ζεύγνιμι και -ύω, μέλ. -ζεύξω, ζευγαρώνω από δίπλα, τοποθετώ κάτι
δίπλα, σε Ευρ. — Παθ., ενώνομαι, ζευγαρώνω με άλλον, με δοτ., σε Δημ.
παράζυξ, -ῠγος, ὁ, ἡ, ζευγαρωμένος από δίπλα· πληθ. παράζυγες,
υπεράριθμοι, σε Αριστ.
παρα-ζώννυμι και -ύω, μέλ. -ζώσω, ζώνω, κρεμώ στα πλευρά, σε Πλάτ.
— Μέσ., καλύπτω τα πλευρά, φορώ ζώνη στη μέση, σε Πλούτ.
παρα-θᾰλασσίδιος, -ον, = το επόμ., σε Θουκ.
παρα-θᾰλάσσιος, Αττ. -ττιος, -α, -ον, αυτός που βρίσκεται δίπλα στη
θάλασσα, που είναι ξαπλωμένος στην ακτή, θαλασσινός, σε Ηρόδ., Ξεν.
παρα-θάλπω, μέλ. -ψω, δίνω κουράγιο, παρηγορώ — Παθ., σε Ευρ.
παρα-θαρσύνω[ῡ], Αττ. -θαρρύνω, ενθαρρύνω, δίνω θάρρος,
εγκαρδιώνω, σε Θουκ., Ξεν.
παρα-θεάομαι, αποθ., συγκρίνω, σε Θεόκρ.
412
παρα-σπάω, μέλ. -άσω [ᾰ], σύρω με ορμή στα πλάγια, αποσπώ πλαγίως,
σε Σοφ.· μεταφ., παρασπᾶν τινα γνώμης, στον ίδ.· ἀδίκους φρένας
παρασπᾷς, δηλ. ὥστε εἶναι ἀδίκους, στον ίδ. — Μέσ., παρασπᾶσθαί τινά
τινος, αποσπώ κάποιον από το μέρος κάποιου άλλου, σε Ξεν.
παρ-ασπίζω, μέλ. -σω, φέρω ασπίδα στο πλάι, δηλ. μάχομαι πλησίον,
στέκομαι δίπλα, σε Ευρ.· μεταφ., (τόξα) παρασπίζοντ' ἐμοῖς βραχίοσι, στον
ίδ.
παρ-ασπιστής, -οῦ, ὁ, σύντροφος στα όπλα, σε Ευρ.
παρασπονδέω, μέλ. -ήσω· I. ενεργώ αντίθετα προς μια συμμαχία ή
συμφωνία, σπάω συμφωνία, σε Δημ. II. μτβ., παραβαίνω την πίστη μου σε
κάποιον, σε Πολύβ. — Παθ., πάσχω, μαστίζομαι από παραβίαση
εμπιστοσύνης ή αθέτηση υπόσχεσης, στον ίδ.
παρασπόνδημα, -ατος, τό, παραβίαση εμπιστοσύνης, σε Πολύβ.
παρασπόνδησις, ἡ, παραβίαση σπονδών, σε Πολύβ.
παρά-σπονδος, -ον, αυτός που είναι ενάντια στις σπονδές, σε Θουκ., Ξεν.
παραστᾰδόν, επίρρ., στην πλευρά κάποιου, σε Όμηρ., Θέογν.
παρασταίην, ευκτ. αορ. βʹ του παρίστημι· -στάς, μτχ.
παραστάς, -άδος, ἡ (παρίσταμαι), οτιδήποτε στέκεται δίπλα· πληθ.
παραστάδες, τα φύλλα της πόρτας, παραστάδες, Λατ. antae· επίσης ο
χώρος ανάμεσα στις παραστάδες, προθάλαμος, σε Ευρ.· μερικές φορές
στον ενικ.
παράστᾰσις, -εως, ἡ, I. 1. (παρίστημι) στάση, τοποθέτηση δίπλα ή μακριά,
εκδίωξη, εκτόπιση, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. έκθεση πραγμάτων προς πώληση,
εμπόριο λιανικής πώλησης, σε Αριστ. II. (παρίσταμαι) αμτβ.· στάση,
πλησίον· 1. θέση ή αξίωμα δίπλα στον βασιλιά, σε Ξεν. 2. ύπαρξη μυαλού,
θάρρος, σε Πολύβ.· επίσης, απόγνωση, στον ίδ. III. ως δικανικός όρος,
μικρή χρηματική καταβολή για τη διεξαγωγή δίκης, σε Ρήτ.
παραστᾰτέω, μέλ. -ήσω· 1. στέκομαι δίπλα ή κοντά, σε Τραγ. 2. στέκομαι
δίπλα, υποστηρίζω, βοηθώ, τινί, σε Αισχύλ., Σοφ.
παραστάτης[ᾰ], -ου, ὁ (παρίσταμαι), I. αυτός που στέκεται δίπλα,
υπερασπιστής, σε Ευρ. II. 1. ο στρατιώτης που συμπαρίσταται (προστάτης
καλείται ο στρατιώτης που στέκεται μπροστά από κάποιον άλλο), ενώ
ἐπιστάτης, ο στρατιώτης που στέκεται πίσω από κάποιον άλλο), σε Ηρόδ.,
434
παράφραγμα, τό, πρόχωμα στην κορυφή ενός λόφου, μόνο στον πληθ., σε
Θουκ.· σε πλοίο, τα περιφράγματα, κουπαστές, στον ίδ.· χαμηλό
παραπέτασμα, σε Πλάτ.
παρα-φράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κλείνω, φράζω με πρόχωμα,
οχυρώνω, σε Πολύβ.
παρα-φρονέω (παράφρων), είμαι εκτός λογικής, διαταραγμένος ή τρελός,
σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ποιητ. παραιφρ-, σε Θεόκρ.
παραφρονία, ἡ, = παραφροσύνη, σε Κ.Δ.
παραφρόνιμος, -ον, = παράφρων, σε Σοφ.
παραφροσύνη, ἡ (παράφρων), διαταραχή, σε Πλάτ.
παρα-φρουρέω, μέλ. -ήσω, φρουρώ δίπλα σε κάποιον, με αιτ., σε Στράβ.
παρά-φρων, -ον (φρήν), αυτός που εκτρέπεται από τη λογική, νοητικά
διαταραγμένος, τρελός, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
παραφυάς, -άδος, ἡ (παραφύομαι), παρακλάδι, σε Αριστ.
παραφυής, -ές, αυτός που αναπτύσσεται δίπλα, παραφυές, τό = παραφυάς,
σε Αριστ.
παραφῠλᾰκή, ἡ, φρουρά, φύλαξη, φυλακή, σε Πολύβ.
παρα-φῠλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω· 1. φυλάσσω πλησίον, φρουρώ
στενά, κοιτάζω προσεκτικά, σε Ξεν. κ.λπ. 2. Μέσ., βρίσκομαι σε
επιφυλακή, σε Πλάτ.
παρα-φύομαι, Παθ. με Ενεργ. παρακ. -πέφῡκα, και αόρ. βʹ ἔφυν,
αναπτύσσομαι δίπλα ή στην άκρη, σε Ηρόδ.
παρα-χᾰλάω, μέλ. -άσω [ᾰ], χαλαρώνω στα πλευρά· λέγεται για πλοίο,
αφήνω να μπει νερό, εισρέω, σε Αριστοφ.
παρα-χᾰράσσω, Αττ. -ττω, χαράσσω με ψεύτικη σφραγίδα,
πλαστογραφώ, σε Λουκ.
παρα-χειμάζω, μτχ. παρακ. -κεχειμακώς, περνώ το χειμώνα μέσα ή σε
κάποιο μέρος, σε Δήμ. κ.λπ.
παραχειμᾰσία, ἡ, ξεχειμώνιασμα σ' ένα μέρος, σε Πολύβ.
παρ-αχελῳίτης[ῑ], ὁ, ο κάτοικος δίπλα στον Αχελώο, σε Στράβ.· θηλ.
παραχελωῖτις, -ιδος (ενν. χώρα), η περιοχή κατά μήκος του Αχελώου, σε
Στράβ.
παρα-χέω, μέλ. -χεῶ, αόρ. αʹ -έχεα, παρακ. -κέχῠκα· I. χύνω κάτι δίπλα,
ρίχνω μέσα, σε Ηρόδ. II. 1. λέγεται για στερεά σώματα, συσσωρεύομαι
στην άκρη, στον ίδ. 2. Παθ., βρίσκομαι κοντά, λέγεται για χώρα, σε Πλούτ.
παρα-χράομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., I. 1. χρησιμοποιώ ακατάλληλα, κάνω
κακή χρήση, κακομεταχειρίζομαι, με δοτ., σε Πολύβ. 2. παραχράομαι ἔς
τινα, φέρομαι λανθασμένα ή ανέντιμα σε κάποιον, σε Ηρόδ. II. ἐκ
παρέργου χράομαι, αντιμετωπίζω με περιφρόνηση, περιφρονώ, απαξιώ, με
αιτ., στον ίδ.· Ιων. μτχ. παραχρεώμενοι, λέγεται για ορμητικούς
πολεμιστές, που δεν φροντίζουν καθόλου για την ζωή τους, στον ίδ.
παραχρῆμα, επίρρ. αντί παρὰ τὸ χρῆμα, αμέσως, πάραυτα, παρευθύς, σε
Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· με άρθρο, τὸ παραχρῆμα, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐκ ή ἀπὸ τοῦ
440
περί, πρόθ. με γεν. δοτ. και αιτ.· ριζική σημασία, επί τόπου, ολόγυρα,
αντίθ. το ἀμφί σημαίνει κυρίως και στις δύο πλευρές.
Α. ΜΕ ΓΕΝ.· I. 1. λέγεται για τόπο, πέριξ, ολόγυρα, Λατ. circum, σε Ομήρ.
Οδ. 2. γύρω, πλησίον, περὶ σοῦ πάντα γένοιτο ῥόδα , σε ελληνικές
επιγραφές. II. λέγεται για αιτία, σημαίνει το σκοπό σχετικά με ή για τον
οποίο κάποιος κάνει κάτι. 1. με ρήμ. που σημαίνουν μάχομαι ή πολεμώ,
μάχεσθαι περὶ πτόλιος, σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ Πατρόκλοιο θανόντος, στο ίδ.·
ομοίως, τρέχειν περὶ ἐωυτοῦ, περὶ τῆς ψυχῆς, σε Ηρόδ. 2. περί, για, με
σκοπό να, μερμηρίζειν περί τινος, σε Ομήρ. Ιλ.· φροντίζειν περί τινος, σε
441
κτύπος ἦλθε ποδοῖιν, ο ήχος των ποδιών ακουγόταν ολόγυρά του, σε Ομήρ.
Οδ.· λέγεται για την επίδραση του κρασιού, Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν
οἶνος, στο ίδ. 3. όπως Λατ. circumvenire, εξαπατώ, κοροϊδεύω, σε Ηρόδ.,
Αριστοφ. II. 1. περιέρχομαι και επιστρέφω σ' ένα σημείο, περιτριγυρίζω,
ἡ βασιληΐη περιῆλθε ἔς τινα, σε Ηρόδ.· ἐς φθίσιν περιῆλθε ἡ νοῦσος, η
ασθένεια κατέληξε σε..., στον ίδ.· με αιτ., ἡτίσις περιῆλθε τὸν Πανιώνιον,
στο τέλος τον κατέλαβε η εκδίκηση, στον ίδ. 2. λέγεται για χρόνο,
περιστρέφομαι, σε Ξεν.
περι-εσθίω, μέλ. -έδομαι, αόρ. βʹ -έφᾰγον· τρώω ολόγυρα, κατατρώγω,
τσιμπολογώ, σε Λουκ.
περιέσπᾰσα, αόρ. αʹ του περισπάω.
περιεστώς, αντί -εστηκώς, μτχ. παρακ. του περιίστημι.
περι-έσχᾰτα, τά, οι τριγύρω ακρότητες, σε Ηρόδ.
περί-εφθος, -ον (ἕψω), ολοκληρωτικά καλομαγειρεμένος, σε Λουκ.
περι-έχω, επίσης -ίσχω· μέλ. -έξω και -σχήσω, αόρ. βʹ -έσχον, αόρ. βʹ -
εσχόμην· περικλείω, εμπεριέχω, περιλαμβάνω, σε Πλάτ. 2. περικυκλώνω
για να φυλάξω, σε Πλούτ. 3. στην Παθ., είμαι εγκλεισμένος ή
περικυκλωμένος, ὑπό τινος, σε Ηρόδ., Ξεν. 4. περικλείω, εμπεριέχω,
συμπεριλαμβάνω, σε Πλάτ. κ.λπ. II. υπερνικώ, κερδίζω τη νίκη, σε
Θουκ.· λέγεται για στράτευμα, κυκλώνω τον εχθρό, στον ίδ. III. 1. Μέσ.,
έχω τα χέρια μου γύρω από κάποιον, προστατεύω, με γεν. προσ., περίσχεο
(Ιων. προστ. Μέσ. αορ. βʹ) παιδὸς ἐῆος, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., προστατεύω,
σε Ομήρ. Οδ. 2. προσκολλώμαι, αγαπώ πολύ ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα,
με γεν., σε Ηρόδ. 3. με απαρ., περιείχετο μὴ ἐκλιπεῖν, επέμενε ότι δεν
έπρεπε να τον αφήσουν, στον ίδ.
περι-ζᾰμενῶς, επίρρ., πολύ βίαια, σε Ομηρ. Ύμν.
περι-ζέω, βράζω γύρω-γύρω, σε Λουκ.· ποιητ. -ζείω, σε Ανθ.
περί-ζῠγον, τό, εφεδρικός ιμάντας, σε Ξεν.
περί-ζωμα, τό, φαρδιά ζώνη γύρω από τη μέση, ποδιά, σε Πλούτ.
περι-ζώννῠμαι, Μέσ. με Παθ. παρακ. -έζωσμαι, ζώνω ολόγυρά μου,
περιζώνομαι, ἐσθῆτα, σε Πλούτ.· τοῦτον τὸν ἄνδρα περιεζώσατο, τον έβαλε
μπροστά για προστασία, σε Αριστοφ.· περιεζῶσθαι τὴνφορβείαν, φόρεσαν
τα χαλινάρια γύρω τους, σε Αριστ.
περι-ζώστρα, ἡ, I. ποδιά, II. κορδέλα, ταινία πλεγμένη γύρω από στεφάνι,
σε Θεόκρ.
περι-ηγέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., 1. οδηγώ τριγύρω, περιηγέομαι τινι τὸ
οὖρος, δείχνω σε κάποιον το δρόμο γύρω από το βουνό, σε Ηρόδ. 2. εξηγώ,
περιγράφω, σε Λουκ.
περι-ηγής, -ές, = περιαγής II· λέγεται για τα χέρια, δεμένος από πίσω, σε
Ανθ.
περιήγησις, -εως, ἡ (περιηγέομαι), I. όπως το περιγραφή, περίγραμμα,
διάγραμμα, σε Ηρόδ. II. οδηγώ κάποιον ολόγυρα και του εξηγώ όσα είναι
453
περι-κλείω, Ιων. -κληΐω, παλιός Αττ. -κλῄω, μέλ. -σω, κλείνω κάτι
ολόγυρα, περικυκλώνω από όλες τις πλευρές, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως
στη Μέσ., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς, για να τις περικυκλώσει, σε Θουκ.· και
στην Παθ., ὑπὸπλήθους περικλῃόμενοι, στον ίδ.
περι-κλῐνής, -ές (κλίνω), αυτός που έχει κλίση σε όλες τις πλευρές, σε
Πλούτ.
περι-κλίνω, μέλ. -κλῐνῶ, γέρνω, έχω κλίση, λέγεται για τον ήλιο, σε
Στράβ.
περι-κλύζομαι, Παθ., βρέχομαι ολόγυρα από θάλασσα, λέγεται για νησί,
σε Θουκ.· λέγεται για πορθμό, σε Πλούτ.
περίκλυστος, -η, -ον και -ος, -ον, βρεγμένος ολόγυρα από θάλασσα,
λέγεται για νησιά, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.
περι-κλῠτός, -ή, -όν, ονομαστός παντού, ολόγυρα ξακουστός,
φημισμένος, ένδοξος, Λατ. inclytus, σε Όμηρ.
περι-κνημίς, ἡ (κνήμη), κάλυμμα για το πόδι, προστατευτικό της κνήμης,
σε Πλούτ.
περι-κνίζω, μέλ. -σω, γαργαλώ παντού, τσιμπώ ελαφρά παντού· ομοίως
στον Μέσ. αόρ. αʹ περικνίξασθε, λέγεται για τις μέλισσες, σε Ανθ.
περι-κοκκάζω ή -ύζω, αόρ. αʹ -εκόκκασα ή -υσσα, κράζω τριγύρω σαν
κούκος, σε Αριστοφ.
περι-κομίζω, μέλ. -σω, μεταφέρω ολόγυρα, σε Θουκ. — Παθ., γυρίζω
ολόγυρα, στον ίδ.
περίκομμα, -ατος, τό (περικόπτω), αυτό που περικόβεται, γαρνίρισμα,
κρέας ψιλοκομμένο, κιμάς, σε Αριστοφ.
περίκομψος, -ον, πολύ κομψός, φίνος, σε Αριστοφ.
περικοπή, ἡ, I. περικοπή, ακρωτηριασμός, σε Θουκ.· τρυπάνισμα, σε
Πλούτ. II. περίγραμμα ή γενική μορφή προσώπου ή πράγματος, σε Πολύβ.
III. τμήμα (απόσπασμα) ή μικρό χωρίο συγγραφέα· τμήμα από τις
Επιστολές και τα Ευαγγέλια.
περι-κόπτω, μέλ. -ψω· 1. κόβω ολόγυρα, ψαλιδίζω, ακρωτηριάζω,
περικόπτω, σε Δημ. — Παθ., περιεκόπησαν τὰ πρόσωπα, είχαν τα πρόσωπά
τους ακρωτηριασμένα, σε Θουκ. 2. περικόπτω χώραν, ερημώνω τη χώρα
του εχθρού, από τη συνήθεια να κόβονται οι καρποί των δέντρων της
χώρας αυτής, σε Δημ.· απ' όπου, ληστεύω κάποιον, στον ίδ.· απλώς,
παρακωλύω, εμποδίζω, σε Πλούτ.
περι-κράνιος[ᾱ], -ον, αυτός που βρίσκεται γύρω από το κρανίο, πῖλος
περικράνιος, σκούφος, σε Πλούτ.
457
περι-κρᾰτής, -ές (κράτος), αυτός που έχει πλήρη εξουσία πάνω σε κάτι,
με γεν., σε Κ.Δ.
περικρεμάννῡμι, κρεμώ ολόγυρα, τί τινι, σε Ανθ. — Παθ., κρεμιέμαι
ολόγυρα, κρέμωμαι από παντού, προσκολλώμαι, με δοτ., στον ίδ.
περί-κρημνος, -ον, απόκρημνος, σε Πλούτ.
περι-κρούω, μέλ. -σω, αφαιρώ με χτύπημα — Παθ., περικρουσθεῖσα
πέτρας τε καὶ ὄστρεα, έχοντας διώξει πέτρες και όστρακα, την απογύμνωσε
από αυτά, σε Πλάτ.
περι-κρύπτω, μέλ. -ψω, αόρ. βʹ -έκρῠβον· κρύβω εντελώς, σε Λουκ., Κ.Δ.
περι-κτίονες, -όνων, οἱ, Επικ. δοτ. περικτιόνεσσι, (κτίζω) κάτοικοι που
μένουν τριγύρω, γείτονες, σε Όμηρ.· πρβλ. ἀμφικτίονες.
περι-κτίται[τῐ], -ῶν, οἱ, = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.
περι-κυκλόω, μέλ. -ώσω, I. περικυκλώνω, περικλείω· συνήθως στη Μέσ.,
περικυκλώνω τον εχθρό, σε Ηρόδ., Ξεν. II. αμτβ., περιέρχομαι, σε Λουκ.
περι-κύκλωσις, ἡ, περικύκλωση, περιβολή, περιστοίχιση, σε Θουκ.
περι-κῠλινδέω, μεταγεν. -κυλίω [ῑ]· αόρ. αʹ -εκύλῑσα· κυλιέμαι ολόγυρα,
σε Αριστοφ.
περι-κύμων[ῡ], -ον (κῦμα), περικυκλωμένος από κύματα, λέγεται για
νησιά, σε Ευρ.
περι-κωμάζω, μέλ. -σω, γλεντώ, ξεφαντώνω, παλαίστρας, σε Αριστοφ.
περι-κωνέω, μέλ. -ήσω (κῶνος), αλείφω ολόγυρα με πίσσα, περικωνέω τὰ
ἐμβάδια, μελανώνω υποδήματα, τα μαυρίζω, σε Αριστοφ.
περι-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, αόρ. βʹ -έλᾰβον· I. 1. πιάνω,
εναγκαλίζομαι, σε Ξεν. 2. περικλείω ή περικυκλώνω τον εχθρό για να τον
αναχαιτίσω στη θάλασσα, σε Θουκ.· ἐπεὰν δὲ αὐτὸν περιλάβῃς, όταν τον
συλλάβεις ή τον πιάσεις, σε Ηρόδ. — Παθ., συλλαμβάνομαι, οἴμοι,
περιείλημμαι μόνος, σε Αριστοφ. II. περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω,
λέγεται για αριθμό πραγμάτων, σε Ισοκρ., Πλάτ.
περι-λαμπής, -ές (λάμπω), πολύ λαμπρός, σε Πλούτ.
περι-λάμπω, μέλ. -ψω, I. λάμπω ολόγυρα, σε Πλούτ. II. με αιτ.,
ακτινοβολώ, φῶς περιλάμπω τινά, σε Κ.Δ. — Παθ., είμαι φωτισμένος, σε
Πλούτ., Λουκ.
περι-λείπομαι, αόρ. αʹ -ελείφθην — Παθ., υπολείπομαι, παραμένω, επιζώ,
σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
περι-λείχω, μέλ. -ξω, γλείφω ολόγυρα, σε Αριστοφ.
458
περί-σκεπτος, -ον, 1. αυτός που είναι ορατός από όλες τις πλευρές, ορατός
από μακριά, πασιφανής, σε Ομήρ. Οδ. 2. αξιοθαύμαστος, σε Ανθ.
περισκέπω, = περισκεπάζω, σε Πολύβ., Μόσχ.
περι-σκιρτάω, μέλ. -ήσω, πηδώ ολόγυρα, με αιτ., σε Ανθ.
περι-σκοπέω, μέλ. -σκέψομαι, παρακ. -έσκεμμαι· I. κοιτάζω τριγύρω, σε
Σοφ. II. εξετάζω ολόγυρα, παρατηρώ προσεκτικά, θεωρώ σωστά, σε
Ηρόδ., Θουκ.· μτχ. παρακ. περιεσκεμμένος, παρατηρητικός, σε Λουκ.
περι-σκῠλᾰκισμός, ὁ (σκύλαξ), θυσία κατά την οποία θυσιαζόταν ένα
κουτάβι και έπειτα περιφερόταν, σε Πλούτ.
περι-σμᾰρᾰγέω, μέλ. -ήσω, κροταλίζω, κουδουνίζω ολόγυρα, σε Λουκ.
περι-σοβέω, μέλ. —ήσω · I. περιφέρω, περισοβέω ποτήριον, δίνω σε
κύκλο το ποτήρι μου με το κρασί, σε Μένανδρ. II. τρέχω βιαστικά γύρω
από, τὰςπόλεις, σε Αριστοφ.
περι-σοφίζομαι, αποθ., εξαπατώ, κοροϊδεύω, σε Αριστοφ.
περισπασμός, ὁ, απόσπαση προσοχής, αφηρημάδα, αντιπερισπασμός, σε
Πολύβ.
περι-σπάω, μέλ. -σπάσω, I. 1. αποσπώ από τα πέριξ, αφαιρώ — Μέσ.,
απογυμνώνω κάποιον, τὴν τιάραν, σε Ξεν. 2. εξάγω, σε Ευρ. II.
παρακάμπτω, λέγεται για το στράτευμα, σε Πολύβ.· λέγεται για το
χαλινάρι του αλόγου, οὐ πάνυ περισπάω, δεν τραβώ εδώ και εκεί με
δύναμη, σε Λουκ. — Μέσ., περισπώμενος τὰς ὄψεις, περιστρέφω τα μάτια
μου, στον ίδ. III. έλκω ή αποσπώ την προσοχή, σε Αριστ. — Παθ., είμαι
ταραγμένος ή απασχολημένος σε δουλειά, περί τι, σε Κ.Δ.
περισπεῖν, απαρ. αορ. βʹ του περιέπω.
περι-σπειράω, μέλ. -άσω, περιελίσσω, τυλίγω, σε Πλούτ. — Μέσ.,
περικυκλώνω με στρατιώτες, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για στρατιώτες,
συσπειρώνομαι γύρω από τον αρχηγό, τινι, στον ίδ.· λέγεται για ερπετά,
πλέκομαι ολόγυρα, γίνομαι κουλούρα γύρω από, τινι σε Λουκ.
περισπερχέω, είμαι πολύ οργισμένος, σε Ηρόδ.
περι-σπερχής, -ές (σπέρχω), πολύ ορμητικός, περισπερχὲς πάθος,
παράτολμος, πολύ βίαιος, θάνατος, σε Σοφ.
περί-σπλαγχνος, -ον (σπλάγχνον), εξαιρετικά εγκάρδιος, σε Θεόκρ.
περι-σπογγίζω, μέλ. -σω, σφουγγίζω ολόγυρα, σε Θεόκρ.
470
(γεν.), εκτός από την Επικ. γεν., Ἰλιόθι πρό, οὐρανόθι πρό, ἠῶθι πρό. Γ.
πρό, απόλ. ως ΕΠΙΡΡ., I. λέγεται για τόπο, μπροστά, μπροστά από,
εμπρός, προς τα εμπρός, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για χρόνο, πριν, προτού,
εκ των προτέρων, σε Ομήρ. Οδ.· πριν, προηγουμένως, νωρίτερα, σε
Ησίοδ.· πρόωρα, σε Αισχύλ. III. με άλλες προθ., ἀποπρό, διαπρό, ἐπιπρό,
περιπρό, προπρό, επιτατ. της πρώτης πρόθεσης. Δ. πρό, σε ΣΥΝΘ., I. με
ουσ., λέγεται για να δηλώσει: 1. θέση εμπρός ή ενώπιον, πρόθυρον,
προπύλαια. 2. τα πρωτεία σε βαθμό, πρόεδρος ή προτεραιότητα,
προοίμιον. 3. αυτόν που στέκεται, που βρίσκεται στη θέση άλλου,
πρόμαντις, πρόξενος. II. με επίθ., λέγεται για να δηλώσει: 1. εγγύτητα,
ετοιμότητα, πρόχειρος, πρόθυμος. 2. μπροστά από, το μαζί, προθέλυμνος,
πρόρριζος. 3. το πρόωρο, πρόμοιρος, πρόωρος. III. με ρήματα, 1. λέγεται
για τόπο, μπροστά, προς τα εμπρός, προβαίνω, προβάλλω· επίσης,
χρησιμ. για υπεράσπιση, προκινδυνεύω. 2. εμπρός, λέγεται για κίνηση,
προέλκω, προφέρω· επίσης, δημοσίως, προειπεῖν. 3. κινώ προς τα εμπρός,
ενδίδω, προδίδωμι. 4. πρό, λέγεται για προτίμηση, προαιροῦμαι,
προτιμάω. 5. προτού, εκ των προτέρων, προαισθάνομαι, προνοέω,
προοράω.
προ-αγγέλλω, μέλ. -αγγελῶ, ανακοινώνω από πριν, εκ των προτέρων, σε
Ξεν.
προάγγελσις, ἡ, προαναγγελία, πρόωρη, έγκαιρη ειδοποίηση, σε Θουκ.
προ-άγνυμι, αόρ. αʹ -έαξα, σπάζω, θραύω από πριν, σε Ομήρ. Οδ.
προᾰγόρευσις, ἡ, ομιλία εκ των προτέρων, διακήρυξη από πριν, σε
Αριστ., σε Πλουτ.
προ-ᾰγορεύω, αόρ. αʹ -ηγόρευσα, παρακ. -ηγόρευκα (αλλά, Αττ. μέλ.
προερῶ, αόρ. προεῖπον, παρακ. προείρηκα) — Παθ. -εύσομαι (σε Μέσ.
τύπο), παρακ. -ηγόρευμαι· I. 1. λέω από πριν, σε Θουκ.· με απαρ., λέω ή
δηλώνω εκ των προτέρων ότι..., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, προαγορεύω
ὅτι..., σε Ξεν. 2. προλέγω, προφητεύω, τὸ μέλλον, στον ίδ. II. 1. μιλώ
ενώπιον όλων, διακηρύσσω, δηλώνω ή κηρύττω δημοσίως, σε Ηρόδ.,
Θουκ.· έχω προδηλώσει με κήρυκα, σε Ηρόδ. 2. με απαρ., παραγγέλλω,
διατάσσω δημοσίως, προαγορεύω ὑμῖν παρεῖναι, στον ίδ.· προαγορεύω
τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν, απαγορεύω στους πολίτες να κινηθούν, σε Πλάτ.
— Παθ., γυμνάζεσθαι προαγορεύεται ἅπασι, σε Ξεν.· τὰ προηγορευμένα,
στον ίδ. 3. ανακοινώνω, κοινοποιώ, σε Πλάτ.
προ-άγω[ᾰ], μέλ. -άξω, παρακ. -ῆχα, αόρ. βʹ -ήγᾰγον — Παθ., αόρ. αʹ -
ήχθην, παρακ. -ῆγμαι, I. 1. οδηγώ μπροστά, επάνω, προς τα εμπρός, σε
Ηρόδ. κ.λπ.· συνοδεύω, στον ίδ., Ξεν. 2. φέρω, οδηγώ στη δημοσιότητα,
σε Πλάτ. 3. παρακινώ, πείθω, σε Ηρόδ., Θουκ.· με απαρ., προάγω τινὰ
κινδυνεύειν, σε Θουκ.· με πρόθ., προάγω θυμὸν ἐς ἀμπλακίην, σε Θέογν.·
τινὰ εἰς φιλοποσίαν, εἰς μίσος, σε Ξεν.· ἐπ' ἀρετήν, στον ίδ.· ομοίως, στη
Μέσ., ἐς γέλωτα προαγαγέσθαι τινά, παρακινώ κάποιον να γελάσει, σε
Ηρόδ.· εἰς ἀνάγκην, σε Δημ. 4. α) οδηγώ πάνω ή εμπρός, επεκτείνω,
481
προάγω τὴν πόλιν, την οδηγώ σε μεγάλη δύναμη, σε Θουκ.· μέχρι πόρρω
προήγαγον τὴν ἔχθραν, την οδήγησαν πολύ πιο πέρα, μακριά, σε Δημ. —
Παθ., προάγομαι, αυξάνομαι, στον ίδ. β) λέγεται για πρόσωπα, προάγω,
προτιμώ ή προβιβάζω στην τιμή, σε Πλούτ. 5. Παθ. παρακ. με Μέσ.
σημασία, προῆκται παῖδας οὕτως ὥστε..., έχει αναθρέψει έτσι ώστε να...,
σε Δημ.· αλλά, επίσης με Παθ. σημασία, τοῖς ἔθεσι προηγμένοι, σε Αριστ.
II. αμτβ., οδηγώ εμπρός, προχωρώ, προπορεύομαι, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.·
ακολουθ. αιτ., προπορεύομαι κάποιου, σε Κ.Δ.
προᾰγωγεία, ἡ, το επάγγελμα του προαγωγού (προαγωγός), μαστροπεία,
σε Ξεν., Αισχίν.
προᾰγωγεύω (προαγωγός), μέλ. -σω, 1. μαστροπεύω, σε Νόμ. παρ'
Αισχίν. 2. μεταφ., προαγωγεύω ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς, σε Αριστοφ.
προᾰγωγή, ἡ (προάγω), προαγωγή, προώθηση, προεξοχή, υψηλή θέση,
αξίωμα, σε Πολύβ.
προᾰγωγός, ὁ (προάγω), 1. αυτός που οδηγεί σε κάτι, μαστροπός,
σωματέμπορος, προαγωγός, σε Αριστοφ., Αισχίν. 2. μεσολαβητής, σε
Ξεν.
προ-ᾰγών, -ῶνος, ὁ, προκαταρκτικός αγώνας, προγύμναση,
προετοιμασία, σε Αριστοφ., Πλάτ.· προετοιμασία για γιορτή, σε Αισχίν.
προ-ᾰγωνίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, παρακ. -ηγώνισμαι, I. αποθ., μάχομαι
εκ των προτέρων, από πριν, ἐξ ὧν προηγώνισθε = ἐξ ἀγώνων οἷς
προηγώνισθε, από τους αγώνες που έχεις κάνει από πριν, σε Θουκ.·
παρακ. επίσης με Παθ. σημασία, οἱ προηγωνισμένοι ἀγῶνες, σε Πλούτ.
II. μάχομαι για ή υπέρ κάποιου άλλου, στον ίδ.
προᾰγωνιστέον, ρημ. επίθ. του προαγωνίζομαι, σε Πλάτ.
προᾰγωνιστής, -οῦ, ὁ, αυτός που μάχεται για κάποιον άλλο, πρόμαχος,
σε Πλούτ.
προ-ᾰδικέω, μέλ. -ήσω, είμαι πρώτος στην αδικία — Παθ., αδικούμαι
από πριν ή πρώτος, σε Δημ., Αισχίν.
προ-ᾴδω, μέλ. -άσομαι τραγουδώ από πριν, προαγγέλλω, σε Αισχίν.
προ-αιδέομαι, Ιων. -εῦμαι· Ιων. γʹ πληθ. υπερσ. -ῃδέατο· αποθ., οφείλω
σε κάποιον εξαιρετικό σεβασμό, έχω υποχρέωση σε κάποιον, με δοτ., σε
Ηρόδ.
προαίρεσις, -εως, ἡ (προαιρέομαι), 1. εκλογή ενός πράγματος πριν από
κάποιο άλλο, πράξη ώριμης επιλογής, απόφαση, προτίμηση, σε Πλάτ.
κ.λπ.· κατὰ προαίρεσιν, με τη θέληση, εκούσια, σε Αριστ. 2. σκοπός,
σχέδιο ή περιθώριο δράσης, τρόπος ζωής, βιοθεωρία, αρχή δράσης, σε
Δημ. 3. στην πολιτική γλώσσα, επιτηδευμένος τρόπος πολιτικής δράσης,
πολιτική, τακτική, στον ίδ.· επίσης, τρόπος διακυβέρνησης, όπως η
ολιγαρχία, στον ίδ.· στον πληθ., τὰς κοινὰς προαιρέσεις, δημόσιες αρχές,
γενικά, πολιτική, στον ίδ. 4. τομέας διακυβέρνησης, στον ίδ. 5. πολιτική
μερίδα, παράταξη, στον ίδ.
482
Ξεν.· έπειτα, λέγεται για τον χρόνο τον ίδιο, τοῦ χρόνου προβαίνοντος,
καθώς ο χρόνος, ο καιρός προχωρεί, παρέρχεται, σε Ηρόδ.· ομοίως,
προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου, στον ίδ.· λέγεται και για πρόσωπα,
τοὺς προβεβηκότας τῇ ἡλικίᾳ, οι προχωρημένοι στην ηλικία, σε Λυσ. κ.λπ.
2. μεταφ., λέγεται για διήγηση, επιχείρημα, συζήτηση, ενέργεια,
προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου, σε Ηρόδ.· προβαίνω ἐπ' ἔσχατον
θράσους, σε Σοφ.· τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται, σε Ευρ.· προβαίνω
πόρρω μοχθηρίας, είμαι σε προχωρημένο βαθμό μοχθηρίας, είμαι
μοχθηρός πολύ, σε Ξεν.· προβαίνω εἰς τοῦτο ἔχθρας, σε Δημ. 3.
προοδεύω, προχωρώ, προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον, το έθνος προόδευε
αυξάνοντας την κυριαρχία του, συνέχισε επεκτείνοντας την επιβολή του,
σε Ηρόδ.· μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν, για να μην προχωρήσει
περισσότερο, για να μην αυξηθεί, σε Ευρ. II. υπερβάλλω, υπερτερώ, δηλ.
βρίσκομαι μπροστά ή είμαι ανώτερος από τον άλλο, με γεν., προβέβηκας
ἁπάντων, σε Ομήρ. Ιλ.· Τρηχῖνος προβέβηκε, ανεδείχθη υπέρτερος, δηλ.
νίκησε, σε Ησίοδ. III. με αιτ. πράγμ., υπερβαίνω, τέρμα προβάς (αντί
ὑπερβάς), σε Πίνδ. IV. στους Ποιητές, πόδα προβαίνω, προχωρώ, κινώ
το πόδι, σε Θέογν.· τὸν πόδα, σε Αριστοφ.· προβὰς κῶλον, ἀρβύλαν
προβάς, σε Ευρ.· βλ. βαίνω Α. II. 3. V. μτβ., σε Ενεργ. μέλ., τοποθετώ
μπροστά, προωθώ, τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει [ᾱ];, σε Πίνδ.
προ-βακχήϊος, ὁ, Ιων. αντί -ειος, λέγεται για τον Βάκχο, ο οδηγός των
οπαδών του θεού, σε Ευρ.
προ-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, παρακ. -βέβληκα, αόρ. βʹ προέβᾰλον, Αττ.
προὔβαλον, Ιων. προβάλεσκον·
Α. I. ωθώ ή σπρώχνω μπροστά μου, Λατ. projicere, Νότος Βορέῃ
προβάλεσκε σχεδίην, σε Ομήρ. Οδ.· τοὺς μαζοὺς κυσί, προέβαλε, σε Ηρόδ.
II. 1. τοποθετώ μπροστά, δηλ. αρχίζω, ξεκινώ, ἔριδα προβαλόντες, σε
Ομήρ. Ιλ. 2. τοποθετώ μπροστά ως υπεράσπιση ή δικαιολογία (λέγεται
για επιχείρημα), σε Σοφ., Ευρ. — Παθ., σε Θουκ. 3. προτείνω κάποιο
έργο, σε Ανδοκ. 4. προτείνω, προβάλλω, παρουσιάζω ένα πρόβλημα,
αίνιγμα (πρβλ. πρόβλημα IV), σε Αριστοφ. κ.λπ. 5. προεκτείνω κάτι πέρα
από κάτι άλλο, σε Σοφ. III. προβάλλω ἑαυτόν, πέφτω σε απόγνωση, Λατ.
spem abjicere, σε Ηρόδ.· ομοίως, προβάλλω ἐμαυτὸν εἰς δεινὰς ἀράς, σε
Σοφ. Β. Μέσ. με Παθ. παρακ. (που χρησιμ. επίσης με Παθ. σημασία): I.
1. ρίχνω ή χύνω μπροστά από κάποιον, οὐλοχύτας προβάλοντο, σε Όμηρ.·
πετώ μακριά, ρίχνω έξω, εκθέτω, σε Σοφ. 2. βάλλω πιο πριν ή πρώτος,
θεμείλιά τεπροβάλοντο, σε Ομήρ. Ιλ. 3. προβάλλω στον εαυτό μου, κάνω
την αρχή, ἔργον, σε Ησίοδ. 4. προτείνω σε εκλογή, Λατ. designare, σε
487
Ηρόδ., Αττ. — Παθ., προτείνομαι σε εκλογή, σε Ηρόδ. II. ρίχνω πιο πέρα
από κάποιον άλλο, νικώ στο ρίξιμο· και ομοίως, υπερβαίνω, υπερτερώ,
με γεν. προσ. και δοτ. πράγμ., ἐγὼ δέ κε σεῖο νοήματί γε προβαλοίμην, σε
Ομήρ. Ιλ. III. 1. κρατώ κάτι εμπρός μου, τὼχεῖρε, σε Αριστοφ.· προβαίνω
τὰ ὅπλα, δηλ. προτείνω, εμφανίζω τα όπλα, είτε για επιθετικούς, είτε για
αμυντικούς λόγους, σε Ξεν.· ομοίως, σε Παθ. παρακ., κόντον
προβεβλημένον, έχω το κοντάρι προβεβλημένο, παρατεταγμένο
οριζοντίως, σε Λουκ.· επίσης, προβεβλημένοι τοὺς θωρακοφόρους, είχαν
αυτούς εμπρός τους για να τους προστατεύσουν, σε Ξεν.· απόλ., στέκομαι
μπροστά, στέκομαι εμπρός για υπεράσπιση, στον ίδ.· προαίρεσις
προβεβλημένη, σύστημα αμύνης, σε Δημ.· με γεν., προβεβλῆσθαί τινος,
στέκομαι μπροστά για να τον προασπίσω, στον ίδ. 2. μεταφ., προτάσσω,
τοποθετώ μπροστά, στον ίδ.· προβάλλω ή μνημονεύω ως μαρτυρία, σε
Πλάτ.· μνημονεύω ως παράδειγμα, σε Ηρόδ.· μεταχειρίζομαι ως
δικαιολογία ή πρόφαση, σε Θουκ.· προβέβληνται (με Μέσ. σημασία),
στον ίδ. IV.ως Αττ. νομικός όρος, προσάγω ή κατηγορώ κάποιον ενώπιον
της Εκκλησίας του Δήμου με αγωγή που καλείται προβολή (βλ. προβολή
IV)· ὁ προβαλλόμενος, ο κατήγορος μιας προβολῆς, σε Δημ. — Παθ.,
κατηγορούμαι, σε Ξεν.
προ-βᾰσᾰνίζω, μέλ. -σω, βασανίζω από πριν, σε Λουκ.
προβάς, μτχ. αορ. βʹ του προβαίνω.
πρόβᾰσις, ἡ, = προβατεία II, περιουσία σε βοοειδή (πρόβατα), τα ίδια τα
βοοειδή, σε Ομήρ. Οδ.
προβᾶτε, βʹ πληθ. προστ. αορ. αʹ του προβαίνω.
προβᾰτεία, ἡ (προβατεύω), I. κατάσταση φύλαξης προβάτων, η ζωή του
βοσκού, σε Πλούτ. II. περιουσία σε βοοειδή, κοπάδι με πρόβατα, όπως
το ομηρ. πρόβασις, σε Στράβ.
προβᾰτευτικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στα βοοειδή· ἡ-κή
(ενν. τέχνη), η τέχνη εκτροφής ή συντήρησης προβάτων, Λατ. pecuaria,
σε Ξεν.
προβᾰτεύω (πρόβᾰτον), μέλ. -σω, προσέχω τα πρόβατα, είμαι ποιμένας,
σε Ανθ.
προβᾰτικός, -ή, -όν (πρόβᾰτον), αυτός που ανήκει σε πρόβατα ή
τράγους· ἡ προβατική (ενν. πύλη), πύλη προβάτων, σε Κ.Δ.
προβάτιον, τό, υποκορ. του πρόβατον, μικρό πρόβατο, Λατ. ovicula, σε
Αριστοφ., Πλάτ.· πρβλ. πρόβατον.
488
προ-ενσείω, μέλ. -σω, σείω, κινώ από πριν, τινά τινι, σε Πλούτ.
προ-εντυγχάνω, μέλ. -τεύξομαι, συνομιλώ με κάποιον εκ των προτέρων,
σε Πλούτ. κ.λπ.· ὄψις προεντυγχάνει τῆς φωνῆς, το πρόσωπο αρχίζει να
μιλά πριν από τη φωνή του, στον ίδ.
προ-εξαγγέλλω, ανακοινώνω από πριν, προκηρύσσω, σε Δημ.
προ-εξαγκωνίζω, μέλ. -σω, λέγεται για τους πυγμάχους, κινώ τα χέρια
πριν ξεκινήσω να μάχομαι· επίσης λέγεται για ομιλητή, σε Αριστ.
προ-εξάγω, μέλ. -ξω, I. οδηγώ ή φέρω έξω από πριν, σε Ηρόδ., Θουκ. II.
αμτβ., προχωρώ πρώτος, τῷ κέρᾳ, σε Θουκ.· επίσης στην Παθ., στον ίδ.
προ-εξαιρέω, αφαιρώ εκ των προτέρων — Παθ., αποστερούμαι κάποιον
ή κάτι από πριν, τι, σε Λουκ.
προ-εξαΐσσω, Αττ. -ᾴσσω, μέλ. -ξω, πηδώ έξω από πριν, έξω από τις
τάξεις του στρατού σε ώρα μάχης, σε Ηρόδ.· μτχ. αορ. αʹ προεξᾴξαντες,
σε Θουκ.
προ-εξᾰμαρτάνω, κάνω λάθος εκ των προτέρων, σε Ισοκρ.
προ-εξανίσταμαι, Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. 1.
εγείρομαι και εξέρχομαι από πριν ή πρώτος σε Ηρόδ., Δημ. 2. στον
αγώνα, ξεκινώ πριν δοθεί το σήμα, σε Ηρόδ.
προ-εξᾰπᾰτάω, μέλ. -ήσω, εξαπατώ από πριν, σε Αριστ.
προ-εξαποστέλλω, μέλ. -στελῶ, στέλνω προς τα έξω εκ των προτέρων,
σε Πολύβ.
προ-εξέδρα, Ιων. -η, ἡ, επίσημος θρόνος, σε Ηρόδ.
προ-έξειμι (εἶμι, Λατ. ibo), εξέρχομαι από κάτι, σε Θουκ.
προεξελαύνω, μέλ. -ελάσω [ᾰ], 1. εκδιώκω από πριν, σε Πλούτ. 2.
προεξελαύνω πλοίῳ, προχωρώ με πλοίο πριν από τους άλλους, στον ίδ.
προ-εξεπίστᾰμαι, συνηρ. προὐξ-, αποθ., γνωρίζω καλά από πριν, σε
Αισχύλ.
προ-εξερευνάω, συνηρ. προὐξ-, μέλ. -ήσω, ερευνώ από πριν, σε Ευρ.
προεξερευνητής, συνηρ. προὐξ, -οῦ, ὁ, ερευνητής που αποστέλλεται από
πριν, σε Ευρ.
προ-εξέρχομαι, αποθ., βγαίνω έξω από πριν, τῷ πεζῷ, με το πεζικό, σε
Θουκ.
προ-εξετάζω, μέλ. -σω, εξετάζω από πριν, σε Λουκ.
προ-εξεφίεμαι, συνηρ. προῦξ-, Μέσ., παραγγέλλω από πριν, σε Σοφ.
προ-εξορμάω, μέλ. -ήσω, εξορμώ ή ξεκινώ από πριν, σε Ξεν.
προ-επαγγέλλομαι, Μέσ., υπόσχομαι από πριν, σε Κ.Δ.
προ-επαινέω, μέλ. -ήσω, επαινώ, αποδίδω έπαινο εκ των προτέρων, σε
Θουκ.
προ-επανασείω, μέλ. -σω, σηκώνω το χέρι εναντίον από πριν· μεταφ.
στην Παθ., ἡ παρασκευὴ προεπανεσείσθη, απειλήθηκε πιο πριν, σε Θουκ.
500
προ-καθίημι, μέλ. -ήσω, κάθομαι από πριν· μεταφ., πόλιν προκαθίημι εἰς
ταραχήν, ρίχνω την πόλη σε σύγχυση, την φέρνω σε αναταραχή, σε Δημ.·
προκαθίημί τινα ἐξαπατᾶν, τοποθετώ ένα πρόσωπο μπροστά μου με
σκοπό να παραπλανήσω, να εξαπατήσω, στον ίδ.
προ-καθίστημι, μέλ. -στήσω· I. τοποθετώ κάτι εμπρός· ομοίως στη
Μέσ., σε Ξεν. II. Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., φυλακῆς μὴ
προκαθεστηκυίας, δεν έχουν τοποθετήσει φρουρά από πριν, σε Θουκ.
προ-καθοράω, μέλ. -κατόψομαι, εξετάζω από πριν, εξερευνώ
προκαταρτικά, σε Ηρόδ.
προ-καίω, μέλ. -καύσω, καίω από πριν — Παθ., καίγομαι εκ των
προτέρων, λέγεται για φωτιά, σε Ξεν.
πρόκᾰκος, -ον, υπερβολικά κακός, κακὰ πρόκακα, συμφορές πάνω στις
συμφορές, σε Αισχύλ.
προ-κᾰλέω, μέλ. -έσω, I. καλώ εμπρός, κυρίως σε Μέσ., γʹ ενικ. Επικ.
αόρ. αʹ προκαλέσσατο, προστ. προκάλεσσαι· 1. καλώ σε μάχη, προκαλώ
σε αναμέτρηση, προκαλώ, Λατ. provoco, σε Όμηρ.· ομοίως, προκαλέω
εἰς ἀγῶνα, σε Ξεν. 2. προσκαλώ εκ των προτέρων ή καλώ, τινὰ ἐς λόγους,
σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐς σπονδάς, σε Θουκ.· ἐπὶ ξυμμαχίαν, στον ίδ. 3. με αιτ.
και απαρ., προσκαλώ κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ. κ.λπ. 4. απόλ.,
αὐτῶν προκαλεσαμένων, στην ή έπειτα από την πρόσκλησή τους, στον ίδ.
II. 1. με αιτ. πράγμ., προσφέρω ή προτείνω, δίκην, στον ίδ.· τὰς σπονδάς,
σε Αριστοφ.· με αιτ. προσ. να ακολουθ., προκαλεῖσθαί τινα τὴν εἰρήνην,
προσφέρω σε κάποιον ειρήνη, στον ίδ. 2. ως Αττ. δικανικός όρος, κάνω
μια προσφορά ή προκαλώ τον αντίδικο, να διευκολύνει την απόφαση
αποδεχόμενος την λύση της υπόθεσης με τη διαιτησία, αφήνω τους
δούλους να υποστούν βασανιστήρια, σε Δημ.· πρβλ. πρόκλησις — Παθ.,
προκαλέω ἐς κρίσιν περί τινος, σε Θουκ. III. προσκαλώ να εμφανιστεί
κάτι, εὐγένειαν, σε Ευρ.
προ-κᾰλίζομαι, αποθ., μόνο σε προστ. ενεστ. προκαλίζεο, Επικ. γʹ ενικ.
παρατ. προκαλίζετο· προκαλώ σε αγώνα, σε συμπλοκή, σε Όμηρ.
προκᾰλινδέομαι, Παθ., πέφτω πρηνής, γονατιστός, μπρούμυτα, μπροστά
από κάποιον άλλο, σε Ισοκρ., Δημ.
προκάλυμμα, -ατος, τό, 1. οτιδήποτε τοποθετείται μπροστά από κάτι
άλλο, παραπέτασμα, όπως αυτό που κρεμόταν στα ανοίγματα της πόρτας,
αντί για πόρτα, σε Αισχύλ. 2. κάλυμμα, ως προστασία, σε Θουκ. 3.
μεταφ., πρόσχημα ή πρόφαση, στον ίδ., Λουκ.
510
τινος, περί τι, σε Πλάτ.· απόλ., σε Αισχύλ.· γενικά, προσέχω, Λατ. cavere,
προμηθέομαι μή..., σε Ηρόδ.· με αιτ., δείχνω εκτίμηση ή σεβασμό για,
στον ίδ., Πλάτ.
Προμηθεύς, -έως, Ιων. -έος, ὁ, Δωρ. Προμᾱθεύς, I. ο Προμηθέας, γιος
του Τιτάνα Ιαπετού και της Θέμιδας, επινοητής πολλών τεχνών· λέγεται
ότι έπλασε τον άνθρωπο από πηλό και του προσέφερε το ἔντεχνον πῦρ,
αφού το έκλεψε από τον Όλυμπο· απ' όπου επίσης το όνομά του (από το
προμηθής), αντίθ. προς τον απερίσκεπτο αδελφό του Επιμηθέα
(Ἐπιμηθεύς)· προνοητικός, προσεκτικός, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ. II. ως
προσηγορικό, προνοητικός, σε Αισχύλ.
προ-μηθής, Δωρ. -μᾱθής, -ές (μᾰθεῖν), προνοητικός, προβλεπτικός,
προσεκτικός, σε Θουκ.· τὸπρομηθές = προμήθεια, στον ίδ.· με γεν., αυτός
που με ανησυχία φροντίζει για ένα πράγμα, σε Σοφ.
προμηθία, -ίη, βλ. προμήθεια.
προμηθικῶς, επίρρ., εύστοχα, προσεκτικά, με άμεση συσχέτιση στη
λέξη Προμηθέας, σε Αριστοφ.
προ-μήκης, -ες (μῆκος), παρατεταμένος, επιμηκυμένος, σε Πλούτ.
προ-μηνύω, μέλ. -ύσω [ῡ], ανακοινώνω εκ των προτέρων, τινί τι, σε
Σοφ.· δείχνω εκ των προτέρων, τι, σε Πλούτ.
προ-μήτωρ, Δωρ. -μάτωρ[ᾱ], -ορος, ἡ, η πρώτη μητέρα ενός γένους,
όπως προπάτωρ, σε Αισχύλ., Ευρ.
προ-μηχᾰνάομαι, αποθ., επινοώ εκ των προτέρων, σε Λουκ.
προ-μίγνῡμι, μέλ. -μίξω, αναμειγνύω από πριν — Παθ., παλλακίδι
προμῐγῆναι (απαρ. αορ. βʹ), συνευρίσκομαι μαζί της από πριν, σε Ομήρ.
Ιλ.
προ-μισθόομαι, Παθ., ενοικιάζομαι από πριν, σε Πλούτ.
προ-μνάομαι, αποθ., I. 1. ζητώ σε γάμο, ερωτοτροπώ για λογαριασμό
κάποιου, ἡ προμνησαμένη = προμνήστρια, σε Ξεν. 2. γενικά, ζητώ, στον
ίδ., σε Πλούτ. II. προμνᾶταί τί μοι γνώμα, το μυαλό μου προβλέπει κάτι,
σε Σοφ.
προ-μνηστεύομαι = προμνάομαι, σε Λουκ.
προ-μνηστῖνοι, -αι, ένας ένας, ο ένας μετά τον άλλο, σε Ομήρ. Οδ. (πιθ.
από το μένω, προμενετῖνοι, ο καθένας περιμένει τον προηγούμενο).
518
τοῦ ἅπαντος ἀνδρός, δεν είναι αρμόζον σε κάθε άνδρα, στον ίδ.· ἦκάρτα
πρὸς γυναικός ἐστιν, είναι πολύ όμοιο με γυναίκα, σε Αισχύλ.· οὐπρὸς
ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν, σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για ποιότητα, πρὸς δίκης,
σύμφωνα προς το δίκαιο, στον ίδ.· οὐ πρὸς τῆς ὑμετέρας δόξης, σε Θουκ.
Β. ΜΕ ΔΟΤ.: I. 1. πλησίον, κοντά σε, πάνω, μέσα, ποτὶ γαίῃ, σε Ομήρ.
Οδ.· ποτὶ δρυσίν, ανάμεσα στις βελανιδιές, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄγκυραν ποτὶ
ναU κρημάντων, στο ίδ.· πρὸς μέσῃ ἀγορᾷ, σε Σοφ.· πρὸς τῇ γῇ ναυμαχεῖν,
σε Θουκ.· αἱ πρὸς θαλάττῃ πόλεις, σε Ξεν.· τὰ πρὸς ποσί, αυτά που
βρίσκονται κοντά στα πόδια, αυτά που βρίσκονται μπροστά σε κάποιον,
σε Σοφ. 2. ενώπιον, με την παρουσία κάποιου, πρὸς τοῖς θεσμοθέταις
λέγειν, σε Δημ. 3. με ρήματα που δηλώνουν κίνηση και ακολουθ. από
στάση σε τόπο ή δηλώνουν το πλησίον, επάνω, εναντίον, ποτὶ δὲ
σκῆπτρον βάλε γαίῃ, σε Όμηρ.· βάλλειν τινὰ πρὸς πέτρῃ, σε Ομήρ. Οδ. 4.
με τη σημασία της στενής προσκόλλησης, πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχεσθαι, στο
ίδ.· προσπεπλασμένας πρὸς οὔρεσι, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για να
δηλώσει εγγύτατη ενασχόληση, σε, επάνω, πρὸς αὐτῷ γ' εἰμι τῷ δεινῷ
λέγειν, σε Σοφ.· εἶναι ή γίγνεσθαι πρός τινι, ασχολούμαι με ή πάνω σ' ένα
πράγμα, σε Πλάτ.· ὅλον εἶναι πρός τινι, σε Δημ. II. λέγεται για προσθήκη,
επιπλέον, πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα, σε Αισχύλ.· δέκα μῆνας πρὸς ἄλλοις
πέντε, σε Σοφ.· πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ, κοντά στο επάγγελμα του
σκυτοτόμου, σε Πλάτ.· πρὸςτούτοις, πέρα απ' αυτά, Λατ. praeterea, σε
Ηρόδ. κ.λπ.· πρὸς τοῖς ἄλλοις, πέρα από όλα τα υπόλοιπα, σε Θουκ. Γ.
ΜΕ ΑΙΤ.: I. 1. λέγεται για τόπο, προς, σε, Λατ. versus, ἰέναι πρὸς
Ὄλυμπον, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιον, ποτὶ ζόφον, στο ίδ. 2. με
ρήματα που υπονοούν προηγούμενη κίνηση, επάνω, εναντίον, ἑστάναι
πρὸς κίονα, σε Ομήρ. Οδ.· ποτὶ τοῖχον ἀρηρότες, ποτὶ βωμὸν ἵζεσθαι, στο
ίδ.· ἑστάναι πρὸς σφαγάς, στέκομαι έτοιμος για σφαγή, σε Αισχύλ. 3. με
ρήματα που δηλώνουν όραση κ.λπ.· προς, ἰδεῖνπρός τινα, σε Ομήρ. Οδ.·
ομοίως, στῆναι ποτὶ πνοίην, στέκομαι έτσι ώστε να το αντιμετωπίσω,
αντιστέκομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· κλαίειν πρὸς οὐρανόν, έκλαιγε βλέποντας τον
ουρανό, στο ίδ.· λέγεται για τα σημεία του ορίζοντα, πρὸς ζόφον κεῖσθαι,
βρίσκομαι προς τη δύση, σε Ομήρ. Οδ.· ναίειν πρὸςἨῶ τ' Ἠέλιόν τε, στο
ίδ.· πρὸς ἑσπέραν, ἄρκτον, προς τη δύση κ.λπ. 4. λέγεται με εχθρική
σημασία, εναντίον, πρὸς Τρῶας μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸς θεὸν
ἐρίζειν, σε Πίνδ.· χωρεῖν πρός τινα, σε Σοφ.· χρησιμ. σε ομιλίες, λογικά
επιχειρήματα, πρός τινα, ως απάντηση προς, Λατ. adversus, λιγότερο
ισχυρό από το κατά τινος, εναντίον, Λατ. in, σε Δημ. 5. χωρίς εχθρική
σημασία, ἀγορεύειν, εἰπεῖν πρός τινα, λέγω, απευθύνομαι σε αυτόν, σε
Ομήρ. Ιλ.· ἀμείβεσθαι πρόςτινα, σε Ηρόδ.· επίσης, λέγεται για κάποιον
που συνδιαλέγεται, εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν, προτὶ ὃν μυθήσατο
θυμόν, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κάθε είδους σχέση, ὀμόσαι πρός τινα,
ορκίζομαι στο όνομά του, σε Ομήρ. Οδ.· σπονδάς, συνθήκας ποιεῖσθαι
πρός τινα, σε Θουκ.· ἡ πρός τινα ξυμμαχία, στο ίδ.· ἡ πρός τινα φιλία,
527
πίστις, σε Ξεν. κ.λπ.· αλλά επίσης, πρός τινα ἔχθρα, ἀπιστία, μῖσος,
πόλεμος, σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ. 6. λέγεται για συναλλαγή, πρὸς Τυδεΐδην
τεύχε', αντάλλαξε τα όπλα του με τον Τυδείδη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για
υποθέσεις που έφταναν μπροστά στους άρχοντες, λαγχάνειν πρὸς τὸν
ἄρχοντα γράφεσθαι πρὸς τοὺς θεσμοθέτας, παρά Δημ. 7. εἶναι πρός τι,
είμαι απασχολημένος με..., σε Πλούτ. II. λέγεται για χρόνο, περίπου ή
κοντά, κατά ή περίπου κατά, ποτὶ ἕσπερα, κατά την εσπέρα, σε Ομήρ.
Οδ.· ἐπεὶ πρὸς ἑσπέραν ἦν, σε Ξεν.· πρὸς ἠῶ, σε Θεόκρ.· πρὸς γῆρας,
προς, κατά τα γεράματα ή στα γεράματα, σε Ευρ. III. λέγεται για να
δηλώσει σχέση ανάμεσα σε δύο αντικείμενα· 1. σε σχέση με, αναφορικά
με, τὰπρὸς τὸν πόλεμον, δηλ. τα πολεμικά πράγματα, σε Θουκ.· τὰ πρὸς
τὸν βασιλέα, οι σχέσεις μας με το βασιλιά, σε Δημ.· τὰπρὸς τοὺς θεούς,
τα καθήκοντά μας προς τους θεούς, σε Σοφ.· ὁλόγος οὐδὲν πρὸς ἐμέ, δεν
έχει να κάνει με εμένα, δεν με ενδιαφέρει, σε Δημ.· οὐδὲν αὐτῷ πρὸς τὴν
πόλιν ἐστίν, αυτός δεν έχει να κάνει τίποτα με αυτή, στον ίδ.· συχνά με
επίρρ., ἀσφαλῶς ἔχεινπρός τι, σε Ξεν. 2. σε σχέση με, ως συνέπεια, πρὸς
τοῦτο τὸ κήρυγμα, σε Ηρόδ.· ἀθύμως ἔχειν πρός τι, σε Ξεν.· συχνά με ουδ.
αντων., πρὸς τί; για ποιο σκοπό; για ποιο τέλος; σε Σοφ.· πρὸςοὐδέν, για
το τίποτα, μάταια, στον ίδ.· πρὸς ταῦτα, για αυτά, με το να έχουν αυτά
έτσι, σε Ηρόδ., Αττ. 3. για κάποιο σκοπό, ὡς πρὸς τί χρείας;, σε Σοφ.·
ἕτοιμος πρός τι, σε Ξεν. 4. σε σχέση ή συνάφεια, σε σύγκριση με, κοῖός
τις ἀνὴρ δοκέοι εἶναι πρὸς τὸν πατέρα, σε Ηρόδ.· δηλώνει υπεροχή, πρὸς
πάντας τοὺς ἄλλους, Λατ. prae aliis omnibus, στον ίδ.· πρὸς τὰς μεγίστας
καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον σκοπεῖν, ο μέσος όρος ανάμεσα στα
μεγαλύτερα και στα μικρότερα πλοία, σε Θουκ. 5. σε σχέση με, σύμφωνα
με, πρὸςτὸ παρεὸν βουλεύεσθαι, σε Ηρόδ.· πρὸς τὴν δύναμιν, σύμφωνα με
τη δύναμη κάποιου, σε Δημ.· πρὸς τὰς τύχας, σύμφωνα με την τύχη
κάποιου, σε Ευρ. 6. σε συμφωνία με τα μουσικά όργανα, πρὸς κάλαμον,
σε Πίνδ.· πρὸς αὐλόν ή τὸν αὐλόν, σε Ευρ. 7. συχνά τίθεται περιφραστικά
αντί επιρρ., όπως το πρὸς βίαν = βιαίως, με βία, βιαίως, σε Αισχύλ.· πρὸς
τὸ καρτερόν, στον ίδ.· πρὸς ἰσχύος κράτος, σε Σοφ.· πρὸς ἡδονὴν λέγειν,
δημηγορεῖν, έτσι ώστε να προκαλέσει ηδονή, σε Θουκ.· πρὸς τὸ τερπνόν,
υπολογισμένο ώστε να προκαλέσει ηδονή, στον ίδ.· πρὸς χάριν, έτσι ώστε
να ευχαριστήσει, σε Δημ.· και με γεν. πράγμ., πρὸς χάριν τινός, όπως το
χάριν μόνο του, Λατ. gratia, για το καλό του, πρὸς χάριν βορᾶς, σε Σοφ.·
πρὸς ἰσχύος χάριν, με τη δύναμή της, σε Ευρ.· επίσης, πρὸς ὀργήν, με
οργή, οργισμένα, σε Σοφ. κ.λπ.· πρὸς τὸ λιπαρές, με πολλή επιμονή, στον
ίδ.· πρὸς καιρόν, εποχιακά, στον ίδ. Δ. ΑΠΟΛ. ΩΣ ΕΠΙΡΡ.: =πρόςΒ.II.,
εντούτοις, πέρα και επιπλέον, πρὸς δέ ή ποτὶ δέ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
κ.λπ.· πρὸς δὲ καί, πρὸς δὲ ἔτι, καὶ πρός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καὶ πρός γε, σε
Ευρ.· καὶ δὴ πρός, σε Ηρόδ. Ε. ΣΕ ΣΥΝΘ.: I. κίνηση προς, προσάγω,
προσέρχομαι. II. προσθήκη, το επιπλέον, προσκτάομαι, προστίθημι. III.
σύνδεση και εγγύτητα με ένα πράγμα, όπως πρόσειμι, προσγίγνομαι.
528
ζητώ τον λόγο, σε Δημ.· πρόσοδον ποιεῖσθαι πρὸς τὸν δῆμον, σε Αισχίν.
II. 1. έσοδο, εισόδημα, αντίθ. προς το κεφάλαιο, σε Δημ.· συνήθως στον
πληθ., σε Ρήτ. 2. λέγεται για τα δημόσια εισοδήματα, φόρων πρόσοδος,
σε Ηρόδ.· χρημάτων πρόσοδος, σε Θουκ.· συνήθως στον πληθ.,
εισπράξεις, εισοδήματα, Λατ. reditus, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
προσ-όζω, Δωρ. ποτι-όσδω, αμτβ., μυρίζω, βγάζω μυρωδιά, είμαι
γεμάτος μυρωδιές, μυρωδάτος, με γεν., σε Θεόκρ.
πρόσ-οιδα, παρακ. χωρίς ενεστ. (βλ. *εἴδω Β), γνωρίζω επιπλέον·
προσειδέναι χάριν, οφείλω επιπλέον χάρη, σε Αριστοφ., Πλάτ.
προσ-οικειόω, μέλ. -ώσω, απονέμω κάτι σε κάποιον ως δικό του, τί τινι,
σε Στράβ.· προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ, συσχέτιζε τον εαυτό
του με τον Ηρακλή, σε Πλούτ.
προσ-οικέω, μέλ. -ήσω, 1. κατοικώ πλησίον ή κοντά, τινί, σε Ξεν.· απόλ.,
οἱ προσοικοῦντες, γειτονικές φυλές, γειτονικοί λαοί, σε Ισοκρ. 2. με αιτ.,
κατοικώ εντός ή κοντά, Ἐπίδαμνον, σε Θουκ.
προσ-οικοδομέω, μέλ. -ήσω, χτίζω, οικοδομώ επιπλέον, προσοικοδομέω
(τεῖχος), χτίζω άλλο τείχος, σε Θουκ.· τῷ μὲν ἐν τῇ ἀγορᾷ (βωμῷ)
προσοικοδομήσας μεῖζον μῆκος, έχω χτίσει πρόσθετο μήκος στον βωμό
της αγοράς, δηλ. έχω αυξήσει το μήκος του, στον ίδ.
πρόσ-οικος, -ον, αυτός που κατοικεί κοντά σε, αυτός που συνορεύει,
γειτονικός, σε Ηρόδ., Θουκ.· οἱ πρόσοικοι, οι γείτονες, σε Θουκ.
προσ-οιστέος, -α, -ον, ρημ. επίθ. του προσφέρω· I. αυτός που πρόκειται
να προστεθεί σε, τινί, σε Ευρ. II. 1. προσοιστέον, αυτό που πρέπει κάποιος
να προσθέσει, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. αυτό που πρέπει κάποιος να βάλει σε
τάξη, να διευθύνει, να χειριστεί, γυμνάσια, σε Αριστ.
προσ-οίχομαι, αποθ., προσέρχομαι, πλησιάζω σ' ένα μέρος, σε Πίνδ.
προσ-οκέλλω, 1. ρίχνω ένα πλοίο στην ξηρά, σε Λουκ. 2. απόλ., λέγεται
για πλοίο, πέφτω έξω, στον ίδ.
προσ-ολοφύρομαι[ῡ], αποθ., κλαίγομαι σε κάποιον, λέω τα παράπονά
μου σε κάποιον, τινί, σε Θουκ.· πρ. ἀλλήλοις, θρηνούσαν ο ένας στον
άλλο, σε Πλούτ.
προσ-ομαρτέω, μέλ. -ήσω, βαδίζω κατά μήκος μαζί με, τινί, σε Θέογν.
κ.λπ.
545
προτοῦ, αντί πρὸ τοῦ, πριν από αυτό, προτού, πριν, προηγουμένως, σε
Ηρόδ., Αττ.· ὁ προτοῦ (ενν. χρόνος), σε Θουκ.
προτρεπτικός, -ή, -όν, παραινετικός ἡ προτρεπτικὴ σοφία, ρητορική
ικανότητα ή δεξιότητα, σε Πλάτ.· κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς
ἀρετήν, σε Αισχίν.· επίρρ. -κῶς, πειστικά, σε Λουκ.
προ-τρέπω, μέλ. —τρέψω, I. παρακινώ, παρορμώ — Μέσ., τρέπομαι σε
άτακτη φυγή (πρβλ. προτροπάδην), προτρέποντο μελαινάων ἐπὶ νηῶν, σε
Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον ήλιο, ὅτ' ἂν ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ' οὐρανόθεν
προτράπηται, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., ἀρχέϊ προτραπέσθαι, τρέπομαι σε
θλίψη, σε Ομήρ. Ιλ. II. προτρέπω, ωθώ, πείθω κάποιον να κάνει κάτι, σε
Ηρόδ., Αττ.· προτρ. τινὰ εἰς ή ἐπὶ φιλοσοφίαν, σε Πλάτ.· ομοίως στη Μέσ.,
με αιτ. προσ. και απαρ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· τὰ κατὰ τὸν Τέλλον
προετρέψατο ὁ Σόλων τὸν Κροῖσον, ο Σόλων διέγειρε την περιέργεια του
Κροίσου για τον Τέλλο, σε Ηρόδ.· προτρέψομαι, θα σε παρακινήσω ή θα
σε ενθαρρύνω, σε Σοφ. — Παθ., πείθομαι, παρακινούμαι, σε Ξεν.
προ-τρέχω, μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ προὔδραμον· I. τρέχω προς τα
εμπρός, σε Ξεν. II. τρέχω πριν από κάποιον, προπορεύομαι, ξεπερνώ,
τινός, στον ίδ.
πρό-τρῐτα, επίρρ. (τρίτος), πριν τρεις ημέρες ή για τρεις συνεχόμενες
μέρες, σε Θουκ.
προτροπάδην[ᾰ], Δωρ. -δαν, επίρρ. (προτρέπω), τρέχοντας και χωρίς να
γυρίζει να βλέπει πίσω, βιατικά, άρον άρον, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
προτροπή, ἡ (προτρέπω), προτροπή, παραίνεση, παρακίνηση, σε Αριστ.
προ-τυγχάνω, αόρ. βʹ -έτῠχον· συμβαίνω ή γίνομαι προτού, τὸ προτῠχόν,
το πρώτο πράγμα που τυχαίνει, σε Πίνδ.
προ-τῠπόω, μέλ. -ώσω, σχηματίζω εκ των προτέρων — Μέσ., σχηματίζω
για τον εαυτό μου, συλλαμβάνω, επινοώ, σε Λουκ.
προ-τύπτω, μέλ. -ψω, αμτβ., ορμώ προς τα εμπρός, Τρῶες δὲ προὔτυψαν,
σε Ομήρ. Ιλ.· ἀνὰ ῥῖνας προὔτυψε, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στην Παθ.,
προτυπέν, όρμησε (ενάντια στην Τροία), ή πιθανόν χτυπήθηκε πρόωρα,
σε Αισχύλ.
προὔβᾰλον, προὔβην, αμτβ. αντί προ-έβαλον, προέβην.
προὔγρᾰφον, αμτβ. αντί προ-έγραφον.
προὐδῐδάξατο, προὔδωκα, αμτβ. αντί προ-εδιδάξατο, προέδωκα.
556
πρός, πρόθ. με γεν., δηλώνει κίνηση από τόπο· με δοτ., στάση σε τόπο· με
αιτ., κίνηση προς τόπο· Επικ. επίσης προτί, ποτί, Δωρ. ποτί.
Α. ΜΕ ΓΕΝ.: I. 1. λέγεται για τόπο, από, εκ, σε Όμηρ., Σοφ. 2. λέγεται για
δήλωση θέσης αντικειμένων, νήσοισι πρὸς Ἤλιδος, τα νησιά που
κοιτάζουν προς το μέρος της Ήλιδας, δηλ. είναι κοντά στην Ήλιδα, σε
Ομήρ. Οδ.· πρὸς τοῦ Ἑλλησπόντου ἵδρυται μᾶλλον ἢ τοῦ Στρυμόνος,
βρίσκεται αρκετά κοντά (δηλ. πιο κοντά) στον Ελλήσποντο παρά στον
Στρυμόνα, σε Ηρόδ.· ἐστρατοπεδεύοντο πρὸς Ὀλύνθου, σε Θουκ. κ.λπ.·
συχνά με λέξεις που δηλώνουν σημείο του ορίζοντα, δύω θύραι εἰσίν, αἱ
μὲν πρὸς βορέαο, αἱ δ' αὖ πρὸς νότου, η μία κοιτάζει προς το βορρά, η άλλη
προς το νότο, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, οἰκέουσι πρὸς νότου ἀνέμου, σε Ηρόδ.
κ.λπ. 3. μπροστά, προς το μέρος, μπροστά στα μάτια σε, πρός τε θεῶν
μακάρων πρός τε θνητῶν ἀνθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄδικον οὔτε πρὸς θεῶν
οὔτε πρὸς ἀνθρώπων, σε Θουκ. 4. λέγεται για ικεσία, διαμαρτυρία,
διακήρυξη, όρκος, ενώπιον, στο όνομα, Λατ. per, γουνάζομαί σε πρός τ'
ἀλόχου καὶ πατρός, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπιορκεῖν πρὸς δαίμονος, ορκίζομαι
ψευδώς στους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸςθεῶν, σε Αττ.· οι Αττ. μερικές
φορές εισάγουν την αντων. σε ανάμεσα στην πρόθ. και την πτώση, όπως
το Λατ. per te omnes deos oro, πρός νύν σε πατρὸς πρός τε μητρὸς ἱκνοῦμαι,
σε Σοφ.· μὴ πρός σε γούνων, σε Ευρ. 5. λέγεται για προέλευση ή καταγωγή
από, από μέρους του, τὰ πρὸς πατρός, από την μεριά του πατέρα, σε Ηρόδ.·
Ἀθηναῖον καὶ τὰ πρὸς πατρὸς καὶ τὰ πρὸς μητρός, σε Δημ.· πρὸς αἵματος,
συγγενείς εξ αίματος, σε Σοφ. II. λέγεται για πράγματα που προέρχονται
από μια αιτία, από, από τη μεριά, τιμὴν πρὸς Ζηνὸς ἔχοντες, σε Ομήρ. Οδ.·
τυγχάνειν τινὸς πρὸς θεῶν, σε Αισχύλ.· ομοίως, με όλα τα παθητικά
ρήματα, προτὶἈχιλλῆος δεδιδάχθαι, διδάσκομαι από τον Αχιλλέα, σε Ομήρ.
Ιλ.· τὸποιεύμενον Λακεδαιμονίων, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με τα μέσα ή τη βοήθεια
από, πρὸς ἀλλήλοιν θανεῖν, σε Ευρ.· επίσης, λέγεται για πράγματα, πρὸς
τίνος πότ' αἰτίας τέθνηκεν, από ή για ποια αιτία; σε Σοφ. III. λέγεται για
εξάρτηση ή στενή σχέση, και ομοίως· 1. εξαρτώμενος από κάποιον, υπό
την προστασία κάποιου, πρὸς Διός εἰσι ξεῖνοι, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς ἄλλης
ἵστὸν ὑφαίνειν, υφαίνω για άλλη γυναίκα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. για κάποιον, για
χάρη κάποιου, πρὸς σοῦ, σε Σοφ.· πρὸς τῶν ἐχόντων τὸν νόμον τίθης, σε
Ευρ. 3. παρά, με, μέσω, μνήμην πρός τινος λείπεσθαι, σε Ηρόδ. IV.
αρμόζον, κατάλληλο, οὐ πρὸς τοῦ ἅπαντος ἀνδρός, δεν είναι αρμόζον σε
κάθε άνδρα, στον ίδ.· ἦκάρτα πρὸς γυναικός ἐστιν, είναι πολύ όμοιο με
γυναίκα, σε Αισχύλ.· οὐπρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν, σε Σοφ.· επίσης,
λέγεται για ποιότητα, πρὸς δίκης, σύμφωνα προς το δίκαιο, στον ίδ.· οὐ
πρὸς τῆς ὑμετέρας δόξης, σε Θουκ. Β. ΜΕ ΔΟΤ.: I. 1. πλησίον, κοντά σε,
πάνω, μέσα, ποτὶ γαίῃ, σε Ομήρ. Οδ.· ποτὶ δρυσίν, ανάμεσα στις βελανιδιές,
564
σε Ομήρ. Ιλ.· ἄγκυραν ποτὶ ναU κρημάντων, στο ίδ.· πρὸς μέσῃ ἀγορᾷ, σε
Σοφ.· πρὸς τῇ γῇ ναυμαχεῖν, σε Θουκ.· αἱ πρὸς θαλάττῃ πόλεις, σε Ξεν.· τὰ
πρὸς ποσί, αυτά που βρίσκονται κοντά στα πόδια, αυτά που βρίσκονται
μπροστά σε κάποιον, σε Σοφ. 2. ενώπιον, με την παρουσία κάποιου, πρὸς
τοῖς θεσμοθέταις λέγειν, σε Δημ. 3. με ρήματα που δηλώνουν κίνηση και
ακολουθ. από στάση σε τόπο ή δηλώνουν το πλησίον, επάνω, εναντίον,
ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ, σε Όμηρ.· βάλλειν τινὰ πρὸς πέτρῃ, σε Ομήρ.
Οδ. 4. με τη σημασία της στενής προσκόλλησης, πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχεσθαι,
στο ίδ.· προσπεπλασμένας πρὸς οὔρεσι, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για να
δηλώσει εγγύτατη ενασχόληση, σε, επάνω, πρὸς αὐτῷ γ' εἰμι τῷ δεινῷ
λέγειν, σε Σοφ.· εἶναι ή γίγνεσθαι πρός τινι, ασχολούμαι με ή πάνω σ' ένα
πράγμα, σε Πλάτ.· ὅλον εἶναι πρός τινι, σε Δημ. II. λέγεται για προσθήκη,
επιπλέον, πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα, σε Αισχύλ.· δέκα μῆνας πρὸς ἄλλοις
πέντε, σε Σοφ.· πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ, κοντά στο επάγγελμα του σκυτοτόμου,
σε Πλάτ.· πρὸςτούτοις, πέρα απ' αυτά, Λατ. praeterea, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πρὸς
τοῖς ἄλλοις, πέρα από όλα τα υπόλοιπα, σε Θουκ. Γ. ΜΕ ΑΙΤ.: I. 1. λέγεται
για τόπο, προς, σε, Λατ. versus, ἰέναι πρὸς Ὄλυμπον, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸς
ἠῶ τ' ἠέλιον, ποτὶ ζόφον, στο ίδ. 2. με ρήματα που υπονοούν προηγούμενη
κίνηση, επάνω, εναντίον, ἑστάναι πρὸς κίονα, σε Ομήρ. Οδ.· ποτὶ τοῖχον
ἀρηρότες, ποτὶ βωμὸν ἵζεσθαι, στο ίδ.· ἑστάναι πρὸς σφαγάς, στέκομαι
έτοιμος για σφαγή, σε Αισχύλ. 3. με ρήματα που δηλώνουν όραση κ.λπ.·
προς, ἰδεῖνπρός τινα, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, στῆναι ποτὶ πνοίην, στέκομαι
έτσι ώστε να το αντιμετωπίσω, αντιστέκομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· κλαίειν πρὸς
οὐρανόν, έκλαιγε βλέποντας τον ουρανό, στο ίδ.· λέγεται για τα σημεία
του ορίζοντα, πρὸς ζόφον κεῖσθαι, βρίσκομαι προς τη δύση, σε Ομήρ. Οδ.·
ναίειν πρὸςἨῶ τ' Ἠέλιόν τε, στο ίδ.· πρὸς ἑσπέραν, ἄρκτον, προς τη δύση
κ.λπ. 4. λέγεται με εχθρική σημασία, εναντίον, πρὸς Τρῶας μάχεσθαι, σε
Ομήρ. Ιλ.· πρὸς θεὸν ἐρίζειν, σε Πίνδ.· χωρεῖν πρός τινα, σε Σοφ.· χρησιμ.
σε ομιλίες, λογικά επιχειρήματα, πρός τινα, ως απάντηση προς, Λατ.
adversus, λιγότερο ισχυρό από το κατά τινος, εναντίον, Λατ. in, σε Δημ. 5.
χωρίς εχθρική σημασία, ἀγορεύειν, εἰπεῖν πρός τινα, λέγω, απευθύνομαι σε
αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμείβεσθαι πρόςτινα, σε Ηρόδ.· επίσης, λέγεται για
κάποιον που συνδιαλέγεται, εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν, προτὶ ὃν
μυθήσατο θυμόν, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κάθε είδους σχέση, ὀμόσαι πρός
τινα, ορκίζομαι στο όνομά του, σε Ομήρ. Οδ.· σπονδάς, συνθήκας
ποιεῖσθαι πρός τινα, σε Θουκ.· ἡ πρός τινα ξυμμαχία, στο ίδ.· ἡ πρός τινα
φιλία, πίστις, σε Ξεν. κ.λπ.· αλλά επίσης, πρός τινα ἔχθρα, ἀπιστία, μῖσος,
πόλεμος, σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ. 6. λέγεται για συναλλαγή, πρὸς Τυδεΐδην
τεύχε', αντάλλαξε τα όπλα του με τον Τυδείδη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για
υποθέσεις που έφταναν μπροστά στους άρχοντες, λαγχάνειν πρὸς τὸν
ἄρχοντα γράφεσθαι πρὸς τοὺς θεσμοθέτας, παρά Δημ. 7. εἶναι πρός τι, είμαι
απασχολημένος με..., σε Πλούτ. II. λέγεται για χρόνο, περίπου ή κοντά,
κατά ή περίπου κατά, ποτὶ ἕσπερα, κατά την εσπέρα, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπεὶ
565
πρὸς ἑσπέραν ἦν, σε Ξεν.· πρὸς ἠῶ, σε Θεόκρ.· πρὸς γῆρας, προς, κατά τα
γεράματα ή στα γεράματα, σε Ευρ. III. λέγεται για να δηλώσει σχέση
ανάμεσα σε δύο αντικείμενα· 1. σε σχέση με, αναφορικά με, τὰπρὸς τὸν
πόλεμον, δηλ. τα πολεμικά πράγματα, σε Θουκ.· τὰ πρὸς τὸν βασιλέα, οι
σχέσεις μας με το βασιλιά, σε Δημ.· τὰπρὸς τοὺς θεούς, τα καθήκοντά μας
προς τους θεούς, σε Σοφ.· ὁλόγος οὐδὲν πρὸς ἐμέ, δεν έχει να κάνει με
εμένα, δεν με ενδιαφέρει, σε Δημ.· οὐδὲν αὐτῷ πρὸς τὴν πόλιν ἐστίν, αυτός
δεν έχει να κάνει τίποτα με αυτή, στον ίδ.· συχνά με επίρρ., ἀσφαλῶς
ἔχεινπρός τι, σε Ξεν. 2. σε σχέση με, ως συνέπεια, πρὸς τοῦτο τὸ κήρυγμα,
σε Ηρόδ.· ἀθύμως ἔχειν πρός τι, σε Ξεν.· συχνά με ουδ. αντων., πρὸς τί;
για ποιο σκοπό; για ποιο τέλος; σε Σοφ.· πρὸςοὐδέν, για το τίποτα, μάταια,
στον ίδ.· πρὸς ταῦτα, για αυτά, με το να έχουν αυτά έτσι, σε Ηρόδ., Αττ. 3.
για κάποιο σκοπό, ὡς πρὸς τί χρείας;, σε Σοφ.· ἕτοιμος πρός τι, σε Ξεν. 4.
σε σχέση ή συνάφεια, σε σύγκριση με, κοῖός τις ἀνὴρ δοκέοι εἶναι πρὸς τὸν
πατέρα, σε Ηρόδ.· δηλώνει υπεροχή, πρὸς πάντας τοὺς ἄλλους, Λατ. prae
aliis omnibus, στον ίδ.· πρὸς τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον
σκοπεῖν, ο μέσος όρος ανάμεσα στα μεγαλύτερα και στα μικρότερα πλοία,
σε Θουκ. 5. σε σχέση με, σύμφωνα με, πρὸςτὸ παρεὸν βουλεύεσθαι, σε
Ηρόδ.· πρὸς τὴν δύναμιν, σύμφωνα με τη δύναμη κάποιου, σε Δημ.· πρὸς
τὰς τύχας, σύμφωνα με την τύχη κάποιου, σε Ευρ. 6. σε συμφωνία με τα
μουσικά όργανα, πρὸς κάλαμον, σε Πίνδ.· πρὸς αὐλόν ή τὸν αὐλόν, σε Ευρ.
7. συχνά τίθεται περιφραστικά αντί επιρρ., όπως το πρὸς βίαν = βιαίως, με
βία, βιαίως, σε Αισχύλ.· πρὸς τὸ καρτερόν, στον ίδ.· πρὸς ἰσχύος κράτος,
σε Σοφ.· πρὸς ἡδονὴν λέγειν, δημηγορεῖν, έτσι ώστε να προκαλέσει ηδονή,
σε Θουκ.· πρὸς τὸ τερπνόν, υπολογισμένο ώστε να προκαλέσει ηδονή,
στον ίδ.· πρὸς χάριν, έτσι ώστε να ευχαριστήσει, σε Δημ.· και με γεν.
πράγμ., πρὸς χάριν τινός, όπως το χάριν μόνο του, Λατ. gratia, για το καλό
του, πρὸς χάριν βορᾶς, σε Σοφ.· πρὸς ἰσχύος χάριν, με τη δύναμή της, σε
Ευρ.· επίσης, πρὸς ὀργήν, με οργή, οργισμένα, σε Σοφ. κ.λπ.· πρὸς τὸ
λιπαρές, με πολλή επιμονή, στον ίδ.· πρὸς καιρόν, εποχιακά, στον ίδ. Δ.
ΑΠΟΛ. ΩΣ ΕΠΙΡΡ.: =πρόςΒ.II., εντούτοις, πέρα και επιπλέον, πρὸς δέ ή
ποτὶ δέ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· πρὸς δὲ καί, πρὸς δὲ ἔτι, καὶ πρός, σε
Ηρόδ. κ.λπ.· καὶ πρός γε, σε Ευρ.· καὶ δὴ πρός, σε Ηρόδ. Ε. ΣΕ ΣΥΝΘ.: I.
κίνηση προς, προσάγω, προσέρχομαι. II. προσθήκη, το επιπλέον,
προσκτάομαι, προστίθημι. III. σύνδεση και εγγύτητα με ένα πράγμα, όπως
πρόσειμι, προσγίγνομαι.
προ-σάββᾰτον, τό, η μέρα πριν το Σάββατο, η παραμονή του Σαββάτου,
σε Κ.Δ.
προσ-αγγέλλω, μέλ. -αγγελῶ, I. ανακοινώνω, τινά τινι, σε Λουκ. II.
καταμηνύω, τῇ βουλῇ τινα, σε Πλούτ.
προσᾰγορευτέος, -α, -ον, ρημ. επίθ., I. αυτός που πρέπει να κληθεί ή να
κατονομαστεί, σε Πλάτ. II. προσαγορευτέον, αυτό που πρέπει κάποιος να
ονομάσει, τινά τι, σε Αριστ.
566
λιμένα, σε Θουκ.· πρὸς Τάραντα, στον ίδ.· με δοτ., Σικελίᾳ, στον ίδ. Β.
Μέσ., τιμωρώ, σωφρονίζω, τινα, σε Ομήρ. Ιλ.
πρόσβᾰσις, ἡ (προσβαίνω), μέσο προς ανάβαση, προσέγγιση, σε Ηρόδ.,
Θουκ.· προσβάσεις πύργων, μέσα ανάβασης στους πύργους, σε Ευρ.
προσ-βᾰτός, -ή, -όν, προσιτός, τινι, σε Ξεν.· χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν
θανάτῳ, δεν είναι δυνατό να φτάσει ο θάνατος, στον ίδ.
προσ-βιάζομαι, μέλ. -άσομαι, I. αποθ., αναγκάζω, βιάζω, τινα, σε
Αριστοφ. II. αόρ. αʹ προσβιασθῆναι, με Παθ. σημασία, αναγκάζομαι ή
πιέζομαι, βιάζομαι, σε Θουκ.
προσ-βῐβάζω, μέλ. Αττ. -βιβῶ, μτβ. του προσβαίνω, 1. κάνω να πλησιάσει,
φέρνω κοντύτερα, τινά, σε Πλάτ. 2. μεταφ., προσελκύω, πείθω, εὖ
προσβιβάζεις με, σε Αριστοφ., Ξεν.· λέγεται για πράγματα, προσβιβάζω τι
κατὰ τὸ εἰκός, κάνω κάτι να συμφωνήσει με τις πιθανότητες, το φέρνω σε
συμφωνία με αυτές, σε Πλάτ.
προσ-δέχομαι, Ιων. -δέκομαι, μέλ. -δέξομαι, Επικ. συγκοπτ. μτχ. αορ. βʹ
ποτιδέγμενος· αποθ. I. 1. δέχομαι ευχαρίστως, αποδέχομαι, σε Ηρόδ.·
δέχομαι φιλόξενα, σε Σοφ. κ.λπ.· δέχομαι σε έναν τόπο, σε Θουκ.· δέχομαι
ως πολίτη, σε Πλάτ. 2. δέχομαι σε μια συζήτηση κάτι, στον ίδ. II. 1. Επικ.
μτχ. ποτιδέγμενος, αυτός που περιμένει ή προσδοκεί, σε Όμηρ.· ομοίως,
προσδεκομένους τοιοῦτο οὐδέν, σε Ηρόδ.· τῷ Νικίᾳ προσδεχομένῳ ἦν, ήταν
σύμφωνα με την προσδοκία αυτού, σε Θουκ.· με αιτ. και απαρ. μέλ.,
προσδοκώ, προσμένω ότι, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. περιμένω υπομονετικά, σε
Όμηρ.
προσ-δέω (Α), μέλ. -δήσω, δένω πλησίον ή συνδέω, επισυνάπτω, σε Ηρόδ.
προσ-δέω (Β), μέλ. -δεήσω, 1. έχω ανάγκη επιπλέον, με γεν., σε Ευρ. 2.
απρόσ., προσδεῖ, υπάρχει ακόμα έλλειψη από, με γεν. πράγμ., σε Θουκ.,
Ξεν. κ.λπ.· με απαρ., ἔτι προσδεῖ ἐρέσθαι, σε Πλάτ.
προσ-δηλέομαι, αποθ., βλάπτω ή καταστρέφω επιπλέον, σε Ηρόδ.
προσ-διαβάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, 1. υπονοώ επιπλέον, σε Πλούτ. 2.
συκοφαντώ, στον ίδ.
προσ-διαιρέομαι, Μέσ., διαιρώ περαιτέρω, σε Αριστ.
προσ-διαλέγομαι, αποθ., απαντώ σε συζήτηση ή λογομαχία, σε Ηρόδ.
προσ-διαμαρτῠρέω, μαρτυρώ επιπλέον, σε Αισχίν.
προσ-διανέμω, μέλ. -νεμῶ, διανέμω, μοιράζω, επιπλέον, σε Πλούτ. —
Μέσ. στον πληθ., διανέμουν επιπλέον αυτά μεταξύ τους, σε Δημ.
προσ-διαπράσσω, μέλ. -ξω, κατορθώνω κάτι επιπλέον, σε Ξεν.
572
προ-σείω, μέλ. -σω, κρατώ έξω και ανακινώ, σείω, προσείω χεῖρα, κινώ
απειλητικά, σε Ευρ.· προσείειν ἀνασείειν τε (τὸν πλόκαμον), το «κυματίζω»
πάνω κάτω, στον ίδ.· μεταφ., προσείω φόβον, ως μπαμπούλας, σε Θουκ.
προσ-εκβάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, I. εκβάλλω, απορρίπτω επιπλέον, σε Δημ. II.
επιμηκύνω, προεκτείνω, σε Στράβ.
προσ-εκπέμπω, μέλ. -ψω, στέλνω μακριά κάτι επιπλέον, σε Ξεν.
προσ-εκπῠρόω, μέλ. -ώσω, ρίχνω στη φωτιά κάτι επιπλέον, σε Λουκ.
προσεκτέον, ρημ. επίθ. του προσέχω, αυτό που πρέπει κάποιος να
επικολλήσει, να εφαρμόσει, σε Πλάτ.· απόλ., αυτός που πρέπει να
προσέχει, τινί, σ' ένα πράγμα, σε Αισχίν.
προσεκτικός, -ή, -όν (προσέχω), προσεκτικός, επιμελής, σε Ξεν.
προσ-εκτίλλω, μέλ. -τῐλῶ, μαδώ κάτι επιπλέον, τὰ πτερά, σε Αριστοφ.
προσεκτίνω[ῐ], μέλ. -τίσω [ῑ], πληρώνω επιπλέον, σε Πλούτ.
προσ-εξανίσταμαι, Παθ. με Ενεργ. αορ. βʹ -ανέστην, σηκώνομαι πάνω
προς μια κατεύθυνση, πρός τι, σε Πλούτ.
προσ-εξᾰπᾰτάω, εξαπατώ κι άλλο, σε Αριστ.
προσ-εξελίσσω, μέλ. -ξω, εξελίσσω επιπλέον· λέγεται για στρατιώτες,
επιτάσσω, διατάζω αυτούς σε ημικυκλικό ελιγμό, σε Πολύβ.
προσ-εξεργάζομαι, μέλ. -άσομαι, αποθ., εκτελώ επιπλέον, σε Δημ.·
παρακ. -εξείργασμαι, με Παθ. σημασία, στον ίδ.
προσ-εξερείδομαι, Παθ., υποστηρίζω κάποιον με, ταῖς χερσί, σε Πολύβ.
προσ-εξετάζω, μέλ. -σω, εξετάζω, ψάχνω μέσα σε, σε Δημ.
προσ-εξευρίσκω, βρίσκω ή εφευρίσκω επιπλέον, σε Αριστοφ.
προσ-εξηπειρόω, μέλ. -ώσω· κατευθύνομαι ακόμα περισσότερο στη
στεριά, σε Στράβ.
πρόσεξις, ἡ (προσέχω), προσοχή, σε Πλάτ.
προσ-έοικα, παρακ. με ενεστ. σημασία (ενεστ. προσείκω όχι σε χρήση),
Αττ. απαρ. προσεικέναι· Δωρ. υπερσ. ποτῴκειν· εκτός από αυτό έχουμε βʹ
ενικ. Παθ. παρακ. προσήϊξαι, σε Ευρ. I. είμαι όμοιος, μοιάζω, με δοτ., στον
ίδ. κ.λπ. II. φαίνομαι κατάλληλος, αρμόδιος, τὰ μὴ προσεικότα, πράγματα
αταίριαστα και ανάρμοστα, σε Σοφ.· ομοίως, οὐκ ἐμοὶ προσεικότα, στον ίδ.
III. φαίνομαι ότι κάνω κάτι, με απαρ., σε Δημ.
προσ-επαινέω, μέλ. -έσομαι, επαινώ επιπλέον, σε Αισχίν.
προσ-επαιτιάομαι, αποθ., κατηγορώ επιπλέον, σε Πλούτ.
προσ-επεῖπον, αόρ. βʹ, λέω επιπλέον, σε Πλούτ.
προσ-επεξευρίσκω, μέλ. -ευρήσω, εφευρίσκω, επινοώ για κάποιο ακόμα
σκοπό, σε Θουκ.
προσ-επιβάλλω, προσθέτω επιπλέον και περισσότερο, σε Ισοκρ.
575
Θουκ. II. διαμένω, συχνάζω, ποτὶ πέτρῃ, σε Θέογν. III. είμαι γνώστης,
έμπειρος, πείρᾳ, σε Σοφ.· τῷ πολέμῳ, σε Θουκ.
προσ-όμνῡμι, μέλ. -ομοῦμαι, παίρνω επιπρόσθετο όρκο, σε Ξεν.
προσόμοιος, -ον και -α, -ον, πολύ όμοιος με κάποιον, τινι, σε Ευρ.,
Αριστοφ.
προσ-ομοιόω, μέλ. -ώσω, γίνομαι όμοιος, μοιάζω, τὴν σύνεσιν ἀνθρώπῳ,
τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι, σε Δημ.
προσ-ομολογέω, μέλ. -ήσω, 1. αναγνωρίζω ή συναινώ επιπλέον, τί τινι, σε
Πλάτ.· αναγνωρίζω επιπλέον, ότι οφείλω, σε Δημ.· με αιτ. και απαρ.,
παραδέχομαι ωσαύτως ότι..., σε Πλάτ. — Παθ., παλαιὰ καὶ λίαν
προσωμολογημένα, σε Αισχίν. 2. υπόσχομαι επιπλέον, με απαρ. μέλ., σε
Δημ. 3. υποχωρώ, παραδίδομαι, σε Ξεν.
προσομολογία, ἡ, περαιτέρω ομολογία, σε Δημ.
προσ-ομόργνῡμι, σκουπίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, μεταδίδω· ομοίως
στη Μέσ., σε Πλούτ.
προσ-όμουρος, -ον, Ιων. αντί προσόμορος, γειτονικός, διπλανός,
παρακείμενος, τινι, σε Ηρόδ.
προσ-ονομάζω, μέλ. -σω, καλώ κάποιον με το όνομά του, προσονομάζω
θεούς, τους αποδίδω το όνομα θεοί, σε Ηρόδ.
προσ-οράω, μέλ. -όψομαι, Δωρ. -ποθ-όρημι, απαρ. -ορῆν· κοιτάζω,
παρατηρώ, σε Μίμνερμ., Σοφ. κ.λπ.· πρβλ. αόρ. βʹ προσεῖδον· ομοίως στη
Μέσ., προσορωμένα, σε Σοφ.
προσ-ορέγομαι, Μέσ., εκτείνομαι προς τα εμπρός, λαχταρώ, τινί, σε Ηρόδ.
πρόσ-ορθρος, -ον, αυτός που βρίσκεται προς το πρωινό, πρωινός· Δωρ.,
τὸ πότορθρον, ως επίρρ., σε Θεόκρ.
προσ-ορίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, 1. περικλείω εντός ορίων, προσθέτω σε ένα
κράτος, προσαρτώ, σε Στράβ. 2. ορίζω ή καθορίζω επιπλέον, σε Πλούτ. 3.
στη Μέσ. ως Αττ. νομικός όρος, προσωρίσατο τὴν οἰκίαν δισχιλίων,
σημείωσε την οικία του επιπλέον με λίθινα σημεία (βλ. ὅρος II) για το
ποσό των 2.000 δραχμών, δηλ. το υποθήκευσε έναντι του ποσού αυτού, σε
Δημ.
προσ-ορμάω, μέλ. -ήσω, αμτβ., ορμώ σε κάποιον, επιτίθεμαι, σε Ξεν.
584
πράγματα, πέφτω πάνω, λέγεται για βέλη, σε Αισχύλ.· λέγεται για θυμό,
σε Ευρ. III. πέφτω κάτω ή μπροστά σε κάποιον, ικετεύω, σε Σοφ.· με δοτ.,
προσπίτνομέν σοι, στον ίδ.· αλλά πιο συχνά με αιτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.·
προσπίτνω σε γόνασι, σε Σοφ.· με απαρ., προσπίτνω σε μὴ θανεῖν, σε
ικετεύω να μην πεθάνω, στον ίδ.
πρόσπταισμα, -ατος, τό, εμπόδιο ενάντια σε ένα πράγμα, πρόσκομμα,
κώλυμα, σε Αριστ.
προσ-πταίω, μέλ. -σω, I. προσκρούω σε κάποιο πράγμα, σκοντάφτω,
στραμπουλίζω, τὸ γόνυ, σε Ηρόδ.· προσπταίω τὸν πόδα, σκοντάφτω
εμπρός, σκουντουφλώ, σε Πλούτ.· απόλ., παραπατώ, κουτσαίνω, σε
Αριστοφ., Ξεν.· με δοτ., προσκρούω, χτυπώ πάνω σε, τινί, σε Δημ.· λέγεται
για πλοία, συντρίβομαι, καταστρέφομαι, προσαράζω, σε Ηρόδ. II. μεταφ.,
αποτυγχάνω, ιδίως στον πόλεμο, νικιέμαι, στον ίδ. III. προσπταίω τινί,
προσβάλλω, συγκρούομαι, σε Πλούτ.
προσπτῆναι, απαρ. του προσ-έπτην, αόρ. βʹ του προσπέτομαι.
προσ-πτήσσω, μέλ. -ξω, σκύβω ή ζαρώνω προς τα κάπου, ἀκταὶ λιμένος
ποτιπεπτηυῖαι (Επικ. μτχ. παρακ. αντί προσπεπτηκυῖαι), ακρωτήρια
κλίνουν προς το λιμάνι, δηλ. το περιβάλλουν, σε Ομήρ. Οδ.
προσπτῆται, γʹ ενικ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του προσπέτομαι,
πρόσ-πτυγμα, τό, αντικείμενο του εναγκαλισμού, αγκάλιασμα, σε Ευρ.
προσ-πτύσσω,
Α. μέλ. -ξω, εναγκαλίζομαι, σε Ευρ. Β. I. κυρίως ως αποθ., προσ-
πτύσσομαι, Δωρ. ποτι-πτ-· μέλ. -πτύξομαι, παρακ. προσ-έπτυγμαι · λέγεται
για ένδυμα, διπλώνομαι, πτυχώνομαι γύρω από, αγκαλιάζω, προσπτύσσετο
πλευραῖσιν χιτών, σε Σοφ. II. λέγεται για πρόσωπα: 1. αγκαλιάζω τον
κόρφο κάποιου, σφιχταγκαλιάζω, περιπτύσσομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
κ.λπ.· στόμα γε σὸν προσπτύξομαι, θα το πιέσω στα χείλη μου, σε Ευρ. —
Παθ. με δοτ., συμπτύσσομαι κοντά σε, σε Σοφ. 2. μεταφ., ασπάζομαι,
χαιρετώ ένθερμα, καλωσορίζω, σε Ομήρ. Οδ.· με διπλή αιτ., προσπτύσσω
τινά τι, απευθύνω φιλικό χαιρετισμό σε κάποιον, στο ίδ.· προσπτύσσεσθαι
μύθῳ, ικετεύω ένθερμα, ζητώ επίμονα, στο ίδ.· θεῶνδαῖτας
προσπτύσσεσθαι, καλωσορίζω, χαιρετίζω τις γιορτές των θεών, σε Πίνδ.
προσ-πτύω, μέλ. -πτύσω και -πτύσομαι [ῠ]· 1. φτύνω πάνω σε κάποιον,
τινί, σε Θεόκρ., Λουκ. 2. μεταφ., προσπτύω τῷ καλῷ· απόλ., προσπτύσας,
σε Πλούτ.
προσ-ραίνω, ραντίζω πάνω σε κάποιον, τινί τι, σε Στράβ.
προσραπτέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να ράψει, σε Πλούτ.
προσ-ράπτω, μέλ. -ψω, ράβω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, Παθ. μτχ. παρακ.,
τρίβωνες προσερραμμένοι, μπαλωμένα πανωφόρια, σε Πλούτ.
προσ-ρέω, μέλ. -ρεύσομαι, Παθ. αόρ. βʹ -ερρύην· 1. ρέω προς κάποιο
σημείο, χύνομαι μέσα, συναθροίζομαι, σε Ηρόδ. 2. έρπω, πλησιάζω προς,
τινί, σε Πλούτ.
587
σύν[ῠ], αρχ. Αττ. ξύν, πρόθ. που συντάσσεται με δοτ., Λατ. cum·
Α. I. 1. μαζί με, με τη βοήθεια, συνεταιρικά με, από κοινού, ομαδικά·
δεῦρ' ἤλυθε σὺν Μενελάῳ, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με παράλληλη σημασία της
βοήθειας, σὺν θεῷ, με τη βοήθεια ή την ευλογία του θεού (ο θεός
θεωρείται ότι στέκεται στο πλάι κάποιου), σε Όμηρ. κ.λπ.· σὺν θεῷ
εἰρημένον, κάτι που ειπώθηκε σα να είχε θεϊκή έμπνευση, σε Ηρόδ.·
ομοίως, σὺν δαίμονι, σὺν Διί, σὺν Ἀθήνῃ, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, σύν τινι
εἶναι ή γίγνεσθαι, είμαι μαζί με κάποιον, δηλ. στο πλευρό του, με το μέρος
του, στην παράταξή του, σε Ξεν.· οἱ σύν τινι, φίλοι κάποιου, ακόλουθοί
του, στον ίδ. 3. αυτός που είναι προικισμένος με κάποιο χάρισμα, ἄκοιτις
σὺν μεγάλῃ ἀρετῇ, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πράγματα που ανήκουν σε
κάποιον ή τα χειρίζεται κάποιος, στῆ σὺν δουρί, σε Ομήρ. Ιλ.· σκῆπτρον,
σὺν τῷ ἔβῃ, στο ίδ.· αὐτῇ σὺν φόρμιγγι, στο ίδ. (έτσι, στην Αττ., η πρόθ.
σὺν συχνά παραλείπεται). 4. λέγεται για δύο ή περισσότερα πράγματα
που λαμβάνονται από κοινού, θύελλαι σὺνβορέῃ, ἄνεμος σὺν λαίλαπι, σε
Ομήρ. Οδ. 5. λέγεται για αναγκαία σχέση ή συνέπεια, σὺν μεγάλῳ
ἀποτίσαι, πληρώνω με μεγάλη απώλεια, δηλ. υποφέρω πολύ, σε Ομήρ.
Ιλ.· σὺν τῷ σῷ ἀγαθῷ, για δικό σου όφελος, πλεονέκτημα, Λατ. tuo cum
commodo, σε Ξεν.· σὺν μιάσματι, έχοντας έρθει σε επαφή με μόλυσμα,
σε Σοφ.· και γενικά, σε συμφωνία, σε αντιστοιχία με· σὺν δίκᾳ, σε Πίνδ.·
σὺν κόσμῳ, σὺν τάχει κ.λπ.· σχεδόν = επιρρ., δικαίως, κοσμίως, ταχέως,
σε Αττ. 6. με, μέσω, σὺν νεφέεσσι κάλυψεν γαῖαν, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.·
πλοῦτον ἐκτήσω σὺν αἰχμῇ, σε Αισχύλ. 7. με τακτ. αριθμ., ἐμοὶ σὺν
ἑβδόμῳ, δηλ. εγώ μαζί με άλλους έξι, στον ίδ. Β. σύν ως επίρρ.· 1. μαζί,
από κοινού, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. επίσης, ομοίως, συγχρόνως, σε Ομήρ.
Οδ., Τραγ. Γ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.· I. 1. μαζί, μαζί με κάποιον, από κοινού,
συγχρόνως, Λατ. con· στα σύνθ. ως μτβ. ρήμα, όπως το κτείνω, το σύν
μπορεί να αναφέρεται σε δύο πράγματα, σκοτώνω κάποιον όπως
σκοτώνω ή έχω σκοτώσει και κάποιον άλλο, ή, συνεργώ με κάποιον στη
διάπραξη φόνου. 2. λέγεται για την ολοκλήρωση μιας πράξης, συνολικά,
εντελώς, πλήρως, όπως στα συμπληρόω, συντέμνω. 3. συντίθεται με
αριθμ., σύνδυο, δύο μαζί ή ανά δύο, δυο δυο· ομοίως, σύντρεις, σύμπεντε
κ.λπ. όπως τα Λατ. bini, terni κ.λπ. II. το συν- πριν από τα σύμφωνα β, μ,
π, φ, ψ γίνεται συμ-· πριν από τα γ, κ, ξ, χ, γίνεται συγ-· πριν το λ, συλ-·
πριν το σ, γίνεται συσ-· πριν όμως από το στ- γίνεται συ-, όπως συστῆναι.
συνᾰγᾰγεῖν, απαρ. αορ. βʹ του συνάγω.
593
μου, λέγεται για σκύλους, σε Ξεν. IV. συλλέγω από ό,τι έχει αναφερθεί
προηγουμένως, δηλ. συμπεραίνω, εξάγω συμπέρασμα, τεκμαίρομαι,
Λατ. colligere, σε Αριστ.
συν-ᾰγωγεύς, ὁ, I. αυτός που οδηγεί στο ίδιο σημείο, αυτός που
συγκαλεί, αυτός που συναθροίζει, σε Λυσ. II. αυτός που συνδέει, σε
Πλάτ.
συνᾰγωγή, ἡ, I. 1. συγκέντρωση στο ίδιο σημείο, σύναξη, συνένωση, σε
Πλάτ. 2. τόπος συγκέντρωσης, εβραϊκή συναγωγή, σε Κ.Δ. II. 1.
συναγωγή, προετοιμασία πολέμου, συνάθροιση στρατευμάτων, σε Θουκ.
2. μάζεμα και αποθήκευση σοδειάς, σε Πολύβ. 3. σύμπτυξη,
συμπύκνωση, συναγωγὴ στρατιᾶς, διάταξη στρατεύματος κατά στήλες, σε
Πλάτ.· συναγωγὴ τοῦπροσώπου, σύμπτυξη, σούφρωμα και ρυτίδωση
προσώπου, κατήφεια, σε Ισοκρ. 4. συλλογή, ανθολόγηση γραπτών
κειμένων, σε Αριστ. III. συμπέρασμα, εξαγωγή συμπεράσματος, στον ίδ.
συν-ᾰγωγός, -όν, αυτός που συγκεντρώνει, που συνδέει, που συνενώνει,
ενωτικός, σε Πλάτ.
συν-ᾰγωνιάω, μοιράζομαι την αγωνία κάποιου, βρίσκομαι στην ίδια
αγωνία με αυτόν, σε Πολύβ.
συν-ᾰγωνίζομαι, Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ.· 1. αγωνίζομαι από κοινού με
κάποιον, αγωνίζομαι μαζί του βοηθώντάς τον, συμπολεμώ, τινι, σε Θουκ.
κ.λπ.· γενικά, ξυναγωνίζομαί τινι, συμμερίζομαι την τύχη κάποιου, στον
ίδ. 2. βοηθώ, υποστηρίζω, τινι, σε Δημ. 3. απόλ., μάχομαι στην ίδια
πλευρά, σε Θουκ.
συν-ᾰγωνιστής, -οῦ, ὁ, αυτός που συμμετέχει σε έναν αγώνα με κάποιον,
συμμαχητής, συμβοηθός, συμπολεμιστής, συνεργός, σε Πλάτ. κ.λπ.·
τινος, για κάτι, σε Αισχίν., Δημ.
συν-άδελφος, -ον, αυτός που έχει αδελφό ή αδελφή, σε Ξεν.
συν-ᾰμιλλάομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., διαγωνίζομαι ή αμιλλώμαι,
μάχομαι μαζί με, σε Ευρ.
συν-αμπέχω και -αμπίσχω, σκεπάζω εντελώς, περιτυλίγω, συγκαλύπτω,
σε Αισχύλ. — Μέσ., τί συναμπίσχει κόρας; γιατί καλύπτεις τα μάτια σου;
σε Ευρ.
συν-αμφότεροι, -αι, -α, μαζί και οι δυο, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· ενικ. με
περιληπτική σημασία, τὸ ξυναμφότερον = συναμφότεροι, σε Πλάτ.· τοῦτο
συναμφότερον, η ενωμένη αυτή δύναμη, σε Δημ.
συν-άμφω, οἱ, αἱ, και οι δυο μαζί, σε Πλάτ. κ.λπ.
συν-αναβαίνω, ανεβαίνω μαζί με κάποιον, λέγεται για την ανάβαση στην
Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ., Ξεν.· τινί, με κάποιον, σε Ξεν.
συν-αναβοάω, μέλ. -βοήσομαι, κραυγάζω από κοινού, σε Ξεν.
συν-ᾰναγκάζω, μέλ. -σω, I. συμβάλλω ή βοηθώ σε εξαναγκασμό, σε
Ισοκρ., Δημ. — Παθ., εξαναγκάζομαι συγχρόνως, σε Δημ. II. εκτελώ,
φέρω εις πέρας επίσης δια της βίας, σε Ισοκρ. — Παθ., ὅρκοι
συνηναγκασμένοι, όρκοι που αποσπάστηκαν με βία, σε Ευρ.
595
συγκλείω, σε Όμηρ., Σοφ. II. συνδέω, δένω μαζί, σε Ομήρ. Οδ.· ενώνω,
συνενώνω, σε Πλάτ.
συν-έρδω, μέλ. -ξω, συντελώ, συμπράττω, βοηθώ, συνεργώ, τινί, σε Σοφ.
συν-ερείδω, μέλ. -σω, I. 1. στερεώνω καλά μαζί, συναρμόζω, στηρίζω
μαζί, υποστηρίζω, σε Ομήρ. Οδ.· συνδέω, δένω μαζί, δένω σφιχτά,
συσφίγγω, σε Ευρ. — Παθ., συνερεισθεὶς χέρας δεσμοῖς, με τα χέρια του
δεμένα σφιχτά, στον ίδ. 2. συνερείδω τὸν λογισμόν, υποστηρίζω τον
συλλογισμό μου με ατράνταχτα επιχειρήματα, σε Πλούτ. II. αμτβ.,
συμπλέκομαι σε μάχη σώμα με σώμα, συγκρούομαι, στον ίδ.
συν-ερέω, Αττ. -ερῶ, μέλ. χωρίς ενεστ. σε χρήση (βλ. συναγορεύω),
παρακ. -είρηκα· μιλώ με ή από κοινού, συνηγορώ, υποστηρίζω,
υπερασπίζομαι κάποιον με τα λόγια μου ή με την αγόρευσή μου, με δοτ.,
σε Ξεν., Δημ.
συν-έρῐθος, ἡ, βοηθός, συνεργάτιδα, ιδίως οικιακή βοηθός, σε Ομήρ.
Οδ., Αριστοφ.· συνέριθοι τέχναι, βοηθητικές τέχνες, σε Πλάτ.· συνέριθος
ἄτρακτος, σε Ανθ.
συν-ερκτικός, -ή, -ὸν (συνέργω), λέγεται για αγορητή, για ρήτορα,
αυτός που «στριμώχνει στη γωνία» τον αντίπαλό του, που τον αφήνει
χωρίς επιχειρήματα· ισχυρός, πιεστικός, σε Αριστοφ.
σύνερξις, ἡ (συνέργω), στενή σύνδεση· ένωση με τα δεσμά του γάμου,
σε Πλάτ.
συνέρρηγμαι, Παθ. παρακ. του συρρήγνυμι.
συν-έρχομαι, μέλ. -ελεύσομαι, Αττ. μέλ. σύνειμι (εἶμι, Λατ. ibo)· αποθ.
με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ.· I. έρχομαι ή πηγαίνω μαζί, πορεύομαι με
συνοδεία, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. έρχομαι μαζί με άλλους στο ίδιο μέρος,
συνέρχομαι, συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.·
συνέρχομαι ἐς τωὐτό, σε Ηρόδ.· συνέρχομαι ἐς λόγους τινί, στον ίδ.· και
απλώς, συνέρχομαί τινι, έχω σχέσεις με, συναναστρέφομαι κάποιον, σε
Σοφ. 2. με εχθρική σημασία, συμπλέκομαι σε μάχη, έρχομαι στα χέρια,
συγκρούομαι· μάχη ὑπό τινων ξυνελθοῦσα, μάχη που συνήφθη, που
διεξήχθη από αυτούς, σε Θουκ. 3. έρχομαι στο ίδιο σημείο, συνδέομαι,
συνενώνομαι, σε Ευρ., Πλάτ.· σχηματίζω σύνδεσμο ή συμμαχία, σε Δημ.
4. με σύστ. αντ., ταύτην τὴν στρατείαν ξυνῆλθον, πήραν μέρος, είχαν
συμμετοχή στην εκστρατεία αυτή, σε Θουκ.· ομοίως, τὸ σὸν λέχος
ξυνῆλθον, μοιράστηκα το κρεβάτι σου, λέγεται για συνουσία, σε Σοφ. III.
1. λέγεται για πράγματα, συνδέομαι σε ένα και το αυτό, ενώνομαι, στον
608
στη Μέσ., σε Πολύβ. II. συνεισφέρω στα δημόσια έξοδα, στις δημόσιες
δαπάνες, καταβάλλω κοινή εισφορά, σε Αισχίν., Δημ. III. καθώς οι
πολίτες των Αθηνών διαιρούνταν σε τάξεις αναλόγως των συνεισφορών
τους, το ύψος των οποίων καθοριζόταν σύμφωνα με την τεκμαρτή τους
περιουσία, η φράση συντελέω εἰς..., σήμαινε ανήκω σε μια οικονομική
και φορολογική τάξη ή και γενικότερα κοινωνική τάξη, συναριθμούμαι,
κατατάσσομαι σε αυτή· συντελέω εἰς ἄνδρας, σε Ισοκρ.· εἰς τοὺς νόθους,
σε Δημ.· επίσης, συντελέω εἰς Ἀθήνας, εἰς τὸ Ἀρκαδικόν, λέγεται για έναν
αριθμό μικρών πόλεων που ήταν φόρου υποτελείς σε μεγαλύτερες πόλεις
ή βρίσκονταν υπό την προστασία τους, σε Θουκ.· με δοτ., συντελέω
Θηβαίοις, σε Ισοκρ.
συν-τελής, ὁ, ἡ (τέλος),· I. 1. αυτός που πληρώνει φόρους από κοινού με
άλλους, που συνεισφέρει στη δημόσια φορολογία, από κοινού
φορολογούμενος, σε Δημ. 2. αυτός που ανήκει στην ίδια συντέλεια (II),
δηλ. την ίδια κοινωνικο-οικονομική τάξη ή στον ίδιο σύλλογο με κάποιον
άλλον, στον ίδ.· μεταφ., (οὔτε) Πάρις, οὔτε συντελὴς πόλις, ούτε ο Πάρις
ούτε η πόλη που συνδέεται μ' αυτόν, σε Αισχύλ. II. αυτός που καταβάλλει
φόρο σε κάποιον άλλον, ο φόρου υποτελής, σε Δημ.
συν-τέμνω, Ιων. τάμνω, μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ -έτεμον, απαρ. -τεμεῖν· I. 1.
κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, κατακόβω, περικόπτω, ελαττώνω,
λιγοστεύω, Λατ. concīdere, σε Θουκ.· μεταφ., συγκόπτω, βραχύνω,
μειώνω, ελαττώνω, σμικρύνω, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ιδίως λέγεται για
δαπάνες, σε Θουκ., Ξεν.· λέγεται για ανθρώπους, αποκλείω, απορρίπτω,
αποδοκιμάζω, σε Σοφ. 2. συντέμνω χιτῶνας, περικόπτω το ύφασμα ώστε
να σχηματίσει χιτώνα, φτιάχνω χιτώνα κόβοντας αναλόγως το ύφασμα,
σε Ξεν. II. φαινομενικά, αμτβ. (ενν. ὁδόν), συντομεύω τον δρόμο, κόβω
δρόμο, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για ομιλία, περιορίζω την ανάπτυξη του
λόγου μου, μιλώ με συντομία, περιληπτικά, σε Ευρ. III. αμτβ., τοῦ χρόνου
συντάμνοντας, καθώς ο χρόνος περιορίστηκε, συντομεύθηκε, λιγόστεψε,
σε Ηρόδ.
συν-τερετίζω, παίζω τον αυλό μαζί με άλλους, με συνοδεία άλλων
αυλητών, σε Θεόφρ.
συν-τερμονέω, μέλ. -ήσω, συνορεύω, είμαι όμορος με, γειτονικός με,
τινί, σε Πολύβ.
συν-τέρμων, -ον, αυτός που συνορεύει με κάποιον, όμορος, γειτονικός,
πλησιόχωρος, σε Ανθ.
συν-τεταγμένως, επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συντάσσω, με
καθορισμένους, συμπεφωνημένους όρους, σε Πλάτ.
συν-τετᾰμένως, επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συντείνω, με προθυμία,
με ζήλο, με συντονισμένες προσπάθειες, με σθένος, επίμονα, σε
Αριστοφ., Πλάτ.
συν-τετραίνω, μέλ. -τρήσω, αόρ. βʹ -έτρησα, Παθ. παρακ. -τέτρημαι· I.
διατρυπώ προκειμένου να ενώσω· συντετραίνω τοὺς μυχοὺς ἀλλήλοις,
619
ὑπέρ[ῠ], Επικ. επίσης ὑπείρ, Λατ. super· απ' όπου σχηματίστηκαν συγκρ.
και υπερθ. ὑπέρτερος, -τατος.
Α. ΜΕ ΓΕΝ., I. λέγεται για τόπο, επάνω, πάνω από· 1. λέγεται για στάση,
στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὲρ κεφαλῆς στῆναί τινι, στέκεται
622
ὑπερ-ᾱής, -ές (ἄημι), γεν. -έος, αυτός που φυσά δυνατά, με σφοδρότητα,
σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπερ-αιμόω (αἷμα), μέλ. -ώσω, έχω πάρα πολύ αίμα, σε Ξεν.
ὑπερ-αίρω, μέλ. -ᾰρῶ, I. υψώνω ή σηκώνω επάνω, σε Πλάτ. — Μέσ. ή
Παθ., υψώνομαι, ανυψώνομαι, υπερηφανεύομαι, επαίρομαι, σε Κ.Δ. II.
αμτβ., 1. με αιτ., σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι,
ανηφορίζω ή υπερπηδώ, περνώ πάνω από, Λατ. transcendere, σε Ξεν.·
ὑπεραίρω τὴν ἄκραν, παρακάμπτω το ακρωτήρι, στον ίδ.· ως στρατιωτικός
όρος, υπερφαλλαγίζω, στον ίδ. 2. υπερβαίνω, ξεπερνώ, εξέχω, ξεχωρίζω,
υπερτερώ, τινά τινι, από κάποιον σε κάτι, σε Δημ. 3. υπερακοντίζω,
ξεπερνώ, υπερβαίνω, προχωρώ πιο πέρα, καιρόν, σε Αισχύλ. III.
πλημμυρίζω, σε Δημ.
ὑπέρ-αισχρος, -ον, υπερβολικά αισχρός ή άσχημος, σε Ξεν.
ὑπερ-αισχύνομαι, Παθ., ντρέπομαι πάρα πολύ, σε Αισχίν.
ὑπερ-αιωρέομαι, Παθ., 1. κρεμιέμαι ή αιωρούμαι επάνω από, προβάλλω,
εκτείνομαι επάνω από, τινος, σε Ηρόδ. 2. στην ναυτική ορολογία, με γεν.
τόπου, παραμένω, μένω στα ανοιχτά, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες
Φαληροῦ, σε Ηρόδ.
ὑπέρ-ακμος, -ον (ἀκμή), αυτός που έχει υπερβεί, περάσει την ακμή της
νιότης, σε Κ.Δ.
ὑπερ-ᾰκοντίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, υπερακοντίζω, δηλ. υπερτερώ από,
ξεπερνώ κάποιον, με αιτ., σε Αριστοφ.· ὑπερακοντίζω τινὰ κλέπτων,
ξεπερνώ κάποιον στην κλεψιά, στον ίδ.
ὑπερ-ακρῑβής, -ές, υπερβολικά ακριβής, σε Λουκ.
ὑπερ-ακρίζω, μέλ. -σω, I. σκαρφαλώνω και υπερβαίνω, με αιτ., σε Ξεν.
II. προβάλλω, προεξέχω, με γεν., σε Ευρ.
ὑπερ-άκριος, -ον (ἄκρα), 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από τα ύψη,
βουνά, οἱ Ὑπεράκριοι = οἱ Διάκριοι, ορεσίβιοι, βουνίσιοι ή φτωχοί
κάτοικοι των Αττικών υψίπεδων, αντίθ. προς τις πλουσιότερες τάξεις των
πεδινών και παραθαλασσίων, σε Ηρόδ. 2. τὰ ὑπεράκρια, υψώματα πάνω
από πεδιάδα, ορεινά μέρη, υψίπεδα, στον ίδ.
ὑπέρ-ακρος, -ον, ο υπεράνω ή ο επάνω στην κορυφή· επίρρ., ὑπεράκρως
ζῆν, ζω χωρίς μέτρο, υπερβολικά, σε Δημ.
ὑπερ-ᾰλγέω, μέλ. -ήσω, 1. νιώθω πόνο για ή εξαιτίας, τινός, σε Σοφ., Ευρ.
2. θλίβομαι υπερβολικά, τινί για κάτι, σε Ηρόδ., Αριστ.· απόλ., σε Ευρ.
ὑπερ-αλγής, -ές, γεν. -έος, υπερβολικά οδυνηρός, θλιβερός, σε Σοφ.
ὑπερ-αλκής, -ές (ἀλκή), γεν. -έος, υπερβολικά ισχυρός, σε Πλούτ.
ὑπερ-άλλομαι, αόρ. αʹ -ηλάμην· συγκοπτ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ὑπερ-ᾶλτο, μτχ.
-άλμενος· αποθ., πηδώ πάνω από ή πέρα από, πιο πέρα, με γεν., σε Ομήρ.
Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ.· ομοίως, σε Ξεν.
ὑπέρ-αλλος, -ον, ο υπεράνω άλλων, ο υπερβολικά μέγας, σε Πίνδ.
ὑπερ-άλπειος, -ον (Ἄλπεις), υπεραλπικός, σε Στράβ.
ὑπερ-αναιδεύομαι, Παθ., υπερέχω, υπερτερώ στην αναίδεια, σε Αριστοφ.
624
Πολύβ. 2. μεταφ., αυτός που υπερέχει σε κάτι, στον ίδ.· νικητής, ανώτερος,
τινος, σε Πλούτ.
ὑπερ-δέω, δένω κάτι επάνω σε κάτι άλλο, προσδένω, τίτινι, σε Ανθ.
ὑπερ-διατείνομαι, Παθ., πασχίζω, μοχθώ, κοπιάζω υπέρμετρα, σε Δημ.,
Λουκ.
ὑπερ-επαινέω, επαινώ, εκθειάζω υπερβολικά, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
ὑπερ-επιθῡμέω, μέλ. -ήσω, επιθυμώ υπερβολικά, σε Ξεν.
ὑπερέπτα, γʹ ενικ. Ενεργ. αορ. βʹ του ὑπερπέτομαι.
ὑπ-ερέπτω (ἐρέπτομαι), τρώω, φθείρω από κάτω, κονίην ὑπέρεπτε
ποδοῖιν, σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπερ-έρχομαι, αποθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.· I. περνώ πάνω από
ένα ποτάμι, με αιτ., σε Ξεν. II. υπερέχω, εξέχω, υπερτερώ, σε Πίνδ.
ὑπερ-εσθίω, μέλ. -έδομαι, τρώω υπερβολικά, σε Ξεν.
ὑπερ-έσχεθον, ποιητ. αόρ. βʹ του ὑπερέχω.
ὑπέρ-ευ, επίρρ., υπερβολικά καλά, έξοχα, θαυμάσια, έκτακτα, υπέροχα, σε
Ξεν., Δημ.
ὑπερ-ευγενής, -ές, υπερβολικά ευγενής, σε Αριστ.
ὑπερ-ευδαιμονέω, μέλ. -ήσω, ευτυχώ υπερβολικά, σε Αριστ.
ὑπερ-ευφραίνομαι, Παθ., χαίρομαι υπερβολικά, σε Λουκ.
ὑπερ-εθχαίρω, μισώ υπερβολικά, σε Σοφ.
ὑπερ-έχω, Επικ. ὑπειρ-έχω· Επικ. παρατ. ὑπείρ-εχον, αόρ. βʹ ὑπερ-έσχον,
ποιητ. -έσχεθον· I. 1. κρατώ κάτι πάνω από κάτι άλλο, τί τινος, σε Ομήρ.
Ιλ., Αριστοφ.· ὑπερέχω χεῖρά τινος, κρατώ το χέρι πάνω από κάποιον, έτσι
ώστε να τον προστατεύσω, σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν.· επίσης με δοτ. προσ., σε
Όμηρ. 2. έχω ή κρατώ ψηλά, ὑπείρεχεν εὐρέας ὤμους, είχε τους ευρείς,
φραδείς ώμους του πάνω από τους υπόλοιπους, δηλ. τους ξεπερνούσε στο
κεφάλι και στους ώμους, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. αμτβ., είμαι υπεράνω,
υψώνομαι πάνω από τον ορίζοντα, σε Ομήρ. Οδ.· είμαι επάνω από το νερό
ή το έδαφος, σε Ηρόδ.· με γεν., ὑπερέσχεθε γαίης, υψώθηκε επάνω από,
δέσποσε στη γη, σε Ομήρ. Ιλ.· (σταυροὺς) οὐχ ὑπερέχοντας τῆς θαλάσσης,
σε Θουκ. κ.λπ.· 2. σε στρατιωτική φράση, υπερφαλλαγίζω, περικυκλώνω,
με γεν., σε Ξεν. 3. μεταφ., δεσπόζω, εξέχω, υπερτερώ, με αιτ., σε Αισχύλ.,
Ευρ.· επίσης με γεν., σε Πλάτ. κ.λπ. 4. απόλ., υπερισχύω, δεσπόζω των
υπολοίπων, προεξέχω, σε Ηρόδ., Ξεν.· επικρατώ, οἱὑπερσχόντες, οι
ισχυρότεροι, σε Αισχύλ.· ἐὰν ἡ θάλασσα ὑπέρσχῃ, φανεί πάρα πολύ ισχυρή,
σε Δημ. III. με γεν. πράγμ., αντέχω, μπορώ να υποφέρω, σε Αριστ. IV. με
αιτ., υπερβαίνω, υπερπηδώ, ξεπερνώ, βγαίνω νικητής, διασχίζω, σε Θουκ.
ὑπερ-ζέω, μέλ. -ζέσω, παραβράζω, ξεχειλίζω· μεταφ., λέγεται για άνδρα,
σε Αριστοφ.
ὑπερ-ήδομαι, Παθ., χαίρομαι υπερβολικά για, τινί, σε Ηρόδ.· με μτχ.,
ὑπερήδετο ἀκούων, χάρηκε πολύ ακούγοντας, στον ίδ.
ὑπέρ-ηδυς, -υ, υπερβολικά γλυκός, σε Λουκ.· επίρρ. -έως, σε Ξεν.· υπερθ.
-ήδιστα, σε Λουκ.
629
Παθ., (αἱ νῆες) αἱ ὑπερενεχθεῖσαι τὸν ἰσθμόν, στον ίδ. II. αμτβ., εγείρομαι,
σηκώνομαι ψηλότερα, ξεπερνώ, υπερέχω, έχω το πλεονέκτημα έναντι,
τινός τινι, κάποιου σε κάτι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· επίσης με αιτ. αντί γεν.,
ὑπερφέρεις τόλμῃ τόλμαν, σε Ευρ.· απόλ., υπερέχω, έχω τα πρωτεία, τον
πρώτο λόγο, σε Ηρόδ., Σοφ.
ὑπέρφευ, επίρρ., ὑπερφυῶς, σε Αισχύλ., Ευρ.
ὑπερφθέγγομαι, αποθ., ηχώ, ακούγομαι, φωνάζω δυνατώτερα, τὰ ἔργα
ὑπερφθέγγομαι τοὺς λόγους, σε Λουκ.
ὑπερφθίνομαι[ῐ], Παθ., πεθαίνω για ή υπέρ κάποιου, ὑπερέφθιτο (ποιητ.
αόρ. βʹ) πατρός, σε Πίνδ.
ὑπερ-φίᾰλος, -ον, αυταρχικός, δεσποτικός, αγέρωχος, υπερφίαλος,
ξιπασμένος, αλαζόνας, υπερόπτης, επηρμένος, αυθάδης, σε Όμηρ.· επίρρ.
-λως, καθ' υπερβολή, στον ίδ.· υπεροπτικά, με έπαρση ή αυθάδεια, σε
Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ., πιθ. Επικ. τύπος είτε από το ὑπέρβιος ή από το
ὑπερ-φυής).
ὑπερ-φῐλέω, μέλ. -ήσω, αγαπώ υπερβολικά, σε Αριστοφ., Ξεν.
ὑπερ-φοβέομαι, Παθ. με Μέσ. μέλ., κατατρομοκρατούμαι, φοβάμαι
υπερβολικά, σε Αισχύλ., Ξεν.
ὑπέρ-φοβος, -ον, κατατρομαγμένος, έντρομος, δειλός, φοβιτσιάρης, σε
Ξεν.
ὑπερ-φορέω, φέρω, μεταφέρω από πάνω, σε Ξεν.
ὑπερ-φρονέω, μέλ. -ήσω, 1. είμαι υπερήφανος, φαντασμένος, έχω υψηλές
ιδέες, σε Αισχύλ.· ὑπερφρονέω τινί, είμαι περήφανος για κάτι, σε Ηρόδ.,
Πλάτ. 2. με αιτ., περιφρονώ, υποτιμώ, καταφρονώ, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
— Παθ., καταφρονούμαι, περιφρονούμαι, σε Θουκ. 3. με γεν., κρίνω κάτι
με ελαφρότητα, χωρίς τη δέουσα σημασία, σε Ευρ., Αριστοφ.
ὑπέρφρων, -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), 1. φαντασμένος, υπερβολικά υπερήφανος,
αλαζονικός, περιφρονητικός, καταφρονητικός, υπεροπτικός, σε Αισχύλ.,
Ευρ.· ουδ. πληθ. ὑπέρφρονα, ως επίρρ., σε Σοφ. 2. με θετική σημασία, ἐκ
τοῦ ὑπέρφρονος, από αίσθηση υπεροχής, σε Θουκ.
ὑπερ-φυής, -ές (φύομαι), Αττ. αιτ. ενικ. -φυᾶ, ουδ. πληθ. -φυῆ ή -φυᾶ· 1.
υπερβολικά, πρόωρα ανεπτυγμένος, υπερμεγέθης, πελώριος, τεράστιος, σε
Ηρόδ., Αριστοφ. 2. τερατώδης, εκπληκτικός, θαυμαστός, έξοχος,
καταπληκτικός, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· συνοδευόμενο από αναφορ.,
ὑπερφυὴς ὅσος, καταπληκτικό πόσο θαυμάσιος, έξοχος, δηλ.
καταπληκτικά θαυμάσιος, έξοχος, σε Αριστοφ., Πλάτ. II. επίρρ. -ῶς, πάρα
πολύ, υπερβολικά πολύ, θαυμάσια, υπέροχα, παραδόξως, περιέργως,
υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· σε καταφατικές απαντήσεις,
ὑπερφυῶς μὲν οὖν, σε Πλάτ.
ὑπερ-φύομαι, Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., υπερτερώ, ξεπερνώ,
υπερέχω, με αιτ., σε Ηρόδ.
ὑπερ-φῡσάομαι, Παθ., φουσκώνω, διογκώνομαι υπερβολικά, σε Λουκ.
635
ὑπό[ῠ], Λατ. sub, πρόθ. με γεν., δοτ. και αιτ. Επικ. ὑπαί πριν από δ, π.
Α. ΜΕ ΓΕΝ., I. 1. λέγεται για τόπο, από κάτω, ῥέεικρήνη ὑπὸ σπείους, σε
Ομήρ. Οδ.· λέγεται για διάσωση, απαλλαγή από την εξουσία κάποιου·
ακολουθ. τα ρήματα ἐρύεσθαι, ἁρπάζειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵππους λῦσαν ὑπὸ
ζυγοῦ, έλυσαν τα άλογα από κάτω από τον ζυγό, σε Όμηρ. 2. κάτω από,
από κάτω, μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα, έμπηξα, έχωσα τη ράβδο μέσα και
κάτω από τα αναμμένα κάρβουνα φωτιάς που κοντεύει να σβήσει, κάτω
από τη θράκα, χόβολη, σε Ομήρ. Οδ.· ὑπὸ στέρνοιο τυχήσας, πλήττοντάς
τον κάτω από το στήθος, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ χθονός, σε Όμηρ. κ.λπ. II. 1.
χρησιμ. για το ποιητ. αίτιο, με Παθ. ρήματα, από/μέσω, Λατ. a ή ab, ὑπό
τινος δαμῆναι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑφ' ἑαυτοῦ, από δική του ενέργεια, δηλ. αφ'
εαυτού, σε Θουκ.· επίσης, φεύγειν ὑπό τινος, δηλ. καταδιώκομαι από
κάποιον και φεύγω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔπαινον ἔχειν ὑπό τινος, σε Ηρόδ.· 2.
λέγεται για πράγματα και πρόσωπα, ὡς διάκειμαι ὑπὸ τῆς νόσου, σε Θουκ.·
ἐνδακρύειν χαρᾶς ὕπο, σε Αισχύλ.· μαίνεται ὑφ' ἡδονῆς, σε Σοφ.· ὀρύσσειν
ὑπὸ μαστίγων, σκάβω, εξορύσσω κάτω από το φόβο, υπό απειλή
μαστιγίου, δηλ. εξορύσσω ενώ μαστιγώνομαι, σε Ηρόδ. 3. λέγεται για
μουσική συνοδεία, στον ρυθμό ενός πράγματος, κωμάζειν ὑπ' αὐλοῦ, σε
Ησίοδ.· πίνειν ὑπὸ σάλπιγγος, σε Αριστοφ.· έπειτα, για οτιδήποτε
συνοδεύει κάτι, δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων ἠγίνεον, υπό το φως δαυλών,
πυρσών, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπ' εὐφήμου βοῆς θῦσαι, προσφορά θυσίας που
συνοδεύεται από εύφημη βοή, σε Σοφ.· ὑπὸ πομπῆς, σε ή με επίσημη,
σοβαρή πομπή, σε Ηρόδ. Β. ΜΕ ΔΟΤ., λέγεται για τόπο ή για θέση, 1. ὑπὸ
ποσσί, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ πλατανίστῳ, στο ίδ.· ὑπ' Ἰλίῳ, κάτω από τα τείχη
του, σε Ευρ.· ὑφ' ἅρμασι, κάτω από το άρμα, δηλ. ζευγμένος σε αυτό, σε
Ομήρ. Ιλ. 2. ὑπὸ χερσί τινος δαμῆναι, υποταγμένος κάτω από, δηλ. μέσω
της δύναμης των όπλων του, στο ίδ.· ὑπὸ δουρὶ δαμῆναι, στο ίδ. II. 1.
λέγεται για πρόσωπο υπό την εξουσία ή την επιρροή του οποίου γίνεται
κάτι, φέβεσθαι ὑπό τινι, τρέπομαι σε φυγή ενώπιόν του, στο ίδ.· ὑπὸ πομπῇ
τινος βῆναι, ακολουθώ, κατατάσσομαι, συμμετέχω σε φάλαγγα, σε
εφοδιοπομπή, στη νηοπομπή κάποιου, στο ίδ. 2. λέγεται για δήλωση
υποταγής, ὑπό τινι, κάτω από την εξουσία κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.· εἶναιὑπό
τινι, είμαι υποτελής κάποιου, σε Θουκ.· ἔχειν ὑφ' ἑαυτῷ, υπόκειμαι στην
εξουσία κάποιου, στις διαταγές κάποιου, σε Ξεν. 3. χρησιμ. για πράγματα
που έρχονται σε μία τάξη, ἐργασίαι ὑπὸ ταῖς τέχναις, σε Πλάτ. 4. όπως στο
Α. II. 3, ὑπ' αὐλητῆρι πρόσθ' ἔκιον, προχωρούσαν στον ρυθμό της μουσικής
του αυλητή, σε Ησίοδ.· γενικά, λέγεται για συνακόλουθες περιστάσεις, ἐξ
ἁλὸς εἶσι πνοιῇ ὕπο Ζεφύροιο, σε Ομήρ. Οδ.· ὑπὸ σκότῳ, νυκτί, σε Αισχύλ.
Γ. ΜΕ ΑΙΤ., λέγεται για τόπο, προς και κάτω από, I. 1. ὑπὸ σπέος ἤλασε
637
μῆλα, τα οδήγησε κάτω από, δηλ. μέσα στη σπηλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ
ζυγὸν ἤγαγεν, σε Ομήρ. Οδ.· ὑπὸ δικαστήριον ἄγειν, φέρνω κάποιον κάτω
από ή ενώπιον των υψηλών εδρών των δικαστών, σε Ηρόδ. 2. όπως το ὑπό
με δοτ. χωρίς έννοια κίνησης, ὑπ' ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, παντού κάτω από τον
ήλιο, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸτὴν ἄρκτον, σε Ηρόδ.· τὸ ὑπὸ τὴν ἀκρόπολιν, σε
Θουκ. II. λέγεται για υποταγή, ποιεῖσθαι ὑπὸ σφᾶς, στον ίδ. κ.λπ. III.
λέγεται για χρόνο, όπως το Λατ. sub, μόλις μετά, σχεδόν κατά, ὑπὸ νύκτα,
κατά τη νύχτα, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ ταῦτα, εκείνη περίπου την περίοδο, σε
Ηρόδ.· ὑπὸτὸν νηὸν κατακαέντα, κατά την περίοδο που κάηκε ο ναός, σε
Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ τὸν σεισμόν, κατά την περίοδο του σεισμού, σε Θουκ.
IV.χρησιμ. για μουσική συνοδεία, ὑπὸ αὐλὸν διαλέγεσθαι, σε Ξεν. V. ὑπό
τι, ως επίρρ., σ' έναν συγκεκριμένο βαθμό, κατά ένα συγκεκριμένο μέτρο,
Λατ. aliquatenus, σε Πλάτ. Δ. ΘΕΣΗ, η ὑπὸ μπορεί πάντοτε να ακολουθεί
μετά την πτώση, οπότε με αναστροφή μετατρέπεται σε ὕπο. Ε. ΩΣ ΕΠΙΡΡ.,
1. κάτω από, από κάτω, από κάτω, σε Όμηρ. 2. από πίσω, σε Ηρόδ. II.
μυστικά, απαρατήρητα, ανεπαίσθητα, σε Ομήρ. Ιλ. Ζ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ., I. 1.
κάτω από, λέγεται για στάση και κίνηση, όπως στα ὕπ-ειμι, ὑπο-βαίνω. 2.
λέγεται για περίβλημα, επένδυση ή περικάλυψη ενός πράγματος από ένα
άλλο, όπως στο ὑπό-χρυσος. 3. λέγεται για δήλωση υποταγής, ὑπο-δαμνάω,
ὑφ-ηνίοχος. II. μάλλον, κάπως, λιγάκι, λίγο, ὑπο-κινέω, ὑπό-λευκος,
κρυφά, ανεπαίσθητα, μυστικά, ὑποθωπεύω.
ὑπο-άμουσος, -ον, κάπως, λιγάκι αποξενωμένος από τις Μούσες, σε Πλάτ.
ὑπό-βαθρον, τό, οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από βάση, σκελετός, υποδομή
στήριξης ανάκλιντρου, καθίσματος, κλίνης, αιωρούμενη συσκευή,
μηχάνημα ή αιώρημα, σε Ξεν.
ὑπο-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, πηγαίνω ή στέκομαι κάτω από· μεταφ.,
τεσσεράκοντα πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης (πυραμίδος) τὠυτὸ μέγαθος,
κτίζοντάς την σαράντα πόδια χαμηλότερη από την άλλη πυραμίδα, δηλ.
την έκτισε 40 πόδια χαμηλότερη, σε Ηρόδ.· μικρὸν ὑποβάς, λίγο παρακάτω
(σε βιβλίο), σε Στράβ.
ὑπο-βάλλω, Επικ. ὑβ-βάλλω, μέλ. -βαλῶ, παρακ. -βέβληκα, 1. ρίχνω,
πετώ, βάζω ή απλώνω από κάτω, σε Ομήρ. Οδ.· τί τινι, σε Ευρ. 2. θέτω
από κάτω, ως θεμέλιο, βάση, σε Αισχίν. 3. υποτάσσω, ἐχθροῖς ἐμαυτόν, σε
Ευρ. II. Μέσ., παίρνω ξένο ή νόθο παιδί αντί του δικού μου, Λατ.
supponere, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ. III. υπαινίσσομαι, ψιθυρίζω, όπως κάνει
ο υποβολέας, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. κ.λπ. — Μέσ., κάνω λανθασμένες
υποδείξεις, προτάσεις, σε Σοφ. IV.σε Μέσ., οικειοποιούμαι, ιδιοποιούμαι,
σφετερίζομαι, διαρπάζω, σε Πλούτ.
638
Αισχίν.· περιμένω για κάτι, τὴν ἑορτήν, σε Θουκ. 3. απόλ., μένω στον τόπο
μου, μένω σταθερός, αμετακίνητος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· ὑπομένων
καρτερεῖν, βαστώ υπομονετικά, σε Πλάτ. 4. με απαρ., δέχομαι ή τολμώ να
κάνω κάτι, περιμένω να κάνω κάτι, επιμένω να κάνω κάτι, όπως το Λατ.
sustinere, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. 5. ομοίως με μτχ. που αναφέρεται στο
υποκείμενο (συνημμένη), εἰ ὑπομενέουσι χεῖρας ἀνταειρόμενοι, εάν θα
τολμήσουν να σηκώσουν τα χέρια τους εναντίον μου, σε Ηρόδ.· ὑπομένει
ὠφελούμένος, συναινεί, συμφωνεί στο να βοηθηθεί, σε Πλάτ.· με μτχ. που
αναφέρεται στο αντικείμενο (συνημμένη), ὑπομένω Ξέρξην ἐπιόντα,
περιμένοντας την επίθεσή του, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ὑπο-μίγνῡμι, μέλ. -μίξω, I. προσθέτω με ανάμειξη, Λατ. admisceo, τί τινι,
σε Πλάτ. II. αμτβ., πλησιάζω κρυφά ένα μέρος, με δοτ., σε Θουκ.
ὑπο-μιμνήσκω, μέλ. -μνήσω, αόρ. αʹ ὑπ-έμνησα· I. Ενεργ. 1. θυμίζω
κάποιον ή κάτι σε κάποιον, τινά τινος, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.· ὑπομιμνήσκω
τινά τι, σε Θουκ., Ξεν.· ὑπομιμνήσκω τινά, θυμίζω, υπενθυμίζω, σε Πλάτ.
2. με αιτ. πράγμ., επαναφέρω στο μυαλό, στη μνήμη κάποιου, μνημονεύω,
αναφέρω, τι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· τινί τι, σε Αισχύλ. 3. με γεν. πράγμ.,
υπενθυμίζω κάτι σε κάποιον, κάνω λόγο για, σε Θουκ. κ.λπ. II. 1. Παθ. ή
Μέσ., ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι, σε Ξεν. 2. κάνω μνεία, λόγο για
κάτι, περί τινος, σε Αισχύλ.
ὑπό-μισθος, -ον, αυτός που υπηρετεί έναντι αμοιβής, πληρωμής, μισθού,
μισθωτός, σε Λουκ.
ὑπομνάομαι[ᾱ], αποθ., προσπαθώ να ξελογιάσω ύπουλα, κρυφά,
ὑπεμνάασθε (Επικ. βʹ πληθ. παρατ.) γυναῖκα, σε Ομήρ. Οδ.
ὑπό-μνημα, -ατος, τό, 1. ενθύμηση, μνήμη, θύμιση, ανάμνηση, υπόμνημα,
χρονικό, μέσο ενθύμησης, σε Θουκ., κλπ. 2. σημείωση, υπόμνηση,
σημείωμα, σε Δημ.· σε πληθ., απομνημονεύματα, σημειώσεις,
σημειώματα, πρακτικά, Λατ. commentarii, σε Πλάτ.
ὑπό-ξῠλος, -ον (ξύλον), ξύλινος από μέσα, από κάτω, δηλ. αυτός που είναι
ξύλινος, αλλά επικαλυμμένος από επίστρωση μετάλλου, σε Ξεν.
ὑπο-ξῠράω ή -έω, ξυρίζω ή κόβω λίγο τα μαλλιά — Παθ., μτχ. παρακ.
ὑπεξυρημένος, κουρεμένος ή ξυρισμένος, σε Λουκ.
ὑπο-ξύριος[ῠ], -α, -ον (ξυρόν), αυτός που βρίσκεται κάτω από ξυράφι,
ξυριστική λεπίδα, σε Ανθ.
ὑπο-ξύω[ῡ], μέλ. -σω, ξύνω, αποξέω ελαφρά, σε Ανθ.
651
ὑπο-πᾰλαίω, μέλ. -σω, πέφτω από κάτω, συνειδητά στην πάλη, σε Λουκ.
ὑπο-πάσσω, μέλ. -πάσω [ᾰ], σκορπίζω, χύνω, στρώνω από κάτω, σε
Ηρόδ.
ὑπο-πεινάω, μέλ. -ήσω, πεινώ κάπως, αρχίζω να πεινώ, σε Αριστοφ.
ὑπό-πεμπτος, -ον, σταλμένος κρυφά, σαν κατάσκοπος, σε Ξεν.
ὑπο-πέμπω, μέλ. -ψω, I. στέλνω από κάτω — Παθ., αποστέλλομαι κάτω
από, σκότον, σε Ευρ. II. αποστέλλω κρυφά, στέλνω κάποιον ως
κατάσκοπο, παρουσιάζω ψευδομάρτυρα, σε Θουκ., Ξεν.
ὑπο-πεπτηῶτες, Επικ. μτχ. παρακ. πληθ. του ὑπο-πτήσσω.
ὑπο-πέρδομαι, αποθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ ὑπέπαρδον, πέρδομαι, κλάνω λίγο,
σε Αριστ.
ὑπο-περκάζω, μόνο σε ενεστ., αρχίζω να αλλάζω χρώμα, λέγεται για
σταφύλια, σε Ομήρ. Οδ.
ὑπο-πετάννῡμι, μέλ. -πετάσω, απλώνω από κάτω, σε Ομήρ. Οδ.
ὑπό-πετρος, -ον, κάπως πετρώδης, σε Ηρόδ.
ὑπο-πῐθηκίζω, μέλ. -σω, φέρομαι λίγο σαν πίθηκος, σε Αριστοφ.
ὑπο-πίμπλημι, μέλ. -πλήσω — Παθ., αόρ. αʹ ὑπ-επλήσθην· I. γεμίζω
βαθμηδόν, σταδιακά, λίγο-λίγο — Παθ., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος,
αυτός που ήδη ξεκινά να έχει πυκνά γένια, γενειάδα, μούσι, σε Πλάτ.·
ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων, έχοντας τα μάτια μου γεμάτα
δάκρυα, σε Λουκ. II. σε Παθ., λέγεται για γυναίκες, τέκνων ὑποπλησθῆναι,
να γίνουν μητέρες πολλών παιδιών, τέκνων, σε Ηρόδ.
ὑπο-πίμπρημι, μέλ. -πρήσω, αόρ. αʹ -έπρησα, I. 1. ανάβω φωτιά κάτω από,
τὴν ὕλην, σε Ηρόδ. 2. καίω όπως πάνω σε νεκρική πυρά, τινάς, στον ίδ.
ὑπο-πίνω[ῑ], μέλ. -πίομαι, αόρ. βʹ ὑπ-έπινον, παρακ. ὑποπέπωκα, 1. πίνω
λιγάκι, πίνω με μέτρο, σε Πλάτ. 2. πίνω αργά αργά, εξακολουθώ να πίνω,
σε Αριστοφ., Ξεν. 3. ὑπο-πεπωκώς, ο κάπως μεθυσμένος, πιωμένος, σε
Αριστοφ., Ξεν.
ὑπο-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ ὑπ-έπεσον, παρακ. ὑποπέπτωκα, I. 1.
πέφτω κάτω από ή σωριάζομαι, καταπίπτω, βυθίζομαι, βουλιάζω, σε
Πλούτ. 2. πέφτω κάτω, υποκλίνομαι μπροστά σε κάποιον, με αιτ., σε
Πλάτ.· απ' όπου, υποτάσσομαι σ' αυτόν, εμπίπτω, εντάσσομαι στην
εξουσία του, σε Ισοκρ.· λέγεται για κόλακα, υποκλίνομαι με δουλοπρέπεια
652