You are on page 1of 657

1

Οδυσσέας Γκιλής
Επιμέλεια

ΣΥΝΘΕΤΕΣ
ΛΕΞΕΙΣ

Θεσσαλονίκη 2016
2
3

Περιεχόμενα

Προθέσεις ................................................................................................................................. 4
Με την πρόθεση αμφί- εντοπίζονται 187 λήμματα ................................................................. 5
Με τη πρόθεση αντί- 318 λήμματα......................................................................................... 15
ανά- εντοπίζονται 555 λήμματα ............................................................................................. 32
Με την πρόθεση από- εντοπίζονται 729 λήμματα ................................................................. 68
Με την πρόθεση δια- εντοπίζονται 646 λήμματα ................................................................ 123
Με την πρόθεση εισ- εντοπίζονται 172 λήμματα.................................................................. 163
Με την πρόθεση εκ- εντοπίζονται 648 λήμματα .................................................................. 175
Με την πρόθεση εξ- εντοπίζονται 505 λήμματα .................................................................. 215
Με την πρόθεση εν- εντοπίζονται 549 λήμματα ................................................................... 244
Με την πρόθεση επι- εντοπίζονται 977 λήμματα................................................................. 278
Με την πρόθεση κατά- εντοπίζονται 754 λήμματα .............................................................. 339
Με την πρόθεση μετα- εντοπίζονται 192 λήμματα .............................................................. 388
Με την πρόθεση παρα- εντοπίζονται 481 λήμματα ............................................................. 402
Με την πρόθεση περι- εντοπίζονται 517 λήμματα .............................................................. 440
Με την πρόθεση προ- εντοπίζονται 1395 λήμματα ............................................................. 479
Με την πρόθεση προς- εντοπίζονται 673 λήμματα.............................................................. 563
Με την πρόθεση συν- εντοπίζονται 772 λήμματα................................................................ 592
Με την πρόθεση υπέρ- εντοπίζονται 307 λήμματα ............................................................. 621
Με την πρόθεση υπο- εντοπίζονται 429 λήμματα ............................................................... 635
4

Σύνθετες αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρώτο συνθετικό τις προθέσεις:

Προθέσεις. εἰς, ἐν, ἐκ ή ἐξ, πρό, πρός, σύν· ἀνά, διά, κατά, μετά, παρὰ -
ἀμφί, ἀντί, ἐπί, περὶ - ἀπό, ὑπό - ὑπέρ·

Κατά κύριο λόγο αντλώ αποσπάσματα το λεξικό H.G. Liddell & R. Scott,
παράλληλα έχω υπ΄όψη μου και τα λεξικά του Γ. Μπαμπινιώτη και του
Δημητράκου.

Προθέσεις

Προθέσεις λέγονται οι άκλιτες λέξεις που συνήθως μπαίνουν εμπρός από


κλιτές λέξεις και φανερώνουν διάφορες σχέσεις, όπως τα επιρρήματα.

Από τις προθέσεις:

1) λέγονται κύριες προθέσεις όσες χρησιμοποιούνται και στη σύνταξη


εμπρός από τις πλάγιες πτώσεις των πτωτικών (π.χ. ἐν τῇ πόλει, σὺν αὐτῷ)
και σε σύνθεση με άλλες λέξεις (π.χ. ἔντιμος, συντυγχάνω· βλ. § 421)·
αυτές είναι 18, οι 6 μονοσύλλαβες και οι 12 δισύλλαβες:

εἰς, ἐν, ἐκ ή ἐξ, πρό, πρός, σύν·ἀνά, διά, κατά, μετά, παρὰ - ἀμφί, ἀντί, ἐπί,
περὶ - ἀπό, ὑπό - ὑπέρ·

2) λέγονται καταχρηστικές προθέσεις όσες χρησιμοποιούνται μόνο στη


σύνταξη εμπρός από τις πλάγιες πτώσεις των πτωτικών (και όχι σε
σύνθεση με άλλες λέξεις)· αυτές είναι οι ακόλουθες εννιά:

α) με γενική: ἄχρι, μέχρι, ἄνευ, χωρίς, πλήν, ἕνεκα ή ἕνεκεν Π.χ. ἄχρι τῆς
νυκτός, μέχρι τοῦδε κτλ.)·

β) μ' αιτιατική: ὡς, νή, μὰ (π.χ. ὡς ἐμὲ = σ' εμένα, προς εμέ· νὴ τὸν Δία· μὰ
τοὺς θεούς).
5

Αλφαβητική ταξινόμηση.

Υπάρχουν ταξινομημένες 12.500 λέξεις.

ἀμφί, ἀνά, ἀντί, ἀπό, διά, εἰς, ἐκ ή ἐξ, ἐν, επί, κατά, μετά, παρὰ, περὶ,
πρό, προς, σύν, ὑπέρ, ὑπό.

Με την πρόθεση αμφί- εντοπίζονται 187 λήμματα

ἀμφί, πρόθ. με γεν., δοτ. και αιτ.· ριζική σημασία, και στις δύο πλευρές
(πρβλ. ἄμφω, Λατ. ambo), ενώ η περί κυρίως σημαίνει τριγύρω.
Α. με ΓΕΝ.: I. 1. λέγεται για αιτία, σχετικά με, για, εξαιτίας κάποιου
πράγματος, ἀμφὶ γυναικός, σε Αισχύλ. 2. σχετικά με, δηλ. αναφορικά ή
εξαιτίας ενός ζητήματος, ἀμφὶ φιλότητος ἀείδειν, τραγουδώ σχετικά ή
εξαιτίας της αγάπης, σε Ομήρ. Οδ. II. λέγεται για τόπο, γύρω, τριγύρω,
ἀμφὶ τῆς πόλιος, σε Ηρόδ. Β. με ΔΟΤ.: I. 1. λέγεται για τόπο· και στις δύο
μεριές, ολόγυρα, ἀμφὶ ὤμοις, στήθεσσι, σε Όμηρ.· ομοίως, ἀμφὶ περὶ
στήθεσσι, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα όπως ακριβώς το περί, ολόγυρα, τριγύρω,
κρέα ἀμφὶ ὀβελοῖς ἔπειραν, διαπέρασαν το κρέας ολόγυρα, δηλ. από πάνω
στις σούβλες, στον ίδ. 2. γενικά, κοντά, γύρω, σε, ἀμφὶπύλῃσι, σε Ομήρ.
Ιλ. II. 1. σχετικά, συναφώς, ἔρις ἀμφὶ μουσικῇ, σε Ηρόδ.· χάριν, εξαιτίας,
ἀμφ' Ἑλένῃ μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. όπως το Λατ. prae, ἀμφὶ
τάρβει, ἀμφὶ φόβῳ, prae pavore, φόβου ένεκα, σε Αισχύλ., Ευρ. Γ. με
ΑΙΤ.: I. 1. λέγεται για τόπο· περίγυρα, ολόγυρα, κυρίως με τη σημασία της
κίνησης, ἀμφί μιν φᾶρος βάλον, σε Ομήρ. Ιλ. 2. παρά, κοντά, ἀμφὶ ῥέεθρα,
κάπου γύρω στις όχθες, στο ίδ. 3. λέγεται για πρόσωπα που βρίσκονται
γύρω από κάποιον, οἱ ἀμφὶ Πρίαμον, ο Πρίαμος και η ακολουθία του, στο
ίδ.· οἱ ἀμφὶ Ξέρξεα δηλ. ο στρατός του, σε Ηρόδ.· στην Αττ., οἱ ἀμφὶ
Πρωταγόραν, η σχολή του Πρωταγόρα ή ο ίδιος ο Πρωταγόρας, σε Πλάτ.
4. κλαίειν ἀμφί τινα, κλαίω, θρηνώ σχετικά ή για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. 5.
εἶναι, διατρίβειν ἀμφί τι, είμαι απασχολημένος με αυτό, σε Ξεν. II. ως
ασαφής δήλωση χρόνου, περίπου, σε Πίνδ.· ἀμφὶΠλειάδων δύσιν, σε
Αισχύλ.· ομοίως για αριθμό, Λατ. circiter, ἀμφὶ τὰς δώδεκα μυριάδας,
γύρω, περίπου στους εκατόν είδοσι χιλιάδες, σε Ξεν. Δ. ΧΩΡΙΣ ΠΤΩΣΗ:
1. ως επίρρ., και στις δύο μεριές, εκατέρωθεν. 2. ἀμφίς Α II, ξεχωριστά,
εκτός, σε Ομηρ. Ύμν. Ε. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.: I. 1. αμφίπλευρως, όπως στο
ἀμφίστομος = δίστομος. 2. ολόγυρα, σε όλες τις πλευρές, όπως
ἀμφιλαμβάνω, ἀμφιλαφής. II. λέγεται για αιτία· εξαιτίας, χάριν, ένεκα,
όπως στο ἀμφιμάχομαι.
ἀμφιάζω ή ἀμφιέζω, αόρ. αʹ ἠμφίᾰσα (ἀμφί), ντύνω κάποιον, τινά, σε
Πλούτ.· μεταφ. λέγεται για τάφο, ὄστεα ἠμφίασεν, σε Ανθ.
6

ἀμφί-ᾰλος, -ον (ἅλς), 1. περιτριγυρισμένος από θάλασσα, λέγεται για


νησιά, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. 2. λέγεται για την Κόρινθο, μεταξύ δυο
θαλασσών, διθάλασσος, αυτός που διαιρείται σε δύο θάλασσες, το bimaris
του Ορατίου, σε Ξεν.
Ἀμφιάρᾱος, -ου, Αττ. Ἀμφιάρεως, -ω (χορίαμβος στους Τραγ.), ο
Αμφιάραος, ο Αργείος μάντης, σε Αισχύλ. κ.λπ.
ἀμφίασμα, -ατος, τό (ἀμφιάζω), ένδυμα, σε Κτησ., Λουκ.
ἀμφ-ιάχω, λέγεται για πουλί, πετώ κράζοντας, σε ανωμ. μτχ. παρακ.
ἀμφῐᾰχυῖα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, I. 1. περιδιαβαίνω, περιπατώ, σε Ομήρ. Ιλ. 2.
δρασκελίζω, σε Ομήρ. Οδ.· ιδίως δρασκελίζω πεσμένο φίλο που έχει πέσει
στη μάχη ώστε να τον προστατέψω, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, λέγεται για
πολιούχους θεότητες, προστατεύω, στο ίδ. II. περιβάλλω, περικαλύπτω με
αιτ., νεφέλη σκόπελον ἀμφιβέβηκε, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με δοτ., νέφος
ἀμφιβέβηκε νηυσίν, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., πόνος φρένας ἀμφιβέβηκεν, στο
ίδ. κ.λπ.
ἀμφι-βάλλω, μέλ. -βαλῶ — Μέσ. Επικ. μέλ. ἀμφιβαλεῦμαι· I. 1.
περιβάλλω ή περιθέτω· λέγεται για ρούχα, τα φορώ σε κάποιον, Λατ.
circumdare, με διπλή αιτ. προσ. και πράγμ., ἀμφὶ δέ με χλαῖναν βάλεν, σε
Ομήρ. Οδ.· 2. επίσης με δοτ. προσ., ἀμφὶ δέ μοι ῥάκος βάλον, σε Ομήρ.
Ιλ. — Μέσ., λευκὴν ἀμφιβάλλομαι τρίχα, αποκτώ, έχω λευκά μαλλιά, σε
Σοφ. 3. αντί της Μέσ. χρησιμ. η Ενεργ. μερικές φορές, κρατερὸν
μένοςἀμφιβαλόντες [ἑαυτοῖς], σε Ομήρ. Ιλ. II. ρίχνω γύρω τα χέρια,
αγκαλιάζω, περιβάλλω, με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Οδ. III. επίσης με αιτ.
προσ., περιβάλλω, σε Ευρ.
ἀμφίβᾰσις, -εως, ἡ (ἀμφιβαίνω), κύκλωμα, περιτύλιγμα, περικύκλωση,
ἀμφίβασιν Τρώων = τοὺς ἀμφιβαίνοντας Τρῶας, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφίβιος, -ον, αυτός που ζει διπλή ζωή, δηλ. και στη στεριά και στη
θάλασσα (νερό), αμφίβιος, σε Βατραχομ., Ανθ.
ἀμφίβλημα, -ατος, τό (ἀμφιβάλλω), κάτι που ρίχνεται τριγύρω, που
περιβάλλει· I. στοά, περιστύλιο, σε Ευρ. II. ένδυμα, μανδύας, ρούχο, στον
ίδ.
ἀμφίβληστρον, τό (ἀμφιβάλλω), I. οτιδήποτε ρίχνεται ολόγυρα· I. δίχτυ
κυνηγίου, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· μεταφ. λέγεται για το ένδυμα που ρίχνεται
σαν δίχτυ γύρω από τον Αγαμέμνονα, σε Αισχύλ. II. δεσμά, εμπόδιο,
αλυσίδες, στον ίδ. III. λέγεται για τείχη, περίβολος, ιδίως λέγεται για τα
τείχη της πόλης, σε Ευρ.
ἀμφι-βόητος, -ον, αυτός που αντηχεί, κάνει θόρυβο ολόγυρα, σε Ανθ.
ἀμφιβολία, Ιων. -ίη, ἡ, η κατάσταση της ταυτόχρονης και αμφίπλευρης
επίθεσης, σε Ηρόδ.
ἀμφίβολος, -ον (ἀμφιβάλλω), I. αυτός που περιβάλλει, περικυκλώνει, σε
Ευρ. II. 1. αυτός που βάλλεται από όλες ή και τις δύο πλευρές, σε Αισχύλ.·
ἀμφ. εἶναι, βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο πυρά, σε Θουκ. 2. Ενεργ., αυτός
7

που βάλλει και από τις δύο μεριές, δίστομος, σε Ανθ. III. αμφίβολος,
αβέβαιος, αμφίσημος, αμφιλεγόμενος, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· τἀγαθὰ ἐς
ἀμφίβολον ἔθεντο, υπολόγιζαν την καλή τους τύχη ως αμφίβολη, σε
Θουκ.· ἐν ἀμφιβόλῳ, σε ἀμφιβολία, σε Λουκ.· επίρρ. οὐκ ἀμφιβόλως, σε
Αισχύλ.
ἀμφι-βόσκομαι, αποθ., βοσκώ παντού ολόγυρα, σε Λουκ.
ἀμφί-βουλος, -ον (βουλή), διχασμένος ως προς το να πράξει κάτι, με
απαρ., σε Αισχύλ.
ἀμφί-βροτος, -η, -ον και -ος, -ον, αυτός που καλύπτει ολόκληρο τον
άνδρα, λέγεται για μεγάλη ασπίδα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφί-βροχος, -ον (βρέχω), κάθυγρος, καταμουσκεμένος, σε Ανθ.
ἀμφι-βώμιος, -ον (βωμός), αυτός που βρίσκεται γύρω από το βωμό, σε
Ευρ.
ἀμφι-γηθέω, περιχαίρομαι ή χαίρομαι υπερβολικά, σε Ομηρ. Ύμν.
ἀμφι-γνοέω· παρατ. και αόρ. αʹ με διπλή αύξηση, ἡμφεγνόουν,
ἡμφεγνόησα· (γι-γνώσκω)· είμαι διχασμένος για ένα ζήτημα, αμφιβάλλω,
δεν γνωρίζω ή δεν καταλαβαίνω, με αιτ., σε Πλάτ.· ἐπί τινος, περί τινος,
στον ίδ. κ.λπ.· ἠμφεγνόουν ὅ τι ἐποίουν, δεν ήξεραν τι να κάνουν, σε Ξεν.
— Παθ., ἀμφιγνοηθείς, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος, στον ίδ.
ἀμφι-γόητος, -ον (γοάω), αυτός που περιθρηνείται, σε Ανθ.
Ἀμφι-γυήεις, ὁ (γυιός), λέγεται για τον Ήφαιστο, αυτός που κουτσαίνει
και στα δύο πόδια, ο χωλός, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφί-γῠος, -ον, αυτός που έχει διπλή αιχμή, που έχει κοφτερά και τα δύο
άκρα, σε Όμηρ.· στον Σοφ. λέγεται για προσωπα, οπλισμένοι σε όλες τις
άκρες, εξασκημένοι μαχητές (η κατάληξη -γυος, όπως στο ὑπό-γυος, είναι
αμφίβ. σημασίας).
ἀμφι-δαίω, χρησιμ. στον αμτβ. παρακ. και υπερσ. ἀμφιδέδηα, -ήειν,
περιανάπτω ή φλογίζω ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-δάκνω, δαγκώνω ολόγυρα, κρατώ γερά με τα δόντια, σε Ανθ.
ἀμφι-δάκρῡτος, -ον, πολυδάκρυτος, σε Ευρ.
ἀμφί-δᾰσυς, -εια, -υ, διακοσμημένος με δέντρα, λέγεται για την Αιγίδα,
σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-δέαι, αἱ (δέω Α), πράγματα δεμένα γύρω από κάτι, περιβραχιόνια ή
μπρασελέδες, σε Ηρόδ.
ἀμφι-δέδρομα, παρακ. του ἀμφιτρέχω.
ἀμφι-δέξιος, -ον, 1. αυτός που έχει δύο δεξιά χέρια, ο εξαιρετικά
επιδέξιος, Λατ. ambidexter, σε Αριστ. 2. όπως το ἀμφήκης, δίστομος,
δίκοπος, σε Ευρ. 3. μεταφ., δίσημος, αμφίσημος, αμφιλεγόμενος, Λατ.
anceps, χρηστήριον, σε Ηρόδ. 4. ἀμφότερος, ἀμφ. ἀκμαῖς, με δυο χέρια, σε
Σοφ.· ἄμφ. πλευρόν, σε κάθε πλευρά, στον ίδ.
ἀμφι-δέρκομαι, αποθ., κοιτάζω ολόγυρα για κάποιον, σε Ανθ.
ἀμφί-δετος, -ον, δεμένος ή τοποθετημένος ολόγυρα, σε Ανθ.
8

ἀμφι-δήρῑτος, -ον (δηρίομαι), αμφίβολος, αμφισβητήσιμος, νίκη, σε


Θουκ.
ἀμφι-διαίνω, περιβρέχω, καταβρέχω, σε Ανθ.
ἀμφι-δῑνέομαι, παρακ. -δεδίνημαι — Παθ., τίθεμαι κυκλικά,
προσαρμόζομαι πολύ στενά τριγύρω, σε Όμηρ.
ἀμφι-δοκεύω, παραμονεύω, ενεδρεύω για, τινά, σε Βίωνα.
ἀμφι-δονέω, μέλ. -ήσω, περιστρέφω με δύναμη, αναταράσσω βίαια, σε
Θεόκρ., Ανθ.
ἀμφιδοξέω, αμφιβάλλω — Παθ., αποτελώ ζήτημα αμφιλεγόμενο, σε
Πλούτ.
ἀμφί-δοξος, -ον (δόξα), αυτός που έχει διχασμένη ή ασαφή γνώμη,
αβέβαιος, διχασμένος, αμφίβολος, σε Πολύβ. κ.λπ.
ἀμφί-δορος, -ον (δείρω), εντελώς γδαρμένος, σε Ανθ.
ἀμφί-δοχμος, -ον (δοχμή), τόσο μεγάλος όσος μπορεί να πιάσει το χέρι,
λίθος, σε Ξεν.· πρβλ. χειροπληθής.
ἀμφί-δρομος, -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει ολόγυρα, αυτός που
περικλείει, που περιβάλλει, σε Σοφ.
ἀμφί-δρυπτος, -ον = ἀμφιδρυφής, σε Ανθ.
ἀμφι-δρῠφής, -ές (δρύπτω), έχοντας σχισμένα και τα δύο μάγουλα κατά
τη διάρκεια θρήνου, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφίδρῠφος, -ον (δρύπτω), σχισμένος και από τις δύο πλευρές, σε Ομήρ.
Ιλ.
ἀμφί-δῠμος, -ον, διπλωμένος, διπλός, λιμὴν ἀμφ., σε Ομήρ. Οδ. (η
κατάληξη -δυμος συναντάται ξανά στο δί-δυμος, τρί-δυμος).
ἀμφι-δύω, περιντύνω — Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, σε Σοφ.
ἀμφιέζω = ἀμφιάζω.
ἀμφι-έλισσα, ἡ (ἐλίσσω), μόνο στο θηλ. γένος λέγεται για πλοία με
κουπιά και από τις δύο μεριές, αυτή που κινείται μπρος και πίσω, που
κλυδωνίζεται.
ἀμφι-έννυμι ή -ύω· μέλ. ἀμφιέσω, Αττ. ἀμφιῶ, αόρ. αʹ ἠμφίεσα — Μέσ.
ἠμφιεσάμην, Επικ. γʹ πληθ. ἀμφιέσαντο — μτχ. Παθ. αορ. αʹ ἀμφιεσθείς,
παρακ. ἠμφίεσμαι· I. 1. περιβάλλω ή ενδύω, όπως το Λατ. circumdare, σε
Ομήρ. Ιλ.· αλλά περισσότερο, με διπλή αιτ. προσ. και πράγμ., ἐμὲ χλαῖναν
ἀμφιέσασα, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., ἠμφιεσμένος τι, φορώντας κάτι,
ενδεδυμένος, σε Αριστοφ. κ.λπ. 2. με δοτ. πράγμ., ἀμφ. τινά τινι, ντύνω
κάποιον σε ή με κάτι, σε Πλάτ. II. Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, σε
Όμηρ.
ἀμφι-έπω, ποιητ. επίσης ἀμφ-έπω· ποιητ. παρατ. του αορ. βʹ ἀμφίεπον
και ἄμφεπον· I. περιβάλλω, περικλείω, περικυκλώνω, σε Όμηρ. II. 1. όπως
το διέπω, είμαι απασχολημένος, φροντίζω, στον ίδ.· τιμώ, αποδίδω τιμή ή
σεβασμό, σε Πίνδ. 2. περιποιούμαι, στον ίδ.· προσέχω, προστατεύω,
προφυλάσσω, σε Σοφ., Ευρ. 3. ἀμφ. κῆδος, Λατ. ambire, στον ίδ. 4. απόλ.
9

σε μτχ., με προσοχή, επιφυλακτικά, σε Όμηρ. III. στη Μέσ.,


ακολουθούμαι και συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφίεσμα, -ατος, τό (ἀμφιέννυμι), ένδυμα, ρούχο· στον πληθ., ρούχα, σε
Πλάτ.
ἀμφί-εσσαν, Επικ. γʹ πληθ. Ενεργ. αορ. του ἀμφιέννυμι· ἀμφιέσαντο, γʹ
πληθ. Μέσ. αορ. αʹ.
ἀμφ-ιζάνω, κάθομαι, εγκαθίσταμαι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφί-ζευκτος, -ον (ζεύγνυμι), δεμένος και από τις δύο πλευρές, σε
Αισχύλ.
ἀμφι-θάλασσος, Αττ. -ττος, -ον (θάλασσα), αυτός που έχει θάλασσα και
από τις δυο μεριές, περίκλειστος από θάλασσα, περιζωσμένος από
θάλασσα, σε Πίνδ., Ξεν.
ἀμφι-θᾰλής, -ές (θάλλω), 1. αυτός που ανθίζει και από τις δύο πλευρές,
λέγεται για παιδιά που έχουν ζωντανούς και τους δύο γονείς, σε Ομήρ. Ιλ.
2. άφθονος ως προς όλα, λέγεται για τους θεούς, σε Αισχύλ., Αριστοφ.·
μεταφ., άφθονος σε, με δοτ., σε Αισχύλ.
ἀμφι-θάλλω, παρακ. ἀμφιτέθηλα, βρίσκομαι σε πλήρη άνθηση, σε Ανθ.
ἀμφι-θάλπω, θερμαίνω κάτι και από τις δύο πλευρές, θεραπεύω ή
περιποιούμαι, σε Ευρ.
ἀμφι-θέατρον, τό, θέατρο και από τις δύο πλευρές, αμφιθέατρο.
ἀμφί-θετος, -ον, λέγεται για κούπα, είτε εκείνο που στέκεται σε δύο
πλευρές, είτε που έχει χερούλια στις δύο πλευρές, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-θέω, μέλ. -θεύσομαι, τρέχω εδώ και εκεί, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
ἀμφί-θηκτος, -ον, ακονισμένος και από τις δύο πλευρές, δίστομος, σε
Σοφ.· ομοίως, ἀμφῑ-θηγής, -ές (θήγω), σε Ανθ.
ἀμφί-θρεπτος, -ον (τρέφω), πηγμένος γύρω από τραύμα, σε Σοφ.
ἀμφί-θῠρος, -ον (θύρα), I. αυτός που έχει διπλή είσοδο, σε Σοφ. II. ως
ουσ., ἀμφίθυρον, τό, διάδρομος, σε Θεόκρ.
ἀμφι-κᾰλύπτω, μέλ. -ψω· I. με αιτ., καλύπτω ολόγυρα, περικαλύπτω,
σκεπάζω, λέγεται για ενδύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για φέρετρο, στο
ίδ.· ἀμφ. ἵππον, παραλαμβάνω μέσα στα τείχη, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για
το θάνατο, κοιμάμαι, στο ίδ. II. ἀμφ. τί τινι, βάζω κάτι γύρω από κάποιον
ως κάλυμμα ή προφύλαξη, ἀμφ. σάκος τινί, νέφος τινί, στο ίδ. III. μετά
τον Όμηρ., ἀμφ. τινά τινι, περιτυλίγω κάποιον με κάτι, σε Βατραχομ. —
Παθ., ἀμφεκαλύφθη κρᾶτα, είχε καλυμμένο το κεφάλι του, σε Ευρ.
ἀμφι-κεάζω, διασχίζω, κόβω στα δυο, Επικ. αόρ. αʹ -κεάσσας, σε Ομήρ.
Οδ.
ἀμφί-κειμαι, Παθ., περίκειμαι, ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι, κλεισμένοι
ανάμεσα στις αγκαλιές ο ένας του άλλου, σε Σοφ.· ἐπ' ὀλέθρῳ ἀμφικεῖσθαι
μόρον, πως ο φόνος κάποιου βρίσκεται πολύ κοντά με κάποιον άλλο, στον
ίδ.
ἀμφι-κείρω, μέλ. -κερῶ, κουρεύω ολόγυρα, σε Ανθ.
ἀμφῐ-κίων[κῑ], -ον, αυτός που είναι περιτριγυρισμένος με κίονες, σε Σοφ.
10

ἀμφί-κλαστος, -ον (κλάω), σπασμένος ολόγυρα, σε Ανθ.


ἀμφί-κλυστος, -ον (κλύζω), βρεγμένος και στις δύο πλευρές από τα
κύματα, σε Σοφ.
ἀμφι-κομέω, μέλ. -ήσω, περιποιούμαι επιμελώς ή προσεκτικά, σε Ανθ.
ἀμφί-κομος, -ον (κόμη), αυτός που έχει τριγύρω μαλλιά, σε Ανθ. 2. αυτός
που έχει πυκνό φύλλωμα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφί-κρᾱνος, Ιων. -κρηνος, -ον (κάρα), I.=ἀμφικάρηνος, αυτός που έχει
δύο κεφάλια, σε Ευρ. II. αυτός που περιτυλίγει το κεφάλι, σε Ανθ.
ἀμφι-κρέμᾰμαι, Παθ., κρέμομαι ολόγυρα, σε Πίνδ.
ἀμφι-κρεμής, -ές (κρέμαμαι), αυτός που κρέμεται ολόγυρα ή από πάνω,
σε Ανθ.
ἀμφί-κρημνος, -ον, περίκλειστος με βράχια, σε Ευρ.
ἀμφί-κρηνος, -ον, Ιων. αντί ἀμφίκρᾱνος.
ἀμφι-κρύπτω, μέλ. -ψω, καλύπτω ή κρύβω σε κάθε πλευρά, τοῖον νέφος
ἀμφί σε κρύπτει, σε Ευρ.
ἀμφι-κτίονες ή —κτύονες, -ων, οἱ (κτίζω), αυτοί που διαμένουν τριγύρω,
οι διπλανοί γείτονες, σε Ηρόδ., Πίνδ.
Ἀμφικτύονες, -ων, οἱ, οι Αμφικτύονες, Συμβούλιο που αποτελούνταν από
εκλεγμένους αντιπροσώπους, από όλες τις Πόλεις - Κράτη της Ελλάδας, η
Αμφικτυονική Ομοσπονδία, οι οποίοι συναντιούνταν στους Δελφούς και
την Ανθέλα, σε Ηρόδ. κ.λπ. (η λέξη ήταν αρχικά η ίδια όπως το
ἀμφικτίονες).
Ἀμφικτυονία ή -εία, ἡ, η Αμφικτυονική Ομοσπονδία, σε Δημ.
Ἀμφικτυονικός, -ή, -όν, Αμφικτυονικός, αυτός που ανήκει στους
Αμφικτύονες, σε Δημ.
Ἀμφικτυονίς, -ίδος, ἡ, θηλ. του προηγ.· I. Ἀμφ. (ενν. πόλις), πόλη της
Αμφικτυονικής Συμμαχίας, σε Αισχίν. II. όνομα της Δήμητρας στην
Ανθέλα, μέρος συνάντησης του Αμφικτυονικού Συμβουλίου, σε Ηρόδ.
ἀμφι-κυκλόομαι, Παθ., περικυκλώνω, περιτριγυρίζω, σε Αισχύλ.
ἀμφι-κῠλίνδω, αόρ. αʹ -εκύλῑσα, κυλιέμαι τριγύρω, διαπερνιέμαι από
ξίφος, σε Πίνδ.
ἀμφι-κύπελλος, -ον, στον Όμηρ. ἀμφικύπελλον δέπας, διπλό κύπελλο,
δηλ. αυτό που αποτελεί κύπελλο και στην κορυφή και στον πάτο, σε Ομήρ.
Ιλ. κ.λπ.· πρβλ. ἀμφίθετος.
ἀμφί-λᾰλος, -ον, αυτός που έχει διπλή ομιλία (ελληνική και θρακική), σε
Αριστοφ.
ἀμφι-λᾰφής, -ές (λαμβάνω), 1. αυτός που καταλαμβάνει όλες τις πλευρές,
ευρέως εξαπλωμένος, λέγεται για μεγάλα δέντρα, σε Ηρόδ. 2. γενικά,
άφθονος, υπερβολικός, τεράστιος, στον ίδ. κ.λπ.· γόος ἀμφ., καθολικός
θρήνος, σε Αισχύλ.· επίρρ. -φῶς, άφθονα, πλούσια, σε Πλούτ. 3. λέγεται
για μέγεθος, ογκώδης, τεράστιος, σε Ηρόδ.
ἀμφι-λαχαίνω, μόνο στον παρατ., σκάβω ολόγυρα, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
11

ἀμφι-λέγω, Δωρ. -ἀμφιλλέγω, μέλ. -ξω, διαφωνώ για, τι, σε Ξεν.· ἀμφ.
μή, διαφωνώ, ερίζω, αμφισβητώ ότι ένα πράγμα είναι, στον ίδ.
ἀμφί-λεκτος, -ον, I. αυτός που συζητείται σε όλα τα επίπεδα,
αμφισβητήσιμος, σε Αισχύλ.· ομοίως επίρρ. -τως, στον ίδ. II. Ενεργ.,
φιλόνικος, σε Ευρ.· ἀμφ. εἶναι τινί, φιλονικώ, διαφωνώ για κάτι, σε
Αισχύλ.
ἀμφιλογέομαι, αποθ., διαφωνώ, ερίζω, περί τινος, σε Πλούτ.
ἀμφιλογία, ἡ, διαφωνία, συζήτηση, αντίλογος, σε Ησίοδ., Πλούτ.
ἀμφί-λογος, -ον, I. αμφισβητήσιμος, τιθέμενος υπό κρίση, συζητήσιμος,
σε Ξεν.· τὰ ἀμφίλογα, τα αμφιλεγόμενα σημεία, σε Θουκ.· ἀμφίλογον
γίγνεταί τι πρός τινα, πραγματοποιείται διαφωνία σ' ένα σημείο με
κάποιον, σε Ξεν.· ουδ. πληθ. ἀμφίλογα, ως επίρρ., σε Ευρ. II. Ενεργ.,
φιλόνικος, εριστικός, σε Σοφ., Ευρ.
ἀμφί-λοφος, -ον, αυτός που καλύπτει το λαιμό, σε Σοφ.
ἀμφι-λύκη[ῠ], νύξ, ἡ (βλ. λύκη), το πρωινό λυκόφως, το γκρίζο του
πρωινού, σε Ομήρ. Ιλ.
*ἀμφι-μάομαι, σκουπίζω ολόγυρα, σπογγίζω, υποθετικός ενεστ. ενός
Επικ. αόρ. αʹ ἀμφιμάσασθε, σε Ομήρ. Οδ.
ἀμφι-μάσχᾰλος, -ον, αυτό που καλύπτει και τους δύο βραχίονες, που έχει
δυο μανίκια, σε Αριστοφ.
ἀμφι-μάτορες, Δωρ. αντί ἀμφιμήτορες.
ἀμφι-μάχητος, -ον, αυτός για τον οποίο μάχεται κάποιος, σε Ανθ.
ἀμφι-μάχομαι[ᾰ], αποθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ., παλεύω γύρω από·
1. με αιτ., προσβάλλω, εφορμώ, πολιορκώ, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με γεν., παλεύω
για, αγωνίζομαι, στο ίδ.
ἀμφι-μέλας, -μέλαινα, -μέλᾰν, ολόμαυρος· φρένες ἀμφιμέλαιναι, πιθ.
αναφέρεται στις φρένες ή το ανθρώπινο διάφραγμα που τυλίγεται στο
σκοτάδι, αυτός που εδράζει στο σκοτάδι.
ἀμφι-μερίζομαι, Παθ., είμαι εντελώς διαμελισμένος, σε Ανθ.
ἀμφι-μήτορες, οἱ, αἱ (μήτηρ), αδέλφια από διαφορετικές μητέρες, σε Ευρ.
ἀμφι-μῡκάομαι, αποθ., μουγκρίζω ολόγυρα· μεταφ., δάπεδον δ'ἅπαν
ἀμφιμέμῡκε (παρακ. βʹ), το πάτωμα αντήχησε τριγύρω, σε Ομήρ. Οδ.
ἀμφι-νεικής, -ές (νεῖκος), περιμάχητος, περιζήτητος, αυτός που
επιζητάται ανυπόμονα και επίμονα, σε Αισχύλ., Σοφ.
ἀμφι-νείκητος, -ον (νεικέω) = ἀμφινεικής, σε Σοφ.
ἀμφι-νέμομαι, Μέσ., λέγεται για βοοειδή, περιτρέφομαι, (βόσκω
τριγύρω)· έπειτα λέγεται για πρόσωπα, περικατοικώ, διαμένω τριγύρω, με
αιτ. τόπου, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-νεύω, μέλ. -σω, κάνω νεύμα με αυτό τον τρόπο ή τον άλλο, σε Ανθ.
ἀμφι-νοέω, μέλ. -ήσω, σκέφτομαι με δύο τρόπους, βρίσκομαι σε
διχογνωμία, σε αμφιβολία, σε Σοφ.
ἀμφι-ξέω, αόρ. αʹ ἀμφέξεσα, εξομαλύνω με τσεκούρι ή πλανεύω, σε
Ομήρ. Οδ.
12

ἀμφί-ξοος, -ον, συνηρ. -ξους, περιστιλβώνω, περιγυαλίζω, σε Ανθ.


ἀμφί-παλτος, -ον (πάλλω), αυτός που πάλλεται παντού, αυτός που
αντηχεί, σε Ανθ.
ἀμφι-πᾰτάσσω, μέλ. -ξω, χτυπώ, πλήττω και από τις δύο πλευρές, σε Ανθ.
ἀμφί-πεδος, -ον (πέδον), τριγυρισμένος από πεδιάδα, σε Πίνδ.
ἀμφι-πέλομαι, αποθ., λέγεται για μουσική, ηχώ τριγύρω, σε Ομήρ. Οδ.
ἀμφι-πένομαι, αποθ., ενασχολούμαι με κάτι, έχω τη φροντίδα κάποιου, με
αιτ., σε Όμηρ.· τὸν οὐ κύνες ἀμφεπένοντο, δεν τον κατεσπάραξαν τα
σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-περι-πλέγδην, επίρρ., περιτυλιγμένα, σε Ανθ.
ἀμφι-περι-στέφομαι, Παθ., περιτίθεμαι ως κορώνα, σε Ομήρ. Οδ.
ἀμφι-περι-στρωφάω, στρέφω κάτι διαρκώς προς όλες τις κατευθύνσεις,
σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-περι-τρύζω, κελαηδώ ή τιτιβίζω ολόγυρα, σε Ανθ.
ἀμφι-περι-φθῐνύθω, φθίνω, αποσυντίθεμαι, φθείρομαι εντελώς, σε Ομηρ.
Ύμν.
ἀμφι-πιάζω, Δωρ. αντί -πιέζω, συμπιέζω ολόγυρα, συσφίγγω στενά, σε
Θεόκρ.
ἀμφι-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ ἀμφ-έπεσον, περιτυλίγω,
περιπτύσσω δηλ. αγκαλιάζω, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ., ἀμφιπίπτων
στόμασιν, αγκαλιάζω για να φιλήσω, εναγκαλίζω, σε Σοφ.
ἀμφι-πίτνω (πῐτ), ποιητ. αντί προηγ., σε Ευρ.
ἀμφί-πλεκτος, -ον, περιπεπλεγμένος, σε Σοφ.· πρβλ. κλῖμαξ.
ἀμφί-πληκτος, Δωρ. —πλακτος, -ον, I. αυτός που έχει πληχθεί και από
τις δύο μεριές. II. Ενεργ., αυτός που συντρίβει, εφορμά αμφίπλευρα, σε
Σοφ.
ἀμφι-πλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (πλήσσω), αυτός που χτυπά και με τις δύο πλευρές,
αυτός που έχει δύο αιχμές, σε Σοφ.
ἀμφι-πολεύω, μέλ. -σω (ἀμφίπολος), ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω, με
αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· απόλ., δοῦναι τινά τινι ἀμφιπολεύειν, παραδίδω
κάποιον σε άλλον, περιποιούμαι, σε Ομήρ. Οδ.
ἀμφι-πολέω (ἀμφίπολος): I. με αιτ. παρακολουθώ αδιάλειπτα, αγρυπνώ,
φυλάω, σε Πίνδ. 2. μεταχειρίζομαι με ευγένεια, περιποιούμαι, Λατ. fovere,
στον ίδ. II. με δοτ. υπηρετώ, θεαῖς, σε Σοφ. III. με γεν. πράγμ. είμαι
υπηρέτης ή όργανο κάποιου, σε Πίνδ.
ἀμφί-πολις, ποιητ. ἀμφί-πτολις, ὁ, ἡ, I. αυτός που περικυκλώνει την
πόλη, για πόλη που αλώνεται μέσω αποκλεισμού, σε Αισχύλ. II. ως θηλ.
ουσ., πόλη μεταξύ δύο θαλασσών ή ποταμών, σε Θουκ.
ἀμφί-πολος, -ον (πέλω, πολέω), I. 1. απασχολημένος με κάτι, επίθ. της
Κύπριδος, σε Σοφ.· ως θηλ. ουσ., υπηρέτρια, θεραπαινίδα, σε Ομήρ. Οδ.·
μερικές φορές ενωμένο με άλλο ουσ., ἀμφ. ταμίη, ἀμφ. γραῦς, οικονόμος,
γριά θεράπαινα, σε Όμηρ. 2. ως αρσ., ακόλουθος, οπαδός, θιασώτης, σε
13

Πίνδ.· επίσης ιερέας, σε Πλούτ. II. με Παθ. σημασία ως επίθ., συχνός, σε


Πίνδ.
ἀμφι-πονέομαι, αποθ. (πονέω), υπηρετώ, φροντίζω κάτι, με αιτ., σε Ομήρ.
Ιλ.
ἀμφι-ποτάομαι, αποθ., πετώ τριγύρω, περιίπταμαι, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-πρόσωπος, -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει διπλό πρόσωπο,
διπρόσωπος, σε Πλούτ.
ἀμφί-πτολις, ποιητ. αντί ἀμφίπολις.
ἀμφι-πτῠχή, ἡ, περίπτυξη, εναγκαλισμός, σε Ευρ.
ἀμφί-πῠλος, -ον (πύλη), με διπλή είσοδο, σε Ευρ.
ἀμφί-πῠρος, -ον (πῦρ), αυτός που έχει φωτιά στα δύο άκρα, λέγεται για
το αστροπελέκι, σε Ευρ.· καθώς λέγεται και για την Άρτεμη που έφερε από
έναν πυρσό σε κάθε χέρι, σε Σοφ. II. με φωτιά ολόγυρα, στον ίδ.
ἀμφί-ρῠτος, -η, -ονή —ος, -ον (ῥέω), περιβαλλόμενος παντού από νερό,
αυτός που περιβρέχεται ολόγυρα, λέγεται για νησιά, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.·
ομοίως ἀμφίρρυτος, -ον, σε Ησίοδ. κ.λπ.
ἀμφίς, I. ως επίρρ. (ἀμφί)·
Α. I. 1. πάνω ή σε δύο πλευρές, σε Ομήρ. Ιλ.· με δυο χέρια μονομιάς, στο
ίδ. 2. γενικά, πέριξ, ολόγυρα, στο ίδ. II. χώρια, ξέχωρα, γαῖαν καὶ οὐρανὸν
ἀμφὶς ἔχειν, κράτα τον ουρανό χώρια από τη γη, σε Ομήρ. Οδ.· ἀμφὶς
ἀγῆναι, σπάζει σε κομμάτια, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμφὶς φράζεσθαι ή φρονεῖν,
σκέφτομαι ξεχωριστά, δηλ. είμαι διχασμένος, παίρνω αντίθετη θέση, στο
ίδ. Β. ως πρόθ. όπως το ἀμφί. I. 1. με γεν., τριγύρω, ἅρματος ἀμφίς, γύρω
από το άρμα του, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ξεχωριστά από, ἀμφίς τινος ἧσθαι, στο
ίδ.· ἀμφὶς ὁδοῦ, έξω από το δρόμο, στο ίδ. II. με αιτ., γύρω, περίπου,
ακολουθώντας πάντα την πτώση του, στο ίδ.
ἀμφι-σᾰλεύομαι, Παθ., ρίχνομαι, πετώ, τινάζομαι, συνταράζομαι, όπως
γίνεται πάνω στη θάλασσα, σε Ανθ.
ἀμφίσ-βαινα, -ης, ἡ (βαίνω), είδος ερπετού που μπορεί να κινηθεί είτε
μπροστά είτε πίσω, σε Αισχύλ.
ἀμφισβᾰσίη, ἡ, Ιων. αντί ἀμφισβήτησις, σε Ηρόδ.
ἀμφισ-βητέω, Ιων. -βᾰτέω, μέλ. -ήσω, παρατ. και αόρ. αʹ (με διπλή αύξ.)·
ἠμφεσβήτουν, ἠμφεσβήτησα — Παθ. μέλ. του Μέσ. τύπου -ήσομαι, αόρ.
αʹ ἠμφισβητήθην ή ἠμφεσβ-· (βαίνω)· I. 1. κυριολεκτικά, στέκομαι
μακριά, και επομένως διαφωνώ με κάτι που ειπώθηκε, με δοτ., σε Ηρόδ.·
με δοτ. προσ., διαφωνώ ή ερίζω με, τινί, σε Πλάτ. 2. απόλ., διαφωνώ,
φιλονικώ, συζητώ, στον ίδ. κ.λπ.· οἱ ἀμφισβητοῦντες, οι αντίπαλοι, οι
διάδικοι σε μια δίκη, σε Δημ. 3. με γεν. πράγμ., διαφωνώ για ή σχετικά μ'
ένα ζήτημα, στον ίδ.· επίσης, περί τινος, σε Πλάτ.· έχω αξίωση στην
ιδιοκτησία τεθνεώντος προσώπου, τοῦ κλήρου, σε Δημ. 4. με αιτ. πράγμ.,
αμφισβητώ ένα σημείο, σε Πλάτ. 5. με αιτ. και απαρ., επιχειρηματολογώ,
υποστηρίζω, στον ίδ. II. Παθ., γίνομαι αντικείμενο αμφισβήτησης, στον
14

ίδ. ή απρόσ., ἀμφισβητεῖται περί τι ή τινος, στον ίδ.· ἀμφισβητεῖται μὴ


εἶναι τι, διαφιλονικείται, στον ίδ.
ἀμφισβήτημα, -ατος, τό, αμφισβητούμενο σημείο, αμφιλεγόμενο, σε
Πλάτ. κ.λπ.
ἀμφισβητήσιμος, -ον (ἀμφισβητέω), αμφιλεγόμενος, αμφίβολος, αυτός
που υπόκειται σε αμφισβήτηση, σε Πλάτ. κ.λπ.· χώρα ἀμφ., έδαφος
αμφισβητούμενο, σε Ξεν.· οὐκέτ' ἐν ἀμφισβητησίμῳ, όχι πλέον σε
αμφισβήτηση, σε Δημ.
ἀμφισβήτησις, -εως, ἡ (ἀμφισβητέω), διαμάχη, αντίλογος, φιλονικία,
αμφισβήτηση, ἀμφ.γίγνεται (ή ἐστι) περί τινος, σε Πλάτ.· ἀμφισβήτησιν
ἔχει, επιδέχεται αμφιβολία, σε Αριστ.
ἀμφισβήτητος, -ον (ἀμφισβητέω), διαφιλονικούμενος, αμφισβητήσιμος,
γῆ, σε Θουκ.
ἀμφι-στέλλομαι, Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, με αιτ., σε Θεόκρ.
ἀμφι-στεφᾰνόομαι, Παθ., στέκομαι ολόγυρα σαν κορώνα, σε Ομηρ. Ύμν.
ἀμφ-ίστημι, μέλ. -στήσω, τοποθετώ τριγύρω· χρησιμ. μόνο στην Παθ.
ἀμφίσταμαι, με αμτβ. Ενεργ. αορ. βʹ ἀμφέστην, Επικ. γʹ πληθ. ἀμφέσταν·
συγκεκ. γʹ πληθ. παρακ. ἀμφεστᾶσι (αντί -εστήκασι)· στέκομαι ολόγυρα,
σε Όμηρ.· με δοτ., σε Σοφ.
ἀμφί-στομος, ον (στόμα), με διπλό στόμιο, άνοιγμα, λέγεται για σήραγγα,
σε Ηρόδ.· λαβαὶ ἀμφίστομοι, λαβές, χερούλια στις δύο πλευρές του
στομίου του αγγείου, σε Σοφ.
ἀμφι-στρᾰτάομαι, αποθ., περικυκλώνω με στρατό, πολιορκώ, Επικ. γʹ
πληθ. παρατ. ἀμφεστρατόωντο πόλιν, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-στρεφής, -ές (στρέφω), αυτός που γυρίζει προς όλες τις μεριές,
λέγεται για τα κεφάλια δράκοντα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-στρόγγῠλος, -ον, ολοστρόγγυλος, σε Λουκ.
ἀμφι-τάμνω, Ιων. αντί ἀμφιτέμνω.
ἀμφι-τανύω, =ἀμφιτείνω, τεντώνω περιμετρικά, σε Ομηρ. Ύμν.
ἀμφι-τειχής, -ές (τεῖχος), αυτός που «αγκαλιάζει», περικυκλώνει τα τείχη,
σε Αισχύλ.
ἀμφι-τέμνω, Ιων. -τάμνω, περικόπτω, κόβω προς όλες τις μεριές, σε
Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-τίθημι[τῐ], προστ. ἀμφιτίθει· αόρ. αʹ ἀμφέθηκα, οι υπόλοιπες
διαθέσεις συμπληρώνονται από τον αόρ. βʹ· 1. τοποθετώ κυκλικά, Λατ.
circumdo, ἀμφὶ δέ οἱ κυνέην κεφαλῆφιν ἔθηκεν (σε τμήση), σε Όμηρ.·
κόσμον ἀμφ. χροΐ, σε Ευρ.· επίσης, στέφανον ἀμφὶ κρᾶτα, στον ίδ. —
Μέσ., περιβάλλομαι, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., φοριέμαι, σε Ομήρ. Ιλ. 2.
καλύπτω, σκεπάζω με κάτι, ἀμφιθεὶς κάρα πέπλοις, σε Ευρ.
ἀμφι-τῐνάσσω, μέλ. -ξω, κουνάω τριγύρω, σε Ανθ.
ἀμφι-τιττῠβίζω, μέλ. -σω, κελαηδώ ή τιτιβίζω ολόγυρα, σε Αριστοφ.
ἀμφι-τόμος, -ον (τέμνω), αυτός που κόβει και από τις δύο πλευρές,
δίκοπος, σε Αισχύλ., Ευρ.
15

ἀμφί-τορνος, -ον, καλά τορνευμένος, καλά στρογγυλεμένος, σε Ευρ.


ἀμφι-τρέμω, τρέμω γύρω από κάποιον, σε τμήση, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-τρέχω, μέλ. -δρᾰμοῦμαι, περιτρέχω, περιβάλλω, σε Πίνδ.
ἀμφι-τρής, -ῆτος, ὁ, ἡ (τετραίνω), τρυπημένος, διάτρητος από άκρη σε
άκρη, ἀμφιτρής (ενν. πέτρα), δηλ. σπηλιά με διπλή είσοδο, σε Ευρ.· με
ουδ. ουσ., ἀμφιτρὴς αὔλιον, σε Σοφ.
ἀμφί-τρητος, -ον, διατρυπημένος, σε Ανθ.
ἀμφι-τρομέω, μέλ. -ήσω, τρέμω για κάποιον, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
ἀμφι-φαείνω, λάμπω ολόγυρα, με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν.
ἀμφί-φᾰλος, -ον, με διπλή περικεφαλαία (βλ. φάλος), σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-φᾰνής, -ές (φαίνομαι), περίβλεπτος, πασιφανής, πασίγνωστος, σε
Ευρ.
ἀμφι-φοβέομαι, Παθ., περιτρέμω, ἀμφεφόβηθεν (Επικ. αντί -ήθησαν, γʹ
πληθ. αόρ. αʹ), σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-φορεύς, γεν. -έως, Επικ. -ῆος, ὁ (φέρω)· μεγάλο αγγείο με δύο
χερούλια, Λατ. amphora, σε Όμηρ.· πρβλ. ἀμφορεύς.
ἀμφι-φράζομαι, μέλ. -σομαι — Μέσ., εξετάζω κάτι από όλες τις πλευρές,
σκέφτομαι σφαιρικά, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-χάσκω, αόρ. βʹ ἀμφ-έχᾰνον (δεν συναντάται ενεστ. ἀμφι-χαίνω),
περιχάσκω, χασμουριέμαι, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για παιδί, ἀμφ.
μαστόν, σε Αισχύλ.· λέγεται για στρατό που περικυκλώνει πόλη, σε Σοφ.
ἀμφι-χέω, μέλ. -χεῶ, I. περιχύνω, ρίχνω ή επιχέω, σε Ομήρ. Οδ. II. 1.
Παθ., περιχύνομαι ή σκορπίζομαι από πάνω, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., σε
Όμηρ. 2. λέγεται για πρόσωπα, εναγκαλίζομαι, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
ἀμφι-χορεύω, μέλ. -σω, χορεύω κυκλικά, σε Ευρ., σε Ανθ.
ἀμφι-χρίομαι, Μέσ., αλείφομαι, επιχρίομαι παντού, σε Ομήρ. Οδ.
ἀμφί-χρῡσος, -ον, επίχρυσος παντού, σε Ευρ.
ἀμφίχῠτος, -ον (ἀμφιχέω), περιχυμένος ολόγυρα· ριγμένος ολόγυρα, για
χτιστό στο χώμα τείχος, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφί-χωλος, -ον, κουτσός και στα δύο πόδια, σε Ανθ.

Με τη πρόθεση αντί- 318 λήμματα

ἀντί, πιθ. με γεν.· αρχική σημασία, απέναντι, αντίκρυ.


Α. ΧΡΗΣΗ: 1. λέγεται για τόπο, απέναντι, στη θέση άλλου, σε Όμηρ.
κ.λπ. 2. τόσο καλοί όσο, ισάξιοι με, ἀντὶπολλῶν λαῶν ἐστιν, είναι τοσο
καλός όσο πολλοί άνδρες, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀντὶ κασιγνήτου, σε Ομήρ. Οδ.
3. στη τιμή του..., αντί, ἀντὶ χρημάτων, αντί πληρωμένων χρημάτων, σε
Ηρόδ. κ.λπ. 4. χάριν κάποιου, σε Σοφ. 5. χρησιμοποιείται για να δηλώσει
σύγκριση, ἓν ἀνθ' ἑνός, το ένα απέναντι στο άλλο, σε σύγκριση μαζί του,
σε Πλάτ.· ομοίως, μετά από συγκριτικά, πλέον ἀντὶ σοῦ, σε Σοφ.· επίσης,
(ιδίως μετά από αρνητ.), ἄλλος ἀντ' ἐμοῦ, σε Αισχύλ. Β. ΘΕΣΗ: Το ἀντί
16

σπανίως ακολουθεί την πτώση του και έπειτα δεν υπόκειται σε


αναστροφή. Γ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.: 1. αντίθετα, αντίκρυ, όπως ἀντίπορος. 2.
αντίθετα, σε αντίθεση με, όπως ἀντιλέγω. 3. ως ανταπόδοση, όπως το
ἀντιβοηθέω. 4. στη θέση άλλου, όπως το ἀντήνωρ. 4. ισάξιος με, όμοιος,
όπως το ἀντίθεος, αντίστροφος, αντίθετος, όπως το ἀντίτυπος.
ἀντία, ως επίρρ., βλ. ἀντιός II.
ἀντιάζω, παρατ. ἠντίαζον, Ιων. ἀντίαζον· μέλ. ἀντιάσω, Δωρ. -άξω· αόρ.
αʹ ἠντίασα· συναντώ πρόσωπο με πρόσωπο. I. 1. με αιτ. προσ., συναντώ,
είτε ως φίλο, είτε ως εχθρό, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· απόλ., συναντώ, απαντώ,
σε Πίνδ. 2. πλησιάζω ως ικέτης, ικετεύω, παρακαλώ, σε Ηρόδ., Σοφ. II.
με δοτ. προσ., συναντώ στη μάχη, σε Πίνδ.
ἀντι-άνειρᾰ, ἡ (ἀντί, ἀνήρ), θηλ. επίθ., I. όμοιος με άνδρα, λέγεται για
τις Αμαζόνες, σε Ομήρ. Ιλ. II. στάσις ἀντιάνειρα, εμφύλιος στον οποίο ο
ένας επιτίθεται στον άλλο, σε Πίνδ.
ἀντιάω, χρησιμ. από τον Όμηρ. σε Επικ. τύπους, ἀντιάω, απαρ. ἀντιάαν,
γʹ πληθ. παρατ. ἀντιοώντων, μτχ. ἀντιόων, -όωσα, -όωντες· μέλ. ἀντιάσω
[ᾰ], αόρ. αʹ ἠντίᾰσα — Μέσ., Επικ. βʹ πληθ. ἀντιάσθε· (ἀντίος)· I.
εξέρχομαι για να συναντήσω· 1. με γεν. πράγμ., πηγαίνω σε αναζήτηση,
σε Όμηρ.· λέγεται για βέλος, πλήττω, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τους
θεούς, έρχομαι για να δεχθώ θυσία (προσφορά), αποδέχομαι,
απολαμβάνω, σε Όμηρ.· έπειτα γενικά, μετέχω, απολαμβάνω, σε Ομήρ.
Οδ., Σοφ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ. 2. με γεν. προσ., συγκρίνω ή
αναμετρώ τον εαυτό μου με, στο ίδ., σε Θέογν. II. με δοτ. προσ.,
συναντώ, συναπαντώ, σε Όμηρ. III. με αιτ. πράγμ., έρχομαι σε, συναντώ,
μοιράζομαι, ἐμὸν λέχος ἀντιόωσα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀντι-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, πηγαίνω αντίθετα, αντιστέκομαι, ανθίσταμαι,
με δοτ., σε Ηρόδ., Αισχύλ.· πλευραῖσιν ἀντιβᾶσα, έχοντας πατήσει
αντίθετα, σε Ευρ.· επίσης απόλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀντιβάς, απρόθυμος,
ακούσιος, σε Σοφ.· αλλά, ἀντιβὰς ἐλᾶν, στηρίζοντας καλά τα πόδια στο
πλοίο για να κωπηλατεί, σε Αριστοφ.
ἀντι-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, I. ρίχνω εναντίον ή ως αντίποινα, ανταποδίδω
τα πυρά, σε Θουκ. II. θέτω κάτι έναντι σε κάτι άλλο, λόγους ἀντ. πρὸς
ἀλλήλους, ανταλλάσσω κουβέντες σε συζήτηση, σε Κ.Δ.
ἀντίβᾰσις, -εως, ἡ (ἀντιβαίνω), αντίσταση, σε Πλούτ.
ἀντιβᾰτικός, -ή, -όν (ἀντιβαίνω), αντίθετος, ενάντιος, σε Πλούτ.
ἀντι-βιάζομαι, αποθ., μεταχειρίζομαι βία έναντι σε, σε Ανθ.
ἀντι-βίην, [βῐ], επίρρ. (βία), έναντι, ενώπιος ενωπίω, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀντί-βῐος, -α, -ον και -ος, -ον (βία), αυτός που αντιτάσσει βία στη βία,
ἀντιβίοις ἐπέεσσι, με φιλέριδα λόγια, σε Όμηρ.· ουδ. ως επίρρ. = ἀντιβίην,
σε Ομήρ. Ιλ.
ἀντι-βλέπω, μέλ. —βλέψω ή -ομαι, κοιτώ κατευθεία προς, κοιτώ κατά
πρόσωπο, με δοτ. προσ., σε Ξεν.
17

ἀντιβλεπτέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να κοιταχθεί κατά πρόσωπο,


σε Λουκ.
ἀντίβλεψις, -εως, ἡ, κοίταγμα κατευθείαν στο πρόσωπο, κοίταγμα,
κατάφατσα, σε Ξεν.
ἀντι-βοάω, μέλ. -ήσομαι, ανταποδίδω κραυγή, σε Βίωνα.
ἀντι-βοηθέω, μέλ. -ήσω, βοηθώ σε αντάλλαγμα, τινι, σε Θουκ., Ξεν.
ἀντιβολέω, παρατ. ἠντιβόλουν, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἀντεβόλησα, με διπλή
αύξ. ἠντεβόλησα· (ἀντι-βάλλω)· 1. συναντώ κατά τύχη, ιδίως στη μάχη,
με δοτ. προσ. ή απόλ., σε Όμηρ. 2. με δοτ. πράγμ., είμαι παρών σε, φόνῳ
ἀνδρῶν, τάφῳ ἀνδρῶν, σε Ομήρ. Οδ. 3. με γεν. πράγμ., συμμετέχω, έχω
δικό μου μερίδιο σε, μάχης, σε Ομήρ. Ιλ.· τάφου, σε Ομήρ. Οδ. 4. πέφτω
στον κλήρο κάποιου, με γεν. προσ., γάμος ἀντιβολήσει ἐμέθεν, στο ίδ. 5.
με αιτ. προσ., συναντώ ως ικέτης, ικετεύω, παρακαλώ, σε Αριστοφ.· με
αιτ. και απαρ., στον ίδ.· απόλ. ικετεύω, εκλιπαρώ, στον ίδ.
ἀντιβόλησις, -εως, ἡ = ἀντιβολία, σε Πλάτ.
ἀντιβολία, ἡ (ἀντιβολέω), ικεσία, προσευχή, παράκληση, σε Θουκ.
ἀντιβροντάω, μέλ. -ήσω, ανταγωνίζομαι σε κεραυνούς, τινί, σε Λουκ.
ἀντι-γέγωνα, παρακ. με ενεστ. σημασία, ανταποδίδω κραυγή, σε Ανθ.
ἀντι-γενεηλογέω, Ιων. τύπος, ανταγωνίζομαι σε γενεαλογία, σε Ηρόδ.
ἀντι-γνωμονέω, μέλ. -ήσω (γνώμων), είμαι διαφορετικής γνώμης· ἀντ. τι
μὴ οὐκ εἶναι, νομίζω, πιστεύω πως κάτι είναι αλλιώς, σε Ξεν.
ἀντί-γραμμα, -ατος, τό = ἀντίγραφον, σε Λουκ.
ἀντι-γρᾰφεύς, -έως, ὁ, δημόσιος υπάλληλος, ελεγκτής, σε Αισχίν.· ἀντ.
τῶν εἰσενεγκόντων, κάποιος που ελέγχει τους λογαριασμούς του, σε Δημ.
ἀντι-γρᾰφή, ἡ, I. απάντηση στα γραφόμενα κάποιου, όπως ο
Αντικάτωνας του Καίσαρα, ως απόκριση στον «Κάτωνα» του Κικέρωνα,
σε Πλούτ. II. δικανικός όρος, απολογία, ομολογία, κατηγορία, μήνυση,
σε Πλάτ., Δημ.
ἀντί-γρᾰφος, -ον, αντιγεγραμμένος, σε Δημ.· ως ουσ. ἀντίγραφον, τό,
αντίτυπο, αντίγραφο, στον ίδ.
ἀντι-γράφω[ᾰ], μέλ. -ψω, I. γράφω εναντίον ή ως απάντηση, σε Θουκ.,
Πλούτ. II. Μέσ. με Παθ. παρακ., ως δικανικός όρος, κατηγορώ, αγορεύω
εναντίον, σε Δημ.
ἀντι-δάκνω, μέλ. —δήξομαι, δαγκώνω με τη σειρά μου, σε Ηρόδ.
ἀντί-δειπνος, -ον (δεῖπνον), αντικαταστάτης κάποιου σε δείπνο, σε
Λουκ.
ἀντι-δεξιόομαι, αποθ., χαιρετώ ως ανταπόδοση, τινα, σε Ξεν.
ἀντι-δέομαι, μέλ. -δεήσομαι, αποθ., ικετεύω με τη σειρά μου, σε Πλάτ.
ἀντι-δέρκομαι, αποθ. = ἀντιβλέπω, με αιτ., σε Ευρ.
ἀντι-δέχομαι, μέλ. -δέξομαι, αποθ., αποδέχομαι ή παραλαμβάνω ως
αντάλλαγμα, σε Αισχύλ., Ευρ.
ἀντι-δημᾰγωγέω, μέλ. -ήσω, ανταγωνίζομαι ως δημαγωγός, σε Πλούτ.
ἀντι-διαβαίνω, μέλ. -βήσομαι, διαβαίνω με τη σειρά μου, σε Ξεν.
18

ἀντι-διαβάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, επιτίθεμαι με τη σειρά μου, σε Αριστ.


ἀντι-διαπλέκω, μέλ. -ξω, ανταποδίδω, ανταπαντώ, σε Αισχίν.
ἀντι-διατίθεμαι, Μέσ., προσφέρω αντίσταση, τοὺς ἀντιδιατιθεμένους,
εχθροί, αντίπαλοι, σε Κ.Δ.
ἀντι-δῐδάσκω, μέλ. -ξω, διδάσκω με τη σειρά μου ή υποστηρίζω,
ισχυρίζομαι το αντίθετο, αντιπείθω, σε Ανθ.· λέγεται για ποιητές,
συναγωνίζομαι για βραβείο, σε Αριστοφ.
ἀντι-δίδωμι, μέλ. -δώσω, I. 1. δίνω σε ανταπόδοση, ανταποδίδω, τί τινι,
σε Ηρόδ., Αττ. 2. δίνω στη θέση κάποιου ή ως αντάλλαγμα, τί τινος, σε
Ευρ.· τι ἀντί τινος, σε Αριστοφ. II. στην Αθήνα, ἀντ. (τὴν οὐσίαν),
προσφέρω να αλλάξω περιουσία με κάποιον (πρβλ. ἀντίδοσις), σε Δημ.
κ.λπ.
ἀντι-διέξειμι, διέρχομαι με τη σειρά μου, σε Αισχίν.
ἀντιδῐκέω, μέλ. -ήσω, παρατ. ἠντιδίκουν, ή με διπλή αύξ. ἠντεδίκουν,
αόρ. αʹ ἠντεδίκησα· (ἀντίδικος)· αντιδικώ, διαφωνώ, διαφιλονικώ,
προσάγω στο δικαστήριο, περί τινος, σε Ξεν.· οἱ ἀντιδικοῦντες, οι
διάδικοι, σε Πλάτ.· απόλ., λέγεται για τον συνήγορο, σε Αριστοφ.· ἀντ.
πρός τι ή πρός τινα, εγείρω δίκη εναντίον κάποιου, σε Δημ.
ἀντί-δῐκος, -ον (δίκη), αντίδικος στη δίκη, συνήγορος ή κατήγορος,
ενάγων ή εναγόμενος, σε Πλάτ. κ.λπ.· γενικά, αντίπαλος, σε Αισχύλ.
ἀντί-δοξος, -ον (δόξα), αυτός που ανήκει σε διαφορετική γνώμη ή
αίρεση, σε Λουκ.
ἀντί-δορος, -ον (δορά), ενδεδυμένος με κάτι άλλο αντί για δέρμα, σε
Ανθ.
ἀντίδοσις, -εως, ἡ (ἀντιδίδωμι), I. προσφορά σε αντάλλαγμα, σε
ανταπόδοση, σε Αριστ., Λουκ. II. στην Αθήνα, διαδικασία ενώπιον του
δικαστηρίου, κατά την οποία κάποιος πολίτης στον οποίο είχε ανατεθεί
μια λειτουργία ή εισφορά που θεωρούσε δυσανάλογη ως προς την
περιουσία του, μπορούσε να προτείνει σε κάποιον άλλο πολίτη, τον οποίο
θεωρούσε πλουσιότερο από εκείνον και μη υποκείμενο στην ίδια
φορολογία, να ανταλλάξουν τις περιουσίες τους ή να αναλάβει εκείνος
το βάρος της εισφοράς, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ.
ἀντίδοτος, -ον (ἀντιδίδωμι), αυτός που δίνεται αντί άλλου, πυρός, σε
Ανθ. II. αυτός που προσφέρεται προς ίαση, κακῶν, στον ίδ.· ως ουσ.
ἀντίδοτος, ὁ, το αντίδοτο, στον ίδ.
ἀντι-δουλεύω, μέλ. -σω, υπηρετώ στη θέση κάποιου άλλου, τινός, σε
Ευρ.
ἀντί-δουλος, -ον, αυτός τον οποίο μεταχειρίζονται ως δούλο, σε Αισχύλ.
ἀντί-δουπος, -ον, αυτός που αντηχεί, σε Αισχύλ.· βοᾶν ἀντίδουπά τινι,
στον ίδ.
ἀντι-δράω, μέλ. -δράσω, I. ενεργώ αντίθετα, ανταποδίδω τα ίσα, σε
Σοφ., Ευρ. II. με αιτ. προσ., αποζημιώνω, απο πληρώνω, σε Σοφ., Ευρ.
19

ἀντι-δωρέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., δωρίζω σε αντάλλαγμα, τινά τινι,


κάποιον με κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, ἀντ. τινί τι, δωρίζω κάτι
σε ανταπόδοση προς κάποιον, σε Ευρ.
ἀντι-ζητέω, μέλ. -ήσω, ψάχνω κάποιον που με τη σειρά του με ψάχνει,
σε Ξεν.
ἀντι-ζωγρέω, μέλ. -ήσω, διατηρώ κάποιον στην ζωή με τη σειρά μου, σε
Βάβρ.
ἀντι-θάπτω, μέλ. -ψω, θάβω αντίκρυ — Παθ. αόρ. βʹ ἀντετάφην [ᾰ], σε
Ανθ.
ἀντί-θεος, -η, -ον, ισάξιος με τους θεούς, όμοιος προς θεό, ισόθεος, σε
Όμηρ.
ἀντι-θερᾰπεύω, μέλ. -σω, φροντίζω κάποιον με τη σειρά μου, σε Ξεν.
ἀντίθεσις, -εως, ἡ (ἀντιτίθημι), 1. αντίθεση, αντίσταση, σε Πλάτ., Ανθ.
2. αντίθεση, ως ρητορ. σχήμα, σε Ισοκρ.
ἀντι-θέω, μέλ. -θεύσομαι, I. τρέχω ενάντια σε κάποιον, διαγωνίζομαι σε
αγώνα δρόμου, σε Ηρόδ. III. τρέχω σε αντίθετες κατευθύνσεις, σε Ανθ.
ἀντι-θήγω, μέλ. -ξω, ακονίζω πάνω σε κάτι, ὀδόντας ἐπί τινα, σε Λουκ.
ἀντί-θροος, -ον, αυτός που αντηχεί, σε Ανθ.
ἀντί-θῠρος, -ον (θύρα), 1. αντικρυνός ως προς την πόρτα· ως ουδ. ουσ.
ἀντίθυρον, τό, το μέρος που αντικρύζει την πόρτα, πρόδομος, σε Ομήρ.
Οδ., Σοφ. 2. η πλευρά του δωματίου που αντικρύζει την πόρτα, σε Λουκ.
ἀντι-καθεύδω, μέλ -ευδήσω, ξανακοιμάμαι ή κοιμάμαι αντίθετα, σε Ανθ.
ἀντι-κάθημαι, Ιων. ἀντι-κάτ-, παρακ. του ἀντικαθίζομαι, που χρησιμ. ως
ενεστ., κάθομαι απέναντι· λέγεται για στρατεύματα ή στόλους, στέκομαι
αντίθετα, ώστε να παρακολουθεί ο ένας τον άλλο, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἀντι-καθίζομαι, Ιων. ἀντι-κατ-, μέλ. -καθεδοῦμαι, αόρ. βʹ -καθεζόμην
— Μέσ., κάθομαι ή στέκομαι έναντι κάποιου, λέγεται για στρατεύματα
ή στόλους που παρακολουθούνται αμοιβαία, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἀντι-καθίστημι, Ιων. ἀντι-κατ-· μέλ. -καταστήσω· I. 1. αντικαθιστώ ή
ιδρύω αντί άλλου, υποκαθιστώ, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. θέτω αντίθετα,
αντιτίθεμαι, τινα πρός τινα, σε Θουκ.· τινά τινι, σε Πλάτ. 3. επαναφέρω,
αποκαθιστώ, σε Θουκ. II. 1. Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ. και Παθ.
αορ. αʹ κατεστάθην [ᾰ], μπαίνω στη θέση άλλου, τίθεμαι ως διάδοχος, σε
Ηρόδ., Ξεν. 2. στέκομαι αντίκρυ, αντιστέκομαι, ανθίσταμαι, τινι, σε Ξεν.·
απόλ., σε Θουκ.
ἀντι-κᾰκουργέω, μέλ. -ήσω, επιφέρω βλάβη με τη σειρά μου, τινά, σε
Πλάτ.
ἀντι-κᾰλέω, μέλ. -έσω, προσκαλώ με τη σειρά μου, σε Ξεν.
ἀντι-καταθνῄσκω, μέλ. -θᾰνοῦμαι, αόρ. βʹ -έθᾰνον· πεθαίνω ή
σφαγιάζομαι ως αντάλλαγμα, σε Αισχύλ.
ἀντι-καταλείπω, μέλ. -ψω, καταλείπω κάποιον στη θέση άλλου, σε
Πλάτ.
20

ἀντι-καταλλάσσομαι, Αττ. -ττομαι, μέλ -αλλάξομαι — Μέσ.,


ανταλλάσσω ένα πράγμα για κάτι άλλο· 1. δίνω κάτι για κάτι άλλο, τί
τινος, σε Δημ.· τι ἀντί ή ὑπέρ τινος, σε Ρήτ.. 2. αποδέχομαι κάτι ως
αντάλλαγμα για κάτι άλλο, τι ἀντί τινος, σε Ισοκρ.
ἀντι-κατατείνω, μέλ. -τενῶ, τεντώνω ή θέτω κατευθείαν σε
αντιπαραβολή, τιπαρά τι, σε Πλάτ.
ἀντι-κατηγορέω, μέλ. -ήσω, κατηγορώ με τη σειρά μου, αντιψέγω,
επικρίνω με τη σειρά μου, κατηγορώ, τινός, σε Αισχίν.
ἀντι-κάτημαι, -κατίζομαι, -κατίστημι, Ιων. αντί ἀντι- κάθ-.
Ἀντι-κάτων[ᾰ], -ωνος, ὁ, ο «Αντικάτων», όνομα βιβλίου του Καίσαρα,
ως απάντηση στον «Κάτωνα» του Κικέρωνα, σε Πλούτ.
ἀντί-κειμαι, μέλ. -κείσομαι, χρησιμ. ως Παθ. του ἀντιτίθημι,
τοποθετούμαι έναντι, στέκομαι αντίκρυ, σε Πλάτ. — επίρρ. μτχ.
ἀντικειμένως, μέσω αντίθεσης, αντιπαραβολής, σε Αριστ.
ἀντι-κελεύω, μέλ. -σω, προστάζω με τη σειρά μου, σε Θουκ. — Παθ.,
καλούμαι να κάνω κάτι σε αντάλλαγμα, στον ίδ.
ἀντί-κεντρον, τό, αυτό που χρησιμεύει ως κεντρί, σε Αισχύλ.
ἀντι-κηδεύω, μέλ. -σω, περιποιούμαι αντί άλλου, τινός, σε Ευρ.
ἀντι-κηρύσσω, μέλ. -ξω, ανακηρύσσω ως απάντηση, σε Ευρ.
ἀντι-κλάζω, μέλ. -κλάγξω, αντηχώ, ακούγομαι μέσω κάποιου
πράγματος, σε Ευρ.· ἀντ. ἀλλήλοις μέλος, τραγουδώ, αντιβοώ ως προς
αλλήλους, στον ίδ.
ἀντι-κλαίω, Αττ. -κλάω, μέλ. -κλαύσομαι, θρηνώ με τη σειρά μου, σε
Ηρόδ.
ἀντι-κνήμιον, τό, το μέρος του ποδιού απέναντι από την κνήμη,
«καλάμι», σε Αριστοφ.
ἀντι-κολάζομαι, Παθ., τιμωρούμαι με τη σειρά μου, σε Λουκ.
ἀντι-κολᾰκεύω, μέλ. -σω, κολακεύω με τη σειρά μου, σε Πλούτ.
ἀντι-κομίζω, μέλ. -σω, επαναφέρω ως απόκριση, ανταπαντώ, σε Πλούτ.
ἀντι-κομπάζω, μέλ. -άσω, κομπάζω ως αντιστάθμισμα, τινί, σε Πλούτ.
ἀντι-κόπτω, μέλ. -ψω, 1. αντικρούω, απωθώ, ανθίσταμαι, εμποδίζω, σε
Ξεν. 2. απρόσ., ἤν τι ἀντικόψῃ, εάν παρουσιασθεί κανένα εμπόδιο, στον
ίδ.
ἀντι-κορύσσομαι, Μέσ., προετοιμάζομαι για μάχη ενάντια, τινί, σε Ανθ.
ἀντι-κρᾰτέω, μέλ. -ήσω, κρατώ ή έχω κάτι αντί άλλου, σε Ανθ.
ἀντίκρουσις, -εως, ἡ, αντίθετο χτύπημα, εμπόδιο· ετοιμολογία, σε
Αισχίν.
ἀντι-κρούω, μέλ. -σω, χτυπώ αντίθετα, αντικρούω, είμαι εμπόδιο,
καταπολεμώ, παραλύω, τινί, σε Θουκ.· πρός τι, σε Πλούτ.· απόλ., σε Δημ.
ἀντῑκρύ, επίρρ. = ἄντην, I. άκρως αντίθετα, έναντι, με δοτ., θεοῖς ἀντικρὺ
μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., Ἕκτορος ἀντικρύ, στο ίδ. II. 1. ἄντῐκρῠς,
κατευθείαν εμπρός, σε Όμηρ.· ακολουθ. από πρόθ., ἀντικρὺ δ' ἀν'
21

ὀδόντας, ἀντικρὺ δι' ὤμου, στον ίδ.· ἀντικρὺ κατὰ μέσσον, ακριβώς στη
μέση, σε Ομήρ. Ιλ. 2. εντελώς, εξολοκλήρου, ἀντικρὺ δ' ἀπόφημι, στο ίδ.
ἄντῐκρῠς, επίρρ., I. 1. κατ' ευθείαν, εμπρός, σε Θουκ. κ.λπ. 2. φανερά,
απροκάλυπτα, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· ἀντ. δουλεία, πραγματική
δουλεία, σε Θουκ.· οὐκ ἄντικρυς, καθόλου, σε Αριστοφ. II. έπειτα
ἀντῑκρύ, αντίθετα, εναντίον, σε Αριστ., Πλούτ.
ἀντι-κτόνος, -ον (κτείνω), αυτός που γίνεται ως ανταπόδοση φόνου, σε
Αισχύλ.
ἀντι-κτῠπέω, μέλ. -ήσω, χτυπώ, κάνω κρότο αναμεταξύ, τινί, σε Ανθ.
ἀντικύρω[ῡ], αόρ. αʹ ἀντέκυρσα, χτυπώ πάνω σε, συναντώ, τινί, σε Πίνδ.,
Σοφ.
ἀντι-κωμῳδέω, μέλ. -ήσω, διακωμωδώ με τη σειρά μου, σε Πλούτ.
ἀντιλᾰβή, ἡ (ἀντιλαμβάνω), κάτι για να κρατηθεί κάποιος, χερούλι,
λαβή, Λατ. ansa, σε Θουκ.· μεταφ., πολλὰς... ἔχει ἀντιλαβάς, έχει πολλές
λαβές εναντίον κάποιου, σημεία κατηγορίας, σε Πλάτ.
ἀντι-λαγχάνω, μέλ. -λήξομαι, παρακ. -είληχα· ως νομικός όρος, ἀντ.
δίαιταν, έχω ορισμένη (συγκεκριμένη) διαιτησία, δηλ. έχει λήξει η
προηγούμενη, σε Δημ.· ἀντ. ἔρημον (ενν. τὴν δίκην), κατορθώνω να την
αναιρέσω ως άδικη, στον ίδ.
ἀντι-λάζομαι, -ῠμαι, αποθ., 1. κρατιέμαι, βαστιέμαι από, με γεν., σε
Ευρ.· συμμετέχω, πόνων, στον ίδ. 2. με αιτ., αποδέχομαι ως αντάλλαγμα,
στον ίδ.
ἀντι-λακτίζω, μέλ. -σω, χτυπώ ενάντια σε, τινί, σε Αριστοφ.
ἀντι-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, αόρ. βʹ -έλᾰβον, παρακ. -είληφα· I.
λαμβάνω αντί άλλου, τί τινος, σε Ευρ.· παραλαμβάνω με τη σειρά μου ή
ως αντάλλαγμα, τι, στον ίδ. κ.λπ. II. 1. Μέσ., με Παθ. παρακ. -είλημμαι·
όπως το ἀντέχομαι, με γεν., κρατώ, σε Θέογν. κ.λπ.· χώρας ἀντ., κατακτώ
ή καταφθάνω, σε Θουκ. 2. βοηθώ, συμμετέχω, σε Ευρ.· με γεν. πράγμ.,
βοηθώ σε κάτι, σε Θουκ.· με γεν. προσ., σε Κ.Δ. 3. διεκδίδω, τοῦ θρόνου,
σε Αριστοφ. 4. συμμετέχω ή έχω μερίδιο σε κάτι, επιλαμβάνομαι,
επιχειρώ, Λατ. capessere, τῶν πραγμάτων, σε Ξεν. κ.λπ. 5. κρατώ με
σκοπό να βρω ελάττωμα, επιπλήττω, ελέγχω, ἡμῶν, σε Πλάτ 6.
κατακυριεύω, αιχμαλωτίζω, ὁ λόγος ἀντιλαμβάνεταί μου, στον ίδ. III. στη
Μέσ. επίσης, κρατώ πίσω, αναχαιτίζω, ἵππου, σε Ξεν.
ἀντι-λάμπω, μέλ. -ψω, I. ανάβω φως με τη σειρά μου, σε Αισχύλ. II.
αμτβ., 1. αντανακλώ φως, λάμπω, ακτινοβολώ, σε Ξεν. 2. φέγγω αντίθετα
προς ή στο πρόσωπο, ὁ ἥλιος ἀντ. τινί, σε Πλούτ.
ἀντι-λέγω, μέλ. -λέξω, αλλά ο κοινός μέλ. είναι ἀντερῶ· αόρ. αʹ -έλεξα
(αλλά ο αόρ. που χρησιμ. κοινώς είναι το ἀντεῖπον)· ομοίως ο παρακ.
είναι ἀντείρηκα, ο Παθ. μέλ. ἀντερήσομαι· 1. μιλώ ενάντια, αντικρούω,
αντιπαραβάλλω, τινί, σε Θουκ. κ.λπ.· τινὶ περί τινος, σε Ξεν.· ὑπὲρ τινος,
στον ίδ.· πρός τι, σε Αριστοφ.· ἀντ. ὡς, ανακοινώνω αντιθετικά ή απαντώ,
σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ. ανταπαντώ ότι..., σε Θουκ.· ἀντ. μὴ ποιεῖν, μιλώ
22

ενάντια στο να γίνει, στον ίδ. 2. με αιτ. πράγμ., επικαλούμαι σε απάντηση,


σε Σοφ., Θουκ. — Παθ., αμφισβητούμαι, σε Ξεν.· λέγεται για τόπο,
διαφιλονικούμαι, στον ίδ. 3. απόλ., αντιλέγω, μιλώ κατά αντιπαραβολή,
σε Ηρόδ. κ.λπ.· οἱ ἀντιλέγοντες, σε Θουκ.
ἀντιλεκτέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αντικρουστεί, σε Ευρ.
ἀντίλεκτος, -ον (ἀντιλέγω), διαφιλονικούμενος, σε Θουκ.
ἀντι-λέων, ὁ, όμοιος με λιοντάρι, σχημ. όπως το ἀντίθεος, σε Αριστοφ.
ἀντί-ληξις, -εως, ἡ (ἀντιλαγχάνω), κίνηση, αίτηση για νέα διαιτησία, σε
Δημ.
ἀντιληπτέον, ρημ. επίθ. του ἀντιλαμβάνω, αυτό που πρέπει να ληφθεί
υπόψιν σε μια συζήτηση ή κατάσταση, σε Αριστοφ.· τῶν πραγμάτων
αὐτοῖς ἀντ., σε Δημ.
ἀντίληψις, -εως, ἡ (ἀντιλαμβάνω), I. λήψη ως αντάλλαγμα ή
ανταμοιβή, σε Θουκ.· αντιποίηση, σε Ξεν. II. 1. (από τη Μέσ.),
στήριγμα, βοήθημα, άμυνα, συνδρομή, στον ίδ. 2. διεκδίκηση πράγματος,
στον ίδ. 3. ένσταση, αντίδραση, σε Πλάτ. III. (από την Παθ.), προσβολή
από νόσο, κατάληψη, εμπλοκή, σε Θουκ.
ἀντιλογέω, μέλ. -ήσω, 1. = ἀντιλέγω, αρνούμαι, σε Σοφ. 2. = ἀντιλέγω,
γʹ, σε Αριστοφ.
ἀντιλογία, ἡ (ἀντιλογέω), αντίθεση, αντιπαραβολή, διαμάχη, διάσταση,
σε Ηρόδ., Θουκ.· στον πληθ., αντίθετα επιχειρήματα, λόγοι που απαντά
ο ένας στον άλλο, σε Αριστοφ., Θουκ.
ἀντι-λογίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., μετρώ ή υπολογίζω από την
αντίθετη πλευρά, σε Ξεν.
ἀντιλογικός, -ή, -όν (ἀντιλέγω), ο επιτήδειος στην αντιλογία, εριστικός,
φιλόνεικος, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη της αντιλογίας
ή της αντιπαραβολής επιχειρημάτων, σε Πλάτ.
ἀντίλογος, -ον (ἀντιλέγω), αυτός που αντιλέγει, ενάντιος,
αντιλεγόμενος, σε Ευρ.
ἀντι-λοιδορέω, λοιδορώ ή κακομεταχειρίζομαι με τη σειρά μου, σε Κ.Δ.
— Μέσ. με αιτ. πράγμ., σε Λουκ.
ἀντι-λῡπέω, μέλ. -ήσω, προξενώ λύπη με τη σειρά μου, σε Πλούτ.
ἀντί-λῠρος, -ον (λύρα), αυτός που αποκρίνεται στη λύρα, σε Σοφ.
ἀντί-λυτρον, -ου, τό, λύτρο, εξαγορά, σε Κ.Δ.
ἀντι-μαίνομαι, παρακ. -μέμηνα, Παθ., τρελαίνομαι ή οργίζομαι ενάντια
προς, τινι, σε Ανθ.
ἀντι-μανθάνω, μέλ -μᾰθήσομαι, εγκαταλείπω την παλιά γνώση και
μαθαίνω κάτι νέο, σε Αριστοφ.
ἀντι-μαρτῠρέω, μέλ. -ήσω, εμφανίζομαι ως μάρτυρας κατηγορίας,
αντικρούω ενόρκως, τινί, σε Πλούτ.
ἀντι-μαρτύρομαι[ῡ], μέλ. -ῠροῦμαι, αποθ., διαμαρτύρομαι, σε Λουκ.
ἀντι-μάχομαι, μέλ. -μᾰχήσομαι, αποθ., μάχομαι εναντίον κάποιου, σε
Θουκ.
23

ἀντι-μεθέλκω, μέλ. -ξω, σύρω προς αντίθετες κατευθύνσεις, σε Ανθ.


ἀντι-μεθίστημι, μέλ. -στήσω· I. κινούμαι από τη μια πλευρά στην άλλη,
ανατρέπω, σε Αριστοφ. II. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ.,
μεταβαίνω στην αντίθετη μεριά, σε Λουκ.
ἀντι-μειρᾰκιεύομαι, αποθ., επιδεικνύω ενάντια σε κάποιον παιδική
αυθάδεια και αντεκδίκηση, πρός τινα, σε Πλούτ.
ἀντι-μέλλω, μέλ. -μελλήσω, περιμένω και καιροφυλακτώ, απαρ. αορ. αʹ
ἀντιμελλῆσαι, σε Θουκ.
ἀντι-μέμφομαι, μέλ. -ψομαι, αποθ., κατηγορώ με τη σειρά μου, σε Ηρόδ.
ἀντι-μερίζομαι, αποθ., παρέχω ως αντάλλαγμα, σε Ανθ.
ἀντι-μέτειμι, ανταγωνίζομαι, οἱ ἀντιμετιόντες, ανταγωνιστές, σε Πλούτ.
ἀντι-μετρέω, μέλ. -ήσω, καταμετρώ με τη σειρά μου, δίνω ως
αντιστάθμισμα, σε Λουκ. — Παθ., αποδίδομαι ως αντάλλαγμα, σε Κ.Δ.
ἀντι-μέτωπος, -ον (μέτωπον), αυτός που βρίσκεται πρόσωπο με
πρόσωπο, σε Ξεν.
ἀντι-μηχᾰνάομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., εφευρίσκω, επινοώ ενάντια σε ή
αντίθετα προς, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἀντι-μίμησις, [μῑ], -εως, ἡ, πιστή απομίμηση προσώπου σε κάτι, με
διπλή γεν., σε Θουκ.
ἀντιμισθία, ἡ, ανταμοιβή, ανταπόδοση, σε Κ.Δ.
ἀντί-μισθος, -ον, αυτός που δίδεται ως ανταμοιβή, σε Αισχύλ.
ἀντι-μοιρεί (μοῖρα), επίρρ., μέσω αποζημίωσης, σε Δημ.
ἀντί-μολπος, -ον (μέλπω), αυτός που αντηχεί αντί άλλου, ο διαφορετικός
σε ήχο, με γεν., σε Ευρ.· ὕπνου ἀντίμολπον.. ἅκος, τραγούδι που
υποκαθιστά τον ύπνο, σε Αισχύλ.
ἀντί-μορφος, -ον, ομοιόμορφος, εφάμιλλος προς, τινί, σε Λουκ.
ἀντι-ναυπηγέω, μέλ. -ήσω, ναυπηγώ πλοία ενάντια σε, σε Θουκ.
ἀντι-νῑκάω, μέλ. -ήσω, κατακτώ με τη σειρά μου, σε Αισχύλ.
ἀντι-νομία, ἡ (νόμος), ασάφεια του νόμου, ἐν ἀντινομίᾳ γίγνεσθαι,
υπάρχει νομικό κενό, ασάφεια μεταξύ δύο νόμων, σε Πλούτ.
ἀντιξοέω, μέλ. -ήσω, εναντιώνομαι, αντίκειμαι, σε Πίνδ.
ἀντί-ξοος, -ον, συνηρ. -ξους, -ουν (ξέω), αντίθετος, ανάποδος, σε Ηρόδ.·
τὸ ἀντίξοον, αντίθεση, στον ίδ.
ἀντίον, ως επίρρ. = ἄντην, βλ. ἀντίος.
ἀντιόομαι, μέλ. -ώσομαι, αόρ. αʹ ἠντιώθην, Ιων. ἀντ- αποθ.· (ἀντίος)
ανθίσταμαι, εναντιώνομαι, τινι, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· οἱ ἀντιούμενοι = οἱ
ἐναντίοι, σε Ηρόδ.· με αιτ. άπαξ, στον Ηρόδ.
ἀντίος, -ία, -ίον (ἀντί), αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρυνός, και
ομοίως· I. 1. με τοπική σημασία, έμπροσθεν, πρόσωπο με πρόσωπο, ιδίως
στη μάχη, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀντίος ἦλθε, πήγε να τον συναντήσει, σε Ομήρ.
Ιλ.· με γεν., Ἀγαμέμνονα ἀντίος, στο ίδ.· συνήθως με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.,
Ηρόδ., Αττ. 2. αντίθετος, ενάντιος, σε Αισχύλ., Ευρ.· οἱ ἀντίοι = οἰ
ἐναντίοι, σε Πίνδ., Ηρόδ.· ἐκ τῆς ἀντίης, εκ του εναντίου, σε Ηρόδ. II. 1.
24

ως επίρρ. στο ουδ. ἀντία και ἀντίον, αντίθετα, κατευθείαν, άκρως


αντίθετα, ἀντίον ἷζεν, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με γεν., ἀντί' ἐμεῖο, σε Ομήρ.
Ιλ.· ομοίως, ἀντία σευ, στην παρουσία σου, σε Ηρόδ.· ἀντία τῆς ἵππου,
ανάποδα ως προς αυτό, στον ίδ. 2. αντίθετα, ενάντια, ὅς τις σέθεν ἀντίον
εἴπῃ, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ., ἀντία τοῖς Πέρσῃσι, σε Ηρόδ. 3. τὸν δ' ἀντίον
ηὔδα = ἠμείβετο, απάντησε, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
ἀντιο-στᾰτέω, μέλ. —ήσω = ἀνθίσταμαι, είμαι αντίθετος, λέγεται για
άνεμο, σε Σοφ.
ἀντι-οχεύομαι, Παθ., οδηγώ αντίθετα προς, σε Ανθ.
ἀντιόω, ἀντιόων, ἀντιόωσα, Επικ. τύποι· βλ. ἀντιάω.
ἀντι-πᾰθής, -ές (πάθος), I. αυτός που έρχεται ως ανταπόδοση στις
συμφορές, σε Αισχύλ.· αμοιβαίο συναίσθημα, σε Λουκ. II. ως ουσ.,
ἀντιπαθές, τό, γιατρειά της δυστυχίας, σε Πλούτ.
ἀντι-παίζω, μέλ. -παίξομαι, παίζω με κάποιον, σε Ξεν.
ἀντί-παις, -αιδος, ὁ, ἡ, όμοιος με αγόρι ή παιδί, σε Αισχύλ., Ευρ.
ἀντί-πᾰλος, -ον (πάλη), κυρίως, I. 1. αυτός ο οποίος παλεύει ενάντια σε
άλλον· έπειτα γενικά, αυτός που αντιμάχεται, αντιπαλεύει,
ανταγωνιστικός, σε Αισχύλ.· με δοτ., γενικά, αυτός που ανταγωνίζεται
κάποιον, ο ισάξιος άλλου, σε Ευρ.· με γεν., ὑμεναίων γόος ἀντίπαλος,
στον ίδ.· ως ουσ., ἀντίπαλος, ὁ, ο ανταγωνιστής, αντίπαλος, αντίζηλος,
κυρίως στον πληθ., σε Ηρόδ., Αττ.· τὸ ἀντίπαλον, το αντίπαλο κόμμα, σε
Θουκ. 2. λέγεται για πράγματα, όπως το ἰσόπαλος, σχεδόν ισόρροπος,
στον ίδ.· ἀντ. τριήρης, ισομεγέθης, στον ίδ.· ἀντ. δέος, φόβος ίδιος και
στις δύο πλευρές, αμοιβαίος φόβος, στον ίδ.· ἤθεα ἀντίπαλα (τῇ πόλει),
έθιμα, συνήθειες που αντιστοιχούν στις πολιτειακές συνθήκες, στον ίδ.·
τὸ ἀντίπαλον τῆς ναυμαχίας, ισορροπία, αβέβαιη έκβαση της ναυμαχίας,
στον ίδ.· επίρρ. -λως, και στο ουδ. πληθ. ἀντίπαλα, στον ίδ. II. τὸν ἀμὸν
ἀντ., αυτός που μάχεται για εμένα, ο υπέρμαχός μου, σε Αισχύλ.
ἀντι-παραβάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, κρατώ δίπλα-δίπλα, συγκρίνω,
αντιπαραβάλλω, τιπρος τι ή παρά τι, σε Πλάτ. κ.λπ.
ἀντιπαραβολή, ἡ, πιστή, πιστή σύγκριση ή αντιπαραβολή, σε Αριστ.
ἀντι-παραγγελία, ἡ, διαγωνισμός για δημόσιο αξίωμα, σε Πλούτ.
ἀντι-παραγγέλλω, μέλ. -ελῶ, I. προστάζω εις αντάλλαγμα ή
συμπληρωματικά, σε Ξεν. II. διαγωνίζομαι για δημόσιο αξίωμα, τινί, με
κάποιον, σε Πλούτ.
ἀντι-παράγω, μέλ. -ξω, αμτβ. (ενν. στρατόν), οδηγώ τον στρατό
εναντίον, προχωρώ για να συναντήσω τον εχθρό, σε Ξεν.
ἀντι-παραθέω, μέλ. —θεύσομαι , υπερφαλαγγίζω, ξεγελώ, σε Ξεν.
ἀντι-παρακᾰλέω, μέλ. -έσω, συγκαλώ, προστάζω με τη σειρά μου ή
αντίθετα προς διατάζω, σε Θουκ. κ.λπ.
ἀντι-παρακελεύομαι, μέλ. -σομαι, αποθ., προτρέπω με τη σειρά μου ή
ενθαρρύνω αντίθετα προς, σε Θουκ. κ.λπ.
ἀντι-παραλῡπέω, μέλ. -ήσω, ενοχλώ με τη σειρά μου, σε Θουκ.
25

ἀντι-παραπλέω, μέλ. -πλεύσομαι, συμπλέω στην αντίπερα όχθη, σε


Θουκ.
ἀντι-παρασκευάζομαι, Μέσ., προετοιμάζομαι με τη σειρά μου,
εξοπλίζομαι και από τις δυο πλευρές, σε Θουκ.· ἀντ. ἀλλήλοις ὡς ἐς
μάχην, στον ίδ.
ἀντι-παρασκευή, ἡ, αμοιβαία προετοιμασία, σε Θουκ.
ἀντι-παρατάσσομαι, Αττ. -ττομαι, μέλ. -άξομαι — Μέσ. και Παθ.,
στέκομαι σε παράταξη εναντίον, τινι, σε Θουκ.· πρός τι, σε Αισχίν.·
απόλ., στέκομαι σε εχθρική παράταξη, σε Θουκ.· ἀπὸ τοῦ
ἀντιπαραταχθέντος, σε εχθρική παράταξη, στον ίδ.
ἀντι-παρατείνω, μέλ. -τενῶ, τεντώνω δίπλα-δίπλα, έτσι ώστε να
συγκρίνω, τιπρὸς τι, σε Πλάτ.
ἀντι-παρατίθημι, μέλ. -θήσω, συγκρίνω και αντιπαραβάλλω, τινί τι, σε
Πλάτ.
ἀντι-πάρειμι (εἶμι ibo), εκστρατεύω έτσι ώστε να συναντήσω, λέγεται
για στρατεύματα σε αντίθετες πλευρές (όχθες) ποταμού ή άλλα παρόμοια,
σε Ξεν.
ἀντι-παρεξάγω, [ᾰγ] μέλ. -ξω, I. οδηγώ εναντίον, σε Πλούτ. II. 1. (ενν.
στρατόν), εκστρατεύω εναντίον, σε Φίλιπ. παρά Δημ. 2. πορεύομαι
παράλληλα με, τινί, σε Πλούτ.
ἀντι-παρέρχομαι, αόρ. βʹ -παρῆλθον, αποθ., περνώ στην αντίθετη
πλευρά, σε Κ.Δ.
ἀντι-παρέχω, μέλ. -ξω, παρέχω με τη σειρά μου, σε Θουκ. — Μέσ., σε
Ξεν.· ἀντ. πράγματα, προκαλώ πρόβλημα ως ανταπόδοση, σε Δημ.
ἀντι-πάσχω, μέλ. -πείσομαι, αόρ. βʹ -έπᾰθον· 1. υποφέρω με τη σειρά
μου, ἀντιπάσχω χρηστά, ανταμείβομαι για μια καλή πράξη, σε Σοφ.·
ἀντ.ἀντί τινος, σε Θουκ.· απόλ., υποφέρω για τις ενέργειες κάποιου, σε
Ξεν. 2. απόλ., τὸ ἀντιπεπονθός, αμοιβαιότητα, σε Αριστ.
ἀντι-πᾰτᾰγέω, μέλ. -ήσω, κάνω κρότο έτσι ώστε να «πνίγω» τους
υπόλοιπους ήχους, σε Θουκ.
ἀντι-πέμπω, μέλ. -ψω, I. 1. στέλνω πίσω απάντηση, σε Ηρόδ. 2. στέλνω
ως αντιπληρωμή, σε Σοφ. II. στέλνω ενάντια, στρατιάν τινι, σε Θουκ.
IΙI. στέλνω στη θέση άλλου, στρατηγούς, στον ίδ.
ἀντι-πενθής, -ές (πένθος), αυτός που προκαλεί λύπη με τη σειρά του, σε
Αισχύλ.
ἀντι-πέρᾶ, Επικ. -πέρη, αντίπερα όχθη, σε Μόσχ.
ἀντι-πέραιος, -α, -ον, αυτός που βρίσκεται αντίθετα· ἀντιπέραια, οι
χώρες που βρίσκονται απέναντι, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀντι-πέρᾱν, Ιων. -ην, επίρρ., = ἀντιπέρᾱς, σε Ξεν.
ἀντι-πέρᾱς, επίρρ., απέναντι, στην αντικρυνή πλευρά, με γεν., σε Θουκ.·
απόλ., ἡ ἀντ. Θρᾴκη, στον ίδ.
ἀντι-πέρηθεν, επίρρ., από την αντίθετη πλευρά, με γεν., σε Ανθ.
ἀντι-περιλαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, αγκαλιάζω με τη σειρά μου, σε Ξεν.
26

ἀντι-περιπλέω, μέλ. -πλεύσομαι, πλέω ολόγυρα προς την αντίθετη μεριά,


σε Στράβ.
ἀντι-περιχωρέω, μέλ. -ήσω, κινούμαι κυκλικά με τη σειρά μου ή
αντίθετα, σε Πλούτ.
ἀντί-πετρος, -ον, όμοιος με πέτρα, πετρώδης, σε Σοφ.
ἀντί-πηξ, -ηγος, ἡ (πήγνυμι), είδος λίκνου (κούνιας) για βρέφη πάνω σε
ρόδες, σε Ευρ.
ἀντι-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, στέκομαι έναντι, αντιστέκομαι, τινί, σε Κ.Δ.
ἀντι-πλέω, μέλ. -πλεύσομαι, πλέω στη θάλασσα ενάντια στον εχθρό, σε
Θουκ.
ἀντι-πλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ, δαρμένος από τα κύματα κατά μέτωπον, σε Σοφ.
ἀντι-πληρόω, μέλ. -ώσω, επανδρώνω πλοία εναντίον του εχθρού, σε
Θουκ. II. συμ πληρώνω με νέα μέλη, σε Ξεν.
ἀντι-πλήσσω, μέλ. -ξω, πλήττω με τη σειρά μου, σε Αριστ.
ἀντι-πνέω, μέλ. -πνεύσομαι, για ανέμους, είμαι αντίθετος, σε Πλούτ.,
Λουκ.
ἀντίπνοος, -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός που έχει προκληθεί από
αντίθετους ανέμους, σε Αισχύλ.· ενάντιος, εχθρικός, στον ίδ.
ἀντι-ποθέω, μέλ. -ήσω, ποθώ με τη σειρά μου, τι, σε Ξεν.
ἀντι-ποιέω, μέλ. -ήσω, I. πράττω με τη σειρά μου, τι, σε Πλάτ.· απόλ.,
ανταποδίδω, εκδικούμαι, σε Ξεν. II. Μέσ., 1. εξασκώ τον εαυτό μου για
κάτι, επιζητώ, διεκδικώ, με γεν., σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., ἀντ.
ἐπίστασθαί τι, διεκδικώ τη γνώση, σε Πλάτ. 2. διαφιλονικώ με κάποιον
για κάτι, ἀντ. τινὶ τῆς ἀρχῆς, σε Ξεν.· τινὶ περί τινος, στον ίδ.
ἀντί-ποινα, τά (ποινή), ανταπόδοση, αντιπληρωμή, ἀντίποινα τίνειν =
ἀντι-τίνειν, εξιλεώνομαι για, με αιτ., σε Αισχύλ.· ἀντίποινα τινος
πράσσειν, τιμωρία, εκδίκηση για κάτι, στον ίδ.· ἀντίποιν' ἐμοῦ παθεῖν,
υπόκειται σε τιμωρία για το κακό που μου έχει γίνει, σε Σοφ.
ἀντι-πολεμέω, μέλ. -ήσω, υποκινώ πόλεμο εναντίον άλλων, σε Θουκ.
κ.λπ.· με δοτ., σε Ξεν.
ἀντι-πολέμιος, -ον αυτός που πολεμά ενάντια, οἱ ἀντιπολέμιοι, οι εχθροί,
σε Θουκ.
ἀντι-πόλεμος, -ον, = το προηγ., σε Ηρόδ.
ἀντι-πολιορκέω, μέλ. -ήσω, πολιορκώ με τη σειρά μου, σε Θουκ.
ἀντί-πολις, -εως, ἡ, η αντίπαλη πόλη, τινι, σε Στράβ.
ἀντι-πολῑτεύομαι, μέλ. -σομαι, αποθ., είμαι πολιτικός αντίπαλος, σε
Αριστ.· ἀντ. τινι, αντιτίθεμαι στην πολιτική του, σε Πλούτ.
ἀντι-πορεῖν, αόρ. βʹ με ενεστ. σε αχρηστία, δίνω αντί άλλου, σε Ανθ.
ἀντι-πορεύομαι, μέλ. -εύσομαι, αόρ. αʹ -επορεύθην, Παθ., πορεύομαι για
να συναντήσω άλλον, σε Ξεν.
ἀντι-πορθέω, μέλ. -ήσω, καταστρέφω ως αντεκδίκηση, σε Ευρ.
ἀντί-πορθμος, -ον, αυτός που βρίσκεται πάνω από τους πορθμούς, στην
αντίπερα πλευρά των πορθμών, σε Αισχύλ., Ευρ.
27

ἀντί-πορος, -ον, αυτός που βρίσκεται στην αντίπερα ακτή, σε Αισχύλ.·


Ἄρτεμιν Χαλκίδος ἀντίπορον, δηλ. ο ναός της στην Αυλίδα από το
απέναντι μέρος της Χαλκίδας, στον ίδ.· απλώς, ο απέναντι, αντίθετος, ως
προς, τινι, σε Ξεν.
ἀντίπραξις, -εως, ἡ, αντενέργεια, αντίσταση, σε Πλούτ.
ἀντι-πράσσω, Αττ. -ττω, Ιων. -πρήσσω· μέλ. -ξω· ενεργώ ενάντια,
αντενεργώ, αντιπράττω, τινί, σε Ξεν.· απόλ., ενεργώ κατά αντίθεση, σε
Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.
ἀντι-πρεσβεύομαι, μέλ. -σομαι, Μέσ., αποστέλλω πρέσβεις με τη σειρά
μου, σε Θουκ.
ἀντι-πρόειμι (εἶμι, ibo), προχωρώ ενάντια ή για να συναντήσω, τινι, σε
Θουκ.
ἀντί-προικα, επίρρ., σχεδόν δωρεάν, φθηνά, σε Ξεν.
ἀντι-προκᾰλέομαι, μέλ. -έσομαι, Μέσ., αντιτάσσω νόμιμη πρόκληση
(πρόκλησις), σε Δημ.
ἀντι-προσᾰγορεύω, μέλ -σω, χαιρετώ με τη σειρά μου, σε Πλούτ.
ἀντι-πρόσειμι (εἶμι, ibo), πορεύομαι εναντίον, σε Ξεν.
ἀντι-προσεῖπον, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του ἀντιπροσαγορεύω, σε Θεόφρ.·
Παθ. αόρ. αʹ ἀντι-προσερρήθην, σε Ξεν.
ἀντι-προσκαλέομαι, μέλ. -έσομαι, προσκαλώ με τη σειρά μου, σε Δημ.
ἀντι-προσφέρω, προσφέρω με τη σειρά μου, τί τινι, σε Ξεν.
ἀντι-πρόσωπος, -ον (πρόσωπα), αυτός κοιτά καταπρόσωπα κάποιον,
που έχει στραμμένο το πρόσωπό του προς κάποιον, τινι, σε Ξεν.· αυτός
που βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο, στον ίδ.
ἀντι-προτείνω, μέλ. -τενῶ, προσφέρω με τη σειρά μου, τὴν δεξιάν, σε
Ξεν.
ἀντί-πρῳρος, -ον (πρῴρα), 1. αυτός που έχει την πλώρη στραμμένη προς
κάποιον, σε Ηρόδ., Θουκ.· πλώρη με πλώρη, σε Θουκ. 2. όπως το
ἀντιπρόσωπος, πρόσωπο με πρόσωπο, σε Σοφ.
ἀντί-πῠλος, -ον (πύλη), αυτός που έχει αντικρυστές πύλες, ἀλλήλῃσι, σε
Ηρόδ.
ἀντί-πυργος, -ον, όμοιος με πύργο, σε Ευρ.
ἀντι-πυργόω, μέλ. -ώσω, χτίζω πύργο απέναντι, πόλιν τήνδ'
ἀντεπύργωσαν, ανέγειραν αυτή την αντίπαλη πόλη, σε Αισχύλ.
ἀντιρ-ρέπω, μέλ. -ψω, ρέπω προς τη μια μεριά, αντισταθμίζω,
ισοφαρίζω, σε Αισχύλ.
ἀντίρροπος, -ον, αντισταθμιστικός, αντίρροπος, τινος, σε Δημ.· λύπης
ἀντ. ὄχθος, το ισόρροπο βάρος της θλίψης, σε Σοφ.· επίρρ., ἀντιρρόπως
πράττειν τινί, ώστε να ισοσταθμίσει τη δύναμή του, σε Ξεν.
ἀντισεμνύνομαι[ῡ], μέλ. -ῠνοῦμαι, Μέσ., απαντώ στην υπερηφάνεια με
υπερηφάνεια, σε Αριστ.
ἀντι-σηκόω, μέλ. -ώσω, ισορροπώ, αντισταθμίζω, με δοτ., σε Αισχύλ.·
με γεν., σε Ευρ.
28

ἀντι-σήκωσις, -εως, Ιων. -ιος, ἡ, ισορροπία, αντίβαρο, αντιστάθμισμα,


σε Ηρόδ.
ἀντι-σκευάζομαι, μέλ. -άσομαι, Μέσ., εφοδιάζω για τον εαυτό μου με τη
σειρά μου, σε Ξεν.
ἀντι-σκώπτω, μέλ. -ψομαι, κοροϊδεύω ως ανταπόδοση, σε Πλούτ.
ἀντ-ῐσόομαι (ἰσόω), Παθ., είμαι ίσος προς ίσο, είμαι ισότιμος, σε Θουκ.
ἀντίσπαστος, -ον, αυτός που έχει συρθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση·
σπασμωδικός, στρεβλωτικός, σε Σοφ.
ἀντι-σπάω, μέλ. -άσω [ᾰ], 1. σύρω προς την αντίθετη κατεύθυνση, έλκω
προς τα πίσω, αναχαιτίζω, σε Αισχύλ., Αριστοφ. — Παθ.,
παρεμποδίζομαι, σε Αριστ. 2. έλκω προς τον εαυτό μου, σε Ξεν.
ἀντί-σταθμος, -ον (στάθμη), αντίβαρο, αντιστάθμισμα, ως
αντιστάθμισμα προς, με γεν., σε Σοφ.
ἀντι-στᾰσιάζω, μέλ. -σω, σχηματίζω αντίπαλο κόμμα, τινί, σε Ξεν.· οἱ
ἀντιστασιάζοντες = οἱ ἀντιστασιῶται, στον ίδ.
ἀντί-στᾰσις, -εως, ἡ, I. αντίπαλο κόμμα, σε Πλάτ. II. αντίσταση, αντοχή,
σε Πλούτ.
ἀντι-στᾰσιώτης, -ου, ὁ, αυτός που ανήκει σε αντίπαλη φατρία ή κόμμα,
σε Ηρόδ., Ξεν.
ἀντιστᾰτέω, μέλ. -ήσω, ανθίσταμαι, αντιστέκομαι, αντιτίθεμαι, τινί, σε
Πλάτ.· απόλ., σε Ηρόδ.
ἀντιστάτης[ᾰ], -ου, ὁ (ἀνθίσταμαι), αντίπαλος, αντίμαχος, σε Αισχύλ.
ἀντ-ίστημι, Ιων. αντί ἀνθ-ίστημι.
ἀντιστοιχέω, μέλ. -ήσω, στέκομαι αντίθετα σε ζεύγη ή στοίχους,
ἀλλήλοις, σε Ξεν.· στέκομαι αντικρυστά σε χορό, στον ίδ.
ἀντί-στοιχος, -ον, ο τοποθετημένος αντιθετικά σε στοίχους ή ζευγάρια,
σε Αριστ.· αυτός που στέκεται αντικρυστά, σε Ευρ.
ἀντι-στρᾰτεύομαι, μέλ. -σομαι, αποθ., διεξάγω πόλεμο εναντίον
κάποιου, τινι, σε Ξεν.
ἀντιστρᾰτηγέω, μέλ. -ήσω, είμαι αντιστράτηγος, σε Πλούτ.
ἀντιστράτηγος, ὁ, I. στρατηγός του εχθρικού στρατεύματος, σε Θουκ.
II. ο αντιστράτηγος ή ανθύπατος, σε Πολύβ.
ἀντιστρᾰτοπεδεία, ἡ, στρατοπέδευση αντίθετα, απέναντι, σε Πολύβ.
ἀντι-στρᾰτοπεδεύω, μέλ. -σω, στρατοπεδεύω απέναντι, τινί, σε Ισοκρ.,
Πολύβ.· κυρίως στη Μέσ. με Παθ. παρακ., σε Ηρόδ., Αττ.
ἀντι-στρέφω, μέλ. -ψω, παρακ. -έστροφα· στρέφω προς την αντίθετη
μεριά· αμτβ., στρέφω γύρω-γύρω, κάνω μεταβολή, σε Ξεν.
ἀντιστροφή, ἡ, στριφογύρισμα· αντιστροφή ή απάντηση του χορού, που
ανταποκρίνεται στην προηγούμενη στροφή, με τη διαφορά ότι ο Χορός
τώρα κινείται από αριστερά προς τα δεξιά αντί για δεξιά προς τα
αριστερά.
ἀντίστροφος, -ον (ἀντιστρέφω), γυρισμένος ώστε να αντικρύζει ο ένας
τον άλλο· σχετικός, αντίστοιχος, ισότιμος, τινι, ως προς κάτι, σε Πλάτ.·
29

επίσης, ἀντίστροφός τινος, όπως αν το ἀντ. ήταν ουσ., το αντίστοιχό του


ή ανάλογό του, στον ίδ.· επίρρ. -ρως, αντίστοιχα, τινί, στον ίδ.
ἀντι-σύγκλητος, ἡ, αντίπαλη σύγκλητος, σε Πλούτ.
ἀντι-συλλογίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., απαντώ μέσω
συλλογισμού, σε Αριστ.
ἀντι-συναντάω, μέλ. -ήσω, συναντώ πρόσωπο με πρόσωπο, σε Ανθ.
ἀντι-σφαιρίζω, μέλ. -σω, αντιρίχνω τη μπάλα, οἱ ἀντισφαιρίζοντες,
ομάδες σε παιχνίδι με μπάλα, σε Ξεν.
ἀντι-σχεῖν, -σχέσθαι, Ενεργ. αόρ. βʹ και Μέσ. απαρ. του ἀντέχω.
ἀντ-ίσχω, ισοδυν. τύπος του ἀντέχω, σε Σοφ. κ.λπ.
ἀντίταγμα, -ατος, τό (ἀντιτάσσω), αντίθετη δύναμη, σε Πλούτ.
ἀντι-τᾰλαντεύω, μέλ. -σω = ἀντισηκόω, σε Ανθ.
ἀντίταξις, -εως, ἡ (ἀντιτάσσω), αντιπαράταξη, σε Θουκ.
ἀντι-τάσσω, Αττ. -τάττω, μέλ. -τάξω, I. βάζω απέναντι, παρατάσσω
στρατό εναντίον, τινά τινι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· τι πρός τι, σε Αισχίν.·
ομοίως στη Μέσ., σε Θουκ. II. Μέσ. επίσης, βάζω τον εαυτό μου ενάντια
σε, έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο, αντιμετωπίζω στη μάχη, σε Ευρ.
κ.λπ.· τινι, σε Δημ. — Παθ., παρατάσσομαι εναντίον, τινι, σε Ηρόδ., Ξεν.·
πρός τινα, σε Ηρόδ., Ξεν.· κατά τινα, σε Ξεν.
ἀντι-τείνω, μέλ. -τενῶ· I. εκτείνω με τη σειρά μου, προσφέρω ως
αντάλλαγμα, ανταποδίδω, τι ἀντί τινος, σε Ευρ. II. αμτβ., 1. αντενεργώ,
ανθίσταμαι, καταπολεμώ, τινί, ή απόλ., σε Ηρόδ., Αττ. 2. λέγεται για
τόπους, κείμαι απέναντι, τινί, σε Πλούτ.
ἀντι-τείχισμα, -ατος, τό, περιτείχισμα απέναντι από άλλο, σε Θουκ.
ἀντι-τέμνω, μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ -έτεμον· κόβω ενάντια σε, δηλ. παρέχω
γιατρειά ή αντίδοτο, σε Ευρ.
ἀντι-τεχνάομαι, αποθ., αντεπινοώ τέχνασμα εναντίον κάποιου με αιτ., σε
Ηρόδ.
ἀντιτέχνησις, -εως, ἡ, αντιτέχνασμα, συναγωνισμός, σε Θουκ.
ἀντί-τεχνος, -ον (τέχνη), αυτός τον οποίο συναγωνίζεται κάποιος σε
τέχνη ή επάγγελμα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· με δοτ., σε Πλάτ.
ἀντι-τίθημι, μέλ. -θήσω, I. 1. θέτω ενάντια σε, αντιθέτω, με δοτ., σε Σιμ.·
συγκρίνω, αντιπαραβάλλω, τί τινι, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης τί τινος, σε
Θουκ.· τι πρός τι, σε Δημ. 2. ἀντ. τινά τινι, είμαι ισόπαλος με κάποιον
στην μάχη, Λατ. committere, ἴσους ἴσοισι ἀντιθείς, σε Ευρ. — Παθ.,
αντιμάχομαι, αντιπαραβάλλομαι, συγκρίνομαι, σε Ηρόδ. 3. αποκρίνομαι,
αντιλέγω, σε Ευρ., Θουκ. II. θέτω ως αντίτιμο, σε Ευρ., Ξεν.· καταθέτω
ως αντάλλαγμα ή ως αντίτιμο, ως αποζημίωση, τί τινος, κάτι για κάτι
άλλο, σε Ευρ.
ἀντι-τῑμάω, μέλ. -ήσω, I. τιμώ ως ανταπόδοση, τινά, σε Ξεν.· Μέσ. μέλ.
με Παθ. σημασία, στον ίδ. II. Μέσ. ως νομικός προς, αντιπροτείνω άλλη
ποινή, με γεν., σε Πλάτ.
30

ἀντι-τῑμωρέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., αντεκδικούμαι, τινα, σε Ευρ.,


Θουκ.· απόλ., παίρνω εκδίκηση, σε Αριστοφ.
ἀντι-τίνω[ῐ], μέλ. -τίσω [ῑ], I. εκτίω ή υπομένω τιμωρία για κάτι, τι, σε
Θέογν.· απόλ., σε Σοφ. II. Μέσ., 1. λαμβάνω αντίποινα, αντιτιμωρώ, τί
τινος, κάτι για κάτι άλλο, σε Αισχύλ., Ευρ. 2. εκδικούμαι, τιμωρώ, σὸν
φόνον, σε Ευρ.
ἀντι-τολμάω, μέλ. -ήσω, τολμώ να σταθώ ενάντια σε κάποιον άλλο,
πρόςτινα, σε Θουκ.
ἀντί-τολμος, -ον (τόλμα), αυτός που επιτίθεται με τόλμη, σε Αισχύλ.
ἀντίτομος, -ον (ἀντιτέμνω), κομμένος ως γιατρειά για ένα κακό·
ἀντίτομον, τό, γιατρειά, αντίδοτο, σε Όμηρ.· τινος, για κάτι, σε Πίνδ.
ἀντίτονος, -ον (ἀντιτείνω), τεντωμένος ενάντια σε κάτι, ανθεκτικός· ως
ουσ., ἀντίτονα, τά, σχοινιά για τη βαλίστρα, σε Πλούτ.
ἀντι-τοξεύω, μέλ. -σω, ρίχνω βέλη με τη σειρά μου, σε Ξεν.
ἀντι-τορέω, μέλ. -ήσω, διατρυπώ, διαπερνώ από άκρη σε άκρη, με γεν.,
σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., διατρυπώ, διανοίγω, στο ίδ.
ἄν-τῐτος, -ον, ποιητ. αντί ἀντίτιτος, αμειβόμενος, αποπληρωμένος,
τιμωρημένος· ἄντιτα ἔργα, το έργο της εκδίκησης ή της τιμωρίας, σε
Ομήρ. Οδ.· παιδός, για το γιο της, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀντι-τρέφω, μέλ. -θρέψω, διατρέφω με τη σειρά μου, σε Ξεν.
ἀντι-τυγχάνω, αόρ. βʹ -έτῠχον, συναπαντώ με τη σειρά μου, τινός, σε
Θέογν., Θουκ.
ἀντί-τῠπος, -ον, σπανίως -η, -ον (τύπτω), I. 1. αντικρουσμένος,
απωθούμενος από σκληρό σώμα, τύπος ἀντ., κτύπημα και αντικτύπημα,
λέγεται για σφυρί και αμόνι, σε Χρησμ. παρά Ηροδ.· λέγεται για τον ήχο,
αυτός που αντηχεί, στόνος, σε Σοφ.· κατὰ τὸ ἀντ., μέσω αντήχησης,
λέγεται για την ηχώ, σε Λουκ. 2. απεικόνιση ή αντίγραφο όμοιο με το
πρωτότυπο ή παριστάνει το πρωτότυπο, ἀντ. τῶν ἀληθινῶν,
σηματοδοτώντας ή αντιπροσωπεύοντας την αλήθεια, σε Κ.Δ. II. Ενεργ.,
1. λέγεται για σκληρό σώμα, αποκρουστικός, απωθητικός, σε Ξεν.·
χρησιμοποιείται για σκληρό, τραχύ έδαφος, ἀντιτύπα ἐπὶ γᾷ πέσε, σε Σοφ.
2. μεταφ. χρησιμοποιείται για τους ανθρώπους, επίμονος, ισχυρογνώμων,
σε Ξεν. 3. αντίθετος ως προς σε, τινος, σε Αισχύλ.· ενάντιος, ανάποδος,
λέγεται για περιστατικά, σε Ξεν.
ἀντι-τυπόω, μέλ. -ώσω, απεικονίζω, αποτυπώνω, σε Ανθ.
ἀντι-τύπτω, μέλ. -ψω, χτυπώ με τη σειρά μου, σε Αριστοφ., Πλάτ.
ἀντιφερίζω, μέλ. -σω (ἀντιφέρω), θέτω τον εαυτό μου εναντίον,
αναμετρώμαι με, τινί, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· παρά τινα, σε Πίνδ.
ἀντί-φερνος, -ον (φερνή), αυτός που αντικαθιστά την προίκα, σε Αισχύλ.
ἀντι-φέρω, θέτω εναντίον, τι ἐπί τινι, σε Ανθ. — Μέσ. ή Παθ., τοποθετώ
τον εαυτό μου εναντίον, πολεμώ ενάντια σε, σε Όμηρ.
ἀντι-φεύγω, μέλ. -φεύξομαι, φεύγω για την εξορία με τη σειρά μου, σε
Ευρ.
31

ἀντί-φημι, μέλ. -φήσω, μιλώ ενάντια σε, αντικρούω, αντιλέγω, σε Πλάτ.


ἀντι-φθέγγομαι, μέλ. -ξομαι, αποθ., I. επιστρέφω τον ήχο, ηχώ, αντηχώ,
σε Πίνδ., Ευρ. II. μιλώ εναντίον σε, σε Λουκ.
ἀντίφθογγος, -ον, λέγεται για αντίστοιχο, ανταποκρινόμενο ήχο,
μιμητικός, σε Ανθ.
ἀντι-φῐλέω, μέλ. -ήσω, αγαπώ με τη σειρά μου, σε Πλάτ., Ξεν.
ἀντιφίλησις, -εως, ἡ, ανταπόδοση τρυφερότητας ή αφοσίωσης, σε
Αριστ.
ἀντι-φῐλοσοφέω, μέλ. -ήσω, έχω αντίθετες φιλοσοφικές θεωρίες, σε
Λουκ.
ἀντι-φῐλοτῑμέομαι, Παθ., υποκινούμαι εναντίον κάποιου από ζήλια,
πρόςτι, σε Πλούτ.
ἀντι-φῐλοφρονέομαι, αποθ., αποδέχομαι ευγενικά με τη σειρά μου, σε
Πλούτ.
ἀντί-φονος, -ον, I. αυτός που έρχεται ως απάντηση σε φόνο, ως εκδίκηση
για το αίμα, σε Αισχύλ., Σοφ. II. θάνατοι ἀντ., θάνατοι από αμοιβαίες
σφαγές, σε Αισχύλ.
ἀντι-φορτίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, παίρνω φορτίο ως επιστροφή, σε
Δημ. II. εισάγω ανταλλαγή ως προς τις εξαγωγές, σε Ξεν.· επίσης ως
Παθ., παραλαμβάνομαι ως αντάλλαγμα για το φόρτωμα, στον ίδ.
ἀντι-φράσσω, Αττ. -φράττω, μέλ. -ξω, εμποδίζω, φράζω, σε Ξεν.
ἀντι-φῠλᾰκή, ἡ, αμοιβαία προφύλαξη, σε Θουκ.
ἀντι-φύλαξ[ῠ], ὁ, κάποιος που έχει τοποθετηθεί για να προφυλάττει, σε
Λουκ.
ἀντι-φῠλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, προσέχω με τη σειρά μου, σε Πλάτ.
— Μέσ., βρίσκομαι σε επιφυλακή ενάντια σε, τινά, σε Ξεν.
ἀντι-φωνέω, μέλ. -ήσω, 1. ηχώ ως απόκριση, απαντώ, σε Τραγ. 2. με αιτ.
πράγμ., προφέρω ως απόκριση, σε Σοφ.· με αιτ. προσ., απαντώ,
αποκρίνομαι, στον ίδ.
ἀντί-φωνος, -ον (φωνή), αυτός που ηχεί ως απόκριση,
ανταποκρινόμενος σε, με γεν., σε Ευρ.
ἀντι-χαίρω, χαίρομαι σε απάντηση προς, τινί, σε Σοφ. (Στην μτχ. Παθ.
αορ. βʹ ἀντιχᾰρείς).
ἀντι-χᾰρίζομαι, μέλ. Μέσ. -ιοῦμαι, αποθ., επιδεικνύω ευγένεια ως
ανταπόδοση, τινι, σε Ηρόδ., Ξεν.
ἀντι-χειροτονέω, μέλ. -ήσω, ψηφίζω ενάντια προς την πραγματοποίηση
κάποιου πράγματος, ἀντ. μὴ παρέχειν, σε Αριστοφ.· απόλ., σε Θουκ.
ἀντιχορηγέω, μέλ. -ήσω, είμαι αντίπαλος χορηγός τινί, σε κάποιον αλλο,
σε Δημ.
ἀντι-χόρηγος, ὁ, αντίπαλος χορηγός, σε Δημ. κ.λπ.
ἀντι-χράω (χράω Β), είμαι επαρκής, όπως το ἀποχράω, μόνο στον αόρ.
αʹ, ἀντέχρησε, σε Ηρόδ.
ἀντί-χριστος, ὁ, ο Αντίχριστος, σε Κ.Δ.
32

ἀντι-ψάλλω, παίζω λύρα ως συνοδεία προς, τινί, σε Αριστοφ.


ἀντίψαλμος, -ον, αντίστοιχος, αρμονικός, σε Ευρ.
ἀντι-ψηφίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., ψηφίζω ενάντια σε, πρός τι, σε
Πλούτ.

ανά- εντοπίζονται 555 λήμματα


ἀνά[ᾰνᾰ], πρόθ. συντασσομένη με γεν., δοτ. και αιτ. Ριζική σημασία:
πάνω, πάνω σε, αντίθ. προς το κατά.
Α. ΜΕ ΓΕΝ., ἀνὰ νηός, πάνω σε πλοίο, σε Ομήρ. Οδ. Β. ΜΕ ΔΟΤ., πάνω,
πάνω σε, ἀνὰ σκήπτρῳ, πάνω στο σκήπτρο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀνὰ ὤμῳ, πάνω
στον ώμο, σε Ομήρ. Οδ. Γ. ΜΕ ΑΙΤ., γενικά εννοώντας κίνηση προς τα
πάνω. I. λέγεται για τόπο· πάνω, πάνω σε, ἀνὰ τὸν ποταμόν, σε Ηρόδ.· ἀνὰ
δῶμα, άνω και κάτω στο σπίτι, μέσα και έξω από αυτό, σε Ομήρ. Ιλ.·
ομοίως, ἀνὰ στρατόν, ἄστυ, ὅμιλον, σε Όμηρ.· ἀνὰ στόμα ἔχειν, έχω
συνεχώς μέσα στο στόμα, στον ίδ. II. λέγεται για χρόνο· κατά τη διάρκεια,
ἀνὰ νύκτα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀνὰ τὸν πόλεμον, σε Ηρόδ.· ἀνὰ χρόνον, στο
πέρασμα του χρόνου, στον ίδ.· ἀνὰ πᾶσαν τὴν ἡμέραν, στον ίδ.· αλλά, ἀνὰ
πᾶσαν ἡμέραν, με επιμεριστική σημασία, μέρα με τη μέρα, στον ίδ. III.
επιμεριστικώς επίσης με αριθμητικά, ἀνὰ πέντε παρασάγγας τῆς ἡμέρας,
(βημάτισαν) στο ρυθμό των πέντε παρασάγγων την ημέρα, σε Ξεν.·
κλισίας ἀνὰ πεντήκοντα, ομάδες στην ποσότητα των πενήντα η καθεμιά, σε
Κ.Δ.· ἔλαβαν ἀνὰ δηνάριον, ένα δηνάριο ο καθένας, στο ίδ. IV. ἀνὰ κράτος,
μέχρι τη τελική (ολόκληρη ή μέγιστη) δύναμη, με όλη τη δύναμη, ἀνὰ
κράτος φεύγει, ἀπομάχεσθαι, σε Ξεν.· ἀνὰ λόγον, σε αναλογία, σε Πλάτ. Δ.
ΧΩΡΙΣ ΠΤΩΣΗ, ως επίρρ., 1. πάνω σε αυτό, εκεί πάνω, σε Όμηρ. κ.λπ. 2.
παντού, μέλανες δ' ἀνὰ βότρυες ἦσαν, παντού υπήρχαν σταφύλια, σε Ομήρ.
Ιλ. Ε. ΣΤΑ ΣΥΝΘ., 1. προς τα πάνω, πάνω, όπως στο ἀναβαίνω, ἀνίστημι.
2. με τη σημασία της αύξησης ή ολοκλήρωσης, όπως στο ἀνακρίνω. 3.
ξανά, όπως το ἀναβλαστάνω, ἀναγεννάω. 4. πίσω, προς τα πίσω, όπισθεν,
ἀναχωρέω. ΣΤ. 1. Το ἄνα από αναστροφ. αντί ἀνάστηθι, σήκω! εγέρσου!
ἀλλ' ἄνα, σε Όμηρ. 2. το ἄν συγκεκ. αντί ἀνέστη, σηκώθηκε, αναστήθηκε,
σε Ομήρ. Ιλ.
ἄνα[ᾰνᾰ], κλητ. αντί ἄναξ, βασιλιά, Ζεῦ ἄνα, σε Όμηρ.
ἀναβάδην[βᾰ], επίρρ. (ἀναβαίνω), αυτός που ανεβαίνει, με ανηφορική
κλίση, στον Αριστοφ. ψηλά, στα ύψη.
ἀνα-βαίνω, μέλ. -βήσομαι· (αντί αορ. αʹ βλ. παρακ. Β), αόρ. βʹ ἀνέβην,
παρακ. -βέβηκα — Μέσ. αόρ. αʹ -εβησάμην, Επικ. γʹ ενικ. -εβήσετο, βλ.
παρακ. Β·
Α. I. 1. ανεβαίνω, ανηφορίζω, πηγαίνω προς τα πάνω, με αιτ. τόπου, σε
Όμηρ.· φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει, η φήμη ακολουθεί τους ανθρώπους,
σε Ομήρ. Οδ.· με πρόθ., ἀν. ἐς δίφρον, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀν. ἐπὶ οὔρεα, σε
Ηρόδ.· με δοτ., ποδοπατώ, ποδοβολώ, σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ., ἀν.
33

στόλον, εξέρχομαι σε εκστρατεία, σε Πίνδ. II. Ειδικές χρήσεις: 1. ανεβαίνω


σε πλοίο, εισέρχομαι, επιβαίνω, σε Όμηρ.· ἐς Τροίην ἀν., εισέρχομαι σε
πλοίο για τη Τροία, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. ανεβαίνω σε πλάτη αλόγου, ἀν.
ἐφ' ἵππον, ἐφ' ἵππου, σε Ξεν.· απόλ., ἀναβεβηκώς, επιβιβασμένος, στον ίδ.
3. λέγεται για πορεία στην ξηρά, ανεβαίνω από τα παράλια στην Κεντρική
Ασία, σε Ηρόδ., Ξεν.· πρβλ. ἀνάβασις I. 2. 4. λέγεται για ποτάμια,
φουσκώνω, αυξάνω, σηκώνομαι, σε Ηρόδ.· ἂν ἐς τὰς ἀρούρας,
υπερχειλίζω την ξηρά, στον ίδ. 5. στην Αττ., ἀν. ἐπὶ τὸ βῆμα ή ἀναβαίνειν
μόνο του, ανέρχομαι στο βήμα, σε Δημ.· ἀν. ἐπὶ ή εἰς τὸ πλῆθος, τὸ
δικαστήριον, έρχομαι ενώπιον του λαού, παρουσιάζομαι στο δικαστήριο,
σε Πλάτ. III. 1. λέγεται για πράγματα και γεγονότα, καταλήγω,
αποδεικνύομαι, τελειώνω, όπως το ἀποβαίνω, ἐκβαίνω, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2.
έρχομαι σε, καταντώ, εἴς τινα, στον ίδ. Β. Ο αόρ. αʹ ἀνέβησα
χρησιμοποιείται ως αόρ. του ἀναβιβάζω με μεταβατική σημασία, κάνω
κάποιον να ανέβει, ιδίως επιβιβάζω σε πλοίο, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· ομοίως
Μέσ., ἀνεβήσετο, σε Ομήρ. Οδ.
ἀνα-βακχεύω, μέλ. -σω, I. διεγείρω σε βακχική μανία, σε Ευρ.· πρβλ. το
επόμ. II. αμτβ., ξεσπώ σε βακχική μανία, στον ίδ.
ἀνα-βακχιόω, = το προηγ., σε Ευρ.
ἀνα-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, αόρ. βʹ ἀν-έβᾰλον·
Α. I. ρίχνω ή τινάζω, σε Θουκ., Ξεν. II. αναβάλλω, ακυρώνω, σε Ομήρ.
Οδ.· ἀν.τινά, τον παρεμποδίζω με προφάσεις, σε Δημ. — Παθ.,
αναβάλλομαι, σε Θουκ. III. διατρέχω κίνδυνο, ἐγώ σφε θάψω κἀνὰ
κίνδυνον βαλῶ = καὶ ἀναβαλῶ, σε Αισχύλ. Β. Μέσ., I. ανακρούω, ξεκινώ
να παίζω ή να τραγουδώ (πρβλ. ἀναβολή II), σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. II.
καθυστερώ, κωλυσιεργώ, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. κ.λπ. III. ρίχνω πάνω
μου το μανδύα, τον φορώ στους ώμους, σε Αριστοφ., Πλάτ.·
ἀναβεβλημένος, με το χιτώνα ριγμένο πάνω ή πίσω, σε Δημ.· πρβλ.
ἀναβολή I. 2.
ἀνα-βαπτίζω, μέλ. -σω, βυθίζω επανειλημμένα, σε Πλούτ.
ἀνάβᾰσις, ποιητ. ἄμβασις, -εως, ἡ (ἀναβαίνω), I. 1. αναρρίχηση,
ανέβασμα, ανέβασμα στη ράχη αλόγου, σε Ξεν.· πᾶσα ἄμβασις = πάντες
ἀναβάται, όλοι οι ιππείς, σε Σοφ. 2. επιχείρηση από τα παράλια προς την
Κεντρική Ασία, όπως εκείνη του Κύρου του Νεώτερου, σε Ξεν. II. άνοδος,
ανηφοριά, ανέβασμα πύργου ή βουνού, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἀνα-βαστάζω, μέλ. -σω, ανεγείρω ή σηκώνω προς τα πάνω, κουβαλώ, σε
Λουκ.
ἀναβάτης[βᾰ], -ου, ὁ, ποιητ. ἀμβάτης (ἀναβαίνω), αυτός που έχει ανεβεί,
που έχει αναρριχηθεί, λέγεται για τον Πειθέα πάνω σε δέντρο, σε Ευρ.·
λέγεται για ιππέα, σε Ξεν.
ἀναβᾰτικός, -ή, -όν (ἀναβαίνω), επιδέξιος στην ανάβαση, ἐπὶ τοὺς ἵππους,
σε Ξεν.
34

ἀναβᾰτός, Επικ. ἀμβατός, -όν (ἀναβαίνω), είμαι ανεβασμένος ή αυτός τον


οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος, εύκολος την αναρρίχηση, σε Όμηρ.
ἀνα-βέβρῠχεν, παρακ. με ενεστ. ἀνα-βρύζω σε αχρηστία, ἀναβέβρυχεν
ὕδωρ, ανέβλυζε ή κόχλαζε το νερό, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀνα-βῐβάζω, αόρ. αʹ -εβίβασα — Μέσ. μέλ. Αττ. -βιβῶμαι· Ενεργ. του
ἀναβαίνω, I. προκαλώ ανάβαση, κάνω κάποιον να ανέβει, ἐπὶ πύργον, σε
Ηρόδ., Ξεν. II. Ειδικότερες χρήσεις: 1. ἀν τινὰ ἐφ. ἵππον, επιβιβάζω
κάποιον στη ράχη αλόγου, στον ίδ.· ἐπ' ἅρμα, σε Ηρόδ. 2. ἀν. ναῦν, τραβώ
πλοίο προς την ξηρά, σε Ξεν. 3. Μέσ., ἀναβιβάζεσθαί τινας ἐπὶ τὰς ναῦς,
τους ανεβάζω στο πλοίο, σε Θουκ.· απόλ., ἀναβιβασάμενοι, στον ίδ. 4.
στην Αθήνα, προσάγω στο δικαστήριο ως μάρτυρα, σε Πλάτ. κ.λπ.· Μέσ.,
λέγεται για υπόδικο, προσάγω τη γυναίκα και τα παιδιά, ώστε να
προκαλέσω οίκτο, στον ίδ. 5. Παθ., α) ἀναβιβάζεσθαι εἰς τιμήν, ανέρχομαι
σε υψηλά αξιώματα, σε Πλούτ. β) ἀν. τοὺς φθόγγους, τους μετριάζω, τους
κάνω ηπιότερους, στον ίδ.
ἀναβῐβαστέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να ανεβεί, σε Πλάτ.
ἀνα-βιόω=ἀναβιώσκομαι, μέλ. -βιώσομαι, αόρ. βʹ ἀνεβίων ή -εβίουν·
παρακ. -βεβίωκα· επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζώ, σε Αριστοφ., Πλάτ.
ἀναβίωσις, -εως, ἡ, αναβίωση, επαναφορά στη ζωή, σε Πλούτ.
ἀνα-βιώσκομαι, ως Παθ., I. = ἀναβιόω, σε Πλάτ. II. ως αποθ. του
ἀναβιόω, επαναφέρω στην ζωή, στον ίδ.· αόρ. αʹ ἀνεβιωσάμην, στον ίδ.
ἀνα-βλαστάνω[ᾰ], μέλ. -βλαστήσω, αόρ. βʹ -έβλαστον· ξαναφυτρώνω,
βγάζω νέα βλαστάρια, λέγεται για φυτά, σε Πλάτ.· λέγεται για πόλη, σε
Ηρόδ.· χρησιμοποιείται για κακοτυχία, αναραίνομαι, υπεραυξάνομαι,
στον ίδ.
ἀνα-βλέπω, μέλ. -βλέψω ή -βλέψομαι· αόρ. αʹ -έβλεψα· I. 1. κοιτώ
ερευνητικά, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀν. πρός τινα, τον κοιτώ στο
πρόσωπο, σε Ξεν. 2. βλέπω προς τα πάνω, με αιτ., σε Ευρ.· επίσης με δοτ.,
στον ίδ. 3. με σύστ. αντ., ἀν. φλόγα, ρίχνω φλογερό βλέμμα, στον ίδ. II.
ανακτώ την όρασή μου, σε Ηρόδ., Πλάτ.· πάλιν ἀν., σε Αριστοφ.
ἀνάβλεψις, -εως, ἡ, I. κοίταγμα προς τα πάνω, σε Αριστ. II. ανάκτηση
όρασης, σε Κ.Δ.
ἀνάβλησις, -εως, ἡ (ἀναβάλλω), αναβολή, καθυστέρηση, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀνα-βλύζω, ποιητ. ἀμβλ-· αόρ. αʹ ἀνέβλυσα, απαρ., ἀναβλύσαι· 1.
αναβλύζω, αναδίδω, με αιτ., σε Ανθ. 2. αμτβ., εξορμώ, εκχέομαι με ορμή,
σε Θεόκρ.
ἀναβόᾱμα, ποιητ. ἀμβ-, -ατος, τό, δυνατή κραυγή, σε Αισχύλ.
ἀνα-βοάω, μέλ. -ήσομαι, Δωρ. -άσομαι· (το ἀναβοάσω είναι υποτ. αορ.
αʹ), αόρ. αʹ ἀνεβόησα, Ιων. ἀνέβωσα, μτχ. ἀμβώσας· 1. φωνάζω δυνατά,
βγάζω δυνατή ιαχή, κραυγάζω, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για ιαχή πολέμου,
σε Ξεν.· με απαρ., φωνάζω ότι..., στον ίδ. 2. με αιτ. πράγμ., κραυγάζω κάτι,
σε Ευρ.· επίσης θρηνώ γοερά για δυστυχία που με βρήκε, σε Αισχύλ., Ευρ.
3. με αιτ. προσ., επικαλούμαι, στον ίδ.
35

ἀναβολάς, -άδος, ἡ, βλ. ἀμβολάς.


ἀναβολεύς, -έως, ἡ (ἀναβάλλω), θεράπων δούλος, υπηρέτης που βοηθά
κάποιον να ανέβει, σε Πλούτ.
ἀναβολή, ποιητ. ἀμβολή, ἡ (ἀναβάλλω)· I. λέγεται για πράγματα, 1. αυτό
που ρίχνεται, που επιχέεται, σωρός χώματος, σε Ξεν. 2. αυτό που ρίχνεται
στους ώμους, μανδύας, χιτώνας, σε Πλάτ.· ο τρόπος που τον φορούν, σε
Λουκ.· πρβλ. ἀναβάλλω Β III. II. ως ενέργεια: 1. πρελούδιο, προοίμιο της
λύρας, σε Πίνδ.· διθυραμβική ωδή, σε Αριστοφ.· βλ. ἀναβάλλω Β I. 2.
καθυστέρηση, αναβολή, σε Ηρόδ., Θουκ.· οὐκ ἐς ἀμβολάς, χωρίς
καθυστέρηση, σε Ευρ.· βλ. ἀναβάλλω Β II. 3. αμτβ., ανέγερση,
φούσκωμα, σε Αριστ.
ἀνα-βράσσω, Αττ. -βράττω, κυρίως στον ενεστ. βράζω, κοχλάζω, με αιτ.,
σε Αριστοφ.· απόλ., ἀναβράττετ' ἐξοπτᾶτε, στον ίδ.
ἀνάβραστος, -ον (ἀναβράσσω), βρασμένος, σε Αριστοφ.
*ἀναβράχω, βλ. ἀνέβραχε.
ἀναβρόξειε, ἀναβροχέν, βλ. βρόχω.
ἀνα-βρυάζω, μέλ. -ξω, χλιμιντρίζω δυνατά, λέγεται για άλογα, σε
Αριστοφ.
*ἀναβρύζω, βλ. ἀναβέβρυχεν.
ἀνα-βρῡχάομαι, αποθ., βρυχώμαι δυνατά, σε Πλάτ.
ἀν-αγγέλλω, μέλ. -ελῶ, αόρ. αʹ -ήγγειλα, παρακ. —ήγγελκα· μεταφέρω
αγγελίες, ειδήσεις από, αναφέρω, σε Αισχύλ., Ευρ.· τῷ Βρασίδᾳ τὴν
ξυνθήκην, σε Θουκ. — Παθ. με μτχ., ἀνηγγέλθη τεθνεώς, αναφέρθηκε,
ανακοινώθηκε ότι πέθανε, σε Πλούτ.
ἀν-άγγελος, -ον, τόπος από τον οποίο δεν επιστρέφει κανένας
αγγελιαφόρος, σε Ανθ.
ἀνα-γελάω, μέλ. -άσομαι, γελώ δυνατά, ἀναγελάσας, σε Ξεν.
ἀνα-γεννάω, μέλ. -ήσω, γεννώ εκ νέου, αναγεννώ, αναπαράγω, σε Κ.Δ.
ἀν-ᾱγέομαι, Δωρ. αντί ἀνηγέομαι.
ἀνα-γεύω, μέλ. -σω, δίνω γεύση, με αιτ. προσ., σε Αριστοφ.
ἀνα-γιγνώσκω, Ιων. και έπειτα -γῑνώσκω· I. Επικ. χρήση ιδίως στον αόρ.
βʹ ἀν-έγνων, γνωρίζω καλά, ξέρω με βεβαιότητα, σε Όμηρ., Ηρόδ. 2.
ξαναγνωρίζω, αναγνωρίζω, συνειδητοποιώ· αναγνωρίζω κάτι ως δικό μου,
αποκτώ, Λατ. agnoscere, σε Όμηρ., Ηρόδ. II. Αττ. χρήση, μέλ.
ἀναγνώσομαι, αόρ. βʹ ἀνέγνων, παρακ. ἀνέγνωσμαι κ.λπ.· λέγεται για
χαρακτήρες γραφικούς, τους γνωρίζω πάλι και έτσι τους διαβάζω, σε
Αριστοφ. κ.λπ.· ἀναγνώσεται (ενν. ὁ γραμματεύς), ἀνάγνωθι, σε Δημ.·
ἀναγιγνώσκοντες, οι μαθητές, σε Πλούτ. III. Ιων. χρήση, αόρ. αʹ
ἀνέγνωσα, πείθω ή επηρεάζω κάποιον να κάνει κάτι, με αιτ. και απαρ., σε
Ηρόδ.· το απαρ. μερικές φορές παραλείπεται, ὡς ἀνέγνωσε, όταν τον είχε
πείσει, στον ίδ.· ο ενεστ. χρησιμ. ομοίως άπαξ, ἀναγιγνώσκεις
στρατεύεσθαι βασιλέα, στον ίδ.· ομοίως στον αόρ. αʹ Παθ. ἀνεγνώσθην,
πείσθηκα να κάνω κάτι, με απαρ., στον ίδ.
36

ἀναγκάζω, μέλ. -άσω, παρακ. ἠνάγκᾰκα, υπερσ. -ειν· (ἀνάγκη)· βιάζω,


εξαναγκάζω, κυρίως με αιτ. προσ. και απαρ., ἀν. τινὰ ποιεῖσθαί τι, λέξειν
κ.λπ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, Παθ., ἠναγκάζοντο ἀμύνεσθαι, στον ίδ.·
χωρίς το απαρ., ἀναγκάζεσθαί τι, είμαι αναγκασμένος να κάνω κάτι, σε
Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, ἀναγκάζειν τινὰ ἔς τι, σε Θουκ. 2. με αιτ. προσ. μόνο,
εξαναγκάζω κάποιον με ισχυρά επιχειρήματα, σε Πλάτ. — Παθ.,
ἠναγκάσθην, πιέστηκα, βασανίστηκα, σε Σοφ.· ἠναγκασμένος,
ἀναγκασθείς, κάτω από πίεση, εξαναγκασμό, σε Θουκ. 3. με αιτ. πράγμ.
μόνο, επιβάλλω δια της βίας, σε Ευρ. 4. με αιτ. πράγμ. και απαρ.,
ισχυρίζομαι ότι κάτι είναι απαραιτήτως έτσι ή αλλιώς, σε Πλάτ.
ἀναγκαίη, ἡ, Επικ. και Ιων. αντί ἀνάγκη, σε Όμηρ. κ.λπ.
ἀναγκαῖον, τό (ἀνάγκη), τόπος περιορισμού, φυλακή, σε Ξεν.· άλλοι
διαβάζουν Ἀνακεῖον.
ἀναγκαῖος, -α, -ον και -ος, -ον (ἀνάγκη), με ή μέσω βίας· I. Ενεργ., 1.
αυτός που δεσμεύει, που ασκεί πίεση, σε Ομήρ. Ιλ.· ἦμαρ ἀν., η ημέρα του
περιορισμού, δηλ. της δουλείας, στο ίδ.· ομοίως ἀναγκαία τύχῃ, η τύχη, ο
κλήρος της δουλείας ή ο βίαιος θάνατος, σε Σοφ.· τῷ τῆς ἀρχῆς ἀναγκαίῳ,
από την υποχρεωτική φύση της αρχής μας, σε Θουκ.· ἐξ ἀναγκαίου, κάτω
από καταναγκασμό, στον ίδ. 2. λέγεται για επιχειρήματα, πειστικός,
ισχυρός, στον ίδ. II. Παθ., αναγκασμένος, εκβιασμένος, πολεμισταὶ ἀν.,
στρατιώτες δια της βίας είτε θέλουν είτε όχι, σε Ομήρ. Οδ. 2. αναγκαίος,
απαραίτητος, ἀναγκαῖόν (ἐστι), όπως το ἀνάγκη ἐστί με απαρ., είναι
απαραίτητο να γίνει κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αλλά, ἔνιαι τῶν ἀποκρίσεων
ἀναγκαῖαι ποιεῖσθαι, απαιτούν να γίνουν απαραιτήτως, σε Πλάτ. 3. τὰ
ἀναγκαῖα, τα απαραίτητα αγαθά, οι ανάγκες, όπως το φαγητό, ο ύπνος,
στον ίδ., Ξεν.· τὰ ἐκ θεοῦ ἀν., η καθορισμένη τάξη των πραγμάτων, οι
φυσικοί νόμοι, στον ίδ. 4. απόλυτα απαραίτητος, μόλις επαρκής,
επιτακτικός· ἀν. τροφή — ἡ καθ' ἡμέραν, σε Θουκ.· τὸ ἀναγκαιότατον
ὕψος, το ελάχιστο ύψος που ήταν απολύτως απαραίτητο, στον ίδ.· ἡ
ἀναγκαιοτάτη πόλις, το λιγότερο που μπορούσε να ονομαστεί πόλη, σε
Πλάτ. 5. λέγεται για πρόσωπα, συνδεδεμένος με φυσικούς δεσμούς, δηλ.
συγγενείς εξ αίματος, στον ίδ. κ.λπ.· οἱ ἀναγκαῖοι, Λατ. necessarii, οι
συγγενείς, σε Ξεν. κ.λπ. III. επίρρ. -ως, απαραίτητα, κατ' ανάγκην, δια της
βίας, καταναγκαστικά, ἀναγκαίως ἔχει, πρέπει να γίνει έτσι, σε Ηρόδ.· ἀν.
φέρειν, όσο καλύτερα μπορεί κάποιος να αντέξει, αντίθ. προς το ἀνδρείως,
σε Θουκ. 2. ἀν. λέγειν, μόνο τόσο μακριά όσο χρειάζεται, σε Πλάτ.
ἀναγκαστέος, -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἀναγκάζω, I. αυτός στον οποίο πρέπει
να επιβληθεί βία ή καταναγκασμός, σε Πλάτ. II. ουδ. -έον, αυτό που πρέπει
να επιβληθεί, στον ίδ.
ἀναγκαστός, -ή, -όν (ἀναγκάζω), εξαναγκαστικός, επιβαλλόμενος δια της
βίας, σε Ηρόδ.· ἀν. στρατεύειν, υποχρεωμένος να συμμετάσχει στο στρατό,
να υπηρετήσει στρατιωτική θητεία, σε Θουκ.
37

ἀνάγκη, Ιων. και Επικ. ἀναγκαίη, ἡ (ἄγχω), I. 1. δύναμη, επιβολή, ανάγκη,


πίεση, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀνάγκῃ, μέσω βίας, κατ' ανάγκην ή με Ενεργ.
σημασία, με βία, με πίεση, στον ίδ.· ομοίως ὑπ' ἀνάγκης, ἐξ ἀνάγκης, δι'
ἀνάγκης, πρός ἀνάγκην, κατ' ἀνάγκην, σε Αττ.· ἀνάγκη ἐστί με απαρ. είναι
ζήτημα αναγκαιότητας να γίνει κάτι, σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., ἀν. μοι
σχεθεῖν, σε Αισχύλ.· στους Τραγ. πολλή γ' ἀνάγκη, πολλή 'στ' ἀνάγκη ή
πολλή μ' ἀνάγκη, μαζί με το οποίο πρέπει να προστεθεί απαρ. 2.
πραγματική δύναμη, βία, μαρτύριο, βασανισμός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ.,
δολοποιὸς ἀν., δηλ. το στρατήγημα του Νέσσου, σε Σοφ. 3. σωματικός
πόνος, αγωνία, σπαραγμός, κατ' ἀνάγκην ἕρπειν, με πόνο, στον ίδ.· ὑπ.
ἀνάγκης βοᾶν, στον ίδ. II. ομοίως προς το Λατ. hecessitudo, δεσμός
αίματος, συγγενική σχέση, συγγένεια, σε Λυσ. κ.λπ.
ἀνα-γνάμπτω, μέλ. -ψω, 1. λυγίζω προς τα πίσω — Παθ., αἰχμὴ
ἀνεγνάμφθη, η αιχμή του δόρατος λύγισε, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λύνω, χαλαρώνω,
δεσμόν, σε Ομήρ. Οδ.
ἀνα-γνοίην, ευκτ. αορ. βʹ του ἀναγιγνώσκω.
ἄν-αγνος, -ον, ακάθαρτος, ανίερος, μολυσμένος, ανόσιος, σε Αισχύλ. κ.λπ.
ἀναγνῶναι, απαρ. αορ. βʹ του ἀναγιγνώσκω.
ἀναγνώρισις, -εως, ἡ, αναγνώριση, σε Πλάτ.· στην Τραγωδία, σε Αριστ.
ἀναγνωρισμός, ὁ = ἀναγνώρισις, σε Αριστ.
ἀνάγνωσις, -εως, ἡ, 1. αναγνώριση, σε Ηρόδ. 2. διάβασμα, σε Πλάτ.
ἀνάγνωσμα, -ατος, τό (ἀναγιγνώσκω), κείμενο αναγνωσμένο δυνατά,
κήρυγμα, διάγγελμα, σε Λουκ.
ἀναγνώστης, -ου, ὁ (ἀναγιγνώσκω), αναγνώστης, δούλος ασκημένος
στην ανάγνωση, σε Πλούτ.
ἀναγνωστικός, -ή, -όν (ἀναγιγνώσκω), κατάλληλος προς ανάγνωση,
αντίθ. προς το ἀγωνιστικός, σε Αριστ.
ἀνᾰγόρευσις, -εως, ἡ, δημόσια αναγόρευση, ανακήρυξη, σε Ψηφ. παρά
Δημ.
ἀν-ᾰγορεύω, παρατ. -ηγόρευον, μέλ. -εύσω, αόρ. αʹ -ηγόρευσα — Παθ.
αόρ. αʹ -ηγορεύθην, παρακ. -ηγόρευμαι· (αλλά ο μέλ. και αόρ.
συμπληρώνονται κυρίως από το ἀν-ερῶ, ἀν-εῖπον)· ανακηρύσσω δημόσια,
σε Αισχίν. — Παθ., ανακηρύσσομαι, ἀναγορευέσθω νικηφόρος, σε Πλάτ.
ἀναγραπτέον, ρημ. επίθ. του ἀναγράφω, αυτό που πρέπει να αναγράφει,
εὐεργέτην ἀν. τινά, σε Λουκ.
ἀνάγραπτος, -ον (ἀναγράφω), εγγεγραμμένος, αναγεγραμμένος, σε
Θουκ.
ἀναγρᾰφεύς, -έως, ὁ (ἀναγράφω), αρμόδιος για τις αναγραφές, τις
καταχωρήσεις, γραμματέας, σε Λυσ.
ἀναγρᾰφή, ἡ (ἀναγράφω), I. καταχώρηση, αναγραφή, εγγραφή, λέγεται
για συνθήκες και άλλα παρόμοια, σε Αριστ. II. καταγραφή, εγγραφή, σε
Πλάτ.
38

ἀνα-γράφω, μέλ. -ψω, I. 1. εγχαράττω και στήνω, λέγεται για συνθήκες,


νόμους κ.λπ.· χαράζω, εγγράφω, ἀν. τι ἐν στήλῃ ή ἐς στήλην, σε Θουκ.,
Δημ. 2. λέγεται για πρόσωπα, καταχωρώ το όνομά του, σε Ισοκρ. — Παθ.,
ἀναγραφῆναι πατρόθεν, είναι εγγεγραμμένος με το πατρικό του όνομα, σε
Ηρόδ.· ἀναγράφεσθαι εὐεργέτης, καταχωρείται, αναγράφεται ως
ευεργέτης, στον ίδ. II. περιγράφω μαθηματικά, σε Πλάτ. (στη Μέσ.). III.
ονομάζω, αποκαλώ, σε Πλούτ.
ἀνα-γρύζω, μόνο στον ενεστ., συνεχίζω να μουρμουρίζω, σε Αριστοφ.
ἀνα-γυμνόω, μέλ. -ώσω, απογυμνώνω, αποκαλύπτω, σε Πλουτ.
ἀν-άγω, μέλ. -άξω, αόρ. βʹ ἀνήγαγον·
Α. I. 1. οδηγώ από ένα χαμηλότερο σημείο σ' ένα ψηλότερο, σε Θέογν.
κ.λπ. 2. οδηγώ στην ανοιχτή θάλασσα, μεταφέρω μέσω θαλάσσης, σε
Όμηρ. κ.λπ.· ἀν. ναῦν, βάζω πλοίο στη θάλασσα, σε Ηρόδ.· απόλ. με την
ίδια σημασία, στον ίδ.· — είναι περισσότερο συνήθες στη Μέσ. 3. φέρνω
από την ακτή προς την ενδοχώρα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ιδίως από την
Μικρά Ασία στην Κεντρική Ασία, σε Ξεν. 4. σηκώνω, φέρνω από τους
νεκρούς, σε Ησίοδ., Αισχύλ. 5. ἀν. χορόν, διευθύνω, οδηγώ χορό, σε
Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης, ἀν. ὁρτήν, πανηγυρίζω εορτή, εορτάζω, σε
Ηρόδ. 6. ανασηκώνω, εγείρω, κάρα, τὸ ὄμμα, σε Σοφ. κ.λπ. 7. ἀν. παιᾶνα,
υψώνω τον παιάνα, στον ίδ. 8. με διάφορες σημασίες, ἀν. αἷμα, ξερνώ αίμα,
σε Πλούτ.· ἀν. ποταμόν, ανυψώνω το νερό του ποταμού (πάνω από τις
όχθες του), σε Λουκ.· ἀν. φάλαγγα, όπως το ἀναπτύσσειν, σε Πλούτ.·
προσάγω φυλακισμένο για ανάκριση, σε Ξεν. κ.λπ. II. 1. επαναφέρω, σε
Όμηρ. κ.λπ. 2. ανάγω κάτι σε κάτι άλλο, σε Δημ. 3. ανοικοδομώ, σε Πλούτ.
4. υπολογίζω ή λογαριάζω, στον ίδ. 5. αμτβ. (ενν. ἑαυτόν), αποσύρω,
αποτραβιέμαι, υποχωρώ, οπισθοχωρώ, σε Ξεν.· ἐπὶ πόδα ἀν., υποχωρώ με
πρόσωπο προς τον εχθρό. 6. μειώνω σε ποσότητα, συστέλλω, σε Δημ. Β.
1. Μέσ. και Παθ., ανοίγομαι στη θάλασσα, σαλπάρω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.·
ἀναχθῆναι, σε Ηρόδ.· ἀναχθείς, σε Αισχύλ. 2. μεταφ., καθίσταμαι έτοιμος,
προετοιμάζομαι, ὡς ἐρωτήσων, σε Πλάτ.
ἀναγωγή, ἡ, (ἀνάγω), αναγωγή, οδήγηση, ιδίως πλοίου στην ανοιχτή
θάλασσα, έκπλους, σε Θουκ. κ.λπ. II. επαναφορά, επιστροφή· απόδοση
κατά το νόμο, σε Πλάτ.
ἀν-άγωγος, -ον (ἀγωγή), αυτός που έχει φτωχή ή άσχημη εκπαίδευση·
λέγεται για άλογα, ατίθασος, αδάμαστος, σε Ξεν. κ.λπ.
ἀν-ᾰγώνιστος, -ον (ἀγωνίζομαι), αυτός που δεν έχει μάχη, σε Θουκ.·
αυτός που δεν έχει αγωνισθεί για βραβείο, σε Ξεν.
ἀνα-δαίομαι, βλ. ἀναδατέομαι.
ἀνα-δαίω, ποιητ. ἀν-δαίω, μόνο στον ενεστ., ανάβω, σε Αισχύλ.
ἀνα-δάσασθαι, απαρ. αορ. αʹ του ἀναδατέομαι.
ἀνα-δασθῆναι, απαρ. αορ. αʹ του ἀναδατέομαι.
ἀναδασμός, ὁ, αναδιανομή ή κατανομή της γης ανάμεσα στους αποίκους,
σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
39

ἀνάδαστος, -ον, I. αναδιανεμημένος, ανακατανεμημένος, ἀν. γῆν ποιεῖν


(πρβλ. ἀναδασμός), σε Πλούτ. II. ἀν. ποιεῖν τι, μεταβάλλει, ακυρώνει, σε
Λουκ.
ἀνα-δᾰτέομαι, αόρ. αʹ ἀν-εδασάμην· διανέμω εκ νέου, ανακατανέμω,
ξαναμοιράζω, σε Θουκ. — Παθ., ἀναδαίομαι, διανέμομαι, σε Χρησμ. παρά
Ηροδ.
ἀνα-δέδρᾰκον, αόρ. βʹ του ἀναδέρκομαι.
ἀνα-δέδρομα, παρακ. του ἀνατρέχω.
ἀνάδειγμα, -ατος, τό, είδος επιστομίου, «ντουντούκα» για τους δημόσιους
κήρυκες, σε Ανθ.
ἀνα-δείκνῡμι και -ύω, μέλ. -δείξω, Ιων. -δέξω· I. ανασηκώνω και
επιδεικνύω, πύλας ἀναδεικνύναι, παρουσιάζω με το άνοιγμα των θυρών,
δηλ. ανοίγω διάπλατα τις πύλες, σε Σοφ.· (ομοίως στην Παθ., μυσταδόκος
δόμος ἀναδείκνυται, σε Αριστοφ.)· ἀναδέξαι ἀσπίδα, κρατώ ασπίδα ως
σινιάλο, σύμβολο, σε Ηρόδ.· ἀνέδειξε σημήιον τοῖςἄλλοις ἀνάγεσθαι, τους
έκανε σινιάλο για να ανοιχτούν στη θάλασσα, στον ίδ. II. καθαγιάζω,
αφιερώνω, σε Ανθ.
ἀνάδειξις, -εως, ἡ, I. προκήρυξη εκλογών, ορισμός, τοποθέτηση, Λατ.
designatio, σε Πλούτ. II. (από την Παθ.), εμφάνιση, εκδήλωση, σε Κ.Δ.
ἀνα-δέκομαι, Ιων. αντί ἀναδέχομαι.
ἀν-άδελφος, -ον, αυτός που δεν έχει αδέλφια, σε Ευρ.
ἀνάδεμα, ποιητ. ἄνδεμα, -ατος, τό = ἀνάδημα, σε Ανθ.
ἀνα-δέξαι, Ιων. αντί -δεῖξαι, απαρ. αορ. αʹ του ἀναδείκνυμι.
ἀνα-δέρκομαι, αποθ. με Ενεργ. αορ. βʹ -δέδρᾰκον, αναβλέπω, κοιτάζω
προς τα πάνω, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀνα-δέρω, ποιητ. ἀνδ-, μέλ. -δερῶ, αόρ. αʹ -έδειρα· γδέρνω το δέρμα,
μεταφ. απογυμνώνω, εκθέτω, τι, σε Λουκ.· ομοίως στη Μέσ. ἀναδέρεσθαι,
σε Αριστοφ.
ἀνάδεσις, -εως, ἡ (ἀναδέω), 1. περιδέσιμο, στεφάνων, σε Πλούτ. 2.
πιάσιμο και δέσιμο των μαλλιών, τῆς κόμης, σε Λουκ.
ἀνα-δέσμη, ἡ, ταινία για τα μαλλιά, κεφαλόδεσμος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.·
ομοίως, ἀνά-δεσμος, ὁ (ἀναδέω), σε Ανθ.
ἀνάδετος, -ον, αυτός που μαζεύει και δένει τα μαλλιά, σε Ευρ.
ἀνα-δεύω, μέλ. -σω, υγραίνω, λιπαίνω· μεταφ., εμποτίζω, σε Πλούτ.
ἀνα-δέχομαι, μέλ. -δέξομαι, αόρ. αʹ ἀνεδεξάμην, Επικ. αορ. βʹ ἀνεδέγμην·
παρακ. ἀναδέδεγμαι· αποθ.· I. περιλαμβάνω, δέχομαι, σε Ομήρ. Ιλ. II.
παίρνω επάνω μου, παραδέχομαι, υποκύπτω, ὀϊζύν, σε Ομήρ. Οδ.· ἀν. τι
ἐφ' ἑαυτόν, σε Δημ. 2. αποδέχομαι, υπόσχομαι να κάνω, με απαρ. μέλ., σε
Ηρόδ., Ξεν.· ομοίως, ἀν.τοὺς δανειστάς, αναλαμβάνω να ικανοποιήσω
αυτούς, σε Πλούτ.· είμαι εγγυητής για κάποιον, τινι, σε Θουκ.
ἀνα-δέω, Αττ. μτχ. ἀναδῶν· μέλ. -δήσω, αόρ. αʹ ἀνέδησα· — Μέσ. και
Παθ. Αττ. συνηρ. ἀναδοῦνται, ἀναδούμενος· παρακ. Παθ. -δέδεμαι· I. 1.
σφίγγω ή δένω, σε Πίνδ. — Μέσ., ἀναδέεσθαι τὰς κεφαλάς, να δένουν τα
40

κεφάλια τους, σε Ηρόδ.· κρώβυλον ἀναδεῖσθαι τῶν τριχῶν, δένω τα μαλλιά


κάποιου σε κόμπο, σε Θουκ. 2. με αιτ. προσ., στεφανώνω, σε Πίνδ., Θουκ.·
εὐαγγέλια ἀναδεῖν τινα, τον στεφανώνει για τις καλές ειδήσεις, σε
Αριστοφ.· μεταφ. στην Παθ., τροφῇ ἀναδοῦνται, είναι καλά εφοδιασμένοι
με φαγητό, σε Πλάτ. II. ἀναδῆσαι τὴν πατρίην ἔς τινα, συνδέω την
οικογένειά μου με τον θεμελιωτή της, ανιχνεύω τις απαρχές της, βρίσκω
το γενεαλογικό μου δέντρο, σε Ηρόδ. III. Μέσ., λέγεται για πλοίο,
ἀναδούμενος ἕλκειν, ρυμουλκώ, σε Θουκ. IV.μεταφ. στην Παθ.,
ἀναδεδέσθαι ἔκ τινος ή εἴς τι, είμαι εξαρτημένος από, σε Πλούτ.
ἀνάδημα, ποιητ. ἄνδημα, τό = ἀναδέσμη, σε Πίνδ., Ευρ.
ἀνα-δῐδάσκω, μέλ. -διδάξω, I. διδάσκω με διαφορετικό τρόπο ή
καλύτερα, Λατ. dedocore, σε Ηρόδ. — Παθ., διδάσκομαι καλύτερα,
αλλάζω τη γνώμη μου, στον ίδ. II. καθιστώ πασιφανές, σε Θουκ.·
ερμηνεύω, εξηγώ, λόγια ἀν. τινά, τα εξηγώ, τα ερμηνεύω σε κάποιον, σε
Αριστοφ.
ἀνα-δίδωμι, ποιητ. ἀν-δίδωμι, μέλ. -δώσω κ.λπ.· I. κρατώ ψηλά και
παραδίδω, σε Πίνδ., Ξεν. II. παράγω, αναδίδω, καρπόν, σε Ηρόδ. κ.λπ.·
λέγεται για ποτάμι, βουλιάζω, υφίσταμαι καθίζηση, ἀναδιδόναι ἄσφαλτον,
στον ίδ. 2. αμτβ., για πηγές και φωτιά, εξορμώ, εξέρχομαι, στον ίδ. III.
διανέμω ολόγυρα, διαμοιράζω, σε Πλούτ. IV.αμτβ., οπισθοχωρώ, σε
Αριστ.
ἀνα-ζώννῡμι ή -ύω, μέλ. -ζώσω, ξαναζώνω — Μέσ., ἀν. τὰς ὀσφύας,
περιζώνω τα πλευρά κάποιου, σε Κ.Δ.
ἀνα-ζωπῠρέω, μέλ. -ήσω, ξανανάβω, αναζωοπυρώνω, σε Ευρ. — Παθ.,
αποκτώ καινούρια ζωή και δύναμη, καινούριο σθένος, σε Πλάτ., Ξεν.·
ομοίως αμτβ. στην Ενεργ., σε Πλούτ.
ἀνα-θάλλω, αόρ. αʹ ἀν-έθηλα, αναβλασταίνω, ξανανθίζω· ομοίως στον
Μέσ. μέλ., ἀναθαλήσεται, σε Ανθ.
ἀνα-θαρσέω, Αττ. -θαρρέω, μέλ. -ήσω, ανακτώ δύναμη, σε Αριστοφ.,
Θουκ.· τινί, σε κάτι, σε Θουκ.· πρός τι, σε Πλούτ.
ἀνα-θαρσύνω[ῡ], Αττ. -θαρρύνω, μέλ. -ῠνῶ, 1. γεμίζω με καινούρια
δύναμη, με νέο θάρρος, εμβάλλω θάρρος ξανά, σε Ξεν. 2. αμτβ. = το
προηγ., σε Πλούτ.
ἀνάθεμα, ποιητ. ἄνθεμα, -ατος, τό (ἀνατίθημι) I. 1. = ἀνάθημα, σε Θεόκρ.,
Ανθ. 2. ιδίως οτιδήποτε είναι συνδεδεμένο με το κακό, καταραμένο,
αφορισμένο πράγμα, σε Κ.Δ. II. κατάρα, στο ίδ.
ἀναθεμᾰτίζω, μέλ. -σω, I. αφιερώνω, ἀναθέματι ἀν. ἑαυτούς, συνδέθηκαν
με κατάρα, σε Κ.Δ. II. αμτβ., καταριέμαι, βλασφημώ, σε Ανθ.
ἀνα-θερμαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, ξαναζεσταίνω, αναθερμαίνω, σε Ανθ.
ἀναθετέον, ρημ. επίθ. του ἀνατίθημι, αυτό που πρέπει να αποδώσει
κάποιος, τί τινι, σε Πλάτ.
ἀνα-θηλέω, μέλ. -ήσω (θάλλω), ξαναβλασταίνω, φυτρώνω εκ νέου, σε
Ομήρ. Ιλ.
41

ἀνάθημα, -ατος, τό (ἀνατίθημι), 1. αφιέρωμα πιστού που προσφέρεται σε


ναό, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 2. ευφροσύνη, κόσμημα, στολίδι, σε Ομήρ. Οδ.
ἀνα-θλίβω[ῑ], μέλ -ψω, πιέζω δυνατά, συμπιέζω, σε Ανθ.
ἄν-αθλος, -ον, αυτός που δεν έχει ανταγωνισμό, μη πολεμοχαρής,
απόλεμος, σε Λουκ.
ἀνα-θορεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἀναθρῴσκω.
ἀνα-θορῠβέω, μέλ. -ήσω, I. κραυγάζω, εκφράζω δυνατά την επιδοκιμασία
μου, σε Πλάτ., Ξεν. II. με αιτ., επιδοκιμάζω, χειροκροτώ, σε Πλάτ.
ἀνάθρεμμα, -ατος, τό (ἀνατρέφω), βρέφος, νήπιο, σε Θεόκρ.
ἀν-αθρέω, μέλ. -ήσω, ερευνώ, εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά, σε Ευρ.,
Πλάτ. — Παθ., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα, οι πράξεις τους σε
σύγκριση με τα λόγια τους, σε Θουκ.
ἀνα-θρῴσκω, ποιητ. και Ιων. ἀν-θρῴσκω· αόρ. βʹ -έθορον· αναπηδώ,
εκτινάσσομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἀναθρώσκει ἐπὶτὸν ἵππον,
αναπηδά, ανεβαίνει πηδώντας πάνω του, σε Ηρόδ.
ἀνα-θῡμιάω, μέλ. -άσω [ᾱ], σηκώνω αναθυμιάσεις — Παθ., σηκώνομαι
ως καπνός ή ατμός, σε Αριστ., Λουκ.
ἀναίδειᾰ, Επικ. και Ιων. -είη, Αττ. επίσης -είᾱ· (ἀναιδής)· ξεδιαντροπιά,
αυθάδεια, αναισχυντία, θρασύτητα, σε Όμηρ., Πλάτ. κ.λπ.
ἀναιδεύομαι, αποθ., συμπεριφέρομαι ξεδιάντροπα, σε Αριστοφ.
ἀν-αιδής, -ές (αἰδώς), I. 1. αδιάντροπος, σε Όμηρ., Σοφ. 2. με γεν.,
ἀναιδέα δηϊοτῆτος, ακόρεστος για μάχη, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για
πράγματα, λᾶας ἀναιδής, ο ανηλεής βράχος, λέγεται για τον Σίσυφο, σε
Ομήρ. Οδ.· ἔργ' ἀναιδῆ, σε Σοφ.· τὸ ἀναιδές, συνηρ. τἀνειδές = ἀναίδεια,
σε Ευρ.· ἐπὶ τὸ ἀναιδέστερον τραπέσθαι, σε Ηρόδ. III. επίρρ. -δῶς, σε Σοφ.
κ.λπ.
ἀν-αιθύσσω, μέλ. -ξω, ερεθίζω, εγείρω, ξεσηκώνω, σε Σοφ., Ευρ.
ἀν-αίθω, μόνο στον ενεστ. και παρατ. I. ανάβω, βάζω φωτιά, σε Ευρ.·
κινώ σε θερμή αγάπη, σε Μόσχ. II. αμτβ., αναλάμπω, φλογίζω, σε Αισχύλ.
ἀν-αίμακτος, -ον (αἱμάσσω), μη στιγματισμένος με αίμα, σε Αισχύλ.,
Ευρ.
ἀν-αίμᾰτος, -ον = ἄναιμος, αποτραγγισμένος από αίμα, σε Αισχύλ.
ἄν-αιμος, -ον (αἷμα), αυτός που δεν έχει αίμα, σε Πλάτ. κ.λπ.
ἀν-αίμων, -ον = ἄναιμος, λέγεται για τους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀν-αιμωτί (αἱμόω), επίρρ., χωρίς να χυθεί αίμα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀν-αίνομαι· παρατ. ἠναινόμην, Επικ. ἀναινόμην· αόρ. αʹ ἠνηνάμην, γʹ
ενικ. υποτ. ἀνήνηνται, απαρ. ἀνήνασθαι· αποθ.· (ἀν- στερητικό αἶνος)· I. 1.
με αιτ., απορρίπτω μετά βδελυγμίας, περιφρονώ, απορρίπτω, σε Όμηρ.·
επίσης απλώς, αρνούμαι, απορρίπτω, δεν αποδέχομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.
2. αποποιούμαι, παραιτούμαι, αποκηρύσσω, σε Αισχύλ., Ευρ. II. με απαρ.,
αρνούμαι, δεν αποδέχομαι να κάνω, σε Ομήρ. Ιλ.· και με πλεοναστική
άρνηση ἀναίνετο μηδὲν ἑλέσθαι, αρνήθηκε, δεν αποδέχτηκε τίποτα, στο ίδ.
III. απόλ., αρνούμαι, αποκρούω, σε Όμηρ.
42

ἀν-αΐξας, μτχ. αορ. αʹ του ἀναΐσσω.


ἀναίρεσις, -εως, η, I. περισυλλογή νεκρών σωμάτων (πτωμάτων) για
ταφή, σε Ευρ., Θουκ.· ομοίως, σε ναυμαχία, ναυαγίων ἀν., σε Θουκ. II.
καταστροφή, σε Ξεν., Δημ.· κατάργηση των νόμων, σε Πλούτ.
ἀν-αιρέω, μέλ. -ήσω, παρακ. -ῄρηκα, αόρ. βʹ ἀν-εῖλον·
Α. I. 1. σηκώνω, μαζεύω, Λατ. tollere. 2. μεταφέρω, σηκώνω και κομίζω,
σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 3. περισυλλέγω πτώματα για ταφή, σε Αριστοφ., Ξεν.·
είναι συνηθέστερο στη Μέσ. II. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω, σε
Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. λέγεται για πράγματα, καταλύω, ακυρώνω,
διαγράφω, εξαλείφω, σε Ξεν. κ.λπ. 3. καταρρίπτω επιχείρημα, ανατρέπω,
σε Πλάτ. II. ορίζω, διατάσσω, λέγεται για χρησμό, με απαρ., ἀνεῖλε
παραδοῦναι, σε Θουκ.· επίσης με αιτ. και απαρ. ἀνεῖλέ μιν βασιλέα εἶναι,
σε Ηρόδ. 2. απόλ., απαντώ, αποκρίνομαι, στον ίδ., Αττ. Β. I. 1. παίρνω για
τον εαυτό μου, σηκώνω· και έπειτα, κερδίζω, νικώ, αποκτώ, κατορθώνω,
σε Όμηρ. κ.λπ.· ποινήν τινος ἀν., απαιτώ τιμωρία από κάποιον, σε Ηρόδ.
2. αρπάζω, παίρνω για τον εαυτό μου και απέρχομαι, σε Ομήρ. Οδ. 3.
συλλέγω πτώματα για ταφή, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 4. παίρνω στα χέρια
μου, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, αναλαμβάνω νεογέννητα παιδιά, αναγνωρίζω
ως δικά μου, αποκτώ, Λατ. dollere, suspicere, σε Πλούτ. 5. συλλαμβάνω
στη μήτρα, όπως το ίδιο το συλλαμβάνω, σε Ηρόδ. II. αναλαμβάνω,
δεσμεύομαι, πόνους, στον ίδ.· πόλεμόν τινι, πόλεμος εναντίον κάποιου,
στον ίδ.· ἀν. δημόσιον ἔργον, αναλαμβάνω την περάτωσή του, σε Πλάτ. 2.
αποδέχομαι ως δικό μου, γνώμην, σε Ηρόδ.· ἀν. φιλοψυχίην, έχω αγάπη
προς την ζωή, στον ίδ. III. αποσύρω, λύνω, διαγράφω, ακυρώνω, σε Δημ.
ἀν-αίρω, μέλ. -ᾰρῶ, υψώνω, σηκώνω· στη Μέσ., σε Ευρ.· στην Παθ.,
ἀναρθείς, αυτός που έχει μεταφερθεί, σε Ανθ.
ἀναισθησία, ἡ, έλλειψη αίσθησης ή αντίληψης· αναισθησία ως προς την
ευχαρίστηση ή τον πόνο, σε Αριστ.
ἀναισθητέω, μέλ. -ήσω, στερούμαι αντίληψης ή αίσθησης, σε Δημ.
ἀν-αίσθητος, -ον, I. 1. αναίσθητος, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. ἀναισθήτως ἔχειν,
είμαι αδιάφορος, σε Ισοκρ. 2. ανόητος, ασυναίσθητος, χωρίς λεπτότητα,
σε Θουκ., Δημ.· τὸ ἀναίσθητον, αναισθησία, σε Θουκ. II. Παθ., μη
αισθητός, ανεπαίσθητος, θάνατος, στον ίδ.
ἀν-αισῐμόω, παρατ. ἀναισίμουν· γʹ πληθ. υποτ. αορ. αʹ ἀναισιμώσωσι —
Παθ. αόρ. αʹ ἀναισιμώθην, παρακ. ἀναισίμωμαι· (αἴσιμος;)· Ιων. Ρήμα =
Αττ. ἀναλίσκω, χρησιμοποιώ, καταναλώνω, σε Ηρόδ. — Παθ.,
ἀναισιμοῦσθαι ἔς τι, χρησιμοποιούμαι για ένα σκοπό ή ξοδεύομαι για κάτι,
στον ίδ.· ποῦ ταῦτα ἀναισιμοῦται; που (δηλ. πώς) ξοδεύθηκαν αυτά; στον
ίδ.
ἀναισίμωμα, -ατος, τό, κατανάλωση, ξόδεμα, δαπάνη, στον Ηρόδ.
ἀν-αΐσσω[ᾰνᾱ-], συνηρ. ἀν-ᾴσσω· μέλ. -αΐξω, -ᾴξω, αόρ. αʹ -ήιξα, -ῇξα·
1. αναπηδώ, ξεκινώ, αυξάνω γρήγορα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για σκέψη,
43

στο ίδ.· λέγεται για πηγή, ξεπηδώ, αναβλύζω, στο ίδ. 2. με αιτ., πηδώ πάνω
σε ἅρμα, στο ίδ.
ἀναισχυντέω, μέλ. -ήσω, είμαι αναίσχυντος, συμπεριφέρομαι
ξεδιάντροπα, σε Θουκ.· πρός τινα, σε Ξεν.
ἀναισχυντία, ἡ, αναίδεια, ξεδιαντροπιά, σε Αριστοφ., Πλάτ.
ἀν-αίσχυντος, -ον (αἰσχύνω), I. αναιδής, αδιάντροπος, σε Ευρ., Αριστοφ.
κ.λπ.· τὸ ἀναίσχυντον = ἀναισχυντία, σε Ευρ.· επίρρ. -τως, σε Πλάτ. II.
λέγεται για πράγματα, βδελυκτός, αποστρεφής, σε Ευρ.
ἀν-αίτιος, -ον και -α, -ον, 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν αποτελεί
την αιτία κάποιου πράγματος, αθώος, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. με γεν. πράγμ., μη
ένοχος για κάτι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· οὐκ ἀναίτιόν ἐστι, με απαρ., είναι
επιλήψιμο να κάνω, σε Ξεν.
ἀνα-καγχάζω, μέλ. -σω, ξεσπώ σε γέλιο, σε Πλάτ.
ἀνα-κᾰθαίρω, μέλ. -ᾰρῶ, I. καθαρίζω εντελώς — Παθ., λέγεται για τον
αέρα, γίνομαι εντελώς διαυγής, σε Πλούτ. II. Μέσ., καθαρίζω, σαρώνω,
αποδιώχνω, σε Πλάτ.
ἀνα-κάθημαι, Παθ., κάθομαι σε όρθια θέση, σε Λουκ.
ἀνα-κᾰθίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. ορθώνω — Μέσ., κάθομαι, σε Πλάτ. II.
αμτβ., κάθομαι, σε Ξεν.
ἀνα-καινίζω, μέλ. -σω = ἀνακαινόω, σε Πλούτ.
ἀνα-καινουργέω, μέλ. -ήσω = ἀνακαινίζω, σε Ανθ.
ἀνα-καινόω, μέλ. -ώσω, ανανεώνω, αποκαθιστώ — Παθ., ανανεώνομαι,
σε Κ.Δ.
ἀνακαίνωσις, -εως, ἡ, ανανέωση, ανακαίνιση, σε Κ.Δ.
ἀνα-καίω, Αττ. -κάω, αόρ. αʹ ἀνέκαυσα· ανάβω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
κ.λπ. — Μέσ., ανάβω φωτιά σε κάποιον, σε Ηρόδ. 2. Παθ. μεταφ.,
εξάπτομαι, εξοργίζομαι, στον ίδ.
ἀνα-κᾰλέω, ποιητ. ἀγ-καλέω, μέλ. -έσω, παρακ. -κέκληκα· I. προσκαλώ
τους νεκρούς, σε Αισχύλ.· ομοίως στην Μέσ., σε Ευρ. II. καλώ
επανειλημμένα, ανακαλώ· 1. επικαλούμαι, ικετεύω, θεούς, σε Ηρόδ. κ.λπ.·
ομοίως στη Μέσ., σε Σοφ., Ευρ. 2. κλητεύω, εκτελώ, παραθέτω,
προσκαλώ, σε Ηρόδ. — Μέσ., επικαλούμαι για τον εαυτό μου, προσκαλώ,
στον ίδ., σε Θουκ. 3. ονοματίζω, αποκαλώ με το όνομά τους, ἀν. κακούς,
σε Ευρ.· Δαναούς, σε Θουκ. — Παθ., Ἀργεῖος ἀνακαλούμενος, σε Σοφ. 4.
φωνάζω ώστε να ενθαρρύνω, σε Θουκ. — Μέσ., ἀνακαλεῖσθαι τὰς κύνας,
εξερεθίζοντας τα κυνηγετικά σκυλιά, σε Ξεν. III. καλώ πίσω, ξανακαλώ,
κυρίως στη Μέσ., σε Αισχύλ.· ιδίως από την εξορία, σε Πλάτ.·
ἀνακαλεῖσθαι τῇ σάλπιγγι, σημαίνω υποχώρηση, σε Ξεν.
ἀνακᾰλυπτήρια, τά, δώρα που γίνονται από το γαμπρό, όταν η νύφη για
πρώτη φορά αφαιρεί την παρθενική της καλύπτρα, σε Λυσ.
ἀνα-κᾰλύπτω, μέλ. -ψω, αποκαλύπτω, ἀν. λόγους, μεταχειρίζομαι
ελεύθερη γλώσα, μιλώ φανερά, σε Ευρ. — Μέσ., αποκαλύπτομαι,
44

ξεσκεπάζομαι, σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για καλύπτρα, αφαιρούμαι,


αποτραβιέμαι, σε Κ.Δ.
ἀνα-κάμπτω, μέλ. -ψω, κλίνω προς τα πίσω· κυρίως αμτβ., υποστρέφω,
επανέρχομαι, σε Ηρόδ.
ἀν-άκανθος, -ον (ἄκανθα), αυτός που δεν έχει ραχοκοκκαλιά· λέγεται για
συγκεκριμένα ψάρια, σε Ηρόδ.
ἀνα-κάπτω, μέλ. -ψω, καταβροχθίζω, σε Ηρόδ.
ἀνακέᾰται, Ιων. αντί ἀνάκεινται, γʹ πληθ. του επόμ.
ἀνά-κειμαι, ποιητ. ἄγ-κειμαι, μέλ. -κείσομαι, λειτουργεί ως Παθ. του
ἀνατίθημι, I. 1. κείμαι ως προσφορά ή αφιέρωμα σε ναό, είμαι
αφιερωμένος ή αφοσιωμένος, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. είμαι ορθωμένος όπως ένα
άγαλμα, σε Δημ., Θεόκρ. 3. ανήκω ή αποδίδομαι σε κάποιον, τινι, σε
Πλούτ. II. αναφέρομαι σε κάποιο πρόσωπο, εξαρτώμαι από τη θέλησή του,
σε Ηρόδ.· πάντων ἀνακειμένων τοῖςἈθηναῖοις ἐς τὰς ναῦς, εφόσον είχαν
εναποθέσει όλη την τύχη τους στα πλοία, σε Θουκ.· ἐπί σοι τάδε πάντ'
ἀνάκειται, σε Αριστοφ.· σοὶ ἀνακείμεσθα, σε Ευρ.
Ἀνάκειον, τό (Ἄνακες), ο ναός των Διόσκουρων, σε Ανδοκ. κ.λπ.· πρβλ.
ἀναγκαῖον.
ἀνα-κέλᾰδος, ὁ, δυνατή κραυγή ή κρότος, σε Ευρ.
ἀνα-κεράννῡμι και -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ]· ανακατεύω ή αναμειγνύω,
κρητῆρα, σε Ομήρ. Οδ.· οἶνον, σε Αριστοφ. — Παθ. αόρ. αʹ -εκεράσθην,
σε Πλάτ.· -εκράθην [ᾱ], σε Πλούτ.
Ἄνᾰκες, -ων, οἱ, παλαιός τύπος του ἄνακτες, οι Διόσκουροι, Κάστωρ και
Πολυδεύκης, σε Πλούτ.
ἀνα-κεφᾰλαιόω,μέλ. -ώσω, συνοψίζω ένα επιχείρημα — Παθ.,
συγκεφαλαιώνομαι, σε Κ.Δ.
ἀνα-κηκίω, μόνο στον ενεστ. και παρατ. αναβλύζω, εξορμώ, ἀνακήκῐεν
αἷμα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀνα-κηρύσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, 1. ανακηρύσσω μέσω κήρυκα,
καθιστώ δημόσια γνωστό, σε Σοφ., Ξεν. 2. με αιτ. προσ., ανακηρύσσω ως
νικητή, σε Αριστοφ. — Παθ. απαρ. αορ. αʹ ἀνακηρυχθῆναι, σε Ηρόδ. II.
φέρνω σε δημοπρασία, στον ίδ.
ἀνα-κινδῡνεύω, μέλ. -σω, ξανακινδυνεύω, διατρέχω καινούριο κίνδυνο,
σε Ηρόδ.
ἀνα-κῑνέω, μέλ. -ήσω, I. ανακινώ ή κουνώ μπρος και πίσω, σε Ηρόδ. II.
εξεγείρω, εξάπτω, νόσον, σε Σοφ.· πόλεμον, σε Πλούτ.
ἀνακίνησις[ῑ], -εως, ἡ, κούνημα μπρος και πίσω· μεταφ., ενθουσιασμός,
έξαψη, συγκίνηση, ταραχή, σε Σοφ.
ἀνα-κίρνᾰμαι, αποθ., αναμειγνύω καλά· μεταφ., φιλίας ἀνακίρνασθαι,
συμμετέχω στην πιο στενή φιλία, σε Ευρ.
ἀνα-κλάζω, μέλ. -κλάγξω, αόρ. βʹ ἀνέκλᾰζον· φωνάζω δυνατά, κραυγάζω,
ουρλιάζω, σε Ευρ.· λέγεται για σκύλο, γαβγίζω, υλακτώ, σε Ξεν.
45

ἀνα-κλαίω, Αττ. -κλάω, μέλ. -κλαύσομαι, 1. θρηνώ γοερώς, ξεσπώ σε


κλάματα, σε Ηρόδ. 2. με αιτ., θρηνώ για, στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., σε
Σοφ.
ἀνα-κλάω, μέλ. -κλάσω [ᾰ], 1. λυγίζω, κάμπτω προς τα πίσω, δέρην, σε
Ευρ. 2. τσακίζω προς τα πίσω, σε Θουκ.
ἀνάκλησις, -εως, ἡ (ἀνακαλέω), I. κάλεσμα, πρόσκληση, επίκληση,
θεῶν, σε Θουκ. II. επανάκληση· υποχώρηση, σε Πλούτ.
ἀνακλητικός, -ή, -όν (ἀνακαλέω), αυτός που προτρέπει, παροτρύνει,
συντελεί σε κάτι, σε Πλούτ. II. κατάλληλος για επανάκληση,
τὸἀνακλητικὸν σαλπίζειν, ήχος οπισθοχώρησης, σε Ανθ.
ἀνα-κλίνω[ῑ], ποιητ. ἀγ-κλίνω, μέλ. -κλῐνῶ, I. ακουμπώ, γέρνω κάτι πάνω
σε κάτι άλλο, φέρνω σε κλίση (τόξον) ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας, έχοντάς το
ακουμπισμένο στο έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., γέρνω προς τα πίσω,
ξαπλώνω, ακουμπώ, στηρίζω, Λατ. resupinari, σε Ομήρ. Οδ. II. σπρώχνω
προς τα πίσω μια πόρτα, την ανοίγω, σε Όμηρ., Ηρόδ.
ἀνάκλῐτος, -ον, αυτός που γέρνει προς τα πίσω· ἀν. θρόνος, κάθισμα με
«πλάτη», σε Πλούτ.
ἀνα-κλώθω, μέλ. -σω, λέγεται για τις Μοίρες, αλλάζω το νήμα της ζωής
κάποιου, αλλάζω τη μοίρα του, σε Λουκ.
ἀνα-κογχῠλιάζω, μέλ. -σω (κόγχη), ανοίγω και πλαστογραφώ σφραγίδα,
σε Αριστοφ.
ἀνα-κοινόω, μέλ. -ώσω, I. 1. συνδέω ένα πράγμα με κάτι άλλο, το φέρνω
σε επικοινωνία με αυτό, τί τινι, σε Πλάτ. 2. με δοτ. προσ., επικοινωνώ με,
συμβουλεύομαι, ἀν. τοῖς θεοῖς περί τινος, σε Ξεν. II. 1. Μέσ. με Παθ.
παρακ., ἀνακεκοίνωμαι κυρίως, συγκοινώνω κάτι δικό μου με κάτι άλλο,
ἀνακοινοῦνται τῷ Ἴστρῳ τὸ ὕδωρ, ανακατεύει το νερό του με τον Ίστρο,
σε Ηρόδ. 2. κυρίως όπως το Ενεργ., είτε ἀνακοινοῦσθαί τί τινι, μεταδίδω
κάτι σε κάποιον· ή ἀν. τινί, συμβουλεύομαι κάποιον, σε Ξεν.· απόλ.,
διατηρώ επικοινωνία, σε Αριστοφ.
ἀνα-κοιρᾰνέω, μέλ. -ήσω, άρχω, βασιλεύω ή διοικώ έναν τόπο, σε Ανθ.
ἀνακομῐδή, ἡ, ανάκτηση, επαναφορά, περισυλλογή, τῶν πλοίων, σε Ψηφ.
παρά Δημ.
ἀνα-κομίζω, ποιητ. ἀγ-κομ-, μέλ. Αττ. -κομιῶ, I. μεταφέρω, κουβαλώ,
φέρνω επάνω, σε Ξεν. — Παθ., προχωρώ προς τα πάνω, προς στα ενδότερα
της χώρας, σε Ηρόδ. II. 1. επαναφέρω, επανέρχομαι, σε Ξεν. — Μέσ. (με
Παθ. παρακ.), παίρνω πίσω, επαναφέρω, ανακτώ, σε Ηρόδ. — Παθ.,
γυρίζομαι πίσω, επιστρέφομαι, και για πρόσωπα, επανέρχομαι, στον ίδ.,
Θουκ. 2. Μέσ. επίσης, πραγματοποιώ, σε Πίνδ.· συνέρχομαι, σε Ευρ.
ἀν-ᾰκοντίζω, μέλ. -σω, αμτβ., εξακοντίζω ή βάλλω, χτυπώ, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀνακοπή, ἡ, αναστολή, επίσχεση, εμπόδιο, οπισθοχώρηση κυμάτων και
το νερό που εναπομένει μετά την παλίρροια, σε Πλούτ.
46

ἀνα-κόπτω, μέλ. -ψω, I. 1. απωθώ, σε Ομήρ. Οδ. 2. αποκρούω επιτιθέμενο


εχθρό, σε Θουκ. II. σταματώ· Παθ., απωθούμαι, αναχαιτίζομαι,
εμποδίζομαι, τινός, από ένα πράγμα, σε Λουκ.
ἀνα-κουφίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, εγείρω, σηκώνω, σε Ευρ.· λέγεται για πλοίο,
ἀν.κάρα βυθῶν, σε Σοφ. — Παθ., ανασηκώνομαι ή γίνομαι ελαφρύτερος,
αόρ. αʹ ἀνεκουφίσθην, σε Ευρ.· διεγείρομαι στο πνεύμα, σε Ξεν.
ἀνακούφισις, -εως, ἡ, ελάφρυνση, απαλλαγή από κάτι, με γεν., σε Σοφ.
ἀνα-κράζω, αόρ. βʹ ἀνέκρᾰγον, κραυγάζω, σηκώνω τη δύναμη της φωνής,
σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
ἀνάκρᾱσις, -εως, ἡ (ἀνακεράννυμι), ανάμειξη με άλλους, συγχρωτισμός,
σε Πλούτ.
ἀνα-κρέκομαι, Μέσ., βρίσκω τον τόνο, συντονίζομαι, σε Ανθ.
ἀνα-κρεμάννῡμι, ποιητ. ἀγ-κρ-· μέλ. -κρεμάσω, Αττ. -κρεμῶ· — Παθ. -
κρέμᾰμαι· I. κρέμομαι πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.· ἐς... ή πρός...,
σε Ηρόδ. — Παθ., είμαι κρεμασμένος, στον ίδ. II. κάνω κάτι να εξαρτάται
από κάτι, εξαρτώ, σε Πλάτ.
ἀνα-κρίνω[ῑ], μέλ. -κρῐνῶ, I. 1. εξετάζω προσεκτικά, ανακρίνω, ερωτώ,
τινά, σε Θουκ., Πλάτ. 2. ζητώ πληροφορίες για ένα γεγονός, σε Αντιφ. —
Μέσ., σε Πίνδ. II. χρησιμοποιείται στην Αθήνα με τεχνική σημασία: 1.
εξετάζω τους άρχοντες ως προς την καταλληλότητα των προσόντων τους,
σε Δημ. 2. λέγεται για τους δικαστικούς άρχοντες, ανακρίνω τα πρόσωπα
που σχετίζονται με μια δίκη, ώστε να προετοιμαστεί η διαδικασία της,
προεξετάζω, στον ίδ. III. Μέσ., ἀνακρίνεσθαι πρὸς ἑαυτούς,
διαπληκτίζεται ο ένας με τον άλλο, σε Ηρόδ.
ἀνάκρισις, ποιητ. ἄγκρ-, έως, ἡ, ανάκριση, εξέταση των διαδίκων που
παίρνουν μέρος στη δίκη, προεργασία, προετοιμασία για το ζήτημα της
δίκης, προεξέταση, σε Ξεν.· μηδ' εἰς ἄγκρισιν ἐλθεῖν, δηλ. ούτε καν να
ξεκινήσουν οι διαδικασίες, σε Αισχύλ.
ἀνα-κροτέω, μέλ. -ήσω, σηκώνω και χτυπώ μαζί, τὼ χεῖρε, σε Αριστοφ.·
τὰς χεῖρας, σε Αισχίν.· απόλ., επευφημώ ζωηρά, με ενθουσιασμό, σε
Αριστοφ.
ἀνάκρουσις, -εως, ἡ, απώθηση, άπωση· λέγεται για πλοίο, το τίναγμα
προς τα πίσω του νερού, σε Θουκ.
ἀνακρουστέον, ρημ. επίθ. του ἀνακρούω, κάτι που πρέπει να αναχαιτισθεί,
σε Ξεν.
ἀνα-κρούω, ποιητ. ἀγ-κρ-, μέλ. -σω, I. απωθώ, σταματώ, αποκρούω,
αναχαιτίζω, εμποδίζω, ἵππον χαλινῷ, σε Ξεν. II. 1. Μέσ., ἀνακρούεσθαι
πρύμνην, βάζω το πλοίο με την πρύμνη μέσω του τινάγματος του νερού
προς τα πίσω, σε Αριστοφ.· ομοίως ἀνακρούεσθαι, μόνο του, σε Θουκ.·
επίσης, ἐπὶ πρύμνην ἀν., σε Ηρόδ.· μεταφ., οπισθοδρομώ, σε Πλάτ. 2.
χρησιμοποιείται στη Μουσική, αρχίζω μελωδία, σε Θεόκρ.
ἀνα-κτάομαι, μέλ. -ήσομαι, παρακ. ἀν-έκτημαι· αποθ.· I. ανακτώ για τον
εαυτό μου, επανορθώνω, αποκαθιστώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ. II. με αιτ. προσ.,
47

κερδίζω την εύνοια κάποιου, κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία του, σε


Ηρόδ., Ξεν.
ἀνακτορία, ἡ (ἀνάκτωρ), διαχείριση αλόγων, χειρισμός, διαφέντευσή
τους, σε Ομηρ. Ύμν.
ἀνακτόριος, -α, -ον (ἀνάκτωρ), αυτός που ανήκει σε άρχοντα ή βασιλιά,
βασιλικός, ηγεμονικός, σε Ομήρ. Οδ.
ἀνάκτορον, τό, παλάτι, βασιλικός οίκος· λέγεται για θεούς, ναός, ιερό, σε
Ηρόδ., Ευρ.
ἀνάκτωρ, -ορος, ὁ = ἄναξ, σε Αισχύλ., Ευρ.
ἀνα-κῠκάω, μέλ. -ήσω, ανακινώ και αναμειγνύω, αναδεύω, σε Αριστοφ.
ἀνα-κυκλέω, μέλ. -ήσω, ξαναγυρίζω κυκλικά, σε Ευρ.· μεταφ.,
περιστρέφω κάτι μέσα στο μυαλό μου, σε Λουκ.
ἀνακυκλόομαι, Παθ. αναφέρομαι, περιτριγυρίζω, σε Ανθ.
ἀνα-κυμβᾰλιάζω, μέλ. -σω (κύμβαλον), ανατρέπομαι με θόρυβο, λέγεται
για άρματα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀνα-κύπτω, μέλ. -κύψομαι ή -ψω· αόρ. αʹ ἀνέκυψα· παρακ. ἀνακέκῡφα· I.
ανασηκώνω το κεφάλι, σε Ηρόδ.· ἀνακεκυφώς, με το κεφάλι ψηλά, λέγεται
για άλογο, σε Ξεν. II. αναδύομαι από το νερό, εμφανίζομαι,
παρουσιάζομαι, σε Αριστοφ., Πλάτ.· μεταφ., προκύπτω, σε Πλάτ.
ἀνα-κωκύω[ῡ], μέλ. -σω, θρηνώ μεγαλόφωνα, σε Αισχύλ.· ἀνακωκύει
φθόγγον, εκβάλλω οξεία θρηνητική κραυγή, σε Σοφ.
ἀνᾰκῶς, επίρρ. (ἄναξ, διοικητής, επιμελητής), προσεκτικά, επιμελώς,
ἀνακῶς ἔχειν τινός, μεριμνώ για κάτι, καταβάλλω μεγάλη επιμέλεια σ'
αυτό, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἀνακωχή, ἀνακωχεύω, βλ. ἀνοκωχή.
ἀνα-λάζομαι, αποθ., μόνο στον ενεστ., αναλαμβάνω, σε Μόσχ.
ἀν-ᾰλᾰλάζω, μέλ. -ξω, εκβάλλω πολεμική ιαχή, κραυγάζω, σε Ευρ., Ξεν.
ἀνα-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, I. 1. αναλαμβάνω, παίρνω στα χέρια μου,
σε Ηρόδ.· παραλαμβάνω στο πλοίο, στον ίδ., Θουκ.· γενικά, λαμβάνω για
τον εαυτό μου, σε Θουκ. 2. παίρνω κάτι, με σκοπό την εξέταση ή τη
μελέτη, σε Πλάτ. 3. αναλαμβάνω, αναδέχομαι, τὴν προξενίαν, σε Θουκ.
κ.λπ. 4. Μέσ., αποδέχομαι, αναλαμβάνω, δεσμεύομαι, κίνδυνον, μάχην, σε
Ηρόδ. 5. μαθαίνω εκ πείρας, σε Πλούτ. II. ανακτώ, ξανακερδίζω, παίρνω
πίσω, τὴν ἀρχήν, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. αποκαθιστώ, επανορθώνω, κάνω καλό,
τὴν αἰτίην, σε Ηρόδ.· ἁμαρτίαν, σε Σοφ. 3. επιδιορθώνω, επανορθώνω, σε
Ηρόδ.· ἀν. ἑαυτόν, ανακτώ δύναμη, ξαναζωντανεύω, σε Θουκ. 4.
ανακεφαλαιώνω, συνοψίζω, τὸν λόγον, σε Ηρόδ., Πλάτ.· ενθυμούμαι,
συναθροίζω, σε Πλούτ. III. σταματώ, αναχαιτίζω άλογο, σε Ξεν.· ἀν. τὰς
κύνας, τους ανακαλώ, στον ίδ. IV. αποκτώ την εύνοια κάποιου, τον
«κερδίζω», σε Αριστοφ.
ἀνα-λάμπω, μέλ. -ψω, I. αναφλέγομαι, παίρνω φωτιά, σε Ξεν. II. μεταφ.,
εκρήγνυμαι εκ νέου, ξεσπώ εκ νέου, όπως ο πόλεμος, σε Πλούτ. 2. ανακτώ
τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι, αναζωογονούμαι, στον ίδ.
48

ἀν-αλγής-ές, = ἀνάλγητος, αυτός που δεν έχει πόνο, σε Πλούτ.


ἀναλγησία, ἡ, έλλειψη αισθήματος, αναισθησία, νωθρία, αδιαφορία, σε
Δημ.
ἀν-άλγητος, -ον (ἀλγέω), χωρίς πόνο, και ομοίως, I. 1. λέγεται για
πρόσωπα, αναίσθητος, αδιάφορος στον πόνο, σε Αριστ. 2. σκληρόκαρδος,
ανοικτίρμων, αδίστακτος, σε Σοφ.· ἀναλγητότερος εἶναι, λιγότερο
θλιμμένος, σε Θουκ.· με γεν., ἀν. εἶναί τινος, αναίσθητος ως προς κάτι, σε
Πλούτ.· επίρρ. -τως, αναίσθητα, ανηλεώς, σε Σοφ. II. λέγεται για
πράγματα, μη επώδυνος, στον ίδ. 2. σκληρός, ανηλεής, πάθος, σε Ευρ.
ἀν-αλδής, -ές (ἀλδαίνω), μη ακμαίος, μη ρωμαλέος, άρρωστος, ασθενής,
σε Αριστοφ.
ἀνα-λέγω, Επικ. παρατ. ἄλλεγον, μέλ. ἀναλέξω· Επικ. απαρ. αορ. αʹ
ἀλλέξαι· I. συναθροίζω, συλλέγω, ὀστέα, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., συλλέγω
για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.· ἀν. πνεῦμα, συνάγω την αναπνοή μου,
αναπνέω βαθιά, σε Ανθ. II. υπολογίζω, τὸν χρόνον, σε Πλούτ. — Παθ.,
ἀναλεγόμενον, αυτό που εξιστορείται, σε Ξεν.
ἀνα-λείχω, μέλ. -ξω, γλείφω, τὸ αἷμα, σε Ηρόδ.
ἀνάληψις, ἡ (ἀναλαμβάνω), I. 1. ανάληψη ανατροφής παιδιού,
αναγνώρισή του, σε Λουκ. 2. Παθ., ανάληψη προς τα πάνω, η Ανάληψη
του Χριστού, σε Κ.Δ. II. 1. ανάκτηση, μέσο, τρόπος ανάκτησης, σε Πλούτ.
2. διάπραξη καλού, επανόρθωση σφάλματος, σε Θουκ.· ανανέωση, σε
Λουκ.
ἀν-αλθής, -ές (ἀλθαίνω), μη επιδεχόμενος θεραπεία, ανίατος,
αγιάτρευτος, σε Βίωνα.
ἀν-άλιος, -ον, Δωρ. αντί ἀν-ήλιος.
ἀν-άλιπος[ᾱλ], -ον, Δωρ. αντί ἀν-ήλιπος.
ἀνᾱλίσκω και ἀνᾱλόω· παρατ. ἀνήλισκον και ἀνάλουν, μέλ. ἀνᾱλώσω,
αόρ. αʹ ἀνήλωσα και ἀνάλωσα [ᾱ], παρακ. ἀνήλωκα και ἀνάλωκα [ᾱ]· —
Παθ. μέλ. ἀνᾱλωθήσομαι, αόρ. αʹ ἀνηλώθην και ἀνᾱλώθην, παρακ.
ἀνήλωμαι και ἀνάλωμαι (η ποσότητα της δεύτερης συλλαβής και του
Ενεργ. τύπου, κάνουν αμφίβολο αν το ρήμα είναι σύνθ. του ἀνά και
ἁλίσκομαι), I. 1. καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ ή διασπαθίζω χρήματα,
σε Θουκ.· εἴς τι, σε κάτι, σε Πλάτ. κ.λπ.· πρός τι, σε Δημ.· ὑπέρ τινος, στον
ίδ. — Παθ. τἀνηλωμένα, τα χρήματα που έχουν δαπανηθεί, στον ίδ. 2.
μεταφ., ἀνάλωσας λόγον, «κατανάλωσες», ξόδεψες τα λόγια σου, σε Σοφ.·
ἀν. σώματα πολέμῳ, σε Θουκ. II. λέγεται για πρόσωπα, σκοτώνω,
καταστρέφω, σε Τραγ. — Μέσ., αυτοκτονώ, σε Θουκ.
ἀνάλκεια, ἡ, έλλειψη δύναμης, αδυναμία, δειλία, Επικ. δοτ. πληθ.
ἀναλκείῃσι, σε Ομήρ. Ιλ.· ενικ. ἀναλκίη (με ῑ), σε Θέογν.
ἄν-αλκις, -ιδος, ὁ, ἡ, αιτ. -ιδα ή -ιν· (ἀλκή), αδύνατος, ανίσχυρος, ασθενής,
λέγεται για απόλεμους ανθρώπους, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.
ἀν-άλλομαι, μέλ. -ᾱλοῦμαι, αόρ. αʹ -ηλάμην, αποθ. εκπηδώ, αναπηδώ, σε
Αριστοφ., Ξεν.
49

ἄν-αλμος, -ον (ἅλμη), μη αλμυρός, μη γλυφός, σε Ξεν.


ἀναλογία, ἡ (ἀνάλογος), ισότητα λόγων, αναλογία, σε Πλάτ. κ.λπ.
ἀνα-λογίζομαι, μέλ. Αττ. -λογιοῦμαι, αποθ., 1. συγκεφαλαιώνω,
αναλογίζομαι, σε Πλάτ., Ξεν. 2. υπολογίζω, εξετάζω, σκέφτομαι, τι, σε
Θουκ. 3. ακολουθ. από σύνδ., ἀναλ. ὡς, ὅτι, αναλογίζομαι, ενθυμούμαι ότι,
στον ίδ., Ξεν.
ἀναλογισμός, ὁ, 1. σκέψη, υπολογισμός, σε Θουκ.· πορεία ή σειρά
συλλογισμού, σε Ξεν. 2. κατὰ τὸν ἀναλογισμόν, σύμφωνα με τον αναλογικό
υπολογισμό, παρά Δημ.
ἀνά-λογος, -ον, ανάλογος, σύμμετρος, σύμφωνος, σε Πλάτ.· ουδ. ως
επίρρ., σε αναλογία, σε συσχέτιση, αναλογικά, σε Αριστ.
ἀνᾱλόω, αρχ. τύπος του ἀναλίσκω.
ἄν-αλτος, -ον (ἀλθαίνω), απλήρωτος, άπληστος, ακόρεστος, σε Ομήρ.
Οδ.
ἀνάλῠσις, -εως, ἡ (ἀναλύω), I. διάλυση, απαλλαγή, απελευθέρωση,
κακῶν, από τα δεινά, σε Σοφ. II. (από Παθ.), αποχώρηση, αναχώρηση,
θάνατος, σε Κ.Δ.
ἀναλῠτήρ, -ῆρος, ὁ, σωτήρας, λυτρωτής, σε Αισχύλ.
ἀνα-λύω, Επικ. ἀλ-λύω· Επικ. γʹ ενικ. παρατ. ἀλλύεσκε [ῡ]· Επικ. θηλ.
μτχ. ἀλλύουσα· μέλ. -λύσω· I. 1. χαλαρώνω, λύνω, λέγεται για τον ιστό της
Πηνελόπης, σε Ομήρ. Οδ. 2. ελευθερώνω, αποδεσμεύω, απολύω, ἐκ
δεσμῶν, στο ίδ. II. 1. μετά τον Όμηρ., ἀν. ὀφθαλμόν, φωνάν, δηλ.
αποκαθιστώ τη χρήση της όρασης και της φωνής σε νεκρό, σε Πίνδ. 2.
αναλύω, σε Αριστ. 3. τερματίζω κάτι, σε Ξεν.· καταργώ, ακυρώνω, σε
Δημ. — Μέσ., εξαλείφω λάθη, σε Ξεν., Δημ. III. 1. αμτβ., λύνω τα
πρυμνήσια σχοινιά, σηκώνω την άγκυρα, αποπλέω, σε Πολύβ.· μεταφ.,
λέγεται για θάνατο, σε Κ.Δ. 2. επανέρχομαι, επιστρέφω, στο ίδ.
ἀνάλωμα, -ατος, [ᾱ], τό (ἀνᾱλόω), δαπάνη, έξοδο, κόστος, στον πληθ.
δαπάνες, σε Θέογν., Θουκ.
ἀνάλωσις, ἡ (ἀναλόω), δαπάνη, έξοδο, σε Θέογν., Θουκ.
ἀνᾱλωτής, -οῦ, ὁ (ἀναλόω), δαπανηρός, σπάταλος, σε Πλάτ.
ἀνᾱλωτικός, -ή, -ὸν (ἀνᾱλόω), δαπανηρός, ακριβός, σε Πλάτ.
ἀν-άλωτος[ᾰλ], -ον (ἁλίσκομαι), 1. ανίκητος, ακυρίευτος, ακλόνητος,
απόρθητος, ακαταμάχητος, σε Ηρόδ.· επίσης, αυτός που δεν έχει πορθηθεί
ακόμα, που είναι ακόμα ακυρίευτος, σε Θουκ. 2. λέγεται για πρόσωπα, ἀν.
ὑπὸ χρημάτων, αδιάφθορος, αδέκαστος, σε Ξεν.
ἀνα-μαιμάω, μόνο στον ενεστ., μαίνομαι, επεκτείνομαι με μανία, με αιτ.,
σε Ομήρ. Ιλ.
ἀνα-μανθάνω, μέλ. -μᾰθήσομαι, εξετάζω προσεκτικά, σε Ηρόδ.
ἀν-αμάξευτος, -ον (ἁμαξεύω), αυτός που δεν μπορούν να τον διαβούν
άμαξες, αδιάβατος, σε Ηρόδ.
ἀν-αμάρτητος, -ον (ἁμαρτάνω), 1. αλάνθαστος, μη σφαλλόμενος, μη
άστοχος, σε Ξεν. 2. με ηθική σημασία, άμεμπτος, ανεπίληπτος, σε Πλάτ.
50

κ.λπ.· ἀν. πρός τινα ή τινι, μην έχοντας διαπράξει κανένα αδίκημα σε
κάποιον, σε Ηρόδ.· ἀν. τινος, αθώος για κάτι, στον ίδ.· τὸ ἀναμάρτητον,
αθωότητα, σε Ξεν.· επίρρ. -τως, αλάνθαστα, άψογα, άμεμπτα, στον ίδ.
ἀνα-μᾱρυκάομαι, βλ. ἀναμηρ-.
ἀνα-μᾰσάομαι, αποθ., ξαναμασώ, μηρυκάζω, σε Αριστοφ.
ἀνα-μάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, σπογγίζω, αποτρίβω, ἔργον ὃ σῇ κεφαλῇ
ἀναμάξεις, έργο το οποίο εσύ με τις τρίχες του κεφαλιού σου θα
σκουπίσεις, (σαν να ήταν κηλίδα), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ταῦτα ἐμῇ
κεφαλῇ ἀναμάξας φέρω, σε Ηρόδ. — Μέσ., ἀναματτομένη τῷ προσώπῳ
τοῦ αἵματος, έχοντας σκουπίσει λίγο από το αίμα του προσώπου μου, σε
Πλούτ.
ἀνα-μάχομαι[ᾰ], μέλ. -μαχέσομαι, Αττ. -μαχοῦμαι, αποθ., αναζωπυρώνω
τη μάχη, αποκαθιστώ προηγούμενη ήττα, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἀν. τὸν λόγον,
μάχομαι σε αγώνα λόγων άλλη μια ακόμη φορά, σε Πλάτ.
ἀν-άμβᾰτος, -ον, λέγεται για άλογο, αυτό που δεν έχει αναβάτη, σε Ξεν.
ἀνα-μέλπω, μέλ. -ψω, ξεκινώ, αρχίζω να τραγουδώ, ἀοιδάν, σε Θεόκρ.
ἀνα-μεμίχᾰται, Ιων. αντί ἀναμεμιγμένοι εἰσί, γʹ πληθ. παρακ. του
ἀναμίγνυμι.
ἀνα-μένω, ποιητ. ἀμ-μένω, Αιολ. ὀμμένω, μέλ. -μενῶ, 1. περιμένω,
αναμένω, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. και απαρ., ἀν.τινὰ
ποιεῖν, περιμένω την ενέργεια κάποιου, σε Ηρόδ.· ἀν. τι γίνεσθαι, να
συμβεί κάτι, στον ίδ.· απόλ., περιμένω, παραμένω, σε Σοφ. κ.λπ. 2.
αναμένω, υποφέρω, υπομένω, τι, σε Ξεν. 3. ακυρώνω, αναβάλλω,
καθυστερώ, στον ίδ.
ἀνά-μεσος, -ον, αυτός που βρίσκεται στην ενδοχώρα ή στο εσωτερικό,
Λατ. mediterraneus, σε Ηρόδ.
ἀνά-μεστος, -ον, (και —τη στον Ευρ.) πλήρης, γεμάτος, τινος, από ένα
πράγμα, σε Δημ.
ἀνα-μεστόω, μέλ. -ώσω, γεμίζω εξ ολοκλήρου, κάνω κάτι πλήρες μέχρι
πάνω, σε Αριστοφ., στην Παθ.
ἀνα-μετρέω, μέλ. -ήσω, I. 1. ξαναμετρώ το δρόμο από τον οποίο διήλθα,
ανατρέχω τα βήματά μου σε κάποιο μέρος, ὄφρα ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν,
σε Ομήρ. Οδ. 2. ανακεφαλαιώνω, σε Ευρ., στην Μέσ. II. 1. ξαναμετρώ,
μετρώ προσεκτικά, παίρνω μέτρα για, τι, σε Ηρόδ.· ἀν. ἑαυτόν, σε
Αριστοφ. — Μέσ., ἀνεμετρησάμην φρένας τὰς σάς, μέτρησε, υπολόγισε το
μυαλό σου, σε Ευρ. 2. ἀναμετρεῖσθαι δάκρυ εἴς τινα, μετρώ (δηλ. απο
πληρώνω) σ' αυτόν φόρο δακρύων, στον ίδ.
ἀναμέτρησις, -εως, ἡ (ἀναμετρέω), καταμέτρηση, τινος πρός τι, ένα
πράγμα προς ένα, σε Πλούτ.
ἀνα-μηρυκάομαι ή ἀναμᾱρ-, αποθ., αναμασώ τροφή, σε Λουκ.
ἀνάμῐγα, ποιητ. ἄμμῐγα, επίρρ., ἀναμίξ, συγκεχυμένα, ανακατωμένα, σε
Σοφ., Ανθ.
ἀνάμιγδα, = ἀναμίξ, σε Σοφ.
51

ἀνα-μίγνῡμι και -ύω, ποιητ. ἀμ-μίγνυμι, μέλ. -μίξω· Επικ. αόρ. αʹ μετοχή
ἀμμίξας· πρβλ. ἀναμίσγω· ανακατεύω, αναμειγνύω μεταξύ τους, σε Ομήρ.
Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., αναμειγνύομαι μαζί με άλλους, σε Ηρόδ., Αττ.·
επικοινωνώ, συναλλάσσομαι, σε Πλούτ.
ἀνα-μιμνῄσκω, μέλ. -μνήσω, ποιητ. ἀμμνήσω, I. 1. θυμίζω κάτι σε
κάποιον, με διπλή αιτ.· ταῦτά μ' ἀνέμνησας, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν. πράγμ.,
ἀν. τινά τινος, σε Ευρ.· με αιτ. προσ. και απαρ., θυμίζω σε κάποιον να κάνει
κάτι, σε Πίνδ. 2. με αιτ. πράγμ., ανακαλώ στη μνήμη, μνημονεύω, σε Δημ.
II. στην Παθ., ενθυμούμαι, τινός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πιο σπάνια, τι, σε
Αριστοφ., Πλάτ.· περί τι, σε Πλάτ.
ἀνα-μίμνω, ποιητ. αντί ἀνα-μένω, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀναμίξ (ἀναμίγνυμι), επίρρ., κατά τύχη, συγκεχυμένα, ανακατωμένα, σε
Ηρόδ., Θουκ.
ἀνάμιξις, -εως, ἡ (ἀναμίγνυμαι), επικοινωνία, συναλλαγή, σε Πλούτ.
ἀνα-μίσγω, ποιητ. και Ιων. αντί ἀναμίγνυμι, μόνο στον ενεστ. και παρατ.,
ανακατεύω ένα πράγμα με κάτι άλλο, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ.,
αναμειγνύομαι, έρχομαι σε επαφή, επικοινωνία, τινι, σε Ηρόδ.
ἀνα-μισθαρνέω, μέλ. -ήσω, υπηρετώ εκ νέου επί πληρωμής, σε Πλούτ.
ἀναμνησθείς, μτχ. Παθ. αορ. αʹ του ἀναμιμνῄσκω.
ἀνάμνησις, -εως, ἡ (ἀνα-μιμνῄσκω), ενθύμηση, ανάμνηση, σε Πλάτ.
κ.λπ.
ἀναμνηστός, -όν (ἀνα-μιμνῄσκω), αυτός που μπορεί να ανακληθεί στην
μνήμη, σε Πλάτ.
ἀνα-μολεῖν, απαρ. του ἀν-έμολον, αόρ. βʹ του ἀναβλώσκω, διέρχομαι,
διαπερνώ, με αιτ., σε Ευρ.
ἀνα-μορμύρω, βρυχώμαι δυνατά, αναβράζω, πᾶσ' ἀναμορμύρεσκε (Ιων.
παρατ.), λέγεται για τη Χάρυβδη, σε Ομήρ. Οδ.
ἀνα-μοχλεύω, μέλ. -σω, ανυψώνω με μοχλό, ανακινώ βίαια, πύλας, σε
Ευρ.
ἀν-αμπλάκητος ή ἀν-ᾰπλάκητος, -ον, 1. αλάνθαστος, μη εσφαλμένος, σε
Σοφ. 2. λέγεται για άνθρωπο, αναμάρτητος, χωρίς πταίσμα, σε Αισχύλ.,
Σοφ.
ἀνα-μυχθίζομαι, αποθ., μόνο στον ενεστ., μουγκρίζω δυνατά, σε Αισχύλ.
ἀν-αμφίβολος, -ον, αναμφισβήτητος, βέβαιος· επίρρ. -λως, σε Λουκ.
ἀν-αμφίλεκτος, -ον, = το επόμ., σε Λουκ.
ἀν-αμφίλογος, -ον, αδιαφιλονίκητος, αναμφίβολος, σε Ξεν.· επίρρ. -γως,
αδιαμφισβήτητα, στον ίδ.
ἀν-αμφισβήτητος, -ον, αναμφίβολος, βέβαιος, αδιαφιλονίκητος, σε
Θουκ.· ἀν.χώρα, τόπος για τον οποίο δεν υπάρχει διαφωνί δηλ. γνωστός,
σε Ξεν.
ἀνανδρία, ἡ, έλλειψη ανδροσύνης, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. 2. δειλία,
ανανδρία, σε Αισχύλ. κ.λπ.
52

ἄν-ανδρος, -ον (ἀνήρ)· I. ἄνευ ἀνδρός, αγαμία, κατάσταση άνευ συζύγου,


σε Τραγ. 2. ἄνευ ἀνδρῶν, χωρίς άνδρες, στο ίδ. II. αυτός από τον οποίο
λείπει η ανδρεία, δειλός, σε Ηρόδ., Πλάτ.· τὸ ἄνανδρον = ἀνανδρία, σε
Θουκ.
ἀν-άνδρωτος, -ον (ἀνδρόω), ορφανός, στερημένος, εὐναί, σε Σοφ.
ἀνα-νεάζω, στον ενεστ., ανανεώνω τη νεότητα κάποιου, σε Αριστοφ.
ἀνα-νέμω, ποιητ. ἀν-νέμω, μέλ. -νεμῶ, 1. διανέμω εκ νέου, ανακατανέμω
— Μέσ., αριθμώ, λογαριάζω, σε Ηρόδ. (στον Ιων. μέλ. -νεμέεται), 2.
απαγγέλλω, διαβάζω, σε Θεόκρ.
ἀνα-νέομαι, αποθ., μόνο στον ενεστ., ανέρχομαι, ανατέλλω, ἀννεῖται
(Επικ. αντί ἀνανεῖται), σε Ομήρ. Οδ.
ἀνα-νεόομαι, αόρ. αʹ ἀνενεωσάμην, ανανεώνω, σε Θουκ. κ.λπ.
ἀνα-νεύω, μέλ. -νεύσομαι ή -νεύσω· αόρ. αʹ ἀνένευσα· 1. ρίχνω το κεφάλι
πίσω ως ένδειξη άρνησης (την οποία εκφράζουμε με το κούνημα του
κεφαλιού), σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. με αιτ. πράγμ., αρνούμαι, απορρίπτω,
σε Ομήρ. Ιλ.
ἀνανέωσις, -εως, ἡ (ἀνανεόομαι), αναγέννηση, ανανέωση, σε Θουκ.
ἀνα-νήφω, μόνο στον ενεστ., 1. επιστρέφω στην νοητική διαύγεια,
νηφαλιότητα, σε Κ.Δ. 2. μτβ., καθιστώ ξανά νηφάλιο κάτι, σε Λουκ.
ἀν-ανθής, -ές (ἄνθος), αυτός που είναι χωρίς άνθη, αυτός του οποίου έχει
παρέλθει η ανθηρότητα, σε Πλάτ.
ἄναντα, επίρρ. του ἀνάντης, ανηφορικά, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀν-αντᾰγώνιστος, -ον (ἀγωνίζομαι), I. αυτός που δεν έχει ανταγωνισμό,
ακαταμάχητος, σε Θουκ.· ασυναγώνιστος, αδιαφιλονίκητος, στον ίδ.·
επίρρ. -τως. II. ακαταμάχητος, αυτός στον οποίο δεν μπορεί να αντισταθεί
κάποιος, σε Πλούτ.
ἀν-άντης, -ες (ἀνά, ἄντην), ανηφορικός, απότομος, απόκρημνος, σε
Ηρόδ., Πλάτ., Ξεν.· πρὸς τὸ ἄναντες, στο υψηλότερο σημείο, σε Πλάτ.
ἀν-αντίλεκτος, -ον, αναντίρρητος, μη επιδεχόμενος αντιλογία, σε Λουκ.
ἄναξ[ᾰ], ἄνακτος, ὁ, κλητ. ἄνα· (ἀνάσσω)· I. άρχοντας, βασιλιάς, τίτλος
αποδιδόμενος στους θεούς, ιδίως στον Απόλλωνα και στο Δία, σε Όμηρ.·
στον τελευταίο στην κλητ. Ζεῦ ἄνα, σε Ομήρ. Ιλ. II. ανάμεσα στους
Ομηρικούς ήρωες, ο Αγαμέμνονας είναι ο ἄναξ ἀνδρῶν· αλλά το ἄναξ
είναι τίτλος αποδιδόμενος σε όλους τους άνδρες με διακεκριμένη και
υψηλή θέση, όπως ο Τειρεσίας, σε Ομήρ. Οδ.· βασιλεὺς ἄναξ, άρχοντας
βασιλιάς, στο ίδ. III. οικοδεσπότης, ιδίως δηλώνοντας τη σχέση μεταξύ
κυρίου και δούλου, στο ίδ. IV. μεταφ., κώπης, ναῶν ἄνακτες, άρχοντες των
κουπιών, των πλοίων, σε Αισχύλ.· ἄν.ὅπλων, σε Ευρ.
ἀνα-ξαίνω, μέλ. -ξᾰνῶ, ανοίγω, ξύνω πληγή, σε Βάβρ.
ἀνα-ξηραίνω, μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ἀνεξήρᾱνα, Επικ. γʹ ενικ. υποτ.
ἀγξηράνῃ· αποξηραίνω, καταξηραίνω, λέγεται για τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.·
αποξηραίνω ποταμό, σε Ηρόδ.
ἀναξία, ἡ (ἀνάσσω), διαταγή, κέλευσμα, εντολή, σε Πίνδ.
53

ἀν-άξιος, -ον και -α, -ον· I. 1. λέγεται για πρόσωπα, ανάξιος, μη


θεωρούμενος άξιος για, με γεν., σε Ηρόδ.· ἀνάξιον σοῦ, πολύ καλύτερο
από εσένα, σε Σοφ.· με απαρ., ἀνάξιος δυστυχεῖν, αυτός που δεν αξίζει να
υποφέρει, στον ίδ.· επίρρ. ἐφθάρησαν ἀναξίως ἑωυτῶν, σε Ηρόδ. 2. απόλ.,
ανάξιος, μη χρήσιμος, ευκαταφρόνητος, στον ίδ., σε Σοφ.· επίρρ. -ίως, σε
Σοφ. 3. αυτός που δεν αξίζει να πάθει κακό, στον ίδ., σε Ευρ. II. λέγεται
για πράγματα, μη άξια, ἀνάξια παθεῖν, σε Ευρ. κ.λπ.
ἀναξι-φόρμιγξ, -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που άρχεται από τη φόρμιγγα ή τη
λύρα, σε Πίνδ.
ἀναξυρίδες, -ίδων, αἱ, περισκελίδες που φορούσαν οι ανατολικοί λαοί, σε
Ηρόδ., Ξεν.· από τους Σκύθες, σε Ηρόδ. (περσική λέξη).
ἀνα-ξύω[ῡ], μέλ. -ξύσω, αποξύνω ή απαλείφω — Παθ., ἀναξυσθείς, (μτχ.
αορ. αʹ), έχοντας ξυσμένη την επιφάνεια σε Πλούτ.
ἀνα-οίγω, μέλ. -ξω, Επικ. αντί ἀνοίγω, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀνα-παιδεύω, μέλ. -σω, εκπαιδεύω από την αρχή, σε Αριστοφ.
ἀνάπαιστος, -ον, αναπαλλόμενος, αυτός που ανασκιρτά· ως ουσ., ο
ἀνάπαιστος (δηλ. ανάποδος δακτύλιος), αναπαιπτικός στίχος, σε Αριστοφ.·
ἀνάπαιστα, τά, αναπαιστικά, σατιρικά ποιήματα, σε Πλούτ.
ἀνα-παίω, μέλ. -σω, αναπάλλομαι, αντικρούω.
ἀνά-πᾰλιν, επίρρ., I. ξανά πίσω, σε Πλάτ. κ.λπ. II. από την αρχή, στον ίδ.
III. αντίθετα, τουναντίον, στον ίδ.
ἀνα-πάλλω, ποιητ. ἀμ-πάλλω· Επικ. μτχ. αορ. αʹ ἀμπεπαλών· πάλλω
μπρος και πίσω, ἀμπεπαλὼν ἔγχος, αφού κίνησε προς τα μπρος και προς τα
πίσω το δόρυ, ώστε να το ρίξει με μεγαλύτερη δύναμη, σε Ομήρ. Ιλ.· θέτω
σε κίνηση, ωθώ, σπρώχνω, σε Ευρ.· ἀμπάλλειν τὰ κῶλα, σε Αριστοφ. —
Παθ., ανατινάσσομαι, ὡς ὅτε ἀναπάλλεται ἰχθύς, ὣς πληγεὶς ἀνέπαλτο (γʹ
ενικ. Επικ. αορ. βʹ) όπως όταν ένα ψάρι σπαρταράει, όπως σπαρταράει
ένας πληγωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀνα-πάσσω, μέλ. -πάσω [ᾰ], ραντίζω, ρίχνω, σκορπίζω, τί τινι, σε Πίνδ.
ἀνάπαυλα, -ης, ἡ (ἀναπαύω), I. 1. ανάπαυση, ανακούφιση, σε Σοφ.· κατ'
ἀναπαύλας διῃρημένοι, διαιρεμένοι έτσι ώστε να εργάζονται περιοδικά,
λέγεται για εργάτες, σε Θουκ. 2. με γεν. πράγμ., ξεκούραση από κάτι, σε
Σοφ., Θουκ. κ.λπ. II. μέρος ξεκούρασης, αναπαυτήριο, Λατ. deversorium,
σε Ευρ., Αριστοφ.
ἀνάπαυμα, ποιητ. ἄμπ-, -ατος, τό (ἀναπαύω), 1. ανάπαυλα, ξεκούραση, σε
Ησίοδ.· μεριμνῶν, από τις έγνοιες, σε Θέογν. 2. μέρος ανάπαυσης, σε Ανθ.
ἀνάπαυσις, ποιητ. -ἄμπ-, -εως, ἡ (ἀναπαύω), 1. ανάπαυλα, ανάπαυση,
ησυχία, σε Πίνδ., Ξεν.· ξεκούραση, ανακούφιση, αναζωογόνηση,
αναψυχή, σε Ξεν. 2. ξεκούραση από κάτι, με γεν., σε Θουκ.
ἀναπαυστήριος ή -παυτήριος, Ιων. ἀμπ-, -ον (ἀναπαύω), I. αυτός που
ανήκει ή είναι κατάλληλος προς ανάπαυση, σε Ηρόδ. II. 1. ως ουσ.,
ἀναπαυστήριον, τό, ο χρόνος για ανάπαυση, σε Ξεν. 2. τόπος ανάπαυσης,
σε Λουκ.
54

ἀνα-παύω, ποιητ. και Ιων. ἀμπ-, μέλ. -σω, καταπαύω, σταματώ ή


εμποδίζω από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· ἀν. τινά τινος, του δίνω
ανάπαυση ή ανακούφιση από κάτι, σε Σοφ., Δημ. 2. με αιτ. μόνο, σταματώ,
τερματίζω, βοήν, σε Σοφ.· περισσότερο σύνηθες, επιφέρω σταμάτημα,
ανάπαυση, τὸ στράτευμα, τοὺς ναύτας, σε Ξεν. 3. σπανίως αμτβ. με
σημασία της Μέσ., αναπαύομαι, ἀναπαύοντες, σε Θουκ.· ἀνέπαυεν, σε
Ξεν. II. 1. Μέσ. και Παθ., απέχω από κάτι, ἀπὸ ναυμαχίας, σε Θουκ. 2.
απόλ., ξεκουράζομαι, κοιμάμαι, Λατ. pernoctare, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.·
λέγεται για νεκρούς, σε Θεόκρ.· λέγεται για στρατιώτες, αναπαύομαι,
κάνω στάση, σε Ξεν. 3. ανακτώ δύναμη, στον ίδ.
ἀνα-πείθω, Αρκαδ. ἀμπ-, μέλ. -πείσω, 1. προσεταιρίζομαι, καταπείθω, σε
Ξεν. — Παθ., σε Θουκ. 2. μεταπείθω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι, με
αιτ. προσ. και απαρ., σε Ηρόδ., Αττ.· ἀν. τινά τι, πείθω κάποιον για κάτι,
σε Αριστοφ. 3. παραπλανώ, εξαπατώ, τινά, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἀνα-πειράομαι, αποθ., προσπαθώ ή επιχειρώ ξανά· ως στρατιωτικός και
ναυτικός όρος, επαναλαμβάνω ή εξακολουθώ τις ασκήσεις, σε Ηρόδ.,
Θουκ.
ἀνα-πείρω, ποιητ. ἀμπ-, I. διαπερνώ, περνώ σε σούβλα, σε Ομήρ. Ιλ.,
Αριστοφ. II. «παλουκώνω» ἐπὶ ξύλου τινά, σε Ηρόδ. — Παθ., ἀποθανεῖν
ἀναπᾰρείς (μτχ. αορ. βʹ), στον ίδ.
ἀναπειστήριος, -α, -ον (ἀναπείθω), πειστικός, σε Αριστοφ.
ἀνα-πεμπάζομαι, αποθ., καταμετρώ, απαριθμώ ξανά, σε Πλάτ.
ἀνα-πέμπω, ποιητ. -ἀμπ-, μέλ. -ψω, I. 1. στέλνω προς τα πάνω, σε
Αισχύλ.· στέλνω προς τα μπρος, σε Πίνδ. — Μέσ., στέλνω εκ μέρους μου,
σε Ξεν. 2. στέλνω σε ψηλότερο σημείο, από τα παράλια στην ενδοχώρα,
ιδίως στην Κεντρική Ασία, σε Θουκ., Ξεν. II. στέλνω πίσω, σε Πίνδ.
ἀναπεπταμένος, -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του ἀναπετάννυμι.
ἀναπεσεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἀναπίπτω.
ἀνα-πετάννῡμι ή -ύω, έπειτα ἀνα-πετάω, μέλ. -πετάσω [ᾰ], Αττ. -πετῶ·
ποιητ. ἀμπ-· πρβλ. ἀναπίτνημι· αναπτύσσω, ανοίγω, απλώνω πανιά, σε
Ομήρ. Ιλ.· ἀν.βόστρυχον, αφήνω τα μαλλιά να πέφτουν χαλαρά, σε Ευρ.·
φάοςἀμπετάσας, έχοντας διαχύσει φως τριγύρω, στον ίδ.· ἀν.τὰς πύλας,
ανοίγω διάπλατα τις πόρτες, σε Ηρόδ. — Παθ., ἀναπεπταμένος, ανοικτός,
διάπλατος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀλώπηξ ἀναπιτναμένη, αλεπού ξαπλωμένη
ανάσκελα, σε Πίνδ.· η μτχ. Παθ. παρακ. ἀναπεπταμένος, -η, -ον, είναι
συχνά απλό επίθ., ανοιχτός, λέγεται για τη θάλασσα, σε Ηρόδ.· λέγεται για
τα μάτια, σε Ξεν.· δίαιτα ἀν., ζωή στο ύπαιρθο, σε Πλούτ.
ἀνα-πέτομαι, ποιητ. ἀμπέταμαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ ἀν-επτόμην ή ἀν-
επτάμην, επίσης στον Ενεργ. τύπο ἀν-έπτην· 1. πετώ, πετώ μακριά, σε
Ηρόδ. κ.λπ. 2. μεταφ., είμαι έτοιμος να πετάξω, ἀνεπτάμαν, σε Σοφ.·
ἀνέπταν φόβῳ, στον ίδ.
ἀνα-πήγνῡμι, μέλ. -πήξω, αναμπήγω, σταυρώνω, «παλουκώνω»,
διαπερνώ, σε Πλούτ.
55

ἀνα-πηδάω, ποιητ. ἀμπ-, μέλ. -ήσομαι, I. αναπηδώ, ανασκιρτώ, σε Ομήρ.


Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. II. πηδώ προς τα πίσω από φόβο, σε Αριστοφ.· ἀνεπήδησεν
ἐπὶ τὴν Ἑστίαν, για προστασία, σε Ξεν.
ἀνά-πηρος, -ον, ακρωτηριασμένος, σακατεμένος, ανάπηρος, σε Πλάτ.
κ.λπ.
ἀναπῑδύω, λέγεται για το έδαφος, αναβλύζω, ανέρχομαι, σε Πλούτ.
ἀνα-πίμπλημι, μέλ. -πλήσω, I. 1. γεμίζω, πληρώ, Λατ. explere, Επιγρ.
παρά Λουκ. 2. μεταφ., πότμον ἀναπλήσαντες, έχοντας εκπληρώσει το
απόλυτο μέτρο δυστυχίας, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἀναπλῆσαι οἶτον, κακά,
ἄλγεα, κήδεα, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. II. με γεν. πράγμ., γεμίζω ένα πράγμα,
σε Αριστοφ. κ.λπ. 2. με σημασία μιάσματος, μόλυνσης, ὡς πλείστους
ἀναπλῆσαι αἰτιῶν, σε Πλάτ.· ομοίως Παθ., είμαι μολυσμένος με ασθένεια,
σε Θουκ., Πλάτ.
ἀνα-πίπτω, ποιητ. ἀμπ-·μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ -έπεσον· πέφτω προς τα
πίσω, σε Αισχύλ. 2. αποσύρομαι, αποχωρώ, σε Θουκ.· αποκαρδιώνομαι,
είμαι δειλός, Λατ. concidere onimo, σε Δημ. 3. λέγεται για σχέδιο,
εγκαταλείπομαι, στον ίδ. 4. αναπαύομαι, στηρίζομαι, ξαπλώνομαι σε
τραπέζι, όπως το ἀνάκειμαι, σε Κ.Δ.
ἀνα-πίτνημι, ποιητ. αντί ἀνα-πετάννυμι, σε Πίνδ.
ἀν-απλάκητος, -ον = ἀναμπλάκητος, βλ. αυτ.
ἀνα-πλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ], I. 1. δημιουργώ εκ νέου,
αποκαθιστώ, επαναμορφοποιώ, επανασχηματοποιώ, σε Αριστοφ. — Μέσ.,
ἀναπλάσασθαι οἰκίην, ξαναχτίζω το σπίτι μου, σε Ηρόδ. 2. μεταφ.,
εφευρίσκω, στη Μέσ., σε Ανθ. II. αναπλάθω, αλείφω, επαλείφω — Παθ.,
κηρὸν ἀναπεπλασμένος, ήταν επαλειμμένος, σε Αριστοφ.
ἀνα-πλέκω, μέλ. -ξω, 1. περιστεφανώνω, σε Πίνδ. — Μέσ., πλέκω τα
μαλλιά μου, σε Λουκ. 2. μεταφ. λέγεται για τη σύνθεση στίχων, σε Ανθ. 3.
Παθ., ἀναπεπλεγμένος, στενά συνδεδεμένος, συμπεπλεγμένος, σε Πλούτ.
ἀνά-πλεος, -α, -ον, Αττ. αρσ. και ουδ. -πλεως, -ων, επίσης, θηλ. -πλέα·
πληθ. ονομ. -πλέῳ, ουδ. -πλεα· αιτ. αρσ. -πλεως· I. αρκετά πλήρης από
κάτι, με γεν., σε Ηρόδ., Πλάτ. II. μολυσμένος με ή από κάτι· με γεν., σε
Πλάτ.
ἀνα-πλέω, Ιων. -πλώω, Επικ. -πλείω· μέλ. -πλεύσομαι· I. 1. πλέω προς τα
πάνω, πλέω ενάντια στο ρεύμα, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ. 2. μεταβαίνω κάπου
μέσω της θάλασσας, σε Ομήρ. Ιλ., Δημ. II. πλέω πίσω μέσω του ίδιου
δρόμου, επανέρχομαι μέσω της θάλασσας, σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για
ψάρια, κολυμπώ προς τα πίσω, σε Ηρόδ.
ἀνά-πλεως, βλ. ἀνάπλεος.
ἀνα-πληρόω, μέλ. -ώσω, I. 1. γεμίζω το κενό, σε Πλάτ. 2. συμ πληρώνω,
χορηγώ, παρέχω αυτό που λείπει, στον ίδ. — Μέσ., δώματ' ἀν., γεμίζοντας
τα σπίτια τους, σε Ευρ. 3. συμ πληρώνω τον αριθμό ενός σώματος, τὴν
βουλήν, σε Πλούτ.· ἀν. τὴν συνηγορίαν, συμ πληρώνω τη θέση του
συνηγόρου, στον ίδ. 4. αποτίνω ολόκληρο το τίμημα, σε Μέσ., σε Δημ. II.
56

Παθ., αποκαθίσταμαι σε πρότερη κατάσταση, λέγεται για τον ήλιο μετά


την έκλειψη, σε Θουκ.
ἀναπλήρωσις, -εως, ἡ, συμπλήρωση, γέμισμα, σε Αριστ., Πλούτ.
ἀναπληρωτέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρεπει κάποιος να αναπληρώσει, σε
Πλούτ.
ἀνα-πλῆσαι, απαρ. αορ. αʹ του -πίμπλημι· -πλήσω, μέλ.
ἀνάπλοος, συνηρ. -πλους, ὁ (ἀναπλέω), 1. πλεύση προς τα πάνω σε
ποταμό, δηλ. ενάντια στο ρεύμα, σε Ηρόδ. 2. απόπλους στη θάλασσα, σε
Πολύβ.
ἀν-απλόω, μέλ. -ώσω, ξεδιπλώνω, ανοίγω, σε Μόσχ., Βάβρ.
ἀναπλώω, Ιων. αντί ἀναπλέω.
ἀνάπνευμα, ποιητ. ἄμπν-, -ατος, τό (ἀναπνέω), τόπος ανάπαυσης,
ηρεμίας, σε Πίνδ.
ἀνάπνευσις, -εως, ἡ (ἀναπνέω), ανάκτηση της αναπνοής, ανακούφιση,
ανάπαυλα από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
ἀνά-πνευστος, -ον, αυτός που είναι χωρίς αναπνοή, άπνευστος, σε Ησίοδ.
ἀνα-πνέω, μέλ. -πνεύσομαι, αόρ. αʹ -έπνευσα· εκτός από τους κοινούς
χρόνους (βλ. πνέω), έχουμε τρεις ομηρικούς τύπους (όπως αν προερχόταν
από ἀμ-πνύω), προστ. αορ. βʹ ἄμπνῠε, Παθ. αόρ. αʹ ἀμπνύνθη, και αόρ. βʹ
με τύπο υπερσ. ἄμπνῡτο· I. ανακτώ την πνοή μου, παίρνω ανάσα, σε Ομήρ.
Ιλ. κ.λπ.· επανέρχομαι, αναρρώνω από κάτι, με γεν., στον ίδ., Σοφ. κ.λπ.·
ομοίως, ἔκ τινος, σε Ηρόδ.· απόλ., ξαναζώ, ξαναζωντανεύω, σε Ξεν.· και
με αυτή τη σημασία ο Όμηρ. χρησιμ. τα ἄμπνυτο, ἀμπνύνθη. II. ανασαίνω,
εισπνέω, σε Πίνδ., Πλάτ. III. εκπνέω, αποπνέω, καπνόν, σε Πίνδ.
ἀναπνοή, ποιητ. ἀμπν-, ἡ, I. ανάκτηση αναπνοής, αναβίωση, σε Πίνδ.,
Πλάτ.· μόχθων ἀμπνοά, παύση από τα βάσανα, σε Πίνδ., Ευρ. II. αναπνοή,
σε Αριστοφ., Πλάτ.· ἀμπνοὰς ἔχειν = ἀναπνέειν, αναπνέω, σε Σοφ.· τὴν ἀν.
ἀπολαβεῖν τινος, τον στραγγαλίζω. III. όργανο αναπνοής, λέγεται για το
στόμα, σε Λουκ.· αγωγός αέρα, σε Πλούτ.
ἀνα-ποδίζω, μέλ. -ίσω (πούς), κάνω κάποιον να πισωγυρίσει, ανακαλώ,
ανακρίνω, ερευνώ, σε Ηρόδ., Αισχίν.· ἀν. ἑωυτόν, διόρθωσε τον εαυτό του,
σε Ηρόδ.
ἀν-άποινος, -ον (ἄποινα), αυτός που δεν έχει ποινή, μόνο στο ουδ.
ἀνάποινον, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
ἀνα-πολέω, ποιητ. ἀμ-πολέω, μέλ. -ήσω, κυρίως αναστρέφω το χώμα· απ'
όπου επαναλαμβάνω, αναθεωρώ, σε Πίνδ., Σοφ.
ἀναπολίζω, = ἀναπολέω, λέγεται για χωράφι, σε Πίνδ.
ἀναπομπή, ἡ (ἀναπέμπω), αποστολή προς κάπου· ἀν. θησαυρῶν,
αναβίβαση θησαυρού, σε Λουκ.
ἀναπόμπιμος, -ον (ἀναπέμπω), αυτός που στέλνεται πίσω, σε Λουκ.
ἀναπομπός, ὁ (ἀναπέμπω), αυτός που στέλνει πάνω ή πίσω, λέγεται για
τον Άδη ο οποίος έστελνε πίσω τη σκιά του Δαρείου, σε Αισχύλ.
ἀν-απόνιπτος, -ον (ἀπονίζω), άπλυτος, σε Αριστοφ.
57

ἀνα-πράσσω, Αττ. -πράττω, μέλ. -πράξω, τραβώ με τη βία, εκβιάζω,


εισπράττω χρήματα ή χρέη, σε Αριστοφ., Θουκ.· ἀν. ὑπόσχεσιν, απαιτώ
την εκπλήρωση μιας υπόσχεσης, σε Θουκ.
ἀνα-πρήθω, μέλ. -πρήσω, αναφυσώ προς τα πάνω, κάνω κάτι να εκχυθεί,
δάκρυ' ἀναπρήσας, με δάκρυα που ξεσπούν, σε Όμηρ.
ἀνα-πτάσθαι ή -πτέσθαι, απαρ. αορ. βʹ του ἀναπέτομαι.
ἀνα-πτερόω, μέλ. -ώσω, κυρίως λέγεται για πουλί, 1. υψώνω τα φτερά
μου· απ' όπου, ἀν. ἐθείρας, σε Ευρ. 2. μεταφ., βάζω φτερά, ενθουσιάζω
υπέρμετρα, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. — Παθ., βρίσκομαι σε ενθουσιώδη
διάθεση, σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.
ἀνα-πτοέω, ποιητ. -πτοιέω, μέλ. -ήσω, κατατρομάζω, τρομάζω
υπερβολικά, σε Μόσχ. — Παθ., είμαι τρομαγμένος, σε Πλούτ.
ἀνα-πτύσσω, μέλ. -πτύξω, I. 1. ξεδιπλώνω τους κυλίνδρους στους οποίους
ήταν γραμμένα τα βιβλία· και ομοίως, ξετυλίγω, ανοίγω προς ανάγνωση,
ἀν. βιβλίον, σε Ηρόδ.· ανοίγω, πύλας, σε Ευρ.· ἀναπτύξας χέρας, με
ορθάνοιχτα χέρια, στον ίδ. 2. αποκαλύπτω, φανερώνω, εκτυλίσσω, Λατ.
explicare, σε Τραγ. II. ως στρατιωτικός όρος, τὴν φάλαγγα ἀναπτ., κάμπτω
τη φάλαγγα και από τις δυο μεριές προς τα πίσω κάνοντας την διπλή, δηλ.
δίνοντάς της διπλό βάθος, Γαλ. reptier, σε Ξεν.· αλλά αντιθέτως, τὸ κέρας
ἀναπτ., ανοίγω την πτέρυγα, δηλ. επεκτείνω το μέτωπο, ώστε να καταστεί
η φάλαγγα εκτενέστερη, Γαλ. deployer, στον ίδ.
ἀναπτῠχή, ποιητ. ἀμπτῠχή, ἡ, αἰθέρος ἀμπτυχαί, οι αχανείς εκτάσεις του
ουρανού, σε Ευρ.· ἡλίου ἀναπτυχαί, η έκταση του ήλιου, στον ίδ.
ἀνα-πτύω, μέλ. -ύσω [ῠ], φτύνω, μιλώ πετώντας σάλια, σε Σοφ.
ἀν-άπτω, μέλ. -άψω, I. 1. δένω στέρεα πάνω ή σε ένα πράγμα, ἐξ ἱστοῦ
πείρατ' ἀνῆπτον, έδεσαν καλά τα σχοινιά στο κατάρτι, σε Ομήρ. Οδ. —
Μέσ., ἐκ τοῦδ' ἀναψόμεσθα κάλων, από αυτόν θα δέσουμε τα σχοινιά μας,
δηλ. θα είναι ο προστάτης μας, σε Ευρ. — Παθ., δένομαι πάνω σε,
προσκολλώμαι σε κάτι, με γεν., στον ίδ.· ἀμφί τινι, στον ίδ.· ἀνῆφθαί τι,
έχω κάτι δεμένο πάνω σε κάτι άλλο, στον ίδ. 2. αφιερώνω σε ναό, αποδίδω,
ἀγάλματα, σε Ομήρ. Οδ. 3. μεταφ., συνδέω, προσάπτω, μῶμον ἀνάψαι, στο
ίδ.· αἷμα ἀν. τινί, αποδίδω την αιματοχυσία σε κάποιον, σε Ευρ. II. ανάβω,
λύχνα, σε Ηρόδ.· πῦρ, σε Ευρ.· επίσης, πυρὶ ἀν. δόμοις, στον ίδ.· μεταφ.,
νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ' ἀνάψει, στον ίδ.
ἀνα-πυνθάνομαι, μέλ. -πεύσομαι, αόρ. βʹ -επῠθόμην· 1. εξετάζω επιμελώς,
ανακρίνω, διερευνώ, σε Ηρόδ.· τὸν ποιήσαντα, στον ίδ. 2. μαθαίνω κατόπιν
έρευνας, στον ίδ., Ξεν.
ἀνάπυστος, -ον, πασίγνωστος, περίφημος, ξακουστός, σε Ομήρ. Οδ.,
Ηρόδ.
ἀν-αραίρηκα, Ιων. αντί ἀν-ῄρηκα, παρακ. του ἀναιρέω.
ἄν-αρθρος, -ον (ἄρθρον), I. 1. αυτός που δεν έχει αρμούς, χωρίς μέλη, σε
Πλάτ. κ.λπ. 2. αδύναμος, άνευρος, σε Σοφ. II. λέγεται για ήχο, μη
έναρθρος, σε Πλούτ.
58

ἀν-ᾰριθμέομαι, μέλ. -ήσομαι, Μέσ., απαριθμώ, καταμετρώ, σε Δημ.


ἀν-ᾰρίθμητος, -ον, 1. αυτός που δεν μετριέται, αναρίθμητος, αμέτρητος,
σε Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για το χρόνο, αλογάριαστος, άπλετος, αμέτρητος,
σε Σοφ. 2. ασήμαντος, αψήφιστος, σε Ευρ.
ἀν-άριθμος[ᾰ], ποιητ. ἀν-ήρῐθμος, -ον, αυτός που δεν έχει αριθμό,
αμέτρητος, αναρίθμητος, σε Σαπφώ, σε Τραγ.· με γεν., ἀνάριθμος θρήνων,
αμέτρητος αριθμός σε θρήνους, σε Σοφ.· μηνῶν ἀνήριθμος, χωρίς
συγκεκριμένο αριθμό μηνών, στον ίδ.· πόλιςἀνάριθμος = πολῖται
ἀνάριθμοι, στον ίδ.
ἄν-αρκτος, -ον (ἄρχω), μη υποταγμένος ή μη εξουσιαζόμενος, σε Θουκ.·
αυτός που δεν υποχωρεί στην εξουσία, σε Αισχύλ.
ἀν-άρμενος, -ον (ἀραρίσκω), μη εξοπλισμένος, απροετοίμαστος, σε Ανθ.
ἀναρμοστέω, μέλ. -ήσω (ἀνάρμοστος), δεν είμαι πρέπων ή κατάλληλος,
τινί ή πρός τι, σε Πλάτ.
ἀναρμοστία, ἡ, ασυμφωνία, παραφωνία, λέγεται για μουσικούς ήχους, σε
Πλάτ.
ἀν-άρμοστος, -ον (ἁρμόζω), I. ακατάλληλος, αταίριαστος, ασύμφωνος,
δυσανάλογος, σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για ήχο, παράτονος, σε Πλάτ.·
επίρρ. -τως, στον ίδ. II. λέγεται για πρόσωπα, φορτικός, αυθάδης, απρεπής,
σε Αριστοφ. 2. απροετοίμαστος, ακατάλληλος, πρός τι, σε Θουκ.
ἀναροιβδέω, ποιητ. αντί ἀναρροιβδέω.
ἀναρπᾰγή, ἡ, ανάκτηση, εκ νέου αρπαγή, σε Ευρ.
ἀν-αρπάζω, μέλ. -άσω και -άξω, επίσης το Μέσ. τύπο -άσομαι· αόρ. αʹ -
ήρπασα και -αξα· I. αρπάζω, τσακώνω, μαγγώνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. II.
αποσπώ, τραβώ, υφαρπάζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για δουλέμπορους,
απαγάγω, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., σε Σοφ.· στον πεζό λόγο επίσης, σύρομαι
ενώπιον κάποιου άρχοντα, σύρομαι στη φυλακή, Λατ. rapi in Jus, σε Δημ.
2. με θετική σημασία, διασώζω, σε Πλούτ. III. κυριεύω εξορμώντας,
λεηλατώ, σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, ἀναρπασόμενος τοὺς Φωκέας,
τους κυρίευσε με έφοδο ή μεμιάς, σε Ηρόδ. IV. υφαρπάζω, διαρπάζω,
αφαιρώ, σε Ξεν., Δημ.
ἀναρπαστός, -όν και -ή, -όν, 1. αυτός που έχει αρπαχθεί, έχει απαχθεί, σε
Ευρ., Πλάτ. 2. αυτός που έχει αρπαχθεί στην ενδοχώρα, δηλ. στην
Κεντρική Ασία, σε Ξεν.
ἀναρ-ρήγνῡμι ή -ύω, μέλ. -ρήξω, I. 1. διαρρηγνύω, σχίζω το έδαφος, σε
Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 2. γκρεμίζω, διασπώ τείχος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. — Παθ.,
νῆες ἀναρραγεῖσαι τὰς παρεξειρεσίας, τα πλοία είχαν σπασμένες τις
παρειές, σε Θουκ. 3. κατασπαράζω, ανοίγω πτώμα, λέγεται για λιοντάρια,
σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον Αίαντα, δίχα ἀνερρήγνυ, τα έκοβε στα δύο,
σε Σοφ. II. κάνω να ξεσπάσει, εκφέρω, όπως το Λατ. rumpere roces, σε
Αριστοφ., Θεόκρ.· ἀν. πόλιν, την κάνω να αναταραχθεί, ενθουσιάζω
υπέρμετρα, σε Πλούτ. — Παθ., εμφανίζομαι ξαφνικά, προβάλλω· μεταφ.,
59

λέγεται για πρόσωπα, ἀναρρήγνυσθαι πρὸς ὀργήν, στον ίδ. III. αμτβ.,
ξεσπώ, σε Σοφ.
ἀναρρηθῆναι, απαρ. Παθ. αορ. αʹ του ἀνειπεῖν, βλ. αυτ.
ἀνάρρηξις, -εως, ἡ (ἀναρρήγνυμι), διάρρηξη, σπάσιμο, σε Πλούτ.
ἀναρ-ρήξω, μέλ. του ἀναρρήγνυμι.
ἀνάρρησις, -εως, ἡ, ανακήρυξη, αναφώνηση, σε Δημ.· πρβλ. ἀνεῖπον.
ἀναρ-ρίπτω και -ριπτέω, μέλ. -ρίψω· I. ρίχνω προς, ἀν. ἅλα πηδῷ,
αναταράσσω τη θάλασσα με το κουπί, δηλ. κωπηλατώ με σθένος και
δύναμη, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης χωρίς το πηδῷ, οἱ δ' ἅλα πάντες ἀνέρριψαν,
στον ίδ. II. ἀν. κίνδυνον, φράση από το παιχνίδι με τους κύβους,
διακινδυνεύω κάτι, αναλαμβάνω τον κίνδυνο κάποιου πράγματος, σε
Ηρόδ., Θουκ.· περί ή ὑπέρ τινος, σε Πλούτ.· επίσης χωρίς το κίνδυνον, ἐς
ἅπαν τὸ ὑπάρχον ἀναρρίπτειν, διακινδυνεύοντας όλα του τα υπάρχοντα, σε
Θουκ.· με δεύτερη αιτ., ἀν. μάχην, διακινδυνεύω τη μάχη, σε Πλούτ.
ἀναρ-ρῐχάομαι, παρατ. ἀνερριχώμην, ανεβαίνω με τα χέρια και τα πόδια,
σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
ἀναρ-ροιβδέω, ποιητ. ἀναροιβδέω, μέλ. -ήσω, ξαναρουφώ,
ξανακαταπίνω, λέγεται για τη Χάρυβδη, σε Ομήρ. Οδ.
ἀνάρ-ρῠσις, -εως, ἡ (ῥύομαι), διάσωση, όνομα της δεύτερης μέρας της
εορτής «Ἀπατούρια», σε Αριστοφ.
ἀναρ-ρώννῡμι, αόρ. αʹ ἀν-έρρωσα, 1. ανακτώ τις δυνάμεις, ισχυροποιώ
από την αρχή — Παθ., ανακτώ την ισχύ μου, ἀναρρωσθέντες, σε Θουκ. 2.
αμτβ. στον Ενεργ. αορ. αʹ επανέρχομαι, σε Πλούτ.
ἀν-άρσιος, -ον και -α, -ον· ανάρμοστος, άτοπος· I. λέγεται για πρόσωπα,
εχθρικός, δυσοίωνος, απαίσιος, απεχθής, άσπονδος, σε Όμηρ., Τραγ. II.
λέγεται για περιστατικά, δυσχερής, παράδοξος, τερατώδης, σε Ηρόδ.
ἀν-αρτάω, μέλ. -ήσω — Παθ. παρακ. ἀνήρτημαι· κρεμώ σε ή πάνω,
συνδέω, εξαρτώ, ἐς θεοὺς ἀν. τι, το αφήνω να εξαρτάται απ' αυτούς, σε
Ευρ.· ἀν. ἑαυτὸν εἰς δῆμον, σε Δημ. II. Παθ., κρέμωμαι, εξαρτώμαι, σε
Πλάτ. 2. μεταφ., βασίζομαι ή εξαρτώμαι πάνω σε, ἔκ τινος, στον ίδ., Δημ.·
ἀνηρτῆσθαι εἰς..., αναφέρομαι ή έχω αναφορά σε..., σε Πλάτ.· ἀνηρτημένοι
ταῖςὄψεσιν πρός τινα, έχοντας «κρεμάσει» τα μάτια τους πάνω σε κάποιον,
σε Πλούτ. III. Μέσ., κάνω κάποιον να προσκολληθεί, να εξαρτάται, από
τινά, σε Ξεν.
ἀν-αρτέομαι, Ιων. ρήμα που χρησιμ. μόνο στον Παθ. παρακ. ἀνάρτημαι,
είμαι έτοιμος, προετοιμασμένος να πράξω, με απαρ., σε Ηρόδ.· πρβλ.
ἀρτέομαι.
ἀν-άρτιος, -ον, ο μη άρτιος, περίεργος, αντίθ. προς το ἄρτιος (ίσος), σε
Πλάτ.
ἀν-αρχᾰΐζω, μέλ. -σω (ἀρχαῖος), καθιστώ κάτι παλιό ξανά, σε Ανθ.
ἀναρχία, ἡ (ἄναρχος), I. έλλειψη αρχηγού, σε Ηρόδ. II. η πολιτειακή
κατάσταση των ανθρώπων χωρίς διακυβέρνηση, αναρχία, σε Αισχύλ.,
Θουκ. κ.λπ.· στην Αθήνα, αυτό το όνομα δόθηκε στη χρονιά των τριάντα
60

τυράννων (404 π.Χ.), κατά τη διάρκεια της οποίας δεν υπήρχε άρχοντας,
σε Ξεν.
ἄν-αρχος, -ον (ἀρχή), αυτός που δεν έχει κεφάλι, αρχή ή αρχηγό, σε Ομήρ.
Ιλ., Ευρ.· τὸ ἄναρχον = ἀναρχία, σε Αισχύλ.
ἀνα-σᾰλεύω, μέλ. -σω, ανακατεύω, ανακινώ, ξεσηκώνω, σε Λουκ.
ἀνα-σειράζω, μέλ. -σω (σειρά), I. τραβώ προς τα πίσω με την αλυσίδα,
περιορίζω, σε Ανθ. II. απομακρύνω από το δρόμο, σε Ευρ.
ἀνα-σείω, ποιητ. ἀνασ-σείω· γʹ ενικ. Ιων. παρατ. ἀνασσείασκε· μέλ. -
σείσω· I. ανακινώ, σείω μπρος και πίσω, κουνώ πάνω-κάτω, σε Ησίοδ.·
ιδίως ως σινιάλο, σε Θουκ. II. ερεθίζω, προκαλώ, σε Κ.Δ.
ἀνα-σεύομαι, Παθ., μόνο στον συγκεκ. αόρ. βʹ αἶμα..ἀνέσσυτο, το αίμα
ανέβλυσε, ξεχύθηκε, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀνά-σιλλος ή -σῖλος, ὁ, αυτός που έχει στριμμένα, στριφτά μαλλιά, σε
Πλούτ.
ἀνα-σκάπτω, μέλ. -ψω, σκάβω, οργώνω το έδαφος, σε Πλούτ.
ἀνα-σκεδάννῡμι, ή —ύω, μέλ. -σκεδάσω [ᾰ], διασκορπίζω ολόγυρα, σε
Πλούτ.
ἀνα-σκευάζω, μελ. -σω — Παθ. παρακ. ἀνεσκεύασμαι· 1. συσκευάζω,
«πακετάρω» τις αποσκευές (τὰ σκεύη), Λατ. vasa colligere· μετακομίζω,
σε Ξεν. — Μέσ., διαλύω το στρατόπεδο κάποιου, απέρχομαι, σε Θουκ.,
Ξεν. 2. απογυμνώνω, ερημώνω έναν τύπο, σε Θουκ. — Μέσ., αφανίζω,
ερημώνω το σπίτι ή την πόλη κάποιου, στον ίδ. 3. καταστρέφω, ερημώνω,
λεηλατώ, σε Ξεν. 4. Παθ., πτωχεύω, διαλύομαι, λέγεται για τράπεζες, σε
Δημ.· μεταφ., ἀνεσκευάσμεθα, έχουμε καταστραφεί, σε Ευρ.
ἀν-άσκητος, -ον (ἀσκέω), αγύμναστος, μη εξασκημένος, σε Ξεν.
ἀνα-σκολοπίζω, μέλ. -σω — Παθ., με μέλ. Μέσ. -σκολοπιοῦμαι· αόρ. αʹ -
εσκολοπίσθην· παρακ. -εσκολόπισμαι· παλουκώνω σε στύλο ή πάσσαλο,
«σταυρώνω», καθηλώνω, σε Ηρόδ.
ἀνα-σκοπέω, μέλ. -σκέψομαι, αόρ. αʹ ἀνεσκεψάμην· παρατηρώ με
προσοχή, εξετάζω προσεκτικά, σε Αριστοφ., Θουκ.
ἀνα-σοβέω, μέλ. -ήσω, φοβίζω και κάνω κάποιον να πεταχτεί, να σηκωθεί
από το φόβο, σε Πλάτ. — Παθ., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην, με
ανασηκωμένα τα μαλλιά από το φόβο, σε Λουκ.
ἀνα-σπᾰράσσω, μέλ. -ξω, σπάζω, ξεσχίζω, κομματιάζω, σε Ευρ.
ἀνασπαστός, -όν, I. αυτός που έχει ανασυρθεί, σε Αριστοφ. II. 1. βιαίως
μετοικιζόμενος από την πατρίδα του, για φυλές υποχρεωμένες να
μετοικήσουν στην Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για πόρτα ή πύλη,
ανασυρμένη προς τα πίσω, ανοιχτή, σε Σοφ.
ἀνα-σπάω, ποιητ. ἀν-σπάω, μέλ. -σπάσω [ᾰ], I. 1. σύρω, έλκω προς τα
πάνω, τραβώ, σε Σόλωνα, Ηρόδ. — Μέσ., ἐκ χροὸς ἔγχος ἀνεσπάσατο,
τράβηξε το δόρυ του ξανά μπροστά, σε Ομήρ. Ιλ. 2. τραβώ πλοίο προς τη
στεριά, σε Ηρόδ., Θουκ. 3. τραβώ ή ρουφώ με απληστία, αἷμα, σε Αισχύλ.·
αλλά, ὕδωρ ἀν., ρουφώ νερό, σε Θουκ. 4. ξεσχίζω, κομματιάζω, σε Ηρόδ.,
61

Αττ. 5. μεταφ., ἀνασπᾶν λόγους, εκβιάζω λόγια, προφέρω βίαιες και


προσβλητικές λέξεις, σε Σοφ. 6. τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν, ανασηκώνω τα
φρύδια, και έτσι ξεστομίζω σοβαρή ή σημαντική φράση, σε Αριστοφ.·
ομοίως, τὰ μέτωπα ἀν., στον ίδ. II. αποσύρω, τραβώ, τὴν χεῖρα, στον ίδ.
III. μετακομίζω, τραβώ μακριά από το σπίτι, σε Λουκ.
ἄνασσα, ἡ, θηλ. του ἄναξ, I. βασίλισσα, αρχόντισσα, κυρία, ως επίκληση
στις θεότητες, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· επίσης λέγεται για θνητό, σε Ομήρ.
Οδ., Τραγ. II. γενικά όπως το ἄναξ IV, ἄνασσα ὀργίων, σε Αριστοφ.
ἀν-άσσᾱτος, Δωρ. αντί ἀνήσσητος.
ἀνασσείασκον, Ιων. παρατ. του ἀνασείω.
ἀνάσσω[ᾰ], παρατ. ἤνασσον, Επικ. ἄνασσον· μέλ. ἀνάξω· Επικ. αόρ. αʹ
ἄναξα· I. είμαι άρχοντας, κύριος, ιδιοκτήτης, εξουσιάζω σ' ένα μέρος, με
δοτ. Ἄργεϊ, νήσοισι ἀν., ή με γεν., είμαι βασιλιάς τους, διοικώ αυτούς,
Τενέδοιο, Ἀργείων, σε Όμηρ.· επίσης, μετ' ἀθανάτοισι ἀν., είμαι πρώτος
ανάμεσα στους αθανάτους, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., τρὶς ἀνάξασθαι γένεα
ἀνδρῶν, έχοντας τη βασιλεία για τρεις γενιές, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ.,
άρχομαι, εξουσιάζομαι, στο ίδ. II. στους Τραγ. λέγεται μεταφ. για
πράγματα, κώπης ἀνάσσειν κ.λπ., σε Ευρ., πρβλ. ἄναξ IV. — Παθ., παρ'
ὅτῳ σκῆπτρον ἀνάσσεται, από όποιον κρατιέται το σκήπτρο ως βασιλιάς,
σε Σοφ.
ἀν-ᾴσσω, Αττ. αντί ἀναΐσσω.
ἀνάστα αντί ἀνάστηθι, προστ. αορ. βʹ του ἀνίστημι.
ἀναστᾰδόν, επίρρ. (ἀνίστημι), σε όρθια θέση, κατακόρυφα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀνάστᾰσις, γεν. -εως, Ιων. -ιος, ἡ· I. Ενεργ. (ἀνίστημι), 1. έγερση από τους
νεκρούς, σε Αισχύλ. 2. παρώθηση των ανθρώπων να σηκωθούν και να
αφήσουν τον τόπο στον οποίο βρίσκονται, μετακίνηση όπως στους ικέτες,
σε Θουκ.· ἀν. τῆς Ἰωνίας, η μετακίνηση όλων των Ελλήνων από την Ιωνία,
σε Ηρόδ.· λεηλασία, καταστροφή, όλεθρος, σε Αισχύλ., σε Ευρ. 3.
παλινόρθωση, αποκατάσταση, τειχῶν, σε Δημ. II. 1. (ἀνίστᾰμαι), ανέγερση
ή σήκωμα ως ένδειξη σεβασμού, σε Πλάτ. 2. σήκωμα και μετακίνηση,
αναχώρηση, σε Θουκ. 3. έγερση, ἐξ ὕπνου, σε Σοφ. 4. η ανάσταση από
τους νεκρούς, η Ανάσταση του Χριστού, σε Κ.Δ.
ἀναστᾰτήρ, -ῆρος και -της, -ου, ὁ (ἀνίστημι), καταστροφέας,
εξολοθρευτής, σε Αισχύλ.
ἀνάστᾰτος, -ον (ἀνίστᾰμαι), 1. αναγκασμένος να σηκωθεί και να
αποχωρισθεί, εκδιωγμένος από το σπίτι του, από τον τόπο του, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για πόλεις και χώρες, κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος,
αφανισμένος, στον ίδ., Σοφ. κ.λπ.
ἀναστᾰτόω, μέλ. -ώσω (ἀνάστατος), αναστατώνω, ανατρέπω, αναταράζω,
σε Κ.Δ.
ἀνα-σταυρόω, μέλ. -ώσω, I. παλουκώνω, καθηλώνω σε πάσσαλο, σε
Ηρόδ. — Παθ. σε Θουκ. II. 1. στα Ρωμαϊκά χρόνια, καρφώνω σε σταυρό,
«σταυρώνω», σε Πλούτ. 2. σταυρώνω εκ νέου, σε Κ.Δ.
62

ἀνα-στείβω, μέλ. -ψω, επιτετ. αντί στείβω, σε Ανθ.


ἀνα-στέλλω, μέλ. -στελῶ, I. αναπέμπω, εγείρω — Μέσ., «ζώνω» τα ρούχα
μου, σε Ευρ., Αριστοφ. II. αποπέμπω, εκδιώχνω, απωθώ, αποκρούω
επίθεση, σε Ευρ., Θουκ. — Παθ., αποχωρώ, μένω πίσω, σε Θουκ.
ἀνα-στενάζω, μέλ. -ξω, I. = ἀναστένω, σε Ηρόδ.· τοῖά μοι ἀνεστέναζες
ἐχθοδοπά, τέτοιες μισητές λέξεις προέφερες με αναστεναγμούς, σε Σοφ.
II. με αιτ. προσ., θρηνώ, αναστενάζω για, σε Αισχύλ., Ευρ.
ἀνα-στενᾰχίζω, μέλ. -σω, αναστενάζω δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀνα-στενάχω[ᾰ], με αιτ. προσ., αναστενάζω για κάποιον μεγαλόφωνα,
θρηνώ δυνατά, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., στο ίδ.
ἀνα-στένω, μόνο στον ενεστ., I. αναστενάζω δυνατά, σε Αισχύλ. II. όπως
το ἀναστενάχω, με αιτ., σε Ευρ.
ἀνα-στέφω, μέλ. -ψω, στεφανώνω, κρᾶτα, σε Ευρ. — Παθ., ἀνέστεμμαι
κάρα φύλλοις, έχω στεφανωμένο το κεφάλι μου με φύλλα, στον ίδ.
ἀνα-στηρίζω, μέλ. -ξω, ορθώνω, στήνω σταθερά, στηρίζω, σε Ανθ.
ἀναστολή, ἡ (ἀναστέλλω), ρίξιμο προς τα πίσω, τῆς κόμης, σε Πλούτ.
ἀναστομόω, μέλ. -ώσω, ανοίγω, κάνω άνοιγμα σε, ἀν. τάφρον, καθαρίζω
μια τάφρο, σε Ξεν. — Μέσ., φάρυγος ἀναστόμου τὸ χεῖλος, άνοιξαν τα
χείλια του φάρυγγά σου διάπλατα, σε Ευρ.
ἀνα-στρέφω, ποιητ. ἀν-στρέφω, μέλ. -ψω, I. αναποδογυρίζω,
αναστατώνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· ἀν. καρδίαν, ανακατεύω το
στομάχι, δηλ. προκαλώ στομαχική ταραχή, σε Θουκ. — Παθ., ὄρος
ἀνεστραμμένον ἐν τῇ ζητήσει, ανεσκαμμένο παντού μέσω της εξόρυξης
μετάλλων, σε Ηρόδ. II. 1. γυρνώ πίσω, επιστρέφω, τινὰ ἐξ Ἅιδου, σε Σοφ.·
ὄμμα ἀν. κύκλῳ, περιστρέφω το μάτι μου, σε Ευρ.· συναθροίζω
στράτευμα, σε Ξεν. 2. αμτβ., γυρνώ πίσω, επιστρέφω, σε Ηρόδ., Αττ. III.
1. Παθ., είμαι ή διαμένω σ' έναν τόπο, Λατ. versari, ἄλλην γαῖαν ἀν.,
πηγαίνω σ' ένα μέρος και διαβιώ εκεί, σε Ομήρ. Οδ.· ἀν. ἐν Ἄργει, σε Ευρ.·
διευθύνω, διοικώ, συμπεριφέρομαι, ὡς δεσπότης, σε Ξεν. 2.
περιστρέφομαι, στριφογυρίζω, λέγεται για τον ήλιο, στον ίδ. 3. λέγεται για
στρατιώτες, συναγείρομαι, συναθροίζομαι ώστε να αντιμετωπίσω, στον ίδ.
ἀν-αστρολόγητος, -ον, αδαής περί της αστρολογίας, σε Στράβ.
ἀναστροφή, ἡ (ἀναστρέφω), I. 1. αναποδογύρισμα, ανατροπή, σε Ευρ.·
εἰς ἀναστροφὴν διδόναι - ἀναστρέφειν, στον ίδ. 2. επιστροφή, πισωγύρισμα,
σε Σοφ.· περιστροφή, λέγεται για στρατιώτες που αναστρέφονται είτε για
να βαδίζουν μπροστά είτε πίσω, σε Ξεν.· λέγεται για πλοίο, σε Θουκ. II.
(από Παθ.), 1. διαμονή σ' έναν τόπο, σε Πλούτ.· τρόπος ζωής, τρόπος
συνομιλίας, σε Κ.Δ. 2. μέρος στο οποίο κάποιος στέκεται, κατοικία,
διαμονή, σε Αισχύλ.
ἀναστρωφάω, μόνο στον ενεστ., θαμιστικό του ἀναστρέφω (αμτβ.),
στρέφω προς όλες τις κατευθύνσεις, σε Ομήρ. Οδ.
ἀνα-σύρομαι[ῡ], τραβώ τα ρούχα κάποιου, σε Ηρόδ.· μτχ. παρακ.
ἀνασεσυρμένος, αισχρός, ακόλαστος, κακοήθης, σε Θεόφρ.
63

ἀνα-σφάλλω, μέλ. -σφᾰλῶ, αμτβ., ανασηκώνομαι μετά από πτώση ή


αρρώστια, αναρρώνω, σε Βάβρ.
ἀνα-σχεθέειν, συνηρ. -θεῖν, απαρ. ποιητ. αορ. βʹ του ἀνέχω.
ἀνα-σχεῖν, -σχέσθαι, απαρ. Ενεργ. και Μέσ. αορ. βʹ του ἀνέχω.
ἀνάσχεσις, -εως, ἡ (ἀνέχομαι), ανοχή, εγκαρτέρηση, τῶν δεινῶν, σε
Πλούτ.
ἀνασχετός, Επικ. ἀνσχετός, -όν (ἀνέχομαι), ανεκτός, υποφερτός, σε
Θέογν., Σοφ.· κυρίως με αρνητ., οὐκ ἀνσχετά, ανυπόφορα, σε Ομήρ. Οδ.·
πτώματ' οὐκ ἀνασχετά, σε Αισχύλ.· οὐκ ἀνασχετόν (ἐστι), με απαρ., σε
Ηρόδ., Σοφ.
ἀνα-σχίζω, μέλ. -σω, κατασχίζω, ξεκοιλιάζω, τὴν γαστέρα, σε Ηρόδ.·
γδέρνω, σε Θεόκρ.
ἀνα-σῴζω, μέλ. -σω, επαναφέρω ό,τι είχε χαθεί, διασώζω, ανακτώ, σε
Σοφ. — 1. Μέσ., ἀνασώζεσθαί τινα φόβου, σώζω κάποιον από το φόβο,
στον ίδ. — Μέσ. με αρχική σημασία, ἀν. τὴν ἀρχήν, ανακτώ την εξουσία
για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. — Παθ., επιστρέφω ασφαλής από την εξορία,
σε Ξεν. 2. στη Μέσ. επίσης, διατηρώ στη μνήμη, ενθυμούμαι, σε Ηρόδ.
ἀνα-τᾰράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ανακατώνω, αναταράζω, οδηγώ σε
μανία, εξερεθίζω, προξενώ έξαψη, σε Σοφ., Πλάτ. — Παθ.,
ἀνατεταραγμένος, σε αταξία, σε Ξεν.
ἀνατέθραμμαι, Παθ. παρακ. του ἀνατρέφω.
ἀνᾱτεί, βλ. ἀνατί.
ἀνα-τείνω, ποιητ. ἀν-τείνω, μέλ. -τενῶ, I. 1. τεντώνω, εκτείνω, χεῖρα ἀν.,
σηκώνω το χέρι σε ορκωμοσία ή προσευχή, σε Πίνδ.· ή ως ένδειξη
συναίνεσης, έγκρισης σε ψηφοφορία, σε Ξεν. 2. εκτείνω προς τα μπροστά,
τὴν μάχαιραν ἀνατεταμένα, με προτεταμένο το σπαθί του, στον ίδ.·
οὐδὲνἀνατείναθαι φοβερόν, να επισείσει καμιά ανησυχητική απειλή, σε
Δημ. 3. κρατώ ψηλά ως βραβείο, σε Πίνδ. 4. σηκώνω, ανυψώνω, στον ίδ.
II. εκτείνω, μεγαλώνω, δηλ. τη γραμμή της μάχης, σε Ξεν.·
ἀετὸςἀνατεταμένος, υψωμένος αετός, στον ίδ. III. αμτβ., εκτείνομαι προς
τα πάνω, φθάνω μέχρι κάποιου σημείου, πέδιλα ἐς γόνυ ἀνατείνοντα, σε
Ηρόδ.· εκτείνομαι, απλώνομαι, οὖρος ἀν. ἐς τὴν Οἴτην, στον ίδ.
ἀνα-τειχίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, ξαναχτίζω, ανοικοδομώ, σε Ξεν.
ἀνατειχισμός, ὁ, ανοικοδόμηση του τείχους, σε Ξεν.
ἀνα-τέλλω, ποιητ. ἀν-τέλλω· αόρ. αʹ -έτειλα· I. 1. κάνω να ανατείλει, να
σηκωθεί ή να μεγαλώσει, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., φλὸξ ἀνατελλομένη,
ανεγειρόμενη, υπερυψούμενη φλόγα, σε Πίνδ. 2. γεννώ, φέρνω στο φως,
στον ίδ.· λέγεται για συμβάντα, σε Σοφ. II. αμτβ., 1. ανατέλλω, λέγεται για
τον ήλιο και το φεγγάρι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 2. λέγεται για ποτάμι,
πηγάζω, σε Ηρόδ. 3. μεγαλώνω, αυξάνω, φυτρώνω, για μαλλιά, σε Αισχύλ.
ἀνα-τέμνω, μέλ. -τεμῶ, σχίζω και ανοίγω, σε Ηρόδ., Λουκ.
ἀνᾱτί[ῑ], επίρρ. του ἄνατος, ατιμωρητί, ανεβλαβώς, σε Τραγ.· επίσης
γράφεται ἀνατεί.
64

ἀνα-τίθημι, μέλ. -θήσω,


Α. I. 1. επιθέτω, επιρρίπτω, αποδίδω (ως βάρος, ευθύνη), σε Ομήρ. Ιλ.,
Αριστοφ. 2. αναφέρω, αποδίδω ένα πράγμα σε κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.·
οὐ γὰρ ἄν οἱ πυραμίδα ἀνέθεσαν ποιήσασθαι, δεν θα του είχαν αποδώσει
την ανέγερση της πυραμίδας, στον ίδ.· ἐμοὶ ἀναθήσετε, θα μου αποδώσει
τα εύσημα γι' αυτό, σε Θουκ.· επίσης, ἀν. τινί πράγματα εναπόθεσε πάνω
του, του τα εμπιστεύθηκε, σε Αριστοφ., Θουκ. II. 1. ανεγείρω ως ανάθημα,
αφιερώνω, τί τινι, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· απ' όπου το αφιέρωμα ήταν το
ἀνάθημα — απαρ. Παθ. αορ. αʹ ἀνατεθῆναι, σε Αριστοφ.· αλλά το
ἀνάκειμαι είναι περισσότερο συχνό όπως το Παθ. 2. μεταφ., το αποδίδω
μέσω αυτής, ἀν. τι λύρᾳ, αποθέτω ένα τραγούδι στη λύρα, σε Πίνδ. 3.
μεταφέρω και εγκαταλείπω σ' ένα μέρος, σε Αριστοφ. III. αφαιρώ,
αναβάλλω, προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦ γε κατθανεῖν, προσθέτοντας ή
αναβάλλοντας κάτι από την αναγκαιότητα του θανάτου, σε Σοφ. Β. I. 1.
Μέσ., ανεβάζω πάνω σε κάτι για κάποιον, τὰ σκεύη ἐπὶ τὰ ὑποζύγια, σε
Ξεν. 2. μεταδίδω, πληροφορώ, παρέχω κάτι σε κάποιον, τί τινι, σε Κ.Δ. II.
τοποθετώ διαφορετικά, μεταθέτω, σε Χρησμ. παρά Ηροδ., σε Πλάτ. 2.
μεταφ., αποσύρω, μεταβάλλω τη γνώμη μου, σε Ξεν.
ἀνα-τῑμάω, μέλ. -ήσω, αυξάνω σε τιμή, σε Ηρόδ.
ἀνα-τῐνάσσω, μέλ. -ξω, κουνώ πάνω και κάτω, κραδαίνω, επισείω, σε
Ευρ.· λέγεται για τον άνεμο που ταρακουνάει το κατάρτι, στον ίδ.
ἀνα-τλῆναι, απαρ. του ἀν-έτλην, μτχ. ἀνατλάς, αόρ. βʹ με ενεστ. σε
αχρηστία· μέλ. ἀνατλήσομαι· υποφέρω ενάντια σε, υπομένω, αντέχω, σε
Ομήρ. Οδ., Αττ.· φάρμακ' ἀνέτλη, αντιστάθηκε στη δύναμη του μαγικού
ποτού, σε Ομήρ. Οδ.
ἀνατολή, ποιητ. ἀντολή (ἀνατέλλω), 1. ύψωμα, σήκωμα, ανατολή, λέγεται
για τον ήλιο, συχνά στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τα αστέρια, σε
Αισχύλ. 2. το ένα τέταρτο του ουρανού, η Ανατολή, ως σημείο του
ορίζοντα, Λατ. oriens, σε Ηρόδ.
ἀνα-τολμάω, μέλ. —ήσω , ανακτώ θάρρος, δύναμη, σε Πλούτ.
ἄν-ᾱτος, -ον (ἄτη), ανέπαφος, ανέβλαβος, σε Αισχύλ.· με γεν., κακῶν
ἄνατος, ανεπηρέαστος από οποιοδήποτε κακό, σε Σοφ.
ἀνατρεπτέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να ανατρέψει, σε Λουκ.
ἀνατρεπτικός, -ή, -όν, αυτός που έχει τη δύναμη να ανατρέψει κάτι, με
γεν., σε Πλάτ.
ἀνα-τρέπω, ποιητ. ἀν-τρέπω, μέλ. -τρέψω, παρακ. -τέτροφα, αόρ. βʹ μεσ.
ἀνετράπετο, με Παθ. σημασία· I. 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω,
αναταράσσω, ανακατεύω, συγχύζω, σε Αρχίλ. κ.λπ. — 2. Παθ.,
ἀνετράπετο = ὕπτιος ἔπεσεν, σε Ηρόδ., Αττ. 3. αναιρώ, ανατρέπω
επιχείρημα, σε Αριστοφ. — Παθ., ανατρέπομαι, δυσθυμώ, ἀνετράπετο
φρένα λύπᾳ, σε Θεόκρ. II. ερεθίζω, «ξυπνώ», σε Σοφ.
ἀνα-τρέφω, μέλ. -θρέψω, ανατρέφω, περιποιούμαι, μεγαλώνω,
αναπτύσσω, σε Αισχύλ., Αριστοφ., Ξεν.
65

ἀνα-τρέχω, μέλ. -θρέξομαι και -δρομοῦμαι, I. 1. τρέχω προς τα πίσω, σε


Ομήρ. Ιλ. 2. με αιτ., ανιχνεύω, αναζητώ, Λατ. repetere, σε Πίνδ. II.
αναπηδώ και τρέχω, ανασκιρτώ, λέγεται για άνδρες, σε Ηρόδ., Θουκ. 2.
λέγεται για πράγματα, ἐγκέφαλος ἀνέδραμε ἐξ ὠτειλῆς, τα μυαλά
ξεχύθηκαν από την πληγή, σε Ομήρ. Ιλ.· σμώδιγγες ἀνέδραμον, φάνηκαν
από το χτύπημα, στο ίδ. 3. βλασταίνω, μεγαλώνω, λέγεται για φυτά, στο
ίδ.· έπειτα για πόλεις και ανθρώπους, αυξάνομαι, πληθύνομαι, μεγαλώνω
γρήγορα σε αριθμό, σε Ηρόδ. 4. ἀναδέδρομε πέτρη, η πέτρα ανυψωνόταν
απότομα, σε Ομήρ. Οδ.
ἀνάτρησις, -εως, ἡ (ἀνά, τετραίνω), διάτρηση, διαπέρασμα, διατρύπηση,
σε Πλούτ.
ἀνα-τρίβω[ῑ], μέλ. -ψω, 1. τρίβω καλά, καθαρίζω τρίβοντας, κύνας, σε
Ξεν. 2. Παθ., τρίβομαι, φθείρομαι, σε Ηρόδ.
ἀνατροπή, ἡ (ἀνατρέπω), αναποδογύρισμα, ανακάτεμα, ανατροπή,
ανατάραξη, σε Αισχύλ., Πλάτ.
ἀνα-τῠλίσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, εκτυλίσσω, ξεδιπλώνω, ανοίγω,
βιβλία, σε Λουκ.
ἀνα-τῠπόω, μέλ. -ώσω, αποτυπώνω εκ νέου, σφραγίζω από την αρχή, σε
Λουκ.
ἀνα-τυρβάζω, μέλ. -σω, αναταράσσω, συγχέω, μπερδεύω, σε Αριστοφ.
ἀν-αύγητος, -ον (αὐγή), αυτός που δεν έχει ηλιαχτίδες, ανήλιαγος,
σκοτεινός, σε Αισχύλ.
ἀν-αύδητος, Δωρ. -ᾶτος, -ον (αὐδάω), I. 1. αυτός που δεν προφέρεται,
άρρητος, ανείπωτος, ανέκφραστος, Λατ. infondus, σε Αισχύλ., Ευρ. 2.
ανήκουστος, αδύνατος, ακατόρθωτος, σε Σοφ. II. άφωνος, άλαλος στον ίδ.
ἄν-αυδος, -ον (αὐδή), άφωνος, βουβός, ήσυχος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
κ.λπ. 2. αυτός που αποτρέπει την ομιλία, που επιβάλλει τη σιωπή, σε
Αισχύλ. II. όπως το ἀναύδητος, ανείπωτος, άρρητος, σε Σοφ.
ἄν-αυλος, -ον, αυτός που είναι χωρίς αυλό, δηλ. άχαρος, μελαγχολικός, σε
Ευρ.· ουδ. πληθ., ἄναυλα, ως επίρρ., σε Βάβρ. II. αδέξιος, ανίκανος στο
παίξιμο του αυλού, σε Λουκ.
Ἄναυρος, ὁ, I. ποταμός στη Θεσσαλία, σε Ησίοδ. II. ως προσηγορ.,
ἄναυρος, ὁ, ορεινός χείμαρρος, σε Μόσχ.
ἄ-ναυς, Επικ. αόρ. αʹ ἀν-άῡσα (αὔω), φωνάζω δυνατά, σε Θεόκρ.
ἀνα-φαίνω, ποιητ. ἀμ-φαίνω· μέλ. -φᾰνῶ αλλά -φᾱνῶ, στον Ευρ.· αόρ. αʹ
ἀνέφηνα ή -έφᾱνα· I. 1. προσδίδω φως, φλογίζω, ξύλα, σε Ομήρ. Οδ. 2.
φέρνω στο φως, καταδεικνύω, παρουσιάζω, σε Όμηρ., Αττ.· ἀν.μελέων
νόμους, σε Αριστοφ. 3. ανακηρύσσω, αναγορεύω, βασιλέα ἀν. τινά, σε
Πίνδ.· ἀν. πόλιν, τὴν ἀνακηρύσσω νικήτρια στους αγώνες, στον ίδ.· με
απαρ., ἀναφανῶ σε τόδε ὀνομάζειν, ανακηρύσσω πως σε φωνάζουν μ' αυτό
το όνομα, δηλ. διατάζω ότι θα ονομάζεσαι έτσι, σε Ευρ. 4. λέγεται για
πράγματα, ορίζω, νόμους, σε Αριστοφ. 5. ἀναφάναντες τὴν Κύπρον,
έχοντας ανοιχθεί, έρθει σε οπτική επαφή με την Κύπρο, σε Κ.Δ. II. Παθ.,
66

με μέλ. Μέσ., ἀναφᾰνήσομαι ή -φανοῦμαι, παρακ. ἀναπέφαμμαι, ή στο


μέσο τύπο· -πέφηνα· 1. αποδεικνύομαι, έρχομαι στο φως ή σε θέα,
παρουσιάζομαι απλά, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. επανεμφανίζομαι, σε Ηρόδ. 3.
ἀναφανῆναι μούναρχος, ανακηρύχθηκε βασιλιάς, στον ίδ.· ἀναφαίνεσθαι
σεσωσμένος, να βρίσκεται απλά σε ασφαλή κατάσταση, σε Ξεν.
ἀνα-φᾰλαντίας, -ου, ὁ (φάλανθος), φαλακρός στο μπροστινό μέρος, σε
Λουκ.
ἀναφανδά, επίρρ. (ἀναφαίνομαι), ορατά, φανερά, σε Ομήρ. Οδ.
ἀναφανδόν, επίρρ. = το προηγ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
ἀναφέρω, ποιητ. ἀμ-φέρω· μέλ. ἀν-οίσω, αόρ. αʹ ἀν-ήνεγκα, Ιων.
ἀνήνεικα, επίσης ἄνῳσα· I. 1. φέρνω ή κουβαλώ, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἀν.
τινὰ εἰς Ὄλυμπον, σε Ξεν.· φέρνω στην ενδοχώρα, ιδίως στην Κεντρική
Ασία, σε Ηρόδ. — Μέσ., μεταφέρω σε ασφαλές μέρος, παίρνω μαζί μου,
στον ίδ. 2. χύνω, εκβάλλω δάκρυα, σε Αισχύλ. — Μέσ., ἀνενείκασθαι,
απόλ., βγάζω βαθιά αναπνοή, βγάζω βαθύ αναστεναγμό, σε Ομήρ. Ιλ.,
Ηρόδ.· με αιτ. πράγμ., προφέρω, εκφέρω, ἀνενείκατο φωνάν, μῦθον, σε
Θεόκρ. 3. κρατώ, βαστάζω, επωμίζομαι, ἄχθος, σε Αισχύλ.· κινδύνους, σε
Θουκ. 4. προσφέρω, συνδράμω, συνεισφέρω, εἰς τὸ κοινόν, σε Δημ.·
προσφέρω σε θυσία, σε Κ.Δ. 5. αμτβ., οδηγώ, για δρόμο, σε Ξεν. II. 1.
φέρνω, επαναφέρω, σε Ευρ. κ.λπ.· ἀν. τὰς κώπας, να ανακτήσουν τα
κουπιά στο τέλος του χτυπήματος, σε Θουκ. 2. φέρνω πίσω ειδήσεις,
αναφέρω, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. επαναφέρω από την εξορία, σε Θουκ. 4.
ανιχνεύω την οικογενειακή γραμμή, εντοπίζω τον προπάτορα της
οικογένειας, σε Πλάτ. 5. αναφέρω ένα ζήτημα σε κάποιον άλλο, σε Ηρόδ.
κ.λπ.· αποδίδω, σε Ευρ. κ.λπ.· χωρίς αιτ., ἀν. εἴς τινα, επικαλούμαι
κάποιον, κάνω αναφορά σ' αυτόν, σε Ηρόδ., Πλάτ. 6. επαναφέρω,
επανορθώνω, αποκαθιστώ, σε Θουκ. — Παθ., επανέρχομαι, έρχομαι στα
συγκαλά μου, συνέρχομαι, σε Ηρόδ.· ομοίως επίσης αμτβ. στην Ενεργ.,
συνέρχομαι, αναλαμβάνω, στον ίδ. κ.λπ. 7. επιστρέφω, αποδίδω ως
εισόδημα, σε Ξεν. 8. παραλληλίζω, εξομοιώνω, σε Πλούτ.
ἀνα-φεύγω, μέλ. -φεύξομαι, 1. διαφεύγω, σε Ξεν. 2. δραπετεύω, στον ίδ.
3. λέγεται για φήμη, εξαφανίζομαι σταδιακά, σε Πλούτ.
ἀν-αφής, -ές (ἁφή), ανέγγιχτος, άψαυστος, σε Πλάτ.
ἀνα-φθέγγομαι, μέλ. -ξομαι, αποθ., αναφωνώ, αναβοώ, σε Πλούτ.
ἀνα-φθείρομαι, αόρ. βʹ -εφθάρην [ᾰ], Παθ., καταντώ άθλιος, κατὰ τί δεῦρ'
ἀνεφθάρης; ποια αθλιότητα σ' έριξε εδώ; σε Αριστοφ.
ἀνα-φλεγμαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, ερεθίζομαι και φουσκώνω, σε Πλούτ.
ἀνα-φλέγω, μέλ. -ξω, ανάβω, αναφλέγω, σε Ευρ.· μεταφ., ἀν. ἔρωτα, σε
Πλούτ. — Παθ., είμαι φλογισμένος, ενθουσιώδης, σε Ανθ.
ἀνάφλεξις, -εως, ἡ, άναμμα, ανάφλεξη, φλόγισμα, σε Πλούτ.
ἀνα-φλογίζω = ἀναφλέγω, σε Ανθ.
ἀνα-φλύω, μόνο στον παρατ., ανακοχλάζω ή αναβράζω, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀνα-φοβέω, μέλ. -ήσω, εκφοβίζω, σε Αριστοφ.
67

ἀναφορά, -ᾶς, ἡ (ἀναφέρω), 1. αναφορά σε κάτι, σε Θεόφρ., Πλούτ. 2.


καταφυγή σε κάτι (σε καιρό δυσκολίας), σε Δημ. 3. μέσο διόρθωσης
λάθους ή απώλειας, τρόπος επιδιόρθωσης, αποκατάστασης, σε Ευρ.,
Πλούτ.
ἀναφορέω, θαμιστικό του ἀναφέρω I, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἀνάφορον, τό, πάσσαλος ή ζυγός για τη μεταφορά πραγμάτων, σε
Αριστοφ.
ἀνα-φράζομαι, Επικ. αορ. αʹ -εφρασσάμην — Μέσ., έχω επίγνωση
κάποιου πράγματος, αντιλαμβάνομαι, σε Ομήρ. Οδ.
ἀν-αφρόδῑτος, -ον (Ἀφροδίτη), αυτός που δεν έχει την εύνοια της
Αφροδίτης, σε Πλούτ., Λουκ. 2. Λατ. invenustus, αυτός που δεν έχει
γοητεία, σε Πλούτ.
ἀνα-φρονέω, μέλ. -ήσω, επανέρχομαι στις αισθήσεις μου, σε Ξεν.
ἀνα-φροντίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, με απαρ., μελετώ επισταμένα πώς να πράξω
κάτι, σε Πίνδ.
ἀναφῠγή, ἡ (ἀναφεύγω), I. διαφυγή, απόδραση από κάτι, με γεν., σε
Αισχύλ. II. υποχώρηση, σε Πλούτ.
ἀνα-φύρω[ῡ], μέλ. -φύρσω, 1. ανακατεύω, συγχέω — Παθ., ἦν πάντα
ἀναπεφυρμένα, σε Ηρόδ. 2. μιαίνω, μολύνω, αἵματι ἀναπεφυρμένος, στον
ίδ.
ἀνα-φῡσάω, μέλ. -ήσω, I. φυσώ προς τα πάνω ή προς τα μπροστά, εκπνέω,
ξεφυσώ, εκτοξεύω, λέγεται για ηφαίστειο, σε Πλάτ. II. μεταφ. στην Παθ.,
φουσκώνω, υπερηφανεύομαι, σε Ξεν.
ἀνα-φῡσιάω, Επικ. μτχ. -φυσιόων, φυσώ με δύναμη, φυσώ προς τα πάνω,
λέγεται για δελφίνι, σε Ησίοδ.
ἀνα-φύω, μέλ. -φύσω [ῡ], I. αναπαράγω, πώγωνα, σε Θεόκρ. II. 1. Παθ.
με Ενεργ. αόρ. βʹ -έφυν, παρακ. -πέφυκα, αυξάνομαι, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2.
ξαναμεγαλώνω, ξαναφυτρώνω, λέγεται για τα μαλλιά, στον ίδ.
ἀνα-φωνέω, μέλ. -ήσω, 1. ξεφωνίζω, αναβοώ, σε Πλούτ. 2. ανακηρύσσω,
αναγορεύω, στον ίδ.
ἀναφώνημα, -ατος, τό, ανακήρυξη, αναγόρευση, σε Πλούτ.
ἀναφώνησις, -εως, ἡ, αναγόρευση, αναφώνηση, σε Πλούτ.
ἀνα-χάζω, I. κάνω να υποχωρήσει κάτι, σπρώχνω με δύναμη προς τα
πίσω, μόνο γʹ πληθ. ποιητ. αορ. αʹ ἀνέχασσαν, σε Πίνδ. II. Μέσ.,
ἀναχάζομαι, Επικ. αορ. αʹ ἀνεχασσάμην· οπισθοχωρώ, υποχωρώ, σε
Όμηρ.· ἐπὶ πόδα ἀναχάζεσθαι, υποχωρώ με αργό ρυθμό, λέγεται για
στρατιώτες, σε Ξεν. (Ο οποίος επίσης χρησιμοποιεί Ενεργ. με την ίδια
σημασία).
ἀνα-χαίνω, βλ. ἀναχάσκω.
ἀνα-χαιτίζω, μέλ. -σω (χαίτη), 1.λέγεται για άλογο, ρίχνω πίσω τη χαίτη,
ορθώνω, σε Ευρ.· μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, γίνομαι σκληροτράχηλος,
σε Πλούτ. 2. με αιτ., ορθώνομαι και ρίχνω τον αναβάτη, σε Ευρ.· μεταφ.
68

αναταράζω, στον ίδ., Δημ. 3. με γεν., ἀν τῶν πραγμάτων, αποτινάσσω τον


ζυγό των ασχολιών, σε Πλούτ.
ἀνα-χάσκω, μόνο στον ενεστ. και παρατ. οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται
από το *ἀναχαίνω, μέλ. -χᾰνοῦμαι, αόρ. βʹ ἀνέχᾰνον, παρακ. -κέχηνα·
ανοίγω το στόμα, χάσκω με ανοιχτό στόμα, σε Αριστοφ., Λουκ.
ἀνα-χέω, μέλ. -χεῶ, χύνω, εκχέω.
ἀνα-χνοαίνομαι, Παθ., αποκτώ το πρώτο χνούδι (χνόος), σε Αριστοφ.
ἀνα-χορεύω, μέλ. -σω, I. 1. αρχίζω χορό, ἀν. θίασον, σε Ευρ. 2.
πανηγυρίζω στο χορό, Βάκχιον, στον ίδ. 3. οὐκ ἄν με ἀνεχόρευ' Ἐρινύσι
Ἐρινύσι, δεν θα φοβόμουν από έναν όμιλο από Ερινύες, στον ίδ. II. αμτβ.,
χορεύω από χαρά, στον ίδ.
ἀνάχῠσις, -εως, ἡ (ἀναχέω), διάχυση, ξεχείλισμα, εκροή· μεταφ.,
υπερβολή, σε Κ.Δ.
ἀνα-χωνεύω, μέλ. -σω, αναλύω εκ νέου, ξαναλιώνω, σε Στράβ.
ἀνα-χώννῡμι, μέλ. -χώσω, συσωρεύω χώμα και σχηματίζω λόφο, σε Ανθ.
ἀνα-χωρέω, μέλ. -ήσω, I. 1. πηγαίνω πίσω, σε Όμηρ.· ιδίως αποχωρώ ή
αποσύρομαι από τη μάχη, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. 2. αποχωρώ από ένα
μέρος, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. II. επανέρχομαι στο νόμιμο ιδιοκτήτη, ἐς τὸν
παῖδα, σε Ηρόδ. III. αποσύρομαι, αναχωρώ από τον κόσμο, σε Αριστοφ.,
Πλάτ.
ἀναχώρησις, -εως, Ιων. -ιος, ἡ, I. υποχώρηση, οπισθοχώρηση,
αποχώρηση, σε Ηρόδ., Θουκ. II. τρόπος ή τόπος υποχώρησης, καταφύγιο,
σε Θουκ.
ἀναχωρητέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να οπισθοχωρήσει, να
αποσυρθεί, σε Πλάτ.
ἀνα-χωρίζω, μέλ. -σω, κάνω κάποιον να πάει πίσω ή να αποχωρήσει, σε
Ξεν.
ἀνα-ψάω, μέλ. -ήσω, σφουγγαρίζω — Μέσ., σπογγίζω για τον εαυτό μου,
σε Πλούτ.
ἀνα-ψηφίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, θέτω ξανά σε ψηφοφορία, σε Θουκ.
ἀναψῠχή, ἡ, δρόσισμα, αναζωογόνηση, αναψυχή· ανακούφιση,
επαναφορά, άνεση, απαλλαγή, σε Πλάτ.· από κάτι, με γεν., σε Ευρ.
ἀνα-ψύχω[ῡ], μέλ. -ψύξω, I. 1. δροσίζω, αναζωογονώ, με φρέσκο αέρα,
ανανεώνω, σε Όμηρ., Ευρ. — Παθ., είμαι αναζωογονημένος,
ανανεωμένος, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ναῦς ἀν., αφήνω τα πλοία να
«ξεκουραστούν» και να στεγνώσουν, τα ανακουφίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.·
ομοίως, ἀν. τὸν ἱδρῶτα, τον αφήνω να στεγνώσει, να εξατμιστεί, σε Πλούτ.
3. μεταφ. με γεν., ἀν. πόνων τινά, τον ανακουφίζω απο τα βάσανα, σε Ευρ.
II. αμτβ. στην Ενεργ., ανακουφίζομαι, αναζωογονούμαι, σε Ανθ., Βάβρ.

Με την πρόθεση από- εντοπίζονται 729 λήμματα


69

ἀπό, ποιητ. ἀπαί, πρόθ. με γεν.· Λατ. ab, από.


Α. I. για τόπο· 1. για κίνηση από τόπο· από, μακριά από, σε Όμηρ., κ.λπ.
λέγεται για πολεμιστές που μάχονται από τα άρματα, σε Όμηρ. 2. για θέση,
στάση σε τόπο, μακριά από, σε απόσταση από, χώρια από, ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο,
σε Ομήρ. Ιλ.· ἀπ' ὀφθαλμῶν, μακριά από το οπτικό πεδίο κάποιου, στο ίδ.·
ἀπὸθαλάσσης, σε Θουκ. κ.λπ. 3. λέγεται για το νου ή τα συναισθήματα,
ἀπὸ θυμοῦ, μακριά από, δηλ. αποξενωμένος από τα συναισθήματα μου, σε
Ομήρ. Ιλ.· οὐκ ἀπὸ τρόπου, όχι χωρίς λόγο, σε Πλάτ.· οὐκ ἀπὸ πράγματος,
σε Δημ. 4. με επιμεριστική σημασία, αἶσ' ἀπὸ ληΐδος, ένα μέρος της λείας,
ένα μερίδιό της, σε Ομήρ. Οδ. II. χρησιμοποιείται για χρόνο, από, μετά,
αφού, αφότου, ἀπὸ δείπνου, μετά το δείπνο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀπὸ δείπνου
γενέσθαι, αφότου ολοκληρώθηκε το δείπνο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀφ'οὗ (ενν.
χρόνου), Λατ. ex quo, στον ίδ. κ.λπ. III. για καταγωγή, προέλευση, αιτία
κ.λπ.· 1. γι' αυτό από το οποίο προέρχεται ή έχει γεννηθεί κάποιος, οὐκ ἀπὸ
δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης, χωρίς να έχει φυτρώσει από βελανιδιά ή από βράχο,
σε Ομήρ. Οδ.· τρίτος ἀπὸ Διός, τρίτος από τη γενιά του Δία, σε Πλάτ.· οἱ
ἀπὸ Σπάρτης, οι άνδρες που κατάγονται από τη Σπάρτη, σε Ηρόδ.· μεταφ.
λέγεται για πράγματα, κάλλος ἀπὸ Χαρίτων, η ομορφιά που γεννήθηκε από
τις Χάριτες, τέτοια όπως εκείνη που αυτές δωρίζουν, σε Ομήρ. Οδ.· γάλα
ἀπὸ βοός, σε Αισχύλ.· σε σχέση με τον ιδρυτή μιας Σχολής ή μιας αίρεσης,
οἱ ἀπὸ Πλάτωνος, οι μαθητές του Πλάτωνα· οἱ ἀπὸ τῆς Ἀκαδημίας, ἀπὸ τῆς
Στοᾶς, οι Ακαδημικοί, οι Στωικοί φιλόσοφοι, σε Πλούτ. κ.λπ. 2. λέγεται
για το υλικό από το οποίο ή δια του οποίου έχει δημιουργηθεί κάτι, ἀπὸ
ξύλου, σε Ηρόδ.· ἀπὸ μέλιτος, σε Θεόκρ. 3. χρησιμοποιείται για το όργανο
μέσω του οποίου έχει τελεστεί κάτι, ἀπ' ἀργυρέοιο βιοῖο, από (βέλος που
εκτοξεύτηκε από) ασημένιο τόξο, σε Ομήρ. Ιλ. 4. λέγεται για το πρόσωπο
από το οποίο προέρχεται μια ενέργεια, δηλ. από τον δράστη μιας ενέργειας,
οὐδὲν μέγα ἔργον ἀπ' αὐτοῦ ἐγένετο, σε Ηρόδ.· ἐπράχθη ἀπ' αὐτοῦ οὐδέν, σε
Θουκ.· κατ' αυτόν τον τρόπο το ἀπό κατέληξε να χρησιμοποιείται όπως το
ὑπό, υποδηλώνοντας όμως μια πιο έμμεση ενέργεια. 5. λέγεται για την
πηγή από την οποία διατηρείται η ζωή ή η δύναμη, ζῆν ἀπὸ ἰχθύων, σε
Ηρόδ.· τρέφειν τὸ ναυτικὸν ἀπὸ τῶν νήσων, σε Ξεν. 6. λέγεται για την αιτία,
το μέσο ή την περίσταση από, δια ή εξαιτίας της οποίας γίνεται κάτι, ἀπὸ
δικαιοσύνης, για λόγους δικαιοσύνης, σε Ηρόδ.· ἀπὸ τῶν αὐτῶν λημμάτων,
παρακινημένος από, αποσκοπώντας στα ίδια οφέλη, σε Δημ.· εξού,
λαμβάνω αρκετές επιρρηματικές χρήσεις, ἀπὸ σπουδῆς, με ζήλο, με
προθυμία, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀπὸ τοῦ ἴσου, ἀπὸ τῆς ἴσης ή ἀπ' ἴσης, εξίσου, σε
Θουκ. κ.λπ.· ἀπὸ γλώσσης, προφορικά, σε Ηρόδ.· ἀφ' ἑαυτοῦ, από τον
εαυτό μου ή με τις προσωπικές μου δυνάμεις, σε Θουκ. Β. Ως επίρρ.,
μακριά, σε Όμηρ., Ηρόδ. Γ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ. δηλώνει: 1. χωρισμό ή
απομάκρυνση από, χωριστά, χώρια, όπως στο ἀποτέμνω· μακριά από,
όπως στο ἀποβαίνω. 2. τελείωση, ολοκλήρωση, όπως στο ἀπεργάζομαι. 3.
παύση από, λήξη, όπως στα ἀπαλγέω, ἀπολοφύρομαι. 4. επιστροφή, όπως
70

στα ἀποδίδωμι, ἀπολαμβάνω· επίσης, πλήρης απολαβή ή απόδοση ενός


πράγματος στον ιδιοκτήτη του, όπως ἀπέχω. 5. χλευασμό ή λοιδορία, όπως
στο ἀποκαλέω. 6. σχεδόν = στερητικό α· μερικές φορές με ρήματα, όπως
ἀπαυδάω, ἀπαγορεύω· με επίθετα, όπως ἀποχρήματος, ἀπόσιτος. Δ. ἄπο,
με αναστροφή αντί ἀπό, όταν το συντασσόμενο με την πρόθεση όνομα
προηγείται και η πρόθεση έπεται, όπως ὀμμάτων ἄπο, σε Σοφ.
ἀπο-αίνυμαι, Επικ. αντί ἀπαίνυμαι.
ἀπο-αιρέομαι, Επικ. αντί ἀφαιρέομαι.
ἀπό-βα, = ἀπο-βῆθι, προστ. αορ. βʹ του ἀποβαίνω.
ἀπο-βάθρα, Ιων. -βάθρη, ἡ, σκάλα που χρησιμεύει στην αποβίβαση των
επιβατών από το πλοίο, δίοδος στις δύο πλευρές κάτω από το κατάστρωμα
του πλοίου, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἀπο-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ -εβήσετο· αόρ. βʹ ἀπ-
έβην, παρακ. ἀπο-βέβηκα·
Α. I. 1. εξέρχομαι από κάποιο μέρος, κατέρχομαι ή αποβιβάζομαι από
πλοίο, σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., αποβιβάζομαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.·
αφιππεύω από άρμα, ἵππων ή ἐξ ἵππων, σε Ομήρ. Ιλ. 2. απέρχομαι,
αποχωρώ, αναχωρώ, στο ίδ., Αττ.· με γεν., ἀποβαίνω πεδίων, σε Ευρ.·
λέγεται για ελπίδες, διαψεύδομαι, εκμηδενίζομαι, στον ίδ. II. 1. λέγεται
για γεγονότα ή συμβάντα, απορρέω, προκύπτω, καταλήγω, τὰ ἔμελλε
ἀποβήσεσθαι ἀπὸ τῆς μάχης, σε Ηρόδ.· τὸ ἀποβαῖνον, με κράση
τἀποβαῖνον, το αποτέλεσμα, το γεγονός· και τὰ ἀποβαίνοντα, τὰ ἀποβάντα,
αποτελέσματα, επακόλουθα, συνέπειες, στον ίδ., Θουκ.· τὰἀποβησόμενα,
πιθανά αποτελέσματα, σε Θουκ. 2. καταλήγω, εκβαίνω, παρὰ δόξαν, σε
Ηρόδ.· τοιόνδε, σε Ευρ.· ὡς προσεδέχετο, σε Θουκ.· απόλ., έχω ευτυχή
έκβαση, επιτυγχάνω, στον ίδ. 3. λέγεται για πρόσωπα, καταλήγω όντας,
αποδεικνύομαι, ἀποβαίνουσι κοινοί, αποδεικνύονται αδέκαστοι,
αμερόληπτοι, στον ίδ.· ομοίως, ἐς ἀλαθινὸν ἄνδρ' ἀποβαίνει, σε Θεόκρ.·
ἀπέβη ἐς μουναρχίην, η πολιτειακή κατάσταση κατέληξε σε μοναρχία, σε
Ηρόδ.Β. Μτβ. στον αόρ. αʹ ἀπέβησα, ανάγκασα κάποιον να αφιππεύσει,
να αποβιβαστεί από το πλοίο, να επιβιβαστεί στην ξηρά (με αυτή τη
σημασία ως ενεστ. λειτουργεί το ἀποβιβάζω), ἀπέβησα στρατιήν, σε Ηρόδ.
ἀπο-βάλλω, μέλ. -βαλῶ, 1. ρίχνω, πετώ από πάνω μου, σε Ομήρ. Ιλ.· με
γεν., ρίχνω από, απορρίπτω, πετώ από, ἀποβάλλω ὀμμάτων ὕπνον, σε Ευρ.
2. ρίχνω, πετώ, παρατώ, αφήνω, εγκαταλείπω, τὴν ἀσπίδα, σε Αριστοφ.·
τὸν ἄνδρα ἀποβάλλω, τον παρατώ, τον απορρίπτω, σε Ευρ. — Μέσ., πετώ,
ξεφορτώνομαι, απορρίπτω, σε Θεόκρ. 3. χάνω, τὰ πατρῷα, τὸν στρατόν, σε
Ηρόδ.· τὴν οὐσίαν, σε Αριστοφ.· πολλοὺς τῶν στρατιωτῶν, σε Θουκ.
ἀπο-βάπτω, μέλ. -ψω, βυθίζω κάτι αρκετά ή εντελώς στο νερό ή σε άλλο
υγρό, ἑωυτόν, σε Ηρόδ.· τι εἴς τι, στον ίδ.
ἀπο-βάς, μτχ. αορ. βʹ του ἀπο-βαίνω.
ἀπόβᾰσις, -εως, ἡ (ἀποβαίνω)· I. 1. αποβίβαση, έξοδος από το πλοίο στη
στεριά, ἀπὸ τῶν νεῶν, σε Θουκ.· ἡ ναυτικὴ ἐπ' ἄλλους ἀπόβασις,
71

αποβίβαση των δυνάμεων του ναυτικού εναντίον του εχθρού, στον ίδ.·
απόλ., ποιεῖσθαι ἀπόβασιν, αποβιβάζομαι από το πλοίο, προσεδαφίζομαι,
στον ίδ. 2. προσεδάφιση, τόπος προσεδάφισης· οὐκ ἔχει ἀπόβασιν, δεν
είναι δυνατόν να γίνει αποβίβαση, ή δεν υπάρχει κατάλληλο σημείο
προσεδάφισης, στον ίδ.· πληθ., στον ίδ. II. οδός διαφυγής ή διέξοδος,
δραπέτευση, σε Πλούτ.
ἀποβάτης[ᾰ], -ου, ὁ (ἀποβαίνω), αυτός που ίππευε πολλά άλογα
πηδώντας επιδέξια από το ένα άρμα στο άλλο κατά τη διάρκεια ιππικού
αγωνίσματος, Λατ. desultor, σε Πλούτ.
ἀπο-βιάζομαι, μέλ. -άσομαι, αποθ., I. απωθώ βιαία, εξαναγκάζω σε
οπισθοχώρηση — Παθ., απωθούμαι βίαια, εξαναγκάζομαι σε
οπισθοχώρηση, σε Ξεν. II. απόλ., μεταχειρίζομαι βία, στον ίδ.
ἀπο-βῐβάζω, μτβ. του ἀποβαίνω, εξάγω, εξαναγκάζω σε αποβίβαση, ιδίως
από πλοίο, κατεβάζω από το πλοίο, προσεδαφίζω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
— Μέσ., ἀποβιβάσασθαί τινας, τους αναγκάζω να αποβιβαστούν στην
ξηρά, στην ακτή, σε Ηρόδ.
ἀπο-βλάπτω, μέλ. -ψω, καταστρέφω ολοσχερώς — Παθ., ἀποβλαφθῆναι
φίλου, αποστερούμαι έναν φίλο, σε Σοφ.
ἀπο-βλαστάνω, αόρ. βʹ -έβλαστον, βλασταίνω, φυτρώνω, εκπηγάζω από,
με γεν., σε Σοφ.
ἀπο-βλάστημα, -ατος, τό, βλαστός, βλαστάρι, κλαδάκι, σε Πλάτ.
ἀπόβλεπτος, -ον, αυτός που θαυμάζεται από όλους, περίβλεπτος,
περίοπτος, θαυμαζόμενος, σε Ευρ.
ἀπο-βλέπω, μέλ. -βλέψομαι· 1. στρέφω το βλέμμα μου από κάθε τι άλλο
και το προσηλώνω σ' ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, ενατενίζω, κοιτάζω
με θαυμασμό ή απορία, ἔς τινα ή τι, σε Ηρόδ., Ευρ.· πρός τινα ή τι, σε
Ηρόδ., Πλάτ. 2. κοιτάζω με προσοχή, λαμβάνω υπ' όψιν ή αποσκοπώ, ἔς
τι, σε Ευρ. κ.λπ.· πρός τι, σε Πλάτ. 3. κοιτάζω κάτι με αγάπη ή θαυμασμό,
Λατ. observare, suspicere, με αιτ., σε Σοφ.· με πρόθ. ἔς ή πρός τινα, σε
Ευρ., Ξεν.
ἀποβλητέος, -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἀποβάλλω, αυτός τον οποίο πρέπει
κάποιος να απορρίψει, να πετάξει, σε Πλάτ.
ἀπόβλητος, -ον, ρημ. επίθ. του ἀποβάλλω, αυτός που αξίζει να απορριφθεί
ως άχρηστος, ως ανάξιος, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀπο-βλίττω, μέλ. -βλίσω [ῐ], αποκόπτω την κηρήθρα από την κυψέλη·
εξού, κλέβω, υφαρπάζω, σε Αριστοφ.
ἀπο-βλύζω, μέλ. -σω, αναβλύζω, εκρέω, με γεν. διαιρ. ἀποβλύζω οἴνου,
εκρέω μια ποσότητα κρασιού, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀποβολή, -ῆς, ἡ (ἀποβάλλω)· 1. απόρριψη, πέταμα, σε Πλάτ. 2. χάσιμο,
απώλεια, Λατ. jactura, στον ίδ.
ἀποβολιμαῖος, -ον (ἀποβάλλω), κατάλληλος να απορρίψει, να πετάξει
κάτι, με γεν., σε Αριστοφ.
ἀπο-βόσκομαι, αποθ., τρώγω, τρέφομαι από, καρπόν, σε Αριστοφ.
72

ἀπο-βουκολέω, μέλ. -ήσω, αφήνω έρμαιο το κοπάδι ή το παροδηγώ, το


καθοδηγώ λάθος, το παραπλανώ· αμελώ, χάνω (όπως ο κακός βοσκός
χάνει τα πρόβατά του)· εἰ τῇ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι, εάν
επρόκειτο να γίνω αίτιος να παραπλανηθεί ο γιος της κόρης μου, σε Ξεν.
— Παθ., χάνω το δρόμο μου, παροδηγούμαι, σε Λουκ.
ἀπο-βρίζω, μέλ. -ξω, αποκοιμιέμαι, πέφτω σε βαθύ ύπνο, σε Ομήρ. Οδ.
ἀπο-βροχίζω, μέλ. -ίσω (βρόχος), απαγχονίζω, στραγγαλίζω, σε Ανθ.
ἀπο-βώμιος, -ον (βωμός), αυτός που βρίσκεται μακριά από το βωμό,
ασεβής, άθεος, σε Ευρ.
ἀπό-γαιος ή -γειος, -ον (γῆ), αυτός που προέρχεται από την ξηρά·
ἀπόγειον ή ἀπόγαιον, τό, χοντρό σκοινί, παλαμάρι, μέσω του οποίου το
πλοίο προσδένεται στην ξηρά, σε Λουκ.
ἀπο-γεισόω, μέλ. -ώσω, κάνω κάτι να προεξέχει όπως το γείσο (γεῖσον)·
ὀφρύσι ἀπογεισόω τὰ ὑπὲρ τῶν ὀμμάτων, σε Ξεν.
ἀπο-γεύω, μέλ. -σω, δίνω μια μικρή ποσότητα φαγητού ή ποτού σε
κάποιον, ίσα ίσα για να το γευτεί, με γεν., σε Ανθ. — Μέσ., γεύομαι κάτι,
δοκιμάζω τη γεύση του, με γεν., σε Πλάτ., Ξεν.
ἀπο-γεφῡρόω, μέλ. -ώσω, συσσωρεύω χώμα, περιβάλλω μια περιοχή με
τη δημιουργία αναχωμάτων προκειμένου να εμποδίσω την εισροή υδάτων,
τὴν Μέμφιν, σε Ηρόδ.
ἀπο-γηράσκω, μέλ. -γηράσομαι [ᾱ], γερνώ, σε Θέογν.
ἀπο-γίγνομαι, Ιων. και μεταγεν. Αττ. -γίνομαι· μέλ. -γενήσομαι· I. απέχω
από, δεν συμμετέχω σε κάτι, με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ. II. 1. απόλ.,
απομακρύνομαι, αντίθ. προς το προσγίγνομαι, σε Θουκ.· γενικά, βρίσκομαι
μακριά, απουσιάζω, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. λέγεται για το θάνατο, ἀπογίγνομαι
ἐκτῶν οἰκίων, αναχωρώ από τους δικούς μου, πεθαίνω, σε Ηρόδ.·
ἀπογενέσθαι μόνον, είμαι νεκρός· οἱ ἀπογενόμενοι, οι νεκροί, σε Θουκ.· ὁ
ὕστατον αἰεὶ ἀπογίγνεται, αυτός που πέθανε τελευταίος, σε Ηρόδ.· ὁ
ἀπογινόμενος, αυτός που πεθαίνει, που ψυχορραγεί, στον ίδ., Θουκ. 3.
χάνομαι, αποχωρώ· ἀπεγίγνετο οὐδὲν τοῦ στρατοῦ, σε Θουκ.
ἀπο-γιγνώσκω, Ιων. και μεταγεν. Αττ. -γῑνώσκω, μέλ. -γνώσομαι· I.
εγκαταλείπω μια γνώμη, παραιτούμαι από το σχέδιο ή την πρόθεση να
κάνω κάτι, ἀπογιγνώσκω τὸμάχεσθαι, σε Ξεν.· ἀπογιγνώσκω μὴ βοηθεῖν,
αποφασίζω να μη βοηθήσω, σε Δημ. II. 1. με γεν. πράγμ., απελπίζομαι για
κάτι, με γεν., σε Λυσ.· απόλ., περιέρχομαι σε απόγνωση, σε Δημ. 2. με αιτ.,
εγκαταλείπω κάτι θεωρώντάς το απέλπιδα προσπάθεια, στον ίδ. — Παθ.,
είμαι απεγνωσμένος, απελπισμένος, σε Δημ. III. ως νομικός όρος,
αρνούμαι να αποδεχθώ μια κατηγορία, την απορρίπτω, δηλώνω αθώος,
στον ίδ.· ἀπογίγνομαί τινος (ενν. δίκην ή γραφὴν), απορρίπτω την
καταγγελία που ήλθε ενώπιον του δικαστηρίου κάποιου, δηλ. τον
απαλλάσσω αντίθ. προς το καταγιγνώσκειν τινός, στον ίδ.· επίσης,
ἀπογιγνώσκω τινά (ενν. τῆς δίκης ή γραφῆς), απαλλάσσω κάποιον από μια
κατηγορία, τον αθωώνω, στον ίδ.
73

ἀπόγνοιᾰ, ἡ, απόγνωση, απελπισία για κάτι, με γεν., σε Θουκ.


ἀπόγονος, -ον (ἀπογίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από,
απόγονος, Λατ. oriundus, σε Ηρόδ.· στον πληθ., οι απόγονοι, στον ίδ.,
Θουκ.· σαὶ ἀπόγονοι, οι απόγονοί σου, η φύτρα σου, σε Σοφ.
ἀπογρᾰφή, ἡ, I. καταγραφή, κατάλογος των γαιών, κτηματολόγιο ή
κατάλογος ατομικής περιουσίας, σε Πλάτ. κ.λπ.· καταγραφή των
προσώπων που υπόκεινται σε φορολόγηση, Λατ. census, σε Κ.Δ. II. ως
Αττ. νομικός όρος, το αντίγραφο επίσημης διακήρυξης ενώπιον των αρχών
(γραφή), κατάθεση, στους Ρήτ.
ἀπο-γράφω[ᾰ], μέλ. -ψω· I. 1. καταγράφω, αντιγράφω, καταγράφω σε
κατάλογο, καταχωρώ, σε Ηρόδ., Πλάτ. — Μέσ., αναθέτω την καταγραφή
ονομάτων σε κάποιον, ή κρατώ καταγεγραμμένο αρχείο για προσωπική
χρήση, σε Ξεν. 2. Μέσ. επίσης, δίνω το όνομά μου προς καταγραφή,
εγγράφομαι σε κατάλογο, σε Ξεν. II. 1. ως Αττ. νομικός όρος, 1.
ἀπογράφειν τινά, καταγράφω το όνομα κάποιου για να του προσάψω
κατηγορία ενώπιον του δικαστηρίου, παραδίδω αντίγραφο της εναντίον
του κατηγορίας, δίνω πληροφορίες εναντίον του, τον μηνύω, στον ίδ. 2.
παραδίδω κατάλογο στον οποίο είναι καταγεγραμμένη περιουσία για την
οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι ανήκει στο δημόσιο αλλά κατακρατείται από
ιδιώτη, στους Ρήτ.· επίσης, ἀπέγραψεν ταῦτα ἔχοντα αὑτόν, αναγνώρισε
εγγράφως ότι είχε στην κατοχή του αυτή την περιουσία, σε Δημ.
ἀπο-γυιόω, μέλ. -ώσω, στερώ από κάποιον τη δυνατότητα να
χρησιμοποιεί τα μέλη του εξασθενώντάς τα, κάνω κάποιον κουτσό· μὴ μ'
ἀπογυιώσῃς, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀπο-γυμνάζω, μέλ. -άσω, υποβάλλω σε σκληρή εξάσκηση, καταπονώ, σε
Αισχύλ.
ἀπο-γυμνόω, μέλ. -ώσω, γυμνώνω τελείως κάποιον από τα όπλα του, τον
αφοπλίζω — Παθ., είμαι αφοπλισμένος, γυμνωμένος από τον οπλισμό
μου, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., ξεγυμνώνομαι, γυμνώνω εντελώς τον εαυτό
μου, σε Ξεν.
ἀποδάκνω, μέλ. -δήξομαι, 1. αποκόπτω με τα δόντια ένα τμήμα από κάτι,
με γεν. — Παθ., μῆλα ἀποδεδηγμένα, μήλα που τους έχουν αποκοπεί
κομμάτια με τα δόντια, δαγκωμένα μήλα, σε Λουκ. 2. απόλ., δαγκώνω με
δύναμη, καταδαγκώνω, σε Ξεν.
ἀπο-δακρύω[ῡ], μέλ. -σω· 1. λύνομαι στο κλάμα για κάτι, θρηνώ γοερά
για, τινά, σε Πλάτ.· 2. ἀποδακρύω γνώμην, έκλαψα παρά τη γνώμη μου,
δηλ. χωρίς να το θέλω, σε Αριστοφ.
ἀπο-δαρθάνω, αόρ. βʹ -έδαρθον, κοιμάμαι λίγο, παίρνω έναν υπνάκο, σε
Πλούτ.
ἀποδάσμιος, -ον, αυτός που έχει αποχωριστεί από τους υπολοίπους, σε
Ηρόδ.
ἀποδασμός, ὁ, μερίδα, το μέρος ενός όλου, σε Θουκ.
74

ἀπο-δατέομαι, μέλ. -δάσομαι, Επικ. -δάσσομαι· I. μοιράζω σε άλλους,


διαμοιράζω, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ. II. χωρίζω ένα μέρος από το σύνολο,
ξεχωρίζω, σε Ηρόδ.
ἀποδέδεγμαι, I. παρακ. του ἀποδέχομαι. II. Ιων. αντί ἀποδέδειγμαι, Παθ.
παρακ. του ἀποδείκνυμι.
ἀπο-δεής, ές (δέω), αυτός που έχει πολλές ελλείψεις, που δεν είναι
πλήρης· μη πλήρως επανδρωμένος, σε Πλούτ.
ἀπο-δειδίσσομαι, γʹ ενικ. Επικ. παρατ. -δειδίσσετο, αποθ., προξενώ φόβο,
σε Ομήρ. Ιλ.
ἀπο-δείκνυμι και -ύω· μέλ. -δείξω, Ιων. -δέξω — Παθ., παρακ. -δέδεγμαι,
Ιων. -δέδεγμαι·
Α. δείχνω κάτι συγκεκριμένο ξεχωρίζοντάς το από άλλα αντικείμενα, και
συνεπώς, I. 1. δείχνω, επιδεικνύω, φανερώνω, γνωστοποιώ, με πράξεις ή
λόγια, τί τινι, σε Ηρόδ.· τι, σε Αισχύλ. 2. παρουσιάζω, επιδεικνύω,
εμφανίζω, Λατ. praestare, μαρτύρια τούτων, σε Ηρόδ.· παῖδας, σε Σοφ.·
ὑγιέα τινὰ ἐόντα ἀποδείκνυμι, τον παρουσιάζω σώο και υγιή, σε Ηρόδ. 3.
υπολογίζω ή επιδίδω υπολογισμούς, λόγον, στον ίδ., Θουκ. 4. δημοσιεύω,
κοινοποιώ νόμο, Λατ. promulgare, σε Ξεν. 5. ορίζω, παρέχω, αφιερώνω
τέμενος, βωμὸν ἀποδείκνυμί τινι, σε Ηρόδ. — Παθ., χῶρος ἀποδεδεγμένος,
προσδιορισμένος χώρος, στον ίδ. 6. καταδεικνύω μέσω συλλογισμού,
αποδεικνύω, αναδεικνύω, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀποδεικνύω τινὰ
οὐδὲν λέγοντα, καθιστώ φανερό ότι αυτός δεν λέει τίποτε, σε Ηρόδ. II. 1.
διορίζω, καθιστώ, ονομάζω, ανακηρύσσω, αναδεικνύω, ἀποδεικνύω τινὰ
βασιλέα, στον ίδ., Ξεν. 2. καθιστώ, κάνω κάποιον να αποκτήσει μια
ιδιότητα· ἀποδεικνύω τινὰ μοχθηρόν, τον κάνω μοχθηρό, σε Αριστοφ.·
ἀποδεικνύω τινὰ κράτιστον, σε Ξεν. 3. αναπαριστώ ως, ἀποδεικνύω παῖδα,
σε Ηρόδ. — Παθ., οὐκ ἐν τοῖσι θεοῖσι ἀποδεδέχαται (Ιων. γʹ πληθ. παρακ.),
δεν έχουν θεωρηθεί άξιοι να συμπεριληφθούν στη χορεία των θεών, δεν
έχουν γίνει αποδεκτοί ως θεοί, στον ίδ.Β. Μέσ., 1. επιδεικνύω, φέρνω στο
φως, φανερώνω κάτι προσωπικό μου· ἀποδέξασθαι τὴν γνώμην, φανερώνω
τη γνώμη μου, σε Ηρόδ.· μνημόσυνα ἀποδεικνύω, επιδεικνύω μεγάλα
οικοδομήματα, μνημεία που έχουν ανεγερθεί με τη φροντίδα μου, στον ίδ.
2. ακριβώς όπως το Ενεργ., ἀποδεικνύω ὅτι..., φανερώνω ότι..., σε Ξεν.
ἀποδεικτέον, ρημ. επίθ. του ἀποδεικνύω· 1. αυτό που πρέπει κάποιος να
αποδείξει. 2. με διπλή αιτ., αυτό που πρέπει να κάνει κάποιον να γίνει
τέτοιος ή τέτοιος, σε Λουκ.
ἀποδειλίᾱσις, -εως, ἡ, μεγάλη δειλία, υπερβολικός φόβος, σε Πλούτ.
ἀποδειλιᾱτέον, ρημ. επίθ. του ἀποδειλιάω, αυτό που πρέπει κάποιος να
φοβάται, σε Πλάτ.
ἀπο-δειλιάω, μέλ. -άσω [ᾱ], δειλιάζω, επιδεικνύω φόβο για κάποιον
κίνδυνο ή για την κοπιαστική εργασία, σε Ξεν., Πλάτ.
ἀπόδειξις, Ιων. -δεξις, -εως, ἡ (ἀποδείκνυμι)· I. 1. αποκάλυψη,
φανέρωση, σε Ευρ. 2. δημοσιοποίηση, έκθεση, διήγηση, κοινοποίηση,
75

δημοσίευση, σε Ηρόδ., Θουκ. 3. κατάδειξη, αποδεικτικός συλλογισμός,


απόδειξη· πληθ., αποδείξεις, επιχειρήματα που χρησιμοποιεί κάποιος για
να αποδείξει κάτι, τινος, σε Δημ. II. (από τον Μέσ. τύπο), ἀπόδειξις ἔργων
μεγάλων, επίδειξη, επίτευξη σημαντικών έργων, σε Ηρόδ.
ἀπο-δειπνίδιος, -ον (δεῖπνον), αυτός που ανήκει ή προέρχεται, περισσεύει
από το δείπνο, σε Ανθ.
ἀπο-δειροτομέω, μέλ. -ήσω, σφαγιάζω αποκόπτοντας το κεφάλι ή το
λαιμό κάποιου, σε Όμηρ.
ἀπο-δείρω, Ιων. αντί ἀπο-δέρω.
ἀποδεκᾰτόω, μέλ. -ώσω, λαμβάνω το ένα δέκατο από ένα πράγμα,
πληρώνω τη δεκάτη (φόρος), πάντα, σε Κ.Δ.· ἀποδεκατόω τινά, λαμβάνω
τη δεκάτη από κάποιον, στο ίδ.
ἀπο-δέκομαι, Ιων. αντί ἀπο-δέχομαι.
ἀποδεκτέον, ρημ. επίθ. του ἀποδέχομαι· 1. αυτό που πρέπει κάποιος να
παραλαμβάνει από άλλους, τι, σε Ξεν. 2. αυτό που πρέπει κάποιος να
αποδεχθεί, να εγκρίνει, να παραδεχθεί, τι, σε Πλάτ.· με γεν. προσ. και μτχ.,
ἀποδεκτέον τινὸς λέγοντος, στον ίδ.
ἀποδεκτήρ, -ῆρος, ὁ (ἀπο-δέχομαι), παραλήπτης, σε Ξεν.
ἀποδέκτης, -ου, ὁ, Παραλήπτης, ένα από τους άρχοντες στην Αθήνα, που
πλήρωνε τους δικαστές, σε Δημ.
ἀποδεκτός, -όν (ἀπο-δέχομαι), αυτός τον οποίο μπορεί να παραδεχθεί
κάποιος, ο παραδεκτός, σε Κ.Δ.
ἀπο-δενδρόομαι (δένδρον), Παθ., μεταβάλλομαι σε δέντρο, σε Λουκ.
ἀπο-δέξασθαι, I. απαρ. αορ. αʹ του ἀποδέχομαι. II. Ιων. αντί
ἀποδείξασθαι, αόρ. αʹ του ἀποδείκνυμι.
ἀπόδεξις, -εως, ἡ, Ιων. αντί ἀπόδειξις.
ἀπόδερμα, -ατος, τό (ἀποδέρω), δέρμα που έχει αφαιρεθεί με εκδορά,
τομάρι, σε Ηρόδ.
ἀπο-δέρω, Ιων. -δείρω, μέλ. -δερῶ, I. αφαιρώ εντελώς το δέρμα, γδέρνω,
τὸν βοῦν, σε Ηρόδ.· ἀποδέρω τὴν κεφαλήν, γδέρνω το κρανίο, στον ίδ. —
Παθ., πρόβατα ἀποδαρέντα, σε Ξεν. II. ἀποδέρω τὴν δορήν, αφαιρώ το
δέρμα, γδέρνω, σε Ηρόδ.
ἀπό-δεσμος, ὁ, I. στηθόδεσμος, ζώνη, σε Λουκ. II. δεσμίδα, δέμα,
κομπόδεμα, σε Πλούτ.
ἀποδεχθείς, Ιων. αντί ἀποδειχθείς.
ἀπο-δέχομαι, Ιων. -δέκομαι, μέλ. -δέξομαι, αόρ. αʹ -εδεξάμην, παρακ. -
δέδεγμαι· I. 1. δέχομαι από κάποιον, παραδέχομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. 2.
αποδέχομαι τις αντιλήψεις κάποιου και γίνομαι μαθητής του, είμαι οπαδός
κάποιου, σε Ξεν. 3. δέχομαι την παρουσία κάποιου, σε Πλάτ. 4. δέχομαι
με επιδοκιμασία, επιδοκιμάζω, εγκρίνω, παραδέχομαι, αποδέχομαι με
ευχαρίστηση, σε Θουκ. κ.λπ.· οὐκ ἀποδέχομαι, αποδοκιμάζω, απορρίπτω,
σε Ηρόδ.· το πρόσωπο από το οποίο κάποιος δέχεται κάτι τίθεται σε γεν.·
ἀποδέχομαί τί τινος, σε Θουκ. κ.λπ.· όταν όμως η αιτ. παραλείπεται, η
76

γενική προσ. συνάπτεται απευθείας στο ρήμα, με την προσθήκη μιας μτχ.·
ἀποδέχομαί τινοςλέγοντος, παραδέχομαι τα λεγόμενά του, σε Πλάτ.· απόλ.,
παραδέχομαι μια ρήση, μένω ικανοποιημένος, σε Δημ. 6. εκλαμβάνω,
εννοώ κάτι με συγκεκριμένο τρόπο, με επίρρ., σε Ξεν.· ὑπόπτως
ἀποδέχομαί τι, σε Θουκ.· δυσχερῶς, σε Πλάτ. II. λαμβάνω πίσω, ανακτώ,
επανακτώ, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἀπο-δέω, μέλ. -δήσω, δένω σφιχτά, σε Πλάτ.
ἀπο-δέω, μέλ. -δεήσω, έχω έλλειψη, υπολείπομαι, είμαι λιγότερος·
τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια, δέκα χιλιάδες παρά (που τους λείπουν)
τριακόσιοι, σε Θουκ.· είμαι υποδεέστερος, κατώτερος από, τινός, σε Λουκ.
ἀπο-δημέω, Δωρ. -δᾱμέω, μέλ. -ήσω (ἀπόδημος)· 1. είμαι μακριά από το
δήμο, το σπίτι, την πατρίδα μου, βρίσκομαι στα ξένα, ταξιδεύω, σε Ηρόδ.,
Αττ. 2. αναχωρώ προς την αλλοδαπή· ἀποδημέω παράτινα, επισκέπτομαι
κάποιον, σε Ηρόδ.· ἀποδημέω ἐς Αἴγιναν κατά τι, αναχωρώ για την Αίγινα
προκειμένου να φέρω κάτι, στον ίδ.
ἀποδημητής, -οῦ, ὁ, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα ξένα, σε Θουκ.
ἀποδημητικός, -ή, -όν, αυτός που αρέσκεται στο να ταξιδεύει· παράστασις
ἀποδημητική, εξορία στα ξένα, δηλ. εξοστρακισμός, σε Αριστ.
ἀποδημία, Ιων. -ίη, ἡ, το να βρίσκεται κάποιος μακριά από το σπίτι, την
πατρίδα του, το να ταξιδεύει κάποιος ή το να βρίσκεται στα ξένα, σε Ηρόδ.,
Αττ.· περὶτῆς ἀποδημίας τῆς ἐκεῖ, για τη ζωή μου στην ξένη εκείνη χώρα,
δηλ. πέρα από τον τάφο, σε Πλάτ.
ἀπό-δημος, Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που βρίσκεται μακριά από την
πατρίδα του, από το σπίτι του, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα ξένα, σε Πίνδ.,
Πλούτ.
ἀπο-διαιτάω, μέλ. -ήσω, αποφασίζω υπέρ του ενός σε περίπτωση
διαιτησίας, τον αθωώνω, αντίθ. προς το καταδιαιτάω, (αποφασίζω
εναντίον του, εκδίδω καταδικαστική απόφαση), σε Δημ.
ἀπο-διατρίβω[ῑ], μέλ. -ψω, κατατρίβω, φθείρω εντελώς, κατασπαταλώ,
σε Αισχίν.
ἀπο-δῐδράσκω, Ιων. -διδρήσκω, μέλ. -δράσομαι, Ιων. -δρήσομαι· αόρ. βʹ
ἀπ-έδραν, Ιων. -έδρην, προστ. ἀπόδρᾱθι, απαρ. ἀποδρᾶναι, Ιων. -δρῆναι,
μτχ. ἀποδράς· 1. πραγματοποιώ απόδραση, ξεφεύγω, διαφεύγω, «το
σκάω», ιδίως κρυφά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για δραπέτες
δούλους, σε Ξεν.· λέγεται για στρατιώτες, λιποτακτώ, στον ίδ.· 2. με αιτ.,
αποφεύγω, γλιτώνω, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἀπο-δίδωμι[ῐ], μέλ. -δώσω· I. 1. παραδίδω ή δίνω πίσω, επαναφέρω,
επιστρέφω, τί τινι, σε Όμηρ., Αττ.· ιδίως ανταποδίδω το οφειλόμενο, ξε
πληρώνω, όπως υπακοή, χρέη, ποινές, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀποδίδωμί τινι
λώβην, του ανταποδίδω την προσβολή του, δηλ. επιβάλλω αντίποινα γι'
αυτήν, στο ίδ.· ἀποδίδωμι ἀμοιβήν τινι, σε Θέογν. κ.λπ. 2. ανταποδίδω,
επιστρέφω, παραχωρώ, παράγω, λέγεται για καλλιεργούμενες εκτάσεις
γης, ἐπὶ διηκόσια ἀποδοῦναι (ενν. καρπόν), αποδίδει καρπό κατά διακόσιες
77

φορές περισσότερο, σε Ηρόδ. 3. με απαρ., επιτρέπω, αφήνω, ανέχομαι


κάποιον να κάνει κάτι, ἀποδίδωμι τισὶ αὐτονομεῖσθαι, σε Θουκ. κ.λπ.·
ομοίως στην Παθ., ὁ λόγος ἀπεδόθη αὐτοῖς, τους παραχωρήθηκε το
δικαίωμα να μιλήσουν, σε Αισχίν. 4. καθιστώ, κάνω κάποιον ή κάτι να
αποκτήσει μια συγκεκριμένη ιδιότητα, ἀποδίδωμι τὴν τέρψιν βεβαιοτέραν,
σε Ισοκρ. 5. παραδίδω, παραχωρώ, χαρίζω (πιθ. και πωλώ) ως δούλο, σε
Ευρ.· ἀποδίδωμι ἐπιστολήν, παραδίδω μια επιστολή, σε Θουκ. 6. λόγον
ἀποδίδωμι, δίδω, παραδίδω λογαριασμό, Λατ. rationes referre, σε Δημ.·
αφηγούμαι, εξιστορώ κάτι, σε Ευρ. 7. ἀποδίδωμι ὅρκον, βλ. ὅρκος. II.
αμτβ., αυξάνομαι, παραπλήσιο του ἐπιδίδωμι III· ἢν ἡ χώρη ἐπιδιδοῖ ἐς
ὕψος καὶ ἀποδιδοῖ ἐς αὔξησιν, σε Ηρόδ.· εκτός εάν η φράση αυτή σημαίνει
το αντίθετο· εάν η καλλιεργήσιμη γη αυξηθεί σε μήκος και πλάτος και
παρουσιάσει ωστόσο μείωση παραγωγικότητας, καρποφορίας. III. Μέσ.,
παραδίδω κάτι με τη θέλησή μου, πωλώ, σε Ηρόδ., Αττ.· ἀποδίδωμί τι ἐς
Ἑλλάδα, φέρνω κάτι στην Ελλάδα και εκεί το πωλώ, σε Ηρόδ.· ἀποδίδωμι
τοῦ εὑρίσκοντος, πωλώ κάτι στην αξία του, το κοστολογώ στην τιμή που
μπορεί να «πιάσει» στην αγορά, σε Αισχίν.· στην Αθήνα, ενοικιάζω,
εκμισθώνω, μισθώνω τους δημοσίους φόρους, σε Δημ.
ἀπο-δῐκεῖν, απαρ. του ἀπ-έδικον, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, πετώ, στα
σκουπίδια, απορρίπτω, σε Αισχύλ., Ευρ.
ἀπο-δῐκέω (δίκη), υπερασπίζομαι τον εαυτό μου ενώπιον του
δικαστηρίου, σε Ξεν.
ἀπο-δῑνέω, μέλ. -ήσω, αλωνίζω σιτηρά (βλ. δῖνος II), σε Ηρόδ.
ἀπο-δίομαι, αποθ., ἀποδιώκω, μόνον σε ενεστ., σε Ομήρ. Ιλ.
ἀπο-διοπομπέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ. (ἀπό, Διός, πομπή), αποτρέπω
επαπειλούμενες συμφορές μέσω εξιλαστηρίων προσφορών στον Δία,
εξορκίζω, σε Πλάτ.
ἀπο-διορίζω, Αττ. μέλ. -ιῶ, προσδιορίζω, οριοθετώ κάτι χωρίζοντάς το σε
τμήματα, διαχωρίζω, σε Κ.Δ.
ἀπο-δῐώκω, μέλ. -διώξομαι, διώχνω, καταδιώκω, σε Θουκ.· οὐκ
ἀποδιώξει σαυτόν; δηλ. σήκω και φύγε, ξεκουμπίσου, σε Αριστοφ.
ἀπο-δοκεῖ, απρόσ. (δοκέω), θεωρείται καλό να μην κάνει κάποιος κάτι, με
απαρ., ἀπέδοξέ σφι πράττειν ή μὴ πράττειν, σε Ηρόδ., Ξεν.· μερικές φορές
το απαρ. παραλείπεται, ὥς σφι ἀπέδοξε, όταν αποφάσισαν να μην
(προχωρήσουν περαιτέρω), σε Ηρόδ.
ἀπο-δοκῐμάζω, μέλ. -άσω, απορρίπτω κατόπιν εξέτασης ή δοκιμασίας·
απορρίπτω υποψήφιο λόγω έλλειψης των αναγκαίων προσόντων, σε
Ηρόδ., Αττ.· γενικά, απορρίπτω κάτι ως ανάξιο λόγου ή ως ακατάλληλο,
σε Πλάτ., Ξεν.
ἀποδοκιμαστέον, ρημ. επίθ. του ἀποδοκιμάζω· I. αυτό που πρέπει κάποιος
να αποδοκιμάζει, σε Ξεν. II.-έος, -έα, -έον, αυτός τον οποίο πρέπει κάποιος
να αποδοκιμάσει, σε Αριστ., Λουκ.
78

ἀποδοκιμάω, = ἀποδοκιμάζω, απορρίπτω, κρίνω κάποιον ή κάτι


ακατάλληλο, σε Ηρόδ.
ἄπ-οδος, ἡ, Ιων. αντί ἄφ-οδος.
ἀπόδοσις, -εως, ἡ (ἀποδίδωμι), 1. ανταπόδοση, αποκατάσταση,
επιστροφή οφειλομένου πράγματος, σε Ηρόδ., Αττ. 2. απότιση, πληρωμή,
τοῦ μισθοῦ, σε Θουκ.
ἀποδοτέον, ρημ. επίθ. του ἀποδίδωμι· I. αυτό που πρέπει κάποιος να
αποδώσει, να δώσει πίσω το οφειλόμενο, να επιδώσει, τί τινι, σε Πλάτ. 2.
αυτό που πρέπει κάποιος να περιγράψει, να αναπαραστήσει, στον ίδ.
ἀπο-δοῦναι, απαρ. αορ. βʹ του ἀποδίδωμι.
ἀποδοχή, ἡ (ἀποδέχομαι), το να δέχεται κάποιος κάτι που του
επιστρέφεται, παραλαβή επιστρεφομένου πράγματος, σε Θουκ.
ἀπο-δρᾰθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἀποδαρθάνω.
ἀπο-δράς, μτχ. αορ. βʹ του ἀποδιδράσκω.
ἀπόδρᾱσις, Ιων. -δρησις, -εως, ἡ (ἀποδιδράσκω), διαφυγή, δραπέτευση,
σε Ηρόδ.· με γεν., διαφυγή από κάτι, αποφυγή κάποιου πράγματος,
στρατείας, σε Δημ.
ἀπο-δρέπτομαι, μέλ. -ψομαι, αποθ., = το επόμ., σε Ανθ.
ἀπο-δρέπω, μέλ. -ψω, αποκόπτω, μαζεύω, συλλέγω καρπούς, σε Πίνδ.·
ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς, κόψε και πάρε στο σπίτι σου τα σταφύλια, σε
Ησίοδ.
ἀπο-δρῆναι, Ιων. αντί δρᾶναι, απαρ. αορ. βʹ του ἀποδιδράσκω.
ἀπόδρησις, Ιων. αντί ἀπόδρᾱσις.
ἀπο-δρύπτω, μέλ. -ψω, αόρ. αʹ ἀπέδρυψα, αόρ. βʹ ἀπέδρῠφον· ξεσχίζω το
δέρμα, κατασπαράζω, κατακομματιάζω, σε Όμηρ. — Παθ., λέγεται για το
δέρμα, σπαράζομαι, κομματιάζομαι, σε Ομήρ. Οδ.
ἀπο-δύνω[ῡ], = ἀποδύω, βγάζω, αφαιρώ, απογυμνώνω, βοείην, σε Ομήρ.
Οδ.
ἀπ-οδύρομαι[ῡ], μέλ. -υροῦμαι, ολοφύρομαι, θρηνώ σπαρακτικά, σε
Ηρόδ., Αττ.
ἀπο-δύς, μτχ. αορ. βʹ του ἀποδύω.
ἀποδῠτέον, ρημ. επίθ. του ἀποδύω· I. αυτό που πρέπει κάποιος να
απογυμνώσει, τινά, σε Λουκ. II. και με Παθ. σημ., ἀποδυτέον ταῖς γυναιξίν,
αυτό που πρέπει οι γυναίκες να βγάλουν, δηλ. τα ρούχα τους, σε Πλάτ.
ἀποδῠτήριον, τό, δωμάτιο στα δημόσια λουτρά όπου έβγαζαν τα ρούχα
τους αυτοί που πήγαιναν για λουτρό, σε Πλάτ., Ξεν.
ἀπο-δύω, μέλ. -δύσω, αόρ. αʹ -έδῡσα· 1. αφαιρώ τα ενδύματα ή τον
οπλισμό φονευμένου εχθρού, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ. μέλ. δῠθήσομαι, αόρ.
αʹ -δύθην [ῠ], παρακ. -δέδῠμαι· 2. αυτό που γυμνώνω έναν άνθρωπο από
τα ρούχα του· ἀπέδυσε τὰς γυναῖκας, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ. μέλ. -δύσομαι
[ῡ], αόρ. αʹ -εδυσάμην· επίσης αμτβ. Ενεργ. αορ. βʹ ἀπέδυν, παρακ.
ἀποδέδῡκα· γυμνώνω τον εαυτό μου, βγάζω τα ρούχα μου, εἴματα, σε
Ομήρ. Οδ.· απόλ., ἀποδυσάμενος, αυτός που έχει γδυθεί, στο ίδ.·
79

ἀποδύντες, αυτοί που έμειναν τελείως γυμνοί, σε Θουκ.· ἀποδύεσθαι εἴςή


πρός τι, γδύνομαι για να επιδοθώ σε γυμναστική εξάσκηση, σε Πλούτ.·
μεταφ., ἀποδύντες ἐπίωμεν, ας γδυθούμε και ας επιτεθούμε, δηλ. ας
ετοιμαστούμε κι ας αρχίσουμε τα αναπαιστικά τραγούδια, σε Αριστοφ.
ἀπο-είκω, μέλ. -ξω, αποσύρομαι, παραμερίζω από, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
ἀπο-ειπεῖν, Επικ. απαρ. του ἀπ-εῖπον.
ἀπο-έργᾰθον, ἀπο-έργω, Επικ. αντί ἀπ-είργαθον, ἀπ-είργω.
ἀπό-ερσε, αρχ. αόρ. αʹ που απαντά μόνον στο γʹ πρόσ. ἀπόερσε, παρέσυρε,
σάρωσε, κατέπνιξε· υποτ. ἀποέρσῃ, ευκτ. ἀποέρσειε· όλοι οι τύποι σε
Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
ἀπο-ζάω, μέλ. -ζήσω· I. ζω από κάτι· ὅσον ἀποζῆν, όσο χρειάζεται για να
ζήσει κάποιος με λιτότητα, σε Θουκ. II. ζω με στερήσεις, ζω μέσα στη
φτώχεια, σε Λουκ.
ἀπο-ζεύγνῠμαι, αόρ. αʹ -εζεύχθην, αόρ. βʹ -εζύγην [ῠ]· Παθ., χωρίζομαι,
αποχωρίζομαι από κάποιον, γυναικός, σε Ευρ.· εἰ γάμων ἀπεζύγην, εάν
ήμουν ελεύθερος από τα δεσμά του γάμου, στον ίδ.· ἀπεζύγην πόδας,
ανεχώρησα πεζός, σε Αισχύλ.
ἀπ-όζω, μέλ. -οζήσω, αναδίδω κάποια οσμή, τινος, απρόσ., ἀπόζει τῆς
Ἀραβίας, μια οσμή έρχεται από τη χώρα της Αραβίας, σε Ηρόδ.
ἀποθάλλω, μέλ. -θαλῶ, χάνω το άνθος, δηλ. παρακμάζω, σε Ανθ.
ἀπο-θαρρέω και -θαρσέω, έχω θάρρος, πλήρη αυτοπεποίθηση, σε Ξεν.
ἀπο-θαυμάζω, Ιων. -θωυμάζω ή -θωμάζω, μέλ. -σω, δείχνω μεγάλο
θαυμασμό σε κάτι, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., καταλαμβάνομαι από
μεγάλο θαυμασμό, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
ἀπο-θείομαι, Επικ. αντί -θέωμαι, υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του ἀποτίθημι.
ἀπο-θειόω, ποιητ. αντί ἀποθεόω.
ἄποθεν, επίρρ. (ἀπό)· I. από μακριά, σε Θουκ., Ξεν. II. μακριά, σε
απόσταση, σε Θουκ., Ξεν.
ἀπο-θεόω, μέλ. -ώσω· αναγορεύω κάποιον θεό, θεοποιώ — Παθ. μτχ.
Επικ. αορ. αʹ ἀποθειωθείς, σε Ανθ.
ἀπο-θεραπεία, ἡ, κανονική λατρεία, θεῶν, σε Αριστ.
ἀπο-θερίζω, ποιητ. αορ. αʹ ἀπ-έθρῐσα, αποκόπτω, κόμας, σε Ευρ.
ἀπόθεσις, -εως, ἡ (ἀπο-τίθημι), I. αποθήκευση, σε Πλάτ. II.
παραμερισμός, απαλλαγή, πέταμα, απόρριψη κάποιου πράγματος, σε Κ.Δ.
III. = ἀποδυτήριον, σε Λουκ.
ἀπό-θεστος, -ον (θέσσασθαι), περιφρονημένος, λέγεται για τον Άργο, τον
σκύλο του Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.
ἀποθέται, -ων, αἱ (ἀποτίθημι), κρημνώδης τόπος της Λακεδαίμονος,
όπου ρίχνονταν αμέσως μετά τη γέννησή τους τα παιδιά που είχαν κάποια
αναπηρία ή δυσμορφία, σε Πλούτ.
ἀπόθετος, -ον (ἀποτίθημι), 1. αυτός που έχει τεθεί κατά μέρος,
αποθηκευμένος, σε Πλούτ., Λουκ. 2. κρυφός, μυστικός, μυστηριώδης, ἔπη,
80

σε Πλάτ. 3. αυτός που φυλάσσεται για ιδιαίτερες περιστάσεις, εξαιρετικός,


ιδιαίτερος, σε Δημ.
ἀπο-θέω, μέλ. -θεύσομαι, τρέχω μακριά, σε Ηρόδ., Ξεν.
ἀπο-θεώρησις, -εως, ἡ, σοβαρή εξέταση, σπουδαία έρευνα, σε Πλούτ.
ἀποθέωσις, -εως, ἡ (ἀποθεόω), θεοποίηση, σε Στράβ.
ἀποθήκη, ἡ (ἀπο-τίθημι)· I. μέρος για την αποθήκευση οποιουδήποτε
πράγματος, σιταποθήκη, αποθηκευτικός χώρος, ταμείο, σε Θουκ. II.
οτιδήποτε έχει αποθηκευτεί, προμήθειες, εφόδια· ἀποθήκην ποιεῖσθαι ἔς
τινα, αποθηκεύω προμήθειες για χάρη κάποιου, σε Ηρόδ.
ἀπο-θηλύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, εκθηλύνω, απονευρώνω, εξασθενώ, σε Πλούτ.
ἀπο-θησαυρίζω, μέλ. -σω, αποθηκεύω, αποταμιεύω, επισωρεύω, σε
Λουκ.
ἀπο-θλίβω[ῑ], μέλ. -ψω, I. συνθλίβω, πιέζω και βγάζω, εξάγω δια της
πίεσης, σε Ευρ. II. συνωθώ, λέγεται για όχλο, σε Κ.Δ.
ἀπόθλιψις, -εως, ἡ, εξαγωγή μέσω πίεσης, εκβολή, εκδίωξη από έναν
τόπο, σε Λουκ.
ἀπο-θνῄσκω, μέλ. -θᾰνοῦμαι, Ιων. -θανέομαι ή -εῦμαι· αόρ. βʹ -έθᾰνον,
παρακ. -τέθνηκα, Επικ. μτχ. -τεθνηώς· επιτετ. του θνήσκω· I. πεθαίνω,
ξεψυχώ, σε Όμηρ., Αττ.· είμαι έτοιμος να πεθάνω ή να σκάσω από τα
γέλια, σε Αριστοφ. II. ως Παθ. του ἀποκτείνω, φονεύομαι, δολοφονούμαι,
ὑπό τινος, σε Ηρόδ., Πλάτ.
ἀπο-θορεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἀποθρῴσκω.
ἀπο-θρᾰσύνομαι[ῡ], μέλ. -ῠνοῦμαι, αποθ., είμαι παράτολμος, επιχειρώ,
αποτολμώ οποιαδήποτε πράξη, σε Δημ.
ἀπο-θραύω, μέλ. -σω, σπάζω και αποκόπτω το τμήμα που εξέχει από κάτι
— Παθ., σπάζομαι σε κομμάτια· μεταφ., ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας,
εκπίπτω από τη θέση που κατέχω, χάνω την καλή μου φήμη, την υπόληψή
μου, σε Αριστοφ.
ἀπο-θρηνέω, μέλ. -ήσω, ολοφύρομαι, οδύρομαι, μοιρολογώ, σε Βάβρ.,
Πλούτ.
ἀπο-θρῑάζω (θρῖον), κυρίως, κόβω φύλλα συκιάς· αποκόπτω οτιδήποτε,
ακρωτηριάζω, σε Αριστοφ.
ἀπο-θρύπτω, μέλ. -ψω, συντρίβω σε κομμάτια, θρυμματίζω· μεταφ. στην
Παθ., ἀποτεθρυμμένος, αυτός που έχει σπασμένα τα νεύρα ή το ηθικό του,
αποδυναμωμένος, σε Πλάτ.
ἀπο-θρῴσκω, μέλ. -θοροῦμαι, αόρ. βʹ ἀπέθορον· πηδώ έξω ή κάτω από,
νηός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀφ' ἵππου, ἀπὸ νεός, σε Ηρόδ. II. αναπηδώ από,
ανέρχομαι, υψώνομαι από· καπνὸν ἀποθρῴσκοντα γαίης, σε Ομήρ. Οδ.·
απόλ., αποσπώμαι και κατακρημνίζομαι, λέγεται για βράχους, σε Ησίοδ.
ἀπο-θύμιος[ῡ], -ον (θῡμός), αυτός που βρίσκεται σε δυσαρμονία με τα
αισθήματα ή τις πεποιθήσεις κάποιου, δυσάρεστος, απεχθής, μισητός·
ἀποθύμια ἔρδειν τινί, κάνω κάτι που δυσαρεστεί κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.·
ἀποθύμιόν τιποιῆσαι, σε Ησίοδ.
81

ἀπο-θύω, μέλ. -θύσω [ῡ], προσφέρω θυσία την οποία έχω υποσχεθεί στον
θεό, εκ πληρώνω τάμα, σε Ξεν.
ἀπ-οίδησις, -εως, ἡ, καταπράυνση οιδήματος, υποχώρηση πρηξίματος, σε
Στράβ.
ἀ-ποίητος, -ον, αυτός που δεν έγινε, ακυρωμένος, σε Πίνδ.· αυτός που δεν
είναι δυνατόν να γίνει, αδύνατος, απραγματοποίητος, σε Πλούτ.
ἀπ-οικέω, μέλ. -ήσω· I. απέρχομαι από την πατρίδα μου (κυρίως ως
άποικος), εγκαθίσταμαι σε ξένη χώρα, μεταναστεύω, ἐς Θουρίους, σε
Πλάτ. II. κατοικώ μακριά, βρίσκομαι πολύ μακριά, σε Ευρ., Θουκ. —
Παθ., ἡ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ μακρὰν ἀπῳκεῖτο, η Κόρινθος κατοικείτο ως
πόλη πολύ μακριά από μένα, δηλ. εγκατεστημένος πολύ μακριά από την
Κόρινθο, σε Σοφ.
ἀποικία, Ιων. -ίη, ἡ (ἄποικος), οικισμός ανθρώπων μακριά από την
πατρίδα τους, αποικία, αποικισμός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· εἰς ἀποικίαν στέλλειν,
στέλνω ανθρώπους μακριά από την πατρίδα για να δημιουργήσουν
αποικία, στον ίδ.· ἀποικίαν ἐκπέμπειν, σε Θουκ.
ἀπ-οικίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ· I. στέλνω πληθυσμό μακριά από την πατρίδα,
ώστε να δημιουργηθεί αποικία, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ. — Παθ.,
εγκαθίσταμαι σε ξένη χώρα, μεταναστεύω, σε Πλάτ. II. αποικώ έναν τόπο,
δημιουργώ εκεί αποικία, στέλνω αποίκους, με αιτ., σε Ηρόδ., Θουκ.
ἀποίκις, -ίδος, ἡ, θηλ. του ἄποικος· ἀποίκις πόλις, αποικία, σε Ηρόδ.
ἀποικισμός, ὁ, εγκατάσταση αποίκων σ' έναν τόπο, η δημιουργία
αποικίας, σε Αριστ.
ἀπ-οικοδομέω, μέλ. -ήσω, φράζω τον δρόμο με την ανέγερση οικοδομής,
αποκλείω με την ύψωση τείχους, υψώνω οδόφραγμα, τὰς θύρας, τὰς ὁδούς,
σε Θουκ.
ἄπ-οικος, -ον, I. αυτός που βρίσκεται μακριά από το σπίτι, την πατρίδα
του· ἄποικον πέμπειν τινὰ γῆς, στέλνω κάποιον μακριά από την πατρίδα
του, σε Σοφ. II. ως ουσ., 1. αυτός που μεταναστεύει από τη χώρα του για
να συμβάλει στη δημιουργία αποικίας, ο άποικος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. ἄποικος (ενν. πόλις), ἡ, η αποικία, σε Ξεν.
ἀπ-οικτίζομαι, Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., παραπονούμαι μεγαλοφώνως για
κάτι, με αιτ., σε Ηρόδ.
ἀ-ποίμαντος, -ον (ποιμαίνω), αυτός που δεν έχει ποιμένα να τον οδηγήσει
στην βοσκή, ατάιστος, παραμελημένος, σε Ανθ.
ἀπ-οιμώζω, μέλ. -ξομαι, θρηνολογώ μεγαλοφώνως, με αιτ., σε Τραγ.
ἄ-ποινα, -ων, τά (α αθροιστικό ή ευφωνικό και ποινή)· I. λύτρα ή αντίτιμο
που καταβάλλεται είτε για την ανάκτηση της ελευθερίας είτε για την
εξαγορά της ζωής κάποιου ή για την απόδοση της σορού ενός φίλου, σε
Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ἄποινα κούρης νἷος, λύτρα για την απελευθέρωση ή τη
διασφάλιση της ζωής της κόρης ή του γιου κάποιου, στο ίδ. II. γενικά,
αποζημίωση, ανταπόδοση, ανταμοιβή, εξιλέωση για κάτι, σε Αισχύλ.,
Ευρ.
82

ἀποινάω, μέλ. -ήσω, απαιτώ το οφειλόμενο πρόστιμο από τον φονιά, Νόμ.
παρά Δημ. — Μέσ., λαμβάνω λύτρα για κάποιον, σε Ευρ.
ἀποινό-δῐκος, -ον, αυτός που επιβάλλει ποινή, που τιμωρεί, που κολάζει,
σε Ευρ.
ἀπ-οϊστεύω, μέλ. -σω, φονεύω με βέλη, σε Ανθ.
ἀπ-οίσω, μέλ. του ἀποφέρω.
ἀπ-οίχομαι, παρατ. -ῳχόμην, μέλ. -οιχήσομαι· αποθ.· 1. απέρχομαι, φεύγω
μακριά, βρίσκομαι μακριά από, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. 2. απόλ., έχω
φύγει, έχω αναχωρήσει, απουσιάζω, σε Ομήρ. Οδ.· εξού, έχω απέλθει, έχω
χαθεί· ἀποίχεται χάρις, σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, πέθανα και πλέον
δεν υπάρχω, έχω φύγει, σε Πίνδ., Αριστοφ.
ἀπο-καθαίρω, μέλ. -καθᾰρῶ, καθαρίζω εντελώς, σφουγγίζω· ἀποκαθαίρω
τὴν χεῖρα εἰς τὰ χειρόμακτρα, σκουπίζω τα χέρια μου στις πετσέτες, σε
Στράβ· μεταφ. στην Παθ., ἀποκεκαθάρθαι τὴν φωνήν, μιλώ τη γλώσσα
σωστά και με ακρίβεια, σε Λουκ. II. απομακρύνω, τὰς τραπέζας, σε
Αριστοφ. — Μέσ., ἀποκαθήρασθαί τινος, απαλλάσσομαι από κάτι, σε Ξεν.
ἀποκάθαρσις, -εως, ἡ, I. καθαρισμός, καθάρισμα, σε Θουκ. II. καθαρμός,
εξαγνισμός, εξιλασμός, σε Πλούτ.
ἀπο-κάθημαι, Παθ., κάθομαι χωριστά, μακριά· ἀτιμώμενοι ἀποκατέαται
(Ιων. αντί -κάθηνται)· σε Ηρόδ.
ἀπο-καθίστημι, μέλ. -καταστήσω, αόρ. αʹ -κατέστησα· αποκαθιστώ,
επαναφέρω, στην προηγούμενή του κατάσταση, επανακτώ, επανορθώνω,
επανιδρύω, σε Ξεν.
ἀπο-καίνῠμαι, Παθ., υπερτερώ ή νικώ, υποτάσσω, δαμάζω, με αιτ., σε
Ομήρ. Οδ.
ἀπο-καίριος, -ον = ἄκαιρος, αυτός που συμβαίνει σε ακατάλληλη στιγμή,
σε Σοφ.
ἀπο-καίω, Αττ. -κάω, μέλ. -καύσω, αόρ. αʹ ἀπέκηα και -έκαυσα·
καυτηριάζω, λέγεται για τον καυτηριασμό στην ιατρική πρακτική, σε Ξεν.·
λέγεται για υπερβολικό ψύχος, (όπως το frigus aduritτου Βιργ.), ζαρώνω
από το ψύχος, παθαίνω κρυοπαγήματα, στον ίδ. — Παθ., ἀπεκαίοντο αἱ
ῥῖνες, οι μύτες τους καίγονταν από τον πάγο, πάθαιναν εγκαύματα, στον
ίδ.
ἀπο-κᾰλέω, μέλ. -έσω· I. 1. καλώ πίσω, ανακαλώ, από την εξορία, σε
Ηρόδ., Ξεν. 2. καλώ σε συγκεκριμένο τόπο, καλώ κατ' ιδίαν, σε Ξεν. II.
καλώ ονομαστικά, ιδίως ονειδίζοντας, στιγματίζω ως, τὸν τοῦ μανέντος
ξύναιμον ἀποκαλοῦντες, σε Σοφ.· σοφιστὴν ἀποκαλέω τινά, σε Ξεν.
ἀπο-κᾰλύπτω, μέλ. -ψω· 1. ξεσκεπάζω, τὴν κεφαλήν, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2.
αποκαλύπτω, φανερώνω, σε Πλάτ. — Μέσ., φανερώνω όλα όσα έχω στο
νου μου, σε Πλούτ., Κ.Δ. — Παθ., έχω αποκαλυφθεί, γνωστοποιηθεί,
φανερωθεί, σε Κ.Δ.
ἀποκάλυψις, -εως, ἡ, αφαίρεση του καλύμματος, φανέρωση, αποκάλυψη,
σε Κ.Δ.· ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἰωάννου, στο ίδ.
83

ἀπο-κάμνω, μέλ. -κᾰμοῦμαι, 1. κουράζομαι υπερβολικά, καταβάλλομαι


από την κούραση ή εξουθενώνομαι, σε Σοφ., Πλάτ.· με μτχ., ἀποκάμνω
ζητῶν, έχω καταπονηθεί ψάχνοντας, σε Πλάτ. 2. με απαρ., σταματώ, παύω
να κάνω κάτι, σε Ευρ., Πλάτ. 3. με αιτ., ἀποκάμνω πόνον, αποφεύγω τον
κόπο, δειλιάζω μπροστά στον μόχθο, σε Ξεν.
ἀπο-κάμπτω, μέλ. -ψω, αμτβ., αποκλίνω, κάνω παράκαμψη από την
ευθεία οδό, σε Ξεν.
ἀπόκαμψις, -εως, ἡ, παράκαμψη από την ευθεία οδό, απόκλιση, σε
Θεόφρ.
ἀπο-κᾰπύω, εκπνέω, βγάζω την ανάσα από το στήθος μου, αποπνέω· ἀπὸ
δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν (Επικ. αόρ. αʹ με τμήση), απέπνευσε την ζωή της, δηλ.
λιποθύμησε (δεν πέθανε), λέγεται για την Ανδρομάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀπο-κᾰρᾱδοκία, ἡ (καραδοκέω), ένθερμη προσδοκία, αδημονία, σε Κ.Δ.
ἀπο-καρτερέω, μέλ. -ήσω, πεθαίνω με τη θέλησή μου από ασιτία, πεθαίνω
απέχοντας από την τροφή, σε Πλούτ.
ἀπο-καταλλάσσω, Αττ. —ττω, μέλ. -ξω, συμφιλιώνω εκ νέου, σε Κ.Δ.
ἀπο-κάτημαι, Ιων. αντί ἀπο-κάθημαι.
ἀπο-καυλίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ (καυλός), αποκόπτω το στέλεχος, τον κορμό,
το κλαδί ή το κοτσάνι· σμικρύνω αποκόπτοντας, σε Ευρ., Θουκ.
ἀποκαύλισις, -εως, ἡ, αποκοπή στελέχους, σμίκρυνση, απόσπαση, σε
Λουκ.
ἀπο-κάω, Αττ. αντί ἀπο-καίω.
ἀπό-κειμαι, μέλ. -κείσομαι, χρησιμ. ως Παθ. του ἀποτίθημι, βρίσκομαι
μακριά από· απόλ., είμαι συσσωρευμένος, αποθησαυρισμένος, σε Σοφ.,
Ξεν.· πολύς σοι (γέλως) ἐστὶν ἀποκείμενος, έχεις συσσωρευμένο πολύ γέλιο
μέσα σου (και δεν το εξωτερικεύεις), σε Ξεν.
ἀπο-κείρω, μέλ. -κερῶ, Επικ. -κέρσω· αόρ. αʹ -έκειρα, Επικ. -έκερσα —
Παθ. αόρ. βʹ -εκάρην [ᾰ], παρακ. -κέκαρμαι· I. 1. κόβω, κουρεύω τα
μαλλιά, κατά κανόνα στη Μέσ.· απεκείρατο χαίτην, έκοψε τα μαλλιά του,
σε Ομήρ. Ιλ.· ἀποκείρασθαι τὰς κεφαλάς, κουρεύουν τα μαλλιά τους μέχρι
το δέρμα, σε Ηρόδ.· και απόλ., ἀποκείρασθαι, κόβω πολύ κοντά τα μαλλιά
μου, σε Αριστοφ. — Παθ., μτχ. παρακ. ἀποκεκαρμένος, έχοντας τα μαλλιά
του κοντοκουρεμένα, στον ίδ. 2. μεταφ., εξαπατώ· τοὺς παχεῖς, σε Λουκ.
II. γενικά, διαχωρίζω, διατέμνω, αποχωρίζω, σε Ομήρ. Ιλ. III. πετσοκόβω,
σφαγιάζω, φονεύω, σε Αισχύλ.
ἀπο-κερδαίνω, μέλ. -κερδήσω ή κερδᾰνῶ, αόρ. -εκέρδησα ή -εκέρδᾱνα·
έχω κέρδος, όφελος από κάτι, με γεν., σε Ευρ.· απόλ., σε Λουκ.
ἀποκερμᾰτίζω, Αττ. μέλ. -ιῶ, ανταλλάσσω μεγαλύτερης αξίας νομίσματα
με κέρματα μικρότερης αξίας· μεταφ., ἀποκερματίζω τὸν βίον, δαπανώ,
κατασπαταλώ την περιουσία μου, σε Ανθ.
ἀπο-κηδεύω, μέλ. -σω, παύω να θρηνώ για, τινά, σε Ηρόδ.
ἀποκηδέω, Δωρ. κᾶδεω, μέλ. -ήσω, αποβάλλω τις φροντίδες, είμαι
ξέγνοιαστος, αμέριμνος, σε Ομήρ. Ιλ.
84

ἀποκήρυκτος, -ον, γιος που έχει αποκληρωθεί με δημόσια αποκήρυξη του


πατέρα του, σε Λουκ.
ἀποκήρυξις, -εως, ἡ, δημόσια αποκήρυξη του γιου από τον πατέρα του,
αποκλήρωση, σε Πλούτ., Λουκ.
ἀπο-κηρύσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. πωλώ μέσω δημοπρασίας, σε Ηρόδ.
II. αποκηρύσσω δημοσίως το γιο μου, τον αποκληρώνω, σε Πλάτ. III.
απαγορεύω με δημόσια προκήρυξη· απρόσ. στην Παθ. παρακ.,
ἀποκεκήρυκται μὴ στρατεύειν, σε Ξεν.
ἀποκινδύνευσις, -εως, ἡ, παράτολμο εγχείρημα, ριψοκινδύνευση, ρίσκο,
σε Θουκ.
ἀποκινδῡνεύω, μέλ. -σω, επιχειρώ ριψοκίνδυνη προσπάθεια ή παράτολμο
εγχείρημα, κάνω ένα απονενοημένο διάβημα, ρίχνομαι στον έσχατο
κίνδυνο, πρός τινα, εναντίον κάποιου, σε Θουκ.· με απαρ., ἀποκινδυνεύειν
σοφόν τι λέγειν, σε Αριστοφ.· Παθ., περιέρχομαι στον έσχατο κίνδυνο, σε
Θουκ.
ἀπο-κῑνέω, μέλ. -ήσω· Ιων. γʹ ενικ. αορ. αʹ ἀποκινήσασκεν· μετακινώ,
μεταφέρω, απομακρύνω από, με γεν., σε Όμηρ.
ἀπό-κῑνος, ὁ (κινέω), είδος κωμικού λάγνου χορού· μεταφ., ἀπόκινον
εὑρέ, βρες τρόπο ώστε χορευόντας να το σκάσουμε, να αυτομολήσουμε,
σε Αριστοφ.
ἀπο-κλάζω, μέλ. -κλάγξω, φωνάζω με βροντερή φωνή, όπως η κλαγγή των
όπλων, σε Αισχύλ.
ἀπο-κλαίω, Αττ. -κλάω[ᾱ], μέλ. -κλαύσομαι· I. 1. κλαίω μεγαλοφώνως,
θρηνώ, οδύρομαι, σε Ηρόδ.· με σύστ. αντ., ἀποκλαίω στόνον, σε Σοφ. 2.
ἀποκλαίω τινά ή τι, θρηνολογώ, πενθώ βαριά για κάποιον ή κάτι, σε
Αισχύλ., Πλάτ.· ομοίως στη Μέσ., ἀποκλαίεσθαι κακά, σε Σοφ.· τὴν
πενίαν, σε Αριστοφ. II. Μέσ. επίσης, παύω να θρηνώ, σε Λουκ.
ἀπο-κλᾴξω, Δωρ. αντί ἀπο-κλείσω, μέλ. του ἀποκλείω· ἀπο-κλᾷξον αντί
ἀπό-κλεισον, προστ. αόρ. αʹ.
ἀποκλᾱρος, -ον, Δωρ. αντί ἀπόκληρος.
ἀπο-κλάω, μέλ. -κλάσω [ᾰ], σπάζω, αποσπώ κάτι από κάτι άλλο — Μέσ.,
σε Ανθ. — Παθ. μτχ. αορ. αʹ ἀποκλασθέντα, σε Θεόκρ.
ἀπο-κλάω, Αττ. αντί ἀπο-κλαίω.
ἀπόκλεισις ή κλῇσις, -εως, ἡ (ἀποκλείω)· I. το κλείσιμο, ἀπόκλεισίς μου
τῶν πυλῶν, το κλείσιμο των θυρών έναντί μου, σε Θουκ. II. αποκλεισμός,
εμπόδιο, ἀποκλῄσεις γίγνεσθαι (ενν. ἔμελλον), επρόκειτο να υπάρξει ένα
ανυπέρβλητο εμπόδιο στο έργο τους, στον ίδ.
ἀπο-κλείω, μέλ. -κλείσω, Ιων. ἀπο-κληίω, μέλ. -κληίσω· Αττ. ἀποκλῄω,
μέλ. -κλῄσω, Δωρ. μέλ. κλᾴξω· προστ. αορ. αʹ -κλᾷξον· I. 1. κλείνω έξω,
εμποδίζω την είσοδο, προβάλλω εμπόδια· τινὰ πυλέων, σε Ηρόδ.·
δωμάτων, σε Αισχύλ.· ἀποκλείω τινά, κλείνω κάποιον έξω, σε Αριστοφ.
— Μέσ., ἀποκλείω τινὰτῆς διαβάσεως, εμποδίζω τη διέλευση κάποιου, σε
Θουκ. 2. αποκλείω κάποιον από κάτι, προβάλλω εμπόδια σε κάτι, τινός, σε
85

Ηρόδ. κ.λπ.· ἀπό τινος, σε Αριστοφ. II. κλείνω τις πόρτες και άλλα
παρόμοια, φράζω, εμποδίζω, σε Ηρόδ. — Παθ., κλείνομαι, στον ίδ. III.
κλείνω κάποιον στη φυλακή, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ. IV. αποκλείω,
εξαιρώ, εμποδίζω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., ἀποκλείομαι ὑπὸ τῆς
ἵππου, σε Ηρόδ.
ἀποκληίω, Ιων. αντί ἀποκλείω.
ἀπό-κληρος, Δωρ. -κλᾱρος, -ον, αυτός που δεν έχει κλήρο, μερίδιο σε
κάτι, με γεν., σε Πίνδ.
ἀπο-κληρόω, μέλ. -ώσω· 1. εκλέγω με λαχνό από ένα σύνολο, σε Ηρόδ.,
Θουκ.· επιλέγω ή εκλέγω σε αξίωμα με κλήρο, σε Θουκ. 2. διανέμω ή
απονέμω με κλήρο, χώραντινί, σε Πλούτ.
ἀπο-κλίνω[ῑ], μέλ. -ῐνῶ — Παθ. αόρ. αʹ -εκλίθην [ῐ] ή -εκλίνθην· I.
στρέφω προς τα έξω ή παράμερα, τι, σε Ομήρ. Οδ.· στρέφω προς τα πίσω,
σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ. λέγεται για την ημέρα, γέρνω, οδεύω προς τη δύση,
προς το απόγευμα, σε Ηρόδ. II. Παθ., ανατρέπομαι, σε Δημ. III. αμτβ.
στην Ενεργ., 1. στρέφομαι κατά μέρος, παραμερίζομαι ή παρεκτρέπομαι
της οδού, σε Ξεν.· πρὸς τὴν ἠῶ ἀποκλίνοντι, καθώς κάποιος στρίβει και
πορεύεται προς τα ανατολικά, σε Ηρόδ. 2. συχνά με αρνητική σημασία,
εκπίπτω, παρακμάζω, εκφυλίζομαι, σε Σοφ.· ἐπὶ τὸ ῥαθυμεῖν, σε Δημ.· και
χωρίς αρνητική σημασία, κλίνω, ρέπω, είμαι ευνοϊκά διακείμενος έναντι
σε, πρός τινα, στον ίδ.
ἀπόκλῐσις, -εως, ἡ, στροφή προς το άλλο μέρος, κατάπτωση, κατάδυση,
δύση του ηλίου, σε Πλούτ.
ἀπο-κλύζω, μέλ. -ύσω, αποπλύνω, ξεπλένω· μεταφ. στη Μέσ., καθαίρω,
εξαγνίζω, σε Πλάτ.· αποτρέπω, εξορκίζω με καθαρτήριες τελετές, σε
Αριστοφ.
ἀπο-κναίω, Αττ. -κνάω, απαρ. -κνᾶν, αόρ. αʹ -έκναισα· κατατρύχω,
παρενοχλώ κάποιον, τον ταράζω υπερβολικά, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ.,
φθείρομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι, στον ίδ., Ξεν.
ἀπ-οκνέω, μέλ. -ήσω, 1. δειλιάζω ενώπιον του κινδύνου, με αιτ., σε Θουκ.·
με απαρ., αποφεύγω να κάνω κάτι λόγω οκνηρία ή δειλίας, στον ίδ., Πλάτ.
2. απόλ., οπισθοχωρώ, υπαναχωρώ, δειλιάζω, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
ἀπόκνησις, -εως, ἡ, αποφυγή κάποιου πράγματος λόγω δειλίας ή
οκνηρίας, με γεν., σε Θουκ.
ἀποκνητέον, ρημ. επίθ. του ἀπο-κνέω, αυτό που πρέπει κάποιος να
αισθάνεται ράθυμος να κάνει, με γεν., σε Πλάτ.
ἀπο-κνίζω, μέλ. -ίσω, αποκόπτω το άκρο ή ένα μικρό κομμάτι από κάτι,
τσιμπολογώ.
ἀπόκνισμα, -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί με τα νύχια, μικρό
κομματάκι, σε Αριστοφ.
ἀπο-κοιμάομαι, Παθ. με Μέσ. μέλ., I. κοιμάμαι εκτός ή μακριά από το
σπίτι μου, σε Πλάτ. II. αποκοιμιέμαι για λίγο, παίρνω έναν υπνάκο, σε
Ηρόδ., Αριστοφ.
86

ἀποκοιτέω, μέλ. -ήσω, κοιμάμαι μακριά από τη θέση στην οποία έχω
ταχθεί, Ψήφ. παρά Δημ.
ἀπό-κοιτος, -ον (κοίτη), αυτός που κοιμάται χωριστά μακριά από τους
άλλους, με γεν., σε Αισχίν.
ἀπο-κολυμβάω, μέλ. -ήσω, σώζομαι κολυμπώντας, βγαίνω κολυμπώντας
στην ξηρά μετά από ναυάγιο πλοίου, σε Θουκ.
ἀποκομῐδή, ἡ (ἀποκομίζομαι), αποκόμιση, μεταφορά, επιστροφή,
επανάκτηση, σε Θουκ.
ἀπο-κομίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ, οδηγώ, μεταφέρω μακριά, συνοδεύω σε ταξίδι
ή διαδρομή, σε Ξεν.· μεταφέρω καποιον ως αιχμάλωτο, σε Θουκ. — Παθ.,
μεταφέρομαι, αναχωρώ, αποσύρομαι, στον ίδ.· φέρνω πίσω, επιστρέφω
κάτι, σε Ηρόδ.
ἀπόκομμα, -ατος, τό (ἀποκόπτω), τεμάχιο που έχει αποκοπεί, κομμάτι,
τμήμα, σε Θεόκρ., Λουκ.
ἀπο-κομπάζω, λέγεται για τις χορδές της λύρας, σπάζω κάνοντας θόρυβο,
σε Ανθ.
ἀποκοπή, ἡ (ἀποκόπτω)· I. αποκοπή, σε Αισχύλ.· ἀποκοπὴ χρεῶν, το
Ρωμ. tabulae novae, η παραγραφή όλων των οφειλών, σε Πλάτ. II. στη
Γραμμ., αποκοπή, δηλ. η αποκοπή ενός ή περισσοτέρων γραμμάτων, ιδίως
από το τέλος της λέξης.
ἀπο-κόπτω, μέλ. -ψω· I. αποτέμνω, αποκόβω, λέγεται για ανθρώπινα
μέλη, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης, ἀπέκοψε παρήορον, έκοψε το σχοινί και
άφησε ελεύθερο το άλογο που βρισκόταν κοντά, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ.,
ἀποκοπῆναι τὴν χεῖρα, μου κόπηκε το χέρι, σε Ηρόδ. II. ἀποκόπτω τινὰ
ἀπὸ τόπου, απομακρύνω βίαια, εκδιώκω από οχυρό τόπο ή από στρατηγικό
σημείο, σε Ξεν. III. Μέσ., χτυπώ το στήθος μου ενώ θρηνώ,
στηθοκοπιέμαι· με αιτ., πενθώ, θρηνώ κάποιον, νεκρόν, σε Ευρ.
ἀπο-κορῠφόω, μέλ. -ώσω, οδηγώ σε κορύφωση, σχηματίζω κορυφή·
μεταφ., ἀπεκορύφου σφιτάδε, έδινε σ' αυτούς τη σύντομη αυτή, την
κεφαλαιώδη απόκριση, σε Ηρόδ.
ἀπο-κοσμέω, μέλ. -ήσω, αποκαθιστώ την τάξη αφαιρώντας,
απομακρύνοντας, αφαιρώ, απογυμνώνω, σε Ομήρ. Οδ.
ἀπο-κοττᾰβίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ, τινάζω στη γη ή σε χάλκινη λεκάνη τις
τελευταίες σταγόνες του κρασιού από το ποτήρι ώστε πέφτοντας να
παραγάγει χαρακτηριστικό ήχο, όπως συνέβαινε στο παιχνίδι του
κοττάβου, σε Ξεν.
ἀπο-κουφίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ, ελαφρώνω, απαλλάσσω, ανακουφίζω
κάποιον από, τινὰκακῶν, σε Ευρ.
ἀπο-κράδιος, [ρᾰ],-ον (κράδη), αυτός που έχει αποκοπεί από τη συκιά,
σε Ανθ.
ἀπο-κραιπᾰλάω, μέλ. -ήσω, ξυπνώ μετά από κραιπάλη ή απαλλάσσομαι
από τα επακόλουθα της κραιπάλης μέσω του ύπνου, σε Πλούτ.
87

ἀπο-κρᾱνίζω (κρανίον), κόβω από το κεφάλι ή αποκόπτω το κεφάλι


κάποιου, σε Ανθ.
ἀπο-κρᾰτέω, μέλ. -ήσω, υπερέχω, υπερτερώ έναντι όλων των άλλων, Λατ.
superare, σε Ηρόδ.
ἀπο-κρεμάννῦμι, μέλ. -κρεμάσω, Αττ. κρεμῶ — Παθ. αόρ. αʹ -
εκρεμάσθην· I. αφήνω κάτι να κρέμεται προς τα κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.·
χορδὰν πλῆκτρον ἀπεκρέμασε, το πλήκτρο (η πένα) έσπασε τη χορδή με
συνέπεια εκείνη να κρέμεται κάτω, σε Ανθ. II. κρεμώ, αναρτώ, σε Ηρόδ.
ἀπό-κρημνος, -ον, κρημνώδης, αυτός που βρίσκεται πλάι σε γκρεμό, σε
Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., ο γεμάτος δυσκολίες, λέγεται για δικαστική
υπόθεση, σε Δημ.
ἀπόκρῐμα, -ατος, τό, δικαστική απόφαση, καταδίκη, σε Κ.Δ.
ἀπο-κρίνω[ῑ], μέλ. -κρῐνῶ· I. 1. διαχωρίζω, ξεχωρίζω, τοποθετώ χωριστά,
αποχωρίζω, σε Πλάτ. — Παθ., ἀποκρινθέντε, αυτοί οι δύο που
αποχωρίστηκαν από το πλήθος, λέγεται για δύο ήρωες που προχωρούν
μπροστά ως πρόμαχοι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀποκεκρίσθαι εἰς ἓν ὄνομα, έχω
διαχωρισθεί, διακριθεί με την υιοθέτηση ενός κοινού ονόματος, σε Θουκ.
2. σημαδεύω με έναν χαρακτηριστικό τύπο, διακρίνω, ξεχωρίζω, σε Ηρόδ.·
μτχ. Παθ. παρακ. ἀποκεκριμένος, ο διακεκριμένος, σε Ηρόδ., Πλάτ. III.
Μέσ., ἀποκρίνομαι, μέλ. -κρῐνοῦμαι — Παθ. -κέκρῐμαι, και τα δύο με Μέσ.
και Παθ. σημασία· 1. δίνω απόκριση σε μια ερώτηση, απαντώ, σε Ευρ.
κ.λπ.· ἀποκρίνομαι πρός τινα ή πρός τι, απαντώ σε αυτόν που θέτει μια
ερώτηση ή στο ίδιο το ερώτημα, σε Θουκ. κ.λπ.· με αιτ., ἀποκρίνεσθαι τὸ
ἐρωτηθέν, απαντώ στο ερώτημα, στον ίδ.· ομοίως στην Παθ., τοῦτόμοι
ἀποκεκρίσθω, ας είναι αυτή η απάντησή μου, σε Πλάτ. 2. απαντώ στις
κατηγορίες, υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, σε Αριστοφ. 3. Παθ. αόρ. αʹ
ἀπεκρίθη = ἀπεκρίνατο, έδωσε απάντηση, πρώτα σε Κ.Δ.
ἀπόκρῐσις, -εως, ἡ (ἀποκρίνω)· I. διαχωρισμός. II. (από τον Μέσ. τύπο),
απάντηση, σε Θουκ., Ξεν.
ἀποκρῐτέον, ρημ. επίθ. του ἀποκρίνω· I. αυτό που πρέπει κάποιος να
απορρίψει, σε Πλάτ. II. αυτό που πρέπει κάποιος να απαντήσει, στον ίδ.
ἀπό-κροτος, -ον (κροτέω), αυτός που έχει χτυπηθεί ή πατηθεί καλά,
συμπαγής, λέγεται για έδαφος, σε Θουκ.
ἀπο-κρούω, μέλ. -σω· I. απωθώ με τη βία από έναν τόπο, εκδιώκω,
απομακρύνω, σε Ξεν. — Μέσ., απωθώ τους επιτιθέμενους εναντίον μου,
αποσοβώ μια επίθεση, σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., απωθούμαι, εκδιώκομαι
με τη βία, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ. II. Παθ., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος
ἀποκεκρουμένον, κύπελο, ποτήρι που του έχει σπάσει και του λείπει το
χείλος, σε Αριστοφ.
ἀπο-κρύπτω, γʹ ενικ. Επικ. παρατ. ἀποκρύπτασκε· μέλ. -ψω — Παθ. αόρ.
βʹ -εκρύβην [ῠ]· I. κρύβω από, κρατώ κάτι κρυφό από κάποιον, με αιτ. και
γεν., θανάτοιο ἀποκρύπτω τινά, σε Ομήρ. Ιλ.· με διπλή αιτ., όπως το Λατ.
celare aliquem aliquid, κρύβω από κάποιον κάτι, σε Ηρόδ.· ομοίως στη
88

Μέσ., ἀποκρύπτεσθαί τινά τι, σε Ξεν. κ.λπ. 2. κρύβω κάτι από τη θέαση,
κρατώ κάτι κρυφό, συγκαλύπτω, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. — Μέσ.,
ἀποκρύπτεσθαι μὴ ποιεῖν τι, συγκαλύπτω τις πράξεις μου, σε Θουκ. 3.
συσκοτίζω, σκιάζω, σε Πλάτ. II. ἀποκρύπτω γῆν, χάνω από τα μάτια μου
τη στεριά, λέγεται για πλοία που ξανοίγονται στη θάλασσα, όπως το
Phaeacum abscondimus arces, στον ίδ., Λουκ.
ἀπόκρῠφος, -ον (ἀποκρύπτω)· I. 1. αυτός που τηρείται κρυφός,
συγκεκαλυμμένος, σε Ευρ.· ἐν ἀποκρύφῳ, στα κρυφά, σε Ηρόδ. 2. με γεν.,
αυτός που κρατείται στην αφάνεια, για κάποιον, άγνωστος σε κάποιον, σε
Ξεν. II. ασαφής, συγκεχυμένος, σκοτεινός, δύσληπτος, στον ίδ.
ἀπο-κτείνω, μέλ. -κτενῶ, Ιων. -κτενέω· αόρ. αʹ ἀπέκτεινα, σε Ομήρ. Ιλ.·
παρακ. ἀπέκτονα· γʹ πληθ. υπερσ. -εκτόνεσαν, Ιων. γʹ ενικ. -εκτόνεε· αόρ.
βʹ -έκτᾰνον, Επικ. αʹ πληθ. ἀπέκταμεν, απαρ. ἀπακτάμεναι, -κτάμεν· η Παθ.
σπανίως (καθώς το ἀποθνῄσκω χρησιμ. ως Παθ.)· Μέσ. τύποι (με Παθ.
σημασία), Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ἀπέκτατο· μτχ. ἀποκτάμενος· πρβλ.
ἀποκτείνυμι· 1. σκοτώνω, φονεύω, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. 2. λέγεται για
δικαστές, καταδικάζω σε θάνατο, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. 3. μεταφ., όπως το
Λατ. enecare, είμαι καταπονημένος, ταλαιπωρημένος μέχρι θανάτου, σε
Ευρ.
ἀπο-κτέννω, μεταγεν. τύπος αντί ἀποκτείνω, σε Ανθ.
ἀπο-κτείνῡμιή-κτίννῦμι = ἀποκτείνω, σε Πλάτ., Ξεν.
ἀπο-κυέω, μέλ. -ήσω, τίκτω, γεννώ, με αιτ., σε Πλούτ., Λουκ.· μεταφ., ἡ
ἁμαρτία ἀποκυεῖ θάνατον, σε Κ.Δ.
ἀποκῠλίω, μέλ. -ίσω [ῑ], κυλώ μακριά, σε Κ.Δ. — Παθ., σε Λουκ.
ἀπο-κωκύω, μέλ. -ύσω [ῡ], θρηνώ μεγαλοφώνως, οδύρομαι για, τινά, σε
Αισχύλ.
ἀποκώλῡσις, -εως, ἡ, παρεμπόδιση, κωλυσιεργία, σε Ξεν.
ἀπο-κωλύω, μέλ. -ύσω [ῡ], I. εμποδίζω ή αποτρέπω κάποιον από κάτι,
τινά τινος, σε Ξεν.· με απαρ., ἀποκωλύω τινὰ ποιεῖν, αποτρέπω από μια
πράξη, απαγορεύω, μὴ ποιεῖν τι, σε Ευρ., Ξεν. II. με αιτ. μόνο,
παρακωλύω, εμποδίζω, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Θουκ.· απόλ., παρεμβάλλω
εμπόδια, φράζω το δρόμο, εμποδίζω, σε Θουκ.· απρόσ., οὐδὲν ἀποκωλύει,
δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο, σε Πλάτ.
ἀπο-λαγχάνω, μέλ. —λήξομαι, I. αποκτώ με κλήρο μερίδιο ενός
πράγματος, τῶν κτημάτων τὸ μέρος ἀπολαγχάνω, σε Ηρόδ.· γενικά,
αποκτώ, μου λαχαίνει, σε Ευρ. II. αποτυγχάνω στην κλήρωση, σε Πλούτ.·
γενικά, έχω στερηθεί τα πάντα, είμαι απερημωμένος, σε Ευρ.
ἀπο-λάζῠμαι, ποιητ. αντί ἀπολαμβάνω, μόνον σε ενεστ. και παρατ., σε
Ευρ.
ἀπολακτίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ· 1. κλωτσώ μακριά, απωθώ κλωτσώντας,
αποτινάζω, ὕπνον, σε Αισχύλ. 2. καταφρονώ, απορρίπτω, στον ίδ.
ἀπο-λᾰλέω, μέλ. -ήσω, φλυαρώ, μιλώ απερίσκεπτα, σε Λουκ.
89

ἀπο-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, Ιων. -λάμψομαι· Αττ. παρακ. -είληφα· αόρ.


βʹ ἀπ-έλᾰβον — Παθ. παρακ. -είλημμαι, Ιων. -λέλαμμαι· αόρ. αʹ -ελήφθην,
Ιων. -ελάμφθην· I. 1. λαμβάνω ή δέχομαι από κάποιον, παρά τινος, σε
Θουκ.· λαμβάνω ό,τι μου οφείλεται, μισθόν, σε Ηρόδ., Ξεν.· ἀπολαμβάνω
ὅρκους, δέχομαι τους όρκους που μου προσφέρνται, σε Δημ. 2. με γεν.,
λαμβάνω από, παίρνω μερίδιο ενός πράγματος, σε Θουκ. 3. ακούω ή
μαθαίνω, Λατ. accipio, σε Πλάτ. II. 1. λαμβάνω πίσω, ανακτώ, επανακτώ,
κερδίζω ξανά, ανορθώνω, τὴν τυραννίδα, σε Ηρόδ. 2. έχω δικαίωμα να
απαιτήσω και να λάβω, ἀπολαμβάνω λόγον, σε Αισχίν. III. παίρνω ή
οδηγώ κατ' ιδίαν ή κατά μέρος, ξεμοναχιάζω, ἀπολαμβάνω τινὰ μοῦνον, σε
Ηρόδ.· ἀπολαβὼν σκόπει, σκέψου το ξεχωριστά, σε Πλάτ. IV.αποκλείω,
παρεμποδίζω, περιορίζω, σταματώ, σε Ηρόδ.· ἀπολαμβάνω τείχει,
αποκλείω με την ανέγερση τείχους, σε Θουκ. — Παθ., παρεμποδίζομαι ή
μένω αποκλεισμένος εξαιτίας των δυσμενών, των εναντίων ανέμων, σε
Ηρόδ.
ἀπο-λαμπρύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, καθιστώ κάποιον διάσημο, ξακουστό —
Παθ., γίνομαι ο ίδιος διάσημος, περίφημος, σε Ηρόδ.
ἀπο-λάμπω, μέλ. -ψω, εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ από κάτι, λέγεται για
το φως, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., χάρις ἀπελάμπετο, η χάρη
ακτινοβολούσε απ' αυτή, σε Όμηρ.
ἀπολάπτω, μέλ. -ψω, καταπίνω πλαταγίζοντας τη γλώσσα μου όπως ο
σκύλος που πίνει νερό, καταπίνω λαίμαργα, σε Αριστοφ.
ἀπόλαυσις, -εως, ἡ (ἀπολαύω)· 1. απόλαυση, τέρψη, ηδονή, σε Θουκ.,
Αριστ. 2. με γεν., ωφέλεια που αποκτάται από κάτι, σε Ξεν.· ἀπόλαυσιν
εἰκοῦς (αιτ. απόλ.), ως ανταμοιβή για την ομοιότητά σου, σε Ευρ.
ἀπόλαυσμα, -ατος, τό, απόλαυση, τέρψη, σε Αισχίν.
ἀπολαυστικός, -ή, -όν, αυτός που είναι παραδομένος στις απολαύσεις, σε
Αριστ.· αυτός που προκαλεί απόλαυση, ηδονικός, στον ίδ.· επίρρ.
ἀπολαυστικῶς ζῆν, ζω μέσα στις απολαύσεις, στον ίδ.
ἀπολαυστός, -όν, αυτός που απολαμβάνει ή μπορεί κάποιος να απολαύσει,
απολαυστικός, τερπνός, σε Πλούτ.
ἀπολαύω, μέλ. ἀπολαύσομαι, αόρ. αʹ -έλαυσα, παρακ. -λέλαυκα. (Το απλό
λαύω δεν απαντά, αλλά πιθ. υπήρξε λάω ή λάϜω, απολαμβάνω, τέρπομαι)·
1. έχω την απόλαυση κάποιου πράγματος, λαμβάνω την ωφέλεια απ' αυτό,
απολαμβάνω, με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· με την προσθήκη αιτ., ἀπολαύειν τί
τινος, απολαμβάνω το όφελος που πηγάζει από κάτι, σε Αριστοφ., Θουκ.
2. ειρωνικά, επωφελούμαι από κάτι, τῶν Οἰδίπου κακῶν, σε Ευρ.· απόλ.,
έχω όφελος, βγαίνω ωφελημένος, σε Αριστοφ.
ἀπο-λᾰχεῖν, απαρ. αόρ. βʹ του ἀπολαγχάνω.
ἀπο-λέγω, μέλ. -ξω, διαλέγω ανάμεσα σε πλήθος, επιλέγω, εκλέγω, εξάγω
και παίρνω, σε Ηρόδ. — Μέσ., επιλέγω για τον εαυτό μου, στον ίδ., Θουκ.·
ἀπολελεγμένοι, Αττ. -ειλεγμένοι, οι επίλεκτοι άνδρες, οι εκλεκτοί, σε
Ηρόδ., Ξεν. II. όπως το ἀπαγορεύω, αρνούμαι, απορρίπτω, αποποιούμαι
90

— Μέσ., απορρίπτω κάτι που μου προσφέρεται, απορρίπτω, σε Πλούτ.·


απόλ., υποχωρώ, ενδίδω, παραιτούμαι, στον ίδ.
ἀπο-λείβω, μέλ. -ψω, αφήνω κάτι να στάξει, σταλάζω, προσφέρω σπονδή,
σε Ησίοδ. — Παθ., στάζω ή ρέω προς τα κάτω από, τινός, σε Ομήρ. Οδ.
ἀπο-λείπω, μέλ. -ψω, αόρ. βʹ ἀπέλῐπον·
Α. I. 1. αφήνω μέρος ή περίσσευμα από κάτι, λέγεται για μισοφαγωμένα
κομμάτια κρέατος, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., καταλείπω, κληροδοτώ
κάποιον, μετά τον θάνατο, σε Ηρόδ. 2. αφήνω, καταλείπω, βίον, σε Σοφ.·
επίσης, βίοτος ἀπολείπει τινά, στον ίδ. 3. αφήνω πίσω μου όπως σε αγώνα
δρόμου, αφήνω πίσω σε απόσταση και, γενικά, υπερβαίνω, σε Ξεν. βλ.
κατωτ. II. 1. αφήνω εντελώς, παρατώ, εγκαταλείπω, λέγεται για
στρατιωτικές θέσεις τις οποίες θα όφειλε κάποιος να υπερασπιστεί, σε
Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· «αφήνω κάποιον στα κρύα του λουτρού», σε
Ηρόδ., Αριστοφ. 2. λέγεται για πράγματα, εξαιρώ, παραλείπω, αφήνω κάτι
ανεκτέλεστο ή ανείπωτο, σε Ηρόδ., Αττ. III. αφήνω ένα μέρος ανοιχτό,
αφήνω κενό διάστημα, σε Ηρόδ., Ξεν. IV. αμτβ., 1. παύω να υπάρχω,
εκλείπω, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ποταμούς, ελαττώνομαι, λιγοστεύω,
σε Ηρόδ.· λέγεται για άνθη, αρχίζω να μαραίνομαι, σε Ξεν.· επίσης, όπως
το ἀπειπεῖν, εξασθενώ, καταπονούμαι, χάνω το θάρρος μου, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. είμαι ελλιπής σε κάτι ή έχω έλλειψη σε, με γεν., σε Θουκ.· λέγεται για
μέτρα ή μετρικές μονάδες, ἀπὸ τεσσέρων πηχέων ἀπολείπω τρεῖς
δακτύλους, μου λείπουν τρία δάχτυλα για να συμπληρωθούν τέσσερις
πήχεις, σε Ηρόδ.· με απαρ., ὀλίγον ἀπέλιπον ἀπικέσθαι, παρολίγο να έρθω,
στον ίδ. 3. με μτχ., σταματώ να κάνω κάτι, σε Πλάτ. 4. αναχωρώ,
απέρχομαι από, ἐκ τῶν Συρακουσῶν, σε Θουκ., Πλάτ. Β. Παθ., I. 1.
εγκαταλείπομαι πίσω, μένω πίσω, σε Θουκ., Ξεν. 2. βρίσκομαι σε
απόσταση από, είμαι κατώτερος σε σχέση με, από, τινος, σε Δημ. II. 1. έχω
αποχωριστεί από, απουσιάζω ή βρίσκομαι μακριά από, με γεν., σε Ηρόδ.·
στερούμαι κάτι, τάφου, σε Σοφ.· φρενῶν, σε Ευρ.· είμαι ελλιπής σε κάτι,
μειονεκτώ, μένω πίσω σε, παιδείας, σε Δημ.· ἀπολειφθεὶς ἡμῶν, χωρίς να
το γνωρίζουμε, εν αγνοία μας, στον ίδ.· ἀπολείπομαι φρενῶν, στερούμαι
τα λογικά μου, παραλογίζομαι, σε Ευρ.
ἀπ-ολεῖσθαι, απαρ. Μέσ. μέλ. του ἀπ-όλλυμι· ἀπ-ολοίᾰτο, Ιων. αντί -
όλοιντο, γʹ πληθ. ευκτ. Μέσ. αορ. βʹ· ἀπ-ολόμενος, μτχ.
ἀπο-λείχω, μέλ. -ξω, καθαρίζω γλείφοντας, λέγεται για σκύλους, σε Κ.Δ.
ἀπόλειψις, -εως, ἡ (ἀπολείπω)· I. εγκατάλειψη, παραμέληση, λέγεται για
πράγματα, σε Θουκ.· εγκατάλειψη ενός άνδρα από τη σύζυγό του, σε Δημ.·
εγκατάλειψη από τους στρατιώτες της θέσης τους, σε Ξεν. κ.λπ. II.
έλλειψη, ανεπάρκεια, μειονεξία, σε Θουκ.
ἀπόλεκτος, -ον (ἀπολέγω), διαλεχτός, επίλεκτος, εκλεκτός, εξαίρετος, σε
Θουκ., Ξεν.
ἀ-πόλεμος, Επικ. ἀ-πτόλεμος, -ον· I. 1. αυτός που δεν έχει εμπειρία στον
πόλεμο, ακατάλληλος για πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. 2. ειρηνόφιλος, σε
91

Ευρ. II. ακαταμάχητος, ανίκητος, σε Αισχύλ. III. πόλεμος ἀπόλεμος,


πόλεμος που κατ' ουσίαν δεν είναι πόλεμος, η άπελπις πολεμική
αντιπαράθεση με υπερτέρους αντιπάλους, στον ίδ., Ευρ.
ἀπο-λέπω, μέλ. -ψω, απολεπίζω, αφαιρώ τον φλοιό, το δέρμα, σε Ευρ.,
Αριστοφ.
ἀπ-ολέσθαι, I. απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του ἀπόλλυμι. II. ἀπολέσκετο, Επικ. αντί
ἀπώλετο, γʹ ενικ. οριστ.
ἀπολήγω, Επικ. ἀπολ-λήγω, μέλ. -ίξω· 1. σταματώ, αποσύρομαι, δίδω
τέλος, απέχω από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. 2. με μτχ., σταματώ να
κάνω κάτι, σε Όμηρ.· απόλ., παύω, απέχω, στον ίδ.
ἀπο-ληρέω, μέλ. -ήσω, φλυαρώ για οποιονδήποτε λόγο ή θέμα, σε Δημ.
ἀπόληψις, -εως, ἡ (ἀπολαμβάνω IV), αποκλεισμός, παρεμπόδιση, σε
Θουκ.
ἀπο-λῐβάζω, μέλ. -ξω, αποστάζω, εκπίπτω, εξαφανίζομαι, σε Αριστοφ.
ἀπο-λιγαίνω[ῐ], μόνον σε ενεστ., φωνάζω δυνατά, κραυγάζω, είμαι
θορυβώδης, σε Αριστοφ.
ἀπο-λῐθόομαι (λίθος), Παθ., μεταβάλλομαι σε λίθο, σε πέτρα,
απολιθώνομαι, σε Στράβ.
ἀπολιμπάνω, μεταγεν. τύπος του ἀπολείπω, σε Πλούτ., Λουκ.
ἄ-πολις, ουδ. -ι· γεν. -ιδος ή -εως, Ιων. -ιος· Ιων. δοτ. ἀπόλι· I. αυτός που
δεν έχει πόλη, οργανωμένη πολιτεία ή χώρα, ο εκτός νόμου, αυτός που έχει
στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. II. πόλις
ἄπολις, η πόλη που κατ' ουσίαν δεν είναι πόλη, δηλ. ερειπωμένη,
κατεστραμμένη πόλη, σε Αισχύλ.
ἀπ-ολισθάνω, μεταγεν. —αίνω, μέλ. -ολισθήσω, αόρ. βʹ -ώλισθον· 1.
γλιστρώ από κάπου, ξεγλιστρώ, σε Θουκ. 2. με γεν., ξεγλιστρώ μακριά
από, διαφεύγω από, τινός, σε Αριστοφ.
ἀπο-λῐταργίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ, φεύγω τρέχοντας, φεύγω γρήγορα, σε
Αριστοφ.
ἀ-πολίτευτος, -ον (πολῑτεύω), αυτός που δεν μετέχει στα δημόσια
πράγματα, που δεν αναμειγνύεται στην πολιτική, που ζει ως ιδιώτης, σε
Πλούτ.
ἀπο-λιχμάομαι, αποθ., ἀπολείχω, καθαρίζω, γλείφοντας, αἷμα, σε Ομήρ.
Ιλ.
ἀπ-όλλῡμι ή -ύω, παρατ. ἀπώλλυν ή ἀπώλλυον, μέλ. ἀπολέσω, Επικ.
ἀπολέσσω· Αττ. ἀπολῶ, Ιων. ἀπολέω· αόρ. αʹ ἀπώλεσα, Επικ. ἀπόλεσσα·
παρακ. ἀπολώλεκα· επιτεταμ. τύπος του ὄλλυμι.
Α. I. αφανίζω ολοσχερώς, φονεύω, σκοτώνω, σφάζω· λέγεται για
πράγματα, καταστρέφω, ερειπώνω, αφανίζω, ερημώνω, σε Όμηρ., Αττ.·
με περιληπτική σημασία, γᾶς ἐκ πατρίας ἀπώλεσε, με εξεδίωξε
κατεστραμμένο από την πατρίδα μου, σε Ευρ.· λόγοις ἀπόλλυμί τινα, σε
Σοφ., φλυαρώ και προκαλώ σε κάποιον ανία μέχρι θανάτου, σε Αριστοφ.
II. χάνω ολοκληρωτικά, πατέρα, νόστιμον ἦμαρ, σε Όμηρ. Β. Μέσ.,
92

ἀπόλλῠμαι, μέλ. -ολοῦμαι, Ιων. -ολέομαι, με μτχ. ἀπολεύμενος· αόρ. βʹ -


ωλόμην, παρακ. -όλωλα, υπερσ. ἀπολώλειν· I. αφανίζομαι ολοσχερώς,
πεθαίνω, σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ. ἀπόλλυμαι κακὸν μόρον, αἰπὺν
ὄλεθρον, σε Ομήρ. Οδ.· καταστρέφομαι, στο ίδ.· ἀπόλωλας, τελείωσες,
χάθηκες, καταστράφηκες, σε Αριστοφ.· ως κατάρα, κάκιστ' ἀπολοίμην,
στον ίδ.· στη μτχ. μέλ. ὦ κάκιστε ἀπολούμενε, που κακό τέλος να σε βρει!
δηλ. κακούργε! άθλιε! σε Αριστοφ. II. χάνομαι, ξεγλιστρώ, εξαφανίζομαι,
γίνομαι άφαντος, λέγεται για το νερό που εξαπατούσε τον Τάνταλο, σε
Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον ύπνο, σε Ομήρ. Ιλ.
Ἀπόλλων, ὁ, γεν. -ωνος, αιτ. Ἀπόλλωνα, συγκεκ. Ἀπόλλω, κλητ. Ἄπολλον
(η πρώτη συλλ. είναι μακρά στον Όμηρ. χάριν του μέτρου)· ο θεός
Απόλλων, γιος του Δία και της Λητούς, αδελφός της Αρτέμιδος, σε Όμηρ.
κ.λπ.· στον Όμηρ., οι άνδρες που βρίσκουν αιφνίδιο θάνατο λέγεται ότι
φονεύονται από τα ἀγανὰ βέλεα του Απόλλωνα· πρβλ. Ἄρτεμις.
Ἀπολλώνιος, -α, -ον, I. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο θεό
Απόλλωνα, σε Πίνδ. II.Ἀπολλώνιον, τό, το ιερό του Απόλλωνα, σε Θουκ.
ἀπολογέομαι, μέλ. -ήσομαι — Μέσ. αόρ. αʹ -ελογησάμην και Παθ. -
ελογήθην, παρακ. -λελόγημαι· (ἀπό, λόγος)· αποθ.· 1. αποκρούω
κατηγορία, μιλώ για να υπερασπιστώ κάποιον, υπερασπίζομαι τον εαυτό
μου, περί τινος, σχετικά με κάποια υπόθεση· πρός τι ή τινα, ενώπιον
κάποιων, σε απάντηση προς..., σε Θουκ., Πλάτ.· ἀπολογέομαι ὑπέρ τινος,
μιλώ εκ μέρους κάποιου υποστηρίζοντάς τον, σε Ηρόδ.· απόλ., στον ίδ.·
ὁἀπολογούμενος, ο κατηγορούμενος, σε Αριστοφ. 2. με αιτ., υπερασπίζω
τον εαυτό μου εναντίον μιας κατηγορίας, εξηγούμαι, δικαιολογούμαι, σε
Θουκ., Αισχίν. 3. ἀπολογέομαί τι ἔς τι, καταθέτω τεκμήρια για την
υπεράσπιση κάποιου έναντι μιας κατηγορίας, σε Θουκ., Πλάτ. 4.
ἀπολογέομαι δίκην θανάτου, μιλώ εναντίον της θανατικής ποινής που έχει
επιβληθεί σε κάποιον, σε Θουκ.
ἀπολόγημα, -ατος, τό, δικαιολογία που προβάλλεται στο δικαστήριο ως
υπεράσπιση κάποιου, σε Πλούτ.
ἀπολογητέον, ρημ. επίθ. του ἀπολογέομαι, αυτό που πρέπει κάποιος να
απολογηθεί, σε Πλάτ.
ἀπολογία, ἡ, λόγος που εκφωνείται προς υπεράσπιση εναντίον μιας
κατηγορίας, υπερασπιστική γραμμή, σε Θουκ.
ἀπο-λογίζομαι, Αττ. μέλ. -ῐοῦμαι, αόρ. -ελογισάμην, παρακ. -λελόγισμαι·
αποθ.· I. υπολογίζω, λογαριάζω, αποδίδω λογαριασμό, Λατ. reddere, σε
Ξεν.· με αιτ. πράγμ., παρέχω λογαριασμό των εσόδων, σε Αισχίν. II.
σταθμίζω κάτι, υπολογίζω ότι θα γίνει κάτι, με αιτ. και απαρ., σε Δημ.
ἀπολογισμός, ὁ, 1. απόδοση λογαριασμού, λογοδοσία, σε Αισχίν. 2.
υπολογισμός που έχει κρατηθεί σε γραπτή μορφή, καταγραφή, το αρχείο,
σε Λουκ.
ἀπό-λογος, ὁ, αφήγημα, εξιστόρηση, μύθος, απολογισμός, σε Πλάτ.
ἀπο-λούσομαι, Ιων. αντί -ωμαι, υποτ. Μέσ. ενεστ. του επόμ.
93

ἀπο-λούω, ποιητ. γʹ ενικ. παρατ. ἀπέλου· μέλ. -λούσω, αόρ. αʹ -έλουσα· I.


1. με αιτ. πράγμ., ξεπλένω τη βρωμιά, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., ἅλμην ὤμοιν
ἀπολούεσθαι, ξεπλένω την άλμη από τους ώμους μου, σε Ομήρ. Οδ. 2. με
αιτ. προσ., καθαρίζω με το πλύσιμο κάποιου, αποκαθαίρω, σε Αριστοφ. —
Μέσ., λούζω τον εαυτό μου, πλένομαι, σε Ομήρ. Ιλ. 3. με αιτ. προσ. και
πράγμ., Πάτροκλον λοῦσαι ἄποβρότον, ξεπλένω το αίμα από τις πληγές
του, τον καθαρίζω από τα αίματα, στο ίδ.
ἀπ-ολοφύρομαι[ῡ], μέλ. -ῠροῦμαι, αποθ. 1. θρηνολογώ μεγαλοφώνως, σε
Ξεν. 2. στους ιστορικούς χρόνους, παύω να θρηνολογώ, σε Θουκ.
ἀπο-λῡμαίνομαι, Μέσ. (λῦμα), ξεπλένω τη βρωμιά από πάνω μου,
καθαρίζομαι με το πλύσιμο, το λούσιμο, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀπο-λῡμαντήρ, ὁ (λύμη), αυτός που λυμαίνεται κάτι, καταστροφέας·
δαιτῶν ἀπολυμαντήρ, αυτός που καταστρέφει τη χαρά του δείπνου, αυτός
που καταστρέφει κάθε ευχαρίστηση, ή, σύμφωνα με άλλους, αυτός που
καταβροχθίζει λαίμαργα ό,τι βρει κατά το δείπνο, αυτός που γλείφει και το
πιάτο, σε Ομήρ. Οδ.
ἀπόλῠσις, -εως, ἡ (ἀπολύω), απελευθέρωση, απολύτρωση, απαλλαγή,
ανακούφιση από κάτι, με γεν., σε Πλούτ.· κατὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ θανάτου,
αθώωση, απαλαγή από τη θανατική ποινή, σε Ηρόδ.
ἀπολῠτικός, -ή, -όν (ἀπολύω), αυτός που είναι διατεθειμένος να
απαλλάξει, να αθωώσει· επίρρ., ἀπολυτικῶς ἔχειν, έχω κατά νου να
απαλλάξω, να αθωώσω κάποιον, σε Ξεν.
ἀπο-λυτρόω, μέλ. -ώσω, απελευθερώνω κάποιον με την καταβολή
λύτρων, με γεν. του τιμήματος, σε Φιλ. παρά Δημ.
ἀπολύτρωσις, -εως, ἡ, η καταβολή λύτρων, σε Πλούτ.· απελευθέρωση
που επιτυγχάνεται με την καταβολή λύτρων, σε Κ.Δ.
ἀπο-λύω, μέλ. -λύσω [ῡ] κ.λπ.· συντελ. μέλ. ἀπολελύσομαι·
Α. I. 1. λύνω κάτι από κάτι άλλο, τί τινος, σε Ομήρ. Οδ.· λύνω, χαλαρώνω,
στο ίδ. 2. απελευθερώνω, απαλλάσσω ή ανακουφίζω από, τινὰ τῆς
φρουρᾶς, τῆς ἐπιμελείας, σε Ηρόδ., Ξεν.· τι ἀπό τινος, σε Πλάτ. — Παθ.,
απελευθερώνομαι από, σε Θουκ. 3. με νομική σημασία, ἀπολύω τῆς αἰτίης,
απαλλάσσω, αθωώνω από την κατηγορία, σε Ηρόδ., Ξεν.· με απαρ.,
ἀπολύω τινὰ μὴ φῶρα εἶναι, αθωώνω κάποιον από την κατηγορία ότι είναι
κλέφτης, σε Ηρόδ.· ομοίως απόλ., αθωώνω, σε Αριστοφ. II.
απελευθερώνω κάποιον λαμβάνοντας λύτρα, παραλαμβάνω λύτρα, σε
Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., απελευθερώνω κάποιον με την καταβολή λύτρων,
εξαγοράζω, χρυσοῦ, καταβάλλοντας το αντίτιμο σε χρυσό, στο ίδ. III. 1.
διαλύω ή διασκορπίζω στράτευμα, σε Ξεν.· γενικά, απαλλάσσω από
υπηρεσία, σε Αριστοφ. 2. χωρίζω, αποπέμπω τη γυναίκα μου, σε Κ.Δ. Β.
1. Μέσ., εξαγοράζω, απελευθερώνω καταβάλλοντας λύτρα, βλ. ανωτ. II.
2. ανασκευάζω τις κατηγορίες εναντίον κάποιου, τις αναιρώ, Λατ. diluere,
σε Θουκ., Πλάτ.· απόλ., ἀπολυόμενος, ο απολογούμενος, σε Ηρόδ. III.
όπως το Παθ. (Γ. II.), αποχωρώ, αναχωρώ, απέρχομαι, σε Σοφ. Γ. Παθ., I.
94

αφήνομαι ελεύθερος, απαλλάσσομαι, τῆς στρατηΐης, από τη στρατιωτική


υπηρεσία, σε Ηρόδ.· τῆς ἀρχῆς ἀπολυθῆναι, απαλλάχθηκαν από τις
εξουσίες τους, σε Θουκ.· απόλ., αθωώνομαι, απαλλάσσομαι από μια
κατηγορία, στον ίδ., Πλάτ. II. 1. λέγεται για αντιμαχόμενους,
αποχωρίζομαι, αποσπώμαι, σε Θουκ. 2. απέρχομαι, αποχωρώ, αναχωρώ,
σε Σοφ.
ἀπολωβάομαι, Παθ., δέχομαι αλγεινές προσβολές, περιέρχομαι σε ελεεινή
κατάσταση, σε Σοφ.
ἀπ-όλωλα, Μέσ. παρακ. του ἀπόλλυμι.
ἀπο-λωτίζω, μέλ. -σω, δρέπω, μαζεύω άνθη· γενικά, δρέπω, αποσπώ,
αποσπώ, σε Ευρ.
ἀπομαγδᾰλία ή -ιά, ἡ (ἀπομάσσω), ψίχα ή εσωτερικό μέρος από καρβέλι
ψωμί, πάνω στην οποία οι αρχαίοι Έλληνες σφούγγιζαν τα χέρια τους κατά
τη διάρκεια του δείπνου και κατόπιν το πετούσαν ως τροφή στα σκυλιά·
το φαγητό του σκύλου, σε Αριστοφ.
ἀπομαίνομαι, Παθ., εξοργίζομαι εντελώς, κατακυριεύομαι από μανία, σε
Λουκ.
ἀπόμακτρον, τό (ἀπο-μάσσω), ξύλινη σκυτάλη με την οποία ίσιωναν ή
αφαιρούσαν το σιτάρι, ώστε να μην ξεπερνά το καθορισμένο μέτρο στο
ζύγισμά του, σε Αριστοφ.
ἀπο-μᾰλᾰκίζομαι, Παθ., επιδεικνύω αδυναμία, μαλθακότητα, σε Πλούτ.
ἀπο-μαλθᾰκίζομαιή —όομαι, Παθ. = το προηγ., σε Πλούτ.
ἀπο-μανθάνω, μέλ. -μᾰθήσομαι, ξεχνώ όσα έχω μάθει, ξεμαθαίνω, Λατ.
dediscere, σε Πλάτ., Ξεν.
ἀπο-μαντεύομαι, αποθ., εξαγγέλλω, προλέγω ως προφήτης, προφητεύω,
προαγγέλλω, τὸ μέλλον ἥξειν, σε Πλάτ.
ἀπόμαξις, -εως, ἡ (ἀπομάσσω), σφούγγισμα, σκούπισμα, σε Πλούτ.
ἀπο-μᾰραίνομαι, Παθ., φθίνω ή μαραίνομαι, παρακμάζω, εκλείπω,
πεθαίνω, λέγεται για ήρεμο θάνατο, σε Ξεν.
ἀπο-μάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω· I. καθαρίζω σφουγγίζοντας, σφουγγίζω,
σε Δημ. — Μέσ., Ἀχιλλείων ἀπομάττει, σφουγγίζεις τα χέρια σου με την
ψίχα του πιο εκλεκτού ψωμιού, σε Αριστοφ. II. εξομαλύνω, ισιώνω ή
αφαιρώ το πλεονάζον μέτρο ζυγίσματος των σιτηρών με το ἀπόμακτρον
(βλ. αυτ.)· χοίνικα ἀπομάσσω, δίνω ελλιπή μερίδα, όπως συνέβαινε στη
διανομή συσσιτίου στους σκλάβους, σε Λουκ.· κενεὰν ἀπομάξαι (ενν.
χοίνικα), ισιώνω ή αφαιρώ με το ἀπόμακτρον, αυτό που περισσεύει από
ένα κενό μέτρο ζύγισης, δηλ. αφαιρώ κάτι από κάτι που δεν υπάρχει,
ματαιοπονώ, σε Θεόκρ. III. λαμβάνω αποτύπωμα πάνω σε εύπλαστη
ουσία, όπως π.χ. το κερί· μεταφ., αποκομίζω εντυπώσεις, σε Αριστοφ.
ἀπο-μαστῑγόω, μέλ. -ώσω, μαστιγώνω με σκληρότητα, με βαναυσότητα,
σε Ηρόδ.
ἀπο-ματᾰΐζω, μέλ. -ίσω, συμπεριφέρομαι απρεπώς, σε Ηρόδ.
95

ἀπο-μάχομαι[ᾰ], μέλ. -μᾰχέσομαι, συνηρ. -μαχοῦμαι· I. πολεμώ από τα


τείχη πόλεως ή φρουρίου, σε Θουκ.· τείχεα ἱκανὰ ἀπομάχεσθαι, τείχη που
είναι αρκετά υπερυψωμένα ώστε να πολεμάει κάποιος πάνω σ' αυτά, σε
Ξεν.· απόλ., μάχομαι απελπισμένα, χωρίς ελπίδα να νικήσω, στον ίδ. II.
ἀπομάχομαί τι, προβάλλω επίμονη αντίσταση και δεν αποδέχομαι κάτι,
καταπολεμώ, αποκρούω, σε Ηρόδ.· απολ., στον ίδ. III. ἀπομάχομαί τινα,
αποκρούω, απωθώ κάποιον δίνοντας μάχη, σε Ξεν.
ἀπό-μᾰχος, -ον (μάχη), αυτός που πλέον δεν μάχεται, που δεν είναι πλέον
σε θέση να μάχεται, σε Ξεν.
ἀπο-μείρομαι, αποθ., 1. διανέμω, σε Ησίοδ. 2. Παθ., αποχωρίζομαι από,
στον ίδ.
ἀπο-μερίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ, 1. ξεχωρίζω ή διακρίνω από μια πληθώρα, σε
Πλάτ. 2. ἀπομερίζω πρός ή ἐπί τι, αποχωρίζω, αποσπώ κάποιον για κάποια
υπηρεσία, σε Πολύβ.· μεταδίδω, χορηγώ, στον ίδ.
ἀπο-μερμηρίζω, μέλ. -ίσω, κοιμάμαι και ξεχνώ τις έγνοιες μου, σε
Αριστοφ.
ἀπο-μεστόομαι, Παθ., είμαι γεμάτος ως το χείλος, ξεχειλίζω, σε Πλάτ.
ἀπο-μετρέω, μέλ. —ήσω, μετρώ, σταθμίζω, σε Λουκ. — Μέσ., σε Ξεν.
ἀπο-μηκύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, επεκτείνω, επιμηκύνω, λόγον, σε Πλάτ.·
απόλ., είμαι εκτενής, σχοινοτενής, στον λόγο μου, στον ίδ. — Παθ.,
επεκτείνομαι, σε Λουκ.
ἀπο-μηνίω[ῑ], μέλ. -σω, είμαι εξοργισμένος, επιμένω στην οργή μου, σε
Όμηρ.
ἀπο-μῑμέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., εκφράζω κάτι μέσω της μίμησης ή της
αντιγραφής, αναπαριστώ πιστά, μιμούμαι επακριβώς, σε Ξεν.
ἀπο-μιμνῄσκομαι, μέλ. -μνήσομαι, αόρ. αʹ -εμνησάμην· αποθ.· θυμάμαι
πλήρως· χάριν ἀναμιμνῄσκομαι, αναγνωρίζω την ευεργεσία που μου έχει
γίνει, ανταποδίδω αυτή τη χάρη, αισθάνομαι ευγνώμων, σε Ομήρ. Ιλ.,
Θουκ.
ἀπό-μισθος, -ον, I. αυτός που δεν λαμβάνει μισθό, ο άμισθος, απλήρωτος,
κακοπληρωμένος, σε Ξεν., Δημ. II. αυτός που λαμβάνει πλήρως τον μισθό
του δηλ. εξοφλείται, και κατόπιν απολύεται.
ἀπο-μισθόω, μέλ. -ώσω, εκμισθώνω, παραχωρώ κάτι απαιτώντας
μίσθωμα, σε Θουκ.· με απαρ., ἀπομισθόω ποιεῖν τι, μισθώνω, παραχωρώ
εργολαβία για την εκτέλεση ενός έργου, σε Νόμ. παρά Δημ.
ἀπομνημόνευμα, -ατος, τό, μνημείο, σε Πλούτ.· στον πληθ.,
απομνημονεύματα, ό,τι δηλαδή έχει περισώσει κάποιος στη μνήμη του
σχετικά με κάτι, Λατ. commentarii, οπως εκείνα του Σωκράτη από τον
Ξενοφώντα, το λογοτεχνικό είδος των απομνημονευμάτων, σε Ξεν.
ἀπο-μνημονεύω, μέλ. -σω· 1. αφηγούμαι από μνήμης, εξιστορώ,
επαναλαμβάνω, σε Πλάτ. 2. ενθυμούμαι, ανακαλώ στη μνήμη μου, στον
ίδ.· ὄνομα ἀπεμνημόνευσε τῷ παιδὶ θέσθαι, έδωσε το συγκεκριμένο όνομα
στον γιο του εις ανάμνηση κάποιου πράγματος ή συμβάντος, σε Ηρόδ. 3.
96

ἀπομνημονεύω τί τινι, κρατώ στη μνήμη μου κάτι εναντίον κάποιου,


μνησικακώ, σε Ξεν.
ἀπο-μνησικᾰκέω, μέλ. -ήσω = μνησικακέω, τρέφω κακία εναντίον
κάποιου, τινί, σε Ηρόδ.
ἀπο-μνήσομαι, μέλ. του ἀπομιμνῄσκομαι.
ἀπ-όμνῡμι ή -ύω, γʹ ενικ. παρατ. ἀπώμνυ· μέλ. -ομοῦμαι· I. 1. ορκίζομαι
ότι δεν θα πράξω κάτι, ότι θα απέχω από αυτό, σε Ομήρ. Οδ. 2. ορκίζομαι
ότι δεν έχω κάνει κάτι ή ότι τα πράγματα δεν έχουν έτσι, αρνούμαι κάτι
παίρνοντας όρκο, σε Ηρόδ., Αττ.· με την προσθήκη του μή, ἀπόμνυμι ἦ μὴν
μὴ εἰδέναι, σε Ξεν.· ἀπόμνυμι μηδὲ ὀβολόν, (ενν. ἔχειν), στον ίδ. 3.
απαρνούμαι ή αποκηρύσσω κάτι παίρνοντας όρκο — Μέσ., ἀπωμόσατο
τὴν ἀρχήν, απαρνήθηκε την εξουσία του με όρκο, σε Πλούτ. II. επιτετ. του
ὄμνυμι, λαμβάνω επίσημο, ιερό όρκο ότι θα πράξω κάτι, ἦ μήν..., σε Θουκ.
ἀπομοίρια, τά (μοῖρα), μερίδιο, σε Ανθ.
ἀπο-μονόομαι (μονόω), Παθ., 1. είμαι αποκλεισμένος από κάτι, με γεν.,
σε Θουκ. 2. απομένω μόνος, σε Πλούτ.
ἀπ-ομόργνῡμι, μέλ. -ομόρξω· 1. σφουγγίζω, σκουπίζω από, τί τινος, σε
Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., σφουγγίζομαι, στο ίδ.· ἀπομόρξατο δάκρυ, σκούπισε
τα δάκρυά του, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., με την ίδια σημασία, ἀπομόρξασθαι,
σε Αριστοφ.· και στην Παθ., τὴν ὀργὴν ἀπομορχθείς, έχοντας κατευνάσει
τον θυμό μου, στον ίδ. 2. καθαρίζω το πρόσωπό μου σφουγγίζοντάς το, σε
Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., ἀπομόρξατο παρειάς, σφούγγισε τα μάγουλά της, σε
Ομήρ. Οδ.
ἀπ-ομόσαι, απαρ. αορ. αʹ του ἀπόμνυμι.
ἀπό-μουσος, -ον, αυτός που βρίσκεται μακριά από τις Μούσες, άμουσος,
απαίδευτος, ατάλαντος, αγροίκος, σε Ευρ.· επίρρ., ἀπομούσως, δυσμενώς,
σε Αισχύλ.
ἀπο-μῡθέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., απαγορεύω, αποτρέπω, εμποδίζω, σε
Ομήρ. Ιλ.
ἀπο-μῡκάομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., μουγκρίζω δυνατά, σε Ανθ.
ἀπομυκτέον, ρημ. επίθ. του ἀπομύσσω, αυτό που πρέπει κάποιος να
σκουπίσει τη μύτη του, σε Ευρ.
ἀπο-μύσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, σκουπίζω τη μύτη μου, βγάζω τις μύξες
μου, σε Ανθ. — Μέσ., φυσώ τη μύτη μου, σε Αριστοφ., Ξεν. II. μεταφ.,
οξύνω κάποιον, δηλ. οξύνω το μυαλό του, σε Πλάτ.· πρβλ. το vir emunctae
naris, του Ορατ.
ἀπ-όναιο, γʹ ενικ. ευκτ. του ἀπονίναμαι· ἀπ-οναίατο, γʹ πληθ.
ἀπο-ναίω, Επικ. αόρ. αʹ ἀπένασσα· I. πέμπω πίσω ή μακριά, αποστέλλω,
απομακρύνω, αποδίδω, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., απέρχομαι ως άποικος,
αποικίζω, σε Όμηρ. II. Μέσ. αόρ. αʹ με μτβ. σημασία, ἀπενάσσατο παῖδα,
απέστειλε το παιδί της, σε Ευρ.· επίσης, ἀπονασθῆναι, απέρχομαι,
αναχωρώ από κάποιον τόπο, με γεν., στον ίδ.
97

ἀπο-ναρκόομαι (νάρκη), Παθ., ναρκώνομαι εντελώς, πέφτω σε λήθαργο,


είμαι αναίσθητος, σε Πλάτ.
ἀπονεμητέον, ρημ. επίθ. του ἀπονέμω, πρέπει κάποιος να απονείμει, σε
Αριστ.
ἀπο-νέμω, μέλ. -νεμῶ, διανέμω, μοιράζω, χωρίζω, αφιερώνω, ορίζω,
παρέχω, τί τινι, σε Ηρόδ., Αττ. — Μέσ., αποδίδω στον εαυτό μου, παίρνω
για λογαριασμό μου, σε Πλάτ.· ἀπονέμεσθαί τι, βόσκω ένα κοπάδι, σε
Αριστοφ.· με γεν. διαιρ., λαμβάνω μερίδιο από κάτι, σε Πλάτ.
ἀπονενοημένως, επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του ἀπονοέομαι,
απεγνωσμένα, απελπισμένα, σε Ξεν.
ἀπο-νέομαι, αποθ., απέρχομαι, αποχωρώ, αναχωρώ, σε Όμηρ. [ᾱ, χάριν
του μέτρου].
ἀπονεύω, μέλ. -σω, αποστρέφω το πρόσωπό μου από άλλα αντικείμενα
και το στρέφω προς ένα άλλο, κλίνω σε κάτι, πρός τι, σε Πλάτ.
ἀπο-νέω, μέλ. -νήσω, ξεφορτώνω — Μέσ., ρίχνω ένα βάρος από πάνω
μου, στέρνων ἀπονησαμένη, σε Ευρ.
ἀπ-ονήμενος, μτχ. αορ. βʹ του ἀπονίναμαι.
ἀ-πονητί (α στερητικό και πονέω), χωρίς κόπο, ξεκούραστα, σε Ηρόδ.
ἀ-πόνητο, Ιων. αντί ἀπώνητο, γʹ ενικ. αορ. βʹ του ἀπονίναμαι.
ἀ-πόνητος, -ον (πονέω)· 1. αυτός που επιτυγχάνεται χωρίς μόχθο και
κόπο· υπερθ. επίρρ. ἀπονητότατα, με τον λιγότερο δυνατό κόπο, σε Ηρόδ.
2. αυτός που δεν υπομένει συμφορές, σε Σοφ.
ἀπο-νήχομαι, μέλ. -ξομαι, αποθ., διαφεύγω κολυμπώντας, σώζομαι
κολυμπώντας, σε Λουκ.
ἀπονία, ἡ (ἄπονος), αποφυγή μόχθου, οκνηρία, ραθυμία, τεμπελιά, σε
Ξεν.· απαλλαγή από τους κόπους, σε Πλούτ.
ἀπο-νίζω, μεταγεν. -νίπτω· μέλ. -νίψω, αόρ. αʹ -ένιψα· I. αποπλύνω,
ἀπονίψαντες βρότον ἐξ ὠτειλῶν, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., ξεπλένω κάτι από
πάνω μου, ἱδρῶ ἀπενίζοντο θαλάσσῃ, σε Ομήρ. Ιλ. II. καθαρίζω πλένοντας,
κανονικά λέγεται για τα χέρια και τα πόδια· ἀπονίζουσα, καθώς έπλενα τα
πόδια του, σε Ομήρ. Οδ.· ὅτανἀπονίζῃ καὶ τὼ πόδ' ἀλείφῃ, σε Αριστοφ. —
Μέσ., πλένω τα χέρια και τα πόδια μου, χεῖράς τε πόδας τε, σε Ομήρ. Οδ.·
απόλ. πλένω τα χέρια μου, σε Αριστοφ.· Παθ. παρακ. ἀπονενίμμεθα, στον
ίδ.
ἀπόνιμμα, -ατος, τό, = ἀπόνιπτρον, σε Πλούτ.
ἀπ-ονίνᾰμαι, Μέσ. (ὀνίνημι), μέλ. -ἀπ-ονήσομαι· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ
ἀπόνητο· γʹ ενικ. ευκτ. ἀπόναιο, γʹ πληθ. ἀποναίατο· μτχ. ἀπονήμενος· έχω
τη χρήση ή την απόλαυση, την τέρψη ενός πράγματος, απολαμβάνω κάτι,
με γεν., σε Όμηρ., Σοφ.· η γεν. όμως συχνά παραλείπεται, ἦγε μὲν οὐδ'
ἀπόνητο, την παντρεύτηκε αλλά δεν γνώρισε καμία χαρά από το γεγονός
αυτό (ή από τη γυναίκα αυτή), σε Ομήρ. Οδ.· οὐκ ἀπόνητο (ενν. τῆς
πόλεως), σε Ηρόδ.
98

ἀπόνιπτρον, τό (ἀπονίζω), νερό μέσα στο οποίο έχει πλύνει κάποιος τα


χέρια του, ρυπαρό νερό, σε Αριστοφ.
ἀπονίπτω, μεταγεν. τύπος του ἀπονίζω.
ἀπο-νίσσομαι, αποθ., απέρχομαι, αναχωρώ, σε Θέογν.· Επικ. μτχ. αορ. αʹ
ἀπονισσάμενος, σε Ανθ.
ἀπο-νοέομαι, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ -ενοήθην, παρακ. -νενόημαι· αποθ.·
(νοέω)· χάνω το νου μου, λέγεται· 1. για φόβο, πέφτω σε απελπισία, σε
απόγνωση, σε Ξεν.· ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι, απελπισμένοι άνθρωποι,
Λατ. perditi, σε Θουκ. 2. για άνθρωπο αναίσχυντο, ἀπονενοημένος,
πρόστυχος, αισχρός, «το χαμένο κορμί», σε Θεόφρ.
ἀπόνοια, ἡ, έλλειψη κάθε συναίσθησης, λέγεται· 1. για φόβο, απελπισία,
απόγνωση· εἰς ἀπόνοιαν καταστῆσαί τινα, οδηγώ κάποιον στην απόγνωση,
σε Θουκ. 2. για την έλλειψη ορθής αντίληψης, παράνοια, παραφροσύνη,
Λατ. dementia, σε Δημ.
ἄ-πονος, -ον, I. 1. αυτός που επιτυγχάνεται χωρίς σκληρή εργασία,
άκοπος, εύκολος, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που
αποφεύγει τη σκληρή εργασία, φυγόπονος, ράθυμος, σε Ξεν. II. επίρρ. -
νως, χωρίς κόπο, άκοπα, ξεκούραστα, σε Ηρόδ., Ξεν. III. ανώμ. συγκρ.
ἀπονέστερος, σε Πίνδ.· αλλά -ώτερος, σε Θουκ.
ἀπο-νοστέω, μέλ. -ήσω, επιστρέφω, γυρίζω στην πατρίδα μου, ἂψ
ἀπονοστήσειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀπονοστέω ὀπίσω, σε Ηρόδ.
ἀπο-νόσφι, προς φωνήεντος -φιν· I. επίρρ., μακριά από, χωριστά από, σε
Όμηρ. II. πρόθ. με γεν., μακριά από, στον ίδ.
ἀπο-νοσφίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ· I. 1. θέτω ξεχωριστά, αποχωρίζω, αποστερώ,
απορρίπτω, αποδιώχνω, τινά τινος, σε Ομηρ. Ύμν. 2. αφαιρώ, αποψιλώνω,
αφαιρώ δια της βίας, ὅπλων τινά, σε Σοφ. — Παθ., αποστερούμαι,
ληστεύομαι, απογυμνώνομαι από, ἐδωδήν, σε Ομηρ. Ύμν. II. με αιτ. του
τόπου, διαφεύγω από, προσπαθώ να αποφύγω κάτι, σε Σοφ.
ἀπο-νυκτερεύω, περνώ τη νύχτα μακριά από, τινός, σε Πλούτ.
ἀπ-ονῠχίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ· I. 1. κόβω τα νύχια μου — Παθ., κάποιος μου
κόβει τα νύχια, σε Βάβρ. 2. μεταφ., περικόπτω, ελαττώνω, αποκόπτω, τὰ
σιτία, σε Αριστοφ. II. ὀνυχίζω III, δοκιμάζω ή εξετάζω κάτι με το νύχι
μου· ἀκριβῶς ἀπωνυχισμένος, το ad unguem factus του Ορατ., σε Θεόφρ.
ἀπο-νωτίζω, μέλ. -σω, αναγκάζω κάποιον να στρέψει τα νώτα και να
φύγει, τινά, σε Ευρ.
ἀπό-ξενος, -ον, αυτός που αδιαφορεί για τους φιλοξενούμενούς του,
αφιλόξενος, σε Σοφ.· με γεν. του τόπου, αυτός που βρίσκεται μακριά από
έναν τόπο, από μια χώρα, σε Αισχύλ.· πέδου, εξόριστος από, στον ίδ.
ἀποξενόω, μέλ. -ώσω, απομακρύνω κάποιον από το σπίτι και την πατρίδα
του, απελαύνω, εξορίζω, σε Πλούτ. — Παθ., γῆς ἀποξενοῦσθαι, σε Ευρ.
ἀποξένωσις, -εως, ἡ, διαμονή στην αλλοδαπή, μετανάστευση ή ταξίδι σε
ξένο τόπο, σε Πλούτ.
99

ἀπο-ξέω, μέλ. -ξέσω, 1. κάνω απόξεση, ξύνω και αφαιρώ τα ξύσματα,


αποκόπτω· ἀπὸ δ' ἔξεσε χεῖρα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. μεταφ., απογυμνώνω,
αποψιλώνω, σε Λουκ.
ἀπο-ξηραίνω, μέλ. -ᾰνῶ, 1. ξηραίνω εντελώς, αποξηραίνω έναν ποταμό,
σε Ηρόδ. — Παθ., ξηραίνομαι, γίνομαι εντελώς ξηρός, λέγεται για
ποταμούς, στον ίδ. 2. ξηραίνω, αφυγραίνω εντελώς, τὰς ναῦς, σε Θουκ.
ἀπ-οξύνω, μέλ. -ῠνῶ, απαρ. αορ. αʹ -οξῦναι· I. κάνω κάτι μυτερό, αιχμηρό,
σε Ομήρ. Οδ. II. κάνω κάτι οξύ και διαπεραστικό, τὴν φωνήν, σε Πλούτ.
ἀπο-ξῠράω ή -έω, μέλ. -ήσω, ξυρίζω εντελώς, ξυρίζω «γουλί», με διπλή
αιτ. τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλήν, σε Ηρόδ.
ἀπό-ξῠρος, -ον (ξυρόν), απότομος, τραχύς, απόκρημνος, σε Λουκ.
ἀπο-ξύρω[ῠ], = ἀποξυράω — Μέσ., ξυρίζω τον εαυτό μου εντελώς, ως το
δέρμα, σε Πλούτ.
ἀπο-ξύω[ῡ], μέλ. -ξύσω, απαρ. αορ. αʹ -ξῦσαι· αφαιρώ κάτι σα να ήταν
δέρμα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀπο-πάλλω, πάλλω κάτι και το εξακοντίζω, ρίχνω, εκσφενδονίζω, σε
Λουκ. — Παθ., ανακόπτομαι, τινάζομαι πίσω, σε Πλούτ.
ἀπο-παπταίνω, κοιτάζω γύρω γύρω, σα να θέλω να διαφύγω, Ιων. γʹ πληθ.
μέλ. ἀποπαπτανέουσιν, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀποπᾰτέω, μέλ. -ήσομαι, υποτ. αορ. αʹ -πατήσω· αποχωρώ από την οδό,
παραμερίζω για να ικανοποιήσω τη φυσική μου ανάγκη, αφοδεύω, σε
Αριστοφ.
ἀπό-πᾰτος, ὁ, επίσης ἡ, απόμερος τόπος μακριά από τον δρόμο,
αφοδευτήριο, σε Αριστοφ.
ἀπο-παύω, μέλ. —σω· 1. σταματώ ή αποτρέπω, εμποδίζω από, αναγκάζω
κάποιον να σταματήσει να κάνει κάτι, με γεν., πολέμου, σε Ομήρ. Ιλ.·
πένθεος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., εμποδίζω κάποιον να πράξει κάτι, σε
Ομήρ. Οδ. — Μέσ. και Παθ., αφήνω κάτι, σταματώ να κάνω κάτι, με γεν.,
σε Όμηρ.· ἐκ καμάτων, σε Σοφ.· απόλ., παρατώ, αφήνω εντελώς, σε Θέογν.
2. με αιτ. μόνο, σταματώ, αναχαιτίζω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
ἀπό-πειρα, ἡ, δοκιμή, εγχείρημα, τόλμημα, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἀπο-πειράομαι, μέλ. -άσομαι [ᾱ], δοκιμάζω, επιχειρώ, προσπαθώ να βρω
ή να γνωρίσω κάποιον ή κάτι, με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως επίσης στην
Ενεργ., ἀποπειρᾶσαι τοῦ Πειραιῶς, επιχειρώ να καταλάβω τον Πειραιά, σε
Θουκ.
ἀπο-πελεκάω, μέλ. -ήσω, πελεκώ ή επιδιορθώνω με τσεκούρι, σε
Αριστοφ.
ἀπο-πέμπω, μέλ. -ψω· I. στέλνω μακριά, αποστέλλω, αποδιώχνω,
απολύω, απαλλάσσω από υπηρεσία, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ.,
στέλνω μακριά από εμένα, σε Ηρόδ.· ἀποπέμπω τὴν γυναῖκα, χωρίζω τη
γυναίκα μου, στον ίδ.· ἀποπέμπω ὕδωρ, απαλλάσσομαι από το νερό, το
απομακρύνω, στον ίδ. II. 1. στέλνω πίσω, σε Ομήρ. Οδ. 2. αποστέλλω,
στέλνω, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
100

ἀπόπεμψις, -εως, ἡ, 1. το να αποστέλλει κάποιος κάτι πίσω, απόπεμψη,


σε Ηρόδ. 2. αποπομπή, διαζύγιο, σε Δημ.
ἀπο-πενθέω, μέλ. -ήσω, πενθώ, θρηνώ για κάποιον, τινά, σε Πλούτ.
ἀπο-περάω, μέλ. -άσω, Ιων. -ήσω, λέγεται για θαλάσσιο πλου, περνώ στην
απέναντι ξηρά, σε Πλούτ.
ἀπο-πέρδομαι, μέλ. -παρδήσομαι· αποθ., με Ενεργ. αορ. βʹ -έπαρδον,
αφήνω αέρια από το έντερό μου, κλάνω, Λατ. pedo, σε Αριστοφ.
ἀπο-πέσῃσι, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του ἀποπίπτω.
ἀπο-πέτομαι, μέλ. -πετήσομαι, αόρ. βʹ -επτάμην, μτχ. -πτάμενος· (πρβλ.
πέτομαι)· πετώ μακριά, σηκώνομαι ψηλά και εξαφανίζομαι, σηκώνω τα
φτερά μου και πετώ μακριά, λέγεται κυρίως για τα όνειρα, σε Όμηρ.,
Αριστοφ.
ἀποπεφασμένως, επίρρ. από τη μτχ. Παθ. παρακ. του ἀποφαίνω,
καταφανώς, προδήλως, φανερά, ξεκάθαρα, απλώς, σαφώς, σε Δημ.
ἀπο-πήγνυμι, μέλ. -πήξω, κάνω κάτι να παγώσει, αποψύχω, σε Αριστοφ.
— Παθ., μέλ. -πᾰγήσομαι, παγώνω, ψύχομαι, σε Ξεν.· λέγεται για το αίμα,
πήζω, σχηματίζω θρόμβους, στον ίδ.
ἀπο-πηδάω, μέλ. -πηδήσομαι· 1. πηδώ μακριά από, ἵππου, σε Πλούτ. 2.
αποσκιρτώ, εγκαταλείπω, απομακρύνομαι από, τινός, σε Ξεν. 3. απόλ.,
πηδώ, το βάζω στα πόδια πηδώντας, σε Πλάτ.
ἀπο-πίμπλημι, ποιητ. -πίμπλημι, μέλ. -πλήσω, I. συμ πληρώνω έναν
αριθμό, σε Ηρόδ. II. 1. ικανοποιώ, εκ πληρώνω, επαληθεύω, χρησμόν,
στον ίδ. 2. ικανοποιώ, καταπραΰνω, κατευνάζω, θυμόν, ἐπιθυμίαν, στον ίδ.,
Πλάτ.
ἀπο-πίνω[ῑ], μέλ. -πίομαι, αόρ. βʹ -έπῐον· πίνω μέρος του ποτού από ένα
μεγάλο αγγείο, σε Ηρόδ.
ἀπο-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ -έπεσον· πέφτω από, ἐκ ή ἀπό τινος,
σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· τινός, σε Ηρόδ.· απόλ., πέφτω σε σταγόνες,
σταλάζω, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀπο-πιστεύω, μέλ. -σω, εμπιστεύομαι πλήρως, στηρίζομαι σε, τινί, σε
Πολύβ.
ἀπο-πλάζω, μέλ. -πλάγξω, βγάζω κάποιον από τον δρόμο του, τον
ξεστρατίζω, τον αποπλανώ, τινός, Απολλ. Ρόδ. — Παθ., αόρ. αʹ -επλάχθην,
πλανιέμαι μακριά από την πατρίδα μου, σῆς πατρίδος, Τροίηθεν, σε Ομήρ.
Οδ.· ἀπὸ θώρηκος ἀποπλαγχθείς, έχοντας εξοστρακισθεί από τον θώρακα,
λέγεται για βέλος, στο ίδ.· απόλ., τρυφάλεια ἀποπλαγχθεῖσα, περικεφαλαία
που δέχθηκε χτύπημα και εκτινάχθηκε από το κεφάλι, στο ίδ.
ἀπο-πλᾰνάω, μέλ. -ήσω, = το προηγ., εκτρέπω κάποιον από το δρόμο του,
σε Αισχίν.· μεταφ., εξαπατώ, παραπλανώ, τινά, σε Κ.Δ.
ἀποπλᾰνίας, -ου, ὁ, περιπλανώμενος, φυγάς, σε Ανθ.
ἀπο-πλέω, Επικ. -πλείω, Ιων. -πλώω· μέλ. -πλεύσομαι ή -πλευσοῦμαι, Ιων.
-πλώσομαι· πλέω μακριά από έναν τόπο για να μεταβώ σε άλλον, σε Ομήρ.
Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
101

ἀπόπληκτος, -ον (ἀποπλήσσω), αυτός που έπαθε αποπληξία, που τον


έπληξε εγκεφαλικό επεισόδιο. 1. λέγεται για τον νου, επομένως
εμβρόντητος, άναυδος, αποσβολωμένος, αυτός που έχει πάθει άνοια, σε
Ηρόδ., Δημ. 2. λέγεται για το σώμα, επομένως παράλυτος, αυτός που έχει
μείνει ανάπηρος, Λατ. sideratus, σε Ηρόδ.· ἀπόπληκτος τὰς γνάθους, αυτός
που έχασε τη δυνατότητα να μιλάει λόγω αποπληξίας, άναυδος, σε
Αριστοφ.
ἀπο-πληρόω, μέλ. —ώσω = ἀποπίμπλημι, εκ πληρώνω, ικανοποιώ, Λατ.
explere, τὰς ἐπιθυμίας, σε Πλάτ.· τοῦτό μοι ἀποπλήρωσον, κάνε αυτό
πλήρες για μένα, ικανοποίησέ με ως προς αυτό, στον ίδ.
ἀπο-πλήρωσις, -εως, ἡ, εκπλήρωση, ικανοποίηση, σε Πλούτ.
ἀπο-πλήσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, πλήττω κάποιον και τον καθιστώ
ανάπηρο, αφήνω κάποιον ανάπηρο στο σώμα ή στο μυαλό — Παθ., χάνω
τις αισθήσεις μου, μένω έκθαμβος ή εκπλήσσομαι, σε Σοφ.
ἀπο-πλίσσομαι, αποθ., φεύγω με ανοιχτό βήμα ή μικρά άλματα, σε
Αριστοφ.· βλ. πλίσσομαι.
ἀπό-πλοος, συνηρ. -πλους, ὁ (ἀποπλέω)· 1. αναχώρηση πλοίου,
απόπλους, σε Ηρόδ. 2. επάνοδος, επιστροφή στην πατρίδα δια θαλάσσης,
σε Ξεν.
ἀπο-πλύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ· Ιων. παρατ. -πλύνεσκον· ξεπλένω, σε Ομήρ. Οδ.
ἀπο-πλώω, Ιων. αντί ἀπο-πλέω.
ἀπο-πνέω, Επικ. -πνείω· μέλ. -πνεύσομαι, αόρ. αʹ -έπνευσα· I. εξάγω,
εκπέμπω φωτιά εν είδει πνοής, λέγεται για τη Χίμαιρα, σε Όμηρ.·
θυμὸνἀποπνέω, παραδίδω το πνεύμα, εκπνέω, ξεψυχώ, σε Ομήρ. Ιλ.·
ἀποπνέω τὴν δυσμένειαν, απαλλάσσομαι από αυτήν, σε Πλούτ. II. πνέω
από συγκεκριμένη διεύθυνση, λέγεται για ανέμους, σε Ηρόδ. III. αναδίδω
οσμή, με γεν., σε Πλούτ.
ἀπο-πνίγω[ῑ], μέλ. -πνίξομαι, αόρ. αʹ -έπνιξα· πνίγω, στραγγαλίζω, σε
Ηρόδ.· ἀπέπνιγον, σε Αριστοφ.· λέγεται για φυτά που καταπνίγονται από
αγκάθια, σε Κ.Δ. — Παθ. μέλ. -πνιγήσομαι, αόρ. βʹ -επνίγην [ῐ]· μτχ.
παρακ. -πεπνιγμένος· πνίγομαι, παθαίνω ασφυξία, πεθαίνω από πνιγμό, σε
Δημ.· μεταφ., πνίγομαι από την οργή μου, στον ίδ.
ἀπο-πολεμέω, μέλ. -ήσω, πολεμώ από κάποιο μέρος, τοῦ ὄνου, καθισμένος
στη ράχη του γαϊδάρου, σε Πλάτ.
ἀπό-πολις, ποιητ. ἀπό-πτολις, -ι· γεν. -ιδος και -εως· αυτός που βρίσκεται
μακριά από την πόλη του, εξόριστος, σε Αισχύλ., Σοφ.
ἀποπομπή, ἡ (ἀποπέμπω), το να στέλνει κάποιος μακριά κάποιον ή κάτι·
απαλλαγή από ασθένεια, αποθεραπεία, σε Λουκ.
ἀπο-πορεύομαι, μέλ. -σομαι, Παθ., απέρχομαι, αναχωρώ, σε Ξεν.
ἀπο-πραΰνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, καταπραΰνω τις καταστάσεις, κατευνάζω,
καθησυχάζω, σε Πλούτ.
ἀποπρίασθαι, απαρ. αορ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, αγοράζω ή
εξαγοράζω, σε Αριστοφ.
102

ἀπο-πρίζω, αόρ. ἀπέπρισα, μεταγεν. τύπος αντί -πρίω, σε Ανθ.


ἀπο-πρίω, συνηρ. αντί ἀποπρίασο, βλ. ἀποπρίασθαι.
ἀπο-πρίω[ῑ], μέλ. -ίσω, αποκόπτω, αποχωρίζω με το πριόνι, σε Ηρόδ.
ἀπο-πρό, 1. επίρρ., μακριά, πολύ μακριά, σε Ομήρ. Ιλ. 2. πρόθ. με γεν.,
μακριά από, στο ίδ., Ευρ.
ἀπο-προαιρέω, μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ -προεῖλον· αφαιρώ μέρος από, σίτου
ἀποπροελθών, έχοντας αφαιρέσει μέρος του ψωμιού, σε Ομήρ. Οδ.
ἀπόπροθε, προ φωνηέντων -θεν, επίρρ. (ἀποπρό), από μακριά, μακριά, σε
μεγάλη απόσταση από, σε Όμηρ.
ἀπόπροθι, επίρρ. (ἀποπρό), μακριά, από μακριά, σε Όμηρ.
ἀπο-προΐημι, μέλ. -προήσω· Επικ. αόρ. αʹ -προέηκα, στέλνω μπροστά,
προπέμπω, σε Ομήρ. Οδ.· αποστέλλω, εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, στο ίδ.·
αφήνω κάτι να πέσει, στο ίδ.
ἀπο-προτέμνω, μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ -προέτᾰμον· αποκόπτω από, νώτου
ἀποπροταμών, αφού του έκοψε ένα κομμάτι από τη ράχη, σε Ομήρ. Οδ.
ἀπο-προφεύγω, μέλ. -φεύξομαι, φεύγω μακριά από, ξεφεύγω, διαφεύγω,
σε Ανθ.
ἀπο-πτάμενος, μτχ. αορ. βʹ του ἀποπέτομαι.
ἀπόπτολις, ποιητ. αντί ἀπόπολις.
ἄποπτος, -ον (ἀπόψομαι, μέλ. του ἀφοράω), αυτός που βρίσκεται πολύ
μακριά, εκτός του οπτικού πεδίου κάποιου, αυτος τον οποίο δεν μπορεί να
δει κάποιος λόγω αποστάσεως, με γεν., σε Σοφ.· απόλ., αυτός που
βρίσκεται μακριά, στον ίδ.· ἐξ ἀπόπτου, εξ αποστάσεως, από κάποια
απόσταση, στον ίδ.
ἀπόπτυστος, -ον, αυτός τον οποίο έχουν φτύσει· εξού, μισητός,
σιχαμερός, βδελυρός, σε Τραγ.
ἀπο-πτύω[ῡ], μέλ. -ύσω, αόρ. αʹ -έπτῡσα· 1. φτύνω, αποβάλλω, σε Ομήρ.
Ιλ.· ἀποπτύω ἄχνην, κάνω εμετό βγάζοντας και σάλια, στο ίδ.· απόλ.,
φτύνω, σε Ξεν. 2. βδελύσσομαι, σιχαίνομαι, περιφρονώ, σε Αισχύλ., Ευρ.·
αόρ. αʹ ἀπέπτυσα, = Λατ. omen absit, σε Ευρ.
ἀπο-πυνθάνομαι, μέλ. -πεύσομαι, αποθ., ερευνώ ή ερωτώ να
πληροφορηθώ για, ἀποπυνθάνομαι (αὐτοῦ) εἰ..., τον ρώτησα να μάθω αν...,
σε Ηρόδ.
ἀπ-οράω, Ιων. αντί ἀφ-οράω.
ἀπο-ρέγχω, μέλ. —ρέγξω, ροχαλίζω εκκωφαντικά, σε Ανθ.
ἀπο-ρέπω, μέλ. -ψω, αποδρώ, το σκάω, σε Ανθ.
ἀ-πόρευτος, -ον, δύσβατος, άβατος, απρόσιτος, απροσπέλαστος, σε
Πλούτ.
ἀπ-ορέω, Ιων. αντί ἀφ-οράω.
ἀπορέω, μέλ. -ήσω, παρατ. ἠπόρουν· (ἄπορος)· I. είμαι άπορος, δεν έχω
πόρους ή χρηματική πηγή στην οποία θα μπορούσα να προσφύγω· και
επομένως, 1. τα έχω χαμένα, βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω αμφιβολίες για
το τι πρέπει να κάνω, δεν βρίσκω τρόπο πώς να..., κατά κανόνα
103

ακολουθείται από δευτερεύουσα (πλάγια ερωτηματική) πρόταση, ἀπορέει


ὅκως διαβήσεται, δεν βρίσκει τον τρόπο, βρίσκεται σε απορία πώς θα
διαβεί, σε Ηρόδ.· ἀπορεῖ ὅ,τι χρὴ ποιεῖν, σε Ξεν.· με την προσθήκη αιτ.,
ἀπορεῖ τὴν ἔλασιν ὅκως διαπερᾷ, βρίσκεται σε αμηχανία για το πώς θα
πορευθεί, πώς θα διασχίσει, σε Ηρόδ.· και με αιτ. μόνο, δεν έχω τρόπο για
κάτι, στον ίδ.· με απαρ., απορώ αγνοώντας πώς θα κάνω κάτι, σε Αριστοφ.,
Πλάτ.· επίσης απόλ., οὐκ ἀπορήσας, χωρίς δισταγμό ή ενδοιασμό, σε
Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ. με την ίδια σημασία, στον ίδ., σε Πλάτ. 2. στην Παθ.,
λέγεται για πράγματα, έχω αφεθεί στην έλλειψη πόρων, σε έλλειψη
εφοδίων ή προμηθειών για κάτι, σε Ξεν. II. με γεν. πράγμ., βρίσκομαι σε
ένδεια, σε απορία, σε αμηχανία για, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. III. ἀπορῶ τινι,
βρίσκομαι σε αμηχανία εξαιτίας κάποιου πράγματος, σε Ξεν. IV. απόλ.,
είμαι άπορος, ενδεής, πένης, σε Πλάτ.
ἀπορητικός, -ή, -όν, αυτός που έχει την τάση να απορεί, να αμφιβάλλει,
σε Πλάτ.
ἀ-πόρθητος, -ον, σπανίως -η, -ον (πορθέω), αυτός που δεν έχει αλωθεί,
δεν έχει κυριευθεί, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
ἀπ-ορθόω, μέλ. -ώσω, κάνω κάτι ευθύ, ισιώνω, καθοδηγώ κάποιον
σωστά, σε Σοφ.
ἀπορία, Ιων. -ίη, ἡ (ἄ-πορος)· I. λέγεται για τόπους, δυσκολία
προσπελάσεως ή διαβάσεως, σε Ξεν. II. λέγεται για πράγματα, δυσχέρεια,
δυσκολίες, αμηχανία ή έλλειψη πόρων για κάτι· ἐς ἀπορίην ἀπιγμένος,
ἀπειλημένος, ἐν ἀπορίῃ ἔχεσθαι ἀπορίῃσιν ἐνέχεσθαι, σε Ηρόδ.· ἀπορία τοῦ
μὴ ἡσυχάζειν, αδύνατον να παραμείνει κάποιος ήσυχος, σε Θουκ. III. 1.
λέγεται για πρόσωπα, δυσκολία χαρακτήρα, δυστροπία, δυσχέρεια στην
κοινωνική συναναστροφή, τινός, σε Ηρόδ. 2. έλλειψη μέσων, πόρων ή
αποθεμάτων, αμηχανία, δυσχέρεια, αμφιβολία, ενδοιασμός,
περιπλοκότητα, σε Πλάτ. κ.λπ. 3. ἀπορία τινός, έλλειψη προσώπου ή
πράγματος, σε Αριστοφ. κ.λπ. 4. απόλ., πενία, φτώχεια, σε Θουκ.
ἀπ-όρνῠμαι, Παθ., ξεκινώ, αφορμώ από έναν τόπο, Λυκίηθεν, σε Ομήρ. Ιλ.
ἄ-πορος, -ον, αδιάβατος, απρόσιτος, απροσπέλαστος, αδιέξοδος, και
συνεπώς· I. λέγεται για τόπους, αδιάβατος, άβατος, απροσπέλαστος, σε
Ξεν. κ.λπ. II. 1. λέγεται για περιστάσεις ή καταστάσεις, αδιέξοδος,
δυσκατόρθωτος, δυσχερέστατος, σε Ηρόδ., Αττ.· ἄπορα, τά, δυσχέρειες,
δυσκολίες, σε Ηρόδ., Ξεν.· ομοίως, εἰςἄπορον ἥκειν, πίπτειν, σε Ευρ.,
Αριστοφ.· ἐν ἀπόρῳ εἶναι, βρίσκομαι σε αμηχανία πώς να..., σε Θουκ.·
συγκρ. ἀπορώτερος, δυσχερέστερος, στον ίδ. 2. δυσεύρετος, δύσκολος στο
να αποκτηθεί, σπάνιος, σε Πλάτ. III. 1. λέγεται για πρόσωπα, δύστροπος,
αυτός που είναι δύσκολος στις κοινωνικές συναναστροφές του,
αδιόρθωτος, αυτός που τις αντιδράσεις του είναι δύσκολο να χειριστεί
κάποιος, σε Ηρόδ., Πλάτ.· με απαρ., ἄπορος προσμίσγειν, προσφέρεσθαι,
αυτός με τον οποίο είναι ακατόρθωτο να έλθει κάποιος σε συνάφεια, σε
Ηρόδ.· ομοίως απόλ., ἄνεμος ἄπορος, στον ίδ. 2. αυτός που δεν έχει
104

πόρους, μέσα ή αποθέματα, έρμαιος, αβοήθητος, σε Σοφ. κ.λπ.· ἄπορος ἐπὶ


φρόνιμα, ἐπ' οὐδέν, στον ίδ.· λέγεται για στρατιώτες, οἱ ἀπορώτατοι, οι
πλέον αβοήθητοι, οι χείριστα εξοπλισμένοι, σε Θουκ.· 3. πένης, φτωχός,
ενδεής, Λατ. inops, στον ίδ., Πλάτ. IV. επίρρ. ἀπόρως· ἀπόρως ἔχει μοι,
είμαι σε δυσχερή θέση, σε αμηχανία, σε Ευρ.· συγκρ. -ώτερον, σε Θουκ.
ἀπ-ορούω, Επικ. αόρ. αʹ -όρουσα, φεύγω βιαστικά εγκαταλείποντας κάτι
πίσω, σε Όμηρ.
ἀπορρ-, το ρ κανονικά διπλασιάζεται σε όλες τις σύνθετες λέξεις με την
πρόθεση ἀπό που αρχίζουν από ρ, αλλά στους ποιητές παραμένει μερικές
φορές μονό.
ἀπορ-ρᾷθυμέω, μέλ. -ήσω, παραμελώ κάτι εξαιτίας απροθυμίας,
αδιαφορίας ή οκνηρίας, με γεν., σε Ξεν.· απόλ., σε Πλάτ.
ἀπορ-ραίνω, μέλ. -ρᾰνῶ, εκχέω, ραντίζω, πιτσιλίζω, καταβρέχω, σε Ηρόδ.
ἀπορ-ραίω, μέλ. -σω, αφαιρώ, αρπάζω κάτι από κάποιον, με διπλή αιτ.,
σε Ομήρ. Οδ.
ἀπορραντήριον, τό (ἀπορραίνω), αγγείο που χρησιμοποιείται για τον
ραντισμό με αγιασμένο νερό, σε Ευρ.
ἀπορ-ράπτω, μέλ. -ψω, ξαναράβω, ράβω εκ νέου, σε Ηρόδ., Αισχίν.
ἀπορ-ραψῳδέω, μέλ. —ήσω, απαγγέλλω χωρία από ραψωδίες της Επικής
ποίησης, σε Ξεν.
ἀπορ-ρέζω, μέλ. -ρέξω, προσφέρω μέρος από κάτι ή προσφέρω ως θυσία
κάτι από αυτά που έχω στην κατοχή μου, με γεν. διαιρ., σε Θεόκρ.
ἀπορ-ρέω, μέλ. και αόρ. βʹ στους Παθ. τύπους ἀπορρῠήσομαι, ἀπερρύην,
μτχ. ἀπορρυείς· I. ρέω ή εκχέομαι, εκπηγάζω από, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ἀπό
τινος, σε Ηρόδ.· ἔκ τινος, σε Πλάτ. II. 1. πέφτω κάτω, όπως οι καρποί, τα
φτερά, τα φύλλα κ.λπ., σε Ηρόδ., Αττ. 2. εκλείπω, πεθαίνω, σβήνω από τη
μνήμη των άλλων, σε Σοφ.
ἀπόρρηγμα, -ατος, τό, απόσπασμα, τεμάχιο που έχει αποκοπεί από κάτι,
σε Πλούτ.
ἀπόρ-ρήγνῡμι ή -ύω, μέλ. -ρήξω· I. αποκόπτω, αποσπώ, σπάζω, θραύω,
σε Όμηρ. κ.λπ.· πνεῦμ' ἀπορρῆξαι βίου, σπάζω, κόβω το νήμα της ζωής, σε
Αισχύλ.· ἀπορρήγνυμι βίον, σε Ευρ. II. Παθ., αόρ. βʹ ἀπερράγην [ᾰ],
αποκόπτομαι, αποχωρίζομαι, διασπώμαι, διαρρηγνύομαι, σε Ηρόδ.,
Θουκ.· ἀπό τινος, σε Ηρόδ. III. αμτβ., στον παρακ. ἀπέρρωγα, διασπώμαι,
σπάζομαι, θραύομαι, σε Αρχίλ.
ἀπορ-ρηθῆναι, απαρ. Παθ. αορ. αʹ του ἀπ-ερῶ, πρβλ. ἀπεῖπον.
ἀπόρρησις, -εως, ἡ (ἀπερῶ)· I. απαγόρευση, αποτροπή, σε Πλάτ. II.
εγκατάλειψη ενός ζητήματος, άρνηση, απόρριψη, στον ίδ.
ἀπόρρητος, -ον (ἀπερῶ), I. απαγορευμένος· ἀπόρρητον πόλει, παρότι
ήταν απαγορευμένο στους πολίτες, σε Σοφ.· τὰἀπόρρητα, τα εμπορεύμτα
των οποίων η εξαγωγή ήταν απαγορευμένη, λαθραία εμπορεύματα, σε
Αριστοφ. II. 1. αυτός για τον οποίο δεν πρέπει να γίνεται ή δεν θα έπρεπε
να έχει γίνει λόγος, μυστικός, Λατ. tacendus· ἀπόρρητον ποιεῖσθαι, κρατώ
105

κάτι κρυφό, σε Ηρόδ.· κύριος καὶ ῥητῶν καὶ ἀπορρήτων, λέγεται για τον
Φίλιππο τον Μακεδόνα, όπως το Λατ. dicenda tacenda, σε Δημ.·
ἀπόρρητον, τό, το μυστικό της πολιτείας, το κρατικό μυστικό, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για ιερά πράγματα, μυστικός, απόκρυφος, άρρητος, σε Ευρ. 3.
αυτός ο οποίος δεν αρμόζει να αναφέρεται, αποτρόπαιος, βδέλυγμα, σε
Πλάτ.
ἀπορ-ρῑγέω, μέλ. -ήσω, παρακ. βʹ ἀπέρρῑγα· συστέλλομαι και τρέμω,
φρικιώ ενώπιον κάποιου πράγματος, δειλιάζω να το πράξω, να το φέρω εις
πέρας, με απαρ., σε Ομήρ. Οδ.
ἀπορ-ρῑνάω, μέλ. -ήσω, ρινίζω κάτι με τη λίμα, λιμάρω, σε Στράβ.
ἀπορ-ρίπτω, ποιητ. ἀπο-ρίπτω, μέλ. -ρίψω, αόρ. αʹ -έρριψα — Παθ. μέλ.
ἀπορριφθήσομαι, αόρ. αʹ -ερρίφθην, παρακ. -έρριμμαι· I. ρίχνω μακριά ή
έξω, πετώ μακριά, αποβάλλω, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. αποδιώχνω, εξορίζω
κάποιον από την πατρίδα του, σε Αισχύλ., Σοφ.· ἀπερριμμένος,
αποδιωγμένος, απόβλητος, σε Δημ. 2. απαρνούμαι, αποποιούμαι,
αποκηρύσσω, σε Σοφ. 3. παραμερίζω, καταφρονώ, σε Αισχύλ.· Παθ.,
ἀπέρριπται εἰς τὸ μηδέν, σε Ηρόδ. III. λέγεται για λέξεις, εξακοντίζω
δριμείς, οξείς, αυθάδεις και υβριστικούς λόγους, ἔς τινα, σε ή εναντίον
κάποιου, στον ίδ.· επίσης, ἀπορρίπτω ἔπος, αφήνω να βγει μια λέξη από το
στόμα μου, εκστομίζω, στον ίδ.
ἀπορροή και ἀπόρροια, ἡ (ἀπορ-ρέω)· I. εκροή, ροή, ρεύμα, σε Ευρ.,
Ξεν. II. εκπόρευση, εκπήγαση, σε Πλάτ.
ἀπορ-ροιβδέω, μέλ. -ήσω, εκπέμπω διαφορετικές φωνές, αφήνω τον
απόηχο κραυγής, βοάς, σε Σοφ.
ἀπορ-ροφέω ή -άω, μέλ. -ήσω, ρουφώ ή καταπίνω μέρος από κάτι, με γεν.
διαιρ., σε Ξεν.
ἀπορ-ρύπτω, μέλ. -ψω, ξεπλένω τη βρωμιά, καθαρίζω σχολαστικά, σε
Λουκ. — Μέσ., καθαρίζω προσεκτικά τον εαυτό μου, ξεπλένομαι, σε
Πλούτ.
ἀπόρρῠτος, -ον (ἀπορ-ρέω), αυτός που ρέει, ρευστός, σε Ησίοδ.·
ἀπόρρυτα σταθμά, σταύλοι που έχουν οχετό ή κεκλιμένο έδαφος ώστε να
ρέουν προς τα έξω οι ακαθαρσίες, σε Ξεν.
ἀπορρώξ, -ῶγος, ὁ, ἡ (ἀπορρήγνυμι)· I. αποκομμένος, απότομος, τραχύς,
απόκρημνος, Λατ. praeruptus, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. II. ως θηλ. ουσ., 1.
τεμάχιο, μέρος που έχει αποσπαστεί· Στυγὸς ἀπορρώξ, διακλάδωση των
υδάτων της Στυγός, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ἀπορρῶξ νέκταρος, εκροή, απόσταγμα,
απόσταξη, λέγεται για το νέκταρ, σε Ομήρ. Οδ.
ἀπ-ορφᾰνίζομαι, Παθ., είμαι ή γίνομαι ορφανός, αποστερούμαι, σε
Αισχύλ.· ἀπό τινος ἀπορφανίζομαι, αποχωρίζομαι, αποσπώμαι από
κάποιον, σε Κ.Δ.
ἀ-πόρφῠρος, -ον (πορφύρα), αυτός που τα ενδύματά του δεν έχουν στην
απόληξή τους λωρίδα βαμμένη πορφυρή, σε Πλούτ.
106

ἀπ-ορχέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., χάνω κάτι εξαιτίας του χορού μου, δηλ.
διώχνω χορεύοντας, τὸν γάμον, σε Ηρόδ.
ἀποσᾰλεύω, μέλ. -σω, είμαι αραγμένος στ' ανοιχτά, αγκυροβολώ στ'
ανοιχτά, σε Θουκ., Δημ.
ἀπο-σᾰφέω, μέλ. -ήσω (σαφής), καθιστώ κάτι σαφές, διευκρινίζω, σε
Πλάτ.
ἀπο-σβέννῡμι ή -ύω, μέλ. -σβέσω· I. σβήνω, κατασβήνω, καταπαύω,
καταπραΰνω, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ. II. Παθ., με Μέσ. μέλ. -σβήσομαι,
αμτβ. αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ. ἀπέσβην, ἀπέσβηκα, και Παθ. αόρ. αʹ
ἀπεσβέσθην· κατασβήνομαι, αφανίζομαι, παύω να υπάρχω, πεθαίνω, σε
Ευρ., Ξεν.
ἀπο-σείω, μέλ. -σω, αναταράζω, εκτινάζω ή ρίχνω μακριά — Μέσ.,
αποσείω από εμένα, αποτινάζω κάτι μακριά μου, σε Θέογν.· λέγεται για
άλογο, τινάζομαι και ρίχνω τον αναβάτη μου, σε Ηρόδ., Ξεν.· μεταφ.,
ἀποσείεσθαι λύπην, σε Αριστοφ.
ἀπο-σεμνύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ· I. μεγαλύνω, εγκωμιάζω, επαινώ, εξυμνώ,
τιμώ, δοξάζω, σε Πλάτ. II. Παθ. με Μέσ. μέλ., παίρνω σοβαρό ύφος, σε
Αριστοφ.· τι, για κάτι, στον ίδ.
ἀπο-σεύω, εκδιώκω, αποδιώχνω, σε Ανθ. — Παθ. με Επικ. γʹ ενικ. αορ.
βʹ ἀπέσσῠτο, αόρ. αʹ ἀπεσσύθην [ῠ], εξορμώ, απέρχομαι τρέχοντας, σε
Ομήρ. Ιλ.
ἀπο-σημαίνω, μέλ. -ᾰνῶ· I. 1. αναγγέλλω με σημάδια ή με συνθηματικούς
κώδικες, ειδοποιώ, δηλώνω, αγγέλλω, περί τινος, σε Ηρόδ.· απόλ., κάνω
σινιάλο, σε Πλάτ. 2. με αιτ., δηλώνω κάτι με χαρακτηριστικά σημεία,
εικάζω, προλέγω, σε Πλούτ. — Μέσ., δείχνω με χαρακτηριστικά σημεία ή
αποδείξεις, σε Ηρόδ. II. ἀποσημαίνω εἴς τινα, υπαινίσσομαι κάτι σε αυτόν,
σε Θουκ. III. Μέσ., σφραγίζω κάτι ως δημευμένο, δημεύω, σε Ξεν.·
λέγεται για πρόσωπα, προγράφω, επικηρύσσω αποκηρύσσω, στον ίδ.
ἀπο-σήπομαι, Παθ., μέλ. -σᾰπήσομαι, αόρ. βʹ -εσάπην [ᾰ], με αμτβ.
Ενεργ. παρακ. -σέσηπα· χάνω κάτι (μέλος ή άκρο) λόγω απονεκρώσεως ή
γάγγραινας από κρυοπαγήματα, τοὺς δακτύλους, στον ίδ.
ἀπο-σῑμόω, μέλ. -ώσω, κάνω κάτι να έχει σιμή, πλακουτσωτή μύτη —
Παθ., ἀποσιμώμεθα τὴν ῥῖνα, έχουμε πλακουτσωτές μύτες, σε Λουκ. II.
ἀποσιμοῦν τὰς ναῦς, στρέφω τα πλοία παράμερα, κάνω μια πλάγια κίνηση
ώστε να αποφύγω ευθεία προσβολή από τον εχθρό και να βρεθώ σε
καλύτερη θέση για επίθεση, σε Θουκ.
ἀπ-οσιόομαι, Ιων. αντί ἀφ-οσιόομαι.
ἀπό-σῑτος, -ον, αυτός που απέχει από την τροφή, σε Λουκ.
ἀπο-σιωπάω, μέλ. -ήσομαι· I. σταματώ να μιλώ, τηρώ σιγή, σε Ισοκρ.,
Πλούτ. II. μτβ., κρατώ κάτι μυστικό, σε Λουκ.
ἀποσιώπησις, -εως, ἡ, 1. τήρηση σιγής, σε Πλούτ. 2. ρητορικό σχήμα,
κατά το οποίο η πρόταση διακόπτεται για λόγους έμφασης, κοσμιότητας ή
αιδημοσύνης, σε Ομήρ. Ιλ. Α 342, σε Βιργ. Αιν. I. 135.
107

ἀπο-σκάπτω, μέλ. -ψω, σκάβω τάφρο, διαχωρίζω με τάφρους, σε Ξεν.


ἀπο-σκεδάννῡμι ή -ύω, μέλ. -σκεδάσω, συνηρ. -σκεδῶ· σκορπίζω
τριγύρω, διασκορπίζω, σε Όμηρ., Σοφ. — Παθ., διασκορπίζομαι,
απομακρύνομαι από τις γραμμές του στρατοπέδου, λέγεται για
στρατιώτες, σε Ξεν.
ἀποσκεπτέον, ρημ. επίθ. του ἀποσκοπέομαι, αυτό που πρέπει κάποιος να
κοιτάξει σταθερά ή με προσοχή, σε Αριστοφ.
ἀπο-σκευάζω, μέλ. -άσω, αποσπώ, αφαιρώ κάτι — Μέσ., ετοιμάζω
αποσκευές σε δέματα για μεταφορά· ξεφορτώνομαι κάποιον, τον
αποδιώχνω, σε Λουκ.
ἀπο-σκέψομαι, μέλ. του ἀπο-σκοπέω.
ἀπο-σκηνέω, μέλ. -ήσω, κατασκηνώνω μακριά από, μεταφέρω την
κατοικία μου μακριά από, τινός, σε Ξεν.
ἀπό-σκηνος, -ον (σκηνή), αυτός που κατασκηνώνει χωριστά, που ζει και
τρέφεται μόνος, σε Ξεν.
ἀποσκηνόω, μέλ. -ώσω· I. κρατώ κάτι μακριά από κάποιον, σε Πλούτ. II.
= ἀποσκηνέω, στον ίδ.
ἀποσκήπτω, μέλ. -ψω, I. εξακοντίζω από ψηλά· ἀποσκήπτω βέλεα ἔς τι,
ρίχνω από ψηλά βέλη εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ. II. αμτβ., επιπίπτω
αιφνιδίως, ως κεραυνός, ἔς τινα, σε Ευρ., Αισχίν.· ἀποσκήπτω ἐς φλαῦρον,
έχω ατυχή, άθλια κατάληξη, καταντώ στο μηδέν, σε Ηρόδ.
ἀπο-σκιάζω, μέλ. -άσω, ρίχνω σκιά, σε Πλάτ.
ἀποσκιασμός, ὁ, επισκίαση· ἀποσκιασμὸς γνωμόνων, καταμέτρηση του
χρόνου μέσω της θέσης της σκιάς στο ηλιακό ρολόι, σε Πλούτ.
ἀπο-σκίδνᾰμαι, Παθ., είμαι διασκορπισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για
στρατιώτες, ἀποσκίδναμαι ἔς τι, διασκορπίζομαι για να εξυπηρετήσω ένα
σκοπό, σε Ηρόδ.
ἀπο-σκλῆναι, απαρ. αορ. βʹ, όπως εάν προερχόταν από *ἀπόσκλημι (πρβλ.
σκέλλω), είμαι αποξηραμένος, ξηραίνομαι, σε Αριστοφ.· ομοίως, παρακ.
ἀπέσκληκα, σε Λουκ.· μέλ. ἀποσκλήσω, σε Ανθ.
ἀπο-σκοπέω, μέλ. -σκέψομαι, 1. στρέφω το βλέμμα μου μακριά από άλλα
αντικείμενα και το προσηλώνω αλλού, κοιτάζω σταθερά, πρός τινα ή τι, σε
Σοφ., Πλάτ.· εἴς τι, σε Σοφ. 2. με αιτ., κοιτάζω κάτι, το παρατηρώ με το
βλέμμα μου, σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ευρ.
ἀπο-σκόπιος, -ον (σκοπός), αυτός που αποτυγχάνει στο σημάδι, σε Ανθ.
ἀπο-σκῠθίζω, μέλ. -ίσω, ξυρίζω τα μαλλιά από το κεφάλι μου ως το δέρμα
όπως συνήθιζαν οι Σκύθες· μεταφ. στην Παθ., ξυρίζομαι μέχρι το δέρμα,
απογυμνώνομαι, κρᾶτ' ἀπεσκυθισμένη, σε Ευρ.
ἀπο-σκῡλεύω, αφαιρώ και παίρνω κάτι ως λάφυρο, τι τινος, σε Θεόκρ.
ἀπο-σκώπτω, μέλ. -σκώψομαι, περιπαίζω, περιγελώ, τινά, σε Πλάτ.·
ἀποσκώπτω εἴς τινα, χλευάζω κάποιον, σε Λουκ.
ἀπο-σμάω, σφουγγίζω τη βρωμιά, σε Λουκ.· καθαρίζω σφουγγίζοντας,
στον ίδ.
108

ἀπο-σμήχω, μέλ. —ξω = ἀποσμάω, σε Λουκ.


ἀπο-σμῑκρύνω[ῡ], μικραίνω, ελαττώνω, καθιστώ κάτι μικρό, σε Λουκ.
ἀπο-σμύχομαι[ῡ], αόρ. βʹ -εσμύγην [ῠ], Παθ., αναλώνομαι, τήκομαι σε
σιγανή φωτιά, λιώνω εντελώς, σε Λουκ.
ἀπο-σοβέω, μέλ. -ήσω, I. προξενώ φόβο, σκιάζω, διώχνω, όπως κάποιος
αποδιώχνει τρομάζοντάς τα πουλιά ή τις μύγες, σε Αριστοφ.· μεταφ.,
ἀποσοβῆσαι τὸν γέλων, στον ίδ. II. αμτβ., φεύγω βιαστικά, τρέχοντας· οὐκ
ἀποσοβήσεις; δηλ. τσακίσου! στον ίδ.
ἀποσπάδιος[ᾰ], -η, -ον (ἀποσπάω), αυτός που έχει σχιστεί, αποσπαστεί
από κάτι, ἀποσπάδιον, τό = ἀπόσπασμα, σε Ανθ.
ἀποσπάραγμα, -ατος, τό, = ἀπόσπασμα, σε Αθν.
ἀπο-σπᾰράσσω, μέλ. -ξω, κατασπαράζω, ξεσχίζω, σε Ευρ.
ἀποσπάς, -άδος, ἡ, παραφυάδα που έχει κοπεί από δέντρο για να
μεταφυτευθεί, κλαδί κληματαριάς με τσαμπί σταφύλια, σε Ανθ.
ἀπόσπασμα, -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί ή αποσπαστεί, τεμάχιο,
ράκος, απόκομμα, σε Πλάτ.
ἀπο-σπάω, μέλ. -σπάσω [ᾰ]· 1. αποχωρίζω, αποσχίζω κάτι από, τινός, σε
Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀποσπῶ τινα ἀπὸ γυναικός, σε Ηρόδ.· τὸ τέκνον ἐκ
χερῶν, σε Ευρ.· επίσης με διπλή αιτ., αποχωρίζω, αφαιρώ κάτι από
κάποιον, σε Σοφ.· ἀποσπάω τινά, αποχωρίζω, αποσχίζω κάποιον, σε Ηρόδ.
— Μέσ., αφαιρώ κάτι για τον εαυτό μου, σε Πλούτ. — Παθ., αποσχίζομαι
σύρομαι μακριά, αποχωρίζομαι από, τινός, σε Πίνδ., Ευρ.· ἐξ ἱροῦ, σε
Ηρόδ.· ἀπὸ τῶν ἱερῶν, σε Θουκ. 3. ἀποσπῶ πύλας, βγάζω τις θύρες από τη
θέση τους, σε Ηρόδ. 3. ἀποσπάω τὸ στρατόπεδον, αποχωρίζομαι από το
στράτευμα, σε Ξεν.· απόλ., ἀποσπάσας, έχοντας αποσχισθεί, στον ίδ. —
Παθ., λέγεται για στρατεύματα, αποσχίζομαι ή σπάζουν οι γραμμές μου,
διαλύομαι, σε Θουκ.
ἀπο-σπένδω, μέλ. -σπείσω, εκχέω, χύνω κρασί ως σπονδή, σε Ομήρ. Οδ.,
Ευρ.
ἀπο-σπεύδω, μέλ. -σπεύσω, προσπαθώ με ζήλο να εμποδίσω κάτι,
αποτρέπω, σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., ἀποσπεύδων Ξέρξεα στρατεύεσθαι,
στον ίδ.
ἀπο-σποδέω, μέλ. -ήσω, φθείρω κάτι εντελώς, το καταστρέφω μέσω της
χρήσης· ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας, καταστρέφω φθείροντας τα δάχτυλα
των ποδιών μου, σε Αριστοφ.
ἀποσ-σεύω, Επικ. αντί ἀπο-σεύω.
ἀπό-στα αντί ἀπόστηθι, προστ. αορ. βʹ του ἀφίστημι.
ἀποστᾰδόν και ἀποσταδά, επίρρ. (ἀφίστημι), εξ αποστάσεως, σε Όμηρ.
ἀπο-στάζω, μέλ. -ξω· I. αφήνω κάτι να ρέει σταγόνα σταγόνα, σταλάζω,
σε Θεόκρ. II. αμτβ., πέφτω, ρέω σε σταγόνες, σταλάζω, σε Σοφ.
ἀποστᾰλάω, = ἀποστάζω I, σε Ανθ.
ἀποστᾰσία, ἡ, μεταγεν. τύπος του ἀπόστασις, εξέγερση, ανταρσία, σε
Πλούτ.
109

ἀποστᾰσίουδίκη, ἡ, καταγγελία εναντίον απελεύθερου οποίος


εγκατέλειψε ή αμέλησε τον προστάτη του ή προσκολλήθηκε σε άλλον, σε
Δημ.· ἀποστασίου βιβλίον, τό, διαζευκτήριο έγγραφο, διαζύγιο, σε Κ.Δ.
ἀπόστᾰσις, -εως, ἡ (ἀφίσταμαι), το να στέκεται κάποιος μακριά από κάτι,
και συνεπώς· 1. επανάσταση, εξέγερση, ανταρία, ἀπό τινος ή τινος, σε
Ηρόδ., Θουκ.· πρός τινα, σε Θουκ. 2. αναχώρηση από, βίου, σε Ευρ. 3.
απόσταση, διάστημα, σε Πλάτ.
ἀποστᾰτέον, ρημ. επίθ. του ἀφίσταμαι, αυτό από το οποίο πρέπει κάποιος
να αποστασιοποιείται ή να το εγκαταλείπει, με γεν., σε Θουκ., Δημ.
ἀποστᾰτέω, μέλ. -ήσω (ἀφίσταμαι)· I. στέκομαι μακριά από, αναχωρώ
από, είμαι μακριά από, με γεν., σε Αισχύλ., Σοφ.· ἀποστατῶ φίλων,
εγκαταλείπω τους φίλους μου, σε Αριστοφ. II. απόλ., στέκομαι μακριά,
αποστασιοποιούμαι, απουσιάζω, σε Αισχύλ.
ἀποστᾰτήρ, -ῆρος, ὁ (ἀφίστημι), αυτός που έχει την εξουσία να διαλύσει
την εκκλησία του δήμου, Λυκούργ. παρά Πλούτ.
ἀποστάτης, ου, ὁ (ἀφίσταμαι), φυγάς, αυτός που εγκαταλείπει κάποιον,
εξωμότης, σε Πλούτ.
ἀποστᾰτικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε εξεγερμένους, σε
Πλούτ.· επίρρ., ἀποστατικῶς ἔχειν, είμαι έτοιμος να εξεγερθώ, στον ίδ.
ἀπο-σταυρόω, μέλ. -ώσω, περιφράζω με πασσάλους, σε Θουκ.
ἀπο-στεγάζω, μέλ. -σω, αφαιρώ τη στέγη, σε Κ.Δ.
ἀπο-στέγω, μέλ. -ξω· I. κρατώ μακριά το νερό, προστατεύω από την
εισροή υδάτων· μεταφ., κρατώ σε απόσταση, ὄχλον πύργος ἀποστέγει, σε
Αισχύλ. II. κρατώ μέσα το νερό, το περιορίζω, εμποδίζω την εκροή του,
σε Πλάτ.
ἀποστεινόω, ποιητ. αντί ἀποστενόω.
ἀπο-στείχω, αόρ. βʹ -έστῐχον, απέρχομαι, αναχωρώ και πορεύομαι προς
την πατρίδα μου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· προστ. ἀπόστιχε, σε Ομήρ. Ιλ.,
Ηρόδ.
ἀπο-στέλλω, μέλ. -στελῶ, αόρ. αʹ -έστειλα, παρακ. -έσταλκα· I. στέλνω
έξω ή μακριά από, γῆς χθονός, σε Σοφ., Ευρ.· ἔξω χθονός, σε Ευρ.· ἐκ τῆς
πόλεως, σε Πλάτ.· απόλ., στέλνω μακριά, εξορίζω, σε Σοφ., Ευρ. — Παθ.,
απέρχομαι, αναχωρώ, αφορμώ, εκκινώ, σε Σοφ., Ευρ. II. στέλνω μαριά,
στέλνω ως αντιπρόσωπο για κάποια υπηρεσία, σε Σοφ.· λέγεται για
στρατεύματα, αγγελιοφόρους ή και πλοία, σε Ηρόδ., Θουκ. III. αμτβ.,
στρέφομαι προς τα πίσω, υποχωρώ, αποσύρομαι, λέγεται για την άμπωτη
των θαλάσσιων υδάτων, σε Θουκ.· λέγεται για ναύτες, σε Δημ.
ἀπο-στενόω, ποιητ. -στεινόω, καθιστώ κάτι στενό, περιορίζω, εγκλείω —
Παθ., γʹ ενικ. Παθ. παρακ. ἀπεστείνωτο, σε Θεόκρ.
ἀπο-στέργω, μέλ. -ξω, αποβάλλω την αγάπη που έτρεφα, παύω να αγαπώ,
δεν αγαπώ πλέον, σε Θεόκρ.· εξού, αποπέμπω, απορρίπτω, αποστρέφομαι,
Λατ. abominari, σε Αισχύλ.
110

ἀπο-στερέω, μέλ. -ήσω — Παθ. μέλ. -στερηθήσομαι, επίσης στους Μέσ.


τύπους -στερήσομαι και -στεροῦμαι· 1. ληστεύω, απογυμνώνω,
λαφυραγωγώ, αποστερώ, αφαιρώ δια της βίας ή με δόλο κάτι από κάποιον,
με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.· επίσης, με αιτ. προσ.
και αιτ. πράγμ., μή μ' ἀποστερήσῃς ἡδονάν, σε Σοφ. κ.λπ.· απόλ., εξαπατώ,
υπεξαιρώ με δόλο, σε Αριστοφ. — Παθ., απογυμνώνομαι, ληστεύομαι,
αποστερούμαι, με γεν., Ἑλλάδος ἀποεστερημένος, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης
με αιτ., ἵππους ἀπεστέρηνται, σε Ξεν. 2. ἀποστερέω ἑαυτόν τινος, αποσπώ,
αποχωρίζω, απομακρύνω ή αποσύρω τον εαυτό μου από..., σε Σοφ., Θουκ.
3. με αιτ. προσ., απογυμνώνω, αφαιρώ, αποσπώ, σε Ηρόδ., Αττ.· τὸ σαφὲς
μ' ἀποστερεῖ, η βεβαιότητα με εγκαταλείπει, δεν είμαι βέβαιος, σε Ευρ. 4.
με αιτ. πράγμ. μόνο, δεν αποδίδω ό,τι έχω υποσχεθεί, παρακρατώ,
κατακρατώ, σε Αισχύλ. κ.λπ.
ἀποστέρησις, -εως, ἡ, στέρηση, απώλεια, τῆς ἀκοῆς, σε Θουκ.
ἀποστερητής, -οῦ, ὁ, αυτός που αποστερεί, που υπεξαιρεί, ληστής,
κλέφτης, σε Πλάτ.
ἀποστερητικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για
υπεξαίρεση ή εξαπάτηση· γνώμη ἀποστερητική τόκου, επινόηση που
αποσκοπεί στην εξαπάτηση και την παρακράτηση του οφειλόμενου τόκου
απ' αυτόν στον οποίο πρέπει να αποδοθεί, σε Αριστοφ.· ομοίως, θηλ.
ἀποστερητρίς, -ίδος, στον ίδ.
ἀπο-στερίσκω, = ἀποστερέω, σε Σοφ.
ἀπόστημα, -ατος, τό (ἀφίσταμαι), τοπική απόσταση, ενδιάμεσο
διάστημα, διάλειμμα, χρονική απόσταση· τοῖς ἀποστήμασιν πρὸς τοὺς
γονεῖς, σε σχέση προς το χρονικό διάστημα, ή ως προς την ηθική απόσταση
ή την απομάκρυνση από τα πατροπαράδοτα έθιμα, σε Αριστ.
ἀπο-στηρίζομαι, Μέσ., στηρίζομαι σταθερά, στέρεα, σε Ανθ.
ἀπο-στιλβόω, κάνω κάτι στιλπνό, κάνω κάτι να λάμπει, να γυαλίζει, σε
Ανθ.
ἀπο-στίλβω, μέλ. -ψω, είμαι στιλπνός, λάμπω μετά την επάλειψη με λάδι
ή ελαιώδη, λιπαρή αλοιφή, ἀποστίλβω ἀλείφατος, σε Ομήρ. Οδ.
ἀπο-στλεγγίζω, μέλ. -σω (στλεγγίς), αποξέω, τρίβω με στλεγγίδα (ξυστρί)
— Μέσ., τρίβομαι και καθαρίζω το σώμα μου με στλεγγίδα, σε Ξεν.· μτχ.
Παθ. παρακ. ἀπεστλεγγισμένοι, αυτοί που έχουν πλυθεί και τριφτεί με
στλεγγίδα, φρεσκοπλυμένοι, αναζωογονημένοι από το μπάνιο, σε
Αριστοφ.
ἀποστολεύς, -έως, ὁ (ἀποστέλλω), στην αρχαία Αθήνα, το όνομα του
άρχοντα που ήταν επιφορτισμένος με την παρασκευή ναυτικής μοίρας που
θα υπηρετούσε την πόλη, σε Δημ., Αισχίν.
ἀποστολή, ἡ (ἀποστέλλω)· I. η ενέργεια του να αποστείλει κάποιος
μακριά ή εκτός της πόλεως κάποιον άλλον, ανάθεση υπηρεσίας ή
αντιπροσώπευσης στην αλλοδαπή, σε Ευρ., Θουκ. II. 1. (από Παθ. τύπο),
111

αναχώρηση, εκστρατεία, σε Θουκ. 2. το αξίωμα ή το καθήκον των


Αποστόλων, η αποστολή τους να κηρύξουν το Θείο Λόγο, σε Κ.Δ.
ἀπόστολος, ὁ (ἀποστέλλω)· I. 1. αγγελιοφόρος, απεσταλμένος,
πρεσβευτής, ειδικός απεσταλμένος, σε Ηρόδ. 2. ιερός αγγελιοφόρος,
απεσταλμένος από τον Θεό, ο Απόστολος, λέγεται για τους Αποστόλους-
κήρυκες του μηνύματος του Ιησού, σε Κ.Δ. II. = στόλος, η κατά θάλασσα
στρατιωτική δύναμη, ναυτική εκστρατεία, σε Δημ. κ.λπ.
ἀπο-στομᾰτίζω, μέλ. -σω (στόμα)· 1. διδάσκω από στόματος, δηλ. χωρίς
την χρήση βιβλίου, διδάσκω υπαγορεύοντας, γράμματα, σε Πλάτ. 2. ρωτώ
επιμόνως αναμένοντας απάντηση, όπως ο δάσκαλος τον μαθητή του,
προκαλώ κάποιον να μιλήσει, σε Κ.Δ. 3. εξιστορώ, απαγγέλλω,
επαναλαμβάνω από στήθους, σε Πλούτ.
ἀπο-στράτηγος, [ρᾰ], αυτός που έχει αποσυρθεί από το αξίωμα του
στρατηγού, στρατηγός εν αποστρατεία, σε Δημ.
ἀπο-στρᾰτοπεδεύομαι, μέλ. -σομαι, αποθ., στρατοπεδεύω μακριά από,
μεταφέρω το στρατόπεδό μου μακριά από, τινος, σε Ξεν.·
ἀποστρατοπεδεύομαι προσωτέρω στρατοπεδεύω σε μεγαλύτερη απόσταση,
στον ίδ.
ἀπο-στρᾰφῶ, υποτ. Παθ. αόρ. βʹ του επόμ.
ἀπο-στρέφω, μέλ. -ψω, Ιων. γʹ ενικ. αορ. αʹ ἀποστρέψασκε — Παθ. και
Μέσ., μέλ. -στρέψομαι, αόρ. βʹ -εστράφην [ᾰ], παρακ. -έστραμμαι, Ιων. γʹ
πληθ. υπερσ. -εστράφατο·
Α. 1. στρέφω κάποιον προς τα πίσω, δηλ. τον τρέπω σε φυγή, τον κάνω να
οπισθοχωρήσει άτακτα, σε Όμηρ.· ή αναγκάζω να επιστρέψει αυτόν που
τράπηκε σε φυγή, σε Ξεν.· πόδας καὶ χεῖρας, στρέφω πίσω στη ράχη τα
χέρια και τα πόδια και δένω κάποιον χειροπόδαρα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.·
καλώ πίσω, ανακαλώ, σε Ξεν. 2. στρέφω σε διαφορετικός μέρος ή
κατεύθυνση, εκτρέπω τη ροή ενός ποταμού, σε Ηρόδ.· αποτρέπω κάποιον
κίνδυνο, σε Αισχύλ., Θουκ. II. αμτβ. (ενν. ἑαυτόν), ἵππον, στρέφω προς τα
πίσω, σε Ηρόδ., Σοφ. Β. I. Παθ., ἀπεστράφθαι τοὺς ἐμβόλους, λέγεται για
πλοία, έχουν τα έμβολά τους λυγισμένα προς τα πίσω, σε Ηρόδ.·
ἀποστραφῆναι τὼ πόδε, περιστρέφω, στριφογυρίζω τα πόδια μου, σε
Αριστοφ. II. 1. στρέφομαι μακριά από κάποιον ή κάτι με βδελυγμία, Λατ.
aversari, με αιτ., σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., ἀπεστραμμένοι λόγοι, εχθρικά λόγια,
σε Ηρόδ. 2. περιστρέφομαι, στρέφομαι προς τα πίσω, σε Ξεν.· στρέφομαι
και τρέπομαι σε φυγή, στον ίδ. 3. ἀποστραφῆναί τινος, εγκαταλείπω,
παρατώ κάποιον, στον ίδ.
ἀποστροφή, ἡ (ἀποστρέφομαι)· I. στροφή προς τα πίσω, σε Ξεν.·
ἀποστροφὴν λαμβάνειν, στρέφομαι, ρέω προς άλλο μέρος, λέγεται για
ποταμούς, σε Πλούτ. II. 1. στροφή μακριά από, αποφυγή, διαφυγή από
κάτι, με γεν., σε Αισχύλ., Ευρ. 2. καταφύγιο, βοήθημα, σε Ηρόδ.· με γεν.
αντικ., ὕδατος ἀποστροφή, απόθεμα ύδατος, υδάτινοι πόροι ή μέσα
άντλησης νερού, στον ίδ.· σωτηρίας ἀποστροφή, σε Θουκ.
112

ἀπόστροφος, -ον (ἀπο-στρέφομαι), αυτός που έχει στραφεί μακριά, σε


Σοφ.
ἀπο-στῠγέω, μέλ. -στύξω, αόρ. αʹ -εστύγησα, αόρ. βʹ ἀπέστῠγον, παρακ. -
εστύγηκα· μισώ με σφοδρότητα, αποστρέφομαι, βδελύσσομαι, σε Ηρόδ.,
Σοφ.· με απαρ., αποστρέφομαι, αηδιάζω να..., σε Ηρόδ.
ἀπο-στῠφελίζω, μέλ. -ξω, απωθώ κάποιον με τη χρήση βίας από,
απομακρύνω από, τινά τινος, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀπο-στύφω[ῡ], μέλ. -ψω, στύφω, ζαρώνω, συστέλλω, λέγεται για το
αποτέλεσμα των στυπτικών ή στυφών καρπών ή γεύσεων, δηλ. για την
άμβλυνση της γεύσης, το μούδιασμα της γλώσσας, σε Ανθ.
ἀπο-σῡκάζω, μέλ. -σω, πιέζω τα σύκα με τα δάχτυλά μου για να καταλάβω
αν είναι ώριμα, σε Αριστοφ.
ἀπο-σῡλάω, μέλ. -ήσω, αποσπώ λάφυρα από κάποιον, και ως εκ τούτου
υπεξαιρώ, αφαιρώ, αρπάζω κάτι από κάποιον, τινά τινος, σε Σοφ.· τινά τι,
σε Ξεν. — Παθ., ἀποσυλᾶσθαί τι, αποστερούμαι, ληστεύομαι από κάτι, σε
Αισχύλ.
ἀπο-συνάγωγος, -ον (συναγωγή), αυτός που έχει εκδιωχθεί από την
εβραϊκή συναγωγή, σε Κ.Δ.
ἀπο-σῡρίζω, μέλ. -ξω, σφυρίζω ηχηρά εξαιτίας έλλειψης σκέψης, σε
Ομηρ. Ύμν. — Παθ., ψιθυρίζω και ο ψίθυρος ηχεί ως σφύριγμα, σε Λουκ.
ἀπο-σύρω[ῡ], μέλ. -σῠρῶ· I. αποσπώ, αποσχίζω, σε Θουκ. II. γδέρνω, σε
Θεόκρ.
ἀπο-σφάζω, Αττ. -σφάττω, μέλ. -σφάξω — Παθ., αόρ. βʹ -εσφάγην [ᾰ],
μέλ. -σφαγήσομαι· κόβω τον λαιμό κάποιου, σφαγιάζω, Λατ. jugulo·
ἀποσφάζω τινὰ ἐς ἄγγος, σφαγιάζω κάποιον έτσι ώστε το αίμα του να
ρεύσει και να συσσωρευτεί σε αγγείο, σε Ηρόδ.· γενικά, σφάζω, σφαγιάζω,
σε Αριστ., Θουκ. κ.λπ. — Μέσ., αποκόπτω το λαιμό μου, αυτοκτονώ
σφαγιάζοντας τον εαυτό μου, σε Ξεν.
ἀπο-σφᾰκελίζω, μέλ. -σω· I. πεθαίνω εξαιτίας της απονέκρωσης των
μελών μου από γάγγραινα, σε Ηρόδ. II. καταλαμβάνομαι από
σφαδασμούς, σφαδάζω, σε Πλούτ.
ἀπο-σφάλλω, μέλ. -σφᾰλῶ, αόρ. αʹ -έσφηλα· I. εκτρέπω κάποιον από τον
δρόμο του, παροδηγώ, αποπλανώ, σε Ομήρ. Οδ.· ἀποσφάλλω τινὰπόνοιο,
παροδηγώ κάποιον ώστε να αποτυχει στην εκπόνηση ενός έργου, σε Ομήρ.
Ιλ. II. Παθ., αόρ. βʹ ἀπεσφάλην [ᾰ], οδηγούμαι στην αποτυχία ή
διαψεύδομαι, απατώμαι από κάτι, με γεν., σε Ηρόδ.· αποστερούμαι κάτι,
σε Αισχύλ.· αποτυγχάνω να φθάσω ή να προσεγγίσω, Ἰταλίας, σε Πλούτ.·
απόλ., λείπω, έχω χαθεί, σε Δημ.
ἀπο-σφάττω, Αττ. αντί ἀποσφάζω.
ἀπο-σφήλειε, γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ του ἀποσφάλλω· ἀποσφήλω, υποτ.
ἀπο-σφίγγω, μέλ. -γξω, συμπιέζω, συμπυκνώνω, συσφίγγω, περισφίγγω,
σε Λουκ. — Παθ., λόγος ἀπεσφιγμενος, συμπυκνωμένο ύφος στον λόγο,
στον ίδ.
113

ἀπο-σφρᾱγίζω, Ιων. -σφρηγίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ· σφραγίζω, ασφαλίζω με


σφραγίδα, σε Πλούτ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ευρ.
ἀπο-σχᾰλίδωμα, -ατος, τό (σχαλιδόω), το τεμάχιο ξύλου με απόληξη
δικράνας που χρησιμοποιείται στην στήριξη των κυνηγετικών διχτυών, σε
Ξεν.
ἀπο-σχεῖν, -σχέσθαι, απαρ. Ενεργ. και Μέσ. αορ. βʹ του ἀπέχω.
ἀπο-σχήσω, μέλ. του ἀπέχω.
ἀπο-σχίζω, μέλ. -σω, 1. σχίζω ή αποκόπτω τεμάχιο από κάτι, σε Ομήρ.
Οδ., Ευρ. 2. αποχωρίζω ή αποσπώ από, τινὰ ἀπό τινος, σε Ηρόδ. — Παθ.,
ἀποσχισθῆναί τινος, αποχωρίζομαι από..., στον ίδ.· λέγεται για ποταμό,
αποχωρίζομαι από το κύριο ρεύμα, σχηματίζω παραπόταμο, στον ίδ.·
λέγεται για φυλή, έχω αποσπαστεί από το αρχέγονο γενεαλογικό δέντρο,
στον ίδ. 3. μεταφ., ἀποσχίζω τινὰ τοῦ λόγου, διακόπτω την ομιλία κάποιου,
παρεμβάλλομαι στο λόγο του, σε Αριστοφ.
ἀπο-σχοινίζω, μέλ. -σω, αποχωρίζω ή διαχωρίζω με σχοινί· γενικά,
αποχωρίζω, διαχωρίζω, σε Δημ.
ἀπο-σῴζω, μέλ. -σω, διαφυλάσσω από, θεραπεύω από ασθένεια, τινός, σε
Σοφ.· ἀποσῴζω οἴκαδε, φέρνω κάποιον σώο στην πατρίδα, σε Ξεν. —
Παθ., ἀποσωθῆναι ἐς ή ἐπὶ τόπον, φθάνω σώος σε κάποιον τόπο, σε Ηρόδ.,
Ξεν.· απόλ., διασώζομαι, γλιτώνω από κίνδυνο, σε Ηρόδ.
ἀπότακτος, -ον ή ἀποτακτός, -όν (ἀποτάσσω), αυτός που έχει
αποσπασθεί για ιδιαίτερη χρήση, αυτός που έχει καθοριστεί για ιδιαίτερο
σκοπό, σε Ηρόδ.
ἀποτάμνω, Ιων. αντί ἀποτέμνω.
ἀπο-τάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. αποχωρίζω, ξεχωρίζω, προσδιορίζω ή
καθορίζω ιδιαιτέρως, χώραν τινί, σε Πλάτ. — Παθ., ἀπετέτακτο πρὸς τὸ
δεξιόν, η θέση του είχε ταχθεί, είχε ορισθεί στη δεξιά πλευρά, σε Ξεν. II.
Μέσ., ἀποτάσσεσθαί τινι, αποχαιρετώ, αποχωρίζομαι κάποιον ή κάτι, σε
Κ.Δ.
ἀπο-ταυρόομαι, Παθ., αγριεύω ή έχω το άγριο βλέμμα του ταύρου·
δέργμα ἀποταυροῦσθαι, ρίχνω άγρια βλέμματα προς..., σε Ευρ.
ἀπο-ταφρεύω, μέλ. -σω, περιβάλλω με τάφρο, οχυρώνω, σε Ξεν.
ἀπο-τέθνᾰσαν, Επικ. γʹ πληθ. υπερσ. του ἀποθνῄσκω.
ἀπο-τεθνειώς, Επικ. αντί -τεθνεώς, -τεθνηκώς, μτχ. παρακ. του
ἀποθνήσκω.
ἀπο-τείνω, μέλ. -τενῶ, παρακ. -τέτᾰκα· γʹ πληθ. Παθ. παρακ. ἀποτέτανται·
1. εκτείνω, τεντώνω — Παθ., σε Ξεν. 2. επιμηκύνω, επεκτείνω, προάγω,
λέγεται για τις γραμμές του στρατεύματος, στον ίδ.· λέγεται για
ρητορικούς λόγους ή ομιλίες, ἀποτείνω τὸν λόγον, σε Πλάτ.
ἀπο-τειχίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ, περικλείω ή διαχωρίζω με τείχος. 1.
προκειμένου να οχυρώσω, τὸν Ἰσθμόν, σε Ηρόδ. 2. προκειμένου να
αποκλείσω, τινάς, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
ἀποτείχῐσις, -εως, ἡ, περιτείχιση, αποκλεισμός, σε Θουκ.
114

ἀποτείχισμα, -ατος, τό, οχύρωμα αποκλεισμού, γραμμή αποκλεισμού, σε


Θουκ., Ξεν.
ἀποτειχισμός, ὁ, = ἀποτείχισις, σε Πλούτ.
ἀποτελευτάω, μέλ. -ήσω, καταλήγω, οδηγώ σε συγκεκριμένη έκβαση,
εἴςτι, σε Πλάτ.
ἀπο-τελέω, μέλ. -τελέσω, Αττ. -τελῶ· 1. φέρνω εντελώς εις πέρας,
αποτελειώνω, ολοκληρώνω ένα έργο, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., μτχ.
παρακ. ἀποτετελεσμένος, ο τέλειος, σε Ξεν. 2. εκ πληρώνω ή εκτελώ ό,τι
έχω δεσμευτεί ή οφείλω να εκπληρώσω ή να εκτελέσω, όπως τα
αφιερώματα, τα τάματα στους θεούς, σε Ηρόδ., Ξεν.· γενικά, εκτελώ,
αποπερατώνω, εκ πληρώνω, σε Ξεν. 3. καθιστώ ή κάνω κάτι να έχει
συγκεκριμένη έκβαση ή συγκεκριμένο είδος· τὴν πόλιν ἀποτελέω
εὐδαίμονα, καθιστώ την πόλη εντελώς ευημερούσα, την κάνω να ευδοκιμεί
πλήρως, σε Πλάτ.· και Μέσ., ἄμεμπτον φίλον ἀποτελέσασθαι, τον καθιστώ
αγνό, απρόσβλητο από οποιαδήποτε κατηγορία, σε Ξεν.
ἀπο-τέμνω, Ιων. -τάμνω, μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ -έτεμον, -έτᾰμον· I. 1.
αποκόπτω, αποσχίζω, αποχωρίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. — Παθ., τὴν
γλῶτταν ἀποτμηθείς, αφού του έκοψαν τη γλώσσα, σε Αισχίν. 2.
διαχωρίζω, διαμερίζω, με γεωγραφική σημασία, σε Ηρόδ. — Παθ., λέγεται
για στρατεύματα, αποκόπτομαι από το κύριο εκστρατευτικό σώμα, σε Ξεν.
II. 1. Μέσ., αποκόπτω κάτι για τον εαυτό μου, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν.,
αποκόπτω μέρος ενός πράγματος, σε Ηρόδ. 2. αποχωρίζω για να
οικειοποιηθώ, απάγω, κλέβω, βοῦς, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.· Φοινίκης
ἀποτέμνω, αποκόπτω και αποκτώ τμήμα ή μερίδιο από τη χώρα της
Φοινίκης, σε Θεόκρ.· ἀποτέμνω τῶν Ἀθηναίων, αφαιρώ τη δύναμη από,
αποδυναμώνω τους Αθηναίους, σε Θουκ.
ἀπότευξις, -εως, ἡ (ἀπο-τυγχάνω), αποτυχία, σε Πλούτ.
ἀπο-τῆλε, επίρρ., μακριά από, με γεν., σε Ανθ.
ἀπο-τηλοῦ, επίρρ., μακριά, σε Ομήρ. Οδ.
ἀ-ποτίβᾰτος, Δωρ. αντί ἀ-πρόσβατος, σε Σοφ.
ἀπο-τίθημι, μέλ. -θήσω· I. αποθέτω, βάζω κατά μέρος, εναποθέτω,
τοποθετώ, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. Μέσ., τοποθετώ μακριά μου, βάζω
παράμερα, λέγεται για όπλα και ενδύματα, στο ίδ., Ηρόδ.· ἀποτίθεμαι τὸν
νόμον, παραμερίζω, δηλ. παραβαίνω το νόμο, σε Θουκ. 2. αποφεύγω,
διαφεύγω από κάτι επαχθές, σε Ομήρ. Ιλ. 3. βάζω κατά μέρος για τον εαυτό
μου, αποθηκεύω, σε Αριστοφ., Ξεν. 4. ἀποτίθεσθαι εἰς αὖθις, αναβάλλω,
χρονοτριβώ, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.
ἀπο-τίλλω, μέλ. -τῐλῶ, αόρ. αʹ -έτῑλα· αποσπώ ή μαδώ, τὰς τρίχας, σε
Ηρόδ.· οὐδὲν ἀποτίλας, χωρίς να μαδήσει σε κανένα σημείο το τομάρι, στο
ίδ.
ἀπότιλμα, -ατος, τό, το μέρος που έχει αποσπαστεί, που έχει μαδηθεί, σε
Θεόφρ.
115

ἀπο-τῑμάω, μέλ. -ήσω, I. αποκλείω κάποιον από το να τιμάται, ατιμάζω,


καταισχύνω, περιφρονώ, σε Ομηρ. Ύμν. II. Μέσ., ορίζω την τιμή ενός
αντικειμένου ή αγαθού κατόπιν εκτιμήσεως· δίμνεως ἀποτιμησάμενοι,
καθορίζοντας την τιμή τους στις δύο μνες τα κάθε ένα, σε Ηρόδ. III. ως
Αττ. νομικός όρος, Ενεργ., δανείζομαι χρήματα βάζοντας υποθήκη ή
ενέχυρο — Μέσ., δανείζω χρήματα λαμβάνοντας υποθήκη ή ενέχυρο —
Παθ., λέγεται για την ιδιοκτησία ή την περιουσία, είμαι υποθηκευμένος,
σε Δημ.
ἀποτίμημα, -ατος, τό, εγγύηση, ενέχυρο που αποτιμήθηκε από
διορισμένους εκτιμητές, σε Δημ.
ἀποτίμησις, -εως, ἡ, I. υποθήκευση περιουσιακών στοιχείων, σε Δημ. II.
το Ρωμ. census, απογραφή, σε Πλούτ.
ἀπό-τῑμος, -ον (τιμή), αυτός που έχει αποκλεισθεί από την απόδοση τιμής
στο πρόσωπό του, ατιμασμένος, σε Ηρόδ., Σοφ.
ἀπο-τῐνάσσω, μέλ. -ξω, αποσείω, αποτινάσσω, σε Ευρ.
ἀπο-τίνῠμαι, ποιητ. αντί ἀποτίνομαι· βλ ἀποτίνω II.
ἀπο-τίνω[ῑ σε Επικ., ῐ σε Αττ.], Επικ. απαρ. -τινέμεν· μέλ. -τίσω [ῑ]· I. 1.
πληρώνω κάτι σε κάποιον αντί ποινής, ως πρόστιμο ή αντιστάθμισμα για
κάτι, ανταποδίδω τα οφειλόμενα ή την ευεργεσία, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ. 2.
πληρώνω για ό,τι έχω κάνει ή πει, τι, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.· απόλ.,
εξιλεώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ. 3. απο πληρώνω, πληρώνω εξ ολοκλήρου, σε
Ηρόδ., Αττ. II. Μέσ., ἀποτίνομαι και ἀποτίνυμαι· μέλ. -τίσομαι· λαμβάνω
«πληρωμή», ανταπόδοση από κάποιον για κάτι που έχει διαπράξει εις
βάρος μου, εισπράττω την ποινή ή απαιτώ την καταδίκη, την τιμωρία ενός
ανθρώπου, σε Ομήρ. Ιλ.· δίκην, σε υρ. 2. με αιτ. προσ., ἀποτίσασθαί τινα,
εκδικούμαι, τιμωρώ κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. 3. με αιτ. πράγμ., παίρνω
εκδίκηση για κάτι, επιβάλλω αντίποινα γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· έτσι, με
γεν. πράγμ., σε Ηρόδ.· απόλ., εκδικούμαι, σε Θέογν.
ἀποτιστέον, ρημ. επίθ. του ἀποτίνω, αυτό που πρέπει κάποιος να
πληρώσει ως εξιλέωση, σε Ξεν.
ἀπο-τμήγω, μέλ. -ξω, Επικ. αντί ἀπο-τέμνω· 1. αποκόπτω από, τινά τινός,
σε Ομήρ. Ιλ. 2. αποκόπτω, αποσχίζω, αποχωρίζω, στο ίδ.· κλιτῦς
ἀποτμήγω, διαχωρίζω ή διασχίζω τις πλαγιές ενός βουνού, στο ίδ.
ἀποτμητέον, ρημ. επίθ. του ἀποτέμνω, αυτό που πρέπει κάποιος να
αποκόψει, να αποσχίσει, τῆς χώρας, ένα τμήμα της χώρας, σε Πλάτ.
ἄ-ποτμος, -ον, ατυχής, δυστυχής, κακόμοιρος, δύσμοιρος, σε Όμηρ.,
Αισχύλ., Ευρ.· συγκρ. -ότερος· υπερθ. -ότατος, σε Ομήρ. Οδ.
ἀπο-τολμάω, μέλ. -ήσω, αναλαμβάνω παράτολμο εγχείρημα, τινί,
εναντίον κάποιου, σε Θουκ.· με απαρ., σε Αισχίν. — Παθ., τὰ
ἀποτετολμημένα, αυτά τα οποία έχουν διακινδυνευθεί, σε Πλάτ.
ἀποτομή, ἡ (ἀποτέμνω), αποκοπή, εκτομή, απόσχιση, σε Ξεν.
ἀπότομος, -ον (ἀποτέμνω)· 1. αυτός που έχει αποσχισθεί, απόκρημνος,
βαραθρώδης, κρημνώδης, σε Ηρόδ.· ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν,
116

μεταφ., από τη θέση εκείνου που αιφνιδίως, ενώ βαδίζει, βρίσκεται στο
χείλος του γκρεμού, σε Σοφ. 2. μεταφ., τραχύς, αυστηρός, ανηλεής,
αδυσώπητος, σε Ευρ.
ἀπο-τοξεύω, μέλ. -σω· I. εκτοξεύω βέλη, σε Λουκ. II. ρίχνω βέλος
εναντίον κάποιου· μεταφ., εμβάλλω απορία σε κάποιον, τινά τινι, στον ίδ.
ἄ-ποτος, -ον, I. αυτός που είναι ακατάλληλος προς πόση, που δεν είναι
πόσιμος, σε Ηρόδ. II. Ενεργ., αυτός που δεν πίνει ποτέ, στον ίδ., Πλάτ.·
αυτός που δεν πίνει, που δεν έχει ποτό, σε Σοφ., Ξεν.
ἀπο-τρᾰγεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἀποτρώγω.
ἀπο-τρέπω, μέλ. -ψω· I. 1. στρέφω κάποιον μακριά από κάτι, με γεν., σε
Ομήρ. Ιλ.· μεταστρέφω, μεταπείθω κάποιον ώστε να μην πράξει κάτι,
αποτρέπω, σε Θουκ.· επίσης με απαρ., ἀποτρέπω τινὰ ποιεῖν τι, σε Αισχύλ.,
Δημ. 2. με αιτ. προσ. μόνο, κάνω κάποιον να τραπεί σε φυγή προξενώντας
φόβο, απομακρύνω, αποδιώχνω, αναγκάζω σε οπισθοχώρηση, σε Ομήρ.
Ιλ. 3. με αιτ. πράγμ., κάνω κάτι να στραφεί σε άλλο μέρος, αποκρούω,
κωλύω, παρεμποδίζω, σε Ηρόδ., Πλάτ.· πρβλ. ἀποτρόπαιος, ἀπότροπος.
4. στρέφομαι από τους άλλους, εναντίον ενός, τι ἐπί τινι, σε Σοφ. — Μέσ.,
ἀποτραπόμενος πρός τι, στρέφοντας την προσοχή μου από τα άλλα
αντικείμενα σε αυτό το συγκεκριμένο, σε Πλούτ. II. Μέσ. και Παθ., 1.
στρέφομαι από, απέχω από μία πράξη, με μτχ., σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., σε
Ευρ. κ.λπ.· απόλ., σταματώ, παύω, απέχω από φόβο, σε Θουκ. 2.
αποστρέφω το πρόσωπό μου από, αδιαφορώ για ή δεν προσέχω τα
λεγόμενα κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ. 3. με αιτ. πράγμ., αποστρέφομαι,
βδελύσσομαι, όπως το Λατ. aversari, σε Αισχύλ., Ευρ. 4. στρέφομαι προς
τα πίσω, επιστρέφω, σε Θουκ., Ξεν.
ἀπο-τρέχω, μέλ. -θρέξομαι και -δραμοῦμαι· αόρ. βʹ -έδρᾰμον· I. φεύγω
τρέχοντας από κάπου, το βάζω στα πόδια, σε Ηρόδ., Αττ. II. τρέχω
γρήγορα, λέγεται για αθλητές που προπονούνται σε αγώνα δρόμου, σε
Αριστοφ.
ἀπο-τρίβω[ῑ], μέλ. -ψω, επιτετ. του τρίβω, I. συντρίβω, κατασυντρίβω, σε
Ομήρ. Οδ. II. καθαρίζω τρίβοντας, αποξέοντας, σε Θεόκρ. — Μέσ.,
απαλλάσσομαι από κάτι, το εξαλείφω, σε Δημ., Αισχίν.· αρνούμαι,
αποποιούμαι, απορρίπτω, τὴν πεῖραν, σε Πλούτ.
ἀποτρόπαιος, -ον (ἀποτρέπω), I. αυτός που αποτρέπει το κακό, λέγεται
για τον Απόλλωνα στην αρχαία Αθήνα, Λατ. averruncus, σε Αριστοφ.
κ.λπ. II. Παθ., αυτός που όφειλε να αποτραπεί, δυσοίωνος, βδελυρός, σε
Λουκ.
ἀποτροπή, ἡ (ἀποτρέπω)· I. 1. απομάκρυνση, απόκρουση, αποτροπή,
κακῶν, σε Αισχύλ., Ευρ. 2. παρακώλυση, παρεμπόδιση, σε Θουκ. II. (από
τον Μέσ. τύπο), απομάκρυνση από κάποιο έργο, εγκατάλειψή του, στον
ίδ.
ἀπότροπος, -ον (ἀποτρέπω)· I. 1. αυτός που έχει απομακρυνθεί από τους
ανθρώπους, εξόριστος, σε Ομήρ. Οδ. 2. αυτός από τον οποίο αποστρέφει
117

κάποιος το πρόσωπό του, δεινός, τρομερός, φρικτός, αποκρουστικός, σε


Αισχύλ., Σοφ. II. Ενεργ., αυτός που αποτρέπει, που απομακρύνει κάτι, με
γεν., σε Αισχύλ., Ευρ.
ἀπό-τροφος, -ον (τρέφω), αυτός που έχει ανατραφεί μακριά από την
οικογένεια και την πατρική του εστία, σε Ηρόδ.
ἀπο-τρύχω[ῡ], μέλ. -ξω, = το επόμ., σε Πλούτ.
ἀπο-τρύω[ῡ], μέλ. -ύσω, αποτρίβω, αποξέω, σε Σοφ. — Μέσ., γῆν
ἀποτρύεσθαι, παρενοχλώ σταθερά, κατατρύχω, καταπονώ την γη με την
εντατική καλλιέργεια, σε Σοφ.
ἀπο-τρώγω, μέλ. -τρώξομαι, αόρ. βʹ -έτρᾰγον· 1. κατατρώγω ή
τσιμπολογώ με το ράμφος, σε Αριστοφ. 2. με γεν., τρώγω μέρος από κάτι,
τσιμπολογώ· τὰς αὔλακας οὐκ ἀποτρώγεις, δηλ. δεν πολυθερίζεις τα
στάχυα στο θερισμό, σε Θεόκρ.
ἀπο-τρωπάω, θαμιστικό του ἀποτρέπω, μόνο στον ενεστ., σε Όμηρ.
ἀπο-τυγχάνω, μέλ. -τεύξομαι· I. 1. δεν επιτυγχάνω στους στόχους μου ή
στο να κερδίσω, χάνω, σφάλλω, με γεν., σε Ξεν. κ.λπ. 2. Παθ., τὰ
ἀποτετευγμένα, αυτά που δεν έχουν εκπληρωθεί, τα ανεκπλήρωτα, σε
Λουκ. II. απόλ., αποτυγχάνω στο στόχο μου, ατυχώ, δεν κατορθώνω κάτι,
σε Ξεν.· αποτυγχάνω να προσεγγίσω την αλήθεια, σφάλλω, στον ίδ.· με
απαρ., αποτυγχάνω να πράξω κάτι, στον ίδ.
ἀπο-τυμπᾰνίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ, ξυλοκοπώ, σκοτώνω στο ξύλο, κάνω
κάποιον «τούμπανο» στο ξύλο, υποβάλλω κάποιον στο βασανιστήριο της
φάλαγγας, σε Δημ.
ἀπο-τῠπόομαι: I. Μέσ., αποτυπώνω κάτι σε κάποια ύλη, όπως π.χ. στο
κερί· εἴς τι, σε Πλάτ. II. Ενεργ., ἀποτυπόομαι σφραγῖδα, σφραγίζω, θέτω
ως αποτύπωμα μια σφραγίδα, σε Λουκ.
ἀπο-τύπτομαι, Μέσ., παύω να χτυπώ τον εαυτό μου, να στηθοκοπιέμαι,
σταματώ τους θρήνους, σε Ηρόδ.
ἀπ-ούρας, -ουράμενος, μτχ. Ενεργ. και Μέσ. αορ. αʹ του ἀπ-αυράω.
ἀπ-ουρίζω, Επικ. αντί ἀφ-ορίζω· Επικ. μέλ. ἄλλοι οἱ ἀπουρίσσουσιν
ἀρούρας, άλλοι θα οριοθετήσουν τα κτήματά του, σε Ομήρ. Ιλ.· άλλοι
διαβάζουν ἀπ-ουρήσουσι = ἀπ-αυρήσουσι (από ἀπ-αυράω), θα
αφαιρέσουν.
ἄπ-ουρος, -ον (ὅρος, Ιων. οὖρος), αυτός που βρίσκεται μακριά από τα
σύνορα της χώρας του, με γεν., σε Σοφ.
ἄ-πους, ὁ, ἡ, -πουν, τό, 1. αυτός που στερείται το ένα ή και τα δύο πόδια
του, σε Πλάτ. 2. αυτός που δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα πόδια του,
χωλός, κουτσός, σε Σοφ.
ἀπουσία, ἡ (ἄπειμι, Λατ. absum), το να βρίσκεται κάποιος μακριά, να
απέχει, απουσία, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
ἀπο-φᾰγεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἀπεσθίω, τρώγω μέρος από κάτι,
κατατρώγω, σε Αριστοφ.
118

ἀπο-φαιδρύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, αποκαθαίρω, καθαρίζω ενδελεχώς — Μέσ.,


σε Ανθ.
ἀπο-φαίνω, μέλ. -φᾰνῶ·
Α. I. φανερώνω, παρουσιάζω, αναδεικνύω, δηλώνω, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
II. 1. γνωστοποιώ, διακηρύσσω, ανακοινώνω, σε Ηρόδ.· προσκομίζω
τεκμήρια για κάτι, στον ίδ. 2. αποδεικνύω με λογικά επιχειρήματα,
καταδεικνύω, αναπαριστώ τί έπραξε ή τί είδους άνθρωπος είναι κάποιος,
με μτχ., στον ίδ.· και με παράλειψη μτχ., ἀποφαίνω αὐτὸναἴτιον (ενν. ὄντα),
στον ίδ.· ομοίως, ἀποφαίνω τινὰ ἐχθρόν, σε Δημ. 3. με αιτ. και απαρ.,
αναπαριστώ ότι, σε Πλάτ.· ομοίως, ἀποφαίνω ὡς..., ὅτι..., σε Ηρόδ., Θουκ.
III. αποδίδω λογαριασμό για κάτι, λογοδοτώ για, τὴν οὐσίαν, σε Δημ.·
πληρώνω χρήματα στο ταμείο σύμφωνα με τους λογαριασμούς που μου
έχουν αποδοθεί, στον ίδ. IV.1.καθιστώ ή κάνω κάποιον να έχει αυτό ή το
άλλο γνώρισμα, σε Αριστοφ. 2. διορίζω σε κάποιο αξίωμα, σε Πλάτ. Β.
Μέσ., I. 1. παρουσιάζω, επιδεικνύω κάτι που μου ανήκει, σε Αισχύλ.,
Πλάτ.· απόλ., επιδεικνύομαι, επιδεικνύω τον εαυτό μου, σε Ξεν. 2.
παρουσιάζω μαρτυρίες και τεκμήρια, σε Ηρόδ. 3. ἀποφαίνεσθαι γνώμην,
διακηρύσσω, διατρανώνω τη γνώμη μου, στον ίδ., Αττ.· απόλ., παρέχω μια
γνώμη, σε Ηρόδ., Αττ. II. χρησιμ. όπως η Ενεργ., σε Πλάτ., Ξεν.
ἀπόφανσις, -εως, ἡ, διακήρυξη, διατράνωση της γνώμης, σε Αριστ.
ἀπόφᾰσις (Α), -εως, ἡ (ἀπόφημι), άρνηση, απόρριψη, αντίθ. προς το
κατάφασις, σε Πλάτ.
ἀπόφᾰσις (Β), -εως, ἡ (ἀποφαίνω)· I. κρίση, απόφαση του δικαστηρίου,
σε Δημ. II. κατάλογος, καταγραφή, απογραφή, στον ίδ.
ἀπο-φάσκω, = ἀπόφημι, μόνο σε ενεστ. και παρατ., αρνούμαι· οὔτε
δοκοῦντ' οὔτ' ἀποφάσκοντ', χωρίς να επιδέχονται ούτε συναίνεση ούτε
απόρριψη, σε Σοφ.
ἀπο-φέρβομαι, αποθ., τρέφομαι από κάτι, καρπώνομαι κάτι, τι, σε Ευρ.
ἀπο-φέρω, μέλ. ἀπ-οίσω, Δωρ. -οισῶ· αόρ. αʹ -ήνεγκα, Ιων. -ήνεικα· αόρ.
βʹ -ήνεγκον, παρακ. -ενήνοχα·
Α. I. μεταφέρω κάτι από ένα μέρος, αποκομίζω, Λατ. auferre, σε Όμηρ.
κ.λπ. — Παθ., εκτρέπομαι, ξεφεύγω από την πορεία μου και οδηγούμαι
προς άλλο μέρος, σε Ηρόδ., Θουκ. II. 1. φέρνω πίσω, επαναφέρω, σε
Ομήρ. Ιλ., Αττ. — Παθ., λέγεται για πρόσωπα, επιστρέφω, επανέρχομαι,
επανακάμπτω, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. αποδίδω, ανταποδίδω, δίνω πίσω, σε
Ηρόδ.· εξού, πληρώνω ό,τι οφείλω, στον ίδ. III. ως Αττ. νομικός όρος,
εισάγω κατηγορία, λογαριασμούς, φορολογία κ.λπ., σε Δημ. κ.λπ. IV.
αμτβ., φεύγω, αποχωρώ, αναχωρώ· ἀπόφερ' ἐς κόρακας, σε Αριστοφ. Β.
Μέσ., I. 1. λαμβάνω, φέρνω μαζί μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λαμβάνω, κερδίζω
βραβείο, σε Θεόκρ. 2. παίρνω κάτι για τον εαυτό μου, αποκτώ, κατέχω, σε
Ευρ. II. φέρνω πίσω, αποκομίζω για λογαριασμό μου, σε Ηρόδ.·
ἀποφέρομαι βίον μητρί, δηλ. επιστρέφω ζωντανός σ' αυτήν, σε Ευρ.
119

ἀπο-φεύγω, μέλ. -φεύξομαι και -οῦμαι, παρακ. -πέφευγα· I. ξεφεύγω από,


διαφεύγω, με αιτ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., σώος, διαφεύγω, στον ίδ. II. ως
νομικός όρος, απαλλάσσομαι από κάποιον, τοὺς διώκοντας, στον ίδ., Αττ.·
επίσης, ἀποφεύγω δίκην, σε Αριστοφ., Δημ.· απόλ., απαλλάσσομαι,
αθωώνομαι, σε Ηρόδ.
ἀποφευκτικός, -ή, -όν, αυτός που χρησιμεύει ή είναι κατάλληλος για
διαφυγή· τὰ ἀποφευκτικά, μέσα απαλλαγής ή αθώωσης, σε Ξεν.
ἀπόφευξις ή ἀπόφυξις, -εως, ἡ, διαφυγή, αποφυγή, μέσα αποφυγής·
ἀπόφευξις δίκης, αθώωση, σε Αριστοφ.
ἀπό-φημι, μέλ. -φήσω, αόρ. αʹ -έφησα, αόρ. βʹ -έφην· I. μιλώ ξεκάθαρα,
διακηρύσσω ρητώς ή σαφώς, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. II.
1. λέγω όχι, σε Σοφ. 2. με αιτ., αρνούμαι, απορρίπτω, σε Ξεν., Πλάτ.
ἀπο-φθέγγομαι, μέλ. -φθέγξομαι, αποθ., εκφράζω με σαφήνεια και
καθαρότητα τη γνώμη μου, σε Λουκ.· μεταφ., ηχώ, κουδουνίζω, στον ίδ.
ἀπό-φθεγκτος, -ον, = ἄ-φθεγκτος, σε Ευρ.
ἀπόφθεγμα, -ατος, τό (ἀποφθέγγομαι), σύντομο, βραχύ και περιεκτικό
ρητό, απόφθεγμα, σε Ξεν.
ἀποφθεγματικός, -ή, -όν, αυτός που χρησιμοποιεί αποφθέγματα στον
λόγο του, βραχυλόγος, λακωνικός, σε Πλούτ.
ἀπο-φθείρω, μέλ. -φθερῶ· I. καταστρέφω ολοσχερώς, αφανίζω,
ερειπώνω, σε Αισχύλ., Ευρ. II. Παθ. με Μέσ. μέλ., χάνομαι, αφανίζομαι,
σε Ευρ., Θουκ.· ιδίως σε ερωτημ. φράση χρησιμ. με προστ. σημασία, οὐ
γῆς τῆσδ' ἀποφθαρήσεται; δεν θα ξεκουμπιστεί από δω; δηλ. να πάει στον
αγύριστο, σε Ευρ.· ομοίως, οὐκ ἐς κόρακας ἀποφθερεῖ; Λατ. pasce corvos,
σε Αριστοφ.
ἀπο-φθῐνύθω[ῠ], μόνο στον ενεστ. I. αφανίζομαι, χάνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μτβ., οδηγώ στο χαμό, καταστρέφω, αφανίζω, στο ίδ.
ἀπο-φθίνω[ῐ]: I. αμτβ. στον ενεστ., αφανίζομαι ολοκληρωτικά, εκλείπω,
πεθαίνω, σβήνω, σε Αισχύλ., Σοφ. II. 1. μτβ. στον μέλ. -φθιῶ, αόρ. αʹ -
έφθισα [ῑ σε Επικ., ῐ σε Τραγ.], οδηγώ στον αφανισμό, καταστρέφω,
φθείρω εντελώς, σε Ησίοδ., Σοφ.· χάνω, βίον, σε Αισχύλ. 2. Παθ., = Ενεργ.
αμτβ., αφανίζομαι, καταστρέφομαι, πεθαίνω, στον ίδ.· στον Επικ. αόρ. βʹ
-έφθιτο [ῐ], προστ. -φθίσθω, -φθίμην [ῑ], μτχ. -φθίμενος [ῐ]· επίσης στον γʹ
πληθ. Επικ. αορ. αʹ ἀπέφθῐθεν.
ἀποφθορά, ἡ (ἀπο-φθείρω), ολοσχερής καταστροφή, όλεθρος, σε
Αισχύλ.
ἀποφλαυρίζω, μέλ. -ίσω και -ίξω, εξευτελίζω, περιφρονώ, καταφρονώ, τι,
σε Ηρόδ.
ἀπο-φλοιόομαι, Μέσ., (φλοιός), αφαιρώ το δέρμα μου, γδέρνω τον εαυτό
μου, σε Ανθ.
ἀπο-φοιτάω, παύω να πηγαίνω στο σχολείο και να παρακολουθώ τις
παραδόσεις του δασκάλου μου, σε Πλάτ.
120

ἀπό-φονος, -ον (*φένω), φόνος ἀπόφονος, άτοπος, παράδοξος φόνος, σε


Ευρ.
ἀποφορά, ἡ (ἀποφέρω)· 1. πληρωμή των χρεωστουμένων, φόρος,
εισφορά, σε Ηρόδ., Αττ. 2. επίσης, ανταπόδοση για χρήματα που έχουν
ξοδευτεί, κέρδος, σε Ξεν. κ.λπ.
ἀπο-φράγνῡμι ή -ύω, περιφράζω, αποκλείω, αποχωρίζω, σε Θουκ.·
μεταφ., σε Σοφ.
ἀπόφραξις, -εως, ἡ (ἀποφράσσω), αποκλεισμός, περίφραξη, φράξιμο, σε
Ξεν.
ἀπο-φράς, -άδος, ἡ (φράζω), αυτή που δεν πρέπει να αναφέρεται,
δυσοίωνη, κακή· ἀποφράδες ἡμέραι, Λατ. dies nefasti, οι ημέρες κατά τις
οποίες παύει κάθε δραστηριότητα, σε Πλάτ.
ἀπο-φράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω = ἀποφράγνυμι, σε Πλάτ., Δημ. —
Μέσ., ἀποφράξασθαι αὐτούς, φράζω, αποκλείω το πέρασμά τους, σε Θουκ.
ἀπο-φυγγάνω, = ἀποφεύγω, σε Δημ.
ἀπο-φυγεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἀποφεύγω.
ἀποφῠγή, ἡ, διαφυγή ή τόπος καταφυγής, καταφύγιο· ἀποφυγὰς παρέχειν,
σε Θουκ.· ἀποφυγὴ κακῶν, διαφυγή από τις συμφορές, σε Πλάτ.
ἀπόφυξις, βλ. ἀπόφευξις.
ἀποφῡσάω, μέλ. -ήσω· I. απομακρύνω φυσώντας, σε Αριστοφ. II. εκπνέω,
πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ, σε Λουκ.
ἀπο-φώλιος, -ον, κενός, μάταιος, αδρανής, άχρηστος, ανωφελής, Λατ.
irritus, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
ἀπο-χάζομαι, αποθ., μόνον στον ενεστ., αποσύρομαι από έναν τόπο, με
γεν., σε Ομήρ. Οδ.
ἀπο-χᾰλάω, μέλ. -άσω [ᾰ], χαλαρώνω και αφήνω ένα σχοινί· ἀποχάλα τὴν
φροντίδα, σε Αριστοφ.
ἀπο-χᾰλινόω, μέλ. -ώσω, αφαιρώ το χαλινάρι από φορτηγό ζώο, σε Ξεν.
ἀπο-χαλκεύω, μέλ. -σω, κατασκευάζω κάτι από σφυρήλατο χαλκό, σε
Ξεν.
ἀπο-χαλκίζω, αφαιρώ τον χαλκό, δηλ. τα χρήματα από κάποιον, σε Ανθ.
ἀπο-χᾰρᾰκόω, μέλ. —ώσω = ἀποσταυρόω, σε Πλούτ.
ἀπο-χειρο-βίωτος, -ον (χείρ, βιόω), αυτός που ζει από τα έργα των χεριών
του, χειρώνακτας, σε Ηρόδ., Ξεν.
ἀπο-χειροτονέω, μέλ. -ήσω, απομακρύνω κάτι δια χειροτονίας και,
συνεπώς, I. απομακρύνω με την ψήφο μου κάποια κατηγορία από κάποιον,
τον κηρύσσω αθώο, με γεν., σε Δημ. II. 1. με αιτ., ἀποχειροτονέω τινὰ τῆς
ἀρχῆς, καθαιρώ κάποιον από το αξίωμά του, του αφαιρώ την εξουσία του,
σε Πλούτ. 2. λέγεται για πράγματα, καταψηφίζω, απορρίπτω, ακυρώνω, σε
Αριστοφ., Δημ. III. ἀποχειροτονέω τι μὴ εἶναι, δηλώνω με την ψήφο μου
ότι κάτι δεν ισχύει, σε Δημ.
ἀποχειροτονία, ἡ, αποδοκιμασία, απόρριψη που εκφράζεται δι'
ανατάσεως των χειρών, σε Δημ.
121

ἀπο-χέω, μέλ. -χεῶ, αόρ. -έχεα, Επικ. -έχευα εκχέω, ραντίζω, σταλάζω, σε
Ομήρ. Οδ.· ποιητ. Μέσ. ἀπο-χεύομαι, σε Ευρ.
ἀποχή, ἡ (ἀπέχω)· I. αποχή, εγκράτεια, σε Πλούτ. II. εξοφλητική
απόδειξη, εξόφληση, σε Ανθ.
ἀπο-χηρόομαι, Παθ., στερούμαι από, αποστερούμαι, τινος, σε Αριστοφ.
ἀπο-χραίνω, μειώνω τη ζωηρότητα του χρώματος, σκιάζω, σε Πλάτ.
ἀπο-χράω, Ιων. -χρέω, απαρ. -χρῆν, Ιων. -χρᾶν, μτχ. -χρῶν, -χρῶσα,
παρατ. ἀπέχρη, Ιων. -έχρα, μέλ. -χρήσω, αόρ. αʹ -έχρησα·
Α. I. επαρκώ, είμαι επαρκής, αρκετός· απόλ., στα υπόλοιπα, πλην του γʹ
ενικ. προσωπα, δύ' ἀποχρήσουσιν μόνω, σε Αριστοφ.· με απαρ.,
ἀποχρῶσι.. ἑκατὸν νέες χειρώσασθαι, εκατό πλοία επαρκούν για να
υποτάξουν, σε Ηρόδ. II. 1. κατά κανόνα στο γʹ ενικ. 1. αρκώ, επαρκώ,
ποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος, δεν επαρκούσε ώστε να
προμηθεύσει το στράτευμα με νερό, στον ίδ.· ταῦτα ἀποχρᾷ μοι, στον ίδ.,
Αττ. 2. απρόσ. με απαρ., ἀποχρᾷ μοι ποιεῖν, αρκεί για μένα ώστε να κάνω,
σε Ηρόδ.· με μτχ., μέρος ἐχούσῃ ἀπόχρη μοι, μου αρκεί να λάβω ένα
μερίδιο, σε Αισχύλ.· και χωρίς απαρ., ἀπόχρη τινι, αρκεί γι' αυτόν, σε Δημ.
III. 1. Παθ., μένω ικανοποιημένος με κάτι, με δοτ., σε Ηρόδ. 2. απρόσ.,
οὐκ ἀπεχρᾶτο, στον ίδ.· ἀπεχρέετο, με απαρ., στον ίδ. Β. I. 1. Αποθ.,
ἀποχράομαι, Ιων. -χρέομαι, χρησιμοποιώ κάτι με τρόπο επωφελή για μένα,
με δοτ. πράγμ. ή απόλ., σε Θουκ. 2. καταχρώμαι, κάνω κακή χρήση, Λατ.
abuti, με δοτ., σε Δημ. II. με αιτ., καταναλίσκω, δαπανώ, φονεύω,
αφανίζω, καταστρέφω, σε Θουκ.
ἀποχρήματος, -ον = ἀχρήματος· ζημία ἀποχρήματος, ποινή που δεν είναι
χρηματική, ποινή που εκτίεται με αίμα, σε Αισχύλ.
ἀποχρώντως, επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του ἀποχράω, αρκετά, επαρκώς,
σε Θουκ.
ἀπ-οχῠρόω, μέλ. -ώσω, ασφαλίζω με οχυρωματικά έργα, οχυρώνω·
μεταφ., στη μτχ. Παθ. παρακ. ἀπωχυρωμένος πρός τι, αδιάφθορος,
αδέκαστος σε κάτι, σε Πλάτ.
ἀπο-χωλεύω, μέλ. -σω, καθιστώ κάποιον εντελώς χωλό, κουτσό, σε Ξεν.
ἀπο-χωλόομαι, Παθ., γίνομαι εντελώς κουτσός, σε Θουκ.
ἀπο-χώννυμι, μέλ. -χώσω, φράζω το στόμιο ενός ποταμού με
επιχωμάτωση, σε Ξεν.
ἀπο-χωρέω, μέλ. -ήσω και -ήσομαι· I. 1. απέρχομαι, απομακρύνομαι από
έναν τόπο, αναχωρώ, με γεν., σε Αριστοφ. 2. απόλ., απέρχομαι, αναχωρώ,
σε Ευρ.· αποσύρομαι, υποχωρώ, οπισθοχωρώ, σε Θουκ., Ξεν.· ἀποχωρέω
εἴς τι, καταφεύγω σε κάτι, σε Δημ. 3. ἀποχωρέω ἐκ..., εγκαταλείπω κάτι,
αποσύρομαι από αυτό, δηλ. το αφήνω, το παρατώ, σε Ξεν. II. διέρχομαι
από τα σπλάχνα, λέγεται για τις εκκρίσεις του σώματος, στον ίδ.· ομοίως,
τὰ ἀποχωροῦντα, οι εκκρίσεις, στον ίδ.
ἀποχώρησις, -εως, ἡ, αναχώρηση, απόσυρση, υποχώρηση, σε Ηρόδ.,
Θουκ.· τόπος καταφυγής ή μέσα ασφαλείας, σε Ηρόδ.
122

ἀπο-χωρίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ, διαχωρίζω ή ξεχωρίζω από, τι ἀπό τινος, σε


Πλάτ.
ἀπόχωσις, -εως, ἡ (ἀποχώννυμι), απόφραξη ενός ποταμού με
επιχωμάτωση, σε Πλούτ.
ἀπο-ψάω, μέλ. -ήσω, παρατ. ἀπέψην, αόρ. αʹ ἀπέψησα· I. με αιτ. πράγμ.,
αποσφουγγιζω, σε Ευρ. — Μέσ., σφουγγίζω ή αποξέω κάτι από πάνω μου,
σε Αριστοφ. II. με αιτ. προσ., καθαρίζω σφουγγίζοντας — Μέσ.,
σφουγγίζομαι, σκουπίζω τη μύτη μου, στον ίδ.· επίσης, ἀποψάω τὴνχεῖρα
εἴς τι, σε Ξεν.
ἀπο-ψεύδομαι, Παθ., διαψεύδομαι εντελώς από κάτι, εξαπατώμαι,
σφάλλω, αποτυγχάνω σε, με γεν., σε Πλούτ.
ἀπο-ψηφίζομαι, Αττ. μέλ. -ῐοῦμαι· αποθ.· I. 1. απαλλάσσω με την ψήφο
μου κάποιον από μια κατηγορία θανάτου, τον αθωώνω, ἀποψηφίζεσθαί
τινος, απαλλάσσω κάποιον από την ποινή του θανάτου με την ψήφο μου,
αρνούμαι να τον καταδικάσω σε θάνατο, αντίθ. προς το καταψηφίζεσθαι,
σε Λυκούργ.· εξού, ἀποψηφίζομαί τινος, απαλλάσσω, δηλ. αθωώνω με την
ψήφο μου κάποιον που κατηγορείται για κάτι, σε Δημ. κ.λπ.· απόλ., ρίχνω
αθωωτική ψήφο, σε Πλάτ. 2. στερώ κάποιον από τα πολιτικά του
δικαιώματα με την ψήφο μου ως μέλος του δήμου, σε Δημ. — Παθ., έχω
στερηθεί τα πολιτικά μου δικαιώματα, στον ίδ. II. με αιτ. πράγμ., λέγεται
για δικαστές, ἀποψηφίζομαι γραφήν, ψηφίζω εναντίον της αποδοχής μιας
κατηγορίας, σε Αισχίν. III. ἀποψηφίζομαι μὴ ποιεῖν τι, ψηφίζω κατά της
εκτέλεσης κάποιου πράγματος, σε Ξεν.
ἀπο-ψῑλόω, μέλ. -ώσω, I. απογυμνώνω, σε Ηρόδ. II. με γεν.,
απογυμνώνω, αποστερώ κάποιον από κάτι, σε Αισχύλ.
ἄποψις, -εως, ἡ (ἀπόψομαι, μέλ. του ἀφοράω)· 1. θέα, θέαμα, ενατένιση,
σε Ηρόδ. 2. υψηλό σημείο ή πύργος απ' όπου έχει κάποιος πανοραμική
θέα, σε Πλούτ.
ἀποψύχω[ῡ], μέλ. -ξω — Παθ. αόρ. αʹ και βʹ ἀπεψύχθην και ἀπεψύχην
[ῠ]· I. 1. παύω να αναπνέω, σταματάει η αναπνοή μου, λιποθυμώ, σε
Ομήρ. Οδ., Κ.Δ. 2. με αιτ., ἀπέψυξεν βίον, εξέπνευσε, άφησε την τελευταία
του πνοή, πέθανε, σε Σοφ.· απόλ., όπως το ἀποπνέω, Λατ. exspiro, εκπνέω,
πεθαίνω, σε Θουκ. II. 1. καθιστώ κάτι ψυχρό, ψυχραίνω — Παθ., ἱδρῶ
ἀπεψύχοντε χιτώνων, στέγνωσε ο ιδρώτας από τους χιτώνες τους (καθώς
στράφηκαν προς τη μεριά του ανέμου), σε Ομήρ. Ιλ.· ἱδρῶ ἀποψυχθείς,
στο ίδ.· μεταφ., ἀπεψυγμένοι, ψυχροί ως προς τη συμπεριφορά τους,
αδιάφοροι, σε Αριστ. 2. απρόσ., ἀποψύχει, αρχίζει να κρυώνει ο καιρός, να
ψυχραίνει ο άνεμος, σε Πλάτ.
123

Με την πρόθεση δια- εντοπίζονται 646 λήμματα


διά, ποιητ. διαί, πρόθ. συντασσόμενη με γεν. και αιτ.· ριζική σημασία: δια
μέσου, ανάμεσα.
Α. ΜΕ ΓΕΝ.: I. για τόπο ή χώρο: 1. λέγεται για κίνηση, σε ευθεία διάταξη,
ανάμεσα, πέρα-πέρα, δια μέσου, διὰ μὲν ἀσπίδος ἦλθε ἔγχος, σε Ομήρ. Ιλ.·
δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν, δια μέσου των χαμηλότερων στρωμάτων αέρα έως
και τον αιθέρα ακόμα, στο ίδ.· διὰ πάντων ἐλθεῖν, διέρχομαι όλους τους
βαθμούς των αξιωμάτων διαδοχικά, σε Ξεν. 2. λέγεται για κίνηση μέσα
στο χώρο, αλλά όχι σε ευθεία γραμμή, δια μέσου, ανάμεσα· διὰ πεδίοιο,
σε Ομήρ. Ιλ.· δι' ἄστεος, σε Ομήρ. Οδ. 3. λέγεται για τοπικά διαστήματα,
διὰ δέκα ἐπάλξεων, σε κάθε δέκατη από τις επάλξεις, σε Θουκ.· διὰπέντε
σταδίων, σε μια απόσταση πέντε σταδίων, σε Ηρόδ. II. για χρόνο: 1.
λέγεται για διάρκεια, διὰ παντὸς τοῦ χρόνου, σε Ηρόδ.· δι' ἡμέρης,
ολόκληρη τη διάρκεια της μέρας, στον ίδ.· διὰ παντός, συνεχώς, σε
Αισχύλ.· δι' ὀλίγου, για σύντομο χρονικό διάστημα, σε Θουκ. 2. λέγεται
για το διάστημα μεταξύ δύο χρονικών σημείων, διὰ χρόνου πολλοῦ ή διὰ
πολλοῦ χρόνου, ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα, σε Ηρόδ.· διὰ
χρόνου, έπειτα από πολύ καιρό, σε Σοφ.· χρόνος διὰ χρόνου, χρόνο με το
χρόνο, στον ίδ. 3. λέγεται για διαδοχικά διαστήματα, διὰ τρίτης ἡμέρης,
ανά τρεις μέρες, σε Ηρόδ.· δι' ἐνιαυτοῦ, κάθε χρόνο, σε Ξεν. III. Ενεργ.,
δια μέσου, δια: 1. λέγεται για διαμεσολαβητή αντιπρόσωπο, δι' ἀγγέλων,
μέσω των αγγελιαφόρων, σε Ηρόδ.· δι' ἑρμηνέως λέγειν, σε Ξεν. 2. λέγεται
για το όργανο ή μέσο, διὰ χειρῶν, σε Σοφ.· διὰ χειρὸς ἔχειν, στο χέρι, στον
ίδ.· 3. λέγεται για τον τρόπο, παίω δι' ὀργῆς, οργισμένα, σε Σοφ.· διὰ
σπουδῆς, με σπουδή, βιαστικά, σε Ευρ. IV.λέγεται για να εκφράσει
συνθήκες ή κατάσταση, δι' ἡσυχίης εἶναι, βρίσκομαι σε κατάσταση
ηρεμίας, είμαι ήρεμος, σε Ηρόδ.· δι' ἀπεχθείας ἐλθεῖν τινι, μισούμαι από
κάποιον, σε Αισχύλ.· δι' οἴκτου ἔχειν τινά, αισθάνομαι οίκτο για κάποιον,
σε Ευρ. κ.λπ. Β. ΜΕ ΑΙΤ.: I. για τόπο, με την ίδια σημασία όπως το διά με
γεν.: 1. δια μέσου, ἕξ διὰ πτύχας ἦλθε χαλκός, σε Ομήρ. Ιλ. 2. πέρα ως πέρα,
ᾤκεον δι' ἄκριας, σε Ομήρ. Οδ.· δι' αἰθέρα, σε Σοφ. II. για χρόνο, διὰ
νύκτα, σε Ομήρ. Ιλ.· διὰ ὕπνον, κατά τη διάρκεια του ύπνου, σε Μόσχ. III.
Ενεργ.: 1. λέγεται για πρόσωπα, διά μέσου, εξαιτίας, με τη βοήθεια, μέσω·
νικῆσαι διὰ Ἀθήνην, σε Ομήρ. Οδ.· διά σε, εξαιτίας του δικού σου
σφάλματος ή υπηρεσίας, σε Σοφ.· εξαιτίας, λόγω, χάριν· αὐτὸς δι' αὐτόν,
για χάρη δική του, σε Πλάτ.· διὰ τὴν ἐκείνου μέλλησιν, σε Θουκ. 2. λέγεται
για πράγματα, τα οποία εκφράζουν αιτία, λόγο ή σκοπό, δι' ἐμὴν ἰσότητα,
εξαιτίας της δικής μου θέλησης, σε Ομήρ. Ιλ.· δι'ἀχθηδόνα, χάριν
πειράγματος, σε Θουκ.· διὰ τοῦτο, διὰ ταῦτα, εξαιτίας κ.λπ. Γ. ΧΩΡΙΣ
ΠΤΩΣΗ: ως επίρρ., πέρα ως πέρα, ολωσδιόλου, εξ ολοκλήρου, σε Όμηρ.
Δ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.: I. ανάμεσα, δια μέσου όπως στο διαβαίνω, II. σε
διαφορετικές κατευθύνσεις, όπως στο διαπέμπω· λέγεται για το
διαχωρισμό, ξεχωρίζω, διαμοιράζω, Λατ. dis-, όπως στο διασκεδάννυμι·
124

λέγεται για διαφορά, διαφωνία, όπως στο διαφωνέω ή για αμοιβαία


επίδραση, σχέση, όπως στα διαγωνίζομαι, διᾴδω, III. λέγεται για υπεροχή,
επιβολή, όπως στα διαπρέπω, διαφέρω, IV. λέγεται για ολοκλήρωση,
αποπεράτωση, ως το τέλος, εξ ολοκλήρου, εντελώς, όπως στο διαμάχομαι
(πρβλ. Λατ. decertare), V. επίσης, για να επιτείνει, πέρα ως πέρα, όπως στο
διαγαληνίζω, VI. επίσης, για μείγματα, εν μέρει, κάπως, όπως στο
διάλευκος.
δῖα, ἡ, I. θηλ. του δῖος. II. Δία, αιτ. του Ζεύς.
δια-βᾰδίζω, μέλ. -ιοῦμαι, 1. περνάω δια μέσου, σε Θουκ. 2. βαδίζω εδώ
και εκεί, περνοδιαβαίνω, σε Λουκ.
δια-βάθρα, ἡ (βαίνω), σκάλα πλοίου, σε Λουκ.
δια-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, αόρ. βʹ -έβην, παρακ. -βέβηκα· I. βηματίζω,
διασκελίζω, περπατώ ή στέκομαι με τα πόδια σε διάσταση· εὖ διαβάς, για
έναν άντρα που τοποθετεί σταθερά τα πόδια του για μάχη, σε Ομήρ. Ιλ. II.
με αιτ., περνώ απέναντι, περνώ πάνω από χαντάκι ή ποτάμι, στο ίδ. 2.
απόλ. (το θάλασσαν ή ποταμόν παραλείπεται), διέρχομαι, Λατ. trajicere, ἐς
Ἤλιδα, σε Ομήρ. Οδ.· πλοίῳ διαβῆναι, σε Ηρόδ. κ.λπ.
δια-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, παρακ. -βέβληκα· I. 1. πετώ, ρίχνω διαμέσου,
μεταφέρω, οδηγώ διαμέσου, διαβιβάζω απέναντι, νέας, σε Ηρόδ. 2.
φαινομενικά αμτβ., όπως το Λατ. trajicere, περνώ από πάνω, απέναντι,
διαβαίνω, στον ίδ.· επίσης με αιτ., δ. γεφύρας, σε Ευρ.· πέλαγος, σε Θουκ.
II. κατηγορώ, συκοφαντώ, δημιουργώ διαμάχη, φιλονικία ανάμεσα,
διασύρω, κακολογώ, ἐμὲκαὶ Ἀγάθωνα, σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι σε
αντιπαράθεση με, τινί, στον ίδ. III. 1. δυσφημώ, κακολογώ, συκοφαντώ,
σε Ηρόδ. κ.λπ.· διέβαλον τοὺς Ἴωνας ὡς..., τους συκοφάντησαν με το να
πουν ότι..., στον ίδ. — Παθ., διαβάλλεσθαί τινι, είμαι γεμάτος καχυποψία
και μίσος απέναντι σε κάποιον, στον ίδ.· πρός τινα, στον ίδ.· ἔς τινα, σε
Θουκ. 2. με αιτ. πράγμ., παρουσιάζω εσφαλμένα κάτι, μιλώ δυσφημιστικά,
διαστρέφω, διαστρεβλώνω, σε Ηρόδ., Δημ.· δίνω στον εχθρό
πληροφορίες, χωρίς ανακρίβειες ή διάθεση εξαπάτησης, σε Θουκ. IV.
εξαπατώ μέσω ψευδούς πληροφόρησης, εξαπατώ κάποιον, τινά, σε Ηρόδ.·
ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. — Παθ., διαβεβλῆσθαι ὡς..., έχει διαδοθεί
συκοφαντικά ότι..., σε Πλάτ.
δια-βαπτίζομαι, μέλ. -ίσομαι, αποθ., συναγωνίζομαι στο κολύμπι· μεταφ.,
φιλονικώ, καταστολίζω με βρισιές κάποιον, συναγωνίζομαι στα πρόστυχα
λόγια, στη βωμολογία με, τινι, σε Δημ.
δια-βάς, μτχ. αορ. βʹ του διαβαίνω.
διά-βᾰσις, -εως, ἡ (διαβαίνω)· 1. πέρασμα αντίκρυ, πέρασμα, διάβαση,
δ. ποιεῖσθαι, σε Ηρόδ. 2. τρόπος ή τόπος περάσματος, στον ίδ.· δ. ποταμοῦ,
πέρασμα, σε Θουκ.· γέφυρα, πορθμός, σε Ξεν.
δια-βάσκω, = διαβαίνω, περιφέρομαι, περπατώ υπερήφανα, σε Αριστοφ.
δια-βαστάζω, ζυγίζω, υπολογίζω με το χέρι, σε Πλούτ.
125

διαβᾰτέος, -α, -ον, ρημ. επίθ. του διαβαίνω, αυτός που πρέπει να περασθεί
ή να γίνει διαβατός, σε Ξεν.
διαβατήρια (ενν. ἱερά), τά, θυσίες που πραγματοποιούνται πριν διαβεί
κάποιος τα σύνορα· τὰ δ. προὐχώρει, τὰ δ. ἐγένετο, ήταν ευνοϊκά, σε Θουκ.,
Ξεν.
διαβᾰτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του διαβαίνω, αυτός που μπορεί κάποιος να
περάσει ή να διαβεί, αυτός που παρέχει εύκολη διάβαση, σε Ηρόδ. κ.λπ.·
νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου, την οποία μπορεί κάποιος να προσεγγίσει από την
ξηρά, στον ίδ.
δια-βεβαιόομαι, αποθ., βεβαιώνω ισχυρά και επίμονα, σε Δημ.
δια-βήμεναι, Επικ. αντί διαβῆναι, αόρ. βʹ του διαβαίνω.
διαβήτης, -ου, ὁ (διαβαίνω), πυξίδα, διαβήτης ονομαζόμενος έτσι από τα
τεντωμένα και σε έκταση πόδια του, Λατ. circinus, σε Αριστοφ.
διαβιάζομαι, επιτετ. τύπος αντί βιάζομαι, σε Ευρ.
δια-βῐβάζω, μέλ. Αττ. -βιβῶ, μτβ. του διαβαίνω, μεταφέρω πάνω ή
απέναντι, μεταβιβάζω, διακομίζω, δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας, σε Ηρόδ.·
ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας, σε Θουκ.
δια-βιβρώσκω, μέλ. -βρώσομαι, Παθ. παρακ. -βέβρωμαι· κατατρώω,
καταβροχθίζω, καταναλώνω, φθείρω, αφανίζω, σε Πλάτ. — Παθ. παρακ.
διαβέβρωσθαι, σε Λουκ.
δια-βιόω, μέλ. -ώσομαι, αόρ. βʹ -εβίων, απαρ. -βιῶναι· διάγω, διαιτόμαι,
διέρχομαι, χρόνον, βίον, σε Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., περνώ ολόκληρη τη ζωή
μου, στον ίδ., σε Ξεν.
δια-βλέπω, μέλ. -ψω, βλέπω με οξύ βλέμμα, σε Πλάτ.
δια-βοάω, μέλ. -ήσομαι (-βοάσω, είναι υποτ. αορ. αʹ), I. φωνάζω,
ανακηρύσσω, διαδίδω, γνωστοποιώ, αποκαλύπτω, σε Αισχύλ. — Παθ.,
είμαι κοινό θέμα συζήτησης, κοινολογούμαι, σε Λουκ. II. ξεφωνίζω,
ουρλιάζω, σε Θουκ. III. Μέσ., συναγωνίζομαι στις κραυγές, σε Δημ.
διαβόητος, -ον, ξακουστός, περιλάλητος, διάσημος, σε Πλούτ.
διαβολή, ἡ (διαβάλλω),· I. ψεύτικη κατηγορία, δυσφήμιση, συκοφαντία,
λασπολογία, ἐπὶ διαβολῇ εἰπεῖν, σε Ηρόδ.· διαβολὰς ἐνδέχεσθαι, ακούω
προσεκτικά ψευδείς συκοφαντίες, στον ίδ.· ἐμὴ δ., οι εναντίον μου
κατηγορίες, σε Πλάτ. II. έριδα, διένεξη, εχθρότητα, σε Θουκ.
διαβολία, ἡ, ποιητ. διαβολίη, = διαβολή, σε Θέογν., Πίνδ.
διάβολος, -ον, 1. δυσφημιστικός, συκοφαντικός, υπερθ. διαβολώτατος, σε
Αριστοφ. 2. ως ουσ., συκοφάντης, λασπολόγος, σε Αριστ.· Σατανάς,
Διάβολος, σε Κ.Δ. 3. επίρρ. -λως, επιβλαβώς, προσβλητικά, συκοφαντικά,
απεχθώς, με κακεντρέχεια, με λασπολογίες, σε Θουκ.
διαβόρος, -ον (διαβι-βρώσκω),· I. αυτός που καταβροχθίζει, κατατρώγει,
φθείρει, σε Σοφ. II. προπαροξ., διάβορος, -ον, Παθ., αυτός που έχει
καταναλωθεί πλήρως, αφανισμένος εντελώς, στον ίδ.
δια-βουκολέω, μέλ. -ήσω, εξαπατώ με φρούδες ελπίδες, σε Λουκ.
126

δια-βουλεύομαι, αποθ., συζητώ τα υπέρ και τα κατά, συζητώ διεξοδικά,


συλλογίζομαι, στοχάζομαι, σε Θουκ.
διαβούλιον, τό, περίσκεψη, στοχασμός, διαβούλευση, συμβούλιο, σε
Πολύβ.
δια-βρέχω, μέλ. -ξω, βρέχω, μουσκεύω, υγραίνω, ποτίζω, σε Αισχύλ.
διάβροχος, -ον, νοτισμένος, υγρός, βρεγμένος, σε Ευρ.· ναῦς δ., πλοία που
κάνουν νερά γιατί έχουν ξύλα σαπισμένα, σε Θουκ.· μεταφ., ἔρωτι μέθῃ δ.,
σε Λουκ.
δια-βῡνέω ή -βῡνῶ, μόνο στον ενεστ., χώνω με δύναμη, ωθώ έτσι ώστε
να φράξω, βουλώνω· — Μέσ., διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς,
αυτοί διαπέρασαν τόξα ανάμεσα στο αριστερό χέρι τους, σε Ηρόδ. —
Παθ., πηδάλιον διὰ της τρόπιος διαβύνεται, περνά ανάμεσα στην καρίνα
του πλοίου, στον ίδ.
δια-γᾰληνίζω, μέλ. -ίσω (γαλήνη), κάνω γαλήνιο, ηρεμώ, σε Αριστοφ.
δι-ᾰγᾰνακτέω, μέλ. -ήσω, είμαι γεμάτος οργή και αγανάκτηση,
δυσανασχετώ, σε Δημ.
διᾰγᾰνάκτησις, -εως, ἡ, σφοδρή αγανάκτηση, σε Πλούτ.
δι-αγγέλλω, μέλ. -ελῶ, αόρ. αʹ διήγγειλα· στέλνω ειδοποίηση με έναν
αγγελιαφόρο, μηνώ ως απεσταλμένος, σε Ξεν.· γενικά, κοινοποιώ,
ανακηρύσσω, σε Ευρ., Πλάτ.· με απαρ., διαμηνύω να γίνει, παραγγέλλω,
διατάζω, σε Ευρ. — Μέσ., διαβιβάζω τη διαταγή από άνδρα σε άνδρα,
πληροφορούμε ο ένας τον άλλο, σε Ξεν.
δι-άγγελος, ὁ, αγγελιαφόρος, Λατ. internuncius, ιδίως, κρυφός
πληροφοριοδότης, μεσολαβητής, κατάσκοπος, σε Θουκ.
δια-γελάω, μέλ. -άσομαι [ᾰ], γελώ εις βάρος κάποιου, τινα, σε Ευρ., Ξεν.
δια-γίγνομαι, Ιων. και στη μεταγεν. ελλ. -γίνομαι, μέλ. -γενήσομαι· —
Αποθ.: I. περνώ, διέρχομαι, τόσαδε ἔτη, σε Πλάτ.· τὴν νύκτα, σε Ξεν.·
απόλ., επιβιώνω, επιζώ, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με μτχ., διαγίγνεσθαι ἄρχων,
συνεχίζω στη διακυβέρνηση, σε Ξεν.· οὐδὲν ἄλλο ποιῶν διαγεγένηται, ποτέ
δεν έπραξε οτιδήποτε άλλο, στον ίδ. II. γίνομαι εν τω μεταξύ, ενδιάμεσα,
παρεμβαίνω, παρεμβάλλομαι, σε Δημ.
δια-γιγνώσκω, Ιων. και στη μεταγεν., Ελλ. -γῑνώσκω, μέλ. -γνώσομαι,
αόρ. βʹ -έγνων· I. 1. διαχωρίζω, διακρίνω, διαφοροποιώ, Λατ. digno-scere,
διαγνῶναι ἄνδρα ἕκαστον, σε Ομήρ. Ιλ.· δ. εἰ ὁμοῖοί εἰσι, διακρίνω αν είναι
ισάξιοι ή όχι, σε Ηρόδ.· δ.τὸ ὀρθὸν καὶ μή, σε Αισχίν.· δ. τινὰς ὄντας, δηλ.
δ. οἵτινές εἰσιν, σε Αριστοφ. 2. διακρίνω ακριβώς, τι, σε Σοφ. II. 1.
αποφασίζω, ψηφίζω να πράξω αυτό και αυτό, με απαρ., σε Ηρόδ. — Παθ.,
απρόσ., διέγνωστο, έχει αποφασιστεί, σε Θουκ. 2. ως αθηναϊκός δικανικός
όρος, αποφαίνομαι σε μια δίκη, Λατ. dijudicare, δίκην, σε Αισχύλ.·
αποφασίζω, αποφαίνομαι, γνωμοδοτώ, περί τινος, σε Θουκ.
δι-αγκῠλίζομαι, αποθ. (ἀγκύλη), κρατώ το ακόντιο από το λουρί — Παθ.,
μτχ. Παθ. παρακ. διηγκυλισμένος, λέγεται για έναν άνδρα, που είναι
127

έτοιμος να εξακοντίσει, να εκσφενδονίσει, σε Ξεν.· ομοίως (από δι-


αγκυλόομαι), διηγκυλωμένος, στον ίδ.
δια-γλάφω[ᾰ], μέλ. -ψω, σκάβω, κάνω κάτι κοίλο, σε Ομήρ. Οδ.
διάγλυπτος, -ον, χαραγμένος, γλυπτός, εγχάρακτος, σε Ανθ.
δια-γλύφω, [ῠ], μέλ. -ψω, χαράζω, σκαλίζω, σε Διόδ.
διαγνώμη, ἡ (διαγιγνώσκω), ψήφισμα, απόφαση, σε Θουκ.
δια-γνωρίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, κοινολογώ, δημοσιοποιώ, σε Κ.Δ.
διάγνωσις, -εως, ἡ (διαγιγνώσκω),· I. 1. διάκριση, διαφοροποίηση, σε
Ευρ., Δημ. 2. ικανότητα της διάκρισης, σε Ευρ. II. σχηματισμός γνώμης,
απόφαση, κρίση, δ.ποιεῖσθαι, παίρνω απόφαση για ένα ζήτημα, σε Θουκ.·
δ.περί τινος, σε Δημ.
διαγνωστέον, ρημ. επίθ. του διαγιγνώσκω, πρέπει κάποιος να διακρίνει,
να γνωρίσει επακριβώς, σε Λουκ.
διαγνωστικός, -ή, -όν (διαγιγνώσκω), αυτός που είναι ικανός να
διακρίνει.
δια-γογγύζω, παραπονιούνται ο ένας στον άλλο, γκρινιάζουν μεταξύ τους,
σε Κ.Δ., Λουκ.
δι-ᾰγορεύω, μελ. -σω, I. μιλώ ξεκάθαρα, διακηρύσσω, σε Ηρόδ. II. μιλώ
για κάτι, κακῶς δ. τινά, κακολογώ, σε Λουκ.
διάγραμμα, -ατος, τό (διαγράφω),· I. 1. εκείνο στο οποίο έχουν χαραχτεί,
έχουν σχηματιστεί γραμμές, εικόνα, σχέδιο, σε Πλάτ. 2. γεωμετρική
μορφή, σχήμα, σε Ξεν., Πλάτ. II. κατάλογος γραμμένος, μητρώο, σε Δημ.
III. ψήφισμα, διάταγμα, σε Πλούτ.
διαγρᾰφή, ἡ, απεικόνιση, σχεδίασμα με γραμμές, σε Πλάτ.· γεωμετρική
μορφή, σχήμα, σχεδίασμα, χνάρι, αποτύπωμα, σε Πλούτ.
δια-γράφω, μέλ. -ψω, I. χαράζω, καθορίζω όρια με γραμμές, σχεδιάζω, σε
Πλάτ. II. σύρω γραμμή μεταξύ, διαγράφω, σβήνω από τον κατάλογο, στον
ίδ.· δ. δίκην, απαλείφω μία δίκη απ' τον κατάλογο, ακυρώνω, εξαλείφω, σε
Αριστοφ.
δι-αγριαίνω, επιτετ. τύπος αντί ἀγριαίνω, σε Πλούτ.
δι-αγρυπνέω, μέλ. -ήσω, βρίσκομαι στο κρεβάτι άγρυπνος, ξενυχτώ, σε
Αριστοφ.
δι-άγχω, μέλ. -άγξω, επιτετ. τύπος αντί ἄγχω, σε Λουκ.
δι-άγω, μέλ. -άξω, I. μεταφέρω από τη μία πλευρά στην άλλη ή μεταφέρω
μακριά, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ. II. λέγεται για χρόνο: 1. διέρχομαι,
περνώ, δαπανώ, καταναλώνω, βίοτον, βίον, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. αμτβ.
(χωρίς το βίον), διέρχομαι τη ζωή, ζω, όπως το Λατ. degere, σε Ηρόδ.
κ.λπ.· καθυστερώ, βραδύνω, αναβάλλω, σε Θουκ.· κάνω κάτι συνεχώς, σε
Ξεν.· με μτχ., συνεχίζω να πράττω έτσι κι έτσι· δ. μανθάνων, στον ίδ.·
επίσης με επίρρ., ἄριστα, στον ίδ. III. κάνω κάτι να συνεχίζει ή να
παραμένει, να διατηρείται σε μία συγκεκριμένη κατάσταση, πόλιν
ὀρθοδίκαιον δ., σε Αισχύλ.· διῆγεν ὑμᾶς, σε Δημ. IV. περιποιούμαι,
διασκεδάζω κάποιον, σε Ξεν.
128

διᾰγωγή, ἡ (διάγωII), τρόπος ή πορεία ζωής, Λατ. ratio vitae, σε Πλάτ.


κ.λπ.· διαγωγαὶ τοῦ συζῆν, κοινές διασκεδάσεις, σε Αριστ.
διαγωγικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για διάβαση,
πέρασμα, διεκπεραίωση· τέλος δ., φόρος διάβασης, τέλος διέλευσης,
περάσματος, σε Στράβ.
δι-ᾰγωνίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, I. αποθ., αγωνίζομαι, μάχομαι ή πολεμώ
εναντίον, τινι και πρός τινα, σε Ξεν. II. αγωνίζομαι απελπισμένα,
διαγωνίζομαι με άμιλλα, σε Θουκ., Ξεν.
δια-δάπτω, μέλ. -ψω, ξεσχίζω, κατακόβω, σε Ομήρ. Ιλ.
δια-δᾰτέομαι, αόρ. αʹ -δάσασθαι, αποθ.: 1. με αλληλοπαθητική σημασία,
μοιραζόμαστε ανάμεσά μας, μεταξύ μας, διὰ κτῆσιν δατέοντο, σε Ομήρ.
Ιλ., Ησίοδ. 2. με Ενεργ. σημασία, μοιράζω, διανέμω, διὰ παῦρα δασάσκετο
(Ιων. αντί ἐδάσατο), σε Ομήρ. Ιλ.· διεδάσαντο τὴν ληΐην, σε Ηρόδ.· ἐς
φυλὰς διεδάσαντο, διένειμαν αυτούς στις φυλές, στον ίδ.
δια-δείκνυμι, μέλ. -δείξω, Ιων. -δέξω· δείχνω καθαρά, δείχνω φανερά, σε
Ηρόδ.· I. με μτχ., διαδεξάτω κηδόμενος, άσε τον να δείξει ότι νοιάζεται,
ότι ενδιαφέρεται, στον ίδ. — Παθ., διαδεικνύσθω ἐὼν πολέμιος, άσε τον
να αναγορευθεί, να ανακηρυχθεί εχθρός του βασιλιά, στον ίδ. II. αμτβ.,
στους τύπους διέδεξε, ὡς διέδεξε, ήταν ξεκάθαρο, προφανές, στον ίδ.
διαδέκτωρ, -ορος, ὁ (διαδέχομαι), ως επίθ., πλοῦτος δ., πλούτος τον
οποίο κληρονομεί κάποιος ή πλούτος που κληροδοτείται από κάποιον, σε
Ευρ.
δια-δέξιος, -ον, ευοίωνος, αίσιος, σε Ηρόδ.
δια-δέρκομαι, αόρ. βʹ -έδρᾰκον, αποθ., βλέπω κάτι μέσα από κάτι άλλο·
οὐδ' ἂν νῶϊ διαδράκοι, δεν μπορεί να μας δει μέσα από (τη συννεφιά), σε
Ομήρ. Ιλ.
διάδετος, -ον (διαδέω), αυτός που είναι δεμένος δυνατά, ισχυρά· χαλινοὶ
διάδετοι γενύων ἱππείων, χαλινάρια ισχυρά δεμένα στα στόματα των
αλόγων, σε Αισχύλ.
δια-δέχομαι, μέλ. -ξομαι, I. αποθ., δέχομαι κάτι από κάποιον άλλο, Λατ.
excipere, δ. λόγον, λαμβάνω, παίρνω το λόγο, δηλ. μιλώ δεύτερος, σε
Πλάτ.· ομοίως και διαδέχεσθαι μόνο του, σε Ηρόδ. II. 1. διαδέχεσθαί τινι,
γίνομαι διάδοχος κάποιου, λαμβάνω τη θέση του, σε Ξεν. 2. απόλ., παίρνω
τη θέση κάποιου, τοῖς ἵπποις, με ακούραστα άλογα, στον ίδ.· μτχ. Παθ.
παρακ. διαδεδεγμένος, -η, -ον, διαδοχικά, κατά σειρά, σε Σοφ.· ομοίως,
διαδεξάμενος, σε Ηρόδ.
δια-δέω, μέλ. -δήσω, δένω ολόγυρα, κι απ' τις δύο μεριές, τὸ πλοῖον, σε
Ηρόδ. — Παθ., διαδεδεμένος, αυτός που είναι δεμένος σφιχτά, σε Πλάτ.
δια-δηλέομαι, μέλ. -δήσομαι· — Αποθ., προξενώ, προκαλώ μεγάλη βλάβη
σε, σχίζω σε κομμάτια, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
διά-δηλος, -ον, ολοφάνερος μεταξύ άλλων, διακριτός ανάμεσα σε άλλους,
σε Θουκ.
δια-δηλόω, μέλ. -ώσω, φανερώνω, κάνω κάτι εμφανές, σε Πλούτ.
129

διάδημα, -ατος, τό (διαδέω), στεφάνι, ταινία ή κορδέλα, ιδίως τιάρα,


κορόνα, στέμμα του βασιλιά των Περσών, σε Ξεν.
διαδημᾰτο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φορά διάδημα, σε Πλούτ.
δια-διδράσκω, μέλ. -δράσομαι, Ιων. διαδιδρήσκω, -δρήσομαι, αόρ. βʹ -
έδραν, παρακ. -δέδρᾱκα· 1. τρέπομαι σε φυγή, ξεφεύγω, δραπετεύω, σε
Ηρόδ.· διαδεδρακότες, φυγόπονοι, σε Αριστοφ. 2. με αιτ., ξεφεύγω από,
δραπετεύω από, σε Ηρόδ.
δια-δίδωμι, μέλ. -δώσω, αόρ. βʹ διέδων· 1. δίνω από χέρι σε χέρι,
μεταβιβάζω, παραδίδω κάτι σε κάποιον, Λατ. tradere, λαμπάδια
διαδώσουσιν ἀλλήλοις, σε Πλάτ. — Παθ., λέγεται για φήμες,
κοινολογούμαι, εξαπλώνομαι, διασπείρομαι, σε Ξεν. 2. διανέμω,
διαμοιράζω, τινί τι, στον ίδ. 3. δ. κόρας, ρίχνω το βλέμμα μου τριγύρω,
κοιτάζω ολόγυρα, σε Ευρ.
δια-δῐκάζω, μέλ. -άσω, I. κρίνω μια υπόθεση ως δικαστής (ετυμηγορώ),
σε Πλάτ.· με αιτ. πράγμ., αποφασίζω κάτι, σε Ξεν. II. 1. Μέσ., προσφεύγω
στη δικαιοσύνη, τινι, με κάποιον, έχω δικαστική διαμάχη μαζί του, σε
Πλάτ.· διαδικάσασθαι τὰ πρὸς ἐμέ, να τακτοποιήσουμε το ζήτημα μέσω
διαιτησίας, σε Δημ. 2. υποβάλλομαι σε δίκη, δικάζομαι, σε Πλάτ., Ξεν.
δια-δῐκαιόω, μέλ. -ώσω, θεωρώ και υπερασπίζομαι κάτι ως δίκαιο, σε
Θουκ.
διαδῐκᾰσία, ἡ (διαδικάζω), δίκη μέσω της οποίας αποφασίζεται ποιος
(από πολλούς) έχει δικαίωμα σε κάποιο προνόμιο ή είχε την υποχρέωση
της δημόσιας λειτουργίας, σε Ρήτ.· μεταφ., δ. τῷ βήματι πρὸς τὸ
στρατήγιον, σύγκρουση, φιλονικία ανάμεσα σε ρήτορες και στρατηγούς,
σε Αισχίν.
διαδίκασμα, -ατος, τό, αντικείμενο δίκης σε μία διαδικασία, σε Λυσ.
δια-διφρεύω, μέλ. -σω, οδηγώ άλογα όπως σε αγώνα αρματοδρομίας, σε
Ευρ.
δια-δοκῐμάζω, μέλ. -άσω, θέτω υπό δοκιμασία, ελέγχω, εξετάζω ακριβώς,
σε Ξεν.
διά-δος, προστ. αορ. βʹ του διαδίδωμι.
διάδοσις, -εως, ἡ (διαδίδωμι), διανομή, παραχώρηση, μετάδοση, σε
Δημ. κ.λπ.
δια-δοῦναι, απαρ. αόρ. βʹ του διαδίδωμι.
διαδοχή, ἡ (διαδέχομαι),· I. 1. παραλαβή από κάποιον άλλο, σε Δημ. 2.
διαδοχική αντικατάσταση, ἄλλοςπαρ' ἄλλου διαδοχαῖς, διαδοχικά ή
αλληλοδιαδοχικά, σε Αισχύλ.· ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις, κατά σειρά, Λατ.
vicissim, σε Δημ.· κατὰ διαδοχήν, σε Θουκ. II. με στρατιωτική σημασία,
εφεδρεία, βάρδια, σε Ξεν.
διάδοχος, ὁ, ἡ (διαδέχομαι), αυτός που διαδέχεται κάποιον σε κάτι· 1. με
δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., δ. Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης, ο διάδοχός του
στην στρατηγία, σε Ηρόδ.· θνητοῖς διάδοχοι μοχθημάτων, διαδεχόμενοι
αυτούς στους μόχθους, δηλ. ανακουφίζοντάς τους από τα βάσανα, τους
130

μόχθους, σε Αισχύλ. 2. με γεν. πράγμ. μόνο, δ. τῆς ναυαρχίας, αυτός που


διαδέχθηκε κάποιον στη ναυαρχία, σε Θουκ. 3. με γεν. προσ. μόνο, φέγγος
ὕπνου δ., αυτό που διαδέχεται τον ύπνο, το φως, σε Σοφ. 4. με δοτ. προσ.
μόνο, δ. Κλεάνδρῳ, σε Ξεν.· ομοίως, κακὸν κακῷ δ., σε Ευρ.· διάδοχος
κακῶν κακοῖς, αυτή που επιφέρει διαδοχή κακών, κακό μετά από άλλο
κακό, στον ίδ. 5. απόλ., διάδοχοι ἐφοίτων, πήγαιναν στην εργασία
διαδοχικά ή σε ομάδες εργασίας, σε Ηρόδ., Θουκ.· ουδ. πληθ., ως επίρρ.,
διαδοχικά, σε Ευρ.
δια-δράκοιμι[ᾰ], ευκτ. αορ. βʹ του δια-δέρκομαι.
δια-δρᾰμεῖν, απαρ. αορ. βʹ του δια-τρέχω.
δια-δρᾶναι, Ιων. -δρῆναι, απαρ. αορ. βʹ του διαδιδράσκω.
διαδρᾶσι-πολίτης[ῑ], ὁ, πολίτης που υπεκφεύγει των ευθυνών του,
αποφεύγει όλα τα βάρη, όλες τις ευθύνες της πολιτείας, σε Αριστοφ.
δια-δρηστεύωήδια-δρηπετεύω, τρέπομαι σε φυγή, δραπετεύω,
αυτομολώ, σε Ηρόδ.· διόρθωση για το δι-επρήστευσε, το οποίο δεν έχει
νόημα.
διαδρομή, ἡ (διαδραμεῖν), I. 1. περιπλάνηση από το ένα μέρος μιας πόλης
στο άλλο, σε Αισχύλ. 2. επιδρομή, λεηλασία, σε Πλούτ. II. δίοδος,
πέρασμα, σε Ξεν.· υδραγωγείο, υδραγωγός, σε Πλούτ.
διάδρομος, -ον (διαδραμεῖν), αυτός που τρέχει μέσα από ή ολόγυρα,
διασταυρούμενος, περιπλανώμενος, σε Αισχύλ.· λέχος δ.,
παραστρατημένη, παράνομη αγάπη, σε Ευρ.
δια-δύνω[ῡ] ή -δύω, συνηθέστερα ως αποθ. διαδύομαι, μέλ. -δύσομαι,
αόρ. βʹ διέδυν· 1. ξεγλιστρώ μέσω τρύπας ή ανοίγματος, σε Θουκ., Ξεν.·
απόλ., ξεγλιστρώ μέσα από, αποφεύγω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. 2. με αιτ.,
διαφεύγω, υπεκφεύγω, σε Δημ.
διάδῠσις, -εως, ἡ, δίοδος, πέρασμα μέσω, διάβαση· στον πληθ.,
υπεκφυγές, αποφυγή τινος, από κάτι, σε Δημ.
δια-δωρέομαι, αποθ., μοιράζω, διανέμω, χαρίζω, δώρο, σε Ξεν.
δια-είδω (δηλ. διαϜείδω), μέλ. -είσομαι, διακρίνω, ξεχωρίζω· ἣν ἀρετήν
διαείσεται, θα διακριθεί, θα δείξει την ανδρεία του, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ.,
διακρίνομαι, φανερώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
δι-αείδω, μέλ. -αείσομαι, Αττ. δι-ᾴδω, -ᾴσομαι· διαγωνίζομαι στο
τραγούδι, τινί, με κάποιον, σε Θεόκρ.
δια-ειμένος, μτχ. Παθ. παρακ. του διΐημι.
δια-ειπέμεν, Επικ. αντί δι-ειπεῖν, απαρ. αορ. βʹ του διεῖπον.
δι-ᾱέριος, -ον, Ιων. αντί διηέριος, ψηλά στον αέρα, υπερβατικός,
υπερφυσικός, εναέριος, μάταιος, σε Λουκ.
δια-ζάω, Ιων. -ζώω, απαρ. διαζῆν, μέλ. -ήσω, 1. ζω ως το τέλος, διέρχομαι,
περνώ, τὸν βίον, σε Ευρ.· έπειτα απόλ., όπως το Λατ. degere, σε Αριστοφ.,
Ξεν. 2. με μτχ., όπως το διαβιόω, ζω κάνοντας εκείνο ή το άλλο·
ποιηφαγέοντες διέζωον, διατηρούσαν τη ζωή τους τρώγοντας χορτάρι, σε
131

Ηρόδ.· επίσης, δ. ἀπό τινος, βρίσκω τα προς το ζην από ή μέσω ενός
πράγματος, σε Σοφ.
δια-ζεύγνῠμαι, αόρ. αʹ -εζεύχθην — Παθ., αποχωρίζομαι, διαχωρίζομαι,
χωρίζω, παίρνω διαζύγιο, τινος, από κάποιον, σε Αισχίν.· ἀπό τινος, σε
Ξεν.
διάζευξις, -εως, ἡ, αποχωρισμός, διαχωρισμός, διάλυση, διαζύγιο, σε
Πλάτ.
διάζωμα, -ατος, τό, 1. ζώνη, ζωστήρα, ζωνάρι, περίζωμα, Λατ.
subligaculum, σε Θουκ. 2. ισθμός, σε Πλούτ.
δια-ζώννῡμι ή -ύω, μέλ. -ζώσω, I. τυλίγω γύρω από τη μέση — Μέσ.,
περιζώνομαι, περιβάλλομαι με, ἐσθῆτα, σε Λουκ. — Παθ., διεζωσμένοι,
αυτοί που φορούσαν ζώνη, σε Θουκ. II. μεταφ., περιζώνω, περιβάλλω,
περικυκλώνω, σε Πλούτ.
δια-ζώω, Ιων. αντί δια-ζάω.
δι-άημι, παρατ. διάην, φυσώ, πνέω μέσω των δέντρων κ.λπ., με αιτ., σε
Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
δια-θεάομαι, μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ., βλέπω μέσα από κάτι, εξετάζω
προσεκτικά, σε Πλάτ., Ξεν. — ρημ. επίθ., διαθεατέον, σε Πλάτ.
δια-θειόω, μέλ. -ώσω, απολυμαίνω εξολοκλήρου με θείο, θειαφίζω, σε
Ομήρ. Οδ.
δια-θερμαίνω, μέλ. -ανῶ, ζεσταίνω, θερμαίνω μέσα από, σε Πλάτ. κ.λπ.
— Παθ., ζεσταίνομαι, μέσω του ποτού, σε Δημ.
διά-θερμος, -ον, αυτός που είναι εντελώς θερμός, αυτός που έχει θερμή,
οξύθυμη κράση, ιδιοσυγκρασία, ψυχοσύνθεση, ορμητικός, παράφορος,
Αριστ.
διάθεσις, -εως, ἡ (διατίθημι),· I. 1. διάταξη, τακτοποίηση, τοποθέτηση,
σε Πλάτ.· 2. σύνθεση σ' ένα έργο τέχνης, αντίθ. προς το εὕρεσις, στον ίδ.
3. διάθεση κάποιου πράγματος μέσω πώλησης, έκθεση για πώληση,
εκποίηση, σε Πλούτ. II. κατάσταση, ψυχική διάθεση ενός ανθρώπου, σε
Πλάτ.
διαθέτης, -ου, ὁ (διατίθημι), αυτός που τακτοποιεί, διευθετεί, σε Ηρόδ.
δια-θέω, μέλ. -θεύσομαι, I. τρέχω εδώ κι εκεί, σε Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για
τις φήμες, τον πανικό, τον φόβο, εξαπλώνομαι, διαδίδομαι, σε Ξεν. II.
τρέχω αγωνιζόμενος, τινί, μαζί με ή εναντίον κάποιου, σε Πλάτ.· με συστ.
αντ., δ. τὴν λαμπάδα, αγωνίζομαι στη λαμπαδηδρομία, σε Πλούτ.
διαθήκη, ἡ (διατίθημι),· I. διάθεση περιουσίας μέσω διαθήκης, διαθήκη,
δήλωση τελευταίας βούλησης, σε Αριστοφ., Ρήτ., II. συμφωνία,
συνεννόηση μεταξύ δύο μερών, συμβόλαιο, συνθήκη, σε Αριστοφ., Κ.Δ.
δίαιτα, ἡ (πιθ. από ζάω, βλ. Ζ, ζ II. 2)· I. 1. ο τρόπος ζωής, διαβίωση, βίος,
σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· δ. ποιεῖσθαι, διέρχομαι, περνώ τη ζωή μου, σε Ηρόδ.
2. κατοικία, οίκημα, δωμάτιο, σε Αριστοφ. II. στην Αθήνα, διαιτησία,
μεσολάβηση, σε Σοφ., Αριστοφ., Ρήτ.
132

δῐαιτάω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ διῄτησα, παρακ. δεδιῄτηκα — Μέσ. και Παθ.,
Ιων. παρατ. διαιτώμην, μέλ. διαιτήσομαι, και στους Παθ. τύπους, αόρ. αʹ
διῃτήθην, Ιων. διαιτήθην, παρακ. δεδιῄτημαι· I. 1. τρέφω με συγκεκριμένο
τρόπο, επιβάλλω δίαιτα· δ. τοὺς νοσοῦντας, σε Πλούτ. 2. Μέσ. και Παθ.,
ακολουθώ μία συγκεκριμένη διαδρομή στη ζωή, ζω, διαμένω, σε Ηρόδ.,
Σοφ.· δ. νόμιμα, ζω σύμφωνα με την τήρηση των νόμων, των κανόνων, σε
Θουκ. II. 1. είμαι κριτής ή διαιτητής (διαιτητής), σε Δημ. κ.λπ. 2. με αιτ.
πράγμ., ορίζω, προσδιορίζω, καθορίζω, αποφασίζω, σε Θεόκρ.
δῐαίτημα, -ατος, τό, κυρίως στον πληθ., κανόνες ζωής, τρόπος, πορεία ή
διαδρομή ζωής, διαβίωση, ιδίως σε σχέση προς την τροφή, διατροφή, σε
Ξεν.· γενικά, θεσμοί, έθιμα, σε Θουκ., Ξεν.
δῐαιτητήριον, τό (δίαιτα I. 2), στον πληθ., δωμάτια σπιτιού που
προορίζονταν για διαμονή, σε Ξεν.
δῐαιτητής, -οῦ, ὁ (διαιτάω II), κριτής, διαιτητής, αυτός που επιλύει
διαφορές, Λατ. arbiter, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
διακᾰής, -ές (διακαίω), αυτός που καίει υπερβολικά, καυτός, πύρινος, σε
Λουκ.
δια-κᾰθαίρω, μέλ. -ᾰρῶ, καθαρίζω εντελώς ή εξαγνίζω, σε Πλάτ.
δια-κᾰθᾰρίζω, μέλ. -ιῶ, = το προηγ., σε Κ.Δ.
διακάθαρσις, -εως, ἡ, λεπτομερές, τέλειο, βαθύ καθάρισμα, σε Πλάτ.
δια-καθέζομαι και -κάθημαι, Μέσ., όταν ο καθένας κάθεται στη δική του
θέση, στο δικό του κάθισμα, κάθομαι χωριστά από τους άλλους, σε Πλούτ.
δια-καθίζω, κάνω κάποιον να καθίσει ξεχωριστά, βάζω κατά μέρος,
ξεχωρίζω, σε Ξεν.
δια-καίω, μέλ. -καύσω, καίω εντελώς, θερμαίνω υπερβολικά, σε Ηρόδ.·
μεταφ., φλέγω, εξεγείρω, φουντώνω, εξάπτω, σε Πλούτ.
δια-καλύπτω, μέλ. -ψω, φανερώνω, αποκαλύπτω, σε Δημ.
δια-κᾰνάσσω, μόνο στον αόρ. αʹ, μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ σου, μήπως
τρέχει τίποτα γουργουρίζοντας ευχάριστα μέσα στο λαρύγγι σου; σε Ευρ.
δια-κᾰρᾱδοκέω, μέλ. -ήσω, περιμένω με αγωνία, καιροφυλακτώ, σε
Πλούτ.
δια-καρτερέω, μέλ. -ήσω, διαρκώ, εμμένω ως το τέλος, αντέχω,
εγκαρτερώ, σε Ηρόδ., Ξεν.
δια-κατελέγχομαι, μέλ. -ξομαι· Μέσ., αναιρώ κάτι εντελώς, ανασκευάζω,
τινι, σε Κ.Δ.
δια-καυνιάζω, (καῦνος, κλήρος), αποφασίζω με κλήρο, σε Αριστοφ.
δια-κεάζω, μέλ. -άσω, κόβω, σχίζω στα δύο, σε Ομήρ. Οδ.
διά-κειμαι, απαρ. -κεῖσθαι, μέλ. -κείσομαι, χρησιμ. ως Παθ. του διατίθημι·
I. βρίσκομαι σε συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση, είμαι προδιατεθειμένος
ή είμαι επηρεασμένος από αυτήν ή την άλλη κατάσταση, μεταπίπτω απ'
την μία κατάσταση σε μία άλλη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· συχνά όπως το ἔχω, με
ένα επίρρ., ὁρᾶτε ὡς δ. ὑπὸ τῆς νόσου, πως έχω επηρεαστεί από την
ασθένεια, σε Θουκ.· κακῶς, μοχθηρῶς, φαύλως δ., βρίσκομαι σε δυσχερή
133

θέση, σε άσχημη κατάσταση, σε Πλάτ.· εὖ ή κακῶς δ. τινι, είμαι


διακείμενος θετικά ή αρνητικά απέναντι σε κάποιον, σε Ρήτ.· ἐπιφθόνως
δ. τινι, φθονούμαι από κάποιον· ὑπόπτως τινὶ δ., θεωρούμαι ύποπτος από
κάποιον, σε Θουκ. II. λέγεται για πράγματα, είμαι κανονισμένος,
διευθετημένος, είμαι τοποθετημένος, καθορισμένος ή είμαι διατεταγμένος,
τακτοποιημένος, ταξινομημένος· ὥς οἱ διέκειτο, έτσι ήταν διατεταγμένο
σε αυτόν, σε Ησίοδ.· τὰ διακείμενα, συγκεκριμένες συνθήκες,
προκαθορισμένοι όροι, συμφωνίες, σε Ηρόδ.· λέγεται για δώρο, ἄμεινον
διακείσεται, θα διατεθεί καλύτερα, σε Ξεν.
δια-κείρω, μέλ. -κερῶ και -κέρσω, παρακ. -κέκαρκα· κόβω σε κομμάτια·
μεταφ., διακέρσαι ἐμὸν ἔπος, να το ακυρώσει, να το ματαιώσει, να το
μηδενίσει, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., σκευάρια διακεκαρμένος, αυτός που έχει
αφαιρέσει τα ενδύματά του, σε Αριστοφ.
διακέλευμα ή -κέλευσμα, -ατος, τό, παρακίνηση, προσταγή, παράγγελμα,
διάταγμα, σε Πλάτ.
διακελεύομαι, αποθ.: 1. παρακινώ, δίνω διαταγές, εντολές, οδηγώ,
κατευθύνω, δ. τινι ποιεῖν τι κ.λπ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, δ. τινί τι (ενν.
ποιεῖν), σε Πλάτ.· δ. τινι μόνο, στον ίδ. 2. ενθαρρύνούμε, εμψυχώνουμε ο
ένας τον άλλο, σε Ηρόδ.· δ. ἀλλήλοις, σε Ξεν.· δ. ἑαυτῷ, στον ίδ.
διακελευσμός, ὁ, παρακίνηση, προτροπή, ενθάρρυνση, σε Θουκ.
διακενῆς ή διὰκενῆς, επίρρ. αντί διὰ κενῆς πράξεως, μάταια, άσκοπα,
ανώφελα, σε Ευρ., Αριστοφ.
διά-κενος, -ον, I. αυτός που είναι εντελώς άδειος ή κοίλος, κούφιος· τὸ δ.,
κενό, χάσμα, Λατ. vacuum, σε Θουκ. II. λεπτός, ισχνός, σε Πλούτ., Λουκ.
δια-κερματίζω, μέλ. -ιῶ, ανταλλάσσω σε μικρά νομίσματα, σε Αριστοφ.
δια-κέρσαι, απαρ. αορ. αʹ του διακείρω.
δια-κηρῡκεύομαι, αποθ., διαπραγματεύομαι μέσω, με τη βοήθεια κήρυκα,
έρχομαι σε διαπραγματεύσεις, πρός τινα, σε Θουκ.
δια-κηρύσσω, μέλ. -ξω, 1. γνωστοποιώ κάτι μέσω κήρυκα, ἐν
διακεκηρυγμένοις, σε πόλεμο που έχει κηρυχθεί, σε Πλούτ. 2. πουλώ σε
δημοπρασία, πλειστηριάζω, στον ίδ.
δια-κινδῡνεύω, μέλ. -σω, διατρέχω κάθε κίνδυνο, κάνω μία απέλπιδα,
απεγνωσμένη προσπάθεια, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, σε Θουκ· πρός τινα,
στον ίδ.· ὑπέρ ή πρός τινα, σε Λυσ., Ξεν.· περί τινος, σε Δημ. — Παθ., για
προσπάθεια - επιχείρηση, διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, στον ίδ.
δια-κῑνέω, μέλ. -ήσω, I. 1. κινώ κάτι εντελώς — Παθ., τίθεμαι σε κίνηση,
κινούμαι, σε Ηρόδ. 2. προκαλώ σύγχυση, συγχέω, μπερδεύω, τὰ
πεπραγμένα, σε Θουκ. II. εξετάζω λεπτομερώς, διερευνώ προσεκτικά, σε
Αριστοφ.
δια-κίχρημι, δανείζω σε διάφορα πρόσωπα — Παθ., διακεχρημένον
τάλαντον, σε Δημ.
δια-κλᾰπείς, μτχ. Παθ. αορ. βʹ του διακλέπτω.
134

δια-κλάω, μέλ. -άσω [ᾰ], μτχ. Επικ. αορ. αʹ διακλάσσας, σπάω στα δύο,
σε Ομήρ. Ιλ. II. στην Παθ., = διαθρύπτομαι, Παθ. παρακ. διακεκλασμένος,
εκνευρισμένος, σε Λουκ.
δια-κλέπτω, μέλ. -ψω, I. κλέβω ανά περιόδους, σε Δημ.· τὸ διακλαπέν, η
ποσότητα που κλάπηκε (από τους στρατιώτες) και διασκορπίστηκε, σε
Θουκ. II. διατηρώ κάποιον στη ζωή στα κρυφά, τινά, σε Ηρόδ. III.
συγκαλύπτω την αλήθεια, σε Δημ.
δια-κληρόω, μέλ. -ώσω, 1. ορίζω μέσω κλήρου, διανέμω, σε Αισχύλ. 2.
εκλέγω με κλήρο, σε Ξεν. — Μέσ., ρίχνω κλήρους, σε Θουκ., Ξεν.
δια-κλίνω[ῑ], μέλ. -κλῐνῶ, στρέφομαι μακριά, υποχωρώ, σε Πολύβ.
διάκλῐσις, -εως, ἡ, υποχώρηση, διαφυγή, σε Πλούτ.
δια-κλύζω, μέλ. -ύσω, πλένω, ξεπλένω, ξεβγάζω, σε Ευρ.
δια-κναίω, μέλ. -σω, 1. ξύνω κάτι μέχρι να εξαφανιστεί, καταστρέφω
ξύνοντας, ὄψιν δ., καταστρέφω τα μάτια κάποιου, σε Ευρ. — Παθ.,
κομματιάζομαι, γίνομαι θρύψαλα, σε Αισχύλ. 2. εξαντλώ, φθείρω, σε Ευρ.
— Παθ., φθείρομαι εντελώς, καταστρέφομαι, σε Αισχύλ., Ευρ.· τὸ χρῶμα
διακεκναισμένος, αυτός που έχει χάσει όλο του το χρώμα, σε Αριστοφ.
δια-κνίζω, μέλ. -σω, κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω, σε Ανθ.
διᾰ-κολλάω, μέλ. -ήσω, συγκολλώ, σε Λουκ.
διακομῐδήἡ, μετακόμιση, τινὸς εἰς τόπον, σε Θουκ.
δια-κομίζω, μέλ. Αττ. -ῐῶ, μεταφέρω ή μεταβιβάζω, σε Ηρόδ., Θουκ. —
Μέσ., μεταβιβάζω κάτι από αυτά που μου ανήκουν, σε Ηρόδ. — Παθ.,
μεταβιβάζομαι, διέρχομαι, διασχίζω, σε Θουκ.
διᾱκονέω, Ιων. διηκ-, παρατ. ἐδιακόνουν, μεταγεν. τύπος διηκόνουν, μέλ.
-ήσω, αόρ. αʹ διηκόνησα, παρακ. δεδιηκόνηκα — Παθ. αόρ. αʹ
ἐδιακονήθην, παρακ. δεδιακόνημαι (διάκονος)· I. 1. φροντίζω,
περιποιούμαι κάποιον, υπηρετώ, προσφέρω υπηρεσίες, απόλ., σε Ευρ.·
τινί, σ' ένα πρόσωπο, σε Δημ.· δ. πρός τι, είμαι ωφέλιμος σε, σε Πλάτ. —
Μέσ., φροντίζω τις ανάγκες μου, σε Σοφ.· αὐτῷ διακονεῖσθαι, σε Αριστοφ.
2. είμαι διάκονος στην εκκλησία, σε Κ.Δ. II. με αιτ. πράγμ., χορηγώ,
παρέχω, προμηθεύω, Λατ. ministrare, τί τινι, σε Ηρόδ. — Παθ., παρέχομαι,
προσφέρομαι, χορηγούμαι, σε Δημ.
διᾱκόνημα, -ατος, τό, εργασία των υπηρετών, υπηρεσία, σε Πλάτ.
διᾱκονία, ἡ, 1. έργο διακόνου, υπηρεσία, προσφορά, σε Θουκ., Πλάτ. 2.
εκτέλεση καθήκοντος, υπηρεσία, σε Δημ.· ἡ δ. ἡ καθημερινή, εξυπηρέτηση
των καθημερινών αναγκών, σε Κ.Δ.· ἡ δ. του λόγου, το έργο της
διακήρυξης του λόγου (του Ευαγελίου), στο ίδ.
διᾱκονικός, -ή, -όν, χρήσιμος, ωφέλιμος, εξυπηρετικός, σε Αριστοφ.
κ.λπ.· συγκρ. -ώτερος, σε Πλάτ.
διάκονος[ᾱ], Ιων. διήκονος, ὁ, I. υπηρέτης, υπάλληλος, αυτός που
προσφέρει υπηρεσίες, θεράπων, Λατ. minister, σε Ηρόδ. κ.λπ.·
αγγελιοφόρος, σε Αισχύλ., Σοφ.· ως θηλ. σε Δημ. II. λειτουργός, ιερέας,
135

εφημέριος εκκλησίας, διάκονος, σε Κ.Δ.· ως θηλ., διακόνισσα, στο ίδ.


(παραπλήσιο προς το διάκτορος· και τα δύο πιθ. από το διώκω).
δι-ᾰκοντίζομαι, Μέσ., διαγωνίζομαι με άλλους στη ρίψη ακοντίου,
διαγωνίζομαι στον ακοντισμό, σε Ξεν.
διακοπή, ἡ, εντομή, κόψιμο, βαθύ τραύμα, μαχαιριά, σε Πλούτ.
δια-κόπτω, μέλ. -ψω, 1. κόβω στα δύο, κόβω στη μέση, κόβω πέρα για
πέρα, σε Θουκ. 2. διασπώ τις τάξεις, γραμμές του εχθρού, τὴν τάξιν, σε
Ξεν.· έπειτα, διέρχομαι μέσα από τις τάξεις του εχθρού, στον ίδ.
διακορής, -ές, = διάκορος, σε Πλάτ.
δια-κορκορῠγέω, γουργουρίζω, τὴν γαστέρα, σε Αριστοφ.
διά-κορος, -ον, κορεσμένος, πλήρης, τινός με κάτι, σε Ηρόδ.
διᾱκόσιοι, Ιων. διηκ-, -αι, -α (δίς, ἕκατον), διακόσιοι, Λατ. ducenti· ενικ.
με περιληπτικό όνομα, για να δηλώσει ποσότητα, ἵππος διακοσία, ιππικό
με διακόσια άλογα, διακόσιοι ιππείς, σε Θουκ.
δια-κοσμέω, μέλ. -ήσω, 1. διαιρώ και τακτοποιώ, παρατάσσω σε σειρά,
σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. — Παθ., εἴπερἐς δεκάδας διακοσμηθεῖμεν Ἀχαιοί
(Επικ. αντί -είημεν, αʹ πληθ. ευκτ. αορ. αʹ), σε Ομήρ. Ιλ. 2. γενικά,
τακτοποιώ, ρυθμίζω, βάζω σε τάξη, στολίζω, διακοσμώ, σε Ηρόδ. κ.λπ. —
Μέσ., μέγαρον διεκοσμήσαντο, το έβαλαν σε τάξη ολόκληρο, σε Ομήρ. Οδ.
διακόσμησις, -εως, ἡ, τακτοποίηση, διαρρύθμιση, σε Πλάτ.
διάκοσμος, ὁ, = διακόσμησις, παράταξη μάχης, σε Θουκ.
δι-ᾰκούω, μέλ. -ακούσομαι, παρακ. -ακήκοα· I. ακούω εντελώς, ακούω με
προσοχή, μέχρι τέλους, τι, σε Ξεν.· ακούω ή πληροφορούμαι, μαθαίνω από
κάποιον άλλο, τί τινος, σε Πλάτ. II. με γεν. προσ., είμαι ακροατής (ή
μαθητής) κάποιου, σε Πλούτ.
δια-κράζω, μέλ. -ξω, I. φωνάζω διαρκώς, κραυγάζω, βγάζω άναρθρες
κραυγές, σε Αριστοφ. II. δ. τινί, διαγωνίζομαι, παραβγαίνω με κάποιον
άλλο στο ουρλιαχτό, στον ίδ.
δια-κρᾰτέω, μέλ. —ήσω, κρατώ γερά, δυνατά, διατηρώ ό,τι είναι δικό
μου, σε Πλούτ.
δια-κρέκω, μέλ. -ξω, χτυπώ τις χορδές της λύρας, παίζω μουσικό όργανο,
σε Ανθ.
δια-κρηνόω, Δωρ. -κρᾱνόω, κάνω κάτι να αναβλύσει, σε Θεόκρ.
δι-ακρῑβόω, μέλ. -ώσω, εξακριβώνω, εξετάζω ή συζητώ κάτι λεπτομερώς
ή με ακρίβεια, τι, σε Ξεν. — Παθ., οδηγούμαι στην τελειότητα, σε Αριστ.·
διακρῑβωτέον, ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να εξετάσει λεπτομερειακά,
εκτενώς, διεξοδικά, επιμελώς, σε Πλούτ.
διακρῐδόν, επίρρ. (διακρίνω), εξαιρετικά, άριστα, πάνω απ' όλα, Λατ.
eximiè, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
δια-κρῐνέεσθαι, απαρ. Μέσ. μέλ. (με Παθ. σημασία) του διακρίνω.
δια-κρινθήμεναι, Επικ. αντί -ῆναι, απαρ. Παθ. αορ. αʹ του διακρίνω.
δια-κρίνω[ῑ], μέλ. -κρῐνῶ, I. 1. διαχωρίζω, διακρίνω κάτι από κάτι άλλο,
σε Ομήρ. Ιλ.· ξεχωρίζω τους αντιμαχόμενους πολεμιστές, και στην Παθ.,
136

διαχωρίζομαι, σε Όμηρ.· ομοίως και στο Μέσ. μέλ. διακρῐνέεσθαι, σε


Ομήρ. Οδ.· επίσης, διακριθῆναι ἀπ' ἀλλήλων, σε Θουκ.· διακρίνεσθαι
πρός..., διαχωριζόμαστε και κατατασσόμαστε σε διαφορετικά στρατόπεδα,
στον ίδ. 2. Παθ., αναλύομαι, διαλύομαι, χωρίζομαι στα συστατικά μέρη,
σε Πλάτ. II. διακρίνω, ξεχωρίζω, Λατ. discernere, τὸ σῆμα, σε Ομήρ. Οδ.·
οὐδένα διακρίνων, χωρίς να γίνεται διάκριση προσώπων, σε Ηρόδ. —
Παθ., διεκέκριτο οὐδέν, καμία διάκριση δεν είχε γίνει, σε Θουκ. III.
τακτοποιώ, αποφασίζω, γνωμοδοτώ, κρίνω, λέγεται για δικαστές, σε
Ηρόδ., Θεόκρ. — Μέσ., νεῖκος δ., διαλύω, επιλύω τη φιλονικία, σε Ησίοδ.
— Παθ., έρχομαι σε απόφαση, αποφασίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· περί τινος, σε
Πλάτ.· αντιμάχομαι με κάποιον, τινι, σε Κ.Δ.· μάχῃ διακρινθῆναι πρός
τινα, σε Ηρόδ. IV. — Παθ., αμφιβάλλω, διστάζω, σε Κ.Δ.
Δι-άκριοι, οἱ (ἄκρα), οι Ορεινοί, μία από τις τρεις Αττικές πολιτικές
παρατάξεις μετά τον Σόλωνα, σε Αριστοφ.
διάκρῐσις, -εως, ἡ (διακρίνω),· I. χωρισμός, διάλυση, σε Εμπεδ. II.
απόφαση, κρίση, σε Ξεν.
διακριτέον ή -έα, ρημ. επίθ. του διακρίνω, πρέπει κάποιος να αποφασίσει,
σε Θουκ.
διάκρῐτος, -ον (διακρίνω), χωρισμένος, ξεχωριστός, εκλεκτός, έξοχος, σε
Θεόκρ.
διάκρουσις, -εως, ἡ, αναβολή (κυρίως δίκης), σε Δημ.
δια-κρούω, μέλ. -σω, I. δοκιμάζω μέσω χτυπήματος ή κουδουνίσματος,
όπως κάνει κάποιος σε ένα πήλινο αγγείο, σε Πλάτ. II. στη Μέσ.,
αποβάλλω, αποδιώχνω, απαλλάσσομαι, αποφεύγω, τινά ή τι, σε Ηρόδ.,
Δημ.· αποφεύγω το δανειστή μου μέσω αναβολών ή παρατάσεων, λέγεται
για έναν οφειλέτη, στον ίδ.· απόλ., καταφεύγω σε αναβολές, υπεκφυγές,
στον ίδ. — Παθ., διακρουσθῆναι τῆς τιμωρίας, αποφεύγω την τιμωρία,
στον ίδ.
διακτορία, ἡ, το έργο του διακτόρου, υπηρεσία, σε Ανθ.
διάκτορος, ὁ, επίθ. του Ερμή, Αγγελιοφόρος ή Διάκονος του Δία, σε
Όμηρ. (πιθ. παραπλήσιο προς το διάκονος).
διάκτωρ, -ορος, ὁ = το προηγ., σε Ανθ.
δια-κῠβεύω, μέλ. -σω, παίζω τους κύβους με, πρός τινα, σε Πλούτ.
δια-κῠκάω, αναμειγνύω κάτι με κάτι άλλο, ανακατεύω, σε Δημ.
δια-κῡμαίνω, σηκώνω κύματα, φουρτουνιάζω, σε Λουκ.
δια-κύπτω, μέλ. -ψω, 1. σκύβω και σέρνομαι μέσα από ένα στενό μέρος,
σε Ηρόδ. 2. σκύβω για να κρυφοκοιτάξω, σε Αριστοφ., Ξεν.
δια-κωδωνίζω, μέλ. -σω, επιτετ. τύπος αντί κωδωνίζω, σε Δημ.
διακώλῡσις, -εως, ἡ, εμπόδιο, κώλυμα, παρεμπόδιση, σε Πλάτ.
διακωλῡτέον, ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να παρεμποδίσει, σε Πλάτ.
διακωλῡτής, -οῦ, ὁ, αυτός που παρεμποδίζει, σε Ηρόδ., Πλάτ.
δια-κωλύω[ῡ], μέλ. -ύσω, εμποδίζω, παρακωλύω, αποτρέπω, τινὰ μὴ
ποιεῖν τι, σε Ηρόδ.· ή χωρίς το μή, σε Ευρ., Πλάτ.· δ. τινά, σε Θουκ.· δ.
137

φόνον, σε Σοφ. — Παθ., ἃ διεκωλύθη (ενν. ποιεῖν), τα οποία εμποδίσθηκε


από το να τα πραγματοποιήσει, σε Δημ.
διακωμῳδέω, μέλ. -ήσω, σατιρίζω, γελοιοποιώ, καθιστώ κάποιον
αντικείμενο σάτιρας, διακωμώδησης, σε Πλάτ.
διακωχή, βλ. διοκωχή.
δια-λαγχάνω, μέλ. -λήξομαι, διαιρώ ή χωρίζω με κλήρο, κληρώνω, σε
Ηρόδ., Αισχύλ., Ξεν.· δῶμα σιδήρῳ δ., σε Ευρ.· κόβω σε κομμάτια,
τεμαχίζω, στον ίδ.
δια-λᾱκέω, μέλ. -ήσω, ραγίζω στα δύο, εκρήγνυμαι, σκάω, σε Αριστοφ.
δια-λακτίζω, μέλ. -σω, σπάζω με το πόδι μου, με κλωτσιές, περιφρονώ,
σε Θεόκρ.
δια-λᾰλέω, μέλ. -ήσω, φλυαρώ για κάτι με κάποιον άλλο, τί τινι, σε Ευρ.
— Παθ., γίνεται πολύς λόγος για μένα, σε Κ.Δ.
δια-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, αόρ. βʹ διέλᾰβον, παρακ. διείληφα, Παθ.
παρακ. -είλημμαι ή -λέλημμαι, Ιων. -λέλαμμαι· I. λαμβάνω, παίρνω ή
δέχομαι χωριστά, δηλ. ο καθένας παίρνει για τον εαυτό του, ο καθένας
παίρνει το μερίδιό του, σε Ξεν. κ.λπ. II. 1. πιάνω ή αρπάζω ξεχωριστά,
διαλαβόντες τὰςχεῖρας καὶ τοὺς πόδας, σε Ηρόδ.· γενικά, πιάνω, αρπάζω,
δράττομαι, συλλαμβάνω, τινά, στον ίδ. 2. ως όρος της γυμναστικής, πιάνω
από τη μέση, κρατώ γερά με λαβή, σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για τη
ψυχή, διειλημμένη ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς, σε Πλάτ. III. 1. διαιρώ,
διαχωρίζω, τὸν ποταμὸν ἐς τριηκοσίας διώρυχας δ., σε Ηρόδ. — Παθ.,
ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ, διαιρεμένος σε πέντε κανάλια, διώρυγες,
στον ίδ.· θώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος, θώρακες που έχουν το βάρος τους
κατανεμημένο, σε Ξεν. 2. σημειώνω κατά διαστήματα, σε Ψήφ. παρά Δημ.
3. κόβω, αποκόπτω, διαχωρίζω, διακόπτω, σε Θουκ. 4. χαράσσω γραμμή,
σημειώνω, διακρίνω — Παθ., χρώμασι διειλημμένη, ευδιάκριτη,
σημειωμένη, με ποικιλία χρωμάτων, σε Πλάτ. 5. ξεχωρίζω στη σκέψη,
διακρίνω στο μυαλό, στον ίδ.· εκθέτω, διατυπώνω, αναπτύσσω με
σαφήνεια, παρά Δημ.
δια-λάμπω, μέλ. -ψω, λάμπω, ξημερώνω, χαράζω, σε Αριστοφ.
δια-λανθάνω, μέλ. -λήσω, αόρ. βʹ διέλαθον, διαφεύγω την προσοχή
κάποιου, διαλαθὼν εἰσέρχεται, σε Θουκ.· με αιτ. προσ., διαφεύγω την
προσοχή κάποιου, σε Ξεν.
δια-λᾰχεῖν, απαρ. αορ. βʹ του διαλαγχάνω.
δι-αλγής, -ές (ἄλγος)· I. θλιβερός, βαρύς, σε Αισχύλ. II. αυτός που
υποφέρει μεγάλο πόνο, σε Πλούτ.
δια-λέγω, μέλ. -ξω,
Α. επιλέγω κάτι από κάτι άλλο, κάνω επιλογή, εκλέγω, σε Ηρόδ., Ξεν. Β.
Αποθ., δια-λέγομαι, μέλ. -λέξομαι και -λεχθήσομαι, αόρ. αʹ δι-ελεξάμην και
διελέχθην, παρακ. διείλεγμαι, γʹ ενικ. υπερσ. διείλεκτο· I. συνδιαλέγομαι
με, συνομιλώ με, συσκέπτομαι, τινι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πρός τινα, σε
Πλάτ.· δ. τί τινι ή πρός τινα, συζητώ μια υπόθεση με κάποιον, σε Ξεν.· δ.
138

τινι μὴ ποιεῖν, προσπαθώ συνομιλώντας να πείσω κάποιον να μην κάνει


κάτι, σε Θουκ.· απόλ., μιλώ, συνομιλώ, συζητώ με επιχειρήματα, εξετάζω,
σε Πλάτ., Ξεν. II. μεταχειρίζομαι κάποια συγκεκριμένη διάλεκτο ή
γλώσσα, σε Ηρόδ.
διάλειμμα, -ατος, τό, διάστημα, απόσταση μεταξύ, σε Πλάτ.· ἐκ
διαλειμμάτων, σε διαλείμματα, σε Πλούτ.
δια-λείπω, μέλ. -ψω, αόρ. βʹ -έλῐπον· I. 1. αφήνω ένα διάστημα μεταξύ —
Παθ., διελέλειπτο, είχε μείνει χάσμα, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για χρόνο,
διαλιπὼν ἡμέρην, αυτός που έχει αφήσει κένο διάστημα μιας ημέρας, σε
Ηρόδ.· ἀκαρῆ διαλιπών, αυτός που περίμενε για μία στιγμή, σε Αριστοφ.·
διαλιπών, απόλ., μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, σε Θουκ. II. 1. αμτβ.,
στέκομαι στα μεσοδιαστήματα, απεχω, δύο πλέθρα ἀπ' ἀλλήλων δ., σε
Θουκ. 2. με μτχ., σταματώ να κάνω κάτι, σε Ξεν. 3. λέγεται για χρόνο,
διαλιπόντων ἐτῶν τριῶν, μετά από ένα χρονικό διάστημα τριών ετών, σε
Θουκ.
δια-λείχω, μέλ. -ξω, γλείφω εντελώς, καθαρίζω, σβήνω γλείφοντας, σε
Αριστοφ.
διαλεκτέον, ρημ. επίθ. του διαλέγομαι, πρέπει να συζητηθεί, σε Πλάτ.
διαλεκτικός, -ή, -όν (διαλέγομαι), έμπειρος στη διαλογική συζήτηση,
ικανός στην επιχειρηματολογία (διαλεκτική), σε Πλάτ.· ἡ διαλεκτική (ενν.
τέχνη), η τέχνη της συζήτησης με ερωτήσεις και απαντήσεις, η τέχνη της
διαλεκτικής, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, κατά τρόπο λογικό, με επιχειρήματα,
στον ίδ.
διάλεκτος, ἡ (διαλέγομαι),· I. ομιλία, συζήτηση, συνομιλία,
επιχειρηματολογία, σε Πλάτ. II. γλώσσα· γλώσσα μιας χώρας, διάλεκτος,
τοπική λέξη ή φράση, ιδιωματισμός, σε Πλούτ. III. ιδιαίτερος τρόπος
ομιλίας, προφορά, σε Δημ.
διάλεξις, -εως, ἡ (διαλέγομαι), ομιλία, συζήτηση, επιχειρηματολογία, σε
Αριστοφ.
δια-λεπτολογέομαι (λεπτο-λόγος), αποθ., συζητώ με λεπτολογία,
λεπτολογώ, ψειρίζω, κομψολογώ, τινι, με κάποιον, σε Αριστοφ.
διαληπτέον, ρημ. επίθ. του διαλαμβάνω, πρέπει να διακρίνουμε, σε Πλάτ.
διαλλᾰγή, ἡ (διαλλάσσω),· I. ανταλλαγή, αλλαγή, σε Ευρ. II. αλλαγή,
μετάβαση από εχθρότητα σε φιλία, συμφιλίωση, ανακωχή, ειρήνευση, σε
Ηρόδ., Αριστοφ.· στον πληθ., σε Ευρ.· διαλλαγαὶ πρός τινα, σε Δημ.
διάλλαγμα, -ατος, τό, υποκατάστατο, αντάλλαγμα, σε Ευρ.
διαλλακτήρ, ὁ, διαμεσολαβητής, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
διαλλακτής, -οῦ, ὁ, = διαλλακτήρ, σε Ευρ., Θουκ.
δι-αλλάσσω Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, παρακ. δι-ήλλᾰχα — Παθ. μέλ. δι-
αλλαχθήσομαι και -αλλᾰγήσομαι, αόρ. αʹ -ηλλάχθην και -ηλλάγην [ᾰ],
παρακ. -ήλλαγμαι· I. Μέσ., ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο, κάνω
ανταλλαγή, σε Ηρόδ.· απόλ., κάνω ανταλλαγή, σε Ξεν. II. Ενεργ., δίνω
κάτι σε ανταλλαγή· 1. δίνω ως αντάλλαγμα, τί τινι, σε Ευρ.· τι ἀντί τινος,
139

σε Πλάτ. 2. παίρνω ως αντάλλαγμα, στον ίδ.· δ. τὴν χώραν, ανταλλάσσω


μια χώρα για μια άλλη, αλλάζω μια χώρα με την άλλη, δηλ. περνώ,
διασχίζω μια περιοχή, σε Ξεν. 3. απλώς, παραλλάσσω, αλλάζω, τοὺς
ναυάρχους, στον ίδ. III. μετατρέπω την εχθρότητα σε φιλία, συμφιλιώνω,
συμφιλιώνω τον ένα με τον άλλο, τινά τινι, σε Θουκ.· τινὰ πρός τινα, σε
Αριστοφ.· ή με αιτ. πληθ. μόνο, σε Ευρ. κ.λπ.· απόλ., συμφιλιώνω, σε
Πλάτ. — Παθ., συμφιλιώνομαι, γίνομαι φίλος, μονοιάζω, σε Αισχύλ. κ.λπ.
IV. αμτβ., με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ., διαφέρω από κάποιον σε κάτι,
διαλλάσειν οὐδὲν τοῖσι ἑτέροισι, σε Ηρόδ.· απόλ., τὸ διαλλάσσον, η
διαφορά, σε Θουκ. V.Παθ., είμαι διαφορετικός, Λατ. distare, στον ίδ.
δι-άλλομαι, αόρ. αʹ -ηλάμην, αποθ., πηδώ δια μέσου, τάφρον, σε Ξεν.
δια-λογίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.: I. 1. λογαριάζω κάτι με κάποιον,
σταθμίζω κάτι στο νου, πρός τινα, σε Δημ. 2. σκέφτομαι σφαιρικά,
σταματώ για να συλλογιστώ, υπολογίζω με ακρίβεια, στον ίδ.· διακρίνω
ανάμεσα σε, σε Αισχίν. II. συνδιαλέγομαι, επιχειρηματολογώ, εξετάζω,
περί τινος, σε Ξεν.
διαλογισμός, ὁ, στοχασμός, συλλογισμός, σε Δημ.
διάλογος, ὁ (διαλέγομαι), συζήτηση, διάλογος, στιχομυθία, σε Πλάτ.
δια-λοιδορέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., κατηγορώ μανιωδώς, καθυβρίζω,
τινι, σε Ηρόδ.· διαλοιδορηθείς, σε Δημ.
δια-λῡμαίνομαι, αποθ.: I. 1. κακομεταχειρίζομαι επαίσχυντα,
καταστρέφω ολοσχερώς, αφανίζω, σε Ηρόδ., Ευρ. 2. εξαπατώ αγρίως, σε
Αριστοφ. 3. παραποιώ, παραχαράσσω, διαφθείρω, στον ίδ. II. δεν απαντά
στην Ενεργ., αλλά μτχ. παρακ. διαλελυμασμένος χρησιμ. με Παθ. σημασία,
σε Ηρόδ.· αόρ. αʹ διελυμάνθην, σε Ευρ.
διάλῠσις, [ῠ], -εως, ἡ (διαλύω),· I. απελευθέρωση αποδέσμευση του ενός
από το άλλο, διαχωρισμός, ξεχώρισμα, τῆςψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, σε
Πλάτ.· δ. τοῦ σώματος, η αποσύνθεσή του, στον ίδ.· ἡ δ. τῆς γεφύρας, η
κατάρρευση της γέφυρας, σε Θουκ.· λέγεται για διασκόρπιση
στρατευμάτων, σε Ξεν.· ἡ δ. τῆς ἀγορᾶς, η ώρα της διάλυσής της, σε
Ηρόδ.· τὴν δ. ἐποιήσαντο, διέκοψαν, τελείωσαν τη μάχη, σε Θουκ.· δ.
γάμου, διαζύγιο, σε Πλούτ. II. τέλος, παύση, διακοπή, λήξη, κακῶν, σε
Ευρ.· πολέμου, σε Θουκ.· απόλ., κατάπαυση εχθροπραξιών,
συνθηκολόγηση, ειρήνη, σε Δημ.
διαλῠτέον, ρημ. επίθ., πρέπει να διαλύσουμε, φιλίαν, σε Αριστ.
διαλῠτής, -οῦ, ὁ, διαλύτης, καταλύτης, παράγοντας, το μέσο που προκαλεί
διάλυση, αυτό που συντελεί στην αποσύνθεση, σε Θουκ.
διαλῠτός, -όν, ικανός να αποσυντεθεί, σε Πλάτ.
δια-λύω, μέλ. -λύσω [ῡ], παρακ. -λέλῠκα· — Παθ. αόρ. αʹ -ελύθην [ῠ],
παρακ. -λέλῠμαι· I. 1. χαλαρώνω το ένα από το άλλο, διαχωρίζω σε
κομμάτια, καταστρέφω, σε Ηρόδ.· διαλύω μια συγκέντρωση, στον ίδ., σε
Θουκ. κ.λπ.· τὴν σκηνὴν εἰς κοίτην δ., χαλώ, σχολάζω τη γιορτή και
πηγαίνω για ύπνο, σε Ξεν.· δ. τὴν στρατιάν, τη διασκορπίζω, σε Θουκ. —
140

Παθ., λέγεται για μια σύναξη, συνέλευση, διαλύω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται
για άνθρωπο, πεθαίνω, σε Ξεν. 2. διασπώ, αναλύω στα συστατικά μέρη, σε
Πλάτ. 3. τερματίζω μία φιλία, καταπατώ μια ανακωχή, σε Θουκ. κ.λπ.·
ομοίως στη Μέσ., διαλύσασθαι ξεινίην, σε Ηρόδ. 4. α) τερματίζω την
εχθρότητα, σταματώ τις εχθροπραξίες, συμφιλιώνω, σε Θουκ.· και στη
Μέσ., σε Δημ. κ.λπ. β) με αιτ. προσ., συμφιλιώνω, τινὰ πρός τινα, στον ίδ.·
οὐ γὰρ ἦν ὁ διαλύσων, σε Θουκ. — Παθ. και Μέσ., διαλύεσθαι νείκους,
αποτραβιέμαι από μια διαμάχη, δηλ. συμφιλιώνομαι, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.
5. γενικά, τερματίζω, εξαλείφω, εγκαταλείπω, διαβολήν, σε Θουκ.· ομοίως
στη Μέσ., στον ίδ. κ.λπ. 6. επιλύω μια δυσκολία, σε Πλάτ. 7. δ. τιμάς,
πληρώνω το συνολικό τίμημα, εξοφλώ, απο πληρώνω ένα χρέος, σε
Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. προσ., τον ξε πληρώνω, τον εξοφλώ, σε Δημ. II.
απόλ., εξασθενώ, μειώνω, κάμπτω, χαλαρώνω τις άμυνες, τις αντιστάσεις,
ξεσφίγγω, σε Θεόκρ.
δι-αλφῐτόω, μέλ. -ώσω (ἄλφιτον), παραγεμίζω (φουσκώνω) με κριθαρένιο
γεύμα, σε Αριστοφ.
διαλωβάομαι, αποθ., επιτετ. τύπος αντί λωβάομαι, σε Πλούτ.
δι-ᾰμᾰθύνω, αόρ. αʹ -ημάθῡνα, κονιορτοποιώ, αλέθω κάτι ώσπου να γίνει
σκόνη, καταστρέφω ολοκληρωτικά, σε Αισχύλ.
δια-μαλάττω, μέλ. -ξω, επιτετ. τύπος του μαλάττω, σε Λουκ.
δια-μαντεύομαι, αποθ., καθορίζω μέσω χρησμού, τι, σε Πλάτ.
δι-αμαρτάνω, μέλ. -αμαρτήσομαι, αόρ. βʹ -ήμαρτον· 1. ξεστρατίζω,
παραστρατώ, παρασύρομαι από, τῆς ὁδοῦ, σε Θουκ.· αποτυγχάνω να
αποκτήσω, τινός, στον ίδ., σε Δημ. 2. απόλ., αποτυγχάνω εντελώς, σε
Πλάτ.
δι-αμαρτία, ἡ, πλήρες, μέγα σφάλμα, σε Πλούτ.· δ. τῶν ἡμερῶν,
εσφαλμένος υπολογισμός των ημερών, σε Θουκ.
δια-μαρτῠρέω, μέλ. -ήσω, 1. ως Αττ. νομικός όρος, μεταχειρίζομαι μια
διαμαρτυρία (βλ. αυτ.), σε Δημ. 2. με απαρ., επιβεβαιώνω μέσω μιας
διαμαρτυρίας ότι ένα πράγμα είναι, με αιτ. πράγμ. και απαρ., στον ίδ. —
Παθ., τὰ διαμαρτυρηθέντα, τα πράγματα που έχουν βεβαιωθεί με αυτό τον
τρόπο, σε Ισοκρ.
δια-μαρτῠρία, ἡ, ως Αττ. νομικός όρος, ένσταση, απόδειξη που παρέχεται
για να εμποδίσει μια υπόθεση να εκδικασθεί, σε Δημ. κ.λπ.
δια-μαρτύρομαι[ῡ], αποθ.: 1. επικαλούμαι θεούς και ανθρώπους ως
μάρτυρες, Λατ. obtestari, σε Δημ.· δ. μή..., με απαρ., στον ίδ.· δ. τινι μὴ
ποιεῖν, εγείρω ένσταση εναντίον της πράξεώς του, σε Αισχίν. 2. γενικά,
διαμαρτύρομαι, διακηρύττω σοβαρά, σε Πλάτ. 3. απόλ., ζητώ επίμονα από
κάποιον, εξορκίζω, σε Ξεν.
δια-μάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ζυμώνω εντελώς, καταζυμώνω, σε
Αριστοφ.
δια-μαστῑγόω, μέλ. -ώσω, μαστιγώνω αυστηρά, σε Πλάτ.
141

δια-μαστροπεύω, μέλ. -σω, προάγω σε ατιμία, προωθώ, εκπορνεύω,


διαφθείρω· δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις, ξεπουλώ το κράτος με ένα γάμο, σε
Πλούτ.
διαμᾰχητέον ή -ετέον, ρημ. επίθ., πρέπει να καταπολεμήσουμε, σε Πλάτ.
δια-μάχομαι[μᾱ], μέλ. -μαχέσομαι, αποθ.: 1. παλεύω ή αγωνίζομαι με,
αντιμάχομαι, τινι ή πρός τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πρός τι, σε Δημ.· δ. μὴ
μεταγνῶναι ὑμᾶς, ανθίσταμαι, αντιστέκομαι με σθένος εναντίον της
μεταβολής της γνώμης σας, σε Θουκ.· δ. τὸ μὴ θανεῖν, σε Ευρ. 2.
αντιπαλεύω με κάποιον άλλο, ανταγωνίζομαι, στον ίδ. 3. πολεμώ μέχρι
τέλους, αγωνίζομαι ανένδοτα και επίμονα, Λατ. depugnare, σε Αριστοφ.
4. καταβάλλω μεγάλες, υπέρμετρες προσπάθειες, ὅπως τι γένηται, σε Πλάτ.
5. σε διαλογική αντιπαράθεση, υποστηρίζω ή ισχυρίζομαι ότι..., δ. τι μὴ
εἶναι, σε Θουκ.· ή χωρίς μή, σε Πλάτ.
δι-αμάω, μέλ. -ήσω, 1. κόβω πέρα-πέρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. 2. σκαλίζω,
γρατσουνίζω, διασκάπτω, στον ίδ. — Μέσ., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα, το
χαλίκι έχει αποτριφτεί, σε Θουκ.
δια-μεθίημι, μέλ. -μεθήσω, εγκαταλείπω, παραιτούμαι, αφήνω,
παραχωρώ, σε Ευρ.
δι-ᾰμείβω, μέλ. -ψω, 1. ανταλλάσσω, τι πρός τι, ένα πράγμα με κάτι άλλο,
σε Πλάτ.· επίσης στη Μέσ., διαμείβεσθαί τί τινος ή ἀντί τινος, σε Σόλωνα,
σε Πλάτ.· διαμεῖψαι Ἀσίαν Εὐρώπης, να ανταλλάξει, να αντικαταστήσει
την Ασία με την Ευρώπη, δηλ. να μεταβεί στην Ασία, σε Ευρ. 2. δ. ὁδόν,
τελειώνω, ολοκληρώνω ένα ταξίδι, σε Αισχύλ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.
3. στη Μέσ. επίσης, μεταβάλλω, μετατρέπω, αντικαθιστώ, αλλοιώνω, σε
Ηρόδ.
δια-μειρᾰκιεύομαι, αποθ., φέρομαι σαν παιδί, παιδιαρίζω, τινί, σε Πλούτ.
διάμειψις, -εως, ἡ (διαμείβω), ανταλλαγή, σε Πλούτ.
δια-μελαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, σκουραίνω, κάνω κάτι ολότερα μαύρο, μαυρίζω,
σε Πλούτ.
δια-μελεϊστί, επίρρ., κατά μέλη, κομματιαστά, σε κομματάκια, σε Ομήρ.
Οδ.
διαμέλλησις, -εως, ἡ, αναβλητικότητα, αργοπορία· πολλὴ δ. φυλακῆς,
μακροχρόνια αναβολή μέτρων προφύλαξης, σε Θουκ.
δια-μέλλω, μέλ. -μελλήσω, έχω πάντοτε την πρόθεση να πράξω, δηλ.
επιβραδύνω, αναβάλλω συνεχώς, επανειλημμένως, κωλυσιεργώ, σε Θουκ.
δια-μέμφομαι, μέλ. -ψομαι, αποθ., ψέγω, κατηγορώ σφόδρα, επικρίνω, σε
Θουκ.
δια-μένω, μέλ. -μενῶ, παρακ. -μεμένηκα· παραμένω διαρκώς, αναμένω,
τινί, σε Ξεν.· επιμένω, ἔν τινι, σε Πλάτ.· ἐπί τινι, σε Ξεν.· απόλ., τηρώ τη
θέση μου, μένω σταθερός, σε Δημ.· με μτχ., δ. λέγων, συνεχίζω να μιλώ,
στον ίδ.
δια-μερίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. διαμοιράζω, διανέμω, σε Πλάτ. II.
διαχωρίζω, διαιρώ — Μέσ., μοιράζομαι μαζί με άλλους, σε Κ.Δ.
142

διαμερισμός, ὁ, διαχωρισμός, διαίρεση, διαφωνία, ασυμφωνία, διχόνοια,


σε Κ.Δ.
δια-μετρέω, μέλ. -ήσω, 1. μετρώ ανάμεσα, καταμετρώ, υπολογίζω, χῶρον
δ., μετρώ τις παρυφές για τη μονομαχία, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ἡμέρα
διαμεμετρημένη, υπολογισμένος χρόνος από την κλεψύδρα, σε Δημ. 2.
διαιρώ μετρώντας σε μέρη, διανέμω, σε Ξεν. κ.λπ. — Μέσ., έχω αποδώσει
σε κάποιον κατά το ισχύον μέτρο, εκλαμβάνω ως μερίδιο, Χρησμ. παρ'
Ηροδ., σε Ξεν.
διαμετρητός, -ή, -όν, αυτός που έχει μετρηθεί και διαχωρισθεί,
καταμετρημένος, σε Ομήρ. Ιλ.
διά-μετρον, τό, μετρημένη, υπολογισμένη μερίδα, στρατιωτικό σιτηρέσιο,
σε Πλούτ.
διάμετρος (ενν. γραμμή), ἡ, διάμετρος ή διαγώνιος ενός
παραλληλογράμμου, σε Πλάτ.· κατὰ διάμετρον, διαμετρικά, στον ίδ.·
ομοίως ἐκ διαμέτρου, σε Λουκ. II. χάρακας που χαράζει τη διάμετρο, σε
Αριστοφ.
δια-μηχᾰνάομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., εφευρίσκω, μηχανεύομαι,
κατορθώνω, επινοώ, σε Αριστοφ., Πλάτ.
δια-μῑκρολογέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., συμπεριφέρομαι με μικρότητα,
αντιμετωπίζω με μικροπρέπεια, πρός τινα, σε Πλούτ.
δι-ᾰμιλλάομαι, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ -ημιλλήθην, αποθ.: αντιμάχομαι
ένθερμα, φιλονικώ, αντιπαλεύω με ζήλο, αγωνίζομαι πρόθυμα, τινι ή πρός
τινα, σε Πλάτ.· περί τινος, στο ίδ.
δια-μιμνήσκομαι, παρακ. -μέμνημαι, αποθ., διατηρώ ζωντανά στη μνήμη,
σε Ξεν.
δια-μῑσέω, μέλ. -ήσω, μισώ από καρδιάς, μισώ βαθιά, σε Αριστ., Πλούτ.
διαμιστύλλω, αόρ. αʹ -εμιστῦλα, κατακόβω σε τεμάχια, κομματιάζω, σε
Ηρόδ.
δια-μνημονεύω, μέλ. -σω, 1. ανακαλώ στη μνήμη, θυμάμαι, σε Ηρόδ.· με
γεν., σε Πλάτ.· με αιτ., σε Ξεν. κ.λπ. 2. καταγράφω, αναφέρω, σε Θουκ. —
Παθ., διαμνημονεύεται ἔχειν, αναφέρεται ότι έχει, σε Ξεν.
δια-μοιράω, μέλ. -ήσω, I. διαμοιράζω, διαχωρίζω, τεμαχίζω, καταμερίζω,
σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. II. στη Μέσ. επίσης, απονέμω μερίδιο,
διανέμω, κατανέμω, σε Ομήρ. Οδ.
διαμπάξ, επίρρ., επιτετ. τύπος του διά, πέρα ως πέρα, απ' άκρη σε άκρη,
εντελώς δια μέσου, με γεν., σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Ξεν.
δι-αμπερές (ἀμ-πείρω=ἀνα-πείρω), επίρρ.: I. 1. λέγεται για τόπο, πέρα
ως πέρα, εντελώς δια μέσου, ολωσδιόλου ανάμεσα, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.,
Σοφ.· με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. II. απόλ., αδιάλειπτα, συνεχόμενα,
επανειλημμένα, σε Όμηρ. 2. λέγεται για χρόνο, από την αρχή ως το τέλος,
αιωνίως, στον ίδ.· διαμπερὲς ἀιεί, πάντοτε, αιωνίως, σε Ομήρ. Ιλ.
δια-μῡδᾰλέος, -α, -ον, καταβρεγμένος, διαποτισμένος, νοτισμένος, σε
Αισχύλ.
143

δια-μῡθολογέω, μέλ. -ήσω, ανακοινώνω κάτι δια στόματος, εκφέρω δια


του λόγου, σε Αισχύλ.· συνδιαλέγομαι, συζητώ, σε Πλάτ.
δια-μυλλαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, κάνω γκριμάτσες (προς χλευασμό), σε
Αριστοφ.
δι-αμφίδιος[φῐ], -ον (ἀμφίς), ολότελα διαφορετικός, σε Αισχύλ.
δι-αμφισβητέω, μέλ. -ήσω, διαφιλονικώ ή διαφωνώ, πρός τινα περί τινος,
σε Δημ. — Παθ., τὰ ἀμφισβητούμενα, θέματα για τα οποία γίνεται η
συζήτηση, στον ίδ.
διαμφισβήτησις, -εως, ἡ, φιλονικία, λογομαχία, σε Πλούτ.
δι-αναγιγνώσκω, μέλ. -γνώσομαι, διαβάζω από την αρχή ως το τέλος, σε
Ισοκρ.
δι-αναπαύομαι, Μέσ., ξεκουράζομαι για λίγο, σε Πλάτ.
δια-νάσσω, μέλ. -ξω, φράζω τις ρωγμές, καλαφατίζω, πλοία, σε Στράβ.
δια-ναυμᾰχέω, μέλ. -ήσω, διεξάγω ναυμαχία, συγκροτώ θαλασσομαχία,
σε Ηρόδ.
δια-νάω, ρέω ανάμεσα, αναβλύζω, σε Πλούτ.
δι-άνδῐχα, επίρρ., κατά δύο τρόπους· διάνδιχα μερμηρίζειν, διχάζομαι,
αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα σε δύο απόψεις, διχογνωμώ, σε Ομήρ. Ιλ.·
διάνδιχα δῶκε, έδωσε ένα από δύο πράγματα, στον ίδ.· δ. ἔαξα, το έσπασα
στα δύο, σε Θεόκρ.
διᾱνεκής, -ές, Δωρ. και Αττ. αντί διηνεκής.
διανέμησις, -εως, ἡ (διανέμω), διανομή, διαχωρισμός, σε Πλούτ.
διανεμητέον, ρημ. επίθ. του διανέμω, πρέπει κάποιος να διανείμει, σε Ξεν.
διανεμητικός, -ή, -όν (διανέμω), κατανομικός, επιμεριστικός, σε Πλάτ.
δι-ᾰνεμόομαι, Παθ., κυματίζω, φτερουγίζω στον άνεμο, σε Λουκ., Ανθ.
διανέμω, μέλ. -νεμῶ, παρακ. —νενέμηκα· διαμοιράζω, καταμερίζω, τί τινι,
σε Αριστοφ., Πλάτ. — Μέσ., μοιραζόμαστε ανάμεσά μας, σε Πλάτ.,
Αριστ. — Παθ., απαρ. αορ. αʹ διανεμηθῆναι, μεταδίδομαι, διαδίδομαι,
εξαπλώνομαι, σε Κ.Δ.
δια-νέομαι, Παθ., διέρχομαι, διαπερνώ, σε Ανθ.
δια-νέω, μέλ. -νεύσομαι, I. κολυμπώ απέναντι, ἐς Σαλαμῖνα, σε Ηρόδ. II.
με αιτ., διέρχομαι, επεξεργάζομαι, σε Πλάτ.
δια-νήχομαι, μέλ. -ξομαι, αποθ., = διανέω, σε Πλούτ.
δι-ανθίζω, μέλ. -ίσω, διακοσμώ, εξωραΐζω, στολίζω, κοσμώ με
λουλούδια, σε Λουκ. — Παθ., είμαι ποικιλόχρωμος, πολύχρωμος,
στολισμένος, σε Πλούτ.
δι-ανίστᾰμαι, Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ.· στέκομαι σε απόσταση,
στέκομαι μακριά από, απομακρύνομαι, αποκόβομαι από, τινος, σε Θουκ.
δια-νοέομαι, μέλ. -νοήσομαι, αόρ. αʹ διενοήθην, παρακ. διανενόημαι,
αποθ. (νοέω)· I. διανοούμαι, προτίθεμαι, σκοπεύω, μελετώ· με απαρ., σε
Ηρόδ. κ.λπ. II. ξανασκέφτομαι ή λαμβάνω υπόψιν, Λατ. meditari, τι, στον
ίδ.· με αιτ. και απαρ., σκέφτομαι, στοχάζομαι ή υποθέτω ότι, σε Πλάτ. III.
144

με επίρρ., είμαι πρόθυμος ή προδιατεθειμένος έτσι και αλλιώς, καλῶς,


κακῶς δ., στον ίδ.
διανόημα, -ατος, τό, σκέψη, ιδέα, γνώμη, θεωρία, αντίληψη, απόφαση, σε
Πλάτ.
διανοητικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τη σκέψη,
νοητικός, νοησιαρχικός, πνευματικός, βαρυσήμαντος, σε Πλάτ., Αριστ.
διάνοιᾰ, ἡ, I. 1. σκέψη, πρόθεση, σκοπός, αντίληψη, γνώμη, σε Ηρόδ.,
Αττ.· διάνοιαν ἔχειν = διανοεῖσθαι, με απαρ., σε Θουκ. 2. σκέψη, γνώμη,
έννοια, Λατ. cogitatum, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. αντίληψη, διάνοια,
νοημοσύνη, ευφυία, στον ίδ. III. νόημα ή σημασία μιας λέξης ή ενός
κειμένου, στον ίδ.· τῇδιανοίᾳ, σε ό,τι αφορά την έννοια, τη σημασία, σε
Δημ.
δι-ανοίγω, μέλ. -ξω, I. ανοίγω κάτι λίγο, σε Πλάτ. II. ανοίγω και
ερμηνεύω, τὰς γραφάς, σε Κ.Δ.
διανομεύς, -έως, ὁ (διανέμω), διανομέας, σε Πλούτ.
διανομή, ἡ (διανέμω), σε Αισχύλ., Πλάτ.
δι-ανταῖος, -α, -ον, αυτός που εκτείνεται από άκρη σε άκρη, αυτός που
βρίσκεται ολότελα στη μέση, διαπερνά ολωσδιόλου· διανταία πληγή,
καίριο πλήγμα, τραύμα, σε Αισχύλ.· ομοίως, διανταίαν οὐτᾶν, στον ίδ.· δ.
βέλος, στον ίδ.· ὀδύνα, σε Ευρ.· μεταφ., μοῖρα δ., που είναι αδυσώπητη,
που πλήττει καίρια, σε Αισχύλ.
δι-αντλέω, μέλ. -ήσω, εξαντλώ, αποστραγγίζω· μεταφ., όπως το Λατ.
exhaurire, πίνω μέχρι και το κατακάθι του μούστου, μέχρι και την τρυγία,
αντέχω, υπομένω ως το τέλος, σε Ευρ.
δια-νυκτερεύω, μέλ. -σω, διέρχομαι, περνώ τη νύχτα, σε Ξεν.
δι-ανύω, έπειτα -ανύτω [ῠ], μέλ. -ανύσω [ῠ]· φέρνω εις πέρας, τελειώνω,
αποπερατώνω, ολοκληρώνω, κέλευθον, ὁδόν, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· από
όπου (το ὁδόν παραλείπεται), διὰ πόντον ἀνύσσας, έχοντας ολοκληρώσει
το ταξίδι του στη θάλασσα, σε Ησίοδ.· με μτχ., σταματώ να κάνω κάτι, σε
Ομήρ. Οδ., Ευρ.
δια-ξῐφίζομαι (ξίφος), αποθ., πολεμώ ως το θάνατο, μέχρι θανάτου, σε
Αριστοφ.
δια-παιδᾰγωγέω, μέλ. -ήσω, επιτηρώ, ανατρέφω παιδιά· γενικά,
ψυχαγωγώ, περιποιούμαι, τέρπω, σε Πλούτ.· δ. τὸν καιρόν, Λατ. fallere
tempus, στον ίδ.
δια-παιδεύομαι, Παθ., διέρχομαι από μία εκπαιδευτική διαδικασία, περνώ
από ένα χρονικό στάδιο εκπαίδευσης, σε Ξεν.
δια-πᾰλαίω, μέλ. -σω, συνεχίζω να παλεύω, εξακολουθώ να παλεύω, σε
Αριστοφ.
δια-πάλη[ᾰ], ἡ, σκληρός αγώνας, μάχη, σε Πλούτ.
δια-πάλλω, αόρ. αʹ -έπηλα, διαμοιράζω με κλήρο, κληρώνω, σε Αισχύλ.
δια-πᾰλύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, θρυμματίζω, θραύω, κομματιάζω, σε Ευρ.,
Αριστοφ.
145

διαπαντός ή διὰπαντός, τελείως, καθ' ολοκληρίαν, εξολοκλήρου, πέρα ως


πέρα, ολωσδιόλου.
δια-παπταίνω, κοιτώ συνεσταλμένα ολόγυρα, σε Πλούτ.
δια-παρα-τρῐβή, ἡ, βίαιη διαμάχη, σφοδρός αγώνας, σε Κ.Δ.
δια-παρθενεύω, μέλ. -σω, διακορεύω παρθένα γυναίκα, σε Ηρόδ.
δια-πασσᾰλεύω, Αττ. διαπαττ-, μέλ. -σω, τεντώνω καρφώνοντας τα άκρα
σταυρωτά, όπως κατά τη διάρκεια της σταύρωσης, σε Ηρόδ.· τεντώνω και
καρφώνω μια προβιά για να την κατεργαστώ, σε Αριστοφ.
δια-πάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -πάσω [ᾰ], αόρ. αʹ -έπᾰσα· ραντίζω,
καταβρέχω, πασπαλίζω, σκορπίζω, δ. τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας,
πασπάλισε λίγη σκόνη πάνω στα μαλλιά, σε Ηρόδ.
δια-παύω, μέλ. -σω, ανακόπτω, καταπαύω — Μέσ., αναπαύομαι στα
μεσοδιαστήματα, κάνω παύση, κατ' εναλλαγή, σε Πλάτ. — Παθ., παύω να
υπάρχω, διαλύομαι, σε Ξεν.
δι-απειλέω, μέλ. -ήσω, απειλώ βιαίως, εκβιάζω, σε Ηρόδ. — ομοίως στη
Μέσ., σε Αισχίν.
δια-πεινάω, απαρ. -πεινῆν, συναγωνίζομαι στην πείνα με κάποιον άλλο,
διαπεινᾶμες (Δωρ. αʹ πληθ.), λογοπαίγνιο σε σχέση με το διαπίνομεν, σε
Αριστοφ.
διά-πειρα, ἡ, πείραμα, δοκιμασία, σε Ηρόδ.
δια-πειράομαι, μέλ. -άσομαι, αόρ. αʹ -επειράθην [ᾱ], παρακ. -πεπείρᾱμαι,
αποθ., δοκιμάζω ή αποδεικνύω, έχω εμπειρία ενός πράγματος, με γεν., σε
Ηρόδ.· με αιτ., σε Θουκ.
δια-πείρω, μέλ. -περῶ, διαπερνώ, διατρυπώ, τι διά τινος, σε Ευρ.
δια-πέμπω, μέλ. -ψω, I. στέλνω, αποστέλλω προς διαφορετικές
κατευθύνσεις, στέλνω προς και μακριά, διαβιβάζω εδώ και κει, σε Ηρόδ.,
Θουκ. II. στέλνω δια μέσου, σε Αριστοφ., Θουκ.· μεταβιβάζω, διαβιβάζω,
μεταδίδω, ἐπιστολήν, στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.
δια-πενθέω, μέλ. -ήσω, πενθώ βαριά, διατηρώ το πένθος, ἐνιαυτόν, σε
Πλούτ.
δια-περαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, καταλήγω σε συμπέρασμα, συζητώ διεξοδικά,
διέρχομαι ενδελεχώς, συζητώ συνολικά και σφαιρικά, σε Ευρ.· διαπέραινέ
μοι, διηγήσου μου τα πάντα, στον ίδ. — Μέσ., διαπεράνασθαι κρίσιν,
αποφασίζω για ένα ζήτημα, το φέρνω εις πέρας, στον ίδ.
δια-περαιόω, μέλ. -ώσω, μεταφέρω κάτι, μεταβιβάζω στο απέναντι μέρος,
περνώ αντίκρυ, σε Πλούτ. — Παθ., διαβαίνω απέναντι, σε Θουκ.·
διεπεραιώθη ξίφη, τα σπαθιά αποτραβήχτηκαν από τις θήκες τους, σε Σοφ.
δια-περάω, μέλ. -άσω [ᾱ]· I. 1. διαβαίνω από πάνω ή απέναντι, διαπερνώ,
ῥοάς, οἶδμα, σε Ευρ.· δ. πόλιν, τη διασχίζω, σε Αριστοφ.· επίσης, διαπερᾶν
Μολοσσίαν, βασιλεύω, άρχω, βασιλεύω σε ολόκληρη τη Μολοσσία, σε
Ευρ. 2. διαπερνώ, διατρυπώ, στον ίδ. II. μτβ., μεταφέρω απέναντι, σε
Λουκ.
146

δια-πέρθω, αόρ. βʹ -έπρᾰθον, Επικ. απαρ. -πραθέειν, Μέσ. αόρ. βʹ -


επράθετο, με Παθ. σημασία, καταστρέφω ολικά, αφανίζω εντελώς,
εξολοκλήρου, εξολοθρεύω, ερημώνω, λέγεται για πόλεις, σε Όμηρ.
δι-απέρχομαι, αποθ., διαφεύγω ο ένας μετά τον άλλο, σε Δημ.
δια-πέτᾰμαι ή -πέτομαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ -επτάμην και -επτόμην,
και σε Ενεργ. τύπο -έπτην· I. πετώ δια μέσου, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· με αιτ.,
στον ίδ., σε Αριστοφ.· διὰτῆς πόλεως, στον ίδ. II. πετώ μακριά,
εξαφανίζομαι, σε Ευρ., Πλάτ.
δια-πεύθομαι, ποιητ. αντί διαπυνθάνομαι, σε Αισχύλ.
δια-πήγνυμι, μέλ. -πήξω, μπήγω, σταθεροποιώ, καρφώνω — Μέσ., δ.
σχεδίας, τις στερεώνω μαζί, σε Λουκ.
δια-πηδάω, μέλ. -πηδήσομαι, υπερπηδώ, τάφρον, σε Αριστοφ., Ξεν.·
απόλ., κάνω άλμα, πραγματοποιώ πήδημα, άλμα, στον ίδ.
δια-πῑαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, καθιστώ κάτι πολύ παχύ, λιπώδες, παχαίνω, σε
Θεόκρ.
δια-πίμπλᾰμαι, Παθ., είμαι αρκετά γεμάτος, ξεχειλίζω από, τινόςσε Θουκ.
δια-πίνω[ῑ], μέλ. -πίομαι, αόρ. -έπιον· ανταγωνίζομαι, παραβγαίνω με
κάποιον στο ποτό, προκαλώ σε «αγώνα ποτού», διαγωνίζομαι σε αγώνα
«οινοποσίας», σε Ηρόδ., Πλάτ.
δια-πῐπράσκω, πουλώ στη λιανική, ξεπουλώ, σε Πλούτ.
δια-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, I. ξεγλιστρώ, εκπίπτω, διαφεύγω, δραπετεύω,
σε Ξεν. 2. λέγεται για διαδόσεις και ειδήσεις, διαδίδομαι, εξαπλώνομαι,
στον ίδ. II. 1. σπάω σε κομμάτια, κομματιάζομαι, τεμαχίζομαι, σε Πλάτ.
2. αποτυγχάνω ολοσχερώς, αποδεικνύομαι εντελώς λάθος, απατώμαι,
σφάλλω, σε Αριστοφ., Αισχίν.
δια-πιστεύω, μέλ. -σω, αποδίδω σε κάποιον εμπιστοσύνη, (του) δείχνω
εμπιστοσύνη, τί τινι, σε Αισχίν. — Παθ., εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον, σε
Δημ.
δι-απιστέω, μέλ. —ήσω, δυσπιστώ εντελώς, τινι, σε Δημ.
δια-πλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ]· διαμορφώνω, σχηματοποιώ
ολοκληρωτικά, διαπλάθω, σε Πλούτ. κ.λπ.
δια-πλᾰτύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, διευρύνω, διαστέλλω, επεκτείνω, φαρδαίνω,
σε Ξεν.
δια-πλέκω, μέλ. -ξω, I. συνυφαίνω, συνδιαπλέκω, συνδέω στενά, πλέκω
κοτσίδα (τα μαλλιά), σε Ηρόδ. II. μεταφ., δ. τὸν βίον, Λατ. pertexere vitam,
αφού ξετύλιξε, τελείωσε το «κουβάρι» της ζωής του, στον ίδ.· έπειτα,
απλώς περνώ τη ζωή, ζω, διέρχομαι το βίο, σε Αριστοφ.
δια-πλέω, μέλ. -πλεύσομαι, πλέω δια μέσου, ταξιδεύω, θαλασσοπορώ, σε
Θουκ.· εἰς Αἴγιναν, σε Αριστοφ.· μεταφ., δ. βίον, κάνω το ταξίδι της ζωής
μου, ζω τη ζωή μου, σε Πλάτ.
δια-πληκτίζομαι, αποθ., λογομαχώ, λογοφέρω με, αψιμαχώ με, τινι, σε
Πλούτ., Λουκ.
147

δια-πλήσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, σπάζω με χτύπημα ή ξεσχίζω σε


κομμάτια, σε Ομήρ. Ιλ.
διά-πλοος, -ον, συνηρ. -πλους, -ουν· I. 1. ως επίθ., αυτός που πλέει
εξακολουθητικά, αυτός που πλέει διαρκώς· διάπλουν καθίστασαν λεών,
τους διατήρησαν στα κουπιά, τους ανάγκασαν να κωπηλατούν συνεχώς,
σε Αισχύλ. II. 1. ως ουσ., διάπλους, ὁ, πέρασμα, διάπλευση, διάβαση,
πρὸς τόπον, σε Θουκ. 2. τόπος ή μέρος από το οποίο μπορεί να περάσει
κάποιος πλέοντας, πέρασμα· δυοῖννεοῖν, για δύο παραπλέοντα πλοία, στον
ίδ.
δια-πνέω, Επικ. -πνείω, μέλ. -πνεύσομαι, I. πνέω ανάμεσα σε, πνέω
δυνατά — Παθ., αὔραις διαπνεῖσθαι, σε Ξεν. II. αναπνέω με διαλείμματα,
«παίρνω» ανάσα, σε Πλούτ. III. αμτβ., διασκορπίζομαι σαν ατμός,
εξατμίζομαι, σε Πλάτ.
δια-ποικίλλω, μέλ. -ῐλῶ, ποικίλλω κάτι, στολίζω, διακοσμώ, σε Πλούτ.
δια-πολεμέω, μέλ. -ήσω, I. φέρνω τον πόλεμο εις πέρας, ολοκληρώνω,
τελειώνω τον πόλεμο, Λατ. debellare, σε Ηρόδ.· δ. τινί, πολεμώ μέχρι
τέλους εναντίον κάποιου, σε Ξεν. — Παθ., διαπεπολεμήσεται πόλεμος, ο
πόλεμος θα σταματήσει, θα ολοκληρωθεί, σε Θουκ. II. εξακολουθώ τον
πόλεμο, τον συνεχίζω, στον ίδ. III. ξοδεύω, δαπανώ κάποιο χρόνο στον
πόλεμο, σε Πλούτ.
διαπολέμησις, -εως, ἡ, τελείωμα, ολοκλήρωση του πολέμου, σε Θουκ.
δια-πολῐορκέω, μέλ. -ήσω, πολιορκώ εξακολουθητικά, διαρκώς,
παρεμποδίζω, παρακωλύω, φράζω, αποκλείω, σε Θουκ.
δια-πολῑτεύομαι, αποθ., είμαι πολιτικός αντίπαλος, σε Αισχίν.
δια-πομπεύω, μέλ. -σω, οδηγώ την πομπή σε περάτωση, (την)
ολοκληρώνω, σε Λουκ.
διαπομπή, ἡ (διαπέμπω), αποστολή εδώ και εκεί, εναλλαγή μηνυμάτων,
πρεσβεία, διαπραγμάτευση, σε Θουκ.
δια-πονέω, μέλ. -ήσω, I. 1. δουλεύω με μόχθο, κάματο, εργάζομαι
συντόνως, Λατ. elaboro, σε Πλάτ. κ.λπ. — Μέσ., γίνομαι εκτελεστός,
εκδουλεύομαι, στον ίδ., σε Ξεν. — Παθ., χειραγωγούμαι, διευθύνομαι,
εξουσιάζομαι, σε Αισχύλ. 2. Παθ. επίσης, είμαι συντετριμμένος από θλίψη,
υποφέρω, σε Κ.Δ. II. αμτβ., εργάζομαι σκληρά, μοχθώ, κοπιάζω συνεχώς,
σε Ξεν., Αριστ.· οἱ διαπονούμενοι, αυτοί που εργάζονται βαριά, αυτοί που
μοχθούν πολύ, σκληραγωγημένοι, σε Ξεν.
διαπόνημα, -ατος, τό, σκληρή, επίπονη εργασία, άσκηση, σε Πλάτ.
διά-πονος, -ον, I. λέγεται για πρόσωπα, εξασκημένος, σκληραγωγημένος,
ταλαιπωρημένος, σε Πλούτ.· τι, στον ίδ. II. λέγεται για πράγματα,
επίπονος, κοπιώδης, κουραστικός· επίρρ. -νῶς, με μόχθο, επίπονα,
κοπιαστικά, στον ίδ.
δια-πόντιος, -ον, υπερπόντιος, Λατ. transmarinus, σε Αισχύλ., Θουκ.
148

δια-πορεύω, μέλ. -σω, I. μεταφέρω στο απέναντι μέρος, σε Ξεν. II. Παθ.,
με Μέσ. μέλ. και Παθ. αόρ. αʹ διεπορεύθην, διαβαίνω, ἐς Εὔβοιαν, σε
Ηρόδ.· με σύστ. αντ., διέρχομαι, βίον, σε Πλάτ.
δι-απορέω, μέλ. -ήσω, I. βρίσκομαι ολοκληρωτικά σε απορία, αμηχανία,
σε Πλάτ.· ομοίως στη Μέσ., με Παθ. αόρ. και παρακ., στον ίδ. II. εγείρω
απορία, παρουσιάζω δυσκολία, σε Αριστ.· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ. —
Παθ., είμαι υπό αμφιβολία, στον ίδ., σε Αριστ.
δια-πορθέω, μέλ. -ήσω, = διαπέρθω, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. — Παθ.,
καταστρέφομαι εντελώς, αφανίζομαι, σε Τραγ.
δια-πορθμεύω, μέλ. -σω, I. 1. διασχίζω ή διαβαίνω, περνώ απέναντι ένα
ποτάμι ή πορθμό, μεταφέρω απέναντι, σε Ηρόδ.· μεταφέρω ένα μήνυμα
από τον ένα στον άλλο, στον ίδ. 2. μεταφ., μεταφράζω, διερμηνεύω,
επεξηγώ, σε Πλάτ. II. δ. ποταμόν, λέγεται για τις διαπορθμευτικές
λέμβους, μεταφέρω στην απέναντι όχθη, σε Ηρόδ.
δι-αποστέλλω μέλ. -στελῶ, στέλνω πρέσβεις, απεσταλμένους, σε Δημ.
δια-πραγμᾰτεύομαι, μέλ. -εύσομαι, αποθ.: I. εξετάζω, διερευνώ
εξονυχιστικά, σε Πλάτ. II. κερδίζω μέσω εμπορικής συναλλαγής, σε Κ.Δ.
διάπραξις, -εως, ἡ, διεκπεραίωση επιχείρησης, αποπεράτωση εργασίας,
σε Πλάτ.
δια-πράσσω, Αττ. -ττω, Ιων. -πρήσσω, μέλ. -πράξω, I. διέρχομαι, με γεν.
διέπρησσον πεδίοιο, πορεύονταν μέσα από την πεδιάδα, διέσχιζαν την
πεδιάδα, της Ομήρ. Ιλ.· επίσης, δ. κέλευθον, ολοκληρώνω το ταξίδι, σε
Ομήρ. Οδ.· επίσης λέγεται για χρόνο, με μτχ., ἤματα διέπρησσον
πολεμίζων, περνούσαν οι μέρες πολεμώντας στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.·
διαπρήξαιμι λέγων, ήθελε να τελειώσει λέγοντας, σε Ομήρ. Οδ. II.
πραγματοποιώ, κατορθώνω, εκτελώ, τακτοποιώ, σε Ηρόδ.· δ. τί τινι,
εκτελώ μια πράξη για χάρη κάποιου, στον ίδ.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ.·
Παθ. παρακ. με Μέσ. σημασία, σε Πλάτ. κ.λπ.· με τη στενή έννοια της
Μέσ., κατορθώνω για τον εαυτό μου, κερδίζω, έχω σκοπιμότητα,
επωφελούμαι, σε Ηρόδ., Ξεν.· με απαρ., κατορθώνω να, στον ίδ. III.
φέρνω σε τέλος, καταστρέφω, αποκτείνω, Λατ. conficere, στη μτχ. Παθ.
παρακ. διαπεπραγμένος, σε Τραγ.
δια-πρεπής, -ές (πρέπω), διακεκριμένος, εξαίρετος, επιφανής, ένδοξος,
λαμπρός, σε Θουκ.· τινι ή τι, σε κάτι, σε Ευρ.· τὸ δ., μεγαλοπρέπεια, σε
Θουκ.
δια-πρέπω, μέλ. -ψω, 1. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, εξέχω, διαπρέπω, «χτυπώ
στο μάτι» (είμαι δηλ. ευδιάκριτος, καταφανής, χαρακτηριστικός), σε
Ομηρ. Ύμν.· διαπρέπον κακόν, σε Αισχύλ. 2. είμαι πιο επιφανής από
άλλους, αριστεύω, με γεν., σε Ευρ.
δια-πρεσβεύομαι, αποθ., ανταποστέλλω αντιπροσωπείες πρεσβευτών, σε
Ξεν.
δια-πρηστεύω, βλ. διαδρηστεύω.
149

δια-πρίω[ῑω], μέλ. -πριοῦμαι, I. χωρίζω στα δύο με πριόνι, τεμαχίζω


πριονίζοντας, διχοτομώ, σε Αριστοφ.· μεταφ., διεπρίοντο ταῖς καρδίαις,
τρύπησαν τις καρδιές, σε Κ.Δ. II. δ. τοὺς ὀδόντας, τρίζω τα δόντια, σε
Λουκ.
διαπρό ή διὰπρό, ανάμεσα, ακριβώς δια μέσου, πέρα ως πέρα, με γεν., σε
Όμηρ.
διαπρύσιος[ῠ], -α, -ον (διαπεράω),· I. αυτός που διαπερνά,
διαπεραστικός· ουδ. ως επίρρ., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, ένας
λόφος που εξέχει και τίθεται ανάμεσα στην πεδιάδα, σε Ομήρ. Ιλ. 2.
λέγεται για ήχο, διαπεραστικός, ανατριχιατικός, οξύς, μεγαλόφωνος·
ἤϋσεν διαπρύσιον, έβγαλε διαπεραστική κραυγή, στον ίδ. II. 1. έπειτα ως
επίθ., λέγεται για ήχο, δ. ὄταβος, σε Σοφ.· κέλαδος, σε Ευρ. 2. μεταφ., δ.
κεραϊστής, ολοφάνερος κλέφτης, σε Ομηρ. Ύμν.
δια-πταίω, μέλ. -σω, σκοντάφτω, ψευδίζω, τραυλίζω πολύ, σε Λουκ.
δια-πτάσθαι ή -πτέσθαι, απαρ. αορ. βʹ του διαπέτομαι.
δια-πτοέω, μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. διεπτοίησα· εκφοβίζω, τρομάζω,
αποδιώχνω, διώχνω μακριά, αποπέμπω, απομακρύνω και διασκορπίζω με
πανικό, με φόβο, αφηνιάζω, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
δια-πτύσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ανοίγω και ξεδιπλώνω, αναπτύσσω,
αποκαλύπτω, γνωστοποιώ, σε Σοφ., Ευρ.
δια-πτυχή[ῠ], ἡ, πτύχωση, δίπλωση, «δίπλα», σε Ευρ.
δια-πτύω, μέλ. -ύσω [ῠ], φτύνω, περιφρονώ, τινά, σε Δημ.
δια-πυκτεύω, μέλ. -σω, πυγμαχώ, λογομαχώ με, τινί, σε Ξεν.
δια-πυνθάνομαι, μέλ. -πεύσομαι, παρακ. -πέπυσμαι, αόρ. βʹ ἐπυθόμην [ῠ],
αποθ., ερευνώ μέσω ερωτήσεων, ρωτώ να μάθω, ανακαλύπτω, εξευρίσκω,
τι, σε Πλάτ.· τί τινος, κάτι από κάποιον, σε Πλούτ.
διά-πῠρος, -ον (διά, πῦρ), 1. ερυθροπυρωμένος, πυροκόκκινος, σε
Αναξαγ. παρά Ξεν., σε Ευρ. 2. μεταφ., θερμός, σφοδρός, φλογισμένος,
διάπυρος, ασυγκράτητος, σε Πλάτ.
δια-πῠρόω, μέλ. -ώσω, καταφλέγω, κατακαίω, πυρπολώ, σε Ευρ., στη
Μέσ.
δια-πυρσεύω, μέλ. -σω, ρίχνω φως πάνω σε, φωτίζω, με αιτ., σε Πλούτ.
δια-πωλέω, μέλ. -ήσω, πουλώ δημοσίως, σε Ξεν.
δι-ᾰράσσω, μέλ. -ξω, συντρίβω, διαρρηγνύω, σε Ησίοδ.
δι-άργεμος, -ον, αυτός που φέρει λευκά στίγματα, λευκόστικτος, σε Βάβρ.
δι-αρθρόω, μέλ. -ώσω, 1. χωρίζω μέσω αρθρώσεων, αρθρώνω, συνδέω με
αρθρώσεις, συναρμολογώ, σε Πλάτ. — Παθ., μτχ. παρακ. διηρθρωμένος,
καλά συνδεδεμένος, ενωμένος σφιχτά, συμπαγής, στον ίδ. 2. προικίζω με
έναρθρη φωνή, σε Λουκ. — Μέσ., φωνὴν διηρθρώσατο, εφηύρε έναρθρο
λόγο, σε Πλάτ. 3. συμ πληρώνω με λεπτομέρεια, διασαφηνίζω, σε Αριστ.
δι-ᾰριθμέω, μέλ. -ήσω, 1. λογαριάζω ένα προς ένα, απαριθμώ,
καταμετρώ, σε Ευρ. 2. διακρίνω, διαφοροποιώ, θέτω διακριτικά
150

γνωρίσματα, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι χαρακτηριστικός, διαφορετικός,


προεξέχων, διαπρεπής, διακρίνομαι, εξέχω, σε Αισχίν.
δι-αρκέω, μέλ. -έσω, I. 1. αρκώ, είμαι αρκετός, επαρκής, σε Ξεν. κ.λπ.· δ.
πρός τινα, είμαι ισόπαλος ή αντίπαλος, σε Λουκ. 2. λέγεται για χρόνο,
επιμένω, «βαστώ», διαρκώ, υπομένω, καρτερώ, σε Αισχύλ.· με μτχ., δ.
πολιορκούμενος, σε Ξεν. II. προμηθεύω, χορηγώ τροφή, διατρέφω, τινί, σε
Πλούτ.
διαρκής, -ές, 1. αρκετός, επαρκής, υπεραρκετός, σε Θουκ. 2. συνεχής,
μόνιμος, διαρκής, αδιάκοπος, επίμονος, εξακολουθητικός, σε Δημ.· επίρρ.
-κῶς, υπερθ. διαρκέστατα, επαρκώς, αρκετά, ικανοποιητικά, σε Ξεν.
δι-αρμόζω ή -ττω, μέλ. -σω, διαχωρίζω, εξοπλίζω, διαθέτω, εφοδιάζω, σε
Ευρ.
δι-αρπάζω, μέλ. -άσομαι, I. σχίζω σε κομμάτια, σε Ομήρ. Ιλ.· απαλείφω,
αφαιρώ, σβήνω, τὰ ἴχνη, σε Ξεν. II. 1. λεηλατώ, λαφυραγωγώ,
καταστρέφω, συλώ, πόλιν, σε Ηρόδ. 2. παίρνω ως λάφυρα, λεία, χρήματα,
στον ίδ.
διαρ-ραίνομαι, Παθ., ρέω προς όλες τις κατευθύνσεις, διασπώμαι, σε Σοφ.
διαρ-ραίω, μέλ. -σω, σπάζω, συντρίβω σε κομμάτια, καταστρέφω,
εξολοθρεύω, σε Όμηρ. — Παθ., με Μέσ. μέλ., εξολοθρεύομαι,
αφανίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· διαρραισθέντας, σε Αισχύλ.
διαρ-ρέω, μέλ. διαρ-ρεύσομαι, αόρ. βʹ δι-ερρύην, παρακ. δι-ερρύηκα· I. 1.
ρέω ανάμεσα, δια μέσου, σε Ηρόδ. 2. διολισθαίνω, ξεγλιστρώ, τῶν χειρῶν,
σε Λουκ. 3. λέγεται για πλοίο, έχω διαρροή, βάζω νερά, στον ίδ. 4. λέγεται
για φήμη, διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Πλούτ. 5. χείλη διερρυηκότα, με
ανοιχτό το στόμα, σε Αριστοφ. II. διαρρέω όπως το νερό, εξαφανίζομαι ή
φθείρομαι, χάριςδιαρρεῖ, σε Σοφ.· λέγεται για κάποιον που νοσεί,
ιδροκοπώ, σε Αριστοφ.· λέγεται για χρήματα, ξοδεύομαι, σε Δημ.
διαρ-ρήγνῡμι, μέλ. -ρήξω — Παθ. μέλ. βʹ -ρᾰγήσομαι, αόρ. βʹ δι-ερράγην
[ᾰ]· ξεσχίζω, διασπώ, σε Ομήρ. Ιλ. (στη Μέσ.), σε Ηρόδ., Σοφ. — Παθ.,
εκρήγνυμαι, ξεσπώ, σκάζω, από την πολυφαγία, σε Ξεν.· από το πάθος, σε
Αριστοφ.· διαρρᾰγείης, λέγεται ως κατάρα, «να σκάσεις!», στον ίδ.·
παρακ. διέρρωγα, με την ίδια σημασία, σε Πλάτ.
διαρρήδην, επίρρ. (βλ. διεῖπον), ρητώς, σαφώς, ορισμένως,
κατηγορηματικά, Λατ. nominatim, σε Ομηρ. Ύμν., Αττ.
διάρριμμα, -ατος, τό, άτακτο πήδημα εδώ και εκεί, αναζήτηση, σε Ξεν.
διαρ-ρίπτω, ποιητ. δια-ρίπτω, Ιων. παρατ. διαρ-ρίπτασκον, μέλ. -ψω,
στην Αττ. επίσης ενεστ. διαρριπτέω· I. 1. ρίχνω ή εκτοξεύω δια μέσου,
σε Ομήρ. Οδ. 2. ρίχνω το βλέμμα τριγύρω, λέγεται για σκύλο, κουνώ την
ουρά, σε Ξεν. 3. διασκορπίζω, ρίχνω, πετώ, όπως καρύδια ή χρήματα
ανάμεσα στο πλήθος, σε Αριστοφ. II. αμτβ., βουτώ, ρίχνομαι, σε Ξεν.
διάρριψις, -εως, ἡ, διασκορπισμός, διάχυση, σε Ξεν.
διαρροή, ἡ (διαρρέω), αυτό δια μέσου του οποίου κάτι ρέει, σωλήνας,
αγωγός· πνεύματος διαρροαί, τραχεία, αναπνευστικός σωλήνας, σε Ευρ.
151

διαρ-ροθέω, μέλ. -ήσω, κάνω θόρυβο διερχόμενος, βουΐζω, βροντώ,


βρυχώμαι· διαρροθῆσαι κάκηντινί, εμπνέω φόβο μέσω κραυγών, σε
Αισχύλ.
διάρροια, ἡ (διαρρέω), ιατρική πάθηση «διάρροια», ευκοιλιότητα, σε
Θουκ.
διαρ-ροιζέω, μέλ. -ήσω, σφυρίζω ανάμεσα, με γεν., σε Σοφ.
διαρ-ρύδαν, Δωρ. αντί -ρύδην, επίρρ., ρέοντας μακριά, με σταδιακή
απομάκρυνση, εξαφάνιση, σε Τραγ.
διαρ-ρυῆναι, απαρ. Παθ. αορ. βʹ του διαρρέω.
διάρρῠτος, -ον, κατάρρυτος, αυτός που τέμνεται, διαβρέχεται από
ποτάμια, σε Στράβ.
διαρρώξ, -ῶγος, ὁ, ἡ (διαρρήγνυμι), αυτός που έχει σχιστεί, που έχει
διαμελισθεί, διασπασμένος, σε Ευρ.
δι-αρταμέω, μέλ. -ήσω, κατακόπτω σε τεμάχια, διαμελίζω, σε Αισχύλ.
δι-αρτάω, μέλ. -ήσω, I. εξαρτώ, κρεμώ, διακόπτω, παρεμποδίζω, σε
Πλούτ. II. αποχωρίζω, στον ίδ.
δια-σαίνω, επιτετ. τύπος του σαίνω, κολακεύω με δουλοπρέπεια, σε Ξεν.
δια-σαίρω, επιτετ. τύπος του σαίρω, μτχ. παρακ. διασεσηρώς, έχοντας το
στόμα ανοιχτό αποκαλύπτοντας τα δόντια όπως ο σκύλος, γελώντας
χλευαστικά, σε Πλούτ.
δια-σᾰλᾰκωνίζω, μέλ. -σω, επιτετ. τύπος αντί σαλακωνεύω, σε Αριστοφ.
διᾰ-σᾰλεύω, μέλ. -σω, ταρακουνώ βίαια, οδηγώ σε αναρχία, σε Λουκ.·
διασεσαλευμένος, ασταθής, στον ίδ.
δια-σᾰφέω, μέλ. -ήσω (σαφής), καθιστώ κάτι σαφές, ξεκάθαρο,
διασαφηνίζω, αποδεικνύω απλά, καθαρά, τίμια, διαλευκαίνω, σε Ευρ.,
Πλάτ.
δια-σᾰφηνίζω, μέλ. -ίσω, καθιστώ κάτι αρκετά ξεκάθαρο, διευκρινίζω,
επεξηγώ, σε Ξεν.
διάσειστος, -ον, αυτός που σείεται, που τραντάζεται, αυτός που
κλονίζεται, κλονισμένος, αναποδογυρισμένος, σε Αισχίν.
δια-σείω, μέλ. -σω, 1. κουνώ βίαια, τραντάζω, τι, σε Πλάτ.· δ. τῇ οὐρᾷ,
κουνώ την ουρά, δηλ. συνεχίζω να κουνώ την ουρά, σε Ξεν. 2.
αναστατώνω, φέρνω σε σύγχυση, συνταράσσω, συγχύζω, σε Ηρόδ.·
αποσπώ χρήματα από ένα πρόσωπο, εξαπατώ, σε Κ.Δ.
δια-σεύομαι, γʹ ενικ. Παθ. Επικ. αορ. βʹ διέσσῠτο — Παθ., εκτινάσσομαι
δια μέσου, εφορμώ, πηδώ απέναντι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., δ. λαὸν
Ἀχαιῶν, στο ίδ.
δια-σημαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, 1. επισημαίνω, ξεκαθαρίζω απερίφραστα, σε
Ηρόδ., Ξεν. 2. απόλ., κάνω σινιάλο, κάνω νεύμα, τῇ χειρί, σε Αριστ.
διά-σημος, -ον (σῆμα),· I. καθαρός, σαφής, ευκρινής· ουδ. πληθ. ως
επίρρ., διάσημα θρηνεῖ, σε Σοφ. II. διακεκριμένος, σπουδαίος, έγκριτος, σε
Πλούτ.
152

δια-σήπομαι, Παθ., με παρακ. διασέσηπα, σήπομαι, αποσυντίθεμαι,


φθείρομαι, καταστρέφομαι, σε Λουκ.
Δῑάσια, τά, γιορτή του Δία μειλιχίου, σε Αριστοφ.
δια-σίζω, σφυρίζω ή συρίζω με δύναμη, με Αριστ.
δια-σιωπάω, μέλ. -ήσομαι, I. παραμένω σιωπηλός, σε Ευρ., Ξεν. II. μτβ.,
αποσιωπώ, παρασιωπώ, σε Ευρ.
δια-σκανδῑκίζω, κυρίως, βάζω μια δόση φραγκομαϊντανό (σκάνδιξ)·
στους Κωμ. αντί διευριπιδίζω, μιμούμαι τον Ευριπίδη (του οποίου η
μητέρα ήταν λαχανοπώλης), σε Αριστοφ.
δια-σκάπτω, μέλ. -ψω, ανατρέπω σκάβοντας, με γεν., σε Πλούτ.
δια-σκεδάννῡμι, μέλ. Αττ. -σκεδῶ, αόρ. αʹ -εσκέδᾰσα, γʹ ενικ. ευκτ. -
σκεδασεῖεν· I. διασκορπίζω μακριά, στους ανέμους, διασπείρω, διαχέω,
Λατ. dissipare, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. 2. αποδεκατίζω, διαλύω μια στρατιά,
σε Ηρόδ. — Παθ., διασκορπίζομαι, μτχ. αορ. αʹ και μτχ. παρακ.,
διασκεδασθέντες, διεσκεδασμένοι, στον ίδ.
δια-σκέπτομαι, μεταγεν. τύπος του διασκοπέω, σε Λουκ.
δια-σκευάζω, μέλ. -άσω, I. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, εξοπλίζω,
προετοιμάζω, σε Λουκ. — Παθ., μτχ. παρακ., διεσκευασμένοι, ντυμένοι,
εξοπλισμένοι, σε Πλούτ. — Μέσ., προετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι,
προνοώ, σε Θουκ.· εξοπλίζομαι, σε Ξεν. II. Μέσ., διασκευασάμενος τὴν
οὐσίαν, έχοντας διαθέσει την περιουσία του, σε Δημ.
διασκευωρέομαι, Μέσ., προετοιμάζω, σε Πλάτ.
δι-ασκέω, μέλ. -ήσω, καλλωπίζω, διακοσμώ, στολίζω, σε Λουκ.
δια-σκηνάω ή -έω, μέλ. -ήσω, I. διασκορπίζομαι ολόγυρα και
εγκαθίσταμαι σε σκηνές (σκηναί), κατασκηνώνω, καταλύω, σε Ξεν. II.
αποχωρώ από τη σκηνή του συντρόφου, στον ίδ.
διασκηνητέον, ρημ. επίθ., πρέπει να καταυλιστούμε, σε Ξεν.
δια-σκηνόω, μέλ. -ώσω, = διασκηνάω I, σε Ξεν.
δια-σκηρίπτω, στηρίζω εκατέρωθεν, υποστηρίζω, υποστηλώνω, σε Ανθ.
διασκίδνημι, = διασκεδάννυμι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. — Παθ., σε Λουκ.
δια-σκιρτάω, μέλ. -ήσω, πηδώ ολόγυρα ή απομακρύνομαι πηδώντας, σε
Πλούτ.
δια-σκοπέω, μέλ. -σκέψομαι, παρακ. δι-έσκεμμαι· I. κοιτάζω προς
διαφορετικές κατευθύνσεις, βλέπω ολόγυρα, εξετάζω ή υπολογίζω
προσεκτικά, σταθμίζω, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης στη Μέσ.,
διασκοπεῖσθαι πρός τι, σε Θουκ. II. απόλ., συνεχίζω να παρακολουθώ, σε
Ξεν.
δια-σκοπιάομαι, αποθ., παρατηρώ ολόγυρα όπως σε σκοπιά,
κατασκοπεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· παρατηρώ, διακρίνω, σε ίδ.
δια-σκορπίζω, μέλ. -σω, διασπείρω τριγύρω ή μακριά, διασκορπίζω (ό,τι
και στη Ν.Ε.), σε Κ.Δ.
δια-σκώπτομαι, μέλ. -ψομαι — Μέσ., αστειεύομαι, περιπαίζω,
ανταλλάσσω περιπαικτικά σχόλια, λέω χωρατά εδώ και εκεί, σε Ξεν.
153

δια-σμάω, Ιων. -έω, σφουγγίζω ή ξεπλένω, σε Ηρόδ.


δια-σμήχω, τρίβω καλά, Παθ. αόρ. αʹ -εσμήχθην, σε Αριστοφ.
δια-σμῑλεύω, μέλ. -σω, λειαίνω, στιλβώνω με τη σμίλη, μεταφ., σε Ανθ.
δια-σοφίζομαι, μέλ. -ίσομαι, αποθ., στρεψοδικώ όπως οι σοφιστές, σε
Αριστοφ.
δια-σπᾰθάω, μέλ. -ήσω, σπαταλώ, διασπαθίζω, σε Πλούτ.
διασπᾰρακτός, -ή, -όν, ξεσχισμένος σε κομμάτια, κατακρεουργημένος, σε
Ευρ.
δια-σπᾰράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, σχίζω σε τεμάχια ή κομματιάζω,
ξεσχίζω, κατακρεουργώ, πετσοκόβω, σε Αισχύλ.
διάσπασμα, -ατος, τό, σχίσμα, χάσμα, κενό, σε Πλούτ.
δια-σπάω, μέλ. -σπάσω, Αττ. -σπάσομαι, αόρ. αʹ -έσπᾰσα· — Παθ. αόρ.
αʹ -εσπάσθην, παρακ. -έσπασμαι· 1. τεμαχίζω, διαλύω με δύναμη, Λατ.
divellere, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· δ. τὸ σταύρωμα, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω το
χαράκωμα, σε Ξεν. — Παθ., μτχ. παρακ. διεσπασμένος, τεμαχισμένος,
κατακερματισμένος, σε Ηρόδ., Δημ. 2. με στρατιωτική σημασία,
αποκόπτω κομμάτι, αποσπώ μερίδα του στρατού, σε Ξεν. — Παθ.,
στράτευμα διεσπασμένον, διασκορπισμένο και άτακτο, σε Θουκ.· λέγεται
για στρατιώτες, ομοίως, είμαι διαιρεμένος σε μοίρες, σε Ξεν.· μεταφ.,
αποσπώ, επιφέρω σύγχυση και αταξία, στον ίδ.
δια-σπείρω, μέλ. -σπερῶ, εξαπλώνω, διασκορπίζω τριγύρω, σπαταλώ,
καταξοδεύω, λέγεται για χρήματα, σε Ηρόδ.· δ. λόγον, σε Ξεν.· σπαταλώ,
σε Σοφ. — Παθ., διασκορπίζομαι ολόγυρα, αόρ. βʹ, διεσπάρην [ᾰ], στον
ίδ.· λέγεται για στρατιώτες, σε Θουκ.
διασπορά, ἡ (διασπείρω), διασκορπισμός, εξάπλωση, διάχυση, διασπορά
(ό,τι και στη Ν.Ε.)· περιληπτικά, = οἱ διεσπαρμένοι, σε Κ.Δ.
δια-σπουδάζω, μέλ. -σω, ασχολούμαι με ζήλο, καταπιάνομαι με κάτι με
ενθουσιασμό — Παθ., πραγματοποιούμαι με θέρμη και ζήλο ή
φροντίζομαι με προσοχή, τίμάλιστα διεσπούδαστο;· ο Δημ., επίσης
χρησιμοποιεί το διεσπούδασται με Ενεργ. σημασία.
διᾴσσω, Αττ. διᾴττω, συνηρ. αντί διαΐσσω.
διασταθμάομαι, αποθ., κανονίζω, ρυθμίζω, καθορίζω σύμφωνα με τους
κανόνες, ζυγίζω, σε Ευρ.
δια-στᾰσιάζω, διαιρώ σε χωριστές φατρίες, εξεγείρω κάποιον, σε Αριστ.
διάστᾰσις, -εως, ἡ, (διαστῆναι),· 1. το να στέκεται κάποιος μακριά,
χωρισμός, απόσταση, διάσταση (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Ηρόδ. 2. διαφορά,
σε Πλάτ.· στον Θουκ. έχει Ενεργ. σημασία, η απόπειρα να κινηθούν
κάποιοι εναντίον άλλων, στάση· 3. διαζύγιο, σε Πλούτ.
διαστᾰτικός, -ή, -όν (δι-ίστημι), διαχωριστικός, αυτός που προκαλεί
έριδα, διαφωνία, επαναστατικός, σε Πλούτ.
δια-σταυρόω, μέλ. -ώσω, οχυρώνω με πασσαλοπήγματα, οδοφράγματα
— Μέσ., διασταυρώσασθαι τὸν ἰσθμόν, να τον οχυρώσουν, σε Θουκ.
154

δια-στείχω, αόρ. βʹ -έστῐχον· 1. διέρχομαι ή διαβαίνω, με αιτ., σε Ευρ. 2.


πηγαίνω, βαδίζω στον δρόμο μου, σε Θεόκρ.
δια-στέλλω, μέλ. -στελῶ, 1. χωρίζω, εκτείνω, απομακρύνω, αποχωρίζω,
σε Πλούτ. 2. διαχωρίζω, διακρίνω, διαφοροποιώ, ορίζω, τὰ λεγόμενα, σε
Πλάτ.· ομοίως, αποφασίζω, στον ίδ. 3. δίνω ορισμένες και ρητές διαταγές,
στη Μέσ., σε Κ.Δ.
διάστενος, -ον, εξαιρετικά στενός, σε Γαλην.
δι-άστερος, -ον, κατάμεστος από αστέρια, καταστόλιστος, δ.λίθοις, σε
Λουκ.
διάστημα, -ατος, τό (δια-στῆναι), διάκενο, μεσοδιάστημα, σε Πλάτ.
δια-στῆναι, απαρ. αορ. βʹ του δι-ίστημι.
δια-στηρίζω, μέλ. -ξω, στερεώνω, ενισχύω, σε Ανθ.
δια-στήτην, Επικ. αντί δι-εστήτην, γʹ δυϊκ. αορ. βʹ του δι-ίστημι.
δια-στίλβω, μέλ. -ψω, στίλβω, ακτινοβολώ, αστράφτω, λάμπω,
ακτινοβολώ ανάμεσα από, σε Αριστοφ., Ανθ.
δια-στοιβάζω, μέλ. -άσω, στοιβάζω, παραγεμίζω κάτι με κάτι ανάμεσα,
σε Ηρόδ.
δια-στοιχίζομαι, Μέσ., τακτοποιούμαι, τακτοποιώ με ακρίβεια, ταξινομώ,
ορίζω επακριβώς, ἀρχήν, σε Αισχύλ.
διαστολή, ἡ (διαστέλλω), εντομή ή χαρακιά, εγκοπή, σε Πλούτ.
δια-στρᾰτηγέω, μέλ. -ήσω, I. υπηρετώ ως στρατηγός, αναλαμβάνω τα
καθήκοντα του στρατηγού, σε Πλούτ. II. μτβ., «οδηγώ» τον πόλεμο προς
το τέλος του, στον ίδ.
δια-στρεβλόω, επιτετ. τύπος του στρεβλώνω, σε Αισχίν.
δια-στρέφω, μέλ. -ψω, 1. γυρνώ σε διαφορετικές κατευθύνσεις,
συστρέφω, στραβώνω, παραμορφώνω, σε Ξεν. — Παθ.,
παραμορφώνομαι, αλλοιώνομαι, εξαχρειώνομαι, σε Πλάτ.· λέγεται για
πρόσωπα, το να έχει κάποιος τα μάτια παραμορφωμένα, αλληθωρίζω, σε
Αριστοφ. 2. μεταφ., διαφθείρω, διαστρεβλώνω, σε Δημ.
διαστροφή, ἡ, διαστρέβλωση, παραμόρφωση, σε Αριστ.
διάστροφος, -ον, διαστρεβλωμένος, αλλοιωμένος, παραμορφωμένος, σε
Ηρόδ., Τραγ.
δια-σύρω[ῡ], μέλ. -σῠρῶ, παρακ. -σέσυρκα· σχίζω σε κομμάτια, ξεσχίζω,
διαλύω· μεταφ., κάνω κομματάκια, δηλ. εμπαίζω, περιγελώ, χλευάζω, σε
Δημ.
δια-σφαιρίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, ρίχνω εδώ και εκεί σαν σφαίρα, σε Ευρ.
διασφακτήρ, -ῆρος, ὁ (σφάζω), φονικός, μοιραίος, σε Ανθ.
δια-σφάλλω, μέλ. -σφᾰλῶ, ανατρέπω εντελώς, σε Λουκ. — Παθ.,
απογοητεύομαι από, τινός, σε Αισχίν.
δια-σφάξ, -άγος, ἡ (σφάζω), κάθε άνοιγμα που προκαλείται βίαια,
σχίσμα, ρήγμα, βραχώδης χαράδρα, σε Ηρόδ.
δια-σφενδονάω, μέλ. -ήσω, διασκορπίζω εκσφενδονίζοντας — Παθ.,
εκτινάσσομαι σε κομμάτια, σε τεμάχια, σε Ξεν.
155

διασφηκόομαι, Παθ. μτχ. δι-εσφηκωμένος — Παθ., (σφηκόω), γίνομαι


όπως η σφίγγα, δένομαι σφιχτά, στη μέση, σε Αριστοφ.
δια-σχηματῐζω, μέλ. -σω, σχηματίζω εξολοκλήρου, διαμορφώνω,
διαπλάθω — Παθ., είμαι ολοκληρωτικά σχηματισμένος,
σχηματοποιούμαι, μορφοποιούμαι, σε Πλάτ.
δια-σχίζω, μέλ. -σω, σχίζω στα δύο, διαχωρίζω, διχοτομώ, σε Ομήρ. Οδ.,
Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., κόβομαι στα δύο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για
στρατιώτες, χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, σε Ξεν.
δια-σῴζω, μέλ. -σω, I. διατηρώ, περισώζω μέσα από κίνδυνο, σε Ηρόδ.,
Ευρ. — Παθ., διέρχομαι με ασφάλεια, καταφθάνω με ασφάλεια, φτάνω
σώος, σε Θουκ., Ξεν.· συνέρχομαι από ασθένεια, στον ίδ. II. λέγεται για
πράγματα, διατηρώ, διαφυλάττω, συγκρατώ, συντηρώ, σε Ευρ., Ξεν.·
διατηρώ στο μυαλό μου, στη μνήμη μου, στον ίδ. — Μέσ., συγκρατώ,
διατηρώ, εξασφαλίζω, κατέχω, σε Θουκ.
δια-τᾱγεύω, μέλ. -σω, διατάζω, παραγγέλνω, σε Ξεν.
διατᾰγή, -ῆς, ἡ (διατάσσω), προσταγή, επιταγή, σε Κ.Δ.
δια-τάμνω, μέλ. -τᾰμῶ, Ιων. αντί δια-τέμνω, μέλ. -τεμῶ.
διάταξις, -εως, ἡ (διατάσσω), διευθέτηση, τακτοποίηση, παράταξη,
σύνταξη, λέγεται για στρατεύματα, σε Ηρόδ., Δημ.· λέγεται για διάταξη
θεμάτων, σε Λουκ.
δια-τᾰράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, επιφέρω μεγάλη αναταραχή,
αναστάτωση, σύγχυση, συγχύζω, ανατρέπω ολοκληρωτικά, σε Ξεν.
διάτᾰσις, -εως, ἡ (διατείνω), έκταση, τέντωμα, διάταση, σε Πλάτ. κ.λπ.
δια-τάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω — Παθ. αόρ. αʹ -ετάχθην, παρακ. -
τέταγμαι· I. 1. διορίζω ή κατατάσσω, ταξινομώ, προστάζω, σε Ησίοδ.,
Ηρόδ.· απόλ., τακτοποιώ, σε Ξεν. — Μέσ., κανονίζω για τον εαυτό μου,
τακτοποιώ, ταξινομώ τα δικά μου πράγματα, σε Πλάτ. — Παθ., ορίζομαι,
διορίζομαι, παρατάσσομαι, με απαρ., σε Ηρόδ. 2. τακτοποιώ τη στρατιά,
παρατάσσω στράτευμα, στον ίδ.· επίσης, τάσσω τον καθένα ξεχωριστά,
στον ίδ. — Μέσ., διαταξάμενοι, παρατεταγμένοι σε παράταξη μάχης, σε
Αριστοφ., Ξεν.· ομοίως στον Παθ. παρακ. διατετάχθαι, σε Ηρόδ. II. Μέσ.,
επιτάσσω, ορίζω με διαθήκη, σε Ανθ.
δια-ταφρεύω, μέλ. -σω, οχυρώνω με τάφρο, σε Πολύβ.
δια-τείνω, μέλ. -τενῶ, παρακ. -τέτᾰκα·
Α. I. τεντώνω ως το τέρμα, τόξον, σε Ηρόδ.· τεντώνω, απλώνω, τὰς χεῖρας,
σε Ξεν. II. αμτβ., εκτείνομαι, σε Αριστ. Β. I. 1. Μέσ. και Παθ., αγωνίζομαι,
πασχίζω, μοχθώ, κοπιάζω, σε Ξεν. κ.λπ.· διατεινάμενος, σε πλήρη ισχύ, με
ταχύτητα, γρηγοράδα, στον ίδ.· με όλες τις δυνάμεις μου, σε Θεόκρ.·
διατείνεσθαι πρός τι, κοπιάζω για ένα σκοπό, εντείνω τις προσπάθειές μου,
σε Ξεν. 2. ισχυρίζομαι επίμονα, υποστηρίζω ότι, τι, σε Δημ. II. με τη στενή
σημασία της Μέσ., εκτείνω, τεντώνω· δ. τὰ βέλεα, έχοντας τα βέλη τους
ζυγιασμένα στα χέρια τους, σε Ηρόδ.· δ. τὸ τόξον, έχω το τόξο μου
τεντωμένο, στον ίδιο.
156

δια-τειχίζω, μέλ. Αττ. -ῐῶ, 1. διαχωρίζω και οχυρώνω με τείχος, σε


Αριστοφ. 2. διαχωρίζω όπως με τείχος, κατ' ευθεία γραμμή, σε Ξεν.
διατείχισμα, -ατος, τό, τείχος, οχύρωμα, σε Θουκ.
δια-τεκμαίρομαι, αποθ., αποδεικνύω, τεκμαίρομαι με αποδείξεις, Λατ.
designare, σε Ησίοδ.
δια-τελευτάω, μέλ. -ήσω, εκ πληρώνω, οδηγώ προς ολοκλήρωση, σε
Ομήρ. Ιλ.
δια-τελέω, μέλ. -τελέσω, Αττ. -τελῶ, I. οδηγώ σε ένα τέλος, κατορθώνω,
πραγματοποιώ, αποπερατώνω, σε Ευρ., Ξεν. II. απόλ., κυρίως με
προσθήκη μτχ., συνεχίζω να κάνω κάτι ή εξακολουθώ να είμαι, σε Ηρόδ.,
Πλάτ.· ωστόσο, μερικές φορές η μτχ. παραλείπεται· δ. πρόθυμος,
εξακολουθώ, εμμένω, επιμένω, σε Πλάτ.· ζω, διάγω, στον ίδ.
δια-τελής, -ές (τέλος), συνεχής, αδιάκοπος, διαρκής, σε Σοφ., Πλάτ.
δια-τέμνω, Ιων. τάμνω, μέλ. -τεμῶ, 1. κόβω στη μέση, κόβω στα δύο,
διαχωρίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· δίχα δ., σε Πλάτ.· μεταφ., διαχωρίζω,
αποσχίζω, αποξενώνω, βάζω σε διχόνοια, σε Αισχίν. 2. τεμαχίζω,
διαμελίζω, σε Ηρόδ. — Παθ., διατμηθῆναι λέπαδνα, κομμένα σε λωρίδες,
σε Αριστοφ.
δια-τετραίνω, μέλ. -τρανέω, Αττ. -τρανῶ ή —τρήσω,· διατρυπώ, κάνω
τρύπα σε κάτι, τι, σε Ηρόδ.
δια-τήκω, μέλ. —ξω, I. λιώνω, μαλακώνω από τη θερμότητα, σε Αριστοφ.
II. Παθ., με παρακ. -τέτηκα, λιώνω τελείως, διαλύομαι, ξεπαγώνω, σε Ξεν.
δια-τηρέω, μέλ. -ήσω, 1. διαφυλάσσω, προσέχω, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. κρατώ
πιστά, διαφυλάττω, σε Δημ., Αριστ. 3. δ. ἑαυτὸν ἐκ τινος, κρατώ τον εαυτό
μου μαρκιά από..., σε Κ.Δ.
διατί; δοκιμότερος τύπος διὰτί; Λατ. quamobrem? γιατί;
δια-τίθημι, μέλ. -θήσω,
Α. I. τοποθετώ ξεχωριστά, κανονίζω, διαρρυθμίζω, τακτοποιώ καθετί στο
δικό του ξεχωριστό μέρος, ταξινομώ, τὸ μὲν ἐπὶ δεξιά, τό δ' ἐπ' ἀριστερά,
σε Ηρόδ.· ομοίως σε Ξεν. κ.λπ. II. 1. διαχειρίζομαι, κυβερνώ καλά ή
άσχημα, με επίρρ., κράτιστα διατιθέναι τὰ τοῦ πολέμου, σε Θουκ.· λέγεται
για πρόσωπα, δ. τινα ἀνηκέστως, μεταχειρίζεται με βαρβαρότητα, σε Ηρόδ.
— Παθ., οὐ ῥαδίως διετέθη, δεν του συμπεριφέρθηκαν ή δεν τον
αντιμετώπισαν πολύ ευγενικά, σε Θουκ. 2. οὕτω διατιθέναι τινά,
προδιαθέτω κάποιον έτσι ή έτσι, σε Πλάτ. κ.λπ. III. απαριθμώ, εκθέτω,
διηγούμαι, απαγγέλλω, στον ίδ. Β. 1. Μέσ., κανονίζω όπως μου αρέσει,
τακτοποιώ, διαθέτω σύμφωνα με την αρεσκεία μου, τὴν θυγατέρα, σε Ξεν.
κ.λπ. 2. διαθέτω σε κάποιον την περιουσία, τη μεταβιβάζω με διαθήκη, σε
Πλάτ., ὁ διαθέμενος, κληροδότης, διαθέτης, σε Κ.Δ. 3. εκθετώ προς
πώληση, διαθέτω προς εμπόριο, εμπορεύομαι, πουλώ, σε Ηρόδ., Ξεν. 4.
διακανονίζω αμοιβαίως, δ.διαθήκην τινί, συνάπτω συμβόλαιο με κάποιον,
σε Αριστοφ., Κ.Δ.· πρός τινα, στο ίδ.· ἔριν δ. ἀλλήλοις, δημιουργώ διαμάχη
με κάποιον, σε Ξεν.
157

διά-τιλμα, -ατος, τό (τίλλω), μαδημένο τμήμα από κάτι, μάδημα, σε Ανθ.


δι-ατῑμάω, μέλ. -ήσω, συνεχίζω να ατιμάζω, να εξευτελίζω, να ντροπιάζω,
σε Αισχύλ.
δια-τῐνάσσω, μέλ. -ξω, I. τινάζω δυνατά, συντρίβω τινάζοντας, σε Ομήρ.
Οδ., Ευρ.· Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία, στον ίδ. II. κουνώ με βία,
αναταράζω με δύναμη, στον ίδ.
δια-τινθᾰλέος, -α, -ον, = τινθαλέος, σε Αριστοφ.
δια-τμήγω, αόρ. αʹ -έτμηξα, αόρ. βʹ -έτμᾰγον, Παθ. -μάγην, Επικ. αντί
διατέμνω· χωρίζω, κόβω στα δύο, διατμήξας, έχοντας κόψει (τον στρατό
των Τρώων) στα δύο, σε Ομήρ. Ιλ.· λαῖτμα διέτμαγον, διέσπασα το κύμα,
το έκοψα στα δύο κολυμπώντας, σε Ομήρ. Οδ.· ὦλκα δ., λέγεται για το
όργωμα, σε Μόσχ. — Παθ., διέτμαγεν (γ. πληθ. αορ. βʹ αντί -μάγησαν),
αποχωρίστηκαν, σε Όμηρ.· διασκορπίσθηκαν μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.
διατομή, ἡ (διατέμνω), διαχωρισμός, διαίρεση, διχόνοια, σε Αισχύλ.
δια-τοξεύσιμος, -ον (τοξεύω), αυτός ο οποίος μπορεί να εκτοξευθεί
απέναντι· δ. χώρα, σημείο εντός πεδίου βολής, σε Πλούτ.
δια-τοξεύω, μέλ. -σω, διατρυπώ κάποιον με βέλη.
διά-τορος, -ον (τείρω),· I. διαπεραστικός, δηκτικός, οχληρός, σε Αισχύλ.·
δ. φόβος, ανατριχιαστικός φόβος, στον ίδ.· λέγεται για σάλπιγγα, στον ίδ.
II. Παθ., διατρυπημένος, διαπερασμένος ανάμεσα, σε Σοφ.
διατρᾰγεῖν, απαρ. αορ. βʹ του διατρώγω.
δια-τρέπω, μέλ. -ψω, στρέφω μακριά από ένα πράγμα, μεταστρέφω, —
Παθ. με Μέσ. μέλ., Μέσ. αόρ. βʹ -ετραπόμην και Παθ. -ετράπην [ᾰ],
αποτρέπομαι από το σκοπό μου, μεταπείθομαι, είμαι μπερδεμένος,
περιπλεγμένος, σε Δημ.
δια-τρέφω, μέλ. -θρέψω, (ό,τι και στη Ν.Ε.) διατρέφω συνεχώς, συντηρώ
διαρκώς, σε Θουκ. κ.λπ.
δια-τρέχω, μέλ. -θρέξομαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον, παρακ. -δεδράμηκα· I. 1.
τρέχω μέσα από ή πάνω από τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ. 2. μεταφ.,
διέρχομαι, διεξέρχομαι, τὸν βίον, τὸν λόγον, σε Πλάτ. II. 1. απόλ.,
περιτρέχω προς διάφορες κατευθύνσεις, εδώ κι εκεί, Λατ. discurrere, σε
Αριστοφ., Θεόκρ. 2. δ. μέχρι, εισδύω έως, διατρέχω, διαπερνώ ως το
σημείο, σε Πλούτ.
δια-τρέω, μέλ. -τρέσω, εξαφανίζομαι, τρέπομαι σε φυγή με κάθε τρόπο,
σε Ομήρ. Ιλ.
διατρῐβή, ἡ, I. 1. τρόπος κατανάλωσης του χρόνου, από όπου, παιχνίδι,
διασκέδαση, σε Αριστοφ., Δημ. 2. επιμελής ασχολία, μελέτη, σπουδή, σε
Αριστοφ., Πλάτ. 3. τρόπος ζωής, τρόπος με τον οποίο περνά κανείς το
χρόνο του, βίου, δ. ἐν ἀγορᾷ, σε Αριστοφ. II. με αρνητική σημασία, χάσιμο
χρόνου, καθυστέρηση, χρονοτριβή, σε Ευρ.· στον πληθ., σε Θουκ.
δια-τρίβω[ῑ], μέλλ. -ψω — Παθ. αόρ. βʹ -ετρίβην [ῐ], παρακ. -τέτριμμαι·
I. τρίβω ανάμεσα, τρίβω με πίεση, φθείρω, καταναλώνω, δαπανώ,
χαραμίζω, σε Όμηρ. — Παθ., διατρῐβῆναι, φθείρομαι, καταστρέφομαι
158

εντελώς, σε Ηρόδ. II. 1. δ. χρόνον, Λατ. terere tempus, σπαταλώ, δαπανώ,


καταναλώνω, χρόνο, στον ίδ., σε Ξεν. — Παθ., ἐνιαυτὸς διετρίβη, σε
Θουκ. 2. α) απόλ., (χωρίς το χρόνον), χαραμίζω το χρόνο, τον σπαταλώ,
οὐ μὴ διατρίψεις, δηλ. μην καθυστερήσεις περισσότερο, μην
αργοπορήσεις, σε Αριστοφ.· δ. ἐν γυμνασίοις, περνώ όλο το χρόνο μου
εκεί, στον ίδ.· δ. μετ' ἀλλήλων, συνεχίζω να μιλώ, στον ίδ.· από όπου,
απασχολώ τον εαυτό μου σε ή με ένα πράγμα, ἔν ή ἐπί τινι, σε Πλάτ.· περί
τι, στον ίδ.· με μτχ., δ. μελετῶν, σε Ξεν. β) επίσης απόλ., χάνω χρόνο,
καθυστερώ, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. κ.λπ.· με γεν., δ. ὁδοῖο, καθυστερώ
στον δρόμο, σε Ομήρ. Οδ. III. ματαιώνω, εμποδίζω, παρακωλύω,
δυσχεραίνω ένα πράγμα, σε Όμηρ.· δ. Ἀχαιοὺς ὃν γάμον, τους απάλλαξε
στο ζήτημα του γάμου της, σε Ομήρ. Οδ.
διατριπτέον, ρημ. επίθ., πρέπει να δαπανήσουμε χρόνο, να
κωλυσιεργήσουμε, σε Αριστ.
διά-τρῐχα ή διὰτρίχα, επίρρ., = τρίχα, σε τρία μέρη, με τρεις τρόπους, σε
Ομήρ. Ιλ.
διά-τροπος, -ον, ποικίλος σε διαθέσεις, ευμετάβολος, ασταθής, σε Ευρ.
διατροφή, ἡ, (διατρέφω), συντήρηση, διατροφή, τροφή, σίτιση, σε Ξεν.
δια-τροχάζω, μέλ. -άσω, λέγεται για άλογο, τρέχω με μικρά βήματα,
καλπάζω, σε Ξεν.
δια-τρύγιος[ῠ], -ον (τρύγη), αυτός που δίνει περισσότερες από μία
σοδειές, σε Ομήρ. Οδ.
διατρῠφέν, ουδ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ του διαθρύπτω.
δια-τρώγω, μέλ. -τρώξομαι, αόρ. βʹ -έτρᾰγον· ροκανίζω, κατατρώγω, τὸ
δίκτυον, σε Αριστοφ.
διᾴττω ή δι-άττω, Αττ. συνηρ. αντί δι-αΐσσω.
δια-τῠπόω, μέλ. -ώσω, διαμορφώνω, σχηματίζω εντελώς· δ. νόμους, τους
προσδίδω διαχρονική ισχύ, σε Λουκ.· μεταφ., φαντάζομαι, υποθέτω, στον
ίδ.
διατύπωσις, [ῠ], -εως, ἡ, διαμόρφωση, σχηματοποίηση, διάπλαση, σε
Πλούτ.
δι-αυγάζω, μέλ. -σω, διαλάμπω, υποφώσκω· διαυγάζει ἡμέρα, ανατέλλει
η ημέρα, σε Κ.Δ.
δι-αυγής, -ές (αὐγή), διαφανής, καθαρός, ολοφάνερος, σε Ανθ.
διαυλο-δρόμης, -ου, ὁ (δραμεῖν), δρομέας στο δίαυλον, σε Πίνδ.
δί-αυλος, ὁ (δίς),· I. διπλό στάδιο, δρόμος, διπλή κούρσα, στην οποία ο
δρομέας έτρεχε στο πιο μακρινό σημείο του σταδίου, έστριβε στο στύλο
(καμπτήρ), και έτρεχε πίσω από την άλλη πλευρά του σταδίου, σε Πίνδ.,
Σοφ., Ευρ.· μεταφ., κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον, επιστρέφω εκεί όπου
αναχώρησα, ξαναγυρίζω απ' τον ίδιο δρόμο, σε Αισχύλ.· επίσης, δίαυλοι
κυμάτων, πλημμυρίδα και άμπωτη, σε Ευρ.· δίσσους ἂν ἔβαν διαύλους, θα
επέστρεφαν διπλά, στον ίδ. II. πορθμός, γεωγραφικό στενό, στον ίδ.
159

διαφᾰγεῖν, απαρ. αορ. βʹ του διεσθίω, κατατρώγω, καταβροχθίζω, σε


Ηρόδ.
δια-φαίνω, μέλ. -φᾰνῶ, I. αφήνω κάτι να διαφανεί, φανερώνω, σε Θεόκρ.
II. 1. Παθ. αόρ. βʹ -εφάνην [ᾰ], εμφανίζομαι ή διαφαίνομαι, νεκύων δ.
χῶρος, φαινόταν καθαρός ο τόπος από νεκρά σώματα, σε Ομήρ. Ιλ.·
λέγεται για πράγματα, αυτό το οποίο διαφαίνεται πίσω από ένα διάφανο
υλικό, σε Ηρόδ. 2. γυαλίζω, λάμπω, είμαι πυρόχρωμος, σε Ομήρ. Οδ. 3.
μεταφ., είμαι πασίδηλος, αυταπόδεικτος, σε Θουκ.· είμαι επιφανής
ανάμεσα σε άλλους, στον ίδ. III. απόλ., στην Ενεργ., διαφαίνεται το φως,
χαράζει, ανατέλλει, ἡμέρα, ἠὼς διέφαινε, σε Ηρόδ.· μεταφ., λαμποκοπώ
ανάμεσα σε, σε Ξεν.
διαφάνεια, ἡ, = διάφασις, διαύγεια, καθαρότητα, σε Πλάτ.
διαφᾰνής, -ές (διαφαίνομαι),· I. 1. αυτός που διακρίνεται, ευδιάκριτος,
διαφανής, σε Αριστοφ., Πλάτ. 2. πυρόχρωμος, πυρακτωμένος, σε Ηρόδ.
II. μεταφ., διαφανής, διαυγής, προφανής, ευδιάκριτος, πασίδηλος,
ολοφάνερος, σε Σοφ., Πλάτ. — επίρρ. -νῶς, σε Θουκ. κ.λπ. 2. διάσημος,
ένδοξος, επιφανής, σε Πλάτ.
δια-φαύσκω, Ιων. -φώσκω (φάος, φῶς), μόνο στον ενεστ.,· ρίχνω φως
κατευθείαν μέσα σε, ξημερώνω, ανατέλλω, σε Ηρόδ.
διαφερόντως, επίρρ. μτχ. Ενεργ. ενεστ. του διαφέρω,· I. διαφορετικά από,
σε διαφωνία με, διαφερόντως ἤ..., σε Πλάτ.· με γεν., διαφερόντως τῶν
ἄλλων, πάνω από όλους τους άλλους, στον ίδ. II. απόλ., κατεξοχήν, ειδικά,
προ πάντων, σε Θουκ. κ.λπ.
διαφέρω, μέλ. -οίσω και -οίσομαι, αόρ. αʹ. -ήνεγκα, Ιων. -ήνεικα, αόρ. βʹ.
-ήνεγκον, παρακ. -ενήνοχα· I. 1. μεταφέρω από πάνω ή απέναντι, δ. ναῦς
τὸν Ἰσθμόν, σε Θουκ.· μεταφέρω, μεταδίδω, μεταβιβάζω από τον ένα στον
άλλο, κηρύγματα, σε Ευρ.· μεταφ., γλῶσσαν διοίσει, θα θέσει τη γλώσσα
του σε κίνηση, θα μιλήσει, σε Σοφ. 2. λέγεται για χρόνο, δ. τὸν αἰῶνα, τὸν
βίον, περνώ, διέρχομαι τη ζωή, σε Ηρόδ., Ευρ.· απόλ., ἄπαις διοίσει, στον
ίδ. — στη Μέσ., διοίσεται, θα περάσει, θα ζήσει τη ζωή του, σε Σοφ.·
σκοπούμενος διοίσει, σε Ξεν. 3. φέρω διαμέσου, φέρω ως το τέλος,
σκῆπτρα, σε Ευρ. κ.λπ. 4. αντέχω ως το τέλος, βαστώ, υποφέρω, αντέχω,
φέρνω εις πέρας, πόλεμον, σε Ηρόδ., Ευρ. II. 1. μεταφέρω προς
διαφορετικές κατευθύνσεις, διασκορπίζω ή αναζητώ, ψάχνω. 2. διαδίδω,
εξαπλώνω ολόγυρα, σε Δημ. 3. σχίζω στα δυο, τεμαχίζω, Λατ. differre, σε
Αισχύλ., Ευρ. 4. δ. τὴν ψῆφον, προσδίδω διαφορετική σημασία στη ψήφο
μου, δηλ. την καταμετρώ εναντίον του άλλου, σε Ηρόδ.· επίσης απλά, ο
καθένας δίνει τη ψήφο του, σε Ευρ., Θουκ. III. 1. αμτβ., διαφέρω, είμαι
διαφορετικός, ανόμοιος, σε Πίνδ., Ευρ.· με γεν., είμαι διαφορετικός από,
στον ίδ., σε Αριστοφ. 2. απρόσ., διαφέρει, διαφέρει, έχει, παρουσιάζει
διαφορά, πλεῖστον δ., Λατ. multum interest, βραχὺ δ., διαφέρει λίγο, σε
Ευρ.· οὐδέν διαφέρει, σε Πλάτ.· με δοτ. προσ., διαφέρει μοι, κάνει τη
διαφορά για μένα, με ενδιαφέρει, στον ίδ.· αὐτῷ ἰδίᾳ τι δ., διακινδυνεύει
160

κάποιο ιδιωτικό συμφέρον, σε Θουκ. 3. τὸ δ., τὰ διαφέροντα, διαφορά,


πιθανότητες, στον ίδ. κ.λπ.· αλλά τὰ δ. επίσης απλώς, σημεία,
χαρακτηριστικά της διαφοράς, στον ίδ. 4. είμαι διαφορετικός από κάποιον,
δηλ. τον ξεπερνώ, υπερέχω αυτού· με γεν., στον ίδ., σε Πλάτ.· με συγκρ.
σημασία, διέφερεν ἀλέξασθαι ἤ..., ήταν καλύτερο να υπερασπιστεί τον
εαυτό του από..., σε Ξεν. 5. επικρατώ, κυριαρχώ, υπερισχύω, λέγεται για
πεποίθηση, αντίληψη, σε Θουκ. IV. Παθ., διαφέρω, βρίσκομαι σε διαφορά,
συγκρούομαι, περίτινος, σε Ηρόδ.· τινὶ περί τινος, σε Θουκ.· οὐ διαφέρομαι
= οὔ μοι διαφέρει, σε Δημ.
διαφεύγω, μέλ. -φεύξομαι, 1. φεύγω από τη μέση, ξεφεύγω, δραπετεύω,
τινά ή τι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· απόλ., αποδιδράσκω, δραπετεύω, σε Ηρόδ.,
Θουκ.· διαφεύγει οὐδὲ νῦν, αλλά τώρα δεν είναι πολύ αργά, σε Δημ. 2.
διαφεύγω, γλιτώνω από κάποιον, ξεφεύγω από την προσοχή κάποιου ή τη
μνήμη του, σε Πλάτ. κ.λπ.
διάφευξις, -εως, ἡ, διαφυγή, τρόπος διαφυγής, απόδρασης, σε Θουκ.
δια-φημίζω, μέλ. -ίσω, διαδίδω, εξαπλώνω τριγύρω, σε Κ.Δ.
δια-φθείρω, μέλ. -φθερῶ, Επικ. -φθέρσω, παρακ. -έφθαρκα και διέφθορα
— Παθ. μέλ. -φθᾰρήσομαι, Ιων. φθερέομαι, γʹ πληθ. Ιων. υπερσ.
διεφθάρατο· I. 1. καταστρέφω ολοσχερώς, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.·
αποτελειώνω, σκοτώνω, καταστρέφω, αφανίζω, ερημώνω, σε Σοφ. κ.λπ.·
δ. χεῖρα, αποδυναμώνω, εξασθενώ, κάμπτω, λυγίζω το χέρι κάποιου, σε
Ευρ.· θέτω εκτός λειτουργίας, αχρηστεύω ένα πλοίο, σε Ηρόδ.· απόλ.,
ξεχνώ, ξεμυαλίζω, σε Ευρ. 2. με ηθική σημασία, εξαχρειώνω, διαφθείρω,
σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· ιδίως, διαφθείρω με δωροδοκίες, σε Ηρόδ., Δημ.·
αποπλανώ, σε Λυσ. 3. οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος, έχοντας αλλάξει
τίποτα από το χρώμα του, σε Πλάτ. II. Παθ., καταστρέφομαι,
ακρωτηριάζομαι, αχρηστεύομαι, σε Ηρόδ.· τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος,
κουφός, στον ίδ.· τὰ σκέλεα δ., με τα πόδια τους σπασμένα, στον ίδ.· τὰ
ὄμματα δ., τυφλός, σε Πλάτ.· τὰς φρένας, σε Ευρ.· τὸ φρενῶν διαφθαρέν,
απώλεια της νόησης κάποιου, φρενοβλαβής, στον ίδ. III. παρακ. διέφθορα
είναι αμτβ. στον Όμηρ., έχω χάσει το μυαλό μου· αλλά στην Αττ. είναι
μτβ., σε Σοφ., Ευρ.
διαφθορά, Ιων. -ρή, ἡ, I. 1. καταστροφή, εξολόθρευση, σήψη, θάνατος,
σε Ηρόδ., Αττ. 2. με ηθική σημασία, δωροδοκία, διαφθορά, εξαπάτηση,
τῶν νέων, σε Ξεν. II. με Παθ. σημασία, ἰχθύσιν διαφθ., βορά τροφή για τα
ψάρια, σε Σοφ.· πολεμίοις δ., σε Ευρ.
διαφθορεύς, -έως, ὁ, διαφθορέας (ό,τι και στη Ν.Ε.), τῶν νόμων, σε
Πλάτ.· ως θηλ. στον Ευρ.
δι-αφίημι, μέλ. -αφήσω, απομακρύνω, απολύω, σε Ξεν.
δια-φῐλονῖκέω, μέλ. -ήσω, διαγωνίζομαι, διεκδικώ, σε Πλούτ.
δια-φῐλοτῑμέομαι, αποθ., διαγωνίζομαι προς κάποιον στη φιλοτιμία, σε
Πλούτ.
161

δια-φλέγω, μέλ. -ξω, κατακαίω, σε Πλούτ.· μεταφ., εξάπτω, ερεθίζω,


διεγείρω, στον ίδ.
δια-φοιβάζω, οδηγώ στην τρέλα, εξοργίζω — Παθ. απαρ. παρακ.
διαπεφοιβάσθαι, σε Σοφ.
δια-φοιτάω, Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, περιπλανιέμαι ή περιφέρομαι συνεχώς,
σε Ηρόδ., Αριστοφ.· λέγεται για φήμη, διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε
Πλούτ.
διαφορά, ἡ (διαφέρω), I. διαφορά, διάκριση, ανομοιότητα, σε Θουκ. II.
διάσταση, διαφωνία, διένεξη, φιλονικία, σε Ηρόδ., Ευρ.
δια-φορέω, μέλ. -ήσω, = διαφέρω· I. 1. διαδίδω ολόγυρα, διασκορπίζω,
εξαπλώνω, σε Ομήρ. Οδ. 2. μεταφέρω, φέρνω μακριά, σε Θουκ.· ιδίως, ως
διαρπαγή, λαφυραγωγία, σε Ηρόδ. 3. λεηλατώ, διαγουμίζω, οἶκον, πόλιν,
σε Ηρόδ. — Παθ., διαφορεῖσθαι ὑπό τινος, σε Δημ. 4. σχίζω σε κομμάτια,
σε Ευρ. — Παθ., σε Ηρόδ. II. μεταφέρω απέναντι από τη μια άκρη στην
άλλη, σε Θουκ.
διαφόρησις, -εως, ἡ, λεηλασία, διαρπαγή, σε Πλούτ.
διάφορος, -ον (διαφέρω), I. 1. διαφορετικός, ανόμοιος, αντίθετος με, σε
Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ. 2. σε διάσταση ή διαφωνία με κάποιον άλλο, με δοτ.,
σε Ευρ.· με εχθρική σημασία, σε διαφωνία με, τινι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· με
γεν., δ. τινος, αντίπαλος κάποιου, σε Δημ. 3. διακεκριμένος,
αξιοπρόσεκτος, εξαίρετος, σε Πλούτ. 4. αυτός που σηματοδοτεί τη
διαφορά, σύμφορος, κερδοφόρος, σε Θουκ. II. ως ουσ., διάφορον, τό: 1.
διαφορά, σε Ηρόδ., Ευρ., Δημ. 2. αυτό που ενδιαφέρει κάποιον, ένα
ζήτημα σημαντικό, σε Θουκ., Δημ. 3. διαφορά, διαφωνία, στον ίδ. 4. σε
σχέση με οικονομικά ζητήματα, ισοζύγιο κάποιου, δαπάνες, υπόλοιπο,
στον ίδ. III. 1. επίρρ. -ρως, ποικιλοτρόπως, ανόμοια, σε Θουκ.· δ. ἔχειν
διαφέρει, σε Πλάτ. 2. εξαίσια, εξαίρετα, σε Δημ.
διαφορότης, -ητος, ἡ, διαφορά, σε Πλάτ.
διάφραγμα, -ατος, τό, I. διαχωριστικός τοίχος, μεσότοιχος, εμπόδιο, σε
Θουκ. II. τὸ διάφραγμα (Ομηρ. φρένες), υμένας που χωρίζει τον θώρακα
από την κοιλιά, σε Πλάτ.
δια-φράγνυμι, μέλ. -ξω (φράσσω), εμποδίζω, φράζω, σε Πλούτ.
δια-φράζω, μέλ. -σω, Επικ. αόρ. βʹ -πέφρᾰδον· μιλώ με σαφήνεια,
ακριβολογώ, σε Όμηρ.
δια-φρέω, -ήσω, αφήνω το πέρασμα, επιτρέπω τη διέλευση, σε Αριστοφ.,
Θουκ.
δια-φυγγάνω, = δια-φεύγω, σε Θουκ., Αισχίν.
διαφῠγή, ἡ (διαφεύγω), καταφύγιο, τρόπος διαφυγής, τρόπος απόδρασης,
τινος, από ένα πράγμα, σε Πλάτ.
διαφυή, ἡ (διαφύομαι), οποιοδήποτε φυσικό χώρισμα, σύνδεσμος, αρμός,
συρραφή, τμήμα, σε Πλάτ., Ξεν.
διαφῠλακτέος, -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να φυλάσσεται, να
διατηρείται, σε Ξεν.
162

δια-φῠλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, παρακολουθώ προσεκτικά,


περιφρουρώ στενά, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ., φυλάω για χάρη μου, για
λογαριασμό μου, σε Ευρ. 2. παρατηρώ, διατηρώ προσεκτικά, τὰ μέτρα, σε
Ηρόδ. 3. παρακολουθώ, περιφρουρώ, προφυλάσσω, τοὺς νόμους, σε
Πλάτ.· δ. τὸ μή, με απαρ., περιφρουρώ ενάντια στο να είναι..., στον ίδ.
δια-φύομαι, Παθ. με Ενεργ. αόρ. βʹ διέφῡν, παρακ. διαπέφυκα· I. λέγεται
για το χρόνο, παρέρχομαι στο μεταξύ, σε Ηρόδ. II. είμαι πολύ στενά
συνδεδεμένος με, τινος, σε Πλούτ.
δια-φῡσάω, μέλ. -ήσω, I. φυσώ προς διαφορετικές κατευθύνσεις,
διασκορπίζω, σε Πλάτ. II. φυσώ, πνέω ανάμεσα σε, σε Λουκ.
δι-ᾰφύσσω, μέλ. -ξω, αόρ. αʹ -ήφῠσα· I. αντλώ υγρά διαρκώς, εξαντλώ —
Παθ., λέγεται για το κρασί, σε Ομήρ. Οδ. II. διώχνω μακριά, αποσπώ,
αφαιρώ, πολλὸν διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι, στο ίδ.
διαφωνέω, μέλ. -ήσω, είμαι ασύμφωνος, παραφωνώ, σε Πλάτ.· γενικά,
διαφωνώ, αντιτίθεμαι, στον ίδ.· τινι με κάποιον, στον ίδ.
διά-φωνος, -ον (φωνή), αυτός που διαφωνεί, ασύμφωνος, παράφωνος, σε
Λουκ.
δια-φώσκω, Ιων. αντί δια-φαύσκω.
δια-φωτίζω, μέλ. Αττ. -ῐῶ, ξεκαθαρίζω, διασαφηνίζω ολότελα, σε Πλούτ.
δια-χάζομαι, αποθ., αποσύρω, υποχωρώ, νικιέμαι, σε Λουκ.
δια-χᾰλάω, μέλ. -άσω, I. χαλαρώνω, ξαμπαρώνω, ελευθερώνω, ανοίγω,
σε Ευρ. II. καθιστώ κάτι εύκαμπτο μέσω της άσκησης, σε Ξεν.
δια-χάσκω, αόρ. βʹ -έχᾰνον, χαζεύω με ανοιχτό το στόμα, χάσκω,
χασμουριέμαι, σε Αριστοφ.
δια-χέαι, απαρ. αορ. αʹ του διαχέω.
δια-χειμάζω, μέλ. -άσω, περνώ το χειμώνα, ξεχειμωνιάζω, σε Θουκ., Ξεν.
δια-χειρίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, έχω στη διάθεσή μου, διευθύνω,
διαχειρίζομαι, διοικώ, σε Ρήτ. — Παθ., σε Ξεν.
διαχείρισις, -εως, ἡ, διεύθυνση, διοίκηση, διαχείριση, σε Θουκ.
δια-χειροτονέω, μέλ. -ήσω, επιλέγω μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων
με ανάταση χειρός, εκλέγω, σε Δημ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.
δια-χειροτονία, ἡ, εκλογή με ανάταση χειρών, επιλογή, σε Δημ., Αισχίν.
δια-χέω, μέλ. -χεῶ, αόρ. αʹ -έχεα, Επικ. -έχευα· I. 1. χύνω και σκορπίζω
προς διαφορετικές κατευθύνσεις, διασκορπίζω, σε Ηρόδ.· διαμελίζω,
τεμαχίζω ένα θύμα, σε Όμηρ. 2. διαλύω, χωρίζω, καταστρέφω, σε Ξεν. 3.
μεταφ., συγχέω, τὰ βεβουλευμένα, σε Ηρόδ. II. 1. Παθ., μεταγγίζω από ένα
δοχείο σε ένα άλλο, στον ίδ. 2. διατρέχω ανάμεσα, διαχέομαι,
εξαπλώνομαι, σε Θουκ. 3. είμαι διαλυμένος, αποσυντίθεμαι, λέγεται για
ένα πτώμα, σε Ηρόδ.· λιποτακτώ, διασκορπίζομαι, λέγεται για στρατιώτες,
σε Ξεν. 4. μεταφ., διασκεδάζω ή είμαι διαλυμένος ηθικά, έκλυτος,
ακόλαστος, σε Πλάτ.
δια-χλευάζω, επιτετ. τύπος του χλευάζω, σε Δημ.
163

δια-χόω, αρχ. τύπος του διαχώννυμι, διαχοῦν τὸ χῶμα, ολοκληρώνουν το


ανάχωμα, σε Ηρόδ.
δια-χράομαι, Ιων. -χρέομαι, μέλ. -ήσομαι, Δωρ. γʹ ενικ. -χρησεῖται· I. 1.
α) αποθ., με δοτ. προσ., χρησιμοποιώ σταθερά, συνεχώς ή κατά συνήθεια,
σε Ηρόδ.· τῇ ἀληθείῃ δ., λέω την αλήθεια, στον ίδ.· δ. ἀρετῇ, εξασκώ την
αρετή, στον ίδ. β) όπως το Λατ. utor, για παθητικές καταστάσεις, συναντώ,
παθαίνω, υφίσταμαι, περιπίπτω σε, υποφέρω κάτω από, συμφορῇ, αὐχμῷ,
στον ίδ. 2. με αιτ. προσ., καταναλώνω, δαπανώ, αναλίσκω, καταστρέφω,
στον ίδ., σε Θουκ. II. Παθ. παρακ. -κέχρημαι, παραχωρούμαι ως δάνειο σε
διαφορετικά πρόσωπα, σε Δημ.
διά-χρῡσος, -ον, αυτός που αναμειγνύεται με χρυσό, σε Δημ.
διάχῠσις, -εως, ἡ (διαχέω),· I. διάχυση, διάδοση, εξάπλωση, διασπορά,
διασκόρπιση, σε Πλάτ.· δ. λαμβάνειν, εκτείνομαι, σε Πλούτ. II. ευθυμία,
διασκέδαση, στον ίδ.
δια-χώννῡμι, = διαχόω, σε Στράβ.
δια-χωρέω, μέλ. -ήσω, 1. διέρχομαι, διαπερνώ, εξέρχομαι, εκκενούμαι,
απρόσ., κάτω διεχώρει αὐτοῖς, μαστίζονταν, υπέφεραν από διάρροια, σε
Ξεν. 2. λέγεται για νομίσματα, είμαι ισχύων, αποδεκτός, «περνώ», σε
Λουκ.
δια-χωρίζω, μέλ. -ῐῶ, διακρίνω, ξεχωρίζω, σε Ξεν.
διαχώρισμα, -ατος, τό, αποσπασμένο τμήμα, διαίρεση, διαμερισμός,
σχίσμα, σε Λουκ.
δια-ψαίρω, κυρίως στον ενεστ., εκτρίβω ή παρασύρω μακριά με φύσημα,
σε Αριστοφ.
δια-ψεύδω, μέλ. -ψεύσομαι, εξαπατώ ολότελα, σε Δημ. — Παθ.,
διαψεύδομαι, παρακ. -έψευσμαι, αόρ. αʹ -εψεύσθην· είμαι εξαπατημένος,
μπερδεμένος, παραπλανημένος, στον ίδ.· δ. τινος, απατώμαι από ένα
πρόσωπο ή πράγμα, σε Ξεν., Δημ.· περί τι ή τινι, σε Αριστ.
δια-ψηφίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.: I. ψηφίζω με σφαιρίδια (ψήφοι,
calculi), σε Θουκ. II. αποφαίνομαι μέσω της ψήφου, σε Δημ.
διαψήφισις, -εως, ἡ, ψηφοφορία μέσω σιδερένιων σφαιριδίων, σε Ξεν.
δια-ψήχω, προκαλώ το θρυμματισμό πράγματος, σε Πλούτ.
δια-ψῐθῠρίζω, μέλ. -σω, ψιθυρίζω κάτι σε κάποιον κι έτσι διαδίδω, σε
Λουκ.
δια-ψύχω[ῡ], μέλ. -ξω, ψυχραίνω, δροσίζω, αναψυχώ, αερίζω, στεγνώνω
μέσω του αέρα και καθαρίζω, ναῦς, σε Θουκ.· λέγεται για φιλάργυρους,
που βγάζουν έξω τα κομποδέματά τους, σε Ξεν.
διάω, = διάημι.

Με την πρόθεση εισ- εντοπίζονται 172 λήμματα


164

εἰς ή ἐς, πρόθ. μόνο με αιτ., Ριζική σημασία, μέσα σε, και μετά προς·
I. λέγεται για τόπο, 1. η συνηθέστερη χρήση, εἰς ἅλα, μέσα ή στη θάλασσα,
σε Όμηρ. κ.λπ.· κυρίως αντίθ. προς το ἐκ, ἐκ σφυρὸν ἐκ πτέρνης, από το
κεφάλι στα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰς ἔτος ἐξ ἔτεος, από χρονιά σε χρονιά, σε
Θεόκρ.· έπειτα, με τα ρήμ. ψυχικού πάθους ή κατεύθυνσης, ἰδεῖν εἰς
οὐρανόν, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰς ὦπα ἰδέσθαι, κοιτώ στο πρόσωπο, στο ίδ.· σε
Όμηρ. και Ηρόδ. επίσης με αιτ. προσ., εκεί όπου οι Αττ. χρησιμ. ὡς, πρός,
παρά. 2. με ρήμ. που δηλώνουν στάση σε τόπο, όταν εννοείται κίνηση που
έχει προηγηθεί σε ή προς, ἐς μέγαρον κατέθηκε, δηλ. το έφερε μέσα στο
σπίτι και το τοποθέτησε εκεί, σε Ομήρ. Οδ.· παρεῖναι ἐς τόπον, πηγαίνω
σε έναν τόπο και παραμένω εκεί, σε Ηρόδ. 3. με ρήμ. λεκτικά, λόγους
ποιεῖσθαι εἰς τὸ πλῆθος, έρχομαι μπροστά στο πλήθος και εκφωνώ λόγο,
στο ίδ. κ.λπ. 4. ελλειπτ. χρήση, εἰς Ἀΐδαο, Αττ. εἰς Ἅιδου (δόμους), ἐς
Ἀθηναίης (ἱερόν), στο ναό της Αθηνάς κ.λπ.· όπως στα Λατ. ad apollinis,
ad Castoris(ενν. aedem)· ομοίως και με τα προσηγορικά, ἀνδρὸς ἐς
ἀφνείου, στου πλούσιου άνδρα, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για χρόνο, 1. για
να δηλώσει συγκεκριμένο σημείο ή όριο χρόνου, έως, μέχρι, ἐς ἠῶ (Αττ.
εἰς τὴν ἕω), σε Ομήρ. Οδ.· ἐς ἠέλιον καταδύντα, μέχρι τη δύση του ήλιου,
στο ίδ.· ἐς ἐμέ, μέχρι τις ημέρες μου, σε Ηρόδ.· ομοίως με επιρρ., εἰς ὅτε
(πρβλ. ἔςτε), μέχρι τη στιγμή που..., σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και, εἰς πότε;
έως πότε; σε Σοφ.· ἐς ὅ, μέχρι αυτού του σημείου, σε Ηρόδ. 2. για να
οριοθετήσει μία χρονική περίοδο, εἰς ἐνιαυτόν, για τη διάρκεια ενός
χρόνου, δηλ. για έναν ολόκληρο χρόνο, σε Όμηρ.· ἐς θέρος ἢ ἐς ὀπώρην,
για το καλοκαίρι, σε Ομήρ. Οδ.· εἰς ἑσπέραν ἥκειν, ἔρχομαι προς το
βραδάκι, σε Αριστοφ.· εἰς τρίτην ἡμέραν ή εἰς τρίτην μόνο του, κατά την
τρίτη μέρα, σε τρεις μέρες, σε Πλάτ.· ἐς τέλος, επιτέλους, σε Ηρόδ.· οὐκ ἐς
ἀναβολάς, χωρίς αναβολή, στον ίδ.· ομοίως με επιρρ., ἐςαὔριον, σε Ομήρ.
Ιλ.· ἐς αὖθις ή ἐσαῦθις, σε Θουκ.· εἰς ἔπειτα, σε Σοφ. κ.λπ.· πρβλ. εἰσάπαξ,
εἰσότε. III. για να δηλώσει μέτρο ή όριο, 1. ἐς δίσκουρα λέλειπτο, έμεινε
τόσο πίσω όσο η ρίψη ενός δίσκου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς δράχμην διέδωκε,
πληρώθηκαν όσο αξίζει μια δραχμή, σε Θουκ. 2. με αριθμητικά, ναῦς ἐς
τὰς τετρακοσίους, μέχρι του αριθμού των τετρακοσίων, στον ίδ.· εἰςἕνα, εἰς
δύο, ένα μέχρι δύο, μέχρι κ.λπ., σε Ξεν. IV.για να δηλωθεί συσχέτιση ή
συγγένεια, 1. προς ή απέναντι σε κάποιον, ἁμαρτάνειν εἴςτινα, σε Αισχύλ.·
ἔχθρα ἔς τινα, σε Ηρόδ. 2. όσον αφορά, όπως το Λατ. quod attinet ad,
εὐτυχεῖν ἐς τέκνα, σε Ευρ.· ἐς τὰ ἄλλα, σε Θουκ.· τό γ' εἰς ἑαυτόν, τὸ εἰς ἐμέ,
σε Σοφ., Ευρ. 3. περιφραστικά αντί επιρρ., ἐς κοινόν = κοινῶς, σε Αισχύλ.·
ἐς τὸ πᾶν = πάντως, στον ίδ.· εἰς τάχος = ταχέως, σε Αριστοφ. V. για να
δηλώσει περάτωση, ἔρχεσθαι, τελευτᾶν ἐς..., τερματίζει, τελειώνει,
καταλήγει σε..., σε Ηρόδ. κ.λπ.· καταξαίνειν ἐς φοινικίδα, κόβω, σκίζω σε
κόκκινα κουρέλια, σε Αριστοφ.· επίσης λέγεται για σκοπό, εἰςἀγαθόν, για
καλό, για καλό του, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰς κάλλος ζῆν, ζω για επίδειξη, σε Ξεν.
165

εἶς, μίᾱ, ἕν, γεν. ἑνός, μιᾶς, ἑνός· επιτετ. Επικ. ἕεις· Επικ. θηλ. ἴᾰ,
γεν. ἰῆς· δοτ. ἰῇ, δοτ. ουδ. (ἰῷ κίον ἤματι) επίσης συναντάται στην Ομήρ.
Ιλ. (ο αρχικός τύπος ήταν πιθ. ΕΝ-Σ, πρβλ. Λατ. un-us. Το θηλ. μία
υποδηλώνει μία δεύτερη ρίζα, πρβλ. οἶος με μόνος). I. 1. ένας, σε Όμηρ.
κ.λπ.· εἷς οἶος, μία οἴη, μοναδικός, μοναδική, στον ίδ.· εἷς μόνος, σε Ηρόδ.
2. με υπερθ., όπως το Λατ. unus omnium maxime, εἷς ἀνὴρ πλεῖστον πόνον
παρασχών, σε Αισχύλ.· κάλιστ' ἀνὴρ εἷς, σε Σοφ.· πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν
μεγίστων αἴτιος κακῶν, σε Δημ. 3. σε αντίθεση, εμφατικό μέσω του
άρθρου, ὁ εἷς, ἡ μία, σε Όμηρ., Αττ. 4. με άρνηση, εἷς οὐδείς, nullus unus,
ούτε ένας, κανένας, σε Ηρόδ., Θουκ.· οὐχ εἷς, δηλ. περισσότεροι από ένας,
σε Αισχύλ.· και ακόμη πιο εμφατικό, οὐδὲ εἷς, μηδὲ εἷς, βλ. οὐδείς, μηδείς.
5. εἷς ἕκαστος, κάθε ένας, ο καθένας από μόνος του, ο καθένας ξεχωριστά,
Λατ. unusquisque, σε Ηρόδ., Πλάτ. 6. συχνά με την κατά, καθ' ἕνα ἕκαστον,
καθένα ξεχωριστά, κομμάτι κομμάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και, καθ' ἕνα,
καθ' ἕν, ένα προς ένα, σε Πλάτ. 7. με άλλες προθέσεις, ἕν ἀνθ' ἑνός, πάνω
από όλα, στον ίδ.· ἓν πρὸς ἕν, σε συγκρίσεις, σε Ηρόδ., Πλάτ.· εἷς πρὸς
ἕνα, σε Δημ.· παρ' ἕνα, αλεπάλληλα, διαδοχικά, σε Λουκ. II. ο αυτός, δηλ.
ο ίδιος, εἷς καὶ ὅμοιος, σε Πλάτ.· με δοτ., ο ίδιος με..., σε Ευρ. III. ένας,
αντίθ. προς το κάποιος άλλος· ομοίως, ὁ μὲν..., εἷς δὲ..., εἷς δ' αὖ..., σε
Ομήρ. Οδ.· εἷς μέν..., ἕτερος δέ..., σε Ξεν. IV. αόριστα, εἷς τις, κάποιος,
Λατ. unus aliquis, σε Σοφ., Πλάτ.· έπειτα, μόνο του όπως το αγγλ. αόρ.
άρθρο a, an (όπως faber unus, σε Οράτ.), σε Ευρ. V.οὐδὲ εἷς οὐδὲ δύο, όχι
μόνο ένας ή δύο, σε Δημ.
εἶς, I. βʹ ενικ. του εἰμί (sum). ΙI. του εἶμι (ibo).
εἷσα, αόρ. αʹ του ἵζω, θέτω, βάζω, τοποθετώ.
εἰσαγγελεύς, -έως, ὁ, αυτός που αναγγέλλει, υπηρέτης που
προηγείται για να αναγγείλει κάποιον ενώπιον του βασιλιά στην Περσική
αυλή, σε Ηρόδ.
εἰσαγγελία, ἡ, στην Αθήνα, καταγγελία, κατηγορητήριο που
παρουσιάζεται ενώπιον της Βουλής των πεντακοσίων, ή (κάποιες φορές)
στην ἐκκλησίαν, σε Ξεν.
εἰσ-αγγέλλω, μέλ. -ελῶ,· I. 1. μπαίνω μέσα και αναγγέλλω κάποιον
(πρβλ. εἰσαγγελεύς), σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 2. αναγγέλλω, αναφέρω,
γνωστοποιώ κάτι, σε Θουκ. — Παθ., ἐσαγγελθέντων ὅτι..., δόθηκε η
πληροφορία ότι..., στον ίδ. II. καταγγέλλω, σε Δημ. κ.λπ.· πρβλ.
εἰσαγγελία.
εἰσαγγελτικός, -ή, -όν, ο σχετικός με την καταγγελία, παρά Δημ.
εἰσ-ᾰγείρω, μέλ. -ερῶ, συλλέγω, μαζεύω, συναθροίζω σ' ένα μέρος,
σε Όμηρ. — Μέσ., νέον δ' ἐσαγείρατο θυμόν, συγκέντρωσε καινούριο
θάρρος, νέα γενναιότητα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης και με Παθ. σημασία, θοῶς
δ' ἐσαγείρατο λαὸς (εἰς τὰς ναῦς), σε Ομήρ. Οδ.
εἰσ-άγω[ᾰ], μέλ. -ξω, παρακ. -ἀγήοχα· I. 1. οδηγώ προς ή μέσα,
φέρνω μέσα, παρουσιάζω, με διπλή αιτ., αὐτοὺς εἰσῆγον δόμον, σε Ομήρ.
166

Οδ.· επίσης, εἰσάγειν τινὰ ἐς..., σε Ηρόδ.· ή με δοτ., τινὰ δόμοις, σε Ευρ.
— Μέσ., επιτρέπω να εισαχθούν στρατιωτικές δυνάμεις σε μία πόλη, σε
Θουκ.· επίσης, οδηγώ, φέρνω (κάποιον) μέσα σε συνασπισμό, κάνω μέλος
συνομωσίας, σε Ηρόδ. 2. ἐσάγειν ή ἐσάγεσθαι γυναῖκα, οδηγώ σύζυγο στο
σπίτι μου, παίρνω γυναίκα ως σύζυγο, ducere uxorem, στον ίδ. 3. εισάγω
ξένα εμπορεύματα, στον ίδ., Αττ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ηρόδ. κ.λπ. 4.
ἰατρὸν εἰσάγειν τινί, καλώ γιατρό, σε Ξεν. 5. εισάγω νέα ήθη κι έθιμα, σε
Ηρόδ., Ευρ. II. 1. φέρνω μέσα, εισάγω, παρουσιάζω, ιδίως πάνω σε
σκηνή, σε Αριστοφ., Πλάτ. 2. εἰσάγειν τι ἐς τὴν βουλήν, φέρνω ενώπιον της
Βουλής, σε Ξεν. 3. ως δικανικός όρος, εἰσάγειν δίκην ή γραφήν, εισάγω
υπόθεση στο δικαστήριο, Λατ. litem intendere, σε Αισχύλ., Δημ.· εἰσ. τινά,
οδηγώ κάποιον στο δικαστήριο, ασκώ δίωξη, μηνύω, σε Πλάτ.
εἰσᾰγωγεύς, -έως, ὁ, αυτός που φέρνει, εισάγει υποθέσεις στο
δικαστήριο, σε Δημ.
εἰσᾰγωγή, ἡ, I. εισαγωγή αγαθών, σε Πλάτ. II. ως δικανικός όρος,
εισαγωγή υποθέσεων στο δικαστήριο, στον ίδ.
εἰσᾰγώγιμος, -ον, I. αυτό που μπορεί ή επιτρέπεται να εισαχθεί, σε
Πλάτ. II. ως δικανικός όρος, εντός, μέσα στη δικαιοδοσία του
δικαστηρίου, δίκη, σε Δημ.
εἰσ-αεί, αντί εἰς ἀεί, για πάντα, σε Αισχύλ., Σοφ.
εἰσ-αείρομαι, Μέσ., δέχομαι μέσα, παραδέχομαι, σε Θέογν.
εἰσ-αθρέω, μέλ. -ήσω, βλέπω, ξεχωρίζω, διακρίνω, αναγνωρίζω,
κοιτάζω κατάματα, σε Ομήρ. Ιλ.
εἰσ-αίρω, μέλ. -αρῶ, φέρνω ή μεταφέρω μέσα, σε Αριστοφ.
εἰσᾱΐσσω, συνηρ. -ᾴσσω, Αττ. -ᾴττω, μέλ. -άξω, μπαίνω ή πηδώ
μέσα, σε Αριστοφ.
εἴσαιτο, ευκτ. Μέσ. αόρ. αʹ του *εἴδω.
εἰσ-αΐω, ακούω ή ακροώμαι, εισακούω, αποδέχομαι, με γεν., σε
Θεόκρ.
εἰσ-ᾰκοντίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ· 1. ρίχνω ή εκσφενδονίζω ακόντια
εναντίον, τινά, σε Ηρόδ.· εἰς τὰ γυμνά, σε Θουκ. 2. απόλ., τρέχω ή ξεπηδώ,
λέγεται για αίμα, σε Ευρ.
εἰσ-ᾰκούω, μέλ. —σομαι,· II. 1. ακούω ή δίνω προσοχή σε κάποιον,
σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ. πράγμ., σε Ομηρ. Ύμν· με γεν. προσ., σε Σοφ., Ευρ.
κ.λπ. 2. στους Ποιητές απλώς, ακούω, σε Σοφ., Ευρ. II. με δοτ. προσ.,
ακούω, δίνω προσοχή σε, προσέχω τα λόγια κάποιου, σε Ηρόδ.
εἰσακτέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να εισαχθεί στο δικαστήριο
(βλ. εἰσάγω II. 3), σε Αριστοφ., Ξεν.
εἰσ-άλλομαι, μέλ. -ᾰλοῦμαι, γʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ ἐσᾶλτο, Μέσ. αόρ.
αʹ -ηλάμην· αποθ., πηδώ ή ορμώ μέσα, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ἐσάλλ. ἐς τὸ
πῦρ, πηδώ μέσα σε αυτή, σε Ηρόδ.
εἰσ-ᾰμείβω, μέλ. -ψω, μπαίνω μέσα, εισβάλλω, σε Αισχύλ.
εἰσ-άμην, I. Επικ. αόρ. αʹ του εἶμι (ibo). II. του *εἴδω II.
167

εἱσάμην, Μέσ. αόρ. αʹ του ἵζω.


εἰσ-αναβαίνω, ανεβαίνω, ανέρχομαι ή εισέρχομαι, μπαίνω, με αιτ.,
σε Όμηρ.
εἰσ-ᾰναγκάζω, μέλ. -άσω, πιέζω, ωθώ, εξαναγκάζω σε κάτι,
υποχρεώνω, επιβάλλω, τινά, σε Αισχύλ.
εἰσ-ανάγω, μέλ. -ξω, οδηγώ σε, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
εἰσ-ανεῖδον, αόρ. βʹ (βλ. εἴδω), σηκώνω το κεφάλι και κοιτάζω
ψηλά, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.
εἰσ-άνειμι, ανέρχομαι, ανεβαίνω πάνω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.
εἰσανῐδῶν, μτχ. του εἰσανεῖδον.
εἰσανιών, μτχ. του εἰσάνειμι.
εἴσ-αντα, Επικ. ἔσ-αντα, επίρρ., ακριβώς απέναντι, ἔσ. ἰδεῖν,
κοιτάζω καταπρόσωπα, κατάματα, σε Όμηρ.
εἰσ-άπαξ, αντί εἰς ἅπαξ, με τη μια, μια και καλή, σε Ηρόδ., Αττ.
εἰσ-ᾰράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, οδηγώ ή σπρώχνω, εξωθώ πάνω
σε, σε Ηρόδ.
εἰσᾴττω, Αττ. αντί εἰσαΐσσω.
εἰσ-αυγάζω, μέλ. -σω, κοιτάζω, παρατηρώ, σε Ανθ.
εἰσ-αῦθις, αντί εἰς αὖθις, εφεξής, μετέπειτα, κατόπιν, σε Ευρ., Πλάτ.
εἰσ-αύριον, αντί εἰς αὔριον, την επόμενη ημέρα, σε Αριστοφ.
εἰσ-αῦτις, Δωρ. και Ιων. αντί εἰσ-αῦθις.
εἰσ-ᾰφίημι, μέλ. -αφήσω, εισάγω, επιτρέπω την είσοδο, σε Ξεν.
εἰσ-ᾰφικάνω[ᾱ], έρχομαι προς, τινά, σε Ομήρ. Οδ.
εἰσ-αφικνέομαι, Ιων. ἐσ-απικνέομαι, μέλ. -αφίξομαι, αόρ. βʹ -
αφικόμην· αποθ., έρχομαι σε ή προς, καταφθάνω, προσέρχομαι σ' ένα
μέρος, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· ἐσαπ. ἐς τόπον, σε Ηρόδ.· επίσης με
δοτ., στον ίδ.
εἰσ-βαίνω, μέλ. -βήσομαι· II. 1. επιβιβάζομαι σε πλοίο, μπαίνω σε
φορτηγό-πλοίο, μπαρκάρω, σε Ομήρ. Οδ.· ἐσβ. ἐς ναῦν, σε Ηρόδ. 2.
γενικά, εισέρχομαι, εισχωρώ, δόμους, σε Ευρ.· εἰσβ. κακά, περιέρχομαι σε
δυσκολίες, βάσανα, σε Σοφ. II. μτβ., στον αόρ. αʹ ἀνέβησα, κάνω κάποιον
να εισέλθει, να επιβιβαστεί, σε Ομήρ. Ιλ.
εἰσβάλλω, μέλ. -βᾰλῶ· II. ρίχνω σε, μπαίνω σε, ακολουθ. από το
εἰς, σε Ηρόδ., Αττ.· Μέσ., επιβιβάζομαι στο πλοίο κάποιου, σε Ηρόδ. II.
1. αμτβ., ρίχνομαι σε, κάνω επιδρομή, εισβάλλω σε, εἰς χώραν, στον ίδ.,
Αττ.· πρὸς πόλιν εἰσβ., πέφτω πάνω της, επιδράμω, σε Θουκ.· ποιητ. με
αιτ., εφορμώ, ρίχνομαι, συναντώ, συμφωνώ, σε Ευρ. 2. λέγεται για
ποτάμια, εκχύνομαι, πέφτω μέσα σε, σε Ηρόδ.
εἴσβᾰσις, -εως, ἡ (εἰσβαίνω), είσοδος, τρόποι εισαγωγής σε μέρος,
σε Ευρ.· επιβίβαση (μπαρκάρισμα), σε Θουκ.
εἰσβᾰτός, -ή, -όν (εἰσβαίνω), ευκολοπλησίαστος, προσιτός, σε
Θουκ.
168

εἰσ-βιάζομαι, 1. αποθ., εισέρχομαι με τη βία, εἰς οἶκον, σε Πλούτ.


2. εξαναγκάζω κάποιον στην άσκηση των πολιτικών του καθηκόντων, σε
Αριστοφ.
εἰσ-βῐβάζω, Αττ. μέλ. -βιβῶ· 1. μτβ. του εἰσβαίνω, επιβιβάζω σε
πλοίο, τὸν στρατὸν ἐς τὰς νέας, σε Ηρόδ. 2. γενικά, κάνω κάποιον να μπει,
να εισέλθει, ἐς τόπον, στον ίδ.
εἰσβλέπω, μέλ. -ψω, κοιτάζω, παρατηρώ, κυρίως με εἰς, σε Ηρόδ.·
αλλά και με αιτ., σε Ευρ.
εἰσβολή, ἡ (εἰσβάλλω II), 1. επιδρομή, εισβολή, επίθεση, σε Ηρόδ.,
Ευρ. 2. είσοδος, πέρασμα, δίοδος, ἡ ἐσβ. ἡ Ὀλυμπική, η διάβαση του
Ολύμπου, σε Ηρόδ.· στενό, ισθμός, σε Ευρ.· ομοίως στον πληθ., λέγεται
για τις Θερμοπύλες, σε Ηρόδ.· στον πληθ. επίσης, το στόμιο του ποταμού,
στον ίδ. 3. είσοδος,άνοιγμα σε κάτι, αρχή, σε Ευρ., Αριστοφ.
εἰσ-γράφω[ᾰ], μέλ. -ψω, εγγράφω, καταγράφω — Μέσ., ἐς τὰς
σπονδὰς εἰσγράψασθαι, να εγγράφομαι (ως επιγραφή) πάνω σε ή να
γίνομαι δεκτός σε ένα συνασπισμό, μία συμμαχία, σε Θουκ.
εἰσ-δέρκομαι, αποθ. με Ενεργ. αόρ. βʹ -έδρᾰκον, παρακ.
εἰσδέδροκα· κοιτάζω ή παρατηρώ, σε Όμηρ., Ευρ.
εἰσ-δέχομαι, Ιων. ἐσ-δέκομαι, μέλ. -δέξομαι, αποθ., δέχομαι μέσα,
επιτρέπω την είσοδο, ἐςτὸ ἱρόν, σε Ηρόδ.· με αιτ., σε Ευρ.· με δοτ., ἄντροις
εἰσδέξασθαί τινα, υποδέχομαι κάποιον σε σπηλιά, σε σπήλαιο, στον ίδ.·
εἰσδ. τινα ὑπόστεγον, σε Σοφ.
εἰσ-δίδωμι, χρησιμ. αμτβ. όπως το εἰσβάλλω II. 2, λέγεται για
ποτάμια, χύνομαι, εκβάλλω, σε Ηρόδ.
εἰσδοχή, ἡ (εἰσδέχομαι), υποδοχή, εἰσδοχαὶ δόμων, φιλόξενη
κατοικία, σε Ευρ.
εἰσδρᾰμεῖν, απαρ. αορ. βʹ του εἰστρέχω.
εἰσδρομή, ἡ, επιδρομή, σφοδρή επίθεση, σε Ευρ., Θουκ.
εἰσ-δύνω[ῡ], και ως αποθ. εἰσ-δύομαι (βλ. δύω)· μέλ. -δύσομαι, με
Ενεργ. αόρ. βʹ -έδῡν, παρακ. -δέδῡκα· 1. μπαίνω ή εισέρχομαι, μαζί με εἰς,
σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. με αιτ., κατέρχομαι, Λατ. subire, σε Ομήρ.
Ιλ., Ηρόδ.· λέγεται για συναισθήματα, εἰσέδυ μεμνήμη κακῶν, σε Σοφ.·
επίσης με δοτ., δεινόν τι ἐσέδυνέ σφι, φόβος μεγάλος τους κυρίευσε, σε
Ηρόδ.
εἴσεαι, βʹ ενικ. Επικ. μέλ. του *εἴδω II.
εἰσέδρᾰμον, αόρ. βʹ του εἰστρέχω.
εἰσέδῡν, αόρ. βʹ του εἰσδύνω.
εἰσ-εῖδον, Επικ. -ίδον, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του εἰσοράω.
εἴσ-ειμι, απαρ. -ιέναι, χρησιμ. ως μέλ. του εἰσέρχομαι· παρατ.
εἰσῄειν· I. μπαίνω μέσα, οὐκ Ἀχιλῆος ὀφθαλμοὺς εἴσειμι, δεν θα έλθω
ενώπιον του Αχιλλέα, μπροστά στα μάτια του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.·
συχνότερα με πρόθ., εἰσ. μετ' ἀνέρας, σε Ομήρ. Οδ.· παρὰ βασιλέα, σε
Ηρόδ.· εἰς... ή πρός..., στον ίδ., Αττ.· εἰσ. εἰς σπονδάς, μπαίνω σε συνθήκη,
169

συμμαχία, σε Θουκ. II. 1. λέγεται για το χορό ή τους υποκριτές, ανεβαίνω


πάνω στη σκηνή, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, σε Πλάτ. 2. ως Αττ.
δικανικός όρος, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι στο δικαστήριο, σε Πλάτ.,
Δημ. 3. αναλαμβάνω ένα αξίωμα, ὁ ἐσιών, ο νέος βασιλιάς, σε Ηρόδ. III.
μεταφ., μπαίνω στο μυαλό κάποιου, με αιτ., στον ίδ., Αττ., Ευρ.· επίσης με
δοτ., στον ίδ.· απρόσ., εἰσῄει αὐτοὺς ὅπως..., μπήκε στο μυαλό τους ότι...,
σε Ξεν. IV.λέγεται για πράγματα, τὰ εἰσιόντα, αυτά που εισέρχονται,
μπαίνουν στο στομάχι κάποιου, τροφή, φαγητό, στο ίδ.
εἰσ-ελαύνω, Επικ. -ελάω, μέλ. -ελάσω [ᾰ], Αττ. -ελῶ· I. οδηγώ
μέσα, λέγεται για βοσκό που καθοδηγεί το κοπάδι του, σε Ομήρ. Οδ. II.
αμτβ., κωπηλατώ, τραβώ κουπί ή πλέω, στο ίδ.· εισβάλλω έφιππος, σε
Ξεν.· μπαίνω, συμμετέχω σε θριαμβευτική πομπή, σε Πλούτ.
εἰσελθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του εἰσέρχομαι.
εἰσ-έλκω, σύρω, τραβώ, τραβώ κάποιον με τη βία ή προς τα μέσα·
αόρ. αʹ -είλκῠσα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
εἰσ-εμβαίνω, επιβαίνω, επιβιβάζομαι, σε Ανθ.
εἰσενεγκεῖν, απαρ. αορ. βʹ του εἰσφέρω.
εἰσένθωμες, Δωρ. αντί εἰσέλθωμεν, αʹ πληθ. αορ. βʹ του εἰσέρχομαι.
εἰσ-έπειτα, επίρρ., εν συνεχεία, κατόπιν, σε Σοφ.
εἰσ-έπτατο, γʹ ενικ. αορ. βʹ του εἰσπέτομαι· εἰσ-έπτη, Ενεργ. τύπος
του ίδιου.
εἰσ-έργνῡμι, κλείνω κάποιον μέσα σε κάσα, λέγεται για
ταριχευμένο πτώμα), σε Ηρόδ.
εἰσ-έρπω, αόρ. αʹ εἰσείρπῠσα, έρπω μέσα, εισέρχομαι με την κοιλιά,
σε Πλούτ.
εἰσ-έρρω, μπαίνω μέσα, εισέρχομαι· αόρ. αʹ εἰσήρρησα, σε
Αριστοφ.
εἰσ-ερύω, μέλ. -σω, σύρω, τραβώ κάποιον, κάτι προς τα μέσα, σε
Ομήρ. Οδ.
εἰσ-έρχομαι, μέλ. -ελεύσομαι, αόρ. βʹ -ήλῠθον, -ῆλθον· τον Αττ. μέλ.
συμπληρώνει το εἴσειμι, και τον παρατ. το εἰσῄειν· I. Αποθ., μπαίνω σε ή
μέσα, εισέρχομαι, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· στον πεζό λόγο, εἰσ. εἰς..., σε
Ξεν. κ.λπ.· εἰσ. εἰς τὰς σπονδάς, μπαίνω σε συνθήκη, συμμαχία, σε Θουκ.·
εἰσ. εἰς τοὺς ἐφήβους, μπαίνω στην ηλικιακή τάξη των Εφήβων, σε Ξεν.·
λέγεται για χρήματα, εισρέω, εισέρχομαι, στον ίδ. II. 1. λέγεται για το
Χορό ή τους Υποκριτές του θεάτρου, ανεβαίνω πάνω στη σκηνή,
παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, σε Πλάτ., Ξεν.· μπαίνω, εντάσσομαι στους
καταλόγους, σε Σοφ. 2. ως Αττ. δικανικός όρος, λέγεται για τον ενάγοντα,
παρουσιάζομαι στο δικαστήριο, σε Πλάτ., Δημ. III. μεταφ., (μένος) ἄνδρας
ἐσέρχεται, θάρρος μπαίνει μέσα στους άνδρες, εμβάλλεται σε αυτούς, σε
Ομήρ. Ιλ.· Κροῖσον γέλως εἰσῆλθε· επίσης με δοτ., δέος εἰσ. τινι, σε Πλάτ.·
επίσης, μπαίνω στο μυαλό κάποιου, σε Ηρόδ.· ομοίως απρόσ., εἰσῆλθε
αὐτόν, με απαρ., έρχεται στο μυαλό κάποιου ότι..., στον ίδ.
170

εἰσ-έσθαι, απαρ. Μέσ. αόρ. βʹ του εἰσίημι.


εἰσ-έτι, επίρρ., ακόμη, σε Θεόκρ.
εἰσ-έχω, μέλ. -ξω, αμτβ., εκτείνομαι προς, απλώνομαι,
εξαπλώνομαι, αναπτύσσομαι, ἐπὶ Αἰθιοπίης, προς την Αιθιοπία, σε Ηρόδ.·
θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα, δωμάτιο που έχει άνοιγμα προς τα
διαμερίσματα των ανδρών, στον ίδ.
εἰσ-ηγέομαι, Δωρ. εἰσᾱγ-, μέλ. -ήσομαι· 1. Αποθ., εισάγω,
παρουσιάζω μια συνήθεια, εισηγούμαι έθιμο, νεωτερίζω, σε Ηρόδ. 2.
προτείνω, σε Θουκ. κ.λπ.· εἰσηγουμένου τινός, με εισήγηση, με πρότασή
του, στον ίδ. 3. εἰσηγεῖσθαι τινι, παρουσιάζω ένα θέμα, μία υπόθεση σε
κάποιον, στον ίδ. 4. συσχετίζω, αφηγούμαι, εξηγώ, τινί τι, σε Πλάτ.
εἰσήγημα, -ατος, τό, πρόταση για συζήτηση, σε Αισχίν.
εἰσήγησις, -εως, ἡ, πρόταση, εισήγηση για συζήτηση, σε Θουκ.
εἰσηγητέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να προταθεί, σε Θουκ.
εἰσηγητής, -οῦ, ὁ, αυτός που εισάγει, εισηγητής, πρωταίτιος,
κακῶν, σε Θουκ.
εἰσ-ηθέω, μέλ. -ήσω, εισάγω (κάνω ένεση) μέσω σύριγγας, σε
Ηρόδ.
εἰσ-ήκω, μέλ. -ξω, έχω μπει μέσα, σε Αριστοφ.· σε μέλ., είμαι
έτοιμος, είμαι κοντά στο να μπω μέσα, σε Αισχύλ.
εἰσ-ήλῠθον, -ῆλθον, αόρ. βʹ του εἰσ-έρχομαι.
εἰσηλυσία, ἡ, ερχομός, είσοδος, σε Ανθ.
εἶσθα, Αιολ. και Επικ. αντί εἶς, βʹ ενικ. του εἶμι (ibo).
εἶσθαι, απαρ. Παθ. παρακ. του ἵημι.
εἰσ-θέω, μέλ. -θεύσομαι, τρέχω μέσα, φθάνω τρέχοντας σε αυτόν,
σε Αριστοφ.
εἰσ-θρῴσκω, αόρ. βʹ -έθορον, πηδώ μέσα σε ή ορμώ μέσα, σε
Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., ἐσθορεῖν δόμον, σε Αισχύλ.
εἰσί, εἰσίν, γʹ πληθ. του εἰμί (sum).
εἶσι, εἶσιν, γʹ ενικ. του εἶμι (ibo).
εἰσ-ῐδεῖν, Επικ. -ιδέειν, απαρ. αορ. βʹ του εἰσεῖδον· βλ. εἰσοράω.
εἰσιδρύω, Παθ. παρακ. εἰσίδρῡμαι, εντειχίζω, σε Ηρόδ.
εἰσ-ίζομαι, Μέσ., κάθομαι σε, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.
εἰσ-ίημι, μέλ. -ήσω, στέλνω μέσα σε, ἐς τὴν (λίμνην) εἰσ. τὸ ὕδωρ,
λέγεται για ποτάμια, σε Ηρόδ.· εἰς τοὺς Πέρσας ἐς τὸ τεῖχος, αφήνω,
επιτρέπω σ' αυτούς να μπουν, να περάσουν μέσα, στον ίδ. — Μέσ., μου
επιτρέπεται να περάσω μέσα, να εισέλθω, σε Ξεν. II. στη Μέσ. επίσης,
πηγαίνω μέσα σε, εισέρχομαι, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
εἰσίθμη, ἡ (εἴσειμι), είσοδος, δίοδος, σε Ομήρ. Οδ.
εἰσ-ικνέομαι, μέλ. -ίξομαι, αποθ., εισέρχομαι, μπαίνω, εισχωρώ, σε
Ηρόδ.
εἰσῐτήριος, -ον (εἴσειμι), αυτός που ανήκει στην είσοδο· εἰσιτήρια
(ενν. ἱερά), τά, θυσία κατά την ανάληψη ενός αξιώματος, σε Δημ.
171

εἰσῐτητέον, ρημ. επίθ. του εἴσειμι, αυτό που πρέπει να εισέλθει, σε


Λουκ.
εἰσ-κᾰλᾰμάομαι (κάλαμος II. 2), αποθ., παίρνω μέσα, τραβώ,
έλκω, όπως εκείνος που ψαρεύει με πετονιά το ψάρι που έχει αγκιστρωθεί
σ' αυτήν, σε Αριστοφ.
εἰσ-κᾰλέω, μέλ. -έσω, καλώ μέσα, σε Αριστοφ., Ξεν.
εἰσ-καταβαίνω, κατεβαίνω μέσα σε, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
εἰσ-κεῖμαι, ως Παθ. του εἰστίθημι, είμαι επιβιβασμένος σε καράβι,
σε Θουκ.
εἰσ-κηρύσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, καλώ, συγκαλώ, προσκαλώ
μέσω δημόσιου κήρυκα, σε Σοφ., Αριστοφ.
εἰσκομιδή, ἡ, εισαγωγή προμηθειών ή εφοδίων, σε Θουκ.
εἰσ-κομίζω, μέλ. Αττ. -ῐῶ, φέρνω μέσα στο σπίτι, εισάγω, φέρνω
μέσα, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Μέσ., φέρνω μέσα για κάποιον, εισάγω,
σε Θουκ. — Παθ., εἰσκομίζεσθαι εἰς τόπον, καταφεύγω, καταφεύγω σ' ένα
μέρος για προφύλαξη, για ασφάλεια, στον ίδ.
εἰσ-κυκλέω, μέλ. -ήσω, στο θέατρο, στρέφω τα σκηνικά προς τα
μέσα με τη βοήθεια μηχανήματος, για την εναλλαγή σκηνών στο θέατρο·
μεταφ., δαίμων πράγματα εἰσκεκύκληκεν εἰς τὴν οἰκίαν, κάποιος θεός έφερε
αναστάτωση μέσα στο σπίτι, σε Αριστοφ.
ἐΐσκω, Επικ. ρήμα, μόνο σε ενεστ. και παρατ., I. κάνω κάτι ίδιο,
όμοιο (πρβλ. ἴσκω), σε Ομήρ. Οδ. II. 1. θεωρώ κάτι όμοιο, παρομοιάζω,
παραβάλλω, συγκρίνω, τινά ή τί τινι, σε Όμηρ. 2. με αιτ. και απαρ., θεωρώ,
νομίζω, υποθέτω, στον ίδ. 3. Αποθ., ὡς σὺ ἐΐσκεις, όπως εσύ νομίζεις ή
πιστεύεις, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
εἰσ-λεύσσω, εξετάζω, μελετώ ένα ζήτημα, παρατηρώ, σε Σοφ.
εἰσ-μαίομαι, γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ ἐσεμάσσατο· I. συγκινώ αμέσως,
επηρεάζω, συγκινώ πολύ, σε Ομήρ. Ιλ. II. θέτω, βάζω το χέρι για να
αισθανθώ, να νιώσω, ἐσεμάξατο χεῖρας (Δωρ. τύπος), σε Θεόκρ.
εἰσ-νέομαι, Παθ., μπαίνω μέσα, εισέρχομαι, σε Ανθ.
εἰσ-νέω, μέλ. -νεύσομαι, κολυμπώ μέσα, σε Θουκ.
εἰσ-νοέω, μέλ. -ήσω, παρατηρώ, διακρίνω, σε Όμηρ.
εἴσ-οδος ή ἔσοδος, ἡ, I. πέρασμα, είσοδος, δηλ. μπάσιμο, δίοδος,
σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. II. είσοδος, δικαίωμα ή προνόμιο εισόδου, στον
ίδ., σε Ξεν.
εἰσ-οικειόω, μέλ. -ώσω, υποδέχομαι κάποιον ως φίλο, σε Πλούτ. —
Παθ., γίνομαι οικείος με κάποιον άλλον, σε Ξεν.
εἰσ-οικέω, μέλ. -ήσω, εγκαθίσταμαι, σε Ανθ.
εἰσοίκησις, -εως, ἡ, κατοικία, διαμονή, τόπος διαβίωσης, σπιτικό,
σε Σοφ.
εἰσ-οικίζω, μέλ. Αττ. -ῐῶ, εισάγω, φέρνω ως κάτοικο, εποικώ,
κατοικίζω — Μέσ. και Παθ., εγκαθίσταμαι, τακτοποιούμαι σ' έναν τόπο,
εἰς τόπον, σε Ηρόδ.· με αιτ., σε Πλούτ.
172

εἰσ-οικοδομέω, μέλ. -ήσω, χτίζω, κατασκευάζω, οικοδομώ μέσα,


εἰς τεῖχος, σε Θουκ.
εἰσοιστέος, -α, -ον, ρημ. επίθ. του εἰσφέρω, αυτός που πρέπει να
εισαχθεί, εισακτέος, σε Δημ.
εἰσ-οιχνέω, Αιολ. γʹ πληθ. -οιχνεῦσι, μπαίνω μέσα, εισέρχομαι, με
αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
εἰσ-όκε, I. πριν από φωνήεν -κεν, Δωρ. εἰσ-όκα (εἰς ὅ κε), μέχρι,
έως ότου, με υποτ., σε Ομήρ. Ιλ. (στη Γ. 409, το ποιήσεται είναι Επικ. αντί
ποιήσηται). II. μέχρι του σημείου, σε Ομήρ. Ιλ.
εἴσομαι, I. μέλ. του οἶδα (βλ. *εἴδω Β). II. Επικ. μέλ. του εἶμι (ibo).
εἷσον, προστ. του εἷσα (βλ. ἵζω).
εἰσ-οπίσω[ῐ], επίρρ., στο εξής, εν συνεχεία, στη συνέχεια, εφεξής,
σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.
εἴσοπτος, -ον (εἰσόψομαι, μέλ. του εἰσοράω), ορατός, ολοφάνερος,
σε Ηρόδ.
εἰσοπτρίς, -ίδος, ἡ, = εἴσοπτρον, σε Ανθ.
εἴσ-οπτρον, πάντα στον τύπο ἔσ-οπτρον, τό (ὄψομαι, μέλ. του
εἰσοράω), καθρέφτης, σε Πίνδ.
εἰσ-οράω, Επικ. μτχ. εἰσορόων, Μέσ. απαρ. εἰσοράασθαι· μέλ. -
όψομαι, αόρ. βʹ -εῖδον, Επικ. απαρ. -ιδέειν· I. κοιτάζω μέσα, εξετάζω,
μελετώ, παρατηρώ, αντικρύζω, αντιμετωπίζω, με αιτ., σε Όμηρ. κ.λπ.·
ομοίως και σε Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ. 2. παρατηρώ με θαυμασμό, θαυμάζω,
περιεργάζομαι με θαυμασμό, Λατ. suspicere, θεὸν ὣς εἰσορόωντες, στο ίδ.·
απ' όπου, αποδίδω σεβασμό, σέβομαι, τι, σε Σοφ., Ευρ.· ομοίως, ἐσ.ἔς τι,
σε Ηρόδ.· εἰσορ. πρός τι, κοιτάζω, προσβλέπω, ατενίζω, κοιτώ πρόθυμα,
σε Σοφ. 3. βλέπω μέσα απ' το μυαλό, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ,
καταλαβαίνω, στον ίδ. 4. λέγεται για οργισμένους θεούς, πλήττω κάποιον,
τιμωρώ, στον ίδ. 5. ακολουθ. από το μή, φρόντισε, κοίτα μη, μήπως, μη
τυχόν..., στον ίδ.
εἰσ-ορμάω, μέλ. -ήσω, εισάγω με ορμή, με βία, σε Ανθ. — Παθ.,
εισέρχομαι με ορμή, με βία μέσα, με αιτ., σε Σοφ.
εἰσ-ορμίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, ελλιμενίζω, αράζω στο λιμάνι — Παθ.
και Μέσ., πλέω προς το λιμάνι, σε Ξεν., Πλούτ.
ἔϊσος, -η, -ον[ῑ], Επικ. τύπος του ἶσος, όμοιος, ίσος, ομότιμος· 1.
λέγεται για συμπόσιο, γλέντι, όμοια, δηλ. ισομοιρασμένα, στα οποία
καθένας συμμετέχει όμοια, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για πλοία, επίπεδα,
ομαλά ή ισορροπημένα, σε Όμηρ. 3. λέγεται για μια ασπίδα ίση από όλες
τις πλευρές, δηλ. ολοστρόγγυλη, εντελώς στρογγυλή, σε Ομήρ. Ιλ. 4.
χρησιμοποιείται για το μυαλό, ορθός, ισορροπημένος, Λατ. aequus, σε
Ομήρ. Οδ.
εἰσ-ότε ή εἰςὅτε, μέχρι τη στιγμή που, σε Ομήρ. Οδ.
εἰσοχή, ἡ (εἰσέχω), κοιλότητα, βαθούλωμα, σε Στράβ.
εἴσοψις, -εως, ἡ, θέαμα, σε Ευρ.
173

εἰσ-όψομαι, μέλ. του εἰσοράω· βλ. ὁράω.


εἰσ-παίω, αόρ. αʹ -έπαισα, εισβάλλω ή ορμώ σε, σε Σοφ.· με αιτ.
τόπου, σε Ευρ.
εἰσ-πέμπω, μέλ. -ψω, παραδίδω, στέλνω, εισφέρω, αφήνω κάποιον
να μπει, επιτρέπω, σε Ευρ., Θουκ.· υποκινώ ή δωροδοκώ, εξαγοράζω,
διαφθείρω όργανα, φορείς, παράγοντες, σε Σοφ.
εἰσ-περάω, μέλ. -άσω [ᾱ], Ιων. -ήσω, περνώ απέναντι σε, με αιτ.,
σε Ησίοδ.
εἰσ-πέτομαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ εἰσ-επτάμην (σαν να
προέρχεται από το εἰσ-ίπταμαι), επίσης σε Ενεργ. τύπο -έπτην· πετώ εντός,
μέσα, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., για φήμες, πληροφορίες, ειδήσεις, σε
Ηρόδ.
εἰσ-πηδάω, μέλ. -πηδήσομαι· 1. πηδώ μέσα, με αιτ., σε Ηρόδ.· εἰς
τόπον, σε Ξεν. 2. εισβάλλω, πρός τινα, σε Δημ.
εἰσ-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ -έπεσον· I. 1. πέφτω μέσα,
γενικά με μία πρόθεση βίας, εφορμώ ή εισβάλλω ξαφνικά, ἐς πόλιν, σε
Ηρόδ.· ἐς οἴκημα, σε Θουκ.· ποιητ. με δοτ., ἐσπίπτει δόμοις, σε Ευρ. 2.
απλά πέφτω μέσα, ἐς χαράδρας, σε Θουκ.· εἰσπ. εἰς εἱρκτήν, ρίχνομαι μέσα
στη φυλακή, στον ίδ.· στους Ποιητές, με αιτ., σε Ευρ. 3. περιέρχομαι σε
μία συγκεκριμένη κατάσταση, ξυμφοράν, στον ίδ. II. ορμώ, προσβάλλω,
επιτίθεμαι, τινά, σε Ηρόδ., Σοφ.
εἰσ-πίτνω, ποιητ. τύπος του εἰσ-πίπτω (βλ. πίτνω), σε Ευρ.
εἰσ-πλέω, μέλ. -πλεύσομαι, μπαίνω, εισέρχομαι, πλέοντας εἰς τόπον,
σε Θουκ.· ποιητ. με αιτ., σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., ἐπ' ἀριστερὰ ἐσπλέοντι, από
τα αριστερά όπως πλέει κάποιος, σε Ηρόδ.· οὐδὲν εἰσπλεῖ, τίποτα δεν
μπαίνει μέσα στο λιμάνι, σε Θουκ.· λέγεται για σιτάρι, εισάγομαι, σε Δημ.
εἴσπλοος, συνηρ. -πλους, ὁ, I. ερχομός, είσοδος πλοίων στο λιμάνι,
ελλιμενισμός, σε Θουκ., Ξεν. II. είσοδος λιμανιού, σε Θουκ.
εἰσ-πνέω, μέλ. -πνεύσομαι, φυσώ επάνω σε, τινά, σε Αριστοφ.
εἰσπνήλας, ὁ, αυτός που εμπνέει έρωτα, εραστής, σε Θεόκρ.
εἰσ-ποιέω, μέλ. -ήσω· 1. δίνω προς υιοθεσία, εἰσποιεῖν υἱόν τινι, σε
Πλάτ.· εἰσπ. ἑαυτὸν Ἄμμωνι, αποκαλεί τον εαυτό του γιο του Άμμωνα, σε
Πλούτ. — Μέσ., υιοθετώ, σε Δημ. 2. γενικά, εἰσπ. τινὰς εἰς λειτουργίαν,
εἰσάγω νέους χορηγούς σε δημόσια λειτουργία, σε Δημ.
εἰσποιητός, -ή, -όν, υιοθετημένος, σε Δημ.
εἰσ-πορεύω, μέλ. -σω, οδηγώ σε, σε Ευρ. — Παθ. με Μέσ. μέλ.,
μπαίνω μέσα, εισέρχομαι, σε Ξεν.
εἴσπραξις, -εως, ἡ, συγκέντρωση, απόκτηση ή συλλογή οφειλών,
σε Θουκ., Δημ.
εἰσ-πράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, συγκεντρώνω ή ζητώ, απαιτώ
χρέη, φόρους, οφειλές, σε Δημ.· τινά, από ένα πρόσωπο, στον ίδ. — Μέσ.,
ζητώ για τον εαυτό μου, έχω πληρωθεί, σε Ευρ. — Παθ., λέγεται για τα
χρήματα, εισπράττομαι, σε Δημ.
174

εἰσ-ρέω, μέλ. -ρεύσομαι, Παθ. αόρ. βʹ (με την ίδια σημασία) -


ερρύην· χύνομαι προς ή μέσα, σε Ευρ., Πλάτ.
εἰσ-τίθημι, μέλ. -ήσω· 1. βάζω μέσα, τοποθετώ σε κάποιο μέρος,
τινα ή τι εἰς χεῖράς τινι, σε Ηρόδ., Θουκ.· τινα ἐς ἅμαξαν, σε Ηρόδ. 2. ἐστ.
ἐς ναῦν, επιβιβάζω πάνω σε καράβι, Λατ. navi imponere, στον ίδ.· τέκνα
ἐσθέσθαι (απαρ. αορ. βʹ) επιβιβάζουν τα παιδιά τους πάνω σε πλοίο, στον
ίδ.
εἰς-τοξεύω, μέλ. -σω, ρίχνω βέλη εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ.
εἰσ-τρέχω, μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον· τρέχω προς, σε
Θουκ.· με αιτ., τρέχω μέσα, σε Θεόκρ.
εἰσ-φέρω, μέλ. -οίσω, αόρ. αʹ -ήνεγκα, παρακ. -ενήνοχα, υπερσ. -
ενηνόχειν· I. 1. φέρω, μεταφέρω μέσα ή προς, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. 2.
φέρνω μέσα, συνεισφέρω, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· στην Αθήνα, πληρώνω
φόρο ιδιοκτησίας (βλ. εἰσφορά II), σε Θουκ. 3. επιφέρω (προξενώ) πάνω
σε κάποιον, πένθος εἰσφ. δόμοις, σε Ευρ. κ.λπ. 4. εισάγω, παρουσιάζω,
προβάλλω, εμφανίζω, προτείνω, σε Ηρόδ.· γνώμην ἐσφ. ἐς τὸν δῆμον, σε
Θουκ.· εἰσφ. νόμον, Λατ. legemrogare, σε Δημ.· απόλ., όπως το Λατ.
referre ad senatum, σε Θουκ. II. 1. Μέσ. με Παθ. παρακ., εἰσενήνεγμαι,
συμπαρασύρομαι, παρασύρομαι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. μεταφέρω για τον εαυτό
μου, εισάγω, σε Ηρόδ., Θουκ. 3. φέρνω, εισάγω μαζί μου, εισάγω, σε
Ηρόδ., Ευρ. III. 1. Παθ., μεταφέρομαι μέσα, αυτός που εισάγεται, σε
Ηρόδ. 2. ορμώ μέσα, σε Θουκ.
εἰσ-φοιτάω, μέλ. -ήσω, πηγαίνω συχνά προς ή σε κάποιο μέρος, σε
Ευρ., Αριστοφ.
εἰσφορά, ἡ (εἰσφέρω),· I. συγκέντρωση, συνάθροιση, συγκομιδή,
σε Ξεν. II. στην Αθήνα, φόρος ιδιοκτησίας που εισπράττονταν για κάλυψη
του ελλείμματος στο εισόδημα (στα έσοδα), για κάλυψη αναγκών ή
απαιτήσεων, δαπανών πολέμου, σε Θουκ. κ.λπ.
εἰσ-φορέω = εἰσφέρω, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.
εἰσ-φρέω, παρατ. -έφρουν, μέλ. -φρήσω και -φρήσομαι· Μέσ.
παρατ. εἰσ-εφρούμην· επιτρέπω την είσοδο, αποδέχομαι, εισάγω, Λατ.
admittere, σε Αριστοφ., Δημ. — Μέσ., φέρνω, εισάγω μαζί με εμένα, σε
Ευρ. (η ρίζα φρέω, πιθ. συγγενές, συγγενική προς το φέρω· απαντά μόνο
στα σύνθ. με δια-, εἰς-, ἐπεις-, ἐκ-).
εἰσ-χειρίζω, μέλ. Αττ. -ῐῶ = ἐγχειρίζω, βάζω μέσα στα χέρια
κάποιου κάτι, εμπιστεύομαι, τίτινι, σε Σοφ.
εἰσ-χέω, μέλ. -χεῶ, χύνω μέσα, σε Ηρόδ., Ευρ. — Παθ. με Επικ.
συγκοπτ. αόρ. βʹ ἐσεχύμην [ῠ], ξεχύνομαι, ἐσέχυντο ἐς πόλιν, σε Ομήρ. Ιλ.
εἴσω, ἔσω, επίρρ. αντί εἰς, ἐς· I. 1. μέσα σε, εντός, απόλ., μήπού τις
ἐπαγγείλῃσι καὶ εἴσω, μήπως κάποιος μπορέσει και μεταφέρει τα νέα και
μέσα στο σπίτι, σε Ομήρ. Οδ.· εἴσω ἀσπίδ' ἔαξε, την έσπασε, την χτύπησε
ακόμη και στο εσωτερικό, ακόμη κι από μέσα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με αιτ.,
δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· Ἄϊδος εἴσω (ενν. δόμον), στο
175

ίδ. II. 1. = ἔνδον, εσωτερικά, μέσα σε, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. με γεν., μένειν
εἴσω δόμων, σε Αισχύλ.· εἴσω τῶν ὅπλων, ανάμεσα στους βαριά
οπλισμένους στρατιώτες, δηλ. περικυκλωμένος από αυτούς, σε Ξεν.
εἰσ-ωθέω, μέλ. -ωθήσω και -ώσω, σπρώχνω με δύναμη μέσα, —
Μέσ., πιέζω τον εαυτό μου πάνω σε, σε Ξεν.
εἰσ-ωπός, -όν (ὤψ), στραμμένος με το πρόσωπο προς μια
κατεύθυνση, εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν, (οι Αχαιοί) στάθηκαν
αντικρύζοντας τα καράβια, σε Ομήρ. Ιλ.

Με την πρόθεση εκ- εντοπίζονται 648 λήμματα

ἐκ, πριν από ένα φωνήεν ἐξ, και ἐγ πριν από τα β, γ, δ, λ, μ· Πρόθ. που
συντάσσεται με γεν. μόνο, Λατ. e, ex· Ριζική σημασία, με προέλευση από
κάτι, έξω από, αντίθ. προς το εἰς· I. λέγεται για τόπο, 1. λέγεται για
κίνηση, έξω από, μπροστά από, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐκ θυμοῦ φίλεον, την
αγαπούσα από την καρδιά μου, με όλη μου την ψυχή, σε Ομήρ. Ιλ. 2.
λέγεται για να δηλωθεί η μετάβαση, η αλλαγή από μία θέση ή κατάσταση
σε μία άλλη, κακὸν ἐκ κακοῦ, ένα κακό προκύπτει από (ή μετά από) ένα
άλλο, στο ίδ.· λόγον ἐκ λόγου λέγειν, σε Δημ. 3. χρησιμοποιείται για να
δηλωθεί διάκριση, διαφορά από ένα αριθμό ή ποσό, ἐκ πόλεων πίσυρες,
τέσσερις από πολλούς, σε Ομήρ. Ιλ. 4. χρησιμοποιείται για θέση, όπως το
ἔξω, έξω από, πέρα από, ἐκ βελέων, έξω από το πεδίο βολής, στο ίδ.· ἐκ
καπνοῦ, έξω από τον καπνό, σε Ομήρ. Οδ. 5. με ρήμ. στάσης, ἐκ ποταμοῦ
χρόα νίζετο, έπλενε το σώμα του με νερό από το ποτάμι, στο ίδ.· με
ρήματα που σημαίνουν κρεμώ ή δένω, ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα,
κρέμασε τη λύρα από (δηλ. πάνω) από τον πάσσαλο, στο ίδ.· ἐκ τοῦ
βραχίονος ἐπέλκουσα, οδηγώντας το (από το χαλινάρι) πάνω από το χέρι
της, σε Ηρόδ.· επίσης, κάθομαι ή στέκομαι, στᾶσ' ἐξ Οὐλύμποιο, από τον
Όλυμπο εκεί όπου αυτή στεκόταν, σε Ομήρ. Ιλ.· καθῆσθαι ἐκ πάγων,
κάθομαι πάνω στους λόφους και παρατηρώ από αυτούς, σε Σοφ. II.
λέγεται για χρόνο, 1. ἐξ οὗ ή ἐξ οὗτε (χρόνου), Λατ. ex quo, έκτοτε, από
τότε, σε Όμηρ., Αττ.· ἐκ τοῦ ή ἐκ τοῖο, από εκείνο το χρονικό διάστημα,
σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκπολλοῦ (ενν. χρόνου), για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα,
σε Θουκ. 2. λέγεται για ιδιαίτερα χρονικά σημεία, ἐκ νέου ή ἐκ παιδός,
από την παιδική ηλικία· ἐξ ἀρχῆς κ.λπ.· ομοίως και, ἐκ θυσίας γενέσθαι,
να έχει μόλις τελειώσει, ολοκληρώσει μια θυσία, σε Ηρόδ.· ἐκ τοῦ
ἀρίστου, μετά το πρωϊνό, πρόγευμα, σε Ξεν. 3. όταν λέμε εν καιρώ ή με
τον καιρό, ἐκ νυκτῶν, σε Ομήρ. Οδ.· ἐκ νυκτός, σε Ξεν. κ.λπ. III. λέγεται
για προέλευση, 1. ύλης, από την οποία κατασκευάστηκαν αντικείμενα,
ποιεῖσθαι ἐκ ξύλων τὰ πλοῖα, σε Ηρόδ. 2. δημιουργού, ἔκ τινος εἶναι,
γενέσθαι φῦναι κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν, σε Πλάτ. 3.
αιτίας, αφορμής, γέννησης κάποιου πράγματος, ὄναρ ἐκ Διός ἐστιν, σε
176

Ομήρ. Ιλ.· θάνατος ἐκ μνηστήρων, θάνατος από το χέρι των μνηστήρων,


σε Ομήρ. Οδ.· τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα, τείχη οικοδομημένα από αυτούς, σε
Ηρόδ. 4. με ποιητικό αίτιο που ακολουθεί μετά από Παθ. ρήμ., εκεί που
το ὑπόείναι πιο συνηθισμένο, ἐφίληθεν ἐκΔιός, ήταν αγαπημένοι του (δηλ.
αγαπήθηκαν από αυτόν), σε Ομήρ. Ιλ. 5. λέγεται για αιτία, όργανο ή μέσα
εξαιτίας των οποίων γίνεται κάτι, ἐκ πατέρων φιλότητας, συνεπεία,
εξαιτίας της φιλίας των πατέρων μας, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ἔκ τίνος; ἐκ
τοῦ; γιατί; σε Ευρ.· ποιεῖτε ὑμῖν φίλους ἐκ τοῦ Μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας,
κάνετε φίλους από (δηλ. μέσω), σε Κ.Δ. 6. από, δηλ. σύμφωνα με, ἐκ τῶν
λογίων, σύμφωνα με τους χρησμούς, σε Ηρόδ.· ἐκ νόμων, σε Αισχύλ. 7.
περιφρ. αντί επιρρ. (όπως στη Λατ. ex consulto, ex composito), ἐκ βίας,
με τη βία, βιαίως, σε Σοφ.· ἐκ τοῦ φανεροῦ = φανερῶς, σε Θουκ. κ.λπ. 8.
με αριθμητικά, ἐκ τρίτου, τρίτο στη σειρά, σε Ευρ.
Ἑκά-εργος, ὁ (ἑκάς, *ἔργω), αυτός που ενεργεί από μακριά
(λέγεται για τον Απόλλωνα), αυτός που τοξεύει από μακριά, εξακοντίζει
από μακριά, όπως το ἐκηβόλος, σε Ηρόδ.
ἐκάην, Παθ. αόρ. βʹ του καίω.
ἕκᾰθεν, επίρρ. (ἑκάς)· I. από μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ἕκαθεν
πόλιος, στο ίδ. II. ἑκάς, μακριά, από μακριά, σε Ομήρ. Οδ.
ἐκάθηρα, αόρ. αʹ του καθαίρω.
ἐκάμμῠσα, ποιητ. αντί κατ-έμῠσα, αόρ. αʹ του κατα-μύω.
ἔκᾰμον, αόρ. αʹ του κάμνω.
ἑκάς[ᾰ], Αττ. ἕκας, επίρρ., I. 1. μακριά, μακριά από, Λατ. procul,
σε Όμηρ., Τραγ.· οὐχ ἑκάς, σε Θουκ.· με γεν., μακριά από κάποιον, σε
Ομήρ. Ιλ.· επίσης, ἑκὰς ἀπὸ τοῦ τείχεος, στο ίδ. 2. Συγκρ. ἑκαστέρω,
μακρύτερα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με γεν., σε Ηρόδ.· επίσης ἑκαστέρω, σε
Θεόκρ.· υπερθ., ἑκαστάτω, πάρα πολύ μακριά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.·
ἑκαστάτω τινός, πάρα πολύ μακριά από..., στον ίδ. II. λέγεται για χρόνο,
οὐχ ἑκὰς χρόνου, σε όχι μακρινό χρονικό διάστημα, στον ίδ.
ἑκαστάτω, υπερθ. του ἑκάς, βλ. αυτ.
ἑκασταχόθεν (ἕκαστος), επίρρ., από κάθε πλευρά, σε Θουκ., Ξεν.
ἑκασταχόθι (ἕκαστος), επίρρ., στην κάθε πλευρά, σε Πλούτ.
ἑκασταχοῖ (ἕκαστος), επίρρ., προς κάθε πλευρά, με κάθε τρόπο, σε
Πλούτ.
ἑκασταχόσε (ἕκαστος), επίρρ., προς κάθε πλευρά, σε Θουκ.
ἑκασταχοῦ (ἕκαστος), επίρρ., παντού, σε Θουκ. κ.λπ.
ἑκαστέρω, συγκρ. του ἑκάς, βλ. αυτ.
ἑκάστοθι, επίρρ., για καθετί ή για τον καθένα, σε Ομήρ. Οδ.
ἕκαστος, -η, -ον, I. έκαστος, καθείς, καθένας, Λατ. quisquie, σε
Όμηρ. κ.λπ.· ο ενικ. συχνά συνοδεύεται από ένα ρήμα στον πληθ., ἔβαν
οἴκονδε ἕκαστος, επέστρεψαν όλοι τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ἕκαστος ἐπίστασθε,
σε Ξεν.· ο ενικ. επίσης τίθεται παράλληλα με ουσ. πληθ., Τρῶας ἕκαστον
ὑπήλυθε τρόμος (αντί Τρώων ἕκαστον), φόβος κατέλαβε καθένα από
177

αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ. II. στον πληθ., όλοι κι ο κάθε ένας ξεχωριστά, σε
Όμηρ. III. 1. πιο συγκεκριμένα, εἷς ἕκαστος, Λατ. unusquisque, ο καθένας
χωριστά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καθ' ἕκαστον, ξεχωριστά, ιδιαίτερα, από μόνο
του, Λατ. singulatim, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. ὡς ἕκαστοι, καθένας από μόνος
του, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἑκάστοτε (ἕκαστος), επίρρ., κάθε φορά, σε κάθε περίπτωση, σε
Ηρόδ. κ.λπ.· ἑκάστοτ' ἀεί, σε Αριστοφ.
ἑκαστοτέρω, επίρρ. όπως το ἑκαστέρω, βλ. ἑκάς.
Ἑκᾰταῖος, -α, -ον, ο σχετικός με την Εκάτη· Ἑκάταιον ή Ἑκάτειον,
τό, άγαλμα ή ναός της Εκάτης, σε Αριστοφ.
ἑκᾰτεράκις[ᾰ], επίρρ. (ἑκάτερος), κάθε φορά, σε Ξεν.
ἑκάτερθε[ᾰ], πριν από φωνήεν -θεν, επίρρ. αντί ἑκατέρωθεν, από
κάθε πλευρά, και από τις δύο μεριές, Λατ. utrinque, σε Όμηρ.· με γεν.,
στην κάθε πλευρά του, στον ίδ.
ἑκάτερος[ᾰ], -α, -ον, ο κάθε ένας από τους δύο, έκαστος, ο κάθε
ένας ξεχωριστά από τους δύο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον ενικ., με ουσ. πληθ.,
όπως το Λατ. uterque, ταῦτα εἰπόντες ἀπῆλθον ἑκάτερος, σε Ξεν.· εκτός
όταν το κάθε μέρος είναι στον πληθ., σε Πλάτ.
ἑκᾰτέρωθεν, επίρρ., από κάθε μέρος, από κάθε πλευρά, όπως το
ποιητ. ἑκάτερθεν, σε Ηρόδ., Θουκ.· με γεν., ἐκ τῆς πόλεως, στον ίδ.
ἑκᾰτέρωθι, επίρρ., από κάθε πλευρά, σε Ηρόδ.
ἑκᾰτέρωσε, επίρρ., προς κάθε μία πλευρά, προς κάθε μία
κατεύθυνση από τις δύο, και προς τις δύο πλευρές, σε Πλάτ., Ξεν.
Ἑκάτη, ἡ (ἕκᾰτος),· I. η Εκάτη, η Τοξοβόλος, σε Ησίοδ.· έπειτα,
ταυτίστηκε με την Άρτεμη. II. Ἑκάτης δεῖπνον, το γεύμα της Εκάτης,
δείπνο το οποίο παρέθεταν οι πλούσιοι στη βάση του αγάλματός της την
τριακοστή μέρα κάθε μήνα για τους ζητιάνους, εξαθλιωμένους και
πένητες και γενικά τους φτωχούς, σε Αριστοφ.
ἑκᾰτη-βελέτης, -ου, ὁ, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.
ἑκᾰτη-βόλος, -ον (ἑκάς, βάλλω), αυτός που σημαδεύει από μακριά,
επίθ. του Απόλλωνα, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ως ουσ., η Τοξοβόλος, σε Ομήρ.
Ιλ.
ἕκᾱτι, Δωρ. και Αττ. αντί ἕκητι.
ἑκᾰτογ-κάρηνος, -ον (κάρηνον), = το επόμ., σε Αισχύλ.
ἑκᾰτογ-κεφάλας, γεν. -α, ὁ (κεφαλή), αυτός που έχει εκατό
κεφάλια, σε Πίνδ.· ομοίως μεταγεν., ἑκατογ-κέφαλος, -ον, σε Ευρ.,
Αριστοφ.
ἑκᾰτόγ-χειρος, -ον (χείρ), αυτός που έχει εκατό χέρια, λέγεται για
τον Βριάρεω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἑκατόγ-χειρ, ὁ, ἡ, σε Πλούτ.
ἑκᾰτό-ζῠγος, -ον (ζυγόν), αυτός που έχει εκατό καθίσματα για
κωπηλάτες, σε Ομήρ. Ιλ.
ἑκατομβαιών, -ῶνος, ὁ, ο μήνας κατά τη διάρκεια του οποίου
προσφέρονταν τα Εκατόμβαια, ο πρώτος μήνας του Αττ. έτους, που
178

αντιστοιχεί στο τελευταίο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου και το πρώτο του


Αυγούστου, σε Αττ.
ἑκᾰτόμ-βη, ἡ (ἑκατόν, βοῦς), κυρίως, προσφορά, θυσία εκατό
βοδιών· αλλά γενικά, μεγάλη δημόσια θυσία· παρόλο που στην Ομήρ. Ιλ.
βρίσκουμε μία εκατόμβη δώδεκα βοδιών· στην Ομήρ. Οδ. εκατόμβη
ογδόντα ενός βοδιών.
ἑκᾰτόμ-βοιος, -ον (βοῦς), αυτός που η τιμή του είναι ίση της αξίας
εκατό βοδιών, σε Ομήρ. Ιλ.
ἑκᾰτόμ-πεδος, -ον (πούς), αυτός που έχει μήκος εκατό «πόδια», σε
Ομήρ. Ιλ.
ἑκᾰτόμ-πολις, -ι, η χώρα που αριθμεί εκατό πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.
ἑκᾰτόμ-πους, ὁ, ἡ, αυτός που έχει εκατό πόδια, σε Σοφ.
κᾰτόμ-πῠλος, -ον (πύλη), αυτός που έχει εκατό πύλες, σε Ομήρ. Ιλ.
ἑκᾰτόν, οἱ, αἱ, τά, ἄκλιτο, εκατό, Λατ. centum, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
ἑκᾰτοντα-ετηρίς, -ίδος, ἡ (ἔτος), περίοδος εκατό ετών, σε Πλάτ.
ἑκᾰτον-τάλαντος, -ον, αυτός που έχει αξία εκατό ταλάντων, σε
Αριστοφ.
ἑκᾰτοντα-πλᾰσίων, -ον, γεν. -ονος, εκατό φορές πιο πολύς ή
περισσότερος, σε Ξεν.
ἑκᾰτοντά-πῠλος, -ον (πύλη), = ἑκατόμπυλος, σε Ανθ.
ἑκᾰτοντ-άρχης, -ου, ὁ (ἄρχω), αρχηγός λόχου εκατό ανδρών, σε
Ηρόδ.
ἑκᾰτόντ-αρχος, ὁ, = ἑκατοντάρχης, σε Ξεν.
ἑκᾰτοντάς, -άδος, ἡ, εκατοντάδα, αριθμός με δυναμικότητα του
εκατό, σε Ηρόδ.
ἑκᾰτοντ-όργυιος, -ον, σχετικός με εκατό «οργυιές», σε Αριστοφ.
ἑκᾰτοντ-ούτης, -ου, ὁ, συνηρ. αντί ἑκατονταετής, σε Λουκ.
ἕκᾰτος, ὁ (ἑκάς), αυτός που τοξεύει από μακριά, επίθ. του
Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἑκᾰτό-στομος, -ον (στόμα), αυτός που έχει εκατό στόματα, σε Ευρ.
ἑκᾰτοστός, -ή, -όν, I. εκατοστός, Λατ. centesimus, σε Ηρόδ. κ.λπ.·
ἐπ' ἑκατοστά, με εκατό πτυχές, στον ίδ. II. ἑκατοστή, ἡ, το εκατοστό
μέρος, φόρος στην Αθήνα, σε Αριστοφ., Ξεν.
ἑκᾰτοστύς, -ύος, ἡ, = ἑκατοντάς, σε Ξεν.
ἐκ-βάζω, μέλ. -ξω, μιλώ δυνατά ή υψηλόφωνα, δηλώνω,
διακηρύσσω, σε Αισχύλ.
ἐκ-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, αόρ. βʹ ἐξέβην·
Α. I. 1. βγαίνω έξω από, εξέρχομαι από ένα μέρος· με γεν., σε Ομήρ.
Ιλ. κ.λπ.· ἐκβ. ἐκ..., σε Θουκ.· απόλ., αποβιβάζομαι, ξεμπαρκάρω,
αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. εξέρχομαι από ένα μέρος,
με γεν. ή ἐκβ. ἐκ..., σε Ευρ. κ.λπ. 3. με αιτ., εξέρχομαι, ξεπερνώ,
υπερβαίνω, στον ίδ., σε Πλάτ. 4. στους Ποιητές το όργανο κίνησης
προστίθεται σε αιτ., ἐκβὰς πόδα, σε Ευρ.· πρβλ. βαίνω Α. II. 3. II. μεταφ.,
179

1. βγαίνω, εξέρχομαι από κάπου με αυτό ή τον άλλο τρόπο,


πραγματοποιώ, αποβαίνω, σε Ηρόδ., Θουκ.· εκπληρώνομαι, λέγεται για
προφητείες, σε Δημ.· κάκιστος ἐκβ., αποδεικνύομαι φαύλος, αχρείος,
κακοήθης, σε Ευρ.· τὰ ἐκβησόμενα, αυτά που πρόκειται, που είναι πιθανό
να συμβούν, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. βγαίνω έξω απ' τα αναμενόμενα, δέοντα,
προσήκοντα όρια, τα υπερβαίνω, πηγαίνω μακριά, ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ', σε
Ευρ. Β. Μεταβατικό, στον αόρ. αʹ -έβησα· εκβιβάζω, αποβιβάζω από
πλοίο, σε Όμηρ., Ευρ.
ἐκ-βακχεύω, μέλ. -σω, διεγείρω σε Βακχική μανία, καθιστώ
κάποιον μανιώδη, σε Ευρ., Πλάτ. — Παθ., γίνομαι μανιώδης, στον ίδ.·
ομοίως και στη Μέσ., σε Ευρ.
ἐκβαλεῖν, απαρ. αόρ. βʹ του ἐκβάλλω.
ἐκ-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, παρακ. -βέβληκα, αόρ. βʹ ἐξέβᾰλον· I. 1.
εκτοπίζω ή απομακρύνω από ένα μέρος, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ή
απόλ., πετώ έξω, αποκρούω, ρίχνω, πετώ εκτός, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης
όπως το Λατ. ejicere, ρίχνω στη ξηρά, στο ίδ., σε Ηρόδ.· αλλά, ἐκβ. ἐς τὸ
πέλαγος, φέρνουν, παρασύρουν έξω στο πέλαγος, στον ίδ. — Μέσ.,
εκβάλλω στη ξηρά, στον ίδ. 2. απομακρύνω από ένα μέρος, εξορίζω, στον
ίδ. κ.λπ. 3. εγκαταλείπω σ' ένα έρημο νησί, σε Σοφ.· εκθέτω ένα νεκρό,
στον ίδ. 4. διαλύω το γάμο με τη σύζυγό μου, την αποπέμπω, σε Δημ. 5.
απομακρύνω κάποιον από τη θέση του, εκθρονίζω, διώχνω ένα βασιλιά
από το θρόνο, σε Αισχύλ. κ.λπ. II. 1. αφαιρώ από, Λατ. excutere, χειρῶν
ἔκβαλλε κύπελλα, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., δοῦρα ἐκβ., κόβω, ρίχνω δέντρα
(κυρίως, τα κόβω από το δάσος), στο ίδ. 2. ανοίγω με τη βία, εισέρχομαι
βιαίως, πύλας, σε Ευρ. III. αφήνω κάτι να πέσει, χειρὸς ἔκβαλειν ἔγχος,
σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., ἔπος ἐκβ., ξεστόμισα, άφησα να μου ξεφύγει ένας
μάταιος λόγος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, δάκρυα ἔκβ., σε Ομήρ. Οδ.· ἐκβ.
ὀδόντας, βγάζω τα δόντια κάποιου, σε Ευρ. IV.πετώ, απορρίπτω,
αποκρούω, αποδοκιμάζω, σε Σοφ. κ.λπ.· απορρίπτω έναν υποψήφιο για
αξίωμα, σε Δημ.· διώχνω, οδηγώ έναν ηθοποιό εκτός σκηνής, Λατ.
explodere, στον ίδ. V. χάνω, κυρίως από δικό μου σφάλμα, υπαιτιότητα,
σε Σοφ. κ.λπ. VI. είμαι παραγωγικός, λέγεται για γυναίκες, σε Πλούτ.·
ομοίως λέγεται και για σιτάρι, ἐκβ. στάχυν, σε Ευρ. VII. αμτβ. (ενν.
ἑαυτόν), εξέρχομαι, απέρχομαι, αναχωρώ, φεύγω, απομακρύνομαι, στον
ίδ.· λέγεται για ποταμό, αδειάζω, χύνομαι, μένω κενός, άδειος,
εκκενώνομαι, σε Πλάτ.
ἐκβάς, μτχ. αορ. βʹ του ἐκβαίνω.
ἔκβᾰσις, -εως, ἡ (ἐκβαίνω),· I. πέρασμα που οδηγεί έξω, έξοδος,
σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. 2. έξοδος από, διαφυγή από, με γεν., σε Ευρ.
ἐκ-βάω, Δωρ. αντί ἐκβαίνω, ἐκβῶντας, σε Θουκ.
ἐκ-βεβαιόω, μέλ. -ώσω, επιβεβαιώνω, σε Πλούτ.· στη Μέσ., στον
ίδ.
180

ἐκ-βιάζω, σπρώχνω κάποιον έξω με τη βία — Παθ., τόξονχειρῶν


ἐκβεβιασμένον, το τόξο αφαιρέθηκε με τη βία από τα χέρια μου, σε Σοφ.
ἐκ-βῐβάζω, μέλ. Αττ. -βιβῶ, I. μτβ. του ἐκβαίνω, κάνω κάποιον να
βγει, να εξέλθει, να βαδίσει προς τα έξω, σε Αριστοφ.· ἐκβ. ποταμόν,
εκτρέπω τη ροή ενός ποταμού, σε Ηρόδ.· μεταφ., ἐκβ. τινὰ δικαίων
λόγων, σταματώ, διακόπτω κάποιον από τη συζήτηση του ζητήματος της
δικαιοσύνης, σε Θουκ. 2. αποβιβάζω κάποιον από πλοίο, ξεμπαρκάρω,
στον ίδ.
ἐκ-βιβρώσκω, παρακ. -βέβρωκα, καταβροχθίζω, σε Σοφ.
ἐκ-βλαστάνω, αόρ. βʹ ἐξ-έβλαστον, φυτρώνω, φύομαι, σε Πλάτ.
ἐκβλητέον, ρημ. επίθ. του ἐκβάλλω, αυτό που πρέπει να αποβληθεί,
σε Πλάτ.
ἔκβλητος, -ον (ἐκβάλλω), αυτός που έχει ριχθεί έξω ή μακριά, σε
Ευρ.
ἐκ-βλύζω, εκρέω, σε Πλούτ.
ἐκ-βοάω, καλώ σε βοήθεια, φωνάζω, κραυγάζω, σε Ξεν., Πλάτ.
ἐκβοήθεια, ἡ, έξοδος προς βοήθεια, έξοδος πολιορκημένων, σε
Θουκ.
ἐκ-βοηθέω, μέλ. -ήσω, ορμώ, σπεύδω προς βοήθεια, σε Ηρόδ.·
πραγματοποιώ έξοδο, σε Θουκ.
ἐκ-βολβίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ (βολβός), ξεφλουδίζω, όπως κάνει
κάποιος στα εξωτερικά φύλλα ενός κρεμμυδιού (στις φλούδες), σε
Αριστοφ.
ἐκβολή, ἡ (ἐκβάλλω), I. 1. ρίψη, ψήφων ἐκβ., άδειασμα των ψήφων
έξω από την υδρία, σε Αισχύλ. 2. ρίψη φορτίου στη θάλασσα, στον ίδ. II.
εκδίωξη, εξορία, στον ίδ., σε Πλάτ. III. χύσιμο, εκροή, δακρύων, σε Ευρ.
IV. γέννηση, παραγωγή· ἐκβ. σίτου, χρόνος κατά τον οποίο σχηματίζεται
το στάχυ του σιταριού, σε Θουκ. V. 1. (από αμτβ. σημασία του ἐκβάλλω),
έξοδος, διέξοδος, Λατ. exitus, ἐκβ. ποταμοῦ, έξοδος ενός ποταμού που
βρίσκεται ανάμεσα σε βουνά, σε Ηρόδ.· ορεινό πέρασμα, στον ίδ.· στόμα
ποταμού, σε Θουκ. 2. ἐκβ. λόγου, «παρέκβαση», στον ίδ. VI.1. (από την
Παθ.), αυτό που αποβάλλεται, ἐκβ. δικέλλης, αυλακιά της γης ή σκάλισμα
από ξινάρι ή τσάπα, σε Σοφ.· οὐρεία ἐκβολή, βρέφη εγκαταλελειμμένα
στα βουνά, σε Ευρ. 2. φορτίο που ρίχτηκε στη θάλασσα, ἐκβολαὶ νεώς,
ναυαγοί ναύτες, στον ίδ.
ἔκβολος, -ον (ἐκβάλλω), αυτός που έχει εγκαταλειφθεί σ' ένα
μέρος, με γεν., σε Ευρ.· ως ουσ., ἔκβολον, τό, απόβλητος, στον ίδ.· αλλά,
ναὸς ἔκβολα, κουρέλια που ξεβράστηκαν από το ναυαγισμένο πλοίο,
στον ίδ.
ἐκ-βράζω ή -βράσσω, μέλ. -βράσω, βγάζω αφρό, αφρίζω, λέγεται
για τη θάλασσα — Παθ. λέγεται για πλοία, ξεβράζομαι στη ξηρά, σε
Ηρόδ.
181

ἐκ-βροντάω, μέλ. -ήσω, καταφέρω χτύπημα, πλήττω με αστραπή,


ἐξεβροντήθη σθένος, είχε δύναμη που του αφαιρέθηκε από κεραυνό, σε
Αισχύλ.
ἐκ-βρῡχάομαι, αποθ., μουγκρίζω μπροστά ή ηχηρά, φωναχτά, σε
Ευρ.
ἔκβρωμα, -ατος, τό (ἐκβιβρώσκω), οτιδήποτε κατατρώγεται,
πρίονος ἔκβ., «πριονίδια», σε Σοφ.
ἐκ-γᾰμίζω, μέλ. -σω, δίνω σε γάμο· Παθ., δίνομαι σε γάμο, σε Κ.Δ.·
ομοίως και, ἐκγαμίσκομαι, στο ίδ.
ἐκ-γαυρόομαι, Παθ., θριαμβολογώ, εγκωμιάζω, με αιτ., σε Ευρ.
ἐκγέγᾰα, ποιητ. παρακ. του ἐκγίγνομαι.
ἐκ-γελάω, μέλ. -άσομαι, γελώ ηχηρά, δυνατά, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.·
μεταφ. λέγεται για υγρό, αναβλύζω με θόρυβο, κάνω παφλασμό,
κελαρύζω, σε Ευρ.
ἐκγενέσθαι, απαρ. αορ. βʹ του ἐκγίγνομαι.
ἐκγενέτης, -ου, ὁ, = ἔκγονος, σε Ευρ.
ἐκ-γίγνομαι, μεταγεν. και Ιων. ἐκ-γίν-[ῑ]· μέλ. -γενήσομαι. Επικ.
παρακ. ἐκγέγᾰα, γʹ δυϊκ. ἐκγεγάτην [ᾰ], μτχ. ἐκγεγαώς· I. 1. Αποθ.,
γενιέμαι από τον πατέρα, με γεν., Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα, σε Ομήρ. Ιλ. 2.
με δοτ., γεννιέμαι σε, Πορθεῖ τρεῖς παῖδες ἐξεγένοντο, στο ίδ. II. στον αόρ.
βʹ, παρέρχομαι· χρόνου ἐκγεγονότος, χρόνος που παρήλθε, σε Ηρόδ.· με
γεν., ἐκγενέσθαι τοῦ ζῆν, να έχει απέλθει από αυτή την ζωή, να έχει
πεθάνει, σε Ξεν. III. απρόσ., ἐκγίγνεται, όπως το ἔξεστι, επιτρέπεται, είναι
δεδομένο, παραδεδεγμένο· με δοτ. προσ. και απαρ., συνηθ. με άρνηση,
οὐκ ἐξεγένετό τινι ποιεῖν, δεν επιτράπηκε σε αυτόν να κάνει, σε Ηρόδ.·
απόλ., οὐκ ἐξεγένετο, δεν ήταν μέσα στα όρια της εξουσίας του, στον ίδ.
ἐκ-γλύφω[ῠ], μέλ. -ψω· I. σκαλίζω, κάνω κάτι κοίλο· ανώμ. Παθ.
παρακ. ἐξέγλυμμαι, σε Πλάτ. II. εκκολάπτω, κλωσσώ, σε Πλούτ.
ἔκγονος, -ον (ἐκ-γίγνομαι),· I. αυτός που έχει γεννηθεί από, έχει
φυτρώσει από, τινος, σε Όμηρ. II. ως ουσ., τέκνο, παιδί, είτε γιος είτε
κόρη, στο ίδ.· και στον πληθ., ἔκγονοι, απόγονοι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ουδ.,
ἔκγονά τινος, καρποί, γενιά, βλαστοί, απόγονοι κάποιου, σε Αισχύλ.
ἐκ-γράφω[ᾰ], μέλ. -ψω, αντιγράφω — Μέσ., γράφω ή αντιγράφω
για τον εαυτό μου, σε Αριστοφ., Δημ.
ἐκ-γυμνόομαι, Παθ., γδύνομαι, βγάζω τα ρούχα μου τελείως, σε
Βάβρ.
ἐκ-δακρύω, μέλ. -σω, ξεσπώ σε δάκρυα, κλαίω, θρηνώ φωναχτά,
μεγαλόφωνα, σε Σοφ., Ευρ.
ἐκδεδαρμένος, μτχ. Παθ. παρακ. του ἐκδέρω.
ἐκδεδωριεῦνται, γʹ πληθ. παρακ. του ἐκδωριεύομαι.
ἐκ-δεής, -ές (δέομαι), ελλιπής, ατελής.
ἔκδεια, ἡ, έλλειψη, καθυστέρηση, σε Θουκ.
182

ἐκ-δείκνῡμι, μέλ. -δείξω, επιδεικνύω, φανερώνω, εκθέτω,


παρουσιάζω, εμφανίζω, διακηρύττω, εκθέτω, σε Σοφ., Ευρ.
ἐκ-δειματόω, μέλ. -ώσω, επιτετ. αντί δειματόω, σε Πλάτ.
ἐκδέκομαι, Ιων. αντί ἐκδέχομαι.
ἔκδεξις, -εως, ἡ (ἐκδέχομαι), αποδοχή από κάποιον άλλο, διαδοχή,
σε Ηρόδ.
ἐκδέρω, Ιων. -δείρω, μέλω. -δερῶ· I. αφαιρώ δέρμα από πρόσωπο,
με αιτ., σε Ηρόδ.· επίσης με αιτ. πράγμ., αφαιρώ, βύρσαν ἐκδ., σε Ευρ. II.
ξυλοφορτώνω έντονα, «μαυρίζω στο ξύλο», σε Αριστοφ.
ἔκδετος, -ον (ἐκδέω), αυτός που έχει δεθεί πάνω σε κάτι, σε Ανθ.
ἐκ-δέχομαι, Ιων. ἐκδέκ-, μέλ. -δέξομαι· αποθ., I. κυρίως και
συνηθέστερα, τις περισσότερες φορές λέγεται για πρόσωπα. 1. παίρνω ή
δέχομαι από κάποιον άλλο, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. 2.
παραλαμβάνω, λέγεται για διάδοχο, τὴν ἀρχὴν παρά τινος, σε Ηρόδ.
κ.λπ.· συχνά επίσης με την αιτ. να παραλείπεται, ἐξεδέξατο Σαδυάττης
(ενν. τὴν βασιληΐην), αυτός διαδέχτηκε, στον ίδ. 3. λαμβάνω, παίρνω το
λόγο, ὥσπερ σφαῖραν ἐκδ. τὸν λόγον, σε Πλάτ. 4. περιμένω, προσδοκώ,
σε Σοφ. II. για γεγονότα, περιμένω, αναμένω, Λατ. excipere, σε Ηρόδ.
III. για χώρες που συνορεύουν, στον ίδ.
ἐκ-δέω, μέλ. -δήσω, δένω με αποτέλεσμα να κρέμομαι από...,
δένομαι, στερεώνομαι σε ή πάνω σε, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., σανίδας
ἐκδῆσαι, δένω σανίδες (στη πλάτη, ράχη του), σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ.,
δένω κάτι πάνω μου, κρεμώ κάτι γύρω από τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.
ἔκ-δηλος, -ον, φανερός, αξιοσημείωτος, επιφανής, σε Ομήρ. Ιλ.·
πασιφανής, σε Δημ.
ἐκ-δημέω, μέλ. -ήσω, αποδημώ, αναχωρώ, βρίσκομαι σε ταξίδι, σε
Ηρόδ., Σοφ.
ἐκδημία, ἡ, αποδημία, εξορία, σε Πλάτ.
ἔκ-δημος, -ον, I. αυτός που αποδημεί, που έχει φύγει σε ταξίδι, σε
Ξεν.· ἐκδ. στρατεῖαι, στρατιωτική θητεία σε ξένες χώρες, σε Θουκ.·
ἐκδ.φυγή, σε Ευρ. II. με γεν., αυτός έχει αναχωρήσει από, στον ίδ.
ἐκ-διαβαίνω, αόρ. βʹ -δεξέβην, διαβαίνω, περνώ εντελώς, με αιτ.,
σε Ομήρ. Ιλ.
ἐκ-διαιτάομαι, μέλ. -ήσομαι· Παθ., ξεφεύγω, απομακρύνομαι από
τον τρόπο ζωής στον οποίο ήμουν συνηθισμένος, αλλάζω τις συνήθειές
μου, σε Θουκ.
ἐκδιαίτησις, -εως, ἡ, αλλαγή, τροποποίηση, μεταβολή συνηθειών,
σε Πλούτ.
ἐκδίδαγμα, -ατος, τό, δοκίμιο του μαθητή, δείγμα, υπόδειγμα, σε
Ευρ.
ἐκ-διδάσκω, μέλ. -ξω· 1. διδάσκω πλήρως, Λατ. edocere, σε
Αισχύλ. κ.λπ.· ἐκδ. τινά τι, σε Σοφ. — Μέσ., βάζω κάποιον άλλο να
διδαχθεί, λέγεται για τους γονείς, σε Ηρόδ., Ευρ. — Παθ., αἰσχρὰ
183

ἐκδιδάσκεται, διδάσκεται επαίσχυντα, αδιάντροπα, άτιμα πράγματα, σε


Σοφ.· ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ' οἶκον, αυτός που έχει μάθει πράγματα από το
σπίτι του, στον ίδ. 2. με αιτ. προσ. και απαρ., διδάσκω κάποιον στο να
είναι έτσι ή αλλιώς, στον ίδ.· με το απαρ., παραλείπεται, γενναῖόν τινα
ἐκδ., σε Αριστοφ.
ἐκ-διδράσκω, Ιων. -διδρήσκω, μέλ. -δράσομαι [ᾱ], αόρ. βʹ ἐξ-
έδραν, μτχ. ἐκδράς· φεύγω από κάποιο μέρος, τρέπομαι σε φυγή,
δραπετεύω, το βάζω στα πόδια, το σκάω, αποδρώ, ἐκ τόπου, σε Ηρόδ.·
απόλ., σε Αριστοφ.
ἐκ-δίδωμι, γʹ ενικ. ἐκδιδοῖ (όπως αν προερχόταν από το -διδόω),
μέλ. -δώσω· I. 1. παραδίδω, εκχωρώ, εγκαταλείπω, ιδίως αυτό που έχει
αρπαχθεί παράνομα, Λατ. reddere, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ἐκδ. δοῦλον,
παραδίδω δούλο προς εξέταση για να ανακριθεί με βασανισμό, σε Δημ.
2. ἐκδ. θυγατέρα, δίνω την κόρη μου σε γάμο, Λατ. nuptum dare, σε
Ηρόδ., Αττ.· ομοίως και στη Μέσ., ἐκδίδοσθαι θυγατέρα, σε Ηρόδ., Ευρ.
3. δίνω αντί χρημάτων, νοικιάζω, σε Ηρόδ.· με απαρ., όπως το Λατ.
locare aliquid faciendum, σε Δημ. 4. δανείζω χρήματα με υποθήκη,
όπως το φορτίο ενός πλοίου, παρά Δημ. II. αμτβ. (ενν. ἑαυτὸν ή -ούς),
λέγεται για ποτάμια, εκβάλλω, χύνομαι, σε Ηρόδ.
ἐκ-δῐκάζω, μέλ. -άσω· I. αποφασίζω οριστικά, αμετάκλητα,
τελεσιδικώ, λέγεται για δικαστή, σε Αριστοφ. II. εκδικούμαι, τιμωρώ, σε
Ευρ.
ἐκδῐκαστής, -οῦ, ὁ, εκδικητής, τιμωρός, σε Ευρ.
ἐκδῐκέω, μέλ. -ήσω (ἔκδικος)· I. εκδικούμαι, τιμωρώ έγκλημα, σε
Κ.Δ.· επίσης, απαιτώ εκδίκηση για ένα έγκλημα, στο ίδ. II. εκδικούμαι
κάποιον, στο ίδ.· ἐκδ. τινὰ από τινος, εκδικούμαι κάποιον για λογαριασμό
κάποιου άλλου, στο ίδ.
ἐκδίκησις, -εως, ἡ, εκδίκηση, ἐκδίκησιν ποιεῖν τινι, τον εκδικείται,
σε Κ.Δ.
ἔκ-δῐκος, -ον (δίκη), I. αυτός που είναι εκτός νόμου, παράνομος,
άδικος, Λατ. exlex, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίρρ. -κως, στον ίδ. II. διατήρηση,
διαφύλαξη του δικαίου, εκδίκηση, σε Ανθ.
ἐκ-διφρεύω, μέλ. -σω, ρίχνω από ένα άρμα, από μία δίτροχη άμαξα,
σε Λουκ.
ἐκδιώκω, μέλ. -διώξομαι, διώχνω, εξορίζω, σε Θουκ.
εκ-δονέω, μέλ. -ήσω, συνταράζω, διασαλεύω, σε Ανθ.
ἔκδοσις, -εως, ἡ (ἐκδίδωμι), 1. εγκατάλειψη, παράδοση, σε Ηρόδ.,
Πλάτ. 2. παράδοση, συνόδευση σε γάμο, στον ίδ. 3. δανεισμός χρημάτων
για πλοία ή εξαγόμενα προϊόντα, ναυτοδάνειο, σε Δημ.
ἐκδοτέον, ρημ. επίθ. του ἐκδίδωμι· 1. αυτό που πρέπει να
παραδοθεί, σε Πλούτ. 2. αυτό που πρέπει να δοθεί σε γάμο, σε Αριστοφ.
ἔκδοτος, -ον (ἐκδίδωμι), αυτός που παραδίδεται, που δίνεται, που
εκχωρείται, σε Ηρόδ., Αττ.
184

ἐκδοχή, ἡ (ἐκδέχομαι),· I. αποδοχή, παραλαβή κάποιου πράγματος


από κάποιον άλλο, διαδοχή, σε Αισχύλ., Ευρ. II. = προσδοκία, σε Κ.Δ.
ἐκδόχιον, τό (ἐκδέχομαι), δεξαμενή, αποθήκη, σε Ανθ.
ἐκ-δρᾰκοντόομαι (δράκων), Παθ., μεταβάλλομαι σε πραγματικό
ερπετό, σε Αισχύλ.
ἐκδρᾰμεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἐκτρέχω.
ἐκδρομή, ἡ, 1. έξοδος, εξόρμηση, επέλαση, έφοδος, σε Ξεν. 2.
ομάδα ακροβολιστών, σε Θουκ.
ἔκδρομος, ὁ, αυτός που ορμά έξω από τις γραμμές, ακροβολιστής,
σε Θουκ., Ξεν.
ἔκδῠμα, -ατος, τό, αυτό που αφαιρείται, αποβάλλεται, δέρμα, πετσί,
τομάρι ζώου, ένδυμα, ρούχο, σε Ανθ.
ἐκδῦμεν, Επικ. αντί ἐκδῦναι, απαρ. αορ. βʹ του ἐκδύω.
ἐκδύνω[ῡ], βλ. ἐκδύω II.
ἔκδῠσις, -εως, ἡ, έξοδος, διαφυγή, σε Ηρόδ.
ἐκ-δύω και -δύνω[ῡ], I. Μτβ. στον ενεστ., ἐκδύω, παρατ. ἐξέδυον,
μέλ. ἐκδύσω, αόρ. αʹ ἐξέδῡσα· I. 1. αφαιρώ, γυμνώνω, απογυμνώνω,
γδύνω, Λατ. exuere, με διπλή αιτ. προσ. και πράγμ., ἐκ μέν με χλαῖναν
ἔδυσαν, μου αφαίρεσαν, με απογύμνωσαν από τη χλαίνη, σε Ομήρ. Οδ.·
με αιτ. προσ. μόνο, τον απογυμνώνω, σε Ξεν. κ.λπ. 2. Μέσ., ἐκδύομαι,
αόρ. αʹ ἐξεδυσάμην· αφαιρώ κάτι από τον εαυτό μου, βγάζω ένα ρούχο,
σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· απόλ., βγάζω τα ρούχα μου, γδύνω, σε Αριστοφ., Ξεν.
II. στον ενεστ. ἐκδύνω, παρατ. ἐξέδῡνον, αόρ. βʹ ἐξέδυν, παρακ. ἐκδέδῡκα,
με την ίδια σημασία ως Μέσ. ἐκδύομαι· 1. βγάζω ένα ρούχο, σε Ομήρ.
Οδ., Ηρόδ. 2. σε αόρ. βʹ ἐξέδυν, παρακ. ἐκδέδῡκα· α) βγαίνω έξω από ή
διαφεύγω από, με γεν. ἐκδὺς μεγάροιο, σε Ομήρ. Οδ.· ἐκδ. τῆς θαλάσσης,
αναδύομαι από τη θάλασσα, σε Πλάτ. β) με αιτ., ξεφεύγω, διαφεύγω,
ἐκδῡμεν ὄλεθρον, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐκ-δωριεύομαι (Δώριος), Παθ., γίνομαι εξολοκλήρου δωρικός, σε
Ηρόδ.
ἐκέασσα, Επικ. αόρ. αʹ του κεάζω.
ἐκέᾰτο, Ιων. αντί ἔκειντο, γʹ πληθ. παρατ. του κεῖμαι.
ἐκεῖ, Δωρ. τηνεί, επίρρ., I. 1. εκεί, σε εκείνο το μέρος, Λατ. illic,
Αττ. 2. ευφημ. αντί ἐν Ἅιδου, στον άλλο κόσμο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· οἱ ἐκεῖ,
δηλ. οι νεκροί, στον ίδ. II. με ρήμ. κίνησης αντί ἐκεῖσε, όπως λέμε εκεί
αντί προς τα εκεί, ἐκεῖ πλέειν, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἐκεῖθεν, ποιητ. κεῖθεν, Δωρ. τηνῶθεν· Επίρρ.· I. 1. ἀπό εκείνον τον
τόπο, από εκεί, Λατ. illinc, αντίθ. προς το ἐκεῖσε, σε Σοφ. κ.λπ. 2. ἐκεῖ, σε
Αισχύλ., Θουκ.· με γεν., τοὐκεῖθεν ἄλσους, σε εκείνο το μέρος του
αλσυλλίου, σε Σοφ. II. για το λόγο αυτό, εξαιτίας εκείνου του γεγονότος,
σε Ισοκρ., Δημ. III. λέγεται για χρόνο, μετά από αυτά, κατόπιν, έπειτα,
σε Ομήρ. Ιλ.
ἐκεῖθι, ποιητ. κεῖθι, Δωρ. τηνόθι = ἐκεῖ, σε Όμηρ.
185

ἐκείνῃ, βλ. ἐκεῖνος III.


ἐκεῖνος, ποιητ. κεῖνος, -η, -ο, Αιολ. κῆνος, Δωρ. τῆνος· Αττ. επιτετ.
ἐκεινοσί· δεικτ. αντων. (ἐκεῖ)· I. 1. εκείνος εκεί, το πρόσωπο ή το πράγμα
που βρίσκεται εκεί, σε Όμηρ. κ.λπ.· όταν το οὗτος και το ἐκεῖνος
αναφέρονται σε δύο πράγματα που έχουν αναφερθεί ήδη, το ἐκεῖνος, ille,
ανήκει στο πιο απομακρυσμένο, δηλ. το πρώτο, ενώ το οὗτος, hic, στο
πιο κοντινό (στο πλησιέστερο), δηλ. το δεύτερο. 2. όπως το ille,
χρησιμοποιείται για να δηλωθούν γνωστά πρόσωπα, ἐκεῖνος Θουκυδίδης,
σε Αριστοφ. 3. με δεικτική δύναμη, Ἶρος ἐκεῖνος ἧσται, ο Ίρος βρίσκεται
εκεί, σε Ομήρ. Οδ. 4. στην Αττ. το ουσ. με το ἐκεῖνος έχει κυρίως το
άρθρο, και το ἐκεῖνος μπορεί να προηγείται ή να έπεται του ουσ., ἐκείνῃ
τῇ ἡμέρᾳ, τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ· όταν το άρθρο παραλείπεται στον πεζό λόγο
το ἐκεῖνος ακολουθεί μετά το ουσ., νῆες ἐκεῖναι, σε Θουκ. II. επίρρ.
ἐκείνως, με εκείνο τον τρόπο, σε εκείνη την περίπτωση, στον ίδ. III. δοτ.
θηλ., ἐκείνῃ, ως επίρρ., 1. λέγεται για τόπο (ενν. ὁδῷ), εκεί, σ' ἐκείνο τον
τόπο, σ' εκείνη την οδό, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. λέγεται για τρόπο, κατά τον
τρόπο εκείνο, σε Πλάτ. κ.λπ. IV. με προθέσεις, ἐξ ἐκείνου, από εκείνο το
χρόνο, σε Ξεν.· ομοίως και, ἀπ' ἐκείνου, σε Λουκ.· κατ' ἐκεῖνα, σε εκείνα
τα μέρη, εκεί, σε Ξεν.· μετ' ἐκεῖνα, έπειτα, σε Θουκ.
ἐκεῖσε, ποιητ. κεῖσε, επίρρ., 1. προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο,
Λατ. illuc, αντίθ. προς το ἐκεῖθεν, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. στον άλλο κόσμο, σε
Ευρ., Πλάτ.· πρβλ. ἐκεῖ I. 2. 3. με γεν., ἐκ. τοῦ λόγου, από εκείνη την
πλευρά της ιστορίας, σε Ηρόδ.
ἐκέκαστο, γʹ ενικ. υπερσ. του καίνυμαι.
ἐκεκεύθει, γʹ ενικ. υπερσ. του κεύθω.
ἐκέκλετο, γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του κέλομαι.
ἐκέκλῐτο, γʹ ενικ. υπερσ. του κλίνω.
ἐκεκοσμέᾰτο, Ιων. αντί ἐκεκόσμηντο, γʹ πληθ. υπερσ. του κοσμέω.
ἐκέλευ, Δωρ. αντί ἐκέλου, βʹ ενικ. παρατ. του κέλομαι.
ἐκέλσαμεν, αʹ πληθ. αορ. αʹ του κέλλω.
ἐκε-χειρία, ἡ, (ἔχω, χείρ), 1. διακοπή εχθροπραξιών, ανακωχή,
παύση «πυρός», σε Θουκ., Ξεν. 2. γενικά, ανάπαυλα από την εργασία,
διακοπές, αργία, άδεια, σε Λουκ.
ἐκ-ζέω, μέλ. -ζέσω· 1. βράζω ή φουσκώνω, ξεσπώ, εκδηλώνομαι,
εμφανίζομαι, λέγεται για ασθένειες, σε Αισχύλ. 2. με γεν., εὐλέων
ἐξέζεσε, «φούσκωσε», «έβραζε» από σκουλήκια, δηλ. εξέτρεφε
σκουλήκια, σε Ηρόδ.
ἐκ-ζητέω, μέλ. —ήσω · I. αναζητώ, ανακαλύπτω, ερευνώ, σε Κ.Δ.
II. απαιτώ, ζητώ το λόγο για ένα πράγμα, με αιτ., στο ίδ.
ἐκ-ζωπῠρέω, μέλ. -ήσω, ξανανάβω, αναζωπυρώνω, σε Αριστοφ.,
Πλούτ.
ἔκηα, Επικ. αόρ. αʹ του καίω.
ἑκηβολία, ἡ, η ικανότητα, η τέχνη της τοξευτικής, σε Ομήρ. Ιλ.
186

ἑκη-βόλος, Δωρ. ἑκᾰ-βόλος, -ον (ἑκάς, βάλλω), αυτός που βάλλει,


που χτυπά, που τοξεύει από μακριά, επίθ. του Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἕκηλος, Δωρ. ἕκᾰλος, -ον, = εὔκηλος, ήσυχος, αυτός που βρίσκεται
σε ηρεμία, σε γαλήνη, Λατ. securus, λέγεται για πρόσωπα που
απολαμβάνουν κάτι για τον εαυτό τους, σε Όμηρ.· ἕκηλοι συλήσετε, εσείς
θα τους λεηλατήσετε εύκολα, δηλ. χωρίς κώλυμα ή εμπόδιο, σε Ομήρ.
Ιλ.· ἕκ. εὕδειν, σε Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., στον ίδ.
ἕκητι, Δωρ. και Αττ. ἕκᾰτι· I. μέσω, διαμέσου, εξαιτίας, με την
αρωγή, με τη βοήθεια, Διὸς ἕκητι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. II. ἕνεκα, εξαιτίας,
για λογαριασμό, χάριν, σε Τραγ.· επίσης, ως προς, Λατ. quod attinet ad,
σε Αισχύλ., Ευρ.
ἐκθαμβέομαι, Παθ., εκπλήσσομαι, σε Κ.Δ.
ἔκ-θαμβος, -ον, έκπληκτος, κατάπληκτος, σε Κ.Δ.
ἐκ-θαμνίζω (θάμνος), ξεριζώνω, εξαφανίζω, σε Αισχύλ.
ἐκθᾰνεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἐκθνῄσκω.
ἐκ-θαρρέω, μέλ. -ήσω, επιτετ. αντί θαρρέω, έχω πλήρη, απόλυτη
εμπιστοσύνη σε κάποιον, με δοτ., σε Πλούτ.
ἐκ-θεάομαι, αποθ., βλέπω, κοιτώ, παρατηρώ κάτι μέχρι τέλους, σε
Σοφ.
ἐκ-θεᾱτρίζω, μέλ. -σω, εκθέτω σε δημόσια θέα, εκθέτω,
παρουσιάζω σε δημόσια καταισχύνη, σε Κ.Δ.
ἐκ-θειάζω, μέλ. -σω· I. θεοποιώ, αποθεώνω, σε Λουκ.· λατρεύω ως
θεό, σε Πλούτ. II. λέγεται για πράγματα, κάνω κάτι αντικείμενο
θρησκείας, στον ίδ.
ἐκθείς, μτχ. αορ. βʹ του ἐκτίθημι.
ἐκ-θέμεναι ή -θέμεν, Επικ. αντί ἐκθεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του
ἐκτίθημι.
ἐκ-θερᾰπεύω, μέλ. -σω, επιτετ. αντί θεραπεύω, θεραπεύω εντελώς,
σε Αισχίν, Πλούτ.
ἐκ-θερίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, θερίζω ή δρέπω εντελώς, σε Δημ.
ἐκθέσθαι, απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του ἐκτίθημι.
ἔκθεσις, -εως, ἡ (ἐκτίθημι), έκθεση, λέγεται για βρέφος ή νήπιο,
σε Ηρόδ., Ευρ.
ἔκ-θεσμος, -ον, ὁ, ο εκτός νόμου, παράνομος· φρικτός, σε Πλούτ.
ἔκθετος, -ον (ἐκτίθημι), εκτεθειμένος, σε Ευρ.
ἐκ-θέω, μέλ. -θεύσομαι, τρέχω προς τα έξω, πραγματοποιώ έξοδο,
σε Ξεν.
ἐκ-θηράομαι, αποθ., κυνηγώ, συλλαμβάνω σε Ξεν., Πλούτ.
ἐκ-θηρεύω, μέλ. -σω, = το προηγ., σε Ηρόδ.
ἐκ-θηριόομαι, Παθ., γίνομαι ολοκληρωτικά θηρίο, εξαγριώνομαι,
Λατ. efferari, σε Ευρ.
ἐκ-θλίβω[ῐ], μέλ. -ψω, συμπιέζω, συνθλίβω· προξενώ μεγάλη
θλίψη, καταθλίβω, σε Ξεν.
187

ἐκ-θνῄσκω, μέλ. -θᾰνοῦμαι, αόρ. βʹ ἐξέθᾰνον· 1. εξαλείφομαι


σταδιακά, σχεδόν πεθαίνω, γέλῳ (αντί γέλωτι) ἔκθανον, σχεδόν πέθαναν
στα γέλια, στο γέλιο, σε Ομήρ. Οδ. 2. πέφτω σε λιποθυμία που μοιάζει με
θάνατο, νεκρώνομαι, βρίσκομαι στο σημείο του θανάτου, σε Σοφ.
ἐκ-θοινάομαι, μέλ. -ήσομαι· αποθ., καταβροχθίζω, με αιτ., σε
Αισχύλ.
ἔκ-θορον, Επικ. αντί ἐξ-έθορον, αόρ. βʹ του ἐκθρῴσκω.
ἐκ-θρηνέω, μέλ. -ήσω, θρηνώ ηχηρά, σε Λουκ.
ἐκ-θρῴσκω, μέλ. -θοροῦμαι, αόρ. βʹ ἐξέθορον· πηδώ έξω από, με
γεν., ἔκθορε δίφρου, σε Ομήρ. Ιλ.· κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει,
λέγεται για τον έντονο χτύπο της καρδιάς, στο ίδ.· σπανίως με αιτ., σε
Ανθ.
ἐκ-θῡμιάω, μέλ. -άσω, καίω ως θυμίαμα, λιβάνι, λιβανίζω, σε Ευρ.
ἔκ-θῡμος, -ον, I. αυτός που βρίσκεται εκτός εαυτού, αναίσθητος,
μανιώδης, Λατ. demens, σε Αισχύλ. II. ένθερμος, πρόθυμος, φλογερός,
διακαής, σε Πλούτ.
ἔκθῠσις, -εως, ἡ, εξιλέωση, Λατ. exipiatio, σε Πλούτ.
ἐκ-θύω, μέλ. -ύσω [ῡ]· 1. προσφέρω θυσία, θυσιάζω, σφάζω, σε
Σοφ., Ευρ. 2. Μέσ., εξιλεώνομαι, εξαγνίζομαι με προσφορές ή
αφιερώματα, Λατ. lustrare, expiare, με αιτ. πράγμ., σε Ηρόδ.· αλλά με
αιτ. προσ., εξευμενίζω, καταπραΰνω, σε Ευρ.
ἔκῐχον, αόρ. βʹ του κιχάνω.
ἐκ-καγχάζω, μέλ. -σω, ξεσπώ σε δυνατό, ηχηρό γέλιο, σε Ξεν.
ἐκ-κᾰθαίρω, μέλ. -κᾰθᾰρῶ, καθαρίζω εντελώς. 1. με αιτ. του
πράγμ. που καθαρίζεται, καθαρίζω τάφρους κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· χθόνα
ἐκκαθαίρει κνωδάλων, καθαρίζει, απαλλάσσει αυτή τη χώρα από τέρατα,
σε Αισχύλ. — Παθ., καθαρίζομαι εντελώς, εξαγνίζομαι, σε Ξεν. 2. με αιτ.
που δηλώνει την ακαθαρσία που έχει αφαιρεθεί, ξεκαθαρίζω, σε Πλάτ.
ἐκ-καθεύδω, μέλ. -ευδήσω, κοιμάμαι έξω απ' το συνηθισμένο μου
κατάλυμα, σε Ξεν.
ἑκ-καί-δεκα, άκλιτο, δεκαέξι, Λατ. sedecim, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἑκκαιδεκά-δωρος, -ον (δῶρον), αυτός που έχει μήκος δεκαέξι
παλάμες, σε Ομήρ. Ιλ.
ἑκκαιδεκά-λῐνος, -ον (λίνον), αυτός που αποτελείται από δεκαέξι
κλωστές, σε Ξεν.
ἑκκαιδεκά-πηχυς, Δωρ. -πᾱχυς, -υ, γεν. -εος, συνηρ. -ους, αυτός
που έχει μήκος ή ύψος δεκαέξι πήχεις, σε Ψήφ. Βυζ. παρά Δημ.
ἑκ-και-δέκατος, -η, -ον, δέκατος έκτος, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἑκκαιδεκ-έτης, -ου, ὁ, θηλ. -έτις, -ιδος, αυτός που είναι δεκαέξι
ετών, σε Ανθ.
ἔκ-καιρος, -ον, ξεπερασμένος, απαρχαιωμένος, σε Ανθ.
ἐκ-καίω, Αττ. ἐκ-κάω, μέλ. -καύσω, μτχ. αορ. αʹ ἐκκέας· I. καίω
εντελώς, σε Ηρόδ., Ευρ. II. ανάβω, εξάπτω, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
188

ἐκκᾰκέω, μέλ. -ήσω, είμαι λιπόψυχος, δειλιάζω, σε Κ.Δ.


ἐκ-κᾰλᾰμάομαι (κάλαμος II. 2), αποθ., ψαρεύω με ψαροκάλαμο,
σε Αριστοφ.
ἐκ-κᾰλέω, μέλ. -έσω, I. καλώ κάποιον έξω ή προκαλώ διαμαρτυρία,
προσκαλώ κάποιον να βγει έξω, σε Όμηρ., Ηρόδ., Ευρ. II. 1. Μέσ.,
καλούμαι έξω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. 2. προκαλώ διαμαρτυρία, βρίσκω
την αλήθεια, σε Αισχύλ. κ.λπ. 3. με απαρ., καλώ κάποιον να κάνει κάτι,
σε Σοφ.
ἐκ-κᾰλύπτω, μέλ. -ψω, αποκαλύπτω, σε Ηρόδ.· φανερώνω, φέρνω
στο φως, σε Αισχύλ., Σοφ. — Μέσ., αποκαλύπτω τον εαυτό μου,
αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.
ἐκ-κάμνω, μέλ. -κᾰμοῦμαι, κουράζομαι, εξαντλούμαι από κάτι, με
αιτ., σε Θουκ.· με μτχ., ἐξέκαμον πολεμοῦντες, σε Πλούτ.· ἐκκ. πληγαῖς,
δαμάζεται, υποκύπτει στα χτυπήματα, στον ίδ.
ἐκ-καρπίζομαι, Μέσ., αποδίδω ως παραγωγή, ως σοδειά, παράγω
καρπό, σε Αισχύλ.
ἐκ-καρπόομαι, μέλ. -ώσομαι· I. Μέσ., απολαμβάνω τον καρπό
κάποιου πράγματος, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκ., αποκτώ παιδιά από
κάποια άλλη σύζυγο, σε Ευρ. II. αποκομίζω, αντλώ όφελος από την
ύπαρξη πράγματος, με μτχ., σε Θουκ.
ἐκ-κατα-πάλλομαι, Επικ. γʹ ενικ. αορ. -κατέπαλτο — Παθ., πηδώ
κάτω από ένα μέρος, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
ἐκ-κατεῖδον, αόρ. βʹ, χωρίς ενεστ. ἐκκαθοράω σε χρήση· κοιτώ
προς τα κάτω από κάποιο μέρος, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
ἐκ-καυλίζω, μέλ. -σω, τραβώ έξω το κοτσάνι· μεταφ., αφανίζω,
καταστρέφω συθέμελα, σε Αριστοφ.
ἐκ-καυχάομαι, μέλ. -ήσομαι, περηφανεύομαι, κομπάζω ηχηρά, με
απαρ., σε Ευρ.
ἐκκάω, Αττ. αντί ἐκκαίω.
ἔκ-κειμαι, χρησιμ. ως Παθ. του ἐκτίθημι· I. 1. ρίχνομαι έξω ή
εκτίθεμαι, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για δημόσιες αναγγελίες, δημοσιεύομαι,
τοιχοκολλοῦμαι, σε Δημ. II. με γεν., ρίχνομαι έξω, μένω γυμνός, σε Σοφ.
ἐκ-κενόω, ποιητ. ἐκ-κεινόω, μέλ. -ώσω, αδειάζω, αφήνω κάτι
έρημο, σε Αισχύλ.· ἐκκενοῦν θυμὸνἐς σχεδίαν γέροντος, παραδίδω το
πνεύμα μου μέσα στο πλοιάριο του Χάροντα, δηλ. παραδίδω την ψυχή
μου, σε Θεόκρ.· ἐκκ. ἰούς, ρίχνω όλα τα βέλη μου, σε Ανθ. — Παθ.,
εγκαταλείπομαι, σε Αισχύλ.
ἐκ-κεραΐζω, μέλ. -σω, αποκόπτω τη ρίζα και τα κλαδιά, σε Ανθ.
ἐκ-κέχῠμαι, Παθ. παρακ. του ἐκχέω.
ἐκκεχῠμένως, επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ., άφθονα, πλούσια,
υπερβολικά, σε Πλάτ.
ἐκ-κηραίνω, εξασθενώ, εξαντλώ, σε Αισχύλ.
189

ἐκ-κηρύσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. προκηρύσσω μέσω της φωνής


κήρυκα, σε Σοφ. II. θέτω κάποιον εξόριστο με προκήρυξη, σε Ηρόδ. —
Παθ., ἐξεκηρύχθην φυγάς, σε Σοφ.
ἐκ-κῑνέω, μέλ. -ήσω, κινώ προς τα έξω, ἔλαφον, σε Σοφ.· μεταφ.,
διεγείρω, ερεθίζω, εξάπτω, συναρπάζω, σε Πλούτ.
ἐκ-κίω, εξέρχομαι, βγαίνω έξω, σε Ομήρ. Οδ.
ἐκ-κλάζω, μέλ. -κλάγξω, φωνάζω, κραυγάζω, σε Ευρ.
ἐκ-κλείω, Ιων. -κληΐω, Αττ. -κλῄω, μέλ. Αττ. -κλῄσω· 1. κλείνω
έξω από ένα μέρος, αποκλείω, με γεν., σε Ευρ. 2. μεταφ., αποκλείω από
ένα πράγμα, εμποδίζω, σε Ηρόδ., Αισχίν. — Παθ., ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ,
αυτοί που παρεμποδίζονται από το χρόνο (από την έλλειψη χρόνου), σε
Ηρόδ.
ἐκ-κλέπτω, μέλ. -ψω, I. κλέβω και παίρνω έξω κρυφά, υπεξαιρώ,
κλέβω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἐκκλ.πόδα, φεύγω λαθραία, κρυφά, σε
Ευρ.· ἐκκλ. μὴ θανεῖν, στον ίδ. II. ἐκκλ. τινὰ λόγοις, τον εξαπατώ, σε Σοφ.·
μὴ ἐκκλέψῃς λόγον, μην κρύβεις, μη συγκαλύπτεις την υπόθεση, μίλα
χωρίς να υποκρύψεις κάτι, στον ίδ.
ἐκκληΐω, Ιων. αντί ἐκκλείω.
ἐκκλησία, ἡ (ἔκκλητος),· I. συνάθροιση πολιτών που συγκαλείται
ανά τακτά χρονικά διαστήματα, νομοθετική συνέλευση, σε Θουκ. κ.λπ.·
στην Αθήνα οι τακτικές Συνελεύσεις ονομάζονταν κύριαι, οι έκτακτες
καλούνταν σύγκλητοι, παρά Δημ.· ἐκκλ. συναγείρειν, συνάγειν, συλλέγειν,
ἀθροίζειν, συγκαλώ συνέλευση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐκκλ. ποιεῖν, «κάνω
συνέλευση», σε Αριστοφ.· ἐκκλ. γίγνεται, καθίσταται, πραγματοποιείται
συνέλευση, σε Θουκ.· ἐκκλ. διαλύειν, ἀναστῆσαι, διαλύω τη συνέλευση,
στον ίδ. κ.λπ.· ἀναβάλλειν, αναβάλλω τη συνέλευση, στον ίδ. II. στην
Κ.Δ., η Εκκλησία του Χριστού, είτε σώμα των πιστών είτε τόπος
συνάθροισης, χριστιανικός ναός.
ἐκκλησιάζω· μέλ. -άσω, παρατ. ἐκκλησίαζον, αορ. αʹ ἐκκλησίασα·
επίσης ανώμ., ἐξεκλησίαζον, ἐξεκλησίασα (πρβλ. ἐγκωμιάζω),· 1.
συνέρχομαι σε συνέλευση, συζητώ μέσα σε αυτή, συνεδριάζω δημοσίως,
σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. 2. είμαι μέλος της εκκλησίας του δήμου, ἐκκλ.
ἀπὸ τμήματος οὐθένος, σε Αριστοφ.
ἐκκλησιαστής, -οῦ, ὁ, μέλος της ἐκκλησίας, σε Πλάτ.
ἐκκλησιαστικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην
ἐκκλησία, σε Δημ.· τὸ ἐκκλησιαστικὸν (ἀργύριον) ο δημόσιος μισθός που
ελάμβανε κάθε πολίτης που συμμετείχε στη συνεδρίαση της ἐκκλησίας,
σε Λουκ.
ἐκ-κλητεύω, μέλ. -σω, κλητεύω στο δικαστήριο, σε Αισχίν.
ἔκκλητος, -ον (ἐκκαλέω), αυτός που έχει εκλεχθεί για να δικάσει ή
για να διαιτητεύσει πάνω σ' ένα ζήτημα· ἐκκλ. πόλις, πόλη που έχει
αναλάβει καθήκοντα διαιτησίας, σε Αισχίν.· οἱ ἔκκλητοι, στη Σπάρτη,
λαϊκή επιτροπή πολιτών που έχει εκλεχθεί για ειδικές υποθέσεις, σε Ξεν.
190

ἐκκλῄω, μέλ. -ῄσω, αρχ. Αττ. αντί ἐκκλείω.


ἐκ-κλίνω, μέλ. -ῐνῶ· 1. παρεκκλίνω, βγαίνω εκτός της
συνηθισμένης γραμμής, παρεκτρέπομαι· αμτβ., (ενν. ἑαυτόν),
απομακρύνομαι, υποχωρώ, αποχωρώ, παραμερίζω, σε Θουκ., Ξεν.·
επίσης με αιτ., αποφεύγω, τι, σε Πλάτ. 2. στρέφομαι προς κάποιο μέρος,
κατά τι, σε Ξεν.
ἐκ-κλύζω, μέλ. -ύσω, ξεπλένω λεκέδες, σε Πλάτ.
ἐκ-κναίω, φθείρω, εξαντλώ· μεταφ., λέγεται για ενοχλητική
φλυαρία, όπως το Λατ. enecare, σε Θεόκρ.· γʹ πληθ. Δωρ. μέλ.
ἐκκναισεῦντι.
ἐκ-κνάω, μέλ. -ήσω, αφαιρώ με την ξύστρα, αποξέω, με γεν., σε
Ηρόδ.
ἐκ-κοβᾱλικεύομαι, αποθ., εξαπατώ με πανουργίες, με τεχνάσματα,
κολακεύω, δελεάζω, σε Αριστοφ.
ἐκ-κοκκίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, αφαιρώ τον πυρήνα, το κουκούτσι,
ξεσποριάζω· μεταφ., ἐκκ. σφυρόν, εξαρθρώνω τον αστράγαλό μου, σε
Αριστοφ.· ἐκκ. τὰς πόλεις, λεηλατώ, ερημώνω πόλεις, στον ίδ.
ἐκ-κολάπτω, μέλ. -ψω, εξαλείφω, διαγράφω, σε Θουκ.
ἐκ-κολυμβάω, μέλ. -ήσω, κολυμπώ έξω από, βγαίνω έξω
κολυμπώντας, με γεν., σε Ευρ.
ἐκκομῐδή, ἡ, μεταφορά, κουβάλημα προς τα έξω, σε Ηρόδ.· λέγεται
για νεκρό, ταφή, εκφορά, ενταφιασμός, σε Ανθ.
ἐκ-κομίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ· I. 1. μεταφέρω, βγάζω έξω, ιδίως σε
μέρος που είναι ασφαλές, σε Ηρόδ.· ἐκκ. τινὰ ἐκ πρήγματος, εμποδίζω
κάποιον να μπει σε κίνδυνο, στον ίδ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ., σε
Θουκ. 2. κάνω εκφορά ενός νεκρού, θάβω, κηδεύω, ενταφιάζω, Λατ.
efferre, σε Πλούτ. II. υπομένω κάτι μέχρι το τέλος, τι, σε Ευρ.
ἐκκομπάζω, μέλ. -σω, καυχιέμαι, περηφανεύομαι πολύ,
κομπορρημονώ, σε Σοφ.
ἐκ-κομψεύομαι, Μέσ., εκθέτω, παρουσιάζω, εκφράζομαι με κομψό
τρόπο, σε Ευρ.
ἐκκοπή, ἡ, αφαίρεση αιχμής βέλους από το σώμα μέσω τομής, σε
Πλούτ.
ἐκ-κόπτω, μέλ. -ψω, παρακ. -κέκοφα, Παθ. αόρ. βʹ ἐξ-εκόπην· 1.
αποκόπτω, αφαιρώ, χτυπώ — Παθ., ἐξεκόπη τὠφθαλμώ, είχε και τα δύο
του μάτια χτυπημένα, σε Αριστοφ. 2. κόβω (δέντρα), τα αποκόπτω από
δάσος, υλοτομώ (πρβλ. ἐκβάλλω), σε Ηρόδ., Ξεν.· ἐκκ. τὸν παράδεισον,
κόβω, ρίχνω κάτω, υλοτομώ όλα τα δέντρα του δάσους, σε Ξεν. 3. μεταφ.,
ανακόπτω, τερματίζω, εξολοθρεύω, σε Ηρόδ. κ.λπ. 4. ως στρατιωτικός
όρος, αποκρούω, απωθώ, σε Ξεν. 5. αποκόπτω μέλος του σώματος, σε
Κ.Δ.
ἐκ-κορέω, μέλ. —ήσω, σκουπίζω, σαρώνω, σε Αριστοφ.
ἐκ-κορίζω, μέλ. -σω (κόρις), καθαρίζω από κοριούς, σε Ανθ.
191

ἐκ-κορῠφόω, διηγούμαι κάτι σύντομα, συνοψίζω, συγκεφαλαιώνω,


σε Ησίοδ.
ἐκ-κουφίζω, μέλ. Αττ. -ῐῶ· I. εξυψώνω, εξαίρω, εκθειάζω, εξυμνώ,
σε Πλούτ. II. ανακουφίζω, στον ίδ.
ἐκκράζω, φωνάζω, κραυγάζω, σε Πλούτ.
ἐκ-κρέμαμαι, Παθ., κρεμιέμαι από, εξαρτώμαι από, με γεν., σε
Πλούτ.
ἐκ-κρεμάννῡμι, μέλ. -κρεμάσω· I. κρεμώ από ή πάνω σ' ένα
πράγμα· τι ἔκ τινος, σε Αριστοφ. II. Παθ., προσκολλώμαι από ή σε, με
γεν., σε Θουκ.· μεταφ., είμαι αφοσιωμένος, σε Ευρ.
ἐκκρεμής, -ές, αυτός που κρεμιέται από ή πάνω σε κάποιον,
κρεμαστός, εξαρτώμενος, τινος, σε Ανθ.
ἐκ-κρήμναμαι, = ἐκκρέμαμαι, με γεν., σε Ευρ.· ῥόπτρων χέρας
ἐκκρημνάμεσθα, πιάνουμε το χερούλι της πόρτας με τα χέρια, στον ίδ.
ἐκ-κρίνω[ῑ], μέλ. -ῐνῶ· 1. επιλέγω ή ξεχωρίζω, διαλέγω,
απομονώνω, σε Θουκ. — μτχ. Παθ. αορ. αʹ ἐκκριθείς, σε Σοφ. 2.
απομονώνω ως ατίμωση, διώχνω, αποβάλλω, εκδιώκω, όπως το Λατ.
tribu movere, σε Ξεν. 3. αποκρύπτω, αποχωρίζω, ὅταν ὁ νοῦς ἐκκριθῇ,
στον ίδ.
ἔκκρῐτος, -ον, διαλεκτός, επιλεγμένος, εκλεκτός, σε Αισχύλ., Σοφ.·
ουδ. ἔκκριτον ως επίρρ., πάνω από όλα, εξαιρετικά, σε Ευρ.
ἔκκρουσις, -εως, ἡ, χτύπημα, εκδίωξη, απόκρουση, βίαιη εξαγωγή,
σε Ξεν.
ἔκκρουστος, -ον, αυτός που έχει δεχτεί χτυπήματα, που έχει
αποκρουσθεί, ανάγλυφος, σφυρήλατος, σε Αισχύλ.
ἐκ-κρούω, μέλ. -σω· 1. αφαιρώ με χτύπημα κάτι, τι ἐκ τῶν χειρῶν,
σε Ξεν. 2. απωθώ, αποκρούω, σε Θουκ., Ξεν.· μεταφ., εμποδίζω κάποιον
από κάτι, με γεν., σε Πλούτ. 3. αποδοκιμάζω με σφυρίγματα έναν
ηθοποιό και τον αναγκάζω να κατέβει από τη σκηνή του θεάτρου, Λατ.
explodere, σε Δημ. 4. αναβάλλω, αποφεύγω με υπεκφυγές και προφάσεις,
υπεκφεύγω, στον ίδ.· ἐκκρ. τοὺς λόγους, ματαιώνω με αναβολή,
υπεκφεύγω, σε Πλάτ.
ἐκ-κυβεύομαι, Παθ., χάνω στο παιχνίδι, χάνω στα ζάρια, με αιτ., σε
Πλούτ.
ἐκ-κῠβιστάω, μέλ. -ήσω, πέφτω κατακέφαλα από άρμα, με γεν., σε
Ευρ.· ἐκκ.ὑπέρ τινος, κάνω μία τούμπα για κάτι, κάνω τούμπες, πηδώ,
ανατρέπομαι πλήρως, σε Ξεν.
ἐκ-κυέω, μέλ. -ήσω, βγάζω ως φύλλα, σε Ανθ.
ἐκ-κυκλέω, μέλ. -ήσω, κυλώ, περιστρέφω, ιδίως μέσω του
ἐκκυκλήματος (βλ. αυτ.)· ἀλλ' ἐκκυκλήθητι, εμπρός λοιπόν, παρουσιάσου!
εμφανίσου!, δηλ. φανερώσου, σε Αριστοφ.
192

ἐκκύκλημα, -ατος, τό, θεατρικό μηχάνημα, το οποίο εξυπηρετούσε


την εναλλαγή των προηγούμενων σκηνικών, καθώς και την επίδειξη του
εσωτερικού του οίκου στους θεατές.
ἐκ-κῠλίνδω, μέλ. -κυλίσω [ῑ]· Παθ. αόρ. αʹ ἐξεκυλίσθην· 1. κυλώ
προς τα έξω, σε Αριστοφ.· ανατρέπω, συντρίβω, σε Ανθ. — Παθ., ἐκ
δίφροιο ἐξεκυλίσθη, κύλισε κατακέφαλα από το άρμα, σε Ομήρ. Ιλ. 2.
εξάγω, απελευθερώνω, ξεμπλέκω — Παθ., απελευθερώνομαι, τῆσδ'
ἐκκυλισθήσει τύχης, σε Αισχύλ.· ἐκκυλισθῆναι εἰς ἔρωτας, «βουτώ»,
«πέφτω» με τα μούτρα σε ερωτικές περιπέτειες, σε Ξεν.
ἐκ-κῠμαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, ρίχνομαι προς τα έξω σαν κύμα, λέγεται για
στρατιωτική γραμμή, στοίχιση, παράταξη, φάλαγγα, σε Ξεν.
ἐκ-κῠνέω, μέλ. -ήσω (ἔκκυνος), εκτελώ έρευνα, ψάξιμο,
αναζήτηση, ψάχνω για ίχνη, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά ή λαγωνικά,
σε Ξεν.
ἐκ-κῠνηγετέω, μέλ. -ήσω, συνεχίζω, εμμένω στην καταδίωξη,
καταδιώκω, παίρνω από πίσω, κυνηγώ, τινα, σε Ευρ.
ἔκ-κῠνος, -ον (κύων), λέγεται για κυνηγετικό σκύλο, αυτός που
ψάχνει, που αναζητά, χωρίς να ακολουθεί ένα συγκεκριμένο ίχνος ή μια
ιδιαίτερη οσμή, αυτός που χάνεται στην ιχνηλασία, σε Ξεν.
ἐκ-κύπτω, μέλ. -ψω, εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω από ένα μέρος,
ξετρυπώνω, με γεν., σε Βάβρ.
ἐκ-κωμάζω, μέλ. -σω, εφορμώ αγρίως, σπεύδω με ορμή προς τα
έξω, σε Ευρ.
ἐκ-κωφέω, μέλ. -ήσω, ξεκουφαίνω, σε Αριστοφ. — Παθ., μεταφ.,
ἐκκεκώφηται ξίφη, τα ξίφη, τα σπαθιά στόμωσαν, σε Ευρ.
ἐκ-κωφόω, μέλ. -ώσω, ξεκουφαίνω, σε Πλάτ. — Παθ., γίνομαι
ολότελα κουφός, σε Λουκ.
ἐκ-λαγχάνω, μέλ. -λήξομαι, κερδίζω με λαχνό ή σε κλήρωση, σε
Σοφ.
ἐκ-λακτίζω, μέλ. -σω, διώχνω με κλωτσιές, κλοτσώ προς τα πίσω,
σε Αριστοφ.
ἐκ-λᾰλέω, μέλ. -ήσω, μιλώ δυνατά, ξεστομίζω, φλυαρώ,
δημοσιοποιώ, κακολογώ, σε Δημ.
ἐκ-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι· I. λαμβάνω, παίρνω από άλλους,
λαμβάνω κάτι ολόκληρο, σε Σοφ. κ.λπ. II. ἔργα ἐκλ. = ἐργολαβέω,
αναλαμβάνω να εκτελέσω εργασία (ως εργολάβος), αναδέχομαι, αντίθ.
προς το ἐκδίδωμι (την αφήνω), σε Ηρόδ. III. «συλλαμβάνω» κάτι με μία
συγκεκριμένη σημασία, εκλαμβάνω, αντιλαμβάνομαι, εννοώ, Λατ.
accipere, σε Πλάτ.· ἐκλ. τι ἐπὶ τὸ χεῖρον, σε Αριστ.
ἐκ-λάμπω, μέλ. -ψω, εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, σε Ηρόδ.,
Αισχύλ. κ.λπ.
ἐκ-λανθάνω, αόρ. βʹ ἐξ-έλᾰθον· I. διαφεύγω εντελώς από την
προσοχή κάποιου — Μέσ., με Παθ. παρακ. ἐκλέλησμαι, ξεχνώ, λησμονώ
193

εντελώς, με γεν. πράγμ., σε Σοφ. II. Μτβ. σε ενεστ. ἐκληθάνω, με αόρ.


αʹ ἐξέλησα, Δωρ. ἐξέλᾱσα· Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ ἐκλέλᾰθον· κάνω
κάποιον να ξεχνά εντελώς κάτι, με γεν. πράγμ., σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ.
πράγμ., ἐκλέλαθον κιθαριστύν, τον έκαναν να λησμονήσει εντελώς την
κιθαρωδία του, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐκ-λᾰπάζω, ρίχνω έξω από ένα μέρος, με γεν., σε Αισχύλ.
ἐκ-λάπτω, μέλ. -λάψομαι, πίνω ένα ποτήρι μονορούφι, σε Αριστοφ.
ἐκ-λέγω, μέλ. -ξω, Παθ. παρακ. ἐξείλεγμαι και ἐκλέλεγμαι· I. 1.
επιλέγω, ξεχωρίζω, διαλέγω, ξεδιαλέγω, απομονώνω, σε Θουκ., Ξεν. —
Μέσ., εκλέγω για τον εαυτό μου, διαλέγω, επιλέγω, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
2. Μέσ., επίσης, ἐκλέγεσθαι τὰς πολιὰς τρίχας, βγάζω, τραβώ, αφαιρώ τις
γκρίζες τρίχες κάποιου, σε Αριστοφ. II. φορολογώ, εισπράττω, συλλέγω
φόρους, σε Θουκ.· με αιτ. προσ., ἐκλ. τέλη τινάς, επιβάλλω τέλη σε
κάποιους, σε Αισχίν.· ομοίως και με γεν. προσ., σε Ξεν.
ἐκ-λείπω, μέλ. -ψω, I. 1. αφήνω, παραλείπω, παρασιωπώ, αφήνω
κατά μέρος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., ὄνειδος οὐκ ἐκλείπεται, δεν
παραλείπει να εμφανιστεί, σε Αισχύλ. 2. εγκαταλείπω, απαρνιέμαι,
παραμελώ, παρατώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. 3. σε ελλειπτικές φράσεις,
ἐκλείπειν τὴν πόλιν εἰς τὰ ἄκρα, εγκαταλείπω την πόλη και καταφεύγω
στα ορεινά, σε Ηρόδ.· εἴ τις ἐξέλιπε τὸν ἀριθμόν (λέγεται για το περσικό
στρατιωτικό σώμα των «αθανάτων»), εάν κάποιος ήθελε να αφήσει τον
αριθμό ασυμπλήρωτο, ημιτελή, στον ίδ. II. αμτβ., 1. λέγεται για τον ήλιο
ή τη σελήνη, υφίσταμαι έκλειψη ή συσκότιση, σε Θουκ.· ολόκληρο, ὁ
ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην, σε Ηρόδ.· πρβλ. ἔκλειψις. 2.
πεθαίνω, οἱ ἐκλελοιπότες, οι ἐκλιπόντες, οι πεθαμένοι, σε Πλάτ.·
ολόκληρο, ἐκλ. βίον, σε Σοφ. 3. γενικά, αφήνω, εγκαταλείπω, παύω,
σταματώ, διακόπτω, τελειώνω, σε Ηρόδ. κ.λπ. 4. αποτυγχάνω, είμαι
ανεπαρκής, σε Ευρ.
ἔκλειψις, -εως, ἡ, I. εγκατάλειψη, παράδοση, τῶν νεῶν, σε Ηρόδ.
II. (από το αμτβ.), λέγεται για τον ήλιο ή τη σελήνη, έκλειψη, συσκότιση,
εξαφάνιση, σε Θουκ.
ἐκλεκτός, -ή, -όν (ἐκλέγω), I. επίλεκτος, διαλεχτός, εκλεκτός, σε
Θουκ., Πλάτ. κ.λπ. II. οἱ ἐκλεκτοί, αυτοί που έχουν επιλεχθεί από το Θεό,
οι εκλεκτοί του Θεού, σε Κ.Δ.
ἐκλελᾰθεῖν, αναδιπλ. Επικ. αορ. βʹ του ἐκλανθάνω.
ἐκ-λέλῠμαι, Παθ. παρακ. του ἐκλύω.
ἐκλελῠμένως, επίρρ., νωθρά, ακόλαστα, χαλαρά, απερίσκεπτα, σε
Πλούτ.
ἔκλεο, Επικ. αντί ἐκλέεο, βʹ ενικ. παρατ. του κλέω.
ἐκ-λέπω, μέλ. -ψω, εκκολάπτω, βγάζω το νεοσσό έξω από το
κέλυφος ή το τσόφλι, βγάζω κλωσσόπουλα, κλώθω, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
ἐκ-λευκαίνω, κάνω κάτι κάτασπρο, ολόλευκο, λευκαίνω,
ξασπρίζω, σε Ευρ.
194

ἐκ-λήγω, μέλ. -ξω, σταματώ, παύω τελείως, σε Σοφ.


ἐκ-ληθάνω, βλ. ἐκλανθάνω II.
ἐκλήθην, Παθ. αόρ. αʹ του καλέω.
ἔκλησις, -εως, ἡ (ἐκλαθέσθαι), επιείκεια και ευσπλαχνία,
συγχώρεση, σε Ομήρ. Οδ.
ἐκ-λιμπάνω, 1. = ἐκλείπω, εγκαταλείπω, σε Ευρ. 2. αμτβ., παύομαι,
λήγω, στον ίδ.
ἐκλινθῆμες, Δωρ. αντί -ημεν, αʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του κλίνω.
ἐκ-λῐπαίνω, παχαίνω· — Παθ., παχαίνομαι, σε Πλούτ.
ἐκ-λῐπεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἐκλείπω.
ἐκλῐπής, -ές, I. αυτός που εξασθενεί, ελλιπής, ατελής, ἡλίου ἐκλιπές
τι ἐγένετο = ἔκλειψις, σε Θουκ. II. αυτός που παραλείφθηκε,
παραβλέφθηκε, παραμελήθηκε, στον ίδ.
ἐκλογή, ἡ (ἐκλέγω),· I. επιλογή, διαλογή, προτίμηση, εκλογή, σε
Πλάτ. II. εκείνο που έχει επιλεχθεί, απόσπασμα, εκλογή, περικοπή,
εκλεκτή συλλογή αποσπασμάτων, σε Οράτ.
ἐκ-λογίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., 1. λογαριάζω, αριθμώ, σε
Πλούτ. 2. σκέφτομαι, φρονώ, εξετάζω, μελετώ, συλλογίζομαι,
στοχάζομαι πάνω σε, τι, σε Ηρόδ., Ευρ.· περί τινος, σε Θουκ. 3.
υπολογίζω, λογαριάζω, οὐδεὶς αὑτοῦ θάνατον ἐκλογίζεται, σε Ευρ.
ἐκλογισμός, ὁ, υπολογισμός, λογαριασμός, εκτίμηση, σε Πλούτ.
ἐκλόμην, συγκεκ. αντί ἐκελόμην, αόρ. βʹ του κέλομαι.
ἐκ-λοχεύω, μέλ. -σω, γεννώ, φέρνω στον κόσμο, σε Ευρ., σε Μέσ.
— Παθ., γεννιέμαι, στον ίδ.
ἔκλῠσις, -εως, ἡ (ἐκλύω), I. απαλλαγή ή απολύτρωση από κάτι, με
γεν., σε Αισχύλ. κ.λπ. II. αδυναμία, ατονία, εξασθένηση, λιποθυμία, σε
Δημ.
ἐκλῠτήριος, -ον (ἐκλύω), αυτός που βοηθά ή είναι κατάλληλος για
απαλλαγή ή απελευθέρωση· ἐκλυτήριον, τό, απαλλαγή, σωτηρία, σε Σοφ.·
εξιλεωτική θυσία ή προσφορά, σε Ευρ.
ἔκλῠτος, -ον (ἐκλύω),· I. εύκολος στη ρίψη, ελαφρύς, λέγεται για
ακόντια, σε Ευρ. II. επίρρ. ἐκλύτως, νωθρά, σε Πλούτ.
ἐκ-λύω, μέλ. -ύσω [ῡ], Παθ. παρακ. ἐκλέλῠμαι, αόρ. αʹ ἐξελύθην [ῠ]·
I. λύνω, αφήνω ελεύθερο κάποιον, ελευθερώνω από κάτι, με γεν., σε
Αισχύλ., Σοφ. — Παθ., απελευθερώνομαι, σε Πλάτ. — Μέσ.,
ελευθερώνω κάποιον, αποδεσμεύω, λυτρώνω από, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
κ.λπ. II. χαλαρώνω, λύνω τη χορδή ενός τόξου, σε Ηρόδ.· ἐκλύσων
στόμα, επιρρεπής στην αθυροστομία, σε Σοφ. 2. φέρνω εις πέρας,
τελειώνω, στον ίδ., Ευρ. 3. χαλαρώνω, εξασθενώ — Παθ., λιποψυχώ,
χάνω το θάρρος μου, παραλύω, σε Δημ. 4. καταβάλλω, καταθέτω
χρήματα, εξοφλώ, σε Πλούτ.
ἐκ-λωβάομαι, αόρ. αʹ ἐξελωβήθην — Παθ., υφίσταμαι βαριές
βλάβες, υβρίζομαι, προσβάλλομαι, σε Σοφ.
195

ἐκ-λωπίζω, μέλ. -σω (λῶπος), γδύνω, γυμνώνω, αποκαλύπτω, σε


Σοφ.
ἐκμᾰγεῖον, τό (ἐκμάσσω), εκείνο πάνω στο οποίο ή μέσα στο οποίο
είναι τυπωμένο κάτι· επίσης, τύπωση, αποτύπωμα, μήτρα, καλούπι, σε
Πλάτ.· μεταφ., ἐκμαγεῖον πέτρης, ομοίωμα βράχου, λέγεται για ψαρά που
βρίσκεται πάντα πάνω στους βράχους, σε Ανθ.
ἐκ-μαίνω, μέλ. -ᾰνῶ· 1. ξετρελαίνω, οδηγώ κάποιον στην τρέλα, σε
Ευρ., Θεόκρ.· ἐκμῆναί τινα δωμάτων, οδηγώ κάποιον μαινόμενο εκτός
σπιτιού, σε Ευρ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ. βʹ ἐκμέμηνα, χάνω τα λογικά
μου, τρελαίνομαι, σε Ηρόδ. 2. με αιτ. πράγμ., ἐκμῆναι πόθον, ανάβω,
διεγείρω μέχρι μανίας την επιθυμία, σε Σοφ.
ἔκμακτρον, τό (ἐκμάσσω), καλούπι, μήτρα, φόρμα, σε Ευρ.
ἐκμᾰνῆναι, απαρ. Παθ. αορ. βʹ του ἐκμαίνω.
ἐκ-μανθάνω, μέλ. -μᾰθήσομαι· I. μαθαίνω κάτι τέλεια, και στους
ιστορικούς χρόνους, γνωρίζω κάτι στην εντέλεια, γνωρίζω πάρα πολύ
καλά, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. II. εξακριβώνω, εξετάζω διεξοδικά,
ερευνώ προσεκτικά, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
ἐκμάξαι, απαρ. αορ. αʹ του ἐκμάσσω.
ἐκ-μᾰραίνω, μέλ. -ᾰνῶ, κάνω κάτι να ξεραθεί, να μαραθεί εντελώς,
σε Ανθ. — Παθ., μαραίνομαι, σε Θεόκρ.
ἐκ-μαργόομαι, Παθ., παραφρονώ, ξετρελαίνομαι, σε Ευρ.
ἐκμαρτῠρέω, μέλ. -ήσω, βεβαιώνω με τη μαρτυρία μου, με αιτ., σε
Αισχύλ.
ἐκμαρτῠρία, ἡ, κατάθεση μάρτυρα, σε Δημ.
ἐκ-μάσσατο, γʹ ενικ. αορ. αʹ, επινόησε ή εφηύρε, τι, σε Ομηρ. Ύμν.·
βλ. μαίομαι.
ἐκ-μάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. σκουπίζω, βγάζω (λάσπες κ.τ.λ.),
σφουγγίζω (δάκρυα), σε Σοφ., Ευρ. — Μέσ., σφουγγίζω τα δάκρυα
κάποιου, σε Ανθ. II. λέγεται για καλλιτέχνη, πλάθω, σχηματίζω,
μορφοποιώ με κερί, γύψο ή πηλό, Λατ. exprimere, σε Πλάτ. — Μέσ.,
τοκέων ἐκμάσσεται ἴχνη, εντυπώνει από την αρχή τα ίχνη του πατέρα του,
δηλ. περπατά στα χνάρια του, σε Θεόκρ.
ἐκ-μεθύσκω, μέλ. -ύσω [ῠ], κάνω κάποιον να μεθύσει ολότελα,
διαποτίζω με κάτι, με γεν., σε Ανθ.
ἐκ-μείρομαι, στον παρακ. βʹ ἐξέμμορε τιμῆς, αποκτά μέγιστο
μερίδιο τιμής, έτυχε τιμής, σε Ομήρ. Οδ.
ἐκ-μελετάω, μέλ. -ήσω, 1. εκπαιδεύω με επιμέλεια, τινα, σε Πλάτ.
2. μαθαίνω τέλεια, επαναλαμβάνω, μελετώ, εξασκούμαι σε κάτι, τι, στον
ίδ.
ἐκ-μελής, -ές (μέλος), αυτός που είναι εκτός τόνου, παράφωνος, σε
Πλούτ.
ἐκ-μετρέω, μέλ. -ήσω, μετρώ, καταμετρώ, χρόνον, σε Ευρ. — Μέσ.,
μετρώ για τον εαυτό μου, παίρνω μέτρα, τι, σε Ξεν.· ἄστροις
196

ἐκμετρούμενος χθόνα, υπολογισμός θέσης με τη βοήθεια των άστρων, σε


Σοφ.
ἕκ-μηνος, -ον (ἕξ, μήν), εξάμηνος, μισός του ετήσιου, σε Σοφ.
ἐκ-μηνύω, μέλ. -ύσω[ῡ], πληροφορώ, αναγγέλλω, διαμηνύω,
φανερώνω, αποκαλύπτω, σε Πλούτ.
ἐκ-μηρύομαι, αποθ., I. ξετυλίγω σαν το κουβάρι της κλωστής·
λέγεται για στρατό, φεύγω σε παράταξη φάλαγγας από μια τοποθεσία, με
γεν., σε Πολύβ., Πλούτ. II. αμτβ., λέγεται για το στρατό, πορεύομαι σε
φάλαγγα, σε Ξεν.
ἐκ-μῑμέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., μιμούμαι πιστά, παριστάνω,
παρουσιάζω ακριβώς, σε Ευρ., Ξεν.
ἐκ-μῑσέω, μέλ. -ήσω, μισώ πολύ έντονα, αποστρέφομαι, σε Πλούτ.
ἐκ-μισθόω, μέλ. -ώσω, νοικιάζω, εκμισθώνω, τί τινι, σε Ξεν.
ἐκ-μολεῖν, απαρ. του αορ. βʹ ἐξέμολον, Επικ. γʹ ενικ. ἔκμολε·
βγαίνω, εξέρχομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· για ενεστ. βλ. βλώσκω.
ἐκ-μουσόω, μέλ. -ώσω, διδάσκω κάποιον κάτι, τινά τι, σε Ευρ.
ἐκ-μοχθέω, μέλ. -ήσω· 1. κατασκευάζω, κατορθώνω με μόχθο, Λατ.
elaborare, σε Ευρ. 2. αγωνίζομαι, παλεύω μέσω, πόνους, στον ίδ. 3.
αποκτώ κάτι με κόπο, επιτυγχάνω, πετυχαίνω, στον ίδ. 4. ξεφεύγω από
τον κίνδυνο με κόπο, με αιτ., στον ίδ.
ἐκ-μυζάω, μέλ. -ήσω, συμπιέζω, στίβω, ρουφώ, εκμυζώ, σε Ομήρ.
Ιλ.
ἐκ-μυκτηρίζω, μέλ. -σω, περιφρονώ κάτι, κοροϊδεύω, χλευάζω, σε
Κ.Δ.
ἐκ-ναρκάω, μέλ. -ήσω, ναρκώνομαι, μουδιάζω εντελώς, σε Πλούτ.
ἐκ-νέμομαι, Μέσ. με Παθ. αόρ. αʹ ἐξενεμήθην, βγάζω για βοσκή·
μεταφ., ἐκνέμεσθαι πόδα, στρέφω, γυρίζω, στρίβω το πόδι κάποιου, δηλ.
απομακρύνω κάποιον, σε Σοφ.
ἐκνεοττεύω, εκκολάπτω, κλωσσώ, σε Αριστ.
ἐκ-νευρίζω, μέλ. -σω (νεῦρον), αφαιρώ τα νεύρα, τους τένοντες —
Παθ., ἐκνενευρισμένοι, εξασθενημένοι, σε Δημ.
ἐκ-νεύω, μελ. -σω, αόρ. αʹ ἐξένευσα (πρβλ. ἐκνέω)· I. 1. στρέφω το
κεφάλι μου κατά μέρος, στην άκρη, σε Ξεν. 2. με αιτ., αποφεύγω,
διαφεύγω, σε Ορφ. II. πέφτω κατακέφαλα, σε Ευρ. III. κάνω νεύμα σε
κάποιον να απομακρυνθεί, με απαρ., στον ίδ.
ἐκ-νέω, μέλ. -νεύσομαι, αόρ. αʹ ἐξένευσα· κολυμπώ για να βγω έξω,
κολυμπώ προς τη στεριά, πραγματοποιώ φυγή ή απόδραση που
πραγματοποιείται με κολύμπι, σε Ευρ., Θουκ.· γενικά, διαφεύγω,
διασώζομαι, σε Ευρ.
ἐκ-νήφω, μέλ. -ψω, κοιμάμαι για να συνέλθω από την παραζάλη
της μέθης, ξεμεθώ, συνέρχομαι από μεθύσι, σε Ανθ.
ἐκ-νήχομαι, μέλ. -ξομαι· αποθ., ἐκνέω, κολυμπώ για να βγω έξω ή
κολυμπώ μακριά, σε Λουκ.
197

ἐκ-νίζω, μέλ. -νίψω (προερχόμενο από το -νίπτω)· I. ξεπλένω,


καθαρίζω, σε Ευρ. — Μέσ., ξεπλένομαι, Λατ. diluere, οὐδέποτε ἐκνίψῃ
τὰ πεπραγμένα, σε Δημ. II. καθαίρω, εξαγνίζω, σε Ανθ.
ἐκ-νῑκάω, μέλ. -ήσω, πετυχαίνω κάτι με χρήση βίας ή με επιρροή,
με πειθώ, σε Ευρ.· επιβάλλω την άποψή μου, σε Πλούτ. II. αμτβ.,
κερδίζω πλήρη νίκη, κατισχύω· μεταφ., έχω το «πάνω χέρι», υπερισχύω,
επικρατώ, σε Θουκ.
ἐκνίψω, μέλ. του ἐκνίζω.
ἐκ-νόμιος, -ον (νόμος), ασυνήθιστος, θαυμαστός· επίρρ. -ίως, σε
Αριστοφ.· υπερθ., ἐκνομιώτατα, στον ίδ.
ἔκ-νομος, -ον, παράνομος, Λατ. exlex, σε Αισχύλ.· επίρρ. -μως,
αυτός που βρίσκεται εκτός τόνου, παράφωνος, φάλτσος, ασύμμετρος,
ασύμφωνος, δυσανάλογος, στον ίδ.
ἔκ-νοος, -ον, συνηρ. -νους, -ουν, ανόητος, παράφρων, Λατ. amens,
σε Πλούτ.
ἐκ-νοσφίζομαι, αποθ., σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι, σε Ανθ.
ἑκοντί, επίρρ., εκούσια, με τη θέληση, σε Πλούτ.
ἑκούσιος, -α, -ον και -ος, -ον (ἑκών), I. 1. λέγεται για ενέργειες,
πράξεις, θεληματικός, αβίαστος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· τὰ ἑκούσια,
θεληματικές πράξεις, αντίθ. προς τὰ ἀκούσια, σε Ξεν. 2. σπανίως όπως το
ἑκών, λέγεται για πρόσωπα, με τη θέλησή τους, που πράττουν από
ελεύθερη βούληση, σε Σοφ., Θουκ. II. επίρρ., -ίως, σε Ευρ. κ.λπ.·
ομοίως, ἐξ ἑκουσίας (ενν. γνώμης), σε Σοφ.· καθ' ἑκουσίαν, σε Θουκ.
ἐκπαγλέομαι, Παθ., I. καταλαμβάνομαι από έκπληξη ή θαυμασμό,
ξαφνιάζομαι, καταπλήσσομαι, μόνο σε μτχ., σε Ηρόδ. II. παραξενεύομαι,
θαυμάζω υπερβολικά, με αιτ., σε Αισχύλ., Ευρ.
ἔκπαγλος, -ον, μετάθ. αντί ἔκπλαγος (από το ἐκπλήσσω)· I. 1.
φρικτός, φοβερός, λέγεται για πρόσωπα· υπερθ. ἐκπαγλότατος, σε Ομήρ.
Ιλ.· λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ. 2. επίρρ., φοβερά, σφοδρά,
βίαια, υπερβολικά, σε Όμηρ.· επίσης ουδ. ως επίρρ., ἔκπαγλον και
ἔκπαγλα, σε Ομήρ. Ιλ. II. στους μεταγεν. ποιητές, θαυμάσιος, θαυμαστός,
σε Αισχύλ., Σοφ.· επίρρ. ἔκπαγλα, θαυμάσια, φοβερά, στον ίδ.
ἐκπαίδευμα, -ατος, τό, βρέφος, νήπιο, παιδί, τέκνο, μαθητούδι, σε
Ευρ.
ἐκ-παιδεύω, μέλ. -σω, ανατρέφω από την παιδική ηλικία,
εκπαιδεύω πλήρως, παιδαγωγώ, σε Ευρ., Πλάτ.
ἐκ-παιφάσσω, ορμώ με μανία στη συμπλοκή, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐκ-παίω, μέλ. -παιήσω, αόρ. αʹ ἐξ-έπαισα· όπως το ἐκβάλλω· I.
βγάζω κάποιον εκτός στόχου, αποθαρρύνω κάποιον, με γεν., σε Ευρ. II.
Μέσ., διαφεύγω, δραπετεύω, φεύγω τρέχοντας, σε Πλούτ.
ἐκ-πάλλω, εκτινάσσω, σείω, δονώ, κουνώ — Παθ., εκτινάσσομαι,
πηδώ έξω από, με γεν. ἔκπαλτο (συγκεκ. Επικ. Μέσ. αόρ. βʹ ως Παθ.), σε
Ομήρ. Ιλ.
198

ἐκ-πᾰτάσσω, μέλ. -ξω, κτυπώ, πλήττω, βασανίζω, πατάσσω,


καταβάλλω, σε Ευρ. — Παθ., φρένας ἐκπεπαταγμένος, αυτός που έχει
πληγεί, που έχει υποστεί βλάβη στο μυαλό, σε Ομήρ. Οδ.
ἐκ-πάτιος[ᾱ], -α, -ον (πάτος), αυτός που βρίσκεται έξω από το
συνήθη δρόμο, παραστρατημένος· υπερβολικός, υπέρμετρος, σφοδρός,
βίαιος, τερατώδης, σε Αισχύλ.
ἐκ-παύω, μέλ. -σω, αδρανοποιώ, θέτω τέλος, σε Ευρ. — Μέσ.,
καταπαύομαι, σε Θουκ.
ἐκ-πείθω, μέλ. -σω, καταπείθω, σε Σοφ., Ευρ.
ἐκ-πειράζω, μέλ. -άσω, θέτω σε δοκιμασία, σε πειρασμό, με αιτ., σε
Κ.Δ.
ἐκ-πειράομαι, μέλ. -άσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ ἐξεπειράθην [ᾱ]· 1. θέτω
σε δοκιμή, ελέγχω, δοκιμάζω, εξετάζω, με γεν. προσ., σε Ηρόδ.· με
απαρ., ἐκπειρᾷ λέγειν, με προκαλείς να μιλήσω, να πω κι άλλα, σε Σοφ.
2. ερευνώ, ζητώ πληροφορίες για κάποιον, τί τινος, σε Αριστοφ.
ἐκ-πέλει, απρόσ., ἔξεστι, συμβαίνει, σε Σοφ.
ἐκ-πέμπω, μέλ. -ψω· I. λέγεται για πρόσωπα, 1. στέλνω έξω,
διώχνω, πετώ από ένα μέρος, με γεν., σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ. — Μέσ.,
σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ. 2. βγάζω έξω με κάλεσμα, καλώ κάποιον έξω,
βγάζω κάποιον έξω, αποπέμπω, εκβάλλω, στον ίδ.· ομοίως και στη Μέσ.,
στον ίδ. — Παθ., εξέρχομαι, αναχωρώ, στον ίδ. 3. πετώ από ένα μέρος,
ξαποστέλνω, σε Θουκ. 4. διώχνω κάποιον, απομακρύνω, σε Ηρόδ.,
Αισχύλ.· χωρίζω με τη σύζυγο, παίρνω διαζύγιο, σε Ηρόδ.· ομοίως και
στη Μέσ., Σοφ. II. 1. λέγεται για πράγματα, στέλνω έξω, στέλνω σε ξένη
χώρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 2. εκπέμπω, αποκαλύπτω, σέλας, σε Αισχύλ.
ἔκπεμψις, -εως, ἡ, αποστολή προς τα έξω, σε Θουκ.
ἐκ-πεπαίνω, κάνω κάτι ώριμο ή γινωμένο, μεστώνω, σε Θεόκρ.
ἐκπεπέτασμαι, Παθ. παρακ. του ἐκπετάννυμι.
ἐκπεπληγμένως, επίρρ. Παθ. παρακ. του ἐκπλήσσω, μέσα σε
κατάσταση πανικού, σε Δημ.
ἐκπέποται, γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του ἐκπίνω, σε Ομήρ. Οδ.
ἐκπεπταμένως, επίρρ. Παθ. παρακ. του ἐκπετάννυμι, υπερβολικά,
ακόλαστα, σε Ξεν.
ἐκ-πέπτω, μεταγεν. τύπος του ἐκ-πέσσω.
ἐκπέπτωκα, παρακ. του ἐκπίπτω.
ἐκ-περαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, φέρνω εις πέρας, τελειώνω, σε Ευρ. —
Παθ., ολοκληρώνομαι, εκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι, στον ίδ., σε
Ξεν.
ἐκπέρᾱμα, τό, πέρασμα, έξοδος από..., δωμάτων, σε Αισχύλ.
ἐκ-περάω, μέλ. -άσω [ᾱ], Ιων. -ήσω· 1. εξέρχομαι, βγαίνω,
διέρχομαι, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· ἐκπ. βίον, περνώ από, διέρχομαι την
ζωή, σε Ευρ. 2. απόλ. λέγεται για βέλος, περνώ ανάμεσα, τρυπώ,
199

διαπερνώ, σε Ομήρ. Ιλ. 3. απέρχομαι, φεύγω ή εξέρχομαι από ένα μέρος,


με γεν., σε Ευρ.
ἐκ-περδῑκίζω, μέλ. -σω (πέρδιξ), ξεφεύγω, διαφεύγω όπως η
πέρδικα, σε Αριστοφ.
ἐκ-πέρθω, μέλ. -πέρσω, καταστρέφω ολοκληρωτικά, συντρίβω, σε
Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
ἐκ-περίειμι, κινούμαι προς τα έξω κυκλικά, περιστρέφομαι, σε Ξεν.
ἐκ-περιπλέω, μέλ. -πλεύσομαι, περιπλέω ολόγυρα ώστε να πλήξω
τον εχθρό απ' τα πλάγια, σε Πλούτ.
ἐκ-περισσῶς, επίρρ., εξαιρετικά υπερβολικά, σε Κ.Δ.
ἐκ-πέρυσι, επίρρ., περισσότερο από ένα χρόνο, σε Λουκ.
ἐκ-πετάννῡμι, μέλ. -πετάσω, Παθ. αόρ. αʹ ἐξεπετάσθην, παρακ.
ἐκπεπέτασμαι, 1. απλώνω, λέγεται για ιστίο, σε Ευρ.· για φτερά, σε Ανθ.·
λέγεται για δίχτυ, σε Χρησμ. παρά Ηροδ. 2. μεταφ., ἐπὶ κῶμον
ἐκπετασθείς, πλήρως παραδομένος στη διασκέδαση, στο γλέντι, σε Ευρ.
ἐκπετήσιμος, -ον, αυτός που είναι έτοιμος να πετάξει μακριά από
τη φωλιά, αυτός που μόλις απέκτησε φτερά (λέγεται για νεοσσό), σε
Αριστοφ.
ἐκ-πέτομαι ή -πέταμαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ ἐξεπτόμην ή -άμην,
και σε Ενεργ. ἐξέπτην· πετώ μακριά απ' τη φωλιά ή πετώ προς τα πάνω
και φεύγω, σε Ησίοδ., Ευρ.
ἐκπεύθομαι, = ἐκπυνθάνομαι, σε Αισχύλ.
ἐκπεφῠυῖαι, θηλ. μτχ. πληθ. παρακ. του ἐκφύω.
ἐκ-πηδάω, μέλ. -πηδήσομαι· 1. πηδώ έξω, ορμώ προς μια
κατεύθυνση, σε Ηρόδ. 2. πραγματοποιώ έξοδο, σε Ξεν. 3. αναπηδώ, πηδώ
όρθιος ξαφνικά, ανατινάζομαι, σε Σοφ.
ἐκπήδημα, -ατος, τό, πήδημα προς τα πάνω, τίναγμα, ὕψος
κρεῖσσον ἐκπηδήματος, ύψος πολύ μεγάλο για να μπορέσει κάποιος να το
υπερπηδήσει, σε Αισχύλ.
ἐκ-πηνίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι· γνέθω, πλέκω, κλώθω· μεταφ.
λέγεται για συνήγορο, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, θα τα αφαιρέσει, θα τα
απομακρύνει από αυτόν μέσω τεχνασμάτων, μέσω στρεψοδικίας, σε
Αριστοφ.
ἐκ-πῑδύομαι[ῡ], αποθ., εκρέω, αναβλύζω, εκπηγάζω, σε Αισχύλ.
ἐκ-πίμπλημι, μέλ. -πλήσω, I. 1. γεμίζω εντελώς ένα κύπελο, σε
Ευρ.· ἐκπ. κρατῆρας δρόσου, τους γεμίζω πλήρως με υγρό, στον ίδ. 2.
χορταίνω, στον ίδ., σε Θουκ. II. συμ πληρώνω, εκ πληρώνω, σε Ηρόδ.·
ἁμαρτάδα ἐξέπλησε, εκπλήρωσε την πλήρη ποινή της αμαρτίας, στον ίδ.
III. εκ πληρώνω, πραγματοποιώ, συμ πληρώνω, τελειώνω, σε Τραγ.
ἐκ-πίνω[ῑ], μέλ. -πίομαι, αόρ. βʹ ἐξέπιον, Επικ. ἔκπιον· 1. πίνω από
ή μονορούφι, πίνω μονορούφι οινοπνευματώδες ποτό, σε Ομήρ. Οδ.·
ομοίως και σε Παθ. παρακ., ἐκπέποται, στο ίδ., σε Ηρόδ.· αἵματ' ἐκποθένθ'
200

ὑπὸ χθονός, σε Αισχύλ. 2. «πίνω άσπρο πάτο», ρουφώ εντελώς, πλῆρες


ἐκπ. κέρας, σε Σοφ.· μεταφ., ἐκπ. ὄλβον, σε Ευρ.
ἐκ-πιπράσκω, ξεπουλώ, εκποιώ, σε Δημ.
ἐκ-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ ἐξέπεσον, παρακ. -πέπτωκα· 1.
πέφτω εκτός του άρματος, πετιέμαι έξω, εκτινάσσομαι, εκτροχιάζομαι,
με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., τόξον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός, σε Ομήρ.
Ιλ. 2. λέγεται για ναυτικούς, ξεβράζομαι στη στεριά, Λατ. ejici, σε Ομήρ.
Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για πράγματα, ναυαγώ, σε Ξεν. 3. εκπίπτω,
ξεπέφτω, δηλ. στερούμαι κάτι, γίνομαι έκπτωτος, Λατ. excideree, τινός ή
ἔκ τινος, σε Αισχύλ. κ.λπ. 4. εκδιώκομαι, εξορίζομαι, λέγεται για όσους
έχουν εξοστρακισθεί, σε Ηρόδ., κ.λπ. 5. κυκλοφορώ, διαδίδομαι, βγαίνω,
στον ίδ., σε Ξεν. 6. εξέρχομαι, βγάζω ως αποτέλεσμα, λέγεται για
ψήφους, στον ίδ. 7. διαφεύγω, αποδρώ, σε Θουκ. 8. λέγεται για χρησμούς,
εκδίδομαι, ανακοινώνομαι μέσα από το άδυτο, γνωστοποιούμαι,
παρέχομαι, σε Λουκ. 9. ξεφεύγω από, εκτρέπομαι, παραστρατώ,
παρεκκλίνω, σε Ξεν., Αισχίν. 10. πέφτω, φτάνω στο μηδέν, ξεπέφτω, σε
Κ.Δ. 11. λέγεται για ηθοποιούς, αποχωρώ, διώκομαι απ' τη σκηνή υπό τη
συνοδεία αποδοκιμασιών, Λατ. explodi, σε Δημ.
ἐκπίτνω, = ἐκπίπτω, σε Αισχύλ.
ἐκπλᾰγείς, μτχ. Παθ. αορ. βʹ του ἐκπλήσσω.
ἕκ-πλεθρος, -ον (ἕξ, πλέθρον), αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρα,
δηλ. ενός σταδίου (184 μέτρων), σε Ευρ.
ἔκ-πλεος, ποιητ. -πλειος, -α, -ον, Αττ. -πλέως, -ων· 1. αυτός που
είναι τελείως γεμάτος από κάτι, ξέχειλος, με γεν., σε Ευρ. 2.
ολοκληρωμένος, πλήρης, επαρκής, λέγεται για τον αριθμό στρατεύματος,
σε Ξεν.· άφθονος, πολύς, στον ίδ.
ἐκ-πλέω, μέλ. -πλεύσομαι· Ιων. -πλώω, αόρ. αʹ -έπλωσα· I. 1.
αποπλέω, αναχωρώ, σηκώνω την άγκυρα, σαλπάρω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με
γεν., αποπλέω από, σε Σοφ. 2. μεταφ., ἐκπλεῖν τοῦ νοῦ, τῶν φρενῶν,
βγαίνω έξω απ' τη λογική, χάνω τα λογικά μου, γίνομαι έξω φρενών, σε
Ηρόδ. II. ἐκπλ. τὰς ναῦς, πλέω γρηγορότερα από τα εχθρικά πλοία, τα
ξεπερνώ, σε Θουκ.
ἔκπλεως, -ων, Αττ. αντί ἔκπλεος· ονομ. πληθ. ἔκπλεῳ.
ἔκπληγεν, Επικ. αντί -εσαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του ἐκπλήσσω.
ἐκ-πλήγνῡμι, = ἐκπλήσσω, σε Θουκ.
ἐκπληκτικός, -ή, -όν (ἐκπλήσσω), αυτός που προξενεί, που
προκαλεί έκπληξη, καταπληκτικός, τρομακτικός, φοβερός,
εντυπωσιακός, σε Θουκ.
ἔκπληκτος, -ον, αυτός που έχει καταληφθεί από τρόμο,
τρομαγμένος, έκθαμβος, σε Λουκ.
ἔκπληξις, -εως, ἡ, (ἐκπλήσσω), κατάπληξη, ξάφνιασμα, σε Θουκ.
κ.λπ.· ἔκπλ. κακῶν, τρόμος, φρίκη που προκλήθηκε από ατυχίες,
συμφορές, σε Αισχύλ.
201

ἐκ-πληρόω, μέλ. -ώσω, = ἐκπίμπλημι· I. 1. γεμίζω κάτι εντελώς,


γεμίζω ως επάνω, απογεμίζω, σε Ευρ. 2. συμ πληρώνω ένα συγκεκριμένο
αριθμό, σε Ηρόδ., Σοφ. 3. επανδρώνω πλήρως με ναύτες, ναῦς, σε Ηρόδ.
4. εκ πληρώνω, πραγματοποιώ, στον ίδ. II. ἐκπλ. λιμένα, διασχίζω το
λιμάνι, Λατ. emetiri, σε Ευρ.
ἐκ-πλήσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. χτυπώ προς τα έξω, βγάζω με
χτυπήματα, εκδιώκω, σε Αισχύλ.· απόλ., διώχνω, σε Θουκ. II. κάνω
κάποιον να χάσει τα λογικά του, καταπλήσσω, ξαφνιάζω, σαστίζω, σε
Ομήρ. Οδ., Ευρ.· συχνά στον Παθ. αόρ. βʹ, Επικ. ἐξεπλήγην, Αττ.
ἐξεπλάγην [ᾰ], αόρ. αʹ ἐξεπλήχθην, παρακ. ἐκπέπληγμαι· 1. τρομάζω,
εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· ἐκπλαγῆναί τινι,
ξαφνιάζομαι, καταπλήσσομαι, σε Ηρόδ., ομοίως και διά τι, ἐπί τινι κ.λπ.·
ἐκπλαγῆναί τινα, καταλαμβάνομαι από πανικό φοβούμενος..., σε Σοφ.,
Θουκ. 2. γενικά, λέγεται για ξαφνικό, αιφνίδιο πάθος, χτυπιέμαι,
πλήττομαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.
ἔκπλοος, συνηρ. -πλους, ὁ (ἐκπλέω)· I. απόπλους, όταν το πλοίο
αφήνει το λιμάνι, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ. II. πέρασμα, είσοδος λιμανιού,
σε Αισχύλ. κ.λπ.
ἐκ-πλύνω[ῡ], αόρ. αʹ ἐξέπλυνα· I. ξεπλένω, βγάζω λεκέδες, ιδίως
αφαιρώ χρώματα από ρούχα ή υφάσματα, σε Πλάτ. — Παθ., ξεπλυμένος,
καθαρός, σε Ηρόδ. II. πλένω και καθαρίζω εντελώς, σε Αριστοφ.
ἔκπλῠτος, -ον, αυτός που είναι ξεπλυμένος, ξεθωριασμένος, λέγεται
για χρώματα, σε Πλάτ.· μεταφ., εξαγνισμένος, καθαρός από μίασμα, σε
Αισχύλ.
ἐκπλώω, Ιων. αντί ἐκπλέω.
ἐκ-πνέω, Επικ. -πνείω· μέλ. -πνεύσομαι ή -οῦμαι· I. 1. ξεφυσώ,
βγάζω πνοή προς τα έξω, σε Πλάτ.· κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα, σε Αισχύλ.
2. βίον ἐκπν., βγάζω την τελευταία μου πνοή, εκπνέω, ξεψυχώ, πεθαίνω,
στον ίδ., σε Ευρ.· επίσης, ἐκπν. θυμόν, ψυχήν, στον ίδ. II. απόλ., 1.
σταματώ να φυσώ, γαληνεύω, ηρεμώ, κοπάζω, στον ίδ. 2. πνέω προς τα
έξω, λέγεται για άνεμο, σε Ηρόδ., Θουκ.· βγαίνω ορμητικά, σε Σοφ.
ἐκπνοή, ἡ, αέρας που βγαίνει απ' τους πνεύμονες, ξεψύχισμα, σε
Πλάτ.
ἐκ-ποδών, επίρρ. (ἐκ ποδῶν) αντίθ. προς το ἐμποδών, μακριά από
την πεπατημένη οδό, δηλ. έξω απ' το δρόμο, παράμερα, κατά μέρος, σε
Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· με δοτ., ἐκπ. χωρεῖν τινι, αποφεύγω κάποιον, σε
Ευρ.· ἐκποδὼν ποιεῖσθαι, βγάζω από τη μέση, ξεπαστρεύω, σκοτώνω, σε
Ξεν.· με γεν., ἐκπ. χθονός, απομακρύνω από αυτή, σε Ευρ.
ἐκ-ποιέω, μέλ. -ήσω, βγάζω, παράγω, I. δίνω παιδί, δηλ. το δίνω
προς υιοθεσία, σε Ισαίο. II. Μέσ., παράγω, γεννώ, σε Αριστοφ. III. συμ
πληρώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω, σε Ηρόδ.· με γεν. της
ύλης, Παρίου λίθου τὰ ἔμπροσθε ἐξεποίησαν, έφτιαξαν όλο το πρόσθιο
μέρος με μάρμαρο Πάρου, στον ίδ.
202

ἐκποίησις, -εως, ἡ, εκροή, εκπομπή, εξαπόλυση, αποβολή, σε


Ηρόδ.
ἐκποίητος, -ον, αυτός που δόθηκε προς υιοθεσία, υιοθετημένος, σε
Αισχίν.
ἐκ-πολεμέω, μέλ. -ήσω, εξάπτω, εξερεθίζω, υποκινώ προς πόλεμο,
καθιστώ κάποιον εχθρικό, σε Ξεν.
ἐκ-πολεμόω, μέλ. -ώσω, κάνω κάτι εχθρικό, εμπλέκομαι σε πόλεμο,
σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., γίνομαι εχθρός κάποιου, βρίσκομαι σε
μακροχρόνια έχθρα με κάποιον, τινί, σε Ηρόδ.
ἐκπολέμωσις, -εως, ἡ, δημιουργία εχθρότητας, εχθροπραξίας, σε
Πλούτ.
ἐκ-πολιορκέω, μέλ. -ήσω, αναγκάζω μία πολιορκούμενη πόλη να
παραδοθεί, σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., αναγκάζομαι να παραδοθώ, σε Θουκ.
ἐκ-πομπεύω, μέλ. -σω, περπατώ αγέρωχα, βαδίζω αλαζονικά,
επιδεικτικά, καμαρωτά, σε Λουκ.
ἐκπομπή, ἡ (ἐκπέμπω), αποστολή, αποπομπή, εκδίωξη, σε Θουκ.
ἐκ-πονέω, μέλ. -ήσω, 1. εκτελώ εργασία, αποπερατώνω με κόπο,
μοχθώ, Λατ. elaborare, σε Αριστοφ.· κἠμὲ μαλθακὸν ἐξεπόνασε σιδαρέω,
με μετέβαλε από σκληρόκαρδο, μαλακό στην καρδιά, σε Θεόκρ.· ἐκπ.
τινά, τον στολίζω, τον διακοσμώ, σε Ευρ. — Παθ., τελειοποιούμαι,
ολοκληρώνομαι, σε Θουκ.· ἐκπεπονημένος σῖτος, σιτάρι πλήρως
κατειργασμένο, προετοιμασμένο για χρήση, σε Ξεν.· ἐκπεπονῆσθαι τὰ
σώματα, τα σκληραγωγώ, τα γυμνάζω, τα ασκώ για να είναι σε καλή
φυσική κατάσταση, στον ίδ. 2. εκτελώ, σε Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ.,
στον ίδ. 3. αποκτώ κάτι με μόχθο, κερδίζω, στον ίδ.· με αιτ. και απαρ.,
τοὺς θεοὺς ἐκπ. φράζειν, καταφέρνω, πείθω τους θεούς να μιλήσουν, να
πουν, στον ίδ. 4. απόλ., εργάζομαι σκληρά, στον ίδ., Ξεν. 5. εκτελώ μέσω
έρευνας, εκτελώ εξονυχιστικά, ερευνώ, ψάχνω, σε Ευρ. 6. λέγεται για
τροφή, χωνεύω με κόπο, σε Ξεν. 7. εργάζομαι, προσφέρω καλή εργασία,
επεξεργάζομαι, σε Θεόκρ. 8. στην Παθ., φθείρομαι, κατατρώγομαι, Λατ.
confici, σε Πλούτ.
ἐκ-πορεύω, μέλ. -σω, κάνω κάποιο να βγει έξω, βγάζω έξω, εξάγω,
σε Ευρ. — Μέσ., με Μέσ. μέλ. και Παθ. αόρ. αʹ, εξέρχομαι, εξάγομαι,
βαδίζω προς τα έξω, σε Ξεν.
ἐκ-πορθέω, μέλ. -ήσω· I. λεηλατώ, αρπάζω, σε Ευρ. κ.λπ. — Παθ.,
λέγεται για πρόσωπο, καταστρέφομαι, χάνομαι, σε Σοφ., Ευρ. II.
λαφυραγωγώ, σε Θουκ.
ἐκπορθήτωρ, -ορος, ὁ, εξολοθρευτής, καταστροφέας, σε Ευρ.
ἐκ-πορθμεύω, μέλ. -σω, παρασύρω, μεταφέρω μέσω της θάλασσας·
ο Ευρ. έχει Παθ. παρακ. ἐκπεπόρθμευται μαζί με Παθ. και Μέσ. σημασία.
ἐκ-πορίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. εφευρίσκω, επινοώ, σε Ευρ. II.
προμηθεύω, χορηγώ, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ. — Μέσ., προμηθεύομαι,
εφοδιάζομαι, σε Θουκ.
203

ἐκ-πορνεύω, μέλ. -σω, προάγω στην πορνεία, σε Κ.Δ.


ἐκ-ποτάομαι, Ιων. -έομαι, αποθ., κινούμαι, πετώ στον αέρα, λέγεται
για νιφάδες χιονιού, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι;
(βʹ ενικ. Δωρ. παρακ.)· = quae te dementia cepit?σε Θεόκρ.
ἐκ-πράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. ολοκληρώνω, πράττω
εξολοκλήρου, κατορθώνω, πετυχαίνω, Λατ. efficere, σε Αισχύλ. κ.λπ.·
τὸν καλλίνικον ἐξεπράξατε ἐς γόον, μετετρέψατε έναν επινίκειο,
θριαμβικό ύμνο σε θρήνο, σε Ευρ. II. δίνω τέλος, σκοτώνω, καταστρέφω,
εξολοθρεύω, Λατ. conficere, σε Τραγ. III. 1. ζητώ, απαιτώ, εισπράττω,
συλλέγω φόρο, σε Ευρ.· με διπλή αιτ., χρήματα ἐκπρ. τινά, ζητώ, απαιτώ,
αποσπώ χρήματα από κάποιον, σε Θουκ. 2. απαιτώ τιμωρία για κάτι,
τιμωρώ, εκδικούμαι, σε Σοφ., Ευρ.· ομοίως και σε Μέσ., σε Ηρόδ.
ἐκπρεπής, -ές (ἐκπρέπω)· I. αυτός που διακρίνεται, που ξεχωρίζει
από όλους, υπέρτερος, αξιόλογος, διακεκριμένος, διαπρεπής, σε Ομήρ.
Ιλ.· μεγέθει ἐκπρεπεστάτα, σε Αισχύλ.· εἶδος ἐκπρεπεστάτη, σε Ευρ. II. =
ἔξω τοῦ πρέποντος, απρεπώς, τερατωδώς, φρικιαστικά, ανάρμοστα, σε
Θουκ.· ομοίως και επιρρ. -πῶς, παράλογα, στον ίδ.
ἐκ-πρέπω, είμαι εξαιρετικός σε κάτι, διαπρέπω, υπερέχω, τινί, σε
Ευρ.
ἔκπρησις, -εως, ἡ (ἐκ, πίπρημι), πρόκληση φωτιάς, ανάφλεξη,
άναμμα, κάψιμο, σε Πλούτ.
ἐκπρήσσω, Ιων. αντί ἐκπράσσω.
ἐκ-πρίασθαι, αόρ. βʹ (βλ. *πρίαμαι), αγοράζω, εξαγοράζω, σε
Ρήτ.
ἐκ-πρίω, μέλ. -πριοῦμαι, πριονίζω κάτι εντελώς, σε Θουκ.
ἐκ-πρόθεσμος, -ον, υπερήμερος, αυτός που βρίσκεται εκτός της
προκαθορισμένης μέρας, του οποίου έχει λήξει η προθεσμία του και
βρίσκεται σε υπερημερία, με γεν., σε Λουκ.
ἐκ-προθυμέομαι, δείχνω εξαιρετικό ζήλο, είμαι ιδιαίτερα ένθερμος
ή ενθουσιώδης, σε Ευρ.
ἐκ-προΐημι, μέλ. -προήσω, βγάζω προς τα έξω, αναδίδω, προωθώ,
στέλνω, σε Ευρ.
ἐκ-προκᾰλέομαι, Μέσ., προσκαλώ κάποιον ή τον φωνάζω να βγει
έξω, ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων, σε Ομήρ. Οδ.
ἐκ-προκρίνω[ῑ], μέλ. -κρῐνῶ, εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ, πόλεος
ἐκπροκριθεῖσα, σε Ευρ.
ἐκ-προλείπω, μέλ. -ψω, παρατώ, αφήνω, αρνούμαι, εγκαταλείπω,
απαρνιέμαι, σε Ομήρ. Οδ.
ἐκ-προρέω, μέλ. -ρεύσομαι, απορρέω, πηγάζω, αναβλύζω,
ξεχύνομαι, σε Ανθ.
ἐκ-προτῑμάω, μέλ. -ήσω, τιμώ πάνω από όλα, αποδίδω τιμές
περισσότερο από όλα τα άλλα, σε Σοφ.
204

ἐκ-προφεύγω, μέλ. -φεύξομαι, φεύγω μακριά, ξεγλιστρώ, ξεφεύγω,


σε Ανθ.
ἐκ-προχέω, μέλ. -χεῶ, χύνω έξω, σε Ανθ.
ἐκ-πτερύσσομαι, αποθ., απλώνω, ανοίγω φτερά, σε Λουκ.
ἐκ-πτήσσω, μέλ. -ξω, τρομάζω κάποιον και τον κάνω να φύγει,
οἴκωνμε ἐξέπταξας (Δωρ.), σε Ευρ.
ἐκ-πτοέω, μέλ. —ήσω = το προηγ., σε Τζέτζ. — Παθ.,
καταλαμβάνομαι από θαυμασμό ή φόβο, καταπλήσσομαι, τρομάζω, σε
Ευρ.
ἐκ-πτύω, μέλ. -ύσω, επίσης -ύσομαι [ῠ]· I. φτύνω προς τα έξω, με
γεν., σε Ομήρ. Οδ. II. φτύνω προς δήλωση αηδίας, σιχαίνομαι, σε
Αριστοφ.· απεχθάνομαι, αποστρέφομαι, σε Κ.Δ.
ἐκ-πῠθέσθαι, απαρ. αορ. βʹ του επομ.
ἐκ-πυνθάνομαι, μέλ. -πεύσομαι, αόρ. βʹ ἐξεπῠθόμην· αποθ., 1.
ερευνώ, ψάχνω επιμελώς, κάνω έρευνα, αναζητώ πληροφορίες, σε Ομήρ.
Ιλ., Ευρ. 2. με αιτ., πληροφορούμαι, ακούω, μαθαίνω, σε Σοφ.· ἐκπ. τινος,
αναζητώ πληροφορίες, ερευνώ για κάποιον, σε Αριστοφ.
ἐκ-πῠρόω, μέλ. -ώσω, κατακαίω, καίω ολότελα μέχρι να γίνει κάτι
στάχτες, να απανθρακωθεί, φθείρομαι τελείως, εξαφανίζω, καταστρέφω,
σε Ευρ. — Παθ., πιάνω φωτιά, καίγομαι, στον ίδ.
ἐκπύρωσις[ῠ], -εως, ἡ, πυρπόληση, πυρκαγιά, αποτέφρωση, σε
Λουκ.
ἔκπυστος, -ον (ἐκπυνθάνομαι), γνωστός, ξακουστός, περίφημος,
σε Θουκ.
ἔκπωμα, -ατος, τό (ἐκπίνω), ποτήρι, μεγάλο φαρδύ κύπελλο, σε
Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
ἐκπωτάομαι, ποιητ. αντί ἐκποτάομαι, σε Βάβρ.
ἐκράανθεν, Επικ. αντί -ησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του κραίνω.
ἐκρᾰγῆναι, απαρ. Παθ. αορ. βʹ του ἐκρήγνυμι.
ἐκρᾰγήσομαι, Παθ. μέλ. βʹ του ἐκρήγνυμι.
ἐκράηνα αντί ἐκρήηνα, Επικ. αόρ. αʹ του κραίνω.
ἐκράθην[ᾱ], Παθ. αόρ. αʹ του κεράννυμι.
ἐκ-ραίνω, μέλ. -ᾰνῶ, ραντίζω, αποστάζω, σε Σοφ.
ἐκρέμω αντί ἐκρέμᾰσο, βʹ ενικ. του κρέμαμαι.
ἐκ-ρέω, μελ. -ρεύσομαι, παρακ. ἐξερρύηκα, Παθ. αόρ. βʹ ἐξερρύην
με Ενεργ. σημασία, I. 1. ξεχύνομαι ή απορρέω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.,
Πλάτ. 2. λέγεται για φτερά, πέφτω, μαδώ, σε Αριστοφ. 3. μεταφ.,
αφανίζομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, χάνομαι, Λατ. effluere, σε
Πλάτ. II. με σύστ. αιτ., επιρρίπτω, χαρίζω, ρίχνω, χάριν, σε Ανθ.
ἐκ-ρήγνῡμι, μέλ. -ρήξω, I. σπάζω, κόβομαι σε κομμάτια, σε Ομήρ.
Ιλ.· με γεν., ὕδωρ ἐξέρρηξεν ὁδοῖο, το νερό διέβρωσε ένα τμήμα του
δρόμου, στο ίδ. — Παθ., ραγίζω, θρυμματίζομαι, τεμαχίζομαι, σε Ηρόδ.
II. με σύστ. αιτ., αφήνω κάτι να σπάσει, ξεσπώ, εκρήγνυμαι, διαφεύγω,
205

με, σε Πλούτ., Λουκ. — Παθ., σπάζω, ανοίγω, σκάω, λέγεται για έλκος,
σε Ηρόδ., Αισχύλ.· λέγεται για φιλονικία, ἐς μέσον ἐξερράγη, ξέσπασε σε
δημόσιο χώρο, σε Ηρόδ.· λέγεται για πρόσωπα, ξεσπώ σε παράφορα,
βίαια, σφοδρά, απότομα λόγια, στον ίδ. III. κάποιες φορές επίσης αμτβ.
στην Ενεργ., οὔ ποτ' ἐκρήξει μάχη, σε Σοφ.
ἐκ-ριζόω, μέλ. -ώσω, ξεριζώνω, ξεθεμελιώνω, σε Κ.Δ.
ἐκ-ρῑπίζω, μέλ. -ίσω, φυσώ ελαφρά τη φωτιά, υποδαυλίζω,
διεγείρω, ερεθίζω, σε Πλούτ.
ἐκ-ρίπτω, μέλ. -ψω, ρίχνω, πετώ έξω, αποβάλλω, απορρίπτω, σε
Αισχύλ., Σοφ.
ἐκροή, ἡ (ἐκρέω), = ἔκροος, σε Πλάτ.· ροή, απορροή, στον ίδ.
ἔκροος, συνηρ. -ρους, ὁ (ἐκρέω), εκροή, εκβολή, διαρροή, στόμιο,
σε Ηρόδ.
ἐκ-ροφέω, μέλ. -ήσω, πίνω, ρουφώ, καταπίνω, σε Αριστοφ.
ἐκρύβην[ῡ], Παθ. αόρ. βʹ του κρύπτω.
ἐκ-ρύομαι, μέλ. -ρύσομαι [ῡ], απαλλάσσομαι, απελευθερώνομαι,
σώζομαι, λυτρώνομαι, σε Ευρ.
ἐκρύφθην, Παθ. αόρ. αʹ του κρύπτω.
ἐκ-σᾰλάσσω, κουνώ, σείω βίαια, τραντάζω, σε Ανθ.
ἐκσᾰόω, αόρ. αʹ ἐξεσάωσα, Επικ. αντί ἐκσῴζω, σε Όμηρ.
ἐκ-σείω, μέλ. -σω, κουνώ, εκτρέπω, τι τινος, σε Ηρόδ. — Παθ., σε
Αριστοφ.
ἐκ-σεύομαι· παρακ. ἐξέσσῠμαι, γʹ πληθ. υπερσ. ἐξέσσῠτο, αόρ. αʹ
ἐξεσύθην [ῠ]· εξορμώ, προβάλλω ξαφνικά από ένα μέρος, εκτινάσσομαι,
με γεν., σε Όμηρ.· απόλ., εξορμώ, στον ίδ.
ἐκ-σημαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, φανερώνω, αποκαλύπτω, υποδεικνύω,
μαρτυρώ, γνωστοποιώ, σε Σοφ.
ἐκ-σῑγάομαι, Παθ., εξαναγκάζομαι σε απόλυτη σιωπή, σε Ανθ.
ἐκ-σκεδάννῡμι, μέλ. -σκεδάσω, σκορπίζω στον άνεμο, σε Αριστοφ.
ἐκ-σκευάζω, μέλ. -σω, απογυμνώνω από εργαλεία κι άλλα σύνεργα,
σε Δημ.
ἐκ-σμάω, σφουγγίζω, σκουπίζω καθαρά, σε Ηρόδ.
ἐκ-σοβέω, μέλ. -ήσω, διώχνω, αποσοβώ, σε Ανθ.
ἐκ-σπάω, μέλ. -άσω, βγάζω, τραβώ κάποιον βίαια έξω, σε Ομήρ.
Ιλ.· ομοίως και σε Μέσ., ἐκσπασσαμένω ἔγχεα, τράβηξαν έξω τα δόρατά
τους, στο ίδ.
ἐκ-σπένδω, μέλ. -σπείσω, προσφέρω στους θεούς σπονδές, σε Ευρ.
ἔκ-σπονδος, -ον (σπονδή), = ἔξω τῶν σπονδῶν, αυτός που δεν
περιλαμβάνεται στις σπονδές, που έχει αποκλεισθεί, που έχει εξαιρεθεί
από αυτές, σε Θουκ., Ξεν.
ἑκ-στάδιος, -ον (ἕξ, στάδιον), αυτός που έχει μήκος έξι στάδια
(δηλ. 1.110 μέτρα), σε Λουκ.
206

ἔκστᾰσις, -εως, ἡ (ἐξίστημι), οποιαδήποτε μετατόπιση ή


μετακίνηση· γοητεία, έκπληξη, κατάπληξη, σε Κ.Δ.· έκσταση, στο ίδ.
ἐκστᾰτικός, -ή, -όν, αυτός που μετακινείται από τη θέση του, με
γεν., σε Αριστ.
ἐκστέλλω, μέλ. -στελῶ, εφοδιάζω, εξοπλίζω, στολίζω, σε Σοφ.
ἐκ-στέφω, μέλ. -ψω, στολίζω, διακοσμώ με στεφάνι, σε Ευρ.·
λέγεται για ικέτες, κρᾶτας ἐξεστεμμένοι, στον ίδ.· αλλά, ἱκτηρίοις
κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι, με στεφάνια πάνω στα ικετευτικά κλαδιά ελιάς,
σε Σοφ.
ἐκστρᾰτεία, ἡ, αναχώρηση στρατού, σε Λουκ.
ἐκ-στρᾰτεύω, μέλ. -σω· I. εξέρχομαι σε πόλεμο μαζί με στρατό, σε
Θουκ., Ξεν. II. 1. στη Μέσ. απόλ., αρχίζω εχθροπραξίες, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. έχω ολοκληρώσει την επιχείρηση, στον ίδ.
ἐκ-στρᾰτοπεδεύομαι, μέλ. -εύσομαι, αποθ., με Παθ. παρακ.,
στρατοπεδεύω έξω από την πόλη, σε Θουκ., Ξεν.
ἐκ-στρέφω, μέλ. -ψω, I. στρέφω προς τα έξω, ξεριζώνω από ένα
μέρος, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. II. στρέφω τα εντός έξω, σε Αριστοφ.·
μεταφ., μεταβάλλω εντελώς, στον ίδ.
ἐκ-σῡρίσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, αναγκάζω κάποιον να κατέβει
από τη σκηνή με σφυρίγματα, Λατ. explodere, σε Δημ.
ἐκ-σύρω[ῡ], σύρω βίαια κάποιον προς τα έξω, σε Ανθ.· Παθ. αόρ.
βʹ ἐξεσύρην [ῠ].
ἐκσφρᾱγίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι — Παθ., αποκλείομαι, κλείνομαι
έξω από, σε Ευρ.
ἐκ-σῴζω, μέλ. -σω, σώζω από τον κίνδυνο, κρατώ κάποιον ασφαλή,
σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ἐκσ. τινά τινος, γλιτώνω κάποιον από κάποιον άλλο,
σε Ευρ., ἐκσ. τινὰ ἐς φάος, οδηγώ, φέρνω με ασφάλεια κάποιον στο φως,
στον ίδ. — Μέσ., σώζομαι, σώζω τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.· ή σώζω για
τον εαυτό μου, σε Αισχύλ. — Παθ., τρέπομαι σε φυγή για ασφάλεια, στον
ίδ.
ἐκ-σωρεύω, μέλ. -σω, συσσωρεύω, στοιβάζω, σε Ευρ.
ἔκτᾰ, Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ του κτείνω· ἔκτᾰμεν, ἔκτᾰν, αʹ και γʹ
πληθ.
ἐκτάδην[ᾰ], επίρρ. (ἐκτείνω), εκτεταμένα, απλωτά, φαρδιά-πλατιά,
σε Ευρ.
ἐκτάδιος[ᾰ], -η, -ον (ἐκτείνω), κτεταμένος, απλωμένος,
τεντωμένος, ευρύς, σε Ομήρ. Ιλ.
ἔκτᾰθεν, Επικ. αντί ἐκτάθησαν, γʹ πληθ. Παθ. αόρ. αʹ του κτείνω.
ἐκτᾰθήσομαι, Παθ. μελ. του ἐκτείνω.
ἑκταῖος, -α, -ον (ἕξ)· I. αυτός που είναι έξι ημερών, σε Ξεν. II. =
ἕκτος, έκτος, σε Ανθ.
ἐκτάμην, Επικ. Μέσ. αόρ. βʹ του κτείνω.
ἐκτάμνω, Ιων. αντί ἐκτέμνω.
207

ἔκτᾰμον, Επικ. αντί ἐξέταμον, αόρ. βʹ του ἐκτέμνω.


ἔκταν, Επικ. γʹ πληθ. αορ. βʹ του κτείνω.
ἔκτᾰνον, αόρ. βʹ του κτείνω.
ἐκ-τᾰνύω, μέλ. -ύσω, Επικ. αόρ. αʹ ἐξετάνυσσα· 1. = ἐκτείνω·
εκτείνω, απλώνω (πάνω στο έδαφος), ξαπλώνω, ρίχνω κάτω (με
χτύπημα), ξαπλώνω χάμω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., είμαι τεντωμένος,
ἐξετανύσθη, στο ίδ. 2. τεντώνω σφιχτά, σε Ομήρ. Οδ.
ἐκ-τᾰράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, οδηγώ, φέρνω σε μεγάλη
ταραχή, συνταράζω, συγκλονίζω, σε Πλούτ.
ἔκτᾰσις, -εως, ἡ (ἐκτείνω), επέκταση, ανάπτυξη, τέντωμα,
άπλωμα, εξάπλωση, σε Πλάτ.
ἐκ-τάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, παρατάσσω σε γραμμή μάχης,
λέγεται για αξιωματούους — Μέσ., παρατάσσομαι, απλώνομαι στη μάχη,
λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν.
ἐκτέατο, Ιων. αντί ἔκτηντο, γʹ πληθ. υπερσ. του κτάομαι.
ἐκ-τείνω, μέλ. -τενῶ, παρακ. -τέτᾰκα, Παθ. -τέτᾰμαι· I. 1. απλώνω,
εκτείνω προς τα έξω, εξαπλώνω, σε Ηρόδ., Αττ.· τὰ γόνατα ἐκτ., τα
ισιώνω, τα ευθυγραμμίζω, σε Αριστοφ.· ἐκτ. νέκυν, τον ρίχνω κάτω
νεκρό, σε Ευρ. — Παθ., εκτείνομαι, απλώνομαι, εξαπλώνομαι, σε Σοφ.
2. απλώνω, ρίχνω δίχτυ, σε Αισχύλ.· εκτείνω, επεκτείνω, απλώνω,
παρατάσσω τη γραμμή της φάλαγγας, σε Ευρ. II. απλώνω, επεκτείνω
προς τα έξω, παρατείνω, επεκτείνω, επιμηκύνω, λόγον, σε Ηρόδ., Αττ.
III. τεντώνω μέχρι εσχάτων, επιτείνω την προσπάθεια, λέγεται για άλογο
που επιταχύνει, σε Ξεν.· πᾶσαν προθυμίην ἐκτ., κάνω ό,τι είναι δυνατό,
καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, σε Ηρόδ.· μεταφ. στην Παθ.,
εκπλήσσομαι, σε Σοφ.
ἐκ-τειχίζω, μέλ. Αττ. -ῐῶ, οχυρώνω πλήρως, σε Θουκ., Ξεν.· τεῖχος
ἐκτ., το ανεγείρω από τα θεμέλια, σε Αριστοφ.
ἐκ-τεκνόω, μέλ. -ώσω, γεννώ, παράγω, τεκνοποιώ, σε Ευρ., σε
Μέσ.
ἐκ-τελευτάω, μέλ. -ήσω, φέρνω εις πέρας, εκ πληρώνω, τελειώνω,
ολοκληρώνω, σε Αισχύλ. — Παθ., αποτελώ το τέλος, τινός, σε Σοφ.
ἐκ-τελέω, Επικ. παρατ. ἐξετέλειον, μέλ. -τελέσω· φέρνω εις πέρας
εντελώς, εκ πληρώνω, τελειώνω, κατορθώνω, επιτυγχάνω, σε Όμηρ.,
Ηρόδ. — Παθ., απαρ. μέλ. ἐκτελέεσθαι, να είναι εκπληρωμένο, σε Ομήρ.
Ιλ. κ.λπ.
ἐκ-τελής, -ές (τέλος), αυτός που έχει ολοκληρωθεί, ο τέλειος, σε
Αισχύλ.· λέγεται για σιτάρι, ώριμος, μεστός, σε Ησίοδ.· λέγεται για
πρόσωπα, σε Ευρ.
ἐκ-τέμνω, Επικ. και Ιων. τάμνω, μέλ. -τεμῶ· I. 1. αποκόβω,
καταστρέφω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ὀϊστὸν ἐκτάμνειν μηροῦ, αφαιρώ, κόβω
και βγάζω βέλος από το μηρό, σε Ομήρ. Ιλ. 2. κόβω δέντρα από το δάσος,
υλοτομώ, στο ίδ.· λέγεται για σανίδες που χρησιμεύουν στη ναυπήγηση
208

καραβιού, πελεκώ, σκαλίζω, σχηματίζω, nς νήϊον ἐκτάμνῃσιν (Επικ. αντί


-τέμνῃ), στο ίδ. 3. αφαιρώ, αποκόβω, χωρίζω, διαιρώ, σε Πίνδ., Πλάτ. II.
ευνουχίζω, σε Ηρόδ.
ἐκτένεια, ἡ, προθυμία, ζήλος, επιμονή, σε Κ.Δ.
ἐκτενής, -ές (ἐκτείνω), πρόθυμος, ένθερμος, επίμονος, σε Κ.Δ.
ἑκτέος, -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἔχω· I. αυτό που πρέπει να έχει
κάποιος, σε Αριστοφ. II.ἑκτέον, αυτό που είναι αναγκαίο να έχει
κάποιος, σε Ξεν.
ἐκτεφρόω, μέλ. -ώσω, κατακαίω μέχρι στάχτης, καίω
εξολοκλήρου, αποτεφρώνω, σε Στράβ.
ἐκ-τήκω, μέλ. -ξω, αόρ. βʹ ἐξέτᾰκον· I. 1. λιώνω πλήρως,
καταστρέφω μέσω τήξης, με το λιώσιμο, σε Ευρ., Αριστοφ. 2. μεταφ.,
κάνω κάτι να αργοσβήνει, να φθείρεται, φθίνω, φθείρομαι, λιώνω ή
εξαντλούμαι, μαραζώνω, σε Ευρ. II. Παθ., παρακ. ἐκτέτηκα, αόρ. βʹ
ἐξετάκην [ᾰ], λιώνω, φθείρομαι, εξαντλούμαι, καταστρέφομαι, στον ίδ.·
τόδ' μήποτ' ἐκτακείη, είθε, μακάρι να μη ξεθωριάσει, να μη σβηστεί, να
μη χαθεί από τη μνήμη μου, σε Αισχύλ.
ἔκτημαι αντί κέκτημαι, παρακ. του κτάομαι.
ἑκτη-μόριοι, οἱ, εκείνοι που πλήρωναν το 1/6 της παραγωγής, της
σοδειάς τους, σε Πλούτ.
ἐκτησάμην, αόρ. αʹ του κτάομαι.
ἐκ-τίθημι, μέλ. -θήσω· I. τοποθετώ έξω, σε Ομήρ. Οδ.· αποβιβάζω
σε έρημο νησί, εκθέτω νεογέννητο βρέφος, σε Ηρόδ., Αττ. — Μέσ.,
εξάγω, σε Πλούτ. II. εκθέτω δημόσια, παρουσιάζω δημόσια,
δημοσιοποιώ, νόμους, σε Δημ.
ἐκ-τίλλω, μέλ. -τῐλῶ, μαδώ, ξεριζώνω τρίχες — Παθ., κόμην
ἐκτετιλμένος, αφαίρεση μαλλιών κάποιου, σε Ανακρ.
ἐκ-τῑμάω, μέλ. -ήσω, αποδίδω υψηλές τιμές, σε Σοφ.
ἔκ-τῑμος, -ον (τιμή), αυτός που δεν αποδίδει τιμή, σε Σοφ.
ἐκ-τῐνάσσω, μέλ. -ξω, 1. κάνω κάτι να βγει έξω, να εκτιναχθεί —
Παθ., ἐκ δ' ἐτίναχθεν (Επικ. αντί -ησαν) ὀδόντες, σε Ομήρ. Ιλ. 2. τινάζω
σκόνη απ' τα πόδια μου, σε Κ.Δ.· ομοίως και σε Μέσ., στο ίδ.
ἐκ-τίνω[ῐ], μέλ. -τίσω [ῑ], αόρ. αʹ ἐξέτῑσα· I. εξοφλώ, απο πληρώνω
τα χρέη μου, σε Ηρόδ., Αττ.· δίκην ἐκτ., εκτίω ολόκληρη την ποινή, σε
Ευρ.· τινός, για κάτι, σε Ηρόδ. II. Μέσ., αξιώνω, απαιτώ, επιτάσσω
πλήρη πληρωμή για κάτι, εκδικούμαι, τιμωρώ, με αιτ. πράγμ., σε Σοφ.,
Ευρ.· παίρνω εκδίκηση, τινά, στον ίδ.
ἐκ-τιτρώσκω, μέλ. -τρώσω, γεννώ πρόωρα, αποβάλλω βρέφος,
κάνω έκτρωση, σε Ηρόδ.
ἔκτοθεν, ποιητ. επίρρ. (ἐκτός) = ἔκτοσθεν, έξω από, εκτός· 1. με
γεν., ἔκτοθεν ἄλλων μνηστήρων, εκτός του κύκλου τους, χωριστά,
παράμερα από αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· πύργων δ' ἔκτ. βαλών, έχοντας
209

χτυπήσει, πλήξει αυτούς από τους πύργους, σε Αισχύλ. 2. απόλ., εκτός,


έξω, σε Τραγ.· ἔκτ. γαμεῖν, παίρνω σύζυγο από έναν άλλο οίκο, σε Ευρ.
ἐκ-τόθεν αντί ἐκτόθεν, βλ. τόθεν.
ἔκτοθι, Επικ. επίρρ. (ἐκτός), έξω, εκτός, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
ἐκ-τολῠπεύω, μέλ. -σω, ξετυλίγω κουβάρι μαλλιού· μεταφ., φέρνω
εις πέρας εντελώς, ολοκληρώνω, αποπερατώνω, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
ἐκτομή, ἡ (ἐκτεμεῖν)·, I. 1. εγκοπή, αποκοπή, σε Πλούτ. 2.
ευνουχισμός, σε Ηρόδ. κ.λπ. II. απόκομμα, κομμάτι, τεμάχιο, σε Πλούτ.
ἐκτομίας, -ου, ὁ (ἐκτέμνω), ευνούχος, σε Ηρόδ.
ἐκτομίς, -ίδος (ἐκτέμνω), θηλ. επίθ., αυτή που περικόπτει, που
κόβει, σε Ανθ.
ἐκ-τοξεύω, μέλ. -σω, I. ρίχνω όλα τα βέλη, αδειάζω τη φαρέτρα, σε
Ηρόδ.· μεταφ., ἐξετόξευσεν, εξήντλησε όλα τα βέλη του, δηλ. δεν του
απέμεινε καθόλου απόθεμα, σε Ευρ. II. απόλ., τοξεύω από κάποιο μέρος,
ρίχνω βέλη, σε Ξεν.
ἐκ-τοπίζω, μέλ. -σω, μετακινούμαι, μεταναστεύω από ένα μέρος,
φεύγω μακριά στο εξωτερικό, όπως το ἀποδημέω, σε Αριστ.· μεταφ.,
λέγεται για αγορητές, βγαίνω έξω από το θέμα, στον ίδ.
ἐκτόπιος, -α, -ον, = ἔκτοπος, σε Σοφ.· ἠνύσατ' ἐκτοπίαν φλόγα, εσείς
έχετε φυλάξει τη φωτιά, στον ίδ.
ἔκ-τοπος, -ον, 1. αυτός που είναι έξω από έναν τόπο, μακριά από
αυτόν, με γεν., σε Σοφ. 2. απόλ., απομακρυσμένος, στον ίδ.· ἔκτοπος
ἔστω, ας φύγει, ας απομακρυνθεί από τον τόπο αυτό, σε Ευρ. II. 1. ξένος,
οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου, όχι από ξένο χέρι, σε Σοφ. 2. αυτός που βρίσκεται
έξω απ' το συνηθισμένο, παράδοξος, αλλόκοτος, σε Αριστοφ.
ἐκ-τορέω, μέλ. -ήσω, σκοτώνω με τρύπημα, τρυπώ, διαπερνώ, σε
Ομηρ. Ύμν.
ἕκτος, -η, -ον (ἕξ), έκτος στη σειρά, Λατ. sextus, σε Όμηρ. κ.λπ.
ἐκτός, επίρρ. (ἐκ), έξω, αντίθ. του ἐντός· I. 1. ως πρόθ. με γεν., έξω,
έξω από, μακριά από, με γεν., σε Όμηρ.· έξω από, χωρίς, ελεύθερος από,
απαλλαγμένος από, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐκτὸς ἐλπίδος, πέρα από κάθε ελπίδα,
Λατ. praeter spem, σε Σοφ. 2. λέγεται για χρόνο, αργότερα, καθ'
υπέρβαση χρονική, σε Ηρόδ. 3. εκτός από, πλην, εξαιρουμένου, ἐκτὸς
ὀλίγων, σε Ξεν. II. απόλ., τὰ ἐκτός, δευτερεύοντα πράγματα, σε Ευρ. III.
με ρήμ. κίνησης, ῥίπτειν ἐκτός, αστοχώ, απορρίπτω, σε Σοφ. κ.λπ.
ἔκτοσε, επίρρ., προς τα έξω· με γεν., έξω από, εκτός, σε Ομήρ. Οδ.
ἔκτοσθε και πριν από φωνήεντα -θεν, επίρρ., = ἔκτοθεν, έξω,
μακριά από κάτι, με γεν., σε Όμηρ.· απόλ., σε Ομήρ. Οδ.
ἐκ-τρᾰγῳδέω, μέλ. -ήσω, περιγράφω κάτι με τραγικό ύφος,
υπερβάλλω, διογκώνω, μεγαλοποιώ προς το πιο τραγικό, διεκτραγωδώ,
σε Λουκ.
ἐκ-τράπεζος, -ον (τράπεζα), αυτός που έχει εξαιρεθεί, αποκλειστεί
από το τραπέζι, σε Λουκ.
210

ἐκτράπελος[ᾰ], -ον (ἐκτρέπομαι), αυτός που εκτρέπεται από το


συνήθη δρόμο, παράδοξος, ασυνήθιστος, σε Θέογν.
ἐκτράπω, Ιων. αντί ἐκτρέπω.
ἐκ-τρᾰχηλίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, λέγεται για άλογο που ρίχνει τον
αναβάτη πάνω από το κεφάλι του, σε Ξεν. — Παθ., σπάζω το λαιμό μου,
σε Αριστοφ.· μεταφ., βυθίζομαι με το κεφάλι στην καταστροφή,
αφανίζομαι, σε Δημ.
ἐκτρᾱχύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, κάνω κάτι τραχύ, σε Λουκ.· μεταφ.,
εξάπτω, εξαγριώνω, ερεθίζω, εξοργίζω, παροξύνω, σε Πλούτ.
ἐκ-τρέπω, Ιων. -τράπω, μέλ. -ψω, 1. οδηγώ κάτι έξω από το δρόμο
του, μεταστρέφω, εκτοπίζω, το κάνω να παρεκκλίνει της πορείας του, το
τρέπω προς κάποιο άλλο σημείο, με αιτ., σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ. και Μέσ.
με γεν., στρέφομαι προς κάποιο άλλο σημείο από (το προηγούμενο στο
οποίο βρισκόμουν), παρεκκλίνω, σε Σοφ.· απόλ., απομακρύνομαι,
στρίβω, τραβιέμαι στο πλάϊ, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. γυρνώ κάποιον έξω από το
δρόμο του, τον διατάζω να βγει εκτός της πορείας του, σε Σοφ. — Παθ.
και Μέσ., ἐκτρέπεσθαί τινα, βγαίνω απ' το δρόμο κάποιου, τον αποφεύγω,
σε Δημ. 3. τὴν δρῶσαν ἐκτρέπειν, την παρεμποδίζω να παίξει, να υποδυθεί
το ρόλο της, σε Σοφ. 4. ἀσπίδας θύρσοις ἐκτρ., γυρίζουν τις ασπίδες και
τρέπονται σε φυγή μπροστά από τους βακχικούς θύρσους, σε Ευρ.
ἐκ-τρέφω, μέλ. -θρέψω, ανατρέφω από την παιδική ηλικία,
ανατρέφω, μεγαλώνω (παιδιά), σε Ηρόδ., Αττ. — Μέσ., αναλαμβάνω ν'
αναθρέψω για λογαριασμό κάποιου, σε Ύμν. Ομηρ., Σοφ.
ἐκ-τρέχω, μέλ. -θρέξομαι και -δρᾰμοῦμαι, 1. τρέχω προς τα έξω ή
εξέρχομαι τρέχοντας, πραγματοποιώ έξοδο, εξορμώ, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
2. τρέπομαι σε φυγή ή το βάζω στα πόδια, σε Αριστοφ. 3. τρέχω πέρα
από τα όρια, τα υπερβαίνω, τα ξεπερνώ, παρεκτρέπομαι, σε Σοφ.
ἐκ-τρίβω[ῑ], μέλ. -ψω, Παθ. μέλ. βʹ -τρῐβήσομαι, παρακ. -τέτριμμαι·
I. τρίβω με δύναμη και μέσω της τριβής, παράγω κάτι, πῦρ ἐκτρ., παράγω,
δημιουργώ, ανάβω φωτιά μέσω τριβής, σε Ξεν.· τρίβω δυνατά, σε Σοφ.
II. συντρίβω, δηλ. καταστρέφω εξ ολοκλήρου, ολοκληρωτικά, σε Ηρόδ.,
Ευρ.· βίον ἐκτρ., τελειώνω άσχημα έναν άθλιο βίο, σε Σοφ. — Παθ.,
πρόρριζος ἐκτρέτριπται, σε Ηρόδ. III. τρίβω διαρκώς, φθείρω, λιώνω, σε
Ευρ.
ἐκτροπή, ἡ (ἐκτρέπω), I. αλλαγή, μεταβολή πορείας ή στροφή προς
τα πλάγια (δεξιά, αριστερά), σε Θουκ. II. 1. (από Μέσ.) στροφή προς τα
πλάγια, αποφυγή, μόχθων, από τους κόπους, σε Αισχύλ. 2. ἐκτρ. ὁδοῦ,
μέρος στο οποίο μπορεί κάποιος να βγει έξω από το δρόμο, τόπος
ανάπαυσης, καταφύγιο, παράμερο μέρος, μονοπάτι, Λατ. deverticulum,
σε Αριστοφ.
ἐκ-τρῡχόω, μέλ. -ώσω, καταπονώ, καταβάλλω, εξαντλώ, σε Θουκ.
ἐκ-τρώγω, μέλ. -τρώξομαι, καταβροχθίζω μέχρι τελευταίας
μπουκιάς, κατατρώγω, σε Αριστοφ.
211

ἔκτρωμα, τό, βρέφος πρόωρα γεννημένο, εξάμβλωμα, τέρας, σε


Κ.Δ.
ἔκτῠπον, Επικ. αόρ. βʹ του κτυπέω.
ἔκ-τῠπος, -ον, αυτός που έχει δουλευτεί, επεξεργαστεί ώστε να
εξέχει, να είναι ανάγλυφος· ἔκτυπος, ὁ, μορφή δουλεμένη σε ανάγλυφο,
ανάγλυφο κόσμημα.
ἐκ-τῠπόω, μέλ. -ώσω, διαμορφώνω, πλάθω ή δουλεύω,
επεξεργάζομαι σε ανάγλυφο, σε Ξεν.
ἐκ-τυφλόω, μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον εντελώς τυφλό, σε Ηρόδ.,
Ξεν. κ.λπ.
ἐκτύφλωσις, -εως, ἡ, αποτύφλωση, σε Ηρόδ.
ἑκῠρά, ἡ, πεθερά, μητριά = πενθερά, σε Ομήρ. Ιλ.
ἑκῠρός, ὁ, πεθερός, πατριός = πενθερός, σε Ομήρ. Ιλ.
ἔκῠσα, αόρ. αʹ του κυνέω· αλλά, ἔκῡσα, αόρ. αʹ του κύω.
ἐκφᾰγεῖν, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του ἐξεσθίω.
ἐκ-φαιδρύνω[ῡ], γυαλίζω, λουστράρω, κάνω κάτι λαμπερό,
καθαρίζω, σε Ευρ.
ἐκ-φαίνω, μέλ. -φᾰνῶ, Ιων. -φανέω, αόρ. αʹ ἐξέφηνα· 1.
αποκαλύπτω, φέρνω στο φως, φανερώνω, αφήνω κάτι να φανεί, δηλώνω,
σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., αποκαλύπτομαι, εμφανίζομαι, έρχομαι
σε κοινή θέα ή στην επιφάνεια, σε Ομήρ. Ιλ. 2. εκδηλώνω, εμφανίζω,
κακότητα, σε Ηρόδ. 3. ἐκφ. πόλεμον, κηρύσσω πόλεμο, σε Ξεν.
ἐκφᾰνής, -ές, φανερός, εμφανής, προφανής, έκδηλος, σε Αισχύλ.,
Πλάτ.
ἐκφάσθαι, Μέσ. απαρ. του ἔκφημι.
ἔκφᾰσις, -εως, Ιων. -ιος, ἡ (ἔκφημι), δήλωση, διακήρυξη, σε Ηρόδ.
ἔκ-φᾰτος, -ον, αυτός που είναι πέρα από τη δύναμη του λόγου, που
δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια, ανείπωτος, άρρητος, άφατος· επίρρ. -
τως, ανείπωτα, ασεβώς, σε Αισχύλ.
ἐκ-φαυλίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, υποτιμώ, θεωρώ κάτι ανάξιο λόγου,
απαξιώ, σε Λουκ.
ἐκ-φέρω, μέλ. -ἐξοίσω, Μέσ. μέλ. ἐξοίσομαι με Παθ. σημασία· I. 1.
μεταφέρω έξω από ένα μέρος, με γεν., ή ἐκ τόπου, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 2.
μεταφέρω νεκρό προς ταφή, κάνω εκφορά των νεκρών, Λατ.efferre, σε
Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 3. παίρνω ως βραβείο ή αμοιβή, στο ίδ.· ομοίως και σε
Μέσ., σε Ηρόδ., Αττ. 4. βγάζω έξω από τη θάλασσα, ρίχνω στη ξηρά, σε
Ηρόδ., σε Ευρ. — Παθ., με Μέσ. μέλ., αποβιβάζομαι στη στεριά,
ρίχνομαι στη ξηρά, σε Ηρόδ. II. δημιουργώ, 1. λέγεται για γυναίκες ή για
το έδαφος, γεννώ, παράγω, καρποφορώ, στον ίδ. 2. προκαλώ, πετυχαίνω,
κατορθώνω, εκ πληρώνω, πραγματοποιώ, σε Ομήρ. Ιλ. 3. βγάζω έξω,
παρουσιάζω, δημοσιεύω, κοινολογώ, σε Αριστοφ.· ἐκφ. χρηστήριον,
χρησμοδοτώ, σε Ηρόδ.· λέγεται για δημόσιες αποφάσεις, προβάλλω,
εμφανίζω, παρουσιάζω, φανερώνω, δημοσιοποιώ, ἐκφ. ἐς τὸν δῆμον, στον
212

ίδ., Δημ. 4. γενικά, αποκαλύπτω, διηγούμαι, εξαπατώ, προδίδω, σε Ηρόδ.


— Μέσ., ἐκφέρεσθαι γνώμην, να εκφράζει την άποψή του, στον ίδ. 5.
εξασκώ, ασκώ, χρησιμοποιώ, ασκώ, δύνασιν, σε Ευρ.· και σε Μέσ., σε
Σοφ. 6. ἐκφέρειν πόλεμον, Λατ. inferre bellum, να επιχειρείς, να διεξάγεις
πόλεμο, σε Ηρόδ., Ξεν. 7. έχω τα χαρακτηριστικά ενός πράγματος, σε
Ευρ. III. Παθ., μεταφέρομαι πέρα από τα σύνορα, παρασύρομαι,
παραστρατίζω, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. IV.φέρνω, οδηγώ σε συγκεκριμένο
σημείο, σε Σοφ., Πλάτ. V. αμτβ. (ενν. ἑαυτόν)· 1. εξορμώ (πριν τους
άλλους), σε Ομήρ. Ιλ.· δραπετεύω, σε Ξεν. 2. εκ πληρώνω, ολοκληρώνω,
φθάνω στο τέλος, πραγματοποιώ, σε Σοφ.
ἐκ-φεύγω, μέλ. -ξομαι και -ξοῦμαι· 1. φεύγω έξω ή μακριά,
διαφεύγω, αποδρώ, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· αθωώνομαι, σε
Αριστοφ. 2. με γεν., διαφεύγω, διαπετεύω, ξεφεύγω, ξεφεύγω, σε Όμηρ.
3. α) με αιτ., διαφεύγω, αποδρώ, ξεγλιστρώ, δραπετεύω, σε Ομήρ. Ιλ.,
Ηρόδ. κ.λπ. β) λέγεται για πράγματα, ἐκφεύγει μέ τι, μου διαφεύγει κάτι,
σε Σοφ., Ευρ.
ἔκ-φημι, φωνάζω, εκφωνώ, μιλώ δυνατά, ξεστομίζω, — Μέσ., ἔπος
ἐκφάσθαι (απαρ αορ. βʹ), σε Ομήρ. Οδ.
ἐκ-φθείρω, μέλ. -φθερῶ, Παθ. αόρ. βʹ ἐξέφθαρην [ᾰ], καταστρέφω
εντελώς — Παθ. ἐκφθείρομαι, αφανίζομαι, καταστρέφομαι, σε Ευρ.·
εξαφανίζομαι, χάνομαι μαζί με όλα μου τα υπάρχοντα, εξολοθρεύομαι,
σε Αριστοφ.
ἐκ-φθίνω, [ῐ], σε γʹ ενικ. Παθ. υπερσ., ἐξέφθῐτο οἶνος νηῶν, όλο το
κρασί είχε καταναλωθεί έξω από τα καράβια, είχε εξαφανιστεί από τα
καράβια, σε Ομήρ. Οδ.· γʹ πληθ. Παθ. παρακ. ἐξέφθινται, έχουν
ολοκληρωτικά αφανιστεί, εντελώς καταστραφεί, σε Αισχύλ.
ἐκ-φῐλέω, μέλ. -ήσω, φιλώ εγκάρδια, φιλώ στο στόμα, θερμοφιλώ,
σε Ανθ.
ἐκφλαυρίζω, Αττ. αντί ἐκφαυλίζω, σε Πλούτ.
ἐκ-φλέγω, μέλ. -ξω, πυρπολώ, κατακαίω, σε Αριστοφ.
ἐκ-φοβέω, μέλ. -ήσω, τρέπω σε φυγή, εκφοβίζω, τρομάζω, σε
Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· τὸ ἐκφοβῆσαι, έτσι ώστε να προξενήσει φόβο, σε
Θουκ.· ἐκφ. τινὰ ἐκ δεμνίων, σε Ευρ. — Παθ., είμαι πάρα πολύ
φοβισμένος, τρομαγμένος, φοβάμαι πολύ, με αιτ., σε Σοφ.
ἔκ-φοβος, -ον, τρομοκρατημένος, έντρομος, σε Κ.Δ.
ἐκ-φοινίσσω, μέλ. -ξω, κατακοκκινίζω, καταματώνω, σε Ευρ.
ἐκ-φοιτάω, Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, 1. βγαίνω έξω συνεχώς, έχω τη
συνήθεια να βγαίνω έξω, σε Ηρόδ., Ευρ. 2. λέγεται για πράγματα,
διαδίδομαι, γίνομαι αντικείμενο εμπορίου, σε Πλούτ.
ἐκφορά, ἡ (ἐκφέρω), I. μεταφορά νεκρού προς ταφή, σε Αισχύλ.,
Αριστοφ. II. (από Παθ.) λέγεται για άλογα, φυγή, διαφυγή, τρέξιμο, σε
Ξεν.
213

ἐκ-φορέω, μέλ. -ήσω, = ἐκφέρω· 1. μεταφέρω, κομίζω νεκρό για


ταφή, σε Ομήρ. Οδ. — γενικά, μεταφέρω προς έξω, σε Ηρόδ. — Μέσ.,
φέρνω κάτι έξω μαζί με εμένα, Ευρ. κ.λπ. — Παθ., κινούμαι προς τα
εμπρός, σε Ομήρ. Ιλ. 2. βγάζω εντελώς έξω, εξάγω, εξορύσσω, δεν
αφήνω καθόλου υπολείμματα, λέγεται για χώμα που εξορύσσεται από
ένα χαντάκι, σε Ηρόδ. 3. Παθ., ρίχνομαι στη στεριά, ξεβράζομαι στη
στεριά, στον ίδ.
ἐκφόριον, τό (ἐκφέρω), πληρωμή ανάλογη προς την παραγωγή,
σοδειά (έγγειος φόρος), ενοικίαση, εκμίσθωση, δασμός, ο φόρος της
δεκάτης (επί των αγροτικών προϊόντων), σε Ηρόδ.
ἔκφορος, -ον (ἐκφέρω),· I. 1. αυτός που μπορεί να εξαχθεί,
εξαγώγιμος, σε Αριστοφ. 2. αυτός που μπορεί να γίνει γνωστός ή να
κοινολογηθεί, να δημοσιοποιηθεί, σε Ευρ. II. Ενεργ., αυτός που έχει
προετοιμαστεί να ξεβοτανίσει, να ξεχορτασιάσει, όπως κάνει ο κηπουρός
με τα βλαβερά, επιβλαβή αγριόχορτα, σε Αισχύλ.
ἐκ-φορτίζομαι, Παθ., πουλιέμαι ως εξαγώγιμο προϊόν, απαγάγομαι,
προδίδομαι, σε Σοφ.
ἐκ-φράζω, μέλ. -σω, απαριθμώ, εξιστορώ, αφηγούμαι, διηγούμαι,
περιγράφω, εκθέτω, σε Αισχύλ., Ευρ.
ἔκφρᾰσις, -εως, ἡ, περιγραφή με λόγια, εξιστόρηση, σε Λουκ.
ἐκ-φρέω (βλ. εἰσφρέω), αʹ πληθ. ποιητ. παρατ. ἐξεφρείομεν, μέλ. -
φρήσω, αόρ. αʹ -έφρησα· αφήνω κάποιον να διαρρεύσει προς τα έξω,
βγάζω έξω, σε Ευρ., Αριστοφ.
ἐκ-φροντίζω, μέλ. Αττ. -ῐῶ, συλλογίζομαι, σκέπτομαι, βρίσκω,
ανακαλύπτω, επινοώ, Λατ. excogitare, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.
ἔκ-φρων, -ον, γεν. -ονος (φρήν), παράφρων, παράλογος,
παρανοϊκός, ανόητος, άμυαλος, σε Δημ.· επίσης, αυτός που βρίσκεται σε
ένθεη μανία, ενθουσιώδης, λέγεται για ποιητές, σε Πλάτ.
ἐκφυγγάνω, = ἐκφεύγω, σε Αισχύλ.
ἔκφῠγον, Επικ. αντί ἐξέφυγον, αόρ. βʹ του ἐκφεύγω.
ἐκ-φῠλάσσω, μέλ. -ξω, φυλάω με προσοχή, προσέχω, σε Σοφ., Ευρ.
ἐκ-φυλλο-φορέω, μέλ. -ήσω, καταδικάζω με φύλλα, χρησιμ. από
την Αθηναϊκή βουλήν, η οποία γνωμοδοτούσε πάνω σε φύλλα ελιάς, σε
Αισχίν.
ἔκ-φῡλος, -ον (φυλή), αυτός που βρίσκεται εκτός φυλής, ξένος,
μεταφ. αλλόφυλος, αλλοεθνής, παράξενος, αλλόκοτος, αφύσικος,
ασυνήθης, σε Πλούτ.
ἐκφῡναι, απαρ. αορ. βʹ του ἐκφύω.
ἐκ-φῡσάω, μέλ. -ήσω, σβήνω με φύσημα, ξεφυσώ, ποταμὸς ἐκφυσᾷ
μένος, εκχύνει, διοχετεύει τη δύναμή του, σε Αισχύλ.· μεταφ., ἐκφ.
πόλεμον, ανάβω τον πόλεμο από μία σπίθα, σε Θεόκρ.
ἐκ-φῡσιάω, ποιητ. αντί ἐκφυσάω, σε Αισχύλ.
214

ἐκ-φύω, μέλ. -ύσω [ῡ]· I. 1. δημιουργώ από κάποιον άλλο, γεννώ,


λέγεται για το αρσενικό, σε Σοφ. κ.λπ. 2. για το θηλυκό μεταφράζεται ως
κυοφορώ, κουβαλώ, στον ίδ.· επίσης, μεγαλώνω ένα φυτό, σε Δημ. II.
Παθ., με παρακ. και Ενεργ. αόρ. βʹ, γεννιέμαι από κάποιον, με γεν., σε
Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· λάλημα ἐκπεφυκός, φλύαρος, ομιλητικός εκ
φύσεως, στον ίδ.
ἐκ-φωνέω, μέλ. -ήσω, φωνάζω, κραυγάζω, αναφωνώ, σε Πλούτ.
ἐκ-χᾰλάω, μέλ. -άσω [ᾰ], χαλαρώνω, ξεφεύγω, ξελασκάρω,
ξεχαλινώνω, τίτινος, σε Ανθ.
ἐκ-χαλῑνόω, μέλ. -ώσω, αφαιρώ τα χαλινάρια, σε Πλούτ.
ἐκ-χαυνόω, μέλ. -ώσω, ξιπάζω, «παραφουσκώνω», κάνω κάποιον
ματαιόδοξο και αλαζόνα, σε Ευρ.
ἐκ-χέω, μέλ. -χεῶ, αόρ. αʹ ἐξέχεα, Επικ. ἔκχευα, Μέσ. ἐκχευάμην· I.
1. χύνω έξω, αδειάζω, ιδίως λέγεται για υγρά, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
κ.λπ.· μεταφ. (σε Μέσ.), ἐκχεύατ' ὀϊστούς, τα βέλη του ξεχύθηκαν, σε
Ομήρ. Οδ. 2. λέγεται για λέξεις, σε Αισχύλ. κ.λπ. 3. χύνω κάτι έξω όπως
το νερό, σπαταλώ, ξοδεύω, στον ίδ. κ.λπ. II. Παθ., γʹ πληθ. υπερσ.
ἐξεκέχυντο, συγκοπτ. Επικ. αορ. βʹ ἐξέχῠτο ή ἔκχῠτο, μτχ. ἐκχύμενος [ῠ]·
1. χύνω έξω, ξεχύνομαι ή εκρέω, αναπηδώ, λέγεται ιδίως για υγρά, σε
Όμηρ.· μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ.· γενικά, εξαπλώνομαι,
ξεχύνομαι, σε Ομήρ. Οδ. 2. χύνομαι όπως νερό, ξεχνιέμαι, λησμονιέμαι,
σε Θέογν., Πλάτ. 3. παραδίδομαι σε κάποιο πάθος, σε κάποια
ευχαρίστηση, είμαι περιχαρής, ευχαριστιέμαι υπερβολικά, σε Αριστοφ.·
ἐκχ.γελῶν, ξεσπώ, εκρήγνυμαι, ξεσπώ σε γέλια, σε Ανθ. 4. κείμαι,
βρίσκομαι, είμαι ξαπλωμένος νωχελικά, στον ίδ.
ἐκ-χορεύω, μέλ. -σω, αλαλάζω — Μέσ., μεταπηδώ, σε Ευρ.
ἐκ-χράω, μέλ. χρήσω, αόρ. βʹ ἐξέχρην· I. χρησμοδοτώ,
διακηρύσσω, ανακοινώνω, σε Σοφ. II. αρκώ, επαρκώ, σε Ηρόδ.· απρόσ.
όπως το ἀποχρᾷ, με απαρ., κῶς βασιλέϊ ἐκχρήσει; με ποιο τρόπο θα τον
ικανοποιήσει; πώς θα τον ευχαριστηθεί; στον ίδ.
ἐκ-χρηματίζομαι, αποθ., αποσπώ χρήματα, εισπράττω εισφορές,
φορολογώ, τινα, σε Θουκ.
ἐκχύμενος[ῠ], μτχ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του ἐκχέω.
ἐκχύτης[ῠ], -ου, ὁ (ἐκχέω), άσωτος, αυτός που διασπαθίζει,
σπαταλά, κατατρώγει, σε Λουκ.
ἔκχῠτο, γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του ἐκχέω.
ἔκχῠτος, -ον (ἐκχέω), αυτός που έχει ξεχυθεί, απεριόριστος,
σκορπισμένος, ακράτητος, σε Ανθ.
ἐκ-χώννῠμαι, παρακ. -κέχωσμαι, αόρ. αʹ ἐξεχώσθην — Παθ.,
υψώνομαι πάνω σε ανάχωμα ή γήλοφο μέσω της συσώρευσης χώματος,
σε Ηρόδ.
ἐκ-χωρέω, μέλ. -ήσω· 1. βγαίνω έξω και απομακρύνομαι, αναχωρώ,
μεταναστεύω, σε Ηρόδ. 2. διαφεύγω, ξεφεύγω, εκτοπίζομαι από τη θέση
215

μου, ἐξεχώρησεν ἐξ ἄρθρων, εκτοπίστηκε, εξαρθρώθηκε, στον ίδ. 3. δίνω


βήμα, εκχωρώ, σε Σοφ., Ευρ.
ἐκ-ψύχω[ῡ], μέλ. -ξω, παραδίδω το πνεύμα μου, ξεψυχώ, σε Κ.Δ.
ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκόν, 1. πρόθυμος, θεληματικός, εθελούσιος, αυτός
που έχει ελεύθερη προαίρεση, πρόθυμος, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. επίτηδες,
σκόπιμα, εκούσια, ἑκὼνἡμάρτανε φωτός, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. 3. στον πεζό
λόγο, ἑκὼν εἶναι ή ἑκών, όσο εξαρτάται από τη δική μου θέληση, κυρίως
με άρνηση, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Με την πρόθεση εξ- εντοπίζονται 505 λήμματα


ἐξ, Λατ. ex, τύπος της πρόθ. ἐκ, πριν από φωνήεν και πριν από ορισμένα
σύμφωνα, όπως τα ῥ, σ.
ἕξ, οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, έξι, σε Όμηρ. κ.λπ.· στο σύνθετα πριν από τα δ, κ,
π γίνεται ἐκ, όπως ἕκδραχμος, ἑκκαίδεκα, ἕκπλεθρος· ή παρεμβάλλεται το
α, όπως στο ἑξάκλινος, σε κ.λπ.
ἐξαγγελία, ἡ, πληροφορία που δίνεται στον εχθρό (κατασκοπεία), σε
Ξεν.
ἐξ-αγγέλλω, μέλ. -ελῶ, γνωστοποιώ ειδήσεις, προδίδω, λέγεται για
προδότες και λιποτάκτες, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. — Μέσ., διηγούμαι, σε
Ηρόδ., Σοφ.· με απαρ., υπόσχομαι να κάνω, σε Ευρ. — Παθ.,
γνωστοποιούμαι, σε Ηρόδ.· απρόσ., ἐξαγγέλλεται, γνωστοποιείται, στον
ίδ.
ἐξ-άγγελος, ὁ, ἡ, I. αγγελιαφόρος που μεταφέρει ειδήσεις, νέα,
εσωτερικά μυστικά, πληροφοριοδότης, σε Θουκ. κ.λπ. II. στο θέατρο, οι
ἄγγελοι μετέφεραν ειδήσεις από μακριά, ενώ οι ἐξάγγελοι ανέφεραν όσα
γίνονταν πίσω από τη σκηνή, όπως σε Σοφ.
ἐξάγγελτος, -ον, ανακοινωμένος, αυτός που έχει αποκαλυφθεί, φανερός,
σε Θουκ.
ἐξ-ᾰγίζω, διώχνω, απομακρύνω κάποιον ως μιαρό — Παθ., μτχ. αορ. αʹ
ἐξαγισθείς, σε Αισχύλ.
ἐξᾰγῑνέω, Ιων. αντί ἐξάγω, κάνω κάποιον να προχωρήσει, σε Ηρόδ.
ἐξάγιστος, -ον (ἐξαγίζω), I. αφιερωμένος στο κακό, καταραμένος,
απεχθής, αποτρόπαιος, απαίσιος, σε Δημ., Αισχίν. II. ἐξάγιστα, ιερά, όσια
πράγματα, θέματα πίστης, θρησκείας, σε Σοφ.
ἐξ-άγνῡμι, μέλ. -άξω, σπάζω και ξεκολλώ, συντρίβω, ξεσχίζω, αποσπώ,
σε Ομήρ. Ιλ.
ἐξ-ᾰγοράζω, μέλ. -σω, I. κερδοσκοπώ, σε Πλούτ. II. απελευθερώνω,
απολυτρώνω, σε Κ.Δ.· ομοίως και στη Μέσ., στο ίδ.
ἐξᾰγορευτικός, -ή, -όν, κατάλληλος να εξηγήσει κάτι, τινος, σε Λουκ.
ἐξ-ᾰγορεύω (ο αόρ. συμπληρώνεται από τον τύπο ἐξεῖπον, ο μέλ. και ο
παρακ. από τα ἐξερῶ, ἐξείρηκα), εξιστορώ, γνωστοποιώ, διακηρύσσω, σε
Ομήρ. Οδ.· προδίδω μυστικό ή αποκαλύπτω κάτι απόρρητο, σε Ηρόδ.
216

ἐξ-αγριαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, κάνω κάποιον άγριο, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι ή


γίνομαι άγριος, στον ίδ.
ἐξ-αγριόω, μέλ. -ώσω, I. κάνω κάτι άγριο ή το καθιστώ χέρσο, έρημο,
ακαλλιέργητο — Παθ., είμαι ή γίνομαι άγριος, σε Αισχίν. II. ομοίως το
προηγ., κάνω κάποιον άγριο, εξαγριώνω, εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω,
σε Ηρόδ., Ευρ.
ἐξ-άγω, μέλ. -ξω, αόρ. βʹ -ήγᾰγον· οδηγώ προς τα έξω, I. 1. α) λέγεται
για πρόσωπα, φέρνω ή βγάζω έξω από ένα μέρος, σε Όμηρ. κ.λπ.· φέρνω
στον κόσμο, σε Ομήρ. Ιλ.· οδηγώ κάποιον προς εκτέλεση, θανάτωση, σε
Ηρόδ. β) οδεύω, βηματίζω, προχωρώ σε πορεία (ενν. στρατόν), σε Ξεν.·
γενικά, εξέρχομαι, βγαίνω έξω, στον ίδ. 2. διώχνω κάποιον από
ιδιοκτησία για την οποία εγείρει αξιώσεις, σε Δημ. κ.λπ. II. λέγεται για
εμπορεύματα, εξάγω, σε Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., τὰ ἐξαγόμενα,
εξαγώγιμα εμπορεύματα, σε Ξεν. 2. τραβώ, αντλώ νερό, στον ίδ. 3.
λέγεται για οικοδομή, τραβώ προς τα έξω, επεκτείνω, σε Θουκ. III.
διεγείρω, προκαλώ, δάκρυ, σε Ευρ. — Μέσ., γέλωτα ἐξάγεσθαι, σε Ξεν.
IV. δείχνω το δρόμο, οδηγώ, παρασύρω, συναρπάζω, διεγείρω, τινά, σε
Ευρ., Θουκ.· και με αρνητική σημασία, παρακινώ, θέτω σε πειρασμό,
προκαλώ, δελεάζω, στον ίδ. — Παθ., παρακινούμαι να..., με απαρ., σε
Ξεν.
ἐξᾰγωγή, ἡ, 1. προέλαση στρατιωτών, σε Ξεν. 2. εφέλκυση, τράβηγμα
πλοίου έξω από τη θάλασσα, σε Ηρόδ. 3. μεταφορά εμπορευμάτων προς
τα έξω, εξαγωγή εμπορευμάτων, στον ίδ., Αττ.
ἐξ-ᾰγωνίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.· διαγωνίζομαι, σε Ευρ.
ἐξ-αγώνιος, -ον, αυτός που βρίσκεται εκτός στόχου, άτοπος, άσχετος, σε
Λουκ.
ἑξάδ-αρχος, -ον (ἑξάς), αρχηγός σώματος έξι ανδρών, σε Ξεν.
ἐξ-ᾴδω, μέλ. -ᾴσομαι, I. αποχαιρετώ με τραγούδια, τραγουδώ το
τελευταίο μου άσμα, λέγεται για τον κύκνο, σε Πλάτ. II. μτβ., ψάλλω,
διηγούμαι με ωδή, επαινώ, εγκωμιάζω, εξυμνώ, σε Ευρ.
ἐξαείρω, Ιων. αντί ἐξαίρω.
ἐξ-ᾱερόω, μέλ. -ώσω (ἀήρ), εξαερίζω, εξατμίζω, σε Λουκ.
ἑξα-ετής, -ές ή -έτης, -ες (ἔτος), I. αυτός που είναι έξι ετών (ηλικιακά)·
θηλ. ἐξαέτις, -ιδος, σε Θεόκρ. II. αυτός που αποτελείται από έξι χρόνια,
χρόνος, σε Πλούτ., — επίρρ. ἑξάετες, για έξι χρόνια (για μια εξαετία), σε
Ομήρ. Οδ.
ἐξ-αθροίζομαι, Μέσ., αναζητώ και συγκεντρώνω, σε Ευρ.
ἐξ-αθῡμέω, μέλ. -ήσω, αποκαρδιώνομαι, απελπίζομαι, σε Πλούτ.
ἐξ-αιάζω, οδύρομαι, θρηνώ δυνατά, σε Ευρ.
ἐξ-αιμάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κάνω κάποιον να ματώσει, σε Ξεν.
ἐξ-αίνῠμαι, Επικ. αποθ.· βγάζω, απάγω κάτι από κάπου, σε Ομήρ. Οδ.·
με διπλή αιτ., ἐξαίνυτο θυμὸν ἀμφοτέρω, αφαιρούσε την ζωή και από τους
δύο, σε Ομήρ. Ιλ.
217

ἐξαίρεσις, -εως, ἡ, εξαγωγή, βγάλσιμο, εξόρυξη, σε Ηρόδ.· τρόπος


αφαίρεσης ή εξαγωγής, στον ίδ.
ἐξαιρετέος, -α, -ον, ρημ. επίθ., I. αυτός που πρέπει να αφαιρεθεί ή να
απομακρυνθεί, σε Ξεν. II. ἐξαιρετέον, αυτό που πρέπει να αφαιρεθεί, να
αποβληθεί· αυτός που πρέπει να επιλεχθεί έναντι άλλων, εκλεκτός,
διαλεκτός, στον ίδ.
ἐξαιρετός, -ή, -όν, I. αυτός που μπορεί να αφαιρεθεί, φορητός, κινητός,
σε Ηρόδ. II. 1.ἐξαίρετος, -ον, επίλεκτος, διαλεκτός, εκλεκτός, Λατ.
eximius, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. αυτός που έχει αποκλεισθεί, σε Ευρ., Θουκ.
κ.λπ.· ιδιαίτερος, αξοσημείωτος, αξιόλογος, σε Δημ.
ἐξ-αιρέω, μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ ἐξεῖλον, Επικ. ἔξελον, απαρ. ἐξελεῖν — Παθ.,
παρακ. ἐξῄρημαι, Ιων. -αραίρημαι, σε Ηρόδ.· I. αφαιρώ ένα πράγμα από
κάτι άλλο, τί τινος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἔκ τινος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απλώς,
εξάγω, βγάζω, νηδύν, στον ίδ. — Μέσ., αφαιρώ κάτι για ιδίαν χρήση, σε
Ομήρ. Ιλ.· ἐξ. τὰ φορτία, εκφόρτωση αυτών, σε Ηρόδ. II. 1. επιλέγω
ανάμεσα σε άλλους, εκλέγω, ξεχωρίζω, διαλέγω, σε Όμηρ. κ.λπ. — Μέσ.,
διαλέγω για τον εαυτό μου, παίρνω ως λεία, στον ίδ. — Παθ., αποδίδω
ιδιαίτερη τιμή, τινι, σε κάποιον, σε Θουκ.· ἐξαραιρημένος Ποσειδέωνι,
αφιερωμένος σε αυτόν, σε Ηρόδ. 2. παίρνω μέρος από το σύνολο, εξαιρώ,
στον ίδ., Αττ. III. 1. διώχνω, εκτοπίζω κάποιον από τη θέση του, σε
Ηρόδ., Θουκ. 2. μεταθέτω, μετακινώ, σε Ηρόδ., Αττ. 3. στη Μέσ., αφαιρώ
την ζωή από κάποιον, με διπλή αιτ., μινἐξείλετο θυμόν, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.·
ή με γεν. προσ., μευ φρένας ἐξέλετο, σε Ομήρ. Ιλ.· σπανίως με δοτ. προσ.,
στο ίδ. — Μέσ., αφαιρώ κάτι από κάποιον, σε Σοφ. — Παθ., ἐξαιρεθέντες
τὸν Δημοκήδεα, έχοντας φύγει από αυτούς, σε Ηρόδ. IV.στη Μέσ.,
ελευθερώνω, απαλλάσσω, σε Αισχύλ., Δημ. V. 1. βγάζω από τη μέση,
εξαφανίζω, αφανίζω, διαλύω, σε Σοφ.· καταστρέφω, συντρίβω μία πόλη,
σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. φέρνω εις πέρας, εκ πληρώνω, πραγματοποιώ, σε Ευρ.
ἐξ-αίρω, μέλ. -ᾰρῶ, συνηρ. από το Ιων. ἐξαείρω, I. 1. σηκώνω πάνω,
υψώνω, σηκώνω από τη γη, σε Όμηρ., Ηρόδ.· ἐξάραντες, αυτοί που με
έχουν διατάξει να σηκωθώ (από τη στάση ικεσίας), σε Σοφ. 2. εκθειάζω,
επαινώ, εξαίρω, τονώνω, δυναμώνω, σε Ηρόδ., Αισχίν. 3. σηκώνω,
αφυπνίζω, ξεσηκώνω, υποκινώ, διεγείρω, σε Θέογν., Σοφ.· ἐξ. σε θανεῖν,
διεγείρει, υποκινεί την επιθυμία σου να πεθάνεις, σε Ευρ. II. Μέσ., γʹ
ενικ. αορ. αʹ ἐξήρατο, παίρνω για τον εαυτό μου, αποκτώ, κερδίζω,
κατακτώ, σε Ομήρ. Οδ. 2. αναλαμβάνω την ευθύνη, σε Σοφ. III. Παθ.,
υψώνομαι, σε Ηρόδ.· υψώνομαι, εγείρομαι, σηκώνομαι, σε Ευρ.·
συγκινούμαι, ταράζομαι, σε Σοφ.
ἐξ-αίσιος, -ον ή -α, -ον, αυτός που βρίσκεται εκτός των
προκαθορισμένων ορίων ή της προγεγραμμένης μοίρας· απ' όπου, 1.
άδικος, παράνομος, σε Ομήρ. Οδ. 2. εξαιρετικός, σφοδρός, ορμητικός, σε
Ηρόδ., Ξεν.· ἐξ. φυγή, ορμητική αποχώρηση, στον ίδ.
218

ἐξ-ᾱΐσσω, Αττ. -ᾴσσω και -ᾴττω, μέλ. -ξω, εξορμώ, ξεκινώ από, με γεν.,
σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκτοῦ νεώ, σε Αριστοφ.· ομοίως και στην Παθ., σε Ομήρ.
Ιλ.
ἐξ-ᾰϊστόω, μέλ. -ώσω, καταστρέφω ολοκληρωτικά, διαλύω ολοσχερώς,
σε Αισχύλ.
ἐξ-αιτέω, μέλ. —ήσω , I. απαιτώ ή ζητώ από κάποιον, με διπλή αιτ., τήνδε
μ' ἐξαιτεῖ χάριν, σε Σοφ.· ἐξ. τινα πατρός, την ζητά σε γάμο από τον
πατέρα, στον ίδ.· ἐξ, τινα, απαιτώ την παράδοση ενός ανθρώπου, σε
Ηρόδ., Δημ.· σμικρόν ἐξ., αυτός που παρακαλεί για λίγο, σε Σοφ. II. 1.
Μέσ., ζητώ για τον εαυτό μου, απαιτώ, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 2. στη Μέσ.
επίσης = παραιτοῦμαι, ζητώ ως χάρη, κερδίζω τη συγνώμη κάποιου ή
την άφεση, Λατ. exorare, σε Αισχύλ., Ξεν.· με απαρ., ικετεύω ώστε να
αποκτήσω, να επιτύχω, σε Ευρ.· με αιτ. πράγμ., αποτρέπω, αποκρούω με
παρακάλια, μέσω ικεσίας ή παράκλησης, Λατ. deprecari, στον ίδ.
ἐξαίτησις, -εως, ἡ, I. απαίτηση κάποιου για τιμωρία, σε Δημ. II.
μεσολάβηση, μεσιτεία, στον ίδ.
ἔξ-αιτος, -ον (αἰτέω), περιζήτητος, πολυπόθητος, εκλεκτός, εξαίρετος,
σε Όμηρ.
ἐξ-αίφνης (ἄφνω), επίρρ., ξαφνικά, αιφνίδια, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ἐξ.
ἀποθανόντος, τη στιγμή που είναι πεθαμένος, σε Πλάτ.
ἐξ-ᾰκέομαι, μέλ. -έσομαι, I. Αποθ., θεραπεύω πλήρως, θεραπεύω την
πληγή, διορθώνω, βελτιώνω, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. με αιτ., κατευνάζω,
καλμάρω, καταπραΰνω, σε Όμηρ.· επανορθώνω, σε Ξεν. 2. διορθώνω,
μπαλώνω, μεταποιώ ενδύματα, σε Πλάτ.
ἐξάκεσις[ᾰ], -εως, ἡ, πλήρης ίαση, σε Αριστοφ.
ἑξάκῐς[ᾰ], επίρρ. (ἕξ), έξι φορές, Λατ. sexies, σε Πλάτ. κ.λπ.· ποιητ.
ἑξάκι, σε Ανθ.
ἑξᾰκισ-μύριοι[ῡ], εξήντα χιλιάδες, σε Ηρόδ., Ξεν.
ἑξᾰκισ-χίλιοι[ῐ], -αι, -α, έξι χιλιάδες, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
ἐξ-ᾰκοντίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, 1. εκτοξεύω ή εκσφενδονίζω, εξαπολύω με
ορμή, σε Ξεν.· φάσγανον πρὸς ἧπαρ ἐξ., βρίσκω το νευραλγικό σημείο,
σε Ευρ. 2. μεταφ., ἐξ. κῶλον τῆς γῆς, δηλ. το έβαλαν στα πόδια βιαστικά,
στον ιδ.· τοὺς πόνους ἐξ., διακηρύσσω δυνατά, διαλαλώ, στον ίδ.
ἑξακόσιοι, -αι, -α (ἕξ), εξακόσιοι, σε Ηρόδ.
ἐξ-ᾰκούω, μέλ. -ακούσομαι, ακούω, αφουγκράζομαι, αντιλαμβάνομαι
ήχο, ιδίως από απόσταση, σε Αισχύλ., Σοφ.· με γεν. προσ., σε Ξεν.· με
γεν. πράγμ., σε Πλούτ.
ἐξ-ακρῑβόω, μέλ. -ώσω, συγκεκριμενοποιώ, καθιστώ ακριβές, ἐξ. λόγον,
εξετάζω σε βάθος ή μιλώ με σαφήνεια, σε Σοφ.
ἐξ-ακρίζω, μέλ. -σω, αγγίζω, φθάνω την κορυφή ενός πράγματος,
ἐξ.αἰθέρα, πετώ ψηλά διασχίζοντας τον αέρα, σε Ευρ.
ἐξακτέον, ρημ. επίθ. (ἐξάγω I. 1. β), αυτό που πρέπει κάποιος να βγάλει
έξω, σε Ξεν.
219

ἐξ-ᾰλαόω, μέλ. -ώσω, I. τυφλώνω ολοκληρωτικά, σε Ομήρ. Οδ. II.


εξορύσσω, βγάζω το μάτι τελείως έξω, στο ίδ.
ἐξ-ᾰλᾰπάζω, μέλ. -ξω, κυριεύω πόλη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης,
αδειάζω, εκκενώνω πόλη από τους κατοίκους της, εκτοπίζω τους
κατοίκους της, έτσι ώστε να εγκαταστήσω νέους κατοίκους σε αυτήν,
μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, καταστρέφω
ολοκληρωτικά, αφανίζω, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐξάλειπτρον, τό, δοχείο, κουτί με αλοιφή, σε Αριστοφ.
ἐξ-ᾰλείφω, μέλ. -ψω — Παθ., παρακ. ἐξ-ήλιμμαι, Αττ. -αλήλιμμαι· I.
αλείφω, επιχρίω, σε Ηρόδ., Θουκ. II. 1. εξαλείφω, απαλείφω, σβήνω, σε
Ευρ.· ἐξ. τινά, διαγράφω το όνομά του από τον κατάλογο, σε Αριστοφ.
κ.λπ. 2. μεταφ., όπως το Λατ. delere, εξαλείφω, εξαφανίζω, καταστρέφω
εντελώς, σε Αισχύλ., Ευρ. — Μέσ., ἐξαλείψασθαι φρενός, το βγάζω από
το μυαλό μου, στον ίδ.
ἐξ-ᾰλέομαι, αποθ., φυλάγομαι από, αποφεύγω, διαφεύγω, σε Ομήρ. Ιλ.·
απαρ. Επικ. αορ. αʹ ἐξαλέασθαι, σε Ησίοδ., Αριστοφ.
ἐξᾰλεύομαι, = το προηγ., σε Σοφ.
ἐξ-ᾰλίνδω, μόνο στη μτχ. αορ. αʹ ἐξαλίσας [ῑ], παρακ. ἐξήλῑκα· βγάζω
κάτι τσουλώντας ή κυλόντας, ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας, πήγαινέ τον στο
σπίτι αφού προηγουμένως τον βάλεις να κυλισθεί καλά στην ἀλινδήθραν,
σε Αριστοφ.· ἐξήλικας ἐμέ γ' ἐκ τῶν ἐμῶν, με έβγαλες, με απομάκρυνες
από την περιουσία μου, στον ίδ.
ἐξαλλᾰγή, ἡ, πλήρης, ολοκληρωμένη αλλαγή, μεταβολή, τροποποίηση,
σε Πλάτ.
ἐξ-αλλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. 1. αλλάζω κάτι εντελώς ή
εξολοκλήρου, σε Ευρ. — Μέσ., μηδὲν ἐξαλλάσσεται, δεν βλέπει καμία
μεταβολή να γίνεται, σε Σοφ. 2. αποσύρομαι από έναν τόπο, τον
εγκαταλείπω, με αιτ., σε Ευρ. II. 1. ἐξαλλάσσειν τί τινος, απομάκρυνση,
μετακίνηση ενός πράγματος από κάτι άλλο, με γεν., σε Θουκ. 2. αμτβ.,
αλλάζω δρόμο, κινούμαι πίσω και μπρος, σε Ευρ.· ποίαν ἐξαλλάξω; ποια
οδό να ακολουθήσω; στον ίδ.· ἐξαλλάσσουσα χάρις, ασυνήθιστη χάρη,
σπάνια αρετή, στον ίδ.
ἐξ-άλλομαι, μέλ. -ᾰλοῦμαι· μτχ. Επικ. αορ. βʹ ἐξάλμενος· αποθ., I. πηδώ
έξω ή μπροστά από ένα μέρος, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· προμάχων
ἐξάλμενος, ξεπηδώντας από την πρώτη γραμμή, από τη μπροστινή σειρά,
στο ίδ.· ἐξάλατο ναός (Δωρ. αντί ἐξήλατο νηός), σε Θεόκρ.· απόλ.,
εξορμώ, πηδώ έξω, σε Αριστοφ.· ἵν' ἐξήλλου· σε ποιο σημείο έχεις πέσει,
δηλ. σε ποια δυστυχία έχεις περιέλθει, έχεις φτάσει; σε Σοφ.· λέγεται για
τροχούς, ξεκολλώ, τινάζομαι έξω από τον άξονα, σε Ξεν. II. αναπηδώ,
στον ίδ.· λέγεται για άλογα, ορθώνομαι, σηκώνομαι στα πίσω πόδια, στον
ίδ.
ἐξ-ᾰλύσκω, μέλ. -ύξω, αόρ. αʹ ἐξήλυξα· όπως το ἐξαλέομαι, φεύγω από,
με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., διαφεύγω, δραπετεύω, σε Αισχύλ., Ευρ.
220

ἐξᾰλύω, = ἐξαλύσκω, σε Ομηρ. Ύμν.


ἐξ-ᾰμαρτάνω, μέλ. -ήσομαι, αόρ. βʹ -ήμαρτον· απομακρύνομαι από τον
στόχο, σφάλλω, αμαρτάνω, σε Ηρόδ., Αττ.· με σύστ. αντ., ἐξ. τι,
διαπράττω σφάλμα, κάνω λάθος, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
ἐξᾰμαρτία, ἡ, λάθος, αμάρτημα, παράβαση, σε Σοφ.
ἐξ-ᾰμάω, μέλ. -ήσω, θερίζω ή ξερριζώνω, τελειώνω τον θερισμό, σε
Τραγ.· μεταφ., κατασπαράζω, σκοτώνω, καταστρέφω, στη Μέσ., Ευρ. —
Παθ., γένους ῥίζαν ἐξημημένος (μτχ. παρακ.), έχοντας το γένος του
αφανισμένο από τη ρίζα, σε Σοφ.
ἐξ-αμβλόω, μέλ. -ώσω, 1. αποβάλλω, σε Ευρ. 2. αποτυγχάνω, ναυαγώ,
καθιστώ ανεπιτυχές, σε Αριστοφ.
ἐξ-αμβλύνω[ῡ], αμβλύνω, εξασθενώ, αδυνατίζω, αποδυναμώνω, σε
Πλούτ.
ἐξ-ᾰμείβω, μέλ. -ψω, I. ανταλλάσσω, μεταβάλλω, ἐξαμείψασαι τρόμον,
διώχνω τον φόβο από κάποιον, σε Ευρ. — Μέσ., παίρνω τη θέση
κάποιου, τον αντικαθιστώ, με γεν., στον ίδ.· ομοίως και αμτβ. στην
Ενεργ., με δοτ., φόνῳ φόνος ἐξαμείβων, φόνος που έπεται και
«ξεπληρώνει» άλλον, στον ίδ. II. λέγεται για τόπο, εναλλάσσω, περνώ,
διέρχομαι, με αιτ., σε Αισχύλ., Ευρ.· απόλ., αποσύρω, αναχωρώ, στον ίδ.
III. στη Μέσ. επίσης, ανταμείβω, ανταποδίδω, επιστρέφω χρήματα,
αποζημιώνω, σε Αισχύλ.
ἐξ-ᾰμέλγω, μέλ. -ξω, I. θηλάζω, βυζαίνω, ρουφώ γάλα απ' το μαστό, σε
Αισχύλ. II. αρμέγω, σε Ευρ.
ἐξ-ᾰμελέω, παραμελώ κάτι εντελώς, με γεν., σε Ηρόδ.
ἑξά-μετρος[ᾰ], -ον, αυτός που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες,
εξάμετρος, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἑξά-μηνος[ᾰ], -ον, αυτός που διαρκεί έξι μήνες· ἑξάμ. (ενν. χρόνος), ὁ,
το μισό του έτους, εξάμηνο, σε Ξεν.· ἡ ἐξάμ. (ενν. ὥρη), σε Ηρόδ.
ἐξ-ᾰμηχᾰνέω, μέλ. -ήσω, απαλλάσσομαι από δυσκολία, βρίσκω διέξοδο
από, με γεν., σε Ευρ.
ἐξ-ᾰμιλλάομαι, μέλ. -ήσομαι, μτχ. αορ. αʹ ἐξαμιλλησάμενος και -ηθείς·
αποθ., I. αγωνίζομαι με δύναμη, μάχομαι έντονα, με σύστ. αιτ., τὰς
τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, αυτός που έχει διαγωνιστεί στην
αρματοδρομία, σε Ευρ. II. διώχνω από ένα μέρος, με γεν., στον ίδ.· κάνω
κάποιον έξω φρενών, στον ίδ. III. αόρ. αʹ με Παθ. σημασία, σπρώχνομαι
έξω με τη βία, λέγεται για το μάτι του Κύκλωπα, στον ίδ.
ἐξ-ᾰμύνομαι[ῡ], μέλ. -αμῠνοῦμαι, Μέσ., προστατεύομαι,
προφυλάσσομαι απομακρύνω από εμένα, σε Αισχύλ., Ευρ.
ἐξ-αναβρύω, αναβλύζω ή προκαλώ κάτι να αναβλύσει μέσα από κάτι
άλλο, σε Αισχύλ.
ἐξ-αναγιγνώσκω, μέλ. -γνώσομαι, διαβάζω κάτι ολόκληρο, σε Πλούτ.
221

ἐξ-αναγκάζω, μέλ. -άσω, I. εξαναγκάζω ή υποχρεώνω πλήρως, τινὰ


ποιεῖν τι, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· με αιτ. μόνο, σε Σοφ. II. απομακρύνω,
εκδιώκω, σε Ξεν.
ἐξ-ανάγω, μέλ. -άξω, βγάζω έξω ή αναβιβάζω από, με γεν., σε Ευρ. —
Παθ., απλώνομαι στη θάλασσα, εκπλέω, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἐξ-αναδύομαι, αποθ. με Ενεργ. αόρ. βʹ ἐξανέδυν, 1. ανεβαίνω στην
επιφάνεια από τη θάλασσα, αναδύομαι από το νερό, με γεν., σε Ομήρ.
Οδ. 2. δραπετεύω, διαφεύγω, ξεφεύγω από, με γεν., σε Θέογν., Πλούτ.
ἐξ-αναζέω, μέλ. -ζέσω, κάνω κάτι να βράσει κα να φουσκώσει με, με
σύστ. αντ., ἐξαναζέσει χόλον, θα αφήσει την οργή να ξεχυθεί, σε Αισχύλ.
ἐξαναιρέω, βγάζω έξω από, με γεν., σε Ομηρ. Ύμν.· Μέσ., σε Ευρ.
ἐξ-ανακρούομαι, μέλ. -σομαι, Μέσ., υποχωρώ, αναχωρώ από έναν τόπο
με τη βοήθεια του νερού, μέσω πλοίων, σε Ηρόδ.
ἐξ-ανᾱλίσκω, μέλ. -ανᾱλώσω, Παθ. παρακ. -ανήλωμαι· 1. καταξοδεύω,
κατασπαταλώ, σε Δημ.· εξαντλώ, σε Πλούτ. 2. καταστρέφω εντελώς,
αφανίζω, σε Αισχύλ. — Παθ., σε Δημ.
ἐξ-αναλύω, μέλ. -ύσω [ῡ], απελευθερώνω, αποδεσμεύω, με γεν., σε
Ομήρ. Ιλ.
ἐξανάλωσις, -εως, ἡ (ἐξανᾱλίσκω), πλήρης, ολοκληρωτική
κατανάλωση, σε Πλούτ.
ἐξ-ανάπτω, μέλ. -ψω, I. κρεμώ από ή πάνω σε κάτι, με γεν., σε Ευρ. —
Μέσ., συνδέομαι, προσαρτούμαι σε κάτι, τι, στον ίδ. II. ξανανάβω,
αναζωπυρώνω, σε Ανθ.
ἐξ-αναρπάζω, μέλ. -σω ή -ξω, αρπάζω μακριά από ένα μέρος, σε Ευρ.
ἐξ-ανασπάω, μέλ. -άσω [ᾰ], αποσπώ, ξεκολλώ από, σε Ηρόδ., Ευρ.·
κομματιάζω, ξερριζώνω από, χθονός, στον ίδ.
ἐξανάστᾰσις, -εως, ἡ (ἐξανίσταμαι), έγερση, σήκωμα, ανάσταση από
τους νεκρούς, σε Κ.Δ.
ἐξ-αναστέφω, μέλ. -ψω, στεφανώνω με στεφάνια λουλουδιών, σε Ευρ.
ἐξ-αναστρέφω, μέλ. -ψω, εκτοξεύω, ρίχνω κάτι με το κεφάλι προς τα
κάτω, με γεν., σε Αισχύλ.
ἐξ-ανατέλλω, μέλ. -τελῶ, αμτβ., αναφαίνομαι από ένα μέρος, με γεν., σε
Μόσχ.
ἐξ-αναφανδόν, επίρρ., ολοφάνερα, σε Ομήρ. Οδ.
ἐξ-αναφέρω, μέλ. -ανοίσω, I. ανεβάζω έξω από το νερό, σε Πλούτ. II.
αμτβ., αναρρώνω από μία ασθένεια, στον ίδ.
ἐξ-αναχωρέω, μέλ. -ήσω, I. βγαίνω έξω από το δρόμο, αποσύρομαι,
υποχωρώ, σε Ηρόδ. II. με αιτ., αποφεύγω, υπεκφεύγω, σε Θουκ.
ἐξ-ανδρᾰποδίζω, και στη Μέσ. ἐξανδραποδίζομαι, σε μέλ. Αττ. -ιοῦμαι,
I. οδηγώ σε απόλυτη σκλαβιά, υποδουλώνω, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. II.
επίσης ως Παθ., σε Ηρόδ., Δημ.
ἐξανδρᾰπόδισις, -εως, ἡ, πώληση σκλάβων, δουλεμπόριο,
σκλαβοπάζαρο, σε Ηρόδ.
222

ἐξ-ανδρόομαι, παρακ. -ήνδρωμαι, I. Παθ., φθάνω σε ανδρική ηλικία,


γίνομαι άνδρας, ανδρώνομαι, σε Ηρόδ., Ευρ. II. ὀδόντων ὄφεος
ἐξηνδρωμένος, έχοντας ανδρωθεί από τα δόντια του δράκοντα, στον ίδ.
ἐξ-ανεγείρω, μέλ. -εγερῶ, προκαλώ, συναρπάζω, σε Ευρ.
ἐξ-άνειμι, I. ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανατέλλω από τον ορίζοντα, λέγεται
για αστέρια, σε Θεόκρ. II. γυρίζω, επανέρχομαι από, ἄγρης, σε Ομηρ.
Ύμν.
ἐξ-ᾰνεμόω, μέλ. -ώσω, σβήνω με το φύσημα του ανέμου, φυσώ, σε Ευρ.·
μεταφ., ἐξηνεμώθην, πήραν τα μυαλά μου αέρα, στον ίδ.
ἐξ-ανέρχομαι, βγαίνω έξω, εξέρχομαι από, με γεν., σε Ευρ.
ἐξ-ανευρίσκω, εφευρίσκω, επινοώ, σε Σοφ.
ἐξ-ανέχω, μέλ. -έξω, I. κρατώ ψηλά από· αλλά κυρίως αμτβ., εξέχω από,
με γεν., σε Θεόκρ. II. Μέσ., παρατ. και αόρ. βʹ με διπλή αύξηση
ἐξηνειχόμην, ἐξηνεσχόμην, ανέχομαι, υπομένω, με μτχ., ἐξανασχοίμην
κλύων, σε Σοφ.· ταῦτα παῖδας ἐξανέξεται πάσχοντας, σε Ευρ.· ταῦτα
δόξαντ' ἐξηνέσχετο, επέμεναν ότι αυτά τα πράγματα θα έπρεπε να
θεσπιστούν, στον ιδ.
ἐξ-ανθέω, μέλ. -ήσω, 1. βάζω, τοποθετώ λουλούδια, σε Ξεν. 2. μεταφ.,
εμφανίζομαι ξαφνικά, προβάλλω, ως ανθοφορία, ανθίζω, σε Αισχύλ.,
Ευρ.· λέγεται για έλκη, ξεσπώ, εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι, σε Θουκ.,
Λουκ.
ἐξ-ανίημι, μέλ. -ανήσω ή -ήσομαι, 1. στέλνω, εκπέμπω, ξαμολάω, σε
Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με γεν., εκπέμπω από, σε Ευρ. 2. παρατάω, στον ίδ. 3.
χαλαρώνω, λύνω, στον ίδ.· και αμτβ., χαλαρώνω, μετριάζω, σε Σοφ.· με
γεν., ὀργῆς ἐξανείς, σε Ευρ.
ἐξ-ανίστημι, μτβ. στον ενεστ., παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ· I. 1. σηκώνω·
κάνω κάποιον να σηκωθεί από τη θέση του, καλώ κάποιον να εγερθεί ή
να σηκωθεί από στάση ικεσίας, σε Ευρ.· ἐξ. τὴν ἐνέδραν, διατάζω τους
άνδρες που είναι σε ενέδρα να σηκωθούν, σε Ξεν. 2. κάνω μία φυλή να
μεταναστεύσει, μετακινώ ή εκβάλλω, εκτοπίζω, απελαύνω, σε Ηρόδ.,
Σοφ. 3. ερημώνω, καταστρέφω, πόλιν, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 4. ἐξ. θηρία,
τα κάνω να εξέλθουν από τη φωλιά τους, σε Ξεν. II. αμτβ. στην Παθ., με
Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ.· 1. σηκώνομαι από τη θέση μου, σε
Ηρόδ. κ.λπ.· σηκώνομαι για να μιλήσω, σε Σοφ.· από ενέδρα, σε Ευρ.,
Θουκ.· από το κρεβάτι, σε Ευρ. 2. με γεν., σηκώνομαι και αναχωρώ από,
μεταναστεύω από, σε Ηρόδ.· απόλ., σηκώνομαι, απέρχομαι, σε Θουκ.
κ.λπ. 3. διώκομαι, εξωθούμαι, οδηγούμαι έξω από την πατρίδα μου,
αναγκάζομαι να μεταναστεύσω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 4. λέγεται για χώρες,
ερημώνομαι, σε Ηρόδ., Ευρ.
ἐξ-ανοίγω, μέλ. -ξω, ανοίγω εντελώς, σε Αριστοφ.
ἐξ-αντλέω, μέλ. -ήσω, 1. αντλώ νερό· μεταφ., υπομένω μέχρι τέλους,
παρακολουθώ μέχρι τέλους, Λατ. exantlare, exhaurire, σε Ευρ. 2. μεταφ.
επίσης, κλέβω, ληστεύω, λεηλατώ, λαφυραγωγώ, σε Λουκ.
223

ἐξ-ᾰνύω, Αττ. -ανύττω [ῠ], μέλ. -ύσω [ῠ]· 1. εκ πληρώνω,


πραγματοποιώ, τελεσφορώ, κάνω κάτι αποτελεσματικό, σε Ομήρ. Ιλ.,
Σοφ. — Μέσ., εκ πληρώνω ή ολοκληρώνω για τον εαυτό μου, σε Ευρ.
2. τελειώνω ή αποτελειώνω, δηλ. σκοτώνω, Λατ. conficere, σε Ομήρ. Ιλ.
3. λέγεται για χρόνο και απόσταση, φέρνω εις πέρας, τελειώνω,
ολοκληρώνω, βίοτον, σε Σοφ.· δρόμον, σε Ευρ.· απόλ., ολοκληρώνω τον
δρόμο μου προς έναν τόπο, φθάνω σε αυτόν, ἐς ή ἐπὶ τόπον, σε Ηρόδ.·
επίσης με αιτ. τόπου, σε Σοφ., Ευρ. 4. με απαρ., κατορθώνω να κάνω κάτι,
στον ίδ. 5. Μέσ., αποκτώ κάτι από κάποιον, τιπαρά τινος, στον ίδ.
ἑξᾱ-πάλαιστος, -ον (παλαιστή), αυτός που έχει πλάτος έξι παλάμες, σε
Ηρόδ.
ἐξ-απαλλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ελευθερώνω από, απαλλάσσω από,
κακῶν, σε Ευρ. — Παθ., απαλλάσσομαι από, ξεφεύγω, αποδρώ από, σε
Ηρόδ., Θουκ.
ἐξ-απαρτάομαι, Παθ., κρεμιέμαι από ή πάνω σε, με γεν., σε Λουκ.
ἐξ-ᾰπᾰτάω, Ιων. παρατ. ἐξαπάτασκον, μέλ. -ήσω — Παθ., μέλ. -
απατηθήσομαι ή στον Μέσ. τύπο -απατήσομαι· εξαπατώ ή ξεγελώ
εντελώς, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, ἐξ. τινά τι, σε ένα πράγμα, σε
Ξεν.
ἐξ-ᾰπάτη, ἡ, χονδροειδής απάτη, δόλος, εξαπάτηση, σε Ησίοδ., Ξεν.
ἐξᾰπᾰτητέον, ρημ. επίθ. του ἐξαπατάω, αυτό που πρέπει κάποιος να
εξαπατήσει, σε Πλάτ.
ἐξᾰπᾰτητικός, -ή, -όν, αυτός που είναι προορισμένος να εξαπατήσει, σε
Ξεν.
ἐξᾰπᾰτύλλω, κωμ. υποκορ. του ἐξαπατάω, εξαπατώ λίγο, κοροϊδεύω, σε
Αριστοφ.
ἐξᾰπᾰφίσκω, Επικ. τύπος του ἐξαπατάω, σε Ησίοδ.· αόρ. βʹ ἐξήπᾰφον·
υποτ. ἐξαπάφω, μτχ. ἐξαπαφών, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· γʹ ενικ. ευκτ. Μέσ.
αορ. βʹ ἐξαπάφοιτο, με Ενεργ. σημασία, σε Ομήρ. Ιλ.
ἑξά-πεδος, -ον (πούς), αυτός που έχει μήκος έξι πόδες, σε Ηρόδ.
ἐξ-απεῖδον, απαρ. -απιδεῖν, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. ἐξαφοράω σε χρήση,
παρατηρώ από μακριά, σε Σοφ.
ἑξά-πηχυς, -υ, αυτός που έχει μήκος έξι πήχεις, σε Ηρόδ., Ξεν.
ἐξάπῐνα, μεταγεν. τύπος του ἐξαπίνης, σε Κ.Δ.
ἐξαπίναιος, -α, -ον ή -ος, -ον, = ἐξαιφνίδιος, σε Ξεν.· επίρρ. -ως, σε
Θουκ.
ἐξᾰπίνης[ῐ], επίρρ., = ἐξαίφνης, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Θουκ.
ἑξᾰ-πλάσιος, -α, -ον, Ιων. -πλήσιος, -η, -ον, έξι φορές τόσος, τινος, σε
Ηρόδ.
ἑξά-πλεθρος, -ον (πλέθρον), αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρα, δηλ.
περίπου 1.200 πόδες, σε Ηρόδ.
ἑξᾰπλήσιος, -η, -ον, Ιων. αντί ἑξαπλάσιος.
224

ἐξ-αποβαίνω, μέλ. -βήσομαι, βγαίνω έξω, αποβιβάζομαι, νηός, σε Ομήρ.


Οδ.
ἐξ-αποδύνω[ῡ], αφαιρώ, βγάζω, εἵματα, σε Ομήρ. Οδ.
Ἑξά-πολις, -εως, ἡ, η Συμμαχική Ομοσπονδία έξι πόλεων, λέγεται για
τους Δωριείς της Μ. Ασίας, σε Ηρόδ.
ἐξ-απόλλῡμι, μέλ. -ολέσω, Αττ. -ολῶ, I. καταστρέφω ολοκληρωτικά,
αφανίζω, σε Τραγ. κ.λπ. II. Μέσ., με παρακ. βʹ ἐξαπόλωλα, αόρ. βʹ
ἐξαπωλόμην· χάνομαι, εξαφανίζομαι από κάποιο τόπο, με γεν., σε Όμηρ.,
Αισχύλ.· απόλ., χάνομαι εξολοκλήρου, σε Ηρόδ.
ἐξ-απονέομαι, Παθ., επανέρχομαι από, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐξ-απονίζω, μέλ. -νίψω, πλένω, ξεπλένω, καθαρίζω καλά, σε Ομήρ. Οδ.
ἐξ-αποξύνω[ῡ], ακονίζω, τροχίζω καλά, σε Ευρ.
ἐξ-απορέω, βρίσκομαι σε μεγάλη αμφιβολία ή δυσκολία· ομοίως και στη
Μέσ. και στην Παθ., σε Κ.Δ., Πλούτ.
ἐξ-αποστέλλω, μέλ. -στελῶ, αποστέλλω μακριά — Παθ., ξαποστέλνομαι,
σε Φίλλ. παρά Δημ.
ἐξ-αποτίνω[ῑ], ικανοποιώ εντελώς, σε Ομήρ. Ιλ.
ἑξά-πους, ὁ, ἡ, -πουντό = ἑξάπεδος, σε Πλούτ.
ἐξ-αποφαίνω, επιτετ. αντί ἀποφαίνω, σε Λουκ.
ἐξ-αποφθείρω, μέλ. -φθερῶ, καταστρέφω ολοκληρωτικά, αφανίζω, σε
Αισχύλ., Σοφ.
ἐξ-άπτω, μέλ. -ψω, I. 1. δένω πάνω, δηλ. πάνω σε κάτι, με γεν., σε Όμηρ.,
Ευρ.· τι ἔκ τινος, σε Ηρόδ. 2. μεταφ., ἐξ στόματος λιτός, αφήνοντας τις
προσευχές, ικεσίες να πέσουν από το στόμα, σε Ευρ. 3. ἐξ. τί τινι,
τοποθετώ πάνω σε, στον ίδ. II. 1. Μέσ., κρεμιέμαι από πάνω, αρπάζομαι,
πιάνομαι, προσκολλούμαι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. κρεμώ κάτι πάνω μου, το
φορώ, το κρατώ πάνω μου, σε Ευρ.
ἐξ-απωθέω, μέλ. -ώσω και -ωθήσω, απωθώ μακριά, σε Ευρ.
ἐξαραίρημαι, Παθ. παρακ. του ἐξαιρέω.
ἐξ-αράομαι, αποθ., ξεστομίζω κατάρες, καταριέμαι, σε Σοφ.
ἐξ-ᾰράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. ανατρέπω, συντρίβω, σε Ομήρ. Οδ.,
Αριστοφ. II. με αιτ. προσ., προσβάλω κάποιον βίαια, στον ίδ.
ἐξ-αργέω, μέλ. -ήσω, είμαι εντελώς ναρκωμένος — Παθ., παραμελούμαι,
σε Σοφ.
ἐξ-αργῠρίζω, μέλ. -σω, μεταβάλλω σε χρήματα, πουλώ, σε Θουκ., Δημ.
ἐξ-αργῠρόω, μέλ. -ώσω = το προηγ., σε Ηρόδ.
ἐξ-ᾰρέσκομαι, μέλ. -έσομαι, αποθ., I. 1. γίνομαι αποδεκτός, σε Ξεν. 2. με
αιτ. προσ., κατακτώ κάποιον, αποκτώ τη συμπάθεια κάποιου, σε Δημ.
ἐξ-ᾰριθμέω, μέλ. -ήσω, αριθμώ όλο το ποσό με ακρίβεια, μετρώ, Λατ.
enumerare, σε Ηρόδ., Αττ. II. καταμετρώ, πληρώνω σε μετρητά, Λατ.
numeratim solvere, σε Δημ.
ἐξ-αρκέω, μέλ. -έσω, I. 1. λέγεται για αντικείμενα, επαρκώ, είμαι
αρκετός, φθάνω για, τινί, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· πρός τι, σε Ξεν.· απόλ.,
225

αρκώ, είμαι επαρκής, σε Ευρ., Δημ. 2. απρόσ., ἐξαρκεῖ, είναι αρκετό για,
αρκεί, φθάνει για, με δοτ. προσ., σε Ηρόδ., Αττ. II. λέγεται για πρόσωπα,
είμαι ικανοποιημένος με, ταιριάζω για, με δοτ., σε Ευρ.· με μτχ., είμαι
ευχαριστημένος, ικανοποιημένος με την κατοχή, κτήση κάποιου
πράγματος, στον ίδ.
ἐξαρκής, -ές, αρκετός, ικανός, επαρκής, σε Αισχύλ., Σοφ.
ἐξαρκούντως, επίρρ. μτχ. ενεστ. του ἐξαρκέω, αρκετά, επαρκώς, σε
Αριστοφ.
ἐξ-αρνέομαι, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐξηρνησάμην και ἐξηρνήθην· αποθ.,
αρνιέμαι εντελώς, σε Ηρόδ., Ευρ.
ἐξάρνησις, -εως, ἡ, απόρριψη, άρνηση, σε Πλάτ.
ἐξαρνητικός, -ή, -όν, επιδέξιος ή ικανός στην άρνηση, αρνητικός,
αποφατικός, σε Αριστοφ.
ἔξ-αρνος, -ον (ἀρνέομαι), αυτός που αρνείται· ἔξαρνός εἰμι ή γίγνομαι =
ἐξαρνέομαι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ακολουθ. από μὴ και απαρ., ἔξ. ἦν μὴ
ἀποκτεῖναι, αρνήθηκε ότι είχε σκοτώσει, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἐξ-αρπάζω, μέλ. -ξω και -σω, επίσης -άσομαι· αόρ. αʹ ἐξήρπαξα ή -ασα·
I. αρπάζω, αποσπώ μακριά από ένα μέρος, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· τι παρά
τινος, σε Ηρόδ.· τι ἐκ χερῶν τινος, σε Ευρ.· σώζω, διασώζω, σε Ομήρ. Ιλ.
— Παθ., οἱ ἐξηρπασμένοι, αυτοί που αιχμαλωτίζονται, συλλαμβάνονται,
σε Σοφ. II. αποσπώ, ξεσχίζω, ξεκολλώ, σε Αριστοφ.
ἐξ-αρτάω, μέλ. -ήσω, I. κρεμώ πάνω σε, εξαρτώ πάνω σε, με γεν., σε
Πλούτ.· επίσης στη Μέσ., σε Ευρ. II. 1. Παθ., μέλ. σε Μέσ. τύπο -
αρτήσομαι, παρακ. -ήρτημαι· είμαι κρεμασμένος πάνω σε, κρεμιέμαι,
εξαρτιέμαι από, χειρός, στον ίδ. 2. είμαι εξαρτημένος από, είμαι
προσηρτημένος, συνδεδεμένος, συνημμένος, σοῦ γάρ ἐξηρτήμεθα, στον
ίδ. 3. λέγεται για χώρες, γειτνιάζω, συνορεύω, τινος, σε Πλούτ. 4.
αναρτιέμαι, κρεμιέμαι ή εκτίθεμαι σε θέα, σε Θουκ. 5. μτχ. Παθ. παρακ.,
με αιτ. πράγμ., έχοντας κρεμασμένο κάτι πάνω σε κάποιον, είμαι
εφοδιασμένος, εξοπλισμένος με, σε Αριστοφ., Αισχίν.
ἐξ-αρτίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, συμ πληρώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, τὰς
ἡμέρας, σε Κ.Δ. — Παθ., είμαι εντελώς προετοιμασμένος ή
εφοδιασμένος, εξοπλισμένος, στον ίδ. — Μέσ., προμηθεύομαι,
εφοδιάζομαι, τι, σε Λουκ.
ἐξαρτύω[ῡ], μέλ. -ύσω, ετοιμάζω, παρασκευάζω εντελώς, εφοδιάζω,
εξοπλίζω, σε Ευρ., Θουκ. — Μέσ., ετοιμάζω για τον εαυτό μου,
εφοδιάζομαι, εξοπλίζομαι, στον ίδ.· με απαρ., ἐξαρτύεται γαμεῖν, σε
Αισχύλ. — Παθ., είμαι έτοιμος, πάντα σφι ἐξήρτυτο, σε Ηρόδ.· σε Παθ.
μτχ. παρακ. έτοιμος, ζεμένος (λέγεται για άλογο), σε Ευρ.· με δοτ.
πράγμ., εφοδιασμένος, εξοπλισμένος ή προμηθευμένος με κάτι, σε
Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
ἔξ-αρχος, ὁ, ἡ, 1. αρχηγός, αυτός που αρχίζει, ξεκινά κάτι, Λατ. auctor,
σε Ομήρ. Ιλ. 2. ο κορυφαίος του χορού, Λατ. coryphaeus, σε Δημ.
226

ἐξ-άρχω, μέλ. -ξω, 1. αρχίζω με, κάνω έναρξη, Λατ. auctor esse, με γεν.,
ἐξῆρχε γόοιο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., ἐξήρχετο βουλῆς,
σε Ομήρ. Οδ. 2. με αιτ., βουλὰς ἐξάρχων, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης ἐξάρχειν
ή ἐξάρχεσθαι παιᾶνά τινι, ξεκινώ, απευθύνω ύμνο σε κάποιον, σε Ξεν.
ἑξάς, -άδος, ἡ (ἕξ), το ουσ. του αριθμού έξι, σε Πλούτ. κ.λπ.
ἐξ-ασκέω, μέλ. -ήσω, I. στολίζω, διακοσμώ, εξοπλίζω, σε Σοφ.· με διπλή
αιτ., ἁγώ νιν ἐξήσκησα, με το οποίο τον εξόπλισα, σε Ευρ. II. 1. γυμνάζω
ή διδάσκω στην εντέλεια, τινά, σε Πλάτ. 2. εξασκούμαι, ασκούμαι σε, τι,
σε Πλούτ.
ἐξ-αστράπτω, μέλ. -ψω, λάμπω, ακτινοβολώ όπως με την αστραπή, σε
Κ.Δ.
ἐξ-ατῑμάζω, μέλ. -σω, ντροπιάζω εντελώς, σε Σοφ.
ἐξ-ᾴττω, Αττ. συνηρ. αντί ἐξαΐσσω.
ἐξ-αυαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, αποξηραίνω εντελώς, σε Ηρόδ.
ἐξ-αυγής, -ές (αὐγή), αυτός που λάμπει από λευκότητα, ολόλευκος,
πάλλευκος, σε Ευρ.
ἐξ-αυδάω, μέλ. -ήσω, μιλώ καθαρά, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ομοίως και στη
Μέσ., σε Αισχύλ.
ἐξ-αυλίζομαι, μέλ. -ίσομαι, αποθ., εγκαταλείπω το σημείο
στρατοπέδευσης, εξέρχομαι από το στρατόπεδο προς την πόλη, σε Ξεν.
ἐξ-αυτῆς, επίρρ. αντί ἐξ αὐτῆς (τῆς ὥρας), ακριβώς εκείνη την ώρα,
αμέσως, ταυτοχρόνως, σε Θέογν.
ἐξ-αῦτις, επίρρ., I. ξανά, πάλι, ακόμη μια φορά, εκ νέου, από την αρχή,
σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για τόπο, πίσω ξανά, προς τα πίσω, στο ίδ.
ἐξ-αυτομολέω, μέλ. —ήσω , αυτομολώ, λιποτακτώ από κάπου, σε
Αριστοφ.
ἐξ-αυχέω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ -ηύχησα, κομπάζω, καυχιέμαι
μεγαλοφώνως, πρεσβεύω, ομολογώ, δηλώνω απροκάλυπτα, μιλώ
φανερά, σε Τραγ.
ἐξ-αύω, μέλ. -σω, φωνάζω δυνατά, ξεφωνίζω, σε Σοφ.
ἐξ-αφαιρέω, μέλ. -ήσω, αφαιρώ, αποσπώ κάτι· στη Μέσ., αόρ. βʹ -
αφειλόμην, σε Ομήρ. Οδ.
ἐξ-αφίημι, μέλ. -αφήσω, I. εξακοντίζω, ξαποστέλνω, απαλλάσσω
κάποιον από υποχρέωση, κατηγορία, σε Ξεν. II. αποδεσμεύω από κόπο,
μόχθο, με γεν., σε Σοφ.
ἐξ-αφίσταμαι, Παθ., με αόρ. βʹ, Ενεργ. παρακ. και υπερσ.,
απομακρύνομαι ή αποσύρομαι από, τινος, σε Σοφ., Ευρ.
ἐξ-ᾰφρίζομαι, Μέσ., βράζω κάτι μέχρι να αφρίσει και μετά αφαιρώ τον
αφρό του, ξαφρίζω· μεταφ., λέγεται για άλογο, ἐξαφρίζεσθαι μένος, σε
Αισχύλ.
ἐξ-ᾰφύω (ἀφύσσω), αντλώ οινοπνευματώδες ποτό, σε Ομήρ. Οδ.
ἑξά-χειρ, -χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει έξι χέρια, σε Λουκ.
ἑξά-χοος, -οον, συνηρ. -χους, -ουν, αυτός που χωρά έξι χόες, σε Πλούτ.
227

ἐξέβᾰλον, αόρ. βʹ του ἐκβάλλω.


ἐξ-έβαν, Αιολ. του -έβησαν, γʹ πληθ. αόρ. βʹ του ἐκβαίνω.
ἐξ-εγγυάω, μέλ. -ήσω, ελευθερώνω κάποιον δίνοντας εγγύηση, σε Δημ.
— Παθ., αποδεσμεύομαι με εγγύηση, στον ίδ.
ἐξεγγύησις, -εως, ἡ, παροχή εγγύησης, σε Δημ.
ἐξ-εγείρω, μέλ. -ερῶ, I. 1. αφυπνίζω, σε Σοφ. — Παθ., αφυπνίζομαι,
ξυπνώ, σε Ηρόδ. κ.λπ.· συγκοπτ. αόρ. βʹ ἐξηγρόμην, σε Αριστοφ. Επικ.
γʹ πληθ. ἐξέγροντο, σε Θεόκρ.· παρακ. βʹ ἐξεγρήγορα, σε Αριστοφ. 2.
εγείρομαι, ανασταίνομαι από τους νεκρούς, σε Αισχύλ. 3. μεταφ., ξυπνώ,
αφυπνίζομαι, αντιλαμβάνομαι, παρακινώ, εμψυχώνω, εισάγω, ανακινώ,
σε Ευρ.
ἐξέγλυμμαι, Παθ. παρακ. του ἐκ-γλύφω.
ἐξέδομαι, μέλ. του ἐξεσθίω.
ἐξ-έδρα, ἡ, Λατ. exhedra, μεγάλη αίθουσα ή στοά στα γυμνάσια, είδος
στοάς με αίθριο, σε Ευρ.
ἔξ-εδρος, -ον (ἕδρα), I. 1. αυτός που διαμένει μακριά απ' τον τόπο του,
σε Σοφ. 2. με γεν., εκτός, έξω από, μακριά από, σε Ευρ.· μεταφ., ἔξεδροι
φρενῶν λόγοι, ανόητα λόγια, στον ίδ. II. λέγεται πουλιά που χρησιμεύουν
ως οιωνοί, ἔξ. χώραν ἔχειν, σε Αριστοφ.
ἐξεθέμην, Μέσ. αόρ. βʹ του ἐκτίθημι.
ἐξέθορον, αόρ. βʹ του ἐκθρῴσκω.
ἔξει αντί ἔξιθι, προστ. του ἔξειμι (εἶμι ibo).
ἐξ-εῖδον, απαρ. -ιδεῖν, αόρ. βʹ του ενεστ. ἐξοράω, κοιτάζω έξω, βλέπω
προς, βλέπω μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης Μέσ. προστ., ἐξιδοῦ, κοίταξέ
το καλά, με όλη σου την προσοχή, σε Σοφ.
ἑξείης, επίρρ., ποιητ. αντί ἑξῆς.
ἐξ-εικάζω, μέλ. -άσω, εξομοιώνω, προσαρμόζω, σε Ξεν. — Παθ.,
ἐξείκαστό τινι, ήταν όμοιο με αυτό, στον ίδ.· μτχ. παρακ. οὐδὲν
ἐξῃκασμένα, όχι απλές φαινομενικές ομοιότητες, αλλά τα ίδια τα
πράγματα, σε Αισχύλ.· στέρνα ἐξῃκασμένα, όπως μία εικόνα, σε Ευρ.· οὐκ
ἐξῃκασμένος, αυτός που δεν παρουσιάζεται με προσωπείο, σε Αριστοφ.
ἐξ-ειλέω, μέλ. -ήσω, = ἐξείλλω, ξετυλίγω, ξεδιπλώνω, σε Λουκ.
ἐξείλλω, I. απαλλάσσω, ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω, σε Ξεν. II. κρατώ με τη
βία από, αποστερώ κάποιον από κάτι, τινά τινος, σε Δημ.
ἐξεῖλον, αόρ. βʹ του ἐξαιρέω.
ἐξ-ειλύω, ξετυλίγω — Παθ., ξεγλιστρώ, ξεκουλουριάζομαι, αόρ. αʹ
ἐξειλύσθην, σε Θεόκρ.
ἔξ-ειμι (εἶμι ibo), Επικ. βʹ ενικ. ἔξεισθα· Αττ. προστ. ἔξει, αντί ἔξιθι·
χρησιμ. ως Αττ. μέλ. του ἐξέρχομαι, αλλά με παρατ. ἐξῄειν, Ιων. ἐξήϊα· I.
1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι από το σπίτι, σε Όμηρ.· με γεν. τόπου, σε Ομήρ.
Οδ., Σοφ.· ἐξ ἐκ τῶν ἱππέων, έξοδος από την τάξη των ιππέων, σε Ηρόδ.·
εἰςἔλεγχον ἐξιέναι, υποβολή σε έλεγχο, κρίση, δοκιμασια, σε Σοφ. 2.
εξέρχομαι, εξορμώ με στρατό, σε Θουκ., Ξεν.· με σύστ. αιτ., εξέρχομαι
228

σε εκστρατεία ή επιχείρηση, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. 3. εμφανίζομαι,


παρουσιάζομαι στη σκηνή, σε Αριστοφ. II. λέγεται για χρόνο ή
περιστατικά, παρέρχομαι, λήγω, σε Ηρόδ., Σοφ.
ἔξ-ειμι (εἰμί, sum), χρησιμ. μόνο σε απρόσωπους τύπους, βλ. ἔξεστι.
ἐξ-εῖπον, απαρ. -ειπεῖν, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του ἐξαγορεύω και ἐξερέω (βλ.
αυτ.)· επίσης βʹ ενικ. αόρ. αʹ ἐξεῖπας, σε Σοφ.· 1. μιλώ ανοιχτά, μιλώ
ξεκάθαρα, εξαγγέλλω, διακηρύσσω, Λατ. effari, σε Όμηρ., Θουκ. 2. με
διπλή αιτ., λέω κάτι εναντίον κάποιου, σε Σοφ., Ευρ.
ἐξειργασμένως, επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ἐξεργάζομαι, προσεκτικά,
με ακρίβεια, πλήρως, απολύτως, σε Πλούτ.
ἐξείργω, Αττ. αντί ἐξέργω.
ἐξείρομαι, Ιων. αντί ἐξέρομαι.
ἐξειρύω, Ιων. αντί ἐξερύω.
ἐξ-είρω, αόρ. αʹ -εῖρα, I. εκτείνω προς τα έξω, Λατ. exsero, τὴν χεῖρα, σε
Ηρόδ.· τὸ κέντρον, σε Αριστοφ. II. βγάζω, τὴν γλῶσσαν, στον ίδ.
ἔξεισθα, Επικ. αντί ἔξει, βʹ ενικ. του ἔξειμι (εἶμι ibo).
ἐξεκέχυντο, γʹ πληθ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του ἐκχέω.
ἐξελάαν, Επικ. απαρ. ενεστ. του ἐξελαύνω· ἐξελᾶν, Αττ. απαρ. μέλ. του
ίδιου.
ἐξέλᾰσις, -εως, ἡ, I. έξωση, εκδίωξη, απέλαση, εξορία, σε Ηρόδ. II.
αμτβ., έφοδος, εξόρμηση, εκστρατεία, στον ίδ., Ξεν.
ἐξ-ελαύνω, μέλ. -ελάσω, συνηρ. -ελῶ, παρακ. -ελήλᾰκα· Επικ. μτχ.
ἐξελάων, απαρ. ἐξελάαν, απαντά στον Όμηρ.· I. 1. οδηγώ έξω από, ἄντρου
ἐξήλασε μῆλα, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., οδηγώ στην εξοχή για βοσκή, λέγεται
για βοσκό, στο ίδ.· ιδίως, οδηγώ έξω ή εκδιώκω, αποβάλλω από έναν
τόπο, στο ίδ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. βγάζω έξω άλογα ή άρματα, σε Ομήρ. Ιλ.
— Μέσ., εξάγω τα άλογά μου, σε Θεόκρ.· παρομοίως, ἐξελαύνειν
στρατόν, οδηγώ έξω, βγάζω τον στρατό, σε Ηρόδ. 3. αμτβ., απέρχομαι,
εξέρχομαι, σε Ηρόδ.· πορεύομαι ή βγαίνω έφιππος, σε Θουκ. II. ρίχνω
κάποιον αναίσθητο με χτύπημα, σε Ομήρ. Οδ. III. σφυρηλατώ μέταλλα,
σε Ηρόδ.
ἐξελεγκτέος, -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει κάποιος να
αντικρούσει ή να ελέγξει, σε Πλάτ.
ἐξ-ελέγχω, I. 1. μέλ. -ξω, καταδικάζω, ανασκευάζω, αντικρούω,
αποκρούω, ανατρέπω με επιχείρημα, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ. 2. με διπλή
αιτ. προσ. και πράγμ., κατηγορώ κάποιον για κάτι, σε Πλάτ. — Παθ.,
είμαι τόσο ένοχος για, σε Δημ. 3. με κατηγορ. μτχ., κατηγορώ κάποιον
ότι είναι..., σε Πλάτ. — Παθ., κἀξελέγχεται κάκιστος ὤν, σε Ευρ. II.
ερευνώ, εξετάζω επιμελώς, κάνω κάτι φανερό, αποδεικνύω, σε Αισχύλ.
— Παθ., ἦσαν ἐξεληλεγμένοι, οι διαθέσεις όλων ήταν καλά
εξακριβωμένες, σε Δημ.· ἐξηλέγχθη ἐς τὸ ἀληθές, αποδείχτηκε πλήρως ότι
ήταν αλήθεια, σε Θουκ.
ἐξελεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἐξαιρέω.
229

ἐξελευθερικός, ὁ, από την τάξη των απελεύθερων ή των απογόνων τους,


Λατ. libertinus, σε Πλούτ.
ἐξ-ελεύθερος, ὁ, ἡ, αυτός που από δούλος γίνεται ελεύθερος,
απελεύθερος, Λατ. libertus, libertinus, σε Κικ.
ἐξελευθερο-στομέω, μέλ. -ήσω, είμαι πολύ «ελεύθερος» στα λόγια, είμαι
αθυρόστομος, σε Σοφ.
ἐξελεύσομαι, μέλ. του ἐξέρχομαι.
εξελθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἐξέρχομαι.
ἐξ-ελίσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. 1. ανοίγω, ξετυλίγω, σε Ευρ.· μεταφ.
ερμηνεύω, Λατ. explicare, στον ίδ. 2. λέγεται για κάθε γρήγορη κίνηση,
ἴχνος ἐξ. ποδός, αναπτύσσονται, ξετυλίγονται σε έναν περίπλοκο,
δαιδαλώδη χορό, στον ίδ.· απ' όπου αμτβ., περιστρέφομαι, σε Πλούτ. II.
1. ως στρατιωτικός όρος, = ἀναπτύσσειν, Λατ. explicare, εκτείνω,
επεκτείνω το μέτωπο της φάλαγγας φέρνοντας την οπισθοφυλακή
μπροστά, «ανοίγω» το στράτευμα, σε Ξεν. 2. αποσύρομαι, σε Πλούτ.
ἐξελκτέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να συρθεί, σε Ευρ.
ἐξ-έλκω, αόρ. αʹ -είλκῠσα, και γʹ ενικ. Παθ. υποτ. -ελκυσθῇ (από το
ἑλκύω)· I. 1. σύρω ή τραβώ προς τα έξω, σε Ομήρ. Ιλ. 2. τραβώ έξω από
ένα μέρος, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. II. σύρω, παρασύρω κάποιον, σε
Σοφ., Ευρ.
ἐξ-ελληνίζω, μέλ. -σω, κάνω κάτι ελληνικό, του προσδίδω ελληνική
καταγωγή, σε Πλούτ.
ἔξελον, Επικ. αντί ἐξεῖλον, αόρ. βʹ του ἐξαιρέω.
ἐξέμεν, Επικ. αντί ἐξεῖναι, αόρ. βʹ του ἐξίημι.
ἑξέμεν, Επικ. αντί ἕξειν, απαρ. μέλ. του ἔχω.
ἐξ-εμέω, μέλ. -έσω, 1. κάνω εμετό, ξερνώ, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ.,
επιστρέφω κάτι κλεμμένο, σε Αριστοφ. 2. απόλ., ξερνώ, αδιαθετώ,
αρρωσταίνω, στον ίδ.
ἐξέμμορε, γʹ ενικ. παρακ. του ἐκμείρομαι.
ἐξ-εμπεδόω, φυλάω πιστά, τηρώ, σε Ξεν.
ἐξ-εμπολάω, Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, I. εμπορεύομαι, κέρδος ἐξ., πετυχαίνω
επικερδή, κερδοφόρα πώληση, σε Σοφ.· ἐξημπόλημαι, αγοράζομαι και
πουλιέμαι, προδίδομαι, στον ίδ. II. ξεπουλώ, προδίδω, σε Ηρόδ.
ἐξ-εναίρω, σκοτώνω, καταστρέφω ολοσχερώς, απαρ. αορ. βʹ ἐξενᾰρεῖν,
σε Ησίοδ.
ἐξ-ενᾰρίζω, μέλ. -ίξω, 1. ξεγυμνώνω ή απογυμνώνω από τα όπλα του
σκοτωμένο εχθρό στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.· τεύχεα ἐξ., του αφαίρεσε τα
όπλα του, στο ίδ. 2. σκοτώνω, σφάζω, σε Όμηρ.
ἐξενεῖκαι, Ιων. αντί -ενέγκαι, απαρ. αορ. αʹ του ἐκφέρω.
ἐξένευσα, αόρ. αʹ του ἐκνέω.
ἐξ-ένθοις, ἐξ-ενθών, Δωρ. αντί ἐξ-ελθ-, ευκτ. και μτχ. αορ. βʹ του
ἐξέρχομαι.
230

ἐξ-επᾴδω, μέλ. -ᾴσομαι, καταπραΰνω, μαγεύω, θέλγω με επωδές, σε


Πλάτ. — Παθ., ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν, με θέλγητρα παραφθείρεται η φύση
τους, σε Σοφ.
ἐξ-επεύχομαι, αποθ., καυχιέμαι δυνατά ότι, με απαρ., σε Σοφ.
ἐξ-επι-και-δέκατος, -η, -ον = ἑκκαιδέκατος, σε Ανθ.
ἐξεπίστᾰμαι, αποθ., γνωρίζω ολοκληρωμένα, γνωρίζω καλά, σε Ηρόδ.,
Αττ.· με απαρ., ξέρω καλά πώς να κάνω κάτι, σε Σοφ.
ἐξ-επίτηδες, επίρρ., εξεπίτηδες, σε Αριστοφ., Πλάτ.· με προμελετημένη,
εκ προθέσεως κακή διάθεση, σε Δημ.
ἐξεπλάγην[ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ του ἐκπλήσσω.
ἐξέπνευσα, αόρ. αʹ του ἐκπνέω.
ἐξεπόνᾱσα, Δωρ. αντί -ησα, αόρ. αʹ του ἐκπονέω.
ἐξέπρᾰθον, αόρ. βʹ του ἐκπέρθω.
ἐξέπταξα, Δωρ. αντί -ηξα, αόρ. αʹ του ἐκπτήσσω.
ἐξέπτην, Ενεργ. αόρ. βʹ του ἐκπέτομαι.
ἐξέρᾱμα, -ατος, τό, ξέρασμα, αυτό που ξερνιέται, ξερατό, σε Κ.Δ.
ἐξ-εράω, αόρ. αʹ ἐξέρᾱσα· κάνω εμετό, σε Αριστοφ.· φέρ' ἐξεράσω τὰς
ψήφους, στάσου να ξεχύσω, να βγάλω τις ψήφους από την κάλπη (με
σκοπό να τις καταμετρήσω), στον ίδ.· ἐξέρα τὸ ὕδωρ, άντλησέ το, σε Δημ.
ἐξ-εργάζομαι, μέλ. -άσομαι, παρακ. -είργασμαι, Ιων. -έργασμαι (και με
Ενεργ. και με Παθ. σημασία)· I. 1. εκτελώ, επεξεργάζομαι, ολοκληρώνω,
τελειώνω, φέρνω εις πέρας, σε Ηρόδ., Αττ. 2. εκ πληρώνω,
πραγματοποιώ, εκτελώ, κάνω, κατορθώνω κάτι, σε Σοφ.· κακὸν ἐξ. τινα,
πρόκληση κακού σε κάποιον, σε Ηρόδ. — Παθ., ἔργον ἐστὶν
ἐξειργασμένον, σε Αισχύλ.· ἐπ' ἐξεργασμένοισι, αφού η πράξη είχε γίνει,
σε Ηρόδ. 3. καλλιεργούμαι· ως Παθ., ἀγροὶ εὖ ἐξεργασμένοι, καλά
καλλιεργημένα χωράφια, στον ίδ.· (ἡ γῆ) ἐξείργασται, σε Θουκ. II. χαλώ,
καταστρέφω, συντρίβω, αφανίζω, σε Ηρόδ., Ευρ. — Παθ., ἐξειργάσμεθα,
είμαστε τελειωμένοι, κατεστραμμένοι, στον ίδ.
ἐξεργαστικός, -ή, -όν, αυτός που είναι ικανός να κατορθώσει κάτι, τινος,
σε Ξεν.
ἐξ-έργω, Αττ. ἐξ-είργω, 1. κλείνω έξω από ένα μέρος, αποκλείω,
αποστερώ κάποιον από κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐξείργειν τινὰ χθονός, σε
Ευρ.· ἐκ τοῦ θεάτρου, σε Δημ. — Παθ., ἐξείργεσθαι πάντων, σε Θουκ. 2.
αποκλείω, αποστερώ, εμποδίζω, συγκρατώ, αποτρέπω, κωλύω, σε Σοφ.,
Ευρ. 3. αναγκάζω — Παθ., είμαι αναγκασμένος, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἐξ-ερεείνω, Επικ. ρήμα, 1. με αιτ. πράγμ., ρωτώ και παίρνω πληροφορίες,
σε Ομήρ. Οδ. 2. με αιτ. προσ., ρωτώ να μάθω για κάποιον, στον ίδ.· απόλ.,
πραγματοποιώ έρευνα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ. II.
ερευνώ λεπτομερώς, σε Ομήρ. Οδ.
ἐξ-ερέθω, ερεθίζω, εκνευρίζω, εξαγριώνω πολύ, σε Ανθ.
231

ἐξ-ερείπω, περικόπτω· αμτβ. στον αόρ. βʹ ἐξήρῐπον, απαρ. ἐξερῐπεῖν,


πέφτω στη γη, σε Ομήρ. Ιλ.· χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα, η χαίτη που
ανεμίζει προς τα κάτω από τον ζυγό, στο ίδ.
ἐξ-ερεύγομαι, Παθ., λέγεται για ποτάμια, εκβάλλω, χύνομαι, σε Ηρόδ.
ἐξ-ερευνάω, μέλ. -ήσω, ερευνώ, εξετάζω, σε Σοφ., Ευρ.
ἐξ-ερέω (Α), Αττ. συνηρ. -ερῶ, μέλ. του ἐξεῖπον, θα μιλήσω καθαρά, θα
ανακοινώσω, θα εκφραστώ ανοιχτά ή μεγαλοφώνως, σε Όμηρ., Σοφ.·
ομοίως και σε Ενεργ. παρακ. ἐξείρηκα στον ίδ.· γʹ ενικ. Παθ. υπερσ.
ἐξείρητο στον ίδ.· Παθ. μέλ. ἐξειρήσεται, στον ίδ.
ἐξ-ερέω (Β), = ἐξέρομαι (από όπου και ο Επικ. τύπος)· 1. ρωτώ και
παίρνω πληροφορίες για κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και στη Μέσ., στο
ίδ. 2. ρωτώ να μάθω για κάποιον, στο ίδ.· και στη Μέσ., στο ίδ. II. ερευνώ
επιμελώς, εξονυχιστικά, στο ίδ.
ἐξ-ερημόω, μέλ. -ώσω, ερημώνω κάτι εντελώς, αφήνω κάτι γυμνό ή
εξαθλιωμένο, εγκαταλείπω, σε Σοφ., Ευρ.· ἐξ. γένυν δράκοντος,
αφήνοντάς την γυμνή από δόντια, στον ίδ. — Παθ., αφήνομαι γυμνός,
απογυμνώνομαι, σε Αριστοφ.
ἐξ-ερίζω, μέλ. -σω, πεισμώνω, επιμένω, ισχυρογνωμονώ, σε Πλούτ.
ἐξεριστής, -οῦ, ὁ, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος, πείσμων συζητητής, σε
Ευρ.
ἐξ-ερμηνεύω, μέλ. -σω, περιγράφω ακριβώς, σε Λουκ.
ἐξ-έρομαι, Ιων. -είρομαι· μέλ. -ερήσομαι, αόρ. βʹ -ηρόμην, απαρ. -
ερέσθαι· αποθ., 1. ρωτώ και παίρνω πληροφορίες για κάτι, σε Ομήρ. Οδ.,
Σοφ. 2. ρωτώ να μάθω για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
ἐξ-έρπω, αόρ. αʹ -είρπῠσα· 1. έρπω, σέρνομαι έξω από, ἔκ τινος, σε
Αριστοφ. 2. απόλ., σέρνομαι, γλιστρώ προς τα έξω ή μπροστά, σε Σοφ.,
Αριστοφ.· λέγεται για στράτευμα, οὐ ταχὺ ἐξέρπει, σε Ξεν.
ἐξέρρω, μόνο στην προστ., ἔξερρε γαίας, μακριά (φύγε) από αυτή τη γη,
από αυτόν τον τόπο! σε Ευρ.
ἐξ-ερύκω[ῡ], μέλ. -ξω, αποκρούω, απωθώ, σε Σοφ.
ἐξ-ερύω, Ιων. -ειρύω· αόρ. αʹ -είρῠσα, Επικ. -έρῠσα και -είρυσσα, Ιων. γʹ
ενικ. αόρ. αʹ -ερύσασκε· έλκω, τραβώ έξω από, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.·
ἰχθύας ἔκτοσθε θαλάσσης ἐξέρυσαν, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, αρπάζω κάτι
από κάποιον, ἐξείρυσε χειρὸς τόξον, σε Ομήρ. Ιλ.· ξεσχίζω, ξεκολλώ, σε
Ομήρ. Οδ.
ἐξ-έρχομαι, μέλ. -ελεύσομαι (αλλά στην Αττ. το ἔξειμι παίρνει τη θέση
του μέλ., όπως επίσης παρατ. θεωρείται το ἐξῄειν)· αόρ. βʹ ἐξῆλθον·
αποθ.· I. 1. φεύγω ή εξέρχομαι από, με γεν. τόπου, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.·
λέγεται για ηθοποιό, βγαίνω, παρουσιάζομαι πάνω στη σκηνή, σε
Αριστοφ.· επίσης με αιτ., ἐξ. τὴν χώρην, σε Ηρόδ.· απόλ., απέρχομαι,
φεύγω, ξεκινώ, αναχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, εξέρχομαι, επελαύνω, ἐπί
τινα, σε Ηρόδ.· με σύστ. αιτ., εξέρχομαι σε εκστρατεία, σε Ξεν.·
ολοκληρώνω εργασία, σε Σοφ. 2. ἐξ. εἰς ἔλεγχον, παρουσιάζομαι και
232

οδηγούμαι σε δίκη, υποβάλλομαι σε έλεγχο, σε Ευρ.· αποδεικνύομαι


τέτοιος ή με αυτόν τον τρόπο, σε Σοφ. 3. με αιτ. πράγμ., επιτελώ, σε
Θουκ. II. λέγεται για χρόνο, παρέρχομαι, λήγω, σε Ηρόδ., Σοφ. III.
λέγεται για προφητείες, όνειρα, γεγονότα, συμβάντα, περιστατικά,
εκπληρώνομαι, αληθεύω, πραγματοποιούμαι, σε Ηρόδ.· ὀρθὸν ἐξ., να
τελειώσουν καλά, σε Σοφ.· μὴ ἐξέλθῃ σαφής, μήπως, μην τυχόν
αποδειχτεί αληθινός προφήτης, στον ίδ.
ἐξερῶ, βλ. ἐξερέω Α.
ἐξ-ερωέω, μέλ. -ήσω, βγαίνω με ορμή έξω από το δρόμο, παρεκκλίνω,
λοξοδρομώ, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐξεσάωσα, αόρ. αʹ του ἐκσαόω.
ἐξ-εσθίω, μέλ. -έδομαι, παρακ. -εδήδοκα, αόρ. βʹ -έφᾰγον· τρώω μέχρι
την τελευταία μπουκιά, κατατρώω, εξαντλώ τα τρόφιμα, σε Αριστοφ.
ἐξ-έσθω, = το προηγ., σε Αισχύλ.
ἐξεσία, Ιων. -ίη, ἡ (ἐξίημι), έκδοση, εκπομπή, αποστολή, πρεσβεία, σε
Όμηρ.
ἔξεσις, -εως, ἡ (ἐξίημι), απόρριψη, αποπομπή, διαζύγιο, σε Ηρόδ.
ἐξέσσῠτο, γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του ἐκσεύω.
ἐξεστάναι[ᾰ] αντί ἐξεστηκέναι, απαρ. παρακ. του ἐξίστημι.
ἔξ-εστι, προστ. ἐξέστω, υποτ. ἔξῃ, ευκτ. ἐξείη, απαρ. ἐξεῖναι, μτχ. ἐξόν,
παρατ. ἐξῆν, μέλ. ἐξέσται, ευκτ. ἐξέσοιτο· απρόσ. (οι μόνοι τύποι του ἔξ-
ειμι που είναι σε χρήση)· επιτρέπεται, είναι στην εξουσία, ευχέρεια
κάποιου, είναι δυνατό, με απαρ., σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ. και απαρ., στον
ίδ., Αττ.· ἔξ. σοι ἀνδρί γενέσθαι, σε Ξεν.· με αιτ. προσ. και απαρ., σε
Αριστοφ.· απόλ. μτχ. ουδ., ἐξόν, εφ' όσον, αφού ήταν δυνατό, σε Ηρόδ.,
Αισχύλ. κ.λπ.
ἐξ-ετάζω, μέλ. -ετάσω, αόρ. αʹ -ήτασα, Δωρ. -ήταξα, παρακ. -ήτακα —
Παθ., μέλ. -ετασθήσομαι, αόρ. αʹ -ητάσθην, παρακ. -ήτασμαι· I. 1.
εξετάζω καλά ή προσεκτικά, διερευνώ, ψάχνω προσεκτικά, δοκιμάζω,
κρίνω, σε Θέογν., Αττ. 2. λέγεται για στρατεύματα, επιθεωρώ, εξετάζω,
ελέγχω, σε Θουκ. κ.λπ.· γενικά, επιθεωρώ, απαριθμώ, σε Δημ. II.
εξετάζω ή ανακρίνω κάποιον αυστηρά, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. III.
υπολογίζω, συγκρίνω, τι πρός τι, κάτι από ή με κάτι άλλο, στον ίδ. IV.1.
εξετάζω με δοκιμασία, δοκιμάζω, λέγεται για χρυσό, στον ίδ. — στην
Παθ. με μτχ., ἐξετάζεται παρών, είναι αποδεδειγμένο ότι αυτός ήταν εκεί,
σε Πλάτ.· ἐξετάζεσθαι φίλος (ενν. ὤν), σε Ευρ.· με γεν., τῶν ἐχθρῶν
ἐξετάζεσθαι, αυτός που συγκαταλέγεται στον αριθμό, στις τάξεις των
εχθρών, σε Δημ. 2. παρουσιάζομαι, φαίνομαι, παρίσταμαι, εμφανίζομαι,
στον ίδ.
ἐξετάκην[ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ του ἐκτήκω.
ἐξέτᾰμον, αόρ. βʹ του ἐκτέμνω.
233

ἐξέτασις, -εως, ἡ (ἐξετάζω), 1. εξονυχιστική εξέταση, έρευνα,


επιθεώρηση, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ. 2. στρατιωτική επιθεώρηση ή
εξέταση, έλεγχος, σε Θουκ., Ξεν.
ἐξετασμός, ὁ, = το προηγ., σε Δημ.
ἐξεταστέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να εξετάσει, να ελέγξει,
σε Πλάτ.
ἐξεταστής, -οῦ, ὁ (ἐξετάζω), ανακριτής, επιθεωρητής, σε Πλούτ.· στην
Αθήνα, ο ταμίας, σε Αισχίν.
ἐξεταστικός, -ή, -όν (ἐξετάζω), I. ικανός, αρμόδιος να εξετάζει, τινος,
σε Ξεν.· απόλ., ερευνητικός, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, σε Δημ. II. ἐξ. (ενν.
ἀργύριον), τό, ο μισθός ενός ἐξεταστοῦ, στον ίδ.
ἐξετέλειον, Επικ. αντί -ετέλεον, παρατ. του ἐκτελέω.
ἐξετελεῦντο, Επικ. αντί -οῦντο, γʹ πληθ. Παθ. παρατ. του ἐκτελέω.
ἐξετετόξευτο, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του ἐκτοξεύω.
ἑξ-έτης, -ες (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία έξι χρόνων, εξάχρονος, σε
Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
ἐξ-έτι, πρόθ. με γεν., ανέκαθεν, ἐξέτι πατρῶν, από την εποχή των
προγόνων, σε Ομήρ. Οδ.
ἐξ-ευλᾰβέομαι, μέλ. -ήσομαι, παίρνω προφυλάξεις, δείχνω επιφύλαξη
απέναντι σε κάτι, τι, σε Ευρ., Πλάτ.
ἐξ-ευμᾰρίζω, μέλ. -σω, I. κάνω κάτι ελαφρύτερο ή ανακουφίζω, σε Ευρ.
II. Μέσ., παρασκευάζω, προετοιμάζω, Λατ. expedire, στον ίδ.
ἐξ-ευμενίζω (εὐμενής), κατευνάζω, καταπραΰνω — Μέσ., σε Πλούτ.
ἐξεύρεσις, -εως, ἡ, 1. αναζήτηση, έρευνα, σε Ηρόδ. 2. εύρεση, εφεύρεση,
στο ίδ.
ἐξευρετέος, -α, -ον, I. ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να ανακαλυφθεί, σε
Αριστοφ. II. ἐξευρετέον, αυτό που πρέπει να βρεθεί, να ανακαλυφθεί, σε
Πλάτ.
ἐξεύρημα, -ατος, τό, αυτό που βρίσκεται, εφεύρεση, τέχνασμα, σε
Ηρόδ., Αισχύλ.
ἐξ-ευρίσκω, μέλ. -ευρήσω, αόρ. βʹ -εῦρον· 1. βρίσκω, ανακαλύπτω, σε
Ομήρ. Ιλ., Θουκ. κ.λπ. 2. εφευρίσκω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 3. απλώς,
βρίσκω, σε Σοφ. 4. ζητώ, ανακαλύπτω, βρίσκω ή ξετρυπώνω κάποιον,
ψάχνω για, σε Ηρόδ. 5. βρίσκω, επιτυγχάνω, κερδίζω, αποκτώ, επιφέρω,
εξασφαλίζω, σε Σοφ.
ἐξ-ευτελίζω, μέλ. -σω (εὐτελής), υποτιμώ πολύ, σε Πλούτ.
ἐξευτρεπίζω, προετοιμάζω, παρασκευάζω, σε Ευρ.
ἐξ-εύχομαι, μέλ. -ξομαι, αποθ., I. καυχιέμαι μεγαλοφώνως, δηλώνω,
διακηρύσσω, σε Αισχύλ. II. εύχομαι, παρακαλώ θερμά να..., στον ίδ., σε
Ευρ.
ἐξεφαάνθην, Επικ. αντί -εφάνθην, Παθ. αόρ. βʹ του ἐκφαίνω· Επικ. γʹ
πληθ. -φάανθεν.
ἐξεφάνην[ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ του ἐκφαίνω.
234

ἐξέφθαρμαι, Παθ. παρακ. του ἐκφείρω.


ἐξέφθινται, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του ἐκφθίνω.
ἐξέφθῐτο, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του ἐκφθίνω.
ἐξ-εφίημι, επιτετ. αντί ἐφίημι — Μέσ., ἐξεφίεμαι, διατάζομαι,
εντέλλομαι, προστάζομαι, σε Σοφ., Ευρ.
ἐξεφρείομεν, ποιητ. αντί -εφρέομεν, αʹ πληθ. παρατ. του ἐκφρέω.
ἐξέφρησα, αόρ. αʹ του ἐκφρέω.
ἐξέχεα, αόρ. αʹ του ἐκχέω· ἐξεχύθην [ῠ], Παθ. αόρ. αʹ.
ἐξέχρην, ἐξέχρησα, αόρ. αʹ και βʹ του ἐκχράω.
ἐξ-έχω, μέλ. -έξω, 1. προεξέχω ή προβάλλω από, τινός, σε Αριστοφ. 2.
απόλ., προβάλλω προς τα έξω, εμφανίζομαι, στον ίδ.
ἐξ-έψω, μέλ. -εψήσω, βράζω εντελώς, σε Ηρόδ.
ἔξ-ηβος, -ον (ἥβη), αυτός που έχει περάσει την εφηβική ηλικία, σε
Αισχύλ.
ἐξήγᾰγον, αόρ. βʹ του ἐξάγω.
ἐξ-ηγέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., I. είμαι αρχηγός άλλων, με γεν., σε
Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ. προσ., καθοδηγώ κάποιον, κατευθύνω, διοικώ,
σε Θουκ. II. 1. προηγούμαι, προπορεύομαι, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ. 2. με
δοτ. προσ., δείχνω σε κάποιον το δρόμο, προηγούμαι, καθοδηγώ, στον
ίδ., Σοφ. κ.λπ. 3. με γεν. πράγμ., διευθύνω, διεξάγω, εκτελώ μία εργασία,
σε Ξεν. 4. ἐξ. εἰς τὴν Ἑλλάδα, οδηγώ εκστρατευτικό σώμα εναντίον της
Ελλάδας, στον ίδ. III. όπως το Λατ. praeire verbis, ορίζω, διατάζω ή
υπαγορεύω έναν τύπο λέξεων, σε Ευρ., Δημ.· γενικά, διατάζω,
παραγγέλλω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ορίζω, διατάζω ή υπαγορεύω τον
τύπο που παρατηρείται σε θρησκευτικές τελετές σε Ηρόδ., Αττ.
ἐξήγησις, -εως, ἡ, I. διήγηση, αφήγηση, σε Θουκ. II. εξήγηση, ερμηνεία,
σε Πλάτ.
ἐξηγητής, -οῦ, ὁ, I. αυτός που καθοδηγεί, σύμβουλος, Λατ. auctor, σε
Ηρόδ., Δημ. II. αυτός που εξηγεί κάτι, ερμηνευτής, λέγεται για χρησμούς,
όνειρα, οιωνούς και άλλες θρησκευτικά σημάδια, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
ἐξηγητικός, -ή, -όν, ερμηνευτικός, σε Πλούτ.
ἐξηγρόμην, Μέσ. αόρ. βʹ του ἐξεγείρω.
ἑξήκοντα, οἱ, αἱ, τά (ἕξ), άκλιτο, εξήντα, σε Όμηρ. κ.λπ.
ἑξηκοντα-έτης, -ες (ἔτος), αυτός που είναι εξήντα ετών, εξηντάχρονος,
σε Μίμν.
ἑξηκοντα-ετία, ἡ, περίοδος εξήντα χρόνων, σε Πλούτ.
ἑξηκοντα-τᾰλαντία, ἡ (τάλαντον), τάξη πολιτών που συνείσφερε το
ποσό των εξήντα ταλάντων στην πόλη, σε Δημ.
ἑξηκοστός, -ή, -όν (ἑξήκοντα), εξηκοστός, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἐξ-ήκω, μέλ. -ξω, I. έχω φθάσει σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο, σε
Σοφ., Πλάτ. II. λέγεται για χρόνο, έχω τελειώσει ή έχω λήξει, έχω
ολοκληρωθεί, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 2. λέγεται για προφητείες, όνειρα
κ.λπ.· επαληθεύομαι, εκπληρώνομαι, στον ίδ., σε Ηρόδ.
235

ἐξήλασσα, Επικ. αντί ἐξήλᾰσα, αόρ. αʹ του ἐξελαύνω.


ἐξήλᾰτος, -ον (ἐξελαύνω), σφυρηλατημένος, λέγεται για μέταλλο, σε
Ομήρ. Ιλ.
ἐξῆλθον, αόρ. βʹ του ἐξέρχομαι.
ἐξήλῠσις, -εως, ἡ (ἐξήλῠθον αόρ. βʹ του ἐξέρχομαι), έξοδος, διέξοδος, σε
Ησίοδ.
ἑξ-ῆμαρ, επίρρ., για έξι μέρες, διάρκειας έξι ημερών, σε Ομήρ. Οδ.
ἐξ-ημερόω, μέλ. -ώσω, δαμάζω ή εξημερώνω, σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταφ.,
μαλακώνω, απαλύνω, μετριάζω, εξανθρωπίζω, σε Πλούτ.
ἐξημέρωσις, -εως, ἡ, ημέρωμα, εξανθρωπισμός, σε Πλούτ.
ἐξημημένος, Παθ. μτχ. παρακ. του ἐξαμάω.
ἐξημοιβός, -όν (ἐξαμείβω), αυτός που χρησιμεύει για αλλαγή, εἵματα δ'
ἐξημοιβά, αλλαγές ενδυμάτων, σε Ομήρ. Οδ.
ἐξήνεγκα και ἐξήνεγκον, αόρ. αʹ και βʹ του ἐκφέρω.
ἐξήπᾰφον, αόρ. βʹ του ἐξαπαφίσκω.
ἐξήραμμαι, ἐξηράνθην, Παθ. παρακ. και αόρ. αʹ του ξηραίνω.
ἐξήρᾰτο, γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ του ἐξαίρω.
ἑξ-ήρετμος, -ον (ἐρετμός), αυτός που έχει έξι σειρές κουπιών, σε Ανθ.
ἑξ-ήρης, -ες (*ἄρω), καράβι που έχει έξι σειρές κουπιών, ναῦς, σε Πλούτ.
ἐξηρώησα, αόρ. αʹ του ἐξερωέω.
ἑξῆς, Επικ. επίσης ἑξείης, επίρρ., (ἔξω, μέλ του ἔχω)· I. 1. ο ένας μετά
τον άλλο, κατά τάξη, κατά σειρά, σε Όμηρ.· κατά τάξη, κατά τον συνήθη
τρόπο, σε Πλάτ. 2. λέγεται για χρόνο, μετά από αυτά, κατόπιν, σε Αισχύλ.
κ.λπ.· ἡ ἑξῆς ἡμέρα, η επόμενη μέρα, σε Κ.Δ. II. με γεν., δίπλα, πλάϊ σε,
σε Αριστοφ.· τούτων ἑξῆς, αμέσως μετά από αυτά, κατόπιν αυτών, σε
Δημ.· με δοτ., αμέσως μετά, σε Πλάτ.
ἐξήταξα, αόρ. αʹ του ἐξετάζω.
ἐξηττάομαι, επιτετ. αντί ἡττάομαι, σε Πλούτ.
ἐξήῡνα, αόρ. αʹ του ἐξαυαίνω.
ἐξήφυσσα, Επικ. αντί -ήφῠσα, αόρ. αʹ του ἐξαφύσσω.
ἐξ-ηχέω, μέλ. -ήσω, αντηχώ, ακούγομαι προς τα έξω — Παθ.,
διακηρύσσομαι, σε Κ.Δ.
ἐξ-ιάομαι, μέλ. -άσομαι, Ιων. -ήσομαι, αποθ., θεραπεύω πλήρως,
εντελώς, σε Ηρόδ., Πλούτ.
ἐξιδεῖν, απαρ. του ἐξεῖδον.
ἐξ-ῐδιόομαι, σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι, ιδιοποιούμαι, σε Ξεν.
ἐξ-ῑδίω, μέλ. -ίσω [ῑ], ιδρώνω, σε Αριστοφ.
ἐξ-ιδρύω, μέλ. -ύσω [ῡ], βάζω κάποιον να καθίσει, σε Σοφ.
ἐξιέναι, απαρ. του ἔξειμι (εἶμι ibo).
ἐξ-ίημι, μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. βʹ απαρ. ἐξ-έμεναι, -έμεν· I.1 αποστέλλω,
επιτρέπω σε κάποιον να βγει έξω, σε Ομήρ. Οδ.· γόου ἐξ ἔρον εἵην, αφού
εκπληρώσω, ικανοποιήσω την επιθυμία του θρήνου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐξιέναι
πάντα κάλων (βλ. κάλως)· εξάγω, βγάζω, σε Ηρόδ. 2. αμτβ., λέγεται για
236

ποτάμια, αδειάζω, χύνομαι, εκβάλλω, στον ίδ., Θουκ. II. 1. Μέσ.,


αποβάλλω από τον εαυτό μου, ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι, πόσιος καὶ
ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, σε Όμηρ. 2. αποπέμπω, αποδιώχνω, χωρίζω,
γυναῖκα, σε Ηρόδ.
ἐξ-ῑθύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, κάνω κάτι ευθύ, ισιώνω, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐξ-ῐκετεύω, μέλ. -σω, ικετεύω θερμά, σε Σοφ.
ἐξ-ικνέομαι, μέλ. -ίξομαι, αόρ. βʹ -ικόμην [ῑ]· αποθ., I. προσεγγίζω,
έρχομαι, φθάνω σε ένα μέρος, με αιτ., σε Όμηρ., Τραγ. II. 1. με αιτ. προσ.,
προσέρχομαι ως ικέτης, σε Ομήρ. Οδ. 2. με αιτ. πράγμ., φθάνω σε ή
προσεγγίζω κάτι, ολοκληρώνω, πετυχαίνω, σε Θουκ.· ομοίως και με γεν.,
σε Ευρ. 3. α) απόλ., φθάνω σε, σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για πνευματικές
διεργασίες, ὅσον δυνατός εἰμι ἐξικέσθαι, όσο μακριά μπορώ να φθάσω
ερευνώντας, σε Ηρόδ. β) λέγεται για πράγματα, επαρκώ, φθάνω, σε Πλάτ.
ἐξ-ῑλάσκομαι, μέλ. -άσομαι [ᾰ], Επικ. -άσσομαι, αποθ., εξιλεώνω,
εξευμενίζω, με Χρησμ. παρά Ηρόδ., Ξεν.
ἐξίμεναι, Επικ. αντί ἐξιέναι, απαρ. του ἔξειμι (εἶμι ibo).
ἐξ-ιππάζομαι, μέλ. -άσομαι, αποθ., εξέρχομαι ή φεύγω έφιππος, σε
Πλούτ.
ἕξις, -εως, ἡ (ἔξω, μέλ. του ἔχω),· I. μτβ., κτήση, κατοχή, σε Πλάτ. II. 1.
αμτβ., φυσική κατάσταση ή συνήθεια του σώματος, ιδίως, λέγεται για
καλή φυσική κατάσταση ή συνήθεια, σε Ξεν., Πλάτ. 2. νοητική
κατάσταση, στον ίδ.
ἐξ-ῐσόω, μέλ. -ώσω, I. 1. εξομοιώνω ή εξισώνω, εξισταθμίζω,
ισοσταθμίζω με, Λατ. exaequare, τινά ή τί τινι, σε Σοφ., Θουκ. — Μέσ.,
εξομοιώνομαι, σε Βάβρ. — Παθ., είμαι ή γίνομαι ίσος, τινι, σε Πλάτ.
κ.λπ.· είμαι ισάξιος, ισόπαλος, εφάμιλλος αντίπαλος, συναγωνίζομαι,
ανταγωνίζομαι με, τινι, σε Θουκ. 2. εξισώνω, τοὺς πολίτας, σε Αριστοφ.
II. αμτβ., είμαι ίσος ή όμοιος, μητρὶ δ' οὐδὲν ἐξισοῖ, δεν ενεργεί καθόλου,
σε καμμία περίπτωση ως μητέρα, σε Σοφ.· ἐξ. τοῖς ἄλλοις, σε Θουκ.·
ομοίως και στην Παθ., σε Σοφ.
ἐξιστάνω, μεταγεν. τύπος του ἐξίστημι, σε Κ.Δ.
ἐξ-ίστημι, μτβ., στον ενεστ., παρατ., μέλ., αόρ. αʹ·
Α. 1. βγάζω κάτι απ' τη θέση του, το μετατοπίζω, το αλλάζω ή το
μεταβάλλω εντελώς, σε Αριστοφ., Πλούτ. 2. μεταφ., ἐξιστάναι τινὰ
φρενῶν, κάνω κάποιον να παραφρονήσει, σε Ευρ.· τοῦφρονεῖν, σε Ξεν.·
απόλ., αναστατώνω, προκαλώ ή επιφέρω σύγχυση, σε Δημ. Β. αμτβ. στην
Παθ. και Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. I. 1. λέγεται για
τόπο, στέκω παράμερα από, ἐκστάντες τῆς ὁδοῦ, έξω από τον δρόμο, σε
Ηρόδ.· ομοίως και, ἐκστῆναί τινι, σε Σοφ. κ.λπ.· μεταφ., ἐξ ἕδρας
ἐξέστηκε, εκτοπίστηκε, διαταράχτηκε, σε Ευρ. 2. με αιτ., φυλάγομαι από,
αποφεύγω κάποιον, σε Σοφ., Δημ. II. 1. με γεν., αποσύρομαι από,
παραιτούμαι από την κατοχή ή κτήση ενός πράγματος, τῆς ἀρχῆς, σε
Θουκ.· σταματώ, διακόπτω, παύω, εγκαταλείπω κάτι, τῶν μαθημάτων, σε
237

Ξεν. 2. ἐκστῆναι πατρός, να εγκαταλείπει κάποιος τον πατέρα του, να τον


απαρνιέται, σε Αριστοφ. 3. φρενῶν ἐξεστάναι, να χάσει κάποιος τα μυαλά
του, να παραφρονήσει, σε Ευρ.· έπειτα απόλ., βρίσκομαι εκτός εαυτού,
έξω φρενών, παραφρονώ, εκπλήσσομαι, καταπλήσσομαι, θαυμάζω, σε
Κ.Δ. 4. χαλώ, εκφυλίζομαι, χάνω τις φυσικές ιδιότητες, οἶνος ἐξεστηκώς,
που έχει χαλάσει, ξινό κρασί, σε Δημ.· πρόσωπα ἐξεστηκότα,
παραμορφωμένα, φοβισμένα, τρομαγμένα πρόσωπα, σε Ξεν. 5. απόλ.,
αλλάζω, μεταβάλλω τη θέση μου ή τη γνώμη μου, σε Θουκ.
ἐξ-ιστορέω, μέλ. -ήσω, 1. ψάχνω, διερευνώ, σε Αισχύλ. 2. ανακρίνω
κάποιον για κάτι, τινά τι, σε Ηρόδ., Ευρ.
ἐξ-ισχύω[ῡ], μέλ. -ύσω, έχω επαρκή δύναμη, έχω την ικανότητα, δύναμη
να κάνω, με απαρ., σε Κ.Δ.
ἐξ-ίσχω, = ἐξέχω, προσβάλλω, εξάγω, σε Ομήρ. Οδ.
ἐξίσωσις, -εως, ἡ (ἐξισόω), εξισορρόπηση, ισοστάθμιση, εξίσωση, σε
Πλούτ.
ἐξῐσωτέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να εξισώσει, να κάνει
ίσο, σε Σοφ.
ἐξίτηλος[ῐ], -ον (ἐξιέναι), αυτός που σβήνει, που χάνει το χρώμα του,
που ξεθωριάζει, εφήμερος, σε Ξεν.· μεταφ., ἐξ. γενέσθαι, λέγεται για
οικογένεια, εκλείπω, παύω να υπάρχω, εξαφανίζομαι, σε Ηρόδ.· λέγεται
για πράξη, λησμονημένος, ξεχασμένος, στον ίδ.
ἐξῐτητέον, ρημ. επίθ. του ἔξειμι (εἶμι ibo), αυτό που πρέπει να εξέλθει, να
βγει, σε Ξεν.
ἐξῐτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἔξειμι (εἶμι ibo), αυτός που μπορεί να
εξέλθει, να βγει έξω από, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, για τους οποίους δεν
υπάρχει καμία έξοδος, σε Ησίοδ.
ἐξιχνευτέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να ανιχνευθεί, σε Λουκ.
ἐξ-ιχνεύω, μέλ. -σω, ανιχνεύω, εντοπίζω, σε Αισχύλ., Ευρ.
ἐξ-ιχνοσκοπέω, μέλ. -ήσω, ψάχνω ακολουθώντας ίχνη, ιχνηλατώντας, σε
Σοφ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ.
ἑξ-μέδιμνος, -ον, αυτός που χωρά έξι μεδίμνους, σε Αριστοφ.
ἐξ-ογκόω, μέλ. -ώσω, κάνω κάτι να πρηστεί, να φουσκώσει· μεταφ.,
μητέρα τάφῳ ἐξογκοῦν, την τίμησαν υψώνοντας τύμβο, σε Ευρ. — Παθ.,
γίνομαι ογκώδης, πάντα ἐξώγκωτο, είχε όλα τα ρούχα του, στον ίδ., Ευρ.·
τὰ ἐξωγκωμένα, ολοκληρωτική ευημερία, στον ίδ.· ομοίως και στον Μέσ.
μέλ., στον ίδ.
ἐξόγκωμα, -ατος, τό, οτιδήποτε πρησμένο, φουσκωμένο, υψωμένο, ἐξ.
λάϊνον, σωρός, οικοδόμημα από πέτρες, σε Ευρ.
ἐξοδάω, μέλ. —ήσω, πουλώ, σε Ευρ.
ἐξοδία, Ιων. -ίη, ἡ = ἔξοδος I. 2, σε Ηρόδ.
ἐξόδιος, -ον (ἔξοδος), αυτός που ανήκει σε έξοδο· ως ουσ., ἐξόδιον (ενν.
μέλος), τό, το τέλος της τραγωδίας, σε Πλούτ.· μεταφ., τέλος ή
καταστροφή τραγωδίας, τραγικό τέλος, στον ίδ.
238

ἐξ-οδοιπορέω, μέλ. -ήσω, βγαίνω έξω από, με γεν., σε Σοφ.


ἔξ-οδος, ἡ, I. 1. έξοδος, αποχώρηση, σε Ηρόδ., Αττ. 2. στρατιωτική
έξοδος, εξόρμηση, στρατιωτική εκστρατεία, σε Ηρόδ., Αττ. 3. επίσημη
πομπή, λιτάνευση, σε Ηρόδ., Δημ. II. έξοδος, διέξοδος, Λατ. exitus, σε
Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. III. 1. όπως το Λατ. exitus, τέλος, τέρμα, κλείσιμο,
σε Θουκ., Ξεν.· το τέλος ή το συμπέρασμα ενός συλλογισμού,
επιχειρήματος, σε Πλάτ.· απόλ., αναχώρηση από την ζωή, νέκρωση,
θάνατος, σε Κ.Δ. 2. το τελευταίο μέρος της τραγωδίας ή η μουσική του,
το εξόδιο άσμα στο τέλος της τραγωδίας, σε Αριστοφ.
ἐξ-οδῠνάω, μέλ. -ήσω, πονάω φοβερά, σε Ευρ.
ἐξ-όζω, αμτβ., μυρίζω, κακὸν ἐξόσδειν (Δωρ.), μυρίζω άσχημα, εκπέμπω
άσχημη μυρωδιά, σε Θεόκρ.
ἔξ-οιδα, -οισθα, παρακ. με σημασία ενεστ., υπερσ. ἐξῄδη ως παρατ., βʹ
ενικ. -ῄδησθα· (βλ. *εἴδω),· γνωρίζω πλήρως, γνωρίζω καλά, σε Ομήρ.
Ιλ., Σοφ. κ.λπ.
ἐξ-οιδέω, μέλ. -ήσω, πρήζομαι ή φουσκώνω, διογκώνομαι, σε Ευρ.,
Λουκ.
ἐξ-οικέω, μέλ. -ήσω, I. μεταναστεύω, σε Δημ. II. Παθ., κατοικούμαι
πλήρως, σε Θουκ.
ἐξοικήσιμος, -ον, κατοικήσιμος, κατοικημένος, σε Σοφ.
ἐξ-οικίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. βγάζω, διώχνω κάποιον από το σπίτι του,
εξορίζω, σε Ευρ., Θουκ. — Παθ. και Μέσ., φεύγω από την πατρίδα μου,
μετοικώ, μεταναστεύω, σε Αριστοφ., Αισχίν. II. εκκενώνω από
κατοίκους, αδειάζω, ερημώνω, σε Ευρ.
ἐξ-οικοδομέω, μέλ. -ήσω, οικοδομώ, χτίζω εντελώς, ολοκληρώνω,
αποπερατώνω οικοδόμημα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
ἐξ-οιμώζω, μέλ. -οιμώξομαι, θρηνώ δυνατά, ξεφωνίζω, σε Σοφ.
ἐξ-οινόομαι, Παθ., είμαι μεθυσμένος, μτχ. παρακ. ἐξῳνωμένος,
μεθυσμένος, σε Ευρ.
ἐξοιστέος, -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἐξοίσω (μέλ. του ἐκφέρω), αυτός που
πρέπει να μεταφερθεί έξω· ἐξοιστέον, αυτό που πρέπει να οδηγηθεί έξω,
σε Ευρ.
ἐξ-οιστράω ή -έω, μέλ. -ήσω, εξαγριώνω, τρελαίνω, σε Λουκ.
ἐξ-οίσω, μέλ. του ἐκφέρω.
ἐξ-οιχνέω, βγαίνω ή εξέρχομαι, ἐξοιχνεῦσι (Ιων. αντί -οῦσι), σε Ομήρ. Ιλ.
ἐξ-οίχομαι, έχω αποχωρήσει, είμαι αρκετά απομακρυσμένος, σε Ομήρ.
Ιλ., Σοφ.
ἐξ-οιωνίζομαι, αποθ., αποφεύγω ως κακό οιωνό, σε Πλούτ.
ἐξ-οκέλλω, αόρ. αʹ -ώκειλα· I. αμτβ., λέγεται για πλοίο, προσαράζω ή
πέφτω έξω στην ξηρά, σε Ηρόδ., Αισχύλ. II. μτβ., ρίχνω (πλοίο) στην
ξηρά· μεταφ., ρίχνω, σπρώχνω κάποιον σε κάτι, σε Ευρ.
ἐξ-ολισθάνω, μέλ. -ολισθήσω, αόρ. βʹ -ώλισθον· ξεγλιστρώ, αποφεύγω,
σε Ομήρ. Ιλ.· παρεκκλίνω, εξοστρακίζομαι, όπως το δόρυ εξοστρακίζεται
239

από ένα στερεό σώμα (όταν χτυπήσει πάνω του), σε Ευρ.· διαφεύγω,
ξεφεύγω, σε Αριστοφ.· με αιτ., παρακάμπτω, αποφεύγω, στον ίδ.
ἐξ-όλλῡμι και -ύω, μέλ. -ολέσω, Αττ. -ολῶ, αόρ. αʹ -ώλεσα, παρακ. -
ολώλεκα· I. καταστρέφω ολοκληρωτικά, αφανίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
κ.λπ. II. Μέσ., με παρακ. βʹ ἐξόλωλα, καταστρέφομαι εντελώς, χάνομαι,
σε Σοφ. κ.λπ.
ἐξ-ολοθρεύω, μέλ. -σω, καταστρέφω εντελώς, αφανίζω, σε Κ.Δ.
ἐξ-ολολύζω, μέλ. -ξω, ουρλιάζω, στριγγλίζω δυνατά, σε Βατραχομ.
ἐξ-ομᾰλίζω, μέλ. -σω, εξομαλύνω, λειαίνω, σε Βάβρ.
ἐξ-ομηρεύομαι, Μέσ., παίρνω ως ομήρους, σε Πλούτ.
ἐξομήρευσις, ἡ, απαίτηση, αξίωση ομήρων, σε Πλούτ.
ἐξομῑλέω, μέλ. -ήσω, I. συναναστρέφομαι, συναγελάζομαι, τινί, σε Ξεν.·
κάνω παρέα με κάποιον, σε Ευρ. II. Μέσ., βρίσκομαι μακριά από τους
φίλους μου, είμαι μόνος ανάμεσα στο πλήθος, στον ίδ.
ἐξ-όμῑλος, -ον, αυτός που βρίσκεται έξω από τον κύκλο του, ξένος, σε
Σοφ.
ἐξ-ομμᾰτόω, μέλ. -ώσω, I. ανοίγω τα μάτια κάποιου — Παθ., βρίσκω,
ανακτώ την όρασή μου, σε Σοφ. παρά Αριστοφ. II. μεταφ., ξεκαθαρίζω
ή αποσαφηνίζω, φανερώνω, σε Αισχύλ.
ἐξ-όμνῡμι και -ύω· μέλ. ἐξομοῦμαι, αόρ. αʹ ἐξώμοσα· 1. ορκίζομαι για να
επιβεβαιώσω κάτι, σε Δημ.· ορκίζομαι αρνούμενος κάτι, ἐξ.τὸ μὴ εἰδέναι,
σε Σοφ.· κυρίως στη Μέσ., αρνούμαι ή αποκρούω κάτι με όρκο,
ορκίζομαι επισήμως ότι δεν γνωρίζω κάτι, σε Δημ. κ.λπ. 2. αρνούμαι ένα
αξίωμα ορκιζόμενος ότι δεν μπορώ να το εκτελέσω, σε Αισχίν. κ.λπ.
ἐξ-ομοιόω, μέλ. -ώσω, κάνω κάτι όμοιο, εξομοιώνω, συγκρίνω, σε
Ηρόδ., Πλάτ. — Παθ., γίνομαι ή είμαι όμοιος με, σε Σοφ., Ευρ.
ἐξομοίωσις, -εως, ἡ, εξομοίωση κάποιου με κάποιον άλλον, σε Πλούτ.
ἐξομολογέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., I. 1. ομολογώ κάτι πλήρως, σε
Πλούτ., Κ.Δ. 2. αποδίδω ευχαριστίες, εκφράζω ευχαριστίες, δοξάζω ή
δοξολογώ, στο ίδ. II. στην Ενεργ., συμφωνώ, υπόσχομαι, στο ίδ.
ἐξ-ομόργνῡμι, μέλ. -ομόρξω· I. σφουγγίζω, σκουπίζω από, σε Ευρ. —
Μέσ., αποβάλλω, βγάζω από τον εαυτό μου, καθαίρομαι, εξαγνίζμαι από
μίασμα, στον ίδ. II. 1. μεταφ., ἐξομόρξασθαί τινι μωρίαν, βγάζω την
ανοησία κάποιου σε κάποιον άλλο, δηλ. του αποδίδω μερίδιο αυτής, στον
ίδ. 2. αποτυπώνω ή εντυπώνω πάνω σε, σε Πλάτ.
ἐξ-ονειδίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, 1. με αιτ. πράγμ., θυμίζω σε κάποιον τα παλιά
σφάλματά του, σε Σοφ., Ευρ.· ἐξονειδισθεὶς κακά, αυτός που έχει
επιρρίψει προσβλητικές κατηγορίες πάνω σε κάποιον, σε Σοφ.· απλώς,
ξεστομίζω, Λατ. objicere, σε Ευρ. 2. με αιτ. προσ., μέμφομαι, επικρίνω,
κατακρίνω, κατηγορώ κάποιον, σε Σοφ.
ἐξ-ονομάζω, μέλ. -σω, I. μιλώ, εκφράζομαι μεγαλοφώνως, ανακοινώνω,
αναφέρω, σε Όμηρ. II. αποκαλώ με το όνομά του, σε Πλούτ.
240

ἐξ-ονομαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, λέω το όνομα κάποιου, αναφέρω ονομαστικά,


σε Όμηρ.
ἐξ-ονομα-κλήδην, επίρρ. (καλέω), ονομαστικά, καλώντας με το όνομά
του, σε Όμηρ.
ἐξόπῐθεν και -θε, επίρρ., Επικ. αντί ἐξόπισθεν, 1. πίσω, στο πίσω μέρος,
στα μετόπισθεν, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ως πρόθ. με γεν., πίσω από, ἐξ κεράων,
στο ίδ.
ἐξόπιν, επίρρ. = το προηγ. I, σε Αισχύλ.
ἐξόπισθεν, ποιητ. -θε, 1. επίρρ., Αττ. αντί ἐξόπιθεν, σε Αριστοφ. 2. ως
πρόθ. με γεν., στον ίδ.
ἐξοπίσω[ῐ], επίρρ., I. 1. λέγεται για τόπο, προς τα πίσω, πίσω πάλι, σε
Ομήρ. Ιλ. 2. ως πρόθ. με γεν., πίσω από, στον ίδ. II. λέγεται για χρόνο,
κατωτέρω, εν συνεχεία, πιο κάτω, σε Ομήρ. Οδ.
ἐξ-οπλίζω, μέλ. -σω, οπλίζω εντελώς, εφοδιάζω, εξοπλίζω, σε Ηρόδ.,
Ξεν. — Μέσ. και Παθ., οπλίζομαι ή εξοπλίζομαι, σε Ευρ.· μπαίνω στα
όπλα, εξοπλίζομαι, στέκομαι σε ένοπλη παράταξη, παρατάσσομαι, στον
ίδ., σε Ξεν.· γενικά, ἐξωπλισμένος, είμαι εντελώς προετοιμασμένος,
εντελώς έτοιμος, σε Αριστοφ.
ἐξοπλῐσία, ἡ, χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο στρατός βρίσκεται στα
όπλα, σε Ξεν.
ἐξόπλισις, -εως, ἡ, εξοπλισμός, σε Ξεν.
ἐξ-οπτάω, μέλ. -ήσω, 1. ψήνω καλά, σε Ηρόδ., Ευρ. 2. υπερθερμαίνω, σε
Ηρόδ.
ἐξ-οράω, βλέπω από μακριά — Παθ., σε Ευρ.· πρβλ. ἐξεῖδον.
ἐξ-οργίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, προκαλώ οργή, σε Ξεν., Αισχίν. — Παθ.,
εξοργίζομαι, Βατραχομ.
ἐξ-ορθιάζω, υψώνω τη φωνή, φωνάζω, κραυγάζω δυνατά, σε Αισχύλ.
ἐξ-ορθόω, μέλ. -ώσω, ανορθώνω· μεταφ., επανορθώνω, εξασφαλίζω,
αποκαθιστώ, αναστηλώνω, παλινορθώ, επιδιορθώνω, σε Σοφ. — Παθ.,
σε Ευρ.
ἐξ-ορίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. 1. στέλνω έξω από τα σύνορα, εξορίζω, Λατ.
exterminare, σε Ευρ. κ.λπ. 2. εκθέτω, αφήνω ένα βρέφος έκθετο, στον ίδ.
3. διώχνω, απομακρύνω κάτι, σε Πλάτ. II. με αιτ. τόπου μόνο, ἄλλην ἀπ'
ἄλλης ἐξ. πόλιν, περνώντας από τη μια στην άλλη, σε Ευρ. III. στην Παθ.,
έρχομαι, προέρχομαι από, τινος, στον ίδ.
ἐξ-ορίνω[ῑ], εξοργίζω, σε Αισχύλ.
ἐξόριστος, -ον (ἐξορίζω), εξόριστος, εξορισμένος, σε Δημ.
ἐξ-ορκίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ = ἐξορκόω, εξορκίζω, ορκίζω, σε Κ.Δ.
ἐξορκιστής, -οῦ, ὁ, αυτός που βγάζει τα πονηρά πνεύματα από τους
δαιμονισμένους, σε Κ.Δ.
ἐξ-ορκόω, μέλ. -ώσω, ορκίζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον να δώσει
όρκο, με αιτ. προσ., ή απόλ., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις, παρά Θουκ.,
241

Δημ.· ακολουθ. από ἦ μήν (Ιων. ἦ μέν) με απαρ. μέλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με
αιτ. πράγμ., κάνω κάποιον να ορκιστεί σε κάτι, στον ίδ.
ἐξόρκωσις, -εως, ἡ, δέσμευση μέσω όρκου, σε Ηρόδ.
ἐξ-ορμάω, μέλ. -ήσω, I. 1. αποστέλνω, στέλνω σε πόλεμο, σε Αισχύλ.,
Ευρ.· ἐξ. τὴν ναῦν, ξεκινώ το πλοίο, το οδηγώ στο πέλαγος, σε Θουκ. —
Παθ., επιβιβάζομαι, ξεκινώ, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για βέλη,
ορμώ, εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι από το τόξο, στον ίδ. 2. ωθώ σε δράση,
παροτρύνω, παρορμώ, στον ίδ., σε Θουκ. II. αμτβ. ως Παθ., εκπλέω,
ξεκινώ, λέγεται για πλοίο, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· με γεν., φεύγω, αποχωρώ,
αναχωρώ από, σε Ευρ.· μεταφ., ξεσπώ, λέγεται για ασθένεια, σε Σοφ.·
σφοδρὸς ἐφ' ὅτι ἐφορμήσειε, σφοδρός, έντονος σε οτιδήποτε επιχείρησε,
σε Πλάτ.
ἐξ-ορμέω, μέλ. -ήσω, είμαι έξω απ' τον όρμο ή το λιμάνι, σε Αισχίν.
ἐξ-ορμίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, 1. βγάζω έξω από το λιμάνι, σε Δημ. 2.
κατεβάζω, σε Ευρ.· Παθ. παρακ. με Μέσ. σημασία, ἐξώρμισαι σὸν πόδα,
έχεις οδηγηθεί, προσέλθει, στον ίδ.
ἔξ-ορμος, -ον, αυτός που αποπλέει από το λιμάνι, με γεν., σε Ευρ.
ἐξ-ορούω, μέλ. -σω, ξεπηδώ, σε Όμηρ.
ἐξ-ορύσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. σκάβω και βγάζω χώμα από χαντάκι,
εξορύσσω, σε Ηρόδ. II. βγάζω με σκάψιμο από το έδαφος, ξεθάβω, στον
ίδ., σε Αριστοφ.· μεταφ., ἐξ. αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμούς, σε Ηρόδ.
ἐξ-ορχέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., I. απομακρύνομαι ορχούμενος,
απέρχομαι χορεύοντας, σε Δημ. II. με αιτ. πράγμ., αποκαλύπτω,
φανερώνω, προδίδω μυστικά, σε Λουκ.
ἐξόσδω, Δωρ. αντί ἐξόζω.
ἐξ-οσιόω, μέλ. -ώσω, αφιερώνω, διαθέτω, αφοσιώνω, σε Πλούτ.
ἐξ-οστρᾰκίζω, μέλ. -σω, εξορίζω με οστρακισμό, εξοστρακίζω, σε
Ηρόδ., Πλάτ.
ἐξοστρᾰκισμός, ὁ, εξορία, εκδιωγμός μέσω οστρακισμού, σε Πλούτ.
ἐξ-ότε, επίρρ. (ἐξ ὅτε) = ἐξ οὗ, από την στιγμή που, σε Αριστοφ.
ἐξ-οτρύνω, μέλ. -ῠνῶ, παροτρύνω, παρορμώ, ωθώ, τινὰ ποιεῖν τι, σε
Αισχύλ., Ευρ.· τινὰ ἐπί τι, σε Θουκ.
ἐξ-ουδενόω, μέλ. -ώσω (οὐδείς), αψηφώ, αγνοώ, περιφρονώ, σε Κ.Δ.
ἐξ-ουθενέω, μέλ. -ήσω (οὐθείς) = ἐξουδενόω, σε Κ.Δ.
ἐξούληςδίκη, ἡ (ἐξείλλω), αγωγή εναντίον του αποκλεισμού, την οποία
υπέβαλε κάποιος που αποκλείσθηκε από την περιουσία του από τον
εναγόμενο κατά απαίτηση, σε Δημ.
ἐξουσία, ἡ (ἔξεστι), I. δυνατότητα ή δικαιοδοσία να γίνει κάτι, με απαρ.,
σε Θουκ., Ξεν.· με γεν., εξουσία πάνω σε, δικαίωμα, σε Θουκ., Πλάτ. II.
1. απόλ., δύναμη, εξουσία, ισχύ, αντίθ. προς το δίκαιο, σε Θουκ.· επίσης
άδεια, προνόμιο, σε Δημ. 2. αξίωμα, αρχή, Λατ. potestas, σε Πλάτ. 3. ως
αφηρημένο ουσ. επίσης όπως το Λατ. potestas, σώμα αρχόντων, στον
242

πληθ., οι αρχές, σε Κ.Δ. III. αφθονία μέσων, πόροι, σε Θουκ. IV. πομπή,
σε Πλούτ.
ἐξουσιάζω, μέλ. -σω, ασκώ εξουσία, με γεν., σε Κ.Δ.
ἐξ-οφέλλω, αυξάνω κάτι υπερβολικά, ἐξώφελλεν ἔεδνα, πρόσφερε
υψηλότερη προίκα, αύξησε τα δώρα, σε Ομήρ. Οδ.
ἐξ-όφθαλμος, -ον, αυτός που τα μάτια του προεξέχουν, είναι πεταχτά,
γουρλομάτης, σε Ξεν.
ἔξοχα, επίρρ., βλ. ἔξοχος.
ἐξοχή, ἡ (ἐξέχω), προεξοχή· οἱ κατ' ἐξοχήν, οι εξέχοντες, οι επίσημοι, σε
Κ.Δ.
ἔξοχος, -ον (ἐξέχω), I. 1. αυτός που προεξέχει· μεταφ., εξέχων,
διακεκριμένος, εξαίρετος, λαμπρός, σε Όμηρ. 2. με γεν., αυτός που
υπερέχει, ο πλέον διακεκριμένος, υπέρτερος, ο ισχυρότερος, με χρήση ως
υπερθ., ἔξοχος ἡρώων, ἔξ. ἄλλων, σε Ομήρ. Ιλ.· ο πραγματικός υπερθ.
είναι το ἐξοχώτατος, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με δοτ., μέγ' ἔξοχοι
αἰπολίοισιν, οι πιο διαλεχτές ανάμεσα στα κοπάδια, σε Ομήρ. Οδ.·
ομοίως και, ἐν πολλοῖσι ἔξοχος ἡρώεσσιν, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. ουδ. πληθ.,
ἔξοχα ως επίρρ., ειδικά, πάνω από όλα, ιδιαίτερα, σε Όμηρ.· ἐμοὶ δόσαν
ἔξοχα, μου απέδωσαν ύψιστη τιμή, σε Ομήρ. Οδ.· ἔξοχ' ἄριστοι, οι
καλύτεροι πέρα από κάθε σύγκριση, σε Όμηρ. 2. με γεν., ἔξοχα πάντων,
ασύγκριτα, υπεράνω όλων, μακράν, πάνω από όλα, στον ίδ.
ἐξ-οχῠρόω, μέλ. -ώσω, ενισχύω, θωρακίζω, οχυρώνω, σε Πλούτ.
ἐξ-υβρίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, αποθρασύνομαι, αποχαλινώνομαι, οργιάζω,
αυθαδιάζω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐξ. ἐς τόδε, να φτάσει κάποιος σε
τέτοιο σημείο αυθάδειας, θράσους, στον ίδ.· με επίθ. ουδ., παντοῖα ἐξ.,
διαπράττω όλα τα είδη βίας, σε Ηρόδ.
ἐξυνῆκα, ἐσυνῆκα, αντί ξυνῆκα, ποιητ. αόρ. αʹ με διπλή αύξηση του
συνίημι.
ἐξ-υπανίστημι, μόνο σε αμτβ. αόρ. βʹ, σμῶδιξ μεταφρένου ἐξυπανέστη,
οίδημα που εμφανίστηκε κάτω από το δέρμα της πλάτης, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐξ-υπειπεῖν, = ὑπειπεῖν, συμβουλεύω, σε Ευρ.
ἐξ-ύπερθε[ῠ], επίρρ., = ὕπερθε, από ψηλά, σε Σοφ.
ἐξ-υπηρετέω, μέλ. -ήσω, βοηθώ μέχρι εσχάτων, σε Σοφ.
ἐξ-υπνίζω, μέλ. -σω (ὕπνος), σηκώνω κάποιον από τον ύπνο, σε Κ.Δ. —
Παθ., αφυπνίζομαι, ξυπνώ, σε Πλούτ.
ἔξ-υπνος, -ον, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο, αφυπνισμένος,
ξύπνιος, σε Κ.Δ.
ἐξ-υπτιάζω, μέλ. -σω, αναποδογυρίζω, Λατ. resupinare, σε Αισχύλ.· ἐξ.
ἑαυτόν, γέρνω το κεφάλι προς τα πίσω με υπεροψία, σε Λουκ.
ἐξῠράμην, Μέσ. αόρ. αʹ του ξυρέω· ἐξύρημαι, Παθ. παρακ.
ἔξυσμαι, Παθ. παρακ. του ξύω.
ἐξ-ῠφαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, αποτελειώνω την ύφανση, σε Ηρόδ.
ἐξύφασμα[ῠ], -ατος, τό, αποτελειωμένο ύφασμα, σε Ευρ.
243

ἐξ-υφηγέομαι, μέλ. -ήσομαι, υποδεικνύω, δείχνω το δρόμο, σε Σοφ.


ἔξω, επίρρ. της προθ. ἐξ, όπως το εἴσω της εἰς· I. λέγεται για τόπο· 1. με
ρήματα κίνησης, έξω, ἔξω ἰών, σε Ομήρ. Οδ.· χωρεῖν ἔξω, σε Ηρόδ.
κ.λπ.· με γεν., έξω από, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ., ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον,
έξω από τον Ελλήσποντο, σε Ηρόδ. 2. χωρίς σημασία κίνησης, όπως το
ἐκτός, έξω, χωρίς, δίχως, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ ἔξω, το εξωτερικό μέρος, σε
Θουκ.· τὰ ἔξω, πράγματα εκτός των τειχών, στον ίδ.· τὰ ἔξω πράγματα,
ξένες υποθέσεις, στον ίδ.· οἱ ἔξω, αυτοί που βρίσκονται εκτός, στον ίδ.
(στην Κ.Δ. οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες)· — ἡ ἔξω θάλασσα, ο Ατλαντικός
Ωκεανός, αντίθ. προς το ἡ ἐντὸς (η Μεσόγειος θάλασσα), σε Ηρόδ.· με
γεν., οἱ ἔξω γένους, σε Σοφ.· ἔξω τοξεύματος, ἔξω βελῶν, εκτός πεδίου
βολής, σε Θουκ., Ξεν.· ἔξω τινὸς εἶναι, μην έχοντας καμία σχέση με αυτό,
σε Θουκ.· ἔξωτοῦ φρονεῖν, έξω από τη λογική, σε Ευρ.· παροιμ., ἔξω τοῦ
πηλοῦ αἴρειν πόδα, το να κρατιέται κάποιος σε απόσταση, μακριά από τις
δυσκολίες, σε Αισχύλ.· πημάτων ἔξω πόδα ἔχειν, στον ίδ. II. λέγεται για
χρόνο, μετά, πέρα από, ἔξω μέσου ἡμέρας, σε Ξεν. III. εκτός, πλην, με
εξαίρεση, με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ.
ἕξω, μέλ. του ἔχω.
ἔξωθεν, επίρρ. (ἔξω), I. απ' έξω, σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· με γεν., ἔξ. δόμων,
έξω από το σπίτι, σε Ευρ. II. = ἔξω, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· οἱ ἔξωθεν, οι
ξένοι, σε Ηρόδ.· τὰ ἔξωθεν, υποθέσεις, γεγονότα εκτός σπιτιού, σε
Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν., χωρίς, ελεύθερος από, σε Σοφ., Ευρ.
ἐξ-ωθέω, μέλ. -ωθήσω και -ώσω, αόρ. αʹ ἐξέωσα· I. 1. ωθώ, εκδιώκω
κάτι έξω, σπρώχνω κάποιον έξω δια της βίας, διώχνω, σε Ομήρ. Ιλ.·
εκδιώκω, αποβάλλω, εξορίζω, σε Σοφ.· σπρώχνω κάτι απότομα, στον ίδ.,
σε Θουκ. — Παθ., ἐξωθέεσθαι ἐκ τῆς χώρης, σε Ηρόδ.· πατρίδας
ἐξωθούμενος, σε Σοφ. 2. ἐξ. γλώσσας ὀδύναν, χρησιμοποιώ πικρά λόγια,
ξεσπώ με σκληρές κουβέντες, στον ίδ. II. διώχνω, εκβάλλω, εξάγω,
βγάζω από τη θάλασσα, οδηγώ στη στεριά, Λατ. ejicere, σε Θουκ.·
μεταφ., ἐξωσθῆναι ἐς χειμῶνα, στον ίδ.
ἐξώλεια, ἡ, ολοκληρωτική καταστροφή, πανωλεθρία, κατ' ἐξωλείας
ὀμόσαι, ορκίζομαι εκστομίζοντας θανατηφόρες κατάρες, σε Δημ.·
ἐπαρᾶσθαι ἐξώλειαν αὑτῷ, στον ίδ.
ἐξώλης, -ες (ἐξόλλυμι), αυτός που έχει καταστραφεί εντελώς, σε Ηρόδ.,
Δημ.· λέγεται σε κατάρες, ἐξ. απόλοιο, σε Αριστοφ.· πρβλ. προώλης.
ἐξ-ωμίας, -ου, ὁ (ὦμος), αυτός που έχει γυμνά μπράτσα μέχρι τους
ώμους, σε Λουκ.
ἐξωμιδο-ποιΐα, ἡ (ποιέω), η τέχνη της κατασκευής ἐξωμίδων, σε Ξεν.
ἐξ-ωμίς, -ίδος, ἡ (ὦμος), ανδρικό ένδυμα χωρίς μανίκια, το οποίο αφήνει
και τους δύο ώμους γυμνούς ή έχει ένα μανίκι, που αφήνει γυμνό μόνο
τον έναν ώμο, σε Αριστοφ., Ξεν.
244

ἐξωμοσία, ἡ (ἐξόμνυμι), I. ένορκη διαβεβαίωση ότι κάποιος δεν


γνωρίζει οποιαδήποτε πληροφορία για κάτι, σε Αριστοφ., Δημ. II. ένορκη
άρνηση αξιώματος, σε περίπτωση ασθένειας, στον ίδ.
ἐξ-ωνέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., εξαγοράζω, απολυτρώνω· γενικά,
αγοράζω, σε Ηρόδ., Αισχίν.
ἐξ-ῳνωμένος, Παθ. μτχ. παρακ. του ἐξοινόω.
ἐξ-ώπιος, -ον (ὤψ), αθέατος, άφαντος, με γεν., σε Ευρ.
ἐξ-ωριάζω (ὥρα), λησμονώ, ξεχνώ, παραλείπω, σε Αισχύλ.
ἔξ-ωρος, -ον, (ὥρα), παράκαιρος, ανεπίκαιρος, πρόωρος, εκτός εποχής,
ακατάλληλος, σε Σοφ.· αυτός που απομακρύνεται από την υπηρεσία του
λόγω ορίου ηλικίας, σε Αισχίν.
ἐξῶσαι, απαρ. αορ. αʹ του ἐξωθέω.
ἐξώστης, -ου, ὁ (ἐξωθέω), αυτός που σπρώχνει προς τα έξω, σε Ευρ.· ἐξ.
ἄνεμοι, σφοδροί, ορμητικοί άνεμοι που σπρώχνουν τα πλοία στην ξηρά,
σε Ηρόδ.
ἐξωτάτω, επίρρ., υπερθ. του ἔξω, πάρα πολύ έξω, πολύ απομακρυσμένα,
όσο πιο μακριά, σε Πλάτ.
ἐξωτέρω, επίρρ., συγκρ. του ἔξω, πιο έξω, περισσότερο έξω, με γεν., σε
Αισχύλ.· από όπου επίθ., ἐξώτερος, εξωτερικός, σε Κ.Δ.

Με την πρόθεση εν- εντοπίζονται 549 λήμματα


ἐν, Αιολ. και Δωρ. αντί εἰς, μέσα σε, βλ. εἰς.
ἐν, ποιητ. Επικ. και ποιητ. ἐνί, εἰν, εἰνί, Λατ. in.
Α.ΠΡΟΘ. ΜΕ ΔΟΤ.: I. λέγεται για τόπο, 1. εντός, μέσα, ἐν νήσῳ, ἐν Τροίῃ
κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ελλειπτικά, ἐν Ἀλκινόοιο (ἐνν. οἴκῳ), σε Ομήρ. Οδ.·
εἰν Ἀΐδαο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν παιδοτρίβου, στο σχολείο του δασκάλου
διαπαιδαγώγησης (του παιδοτρίβη), σε Αριστοφ. 2. σε, πάνω σε, ἐν οὔρεσι,
σε Όμηρ. κ.λπ. 3. ανάμεσα στη συγκέντρωση, στον αριθμό, μεταξύ, ἐν
Δαναοῖς κ.λπ. σε Όμηρ.· με ρήματα εξουσίας, ἄρχειν, ἀνάσσειν ἐν πολλοῖς,
είμαι πρώτος στην εξουσία ή άρχοντας ανάμεσα σε πολλούς, δηλ. άνωθεν
τους, πάνω από αυτούς, στον ίδ.· πρβλ. ὁ, ἡ, τόΒ. III. 3. 4. στα χέρια
κάποιου, μέσα στα όρια της επιρροής ή της εξουσίας του, Λατ. penes, σε
Όμηρ. κ.λπ.· ἐν σοὶ γάρ ἐσμεν, σε Σοφ.· ἐν τῷ θεῷ το τέλος ἦν, σε Δημ. 5.
ως προς, σε ό,τι αφορά, σχετικά με, ἐν γήρᾳ, στο τέρμα της ηλικίας, σε
Σοφ. 6. όταν το ἐν χρησιμοποιείται με ρήματα κίνησης, η σύνταξη
ονομάζεται «βραχυλογική», πίπτειν ἐν κονίῃσι, πέφτει (στη σκόνη και
μένει μέσα σ' αυτήν)· οἶνονἔχευεν ἐν δέπαϊ, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. II. λέγεται
για κατάσταση, περίσταση, θέση, στην οποία βρίσκεται κάποιος, 1. λέγεται
για εξωτερικές περιστάσεις, συνθήκες, ἐν πολέμῳ κ.λπ., σε Όμηρ.· ἐν
λόγοις εἶναι, το να ασχολείται κάποιος με τη ρητορική, σε Πλάτ.· οἱ ἐν τοῖς
245

πράγμασι, οι λειτουργοί του κράτους, σε Θουκ.· οἱ ἐν τέλει, οι άρχοντες,


στον ίδ. 2. λέγεται για εσωτερικές καταστάσεις, για αισθήματα κ.λπ.· ἐν
φιλότητι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν φόβῳ εἶναι, να βρίσκεται κάποιος σε φόβο, ἐν
αἰσχύνῃ κ.λπ.· επίσης, ἐν ὀργῇ ἔχειν τινά, να οργίζεται κάποιος εναντίον
κάποιου άλλου, σε Θουκ.· ἐν αἰτίᾳ ἔχειν τινά, να τον κατηγορεί, σε Ηρόδ.
3. συχνά με ουδ. επίθ., ἐν βραχεῖ = βραχέως, σε Σοφ.· ἐν τάχει = ταχέως,
στον ίδ.· ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαι, σε Ηρόδ.· ἐν ἴσῳ = ἴσως, σε Θουκ. III.
λέγεται για το όργανο, τα μέσα ή τον τρόπο, μέσω ή με, ἐν πυρὶ πρῆσαι, σε
Ομήρ. Ιλ.· ἐν ὀφθαλμοῖς ή ἐν ὄμμασιν ὁρᾶν, να βλέπει κάτι μπροστά στα
μάτια του, Λατ. in oculis, σε Όμηρ.· ἐν λιταῖς, μέσω δεήσεων, προσευχών,
ἐν δόλῳ, μέσω δόλου, απάτης, σε Αισχύλ. κ.λπ. IV.λέγεται για χρόνο,
μέσα, κατά τη ροή του χρόνου, κατά την πορεία, την εξέλιξη, ὥρῃ ἐν
εἰαρινῇ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν ἡμέρᾳ, ἐν νυκτί, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐν ᾧ (ενν. χρόνῳ),
για όσο χρονικό διάστημα, σε Ηρόδ.· ἐν ταῖς σπονδαῖς, κατά τη χρονική
περίοδο των ανακωχών, των σπονδών, σε Ξεν. 2. εντός, μέσα σε, ἐν ἔτεσι
πεντήκοντα, σε Θουκ.· ἐν τρισὶ μησί, σε Ξεν. Β. ΧΩΡΙΣ ΠΤΩΣΗ, ΩΣ
ΕΠΙΡΡ., στη φράση ἐν δέ...: 1. και σε αυτό, και επ' αυτού, και εκεί μέσα,
σε Όμηρ. 2. και μεταξύ τους, κι ανάμεσά τους, σε Ομήρ. Ιλ. 3. κι εκτός
αυτού, και επί πλέον, κι επιπρόσθετα, κι ακόμη, σε Όμηρ., Σοφ. Γ. ΣΤΑ
ΣΥΝΘ.: I. 1. με ρήματα η πρόθεση διατηρεί τη σημασία της, δηλ. μέσα ή
σε κάποιο μέρος κ.λπ., με δοτ. ή ακολουθ. από εἰς ή ἐν. 2. με επίθετα
διαβαθμίζει, ταξινομεί, όπως στο ἔμπικρος, περισσότερο πικρός· ή
εκφράζει μία ιδιότητα, ένα γνώρισμα, όπως στο ἔναιμος, με αίμα μέσα του,
εντός του, ἔμφωνος, με φωνή. II. η ἐν γίνεται ἐμ-, πριν από τα χειλικά β μ
π φ ψ· γίνεται ἐγ- πριν από τα ουρανικά γ κ ξ χ· και τέλος γίνεται ἐλ- πριν
από το λ· σε λίγες λέξεις ἐρ- πριν από το ρ.
ἕν, ουδ. του εἷς.
ἐναβρύνομαι, Παθ., περηφανεύομαι, επαίρομαι, καυχιέμαι για κάτι,
τινι, σε Λουκ.
ἐν-ᾰγής, -ές, = ἐν ἅγει ὤν (ἅγος), καταραμένος, αφορισμένος,
αναθεματισμένος, Λατ. piacularis, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἐν-ᾰγίζω, μέλ. -σω, προσφέρω θυσία στους νεκρούς ή στα πνεύματα
των νεκρών, Λατ. parentare, τινί, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἐνάγισμα, -ατος, τό, νεκρική θυσία, μνημόσυνο, σε Λουκ.
ἐνᾰγισμός, ὁ, προσφορά στα πνεύματα των νεκρών, σε Πλούτ.
ἐν-αγκᾰλίζομαι, Μέσ., παίρνω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω,
εναγκαλίζομαι, σε Ανθ.
ἐν-αγκῠλάω, μέλ. -ήσω, προσαρμόζω, βάζω λουριά ή ιμάντες
(ἀγκύλαι) στα ακόντια για να εκσφενδονίσω, σε Ξεν.
ἐναγρόμενος, -η, -ον, Επικ. μτχ. Παθ. αόρ. βʹ του ἐναγείρω.
ἐν-άγχως, επίρρ., (ἄγχι), μόλις τώρα, πριν από λίγο, προσφάτως, σε
Αριστοφ., Πλάτ.
246

ἐν-άγω, μέλ. —ξω, 1. οδηγώ μέσα, εισάγω ή καθοδηγώ, παρασύρω,


παρακινώ, δελεάζω, Λατ. inducere, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· κυρίως με
απαρ., μαίνεσθαι ἐνάγει ἀνθρώπους (ενν. ο Βάκχος), σε Ηρόδ. 2. με αιτ.
πράγμ., ενθαρρύνω, παροτρύνω, προωθώ, τὸν πόλεμον, σε Θουκ.
ἐν-ᾰγωνίζομαι, Ιων. μέλ. -ιεῦμαι· I. Αποθ., αντιμάχομαι, λαμβάνω
μέρος σ' έναν αγώνα ή αγωνίζομαι ανάμεσα σε κάποιους, με δοτ., σε Ηρόδ.
II. γῆ εὐμενὴς ἐναγωνίζεσθαι, πρόσφορη, κατάλληλη στο να διεξαχθεί εκεί
σύγκρουση, σε Θουκ.
ἐν-ᾰγώνιος, -ον, αυτός που ανήκει, είναι κατάλληλος για έναν
αγώνα, σε Πλούτ., Λουκ.· λέγεται για θεούς που είχαν την επιστασία των
αγώνων, σε Σιμων., κ.λπ.
ἐν-ᾱέριος, -ον, αυτός που βρίσκεται στον αέρα, αιωρούμενος,
μετεώρος, σε Λουκ.
ἐν-αθλέω, = ἀθλέω ἐν, απόλ. σε Μέσ., σε Ανθ.
ἐν-αιμήεις, -εσσα, -εν, = το επόμ., σε Ανθ.
ἔν-αιμος, -ον (αἷμα), αυτός που έχει αίμα μέσα του, αιματώδης,
ματωμένος, σε Ηρόδ.
ἐναίρω, Επικ. ἐνναίρω, Επικ. απαρ. ἐναιρέμεν· αόρ. βʹ ἤνᾰρον,
απαρ. ἐναρεῖν — Μέσ., αόρ. αʹ, γʹ ενικ. ἐνήρατο (ἔνᾰρα)· ποιητ., σφάζω
στη μάχη· γενικά, σκοτώνω, σφαγιάζω, ξεκληρίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.·
λέγεται για πράγματα, φθείρω, καταστρέφω σε Ομήρ. Οδ.
ἐν-αίσῐμος, -ον, I. αυτός που προμηνύει κάτι (καλό ή κακό), αυτός
που προμαντεύει, προαισθάνεται, προφητικός, μαντικός, Λατ. fatalis, σε
Ομήρ. Οδ.· ουδ., ἐναίσιμον και -μα ως επίρρ., προφητικά, σε Όμηρ.· με
θετική σημασία, έγκαιρος, επίκαιρος (την κατάλληλη στιγμή), αρμόδιος,
πρέπων, Λατ. opportunus, λέγεται για οιωνούς, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. λέγεται
για πρόσωπα, δίκαιος, σε Όμηρ. 2. λέγεται για πράγματα, ταιριαστός,
κατάλληλος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ., -ως, κατάλληλα, όπως πρέπει, σε
Αισχύλ., Ευρ.
ἐναίσιος, -ον, = το προηγ. II, σε Σοφ.
ἐν-αιχμάζω, μέλ. -σω, πολεμώ, μάχομαι μέσα σε, σε Ανθ.
ἐν-αιωρέομαι, Παθ., επιπλέω, κυματίζω στη θάλασσα, με δοτ., σε
Ευρ.
ἐνάκις[ᾰ], Επικ. εἰνάκις (ἐννέα), επίρρ., εννιά φορές, σε Ομήρ. Οδ.,
Πλάτ.
ἐνακισ-χίλιοι, -αι, -α, εννιά χιλιάδες, Ιων. εἰνακισχίλιοι, σε Ηρόδ.
ἐνᾰκόσιοι, Ιων. εἰν-, -αι, -α (ἐννέα, ἕκατον), εννιακόσιοι, σε Ηρόδ.,
Θουκ.
ἐν-ᾰκούω, μέλ. -σομαι, εισακούω, ακούω προσεκτικά κάτι,
υπακούω, ενδίδω, με γεν., σε Σοφ.
ἐν-ᾰλείφω, μέλ. -ψω, Παθ. παρακ. -αλήλιμμαι· αλείφω, επιχρίω με
αλοιφή, πασαλείφω, με δοτ., σε Πλάτ. — Μέσ., αλείφομαι, χρίομαι, σε
Ανθ.
247

ἐν-ᾰλήθης, -ες, αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με την αλήθεια·


επίρρ., -θως, πιθανώς, σε Λουκ.
ἐν-ᾰλίγκιος, -ον, όμοιος, αυτός που μοιάζει, με δοτ., σε Όμηρ.·
θεοῖςἐναλίγκιος αὐδήν, όμοιος με τη φωνή των θεών, σε Ομήρ. Οδ.
ἐν-άλιος, [ᾰ], -α, -ον ή -ος, -ον, ποιητ. εἰνάλιος (ἅλς),· αυτός που
βρίσκεται μέσα ή πάνω από τη θάλασσα, ο θαλάσσιος, Λατ. marinus, σε
Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν. λεώς, οι ναύτες, σε Σοφ.· πόντου εἰναλία
φύσις, δηλ. τα ψάρια, στον ίδ.
ἐναλλᾰγῆναι, Παθ. απαρ. αορ. βʹ του ἐναλλάσσω.
ἐναλλάξ, επίρρ., 1. σταυρωτά, διαγώνια, σε Αριστοφ. 2.
εναλλασσόμενα, διαδοχικά, αλεπάλληλα, εκ περιτροπής, επανειλημμένα,
Λατ. vicissim, πρήσσειν ἐν., υπάρχουν εναλλαγές, μεταπτώσεις της τύχης,
σε Ηρόδ.
ἐν-αλλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, παρακ. -ήλλᾰχα, Παθ. -ήλλαγμαι,
αόρ. βʹ -ηλλάγην [ᾰ]· I. ανταλλάσσω, φόνον θανάτῳ ἐν., δηλ. πληρώνω
για το φόνο με θάνατο, σε Ευρ.· ἐνήλλαξεν τὴνὕβριν, ανταπέδωσε την
προσβολή, σε Σοφ. II. 1. Παθ., μεταβάλλομαι, τί δ' ἐνήλλακται τῆς ἡμερίας
νὺξ ἥδε βάρος· ποια δραματική αλλαγή από την ημέρα έχει υποστεί αυτή
η νύχτα; σε Σοφ. 2. έχω εμπορικές σχέσεις με κάποιον, συναλλάσσομαι με
κάποιον, τινί, σε Θουκ.
ἐν-άλλομαι, μέλ. -ᾰλοῦμαι, αόρ. αʹ -ηλάμην, αόρ. βʹ -ηλόμην· 1.
Αποθ., πηδώ μέσα ή εναντίον, με δοτ., σε Αισχύλ., Σοφ. 2. ορμώ εναντίον
κάποιου, εφορμώ, εισβάλλω, στον ίδ. 3. απόλ., χορεύω, χοροπηδώ, σε
Αριστοφ.
ἔν-αλλος, -ον, αλλαγμένος, αλλιώτικος, διαφορετικός, αντιφατικός,
αντίξοος, ανάποδος, ενάντιος, σε Θεόκρ., Ανθ.
ἔν-ᾰλος, -ον, = ἐνάλιος, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.
ἐν-αμβλύνω[ῡ], συγκρατώ, κατασιγάζω, εξασθενίζω, αποθαρρύνω,
σε Πλούτ.
ἐν-ᾰμέλγω, μέλ. -ξω, αρμέγω μέσα σε κάτι, γαυλοῖς, σε Ομήρ. Οδ.
ἐν-άμιλλος[ᾰ], -ον (ἅμιλλα), αυτός που μπορεί να αγωνισθεί ή να
συγκριθεί με κάποιον, ισοδύναμος, ισάξιος, τινι, σε Πλάτ.
ἔν-αντα, επίρρ., απέναντι, ακριβώς απέναντι, πρόσωπο με πρόσωπο,
αντίκρυ, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· ἔν. προσβλέπειν νεκρόν, σε Σοφ.· ἔν. ἐλθεῖν,
σε Ευρ.
ἔν-αντι, επίρρ., ενώπιον, απέναντι, με γεν., σε Κ.Δ.
ἐν-αντίβῐος, -ον, αυτός που διάκειται εχθρικά, εχθρικός, σε Ανθ.·
ως επίρρ., πρόσωπο με πρόσωπο, αντικρυστά, μαχέσασθαι, πολεμίζειν, σε
Ομήρ. Ιλ.
ἐναντίον, επίρρ., βλ. ἐναντίος.
ἐναντιόομαι, μέλ. -ώσομαι, αόρ. αʹ ἠναντιώθην, παρακ.
ἠναντίωμαι· 1. Αποθ., εναντιώνομαι, αντιτάσσομαι, αντιτίθεμαι,
αντισκέκομαι, ανθίσταμαι, αποκρούω, τινί, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· οὐκ
248

ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν, δεν θα αρνηθώ να μιλήσω, δεν θα


αντισταθώ στο να πω, σε Αισχύλ.· τοῦτό μοι ἐναντιοῦται πράττειν, αυτό με
εμποδίζει, με αποτρέπει απ' το να ενεργήσω, σε Πλάτ. 2. αντιλέγω,
αντικρούω, προβάλλω αντιρρήσεις, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. 3. λέγεται για τον
άνεμο, είμαι αντίθετος, πνέω αντίθετα, σε Σοφ., Θουκ.
ἐν-αντίος, -α, -ον, αντίθετος, Λατ. adversus· I. 1. λέγεται για τόπο,
ο ακριβώς απέναντι, αντικριστός, απέναντι, αντικρινός, με δοτ., σε Όμηρ.·
ο κατά μέτωπο, ενώπιος, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με ρήμ. κίνησης, αυτός που
βρίσκεται σε αντίθετες κατευθύνσεις, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με εχθρική σημασία,
αντίθετος, αντιμέτωπος, αντίμαχος, στο ίδ. κ.λπ.· με γεν., ἐναντίοι Ἀχαιῶν,
στο ίδ. κ.λπ.· επίσης με δοτ., στο ίδ.· οἱἐν., οι εχθροί κάποιου, σε Αισχύλ.
κ.λπ.· γενικά, ενάντιος, πολέμιος, τινί, σε Σοφ., Ξεν. 3. λέγεται για
ιδιότητες, ενέργειες κ.λπ., αντίθετο, ανάποδο, αντίστροφο, σε Αισχύλ.,
Σοφ.· κυρίως με γεν., τὰ ἐν. τούτων, τα ακριβώς αντίθετα από αυτά, σε
Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με δοτ., σε Αισχύλ. II. επίρρ. χρήσεις: 1. α) ουδ.,
ἐναντίον, απέναντι, ενώπιον, πρόσωπο με πρόσωπο, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.·
ως πρόθ. με γεν., κατά την παρουσία κάποιου, ενώπιον του, Λατ. coram,
με γεν., σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. β) με εχθρική σημασία, εναντίον, με γεν., σε
Ομήρ. Ιλ.· επίσης με δοτ., στο ίδ., σε Ευρ. γ) αντιθέτως, στην Αττ.
τοὐναντίον, αφ' ετέρου, απ' την άλλη· ομοίως επίσης, ουδ. πληθ., ἐναντία,
σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 2. ἐκ τοῦ ἐναντίου, ακριβώς απέναντι, αντίθετα, Λατ.
ex adverso, e regione, σε Ξεν. κ.λπ.· ομοίως, ἐξ ἐναντίας, Ιων. -ίης, σε
Ηρόδ., Θουκ. 3. ομαλό επίρρ., ἐναντίως, αντιθέτως, σε αντίθεση, με δοτ.,
σε Αισχύλ.· επίσης με γεν., σε Πλάτ.· ἐν. ἔχειν, είναι τελείως αντίθετο, σε
Δημ.
ἐναντιότης, -ητος, ἡ, αντίθεση, εναντίωση, διαφωνία, αντίδραση,
σε Πλάτ.
ἐναντιόω, δεν χρησιμ. στην Ενεργ.· βλ. ἐναντιόομαι.
ἐναντίωμα, -ατος, τό (ἐναντιόομαι)· 1. εμπόδιο, κώλυμα,
πρόσκομμα, σε Θουκ., Δημ. 2. αντίθεση, αντίσταση, σε Πλάτ.
ἐναντίωσις, -εως, ἡ (ἐναντιόομαι), αντίθεση, αντίδραση,
αντίπραξη, σε Θουκ.
ἔναξα, αόρ. αʹ του νάσσω.
ἐναπῆκε, Ιων. αντί ἐναφῆκε, γʹ ενικ. αορ. αʹ του ἐναφίημι.
ἐναπῆπτε, Ιων. αντί ἐναφῆπτε, γʹ ενικ. παρατ. του ἐναφάπτω.
ἐν-αποδείκνῠμαι, Μέσ. ή Παθ., διακρίνομαι, ξεχωρίζω μεταξύ
άλλων ή ανάμεσα σε άλλους, ἐναπεδεικνύατο (Ιων., γʹ πληθ. παρατ.), σε
Ηρόδ.
ἐν-αποθνῄσκω, πεθαίνω σε ένα μέρος, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἐνα-ποθραύω, μέλ. -σω, σπάζω μέσα σε μία πληγή, με δοτ., σε
Πλούτ.
ἐν-απόκειμαι, Παθ., φυλάσσομαι, αποθηκεύομαι σε ένα μέρος, με
δοτ., σε Πλούτ.
249

ἐν-αποκλάω, μέλ. -σω, σπάζω την ασπίδα από τη μέσα πλευρά, σε


Θουκ.
ἐν-απόλλῠμαι, μέλ. -απολοῦμαι, Παθ., χάνομαι, καταστρέφομαι,
αφανίζομαι σε ένα μέρος, με δοτ., σε Ξεν.
ἐν-απολογέομαι, αποθ., απολογούμαι, σε Αισχίν.
ἐν-απονίζω, μέλ. -νίψω, ξεπλένω μέσα σε κάτι — Μέσ.,
ἐναπονίζεσθαι τοὺς πόδας ἐν τῷ ποδανιπτῆρι, ξεπλένω τα πόδια κάποιου
στη λεκάνη των ποδιών, σε Ηρόδ.
ἐν-αποπνέω, μέλ. -πνεύσομαι, εκπνέω, ξεψυχώ τη στιγμή που
πράττω κάτι, με δοτ., σε Πλούτ.
ἐν-αποπνίγομαι, Παθ., αυτός που πνίγεται, ασφυκτιά μέσα σε κάτι,
σε Λουκ.
ἐν-αποσημαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, υποδεικνύω, δείχνω, φανερώνω μέσα
σε, σε Πλούτ.
ἐν-αποτίνω, μέλ. -τίσω [ῑ], πληρώνω έξοδα δίκης, σε Αριστοφ.
ἐν-αποψύχω[ῡ], μέλ. -ξω, παραδίδω το πνεύμα μου σε ένα μέρος,
ξεψυχώ, σε Ησίοδ., Ανθ.
ἐν-άπτω, μέλ. -ψω, I. δένω πάνω ή σε κάποιον, προσδένω, σε Ευρ.
— Παθ. παρακ. ἔνημμαι, λέγεται για πρόσωπα, φορώ, περιβάλλομαι με
κάτι, με αιτ. λεοντέας ἐναμμένοι (Ιων. αντί ἐνημμ-), σε Ηρόδ., Αριστοφ. II.
ανάβω, πυρπολώ, στον ίδ.
ἔνᾰρα, -ων, τά, μόνο σε πληθ., τα όπλα και τα κοσμήματα ενός
σκοτωμένου αντιπάλου, λεία, κέρδη, λάφυρα, Λατ. spolia, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐν-ᾰρᾰρίσκω, αόρ. αʹ ἐνῆρσα· I. προσαρμόζω ή στερεώνω,
συναρμολογώ, σε Ομήρ. Οδ. II. ἐνάρηρα, αμτβ., είμαι προσαρμοσμένος
σε, στο ίδ.
ἐνάργει, Δωρ. αντί ἐνήργει, παρατ. του ἐνεργέω.
ἐν-αργής, -ές (ἀργός),· 1. ορατός, ψηλαφητός, οφθαλμοφανής, με
υλική υπόσταση, κυρίως λέγεται για θεούς που εμφανίζονται με την ίδια
τους τη μορφή, σε Όμηρ.· ομοίως λέγεται και για όνειρο ή όραμα, σε
Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἐναργὴς ταῦρος, με ευκρινή, ορατή, καθαρή, σαφή
μορφή ταύρου, αληθινός ταύρος, σε Σοφ. 2. φανερός στη σκέψη,
ευδιάκριτος, σαφής, ξεκάθαρος, στον ίδ., σε Δημ.· επίρρ., -γῶς, φανερά,
προφανώς, ξεκάθαρα, σαφώς, σε Αισχύλ. κ.λπ. 3. λέγεται για λέξεις κ.λπ.,
ευκρινής, σαφής, φανερός, συγκεκριμένος, ξεκάθαρος, στον ίδ., Πλάτ.
κ.λπ.· επίρρ., ἐναργέως λέγειν, σε Ηρόδ.
Ἐναρέες ή -ίες, οἱ, πιθ. σκυθ. λέξη, που αντιστοιχεί στο ελληνικό
ἀνδρόγυνοι, συμμορία που βεβήλωσε το ιερό της Αφροδίτης στην πόλη
Άσκαλον, σε Ηρόδ.
ἐνᾰρεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἐναίρω.
ἐνᾰρηρώς, μτχ. παρακ. βʹ του ἐναραρίσκω.
ἐνᾰρη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρνει, κομίζει λάφυρα, σε
Ανθ.
250

ἐνᾰρίζω, μέλ. -ίξω, αόρ. αʹ ἠνάριξα, Επικ. ἐνάριξα· Παθ., αόρ. αʹ


ἠναρίσθην, παρακ. ἠνάρισμαι· απογυμνώνω το σκοτωμένο αντίπαλό μου
από τα όπλα του (ἔναρα), Λατ. spoliare, ἔντεα ἐν. τινά, σε Ομήρ. Ιλ.· απ'
όπου, σκοτώνω στη μάχη, και γενικά, σφαγιάζω, σφάζω, αφανίζω, στο ίδ.,
σε Αισχύλ. — Παθ., νὺξ ἐναριζομένα, νύχτα που έσβηνε, δηλ. που
υποχωρούσε, παραδίνονταν, υποτάσσονταν στη μέρα, σε Σοφ.
ἐν-ᾰριθμέω, μέλ. -ήσω, υπολογίζω, μετρώ, λογαριάζω,
συνυπολογίζω, συγκαταλέγω, λογαριάζω, οὐδέν, αψηφώ, σε Σοφ. — Μέσ.,
= ἐν ἀριθμῷ ποιεῖσθαι, υπολογίζω, καταμετρώ, σε Ευρ.
ἐν-ᾰρίθμιος, -ον (ἀριθμός),· I. αυτός που βρίσκεται εντός αριθμού,
που συμπληρώνει τον αριθμό, σε Ομήρ. Οδ.· αριθμούμενος μεταξύ ή
ανάμεσα, δηλ. συναριθμούμενος, με δοτ., σε Θεόκρ. II. αυτός που
λογαριάζεται, που απαριθμείται, συνυπολογιζόμενος, Λατ. in numero
habitus, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐν-αρμόζω και -ττω, μέλ. -σω, I. 1. προσαρμόζω ή μπήγω, ωθώ,
χώνω μέσα σε κάτι, με δοτ., σε Ευρ. 2. μεταφ., προσαρμόζω, εφαρμόζω, τι
εἴς τι, σε Πλάτ.· ἐν. αὑτόν, καθιστά κάποιος τον εαυτό του δημοφιλή, σε
Πλούτ. — Μέσ., τὰν Δωριστί (ενν. ἁρμονίαν) ἐναρμόττεσθαι τὴν λύραν, την
προσαρμόζω, την συνταιριάζω ηχητικά στο Δωρ. ρυθμό, σε Αριστοφ. II.
αμτβ., προσαρμόζομαι, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος, γίνομαι επιτήδειος,
στον ίδ.· με δοτ. προσ., ευαρεστώ, ευχαριστώ, σε Πλούτ.
ἐν-αρμόνιος, -ον (ἁρμονία), σύμφωνος, αρμονικός, ταιριαστός, σε
Λουκ.
ἐναρμόττω, βλ. ἐναρμόζω.
ἔνᾰρον, τό, ενικ. του ἔναρα, σε αχρησ.
ἐν-αρφόρος, -ον, συγκοπτ. αντί ἐναρηφόρος, σε Ησίοδ.
ἐν-άρχομαι, μέλ. -ξομαι· αποθ., λέγεται για θυσίες, ξεκινώ μια
προσφορά, αρχίζω θυσία, προσφορά, παίρνοντας το κριθάρι (οὐλοχύται)
από το καλάθι (κανοῦν), σε Ευρ.· παρακ. με Παθ. σημασία, στον ίδ.
ἐν-ασκέω, μέλ. -ήσω, ασκώ, εξασκώ, εκπαιδεύω ή γυμνάζω σε κάτι,
σε Πλούτ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., εξασκούμαι, γυμνάζομαι σε, σε Λουκ.
ἐν-ασπῐδόομαι (ἀσπίς), Παθ., περιβάλλομαι, οπλίζομαι με ασπίδα,
σε Αριστοφ.
ἔνασσα, αόρ. αʹ του ναίω II.
ἐν-ασχημονέω, συμπεριφέρομαι με απρέπεια σε, σε Πλούτ.
ἐνᾰταῖος, -α, -ον (ἔνατος), αυτός που ανήκει στην ένατη μέρα, σε
Θουκ.
ἔνᾰτος, Ιων. και Επικ. εἴνατος, -η, -ον (ἐννέα),· I. ένατος, Λατ.
nonus, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. II. σε πληθ. = ἐννέα, σε Ανθ.
ἐν-αυλᾰκο-φοῑτις, ἡ (αὖλαξ, φοιτάω), αυτή που περιπλανιέται
στους αγρούς ή στα χωράφια, σε Ανθ.
ἐναύλειον, τό, = ἔναυλος (Α) II.
251

ἐν-αυλίζω, μέλ. -σω, I. αμτβ., διαμένω ή κατοικώ σε ένα μέρος, σε


Σοφ. II. Αποθ., ἐναυλίζομαι, διαμένω, καταλύω σε ένα μέρος κατά τη
διάρκεια της νύχτας, διανυκτερεύω, δημιουργώ καταυλισμό, σε Ηρόδ.,
Θουκ., Ξεν. κ.λπ.
ἐναυλιστήριος, -ον, κατοικήσιμος, σε Ανθ.
ἔν-αυλον, τό (αὐλή), κατοικία, σπίτι, σε Ανθ.
ἔναυλος, ὁ (Α), ως ουσ.: I. (αὐλός), ο ρους του ποταμού, χείμαρρος,
βουνίσιο ποτάμι, σε Ομήρ. Ιλ. II. (αὐλή), στον πληθ., κατοικίες, λημέρια,
στέκια, τα ενδιαιτήματα των θεών της υπαίθρου, σε Ησίοδ., Ευρ.
ἔναυλος, -ον (Β), επίθ.: I.( αὐλός), αυτός που βρίσκεται πάνω στον
αυλό· μεταφ., λόγοι ἔν., λόγια που αντηχούν στα αυτιά κάποιου όπως ο
ήχος αυλού, σε Πλάτ.· απ' όπου, ο ζωηρά εντυπωμένος στη μνήμη, σε
Αισχίν. II. (αὐλή), αυτός που κατοικεί στην αυλή, κατοικίδιος, σε Ευρ.·
αυτός που βρίσκεται μέσα στη σπηλιά, στο άντρο, στο λημέρι, σε Σοφ.
ἐν-αυξάνω, μέλ. -αυξήσω, αυξάνω, μεγαλώνω, σε Ξεν.
ἔναυρος, -ον (αὔρα), αυτός που είναι εκτεθειμένος στον αέρα, σε
Θεόφρ.
ἔναυσις, ἡ, άναμμα, πυρπόληση, σε Πλούτ.
ἔναυσμα, -ατος, τό (ἐναύω), σπίθα, υπόλειμμα, λείψανο,
απομεινάρι φωτιάς, σε Πλούτ.
ἐν-αυχένιος, -ον ή -η, -ον (αὐχήν), αυτός που βρίσκεται γύρω απ'
τον αυχένα, σε Ανθ.
ἐν-αύω, παρατ. ἔναυον, αόρ. αʹ ἔναυσα· ανάβω, ἐν. πῦρ τινι, ανάβω
φωτιά σε κάποιον, τον κάνω να πιάσει φωτιά, σε Ξεν. — Μέσ., πῦρ
ἐναύεσθαι, παίρνω φωτιά, σε Πλούτ.
ἐν-αφάπτω, Ιων. ἐναπ-, στερεώνω κάτι γερά πάνω σε κάτι άλλο,
προσδένω, σε Ηρόδ.
ἐν-αφίημι, μέλ. -αφήσω, αφήνω κάτι να πέσει μέσα, σε Ηρόδ.
ἔν-δαις, -αιδος ή ἔν-δᾳς, -ᾳδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αναμμένο
δαυλό, σε Αισχύλ.
ἐν-δαίω, ανάβω μέσα — Μέσ., καίγομαι ή λάμπω από μέσα, σε
Ομήρ. Οδ.
ἐν-δάκνω, μέλ. δήξομαι, αόρ. βʹ ἐδάκον [ᾰ],· δαγκώνω, μπήγω τα
δόντια μου, ἐνδ. στόμια γνάθοις, περνώ το χαλινάρι ανάμεσα στα δόντια,
σφίγγω το χαλινάρι, λέγεται για αφηνιασμένα άλογα, σε Ευρ.
ἐν-δακρύω, μέλ. -σω, χύνω δάκρυα, θρηνολογώ· ἐνδ. ὄμμασι,
πλημμυρίζω τα μάτια με δάκρυα, δακρύζω, κλαίω, σε Αισχύλ.
ἐνδᾱμέω, ἐνδᾱμία, Δωρ. αντί ἐνδημ-.
ἐνδάπιος, -α, -ον (ἔνδον), ιθαγενής, ντόπιος, εγχώριος, σε Μόσχ.
ἐν-δᾰτέομαι, 1. Αποθ., διαιρώ, χωρίζω, δὶς τοὔνομ' ἐνδατούμενος,
αυτός που διαιρεί το όνομα του Πολυνείκη (σε πολύκαι νεῖκος), σε
Αισχύλ.· ἐνδ. λόγους ὀνειδιστῆρας, αυτός που διανέμει ή διασκορπίζει,
εξαπολύει κατηγορίες ή μομφές, αυτός που δυσφημεί, σε Ευρ. 2. με αιτ.
252

του αντικ., και με αρνητική σημασία, μέμφομαι, κατηγορώ, βρίζω,


βλασφημώ, ή με θετική σημασία, εγκωμιάζω, υμνώ, επαινώ, σε Σοφ.
ἐνδέδμημαι, Παθ. παρακ. του ἐνδέμω.
ἐνδεής, -ές, ουδ. πληθ. ἐνδεᾶ (ἐνδέω)· 1. αυτός που έχει ανάγκη ενός
πράγματος, ανεπαρκής, ελλιπής, σε Ηρόδ., Αττ. 2. α) απόλ., φτωχός,
στερημένος, άπορος, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ. β) αυτός που λείπει, ελλιπής,
ανεπαρκής, κυρίως σε συγκρ., Ηρόδ., Θουκ.· τινι, ως προς κάτι, στον ίδ.·
τὸ ἐνδεές, έλλειψη, στέρηση, ανεπάρκεια, ανάγκη, στον ίδ. 3.
υποδεέστερος, κατώτερός, με γεν., σε Ξεν.· τῆς δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι, να
πράξεις, να ενεργήσεις λιγότερο από την πραγματική σου δύναμη, σε
Θουκ.· τούτου ἐνδεᾶ ἐφαίνετο (ενν. τὰ πράγματα), η δύναμη τους ήταν
άνιση ως προς τον σκοπό, στον ίδ. 4. ανεπαρκής, στον ίδ.· επίρρ. ἐνδεῶς,
ελλειπτικά, ανεπαρκώς, σε Πλάτ.· μὴ ἐνδεῶς γνῶναι, κρίνω, γνωμοδοτώ
επαρκώς ή πλήρως, σε Θουκ.
ἔνδεια, ἡ (ἐνδεής),· 1. στέρηση, ανάγκη, έλλειψη, σε Θουκ. κ.λπ. 2.
ανεπάρκεια, ανάγκη, σε Πλάτ. 3. έλλειψη πόρων ζωής, απορία, πενία,
φτώχεια, ένδεια, Λατ. egestas, στον ίδ., Δημ.
ἔνδειγμα, -ατος, τό, απόδειξη, τεκμήριο, ένδειξη, σε Δημ.
ἐνδείκνῡμι ή -ύω, μέλ. -δείξω, I. 1. δείχνω, υποδεικνύω, Λατ.
indicare, σε Σοφ. κ.λπ. 2. ως Αττ. δικανικός όρος, καταγγέλλω, ελέγχω, σε
Πλάτ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Πλούτ.· σε Παθ., ἐνδεδειγμένος, σε Πλάτ.·
ἐνδειχθέντα δεκάζειν, αυτός που έχει καταγγελθεί για δωροδοκία, σε Δημ.
II. 1. Μέσ., φαίνομαι, φανερώνομαι, Πηλεΐδῃ ἐνδείξομαι, θα παρουσιαστώ
στον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐνδείκνυσθαι τὴν γνώμην, σε Ηρόδ. 2. με μτχ.,
δείχνω, παρουσιάζω αποδείξεις ότι κάνω κάτι, αποδεικνύω, σε Ευρ. κ.λπ.
3. με αιτ. πράγμ., επιδεικνύω, παρουσιάζω, Λατ. prae se ferre, σε Αισχύλ.,
Θουκ. 4. ἐνδείκνυσθαί τινι, δείχνω προθυμία προς κάποιον, προσπαθώ να
προσελκύσω την εύνοιά του, είμαι φιλοφρονητικός επιδιώκοντας την
εύνοια αυτού που δέχεται τις περιποιήσεις μου, σε Δημ., Αισχίν.
ἔνδειξις, -εως, ἡ, I. επισήμανση, υπόδειξη, ως Αττ. δικανικός όρος,
υποβολή καταγγελίας εναντίον κάποιου που αποκλείστηκε από δημόσια
αξιώματα για τα οποία κρίθηκε από νομικής πλευράς ακατάλληλος, σε
Δημ. κ.λπ. II. επίδειξη καλής θέλησης, σε Αισχίν.
ἕν-δεκα, οἱ, αἱ, τά, I. άκλιτο, έντεκα, Λατ. undecim, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. στην Αθήνα, οἱ ἕνδεκα, οι Έντεκα Αστυνόμοι, που ήταν προϊστάμενοι
των φυλακών και υπεύθυνοι για την επιβολή ποινής στους εγκληματίες, σε
Αριστοφ., κ.λπ.
ἑνδεκά-πηχυς, -υ, γεν. -εος, αυτός που έχει έντεκα πήχεις μήκος
(περίπου πέντε μέτρα), σε Ομήρ. Ιλ.
ἑνδεκάς, -άδος, ἡ, ο αριθμός έντεκα, εντεκάδα, σε Πλάτ.
ἑνδεκαταῖος, -α, -ον, αυτός που διεξάγεται την ενδέκατη μέρα, σε
Θουκ.
253

ἑνδέκᾰτος, -η, -ον, ενδέκατος, αυτός που έχει ενδέκατη σειρά, σε


Όμηρ. κ.λπ.
ἐνδέκομαι, Ιων. αντί ἐνδέχομαι.
ἐνδελεχής, -ές, συνεχής, ασταμάτητος, διαρκής, σε Πλάτ. κ.λπ.·
επίρρ. -χῶς, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
ἐν-δέμω, μέλ. -δεμῶ, I. εντοιχίζω, χτίζω, σφραγίζω με χτίσιμο, σε
Ηρόδ. II. χτίζω, ανεγείρω, οικοδομώ μέσα σε κάποιον τόπο, σε Θεόκρ.
ἐν-δεξιόομαι, αποθ., πιάνω στο δεξί χέρι, σε Ευρ.
ἐνδέξιος, -α, -ον, I. 1. αυτός που βρίσκεται στα δεξιά, από τα
αριστερά προς τα δεξιά· ουδ. πληθ. ως επίρρ., θεοῖς ἐνδέξια ᾠνοχόει,
γέμισε τα ποτήρια των θεών από τα αριστερά προς τα δεξιά, σε Ομήρ. Ιλ.·
η αντίθετη διαδικασία αποφεύγονταν ως μη αίσια, απ' όπου, ἐνδέξια
σήματα, αίσιοι οιωνοί, στο ίδ. 2. δεξιός, στα δεξιά, σε Ευρ. II. έξυπνος,
έμπειρος, ειδικός, επιδέξιος, επιτήδειος, σε Ομηρ. Ύμν.
ἔν-δετος, -ον, δεμένος, δέσμιος, καθηλωμένος, τινι, σε Ανθ.
ἐν-δέχομαι, Ιων. -δέκομαι, μέλ. -ξομαι, παρακ. δέδεγμαι· I. Αποθ.,
παίρνω την ευθύνη, αναλαμβάνω την πρωτοβουλία, «παίρνω πάνω μου»,
Λατ. suscipere, σε Ηρόδ. II. 1. αποδέχομαι, παραδέχομαι, επικροτώ,
επιδοκιμάζω, Λατ. accipere, στον ίδ., σε Θουκ. 2. ακούω, αφουγκράζομαι
κάτι, πιστεύω, σε Ηρόδ.· απόλ., δίνω ακρόαση, προσέχω, σε Ευρ. III. 1.
λέγεται για πράγματα, δέχομαι, επιτρέπω, σε Θουκ., Πλάτ.· με απαρ.,
οὐκἐνδέχεται μελετᾶσθαι, δεν επιδέχεται εξάσκηση, σε Θουκ. 2. απόλ.,
αυτό που είναι δυνατό, πιθανό, ἐνδέχεται, στον ίδ.· κυρίως σε μτχ.,
ἐνδεχόμενος, -η, -ον, πιθανός, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων, με όλους τους δυνατούς
τρόπους, με όλα τα δυνατά μέσα, σε Ξεν.· ἐνδέχεται, απρόσ., είναι
ενδεχόμενο, είναι πιθανή, δυνατό, με αιτ. και απαρ., σε Θουκ. κ.λπ.
ἐνδεχομένως, επίρρ. του προηγ., όσο είναι πιθανόν, παρά Δημ.
ἐν-δέω (Α), μέλ. -δήσω, I. δένω πάνω ή προς, προσδένω, τι ἔν τινι,
σε Ομήρ. Οδ.· τί τινι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ομοίως σε Μέσ., ἐνεδήσατο
δεσμῷ, τους έδεσε γερά, σε Θεόκρ.· ἐνδησάμενος, έχοντάς το
συσκευασμένο, σε Αριστοφ. — Παθ., ἱρὰἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ, σε Ηρόδ.·
ἐνδεθῆναι εἰς σῶμα ή ἐν τῷ σώματι, σε Πλάτ. II. μεταφ., Ζεύς με ἄτῃ
ἐνέδησε, με συνέδεσε, με ενέπλεξε σε αυτήν, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ.,
ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις κ.λπ., σε Ηρόδ.· ἐνδεδέσθαι τὴν ἀρχήν, έχοντας
εξασφαλισμένη τη διακυβέρνηση, στον ίδ. — Μέσ., δεσμεύομαι, σε Ευρ.
ἐν-δέω (Β), μέλ. -δεήσω, 1. έχω έλλειψη ενός πράγματος,
στερούμαι, χρειάζομαι κάτι, με γεν., σε Ευρ., Πλάτ.· με απαρ., τίνος
ἐνδέομεν μὴ οὐ χωρεῖν; τί μας λείπει για να προχωρήσουμε; σε Ευρ.·
ομοίως σε Μέσ., σε Ξεν.· και σε Παθ., στρωμάτων ἐνδεηθέντες, στον ίδ. 2.
λέγεται για πράγματα, είμαι ανεπαρκής, ελλιπής, σε Ηρόδ.· απρόσ., ἐνδεῖ,
υπάρχει ανάγκη, χρεία ή ανεπάρκεια, έλλειψη, με γεν. πράγμ., σε Πλάτ.,
Ξεν.
ἐνδεῶς, επίρρ. του ἐνδεής, βλ. αυτ.
254

ἔν-δηλος, -ον, = δῆλος· I. 1. φανερός, εμφανής, προφανής, σαφής,


καταφανής, ολοφάνερος, σε Σοφ., Θουκ. 2. λέγεται για πρόσωπα, εμφανής,
ορατός, αυτός που έχει αποκαλυφθεί, ανακαλυφθεί, γνωστός, πασίδηλος,
οφθαλμοφανής, σε Αριστοφ., Θουκ. II. επίρρ. -λως, υπερθ. -ότατα, στον
ίδ.
ἐν-δημέω, Δωρ. -δᾱμέω, μένω, διαμένω στον τόπο μου, στην
πατρίδα μου, σε Λυσ.
ἔν-δημος, -ον, I. αυτός που διαμένει στην πατρίδα του, εγχώριος,
ντόπιος, ενδημικός, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ἐνδημότατος, αυτός που διαμένει, που
ζει ως επί το πλείστον στην πατρίδα του, σε Θουκ. II. αυτός που ανήκει
στο λαό, στο δήμο, αυτός που ανήκει στην πόλη, εθνικός, στον ίδ.
ἐνδιάασκον, Επικ. παρατ. του ἐνδιάω.
ἐν-διαβάλλω, συκοφαντώ, διαβάλλω, κακολογώ, δυσφημώ, σε
Λουκ.
ἐνδῐάζω, (ἔνδιος I), κοιμάμαι το μεσημέρι, σε Πλούτ.
ἐν-διαθρύπτομαι, Παθ., κάνω νάζια, αστειεύομαι, χωρατεύω, τινί,
σε Θεόκρ.
ἐν-δῐαιτάομαι, Ιων. -έομαι, αποθ., κατοικώ ή διαμένω σε κάποιον
τόπο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
ἐν-διατάσσω, μέλ. -ξω, παρατάσσω ένα στράτευμα, το τοποθετώ σε
στρατιωτική παράταξη, σε Ηρόδ.
ἐν-διατρίβω[ῐ], μέλ. -ψω, I. δαπανώ ή καταναλώνω χρόνο για να
κάνω κάτι, χρόνον, σε Αριστοφ., Θουκ. II. 1. απόλ., (ενν. χρόνον), περνώ
τον καιρό μου, παραμένω σε ένα μέρος, σε Δημ. 2. σπαταλώ χρόνο
μένοντας σε ένα μέρος, αργοπορώ, καθυστερώ, χρονοτριβώ, σε Θουκ.,
Πλάτ. 3. καταγίνομαι στην άσκηση ενός πράγματος, ενασχολούμαι,
απασχολούμαι, ἔν τινι, σε Ξεν.· απόλ., επιμένω σε κάποιο σημείο (του
λόγου), μακρηγορώ, σε Αισχίν.
ἐνδιατριπτέον, ρημ. επίθ., το θέμα με το οποίο πρέπει να ασχοληθεί
κάποιος, τινί, σε Λουκ.
ἐνδῐάω, Επικ. παρατ. ἐνδιάασκον (ἔνδιος)· I. μένω στην ύπαιθρο·
γενικά, παρατείνω τη διαμονή μου ή συχνάζω σε ένα μέρος, κατοικώ, με
δοτ., σε Ανθ.· στη Μέσ., σε Ομηρ. Ύμν. II. μτβ., ποιμένες μῆλα
ἐνδιάασκον, οι βοσκοί οδηγούσαν τα κοπάδια τους στην εξοχή, σε Θεόκρ.
ἐν-δῐδύσκω, φορώ σε κάποιον κάτι, τινά τι, σε Κ.Δ. — Μέσ.,
ντύνομαι, φορώ πάνω μου, στο ίδ.
ἐν-δίδωμι, μέλ. -δώσω, παραχωρώ, παραδίδω, ενδίδω, υποχωρώ· I.
δίνω στα χέρια κάποιου, παραδίδω, εγχειρίζω, τινα ή τί τινι, σε Ευρ. κ.λπ.·
μία πόλη, ιδίως με προδοσία, σε Θουκ., Ξεν. II. όπως το Λατ. praebere,
παρέχω, δανείζω, δίνω, χορηγώ, ἐνδιδόναι τινὶχερὸς στηρίγματα, δίνω σε
κάποιον ένα χέρι (=βοήθεια), σε Ευρ.· ἐνδ. λαβήν τινι, προσφέρω (σε
αντίπαλο) το πρόσχημα ή την ευκαιρία, σε Αριστοφ.· προξενώ, προκαλώ,
σε Θουκ. III. δείχνω, εκθέτω, παρουσιάζω, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. IV.
255

επιτρέπω, παραχωρώ, ενδίδω, σε Ευρ., Θουκ.V. αμτβ., υποχωρώ,


επιτρέπω, δίνω την άδεια, σε Ηρόδ.· ενδίδω, υποχωρώ, χάνω έδαφος,
υποκύπτω, σε Θουκ.· ἐνδ. τινι, υποτάσσομαι, παραδίδομαι σε, στο ίδ.
ἐν-διημερεύω, περνώ τη μέρα σε άνα μέρος, σε Θεόφρ.
ἐνδίημι, κυνηγώ, καταδιώκω· γʹ πληθ. παρατ. ἐνδίεσαν, Επικ. αντί
ἐνεδίεσαν, σε Ομήρ. Ιλ.
ἔν-δῐκος, -ον (δίκη),· I. λέγεται για πράγματα, σύμφωνος προς το
δίκαιο, δίκαιος, ορθός, σωστός, αληθής, νόμιμος, σε Τραγ.· τὸ μὴ 'νδικον
= τὸ ἄδικον, σε Σοφ.· μὴ λέγων γε τοὔνδικον, αυτός που δεν λέει την
αλήθεια ή το δίκαιο, στον ίδ. II. λέγεται για πρόσωπα, δίκαιος, ορθός,
σωστός, έντιμος, ευθύς, σε Αισχύλ. κ.λπ.· τίς ἐνδικώτερος; ποιος έχει
περισσότερο, μεγαλύτερο δίκιο ή ισχυρότερη λογική; στον ίδ. III. επίρρ. -
κως, 1. δίκαια, με δικαιοσύνη, έντιμα, ειλικρινά, αμερόληπτα, ορθά,
σωστά, στον ίδ. 2. αληθινά, όντως, πραγματικά, σε Ευρ. 3. δίκαια, φυσικά,
δικαίως, σε Τραγ.
ἔνδῑνα, τά (ἔνδον), εντόσθια, μέρη του σώματος που περιβάλλονται
από οπλισμό, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐν-δῑνέω, μέλ. -ήσω, περιστρέφω, στριφογυρίζω μέσα, τριγυρίζω,
περιηγούμαι, ἐνδινεῦντι, Δωρ. αντί ἐνδινοῦσι, σε Θεόκρ.
ἔν-δῑος, -ον (ἐν, Διός, πρβλ. Λατ. sub divo)· I. μεσημεριανός,
μεσημβρινός, μεσημεριάτικος, σε Όμηρ., Θεόκρ. II. ἔνδῐος, αυτός που
βρίσκεται στην εξοχή, υπαίθριος, σε Ανθ.· ουδ. ἔνδῐον, κατοικία, τόπος
διαμονής, στον ίδ.
ἐν-δίφριος, -ον (δίφρος), αυτός που κάθεται στο ίδιο τραπέζι με
κάποιον άλλο, ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας, με δοτ., σε Ξεν.
ἔνδοθεν (ἔνδον), επίρρ., εκ των έσω, από μέσα προς τα έξω, Λατ.
intrinsecus, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. κ.λπ.· I. 1. με γεν., ἔνδοθεν στέγης, από
το εσωτερικό μέρος της σκηνής, σε Σοφ. 2. όπως το οἴκοθεν, από μόνο του,
με την ίδια την ενέργεια κάποιου από μόνη της, σε Αισχύλ. II. 1. εντός, με
γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. 2. απόλ., σε Ηρόδ.· οἱ ἔνδοθεν, οι υπηρέτες, οι
οικιακοί, οι σπιτικοί δούλοι, σε Αριστοφ.· ή άνθρωποι μέσα σε μία πόλη,
πολίτες, ντόπιοι, σε Θουκ.
ἔνδοθι (ἔνδον), 1. επίρρ., εντός, μέσα, στην πατρίδα, Λατ. intus, σε
Όμηρ. 2. με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
ἔνδοι, Αιολ. και Δωρ. αντί ἔνδοθι, σε Θεόκρ.
ἐνδοιάζω, = ἐν δοιῇ εἰμι, βρίσκομαι σε αμφιβολία, έχω ενδοιασμούς
ως προς το πώς να κάνω κάτι, αμφιβάλλω, αμφιταλαντεύομαι, με απαρ.,
σε Θουκ.· απόλ., οἱ ἐνδοιάζοντες, οι αναποφάσιστοι, στον ίδ. — Παθ.,
είμαι αντικείμενο αμφιβολίας ή αμφιλογίας, σημείο αντιλεγόμενο,
ἐνδοιασθῆναι, στον ίδ.
ἐνδοιάσιμος, -ον, αμφίβολος, αβέβαιος, σε Λουκ.
ἐνδοιαστός, -ή, -όν, αμφίβολος, αβέβαιος, διστακτικός,
αναποφάσιστος· επίρρ. -τῶς, με δισταγμό, προθύμως, σε Ηρόδ., Θουκ.
256

ἐνδόμησις, -εως, ἡ (ἐν, δόμος), οικοδόμηση, κτίσιμο, ανέγερση, σε


Κ.Δ.
ἐνδό-μῠχος, -ον, αυτός που βρίσκεται στο εσώτατο μέρος μίας
κατοικίας, εσωτερικός, εσώτατος, αυτός που ενεδρεύει, παραμονεύει
μέσα, κρυψίνους, σε Σοφ.
ἔνδον, 1. επίρρ. (ἐν), εντός, μέσα, κατ' οίκον, εσωτερικά, στο σπίτι,
στην πατρίδα, Λατ. intus, σε Όμηρ. κ.λπ.· τἄνδον ως επίρρ., ενδόμυχα,
εσώψυχα, σε Ευρ.· οἱ ἔνδον, εκείνοι που βρίσκονται μέσα στην οικία, η
οικογένεια, οι οικιακοί βοηθοί, σε Σοφ.· τὰ ἔνδον, οικογενειακές
υποθέσεις, εσωτερικές υποθέσεις του σπιτιού, στον ίδ. 2. με γεν., Διὸς
ἔνδον, στον οίκο του Δία, σε Ομήρ. Ιλ.· σκηνῆς ἔνδον, σε Σοφ.· φρενῶν
ἔνδον, μέσα στο μυαλό κάποιου, σε Ευρ.
ἔν-δοξος, -ον (δόξα),· 1. αυτός που δοξάζεται ή τιμάται,
δοξασμένος, ένδοξος, αυτός που έχει υψηλή φήμη, φημισμένος,
ξακουστός, σε Ξεν., Πλάτ. 2. λέγεται για πράγματα, αξιόλογος,
αξιοσημείωτος, εξαιρετικός, περίφημος, σε Αισχίν.· επίρρ. -ξως, από όπου
υπερθ., ἐνδοξότατα, σε Δημ.
ἐνδοτέρω, επίρρ. συγκρ. του ἔνδον, ολότελα μέσα, πιο μέσα, σε
Πλούτ.
ἐν-δουπέω, μέλ. -ήσω, πέφτω μέσα κάνοντας γδούπο, καταρρέω
κάνοντας βαρύ κρότο, σε Ομήρ. Οδ.
ἐν-δρομίς, -ίδος, ἡ (δρόμος),· I. ψηλό παπούτσι, που φορούσε η
Άρτεμη, σε Ανθ. II. βαρύ πανωφόρι που φοριόταν από τους ιδρωμένους
δρομείς μετά τον αγώνα, σε Juven.
ἔν-δροσος, -ον, δροσερός, δροσισμένος, ψιχαλισμένος, υγρός,
νοτισμένος, σε Αισχύλ.
ἔν-δρῠον, τό (δρῦς), δρύϊνη σφήνα, πάσσαλος ή ξύλινη σφήνα με
την οποία συνδεόταν ο ζυγός με το άροτρο (ἱστοβοεύς), σε Ησίοδ.
ἐν-δῠκέως (ἐν, δοκέω), επίρρ., επιμελώς, με προσοχή, με
φιλοπονία, με εργατικότητα, με ζήλο, σε Όμηρ.
ἔνδῠμα, -ατος, τό (ἐνδύω), ένδυμα, ρούχο, ιμάτιο, σε Κ.Δ., Πλούτ.
ἐνδῠνᾰμόω, μέλ. -ώσω (δύναμις), ενισχύω, ενδυναμώνω, σε Κ.Δ.
ἐν-δῠναστεύω, μέλ. -σω, I. ασκώ εξουσία πάνω ή ανάμεσα σε
ανθρώπους, με δοτ., σε Αισχύλ. II. κατορθώνω μέσα από το αξίωμά μου,
μέσα από την εξουσία μου, με τη δύναμή μου, σε Ξεν.
ἐνδύνω[ῡ], βλ. ἐνδύω.
ἔνδῠσις, -εως, ἡ (ἐνδύομαι), ενδυμασία, ένδυμα, ντύσιμο,
ρουχισμός, σε Κ.Δ.
ἐν-δυστῠχέω, μέλ. -ήσω, είμαι άτυχος σε ή με κάτι, δεν πετυχαίνω,
αποτυγχαίνω, με δοτ., σε Ευρ.
ἐνδῠτήρ, -ῆρος, ὁ, αυτός που φοριέται, σε Σοφ.
ἐνδῠτός, -όν, I. 1. αυτός που φοριέται από κάποιον, σε Αισχύλ.,
Ευρ. 2. ἐνδυτόν (ενν. ἔσθημα), τό, ένδυμα, ρούχο, φόρεμα, στον ίδ.· μεταφ.,
257

ἐνδ.σαρκός, δηλ. το δέρμα κάποιου, στον ίδ. II. ντυμένος, καλυμμένος με,
στέμμασιν, στον ίδ.
ἐν-δύω και -δύνω[ῡ], με Μέσ. ἐνδύομαι, μέλ. -δύσομαι, αόρ. αʹ -
ενεδυσάμην και Ενεργ. αόρ. βʹ -έδυν· I. με αιτ., μπαίνω, εισέρχομαι· 1.
λέγεται για ρούχα, φορώ, ντύνω, Λατ. induere sibi, ἔνδυνε χιτῶνα, σε
Ομήρ. Ιλ.· πέπλον, σε Σοφ.· ομοίως και σε Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.·
παρακ. ἐνδεδύκα, φορώ χιτώνες, κιθῶνας, σε Ηρόδ.· μεταφ., υποκρίνομαι,
κοροϊδεύω, παίρνω το ύφος κάποιου, προσλαμβάνω την έκφραση του, τον
υποδύομαι, σε Κ.Δ. 2. εισέρχομαι, εισχωρώ, εισδύω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.
κ.λπ.· επίσης, ἐνδ. εἰς..., σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης με δοτ., σε Ξεν.· απόλ.,
διεισδύω, εισέρχομαι, μπαίνω, σε Ηρόδ. II. 1. Μτβ. σε ενεστ. ἐνδύω, μέλ.
-δύσω, αόρ. αʹ -έδυσα· Λατ. induere alicui, ντύνω κάποιον άλλο, καλύπτω,
περιβάλλω, σκεπάζω με ρούχα, με διπλή αιτ., σε Ξεν. 2. ντύνω, τινά, σε
Ηρόδ.
ἐνέβᾰλον, αόρ. βʹ του ἐμβάλλω.
ἐνέγκαι, ἐνεγκεῖν, απαρ. αορ. αʹ και βʹ του φέρω.
ἐνεγύησα, ανώμ. αόρ. του ἐγγυάω.
ἐνέδρα, ἡ, καρτέρι, ενέδρα, παραφύλαξη· 1. στήσιμο ενέδρας,
παγίδα, σε Θουκ., Ξεν. 2. αυτοί που ενεδρεύουν, που παραμονεύουν, στον
ίδ.
ἐνεδρεύω, παρατ. ἐνήδρευον, μέλ. ἐνεδρεύσω, αόρ. αʹ ἐνήδρευσα·
στήνω ενέδρα, καρτέρι, παραμονεύω, παραφυλάω, Λατ. insidiari, τινά, σε
Δημ. 1. Παθ., συλλαμβάνομαι σε μία ενέδρα, παγιδεύομαι, σε Ξεν. 2.
απόλ., στήνω ή οργανώνω ενέδρα, επιβουλεύομαι, σε Θουκ., Ξεν.· ομοίως
και στη Μέσ., στον ίδ. — Παθ., βρίσκομαι σε ενέδρα, στον ίδ.
ἔν-εδρος, -ον (ἕδρα), ένοικος, συγκάτοικος, κάτοικος, τρόφιμος, σε
Σοφ.
ἐνέδυν, αόρ. βʹ του ἐνδύω.
ἐν-έζομαι, μέλ. -εδοῦμαι· αποθ., έχω την έδρα μου, την κατοικία μου
σε ένα μέρος, με αιτ., σε Αισχύλ.
ἐνέηκα, Επικ. αντί ἐνῆκα, αόρ. αʹ του ἐνίημι.
ἐνέην, Επικ. αντί ἐνῆν, παρατ. του ἔνειμι (εἰμί sum).
ἐνεῖδον, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση με το ἐνοράω να χρησιμ.
αντί αυτού· παρατηρώ κάτι, τι ἔν τινι, σε Θουκ.· τί τινι, σε Ξεν.· απόλ.,
παρατηρώ, διακρίνω, βλέπω μέσα από, σε Σοφ.
ἐν-ειδο-φορέω, λέγεται για γλύπτη ή αγαλματοποιό, δίνω μορφή σε
κάτι, σε Ανθ.
ἔνεικα, Επικ. αντί ἤνεγκα, Επικ. προστ. ἔνεικε, απαρ. -έμεν, αόρ. αʹ
του φέρω.
ἐνείκεον, Ιων. παρατ. του νεικέω.
ἐν-ειλέω, μέλ. —ήσω = ἐνείλλω, περιτυλίγω μέσα· μεταφ. σε Παθ.,
συμπλέκομαι, εμπλέκομαι, συγκρούομαι, τοῖς πολεμίοις, σε Πλούτ.
ἐνειλίσσω, Ιων. αντί ἐνελίσσω.
258

ἐν-είλλω, τυλίγω, περιτυλίγω μέσα σε κάτι, με δοτ., σε Θουκ.


ἔνειμεν, I. Επικ. αντί ἐνέσμεν, αʹ πληθ. του ἔνειμι (εἰμί, sum) αλλά,
II.ἔνειμεν, γʹ ενικ. αόρ. αʹ του νέμω.
ἔν-ειμι (εἰμί, sum), μέλ. -έσομαι· I. 1. υπάρχω, βρίσκομαι σε ένα
μέρος, με δοτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. πληθ., βρίσκομαι αναμεταξύ,
ανάμεσα, σε Ηρόδ. 2. απόλ., ενυπάρχω, είμαι σε αφθονία, σε Ομήρ. Οδ.
κ.λπ.· σίτου οὐκ ἐνόντος, καθώς δεν υπήρχε καθόλου σιτάρι εκεί, σε Θουκ.·
ἱερῶν τῶν ἐνόντων, τα ιερά που υπήρχαν εκεί, στο μέρος εκείνο, στον ίδ.
II. 1. είμαι δυνατός να γίνω, σε Τραγ. κ.λπ. 2. απρόσ., με δοτ. προσ. και
απαρ., αυτό που είναι μέσα στην εξουσία κάποιου, αυτό που είναι δυνατό
ή επιτρέπεται, σε Σοφ. κ.λπ. 3. ουδ. μτχ., ἐνόν, απόλ., αυτό που υπάρχει,
σε Λουκ. 4. τὰ ἐνόντα, όσα είναι δυνατά ή πιθανά, σε Δημ.
ἐν-είρω, περνώ κορδόνι σε κάτι, κρεμώ σε σχοινί, αρμαθιάζω, σε
Παθ., Ηρόδ.
ἐν-είς, μτχ. αορ. βʹ του ἐνίημι.
ἕνεκα ή -κεν, Ιων. και ποιητ. εἵνεκα ή -κεν· I. 1. πρόθ. με γεν.,
κυρίως μετά το πτωτικό, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λόγω, χάριν, εξαιτίας, διότι,
Λατ. gratia, στον ίδ. κ.λπ. 2. σε ό,τι αφορά, ως προς, όσο για, ἐμοῦ γε ἕνεκα,
όσο εξαρτάται από εμένα, ως προς εμένα, σε Αριστοφ.· εἵνεκέν γε
χρημάτων, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. πλεοναστ., ἀμφὶ σοὔνεκα, σε Σοφ.· ὅσον ἀπὸ
βοῆς ἕνεκα, όσο μακριά πήγαινε η φωνή, σε Θουκ. II. ως σύνδ. αντί
οὕνεκα, διότι, επειδή, σε Ομηρ. Ύμν.
ἐνέκυρσα, αόρ. αʹ του ἐγκύρω.
ἐν-ελαύνω, μέλ. -ελάσω, Αττ. -ελῶ· βάζω, χώνω ή μπήγω, καρφώνω
μέσα, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
ἐν-ελίσσω, Ιων. εἰλ-, μέλ. -ξω· τυλίγω κάτι μέσα σε κάτι άλλο —
Μέσ., περιτυλίγομαι μέσα σε κάτι, σε Ηρόδ.
ἐν-εμέω, μέλ. -έσω, κάνω εμετό, ξερνώ μέσα σε, εἰς τι, σε Ηρόδ.
ἐνενήκοντα, οἱ, αἱ, τά (ἐννέα), άκλιτο, ενενήντα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
ἐνενηκοντα-ετής, -ές, ενενηντάχρονος, σε Λουκ.
ἐνένῑπε, γʹ ενικ. Επικ. αναδιπλασ. αόρ. βʹ του ἐνίπτω.
ἐνενώκα, Ιων. αντί ἐνενόηκα, παρακ. του ἐννοέω.
ἐνένωτο, Ιων. αντί ἐνενόητο, γʹ ενικ. υπερσ. του ἐννοέω.
ἐν-εορτάζω, μέλ. -σω, γιορτάζω εντός, σε Πλούτ.
ἐνεός, ή ἐννεός, -ά, -όν, άλαλος, βουβός, κωφάλαλος, σε Ξεν.
ἐν-επ-άγομαι, Μέσ., πραγματοποιώ επιδρομή, εισβάλλω, σε Αίσωπ.
ἐν-επαίχθην, Παθ. αόρ. αʹ του ἐμπαίζω.
ἐν-επιορκέω, ορκίζομαι ψευδώς σε κάποιο θεό, επιορκώ,
παραβιάζω τον όρκο μου, σε Αισχίν.
ἐνεπλάκην[ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ του ἐμπλέκω.
ἐνέπλησα, αόρ. αʹ του ἐμπίπλημι.
ἐνέπνευσα, αόρ. αʹ του ἐμπνέω.
ἐνέπρησα, αόρ. αʹ του ἐμπίμπρημι.
259

ἐνέπτῠσα, αόρ. αʹ του ἐμπτύω.


ἐνέπω, επιτετ. ἐννέπω, αόρ. βʹ ἔνισπον, προστ. ἐνίσπες και ἐνίσπε,
μέλ. ἐνισπήσω και ἐνίψω· εκτετ. τύπος του *ἔπω, εἰπεῖν· 1. λέω, διηγούμαι,
αναφέρω, αφηγούμαι, περιγράφω, σε Όμηρ., Τραγ.· απόλ., διηγούμαι,
ανακοινώνω ειδήσεις ή εξιστορώ μύθους, σε Ομήρ. Οδ. 2. απλώς μιλώ, σε
Ησίοδ., Τραγ. 3. με αιτ. και απαρ., προστάζω, παραγγέλλω, σε Σοφ. 4.
αποκαλώ, ονομάζω, ἐνν. τινὰ δοῦλον, σε Ευρ. 5. = προσεννέπω,
προσαγορεύω, προσφωνώ, τινά, σε Σοφ.
ἐν-εργάζομαι, μέλ. -σομαι, 1. Αποθ., προξενώ ή παράγω, με δοτ., σε
Ξεν. κ.λπ.· αόρ. αʹ ἐνειργάσθην με Παθ. σημασία, τοποθετήθηκε μέσα,
στον ίδ. 2. δουλεύω, εργάζομαι με μισθό σε κάποιο μέρος, σε Ηρόδ.· ἐνεργ.
τῇ οὐσίᾳ, εμπορεύομαι την ιδιοκτησία μου, σε Δημ.
ἐνέργεια, ἡ, δραστηριότητα, δράση, πράξη, ενέργεια, σε Αριστ.
ἐνεργέω, μέλ. -ήσω, πράττω, επιχειρώ, ενεργώ, παράγω, εκτελώ, σε
Αριστ.· ομοίως σε Μέσ., σε Κ.Δ.
ἐνεργής, -ές, = ἐνεργός, λέγεται για χώρα, παραγωγικός,
καρποφόρος, εύφορος, σε Πλούτ.
ἐνεργο-λᾰβέω, μέλ. -ήσω, κερδίζω, εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι
από κάτι, σε Αισχίν.
ἐν-εργός, -όν (ἔργον),· I. αυτός που εργάζεται, εργαζόμενος,
ενεργός, δραστήριος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για στρατιώτες ή πλοία,
αποτελεσματικός, κατάλληλος, ικανός για υπηρεσία, σε Θουκ., Ξεν. II.
λέγεται για χώρα, αποδοτική, εύφορη, παραγωγική, προσοδοφόρα, αντίθ.
προς το ἀργός, στον ίδ.· ἐν. χρήματα, κεφάλαια που αποδίδουν κέρδος,
έντοκα, σε Δημ. III. επίρρ. ἐνεργῶς, δραστήρια, σε Ξεν.
ἐν-ερείδω, μέλ. -σω, ωθώ, σπρώχνω μέσα, μπήγω, καρφώνω μέσα,
τί τινι, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., ἐνερεισάμενος πέτρᾳ γόνυ, έχοντας
τοποθετήσει γερά το γόνατό του πάνω στο βράχο, σε Θεόκρ.
ἐν-ερεύγομαι, αποθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ -ήρῠγον, ρεύομαι μέσα, με
δοτ., σε Αριστοφ.
ἐν-ερευθής, -ές, ροδαλός, κοκκινωπός, σε Λουκ.
ἔνερθε, πριν από φωνήεν -θεν, ποιητ. επίσης -νέρθε, -θεν (από το
ἐν, ἔνερ-οι, πρβλ. ὑπέρ, ὕπερθε)· I. 1. επίρρ., από κάτω, κάτωθεν, σε
Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ευρ. 2. χωρίς σημασία κίνησης, από κάτω, κάτω, σε
Όμηρ.· οἱ ἔνερθε θεοί, οι θεοί του Κάτω Κόσμου, Λατ. dii inferi, σε Ομήρ.
Ιλ. II. 1. ως πρόθ. με γεν., από κάτω, κάτω από, σε Όμηρ., Τραγ. 2.
υποκείμενος σε, αυτός που βρίσκεται κάτω από την εξουσία κάποιου, σε
Σοφ.
ἔνεροι, -ων, οἱ (ἐν), Λατ. inferi, αυτοί που βρίσκονται κάτω κάτω,
οι υποχθόνιοι, οι κάτω από τη γη, οι νεκροί, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Αισχύλ.
ἔνερσις, -εως, ἡ (ἐνείρω), εφαρμογή, συναρμολόγηση, στερέωση,
σε Θουκ.
260

ἐνέρτερος, -α, -ον, συγκρ. του ἔνεροι, κατώτερος, παρακατιανός,


υποχθόνιος, αυτός που ανήκει στον Κάτω Κόσμο, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.·
με γεν., κάτω από, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. νέρτερος.
ἔνεσαν, Επικ. αντί ἔνησαν, γʹ πληθ. παρατ. του ἔνειμι (εἰμί, sum).
ἐνεσία, Επικ. ἐννεσία, ἡ (ἐνίημι), συμβουλή, προτροπή, πρόταση,
εισήγηση, κείνης ἐνεσσίῃσι (Επικ. δοτ. πληθ.) με εισήγηση εκείνης,
κατόπιν πρότασής της, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐνέσκληκα, παρακ. του ἐνσκέλλω.
ἐνέστακται, γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του ἐνστάζω.
ἐνεστεώς, Ιων. αντί ἐνεστηκώς, μτχ. παρακ. του ἐνίστημι.
ἐνεστήρικτο, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του ἐνστηρίζω.
ἐνέτειλα, αόρ. αʹ του ἐντέλλω.
ἐνετή, ἡ (ἐνετός), καρφίτσα, πόρπη, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐνετύλιξα, αόρ. αʹ του ἐντυλίσσω.
ἐνέτῠχον, αόρ. βʹ του ἐντυγχάνω.
ἐν-ευδαιμονέω, μέλ. -ήσω, είμαι ευτυχισμένος στην ζωή μου,
ευτυχώ, ευημερώ, σε Θουκ.
ἐν-ευδοκιμέω, μέλ. -ήσω, αποκτώ δόξα μέσα απ' την ατυχία
κάποιου άλλου, σε Δημ.
ἐν-εύδω, μέλ. -ευδήσω, κοιμάμαι μέσα ή πάνω σε κάτι, με δοτ., σε
Ομήρ. Οδ.
ἐν-ευλογέομαι, Παθ., ευλογούμαι, δέχομαι την ευλογία σε κάτι, με
δοτ., σε Κ.Δ.
ἐν-εύναιος, -ον (εὐνή), αυτό πάνω στο οποίο κοιμάται κάποιος, σε
Ομήρ. Οδ.· ἐνεύναια, το έπιπλο του κρεβατιού, η κλίνη, στο ίδ.
ἐνέχεα, αόρ. αʹ του ἐγχέω· ἐν-εχευάμην, Επικ. Μέσ. αόρ. αʹ.
ἐνεχθῆναι, απαρ. Παθ. αόρ. αʹ του φέρω· ἐνέχθητι, προστ.·
ἐνεχθείην, ευκτ.· ἐνεχθῶ, υποτ.
ἐνεχθήσομαι, Παθ. μέλ. του φέρω.
ἐν-εχῠράζω, μέλ. -άσω (ἐνέχῠρον)· 1. παίρνω ως ενέχυρο από
κάποιον, τινός, σε Νόμ. παρά Δημ. 2. με αιτ. πράγμ., παίρνω κάτι ως
ενέχυρο, σε Δημ., Αισχίν. — Παθ., υπόκειμαι σε κατάσχεση, η περιουσία
μου κατάσχεται, λαμβάνεται ως ενέχυρο, σε Αριστοφ. — Μέσ., μου
παρέχεται εγγύηση, παίρνω κάτι ως ενέχυρο, στον ίδ.
ἐνεχῠρᾱσία, ἡ, παροχή περιουσίας ως ενέχυρο, εγγύηση, υποθήκη,
σε Πλάτ.
ἐνεχῠρασμός, ὁ, = ἐνεχυρασία, σε Πλούτ.
ἐν-έχῠρον, τό (ἐχυρός), υποθήκη, ασφάλεια, εγγύηση, αμανάτι, σε
Ηρόδ., Ξεν.· ἐν. τιθέναι τι, θέτω κάτι ως ενέχυρο, σε Αριστοφ.
ἐν-έχω, μέλ. -έξω ή -σχήσω, I. κρατώ κάτι μέσα μου, το φυλάω στην
ψυχή μου, χόλον ἐνέχειν τινί, οργή ή θυμός συσσωρεύεται μέσα σε κάποιον
εναντίον κάποιου άλλου, σε Ηρόδ. II. Παθ., με Μέσ. μέλ. και αόρ., 1.
κρατιέμαι, συλλαμβάνομαι, πιάνομαι, δεσμεύομαι, υποτάσσομαι,
261

εμπλέκομαι σε κάτι, με δοτ., στον ίδ., Ξεν.· μεταφ., ἐνέχεσθαι ἀπορίῃσι, σε


Ηρόδ.· ἐν κακῷ, στον ίδ.· ἐν θωύματι ἐνέσχετο, καταλήφθηκε από
θαυμασμό, στον ίδ. 2. είμαι αποκρουστικός, επιρρεπής ή υπόδουλος
κάποιου πράγματος, ζημίᾳ, αἰτίᾳ, σε Πλάτ. κ.λπ. III. αμτβ., 1. εισέρχομαι,
μπαίνω, εισχωρώ, διεισδύω, εἴς τι, σε Ξεν. 2. είμαι οργισμένος με κάποιον,
εχθρεύομαι, τινί, σε Κ.Δ.
ἐν-ζεύγνῡμι, μέλ. -ζεύξω· I. ζευγαρώνω σε κάτι, ενώνω, δένω,
εμπλέκω σε ατυχία, συμφορά, σε Αισχύλ. II. δένω σφιχτά, σε Σοφ.
ἔνη, ἕνηκαὶνέα, βλ. ἔνος, ἕνος, -η, -ον.
ἐν-ηβητήριον, τό (ἡβάω), τόπος διασκέδασης, σε Ηρόδ.
ἐνηείη, ἡ (ἐνηής), καλοσύνη, λεπτότητα, πραότητα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐνῆεν, Επικ. αντί ἐνῆν, γʹ ενικ. παρατ. του ἔνειμι (εἰμί, sum).
ἐνηής, -ές, γεν. ἐνηέος, καλός, αγαθός, ευγενής, πράος, ευγενικός,
σε Όμηρ. (Πιθ. συγγενές προς τα ἀπ-ηνής, προσ-ηνής).
ἐνήλᾰτον, τό (ἐνελαύνω), οτιδήποτε καρφώνεται, μπήγεται μέσα σε
κάτι· ως ουσ., ἐνήλατα (ενν. ξύλα), τά, τα ξύλα των σκαλοπατιών της
σκάλας που είναι τοποθετημένα στο πλάι, σε Ευρ. II. ἀξόνων ἐνήλατα, οι
σιδερένιες σφήνες, οι σιδερένιοι πάσσαλοι που είναι μπηγμένοι στον
άξονα της ρόδας, ο πείρος του τροχού, στον ίδ.
ἐνήλῐκος, -ον, αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ανδρικής
ηλικίας, αυτός που έχει ενηλικιωθεί, σε Πλούτ.
ἐνήλλαγμαι, Παθ. παρακ. του ἐναλλάσσω.
ἐνήλλου, βʹ ενικ. προστ. ενεστ. του ἐνάλλομαι.
ἐνῆμαι, κυρίως παρακ. του ἐνέζομαι, κάθομαι μέσα, σε Ομήρ. Οδ.
ἔνημμαι, Παθ. παρακ. του ἐνάπτω.
ἐνήνεγμαι, Παθ. παρακ. του φέρω.
ἐνήνοθε, γʹ ενικ. παρακ., χωρίς ενεστ. ἐνέθω σε χρήση· συναντάται
μόνο σε σύνθετα· I. ἐπενήνοθε, λέγεται για το κεφάλι του Θερσίτη, ψεδνὴ
ἐπ. λάχνη, ένα λεπτό στρώμα από αραιές τρίχες που φύτρωναν πάνω σε
αυτό, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για χλαίνη, πανωφόρι, οὐλὴ ἐπενήνοθε λάχνη,
πυκνό χνούδι που υπάρχει πάνω της στο ίδ.· με αιτ., λέγεται για αλοιφή
από αμβροσία, οἷα θεοὺς ἐπενήνοθε, όπως αυτή που αλειφόταν στους
θεούς, σε Ομήρ. Οδ. II.κατ-ενήνοθε, από πάνω, καλύπτοντας κάτι, σε
Ησίοδ., Όμηρ.
ἐνήνοχα, παρακ. του φέρω.
ἐνήρᾰμην, Μέσ. αόρ. αʹ του ἐναίρω.
ἐν-ήρης, -ες (*ἄρω), αυτός που έχει κουπιά, σε Πλούτ.
ἔνθα, (ἐν), επίρρ., I. Δεικτ., 1. λέγεται για τόπο, εκεί, Λατ. ibi, σε
Όμηρ. κ.λπ.· επίσης με ρήμ. κίνησης, προς τα εκεί, Λατ. illuc, στον ίδ.·
ἔνθα καὶ ἔνθα, εδώ κι εκεί, μπρος πίσω, Λατ. hic illic, huc illuc, στον ίδ. 2.
λέγεται για χρόνο, ευθύς, έπειτα, αμέσως κι έπειτα, μετά, τότε λοιπόν, στον
ίδ. κ.λπ.· II. Αναφορ., 1. λέγεται για τόπο, όπου, εκεί όπου, Λατ. ubi, σε
Ιλ. κ.λπ.· με γεν., γαίας ἔνθα, στο σημείο εκείνο της γης στο οποίο, σε Σοφ.·
262

ἔνθαπημάτων κυρῶ, σε ποιο σημείο αθλιότητας βρίσκομαι, σε Ευρ.· με


ρήμ. κίνησης, στον τόπο όπου, Λατ. quo, σε Σοφ. 2. λέγεται για χρόνο,
όταν, όποτε, σε Ξεν.· ἔστιν ἔνθα, Λατ. est subi, ενίοτε, σε Σοφ.
ἐνθάδε, επίρρ., I. 1. λέγεται για τόπο, προς τα εκεί, εδώ, αυτού, Λατ.
illuc, huc, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. σε Αττ. όπως το ἔνθα, εδώ κι εκεί, Λατ.
hic, σε Αριστοφ. κ.λπ.· οἱ ἐνθάδε, οι ζωντανοί, αντίθ. προς το οἱ κάτω, σε
Σοφ.· επίσης, ο λαός μιας χώρας, στον ίδ. II. 1. λέγεται για περιστάσεις,
σε αυτή την περίπτωση ή σε αυτήν την κατάσταση, σε Ξεν.· ομοίως, ἐνθάδ'
ἥκων, να έχει φτάσει, να έχει οδηγηθεί κάποιος σε αυτό ή σε τέτοιο σημείο,
σε Σοφ.· με γεν., ἐνθάδε τοῦ πάθους, σε αυτό το σημείο της συμφοράς μου,
στον ίδ. 2. λέγεται για χρόνο, τώρα, αυτή την στιγμή, εδώ και τώρα, στον
ίδ., σε Ξεν.
ἐνθαδί, Αττ. επιτετ. αντί προηγ., σε Αριστοφ.
ἐν-θᾱκέω, μέλ. -ήσω, κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Σοφ.
ἐνθάκησις[ᾱ], -εως, ἡ, κάθισμα μέσα ή πάνω σε κάτι· ἡλίου ἐνθ.,
θέση στον ήλιο, σε Σοφ.
ἔνθα-περ, επίρρ., εκεί όπου, όπου, επιτετ. αντί ἔνθα, σε Ομήρ. Ιλ.
κ.λπ.· εκεί όπου, σε Σοφ.
ἐν-θάπτω, μέλ. -ψω, θάβω μέσα σε κάποιον τόπο· Παθ. αόρ. βʹ
ἐνετάφην, σε Αισχίν.
ἐνθαῦτα, ἐνθεῦτεν, Ιων. αντί ἐνταῦθα, ἐντεῦθεν.
ἐν-θεάζω, μέλ. -σω, εμπνέομαι από το πνεύμα του θεού,
θεοφορούμαι, γεμίζω από θεϊκό πνεύμα, σε Ηρόδ.
ἐνθέμεν, -θέμεναι, Επικ. αντί ἐνθεῖναι, απαρ. αόρ. βʹ του ἐντίθημι.
ἔνθεν (ἐν), επίρρ., I. Δεικτ., 1. λέγεται για τόπο, Λατ. inde, από εκεί,
από αυτού, σε Όμηρ.· ἔνθενμέν..., ἑτέρωθι δέ..., από τη μία και από την
άλλη, αφενός μεν, αφετέρου δε, σε Ομήρ. Οδ.· ἔνθεν καὶ ἔνθεν, από αυτήν
την πλευρά και από εκείνη, και απ' τις δύο μεριές, Λατ. hinc illinc, σε
Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῶν τροχῶν, κι από τις δύο πλευρές
των τροχών, σε Ξεν. 2. λέγεται για χρόνο, στο εξής, μετά από αυτά, από
τούδε, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. 3. λέγεται για περίσταση, για το λόγο αυτό,
γι' αυτό, για τούτο, από το σημείο εκείνο, σε Ομήρ. Οδ. II. αναφορ., αντί
ὅθεν· 1. λέγεται για τόπο, Λατ. unde, από που, στο ίδ., σε Σοφ. 2. λέγεται
για αφορμή, από όπου, για τούτο, όπως το Λατ. unde, σε Αισχύλ., Ευρ.
ἐνθένδε, επίρρ., 1. από εδώ, από αυτό το μέρος, Λατ. hinc, σε Όμηρ.,
Αττ.· ἐνθένδ' αὐτόθεν, από αυτήν την ίδια πόλη, σε Αριστοφ. 2. λέγεται για
χρονική ακολουθία, από τότε, από εκείνη την περίοδο, απ' εδώ κι έπειτα,
απ' εδώ κι ύστερα, σε Θουκ.· ἐνθένδε ή τοὐθένδε, από εδώ κι εμπρός, από
εδώ και πέρα, σε Σοφ., Ευρ.· τἀνθένδε, αυτό που ακολούθησε, το
επακόλουθο, στον ίδ.
ἔν-θεος, -ον, I. θεόληπτος, θεόπνευστος, αυτός που κατέχεται από
το πνεύμα του θεού, σε Τραγ., Ξεν.· με γεν. πράγμ., ἔνθεος τέχνης, αυτός
που έχει προικιστεί από το θεό με το χάρισμα της μαντικής τέχνης, σε
263

Αισχύλ. II. λέγεται για ένθεη μανία, αυτός που βρίσκεται σε έκσταση,
εμπνευσμένος από το θεό, ενθουσιώδης, μανιώδης, οργιαστικός, στον ίδ.
ἐν-θερμαίνω, θερμαίνω, ζεσταίνω, πυρώνω — Παθ., ἐντεθέρμανται
πόθῳ, είναι θερμοί από πάθος, σε Σοφ.
ἔνθεσις, -εως, ἡ (ἐντίθημι), τοποθέτηση, χώσιμο· επίσης, κομμάτι
τροφής που μπαίνει στο στόμα, μπουκιά, χαψιά, σε Αριστοφ.
ἔν-θεσμος, -ον, νόμιμος, σύννομος, όπως το ἔννομος, σε Πλούτ.
ἔνθετος, -ον (ἐντίθημι), τοποθετημένος, βαλμένος, φυτεμένος,
εμφυτευμένος, μπηγμένος, καρφωμένος, σε Θέογν.
ἐνθεῦτεν, Ιων. αντί ἐντεῦθεν.
ἔν-θηρος, -ον (θήρ),· I. αυτός που είναι γεμάτος με άγρια θηρία,
που λυμαίνεται από αυτά, σε Ευρ. II. μεταφ., απολίτιστος, βάρβαρος,
άγριος, εξαγριωμένος, τραχύς, σε Αισχύλ.· ατημέλητος, γυμνός, σε Σοφ.
ἐν-θνῄσκω, μέλ. -θᾰνοῦμαι· 1. αποθνήσκω, πεθαίνω σε ένα μέρος,
σε Σοφ., Ευρ. 2. λέγεται για το χέρι, ναρκώνομαι, παραμένω αδρανείς μέσα
σε, τινί, στον ίδ.
ἐνθουσιάζω και ἐνθουσιάω (ἔνθεος), εμπνέομαι ή κατέχομαι,
καταλαμβάνομαι από το πνεύμα του θεού, είμαι θεόληπτος, θεοφορούμαι,
βρίσκομαι σε έκσταση, σε Ξεν., Πλάτ.· με δοτ., ἐνθουσιᾶν κακοῖς, σε Ευρ.
ἐνθουσιαστικός, -ή, -όν, εμπνευσμένος, σε Πλάτ. κ.λπ.
ἐνθουσιάω, βλ. ἐνθουσιάζω.
ἐνθουσιώδης, -ες (ἐνθουσιάω, εἶδος), αυτός που κατέχεται από
ενθουσιασμό, ενθουσιασμένος, περιχαρής, σε Πλούτ.
ἐνθρέψασθαι, απαρ. Μέσ. αορ. αʹ του ἐντρέφω.
ἔνθρυπτος, -ον (θρύπτω), θρυμματισμένος, τριμμένος και ριγμένος
μέσα σε υγρό· τὰ ἔνθρυπτα, μουσκεμένο ψωμί, παξιμάδι, σε Δημ.
ἐν-θρώσκω, μέλ. -θοροῦμαι, αόρ. βʹ ἐνέθορον, Επικ. ἔνθορον· πηδώ
μέσα, επάνω ή ανάμεσα, τινάζομαι, αναπηδώ, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.·
λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, πηδώντας τον κλώτσησε στο ισχίο με τα πόδια του, σε
Ομήρ. Οδ.
ἐν-θῡμέομαι, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐνεθυμήθην, παρακ. ἐντεθύμημαι
(θυμός)· 1. α) βάζω κάτι στο μυαλό μου, μελετώ, εξετάζω καλά,
συλλογίζομαι, σκέπτομαι, σταθμίζω, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ. β) με γεν.,
ἐνθυμεῖσθαί τινος, το να σκέπτεται κάποιος πολύ ή βαθιά για κάτι, στον ίδ.,
σε Ξεν. γ) ακολουθ. από αναφορ., όπως για παράδειγμα το ὅτι, σκέφτομαι,
υπολογίζω ότι, σε Αριστοφ. κ.λπ. δ) με μτχ., οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος,
δεν είχε συνείδηση του ότι επαίρεται, σε Θουκ. 2. παίρνω κάτι κατάκαρδα,
πληγώνομαι, οργίζομαι, συγχύζομαι, τι, σε Αισχύλ., Δημ. 3. καταλήγω στη
λύση ενός ζητήματος, καταστρώνω σχέδιο, επινοώ, σε Θουκ. 4. εξάγω
συμπεράσματα, συνάγω, συμπεραίνω, σε Δημ.
ἐνθύμημα, τό, I. σκέψη, συλλογισμός, λογικό επιχείρημα, σε Σοφ.,
Αισχίν. II. εφεύρεση, επινόηση, σε Ξεν.
264

ἐνθύμησις[ῡ], -εως, ἡ, στοχασμός, σκέψη, θεώρηση, κρίση,


εκτίμηση, σε Θουκ.
ἐνθῡμητέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν, αυτό
που πρέπει να αναλογιστεί κάποιος, σε Δημ.
ἐνθῡμία, ἡ, δισταγμός, ενδοιασμός, φόβος, ανησυχία, άσχημο
προαίσθημα, σε Θουκ.
ἐν-θύμιος, [ῡ], -ον (θυμός), αυτός που μένει αξέχαστος στην καρδιά
κάποιου, μή σοι ἐνθύμιος ἔστω, μην ανησυχείς για αυτόν, μην τον
σκέφτεσαι, σε Ομήρ. Οδ.· ἐνθύμιόν οἱ ἐγένετο, είχε βάρος στην ψυχή του,
σε Ηρόδ.· τί δ' ἐστί σοι τοῦτ' ἐνθύμιον; τί είναι αυτό που βαραίνει την ψυχή
σου; σε Σοφ.· ἐνθύμιον ποιεῖσθαί τι, έχω δισταγμό ως προς αυτό, σε Θουκ.
ἐν-θῡμιστός, -ή, -όν = ἐνθύμιος, αυτός που παίρνεται κατάκαρδα,
σε Ηρόδ.
ἔνθω, Δωρ. αντί ἔλθω, υποτ. αορ. βʹ του ἔρχομαι.
ἐν-θωρᾱκίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, οπλίζω, εξοπλίζω κάποιον με θώρακα·
μτχ. Παθ. παρακ. ἐντεθωρακισμένος, αυτός που φορά πανοπλία, ένοπλος,
αρματωμένος, σε Ξεν.
ἐνί, I. ποιητ. αντί ἐν. II. ἑνί, δοτ. του εἷς.
ἔνι, αντί ἔνεστι ή ἔνεισι, γʹ ενικ. και πληθ. του ἔνειμι (εἰμί, sum).
ἐνιαύσιος, -α, -ον ή -ος, -ον, I. ετήσιος, ενός έτους (ηλικιακά), σῦς,
σε Ομήρ. Οδ., Δημ. κ.λπ. II. αυτός που διεξάγεται κάθε έτος, ετήσιος, σε
Ηρόδ.· πληθ. ουδ. γένους ως επίρρ., σε Ησίοδ. III. λέγεται για κάθε
χρονικό διάστημα, αυτός που διαρκεί ένα χρόνο, ο διάρκειας ενός έτους,
σε Ευρ., Θουκ.· κἀνιαύσιος βεβώς, αυτός που έχει φύγει, που απουσιάζει
για έναν χρόνο, σε Σοφ.
ἐνιαυτός, ὁ (ἔνος = annus)· I. οποιαδήποτε μεγάλη χρονική
περίοδος, κύκλος, περιπλομένων ἐνιαυτῶν, όπως τα χρόνια
εξακολουθούσαν να κυλούν, σε Ομήρ. Οδ.· ἐτῶν ἐνιαυτούς, σε Αριστοφ.
II. ἔτος, χρόνος, χρονιά, έτος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐνιαυτόν, κατά τη διάρκεια
ενός έτους, σε Ομήρ. Οδ.· τοῦ ἐνιαυτοῦ, κάθε χρόνο, σε Ξεν.· εἰς ἐνιαυτόν,
για έναν χρόνο, σε Ομήρ. Ιλ.· κατ' ἐνιαυτόν, για ένα έτος, σε Θουκ.· ή κάθε
χρόνο, σε Αττ.
ἐν-ιαύω, μέλ. -ιαύσω, κοιμάμαι μέσα, κατοικώ ανάμεσα σε άλλους,
με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
ἐνιᾰχῇ, Επίρρ. (ἔνιοι), σε κάποια μέρη, σε μερικές θέσεις, σε Ηρόδ.·
με γεν. τόπου, στον ίδ.
ἐνιᾰχοῦ, επίρρ. (ἔνιοι), σε κάποια μέρη, εδώ κι εκεί, ενίοτε, σε Πλάτ.
ἐνιβάλλω, ἐνιβλάπτω, ποιητ. αντί ἐμβάλλω, ἐμβλάπτω.
ἐνῐδεῖν, απαρ. του ἐνεῖδον.
ἐν-ιδρόω, μέλ. -ώσω, ιδρώνω μέσα, μοχθώ σε, σε Ξεν.
ἐν-ιδρύω, μέλ. -ύσω [ῡ], τοποθετώ, ιδρύω σε ένα τόπο, θεμελιώνω
— Μέσ., ιδρύω, οικοδομώ για κάποιον, σε Ηρόδ. — Παθ., τοποθετούμαι,
εγκαθίσταμαι σε ένα μέρος, στον ίδ.
265

ἐνι-ζεύγνῡμι, ποιητ. αντί ἐν-ζεύγνυμι.


ἐν-ίζω, καθίζω εντός ή πάνω σε έναν τόπο, με αιτ., σε Ευρ.· με δοτ.,
σε Πλάτ.
ἐν-ίημι[ῑ], μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ -ῆκα, Επικ. -έηκα· I. 1. στέλνω μέσα
σε..., σε Όμηρ. 2. θέτω, βάζω, μπήγω, εμφυτεύω, εμπνέω, με αιτ. πράγμ.
και δοτ. προσ., καὶ οἱ θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκε, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐνεὶς
λύσσαν, σε Ευρ. 3. αντιστρόφως, με αιτ. προσ. και δοτ. πράγμ., βυθίζω
μέσα, τὸν Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι, σε Ομήρ. Ιλ. 4. γενικά, ρίχνω εντός ή πάνω
σε κάτι, με δοτ., σε Όμηρ.· λέγεται για πλοία, τα ρίχνω, τα καθελκύω προς
τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., προτρέπω, παρακινώ κάποιον να κάνει
κάτι, με απαρ., σε Μόσχ. 5. στέλνω στη συνάθροιση, αποστέλλω, σε Θουκ.
6. εγχέω, βάζω, εισάγω δηλητήριο, σε Ξεν. II. αμτβ., εφορμώ, εισχωρώ,
στον ίδ.
ἐνι-θνήσκω, ἐνι-θρύπτω, Επικ. αντί ἐν-θνῄσκω, ἐν-θρύπτω.
ἐνικάββαλον, Επικ. αντί ἐγκατέβᾰλον, αόρ. βʹ του ἐγκαταβάλλω.
ἐνικάππεσον, Επικ. αντί ἐγκατέπεσον, αόρ. βʹ του ἐγκαταπίπτω.
ἐνικάτθανον, Επικ. αντί ἐγκατέθανον, αόρ. βʹ του ἐγκαταθνῄσκω.
ἐνικάτθεο, ἐνικάτθετο, Επικ. αντί ἐγκαταθοῦ, ἐγκατέθετο και βʹ
ενικ. Μέσ. αορ. βʹ του ἐγκατατίθημι.
ἐνι-κλάω, ποιητ. αντί ἐγκ-, σπάζω και μπαίνω μέσα, θραύω,
συντρίβω· μεταφ., ἐνικλᾶν ὅτι νοήσω, ανατρέπει, ματαιώνει ό,τι εγώ
επινοώ, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐνι-κλείω, Επικ. αντί ἐγ-κλείω.
ἐνι-κνώσσω, ποιητ. αντί ἐγ-κνώσσω.
ἐνι-ναιετάεσκον, Επικ. παρατ. του ἐν-ναιετάω.
ἔνιοι, -αι, -α, μερικοί, Λατ. aliqui = ἔστιν οἵ, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
ἐνίοτε, επίρρ., αντί ἔνι ὅτε = ἔστιν ὅτε, κάποτε, πότε πότε, σε Ευρ.
κ.λπ.
ἐνῑπή, ἡ (ἐνίπτω), επίπληξη, κατσάδα, επίκριση, μομφή,
αποδοκιμασία· επίσης, ύβρις, κακολογία, λοιδορία, προσβολή, σε Όμηρ.
ἐνί-πλειος, -ον, Επικ. αντί ἔμ-πλεος.
ἐνιπλήσασθαι, -σθῆναι, απαρ. Μέσ. και Παθ. αορ. αʹ του
ἐμπίπλημι.
ἐνι-πλήσσω, Επικ. αντί ἐμ-πλήσσω.
ἐν-ιππάζομαι, αποθ., = το επόμ., σε Πλούτ.
ἐν-ιππεύω, μέλ. -σω, ππεύω σε, σε Ηρόδ.
ἐνιπρῆσαι, απαρ. Επικ. αορ. αʹ του ἐμπίπρημι.
ἐνίπτω, μέλ. ἐνίψω, Επικ. αόρ. βʹ ἠν ίπᾰπον [ῑ], επίσης και ἐνένῑπον·
επικρίνω, μέμφομαι, αποδοκιμάζω, επιτιμώ, ψέγω, Λατ. objurgo, σε Όμηρ.
ἐνι-σκέλλω, ἐνι-σκήπτω, ἐνι-σκίμπτω, Επικ. αντί ἐνσκέλλω κ.λπ.
ἐνισπεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἐνέπω.
ἐνισπήσω, μέλ. του ἐνέπω· αόρ. βʹ ἔνισπον.
266

ἐνίσσω, παραπλήσιος τύπος του ἐνίπτω, επιτίθεμαι, ορμώ,


προσβάλλω, μέμφομαι, κατηγορώ, σε Όμηρ.· Επικ. απαρ. ἐνισσέμεν, σε
Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ἐνισσόμενος, κακοποιούμενος, στο ίδ.
ἐν-ίστημι, μτβ. σε Ενεργ. ενεστ., μέλ. και αόρ. αʹ και σε Μέσ. αόρ.
αʹ·
Α. 1. βάζω, στήνω, τοποθετώ σε, ορθώνω, επιθέτω, ἐν λίθοις, σε
Ξεν.· ἐν τὰς χώρας, σε Ηρόδ. 2. Μέσ. αόρ. αʹ, αρχίζω, σε Δημ. Παθ., με
Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ.· Β. I. τοποθετούμαι, στέκομαι σε ένα
μέρος, σε μία θέση, στήνομαι, με δοτ., σε Ευρ.· ἐν τῷ νηῷ, σε Ηρόδ. II.
ορίζομαι, διορίζομαι, άρχω, εξουσιάζω, βασιλεὺς ἐνίστασθαι, στον ίδ. III.
επίκειμαι, φοβίζω, απειλώ, επικρέμαμαι, Λατ. imminere, με δοτ. προσ.,
στον ίδ.· απόλ., είμαι κοντά, βρίσκομαι σε απόσταση χεριού, επίκειμαι,
αρχίζω, σηκώνομαι, εμφανίζομαι, εγείρομαι, σε Αριστοφ., Δημ.· λέγεται
για χρόνο, ὁ ἐνεστὼς πολέμου, ο παρών, ο τρέχων πόλεμος, αυτός που
βρίσκεται σε εξέλιξη, σε Αισχίν.· τὰ ἐνεστηκότα πράγματα, οι παρούσες, οι
τρέχουσες συνθήκες ή περιστάσεις, σε Ξεν. IV. στέκομαι ως εμπόδιο στο
δρόμο, αντιστέκομαι, ανθίσταμαι, τινι, σε Θουκ.· απόλ., εμποδίζω,
παρακωλύω, στον ίδ.
ἐν-ίσχω = ἐνέχω· Μέσ., ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν, εμποδίζω τη φωνή
να βγει, σε Πλούτ. — Παθ., βαστιέμαι, κρατιέμαι, σε Ηρόδ., Ξεν.
ἐνι-τρέφω, ἐνι-τρίβω, Επικ. αντί ἐν-τρέφω, ἐν-τρίβω.
ἐνι-φέρβομαι, Επικ. αντί ἐμ-φέρβομαι.
ἐνι-χραύω, ἐνι-χρίμπτω, Επικ. αντί ἐγ-χραύω, ἐγ-χρίμπτω.
ἐνίψω, μέλ. του ἐνέπω και του ἐνίπτω.
ἐνναετήρ, -ῆρος, ἡ, επίσης ἐνναέτειρα (ἐνναίω), ένοικος,
συγκάτοικος, κάτοικος, σε Ανθ.
ἐννα-ετηρίς, -ίδος, ἡ (ἔτος), περίοδος εννιά χρόνων, σε Πλάτ.
ἐννα-έτηρος, -ον (ἔτος) = το επόμ., εννιά ετών (ηλικιακά), σε
Ησίοδ.
ἐνναέ-της, -ες (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία εννιά ετών, σε Θεόκρ.·
ουδ. εἰνάετες, ως επίρρ., για εννιά χρόνια, επί εννέα έτη, σε Ησίοδ.· θηλ.
ἐνναέτις, -ιδος, σε Ανθ.
ἐνναέτης, -ου, ὁ (ἐνναίω), κάτοικος, σε Ανθ.
ἐνναίρειν, Επικ. αντί ἐναίρειν, σε Βατραχομ.
ἐν-ναίω, διαμένω, ζω, κατοικώ εντός, με δοτ., σε Ευρ.· ἐνν.ἐκεῖ, σε
Σοφ.· με αιτ. τόπου, κατοικώ, σε Μόσχ.
ἐννάκις[ᾰ], επίρρ., ἐνάκις, εννιά φορές, σε Ανθ.
ἐν-ναυπηγέομαι, Παθ., ναυπηγώ πλοία σε έναν τόπο, σε Θουκ.
ἐννέᾰ, άκλιτο, ο αριθμός εννιά, Λατ. novem, σε Όμηρ. κ.λπ.
ἐννεά-βοιος, -ον (βοῦς), αυτός που έχει αξία ίση με εννιά βόδια, σε
Ομήρ. Ιλ.
ἐννεα-καί-δεκα, άκλιτο, δεκαεννιά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
ἐννεακαιδεκά-μηνος, -ον (μήν), ο δεκαεννιά μηνών, σε Ανθ.
267

ἐννεα-και-δεκ-ετής, -ές (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία δεκαεννιά


ετών, σε Ανθ.
ἐννεά-κρουνος, -ον, αυτός που έχει εννιά πηγές, όνομα βρύσης στην
Αθήνα, που καλούνταν επίσης Καλλιρόη, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἐννεά-λῐνος, -ον (λίνον), αυτός που αποτελείται από εννιά κλωστές,
σε Ξεν.
ἐννεά-μηνος, -ον (μήν), αυτός που είναι εννιά μηνών ή μέσα στη
διάρκεια των εννιά μηνών, σε Ηρόδ.
ἐννεά-πηχυς, -υ, αυτός που έχει εννιά πήχεις, πλάτος ή μήκος, σε
Ομήρ. Ιλ.
ἐννεάς, -άδος, ἡ (ἐννέα), ποσότητα εννέα μονάδων, σε Θεόκρ.
ἐννεά-φωνος, ον, (φωνή) = ἐννεάφθογγος, σε Θεόκρ.
ἐννεά-χῑλοι, -αι, -α, Επικ. αντί ἐνάκις χίλιοι, εννιά χιλιάδες, σε
Ομήρ. Ιλ.
ἐν-νενώκασι, Ιων. αντί ἐν-νενοήκασι, γʹ πληθ. παρακ. του ἐννοέω.
ἔννεον, Επικ. αντί ἔνεον, παρατ. του νέω, κολυμπώ, πλέω.
ἐννε-όργυιος, -ον (ὄργυια), αυτός που έχει μήκος εννιά οργυιές, σε
Ομήρ. Οδ.
ἐν-νεοσσεύω, Αττ. ἐν-νεοττεύω, μέλ. -εύσω, I. επωάζω, κλωσσώ
νεοσσούς σε έναν τόπο, σε Αριστοφ. II. με αιτ., επωάζω όπως μέσα σε μία
φωλιά, σε Πλάτ.
ἐννέπω, επιτετ. αντί ἐνέπω.
ἐννεσία, ἡ, Επικ. αντί ἐνεσία.
ἐν-νεύω, μέλ. -σω, κάνω σινιάλο ή νεύμα σε κάποιον, γνέφω, ρωτώ
με σημάδια, σε Κ.Δ.
ἐννέ-ωρος, -ον (ὥρα),· 1. εννιαετής ή εννιά χρόνων, σε Όμηρ. 2.
αυτός που έχει ηλικία εννιά ετών, εννιάχρονος, σε Ομήρ. Οδ.
ἐννήκοντα, Επικ. αντί ἐνενήκοντα.
ἐννῆμαρ, Επικ. επίρρ., αυτός που διαρκεί επί εννιά μέρες, σε Ομήρ.
Ιλ.
ἔννηφιν, βλ. ἔνος.
ἐν-νοέω, μέλ. -ήσω· Ιων. μτχ. αορ. αʹ ἐννώσας, παρακ. ἐννένωκα·
σε Αττ. επίσης ως αποθ. ἐννοοῦμαι, με Παθ. αόρ. ἐνενοήθην· Ιων. γʹ ενικ.
υπερσ. ἐννένωτο· I. 1. έχω στις σκέψεις μου, κατά νου, στο μυαλό μου,
σκέφτομαι, μελετώ, εξετάζω, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, σε Ηρόδ., Πλάτ.·
ἐνν. μή..., φοβούμενοι μήπως..., σε Ξεν. 2. με αιτ., σκέφτομαι ή στοχάζομαι
πάνω σε ένα ζήτημα, μελετώ, εξετάζω, σε Ηρόδ., Σοφ.· ἐννοεῖν περί τινος,
σε Ευρ. 3. με γεν., σκέφτομαι, συλλογίζομαι κάτι, στον ίδ., σε Ξεν. II.
καταλαβαίνω, εννοώ, κατανοώ, σε Τραγ. III. σκοπεύω, μελετώ, έχω κατά
νου να κάνω κάτι, με απαρ., σε Ηρόδ., Σοφ. IV. σκέφτομαι, επινοώ,
εφευρίσκω, Λατ. excogitare, στον ίδ., Ξεν.V. έχω στο μυαλό μου,
συλλαμβάνω, σχηματίζω γνώμη, ιδέα, αντίληψη για κάτι, τι, σε Πλάτ.,
Ξεν.
268

ἔννοια, ἡ, 1. σκέψη στο μυαλό, γνώμη, ιδέα, αντίληψη, σύλληψη,


συλλογισμός, στοχασμός, σε Πλάτ. 2. σκέψη, σκοπός, σχέδιο, σε Ευρ.,
Ξεν.
ἔν-νομος, -ον, 1. αυτός που βρίσκεται εντός του νόμου, νόμιμος,
νομότυπος, νομοταγής, σε Τραγ. κ.λπ.· ἔννομα πάσχειν, υφίσταται κάποιος
νόμιμη, δίκαιη τιμωρία, σε Θουκ. 2. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που τηρεί
τη νομιμότητα, έντιμος, ευθύς, δίκαιος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· υποκείμενος στο
νόμο, σύμφωνος προς τους νόμους, σε Κ.Δ.
ἔν-νοος, -ον, συνηρ. ἔν-νους, -ουν, αυτός που έχει νου, νουνεχής,
εχέφρων, συνετός, μυαλωμένος, φρόνιμος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἔννους
γίγνομαι, έρχομαι στα λογικά μου, συνέρχομαι, σε Ευρ.
ἔννος, βλ. ἔνος.
Ἐννοσί-γαιος, ὁ, Επικ. αντί Ἐνοσί-γαιος (ἔνοσις, γαῖα), αυτός που
σείει τη Γη, επίθ. του Ποσειδώνα, σε Όμηρ.
ἐν-νοχλέω, ποιητ. αντί ἐνοχλέω.
ἕννῡμι ή ἑννύω, Ιων. εἵνυμι, εἱνύω· μέλ. ἕσω, Επικ. ἕσσω· Επικ.
αόρ. βʹ ἕσσα — Μέσ., γʹ ενικ. Επικ. μέλ. ἕσατο, Επικ. ἕσσατο, ἑέσσατο —
Παθ., παρακ. εἷμαι, εἶται, Επικ. βʹ ενικ. ἕσσαι· βʹ και γʹ ενικ. υπερσ. ἕσσο,
ἔστο, Επικ. ἕεστο, γʹ δυϊκ. ἕσθην, γʹ πληθ. εἵατο (√ϜΕΣ, πρβλ. Λατ. vestio).
I. ντύνω, σκεπάζω κάποιον άλλο, με διπλή αιτ., κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά
τε ἕσσει, θα σε ντύσει με χλαίνη και χιτώνα, σε Ομήρ. Οδ. II. Μέσ. και
Παθ., με αιτ. πράγμ., ντύνομαι με, ενδύομαι με, βάζω πάνω μου, φορώ, σε
Όμηρ.· ἀσπίδας ἑσσάμενοι, για ψηλές ασπίδες που καλύπτουν ολόκληρο
το ανθρώπινο σώμα, σε Ομήρ. Ιλ.· (ξυστὰ) εἱμένα χαλκῷ, δόρατα, κοντάρια
καλυμμένα με χαλκό, στο ίδ.· και μεταφ., λάϊνον ἕσσο χιτῶνα, εσύ είχες
περικαλυφθεί με λίθινο χιτώνα, δηλ. υπεβλήθεις σε θάνατο με
λιθοβολισμό, στο ίδ.· μεταφ. επίσης, φρεσὶ εἱμένοι ἀλκήν, στο ίδ.
ἐν-νῠχεύω, μέλ. -σω, περνώ τη νύχτα κάπου, διανυκτερεύω, σε Σοφ.
ἐννύχιος[ῠ], -α, -ον ή -ος, -ον (νύξ), βραδινός, βραδιάτικος,
νυκτερινός, Λατ. nocturnus, σε Όμηρ., Σοφ.· ἐννύχιοι, οι κάτοικοι στα
βασίλεια της Νύχτας, οι νεκροί, στον ίδ.
ἔν-νῠχος, -ον = το προηγ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· I. επίρρ. ἔννυχον
ή -χα, σε Κ.Δ. II. επίθ. του Άδη, σε Σοφ.
ἐννῶσαι, -νώσας, Ιων. αντί ἐννοῆσαι, -νοήσας, απαρ. και μτχ. αορ.
αʹ του ἐννοέω.
ἐν-όδιος, -α, -ον, Επικ. εἰν-όδιος, -η, -ον (ὁδός), αυτός που
βρίσκεται στον ή πάνω στο δρόμο, κατά το δρόμο, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.·
ως επίθ. λέγεται για θεούς, που είχαν τα αγάλματά τους στην οδό των
τριπόδων, Λατ. triviales, όπως για την Εκάτη, σε Σοφ., Ευρ.· Ἐνοδία =
Λατ. Trivia, στον ίδ.
ἐν-οικέω, μέλ. -ήσω· I. ζω, διαμένω σε έναν τόπο, με δοτ., σε Ευρ.·
ἐν τόπῳ, σε Ξεν.· (Θυρέαν) ἔδοσαν ἐνοικεῖν, την έδωσαν, την
παραχώρησαν σε αυτούς για να την κατοικήσουν, σε Θουκ. II. με αιτ.
269

τόπου, κατοικώ, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· οἱ ἐνοικοῦντες, οι κάτοικοι, σε


Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
ἐνοίκησις, -εως, ἡ, διαμονή σε τόπο, σε Θουκ.
ἐν-οικίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, τοποθετώ σε ένα μέρος, εγκαθιστώ κάπου
— Παθ., τοποθετούμαι σε ένα μέρος, εγκαθίσταμαι, σε Ηρόδ.· ομοίως και
στη Μέσ., σε Θουκ.
ἐν-οίκιος, -ον (οἶκος), I. αυτός που κατοικεί στο σπίτι, κατοικίδιος,
οικόσιτος, ἐν. ὄρνις, ο πετεινός του κοτετσιού, σε Αισχύλ. II. ως ουσ.
ἐνοίκιον, τό, το ενοίκιο σπιτιού, σε Δημ., Ανθ.
ἐν-οικοδομέω, μέλ. -ήσω, I. κτίζω, οικοδομώ σε ένα μέρος, σε
Θουκ. — Μέσ., ἐν. τεῖχος, κτίζοντας εκεί ένα φρούριο μόνοι τους, στον ίδ.
II. οικοδομώ, κλείνω με τοίχο, περιτειχίζω, στον ίδ.
ἔν-οικος, -ον, 1. αυτός που διαμένει μέσα σε κάτι, κάτοικος, σε
Τραγ., Θουκ. κ.λπ. 2. Παθ., αυτός που κατοικείται, σε Ευρ.
ἐν-οικουρέω, μέλ. -ήσω, διατηρώ κατοικία, φροντίζω το σπίτι,
κατοικώ, διαμένω σε ένα μέρος, σε Λουκ.
ἐν-οινοχοέω, μέλ. -ήσω, χύνω, γεμίζω με κρασί, σε Όμηρ.
ἐνο-λισθάνω ή -αίνω, μέλ. -ολισθήσω, αόρ. βʹ -ώλισθον, καταρρέω,
υποχωρώ, λέγεται για το έδαφος, σε Πλούτ.· γλιστρώ και πέφτω, στον ίδ.
ἐνομῑλέω = ὁμιλέω ἐν, έρχομαι σε γνωριμία με κάτι, εξοικειώνομαι,
με δοτ., σε Πλούτ.
ἐν-ομόργνῠμαι, Μέσ., εντυπώνω, αποτυπώνω, σε Πλούτ.
ἐνοπή, ἡ (ἐνέπω), 1. φωνή, κραυγή, βροντερή κραυγή, ουρλιαχτό,
κρώξιμο, όπως των πτηνών, σε Ομήρ. Ιλ.· πολεμική ιαχή, στο ίδ. 2. γενικά,
φωνή, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. 3. λέγεται για πράγματα, ήχος, κρότος, σε Ομήρ.
Ιλ., Ευρ.
ἐνόπλιος, -ον = το επόμ.· ἐνόπλιος (ενν. ῥυθμός), ὁ, πολεμικός
ρυθμός, πολεμικό εμβατήριο, σε Αριστοφ., Ξεν.
ἔν-οπλος, -ον (ὅπλον), I. οπλισμένος, αρματωμένος, σε Σοφ., Ευρ.
II. αυτός που κρύβει μέσα του οπλισμένους άνδρες, λέγεται για τον
Δούρειο ίππο, στον ίδ.
ἔν-οπτρον, τό (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), καθρέφτης, κάτοπτρο, σε
Ευρ.
ἐν-οράω Ιων. -έω, μέλ. -όψομαι, αόρ. βʹ -εῖδον· I. βλέπω,
επισημαίνω, παρατηρώ κάτι σε κάποιον ή κάτι, τί τινι, σε Θουκ., κ.λπ.· τι
ἔν τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. και μτχ. μέλ., ἐνεώρα τιμωρίην ἐσομένην,
διέβλεπε ότι η εκδίκηση θα ερχόταν, στον ίδ. II. κοιτάζω, προσβλέπω,
ατενίζω ή κοιτάζω, παρατηρώ, σε Ξεν.
ἔν-ορκος, -ον, I. δεσμευμένος με όρκο, Λατ. juratus, σε Σοφ.,
Θουκ.· με δοτ. προσ., Λατ. addictus, σε Σοφ. II. αυτό στο όνομα του
οποίου ορκίζεται κάποιος, στον ίδ., κ.λπ.
ἐν-ορμίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, φέρνω, οδηγώ το πλοίο μέσα στο λιμάνι,
ελλιμενίζω — Παθ., προσορμίζομαι, αγκυροβολώ, σε Θέογν.
270

ἐνορμίτης[ῑ], -ου, ὁ, αυτός που βρίσκεται στο λιμάνι, σε Ανθ.


ἐν-όρνῡμι, αόρ. αʹ -ῶρσα· Επικ. Παθ. αόρ. βʹ ἐνῶρτο, διεγείρω,
αφυπνίζω, υποκινώ κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., διεγείρομαι σε ή
μεταξύ, ἐνῶρτο γέλως θεοῖσιν, στο ίδ.
ἐν-ορούω, μέλ. -ούσω, αναπηδώ ή τινάζομαι προς την κατεύθυνση
κάποιου, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
ἐνόρχης, -ου, ὁ = ἔνορχος, σε Αριστοφ.· τράγος, σε Θεόκρ.
ἔνορχις, -ιος, ὁ, ἡ, Ιων. αντί ἐνόρχης, σε Ηρόδ.
ἔν-ορχος, -ον (ὄρχις), αυτός που δεν είναι ευνούχος, αυτός που έχει
όρχεις, ἔνορχα μῆλα, τα κριάρια που έχουν όρχεις, σε Ομήρ. Ιλ.
*ἔνος, ὁ, = το Λατ. annus, χρόνος, έτος, απ' όπου ἐνιαυτός, πρβλ.
ἄφ-ενος, Λατ. bi-ennis, κ.λπ.
ἔνος, -η, -ον, μεθαυριανός, Λατ. perendie, μόνο στις πλάγιες
πτώσεις του θηλ., γεν. ἔνης, Επικ. ἔννηφι (ενν. ἡμέρας), σε Ησίοδ.· Δωρ.
ἔνας, σε Θεόκρ.· εἰς ἔνην, σε Αριστοφ.
ἕνος, -η, -ον, 1. αυτός που υπήρχε πριν δύο περιόδους, αυτός που
ανήκει στον περσινό χρόνο, ἕναιἀρχαί, οι δικαστές του περσινού έτους, σε
Δημ.· δοτ. ἕνῃ ως επίρρ., παλιά, εδώ και καιρό, σε Αριστοφ. 2. ἕνη καὶ νέα
(ενν. ἡμέρα), η παλιά και η νέα ημέρα, δηλ. η τελευταία ημέρα του μήνα,
η οποία αποτελούνταν από δύο μέρη, εκ των οποίων το πρώτο μισό άνηκε
στην παλαιά ενώ το δεύτερο στη νέα σελήνη, στον ίδ.
ἑνός, γεν. του εἷς και ἕν, ενός.
ἔνοσις, -εως, ἡ, δόνηση, κούνημα, κλυδωνισμός, τρεμούλιασμα,
σεισμός, σε Ησίοδ., Ευρ. (από την απαρχ. √ἐνόθω, σείω, κουνώ).
Ἐνοσί-χθων, -ονος, ὁ, αυτός που σείει τη Γη, λέγεται για τον
Ποσειδώνα, σε Όμηρ.
ἐν-ουράνιος, -ον, αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, επουράνιος, σε
Ανθ.
ἐνοχλέω, ποιητ. βʹ ενικ. ἐννοχλεῖς· παρατ. με διπλή αύξηση
ἠνώχλουν· μέλ. ἐνοχλήσω, αόρ. αʹ ἠνώχλησα, παρακ. ἠνώχληκα· 1.
ενοχλώ, ανησυχώ, ταράζω, πειράζω, τινά, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ.,
ενοχλούμαι ή δυσαρεστούμαι, στον ίδ. 2. με δοτ., προξενώ ενόχληση ή
δυσαρέσκεια σε κάποιον, στον ίδ., Δημ. κ.λπ. 3. απόλ., γίνομαι αιτία
ενόχλησης, σε Αριστοφ.
ἔνοχος, ὁ (ἐνέχω), αυτός που ενέχεται, δηλ. είναι υπεύθυνος για,
υπόχρεος για κάτι, υποκείμενος σε κάποιον, με δοτ., σε Πλάτ.· ἔν. θανάτου
(ενν. ζημίᾳ), υποκείμενος στην τιμωρία του θανάτου, σε Κ.Δ.
ἐν-ράπτω, μέλ. -ψω, ράβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο, τι εἴς τι· ομοίως
και στη Μέσ., σε Ηρόδ. — Παθ., ράβομαι μέσα σε, με δοτ., σε Ευρ.
ἐν-ρῑγόω, μέλ. -ώσω, τρέμω ή παγώνω μέσα σε ένδυμα ή ρούχο, σε
Αριστοφ.
ἐν-σείω, μέλ. -σω, 1. κουνώ προς τα μέσα, σε Σοφ.· κέλαδον ἐνσ.
πώλοις, οδήγησε, έστειλε τον ήχο προς τα αυτιά τους, στον ίδ. 2. με αιτ.
271

προσ., εξωθώ, βάζω μέσα, αναγκάζω, σπρώχνω, ἐνσ. τινὰ ἀγρίαις ὁδοῖς,
στον ίδ.
ἐν-σημαίνομαι, μέλ. -ᾰνοῦμαι· Μέσ., εκδηλώνομαι,
γνωστοποιούμαι, κοινολογούμαι, σε Ξεν.
ἐν-σκέλλω, παρακ. ἐνέσκληκα, αποξηραίνω, μαραίνω, σε Ανθ.
ἐν-σκευάζω, μέλ. -άσω, 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω, σε Αριστοφ. 2.
ντύνομαι, φορώ ένδυμα, σε Πλούτ.· Ἡρακλέα 'νεσκεύασα, σε μεταμφίεσα
σε Ηρακλή, σε έντυσα όπως εκείνον, σε Αριστοφ. — Μέσ., ντύνομαι,
στολίζομαι, μεταμφιέζομαι με άλλα ρούχα, στον ίδ.· εξοπλίζομαι, σε Ξεν.
— Παθ., είμαι εξοπλισμένος, εφοδιασμένος, σε Ηρόδ.
ἐν-σκήπτω, μέλ. -ψω, I. εκσφενδονίζω, εξακοντίζω προς ή πάνω, τί
τινι, σε Ηρόδ. II. αμτβ., ρίχνω μέσα σε ή πάνω σε, στον ίδ., σε Σοφ.
ἐν-σκίμπτω, ποιητ. ἐνι-σκ-, Επικ. τύπος του προηγ., χαμηλώνω,
οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα, για άλογα που κρεμούν, χαμηλώνουν,
σκύβουν το κεφάλι τους θλιμμένα για τον χαμό του κυρίου τους, σε Ομήρ.
Ιλ. — Παθ., μπήγομαι, καρφώνομαι στο έδαφος, στο ίδ.
ἐν-σκιρρόω, μέλ. -ώσω, σκληραίνω, παγιώνω, σταθεροποιώ —
Παθ., γίνομαι χρόνιος, λέγεται για ασθένειες, σε Ξεν.
ἔν-σοφος, -ον, σοφός σε κάτι, σε Ανθ.
ἔν-σπονδος, ὁ (σπονδή), I. αυτός που περιλαμβάνεται σε ανακωχή
ή συνθήκη, σε Θουκ.· ἔνσπ. τινι, σε συμμαχία με κάποιον, σε Ευρ., Θουκ.·
και ως ουσ., σύμμαχος, στο ίδ. II. αυτός που βρίσκεται κάτω από ανακωχή
ή αυτός που έχει άδεια εισόδου σε εχθρική ζώνη, σε Ευρ.
ἐν-στάζω, μέλ. -ξω, στάζω μέσα σε κάτι, με δοτ., σε Αριστοφ. —
Παθ., ενσταλάζομαι μέσα, εμποτίζομαι, εμβάλλομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
ἐν-στᾰλάζω, μέλ. -ξω = ἐνστάζω, εἴς τι, σε Αριστοφ.
ἔνστᾰσις, -εως, ἡ (ἐνίσταμαι), αρχή, σχέδιο, διεξαγωγή, σε Αισχίν.
ἐνστάτης[ᾰ], -ου, ὁ (ἐνίσταμαι), αντίπαλος, εχθρός, σε Σοφ.
ἐν-στέλλω, μέλ. -στελῶ, ντύνω, ενδύω — Παθ., στολὴν
ἐνεσταλμένος, αυτός που είναι ντυμένος με στολή, σε Ηρόδ.
ἐν-στηρίζω, μέλ. -ξω, στηρίζω, καρφώνω, μπήγω — Παθ., γαίῃ
ἐνεστήρικτο, καρφώθηκε γερά στη γη, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐν-στρᾰτοπεδεύομαι, αποθ., στρατοπεδεύω, σε Ηρόδ.· ομοίως και
στην Ενεργ., Θουκ.
ἐν-στρέφω, μέλ. -ψω, 1. στρέφω μέσα, — Παθ., στρέφομαι ή
κινούμαι σε έναν τόπο, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ. 2. με αιτ. τόπου, σηκοὺς
ἐνστρέφειν, επίσκεψη, επιθεώρησή τους, σε Ευρ.
ἐν-σφρᾱγίζω, Ιων. -σφρηγίζω, σφραγίζω, εντυπώνω ως σφραγίδα
πάνω σε κάτι άλλο, με δοτ., σε Ανθ.
ἔνταλμα, -ατος, τό = ἐντολή, σε Κ.Δ.
ἐν-τάμνω, Ιων. αντί ἐν-τέμνω.
ἐν-τᾰνύω, μέλ. -σω, ποιητ. και Ιων. αντί ἐντείνω, τεντώνω ή εκτείνω
γερά με χορδές ή λουριά, σε Όμηρ.· ἐντανύσας (τὸν θρόνον ἱμᾶσιν),
272

πλέκοντάς τον με τεντωμένους ιμάντες, σε Ηρόδ. 2. τεντώνω δυνατά τη


χορδή, λέγεται για τη χορδή του τόξου, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, τεντώνω
τόξο, δηλ. το χορδίζω, του τοποθετώ χορδές, στο ίδ. — Μέσ., δυνήσεται
ἐντανύσασθαι, να τεντώσει το τόξο του, στο ίδ.
ἔντᾰσις, -εως, ἡ (ἔντασις), τέντωμα, τεζάρισμα, ένταση·
περιορισμός, σε Πλάτ.
ἐν-τάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, τοποθετώ ή στυλώνω, κατατάσσω
— Παθ., τῷ σφενδονᾶν ἐντεταγμένῳ, αυτός που έχει ως ορισμένο καθήκον
να χρησιμοποιεί τη σφεντόνα, σε Ξεν.
ἐνταῦθα, Ιων. ἐνθαῦτα, επίρρ. (ἔνθα)· I. 1. λέγεται για τόπο, εδώ,
εκεί, Λατ. hic, illic, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐνταῦθά που, εδώ κάπου, σε Αριστοφ.
2. όπως το ἐνταυθοῖ, με σημασία της κίνησης προς τόπο, εκεί, προς τα εκεί,
Λατ. huc, illuc, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. 3. με γεν., ἐντ. τῆς ἠπείρου, σε Θουκ.·
ἔντ. τῆς πολιτείας, σε αυτό το κομμάτι της διακυβέρνησης, σε Δημ. II. 1.
λέγεται για χρόνο, εκείνη τη στιγμή ακριβώς, τότε, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. με
γεν., ἐντ. ἡλικίας, Λατ. ad hoc aetatis, σε Πλάτ. III. λέγεται για ακολουθία,
Λατ. deinde, αμέσως μετά, έπειτα, συνεπεία αυτού, σε Ηρόδ. IV. γενικά,
εδώ μέσα, σε αυτό το σημείο, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· στην παρούσα
κατάσταση των πραγμάτων, σε αυτή τη θέση, σε Δημ.
ἐνταυθί[ῑ], Αττ. επιτετ. τύπος του προηγ., σε Αριστοφ.
ἐνταυθοῖ, επίρρ. (ἔνθα), σε αυτό το σημείο, εδώ, σε Όμηρ.
ἐντᾰφιάζω, ετοιμάζω για ταφή, εκτελώ νεκρική προετοιμασία, σε
Κ.Δ.
ἐντᾰφιασμός, ὁ, ταφή, σε Κ.Δ.
ἐν-τάφιος[ᾰ], -ον (τάφος), 1. αυτός που ανήκει ή χρησιμεύει στην
ταφή· απ' όπου ως ουσ., ἐντάφιον, τό, το σάβανο, το νεκροσέντονο, σε
Σιμων., Ανθ. 2. ἐντάφια, τά, προσφορές προς τους νεκρούς, κτερίσματα,
κηδεία, εκφορά λειψάνου, σε Σοφ.
ἔντεα, -ων, τά, I. πολεμικές μηχανές, πολεμικά όπλα, πανοπλίες, σε
Όμηρ. II. σκεύη, εξαρτήματα, ἔντεα δαιτός, σε Ομήρ. Οδ.· ἔντεα νηός,
εξοπλισμός, εξάρτιση πλοίου, ναυτικά σύνεργα, εργαλεία, σε Ομηρ. Ύμν.·
ἔντη δίφρου, ιπποσκευή, χάμουρα αλόγου, σε Αισχύλ.
ἐν-τείνω, μέλ. -τενῶ, παρακ. -τέτᾰκα, Παθ. -τέτᾰμαι· I. 1. τεντώνω
ή εκτείνω γερά — Παθ., δίφρος ἱμᾶσιν ἐντέταται, είναι κολλημένος πάνω
σε σφιχτά, γερά τεντωμένους ιμάντες, σε Ομήρ. Ιλ.· γέφυραι ἐντεταμέναι,
γέφυρα που έχει πολύ σφιχτά προσδεδεμένα τα καλώδια στήριξής της, σε
Ηρόδ.· ἐντεταμένου τοῦσώματος, όντας τεντωμένο, σφιχτό, σφριγηλό,
αναζωογονημένο, σε Πλάτ. 2. τεντώνω τόξο δυνατά, δηλ. το χορδίζω, του
τοποθετώ χορδές, το τεντώνω για να τοξεύσω (πρβλ. ἐντανύω), σε Ευρ.·
ομοίως και στη Μέσ., τεντώνω το τόξο μου, στον ίδ. — Παθ., τόξα
ἐντεταμένα, τόξα που έχουν ήδη τεντωθεί, σε Ηρόδ. 3. ἐντείνειν ναῦν ποδί,
κάνω γρήγορο το ταξίδι ενός πλοίου με το πόδι του ιστίου, τη σκότα, σε
Ευρ. 4. δένω γερά, στον ίδ. II. 1. μεταφ., εντείνω, ασκώ δύναμη,
273

προσπαθώ, αγωνίζομαι· ομοίως και στη Μέσ., φωνὴν ἐντεινάμενος, σε


Αισχίν.· ἐντεινάμενοι τὴν ἁρμονίαν, υψώνοντας τον τόνο, σε Αριστοφ.· και
στην Παθ., ἐντεινόμενος, βρισκόμενος υπό ένταση, σε εγρήγορση,
πρόθυμος, σε Ξεν. 2. εξακολουθώ, συνεχίζω ρωμαλέα, σε Πλούτ. 3.
ομοίως και αμτβ. στην Ενεργ., πασχίζω, μοχθώ, είμαι σφοδρός, βίαιος,
φλογερός. III. επεκτείνομαι, απλώνομαι προς ή εναντίον, πληγὴν ἐντείνειν
τινί, Λατ. plagam intendere, καταφέρω χτύπημα, πλήγμα σε κάποιον, σε
Ξεν. IV. βάζω μέσα σε στίχους, σε Πλάτ.
ἐν-τειχίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. κτίζω ή οχυρώνω, τειχίζω ένα μέρος,
σε Ξεν. II. στη Μέσ., περιτειχίζω, δηλ. αποκλείω, φράζω, μπλοκάρω,
περιχαρακώνω, σε Θουκ.
ἐντεκνόομαι, αποθ., τεκνοποιώ, γεννώ παιδιά, σε Πλούτ.
ἔν-τεκνος, -ον (τέκνον), αυτός που έχει παιδιά, σε Λουκ.
ἐν-τελευτάω, μέλ. -ήσω, πεθαίνω σε κάποιο μέρος, σε Θουκ.
ἐν-τελής, -ές (τέλος), 1. πλήρης, τέλειος, σε Αριστοφ., Θουκ. 2.
λέγεται για θύματα, τέλειος, ακηλίδωτος, αμόλυντος, άθικτος, ακέραιος,
σε Σοφ. 3. λέγεται για στρατιώτες και για την εξάρτυσή τους, αυτός που
βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ικανός, αποτελεσματικός, σε Θουκ. 4.
λέγεται για ανθρώπους, αυτός που έχει μεστή ηλικία, που βρίσκεται στην
ωριμότητα, σε Αισχύλ.
ἐν-τέλλω, κυρίως στη Μέσ., μέλ. -τελοῦμαι, παραγγέλλω, διατάζω,
προστάζω, τί τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐντέλλεσθαι ἀπὸ γλώσσης, προστάζω
κάποιον με τα λόγια, στον ίδ. — Παθ., τὰ ἐντεταλμένα, διαταγές,
προσταγές, στον ίδ., Ξεν.
ἐν-τέμνω, Ιων. -τάμνω, μέλ. -τεμῶ, I. κόβω, χαράζω πάνω, ἐν τοῖσι
λίθοισι γράμματα, σε Ηρόδ. II. τέμνω, κόβω, 1. σφάζω θύμα, θυσιάζω, σε
Θουκ. 2. κόβω, κομματιάζω, τεμαχίζω, ψιλοκόβω, όπως τα βότανα σε
φαρμακευτικό παρασκεύασμα, ἄκος ἐντ., σε Αισχύλ. 3. κόβω, τέμνω,
διαιρώ στα δύο, σε Λουκ.
ἔντερον, τό (ἐντός), έντερο, ἔντερον οἰός, χορδή τόξου από έντερο
προβάτου, σε Ομήρ. Οδ.· κυρίως στον πληθ., ἔντερα, έντερα, εντόσθια,
σπλάχνα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
ἐντερόνεια, ἡ, ξυλεία πλοίου, τροφή, σε Αριστοφ.
ἐντεσι-εργός, -όν (ἔργον), αυτός που δουλεύει σε ζυγό, υποζύγιος,
ἡμίονοι ἐντ., μουλάρια που έλκουν, σύρουν, τραβούν άμαξα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐντέτᾰμαι, Παθ. παρακ. του ἐντείνω.
ἐντετᾰμένως, επίρρ., σφοδρά, με ένταση, ρωμαλέα, γερά, δυνατά,
σε Ηρόδ.
ἐντεῦθεν, Ιων. ἐνθεῦτεν, επίρρ. (ἔνθεν)· I. λέγεται για τόπο, από
εδώ ή από εκεί, Λατ. hinc η illinc, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. II. λέγεται για χρόνο,
στο μέλλον, στο εξής, από τότε, έκτοτε, αμέσως μετά, σε Ηρόδ. κ.λπ.·
τοὐντεῦθεν, σε Ευρ.· τἀντεῦθεν, ό,τι υπολείπεται, στο εξής, σε Αισχύλ. III.
μτβ., εκ τούτου, εξαιτίας αυτού, σε Θουκ.
274

ἐντευθενί[ῑ], επιτετ. τύπος του προηγ., σε Αριστοφ.


ἐντευκτικός, -ή, -όν, ευπροσήγορος, γλυκομίλητος, σε Πλούτ.
ἔντευξις, -εως, ἡ (ἐντυγχάνω), 1. τυχαία συνάντηση κάποιου,
συναναστροφή, συνομιλία, γνωριμία, συνέρευση, επικοινωνία, τινος, με
κάποιον, σε Αισχίν. 2. παράκληση, αίτηση, αναφορά, σε Πλούτ.·
μεσολάβηση, συνηγορία, μεσιτεία για κάποιον, σε Κ.Δ.
ἐν-τευτλᾰνόομαι, Παθ., μαγειρεύομαι στην κατσαρόλα με
παντζάρια (τεῦτλον), σε Αριστοφ.
ἔν-τεχνος, -ον (τέχνη), αυτός που είναι εντός των ορίων της τέχνης,
που εμπίπτει στο πεδίο της, καλλιτεχνικός, σε Πλάτ.
ἐν-τήκω, μέλ. -ξω, I. χύνω κάτι λυωμένο μέσα σε, μόλιβδον, σε
Πλούτ. II. Παθ., με Ενεργ. παρακ. ἐντέτηκα, 1. λέγεται για αισθήματα,
διεισδύω βαθιά μέσα σε, σε Σοφ. 2. λέγεται για πρόσωπα, είμαι
απορροφημένος από κάτι, στον ίδ.
ἐντί, Δωρ. αντί ἐστί ή εἰσί, γʹ ενικ. και πληθ. του εἰμί (sum).
ἐν-τίθημι, μέλ. -θήσω· απαρ. ποιητ. αορ. αʹ ἐνθέμεν· 1. θέτω, βάζω
μέσα σε πλοίο, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ομήρ. Οδ.·
έπειτα, γενικά, βάζω μέσα σε, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. μεταφ., βάζω μέσα
σε κάποιον, εμπνέω, σε Θέογν., Ξεν. — Μέσ., χόλον ἔνθεο θυμῷ,
εναπόθεσες στην ψυχή σου οργή, σε Ομήρ. Ιλ.· πατέρας ἔνθεο τιμῇ, τίμησε
τους πατέρες μας, στο ίδ. 3. βάζω κάτι στο στόμα κάποιου, τί τινι, σε
Αριστοφ.· στη Μέσ., ἐνθοῦ, βάλε μέσα, δηλ. φάε, στον ίδ.
ἐν-τίκτω, μέλ. -τέξομαι, I. 1. γεννώ ή δημιουργώ κάπου, με δοτ., σε
Ευρ.· ᾠὰ ἐντ. ἐς τὴν ἰλύν, ρίχνω, γεννώ αυγά μέσα στη λάσπη, σε Ηρόδ. 2.
δημιουργώ ή προξενώ σε κάποιον κάτι, τί τινι, σε Ευρ. II. μτχ. παρακ.
ἐντετοκώς, αμτβ., αυτός που γεννήθηκε εντός, έμφυτος, σύμφυτος, σε
Αριστοφ.
ἐντῑλάω, μέλ. -ήσω, Λατ. incacare, πιτσιλίζω κάτι πάνω σε κάποιον,
τί τινι, σε Αριστοφ.
ἐν-τῑμάω, μέλ. -ήσω, εκτιμώ ή συνυπολογίζω, σε Δημ.
ἔν-τῑμος, -ον (τιμή), 1. λέγεται για πρόσωπα, τιμημένος,
εκτιμώμενος, σε Σοφ. κ.λπ.· με δοτ. πράγμ., τιμώμενος με ή σε κάτι, σε
Ευρ.· οἱ ἔντιμοι, άνδρες που έχουν αξίωμα, άνδρες με υψηλή κοινωνική
θέση, αξιοσέβαστοι, σε Ξεν. 2. λεγεται για πράγματα, αξιότιμος, σε Σοφ.
3. επίρρ., ἐντίμως ἔχειν, είναι σε τιμή, είναι σε υπόληψη, σε Ξεν.
ἔντμημα, -ατος, τό (ἐντέμνω), εντομή, χαραματιά, εγκοπή,
χαρακιά, σε Ξεν.
ἕντο, γʹ πληθ. Μέσ. αορ. βʹ του ἵημι.
ἐντολή, ἡ (ἐντέλλω), προσταγή, παραγγελία, διαταγή, εντολή, σε
Ηρόδ. κ.λπ.
ἔντομος, -ον (ἐντέμνω), κομμένος σε τεμάχια, τεμαχισμένος· ουδ.
πληθ. ἔντομα, σφάγια θυσιών, σε Ηρόδ.
275

ἔντονος, -ον (ἐντείνω), λέγεται για πρόσωπα, ρωμαλέος, ισχυρός·


μεταφ., επίμονος, σοβαρός, ένθερμος, παθιασμένος, σφοδρός, βίαιος, σε
Ηρόδ., Αττ.· επίρρ. ἐντόνως, θερμά, βίαια, σε Θουκ., Ξεν.
ἔν-τοπος, -ον, αυτός που είναι σε ή από έναν τόπο, σε Σοφ.
ἐντορεύω, μέλ. -σω, λαξεύω, σκαλίζω, χαράσσω ανάγλυφο πάνω σε
κάτι, σε Πλούτ.
ἔντος, τό, βλ. ἔντεα, τά.
ἐντός, επίρρ. (ἐν), εντός, μέσα σε, εσωτερικά, μέσα, Λατ. intus,
αντίθ. προς το ἐκτός· I. 1. ως πρόθ. με γεν., τείχεος ἐντός, σε Ομήρ. Ιλ.·
ἐντὸς Ὀλύμπου, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ἐντὸς ἐμαυτοῦ, στα λογικά μου, σε Ηρόδ.·
ομοίως και απόλ., ἐντὸςὤν, σε Δημ.· επίσης με ρήματα κίνησης, τείχεος
ἐντὸς ἰέναι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. εντός, δηλ. από αυτήν την πλευρά, Λατ. citra,
ἐντὸς τοῦ Ἄλυος ποταμοῦ, σε Ηρόδ., κ.λπ. 3. λέγεται για χρόνο, μέσα σε,
εντός του διαστήματος, ἐντὸς εἴκοσιν ἡμερῶν, σε Θουκ.· ἐντὸς ἑσπέρας,
πλησίον, κοντά, δηλ. λίγο πριν, το απόγευμα, σε Ξεν. II. απόλ., εντός, μέσα
σε, ἐντὸςἐέργειν, σε Όμηρ.· ἐντὸς ἔχειν, σε Θουκ.· τὰ ἐντός, τα εσωτερικά
μέρη του σώματος, σωθικά, εντόσθια, στον ίδ.
ἔντοσθε, πριν από φωνήεν -θεν, επίρρ., από μέσα, σε Ομήρ. Οδ.·
επίσης ἐντός, εντός, μέσα σε, απόλ. ή με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
ἐντρᾰγεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἐντρώγω.
ἐν-τρᾰγῳδέω, μέλ. -ήσω, περιφέρομαι καμαρωτός ανάμεσα σε,
τισί, σε Λουκ.
ἐν-τρέπω, μέλ. -τρέψω, I. στρέφω, τὰ νῶτα, σε Ηρόδ.· τροποποιώ,
μεταβάλλω, αλλάζω, μετατρέπω, σε Λουκ. II. 1. Μέσ. ή Παθ., αόρ. βʹ
ἐνετράπην [ᾰ], στρέφομαι, καθυστερώ, διστάζω, σε Σοφ. 2. με γεν. προσ.,
στρέφομαι προς κάποιον, δίνω προσοχή, αποδίδω, απονέμω σεβασμό,
σέβομαι ή εκτιμώ, σε Όμηρ., Τραγ. 3. με απαρ., φροντίζω να, σε Θέογν. 4.
απόλ., ντρέπομαι ή φοβάμαι, σε Κ.Δ.
ἐν-τρέφω, μέλ. -θρέψω, ανατρέφω στο σπίτι, σε Ευρ.· ομοίως και
στη Μέσ., σε Ησίοδ. — Παθ., μεγαλώνω σε έναν τόπο, με δοτ., σε Ευρ.
ἐν-τρέχω, μέλ. -δρᾰμοῦμαι, I. τρέχω μέσα σε, εἰ ἐντρέχει ἀγλαὰ γυῖα,
αν τα μέλη του σώματός του κινούνταν ελεύθερα μέσα σε (στην πανοπλία),
στην Ομήρ. Ιλ. II. γλιστρώ μέσα σε, εισέρχομαι, εισβάλλω, σε Ανθ.
ἐντρῐβής, -ές, μεταφ. από τη λυδία λίθο, αυτός που δοκιμάζεται με
τρίψιμο, δοκιμασμένος, έμπειρος σε κάτι, με δοτ., σε Σοφ.
ἐν-τρίβω[ῑ], μέλ. -ψω, I. 1. τρίβω πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Λουκ.
2. μεταφ., ἐντρ. κόνδυλόν τινι, ξυλοφορτώνω κάποιον, γρονθοκοπώ, σε
Πλούτ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Λουκ. ΙI. με αιτ. προσ., τρίβω,
περιποιούμαι κάποιον με καλλυντικά, σε Ξεν. — Παθ., καλλωπίζομαι,
αλείφομαι, βάφομαι, στον ίδ. III. εξαφανίζω, εξαλείφω, σβήνω με τρίψιμο,
σε Αριστοφ.
ἔντριμμα, -ατος, τό, καλλυντικό είδος, σε Πλούτ.
276

ἐντρῑτωνίζω, (ἐν, τρίτος), ανακατεύω τρία μέρη νερού με δύο μέρη


κρασιού· λογοπαίγνιο στο όνομα ἡ Τριτογενής, σε Αριστοφ.
ἔν-τρῐχος, -ον (θρίξ), μαλλιαρός, τριχωτός, σε Ανθ.
ἔντριψις, -εως, ἡ (ἐντρίβω), τρίψιμο, προστριβή, σε Ξεν.
ἔν-τρομος, -ον (τρέμω), τρομαγμένος, φοβισμένος, σε Πλούτ., Κ.Δ.
ἐν-τροπᾰλίζομαι, Παθ., θαμιστικό του ἐντρέπω, στρέφομαι και
βλέπω προς τα πίσω, λέγεται για στρατιώτες που υποχωρούν, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐντροπή, ἡ (ἐντρέπω), στροφή, γύρισμα, στρίψιμο προς, ἐντροπήν
τινος ἔχειν, σεβασμός ή εκτίμηση προς κάποιον, σε Σοφ.· ντροπή,
προσβολή, όνειδος, αιτία ντροπής, σε Κ.Δ.
ἐντροπία, ἡ, τέχνασμα, ραδιουργία, σε Ομηρ. Ύμν.
ἔντροφος, -ον (ἐντρέφω), 1. αυτός που ζει ή τρέφεται με κάτι, με
δοτ., σε Σοφ. 2. ως ουσ., ανάθρεμμα, σε Ανθ.
ἐν-τρῠφάω, μέλ. -ήσω, I. γλεντώ, διασκεδάζω με κάτι, με δοτ., σε
Μένανδρ.· απόλ., είμαι, φαίνομαι τρυφηλός, σε Ξεν. II. εμπαίζω,
κοροϊδεύω, περιγελώ κάποιον, τινί, σε Ευρ.
ἐν-τρώγω, μέλ. -ξομαι, αόρ. βʹ ἐνέτρᾰγον· τρώω άπληστα ή
λαίμαργα, καταβροχθίζω, σε Αριστοφ.· με γεν., τρώω λαίμαργα από κάτι,
σε Λουκ.
ἐν-τυγχάνω, μέλ. -τεύξομαι, αόρ. βʹ ἐνέτῠχον, παρακ. ἐντετύχηκα,
μτχ. Παθ. αορ. αʹ ἐντευχθείς, με Ενεργ. σημασία· I. 1. σκοντάφτω πάνω,
βρίσκω τυχαία, συναντώ, συναντιέμαι με κάποιον ή κάτι, με δοτ., σε Ηρόδ.
κ.λπ.· απόλ., ὁἐντυχών, ο πρώτος που μας συναντά, οποιοδήποτε τυχαίο
πρόσωπο, σε Θουκ.· λέγεται για κεραυνό, πλήττω, πέφτω πάνω σε, χτυπώ,
με δοτ., σε Ξεν.· ομοίως λέγεται και για δυστυχήματα, σε Αισχύλ. 2.
σπανίως, όπως το τυγχάνω, με γεν., λελυμένης τῆς γεφύρης ἐντυχόντες,
βρίσκοντας τη γέφυρα διαλυμένη, σε Ηρόδ.· ἐντυχὼν Ἀσκληπιδῶν,
συναντώντας τους, σε Σοφ. II. 1. συναναστρέφομαι, συνομιλώ με κάποιον,
τινί, σε Πλάτ. 2. μεσολαβώ, μεσιτεύω, παρεμβαίνω, ικετεύω, παρακαλώ,
τινί, σε Κ.Δ., Πλούτ.· με απαρ., ικετεύω, παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι,
στον ίδ. III. λέγεται για βιβλία, συναντώ (δηλ. τυχαίνει να έρθουν στα
χέρια μου), σε Πλάτ.· απ' όπου, διαβάζω, σε Λουκ.
ἐν-τῠλίσσω, μέλ. -ξω, περιτυλίγω, σε Αριστοφ.
ἐν-τύνω[ῡ], παρατ. -ἔντῡνον, μέλ. ἐντῠνῶ, αόρ. αʹ ἔντῡνα· επίσης
ἐντύω [ῠ], παρατ. ἔντυον· εξοπλίζω, εφοδιάζω, στολίζω, διακοσμώ,
ετοιμάζω, σε Όμηρ.· δέπας δ' ἔντυνον (προστ. αορ. αʹ) παρασκεύασε,
ετοίμασε το ποτήρι, δηλ. ανάμειξε το κρασί, σε Ομήρ. Ιλ.· εὖ ἐντύνασαν ἓ
αὐτήν, στολίζοντας τον εαυτό της καλά, στο ίδ. — Μέσ., ὄφρα τάχιστα
ἐντύνεαι (Επικ. αντί ἐντύνῃ) μπορεί να σε ετοιμάσει πολυ γρήγορα, σε
Ομήρ. Οδ. — Μέσ. με αιτ., ετοιμάζω για τον εαυτό μου, ἐντύνεσθαι δαῖτα,
δεῖπνον, σε Όμηρ.
ἐν-τῠπάς (τύπος), επίρρ., ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος (λέγεται
για τον Πρίαμο και το πένθος του), τυλιγμένος στο μανδύα του, στο χιτώνα
277

του τόσο στενά, ώστε να φαίνονται τα μέλη του σώματός του, σε Ομήρ.
Ιλ.
ἐν-τῠπόω, μέλ. -ώσω, εγχαράζω, εγγλύφω, σκαλίζω στην
επιφάνεια, σε Πλούτ.
ἐν-τύφω[ῡ], μέλ. -θύψω, καπνίζω κάτι, ρίχνω πάνω του καπνό,
όπως κάνει κάποιος στις σφήκες, σε Αριστοφ.
ἐντύω, βλ. ἐντύνω.
Ἐνῡάλιος[ᾰ], ὁ, I. 1. ο Πολεμοχαρής, επίθ. του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.,
Σοφ. κ.λπ. 2. ως προσηγορικό όνομα, πόλεμος, μάχη, σε Ευρ. II. ως επίθ.,
πολεμικός, μαινόμενος, βίαιος, έξαλλος, άγριος, σε Θεόκρ.
ἐν-υβρίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, προσβάλλω, κακολογώ ή κοροϊδεύω,
εμπαίζω κάποιον για κάτι, με δοτ., σε Σοφ.· τινὰ ἐν κακοῖς, σε Ευρ.
ἔν-υδρις, ἡ, γεν. -ιος (ὕδωρ), νερόφιδο, σε Ηρόδ.
ἐνυδρό-βῑος, -ον, αυτός που ζει στο νερό, σε Ανθ.
ἔν-υδρος, -ον (ὕδωρ), 1. αυτός που έχει νερό μέσα του, που
περιέχει, συγκρατεί νερό, ἔν. τεῦχος, δηλ. μπάνιο, λουτρό, σε Αισχύλ.·
λέγεται για χώρες, αυτές που αρδρεύονται καλά, σε Ηρόδ.· ἔν. φρούριον,
εφοδιασμένο, προμηθευμένο με νερό, σε Ξεν. 2. φτιαγμένος από νερό,
υδάτινος, σε Ευρ. 3. αυτός που ζει μέσα στο νερό ή κοντά σε αυτό, λέγεται
για τις Νύμφες, σε Σοφ.· λέγεται για φυτά, σε Αριστοφ.
ἔνυξα, αόρ. αʹ του νύσσω.
ἐν-ύπνιον, τό (ὕπνος), 1. αυτό που βλέπεται στον ύπνο, ἐνύπνιον
ἦλθεν ὄνειρος, όνειρο ή όραμα ήρθε κατά τη διάρκεια του ύπνου, σε Ομήρ.
Οδ.· απ' όπου ως επίρρ., ἐνύπνιον ἑστιᾶσθαι, φαγοπότι με το Βαρμηχίδη
(από τις «Χίλιες και μια νύχτες»), δηλ. φαγοπότι που φαίνεται ωραίο αλλά
τελικά δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες, είναι απατηλό και ψεύτικο, σε
Αριστοφ. 2. απλώς, το όνειρο, σε Ηρόδ., Αττ.
ἐν-ύπνιος, -ον (ὕπνος), αυτός που εμφανίζεται στα όνειρα, σε
Αισχύλ.
ἐνύσταξα, αόρ. αʹ του νυστάζω.
ἐν-ῠφαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, υφαίνω, κεντώ διακοσμητικό σχέδιο —
Παθ., υφαίνομαι, σε Ηρόδ.
ἐνῠφαντός, -όν, υφαντός, κεντημένος, σε Θεόκρ.
Ἐνῡώ, γεν. -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, η Ενυώ, θεότητα του πολέμου,
αντίστοιχη της ρωμ. Bellona, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
ἐν-ωθέω, αόρ. αʹ -έωσα, ωθώ, σπρώχνω προς τα μέσα ή πάνω σε,
σε Πλούτ., Λουκ.
ἐνωμοτ-άρχης, ή -αρχος, -ου, ὁ, αρχηγός ἐνωμοτίας, σε Θουκ., Ξεν.
ἐνωμοτία, ἡ, ομάδα ενόρκων στρατιωτών, υποδιαίρεση του σπαρτ.
στρατού, ο λόχος περιελάμβανε τέσσερις πεντηκοστύες, κάθε πεντηκοστύς
περιελάμβανε τέσσερις ἐνωμοτίας και κάθε ἐνωμοτία τριανταδύο άνδρες,
σε Θουκ., Ξεν.
278

ἐν-ώμοτος, -ον (ὄμνυμι), I. δεμένος με όρκο, σε Σοφ.· επίρρ. -τως,


ενόρκως, σε Πλούτ. II. συνωμότης, δολοπλόκος, σκευωρός, στον ίδ.
ἐνωπᾰδίως, επίρρ., κατά πρόσωπο, κατάμουτρα, απερίφραστα, σε
Ομήρ. Οδ.
ἐν-ωπή, ἡ (ὤψ), πρόσωπο, μορφή, δοτ. ἐνωπῇ, ως επίρρ., κατά
πρόσωπο, ανοιχτά, φανερά, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐνώπια, τά, ο διπλανός τοίχος από εκείνον που πρωτοαντικρίζουμε
όταν εισερχόμαστε σε ένα κτίριο ή αλλιώς οι πλευρικοί τοίχοι της εισόδου,
σε Όμηρ.
ἐν-ώπιος, -ον (ὤψ), I. αυτός που βρίσκεται κατά πρόσωπο,
πρόσωπο με πρόσωπο, σε Θεόκρ. II. ουδ. ἐνώπιον, πρόθ. με γεν., όπως το
Λατ. coram, σε Κ.Δ.
ἐνῶρσα, αόρ. αʹ του ἐνόρνυμι· ἐν-ῶρτο, γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ.
ἐνῶσα, Ιων. συνηρ. του ἐνόησα, αόρ. αʹ του νοέω.
ἐν-ωτίζομαι, αποθ. (οὖς), ακούω κάτι, αφουγκράζομαι, προσέχω, τί,
σε Κ.Δ.

Με την πρόθεση επι- εντοπίζονται 977 λήμματα

ἐπί, πρόθ. με γεν., δοτ. και αιτ.: Ριζική σημασία, επάνω, επί, εις.
Α. ΜΕ ΓΕΝ.· I. λέγεται για τόπο, 1. με ρήματα στάσης, επί ή πάνω, κεῖσθαι
ἐπὶ χθονός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐφ' ἵππου, πάνω στην πλάτη του αλόγου, έφιππος
κ.λπ.· ἐπὶγῆς, πάνω στη γη, επίγειος, σε Σοφ.· ἐπ' ἀγροῦ, στον αγρό, σε
Ομήρ. Οδ. επίσης πλησίον ή κοντά, ἐπίΛήμνου, έξωθεν, μακριά από τη
Λήμνο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με ρήματα κίνησης, η σημασία είναι πλήρης,
μεστός, ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν, έσυραν το πλοίο εξολοκλήρου πάνω στην
ξηρά και το άφησαν εκεί, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἀναβῆναι ἐπὶ τῶν πύργων, σε
Ξεν. 2. όχι αυστηρά για τόπο, μένειν ἐπὶ τῆς ἀρχῆς, παραμένω στο αξίωμα,
στον ίδ.· ἐπὶ τῶν πραγμάτων, απασχολημένος με υποχρεώσεις, σε Δημ.·
λέγεται για πλοία, ὁρμεῖν ἐπ' ἀγκύρας, είμαι αγκυροβολημένος (δηλ.
εξαρτώμαι από), σε Ηρόδ. 3. μαζί με την προσ. και αυτοπαθ. αντων., ἐφ'
ὑμείων, από μέσα σας, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐφ' αὑτοῦ, από μόνος του, σε Θουκ.·
αὐτός ἐφ' ἑαυτοῦ, σε Ξεν. 4. μαζί με αριθμητικά για να δηλωθεί το βάθος
ενός στρατιωτικού σώματος, ἐπὶ τεττάρων, βάθους τεσσάρων ανδρών,
στον ίδ.· ἐπ' ὀλίγων, δηλ. σε μακριά και λεπτή γραμμή, στον ίδ.· ἐφ'ἑνός,
σε μία γραμμή (δηλ. χωρίς βάθος), στον ίδ. 5. με γεν. προσ., ενώπιον, με
την παρουσία κάποιου, Λατ. coram, ἐπὶ πάντων, σε Δημ. 6. μαζί με ρήματα
αίσθησης, ὁρᾶντι ἐπί τινος, σε Ξεν. 7. λέγεται για κίνηση, προς,
προτρέποντο ἐπὶ νηῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· πλεῖν ἐπὶ Χίου, πλέω για τη Χίο, σε
Ηρόδ.· ἡ ἐπὶ Βαβυλῶνος ὁδός, ο δρόμος που οδηγεί στη Βαβυλώνα, σε
Ξεν. II. λέγεται για χρόνο, στα χρόνια κάποιου, ἐπὶπροτέρων ἀνθρώπων,
σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ Κύρου, σε Ηρόδ.· ἐπ' ἐμοῦ, στον καιρό μου, στον ίδ. III.
279

με ποικίλες άλλες σημασίες· 1. υπεράνω, άνωθεν, από πάνω, λέγεται για


αυτούς που έχουν εξουσία, ὁ ἐπὶ τῶν ὁπλιτῶν, ὁ ἐπὶ τῶν ἱππέων, σε Δημ.·
ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, ο ταμίας, στον ίδ. 2. κεκλῆσθαι ἐπί τινος, ονομάστηκε
έτσι από αυτόν, σε Ηρόδ.· ἡ ἐπ' Ἀνταλκίδου εἰρήνη καλουμένη, σε Ξεν. 3.
λέγεται για περιστάσες και άλλα συναφή, ἐπὶ πάντων, σε κάθε περίσταση,
σε Δημ.· ομοίως και σε φράσεις που αργότερα έγιναν επιρρηματικές, ἐπ'
ἴσης (ενν. μοίρας), ομοίως, εξ ίσου, σε Σοφ. Β. ΜΕ ΔΟΤ.· I. 1. λέγεται για
τόπο, πάνω σε, ἕξεσθαι ἐπὶδίφρῳ, σε Ομήρ. Ιλ.· με ρήματα κίνησης, στο
ίδ.· σε κατάσταση γονιμοποίησης, πέτονται ἐπ' ἄνθεσιν, πετούν πάνω στα
λουλούδια και κάθονται εκεί, στο ίδ.· σε ή πλησίον, κοντά, ἐπὶ θύρῃσι, στο
ίδ.· πάνω ή άνωθεν, από πάνω, ἐπ' Ἰφιδάμαντι, πάνω από το σώμα του
Ιφιδάμαντα, στο ίδ. 2. με εχθρική σημασία, εναντίον, σε Ηρόδ. 3. προς, σε
σχέση, σχετικά προς, ἐπὶ πᾶσι, σε Ομήρ. Ιλ.· νόμον τίθεσθαι ἐπί τινι,
θεμελιώνω νόμο κάποιου, είτε υπέρ είτε κατά, σε Πλάτ. 4. λέγεται για
συσσώρευση, συγκέντρωση, επί, κατόπιν, ύστερα, ὄγχνη ἐπ' ὄγχνῃ, το ένα
αχλάδι μετά το άλλο, σε Ομήρ. Οδ. 5. επιπλέον, ἐπὶ τοῖσι, επιπλέον, εκτός
αυτού, ακόμη, ἐπὶ τούτοις, σε Αττ. 6. λέγεται για θέση, κατόπιν, πίσω,
όπισθεν, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν. 7. στη δήλωση εξάρτησης από
την εξουσία κάποιου, Λατ. penes, ἐπὶ τινί ἐστι, είναι στην εξουσία του να
κάνει κάτι, με απαρ., σε Ηρόδ.· τὸ ἐπ' ἐμοί, όσο εξαρτάται από μένα, σε
Ξεν. 8. λέγεται για καταστάσεις ή περιστάσεις, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἐπὶ τῷ
παρόντι, σε Θουκ. II. 1. λέγεται για χρόνο, ἐπὶ νυκτί, κατά τη διάρκεια της
νύχτας, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰεὶἐπ' ἤματι, κάθε μέρα, σε Ομήρ. Οδ. 2. μετά,
κατόπιν, ἕκτῃ ἐπὶ δεκάτῃ ή τῇ ἕκτῃ ἐπὶ δέκα, κατά την δεκάτη έκτη του
μήνα, παρά Δημ.· τὰἐπὶ τούτοις, Λατ. quod superest, σε Θουκ.· τοὐπὶ τῷδε,
σε Ευρ. III. με ποικίλες άλλες σημασίες· 1. λέγεται για αφορμή ή αιτία,
ἐπὶ σοί, εξαιτίας σου, σε Ομήρ. Ιλ.· μέγα φρονεῖν ἐπί τινι, περηφανεύομαι
σε ή για κάτι, σε Πλάτ.· ἀγανακτεῖν επί τινι, σε Ξεν. 2. λέγεται για τέλος ή
σκοπό, ἐπὶ δόρπῳ, για δείπνο, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ κακῷ, για βλάβη, κακό,
αδικία, σε Ηρόδ.· δῆσαι ἐπὶ θανάτῳ, στον ίδ., Ξεν.· ἐπ' ἐξαγωγῇ, για
εξαγωγή (εμπορεύματος), σε Ηρόδ. 3. λέγεται για δήλωση των όρων λόγω
των οποίων γίνεται κάτι, ἐπὶ τούτοις, υπό αυτούς τους όρους, στον ίδ.· ἐφ'
ᾧ ή ἐφ' ᾧτε, υπό τον όρο, στον ίδ.· ἐπὶ οὐδενί, σε καμία περίπτωση, επ'
οὐδενί, στον ίδ.· ἐπ' ἴσῃ καὶ ὁμοίᾳ, επί ίσοις όροις, σε Θουκ. 4. λέγεται για
τιμή, αξία, τίμημα, ἔργον τελέσαι μεγάλῳ ἐπὶ δώρῳ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ
πόσῳ; σε Πλάτ.· ἐπ' ἀργυρίῳ, σε Δημ.· για τον τόκο των δανείων,
δανείζεσθαι ἐπὶ τοῖς μεγάλοις τόκοις, στον ίδ. 5. κεκλῆσθαι ἐπί τινι, παίρνω
το όνομά μου από κάποιον, σε Πλάτ. 6. λέγεται για άρχοντες της εξουσίας,
ἐπὶ βουσίν, επιστάτης των βοδιών, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ ταῖς ναυσίν, σε Ξεν.·
οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασιν, σε Δημ. Γ. ΜΕ ΑΙΤ.· I. 1. λέγεται για τόπο, πάνω,
επί ή επάνω σε ύψωμα, ἐπὶ πύργον ἔβη, σε Ομήρ. Ιλ.· προελθεῖν ἐπὶ τὸ βῆμα,
σε Θουκ.· ἀναβαίνειν ἐπὶ τὸν ἵππον, σε Ξεν.· απλώς, εις, σε, προς, ἦλθε
θοὰς ἐπὶ νῆας, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· μεταφ., ἐπὶ ἔργα τρέπεσθαι, στο ίδ.· ἐπὶ
280

τὴν τράπεζαν ὀφείλειν, να οφείλει κάποιος στην τράπεζα, σε Δημ. 2. έως,


μέχρι, ἐπὶ θάλασσαν, σε Θουκ.· λέγεται για καταμετρήσεις, πλέον ἢ ἐπὶ δύο
στάδια, σε Ξεν.· με ουδ. επίθ., ὅσον τ' ἔπι, μέχρι του σημείου, σε Ομήρ. Ιλ.·
ἐπὶ πᾶν ἐλθεῖν, σε Ξεν.· ἐπὶ σμικρόν, ολίγον τι, λίγο, σε Σοφ.· ἐπ' ἔλαττον,
ἐπ' ἐλάχιστον, σε Πλάτ. κ.λπ. 3. ἐπὶ πλέον, ακόμη περισσότερο, σε Ηρόδ.·
ενώπιον, μπροστά, εμπρός, Λατ. coram, ἦγον αὐτὸν ἐπὶ τὰ κοινά, στον ίδ.
4. στη στρατιωτική ορολογία, ἐπ' ἀσπίδας πέντε καὶ εἴκοσιν, δηλ. είκοσι
πέντε σε ένα στράτευμα, σε Θουκ. 5. προς, κατά, ἐπὶ δεξιά, ἐπ' ἀριστερά,
σε Όμηρ. κ.λπ.· — επίσης σε στρατιωτικές φράσεις, ἐπὶ δόρυ ἀναστρέψαι,
ἐπὶ ἀσπίδα μεταβαλέσθαι, προς το μέρος του δόρατος ή της ασπίδας, δηλ.
προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά, σε Ξεν.· ἐπὶ πόδα ἀναχωρεῖν,
οπισθοχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι με τα πόδια, δηλ. χωρίς να
στρέψουν τα νώτα, αντικρίζοντας τον εχθρό, στον ίδ.· ἐπὶ τὸ μεῖζον, με
υπερβολή, σε Θουκ.· ἐπὶ τὰ γελοιότερα, έτσι ώστε να προκληθεί γέλιο, σε
Πλάτ. 6. με εχθρική σημασία, εναντίον, κατά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 7. λέγεται
για επέκταση, ἐπ' ἐννέα κεῖτο πέλεθρα, εξαπλώθηκε σε έκταση εννιά
πλέθρων, στο ίδ.· ἐπὶπολύ, σε μεγάλη έκταση, σε Θουκ.· ομοίως και σε
πολλές άλλες περιπτώσεις, δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός, σε Ομήρ. Ιλ.·
ἵππους ἐπὶ νῶτον ἐΐσσας, στο ίδ. II. 1. λέγεται για χρόνο, για ή κατά τη
διάρκεια συγκεκριμένου χρόνου, πολλὸν ἐπὶ χρόνον, στο ίδ.· ἐπὶ δέκα ἔτη,
σε Θουκ. 2. έως ή μέχρι συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ἐπ' ἠῶ καὶ μέσον
ἦμαρ, σε Ομήρ. Οδ. III. με ποικίλες άλλες ενεργητικές σημασίες· 1.
λέγεται για το αντικείμενο ή τον σκοπό για τον οποίο κάποιος πηγαίνει
κάπου, ἐπὶ Τυδῆ, για να μεταφέρει ειδήσεις του Τυδέα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐλθεῖν
ἐπ' ἀργύριον, σε Ξεν.· με ουδ. αντων., ἐπὶ τοῦτο ἐλθεῖν, για αυτόν τον
σκοπό, στον ίδ.· ἐπὶ τί; για ποιο σκοπό; Λατ. quorsum? σε Αριστοφ.· ἐπὶ
τόκον, με (δηλ. κερδίζοντας) τόκο, σε Δημ. 2. ως προς, όσον αφορά, τοὐπ'
ἐμέ, τοὐπί σε, σε Ευρ. 3. λέγεται για άτομα που εποπτεύουν άλλα άτομα,
ἐπὶ τοὺς πεζοὺς καθιστάναι ἄρχοντα, σε Ξεν. 4. συμφώνως προς, σύμφωνα
με, ἐπὶ στάθμην, σύμφωνα με την γραμμή της στάθμης, σε Ομήρ. Οδ. Δ.
ΘΕΣΗ· I. η ἐπί μπορεί να ακολουθεί την πτώση της, όταν γίνεται ἔπιλόγω
αναστροφής. Ε. ΑΠΟΛ., I. ἐπί χωρίς αναστροφή, ιδίως ἐπὶ δέ, και
επιπλέον, σε Ηρόδ. II. ἔπι αντί ἔπεστι, υπάρχει, σε Όμηρ. ΣΤ. ΣΤΑ
ΣΥΝΘ.· I. λέγεται για τόπο, υποδηλώνει στάση πάνω σε, επί, όπως στο
ἐπίκειμαι, ή κίνηση, πάνω ή υπεράνω, όπως το ἐπιβαίνω· εις, σε ή προς,
όπως στα ἐπαρίστερος, ἐπιδέξιος· εναντίον, όπως στα ἐπαΐσσω,
ἐπιστρατεύω· μέχρι ενός σημείου, όπως στο ἐπιτελέω· πέραν των ορίων,
όπως στα ἐπινέμομαι, ἐπεργασία. 2. επέκταση, άπλωμα πάνω σε επιφάνεια,
όπως στα ἐπαλείφω, ἐπάργυρος, ἐπίχρυσος. 3. συσσώρευση, συγκέντρωση
ή προσθήκη, όπως στα ἐπιβάλλω, ἐπίκτητος. 4. συνοδεία μουσικής, σε, με,
όπως στα ἐπᾴδω, ἐπαυλέω. 5. λέγεται για τόπο, ἐπίτριτος, ένα και ακόμα
1/3, δηλ. 1 + 1/3, Λατ. sesquitertius, ομοίως και ἐπιτέταρτος κ.λπ. II.
λέγεται για χρόνο και ακολουθία, μετά, κατόπιν, όπως στο ἐπιγίγνομαι. III.
281

με αιτιολ. σημασία, για υπεροχή πάνω σε ή σε, όπως στα ἐπιχαίρω,


ἐπιγελάω· λέγεται για εξουσία, υπέρ, άνωθεν, πάνω από, από πάνω, όπως
στα ἐπικρατέω, ἐπιβούκολος· λέγεται για αιτία, αφορμή, για, δια, διότι,
όπως στα ἐπιθυμέω, ἐπιθάνατος· χρησιμοποιείται για ενίσχυση ή επίταση
της έννοιας του ρήματος, όπως στα ἐπαινέω, ἐπιμέμφομαι.
ἐπι-άλλομαι, Επικ. αντί ἐφ-άλλομαι, για το οποίο ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τη
μτχ. Επικ. αορ. βʹ ἐπιάλμενος.
ἐπ-ιάλλω, μέλ. -ιᾰλῶ· αόρ. αʹ -ίηλα (με ῑ)· στέλνω σε, εναντίον, επιβάλλω,
ἑτάροις ἐπὶ χεῖρας ἴαλλεν, άπλωσε τα χέρια πάνω σε αυτά, σε Ομήρ. Οδ.·
ἐπίηλεν τάδεἔργα, προκάλεσε, επέφερε αυτά τα έργα, στο ίδ.· ἐπιαλῶ (ενν.
τὸ κέντρον), θα το βάλλω σε ενέργεια, σε Αριστοφ.
ἐπιανδάνω, Επικ. αντί ἐφανδάνω.
ἐπ-ῐαύω, 1. κοιμάμαι ανάμεσα, μεταξύ, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ. 2. κοιμάμαι
πάνω σε, σε Ανθ.
ἐπ-ιάχω[ᾰ], κραυγάζω, επιδοκιμάζω, επευφημώ, επικροτώ μετά από μία
αγόρευση ή ομιλία, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης απλώς, φωνάζω δυνατά, στο ίδ.
ἐπίβᾱ, αντί ἐπίβηθι, προστ. αορ. βʹ του ἐπιβαίνω.
ἐπιβάθρα, ἡ (ἐπιβαίνω), σκάλα, κλίμακα ή βαθμίδες, σκαλοπάτια·
μεταφ., τρόπος προσέγγισης, πρόφαση, τινός, έναντι κάποιου..., σε Πλούτ.
ἐπίβαθρον, τό (ἐπιβαίνω), I. εισιτήριο επιβάτη, Λατ. naulum, σε Ομήρ.
Οδ. II. μέρος για κούρνιασμα, φωλιά σε κλαδί δέντρου, σε Ανθ.
ἐπι-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, παρακ. -βέβηκα, αόρ. βʹ -έβην, προστ. ἐπιβῆθι
ή ἐπίβᾱ· αόρ. αʹ Μέσ., ἐπεβησάμην (για το οποίο ο Όμηρ. χρησιμ. πάντα
τον Ιων. τύπο ἐπεβήσετο, προστ. ἐπιβήσεο) ·
Α. σε αυτούς τους χρόνους αμτβ., ανεβαίνω, ανέρχομαι· I. 1. με γεν., βάζω
το πόδι μου πάνω σε, βηματίζω, περπατώ ή πατώ, ποδοπατώ, σε Όμηρ.,
Αττ.· επίσης, ἐπ. ἐπί τινος, σε Ηρόδ. 2. ανεβαίνω πάνω σε, ανέρχομαι,
νεῶν, ἵππων, σε Όμηρ., Ηρόδ.· επίσης, ἐπ. ἐπὶ νηός, στον ίδ. 3. λέγεται για
χρόνο, φθάνω σε, σε Πλάτ. 4. μεταφ., ἐπ' ἀναιδείης ἐπ., παρασύρομαι,
φθάνω σε σημείο αναίδειας (γίνομαι αναιδής), σε Ομήρ. Οδ.· εὐσεβίας ἐπ.,
κρατώ, τηρώ την ευσέβεια, σε Σοφ. II. 1. με δοτ., ανεβαίνω πάνω, έρχομαι
πάνω, ναυσί, σε Θουκ.· επίσης, ἐπ. ἐπὶ πύργῳ, σε Ηρόδ. 2. με δοτ. προσ.,
επιτίθεμαι εναντίον, ορμώ, προσβάλλω, τινί, σε Ξεν. III. 1. με αιτ. τόπου,
σκοντάφτω πάνω, βρίσκω τυχαία, σε Όμηρ.· απλώς, συνεχίζω, προχωρώ,
τραβώ σε ένα μέρος, εισέρχομαι σ' αυτό, σε Ηρόδ. 2. με αιτ., επιτίθεμαι,
όπως το ἐπέρχομαι, σε Σοφ. 3. ανεβαίνω, ιππεύω, καβαλλικεύω, νῶθ'
ἵππων, σε Ησίοδ.· ἵππον, σε Ηρόδ. IV. 1. απόλ., πατώ κάπου, σε Ομήρ.
Οδ. 2. προχωρώ μπροστά, προηγούμαι, σε Ησίοδ., Σοφ. 3. ανεβαίνω σε
άρμα ή στην πλάτη του αλόγου, είμαι έφιππος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.·
επιβιβάζομαι σε πλοίο ή είμαι επιβάτης πλοίου, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.
Β. μτβ. στον Ενεργ. αόρ. αʹ (το ἐπιβιβάζω χρησιμ. ως ενεστ.), 1. κάνω
κάποιον να ανεβεί, ανεβάζω, ἵππων ἐπέβησε, σε Ομήρ. Ιλ.· πυρῆς ἐπέβησε,
στο ίδ. 2. μεταφ., εὐκλεΐης ἐπίβησον, έρχομαι σε μεγάλη δόξα, στο ίδ.·
282

σαοφροσύνης ἐπέβησαν, τον φέρνουν σε νηφαλιότητα, τον συγκαλούν στα


λογικά του, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, αόρ. βʹ ἐπέβᾰλον· I. 1. μεταβατικό, ρίχνω ή θέτω
κάτι επάνω, Λατ. injicere, τρίχας ἐπ. (ενν. πυρί), σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπ. ἑωυτὸν
ἐς τὸ πῦρ, σε Ηρόδ. 2. απλώνω, αλείφω, βάζω πάνω, Λατ. applicare,
(ἵπποις) ἐπέβαλλεν ἱμάσθλην, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπιβ. πληγάς τινι, σε Ξεν.·
επιβάλλω, ορίζω ως φόρο, βάζω πρόστιμο ή ποινή, τί τινι, σε Ηρόδ., Αττ.
3. ἐπιβ. σφραγῖδα, επικολλώ σφραγίδα, σφραγίζω, σε Ηρόδ. 4. προσθέτω,
ἐπ. (ενν. χοῦν), ρίχνω όλο και πιο πολύ χώμα, σε Θουκ.· μεταφ., αναφέρω,
Λατ. mentionem injicere rei, τι, σε Σοφ. II. 1. αμτβ., (ενν. ἑαυτόν), ρίχνομαι
πάνω, ορμώ κατευθείαν προς, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ. 2. πέφτω πάνω ή
κατέρχομαι εναντίον, τινί, σε Πλάτ. 3. (ενν. τὸν νοῦν), δίνομαι σε κάτι,
αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι σε αυτό, με δοτ., σε Πλούτ.· δίνω προσοχή σε,
σκέφτομαι, στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σε Κ.Δ. 4. ακολουθώ, έρχομαι στη
συνέχεια, σε Πλούτ. 5. διαδέχομαι, ανήκω, πέφτω στον κλήρο κάποιου,
τινί, σε Ηρόδ., Δημ.· επίσης απρόσ. με αιτ. και απαρ., πέφτει στο μερίδιο
κάποιου, αφορά κάποιον να κάνει κάτι, σε Ηρόδ.· τὸ ἐπιβάλλον (ενν.
μέρος), το μερίδιο που αναλογεί σε κάποιον, που του ανήκει, στον ίδ., Κ.Δ.
III. 1. Μέσ., με γεν., στρέφομαι σε, επιθυμώ έντονα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με
αιτ., βάζω πάνω μου, σε Ευρ.· μεταφ., κατέχω, αποκτώ κυριότητα,
αναλαμβάνω την ευθύνη, σε Θουκ. IV.στην Παθ., τοποθετούμαι σε,
ἐπιβεβλημένοι τοξόται, τοξότες με τα βέλη τους στη χορδή (του τόξου), σε
Ξεν.
ἐπιβάς, μτχ. αορ. βʹ του ἐπιβαίνω.
ἐπίβᾰσις, -εως, ἡ (ἐπιβαίνω), ανάβαση, πλησίασμα· μέσο προσέγγισης,
προσπέλαση, μπάσιμο, σε Πλάτ.· εἴς τινα ποιεῖσθαι ἐπ., βρίσκω τρόπο
επιθέσεως εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ.
ἐπι-βάσκω, Ενεργ. του ἐπιβαίνω, με γεν., κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν,
οδηγείς αυτούς σε δυστυχία, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπι-βαστάζω, μέλ. -σω, «ζυγίζω» στο χέρι μου, σε Ευρ.
ἐπιβᾰτεύω, μέλ. -σω (ἐπιβάτης), I. πατώ το πόδι μου σε ένα μέρος, με γεν.,
σε Πλούτ.· μεταφ., κατασχέτω, οὐνόματος ἐπ., σφετερίζομαι όνομα, σε
Ηρόδ.· ῥήματος ἐπ., στηρίζομαι σε ένα λόγο, στον ίδ. II. μπαίνω σε πλοίο
ως στρατιώτης, στον ίδ.
ἐπιβάτης[ᾰ], -ου, ὁ (ἐπιβαίνω), αυτός που ανεβαίνει ή επιβιβάζεται· 1. α)
ἐπιβάται, οἱ, στρατιώτες που έχουν επιβιβαστεί σε πλοίο, πολεμιστές
στρατιώτες, αντίθ. προς τους κωπηλάτες και ναύτες, σε Ηρόδ. β) έμπορος
επιβιβασμένος σε πλοίο, επιστάτης φορτίου πλοίου, σε Δημ. 2. μαχητής σε
άρμα, σε Πλάτ.
ἐπιβᾰτός, -ή, -όν (ἐπιβαίνω), αυτός που μπορεί κάποιος να τον ανέβει,
προσπελάσιμος, προσιτός, σε Ηρόδ.· χρυσίῳ ἐπ., καταδεκτικός, επιρρεπής
στη δωροδοκία, σε Πλούτ.
283

ἐπιβείομεν, Επικ. αντί -βῶμεν, υποτ. αορ. βʹ του ἐπιβαίνω· ἐπιβήμεναι,


απαρ. Επικ. αντί -βῆναι.
ἐπιβήσσω, βήχω κατόπιν ή επιπλέον, σε Ιππ.
ἐπιβήτωρ, -ορος, ὁ (ἐπιβαίνω),· 1. αυτός που ανεβαίνει, επιβαίνει σε
άλογο, ἐπ. ἵππων, έφιππος ιππέας, αναβάτης αλόγου, σε Ομήρ. Οδ. 2.
λέγεται για αρσενικού γένους ζώα, π.χ. γουρούνι (αρσενικό), στο ίδ.·
ταύρος, σε Θεόκρ.
ἐπι-βῐβάζω, Ενεργ. του ἐπιβαίνω, βάζω κάποιον μέσα, τοὺς ὁπλίτας ἐπὶ τὰς
ναῦς, σε Θουκ.
ἐπι-βιόω, μέλ. -βιώσομαι, αόρ. βʹ -εβίων· ζω επιπλέον ή κατόπιν, επιζώ,
σε Θουκ.
ἐπι-βλέπω, μέλ. -ψομαι, I. 1. παρατηρώ, κοιτάζω προσεκτικά, εἴς τινα, σε
Πλάτ.· τινί, σε Λουκ. 2. με αιτ., βλέπω με προσοχή, παρατηρώ, σε Πλάτ.
II. κοιτάζω με φθόνο, Λατ. invidere, με δοτ., σε Σοφ.
ἐπίβλεψις, -εως, ἡ, κοίταγμα, παρατήρηση, σε Πλούτ.
ἐπίβλημα, -ατος, τό (ἐπιβάλλω),· I. αυτό που απλώνεται πάνω σε κάτι,
χαλί, ταπετσαρία, σε Πλούτ. II. αυτό που φοριέται πάνω, μπάλωμα,
επίραμμα, σε Κ.Δ.
ἐπιβλής, -ῆτος, ὁ (ἐπιβάλλω), μοχλός που προσαρμόζεται, εφαρμόζει
μέσα σε κοίλωμα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπι-βλύζω, αναβλύζω ή ορμώ προς τα έξω, σε Ανθ.
ἐπι-βοάω, μέλ. -βοήσομαι, Ιων. -βώσομαι· I. 1. επικαλούμαι ή καλώ,
φωνάζω δυνατά, ἐπ. τινὶ ότι..., ή με απαρ., σε Θουκ. 2. ξεστομίζω,
εκφράζω, προφέρω ή τραγουδώ, τί τινι, σε Αριστοφ.· ομοίως και στη Μέσ.,
στον ίδ. 3. φωνάζω εναντίον, τινά· Παθ., ἐπιβοώμενος, ο δυσφημούμενος,
στον ίδ. II. επικαλούμαι, θεούς, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και στη Μέσ.,
ἐπιβοᾶσθαι Θέμιν, σε Ευρ.· καλώ σε βοήθεια, τὴν στρατιὴν ἐπεβώσαντο, σε
Ηρόδ.
ἐπιβοήθεια, ἡ, ερχομός προς βοήθεια, συνδρομή, αρωγή, σε Θουκ., Ξεν.
ἐπι-βοηθέω, Ιων. -βωθέω, μέλ. -σω, έρχομαι προς βοήθεια, συνδράμω,
βοηθώ, τινί, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἐπιβόημα, -ατος, τό (ἐπιβοάω), φωνή ή κραυγή σε κάποιον, σε Θουκ.
ἐπιβόητος, Ιων. -βωτος, -ον (ἐπιβοάω), δυσφημούμενος, αυτός που έχει
κακή φήμη, σε Θουκ.
ἐπιβολή, ἡ (ἐπιβάλλω),· I. 1. επίρριψη ή επίθεση, τοποθέτηση πάνω σε,
ἱματίων, σε Θουκ.· χειρῶν σιδηρῶν, λέγεται για σιδερένια έμβολα, στον
ίδ. 2. εχθρική απόπειρα, σε Πλούτ. II. 1. αυτός που τοποθετείται από πάνω,
ἐπιβολαὶ πλίνθων, στρώματα, στρώσεις ή σειρές τούβλων, σε Θουκ. 2.
ποινή, πρόστιμο, σε Αριστοφ., Ξεν.· φόρος, δασμός, δημόσια επιβάρυνση,
σε Πλούτ.
ἐπι-βομβέω, μέλ. -ήσω, ουρλιάζω, βρυχώμαι ως απάντηση, τινί, σε Λουκ.
284

ἐπι-βόσκομαι, Μέσ., I. λέγεται για ζώα (κυρίως βοοειδή), βόσκω ή


τρέφομαι με, τινι, σε Βατραχομ. II. βόσκω, τρέφομαι μεταξύ του
κοπαδιού, με δοτ., σε Μόσχ.
ἐπι-βουκόλος, ὁ, αρχιτσοπάνης, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπιβούλευμα, -ατος, τό, συνωμοσία, επιβουλή, μηχανορραφία, σε Θουκ.
ἐπιβουλευτής, -οῦ, ὁ, αυτός που συνωμοτεί, μηχανορραφεί εναντίον
κάποιου, με γεν., σε Σοφ.
ἐπι-βουλεύω, μέλ. -σω, I. 1. σχεδιάζω κακό ή συνωμοτώ εναντίον, κακὸν
πόλει, σε Τυρτ.· θάνατόν τινι, σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ. μόνο, μηχανορραφώ
εναντίον, στήνω παγίδες, τῇ πόλει, σε Αισχύλ.· τῷ πλήθει, σε Αριστοφ.·
απόλ., οὑπιβουλεύων, συνωμότης, σε Σοφ.· με αιτ. πράγμ. μόνο, σχεδιάζω
στα κρυφά, μηχανορραφώ, συνωμοτώ, τὸν ἔκπλουν, σε Θουκ. 2. με δοτ.
πράγμ., κάνω σχέδια για, σκοπεύω σε, πρήγμασι μεγάλοισι, σε Ηρόδ.·
τυραννίδι, σε Πλάτ. 3. με απαρ., προτίθεμαι, σκοπεύω, υπολογίζω,
λογαριάζω ή σχεδιάζω να κάνω, σε Ηρόδ., Θουκ. II. 1. Παθ., με Μέσ. μέλ.
-εύσομαι, αόρ. αʹ -εβουλεύθην· έχω μηχανορραφίες σχηματισμένες
εναντίον μου, είμαι αντικείμενο επιβουλών, συνωμοσιών, στον ίδ. 2.
λέγεται για πράγματα, σχεδιάζομαι εναντίον, πρᾶγμα, ὅ τοῖς θεοῖς
ἐπιβουλεύεται, σε Αριστοφ.· τὰ ἐπιβουλευόμενα, επιβουλές,
μηχανορραφίες, σε Ξεν.
ἐπι-βουλή, ἡ, εχθρικό σχέδιο εναντίον κάποιου άλλου, μηχανορραφία, σε
Ηρόδ., Θουκ.
ἐπί-βουλος, -ον (ἐπί, βουλή), αυτός που συνωμοτεί εναντίον, τινι, σε
Πλάτ.· δόλιος, ύπουλος, σε Ξεν.
ἐπι-βρέμω, I. κάνω κάτι να ηχεί, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., βρυχώμαι,
κραυγάζω, σε Αριστοφ. II. με σύστ. αιτ., λέω κάτι ουρλιάζοντας, σε Ευρ.
ἐπιβρῑθής, -ές, αυτός που πέφτει βαρύς ή με σφοδρότητα πάνω σε, σε
Αισχύλ.
ἐπι-βρίθω[ῑ], μέλ. -ίσω, πέφτω βαρύς πάνω σε, επέρχομαι με σφοδρότητα,
λέγεται για βροχή, σε Ομήρ. Ιλ.· με θετική σημασία, ὁππότε δὴ Διὸς ὧραι
ἐπιβρίσειαν, όταν οι εποχές απέδιδαν δυνατούς καρπούς, σε Ομήρ. Οδ.·
μεταφ., λέγεται για πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πρόσωπα, ἐπέβρισαν
ἀμφὶ ἄνακτα, μαζεύτηκαν γύρω του, στο ίδ.
ἐπι-βροντάω, μέλ. -ήσω, βροντώ ως απάντηση, σε Πλούτ.
ἐπιβρόντητος, -ον, = ἐμβρόντητος, μαινόμενος, μανιώδης, τρελός, σε Σοφ.
ἐπι-βρύκω[ῡ], μέλ. -ξω, τρίζω τα δόντια, σε Ανθ.
ἐπι-βρύω, μέλ. -ύσω [ῠ], σκάζω, προβάλλω, λέγεται για άνθη, σε Θεόκρ.
ἐπι-βύω, μέλ. -ύσω [ῡ], κλείνω, φράζω, βουλώνω, τὸ στόμα τινός, σε
Αριστοφ. — Μέσ., ἐπιβύβασθαι τὰ ὦτα, κλείνω τα αυτιά μου, σε Λυκ.
ἐπιβωθέω, Ιων. αντί ἐπιβοηθέω.
ἐπι-βώμιος, -ον (βωμός), πάνω ή κοντά στο βωμό, σε Ευρ.· ἐπιβώμια
ῥέζειν, σε Θεόκρ.
285

ἐπιβωμιοστᾰτέω, (όπως αν προερχόταν από το ουσ. ἐπιβωμιο-στάτης),


στέκομαι ως ικέτης κοντά στον βωμό, σε Ευρ.
ἐπιβώσομαι, Ιων. αντί ἐπιβοήσομαι, μέλ. του ἐπιβοάω.
ἐπι-βωστρέω, Ιων. και Δωρ. αντί ἐπιβοάω, φωνάζω, επικαλούμαι, τινά, σε
Θεόκρ.
ἐπίβωτος, -ον, Ιων. αντί ἐπιβόητος.
ἐπι-βώτωρ, -ορος, ὁ (βιώτης), αρχιποιμένας, αρχιτσοπάνης, σε Ομήρ.
Οδ.
ἐπί-γαιος, -ον (γῆ, γαῖα), επίγειος, τὰ ἐπίγαια, τα τμήματα πάνω ή κοντά
στο έδαφος, σε Ηρόδ.
ἐπι-γαμβρεύω, μέλ. -σω (γαμβρός), νυμφεύομαι ως ο πλησιέστερος
συγγενής, γυναῖκα, σε Κ.Δ.
ἐπι-γᾰμέω, μέλ. -γαμέσω, Αττ. -γᾰμῶ· κάνω δεύτερο γάμο, ἐπ. πόσει
πόσιν, παντρεύομαι ένα σύζυγο μετά από κάποιον άλλο, σε Ευρ.· ἐπ.
τέκνοις μητρυιάν, νυμφεύομαι και φέρνω μητριά στα παιδιά μου, στον ίδ.
ἐπι-γᾰμία, ἡ, Λατ. connubium, το δικαίωμα της επιγαμίας ανάμεσα στις
πολιτείες, σε Ξεν.· γενικά, επιμιξία, σε Ηρόδ., Ξεν.
ἐπί-γᾰμος, -ον (γαμέω), αυτός που βρίσκεται σε ηλικία γάμου, σε Ηρόδ.,
Δημ.
ἐπιγαυρόομαι, Παθ., περηφανεύομαι, τινι, σε Ξεν.
ἐπι-γδουπέω, Επικ. αντί ἐπι-δουπέω, επικροτώ, επιδοκιμάζω, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπί-γειος, -ον (γέα=γῆ), επίγειος, γήϊνος, σε Πλάτ.
ἐπι-γελάω, μέλ. -άσομαι [ᾰ], I. γελώ επιδοκιμαστικά, Λατ. arrideo, σε
Ομήρ. Ιλ., Αττ. II. = ἐπεγγελάω, σε Λουκ.
ἐπι-γεραίρω, αποδίδω τιμή, τινά, σε Ξεν.
ἐπι-γηθέω, μέλ. -ήσω, χαίρομαι, αναγαλλιάζω ή πανηγυρίζω, τινί, σε
Αισχύλ.
ἐπι-γίγνομαι, Ιων. και μεταγεν. τύπος -γίνομαι [ῑ]· μέλ. -γενήσομαι, αόρ.
-εγενόμην, παρακ. -γέγονα· I. λέγεται για χρόνο, επέρχομαι, γεννιέμαι
κατόπιν, έρχομαι μετά από, ἔαρος δ' ἐπιγίγνεται ὥρῃ, φύλλα που
δημιουργούνται την άνοιξη, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱἐπιγιγνόμενοι ἄνθρωποι, οι
απόγονοι, σε Ηρόδ.· οἱ ἐπιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί, αυτοί που ήρθαν μετά
από αυτόν, στον ίδ.· τῇἐπιγενομένῃ ἡμέρᾳ, την επομένη μέρα, σε Θουκ.·
χρόνου ἐπιγιγνομένου, ενώ ο χρόνος περνούσε, με την πάροδο του χρόνου,
σε Ηρόδ., Θουκ. II. 1. λέγεται για γεγονότα, περιστατικά, επιπίπτω,
επέρχομαι, επισυμβαίνω, Λατ. supervenire, χειμών, νὺξ ἐπεγένετο, σε
Ηρόδ.· ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογί, ενίσχυσε την φλόγα, σε Θουκ.· τὰ
ἐπιγιγνόμενα, αυτά που γίνονται διαδοχικά, στον ίδ. 2. επέρχομαι,
παρουσιάζομαι μετά από, ἐπὶ τῇ ναυμαχίῃ, σε Ηρόδ.· επέρχομαι,
προσβάλλω, επιτίθεμαι, τινι, σε Θουκ. 3. επισυμβαίνω, γίνομαι,
πραγματοποιούμαι, στον ίδ.
ἐπι-γιγνώσκω, Ιων. και μεταγεν. τύπος -γῑνώσκω· μέλ. -γνώσομαι, αόρ.
βʹ ἐπ-έγνων, Επικ. υποτ. γʹ πληθ. ἐπιγνώωσι, παρακ. ἐπέγνωκα· I. κοιτάζω,
286

γίνομαι μάρτυρας, παρατηρώ, διακρίνω, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. II. 1.


αναγνωρίζω, γνωρίζω πάλι, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· αναγνωρίζω ή
επιδοκιμάζω, εγκρίνω κάτι, σε Κ.Δ. 2. λέγεται για πράγματα επίσης,
βρίσκω, ανακαλύπτω, διακρίνω, σε Αισχύλ., Θουκ. II. αποφασίζω, παίρνω
την απόφαση, κρίνω, τι περί τινος, στον ίδ.
ἐπι-γλωσσάομαι, Αττ. -ττάομαι, αποθ. (γλῶσσα), βλασφημώ, βρίζω,
κακολογώ, σε Αισχύλ.· με γεν., εκφέρω μομφή, κατηγορώ κάποιον, στον
ίδ.
ἐπιγναμπτός, -ή, -όν, κυρτός, στριφτός, στριφογυριστός, σε Ύμν. Όμηρ.
ἐπι-γνάμπτω, μέλ. -ψω, λυγίζω προς κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ.,
υποκλίνομαι ή λυγίζω, σκύβω, υποκύπτω στην πρόθεση, στον σκοπό
κάποιου, στο ίδ.
ἐπι-γνάπτω, μέλ. -ψω, καθαρίζω ρούχα· επιδιορθώνω, μπαλώνω, σε
Λουκ.
ἐπι-γνώμων, -ονος, ὁ, ἡ, I. διαιτητής, κριτής, δικαστής, με γεν. πράγμ., σε
Πλάτ.· ἐπ. τῆς τιμῆς, εκτιμητής αυτής, σε Δημ. II. = συγγνώμων, αυτός που
συγχωρεί, τινί, σε Μόσχ.
ἐπι-γνωρίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, γνωστοποιώ κάτι με σημεία, αναγγέλλω, σε
Ξεν.
ἐπίγνωσις, -εως, ἡ (ἐπιγιγνώσκω), πλήρης, ολοκληρωμένη γνώση, σε
Κ.Δ.
ἐπιγνώωσι, Επικ. γʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του ἐπιγιγνώσκω.
ἐπι-γονή, ἡ, αύξηση, ανάπτυξη, παραγωγή, σε Πλούτ., Λουκ.
ἐπίγονος, -ον (ἐπιγίγνομαι), I. επιγενόμενος, αυτός που γεννιέται στη
συνέχεια, μετά από κάποιον άλλο· ως ουσ., ἐπίγονοι, οἱ, οι απόγονοι, οι
μεταγενέστεροι, σε Αισχύλ.· γένος μελισσών, σε Ξεν. II. 1. οἱ Ἐπίγονοι, οι
Επίγονοι, γιοι των αρχηγών που έπεσαν στον πρώτο πόλεμο εναντίον των
Θηβών, σε Ηρόδ. 2. οι Διάδοχοι των κτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
ἐπι-γουνίς, -ίδος, ἡ (γόνυ), μέρος πάνω από το γόνατο, ο μέγας μυς του
μηρού, μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, θα ανέπτυσσε έναν δυνατό μηριαίο μυ,
σε Ομήρ. Οδ.
ἐπιγράβδην, επίρρ. (ἐπιγράφω), ξύνοντας την επιφάνεια, γδέρνοντας την
επίστρωση, Λατ. strictim, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπίγραμμα, -ατος, τό (ἐπιγράφω), I. επιγραφή, σε Ηρόδ., Θουκ.· ιδίως
λέγεται στην ποίηση, επίγραμμα, συνήθως στους Ελεγειακούς. II. έγγραφη
αποτίμηση ζημιών, σε Δημ.
ἐπιγραμμάτιον, τό, υποκορ. του ἐπιγράμματος, σε Πλούτ.
ἐπιγρᾰφή, ἡ, επιγραφή, στηλῶν, πάνω σε πέτρες, σε Θουκ.
ἐπι-γράφω, [ᾰ], μέλ. -ψω, I. 1. σημαδεύω, σημειώνω, χαράζω την
επιφάνεια, τρυπώ, ξύνω, γδέρνω, ὀϊστὸς ἐπέγραψε χρόα, σε Ομήρ. Ιλ. 2.
σημειώνω, χαράζω, σημαδεύω τον κλήρο, στο ίδ.· στον Όμηρ. η λέξη δεν
έχει την σημασία της γραφής. II. επιγράφω, εγχαράζω, χαράζω, εγγράφω,
σε Ηρόδ. — Παθ., λέγεται για επιγραφή, χαράζομαι, εγγράφομαι πάνω σε,
287

στον ίδ.· επίσης, ἐπεγράφου τὴν Γοργόνα, είχες την Γοργόνα ζωγραφισμένη
πάνω στην ασπίδα σου, σε Αριστοφ. III. σε Αττ. δικανικές φράσεις· 1.
καθορίζω την ποινή ή την αποζημίωση στο όνομα μίας καταγγελίας, στον
ίδ.· τὰ ἐπιγεγραμμένα, οι απαιτούμενες αποζημιώσεις, σε Δημ.· ομοίως και
στη Μέσ., σε Αισχίν. 2. καταχωρώ, καταγράφω στον δημόσιο κατάλογο,
σε Ρήτ. — Μέσ., καταγράφω το όνομα κάποιου, σε Θουκ.· επίσης,
ἐπεγράψαντο πολίτας, κατέγραψαν, κατεχώρησαν αυτούς ως πολίτες, στον
ίδ. 3. προστάτην ἐπιγράψασθαι, εκλέγω προστάτη και καταχωρώ το όνομά
του στον δημόσιο κατάλογο, όπως όλοι οι μέτοικοι στην Αθήνα είχαν την
υποχρέωση να κάνουν, σε Αριστοφ.· όμοιως και, ἐπιγράψασθαί τινα
κύριον, σε Δημ. IV. ἐπιγράψαι ἑαυτὸν ἐπί τι, δανείζω το όνομά μου σε κάτι,
προσυπογράφω, εγκρίνω, επιδοκιμάζω, σε Αισχίν.· ομοίως και στην Παθ.
και στη Μέσ., εγγράφω, επιγράφω το όνομά μου σε, στον ίδ. V. Μέσ.,
παίρνω ένα όνομα, σε Πλούτ.
ἐπί-γρῡπος, -ον, κάπως αγκιστροειδής, αγκυλωτός, λέγεται για το ράμφος
της ίβιδος (γένος πελαγόμορφων πουλιών), σε Ηρόδ.· λέγεται για
ανθρώπους, σε Πλάτ.
ἐπι-δαίομαι, αποθ. (δαίω Β), διανέμω, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., παρακ.
δέδασμαι, σε Ησίοδ.
ἐπι-δακρύω, μέλ. -ύσω [ῡ], δακρύζω για κάτι, απόλ., σε Αριστοφ.
ἐπι-δάμναμαι, Μέσ., υποτάσσω, καθυποτάσσω, σε Ανθ.
ἐπίδᾱμος, -ον, Δωρ. αντί ἐπίδημος.
ἐπι-δᾰνείζω, μέλ. -σω, δανείζω χρήματα για ήδη υποθηκευμένη
ιδιοκτησία, σε Δημ. — Μέσ., δανείζομαι χρήματα για παρομοίου
καθεστώτος ιδιοκτησία, στον ίδ.
ἐπι-δαψιλεύομαι, αποθ., παρέχω άφθονα σε κάποιον, δίνω, χορηγώ,
παραχωρώ πλουσιοπάροχα, τί τινι, σε Ηρόδ.· ἐπιδ. τινί τινος, παρέχω
αφθόνως σε κάποιον κάτι, σε Ξεν.· μεταφ., ερμηνεύω απόλυτα,
διασαφηνίζω, σε Λουκ.
ἐπιδέδρομα, παρακ. βʹ του ἐπιτρέχω.
ἐπιδεής, -ές (ἐπιδέομαι), αυτός που στερείται ενός πράγματος, τινος, σε
Πλάτ., Ξεν.· συγκρ., ἐπιδεέστερος ἐκείνων, κατώτερος εκείνων, σε Πλάτ.·
υπερθ. -έστατος, στον ίδ.
ἐπιδεῖ, απρόσ., βλ. ἐπιδέω Β.
ἐπίδειγμα, -ατος, τό (ἐπιδείκνυμι), δείγμα, υπόδειγμα, σε Ξεν., Πλάτ.
ἐπιδείελος, -ον, κατά το βράδυ, γύρω στο βράδυ· ουδ. ἐπιδείελα ως επίρρ.,
σε Ησίοδ.
ἐπι-δείκνῡμι και -ύω· μέλ. -δείξω, αόρ. αʹ -έδειξα, Ιων. -έδεξα· I. 1.
παρουσιάζω ως δείγμα, σε Αριστοφ.· γενικά, επιδεικνύω, εκθέτω,
παρουσιάζω, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. 2. Μέσ., επιδεικνύω ή παρουσιάζω για
τον εαυτό μου ή για κάτι που είναι δικό μου, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.·
ἐπιδείξασθαι λόγον, παρουσιάζω την ευγλωττία μου, την επιδεικνύω, στον
ίδ.· απόλ., επιδεικνύω, κάνω μία παρουσίαση, επίδειξη των δυνάμεών μου,
288

σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ. II. 1. δείχνω, υποδεικνύω, δηλώνω, τί τινι, στον


ίδ.· με μτχ., αποδεικνύω ότι κάτι είναι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης στη Μέσ.,
σε Ξεν.· ἐπ. τινα δωροδοκήσαντα, αποδεικνύω ότι κάποιος δωροδοκήθηκε,
σε Αριστοφ. 2. απόλ., παρέχω πληροφορίες, στον ίδ.
ἐπιδεικτέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να παρουσιαστεί, σε Ξεν. κ.λπ.
ἐπιδεικτικός, -ή, -όν, 1. κατάλληλος προς παρουσίαση, με γεν., σε Λουκ.·
ἡ ἐπιδεικτική, παρουσίαση, επίδειξη, Λατ. ostentatio, σε Πλάτ. 2. ἐπιδ.
λόγοι, επιδεικτικοί λόγοι, πανηγυρικοί, δημηγορίες, σε Δημ. κ.λπ.· επίρρ.
-κῶς, σε Πλούτ.
ἐπ-ῐδεῖν, απαρ. του ἐπ-εῖδον.
ἐπίδειξις, Ιων. ἐπίδειξις, -εως, ἡ (ἐπι-δείκνυμι),· I. 1. παρουσίαση,
επίδειξη, γνωστοποίηση, έκθεση, ἐς ἐπίδεξιν ἀνθρώπων ἀπίκετο, έγινε
πασίγνωστο, σε Ηρόδ. 2. επίδειξη, παρουσίαση, σε Θουκ.· ἐπ. ποιεῖσθαι,
κάνω επίδειξη στρατιωτικής ισχύος, με στρατιωτική σημασία, στον ίδ.·
ἐλθεῖν εἰς ἐπίδειξίν τινι, έρχομαι, προσέρχομαι για να παρουσιάσω, για να
επιδείξω τον εαυτό μου σε κάποιον, σε Αριστοφ. 3. επιδεικτικός λόγος,
ρητορεία, δημηγορία, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ. II. παράδειγμα, πρότυπο,
Λατ. specimen, σε Ευρ., Αισχίν.
ἐπι-δειπνέω, μέλ. -ήσω, τρώω κάτι ως δεύτερο «πιάτο», τρώω όπως ο
καλοφαγάς, σε Αριστοφ.
ἐπι-δέκᾰτος, -η, -ον, ένας στους δέκα· τὸ ἐπιδέκατον, το δέκατο, το ένα
δέκατο, η δεκάτη (φόρος αγροτικών προϊόντων), σε Ξεν., Δημ. κ.λπ.
ἐπι-δέμνιος, -ον (δέμνιον), αυτός που βρίσκεται πάνω στο κρεβάτι ή στα
κλινοσκεπάσματα, σε Ευρ.
ἐπι-δέξιος, -ον, αυτός που είναι στραμμένος προς τα δεξιά, δηλ. από τα
αριστερά προς τα δεξιά· I. 1. ουδ. πληθ. ως επίρρ., ὄρνυσθ' ἑξείης ἐπιδέξια,
σηκωθείτε επιδέξια με τη σειρά ξεκινώντας από τα αριστερά, από το μέρος
του οινοχόου, σε Ομήρ. Οδ.· απ' όπου, εὐοίωνος, αίσιος, ἀστράπτων
ἐπιδέξια, σε Ομήρ. Ιλ.· 2. μετά τον Όμηρ., στο δεξί χέρι, σε Ξεν.· τἀπιδέξια,
η δεξιά πλευρά, σε Αριστοφ. II. ως επίθ. λέγεται για πρόσωπα, επιδέξιος,
ικανός, ευφυής, σε Αισχίν. κ.λπ.
ἐπιδεξιότης, -ητος, ἡ, επιδεξιότητα, εξυπνάδα, σε Αισχίν.
ἐπίδεξις, ἡ, Ιων. αντί ἐπίδειξις.
ἐπι-δέρκομαι, αποθ., βλέπω, παρατηρώ, τινα, σε Ησίοδ.
ἐπι-δεσμεύω, μέλ. -σω, δεσμεύω, σε Ανθ.
ἐπί-δεσμος, ὁ, ανώτερος ή εξωτερικός επίδεσμος, σε Αριστοφ.
ἐπι-δεσπόζω, μέλ. -σω, είμαι κύριος, είμαι αρχηγός, στρατοῦ, σε Αισχύλ.
ἐπιδευής, -ές, ποιητ. και Ιων. αντί ἐπιδεής, I. αυτός που έχει ανάγκη ή
έλλειψη από, με γεν., σε Όμηρ., Ηρόδ.· απόλ., στερούμενος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ελλιπής, αυτός που αποτυγχάνει σε κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· βίης
ἐπιδευέες Ὀδυσῆος, υποδεέστεροι, κατώτεροι του Οδυσσέα στη δύναμη,
στο ίδ.· απόλ., ἐπιδευέες ἦμεν, υπερβολικά αδύναμοι ήμασταν, στο ίδ.
289

ἐπι-δεύομαι, μέλ. -δευήσομαι, Επικ. αντί ἐπιδέομαι, I. στερούμαι, έχω


έλλειψη ενός πράγματος, με γεν., σε Όμηρ., Ηρόδ.· έχω την ανάγκη της
βοήθεια κάποιου, με γεν. προσ., σε Ομήρ. Ιλ. II. έχω έλλειψη κάποιου
πράγματος, υπολείπομαι σε κάτι, με γεν., στο ίδ.· επίσης με γεν. προσ.,
κείνων ἐπιδεύεαι ἀνδρῶν, υπολείπεσαι, υστερείς, είσαι υποδεέστερος
εκείνων, στο ίδ.· ή και τα δύο μαζί (πράγμ. και πρόσ.), μάχης ἐπιδεύετ'
Ἀχαιῶν, στο ίδ.
ἐπι-δεύω, υγραίνω, σε Ανθ.
ἐπι-δέχομαι, Ιων. -δέκομαι, μέλ. -ξομαι, αποθ., παραδέχομαι επιπλέον ή
επιπροσθέτως, σε Ηρόδ.· επιτρέπω κάτι, παραδέχομαι κάτι, Λατ. recipere,
σε Δημ.
ἐπι-δέω (Α), μέλ. -δήσω, I. δένω ή προσδένω, τὸν λόφον, σε Αριστοφ.· και
στη Μέσ., λόφους ἐπιδέεσθαι, έχουν λοφία στερεωμένα, προσηρτημένα
πάνω, σε Ηρόδ. II. δένω, επιδένω — Παθ., ἐπιδεδεμένος τὰ τραύματα, με
τα τραύματά του δεμένα, σε Ξεν.· ἐπιδεδεμένοι τὴν χεῖρα, στον ίδ.
ἐπιδέω (Β), μέλ. -δεήσω, χρειάζομαι ή έχω έλλειψη ενός αριθμού,
τετρακοσίας μυριάδας, ἐπιδεούσας ἑπτὰ χιλιαδέων, τέσσερα εκατομμύρια
παρά εφτά χιλιάδες, σε Ηρόδ. II. Μέσ., όπως το Επικ. ἐπιδεύομαι, έχω
έλλειψη, χρειάζομαι, τινος, στον ίδ., σε Ξεν.
ἐπ-ίδηλος, -ον (εἶδον),· I. 1. ξεκάθαρος, φανερός, εμφανής, σε Ηρόδ. 2.
διακεκριμένος, αξιοσημείωτος, αξιόλογος, σε Ξεν. II. όμοιος, αυτός που
μοιάζει, τινι, σε Αριστοφ.
ἐπιδημεύω, μέλ. -σω (ἐπίδημος), ζω ανάμεσα σε ανθρώπους, ζω μέσα στο
πλήθος, διάγω βίο μέσα στην πόλη, αντίθ. προς την ζωή στους αγρούς, σε
Ομήρ. Οδ.
ἐπιδημέω, μέλ. -ήσω (ἐπίδημος), I. είμαι στην πατρίδα μου, ζω στην
πατρίδα μου, αντίθ. προς το ἀποδημέω, σε Θουκ., Ξεν. II. επιστρέφω στην
πατρίδα από ξένα μέρη, στον ίδ., Αισχίν. III. λέγεται για ξένους, διαμένω
σε ένα μέρος, ἐν τόπῳ, σε Ξεν.· ἐπ. τοῖς μυστηριοις, παρευρίσκομαι σε
αυτά, τα παρακολουθώ, σε Δημ.· απόλ., βρίσκομαι στην πόλη, σε Πλάτ.
ἐπιδημία, ἡ, διαμονή σε ένα μέρος, σε Πλάτ.
ἐπι-δήμιος, -ον (δῆμος), αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος, που
παραμένει στην πατρίδα, ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες, άρπαγες των ίδιων των
συμπολιτών τους, σε Ομήρ. Ιλ.· πόλεμος ἐπ., ἐμφύλιος πόλεμος, στο ίδ.·
ἐπιδήμιον εἶναι, είμαι, βρίσκομαι στην πατρίδα μου, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπ.
ἔμποριο, εγκατεστημένοι έμποροι, σε Ηρόδ.
ἐπι-δημιουργοί, οἱ, άρχοντες που στέλνονταν κάθε χρόνο από τις Δωρικές
πόλεις στις αποικίες τους, σε Θουκ.
ἐπί-δημος, -ον, = ἐπιδήμιος, σε Αριστοφ.· ἐπίδᾱμος φάτις (Δωρ.),
δημώδης, κοινή, τρέχουσα φήμη, σε Σοφ.
ἐπι-διαβαίνω, μέλ. -βήσομαι, διαβαίνω ύστερα από κάποιον άλλο, σε
Ηρόδ.· ἐπ.τάφρον, σε Θουκ.· ποταμόν, σε Ξεν.
290

ἐπι-διαγιγνώσκω, Ιων. -γῑνώσκω, σκέπτομαι από την αρχή, κρίνω εκ


νέου, σε Ηρόδ.
ἐπι-διαιρέω, μέλ. -ήσω, διαιρώ, διανέμω εκ νέου — Μέσ., διανέμουν
μεταξύ τους, σε Ηρόδ.
ἐπι-διακρίνω, μέλ. -κρῐνῶ, αποφασίζω όπως ο κριτής, σε Πλάτ.
ἐπι-διαρρήγνῡμαι, αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., ξεσπώ εναντίον ή λόγω
ενός πράγματος, σε Αριστοφ.
ἐπι-διατάσσομαι, Μέσ., προσθέτω μία διάταξη, σε Κ.Δ.
ἐπι-διατίθεμαι, Μέσ., καταθέτω ως εγγύηση, σε Δημ.
ἐπι-διαφέρομαι, Παθ., διασχίζω, περνώ, διαβαίνω ύστερα από, σε Θουκ.
ἐπι-δῐδάσκω, μέλ. -ξω, διδάσκω συμπληρωματικά, σε Ξεν.
ἐπι-δίδωμι, μέλ. -δώσω, I. 1. δίνω επιπλέον, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.,
Αττ. 2. δίνω ως προίκα, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. 3. χαρίζω, σε Θουκ., Αριστοφ.·
ιδίως, συνεισφέρω ως «δωρεά» για τις ανάγκες της πόλης, αντίθ. προς το
εἰσφέρειν (το οποίο ήταν αναγκαστικό), σε Ξεν., Δημ.· πρβλ. ἐπίδοσις. II.
Μέσ., επικαλούμαι μάρτυρα, θεοὺςἐπιδώμεθα, σε Ομήρ. Ιλ.· (άλλοι το
αναφέρουν ως ἐπι-δώμεθα, ας κοιτάξουμε προς το μέρος των θεών, ας
προβλέψουμε). III. αμτβ., αυξάνομαι, προοδεύω, ἐςὕψος, σε Ηρόδ.· ἐπὶ τὸ
μεῖζον, σε Θουκ. κ.λπ.· απόλ., μεγαλώνω, αυξάνομαι, προοδεύω,
βελτιώνομαι, στον ίδ.
ἐπι-δίζημαι, αποθ., 1. ερευνώ επιπλέον, προχωρώ παραπέρα στην
εξερεύνηση, σε Ηρόδ.· 2. ψάχνω για κάτι ή αιτούμαι επιπλέον, στον ίδ.·
ομοίως και, ἐπιδίζομαι, σε Μόσχ.
ἐπι-δῐκάζω, μέλ. -άσω, I. αποδίδω περιουσία σε κάποιον, λέγεται για τον
δικαστή, σε Δημ. — Παθ., ἐπιδεδικασμένου τὸν κλῆρον, έχοντάς το
κατακυρωμένο σε κάποιον, στον ίδ. II. 1. Μέσ., λέγεται για τον ενάγοντα,
καταφεύγω στο δικαστήριο για να επικυρώσω το δίκιο μου, σε Πλάτ. 2. με
γεν., ενάγω, αιτούμαι δικαστικώς, σε Δημ. κ.λπ.
ἐπί-δῐκος, -ον (δίκη), 1. αυτός που αμφισβητείται ενώπιον του νόμου·
ἐπίδικος, ἡ, κληρονόμος, η οποία ζητείται σε γάμο από τον πλησιέστερο
συγγενή της, σε Ρήτ. 2. γενικά, αμφισβητούμενος, διαφιλονικούμενος, σε
Πλούτ.
ἐπι-δῑνέω, μέλ. -ήσω, περιστρέφω ή γυρίζω κάτι πριν το ρίξω, σε Όμηρ.
— Μέσ., περιστρέφω, τριγυρίζω στο μυαλό μου, σκέφτομαι, σε Ομήρ. Οδ.
— Παθ., αόρ. αʹ ἐπεδινήθην, στριφογυρίζω, όπως τα πουλιά στον αέρα,
στο ίδ.
ἐπι-διορθόομαι, Μέσ., επιδιορθώνω, σε Κ.Δ.
ἐπι-διπλοίζω, επαναλαμβάνω, σε Αισχύλ.
ἐπι-διφριάς, -άδος, ἡ (δίφρος), σχάρα που βρίσκεται πάνω στον δίφρο,
σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπι-δίφριος, -ον (δίφρος), αυτός που βρίσκεται πάνω στο κάθισμα
άρματος, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-διώκω, μέλ. -ξω, τρέχω κατόπιν, καταδιώκω, τινά, σε Ηρόδ.
291

ἐπι-δόντες, 1. ονομ. πληθ. μτχ. αορ. βʹ του ἐπι-δίδωμι· αλλά, 2.ἐπ-ιδόντες,


του ἐπ-εῖδον.
ἐπί-δοξος, -ον (δόξα), 1. λέγεται για πρόσωπα, πιθανός, ενδεχόμενος ή
αναμενόμενος να γίνει ή να είναι τέτοιου είδους, με απαρ., ἐπίδοξοι
πείσεσθαι, πιθανόν να πάθουν, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για πράγματα, πιθανός,
με απαρ., ἐπ. γενέσθαι, στον ίδ.· απόλ., κακὰ ἐπίδοξα, επίδοξα,
προσδοκώμενα, στον ίδ.
ἐπι-δορπίδιος, -ον, =ἐπιδόρπιος, σε Ανθ.
ἐπι-δόρπιος, -ον (δόρπον), αυτός που προορίζεται για χρήση μετά το
δείπνο, σε Θεόκρ.
ἐπίδοσις, -εως, ἡ (ἐπιδίδωμι), I. επιπλέον παροχή, εθελοντική
συνεισφορά στην πόλη, «φιλανθρωπία», δωρεά, σε Δημ. II. (ἐπιδίδωμι
αμτβ.), αύξηση, ανάπτυξη, μεγάλωμα, πρόοδος, βελτίωση, εξέλιξη, σε
Πλάτ. κ.λπ.
ἐπι-δουπέω, μέλ. -ήσω, κάνω θόρυβο ή προξενώ σύγκρουση, τινι με κάτι,
σε Πλούτ.
ἐπιδοχή, ἡ (ἐπιδέχομαι), υποδοχή καινούριου πράγματος, σε Θουκ.
ἐπι-δρᾰμεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἐπιτρέχω· -δραμέτην, γʹ δυϊκ.
ἐπι-δράσσομαι, Αττ. -ττομαι, αποθ., θέτω, βάζω στο χέρι μου, τινος, σε
Πλούτ.
ἐπιδρομή, ἡ (ἐπιδραμεῖν),· I. ξαφνική εισβολή, έφοδος, επίθεση, σε
Θουκ.· ἐξ ἐπιδρομῆς ἁρπαγή, διαρπαγή, λεηλασία μέσω εισβολής, δηλ.
«πλιάτσικο», σε Ηρόδ.· απ' όπου, ἐξ ἐπιδρομῆς, αιφνιδίως, στην στιγμή,
ξαφνικά, προχείρως, σε Δημ. II. το μέρος στο οποίο εισέρχονται τα πλοία,
τόπος απόβασης, σε Ευρ.
ἐπίδρομος, -ον (ἐπιδραμεῖν), I. αυτός που μπορεί να επιτρέψει εισβολή,
τεῖχος ἐπ., τείχος που επιτρέπει το σκαρφάλωμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπίδρ.
Ζεφύροισι, διαπνεόμενο από δυτικούς ανέμους, σε Ανθ. II. ἐπίδρομος, ὁ,
σχοινί που εκτείνεται στην πάνω άκρη διχτυού, σε Ξεν.
ἐπι-δύω, αόρ. βʹ ἐπέδυν, εκτελώ κάτι με τέτοιο τρόπο ώστε να διακοπεί,
σε Ομήρ. Ιλ., Κ.Δ.
ἐπιδώμεθα, βλ. ἐπιδίδωμι II.
ἐπιείκεια, ἡ (ἐπιεικής), λογικότητα, εντιμότητα, ισονομία, σε Θουκ.,
Πλάτ. κ.λπ.· γλυκύτητα, καλοσύνη, σε Δημ.
ἐπι-είκελος, -ον, = εἴκελος, όμοιος, παρεμφερής, τινι, σε Όμηρ.
ἐπι-εικής, -ές (εἰκός),· I. κατάλληλος, αρμόζων, πρέπων, αυτός που
ταιριάζει, τύμβον ἐπιεικέα, αρμόζων στο μέγεθος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπιεικέ'
ἀμοιβήν, η προσήκουσα αποζημίωση, σε Ομήρ. Οδ.· ὡς ἐπιεικές, όπως
είναι αρμόζον, σε Όμηρ.· με απαρ., ὅν κ' ἐπιεικὲς ἀκούειν, ο οποίος λόγος
πρέπει να ακούγεται, σε Ομήρ. Ιλ. II. μετά τον Όμηρ. 1. λέγεται για
δηλώσεις, δικαιώματα κ.λπ. α) λογικός, ευλογοφανής, αληθοφανής,
παραπειστικός, σε Ηρόδ., Θουκ. β) δίκαιος, ορθός, τῶν δικαίων τὰ
ἐπιεικέστερα προτιθέασι, σε Ηρόδ.· πρὸς τὸ ἐπ. = ἐπιεικῶς 3, σε Θουκ. 2.
292

α) λέγεται για πρόσωπα, άρτιος, τέλειος, σε Ηρόδ., Ξεν. β) με ηθική


έννοια, λογικός, δίκαιος, ευγενικός, ευγενής, αγαθός, πράος, σε Θουκ.,
Πλάτ. κ.λπ.· τοὐπιεικές, το πρέπον, το δίκαιο, σε Σοφ. III. 1. επίρρ. -κῶς,
Ιων. -κέως, αρκετά, αρκούντως, μέτρια, μετριοπαθώς, Λατ. satis, σε
Ηρόδ., Αριστοφ.· τέως μὲν ἐπ., για μικρό χρονικό διάστημα, σε Πλάτ. 2.
πιθανώς, λογικώς, στον ίδ. 3. με επιείκεια, με ευμένεια, σε Πλούτ.
ἐπι-εικτός, -ή, -όν (εἴκω), συγκαταβατικός, υποχωρητικός· με άρνηση,
ανυποχώρητος, ανένδοτος, ακλόνητος, άκαμπτος, σε Όμηρ.· ἔργα οὐκ
ἐπιεικτά, ανένδοτα, σκληρά, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-ειμένος, Ιων. αντί ἐφ-ειμένος, μτχ. Παθ. παρακ. του ἐπιέννυμι.
ἐπιείσομαι, μέλ. του ἔπειμι (εἶμι ibo)· -ἐπιεισάμενος, μτχ. αορ. αʹ
ἐπι-έλπομαι, Επικ. αντί ἐπ-έλπομαι.
ἐπι-έννῡμι, Επικ. αντί ἐφ-έννυμι· αόρ. αʹ ἐπί-εσσα — Μέσ., Ιων. απαρ.
ενεστ. ἐπ-είνυσθαι, αόρ. αʹ ἐπι-εσσάμην — Παθ., γʹ ενικ. παρακ. ἐπί-εσται,
μτχ. ἐπι-ειμένος· επιθέτω ή ρίχνω πάνω σε κάποιον, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ.,
μτχ. παρακ., μεταφ., ἐπιειμένος ἀλκήν, περιβεβλημένος με δύναμη, σε
Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· χαλκὸν ἐπιέσται, έχει χαλκό από πάνω του ή είναι
καλυμμένος με αυτόν, σε Χρησμ. παρά Ηροδ. — Μέσ., ντύνομαι, φορώ
από πάνω, βάζω πάνω μου ως ανώτερο ένδυμα ή σκέπασμα, πανωφόρι, σε
Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
ἐπιζάνω, Ιων. αντί ἐφιζάνω.
ἐπι-ζᾰρέω = ἐπι-βαρέω, σε Ευρ.· βλ. Ζ, ζ.
ἐπι-ζάφελος[ᾰ], -ον, ορμητικός, σφοδρός, βίαιος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ.,
ἐπιζαφελῶς (όπως αν προερχόταν από το ἐπιζαφελής), ορμητικά,
μανιωδώς, σε Όμηρ. (Το απλό ζάφελος δεν απαντά καθόλου· συνδέεται με
το πρόθεμα ζα-).
ἐπι-ζάω, Ιων. -ζώω, μέλ. -ζήσω, Ιων. -ζώσω· επιβιώνω, επιζώ, σε Ηρόδ.,
Πλάτ.
ἐπιζεύγνῡμι και -ύω, μέλ. -ζεύξω, 1. δένω, συνδέω στο πάνω μέρος, σε
Ηρόδ., Πλούτ.· απλώς, δένω σφιχτά, ενώνω γερά, σε Θεοκρ. 2. δένω πάνω
σε, συνάπτω, Λατ. adjungere, σε Αισχύλ.· μεταφ. στην Παθ., μηδ'
ἐπιζευχθῇς στόμα φήμαις πονηραῖς, ούτε να αφήσεις το στόμα σου να
ενδώσει σε πονηρά λόγια, στον ίδ.
ἐπι-ζέφῠρος, -ον, αυτός που έχει κατεύθυνση προς τη δύση, δυτικός· οι
Λοκροί της Ιταλίας αποκαλούνταν Ἐπιζεφύριοι, σε Ηρόδ.
ἐπι-ζέω, μέλ. -ζέσω, I. φουσκώνω, κοχλάζω· μεταφ., ἡ νεότης ἐπέζεσε, η
νεανική μου ψυχή «έβραζε», σε Ηρόδ.· κέντρ' ἐπιζέσαντα, λέγεται για το
δηλητήριο που ενεργεί στο δέρμα, σε Σοφ.· πῆμα Πριαμίδαις ἐπέζεσε, σε
Ευρ. II. Ενεργ., κάνω κάτι να βράσει, θερμαίνω, με αιτ., ἐπιζεῖν λέβητα,
στον ίδ.
ἐπί-ζηλος, Δωρ. -ζᾱλος, -ον, αξιοζήλευτος, ευτυχισμένος, ευτυχής, σε
Αισχύλ.
293

ἐπι-ζήμιος, Δωρ. -ζάμιος, -ον (ζημία),· I. 1. αυτός που προξενεί, που


επιφέρει βλάβη, επιβλαβής, βλαβερός, επιζήμιος, σε Θουκ., Ξεν. 2.
αξιόποινος· ἐπιζήμια, τά, ποινές, σε Δημ. II. αυτός που υπόκειται σε
τιμωρία, που του επιβάλλεται ποινή, σε Αισχίν.
ἐπι-ζημιόω, μέλ. -ώσω, επιβάλλω πρόστιμο, στατῆρι κατὰ τὸν ἄνδρα, κάθε
άνδρας κι από έναν στατήρα (ελλ. νόμισμα), σε Ξεν.
ἐπι-ζητέω, μέλ. -ήσω, αναζητώ, επιθυμώ, ποθώ, Λατ. desiderare, τινά, σε
Ηρόδ.· ἐπ. τινά, διεξάγω περαιτέρω έρευνα για κάποιον, σε Δημ.· απόλ.,
οἱ ἐπιζητοῦντες, σε Ξεν.
ἐπι-ζώννῡμι, μέλ. -ζώσω, ζώνω επάνω — Παθ., ἐπεζωσμέναι, με τα ρούχα
τους ζωσμένα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το στήθος να αφήνεται γυμνό, σε
Ηρόδ.· ἐπεζωσμένος ἐγχειρίδιον, ζωσμένος με ένα στιλέτο, σε Ξεν.
ἐπιζώω, Ιων. αντί ἐπιζάω.
ἐπίηλα[ῑ], αόρ. αʹ του ἐπιάλλω.
ἐπ-ίημι, Ιων. αντί ἐφ-ίημι.
ἐπιήνδᾰνον, Επικ. αντί ἐφήνδᾰνον, παρατ. του ἐφανδάνω.
ἐπί-ηρα, τά (ἦρα), αποδεκτά, ευπρόσδεκτα δώρα, σε Σοφ., Ανθ.
ἐπι-ήρᾰνος, -ον (ἦρα),· I. ευχάριστος, ευπρόσδεκτος, σε Ομήρ. Οδ. II.
αυτός που επικουρεί, βοηθά, συνδράμει εναντίον, με γεν., σε Ανθ.· αυτός
που υπερασπίζεται, προστατεύει, αυτός που απωθεί, αποκρούει, που
διοικεί, επίσης με γεν., στον ίδ.
ἐπίηρος, -ον, βλ. ἐπίηρα.
ἐπι-θᾰλάμιος, -ον (θάλαμος), γαμήλιος, σε Λουκ.· ως ουσ., ἐπιθαλάμιος,
ὁ, ή ἡ (ενν. ὕμνος ή ᾠδή), γαμήλιο τραγούδι, σε Θεόκρ., Λουκ.
ἐπι-θᾰλασσίδιος, Αττ. -ττίδιος, -ον, = το επόμ., σε Θουκ., Ξεν.
ἐπι-θᾰλάσσιος, Αττ. -ττιος, -α, -ον ή -ος, -ον, αυτός που βρίσκεται ή
διαμένει στην ακτή, δηλ. παραθαλάσσιος, Λατ. maritimus, σε Ηρόδ.,
Θουκ.
ἐπι-θάνᾰτος, -ον, βαριά άρρωστος, αυτός που βρίσκεται κοντά στις πύλες
του θανάτου, του Άδη, σε Δημ.
ἐπι-θαρσέω, Αττ. -ρρέω, εμπιστεύομαι, τινί, σε Πλούτ.
ἐπι-θαρσύνω[ῡ], Αττ. -ρρύνω, παρακινώ, δίνω θάρρος, τινά, σε Ομήρ. Ιλ.,
Πλούτ.
ἐπι-θαυμάζω, μέλ. -σω, αποδίδω τιμή σε, τινά, σε Αριστοφ.
ἐπι-θεάζω, = το επόμ., ἐπιθεάζων, με κατάρες, σε Πλάτ.
ἐπι-θειάζω, μέλ. -σω, I. επικαλούμαι το όνομα των θεών ή καλώ τους
θεούς ως μάρτυρες, εξορκίζω, εκλιπαρώ, επικαλούμαι πνεύμα, ικετεύω,
Λατ. obtestari per deos, σε Θουκ. II. παρέχω έμπνευση, τινί, σε Πλούτ.
ἐπιθειασμός, ὁ, επίκληση των θεών, σε Θουκ.
ἐπιθείην, ευκτ. αορ. βʹ του ἐπιτίθημι· ἐπιθεῖναι, απαρ.
ἐπιθεῖτε, Επικ. αντί ἐπιθείητε, βʹ πληθ. ευκτ. αορ. βʹ του ἐπιτίθημι.
ἐπι-θερᾰπεύω, μέλ. -σω, υπηρετώ με επιμέλεια, εργάζομαι με ζήλο για, τι,
σε Θουκ.
294

ἐπιθές, προστ. αορ. βʹ του ἐπιτίθημι.


ἐπίθεσις, -εως, ἡ (ἐπιτίθημι),· I. επίθεση, τῶν χειρῶν, σε Κ.Δ. II. (από
Μέσ.), προσβολή, επίθεση, σε Ξεν.
ἐπι-θεσπίζω, μέλ. -σω, λέγεται για την ιέρεια Πυθία, προφητεύω ή
μαντεύω, προλέγω το μέλλον καθισμένος πάνω σε, τῷ τρίποδι, σε Ηρόδ.
ἐπιθετέον, ρημ. επίθ. του ἐπιτίθημι· I. αυτό που πρέπει να επιτεθεί, να
επιβληθεί, δίκην, σε Πλάτ. II. αυτό που πρέπει να επιδοθεί σε κάποια
εργασία, τινί, στον ίδ.
ἐπιθετικός, -ή, -όν (ἐπιτίθεμαι), έτοιμος προς επίθεση, θηρίοις, σε Ξεν.·
επιχειρηματικός, τολμηρός, θαρραλέος, στον ίδ.
ἐπίθετος, -ον (ἐπιτίθημι), πρόσθετος, προσηρτημένος, σε Πλούτ.
ἐπι-θέω, μέλ. -θεύσομαι, τρέχω προς ή κατόπιν κάποιου, κυνηγώ, σε
Ηρόδ., Ξεν.
ἐπιθήκη, ἡ (ἐπιτίθημι), προσθήκη, αύξηση, σε Ησίοδ.· αιτ. ως επίρρ.,
κἀπιθήκην τέτταρας, και τέσσερις δραχμές επιπλέον στη συμφωνία, σε
Αριστοφ.
ἐπίθημα, -ατος, τό, 1. κάτι που τοποθετείται πάνω σε, καπάκι, σκέπασμα,
επικάλυμμα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 2. μνημείο, άγαλμα τάφου, σε Πλούτ.
ἐπι-θιγγάνω, αόρ. βʹ ἐπέθῐγον, αγγίζω την επιφάνεια, αγγίζω ελαφρά, με
γεν., σε Πλούτ.
ἐπι-θοάζω, μόνο στον ενεστ., κάθομαι ως ικέτης κοντά στον βωμό, σε
Αισχύλ., Ευρ.
ἐπι-θορῠβέω, μέλ. -ήσω, φωνάζω για, Λατ. acclamare, ως σημάδι είτε
επιδοκιμασίας είτε δυσαρέσκειας, σε Ξεν.
ἐπι-θραύω, μέλ. —σω, σπάω επάνω σε, σε Ανθ.
ἐπιθρέξας, μτχ. αορ. αʹ του ἐπιτρέχω.
ἐπι-θρηνέω, μέλ. -ήσω, θρηνώ για κάτι, με αιτ., σε Βάβρ.
ἐπι-θρῴσκω, μέλ. -θοροῦμαι, αόρ. βʹ -έθορον· I. πηδώ, επιβαίνω σε πλοίο,
με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, με δοτ., πηδώ υβριστικά (περιφρονητικά)
πάνω σε, Λατ. insultare, τύμβῳ ἐπιθρῴσκων Μενελάου, στο ίδ. II. πηδώ
άνωθεν, πάνω από, τόσσον ἐπιθρῴσκουσι, τόσο μακριά (τα άλογα)
εκτινάσσονται με ένα πήδημα, στο ίδ.
ἐπι-θῡμέω, μέλ. -ήσω (θυμός), θέτω την ψυχή μου αποκλειστικά σε κάτι,
ποθώ, λαχταρώ, επιθυμώ σφόδρα, έχω τον πόθο, την επιθυμία, με γεν., σε
Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, με γεν. προσ., σε Ξεν.· με απαρ., επιθυμώ να
κάνω κάτι, σε Ηρόδ., Σοφ.· απόλ., επιθυμώ, ποθώ, σε Θουκ. κ.λπ.· τὸ
ἐπιθυμοῦν τοῦ πλοῦ = ἐπιθυμία, προθυμία, λαχτάρα για αυτόν, στον ίδ.
ἐπιθύμημα[ῡ], -ατος, τό, αντικείμενο πόθου, σε Ξεν.
ἐπιθῡμητής, -οῦ, ὁ, 1. κάποιος που λαχταρά ή επιθυμεί κάτι, με γεν., σε
Ηρόδ. κ.λπ. 2. απόλ., ένθερμος φίλος ενός πράγματος, οπαδός, σε Ξεν.
ἐπιθῡμητικός, -ή, -όν, αυτός που επιθυμεί, αυτός που έχει την επιθυμία,
αυτός που ποθεί κάτι, με γεν., σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., ἐπιθυμητικῶς ἔχειν
τινός = ἐπιθυμεῖν, στον ίδ.
295

ἐπιθῡμία, Ιων. -ίη, ἡ (ἐπιθυμέω), 1. επιθυμία, φλογερός πόθος, λαχτάρα,


σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· ἐπιθυμίᾳ, με πάθος, αντίθ. προς το προνοίᾳ, σε
Θουκ. 2. με γεν., λαχτάρα, προσδοκία για κάτι, επιθυμία ενός πράγματος,
στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως και, ἐπ. πρός τι, στον ίδ.
ἐπιθῡμίᾱμα, -ατος, τό, προσφορά θυμιάματος, λιβανιού, σε Σοφ.
ἐπι-θῡμιάω, μέλ. -άσω, προσφέρω θυμίαμα, λιβάνι δηλ. θυμιατίζω,
λιβανίζω, σε Πλούτ.
ἐπ-ῑθύνω[ῡ], οδηγώ ευθεία, κατευθύνω, σε Σοφ.
ἐπῐ-θύω, (θύω
Α. I. 3), μέλ. -ύσω [ῡ], I. θυσιάζω επιπλέον ή κατόπιν προηγουμένης
θυσίας, σε Αισχύλ., Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., Πλούτ. II. προσφέρω
θυμίαμα, λιβάνι πάνω στον βωμό· γενικά, προσφέρω, σε Αριστοφ.
ἐπι-θύω (θύω Β)· 1. μόνο στον ενεστ., τρέχω με ορμή προς, σε Ομήρ. Οδ.
2. με απαρ., προσπαθώ πολύ να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν. (ἐπῑ-
θῡω, στον Όμηρ.).
ἐπι-θωρᾱκίδιον, τό, χιτώνας φορεμένος επάνω απ' τον θώρακα.
ἐπι-θωρᾱκίζομαι, Μέσ., οπλίζομαι, εξοπλίζομαι, σε Ξεν.
ἐπι-θωΰσσω, μέλ. -ξω, φωνάζω δυνατά, κραυγάζω, δίνω μεγαλοφώνως
διαταγές, σε Αισχύλ.· ἐπεθώϋξας τοῦτο, ανακοίνωσες, ώθησες αυτό πάνω
μας, στον ίδ.
ἐπι-ίδμων, -ον, γεν. —ονος = ἐπιΐστωρ, τινος, σε Ανθ.
ἐπι-ίζομαι, Ιων. αντί ἐφ-έζομαι, σε Ανθ.
ἐπι-ίστωρ, -ορος, ὁ, ἡ, 1. μυημένος σε κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. 2.
ειδήμων, έμπειρος σε κάτι, με γεν., σε Ανθ.
ἐπι-καθαιρέω, μέλ. -ήσω, καταρρίπτω ή καταστρέφω επιπλέον, σε Θουκ.
ἐπικαθέζηται, γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του ἐπικαθίζομαι.
ἐπι-καθεύδω, μέλ. -καθευδήσω, κοιμάμαι επάνω σε, τινί, σε Λουκ.
ἐπι-κάθημαι, Ιων. -κάτημαι, I. 1. Παθ., κάθομαι επάνω σε, τινι, σε Ηρόδ.,
Αριστοφ.· πιέζω, κάθομαι βαρύς πάνω σε, ἐπί τινι, στον ίδ. 2. ἐπ. ἐπὶ τῆς
τραπέζης, κάθομαι στον πάγκο μου, λέγεται για αργυραμοιβό, σε Δημ. II.
βρίσκομαι απέναντι από μια θέση, την πολιορκώ, σε Θουκ.
ἐπικαθίζω, I. βάζω κάποιον να καθίσει επάνω σε, τινὰ ἐπί τι, σε Ιππ. —
Μέσ., αόρ. βʹ -καθέζομην, φυλακὴν ἐπεκαθίσαντο, είχαν τοποθετήσει,
εγκαταστήσει φρουρά, σε Θουκ. II. αμτβ., κάθομαι πάνω σε, σκοντάφτω,
βρίσκω τυχαία, σε Πλούτ.
ἐπι-καινόω, μέλ. -ώσω, εισάγω καινοτομίες στους νόμους, σε Αισχύλ.
ἐπι-καίνυμαι, παρακ. -κέκασμαι· I. αποθ., υπερβαίνω, υπερτερώ,
υπερέχω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. II. ως Παθ., στολίζομαι ή κοσμούμαι με
κάτι, με δοτ., στο ίδ.
ἐπι-καίριος, -ον, 1. = ἐπίκαιρος, σε Ξεν. 2. σπουδαίος, οἱ ἐπικαιριώτατοι,
οι πιο σπουδαίοι αξιωματικοί του στρατεύματος, στον ίδ.· με απαρ., οἱ
θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι, εκείνοι των οποίων η θεραπεία είναι πολύ
σημαντική, στον ίδ.
296

ἐπί-καιρος, -ον, 1. αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο χρόνο ή τόπο,


έγκαιρος, επίκαιρος, κατάλληλος, πρόσφορος, χρήσιμος, ωφέλιμος, σε
Σοφ., Θουκ.· λέγεται για τόπους, ἐπικαιρότατον χωρίον ἀποχρῆσθαι, το πιο
πρόσφορο, το πλέον κατάλληλο προς χρήση, στον ίδ.· τοὺς ἐπικαίρους τῶν
τόπων, σε Δημ.· επίσης, με γεν., λουτρῶν ἐπίκαιρος, κατάλληλο για..., σε
Σοφ. 2. λέγεται για μέρη του σώματος, ζωτικός, σπουδαίος, σε Ξεν.
ἐπι-καίω, Αττ. -κάω, μέλ. -καύσω, ανάβω σε ένα μέρος, πῦρ, σε Ύμν.
Ομηρ.· καίω επάνω σε βωμό, μηρία, σε Όμηρ.
ἐπι-κᾰλᾰμάομαι (καλάμη), αποθ., μαζεύω τα στάχυα που άφησαν οι
θεριστές, σε Λουκ.
ἐπι-κᾰλέω, μέλ. -έσω, I. 1. επικαλούμαι θεό, κάνω επίκληση, προσφεύγω,
κάνω έκκληση, σε Ηρόδ., Δημ.· ἐπ. θεόν τινι, επικαλούμαι θεό, για να με
προστατεύει, σε Ηρόδ.· ομοίως, στη Μέσ., στον ίδ., Ξεν. 2. προσκαλώ, σε
Ομήρ. Οδ.· στη Μέσ., σε Ηρόδ. 3. Μέσ., αιτώ, ζητώ ως αρωγό ή σύμμαχο,
στον ίδ., Θουκ. 4. Μέσ., προσκαλώ ενώπιόν μου, καλώ, συγκαλώ, λέγεται
για τους Εφόρους, σε Ηρόδ. 5. Μέσ., προκαλώ σε μάχη, στον ίδ. II. Παθ.,
λαμβάνω νέο όνομα, μετονομάζομαι, στον ίδ.· αποκαλούμαι, καλούμαι με
παρατσούκλι, σε Ξεν. III. προσάπτω κατηγορία εναντίον, τί τινι, σε Θουκ.·
ταῦτ' ἐπικαλεῖς; αυτή είναι η κατηγορία σου; σε Αριστοφ. — Παθ.,
τὰἐπικαλεύμενα χρήματα, τα χρήματα που κατηγορήθηκε ότι είχε στην
κατοχή του, σε Ηρόδ.
ἐπι-κᾰλύπτω, μέλ. -ψω, I. σκεπάζω, κλείνω, συγκαλύπτω, κρύβω, τυλίγω,
σε Ησίοδ., Πλάτ. II. θέτω ως σκέπαστρο, επικάλυμμα, βλεφάρων ἐπ.
φᾶρος, σε Ευρ.
ἐπικαμπή, ἡ (ἐπικάμπτω), κλίση, καμπή, στροφή ή γωνία κτιρίου, σε
Ηρόδ.· ἐπ. ποιεῖσθαι, παρατάσσουν το στράτευμά τους γωνιωδώς, δηλ. με
τις πτέρυγες (με τα άκρα) να σχηματίζουν γωνίες με το κέντρο, έτσι ώστε
να μπορούν να προσβάλλουν τον εχθρό κι από τις δύο πλευρές, σε Ξεν.
ἐπικαμπής, -ές, λυγισμένος, κυρτός, καμπύλος, ελικοειδής, σε Πλούτ.,
Λουκ.
ἐπι-κάμπτω, μέλ. -ψω, λυγίζω έτσι ώστε να σχηματισθεί γωνία — Παθ.,
κινώ τα άκρα του στρατεύματος προς τα εμπρός, έτσι ώστε να σχηματίσω
γωνίες με το κέντρο και να προσβάλλω τον εχθρό κι απ' τις δύο πλευρές,
σε Ξεν.
ἐπι-καμπύλος[ῠ], -ον, καμπυλωτός, λυγισμένος, σε Ομηρ. Ύμν.
ἐπί-κᾰρ, επίρρ., στο κεφάλι, βλ. κάρ II.
ἐπι-καρπία (καρπός), επικαρπία ιδιοκτησίας, εισόδημα, κέρδος, αντίθ.
προς το κεφάλαιο (τὰ ἀρχαῖα), σε Δημ.
ἐπι-καρπίδιος, -ον (καρπός), αυτός που γίνεται πάνω στον καρπό, σε Ανθ.
ἐπι-κάρσιος, -α, -ον, = ἐγ-κάρσιος, σταυρωτός, σταυροειδής, γωνιώδης,
ιδίως, ορθής γωνίας, πλάγιος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· τὰ ἐπικάρσια, η
περιοχή που εκτείνεται κατά την παραλία, αντίθ. προς τὰ ὄρθια (κατά
ορθές γωνίες προς την παραλία), στον ίδ.· με γεν., τριήρεας τοῦ Πόντου
297

ἐπικαρσίας, σχηματίζοντας γωνία προς το ρεύμα του Πόντου, στον ίδ.


(αμφίβ. προέλ. του -κάρσιος).
ἐπι-καταβαίνω, μέλ. -βήσομαι, 1. κατεβαίνω σε ένα μέρος, σε Ηρόδ.,
Θουκ. 2. κατέρχομαι εναντίον εχθρού, στον ίδ.
ἐπι-καταβάλλω, μέλ. -καταβαλῶ, αφήνω κάτι να πέσει προς τα κάτω, τὰ
ὦτα, σε Ξεν.
ἐπι-κατάγομαι, Παθ., έρχομαι προς την ξηρά μαζί με ή μετά από, σε Θουκ.
ἐπι-καταδαρθάνω, αόρ. βʹ -έδαρθον, αποκοιμιέμαι μετά από, σε Θουκ.,
Πλάτ.
ἐπι-καταίρω, αμτβ., ορμώ, πέφτω πάνω σε, τινί, σε Πλούτ.
ἐπι-κατακλύζω, υπερχειλίζω, τὴν Ἀσίην, σε Ηρόδ.
ἐπι-κατακοιμάομαι, αποθ., κοιμάμαι επάνω σε, σε Ηρόδ.
ἐπι-καταλαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, προφταίνω, καταλαμβάνω, κυριεύω,
τινά, σε Θουκ., Πλάτ.
ἐπι-καταλλᾰγή, ἡ, νομισματική διαφορά, μείωση τιμής, έκπτωση, σε
Θεόφρ.
ἐπι-καταμένω, μέλ. -μενῶ, παραμένω περισσότερο χρόνο, σε Ξεν.
ἐπι-καταπίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, ρίχνομαι, πέφτω πάνω σε κάποιον, σε
Λουκ.
ἐπι-κατάρᾱτος, -ον, καταραμένος, σε Κ.Δ.
ἐπι-καταρρέω, μέλ. -ρεύσομαι, πέφτω πάνω σε, τινί, σε Πλούτ.
ἐπι-καταρρήγνῠμαι, Παθ., πέφτω ορμητικά, κατέρχομαι με ορμή κάτω,
σε Πλούτ.
ἐπι-καταρριπτέω, καταρρίπτω κατόπιν, σε Ξεν.
ἐπι-κατασφάζω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, σφάζω επάνω σε, τινὰ τῷ νεκρῷ,
ἑαυτὸν τῷ τύμβῳ, σε Ηρόδ.
ἐπι-κατατέμνω, μέλ. -τεμῶ, εκτελώ εργασίες σε ορυχείο πέρα από τα
όρια, σε Δημ.
ἐπι-καταψεύδομαι, αποθ., ψεύδομαι πέρα για πέρα, ασύστολα, σε Ηρόδ.,
Θουκ.
ἐπι-κάτειμι (εἶμι ibo), κατεβαίνω μέσα σε, σε Θουκ.
ἐπι-κατέχω, συγκρατώ, κωλύω, εμποδίζω, σε Λουκ.
ἐπίκαυτος, -ον (ἐπικαίω), καμένος στην άκρη, Λατ. praestus, σε Ηρόδ.
ἐπικάω[ᾱ], Αττ. αντί ἐπικαίω.
ἐπί-κειμαι, απαρ. -κεῖσθαι, Ιων. -κέεσθαι, χρησιμ. ως Παθ. του ἐπιτίθημι,
κείμαι επάνω σε κάτι· I. 1. λέγεται για θύρες, κλείνομαι, σε Ομήρ. Οδ.,
Θέογν. 2. τοποθετούμαι σε ή επάνω, με δοτ., σε Ησίοδ., Θεόκρ. 3. λέγεται
για νησιά, νῆσοι ἐπὶ Λήμνου ἐπικείμεναι, κείμενες σε απόσταση από τη
Λήμνο, σε Ηρόδ.· ομοίως και, ἐπ. τῇ Θρηΐκῃ, στον ίδ.· αἱ νῆσοι αἱ
ἐπικείμεναι, νησιά που βρίσκονται πλησίον της παραλίας, σε Θουκ. II. 1.
ασκώ πίεση πάνω σε, πιέζω σε συμφωνία, σε Ηρόδ.· ασκώ πίεση σε εχθρό
που υποχωρεί, με δοτ., στον ίδ., Αριστοφ. κ.λπ. 2. επικρέμαμαι, δεσπόζω,
Λατ. imminere, με δοτ., σε Ξεν.· λέγεται για ποινές, θάνατος ἡ ζημίη
298

ἐπικέεται, η επιβαλλόμενη τιμωρία είναι θάνατος, σε Ηρόδ.· ζημία ἐπέκειτο


στατήρ, σε Θουκ. III. με αιτ. πράγμ., ἐπικείμεναι κάρα κυνέας, έχοντας τα
κεφάλια τους καλυμμένα με περικεφαλαίες, σε Ευρ.· πρόσωπον
ἐπικείμενος, υποδυόμενος, παριστάνοντας έναν χαρακτήρα, έναν ρόλο, σε
Πλούτ.
ἐπι-κείρω, Επικ. αόρ. αʹ ἐπέκερσα· I. κόβω, αποκόπτω, τέμνω, σε Ομήρ.
Ιλ. II. μεταφ., περικόπτω, διακόπτω, κωλύω, παρεμποδίζω, Λατ.
praecidere, στο ίδ.
ἐπικέκλετο, γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του ἐπικέλομαι.
ἐπικέκλῐμαι, Παθ. παρακ. του ἐπικλίνω.
ἐπι-κελᾰδέω, μέλ. -ήσω, φωνάζω, επιδοκιμάζω, επευφημώ, επικροτώ, σε
Ομήρ. Ιλ.
ἐπικέλευσις, -εως, ἡ, προτροπή, ενθάρρυνση, σε Θουκ.
ἐπι-κελεύω, μέλ. -σω, παρακινώ, προτρέπω, απόλ. ή με δοτ., σε Ευρ.·
επίσης, με αιτ. προσ., σε Θουκ.
ἐπι-κέλλω, μέλ. -κέλσω, αόρ. αʹ -έκελσα· 1. οδηγώ στην ξηρά, Λατ.
appellere, σε Ομήρ. Οδ. 2. απόλ., εξοκέλλω, στο ίδ.
ἐπι-κέλομαι, Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ἐπικέκλετο· αποθ., επικαλούμαι, τινα,
σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπι-κεντρίζω, μέλ. -σω, κεντρίζω με τον πτερνιστήρα, σε Ανθ.
ἐπι-κεράννῡμι, μέλ. -κεράσω, απαρ. αορ. αʹ -κρῆσαι (Επικ. αντί -κεράσαι)·
αναμειγνύω, ανακατεύω συμπληρωματικά, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-κερδαίνω, κερδίζω επιπροσθέτως, σε Πλούτ.
ἐπι-κέρδια, τά (κέρδος), κέρδη εμπορίου ή εργασιών, σε Ηρόδ.
ἐπι-κερτομέω, μέλ. -ήσω, I. κοροϊδεύω, περιπαίζω, ἐπικερτομέων, αυτός
που κοροϊδεύει, περιγελά, χλευαστής, σε Όμηρ.· με ηπιώτερη σημασία,
αυτός που γελά, σε Ομήρ. Ιλ. II. με αιτ., κατακρίνω, κατηγορώ, κακολογώ
κάποιον, σε Ηρόδ.· πειράζω, ενοχλώ, σε Θεόκρ.
ἐπι-κεύθω, μέλ. -σω, αποκρύπτω, καταχωνιάζω, κρύβω, σε Όμηρ.
ἐπι-κήδειος, -ον (κῆδος), αυτός που γίνεται ή λέγεται σε ταφή, νεκρικός,
επικήδειος, σε Ευρ.· ἐπικήδειον, τό, θρήνος, ελεγεία, σε Πλούτ.
ἐπικήριος, τό, = το επόμ., σε Ηράκλειτ. παρά Λουκ.
ἐπίκηρος, -ον (κήρ), υποκείμενος σε θάνατο, φθαρτός, εφήμερος, σε
Αριστ.
ἐπικηρῡκεία, ἡ, αποστολή πρεσβείας για σύναψη ειρήνης, είσοδος σε
διαπραγματεύσεις, σε Δημ.
ἐπικηρύκευμα, -ατος, τό, αίτημα, απαίτηση που εκφράζεται μέσω
κήρυκα, σε Ευρ.
ἐπι-κηρῡκεύομαι (κηρυκεύω),· 1. αποθ., αγγέλλω με κήρυκα, τινι ή πρός
τινα, σε Ηρόδ.· ὥς τινα, σε Θουκ.· με δοτ. και απαρ., στέλνω μήνυμα
καλώντας, αξιώνοντας από, κάποιους να κάνουν κάτι, στον ίδ.·
ἐπικηρυκευομένων, μηνυμάτων που έχουν αποσταλεί, στον ίδ. 2. στέλνω
πρέσβεις προς σύναψη ειρήνης, καταθέτω προτάσεις για σύναψη ειρήνης,
299

σε Ηρόδ., Θουκ. 3. λέγεται για ιδιωτικές υποθέσεις, διαπραγματεύομαι,


τινι με κάποιον, σε Δημ.
ἐπι-κηρύσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. 1. γνωστοποιώ με προκήρυξη, σε
Αισχύλ., στην Παθ. 2. λέγεται για ποινές, ἐπ. θάνατον τὴν ζημίαν, θέτω τον
θάνατο ως ποινή, προγράφω θανάσιμη τιμωρία, σε Ξεν.· ἐπ. ἀργύριον ἐπί
τινι, ορίζω χρηματική αμοιβή για το κεφάλι κάποιου, σε Ηρόδ. 3.
προσφέρω ως ανταμοιβή, σε Πλούτ. II. εκθέτω σε δημοπρασία, στον ίδ.
ἐπι-κίδνημι, διανέμω, σκορπίζω, Χρησμ. παρ' Ηροδ. — Παθ., ὕδωρ
ἐπικίδναται αἶαν, εξαπλώνεται, κατακλύζει ολόκληρη τη γη, σε Ομήρ. Ιλ.·
ὅσον τ' ἐπικίδναται ἠώς, για όσο χρονικό διάστημα απλώνεται το φως της
αυγής, στο ίδ.
ἐπι-κινδῡνεύομαι, Παθ., βρίσκομαι σε κίνδυνο, διακινδυνεύω, σε Δημ.
ἐπι-κίνδῡνος, -ον, αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο, επικίνδυνος,
επισφαλής, αβέβαιος, ακροσφαλής, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για
πρόσωπο, ἐπικίνδυνος ἦν μὴ λαμφθείη, βρισκόταν σε κίνδυνο μήπως
καταληφθεί, σε Ηρόδ.· επίρρ. -νως, σε αβέβαιη ή κρίσιμη κατάσταση, σε
Σοφ.· υπό δική μου, προσωπική μου ευθύνη, σε Θουκ.
ἐπι-κίρνημι, Ιων. αντί ἐπικεράννυμαι — Παθ., ἐπι-κίρνᾰμαι, σε Ηρόδ.
ἐπι-κίχρημι, αόρ. αʹ ἐπ-έχρησα, δανείζω, τί τινι, σε Πλούτ.
ἐπί-κλᾱρος, Δωρ. αντί ἐπίκληρος.
ἐπί-κλαυτος, -ον, θρηνητικός, ένδακρυς, γοερός, σε Αριστοφ.
ἐπι-κλάω, μέλ. -άσω [ᾰ], λυγίζω προς ή επιπλέον — Παθ., λυγίζομαι στα
δύο, σε Λουκ. II. μεταφ., κάμπτω, λυγίζω, τινα, σε Πλούτ. — Παθ.,
ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ, κάμπτομαι στο ηθικό, χάνω το θάρρος μου, σε
Θουκ.· αλλά επίσης, κάμπτομαι ή ευσπλαχνίζομαι, στον ίδ.
ἐπι-κλείω, Αττ. -κλῄω, μέλ. -κλείσω, -κλῄσω· κλείνω κάτι, όπως μία
πόρτα, σε Αριστοφ. — Μέσ., σε Λουκ.
ἐπι-κλείω, εκτιμώ, εγκωμιάζω, εκθειάζω ή επαινώ, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπίκλημα, -ατος, τό (ἐπικαλέω), κατηγορία, κατηγορητήριο, σε Σοφ.,
Ευρ.
ἐπίκλην, επίρρ. (ἐπικαλέω), κατ' επίκληση, κατ' επωνυμία, ονομαστικά, σε
Πλάτ.
ἐπί-κληρος, Δωρ. -κλᾱρος, ἡ, κληρονόμος (γυναίκα), σε Αριστοφ. κ.λπ.
ἐπι-κληρόω, Δωρ. -κλᾱρόω, μέλ. -ώσω, απονέμω κάτι σε κάποιον με
κλήρο, τί τινι, σε Δημ. κ.λπ.
ἐπίκλησις, -εως, ἡ (ἐπικαλέω), I. 1. επώνυμο ή πρόσθετο όνομα· αιτ.
χρησιμ. απόλ. ως επίρρ., κατ' επωνυμία, Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν
καλέουσι, Αστυάνακτα, όπως τον αποκαλούν ως παρωνύμιο (το κανονικό
όνομά του ήταν Σκάμανδρος), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. γενικά, όνομα,
παρωνύμιο, σε Θουκ. 3. κακό όνομα, στον ίδ. II. επίκληση, έκκληση,
προσφυγή, σε Πλούτ., Λουκ.
ἐπίκλητος, -ον (ἐπικαλέω),· 1. βοηθός στον πόλεμο, αυτός που έχει
κληθεί ως σύμμαχος, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. ιδιαιτέρως προσκεκλημένος,
300

συγκληθείς, σε Ηρόδ.· ἐπίκλητοι, ιδιωτικοί, μυστικοί σύμβουλοι (του


βασιλιά), στους Πέρσες, στον ίδ. 3. υπεράριθμος προσκεκλημένος, Λατ.
umbra, σε Αριστοφ.
ἐπικλῐνής, -ές (ἐπι-κλίνω), κατηφορικός, κεκλιμένος, κατωφερής, σε
Θουκ., Πλούτ.
ἐπι-κλίνω, μέλ. -κλῐνῶ, I. βάζω πόρτα σε· Παθ., μτχ. παρακ., ἐπικεκλῐμέναι
σανίδες, κλειστές πόρτες, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. κλίνω, λυγίζω προς, τὰ ὦτα
ἐπ., σε Ξεν. — Παθ., κεραῖαι ἐπικεκλιμέναι, δοκάρια προσκείμενα προς τον
τοίχο, ώστε να σχηματίζουν γωνία, σε Θουκ. 2. αμτβ., στηρίζομαι,
ακουμπώ, πρόςτι, σε Δημ. III. Παθ., κείμαι απέναντι ή κοντά σε ένα μέρος,
με δοτ., σε Ευρ. IV.στην Παθ., επίσης, κάθομαι στο τραπέζι, σε Ανθ.
ἐπί-κλοπος, -ον (κλέπτω),· 1. αυτός που έχει συνήθεια να κλέβει,
πανούργος, σε Όμηρ., Αισχύλ. 2. με γεν., ἐπίκλοπος μύθων, πανούργος,
πονηρός στα λόγια, σε Όμηρ.
ἐπι-κλύζω, μέλ. -ύσω, 1. βρέχω, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. 2. μεταφ.,
κατακλύζω, γεμίζω νερά, πλημμυρίζω, σε Ευρ.· ἐπ. τινὰ κακοῖς, σε Λουκ.
3. μεταφ., επίσης, εξαφανίζω, εξοφλώ τα χρέη, καλύπτω τα έξοδα, σε
Αισχίν.
ἐπίκλῠσις, -εως, ἡ, πλημμύρα, υπερχείλιση, σε Θουκ.
ἐπι-κλύω, = ἐπακούω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-κλώθω, μέλ. -κλώσω, κλώθω, απονέμω, αποφασίζω, λέγεται για τις
Μοίρες που έκλωθαν το νήμα του πεπρωμένου· έπειτα, γενικά, ορίζω,
καθορίζω ως μοίρα ή πεπρωμένο κάποιου, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· ομοίως,
στη Μέσ., σε Όμηρ. — Παθ. μτχ. αορ. αʹ, τὰ ἐπικλωσθέντα, όσα είναι
γραφτό να γίνουν, σε Πλάτ.
ἐπι-κνάω, Επικ. γʹ ενικ. παρατ. ἐπικνῆ (αντί ἐπέκναε), ξύνω ή τρίβω επάνω
σε, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
ἐπ-ικνέομαι, Ιων. αντί ἐφ-ικνέομαι.
ἐπι-κνίζω, μέλ. -σω, κόβω πάνω στην επιφάνεια, σε Ανθ.
ἐπι-κοιμάομαι, μέλ. -ήσομαι — Παθ., αποκοιμιέμαι με κάτι ή επάνω σε
κάτι, με δοτ., σε Πλάτ., Λουκ.
ἐπι-κοινόομαι, Μέσ., ζητώ την συμβουλή, τινι περί τινος, σε Πλάτ.
ἐπί-κοινος, -ον, κοινός μεταξύ πολλών, τυχαίος, σε Ηρόδ.· αυτός που
μετέχει ισότιμα σε κάτι, με γεν., σε Ευρ.· ουδ. πληθ., ἐπίκοινα ως επίρρ.,
από κοινού, σε Ηρόδ.
ἐπι-κοινωνέω, μέλ. -ήσω, 1. επικοινωνώ με κάποιον, με δοτ., σε Πλάτ.
κ.λπ. 2. έχω μερίδιο, μετέχω σε κάτι από κοινού με κάποιον άλλο, τινός
τινι, στον ίδ.
ἐπι-κομπάζω, μέλ. -σω, προσθέτω, συμ πληρώνω με κομπασμό ή
καυχιέμαι, σε Ευρ., Πλούτ.
ἐπι-κομπέω, μέλ. -ήσω, 1. = το προηγ. I, σε Θουκ. 2. καυχιέμαι για, τι,
στον ίδ.
301

ἐπίκοπος, -ον, κατάλληλος για κόψιμο· ως ουσ., ἐπίκοπον, τό, κορμός


δέντρου που χρησιμοποιείται στον τεμαχισμό ξύλων, σε Λουκ.
ἐπι-κόπτω, μέλ. -ψω, 1. κτυπώ από πάνω, κόβω δέντρο, υλοτομώ, σε
Ομήρ. Οδ. 2. μεταφ., περικόπτω, διακόπτω, εμποδίζω, κατακρίνω,
επιπλήττω, σε Πλούτ. 3. στη Μέσ., κτυπώ το στήθος μου, θρηνώ για
κάποιον άλλο, με αιτ., σε Ευρ.
ἐπι-κορύσσομαι, Μέσ., εξοπλίζομαι, οπλίζομαι εναντίον, τινι, σε Λουκ.
ἐπικοσμέω, μέλ. -ήσω, προσθέτω κοσμήματα, κοσμώ μετά ή διακοσμώ
επιπλέον, σε Ηρόδ.· θεὰν ἐπ., τιμώ, πανηγυρίζω, γιορτάζω, σε Αριστοφ.,
Ξεν.
ἐπί-κοτος, -ον, οργισμένος, εκδικητικός, σε Αισχύλ.· ἐπίκοτος τροφᾶς,
εξοργισμένος έναντι των γιων που ανέθρεψε, στον ίδ.· επίρρ. -τως,
οργισμένα, θυμωμένα.
Ἐπικούρειος, -ον, αυτός που ανήκει στον Επίκουρο, σε Ανθ.· οἱἘπ., οι
Επικούρειοι φιλόσοφοι, σε Λουκ.
ἐπικουρέω, μέλ. -ήσω (ἐπίκουρος)· I. υπηρετώ ως σύμμαχος, σε Ομήρ.
Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· τινι, σε κάποιον, σε κάτι, σε Θουκ. κ.λπ. II. 1. γενικά,
συνδράμω ή βοηθώ σε ανάγκη, τινί, σε Ευρ., Αριστοφ.· με δοτ. πράγμ.,
νόσοις ἐπικουρεῖν, παρέχω βοήθεια στον ασθενή, σε Ξεν.· ἐσθὴς ἐπικουρεῖ
τινι, του είναι χρήσιμη, στον ίδ.· ἐπ. τροφῆ, φροντίζει για αυτήν, σε Αισχίν.
2. με αιτ. πράγμ., ἐπικουρεῖν τινι χειμῶνα, τον κρατώ μακριά από κάποιον,
Λατ. defendere, σε Ξεν.
ἐπικούρημα, -ατος, τό, μέσο προστασίας, χιόνος εναντίον του χιονιού, σε
Ξεν.
ἐπικούρησις, -εως, ἡ, προστασία, κακῶν, έναντι των κακών, σε Ευρ.
ἐπικουρία, Ιων. -ίη, ἡ (ἐπικουρέω),· I. βοήθεια, συνδρομή, σε Ηρόδ.,
Αισχύλ. κ.λπ. II. βοηθητική, ενισχυτική ή μισθοφορική δύναμη, σε Ηρόδ.,
Θουκ.
ἐπικουρικός, -ή, -όν (ἐπικουρέω), 1. αυτός που χρησιμεύει ως βοήθεια,
βοηθητικός, σε Πλάτ. 2. λέγεται για στρατεύματα, βοηθητικά, ενισχυτικά,
συμμαχικά, σε Θουκ.· τὸ ἐπικουρικόν = ἐπικουρία II, στον ίδ.
ἐπί-κουρος, ὁ, I. 1. βοηθός, σύμμαχος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· λέγεται για
τους συμμάχους της Τροίας, Τρῶες ἠδ' ἐπίκουροι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. στην
Αττ., οι ἐπίκουροι ήταν μισθοφορικά στρατεύματα, αντίθ. προς τους
γηγενείς στρατιώτες, τους πολίτες-στρατιώτες (πολῖται), σε Θουκ., Ξεν. 3.
= δορυφόροι, οι σωματοφύλακες των βασιλιάδων, σε Ηρόδ. II. 1. ως επίθ.,
βοηθός, αρωγός, με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. κ.λπ. 2. με γεν.
πράγμ., υπερασπιστής ή αυτός που προστατεύει, σε Σοφ., Ευρ., Ξεν.
ἐπι-κουφίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. ελαφρώνω, ανακουφίζω πλοίο πετώντας
μέρος του φορτίου του, σε Ηρόδ.· μεταφ., ἐπ. τοὺς πόνους, ανακουφίζω
τους κόπους κάποιου, σε Ξεν.· με γεν. πράγμ., ανακουφίζω, ξαλαφρώνω
από βάρος, σε Ευρ. II. υποβαστάζω, υποστηρίζω, σε Σοφ.· μεταφ.,
ανακουφίζω, ενθαρρύνω, σε Ξεν.
302

ἐπι-κράζω, παρακ. -κεκρᾱγα, φωνάζω σε ή προς, τινί, σε Λουκ.


ἐπι-κραίνω, Επικ. -κραιαίνω· μέλ. -κρᾰνῶ, αόρ. αʹ -έκρᾱνα, Επικ. -
έκρηνα και -εκρήηνα· εκτελώ, πετυχαίνω, εκ πληρώνω, σε Ομήρ. Ιλ.·
νῦνμοι τόδ' ἐπικρήηνον ἐέλδωρ, παραχώρησε, πραγματοποίησέ μου τώρα
αυτή την προσευχή, εκπλήρωσέ την, στο ίδ. — Παθ., χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα
κεκράαντο, ολοκληρώθηκαν με χρυσάφι, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπί-κρᾱνον, τό (κράς), I. αυτό που τοποθετείται πάνω στο κεφάλι,
κεφαλόδεσμος, καπέλο, σε Ευρ. II. κιονόκρανο, στον ίδ.
ἐπικράτεια, ἡ (ἐπικρᾰτής), I. κυριότητα, κυριαρχία, κατοχή, σε Ξεν. II.
λέγεται για χώρα, βασίλειο, κυριαρχία, κτήση, στον ίδ.
ἐπι-κρᾰτέω, μέλ. -ήσω, I. άρχω, κυβερνώ, με δοτ., σε Όμηρ.· απόλ., έχω
δύναμη ή κρατώ την εξουσία, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. επικρατώ στη μάχη,
νικώ, κυριεύω, κατακτώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 2. με γεν., επικρατώ, αποκτώ
την κυριαρχία έναντι του εχθρού, στον ίδ., Αττ.· επίσης, γίνομαι κύριος,
Λατ. potiri, τῆς θαλάσσης, τῶν Ἑλλήνων, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. γενικά, είμαι
ανώτερος, υπερισχύω, τῷ ναυτικῷ, σε Θουκ.· κατὰ θάλασσαν, σε Ξεν.
ἐπι-κρᾰτής, -ές (κράτος), αυτός που επικρατεί, κύριος πράγματος· μόνο
στον συγκρ., ἐπικρατέτερος, ανώτερος, υπέρτερος, σε Θουκ.· επίρρ.,
ἐπικρατέως, με ακαταμάχητη δύναμη, παράφορα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
ἐπικράτησις, -εως, ἡ, νίκη έναντι, τινος, σε Θουκ.
ἐπι-κρεμάννῡμι και -ύω, μέλ. -κρεμάσω [ᾰ], Αττ. -κρεμῶ· αόρ. αʹ -
εκέρᾰσα, Επικ. απαρ. -κρῆσαι· I. κρεμώ κάτι πάνω σε, τί τινι, σε Θέογν. II.
Παθ., ἐπικρέμαμαι, αόρ. αʹ -εκρεμάσθην· κρέμομαι από πάνω, λέγεται για
βράχο, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.· μεταφ., επίκειμαι, απειλώ, Λατ. imminere,
σε Θουκ.
ἐπικρήηνον, Επικ. προστ. αορ. αʹ του ἐπικραίνω· ἐπικρήνειε, γʹ ενικ.
ευκτ.
ἐπι-κρῆσαι, Επικ. αντί -κεράσαι, απαρ. αορ. αʹ του ἐπικεράννυμι.
ἐπι-κρίνω, [ῑ], μέλ. -κρῐνῶ, αποφασίζω, ορίζω, σε Πλάτ. κ.λπ.
ἐπ-ίκριον, τό, κεραία, αντένα ιστίου πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-κροτέω, μέλ. -ήσω, κάνω κρότο πάνω στο έδαφος, σε Ησίοδ.
ἐπί-κροτος, -ον, αυτός που έχει πατηθεί υπερβολικά, λέγεται για το
έδαφος, σε Ξεν.
ἐπι-κρούω, μέλ. -σω, χτυπώ πάνω σε, ἐπ. χθονὰ βάκτροις, χτυπώντας τη
γη με ραβδιά, σε Αισχύλ.
ἐπι-κρύπτω, μέλ. -ψω, αόρ. βʹ ἐπέκρῠφον· συγκαλύπτω, κρύβω, σε
Αισχύλ., Πλάτ. — Μέσ., κρύβω, αποκρύπτω, στον ίδ., Δημ.·
μεταμφιέζομαι, αποκρύπτομαι, κρύβω το σκοπό μου, σε Θουκ., Πλούτ.·
ἐπικρυπτόμενος, με μυστικότητα ή εχεμύθεια, κρυφά, μυστικά, σε Ξεν.
ἐπίκρῠφος, -ον, κρυφός, άδοξος, άσημος, σε Πλούτ.
ἐπίκρυψις, -εως, ἡ, μυστικότητα, σε Πλούτ.
ἐπι-κρώζω, κρώζω ή κοάζω, γκρινιάζω σε ή φωνάζω εναντίον, σε
Αριστοφ.
303

ἐπι-κτάομαι, μέλ. -κτήσομαι, αποθ., αποκτώ ή κερδίζω επιπλέον, σε


Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
ἐπι-κτείνω, μέλ. -κτενῶ, σκοτώνω επιπλέον ή ξανά, σε Σοφ.
ἐπι-κτέονται, Ιων. αντί -κτάονται.
ἐπίκτησις, -εως, ἡ, πρόσθετο απόκτημα, πρόσθετο κέρδος, σε Σοφ.
ἐπί-κτητος, -ον, αυτός που αποκτήθηκε επιπλέον ή επιπροσθέτως, ο άρτι
αποκτηθείς, αυτός που αποκτήθηκε προ ολίγου, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐπ. γῆ,
λέγεται για το Δέλτα της Αιγύπτου, σε Ηρόδ.
ἐπι-κτῠπέω, μέλ. -ήσω, κάνω θόρυβο μετά, αντηχώ, αντιλαλώ, απηχώ, σε
Αριστοφ.
ἐπι-κῡδής, -ές (κῡδος), ένδοξος, λαμπρός, επιφανής, σε Ξεν.
ἐπι-κυΐσκομαι, Παθ., εγκυμονώ, κυοφορώ εκ νέου, σε Ηρόδ.
ἐπι-κυκλέω, αμτβ., έρχομαι σε διαδοχικούς κύκλους πάνω σε, σε Σοφ.
ἐπι-κῡμαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, χύνομαι κατά κύματα πάνω σε, σε Πλούτ.
ἐπι-κύπτω, μέλ. -ψω, σκύβω ή σκύβω από πάνω, ἐπ. ἐπί τι, σκύβω προς
τα κάτω για να πιάσω κάτι, σε Ξεν.· στηρίζομαι, ακουμπώ πάνω σε, τινί,
σε Λουκ.
ἐπι-κῡρόω, μέλ. -ώσω, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, εγκρίνω, σε Θουκ., Ξεν.
κ.λπ.· με απαρ., σε Ευρ.
ἐπι-κυρτόω, μέλ. -ώσω, κλίνω προς τα μπροστά, σε Ησίοδ.
ἐπι-κύρω[ῡ], Επικ. παρατ. ἐπίκῡρον, Επικ. αόρ. αʹ ἐπίκυρσα ή ἐπικύρησα·
I. σκοντάφτω πάνω, βρίσκω τυχαία, συναντώ, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.,
Ησίοδ. II. με γεν., έχω μερίδιο σε κάτι, σε Αισχύλ.
ἐπι-κυψέλιος, ὁ (κυψέλη), φύλακας των κυψελών, σε Ανθ.
ἐπι-κωκύω, μέλ. -ύσω [ῡ], θρηνώ για κάποιον ή για κάτι, με αιτ., σε Σοφ.
ἐπι-κωλύω, μέλ. -ύσω [ῡ], εμποδίζω, κωλύω, αναχαιτίζω, ανακόπτω, σε
Σοφ., Θουκ.
ἐπι-κωμάζω, μέλ. -σω, ορμώ μέσα όπως οι κωμαστές, πραγματοποιώ
θορυβώδη επίθεση, σε Αριστοφ.· εἰς τὰς πόλεις, σε Πλάτ. — Παθ.,
κακομεταχειρίζομαι, κακοποιούμαι χονδροειδώς ή προσβάλλομαι, σε
Πλούτ.
ἐπι-κωμῳδέω, μέλ. -ήσω, σατιρίζω σε κωμωδία, διακωμωδώ, σε Πλάτ.
ἐπί-κωπος, -ον (κώπη), αυτός που βρίσκεται πέρα για πέρα, τελείως ή όσο
παίρνει, σε Αριστοφ.
ἐπιλᾰβεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἐπιλαμβάνω.
ἐπι-λαγχάνω, μέλ. -λήξομαι, I. κληρώνομαι έπειτα από κάποιον άλλο, σε
Αισχίν. II. παρακ. ἐπι-λέλογχα, πέφτω εν συνεχεία στο μερίδιο κάποιου, σε
Σοφ.
ἐπι-λάζυμαι, αποθ., κρατώ σφιχτά, κλείνω, σε Ευρ.
ἐπιλαθεῖν, -λαθέσθαι, απαρ. Ενεργ. αόρ. βʹ και Μέσ. του ἐπι-λανθάνω.
ἐπιλάθεται[ᾱ], Δωρ. αντί -λήθεται.
ἐπι-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, αόρ. βʹ -έλᾰβον, παρακ. -είληφα, Παθ. -
είλημμαι· I. 1. α) καταλαμβάνω, κυριεύω, προσβάλλω, λέγεται για
304

ασθένεια, σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., τὴν αἴσθησιν ἐπιληφθείς, Λατ. sensibus


captus, σε Πλούτ. β) λέγεται για γεγονότα, καταλαμβάνω ξαφνικά,
αιφνιδιάζω, σταματώ, εμποδίζω, σε Θουκ. 2. εκτείνομαι, φθάνω, σε Ξεν.·
ἔτη ὀκτὼ ἐπ., ξεπερνώ τα οχτώ χρόνια, σε Θουκ. 3. πιάνω, κρατώ,
σταματώ, ιδίως μέσω πίεσης, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἐπ. τινὰ τῆς ὀπίσω ὁδοῦ,
τον εμποδίζω απ' το να επιστρέψει, σε Ηρόδ. 4. μεταφ., πολὺν χῶρον ἐπ.,
καταλαμβάνω πολύ χώρο, τον διαβαίνω γρήγορα, ορμητικά, όπως το
corripere campum του Βιργ., σε Θεόκρ. II. 1. Μέσ. με Παθ. παρακ.,
κρατιέμαι πάνω σε, πιάνομαι από, πιάνω, με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ. 2.
επιτίθεμαι, τινος, σε Ξεν. 3. κατάσχω, συλλαμβάνω, τινος, σε Δημ. 4.
καταλαμβάνω, παίρνω, αποκτώ, προστάτεω ηγεμόνα, προφάσιος
πρόσχημα, πρόφαση, σε Ηρόδ. 5. λέγεται για τόπο, φθάνω, προσεγγίζω,
τῶν ὀρῶν, σε Πλούτ. 6. επιχειρώ κάτι, με γεν., στον ίδ. 7. παίρνω τον λόγο,
διακόπτω κάποιον που μιλά (πρβλ. ὑπολαμβάνω), σε Πλάτ.·
εναντιώνομαι, φέρνω αντίρρηση σε, σε Ξεν.
ἐπι-λαμπρύνω, μέλ. -ῠνῶ, κάνω κάτι λαμπρό, κοσμώ, στολίζω, σε Πλούτ.
ἐπίλαμπτος, -ον, Ιων. αντί ἐπίληπτος.
ἐπι-λάμπω, μέλ. -ψω, 1. λάμπω κατόπιν ή αμέσως μετά, σε Ομήρ. Ιλ.
κ.λπ.· ἐπιλαμψάσης ἡμέρης, όταν η μέρα είχε έλθει, είχε λάμψει πλήρως,
σε Ηρόδ. 2. λάμπω πάνω σε, αστράφτω, φωτίζω, με δοτ., σε Πλούτ., Ανθ.
ἐπιλανθάνομαι, λησμονώ, ξεχνώ, βλ. ἐπιλήθω.
ἐπι-λεαίνω, αόρ. αʹ -ελέηνα, λειαίνω κάτι, ἐπιλεήνας τὴν Ξέρξεω γνώμην,
δηλ. κάνοντάς την αποδεκτή, σε Ηρόδ.
ἐπι-λέγω, μέλ. -ξω, I. διαλέγω, εκλέγω, επιλέγω, σε Ηρόδ. — Μέσ., τῶν
Βαβυλωνίων ἐπελέξατο, διάλεξε γι' αυτόν συγκεκριμένους Βαβυλωνίους,
στον ίδ.· ομοίως και στην Αττ. — Παθ., ἐπιλελεγμένοι ή ἐπειλεγμένοι,
επίλεκτοι, σε Ξεν. II. 1. λέω επιπροσθέτως, συμ πληρώνω, προσθέτω
περαιτέρω, σε Ηρόδ. 2. αποκαλώ ονομαστικά, στον ίδ. III. στην Ιων.
επίσης, στη Μέσ. 1. αναλογίζομαι, ξανασκέφτομαι, τι, σε Ηρόδ.· οὐκ ἐπ.,
nihil curare, στον ίδ.· με απαρ., περιμένω ή προσδοκώ κάτι, στον ίδ.·
ομοίως επίσης και στον Αισχύλ. 2. επαναλαμβάνω, διαβάζω, σε Ηρόδ.
ἐπι-λείβω, χύνω κρασί πάνω από κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.· προσφέρω χοές, κάνω
σπονδές, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-λείπω, μέλ. -ψω, I. 1. αφήνω πίσω, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. 2. αφήνω κάτι
άθικτο, σε Πλάτ. II. 1. λέγεται για πράγματα, στερεύω, δεν επαρκώ, Λατ.
deficere, με αιτ. προσ., ὕδωρ μιν ἐπέλιπε, του στέρεψε το νερό, σε Ηρόδ.·
ἐπιλείψει με λέγοντα ἡ ἡμέρα, σε Δημ. 2. στον Ηρόδ., συχνά λέγεται για
ποταμούς, ξηραίνομαι, ἐπ. τὸ ῥέεθρον, αφήνουν το ρεύμα τους, την κοίτη
τους κενή, σε Ηρόδ.· και επίσης χωρίς το ῥέεθρον, στερεύω, ξηραίνομαι,
στον ίδ. 3. γενικά, δεν επαρκώ, στερούμαι, στον ίδ., Ξεν. κ.λπ.
ἐπίλειψις, -εως, ἡ, ανεπάρκεια, έλλειψη, σε Θουκ.
ἐπίλεκτος, -ον (ἐπιλέγω), εκλεκτός, διαλεχτός, λέγεται για στρατιώτες, σε
Ξεν.
305

ἐπι-λέπω, μέλ. -ψω, αφαιρώ τον φλοιό, ξεφλουδίζω, σε Ομηρ. Ύμν.


ἐπι-λεύσσω, βλέπω προς τα εμπρός, τόσσον τίς τ' ἐπιλεύσσει, κάποιος
μπορεί να δει μόνο τόσο μακριά μπροστά από κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπίληθος, -ον, αυτός που προκαλεί λήθη, τινος, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-λήθω, μέλ. -σω, I. προξενώ λήθη ενός πράγματος, με γεν., σε Ομήρ.
Οδ. — Παθ., ξεχνιέμαι, λησμονιέμαι, μτχ. παρακ. ἐπιλελησμένος, σε Κ.Δ.
II. 1. Μέσ., ἐπι-λήθομαι και -λανθάνομαι, μέλ. -λήσομαι, αόρ. βʹ -
ελᾰθόμην, με Ενεργ. παρακ. -λέληθα και Παθ. -λέλησμαι, υπερσ. -
ελελήσμην· αφήνω κάτι να μου διαφύγει, ξεχνώ, λησμονώ, με γεν., ὅπως
Ἰθάκης ἐπιλήσεται (Επικ. αντί -ηται), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και σε Ηρόδ.,
Αττ.· επίσης με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με απαρ., σε Αριστοφ., Πλάτ.
2. ξεχνώ συνειδητά, λησμονώ ηθελημένα, ἑκὼν ἐπιλήθομαι, σε Ηρόδ.
ἐπι-ληΐς, -ΐδος, ἡ (λεία), αυτή που έχει ληφθεί ως λεία, που έχει
κατακτηθεί ως λάφυρο, σε Ξεν.
ἐπι-ληκέω, κρατώ το ρυθμό (με το πόδι), λέγεται για τους χορευτές, σε
Ομήρ. Οδ.
ἐπι-ληκῠθίστρια, ἡ (λήκυθος), κωμική ονομασία της Μούσας της
Τραγικής Ποίησης, στομφώδης, σε Ανθ.
ἐπίληπτος, Ιων. ἐπίλαμπτος, -ον (ἐπιλαμβάνω), I. αυτός που
συλλαμβάνεται ή ανακαλύπτεται επ' αυτοφώρω, σε Σοφ.· με μτχ.,
ἐπίλαμπος ἀφάσσουσα, αυτή που συλλαμβάνεται την ώρα που ψηλαφεί, σε
Ηρόδ. II. αυτός που υποφέρει, πάσχει από κάτι, σε Δημ.
ἐπιλήπτωρ, -ορος, ὁ, επικριτής, παρά Πλούτ.
ἐπιλησμονή, ἡ, έλλειψη μνήμης, σε Κ.Δ.
ἐπιλήσμων, -ον, γεν. -ονος (ἐπιλήθομαι), αυτός που συνηθίζει να ξεχνά,
ξεχασιάρης, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., σε Ξεν., στον
συγκρ. ἐπιλησμονέστερος, εκεί που ο Αριστοφ. παραδίδει το ἐπιλησμότατος
(όπως αν προερχόταν από θετ. του ἐπίλησμος).
ἐπιλήσομαι, Μέσ. μέλ. του ἐπιλήθομαι.
ἐπίληψις, -εως, ἡ, I. κατάληξη, κυρίευση, σύλληψη, κατάσχεση, σε Πλάτ.
II. επιληψία, σεληνιασμός, Λατ. morbus comitialis.
ἐπι-λίγδην, επίρρ., επιπόλαια, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπι-λιμνάζομαι (λίμνη), Παθ., ξεχειλίζω, υπερχειλίζω, σε Πλούτ.
ἐπι-λῐπαίνω, λιπαίνω ή γυαλίζω, σε Πλούτ.
ἐπιλῐπής, -ὲς (ἐπιλείπω II), = ἐλλιπής, σε Πλούτ.
ἐπι-λιχμάω (λιχμάομαι), = ἐπιλείχω, σε Βάβρ.
ἐπ-ιλλίζω, μόνο στον ενεστ., κάνω νεύμα σε κάποιον με το μάτι,
ανοιγοκλείνω το μάτι, σε Ομήρ. Οδ.· κάνω πονηρό νεύμα, σε Ομηρ. Ύμν.
ἐπι-λογίζομαι, μέλ. Αττ. -λογιοῦμαι, αόρ. αʹ -ελογισάμην και -ελογίσθην·
αποθ., αναλογίζομαι, συμπεραίνω, ὅτι..., σε Ηρόδ.· ἐπ. τι, υπολογίζω κάτι,
σε Ξεν.
ἐπίλογος, ὁ (ἐπιλέγω), συμπέρασμα, συναγωγή, σε Ηρόδ.
ἐπί-λογχος, -ον (λόγχη), αυτός που έχει αιχμές, ακιδωτός, σε Ευρ.
306

ἐπί-λοιπος, -ον, 1. αυτός που έχει απομείνει, υπόλοιπος, σε Ηρόδ., Αττ. 2.


λέγεται για χρόνο, αυτό που έρχεται, που πρόκειται να έρθει, το μέλλον,
χρόνος, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
ἐπι-λῡπέω, μέλ. —ήσω , ενοχλώ επιπλέον ή προσβάλλω παραπάνω, τινα,
σε Ηρόδ.
ἐπίλῠσις, -εως, ἡ, απαλλαγή από κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.
ἐπι-λύω, μέλ. -λύσω [ῡ], λύνω, σε Θεόκρ.· απελευθερώνω, αποδεσμεύω,
σε Λουκ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Πλάτ.· ἐπιλύεσθαι ἐπιστολάς, το
άνοιγμα γραμμάτων, σε Ηρόδ.
ἐπι-λωβεύω, κοροϊδεύω, υβρίζω, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-μάζιος, -ον (μαζός), = ἐπιμαστίδιος, σε Ανθ.
ἐπι-μαίνομαι, Παθ., με αόρ. βʹ -εμάνην [ᾰ], αλλά επίσης Μέσ. -εμηνάμην·
παρακ. -μέμηνα· I. γίνομαι τρελός, παραφρωνώ μετά από, τρελαίνομαι για,
με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· απόλ., μαίνομαι, είμαι έξω φρενών, σε
Αισχύλ. II. επιτίθεμαι, ορμώ με μανία, τινι, σε Ανθ.
ἐπι-μαίομαι· Επικ. μέλ. -μάσσομαι, αόρ. αʹ -εμασσάμην· αποθ., I.
αποβλέπω σε, αγωνίζομαι να πετύχω, παλεύω να αποκτήσω, αποσκοπώ
σε, με γεν., σκοπέλου ἐπιμαίεο, κατευθύνσου προς (δηλ. «βάλε πλώρη»)
τον βράχο, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., ἐπιμαίεο νόστου, αποβλέπε σε
επιστροφή, στο ίδ. II. 1. με αιτ., επιλαμβάνομαι, αρπάζω, ἐπεμαίετο κώπην,
άρπαζε, έδραξε τη λαβή του ξίφους του, στο ίδ.· χείρ' (δηλ. χειρὶ)
ἐπιμασσάμενος, έχοντας αρπάξει (το ξίφος) με το χέρι μου, στο ίδ. 2.
ψηλαφώ, αισθάνομαι, στο ίδ.· ἕλκος ἰητὴρ ἐπιμάσσεται, θα ψηλαφήσει, θα
εξετάσει την πληγή, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπι-μανθάνω, μέλ. -μᾰθήσομαι, μαθαίνω επιπλέον ή μετά από, σε Ηρόδ.,
Θουκ.
ἐπι-μαρτῠρέω, μέλ. -ήσω, I. φέρω μαρτυρία για κάτι, καταθέτω, σε Πλάτ.,
κ.λ.π. II. στη Μέσ., εξορκίζω κάποιον να, τινὶ μὴ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ.
ἐπιμαρτῠρία, ἡ, επίκληση κάποιου ως μάρτυρα, μαρτυρική κατάθεση, σε
Θουκ.
ἐπι-μαρτύρομαι[ῡ], μέλ. -ῠροῦμαι, αποθ., 1. επικαλούμαι κάποιον ως
μάρτυρα, επικαλούμαι, προσφεύγω σε, τοὺς θεούς, σε Ξεν.· επίσης, καλώ
κάποιον ως μάρτυρά μου, Λατ. antestari, σε Αριστοφ. 2. επικαλούμαι με
θέρμη, εξορκίζω κάποιον, Λατ. obtestari, σε Ηρόδ.· ἐπιμ. τινα μὴ ποιεῖν τι,
καλώ κάποιον να μην κάνει κάτι, στον ίδ. 3. βεβαιώνω ή διακηρύσσω
μπροστά σε, ενώπιον μαρτύρων ότι..., σε Δημ.
ἐπι-μάρτῠρος, ὁ, μάρτυρας που έρχεται για να επιβεβαιώσει τα λόγια
κάποιου, σε Όμηρ.
ἐπιμάρτυς, -ῠρος, ὁ = το προηγ., σε Αριστοφ.· αιτ. -μάρτυρα, σε Ανθ.
ἐπιμάσσομαι, Επικ. μέλ. του ἐπιμαίομαι.
ἐπι-μάσσομαι, Μέσ., ζυμώνω ξανά, στρώνω με το χέρι, σε Ανθ.
ἐπι-μαστίδιος, -ον (μαστός), αυτός που ακόμη θηλάζει, που δεν έχει
ακόμη κόψει τον θηλασμό, που δεν έχει απογαλακτιστεί, σε Τραγ.
307

ἐπίμαστος, -ον (ἐπιμαίομαι), αυτός που ζητά βοήθεια, ζητιάνος, σε Ομήρ.


Οδ.
ἐπιμᾰχέω, μέλ. -ήσω, βοηθώ κάποιον σε περίοδο πολέμου, τῇ ἀλλήλων
ἐπιμαχεῖν, πραγματοποιώ συμφωνία για αμοιβαία αμυντική υποστήριξη,
σε Θουκ.
ἐπιμᾰχία, ἡ, αμυντική συμφωνία, σε Θουκ., Δημ.
ἐπί-μᾰχος, -ον (μάχομαι), ευκολοπολέμητος, ευπρόσβλητος στη μάχη, σε
Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για χώρα, ευπρόσβλητη, στον ίδ.
ἐπι-μειδιάω, μέλ. -ήσω, κοροϊδεύω, κρυφογελώ κοροϊδευτικά,
ἐπιμειδήσας προσέφη, τον προσφώνησε, του απευθύνθηκε με χαμόγελο, σε
Ομήρ. Ιλ.
ἐπι-μειδιάω, μέλ. -ήσω [ᾰ], χαμογελώ σε κάποιον, σε Ξεν.
ἐπι-μείζων, -ον, γεν. -ονος, επιτετ. αντί μείζων, ακόμη μεγαλύτερος ή
σπουδαιότερος, σε Δημόκρ.
ἐπι-μείλια, τά, = μείλια, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπιμέλεια, ἡ (ἐπιμελής), I. φροντίδα, περιποίηση, Αττ. πεζός λόγος·
επίσης στον Ηρόδ.· πληθ., μέριμνες, έγνοιες, βάσανα, στενοχώριες, σε
Ξεν. κ.λπ.· με γεν., φροντίδα, μέριμνα για κάτι, προσοχή σε κάτι, σε Ηρόδ.,
Θουκ. κ.λπ.· επίσης, περί τινος, στον ίδ.· πρός τινα ή τι, σε Δημ. II. δημόσιο
λειτούργημα ή επιστασία, Λατ. procuratio, σε Αισχίν.· κάθε είδους
φροντίδα, Λατ. studium, σε Ξεν. κ.λπ.
ἐπι-μελέομαι και -μέλομαι· μέλ. -μελήσομαι, αόρ. αʹ -εμελήθην, παρακ. -
μεμέλημαι· αποθ., I. αναλαμβάνω την φροντίδα, έχω την επιμέλεια, έχω
την επιστασία, τη διοίκηση ενός πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· περί
τινος, ὑπέρ τινος, σε Ξεν.· με αιτ. και απαρ., φροντίζω ώστε..., σε Θουκ.
κ.λπ.· ομοίως και, ἐπ. ὅπως, σε Πλάτ.· απόλ., δίνω προσοχή, προσέχω, σε
Ηρόδ. II. λέγεται για δημόσια αξιώματα, είμαι επιμελητής ενός
πράγματος, σε Ξεν., Πλάτ.
ἐπιμέλημα, -ατος, τό, αντικείμενο ασχολίας ή φροντίδας κάποιου,
ανησυχία, σε Ξεν.
ἐπι-μελής, -ές (μέλομαι), I. 1. αυτός που φροντίζει ή επιμελείται κάτι,
αυτός που έχει την επιμέλεια, την φροντίδα ενός πράγματος, με γεν., σε
Πλάτ., Ξεν.· τὸ ἐπιμελές τινος = ἐπιμέλεια, σε Θουκ. 2. απόλ., προσεκτικός,
επιμελής, σε Αριστοφ., Ξεν. II. Παθ., αυτός που φροντίζεται, το
αντικείμενο φροντίδας, σε Ηρόδ.· ἐπιμελές μοι ἦν, ήταν δουλειά,
υποχρέωση μου, στον ίδ., σε Αττ.
ἐπιμελητέον, ρημ. επίθ. του ἐπιμελέομαι, αυτό που πρέπει κάποιος να
φροντίσει, να προσέξει, σε Πλάτ., Ξεν.
ἐπιμελητής, -οῦ, ὁ (ἐπιμελέομαι), αυτός που έχει την φροντίδα, την
επιμέλεια ενός πράγματος, διοικητής, διευθυντής, επιμελητής, επιστάτης,
επόπτης, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
ἐπιμελητικός, -ή, -όν, αυτός που είναι ικανός να διευθύνει, διευθυντικός,
σε Ξεν.
308

ἐπιμέλομαι, βλ. ἐπιμελέομαι.


ἐπι-μέλπω, μέλ. -ψω, άδω, τραγουδώ επιπλέον ή πάνω σε κάτι, σε Αισχύλ.
ἐπι-μέμονα, ποιητ. παρακ. βʹ με σημασία ενεστ., επιθυμώ, ποθώ να κάνω
κάτι, σε Σοφ.
ἐπι-μέμφομαι, μέλ. -ψομαι, αποθ. 1. ρίχνω το φταίξιμο σε κάποιον, με
δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· σπανίως με αιτ. προσ., σε Σοφ.· με γεν.
πράγμ., κατηγορώ για ή εξαιτίας ενός πράγματος, παραπονιέμαι για αυτό,
εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται, παραπονιέται, κατηγορεί για τον όρκο, για την ευχή
(που αμελήθηκε), σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ. κατηγορώ, αιτιώμαι, έχω παράπονο,
σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. κατηγορώ κάποιον για κάτι, οργίζομαι εναντίον του για
κάποιο λόγο, τί τινι, στον ίδ.
ἐπι-μένω, μέλ. -μενῶ, αόρ. αʹ -έμεινα· I. 1. αναμένω, περιμένω ή μένω
ακίνητος, σε Όμηρ., Αττ.· ἐπίμεινον, περίμενε, σε Ομήρ. Ιλ. 2. απόλ., μένω
στο μέρος που τοποθετήθηκα, εξακολουθώ να παραμένω ως είμαι, λέγεται
για πράγματα, σε Θουκ., Πλάτ.· διατηρώ την θέση μου, λέγεται για
αναβάτη, ιππέα, σε Ξεν. 3. εξακολουθώ, εμμένω στην επιδίωξη, ἐπί τινι,
σε Πλάτ. κ.λπ. 4. μένω πιστός σε, εμμένω, ταῖς σπονδαῖς, σε Ξεν. II. με
αιτ., προσδοκώ, αναμένω, περιμένω, σε Ευρ., Πλάτ.· ομοίως, με απαρ., σε
Θουκ.
ἐπι-μεταπέμπομαι, Μέσ., στέλνω και ζητώ ενίσχυση, ζητώ επικουρία, σε
Θουκ.
ἐπι-μετρέω, μέλ. -ήσω, I. μετρώ επιπλέον, σε Ησίοδ. — Παθ., ὁ
ἐπιμετρούμενος σῖτος, το σιτάρι που δινόταν επιπλέον στους Πέρσες, σε
Ηρόδ. II. προσθέτω κάτι, δίνω περισσότερο, βάζω επιπροσθέτως, σε
Πλούτ., Λουκ.
ἐπί-μετρον, τό, προσθήκη, υπερβολή, σε Θεόκρ.
ἐπι-μήδομαι, αποθ., μηχανεύομαι εναντίον κάποιου κάτι, τίτινι, σε Ομήρ.
Οδ.
Ἐπι-μηθεύς, -έως, ὁ (μῆδος), ο Επιμηθέας, αυτός που σκέφτεται κατόπιν,
αδερφός του Προμηθέα, δηλ. αυτού που σκέφτεται από πριν, σε Ησίοδ.
ἐπι-μηθής, -ές (μῆδος), στοχαστικός, μυαλωμένος, σε Θεόκρ.
ἐπιμηθικῶς, επίρρ., όπως ο Επιμηθέας, σε Ευστ.
ἐπι-μήκης, -ες (μῆκος), επιμήκης, μακρουλός, σε Λουκ.
Ἐπι-μηλίδες, αἱ (μῆλα), οι προστάτιδες Νύμφες των προβάτων, σε
Θεόκρ.
ἐπι-μήνιος, -ον (μήν), μηνιαίος· ως ουσ., ἐπιμήνια, τά, (εννοείται ἱερά),
μηνιαίες προσφορές ή θυσίες, σε Ηρόδ.
ἐπι-μηνίω, είμαι οργισμένος εναντίον κάποιου, Πριάμῳ ἐπεμήνῐε, σε
Ομήρ. Ιλ.
ἐπι-μηχᾰνάομαι, I. αποθ., επινοώ, μηχανεύομαι σχέδια εναντίον, παίρνω
τις προφυλάξεις μου, σε Ηρόδ., Λουκ. II. μηχανεύομαι επιπλέον, σε Ξεν.
309

ἐπι-μήχᾰνος, -ον (μηχανή), αυτός που μηχανεύεται με πανουργία, κακῶν


ἐπιμήχανος ἔργων, εμπνευστής κακών έργων, μηχανορράφος, Χρησμ. παρ'
Ηροδ.
ἐπιμίγνῡμι και -ύω, μέλ. -μίξω, I. προσθέτω μέσω μείξεως, αναμειγνύω
κάτι με, τί τινι, σε Πλάτ. II. αμτβ., ανακατεύομαι με άλλους, έχω
συναλλαγή ή εμπορικές σχέσεις με αυτούς, τισι, σε Θουκ.· πρός τινας, σε
Ξεν.· ομοίως, στην Παθ., ἐπιμίγνυσθαι ἀλλήλοις, στον ίδ.· παρ' ἀλλήλους,
σε Θουκ.
ἐπι-μιμνήσκομαι, Ιων. επίσης -μνάομαι, -μνῶμαι, μέλ. μνήσομαι ή
μνησθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπεμνήσθην ή ἐπεμνησάμην, παρακ. ἐπιμέμνημαι· I.
1. Παθ., σκέφτομαι, θυμάμαι κάτι, φέρνω στο νου μου κάποιον ή κάτι, με
γεν., σε Όμηρ. 2. κάνω μνεία, αναφέρω κάποιον, τινος, σε Ομήρ. Οδ.,
Ηρόδ. κ.λπ.· περί τινος, στον ίδ., Ξεν.
ἐπι-μίμνω, ποιητ. αντί -μένω, εμμένω σε μία εργασία, με δοτ., σε Ομήρ.
Οδ.
ἐπιμίξ, Επικ. επίρρ. (ἐπιμίγνυμι), συγκεχυμένα, ανακατωμένα, pêle-mêle,
σε Όμηρ.
ἐπιμιξία, Ιων. -ίη, ἡ (ἐπιμίγνυμι), ανάμειξη με άλλους, συναλλαγή,
εμπορικές σχέσεις, Λατ. commercium, πρός τινας, σε Ηρόδ., Ξεν.· παρ'
ἀλλήλους, σε Θουκ.
ἐπίμιξις, -εως, ἡ, = το προηγ., σε Θέογν., Βάβρ.
ἐπι-μίσγω, αρχ. τύπος του ἐπιμίγνυμι, αμτβ., έχω συναλλαγή ή εμπορικές
σχέσεις με, παρ'ἀλλήλους, σε Θουκ.· ομοίως και Παθ. με την ίδια σημασία,
με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· αἰεὶ Τρώεσσ' ἐπιμίσγομαι,
αναγκάζομαι πάντοτε να έχω σχέση με τους Τρώες, πάντα βρίσκομαι σε
σύγκρουση με αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., έρχομαι σε κοινωνικές
σχέσεις, συναναστρέφομαι, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἐπι-μοίριος, -ον (μοῖρα), μοιραίος, σε Ανθ.
ἐπιμολεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἐπιβλώσκω, επέρχομαι, επήλθε, συμβαίνει,
συνέβη, σε Σοφ.
ἐπί-μολος, ὁ (μολεῖν), εισβολέας, σε Αισχύλ.
ἐπί-μομφος, -ον (μέμφομαι),· I. αυτός που έχει την τάση να κατηγορεί, σε
Ευρ. II. αξιόμεμπτος, δυσοίωνος, άτυχος, σε Αισχύλ.
ἐπιμονή, ἡ (ἐπιμένω), παραμονή, αργοπορία, χρονοτριβή, καθυστέρηση,
σε Θουκ.
ἐπι-μύζω, μέλ. -ξω, μουρμουρίζω, γκρινιάζω στα λόγια κάποιου, σε Ομήρ.
Ιλ.
ἐπι-μῡθέομαι, αποθ., λέω επιπλέον, συμ πληρώνω, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπι-μύθιος, -ον (μῦθος), αυτό που έρχεται μετά τον μύθο· τὸ ἐπ., το ηθικό
συμπέρασμα, σε Λουκ.
ἐπίμυκτος, -ον (ἐπιμύζω), γελασμένος, αξιογέλαστος, σε Θέογν.
ἐπι-μύω, μέλ. -ύσω [ῡ], κλείνω τα μάτια μου ως ένδειξη συναίνεσης, σε
Αριστοφ.
310

ἐπι-μωμητός, -ή, -όν, αξιοκατάκριτος, αξιόμεμπτος, σε Ησίοδ., Θεόκρ.


ἐπιμώομαι, Δωρ. αντί ἐπιμαίομαι II.
ἐπινάχομαι, Δωρ. αντί ἐπινήχομαι.
ἐπί-νειον, τό (ναῦς), λιμάνι στο οποίο σταθμεύει το ναυτικό, ναύσταθμος,
σε Ηρόδ., Θουκ.
ἐπινέμησις, -εως, ἡ (ἐπινέμομαι), επέκταση, διάδοση, σε Πλούτ.
ἐπινέμω, μέλ. -νεμῶ και -νεμήσω, αόρ. αʹ ἐπένειμα· I. κατανέμω,
διαμοιράζω, σε Όμηρ. II. στρέφω, οδηγώ το κοπάδι μου να βοσκήσει πέρα
από τα σύνορα, καταπατώ γειτονικά χωράφια· μεταφ., λέγεται για φωτιά,
εξαπλώνομαι, επεκτείνομαι σε ένα μέρος, σε Ηρόδ.· ομοίως, λέγεται για
μολυσματική ασθένεια, σε Θουκ.· στην Παθ., ὅρος ἐπινέμεται, τα όρια
είναι εκτεθειμένα σε καταπάτηση, σε Αισχύλ.· πρβλ. ἐπινομία.
ἐπι-νεύω, μέλ. -νεύσω, 1. κουνώ το κεφάλι ως ένδειξη έγκρισης, συναινώ
κλίνοντας το κεφάλι, συγκατανεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπ. τι, εγκρίνω,
επιδοκιμάζω, επικυρώνω, υπόσχομαι, σε Ευρ.· ἐπένευσεν ἀληθὲς εἶναι,
ένευσε ως σημάδι, απόδειξη ότι ήταν αλήθεια, σε Αισχίν. 2. κάνω νεύμα
σε κάποιον να κάνει κάτι, τον διατάζω να πράξει κάτι, σε Όμηρ. 3. κλίνω
προς τα εμπρός, κόρυθι ἐπένευε, έκανε νεύμα με το κράνος του, δηλ. το
κούνησε, σε Ομήρ. Ιλ. 4. κλίνω προς, σε Αριστοφ.
ἐπι-νέφελος, -ον (νεφέλη), συννεφιασμένος, σκοτεινιασμένος, ἐπινεφέλων
ὄντων (γεν. απόλ.), όντας ο καιρός νεφελώδης, σε Ηρόδ.
ἐπι-νεφρίδιος, -ον (νεφρός), αυτός που βρίσκεται πάνω στα νεφρά, σε
Ομήρ. Ιλ.
ἐπι-νέω (Α), μέλ. -νήσω, κατανέμω, απονέμω με κλώσιμο, στρίψιμο,
περιστροφή, λέγεται για τις Μοίρες, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπι-νέω (Β), σωριάζω, συσσωρεύω ή φορτώνω με κάτι, με γεν., σε Ηρόδ.
ἐπι-νήϊος, -ον (ναῦς, νηῦς), επιβιβασμένος σε πλοίο, πάνω σε πλοίο, σε
Ανθ.
ἐπι-νηνέω, μόνο στον παρατ., επισυσσωρεύω ή στοιβάζω επάνω, με γεν.,
σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπι-νήχομαι, μέλ. -ξομαι, αποθ., κολυμπώ στην επιφάνεια, σε Βατραχομ.·
ἐπενάχετο φωνά, η φωνή ανήλθε από τον Κάτω Κόσμο, σε Θεόκρ.
ἐπινίκειος, -ον, = το επόμ., σε Σοφ.
ἐπινίκιος[ῑ], -ον (νίκη), I. σχετικός με νίκη, θριαμβευτικός, σε Πίνδ. κ.λπ.
II. ως ουσ., ἐπινίκιον (ενν. μέλος), τό, τραγούδι νίκης, θριαμβική ωδή,
τραγούδι θριάμβου, σε Αισχύλ. 2. α) ἐπινίκια (ενν. ἱερά), τά, θυσία για νίκη
ή γιορτή προς τιμή της, σε Πλάτ. κ.λπ. β) (ενν. ἆθλα), έπαθλο, λάφυρα της
νίκης, σε Σοφ.
ἐπι-νίσσομαι, 1. αποθ., επέρχομαι, με γεν., σε Σοφ. 2. επισκέπτομαι, σε
Θεόκρ.
ἐπι-νίφω[ῑ], χιονίζω επάνω· απρόσ., ἐπινίφει, πέφτει φρέσκο χιόνι,
ξαναχιονίζει, χιονίζει εκ νέου ή εξακολουθεί να χιονίζει, σε Ξεν.
311

ἐπι-νοέω, μέλ. -ήσω, I. 1. σκέπτομαι πάνω σε ή για κάτι, εφευρίσκω,


σκαρώνω, σε Ηρόδ., Αττ.· με απαρ., σε Αριστοφ.· απόλ., κάνω σχέδια,
σχεδιάζω, επινοώ, σε Θουκ. 2. έχω στο μυαλό μου, έχω κατά νου,
σκοπεύω, προτίθεμαι, στον ίδ. κ.λπ.· με απαρ., σε Ηρόδ., Ξεν. II. Απαρ.
παθ. αόρ. αʹ ἐπινοηθῆναι, χρησιμ. ως Ενεργ., σε Ηρόδ.
ἐπίνοια, ἡ, I. 1. συλλογισμός πάνω σε ή για κάτι, σκέψη, διάνοια, ιδέα, σε
Θουκ. 2. δύναμη της επινοητικότητας, εφευρετικότητα, εφεύρεση, σε
Αριστοφ. 3. σκοπός, σχέδιο, σε Ευρ. II. σκέψη που έρχεται κατόπιν,
δεύτερη σκέψη, σε Σοφ.
ἐπινομή, ἡ (ἐπινέμομαι), βόσκηση πέρα από τα όρια, σύνορα· μεταφ.,
ἐπ.πυρός, εξάπλωση, διάδοση της φωτιάς, σε Πλούτ.
ἐπινομία, ἡ (ἐπινέμομαι), βόσκηση πέραν των ορίων· αμοιβαίο δικαίωμα
βοσκής, που περιέρχεται στους πολίτες δύο γειτονικών κρατών, σε Ξεν.
ἐπι-νύκτιος, -ον (νύξ), κατά την νύχτα, νυχτερινός, βραδινός, σε Ανθ.
ἐπι-νύμφειος, -ον, = το επόμ., σε Σοφ.
ἐπι-νυμφίδιος, -ον, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για νύφη,
νυφικός, σε Ανθ.
ἐπι-νυστάζω, μέλ. -σω και -ξω, αποκοιμιέμαι επάνω σε, με δοτ., σε
Πλούτ., Λουκ.
ἐπι-νωμάω, μέλ. -ήσω, I. φέρνω ή προσφεύγω, κατευθύνω τα βήματά μου,
πλησιάζω, σε Σοφ., Ευρ. II. διανέμω, διαμοιράζω, σε Αισχύλ., Σοφ.
ἐπι-νωτίδιος, -ον (νῶτον), αυτός που βρίσκεται στα νώτα, σε Ανθ.
ἐπι-νωτίζω, μέλ. -σω, βάζω προς τα πίσω, σε Ευρ.
ἐπι-νώτιος, -ον (νῶτον), αυτός που βρίσκεται προς τα πίσω, σε Βατραχομ.
ἐπί-ξανθος, -ον, αυτός που κλίνει προς το ξανθό χρώμα, κιτρινωπός,
λέγεται για λαγούς, σε Ξεν.
ἐπι-ξενόομαι, παρακ. ἐπεξένωμαι· I. Παθ., έχω σχέσεις φιλοξενίας με,
είμαι στενός φίλος με κάποιον, σε Δημ. II. ως Μέσ., επικαλούμαι
φιλόξενες μαρτυρίες, σε Αισχύλ.
ἐπί-ξηνον, τό (ξηνός), μαγειρικός κορμός πάνω στον οποίο κόβονται
κρέατα· ξύλινος κορμός του εκτελεστή, δημίου, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
ἐπί-ξῡνος, -ον, ποιητ. αντί ἐπίκοινος, κοινός, συνήθης, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπι-οίνιος, -ον (οἶνος), αυτός που βρίσκεται πάνω από το κρασί, σε Θέογν.
ἐπι-οινοχοεύω, γεμίζω, σερβίρω, κερνώ κρασί, σε Ομηρ. Ύμν.
ἐπι-ορκέω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ -ώρκησα, παρακ. -ώρκηκα· (ἐπίορκος)·
ορκίζομαι ψευδώς, γίνομαι επίορκος, πρὸς δαίμονος, έναντι μιας θεότητας,
σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., τοὺςθεούς, σε Αριστοφ., Ξεν.
ἐπιορκία, ἡ, ψευδής όρκος, Λατ. perjuria, σε Ξεν., Πλάτ.
ἐπί-ορκος, -ον, I. αυτός που έχει ορκιστεί ψευδώς, λέγεται για όρκους, σε
Ομήρ. Ιλ.· ως ουσ., ἐπίορκον ὀμνύναι, το να παίρνει κάποιος ψευδή όρκο,
να ορκίζεται κάποιος ψευδώς, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· αλλά επίσης, ἐπ.
ἐπώμοσε, έδωσε ανωφελή όρκο, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για πρόσωπα,
επίορκος, ψευδομάρτυρας, σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.
312

ἐπιορκοσύνη, ἡ, = ἐπιορκία, σε Ανθ.


ἐπι-όσσομαι, αποθ., έχω μπροστά στα μάτια μου, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπί-ουρα, βλ. οὖρον.
ἐπί-ουρος, ὁ, επιστάτης, φύλακας, επιμελητής, φρουρός, με γεν., ὑῶν
ἐπίουρος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με δοτ., Κρήτῃ ἐπ., φύλακας της Κρήτης,
λέγεται για τον Μίνωα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπιούσιος, -ον, λέγεται για την ημέρα που έρχεται, επαρκής για την ημέρα,
σε Κ.Δ. [Από το ἡ ἐπιοῦσα (ἡμέρα), η επόμενη ημέρα].
ἐπι-όψομαι, ποιητ. αντί ἐπ-όψομαι, μέλ. του ἐφοράω.
ἐπί-παγχῠ, επίρρ., καθ' ολοκληρίαν, εντελώς, ολοσχερώς, ολότελα, σε
Θεόκρ.
ἐπι-παιᾱνίζω, μέλ. -σω, άδω, ψάλλω παιάνα, σε Πλούτ.
ἐπι-πάλλω, κραδαίνω, επισείω προς ή εναντίον, σε Αισχύλ.
ἐπίπαν ή ἐπίπᾶν, επίρρ.: 1. συνολικά, εν γένει, γενικά, κατά μέσο όρο, σε
Ηρόδ., Θουκ.· ὡς ἐπίπαν, επίσης, τὸ ἐπ. και ὡς τὸ ἐπ., σε Ηρόδ. 2. εξ
ολοκλήρου, σε Αισχύλ.
ἐπι-παρανέω, επισωρεύω ακόμη περισσότερο, επισυσσωρεύω, σε Θουκ.
ἐπι-παρασκευάζομαι, Μέσ., παρασκευάζω, προμηθεύω για τον εαυτό
μου, προετοιμάζομαι, σε Ξεν.
ἐπι-πάρειμι (εἰμί sum), είμαι παρών, παρίσταμαι κι εγώ, παρευρίσκομαι,
σε Θουκ.
ἐπι-πάρειμι (εἶμι ibo),· 1. οδεύω, πορεύομαι παράλληλα με κάποιον, σε
Ξεν. κ.λπ.· προσβάλλω κάποιον από τα πλάγια, με δοτ., σε Θουκ. 2.
έρχομαι προς βοήθεια, σε συνδρομή, επικουρία κάποιου, στον ίδ., Ξεν.· 3.
παρουσιάζομαι ενώπιον του στρατεύματος, για να του μιλήσω, σε Θουκ.
ἐπι-πάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -πάσω [ᾰ], πασπαλίζω σε ή πάνω από, σε
Ηρόδ.
ἐπίπαστος, -ον, πασπαλισμένος από πάνω· ως ουσ., ἐπίπαστον, τό, 1. είδος
πίτας, σε Αριστοφ. 2. έμπλαστρο, σε Θεόκρ.
ἐπίπεδος, -ον (πέδον), αυτός που βρίσκεται πάνω στο έδαφος, επίπεδος,
ισόγειος, σε Ξεν. κ.λπ.· ανώμ. συγκρ. -πεδέστερος, στον ίδ.
ἐπι-πείθομαι, μέλ. -σω, 1. Παθ., Μέσ. μέλ. -πείσομαι, πείθομαι, συναινώ,
συγκατανεύω, σε Όμηρ. 2. εμπιστεύομαι σε, έχω την πεποίθηση, έχω την
πίστη, με δοτ., σε Αισχύλ. 3. συγκατατίθεμαι, υπακούω, σε Ησίοδ., Σοφ.
ἐπι-πελάζω, μέλ. -σω, φέρνω κοντά σε, σε Ευρ.
ἐπι-πέλομαι, αποθ. (πέλω), επέρχομαι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.· Επικ.
συγκοπτ. μτχ. αορ. βʹ ἐπιπλόμενος, ο επερχόμενος, αυτός που πλησιάζει·
ἐπιπλόμενον ἔτος, ο επόμενος χρόνος, στο ίδ.· λέγεται για καταιγίδα,
θύελλα, κακοκαιρία, όπως το Λατ. ingruens, σε Σοφ.
ἐπιπέμπω, μέλ. -ψω, 1. στέλνω, αποστέλλω κατόπιν ή ξανά, λέγεται για
αγγελίες, μηνύματα, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για τους θεούς, στέλνω σε ή προς,
στον ίδ.· ιδίως ως τρόπος, μέθοδος τιμωρίας, ποινής, στέλνω κατά πάνω ή
εναντίον, εξαπολύω εναντίον, σε Ευρ., Πλάτ.
313

ἐπίπεμψις, -εως, ἡ, αποστολή σε κάποιο τόπο, σε Θουκ.


ἐπιπέπτωκα, παρακ. του ἐπιπίπτω.
ἐπιπέπωκα, παρακ. του ἐπιπίνω.
ἐπι-περκάζω, γίνομαι μαύρος, αρχίζω να μαυρίζω, λέγεται για σταφύλια
που ωριμάζουν, ἐπιπερκάζειν τριχί, έχω ξεκινήσει μόλις να βγάζω
σκουρόχρωμο γένι, σε Ανθ.
ἐπί-περκνος, -ον, αυτός που είναι κάπως σκούρος, λέγεται για το χρώμα
συγκεκριμένων λαγών, σε Ξεν.
ἐπιπεσοῦμαι, μέλ. του ἐπιπίπτω· ἐπιπεσῶν, μτχ. αορ. βʹ.
ἐπι-πετάννῡμι, μέλ. -πετάσω [ᾰ], απλώνω, εκτείνω, ανοίγω, σε Ξεν.
ἐπι-πέτομαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ ἐπεπτάμην ή -όμην, επίσης σε Ενεργ.
τύπο ἐπέπτην, μτχ. ἐπιπτάς, αποθ.: 1. πετώ σε ή προς, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. με
αιτ., πετώ πάνω από, πεδία, σε Ευρ., Αριστοφ.
ἐπι-πήγνῡμι, μέλ. —πήξω, παγώνω, πήζω στην επιφάνεια, σε Ξεν.
ἐπι-πηδάω, μέλ. -ήσομαι, πηδώ κατά πάνω, επιτίθεμαι, πλήττω,
προσβάλλω, σε Αριστοφ., Πλάτ.
ἐπι-πιέζω, πιέζω επάνω, πιέζω κάτω, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-πίλναμαι, αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., έρχομαι κοντά, εγγίζω,
πλησιάζω, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπιπίμπλημι, γεμίζω εντελώς, τί τινος, σε Αριστοφ.
ἐπι-πίνω[ῑ], μέλ. -πίομαι, αόρ. βʹ ἐπέπιον, παρακ. -πέπωκα· πίνω μετά από
ή επιπλέον, ιδίως πίνω μετά από το φαγητό, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
ἐπι-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, I. πέφτω επάνω ή ορμώ εναντίον κάποιου, με
δοτ., σε Θουκ. II. πέφτω επάνω, επιτίθεμαι, προσβάλλω, τινί, σε Ηρόδ.,
Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για θύελλες, σε Ηρόδ., Πλάτ.· λέγεται για ασθένειες
και δυστυχήματα, σε Θουκ., Ευρ.
ἔπιπλα, τά (από το ἐπί, όπως το δίπλα από το δίς), εργαλεία, σύνεργα,
μαγειρικά σκεύη, έπιπλα, κινητή περιουσία, σε Ηρόδ., Αττ.
ἐπι-πλάζομαι, μέλ. -πλάγξομαι, αόρ. αʹ ἐπεπλάγχθην — Παθ.,
περιπλανιέμαι, περιφέρομαι πάνω από, πόντον ἐπιπλαγχθείς, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-πλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -άσω [ᾰ], απλώνω, επιθέτω ως έμπλαστρο
επάνω, σε Ηρόδ.
ἐπίπλαστος, -ον, αυτός που έχει αλειφθεί από πάνω· μεταφ., πλαστός,
ψευδής, σε Λουκ.
ἐπι-πλᾰτᾰγέω, μέλ. -ήσω, επικροτώ, επιδοκιμάζω χτυπώντας τα χέρια,
τινί, σε Θεόκρ.
ἐπι-πλέκω, μέλ. -ξω, I. πλέκω στεφάνι από λουλούδια, σε Ανθ. II. Παθ.,
εμπλέκομαι, συμπλέκομαι, σε Λουκ.
ἐπί-πλεος, -εα, Ιων. -έη, -εον, εντελώς γεμάτος από κάτι, με γεν., σε Ηρόδ.
ἐπίπλευσις, -εως, ἡ, πλους εναντίον κάποιου, ἐπ. ἔχειν, διαθέτω τη
δυνατότητα της επίθεσης, σε Θουκ.
ἐπι-πλέω, Ιων. -πλώω, μέλ. -πλεύσομαι· Επικ. βʹ ενικ. αορ. βʹ ἐνέπλως,
μτχ. ἐπιπλώς· μτχ. αορ. αʹ ἐπιπλώσας· I. πλέω επάνω από, πόντον, σε
314

Όμηρ. II. πλέω εναντίον, προσβάλλω μέσω θαλάσσης, με δοτ., σε Ηρόδ.,


Θουκ. III. είμαι επιβάτης πλοίου, ταξιδεύω στη θάλασσα, στον ίδ. IV.
επιπλέω στην επιφάνεια, σε Ηρόδ.
ἐπίπλεως, -ων, Αττ. αντί ἐπίπλεος, σε Πλούτ.
ἐπιπλήκτειρα, ἡ (ἐπιπλήσσω), σε Ανθ.
ἐπίπληξις, -εως, ἡ (ἐπιπλήσσω), επίκριση, επιτίμηση, σε Αισχίν.
ἐπι-πληρόω, μέλ. -ώσω, γεμίζω εκ νέου, γεμίζω ξανά — Μέσ.,
ἐπιπληρωσόμεθα τὰς ναῦς, θα επανδρώσουμε τα πλοία μας από την αρχή,
σε Θουκ.
ἐπι-πλήσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. πλήττω, χτυπώ, χτυπώ δυνατά,
μαστίζω, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. τιμωρώ με τα λόγια, επικρίνω, επιτιμώ, ψέγω,
με αιτ., στο ίδ., Πλάτ.· επίσης, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ. 2. ἐπ. τί τινι, θυμίζω
σε κάποιον τα παλιά σφάλματά του, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· με αιτ. πράγμ.
μόνο, σε Σοφ.
ἐπίπλοα, τά, εκτεταμ. τύπος του ἔπιπλα, σε Ηρόδ.
ἐπιπλόμενος, Επικ. μτχ. συγκοπτ. αορ. βʹ του ἐπιπέλομαι.
ἔπιπλον, ἐπίπλοον, τό, βλ. ἔπιπλα, ἐπίπλοα.
ἐπίπλοος, ὁ (ἐπί), υμένας που καλύπτει τα εντόσθια, μπόλια, Λατ.
omentum, σε Ηρόδ.
ἐπίπλοος, συνηρ. ἐπίπλους, ὁ (ἐπιπλέω),· I. αυτός που πλέει εναντίον,
αυτός που συντρίβει, που νικά σε κάτι, σε Θουκ., Ξεν. II. λέγεται για
φίλους, πλεύση προς, πλησίασμα, προσέγγιση, σε Θουκ.
ἐπιπλώς, Επικ. μτχ. αορ. βʹ του ἐπιπλέω.
ἐπιπλώσας, Επικ. αντί -πλεύσας, μτχ. αορ. αʹ του ἐπιπλέω.
ἐπι-πλώω, Ιων. αντί ἐπιπλέω.
ἐπι-πνέω, Επικ. -πνείω, μέλ. -πνεύσομαι, αόρ. αʹ ἐπέπνευσα· I. 1. πνέω
επάνω, φυσώ δροσερά επάνω σε, σε Ομήρ. Ιλ.· τινί, πάνω σε κάποιον, σε
Αριστοφ.· φυσώ ευνοϊκά για κάποιον, τινί, σε Ομήρ. Οδ. 2. φυσώ με μανία,
πνέω με σφοδρότητα επάνω σε, τινί, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 3. με αιτ., φυσώ
από πάνω, σε Ησίοδ. II. μεταφ.: 1. εξάπτω, προκαλώ, παροξύνω, ερεθίζω,
διεγείρω, τινά τινι, κάποιον εναντίον κάποιου άλλου, σε Ευρ.· τινὰ αἵματι,
κάποιον σε σφαγή, στον ίδ. 2. εμπνέω σε, σε Ανθ.
ἐπίπνοια, ἡ, πνοή, φύσημα, έμπνευση, Λατ. afflatus, σε Αισχύλ., Πλάτ.
ἐπίπνοος, -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός στον οποίο έχει δοθεί πνοή,
εμπνευσμένος, σε Πλάτ.
ἐπι-πόδιος, -α, -ον (πούς), αυτός που βρίσκεται στα πόδια, σε Σοφ.
ἐπι-ποθέω, μέλ. -ήσω, λαχταρώ, επιθυμώ, ποθώ σφόδρα, σε Ηρόδ., Πλάτ.
ἐπιπόθησις, -εως, ἡ, σφοδρή επιθυμία, λαχτάρα, σε Κ.Δ.
ἐπιπόθητος, -ον, επιθυμητός, ποθητός, σε Κ.Δ.
ἐπιποθία, ἡ, = ἐπιπόθησις, σε Κ.Δ.
ἐπι-ποιμήν, -ένος, ὁ, ἡ, αρχιτσοπάνης, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπιπολάζω, μέλ. -σω (ἐπιπολή)· I. 1. μένω στην επιφάνεια, δεν ριζώνω, σε
Ξεν. 2. είμαι κορυφαίος, είμαι ανώτατος, υπερισχύω, επικρατώ, στον ίδ. 3.
315

βρίσκομαι μπροστά· με δοτ. προσ., συμπεριφέρομαι με αυθάδεια, σε


Λουκ. II. δεσμεύομαι με κάτι, απασχολούμαι, με δοτ., στον ίδ.
ἐπιπόλαιος, -ον, 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην επιφάνεια,
επιφανειακός, σε Λουκ.· μεταφ., επιφανειακός, συνήθης, κοινός, σε Δημ.
2. διαπρεπής, πασίγνωστος, σε Ξεν.
ἐπιπολή, ἡ (ἐπιπέλομαι)· I. 1. επιφάνεια, κυρίως σε γεν. ἐπιπολῆς, ως
επίρρ., στην επιφάνεια, στο επάνω μέρος, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. ἐπιπολῆς
επίσης ως πρόθ. με γεν., επάνω, στο επάνω μέρος, σε Ηρόδ., Αριστοφ. II.
Ἐπιπολαί, αἱ, ύψωμα κοντά στις Συρακούσες με επίπεδη επιφάνεια, σε
Θουκ.
ἐπίπολος, -ον (πολέω), = πρόσπολος, σύντροφος, σε Σοφ.
ἐπιπολύ, επίρρ. αντί ἐπὶ πολύ, σε μεγάλη έκταση, σε μεγάλο βαθμό, πάρα
πολύ, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἐπι-πομπεύω, μέλ. -σω, θριαμβεύω, τινί, σε Πλούτ.
ἐπι-πονέω, μέλ. -ήσω, κοπιάζω πάνω σε κάτι, επιμένω, σε Ξεν.
ἐπί-πονος, -ον, I. επίπονος, κοπιώδης, κουραστικός, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.·
σπανίως, με θετική σημασία, σε Ξεν.· ἐπίπονόν (ἐστι), είναι δύσκολο έργο,
σε Θουκ. 2. λέγεται για πρόσωπα, επιμελής, αυτός που υπομένει την
κόπωση, ανθεκτικός στην κούραση, σε Αριστοφ. 3. λέγεται για οιωνούς,
αυτός που προμηνεύει συμφορά, σε Ξεν. II. επίρρ. -νως, Λατ. aegre, σε
Θουκ., Ξεν.· υπερθ. -ώτατα, στον ίδ.
ἐπι-πορεύομαι, μέλ. -εύσομαι, αόρ. αʹ ἐπεπορεύθην· αποθ. (πορεύω)·
ταξιδεύω, οδεύω προς, επελαύνω, σε Πλούτ.
ἐπι-πόρπημα, Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό, κάθε ένδυμα που κουμπώνεται πάνω
απ' τους ώμους, μανδύας, κάπα, πανωφόρι, πέπλος, σε Πλούτ.
ἐπι-ποτάομαι, παρακ. -πεπότημαι, αποθ., επιτετ. αντί ἐπιπέτομαι, πετώ ή
ίπταμαι, αιωρούμαι πάνω από, σε Αισχύλ.
ἐπιπρεπής, -ές, ευπρεπής· τὸ ἐπιπρεπές, ευπρέπεια, κοσμιότητα, σε Λουκ.
ἐπι-πρέπω, I. εμφανίζομαι στην επιφάνεια, είμαι ορατός, προφανής,
εξέχω, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. II. ταιριάζω, αρμόζω, είμαι ανάλογος, τινί,
σε Ξεν.
ἐπι-πρεσβεύομαι, αποθ., στέλνω αντιπροσώπους, αποστέλλω πρέσβεις,
σε Πλούτ.
ἐπι-πρίω, τρίζω τα δόντια με οργή, είμαι εξοργισμένος με κάτι, σε Ανθ.
ἐπι-προβάλλω, ρίχνω προς τα εμπρός, παρά Πλούτ.
ἐπιπροέηκα, Επικ. αντί -προῆκα, αόρ. αʹ του ἐπιπροΐημι.
ἐπιπροέμεν, Επικ. αντί -προεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του ἐπιπροΐημι.
ἐπι-προϊάλλω, I. απλώνω, προβάλλω ή θέτω ενώπιον κάποιου, τί τινι, σε
Ομήρ. Ιλ. II. στέλνω τον ένα μετά τον άλλο, σε Ομηρ. Ύμν.
ἐπι-προΐημι, I. εξαπολύω, σε Ομήρ. Ιλ.· Μενελάῳ ἐπιπροέμεν ταχὺν ἰόν,
ρίχνω, πετώ, εξαπολύω βέλος εναντίον του Μενελάου, στο ίδ. II. νήσοισιν
ἐπιπροέηκε (ενν. τὴν ναῦν), κατευθύνθηκε κατ' ευθείαν προς αυτά, σε
Ομήρ. Οδ.
316

ἐπί-προσθεν, ποιητ. -προσθε, επίρρ.: I. λέγεται για τόπο, ενώπιον,


μπροστά, σε Ευρ., Ξεν.· γεωλόφους, ἐπ. ποιεῖσθαι, φροντίζοντας να έχει
λόφους μπροστά του, στον ίδ. II. λέγεται για σύγκριση, ἐπ. εἶναί τινος,
είμαι καλύτερος από κάποιον άλλο, σε Ευρ.
ἐπιπροσθέω, είμαι μπροστά, εμποδίζω, ἐπ. τοῖς πύργοις, έτσι ώστε να
καλύπτεται ο ένας από τον άλλο, σε Πολύβ.
ἐπι-προχέω, μέλ. -χεῶ, χύνω, σε Ομηρ. Ύμν.
ἐπι-πταίρω, αόρ. βʹ -έπτᾰρον, φταρνίζομαι πάνω σε, ἐπέπταρε ἔπεσσιν,
φταρνίστηκε καθώς μιλούσα, σημάδι καλού οιωνού, σε Ομήρ. Οδ.·
μεταφ., λέγεται για τους θεούς, είμαι ευμενής προς, τινί, σε Θεόκρ.
ἐπιπτέσθαι, απαρ. αορ. βʹ του ἐπιπέτομαι.
ἐπι-πτῠχή, ἡ, επικάλυμμα, καπάκι, σε Πλούτ., Λουκ.
ἐπι-πωλέομαι, αποθ., τριγυρίζω, πηγαινοέρχομαι, διέρχομαι,
περιεργάζομαι, επιθεωρώ Λατ. obire, με αιτ., ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν,
λέγεται για στρατηγό που επιθεωρεί τα στρατεύματά του, σε Ομήρ. Ιλ.·
αλλά επίσης, κάνω αναγνώριση εχθρού, στο ίδ.
ἐπιπώλησις, -εως, ἡ, περιφορά, τριγύρισμα, επιθεώρηση, όνομα που
δόθηκε στο δεύτερο μισό του Δ της Ομήρ. Ιλ.
ἐπι-πωτάομαι, επιτετ. τύπος του ἐπιποτάομαι, σε Ανθ.
ἐπιρ-ραβδοφορέω, μέλ. -ήσω, κάνω το άλογο να τρέχει με το μαστίγιο, σε
Ξεν.
ἐπιρ-ρᾳθῡμέω, μέλ. -ήσω, παραμελώ κάτι, σε Λουκ.
ἐπιρ-ραίνω, ραντίζω από πάνω, επιχέω, τί τινι, σε Θεόκρ.
ἐπιρ-ράπτω, μέλ. -ψω, ράβω ή συρράπτω πάνω σε, σε Κ.Δ.
ἐπιρ-ράσσω, μέλ. -ξω = ἐπιρρήσσω, I. κτυπώ με ορμή, κλείνω με κρότο,
πύλας, σε Σοφ. II. αμτβ., πέφτω, ξεσπώ με ορμή πάνω σε κάποιον, στον ίδ.
ἐπιρ-ραψῳδέω, μέλ. -ήσω, προσθέτω εν είδει ραψωδίας, σε Λουκ.
ἐπιρ-ρέζω, Επικ. παρατ. -ρέζεσκον· 1. προσφέρω θυσίες επάνω σε κάτι, σε
Ομήρ. Οδ. 2. θυσιάζω εκτός αυτού, σε Θεόκρ.
ἐπιρρεπής, -ές, αυτός που κλίνει, που ρέπει προς, Λατ. proclivis, σε Λουκ.
ἐπιρ-ρέπω, μέλ. -ψω, I. ρέπω, κλίνω προς, πέφτω στο μερίδιο κάποιου, σε
Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., ἐπιρρέπει τινὶποιεῖν τι, σε Αισχύλ. II. μτβ., ἐπ.
τάλαντον, σε Θέογν.· μεταφ., διανέμω, παρέχω σε κάποιον, κατανέμω, σε
Αισχύλ.
ἐπιρ-ρέω, μέλ. -ρεύσομαι και Παθ. -ρυήσομαι· Παθ. αορ. βʹ επίσης με
Ενεργ. σημασία ἐπερρύην· 1. ρέω στην επιφάνεια, επιπλέω στο πάνω
μέρος, όπως το λάδι πάνω στο νερό, σε Ομήρ. Ιλ. 2. εισρέω επιπλέον,
χύνομαι εντός, κυλώ, ξεχύνομαι, σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για μεγάλο
πλήθος ανθρώπων, ξεχύνομαι ασταμάτητα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης,
οὑπιρρέων χρόνος, ο χρόνος που τρέχει, κυλά προς τα εμπρός, δηλ. το
μέλλον, σε Αισχύλ.· ὄλβου ἐπιρρυέντος, εάν ο πλούτος εισρέει διαρκώς,
αυξάνει, πολλαπλασιάζεται συνεχόμενα, σε Ευρ.
ἐπιρ-ρήγνῡμι, μέλ. -ρήξω, αόρ. αʹ ἐπέρρηξα· αποσπώ, ξεσχίζω, σε Αισχύλ.
317

ἐπιρ-ρήσσω, μέλ. -ξω, Επικ. παρατ. -ρήσσεσκον, Ιων. αντί ἐπιρράσσω·


σπρώχνω με δύναμη, κλείνω βίαια, θύρην, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπιρ-ρητορεύω, μέλ. -σω, ρητορεύω πάνω σε ένα θέμα, τί τινι, σε Λουκ.
ἐπίρ-ρητος, -ον, επαίσχυντος, επονείδιστος, σε Ξεν.
ἐπίρ-ρικνος, -ον, ρυτιδιασμένος, σε Ξεν.
ἐπιρ-ριπτέω, 1. = το επόμ.· μόνο σε ενεστ. και παρατ., σε Ξεν. 2. αμτβ.,
ρίχνομαι επί τα ίχνη, στον ίδ.
ἐπιρ-ρίπτω, μέλ. -ψω, βάλλω εναντίον κάποιου, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.·
χεῖρα ἐπ., βάζω στο χέρι, σε Ανθ.· μεταφ., επιρρίπτω, εξαπολύω κάτι
εναντίον κάποιου, τί τινι, σε Αισχύλ.
ἐπιρροή, ἡ (ἐπιρρέω), συρροή, συγκέντρωση, εισροή, σε Αισχύλ.· μεταφ.,
ἐπ.κακῶν, σε Ευρ.
ἐπιρ-ροθέω, μέλ. -ήσω, 1. φωνάζω ως απάντηση ή ως επιδοκιμασία,
(πρβλ. ἐπευφημέω), σε Τραγ.· ἐπ. κτύπῳ, αποκρίνομαι, αντηχώ, σε
Αισχύλ. 2. με αιτ., λόγοις ἐπιρροθεῖν, επιτίθεμαι, βρίζω, σε Σοφ.
ἐπίρ-ροθος, -ον, I. αυτός που σπεύδει προς διάσωση, βοηθός, σε Ομήρ.
Ιλ., Ησίοδ.· με γεν., αυτός που παρέχει βοήθεια εναντίον κάποιου, σε
Αισχύλ. II. ἐπ. κακά, αυτός που κατηγορεί, μέμφεται αλλεπάλληλα,
κακολόγος, σε Σοφ., πρβλ. ἐπιτάρροθος.
ἐπιρ-ροίβδην (ῥοῖβδος), επίρρ., με μανιώδη ορμή, σε Ευρ.
ἐπιρ-ροιζέω, μέλ. -ήσω, φωνάζω, ουρλιάζω προς κάποιον, με σύστ. αντ.,
ἐπ. φυγάς τινι, σε Αισχύλ.
ἐπιρ-ροφέω, μέλ. -ήσω, ρουφώ επιπλέον, καταπίνω λαίμαργα, σε Πλούτ.
ἐπιρ-ρύζω, εξαπολύω σκύλο πάνω σε κάποιον, σε Αριστοφ.
ἐπιρρυείς, μτχ. Παθ. αορ. βʹ του ἐπιρρέω.
ἐπιρ-ρυθμίζω, μέλ. -σω, μορφοποιώ, σχηματοποιώ, τακτοποιώ, διευθετώ,
διασκευάζω, σε Λουκ.
ἐπιρ-ρύομαι, αποθ., σώζω, διαφυλάσσω, σε Αισχύλ.
ἐπίρρῠτος, -ον (ἐπιρρέω), I. αυτός που ρέει μέσα ή προς κάτι· μεταφ.,
άφθονος, σε Αισχύλ. II. Παθ., ξέχειλος, ποτιζόμενος, διαρρεόμενος, σε
Ξεν.
ἐπιρ-ρώννῡμι και -ύω, αόρ. αʹ ἐπέρρωσα· I. προσθέτω δύναμη σε,
δυναμώνω, ενισχύω ή ενθαρρύνω, λέγεται για τόλμημα, εγχείρημα, σε
Ηρόδ., Θουκ. II. Παθ., παρακ. ἐπέρρωμαι, υπερσ. ἐπερρώμην, χρησιμ. ως
ενεστ. και παρατ. αντίστοιχα· μέλ. ἐπιρρωσθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπερρώσθην·
ανακτώ τη δύναμή μου, λαμβάνω, αντλώ θάρρος, κουράγιο, σε Θουκ.,
Ξεν.· κείνοις ἐπερρώσθη λέγειν (απρόσ.), πήραν θάρρος να μιλήσουν, σε
Σοφ.
ἐπιρ-ρώομαι, αόρ. αʹ -ερρωσάμην· I. 1. Μέσ., χύνομαι ή ξεχύνομαι
επάνω, χαῖται ἐπερρώσαντο ἀπὸ κρατός, οι μπούκλες ξεχύθηκαν
κυματίζοντας επάνω στο κεφάλι του, σε Ομήρ. Ιλ. 2. κινούμαι ελαφρώς,
σε Ησίοδ.· με σύστ. αντ., ἐπίρρωσαι χορείην, κάνε τον χορό ζωηρότερο,
318

πιο γρήγορο, σε Ανθ. II. βάζω όλη μου τη δύναμη, τα δυνατά μου σε κάτι,
εργάζομαι με προθυμία για έναν σκοπό, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
ἐπίσαγμα, -ατος, τό, σαμάρι στην πλάτη ζώου· μεταφ., τοὐπίσαγμα τοῦ
νοσήματος, το φορτίο, το βάρος της ασθένειας, σε Σοφ.
ἔπῑσα, αόρ. αʹ του πιπίσκω.
ἐπι-σάττω, μέλ. -ξω, παρακ. Παθ. -σέσαγμαι· επισωρεύω φορτίο επάνω
στην πλάτη ζώου, φορτώνω, σε Ηρόδ.· ἵππον ἐπ., το σελώνω, το
σαμαρώνω, σε Ξεν.
ἐπίσειστος, -ον, αυτός που κυματίζει πάνω από το μέτωπο, σε Λουκ.
ἐπι-σείω, Επικ. ἐπισσ-, μέλ. -σω, 1. σείω προς ή εναντίον, με στόχο να
φοβίσω, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· Πέρσας ἐπ., επισείει αυτούς ως απειλή,
σε Πλούτ.· αλλά, ἐπ.τὴν χεῖρα, ως ένδειξη συναίνεσης, σε Λουκ. 2.
επιτίθεμαι σε κάποιον, προσβάλλω, με δοτ., σε Ευρ.
ἐπι-σεύω, Επικ. ἐπισσ-, I. θέτω σε κίνηση εναντίον, επιτίθεμαι σε
κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ. II. 1. Παθ., βιάζομαι ή σπεύδω προς, σε
Όμηρ.· με εχθρική σημασία, ορμώ σε ή εφορμώ εναντίον, με δοτ., σε
Ομήρ. Ιλ. 2. μτχ. Παθ. παρακ. ἐπεσσύμενος, με γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ.
ἐπέσσῠται, -το· κυρίως με εχθρική σημασία, ορμώ βιαίως, εφορμώ, στο ίδ.·
με δοτ., αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο, στο ίδ.· με αιτ., επιτίθεμαι, προσβάλλω, στο
ίδ.· με γεν., ἐπεσσύμενος πεδίοιο, αυτός που κινείται με ορμή πάνω στην
πεδιάδα, στο ίδ.· επίσης, χωρίς εχθρική σημασία, για να δηλώσει ταχεία
κίνηση, ἐπέσσυτο δέμνια, έπνεε πάνω από τα ρούχα, σε Ομήρ. Οδ.· με
απαρ., ἐπέσσυτο διώκειν, έσπευσε να ακολουθήσει κατόπιν, σε Ομήρ. Ιλ.·
μεταφ., συγκινούμαι, βρίσκομαι σε έξαρση, ενθέρμως ποθώ ή επιθυμώ
ζωηρά, θυμὸς ἐπέσσυται, στο ίδ.
ἐπί-σημα, -ατος, τό, = ἐπίσημον, σε Αισχύλ., Ευρ.
ἐπι-σημαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, I. αφήνω σημάδι πάνω σε κάποιον, λέγεται για
ασθένεια, νόσο, σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., σημαδεύομαι, σε Ευρ. II.
υποδεικνύω, δηλώνω, σε Πλούτ. III. 1. Μέσ., δηλώνω για τον εαυτό μου,
σημαίνω, δείχνω, μαρτυρώ, φανερώνω, σε Πλάτ. 2. βάζω, θέτω την
σφραγίδα μου σε κάτι, εγκρίνω, επικροτώ, επιδοκιμάζω, σε Δημ., Αισχίν.
ἐπίσημον, τό, = ἐπίσημα, οποιοδήποτε διακριτικό σημάδι, έμβλημα ή
οικόσημο, σχέδιο πάνω σε ασπίδα, σημαία, σήμα πλοίου, σε Ηρόδ.
ἐπί-σημος, -ον (σῆμα),· 1. αυτός που έχει επιγραφή, παράσταση, σχέδιο
πάνω του, λέγεται για νομίσματα, χαραγμένος, κομμένος, σε Ηρόδ., Θουκ.
κ.λπ.· ἀναθήματα οὐκ ἐπ., προσφορές, αφιερώματα χωρίς επιγραφή πάνω
τους, σε Ηρόδ. 2. αξιοσημείωτος, αξιόλογος, Λατ. insignis, στον ίδ., Αττ.·
με αρνητική σημασία, διαβόητος, γνωστός, σε Ευρ.
ἐπ-ίσης, αντί ἐπ' ἴσης (ενν. μοίρας), βλ. ἴσος.
ἐπι-σίζω, κάνω σκύλο να ορμήσει, σε Αριστοφ.
ἐπι-σῑμόω, μέλ. -ώσω, κάμπτω, λυγίζω προς τα μέσα· αμτβ., αλλάζω την
πορεία μου, λοξοδρομώ, σε Ξεν.
319

ἐπι-σῑτίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, Ιων. -ιεῦμαι· 1. Μέσ., εφοδιάζομαι με


τρόφιμα ή ζωοτροφές, ξηρά τροφή για τα ζώα (δηλ. με άχυρα), σε Ηρόδ.,
Θουκ. κ.λπ. 2. με αιτ. πράγμ., ἐπ. ἄριστον, προγευματίζω, στον ίδ.· ἐπισ.
ἀργύριον, σε Ξεν. 3. με αιτ. προσ., εφοδιάζω με προμήθειες, τροφοδοτώ,
στον ίδ.
ἐπισῑτισμός, ὁ, 1. εφοδιασμός με προμήθειες, προμήθεια ζωοτροφών, σε
Ξεν. 2. απόθεμα ή αποθήκη προμηθειών, στον ίδ.
ἐπι-σκάπτω, μέλ. -ψω, σκάβω επιφανειακά, σε Ανθ.
ἐπι-σκεδάννῡμι, μέλ. -σκεδάσω [ᾰ], διασκορπίζω ή ραντίζω από πάνω —
Παθ., ραντίζομαι από πάνω, τινι, σε Πλούτ.
ἐπι-σκέλῐσις, -εως, ἡ (σκέλος), η πρώτη δρασκελιά, λέγεται για τον
καλπασμό ενός αλόγου, σε Ξεν.
ἐπισκεπτέος, -α, -ον, I. ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να λαμβάνεται
υπόψιν ή να εξετάζεται προσεκτικά, σε Θουκ., Πλάτ. II. ουδ., ἐπισκεπτέον,
αυτό που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν, στον ίδ.
ἐπισκέπτομαι, ενεστ. που συμπληρώνει τους χρόνους του ἐπισκοπέω· βλ.
σκέπτομαι.
ἐπι-σκέπω, σκεπάζω, κλείνω, επικαλύπτω (πηγάδι, τάφρο, κ.λπ.), σε Ανθ.
ἐπι-σκευάζω, μέλ. -σω, I. 1. ετοιμάζω, εφοδιάζω, εξοπλίζω, σε Θουκ.,
Ξεν. — Μέσ., ἐπισκευάζεσθαι ναῦν, παρασκευή, προετοιμασία πλοίου για
απόπλου, σε Θουκ. 2. τὰ χρήματα ἐφ' ἁμαξῶν ἐπισκευάσαι, τοποθέτηση
αυτών σε άμαξες, σε Ξεν. II. διορθώνω, ανακαινίζω, επισκευάζω,
επιδιορθώνω, Λατ. reficere, σε Θουκ., Ξεν.
ἐπισκευαστής, -οῦ, ὁ, αυτός που εξοπλίζει, προετοιμάζει, ή επιδιορθώνει,
σε Δημ.
ἐπισκευαστός, -ή, -όν, διορθωμένος, ανακαινισμένος, σε Πλάτ.
ἐπισκευή, ἡ, I. διόρθωση, ανακαίνιση, σε Ηρόδ., Δημ. II. υλικά για
επιδιόρθωση ή προετοιμασία, κατάλληλα για εξοπλισμό, εφόδια,
πυρομαχικά, πολεμοφόδια, σε Ξεν.
ἐπίσκεψις, -εως, ἡ (ἐπισκέπτομαι),· 1. επιθεώρηση, επίσκεψη, εξέταση,
επίσκεψη ασθενούς, σε Ξεν., Πλούτ. 2. έρευνα, ανάκριση, αναζήτηση
πληροφοριών μέσω έρευνας, σε Ξεν.
ἐπί-σκηνος, -ον (σκηνή), αυτός που βρίσκεται μπροστά στη σκηνή, δηλ.
πρόδηλος, φανερός, δημόσιος, σε Σοφ.
ἐπι-σκηνόω, μέλ. -ώσω, καταλύω σε τόπο· μεταφ., μένω, διαμένω,
κατοικώ εντός, σε Κ.Δ.
ἐπι-σκήπτω, μέλ. -ψω, I. 1. κάνω κάτι να γείρει πάνω σε, κάνω κάτι να
πέσει πάνω σε, σε Αισχύλ.· αναθέτω, τί τινι, σε Σοφ. 2. αμτβ., πέφτω σαν
κεραυνός, σαν αστραπή· μεταφ., δεῦρ' ἐπέσκηψεν, κατάντησε σε αυτό το
σημείο, σε Αισχύλ. II. επιβάλλω σε κάποιον να κάνει κάτι, παραγγέλλω,
διατάσσω, προστάζω, δίνω αυστηρή εντολή σε, με δοτ. προσ. και απαρ.,
στον ίδ., σε Σοφ.· με αιτ. και απαρ., σε Ηρόδ., Ευρ. III. ως Αττ. δικανικός
όρος, γενικά στη Μέσ., καταγγέλλω κάποιον, έτσι ώστε να ασκηθεί
320

εναντίον του δίωξη για ψευδομαρτυρία, σε Πλούτ. κ.λπ. — Παθ.,


καταγγέλλομαι ως ένοχος εγκλήματος, με γεν., σε Σοφ.
ἐπίσκηψις, -εως, ἡ, I. προσταγή, διαταγή, παραγγελία, σε Πλούτ. II. ως
δικανικός όρος, καταγγελία, σε Δημ.
ἐπι-σκιάζω, μέλ. -άσω, ρίχνω σκιά πάνω σε, σκιάζω, επισκιάζω, καλύπτω
κάτι, σε Ηρόδ., Κ.Δ. — Παθ., λαθραῖον ὄμμ' ἐπεσκιασμένη, βλέποντας
κρυφά, σε Σοφ.
ἐπί-σκιος, -ον (σκιά), I. σκιερός, σκοτεινός, αυτός που βρίσκεται σε σκιά,
σκιασμένος, σε Πλάτ. II. Ενεργ., αυτός που επισκιάζει, με γεν.,
χεὶρὀμμάτων ἐπίσκιος, σε Σοφ.
ἐπι-σκοπέω, μέλ. -σκέψομαι, μεταγεν. -σκοπήσω, αόρ. αʹ -εσκεψάμην,
παρακ. ἐπέσκεμμαι· 1. κοιτάζω, παρατηρώ ή προσβλέπω, ατενίζω,
επιθεωρώ, παρατηρώ, εξετάζω, προσέχω, σε Ηρόδ., Ευρ.· αγρυπνώ,
προσέχω, λέγεται για πολιούχους θεούς, σε Σοφ., Ευρ. 2. επισκέπτομαι, σε
Σοφ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην, αυτή που
δεν την επισκέπτονται τα όνειρα, δηλ. άϋπνη, σε Αισχύλ. 3. λέγεται για
στρατηγό, επιθεωρώ, επιβλέπω, σε Ξεν. 4. σκέφτομαι, συλλογίζομαι,
μελετώ, σε Σοφ., Ξεν. — Μέσ., εξετάζω με τον εαυτό μου,
αυτοσυγκεντρώνομαι, διαλογίζομαι, μελετώ, σκέπτομαι, σε Πλάτ.
ἐπισκοπή, ἡ, I. επίσκεψη, σε Κ.Δ. II. αξίωμα του ἐπισκόπου, στο ίδ.·
γενικά, αξίωμα, στο ίδ.
ἐπισκοπία, ἡ (ἐπισκοπέω), πρόσβλεψη, ενατένιση, παρατήρηση, σε Ανθ.
ἐπί-σκοπος, ὁ, 1. επιτηρητής, αυτός που επιβλέπει, φρουρός, φύλακας,
προστάτης, κηδεμόνας, σε Όμηρ., Σοφ.· λέγεται για πολιούχους θεούς, σε
Σόλωνα κ.λπ. 2. με δοτ., ἐπ. Τρώεσσι, κάποιος που έχει τεθεί ως
κατάσκοπος αυτών, σε Ομήρ. Ιλ. 3. δημόσιος λειτουργός, αξιωματούχος,
επιστάτης, έφορος, επόπτης, απεσταλμένος σε υποτελείς πόλεις, σε
Αριστοφ. 4. επίσκοπος, σε Κ.Δ.
ἐπί-σκοπος, -ον, αυτός που βρίσκει τον στόχο, επιτυχής· μεταφ., αυτός
που φθάνει, που προσεγγίζει ένα σημείο, με γεν., σε Αισχύλ., Σοφ.· ουδ.
πληθ., ἐπίσκοπα, ως επίρρ., επιτυχώς, σε Ηρόδ.
ἐπι-σκοτέω, μέλ. -ήσω (σκότος), ρίχνω σκιά επάνω σε, επισκιάζω, με δοτ.,
σε Δημ.· ἐπ. τινὶ τῆς θέας, τον εμπόδιζε να βλέπει, σε Πλάτ.
ἐπισκότησις, -εως, ἡ, σκοτείνιασμα, μαύρισμα, σκοτάδι, σκότος, λέγεται
για τον ήλιο ή το φεγγάρι, όταν βρίσκονται σε έκλειψη, σε Πλούτ.
ἐπί-σκοτος, -ον, αυτός που βρίσκεται στο σκοτάδι, σκοτεινιασμένος,
μαυρισμένος, σκυθρωπός, σε Πλούτ.
ἐπι-σκύζομαι, αποθ., αγανακτώ, εξοργίζομαι για κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.·
ἐπισκύσσαιτο (Επικ. ευκτ. αορ. αʹ), σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-σκῠθίζω, μέλ. -ιῶ, πίνω κρασί σύμφωνα με τον Σκυθικό τρόπο, δηλ.
μη αναμεμειγμένο με νερό, σε Ηρόδ.
ἐπι-σκυθρωπάζω, μέλ. -σω, φαίνομαι σκυθρωπός, κατηφής, πένθιμος ή
απειλητικός, αγριωπός, σε Ξεν.
321

ἐπισκύνιον[ῠ], τό, 1. το ζαρωμένο δέρμα ανάμεσα στα φρύδια, όταν


κάποιος είναι σκυθρωπός ή έχει έκφραση συνοφρύωσης, σε Ομήρ. Ιλ.,
Αριστοφ. 2. υπεροψία, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
ἐπι-σκώπτω, μέλ. -ψω, περιγελώ, ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω, εμπαίζω,
περιπαίζω, τινά, σε Πλάτ., Ξεν.· απόλ., αστειεύομαι, «παίρνω στο ψιλό»,
κοροϊδεύω, σε Αριστοφ.· ἐπισκώπτων, αστειευόμενος, σε Ξεν.
ἐπίσκωψις, -εως, ἡ, εμπαιγμός, κοροϊδία, πείραγμα, σε Πλούτ.
ἐπι-σμῠγερός, -ά, -όν, σκυθρωπός, οικτρός, ελεεινός, σε Ησίοδ.· επίρρ.,
ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν, οδυνηρά το πλήρωσε, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπισμυγερῶς
ναυτίλλεται, ταξιδεύει ιδία δαπάνη, στο ίδ.
ἐπισπαστήρ, -ῆρος, ὁ (ἐπισπάω),· I. μάνταλο ή χερούλι, λαβή με την
οποία τραβιέται η πόρτα, σε Ηρόδ. II. καλάμι ψαρέματος ή πετονιά,
παλαμάρι ψαρά, σε Ανθ.
ἐπισπαστός, -ή, -όν, I. τραβηγμένος, συρμένος πάνω σε κάτι, σε Ομήρ.
Οδ. II. σφιχτά τραβηγμένος, σφιγμένος, λέγεται για θηλειά, σε Ευρ.
ἐπι-σπάω, μέλ. -σπάσω [ᾰ],· I. 1. έλκω ή σύρω κατόπιν μου, σε Ηρόδ.·
στη Μέσ., σε Ξεν.· ἐπισπάσας κόμης, απ' τα μαλλιά, τραβώντάς την από τα
μαλλιά, σε Ευρ.· μεταφ., επιφέρω, προξενώ, πλῆθος πημάτων, σε Αισχύλ.
2. σύρω, τραβώ, κλείνω, τὴν θύραν, σε Ξεν.· ἐπισπασθέντος τοῦ βρόχου,
βρόχος, θηλειά που τραβήχτηκε σφιχτά, σε Δημ. 3. έλκω, τραβώ,
προσελκύω, αποκτώ, κατακτώ, κερδίζω (την εύνοια κ.λπ.), σε Σοφ.·
ομοίως, στη Μέσ., ἐπισπᾶσθαι κέρδος, σε Ηρόδ. 4. στη Μέσ., παρασύρω
κάποιον να κάνει κάτι, θέλγω, γοητεύω, σαγηνεύω, πείθω, σε Θουκ.· με
απαρ., ἐπισπάσεσθαι (ἂν) αὐτοὺς ἡγεῖτο προθυμήσεσθαι, νόμισε ότι αυτό θα
τους παρότρυνε να αποτολμήσουν, στον ίδ. — Παθ., φοβοῦμαι μή πάντες
ἐπισπασθῶσιν πολεμῆσαι, σε Δημ. 5. Παθ., λέγεται για τη θάλασσα,
ἐπισπωμένη, αυτή που επιστρέφει, που επανέρχεται με ορμή, σε Θουκ. II.
στη Μέσ., γίνομαι απερίτμητος, σε Κ.Δ.
ἐπισπεῖν, ἐπισπών, απαρ. και μτχ. αορ. βʹ του ἐφέπω.
ἐπι-σπείρω, μέλ. -σπερῶ, σπέρνω με σπόρο, επισπέρνω, σε Ηρόδ.
ἐπίσπεισις, -εως, ἡ, σπονδή, επίχυση κρασιού πάνω σε θύμα θυσίας, σε
Ηρόδ.
ἐπισπένδω, μέλ. -σπείσω, I. χύνω επάνω από το κεφάλι του θύματος, σε
θυσία, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· απόλ., κάνω σπονδή, σε Ηρόδ.· μεταφ., ἐπ.
δάκρυ, σε Θεόκρ. II. στη Μέσ., συνομολογώ νέα συνθήκη, σε Θουκ.
ἐπισπερχής, -ές, ορμητικός, σφοδρός· επίρρ. -χῶς, σε Ξεν.
ἐπι-σπέρχω, I. σπιρουνίζω άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, επείγω, παρορμώ,
παροτρύνω, ωθώ, πιέζω προς τα μπρος, σε Αισχύλ., Θουκ. II. αμτβ.,
μαίνομαι, λέγεται για θύελλες, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπισπέσθαι, απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του ἐφέπω.
ἐπι-σπεύδω, μέλ. -σω, I. παροτρύνω, παρορμώ, προωθώ ή ενισχύω,
ενθαρρύνω προς κάτι, σε Ηρόδ., Σοφ.· λέγεται για ανθρώπους, επείγω,
322

παροτρύνω, παρωθώ, σε Ξεν. II. αμτβ., σπεύδω προς τα εμπρός, σε Ευρ.·


ἐπισπ. εἴς τι, αποβλέπω με ζήλο σε, σκοπεύω, αποσκοπώ σε κάτι, σε Ξεν.
ἐπισπόμενος, μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του ἐφέπω.
ἐπισπονδή, ἡ (ἐπισπένδω), ανανεωμένη ή ανανεώσιμη ανακωχή, που
μπορεί να ανανεωθεί, σε Θουκ.
ἐπισπορία, ἡ, = το προηγ., σε Ησίοδ.
ἐπίσπορος, -ον (ἐπισπείρω), αυτός που έχει σπαρεί κατόπιν, οἱ ἐπ., οι
απόγονοι, οι μεταγενέστεροι, σε Αισχύλ.
ἐπι-σπουδάζω, μέλ. -σω, αμτβ., σπεύδω, επείγομαι σε κάτι, σε Λουκ.
ἐπίσπω, -σποιμι, υποτ. και ευκτ. αορ. βʹ του ἐφέπω· ἐπισπών, μτχ.
ἐπισ-σείω, ἐπισ-σεύω, Επικ. αντί ἐπισείω, ἐπισεύω.
ἐπίσσῠτος, -ον (ἐπέσσυμαι, παρακ. του ἐπισεύω), ορμητικός, αυτός που
ξεσπά, που αναπηδά, που αναβλύζει με ορμή, λέγεται για δάκρυα, σε
Αισχύλ.· βίαιος, αιφνίδιος, λέγεται για συμφορές, στον ίδ.· με αιτ.,
ορμητικός, τὰς φρένας, σε Ευρ.
ἐπίσσωτρον, τό, Επικ. αντί ἐπίσωτρον.
ἐπίστᾳ, αντί ἐπίστασαι, βʹ ενικ. του ἐπίσταμαι.
ἐπιστᾰδόν, επίρρ. (ἐπιστῆναι), με σειρά, δηλ. το ένα μετά τον άλλο,
αλλεπάλληλα, συνεχόμενα, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-σταθμάομαι, αποθ., ζυγίζω καλά, εξετάζω, σταθμίζω προσεκτικά, σε
Αισχύλ.
ἐπι-σταθμεύω, μέλ. -σω (σταθμός)· I. στρατωνίζω, καταλύω, σε Πλούτ.
II. Παθ., καθορίζομαι, ορίζομαι, προσδιορίζομαι ως κατάλυμα, στον ίδ.
ἐπισταθμία, ἡ, υποχρέωση παροχής καταλύματος σε κάποιον, σε Πλούτ.
ἐπί-σταθμος, -ον, αυτός που βρίσκεται στην πόρτα, σε Ανθ.
ἐπι-στᾰλάζω, μέλ. -ξω, στάζω επάνω σε κάτι, τί τινι, σε Λουκ.
ἐπι-σταλάω, πέφτω σε σταγόνες επάνω σε, με αιτ., σε Ανθ.
ἐπίσταλμα, -ατος, τό (ἐπιστέλλω), εντολή, παραγγελία, σε Θεόφρ.
ἐπ-ίσταμαι, βʹ πρόσ. -ασαι, επίσης ἐπίστᾳ, ἐπίστῃ, Ιων. ἐπίστεαι· προστ.
ἐπίστασο, Ιων. ἐπίσταο, συνηρ. ἐπίστω· υποτ. ἐπίστωμαι, Ιων. -έωμαι·
παρατ. ἠπιστάμην, -ασο, -ατο, Ιων. ἐπίστατο, Ιων. γʹ πληθ. ἠπιστέατο ή
ἐπιστέατο· μέλ. ἐπιστήσομαι· αόρ. αʹ ἠπιστήθην (πιθ. ἐφ-ίσταμαι), αποθ.: I.
1. με απαρ., ξέρω πως να κάνω κάτι, μπορώ να κάνω, είμαι ικανός να
πράξω, σε Όμηρ., Αττ. 2. είμαι βέβαιος ή πιστεύω ότι κάτι είναι έτσι, σε
Ηρόδ. II. 1. με αιτ., καταλαβαίνω ένα ζήτημα, γνωρίζω, είμαι έμπειρος σε
κάτι ή το γνωρίζω καλά, σε Όμηρ. κ.λπ.· μετά τον Όμηρ., γνωρίζω κάτι ως
γεγονός, γνωρίζω με βεβαιότητα, γνωρίζω καλά, σε Ηρόδ., Αττ. 2. σπάνια,
γνωρίζω κάποιον, σε Ευρ. III. με μτχ., γνωρίζω ότι κάποιος είναι, έχει
κ.λπ., σε Ηρόδ., Αττ. IV.μτχ. ενεστ. ἐπιστάμενος, -η, -ον, χρησιμ. επίσης,
συχνά, ως επίθ., μορφωμένος, πληροφορημένος, ειδήμων, κατανοών,
ευφυής, ικανός, επιδέξιος, σε Όμηρ.· με γεν., έμπειρος ή πεπειραμένος σε
κάτι, στον ίδ.· επίρρ. ἐπιστᾰμένως, με επιδεξιότητα, με εμπειρία, συνετά,
φρόνιμα, στον ίδ., σε Ησίοδ.
323

ἐπι-στάς, Παθ. αόρ. βʹ του ἐφίστημι.


ἐπιστᾰσία, Ιων. -ίη, ἡ (ἐπιστῆναι), εξουσία, διοίκηση, κυριαρχία,
διακυβέρνηση, σε Πλούτ.
ἐπιστάσιοςΖεύς, ὁ, Ρωμ. Jupiter Stator, σε Πλούτ. (από το ἐφίστημι, αυτός
που κάνει κάποιον να σταθεί, να κρατηθεί, να μείνει ακίνητος).
ἐπίστᾰσις, -εως, ἡ (ἐπιστῆναι), 1. σταμάτημα, δισταγμός, κόμπιασμα,
επίσχεση, σε Ξεν.· φροντίδων ἐπιστάσεις, στασιμότητα συλλογισμών,
ανήσυχοι συλλογισμοί, σε Σοφ. 2. προσοχή, παρατήρηση, επίβλεψη,
φροντίδα, επιμέλεια, μέριμνα, ανησυχία, φόβος, αγωνία, σε Κ.Δ. 3.
εποπτεία, επιστασία, επιτήρηση, επίβλεψη, έλεγχος εργασιών, σε Ξεν.
ἐπιστᾰτέω, μέλ. -ήσω (ἐπιστάτης)· I. 1. είμαι επιστάτης, επόπτης, με δοτ.,
σε Σοφ., Πλάτ.· επίσης, παραμένω στο πλευρό, παίρνω το μέρος κάποιου,
συμπαραστέκομαι, στηρίζω, βοηθώ, υποβοηθώ, υποστηρίζω, ενισχύω, σε
Αισχύλ. 2. με γεν., έχω την εποπτεία, έχω την φροντίδα, σε Ηρόδ., Ξεν. II.
στην Αθήνα, είμαι Ἐπιστάτης ή πρόεδρος της βουλῆς και της ἐκκλησίας, σε
Θουκ. κ.λπ.
ἐπιστάτης, -ου, ὁ (ἐφίσταμαι),· I. 1. αυτός που στέκεται πλησίον, που
είναι δίπλα, επαίτης, ικέτης, σε Ομήρ. Οδ. 2. αυτός που βρίσκεται σε
παράταξη μάχης, πίσω από κάποιον ή στο τέλος της παράταξης ως
οπισθοφυλακή (όπως είναι ο παραστάτης, που στέκεται δεξιά ή αριστερά,
και απ' την άλλη ο προστάτης, αυτός που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή),
σε Ξεν. II. 1. αυτός που στέκεται επάνω σε, αναβάτης άρματος, με γεν., σε
Σοφ., Ευρ. 2. αυτός που έχει οριστεί να επιστατεί, αρχηγός, διοικητής, σε
Τραγ.· ἐπιστ. Κολωνοῦ, λέγεται για πολιούχο θεό, σε Σοφ.· ἐπ. ἄθλων,
πρόεδρος, επιμελητής αγώνων, εκπαιδευτής, παιδαγωγός, παιδονόμος, σε
Ξεν. III. 1. στην Αθήνα, ο πρόεδρος των πρυτάνεων της βουλῆς και της
ἐκκλησίας, σε Αισχίν., Δημ. 2. επόπτης, επιτηρητής, επιστάτης, ελεγκτής,
υπεύθυνος δημοσίων έργων, στον ίδ. IV. χάλκινος τρίποδας που στεκόταν
πάνω από τη φωτιά για το ζεστό λουτρό, σε Αριστοφ.
ἐπιστᾰτητέον, ρημ. επίθ. του ἐπιστατέω, αυτό που πρέπει να εποπτευθεί,
να ελεγχθεί, να επιτηρηθεί, με δοτ., σε Πλάτ.· με γεν., σε Ξεν.
ἐπιστέαται, Ιων. αντί ἐπίστανται, γʹ πληθ. του ἐπίσταμαι.
ἐπι-στείβω, μέλ. -ψω, πατώ επάνω, στέκομαι επάνω, με αιτ., σε Σοφ.
ἐπι-στείχω, μέλ. -ξω, πλησιάζω, με αιτ., σε Αισχύλ.
ἐπι-στέλλω, μέλ. -στελῶ, 1. στέλνω προς, στέλνω μήνυμα, διαβιβάζω ως
μήνυμα, παραγγελία, δίνω άγγελμα ή στέλνω παραγγελία με επιστολή, σε
Ηρόδ., Αττ.· απόλ., στέλνω αγγελία, γράφω, παραγγέλλω, σε Ευρ., Θουκ.
2. παραγγέλλω, διατάζω, τινί τι, στον ίδ.· τινά τι, σε Ξεν.· επίσης, ἐπ. τινὶ ή
τινὰ ποιεῖν τι, σε Σοφ., Ξεν.· ομοίως, στην Παθ., ἐπέσταλτό οἱ..., με απαρ.,
έλαβε διαταγές, διετάχθη να κάνει, σε Ηρόδ.· ἐπέσταλταί τί τινι, ένα ζήτημα
έχει ανατεθεί σε κάποιον, σε Αισχύλ.· τὰ ἐπεσταλμένα, οι διαταγές που
έχουν δοθεί, στον ίδ. 3. παραγγέλλω με διαθήκη, σε Ξεν.
ἐπι-στενάζω, μέλ. -άξω, στενάζω επάνω σε, τινί, σε Αισχύλ.
324

ἐπι-στενάχω, 1. = το προηγ., τινί, σε Αισχύλ.· απόλ., σε Σοφ. 2. Μέσ.,


αναστενάζω, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπι-στένω, 1. αναστενάζω, σε Ομήρ. Ιλ. 2. οδύρομαι, τινί, σε Ευρ. 3. με
αιτ., θρηνώ, κλαίω, σε Σοφ.
ἐπιστεφής, -ές, λέγεται για κούπες, ἐπιστεφέες οἴνοιο, γεμάτες μέχρι το
στόμιο με κρασί (δηλ. ξέχειλες), σε Όμηρ.
ἐπι-στέφω, μέλ. -ψω, I. περιβάλλω με στεφάνι ή όπως με στεφάνι· μεταφ.,
στη Μέσ., κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, τα γέμισαν μέχρι το χείλος, τα
ξεχείλισαν με κρασί, σε Όμηρ. II. χοὰς ἐπιστέφειν, επιχέω χοές προς τιμή
του νεκρού, σε Σοφ.
ἐπιστέωνται, Ιων. αντί ἐπίστωνται, γʹ πληθ. του ἐπίσταμαι.
ἐπίστῃ αντί ἐπίστασαι, βʹ ενικ. του ἐπίσταμαι.
ἐπι-στηλόομαι (στήλη), Παθ., τοποθετούμαι, στήνομαι, υψώνομαι,
εγείρομαι σαν στήλη πάνω σε, σε Ανθ.
ἐπιστήμη, ἡ (ἐπίσταμαι),· I. γνώση ενός ζητήματος, δεξιότητα, εμπειρία,
όπως στην τοξοβολία, σε Σοφ.· στον πόλεμο, σε Θουκ. κ.λπ. II. γενικά,
γνώση, σε Σοφ.· ιδίως, επιστημονική γνώση, επιστήμη, γνώση, σε Πλάτ.
κ.λπ.
ἐπιστήμων, -ον, γεν. -ονος (ἐπίσταμαι)· I. 1. γνώστης, σοφός, έμπειρος,
συνετός, σώφρων, φρόνιμος, γνωστικός, ἐπ. βουλῇ τε νόῳ τε, σε Ομήρ. Οδ.
2. γνώστης ενός πράγματος, επιδέξιος, ικανός ή έμπειρος, πεπειραμένος
σε, με γεν., σε Θουκ. κ.λπ. 3. με απαρ., αυτός που ξέρει πως να κάνει κάτι,
ειδικός, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. ἐπιστημόνως, με γνώση· συγκρ. -έστερον,
σε Ξεν., υπερθ. -έστατα, σε Πλάτ. II. κάτοχος τέλειας γνώσης, στον ίδ.
ἐπι-στηρίζω, μέλ. -ξω, στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο — Παθ.,
στηρίζομαι πάνω σε κάτι, τινι, σε Λουκ.
ἐπι-στίλβω, λάμπω, γυαλίζω την επιφάνεια, σε Πλούτ.
ἐπίστιον, τό, στην Ομήρ. Οδ., υπόστεγο μέσα στο οποίο τοποθετείται ένα
πλοίο, ναυπηγείο, καρνάγιο, (αμφίβ. προέλ.).
ἐπ-ίστιος, -ον, Ιων. αντί ἐφέστιος.
ἐπιστολάδην[ᾰ], επίρρ. (ἐπιστέλλω II), συνεσταλμένα, κόσμια, κομψά,
λέγεται για ένδυμα, σε Ησίοδ.
ἐπιστολεύς, -έως, ἡ, I. γραμματέας, επίσης, αγγελιαφόρος, ταχυδρόμος,
σε Ξεν. II. στους Σπαρτιάτες, αντιναύαρχος, στον ίδ.
ἐπιστολή, ἡ (ἐπιστέλλω), 1. μήνυμα, αγγελία, παραγγελία, διαταγή,
εντολή, είτε προφορική είτε γραπτή, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐξ ἐπιστολῆς, κατ'
εντολή, σε Ηρόδ. 2. επιστολή, γράμμα, Λατ. epistola, σε Θουκ. κ.λπ.
ἐπιστολιμαῖος, -ον, επιστολικός, προστεταγμένος, διατεταγμένος,
παρηγγελμένος· δυνάμεις ἐπ., ενισχύσεις που ψηφίστηκαν, αλλά ποτέ δεν
στάλθηκαν, δυνάμεις στα χαρτιά μόνο, σε Δημ.
ἐπιστόλιον, τό, υποκορ. του ἐπιστολή, σε Πλούτ.
ἐπι-στομίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ (στόμα)· I. χαλινώνω, δαμάζω άλογο· μεταφ.,
αποστομώνω, χαλιναγωγώ, συγκρατώ, τινά, σε Αριστοφ., Δημ. II. βάζω
325

στο στόμα μου το επιστόμιο του αυλού· λέγεται και για αυλό, εμποδίζω τη
φωνή, σε Πλούτ. III. ρίχνω κατά πρόσωπο, τινά, σε Λουκ.
ἐπιστονᾰχέω, = ἐπιστένω, λέγεται για κύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως,
ἐπιστονᾰχίζω, σε Ησίοδ.
ἐπι-στορέννῡμι, μέλ. -στρώσω, αόρ. αʹ -εστόρεσα ή -έστρωσα· 1. στρώνω
ή επιστρώνω, σε Ομήρ. Οδ. 2. σελώνω, σαμαρώνω, φορτώνω, σε Λουκ.
ἐπι-στρᾰτεία, Ιων. -ηΐη, ἡ, πορεία, προέλαση ή εκστρατεία εναντίον, σε
Ηρόδ.· με γεν., σε Θουκ.
ἐπιστράτευσις, -εως, ἡ, = το προηγ., σε Ηρόδ.
ἐπι-στρᾰτεύω, μέλ. -σω, εκστρατεύω εναντίον, διεξάγω πόλεμο, τινί, σε
Ευρ. κ.λπ.· πραγματοποιώ εκστρατεία, εἰςΘετταλίαν, σε Αισχύλ.· με αιτ.,
σε Σοφ.· απόλ., σε Αισχύλ.· ομοίως, στη Μέσ., με Παθ. παρακ.,
ἐπιστρατεύεσθαι ἐπ' Αἴγυπτον, σε Ηρόδ.· με δοτ., σε Ευρ. κ.λπ.
ἐπίστρεπτος, -ον (ἐπιστρέφω), αυτός στον οποίο στρέφεται κάποιος,
αυτός που βλέπει κάποιος και θαυμάζει, περίβλεπτος, αξοσημείωτος, σε
Αισχύλ.
ἐπιστρεφής, -ές, 1. αυτός που στρέφει τα μάτια του ή το μυαλό σε κάτι,
προσεκτικός, σε Ξεν. 2. ακριβής, αυστηρός· επίρρ. -φῶς, Ιων. -φέως,
ειλικρινά, ζωηρά, δραστήρια, σε Ηρόδ., Αισχίν.
ἐπι-στρέφω, μέλ. -ψω, I. 1. α) στρέφω, γυρίζω, κάνω μεταβολή, κάνω
στροφή, σε Ευρ.· ἐπ. τὰς ναῦς, κάνω απότομη πλεύση σε σχήμα «ζιγκ-
ζαγκ», σε Θουκ.· αλλά επίσης, τρέπω εχθρό σε φυγή, σε Ξεν. β) αμτβ.,
στρέφομαι προς, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· επιστρέφω, επανέρχομαι, σε
Κ.Δ. 2. α) στρέφω προς, τὸ νόημα, σε Θέογν.· πρός τι, εἴς τινα, σε Πλούτ.·
ἐπ. πίστιν, τρέπω, πιέζω, ωθώ σε δέσμευση κάποιον να υποσχεθεί, σε Σοφ.
β) αμβτ., στρέφομαι προς, σε Ξεν. 3. α) επαναφέρω κάποιον στην ευθεία
οδό, διορθώνω, επιδιορθώνω, κάνω κάπιον να μετανοήσει, σε Λουκ. β)
αμτβ., μετανοώ, σε Κ.Δ. 4. κάμπτω, λυγίζω, στρίβω, συστρέφω, τυραννώ,
βασανίζω, σε Αριστοφ. II. Μέσ. και Παθ., ιδίως σε Παθ. αόρ. βʹ
ἐπεστράφην [ᾰ]· 1. στρέφομαι, κάνω στροφή, γυρίζω πίσω και βλέπω,
κάνω μεταβολή, ἐπιστρεφόμενος, αυτός που συνεχώς γυρίζει πίσω για να
δει, σε Ηρόδ.· με αιτ., θάλαμον ἐπεστράφη, γύρισε πίσω για να του ρίξει
μία επίμονη ματιά, σε Ευρ.· δόξα ἐπεστράφη, άλλαξε, μεταβλήθηκε, σε
Σοφ. 2. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, τριγυρίζω, σε Ησίοδ.· με αιτ. τόπου,
έρχομαι σε έναν τόπο, σε Ευρ. 3. στρέφω τον νου μου προς, δίνω προσοχή
σε, με γεν., σε Θέογν., Σοφ.· απόλ., συνέρχομαι, προσέχω, σε Ηρόδ., Δημ.
4. με αιτ., επισκέπτομαι, σε Ευρ. 5. μτχ. Παθ. παρακ. ἐπεστραμμένος =
ἐπιστρεφής, ένθερμος, ζωηρός, φλογερός, σφοδρός, βιαίος, απότομος, σε
Ηρόδ.
ἐπιστροφάδην[ᾰ], επίρρ., στρεφόμενος πότε από εδώ πότε από εκεί, πότε
δεξιά και πότε αριστερά, σε Όμηρ.· επίσης, ἐπ. βαδίζειν, μπρος και πίσω,
σε Ομηρ. Ύμν.
326

ἐπιστροφή, ἡ (ἐπιστρέφω),· I. γύρισμα, στροφή, περιστροφή, σε Πλάτ.


II. 1. αμτβ., στροφή ή στριφογύρισμα, λέγεται για αλλαγή διεύθυνσης και
επιστροφή στο λιμάνι, σε Σοφ.· ἐπιστροφαὶ κακῶν, επανειλημμένες
προσβολές αναρίθμητων κακών, στον ίδ.· λέγεται για πλοία, αλλαγή
πλεύσης, διεύθυνσης, πλεύση σε διάταξη σχήματος «ζιγκ-ζαγκ», σε Θουκ.
2. μεταβολή των πραγμάτων, μετατροπή, στον ίδ. 3. αποδιδόμενη προσοχή
σε κάποιον ή κάτι, φροντίδα, προσοχή, σε Σοφ. κ.λπ. 4. μετακίνηση σε
έναν τόπο, δωμάτων ἐπιστροφαί, σε Αισχύλ.· ξενοτίμους ἐπ. δωμάτων,
λέγεται για τα καθήκοντα της φιλοξενίας, στον ίδ.
ἐπίστροφος, -ον (ἐπιστρέφω), αυτός που συναλλάσσεται με κάποιον,
οικείος, γνώριμος, γνωστός με, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
ἐπιστρώννυμι ή -ύω, βλ. ἐπιστορέννυμι.
ἐπι-στρωφάω, θαμιστικό του ἐπιστρέφω, επισκέπτομαι ή συχνάζω σε ένα
μέρος, με αιτ. τόπου, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., μπαίνω και βγαίνω, συχνάζω,
επισκέπτομαι, σε Αισχύλ., Ευρ.
ἐπιστύλιον, τό (στῦλος), πρέκι, οριζόντιο ξύλο ή δοκός στην κορυφή
στύλων, επιστύλιο, σε Πλούτ.
ἐπίστω, αντί ἐπίστασο, βʹ ενικ. προστ. του ἐπίσταμαι.
ἐπι-σῡκοφαντέω, μέλ. -ήσω, ενοχλώ ακόμη περισσότερο με ανόητες
κατηγορίες.
ἐπι-συνάγω, μέλ. -ξω, συγκεντρώνω και φέρνω σε ένα μέρος,
συγκεντρώνω, συναθροίζω μαζί, σε Κ.Δ.
ἐπισυνᾰγωγή, ἡ, συνάθροιση, συγκέντρωση, σε Κ.Δ.
ἐπι-συνάπτω, μέλ. -ψω, αναζωπυρώνω τον πόλεμο, σε Πλούτ.
ἐπι-συνδίδωμι, συνωθούμαι προς τα εμπρός, σε Πλούτ.
ἐπι-συντρέχω, τρέχω μαζί με κάποιον σε ένα μέρος, σε Κ.Δ.
ἐπίσυρμα, -ατος, τό, καθετί που σύρεται, ουρά, σε Ξεν.
ἐπι-σύρω[ῡ], I. σύρω ή σέρνω κάτι πίσω μου, στη Μέσ., σε Λουκ. — Παθ.,
έρπω, σέρνομαι κατά γης, σε Ξεν. II. κάνω οτιδήποτε με απροσεξία, με
αμελή τρόπο, αποφεύγω, σε Λυσ.· ἐπισύροντες, ταραγμένα, συγκεχυμένα,
σε Δημ.· συχνά, σε μτχ. Παθ. παρακ., αμελής, απερίσκεπτος, σε Λουκ.
ἐπι-σύστᾰσις, -εως, ἡ, συνάθροιση εναντίον κάποιου, θορυβώδης
συγκέντρωση, σε Κ.Δ.
ἐπι-σφάζω, μεταγεν. -σφάττω, μέλ. -ξω, I. σφάζω επάνω σε, λέγεται για
θυσίες που προσφέρονται πάνω σε τάφο, σε Ευρ., Ξεν. II. σκοτώνω έπειτα
ή επιπλέον, στον ίδ.
ἐπι-σφᾰλής, -ές (σφάλλω), αυτός που υπόκειται σε πτώση, ασταθής,
αβέβαιος, σε Πλάτ., Δημ.· επίρρ., ἐπισφαλῶς διακεῖσθαι, σε κατάσταση
κινδύνου, σε Πλούτ.
ἐπι-σφάττω, μεταγεν. τύπος του ἐπι-σφάζω.
ἐπι-σφίγγω, μέλ. -ξω, δένω, προσδένω, φασκιώνω, αγκαλιάζω, σφίγγω
σφιχτά, σε Ανθ.
327

ἐπι-σφρᾱγίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. βάζω σφραγίδα πάνω σε, επιβεβαιώνω,


εγκρίνω, επικυρώνω, σε Ανθ. II. ως αποθ., ἐπισφραγίζομαι, θέτω ως
σφραγίδα πάνω σε, εντυπώνω, αποτυπώνω, σε Πλάτ.· επίσης, ως Παθ.,
αποτυπώνομαι, σημειώνομαι, σε Ανθ.
ἐπισφρᾱγιστής, -οῦ, ὁ, αυτός που επισφραγίζει, σφραγίζει ή υπογράφει,
σε Λουκ.
ἐπισφύρια[ῠ], τά (σφυρόν)· I. πόρπες ή αγκράφες, με τις οποίες έδεναν
τις περικνημίδες (κνημῖδες) πάνω από τον αστράγαλο, σε Ομήρ. Ιλ. II.
αστράγαλος, σε Ανθ.
ἐπι-σφύριος και -σφῠρος, -ον, αυτός που βρίσκεται πάνω στον
αστράγαλο, σε Ανθ.
ἐπι-σχεδόν, επίρρ., πλησίον, κοντά, δίπλα, σε Ομηρ. Ύμν.
ἐπισχεθεῖν, ποιητ. αντί ἐπισχεῖν, αόρ. βʹ του ἐπέχω, συγκρατώ, ανακόπτω,
κρατώ πίσω, αναχαιτίζω, εμποδίζω, σε Αισχύλ.
ἐπι-σχερώ, επίρρ. (σχερός): I. σε μία σειρά, ο ένας μετά τον άλλο, σε
Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για χρόνο, βαθμηδόν, διαδοχικά, βαθμιαία, σε Θεόκρ.
ἐπισχεσία, Ιων. -ίη, ἡ (ἐπέχω), πρόσχημα, πρόφαση, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπίσχεσις, -εως, ἡ (ἐπέχω), αναχαίτιση, σταμάτημα, εμπόδιο, κώλυμα,
καθυστέρηση, απροθυμία, χρονοτριβή, αργοπορία, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.
ἐπ-ισχύω, μέλ. -ύσω [ῡ], I. κάνω κάτι ισχυρό, ενισχύω, σε Ξεν. II. αμτβ.,
υπερισχύω, επιμένω, σε Κ.Δ.
ἐπ-ίσχω, επιτετ. αντί ἐπ-έχω· I. κρατώ ή διευθύνω, κατευθύνω προς, σε
Ομήρ. Ιλ.· τινί, εναντίον κάποιου, σε Ησίοδ. II. 1. εμποδίζω, συγκρατώ,
αναχαιτίζω, σταματώ, στον ίδ., Αττ.· με γεν., εμποδίζω, σταματώ, σε
Ομήρ. Οδ. 2. αμτβ., διακόπτω, σταματώ, περιμένω, σε Θουκ.· προστ.
ἔπισχε, στάσου, σε Ευρ.
ἐπισχών, μτχ. αορ. βʹ του ἐπέχω.
ἐπί-σωτρον, Επικ. ἐπίσ-σωτρον, τό, μεταλλική στεφάνη γύρω από τον
τροχό (σῶτρον), εξωτερικό περίβλημα τροχού, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπίταγμα, -ατος, τό (ἐπιτάσσω),· I. πρόσταγμα, διαταγή, σε Πλάτ.,
Αισχίν. II. βοηθητικό στρατιωτικό σώμα, δύναμη, σε Πλούτ.
ἐπιτακτήρ, -ῆρος, ὁ (ἐπιτάσσω), διοικητής, σε Ξεν.
ἐπίτακτος, -ον (ἐπιτάσσω), αυτός που έχει τραβηχτεί, παραταχθεί πίσω,
όπισθεν, οἱ ἐπίτακτοι, εφεδρεία στρατού, σε Θουκ.
ἐπι-τᾰλαιπωρέω, μέλ. -ήσω, κοπιάζω ακόμη περισσότερο, σε Θουκ.
ἐπιτάμνω, Ιων. αντί ἐπιτέμνω.
ἐπι-τᾰνύω, = ἐπιτείνω, σπρώχνω τον σύρτη στη θέση του, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπίταξις, -εως, ἡ (ἐπιτάσσω), διαταγή, ἡ ἐπ. τοῦ φόρου, αναλογική
επιβολή φόρου, σε Ηρόδ.
ἐπιτάραξις, -εως, ἡ, ενόχληση, διατάραξη, σύγχυση, σε Πλάτ.
ἐπι-τᾰράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ταράζω, ενοχλώ ή διαταράσσω ακόμη
περισσότερο, σε Ηρόδ., Λουκ.
328

ἐπιτάρροθος, ὁ, ἡ, Επικ. αντί ἐπίρροθος· 1. αρωγός, βοηθός,


υπερασπιστής, σύμμαχος, σε Όμηρ.· μάχης ἐπ., στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ. 2.
κυρίαρχος, κύριος, Χρησμ. παρ' Ηρόδ.
ἐπίτᾰσις, -εως, ἡ (ἐπιτείνω), τέντωμα χορδών, σε Πλάτ.
ἐπι-τάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. αναθέτω σε κάποιον ως καθήκον,
διατάζω, προστάζω, τί τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με δοτ. προσ. και απαρ.,
διατάζω κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ., Αττ.· απόλ., επιβάλλω διαταγές,
σε Θουκ.· τινί, σε κάποιον, σε Σοφ. — Παθ. με Μέσ. μέλ. -τάξομαι, αόρ.
αʹ -ετάχθην, παρακ. -τέταγμαι· δέχομαι εντολές, υποτάσσομαι σε διαταγές,
σε Ευρ., Αριστοφ.· με αιτ. πράγμ., σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα,
διατάζομαι, προστάζομαι, ὁ στρατὸς ὁ ἐπιταχθεὶς ἑκάστοισι, σε Ηρόδ.· τὰ
ἐπιτασσόμενα, οι εντολές που έχουν δοθεί, στον ίδ. II. 1. τοποθετώ δίπλα
ή κοντά, στον ίδ., Ξεν. — Μέσ., τοὺς ἱππέας ἐπετάξαντο, παρέταξαν δίπλα
το ιππικό, σε Θουκ. 2. τοποθετώ πίσω, με γεν., σε Ηρόδ.· απόλ., τοποθετώ
ως εφεδρεία, σε Πλούτ. — Μέσ., σε Ξεν. 3. διορίζω κάποιον ως αρχηγό,
οἱ ἐπιτεταγμένοι, αυτοί που έχουν διορισθεί ως φρουροί ή φύλακες των
αμαξών, σε Θουκ.
ἐπι-τάφιος[ᾰ], -ον (τάφος), αυτός που βρίσκεται πάνω από έναν τάφο,
λόγος ἐπ., επικήδειος, επιτάφιος λόγος, που εκφωνούνταν για πολίτες οι
οποίοι είχαν πέσει στο πεδίο της μάχης, όπως εκείνος του Περικλή, σε
Θουκ.
ἐπι-τᾰχύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, επισπεύδω, επείγω, ωθώ προς τα εμπρός, σε
Θουκ.
ἐπιτεῖλαι, απαρ. αορ. αʹ του ἐπιτέλλω.
ἐπι-τείνω, μέλ. -τενῶ, Ιων. παρατ. ἐπιτείνεσκον· I. 1. εκτείνω πάνω σε ή
πάνω από ένα μέρος, σε Ηρόδ. — Παθ. σε τμήση, ἐπὶ νὺξ τέταται βροτοῖσι,
σε Ομήρ. Οδ. 2. τεντώνω, χορδίζω, λέγεται για χορδές μουσικών οργάνων,
σε Πλάτ.· μεταφ., αυξάνω με ένταση, επαυξάνω, επιτείνω,
πολλαπλασιάζω, αυξάνω, μεγεθύνω, στον ίδ. 3. παροτρύνω, παρακινώ,
προτρέπω, τινὰ ποιεῖν τι, σε Ξεν.· ἐπ. ἑαυτόν, τον υπέβαλλε, σε Πλούτ. II.
1. Παθ., τεντώνομαι όπως στο βασανιστήριο της μέγγενης, σε Πλάτ. 2.
τιμώμαι, υψώνομαι, στον ίδ.· ἐπ. βιβλίοις, αφοσιώνομαι στα βιβλία, σε
Λουκ. 3. αντέχω, υπομένω, βαστώ, σε Ξεν.
ἐπι-τειχίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, οικοδομώ φρούριο στα σύνορα ως ορμητήριο
για επιχειρήσεις εναντίον του εχθρού, σε Θουκ., Ξεν.· μεταφ., ἐπ.
τυράννους, εγκαθίστανται, τοποθετούνται τύραννοι στη χώρα, σε Δημ.
ἐπιτείχῐσις, -εως, ἡ, οικοδόμηση φρουρίου στα εχθρικά σύνορα, κατοχή
συνόρων, σε Θουκ.
ἐπιτείχισμα, -ατος, τό, 1. φρούριο, οχυρό στα σύνορα του εχθρού, σε
Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· με γεν., ἐπιτειχίσματα τῆς αὐτοῦ χώρας, τόσα φρούρια,
τόσα στρατόπεδα που απειλούν την χώρα του, σε Δημ. 2. μεταφ., ἐπ. πρός
τι, φραγμός ή κώλυμα, εμπόδιο σε κάτι, στον ίδ.
ἐπιτειχισμός, ὁ, = ἐπιτείχισις, σε Θουκ., Ξεν.
329

ἐπι-τελειόω, μέλ. -ώσω, ολοκληρώνω θυσία, σε Πλούτ.


ἐπιτελείωσις, -εως, ἡ, εκτέλεση, αποπεράτωση, σε Πλούτ.
ἐπι-τελέω, μέλ. -έσω, I. εκτελώ, αποπερατώνω, εκ πληρώνω, πληρώνω,
σε Ηρόδ., Θουκ.· ιδίως, λέγεται για την εκπλήρωση χρησμών, οραμάτων,
ευχών, όρκων ή υποσχέσεων, στον ίδ. II. εκτελώ θρησκευτικό καθήκον,
σε Ηρόδ. III. απο πληρώνω, καταβάλλω, στον ίδ.· μεταφ., στη Μέσ.,
ἐπιτελεῖσθαι τὰ τοῦ γήρως, να πληρώνω, να υφίσταμαι τα βάρη των
γηρατειών, σε Ξεν.· ἐπ. θάνατον, είμαι υποχρεωμένος να πληρώσω το
χρέος του θανάτου, στον ίδ.
ἐπι-τελής, -ές (τέλος), αυτός που έχει οδηγηθεί σε ένα τέλος, πλήρης,
τέλειος, ολοκληρωμένος, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἐπι-τέλλω: αόρ. αʹ ἐπ-έτειλα, παρακ. -τέταλκα, Παθ. -τέταλμαι· I. αναθέτω,
διατάζω, παραγγέλλω, ορίζω, κελεύω, δίνω εντολές, τι ή τί τινι, σε Όμηρ.·
με δοτ. προσ. μόνο, δίνω εντολές σε, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. προσ. και απαρ.,
δίνω διαταγές σε κάποιον, στο ίδ.· επίσης, στη Μέσ., ακριβώς όπως το
Ενεργ., στο ίδ. II. Παθ., ανατέλλω, λέγεται για αστέρια, σε Ησίοδ.· μεταφ.,
λέγεται για έρωτα, σε Θέογν.
ἐπι-τέμνω, Ιων. -τάμνω, μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ ἐπέτᾰμον· I. χαράζω την
επιφάνεια, κάνω εντομή, σχίζω, τέμνω, κόβω, τραυματίζω, μαχαιρώνω,
Λατ. incidere, σε Ηρόδ., Αισχίν. — Μέσ., ἐπιτάμνεσθαι τοὺς βραχίονας, να
χαράξουν τα χέρια τους, σε Ηρόδ. II. περικόπτω, διακόπτω, συντομεύω,
συντέμνω, σε Πλούτ.
ἐπί-τεξ, -εκος, ἡ (τίκτω), επίτοκος, αυτή που πρόκειται να γεννήσει, σε
Ηρόδ., Λουκ.
ἐπι-τερπής, -ές (τέρπω), I. ευχάριστος, γοητευτικός, θελκτικός, σε Ομηρ.
Ύμν., Πλούτ.· επίρρ. -πῶς, στον ίδ. II. αφοσιωμένος στις ηδονές,
παραδομένος στις απολαύσεις, στον ίδ.
ἐπι-τέρπομαι, Παθ., χαίρομαι ή αγαλλιάζω, ευχαριστιέμαι, με δοτ., σε
Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
ἐπιτέτᾰμαι, Παθ. παρακ. του ἐπιτέρπω.
ἐπιτέτραμμαι, Παθ. παρακ. του ἐπιτρέπω· ἐπιτετράφᾰται, Ιων. γʹ πληθ.
ἐπι-τεχνάομαι, μέλ. -ήσομαι, 1. αποθ., επινοώ κάτι για κάποιον σκοπό ή
αντιμετωπίζω κάποιο έκτακτο γεγονός, εφευρίσκω, πλάθω, σε Ηρόδ. 2.
μηχανεύομαι κάτι εναντίον, τίτινι, σε Λουκ.
ἐπιτέχνησις, -εως, ἡ, επινόηση για κάποιον σκοπό, εύρεση, εξεύρεση, σε
Θουκ.
επιτεχνητός, -όν, τεχνητά κατασκευασμένος, τεχνητός, σε Λουκ.
ἐπιτήδειος, -α, -ον, Ιων. -έος, -έη, -έον· ομαλ. συγκρ. και υπερθ. -ειότερος,
Ιων. -εώτερος, -εώτατος (ἐπιτηδές)· I. κατασκευασμένος για ένα τέλος ή
για ένα σκοπό, ταιριαστός, κατάλληλος, πρόσφορος, ἔς τι, πρός τι, σε
Ηρόδ., Πλάτ.· με απαρ., χωρίον ἐπ. ἐννιπεῦσαι, κατάλληλο για ιππασία, σε
Ηρόδ.· ἐπ. ὑπεξαιρεθῆναι, συμφέρον να βγουν απ' τη μέση, σε Θουκ.·
ἐπ.ξυνεῖναι, ευχάριστος σύντροφος για να ζεις μαζί του, σε Ευρ.· ἐπ.
330

παθεῖν, άξιος να υποφέρει, σε Δημ., επίσης, ἐπιτήδεόν (ἐστί) μοι, με απαρ.,


σε Ηρόδ. II. χρήσιμος, ωφέλιμος, αναγκαίος· 1. λέγεται για πράγματα,
κατάλληλος, αρμόζων, με δοτ., σε Θουκ.· ἐς τὸ ἐπ., προς όφελός τους, στον
ίδ.· λέγεται για συνθήκες, οιωνούς, ευνοϊκός, ευμενής, σε Ηρόδ.· ιδίως, ως
ουσ., τὰ ἐπιτήδεια, τα αναγκαία, οι προμήθειες, τα αποθέματα, Λατ.
commeatus, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ. 2. λέγεται για πρόσωπα, χρήσιμος,
φιλικός, σε Ηρόδ., Θουκ.· τῷ πατρί, σύμφωνος, υπάκουος, πειθήνιος στο
θέλημά του, σε Ηρόδ.· ως ουσ. με γεν., στενός φίλος, Λατ. necessarius, σε
Θουκ. III. 1. επίρρ. -είως, Ιων. -έως, επιμελώς, προσεκτικά, με σπουδή και
μελέτη, σε Ηρόδ. 2. καταλλήλως, δεόντως, όπως πρέπει, κατάλληλα, στον
ίδ.· συγκρ. -ειότερον, στον ίδ.
ἐπιτηδειότης, -ητος, ἡ, αρμοδιότητα, καταλληλότητα, σε Πλάτ.
ἐπιτηδές, επίρρ., με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετείται ο σκοπός,
επαρκώς, αρκετά, ή με προκαθορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εκ προθέσεως,
εσκεμμένα, Λατ. consulto, de industria, σε Όμηρ.· σε Ηρόδ. και Αττ.
γράφεται προπαροξ., ἐπίτηδες, σε Ηρόδ.· Δωρ. ἐπίτᾱδες, σε Θεόκρ.·
επίσης, σκοπίμως, απατηλά, πονηρά, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
ἐπιτήδευμα, -ατος, τό, εργασία, ασχολία, επάγγελμα, ενέργεια, συνήθεια,
Λατ. studium, σε Θουκ., Πλάτ.
ἐπιτήδευσις, -εως, ἡ, αφοσίωση σε μία επιδίωξη ή προσοχή σε έναν
σκοπό, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· βιότου ἐπιτηδεύσεις, σε Ευρ.
ἐπιτηδεύω, παρατ. ἐπετήδευον, αόρ. αʹ ἐπ-ετήδευσα, παρακ. -τετήδευκα,
Παθ. -τετήδευμαι (όπως αν προερχόταν από τα ἐπί και τηδεύω, αλλά δεν
υπάρχει τέτοιο ρήμα· και το ἐπιτηδεύω μάλλον σχηματίζεται κατ' ευθείαν
από το ἐπιτηδές)· 1. καταπιάνομαι ή εξασκώ κάτι, επαγγέλομαι, Λατ.
studere rei, με αιτ., σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, ἐπ. τι πρός τι, επινοώ για έναν
σκοπό, σε Ηρόδ. — Παθ., γίνομαι τέτοιος με κόπους και άσκηση, γίνομαι
τέτοιου είδους μέσω της τέχνης, στον ίδ.· λέγεται για σκύλους,
εκπαιδεύομαι, σε Ξεν. 2. με απαρ., φροντίζω να κάνω, συνηθίζω να κάνω,
σε Ηρόδ., Πλάτ.
ἐπιτηδέως, επίρρ. του ἐπιτήδεος, Ιων. αντί ἐπιτήδειος.
ἐπίτηκτος, -ον, καλυμμένος, επιστρωμένος με χρυσό, επίχρυσος· μεταφ.,
πλαστός, κίβδηλος, σε Ανθ.
ἐπι-τήκω, μέλ. -ξω, λιώνω πάνω σε, χύνω κάτι που είναι λιωμένο πάνω σε
κάτι άλλο, σε Ηρόδ., Πλούτ.
ἐπι-τηρέω, μέλ. -ήσω, παραμονεύω, καιροφυλακτώ, σε Αριστοφ., Θουκ.
κ.λπ.
ἐπι-τίθημι, μέλ. -θήσω, παρακ. -τέθεικα· το Παθ. κυρίως συμπληρώνεται
από το ἐπίκειμαι·
Α. I. Ενεργ., θέτω, βάζω ή τοποθετώ πάνω σε, λέγεται για προσφορές που
τίθενται πάνω στον βωμό ή για φαγητά πάνω στο τραπέζι κ.λπ., με δοτ.,
σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· επίσης, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· με αιτ. μόνο, ἐπ.
φάρμακα, επιθέτω φάρμακα, βάζω γιατρικά, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπ. στήλην, την
331

τοποθετώ, την στήνω, την υψώνω, σε Ηρόδ. II. βάζω επάνω κάλυμμα ή
πώμα, σε Ομήρ. Οδ.· λίθον ἐπέθηκε θύρῃσιν, δηλ. τοποθέτησε έναν βράχο
ως πόρτα στην σπηλιά· κλείνω, φράζω, σε Ομήρ. Ιλ., Όμηρ. III. 1. παρέχω
ή δίνω επιπλέον, προσθέτω, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για χρόνο, επιφέρω,
σε Ομήρ. Οδ. IV.1. μύθῳ ή μύθοις τέλος ἐπιθεῖναι, βάζω, δίνω ένα τέλος
σε αυτά, σε Ομήρ. Ιλ. 2. βάζω, φορώ ως συμπλήρωμα, ἐπέθηκε κορώνην,
στο ίδ.· ἐπ. κεφαλαῖον (βλ. κεφαλαῖον), σε Δημ. V. επιβάλλω ποινή, θωήν
σοι ἐπιθήσομεν, σε Ομήρ. Οδ.· δίκην, ζημίαν ἐπ. τινι, σε Ηρόδ. VI. όπως το
ἐπιστέλλω, στέλνω, αποστέλλω γράμμα, στον ίδ., Δημ. VII. δίνω όνομα,
σε Ηρόδ., Πλάτ. Β. I. Μέσ., βάζω πάνω μου, φορώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. II.
1. επιδίδομαι, προσηλώνομαι, απασχολούμαι, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ.
κ.λπ. 2. επιχειρώ κάτι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, προσβάλλω, τῇ
Εὐβοίῃ, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 3. απόλ., δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε,
ασκούσε δικαιοσύνη με επιμονή και επιμέλεια, σε Ηρόδ. IV. επιφέρω,
προκαλώ στον εαυτό μου, ἀράς, σε Αισχύλ.· επίσης, προκαλώ, προξενώ
επιβολή ποινής, σε Θουκ. V. θέτω εντολές, διατάζω, παραγγέλλω, τί τινι,
σε Ηρόδ. VI. δίνω όνομα, ονομάζω, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-τῑμάω, μέλ. -ήσω, I. ορίζω την τιμή ενός πράγματος, Λατ. aestimare·
1. αποδίδω τιμή σε, εκτιμώ, τινά, σε Ηρόδ. 2. αυξάνω, υψώνω την τιμή —
Παθ., «σηκώνομαι» στην τιμή, σε Δημ. II. 1. λέγεται για δικαστές,
επιβάλλω ποινή σε κάποιον, σε Ηρόδ. 2. με αιτ., ψέγω, επικρίνω, κακίζω,
σε Δημ.· επίσης με δοτ., στον ίδ.· απόλ., σε Θουκ.
ἐπιτίμησις, -εως, ἡ, επίκριση, κατάκριση, επίπληξη, σε Θουκ.
ἐπιτῑμητής, -οῦ, ὁ, τιμωρός, επικριτής, σε Αισχύλ., Ευρ.
ἐπιτῑμήτωρ, -ορος, ὁ, εκδικητής, τιμωρός, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπιτῑμία, ἡ, κατάσταση, θέση στην οποία βρίσκεται ένας ἐπίτιμος,
απόλαυση πολιτικών δικαιωμάτων και προνομίων, αντίθ. προς το ἀτιμία,
σε Αισχίν., Δημ.
ἐπιτίμιον, τό, κυρίως στον πληθ., ἐπιτίμια, τά, αξία, τιμή ή εκτίμηση αξίας
πράγματος, δηλ.: 1. τιμές που αποδίδονται σε κάποιον, σε Σοφ. 2.
υπολογισμός, εκτίμηση ζημιών ή ποινών, σε Ηρόδ., Ευρ.· τῶνδε, για αυτά
τα πράγματα, σε Αισχύλ.· ἐπ. δυσσεβείας, οι μισθοί της ασέβειας προς τους
θεούς, σε Σοφ.· στον ενικ., τοὐπιτίμιον λαβεῖν, αποσπώ τιμωρία, λαμβάνω
ποινή, σε Αισχύλ.
ἐπί-τῑμος, -ον (τιμή), λέγεται για πολίτη, αυτός που κατέχει το σύνολο
των πολιτικών δικαιωμάτων και προνομίων (τιμαί), αντίθ. προς το ἄτιμος,
σε Αριστοφ., Θουκ.
ἐπι-τίτθιος, -ον, αυτός που βρίσκεται στον μαστό, πάνω στο στήθος,
βυζανιάρικο, μικρό που θηλάζει, σε Θεόκρ.
ἐπι-τιτρώσκω, μέλ. -τρώσω, τραυματίζω, πληγώνω επιφανειακά, σε Ανθ.
*ἐπι-τλάω, μόνο σε αόρ. βʹ ἐπ-έτλην, απαρ. -τλῆναι· φέρω με υπομονή,
υπομένω, σε Ομήρ. Ιλ.
332

ἐπιτολή, ἡ (ἐπιτέλλωII), έγερση, εμφάνιση, ανατολή άστρου, σε Ευρ.,


Θουκ.
ἐπι-τολμάω, μέλ. -ήσω, δέχομαι ή αντέχω να κάνω, με απαρ., σε Ομήρ.
Οδ.· απόλ., ἐπετόλμησε, υπέμεινε καρτερικά, στο ίδ.
ἐπιτομή, ἡ (ἐπιτέμνω),· I. τομή στην επιφάνεια, εντομή, σε Αισχίν. II.
επιτομή, περιληπτική έκθεση, σε Κικ.
ἐπίτονος, -ον (ἐπιτείνω),· 1. αυτός που βρίσκεται σε έκταση, τεντωμένος·
ἐπίτονος (ενν. ἱμάς), ὁ, σχοινί που τεντώνεται ή σφίγγεται, το πίσω
στήριγμα καταρτιού (αντίθ. προς το πρότονος), σε Ομήρ. Οδ. 2. ἐπίτονοι,
οἱ, τένοντες ώμου και βραχίονα, σε Πλάτ.
ἐπι-τοξάζομαι, αποθ., τοξεύω εναντίον, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Λουκ.
ἐπιτόσσαις, Δωρ. μτχ. του ἐπέτοσσε
ἐπι-τρᾰγῳδέω, μέλ. -ήσω, διηγούμαι με τρόπο τραγικό, υπερβάλλω,
μεγαλοποιώ, σε Λουκ.· προσθέτω καθ' υπερβολή, σε Πλούτ.
ἐπι-τρᾰπέζιος, -ον (τράπεζα), πάνω στο τραπέζι ή κοντά σε αυτό, σε
Λουκ.
ἐπιτρᾰπέουσι, Επικ. αντί ἐπιτρέπουσι.
ἐπιτρεπτέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να επιτρέψει κάποιος, σε Ξεν.·
ομοίως, στον πληθ. ἐπιτρεπτέα, σε Ηρόδ.
ἐπι-τρέπω, Ιων. -τράπω, μέλ. -τρέψω, αόρ. αʹ -έτρεψα, Ιων. -έτραψα· αόρ.
βʹ -έτραπον — Παθ. και Μέσ., Ιων. αόρ. αʹ -ετράφθην· Παθ. αόρ. βʹ -
ετράπην, Μέσ. -ετρᾰπόμην· I. 1. κυρίως, στρέφω προς, σε Μέσ. αόρ. βʹ,
θυμὸς ἐπετράπετο εἴρεσθαι, η ίδια η καρδιά σου σε έσπρωχνε να ρωτήσεις,
σε Ομήρ. Οδ. 2. τρέπω κάτι, το στρέφω πάνω σε, εμπιστεύομαι ή αναθέτω
σε κάποιον ως θεματοφύλακα, φρουρό, διαχειριστή, μεταφέρω,
κληροδοτώ, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· με απαρ., σοὶ ἐπέτρεψεν πονέεσθαι,
εσένα μόνο άφησε να κοπιάζεις, σε Ομήρ. Ιλ. 3. με δοτ. μόνο, έχω
εμπιστοσύνη σε, έχω πίστη, στηρίζομαι, βασίζομαι σε, σε Όμηρ., Ηρόδ.·
αναφέρω, παραπέμπω το θέμα σε κάποιον, το αφήνω στην κρίση του, σε
Αριστοφ., Θουκ.· ομοίως, στη Μέσ., εμπιστεύομαι, αφήνω την υπόθεσή
μου σε κάποιον, τινι, σε Ηρόδ. 4. Παθ., δίνομαι, ανατίθεμαι, ᾧ λαοί τ'
ἐπιτετράφαται (γʹ πληθ. παρακ. αντί ἐπιτετραμμένοι εἰσί), σε Ομήρ. Ιλ.· τῇς
(ενν. Ὥραις) ἐπιτέτραπται οὐρανός, οι πύλες του ουρανού έχουν δοθεί σε
αυτές (ώστε να τις ανοίγουν και να τις κλείνουν), στο ίδ.· επίσης, με αιτ.
πράγμ., ἐπιτρέπομαί τι, επιφορτίζομαι με, μου έχει ανατεθεί κάτι, σε Ηρόδ.,
Θουκ. II. 1. παραδίδω, παραχωρώ, Ποσειδάωνι νίκην ἐπέτρεψας, σε Ομήρ.
Ιλ.· ἐπ. τινί, με απαρ., παραχωρώ, επιτρέπω, σε Ηρόδ., Αττ. 2. αμτβ.,
υποκύπτω, υποχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. III. διατάζω, παραγγέλλω, τινὶ
ποεῖν τι, σε Ξεν.
ἐπι-τρέφω, μέλ. -θρέψω, παρακ. -τέτροφα, αόρ. βʹ ἐπετράφην [ᾰ]· I.
τρέφω, ανατρέφω, μεγαλώνω· γενικά, υποστηρίζω, διατηρώ, συντηρώ, σε
Ηρόδ. II. Παθ., ανατρέφομαι, λέγεται για απογόνους, Λατ. succrescere,
στον ίδ.· ανατρέφομαι ως διάδοχος, στον ίδ.
333

ἐπι-τρέχω, μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον· σπανίως αόρ. αʹ -έθρεξα,


παρακ. -δεδράμηκα, σε Ξεν.· ποιητ. -δέδρομα· I. 1. ορμώ εναντίον ή τρέχω
με σκοπό επίθεσης, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για σκύλους, σε Ομήρ. Οδ.·
ομοίως, στην Αττ., πραγματοποιώ επίθεση εναντίον κάποιου, τινί, σε
Θουκ., Ξεν. 2. τρέχω πίσω από, κυνηγώ, ἐπιδραμών, με σπουδή, βιαστικά,
με λαχτάρα, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. 1. τρέχω κάποια απόσταση, σε Ομήρ. Ιλ.·
περνώ πάνω από ή περνώ ξυστά από την επιφάνεια, στο ίδ. 2.
εξαπλώνομαι, απλώνομαι, επεκτείνομαι, λέγεται για ομίχλη, σε Ομήρ.
Οδ.· με αιτ., οἶδμα ὅταν ἔρεβος ἐπιδράμῃ, όταν το κύμα ορμήσει πάνω από
το σκοτάδι της αβύσσου, σε Σοφ. 3. καταλαμβάνω, όπως ένα στράτευμα
μια περιοχή, σε Ηρόδ., Θουκ. 4. παίρνω κάτι αψήφιστα, το διέρχομαι με
ελαφρότητα, Λατ. percurrere, σε Ξεν. III. κυνηγώ στενά, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπι-τρίβω[ῑ], μέλ. -ψω, αόρ. βʹ Παθ. ἐπετρίβην [ῐ]· 1. τρίβω δυνατά πάνω
στην επιφάνεια, συντρίβω, θρυμματίζω, σε Αριστοφ. — Παθ., στον ίδ. 2.
μεταφ., ταλαιπωρώ, πλήττω, θλίβω, στενοχωρώ, καταστρέφω, ερειπώνω,
σε Ηρόδ., Αριστοφ.· λέγεται για υποκριτή θεάτρου, «δολοφονώ»,
«σκοτώνω» ήρωα που υποδύομαι, σε Δημ. — Παθ., είμαι ολοκληρωτικά
κατεστραμμένος ή αφανίζομαι, σε Σόλ., Αριστοφ.· ἐπιτριβείης, «να
χαθείς!», σε Αριστοφ.
ἐπι-τριηραρχέω, μέλ. -ήσω, βρίσκομαι στη θέση του τριηράρχου πέραν
του νομίμου χρόνου, σε Δημ.
ἐπιτριηράρχημα, -ατος, τό, η ευθύνη της τριηραρχίας, η οποία
συνεχίζεται πέραν της νομίμου χρονικής διάρκειας, σε Δημ.
ἐπίτριπτος, -ον (ἐπιτρίβω), φθαρμένος, λιωμένος, πολυφορεμένος,
πολυχρησιμοποιημένος· μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, επιτήδειος, δόλιος,
πανούργος, σε Σοφ.· οὐπίτριπτος, απατεώνας, αλήτης, σε Αριστοφ.
ἐπί-τρῐτος, -ον, I. αυτός που περιέχει ένα και ένα τρίτο, δηλ. 1 + 1/3 ή 4/3,
σε Πλάτ. II. ἐπίτριτον (ενν. δάνεισμα), τό, δάνειο, από το οποίο το 1/3
αποδίδεται ως τόκος, σε Ξεν.
ἐπιτροπαῖος, -α, -ον (ἐπιτροπή), εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, σε Ηρόδ.
ἐπιτροπεύω (ἐπίτροπος), είμαι θεματοφύλακας, είμαι διοικητής,
διαχειριστής, διατελώ ως φρουρός, επίτροπος, κηδεμόνας, είμαι
λειτουργός, έφορος, διοικώ, διευθύνω, κυβερνώ, πατρίδα, σε Ηρόδ.,
Αριστοφ. κ.λπ.· ἐπιτροπεύω τινά, είμαι φύλακας και κηδεμόνας του, σε
Θουκ. — Παθ., κακῶς ἐπιτροπευθῆναι, μεταχειρίζομαι άσχημα από τους
επιτρόπους μου, σε Δημ.
ἐπιτροπή, ἡ (ἐπιτρέπω),· I. αναφορά σε διαιτησία, σε Θουκ., Δημ. II.
αγωγή κατά επιτρόπου, στον ίδ.
ἐπίτροπος, -ον (ἐπιτρέπω),· 1. αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί ένα
καθήκον, θεματοφύλακας, διοικητής, διαχειριστής, σε Ηρόδ.· λειτουργός,
διευθύνων, αντιβασιλέας, στον ίδ., Δημ. 2. φρουρός, προστάτης,
κηδεμόνας, σε Ηρόδ., Θουκ.
334

ἐπιτροχάδην[ᾰ], (ἐπιτρέχω), επίρρ., ανάλαφρα, πεταχτά, αβίαστα,


εύστροφα, ετοιμόλογα, σε Όμηρ.
ἐπίτροχος, -ον (ἐπιτρέχω), ευφραδής, φλύαρος, ετοιμόλογος, σε Λουκ.
ἐπι-τρύζω, μουρμουρίζω, γκρινιάζω, τινί, σε Βάβρ.
ἐπι-τρώγω, μέλ. -τρώξομαι, αόρ. βʹ -έτρᾰγον· τρώω μαζί με την κύρια
τροφή ή στη συνέχεια, σε Λουκ.
ἐπι-τυγχάνω, μέλ. -τεύξομαι, αόρ. βʹ ἐπέτῠχον· I. κυρίως, πετυχαίνω τον
στόχο· απ' όπου, βρίσκω τυχαίως ή τυχαία πέφτω πάνω σε, συναπαντώ,
αντιμετωπίζω· 1. με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 2. με γεν., σε Αριστοφ.,
Θουκ. 3. απόλ., ὁ ἐπιτυχών όπως το ὁ τυχών, το πρώτο πρόσωπο που
συναντά κάποιος, ο οιοσδήποτε, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. 1. κατορθώνω,
καταφέρνω να, φθάνω σε, πετυχαίνω τον σκοπό μου, με γεν. πράγμ., σε
Ξεν., Δημ. 2. με μτχ., πετυχαίνω κάνοντας κάτι, σε Ηρόδ. 3. με δοτ.
τρόπου, είμαι επιτυχημένος σε κάτι, μάχῃ, σε Αισχίν.· απόλ., κατορθώνω,
πετυχαίνω, είμαι επιτυχημένος, σε Πλάτ., Ξεν. III. ἐπιτυγχάνω βιβλίῳ, το
παίρνω και το διαβάζω, σε Λουκ.
ἐπι-φῐλοπονέομαι, αποθ., εργάζομαι, κοπιάζω με φιλοπονία, τινι, σε Ξεν.
ἐπι-φλέγω, μέλ. -ξω, I. 1. κατακαίω, καταστρέφω ολοκληρωτικά, σε
Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ἐπιφλέγω τὴν πόλιν, την πυρπολώ, σε Θουκ. 2. μεταφ.,
φλογίζω, διεγείρω, εξάπτω, ερεθίζω, ανάβω, παροτρύνω, προτρέπω, σε
Αισχύλ., Πλούτ. II. αμτβ., είμαι καυστικός, καίω δυνατά, σε Λουκ.
ἐπί-φοβος, -ον, τρομακτικός, φρικτός, φοβερός, τρομερός, σε Αισχύλ.
ἐπι-φοιτάω, Ιων. —έω, μέλ. -ήσω, 1. έρχομαι εξακολουθητικά,
επισκέπτομαι ξανά και ξανά, πηγαίνω κάπου επανειλημμένα, συχνάζω, τὸ
ἐπιφοιτέον ή οἱ ἐπιφοιτέοντες, οι επισκέπτες, σε Ηρόδ.· ὁ ἐπιφοιτέων
κέραμος, οι κανάτες κρασιού που έρχονταν συνέχεια, στον ίδ.· ἐπ. ἐς...,
περιφέρομαι, περιηγούμαι σε διάφορα μέρη, σε Θουκ. 2. με δοτ., σπάνιος
ἐπ. σφι, τους επισκέπτεται σπάνια, λέγεται για τον Φοίνικα, σε Ηρόδ. 3. με
αιτ. προσ., λέγεται για οράματα, στοιχειώνω, βασανίζω, στον ίδ.
ἐπιφορά, ἡ (ἐπιφέρω), προσθήκη· δωρεά, δώρο, προσθήκη στην
πληρωμή κάποιου, επιμίσθιο, σε Θουκ.
ἐπι-φορέω, μέλ. -ήσω = ἐπιφέρω, επιθέτω, επισωρεύω, τοποθετώ πάνω
σε, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
ἐπιφόρημα, -ατος, τό, στον πληθ., μερίδες, πιάτα που σερβίρονται
επιπροσθέτως ή μετά από το κύριο γεύμα, επιδόρπιο, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἐπίφορος, -ον (ἐπιφέρω),· I. αυτός που μεταφέρει προς μια κατεύθυνση,
σε Θουκ.· ευνοϊκός, σε Αισχύλ. II. λέγεται για έδαφος, κατηφορικός,
κεκλιμένος, σε Πλούτ. III. έγκυος, σε Ξεν.
ἐπι-φράζω, μέλ. -σω, I. προσθέτω, συμ πληρώνω στα λεγόμενά μου, σε
Ηρόδ. II. Μέσ., με Μέσ. αόρ. αʹ ἐπεφρασάμην και Παθ. ἐπεφράσθην· 1. με
απαρ., σκέφτομαι να κάνω, βάζω στο κεφάλι μου την ιδέα να κάνω, σε
Όμηρ. 2. με αιτ., μηχανεύομαι, καταστρώνω, επινοώ, σε Ομήρ. Οδ.,
Ηρόδ.· απόλ., ὧδε ἐπιφρασθείς, έχοντας καταλήξει σε αυτό το
335

συμπέρασμα, στον ίδ.· ἐπιφρασθεῖσα αὐτή, σκεπτόμενη, από μόνη της,


στον ίδ. 3. προσέχω, παρατηρώ, σε Όμηρ.· αναγνωρίζω, μαθαίνω, σε
Ομήρ. Οδ.· έρχομαι σε γνωριμία με, λαμβάνω γνώση ενός πράγματος, σε
Ομήρ. Ιλ.
ἐπιφρασσαίατο, Επικ. αντί -φράσαιντο, γʹ πληθ. ευκτ. Μέσ. αορ. αʹ του
προηγ.
ἐπι-φράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, φράζω, κλείνω, σε Θεόφρ. — Μέσ.,
ἐπιφράσσω τὰ ὦτα, κλείνω τα αυτιά μου, τα βουλώνω, σε Λουκ.
ἐπι-φρονέω, είμαι ευφυής, έξυπνος· σε θηλ. μτχ. ἐπιφρονέουσα, ούσα
προσεκτική, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπιφροσύνη, ἡ (ἐπίφρων), φρόνηση, σύνεση, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπί-φρουρος, -ον, αυτός που φρουρεί επάνω από, επικείμενος, τινι, σε
Ευρ.
ἐπί-φρων, -ον (φρήν), φρόνιμος, συνετός, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-φύλιος, -ον (φυλή), διαιρεμένος σε φυλές, σε Ευρ.
ἐπι-φυλλίς, -ίδος, ἡ (φύλλον), μικρές ρώγες που έχουν μείνει για
απομάζωμα, σε Ανθ.· απ' όπου, ο Αριστοφ. ονομάζει τους ανάξιους
ποιητές ἐπιφυλλίδες, δηλ. μηδαμινά απομαζώματα.
ἐπιφῠτεύω, μέλ. -σω, φυτεύω πάνω σε κάτι άλλο, σε Αριστοφ.
ἐπι-φύω, μέλ. -ύσω [ῡ], I. φυτρώνω πάνω σε κάτι ή επιπλέον, σε Θεόφρ.
II. 1. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ. ἐπέφῡν, ἐπιπέφῡκα, φυτρώνω
πάνω σε, με δοτ., σε Ηρόδ.· λέγεται για σκύλους, κυνηγώ κατά πόδας, σε
Πλούτ. 2. γεννιέμαι έπειτα από, κατόπιν, στον ίδ.
ἐπι-φωνέω, μέλ. -ήσω, 1. αναφέρω ονομαστικά, κατονομάζω, σε Σοφ. 2.
λέω κάτι για κάποιον ή κάνω αναφορά σε κάτι, τινί ή εἴς τι, σε Πλούτ. 3.
καλώ σε βοήθεια ή απευθύνομαι προς, στον ίδ.
ἐπιφώνημα, -ατος, τό, ευφυές ρητό, πνευματώδης λόγος, σε Πλούτ.
ἐπιφώνησις, -εως, ἡ, χειροκρότημα, επευφημία, ζητωκραυγή, κραυγή,
φωνή, σε Πλούτ.
ἐπι-φώσκω, (φάος, φῶς), οδεύω προς την αυγή, σε Κ.Δ.
ἐπι-χαίνω, μεταγεν. τύπος του ἐπιχάσκω, σε Λουκ.
ἐπι-χαίρω, I. χαίρομαι για, αγαλλιώ για, κυρίως λέγεται για μοχθηρή
ικανοποίηση, με δοτ., σε Σοφ., Δημ.· απόλ., σε Αριστοφ. κ.λπ. 2. σπάνια
με θετική σημασία, χαίρομαι με τη χαρά του άλλου, με αιτ., σὲ μὲν εὖ
πράσσοντ' ἐπιχαίρω, σε Σοφ.
ἐπι-χᾰλαζάω, ρίχνω χαλάζι πάνω σε, πετροβολώ, τινά, σε Λουκ.
ἐπι-χᾰλάω, μέλ. -άσω [ᾰ], I. χαλαρώνω, ξελασκάρω, ξεσφίγγω, σε Λουκ.
II. αμτβ., υποχωρώ, ενδίδω, χαλαρώνω, σε Αισχύλ.
ἐπι-χαλκεύω, μέλ. -σω, σφυρηλατώ πάνω σε αμόνι, κατασκευάζω σε
σιδηρουργείο· μεταφ., ἐπιχαλκεύω τινά, παραποιώ ή αλλάζω τη γνώμη
μου, σε Αριστοφ.
ἐπί-χαλκος, -ον, καλυμμένος με χαλκό ή μπρούντζο σε Ηρόδ., Αριστοφ.
ἐπι-χᾰράσσω, Αττ. -ττω, χαράζω βαθιά μια επιφάνεια, σε Πλούτ.
336

ἐπι-χᾰρής, -ές (χαρά), ευχάριστος, αρεστός, προσηνής, σε Αισχύλ.


ἐπι-χᾰριεντίζομαι, αποθ., μνημονεύω κάτι αστειευόμενος, σε Λουκ.
ἐπι-χᾰρίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, 1. αποθ., παρέχω ως χάρη, με αιτ., σε
Ξεν. 2. αμτβ., ἐπιχάριτται (Βοιωτ. αντί ἐπιχάρισαι, προστ. αορ. αʹ)· τῷ
ξένῳ, να είσαι ευγενικός μαζί του, σε Αριστοφ.
ἐπί-χᾰρις, ὁ, ἡ, ουδ. -χαρι, ευχάριστος, συμπαθητικός, αρεστός,
χαριτωμένος, σε Αισχύλ., Ξεν.· τὸ ἐπίχαρι, ευγένεια στη συμπεριφορά,
στον ίδ.· οι συγκρ. και υπερθ. είναι ἐπιχαριτώτερος, ἐπιχαριτώτατος (όπως
αν προερχόταν από το ἐπιχάριτος), στον ίδ.· επίρρ., επίσης, ἐπιχαρίτως,
στον ίδ.
ἐπιχαρίττως, Βοιωτ. επίρρ. του ἐπίχαρις.
ἐπίχαρμα, -ατος, τό (ἐπιχαίρω)· I. αντικείμενο μνησίκακης χαράς, σε
Ευρ., Θεόκρ. II. μοχθηρή ευχαρίστηση, χαιρεκακία, σε Ευρ.
ἐπίχαρτος, -ον (ἐπιχαίρω), 1. αυτό μέσω του οποίου νιώθει χαρά κάποιος,
γοητευτικός, σαγηνευτικός, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. αυτό με το οποίο κάποιος
αισθάνεται μνησίκακη χαρά, χαιρεκακία, ἐχθροῖς ἐπίχαρτα, βάσανα,
ταλαιπωρίες που δίνουν αφορμή χαράς στους εχθρούς μου, σε Αισχύλ.· οἱ
δικαίως τι πάσχοντες ἐπίχαρτοι, το να βλέπεις ανθρώπους που δικαίως
τιμωρούνται, προσφέρει άξια ικανοποίηση, σε Θουκ.
ἐπι-χειλής, -ές (χεῖλος), ξέχειλος έως πάνω, σε Αριστοφ.
ἐπι-χειμάζω, μέλ. -σω, διέρχομαι τον χειμώνα, περνώ τον χειμώνα σ' ένα
μέρος, ξεχειμωνιάζω, σε Θουκ.
ἐπι-χειρέω, μέλ. -ήσω (χείρ)· I. 1. βάζω κάτι στο χέρι μου, με δοτ., σε
Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. 2. ξεκινώ μία εργασία, αρχίζω να εργάζομαι,
επιχειρώ να κάνω, με δοτ., σε Ηρόδ., Αττ.· σπανίως, με αιτ., σε Θέογν.,
Πλάτ. — Παθ., επιχειρούμαι, δοκιμάζομαι, σε Θουκ. 3. με απαρ., πασχίζω,
αγωνίζομαι ή αποτολμώ, επιχειρώ να κάνω κάτι, σε Ηρόδ., Αττ. II.
πραγματοποιώ επίθεση εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ, τινί, σε
Ηρόδ., Αττ.· πρός τινα, σε Θουκ.· απόλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἐπιχείρημα, -ατος, τό, επιχείρηση, εγχείρημα, τόλμημα, σε Θουκ., Ξεν.
ἐπιχείρησις, -εως, ἡ, στρατιωτική επιχείρηση, επίθεση, προσβολή, σε
Ηρόδ., σε Θουκ.· ἐπ. ποιεῖσθαί τινος, επιχειρώ κάτι, στον ίδ.
ἐπιχειρητέον ή -έα, ρημ. επίθ. του ἐπιχειρέω, αυτό που πρέπει κάποιος να
επιχειρήσει ή να προσβάλλει με επίθεση, τινί, σε Θουκ., Πλάτ.
ἐπιχειρητής, -οῦ, ὁ, τολμηρός άνθρωπος, σε Θουκ.
ἐπί-χειρον, τό (χείρ), μόνο στον πληθ., ἐπίχειρα, τά, μισθοί χειρωνακτικής
εργασίας, μόχθου· γενικά, μισθοί, πληρωμή, τιμητική διάκριση,
ανταμοιβή, σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίσης, με αρνητική σημασία, τῆς
ὑψηγόρου γλώσσης ἐπ., ανταπόδοση, έπαινος για αλαζονική ομιλία, σε
Αισχύλ.· ξιφέων ἐπ., οι αμοιβές του ξίφους, δηλ. σφαγή από αυτό, σε Σοφ.
ἐπι-χειροτονέω, μέλ. -ήσω, 1. ψηφίζω υπέρ προτεινομένου διατάγματος,
θεσπίσματος, εγκρίνω, επικυρώνω μέσω ψήφου, σε Δημ. 2. λέγεται για
άρχοντες, αναγνωρίζω την εκλογή κάποιου σε αξίωμα, παρά Δημ.
337

ἐπιχειροτονία, ἡ, ψηφοφορία μέσω ανάτασης χειρών, σε Δημ.


ἐπι-χέω,
Α. μέλ. -χεῶ (βλ. χέω), βʹ πρόσ. ἐπιχεῖς, αόρ. αʹ ἐπέχεα· Επικ. ενεστ.
ἐπιχεύω, αόρ. αʹ ἐπέχευα, απαρ. ἐπιχεῦαι· 1. ρίχνω νερό πάνω στα χέρια
μου, τα βρέχω, σε Όμηρ., Αττ.· μεταφ., χύνω ή ρίχνω πάνω σε κάποιον
κάτι, ὕπνον τινί κ.λπ., σε Όμηρ. 2. λέγεται για στερεά σώματα, όπως το
χώννυμι, στον ίδ. Β. I. Μέσ., επιχύνω ή ρίχνω πάνω μου ή για χάρη του
εαυτού μου, σε Ομήρ. Οδ. II. έχω χύσει για να πιει κάποιος, ἐπιχέω
ἄκρατόν τινος, το πίνω στην υγειά κάποιου, σε Θεόκρ. Γ. Παθ., επιχέομαι,
ρίχνομαι επάνω, σε Ξεν.· αόρ. αʹ ἐπεχύθην [ῠ], παρακ. -κέχῠμαι· μεταφ.,
λέγεται για πλήθος ανθρώπων, ξεχύνομαι σ' ένα μέρος, ἐπέχυντο (Επικ.
Παθ. αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.· ξεχύνομαι ως χείμαρρος πάνω σε, σε Ηρόδ.
ἐπι-χθόνιος, -ον και μεταγεν. -α, -ον, αυτός που βρίσκεται πάνω στο
έδαφος, επίγειος, γήινος, εγκόσμιος· ως επίθ., λέγεται για τους θνητούς, σε
Όμηρ.· απόλ., ἐπιχθόνιοι, επίγειοι, γήινοι, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπι-χλευάζω, μέλ. -σω, κοροϊδεύω, περιγελώ, τι, σε Πλούτ.· μιλώ
περιφρονητικά, σε Βάβρ.
ἐπι-χλιαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, ζεσταίνω ελαφρώς, σε Λουκ.
ἐπί-χολος, -ον (χολή), Ενεργ., αυτός που παράγει χολή, ποίη ἐπιχολωτάτη,
σε Ηρόδ.
ἐπιχορεύω, μέλ. -σω, I. χορεύω, ορχούμαι προς τιμή κάποιου, σε
Αριστοφ. II. έρχομαι χορεύοντας, σε Ξεν.
ἐπι-χορηγέω, μέλ. -ήσω, προμηθεύω, εφοδιάζω επιπλέον, παρέχω, τί τινι,
σε Κ.Δ. — Παθ., στο ίδ.
ἐπιχορηγία, ἡ, επιπρόσθετη βοήθεια, αρωγή, συμπληρωματική συνδρομή,
σε Κ.Δ.
ἐπι-χράω (χράω Β), μόνο σε παρατ. ή αόρ. βʹ ἐπέχραον, επιτίθεμαι,
προσβάλλω, εφορμώ, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· μητέρι μοι μνηστῆρες
ἐπέχραον, την περιστοίχιζαν, την πολιορκούσαν, σε Ομήρ. Οδ.
*ἐπι-χράω, I. δανείζω, προσφέρω επιπλέον, πρβλ. ἐπικίχρημι. II.
1.ἐπιχράομαι, αποθ., χρησιμοποιώ κάτι επιπλέον, με δοτ., σε Ευρ. 2. με
δοτ. προσ., Λατ. uti, συναλλάσσομαι με, έχω δοσοληψίες με, είμαι στενός
φίλος με, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἐπι-χρέμπτομαι, αποθ., ξεροβήχω πάνω σε, τινι, σε Λουκ.
ἐπί-χριστος, -ον, πασαλειμμένος· μεταφ., κίβδηλος, νόθος, πλαστός, Λατ.
fucatus, σε Λουκ.
ἐπι-χρίω, μέλ. -ίσω [ῑ], 1. επαλείφω, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., επαλείφομαι,
στο ίδ. 2. επιθέτω, βάζω, τι ἐπί τι, σε Κ.Δ.· τινί, με κάτι, σε Λουκ.
ἐπί-χρῡσος, -ον, επιστρωμένος με χρυσό, επιχρυσωμένος, σε Ηρόδ., Ξεν.
ἐπι-χρωματίζω, μέλ. -σω, απλώνω χρώμα, σε Πλάτ.
ἐπι-χρώννῡμι και -ύω, μέλ. -χρώσω, αλείφω, χρωματίζω επιφάνεια,
βάφω, τινί, με κάτι, σε Λουκ.
338

ἐπι-χωρέω, μέλ. -ήσω, I. 1. υποχωρώ, υποκύπτω, ενδίδω, τινί, σε κάποιον,


σε Σοφ. 2. συγχωρώ, παραβλέπω, σε Πλούτ. II. έρχομαι προς το μέρος,
παίρνω το μέρος κάποιου, γίνομαι σύμμαχος, συμπράττω, Λατ. accedere
alicui, σε Θουκ., Ξεν. III. κινούμαι εναντίον του εχθρού, αντιστέκομαι
στον εχθρό, στον ίδ.
ἐπιχωριάζω, συνηθίζω να επισκέπτομαι, να συχνάζω, σε Πλάτ.·
ἐπιχωριάζω τοῖς ἄνω πράγμασι, ενασχολούμαι με αυτά, σε Λουκ.
ἐπι-χώριος, -α, -ον ή -ος, -ον (χώρα),· I. αυτός που βρίσκεται στη χώρα ή
έρχεται από τη χώρα, εγχώριος, ντόπιος· 1. λέγεται για ανθρώπους, οἱ
ἐπιχώριοι, οι κάτοικοι μιας χώρας, γηγενείς, ιθαγενείς, σε Ηρόδ.· οἱ
ἐπιχώριοι χθονός, σε Σοφ., Ευρ. 2. λέγεται για πράγματα, αυτά που
προέρχονται ή χρησιμοποιούνται στη χώρα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· συχνά,
τὸ ἐπιχώριον, τοὐπιχώριον, τα τοπικά έθιμα της χώρας, έθιμο, τρόπος,
επικρατούσα συνήθεια, στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· ἐπιχώριον ὂν ἡμῖν, με
απαρ., όπως συνηθίζει η χώρα μας, σε Θουκ. II. επίρρ. -ίως, σε Αριστοφ.
ἐπι-ψᾰκάζω, αρχ. Αττ. αντί ἐπι-ψεκάζω.
ἐπι-ψαύω, μέλ. -σω, I. αγγίζω την επιφάνεια, αγγίζω ελαφρά, ψηλαφώ,
πασπατεύω, με γεν., σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· κἂν ὀλίγον νυκτός τις
ἐπιψαύσῃσι, δηλ. αν κάποιος κοιμηθεί έστω και λίγο, σε Θεόκρ.· μεταφ.,
αγγίζω ελαφρά κάτι, Λατ. strictim attingere, σε Ηρόδ. II. αμτβ., ὅστ' ὀλίγον
περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν, αυτός που μπορεί να προχωρήσει λίγο
χρησιμοποιώντας την αντίληψή του, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-ψεκάζω, αρχ. Αττ. -ψακάζω, συνεχές στάξιμο, ὁ θεὸς ἐπιψακάζει,
λέγεται για ψιλή βροχή, ψιλόβροχο, όταν ψιχαλίζει, σε Αριστοφ.
ἐπι-ψέλιον, τό, αλυσίδα ή λουρί χαλιναριού, σε Ανθ.
ἐπι-ψεύδομαι, I. αποθ., εξακολουθώ να ψεύδομαι, ψεύδομαι επιπλέον ή
ασύστολα, σε Ξεν. II. αποδίδω κάτι ανακριβές σε, τί τινι, σε Λουκ. III.
παραποιώ, νοθεύω έναν αριθμό, σε Πλούτ.
ἐπι-ψηλᾰφάω, αισθάνομαι περνώντας το χέρι πάνω απ' την επιφάνεια,
νιώθω με την αφή, ψηλαφώ, σε Πλάτ.· ἐπιψηλαφάω τινός, συμπονώ,
συμπάσχω, συμμερίζομαι, στον ίδ.
ἐπι-ψηφίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. 1. θέτω θέμα προς ψηφοφορία (το έργο του
Προέδρου) στην Αθηναϊκή Βουλή ή Εκκλησία του Δήμου, ἐπ. τὰς γνώμας,
σε Αισχίν., Δημ.· με απαρ., θέτω σε ψηφοφορία, σε Θουκ. 2. απόλ., θέτω
ζήτημα σε ψηφοφορία, στον ίδ., Ξεν.· 3. ἐπιψηφίζω τινί, θέτω θέμα για
λογαριασμό ή για την τύχη κάποιου, σε Ηρόδ. 4. ἐπιψηφίζω τοὺς παρόντας,
θέτω το θέμα στους παρευρισκομένους, λαμβάνω, παίρνω την ψήφο τους,
σε Πλάτ. II. Παθ., τίθεμαι σε ψηφοφορία, σε Αισχίν. III. Μέσ., λέγεται για
τους ψηφοφόρους, ψηφίζω, εγκρίνω, σε Λουκ.
ἐπί-ψογος, -ον, I. κατακριτέος, αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος, σε Ξεν.·
επίρρ. -γως, σε Πλούτ. II. Ενεργ., επικριτικός, σε Αισχύλ.
ἐπι-ψύχω[ῡ], ψύχω, δροσίζω, σε Πλούτ.
339

ἐπ-ιωγαί, -ῶν, αἱ, ασφαλείς τόποι, καταφύγια πλοίων, αγκυροβόλια,


λιμάνια, σε Ομήρ. Οδ.
ἐπι-ιών, μτχ. του ἔπ-ειμι (εἶμι ibo).

Με την πρόθεση κατά- εντοπίζονται 754 λήμματα

κατά[κᾰτᾰ], πρόθ. με γεν. ή αιτ., κύρια σημασία· κάτω, προς τα κάτω. Α.


ΜΕ ΓΕΝ.: I. δηλώνει κίνηση από πάνω προς τα κάτω, βῆ δὲ κατ'
Οὐλύμποιο καρήνων, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. II. δηλώνει καθοδική κίνηση· 1.
καταπάνω ή επάνω σε, κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται
για τους ετοιμοθάνατους, κατ'ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς, χύθηκε ένα σύννεφο
πάνω στα μάτια, στο ίδ.· ομοίως και, ὕδωρ κατὰ χειρός, βλ. χείρ II. 6. 2.
μέσα σε, νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και, κατὰ χθονὸς
(ή γῆς) δῦναι, σε Τραγ.· κατὰ χθονὸς κρύπτειν, θάβω, σε Σοφ. κ.λπ. 3.
εὔχεσθαι ή ὀμόσαι κατά τινος, εύχομαι ή ορκίζομαι σε κάτι (όταν κάποιος
επικαλείται την οργή των θεών εναντίον του σε περίπτωση αθέτησης
όρκου), σε Θουκ., Δημ.· επίσης, υπόσχομαι, τάζω προς κάτι, δηλ.
υπόσχομαι ότι θα το προσφέρω, ότι θα το αφιερώσω, σε Αριστοφ. 4. με
εχθρική σημασία, εναντίον κάποιου, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ιδίως, λέγεται για
δικαστές που εκδίδουν την ετυμηγορία τους, που αποφαίνονται εναντίον
κάποιου, στον ίδ.· λόγος κατά τινος, ο λόγος εναντίον του
κατηγορούμενου, Λατ. in aliquem·λόγος πρός τινα, η απάντηση προς τον
αντίδικο, Λατ. adversus aliquem.5. Λατ. de, σχετικά με, ως προς, σε σχέση
με, σκοπεῖν κατά τινος, σε Πλάτ.· ἔπαινος κατά τινος, έπαινος που
απονέμεται σε κάποιον, σε Αισχίν. κ.λπ. Β. ΜΕ ΑΙΤ.: I. 1. χρησιμοποιείται
για κίνηση προς τα κάτω κατὰ ῥόον, προς τα κάτω του ρεύματος, σε Ηρόδ.·
κατ' οὖρον ἰέναι, ῥεῖν, συμπλέω με τον άνεμο προς τα κάτω, σε Αισχύλ. 2.
λέγεται για κίνηση, επάνω σε μια έκταση, καθ' όλη την έκταση, σε Όμηρ.
κ.λπ.· καθ' Ἑλλάδα, σε Αισχύλ.· κατὰ γῆν καὶ θάλασσαν, σε ξηρά και
θάλασσα κ.λπ.· επίσης, βρίσκω στόχο επάνω στην ασπίδα, σε Ομήρ. Ιλ. 3.
αντίκρυ, απέναντι, κατὰ Σινώπην πόλιν, σε Ηρόδ.· ἀνὴρ κατ' ἄνδρα, σε
Αισχύλ. 4. κατὰ τὸ προάστειον, κάπου κοντά στο προάστιο, σε Ηρόδ. II.
χρησιμοποιείται προς δήλωση επιμερισμού, λέγεται για το όλο που
διαιρείται σε μέρη, κατὰ φῦλα, κατὰ φρήτρας, κατά φυλές, γένη, κατά
φατρίες, οικογένειες, σε Ομήρ. Ιλ.· κατὰ κώμας κατῳκῆσθαι, ζω χωριστά,
σε διαφορετικές πόλεις, σε Ηρόδ.· κατ' ἄνδρα, άνδρας προς άνδρα, στον
ίδ. 2. ομοίως λέγεται και για τα μέρη του χρόνου, καθ' ἡμέραν, κατ' ἦμαρ,
μέρα με τη μέρα, καθημερινά, βλ. ἡμέρα III, ἦμαρ. 3. λέγεται για αριθμούς,
τόσοι κάθε φορά, καθ' ἕνα, ένα κάθε φορά, σε Ηρόδ.· κατὰ τὰς πέντε καὶ
εἴκοσι μνᾶς πεντακοσίας δραχμὰς εἰσφέρειν, πληρώνω πεντακόσιες
δραχμές για κάθε εικοσιπέντε μνες, σε Δημ. κ.λπ. III. 1. χρησιμοποιείται
για δήλωση κατεύθυνσης προς αντικείμενο ή σκοπό, πλεῖνκατὰ πρῆξιν, για
εμπόριο ή λόγω εμπορίου, σε Ομήρ. Οδ.· κατὰληΐην, προς αναζήτηση
340

λείας, λαφύρων, σε Ηρόδ.· κατὰθέαν ἥκειν, έχω έλθει με σκοπό να δω, σε


Θουκ. 2. λέγεται για καταδίωξη, κατ' ἴχνος, στα ίχνη, επί τα ίχνη, σε Σοφ.
IV.σύμφωνα με, κατὰ θυμόν, σε Όμηρ.· καθ' ἡμέτερον νόον, κατά την
αρεσκεία μας, σε Ομήρ. Ιλ.· κατὰ μοῖραν, όπως είναι σωστό και δίκαιο, σε
Όμηρ.· ομοίως και, κατ' αἶσαν, κατὰ κόσμον, στον ίδ.· καθ' ἡδονήν, προς
ικανοποίηση, σε Αισχύλ.· κατὰ δύναμιν, κατά τα δυνατά κάποιου κ.λπ. 2.
σε σχέση με, ως προς, αναφορικά, τὰ κατ' ανθρώπους = τὰ ἀνθρωπινά, σε
Αισχύλ.· ομοίως και, τὸ καθ' ὑμᾶς, σε ό,τι αφορά εσάς, σε Ηρόδ.· κατὰ
τοῦτο, κατά αυτό τον τρόπο, μ' αυτήν την οπτική· κατὰ ταὐτά, κατά τον ίδιο
τρόπο, καθ' ὅτι, εφόσον κ.λπ. 3. με υπονοούμενη σύγκριση, κατὰ λοιπὸν
κρομύοιο, όπως ο μανδύας του κρεμμυδιού, το κρεμμυδόφυλλο, σε Ομήρ.
Οδ.· κατὰ Μιθραδάτων, αυτός που ανταποκρίνεται, μοιάζει στην
περιγραφή του, σε Ηρόδ.· κατὰ πνιγέα, παρόμοιο με φούρνο, σε Αριστοφ.·
κηδεῦσαι καθ' ἑαυτόν, παντρεύομαι, ανάλογα με την κοινωνική μου θέση,
σε Αισχύλ.· κατ' ἄνθρωπον, όπως ο άνθρωπος, όπως ταιριάζει, αρμόζει σε
άνθρωπο, στον ίδ.· κατ' ἄνδρα, μὴ θεόν, στον ίδ.· μετά από συγκρ., μείζων
ἢ κατ' ἀνθρώπου, μεγαλύτερο των ανθρωπίνων δυνάμεων, δυνατοτήτων,
ορίων, σε Ηρόδ.· μείζω ἢ κατὰ δάκρυα, πάρα πολύ μεγάλα για να κλάψει
κάποιος, σε Θουκ. V. με την εύνοια ενός θεού, κατὰ δαίμονα, Λατ. mon
sine numine, σε Πίνδ.· κατὰ θεόν, σε Ηρόδ. VI. λέγεται για αριθμούς, κατά
προσέγγιση, σχεδόν, κοντά, περίπου, κατὰ ἑξηκόσια ἔτεα, εξακόσια χρόνια
πάνω κάτω, περίπου, στον ίδ. VII.1.λέγεται για χρόνο, κατά την διάρκεια,
κατά την διάρκεια μιας περιόδου, κατὰ τὸν πόλεμον, κατά την περίοδο του
πολέμου, εν καιρώ πολέμου, στον ίδ.· καθ' ἡμέραν, κατά την διάρκεια της
μέρας, σε Αισχύλ. 2. περίπου, κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, σε Ηρόδ.· κατὰ
Ἄμασιν βασιλεύοντα, στα χρόνια βασιλείας του Άμαση, στον ίδ. VIII.με
περιφρ. χρήση αντί επιρρ., όπως, καθ' ἡσυχίην, κατὰ τάχος κ.λπ., αντί
ἡσύχως, ταχέως, στον ίδ.· κατὰ μέρος, εν μέρει· κατὰ φύσιν, φυσικά κ.λπ.
Γ. ΘΕΣΗ: όταν η κατά ακολουθεί την πτώση γράφεται με αναστροφή ως
κάτα.Δ. Απόλ. ως επίρρ., όπως το κάτω, προς τα κάτω, σε Όμηρ. Ε. ΣΤΑ
ΣΥΝΘ.: I. προς τα κάτω, κάτω, όπως στο καταβαίνω. II. συμφώνως προς,
όπως στα κατᾴδω, καταθύμιος. III. εναντίον, με εχθρική σημασία, όπως
στα καταγιγνώσκω, κατακρίνω. IV. συχνά μόνο για να επιτείνει τη
σημασία μιας απλής λέξης, όπως στα κατακόπτω, καταφαγεῖν. ΣΤ. Η κατά
ως πρόθ. μερικές φορές χρησιμ. βραχυλογικά, ιδίως, σε Επικ. στα κάγ, κάκ,
κάμ, κάν, κάπ, κάρ, κάτ, πριν από γ, κ, μ, ν, π (ή φ), ῥ, τ (ή θ), αντιστοίχως·
βλ. αυτ. Τα Αντίγραφα και οι παλιότεροι Εκδότες συνδέουν την προθ. με
την λέξη που την ακολουθεί, όπως καγγόνυ, καδδέ, κακκεφαλῆς,
καππεδίον, καπφάλαρα, καρρόον, καττάδε, καττόν κ.λπ. Στα σύνθετα
ρήματα, η κατά κάποιες φορές μετατρέπεται σε καβ, καλ, καρ, κατ, πριν
από τα β, λ, ρ, θ, αντιστοίχως, όπως στα κάββαλε, κάτθανε, κάλλιπε,
καρρέζουσα· και πριν από τα στ, σχ, η δεύτερη συλλαβή ενίοτε
341

παραλείπεται, όπως στα καστορνῦσα, κάσχεθε, κασσύω, όπως επίσης στους


Δωρ. τύπους καβαίνων, κάπετον.
κατά, Ιων. αντί καθ' ἅ.
κᾆτα, κράση αντι του καὶ εἶτα.
κατάβα, αντί κατάβηθι, προστ. αορ. βʹ του καταβαίνω.
καταβάδην[βᾰ], επίρρ., κατηφορικά ή προς τα κάτω· πρβλ.
ἀναβάδην.
καταβαθμός, Αττ. -βασμός, ὁ, κατάβαση, κατέβασμα, κατήφορος,
όνομα απότομης κατηφόρας που χωρίζει την Αίγυπτο απο τη Νουβία, σε
Αισχύλ.
κατα-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, παρακ. -βέβηκα, αόρ. βʹ κατέβην,
ποιητ. γʹ πληθ. κατέβαν· προστ. κατάβηθι ή κατάβᾱ· Επικ. αʹ πληθ. υποτ.
καταβείομεν (αντί -βῶμεν) — Μέσ., Επικ. γʹ ενικ. αόρ. αʹ κατεβήσετο·
προστ. καταβήσεο·
Α. I. 1. κατεβαίνω, κατηφορίζω ή κατέρχομαι, Λατ. descemdere, ἐξ
ἄρεος, από το βουνό, σε Ομήρ. Ιλ.· κ. πόλιος, κατεβαίνω από την πόλη,
στο ίδ.· κ. δίφρου, αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω, κατεβαίνω από το άρμα, στο
ίδ.· με αιτ. τόπου, θάλαμον κατεβήσετο, κατέβηκε στο δωμάτιο, στον
θάλαμό της, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά επίσης και με αιτ., κατέβαιν' ὑπερώϊα,
κατέβηκε από τα επάνω διαμερίσματα, από τον επάνω όροφο, στο ίδ.·
κλίμακα κατεβήσετο, κατέβηκε τη σκάλα, στο ίδ.· απόλ., κατεβαίνω κάτω,
σε Αριστοφ.· απ' όπου στην Παθ., ἵππος καταβαίνεται, το άλογο
ξεκαβαλικεύεται από, σε Ξεν. 2. κατεβαίνω από τα μεσόγεια, από το
εσωτερικό προς την θάλασσα, ιδίως, από την κεντρική Ασία (πρβλ.
ἀναβαίνω II. 3), σε Ηρόδ.· κ. ἐς Πειραιᾶ, σε Πλάτ. 3. έρχομαι, φθάνω στην
ξηρά, φθάνω στην ξηρά με ασφάλεια, σε Πίνδ. 4. κατέρχομαι, κατεβαίνω
στην παλαίστρα, κ. ἐπ. ἄεθλα, σε Ηρόδ.· και απόλ., όπως το Λατ. in
certamen descendere, σε Σοφ., Ξεν. 5. λέγεται για ρήτορα, κατεβαίνω από
το βήμα, κατάβα· απάντηση, καταβήσομαι, σε Αριστοφ. 6. πόσσω κατέβα
τοι ἀφ' ἱστῶ, πόσο σου στοίχισε (το ύφασμα) να κατέβει από τον αργαλειό;
σε Θεόκρ. II. μεταφ., καταβαίνειν εἴς τι, καταλήγω την ομιλία μου σ' ένα
σημείο, κατέβαινε ἐς λιτάς, τελείωνε με προσευχή, σε Ηρόδ.· με μτχ.,
κατέβαινεν παραιτεόμενος, τελείωνε με παρακάλια, στον ίδ.· κ. ἐπὶ
τελευτήν, σε Πλάτ. Β. μτβ., κατεβάζω κάτι, σε Πίνδ.
κατα-βακχιόομαι (Βάκχος), Παθ., κυριεύομαι από βακχική μανία,
καταβακχιοῦσθε δρυὸς κλάδοις, στεφανωνόσαστε με κλαδιά βελανιδιάς σε
κατάσταση βακχικής μανίας, σε Ευρ.
κατα-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, αόρ. βʹ κατέβᾰλον, Επικ. γʹ ενικ.
κάββαλε· I. 1. ρίχνω κάτω, ανατρέπω, σε Όμηρ. κ.λπ.· κ. εἰς τὸ μηδέν,
φέρνω, οδηγώ στο μηδέν, σε Ηρόδ. 2. σκοτώνω με όπλο, φονεύω,
σφαγιάζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. 3. ρίχνω ή φέρνω σε ορισμένη
κατάσταση, σε Ευρ., Πλάτ. 4. ρίχνω κάτω ή ρίχνω μακριά, διώχνω,
απορρίπτω, σε Ξεν. II. με ηπιότερη σημασία, αφήνω κάτι να πέσει κάτω,
342

ρίχνω κάτι κάτω, σε Όμηρ.· κ. ἱστία, κατεβάζω τα πανιά, σε Θέογν.· τὰς


ὀφρῦς κ., σε Ευρ. 2. βάζω, επιθέτω, τοποθετώ, Λατ. deponere, σε Ομήρ.
Ιλ., Αριστοφ. 3. κατεβάζω ή συσσωρεύω, ιδίως, στην παραλία, σε Ηρόδ.
4. πληρώνω τοις μετρητοίς, παραχωρώ, παραδίδω ή εισφέρω, στον ίδ.·
αποτίνω, πληρώνω, σε Θουκ. κ.λπ. — Μέσ., προκαλώ κατάθεση, σε Δημ.
5. παρέχω, δίνω, μαρτυρίαν, στον ίδ. 6. ρίχνω σπόρο, σπέρνω, στον ίδ.· κ.
φάτιν, Λατ. spargere voces, σε Ηρόδ. 7. βάζω, θέτω ως θεμέλιο, ως βάση,
κυρίως στη Μέσ., σε Ευρ. — Παθ., καταβεβλημένος, βασικός, θεμελιώδης,
τακτικός, σε Αριστ.
κατα-βάπτω, μέλ. —ψω, καταβυθίζω, σε Λουκ.
κατα-βᾰρέω, μέλ. -ήσω, υπερφορτώνω, βαρυφορτώνω,
παραφορτώνω, σε Λουκ.
καταβάς, μτχ. αορ. βʹ του καταβαίνω.
κατάβᾰσις, -εως, ἡ (καταβαίνω),· 1. κατέβασμα, κατήφορος,
κατωφέρεια, σε Ηρόδ., Αττ.· πρβλ. κατάβασις. 2. κατάβαση από την
Κεντρική Ασία, σε Ξεν.
καταβασμός, ὁ, Αττ. αντί καταβαθμός.
καταβᾰτέον, ρημ. επίθ. του καταβαίνω· I. αυτό που πρέπει να
κατεβεί κάποιος, σε Αριστοφ., Πλάτ. II. αυτό που πρέπει να κατέλθει, σε
Αριστοφ.
κατᾰ-βαΰζω, μέλ. -ξω, γαβγίζω εναντίον, τινός, σε Ανθ.
κατα-βεβαιόομαι, αποθ., διαβεβαιώνω ισχυρά, σε Πλούτ.
καταβείομεν, Επικ. αντί καταβῶμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του
καταβαίνω· καταβήμεναι, αντί καταβῆναι, απαρ. αορ. βʹ· καταβήσεο,
αντί κατάβησαι, Μέσ. προστ. αορ. αʹ.
καταβήσομαι, μέλ. του καταβαίνω.
κατα-βιάζομαι, μέλ. -άσομαι, αποθ., I. εξαναγκάζω, σε Θουκ. II.
Παθ., εξαναγκάζομαι, σε Πλούτ.
κατα-βῐβάζω, μέλ. Αττ. -βιβῶ, μτβ. του καταβαίνω· 1. κάνω κάτι
να κατέβει, κατεβάζω κάτι, σε Ηρόδ., Πλούτ. 2. κατεβάζω κάτι με τη
χρήση βίας, σε Ξεν.
κᾰταβῐβαστέος, -α, -ον, ρημ. επίθ., · αυτό που πρέπει κάποιος να
κατεβάσει κάτω, σε Πλάτ.
κατα-βιβρώσκω, μέλ. -βρώσομαι, αόρ. βʹ -έβρων, Παθ. παρακ. -
βέβρωμα, αόρ. αʹ -εβρώθην· κατατρώω, καταβροχθίζω, σε Ηρόδ., Πλάτ.
κατα-βιόω, μέλ. -ώσομαι, αόρ. βʹ κατεβίων, μεταγεν. αόρ. αʹ -
εβίωσα· τελειώνω την ζωή μου, σε Πλάτ.
κατα-βλάπτω, μέλ. -ψω, πληγώνω, βλάπτω σε μεγάλο βαθμό,
καταστρέφω, ζημιώνω, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.
κατα-βλέπω, μέλ. -ψω, κοιτώ προς τα κάτω, στρέφω το βλέμμα μου
προς το μέρος κάποιου, σε Πλούτ.
καταβλητέον, ρημ. επίθ. του καταβάλλω, σε Πλάτ.
343

καταβλητικός, -ή, -όν (καταβάλλω), αυτός που συντελεί στην


κατάρριψη, σε Ξεν.
κατα-βληχάομαι, αποθ., βελάζω δυνατά, σε Θεόκρ.
κατα-βλώσκω, κατεβαίνω, κατέρχομαι μέσω οδού, με αιτ., σε
Ομήρ. Οδ.
κατα-βοάω, μέλ. -βοήσομαι, Ιων. -βώσομαι, φωνάζω δυνατά,
κραυγάζω εναντίον κάποιου, με γεν., σε Ηρόδ.· κ. τινῶν ὅτι τὰς σπονδὰς
λελυκότες εἶεν, σε Θουκ.· με αιτ., καταβάλλω με κραυγές, νικώ με κραυγές,
σε Αριστοφ.
κατα-βοή, -ῆς, ἡ, κατακραυγή εναντίον, με γεν., σε Θουκ.
καταβόησις, -εως, ἡ, κατακραυγή εναντίον, σε Πλούτ.
καταβολή, ἡ (καταβάλλω), I. ρίψη ή κατάθεση, σε Κ.Δ. II. μεταφ.,
1. θεμέλιο, βάση, αρχή, σε Πίνδ., Κ.Δ. 2. πληρωμή, καταβολή, εξόφληση
με δόσεις, σε Δημ. III. περιοδική προσβολή από ασθένεια, παροξυσμός,
σπασμός, κρίση, έξαψη, σε Πλάτ.
κατα-βόσκω, μέλ. -βοσκήσω, βόσκω κοπάδια σ' ένα μέρος, Λατ.
depascere, χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων, οι ποιμένες, βοσκοί της Σάμου, σε
Θεόκρ.
κατα-βόστρῡχος, -ον, αυτός που έχει φουντωτά μαλλιά, σε Ευρ.
κατα-βρᾰβεύω, μέλ. -σω, στερώ κάποιον από το βραβείο, με αιτ.,
σε Κ.Δ. — Παθ., καταδικάζομαι άδικα, σε Δημ.
κατα-βρέχω, μέλ. -ξω — Παθ., αόρ. αʹ κατεβρέχθην· καταβρέχω,
μουσκεύω, νοτίζω· μεταφ., μέλιτι καταβρέχειν, σε Πίνδ.
κατα-βρίθω[ῑ], μέλ. -βρίσω, παρακ. -βέβρῑθα· I. αμτβ., πιέζομαι ή
βαρύνομαι ισχυρά, δυνατά από κάτι, με δοτ., σε Ησίοδ., Θεόκρ. II. μτβ.,
ζυγίζω περισσότερο από κάτι άλλο, υπερβαίνω σε βάρος, έχω μεγαλύτερη
επιρροή, ὄλβῳ κ. βασιλῆας, σε Θεόκρ.
κατα-βρόξειε, βλ. *βρόχω 2.
κατα-βροχθίζω, μέλ. -ίσω, καταπίνω, σε Αριστοφ.
κατα-βρύκω[ῡ], δαγκώνω και μ' αυτόν τον τρόπο κόβω σε
κομμάτια, καταβροχθίζω, σε Ανθ.
κατα-βρώθω, μεταγεν. τύπος του καταβιβρώσκω, σε Βάβρ.
καταβρώσομαι, μέλ. του καταβιβρώσκω.
κατα-βυρσόω, μέλ. -ώσω, σκεπάζω, καλύπτω εντελώς με δέρμα, σε
Θουκ.
καταβώσομαι, Ιων. αντί -βοήσομαι, μέλ. του καταβοάω.
κατάγαιος, -ον, Ιων. αντί κατάγειος.
καταγγελεύς, -έως, ὁ, = κατάγγελος, σε Κ.Δ.
καταγγελία, ἡ, διακήρυξη, προκήρυξη, σε Λουκ.
κατ-αγγέλλω, μέλ. -ελῶ, 1. καταγγέλλω, προδίδω, εξαπατώ, σε Ξεν.
2. αναγγέλλω, κηρύσσω, πόλεμον, σε Λυσ.
κατάγγελτος, -ον, κατηγγελμένος, φανερωμένος, προδομένος, σε
Θουκ.
344

κατά-γειος, Ιων. κατά-γαιος, -ον (γῆ), ο εντός ή ο κάτω από τη γη,


υπόγειος, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
Κατα-γέλα, ἡ, Κωμ. όνομα υποθετικής πόλης, λογοπαίγνιο για τη
Σικελική πόλη Γέλα, Γέλα καὶ Καταγέλα, σε Αριστοφ.
καταγέλαστος, -ον, γελοίος, παράλογος, σε Ηρόδ., Αριστοφ.·
επίρρ. -τως, υπερθ. -τότατα, σε Πλάτ.
κατα-γελάω, μέλ. -άσομαι — Παθ., παρακ. -γεγέλασμαι· 1.
χλευάζω, περιγελώ ή εμπαίζω, περιπαίζω, με γεν., σε Ηρόδ., Αριστοφ.
κ.λπ.· επίσης με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., γελώ περιπαικτικά, σε Ευρ.,
Αριστοφ. κ.λπ. 2. με αιτ., χλευάζω, περιγελώ, σε Ευρ. — Παθ., γίνομαι
περίγελως, αντικείμενο χλευασμού, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
κατά-γελως, -ωτος, ὁ, κοροϊδία, περίπαιγμα, εμπαιγμός, Λατ.
ludibrium, ἐμαυτοῦ καταγέλωτα τάδε, αυτά τα κοσμήματα, επισύρουν τον
εμπαιγμό εναντίον μου, σε Αισχύλ.· κ. πλατύς, καθαρή, γνήσια, αληθινή
κοροϊδία, σε Αριστοφ.· ὁ κ. τῆς πράξεως, το αποκορύφωμα του παράλογου
ενός πράγματος, σε Πλάτ.
κατα-γηράσκω και -γηράω· μέλ. γηράσομαι [ᾱ] και -άσω· αόρ. αʹ
-εγήρᾱσα· γίνομαι γέρος, γερνώ, Λατ. senescere, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
κατα-γίγνομαι, Ιων. και μεταγεν. -γίνομαι [ῑ]· διαμένω, κατοικώ,
παρά Δημ.
κατα-γιγνώσκω, Ιων. και μεταγεν. -γῑνώσκω, μέλ. -γνώσομαι· I.
παρατηρώ, διαπιστώνω, ανακαλύπτω, ιδίως, κάτι που βλάπτει την
υπόληψη κάποιου, οὐκ ἐπιτήδεα κατά τινος κ., έχοντας διαμορφώσει,
σχηματίσει άδικες προκαταλήψεις, υποψίες εναντίον μου, σε Ηρόδ.·
καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους, έχοντας παρατηρήσει τις αδυναμίες
του, έχοντας διαπιστώσει τα αδύνατά του σημεία, σε Αριστοφ. II. 1. με
αιτ. κατηγορίας, επισύρω κατηγορία εναντίον κάποιου, κακίαν, ἀδικίαν κ.
τινός, σε Πλάτ. — Παθ., μτχ. παρακ. κατεγνωσμένος, καταδικασμένος, σε
Κ.Δ. 2. με γεν. κατηγορίας, καταδίκης, παρανόμων κ. τινός, σε Δημ. 3. με
απαρ., κ. ἑαυτοῦ ἀδικεῖν, κατηγορώ τον εαυτό μου ότι έπραξε λάθος, ότι
αδίκησε, σε Αισχίν.· ομοίως και, κ. ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι, καταδίκασε τον
εαυτό του με την ποινή του θανάτου, σε Θουκ. — Παθ., καταγνωσθεὶς
νεώτερα πρήσσειν, υποπτευόμενος από αυτούς ότι έκανε, σε Ηρόδ. III. 1.
με αιτ. ποινής, εκδίδω απόφαση ή ποινή εναντίον κάποιου, κ. τινὸς
θάνατον, εκδίδω απόφαση θανατικής ποινής, Λατ. damnare aliquem
mortis, σε Θουκ. — Παθ., θάνατός τινος κατέγνωστο, παρά Δημ. 2. λέγεται
για δίκη, εκδίδω απόφαση εναντίον κάποιου, αποφαίνομαι, δίκην, σε
Αριστοφ. — Παθ., αποφασίζομαι, σε Αισχύλ.
κατ-ᾰγίζω, Ιων. αντί καθ-αγίζω.
κατ-ᾰγῑνέω, Ιων. αντί κατάγω, I. καταρρίπτω, γκρεμίζω, κατεβάζω,
σε Ομήρ. Οδ. II. επαναφέρω, ανακαλώ, σε Ηρόδ.
κατ-αγλᾰΐζω, δοξάζω, λαμπρύνω, σε Ανθ.
345

κατα-γλωττίζομαι, παρακ. κατεγλώττισμαι· — Παθ.,


εξαναγκάζομαι να σιωπήσω, σε Αριστοφ.
κάταγμα, -ατος, τό (κατάγω), μαλλί βγαλμένο ή τραβηγμένο,
λαναρισμένο μαλλί, σε Πλάτ.· μπάλα μαλλιού, σε Σοφ.
κατα-γνάμπτω, μέλ. -ψω, κάμπτω, λυγίζω, σε Ανθ.
κατα-γνάφω, ξεκαθαρίζω, ξεμπλέκω, κομματιάζω, ξεσχίζω, σε
Ηρόδ.
κατ-άγνῡμι, απαρ. -ύναι [ῠ] ή κατα-γνύω· μέλ. κατάξω, αόρ. αʹ
κατέαξα, μτχ. κατάξας — Παθ., αόρ. βʹ κατεάγην [ᾱ], ευκτ. κατᾱγείην,
παρακ. κατέᾱγα, Ιων. κατέηγα (με Παθ. σημασία)· I. 1.σπάζω σε κομμάτια,
κατακομματιάζω, συντρίβω, ραγίζω, σε Όμηρ., Αττ. 2. συντρίβω,
εξασθενίζω, αποκοιμίζω, σε Ευρ., Πλάτ. II. Παθ., με παρακ. Ενεργ.,
σπάζω, συντρίβομαι, δόρατα κατεηγότα, σε Ηρόδ.· κατεαγέναι ή καταγῆναι
τὴν κεφαλήν, έχω το κεφάλι ραγισμένο, σπασμένο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με
γεν., τῆς κεφαλῆς κατέαγε, είχε τμήμα του κεφαλιού του σπασμένο, στον
ίδ.
κατάγνωσις, -εως, ἡ (καταγιγνώσκω)· I. κατάκριση, χαμηλή
εκτίμηση ή περιφρονητική άποψη για κάποιον, με γεν., σε Θουκ. II. κρίση
που δίνεται εναντίον κάποιου, καταδίκη, στον ίδ., σε Δημ.· τοῦ θανάτου,
καταδίκη σε θάνατο, σε Ξεν.
καταγνωστέον, ρημ. επίθ. του καταγιγνώσκω, αυτό που πρέπει να
καταδικαστεί, τινός, σε Λουκ.
κατα-γοητεύω, μέλ. -σω, μαγεύω, εξαπατώ με τεχνάσματα·
εξαπατώ ή τυφλώνω με πανουργίες, τινά, σε Ξεν.
κατ-ᾰγοράζω, μέλ. -άσω, αγοράζω χονδρική, φορτία, σε Δημ.
κατ-ᾰγορεύω, μέλ. -σω, αναγγέλλω, ανακοινώνω, τί τινι, σε
Αριστοφ., Θουκ.· τι πρός τινα, σε Ξεν.
κατάγρᾰφος, -ον, κεντητός, διανθισμένος, πλουμιστός, σε Λουκ.
κατα-γράφω[ᾰ], μέλ. -ψω, I. 1. ξύνω, κομματιάζω, σε Ηρόδ. 2.
χαράζω, γράφω, επιγράφω, νόμους, σε Πλούτ. 3. ιχνογραφώ,
σχεδιαγραφώ, σε Λουκ. II. γεμίζω στήλες, πίνακες με γράμματα, σε Ευρ.
2. καταγράφω, καταχωρώ, σημειώνω, αναγράφω, σε Πλάτ.
κατα-γυμνάζω, γυμνάζω πολύ, πειθαρχώ μέσω των γυμνασμάτων,
σε Λουκ.
κατ-άγω, μέλ. -ξω, Επικ. απαρ. -αξέμεν (με σημασία αορ.), αόρ. αʹ
κατήγᾰγον, παρακ. καταγήοχα· I. 1. οδηγώ κάτι προς τα κάτω, Λατ.
deducere, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ιδίως, οδηγώ στον Κάτω Κόσμο, στο ίδ.· εἰς
Ἀΐδαο, στο ίδ. 2. οδηγώ προς την παραλία, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. 3. α) οδηγώ
πλοίο από το πέλαγος στη στεριά ή στο λιμάνι, σε Ομήρ. Οδ.· κατ. ναῦν,
οδηγώ πλοίο στο λιμάνι, ελλιμενίζω, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., φθάνω στην
ξηρά, αποβιβάζομαι, αντίθ. προς το ἀνάγεσθαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
β) κατάγεσθαι παρά τινι, καταλύω στο σπίτι κάποιου, Λατ. deversari apud
aliquem, σε Δημ. 4. αποσύρω, βγάζω ή τραβώ, κλώθω, γνέθω, Λατ.
346

deducere filum, σε Πλάτ. 5. οδηγώ, φέρνω σε ορισμένη κατάσταση, ἐς


κίνδυνον κ. τὴν πόλιν, σε Θουκ. 6. κ. θρίαμβον, Λατ. deducere triumphum,
σε Πλούτ.· συνοδεύω, όπως το πομπεύω, στον ίδ. 7. κ. γένος, βρίσκω,
ανιχνεύω την καταγωγή, τη ρίζα, την προέλευση, στον ίδ. 8. κατ. βοάν,
κατεβάζω, χαμηλώνω τη φωνή, σε Ευρ. II. επαναφέρω, Λατ. reducere, σε
Ομήρ. Οδ.· επαναφέρω κάποιον από την εξορία, ανακαλώ, σε Ηρόδ., Αττ.·
γενικά, αποκαθιστώ, σε Ηρόδ. — Παθ., επανέρχομαι, σε Πλάτ., Ξεν.
κατᾰγωγή, ἡ, προσέγγιση της ξηράς από την ανοιχτή θάλασσα·
προσόρμιση, ελλιμένιση, αγκυροβόληση, σε Θουκ.· γενικά, κατάλυμα,
πανδοχείο, Λατ. statio, σε Ηρόδ., Πλάτ.
κατᾰγώγιον, τό, μέρος στο οποίο μπορεί κάποιος να καταλύσει, στο
οποίο μπορεί να διαμείνει, πανδοχείο, ξενοδοχείο, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.
κατ-ᾰγωνίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., αγωνίζομαι, μάχομαι
εναντίον, υπερισχύω έναντι, κατακτώ, νικώ, σε Λουκ.· ως Παθ.,
καταγωνισθεὶς ὑπό τινος, στον ίδ.
κατα-δαίνυμαι, μέλ. -δαίσομαι, αποθ., καταβροχθίζω,
καταναλώνω, σε Θεόκρ.
κατα-δάκνω, μέλ. -δήξομαι, δαγκώνω και κόβω σε κομμάτια, σε
Βατραχομ., σε Θεόκρ.
κατα-δακρύω, μέλ. -σω, θρηνώ, κλαίω, τὴν τύχην, σε Ξεν.· απόλ.,
κλαίω πικρά, σε Ευρ.
κατα-δᾰμάζομαι, απαρ. αορ. αʹ -δαμάσασθαι — Μέσ., δαμάζομαι,
καταβάλλομαι, κάμπτομαι, υποτάσσομαι εντελώς, σε Θουκ.
κατα-δάμναμαι, = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.
κατα-δᾰπᾰνάω, μέλ. -ήσω, I. σπαταλώ, διασπαθίζω, ασωτεύω, σε
Ξεν. — Παθ., (τὰ χρήματα) καταδεδαπάνητό σφι, σε Ηρόδ. II.
καταστρέφομαι, φθείρομαι ολοκληρωτικά, λέγεται για στρατό, σε Ξεν.
κατα-δάπτω, μέλ. -ψω, σχίζω σε κομμάτια, καταβροχθίζω,
κατατρώω, σε Όμηρ.· μεταφ., στη Μέσ., καταδάπτεται ἦτορ, σε Ομήρ. Οδ.
κατα-δαρθάνω, αόρ. βʹ -έδαρθον, μεταφ. -έδρᾰθον, βʹ πληθ.
καδραθέτην, παρακ. -δεδάρθηκα· 1. αποκοιμιέμαι· στον αόρ., πλαγιάζω,
κοιμάμαι βαθιά, σε Ομήρ. Οδ.· στον ενεστ., αποκοιμιέμαι,
καταλαμβάνομαι από νύστα ή κυριεύομαι από ύπνο, σε Πλάτ.· παρακ.
καταδεδαρθηκώς, αυτός που έχει αποκοιμηθεί, στον ίδ. 2. κυρίως περνώ
κάπου την νύχτα, διανυκτερεύω, κατέδαρθον ἐν ὅπλοις, σε Θουκ.
κατα-δατέομαι, μέλ. -δάσομαι [ᾰ], Μέσ., μοιράζομαι κάτι μαζί με
άλλους, σχίζω και καταβροχθίζω, σε Ομήρ. Ιλ.
καταδεής, -ές (καταδέω Β), I. 1. αυτός που έχει ανάγκη,
στερημένος ενός πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ.· απόλ., ενδεής, άπορος, σε
Δημ. 2. συγκρ. καταδεέστερος, υποδεέστερος, κατώτερος, στον ίδ. κ.λπ. II.
επίρρ. -δεῶς, κυρίως στον συγκρ., καταδεεστέρως ἔχειν περί τι, είμαι
κατώτερος σε κάτι, στον ίδ.
κατα-δεῖ, απρόσ., υπάρχει έλλειψη, βλ. καταδέω Β.
347

κατα-δείδω, μέλ. -δείσω, απαρ. αορ. αʹ -δεῖσαι· φοβάμαι πολύ, τι,


σε Αριστοφ., Θουκ.
κατα-δείκνῡμι και -ύω, μέλ. -δείξω· Ιων. αόρ. αʹ κατέδειξα —
Παθ., Ιων. γʹ ενικ. υπερσ., κατεδέδεκτο· 1. ανακαλύπτω και δείχνω κάτι,
σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., ανακοινώνω, γνωστοποιώ ότι..., σε
Αισχίν. — Παθ. με μτχ., κατεδέδεκτο ἐοῦσα χρηστή, είχε αποδειχθεί ότι
ήταν χρήσιμη, σε Ηρόδ. 2. εφευρίσκω και διδάσκω, εισάγω, εκθέτω,
παρουσιάζω, σε Αριστοφ., Πλάτ.· με απαρ., υποδεικνύω, δείχνω τον τρόπο
με τον οποίο γίνεται κάτι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
κατα-δειλιάω, μέλ. -άσω [ᾱ], δείχνω δειλία, σημάδια φόβου, σε
Ξεν.
κατα-δέομαι, αποθ., θερμοπαρακαλώ, Λατ. deprecari, με γεν.
προσ., σε Πλάτ.
κατα-δέρκομαι, αόρ. αʹ κατεδέρχθην· αποθ.· κοιτώ προς τα κάτω,
επάνω σε, ρίχνω το βλέμμα μου επάνω σε, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
κατά-δεσμος, ὁ, λαιμοδέτης, στεφάνι, κορδέλα, ιμάντας· μαγικό
δέσιμο, σε Πλάτ.
κατα-δεύω, μέλ. -σω, καταβρέχω, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· λέγεται για
ποτάμι, ποτίζω, αρδεύω, πεδία, σε Ευρ.
κατα-δέχομαι, -δέξομαι, αποθ., 1. δέχομαι, αποδέχομαι, σε Πλάτ.
κ.λπ. 2. δέχομαι πίσω, δέχομαι πάλι εξόριστο άνδρα στην πατρίδα, σε Ρήτ.·
Παθ. αορ. αʹ καταδεχθῆναι, με Παθ. σημασία, σε Λουκ.
κατα-δέω (Α), μέλ. -δήσω, I. 1. δένω ή προσδένω, δένω γερά,
σφιχτά, σε Όμηρ., Ηρόδ. — Παθ., καταδεδεμένος τοὺς ὀφθαλμούς, έχοντας
τα μάτια του δεμένα, κλειστά, σε Ηρόδ.· ἐν φόβῳ καταδεθεῖσα, σε Ευρ.·
καταδεῖται ψυχὴ ὑπὸ τοῦ σώματος, σε Πλάτ. — Μέσ., δένω πάνω μου, στον
εαυτό μου, σε Ευρ. 2. βάζω στα δεσμά, δεσμεύω, φυλακίζω, σε Ηρόδ.,
Θουκ. κ.λπ.· κ. τὴν ἐπὶ θανάτῳ, (ενν. δέσιν), δένω κάποιον για εκτέλεση,
του περνάω δεσμά, τον συλλαμβάνω και τον οδηγώ προς εκτέλεση, σε
Ηρόδ. 3. καταδικάζω κάποιον για κάποιο έγκλημα, κ. τινὰ φῶρα εἶναι,
στον ίδ. II. δεσμεύω, σταματώ, κωλύω, εμποδίζω, ἀνέμων κατέδησε
κελεύθους, σε Ομήρ. Οδ.· κατέδησε κέλευθα, σταμάτησε την πορεία μου,
στο ίδ.
καταδέω (Β), μέλ. -δεήσω, έχω ανάγκη, είμαι ελλιπής, χρειάζομαι,
με γεν., ιδίως, λέγεται για αριθμούς, καταδέει πεντεκαίδεκα σταδίων ὡς μὴ
εἶναι πεντακοσίων, χρειάζεται, υπολείπεται δεκαπέντε στάδια για να γίνει
πεντακόσια, σε Ηρόδ.
κατά-δηλος, -ον, ολοφάνερος, καταφανής, ορατός, σε Ηρόδ.,
Θουκ.· κατάδηλον ποιεῖν, γίνομαι φανερός, φανερώνομαι, ανακαλύπτομαι,
σε Ηρόδ., Σοφ.· κ. εἶναι, είμαι ολοφάνερος, σε Ηρόδ., Πλάτ.
κατα-δημᾰγωγέω, μέλ. -ήσω, κατακτώ με τα τεχνάσματα του
δημαγωγού — Παθ., ποδηγετούμαι με παρόμοια τεχνάσματα, σε Πλούτ.
348

κατα-δημοβορέω, μέλ. -ήσω (δημοβόρος), καταναλώνω


δημοσίως, σε Ομήρ. Ιλ.
κατα-διαιτάω, μέλ. -ήσω, παρακ. -δεδιῄτηκα (βλ. διαιτάω), ως
διαιτητής κρίνω εναντίον κάποιου, εκδίδω απόφαση εναντίον κάποιου,
καταδικάζω με γεν., σε Δημ. — Παθ., καταδικάζομαι, στον ίδ.
κατα-διαλλάσσω, μέλ. -ξω, ρυθμίζω, προσεγγίζω ξανά, σε
Αριστοφ.
κατα-δίδωμι, μέλ. -δώσω, παραχωρώ, προδίδω, φανερώνω· αμτβ.,
ανοίγομαι σε, ἡ Προποντὶς καταδιδοῖ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον, σε Ηρόδ.
κατα-δῐκάζω, μέλ. -άσω — Παθ., αόρ. αʹ κατεδικάσθην, παρακ.
καταδεδίκασμαι· I. εκδίδω απόφαση εναντίον κάποιου, επιβάλλω ποινή σ'
αυτόν, τον καταδικάζω, αντίθ. προς το ἀποδικάζω, με γεν. προσ. και αιτ.
πράγμ., κ. τινὸς θάνατον, επιβάλλω σε αυτόν την θανατική ποινή, σε
Ηρόδ.· με απαρ., κ. τινὸς τὰ ἔσχατα παθεῖν, καταδικάζω κάποιον στο να
υποστεί τις έσχατες ποινές, σε Ξεν. — Μέσ., ενεργώ με τέτοιο τρόπο ώστε
να εκδοθεί καταδικαστική απόφαση εναντίον κάποιου,
δίκηνκαταδικάζεσθαί τινος, σε Θουκ. — Παθ., καταδικασθείς,
καταδικασμένος, σε Πλάτ.· με απαρ., καταδικάζεται ἀποθανεῖν, σε Λουκ.·
λέγεται για δικαστική απόφαση, ἀντέλεγον μὴδικαίως σφῶν
καταδεδικάσθαι, ισχυρίζονταν ότι η καταδίκη τους ήταν άδικη, σε Θουκ.
II. διακηρύσσω με ρητή απόφαση, ανακοινώνω με σαφή απόφαση, σε Ξεν.
κατα-δίκη[ῐ], ἡ, καταδίκη· χρηματική ποινή, αποζημίωση, σε
Θουκ.
κατα-διώκω, μέλ. -ξω ή -ξομαι, καταδιώκω στενά, σε Θουκ.
κατα-δοκέω, μέλ. -δόξω, σκέφτομαι κάτι προς βλάβη κάποιου, με
απαρ., κ. τινα ποιεῖν τι, υποπτεύομαι ότι κάποιος ενεργεί με τέτοιο τρόπο,
σε Ηρόδ.· κ. σφέας εἶναι κλῶπας, υποπτεύομαι ότι αυτοί είναι κλέφτες,
στον ίδ.· επίσης, οὐκ ἄν κοτε κατέδοξα ἔνθεν ἦν, δεν θα μπορούσα ποτέ να
υποπτευθώ τίνος γιος ήταν, στον ίδ.
κατα-δοξάζω, μέλ. —άσω = καταδοκέω, σε Ξεν.
κατα-δουλόω, μέλ. -ώσω, I. 1. οδηγώ σε δουλεία, υποδουλώνω,
σκλαβώνω, σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., καταδεδούλωντο, κατεδουλώθησαν,
σε Ηρόδ. 2. Μέσ., κάνω κάποιον δούλο μου, υποδουλώνω,
εξανδραποδίζω, στον ίδ., σε Ξεν.· ομοίως και στον Παθ. παρακ., σε Ευρ.,
Πλάτ. II. υποδουλώνω, κυριεύω, κατακτώ το πνεύμα — Παθ., σε Ξεν.,
Πλάτ.
καταδούλωσις, -εως, ἡ, υποδούλωση, υποταγή, σε Θουκ.
κατα-δουπέω, μέλ. -ήσω, πέφτω με βαρύ γδούπο, σε Ανθ.
Κατάδουποι, -ων, αἱ, οι Καταρράκτες του Νείλου, σε Ηρόδ.
(Συνήθως ετυμολογείται από το καταδουπέω).
καταδράθω[ᾰ], υποτ. αορ. βʹ του καταδαρθάνω.
κατα-δρᾰμεῖν, απαρ. αορ. βʹ του κατα-τρέχω.
κατα-δρέπω, μέλ. -ψω, αποκόπτω, τί τινος, σε Ηρόδ.
349

καταδρομή, ἡ (καταδραμεῖν), επιδρομή, εισβολή, σε Θουκ. κ.λπ.·


μεταφ., βίαια προσβολή, επίθεση, εξύβριση, λοιδορία, προπηλακισμός, σε
Αισχίν.
κατάδρομος, -ον (καταδρᾰμεῖν), κατεστραμμένος, κυριευμένος,
ερημωμένος, σε Ευρ.
κατάδρυμμα, -ατος, τό, σχίσιμο, κομμάτιασμα ή κατασπάραγμα,
σε Ευρ.
καταδρύπτω, μέλ. -ψω, σχίζω σε κομμάτια, κομματιάζω, ξεσχίζω,
κατασπαράσσω, σε Ανθ. — Μέσ., σε Ησίοδ.
κατα-δῠναστεύω, μέλ. -σω, καταπιέζω, σε Ξεν.
καταδύνω, βλ. καταδύω.
κατάδῠσις, -εως, ἡ (καταδύω), καταβύθιση, κατέβασμα, κάθοδος,
κατηφόρισμα, κατάβαση, σε Λουκ.
κατα-δῠσωπέω, μέλ. -ήσω, κάνω κάποιον να ντραπεί μέσω θερμής
παράκλησης, σε Λουκ.
καταδύω ή -δύνω[ῡ]· I. αμτβ., με Ενεργ. ενεστ., καταδύνω και
Μέσ. καταδύομαι· μέλ. -δύσομαι, Μέσ. αόρ. αʹ -εδῡσάμην, Επικ. βʹ και γʹ
ενικ. -δύσεο, -δύσετο· Ενεργ. αορ. βʹ κατέδυν, παρακ. καταδέδῡκα· I. 1.
κατεβαίνω, βυθίζομαι, δύω, λέγεται για τον ήλιο, ἠέλιος κατέδυ, σε Ομήρ.
Ιλ.· ἐς ἠέλιον καταδύντα, μέχρι που έδυσε ο ήλιος, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται
για πλοία, βυθίζομαι ή καλύτερα ακινητοποιούμαι, αχρηστεύομαι (βλ.
κατωτ. II), σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, καταδεδυκώς, αυτός
που έχει χωθεί μέσα, σε Αριστοφ. 2. διεισδύω, εισέρχομαι, με αιτ.,
καταδῦναι ὅμιλον, μάχην δόμον, πόλιν, σε Όμηρ.· ακολουθ. από πρόθ.,
καταδυσόμεθ' εἰς Ἀΐδαο δόμους, θα κατέλθουμε, θα κατέβουμε στον Άδη,
σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με την έννοια της μυστικότητας, διεισδύω δόλια σε,
χώνομαι κρυφά σε, τρυπώνω σε, σε Πλάτ. 3. μπαίνω κρυφά και κρύβομαι,
καταδύομαι ὑπὸτῆς αἰσχύνης, σε Όμηρ. II. Μεταβατικό, κάνω κάτι να
βυθιστεί, καταβυθίζω, Λατ. submergere, ἐμὲ καταδύουσι τῷ ἄχει, σε Ξεν.·
κυρίως σε αόρ. αʹ, τοὺς γαυλοὺς καταδύσας, σε Ηρόδ.· καταδῦσαι ναῦν,
καταστρέφω το καράβι μέχρι το σημείο επιφάνειας της θάλασσας, δηλ. το
καθιστώ εξολοκλήρου άχρηστο προς πλεύση, στον ίδ., σε Θουκ.
κατ-ᾴδω, Ιων. -αείδω, μέλ. -ᾴσομαι, τραγουδώ προς, Λατ. occinere,
και παρομοίως· I. μτβ., θέλγω ή κατευνάζω τραγουδώντας, σε Λουκ.· με
δοτ., τραγουδώ ξόρκι ή επωδό (ἐπῳδή) σε κάποιον άλλο, σε Ηρόδ. 2.
ξεκουφαίνω με το τραγούδι, σε Λουκ. — Παθ., έχω κάποιον μπροστά μου
που τραγουδά, στον ίδ. II. τραγουδώ ως επωδή, ως ρυθμική ή μελωδική
επανάληψη, βάρβαρα μέλη, σε Ευρ.
κατα-δωροδοκέω, μέλ. -ήσω, διαφθείρομαι με δώρα ή
δωροδοκούμαι, σε Αριστοφ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ.
κατ-αείδω, Ιων. αντί κατᾴδω.
καταειμένος, -η, -ον, Παθ. μτχ. του κατα-έννυμι.
καταείνυον, Επικ. παρατ. του κατα-έννυμι.
350

καταείσατο, Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ του κάτειμι.


κατα-έννῡμι ή -εινύω, μόνο σε παρατ., αόρ. αʹ και Παθ. παρακ.·
ντύνω, καλύπτω, σκεπάζω, θριξὶ νέκυν καταείνυσαν, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ.,
ὄρος καταειμένον ὕλῃ, σε Ομήρ. Οδ.
κατ-αζαίνω, καταξηραίνω, στεγνώνω, καταζήνασκε δὲ δαίμων (Ιων.
αόρ. αʹ), σε Ομήρ. Οδ.
κατα-ζάω, μέλ. -ζήσω, ζω, περνώ την ζωή μου, σε Ευρ., Πλάτ.
κατα-ζεύγνῡμι και -ύω, μέλ. -ζεύξω· ζεύω, ζευγαρώνω μαζί, ζεύω,
σε Πίνδ. — Παθ., ενώνομαι, σε Πλάτ. 2. Παθ. επίσης, δεσμεύομαι,
περιορίζομαι, φυλακίζομαι, σε Ηρόδ., Σοφ.
κατάζευξις, -εως, ἡ, σύζευξη· αντίθ. προς το ἀνάζευξις,
στρατοπέδευση, σε Πλούτ.
κατ-αζήνασκε, γʹ ενικ. Ιων. παρατ. του κατ-αζαίνω.
κατα-ζώννῡμι και -ύω, μέλ. -ζώσω, δένω σφιχτά, ζώνω σφιχτά,
σφίγγω γερά — Μέσ., ζώνομαι, σε Ευρ.
κατᾰ-θαμβέομαι, Παθ., είμαι έκθαμβος, έκπληκτος, κατάπληκτος,
με αιτ., σε Πλούτ.
κατα-θάπτω, μέλ. -ψω, θάβω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
κατα-θαρσύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, ενθαρρύνω ή παροτρύνω, εξωθώ
κάποιον σε κάτι, τινὰπρὸς τὸ μέλλον, σε Πλούτ. — Παθ., στον τύπο
καταθρασύνομαι, σε Λουκ.
κατα-θεάομαι, μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ., βλέπω κάτι από ψηλά,
παρατηρώ από ψηλά, σε Ξεν.· γενικά, παρατηρώ, ατενίζω, στον ίδ.
καταθεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του κατα-τίθημι.
καταθεῖο, βʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ ευκτ. του κατα-τίθημι.
καταθείομαι, Επικ. αντί κατα-θέωμαι, -θῶμαι, υποτ. Μέσ. αορ. βʹ
του κατα-τίθημι· καταθείομεν, αντί κατα-θέωμεν, -θῶμεν, αʹ πληθ. υποτ.
αορ. βʹ.
κατα-θέλγω, μέλ. -ξω, υποτάσσω, κυριεύω, κατακτώ με ξόρκια ή
μαγικά τεχνάσματα, σε Ομήρ. Οδ.
κατάθελξις, -εως, ἡ, μαγικό τέχνασμα, μαγεία, σε Λουκ.
καταθεματίζω = ἀναθεματίζω, καταριέμαι, σε Κ.Δ.
κατα-θέω, μέλ. -θεύσομαι, I. τρέχω προς τα κάτω, σε Θουκ., Ξεν.·
λέγεται για πλοία, μπαίνω στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, σε Ξεν. II.
πραγματοποιώ επιθέσεις και λεηλασίες, στον ίδ.· με αιτ., λεηλατώ,
καταστρέφω μια χώρα, σε Θουκ., Ξεν.
κατα-θεωρέω, μέλ. -ήσω, παρατηρώ, ατενίζω από ψηλά, σε Πλάτ.
κατα-θήγω, μέλ. -ξω, οξύνω, ακονίζω, σε Ανθ.
κατα-θηλύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, κάνω κάποιον θηλυπρεπή, εκθηλύνω,
σε Λουκ.
*καταθήπω, άχρηστος ενεστ. του κατατέθηπα.
κατ-αθλέω, μέλ. -ήσω, γυμνάζομαι πολύ, ἠθληκότες,
καλογυμνασμένοι, λέγεται για στρατιώτες, σε Πλούτ.
351

κατα-θλίβω[ῡ], μέλ. -ψω, πιέζω κάτι επάνω σε κάτι άλλο,


συμπιέζω· μτχ. Παθ. αορ. βʹ, καταθλῐβείς, σε Πλούτ.
κατα-θνῄσκω, μέλ. κατα-θανοῦμαι, συγκοπτ. κατ-θανοῦμαι, αόρ. βʹ
κατέθᾰνον, Επικ. κάτθᾰνον· παρακ. -τέθνηκα· 1. φθίνω, σβήνω, πεθαίνω,
και σε αόρ. βʹ και παρακ., είμαι νεκρός, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. 2. εκλείπω,
γίνομαι άφαντος, εξαφανίζομαι, σε Μόσχ., Βίωνα.
κατα-θνητός, -ή, -όν, θνητός, σε Ομήρ. Ιλ.
καταθορεῖν, απαρ. αορ. βʹ του καταθρῴσκω.
κατα-θορῠβέω, μέλ. -ήσω, σηκώνω θόρυβο εναντίον κάποιου, σε
Πλάτ.
κατα-θρᾰσύνω, βλ. καταθαρσύνω.
κατα-θραύω, μέλ. -σω, σπάω σε κομμάτια, κομματιάζω, συντρίβω,
σε Πλάτ.
κατα-θρηνέω, μέλ. -ήσω, κλαίω, μοιρολογώ, θρηνώ, σε Ευρ.
κατα-θρῴσκω, μέλ. -θοροῦμαι, αόρ. βʹ κατέθορον· πηδώ κάτω, σε
Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., κ. τὴν αἱμασίην, πηδώ από τον φράχτη κάτω, σε Ηρόδ.
κατ-αθῡμέω, μέλ. -ήσω, αποθαρρύνομαι εντελώς, χάνω ολότελα το
θάρρος μου, σε Ξεν.
κατα-θύμιος[ῡ], -α, -ον (θυμός), I. αυτός που βρίσκεται στο μυαλό
ή στην σκέψη, σε Ομήρ. Οδ.· μηδέ τί τοι θάνατος κατ. ἔστω, ας μην κάθεται
ο θάνατος βαρύς πάνω στην καρδιά σου, σε Ομήρ. Ιλ. II. σύμφωνος με την
διάθεση κάποιου, ικανοποιητικός, σε Θέογν., Ηρόδ.
κατα-θύω, μέλ. -σω, I. 1. θυσιάζω, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. προσφέρω,
αφιερώνω, τὴν δεκάτην, σε Ξεν. II. Μέσ., φίλτροις καταθύσομαι, θα
αναγκάσω με μαγικές θυσίες, σε Θεόκρ.
κατα-θωρᾱκίζομαι, Παθ., εξοπλίζομαι από..., θωρακίζομαι σε όλα
τα σημεία, σε Ξεν.
καταί-βᾰσις, -εως, ἡ, ποιητ. αντί κατάβασις, σε Ανθ.
καταιβάτης[ᾰ], ποιητ. αντί καταβάτης, -ου, ὁ (καταβαίνω), 1.
επίθετο του Δία που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές, σε Αριστοφ.·
επίσης λέγεται για τον κεραυνό του, κάθετος, αυτός που εξακοντίζεται,
επιρρίπτεται, εκτοξεύεται, σε Αισχύλ. 2. λέγεται για τον Ἀχέροντα, αυτός
πάνω στον οποίο κατεβαίνει κανείς, καθοδικός, κατηφορικός, σε Ευρ.
καταιβᾰτός, -ή, -όν, ποιητ. αντί καταβατός, θύραι κ., πύλες μέσω
των οποίων οι άνθρωποι κατηφορίζουν, αυτός που οδηγεί προς τα κάτω,
σε Ομήρ. Οδ.
κατ-αιγίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, ορμώ προς τα κάτω σαν θύελλα, σε
Αισχύλ.· γενικά, είμαι θυελλώδης, ορμητικός, σε Ανθ.
κατ-αιδέομαι, αποθ. με Μέσ. μέλ. -αιδέσομαι, Παθ. αόρ. αʹ -
δέσθην· νιώθω ντροπή ή σεβασμό μπροστά σε κάποιον, στέκομαι ενδεής,
φοβισμένος ενώπιόν του, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., ντρέπομαι να
κάνω κάτι, σε Ευρ.
352

κατ-αιθᾰλόω, μέλ. -ώσω, κάνω στάχτη, κατακαίω, σε Ευρ.,


Αριστοφ. — Παθ., (Τροίας), πυρὶ κατῃθαλωμένης, σε Ευρ.
κατ-αιθύσσω, μέλ. -ξω, κυματίζω ή επιπλέω προς τα κάτω,
πλόκαμοι νῶτον καταίθυσσον, σε Πίνδ.· Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν, ο
Κάστορας ρίχνει την λάμψη του στο παραγώνι, στον ίδ.
κατ-αίθω, κατακαίω, κάνω στάχτη, σε Αισχύλ., Ευρ.· μεταφ.,
λέγεται για τον έρωτα, σε Θεόκρ.
κατ-αικίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ — Παθ., παρακ. κατῄκισμαι· πληγώνω
βαριά, καταστρέφω ολοκληρωτικά, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και στη Μέσ.,
σε Ευρ.
καταίνεσις, -εως, ἡ, συναίνεση, συμφωνία· μνήστευση,
αρραβώνας, σε Πλούτ.
κατ-αινέω, μέλ. -έσω, ποιητ. -ήσω, 1. συναινώ, συμφωνώ σε κάτι,
επιδοκιμάζω, εγκρίνω, με αιτ. πράγμ., σε Ηρόδ.· επίσης με δοτ. πράγμ., σε
Θουκ. 2. συμφωνώ ή υπόσχομαι να κάνω κάτι, με απαρ., σε Πίνδ., Σοφ.·
επίσης, κ.τοῦτον βασιλέα σφίσι εἶναι, συμφωνώ να είναι αυτός βασιλιάς, σε
Ηρόδ. 3. παρέχω, παραχωρώ, υπόσχομαι, σε Σοφ.· δίνω υπόσχεση γάμου,
αρραβωνιάζω, σε Ευρ.
κατ-αιρέω, Ιων. αντί καθ-αιρέω.
κατ-αίρω, μέλ. -ᾰρῶ, αμτβ. I. κατεβαίνω, εφορμώ, βουτώ, λέγεται
για πτηνά, σε Αριστοφ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Ευρ. κ.λπ. II. για πλοία,
μπαίνω στο λιμάνι, καταπλέω, σε Θουκ.
κατ-αισθάνομαι, μέλ -αισθήσομαι, αποθ., καταλαβαίνω,
αντιλαμβάνομαι κάτι πλήρως, σε Σοφ.
κατ-αίσιος, -ον, εξ ολοκλήρου δίκαιος, σε Αισχύλ.
κατ-αισχυντήρ, -ῆρος, ὁ, αυτός που ατιμάζει, σε Αισχύλ.
κατ-αισχύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, I. καταισχύνω, εξευτελίζω, ατιμάζω,
ντροπιάζω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· τὴνσὴν οὐ κατ. φύσιν, δεν
ντροπιάζω την φύση σου, δηλ. δεν αποδεικνύομαι ανάξιος, κατώτερός
σου, σε Σοφ.· ἐμὸν καταίσχυνε χρέος, με εξευτέλισε γιατί το χρέος μου
παρέμεινε απλήρωτο, σε Πίνδ. II. Μέσ., αισθάνομαι ντροπή ενώπιον,
μπροστά σε, θεούς, σε Σοφ.· ομοίως και σε Παθ. αόρ. αʹ καταισχυνθῆναι,
ὅπως μὴ δόξει, ντρέπομαι μήπως θεωρηθώ, σε Θουκ.
κατα-ΐσχω, Επικ. αντί κατ-ίσχω, σε Ομήρ. Οδ.
κατ-αιτιάομαι, μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ. I. 1. κατηγορώ, κατακρίνω,
μέμφομαι, προσβάλλω, σε Ηρόδ., Δημ. — Μέσ., κατηγορώ και
κατηγορούμαι, σε Ηρόδ. 2. με αιτ. πράγμ., αποδίδω κάτι σαν κατηγορία
εναντίον κάποιου άλλου, καταλογίζω, ἀμαθίαν, σε Θουκ. II. η Παθ. μτχ.
αορ. αʹ καταιτιαθείς, χρησιμ. με Παθ. σημασία, κατηγορούμενος,
εναγόμενος, στον ίδ., σε Ξεν.
καταῖτυξ, -ῠγος, ἡ, χαμηλή περικεφαλαία ή σκούφος του κεφαλιού
από δέρμα ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
353

κατ-αιωρέομαι, Παθ., κρεμιέμαι προς τα κάτω, κατῃωρεῦντο (Ιων.


παρατ.), σε Ησίοδ.
κατα-καγχάζω, μέλ. -σω, χλευάζω κάποιον, τινός, σε Ανθ.
κατα-καιέμεν, Επικ. αντί -καίειν, απαρ. του κατακαίω.
κατα-καίνω = κατακτείνω, μόνο σε αόρ. βʹ κατέκανον, σε Ξεν.
κατα-καίριος, -ον = καίριος, σε Ανθ.
κατα-καίω, Αττ. -κάω [ᾱ], Επικ. απαρ., κατακαιέμεν· μέλ. -καύσω,
αόρ. αʹ κατέκαυσα, Επικ. κατέκηα, αʹ πληθ. υποτ. κατακήομεν ή -κείομεν
(αντί -κήωμεν), απαρ. κατακῆαι, συγκοπτ. κακκῆαι· παρακ. -κέκαυκα —
Παθ., μέλ. -καυθήσομαι, αόρ. αʹ κατεκαύθην, αόρ. βʹ κατεκάην, παρακ. -
κέκαυμαι· (πρβλ. καίω)· I. καίω εντελώς, αφανίζω, καταστρέφω εντελώς,
κατακαίω ολοκληρωτικά, σε Όμηρ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· κ. τοὺς μάντιας,
τους έκαψαν ζωντανούς, σε Ηρόδ.· ζώοντα κατακαυθῆναι, στον ίδ. II.
Παθ., λέγεται για φωτιά, σε τμήση, κατὰ πῦρ ἐκάη, είχε καεί εντελώς, είχε
καεί και σβήσει, σε Ομήρ. Ιλ.
κατα-κᾰλέω, μέλ. -έσω, καλώ κάτω, συγκαλώ, προσκαλώ, σε
Θουκ. — Μέσ., σε Πλούτ.
κατα-κᾰλύπτω, μέλ. -ψω, καλύπτω από πάνω, καλύπτω εντελώς,
σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. — Μέσ. σε τμήση, κατὰ κρᾶτα καλυψάμενος,
έχοντας καλύψει το κεφάλι του, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και -καλυψάμενος
μόνο του, έχοντας σκεπάσει με πέπλο τον εαυτό του, σε Ηρόδ.· επίσης -
κεκαλυμμένος, στον ίδ., Πλάτ.
κατα-κάμπτω, μέλ. -ψω, λυγίζω προς τα κάτω, ώστε να σχηματίζω
κοίλωμα, σε Πλάτ.· μεταφ., κ. ἐλπίδας, τις καταστρέφω, τις ανατρέπω, τις
εξαφανίζω τις ελπίδες, σε Ευρ. — Παθ., κάμπτομαι, λυγίζω (μέσω
ικεσίας), σε Αισχίν.
κατα-κάρφομαι, Παθ., ξεραίνομαι, πέφτω κάτω ξερός, σε Αισχύλ.
κατακαύσας, μτχ. αορ. αʹ του κατακαίω.
κατα-καυχάομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., καυχιέμαι εναντίον κάποιου,
υπερηφανεύομαι, τινος ή κατά τινος, σε Κ.Δ.· δεν έχω φόβο για..., δεν
φοβάμαι, τινος, στο ίδ.
κατακεῖαι, Επικ. απαρ. αορ. αʹ του κατακαίω.
κατά-κειμαι, Επικ. γʹ πληθ. κατακείαται, Ιων. -κέαται· υποτ. -
κέωμαι — Παθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ. με Μέσ. μέλ. -κείσομαι· 1.
κατακλίνω, πλαγιάζω, είμαι ξαπλωμένος, σε Όμηρ., σε Αριστοφ. 2.
κρύβομαι, μένω κρυμμένος, ενεδρεύω, παραμονεύω, σε Όμηρ. 3.
βρίσκομαι αποθηκευμένος, Λατ. reponi, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. 4. βρίσκομαι
στο κρεββάτι ως ασθενής, σε Ηρόδ.· επίσης, αδρανώ, τεμπελιάζω, σε Ξεν.
5. είμαι ξαπλωμένος κατά την διάρκεια του φαγητού, Λατ. accumbere,
πῖνε, κατάκεισο, σε Αριστοφ. 6. λέγεται για στεριά, βρίσκομαι λοξά,
κατηφορικά προς τη θάλασσα (ομοίως και το Usticae cubantis του Οράτ.),
σε Πίνδ.
354

κατα-κείομεν, Επικ. αντί -κέωμεν, I. υποτ. αορ. αʹ του κατακαίω.


II. επίσης υποτ. του κατακείω.
κατα-κείρω, μέλ. -κερῶ, I. αποκόπτω, ψαλιδίζω — Μέσ., κ. τὰς
κεφαλάς, κουρεύουν τα μαλλιά τους μέχρι το δέρμα, σε Ηρόδ. II. μεταφ.,
αποκόπτω, καταστρέφω, ερημώνω, σε Ομήρ. Οδ.
κατα-κείω, χρησιμ. ως μέλ. του κατάκειμαι, κατακείτετε οἴκαδ'
ἰόντες, σε Ομήρ. Οδ.· σπείσαντες κατακείομεν (Επικ. αντί -κείωμεν), στο
ίδ.· κακκείοντες ἔβαν (Επικ. μτχ.), πήγαν να αναπαυθούν, να κοιμηθούν,
σε Όμηρ.
κατακέκλῐσο, βʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του κατακλίνω.
κατακεκράκτης, -ου, κλητ. -κεκρᾱκτα, ὁ, αυτός που διαβάλλει,
δυσφημιστής, φωνακλάς, σε Αριστοφ.
κατα-κελεύω, μέλ. -σω, I. επιβάλλω, διατάσσω σιωπή, σε
Αριστοφ.· γενικά, προστάζω, με απαρ., σε Πλούτ. II. λέγεται για τον
κελευστήν, δίνω τα προστάγματα και καθορίζω τον χρόνο και τον ρυθμό
της κωπηλασίας, σε Αριστοφ.
κατα-κερδαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, κερδίζω, αποκομίζω άδικα κέρδος από
κάτι, σε Ξεν.
κατα-κερματίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, αλλάζω, χαλώ σε μικρά
νομίσματα· γενικά, διαιρώ σε μικρά μέρη, διανέμω, διαμοιράζω, σε Πλάτ.
κατα-κερτομέω, μέλ. -ήσω, χλευάζω έντονα, σε Ηρόδ.
κατα-κηλέω, μέλ. -ήσω, σαγηνεύω, γοητεύω, καταπραΰνω,
διασκορπίζω, διασκεδάζω (πόνο, θλίψη), Λατ. delinire, σε Σοφ.
κατακήομεν, Επικ. αντί -κήωμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του
κατακαίω.
κατα-κηρόω, μέλ. -ώσω, καλύπτω, σκεπάζω με κερί, σε Ηρόδ.
κατα-κηρύσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. προκηρύσσω, διακηρύσσω
ή προστάζω μέσω δημοσίου κήρυκα, σε Ξεν. II. λέγεται σε δημοπρασία,
κ. τι εἴς τινα, κατακυρώνω σε κάποιον, σε Πλούτ.
κατα-κλαίω, Αττ. -κλάω [ᾱ]· μέλ. κλαύσομαι· 1. κλαίω, μοιρολογώ
δυνατά, θρηνώ, θρηνολογώ, σε Αριστοφ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ευρ.
2. απόλ., θρηνώ μεγαλοφώνως, στον ίδ.
κατα-κλᾴξασθαι, Δωρ. αντί -κλῄσασθαι, Μέσ. αορ. αʹ του
κατακλείω.
κατα-κλάω[ᾱ], Αττ. αντί κατακλαίω.
κατα-κλάω[ᾰ], παρατ. κατέκλων, αόρ. αʹ -έκλᾰσα — Παθ., αόρ. αʹ
-εκλάσθην, παρακ. -κέκλασμαι· I. τσακίζω, μικραίνω κάτι σπάζοντάς το,
αποκόπτω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. II. μεταφ., συντρίβω, οὐδένα ὅντινα οὐ
κατέκλασε, μας τσάκισε όλους, συνέτριψε την καρδιά όλων μας, σε Πλάτ.
— Παθ., κατεκλάσθη φίλον ἦτορ, σε Ομήρ. Οδ.· φρένας κατεκλάσθη, σε
Ευρ.
κατα-κλείς, -εῖδος, ἡ, εργαλείο για το κλείσιμο της πόρτας, κλειδί,
σε Αριστοφ.
355

κατα-κλείω, Ιων. -κληΐω, αρχ. Αττ. -κλῄω· Ιων. μέλ. -κληΐσω,


Δωρ. κατακλᾴξω — Μέσ., αόρ. αʹ κατεκλεισάμην, Δωρ. κατεκλᾳξάμην —
Παθ., αόρ. αʹ κατεκλείσθην, Ιων. κατεκληΐσθην, παρακ. κατα-κέκλειμαι ή -
κέκλεισμαι· I. 1. με αιτ. προσ., κλείνω εντός, εγκλείω ταριχευμένο σώμα
στη θήκη του, σε Ηρόδ.· τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ., τους ανάγκασε να
καταφύγουν στο νησί και εκεί τους απέκλεισε, σε Θουκ. — Μέσ.,
κλείνομαι μέσα, εγκλείομαι, σε Ξεν.· κατακλᾴξασθαι, κλείνω την νύφη
μαζί μου (στο νυφικό δωμάτιο), σε Θεόκρ. 2. μεταφ., νόμῳ κ., αναγκάζω,
δηλ. υποχρεώνω, εξαναγκάζω, σε Δημ.· επίσης, εἰς κίνδυνον μέγιστον
κατακεκλεῖσθαι, αφού κατάντησε, στον ίδ. II. με αιτ. πράγμ., σφαλίζω,
κλείνω, τὰς πυλίδας, σε Ηρόδ.· τὰ ἱρά, στον ίδ. κ.λπ.
κατα-κληρο-δοτέω (κλῆρος, δίδωμι), μέλ. -ήσω, διανέμω,
μοιράζω με κλήρο, σε Κ.Δ.
κατα-κληρονομέω, μέλ. -ήσω, αποκτώ μέσω κληρονομιάς, σε
Πλούτ.
κατα-κληρόω, μέλ. -ώσω, διανέμω σε μερίδια, σε μερίδες — Μέσ.,
λαμβάνω το μερίδιό μου, σε Πλούτ.
κατακλῐθείς, μτχ. Παθ. αορ. αʹ του κατακλίνω· κατακλῐνείς, αόρ.
βʹ.
κατακλῐνής, -ές, κατηφορικός, επικλινής, σε Ανθ.
κατα-κλίνω[ῑ], μέλ. -κλῐνῶ — Παθ., αόρ. αʹ κατεκλίθην [ῐ]· αόρ. βʹ
κατ-εκλίνην [ῐ], μτχ. -κλῐνείς· μέλ. -κλῐνήσομαι· I. βάζω κάτι κάτω, βάζω
κάτι να καθίσει, (δόρυ) κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ, σε Ομήρ. Οδ.· κατ. τοὺς
Πέρσας εἰς λειμῶνα, αφού τους έκανε να ακουμπήσουν για δείπνο σε
κάποιο λιβάδι, σε Ηρόδ.· κ. τινὰ εἰς Ἀσκληπιοῦ, βάζω ασθενή να κοιμηθεί
στον ιερό ναό του Ασκληπιού, έτσι ώστε να γιατρευτεί, σε Αριστοφ. —
Παθ., κάθομαι στο τραπέζι, κάθομαι για φαγητό, Λατ. accumbere, σε
Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. II. μεταφ., βάζω κάποιον μπρούμυτα, ανατρέπω,
αναποδογυρίζω, σε Θέογν.
κατάκλῐσις, -εως, ἡ, I. κάνω κάποιον να κατακλιθεί, να καθίσει στο
τραπέζι, σε Πλάτ.· ἡ κ. τοῦ γάμου, γαμήλιο τραπέζι, σε Ηρόδ. II. (από την
Παθ.), συμμετοχή κάποιου σε δείπνο, σε Πλάτ.
κατα-κλύζω, μέλ. -κλύσω [ῠ], ποιητ. -κλύσσω, I. κατακλύζω,
πλημμυρίζω, ξεχειλίζω, σκεπάζω με νερό, υπερχειλίζω, σε Ηρόδ. κ.λπ.·
μεταφ., ξεχειλίζω, κατακλύζω, καταβάλλω, νικώ, τσακίζω, συντρίβω, σε
Ευρ., Πλάτ. — Παθ., κύματι κατακλυσθῆν (απαρ. αορ. αʹ, ποιητ. αντί -
κλυσθῆναι), σε Αισχύλ. II. 1. ξεπλένω ή παρασύρω, σε Πίνδ. 2. αποπλένω,
σε Ξεν.
κατακλυσμός, ὁ, πλημμύρισμα, ξεχείλισμα· μεταφ., σε Δημ.
κατα-κνάω, μέλ. -κνήσω, αποξύνω, απομακρύνω, διώχνω, σε
Αριστοφ.
κατα-κνήθω, = το προηγ. — Παθ., σε Αριστοφ.
356

κατα-κνίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, κάνω


κομματάκια, ξεσχίζω, κουρελιάζω, σε Λουκ. II. γαργαλάω· — Παθ., έχω
φαγούρα, υποφέρω από κνησμό, σε Αριστοφ.
κατα-κοιμάω, μέλ. -ήσω· I. αμτβ., κοιμάμαι καθ' όλη τη διάρκεια,
κ. τὴν φυλακήν, κοιμάμαι καθ' όλη τη διάρκεια της βάρδιας μου, σε Ηρόδ.·
ομοίως και, κατακοιμῆσαι τὴν ἡμέραν, σε Ξεν.· απόλ., πηγαίνω για ύπνο,
σε Ηρόδ. II. ως μτβ., βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω, καταπραΰνω,
σε Σοφ. — Παθ., αόρ. αʹ κατακοιμηθῆναι, για να κοιμηθεί, σε Ομήρ. Ιλ.,
Ηρόδ.
κατα-κοιμίζω, μέλ. -σω = κατακοιμάω II, σε Πλάτ., Λουκ.
κατα-κοινωνέω, μέλ. -ήσω, συμμετέχω, σε Δημ.· κ. τὰ τῆς πόλεως,
μοιράζονται τη δημόσια περιουσία μεταξύ τους, σε Αισχίν.
κατ-ᾰκολουθέω, μέλ. -ήσω, ακολουθώ μετά από κάποιον,
υπακούω, σε Πλούτ.
κατα-κολπίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ (κόλπος), προσορμίζομαι σε κόλπο,
σε Θουκ.
κατα-κολυμβάω, μέλ. -ήσω, καταδύομαι, σε Θουκ.
κατακομῐδή, ἡ, μεταφορά προς την παραλία για πραγματοποίηση
εξαγωγής εμπορευμάτων, σε Θουκ.
κατα-κομίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, 1. φέρνω προς τα κάτω, ιδίως, από τα
μεσόγεια στην παραλία, σε Θουκ. 2. κ. ναῦν, την οδηγώ στο λιμάνι, σε
Δημ. 3. μεταφ., οδηγώ σε καταφύγιο, στον ίδ.
κατά-κομος, -ον (κόμη), αυτός που έχει μακριά και πλούσια
μαλλιά, σε Ευρ.
κατᾰκονά, ἡ (κατακαίνω), = διαφθορά, καταστροφή, σε Ευρ.
κατα-κονδῠλίζω (κόνδυλος), καταβάλλω με γροθιές, γρονθοκοπώ,
ραπίζω, χαστουκίζω, σε Αισχίν.
κατ-ᾰκοντίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, καταβάλλω, καταρρίπτω με ακόντιο,
σε Ηρόδ., Δημ.
κατα-κόπτω, μέλ. -ψω, I. 1. κόβω και ρίχνω καταγής, θερίζω,
κομματιάζω, τεμαχίζω, διαμελίζω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., μτχ.
αορ. βʹ κατακοπείς, κομματιασμένος, διαμελισμένος, τεμαχισμένος, σε
Ηρόδ. 2. σκοτώνω, σφαγιάζω, στον ίδ., σε Αττ. 3. με στρατιωτική
σημασία, διαμελίζω, συντρίβω, πετσοκόβω, κατακερματίζω, σε Δημ. —
Παθ., απαρ. αόρ. βʹ κατακοπῆναι, σε Ξεν. 4. γενικά, σπάω σε κομμάτια,
καταστρέφω, σε Δημ. II. κόβω νομίσματα, σε Ηρόδ., Ξεν.
κατα-κορής, -ές (κορέννυμι), χορτασμένος, υπερπλήρης,
κορεσμένος· μεταφ., άπληστος, αχόρταγος, υπέρμετρος, υπερβολικός, σε
Πλάτ.
κατάκορος, -ον = κατακορής· επίρρ. -ρως, υπερβολικά, υπέρμετρα,
παρά Δημ.
κατα-κοσμέω, μέλ. -ήσω, I. 1. ρυθμίζω, βάζω σε τάξη ή σε σειρά,
τακτοποιώ, σε Ομήρ. Οδ. (στη Μέσ.)· ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει ὀϊστόν, το
357

τοποθέτησε, το προσάρμοσε στην χορδή του τόξου, σε Ομήρ. Ιλ. 2.


εφοδιάζω εντελώς, προμηθεύω, σε Αριστοφ., Πλάτ. II. επαναφέρω στην
τάξη, σε Πλούτ.
κατ-ᾰκούω, μέλ. -σομαι, 1. ακούω και υπακούω, υποτάσσομαι σε
κάποιον, με δοτ., σε Ηρόδ.· με γεν., τινός, σε Δημ. 2. ακούω με προσοχή ή
δίνω ακρόαση σε κάποιον, στον ίδ. 3. ακούω καθαρά, τι ή τινά, σε Ευρ.,
Θουκ. κ.λπ.· τινός, σε Αριστοφ.
κατα-κράζω, μέλ. -κεκράξομαι, καταβάλλω με κραυγές, υπερτερώ,
υπερέχω στις κραυγές, σε Αριστοφ.
κατα-κρᾰτέω, μέλ. -ήσω, υπερισχύω, υπερτερώ, τινός· απόλ.,
υπερισχύω, επιβάλλομαι, κυριαρχώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· λέγεται για όνομα,
επικρατώ, γίνομαι αποδεκτός, καθιερώνομαι, ισχύω, σε Ηρόδ.
κατα-κρέμᾰμαι, Παθ., κρεμιέμαι προς τα κάτω, αιωρούμαι, σε
Ηρόδ.
κατα-κρεμάννυμι, μέλ. -κρεμάσω, κρεμώ προς τα κάτω, σε Ομήρ.
Οδ., Ηρόδ.
κατακρῆθεν, επίρρ., καλύτερο κατὰ κρῆθεν, βλ. κράς II.
κατα-κρήμνᾰμαι, Παθ., κατακρέμαμαι, σε Αριστοφ.
κατα-κρημνίζω, μέλ. -σω, 1. ρίχνω στον γκρεμό, σε Δημ., Πλούτ.
2. γενικά, ρίχνω κατακέφαλα, ἐκ τριηρέων, σε Ξεν. — Παθ., γκρεμίζομαι,
στον ίδ.
κατά-κρημνος, -ον, απόκρημνος, τραχύς, απότομος, σε Βατραχομ.
κατάκρης, επίρρ., καλύτερα κατ' ἄκρης, βλ. ἄκρα.
κατάκρῐμα, τό, καταδίκη, κατάκριση, σε Κ.Δ.
κατα-κρίνω[ῑ], μέλ. -κρῐνῶ· 1. καταδικάζω, εκδίδω καταδικαστική
απόφαση εναντίον κάποιου, τινός — Παθ., τοῖσι κατακέκρῐται θάνατος,
έχουν καταδικασθεί σε θάνατο, σε Ηρόδ.· κατακεκριμένων οἱ τούτων, όταν
εξεδόθη, εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση εναντίον μου, σε Ξεν. 2. με
αιτ. προσ., καταδικάζω, κατέκρινάν μινἔκδοτον ἄγεσθαι, σε Ηρόδ.· κ. τινὰ
θανάτῳ, σε Κ.Δ. — Παθ., καταδικάζομαι, σε Ευρ., Ξεν.
κατα-κρύπτω, ποιητ. μτχ. κακκρύπτων, μέλ. -ψω, I. κρύβω,
σκεπάζω εντελώς, αποκρύπτω, συγκαλύπτω, σε Όμηρ. κ.λπ. II. απόλ.,
χρησιμοποιώ προκάλυψη, κρύβομαι, αποκρύπτομαι, λέγεται για τους
θεούς, σε Ομήρ. Οδ.
κατακρῠφή, ἡ, απόκρυψη, συγκάλυψη· πρόφαση, πρόσχημα,
υπεκφυγή, σε Σοφ.
κατα-κρώζω, κρώζω, καταβάλλω, ενοχλώ με άναρθρους ή
βραχνούς ήχους, όπως κάνουν τα κοράκια, σε Αριστοφ.
κατα-κτάμεν, -κτάμεναι, Επικ. αντί -κτᾰνεῖν, απαρ. αορ. βʹ του
κατακτείνω.
κατα-κτάομαι, μέλ. -κτήσομαι, αποθ., αποκτώ εντελώς για τον
εαυτό μου, κατακτώ, και στους ιστορικούς χρόνους, έχω υπό την πλήρη
κατοχή μου, σε Σοφ. κ.λπ.
358

κατα-κτάς, Επικ. μτχ. αορ. βʹ του επόμ.· -κτάμενος, μέσ.


κατα-κτείνω· μέλ. -κτενῶ, Ιων. -κτᾰνῶ· Επικ. -κτᾰνέω· αόρ. αʹ
κατέκτεινα, αόρ. βʹ κατέκτᾰνον, Επικ. προστ. κάκτανε, ποιητ. κατέκτᾰν, -
ας, -α, Επικ. απαρ. κακτάμενοι, κατακτέμεν, μτχ. κατακτάς· παρακ.
κατέκτονα — Παθ., Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία κατακτανέεσθε· αόρ. αʹ
κατεκτάθην [ᾰ], γʹ πληθ. -θεν· μέσ. μτχ. κατακτάμενος (με Παθ. σημασία)·
σκοτώνω, σφαγιάζω, δολοφονώ, σε Όμηρ., Ηρόδ.
κατακτός, -ή, -όν (κατάχω), αυτός που μπορεί να βυθιστεί, σε
Αριστοφ.
κατα-κῠβεύω, μέλ. -σω, χάνω την περιουσία μου στα ζάρια —
Παθ., χάνομαι μέσω του τζόγου, εξαιτίας των τυχερών παιχνιδιών, σε
Αισχίν.
κατα-κυκλόω, μέλ. -ώσω, περικυκλώνω· στη Μέσ., σε Πλούτ.
κατα-κῠλίνδω ή -κυλίω, μέλ. -κυλίσω [ῑ]· Παθ. αόρ. βʹ -εκυλίσθην·
κυλώ προς τα κάτω — Παθ., κυλιέμαι προς τα κάτω ή ρίχνομαι,
γκρεμίζομαι, σε Ηρόδ., Ξεν.
κατα-κύπτω, μέλ. -ψω, σκύβω πολύ προς τα κάτω, υποκλίνομαι, σε
Ομήρ. Ιλ.· σκύβω προς τα κάτω και κρυφοκοιτάζω κάτι, σε Λουκ.
κατα-κῡριεύω, αποκτώ πλήρη κυριαρχία, με γεν., σε Κ.Δ.
κατα-κῡρόω, μέλ. -ώσω, επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, σε
Σοφ. — Παθ., ψήφῳ θανάτου κατακυρωθείς = κατακριθείς, ο
καταδικασμένος σε θάνατο, σε Ευρ.
κατα-κωλύω, μέλ. -ύσω [ῡ], εμποδίζω από το να κάνει κάποιος
κάτι, σε Αριστοφ.· αναχαιτίζω, κρατώ πίσω, σε Ξεν. — Παθ., με γεν.
πράγμ., κατεκωλύθη τοῦ πλοῦ, σε Δημ.
κατα-κωμάζω, μέλ. -σω, εισβάλλω κάνοντας φασαρία, κάνοντας
θόρυβο, τὸδαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν, σε Ευρ.
κατακωχή, κατακώχιμος, αδόκιμοι τύποι αντί των κατοκωχή,
κατοκώχιμος.
καταλᾰβεῖν, απαρ. αορ. βʹ του καταλαμβάνω.
κατ-ᾰλαζονεύομαι, αποθ., περηφανεύομαι πολύ, καυχιέμαι πολύ ή
κομπορρημονώ, σε Δημ.
κατα-λᾰλέω, μέλ. -ήσω, μιλώ δυνατά, φλυαρώ, σε Αριστοφ.
καταλᾰλιά, ἡ, κακή φήμη, συκοφαντία, δυσφήμιση, κακογλωσσιά,
σε Κ.Δ.
κατά-λᾰλος, ὁ, συκοφάντης, σε Κ.Δ.
κατα-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, Ιων. -λάμψομαι· παρακ. -είληφα·
Ιων. υπερσ. -λελαβήκεε — Παθ., Ιων. αόρ. αʹ -ελάμφθην· I. 1. επικρατώ,
κυριεύω, Λατ. occupare, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. — Μέσ., κυριεύω για
τον εαυτό μου, Λατ. capesso, σε Ηρόδ. 2. κυριεύω, καταβάλλω, έρχομαι
ξαφνικά, βρίσκω, λέγεται για θάνατο ή κούραση, σε Όμηρ. 3. κατακτώ με
το μυαλό, συλλαμβάνω, καταλαβαίνω, κατανοώ, εννοώ, σε Πλάτ. II. 1.
προλαβαίνω, προφθάνω, πιάνω, συλλαμβάνω, τοὺς φεύγοντας, σε Ηρόδ.·
359

λέγεται για αποτυχίες, κυριεύω, συμβαίνω, επιπέφτω, καταλαμβάνω, στον


ίδ. 2. ξαφνιάζω, αιφνιδιάζω, συλλαμβάνω, βρίσκω, Λατ. deprehendo, με
μτχ.· κ. τινὰ ζῶντα, στον ίδ.· καταλαμβάνει τοὺς ἄρχοντας ἐξιόντας, σε Δημ.
κ.λπ. 3. απρόσ., καταλαμβάνει τινά, με απαρ., το Αττ. συμβαίνει, συμβαίνει
κάτι σε κάποιον, είναι στη μοίρα κάποιου να κάνει κάτι, τοῦτον κατέλαβε
κεῖσθαι, σε Ηρόδ. 4. απόλ., τὰ καταλαβόντα = τὰ συμβάντα, τα γεγονότα,
οι συνθήκες, οι περιστάσεις, στον ίδ.· ἢν πόλεμος καταλαβῇ, σε Θουκ. III.
1. καταπιέζω, καταπνίγω, συγκρατώ, σταματώ, αναχαιτίζω, εμποδίζω, τὴν
δύναμιν Κύρου, σε Ηρόδ.· κ. τὸ πῦρ, την δαμάζω, την καταστέλλω, στον
ίδ.· κ. ἑαυτόν, στον ίδ.· κ. τὰς διαφοράς, θέτω τέρμα σ' αυτές, στον ίδ. —
Παθ., ὁ θάνατος καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη, στον ίδ. 2. δεσμεύω, κ. πίστι,
ὁρκίοις, Λατ. jurejurando adstringere, δένω με όρκο, στον ίδ., Θουκ. 3.
αναγκάζω ή εξαναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον να κάνει κάτι, με απαρ.,
ἀναγκαίη μιν κ. φαίνειν, τον πιέζει να φανερώσει την αλήθεια, σε Ηρόδ. —
Παθ., καταλαμβανόμενος, αναγκασμένος, εξαναγκασμένος,
υποχρεωμένος, στον ίδ.
καταλαμπτέος, -α, -ον, Ιων. αντί καταληπτέος, αυτός που πρέπει να
αναχαιτισθεί, να εμποδισθεί, σε Ηρόδ.
κατα-λάμπω, μέλ. -λάμψω, I. λάμπω επάνω σε ή αποπάνω, με γεν.,
σε Πλάτ.· με αιτ., κ. τοὺς στενωπούς, τους φωτίζω, σε Πλούτ. II. απόλ.,
φωτίζω, σε Ευρ.· ομοίως και σε Μέσ., στον ίδ.
κατ-αλγέω, μέλ. -ήσω, υποφέρω πολύ, νιώθω ισχυρό πόνο, σε Σοφ.
κατα-λέγω, μέλ. -ήσω, I. αφήνω κάτω, πλαγιάζω κάτι — Μέσ. και
Παθ., πλαγιάζω, ξαπλώνω, αόρ. αʹ κατελέξατο, σε Όμηρ.· Επικ. συγκοπτ.
Παθ. αορ. βʹ κατέλεκτο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· μτχ. καταλέγμενος και απαρ.
καταλέχθαι, σε Ομήρ. Οδ.· μέλ. καταλέξομαι, σε Ησίοδ. II. επιλέγω,
διαλέγω, εκλέγω μέσα από πολλά, σε Ηρόδ.· επιλέγω στρατιώτες,
στρατολογώ νεοσυλλέκτους, καταγράφω στον κατάλογο, σε Αριστοφ.,
Θουκ. — Μέσ., επιλέγω για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ.,
καταγράφομαι ή εγγράφομαι, Λατ. conscribi, σε Ηρόδ. κ.λπ. III. 1.
διηγούμαι, εκθέτω λεπτομερώς ή κατά σειρά, σε μέλ. ή αόρ. αʹ, ταῦτα
καταλέξω, σε Ομήρ. Ιλ.· πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον, στο ίδ. — Παθ.,
τοῦτον δὴ τῶν καταλεχθέντων, από αυτούς που μνημονεύθηκαν,
απαριθμήθηκαν, σε Ηρόδ. 2. υπολογίζω, αθροίζω, λογαριάζω, σε Ομήρ.
Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
κατα-λείβω, μέλ. -ψω, χύνω προς τα κάτω· απόλ., χύνω δάκρυα, σε
Ευρ. — Παθ., στάζω κάτω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
κατ-άλειπτος, -ον, επιχρισμένος, αλειμμένος, σε Αριστοφ.
κατα-λείπω, Επικ. επίσης καλλείπω, μέλ. καλλείψω, αόρ. βʹ
κάλλῐπον· Ιων. παρατ. καταλείπεσκον — Μέσ. και Παθ., Μέσ. μέλ. (με
Παθ. σημασία), επίσης μέλ. καταλειφθήσομαι· I. 1. αφήνω πίσω, σε Ομήρ.
Ιλ.· ιδίως, λέγεται για ανθρώπους που πεθαίνουν ή φεύγουν σε μακρινό
μέρος, οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς, σε Ομήρ. Οδ.· κ. τινὰ
360

μόνον, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., καταλείπεσθαι παῖδας, αφήνω
πίσω μου, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ,
είμαι μέρος του στρατεύματος που έχει μείνει πίσω, που υπολείπεται, στον
ίδ. 2. καταλείπω ως κληρονομιά, κληροδοτώ, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.·
καταλείψει οὐδὲ ταφῆναι, δεν θα αφήσει αρκετά για να ταφεί, σε Αριστοφ.
3. στη Μέσ. απλώς, αφήνω κάτι σε κάποια κατάσταση, σε Ηρόδ. II.
εγκαταλείπω, παρατώ, αφήνω, απαρνιέμαι, παραχωρώ, αφήνω στην τύχη,
σε Όμηρ., Αττ. III. 1. αφήνω υπόλοιπο, ὀκτὼ μόνον, σε Ξεν. — Μέσ.,
κρατώ για τον εαυτό μου, στον ίδ. — Παθ., καταλείπεται μάχη, υπολείπεται
κι άλλη μάχη, υπάρχει κι άλλη μάχη να δοθεί, στον ίδ. 2. αφήνω κατά
μέρος, στον ίδ.
κατα-λειτουργέω, μέλ. -ήσω, δαπανώ όλη μου την περιουσία στην
ανάληψη δημοσίων υπηρεσιών (λειτουργίαι), σε Δημ.
κατάλειψις, -εως, ἡ (καταλείπω), εγκατάλειψη πράγματος από
κάποιον, σε Πλάτ.
κατα-λεπτολογέω, μέλ. -ήσω, καταστρέφω με λεπτολογία και
σοφιστείες, σε Αριστοφ.
κατα-λεύω, μέλ. -σω, σκοτώνω με λιθοβολισμό, σε Ηρόδ.,
Αριστοφ. κ.λπ.
κατ-ᾰλέω, μέλ. -έσω, τρίβω, αλέθω εντελώς, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
κατα-λήγω, μέλ. -ξω, διακόπτω, τελειώνω, σταματώ, σε Αισχύλ.·
ποῖ καταλήξει, σε ποιο σημείο θα σταματήσει; στον ίδ.· τὰκαταλήγοντα, τα
σύνορα μιας περιοχής, σε Πλούτ.
κατα-λήθομαι, αποθ., ξεχνώ, λησμονώ εντελώς, τινός, σε Ομήρ. Ιλ.
καταληπτέος, -α, -ον, ρημ. επίθ. του καταλαμβάνω, αυτός που
πρέπει να αρπαχτεί, να κυριευθεί ή να καταληφθεί, σε Πλούτ.
καταληπτικός, -ή, -όν (καταλαβεῖν), αυτός που μπορεί να
εμποδίζει ή να αναχαιτίζει, με γεν., σε Αριστοφ.
καταληπτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του καταλαμβάνω, I. αυτός που
μπορεί να επιτευχθεί, να πραγματοποιηθεί, σε Θουκ. II. Ενεργ., αυτός που
κυριεύει ξαφνικά· πένθος θεόθεν καταληπτόν, θλίψη που πέφτει πάνω μας
από τους θεούς, σε Ευρ.
κατάληψις, -εως, ἡ (καταλαμβάνω), 1. πιάσιμο, κυρίευση, ἐν
καταλήψει, στο χέρι κάποιου, στην ευχέρεια κάποιου, σε Θουκ.· επίθεση,
προσβολή, σε Αριστοφ. 2. κατοχή, κατάληψη, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ.
κατα-λῐθάζω = καταλιθόω, σε Κ.Δ.
κατα-λῐθόω, μέλ. -ώσω, λιθοβολώ μέχρι θανάτου, σε Δημ.
καταλιμνάζω, μεταβάλλω, μετατρέπω σε λίμνη ή βάλτο, σε Βυζ.
καταλιμπάνω = καταλείπω, σε Θουκ.
κατα-λῑπᾰρέω, μέλ. -ήσω, ικετεύω θερμά, θερμοπαρακαλώ, σε
Λουκ.
καταλλᾰγή, ἡ, I. 1. αλλαγή, ιδίως, λέγεται για χρήματα· τα κέρδη
του αργυραμοιβού ή τραπεζίτη, σε Δημ. II. αλλαγή από εχθρότητα σε
361

φιλία, συμφιλίωση, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. η συμφιλίωση των αμαρτωλών με


τον Θεό, σε Κ.Δ.
καταλλακτικός, -ή, -όν, εύκολος προς συμφιλίωση, καλόβολος,
διαλλακτικός, σε Αριστ.
κατ-αλλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -άξω, I. ανταλλάσσω νομίσματα, σε
Πλούτ. κ.λπ.· το ίδιο και στη Μέσ., σε Δημ. — Μέσ., ανταλλάσσω κάτι με
κάτι άλλο, σε Πλάτ. II. μεταβάλλω, μετατρέπω κάποιον από εχθρό σε
φίλο, συμφιλιώνομαι, σε Ηρόδ., Κ.Δ. — Μέσ., καταλλάσσεσθαι τὴν ἔχθρην
τινί, παύω, σταματώ την έχθρα μου με κάποιον, σε Ηρόδ. — Παθ., ιδίως,
σε αόρ. αʹ κατηλλάχθην ή αόρ. βʹ κατηλλάγην [ᾰ], συμφιλιώθηκα, σε Σοφ.,
Ευρ. κ.λπ.
κατ-ᾰλοάω, μέλ. -ήσω, σπάω σε κομμάτια, τελειώνω, σε Ξεν.,
Αισχίν.
καταλογάδην[ᾰ], επίρρ. (καταλέγω), κατά την πορεία της
συζήτησης, στον πεζό λόγο, σε Πλάτ.
κατ-ᾰλογέω, βλ. κατηλογέω.
κατα-λογίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.· I. λογαριάζω, αριθμώ,
υπολογίζω, σε Ξεν.· κ. τὸ εὐεργέτημα πρός τινα, το σημειώνω σε
λογαριασμό του, σε Δημ.· καταλογιζέσθω μηδεὶς τοῦθ' ὑμῖν ἐν ἀρετῇ,
κανείς να μην λογαριάζει αυτό ως αρετή, σε Αισχίν. II. λογαριάζω ή
υπολογίζω, Λατ. annumerare, τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις, σε Ξεν.
κατάλογος, ὁ, (καταλέγω), 1. καταχώριση, καταγραφή, εγγραφή σε
μητρώο ή κατάλογο, κατάλογος, λίστα, κατάσταση, σε Πλάτ.· κ. νεῶν, ο
κατάλογος των πλοίων, σε Ομήρ. Ιλ.
Β. 2. στην Αθήνα, κατάλογος, μητρώο των πολιτών, σε Αριστοφ.
κ.λπ.· (ὁπλῖται) ἐκ καταλόγου, κατάλογος στρατευσίμων, σε Θουκ. κ.λπ.·
οἱ ἐν τῷ καταλόγῳ, σε Ξεν.· οἱ ἔξω τοῦ κ., ή οἱ ὑπὲρ τὸν κ., οι απόστρατοι,
Λατ. emeriti, στον ίδ.· καταλόγοις χρηστοῖς ἐκκριθέν, λέγεται για το
εκλεκτό, επίλεκτο στράτευμα, σε Θουκ.
κατ-ᾰλοκίζω, μέλ. -σω, κόβω σχηματίζοντας αυλάκια, σε Ευρ.
κατα-λόομαι, βλ. -λούομαι.
κατα-λούομαι, Μέσ., ξοδεύω σε λουτρό, καταλόει (χάριν μέτρου
αντί -λούει), σε Αριστοφ.
κατα-λοφάδεια, Επίρρ., κατὰ τὸν λόφον, στον αυχένα, βῆν δὲ
καταλοφάδεια φέρων (ενν. τὸν ἔλαφον), σε Ομήρ. Οδ.
κατα-λοχίζω, μέλ. -σω, διανέμω, κατανέμω σε λόχους, και γενικά
διανέμω, μοιράζω, σε Πλούτ.
καταλοχισμός, ὁ, διανομή, ταξινόμηση σε λόχους, σε Πλούτ.,
Λουκ.
κατάλῠμα, -ατος, τό (καταλύω II), πανδοχείο, κατάλυμα, σε Κ.Δ.
κατα-λῡμαίνομαι, αποθ., αφανίζω ολοκληρωτικά, καταστρέφω, σε
Ξεν.
362

καταλύσιμος, -ον, αυτός που πρέπει να διαλυθεί ή να καταργηθεί,


σε Σοφ.
κατάλῠσις, -εως, ἡ (καταλύω), I. 1. διάλυση, ανατροπή, λέγεται
για κυβερνήσεις, σε Θουκ. κ.λπ. 2. απόλυση ή διάλυση στρατιωτικού
σώματος, στρατιᾶς, σε Ξεν.· εἰς κατάλυσιν, μέχρι την απόλυση, λέγεται για
επιθεώρηση στρατιωτών, στον ίδ. 3. κ. τοῦ πολέμου, το τέλος του πολέμου,
ειρήνευση, σε Θουκ., Ξεν. 4. γενικά, τέλος, τέρμα, σε Ξεν. II. 1.
ησυχαστήριο, κατάλυμα, διαμονή, ανάπαυση, σε Ευρ. 2. κατάλυμα, μέρος
όπου αναπαύεται κάποιος, ξενώνας, κατοικία, κατάλυμα, καταλύσιες (Ιων.
αντί -λύσεις), σε Ηρόδ., Πλάτ.
κατα-λύω, μέλ. -λύσω [ῡ] — Παθ., μέλ. -λῠθήσομαι, παρακ. -
λέλῠμαι· I. 1. καταρρίπτω, καταστρέφω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. 2. α) λέγεται
για πολιτικά συστήματα, διαλύω, καταργώ, καταστέλλω, σε Ηρόδ.,
Αριστοφ. κ.λπ.· κ. τύραννον, καταργώ, καθαιρώ, σε Θουκ.· κ. τινὰ τῆς
ἀρχῆς, σε Ξεν. — Παθ., τῶν ἄλλων καταλελυμένων στρατηγῶν, αφού
καθαιρέθηκαν, σε Ηρόδ. β) διαλύω, απολύω, καταργώ πολιτικό ή
στρατιωτικό σώμα, καταλύειν τὴν βουλὴν, στον ίδ.· τὸ ναυτικόν, σε Δημ. γ)
τὴν φυλακὴν κ., παραμελώ τη φύλαξη, αμελώ τη φρούρηση, σε Αριστοφ.
3. α) τελειώνω, φέρνω εις πέρας, βίοτον, σε Ευρ.· τὸν βίον, σε Ξεν. β) κ.
τὴν εἰρήνην, παραβιάζω την ειρήνη, σε Αισχίν.· γ) κ. τὸν πόλεμον,
τελειώνω τον πόλεμο, κάνω ειρήνη, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· και απόλ. (ενν.
τὸνπόλεμον) καταλύειν τινί ή πρός τινα, κάνω ειρήνη με κάποιον, σε Θουκ.·
ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ. κ.λπ.· καταλύεσθαι τὰς ἔχθρας, σε Ηρόδ. II.
1. λύνω από τον ζυγό, ξεζεύω, ἵππους, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ σῶμα τοῦ ἀδελφέου
κ., το κατεβάζω από το τείχος (στο οποίο επάνω κρέμονταν), σε Ηρόδ. 2.
αμτβ., μένω, διαμένω, παρ' ἐμοὶ καταλύει, είναι φιλοξενούμενός μου, σε
Πλάτ.· κ. παρά τινα, πηγαίνω και μένω μαζί με κάποιον, σε Θουκ.· απόλ.,
αναπαύομαι, σε Αριστοφ. — Μέσ., θανάτῳ καταλυσαίμαν, μακάρι να βρω
ανάπαυση στον τάφο, σε Ευρ.
κατα-λωφάω, Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι
από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
κατα-μᾰγεύω, μέλ. -σω, μαγεύω εντελώς, σε Λουκ.
κατα-μᾰθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του κατα-μανθάνω.
κατα-μᾰλᾰκίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, κάνω κάτι μαλακό ή εκθηλύνω, σε
Ιων. Χρυσ. — Παθ., είμαι ή γίνομαι τέτοιος, σε Ξεν.
κατα-μᾰλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, μαλακώνω πολύ, σε Λουκ.·
μεταφ., καταπραΰνω, κατευνάζω, καθησυχάζω, στον ίδ.
κατα-μανθάνω, μέλ. -μᾰθήσομαι, αόρ. βʹ κατ-εμάθον· 1. παρατηρώ
προσεκτικά, εξετάζω επισταμένως, μελετώ από κοντά, σε Ηρόδ., Ξεν. 2.
μαθαίνω τέλεια, τι, σε Πλάτ. κ.λπ. 3. αντιλαμβάνομαι, εννοώ,
καταλαβαίνω, στον ίδ. κ.λπ. 4. ανακαλύπτω, βρίσκω, με μτχ.,
καταμαθόντες μιν ἀγοράζοντα, σε Ηρόδ.· κ. τινὰ θύοντα, σε Ξεν. 5.
363

μαθαίνω εντελώς, και στον παρακ., έχω μάθει, είμαι ενήμερος, έχω
επίγνωση, στον ίδ. 6. παρατηρώ, τι, στον ίδ.
κατα-μαντεύομαι, αποθ., προφητεύω, εικάζω, υποθέτω, σε Αριστ.
κατα-μαργάω, Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, είμαι εκτός εαυτού λόγω
μανίας, σε Ηρόδ.
κατα-μάρπτω, μέλ. -ψω, πιάνω, συλλαμβάνω, Λατ. deprehendo, σε
Ομήρ. Ιλ.· ιδίως,, προφθαίνω κάποιον που διαφεύγει, προλαβαίνω κάποιον
που ξεφεύγει, σε Όμηρ., Πίνδ.
κατα-μαρτῠρέω, μέλ. -ήσω, 1. μαρτυρώ εναντίον, τινός ή κατά
τινος, σε Ρήτ.· με αιτ. προσ. και απαρ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν, σε
Δημ. — Παθ., δίνεται μαρτυρία εναντίον μου, στον ίδ. 2. Παθ. επίσης,
λέγεται για μαρτυρική κατάθεση η οποία δίνεται εναντίον κάποιου, στον
ίδ.
κατα-μάχομαι, μέλ. -μᾰχοῦμαι, αποθ., υποτάσσω, υποδουλώνω,
νικώ, κατακτώ, σε Πλούτ.
κατ-αμάω, χρησιμ. στον Όμηρ. άπαξ στον Επικ. Μέσ. αόρ. αʹ κατ-
ᾰμήσατο, I. συλλέγω, συσσωρεύω, συναθροίζω, σε Ομήρ. Ιλ. II. στην
Ενεργ., περικόπτω, θερίζω όπως το σιτάρι (πρβλ. ἀμάω), σε Σοφ.
κατ-αμβλύνω[ῡ], αμβλύνω ή εξασθενίζω, αποδυναμώνω, σε Σοφ.·
Παθ. αορ. αʹ κατημβλύνθην, σε Ανθ.
κατα-μεθύσκω, αόρ. αʹ -εμέθῠσα, μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει
εντελώς, σε Ηρόδ., Πλάτ.
καταμεῖναι, απαρ. αορ. αʹ του καταμένω.
κατ-ᾰμελέω, μέλ. -ήσω, παραμελώ εντελώς, δεν δίνω καθόλου
προσοχή, με γεν., σε Ξεν.· απόλ., δεν προσέχω, αδιαφορώ, σε Σοφ., Ξεν.
κατα-μελῐτόω, μέλ. -ώσω, επαλείφω με μέλι, μεταφ., λέγεται για τη
φωνή του αηδονιού, σε Αριστοφ.
κατάμεμπτος, -ον, αξιοκατάκριτος από όλους, απεχθής, σε Σοφ.·
ουδ. πληθ. ως επίρρ., ώστε να υπάρχει αφορμή για επίκριση, σε Ομήρ. Ιλ.
κατα-μέμφομαι, μέλ. -ψομαι, αόρ. αʹ -εμεμψάμην ή -εμέμφθην·
βρίσκω, ανακαλύπτω μεγάλο λάθος, κατηγορώ πολύ, μέμφομαι, σε Θουκ.,
Πλάτ.
κατάμεμψις, -εως, ἡ, κατηγορία, ψόγος, σε Θουκ.· οὐκ ἔχει τινὶ
κατάμεμψιν, δεν του αφήνει έδαφος, περιθώρια για επίκριση, στον ίδ.
κατα-μένω, μέλ. -μενῶ, αόρ. αʹ κατ-έμεινα· 1. μένω διαρκώς σ' έναν
τόπο, διαμένω, σε Ηρόδ., Αττ. 2. μένω στέρεος, σταθερός, βρίσκομαι σε
συγκεκριμένη κατάσταση, σε Ξεν.
κατα-μερίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, 1. κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, σε
Λουκ. 2. διανέμω, κατανέμω, μοιράζω, σε Ξεν.
κατα-μετρέω, μέλ. -ήσω, μετρώ, υπολογίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.
κατα-μηλόω, μέλ. -ώσω, βάζω, τοποθετώ καθετήρα· μεταφ., κημὸν
κ., χρησιμοποιώ την δικαστική κάλπη ως «καθετήρα», δηλ. αναγκάζω τον
καταχραστή να αποκαλύψει, να «ξεράσει» ό,τι έχει κλέψει, σε Αριστοφ.
364

κατα-μηνύω[ῡ], μέλ. -ύσω, 1. υποδεικνύω, φανερώνω, υποδηλώνω,


κάνω νύξη, αποκαλύπτω, σε Ηρόδ. 2. καταγγέλλω, τινός, σε Ξεν.
κατα-μιαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, καταρρυπαίνω, καταμολύνω, σε Πίνδ.,
Πλάτ. — Παθ., φορώ βρώμικα, άθλια κουρέλια, ελεεινά ενδύματα, ως
ένδειξη πένθους, φορώ πένθος (πρβλ. Λατ. sordidatus), σε Ηρόδ.
κατα-μίγνῡμι ή -ύω, μέλ. -μίξω· μτχ. Επικ. αορ. αʹ καμμίξας·
αναμειγνύω, ανακατεύω τα υλικά, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
καταμίσγω, = το προηγ.· Μέσ. με Παθ. σημασία, σε Ομηρ. Ύμν.
κατα-μισθοφορέω, μέλ. -ήσω, πληρώνω τις δαπάνες δημοσίων
υπαλλήλων, λειτουργών ή μισθοφόρων, σε Αριστοφ., Αισχίν.
κατάμομφος, -ον (καταμέμφομαι), αξιοκατάκριτος, δυσμενής,
δυσοίωνος, κακότυχος, σε Αισχύλ.
καταμόνας, επίρρ., καλύτερα ξεχωριστά, κατὰ μόνας, βλ. μόνος.
κατα-μονομᾰχέω, νικώ, επικρατώ σε μία και μοναδική
αναμέτρηση, σε μια μονομαχία, σε Πλούτ.
κατ-αμπέχω και -ίσχω, περικλείω, περιβάλλω, κ. ἐν τύμβῳ, δηλ.
τον θάβουν, σε Ευρ.
κατάμῠσις, ἡ (καταμύω), κλείσιμο των ματιών, σε Πλούτ.
κατ-ᾰμύσσω, μέλ. -ξω, σκίζω, γδέρνω, γρατζουνίζω, σε Θεόκρ. —
Μέσ., καταμύξατο χεῖρα, γρατσούνισε το χέρι της, σε Ομήρ. Ιλ.
κατα-μυττωτεύω, μέλ. -σω, κάνω, φτιάχνω κρεατόπιτα από, σε
Αριστοφ.
κατα-μύω, μέλ. -ύσω και αόρ. αʹ ἐκάμμῠσα, Επικ. απαρ. καμμῦσαι·
κλείνω ή σφαλίζω τα μάτια, σε Ξεν., Κ.Δ.· απ' όπου, αποκοιμιέμαι,
μισοκοιμάμαι, σε Βατραχομ., σε Αριστοφ.
κατ-αμφικαλύπτω, μέλ. -ψω, περιβάλλω, σε Ομήρ. Οδ.
κατα-μωκάομαι, αποθ., εμπαίζω, κοροϊδεύω, τινος, σε Πλούτ.
κατ-ᾰναγκάζω, μέλ. -σω, 1. υπερισχύω με τη χρήση βίας,
περιορίζω, σε Ευρ. 2. εξαναγκάζω, επιβάλλω δια της βίας, τινὰ ἐς
ξυμμαχίαν, σε Θουκ.
κατ-ανάθεμα, κατάρα, σε Κ.Δ.
καταναθεμᾰτίζω, μέλ. -σω, καταριέμαι, σε Κ.Δ.
καταναίω, κάνω κάποιον να κατοικήσει, εγκαθιστώ, χρησ. μόνο
στον αόρ. αʹ κατένασσα, σε Ησίοδ. — Μέσ., αόρ. αʹ κατανασσαμένη, σε
Αισχύλ. — Παθ., αποικώ, κατοικώ, διαμένω, μόνο σε αόρ. αʹ κατενάσθην,
στον Ευρ.· ποιητ. γʹ πληθ. κατένασθεν, σε Αριστοφ.
κατ-ανᾱλίσκω, μέλ. -ανᾱλώσω, αόρ. αʹ -ηνάλωσα — Παθ., αόρ. αʹ
-ανᾱλωθῆναι· καταναλώνω, εξαντλώ, δαπανώ, σπαταλώ, σε Ξεν., Πλάτ.
— Παθ., με Ενεργ. παρακ., διασπαθίζομαι, σε Πλάτ.
κατα-ναρκάω, μέλ. -ήσω, είμαι οκνός, νωθρός, τεμπέλης έναντι,
πιέζω με δύναμη πάνω σε, με γεν., σε Κ.Δ.
κατα-νάσσω, μέλ. -ξω, πατώ ή πατώντας σταθεροποιώ κάτι, σε
Ηρόδ.
365

κατα-ναυμᾰχέω, μέλ. -ήσω, νικώ, υπερισχύω σε ναυμαχία, σε Ξεν.


κ.λπ. — Παθ., νικιέμαι σε ναυμαχία, σε Λουκ.
κατα-νέμω, μέλ. -νεμῶ, I. διανέμω, μοιράζω, κατανέμω, χωρίζω,
ταξινομώ, διαιρώ σε ξεχωριστά σώματα, σε Ξεν.· λέγεται για ένα μόνο
πρόσωπο, κ. τινὰ εἰς τὴν τάξιν, τον διορίζω στην θέση του, σε Αισχίν. II.
1. Μέσ. ή Παθ., μοιράζομαι μαζί με άλλους, σε Θουκ., Πλάτ. 2.
καταλαμβάνω με το κοπάδι μου, οδηγώ το κοπάδι στην βοσκή, Λατ.
depasci, σε Ισοκρ.· μεταφ., λεηλατώ, σε Βάβρ.
κατα-νεύω, μέλ. -νεύσομαι, αόρ. αʹ κατένευσα, Επικ. μτχ.
καννεύσας· κάνω νεύμα ως ένδειξη συναίνεσης, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ.
πράγμ., εγγυώμαι, υπόσχομαι, στο ίδ.· ομοίως και με απαρ., γενικά, κάνω
σινιάλο κάνοντας νεύμα με το κεφάλι, σε Ομήρ. Οδ.
κατα-νέω, Ιων. -νήω, αόρ. αʹ -ένησα, συσσωρεύω, σε Ηρόδ.
κατ-ανθρᾰκίζω, μέλ. -ίσω, σχηματίζω θράκα καίγοντας, αφήνω
πίσω μου αποκαΐδια, στάχτες, σε Ανθ.
κατ-ανθρᾰκόομαι, Παθ., κατακαίγομαι, γίνομαι στάχτη, μτχ.
παρακ., κατηνθρακωμένος, σε Σοφ.· αόρ. αʹ κατηνθρακώθην, σε Ευρ.
κατα-νίφω ή κατανείφω[ῑ], μέλ. -νίψω, I. καλύπτω με χιόνι, σε
Αριστοφ.· μεταφ., ψιχαλίζω όπως με χιόνι, σε Λουκ. II. απόλ., κατανίφει,
χιονίζει, κεἰ κριμνώδη κατανίφοι, ακόμα κι αν χιόνιζε χιόνι χοντρό σαν
χοντροαλεσμένο αλεύρι κριθαριού, σε Αριστοφ.
κατα-νοέω, μέλ. -ήσω, 1. παρατηρώ καλά, κατανοώ, καταλαβαίνω,
σε Ηρόδ., Πλάτ. 2. αντιλαμβάνομαι, σε Θουκ. 3. μαθαίνω, στον ίδ. 4.
εξετάζω, περί τινος, σε Ξεν.
κατανόησις, -εως, ἡ, παρατήρηση· μέσα, τρόποι παρατήρησης, σε
Πλούτ.
κατ-άνομαι, Παθ. (ἄνω), καταναλώνομαι, εξαντλούμαι ή
φθείρομαι, σπαταλιέμαι, σε Ομήρ. Οδ.
κατα-νοτίζω, μέλ. -σω, υγραίνω πολύ, σε Ευρ.
κάτ-αντα, επίρρ., κατωφερικά, προς τα κάτω, κατηφορικά, σε
Ομήρ. Ιλ.
κατ-άντης, -ες (ἄντα), I. κατηφορικός, καθοδικός, απότομος,
απόκρημνος, σε Αριστοφ.· εἰς τὸ κάταντες, προς τα κάτω, σε Ξεν. II.
μεταφ., κεκλιμένος, κατηφορικός, επικλινής, επιρρεπής, πρός τι, σε Ευρ.
κατάντηστιν, επίρρ., καλύτερα κατ' ἄντηστιν, κατά πρόσωπο,
αντίκρυ, έναντι, σε Ομήρ. Οδ.
κατ-αντῑκρύ (ῐ σε Αττ.), πρόθ. με γεν., I. 1. κατευθείαν προς τα
κάτω από, σε Ομήρ. Οδ. 2. = ἀντῑκρύ, κατ' ευθείαν απέναντι, ἐς τὰ κ.
Κυθήρων, στα μέρη απέναντι απ' τα Κύθηρα, σε Θουκ.· κατ.ᾗ εἰσρεῖ,
ακριβώς απέναντι από το μέρος όπου εισρέει, σε Πλάτ. II. 1. ως επίρρ.
τόπου, κατ' ευθείαν απέναντι, ἡ ἤπειρος ἡ κ., σε Θουκ.· ἐκ τοῦ κ., από το
απέναντι μέρος, σε Πλάτ. 2. κατ' ευθείαν μπροστά, ευθεία, σε Θουκ.
366

κατ-αντίον, επίρρ., απέναντι από, ακριβώς απέναντι, απέναντι, με


γεν., σε Ηρόδ.· με δοτ., στον ίδ.· απόλ., σε Σοφ.
κατ-αντιπέρας = καταντικρύ II, με γεν., σε Ξεν.
κατ-αντλέω, μέλ. -ήσω, ρίχνω νερό από πάνω· μεταφ., κατακλύζω
με λόγια, τινός, σε Αριστοφ.
κατάνυξις, -εως, ἡ, σύγχυση, νάρκη, λήθαργο, σε Κ.Δ.
κατα-νύσσομαι, αόρ. βʹ -ενύγην [ῠ], Παθ., κεντώ, τσιμπώ σοβαρά
(συγκινούμαι, λυπάμαι βαθιά), κατενύγησον τῇ καρδίᾳ, σε Κ.Δ. II. τελώ,
βρίσκομαι σε σύγχυση, ναρκώνομαι, πέφτω σε λήθαργο, LXX.
κατ-ᾰνύω, Αττ. -ύτω [ῠ]· μέλ. -ανύσω [ῠ]· I. 1. φέρνω εις πέρας.
2. πραγματοποιώ, ολοκληρώνω συγκεκριμένη απόσταση, δρόμον, ὁδόν, σε
Ηρόδ., Ξεν. 3. (η αιτ. παραλείπεται) αμτβ., φθάνω σ' ένα μέρος, σε Ηρόδ.,
Σοφ. κ.λπ. II. κάνω, εκτελώ, σε Ευρ.· κ. αἷμα, σκοτώνω, δολοφονώ, στον
ίδ.
κατα-ξαίνω, μέλ. -ξᾰνῶ, 1. ξαίνω, λαναρίζω ή χτενίζω καλά·
κομματιάζω, σχίζω σε λωρίδες, σε Ευρ.· καταξαίνειν τινὰεἰς φοινικίδα, σε
Αριστοφ. — Παθ., καταξανθείς, διασπασμένος σε άτομα, σε Σοφ.· πρὶν
κατεξάνθαι, σε Ευρ. 2. τρίβω ή φθείρω, Λατ. atterere, σε Αισχύλ. — Παθ.,
κατεξάνθην πόνοις, δακρύοις, σε Ευρ.
κατάξειε, γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ του κατάγνυμι.
κατα-ξενόομαι (ξενόω), Παθ., φιλοξενούμαι, μτχ. παρακ.
κατεξενωμένος, σε Αισχύλ.
κατ-άξιος, -ον, πλήρως ή τελείως άξιος, με γεν., σε Σοφ.· απόλ., σε
Ευρ.· επίρρ. -ίως, στον ίδ.
κατ-αξιόω, μέλ. -ώσω, I. θεωρώ άξιο τιμής, σε Πλάτ. — Μέσ.,
υπολήπτομαι, τιμώ στον μέγιστο βαθμό, σε Αισχύλ. II. πολλὰ χαίρειν
ξυμφορᾶς καταξιῶ, αποχαιρετώ με χαρά τις συμφορές, στον ίδ.· σύτοι
κατηξίωσας, εσύ το θέλησες, σε Σοφ.
κατάορος, -ον, Δωρ. αντι του κατήορος.
κατα-παίζω, μέλ. -παίξομαι, εμπαίζω, κοροϊδεύω, τινός, σε Ανθ.
καταπακτός, -ή, -όν (καταπήγνυμι), αυτός που κλείνει προς τα
κάτω, καταπακτὴ θύρα, καταπακτή, σε Ηρόδ.
κατα-πᾰλαίω, μέλ. -σω, ρίχνω κάτω στην πάλη, σε Αριστοφ.·
μεταφ., καταρρίπτω, νικώ, σε Ευρ., Πλάτ.
κατα-πάλλομαι, Παθ., πηδώ (στηριζόμενος στα χέρια) ή πηδώ προς
τα κάτω, οὐρανοῦ ἒκ κατέπαλτο (Επικ. συγκοπτ. αόρ. βʹ αντί κατεπάλετο),
σε Ομήρ. Οδ.
κατα-πάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -πάσω, I. καταρραντίζω ή
καταπιτσιλίζω, σε Αριστοφ. — Παθ., καταπαττόμενος, στον ίδ. II. με αιτ.
πράγμ., επιρρίπτω, στον ίδ.
κατάπαστος, -ον, 1. πασπαλισμένος, σε Αριστοφ. 2. κεντημένος,
στον ίδ.
367

κατα-πᾰτέω, μέλ. -ήσω, 1. πατώ κάτω, καταπατώ, πατώ κάτω απ'


τα πόδια μου, σε Θουκ. κ.λπ.· κ. ὑσὶ τὸ σπέρμα, καταπατώ τον σπόρο (δηλ.
βάζω να τον καταπατήσουν) με τα γουρούνια, σε Ηρόδ. — Παθ., στον ίδ.,
Θουκ. κ.λπ. 2. μεταφ. σε τμήση, κατὰ δ' ὅρκια πιστὰ πάτησαν, σε Ομήρ. Ιλ.
καταπαυέμεν, Επικ. αντί -παύειν, απαρ. του καταπαύω.
κατάπαυμα, -ατος, τό, μέσα, τρόποι για κατάπαυση, σε Ομήρ. Ιλ.
κατάπαυσις, -εως, ἡ, κατάπαυση· I. κατάλυση, εκθρόνιση,
καθαίρεση, κατάργηση, σε Ηρόδ. II. παύση, διακοπή, λήξη, γαλήνη,
ειρήνευση, σε Κ.Δ.
κατα-παύω, ποιητ. καπ-παύω, μέλ. -σω, σε Όμηρ., Ηρόδ. — I. 1.
Μέσ., σε Ευρ. II. με αιτ. προσ., τελειώνω κάποιον, δηλ. σκοτώνω, σε
Ομήρ. Ιλ. 2. κάνω κάποιον να σταματήσει κάτι, τον εμποδίζω, τον κωλύω,
με γεν., σε Όμηρ.· και με αιτ. μόνο, σταματώ, εμποδίζω, στον ίδ., Ηρόδ. 3.
α) όπως το καταλύω, κατεβάζω ή καθαίρω από αξίωμα, κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς,
τῆς βασιληΐης, σε Ηρόδ.· κ. τοὺς τυράννους, στον ίδ. — Παθ., τῆς βασιληΐης
κατεπαύθη, στον ίδ. β) καταργώ, τὴν Κύρου δύναμιν, στον ίδ.· τὸν δῆμον,
σε Θουκ. III. 1. Παθ. και Μέσ., σταματώ από, διακόπτω, τινος, σε Ηρόδ.
κ.λπ. 2. απόλ., σταματώ, καταργώ, σε Αριστοφ. κ.λπ. 3. η Ενεργ. χρησιμ.
επίσης ως αμτβ., όπως στη Μέσ., Ευρ.
κατα-πεδάω, μέλ. —ήσω, δεσμεύω, αλυσοδένω, εμποδίζω,
παρακωλύω, σε Όμηρ.
κατα-πείθω, μέλ. -πείσω, πείθω εντελώς, σε Λουκ.
κατ-ᾰπειλέω, μέλ. -ήσω, απειλώ ανοιχτά, κατ. ἔπη, χρησιμοποιώ
απειλητικά λόγια, σε Σοφ.· τὰ κατηπειλημένα, απειλές που εκτοξεύονται,
στον ίδ.
κατα-πειρᾱτηρία, Ιων. -πειρητηρίη, ἡ (πειράω), ναυτικό όργανο
βυθομέτρησης, σε Ηρόδ.
κατᾱπελτάζω, μέλ. -άσομαι, κάνω επιδρομή με ελαφρά
οπλισμένους στρατιώτες (πελτασταί), σε Αριστοφ.
καταπεμπτέος, -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να σταλεί
κάτω, να αποβληθεί, να ριχτεί, σε Λουκ.
κατα-πέμπω, μέλ. -ψω, I. στέλνω κάτω, σε Ησίοδ.· ιδίως, από τα
μεσόγεια προς την παραλία, σε Ξεν. II. αποστέλλω από το αρχηγείο,
στέλνω, κατευθύνω, σε Δημ.
κατα-πενθέω, μέλ. -ήσω, θρηνώ, μοιρολογώ, κλαίω, σε Ανθ.
καταπεπτηυῖα, Επικ. αντί -πεπτηκυῖα, θηλ. μτχ. παρακ. του κατα-
πτήσσω.
κατάπερ, Ιων. αντί καθάπερ.
κατα-πέρδω, κυρίως στη Μέσ. -πέρδομαι· αόρ. βʹ κατέπαρδον,
παρακ. καταπέπορδα· κλάνω, αερίζομαι μπροστά σε κάποιον, τινός, σε
Αριστοφ.
κατα-πέσσω, μέλ. —πέψω, βράζω εντελώς, χωνεύω την τροφή, σε
Αριστ.· μεταφ., χωνεύω, δεν αφήνω να εξεγερθεί, Λατ. concoquere, κ.
368

χόλον, σε Ομήρ. Ιλ.· κ. μέγαν ὄλβον, δηλ. βιώνω μεγάλη ευτυχία με


πραότητα, χωρίς περηφάνεια, σε Πίνδ.
κατα-πετάννῡμι και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ], I. εξαπλώνω, απλώνω,
εκτείνω, ανοίγω από πάνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. II. εκτείνω ή καλύπτω με,
τί τινι, σε Αριστοφ., Ξεν.
καταπέτασμα, -ατος, τό, κάλυμμα, σκέπασμα, σε Κ.Δ.
κατα-πέτομαι, μέλ. -πτήσομαι· γʹ ενικ. αορ. βʹ κατέπτατο, μτχ.
καταπτάμενος, υποτ. κατάπτωμαι· επίσης Ενεργ. αορ. βʹ κατέπτην πετάω
με καθοδική φορά, ίπταμαι προς τα κάτω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
κατα-πετρόω, μέλ. -ώσω, λιθοβολώ μέχρι θανάτου, σε Ξεν.
καταπεφθῇ, υποτ. Παθ. αορ. αʹ του καταπέσσω.
καταπέφνων, μτχ. του κατέπεφνον.
καταπεφρονηκότως, επίρρ. μτχ. Ενεργ. παρακ. του καταφρονέω,
περιφρονητικά, σε Δημ.
καταπέψῃ, γʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ του καταπέσσω.
κατα-πήγνῡμι και -ύω· μέλ. -πήξω, I. μπήγω σταθερά στο έδαφος,
φυτεύω γερά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. II. Παθ., με Ενεργ. παρακ. και
υπερσ., στέκομαι σταθερός ή ακλόνητος, στέρεος, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ.,
στήλη καταπεπηγυῖα, σε Ηρόδ.
κατα-πηδάω, μέλ. -ήσομαι, πηδώ κάτω από..., σε Ξεν.
κατα-πίμπλημι, μέλ. -πλήσω, γεμίζω εντελώς με κάτι, με γεν., σε
Πλάτ.
κατα-πίμπρημι, μέλ. -πρήσω, κάνω στάχτες, σε Ανθ.
κατα-πίνω[ῑ], μέλ. -πίομαι, μεταγεν. -πιοῦμαι· αόρ. βʹ κατέπιον,
Επικ. κάππιον· I. καταβροχθίζω ή καταπίνω, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ. II. 1.
μεταφ., κ. Εὐριπίδην, «ρουφώ» τον Ευριπίδη, δηλ. αφομοιώνω τις ιδέες
του, σε Αριστοφ. 2. καταπίνω, καταναλώνω, στον ίδ. 3. σπαταλώ σε
οινοποσία, σε Αισχίν.
κατα-πιπράσκω, ξεπουλώ, καταπραθείς, σε Λουκ.
κατα-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ κατ-έπεσον, ποιητ. κάπ-πεσον,
γʹ δυϊκ. καπ-πεσέτην· παρακ. πέπτωκα· I. 1. πέφτω ή ρίχνομαι κάτω, σε
Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· χρησ. ως Παθ., κάππεσε = κατεβλήθη, σε Αισχύλ. 2.
μεταφ., κάππεσε θυμός, κατέπεσε, μειώθηκε το ηθικό τους, σε Ομήρ. Ιλ.·
κ. εἰς ἀπιστίαν, σε Πλάτ. II. πάσχω από επιληψία, σε Λουκ.
κατα-πισσόω, Αττ. -ττόω, μέλ. -ώσω, καλύπτω με πίσσα, αλείφω
με πίσσα και καίω (ως τιμωρία), σε Πλάτ.
κατα-πιστεύω, μέλ. -σω, έχω τυφλή εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι,
πιστεύω, σε Πλούτ.
κατα-πλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ], σοβατίζω με πηλό,
άργιλο κ.λπ., σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Μέσ., καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν,
επιχρίω, αλείφω το κεφάλι μου, σε Ηρόδ.· τοῦτοκαταπλάσσονται ὅλον τὸ
σῶμα, με αυτό επαλείφουν ολόκληρο το σώμα τους, στον ίδ.
369

καταπλαστός, -όν, αυτός που έχει τεθεί ως κατάπλασμα,


καταπλαστὸν φάρμακον, κατάπλασμα, έμπλαστρο, σε Αριστοφ.
καταπλαστύς, -ύος, ἡ, Ιων. αντί καταπλάσματος, σε Ηρόδ.
κατα-πλέκω, μέλ. -ξω, I. 1. εμπλέκω, συμπλέκω, σε Ηρόδ. 2.
μεταφ., εμπλέκω, μπερδεύω, ενοχοποιώ, αναμειγνύω, κ. τινὰ προδοσίᾳ,
στον ίδ. II. σταματώ να πλέκω· μεταφ., φέρω εις πέρας, τελειώνω, τὴν
ζόην, τὴν ῥῆσιν, στον ίδ.
κατά-πλεος, -ον, Αττ. -πλεως, -ων, γεν. -ω, εντελώς γεμάτος,
πλήρης, τινος, ενός πράγματος· μολυσμένος, μιαρός, ακάθαρτος,
κηλιδωμένος, λεκιασμένος, λερωμένος με κάτι, γῆς κατάπλεως καὶ
αἵματος, σε Ξεν.
κατα-πλέω, μέλ. -πλεύσομαι· Ιων. -πλώω· I. διαπλέω, δηλ. 1. πλέω
από το ανοιχτό πέλαγος προς την ακτή, πλέω προς την ξηρά,
προσορμίζομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· νεωστὶ καταπεπλευκώς,
έχοντας προσορμιστεί πρόσφατα, σε Πλάτ. 2. διαπλέω ποταμό, κατ. τὸν
Εὐφρήτην, σε Ηρόδ. II. πλέω προς τα πίσω, επιστρέφω, στον ίδ.
κατάπλεως, -ων, γεν. -ω, Αττ. αντί κατάπλεος.
καταπλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ, 1. αυτός που έχει πληγεί από έκπληξη,
κατάπληκτος, σε Λυσ. 2. ντροπαλός, συνεσταλμένος, σεμνός, σε Αριστ.
κατάπληξις, -εως, ἡ, κατάπληξη, έκπληξη, δέος, σάστισμα, σε
Θουκ.
κατα-πλήσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. καταρρίπτω χτυπώντας·
μεταφ., καταπλήσσω, τρομοκρατώ, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ.,
καταλαμβάνομαι από μεγάλο φόβο, είμαι έκπληκτος, θαμπώνομαι,
κατεπλήγη (αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. απαρ. αορ. βʹ καταπλαγῆναι, σε
Θουκ.· παρακ. βʹ πληθ. καταπέπληχθε, στον ίδ.· με αιτ., καταπλαγέντες τὸν
Φίλιππον, σε Δημ.
κατά-πλοος, συνηρ. -πλους, ὁ (καταπλέω), I. πλεύση προς την
ξηρά, προσόρμιση, σε Θουκ. II. πλεύση προς τα πίσω, επάνοδος, σε Ξεν.
κατα-πλουτίζω, μέλ. -ιῶ, εμπλουτίζω, πλουμίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.
κατα-πλύνω[ῡ], I. πλένω χύνοντας, καταβρέχω, ξεπλένω, σε Ξεν.
II. ξεπλένω· — Παθ., μεταφ., τὸ πρᾶγμα καταπέπλῠται, το ζήτημα έχει
ξεπλυθεί, δηλ. έχει λησμονηθεί, σε Αισχίν.
κατάπλῠσις, ἡ, πλύσιμο σε νερό, σε Ξεν.
καταπλώω, Ιων. αντί καταπλέω.
κατα-πνέω, Επικ. -πνείω· μέλ. -πνεύσομαι· 1. αναπνέω από πάνω,
με γεν., σε Ευρ. 2. εμπνέω, σε Αισχύλ.· θεὸς καταπνεῖ σε, σε Ευρ.
καταπνοή, ἡ (καταπνέω), φύσημα, σε Πίνδ.
καταπόδα, -πόδας, λιγότερο ορθοί τύποι αντί κατὰ πόδα, κατὰ
πόδας.
καταποθῇ, Παθ. υποτ. γʹ ενικ. αορ. αʹ του καταπίνω.
κατα-πολεμέω, μέλ. -ήσω, καταβάλλω πολεμώντας, δηλ.
εξουδετερώνω μέσω του πολέμου, υποτάσσω ολοσχερώς, αποδυναμώνω,
370

Λατ. debellare, σε Θουκ., Ξεν.· στον ενεστ., επιχειρώ να υποτάξω, σε


Θουκ. — Παθ., ἐλπίζοντες (τὴν πόλιν) καταπεπολεμῆσθαι, στον ίδ.
κατα-πολῑτεύομαι, αποθ., υποτάσσω ακολουθώντας συγκεκριμένη
τακτική, σε Δημ.
καταπολύ, λιγότερο ορθοί τύποι αντί κατὰ πολύ.
κατα-πονέω, μέλ. -ήσω, υποτάσσω μετά από σκληρή μάχη — Παθ.,
υποτάσσομαι με τέτοιο τρόπο, σε Αισχίν.
κατά-πονος, -ον, κουρασμένος, κατάκοπος, εξουθενωμένος, σε
Πλούτ.
κατα-ποντίζω, μέλ. -σω, ρίχνω στη θάλασσα, πνίγω εκεί μέσα, σε
Δημ.
καταποντιστής, -οῦ, ὁ, αυτός που ρίχνει μέσα στη θάλασσα, σε
Δημ.
κατα-ποντόω, μέλ. -ώσω = καταποντίζω, σε Ηρόδ., Πλάτ.
κατα-πορνεύω, μέλ. -σω, εκπορνεύω, σε Ηρόδ.
κατα-πράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, 1. εκτελώ, κατορθώνω, σε Ξεν.
2. επιτυγχάνω, κερδίζω, στον ίδ. — Μέσ., κατορθώνω για τον εαυτό μου,
στον ίδ. — Παθ., τὰ καταπεπραγμένα, στον ίδ.
κατα-πρᾱΰνω[ῡ], μέλ -ῠνῶ, μαλακώνω, καταπραΰνω, κατευνάζω,
καθησυχάζω, σε Πλάτ.
κατα-πρηνής, -ές, στραμμένος προς τα κάτω, λέγεται για το χέρι
όταν χρησιμοποιείται για να χτυπά ή να πιάνει, χειρὶ καταπρηνεῖ, με την
παλάμη του χεριού του, σε Ομήρ. Ιλ.· χείρεσσι καταπρήνεσσι, σε Ομήρ.
Οδ.
κατα-πρηνόω, μέλ. -ώσω, ρίχνω κάποιον κατακέφαλα, σε Ανθ.
κατα-πρίω[ῑ], μέλ. -πριοῦμαι, 1. πριονίζω, σε Ηρόδ. 2. κόβω ή
κατασπαράττω, ξεσχίζω σε κομμάτια, σε Θεόκρ.
κατα-προδίδωμι, μέλ. -προδώσω, προδίδω εντελώς, εγκαταλείπω,
αφήνω κάτι στην τύχη του, σε Ηρόδ., Αττ.
κατα-προΐξομαι, Αττ. -προίξομαι (προῖξ), μέλ. χωρίς ενεστ. σε
χρήση, 1. κάνω κάτι χωρίς αντίκτυπο, δηλ. ενεργώ με ασυλία, ατιμώρητα·
χρησιμ. με αρνητ., οὐκ ἐμὲ λωβησάμενος καταπροΐξεται, δεν θα ξεφύγει
επειδή με έχει προσβάλλει, σε Ηρόδ.· οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες, στον
ίδ.· οὔτοι καταπροίξει πολλὰ κλέψας, σε Αριστοφ.· απόλ., ἐκείνους οὐ
καταπροΐξεσθαι ἔφη, είπε πως δεν θα ξέφευγαν ατιμώρητοι, σε Ηρόδ. 2. με
γεν. προσ., οὔτοι ἐμοῦ καταπροίξει, δεν θα ξεφύγεις από την εκδίκησή μου
γι' αυτή την αδικία προς το πρόσωπό μου, σε Αριστοφ.
καταπτᾰκών, ποιητ. μτχ. αορ. βʹ του καταπτήσσω.
κατά-πτερος, -ον (πτερόν), αυτός που έχει φτερά, σε Αισχύλ., Ευρ.
καταπτήσομαι, μέλ. του καταπέτομαι.
καταπτήσσω, μέλ. -πτήξω· γʹ δυικ. Επικ. αορ. βʹ καταπτήτην, ποιητ.
μτχ. καταπτᾰκών· παρακ. κατέπτηχα, Επικ. μτχ. καταπεπτηώς· 1. ζαρώνω,
371

κάθομαι ζαρωμένος ή μαζεμένος από φόβο, σε Όμηρ., Ησίοδ. 2. με αιτ.,


ζαρώνω φοβισμένος κάτω από, σε Πλούτ.
κατάπτομαι, Ιων. αντί καθάπτομαι.
κατάπτυστος, -ον (καταπτύω), αυτός που καταπτύεται, βδελυρός,
απεχθής, αξιοκαταφρόνητος, ποταπός, σε Αισχύλ., Ευρ., Δημ.
κατα-πτῠχής, -ές (πτύχη), αυτός που έχει πλούσιες πτυχές, πολλές
διπλώσεις, σε Θεόκρ.
κατα-πτύω, μέλ. -ύσω [ῠ], φτύνω πάνω σε ή προς, ιδίως ως ένδειξη
αποστροφής, με γεν., σε Δημ., Αισχίν.
καταπτύσσω = καταπτήσσω, σε Ομήρ. Ιλ.
κατα-πτωχεύω, μέλ. -σω, υποβάλλω κάποιον σε επαιτεία, σε
Πλούτ.
καταπῡγοσύνη, ἡ, κτηνώδης όρεξη, κτηνώδης ορμή, σε Αριστοφ.
κατα-πύγων, ὁ (πῡγή), λάγνος, ασελγής άνθρωπος, σε Αριστοφ.
κατα-πύθω[ῡ], μέλ. -ύσω, καθιστώ κάτι σάπιο, σαπίζω, σε Ομηρ.
Ύμν. — Παθ., γίνομαι σάπιος, σε Ομήρ. Ιλ.
κατά-πυκνος, -ον, ο πολύ πυκνός, σε Θεόκρ.
καταπυκνόω, μέλ. -ώσω, γεμίζω κάτι ασφυκτικά, σε Πλούτ.
καταπῠρίζω, βλ. καππυρίζω.
κᾰτ-άρα[ᾰρ], Ιων. -άρη, ἡ, κατάρα, κατάρην ποιεῖσθαί τινι,
καταριέμαι κάποιον, σε Ηρόδ.· διδόναι τινὰ κατάρᾳ, σε Ευρ.
κατ-ᾰραιρημένος, Ιων. αντί καθ-, μτχ. Παθ. παρακ. του καθαιρέω.
κατ-αράομαι (ᾱρ, Ομηρ., ᾰρ, Αττ.), Ιων. -αρέομαι· μέλ. -άσομαι,
Ιων. -ήσομαι, αποθ.· 1. επικαλούμαι κατάρες εναντίον κάποιου,
αναθεματίζω, τί τινι, σε Όμηρ., Ηρόδ.· με απαρ., καταρῶνται ἀπολέσθαι,
προσεύχονται να πεθάνει, σε Θέογν.· με δοτ. προσ. μόνο, καταριέμαι,
αναθεματίζω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· έπειτα, με αιτ. προσ., σε Πλούτ.,
Κ.Δ. 2. απόλ., εκφέρω κατάρες, σε Αριστοφ. 3. μτχ. Παθ. παρακ., κατ-
ηρᾱμένος, με Παθ. σημασία, καταραμένος, αναθεματισμένος,
επικατάρατος, στον ίδ.
κατ-ᾰράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. χτυπώ καταγής, συντρίβω σε
κομμάτια, τοὺς λοιποὺς κατήραξεν ἐς τὸν Κιθαιρῶνα, τους κομμάτιασε
στον Κιθαιρώνα, σε Ηρόδ.· τὸστράτευμα κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα, σε
Θουκ. II. αμτβ., πέφτω προς τα κάτω, πέφτω κατακέφαλα, σε Πλούτ.
κατάρᾱτος, -ον (καταράομαι), καταραμένος, απεχθής, βδελυρός,
μισητός, σε Ευρ., Αριστοφ.· συγκρ. -ότερος, σε Δημ.· υπερθ. -ότατος, σε
Σοφ.
κατ-αργέω, μέλ. -ήσω, I. αφήνω κάποιον αχρησιμοποίητο ή τον
καθιστώ αδρανή, σε Ευρ.· κ. τὴν γῆν, καταλαμβάνω το έδαφος ανώφελα,
το επιβαρύνω, σε Κ.Δ. II. καθιστώ άχρηστο, παύω, στο ίδ. — Παθ.,
καταργηθῆναι, καταλύομαι, παύομαι, στο ίδ.· κ. ἀπὸ τοῦ νόμου,
απελευθερώνομαι από τον νόμο, στο ίδ.
κατ-αργίζω, κάνω κάποιον να επιβραδύνει, βλ. ἀπαρτίζω.
372

κάταργμα, τό (κατάρχω II), 1. μόνο στον πληθ., κατάργματα,


πρώιμες προσφορές, σε Ευρ. 2. εξαγνισμοί που γίνονται μέσω τέτοιων
προσφορών, σε Πλούτ.
κατ-αργῠρόω, μέλ. -ώσω, I. καλύπτω με ασήμι — Παθ.,
καταργυρωμένος (Ιων. αντί κατηργ-), επάργυρος, σε Ηρόδ. II. αγοράζω ή
δωροδοκώ με ασήμι, κατηργυρωμένος, σε Σοφ.
κατ-άρδω, μέλ. -άρσω, ποτίζω· μεταφ., ραντίζω ως έπαινο, επαινώ,
σε Αριστοφ.
καταρέζω, Επικ. αντί καταρρέζω.
κατᾱρέομαι, Ιων. αντί καταράομαι, σε Ηρόδ.
κατα-ρῑγηλός, -ή, -όν, αυτός που κάνει κάποιον να αναρριγεί,
τρομερός, φρικτός, σε Ομήρ. Οδ.
κατ-ᾰριθμέω, μέλ. -ήσω, 1. μετρώ ή υπολογίζω ανάμεσα σε άλλα,
σε Ευρ., Πλάτ. 2. διηγούμαι με λεπτομέρεια, σε Πλάτ. — Μέσ., θεωρώ,
λογαριάζω, στον ίδ.
κατ-αρκέω, μέλ. -έσω, είμαι ολότελα αυτάρκης, σε Ηρόδ., Ευρ.
καταρμόζω, Ιων. αντί καθαρμόζω.
κατ-αρνέομαι, μέλ. -ήσομαι, αρνούμαι σθεναρά, εμμένω στην
άρνηση, σε Σοφ.
κατ-ᾰρόω, μέλ. -όσω, οργώνω, τὴν γῆν, σε Αριστοφ.
καταρ-ρᾳθῡμέω, μέλ. -ήσω, I. χάνω εξαιτίας της ραθυμίας, σε Ξεν.,
Δημ. — Παθ., τὰ καταρρᾳθυμημένα, αυτά που έχουν απωλεσθεί εξαιτίας
της αμέλειας, σε Δημ. II. αμτβ., είμαι εξαιρετικά απρόσεκτος,
καταρρᾳθυμήσαντες, από την απερισκεψία, σε Ξεν.
καταρ-ρᾰκόω, σχίζω σε κουρέλια· μτχ. Παθ. παρακ.
κατερρακωμένος, αυτός που είναι ενδεδυμένος με κουρέλια, σε Σοφ.
καταρ-ράκτης, -ου (καταρ-ρήγνυμι) ή κατ-αράκτης (κατ-
αράσσω)· I. ως επίθ., επερχόμενος, εφορμών, τὸν καταρράκτην ὁδὸν (Αττ.
αντί οὐδόν) προς την είσοδο που οδηγεί προς τα κάτω (λέγεται για τον
Άδη), σε Σοφ. II. ως ουσ., 1. το νερό που ξεχωρίζει, διακλαδώνεται, ο
καταρράκτης, Λατ. cataracta, σε Στράβ. 2. είδος σιδεριάς που κλείνει την
πύλη κάστρου, σε Πλούτ. 3. θαλασσινό πουλί, ονομαζόμενο έτσι από την
εφόρμηση που κάνει προς τη λεία του, γλάρος, σε Αριστοφ.
καταρρακτός, -ή, -όν, = το προηγ., κ. θύρα, καταπακτή, σε Πλούτ.
καταρ-ράπτω, μέλ. -ψω, I. ράβω πάνω σε ή από πάνω, θύρη
κατερραμμένη ῥίπὶ καλάμων, συρραμμένη με πλέγμα από καλάμια, σε
Ηρόδ. II. 1. ράβω σφιχτά, σε Πλούτ. 2. μεταφ., παρασκευάζω,
μηχανεύομαι, σκαρώνω, εφευρίσκω, σε Αισχύλ.
κατάρρᾰφος, -ον, συρραμμένος, μπαλωμένος, αποτελούμενος από
ενωμένα κομμάτια, σε Λουκ.
καταρ-ρέζω, μέλ. -ξω, χτυπώ ελαφρά με την παλάμη, χτυπώ
χαϊδευτικά, θωπεύω, όπως το Λατ. mulcere, χειρὶ δέ μιν κατέρεξε (Επικ.
373

αντί κατερρ-), σε Όμηρ.· επίσης καρρέζουσα (Επικ. αντί καταρρ-), σε


Ομήρ. Ιλ.
καταρ-ρέπω, μέλ. -ψω, κάνω κάτι να ρέπει προς τη μια μεριά, προς
μια κατεύθυνση, κάνω να λυγίσει, σε Σοφ.
καταρ-ρέω, μέλ. -ρεύσομαι και -ρυήσομαι, παρακ. -ερρύηκα, αόρ.
βʹ σε Παθ. τύπο -ερρύην· I. 1. ρέω προς τα κάτω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
2. λέγεται για ανθρώπους, τρέχω, ορμώ προς τα κάτω, σε Αριστοφ., Θουκ.
3. λέγετα για φρούτα, φύλλα κ.λπ.· φυλλοβολώ, πέφτω, σε Ξεν. 4.
συντρίβομαι, σε Δημ. 5. κ. εἴς τινα, έρχομαι προς, πέφτω στην τύχη
κάποιου, σε Θεόκρ., Βίωνα. II. κ. φόνῳ, τρέχω προς τα κάτω, στάζω με
αίμα, σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Πλούτ.
καταρ-ρήγνῡμι και -ύω, μέλ. -ρήξω, I. 1. καταρρίπτω σπάζοντας,
κατεδαφίζω, τὴν γέφυραν, σε Ηρόδ. μέλαθρα, σε Ευρ. 2. ξεσχίζω,
κατακομματιάζω, σε Δημ.· — Μέσ., κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας, έσκισαν
τους μανδύες τους, σε Ηρόδ. 3. στην Αντ. Σοφ. 675 τροπὰς καταρρήγνυσι
(ἡ ἀναρχία), διασπά στρατεύματα και τα τρέπει σε φυγή. II. Παθ., αόρ. βʹ
κατερράγην [ᾰ], με Ενεργ. παρακ. κατέρρωγα· καταρρίπτομαι σχιζόμενος,
σε Ηρόδ. 2. πέφτω ή ορμώ προς τα κάτω, ξεσπώ, λέγεται για καταιγίδα,
στον ίδ.· λέγεται για δάκρυα, σε Ευρ.· μεταφ., ὁ πόλεμος κατερράγη, σε
Αριστοφ. 3. είμαι σπασμένος σε κομμάτια, Αἴγυπτος μελάγγαιός τε καὶ
καταρρηγνυμένη, με μαύρο και κατασπαραγμένο έδαφος, σε Ηρόδ.
καταρ-ρῑνάω ή -έω (ῥίνη), λιμάρω, λειαίνω· μεταφ.,
καταρρινημένον τι, λείος, στιλπνός, κομψός, σε Αριστοφ.
καταρ-ρίπτω, μέλ. -ψω, ρίχνω προς τα κάτω, αναποδογυρίζω,
συντρίβω, καταστρέφω, σε Αισχύλ.
κατάρροος, συνηρ. -ρους, ὁ (καταρρέω), αυτός που ρέει από το
κεφάλι προς τα κάτω με ορμή, συνάχι, σε Πλάτ.
καταρ-ροφέω, μέλ. -ήσω, ρουφώ ή καταπίνω, σε Ξεν.
καταρρυῆναι, απαρ. Παθ. αορ. βʹ του καταρρέω.
καταρρυής, -ές (καταρρέω), αυτός που καταπίπτει, αυτός που
πέφτει, σε Σοφ.
κατάρ-ρῠτος, -ον, I. υδρευμένος, ποτισμένος, σε Ευρ. II. αυτός τον
οποίο έχει μεταφέρει το νερό, προσχωματικός, λέγεται για το δέλτα των
ποταμών, σε Ηρόδ.
κατ-αρρωδέω, Ιων. αντί κατορρωδέω, φοβάμαι, τρέμω, σε Ηρόδ.
καταρρώξ, -ῶγος, ὁ, ἡ (καταρρήγνυμι), αποκομμένος,
απόκρημνος, σε Σοφ.
κατάρσις, -εως, ἡ (καταίρω), μέρος στο οποίο κάποιος
προσορμίζεται ή καταπλέει, σε Θουκ.
κατ-αρτάω, μέλ. -ήσω, I. κρεμώ ανάποδα από, εξαρτώ ή προσαρτώ,
σε Πλούτ. II. ρυθμίζω, προσδένω, προσορμίζω, χρῆμα κατηρτημένον,
καλά προσαρμοσμένο ή πρόσφορο πράγμα, σε Ηρόδ.
374

κατ-αρτίζω, μέλ. -ίσω, I. διευθετώ, τακτοποιώ εκ νέου,


αποκαθιστώ, σε Ηρόδ.· κ. δίκτυα, διορθώνω δίχτυα, «μπαλώνω», σε Κ.Δ.·
μεταφ., επαναφέρω στο σωστό, στο ίδ. II. εφοδιάζω, εξοπλίζω εντελώς·
Παθ. παρακ. κατηρτισμένος, απόλ., εφοδιασμένος καλά, πλήρης, σε Ηρόδ.,
Κ.Δ.
κατάρτῐσις, -εως, ἡ, I. επανόρθωση, σε Κ.Δ. II. εκπαίδευση,
αγωγή, πειθαρχία, σε Πλούτ.
καταρτιστήρ, -ῆρος, ὁ, αυτός που αποκαθιστά την τάξη,
μεσολαβητής, μεσάζοντας, σε Ηρόδ.
κατ-αρτύω, μέλ. -ύσω [ῠ], I. 1. προετοιμάζω, παρασκευάζω,
ετοιμάζω, λέγεται για το φαγητό, σε Λουκ. 2. γενικά, εκπαιδεύω,
πειθαρχώ, διαπλάθω — Παθ., είμαι εκπαιδευμένος, ασκούμαι, σε Σολ.,
Σοφ. 3. με απαρ., κ. μολεῖν, προκαλώ τον ερχομό του, σε Σοφ. II. αμτβ.
στη μτχ. παρακ., κατηρτυκὼς ἱκέτης, μεταφ., τέλειος ικέτης, κάποιος που
έχει εκτελέσει όλα τα αναγκαία, σε Αισχύλ.
κατάρῠτος, -ον, ποιητ. αντί κατάρρυτος, σε Ευρ.
κατ-αρχαιρεσιάζω, μέλ. -σω, νικώ στις αρχαιρεσίες, ιδίως με
άνομα μέσα, σε Πλούτ.
καταρχάς, λιγότερο ορθός τύπος αντί κατ' ἀρχάς.
κατ-άρχω, μέλ. -ξω, I. 1. κάνω έναρξη ενός πράγματος, με γεν., σε
Αισχύλ.· ὁδοῦ κατάρχειν, οδηγώ το δρόμο, δείχνω το δρόμο, σε Σοφ.·
σπανίως με αιτ., ξεκινώ κάτι, σε Πλάτ.· με μτχ., ξεκινώ να κάνω, σε Ξεν.
2. τιμώ, σε Ευρ. II. Μέσ., 1. κάνω ξεκίνημα, αρχίζω, ξεκινώ, όπως το
Ενεργ., με γεν., στον ίδ., σε Πλάτ.· επίσης με αιτ., σε Ευρ.· απόλ.,
κατάρχεται μέλος, ξεκινά, στον ίδ. 2. α) με θρησκευτική σημασία, ξεκινώ
τις θυσιαστήριες τελετές, Νέστωρ χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο, ο
Νέστορας ξεκίνησε (τη θυσία) με το πλύσιμο των χεριών και το ράντισμα
του κριθαριού στο κεφάλι του θύματος, σε Ομήρ. Οδ.· κατάρχομαι, ξεκινώ
τη λειτουργία, σε Ευρ.· με γεν., κατάρχεσθαι τοῦ τράγου, προετοιμάζω το
θύμα, δηλ. το καθαγιάζω για τη θυσία με το να κόψω τα μαλλιά από το
μέτωπό του, σε Αριστοφ.· πῶς δ' αὖ κατάρξει θυμάτων; σε Ευρ. β)
θυσιάζω, σφαγιάζω, στον ίδ. — Παθ., σὸν κατῆρκται σῶμα, έχει αφιερωθεί,
στον ίδ. γ) αλλά, χτυπώ, πλήττω, σε Πλούτ.
κατα-σβέννῡμι ή -ύω, μέλ. -σβέσω, I. κατασβήνω, καταστέλλω,
Λατ. extinguere, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν
κατασβέσει; ποιος θα την αποξηράνει; σε Αισχύλ.· κ. βοήν, ἔριν, καταπαύω
θόρυβο, σταματώ τη διαμάχη, σε Σοφ. II. Παθ., αόρ. αʹ κατ-εσβήθην, με
απαρ. Ενεργ. αορ. βʹ κατέσβην, απαρ. κατα-σβῆναι, παρακ. Ενεργ. κατ-
έσβηκα· καταστέλλομαι, αναχαιτίζομαι, σε Ηρόδ.· μεταφ., κλαμάτων πηγαὶ
κατεσβήκασι, σε Αισχύλ.
κατα-σείω, μέλ. -σείσω, I. κουνώ, σείω, τινάζω δυνατά, σε Θουκ.
II. κατασεῖσαι τὴν χεῖρα, κουνώ ή κάνω κίνηση με το χέρι· ομοίως, κ. τὰ
ἱμάτια, μέσω σινιάλου, σε Πλούτ.· αλλά επίσης, κ.τῇ χειρί, κάνω νεύμα με
375

το χέρι, χειρονομώ, σε Κ.Δ.· απόλ. κατασείειν τινί, κάνω νεύμα σε κάποιον


ως ένδειξη να σωπάσει, σε Ξεν.
κατασεύομαι, Παθ., ορμώ προς τα πίσω, με αιτ. κῦμα κατέσσυτο
(Επικ. αορ. βʹ) ῥέεθρα, σε Ομήρ. Ιλ.
κατα-σημαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, σφραγίζω — Μέσ., έχω κάτι
σφραγισμένο, σε Πλάτ.
κατα-σήπω, σαπίζω, αφήνω να σαπίσει, σε Ξεν. — Παθ., αόρ. βʹ
κατ-εσάπην [ᾰ], Επικ. υποτ. γʹ ενικ. -σαπήῃ, με Ενεργ. παρακ. βʹ κατα-
σέσηπα, φύομαι σαπισμένος, αποσυντίθεμαι, σαπίζω.
κατ-ασθενέω, μέλ. -ήσω, εξασθενώ, αδυνατίζω, σε Ανθ.
κατ-ασθμαίνω, αγωνίζομαι ασθμαίνοντας ενάντια σε κάτι, με γεν.,
σε Αισχύλ.
κατα-σῑγάω, μέλ. -ήσομαι, σιωπώ εντελώς, γίνομαι σιωπηλός, σε
Πλάτ.
κατα-σῐκελίζωτυρόν, σικελίζω (δηλ. καταναλώνω) το τυρί (ως
υπαινιγμός στους σφετερισμούς τον Λάχητα στη Σικελία), σε Αριστοφ.
κατα-σῑτέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., κατατρώγω, τρέφομαι, σε
Ηρόδ.
κατα-σῐωπάω, μέλ. -ήσομαι, I. τηρώ σιωπή σχετικά με ένα ζήτημα,
σε Δημ. II. μτβ., σωπάζω, ησυχάζω, σε Ξεν. — Μέσ., προκαλώ ησυχία,
στον ίδ.
κατα-σκάπτω, μέλ. -ψω, σκάβω, καταστρέφω ολοσχερώς,
ξεσηκώνω από τα θεμέλια, καταρρίπτω, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. — Παθ.,
οἰκία οἱ κατεσκάφη (αόρ. βʹ), σε Ηρόδ.
κατασκᾰφή, ἡ, I. κατάρριψη από το έδαφος, ανασκαφή εκ
θεμελίων, ισοπέδωση, κατεδάφιση, σε Τραγ. II. γῆς κατασκαφαῖς, τάφος
πολύ βαθιά σκαμμένος στο έδαφος, σε Αισχύλ.· θανόντων ἐς κατασκαφάς,
δηλ. στον τάφο, σε Σοφ.
κατασκᾰφής, -ές, κατεσκαμμένος, βαθιά σκαμμένος, κ. οἴκησις,
πολύ βαθιά σκαμμένο οίκημα, δηλ. ο τάφος, σε Σοφ.
κατα-σκεδάννῡμι και -ύω, μέλ. -σκεδάσω [ᾰ], I. 1. διασκορπίζω ή
περιχύνω, τικατά τινος, σε Αριστοφ.· επίσης, τί τινος, σε Δημ. κ.λπ. 2. κ.
φήμην, διαδίδω φήμη εναντίον κάποιου, σε Πλάτ. 3. Μέσ., περιχύνω ή
ραντίζω τριγύρω, σε Ξεν.
κατασκέλλομαι, Παθ., γίνομαι σκελετός, ξεραίνομαι, μαραίνομαι,
φθίνω, σε Αισχύλ.· ομοίως στον Ενεργ. παρακ. κατέσκληκα και υπερσ.
κατεσκλήκει, σε Βάβρ.
κατασκέπτομαι, μεταγεν. τύπος -κατασκοπέω, βλ. αυτ.
κατα-σκευάζω, μέλ. -σκευάσω· 1. εξοπλίζω ή εφοδιάζω πλήρως, σε
Δημ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. — Παθ., σκηνὴ χρυσῷ κατεσκευασμένη,
σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. ετοιμάζω, φτιάχνω, δημιουργώ, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.·
απ' όπου, προετοιμάζω, ρυθμίζω, τακτοποιώ, δημοκρατίαν, σε Ξεν.·
συμπόσιον, σε Πλάτ. κ.λπ. — Μέσ., ετοιμάζω για τον εαυτό μου, ιδίως,
376

ανοικοδομώ οικία και την εξοπλίζω, σε Θουκ.· συσκευάζω, επίσης αντίθ.


προς το ἀνασκευάζεσθαι, σε Ξεν. 3. λέγεται για δόλιες συναλλαγές,
απατηλές ενέργειες, παρασκευάζω, επινοώ, στον ίδ. κ.λπ.· λέγεται για
πρόσωπα, δωροδοκώ, εξαγοράζω, σε Αριστ. 4. α) καθιστώ τέτοιου είδους,
με δεύτερη αιτ., εἰ μὴ Γοργίαν Νέστορά τινα κατασκευάζεις, εκτός και αν
καταστήσει το Γοργία ένα είδος Νέστορα, σε Πλάτ.· β) επίσης,
αναπαριστώ ως τέτοιο, κ. τινὰ πάροινον, σε Δημ. 5. στους Λογικούς, α)
«οικοδομώ» ένα επιχείρημα, σε Αριστ. β) απόλ. στη Μέσ., καθιστώ έτοιμο
να πράξει, ὡς πολεμήσοντες, σε Θουκ.· ὡς οἰκήσων, σε Ξεν.
κατασκεύασμα, -ατος, τό, I. αυτό που προετοιμάζεται να φτιαχτεί,
οικοδόμημα, κατασκευή, κτίριο, κτίσμα, σε Δημ. II. εξεύρημα, επινόημα,
μηχάνημα, στον ίδ.
κατασκευασμός, ὁ, επινόηση, τέχνασμα, σε Δημ.
κατασκευαστέον, αυτό που πρέπει να κατασκευαστεί ή να φτιαχτεί,
σε Ξεν.
κατα-σκευή, ἡ, I. προπαρασκευή, ἐν κατασκευῇ τοῦ πολέμου, σε
προετοιμασία, σε Θουκ.· εξοπλισμός των πλοίων, των μηχανών κ.λπ., στον
ίδ. II. οποιοδήποτε είδος επίπλου που παραμένει σταθερό, αντίθ. προς
αυτό που είναι κινητό (παρασκευή), κτίρια, εντοιχισμένες εγκαταστάσεις,
στον ίδ.· αλλά επίσης, όπως το παρασκευή, οποιοδήποτε έπιπλο, σε Ηρόδ.,
Θουκ. III. κατάσταση, σύσταση, δομή, κατασκευή ενός πράγματος, σε
Ευρ., Πλάτ. IV.κόλπο, τέχνασμα, μηχανή, σε Αισχίν.
κατ-ασκέω, μέλ. -ήσω, ασκώ πολύ· μτχ. Παθ. παρακ.
κατησκημένος, κανονικός, ομαλός, ασκητικός, σε Πλούτ.
κατα-σκηνάω, μέλ. -ήσω = κατασκηνόω, σε Ξεν.
κατα-σκηνόω, μέλ. -ώσω, στήνω επί τόπου κατασκήνωση ή σκηνή,
στρατοπεδεύω, καταλύω, σε Ξεν.· γενικά, ξεκουράζομαι, τοποθετούμαι,
αναπαύομαι.
κατασκήνωμα, -ατος, τό, κάλυμμα, βέλο, πέπλο, σε Αισχύλ.
κατασκήνωσις, -εως, ἡ, στρατοπέδευση· λέγεται για πουλιά, τόπος
ανάπαυσης και διαμονής, φωλιά, σε Κ.Δ.
κατα-σκήπτω, μέλ. -ψω, I. εφορμώ προς τα κάτω ή πέφτω πάνω,
με δοτ., λέγεται για την αστραπή και τις θύελλες, σε Ηρόδ.· λέγεται για τη
θεϊκή οργή, στον ίδ.· λέγεται για την πανούκλα, σε Θουκ.· σπανίως,
κατασκῆψαί τινα, πέφτω σε κάποιον, σε Ευρ. II. κ. λιταῖς, μαίνομαι ή ζητώ
επίμονα με προσευχές, σε Σοφ.
κατα-σκιάζω, μέλ. -σκιάσω, συνηρ. -σκιῶ, επισκιάζω, επικαλύπτω,
σε Ησίοδ.· κ. κόνει, θάβω κάποιον, σε Σοφ.
κατα-σκιάω, ποιητ. αντί κατασκιάζω, παρατ. κατ-εσκίαον, σε
Ομήρ. Οδ.
κατά-σκιος, -ον (σκιά), I. σκιασμένος ή καλυμμένος με κάτι, σε
Ησίοδ., Ηρόδ., Αισχύλ. II. μτβ., αυτός που επισκιάζει, σε Αισχύλ., Ευρ.,
Αριστοφ.
377

κατα-σκοπέω, μέλ. -σκέψομαι, αόρ. αʹ -εσκεψάμην· παρατηρώ από


κοντά, παρακολουθώ, κατασκοπεύω, σε Ευρ.· κάνω αναγνώριση εδάφους,
σε Ξεν.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ.
κατασκοπή, ἡ, κοντινή παρακολούθηση, κατασκοπεία, σε Σοφ.,
Ευρ.· ἐπὶκατασκοπῇ, κατασκοπῆς ἕνεκα, σε Ξεν.
κατά-σκοπος, ὁ, αυτός που παρατηρεί, κατάσκοπος, ανιχνευτής, σε
Ηρόδ., Ευρ.· στον Θουκ., πρόσωπο που στελνόταν για να ανιχνεύσει και
να αναφέρει πίσω όσα είδε, επιθεωρητής.
κατα-σκώπτω, μέλ. -σκώψομαι, κάνω αστεία εις βάρος κάποιου,
αστειεύομαι, κοροϊδεύω, σε Ηρόδ.
κατα-σμῑκρίζω, μέλ. -σω, υποβιβάζω, υποτιμώ, σε Αριστ.
κατα-σμύχω[ῡ], μέλ. -ξω, σιγοκαίω, καίω σε σιγανή φωτιά, σε
Ομήρ. Ιλ.· μεταφ. λέγεται για την αγάπη, σε Θεόκρ.· στην Παθ. λέγεται
για τον εραστή, κατακαίομαι, μαραίνομαι, στον ίδ.
κατα-σοφίζομαι, μέλ. -ίσομαι, αποθ., κατακτώ μέσω σοφισμάτων ή
σοφιστειών, νικώ στην εξυπνάδα, υπερτερώ στο πνεύμα, σε Λουκ.· επίσης
ως Παθ., ξεγελιέμαι με τεχνάσματα, στον ίδ.
κατ-ασπάζομαι, μέλ. -άσομαι, αποθ., εναγκαλίζομαι, σε Πλούτ.
κατα-σπᾰράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ξεσχίζω, κόβω σε κομμάτια,
σε Αριστοφ.
κατα-σπᾰτᾰλάω, ζω με σπατάλη, ακόλαστα και άσωτα, σε Ανθ.
κατα-σπάω, μέλ. -άσω [ᾰ], I. τραβώ ή φέρνω προς τα κάτω, κ. τὰς
νῆας, ρυμουλκώ καράβια προς τη θάλασσα, καθέλκω, σε Ηρόδ.· κ. σημεῖα,
κατεβάζω τις σημαίες (ως ένδειξη ήττας), σε Θουκ.· κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου,
σε Ξεν. II. πίνω μονορούφι ή καταπίνω μονομιάς, Λατ. deglutire, σε
Αριστοφ.
κατα-σπείρω, μέλ. -σπερῶ, I. 1. σπέρνω κάτι πυκνά· μεταφ.,
ἀνίαςκ., «σπέρνω σοδειά από στενοχώριες», σε Σοφ. 2. γεννώ, τέκνα, σε
Ευρ. II. διασκορπίζω, διαχέω, όπως στη σπορά, με γεν., σε Πλούτ. III.
πασπαλίζω, διαστίζω, σε Ανθ.
κατάσπεισις, -εως, ἡ, αυτο-αφοσίωση, σε Πλούτ.
κατα-σπένδω, μέλ. -σπείσω, I. χέω ως σπονδή, Λατ. libare, σε Ευρ.,
Αριστοφ.· απόλ., χύνω προσφέρω σπονδές, σε Ηρόδ. II. με αιτ., κ. τινὰ
δακρύοις, τιμώ, αποδίδω τιμές μέσω προσφοράς δακρύων, σε Ευρ.· κ. τινά,
θρηνώ με δάκρυα, σε Ανθ. III. καθαγιάζω, σε Πλούτ., Ανθ.
κατα-σπέρχω, μέλ. -ξω, κατεπείγω, σε Αριστοφ.· απόλ.,
κατασπέρχον, επείγον, αυτό που πιέζει, σε Θουκ.
κατα-σπεύδω, μέλ. -σω, πιέζω, βιάζω, παρακινώ ή σπεύδω,
επιταχύνω, σε Αισχίν.
κατα-σποδέω, μέλ. -ήσω, ρίχνω στη σκόνη — Παθ., μτχ. παρακ.
κατεσποδημένοι, σε Αισχύλ.
378

κατα-σπουδάζομαι, αποθ., με αόρ. αʹ και Παθ. παρακ., είμαι πολύ


σοβαρός ή ευσυνείδητος, ειλικρινής, σε Ηρόδ.· οὐδαμῶς
κατεσπουδασμένος ἀνήρ, στον ίδ.
κατα-στάζω, μέλ. -ξω· I. λέγεται για πρόσωπα, 1. αφήνω να πέσουν
σταγόνες από, χύνω από πάνω, ρίχνω από πάνω, τί τινος, σε Ευρ. 2. με δοτ.
πράγμ., μαστίζομαι από κάτι, νόσῳ κ. πόδα, έχοντας το πόδι του να
«στάζει» από τον πόνο, σε Σοφ.· κ. ἀφρῷ, στάζω αφρούς, σε Ευρ. II.
λέγεται για υγρό, 1. αμτβ., στάζω, πέφτω σε σταγόνες, κυλάω στάλα-
στάλα, σε Ευρ., Ξεν. 2. μτβ., περιβρέχω, υγραίνω, ἱδρὼς καταστάζει δέμας,
σε Σοφ.
κατα-στᾰθείς, μτχ. Παθ. αορ. αʹ του καθίστημι.
κατα-στᾰσιάζω, μέλ. -άσω, I. σχηματίζω αντίπαλη φατρία στο
πολίτευμα, σε Πλούτ. II. Παθ., αντιτίθεμαι στασιαστικώς ή καταβάλλομαι,
σε Ξεν., Δημ.
κατά-στᾰσις, -εως, ἡ, I. 1. μτβ., εγκατάσταση, διορισμός,
καθορισμός, τοποθέτηση, εγκαθίδρυση, σε Αισχύλ., Δημ.· δαιμόνων κατ.,
η διαταγή τους, σε Ευρ. 2. διορισμός αρχόντων, σε Πλάτ. 3. προσαγωγή
πρεσβευτών μπροστά στη βουλή ή στη σύγκλητο, παρουσίαση, εισήγηση,
υπόδειξη, σε Ηρόδ. 4. κ. ἐγγυητῶν, παροχή της εγγύησης κάποιου, η
παρουσίασή της, σε Δημ. 5. καθησύχαση, ηρεμία, σε Αριστ. II. αμτβ.,
σταθερότητα, όρθια στάση, εμμονή, σταθερότητα, σε Σοφ. 2. κατάσταση,
περίσταση, συνθήκη, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 3. εγκατάσταση, κατασκευή,
σύστημα, σε Ηρόδ., Πλάτ.
καταστᾰτέον, ρημ. επίθ. του καθίστημι, αυτό που πρέπει να
καθορισθεί, σε Πλάτ., Ξεν.
καταστάτης[ᾰ], -ου, ὁ (καθίστημι), ιδρυτής, θεμελιωτής,
επανορθωτής, σε Σοφ.
καταστᾰτικός, -ή, -ὸν (καθίστημι), κατάλληλος προς
καταπράυνση· τὸ κ., ικανότητα προς καταπράυνση, λέγεται για μουσική,
σε Πλούτ.
κατα-στεγάζω, μέλ. -σω, σκεπάζω με στέγη, σε Ηρόδ., Πλάτ.
καταστέγασμα, -ατος, τό, σκέπασμα, στέγη, κάλυμμα, σε Ηρόδ.
κατά-στεγος, -ον (στέγη), καλά στεγασμένος, καλυμμένος
εντελώς, σε Ηρόδ., Πλάτ.
κατα-στείβω, μέλ. -ψω, καταπατώ, καταθλίβω, κ. πέδον, πατώ το
έδαφος, σε Σοφ.
κατα-στείχω, μέλ. -ξω = κατέρχομαι, σε Ανθ.
κατα-στέλλω, μέλ. -στελῶ, I. διευθετώ, βάζω σε τάξη, σε Ευρ. II.
κατεβάζω, χαμηλώνω, υποβιβάζω, σε Ευρ., Κ.Δ.
κατα-στένω, στενάζω πολύ, κλαίω ή θρηνώ, τινά, σε Σοφ., Ευρ.·
ὑπέρ τινος, σε Ευρ.
κατα-στεφανόω, μέλ. -ώσω, στεφανώνω, σε Ανθ.
379

καταστεφής, -ές, στεφανωμένος, σε Σοφ.· λέγεται για ικευτικά


κλαδιά, περιπλεγμένος με μαλλί, σε Ευρ.
κατα-στέφω, μέλ. -ψω, διακοσμώ με στεφάνια, στεφανώνω,
περιτυλίγω, σε Ευρ.· κ. νεκρόν (με σπονδές), στον ίδ.· κ. τινά, τον ικετεύω,
στον ίδ. — Παθ., απαρ. παρακ. κατεστέφθαι, σε Αισχίν.
κατάστημα, -ατος, τό (καθίσταμαι), κατάσταση υγείας, σε Πλούτ.
καταστηματικός, -ή, -όν, ευσταθής, ατάραχος· ήρεμος, γαλήνιος,
σε Πλούτ.
κατα-στίζω, μέλ. -ξω, καλύπτω με στίγματα.
κατάστικτος, -ον, καλυμμένος με στίγματα, σημαδεμένος,
πιτσιλωτός, σε Ευρ.
καταστιλβόομαι, Παθ., γίνομαι λαμπρός, στιλπνός, σε Γρηγ.
κατα-στίλβω, μέλ. -ψω, I. στέλνω λάμψη, καταυγάζω, ακτινοβολώ,
σέλας, σε Όμηρ. II. αμτβ., ακτινοβολώ δυνατά, σε Ανθ.
κατα-στονᾰχέω, μέλ. -ήσω, θρηνώ με στεναγμούς, σε Ανθ.
καταστορέννυμι, μτχ. θηλ. καστορνῦσα (όπως αν προερχόταν από
καταστόρνυμι)· μέλ. -στορέσω· I. ξαπλώνω πάνω σε ή καλύπτω με κάτι, τί
τινι, σε Ομήρ. Ιλ. II. απλώνω από πάνω, σε Ομήρ. Οδ. III. ρίχνω κάτω,
στρώνω χάμω, σε Ηρόδ.· καταστ. κύματα, Λατ. sternere aequor, σε Ανθ.
κατα-αστράπτω, μέλ. -ψω, I. εξακοντίζω αστραπές, κατὰ τόπον, σε
κάποιο μέρος, σε Σοφ.· απόλ., καταστράπτει, αστράπτει, σε Πλούτ. II. μτβ.,
χτυπώ με αστραπή, αστραποβολώ, τὰς ὄψεις, στον ίδ.
κατα-στρᾰτοπεδεύω, μέλ. -σω, I. τοποθετώ σε στρατόπεδα,
στρατοπεδεύω, σε Ξεν.· τοποθετώ στόλο σε ασφαλή θέση, στον ίδ. II.
Μέσ., χωρίζω σε στρατούς, στρατωνίζω, στον ίδ.
κατα-στρέφω, μέλ. -ψω, I. καταρρίπτω, ποδοπατώ, σε Ομηρ. Ύμν.·
αναγυρίζω το έδαφος, σε Ξεν. II. 1. αναταράσσω, ανατρέπω, φθείρω, σε
Αριστ. 2. Μέσ., υποτάσσω τον εαυτό μου, υποδουλώνομαι, σε Ηρόδ.,
Θουκ. κ.λπ.· κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν, τους υπέταξε και τους
κατέστησε υποτελείς, σε Ηρόδ.· ομοίως, Ἰωνίην κατεστρέψατο
δασμοφόρον εἶναι, στον ίδ. 3. Παθ., στον αόρ. αʹ και παρακ.,
υποδουλώνομαι, στον ίδ.· ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι, είμαι αναγκασμένος
να ακούω, σε Αισχύλ.· αλλά ο Παθ. παρακ. χρησιμ. επίσης με σημασία
Μέσ., σε Ηρόδ., Δημ. III. επιστρέφω, επαναφέρω, κατέστρεψε λόγους εἰς
φιλανθρωπίαν, σε Αισχίν. IV. ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, σε Αισχύλ.·
απόλ., έρχομαι σε πέρας, τελειώνω, λήγω, σε Πλούτ. V. συστρέφω,
στρίβω· μεταφ., λέξις κατεστραμμένη, πυκνό περιοδικό ύφος, αντίθ. προς
το χαλαρό και ρέον ύφος (εἰρομένη), σε Αριστ.
κατα-στρηνιάω, φέρομαι ακόλαστα έναντι κάποιου, τινός, σε Κ.Δ.
καταστροφή, ἡ (καταστρέφω), I. 1. ανατροπή, κατάλυση, σε
Αισχύλ. 2. υποταγή, υποδούλωση, σε Ηρόδ., Θουκ. II. ξαφνική στροφή ή
τέρμα, κλείσιμο, απόληξη, περάτωση, σε Αισχύλ.· λέγεται για το θάνατο,
380

σε Σοφ., Θουκ.· στο θεατρικό δράμα, η στροφή της δραματικής πλοκής απ'
την οποία ξεκινά η λύση του δράματος, σε Λουκ.
κατάστρωμα, -ατος, τό, αυτό που απλώνεται· στο πλοίο, το
κατάστρωμα, σε Ηρόδ., Θουκ.· οἱ ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων, οι ναύτες,
αντίθ. προς τους κωπηλάτες, σε Θουκ.
κατα-στρώννῡμι και -ύω· μέλ. -στρώσω, Παθ. αόρ. αʹ -εστρώθην·
στρώνω κάτω, απλώνω καταγής, σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., κατέστρωντο οἱ
βάρβαροι, σε Ηρόδ.
κατα-στῠγέω, μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ κατέστῠγον· κατατρομάζω,
φρικιάζω, αηδιάζω, απεχθάνομαι, σε Όμηρ.
κατα-στύφελος[ῠ], -ον, πολύ τραχύς ή απότομος, σε Ησίοδ.
καταστύφω[ῡ], καθιστώ κάτι στυφό ή ξινό — Παθ., μτχ. παρακ. τὸ
κατεστυμμένον, ξινότητα, στυφότητα, τραχύτητα, σε Πλούτ.
κατα-στωμύλλομαι, αποθ., φλυαρώ· μτχ. παρακ.
κατεστωμυλμένος, φλύαρος, σε Αριστοφ.
κατα-σύρω[ῡ], μέλ. -σῠρω, αόρ. αʹ -έσῡρα· 1. τραβώ προς τα κάτω,
ερημώνω, καταστρέφω, διαρπάζω, σε Ηρόδ. 2. σύρω προς, σε Κ.Δ.
κατα-σφάζω, έπειτα -σφάττω· μέλ. -ξω, σφαγιάζω, φονεύω, σε
Ηρόδ. — Παθ., αόρ. βʹ κατεσφάγην [ᾰ], σε Τραγ.
κατα-σχεθεῖν, απαρ. του κατέσχεθον, ποιητ. αορ. βʹ του κατέχω· I.
κρατώ πίσω, αναχαιτίζω, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· κάσχεθε (Επικ. αντί
κατέσχεθε), σε Ομήρ. Ιλ. II. αμτβ., Θορικόνδε κατέσχεθον, σταμάτησαν
πορευόμενοι στους Θουρίους, σε Ομηρ. Ύμν.
κατάσχετος, -ον, ποιητ. αντί κάτοχος, αυτός που κρατιέται πίσω, σε
Σοφ.
κατα-σχημᾰτίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, πλάθω ή ντύνω με συγκεκριμένο
τρόπο εμφάνισης, σε Ισοκρ., Πλούτ. — Μέσ. ή Παθ., συμμορφώνομαι, σε
Πλούτ.
κατα-σχίζω, μέλ. -σχίσω, σχίζω κάτι εντελώς, κατακόπτω,
διαχωρίζω, σε Αριστοφ. — Μέσ., κατεσχίσω τὸ ῥάκος, στον ίδ.· κατασχ.
τὰς πύλας, τις ανοίγω βίαια, σε Ξεν.
κατα-σχολάζω, μέλ. -σω, διέρχομαι άπρακτος τον καιρό μου,
χρόνου τι κ., καθυστερώ κάτι πάρα πολύ (για μεγάλο χρονικό διάστημα),
σε Σοφ.
κατασχόμενος, μτχ. Μέσ. αορ. βʹ, με Παθ. σημασία, βλ. κατέχω Γ
II.
κατασχῶμεν, πληθ. υποτ. αορ. βʹ του κατέχω.
κατα-σώχω, τρίβω σε κομμάτια, αλέθω, κοπανίζω, σε Ηρόδ.
κατατάκω[ᾱ], Δωρ. αντί κατατήκω.
κατατάμνω, Ιων. και Δωρ. αντί κατατέμνω.
κατατᾰνύω[ῠ], κατατείνω, σε Ομηρ. Ύμν.
381

κατα-τάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. 1. βάζω σε τάξη, τακτοποιώ,


παρατάσσω, τὴν στρατιάν, σε Ξεν. 2. διορίζω, ορίζω, ἐπί τι, να κάνω κάτι,
σε Δημ. II. κατατάξεσθαί τινι, συνεννοούμαι με κάποιον, στον ίδ.
κατα-τεθνεώς, Επικ. -ηώς, μτχ. παρακ. του καταθνῄσκω.
κατατέθνηκα, παρακ. του καταθνῄσκω.
κατα-τείνω, μέλ. -τενῶ, αόρ. αʹ -έτεινα, παρακ. -τέτᾰκα· I. 1.
τεντώνω ή σφίγγω σφιχτά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· κ. τὰ ὅπλα, τεντώνω τα
καλώδια, σε Ηρόδ. 2. τεντώνω ώστε να βασανίσω, σε Δημ. κ.λπ. 3. εκτείνω
ή σύρω σε ευθεία, σε Ηρόδ. 4. κρατώ σφιχτά τεντωμένο προς τα κάτω, σε
Πλούτ. II. αμτβ., εκτείνομαι· απ' όπου, 1. τεντώνομαι ή εκτείνομαι
κατευθείαν προς σε, Λατ. tendere, σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., εκτείνω, σε
Ηρόδ. 2. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου, είμαι ορμητικός, αγωνίζομαι με
συνέπεια, σε Ευρ., Ξεν· μτχ. αορ. αʹ, με όλη μου τη δύναμη,
λέγωκατατείνας, σε Πλάτ.
κατα-τέμνω, μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ -κατέτᾰμον· κόβω σε κομμάτια,
κομματιάζω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ευρ. — Παθ.,
τελαμῶσι κατατετμημένοις, με συνηθισμένους κομμένους επιδέσμους, σε
Ηρόδ.· σπλάγχνα κατατετμημένα, σε Αριστοφ. 2. κ. χώρην ἐς διώρυχας,
κατακόπτω αυτήν με τάφρους και διώρυγες, σε Ηρόδ.· κατετέτμηντο
τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν, σε Ξεν. 3. με διπλή αιτ., κ. τινὰ καττύματα, κόβοντάς
τον σε λωρίδες, σε Αριστοφ. — Παθ., κατατμηθείην λέπαδνα, μακάρι να
κοπώ σε κομμάτια, στον ίδ. 4. κ. τὸν Πειραιᾶ, τον ρυμοτόμησε, τον χώρισε
βάσει σχεδίου ανοικοδόμησης, σε Αριστ. — Παθ., ἡ πόλις κατατέτμηται
τὰς ὁδοὺς ἰθείας, έχει τραβηγμένες τις οδούς της σε ευθεία διάταξη, σε
Ηρόδ. 5. κόβω σε βάθος, ανοίγω στη γη, κατετέτμηντο τάφροι, υπήρχαν
κομμένα χαντάκια, σε Ξεν.
κατα-τήκω, Δωρ. -τάκω [ᾱ], μέλ. -τήξω, I. μτβ., λιώνω,
αποσυνθέτω, κάνω να ξεπέσει, σε Ηρόδ. II. Παθ. με Ενεργ. παρακ.,
κατατέτηκα, τήκομαι, μαραίνομαι, φθείρομαι, αφανίζομαι, σε Ομήρ. Οδ.,
Ηρόδ., Αττ.
κατα-τίθημι, μέλ. -θήσω, αόρ. βʹ κατ-έθην· Επικ. τύποι, πληθ. κάτ-
θεμεν, κάτ-θετε, κάτ-θεσαν, απαρ. κατ-θέμεν, αʹ πληθ. υποτ. κατα-θείομεν
(αντί για κατα-θῶμεν) — I. 1. Μέσ., κατ-θέμεθα, κατ-θέσθην, μτχ.
καταθείομαι· υποτ. αντί για καταθῶμαι, μτχ. κατ-θέμενος· θέτω, τοποθετώ
ή απλώνομαι, σε Όμηρ. 2. καταθέτω ή προβάλλω ως βραβείο, σε Ομήρ.
Οδ.· κ.τι ἐς μέσον, καταβάλλω, βάζω στη μέση, δηλ. προς κοινή χρήση, σε
Ευρ.· αλλά, ἐς μέσον Πέρσῃσι κ. τὰ πρήγματα, μεταδίδω στους Πέρσες την
εξουσία, παρέχω σ' αυτούς μέρος της εξουσίας, σε Ηρόδ. 3. καταβάλλω ως
πληρωμή, απο πληρώνω, στον ίδ., σε Αριστοφ. κ.λπ.· εκ πληρώνω
υπόσχεση, ἃ δ' ὑπέσχεό ποτ' καταθήσεις, σε Σοφ. 4. τοποθετώ, θέτω, σε
Θέογν., Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., βλ. παρακ. II. 1. 4. II. 1. Μέσ.,
καταθέτω, βάζω κατά μέρος για τον εαυτό μου, Λατ. deponere, λέγεται για
όπλα ή ρούχα, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. α) μεταφ., βάζω τέλος σε, κανονίζω,
382

τελειώνω, τακτοποιώ, τὸν πολεμον, σε Θουκ. β) βάζω κατά μερος,


συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα, σε Ξεν. 3. βάζω σε κάποιον τόπο, σε Ησίοδ.
κ.λπ.· λέγεται για τους νεκρούς, θάβω, σε Ομήρ. Οδ. 4. καταθέτω για τον
εαυτό μου, αποθέτω (βλ. ανωτ. I. 4), στο ίδ. κ.λπ.· μεταφ., κατατίθεσθαι
κλέος, θησαυρίζω δόξα, σε Ηρόδ.· χάριτα ή χάριν κατατίθεσθαί τινι ή πρός
τινα, θησαυρίζω ευγνωμοσύνη ή εύνοια, Λατ. collocare gratiam apud
aliquem, στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως, εὐεργεσίαν κ., σε Θουκ. κ.λπ. 5. α)
εναποθέτω σε μέρος ασφαλές, στον ίδ., σε Ξεν. β) αποθέτω στη μνήμη ή
ως ανάμνηση, σε Θέογν., Πλάτ.
κατα-τῑλάω, μέλ. -ήσω, βρωμίζω ολόγυρα, με γεν., σε Αριστοφ.
κατα-τιτρώσκω, μέλ. -τρώσω, πληγώνω καίρια, σε Ξεν.
κατα-τοκίζω, ωθώ στην επαιτεία μέσω τοκογλυφίας — Παθ.,
εξωθούμαι στην επαιτεία μ' αυτό τον τρόπο, σε Αριστ.
κατατομή, ἡ (κατατέμνω), εγχάραξη, τομή, αυλάκι, αντίθ. προς
την πραγματική περιτομή, σε Κ.Δ.
κατα-τοξεύω, μέλ. -σω, τοξεύω, βάλλω εναντίον κάποιου με τόξα,
πλήττω θανάσιμα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
κατατρᾰγεῖν, απαρ. αορ. βʹ του κατατρώγω.
κατα-τραυματίζω, Ιων. -τρωματίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, καλύπτω με
τραύματα, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για πλοία, κατατρυπώ, αχρηστεύω
ολοκληρωτικά, σε Θουκ.
κατατρέχω, μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ κατ-έδρᾰμον· I. 1. τρέχω
προς, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. λέγεται για ναυτικούς, προσορμίζομαι,
αποβιβάζομαι βιαστικά, σε Ξεν.· μεταφ., κ. ἄστυ, έρχομαι σε λιμάνι, σε
Πίνδ. II. μτβ., κατατρέχω, αφανίζω, ερημώνω, χώραν, σε Θουκ.
κατα-τρίβω[ῑ], μέλ. -ψω, παρακ. -τέτρῐφα· τρίβω πολύ, φθείρω· απ'
όπου, 1. λέγεται για ρούχα, φθείρομαι, σε Θέογν., Πλάτ. 2. λέγεται για
πρόσωπα, αποδυναμώνω, εξουθενώνω, σε Θουκ. — Παθ., είμαι αρκετά
εξαντλημένος, σε Αριστοφ., Ξεν. 3. λέγεται για χρόνο, δαπανώ, διέρχομαι,
διατρίβω, Λατ. diem terere, σε Δημ., Αισχίν.· κ. τὸν βίον, χρησιμοποιώ
εντελώς, σε Ξεν.· ομοίως στον Παθ. παρακ., περνώ όλο τον χρόνο μου,
κατατέτριμμαι στρατευόμενος, στον ίδ. 4. λέγεται για περιουσία,
διασπαθίζω, κατασπαταλώ, στον ίδ.
κατα-τρίζω, σκληρίζω ή τσιρίζω δυνατά, σε Βατραχομ.
κατα-τρύζω, φλυαρώ εναντίον κάποιου, τινός, σε Ανθ.
κατα-τρύχω[ῡ], μέλ. -ξω, εξουθενώνω, εξαντλώ, σε Όμηρ., Θεόκρ.
— Παθ., κατατρυχόμενοι, σε Ευρ.
κατατρύω, = το προηγ. — Παθ., απαρ. παρακ. κατατετρῦσθαι, σε
Ξεν.
κατα-τρώγω, μέλ. -τρώξομαι, αόρ. βʹ κατ-έτρᾰγον, ροκανίζω,
μασουλώ, τραγανίζω σε κομμάτια, κατατρώγω, σε Αριστοφ.· με γεν., σε
Πλούτ.
κατατρωματίζω, Ιων. αντί κατατραυμ-.
383

κατα-τυγχάνω, μέλ. -τεύξομαι, επιτυγχάνω τον σκοπό μου, είμαι


επιτυχημένος, σε Δημ.
κατ-αυγάζω, μέλ. -σω, φωτίζω — Μέσ., ατενίζω προς κάτι, σε Ανθ.
καταυγασμός, ὁ, δυνατός φωτισμός, ισχυρή λάμψη, σε Πλούτ.
κατ-αυδάω, μέλ. -ήσω, ομιλώ, λέω φανερά, κηρύττω δημόσια, σε
Σοφ.
κατ-αυλέω, μέλ. -ήσω, I. παίζω τον αυλό σε κάποιον, τινός, σε
Πλάτ. — Παθ., λέγεται για πρόσωπα, παίζοντας για λογαριασμό κάποιου,
στον ίδ. — Παθ., αντηχώ με τον ήχο του αυλού, σε Πλούτ. II. με αιτ. προσ.,
καταβάλλω με το παίξιμο του αυλού· γενικά, αφήνω άφωνο,
εξουδετερώνω, σε Ευρ.
κατ-αυλίζομαι, αόρ. αʹ κατηυλίσθην, έπειτα κατηυλισάμην· αποθ.·
βρίσκομαι υπό την προστασία σπιτιού, κάτω από σκηνή, σε Σοφ., Ευρ.
κατ-αυχέω, μέλ. -ήσω, υπερηφανεύομαι για κάτι, με δοτ., σε
Αισχύλ.
κατα-φᾰγεῖν, λειτουργεί ως αόρ. βʹ του κατ-εσθίω, 1.
καταβροχθίζω, κατατρώω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 2. καταναλώνω, δαπανώ
στο φαγητό, αφανίζω, κατασπαταλώ, σε Ομήρ. Οδ., Αισχίν.
κατα-φαίνω, μέλ. -φᾰνῶ, I. φανερώνω, καθιστώ γνωστό, σε Πίνδ.
II. Παθ., μέλ. -φᾰνήσομαι, αόρ. βʹ κατ-εφάνην [ᾰ], γίνομαι ορατός,
εμφανίζομαι, σε Όμηρ., Ηρόδ. 2. είμαι αρκετά σαφής ή απλός, σε Ηρόδ.,
Πλάτ.· κατεφάνη τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν, ήταν φανερό στο Δάρειο ότι έκανε
τεχνάσματα, σε Ηρόδ.
καταφᾰνής, -ές, 1. πολύ καθαρά ορατός, ολοφάνερος, σε Ξεν.· ἐν
καταφανεῖ, σε ανοιχτό πεδίο, στον ίδ. 2. πασίδηλος, εμφανής, πρόδηλος,
καταφανὲς ποιεῖν ή ποιεῖσθαί τι, σε Ηρόδ., Ξεν.· καταφανέστερος εἶναι
κακουργῶν, σε Θουκ.· επίρρ. -νῶς, εμφανώς, ολοφάνερα, ξεκάθαρα, σε
Αριστ.· καταφανέστερον ἢ ὥστε λανθάνειν, υπερβολικά φανερά για να
ξεφύγει την ανίχνευση, σε Θουκ.
κατάφαρκτος, -ον = κατάφρακτος.
κατα-φαρμᾰκεύω, μέλ. -σω, αλείφω με φάρμακα ή φυλαχτά,
μαγεύω, σαγηνεύω, καταθέλγω, σε Πλάτ.
κατα-φαρμάσσω, μέλ. -ξω, θέλγω με φάρμακα, σε Ηρόδ.
κατα-φᾰτίζω, μέλ. -σω, διαμαρτύρομαι, υπόσχομαι και βεβαιώνω,
σε Πλούτ.
κατα-φαυλίζω, μέλ. -σω, καταφρονώ, περιφρονώ, σε Πλούτ.
κατα-φερής, -ές (φέρομαι), I. κατηφορικός, εὖτε ἂν κ. γίνηται ὁ
ἥλιος, όταν ο ήλιος κοντεύει στη δύση του, σε Ηρόδ.· λέγεται για το
έδαφος, κλίνοντας κατωφερικά, Λατ. declivis, σε Ξεν. II. με ροπή προς,
Λατ. proclivis, pronus, πρὸς οἶνον, σε Πλούτ.
κατα-φέρω, μέλ. κατ-οίσω, Επικ. -οίσομαι· I. 1. φέρνω προς τα
κάτω, ἄχος με κατοίσετι Ἄϊδος εἴσω, η λύπη θα με οδηγήσει στον τάφο, σε
Ομήρ. Ιλ.· καταφέρω ποδὸςἀκμάν, κατεβάζω το πόδι μου, σε Αισχύλ. —
384

Παθ., μεταφέρομαι προς τα κάτω στο ποτάμι, λέγεται για τη χρυσόσκονη,


σε Ηρόδ. 2. λέγεται για καταιγίδα, οδηγώ πλοία στη στεριά, σε Θουκ. 3.
πληρώνω κάτι τοις μετρητοίς, σε Πλούτ. 4. Παθ., βαραίνω από τον ύπνο,
σε Κ.Δ. II. μεταφέρω σπίτι, σε Αριστοφ. — Παθ., επιστρέφω, στον ίδ.
κατα-φεύγω, μέλ. -φεύξομαι, 1. δραπετεύω, καταφεύγω για
ασφάλεια, αναζητώ καταφύγιο, σε Ηρόδ.· με αιτ., κ. βωμόν, προσφεύγω
για καταφύγιο στον βωμό, σε Ευρ.· κ. ἐντόπῳ, καταφεύγω και παίρνω
άσυλο σ' ένα μέρος, σε Ξεν.· τρέπομαι σε φυγή για να προστατευθώ, ὃς ἂν
καταφυγῇ ἐς τούτους, σε Ηρόδ.· ομοίως, κ. ἐπί τινα, πρός τινα, σε Δημ. 2.
ἐκ τῆς μάχης κ., δραπετεύω από..., σε Ηρόδ. 3. έχω ως καταφύγιο, εἰς τοὺς
λόγους, σε Πλάτ.· ἐπὶ τὸν δικαστήν, σε Αριστ. 4. εἰς τὴν τοῦ βίου μετριότητα,
επικαλούμαι, καταφεύγω σε, προσφεύγω, σε Δημ.
καταφευκτέον, ρημ. επίθ., αυτό στο οποίο μπορεί κάποιος να
καταφύγει, σε Λουκ.
κατάφευξις, -εως, ἡ, I. καταφυγή προς ασφάλεια, σε Θουκ. II.
τόπος διαφυγής, καταφύγιος, στον ίδ.
κατά-φημι, καταφαίνομαι, συγκατατίθεμαι, συναινώ, σε Σοφ.
κατα-φημίζω, μέλ. -σω, αόρ. αʹ -εφήμισα, Δωρ. -εφάμιξα· διαδίδω
φήμη ολόγυρα, ανακοινώνω, σε Πίνδ.
κατα-φθᾰτέομαι (φθάνω;), αποκτώ την κυριαρχία, την κυριότητα
πράγματος, γῆνκαταφθατουμένη, σε Αισχύλ.
κατα-φθείρω, μέλ. -φθερώ, καταστρέφω ή χαλώ ολοκληρωτικά,
φερνω σε αταξία, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
κατα-φθῐνύθω[ῠ], = καταφθίω, σε Ομηρ. Ύμν.
καταφθίνω[ῐ], φθείρομαι, αφανίζομαι, μαραίνομαι,
καταστρέφομαι, σε Ηρόδ., Τραγ.· κ. νόσῳ, γήρᾳ, σε Σοφ., Ευρ.
καταφθίω, I. μτβ., στον μέλ. κατα-φθίσω [ῑ], αόρ. αʹ κατ-έφθῐσα,
καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. II. Παθ., Επικ.
αόρ. βʹ κατ-εφθίμην [ῐ], απαρ. καταφθίσθαι· ποιητ. καπ-φθίμενος· είμαι
κατεστραμμένος, αφανισμένος, εξολοθρευμένος, ἤϊα πάντα κατέφθιτο, οι
προμήθειες καταναλώθηκαν όλες, σε Ομήρ. Οδ.· ὡς καὶ σὺ καταφθίσθαι
ὤφελες, μακάρι να είχες χαθεί, στο ίδ.· σεῖο καταφθιμένοιο, αν είχες
πεθάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκεῖ κατέφθιτο, πέθανε εκεί, σε Αισχύλ.· φέγγος
ἡλίου κατέφθιτο, χάθηκε το φως του ήλιου, στον ίδ.
καταφθορά, ἡ (καταφθείρω), 1. καταστροφή, όλεθρος, θάνατος,
σε Ευρ. 2. μεταφ., σύγχυση, φρενῶν, σε Αισχύλ.
κατ-αφίημι, αφήνω να γλιστρήσει προς τα κάτω, κατηφίει (παρατ.),
σε Πλάτ.
κατα-φῐλέω, μέλ. -ήσω, φιλώ τρυφερά, χαϊδεύω, θωπεύω, σε Ξεν.
κατα-φλέγω, μέλ. -ξω, καίω, αφανίζω, κατακαίω, πυρί, σε Ομήρ.
Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ. — Παθ., κατακαίγομαι, σε Θουκ.
κατα-φοβέω, μέλ. -ήσω, εμβάλλω φόβο, σε Θουκ. — Παθ., με Μέσ.
μέλ., φοβάμαι ισχυρώς, τι, σε Αριστοφ.· απόλ. καταφοβηθείς, σε Θουκ.
385

κατα-φοιτάω, Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, κατέρχομαι συνεχώς ή τακτικά,


όπως κάνουν τα άγρια θηρία από τα βουνά στα θηράματά τους, σε Ηρόδ.
κατα-φονεύω, μέλ. -σω, φονεύω, σφαγιάζω, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
κατα-φορέω, μέλ. -ήσω, θαμιστικό του καταφέρω, 1. λέγεται για
ποτάμι, μεταφέρω χρυσόσκονη, σε Ηρόδ. 2. κατεβάζω, παρασύρω, όπως
το ποτάμι, τι τινός, σε Πλάτ.
κατα-φράζω, μέλ. -σω, ανακοινώνω, δηλώνω, σε Πίνδ. — Μέσ.,
Παθ. και Μέσ. με αόρ. αʹ, σκέφτομαι, υπολογίζω, λαμβάνω υπόψη,
συλλογίζομαι, σε Ησίοδ.· καταφρασθείς, παρατηρημένος, σε Ηρόδ.
κατάφρακτος, παλιός Αττ. -φαρκτος, -ον, κλειδωμένος,
ασφαλισμένος, περιορισμένος, σε Σοφ.· πλοῖακ., διακοσμημένα πλοία, σε
Θουκ.
κατα-φράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, καλύπτω με θώρακα ή
πανοπλία, ἵπποι καταπεφραγμένοι, σε Πλούτ.
κατα-φρονέω, μέλ. -ήσω, I. 1. περιφρονώ, αψηφώ, δηλ. θεωρώ
ανάξιο, απαξιώ, τινός, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 2. με αιτ., δεν λογαριάζω,
παίρνω αψήφιστα, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., αψηφούμαι, περιφρονούμαι,
σε Ξεν. κ.λπ. 3. απόλ., είμαι περιφρονητικός, είμαι υπεροπτικός, σε Θουκ.
4. με απαρ., σκέφτομαι περιφρονητικά πως..., θεωρώ ότι...,
καταφρονήσαντες κρέσσονες εἶναι, σε Ηρόδ.· καταφρονοῦντες κἂν
προαισθέσθαι, σε Θουκ. II. με αιτ. πράγμ., μόνο στους Ιων. συγγραφείς
(πρβλ. κατανοέω), στηρίζω τις σκέψεις μου πάνω σε..., επιζητώ, επιδιώκω
σε, Λατ. affectare, τὴν τυραννίδα, σε Ηρόδ.· επίσης παρατηρώ με
περιφρόνηση, τι, στον ίδ.
καταφρόνημα, -ατος, τό, περιφρόνηση των άλλων, μὴ φρόνημα
μόνον, ἀλλὰ καταφρ., όχι μόνο σκέψη, αλλά σκέψη καταφρόνοιας, σε
Θουκ.
καταφρόνησις, -εως, ἡ, 1. περιφρόνηση, καταφρόνοια, σε Θουκ.,
Πλάτ. 2. χωρίς αρνητική σημασία, αντίθ. προς το αὔχημα, σε Θουκ.
καταφρονητής, -οῦ, ὁ, αυτός που περιφρονεί, σε Πλούτ.
καταφρονητικός, -ή, -όν, επιρρεπής στην περιφρόνηση, σε Αριστ.·
επίθ. -κῶς, σε Ξεν.
κατα-φροντίζω, Αττ. μέλ. -ιῶ, τὸ ἱμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ
καταπεφρόντικα, δεν το έχασα, αλλά το ξόδεψα, το έχασα στα έξοδα για
την εκπαίδευση, σε Αριστοφ.
κατα-φρύγω[ῡ], μέλ. -ξω, καίω σε στάχτες, σε Αριστοφ.
καταφυγγάνω = καταφεύγω, σε Ηρόδ., Αισχίν.
καταφυγεῖν, απαρ. αορ. βʹ του καταφεύγω.
καταφυγή, ἡ, I. καταφύγιο, άσυλο, μέρος καταφυγής, σε Ηρόδ.,
Ευρ.· με γεν., κ. κακῶν, καταφύγιο από τις συμφορές, σε Ευρ., Θουκ. II.
τρόπος διαφυγής, αποχώρηση, σε Δημ.
κατα-φῡλᾰδόν (φῦλον), επίρρ., σε φυλές, κατά έθνη, σε Ομήρ. Ιλ.
386

κατα-φυλλοροέω, μέλ. -ήσω, ρίχνω τα φύλλα· μεταφ., χάνω τη


λαμπρότητά μου, σε Πίνδ.
κατα-φῠτεύω, μέλ. -σω, φυτεύω, σε Πλούτ., Λουκ.
κατα-φύομαι, Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ κατ-έφυν, παρακ. -πέφυκα,
παράγομαι, δημιουργούμαι, σε Πλούτ.
κατάφῠτος, -ον, ολόφυτος με κάτι, κατάφυτος, με δοτ., σε Λουκ.
κατα-φωράω, μέλ. -άσω [ᾱ], συλλαμβάνω κάποιον να κλέβει επ'
αυτοφόρω· πιάνω επ' αυτοφόρω, τον πιάνω φανερά, ανακαλύπτω, σε
Θουκ., Ξεν.
κατάφωρος, -ον, σαφής, κατάδηλος, φανερός, σε Πλούτ.
κατα-φωτίζω, μέλ. -σω, φωτίζω εντελώς, λαμπρύνω, σε Ανθ.
κατα-χαίρω, περιφρονώ, υποτιμώ, περιγελώ, καταχαίρομαι
περιφρονητικά προς άλλον, με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., καταχαίρων, με
χαιρέκακη διάθεση, στον ίδ.
κατα-χᾰλαζάω, μέλ. -ήσω, καλύπτω με χαλάζι, τί τινος, σε Λουκ.
κατά-χαλκος, -ον, επιστρωμένος με χαλκό ή μπρούντζο, σε Ευρ.·
κατ.πεδίον ἀστράπτει, η πεδιάδα γυαλίζει από τις αστραφτερές πανοπλίες,
στον ίδ.· δράκων κ., οπλισμένος με πανοπλία, δηλ. με φολίδες.
κατα-χαλκόω, μέλ. -ώσω, καλύπτω με χαλκό, σε Ηρόδ.
κατα-χᾰρίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., 1. δίνω ή παραχωρώ κάτι
από ευγένεια, σε Αισχίν.· κ. τὰ δίκαια, εκδίδω απόφαση από ιδιωτικό
συμφέρον, σε Πλάτ. 2. επιδεικνύω εύνοια σε κάποιον, με δοτ., σε Δημ.
κατάχαρμα, -ατος, τό (καταχαίρω), αντικείμενο κοροϊδίας,
περίγελως, σε Θέογν.
κατα-χέζω, αόρ. αʹ κατ-έχεσα· μολύνω, κηλιδώνω, λερώνω, τινός,
σε Αριστοφ.
κατα-χειροτονέω, μέλ. -ήσω, ψηφίζω ενάντια, ψηφίζω σε
αποδοκιμασία κάποιου, τινός, σε Δημ.· με απαρ., ἀδικεῖν Εὐάνδρου
κατεχειροτόνησεν ὁ δῆμος, στον ίδ. — Παθ., καταχειροτονηθὲν αὐτοῦ καὶ
ταῦτα ἀσεβεῖν, έχοντας εκδοθεί εναντίον του καταδικαστική ψήφος και
μάλιστα περί ασέβειας, στον ίδ.
καταχειροτονία, ἡ, ψήφος καταδίκης, καταψήφιση, σε Δημ.
καταχεῦαι, Επικ. αντί -χέαι, απαρ. αορ. αʹ του καταχέω.
κατα-χεύω, Επικ. αντί επόμ.· Επικ. Μέσ. παρατ., τέττιξ καταχεύετ'
ἀοιδήν, σε Ησίοδ.
κατα-χέω, μέλ. -χεῶ, αόρ. αʹ κατέχεα, Επικ. κατέχευα — Παθ., γʹ
ενικ. και πληθ. Επικ. αορ. βʹ κατέχῠτο, κατέχυντο· I. 1. περιχύνω, ρίχνω
από πάνω, τίτινι, σε Όμηρ.·επίσης, κατ. τί τινος, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ.,
κατὰ τοῖν κόραιν ὕπνου τι καταχεῖται, λίγος ύπνος χύνεται, ρίχνεται πάνω
στα μάτια, σε Αριστοφ. 2. ρίχνω ή επιχέω, σε Όμηρ.· ρίχνω ή επιρρίπτω,
στον ίδ.· πέπλον κατέχευεν ἐπ' οὔδει, άφησε το μανδύα να πέσει στο
πάτωμα, σε Ομήρ. Ιλ. 3. Παθ., περιχύνομαι στο έδαφος, βρίσκομαι σε
σωρούς, ὁ χῶρος, ἐν ᾧ αἱ ἄκανθαι (τῶν ὀφίων) κατακεχύαται (Ιων. γʹ πληθ.
387

Παθ. παρακ.), σε Ηρόδ. II. λιώνω, τήκω, χρυσὸν ἐς πίθους, στον ίδ.· και
στη Μέσ., χρυσὸν καταχέασθαι, έχοντας τον λιωμένο, στον ίδ.
κατα-χήνη, ἡ (χᾰνεῖν), περίγελως, καταφρόνηση, σε Αριστοφ.
κατα-χηρεύω, μέλ. -σω, περιέρχομαι σε κατάσταση χηρείας, σε
Δημ.
κατ-ᾱχής, -ές, Δωρ. αντί κατ-ηχής, ηχηρός, σε Θεόκρ.
κατα-χθόνιος, -ον, υπόγειος, Ζεὺς καταχθόνιος, δηλ. ο Πλούτωνας,
σε Ομήρ. Ιλ.· δαίμονες κ., Λατ. Dii Manes, σε Ανθ.
κατα-χορδεύω, μέλ. -σω, κατακόπτω κάτι όπως το κρέας που
προετοιμάζεται για λουκάνικο, σε Ηρόδ.
κατα-χορηγέω, μέλ. -ήσω, ξοδεύω ως χορηγός· γενικά, σκορπώ
γενναιόδωρα, διασπαθίζω, διασκορπίζω, ξοδεύω, σε Πλούτ.
κατα-χραίνομαι, αποθ., ραντίζω, πασπαλίζω, σε Ανθ.
κατα-χράομαι, μέλ. -χρήσομαι, παρακ. -κέχρημαι, και με Ενεργ. και
με Παθ. σημασία· I. 1. αόρ. αʹ -εχρήσθην·
Α. I. 1. Αποθ.· κάνω πλήρη χρήση πράγματος, εφαρμόζω, με δοτ.,
σε Πλάτ., Δημ. 2. χρησιμοποιώ στο έπακρο, καταναλώνω, με αιτ., σε Δημ.
3. κακομεταχειρίζομαι, καταχρώμαι, με δοτ., σε Πλάτ. 9. λέγεται για
πρόσωπα, αφανίζω, εξολοθρεύω, φονεύω, με αιτ., σε Ηρόδ.· ομοίως, αόρ.
αʹ καταχρησθῆναι, με Παθ. σημασία, τον ίδ. II. ισχυρίζομαι, διατείνομαι,
διεκδικώ, σε Δημ. Β. Ενεργ., καταχράω, μόνο στους Ιων. συγγραφείς στο
γʹ ενικ., ἀντὶλοφου ἡ λοφιὴ κατέχρα, η χαίτη αρκεί σ' αυτούς ως λοφίο, σε
Ηρόδ.· απρόσ., οὐδέ οἱ καταχρήσει ὑμέων ἀπέχεσθαι, ούτε θα του αρκέσει
να απομακρύνει τα χέρια του από εσένα, στον ίδ.
κατα-χρειόομαι (χρέος), Παθ., γίνομαι εντελώς άχρηστος, παρακ.
κατηχρειωμένη, σε Ανθ.
κατα-χρέμπτομαι, αποθ., φτύνω πάνω σε, τινός, σε Αριστοφ.
κατά-χρῡσος, -ον, επιστρωμένος με φύλλα χρυσού, επίχρυσος, σε
Λουκ.
κατα-χρῡσόω, μέλ. -ώσω, I. επικαλύπτω με φύλλα χρυσού,
επιχρυσώνω, σε Ηρόδ. II. χρυσώνω, καθιστώ κάτι χρυσό (δηλ. υπέροχο),
σε Πλούτ.
κατα-χρώζω ή χρώννῠμι, μέλ. -χρώσω, χρωματίζω — Παθ.,
κηλιδώνομαι, στιγματίζομαι, σε Ευρ.
κατάχυσμα, -ατος, τό, 1. αυτό το οποίο περιχύνεται, «σάλτσα», σε
Αριστοφ. 2. στον πληθ., χούφτες με καρύδια, καρπούς φοινίκων κ.λπ.·
Λατ. bellaria, αυτό το οποίο χρησιμοποιείται για να περιχυθεί πάνω στη
νύφη ή στον νέο δούλο με την είσοδό τους στο σπίτι (πρβλ. τα sparge,
marite nuces του Βιργ.), σε Αριστοφ., Δημ.
κατα-χωνεύω, μέλ. -σω, λιώνω, τήκω, σε Δημ.
κατα-χώννῡμι, μέλ. -χώσω, καλύπτω με σωρό, ὁ νότος κατέχωσέ
σφεας, ο νότιος άνεμος τους έθαψε στην άμμο, σε Ηρόδ.· κ. τινα λίθοις, σε
Αριστοφ.
388

κατα-χωρίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, τοποθετώ σ' έναν τόπο, καταχωρώ, σε


Ξεν. — Παθ., καταλαμβάνω θέση, στον ίδ.
καταχῶσαι, απαρ. αορ. αʹ του καταχώννυμι.
κατα-ψακάζω, Αττ. αντί κατα-ψεκάζω.
κατα-ψάλλομαι, Παθ., αντηχούμαι με μουσική, σε Πλούτ.
κατα-ψάω, μέλ. -ήσω, χτυπώ με το χέρι, τρίβω ελαφρά, χαϊδεύω,
θωπεύω, καταψῶσα αὐτοῦ τὴν κεφαλήν, σε Ηρόδ.· καταψῶν αὐτὸν (τὸν
κάνθαρον), ὥσπερ πωλίον, σε Αριστοφ.
κατα-ψεκάζω, Αττ. -ψακάζω, μέλ. -σω, υγραίνω με συνεχείς
βροχές, καταβρέχω, καταραντίζω, σε Αισχύλ., Πλούτ.
κατα-ψεύδομαι, αποθ., με μέλ. μέσ. -ψεύσομαι, Παθ. παρακ. -
έψευσμαι, αόρ. αʹ -εψεύσθην· I. 1. λέω ψέμματα εναντίον κάποιου, μιλώ
ψευδώς για, τινος, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ. 2. ισχυρίζομαι ψευδώς
εναντίον, τί τινος, σε Πλάτ., Δημ. 3. διατείνομαι ψευδώς, διεκδικώ
εσφαλμένα, προσποιούμαι, σε Ευρ.· υποκρίνομαι, προσποιούμαι,
φαλκιδεύω, επινοώ, τι, σε Δημ. II. επίσης ως Παθ., αναφέρομαι ψευδώς·
λέγεται για γραπτά, αποδίδομαι ψευδώς, είμαι ψευδεπίγραφος, σε Πλούτ.
κατα-ψευδομαρτῠρέω, μέλ. -ήσω, φέρω ψευδή μαρτυρία εναντίον,
τινός, σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., σε Δημ. — Παθ., προσβάλλομαι από
ψευδείς αποδείξεις, σε Πλάτ.
κατα-ψηφίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι — Μέσ., I. 1. ψηφίζω εναντίον
ή σε αποδοκιμασία, καταδίκη, κατάκριση, τινος, σε Πλάτ., Ξεν.· κ. τινος
κλοπήν, τον βρήκαν ένοχο κλοπής, σε Πλάτ.· ομοίως στον παρακ. Παθ.,
κατεψηφισμένοι αὐτοῦ θάνατον, σε Ξεν. 2. Παθ., στον Παθ. παρακ. και αόρ.
αʹ, έχω καταψηφιστεί, σε Πλάτ., Δημ.· λέγεται για ποινή, αποφαίνομαι
αρνητικά, δίκη κατεψηφισμένη τινός, σε Θουκ.· κατεψηφισμένος ἦν μου ὁ
θάνατος, σε Ξεν. II. ψηφίζω καταφατικά, επιδοκιμάζω, σε Αριστ.
καταψηφιστέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να καταδικαστεί, σε
Ξεν.
κατα-ψήχω, μέλ. -ξω, I. κατατρίβω, «στουμπίζω», σε γουδί —
Παθ., φθείρομαι, παρακ. κατέψηκται, σε Σοφ. II. θωπεύω, τρίβω με τα
χέρια, χαϊδεύω, Λατ. mulceo, ἵππους, σε Ευρ.
κατα-ψύχω[ῡ], μέλ. -ξω, I. ψυχραίνω, καταψύχω, παγώνω, σε
Αριστ. — Παθ., παρακ. κατέψυγμαι, αόρ. αʹ κατεψύχθην και βʹ κατεψύγην
[ῠ]· καταψύχομαι, παγώνομαι, λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ., σε Πλούτ.
II. Παθ., λέγεται για χώρα, είμαι κατάξηρος ή άνυδρος, σε Πλούτ.

Με την πρόθεση μετα- εντοπίζονται 192 λήμματα

μετά, ποιητ. μεταί, Αιολ. και Δωρ. πεδά (βλ. αυτ.) — Παθ. με γεν., δοτ.
και αιτ.
389

Α. ΜΕ ΓΕΝ., I. στο μέσον, ανάμεσα σ' ένα πλήθος, μετ' ἄλλων ἑταίρων, σε
Ομήρ. Οδ.· πολλῶν μετὰ δούλων, σε Αισχύλ. II. από κοινού, μαζί, μετὰ
Βοιωτῶν ἐμάχοντο, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰ ξυμμάχων κινδυνεύειν, σε Θουκ.·
μετά τινος πάσχειν, στῆναι, σε Αισχύλ., Σοφ. III. μαζί, με τη χρήση,
ἱκετεύειν μετὰ δακρύων, σε Πλάτ.· μετ' ἀρετῆς πρωτεύειν, σε Ξεν.· ως,
περίφρ. αντί επιρρ., ὁσίως καὶ μετ' ἀληθείας, σε Πλάτ. Β. ΜΕ ΔΟΤ., I. μόνο
ποιητ., κυρίως Επικ., 1. κανονικά, λέγεται για πρόσωπα, ανάμεσα, με τη
συνοδεία, μετὰ τριτάτοισιν ἄνασσεν, ο Νέστωρ βασίλευσε ανάμεσα στην
τρίτη γενιά, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για πράγματα, μετὰ νηυσί, ἀστράσι,
μεταξύ, ανάμεσα σε, σε Όμηρ.· μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο, με τη συνοδεία των
ανέμων, τόσο γρήγοροι όσο αυτοί, στον ίδ. 3. μεταξύ, μετὰ χερσὶν ἔχειν,
κρατώ ανάμεσα, δηλ. μέσα στα χέρια, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰ φρεσίν, στο ίδ.
II. συμ πληρώνω έναν αριθμό με, στο πλάι, πέμπτος μετὰ τοῖσιν, πέμπτος
μαζί μ' αυτούς, σε Όμηρ.· σημ., το μετά δεν χρησιμ. ποτέ με δοτ. ενικ., με
την εξαίρεση των περιληπτικών ονομάτων, μετὰ στρατῷ, σε Ομήρ. Ιλ. Γ.
ΜΕ ΑΙΤ., I. λέγεται για κίνηση, στη μέση, το να έρχεται κάποιος ανάμεσα
σε ένα πλήθος, μετὰ φῦλα θεῶν, σε Όμηρ.· μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ.
II. σε επιδίωξη ή αναζήτηση κάποιου, βῆναι μετὰ Νέστορα, στο ίδ.· με
εχθρική έννοια, βῆναι μετά τινα, τον καταζητώ, τον καταδιώκω, στο ίδ.·
επίσης, βῆναιμετὰ πατρὸς ἀκουήν, πηγαίνω να αναζητήσω νέα για τον
πατέρα σου, σε Ομήρ. Οδ.· πόλεμον μέτα θωρήσσοντο, ήταν οπλισμένοι
για τη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ. III. λέγεται για απλή ακολουθία ή διαδοχή: 1.
λέγεται για τόπο, μετά, αμέσως μετά, πίσω, λαοὶ ἕπονθ', ὡσεὶ μετὰ κτίλον
ἕσπετο μῆλα, όπως τα πρόβατα ακολουθούν τον βοσκό, σε Ομήρ. Ιλ. 2.
λέγεται για χρόνο, μετά, ακολούθως, αργότερα, μεθ' Ἕκτορα πότμος
ἑτοῖμος, μετά τον Έκτορα, ο θάνατός σου πλησιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰ
ταῦτα, κατόπιν, ύστερα, στους Αττ.· μεθ' ἡμέραν, κατά τη διάρκεια της
ημέρας, σε Ηρόδ. 3. λέγεται για αξία, κοινωνική ιεραρχία, μετά από, πιο
κάτω από, που ακολουθ. από υπερθ., κάλλιστος ἀνὴρ μετ' ἀμύμονα
Πηλεΐωνα, σε Ομήρ. Ιλ. IV. σε συμφωνία, σύμφωνα με, μετὰ σὸν καὶ ἐμὸν
κῆρ, όπως εσύ και εγώ εύχομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· μετ'ὄγμον, σύμφωνα με τη
γραμμή του αυλακιού, στο ίδ. V.γενικά, ανάμεσα, μεταξύ, όπως η σύνταξη
με δοτ., μετὰ πάντας ἄριστος, ο καλύτερος ανάμεσα σε όλους, σε Ομήρ.
Ιλ.· μετὰχεῖρας ἔχειν, σε Ηρόδ. Δ. ΑΠΟΛ., I. ως επίρρ., μεταξύ αυτών, μαζί
με αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ. II. και κατόπιν, αμέσως μετά, ύστερα, σε Όμηρ.,
Ηρόδ. Ε. μέτα αντί μέτεστι, σε Ομήρ. Οδ. ΣΤ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ., I. λέγεται για
κοινωνία, 1. συμμετοχή, όπως μεταδίδωμι, μετέχω, με γεν. πράγμ. 2.
λέγεται για ενέργεια, πράξη από κοινού με κάποιον άλλο, όπως
μεταδαίνυμαι, με δοτ. προσ. II. λέγεται για διάστημα, όπως μεταίχμιον. III.
λέγεται για διαδοχή, όπως μεταδόρπιος. IV. χρησιμ. για επιδίωξη, όπως
μετέρχομαι. V. λέγεται για να δηλώσουμε ότι αφήνουμε κάτι, όπως
μεθίημι. VI. κατόπιν, πίσω, όπως μετάφρενον. VII. πίσω ξανά,
διαφορετικά, τροποποιημένα, όπως μετατρέπω, μεταστρέφω. VIII. πολύ
390

συχνά λέγεται για αλλαγή τόπου, κατάστασης, σχεδίου, κ.λπ., όπως


μεταβαίνω, μεταβουλεύω κ.λπ.
μετα-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, αόρ. βʹ μετέβην, παρακ. μεταβέβηκα· I. 1.
περνώ από ένα μέρος σε ένα άλλο, μετὰ δ' ἄστρα βεβήκει (αντί
μετεβεβήκει), τα άστρα είχαν διαβεί τον μεσημβρινό, σε Ομήρ. Οδ.·
μεταβαίνω ἐς τὴν Ἀσίην, σε Ηρόδ.· περνώ στην άλλη, στην αντίθετη
πλευρά, σε Αισχύλ. 2. περνώ από το ένα θέμα στο άλλο, μετάβηθι, άλλαξε
το θέμα σου, σε Ομήρ. Οδ.· μεταβάντες, αλλάζοντας την πορεία τους,
τριγυρνώντας, σε Ηρόδ.· μεταβαίνω ἐκ μείζονος εἰς ἔλαττον, σε Πλάτ. 3.
με αιτ., μεταβὰς βίοτον, έχοντας μεταβάλει τον τρόπο ζωής του, σε Ευρ.
II. θαμιστικό στον αόρ. αʹ μεταβῆσαι, αλλάζω στάση, αλλάζω, στον ίδ.
μετα-βᾰλεῖν, απαρ. αόρ. βʹ του μεταβάλλω.
μετα-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, αόρ. βʹ μετέβαλον·
Α. I. περνώ σε μια διαφορετική τοποθέτηση, στρέφω γρήγορα, μετὰ νῶτα
βαλών, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταβάλλω θοἰμάτιον ἐπὶ δεξιάν, ρίχνω το μανδύα
μου προς τα δεξιά, σε Αριστοφ. II. 1. μετατρέπω (θέση, άποψη), αλλάζω,
διαφοροποιούμαι, σε Ηρόδ., Αττ.· μεταβάλλω ὕδατα, πίνω διαφορετικό
νερό, σε Ηρόδ.· μεταβάλλω ὀργάς, αλλάζω, δηλ. αφήνω κατά μέρος τον
θυμό μου, σε Ευρ. 2. δηλώνει εξέλιξη, προβαίνω σε μία αλλαγή, αλλάζω
την κατάστασή μου, σε Ηρόδ., Πλάτ. 3. αλλάζω την πορεία μου,
μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους, αλλάζοντας την πορεία του και επιστρέφοντας
στους Αθηναίους, σε Ηρόδ.· η μτχ. μεταβάλλων ή μεταβαλών χρησιμ. ως
αμτβ., σχεδόν ως επίρρ., αντί, διαδόχως, σε Ηρόδ., Ευρ. Β. I. 1. Μέσ.,
αλλάζω κάτι που ανήκει σε κάποιον, κ.λπ.· μεταβάλλω ἱμάτια, αλλάζω τα
ρούχα μου, σε Ξεν.· μεταβάλλω τοὺς τρόπους, σε Αριστοφ. κ.λπ. 2. αλλάζω
κάτι με κάτι άλλο, ανταλλάσσω, μεταβάλλω σιγὰν λόγων, αφήνω τη σιωπή
για να μιλήσω, σε Σοφ.· εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι, σε Ξεν. II. 1.
αλλάζω τον εαυτό μου, μεταστρέφομαι, σε Πλάτ.· αλλάζω τους στόχους
μου, αλλάζω πλευρά (άποψη), σε Ηρόδ., Θουκ. 2. περιστρέφομαι, γυρίζω
γύρω-γύρω, σε Ξεν.
μετα-βάπτω, μέλ. -ψω, αλλάζω το χρώμα κάποιου αντικειμένου με νέα
βαφή, σε Πλούτ., Λουκ.
μετα-βάς, μτχ. αόρ. βʹ του μεταβαίνω.
μετάβᾰσις, ἡ, (μεταβαίνω),· I. αλλαγή θέσης, μετανάστευση, σε Πλούτ.
II. αλλαγή, επανάσταση έναντι των κυβερνώντων, σε Πλάτ. III. μεταφορά
από ένα σημείο σε άλλο, σε Λουκ.
μετα-βέβηκα, παρακ. του μεταβαίνω.
μετά-βηθι, προστ. αόρ. βʹ του μεταβαίνω.
μετα-βήσομαι, μελ. του μεταβαίνω.
μεταβῐβάζω, Αττ. μέλ. -βιβῶ, μτβ. του μεταβαίνω· 1. περνώ από μια θέση
σε άλλη, μετατοπίζω, οδηγώ σε διαφορετική θέση ή κατάσταση, σε
Αριστοφ., Ξεν. 2. οδηγώ σε διαφορετική κατεύθυνση, σε Πλάτ.
391

μεταβλητέον, ρημ. επίθ. του μεταβάλλω· I. κάτι που πρέπει να αλλάξει,


μτβ., τινὰ εἴς τι, σε Πλάτ. II. αμτβ., στον ίδ.
μεταβλητικός, -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται σε συναλλαγή, με το μέσο
του εμπορίου, σε Αριστ.· ἡ μεταβλητική (ενν. τέχνη), συναλλαγή, εμπόριο,
σε Πλάτ.
μεταβολή, ἡ (μεταβάλλω), I. 1. αλλαγή, διαδικασία αλλαγής, σε Πίνδ. 2.
συναλλαγή, εμπόριο, δοσοληψία, σε Θουκ. II. (από το Μέσ.), μετάβαση,
αλλαγή, και στον πληθ., αλλαγές, μετατροπές, σε Ηρόδ., Ευρ.· με γεν.,
αλλάζω από μία κατάσταση, μεταβολὴ κακῶν, σε Ευρ.· σπανίως, μεταβολή
σε..., μεταβολὴ ἀπραγμοσύνης, σε Θουκ.· αυτό όμως εκφράζεται γενικά με
μια πρόθ., ἅμα τῇ μεταβολῇ ἐς Ἕλληνας, η μεταστροφή τους προς τους
Έλληνες, σε Ηρόδ.· ἡ ἐναντία μεταβολή, αλλαγή προς την αντίθετη
κατεύθυνση, σε Θουκ. 2. μεταβολὴ τῆς ἡμέρας, έκλειψη, σε Ηρόδ. 3.
μεταβολὴ πολιτείας, αλλαγή διακυβέρνησης, επανάσταση, σε Θουκ. 4. ως
στρατιωτικός όρος, στασιάζω, σε Πολύβ.· μεταφ., λέγεται για ομιλητή, σε
Αισχίν.
μετα-βουλεύω, μέλ. -σω, τροποποιώ τα σχέδιά μου, αλλάζω τις απόψεις
μου, σε Ομήρ. Οδ.· κοινώς όμως ως αποθ. μεταβουλεύομαι, σε Ηρόδ.,
Ευρ.· μεταβουλεύω στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, αλλάζει γνώμη και
δεν εκστρατεύει, σε Ηρόδ.
μετά-βουλος, -ον (βουλή), αυτός που μεταβάλλει τις απόψεις του, που
αρέσκεται σε αλλαγές, σε Αριστοφ.
μετα-βῶ, υποτ. αόρ. βʹ του μεταβαίνω.
μετ-άγγελος, -ου, ὁ και ἡ, αγγελιοφόρος μεταξύ δύο πλευρών, Λατ.
internuncius, -cia, λέγεται για την Ίριδα, σε Ομήρ. Ιλ.
Μετα-γειτνιών, -ῶνος, ὁ (γείτων), ο δεύτερος μήνας του Αθηναϊκού
έτους, μεταξύ του τελευταίου μισού του Αυγούστου και του πρώτου μισού
του Σεπτεμβρίου· ονομάστηκε έτσι επειδή τότε οι άνθρωποι
πηγαινοέρχονταν και άλλαζαν γείτονες.
μετα-γιγνώσκω, Ιων. και μεταγεν. -γῑνώσκω, μέλ. -γνώσομαι, αόρ. βʹ
μετέγνων· 1. αλλάζω απόψεις, μετανοιώνω, σε Ηρόδ., Αττ. 2. με αιτ.
πράγμ., αλλάζω απόψεις σχετικά με ένα ζήτημα, μετανιώνω για κάτι,
μετέγνων τὰπρόσθ' εἰρημένα, σε Ευρ.· μεταγιγνώσκω τὰ προδεδογμένα,
μεταβάλλω ή ανακαλώ μια προηγούμενη απόφαση, σε Θουκ. 3. με απαρ.,
μεταβάλλω τη γνώμη μου ώστε να πράξω κάτι διαφορετικό, στον ίδ.·
μεταγιγνώσκω ὡς..., αλλάζω την άποψή μου και σκέφτομαι ότι..., σε Ξεν.
μετά-γνοια, ἡ, = μετάνοια, μεταμέλεια, τύψη, σε Σοφ.
μετά-γνωσις, ἡ, αλλαγή άποψης ή στόχου, σε Ηρόδ., Δημ.
μετα-γράφω[ᾰ], 1. μέλ. -ψω, γράφω με διαφορετικό τρόπο, τροποποιώ ή
διορθώνω κάτι που έχει γράψει κάποιος, σε Ευρ., Θουκ.· σε μια δίκη,
αλλάζω τις καταγεγραμμένες σημειώσεις, σε Δημ. 2. μεταφράζω, σε Λουκ.
— Μέσ., τὰς ἐπιστολὰς μεταγραψάμενοι, τις έχουν μεταφράσει, σε Θουκ.
3. αντιγράφω, σε Λουκ.
392

μετ-άγω[ᾰ], μέλ. -άξω, I. μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο· μεταφ., τὴν
ψυχὴν ἐς εὐφροσύνην, σε Ανθ. II. αμτβ., πηγαίνω από διαφορετικό δρόμο,
αλλάζω τη διαδρομή μου, σε Ξεν.
μετα-δαίνυμι, μέλ. -δαίσομαι, αποθ., μοιράζομαι το φαγοπότι με κάποιον
άλλο, με δοτ., σε Όμηρ.· μοιράζομαι ένα πράγμα, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
μετα-δετέον, ρημ. επίθ. (δέω Α), κάτι που πρέπει να λυθεί, σε Ξεν.
μετα-δήμιος, -ον (δῆμος), στη μέση ή μεταξύ ανθρώπων, στην πατρίδα
του, σε Ομήρ. Οδ.
μετα-διαιτάω, μέλ. -ήσω, αλλάζω τον τρόπο ζωής μου, σε Λουκ.
μετα-δίδωμι[ῐ], μέλ. -δώσω, 1. δίνω μερίδιο, παραχωρώ μέρος κάποιου
πράγματος, με γεν., σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ. 2. το μερίδιο που δίνεται
μερικές φορές κατονομάζεται, μεταδίδωμι τὸ τριτημόριόν τινι, σε Ηρόδ.·
μεταδίδωμι τὸ μέρος, σε Ξεν.
μεταδίωκτος, -ον, αυτός που διώκεται, που τον φθάνουν οι διώκτες του,
σε Ηρόδ.
μετα-διώκω, μέλ. -ξομαι, σπανίως, -ξω, παρακολουθώ κάποιον από
κοντά, τον καταδιώκω, με αιτ., σε Ηρόδ., Ξεν.
μετα-δοκέω, μέλ. -δόξω, Παθ. παρακ. -δέδογμαι· αλλάζω τη γνώμη μου,
κυρίως απρόσ., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ, καθώς φοβόταν ότι θα άλλαζαν
τη γνώμη τους, σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω
εἶναι, άλλαξες τη γνώμη σου και θεώρησες ότι αυτό ήταν καλύτερο, σε
Λουκ.· μτχ. μεταδόξαν, όταν άλλαξαν τη γνώμη τους, σε Δημ.· και στην
Παθ., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι, αφ' ότου έχω αλλάξει τη γνώμη
μου και αποφασίσει να μην εκστρατεύσω, σε Ηρόδ.
μετα-δοξάζω, μέλ. -σω, αλλάζω την άποψή μου, σε Πλάτ.
μετα-δόρπιος, -ον (δόρπον),· I. στα μισά του δείπνου, κατά τη διάρκεια
του ύπνου, σε Ομήρ. Οδ. II. μετά το δείπνο, σε Ανθ.
μεταδός, προστ. αορ. βʹ του μεταδίδωμι.
μετά-δοσις, ἡ, 1. δίνω ένα μερίδιο, μοιράζομαι, συμμετέχω, σε Ξεν. 2.
ανταλλαγή εμπορευμάτων, σε Αριστ. 3. συνεισφορά, σε Πλούτ.
μετα-δοτέον, ρημ. επίθ., κάτι που πρέπει να μοιράστεί, τινὶτινός, σε Πλάτ.,
Ξεν.
μεταδοῦναι, απαρ. αόρ. βʹ του μεταδίδωμι· μεταδούς, μτχ.
μετά-δουπος, -ον, αυτός που πέφτει κατά τύχη, σε Ησίοδ.
μετα-δρομάδην (δρόμος), επίρρ., τρέχοντας στο κατόπι,
παρακολουθώντας στενά, σε Ομήρ. Ιλ.
μετα-δρομή, ἡ, κυνήγι, καταδίωξη, σε Ευρ., Ξεν.
μετά-δρομος, -ον, αυτός που καταδιώκει κάποιον, που παίρνει εκδίκηση
για κάτι, με γεν., σε Σοφ.
μέταζε (μετά), επίρρ., κατόπιν, όπισθεν, σε Ησίοδ.
μετα-ζεύγνῡμι, δένω το ζευγάρι (ζώων που οργώνουν) σε άλλη άμαξα, σε
Ξεν.
393

μετά-θεσις, ἡ, I. 1. αλλαγή θέσης, σε Δημ. 2. αλλαγή απόψεως ή


φρονημάτων, τροποποίηση, σε Πολύβ. II. η δύναμη της αλλαγής, σε Θουκ.
μετα-θέω, μέλ. -θεύσομαι, I. τρέχω στο κατόπι, κυνηγώ, σε Ξεν. κ.λπ. II.
ασκώ το κυνήγι ή περιπλανώμαι, τὰ ὄρη, στον ίδ.· απόλ., είμαι στο κυνήγι,
περιφέρομαι, στον ίδ.
μεταί, ποιητ. αντί μετά.
μετα-ΐζω, ποιητ. αντί μεθ-ίζω, κάθομαι μαζί με ή πίσω από, σε Ομήρ. Οδ.
μετ-αίρω, Αιολ. πεδ-, I. σηκώνω και απομακρύνω, μετατοπίζω, μετακινώ,
σε Ευρ.· ψήφισμα μεταίρω, ανακαλώ μια απόφαση, σε Δημ. II. αμτβ.,
αναχωρώ, σε Κ.Δ.
μετ-αΐσσω, μέλ. -ξω, I. εφορμώ, επιτίθεμαι σε εχθρό, σε Όμηρ. II.
μεταΐσσω τινά, τον ακολουθώ από κοντά, σε Πίνδ.
μετ-αιτέω, μέλ. -ήσω, I. ζητώ το μερίδιό μου από κάτι, με γεν., σε Ηρόδ.·
επίσης, μεταιτεῖν μέρος τινός, σε Αριστοφ.· αμτβ., μεταιτῶ παρά τινος, σε
Δημ. II. ζητιανεύω, ζητώ ελεημοσύνη, με αιτ. προσ., σε Αριστοφ. III.
επαιτώ, ζητώ με επιμονή, σε Λουκ.
μεταίτης, -ου, ὁ, ζητιάνος, σε Λουκ.
μετ-αίτιος, -ον και -α, -ον, με γεν. πράγμ., είμαι μέρος ή αιτία ενός
πράγματος, είμαι παράγοντας σ' αυτό, με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· με δοτ.
προσ., θεοὺς τοὺς ἐμοὶ μεταιτίους νόστου, που συνέβαλαν στην επιστροφή
μου, σε Αισχύλ.
μετ-αίχμιος, -ον, Αιολ. πεδ- (αἰχμή),· I. 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ
δύο στρατευμάτων: ως ουσ. μεταίχμιον, τό, το διάστημα που χωρίζει δύο
αντίπαλα στρατεύματα, σε Ηρόδ., Ευρ.· ἐν μεταιχμίοις δορός, σε Ευρ. 2.
αμφισβητούμενο σύνορο, διαφιλονικούμενη γη, σε Ηρόδ.· μεταφ., ἐν
μεταιχμίῳ σκότου, στο όριο μεταξύ φωτός και σκότους, σε Αισχύλ. II. αυτό
που βρίσκεται στο μέσον, ανάμεσα, με γεν., ἀνὴρ γυνή τε χὤτι τῶν
μεταίχμιον, στον ίδ.· πεδαίχμιοι λαμπάδες, που κρέμονται στον αέρα, στον
ίδ.
μετα-καθέζομαι, Μέσ., αλλάζω το κάθισμά μου, σε Λουκ.
μετα-καινίζω, δημιουργώ κάτι νέο, ανακαινίζω, σε Ανθ.
μετα-κᾰλέω, μέλ. -έσω, I. ζητώ σε κάποιον να μεταβεί από ένα μέρος σε
άλλο, σε Αισχίν.· ανακαλώ, ζητώ να έλθει πίσω κάποιος, σε Θουκ. II. στον
Μέσ., καλώ έναν γιατρό να έλθει, σε Λουκ.
μετᾰ-κῑάθω, μόνο σε παρατ. μετεκίαθον· I. ακολουθώ, απόλ., σε Ομήρ.
Ιλ.· με αιτ., καταδιώκω, Τρῶας μετεκίαθε, στο ίδ. II. πηγαίνω να
επισκεφθώ, Αἰθίοπας μετεκίαθε, σε Ομήρ. Οδ.
μετα-κῑνέω, μέλ. -ήσω, 1. αλλάζω θέση σε κάτι, μετατοπίζω,
απομακρύνω, σε Ηρόδ. — Μέσ., πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο, στον
ίδ. 2. αλλάζω, τροποποιώ, τὴν πολιτείαν, σε Δημ.
μετακῑνητέος, -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να μετατοπιστεί, σε
Λουκ.
394

μετακῑνητός, -ή, -όν, αυτός που μπορεί να μετατοπιστεί, να μεταβληθεί,


σε Θουκ.
μετα-κλαίω, μέλ. -κλαύσομαι, κλαίω κατόπιν εορτής ή πάρα πολύ αργά
για να έχει αποτέλεσμα, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., θρηνώ αργότερα ή κατόπιν,
σε Ευρ.
μετα-κλίνομαι, [ῑ], αόρ. αʹ μετ-εκλίνθην, Παθ., μετακινούμαι προς την
άλλη παράταξη, σε Ομήρ. Ιλ.
μετα-κοιμίζομαι, αόρ. αʹ μετ-εκοιμίσθην, Παθ., αποκοιμιέμαι, με παίρνει
ο ύπνος, σε Αισχύλ.
μετά-κοινος, -ον, αυτός που μοιράζεται από κοινού, συμμέτοχος, σε
Αισχύλ.· τινι, με κάποιον άλλον, στον ίδ.
μετα-κομίζω, μέλ. -σω, μετακινώ, μεταφέρω, σε Πλάτ. — Μέσ., αναθέτω
σε κάποιον να μεταφέρει κάτι, σε Λυκ.
μετα-κῠλινδέω, κυλώ σε άλλον τόπο, μετακινούμαι κυλώντας, σε
Αριστοφ.
μετα-κύμιος, -ον (κῦμα), ανάμεσα σε δύο σώματα, ἄτας μετακύμιος,
ανάμεσα σε δύο κύματα από συμφορές, δηλ. αυτός που φέρνει μια μικρή
ανάπαυλα ή παύση στη δυστυχία, σε Ευρ.
μετα-λαγχάνω, μέλ. -λήξομαι, έχω μερίδιο κάποιου πράγματος, είμαι
κληρούχος, με γεν., σε Πλάτ.· επίσης, μεταλαγχάνω μέρος τινός, σε Ευρ.
μετα-λαμβάνω, μελ. -λήψομαι, I. 1. έχω ή λαμβάνω μερίδιο από κάτι,
είμαι μέτοχος σε κάτι, με γεν., σε Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ., μεταλαμβάνεσθαί
τινος, αποκτώ κυριότητα, εγείρω αξίωση, στον ίδ. 2. μερίδιο που
λαμβάνεται, συμπληρώνεται πολλές φορές με αιτ., μεταλαμβάνω μοῖραν ή
μέρος τινός, σε Ευρ. κ.λπ.· μεταλαμβάνω τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων, σε
Πλάτ. 3. με γεν. προσ., μοιράζομαι τη συντροφιά του, σε Ξεν.· με αρνητική
σημασία, θεωρώ κάποιον ένοχο, κατηγορώ, σε Αριστοφ. II. ακολουθώ
κάποιον, τον διαδέχομαι, με αιτ., σε Ξεν. III. 1. παίρνω ως αντάλλαγμα,
υποκαθιστώ, πόλεμον ἀντ' εἰρήνης, σε Θουκ.· μεταλαμβάνω τὰ
ἐπιτηδεύματα, υιοθετώ νέες συνήθειες, στον ίδ.· ἱμάτια μεταλαμβάνω, σε
Ξεν. 2. ανταλλάσσω, σε Πλάτ.
μετα-λήγω, Επικ. μεταλ-λήγω, μέλ. -ξω, αφήνω, παρατώ, σταματώ, με
γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
μετά-ληψις, ἡ, συμμετοχή, σε Πλάτ.· τινος, σε κάτι, στον ίδ.
μεταλλᾰγή, ἡ (μεταλλάσσω),· 1. αλλάζω, μεταλλαγὴ τῆς ἡμέρης, έκλειψη,
σε Ηρόδ.· ἐν μεταλλαγῇ πολυμηχάνου ἀνδρός, με το να έχεις έναν πανούργο
άνθρωπο για αφέντη σου, αντί (για μένα), σε Σοφ. 2. με γεν. αντικ.,
μεταλλαγὴ πολέμου, μια αλλαγή από το μέτωπο του πολέμου, σε Ξεν.
μεταλλακτός, -όν, ρημ. επίθ., αλλαγμένος, τροποποιημένος, σε Αισχύλ.
μετάλλαξις, ἡ, = μεταλλαγή, σε Ξεν.
μετ-αλλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. αλλάζω, τροποποιώ, σε Ηρόδ. II.
ανταλλάσσω, 1. παίρνω ως αντάλλαγμα, υιοθετώ, αναδέχομαι, ὀρνίθων
φύσιν, σε Αριστοφ.· ομοίως, μεταλλάσσω τόπον, χώραν, μεταφέρομαι σε
395

άλλη χώρα, σε Πλάτ. 2. ανταλλάσσω αφήνοντας, παραιτούμαι,


μεταλλάσσω τὸν βίον, σε Ισοκρ.· ομοίως, μεταλλάσσειν, μόνο, σε Πλάτ. III.
αμτβ., περιέρχομαι σε μια αλλαγή, σε Ηρόδ.
μετάλλᾱτος, Δωρ. αντί μετάλλητος, αυτός που μπορεί να διερευνηθεί, σε
Πίνδ.
μεταλλάω, μέλ. -ήσω, 1. κανονικά, διερευνώ άλλα πράγματα (μετὰ ἄλλα,
πρβλ. μέταλλον), ερευνώ προσεκτικά, εξετάζω λεπτομερειακά, σε Ομήρ.
Οδ. 2. με αιτ. προσ., εξετάζω, ερευνώ κάτι, σε Όμηρ. 3. με αιτ. πράγμ.,
ρωτώ για ή σχετικά με, στον ίδ.· ομοίως, μεταλλῆσαι ἀμφὶ πόσει, σε Ομήρ.
Οδ. 4. με διπλή αιτ., ρωτώ κάποιον για ένα θέμα, τον ρωτώ κάτι, στον ίδ.
μεταλλεία, ἡ, έρευνα για μέταλλα και παρόμοια, η ενέργεια του
μεταλλωρύχου, σε Πλάτ.
μεταλλευτής, -οῦ, ὁ, κάποιος που ψάχνει για μέταλλα, μεταλλωρύχος, σε
Στράβ.
μεταλλευτικός, -ή, -όν, προικισμένος στην έρευνα για μέταλλα· ἡ -κή
(ενν. τέχνη), το επιτήδευμα, η τέχνη του μεταλλωρύχου, σε Αριστ.
μεταλλεύω (μέταλλον), μέλ. -σω, 1. εξάγω (μέταλλο) από την εξόρυξη
— Παθ. εξάγομαι μέσω όρυξης, λέγεται για μέταλλα, σε Πλάτ. κ.λπ. 2.
γενικά, εξερευνώ, σε Ανθ.
μεταλλήγω, Επικ. αντί μεταλήγω.
μεταλλικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μέταλλα, σε Δημ.
μέταλλον, τό, I. μεταλλείο ή λατομείο, ἁλὸς μέταλλον, ορυχείο αλατιού,
αλατωρυχείο, σε Ηρόδ.· χρύσεα καὶἀργύρεα μέταλλα, ορυχεία αργύρου και
χρυσού, στον ίδ.· μέταλλα (μόνο), ορυχεία αργύρου, σε Ξεν.· μαρμάρου
μέταλλον, λατομεία μαρμάρου, σε Στράβ. II. η έννοια του μετάλλου, Λατ.
metallum, δεν υπάρχει στην κλασική περίοδο της ελλ. γλώσσας (πιθ. όπως
το μεταλλάω, από το μετ' ἄλλα, έρευνα για άλλα πράγματα).
μετάλμενος, Επικ. μτχ. αορ. βʹ του μεθάλλομαι.
μετα-μαίομαι, αποθ., ακολουθώ στο κατόπι, κυνηγώ, σε Πίνδ.
μετα-μανθάνω, μέλ. -μαθήσομαι, 1. μαθαίνω κάτι διαφορετικό,
μεταμανθάνω γλῶσσαν, αφήνω μια γλώσσα και αντ' αυτής μαθαίνω μία
άλλη, σε Ηρόδ.· μεταμανθάνω ὕμνον, μαθαίνω μια νέα μελωδία, σε
Αισχύλ. 2. μαθαίνω να ξεχνώ, ξεμαθαίνω, Λατ. dediscere, σε Αισχίν. 3.
αμτβ., μαθαίνω καλύτερα, σε Αριστοφ.
μετ-ᾰμείβω, Δωρ. πεδ-, μέλ. -ψω, I. 1. μεταβάλλω, ἐσλθὸν πήματος, καλό
για αρρώστια, σε Πίνδ. 2. τροποποιώ, ἐκ βοὸς μεταμεῖβε γυναῖκα, σε Μόσχ.
3. γᾶν τέκνοις μεταμείβω, κληροδοτώ τη γη στα παιδιά μου, σε Ευρ. II. 1.
Μέσ., μεταβάλλω την κατάστασή μου, δραπετεύω, σε Πίνδ.·
μεταμειβόμενοι, διαδοχικώς, στον ίδ. 2. με αιτ., μεταμείβω τί τινι, αλλάζω
κάτι για κάτι άλλο, σε Ευρ.
μετα-μέλει (μέλω), παρατ. μετ-έμελε, μέλ. -μελήσει, αόρ. αʹ μετεμέλησε· I.
απρόσ., με πιάνει μεταμέλεια, μου έρχονται τύψεις, Λατ. poenitet me,
Σύνταξη: 1. με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., μεταμέλει σοι τῆς δωρεᾶς, σε
396

Ξεν. 2. συχνότερα, αυτό για το οποίο μετανιώνει κάποιος δηλώνεται με


μτχ. που συμφωνεί μορφολογικά με τη δοτ., μεταμέλει μοι οὕτως
ἀπολογησαμένῳ, μετανοώ για το ότι τόσο έντονα έχω υπερασπιστεί τον
εαυτό μου, σε Πλάτ. 3. απόλ., μεταμέλει μοι, μετανοώ, σε Αριστοφ.· ξυνέβη
ὑμῖν πεισθῆναι μὲν ἀκεραίοις μεταμέλειν δὲ κακουμένοις, υιοθετήσατε μια
στάση όταν οι δυνάμεις σας ήταν ακέραιες, και μετανιώσατε όταν
βρεθήκατε σε δυσκολία, σε Θουκ. 4. το ουδ. της μτχ. μεταμέλον, αμτβ., αφ'
ότου του συνέβη να μετανοιώσει, σε Πλάτ. II. σπανίως με ονομ., προκαλώ
μετάνοια ή λύπη, τῷ Ἀρίστωνι μετέμελε τὸ εἰρημένον (αντί τοῦ εἰρημένου),
σε Ηρόδ.· οἶμαί σοι ταῦτα μεταμελήσει (αντί τούτων), σε Αριστοφ.
μεταμέλεια, ἡ, αλλαγή μιας επιδίωξης, μεταμέλεια, μετάνοια, σε Θουκ.·
μεταμέλεια ἔχει με = μεταμέλει μοι, σε Ξεν.
μεταμελητικός, -ή, -όν, γεμάτος τύψεις, σε Αριστ.
μετα-μέλομαι (μεταμέλει), μέλ. -μελήσομαι, αόρ. αʹ -εμελήθην· I. αποθ.,
αισθάνομαι μεταμέλεια, μετανιώνω, έχω τύψεις, με μτχ., μεταμέλοντο οὐ
δεξάμενοι, μετάνιωσαν που δεν είχαν δεχτεί, σε Θουκ.· αμτβ., αλλάζω
επιδίωξη ή διεύθυνση, κατεύθυνση, σε Ξεν. II. ως μτβ. ενεργείας στη μτχ.
μέλ., τὸ μεταμελησόμενον, αυτό που πρόκειται να προκαλέσει τύψεις,
ζήτημα για μελλοντική μετάνοια, στον ίδ.
μετάμελος, ὁ, μετάνοια, μεταμέλεια, σε Θουκ.
μεταμέλπομαι, αποθ., τραγουδώ ή χορεύω ανάμεσα σ' άλλους, με δοτ., σε
Ομηρ. Ύμν.
μεταμέλω, βλ. μεταμέλει.
μετα-μίγνυμι, μέλ. -μίξω, αναμειγνύω μεταξύ, ανακατεύω κάτι με κάτι
άλλο, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ.
μετα-μίσγω, = μεταμίγνυμι, σε Ομήρ. Οδ.
μετα-μορφόω, μέλ. -ώσω, αλλάζω μορφή σε κάτι· Παθ., υφίσταμαι
μετατροπή, σε Κ.Δ.
μεταμόρφωσις, ἡ, μετατροπή, σε Λουκ.
μετ-αμπέχομαι ή -ίσχομαι, αόρ. βʹ -ημπισχόμην· Μέσ., φορώ ένα
διαφορετικό ένδυμα, μεταμπέχομαι δουλείαν, βάζω το νέο φόρεμα της
σκλαβιάς, σε Πλάτ.
μετ-αμφιάζω και -έζω, μελ. -άσω, αλλάζω το ένδυμα κάποιου άλλου,
αφαιρώ το ένδυμα του, τινα, σε Πλούτ., Λουκ.· μεταφ., αλλάζω, τι εἴς τι,
σε Ανθ.· ἀποδυσάμενος τὸν Πυθαγόραν τίνα μετημφιάσω αὐτόν; ποιον
άνθρωπο υπέθεσες μετά απ' αυτόν; σε Λουκ.
μετ-ᾰμώνιος, -ον (ἄνεμος),· I. ο γεννημένος από τον άνεμο, τὰ δὲ πάντα
θεοὶ μεταμώνιοι θεῖεν, μακάρι οι θεοί να σκόρπιζαν όλα αυτά στους
ανέμους, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος, σε Αριστοφ. II.
άχρηστος, μάταιος, άσκοπος, μεταμώνια νήματα, μάταια υφασμένοι ιστοί,
σε Ομήρ. Οδ.· μεταμώνια βάζειν, μιλώ άσκοπα, στον ίδ.
μετ-αναγιγνώσκομαι, Παθ., μετανιώνω για κάτι, με γεν., σε Σοφ.
μετα-ναιετάω, συγκατοικώ, τινί, σε Ομηρ. Ύμν.
397

μετα-ναιέτης, αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, σε Ησίοδ.


μετ-ανάστᾰσις, ἡ, μετανάστευση, σε Θουκ.
μετα-νάστης, -ου, ὁ (ναίω), αυτός που έχει αλλάξει το σπίτι του,
πλανόδιος, μετανάστης, συνήθως ως όρος επίπληξης, όπως το Σκωτικό
land-louper (αυτός που σέρνεται σαν κάμπια στη γη), σε Ομήρ. Ιλ.
μετανάστιος, -ον, περιπλανώμενος, σε Ανθ.
μετανάστρια, ἡ, πλανόδια, σε Ανθ.
μετα-νίσσομαι, I. αποθ., περνώ στην άλλη πλευρά, Ἠέλιος μετενίσσετο, ο
ήλιος περνούσε από τον μεσημβρινό, σε Όμηρ. II. με αιτ., επιδιώκω,
στοχεύω, σε Ευρ.· επίσης, νικώ, αποκτώ κυριότητα, σε Πίνδ.
μετ-ανίστημι, μέλ. -αναστήσω, I. μετακινώ, απομακρύνω κάποιον από τη
χώρα του, σε Πολύβ. II. Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., μετακομίζω
και πηγαίνω κάπου αλλού, μεταναστεύω, σε Ηρόδ., Σοφ.
μετα-νοέω, μέλ. -ήσω, 1. αλλάζω γνώμη ή επιδίωξη, σε Πλάτ., Ξεν. 2.
μεταμελούμαι, σε Αντιφ. κ.λπ.
μετάνοια, ἡ, επανεξέταση ενός θέματος, μεταμέλεια, σε Θουκ.
μετ-αντλέω, μέλ. -ήσω, αντλώ και μεταφέρω το υγρό από ένα δοχείο σε
άλλο, σε Ανθ.
μετα-ξύ (μετά, ξύν), επίρρ.: 1. λέγεται για τόπο, ανάμεσα, μεταξύ, σε
Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με άρθρο, τὸ μεταξύ, σε Ηρόδ.· ἐν τῷ μεταξύ, σε Θουκ. 2.
α) λέγεται για χρόνο, στο μεταξύ, εν τω μεταξύ, συνάμα, σε Ηρόδ. κ.λπ.·
με μτχ. ενεστ., μεταξὺ ὀρύσσων, στα μισά εκεί που έσκαβε, Λατ. inter
fodiendum, στον ίδ.· μεταξὺ θύων, σε Αριστοφ.· λέγοντα μεταξύ, στα μισά
του λόγου του, σε Πλάτ.· β) ύστερα, κατόπιν, σε Κ.Δ. 3. λέγεται για
ποιότητα, τὰ μεταξύ, μέτρια, δηλ. ούτε καλά ούτε κακά, σε Πλάτ. II. ως
πρόθ. με γεν., 1. ανάμεσα, μεταξύ, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. λέγεται για χρόνο, ὁ
μεταξὺ τῆς δίκης τε καὶ τοῦ θανάτου (χρόνος), σε Πλάτ.· τὰ μεταξὺ τούτου,
στο μεταξύ, σε Σοφ.
μετα-παιδεύω, μέλ. -σω, εκπαιδεύω με διαφορετικό τρόπο, σε Λουκ.
μετα-παύομαι, Μέσ., αναπαύομαι στο μεταξύ (διάστημα), σε Ομήρ. Ιλ.
μετα-παυσωλή, ἡ, ανάπαυση στα ενδιάμεσα διαστήματα, πολέμοιο, από
τον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ.
μετα-πείθω, μέλ. -σω, αλλάζω την πεποίθηση ενός ανθρώπου, σε
Αριστοφ., Δημ. — Παθ., έχω πειστεί να αλλάξω (άποψη), σε Πλάτ. κ.λπ.
μεταπεμπτέος, -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αποσταλεί αλλού,
σε Θουκ.
μετάπεμπτος, -ον, αυτός που έχει αποσταλεί για κάποιο σκοπό, σε Ηρόδ.,
Θουκ.
μετα-πέμπω, μέλ. -ψω, στέλνω κάποιον για κάποιο σκοπό, σε Ευρ.,
Αριστοφ.· αποστέλλω, κλητεύω, στέλνω και προσκαλώ, Λατ. arcessere, σε
Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και ο Μέσ. — Παθ., αόρ. αʹ μεταπεμφθῆναι, είμαι
απεσταλμένος, σε Δημ.
398

μεταπέταμαι ή -πέτομαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ -επτάμην, αποθ., πετώ


σε άλλον τόπο, πετώ μακριά, σε Λουκ.
μετα-πηδάω, μέλ. -ήσομαι, πηδώ από ένα μέρος σε άλλο, πηδώ εδώ κι
αλλού, σε Λουκ.
μετα-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο (σε άλλο
μέρος), υφίσταμαι μια αλλαγή, μεταπίπτω τὸ εἶδος, σε Ηρόδ., εἰς ἄλλο
εἶδος, σε Πλάτ.· επίσης, αλλάζω αιφνιδίως γνώμη, σε Ευρ., Αριστοφ.· εἰ
τρεῖς μόναι μετέπεσον τῶν ψήφων, σε Πλάτ. 2. αλλάζω, ιδίως προς το
χειρότερο, μεταπίπτοντος δαίμονος, εάν η τύχη αλλάξει προς το χειρότερο,
σε Ευρ.· σπανίως προς το καλύτερο, στον ίδ.· λέγεται για πολιτικές
μεταβολές, διέρχομαι μεταβολή ή επανάσταση, σε Θουκ.
μετα-πλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ], πλάθω με διαφορετικό τρόπο,
αναδημιουργώ, σε Πλάτ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ.
μετα-ποιέω, μέλ. -ήσω, I. τροποποιώ την κατασκευή ενός πράγματος,
ανακατασκευάζω, τροποποιώ, σε Σόλωνα, Δημ. II. Μέσ., μεταχειρίζομαι
μια πρόφαση, εγείρω έναν ισχυρισμό, προφασίζομαι, με γεν. ἀρετῆς, σε
Θουκ.
μετα-πορεύομαι, μέλ. -εύσομαι, αόρ. αʹ -επορεύθην· αποθ., πηγαίνω στο
κατόπι, συνεχίζω, ἔχθραν, σε Λυσ. II. καταδιώκω, τιμωρώ, σε Πολύβ.
μετά-πρᾱσις, ἡ, λιανική πώληση, μεταπώληση, σε Στράβ.
μετα-πρεπής, -ές (πρέπω), διακεκριμένος ανάμεσα σ' άλλους, με δοτ.
πληθ., σε Ομήρ. Ιλ.
μετα-πρέπω, μόνο σε ενεστ. και παρατ., ξεχωρίζω ή είμαι διακεκριμένος
ανάμεσα σ' άλλους, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.
μετα-πτάμενος, μτχ. αόρ. βʹ του μεταπέταμαι.
μετάπτωσις, ἡ, αλλαγή, μεταβολή, σε Πλάτ.· αλλαγή πολιτικής
παράταξης, σε Πολύβ.
μετα-πύργιον, τό (πύργος), τοίχος μεταξύ δύο πύργων, παραπέτασμα, σε
Θουκ.
μετ-ᾰρίθμιος, -ον (ἀριθμός), αυτός που προσμετράται μεταξύ άλλων, με
δοτ. πληθ., σε Ομηρ. Ύμν.
μεταρ-ρέω, μέλ. -ρεύσομαι, ρέω προς άλλη διεύθυνση, πηγαίνω πέρα-
δώθε, ρέω προς τα πίσω (παλιρροώ), σε Αριστ.
μεταρ-ρίπτω, μέλ. -ψω, στρέφω πάνω-κάτω, σε Δημ.
μεταρ-ρυθμίζω, μέλ. -σω, αλλάζω τον ρυθμό, τη μορφή ενός πράγματος,
ανακατασκευάζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· αναμορφώνω, τροποποιώ, σε Ξεν.
μεταρσιο-λεσχία, ἡ (λέσχης), = μετεωρολογία, σε Πλούτ.
μεταρσιόομαι, Παθ., εξυψώνομαι ψηλά στα ουράνια, νέφος μεταρσιωθέν,
σε Ηρόδ.
μετάρσιος (μεταίρω), Δωρ. πεδάρσιος, -ον και -α, -ον, I. 1. αυτός που
έχει υψωθεί από το έδαφος, ψηλά στον ουρανό, Λατ. sublimis, στους
Τραγ.· λόγοι πεδάρσιοι, σκορπισμένοι στους ανέμους, σε Αισχύλ.· ναῦς
ἄρμεν' ἔχοισα μετάρσια, πλοίο με υψωμένα τα πανιά του, σε Θεόκρ. 2.
399

όπως το μετέωρος, II. 2., μακριά μέσα στη θάλασσα, στην ανοιχτή
θάλασσα, σε Ηρόδ. II. 1. μεταφ., στα ουράνια, ψηλά πάνω απ' αυτόν τον
κόσμο, σε Ευρ. 2. λέγεται για πράγματα, αέρινο, άδειο, στον ίδ. III. στην
ιατρική, λέγεται για την αναπνοή, ταχεία, γρήγορη.
μετα-σεύομαι, Επικ. μετασσεύομαι· Επικ. γʹ ενικ. αόρ. βʹ μετέσσῠτο —
Παθ., εφορμώ, τρέχω στο κατόπι κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ.,
καταδιώκω, μετέσσυτο ποιμένα λαῶν, στο ίδ.
μετα-σκευάζω, μέλ. -άσω, I. φορώ διαφορετικό ένδυμα (σκευή), αλλάζω
ρυθμό, μορφή, μετασχηματίζω, σε Ξεν. II. Μέσ., μαζεύω τα πράγματά μου
για να αλλάξω κατάλυμα, σε Λουκ.
μετα-σπάω, μέλ. -άσω, αποσπώ κάποιον από το ένα μέρος στο άλλο, σε
Σοφ.
μετασπόμενος, μετασπών, Μέσ. αόρ. βʹ και Ενεργ. μτχ. αόρ. βʹ του
μεθέπω.
μέτασσαι, αἱ (μετά), αρνιά που έχουν γεννηθεί στο διάστημα μεταξύ
αυτών που καλούνται πρόγονοι (αυτοί που γεννήθηκαν πριν) και αυτών
που ονομάζονται ἔρσαι (νεογέννητα, ή αυτά που έχουν γεννηθεί
αργότερα).
μετασσεύομαι, Επικ. αντί μετασεύομαι.
μεταστᾰθῶ, υποτ. Παθ. αορ. αʹ του μεθίστημι.
μεταστάς, μτχ. αορ. βʹ του μεθίστημι.
μετάστᾰσις, ἡ (μεθίστημι),· I. μετακίνηση, μετατόπιση, κακοῦ, σε
Ανδοκ. II. 1. (μεθίσταμαι), τοποθέτηση σε διαφορετικό μέρος,
μετακίνηση, μετανάστευση, σε Πλάτ.· μετάστασις ἡλίου, έκλειψη, σε Ευρ.
2. διαδικασία αλλαγής, αλλαγή, στον ίδ.· θυμῷ μετάστασιν διδόναι,
επιτρέπω (κάνω) μια αλλαγή μπροστά στην οργή κάποιου, δηλ. υποφέρω
που υποχωρώ, σε Σοφ. 3. αλλαγή της πολιτικής κατάστασης, επανάσταση,
σε Θουκ.
μετα-στᾰτέον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να τροποποιηθεί, σε Ισοκρ.
μετα-στείχω, μέλ. -ξω, μεταβαίνω σε αναζήτηση κάποιου, τινά, σε Ευρ.
μεταστέλλομαι, Μέσ., αποστέλλω, συγκαλώ, σε Λουκ.
μετα-στένω, μόνο σε ενεστ. και παρατ. · I. θρηνώ κατόπιν εορτής, σε
Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. II. θρηνώ μετά από κάτι ή αργότερα, σε Ευρ.
μετα-στοιχεί ή -ί (στοῖχος), επίρρ., όλοι σε στοίχιση, σε πλήρη στοίχιση,
σε Ομήρ. Ιλ.
μετα-στονᾰχίζω, στενάζω ή θρηνώ κατόπιν, σε Ησίοδ.
μετα-στρᾰτοπεδεύω, μέλ. -σω, μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη
θέση, αλλάζω στρατόπεδο, σε Πολύβ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ξεν.
μεταστρεπτικός, -ή, -όν, κατάλληλος να αλλάξει κατεύθυνση,
κατάλληλος να καθοδηγεί, σε Πλάτ.
μεταστρέφω, μέλ. -ψω, Παθ., αόρ. αʹ -εστρέφθην, αόρ. βʹ -εστράφην [ᾰ]·
I. 1. στρέφω προς άλλη διεύθυνση, περιστρέφω, στρέφω, σε Ομήρ. Ιλ.,
Αριστοφ. — Παθ., στρέφομαι προς άλλη διεύθυνση, στρέφομαι προς, είτε
400

για να αντιμετωπίσω τον εχθρό ή για να φύγω, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα, απλώς,
περιστρέφομαι, σε Ηρόδ., Πλάτ. 2. διαστρέφω, αλλάζω, τροποποιώ, σε
Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., τἀμὰ μετεστράφη, η τύχη μου έχει αλλάξει, σε Ευρ.·
τὸ ψήφισμ' ὅπως μεταστραφείη, σε Αριστοφ. II. 1. αμτβ., αλλάζω δρόμο,
τόπο, αλλάζω τρόπο (άποψη), σε Ομήρ. Ιλ.· μεταστρέψας, αντίστροφα, σε
Πλάτ. 2. με γεν., φροντίζω, έχω σε υπόληψη, σε Ευρ.
μεταστροφή, ἡ, μεταβολή, από κάτι σε κάτι άλλο, σε Πλάτ.
μετασχεῖν, απαρ. αόρ. βʹ του μετέχω.
μετά-σχεσις, -εως, ἡ, συμμετοχή, τινος, στη φύση ενός πράγματος, σε
Πλάτ.
μετα-σχημᾰτίζω, Αττ. -ιῶ, I. αλλάζω τη μορφή, τον τύπο ενός προσώπου
ή πράγματος, σε Πλάτ. II. μεταβάλλω (ως προς το σχήμα), σε Κ.Δ.
μετα-τάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, μεταφέρω, μεταθέτω — Μέσ., αλλάζω
στη μάχη, σε Ξεν.· μετατάσσεθαι παρ' Ἀθηναίους, αναθεωρώ και
κατατάσσομαι σ' αυτούς, σε Θουκ.
μετα-τίθημι, μέλ. -θήσω, αόρ. αʹ μετ-έθηκα, αόρ. βʹ -έθην· I. τοποθετώ
ανάμεσα, τῷ κ' οὔ τι τόσον κέλαδον μετέθηκεν (άλλη γραφή μεθέηκεν), τότε
δεν θα είχε προκαλέσει τόσο θόρυβο ανάμεσά μας, σε Ομήρ. Οδ. II.
τοποθετώ διαφορετικά· 1. με τοπική σημασία, μεταφέρω, μεταθέτω, σε
Πλάτ. 2. αλλάζω, τροποποιώ, λέγεται για συνθήκη, σε Θουκ., Ξεν.·
μετατίθημι τὰς ἐπωνυμίας ἐπὶ ὑός, αλλάζω τα ονόματά τους και τους
προσφωνώ με το όνομα του γουρουνιού, σε Ηρόδ.· μετατίθημί τι ἀντί τινος,
τοποθετώ κάτι στη θέση ενός άλλου πράγματος, υποκαθιστώ, σε Δημ. 3.
α) Μέσ., τροποποιώ ό,τι ανήκει σε μένα ή υπέρ εμού, τοὺς νόμους, σε Ξεν.·
μετατίθεσθαι τὴν γνώμην, υιοθετώ μια νέα γνώμη, σε Ηρόδ.· ομοίως, αμτβ.,
σε Πλάτ. β) μετατίθημι (τὸν φόβον), απαλλάσσω, μεταθέτω το φόβο μου,
σε Δημ. γ) με διπλή αιτ., τὸ κείνων κακὸν τῷδε κέρδος μετατίθημι,
μεταστρέφει τα ύπουλα σχέδιά τους σε κέρδος γι' αυτόν, σε Σοφ. 4. Παθ.,
μεταβάλλομαι, αλλάζω, σε Ευρ.
μετα-τίκτω, γεννώ αμέσως μετά, σε Αισχύλ.
μετα-τρέπομαι, γʹ ενικ. αορ. βʹ μετ-ετράπετο· 1. Μέσ., περιστρέφομαι,
στριφογυρίζω, σε Ομήρ. Ιλ. 2. στρέφομαι, γυρίζω προς τα πίσω, δείχνω
εκτίμηση, με γεν., στο ίδ.
μετα-τρέχω, μέλ. -θρέξομαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον, τρέχω το κατόπι, οὔκουν
παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει; θα τρέξεις και θα το πάρεις από τους
Αθηναίους, σε Αριστοφ.
μετα-τροπᾰλίζομαι, Παθ., στρέφομαι προς τα πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.
μετατροπή, ἡ (μετατρέπω), στροφή προς τα πίσω, επιστροφή, με γεν., σε
Ευρ.
μετατροπία, ἡ, μεταστροφή της τύχης, αντιστροφή.
μετάτροπος, -ον (μετατρέπω),· 1. αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, που
επιστρέφει, σε Ανθ. 2. αυτός που στρέφεται προς κάτι, σε Αισχύλ.· ἔργα
μετάτροπα, πράξεις που επιστρέφουν σ' αυτόν που τις έκανε ή που τα
401

ακολουθεί εκδίκηση ή ανταπόδοση, σε Ησίοδ.· ομοίως, μετάτροποι αὖραι,


σε Ευρ.· πολέμου μετάτροπος αὔρα, σε Αριστοφ.
μετ-αυγάζω, κοιτάζω έντονα ψάχνοντας κάτι, τινά, σε Πίνδ.
μετ-αυδάω, παρατ. μετηύδων· 1. μιλώ ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους,
απευθύνομαι σ' αυτούς, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ. 2. με αιτ. προσ., πλησιάζω,
απευθύνομαι, σε Μόσχ.
μετ-αῦθις, Ιων. -αῦτις, επίρρ., ύστερα, κατόπιν, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
μέτ-αυλος, -ον, Αττ. αντί μέσαυλος.
μετ-αυτίκα[ῐ], επίρρ., αμέσως μετά, χωρίς καθυστέρηση, σε Ηρόδ.
μετ-αῦτις, Ιων. αντί μεταῦθις.
μετα-φέρω, μέλ. μετ-οίσω, αόρ. αʹ -ήνεγκα, παρακ. -ενήνοχα· 1. μετακινώ,
φέρνω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, σε Δημ.· μεταφέρω κέντρα πώλοις,
χτυπώ διαδοχικά τα άλογα με τα βούκεντρα, σε Ευρ. 2. αλλάζω,
τροποποιώ, σε Σοφ., Δημ.· μεταφέρω τὰδίκαια, αλλάζω, συγχέω, σε
Αισχίν. 3. στη ρητορική, χρησιμοποιώ μια λέξη με αλλαγμένη σημασία,
χρησιμοποιώ μια μεταφορά, σε Αριστ.
μετά-φημι, παρατ. μετ-έφην (πρβλ. μετ-εῖπον)· 1. μιλώ ανάμεσα σε
άλλους, απευθύνομαι σ' αυτούς, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ. 2. με αιτ. προσ.,
προσεγγίζω, πλησιάζω, σε Ομήρ. Ιλ.
μετα-φορέω, = μεταφέρω, σε Ηρόδ.
μεταφορικός, -ή, -όν, I. κατάλληλος στις μεταφορές, σε Αριστ. II.
μεταφορικός (που εκφράζεται με το σχήμα λόγου της μεταφοράς)· επίρρ.
-κῶς, σε Πλούτ.
μετα-φράζω, μέλ. -σω, I. παραφράζω, μεταφράζω, σε Πλούτ. II. Μέσ.,
λαμβάνω υπ' όψιν αργότερα, κατόπιν, ταῦτα μεταφρασόμεσθα καὶ αὖτις, σε
Ομήρ. Ιλ.
μετάφρᾰσις, ἡ, παράφραση, ερμηνεία με άλλον τρόπο, σε Πλούτ.
μετά-φρενον, τό, κανονικά, το τμήμα (στο ανθρ. σώμα) μετά το
διάφραγμα (μετὰ τὰς φρένας), τα νώτα, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
μετα-φωνέω, μιλώ ανάμεσα σε άλλους, με δοτ. πληθ., σε Ομήρ. Ιλ.
μετα-χειρίζω, Αττ. μέλ. -ιῶ, αόρ. αʹ -εχείρισα, κοινώς ως αποθ., Αττ. μέλ.
-ιοῦμαι, αόρ. αʹ -εχειρισάμην και -εχειρίσθην, παρακ. -κεχείρισμαι· 1. έχω
ή παίρνω στο χέρι μου, χειρίζομαι, διοικώ, διευθύνω, σε Ηρόδ. 2.
χειρίζομαι, διευθετώ, καθοδηγώ, σε Θουκ.· ομοίως, ως αποθ., σε
Αριστοφ., Ξεν. 3. εξασκώ, επιδιώκω μια τέχνη ή σπουδή, σε Πλάτ.· με
απαρ., μελετώ να κάνω, στον ίδ. 4. με αιτ. προσ., χειρίζομαι,
μεταχειρίζομαι ή αντιμετωπίζω με συγκεκριμένο τρόπο, χαλεπῶς τινα
μεταχειρίζειν, σε Θουκ.· λέγεται για γιατρό, σε Πλάτ.
μετα-χρόνιος, -ον και -α, -ον (χρόνος),· I. αυτός που συμβαίνει κατόπιν,
αργότερα, σε Λουκ. II. στον Ησίοδ. = μετάρσιος.
μετά-χρονος, -ον, καθυστερημένος, αυτός που συμβαίνει αργότερα, σε
Λουκ.
402

μετα-χωρέω, μέλ. -ήσω, πηγαίνω σε άλλο τόπο, αποσύρομαι, αποδημώ,


μεταναστεύω, σε Αισχύλ., Θουκ.
μετα-ψαίρω, βουρτσίζω, σκουπίζω κάτι, με αιτ., σε Ευρ.

Με την πρόθεση παρα- εντοπίζονται 481 λήμματα


πᾰρά[ρᾰ], Επικ. και Λυρ. παραί και συντετμ. παρ, πρόθ. με γεν., δοτ. και
αιτ.· κυρίως σημαίνει κίνηση δίπλα σε κάτι.
Α. ΜΕ ΓΕΝ.: I. από την πλευρά όπου, από δίπλα, από, φάσγανον ὀξὺ
ἐρυσσάμενος παρὰ μυροῦ, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. κυρίως λέγεται για
ανθρώπους, ἦλθε πὰρ Διός, στο ίδ.· ἀγγελίη ἥκει παρὰ βασιλῆος, σε Ηρόδ.·
ὁ παρά τινος ἥκων, ο αγγελιοφόρος του, σε Ξεν. 2. αυτός που προέρχεται
από κάποιον άνθρωπο, γίγνεσθαι παρά τινος, γεννιέμαι απ' αυτόν, σε
Πλάτ.· όταν ακολουθεί ουσ. μπορεί να προστεθεί μια μτχ., ἡ παρὰ τῶν
ἀνθρώπων δόξα, δόξα δοσμένη από τους ανθρώπους, στον ίδ.· τὸπαρ' ἐμοῦ
ἀδίκημα, που έχω προκαλέσει εγώ, σε Ξεν.· παρ' ἑαυτοῦ διδόναι, δίνω από
τα δικά μου, δηλ. από δικά μου χρήματα ή με δικά μου έξοδα, σε Ηρόδ.
3. με ρήματα που δηλώνουν αποδοχή ή λήψη, τυχεῖν τινος παρά τινος, σε
Ομήρ. Οδ.· εὑρέσθαι τι παρά τινος, σε Ισοκρ.· δέχεσθαι, λαμβάνειν τι παρά
τινος, σε Θουκ.· μανθάνειν, ἀκούειν παρά τινος, σε Ηρόδ. 4. με Παθ.
ρήματα, από την πλευρά κάποιου, εκ μέρους κάποιου (όπως το ὑπό· όχι
στον ευθύ λόγο), παρὰ θεῶν δίδοταί ή σημαίνεταί τι, σε Πλάτ.· τὰ παρά
τινος λεγόμενα ή συμβουλευόμενα, σε Ξεν.· φάρμακον πιεῖν παρὰ τοῦ
ἰατροῦ, σύμφωνα με τη συνταγή του, σε Πλάτ. III. στα ποιητικά κείμενα,
αντί παρὰ με δοτ., κοντά, δίπλα, πὰρ Σαλαμῖνος, σε Πίνδ.· πὰρ Κυανεᾶν
σπιλάδων, σε Σοφ.· παρ' Ἰσμηνοῦ ῥείθρων, στον ίδ. Β. ΜΕ ΔΟΤ.: πλησίον,
δίπλα, κοντά, με ρήματα που δηλώνουν στάση· χρησιμοποιείται για να
απαντήσει στην ερώτηση «πού»; I. λέγεται για τόπο, ἧσθαι πὰρ πυρί, σε
Ομήρ. Οδ.· ἑστάναι παρ' ὄχεσφιν, σε Ομήρ. Ιλ.· πὰρ ποσσί, στα πόδια
κάποιου, στο ίδ.· παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης, στο ίδ. II. 1. λέγεται για
ανθρώπους, κεῖτοπαρὰ μνηστῇ ἀλόχῳ, σε Ομήρ. Ιλ.· στῆναι παρά τινι,
στέκομαι κοντά σ' αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ. 2. όπως το Λατ. apud, Γαλλ. chez,
στο σπίτι κάποιου, μένειν παρά τινι, στο ίδ.· οἱ παρ' ἡμῖν ἄνθρωποι, οι
άνθρωποι εδώ (κοντά μας), σε Πλάτ.· ἡπαρ' ἡμῖν πολιτεία, σε Δημ.· όπως
το Λατ. apud αντί penes, στα χέρια κάποιου, ἔχειν παρ' ἑωϋτῷ, σε Ηρόδ.
3. Λατ. coram, μπροστά σε, ενώπιον, ἤειδε παρὰ μνηστῆρσιν, σε Ομήρ.
Οδ.· πριν από τη δίκη, σε Ηρόδ., Αττ.· παρ' ἐμοί, Λατ. me judice, σε Ηρόδ.·
εὐδοκιμεῖν, μέγα δύνασθαι, τιμᾶσθαι παρά τινι, με κάποιον, σε Πλάτ. Γ. ΜΕ
ΑΙΤ.: δίπλα από κάτι ή με κίνηση παράλληλη προς αυτό. I. λέγεται για
τόπο, 1. με ρήματα κίνησης, βῆ παρὰ θῖνα, σε Ομήρ. Ιλ.· παρ' Ἥφαιστον,
403

στον θάλαμό του, σε Θουκ., Πλάτ. 2. με ρήματα στάσεως, πλησίον, κοντά,


σε, κεῖται ποταμοῖο παρ' ὄχθας, βρίσκεται στις όχθες του ποταμού, σε
Ομήρ. Ιλ.· παρ' ἔμ' ἵστασο, έλα και στάσου δίπλα μου, στο ίδ. 3. με ρήματα
που δηλώνουν πλήγμα ή τραυματισμό, βάλε στῆθος παρὰ μαζόν, σε Ομήρ.
Ιλ.· αἰχμὴ δ' ἐξεσύθη παρὰ ἀνθερεῶνα, στο ίδ. 4. α) με ρήματα που
δηλώνουν πέρασμα κοντά από κάπου, σε Όμηρ.· παρὰ τὴν Βαβυλῶνα
παριέναι, σε Ξεν. β) πὰρ δύναμιν, πάνω από τη δύναμη κάποιου, σε Ομήρ.
Ιλ. γ) αντίθετα προς, εναντίον, παρὰ μοῖραν, ενάντια στη μοίρα, σε Όμηρ.·
παρ' αἶσαν, παρὰ τὰς σπονδάς, σε Θουκ.· παρὰ δόξαν, αντίθετα με τη
γνώμη, στον ίδ.· παρ' ἐλπίδας, σε Σοφ. 5. πλην, εκτός, οὐκ ἔστι παρὰ ταῦτ'
ἄλλα, πέρα απ' αυτό δεν υπάρχει τίποτε άλλο, σε Αριστοφ.· παρὰ ἐν
πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν Ὀλυμπιάδα, θα κέρδιζε το Ολυμπιακό βραβείο
παρά ένα αγώνισμα, την πάλη, δηλ. ήταν κοντά στο να το κερδίσει, σε
Ηρόδ.· ομοίως, παρὰ ὀλίγον, περίπου, για λίγο, σε Ευρ.· παρ' ἐλάχιστον
ἦλθε ἀφελέσεσθαι, έφτασε στο ύστατο σημείο να φύγει, σε Θουκ.·
παρὰτοσοῦτον ἦλθε κινδύνου, έφτασε πολύ κοντά στον κίνδυνο, δηλ. ο
κίνδυνος ήταν εξαιρετικά άμεσος, στον ίδ.· αντίθ. προς αυτές τις φράσεις
είναι το παρὰ πολύ, πολύ μακριά, δεινότατον παρὰ πολύ, σε Αριστοφ.·
παρὰ πολὺ νικᾶν, σε Θουκ.· αλλὰ 6. παρὰ ὀλίγον ποιεῖσθαι, ἡγεῖσθαι,
θεωρώ κάτι ανάξιο λόγου, κάνω κάτι ασήμαντο, σε Ξεν.· παρ' οὐδέν ἐστι,
λογίζεται ως τίποτα, σε Σοφ. 7. με τη σημασία της εναλλαγής, παρ' ἡμέραν
ή παρ' ἦμαρ, Δωρ. παρ' ἆμαρ, μέρα με τη μέρα, σε Πίνδ., Σοφ.· πληγὴ παρὰ
πληγήν, χτύπημα ως ανταπόδοση χτυπήματος, σε Αριστοφ. 8. με τη
σημασία της σύγκρισης, παρὰ τὰ ἄλλα ζῷα ὥσπερ θεοί οἱ ἄνθρωποι
βιοτεύουσι, οι άνθρωποι —σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ζώα— ζουν όπως
οι θεοί, σε Ξεν.· χειμὼν μείζω παρὰ τὴν καθεστηκυῖαν ὥραν, σε Θουκ. 9.
μεταφ., λέγεται για να δηλώσει εξάρτηση, εξαιτίας, ένεκα, παρὰ τὴν ἑαυτοῦ
ἀμέλειαν, στον ίδ.· παρὰ τοῦτο γέγονε, σε Δημ. II. 1. λέγεται για χρόνο,
καθόλη τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια, παρὰ τὴν ζόην, σε Ηρόδ.· παρὰ
πάντα τὸν χρόνον, σε Δημ.· παρὰ ποτόν, καθώς έπιναν, σε Αισχίν. 2. κατά
τη στιγμή όπου, παρ' αὐτὰ τἀδικήματα, Λατ. flagrante delicto, σε Δημ. Δ.
ΘΕΣΗ: το παρὰ μπορεί να ακολουθεί το ουσ. σε όλες τις πτώσεις, αλλά
έπειτα γίνεται με αναστροφή πάρα. Ε. ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ: το πάρα επίσης
τίθεται αντί πάρεστι και πάρεισι. ΣΤ. ΑΠΟΛΥΤΟ: παρά ως επίρρ., κοντά,
μαζί, πλησίον, σε Όμηρ. Ζ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ., I. παράλληλα με, δίπλα,
παράλληλοι, παραπλέω. II. προς το μέρος, σε, προς, παραδίδωμι, παρέχω.
III. κοντά σε κάποιο μέρος, δίπλα, παρέρχομαι, παρατρέχω. III. μεταφ., 1.
πέρα από, δηλ. εσφαλμένα, λάθος, παραβαίνω, παρακρούω. 2. ως
σύγκριση, παραβάλλω, παρατίθημι. 3. λέγεται για μεταβολή, παραλλάσσω,
παράφημι.
404

παρα-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, παρακ. -βέβηκα, -βέβαα, μτχ. -βεβώς, Επικ. -


βεβαώς· αόρ. βʹ παρέβην· — Παθ., αορ. αʹ παρεβάθην [ᾰ]· παρακ.
παραβέβασμαι· I. προχωρώ πέρα από κάτι, με δοτ.· Ἕκτορι παρβεβαώς,
στέκομαι δίπλα στον Έκτορα μέσα στο άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.· παρβεβαῶτε
ἀλλήλοιιν, στο ίδ.· ομοίως ο παρατ. παρέβασκε χρησιμ. ως = ἦν παραβάτης,
στο ίδ. II. 1. περνάω δίπλα ή πιο πέρα, προσπερνώ, παραβαίνω, τὰ νόμιμα,
σε Ηρόδ.· δίκην, σε Αισχύλ.· τὰς σπονδάς, σε Αριστοφ., Θουκ.· απόλ.,
παραβάντες, οι παραβάτες, σε Αισχύλ. — Παθ., παραβιάζομαι,
καταπατώμαι, σπονδὰς ἅς γε ὁ θεὸς νομίζει παραβεβάσθαι, σε Θουκ.· νόμῳ
παραβαθέντι, στον ίδ.· παραβαινομένων, απόλ., παρόλο που γίνονται
παραβάσεις, στον ίδ. 2. αφήνω, παραλείπω, σε Σοφ., Δημ.· οὔμε παρέβα
φάσμα, δεν μου διέφυγε, σε Ευρ. III. προχωρώ εμπρός, παραβαίνω πρὸς
τὸ θέατρον, εμφανίζομαι μπροστά για να μιλήσω στους θεατές (δηλ. στη
σκηνή), σε Αριστοφ.· πρβλ. παράβασις III.
παρα-βάκτρος, -ον (βάκτρον), όμοιος με ραβδί, παραβάκτρος
θεραπεύμασι, υπηρετώντας, χρησιμεύοντας ως ραβδί, σε Ευρ.
παρά-βακχος, -ον, όμοιος με βακχιστή, θεατρικός, σε Πλούτ.
παρα-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, αόρ. βʹ παρέβᾰλον, παρακ. παραβέβληκα. —
Παθ., παρακ. βέβλημαι·
Α. I. 1. ρίχνω δίπλα ή μπροστά, ρίχνω κάτι σε κάποιον, οπως τροφή στα
άλογα, σε Όμηρ.· κρατώ ως δόλωμα, σε Ξεν. 2. ρίχνω στα δόντια κάποιου,
Λατ. objicere, παρέβαλεν ἐμέ, με εξέθεσε, με παρέδωσε σε αυτούς, σε
Αριστοφ. — Μέσ., εκθέτω σε κίνδυνο κάποιον ή ό,τι του ανήκει, αἰέν ἐμὴν
ψυχὴν παραβαλλόμενος πολεμίζειν, την διακινδυνεύω στον πόλεμο, σε
Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, παραβάλλεσθαι τὰ τέκνα, σε Ηρόδ. — Παθ., κύβοισι
παραβεβλημένος, δοσμένος στα ζάρια, σε Αριστοφ. 2. Μέσ., εκθέτω σε
κίνδυνο, διακυβεύω, πλείω παραβαλλόμενοι, αυτοί που έχουν περισσότερα
συμφέροντα σε διακινδύνευση, σε Θουκ.· ομοίως σε Παθ. παρακ.,
Λακεδαιμονίοις πλεῖστον δὴ παραβεβλημένοι, αυτοί που διακινδύνευσαν
περισσότερο, στον ίδ.· επίσης, τὸν κίνδυνον τῶν σωμάτων
παραβαλλομένους, στον ίδ. III. 1. τοποθετώ δίπλα, συγκρίνω κάτι με κάτι
άλλο, τί τινι, σε Ηρόδ.· τι πρός τι, σε Ξεν.· τι παρά τι, σε Πλάτ.· ομοίως σε
Μέσ., απόλ., παραβαλλόμεναι, συγκρινόμενες με κάτι άλλο, σε Ευρ.· και
σε Παθ., ἀπάτα δ' ἀπάταις παραβαλλομένα, απάτη που απαντά σε άλλες
απάτες, σε Σοφ. 2. Μέσ., φέρνω παραπλεύρως, τὴν ἄκατον παραβάλλου,
φέρε τη βάρκα σου παραδίπλα, σε Αριστοφ.· και απόλ., παραβαλοῦ, στον
ίδ. IV. ρίχνω, γυρίζω, λυγίζω προς τα πλάγια, παραβάλλειν τὸν ὀφθαλμὸν
ή τὼ ὀφθαλμῷ, ρίχνω πλάγιο βλέμμα, όπως κάνει ένα δειλό ζώο, στον ίδ.,
405

Πλάτ.· ομοίως, παραβάλλω τὸ ἔτερον οὖς πλάγιον, λυγίζω το αυτί μου έτσι
ώστε να ακούσω, σε Ξεν.· παραβάλλω τοὺς γομφίους, τοποθετώ πλάγια
στους γομφίους, σε Αριστοφ. V. εναποθέτω, εμπιστεύομαι, Λατ.
committere, τί τινι, σε Ηρόδ. VI. σε Μέσ., εξαπατώ, προδίδω, στον ίδ.,
Ευρ. κ.λπ. Β. Αμτβ., I. έρχομαι κοντά, πλησιάζω, σε Πλάτ., Αριστ.·
παραβάλλω ἀλλήλοις, συναντάμε ο ένας τον άλλο, σε Πλάτ. II. πορεύομαι
μέσα από την θάλασσα, διέρχομαι, Λατ. trajicere, παρέβαλε νηυσί, σε
Ηρόδ.· ομοίως, λέγεται για τα πλοία, ναῦς Πελοποννησίων παρέβαλον εἰς
Ἰωνίαν, σε Θουκ. III. στρέφομαι προς, μεταβαίνω, σε Αριστ.
παρα-βάπτω, μέλ. -ψω, βάφω την ίδια χρονική στιγμή, σε Πλούτ.
παραβᾰσία, ἡ, Επικ. παραιβασίη, = παράβασις II, σε Ησίοδ.· ποιητ.
παρβασία, σε Αισχύλ.
παρά-βᾰσις, Επικ. παραί-β-, ἡ, I. παρεκτροπή, μεταβολή, παρέκκλιση, σε
Αριστ. II. υπέρβαση, τῶν δικαίων, σε Πλούτ.· απόλ., παράβαση, στον ίδ.
III. παράβασις, μέρος της αρχαίας Κωμωδίας, κατά το οποίο ο Χορός
έρχονταν μπροστά και απευθυνόταν στο κοινό εν ονόματι του ποιητή.
παραβάτης, ποιητ. παραιβάτης και παρβάτης, -ου, ὁ (παραβαίνω I)· I.
1. αυτός που στέκεται κοντά, κυρίως ο πολεμιστής που στέκεται δίπλα
στον ηνίοχο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ., Ξεν. 2. στον πληθ., ψιλοί στρατιώτες
(ελαφρώς) οπλισμένοι που έτρεχαν δίπλα στους ιππείς, σε Πλούτ. II.
(παραβαίνω II. 1), παραβάτης, αμαρτωλός, σε Αισχύλ.
παραβάτις, ποιητ. παραιβάτις, -ιδος, θηλ. του παραβάτης· γυναίκα που
ακολουθεί τους θεριστές, σε Θεόκρ.
παρα-βᾰτός, ποιητ. παρ-βατός, -όν, αυτός που μπορεί να παραβιαστεί ή
να εξαπατηθεί, σε Αισχύλ., Σοφ.
παραβεβάσθαι, απαρ. Παθ. παρακ. του παραβαίνω.
παρα-βιάζομαι, μέλ. -άσομαι, αποθ., χρησιμοποιώ βία εναντίον κάποιου,
εκβιάζω, εξαναγκάζω κάποιον, σε Κ.Δ.
παρα-βλαστάνω, μέλ. -βλαστήσω, αόρ. βʹ ἔβλαστον, αναπτύσσομαι,
φυτρώνω δίπλα ή πλησίον, σε Πλάτ.
παρα-βλέπω, μέλ. -ψω, 1. κοιτώ λοξά, ρίχνω πλάγιο βλέμμα, σε Αριστοφ.·
παραβλέπω θατέρῳ (ενν. ὀφθαλμῷ), κοιτώ ύποπτα με το ένα μάτι, στον ίδ.
2. δεν βλέπω καλά, παρορώ, σε Λουκ.
παραβλήδην, επίρρ., (παραβάλλω), με πλάγιο υπαινιγμό, με ειρωνική
διάθεση, παραβλήδην ἀγορεύων, μιλάω πλαγίως εννοώντας άλλα, δηλ. με
406

πονηρούς σκοπούς, παραπλανητικά, προσποιητά, με κακόβουλες


προθέσεις, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. παράβολος I.
παράβλημα, -ατος, τό (παραβάλλω), αυτό που κρέμεται δίπλα ή μπροστά
από κάτι, σκέπασμα ή παραπέτασμα που χρησιμοποιείται για να καλύψει
τις πλευρές των πλοίων, σε Ξεν.
παραβλητέος, -α, -ον, ρημ. επίθ. του παραβάλλω, αυτός που μπορεί να
συγκριθεί, τινί, με κάποιον, σε Πλούτ.
παραβλητός, -ή, -όν (παραβάλλω), συγκρίσιμος, σε Πλούτ.
παρα-βλώσκω, Επικ. παρακ. παρ-μέμβλωκα, συνοδεύω κάποιον με σκοπό
να τον προστατέψω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
παραβλώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ (παραβλέπω), αυτός που κοιτάζει λοξά,
αλλήθωρος, σε Ομήρ. Ιλ.
παραβοήθεια, ἡ, βοήθεια, αρωγή, επικουρία, σε Πλάτ.
παρα-βοηθέω, μέλ. -ήσω, έρχομαι να βοηθήσω κάποιον, τινί, σε Θουκ.·
απόλ., έρχομαι προς διάσωση ή σωτηρία, σε Αριστοφ., Θουκ.
παραβολεύομαι (παράβολος), αποθ., ριψοκινδυνεύω, σε Κ.Δ.
παραβολή, ἡ (παραβάλλω)· 1. παράθεση, σύγκριση, αντιπαραβολή, σε
Πλάτ. 2. σύγκριση, παράδειγμα, αναλογία, 3. παραβολή, δηλ. πλαστή
διήγηση από την οποία συνάγεται κάποιο ηθικό ή θρησκευτικό δίδαγμα,
σε Κ.Δ. 4. αλληγορία, παροιμία, στο ίδ.
παράβολος, ποιητ. παραιβ-, -ον (παραβάλλω)· I. αυτός που ρίχνεται
πλαγίως, υπαινικτικός, προσποιητός, απατηλός, παραίβολα = παραβλήδην,
σε Ομηρ. Ύμν. II. αυτός που εκθέτει σε κίνδυνο τον εαυτό του, 1. λέγεται
για ανθρώπους, τολμηρός, ριψοκίνδυνος, σε Αριστοφ. 2. λέγεται για
πράγματα και πράξεις, επικίνδυνος, επισφαλής, ριψοκίνδυνος,
παράτολμος, σε Ηρόδ.
παράβυστος, -ον, παραγεμισμένος, χωμένος ανάμεσα σε κάτι·
απομονωμένος, παραγκωνισμένος, τοποθετημένος δίπλα ή μέσα σε γωνία,
ἐν παραβύστῳ, στριμωγμένος μέσα σε γωνία, σε Δημ.
παρα-βύω, μέλ. -βύσω, παραγεμίζω, φράζω, παρεισάγω, σε Λουκ.
παρ-αγγελία, ἡ, I. διαταγή ή εντολή που δίνεται σε στρατιώτες,
στρατιωτικό παράγγελμα, σε Ξεν., Κ.Δ. II. 1. πρόσκληση πολιτών να
υποστηρίξουν κάποιον στο δικαστήριο, κλήτευση προς μαρτυρία, άσκηση
βίας ή επιρροής, σε Δημ. 2. σύσταση φατρίας για επιδίωξη κατάληψης
δημοσίου αξιώματος, Λατ. ambitus, σε Πλούτ. III. άθροισμα κανόνων, σε
Αριστ.
παρ-αγγέλλω, μέλ. -ελῶ, αόρ. αʹ -ήγγειλα, παρακ. -ήγγελκα· I. διαβιβάζω
ως μήνυμα, όπως μέσω του τηλέγραφου, παραγγείλασα σέλας, σε Αισχύλ.·
μνήμην παραγγέλλοντες ὧν ἐκύρσατε, σε Ευρ.· παραγγέλλω τὸ σύνθημα,
δίνω το σύνθημα, σε Ξεν. II. 1. γενικά, εκδίδω διαταγή, δίνω εντολή,
407

κυρίως λέγεται για στρατηγό, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· παραγγέλλω τινὶ


ποιεῖν τι, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., τὰ παραγγελόμενα, στρατιωτικές
διαταγές, σε Θουκ.· ομοίως, τὰ παρηγγελμένα, σε Ξεν. 2. παραγγέλλω,
προτρέπω, διατάζω, παραγγέλλω τινὶ ποιεῖν τι, σε Σοφ. κ.λπ.· τί τινι, σε
Ευρ.· ὅπως ἄν..., δίνω διαταγές με σκοπό να..., σε Πλάτ.· με αιτ. πράγμ.
μόνο, παραγγέλλω, διατάζω, παραγγέλλω παρασκευὴν σίτου, παραγγέλνω
να προετοιμαστεί σιτάρι, Λατ. imperare frumentum, σε Ηρόδ.·
παραγγέλλω σιτία, σε Θουκ.· στρατείαν, σε Αισχίν. III. ενθαρρύνω,
παροτρύνω, ἵππους, σε Θέογν.· παραγγέλλω εἰς ὅπλα, καλώ στα όπλα, σε
Ξεν. IV.1. καλώ σε βοήθεια, προσκαλώ τους πολίτες της δικής μου
πολιτικής παράταξης, σχηματίζω φατρία, σε Δημ. 2. παραγγέλλω τὴν
ἀρχήν, δημιουργώ φατρία με σκοπό την κατάληψη δημοσίου αξιώματος,
Λατ. magistratum ambire, σε Πλούτ.· παραγγέλλω εἰς ὑπατείαν, είμαι
υποψήφιος για το αξίωμα του υπάτου, στον ίδ.
παρ-άγγελμα, -ατος, τό, I. 1. μήνυμα που μεταφέρεται μέσω πυρσών, σε
Αισχύλ. II. διαταγή, εντολή, ἀπὸ παραγγέλματος, με πρόσταγμα, σε Θουκ.
III. διδασκαλία, συμβουλή, σε Ξεν.
παρ-άγγελσις, ἡ, λέγεται στον πόλεμο, πρόσταγμα, εντολή, σε Θουκ.· ἀπὸ
παραγγέλσεως πορεύεσθαι, σε Ξεν.
παρα-γεύω, δίνω μόνο τη γεύση ενός πράγματος, τινός, σε Πλούτ.
παρα-γηράω, μέλ. -άσομαι, είμαι υπέργηρος, ξεμωραίνομαι, σε Αισχίν.
παρα-γίγνομαι, Ιων. και αργότερα -γίνομαι [ῑ]· μέλ. -γενήσομαι, αόρ.
παρεγενόμην· I. 1. στέκομαι δίπλα, βρίσκομαι πλάι ή κοντά,
παραβρίσκομαι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.· με δοτ. πράγμ.,
παραγίγνομαι τῇ μάχῃ, είμαι παρών σ' αυτήν, σε Πλάτ. 2. παραγίγνομαι τινι,
έρχομαι με το μέρος κάποιου, έρχομαι να βοηθήσω, παραστέκομαι,
υποστηρίζω, βοηθώ, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ. 3. λέγεται για πράγματα,
αποκτώμαι, επέρχομαι, συσσωρεύομαι, προκύπτω, παραγίγνομαι τινί, Λατ.
contringere alicui, σε Θουκ., Ξεν.· απρόσ., σῷ τρόπῳ παραγίγνεται εἰδέναι,
σε Πλάτ. II. 1. έρχομαι, τινι, σε Θέογν., Ηρόδ.· παραγίγνομαι ἐς τὠυτό,
έρχομαι στο ίδιο σημείο, σε Ηρόδ.· απόλ., φτάνω, παρουσιάζομαι, στον ίδ.
2. ωριμάζω, λέγεται για το σιτάρι, στον ίδ.· λέγεται για τα κέρατα των
βοδιών, φτάνω στην τέλεια ανάπτυξη, στον ίδ.
παρα-γιγνώσκω, μετέπειτα -γῑνώσκω, μέλ. γνώσομαι, αόρ. βʹ ἔγνων·
αποφασίζω εσφαλμένα, κάνω λάθος στην κρίση μου, σε Ξεν.
παρ-αγκάλισμα, -ατος, τό (ἀγκαλίζομαι), αυτό το οποίο μπορεί να
κρατήσει κάποιος στα χέρια του, να αγκαλιάσει αγαπημένο πρόσωπο, σε
Σοφ.
παρ-αγκωνίζω, μέλ. -σω, λυγίζω τα χέρια προς τα έξω, — Μέσ., σπρώχνω
με τους αγκώνες, παραγκωνίζω, σε Λουκ.
παρα-γνᾰθίς, -ίδος, ἡ (γνάθος), το κομμάτι της περικεφαλαίας ή της
βασιλικής τιάρας που κατεβαίνει ως το σαγόνι και το καλύπτει, σε Στράβ.
παρα-γνούς, μτχ. αορ. βʹ του παραγιγνώσκω· παραγνῶναι, απαρ.
408

παρ-ᾱγορέομαι, Δωρ. αντί παρ-ηγ-.


παράγραμμα, -ατος, τό (παραγράφω), αυτό που γράφεται δίπλα,
επιπρόσθετη πρόταση, προσθήκη, σε Δημ.
παραγρᾰφή, ἡ (παραγράφω), οτιδήποτε σημειώνεται δίπλα, σημείωση
στο περιθώριο, ένσταση περί του αγωγίμου της δίκης (γραφή), σε Δημ.
παρα-γράφω, μέλ. -ψω, γράφω παραπλεύρως, γράφω, σημειώνω στο
περιθώριο, σε Αριστοφ.· γενικά, I. προσθέτω όρο σε νόμο ή συμβόλαιο,
σε Πλάτ., Δημ.· ιδίως, λέγεται για πλαστογράφηση, ἄλλου πατρὸς ἑαυτὸν
παραγράφειν, καταχωρώ κάποιον με λάθος πατρώνυμο, σε Δημ. II. Μέσ.
με Παθ. παρακ., 1. παραγράφεσθαι τὸν νόμον, έχω γράψει το νόμο σε
παράλληλες στήλες με ψήφισμα που θεωρείται παράνομο, στον ίδ. —
Παθ., οἱ παραγεγραμμένοι νόμοι, σε Δημ., Αισχίν. 2. παραγραφὴν
παραγράφεσθαι, προβάλλω αντιρρήσεις ως προς το αγώγιμο της αξίωσης,
(βλ. παραγραφή), σε Δημ.
παρα-γυμνόω, μέλ. -ώσω, ξαπλώνω γυμνός δίπλα από κάτι· μεταφ.,
απογυμνώνω, αποκαλύπτω, τὸν πάντα λόγον, σε Ηρόδ.
παρ-άγω, μέλ. -άξω, αόρ. βʹ παρήγαγον·
Α. I. 1. οδηγώ κοντά ή μέσα σ' έναν τόπο, με αιτ. τόπου, σε Ηρόδ. 2. ως
στρατιωτικός όρος, παρατάσσω τους άντρες, τους φέρνω από τη διάταξη
της «στήλης» σε ευθεία γραμμή, σε Ξεν. II. 1. οδηγώ πλαγίως, ξεστρατίζω,
βγάζω από το δρόμο, παρασύρω, παραπλανώ, Λατ. seducere, σε Πίνδ.,
Αττ. — Παθ., φόβῳ παρηγόμην, σε Σοφ.· ἀπάτῃ, σε Θουκ. 2. γενικά, οδηγώ
προς ή μέσα σε κάποιο πράγμα, ἔς τι, σε Ευρ.· συνήθως λέγεται για κάτι
κακό, σε Θέογν. κ.λπ. — Παθ., εξωθούμαι, είμαι πεπεισμένος, με απαρ.,
παρηγμένος εἰργάσθαι, τι, σε Σοφ. 3. λέγεται για πράγματα, οδηγώ δίπλα,
μεταβάλλω την πορεία ενός πράγματος, σε Ηρόδ., Πλάτ. III. 1. φέρνω και
τοποθετώ κάτι κοντά στους άλλους, παρουσιάζω ενώπιον, εισάγω, ἐς
μέσον, σε Ηρόδ.· παράγω εἰς τὸ δικαστήριον, εισάγω υπόθεση στο
δικαστήριο, σε Δημ.· επίσης, παρουσιάζω ενώπιον του δικαστηρίου ως
μάρτυρα, στον ίδ. 2. εισάγω λαθραία, με τη σημασία της μυστικότητας, σε
Ηρόδ. — Παθ., εισέρχομαι κρυφά, μπαίνω, σε Σοφ. Β. Αμτβ., 1.
παρέρχομαι, περνώ απ' το δρόμο κάποιου, σε Ξεν. 2. εκλείπω, σε Κ.Δ.·
ομοίως σε Παθ., στον ίδ., Πλούτ.
παραγωγή, ἡ (παράγω)· I.1. μετακίνηση μέσω ή δίπλα, μεταφορά
απέναντι, σε Ξεν. 2. ως στρατιωτικός όρος, παράταξη από τη διάταξη της
«στήλης» σε γραμμή, στον ίδ. 3. παραγωγὴ τῶν κόπων, η αθόρυβη κίνηση
των κουπιών, έτσι ώστε να μη δημιουργούν πιτσίλισμα (πίτυλος) καθώς
409

βγαίνουν έξω από το νερό, σε Ξεν. II. 1. παραπλάνηση, αποπλάνηση, σε


Ηρόδ.· εσφαλμένο επιχείρημα, απάτη, σόφισμα, σε Δημ.· επίσης,
καθυστέρηση, σε Πλούτ. 2. τροποποίηση, μεταβολή, ποικιλία, όπως στη
γλώσσα, σε Ηρόδ. 3. πειθώ, σε Πλάτ.
παρα-δακρύω, μέλ. -σω, κλαίω δίπλα ή μαζί με κάποιον, τινί, σε Λουκ.
παρα-δαρθάνω, μέλ. δαρθήσομαι, αόρ. βʹ παρέδαρθον, Επικ. παρέδρᾰθον,
απαρ. παραδραθέειν· κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον άλλο, με δοτ., σε Όμηρ.
παράδειγμα, -ατος, τό (παραδείκνυμι)· I. 1. υπόδειγμα ή σχέδιο κάποιου
πράγματος, υπόδειγμα του πράγματος που πρέπει να υλοποιηθεί, Λατ.
exemplar, σχέδιο οικοδομής αρχιτέκτονα, σε Ηρόδ.· σχέδιο γλύπτη ή
ζωγράφου, σε Πλάτ. 2. τύπος, παράδειγμα, σε Θουκ., Πλάτ.· ἐπὶ
παραδείγματος, με την ευκαιρία του παραδείγματος, σε Αισχίν. 3.
παράδειγμα, δηλ. δίδαγμα ή προειδοποίηση, παράδειγμα ἔχειν τινός,
παίρνω μάθημα από κάποιον άλλο, σε Θουκ.· τὸ σὸν παράδειγμα ἔχων, σε
Σοφ.· ζῶντά τινα τοῖς λοιποῖς παράδειγμα ποιεῖν, σε Δημ. 4. επιχείρημα,
απόδειξη μέσω παραδείγματος, σε Θουκ. II. ομοίωμα ή εικόνα υπαρκτού
πράγματος, σε Ηρόδ.
παραδειγμᾰτίζω, μέλ. -σω, διδάσκω με το παράδειγμα κάποιου,
προβάλλω ως παράδειγμα, με αιτ., σε Πολύβ., Κ.Δ.
παραδειγμᾰτώδης, -ες (εἶδος), αυτός που χαρακτηρίζεται από
παραδείγματα, σε Αριστ.
παραδείκνυμι και -ύω, μέλ. -δείξω, 1. επιδεικνύω, παραβάλλω, συγκρίνω
γραμμή προς γραμμή· γενικά, επιδεικνύω, φέρνω μπροστά, σε Μέσ., σε
Δημ. 2. παρουσιάζω κάποιον ως τέτοιον, παραδείκνυμί τινα οὐκ ὄντα, σε
Πολύβ.· επίσης με αρνητική σημασία, όπως το παραδειγματίζω, σε Πλούτ.
3. παριστάνω και αποδίδω κάποιον, τί τινι, σε Ξεν.
παρα-δειπνέομαι (δεῖπνον), Παθ., στερούμαι δείπνου, σε Θεόκρ.
παράδεισος, ὁ, πάρκο, κήπος, περσική λέξη που χρησιμ. από τον Ξεν.·
λέγεται για τον κήπο της Εδέμ, Παράδεισος, σε Κ.Δ.
παραδέκομαι, Ιων. αντί παραδέχομαι.
παραδεκτέον, ρημ. επίθ. του παραδέχομαι, I. αυτός που πρέπει να
παραδεχθεί κάτι, σε Πλάτ. II. παραδεκτέος, -α, -ον, αυτός που γίνεται
αποδεκτός, στον ίδ.
παρα-δέχομαι, Ιων. -δέκομαι, μέλ. -ξομαι, παρακ. -δέδεγμαι, αποθ.· 1.
παίρνω από κάποιον άλλο, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για παιδιά,
410

παίρνω ως κληρονομιά, κληρονομώ, τὴν ἀρχήν, σε Ηρόδ.· ομοίως, τὴν


μάχην παραδέχομαι, αναλαμβάνω και συνεχίζω τη μάχη, σε Ξεν. 2. με
απαρ., παραδέχομαί τινι πράττειν τι, αναλαμβάνω να κάνω κάτι, επιμένω
να κάνω ένα πράγμα, Λατ. recipere se facturum, σε Δημ. 3. παραδέχομαι,
σε Πλάτ.
παρα-δηλόω, μέλ. -ώσω, 1. κάνω γνωστό με πλάγιο τρόπο, αναγγέλλω,
υπαινίσσομαι, σε Δημ., Πλούτ. 2. κατηγορώ κρυφά, σε Πλούτ.
παρα-διᾱκονέω, μέλ. -ήσω, μένω μαζί και υπηρετώ κάποιον, με δοτ., σε
Αριστοφ.
παρα-δίδωμι, μέλ. -δώσω, I. 1. δίνω ή μεταβιβάζω, διαβιβάζω, παραδίδω,
τί τινι, Λατ. tradere, σε Ηρόδ.· λέγεται για παράδοση σε κάποιο διάδοχο ή
κληρονόμο, στον ίδ.· παραδίδωμι τὴν ἀρετήν, διδάσκω, μεταδίδω ως
δάσκαλος, σε Πλάτ.· με απαρ., παραδίδωμί τινι τοὺς νέους διδάσκειν, στον
ίδ. 2. παραδίδω πόλη ή άνθρωπο στα χέρια κάποιου, σε Ηρόδ.· ιδίως ως
όμηρο, παραδίδω, μεταφέρω, Λατ. dedere, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.· με τη
σημασία προδοσίας επίσης, προδίδω, σε Ξεν.· τύχῃ αὑτὸν παραδίδωμι,
αφήνω κάποιον στην τύχη του, σε Θουκ. 3. παραδίδω στη δικαιοσύνη,
ἑωυτὸν Κροίσῳ, σε Ηρόδ.· τινα εἰς τὸν δῆμον, σε Ξεν. 4. παραδίδω μύθους,
διηγήσεις και άλλα παρόμοια, Λατ. memoriae prodere, σε Δημ. II. παρέχω,
προσφέρω, κῦδός τινι, σε Πίνδ.· σε ενεστ. και παρατ., προσφέρω,
επιτρέπω, αἵρεσιν, στον ίδ.· με απαρ., επιτρέπω σε κάποιον να κάνει, σε
Ηρόδ.· ομοίως, με αιτ. πράγμ., ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου, στον ίδ.·
απόλ., τοῦ θεοῦ παραδιδόντος, αν αυτός επιτρέψει, στον ίδ.
παρα-διηγέομαι, αποθ., διηγούμαι εν παρόδω, σε Αριστ.
παραδοθῶ, υποτ. Παθ. αορ. αʹ του παραδίδωμι.
παρα-δοξία, ἡ (παράδοξος), παραδοξότητα, σε Στράβ.
παραδοξολογέω, λέω παράδοξα, παραδοξολογώ, σε Στράβ. — Παθ.,
πολλὰ παραδοξολογεῖται, λέγονται πολλά παράδοξα, στον ίδ.
παραδοξολογία, ἡ, λόγια παράδοξα, κουβέντες παράλογες, σε Αισχίν.
παραδοξο-λόγος, -ον (λέγω), αυτός που λέει παράδοξα, ανορθόδοξα,
πρωτάκουστα πράγματα.
παρά-δοξος, -ον (δόξα), αντίθετος στη λογική, απίστευτος, παράδοξος, σε
Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· ἐκ τοῦ παραδόξου, πέρα από κάθε προσδοκία, σε Δημ.·
επίρρ. -ξως, σε Αισχίν.
παραδόσῐμος, -ον, αυτός που μπορεί να παραδοθεί, κληρονομικός, σε
Πολύβ.
παράδοσις, ἡ (παραδίδωμι)· I. 1. κληρονομιά, μετάδοση, σε Θουκ. 2.
μεταβίβαση, μετάδοση μύθων και διηγήσεων, παράδοση, σε Πλάτ. κ.λπ.·
επίσης, αυτό που παραδίδεται στους επόμενους, παράδοση, σε Κ.Δ. II.
παράδοση πράγματος στα χέρια, σε Θουκ.
411

παραδοτέος, -α, -ον, ρημ. επίθ. του παραδίδωμι, I. αυτός που πρέπει να
παραδοθεί, σε Πλάτ.· παραδοτέον, αυτό που πρέπει να παραδοθεί, τί τινι,
στον ίδ. II. 1. παραδίδομαι, στον ίδ. 2. παραδοτέα, αυτή που πρέπει να
παραδοθεί, σε Θουκ.
παραδοτός, -ή, -όν, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, να παραδοθεί, σε Πλάτ.
παραδοῦναι, απαρ. αορ. βʹ του παραδίδωμι· παραδούς, μτχ.
παραδοχή, ἡ (παραδέχομαι)· I. αποδοχή από κάποιον άλλο· επίσης, αυτό
που παρέλαβε κάποιος, κληρονομιά, έθιμο, σε Ευρ. II. αποδοχή,
επιδοκιμασία, σε Πολύβ.
παραδρᾰθέειν, Επικ. αντί -δραθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του -δαρθάνω.
παραδρᾰμεῖν, αόρ. βʹ του παρατρέχω.
παρα-δράω, Επικ. γʹ πληθ. παραδρώωσι, απλώνω το χέρι, υπηρετώ
κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
παραδρομή, ἡ (παραδραμεῖν), τρέξιμο κοντά ή παραπλεύρως,
περιστροφή, ανατροπή, παρέλευση, βιασύνη, σε Πλούτ.· ἐν παραδρομῇ, με
βιασύνη, τρέχοντας, σε Αριστ.
παράδρομος, -ον, αυτός που μπορεί κάποιος να τον διαβεί, παράδρομα,
διαστήματα, ανοίγματα, χάσματα, σε Ξεν.
παρα-δρώωσι, Επικ. αντί -δρῶσι, γʹ πληθ. του παραδράω.
παρα-δῠναστεύω, μέλ. -σω, εξουσιάζω μαζί με κάποιον άλλο, σε Θουκ.
παρα-δύομαι, Μέσ., με Ενεργ. αμτβ. αορ. βʹ παρέδυν, Επικ. απαρ.
παραδύμεναι [ῡ]· 1. κινούμαι αργά, φεύγω κρυφά, μπαίνω απαρατήρητος,
σε Ομήρ. Ιλ. 2. διεισδύω ή μπαίνω κρυφά, σε Πλάτ., Δημ.
παράδῠσις, ἡ, ύπουλο πέρασμα από δίπλα, «τρύπωμα», διείσδυση, σε
Δημ.
παρα-δωσείω, εφετικό του παραδίδωμι, είμαι διατεθειμένος να
παραδώσω, επιθυμώ να διαβιβάσω, σε Θουκ.
παρ-αείδω, τραγουδώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
παρ-αείρω, συνηρ. -αίρω, υψώνω, σηκώνω — Παθ., αόρ. αʹ παρ-ηέρθην,
κρέμομαι από το ένα μέρος, σε Ομήρ. Ιλ.
παρα-ζεύγνιμι και -ύω, μέλ. -ζεύξω, ζευγαρώνω από δίπλα, τοποθετώ κάτι
δίπλα, σε Ευρ. — Παθ., ενώνομαι, ζευγαρώνω με άλλον, με δοτ., σε Δημ.
παράζυξ, -ῠγος, ὁ, ἡ, ζευγαρωμένος από δίπλα· πληθ. παράζυγες,
υπεράριθμοι, σε Αριστ.
παρα-ζώννυμι και -ύω, μέλ. -ζώσω, ζώνω, κρεμώ στα πλευρά, σε Πλάτ.
— Μέσ., καλύπτω τα πλευρά, φορώ ζώνη στη μέση, σε Πλούτ.
παρα-θᾰλασσίδιος, -ον, = το επόμ., σε Θουκ.
παρα-θᾰλάσσιος, Αττ. -ττιος, -α, -ον, αυτός που βρίσκεται δίπλα στη
θάλασσα, που είναι ξαπλωμένος στην ακτή, θαλασσινός, σε Ηρόδ., Ξεν.
παρα-θάλπω, μέλ. -ψω, δίνω κουράγιο, παρηγορώ — Παθ., σε Ευρ.
παρα-θαρσύνω[ῡ], Αττ. -θαρρύνω, ενθαρρύνω, δίνω θάρρος,
εγκαρδιώνω, σε Θουκ., Ξεν.
παρα-θεάομαι, αποθ., συγκρίνω, σε Θεόκρ.
412

παραθεῖεν, γʹ πληθ. ευκτ. αορ. βʹ του παρατίθημι.


παρα-θέλγω, μέλ. -ξω, καταπραΰνω, σε Αισχύλ.
παρα-θερμαίνω, θερμαίνω υπερβολικά — μτχ. Παθ. αορ. αʹ
παραθερμανθείς, λέγεται για άνθρωπο που «υπερθερμαίνεται» από το
κρασί, σε Αισχίν.
παρά-θερμος, -ον, υπερβολικά καυτός, σε Πλούτ.
παράθεσις, -εως, ἡ, κοντινή θέση, γειτνίαση, σε Πολύβ.· ἐκ παραθέσεως,
σε σύγκριση, κατά αντιπαραβολή, κατά αντιπαράσταση, στον ίδ.
παρα-θέω, μέλ. -θεύσομαι, I. τρέχω κοντά ή παραπλεύρως, σε Πλάτ., Ξεν.
II. τρέχω περισσότερο ή ξεπερνώ στο τρέξιμο, τινά, σε Ξεν.· τρέχω, στον
ίδ. III. πραγματεύομαι εν παρόδω, σε Λουκ.
παρα-θεωρέω, μέλ. -ήσω· I. εξετάζω κάτι βάζοντάς το δίπλα σε κάτι
άλλο, συγκρίνω, τινά προς τινα, σε Ξεν. II. βλέπω επιπόλαια κάτι,
παραβλέπω, παραμελώ, διέρχομαι βιαστικά, σε Δημ. — Παθ., σε Κ.Δ.
παρα-θήκη, ἡ, αυτό που εμπιστεύεται κάποιος σε κάποιον, απόθεμα, σε
Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, όμηρος, αιχμάλωτος, στον ίδ.
παρα-θήσομαι, Μέσ. μέλ. του παρατίθημι.
πᾰραί, ποιητ. αντί παρά.
παραιβᾰσίη, -βᾰσις, = παρα-βασία, -βάσις.
παραι-βάτης, -βάτις, ποιητ. αντί παρα-βάτης, -βάτις.
παραίβολος, -ον, ποιητ. αντί παράβολος.
παρ-αιθύσσω, μέλ. -ξω, ποιητ. αόρ. αʹ -αίθυξα· I. κινώ ή ξεσηκώνω στο
πέρασμά μου, σε Ανθ.· μεταφ., θόρυβον παραιθύσσω· υψώνω κραυγή
επευφημίας, σε Πίνδ. II. αμτβ., λέγεται για λέξεις, ξεστομίζομαι κατά τύχη
ή αλόγιστα, στον ίδ.
παραίνεσις, ἡ, προτροπή, σύσταση, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. προσ.,
συμβουλή ή γνώμη που δίνεται από κάποιον, σε Ηρόδ.· με γεν. πράγμ.,
συμβουλή που δίνεται για ή προς ένα πράγμα, σε Θουκ.· ἐπὶ γνώμης
παραινέσει, προτείνω μια γνώμη, συστήνω κάτι, στον ίδ.
παρ-αινέω, γʹ ενικ. παρατ. παρῄνει, Ιων. παραίνεε· μέλ. -έσω και -έσομαι·
αόρ. αʹ παρῄνεσα, παρακ. παρῄνεκα — Παθ., απαρ. παρακ. παρῃνῆσθαι· I.
1. νουθετώ, συνιστώ, συμβουλεύω, παραινέω τινὶ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ.,
Αριστοφ. κ.λπ.· παραινέω τί τινι, σε Αισχύλ.· παραινέω τινί, συμβουλεύω
κάποιον, στον ίδ. 2. συμβουλεύω ή προτείνω δημόσια, παρῄνει τοιάδε, σε
Θουκ.· οὐ παραινέω, συμβουλεύω να μην κάνει κάτι κάποιος, στον ίδ.
παραι-πεπίθῃσιν, Επικ. αντί παρα-πίθῃ, γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του
παραπείθω· παραι-πεπιθών, Επικ. μτχ.
παραίρεσις, ἡ, απομάκρυνση από κοντινό σημείο, αφαίρεση, περικοπή,
μείωση, «ψαλίδισμα», τῶν προσόδων, σε Θουκ.
παρ-αιρέω, μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ παρεῖλον, παρακ. παρῄρηκα· I. 1. βγάζω
από τη μέση, αφαιρώ, απομακρύνω, αποσύρω, σε Ευρ.· με γεν. διαιρ.,
αποκόπτω κάτι, αποσπώ από κάποιο πράγμα, στον ίδ., Θουκ. — Παθ.,
παρῃρημένοι τὰ ὅπλα, έχοντας αφαιρέσει τα όπλα από πάνω τους (έχοντας
413

αφοπλιστεί), σε Θουκ. 2. παραιρέω ἀρὰνεἰς παῖδα, απομακρύνω την


κατάρα από το κεφάλι του παιδιού σου, σε Ευρ. II. 1. Μέσ., αποσπώ κάτι
από την πλευρά κάποιου, αφαιρώ, εξαπατώ, σε Ξεν., Δημ. 2. απομακρύνω,
σε Ξεν. — Μέσ., παραιρεῖσθαι τὴν θρασύτητα, μετριάζω, κάμπτω, σε Δημ.
3. γενικά, παίρνω μακριά από, κλέβω από, τί, τινος, σε Ηρόδ., Ευρ.
παραίρημα, -ατος, τό, άκρη ή ούγια υφάσματος (που κόβεται από τον
ράφτη)· γενικά, λωρίδα, ταινία, σε Θουκ.
παρ-αίρω, συνηρ. αντί ποιητ. παρ-αείρω.
παρ-αισθάνομαι, μέλ. -αισθήσομαι, αόρ. βʹ -ᾐσθόμην· αποθ.· παρατηρώ ή
ακούω κάτι επί τη ευκαιρία, παρεμπιπτόντως, τινος, σε Ξεν.· απόλ., οὐχὶ
παρῄσθευ (Δωρ. αντί παρῄσθου), σε Θεόκρ.
παρ-αίσιος, -ον, λέγεται για δυσάρεστους οιωνούς, δυσοίωνος, σε Ομήρ.
Ιλ.
παρ-αΐσσω, μέλ. -ξω, αόρ. αʹ -ήϊξα· ξεπετιέμαι, πετάγομαι με ορμή προς
τα έξω, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., ἵπποι γάρ με παρήϊξαν, στο ίδ.
παρ-αιτέομαι, μέλ. -ήσομαι, παρακ. -ῄτημαι· αποθ.· παρακαλώ κάποιον,
ζητώ χάρη απ' αυτόν, Λατ. exorare, τί τινα, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. I. 1.
αποκτώ κάτι κατόπιν θερμής παράκλησης, τι, σε Ηρόδ. 2. παραιτέομαί
τινα, συγκινώ μέσω ικεσίας, παίρνω άδεια από, στον ίδ.· βρίσκομαι σε
διαπραγματεύσεις, πείθω κάποιον με παρακλήσεις, στον ίδ., Ευρ. 3. με αιτ.
και απαρ., εκλιπαρώ κάποιον να κάνει κάτι ή να γίνει κάτι, σε Ηρόδ., Ξεν.
κ.λπ.· επίσης με γεν. προσ. και απαρ., παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι,
σε Ηρόδ. II. 1. με αιτ. πράγμ., Λατ. deprecari, αποτρέπω με ικεσία,
κατακρίνω, τὴν ὀργήν, τὰς ζημίας, σε Αισχίν. 2. αρνούμαι, αποδοκιμάζω,
χάριν, σε Πίνδ. 3. με αιτ. προσ., ζητάω από κάποιον να με δικαιολογήσει,
αρνούμαι την πρόσκλησή του, σε Πολύβ.· απόλ., σε Κ.Δ. — Παθ., ἔχε με
παρῃτημένον, με έχει συγχωρέσει, στο ίδ. 4. π. γυναῖκα, την χωρίζω, σε
Λουκ. III. με αιτ. προσ., μεσολαβώ για, παρακαλώ για, ιδίως για απαλλαγή
από τιμωρία, σε Ηρόδ.· παραιτέομαι περί τινος, σε Ξεν.
παραίτησις, ἡ, I. θερμή προσευχή, ειλικρινής ικεσία, σε Πλάτ. II.
αποδοκιμασία, κατάκριση, σε Θουκ. III. μεσολάβηση για κάτι,
παράκληση για την απαλλαγή από κάτι, σε Δημ.
παραιτητής, -οῦ, ὁ, διαμεσολαβητής, μεσίτης, σε Πλούτ.
παρ-αίτιος, -ον και -α, -ον, αυτός που ευθύνεται εν μέρει για κάτι, με
συμμετοχική ευθύνη, με γεν., παρά Δημ.
παραι-φάμενος, -η, -ον, Μέσ. Επικ. μτχ. του παράφημι, I. παρακινητικός,
ενθαρρυντικός, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. II. επιτιμητικός, σε Ομήρ. Ιλ.
παραίφᾰσις, ἡ, ποιητ. αντί παράφασις, δόγμα, πίστη, σε Ομήρ. Ιλ.
παραιφρονέω, ποιητ. αντί παραφρονέω.
414

παρ-αιωρέω, μέλ. -ήσω, κρεμώ δίπλα — Παθ., κρεμιέμαι ή έχω


κρεμασμένο κάτι δίπλα μου, σε Ηρόδ.· απόλ., λέγεται για ικέτη, κρεμώ
κάτι πάνω σε κάτι άλλο, σε Πλούτ.
παρακάββᾰλε, Επικ. αντί παρακατέβαλε, γʹ ενικ. αορ. βʹ του
παρακαταβάλλω.
παρα-κάθημαι, απαρ. -καθῆσθαι, αποθ., κάθομαι δίπλα ή κοντά σε
κάποιον άλλο, με δοτ., σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
παρα-καθιδρύομαι, Παθ., είμαι τοποθετημένος δίπλα ή κοντά, σε Πλούτ.
παρα-καθίζω, μέλ. -καθιζήσω, Αττ. -καθιῶ· I. 1. τοποθετώ δίπλα ή κοντά,
σε Πλάτ. 2. Μέσ. αορ. αʹ παρεκαθισάμην τινά, βάζω κάποιον να κάνει
απολογισμό μιας κατάστασης ή να την εκτιμήσει, σε Δημ. II. Παθ. και
Μέσ. μέλ. -καθιζήσομαι, παρατ. -καθιζόμην, αόρ. αʹ παρεκαθισάμην·
τοποθετούμαι ή κάθομαι δίπλα σε κάποιον άλλο, με δοτ., σε Αριστοφ.,
Ξεν.
παρα-καθίημι, μέλ. -καθήσω, αφήνω δίπλα μου, βάζω παραδίπλα· στη
Μέσ., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο, ξένησε την παραίτηση του
πηδαλίου δίπλα στη λαγουδέρα, σε Ευρ.
παρα-καθίστημι, μέλ. καταστήσω, στέκομαι ή εγκαθίσταμαι δίπλα, σε
Ηρόδ.
παρα-καίομαι, Παθ., καίγομαι δίπλα σε κάτι άλλο, σε Ηρόδ.
παρα-καίριος, -ον, = το επόμ., σε Ησίοδ.
παρά-καιρος, -ον, παράκαιρος, αυτός που δεν βρίσκεται στο σωστό
χρόνο, που βρίσκεται εκτός εποχής, σε Λουκ.
παρακᾰλέω, Αττ. μέλ. -καλῶ, έπειτα -καλέσω· I. καλώ κάποιον, σε Ξεν.
II. 1. καλώ κάποιον να βοηθήσει, φωνάζω, στέλνω για βοήθεια, Λατ.
arcessere, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· παρακαλέω τινὰ σύμβουλον, σε Ξεν.·
φωνάζω, επικαλούμαι τους θεούς, στον ίδ. κ.λπ. — Παθ., παρακαλούμενος
καὶ ἄκλητος, Λατ. "vocatus atque non vocatus", σε Θουκ. 2. προσκαλώ
τους φίλους κάποιου να παραστούν ως μάρτυρες υπεράσπισης στη δίκη
(πρβλ. παράκλησις I. 1.) — Παθ., παρακεκλημένοι, κλητευμένοι να
παραστούν σε δίκη, σε Αισχίν. 3. προσκαλώ, ἐπὶ διαῖτα, σε Ευρ.· ἐπὶ θήραν,
σε Ξεν.· παρακαλέω τινὰ ἐπὶ τὸ βῆμα, παρακαλώ κάποιον να ανέβει στο
βήμα, σε Αισχίν. III. 1. καλώ, προτρέπω, παρακινώ, ενθαρρύνω, τινά, σε
Αισχίν., Ξεν. 2. παρηγορώ, συμπαραστέκομαι· σε Παθ., Κ.Δ. 3. διεγείρω,
προκαλώ, τινὰ ἐς φόβον, ἐς δάκρυα, σε Ευρ.· λέγεται για πράγματα,
415

υποδαυλίζω, υποθάλπω, φλόγα, σε Ξεν. 4. παρακαλέω τινά, με απαρ.,


παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι, σε Ευρ., Ξεν. IV. απαιτώ, ζητώ, έχω
ανάγκη, ὁ θάλαμος σκεύη παρ., σε Ξεν.
παρακάλυμμα, -ατος, τό, οτιδήποτε κρεμασμένο δίπλα ή μπροστά,
παραπέτασμα, κουρτίνα, σε Πλούτ.· μεταφ., πρόφαση, τινος, για ένα
πράγμα, στο ίδ.
παρα-κᾰλύπτω, μέλ. -ψω, καλύπτω κρεμώντας κάτι δίπλα, σκεπάζω,
κρύβω, σε Πλούτ. — Μέσ., καλύπτω το πρόσωπο κάποιου, σε Πλάτ.
παρα-καταβαίνω, μέλ. -βήσομαι, κατεβαίνω από την διπλανή μεριά,
λέγεται για ιππείς που κατεβαίνουν από τα άλογα για να πολεμήσουν πεζοί,
σε Πολύβ.
παρα-καταβάλλω, μέλ. -καταβᾰλῶ, αόρ. βʹ -κατέβᾰλον, Επικ. -κάββαλον·
I. ρίχνω παραδίπλα, σε Ομήρ. Ιλ.· ζῶμα δέ οἱ παρακάββαλεν, τοποθέτησε
την ζώνη σ' αυτόν, στο ίδ. II. ως Αττ. δικανικός όρος, έχω ειδική
περιουσιακή αξίωση, λέγεται όταν ο αιτών είχε προκαταβάλει ποσό που
ονομάζεται παρακαταβολή, σε Δημ.
παρακαταβολή, ἡ, χρήματα που καταβάλλονται στο δικαστήριο απ'
αυτούς που εγείρουν περιουσιακές αξιώσεις και παρακρατούνται σε
περίπτωση απόρριψης της αίτησης, (βλ. παρακαταβάλλω II), σε Δημ.
παρα-καταθήκη, ἡ, 1. καταβολή χρημάτων στη φύλαξη κάποιου, Λατ.
fideicommissum, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 2. λέγεται για ανθρώπους, αυτοί
οι οποίοι φρουρούνται από φύλακες, Ἀπόλλωνα παρακαταθήκη δεξαμένη,
σε Ηρόδ.· λέγεται για παιδιά, σε Δημ.
παρα-καταθνῄσκω, πεθαίνω δίπλα, ποιητ. αορ. βʹ παρακάτθανε, σε Ανθ.
παρα-κατάκειμαι, Παθ., βρίσκομαι δίπλα, τοποθετώ στο κρεβάτι μαζί,
τινά τινι, σε Αισχίν., Λουκ.
παρα-κατακλίνω, [ι], εναποθέτω παραδίπλα, βάζω κάποιον στο κρεβάτι,
τον βάζω για ύπνο με κάτι, τινά τινι, σε Αισχίν., σε Λουκ.
παρα-καταλέγομαι, γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ, παρκατέλεκτο· Παθ., κοιμάμαι
δίπλα σε άλλον, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
παρα-καταλείπω, φεύγω μαζί με κάποιον, τινά τινι, σε Θουκ.
παρα-καταπήγνυμι, μέλ. -καταπήξω, οδηγώ κατά μήκος, κατευθύνω
παράλληλα, σε Θουκ.
416

παρα-κατατίθεμαι, Μέσ., καταθέτω την περιουσία μου σε κάποιον άλλο,


την εμπιστεύομαι στη φροντίδα του, την παραδίδω εμπιστευτικά για
φύλαξη, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
παρα-κατέχω, μέλ. -καθέξω, κρατώ πίσω, αναχαιτίζω, κατακρατώ, σε
Θουκ.
παρα-κατοικίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, βάζω κάποιον να κατοικήσει ή να
διαμείνει κοντά σε κάποιον άλλον, παρακατοικίζω φόβον τινί, κάνω
σύντροφο κάποιου το φόβο, σε Πλούτ.
παρα-καττύω[ῡ], ράβω κάτι πρόχειρα, μπαλώνω — Μέσ., γενικά, βάζω
τα πάντα στη σειρά, τοποθετώ σε ευθεία διάταξη, σε Αριστοφ.
παρά-κειμαι, ποιητ. πάρ-κειμαι· Επικ. γʹ ενικ. παρατ. παρεκέσκετο·
χρησιμ. ως Παθ. αντί παρατίθημι, βρίσκομαι δίπλα ή μπροστά, σε Όμηρ.·
μεταφ., ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν, η επιλογή
βρίσκεται μπροστά σου, να πολεμήσεις ή να φύγεις, σε Ομήρ. Οδ.· στη
μτχ. αυτός που βρίσκεται δίπλα, παρακείμενος, παρών, σε Πίνδ.
παρακέλευμα ή -ευσμα, -ατος, τό, 1. προτροπή, παραίνεση, ενθάρρυνση,
παρότρυνση, σε Ευρ. 2. ηθική παραίνεση, απόφθεγμα, νουθεσία, ρητό,
γνωμικό, σε Πλάτ.
παρακελεύομαι, αποθ., I. διατάζω κάποιον να κάνει κάτι, συμβουλεύω,
παραγγέλλω, τί τινι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· παρακελεύομαι ταῦτα, δίνω
αυτή τη συμβουλή, σε Πλάτ.· επίσης, παρακελεύομαί τινι, με απαρ., στον
ίδ., Ξεν. II. παρακινώ, τοιαῦτα παρακελευσάμενος, έχοντας δώσει αυτές τις
διαταγές, σε Θουκ.· απόλ., ενθαρρύνομαι ο ένας τον άλλο με φωνές, σε
Ηρόδ. III. παρακεκέλευστο με Παθ. σημασία, διαταγές που έχουν δοθεί,
στον ίδ.
παρακέλευσις, -εως, ἡ, παραίνεση, ενθάρρυνση, προτροπή, συμβουλή,
παρώθηση, σε Θουκ., Ξεν.
παρακέλευσμα, βλ. παρακέλευμα.
παρακελευσμός, ὁ = παρακέλευσις, σε Θουκ., Ξεν.
παρακελευστικός, -ή, -όν, προτρεπτικός, ενθαρρυντικός, παραινετικός,
σε Πλάτ.
παρακελευστός, -ή, -όν, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος, λέγεται για
συνωστισμένο και πολυπληθές ακροατήριο, σε Θουκ.
παρα-κελεύω, βλ. παρακελεύομαι.
417

παρα-κελητίζω, ιππεύω μπροστά ή δίπλα, τινα, σε Αριστοφ.


παρακινδύνευσις, ἡ, επικίνδυνο τόλμημα, ριψοκίνδυνο εγχείρημα, σε
Θουκ.
παρακινδῡνευτικός, -ή, -όν, τολμηρός, ριψοκίνδυνος, σε Πλάτ., Δημ.·
επίρρ., παρακινδυνευτικῶς λέγειν, σε Πλάτ.
παρα-κινδῡνεύω, μέλ. -σω· 1. τολμώ επικίνδυνο έργο, ριψοκινδυνεύω,
αναλαμβάνω ριψοκίνδυνο εγχείρημα, ρισκάρω, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.·
παρακινδυνεύω εἰς Ἰωνίαν, τολμώ να πάω στην Ιωνία, σε Θουκ. 2. με αιτ.
πράγμ., τολμώ, ρισκάρω κάτι, σε Αριστοφ., Πλάτ.· τοιουτονί τι
παρακεκινδυνευμένον, τολμηρή, παράτολμη φράση, σε Αριστοφ. 3. με
απαρ., έχω την αναίδεια να κάνω κάτι, στον ίδ., Ξεν.
παρα-κῑνέω, μέλ. -ήσω· I. ανακινώ, διαταράσσω, σε Πλάτ.· απόλ.,
ξεσηκώνω ταραχές, δολοπλοκώ, υποκινώ, σε Δημ. — Παθ., εξίσταμαι
βίαια, σε Λουκ. II. 1. αμτβ., διαταράσσομαι, μεταβάλλω τη θέση μου, σε
Πλάτ. 2. συγκινούμαι υπερβολικά, ἐπί τινι, σε Ξεν.· παρακινῶν,
παράφρων, βρισκόμενος εκτός εαυτού, σε Πλάτ.
παρακῑνητικός, -ή, -όν, παρορμητικός, διεγερτικός· επίρρ.,
παρακινητικῶς ἔχειν, δείχνω συμπτώματα παραφροσύνης, σε Πλούτ.
παρακίω[ῐ], περνώ από κοντά, τινά, σε Ομήρ. Ιλ.
παρα-κλείω, Ιων. -κληΐω, αποκλείω, παραλείπω, σε Ηρόδ.
παρα-κλέπτω, μέλ. -ψω, κλέβω με πλάγια μέσα, υποκλέπτω με τρόπο, σε
Αριστοφ.
παρακληΐω, Ιων. αντί παρακλείω.
παράκλησις, ἡ (παρακαλέω)· I. 1. έκκληση σε βοήθεια, παράκληση,
πρόσκληση, οἱ ἐκ παρακλήσεως συγκαθήμενοι, οι προσκεκλημένοι ένορκοι
στο δικαστήριο, σε Δημ. 2. παράκληση, ικεσία, δέηση, τινος, σε κάποιον,
σε Θουκ.· δέηση, παράκληση, σε Στράβ. II. προτροπή, παρόρμηση, σε
Θουκ., Αισχίν.· ενθάρρυνση, παραμυθία, σε Κ.Δ.
παρακλητέον, ρημ. επίθ. του παρακαλέω, αυτό που πρέπει κάποιος να
επικαλεσθεί, να συγκαλέσει, σε Αριστ.
παρακλητικός, -ή, -όν, παραινετικός, προτρεπτικός, σε Πλάτ.
παρά-κλητος, -ον, I. αυτός που καλείται σε βοήθεια, Λατ. advocatus· ως
ουσ., νομικός βοηθός, συνήγορος, σε Δημ. II. σε Κ.Δ., ὁ Παράκλητος, το
Άγιο Πνεύμα, ο Μεσολαβητής ή Παρηγορητής.
418

παρακλῐδόν, επίρρ. (παρακλίνω), με πλάγια κλίση, γυρίζοντας στο πλάι,


παρεκκλίνοντας, οὐκ ἂν ἔγωγε ἄλλα παρὲξ εἴποιμι παρακλιδόν, δεν θα σου
πω τίποτα ψεύτικο παρά μόνο την αλήθεια, χωρίς να παρεκκλίνω δηλ. από
την αλήθεια, σε Ομήρ. Οδ.
παρακλίντωρ, -ορος, ὁ = παρακλίτης, σε Ανθ.
παρα-κλίνω[ῑ], μέλ. -κλῐνῶ — Παθ., παρακ. κέκλῐμαι, αόρ. βʹ ἐκλίθην [ῑ]·
I. 1. κλίνω ή γυρίζω πλάγια, παρακλίνας κεφαλήν, σε Ομήρ. Οδ.·
παρακλίνω τὴν θύραν, τὴν πύλην, την ανοίγω λίγο, σε Ηρόδ. 2. μεταφ., ἄλλῃ
παρακλίνουσι δίκας, παροδηγούν τη δικαιοσύνη από τον δρόμο της, σε
Ησίοδ. 3. βάζω κάποιον να κοιμηθεί δίπλα σε κάποιον άλλο — Παθ.,
κάθομαι δίπλα, παρακάθομαι, λέγεται στα γεύματα, Λατ. accumbere, τινί,
σε Θεόκρ. II. αμτβ., στρέφομαι πλαγίως, σε Ομήρ. Ιλ.· παρακλίνασα, αυτή
που έχει παρεκτραπεί από τον σωστό δρόμο, σε Αισχύλ.
παρακλίτης[ῐ], -ου, ὁ, αυτός που κάθεται δίπλα σε άλλον στα γεύματα, σε
Ξεν.
παρακλύω = παρακούω IV, σε Ανθ.
παρα-κρίνω[ῑ], μέλ. -κρῐνῶ, τραβώ προς την αντίθετη κατεύθυνση —
Παθ., πεζὸς παρακεκριμένος παρὰ τὸν αἰγιαλόν, πεζό στράτευμα
παρατεταγμένο κατά μήκος του γιαλού, σε Ηρόδ.· παρεκρίθησαν
διαταχθέντες, στον ίδ.
παρα-κροτέω, μέλ. -ήσω, χτυπώ ελαφρά ή χτυπώ χαϊδευτικά κάποιον, σε
Λουκ.
παράκρουσις, ἡ, παραπλανητικό χτύπημα· μεταφ., απάτη, εξαπάτηση, σε
Δημ.· παραφροσύνη, σε Αριστ.
παρα-κρούω, μέλ. -σω, I. χτυπώ παράπλευρα· απογοητεύω, διαψεύδω, σε
Πλάτ. — Παθ., παροδηγούμαι, παραπλανώμαι, στον ίδ., Δημ.· ομοίως
επίσης στη Μέσ., σε Ισοκρ. II. στη Μέσ. επίσης, αποτινάσσω, διώχνω
μακριά από εμένα, αποκρούω, σε Πλούτ.
παρα-κτάομαι, μέλ. -κτήσομαι, αποθ., αποκτώ περισσότερα ως
συμπλήρωμα· σε παρακ. -κέκτημαι, έχω ακόμα μεγαλύτερη περιουσία, σε
Ηρόδ.
παρ-ακτίδιος, -ον, = το επόμ., σε Ανθ.
παρ-άκτιος, -α, -ον, αυτός που βρίσκεται δίπλα στην ακτή, παράλιος, σε
Τραγ.
419

παρα-κύπτω, ποιητ. παρ-κύπτω, μέλ. -ψω, I. 1. γέρνω προς τα πλάγια,


λέγεται για τη στάση ενός μη χαρισματικού αυλητή, σε Αριστοφ. II. γέρνω
για να κοιτάξω πλαγίως· 1. κοιτάζω πλάγια, ρίχνω φευγαλέα ματιά σε κάτι,
σε Δημ. 2. ξεπροβάλλω, φαίνομαι από μια πόρτα ή παράθυρο, σε
Αριστοφ.· ή λέγεται για κάποιον που βρίσκεται απέξω, κοιτάζω μέσα,
ρίχνω μια ματιά, κατ'ἄντρον παρκύπτοισα, σε Θεόκρ.· παρέκυψεν εἰς τὸ
μνημεῖον, σε Κ.Δ.
παρα-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, Ιων. -λάμψομαι· παρακ. -είληφα· I. 1.
παίρνω από κάποιον άλλο, λέγεται για ανθρώπους που διαδέχονται
κάποιον σ' ένα αξίωμα, παραλαμβάνω τὴν βασιληΐην, σε Ηρόδ.· τὴν ἀρχήν,
σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης λέγεται για ανθρώπους που παραλαμβάνουν κάτι
από κληρονομιά, σε Ευρ., Δημ.· παραλαμβάνω ἀράς, κληρονομώ κατάρες,
σε Ευρ. 2. παίρνω την ευθύνη, αναλαμβάνω, πρᾶγμά τι, σε Αριστοφ. —
Παθ., τὰ παραλαμβανόμενα, εγγυήσεις, υποσχέσεις, σε Ηρόδ. 3. παίρνω,
λαμβάνω ως εγγύηση, στον ίδ.· επίσης, παίρνω με τη βία ή με προδοσία,
γίνομαι κάτοχος, στον ίδ., Θουκ. 4. αντιλαμβάνομαι κάτι εξ ακοής ή από
φήμη, εξακριβώνω, παραλαμβάνω τὴν ἀλήθειαν, σε Ηρόδ. κ.λπ. 5.
αναλαμβάνω, παίρνω (πάνω μου), τὸ οὔνομα τοῦτο, στον ίδ. II. 1. με αιτ.
προσ., παίρνω, λαμβάνω για τον εαυτό μου, τον συνδέω μαζί μου ως
σύζυγο ή παλλακίδα, υιοθετημένο γιο, σύντροφο ή σύμμαχο, στον ίδ.,
Θουκ. κ.λπ.· ως μαθητή, σε Πλάτ. 2. προσκαλώ, σε Ηρόδ. 3. περιμένω,
παρεμποδίζω, σταματώ, Λατ. excipere, στον ίδ., Ξεν.· πιάνω αιχμάλωτο,
σε Πολύβ.
παρα-λανθάνω, διαφεύγω από την προσοχή κάποιου, τινά, σε Πλάτ.
παρα-λέγω, μέλ. -ξω· 1. ξαπλώνω δίπλα — Μέσ., ξαπλώνω δίπλα ή μαζί
με κάποιον άλλο, με δοτ. ὁδέ οἱ παρελέξατο λάθρη, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ.
αορ. βʹ παρέλεκτο, σε Ομηρ. Ύμν., Αφροδ. 2. παραλέγεσθαι τὴν γῆν, πλέω
κάτα μήκος ή παραπλέω στην ακτή, Λατ. legere oram, σε Κ.Δ.
παραλειπτέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να παραλείψει, τι, σε
Ξεν.
παρα-λείπω, μέλ. -ψω, παρακ. -λέλοιπα· I. αφήνω κατά μέρος, αφήνω να
παραμείνει πίσω, καταλείπω, σε Θουκ., Ξεν.· τοῖςἐχθροῖς παραλείπειται,
διατηρείται, φυλάσσεται για τους εχθρούς, σε Δημ. II. αφήνω σε κάποιον
άλλο, λόγον τινὶ παραλείπω, αφήνω σ' αυτόν χρόνο να μιλήσει, σε Αισχίν.
III. 1. αφήνω στην άκρη, δεν λαμβάνω υπόψιν, αψηφώ, παραμελώ, σε
Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., εἴ τις παραλείπεται πρόσοδος, εάν το
εισόδημα είναι ανεπαρκές, σε Αριστ. 2. παραλείπω, αφήνω χωρίς να πω
420

κάτι, παραμελώ, αφήνω στην άκρη, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· τὰ


παραλειπόμενα, παραλείψεις, σε Πλάτ.
παρ-ᾰλείφω, μέλ. -ψω, επαλείφω, απλώνω αλοιφή, πασαλείφω, σε Αριστ.
παραληπτέον, ρημ. επίθ. του παραλαμβάνω, αυτό που πρέπει να
παρουσιαστεί, μάρτυρας, σε Δημ.
παρα-ληπτός, -ή, -όν, αυτός που είναι αποδεκτός, σε Πλάτ.
παρα-ληρέω, μέλ. -ήσω, μιλώ ως ξεμωραμένος γέρος, μιλώ με αφροσύνη,
μιλώ ακατανόητα, Λατ. delivare, σε Αριστοφ. κ.λπ.
παραληφθήσομαι, Παθ. μέλ. του παραλαμβάνω.
παράληψις, ἡ (παραλαμβάνω)· 1. λήψη από άλλον, διαδοχή, τῆς ἀρχῆς,
σε Πολύβ. 2. άλωση, κατάληψη πόλης, στον ίδ.
παραλήψομαι, Μέσ. μέλ. του παραλαμβάνω.
Παράλιον, τό, μικρό ιερό του ήρωα Παράλου, σε Δημ.
παρ-άλιος, -α, -ον και -ος, -ον = παράλος I., αυτός που βρίσκεται κοντά
στη θάλασσα, σε Τραγ. II. ἡ παρᾰλία, Ιων. -ίη (ενν. γῆ ή χώρα), αιγιαλός,
παραλία, ακτή, σε Ηρόδ., Αριστ. 2. η ανατολική ακτή της Αττικής,
ανάμεσα στον Υμηττό και τη θάλασσα, σε Ηρόδ., Θουκ.
παραλλᾰγή, ἡ, 1. πέρασμα από χέρι σε χέρι, μεταβίβαση, σε Αισχύλ. 2.
ποικιλία, αλλαγή, σε Κ.Δ.
παράλλαγμα, -ατος, τό, παραλλαγή, ποικιλία, σε Στράβ.
παραλλάξ, επίρρ., 1. εναλλακτικά, Λατ. vicissium, σε Σοφ. 2. σε
διαδοχικές σειρές, Λατ. ad quincuncem dispositi, σε Θουκ.
παρ-άλλαξις, ἡ, I. εναλλαγή, περιτροπή, αλληλοδιαδοχή, εναλλακτική
κίνηση, τῶν σκελῶν, σε Πλούτ. II. χειροτέρευση, επιδείνωση, αλλαγή προς
το χειρότερο, σε Πλάτ.
παρ-αλλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, αόρ. αʹ -ήλλαξα — Παθ., αόρ. αʹ -
ηλλάχθην, αόρ. βʹ -ηλλάγην [ᾰ], παρακ. -ήλλαγμαι· I. 1. κάνω τα πράγματα
να αλλάξουν, μεταβάλλω, σε Πλάτ. 2. αλλάζω ή τροποποιώ λίγο, σε Ηρόδ.,
Σοφ. 3. λέγεται για τόπο, παρέρχομαι, περνώ, αποφεύγω, παρακάμπτω,
προσπερνώ, σε Ξεν.· απαλλάσσομαι, σε Πλούτ. 4. υπερβαίνω, ξεπερνώ
στο χρόνο, στον ίδ. II. 1. αμτβ., περνώ δίπλα σε άλλον, συναντιέμαι, σε
Ηρόδ. 2. διαφέρω, ποικίλλω, στον ίδ.· απρόσ., οὐ μικρόν παραλλάττει, έχει
μεγάλη διαφορά, σε Πλάτ. 3. παρ. τοῦ σκοποῦ, παρεκκλίνω από τον σκοπό
421

μου, στον ίδ. 4. ξεφεύγω από το σωστό δρόμο, υπόκειμαι σε παρεκτροπή,


στον ίδ.· λόγοι παραλλάσσοντες, ξέφρενοι, ενθουσιώδεις, σε Ευρ. 5. φεύγω
ή αποφεύγω, σε Αισχύλ.
παρ-άλληλος, -ον, 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στον άλλο, που
βρίσκονται πλάι-πλάι, αἱ παράλληλοι (ενν. γραμμαί), παράλληλες γραμμές,
σε Αριστ.· παράλληλος (ενν. κύκλος), ο παράλληλος κύκλος που δείχνει το
γεωγραφικό πλάτος, σε Στράβ.· οἱ βίοι οἱ παράλληλοι, οι παράλληλοι βίοι
του Πλούταρχου, σε Πλούτ.· ἐκ παραλλήλου, παραλλήλως, στον ίδ. 2. με
δοτ., παράλληλος με, σε Πολύβ.
παρα-λογίζομαι, μέλ. -ίσομαι, αποθ., I. 1. λέγεται στην τήρηση
λογαριασμών, υπολογίζω λάθος, λογαριάζω εσφαλμένα, σε Δημ. 2.
παροδηγώ, εξαπατώ, με διπλ. αιτ., σε Αριστ. II. παραπλανώμαι από λάθος
συλλογισμούς, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι παρασυρμένος, σε Αριστ.
παραλογισμός, ὁ, λανθασμένος συλλογισμός, παραπλάνηση, σε Πολύβ.
παραλογιστικός, -ή, -όν, απατηλός, παραπλανητικός, εσφαλμένος,
σοφιστικός, σε Αριστ.
παρά-λογος, -ον, I. αυτός που βρίσκεται εκτός υπολογισμού,
απροσδόκητος, απερίσκεπτος, αβέβαιος, σε Αριστ. κ.λπ.· παράλογον, τό,
απροσδόκητο γεγονός· αλλά τὰ παράλογα, οι μερίδες φαγητού που
δίνονται σε επισκέπτες που έρχονται απροειδοποίητα, σε Ξεν.· επίρρ.
παραλόγως, σε Δημ. II.παράλογος, ὁ, ως ουσ., αναπάντεχο ζήτημα,
απροσδόκητο θέμα, σε Θουκ.· πολύς, μέγας ὁ παράλογος, το αποτέλεσμα
είναι εντελώς αντίθετο από τους υπολογισμούς, στον ίδ.· ομοίως, τὸν
παράλογον τοσοῦτον ποιῆσαι τοῖς Ἕλλησι, προξένησε τόσο μεγάλη
σύγχυση στους Έλληνες, στον ίδ.· ἐν τοῖς ἀνθρωπείοις παραλόγοις, από
σφάλματα τέτοια που κάνουν οι άνθρωποι, στον ίδ.
πάρ-ᾰλος, -ον (ἅλς), I. 1. αυτός που βρίσκεται κοντά ή δίπλα στη
θάλασσα, σε Σοφ., Ευρ.· που βρίσκεται κοντά στο αλάτι (με λογοπαίγνιο
της λέξης ἡ Πάραλος), σε Αριστοφ. 2. γενικά, αυτός που σχετίζεται με τη
θάλασσα, ο ναυτικός, σε Ηρόδ. II. ἡ πάραλος γῆ, τα παράλια της Αττικής
(πρβλ. παράλιος II), σε Θουκ.· απ' όπου, οἱ Πάραλοι, οι άνθρωποι που
βρίσκονται ή διαμένουν κοντά στην ακτογραμμή, σε Ηρόδ., Ευρ. III. 1. ἡ
Πάραλος ναῦς ή ἡ Πάραλος μόνο, η Πάραλος, ένα από τα ιερά Αθηναϊκά
πλοία που βρίσκονται στην υπηρεσία της πόλης, σε Θουκ., Δημ.· επίσης
Πάραλος (χωρίς άρθρο), σε Αριστοφ. 2. οἱ Πάραλοι, το πλήρωμα της
Παράλου, στον ίδ., Θουκ.
παρ-άλπιος, -ον, αυτός που διαβιεί κοντά στις Άλπεις, σε Πλούτ.
422

παρα-λῡπέω, μέλ. -ήσω, λυπώ ή παρενοχλώ, ἄλλο παρελύπει οὐδέν, καμία


άλλη ασθένεια δεν τους μαστίζει πέραν του λοιμού, σε Θουκ.· ὅταν μηδὲν
αὐτὴν παραλυπῇ, σε Πλάτ.· οἱ παραλυποῦντες, ανυπότακτοι,
σκληροτράχηλοι, σε Ξεν.
παρά-λυπρος, -ον, λέγεται για έδαφος, πολύ φτωχό, άγονο, σε Στράβ.
παράλῠσις, ἡ, χαλάρωση στα πλάγια· παράλυση, αδυναμία, σε Θεόκρ.
παραλῠτικός, -ή, -όν, παράλυτος, σε Κ.Δ.
παρα-λύω, μέλ. -λύσω [ῡ], αόρ. αʹ -έλῡσα, παρακ. -λέλῠκα — Παθ., αόρ.
αʹ -ελύθην [ῡ], παρακ. -λέλῠμαι· I. 1. με αιτ. πράγμ., χαλαρώνω από τα
άκρα, λύνω, αποσπώ, αφαιρώ, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. λύνω, δίνω τέλος, σε Ευρ.
II. με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., ξεζεύω ή ξεχωρίζω, πολλοὺς παρέλυσεν
θάνατος δάμαρτος, στον ίδ.· παραλύω τινὰ τῆς στρατιῆς, απαλλάσσω από
τη στρατιωτική υπηρεσία, σε Ηρόδ.· παραλύω τινὰ τῆς στρατηγίης, διώχνω
από το στράτευμα, στον ίδ.· τοὺς Ἀθηναίους παραλύω τῆς ὀργῆς, τους
απελευθερώνω από..., σε Θουκ.· με αιτ. μόνο, αφήνω ελεύθερο, σε Ευρ.
— Παθ., είμαι χωρισμένος από, τινος, σε Ηρόδ.· απαλλάσσω από την
υπηρεσία, στον ίδ. III. λύνω δίπλα, δηλ. το ένα δίπλα στο άλλο, σε Ξεν.
IV. στην Παθ., έχω αδυναμία, είμαι παραλυμένος, σε Αριστ.· γενικά, είμαι
εξαντλημένος, καταπέφτω, εξασθενίζω, λέγεται για τις καμήλες, σε Ηρόδ.
παρ-ᾰμείβω, μέλ. -αμείψω,
Α. I. 1. προσπερνώ, αφήνω στην άκρη, με αιτ. τόπου, σε Πλούτ. 2.
ξεπερνώ, υπερβαίνω, ξεχωρίζω, σοφίᾳ σοφίαν, σε Σοφ. II. περνώ,
διέρχομαι, βίον, σε Ανθ. Β. Συνήθως στη Μέσ., I. 1. προσπερνώ, περνώ
από δίπλα, αφήνω στην άκρη, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· τὸν
παραμειψάμενος, σε Ομήρ. Οδ.· παραμείβεσθαι ἔνθεα πολλά, σε Ηρόδ.·
αλλά, πύλας παραμείψεται, θα περάσει ανάμεσα στις πύλες, σε Θέογν. 2.
παρατρέχω, παραβλέπω, δεν δίνω σημασία, Λατ. praetermitto, σε Ηρόδ. 3.
ξεπερνώ, αφήνω πίσω, σε Πίνδ., Ευρ. 4. λέγεται για το χρόνο, περνώ,
φεύγω, σε Ησίοδ. II. με μεταβατική σημασία, γυρίζω απ' την άλλη πλευρά,
παρεκκλίνω, παρεκτρέπω, σε Πίνδ.
παρ-ᾰμελέω, μέλ. -ήσω, αφήνω να περάσει και αψηφώ, είμαι αδιάφορος,
τινός, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., παρημελήκεε, παρέκκλινε λίγο, σε
Ηρόδ.· παραμελοῦντες, είναι απρόσεκτοι, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι
εγκαταλελειμένος, σε Αισχύλ.
παρα-μένω, ποιητ. παρ-μένω, μέλ. -μενῶ, αόρ. αʹ -έμεινα· στέκομαι δίπλα
ή κοντά, παρακολουθώ κάποιον χωρίς να παρεμβαίνω, με δοτ., σε Ομήρ.
423

Ιλ., Αριστοφ.· παρά τινι, σε Αισχίν.· I. λέγεται για δούλους, παραμένω


πιστός, σε Πλάτ.· απ' όπου, Παρμένων, ο Πιστός, ο Αφοσιωμένος, όνομα
δούλου, σε Μένανδρ. II. 1. απόλ., μένω στη θέση μου, διαμένω, σε Ομήρ.
Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· μένω με το στράτευμα, σε Θουκ. 2. μένω σ' ένα μέρος,
παραμένω πίσω ή στο σπίτι, σε Ηρόδ. 3. επιζώ, παραμένω ζωντανός, στον
ίδ. 4. λέγεται για πράγματα, υπομένω, διαρκώ, σε Ευρ., Ξεν.
παρ-άμερος, -ον, Δωρ. αντί παρ-ήμερος.
παρα-μετρέω, μέλ. -ήσω, υπολογίζω κάτι δίπλα σε κάτι άλλο, συγκρίνω,
σε Πλάτ.
παρ-ᾰμεύομαι, Δωρ. αντί παραμείβομαι, παραμεύεσθαι τινος μορφάν,
υπερέχω, ξεπερνώ, σε Πίνδ.
παρα-μήκης, -ες (μῆκος),· I. στενόμακρος ή ωοειδής, σε Πολύβ. II. αυτός
που εκτείνεται σε πλάτος, παράλληλα προς τη στεριά, λέγεται για νησί, σε
Στράβ.
παρα-μηρίδιος, -ον (μηρός), αυτός που βρίσκεται κατά μήκος των
μηρών· τὰ παραμηρίδια, οπλισμός για τους μηρούς, πανοπλία για τους
μηρούς, σε Ξεν.
παραμίγνυμι και -ύω, Ιων. -μίσγω, μέλ. -μίξω· I. αναμιγνύω με, τί τινι, σε
Αριστοφ. — Παθ., ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ, σε Αριστ. II.
προσθέτω με ανάμειξη, Λατ. admiscere, ὕδωρ παραμίσγειν, σε Ηρόδ. —
Παθ., ὅτι αὐτοῖς παραμέμικται, σε Πλάτ.
παρα-μιμνήσκομαι, μέλ. -μνήσομαι, παρακ. μέμνημαι, αποθ.· αναφέρω
εκτός άλλου, κάνω μνεία ενός πράγματος παράλληλα με κάτι άλλο, με γεν.
πράγμ., σε Ηρόδ., Σοφ.
παρα-μίμνω, ποιητ. αντί παραμένω, παραμένω, διαμένω, σε Ομήρ. Οδ.
παραμίσγω, βλ. παραμίγνυμι.
παραμόνιμος, -ον, ποιητ. θηλ. παρμονίμα (παραμένω), 1. αυτός που
συμπαραστέκεται, δηλ. σταθερός, μόνιμος, σε Θέογν., Πίνδ. 2.
αφοσιωμένος, λέγεται για δούλους, πιστός, σε Ξεν.
παράμονος, ποιητ. πάρμονος, -ον, = το επόμ., σε Πίνδ.
παρά-μουσος, -ον (Μοῦσα), αυτός που βρίσκεται εκτός αρμονίας, είναι
ασύμφωνος με κάτι, με δοτ., σε Ευρ.· απόλ., τραχύς, φοβερός, σε Αισχύλ.
424

παρ-αμπέχω ή -αμπίσχω, μέλ. -αμφέξω, αόρ. βʹ -ήμπισχον· τυλίγω κάτι


γύρω μου ως μανδύα· μεταφ., παραμπέχω λόγους, χρησιμοποιώ
προσχήματα, προφασίζομαι, σε Ευρ.
παρα-μῡθέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., 1. ενθαρρύνω ή προτρέπω κάποιον
να κάνει κάτι, με δοτ. προσ. και απαρ., τοῖςἄλλοισιν ἔφη παραμυθήσασθαι
οἴκαδ' ἀποπλέειν, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ. προσ., παραμυθοῦ με (ενν. ποιεῖν)
ὅτι καὶ πείσεις, σε Αισχύλ.· με αιτ. προσ. μόνο, ενθαρρύνω, παρακινώ,
συμβουλεύω, σε Πλάτ., Ξεν. 2. παρηγορώ, συμβουλεύω, τινα, σε Ηρόδ.,
Αττ. 3. καθησυχάζω, παραμυθεῖτο, προσπάθησε να τους καθησυχάσει, σε
Θουκ. 4. καταπραΰνω, ελαττώνω, σε Πλούτ.· απαλύνω, μειώνω, αμβλύνω,
σε Στράβ.
παραμῡθητικός, -ή, -όν, παρηγορητικός, σε Αριστ.
παραμῡθία, ἡ, 1. ενθάρρυνση, προτροπή, πειθώ, σε Πλάτ. 2. παρηγορία,
αναψυχή, στον ίδ. 3. ανακούφιση από λυπηρό συναίσθημα, απαλλαγή,
φθόνου, σε Πλούτ.
παραμύθιον[ῡ], τό, 1. παραίνεση, προτρεπτικός λόγος, σε Πλάτ. 2.
κατευνασμός, παρηγορία, καμάτων, σε Σοφ.· πυρσῶν, για τις φλόγες της
αγάπης, σε Θεόκρ.· ἐλπὶςκινδύνῳ παραμύθιον οὖσα, σε Θουκ.
παρα-μῡκάομαι, αποθ., μουγκρίζω, βρυχώμαι από δίπλα ή ως απάντηση,
λέγεται για τον κεραυνό που ακολουθεί τον σεισμό, σε Αισχύλ.
παρ-αναγιγνώσκω, έπειτα -γῑνώσκω, μέλ. -αναγνώσομαι· I. διαβάζω
δίπλα σε αντιπαραβολή, έτσι ώστε να συγκρίνω ένα έγγραφο με ένα άλλο,
παραναγιγνώσκω παρὰ μαρτυρίας τὰς ῥήσεις, σε Δημ. II. διαβάζω
δημοσίως, σε Πολύβ.
παρ-αναδύομαι, Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., έρχομαι μπροστά και
εμφανίζομαι δίπλα ή κοντά, σε Πλούτ.
παρα-ναιετάω, κατοικώ κοντά, με αιτ. τόπου, σε Σοφ.
παρ-ᾰναλίσκω, μέλ. -ανᾱλώσω, ξοδεύω αλόγιστα, σπαταλώ,
καταβροχθίζω, σε Δημ. — Παθ., λέγεται για ανθρώπους, ξοδεύω
ανώφελα, γʹ πληθ. αορ. αʹ παραναλώθησαν, σε Πλούτ.
παρᾰνάλωμα, -ατος, τό, ανώφελη κατανάλωση, σε Πλούτ.
παρα-νηνέω, Επικ. αντί παρανέω (νέω), συσσωρεύω ή συναθροίζω,
στοιβάζω, μόνο σε παρατ., σῖτονπαρενήνεον ἐν κανέοισιν, σε Ομήρ. Οδ.
παρα-νήχομαι, μέλ. -ξομαι, αποθ., κολυμπάω κατά μήκος της ακτής, σε
Ομήρ. Οδ.· κολυμπώ δίπλα, τῇ τριήρει, σε Πλούτ.
παρα-νῑκάω, μέλ. -ήσω, καθυποτάσσω στο κακό, διαστρέφω, διαφθείρω,
σε Αισχύλ.
παρανίσσομαι, αποθ., προσπερνώ, με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν.
425

παρ-ανίστημι, μέλ. -αναστήσω, στήνω πλησίον — Μέσ., με Ενεργ. αορ.


βʹ, ορθώνομαι, σηκώνομαι, στήνομαι κοντά σε, σε Πλούτ.
παρ-ανίσχω, I. μτβ., εγείρω, υψώνω ως απάντηση, σε Θουκ. II. αμτβ.,
σηκώνομαι πλησίον, σε Πλούτ.
παρα-νοέω, μέλ. -ήσω, σκέφτομαι εσφαλμένα, άστοχα, έχω σαλεμένο
μυαλό, χάνω τα λογικά μου, σε Ευρ., Αριστοφ.
παράνοιᾰ, ἡ, παραφροσύνη, τρέλα, παράνοια, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ.
παρ-ανοίγνυμι και -οίγω, ανοίγω πλαγίως ή λίγο, αφήνω κάτι μισάνοιχτο,
θύραν, σε Δημ.
παρα-νομέω, παρατ. παρενόμουν, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ παρενόμησα, παρακ.
παρανενόμηκα — Παθ., αόρ. αʹ παρενομήθην, παρακ. παρανενόμημαι·
έπειτα με διπλή αύξηση, παρηνόμουν, παρηνόμησα κ.λπ.· (παράνομος)· 1.
παραβαίνω το νόμο, ενεργώ παράνομα, σε Θουκ., Πλάτ. — Παθ., κάθοδος
παρανομηθεῖσα, παράνομη επιστροφή στην πατρίδα, σε Θουκ. 2.
διαπράττω έγκλημα, ἐς τὸν νεκρόν ταῦτα παρενόμησε, σε Ηρόδ.· περί τινα,
σε Θουκ. — Παθ., μεταχειρίζομαι με τρόπο παράνομο,
κακομεταχειρίζομαι, σε Δημ.
παρανόμημα, τό, παράνομη πράξη, παρανομία, σε Θουκ.
παρανομία, ἡ, παραβίαση του νόμου, της ευπρέπειας ή της τάξης, σε
Θουκ., Πλάτ.· ἡ κατὰ τὸ σῶμα παρανομία εἰς τὴν δίαιταν, χαλαρός και
ακατάστατος τρόπος ζωής, σε Θουκ.
παρά-νομος, -ον, I. αυτός που ενεργεί ενάντια στο νόμο, παράνομος, σε
Ευρ., Πλάτ. II. 1. λέγεται για πράγματα αντίθετα στο νόμο, παράνομος, σε
Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· επίρρ. παρανόμως, παράνομα, σε Θουκ. 2. στο
Αττ. δίκαιο, παράνομα γράφειν, εἰπεῖν, προτείνω μέτρο ασύμφωνο προς
τους νόμους, στον ίδ.· η καταγγελία λέγεται παρανόμων γραφή, σε Αισχίν.·
στον υπερθ., παρανομώτατα γεγραφότα, στον ίδ.
παρά-νοος, -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αλλόφρων, τρελός, παρανοϊκός, σε
Αισχύλ.
πάρ-αντα, επίρρ., πλαγίως, σε Ομήρ. Ιλ.
παρ-αντέλλω, ποιητ. αντί παρανατέλλω, σε Ανθ.
παρα-νυκτερεύω, περνάω τη νύχτα δίπλα σε κάποιον ή κάτι,
διανυκτερεύω πλησίον κάποιου, σε Πλούτ.
παρά-νυμφος, ὁ (νύμφη), φίλος του γαμπρού ή κουμπάρος, αυτός που
καθόταν δίπλα στον γαμπρό στο νυφικό άρμα για να φέρει τη νύφη· ως
θηλ., η θεραπαινίδα της νύφης, σε Αριστοφ.
παρά-ξενος, -ον, μισός με ξένη καταγωγή, απατεώνας, ψεύτικος,
απατηλός, σε Αριστοφ.
παραξέω, μέλ. -έσω, ξύνω πλάγια ή επιπόλαια, τρίβω, σε Ανθ.
426

παρα-ξῐφίς, -ίδος, ἡ (ξίφος), μικρό μαχαιράκι που φοριόταν δίπλα από το


ξίφος, ξιφίδιο, σε Στράβ.
παραξόνιος, -ον (ἄξων), αυτός που βρίσκεται δίπλα στον άξονα των
τροχών· τὸ παραξόνιον, πείρος τροχού· παραξόνια, στον Αριστοφ. πιθ.
παράτολμα φλυαρήματα.
παρ-άορος, Δωρ. αντί παρ-ήορος.
παρα-παιδᾰγωγέω, μέλ. -ήσω, βοηθώ να εκπαιδευθεί κάποιος ή να
ασκηθεί· διαπλάθω, μορφοποιώ βαθμιαία, σε Λουκ.
παρα-παίω, μέλ. -σω, 1. χτυπώ πλαγίως· πλήττω εσφαλμένα και μεταφ.,
είμαι ξετρελαμένος, χάνω το νου μου, σε Αισχύλ.· παραπαίω τι, υποπέφτω
σε παραλογισμό, σε Λουκ. 2. φεύγω μακριά, αποστατώ, Λατ. aberrare, τῆς
ἀληθείας, σε Πολύβ.
παρα-πάλλομαι, Παθ., πάλλομαι πλησίον, τινι, σε Ευρ.
παρά-πᾰν, επίρρ., αντί παρὰ πᾶν, 1. ολότελα, απόλυτα, γενικά με άρθρο,
τὸ παράπαν οὐδέν, καθόλου, τίποτα, σε Ηρόδ.· οὔκ εἰμι τὸ παράπαν ἄθεος,
σε Πλάτ. 2. λέγεται σε υπολογισμούς, ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν, περίπου
διακόσια κατά μέσο όρο, σε Ηρόδ.
παρ-ᾰπᾰτάω, μέλ. -ήσω, εξαπατώ, δελεάζω, σε Αισχύλ.
παρ-ᾰπᾰφίσκω, μόνο στον αόρ. βʹ παρήπᾰφον, παρασύρω, αποπλανώ, σε
Ομήρ. Οδ.· με απαρ., παρακινώ κάποιον να κάνει ένα πράγμα με απάτη ή
πανουργία, σε Ομήρ. Ιλ.
παρα-πείθω, μέλ. -πείσω, πείθω σταδιακά, καταπείθω, δελεάζω, σε
Όμηρ., σε Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ παραιπεπίθῃσιν, μτχ. παρ-πεπῐθών.
παρα-πέμπω, μέλ. -ψω, I. 1. στέλνω μαζί, διέρχομαι μαζί ή μέσα από, με
αιτ. τόπου, σε Ομήρ. Οδ. 2. στέλνω κοντά ή κατά μήκος της ακτής, σε
Θουκ. 3. στέλνω μαζί, συνοδεύω, λέγεται για πλοία στον πόλεμο που
συνόδευαν άλλα εμπορικά, σε Δημ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. 4.
συνοδεύω προμήθειες για το στράτευμα, σε Ξεν. 5. στέλνω στρατιώτες
πλαγίως της φάλαγγας για υποστήριξη, στον ίδ. II. μεταδίδω, λέγεται για
ήχο, παραπέμπω στόνον τινί, σε Σοφ.· θόρυβον παρ., σε Αριστοφ. III.
αφήνω να περάσει, επιτρέπω την αποχώρηση, απολύω, αποπέμπω, σε
Φίλιππ. παρά Δημ.
παρα-πέτασμα, -ατος, τό, αυτό που απλώνεται πριν από κάτι,
παραπέτασμα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., πρόσχημα, προκάλυμμα, σε
Πλάτ., Δημ.
427

παρα-πέτομαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ παρ-επτόμην ή -επτάμην· αποθ.· 1.


πετώ κατά μήκος, σε Αριστ. 2. δραπετεύω, διαφεύγω, σε Ανθ.
παρα-πήγνῡμι και -ύω, μέλ. -πήξω, μπήγω ή στερεώνω κοντά σε, σε
Ηρόδ. — Παθ., με παρακ. βʹ πέπηγα, είμαι τοποθετημένος στο έδαφος
δίπλα από κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.· είμαι στέρεα τοποθετημένος σε κάτι, με δοτ.,
σε Ισοκρ.
παρα-πηδάω, μέλ. -ήσομαι, απομακρύνομαι πιο πέρα, παραμερίζω,
παραβαίνω, τοὺς νόμους, σε Αισχίν.
παρα-πικραίνω, πικραίνω πολύ, εξοργίζω, σε Κ.Δ.
παραπικρασμός, πικρία, στενοχώρια, σε Κ.Δ.
παρα-πίμπραμαι, Παθ., καίγομαι δίπλα σε κάτι άλλο, σε Ξεν.
παρα-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, I. πέφτω από δίπλα, σε Πλούτ. II. 1. πέφτω
στο δρόμο κάποιου, σε Ηρόδ., Ξεν.· καιρὸς παραπίπτει, ευκαιρίας
δοθείσης, σε Θουκ.· ὁ παραπεσών όπως ὁ παρατυχών, ο πρώτος που
έρχεται τυχαίος, σε Πλάτ. 2. με δοτ., συμβαίνω, στον ίδ. III. πέφτω πιο
πέρα ή μακριά από, με γεν., σε Πολύβ.· απόλ., φεύγω μακριά, σε Κ.Δ.
παρα-πλάζω, μέλ. -πλάγξω, αόρ. αʹ παρ-έπλαγξα, Παθ. -επλάγθην· κάνω
κάποιον να παρεκτραπεί από τον σωστό δρόμο, οδηγώ έξω από την πορεία,
σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., οδηγώ έξω από το δρόμο, περιπλέκω, στον ίδ. —
Παθ., παρεπλάγχθη ἰός, περιπλανώμαι, σε Ομήρ. Ιλ.· παραπλαγχθῆναι
γνώμης, ξεφεύγω, ξεστρατίζω από τη λογική, σε Ευρ.
παρά-πλειος, -α, -ον, σχεδόν πλήρης, σε Πλάτ.
παρα-πλέκω, μέλ. -ξω, πλέκω ή υφαίνω, σε Στράβ.
παρα-πλευρίδια, τά (πλευρά), καλύμματα για τα πλευρά των αλόγων, σε
Ξεν.
παραπλευστέος, -α, -ον, αυτός που πρέπει να πλεύσει δίπλα, σε Στράβ.
παρα-πλέω, Ιων. -πλώω· μέλ. -πλεύσομαι και -οῦμαι· Επικ. αόρ. βʹ
παρέπλων (όπως αν προερχόταν από ρήμα εις -μι)· 1. πλέω δίπλα ή πέρα,
απόλ., οἴη δὴ κείνῃ γε παρέπλω Ἀργώ, ήταν το μόνο πλοίο που επλευσε
ανάμεσα σε εκείνο το μέρος, σε Ομήρ. Οδ.· ἐν χρῷ παραπλέοντες,
πλέοντας ξυστά, πολύ κοντά όπως το ξύρισμα πάνω στο δέρμα, σε Θουκ.
2. πλέω κατά μήκος της ακτής, με αιτ. τόπου, λέγεται για ανθρώπους που
πλέουν κοντά στην ακτή, σε Ηρόδ.
παρά-πληκτος, -ον (πλήσσω), πληγμένος από μανία, σε Σοφ.
428

παραπλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ, I. αυτός που πλήττεται στα πλάγια, ἠϊόνες


παράπληγοι, τμήματα στεριάς πάνω στα οποία σκάνε τα κύματα με
δύναμη, σε Ομήρ. Οδ. II. μεταφ., παράπληκτος, παράφρων, σε Ηρόδ.,
Αριστοφ.
παρα-πλησιάζω, βρίσκομαι πλησίον, είμαι γείτονας, σε Αίσωπ.
παρα-πλήσιος, -α, -ον και -ος, -ον, 1. αυτός που βρίσκεται κοντά σε κάτι,
που είναι σχεδόν ίδιος, παρόμοιος, τοιαῦτα καὶπαραπλήσια, τέτοια ή
περίπου τέτοια, σε Θουκ.· ναυσί παραπλησίαις τὸν ἀριθμόν, με πλοία
σχεδόν ισάριθμα, στον ίδ.· με δοτ., παραπλήσιοι ἀλλήλοις, σχεδόν ίσοι, σε
Ηρόδ.· ὅμοια ἢ παραπλήσια τούτοις, σε Δημ. 2. ακολουθ. από αναφ., παρ.
ὡς..., στον ίδ.· παραπλήσιος ὧσπερ ἂν εἰ..., σε Ισοκρ.· ουδ. παραπλήσια ως
επίρρ.· παραπλήσια ὡς εἰ..., Λατ. perinde ac sI..., σε Ηρόδ.· ομοίως επίρρ.
-ίως, σε Πλάτ.· παραπλησίως ἀγωνίζεσθαι, Λατ. aequo Marte contendere,
σε Ηρόδ.
παρα-πλήσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, πλήττω πλαγίως — Παθ., πλήττομαι
στη μια πλευρά, έχω υποστεί βλάβη στις φρένες μου, είμαι παράφρων,
παρανοϊκός, γέλως παραπεπληγμένος, σε Ευρ.
παρά-πλοος, συνηρ. -πλους, ὁ, I. αυτός που πλέει πλησίον κάποιου, αυτός
που πλέει προς την ακτή, ταξίδι κατά μήκος των παραλίων, τῆς Ἰταλίας,
προς την Ιταλία, σε Θουκ. II. μέρος που παραπλέεται ή πλησιάζεται από
την ακτή, σε Στράβ.
παραπλώω, Ιων. αντί παραπλέω.
παρα-πνέω, μέλ. πνεύσομαι, αόρ. αʹ παρα-έπνευσα· πνέω παραπλεύρως,
βρίσκω παράπλευρη διέξοδο διαφυγής, λέγεται για τους ανέμους που
βρίσκονται κλεισμένοι σε ασκό από τον Αίολο, σε Ομήρ. Οδ.
παρα-ποδίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, μπερδεύω τα πόδια, γενικά, παρεμποδίζω,
παρακωλύω, σε Πολύβ. — Παθ., εξαπατώμαι, παγιδεύομαι, σε Πλάτ.
παρα-πόδιος, ποιητ. παρπ-, -ον (πούς), αυτός που βρίσκεται μπροστά στα
πόδια, δηλ. παρών, ενεστώς, σε Πίνδ.
παρα-ποιέω, μέλ. -ήσω· 1. νοθεύω, διαστρεβλώνω — Μέσ.,
παραποιησάμενος σφραγῖδα, έχοντας φτιάξει πλαστή σφραγίδα, σε Θουκ.
2. αλλάζω ελαφρώς ή λίγο, σε Αριστ.
παρ-ᾰπολαύω, απολαμβάνω επιπλέον ή παράπλευρα προνόμια, τινός, σε
Λουκ.
429

παρ-απόλλυμι, 1. καταστρέφω επιπλέον — Μέσ., με παρακ. βʹ


παραπόλωλα, χάνομαι δίπλα από, παραπολεῖ (βʹ ενικ. μέλ.), σε Αριστοφ.
2. καταστρέφομαι άδικα, σε Δημ.
παραπομπή, ἡ (παραπέμπω), I. 1. αποστολή με συνοδεία σίτου, σε Ψήφ.
παρά Δημ. II. 1. παροχή, προμήθεια, σε Αριστ. 2. αυτό που παρέχεται,
προμήθειες, Λατ. commeatus, σε Ξεν.
παραπομπός, -όν (παραπέμπω), αυτός που συμμετέχει στην αποστολή
κάποιου πράγματος με συνοδεία, σε Πολύβ.
παρα-πόντιος, -ον, αυτός που βρίσκεται πλησίον ή κοντά στη θάλασσα,
σε Ανθ.
παραπορεύομαι, αποθ. με Μέσ. μέλ. και Παθ. αόρ. αʹ, I. βαδίζω πλησίον
ή κατά μήκος, σε Πολύβ. II. πορεύομαι δίπλα, με αιτ. τόπου, στον ίδ.·
διαπερνώ, διὰ τῶν σπορίμων, σε Κ.Δ.
παρα-ποτάμιος, -α, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά σε ποτάμι, που
βρίσκεται δίπλα σε ποτάμι, σε Ηρόδ.
παρα-πράσσω, Αττ. -ττω, Ιων. -πρήσσω, μέλ. -ξω· I. κάνω κάτι εκτός ή
πέρα από τον κύριο σκοπό μου, σε Ηρόδ. II. βοηθώ στην εκτέλεση ενός
πράγματος, σε Σοφ.
παρα-πρεσβεία, ἡ, δόλια αποστολή πρεσβείας, σε Δημ.
παρα-πρεσβεύω, εκτελώ ανέντιμα τα καθήκοντα πρεσβευτή, σε Δημ.,
Αισχίν.· ομοίως αποθ. παραπρεσβεύομαι, σε Δημ.
παρά-πρισμα, -ατος, τό (πρίω), ροκανίδι, πριονίδι, μεταφ. λέγεται για
ποιητικές φράσεις, σε Αριστοφ.
παρ-άπτομαι, Μέσ., δένομαι κοντά σε — Παθ., χερσὶ παραπτομένα πλάτα,
προσαρμοσμένα στα χέρια, εφαρμοσμένα στα χέρια, σε Σοφ.· άλλοι το
θεωρούν συγκοπτ. του παραπετομένα, πετόμενος.
παρά-πτωμα, -ατος, τό (παραπίπτω), σφάλμα, παράβαση, αμαρτία, σε
Κ.Δ.
παράπτωσις, ἡ (παραπίπτω), πτώση από τα πλάγια, κατὰ τὴν παράπτωσίν
τινος, κατά τη διάρκεια ή την εξέλιξη μιας ενέργειας, σε Πολύβ.
παρα-πύθια, τά, κωμική λέξη, νόσος η οποία εμποδίζει κάποιον από το να
ανακηρυχτεί νικητής στα Πύθια, σε Ανθ.
πάρᾱρος, -ον, Δωρ. αντί παρήορος III, σε Θεόκρ.
παρ-αρπάζω, αρπάζω πλαγίως, σε Ανθ.
παραρ-ράπτομαι, Παθ., ράβομαι ως κρόσσι κατά μήκος, σε Ηρόδ.
παραρ-ρέω, μέλ. -ρεύσομαι, αόρ. βʹ -ερρύην, παρακ. Ενεργ. -ερρύηκα· I.
ρέω κοντά ή πλησίον, τόπον ή παρὰ τόπον, σε Ηρόδ.· σβήνομαι,
εξαλείφομαι, παρασέρνομαι, σε Κ.Δ. II. πέφτω ή ολισθαίνω, σε Σοφ., Ξεν.
III. ρέω ξαφνικά, σε Δημ.
παραρ-ρήγνῡμι ή -ύω, μέλ. -ρήξω· I. σπάζω από τα πλάγια, ιδίως σπάζω
την πολεμική γραμμή, σε Θουκ.· και στην Παθ., έχω υποστεί ρήγμα, στον
ίδ. III. 1. Παθ. αόρ. βʹ παρερράγην [ᾰ], με παρακ. βʹ Ενεργ. παρέρρωγα,
430

σπάζω ή διαρρηγνύω, σε Σοφ., Πλούτ. 2. φωνή παρερρωγυῖα, φωνή


«σπασμένη» (από το πάθος), σε Θεόκρ.
παραρ-ρητός, -ή, -όν, I. λέγεται για ανθρώπους, που μπορούν να
συγκινήσουν με τις λέξεις, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για λέξεις, πειστικός,
στο ίδ.
παραρ-ρίπτω έπειτα -έω, ρίχνω πλησίον· μεταφ., παίρνω το ρίσκο να
κάνω κάτι· με μτχ., παραρρίπτω λαμβάνων, σε Σοφ.· πετώ κατά μέρος,
απορρίπτω, σε Ανθ.
παράρ-ρῡμα, -ατος, τό, οτιδήποτε εξαπλώνεται στα πλάγια· δερμάτινο ή
μάλλινο παραπέτασμα που απλώνεται στα πλευρά των πλοίων για να
προστατεύει τους άνδρες, σε Ξεν.
παρ-αρτάομαι, Παθ., αναρτώμαι στα πλάγια, σε Πλούτ.
παραρτέομαι, Ιων. ρήμ. (πρβλ. ἀρτέομαι), Μέσ. I. μτβ., παρασκευάζω
κάτι για κάποιον, παραρτέετο στρατίην, ασχολήθηκε με την προετοιμασία
του στρατεύματος, σε Ηρόδ. II. με Παθ. σημασία, βρίσκομαι σε
επιφυλακή, στον ίδ.
παρ-αρτύω, λέγεται για τροφή, νοστιμίζω με την προσθήκη άλλων
υλικών, κάνω κάτι πικάντικο.
παρᾱσάγγης, -ου, ὁ, παρασάγγης, αρχαίο μέτρο μήκους (το περσικό
farsang, που περιέχει τριάντα στάδια), σε Ηρόδ., Ξεν.
παρα-σάττω, μέλ. -ξω, παραγεμίζω, τι παρά τι, σε Ηρόδ.
παρά-σειον, τό, ανώτατο ιστίο, σε Λουκ. (αμφίβ. προέλ.).
παρά-σειρος, -ον (σειρά), στερεωμένος παραπλεύρως, παράσειρος ἵππος,
άλογο ζευγμένο στα πλάγια του συνηθισμένου ζεύγους, προώστης·
μεταφ., ομόζυγος, αληθινός σύντροφος, σε Ευρ.
παρα-σείω, μέλ. -σω, σείω παραπλεύρως, παρασείω τὰς χεῖρας, κινώ τα
χέρια στο τρέξιμο· έπειτα (χωρίς το χεῖρας) φεύγειν παρασείσας, όπως το
Λατ. demissis manibus fugere, δηλ. celerrime, σε Αριστ.
παρα-σημαίνομαι, 1. Μέσ., βάζω τη σφραγίδα μου δίπλα σε άλλη, θέτω
νέα σφραγίδα, σφραγίζω, σε Δημ.· μτχ. παρακ. παρασεσημασμένος, με
Παθ. σημασία, στον ίδ. 2. σημειώνω στο περιθώριο, κάνω παρατηρήσεις
στα πλάγια, σε Αριστ.
431

παρά-σημον, τό (σῆμα), σημείωση στο περιθώριο· διακριτική σημείωση


στα πλάγια, τα διακριτικά ενός πλοίου, Λατ. insigne, σε Κ.Δ.· διακριτικό
γνώρισμα στρατιώτη, σε Πλούτ.
παρά-σημος, -ον (σῆμα),· I. 1. παραποιημένος, λανθασμένα χτυπημένος,
χαραγμένος, πλαστογραφημένος, λέγεται για νόμισμα, σε Δημ.· μεταφ.,
λέγεται για ανθρώπους, σε Αριστοφ.· ομοίως, παράσημος δόξα, σε Ευρ.·
παράσημος αἴνῳ, αυτός που του έχει αποδοθεί εσφαλμένα έπαινος, δηλ.
επαινούμενος από λάθος λόγο, σε Αισχύλ. 2. λέγεται για λέξεις,
εσφαλμένη, λανθασμένη, σε Ανθ. II. διακεκριμένος, σε Πλούτ.
παρα-σῑγάω, μέλ. -ήσομαι, περνώ από δίπλα σιωπηλά, σε Στράβ.
παρασῑτέω, μέλ. -ήσω, λειτουργώ ως παράσιτος ή κόλακας, σε Λουκ. II.
τιμώμαι με μια θέση στο δημόσιο τραπέζι, σε Πλούτ.
παρασῑτῐκός, -ή, -όν, αυτός που ταιριάζει σε παράσιτον· ἡ -κή (ενν. τέχνη),
η ιδιότητα του παρασίτου, κολακεία, σε Λουκ.
παρά-σῑτος, ὁ, κάποιος που τρώει στο τραπέζι άλλου, που ζει με έξοδα
άλλου, παράσιτος, κόλακας, σε Κωμ., σε Λουκ.
παρα-σιωπάω, μέλ. -ήσομαι, αποσιωπώ, περνώ στη σιωπή, αποκρύπτω,
σε Πολύβ.
παρα-σκευάζω, μέλ. -άσω — Παθ. παρακ. παρασκεύασμαι, γʹ πληθ. Ιων.
υπερσ. παρεσκευάδατο·
Α. I. 1. είμαι έτοιμος, ετοιμάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ. 2. προμηθεύω,
εξασφαλίζω, σε Δημ. 3. κάνω ή καθιστώ τέτοιου είδους, με μτχ. ή επίθ.,
παρασκευάζω τινὰ εὖ ἔχοντα, παρασκευάζω τινὰ ὅτι βέλτιστον, με απαρ.,
παρασκευάζω τινὰ ὡς μὴ ποιεῖν, τον συνηθίζω να μην κάνει κάτι, σε Δημ.·
ομοίως, παρασκευάζω ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί, σε Πλάτ. 4.
απόλ., κάνω κάποιον φίλο μου, σε Δημ. Β. Μέσ. και Παθ., I. 1. με την
κύρια σημασία της Μέσ., παρασκευάζω ή προετοιμάζω για τον εαυτό μου,
σε Ηρόδ., Αττ. 2. στους Ρήτ., προετοιμάζω ανθρώπους ως μάρτυρες, έτσι
ώστε να πετύχω ευνοϊκή απόφαση μέσω εξαπάτησης (πρβλ. παρασκευή I.
3)· απόλ., I. διοργανώνω φατρία, δολοπλοκώ, σε Δημ.· ομοίως στην
Ενεργ., σε Ξεν. II. 1. στη Μέσ. απόλ., προετοιμάζω τον εαυτό μου, κάνω
προπαρασκευή, σε Ηρόδ., Αττ. 2. παρακ. παρεσκεύασμαι, στην Παθ.
κυρίως, είμαι έτοιμος, προετοιμάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· παρεσκευάσθαι τι,
προετοιμάζω ένα πράγμα, σε Πλάτ.· απρόσ., ὡςπαρεσκευάσατο, όταν
έγιναν οι προετοιμασίες, σε Θουκ.
432

παρασκεύασμα, -ατος, τό, οτιδήποτε παρασκευάζεται, παρασκεύασμα,


μηχάνημα, σύνεργο, σε Ξεν.
παρασκευαστέον, ρημ. επίθ., 1. αυτός που πρέπει να προετοιμαστεί ή να
συντηρηθεί, σε Πλάτ., Ξεν. 2. (από Παθ.), αυτός που πρέπει να ετοιμάσει
τον εαυτό του, να είναι έτοιμος, σε Πλάτ.
παρασκευαστής, -οῦ, ὁ, τροφοδότης, προμηθευτής, τινος, σε Πλάτ.
παρασκευαστικός, -ή, -όν, έμπειρος στην παρασκευή, τινος, σε Ξεν.
παρα-σκευή, ἡ, I. 1. προετοιμασία, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐν τούτῳ παρασκευῆς,
σ' αυτήν την φάση της προετοιμασίας, σε Θουκ.· προετοιμασία ομιλίας, σε
Ξεν.· με πρόθ., ἐκ παρασκευῆς, από προετοιμασία, μάχη ἐγένετο ἐκ
παρασκευῆς, στημένη μάχη, σε Θουκ.· ομοίως, ἀπὸ παρασκευῆς, στον ίδ.·
δι' ὀλίγης παρασκευῆς, με λίγη ετοιμασία, πρόχειρη, στο ίδ.· ἐν παρασκευῇ,
στην πορεία της προετοιμασίας. 2. εξασφάλιση, προπαρασκευή,
παρασκευή φίλων καὶ οὐσίας, σε Πλάτ. 3. δολοπλοκία ή σκευωρία,
παρασκευὴ φίλων καὶ οὐσίας, με σκοπό να κερδίσουν την ετυμηγορία ή την
επιψήφιση προτάσεως, σε Δημ. κ.λπ. III. στους Ιουδαίους, η μέρα της
ετοιμασίας, η μέρα πριν το Σάββατο του Πάσχα, σε Κ.Δ.
παρα-σκηνάω ή -έω, μέλ. -ήσω, στήνω τη σκηνή μου δίπλα ή κοντά σε
άλλη, σε Ξεν.
παρα-σκήνια, τά (σκηνή), χώροι στα πλάγια της κεντρικής σκηνής, σε
Δημ.
παρα-σκηνόω, μέλ. -ώσω, απλώνω πάνω από κάτι σαν σκηνή ή
παραπέτασμα, σε Αισχύλ.
παρα-σκήπτω, μέλ. -ψω, πέφτω δίπλα, εἰς τι, σε Λουκ.
παρα-σκιρτάω, μέλ. -ήσω, ορμώ εναντίον κάποιου, σε Πλούτ.
παρα-σκοπέω, I. ρίχνω πλάγια ματιά σε, τινά, σε Πλάτ. II. με γεν.,
παραλείπω να δω τη δύναμη κάποιου πράγματος, σε Αισχύλ.
παρα-σκώπτω, μέλ. -ψω, χλευάζω έμμεσα, σε Ομηρ. Ύμν.
παρα-σοβέω, μέλ. -ήσω, τρομάζω πουλιά· αμτβ., προχωρώ αργά από
δίπλα και με αλαζονεία, σε Πλούτ.
παρα-σοφίζομαι, αποθ., ξεπερνώ στην τέχνη ή στην ικανότητα, τινα, σε
Αριστ.
433

παρα-σπάω, μέλ. -άσω [ᾰ], σύρω με ορμή στα πλάγια, αποσπώ πλαγίως,
σε Σοφ.· μεταφ., παρασπᾶν τινα γνώμης, στον ίδ.· ἀδίκους φρένας
παρασπᾷς, δηλ. ὥστε εἶναι ἀδίκους, στον ίδ. — Μέσ., παρασπᾶσθαί τινά
τινος, αποσπώ κάποιον από το μέρος κάποιου άλλου, σε Ξεν.
παρ-ασπίζω, μέλ. -σω, φέρω ασπίδα στο πλάι, δηλ. μάχομαι πλησίον,
στέκομαι δίπλα, σε Ευρ.· μεταφ., (τόξα) παρασπίζοντ' ἐμοῖς βραχίοσι, στον
ίδ.
παρ-ασπιστής, -οῦ, ὁ, σύντροφος στα όπλα, σε Ευρ.
παρασπονδέω, μέλ. -ήσω· I. ενεργώ αντίθετα προς μια συμμαχία ή
συμφωνία, σπάω συμφωνία, σε Δημ. II. μτβ., παραβαίνω την πίστη μου σε
κάποιον, σε Πολύβ. — Παθ., πάσχω, μαστίζομαι από παραβίαση
εμπιστοσύνης ή αθέτηση υπόσχεσης, στον ίδ.
παρασπόνδημα, -ατος, τό, παραβίαση εμπιστοσύνης, σε Πολύβ.
παρασπόνδησις, ἡ, παραβίαση σπονδών, σε Πολύβ.
παρά-σπονδος, -ον, αυτός που είναι ενάντια στις σπονδές, σε Θουκ., Ξεν.
παραστᾰδόν, επίρρ., στην πλευρά κάποιου, σε Όμηρ., Θέογν.
παρασταίην, ευκτ. αορ. βʹ του παρίστημι· -στάς, μτχ.
παραστάς, -άδος, ἡ (παρίσταμαι), οτιδήποτε στέκεται δίπλα· πληθ.
παραστάδες, τα φύλλα της πόρτας, παραστάδες, Λατ. antae· επίσης ο
χώρος ανάμεσα στις παραστάδες, προθάλαμος, σε Ευρ.· μερικές φορές
στον ενικ.
παράστᾰσις, -εως, ἡ, I. 1. (παρίστημι) στάση, τοποθέτηση δίπλα ή μακριά,
εκδίωξη, εκτόπιση, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. έκθεση πραγμάτων προς πώληση,
εμπόριο λιανικής πώλησης, σε Αριστ. II. (παρίσταμαι) αμτβ.· στάση,
πλησίον· 1. θέση ή αξίωμα δίπλα στον βασιλιά, σε Ξεν. 2. ύπαρξη μυαλού,
θάρρος, σε Πολύβ.· επίσης, απόγνωση, στον ίδ. III. ως δικανικός όρος,
μικρή χρηματική καταβολή για τη διεξαγωγή δίκης, σε Ρήτ.
παραστᾰτέω, μέλ. -ήσω· 1. στέκομαι δίπλα ή κοντά, σε Τραγ. 2. στέκομαι
δίπλα, υποστηρίζω, βοηθώ, τινί, σε Αισχύλ., Σοφ.
παραστάτης[ᾰ], -ου, ὁ (παρίσταμαι), I. αυτός που στέκεται δίπλα,
υπερασπιστής, σε Ευρ. II. 1. ο στρατιώτης που συμπαρίσταται (προστάτης
καλείται ο στρατιώτης που στέκεται μπροστά από κάποιον άλλο), ενώ
ἐπιστάτης, ο στρατιώτης που στέκεται πίσω από κάποιον άλλο), σε Ηρόδ.,
434

Ξεν.· γενικά, σύντροφος, υποστηρικτής, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. αυτός που


βρίσκεται στα δεξιά ή στα αριστερά κάποιου στο Χορό, σε Αριστ.
παραστᾰτικός, -ή, -όν, I. 1. ικανός να στέκεται δίπλα. 2. ικανός να
προτρέψει ή να διεγείρει, με γεν., σε Πολύβ., Πλούτ. II. εχέφρων,
θαρραλέος, εμψυχωτικός, σε Πολύβ.
παραστάτῐς, -ῐδος, θηλ. του παραστάτης, βοηθός, επίκουρος, σε Σοφ., Ξεν.
παρα-στείχω, αόρ. βʹ παρέστῐχον, I. πηγαίνω ή περνώ δίπλα από, με αιτ.
τόπου, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.· απόλ., σε Σοφ. II. εισέρχομαι, μπαίνω,
δόμους, στον ίδ.
παρα-στῆναι, -στῆσαι, απαρ. αορ. βʹ και αʹ του -ίστημι.
παρα-στορέννυμι, απλώνω κατά μήκος, εξαπλώνω, ἐγώ σε παραστορῶ
(Αττ. μέλ.), σε Αριστ.
παρα-στρᾰτηγέω, μέλ. -ήσω, βρίσκομαι κοντά στο στρατηγό,
αναμειγνύομαι στις υποθέσεις του, μετέχω σε αυτές, σε Πλούτ.
παρα-στρᾰτοπεδεύω, κατασκηνώνω απέναντι, τινί, σε Πολύβ.
παρα-στρέφω, μέλ. -ψω· 1. γυρίζω πλάγια, μεταφ. μτχ. Παθ. παρακ.
παρεστραμμένος, διεστραμμένος, σε Αριστ. 2. παραστρέφω τὸν τριβῶνα,
είμαι ανειλικρινής, σε Θεόκρ.
παρα-συγγρᾰφέω, παραβαίνω τη συμφωνία μου, τινα, σε Δημ.
παρα-συλλέγομαι, Παθ., συγκεντρώνομαι μαζί με άλλους, σε Ανδοκ.
παρα-σύρω[ῡ], μέλ. -σῠρῶ, I. παρασύρω, μεταφέρω μακριά, λέγεται για
γρήγορο ποτάμι, σε Αριστοφ. II. παρασύρω ἔπος, πετώ μια βιαστική
κουβέντα σε συζήτηση, τη χρησιμοποιώ άκαιρα και άτοπα, σε Αισχύλ.
παρα-σφάλλω, μέλ. -σφᾰλῶ, αόρ. αʹ παρ-έσφηλα· κάνω κάτι να πάρει
πλάγια κλίση, σε Ομήρ. Ιλ.· παρασφάλλω τινάτινος, προκαλώ αποτυχία
στα σχέδια κάποιου στην απόκτηση ενός πράγματος, σε Πίνδ.
παρασχέ, προστ. αορ. βʹ του παρέχω.
παρασχεθεῖν, απαρ. ποιητ. αορ. βʹ του παρέχω.
παρασχεῖν, Επικ. -χέμεν, απαρ. αορ. βʹ του παρέχω.
παρα-σχίζω, μέλ. -σω, σχίζω κατά μήκος, ξεσχίζω, σε Ηρόδ.
παράταξις, ἡ, I. θέση στη γραμμή της μάχης, ἐκ παρατάξεως, σε κανονική
μάχη, σε Θουκ. κ.λπ. II. λέγεται για πολιτική παράταξη, πολιτική μερίδα,
σε Αισχίν., Δημ.
435

παρα-τάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω· 1. παρατάσσω δίπλα-δίπλα, βάζω στη


γραμμή της μάχης, σε Ξεν.· ομοίως λέγεται για πλοία, σε Θουκ. — Μέσ.
και Παθ., τοποθετούμαι κατά μήκος, παρατετάχατο παρὰ τὴν ἀκτήν, σε
Ηρόδ.· ἑκατέρωθεν παρατεταγμένοι, σε Ηρόδ.· ομοίως, παρετάξαντο
ἀλλήλοις, σε Ξεν.· απόλ., παρατεταγμένος ή παραταξάμενοι, σε σειρά
μάχης, σε Θουκ., Δημ. 2. στη Μέσ. και Παθ. επίσης, στέκομαι
προετοιμασμένος, παρατετάχθαι πρὸς τὸ ἀποκρίνεσθαι, σε Πλάτ.
παρα-τείνω, μέλ. -τενῶ, αόρ. αʹ -έτεινα, παρακ. -τέτᾰκα· I. 1. εκτείνω κατά
μήκος ή δίπλα, επεκτείνω τη γραμμή της μάχης, Λατ. ordines explicare, σε
Ξεν.· παρατείνω τάφρον, εκτείνω κατά μήκος την τάφρο (χαντάκι), στον
ίδ. — Παθ., είμαι τεντωμένος κατά μήκος (βλ. κατωτ. II. 1)· είμαι
τεντωμένος στο μήκος, σε Αριστοφ. 2. καταπονώ, βασανίζω, σε Ξεν. —
Παθ., είμαι κουρασμένος, φθαρμένος, εξαντλημένος, σε Πλάτ. 3. Παθ.,
παρατείνεσθαι εἰς τοὔσχατον, αγωνίζομαι μέχρις εσχάτων, κρατώ μέχρι το
τέλος, σε Θουκ. 4. προεκτείνω, παρατείνω, σε Αριστ., Λουκ. 5. βάζω
κάποιο σχήμα σε ευθεία γραμμή, σε Πλάτ. 6. λέγεται για προφορά,
επιμηκύνω στην προφορά, Λατ. producere, σε Λουκ. II. 1. αμτβ., τεντώνω
κατά μήκος, λέγεται για τείχος ή για τη συνοριογραμμή χώρας, σε Ηρόδ.·
ομοίως επίσης λέγεται στην Παθ.· παρατέταται τὸ ὄρος, στον ίδ. κ.λπ. 2.
λέγεται για χρόνο, συνεχίζω, εξακολουθώ την ζωή μου, σε Λουκ.
παρα-τείχισμα, τό, τείχος που χτίστηκε δίπλα ή παραπλεύρως, σε Θουκ.
παρα-τεκταίνομαι, Επικ. αόρ. αʹ -ετεκτηνάμην — Μέσ., I. λέγεται για
ξύλο, μεταβάλλω σε άλλη μορφή, έπειτα γενικά μεταμορφώνω, αλλάζω,
οὐδέκεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο, ούτε ο ίδιος ο Δίας μπορεί να κάνει
αλλιώς, σε Ομήρ. Ιλ.· αἶψά κε ἔπος παρατεκτήναιο, σύντομα θα μπορέσεις
να φτιάξεις κάποια ιστορία, σε Ομήρ. Οδ. II. Ενεργ., χτίζω άλλη ιστορία
πιο πέρα ή επιπλέον, σε Πλούτ.
παρατεταγμένως, επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του παρατάσσω, όπως
στην παράταξη μάχης, σταθερά, σε Πλάτ.
παρα-τηρέω, μέλ. -ήσω· 1. παρατηρώ από κοντά, παρακολουθώ
προσεκτικά, επιτηρώ κάποιον, σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., σε Κ.Δ. 2.
φροντίζω, ὅπως μή..., σε Δημ.
παρα-τήρησις, ἡ, παρατήρηση, παρακολούθηση, μετὰ παρατηρήσεως,
έτσι ώστε αυτό να μπορεί να παρατηρηθεί, σε Κ.Δ.
παρα-τίθημι, ποιητ. παρ-τίθημι· βʹ και γʹ ενικ. -τιθεῖς, -τιθεῖ· παρατ. -
ετίθεις, -ετίθει, αόρ. αʹ Ενεργ. παρέθηκα, παρακ. παρατέθεικα — Μέσ.,
αόρ. βʹ παρεθέμην, Επικ. μτχ. παρθέμενος· στους Αττ. παράκειμαι, γενικά
λειτουργεί ως Παθ.·
Α. 1. τοποθετώ δίπλα, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· λέγεται για γεύματα, παραθέτω,
σερβίρω, τί τινι, σε Όμηρ.· οἱ παραθέντες, αυτοί που προσφέρουν το γεύμα,
σε Ξεν. — Παθ., τὰ παρατιθέμενα φαγητά που σερβίρονται μπροστά σε
κάποιον, στον ίδ. 2. γενικά, προσφέρω, παρέχω, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ. 3.
τοποθετώ ψηλά, στεφάνους παρέθηκε καρήατι, σε Ησίοδ. 4. προβάλλω
436

μπροστά σε κάποιον, εξηγώ, τί τινι, σε Ξεν., Κ.Δ. 5. συγκρίνω, τί τινι, σε


Πλούτ. Β. Μέσ., 1. τοποθετώ μπροστά μου, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ. 2.
αφήνω ό,τι μου ανήκει στα χέρια άλλου, παραδίδω στη φροντίδα κάποιου,
εμπιστεύομαι, εναποθέτω, σε Ηρόδ., Ξεν.· τι εἴς τινα ή τινά τινι, σε Κ.Δ. 3.
διακινδυνεύω, στοιχηματίζω, ριψοκινδυνεύω, παρθέμενοι κεφαλάς, ψυχάς,
σε Ομήρ. Οδ. 4. εφαρμόζω κάτι για κάποιο σκοπό, τι ἔν τινι, σε Πλάτ.
παρα-τίλλω, μέλ. -τῐλῶ, αποσπώ, αφαιρώ, βγάζω τα μαλλιά, σε Αριστοφ.
— Μέσ., ξεριζώνω τα μαλλιά κάποιου, στον ίδ.· μτχ. Παθ. παρακ.
παρατετιλμένος, -η, εντελώς μαδημένος, στον ίδ.
παρά-τολμος, απερίσκεπτος, παρακινδυνευμένος, παράτολμος, σε Πλουτ.
παράτονος, -ον, (παρατείνω), τεντωμένος δίπλα από, αυτός που κρέμεται
στα πλάγια, σε Ευρ.
παρα-τρᾰγεῖν, απαρ. αορ. βʹ του παρατρώγω.
παρα-τρέπω, μέλ. -τρέψω, 1. γυρνώ ανάποδα, σε Ομήρ. Ιλ.· ποταμὸν
παρατρέπω, εκτρέπω τη ροή ενός ποταμού από το κανάλι του, Λατ.
derivare, σε Ηρόδ.· παρατρέπω ἄλλῃ τὸ ὕδωρ, σε Θουκ. — Παθ.,
παρατρεπόμενος εἰς Τένεδον, γυρίζοντας παραπέρα προς..., σε Ξεν. 2.
μετακινώ κάποιον από τη γνώμη του, του αλλάζω γνώμη, σε Ησίοδ.·
ομοίως στη Μέσ., σε Θεόκρ. 3. λέγεται για πράγματα, παρατρέπω λόγον,
διαστρέφω ή παραποιώ μια ιστορία, σε Ηρόδ. 4. αλλάζω ή μεταβάλλω
ψήφισμα, στον ίδ.
παρα-τρέφω, μέλ. -θρέψω, τρέφω μαζί μου — Παθ., λέγεται για
ανθρώπους που δεν αξίζουν να τους τρέφει κάποιος, τρέφω με έξοδα
άλλου, σε Δημ.
παρα-τρέχω, μέλ. -θρέξομαι και δραμοῦμαι· αόρ. βʹ παρέδρᾰμον, γʹ πληθ.
υπερσ. -δεδραμήκεσαν· 1. τρέχω πιο πέρα ή προσπερνώ, σε Ομήρ. Ιλ.,
Αριστοφ. 2. προσπερνώ, προφθάνω, σε Ομήρ. Ιλ.· παρατρέχω τὰ τότε
κακά, πηγαίνω πιο πέρα, τα ξεπερνώ, σε Ευρ. 3. διασχίζω τρέχοντας ή
διατρέχω, μέσω κομματιού γης που είναι ορισμένο ή νοητό, σε Ξεν. 4.
διατρέχω γρήγορα, δηλ. διέρχομαι επιτροχάδην, σε Ισοκρ.· αψηφώ,
παραμελώ, σε Θεόκρ. 5. διαφεύγω απαρατήρητος, τινά, σε Πολύβ.
παρα-τρέω, αόρ. αʹ παρ-έτρεσα, Επικ. -έτρεσσα· τρομάζω και φεύγω, σε
Ομήρ. Ιλ.
παρα-τρίβω[ῑ], μέλ. -ψω, I. τρίβω κάτι δίπλα ή μαζί με κάτι άλλο,
παρατρίβω χρυσὸν ἀκήρατον ἄλλῳ χρυσῷ (ενν. εἰς βάσανον), τρίβω
καθαρό χρυσό μαζί με άλλο χρυσό στη λίθο της Λυδίας για να δω τα
σημάδια που αφήνουν και τη διαφορά τους, σε Ηρόδ. II. παρατρίψασθαι
τὸ μέτωπον, Λατ. frontem perfricare, σκληραίνω το μέτωπο από το
τρίψιμο, δηλ. σκληραίνομαι, γίνομαι αναίσθητος, σε Στράβ.
παρα-τροπέω, = παρατρέπω, τί με ταῦτα παρατροπέων ἀγορεύεις; γιατί
μου το λες αυτό, προσπαθώντας να με παραπλανήσεις, σε Ομήρ. Οδ.
παρατροπή, ἡ, I. μέσο αποστροφής, τρόπος αποφυγής, θανάτου, σε Ευρ.
II. αμτβ., παρεκτροπή, σε Λουκ.
437

παράτροπος, -ον, I. αυτός που παρεκτρέπεται, παράνομος, αλλόκοτος,


ασυνήθιστος, σε Πλούτ. II. Ενεργ., αυτός που αποφεύγει κάτι, με γεν., σε
Ευρ.
παρα-τροχάζω, ποιητ. αντί παρατρέχω, έρχομαι τρέχοντας, τινά, σε Ανθ.·
περνώ δίπλα ή πάνω από, προσπερνώ, αφήνω απαρατήρητο, στο ίδ.
παρα-τρώγω, μέλ. -τρώξομαι, αόρ. βʹ -ἔτραγον· δαγκώνω στα πλάγια,
τσιμπώ λίγο-λίγο, παίρνω κομμάτι από κάτι, με γεν., σε Αριστοφ.
παρα-τρωπάω, ποιητ. αντί παρατρέπω, θεοὺς θυέεσσι παρατρωπῶσ'
ἄνθρωποι, παίρνω πίσω, καταπραΰνω το θυμό των θεών με θυσίες, σε
Ομήρ. Ιλ.
παρα-τυγχάνω, μέλ. -τεύξομαι, αόρ. βʹ παρέτυχον 1. τυχαίνει να είμαι
κοντά, βρίσκομαι ανάμεσα σε άλλους, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· παρατυγχάνω
τῷ λόγῳ τῷ πάθεϊ, είμαι παρών σε..., Λατ. interesse, σε Ηρόδ. 2. απόλ.,
τυχαίνει να είμαι παρών, στον ίδ.· λέγεται για ένα πράγμα, προσφέρω αυτό
το ίδιο, παρατυχούσης τινός σωτηρίας, σε Θουκ. 3. συχνά στη μτχ.
παρατυχών, όποιος έτυχε να είναι δίπλα, δηλ. ο πρώτος τυχών, κάθε
τυχαίος άνθρωπος, σε Θουκ.· ομοίως, τὸ παρατυγχάνον ή παρατυχόν,
οτιδήποτε εμφανίζεται ή τυχαίνει, πρὸς τὸ παρατυγχάνον, καθώς οι
συνθήκες το απαιτούν, στον ίδ.· ονομ. απόλ., ἐν τῷ παρατυχόντι, στον ίδ.·
παρατυχόν, ενώ ήταν στην εξουσία μου, αφού ήταν στο χέρι μου να το
κάνω, με απαρ., σε Θουκ.
παρ-αυγάζω, μέλ. -σω, φωτίζω λίγο — Παθ., είμαι φωτισμένος, σε
Στράβ.· λέγεται και για τον ήλιο, στον ίδ.
παρ-αυδάω, μέλ. -ήσω, I. μιλώ έτσι ώστε να παρηγορήσω ή να
ενθαρρύνω, σε Ομήρ. Οδ.· μὴ ταῦτα παραύδα, μη μου μιλάς γι' αυτό, στο
ίδ. II. με αιτ. πράγμ., μιλώ ελαφρά, αψήφιστα για κάτι, μὴδή μοι θάνατόν
γε παραύδα, σε Ομήρ. Οδ.
παρ-αυλίζω, βρίσκομαι δίπλα σ' ένα μέρος, με δοτ., σε Ευρ.
πάρ-αυλος, -ον (αὐλή), αυτός που κατοικεί δίπλα, πάραυλον οἰκίζειν τινά,
τοποθετώ κάποιον στα σύνορα της χώρας, σε Σοφ.· βοὴ πάραυλος, φωνή
που έφτασε εδώ δίπλα, στον ίδ.
πάραυτᾰ, επίρρ. αντί παρ' αὐτά (ενν. τὰ πράγματα), με παρόμοιο τρόπο,
Λατ. perinde ή (όπως σε άλλους) = παραυτίκα, στην αρχή, σε Αισχίν., Δημ.
παρα-αυτίκᾰ, επίρρ., 1. αμέσως, αυτοστιγμεί, ευθύς, Λατ. illico, σε
Ηρόδ.· επίσης, τὸ παραυτίκα, στον ίδ.· ἐν τῷ παραυτίκα, σε Θουκ. 2. μαζί
με κύρια ονόματα χρησιμοποιείται για τη δήλωση σύντομης διάρκειας,
Ἅιδηντὸν παραυτίκα, θάνατος παρών, σε Ευρ.· ἡ παραυτίκα λαμπρότης,
στιγμιαία μεγαλοπρέπεια, σε Θουκ.· ἡ παραυτίκα ἐλπίς, στον ίδ.
παρ-αυχένιος, -η, -ον, αυτός που κρεμιέται από τον λαιμό, σε Ανθ.
παρα-φᾰγεῖν, απαρ. αορ. βʹ του παρεσθίω.
παρα-φαίνω, ποιητ. παρ-φ-, I. 1. αποκαλύπτω πλαγίως ή ξεσκεπάζοντας,
σε Ησίοδ. 2. περπατώ πλησίον και φέγγω, φωτίζω το μέρος προς κάποιο
438

τόπο, σε Αριστοφ. II. Παθ., εμφανίζομαι πλαγίως, αποκαλύπτομαι, σε


Πλάτ.
παράφᾰσις, ἡ (παράφημι), μόνο στους ποιητ. τύπους παραίφασις,
πάρφασις· 1. ομιλία, ενθάρρυνση, παραμυθία, σε Ομήρ. Ιλ. 2. θέλγητρο,
πειθώ, λέγεται για την ζώνη της Αφροδίτης, στο ίδ.· δόλος, απάτη, σε Πίνδ.
παρα-φέρω, ποιητ. παρ-φέρω, μέλ. -οίσω·
Α. I. 1. φέρνω στην πλευρά κάποιου, παραδίδω, παραθέτω μπροστά σε
κάποιον, σε Ηρόδ., Ξεν.· παραφέρω τὰς κεφαλάς, εκθέτω, παρουσιάζω
αυτές, σε Ηρόδ. — Παθ., είμαι τοποθετημένος πάνω στο τραπέζι, στον ίδ.
2. φέρνω μπροστά ως επιχείρημα στη συζήτηση, παραφέρω ἐς μέσον, στον
ίδ.· αναφέρω, ισχυρίζομαι, μνημονεύω, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 3. παραδίδω,
μεταβιβάζω, σε Ευρ. II. φέρνω δίπλα, τί τινι, στον ίδ. III. 1. φέρνω πέρα ή
μακριά, σε Πλάτ.· παραφέρω τὴν χεῖρα, κουνώ το χέρι, γνέφω, σε Δημ. —
Παθ., μεταφέρομαι πέρα ή μακριά, σε Θουκ.· τοῦ χειμῶνος
παραφερομένου, καθώς ο χειμώνας περνούσε, σε Πλούτ. 2. αποστρέφω,
τὴν ὄψιν παραφέρω τινός, σε Ξεν.· βάζω μακριά, παραμερίζω, σε Κ.Δ. 3.
στρέφω σε λάθος κατεύθυνση, σε Δημ. — Παθ., κινούμαι προς λάθος
κατεύθυνση, λέγεται για παραλυμένα άκρα, σε Αριστ. 4. οδηγώ μακριά
από, παροδηγώ, σε Πλάτ. IV.παρασύρω, λέγεται για ποτάμι, σε Πλούτ. —
Παθ., παρασύρομαι μακριά, σε Ανθ. V. αφήνω να περάσει, Λατ.
praetermittere, τὰς ὥρας παρηνέγκατε τῆς θυσίας, σε Χρησμ. παρά Δημ. —
Παθ., παρασύρομαι, διαφεύγω, σε Ξεν. Β. αμτβ., πηγαίνω παραπέρα ή
παρέρχομαι, ἡμερῶν ὀλίγων παρενεγκουσῶν, ἡμέρας οὐ πολλὰς
παρενεγκούσας, λίγες μέρες πέρασαν, λίγο ή πολύ, σε Θουκ.
παρα-φεύγω, διαφεύγω διερχόμενος δίπλα ή πιο πέρα, παρφυγέειν (Επικ.
απαρ. αορ. βʹ), σε Ομήρ. Οδ.
παρά-φημι, ποιητ. παραί-φημι και πάρ-φημι, 1. μιλώ ευγενικά,
συμβουλεύω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., πείθω, καταπραΰνω, με αιτ.,
σε Όμηρ. 2. μιλώ απατηλά ή ψεύτικα, σε Πίνδ.· και στη Μέσ., στον ίδ.
παρα-φθάνω[ᾰ], αόρ. βʹ παρέφθην, Ενεργ. μτχ. και Μέσ. παραφθάς, -
φθάμενος· προφταίνω, προλαμβάνω, ξεπερνώ, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰδ' ἄμμε
παραφθαίησι πόδεσσι (γʹ ενικ. Επικ. ευκτ.), στο ίδ.
παρα-φθέγγομαι, μέλ. -φθέγξομαι, 1. αποθ., προσθέτω τροποποιητικό όρο
σε ομιλία, μιλώ εν παρόδω, μιλώ ασυνάρτητα, σε Πλάτ. 2. διακόπτω, σε
Πλούτ.
παραφορά, ἡ (παραφέρομαι), παράσυρση, παραφέρσιμο· λέγεται για το
μυαλό, διαταραχή, παραφροσύνη, σε Αισχύλ.
παρα-φορέω, μέλ. -ήσω, = παραφέρω, τοποθετώ εμπρός, τί τινι, σε
Αριστοφ. — Παθ., σε Ηρόδ.
παράφορος, -ον (παραφέρομαι)· 1. αυτός που παραφέρεται,
παρεκτρέπεται, σε Πλούτ. 2. περιπλανώμενος, που παραπαίει, που
τρικλίζει, σε Ευρ., Λουκ. 3. τρελός, αλλόφρων, σε Πλούτ., Λουκ.
439

παράφραγμα, τό, πρόχωμα στην κορυφή ενός λόφου, μόνο στον πληθ., σε
Θουκ.· σε πλοίο, τα περιφράγματα, κουπαστές, στον ίδ.· χαμηλό
παραπέτασμα, σε Πλάτ.
παρα-φράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κλείνω, φράζω με πρόχωμα,
οχυρώνω, σε Πολύβ.
παρα-φρονέω (παράφρων), είμαι εκτός λογικής, διαταραγμένος ή τρελός,
σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ποιητ. παραιφρ-, σε Θεόκρ.
παραφρονία, ἡ, = παραφροσύνη, σε Κ.Δ.
παραφρόνιμος, -ον, = παράφρων, σε Σοφ.
παραφροσύνη, ἡ (παράφρων), διαταραχή, σε Πλάτ.
παρα-φρουρέω, μέλ. -ήσω, φρουρώ δίπλα σε κάποιον, με αιτ., σε Στράβ.
παρά-φρων, -ον (φρήν), αυτός που εκτρέπεται από τη λογική, νοητικά
διαταραγμένος, τρελός, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
παραφυάς, -άδος, ἡ (παραφύομαι), παρακλάδι, σε Αριστ.
παραφυής, -ές, αυτός που αναπτύσσεται δίπλα, παραφυές, τό = παραφυάς,
σε Αριστ.
παραφῠλᾰκή, ἡ, φρουρά, φύλαξη, φυλακή, σε Πολύβ.
παρα-φῠλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω· 1. φυλάσσω πλησίον, φρουρώ
στενά, κοιτάζω προσεκτικά, σε Ξεν. κ.λπ. 2. Μέσ., βρίσκομαι σε
επιφυλακή, σε Πλάτ.
παρα-φύομαι, Παθ. με Ενεργ. παρακ. -πέφῡκα, και αόρ. βʹ ἔφυν,
αναπτύσσομαι δίπλα ή στην άκρη, σε Ηρόδ.
παρα-χᾰλάω, μέλ. -άσω [ᾰ], χαλαρώνω στα πλευρά· λέγεται για πλοίο,
αφήνω να μπει νερό, εισρέω, σε Αριστοφ.
παρα-χᾰράσσω, Αττ. -ττω, χαράσσω με ψεύτικη σφραγίδα,
πλαστογραφώ, σε Λουκ.
παρα-χειμάζω, μτχ. παρακ. -κεχειμακώς, περνώ το χειμώνα μέσα ή σε
κάποιο μέρος, σε Δήμ. κ.λπ.
παραχειμᾰσία, ἡ, ξεχειμώνιασμα σ' ένα μέρος, σε Πολύβ.
παρ-αχελῳίτης[ῑ], ὁ, ο κάτοικος δίπλα στον Αχελώο, σε Στράβ.· θηλ.
παραχελωῖτις, -ιδος (ενν. χώρα), η περιοχή κατά μήκος του Αχελώου, σε
Στράβ.
παρα-χέω, μέλ. -χεῶ, αόρ. αʹ -έχεα, παρακ. -κέχῠκα· I. χύνω κάτι δίπλα,
ρίχνω μέσα, σε Ηρόδ. II. 1. λέγεται για στερεά σώματα, συσσωρεύομαι
στην άκρη, στον ίδ. 2. Παθ., βρίσκομαι κοντά, λέγεται για χώρα, σε Πλούτ.
παρα-χράομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., I. 1. χρησιμοποιώ ακατάλληλα, κάνω
κακή χρήση, κακομεταχειρίζομαι, με δοτ., σε Πολύβ. 2. παραχράομαι ἔς
τινα, φέρομαι λανθασμένα ή ανέντιμα σε κάποιον, σε Ηρόδ. II. ἐκ
παρέργου χράομαι, αντιμετωπίζω με περιφρόνηση, περιφρονώ, απαξιώ, με
αιτ., στον ίδ.· Ιων. μτχ. παραχρεώμενοι, λέγεται για ορμητικούς
πολεμιστές, που δεν φροντίζουν καθόλου για την ζωή τους, στον ίδ.
παραχρῆμα, επίρρ. αντί παρὰ τὸ χρῆμα, αμέσως, πάραυτα, παρευθύς, σε
Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· με άρθρο, τὸ παραχρῆμα, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐκ ή ἀπὸ τοῦ
440

παράχρημα, αυτοσχέδιος, πρόχειρος, άμεσος, σε Ξεν.· ἐν τῷ παραχρῆμα,


σε Πλάτ. κ.λπ.· ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν, σε Θουκ.
παρα-χρηστηριάζω, μέλ. -σω, δίνω λανθασμένο χρησμό, σε Στράβ.
παρά-χροος, -ον, συνηρ. -χρους, -ουν (χρόα), αυτός που έχει ψεύτικο ή
αλλαγμένο χρώμα, άχρωμος, ξεθωριασμένος, σε Λουκ.
παρα-χρώννῡμι, μέλ. -χρώσω, διαφθείρω τη μουσική μέσω της ἁρμονίας
χρωματικῆς, σε Αριστ.
παράχωμα, τό, σωρός χώματος που χρησιμεύει ως ανάχωμα, τάφρος, σε
Στράβ.
παρα-χώννῡμι, μέλ. -χώσω, συσωρεύω χώμα στα πλάγια, σε Ηρόδ.
παρα-χωρέω, μέλ. -ήσομαι, αργότερα -ήσω, 1. πηγαίνω παράμερα, κάνω
χώρο, δίνω τόπο, αποχωρώ, σε Αριστοφ. κ.λπ.· παραχωρέω τινί, υποχωρώ
σε, υποκύπτω, υποτάσσω, σε Πλάτ. κ.λπ.· παραχωρέω τινός, αποσύρομαι
από, σε Δημ. 2. στέκομαι στην άκρη του δρόμου για κάποιον ως ένδειξη
σεβασμού, ὁδοῦ παραχωρέω πρεσβυτέρῳ, σε Ξεν.· παραχωρέω τινι τοῦ
βήματος, σε Αισχίν.· τῇ πόλει παραχωρῶ τῆς τιμωρίας, αφήνω το έργο της
τιμωρίας στην πόλη, σε Δημ. 3. παραχωρώ ένα πράγμα, με αιτ., σε Πλάτ.
παραχώρησις, ἡ, υποχώρηση· με γεν., αποχώρηση από, τῆς ἀρχῆς, σε
Πλούτ.
παραχωρητέον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποχωρήσει, σε Ξεν.
παρα-ψάλλω, αγγίζω ελαφρά, σε Πλούτ.
παρα-ψελλίζω, μέλ. -σω, ψελλίζω μέρος της αλήθειας, σε Στράβ.
παραψῠχή, ἡ, αναψυχή, αναζωογόνηση, παραμυθία, σε Ευρ.· ἀλγέων
παραψυχή, στον ίδ.· παραψυχὴ τῷ πένθει, σε Δημ.
παραψύχω[ῡ], ψύχω ελαφρά· μεταφ., παρηγορώ, καταπραΰνω, σε Θεόκρ.
παρατέμνω, Επικ. αντί παρατέμνω· παρτᾰμών, αντί παραταμών, μτχ. αορ.
βʹ.

Με την πρόθεση περι- εντοπίζονται 517 λήμματα

περί, πρόθ. με γεν. δοτ. και αιτ.· ριζική σημασία, επί τόπου, ολόγυρα,
αντίθ. το ἀμφί σημαίνει κυρίως και στις δύο πλευρές.
Α. ΜΕ ΓΕΝ.· I. 1. λέγεται για τόπο, πέριξ, ολόγυρα, Λατ. circum, σε Ομήρ.
Οδ. 2. γύρω, πλησίον, περὶ σοῦ πάντα γένοιτο ῥόδα , σε ελληνικές
επιγραφές. II. λέγεται για αιτία, σημαίνει το σκοπό σχετικά με ή για τον
οποίο κάποιος κάνει κάτι. 1. με ρήμ. που σημαίνουν μάχομαι ή πολεμώ,
μάχεσθαι περὶ πτόλιος, σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ Πατρόκλοιο θανόντος, στο ίδ.·
ομοίως, τρέχειν περὶ ἐωυτοῦ, περὶ τῆς ψυχῆς, σε Ηρόδ. 2. περί, για, με
σκοπό να, μερμηρίζειν περί τινος, σε Ομήρ. Ιλ.· φροντίζειν περί τινος, σε
441

Ηρόδ. 3. με ρήμ. που σημαίνουν άκουσμα, γνώση, ομιλία, σχετικά με, ως


προς, Λατ. circa, de, περὶ νόστου ἄκουσα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 4. πιο πολύ
σχετικά με το κίνητρο παρά με το αντικείμενο, περὶ ἔριδος μάρνασθαι,
μάχομαι εξαιτίας μεγάλης έχθρας, σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ τῶνδε, γι' αυτούς τους
λόγους, στο ίδ. 5. σχετικά, για να, σε σχέση με, οὕτως ἔσχε περὶ τοῦ
πρήγματος τούτου, σε Ηρόδ.· ομοίως, τὰ περί τινος, οι σχετικές μ' αυτόν
περιστάσεις, σε Θουκ.· επίσης χωρίς το άρθρο, ἀριθμοῦ πέρι, σχετικά με
τον αριθμό, σε Ηρόδ. III. όπως Λατ. prae, πριν, πάνω από, πέρα, περὶ
πάντων ἔμμεναι ἄλλων, σε Ομήρ. Ιλ.· τετιμῆσθαι περὶ πάντων, στο ίδ.·
κρατερὸς περὶ πάντων, σε Όμηρ.· μ' αυτή τη σημασία συχνά χωρίζεται από
τη γεν., περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων, στη φρόνηση ξεπερνά τους άλλους, σε
Ομήρ. Ιλ. IV.για να δηλώσει αξία, περὶ πολλοῦ ἐστιν ἡμῖν, είναι πολύ άξιος
για εμάς, σε Ηρόδ.· περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαί τι, θεωρώ κάτι άξιο, δηλ. πολύ
σπουδαίο, Λατ. magni facere, στον ίδ.· περὶ πλείστου ἡγεῖσθαι, σε Θουκ.
Β. ΜΕ ΔΟΤ.· I. 1. λέγεται για τόπο, γύρω από, τριγύρω, λέγεται για
ιματισμό, οπλισμό, κ.τ.λ.· ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα, σε Ομήρ. Ιλ.·
κνημῖδας περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν, στο ίδ.· περὶ δ' ἔγχεϊ... καμεῖται, θα
κουραστεί κρατώντας το δόρυ, στο ίδ.· περὶ δουρὶ πεπαρμένος, τρυπήθηκε
απ' αυτό, καρφώθηκε απ' αυτό, στο ίδ.· πεπτῶς περὶ ξίφει, σε Σοφ. 2.
λέγεται για πολεμιστή που στέκεται πάνω από ή τριγυρίζει γύρω από νεκρό
ή συμπολεμιστή για να τον υπερασπιστεί, (βλ. ἀμφιβαίνω, περιβαίνω),
Αἴας, περὶ Πατρόκλῳ βεβήκει, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. λέγεται για αιτία, σχεδόν
όπως η περὶ, με γεν., λέγεται για αντικείμενο για το οποίο ή σχετικά με το
οποίο κάποιος μάχεται, μαχήσασθαι περὶ δαιτί, σε Ομήρ. Οδ.· περὶ τοῖς
φιλτάτοις κυβεύειν, σε Πλάτ. 2. ομοίως επίσης χρησιμοποιείται με ρήμ. που
σημαίνουν φόβο, ἔδεισεν δὲ περὶ ξανθῷ Μενελάῳ, σε Ομήρ. Ιλ.· δεῖσαι περὶ
τῷ χωρίῳ, σε Θουκ. 3. γενικά, λέγεται για αιτία ή αφορμή, για, με σκοπό
να, εξαιτίας, Λατ. prae, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς, σε Ηρόδ.· περὶ
σφίσιν αὐτοῖς πταίειν, σε Θουκ. I. στους Ποιητές επίσης, περὶ δείματι, για
φόβο, σε Πίνδ.· περὶ τάρβει, περὶ φόβῳ, σε Αισχύλ. Γ. ΜΕ ΑΙΤ.· I. 1.
λέγεται για τόπο, κυρίως αναφέρεται στο αντικείμενο γύρω από το οποίο
γίνεται η κίνηση, περὶ βόθρον ἐφοίτων, έρχονταν κατά πλήθη γύρω από το
λάκκο, σε Ομήρ. Οδ.· ἄστυ πέρι διώκειν, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, κοντά,
ἑστάμεναι περὶ τοῖχον, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ περὶ Πηνειὸν ναίεσκον, στο ίδ.· περὶ
τὴν κρήνην, κάπου κοντά σ' αυτή, σε Πλάτ.· ἡ περὶ Λέσβον ναυμαχία, η
ναυμαχία στα ανοιχτά της Λέσβου, σε Ξεν. 2. λέγεται για πρόσωπα που
βρίσκονται γύρω από κάποιον, οἱ περί τινα, η συνοδεία κάποιου,
ακόλουθοι, βοηθοί, σύντροφοι, οἱ περὶ τὸν Πείσανδρον πρέσβεις, σε Θουκ.·
οἱ περὶ Ἡράκλειτον, οι μαθητές του, σε Πλάτ.· οἱ περὶ Ἀρχίαν πολέμαρχοι,
ο Αρχίας και οι πολεμικοί συνεργάτες του, σε Ξεν.· έπειτα, οἱ περί τινα,
442

περιφραστικά αντί του προσώπου του ιδίου, σε Πλούτ. 3. λέγεται για το


αντικείμενο με το οποίο κάποιος ασχολείται ή σχετίζεται, περὶ δόρπα
πονεῖσθαι, σε Όμηρ.· εἶναι ή γίγνεσθαι περί τι, σε Θουκ. κ.λπ.· ὁ περὶ τὸν
ἵππον, ιπποκόμος, σε Ξεν. 4. σημαίνει κίνηση γύρω ή σε ένα μέρος, περὶ
νῆσον ἀλώμενοι, περιπλάνηση γύρω από το νησί, σε Ομήρ. Οδ.· χρονίζειν
περὶΑἴγυπτον, σε Ηρόδ. 5. σχετικά, σε περίπτωση που, τὰ περὶ τὴν Αἴγυπτον
γεγονότα, σε Ηρόδ.· εὐσεβεῖν περὶ θεούς, σε Πλάτ.· επίσης χωρίς ρήμα,
σχετικά, από την άποψη, σε σχέση με, πονηρὸς περὶ τὸ σῶμα, σε Πλάτ.·
ἀκόλαστος περὶ ταῦτα, σε Αισχίν.· τὰ περὶ τὰς ναῦς, οι ναυτικές εργασίες,
σε Θουκ.· τὰ περὶ τοὺς θεούς, σε Ξεν. κ.λπ. II. 1. λέγεται για χρόνο, περὶ
λύχνων ἁφάς, περίπου την ώρα που ανάβουν τους λύχνους, σε Ηρόδ.· περὶ
μέσας νύκτας, περίπου τα μεσάνυχτα, σε Ξεν.· περὶ ἡλίου δυσμάς, στον ίδ.
2. λέγεται για αριθμούς που δόθηκαν χωρίς ακρίβεια, περὶ ἑβδομήκοντα,
περίπου εβδομήντα, σε Θουκ. Δ. ΘΕΣΗ· η περί μπορεί να ακολουθεί το
ουσ. όταν γίνεται αναστροφή, ἥν περι, ἄστυ πέρι. Ε. Απόλ. ως επίρρ., I.
γύρω, ολόγυρα, επίσης κοντά, δίπλα, σε Όμηρ. II. 1. μπροστά ή υπεράνω
των άλλων, στην οποία περίπτωση συνήθως παθαίνει αναστροφή, Τυδεΐδη,
πέρι μέν σε τίον Δαναοί, σε Ομήρ. Ιλ.· πέρι κέρδεα οἶδεν, σε Ομήρ. Οδ. 2.
περὶ κῆρι, από τα βάθη της καρδιάς, από καρδιάς, περὶ κῆρι φιλεῖν, σε
Ομήρ. Ιλ.· περὶ κῆρι χολοῦσθαι, στο ίδ.· ομοίως, περὶ σθένεϊ, στο ίδ. 3.
επιτετ. περὶ πρό, όπου η περί ανακτά την προφορά της, στο ίδ. ΣΤ. ΣΤΑ
ΣΥΝΘ.· απαντούν όλες οι κύριες σημασίες· I. ολόγυρα, όπως στο
περιβάλλω, περιβλέπω, περιέχω. II. λέγεται για επιστροφή στο ίδιο σημείο,
γύρω, όπως σε περιάγω, περιβαίνω, περιστρέφω. III. υπέρ, μπροστά, όπως
στο περιγίγνομαι, περιτοξεύω· επίσης πέρα από το μέτρο, πολύ,
υπερβολικά, όπως στο περικαλλής, περιδείδω, όπως Λατ. per-in permultus,
pergatus. IV. σπανίως = ἀμφί, όπως στο περιδέξιος. Ζ. ΠΡΟΣΩΔΙΑ· αν
και το ι στην περί είναι βραχύ, η περί δεν παθαίνει έκθλιψη. Οι εξαιρέσεις
στον κανόνα αυτό είναι λίγες.
περι-αγγέλλω, μέλ. -αγγελῶ, I. 1. αναγγέλλω με μηνύματα προς διάφορες
κατευθύνσεις, σε Θουκ. 2. απόλ., στέλνω ή μεταφέρω ένα μήνυμα γύρω,
σε Ηρόδ. II. με δοτ. προσ. και απαρ., στέλνω διαταγές προς διάφορες
διευθύνσεις για να εκτελέσουν κάτι, περιήγγελλον ταῖς πολεσι στρατιὰν
παρασκευάζεσθαι, σε Θουκ. κ.λπ.· με το απαρ. να παραλείπεται, ναῦς
περιήγγελλον, Λατ. imperabant naves, στον ίδ.
περιᾰγείρω, τριγυρίζω και μαζεύω χρήματα — Μέσ., κάνω το ίδιο για
λογιαριασμό κάποιου άλλου, σε Πλάτ.
443

περιᾱγής, -ές (περιάγνυμι)· I. σπασμένος σε κομμάτια, σε Ανθ. II. =


περιηγής, αρκετά στρογγυλός, στο ίδ.
περι-αγνίζω, μέλ. -σω, εξαγνίζω τα πάντα ολόγυρα μου, σε Λουκ.
περι-άγνῡμι, μέλ. -άξω, κάμπτω και σπάζω ολόγυρα — Παθ., ὂψ
περιάγνυται, η φωνή παρηχεί ολόγυρα, δηλ. απλώνεται ολόγυρα, σε Ομήρ.
Ιλ.
περι-άγω, μέλ. -ξω, I. 1. οδηγώ ή περιφέρω, σε Ηρόδ. 2. οδηγώ κάποιον
μαζί μου, τον έχω πάντα κοντά μου, σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. 3.
περιφέρω, περιστρέφω, τὴν κεφαλήν, σε Αριστοφ. κ.λπ.· περιάγω τὴν
σκυταλίδα, στρίβω μέχρις ότου να σφίξει η θηλειά, σε Ηρόδ. 4. αναβάλλω,
σε Λουκ. 5. φέρνω γύρω σ' ένα σημείο, πρός τι, σε Αριστ. κ.λπ. II. με αιτ.
τόπου, πηγαίνω ολόγυρα, περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ, σε Ηρόδ.· περιάγω
τὰς πόλεις, σε Κ.Δ.
περιᾰγωγεύς, ὁ, εργάτης για την περιστροφή της άγκυρας, σε Λουκ.
περιᾰγωγή, ἡ, περιφορά, περιστροφή, σε Πλάτ.
περι-ᾴδω, μέλ. -άσομαι, περιφέρομαι τραγουδώντας, σε Λουκ.
περιαιρετός, -ή, -όν, αυτός που μπορεί κάποιος να αφαιρέσει, σε Θουκ.
περι-αιρέω, μέλ. -ήσω, παρατ. -ῄρηκα, αόρ. βʹ περι-εῖλον, απαρ. -ελεῖν· I.
αφαιρώ κάτι που περιβάλλει, αφαιρώ εξωτερικό περίβλημα, παίρνω
μακριά, αφαιρώ από, τὰ τείχη, σε Ηρόδ., Θουκ.· περιαιρέω τὸν κέραμον,
αφαιρώ το πήλινο αγγείο μέσα στο οποίο περιχύθηκε ο χρυσός, σε Ηρόδ.
— Μέσ., αφαιρώ από τον εαυτό μου, περιαιρέω τὴν κυνέην, βγάζω την
περικεφαλαία μου, σε Ηρόδ.· βιβλίον περιαιρεόμενος, αφαιρώ (το
κάλυμμα) από μια επιστολή, δηλ. την ανοίγω, στον ίδ.· αλλά η Μέσ. συχνά
όπως ακριβώς η Ενεργ., αφαιρώ από, παίρνω μακριά, σε Ξεν., Πλάτ. —
Παθ., αφαιρούμαι, τοῦ ἄλλου περιῃρημένου, όταν το υπόλοιπο έχει
αφαιρεθεί, σε Θουκ. II. Παθ. επίσης με αιτ. πράγμ., στερούμαι κάποιου
πράγματος, περιῃρημένοι χρήματα καὶ συμμάχους, σε Δημ.· τοὺς
στεφάνους περιῄρηνται, στον ίδ.
περιακτέον, ρημ. επίθ. του περιάγω, αυτός που πρέπει να τον περιφέρουν,
σε Πλάτ.
περι-αλγέω, στεναχωριέμαι πάρα πολύ για, τινί, σε Θουκ.
περι-αλγής, -ές (ἄλγος), αυτός που είναι πολύ στενοχωρημένος,
περίλυπος, σε Πλάτ.
444

περι-ᾰλείφω, μέλ. -ψω, αλείφω ολόγυρα, γύρω παντού, πασαλείφω, σε


Αριστοφ.
περίαλλος, -ον, αυτός που βρίσκεται μπροστά από όλους τους άλλους· ως
επίρρ. περίαλλα, πριν απ' όλα, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.· υπερβολικά, σε Σοφ.
περι-ᾰλουργός, -όν, αυτός που έχει βυσσινί χρώμα, κακοῖς περιαλουργός,
διπλοβαμμένος, βαμμένος άσχημα, σε Αριστοφ.
περίαμμα, -ατος, τό (περιάπτω), οτιδήποτε φοριέται πάνω σε κάποιον,
περίαπτο, φυλαχτό, βασκάνιο, χαϊμαλί, σε Ανθ.
περι-αμπέχω, μέλ. -αμφέξω, αόρ. βʹ -ήμπεσχον· επίσης, περιαμπίσχω,
παρατ. -ήμπισχον· I. περιβάλλω, περιαμπέχω τινά τι, βάζω κάτι γύρω ή
πάνω από κάποιον, σε Αριστοφ. — Μέσ., περιβάλλομαι, περικαλύπτομαι,
σε Πλάτ. II. καλύπτω ολόγυρα, στον ίδ.
περι-ᾰμύνω[ῡ], υπερασπίζω ή φυλάσσω ολόγυρα, περιφρουρώ παντού, σε
Πλούτ.
περί-απτος, -ον, κρεμασμένος ολόγυρα· ως ουσ., περίαπτον τό =
περίαμμα, σε Πλάτ.· προσάρτημα, σε Αριστ.
περι-άπτω, μέλ. -ψω, I. 1. δένω, προσδένω, εξαρτώ γύρω ή πάνω,
εφαρμόζω, γυίοις φάρμακα περάπτων (Αιολ. τύπος), σε Πίνδ. — Μέσ.,
θέτω γύρω από τον εαυτό μου, φορώ πάνω μου, σε Πλάτ. 2. μεταφ.,
περιάπτω τιμάς, αἶσχός τινι, προσάπτω σε κάποιον, σε Αριστοφ.· ἀντὶ
καλῆς (δόξης) αἰσχρὰν περιάπτω τῇ πόλει, σε Δημ. II. ανάβω φωτιά
ολόγυρα ή στη μέση, σε Κ.Δ.
περι-αρμόζω, προσαρμόζω κάτι σε κύκλο, τί τινι, σε Πλούτ.
περι-αρτάω, μέλ. -ήσω, αναρτώ ολόγυρα ή πάνω σε κάτι — Παθ., είμαι
κρεμασμένος ολόγυρα ή πάνω σε, με δοτ., είμαι αναρτημένος, σε Πλούτ.
περι-αστράπτω, μέλ. -ψω, αστράπτω ολόγυρα, με αιτ., σε Κ.Δ.
περι-ασχολέω, μέλ. -ήσω, είμαι απασχολημένος με κάποιο πράγμα, σε
Λουκ.
περι-αυχένιος, -ον (αὐχήν), αυτός που τοποθετείται γύρω από το λαιμό,
σε Ηρόδ.
περ-ίαχε, Επικ. αντί περι-ίαχε, γʹ ενικ. παρατ. του περιιάχω.
περι-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, αόρ. βʹ περι-έβην, Επικ. περί-βην· I. βαδίζω
ολόγυρα, λέγεται για κάποιον που υπερασπίζεται το νεκρό σύντροφό του
είτε περπατώντας γύρω γύρω απ' αυτόν, είτε, όπως το ἀμφιβαίνω, με το να
στέκεται από πάνω του, απόλ., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., περιβῆναι ἀδελφειοῦ
κταμένοιο, στο ίδ.· επίσης με δοτ., Πατρόκλῳ περιβάς, το ίδ.· ομοίως, περὶ
τρόπιος βεβαῶτα, στέκομαι πάνω από την καρίνα του πλοίου, σε Ομήρ.
Οδ.· με αιτ., περιβαίνω ἵππον, καβαλώ άλογο, σε Πλούτ. II. λέγεται για
ήχο, αντηχώ στα αυτιά κάποιου, σε Σοφ.
445

περι-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, αόρ. βʹ -έβᾰλον· I. 1. ρίχνω ολόγυρα, περὶ χαῖρε


βαλών, έχοντας βάλει τα χέρια του ολόγυρα του, σε Ομήρ. Οδ.· χέρας
περιβάλλω τινί, σε Ευρ.· περὶ δι' ὠλένας δέρᾳ βάλοιμι, στον ίδ.· περιβάλλω
τινὶ δεσμά, σε Αισχύλ.· περιβάλλω, ναῦν περὶ ἕρμα, προσαράζω σε ξέρα,
σε Θουκ. — Μέσ., βάζω κάτι επάνω μου, φορώ, με αιτ. πράγμ., τεύχεα
περιβαλλόμενοι, φόρεσαν τα όπλα τους, σε Ομήρ. Οδ.· περιβάλλω ἔρυμα,
ἕρκος, τείχεα, περιβάλλω κάποιον για να τον υπερασπίσω, περιτειχίζω, σε
Ηρόδ.· με διπλή αιτ., τεῖχος περιβάλλεσθαι πόλιν, χτίζω τείχος γύρω της,
στον ίδ.· σε Παθ. παρακ., έχω τοποθετήσει ένα πράγμα γύρω από κάποιον,
σε Πλάτ.· περιβεβλημένος το τεῖχος, έχει το τείχος γύρω του, στον ίδ. 2.
μεταφ., τοποθετώ κάτι γύρω από ένα πρόσωπο, δηλ. τον περιβάλλω μ'
αυτό, περιβάλλω τινὶ βασιληΐην, τυραννίδα, στον ίδ., Ευρ.· δουλείαν
Μυκήναις, σε Ευρ.· περιβάλλω ἀνανδρίαν τινί, δηλ. κάνω κάποιον άτολμο,
δειλό, στον ίδ. II. αντιστρόφως με δοτ. πράγμ., περιβάλλω, περιστοιχίζω,
περιτριγυρίζω, περιβάλλειν βρόχῳ τὸν αὐχένα, στον ίδ.· μεταφ., περιβάλλω
τινὰ χερσί, εναγκαλίζομαι, στον ίδ.· μεταφ., περιβάλλω τινὰ συμφοραῖς,
κακοῖς, εμπλέκω κάποιον σε συμφορές, δυστυχίες κ.λπ., στον ίδ.· ομοίως
στη Μέσ., περικλείω ή περιβάλλω για την υπεράσπισή μου, σε Ξεν. 2.
περιβάλλω τινὰ χαλκεύματι, περιβάλλω κάποιον με το ξίφος μου, δηλ. τον
διαπερνώ με αυτό, σε Αισχύλ. III. 1. με αιτ. μόνο, περικυκλώνω,
περικλείω, περιβάλλει με σκότος, σε Ευρ.· περιβάλλω τινά, αγκαλιάζω
αυτόν, σε Ξεν.· αλλά επίσης και ενδύω, ντύνω, σε Κ.Δ. — Παθ., τὸ
περιβεβλημένον, περίβολος, περίφρακτος χώρος, σε Ηρόδ. — Μέσ.
ἤλαυνον περιβαλλόμενοι (τὰ ὑποζύγια), περιτριγυρίζοντας, στον ίδ. 2.
φέρνω την πυξίδα γύρω-γύρω, αναστρέφω, με αιτ., ἵπποι περὶ τέρμα
βαλοῦσαι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πλοία, περιβάλλω τὸν Ἄθων, σε Ηρόδ.
κ.λπ. 3. συχνάζω, αγαπώ ένα μέρος, σε Ξεν. IV. 1. Μέσ., προσπαθώ να
κερδίσω προς όφελός μου, στοχεύω, Λατ. affectare, καθώς λέμε
«μηχανεύομαι» ένα πράγμα, περιβάλλω ἑωυτῷ κέρδεα, σε Ηρόδ.·
σωφροσύνης δόξαν περιβάλλω, σε Ξεν.· Παθ. παρακ., έχω την κατοχή ενός
πράγματος, σε Ηρόδ. 2. καλύπτω ή σκεπάζω με λόγια, σε Πλάτ. V.
υπερβάλλω, και επομένως γενικά, υπερέχω, υπερβαίνω, μνηστῆρας
δώροισι, σε Ομήρ. Οδ.· απλώς, περιβάλλω ἀρετῇ, υπερέχω στην αρετή, σε
Ομήρ. Ιλ.
περί-βᾰρυς, -υ, γεν. -εος, αυτός που είναι υπερβολικά βαρύς, σε Αισχύλ.
περιβάς, μτχ. αορ. βʹ του περιβαίνω.
περιβέβλημαι, Παθ. αόρ. του περιβάλλω.
περί-βην, Επικ. αντί περι-έβην, αόρ. βʹ του περιβαίνω.
περιβῆναι, απαρ. αορ. βʹ του περιβαίνω.
περιβιόω, επιζώ, σε Πλούτ.
περί-βλεπτος, -ον, αυτός που παρατηρείται από όλες τις πλευρές,
θαυμάζεται από όλους τους παρατηρητές, σε Ευρ., Ξεν.
446

περῑ-βλέπω, μέλ. -ψω, I. βλέπω ολόγυρα, ατενίζω ολόγυρα, σε Ξεν. κ.λπ.


II. 1. μτβ., βλέπω ολόγυρα προς, πάντας, στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., σε
Κ.Δ. 2. επιζητώ, εξετάζω γύρω για, τινά ή τι σε Λουκ. 3. ατενίζω, θαυμάζω,
σέβομαι, σε Σοφ.· περιβλέπω βίαν, φθονώ, υποπτεύω ή εποφθαλμιώ, σε
Ευρ. — Παθ., περιβλέπεσθαι τίμιον, Λατ. digito monstrari, στον ίδ.
περίβλεψις, -εως, ἡ, ματιά ολόγυρα, κοίταγμα τριγύρω, ακριβής εξέταση,
σε Πλούτ.
περι-βόητος, -ον, ποιητ. περί-βωτος· I. 1. διαδεδομένος,
πολυσυζητημένος, φημισμένος, σε Θουκ., Δημ. 2. με αρνητική σημασία,
διαβόητος, σεσημασμένος, σκανδαλώδης, σε Δημ.· επίρρ. -τως, διαβόητα,
περιβόητα, σε Αισχίν., Δημ. II. αυτός που έρχεται μαζί ή ανάμεσα σε
κραυγές, επιθ. για τον Άρη, σε Σοφ.
περιβόλαιον, τό (περιβάλλω), αυτό το οποίο καλύπτει ή περιβάλλει
κάποιον, κάλυμμα, θανάτου περιβόλαια, καλύμματα νεκρού, σε Ευρ.·
περιβόλαιον σαρκὸς ἡβῶντα, νεανικά περιβλήματα σαρκός, δηλ. νιάτα,
νεανική ηλικία, στον ίδ.· κάλυμμα άρματος ή δίφρου, σε Πλούτ.
περιβολή, ἡ (περιβάλλω),· I. οτιδήποτε περιβάλλει, περίβλημα, περιβολή,
σε Πλάτ.· χειρῶν περιβολαί, εναγκαλισμοί, σε Ευρ.· ομοίως περιβολαί
μόνο, σε Ξεν.· περιβολαὶ χθονός, δηλ. ο τάφος, σε Ευρ.· περιβολὴ (ξίφεος),
θήκη, στον ίδ.· απόλ. λέγεται για τα τείχη γύρω από την πόλη, ἑπτάπυργοι
περιβολαί, στον ίδ. II. 1. χώρος που περιφράζεται, περιφέρεια, επικράτεια,
οἰκίης μεγάλης περιβολή, σπίτι με μεγάλη έκταση, σε Ηρόδ. 2. περιφέρεια,
περίμετρος, σε Θουκ.· π. ποιεῖσθαι, κάνω κυκλική διαδρομή, σε Ξεν. ΙΙI.
μεταφ., 1. αγώνας, προσπάθεια, τῆς ἀρχῆς, Λατ. affectatio imperii, στον ίδ.
2. ἡ περιβολὴ τοῦ λόγου, όλη η έκταση της υπόθεσης, το μήκος και μάκρος
αυτής, σε Ισοκρ.
περίβολος, -ον (περιβάλλω), I. περιβεβλημένος, περιφραγμένος,
περικυκλωμένος, σε Ευρ. II. 1. ως ουσ. περίβολος, ὁ, = περιβολή, ἐχίδνης
περίβολοι, το δηλητήριο ή το κουλούριασμα του ερπετού, στον ίδ.· στον
πληθ., τα τείχη γύρω από την πόλη, σε Ηρόδ., Ευρ.· ομοίως στον ενικ., σε
Θουκ. 2. περίφραγμα, περιφέρεια, περίμετρος, περίβολος νεωρίων, σε
Ευρ.· λέγεται για ναό, περίβολος, σε Πλούτ.
περι-βόσκω, βόσκω ολόγυρα — Παθ., λέγεται για βοοειδή, με αιτ., σε
Λουκ.
περι-βρᾰχῑόνιος, -α, -ον (βραχίων), αυτός που βρίσκεται γύρω ή πάνω
στο χέρι, σε Πλούτ.· περιβραχιόνιον τό, περιβραχιόνιο ή μέρος οπλισμού
για το χέρι, σε Ξεν.
περι-βρύχιος[ῠ], -α, -ον, αυτός που καταποντίζεται από το φούσκωμα των
κυμάτων ολόγυρα, οἴδματα περιβρύχια, κύματα που καταπίνουν το ένα το
άλλο, δηλ. κύμα πάνω στο κύμα, σε Σοφ.
περι-βύω, μέλ. -βύσω [ῠ], στουπώνω, βουλώνω, τί τινι, σε Λουκ.
περίβωτος, -ον, ποιητ. αντί περιβόητος, σε Ανθ.
447

περι-γίγνομαι, Ιων. και μεταγεν. -γίνομαι [ῑ], μέλ. -γενήσομαι, αόρ. βʹ -


εγενόμην, παρακ. -γέγονα· I. 1. είμαι ανώτερος από τους άλλους,
υπερισχύω, υπερνικώ, υπερέχω, με γεν., ἡνίοχος περιγίγνεται ἡνιόχοιο, σε
Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· σπανίως με αιτ., περιγίγνομαι Ἕλληνας, σε Ηρόδ.· απόλ.,
είμαι ανώτερος, επικρατώ, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ. 2. λέγεται για πράγματα,
ἤν τι περιγένηταί σφι τοῦ πολέμου, αν κέρδιζαν κάποιον προνόμιο στον
πόλεμο, σε Θουκ.· περιγίγνομαι ὑμῖν πλῆθος νεῶν, έχω υπεροχή στον
αριθμό των πλοίων, στον ίδ. II. 1. επιζώ, ξεπερνώ, διασώζομαι, διαφεύγω,
Λατ. salvus evadere, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· οἱ περιγενόμενοι, οι επιζώντες,
σε Ηρόδ.· επίσης με γεν. πράγμ., περιεγένετο τούτου τοῦ πάθεος, επέζησε
της συμφοράς, στον ίδ. 2. λέγεται για πράγματα, περισσεύω, σε Αριστοφ.,
Ξεν. 3. λέγεται για πράγματα επίσης, μένω ως κέρδος ή αποτέλεσμα, ἐκτῶν
μεγίστων κινδύνων μέγισται τιμαὶ περιγίγνονται, σε Θουκ.· περιγίγνεταί τι,
το αποτέλεσμα της υπόθεσης είναι τέτοιο, σε Δημ.
περι-γλᾰγής, -ές (γλάγος), αυτός που είναι γεμάτος γάλα, σε Ομήρ. Ιλ.
περιγληνάομαι, αποθ., (γλήνη), γυρίζω τα μάτια μου ολόγυρα, ατενίζω
ολόγυρα, λέγεται για λιοντάρι, σε Θεόκρ.
περί-γλωσσος, -ον (γλῶσσα), ετοιμόλογος, σε Πίνδ.
περι-γνάμπτω, μέλ. -ψω, παρακάμπτω ένα ακρωτήριο, Μάλειαν, σε Ομήρ.
Οδ.
περίγραμμα, -ατος, τό, γραμμή ζωγραφισμένη γύρω από κύκλο,
ιχνογράφημα, σε Λουκ.
περιγραπτέον, ρημ. επίθ. του περιγράφω, αυτός που μπορεί να χαραχθεί,
να αντιγραφεί, σε Πλάτ.
περι-γραπτός, -όν, σημειωμένος γύρω-γύρω, περιγεγραμμένος, ἐκ
περιγραπτοῦ, από ένα περιγεγραμμένο διάστημα, σε Θουκ.
περιγρᾰφή, ἡ, I. 1. γραμμή περιγεγραμμένη, περίγραμμα, σκίτσο, σε
Πλάτ., Αριστ. 2. περιφέρεια, περίμετρος, σε Αριστ. 3. αυτό που
σημειώνεται με μια γραμμή, περίγραμμα, περιγραφὴ ποδοῖν, σε Αισχύλ. II.
περιβολή, σε Λουκ.
περι-γράφω[ᾰ], μέλ. -ψω· I. 1. σύρω γραμμή ολόγυρα, σημειώνω
ολόγυρα, Λατ. circum scribo, σε Ηρόδ.· περιγράφω κύκλον, σχεδιάζω
κύκλο ολόγυρα, στον ίδ.· απόλ., ζωγραφίζω κύκλο, σε Αριστοφ. 2. ορίζω,
καθορίζω, σε Ξεν. — Παθ., περιεγέγραπτο, έχουν καθοριστεί τα όρια, στον
ίδ. II. γράφω σε περίληψη, φτιάχνω σε περίγραμμα, διατυπώνω σε γενικές
γραμμές, Λατ. delineare, σε Αριστ. III. περικλείω όπως μέσα σε αγκύλες,
ακυρώνω, σε Ανθ.· περιγράφω τινὰ ἐκ πολιτείας, αποκλείω από τα πολιτικά
δικαιώματα, σε Αισχίν.
περιδέδρομα, παρακ. του περιτρέχω.
περι-δεής, -ές (δέος), πολύ δειλός ή φοβιτσιάρης, σε Ηρόδ.· τινος, αυτός
που προέρχεται ή ανήκει σε πρόσωπο ή πράγμα, σε Θουκ.· περιδεὴς μή...,
στον ίδ.· επίρρ. -ῶς, σε μεγάλο φόβο, στο ίδ.
448

περι-δείδω, μέλ. -δείσομαι, αόρ. αʹ περιέδεισα, Επικ. γʹ πληθ. περίδδεισαν,


μτχ. περιδδείσας, παρακ. περιδέδοικα, Επικ. περιδείδια· βρίσκομαι σε
μεγάλο φόβο σχετικά με, με γεν., Δαναῶν περιδείδια, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ.,
είμαι σε μεγάλο φόβο για κάποιον ή εξαιτίας του, Αἴαντι περιδδείσαντες,
στο ίδ.· ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, στο ίδ.
περι-δέξιος, -ον, 1. = ἀμφιδέξιος, αυτός που έχει δεξιά και τα δύο χέρια,
δηλ. αυτός που χρησιμοποιεί τα δύο χέρια κατά τον ίδιο τρόπο, σε Ομήρ.
Ιλ. 2. εξαιρετικά επιδέξιος, σε Αριστοφ.
περι-δέραιος, -ον (δέρη), αυτός που περνά γύρω από το λαιμό· ως ουσ.,
περιδέραιον, τό, περιδέραιο, κολιέ, σε Αριστ., Πλούτ.
περι-δέω, μέλ. -δήσω, δένω, δένω ολόγυρα ή προσδένω, τί τινι, σε Ηρόδ.
— Μέσ., δένω ολόγυρά μου, επιδένω, προσθέτω, στον ίδ., Αριστοφ.
περι-δίδομαι, Μέσ. του περιδίδωμι (το οποίο δεν συναντάται), βάζω
στοίχημα, στοιχηματίζω, με γεν. πράγμ. (δηλ. της τιμής), τρίποδος
περιδώμεθον ἠέ, άσε μας να βάλουμε στοίχημα έναν τρίποδα, δηλ. άσε μας
να στοιχηματίσουμε έναν τρίποδα (και να τον πληρώσει δηλ. όποιος
χάσει), σε Ομήρ. Ιλ.· ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς, θα στοιχηματίσω για τον
εαυτό μου, δηλ. θα είμαι ο ίδιος εχέγγυος, σε Ομήρ. Οδ.· περιδίδομαι
πότερον, βάζω στοίχημα εάν, σε Αριστοφ.· ομοίως, περιδίδομαι περὶ τῆς
κεφαλῆς, στοιχηματίζω το κεφάλι μου, στον ίδ.· με την προσθήκη δοτ.,
περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν, στον ίδ.· περίδου νῦν ἐμοί, στον ίδ.
περι-δῑνέω, μέλ. -ήσω, στροβιλίζω ή γυρίζω ολόγυρα, σε Αισχίν. — Παθ.,
τρέχω γύρω-γύρω σε κύκλο, πόλιν περιδινηθήτην (γʹ δυϊκ. Παθ. αόρ. αʹ)
σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ανθ.· περιστρέφομαι ολόγυρα σαν
σβούρα, σε Ξεν.
περι-δῑνής, -ές, αυτός που περιστρέφεται ολόγυρα, σε Ανθ.
περιδίνησις, -εως, ἡ, περιστροφή ολόγυρα, στροβιλισμός, περιδίνηση, σε
Πλάτ.
περι-δίω, παλιός τύπος του περιδείδω, βρίσκομαι σε μεγάλο φόβο, με δοτ.,
μόνο στο γʹ ενικ. παρατ. περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
περι-διώκω, καταδιώκω από όλες τις πλευρές, σε Στράβ.
περίδου, προστ. Μέσ. αορ. βʹ του περιδίδομαι.
περιδρᾰμεῖν, απαρ. αορ. βʹ του περιτρέχω.
449

περι-δράσσομαι, Αττ. -ττομαι, αποθ., αρπάζω, πιάνω ένα πράγμα με το


χέρι, γραπώνω, με γεν. πράγμ., σε Πλούτ.
περιδρομή, ἡ (περιδρᾰμεῖν),· 1. τρέξιμο γύρω από, σε Πλούτ.· περιδρομὴ
ποιεῖσθαι, κάνοντας περιστροφή, σε Ξεν. 2. περιφορά, τροχιά, σε Ευρ.
περίδρομος, -ον (περιδρᾰμεῖν), I. 1. αυτός που τρέχει γύρω-γύρω, λέγεται
για άρμα σε τροχιά ή για την περιφέρεια της ασπίδας, σε Ευρ. 2.
περιφερόμενος εδώ και εκεί, περιπλανώμενος, σε Θέογν., Αριστοφ. II.
Παθ., αυτός που μπορεί να τρέξει ολόγυρα, και ομοίως αυτός που στέκεται
χωριστά, αποκολλημένος, σε Όμηρ.
περίδρομος, ὁ (περιδρᾰμεῖν), ως ουσ., αυτό που περικυκλώνει, όπως το
στεφάνι (η περιφέρεια) της ασπίδας, σε Ευρ.· σχοινί που περιελίσσεται στο
επάνω μέρος ενός διχτυού (πρβλ. ἐπίδρομος), σε Ξεν.· αρχιτεκτονικά τόξα
γύρω από οικοδόμημα, στον ίδ.
περι-δρύπτω, μέλ. -ψω, σχίζω ολόγυρα, ξεφλουδίζω τον φλοιό από
δέντρο, σε Ανθ. — Παθ., ἀγκῶνας περιδρύφθη (Επικ. Παθ. αόρ. αʹ) είχε το
δέρμα του ξεσχισμένο στους αγκώνες, σε Ομήρ. Ιλ.
περι-δύω, μέλ. -σω, αφαιρώ από γύρω, απεκδύω, βγάζω τα ρούχα μου,
περίδυσε χιτῶνας, σε Ομήρ. Ιλ.
περιδῶκα, Επικ. αντί περι-έδωκα, αόρ. αʹ του περιδίδωμι.
περιδώμεθον, αʹ δυϊκ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του περιδίδωμι.
περιεῖδον, αόρ. βʹ του περιοράω.
περι-ειλίσσω, Ιων. αντί περι-ελίσσω.
περιεῖλον, αόρ. βʹ του περιαιρέω.
περι-είλω, -ειλέω ή -ίλλω, 1. διπλώνω, περιτυλίγω, σάκια περὶ τοὺς πόδας,
σε Ξεν. 2. τυλίγω, επιδένω — Μέσ., τυλίγομαι, περιειλάμενος (αόρ. αʹ
μτχ.), σε Αριστοφ.
περί-ειμι (εἰμί, Λατ. sum), απαρ. -εῖναι, μτχ. περι-ών· I. βρίσκομαι γύρω
από ένα μέρος, με δοτ., σε Θουκ.· τὰ περιόντα, οι περιστάσεις, σε Δημ. II.
είμαι καλύτερος από, ανώτερος από τον άλλο, υπερέχω, εξέχω, με γεν., σε
Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε, σε Ομήρ. Οδ.· οἳ
περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν περὶ δ' ἐστὲ μάχεσθαι (= μάχην), σε Ομήρ. Ιλ.· με
δοτ. πράγμ., σοφίᾳ περίειμι τῶν Ἑλλήνων, σε Πλάτ.· απόλ., είμαι
ανώτερος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐκ περιόντος, σε Θουκ. III. 1. επιζώ, ζω μετά
από κάτι ή κάποιον, τινι, σε Ηρόδ.· απόλ., επιζώ, παραμένω ζωντανός,
450

στον ίδ., σε Δημ. κ.λπ.· λέγεται για πράγματα, υφίσταμαι, υπάρχω, σε


Ηρόδ. 2. βρίσκομαι πέρα ή πάνω από, υπολείπομαι, παραμένω, λέγεται για
περιουσία, χρήματα κ.λπ., σε Θουκ.· οἰόμενοι περιεῖναι χρήματά τῷ
φανταζόμενοι, θεωρώντας ότι ο καθένας έχει μια ζυγαριά στα χέρια του,
σε Δημ. 3. έρχομαι ως αποτέλεσμα ή συνέπεια, περίεστιν ὑμῖν ἐκ τούτων,
στον ίδ.· τοσοῦτον ὑμῖν περίεστιν τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους, έχει παραμείνει σ'
εσάς τόσο μίσος εναντίον μου, σε Φίλιπ. παρά Δημ.· με απαρ., περίεστι
ὑμῖν αὐτοῖς ἐρίζειν, απομένει σε σένα να φιλονικείς μαζί τους, σε Δημ.
περίειμι (εἶμι, Λατ. ibo), απαρ. -ιέναι, μτχ. περι-ιών· I. 1. κινούμαι
κυκλικά, περικυκλώνω, σε Ηρόδ.· περίειμι κατὰ νώτου τινί, κυκλώνω και
προσβάλλω στα νώτα, σε Θουκ.· περιφέρομαι ασχολούμενος με μάταιες
ερωτήσεις ή διηγήσεις, σε Δημ. 2. με αιτ. τόπου, περιέρχομαι,
περιτριγυρίζω, περίειμι τὸν νηὸν κύκλῳ, σε Ηρόδ.· περίειμι φυλακάς,
περιτριγυρίζω τους φύλακες, τους επισκέπτομαι, στον ίδ.· λέγεται για
ήχους, αὐλῶν σε περίεισιν πνοή, σε Αριστοφ. II. 1. έρχομαι μετά από
κάποιον, κατά διαδοχή ή από κληρονομικότητα, ἡ ἀρχή, βασιληΐη περίεισι
εἴς τινα, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για επαναλαμβανόμενες χρονικές περιόδους,
χρόνου περιιόντος, καθώς ο χρόνος παρήλθε, πέρασε, στον ίδ.· περιιόντι
τῷθέρει, σε Θουκ.
περιείργω, Αττ. αντί περιέργω.
περι-είρω, παρεμβάλλω ή προσαρμόζω ολόγυρα, σε Ηρόδ.
περιέκρῠβον, αόρ. βʹ του περικρύβω· βλ. περικρύπτω.
περιεκτικός, -ή, -όν (περιέχω), αυτός που περιλαμβάνει κάτι,
περιεκτικός, σε Λουκ.
περιέλᾰσις, -εως, ἡ, τόπος για περιέλαση, πέρασμα, λεωφόρος, σε Ηρόδ.
περι-ελαύνω, μέλ. -ελῶ· I. 1. οδηγώ ολόγυρα, τὰς κύλικας περιελαύνω,
σπρώχνω τα κύπελα ολόγυρα, σε Ξεν. 2. κατατρέχω, βασανίζω, σε
Αριστοφ. — Παθ., σε Ηρόδ. 3. σχηματίζω κύκλο, οικοδομώ γύρω, περὶ δ'
ἕρκος ἔλασσε, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., περὶ δ' ἕρκος ἐλήλαται, σε Ομήρ. Οδ.
II. φαινομενικά αμτβ. (ενν. ἅρμα, ἵππον), οδηγώ ή ιππεύω ολόγυρα, σε
Ηρόδ., Αττ.
περι-ελίσσω, Αττ. -ττω, Ιων. -ειλίσσω, μέλ. -ξω· τυλίγω ή περιτυλίγω, τι
περί τι, σε Ηρόδ. — Μέσ., περιελίσσομαι ἱμάντας, τυλίγω στα χέρια μου
λουριά για πυγμαχία, σε Πλάτ. — Παθ., κυκλώνω κάτι σε «δαχτυλίδια»,
περιελιχθέντα περὶ τὴν γῆν, στον ίδ.
451

περι-έλκω, αόρ. αʹ περιείλκῠσα· 1. σύρω γύρω-γύρω, σύρω εδώ κι εκεί·


σε Ξεν. 2. περισπώ, αποσπώ από το προκείμενο, κύκλῳ περιέλκω τινά,
Λατ. huc illuc ducere, σε Πλάτ. — Παθ., στον ίδ.
περι-έννῡμι, Επικ. αόρ. αʹ περίεσσα, τοποθετώ ολόγυρα, περὶ εἵματα
ἕσσον, σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ τεύχεα ἕσσεν, στο ίδ. — Μέσ., χλαῖναν
περιέσσασθαι, φορώ τον μανδύα μου, σε Ησίοδ.
περι-έπω, παρατ. -εῖπον, μέλ. -έψω, αόρ. βʹ -έσπον, απαρ. -σπεῖν — Μέσ.,
μέλ. -έψομαι — Παθ., αόρ. αʹ απαρ. -εφθῆναι· μεταχειρίζομαι με μεγάλη
φροντίδα· 1. με θετική σημασία, εὖ περιέπω τινά, μεταχειρίζομαι κάποιον
με ευγενικό τρόπο, τον περιποιούμαι, σε Ηρόδ.· ὡς κάλλιστα περιέπω τινά,
στον ίδ.· περιέπω τινὰ ὡς εὐεργέτην, σε Ξεν.· μόνο του επίσης,
μεταχειρίζομαι με σεβασμό ή τιμή, θωπεύω, Λατ. colo, foveo, στον ίδ. 2.
με αρνητική σημασία, τρηχέως κάρτα περιέπω, μεταχειρίζομαι,
συμπεριφέρομαι με τραχύτητα, σε Ηρόδ.· περιέπω τινὰ ὡς πολέμιον, στον
ίδ. — Παθ., τρηχέως περιεφθῆναι ὑπό τινος, στον ίδ.
περι-εργάζομαι, μέλ. -εργάσομαι, παρακ. -είργασμαι· αποθ.· I. κοπιάζω
περισσότερο απ' όσο πρέπει σχετικά με κάτι, δαπανώ κόπο γι' αυτό, με
μτχ., Σωκράτης περιεργάζεται ζητῶν, σε Πλάτ.· περιείργασμαι περὶ τούτων
εἰπών, σε Δημ.· με δοτ. τρόπου, τῷ θυλάκῳ περιειργάσθαι, σε Ηρόδ.·
παρακ. με Παθ. σημασία, οὐδὲ περιείργασται, δεν υπάρχει τίποτα περιττό,
σε Λουκ. II. είμαι περίεργος, ανακατεύομαι σε υποθέσεις άλλων, σε Δημ.
περιέργια, ἡ, I. υπερβολική ακρίβεια στην εκτέλεση πράγματος, σε Λουκ.
II. ανακατωσούρα, περιέργεια, υπερβολικός ζήλος, σε Θεόκρ., Λουκ.
περί-εργος, -ον (*ἔργω)· I. 1. αυτός που είναι υπερβολικά προσεκτικός,
σε Λυσ. κ.λπ. 2. αυτός που ασχολείται με τις υποθέσεις των άλλων,
ανακατωσούρης, κουτσομπόλης, σε Ξεν. II. 1. Παθ., φτιαγμένος με
ιδιαίτερη φροντίδα, καλοδουλεμένος, σε Αισχίν. κ.λπ. 2. περιττός, σε
Πλάτ. κ.λπ. 3. περίεργος, προληπτικός, σε Πλούτ.
περι-έργω, Αττ. —είργω, εσωκλείω όλα τριγύρω, περικλείω, σε Ηρόδ.,
Θουκ. — Παθ., ἐν περιειργμένοις παραδείσοις, σε περιφραγμένα άλση, σε
Ξεν.
περι-ερρύην, Παθ. αόρ. βʹ (με Ενεργ. σημασία) του περιρρέω.
περι-έρχομαι, αποθ., I. 1. γυρωφέρνω, περιφέρομαι, σε Ηρόδ., Αττ.·
περιφέρομαι ως ζητιάνος, σε Ξεν.· περιδιαβαίνω όπως ο ψηφοθήρας, Λατ.
ambire, σε Δημ.· με μτχ., περιφέρομαι κάνοντας κάτι, σε Πλάτ.· με σύστ.
αντ., περιέρχομαι στάδια χίλια, σε Αριστοφ.· με αιτ. τόπου, περιέρχομαι τὸν
βωμὸν, περιφέρομαι γύρω από το βωμό, στον ίδ.· τὴνἀγοράν, σε Δημ. 2.
με αιτ. προσ., έρχομαι ολόγυρα, περιστοιχίζω, λέγεται για ήχους, περὶ
452

κτύπος ἦλθε ποδοῖιν, ο ήχος των ποδιών ακουγόταν ολόγυρά του, σε Ομήρ.
Οδ.· λέγεται για την επίδραση του κρασιού, Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν
οἶνος, στο ίδ. 3. όπως Λατ. circumvenire, εξαπατώ, κοροϊδεύω, σε Ηρόδ.,
Αριστοφ. II. 1. περιέρχομαι και επιστρέφω σ' ένα σημείο, περιτριγυρίζω,
ἡ βασιληΐη περιῆλθε ἔς τινα, σε Ηρόδ.· ἐς φθίσιν περιῆλθε ἡ νοῦσος, η
ασθένεια κατέληξε σε..., στον ίδ.· με αιτ., ἡτίσις περιῆλθε τὸν Πανιώνιον,
στο τέλος τον κατέλαβε η εκδίκηση, στον ίδ. 2. λέγεται για χρόνο,
περιστρέφομαι, σε Ξεν.
περι-εσθίω, μέλ. -έδομαι, αόρ. βʹ -έφᾰγον· τρώω ολόγυρα, κατατρώγω,
τσιμπολογώ, σε Λουκ.
περιέσπᾰσα, αόρ. αʹ του περισπάω.
περιεστώς, αντί -εστηκώς, μτχ. παρακ. του περιίστημι.
περι-έσχᾰτα, τά, οι τριγύρω ακρότητες, σε Ηρόδ.
περί-εφθος, -ον (ἕψω), ολοκληρωτικά καλομαγειρεμένος, σε Λουκ.
περι-έχω, επίσης -ίσχω· μέλ. -έξω και -σχήσω, αόρ. βʹ -έσχον, αόρ. βʹ -
εσχόμην· περικλείω, εμπεριέχω, περιλαμβάνω, σε Πλάτ. 2. περικυκλώνω
για να φυλάξω, σε Πλούτ. 3. στην Παθ., είμαι εγκλεισμένος ή
περικυκλωμένος, ὑπό τινος, σε Ηρόδ., Ξεν. 4. περικλείω, εμπεριέχω,
συμπεριλαμβάνω, σε Πλάτ. κ.λπ. II. υπερνικώ, κερδίζω τη νίκη, σε
Θουκ.· λέγεται για στράτευμα, κυκλώνω τον εχθρό, στον ίδ. III. 1. Μέσ.,
έχω τα χέρια μου γύρω από κάποιον, προστατεύω, με γεν. προσ., περίσχεο
(Ιων. προστ. Μέσ. αορ. βʹ) παιδὸς ἐῆος, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., προστατεύω,
σε Ομήρ. Οδ. 2. προσκολλώμαι, αγαπώ πολύ ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα,
με γεν., σε Ηρόδ. 3. με απαρ., περιείχετο μὴ ἐκλιπεῖν, επέμενε ότι δεν
έπρεπε να τον αφήσουν, στον ίδ.
περι-ζᾰμενῶς, επίρρ., πολύ βίαια, σε Ομηρ. Ύμν.
περι-ζέω, βράζω γύρω-γύρω, σε Λουκ.· ποιητ. -ζείω, σε Ανθ.
περί-ζῠγον, τό, εφεδρικός ιμάντας, σε Ξεν.
περί-ζωμα, τό, φαρδιά ζώνη γύρω από τη μέση, ποδιά, σε Πλούτ.
περι-ζώννῠμαι, Μέσ. με Παθ. παρακ. -έζωσμαι, ζώνω ολόγυρά μου,
περιζώνομαι, ἐσθῆτα, σε Πλούτ.· τοῦτον τὸν ἄνδρα περιεζώσατο, τον έβαλε
μπροστά για προστασία, σε Αριστοφ.· περιεζῶσθαι τὴνφορβείαν, φόρεσαν
τα χαλινάρια γύρω τους, σε Αριστ.
περι-ζώστρα, ἡ, I. ποδιά, II. κορδέλα, ταινία πλεγμένη γύρω από στεφάνι,
σε Θεόκρ.
περι-ηγέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., 1. οδηγώ τριγύρω, περιηγέομαι τινι τὸ
οὖρος, δείχνω σε κάποιον το δρόμο γύρω από το βουνό, σε Ηρόδ. 2. εξηγώ,
περιγράφω, σε Λουκ.
περι-ηγής, -ές, = περιαγής II· λέγεται για τα χέρια, δεμένος από πίσω, σε
Ανθ.
περιήγησις, -εως, ἡ (περιηγέομαι), I. όπως το περιγραφή, περίγραμμα,
διάγραμμα, σε Ηρόδ. II. οδηγώ κάποιον ολόγυρα και του εξηγώ όσα είναι
453

αξιοπρόσεχτα, πλήρης περιγραφή, όπως δίνεται από οδηγούς, συνοδούς


και ξεναγούς, σε Λουκ.· γεωγραφική περιγραφή, σε Στράβ.
περιηγητής, -οῦ, ὁ (περιηγέομαι), αυτός που οδηγεί τους ξένους τριγύρω
και τους παρουσιάζει τα αξιοθέατα, ξεναγός, παρουσιαστής, σε Λουκ.·
αυτός που περιγράφει γεωγραφικές λεπτομέρειες, στον ίδ.
περιῄδη, Αττ. υπερσ. του περίοιδα.
περι-ήκω, μέλ. -ξω, 1. έχω περικυκλώσει κάποιον, τὰ σὲ περιήκοντα, αυτά
που περιήλθαν στον κλήρο σου, σε Ηρόδ.· τοῦτον τὸνἄνδρα φαμὲν
περιήκειν τὰ πρῶτα, λέμε ότι η καλύτερη τύχη έχει πέσει σ' αυτόν τον
άνθρωπο, στον ίδ. 2. λέγεται για χρόνο, έχω έλθει, σε Πλούτ.
περιῆλθον, αόρ. βʹ του περιέρχομαι.
περι-ήλῠσις, ἡ, 1. περιφορά, περίκλειση, σε Πλούτ. 2. περιστροφή, σε
Ηρόδ.
περι-ημεκτέω, μέλ. -ήσω, είμαι εξαιρετικά πικραμένος, δυσφορώ
υπερβολικά, με δοτ., σε Ηρόδ.· με γεν. προσ., αγανακτώ με κάποιον, στον
ίδ. (η προέλ. από το -ημεκτέω είναι αμφίβ.).
περιήνεικα, Ιων. αντί -ήνεγκα, αόρ. αʹ του περιφέρω, σε Ηρόδ.
περι-ηχέω, μέλ. -ήσω, ηχώ παντού ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη
Μέσ., νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι, σε Λουκ.
περιήχησις, -εως, ἡ, αντήχηση, αντίλαλος, σε Πλούτ.
περι-θαμβής, -ές (θάμβος), εξαιρετικά έκθαμβος, έκπληκτος,
κατάπληκτος, σε Πλούτ.
περιθεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του περιτίθημι· περιθείς, μτχ.
περίθεσις, -εως, ἡ, περιβολή, επίθεμα, σε Κ.Δ.
περί-θετος, -ον ή περιθετός, -ή, -όν, αυτός που μπορεί κάποιος να
περιθέσει, τοποθετημένος τριγύρω, περιθεταὶ τρίχες, ψεύτικα μαλλιά,
περούκα, σε Πολύβ.
περιθέω, μέλ. -θεύσομαι· I. τρέχω γύρω, σε Όμηρ., Ηρόδ.· με αιτ. τόπου,
σε Ηρόδ., Ξεν. II. τρέχω εδώ κι εκεί, Λατ. discurro, σε Αριστοφ., Πλάτ.
III. περιστρέφω, στριφογυρίζω, ἀσπίδος αἰεὶ περιθεούσης, δηλ. καθώς
περιέστρεφε πάντα την ασπίδα του τριγύρω, σε Ηρόδ.
περι-θεωρέω, μέλ. -ήσω, προχωρώ γύρω και παρατηρώ, σε Λουκ.
περι-θρηνέομαι, Παθ., αντηχώ με θρήνο, σε Πλούτ.
περι-θριγκόω, μέλ. -ώσω, πλαισιώνω ή περιφράσσω ολόγυρα, σε Πλούτ.
περί-θῡμος, -ον, πολύ οργισμένος, σε Αισχύλ.· επίρρ. -μως, στον ίδ.·
περιθύμως ἔχειν, είμαι πολύ θυμωμένος, σε Ηρόδ.
περι-ιάπτω, τραυματίζω παντού ολόγυρα, περὶ θυμὸς ἰάφθη (γʹ ενικ. Παθ.
αορ. αʹ), σε Θεόκρ.
περι-ιάχω[ᾰ], ηχώ ολόγυρα, αντηχώ, σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. προστ. περίαχε
[ῑ] αντί περιίαχε, σε Ησίοδ.
περιῐδεῖν, απαρ. αορ. βʹ του περιοράω.
περιίδμεναι, Επικ. απαρ. παρακ. του περίοιδα.
περι-ίζομαι, αποθ., κάθομαι ολόγυρα, σε Ηρόδ.· με αιτ., στον ίδ.
454

περι-ιππεύω, μέλ. -σω, ιππεύω ολόγυρα, σε Πολύβ.


περι-ίστημι,
Α. σε μτβ. χρόνους, μέλ. -στήσω, αόρ. αʹ -έστησα· I. 1. τοποθετώ ολόγυρα,
περιίστημί τί τινι, σε Ηρόδ.· στρατὸν περὶ πόλιν, σε Ξεν.· μεταφ., περιίστημί
τινι πλείω κακά, σε Δημ. 2. φέρω ολόγυρα, περιίστημι πολιτείαν εἰς ἑαυτόν,
τη στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό του, σε Αριστ.· ιδίως φέρνω σε
χειρότερη κατάσταση, σε Αισχίν. II. σε Μέσ. αόρ. αʹ, τοποθετώ γύρω μου,
σε Ξεν. Β. Παθ. και Μέσ. με Ενεργ. αόρ. βʹ -έστην, παρακ. -έστηκα, υπερσ.
-έστηκεν· I. 1. στέκομαι ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ.· κῦμα περιστάθη, κύμα
σηκώθηκε ολόγυρα (Επικ. Παθ. αορ. αʹ), σε Ομήρ. Οδ. 2. με αιτ., στέκομαι
ολόγυρα, περικυκλώνω, περιβάλλω, σε Όμηρ.· μή πώς με περιστήωσ' ἕνα
πολλοὶ (Επικ. υποτ. γʹ πληθ. αορ. βʹ), ότι οι αριθμοί τους δεν με
περικυκλώνουν, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν, σε Θουκ.
II. 1. έρχομαι γύρω από κάποιον, νομίσαντες τὸπαρανόμημα ἐς τοὺς
Ἀθηναίους περιεστάναι, σε Θουκ.· με δοτ., συναντώ, έρχομαι κατά πάνω,
ἡμῖνἀδοξία περιέστη, στον ίδ.· τοῦ πολέμου περιεστηκότος τοῖς Θηβαῖοις,
σε Δημ. 2. λέγεται για συμβάντα, καταντώ, αποβαίνω, ιδίως προς το
χειρότερο, ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη, η τύχη μετατράπηκε εντελώς, σε
Θουκ.· τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ· απέβη γι' αυτόν εντελώς αντίθετα, στον
ίδ.· με απαρ., περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεομένοις αὐτοὺς ἑτέροις βοηθεῖν,
ήρθε γύρω από αυτούς που ζητούσαν βοήθεια για να δώσουν βοήθεια σε
άλλους, σε Δημ. III. σε μεταγεν. συγγραφείς, πηγαίνω τριγύρω για να
αποφύγω κάτι, σε Λουκ., Κ.Δ.
περιίσχω, = περιέχω.
περι-ιτέον, ρημ. επίθ. του περίειμι (εἶμι, Λατ. ibo), αυτό που πρέπει να
κάνει κύκλο, σε Πλάτ.
περιιών, μτχ. του περίειμι (εἶμι, Λατ. ibo).
περικάδομαι, Δωρ. αντί -κήδομαι.
περι-καής, -ές (καίομαι), αυτός που καίγεται ολόγυρα· επίρρ. περικαῶς
ἔχειν τινός, είμαι καυτός από αγάπη για..., σε Πλούτ.
περι-καθάπτω, μέλ. -ψω, προσδένω ή κρεμώ ολόγυρα, ἀγγεῖον, σε Πλούτ.
περι-κάθαρμα, -ατος, τό, καθαρμός, εξαγνισμός, σε Κ.Δ.
περι-καθέζομαι, αποθ., κάθομαι ολόγυρα, σε Λουκ.· με αιτ., κάθομαι
ολόγυρα, πολιορκώ την πόλη, σε Δημ.
περι-κάθημαι, Ιων. -κάτημαι, απαρ. -ῆσθαι, Ιων. γʹ πληθ. παρατ.
περιεκατέατο (κυρίως παρακ. του περικαθέζομαι)· είμαι καθισμένος ή
κάθομαι ολόγυρα, σε Ηρόδ.· λέγεται για το στράτευμα, πολιορκώ,
περικυκλώνω την πόλη, στον ίδ.· λέγεται για πλοία, παρεμποδίζω, στον
ίδ.· με αιτ. προσ., κάθομαι δίπλα σε κάποιον, στον ίδ.
περι-καίω, Αττ. -κάω, μέλ. -καύσω, καίω ολόγυρα — Παθ., είμαι
φλογισμένος, σε Ηρόδ.
περι-κᾰκέω (κακός), είμαι υπερβολικά άτυχος, σε Πολύβ.
περικάκησις, -εως, ἡ, υπερβολική ατυχία, σε Πολύβ.
455

περι-καλλής, -ές (κάλλος), πολύ όμορφος, σε Όμηρ.


περικᾰλυπτέα, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να περιτυλιχτεί ή να διπλωθεί,
σε Αριστοφ.
περι-κᾰλύπτω, μέλ. -ψω, I. καλύπτω ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ. II. τοποθετώ
ολόγυρα ως κάλυμμα, αὐτῷ περὶ κῶμ' ἐκάλυψα, τον περιέβαλα με ύπνο
ολόγυρα σαν μανδύας, στο ίδ.· περικαλύπτω τοῖσι πράγμασι σκότον, ρίχνω
πέπλο σκοταδιού πάνω..., σε Ευρ.
περι-κάμπτω, μέλ. -ψω, λυγίζω ολόγυρα, παίρνω στροφή, οδηγώ ολόγυρα
(ενν. ἅρμα ή ἵππους), σε Πλάτ.
περι-καταρρέω, πέφτω προς τα μέσα και καταρρέω, σε Λυσ.
περι-καταρρήγνῡμι, μέλ. -ρήξω, κατασχίζω ολόγυρα, αφαιρώ — Μέσ.,
περικατερρήξατο τὸν ἄνωθεν πέπλον, έβγαλε και έσκισε το πανωφόρι της,
σε Ξεν.
περικάτημαι, Ιων. αντί -κάθημαι.
περικάω, Αττ. αντί περικαίω.
περί-κειμαι, απαρ. -κεῖσθαι, μέλ. -κείσομαι· χρησιμ. ως Παθ. του
παρακατατιθημι, I. 1. βρίσκομαι ολόγυρα, με δοτ., εὗρεδὲ Πατρόκλῳ
περικείμενον ὃν φίλον υἱὸν, βρήκε το γιο της ξαπλωμένο έχοντας τα χέρια
του γύρω από τον Πάτροκλο, σε Ομήρ. Ιλ.· γωρυτὸς τόξῳ περίκειτο,
υπήρχε θήκη γύρω από το τόξο, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., είμαι ξαπλωμένος ή
κείμαι ολόγυρα, σε Ησίοδ.· τὰ περικείμενα χρυσία, φύλλα χρυσού
τοποθετημένα από πάνω (σε άγαλμα από ελεφαντοστό), σε Θουκ. 2.
μεταφ., οὐδέ τί μοι περίκειται, δεν υπάρχει ωφέλεια για μένα, δεν υπάρχει
τίποτα για μένα, σε Ομήρ. Ιλ. II. με αιτ. πράγμ., έχω ολόγυρά μου, φορώ,
κυρίως στη μτχ. περικείμενοι (τελαμῶνας) περὶ τοῖσι αὐχέσι, σε Ηρόδ.·
περίκειμαι δύναμιν, προικισμένος με δύναμη, σε Πλούτ.· περίκειμαι
ἅλυσιν, με αλυσίδα ολόγυρά μου, σε Κ.Δ.
περι-κείρω, μέλ. -κερῶ, κουρεύω ή ψαλιδίζω ολόγυρα, σε Ηρόδ. — Μέσ.,
περικείρεσθαι τρίχας, έχω τα μαλλιά μου κομμένα, στον ίδ.
περι-κεφαλαία, ἡ, κάλυμμα για το κεφάλι, περικεφαλαία, κράνος, σε
Πολύβ.· επίσης, περικεφάλαιον, τό, στον ίδ.
περι-κήδομαι, αποθ. μόνο στον ενεστ., φροντίζω υπερβολικά ένα
πρόσωπο, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· περικήδομαί τινι βιότου, προσέχω
την ζωή κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.
περί-κηλος, -ον (κῆλον), υπερβολικά ξηρός, αποξηραμένος εντελώς,
λέγεται για το ξύλο, σε Ομήρ. Οδ.
περι-κίων[ῑ], -ον, αυτός που περιβάλλεται με κίονες, σε Ευρ.
περίκλᾰσις, ἡ, πετρώδες έδαφος, τραχύτητα εδάφους, σε Πολύβ.
περι-κλάω, μέλ. -κλάσω, συντρίβω κάτι γύρω ή πάνω σε κάτι άλλο, τί τινι,
σε Πλούτ.· περικλάω τὸν Τίβεριν, εκτρέπω αλλού την ροή του, στον ίδ.
περι-κλειτός, -ή, -όν, ολόγυρα ονομαστός, περίφημος, ξακουστός, σε
Θεόκρ.
456

περι-κλείω, Ιων. -κληΐω, παλιός Αττ. -κλῄω, μέλ. -σω, κλείνω κάτι
ολόγυρα, περικυκλώνω από όλες τις πλευρές, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως
στη Μέσ., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς, για να τις περικυκλώσει, σε Θουκ.· και
στην Παθ., ὑπὸπλήθους περικλῃόμενοι, στον ίδ.
περι-κλῐνής, -ές (κλίνω), αυτός που έχει κλίση σε όλες τις πλευρές, σε
Πλούτ.
περι-κλίνω, μέλ. -κλῐνῶ, γέρνω, έχω κλίση, λέγεται για τον ήλιο, σε
Στράβ.
περι-κλύζομαι, Παθ., βρέχομαι ολόγυρα από θάλασσα, λέγεται για νησί,
σε Θουκ.· λέγεται για πορθμό, σε Πλούτ.
περίκλυστος, -η, -ον και -ος, -ον, βρεγμένος ολόγυρα από θάλασσα,
λέγεται για νησιά, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.
περι-κλῠτός, -ή, -όν, ονομαστός παντού, ολόγυρα ξακουστός,
φημισμένος, ένδοξος, Λατ. inclytus, σε Όμηρ.
περι-κνημίς, ἡ (κνήμη), κάλυμμα για το πόδι, προστατευτικό της κνήμης,
σε Πλούτ.
περι-κνίζω, μέλ. -σω, γαργαλώ παντού, τσιμπώ ελαφρά παντού· ομοίως
στον Μέσ. αόρ. αʹ περικνίξασθε, λέγεται για τις μέλισσες, σε Ανθ.
περι-κοκκάζω ή -ύζω, αόρ. αʹ -εκόκκασα ή -υσσα, κράζω τριγύρω σαν
κούκος, σε Αριστοφ.
περι-κομίζω, μέλ. -σω, μεταφέρω ολόγυρα, σε Θουκ. — Παθ., γυρίζω
ολόγυρα, στον ίδ.
περίκομμα, -ατος, τό (περικόπτω), αυτό που περικόβεται, γαρνίρισμα,
κρέας ψιλοκομμένο, κιμάς, σε Αριστοφ.
περίκομψος, -ον, πολύ κομψός, φίνος, σε Αριστοφ.
περικοπή, ἡ, I. περικοπή, ακρωτηριασμός, σε Θουκ.· τρυπάνισμα, σε
Πλούτ. II. περίγραμμα ή γενική μορφή προσώπου ή πράγματος, σε Πολύβ.
III. τμήμα (απόσπασμα) ή μικρό χωρίο συγγραφέα· τμήμα από τις
Επιστολές και τα Ευαγγέλια.
περι-κόπτω, μέλ. -ψω· 1. κόβω ολόγυρα, ψαλιδίζω, ακρωτηριάζω,
περικόπτω, σε Δημ. — Παθ., περιεκόπησαν τὰ πρόσωπα, είχαν τα πρόσωπά
τους ακρωτηριασμένα, σε Θουκ. 2. περικόπτω χώραν, ερημώνω τη χώρα
του εχθρού, από τη συνήθεια να κόβονται οι καρποί των δέντρων της
χώρας αυτής, σε Δημ.· απ' όπου, ληστεύω κάποιον, στον ίδ.· απλώς,
παρακωλύω, εμποδίζω, σε Πλούτ.
περι-κράνιος[ᾱ], -ον, αυτός που βρίσκεται γύρω από το κρανίο, πῖλος
περικράνιος, σκούφος, σε Πλούτ.
457

περι-κρᾰτής, -ές (κράτος), αυτός που έχει πλήρη εξουσία πάνω σε κάτι,
με γεν., σε Κ.Δ.
περικρεμάννῡμι, κρεμώ ολόγυρα, τί τινι, σε Ανθ. — Παθ., κρεμιέμαι
ολόγυρα, κρέμωμαι από παντού, προσκολλώμαι, με δοτ., στον ίδ.
περί-κρημνος, -ον, απόκρημνος, σε Πλούτ.
περι-κρούω, μέλ. -σω, αφαιρώ με χτύπημα — Παθ., περικρουσθεῖσα
πέτρας τε καὶ ὄστρεα, έχοντας διώξει πέτρες και όστρακα, την απογύμνωσε
από αυτά, σε Πλάτ.
περι-κρύπτω, μέλ. -ψω, αόρ. βʹ -έκρῠβον· κρύβω εντελώς, σε Λουκ., Κ.Δ.
περι-κτίονες, -όνων, οἱ, Επικ. δοτ. περικτιόνεσσι, (κτίζω) κάτοικοι που
μένουν τριγύρω, γείτονες, σε Όμηρ.· πρβλ. ἀμφικτίονες.
περι-κτίται[τῐ], -ῶν, οἱ, = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.
περι-κυκλόω, μέλ. -ώσω, I. περικυκλώνω, περικλείω· συνήθως στη Μέσ.,
περικυκλώνω τον εχθρό, σε Ηρόδ., Ξεν. II. αμτβ., περιέρχομαι, σε Λουκ.
περι-κύκλωσις, ἡ, περικύκλωση, περιβολή, περιστοίχιση, σε Θουκ.
περι-κῠλινδέω, μεταγεν. -κυλίω [ῑ]· αόρ. αʹ -εκύλῑσα· κυλιέμαι ολόγυρα,
σε Αριστοφ.
περι-κύμων[ῡ], -ον (κῦμα), περικυκλωμένος από κύματα, λέγεται για
νησιά, σε Ευρ.
περι-κωμάζω, μέλ. -σω, γλεντώ, ξεφαντώνω, παλαίστρας, σε Αριστοφ.
περι-κωνέω, μέλ. -ήσω (κῶνος), αλείφω ολόγυρα με πίσσα, περικωνέω τὰ
ἐμβάδια, μελανώνω υποδήματα, τα μαυρίζω, σε Αριστοφ.
περι-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, αόρ. βʹ -έλᾰβον· I. 1. πιάνω,
εναγκαλίζομαι, σε Ξεν. 2. περικλείω ή περικυκλώνω τον εχθρό για να τον
αναχαιτίσω στη θάλασσα, σε Θουκ.· ἐπεὰν δὲ αὐτὸν περιλάβῃς, όταν τον
συλλάβεις ή τον πιάσεις, σε Ηρόδ. — Παθ., συλλαμβάνομαι, οἴμοι,
περιείλημμαι μόνος, σε Αριστοφ. II. περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω,
λέγεται για αριθμό πραγμάτων, σε Ισοκρ., Πλάτ.
περι-λαμπής, -ές (λάμπω), πολύ λαμπρός, σε Πλούτ.
περι-λάμπω, μέλ. -ψω, I. λάμπω ολόγυρα, σε Πλούτ. II. με αιτ.,
ακτινοβολώ, φῶς περιλάμπω τινά, σε Κ.Δ. — Παθ., είμαι φωτισμένος, σε
Πλούτ., Λουκ.
περι-λείπομαι, αόρ. αʹ -ελείφθην — Παθ., υπολείπομαι, παραμένω, επιζώ,
σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
περι-λείχω, μέλ. -ξω, γλείφω ολόγυρα, σε Αριστοφ.
458

περί-λεξις, ἡ, περίφραση, σε Αριστοφ.


περι-λέπω, μέλ. -ψω, γυμνώνω ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
περι-λεσχήνευτος, -ον, αυτός που αποτελεί αντικείμενο συζήτησης σε
κάθε λέσχη (λέσχη), που αποτελεί θέμα κοινής συζήτησης, σε Ηρόδ.
περι-ληπτός, -ή, -όν, αυτός που αγκαλιάζεται ή μπορεί να αγκαλιαστεί, σε
Πλούτ.
περι-λιμνάζω, μέλ. -σω, περιβάλλω με νερό, απομονώνω με νερό, τὴν
πόλιν, σε Θουκ.
περι-λῐπής, -ές (περιλείπομαι), αυτός που απομένει, που διασώζεται, σε
Πλάτ.
περι-λιχμάομαι, αποθ., 1. γλείφω ολόγυρα, σε Θεόκρ., Λουκ. 2. γλείφω
παντού, σε Λουκ.
περίλοιπος, -ον = περιλιπής, σε Θουκ.
περι-λούω, μέλ. -σω, βρέχω παντού ολόγυρα, σε Πλούτ.
περί-λῡπος, -ον (λύπη), βαθιά λυπημένος, σε Ισοκρ., Αριστ.
περι-μαιμάω, κοιτάζω ή ρίχνω γρήγορη ματιά με επιθυμία τριγύρω,
σκόπελον περιμαιμώωσα (Επικ. μτχ.), σε Ομήρ. Οδ.
περι-μαίνομαι, Παθ., ορμώ μανιωδώς, σε Ησίοδ.
περι-μάκης[ᾱ], Δωρ. αντί περι-μήκης.
περι-μάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, σκουπίζω ολόγυρα, εξαγνίζω από
μαγεία, απαλλάσσω με καθαρμό, σε Δημ.
περι-μάχητος[ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός για τον οποίο γίνεται μάχη, σε
Αριστοφ., Θουκ.· οὐ περιμαχητόν, πράγμα για το οποίο δεν θα πολεμούσε
κάποιος, σε Ξεν.
περιμένω, μέλ. -μενῶ, I. 1. περιμένω, προσμένω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. λέγεται για συμβάντα, αναμένω, περιμένω, σε Σοφ., Πλάτ. II. με απαρ.,
οὐ περιμένουσιν ἄλλους σφᾶς διολέσαι, δεν περιμένουν άλλους για να τους
καταστρέψουν, σε Πλάτ.· μηδ' ἐφ' ἑαυτὸν (ταῦτα) ἐλθεῖν περιμένω, σε Δημ.
III. απόλ., περιμένω, στέκομαι ακίνητος, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
περί-μεστος, -ον, γεμάτος από παντού, αρκετά γεμάτος, τινός, σε Ξεν.
περι-μετρέω, μέλ. -ήσω, μετρώ ολόγυρα, σε Λουκ.
περίμετρον, τό, περιφέρεια, σε Ηρόδ.
περίμετρος, -ον (μέτρον)· I. υπερβολικός στο μέγεθος ή την ομορφιά,
πολύ μεγάλος ή πολύ όμορφος, λέγεται για τον ιστό της Πηνελόπης, σε
Ομήρ. Οδ. II. περίμετρος (ενν. γραμμή), ἡ = περίμετρον, σε Πολύβ.
περιμήκετος, -ον, ποιητ. αντί επόμ. (πρβλ. πάχετος), πολύ ψηλος ή πολύ
μεγάλος, σε Όμηρ.
περι-μήκης, -ες, Δωρ. -μάκης[ᾱ], -ες (μῆκος), πολύ ψηλός ή μεγάλος,
μακρύς, σε Ομήρ. Οδ.· πολύ μεγάλος, τεράστιος, σε Ηρόδ.
459

περι-μηχᾰνάομαι, Επικ. γʹ πληθ. παρατ. -μηχανόωντο, αποθ.,


μηχανεύομαι με πανουργία, επινοώ με δολιότητα, σε Ομήρ. Οδ.
περι-μῡκάομαι, αποθ., βρυχώμαι ολόγυρα, τινα, σε Πλούτ.
περι-ναιετάω, 1. διαβίω τριγύρω ή γύρω στη συνοικία, σε Ομήρ. Οδ. 2.
με Παθ. σημασία, κατοικούμαι, στο ίδ.
περι-ναιέτης, -ου, ὁ (ναίω), ένας από αυτούς που διαμένουν τριγύρω,
γείτονας, σε Ομήρ. Ιλ.
περι-νέω, μέλ. -νήσω, αόρ. αʹ απαρ. -νῆσαι, εκτεταμ. -νηῆσαι· 1.
συσσωρεύω ολόγυρα, ὕλην (ενν. περὶ τὸν πύργον), σε Ηρόδ. 2. περινέω τὴν
οἰκίην ὕλῃ, συσσωρεύω ξύλα γύρω απ' αυτή, στον ίδ.
περί-νεως, ὁ, γεν. -νεω, ονομ. πληθ. -νεῳ· (ναῦς)· υπεράριθμο φορτίο
πλοίου ή απλά ο επιβάτης, σε Θουκ.
περινῆσαι, Επικ. -νήησαι, απαρ. αορ. αʹ του περινέω.
περι-νίζω, μέλ. -νίψω, ξεπλένω παντού τριγύρω — Παθ., περὶ δ' αἷμα
νένιπται, σε Ομήρ. Ιλ.
περι-νίσσομαι, αποθ., περιτρέχω, λέγεται για το χρόνο, σε Ευρ.
περι-νοέω, μέλ. -ήσω· I. επινοώ ευφυώς, σε Αριστοφ. II. εξετάζω από
όλες τις πλευρές, σκέφτομαι πολύπλευρα ή σφαιρικά, σε Πλούτ.
περίνοια, ἡ, ευφυία, οξυδέρκεια, σε Θουκ.
περι-νοστέω, μέλ. -ήσω, περιέρχομαι ολόγυρα, επισκέπτομαι ή επιθεωρώ,
τὰςπαλαίστρας, σε Αριστοφ. 2. απόλ., περιφέρομαι, περιτριγυρίζω,
επισκέπτομαι ή επιθεωρώ, στον ίδ., Πλάτ.
πέριξ, επιτετ. αντί περί, I. 1. ως πρόθ., γύρω από, ολόγυρα, με γεν., σε
Ηρόδ., Ξεν. 2. με αιτ. σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ευρ. II. ως επίρρ., γύρω,
ολόγυρα, σε Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., πέριξ φρονεῖν, κυκλικά, σφαιρικά, σε
Ευρ.
περι-ξεστός, -ή, -όν, αυτός που έχει ξυστεί γύρω γύρω, σε Θεόκρ.
περι-ξέω, μέλ. -έσω, ξύνω, γυαλίζω ολόγυρα, σε Θεόκρ.
περι-ξῠράω, Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, ξυρίζω ολόγυρα, σε Ηρόδ. — Παθ.,
περιεξυρημένος τὸν πώγωνα, είναι καλοξυρισμένος στο μούσι, στη
γενειάδα, σε Λουκ.
περι-οδεία ή -οδία, ἡ (ὁδός), περιοδεία, κυκλική διαδρομή, σε Στράβ.
460

περιοδεύω, μέλ. -σω, πηγαίνω ολόγυρα, περιέρχομαι, με αιτ., σε Πλούτ.


περιοδίζω, είμαι περιοδικός, σε Στράβ.
περί-οδος, ἡ, I. πορεία ολόγυρα, βάδισμα κυκλικό, σε Ηρόδ., Θουκ. II.
κυκλική οδός, περιφέρεια, κυκλική διαδρομή, περίμετρος, τοῦ τείχεος, τῆς
λίμνης, σε Ηρόδ.· απόλ., τὴν περίοδον, σε περίμετρο, στο ίδ. III. γῆς
περίοδος, πίνακας ή χάρτης της γης (πρβλ. πίναξ), στον ίδ., Αριστοφ. IV.
1. πορεία τριγύρω σε κύκλο, περιστροφή, σε Πλούτ. 2. λέγεται για χρόνο,
κύκλος ή περίοδος χρόνου, σε Πίνδ., Πλάτ. κ.λπ. 3. προδιαγεγραμμένος
τρόπος ζωής, σύστημα ζωής, σε Πλάτ. 4. παροξυσμός διαλείποντος
πυρετού, σε Δημ. 5. = περιφορά, περιφορά εδεσμάτων στο δείπνο, σε Ξεν.·
περίοδος λόγων, κουβέντες του τραπεζιού, στον ίδ. 6. τροχιά ουρανίου
σώματος, στον ίδ.V. καλώς σχηματισμένη περίοδος λόγου, περίοδος, σε
Αριστ.
περί-οιδα, περι-ῄδη, παρακ. και υπερσ. (με ενεστ. και παρατ. σημασία),
γνωρίζω καλά πώς να πράξω, με απαρ. περίοιδε νοῆσαι, σε Ομήρ. Ιλ.· με
δοτ., ἴχνεσι γὰρ περιῄδη, γι' αυτόν που γνωρίζει καλά να ακολουθεί τα ίχνη,
σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. πράγμ. και γεν. προσ., βουλῇ περιίδμεναι ἄλλων
(Επικ. απαρ.) είμαι περισσότερο επιδέξιος στο να συμβουλεύω απ' όσο οι
άλλοι, σε Ομήρ. Ιλ.
περιοικέω, μέλ. -ήσω (περίοικος), διαμένω γύρω από ένα πρόσωπο ή τόπο,
με αιτ., σε Ηρόδ., Ξεν.
περιοικίς, -ίδος, ἡ, θηλ. του περίοικος· I. αυτή που κατοικεί ή βρίσκεται
ολόγυρα, γειτονική, σε Ηρόδ., Θουκ. II. 1. ως ουσ. (ενν. γῆ, χώρα), η
περιοχή που βρίσκεται γύρω από την πόλη, το προάστιο, σε Θουκ. 2. πόλη
περιοίκων, πόλη μη ανεξάρτητη, σε Αριστ.
περι-οικοδομέω, μέλ. -ήσω, I. οικοδομώ ολόγυρα, σε Δημ. II. περικλείω
οικοδομώντας ολόγυρα, στον ίδ. — Παθ., οικοδομούμαι, περιτειχίζομαι,
σε Θουκ., Ξεν.· τὸ περιοικοδομημένον, τόπος περικεκλεισμένος, χώρος
περίφρακτος, Λατ. ovile, σε Ηρόδ.
περί-οικος, -ον, I. αυτός που κατοικεί τριγύρω, σε Ηρόδ.· οἱ περίοικοι, οι
γείτονες, στον ίδ. II. στη Λακωνία, οἱ περίοικοι ήταν ελεύθεροι κάτοικοι,
που αποτελούσαν κατάλοιπα του αρχέγονου πληθυσμού, και που
απολάμβαναν αστική αλλά όχι πολιτική ελευθερία, αντίθ. προς τους
Σπαρτιάτες και προς τους είλωτες, στον ίδ., σε Θουκ.
περι-ολισθάνω, αόρ. βʹ -ώλισθον, ολισθαίνω ολόγυρα, ξεγλιστρώ, σε
Πλούτ.
461

περιολίσθησις, ἡ, ολίσθηση, πέσιμο, διαφυγή, σε Πλούτ.


περι-οπτέος, -α, -ον, ρημ. επίθ. του περιοράω, I. 1. αυτός που μπορεί να
παραβλέπεται ή να γίνεται ανεκτός, με μτχ., οὔ σφι περιοπτέα Ἑλλὰς
ἀπολλυμένη, σε Ηρόδ.· με απαρ., ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, γένος τὸ
Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον, στον ίδ. 2. παρακολουθούμαι ή
προστατεύομαι εναντίον, σε Θουκ. II. περιοπτέον, αυτό που πρέπει
κάποιος να παραβλέπει ή να ανέχεται, σε Ξεν.
περί-οπτος, -ον (ὄψομαι),· 1. αυτός που φαίνεται, είναι ορατός από
παντού, που βρίσκεται σε στρατηγική θέση, σε Πλούτ. 2. διαπρεπής,
θαυμαστός, στον ίδ.· επίρρ. -τως, με λαμπρότητα, στον ίδ.
περι-οράω, παρατ. περιεώρων, Ιων. παρακ. περιεόρᾱκα· μέλ. -όψομαι,
Παθ. παρακ. -ῶμμαι, αόρ. αʹ Παθ. -ώφθην, αόρ. βʹ περιεῖδον· αντί παρακ.
περίοιδα, βλ. αυτ.· επιθεωρώ, παραβλέπω, δηλ. επιτρέπω, ανέχομαι, I. 1.
κυρίως με μτχ., ἢν τούτους περιίδῃς διαρπάσαντας, εάν ανεχτείς, εάν
επιτρέψεις σε αυτούς να αρπάξουν..., σε Ηρόδ.· μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην
αὖτις ἐς Μήδους περιελθοῦσαν, στον ίδ. κ.λπ.· ταῦτα περιιδεῖν γιγνόμενα,
σε Δημ.· αλλά, εἰ ὑμᾶς τοὺς ἐναντιουμένους περιίδοιμεν, αν παραβλέψουμε
την αντίθεσή σας, σε Θουκ. 2. με απαρ., περιιδόντες τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν,
ανεχτήκαμε να εισχωρήσουν αυτοί, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με παράλειψη του
απαρ., οὐκ ἄν με περιεῖδες (ποιέειν), στον ίδ.· περιοράω τὴν ὕβριν, σε Ξεν.
II. περιμένω, τὸ μέλλον περιιδεῖν, σε Θουκ. III. 1. Μέσ., εξετάζω πριν να
πράξω κάτι, παρατηρώ την πορεία των πραγμάτων, αγρυπνώ και
περιμένω, στον ίδ. 2. με γεν., βλέπω τριγύρω με προσοχή, προστατεύω,
προφυλάσσω, στον ίδ.
περι-οργής, -ές (ὀργή), πολύ θυμωμένος ή οργισμένος, σε Θουκ.· επίρρ.
-γῶς, σε Αισχύλ.
περί-ορθρος, -ον, ο κοντινός προς τον όρθρο· τὸ περίορθρον, ξημέρωμα,
αυγή, σε Θουκ.
περι-ορίζω, μέλ. -σω, περικλείω όρια, οριοθετώ, περιορίζω, σε Πλούτ.
περιορισμός, ὁ, περιορισμός, οριοθέτηση, σε Πλούτ.
περι-ορμέω, μέλ. -ήσω, αγκυροβολώ τριγύρω, αποκλείω, παρεμποδίζω,
σε Θουκ.
περι-ορμίζω, μέλ. -ίσω, φέρνω ολόγυρα (ένα πλοίο), αγκυροβολώ, σε
Δημ. — Μέσ., αγκυροβολώ, σε Θουκ.
462

περι-ορύσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, 1. σκάπτω ολόγυρα, περιορύσσω


λίμνην, σκάβω τριγύρω για να κατασκευάσω λίμνη, σε Ηρόδ. 2.
περισκάπτω, σε Πλούτ. 3. ξεθάβω, στον ίδ.
περι-ορχέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., χορεύω τριγύρω, σε Λουκ.
περιουσία, ἡ, (περί-ειμι, Λατ. supersum)· I. αυτό που βρίσκεται πέρα και
πάνω από τα απαραίτητα έξοδα, πλεόνασμα, περίσσευμα, αφθονία, σε
Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. II. 1. απόλ., αφθονία, πλούτος, περιουσία, σε
Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀπὸ περιουσίας, με αφθονία σε άλλα μέσα, Λατ. ex
abundanti, σε Θουκ. κ.λπ.· εἰς περιουσίαν, έτσι ώστε να προκύψει όφελος,
σε Δημ.· ἐκ περιουσίας, σε αφθονία, στον ίδ. 2. υπεροχή σε αριθμό ή
δύναμη, σε Θουκ. 3. διάσωση κάποιου, επιβίωση, τίς οὖν ἡ ταύτης
περιουσία; ποια είναι η πιθανότητα σωτηρίας; σε Δημ.
περιούσιος, -ον, αυτός που έχει περισσότερα από αρκετά, πλούσιος· ιδίως,
εκλεκτός, σε Κ.Δ.
περιοχή, ἡ (περιέχω)· I. περιοχή, έκταση· μάζα, σώμα, σε Πλούτ. II.
χωρίο που έχει περιγραφεί, τμήμα βιβλίου, σε Κ.Δ.
περι-πᾰθής, -ές (παθεῖν),· 1. αυτός που βρίσκεται σε σφοδρή έξαψη, ο
φοβερά λυπημένος, σε Πολύβ. 2. απόλ., ο γεμάτος πάθος, σε Λουκ.· επίρρ.
-θῶς, στον ίδ.
περι-παπταίνω, κοιτάζω ολόγυρα με δειλία, σε Μόσχ.
περιπᾰτέω, μέλ. -ήσω (περίπατος)· 1. περπατώ πάνω και κάτω,
περιδιαβαίνω, σε Αριστοφ., Ξεν.· γενικά, περπατώ, σε Πλάτ. κ.λπ. 2.
μεταφ. πορεύομαι, διέρχομαι, δηλ. ζω, σε Κ.Δ.
περιπᾰτητικός, -ή, -όν, αυτός που περπατά ολόγυρα ενώ διδάσκει· απ'
όπου, ο Αριστοτέλης και οι οπαδοί του ονομάζονταν περιπατητικοί, οι
Περιπατητικοί, σε Κικ., Λουκ.
περί-πᾰτος, ὁ, I. περπάτημα τριγύρω, περίπατος, σε Πλάτ. κ.λπ. II. τόπος
για περπάτημα, περπάτημα κάτω από υπόστεγο, σε Ξεν. III. 1. συζήτηση
κατά τη διάρκεια περιπάτου, φιλοσοφικός διάλογος, σε Αριστοφ. 2. οἱ ἐκ
τοῦ περιπάτου, οι Περιπατητικοί της σχολής του Αριστοτέλη,
ονομάστηκαν έτσι επειδή αυτός δίδασκε προχωρώντας στον περίπατον του
Λυκείου στην Αθήνα, σε Πλούτ. κ.λπ.
περι-πείρω, τρυπώ στη σούβλα· μεταφ., διαπερνώ, ἑαυτοὺς περιπείρω
ὀδύναις, σε Κ.Δ.
463

περι-πέλομαι, αποθ., 1. περιφέρομαι, τριγυρίζω, μόνο στην Επικ.


συγκοπτ. μτχ., λέγεται για τόπο, με αιτ., ἄστυ περιπλομένων δηΐων, ενόσω
οι εχθροί είναι γύρω από την πόλη, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για χρόνο,
περιπλομένου δ' ἐνιαυτοῦ, καθώς το έτος πέρασε, συμπληρώθηκε, σε Ομήρ.
Οδ., Ησίοδ.· περιπλομένων ἐνιαυτῶν, σε Ομήρ. Οδ.· πέντε περιπ.
ἐνιαυτοὺς, κατά τη διάρκεια πέντε παρερχομένων ετών, σε Ομήρ. Ιλ.
περίπεμπτος, -ον, αυτός που έχει σταλεί τριγύρω, σε Αισχύλ.
περι-πέμπω, μέλ. -ψω, στέλνω τριγύρω από το ένα μέρος στο άλλο,
στέλνω προς όλες τις κατευθύνσεις, σε Ηρόδ., Θουκ.
περιπεσεῖν, απαρ. αορ. βʹ του περιπίπτω.
περι-πέσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -πέψω, λέγεται για το ψωμί, ψήνω ολόγυρα,
Λατ. obcrustare· μεταφ., σκεπάζω ή καλύπτω εντελώς, πιάνω κρούστα,
«μαγειρεύω», σκαρώνω, σε Αριστοφ.· περιπέσσω ἀβλαβῶς, καλύπτω τους
ανθρώπους χωρίς να τους βλάψω, σε Πλούτ. — Παθ., ῥηματίοις
περιπεφθείς (μτχ. αορ. αʹ) δελεασμένος από τα λόγια, σε Αριστοφ.
περι-πετάννῡμι και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ], Παθ. παρακ. -πέπτᾰμαι·
απλώνω ή τεντώνω, εκτείνω ολόγυρα, χέρα τινί, σε Ευρ.· περιπετάννυμι
φοινικίδας, τις απλώνω ολόγυρα, σε Αισχίν. — Παθ., περιπέπταται ὑγρὸς
ἄκανθος, απλώνεται παντού, σε Θεόκρ.
περιπεταστός, -ή, -όν, απλωμένος τριγύρω ή από πάνω, σε Αριστοφ.
περιπέτεια, ἡ, στριφογύρισμα, δηλ. αιφνίδια μεταβολή της τύχης, γύρω
από την οποία περιστρέφεται η πλοκή της τραγωδίας, σε Αριστ.
περιπετής, -ές (περιπεσεῖν)· I. 1. αυτός που πέφτει τριγύρω, ἀμφὶμέσσῃ
προσκείμενος περιπετής, βρίσκεται να αγκαλιάζει με τα χέρια του ολόγυρα
τη μέση της, σε Σοφ. 2. τυλιγμένος, πέπλοισι, σε Αισχύλ. 3. ἔγχος περιπετές,
το ξίφος γύρω από το οποίο (δηλ. πάνω στο οποίο) έπεσε, ρίχτηκε (ο Αίας),
σε Σοφ. II. αυτός που πέφτει σε κίνδυνο κ.λπ.· με δοτ., σε Δημ.· περιπετὴς
γενέσθαι τῇ αἰτίᾳ, υπόκειμαι σε..., σε Πλούτ. III. αυτός που μεταβάλλεται
ξαφνικά, περιπετέα πράγματα, ξαφνική τροπή προς την αντίθετη
κατεύθυνση, σε Ηρόδ.· περιπετεῖς τύχαι, σε Ευρ.
περι-πέτομαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. -επτόμην· αποθ.· πετώ ολόγυρα, σε
Αριστοφ.
περιπέττω, Αττ. αντί περιπέσω.
περι-πευκής, -ές (πεύκη), πολύ απότομος, οξύς ή αυτός που προξενεί
πόνο, οδυνηρός, σε Ομήρ. Ιλ.
περι-πήγνῡμι, μέλ. -πήξω· στερεώνω ολόγυρα, φτιάχνω φράχτη τριγύρω,
με αιτ. τόπου, σε Πίνδ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ. περιπέπηγα,
464

σταθεροποιούμαι ολόγυρα, σε Πλούτ. — Παθ., τὰ ὑποδήματα περ.,


πάγωναν στα πόδια, σε Ξεν.
περι-πηδάω, μέλ. -ήσομαι, πηδώ γύρω ή πάνω, σε Λουκ.
περί-πηξις, ἡ, πήξη ολόγυρα, σε Στράβ.
περι-πίμπλαμαι, αόρ. αʹ περιε-πλήσθην, Παθ., πληρούμαι, γεμίζω
εντελώς, σε Ξεν.
περι-πίμπρημι, πυρπολώ τα περίχωρα· προστ. περιεπίμπρα, σε Ξεν.· γʹ
πληθ. -επίμπρασαν, σε Θουκ.
περι-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ -έπεσον· I. 1. πέφτω, απλώνομαι
τριγύρω έτσι ώστε να αγκαλιάζω, τινί, σε Ξεν. 2. πέφτω δηλ. πάνω σ' ένα
όπλο, τῷ ξίφει, σε Αριστοφ. II. 1. με δοτ., συναντιέμαι με, σε Ηρόδ., Ξεν.·
λέγεται για πλοία που συναντώνται κατά τύχη στη θάλασσα, σε Ηρόδ.,
Θουκ. 2. συγκρούομαι με άλλα πλοία, σε Ηρόδ.· περὶἀλλήλας, η μια στην
άλλη, στον ίδ.· επίσης, περιπίπτω περὶ τόπου, ναυαγώ σε ένα μέρος, στον
ίδ. 3. μεταφ., συμπέφτω μαζί με, εμπίπτω, με δοτ., περιπίπτω ἀδίκοισι
γνώμῃσι, αντιμετωπίζω άδικες κρίσεις, στον ίδ.· περιπίπτω δουλοσύνῃ,
στον ίδ.· αἰσχρᾷ τύχῃ, σε Ευρ.· αλλά, ἑωυτῷ περιπίπτειν, πιάνομαι στη δική
μου παγίδα, σε Ηρόδ.· ομοίως, τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις περιπίπτειν, σε Αισχίν.
III. 1. αλλάζω ξαφνικά, μεταβάλλομαι, σε Πολύβ. 2. πέφτω προς το ένα
μέρος, σε Πλούτ.
περι-πίτνω, ποιητ. αντί περιπίπτω, με αιτ., καρδίαν περιπίτνω, επέρχομαι
ή πλήττω την καρδιά, σε Αισχύλ.
περι-πλᾰνάομαι, 1. Παθ., περιφέρομαι εδώ και εκεί σε έναν τόπο, με αιτ.,
σε Ηρόδ.· μεταφ., πέφτω χυτά γύρω από, γλιστρώ ελαφρά, όπως το δέρμα
του λιονταριού γύρω από τον Ηρακλή, σε Πίνδ. 2. απόλ., περιπλανώμαι,
ταῦτα περιπλανῶμαι, βρίσκομαι σε κατάσταση αβεβαιότητας, σε Ξεν.
περι-πλάνιος[ᾰ], -ον, (πλάνη), σε Ανθ.
περι-πλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω· πλάθω, επιθέτω ένα πράγμα πάνω
σε ένα άλλο, σχηματίζω, διαπλάθω με χώμα ή καλουπώνω, με δοτ., σε
Πλάτ. κ.λπ.
περίπλεκτος, -ον, περιπλεκόμενος, διασταυρωμένος, λέγεται για τα πόδια
των χορευτών, σε Θεόκρ.
περι-πλέκω, μέλ. -ξω· I. πλέκω ή συστρέφω ολόγυρα — Παθ.,
εναγκαλίζομαι, με δοτ., ἱστῷ περιπλεχθείς, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., δίκτυον
εὖ μάλα περιπλεχθείς, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., δίκτυον εὖ μάλα
περιπλεκόμενον, υπερβολικά πολύπλοκο, σε Ξεν. II. 1. περιπλέκω,
μπερδεύω, σε Λουκ. 2. τυλίγω σε λόγια, σε Αισχίν.
περιπλευμονία ή -πνευμονία, Ιων. -ίη, ἡ (πλεύμων), φλεγμονή των
πνευμόνων, σε Πλάτ., Λουκ.
περί-πλευρος, -ον (πλευρά), αυτός που καλύπτει τα πλάγια μέρη, σε Ευρ.
περι-πλέχθην, Επικ. Παθ. αορ. αʹ του περιπλέκω.
465

περι-πλέω, Ιων. —πλώω,· πλέω ή κολυμπώ ολόγυρα, απόλ., σε Ηρόδ.


κ.λπ.· ἀνὴρ πολλὰ περιπλευκώς, πολυταξιδεμένος άνθρωπος, σε Αριστοφ.·
με αιτ., περιπλέω Λιβύην Πελοπόννησον κ.λπ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
περί-πλεως, -ων, πληθ. -πλέω, ουδ. -πλεα, με γεν., I. αρκετά γεμάτος από
ένα πράγμα, σε Θουκ. κ.λπ.· με δοτ., πλήρης από κατι, σε Ανθ. II. απόλ.,
υπεράριθμος, περιττός, σε Ξεν.
περι-πληθής, -ές (πλῆθος),· 1. γεμάτος με ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ. 2.
πολύ μεγάλος, σε Πλούτ.· συγκρ. -έστερος, σε Λουκ.
περίπλικτος, -ον, διασταυρωμένος, σε Λουκ.
περι-πλίσσομαι, αποθ., τοποθετώ τα πόδια σε κύκλο ή σταυρωτά.
περιπλοκή, ἡ (περιπλέκω), περιστροφή, εμπλοκή, περιπλέξιμο, σε Ευρ.
περίπλοκος, -ον (περιπλέκω), πεπλεγμένος, μπερδεμένος, περίπλοκος, σε
Ανθ.
περιπλόμενος, συγκοπτ. μτχ. του περιπέλομαι.
περί-πλοος, -ον, συνηρ. -πλους, -ουν (πλέω), I. αυτός που πλέει ολόγυρα,
σε Ανθ. II. Παθ., αυτό που μπορεί κανείς να πλεύσει γύρω του, σε Θουκ.
περί-πλοος, ὁ, συνηρ. -πλους, γεν. -πλου, ονομ. πληθ. -πλοι (πλέω)· I.
πλεύση γύρω από ένα μέρος, με γεν., σε Ηρόδ.· περὶ τόπον, σε Θουκ. II.
αφήγηση παράκτιου θαλάσσιου ταξιδιού, σε Λουκ.
περι-πλύνω[ῡ], πλένω κάτι καλά, καθαρίζω καλά, σε Δημ.
περιπλώω, Ιων. και ποιητ. αντί περιπλέω.
περιπνείω, Επικ. αντί περιπνέω.
περιπνευμονία, βλ. περιπλευμονία.
περι-πνέω, μέλ. -πνεύσομαι, πνέω γύρω ή πάνω από ένα μέρος, με αιτ., σε
Πίνδ.
περι-πόθητος, -ον, υπερβολικά ποθητός, σε Λουκ.
περι-ποιέω, μέλ. -ήσω, I. 1. κάνω να παραμείνει κάτι πάνω και ψηλά,
διατηρώ ασφαλές, διασώζω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 2. λέγεται για
χρήματα, αποταμιεύω, αποθησαυρίζω, σε Ξεν. 3. τοποθετώ ολόγυρα ή
πάνω, προμηθεύω, τὴν δυναστείαν ἑαυτοῖς, σε Αισχίν.· περιποιέω τὰ
πράγματα εἰς αὐτούς, παίρνουν τα πράγματα στην εξουσία τους, σε Θουκ.
II. Μέσ., διαφυλάσσω ή διασώζω για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.·
466

περιλαμβάνω, κατέχω, αποκτώ, σε Θουκ., Ξεν.· απόλ., κερδίζω χρήματα,


σε Ξεν.
περιποίησις, ἡ, I. ασφαλής διατήρηση, συντήρηση, σε Κ.Δ. II. 1. (από
Μέσ.), επικερδής κατοχή, απόκτημα, απόκτηση, στο ίδ. 2. κατοχή, κτήση,
στο ίδ.
περι-ποίκῐλος, -ον, ποικιλόχρωμος ή πιτσιλωτός, διάστικτος παντού
ολόγυρα, σε Ξεν.
περιπολ-άρχης ή -αρχος, -ου, ὁ (περίπολος, ἄρχω), αρχηγός των
περιπόλων, σε Θουκ.
περι-πολέω, μέλ. -ήσω· I. πηγαίνω εδώ και εκεί, περιπλανώμαι, σε Σοφ.,
Ευρ. II. 1. με αιτ. τόπου, διέρχομαι, σε Πλάτ.· περιπολέω στρατόν,
περιφέρομαι στο στρατό, σε Ευρ. 2. στην Αθήνα, περιπολεῖν τὴν χώραν,
περιπολώ τη χώρα (βλ. περίπολος), σε Ξεν.
περιπόλιον, τό, ο σταθμός των περιπόλων, φυλάκιο, σε Θουκ.
περιπόλιος, -ον, αυτός που βρίσκεται γύρω από ένα μέρος, με γεν., σε
Στράβ.
περί-πολος, -ον (πολέω), αυτός που περιέρχεται, που περιπολεί· απ' όπου,
ως ουσ., 1. φύλακας ή περιπολία, σε Πλούτ. κ.λπ.· στην Αθήνα, οι
περίπολοι ήταν νέοι πολίτες ανάμεσα στα 18 και τα 20 έτη, που σχημάτιζαν
ένα είδος περιπολίας για να φυλάσσουν τα σύνορα, σε Αριστοφ., Θουκ. 2.
γενικά, ακόλουθος, οπαδός, θιασιώτης, ως θηλ., σε Σοφ.
περι-πόνηρος, -ον, εξαιρετικά άθλιος, λογοπαίγνιο στο περιφόρητος, σε
Αριστοφ.
περι-πορεύομαι, μέλ. -σομαι, αποθ., ταξιδεύω ή περιοδεύω σ' ένα μέρος,
με αιτ., σε Πολύβ.
περι-πόρφῠρος, -ον (πορφύρα), αυτός που έχει πορφυρές καταλήξεις,
περιπόρφυρος ἔσθης, ένδυμα με πορφυρές παρυφές, το Ρωμ. toga
praetextataή laticlavia, σε Πολύβ. κ.λπ.· απ' όπου, περι-πορφῠρό-
σημοςπαῖς, ὁ, Λατ. puer praetextatus, σε Ανθ.
περι-ποτάομαι, ποιητ. αντί -πέτομαι, πετώ ολόγυρα, σε Σοφ.
περι-πρό, επίρρ., πάρα πολύ, πρωτίστως, ιδιαιτέρως, σε Ομήρ. Ιλ.
περι-προχέομαι, Παθ., χύνομαι παντού τριγύρω, σε μτχ. αορ. αʹ
ἔροςθυμὸν περιπροχῠθείς, σφοδρός έρωτας όρμησε ως χείμαρρος στην
καρδιά του, σε Ομήρ. Ιλ.
467

περι-πταίω, μέλ. -σω, συναντώ τυχαία, τινί, σε Πλούτ.


περι-πτίσσω, αφαιρώ το φλοιό· μτχ. Παθ. παρακ. περιεπτισμένοι,
απαλλαγμένοι από το άχυρο, καθαρισμένοι, καθαροί στην όψη, σε
Αριστοφ.
περίπτυγμα, -ατος, τό, οτιδήποτε διπλωμένο τριγύρω, περικάλυμμα,
περιτύλιγμα, σε Ευρ.
περίπτυξις, ἡ, εναγκαλισμός, σε Πλούτ.
περι-πτύσσω, μέλ. -ξω, 1. περιτυλίγω, συσκευάζω σε κάτι, τινὰ τινι, σε
Σοφ.· πέπλοι περιπτύσσοντες δέμας, σε Ευρ.· περιπτύσσω γόνυ, δέμας,
κρατώ σφιχτά, αγκαλιάζω, στον ίδ. 2. ως στρατιωτικός όρος,
περικυκλώνω, σε Ξεν. II. περιβάλλω με τα χέρια, περιπτύσσω χέρας, βάζω
τα χέρια μου γύρω από τον άλλο, αγκαλιάζω, σε Ευρ.
περι-πτῠχή, ἡ, I. κάτι που περιτυλίγει, περίβλημα, τειχέων περιπτυχαὶ,
περιπτυσσόμενα τείχη, σε Ευρ.· δόμων, σε Αριστοφ.· Ἀχαιῶν ναύλοχοι
περιπτυχή, το ναυτικό τους τείχος ή φράγμα, σε Ευρ. II. περίπτυξη,
εναγκαλισμός, στον ίδ.· ἐνἡλίου περιπτυχαῖς, σε όλα όσα περιπτύσσει,
αγκαλιάζει ο ήλιος, δηλ. όλο τον κόσμο, στον ίδ.
περιπτῠχής, -ές (περιπτύσσω), 1. αυτός που περιβάλλει κάτι τριγύρω, σε
Σοφ. 2. φασγάνῳ περιπτυχής, αυτός που πέφτει ολόγυρα (δηλ. πάνω) στο
ξίφος του, στον ίδ.
περί-πτωμα, -ατος, τό, συμφορά, δυστυχία, σε Πλάτ.
περι-πτώσσω, φοβάμαι πολύ, σε Ανθ.
περί-πτυστος, -ον, γνωστός παντού τριγύρω, περιβόητος, σε Ανθ.
περιρ-ρᾰγής, -ές, σχισμένος ή σπασμένος παντού γύρω γύρω, σε Ανθ.
περιρ-ραίνω, ραντίζω παντού τριγύρω, ιδίως σε ιερές τελετές — Μέσ.,
εξαγνίζω τον εαυτό μου, σε Θεόκρ., Πλούτ.
περιρραντήριον, τό, I. σκεύος για ράντισμα ή δοχείο για καθαρό,
εξαγνισμένο νερό, Λατ. aspergillum, σε Ηρόδ. II. περιρραντήρια ἀγορᾶς,
τα μέρη της Ρωμ. αγοράς που ραντίζονται με εξαγνισμένο νερό, σε Νόμ.
παρά Αισχίν.
περιρ-ρέω, μέλ. -ρεύσομαι, παρακ. -ερρύηκα, Παθ. αορ. βʹ (με Ενεργ.
σημασία) -ερρύην· I. με αιτ., ρέω ολόγυρα, τὸν δ' αἷμα περίρρεε, σε Ομήρ.
Οδ.· νῆσον περιρρέει ὁ Νεῖλος, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., περιβάλλομαι από
νερό, σε Ξεν. II. 1. γλιστρώ, πέφτω, διαρρέω ολόγυρα σε όλες τις πλευρές,
ἡ ἀσπὶς περιερρύη εἰς τὴν θάλασσαν, γλίστρησε από το χέρι του και έπεσε
στη θάλασσα, σε Θουκ.· (αἱ πέδαι) αὐτόμαται περιρρέουσιν, σε Ξεν. 2.
υπερχειλίζω από όλες τις πλευρές, σοὶ περιρρείτω βίος, αφθονούν τα αγαθά
468

στην ζωή σου, σε Σοφ.· οὐδενὸς περιρρέοντος, χωρίς τίποτα να είναι


περιττό, σε Πλούτ. — Παθ., στάζω από παντού, ἱδρῶτι, με ιδρώτα, στον
ίδ.
περιρ-ρήγνῡμι και -ύω, μέλ. -ρήξω· λέγεται για ενδύματα, σχίζω
ολόγυρα, σχίζω και κάνω κουρέλια, σε Δημ. — Μέσ., περιερρήξατο τοὺς
πέπλους, διέρρηξε τα ενδύματά του, σε Πλούτ. — Παθ., έχω αφαιρεθεί,
έχω αποσπαστεί, σε Αισχύλ. II. κάνω έναν ποταμό να διαβρώσει ή να
διαχωρίσει κομμάτι γης, (Βούσιρις) τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε,
σε Ισοκρ. — Παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος, στην
απόληξή του ο Νείλος καταλήγει στο Δέλτα, δηλ. σπάει σε πολλά
παρακλάδια, σε Ηρόδ. III. σπάζω ένα πράγμα γύρω ή πάνω σε άλλο,
καταστρέφω, τὸ σκαφίδιον πρὸς πέτραν, σε Λουκ.
περιρ-ρηδής, -ές, αυτός που πέφτει ανεστραμμένος γύρω από ή πάνω σ'
ένα πράγμα, με δοτ., περιρρηδὴς τραπέζῃ, σε Ομήρ. Οδ. (Η προέλ. του -
ρηδης είναι αμφίβ.· πιθ. από ῥέω).
περιρροή, ἡ (περιρρέω), ροή γύρω από, σε Πλάτ.
περιρ-ρομβέω, μέλ. -ήσω, κάνω κάτι να περιστρέφεται ολόγυρα, όπως η
σβούρα, σε Πλούτ.
περίρ-ροος, -ον, συνηρ. -ρους, -ουν, = περίρρυτος, σε Ηρόδ.
περίρρῠτος, -ον και -η, -ον όπως το περίρροος· 1. περικυκλωμένος από
νερό, περιζωσμένος με θάλασσα, λέγεται για τα νησιά, σε Ομήρ. Οδ.,
Ηρόδ. κ.λπ. 2. Ενεργ. αυτός που ρέει ολόγυρα, με γεν., περιρρύτων ὑπὲρ
ἀκαρπίστων πεδίων Σικελίας, πάνω από τις άγονες πεδιάδες που
διατρέχουν τη Σικελία, δηλ. πάνω από τη θάλασσα, σε Ευρ.
περι-σαίνω, Επικ. περισ-σαίνω, κουνώ την ουρά μου γύρω γύρω,
κολακεύω, με αιτ. ή απόλ., σε Ομήρ. Οδ.
περι-σείομαι, Παθ., κινούμαι, τραντάζομαι ολόγυρα, ἔθειραι περισσείοντο
(Επικ. αντί περισσείοτο), τα μαλλιά ανεμίζουν ολόγυρα· κυμαίνομαι, σε
Ομήρ. Ιλ.
περί-σεμνος, -η, -ον, πολύ σεμνός, σε Αριστοφ.
περί-σεπτος, -η, -ον, εξαιρετικά σεβαστός, αξιοσεβάσμιος, σε Αισχύλ.
περί-σημος, Δωρ. -σᾱμος, -ον (σῆμα),· πολύ γνωστός ή σημαντικός, Λατ.
insignis, σε Ευρ., Μόσχ.
περισθενέω, είμαι υπερβολικά δυνατός, Επικ. μτχ. περισθενέων, σε Ομήρ.
Οδ.
περι-σθενής, -ές (σθένος), υπερβολικά δυνατός, σε Πίνδ.
περι-σκελής, -ές (σκέλλω), αυτός που είναι στεγνός και σκληρός
ολόγυρα, εξαιρετικά σκληρός, λέγεται για τον σίδηρο, σε Σοφ.· μεταφ.,
επίμονος, πεισματάρης, στον ίδ.
περι-σκελίς, -ίδος, ἡ (σκέλος), επίδεσμος των ποδιών, δηλ. βραχιόλι
ποδιού ή περικνήμιο, σε Μένανδρ., Ρήτ.
περι-σκέπτομαι, βλ. περισκοπέω.
469

περί-σκεπτος, -ον, 1. αυτός που είναι ορατός από όλες τις πλευρές, ορατός
από μακριά, πασιφανής, σε Ομήρ. Οδ. 2. αξιοθαύμαστος, σε Ανθ.
περισκέπω, = περισκεπάζω, σε Πολύβ., Μόσχ.
περι-σκιρτάω, μέλ. -ήσω, πηδώ ολόγυρα, με αιτ., σε Ανθ.
περι-σκοπέω, μέλ. -σκέψομαι, παρακ. -έσκεμμαι· I. κοιτάζω τριγύρω, σε
Σοφ. II. εξετάζω ολόγυρα, παρατηρώ προσεκτικά, θεωρώ σωστά, σε
Ηρόδ., Θουκ.· μτχ. παρακ. περιεσκεμμένος, παρατηρητικός, σε Λουκ.
περι-σκῠλᾰκισμός, ὁ (σκύλαξ), θυσία κατά την οποία θυσιαζόταν ένα
κουτάβι και έπειτα περιφερόταν, σε Πλούτ.
περι-σμᾰρᾰγέω, μέλ. -ήσω, κροταλίζω, κουδουνίζω ολόγυρα, σε Λουκ.
περι-σοβέω, μέλ. —ήσω · I. περιφέρω, περισοβέω ποτήριον, δίνω σε
κύκλο το ποτήρι μου με το κρασί, σε Μένανδρ. II. τρέχω βιαστικά γύρω
από, τὰςπόλεις, σε Αριστοφ.
περι-σοφίζομαι, αποθ., εξαπατώ, κοροϊδεύω, σε Αριστοφ.
περισπασμός, ὁ, απόσπαση προσοχής, αφηρημάδα, αντιπερισπασμός, σε
Πολύβ.
περι-σπάω, μέλ. -σπάσω, I. 1. αποσπώ από τα πέριξ, αφαιρώ — Μέσ.,
απογυμνώνω κάποιον, τὴν τιάραν, σε Ξεν. 2. εξάγω, σε Ευρ. II.
παρακάμπτω, λέγεται για το στράτευμα, σε Πολύβ.· λέγεται για το
χαλινάρι του αλόγου, οὐ πάνυ περισπάω, δεν τραβώ εδώ και εκεί με
δύναμη, σε Λουκ. — Μέσ., περισπώμενος τὰς ὄψεις, περιστρέφω τα μάτια
μου, στον ίδ. III. έλκω ή αποσπώ την προσοχή, σε Αριστ. — Παθ., είμαι
ταραγμένος ή απασχολημένος σε δουλειά, περί τι, σε Κ.Δ.
περισπεῖν, απαρ. αορ. βʹ του περιέπω.
περι-σπειράω, μέλ. -άσω, περιελίσσω, τυλίγω, σε Πλούτ. — Μέσ.,
περικυκλώνω με στρατιώτες, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για στρατιώτες,
συσπειρώνομαι γύρω από τον αρχηγό, τινι, στον ίδ.· λέγεται για ερπετά,
πλέκομαι ολόγυρα, γίνομαι κουλούρα γύρω από, τινι σε Λουκ.
περισπερχέω, είμαι πολύ οργισμένος, σε Ηρόδ.
περι-σπερχής, -ές (σπέρχω), πολύ ορμητικός, περισπερχὲς πάθος,
παράτολμος, πολύ βίαιος, θάνατος, σε Σοφ.
περί-σπλαγχνος, -ον (σπλάγχνον), εξαιρετικά εγκάρδιος, σε Θεόκρ.
περι-σπογγίζω, μέλ. -σω, σφουγγίζω ολόγυρα, σε Θεόκρ.
470

περι-σπούδαστος, -ον (σπουδάζω), εξαιρετικά περιζήτητος, ιδιαίτερα


ποθητός, σε Λουκ.
περισσεία, ἡ (περισσός), πλεόνασμα, περίσσευμα, σε Κ.Δ.
περισσείομαι, Επικ. αντί περισείομαι.
περίσσευμα, Αττ. -ττευμα, -ατος, τό, αυτό το οποίο περισσεύει,
πλεόνασμα, σε Κ.Δ.
περισσεύω, Αττ. -ττεύω, μέλ. -σω, παρατ. ἐπερίσσευον· (περισσός)· I.
είμαι πάνω και πέρα από τον αριθμό, με γεν., περιττεύουσιν ἡμῶν οἱ
πολέμιοι, οι εχθροί θα μας ξεπεράσουν, θα μας υπερφαλαγγίσουν, σε Ξεν.
II. 1. απόλ., είμαι περισσότερος από αρκετός, παραμένω περισσότερος,
πλεονάζω, στον ίδ. κ.λπ.· τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ, σε Θουκ. 2. με αρνητική
σημασία, είμαι περιττός, σε Σοφ. III. 1. λέγεται για πρόσωπα, έχω
αφθονία, αφθονώ σ' ένα πράγμα, με δοτ., σε Κ.Δ.· επίσης με γεν.,
περισσεύω ἄρτων, έχω περισσότερο ψωμί από όσο χρειάζομαι, στο ίδ. 2.
είμαι ανώτερος, έχω το πλεονέκτημα, στο ίδ. IV. Μτβ., κάνω κάποιον να
προαχθεί, να προβιβαστεί, στο ίδ.
περισσολογία, ἡ, περιττά λόγια, πολυλογία, σε Ισοκρ.
περισσο-λόγος, -ον (λέγω), αυτός που μιλάει πολύ, πολυλογάς, φλύαρος.
περισσός, Αττ. περιττός, -ή, -όν (περί)·
Α. I. 1. ο πέρα από τον κανονικό αριθμό ή μέγεθος, υπερβολικός, σε Ησίοδ.
2. αυτός που βρίσκεται εκτός του συνηθισμένου τρόπου, έκτακτος,
ασυνήθης, αξιοσημείωτος, έξοχος, παράδοξος, εἴ τι περισσὸν εἰδείη σοφίης,
αν έχει κάποιο έξοχο δώρο σοφίας, σε Θέογν.· ομοίως, περισσὸς λόγος, σε
Σοφ.· οὐ γὰρ περισσὸν οὐδὲν οὐδ' ἔξω λόγου πέπονθας, σε Ευρ. 3. λέγεται
για πρόσωπα, θαυμάσιος, διαπρεπής, αξιοπρόσεκτος, ιδίως λέγεται για τη
μάθηση, στον ίδ. 4. με γεν., περισσὸς ἄλλων πρός τι, ανώτερος από τους
άλλους σε κάτι, σε Σοφ.· θύσειτοῦδε περισσότερα, πράγματα μεγαλύτερα
απ' αυτό, σε Ανθ.· περιττότερος προφήτου, μεγαλύτερος από προφήτη, σε
Κ.Δ. II. 1. περισσότερος από επαρκής, πλεονάζων, περιττός, σε Ξεν.·
περιττὸν ἔχειν, έχω πλεόνασμα, στον ίδ.· με γεν., τῶν ἀρκούντων περιττά,
περισσότερα από τα αναγκαία, στον ίδ.· συχνά με στρατιωτική σημασία,
οἱ περισσοὶ ἱππεῖς, το εφεδρικό ιππικό, στον ίδ.· περισσαὶ σκηναί, εφεδρικές
σκηνές, στον ίδ.· τὸ περισσόν, τα περιττά, τα υπολείμματα, στον ίδ. 2. με
αρνητική σημασία, ανώφελος, άχρηστος, σε Τραγ. 3. υπερβολικός,
υπέρμετρος, περισσὰ μηχανᾶσθαι, πράττω, κάνω περιττά πράγματα, σε
Ηρόδ.· περισσὰ δρᾶν, πράσσειν, είμαι πολυπράγμων, σε Σοφ. 4. λέγεται για
471

πρόσωπα, εκκεντρικός, εξαιρετικά περίεργος, περισσὸς καὶ φρονῶν μέγα,


σε Ευρ.· περισσὸς ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης, σε Αισχίν. III. στην
Αριθμητική, ἀριθμὸς περιττός, περιττός, ακανόνιστος αριθμός, αντίθ. προς
το ἄρτιος, σε Πλάτ. κ.λπ. Β. επίρρ. περισσῶς, I. 1. εκτάκτως, υπερβολικά,
σε Ηρόδ., Ευρ.· περισσῶς παῖδας ἐκδιδάσκεσθαι, τα έχω εκπαιδεύσει
υπερβολικά πολύ, σε Ευρ.· επίσης περισσά, σε Πίνδ., Ευρ. 2. με ιδιαίτερο
τρόπο, αξιοσημείωτα, περισσότερον τῶν ἄλλων θάψαι τινά, πολυτελώς, σε
Ηρόδ. 3. συχνά με άρνηση, οὐδὲν περισσότερον τῶν ἄλλων, σε Πλάτ. 4. τὰ
περισσά, μάταια, σε Ανθ. II. ἐκ περιττοῦ, ως επίρρ., πλεοναστικά,
ανώφελα, σε Πλάτ.
περισσότης, μεταγεν. στην Αττ. περιττ-, -ητος, ἡ, πλενοασμός,
περίσσευμα, σε Ισοκρ.
περισσό-φρων, ὁ, ἡ (φρήν), υπερβολικά σοφός, σε Αισχύλ.
περισσῶς, επίρρ. βλ. περισσός Β.
περιστᾰδόν (περιστῆναι), επίρρ., σταθερά ολόγυρα από, σε Ομήρ. Ιλ.,
Ηρόδ., Αττ.
περι-στάζομαι, Παθ., είμαι ραντισμένος παντού ολόγυρα, σε Ανθ.
περιστάθη, Επικ. γʹ ενικ. Παθ. αορ. αʹ του περιίστημι.
περισταίην, ευκτ. αορ. βʹ του περιίστημι· -στας, μτχ.
περίστᾰσις, ἡ (περιστῆναι),· I. 1. πλήθος που στέκεται τριγύρω, Λατ.
corona, σε Θεόκρ. κ.λπ. I. 1. περίσταση, κατάσταση των πραγμάτων, σε
Πολύβ.· με αρνητική σημασία, κατὰ τὰς περιστάσεις, σε κρίσιμους
καιρούς, στον ίδ. 2. εξωτερική πομπή και περίσταση, στον ίδ.
περίστᾰτος, -ον (περιστῆναι), αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται
από το πλήθος, σε Ισοκρ.
περι-σταυρόω, μέλ. -ώσω, περιφράζω ολόγυρα με πασσάλους, οχυρώνω,
σε Θουκ. — Μέσ., περισταυρωσάμενοι, οχυρωμένοι, σε Ξεν.
περι-στείλας, μτχ. αορ. αʹ του περιστέλλω.
περιστείχω, μτχ. αορ. αʹ περίστειξας, βαδίζω ολόγυρα, με αιτ., σε Ομήρ.
Οδ.
περι-στέλλω, μέλ. -στελῶ, αόρ. αʹ -έστειλα· I. 1. ενδύω, περιβάλλω,
περιτυλίγω, σε Πίνδ., Πλούτ.· ἔπηξα δ' αὐτὸν εὖ περιστείλας, έμπηξα το
ξίφος, αφού το είχα περιβάλλει καλά με χώμα, δηλ. το έμπηξα σταθερά
στο έδαφος, σε Σοφ. 2. ενδύω ή περικαλύπτω το νεκρό, Λατ. componere,
472

σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· απλώς, θάβω, ενταφιάζω, σε Πλάτ. II. 1.


μεταφ., περικαλύπτω, καλύπτω, σκεπάζω, τ' ἄδικ' εὖ περιστέλλω, σε Ευρ.
— Μέσ., τὰ σὰ περιστέλλου κακά, στον ίδ. 2. φροντίζω, προστατεύω,
υπερασπίζομαι, σε Ηρόδ., Σοφ.· περιστέλλω τοὺς νόμους, διαφυλάττω τους
νόμους, σε Ηρόδ.· τὰ πάτρια, σε Δημ.· περιστέλλω ἀοιδάν, περιποιούμαι,
καλλιεργώ επιμελώς, σε Πίνδ.
περι-στενάζομαι, Μέσ., θρηνώ θλιβερά, σε Πλούτ.
περιστενᾰχίζομαι, Μέσ., ηχώ παντού τριγύρω, σε Ομήρ. Οδ.
περι-στένω, I. κάνω κάτι στενό, συμπιέζω, στενεύω — Παθ., περιστένεται
δέ τε γαστήρ, λέγεται για τους λύκους, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. ηχώ παντού
ολόγυρα, με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν. 2. στενάζω, σε Λουκ.
περιστερά, ἡ, περιστερά ή περιστέρι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. (άγν. προέλ.).
περιστερεών, ῶνος, ὁ, περιστερώνας, σε Πλάτ.· περιστερῶν, σε Αίσωπ.
περι-στεφᾰνόω, μέλ. -ώσω, στεφανώνω, περικυκλώνω, σε Αριστοφ. —
Παθ., πῖλοιπτεροῖσι περιεστεφανωμένοι, σε Ηρόδ.· οὔρεσι περιεστεφάνωται
Θεσσαλίη, στον ίδ.
περι-στεφής, -ές (στέφω),· I. στεφανωμένος, εστεμμένος, ἀνθέων
περιστεφής, αυτός που έχει στεφάνι από λουλούδια, σε Σοφ. II. Ενεργ.,
αυτός που στεφανώνει, που περιβάλλει, κισσός, σε Ευρ.
περι-στέφω, μέλ. -ψω, στεφανώνω, περικυκλώνω, νεφέεσσι περιστέφει
οὐρανὸν Ζεύς, σε Ομήρ. Οδ.
περιστῆναι, απαρ. αορ. βʹ του περιίστημι.
περι-στήωσι, Επικ. γʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του περιίστημι.
περι-στίζω, μέλ. -ξω, τρυπώ, κεντώ, κοσμώ με στίγματα ολόγυρα,
περιέστιξε τοῖς μαζοῖς τὸ τεῖχος, «στόλισε» το τείχος ολόγυρα με
αποκομμένους μαστούς, σε Ηρόδ.· και επίσης περιστίξαντες κατὰ τὰ ἀγγήϊα
τοὺς τυφλούς, τοποθέτησαν αυτούς σε ίση απόσταση γύρω από τα αγγεία,
στον ίδ.
περι-στῐχίζω (στίχος), κυκλώνω ολόγυρα, σε Αισχύλ.
περι-στοιχίζομαι, Μέσ., περικυκλώνω όπως με δίχτυα, λέγεται για
στράτευμα που βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας, σε Δημ.
περί-στοιχος, -ον, αυτός που τοποθετείται κυκλικά σε σειρές, σε Δημ.
περί-στονᾰχίζω, βογγώ ολόγυρα, σε Ησίοδ.
περι-στρᾰτοπεδεύομαι, μέλ. -εύσομαι, αποθ., κατασκηνώνω, περιβάλλω,
κυκλώνω, απόλ. ή με αιτ., σε Ξεν.· η Ενεργ., σε μεταγεν. συγγραφείς, σε
Πολύβ., Πλούτ. κ.λπ.
περι-στρέφω, μέλ. -ψω, 1. στριφογυρίζω ολόγυρα, λέγεται για κάποιον
που ετοιμάζεται να ρίξει κάτι, σε Όμηρ.· περιστρέφω ἵππον, τον στρέφω
ολόγυρα, σε Πλούτ. — Παθ., στρέφομαι ολόγυρα, κάνω στροφή, σε Ομήρ.
Ιλ.· περιστρέφω εἰς τἀληθῆ, καταλήγω εκεί, σε Πλάτ. 2. περιστρέφω τὼ
χεῖρε, δένω τα χέρια του πίσω, σε Λυσία.
473

περιστροφή, ἡ, στροφή ή περιστροφή, σε Πλάτ.


περι-στρωφάομαι, θαμιστικό του περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος
πάντα τὰ χρηστήρια, τριγύρω σε όλα τα μαντεία, σε Ηρόδ.
περί-στῡλος, -ον, I. αυτός που έχει κίονες, στύλους γύρω στον τοίχο,
αυτός που περιβάλλεται από περιστύλιο, σε Ηρόδ., Ευρ. II. ως ουσ.,
περίστυλον, τό ή περίστυλος, ὁ, περιστύλιο, κιονοστοιχία γύρω από ναό ή
από αυλή οικίας, σε Πλούτ.
περι-σῡλάομαι, Παθ., περισυλᾶσθαι τὴν οὐσίαν, στερούμαι την περιουσία
μου, σε Πλάτ.
περι-σύρω[ῡ], μέλ. -σῠρῶ· I. σύρω εδώ και εκεί, ἄνω καὶ κάτω, σε Λουκ.
II. αποσπώ από κάποιον, τί τινος, σε Πολύβ.
περισφύριος[ῠ], -ον (σφῠρόν), I. αυτός που βρίσκεται γύρω από τον
αστράγαλο, σε Ανθ. II. ως ουσ. περισφύριον, τό, βραχιόλι γύρω από τον
αστράγαλο, βραχιόλι ποδιού, σε Ηρόδ., Ανθ.
περι-σχέμεν, Επικ. αντί -σχεῖν, απαρ. αορ. βʹ του περιέχω.
περί-σχεο, Επικ. προστ. Μέσ. αορ. βʹ του περιέχω.
περι-σχίζω, μέλ. -ίσω· I. σχίζω ολόγυρα, διασχίζω, σε Πλούτ., Λουκ. II.
Παθ., λέγεται για ποταμό, περισχίζεσθαι τὸν χῶρον, διαβρώνω ολόγυρα
ένα κομμάτι γης, δηλ. το χωρίζω σε δύο κομμάτια, σε Ηρόδ.· ομοίως
λέγεται για πλήθος ανθρώπων, διαιρώ, διαχωρίζω και ακολουθώ
διαφορετική πορεία, σε Πλάτ.
περι-σχοινίζω, μέλ. -σω (σχοῖνος), περιδένω με σχοινί — Μέσ., λέγεται
για το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, χωρίζω μ' ένα σχονί από το
ακροατήριο, σε Δημ.
περι-σῴζω, μέλ. -σω, διατηρώ ζωντανό, σώζω από θάνατο ή καταστροφή,
σε Ξεν. — Παθ., διασώζομαι, στον ίδ.
περιτάμνω, Ιων. αντί περιτέμνω.
περι-ταφρεύω, περιβάλλω με χαντάκι, σε Πολύβ. — Παθ., ἐν
περιτεταφρευμένῳ, σε περιχαρακωμένη, οχυρωμένη γη, σε Ξεν.
περι-τείνω, μέλ. -τενῶ, τεντώνω ολόγυρα ή πάνω από, σε Ηρόδ.
περι-τειχίζω, μέλ. -σω, I. 1. περιτειχίζω ολόγυρα, πλίνθοις Βαβυλῶνα, σε
Αριστοφ. 2. περιβάλλω με τείχος ώστε να πολιορκήσω, σε Θουκ. II. χτίζω
ολόγυρα, ὁ περιτετειχισμένος κύκλος, σε Ξεν.
περιτείχῐσις, ἡ, περιχαράκωμα, σε Θουκ.
περιτείχισμα, τό, περιχαρακωμένος τείχος, σε Θουκ.
περιτειχισμός, ὁ, = περιτείχισις, σε Θουκ.
περι-τελέθω, αναπτύσσομαι ολόγυρα, σε Ησίοδ.
περι-τελέω, μέλ. -έσω, τελειώνω ή ολοκληρώνω — Παθ., περὶ δ' ἤματα
μακρὰ τελέσθη, σε Ομήρ. Οδ.
περι-τέλλομαι, μόνο σε Παθ. μτχ., πηγαίνω ή έρχομαι ολόγυρα,
iψπεριτελλομένου ἔτεος, καθώς τα χρόνια επιστρέφουν ξανά, σε Ομήρ.
Οδ.· περιτελλομένων ἐνιαυτῶν, καθώς ο χρόνος ξαναγυρίζει, σε Ομήρ. Ιλ.·
ομοίως, περιτελλομέναις ὥραις, σε Σοφ.
474

περι-τέμνω, Ιων. -τάμνω, μέλ. -τεμῶ, παρακ. -τέτμηκα, αόρ. βʹ -έτεμον· I.


1. κόπτω ή ψαλιδίζω γύρω γύρω, Λατ. circumcidere, οἰνὰς περιταμνέμεν,
κλαδεύω τα αμπέλια, σε Ησίοδ.· τὴν κεφαλὴν περιτέμνω, κύκλῳ περὶ τὰ
ὦτα, σε Ηρόδ. — Μέσ., περιτάμνεσθαι βραχιόνας, κάνω χαρακιές παντού
στα χέρια κάποιου, στο ίδ. 2. λέγεται για την περιτομή, στον ίδ.· και στη
Μέσ., περιτάμνουσι τὰ αἰδοῖα, ασκούν την περιτομή, στον ίδ. 3. αποκόπτω
τα άκρα, τὰ ὦτα καὶ τὴν ῥῖνα, στον ίδ. — Παθ., περιτάμνεσθαι γῆν,
αποκόπτομαι από την κυρίως χώρα, στον ίδ. II. αποκόπτω και αποχωρίζω
κάτι, αποσπώ, Λατ. intercipere· απ' όπου στη Μέσ., βοῦς περιταμνόμενος,
αποσπώ βόδια για τον εαυτό μου, δηλ. κλέβω βοοειδή, σε Ομήρ. Οδ. —
Παθ., αποσπώμαι, υποκλέπτομαι, σε Ξεν.
περι-τέρμων, -ον (τέρμα), περικλεισμένος από σύνορα ή δεσμά από
παντού, σε Ανθ.
περι-τέχνησις, ἡ (τεχνάομαι), πανούργο τέχνασμα ή δόλος, σε Θουκ.
περι-τίθημι, μέλ. -θήσω, αόρ. αʹ περιέθηκα, αόρ. βʹ προστ. περίθες· I.
τοποθετώ κάτι γύρω από κάτι άλλο, σε Ομήρ. Οδ.· περιτιθέναι τί τινι, σε
Ηρόδ. — Μέσ., τοποθετώ γύρω μου, περιβάλλω, σε Όμηρ., Ευρ. II. μεταφ.
όπως το περιβάλλω, παραχωρώ, χορηγώ, επιδαψιλεύω, περιτίθημί τινι
βασιληΐην ἐλευθερίην, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως, περιτίθημι τὴν Μηδικὴν
ἀρχὴν τοῖς Ἕλλησι, επιβάλλω τη Μηδική εξουσία ως ζυγό γύρω από το
λαιμό των Ελλήνων, σε Θουκ.
περι-τίλλω, μέλ. -τῐλῶ — Παθ., παρακ. -τέτιλμαι· μαδώ ολόγυρα,
περιτίλλω θρίδακα, αφαιρώ τα εξωτερικά φύλλα από ένα μαρούλι, σε
Ηρόδ.· ομοίως, θρίδαξ περιτετιλμένη, στον ίδ.
περι-τῑμήεις, -εσσα, -εν, πολυτιμημένος, σε Ομηρ. Ύμν.
περι-τῐταίνω, μτχ. αορ. αʹ -τιτήνας, τεντώνω ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ.
περίτμημα, -ατος, τό (περιτέμνω), τεμάχιο, ροκανίδι, σε Πλάτ.
περιτομή, ἡ (περιτέμνω), περιτομή, σε Κ.Δ.
περίτομος, -ον (περιτέμνω), αποσπασμένος, απότομος, απόκρημνος,
Λατ. abruptus, σε Πολύβ.
περι-τοξεύω, μέλ. -σω, υπερακοντίζω, ξεπερνώ στη σκοποβολή, τινά, σε
Αριστοφ.
περι-τρέπω, μέλ. -τρέψω· I. 1. στρέφω και φέρνω ολόγυρα, σε Λυσ., Κ.Δ.
κ.λπ. 2. αναποδογυρίζω, ανατρέπω, σε Πλάτ. II. αμτβ., περιστρέφομαι, σε
Ομήρ. Οδ.
περί-τρεσαν, γʹ πληθ. Επικ. αορ. αʹ αντί περιτρέω.
περι-τρέφομαι, Παθ., περιτρέφεται κυκόωντι, (το γάλα) πήζει καθώς το
ανακατεύεις σε Ομήρ. Ιλ.· σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος, ο πάγος
παγώνει, πήζει πάνω στις ασπίδες, σε Ομήρ. Οδ.
περι-τρέχω, μέλ. -θρέξομαι και -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον, παρακ. -
δεδράμηκα· I. 1. τρέχω εδώ κι εκεί, τρέχω ολόγυρα, σε Θέογν., Αριστοφ.
2. περιστρέφομαι, σε Πλάτ.· μεταφ., είμαι επίκαιρος, στη μόδα, στον ίδ.
475

II. με αιτ., τρέχω ολόγυρα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., περικυκλώνω, σε


Αριστοφ.
περι-τρέω, μέλ. -τρέσω, τρέμω ολόγυρα, λαοὶ περίτρεσαν, οι άνθρωποι
διασκορπίστηκαν ολόγυρα τρέμοντας από το φόβο, σε Ομήρ. Ιλ.
περί-τριμμα, τό, οτιδήποτε λειαίνεται μέσω της τριβής· μεταφ.,
περίτριμμα δικῶν, λέγεται για δικηγόρο μικρών υποθέσεων, σε Αριστοφ.·
περίτριμμα ἀγορᾶς, σε Δημ.
περι-τρομέω, = περιτρέμω — Μέσ., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν, οι
σάρκες του έτρεμαν πάνω στα μέλη του, σε Ομήρ. Οδ.
περι-τροπέω, Επικ. τύπος του περιτρέπω· I. αμτβ., περιτροπέων ἐνιαυτός,
ανακυκλούμενος χρόνος, σε Ομήρ. Ιλ. II. μτβ., συγκεντρώνω από παντού
ολόγυρα, πολλὰ (μῆλα) περιτροπέοντες ἐλαύνομεν, σε Ομήρ. Οδ.·
περιτροπέων φῦλ' ἀνθρώπων, τους μπερδεύω, τους περιπλέκω, σε Ομήρ.
Ύμν.
περιτροπή, ἡ (περιτρέπω), 1. μεταβολή, περιστροφή, περιφορά, σε Πλάτ.
2. ανατροπή, αλλαγή, ἐν περιτροπῇ, κατά διαδοχή, σε Ηρόδ.
περι-τρόχᾰλος, -ον = περίτροχος· ουδ. πληθ. ως επίρρ., περιτρόχαλα
κείρεσθαι, κόβω τα μαλλιά μου γύρω-γύρω, σε Ηρόδ.
περι-τροχάω, ισοδύν. τύπος του περιτρέχω, σε Ανθ.
περί-τροχος, -ον, κυκλικός, στρογγυλός, σε Ομήρ. Ιλ.
περι-τρώγω, μέλ. -τρώξομαι, αόρ. βʹ -έτρᾰγον· ροκανίζω ολόγυρα,
τσιμπώ ελαφρά, κλέβω, σε Αριστοφ.· μεταφ., ενοχλώ, τινά, στον ίδ.
περιττός, -εύω, -ωμα, βλ. περισσός κ.λπ.
περι-τυγχάνω, μέλ. -τεύξομαι, αόρ. βʹ -έτῠχον, παρακ. -τετύχηκα· I.
βρίσκω τυχαία, συμβαίνει να συμπέσω, να συντύχω με ένα πρόσωπο ή
πράγμα, με δοτ., σε Θουκ. κ.λπ.· απόλ., στον ίδ. II. λέγεται για γεγονότα,
περιτυγχάνει μοι ἡ συμφορά, το ατύχημα συνέβη σε μένα, έτυχε σε μένα,
στον ίδ.
περι-τύμβιος, -ον (τύμβος), αυτός που βρίσκεται γύρω ή δίπλα στον
τύμβο, σε Ανθ.
περι-υβρίζω, μέλ. -ίσω, μεταχειρίζομαι πολύ άσχημα, προσβάλλω
αναίτια, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., γίνομαι αντικείμενο προσβολής,
υφίσταμαι άσχημη συμπεριφορά, σε Ηρόδ.
περι-φαίνομαι, Παθ., είμαι ορατός ολόγυρα ή από παντού, λέγεται για τα
βουνά κ.λπ.· ὄρεος κορυφῇ περιφαινομένοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· περιφαινομένῳ
ἐνὶ χώρῳ, σε Ομηρ. Ύμν.· ομοίως, ἐν περιφαινομένῳ (χωρίς ουσ.), σε
Ομήρ. Οδ.
476

περιφάνεια[φᾰ], ἡ, δυνατότητα εμφάνισης από παντού, σαφήνεια,


διασημότητα, πολλὴ περιφάνεια τῆς χώρης ἐστί, είναι παντού, είναι
εντελώς γνωστό, σε Ηρόδ.· διὰ τὴν περιφάνειαν τῶν ἀδικημάτων, σε Δημ.
περιφᾰνής, -ές (περιφαίνομαι)· 1. αυτός που είναι ορατός από παντού,
λέγεται για πόλη, σε Θουκ. 2. πασιφανής, ολοφάνερος, εξαιρετικός,
πασίγνωστος, σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. και υπερθ. -φανέστερος, -
έστατος, σε Αριστοφ., Ξεν.· επίρρ. -νῶς, φανερώς, επισήμως, προφανώς,
σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.· συγκρ. -έστερον, σε Δημ.
περίφαντος, -ον, I. = περιφανὴς περίφαντος θανεῖται, θα πεθάνει μπροστά
σε όλους, σε Σοφ. II. φημισμένος, ονομαστός, στον ίδ.
περι-φείδομαι, αποθ., λυπάμαι και σώζω, οικτίρω και χαρίζω την ζωή σε
κάποιον, με γεν., σε Θεόκρ.
περιφέρεια, ἡ, I. γραμμή γύρω από κυκλικό σώμα, περιφέρεια, σε Αριστ.
II. εξωτερική επιφάνεια, σε Πλούτ. III. στρογγυλό σώμα, στον ίδ.
περιφερής, -ές (περιφέρομαι)· I. 1. αυτός που κινείται ολόγυρα, αυτός
που περιβάλλει, με γεν., σε Ευρ. 2. περικυκλωμένος από, με δοτ., στον ίδ.
II. στρογγυλός, κυκλικός, σε Πλάτ.· λέγεται για τα σχήματα, σφαιρικός,
σφαιροειδής, στον ίδ.· λέγεται για τα σώματα, στρογγυλός,
στρογγυλεμένος, σε Αριστ.
περιφερό-γραμμος, -ον, αυτός που ορίζεται από κυκλική γραμμή, σε
Στράβ.
περι-φέρω, μέλ. -οίσω, αόρ. αʹ και βʹ -ήνεγκα, -ήνεγκον· I. 1. φέρνω
κυκλικά, σε Ηρόδ.· φέρνω κάτι ολόγυρα από κάποιον, στον ίδ., Ευρ. —
Παθ., με αιτ. τόπου, λέοντος περιενειχθέντος τὸ τεῖχος, μεταφέρεται γύρω
από τον τοίχο, σε Ηρόδ.· απόλ. περιφερόμενος, ταλαντευόμενος,
αιωρούμενος (σε καλάθι), σε Πλάτ. 2. μεταφ., οὔτε μέμνηται τὸ πρᾶγμα
οὔτε με περιφέρει οὐδὲν εἰδέναι τούτων, ο νους μου δεν με φέρνει πίσω στη
γνώση αυτών των πραγμάτων, δεν μου ανακαλεί τη γνώση, σε Ηρόδ. 3.
φέρνω ολόγυρα, περιστρέφω σε πλάκα, σε Ξεν. 4. περιστρέφω, τὴν
κεφαλήν, σε Πλούτ. 5. μεταφέρω ολόγυρα, δημοσιεύω, γνωστοποιώ —
Παθ., περιεφέρετο τὸ ῥῆμα, η συζήτηση περνούσε από στόμα σε στόμα, σε
Πλάτ. 6. μεταφέρω εδώ κι εκεί, σε Πλούτ. 7. φέρνω προς, δηλ. προς τη
δύναμη κάποιου, την επιρροή του, στον ίδ. II. αμτβ., επιζώ, αντέχω,
υπομένω, σε Θουκ. III. 1. λέγεται για χρονικές περιόδους, σε Ηρόδ.·
λέγεται για συζήτηση, περιφέρεσθαι εἰς ταὐτό, σε Πλάτ. 2. περιπλανώμαι,
σε Ξεν.· είμαι ασταθής, ταλαντευόμενος, σε Πλούτ.
477

περι-φεύγω, μέλ. -φεύξομαι, διαφεύγω, δραπετεύω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.·


ψάμμος ἀριθμὸν περ., η άμμος αναπαριστά την απαρίθμησή σου, σε Πίνδ.·
απόλ., ξεφεύγω από την αρρώστια, σε Δημ.
περιφλεγής, -ές, πολύ φλογερός, σε Πλούτ.
περι-φλέγω, μέλ. -ξω, κατακαίω ολόγυρα, σε Πλούτ.
περι-φλεύω ή φλύω[ῡ], καψαλίζω ή τσουρουφλίζω, καίω ολόγυρα,
λέγεται για τον κεραυνό, σε Αριστοφ. — Παθ., παρακ. -πέφλευσμαι, σε
Ηρόδ.
περί-φλοιος, -ον, αυτός που έχει φλοιό, φλούδα ολόγυρά του, σε Ξεν.
περιφλύω, βλ. περιφλεύω.
περι-φοβέομαι, Παθ., φοβάμαι πάρα πολύ, σε Ξεν.
περί-φοβος, -ον, αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο φόβο, εξαιρετικά
φοβισμένος, σε Θουκ., Ξεν.· τινος, για ένα πράγμα, σε Πλάτ.
περι-φοίτησις, ἡ (φοιτάω), περιπλάνηση, σε Πλούτ.
περί-φοιτος, -ον (φοιτάω), περιστρεφόμενος, περιπλανώμενος, σε Ανθ.
περιφορά, ἡ (περιφέρομαι), I. εδέσματα που μεταφέρονται ολόγυρα στο
τραπέζι, σε Ξεν. II. 1. περιφορά, περιστροφική κίνηση, περιστροφή,
περίμετρος, σε Αριστοφ., Πλάτ. 3. μεταφ., ἐν ταῖς περιφοραῖς, στην
κοινωνία, σε Πλούτ.
περιφόρητος, -ον, I. ικανός να μεταφερθεί, φορητός, σε Ηρόδ. II.
περιβόητος, επαίσχυντος, σε Πλούτ.
περίφραγμα, -ατος, τό (περιφράσσω), περίφραγμα, σε Στράβ.
περι-φρᾰδής, -ές (φράζομαι), σκεπτικός, πολύ προσεκτικός, σε Ομηρ.
Ύμν.· επίρρ. -δέως, σε Όμηρ.
περι-φράζομαι, Μέσ., σκέφτομαι ή θεωρώ σχετικά μ' ένα ζήτημα, με αιτ.,
σε Ομήρ. Οδ.
περίφρακτος, -ον, περιφραγμένος ολόγυρα· περίφρακτον τό, περίφραξη,
σε Πλούτ.
περι-φράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, περιζώνω με φράκτη γύρω-γύρω, σε
Πλάτ.
περι-φρονέω, μέλ. -ήσω· I. περικλείω σε σκέψεις, κάνω υποθέσεις
σχετικά με, στοχάζομαι για κάτι, τὸνἥλιον, σε Αριστοφ. II. παραβλέπω,
καταφρονώ, περιφρονώ, σε Θουκ.
περιφρόνησις, ἡ, περιφρόνηση, σε Πλούτ.
περι-φρουρέω, μέλ. -ήσω, φυλάσσω ολόγυρα, φρουρώ ασφυκτικά —
Παθ., σε Θουκ.
περί-φρων, -ονος, ὁ, ἡ, κλητ. περίφρον (φρήν)· I. πολύ σκεπτικός, πολύ
προσεκτικός, συνετός, λέγεται για την Πηνελόπη, σε Όμηρ. II. 1. όπως
478

ὑπέρφρων, υπερόπτης, υπερήφανος, σε Αισχύλ. 2. με γεν., αυτός που


περιφρονεί κάτι, σε Ανθ.
περι-φύομαι, Παθ., με Μέσ. μέλ. -φύσομαι [ῡ]· Ενεργ. παρακ. περιπέφῡκα,
Επικ. -πέφῠα· Ενεργ. αόρ. βʹ περιέφῡν, απαρ. περιφῦναι, μτχ. -φύς [ῡ], σε
μεταγεν. συγγραφείς, επίσης με Παθ. απαρ. και μτχ. περιφῠῆναι και -φῠείς·
1. αναπτύσσομαι ολόγυρα, περιφύομαι, σε Ομήρ. Οδ. 2. λέγεται για
πρόσωπα, εναγκαλίζομαι, προσκολλώμαι σε, με δοτ. ή απόλ., στο ίδ.·
ομοίως λέγεται για υποδήματα, περιέφυσαν Περσικαί τινι, σε Αριστοφ.
περι-φῠτεύω, μέλ. -σω, φυτεύω ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ.
περι-φωνέω, μέλ. -ήσω, φωνάζω ολόγυρα, αντηχώ, σε Πλούτ.
περι-χᾰρᾰκόω, περικυκλώνω με πασσάλους, περιχαρακώνω, σε Αισχίν.
περι-χᾰρής, -ές (χαίρω), εξαιρετικά χαρούμενος ή ευτυχισμένος σε
Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· τινι, για ένα πράγμα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τὸ περιχαρές,
υπερβολική χαρά, σε Θουκ.
περι-χειλόω, μέλ. -ώσω, ακονίζω ολόγυρα, πλαισιώνω γύρω γύρω, σε
Ξεν.
περί-χειρον, τό (χείρ), βραχιόλι, σε Πολύβ.
περι-χέω, μέλ. -χεῶ, αόρ. αʹ -έχεα· Επικ. περι-χεύω, αόρ. αʹ περίχευα·
χύνω ολόγυρα ή πάνω από, τί τινι, κυρίως λέγεται για υγρά, σε Ομηρ.·
λέγεται για μεταλλουργούς, χρυσὸν κέρασιν περιχεύας, έχει απλώσει
φύλλα χρυσού γύρω από τα κέρατα δηλ. τα επιχρύσωσε, σε Ομήρ. Ιλ.·
ομοίως στη Μέσ., ὡς δ' ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ, σε Ομήρ. Οδ.
— Παθ., χύνομαι ολόγυρα, περὶδ' ἀμβρόσιος κέχυθ' ὕπνος, σε Ομήρ. Ιλ.·
τῶν ὀστέων περικεχυμένων, συσσωρεύτηκαν ολόγυρα, σε Ηρόδ.· λέγεται
για πρόσωπα, περιχυθέντες, συνωστισμένοι ολόγυρα, στον ίδ.
περι-χθών, ὁ, ἡ, αυτός που βρίσκεται γύρω από το έδαφος, σε Ανθ.
περι-χορεύω, μέλ. -σω, χορεύω ολόγυρα, σε Ευρ., Λουκ.
περι-χρίω[ῑ], μέλ. -σω, πασαλείφω ή καλύπτω ολόγυρα, σκεπάζω
εντελώς, σε Λουκ.
περι-χώομαι, γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ περιχώσαντο, Μέσ.· είμαι εξαιρετικά
οργισμένος με, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
περι-χωρέω, μέλ. -ήσω· I. βαδίζω ολόγυρα, σε Αριστοφ. II. έρχομαι γύρω
από, έρχομαι ως διάδοχος, περιχωρέω εἰς Δαρεῖον ἡ βασιληΐη, σε Ηρόδ.
περί-χωρος, -ον, αυτός που βρίσκεται γύρω από έναν τόπο, οἱ περίχωροι,
οι γύρω άνθρωποι, οι κάτοικοι, σε Δημ. κ.λπ.· ἡπερίχωρος (ενν. γῆ), η
χώρα ολόγυρα, σε Κ.Δ.
περι-ψάω, απαρ. -ψῆν, αόρ. αʹ περιέψησα· σκουπίζω ολόγυρα, σφουγγίζω
και καθαρίζω, σε Αριστοφ.
περίψημα, -ατος, τό, οτιδήποτε σκουπίζεται, εξαλείφεται, απόρριμμα·
λέγεται για άνθρωπο ευτελή, αχρείο, σε Κ.Δ.
περι-ψῑλόομαι, αόρ. αʹ -εψιλώθην — Παθ., γίνομαι φαλακρός, γυμνός
γύρω-γύρω, απογυμνώνομαι ολόγυρα, περιψιλωθῆναι τὰς σάρκας, η σάρκα
του απογυμνώθηκε εντελώς, σε Ηρόδ.
479

περί-ψυκτος, -ον (ψύχω), πολύ κρύος, παγωμένος, σε Πλούτ.


περιωδῠνία, ἡ, υπερβολικός πόνος, σε Πλάτ.
περιώδῠνος, -ον (ὀδύνη), I. εξαιρετικά οδυνηρός, επώδυνος, σε Αισχύλ.
II. αυτός που υπομένει μεγάλο πόνο, σε Δημ.
περι-ωθέω, μέλ. -ώσω, 1. σπρώχνω ή ωθώ, εδώ κι εκεί, σε Δημ. 2.
σπρώχνω από το μέρος μου — Παθ., παρακ. περιέωσμαι, ωθούμαι μακριά,
ἐκ πάντων περιεώσμεθα, σε Θουκ.· περιωθέω ἔν τινι, χάνω την εύνοια
κάποιου, στον ίδ.
περι-ωπή, ἡ (ὤψ),· I. τόπος από τον οποιο βλέπει κανείς μακριά ή σε
μεγάλη απόσταση, σε Όμηρ.· ἐκπεριωπῆς, από ψηλά, από τη θέση που
βλέπει ένα πουλί, σε Λουκ. II. περίσκεψη, πολλὴν περιωπήν τινος
ποιεῖσθαι, δείχνω υπερβολική προσοχή σε κάποιο πράγμα, σε Θουκ.
περι-ώσιος, -ον, πιθ. Ιων. αντί περι-ούσιος, άπειρος, αναρίθμητος, σε
Σόλωνα, Ανθ.· ουδ. ως επίρρ., περιώσιον, υπερμέτρως, πέραν του μέτρου,
σε Ομηρ. Ύμν.· ομοίως πληθ. περιώσια, σε Ομηρ. Ύμν.· επίσης με γεν.,
ακριβώς όπως το περί, περιώσιον ἄλλων, πολύ μακριά από τους
υπόλοιπους, στον ίδ., Πίνδ.

Με την πρόθεση προ- εντοπίζονται 1395 λήμματα

πρό, πριν, Λατ. prae·


Α.ΠΡΟΘ. με γεν.: I. 1. λέγεται για τόπο, μπροστά, μπροστά από, πρὸ
ἄστεος, πρὸ πυλάων, σε Όμηρ.· οὐρανόθι πρό, σε Ομήρ. Ιλ.· χωρεῖν πρὸ
δόμων, έρχομαι μπροστά, δηλ. έξω από αυτά, σε Σοφ. 2. μπροστά,
μπροστά από, λέγεται για υπεράσπιση ή φύλαξη, στῆναι πρὸ Τρώων, σε
Ομήρ. Ιλ.· σε υπεράσπιση, μάχεσθαι πρὸ γυναικῶν, στο ίδ.· ὀλέσθαι πρὸ
πόληος, Λατ. pro patria mori, στο ίδ. 3. πρὸ ὁδοῦ, μπροστά στο δρόμο,
δηλ. μπροστά, προς τα εμπρός, σε Ομήρ. Ιλ., (απ' όπου φροῦδος). II.
λέγεται για χρόνο, πριν, πρὸ γάμοιο, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸ ὁ τοῦ (= ὁ πρὸ
τοῦ) ἐνόησεν, ο ένας πριν από τον άλλο, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸτοῦ θανάτου,
σε Πλάτ. κ.λπ.· πρὸ πολλοῦ, πριν από πολύ καιρό, σε Ηρόδ.· τὸ πρὸ
τούτου, πριν από αυτό, προτού, σε Θουκ.· πρὸ τοῦ (συχνά γράφεται
προτοῦ), πριν, προτού, σε Ηρόδ., Αττ. III. για άλλες σχέσεις: 1. λέγεται
για προτίμηση· πριν, μπροστά ή καλύτερα από, κέρδος πρὸ δίκας αἰνῆσαι,
επαινείς την πανουργία περισσότερο παρά τη δικαιοσύνη, σε Πίνδ.· πᾶν
πρὸ τῆς παρεούσης λύπης, οτιδήποτε άλλο παρά την παρούσα δυστυχία
τους, σε Ηρόδ.· πρὸ πολλοῦ ποιεῖσθαι, εκτιμώ πολύ παραπάνω, δηλ. έχω
σε υψηλή εκτίμηση, σε Ισοκρ.· ομοίως, πρὸ πολλῶν χρημάτων τιμᾶσθαι,
σε Θουκ.· πλεονάζει μετά από συγκρ., ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης
ἀσπαστότερον, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για αιτία ή κίνηση, Λατ. prae,
εξαιτίας, για να, από, πρὸ φόβοιο, εξαιτίας του φόβου, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸ
τῶνδε, εξαιτίας αυτών, σε Σοφ. Β. ΘΕΣΗ: ποτέ μετά από την πτώση
480

(γεν.), εκτός από την Επικ. γεν., Ἰλιόθι πρό, οὐρανόθι πρό, ἠῶθι πρό. Γ.
πρό, απόλ. ως ΕΠΙΡΡ., I. λέγεται για τόπο, μπροστά, μπροστά από,
εμπρός, προς τα εμπρός, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για χρόνο, πριν, προτού,
εκ των προτέρων, σε Ομήρ. Οδ.· πριν, προηγουμένως, νωρίτερα, σε
Ησίοδ.· πρόωρα, σε Αισχύλ. III. με άλλες προθ., ἀποπρό, διαπρό, ἐπιπρό,
περιπρό, προπρό, επιτατ. της πρώτης πρόθεσης. Δ. πρό, σε ΣΥΝΘ., I. με
ουσ., λέγεται για να δηλώσει: 1. θέση εμπρός ή ενώπιον, πρόθυρον,
προπύλαια. 2. τα πρωτεία σε βαθμό, πρόεδρος ή προτεραιότητα,
προοίμιον. 3. αυτόν που στέκεται, που βρίσκεται στη θέση άλλου,
πρόμαντις, πρόξενος. II. με επίθ., λέγεται για να δηλώσει: 1. εγγύτητα,
ετοιμότητα, πρόχειρος, πρόθυμος. 2. μπροστά από, το μαζί, προθέλυμνος,
πρόρριζος. 3. το πρόωρο, πρόμοιρος, πρόωρος. III. με ρήματα, 1. λέγεται
για τόπο, μπροστά, προς τα εμπρός, προβαίνω, προβάλλω· επίσης,
χρησιμ. για υπεράσπιση, προκινδυνεύω. 2. εμπρός, λέγεται για κίνηση,
προέλκω, προφέρω· επίσης, δημοσίως, προειπεῖν. 3. κινώ προς τα εμπρός,
ενδίδω, προδίδωμι. 4. πρό, λέγεται για προτίμηση, προαιροῦμαι,
προτιμάω. 5. προτού, εκ των προτέρων, προαισθάνομαι, προνοέω,
προοράω.
προ-αγγέλλω, μέλ. -αγγελῶ, ανακοινώνω από πριν, εκ των προτέρων, σε
Ξεν.
προάγγελσις, ἡ, προαναγγελία, πρόωρη, έγκαιρη ειδοποίηση, σε Θουκ.
προ-άγνυμι, αόρ. αʹ -έαξα, σπάζω, θραύω από πριν, σε Ομήρ. Οδ.
προᾰγόρευσις, ἡ, ομιλία εκ των προτέρων, διακήρυξη από πριν, σε
Αριστ., σε Πλουτ.
προ-ᾰγορεύω, αόρ. αʹ -ηγόρευσα, παρακ. -ηγόρευκα (αλλά, Αττ. μέλ.
προερῶ, αόρ. προεῖπον, παρακ. προείρηκα) — Παθ. -εύσομαι (σε Μέσ.
τύπο), παρακ. -ηγόρευμαι· I. 1. λέω από πριν, σε Θουκ.· με απαρ., λέω ή
δηλώνω εκ των προτέρων ότι..., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, προαγορεύω
ὅτι..., σε Ξεν. 2. προλέγω, προφητεύω, τὸ μέλλον, στον ίδ. II. 1. μιλώ
ενώπιον όλων, διακηρύσσω, δηλώνω ή κηρύττω δημοσίως, σε Ηρόδ.,
Θουκ.· έχω προδηλώσει με κήρυκα, σε Ηρόδ. 2. με απαρ., παραγγέλλω,
διατάσσω δημοσίως, προαγορεύω ὑμῖν παρεῖναι, στον ίδ.· προαγορεύω
τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν, απαγορεύω στους πολίτες να κινηθούν, σε Πλάτ.
— Παθ., γυμνάζεσθαι προαγορεύεται ἅπασι, σε Ξεν.· τὰ προηγορευμένα,
στον ίδ. 3. ανακοινώνω, κοινοποιώ, σε Πλάτ.
προ-άγω[ᾰ], μέλ. -άξω, παρακ. -ῆχα, αόρ. βʹ -ήγᾰγον — Παθ., αόρ. αʹ -
ήχθην, παρακ. -ῆγμαι, I. 1. οδηγώ μπροστά, επάνω, προς τα εμπρός, σε
Ηρόδ. κ.λπ.· συνοδεύω, στον ίδ., Ξεν. 2. φέρω, οδηγώ στη δημοσιότητα,
σε Πλάτ. 3. παρακινώ, πείθω, σε Ηρόδ., Θουκ.· με απαρ., προάγω τινὰ
κινδυνεύειν, σε Θουκ.· με πρόθ., προάγω θυμὸν ἐς ἀμπλακίην, σε Θέογν.·
τινὰ εἰς φιλοποσίαν, εἰς μίσος, σε Ξεν.· ἐπ' ἀρετήν, στον ίδ.· ομοίως, στη
Μέσ., ἐς γέλωτα προαγαγέσθαι τινά, παρακινώ κάποιον να γελάσει, σε
Ηρόδ.· εἰς ἀνάγκην, σε Δημ. 4. α) οδηγώ πάνω ή εμπρός, επεκτείνω,
481

προάγω τὴν πόλιν, την οδηγώ σε μεγάλη δύναμη, σε Θουκ.· μέχρι πόρρω
προήγαγον τὴν ἔχθραν, την οδήγησαν πολύ πιο πέρα, μακριά, σε Δημ. —
Παθ., προάγομαι, αυξάνομαι, στον ίδ. β) λέγεται για πρόσωπα, προάγω,
προτιμώ ή προβιβάζω στην τιμή, σε Πλούτ. 5. Παθ. παρακ. με Μέσ.
σημασία, προῆκται παῖδας οὕτως ὥστε..., έχει αναθρέψει έτσι ώστε να...,
σε Δημ.· αλλά, επίσης με Παθ. σημασία, τοῖς ἔθεσι προηγμένοι, σε Αριστ.
II. αμτβ., οδηγώ εμπρός, προχωρώ, προπορεύομαι, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.·
ακολουθ. αιτ., προπορεύομαι κάποιου, σε Κ.Δ.
προᾰγωγεία, ἡ, το επάγγελμα του προαγωγού (προαγωγός), μαστροπεία,
σε Ξεν., Αισχίν.
προᾰγωγεύω (προαγωγός), μέλ. -σω, 1. μαστροπεύω, σε Νόμ. παρ'
Αισχίν. 2. μεταφ., προαγωγεύω ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς, σε Αριστοφ.
προᾰγωγή, ἡ (προάγω), προαγωγή, προώθηση, προεξοχή, υψηλή θέση,
αξίωμα, σε Πολύβ.
προᾰγωγός, ὁ (προάγω), 1. αυτός που οδηγεί σε κάτι, μαστροπός,
σωματέμπορος, προαγωγός, σε Αριστοφ., Αισχίν. 2. μεσολαβητής, σε
Ξεν.
προ-ᾰγών, -ῶνος, ὁ, προκαταρκτικός αγώνας, προγύμναση,
προετοιμασία, σε Αριστοφ., Πλάτ.· προετοιμασία για γιορτή, σε Αισχίν.
προ-ᾰγωνίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, παρακ. -ηγώνισμαι, I. αποθ., μάχομαι
εκ των προτέρων, από πριν, ἐξ ὧν προηγώνισθε = ἐξ ἀγώνων οἷς
προηγώνισθε, από τους αγώνες που έχεις κάνει από πριν, σε Θουκ.·
παρακ. επίσης με Παθ. σημασία, οἱ προηγωνισμένοι ἀγῶνες, σε Πλούτ.
II. μάχομαι για ή υπέρ κάποιου άλλου, στον ίδ.
προᾰγωνιστέον, ρημ. επίθ. του προαγωνίζομαι, σε Πλάτ.
προᾰγωνιστής, -οῦ, ὁ, αυτός που μάχεται για κάποιον άλλο, πρόμαχος,
σε Πλούτ.
προ-ᾰδικέω, μέλ. -ήσω, είμαι πρώτος στην αδικία — Παθ., αδικούμαι
από πριν ή πρώτος, σε Δημ., Αισχίν.
προ-ᾴδω, μέλ. -άσομαι τραγουδώ από πριν, προαγγέλλω, σε Αισχίν.
προ-αιδέομαι, Ιων. -εῦμαι· Ιων. γʹ πληθ. υπερσ. -ῃδέατο· αποθ., οφείλω
σε κάποιον εξαιρετικό σεβασμό, έχω υποχρέωση σε κάποιον, με δοτ., σε
Ηρόδ.
προαίρεσις, -εως, ἡ (προαιρέομαι), 1. εκλογή ενός πράγματος πριν από
κάποιο άλλο, πράξη ώριμης επιλογής, απόφαση, προτίμηση, σε Πλάτ.
κ.λπ.· κατὰ προαίρεσιν, με τη θέληση, εκούσια, σε Αριστ. 2. σκοπός,
σχέδιο ή περιθώριο δράσης, τρόπος ζωής, βιοθεωρία, αρχή δράσης, σε
Δημ. 3. στην πολιτική γλώσσα, επιτηδευμένος τρόπος πολιτικής δράσης,
πολιτική, τακτική, στον ίδ.· επίσης, τρόπος διακυβέρνησης, όπως η
ολιγαρχία, στον ίδ.· στον πληθ., τὰς κοινὰς προαιρέσεις, δημόσιες αρχές,
γενικά, πολιτική, στον ίδ. 4. τομέας διακυβέρνησης, στον ίδ. 5. πολιτική
μερίδα, παράταξη, στον ίδ.
482

προαιρετέον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να διαλεχθεί, να προτιμηθεί,


σε Πλάτ.
προαιρετικός, -ή, -όν (προαιρέομαι), 1. αυτός που επιλέγει, αυτός που
διαλέγει κατόπιν προτίμησης ένα πράγμα, με γεν., σε Αριστ. 2. απόλ.,
σκόπιμος, εσκεμμένος, στον ίδ.
προαιρετός, -ή, -όν, επιλεγμένος κατά βούληση, σκόπιμος, σε Αριστ.
προ-αιρέω, μέλ. -ήσω, παρακ. -ῄρηκα, αόρ. βʹ -ῄρηκα, αόρ. βʹ προεῖλον,
I. 1. φέρνω μπροστά, βγάζω από τον ίδιο μου τον εαυτό, σε Θουκ.,
Θεόκρ. 2. λαμβάνω κάτι πριν από κάποιον άλλο, σε Βάβρ. II. κυρίως
στον Μέσ. μέλ. -αιρήσομαι, αόρ. βʹ -ειλόμην, Παθ. παρακ. (με Μέσ.
σημασία) -ῄρημαι· 1. εκλέγω και παίρνω πρώτος κάτι για τον εαυτό μου,
διώχνω από το δρόμο κάποιου, σε Πλάτ. 2. διαλέγω πιο πριν ή νωρίτερα
από κάτι άλλο, προτιμώ, τί τινος ή τι πρό τινος, στον ίδ.· τι ἀντί τινος, σε
Ξεν. 3. με αιτ. μόνο, παίρνω με συνειδητή επιλογή, επιλέγω εσκεμμένα,
προτιμώ, σε Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., προαιρούμενος, με προτίμηση, σε Αριστ.
4. με απαρ., προτιμώ να κάνω, στον ίδ.· έχω σκοπό ή σκοπεύω να κάνω
κάτι, σε Δημ.
προ-αισθάνομαι, μέλ. -αισθήσομαι, αόρ. βʹ -ῃσθόμην· αποθ., αισθάνομαι
ή καταλαβαίνω εκ των προτέρων, σε Θουκ., Ξεν.· προαισθάνομαί τινος,
μαθαίνω κάτι εκ τωνπροτέρων, σε Θουκ.
προ-αιτιάομαι, αποθ., επιρρίπτω ευθύνες ή κατηγορίες από πριν, τινα
εἶναι, σε Κ.Δ.
προ-ᾰκοντίζομαι, Παθ., εξακοντίζομαι προς τα εμπρός όπως το ακόντιο,
σε Λουκ.
προ-ᾰκούω, μέλ. -ακούσομαι, παρακ. -ακήκοα· ακούω από πριν, σε
Ηρόδ., Αττ.
προ-ᾰλής, -ές (ἅλλομαι), I. αυτός που πέφτει, ρέπει προς τα κάτω,
κατωφερής, απότομος, κρημνώδης, σε Ομήρ. Ιλ. II. μεταφ., = προπετής·
συγκρ. επίρρ. προαλέστερον, πιο πρόθυμα, σε Στράβ.
προ-ᾰλίσκομαι, Παθ. μέλ. -ᾰλώσομαι, αόρ. βʹ -εάλων ή -ήλων, παρακ. -
εάλωκα ή -ήλωκα· κυριεύομαι εκ των προτέρων, σε Δημ.
προ-ᾰμαρτάνω, μέλ. -ᾰμαρτήσομαι, αόρ. βʹ -ήμαρτον· αμαρτάνω ή
σφάλλω από πριν, σε Κ.Δ.
483

προ-ᾰμύνομαι[ῡ], μέλ. -αμῠνοῦμαι, Μέσ., υπερασπίζομαι κάποιον ή


λαμβάνω μέτρα υπεράσπισης από πριν, σε Θουκ.· με αιτ., λαμβάνω
τέτοιου είδους μέτρα εναντίον κάποιου, στον ίδ.
προ-αναβαίνω, μέλ. -βήσομαι, ανεβαίνω εκ των προτέρων έτσι ώστε να
κατακτήσω, τὸν λόφον, σε Θουκ.
προ-αναβάλλομαι, αόρ. βʹ -εβᾰλόμην, Μέσ., μιλάω ή τραγουδώ εν είδει
προανακρούσματος, σε Αριστοφ.
προ-ᾰνάγω, αναβιβάζω από πριν· Παθ., ανοίγομαι μπροστά στο πέλαγος,
σε Θουκ.
προ-αναιρέω, μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ -ανεῖλον· απομακρύνω από πριν,
αναιρώ εκ των προτέρων, αποσύρω προκαταβολικά, σε Δημ.· αναιρώ
όσα σκόπευα να πω εξαιτίας μιας πρόβλεψης, σε Αριστ.
προ-ᾰναισῐμόω, μέλ. -ώσω, ξοδεύω προκαταβολικά, καταναλώνω από
πριν — Παθ., παρακ. -ανῃσίμωμαι, Ιων. -αναισίμωμαι, ἐν τῷ
προαναισιμωμένῳ χρόνῳ πρότερον ἢ ἐμὲ γενέσθαι, σε καιρούς του
παρελθόντος προτού να γεννηθώ, σε Ηρόδ.
προ-ανακῑνέω, μέλ. -ήσω, I. ανακινώ από πριν, σε Πλούτ. II. απόλ.,
κάνω προκαταβολικές, προπαρασκευαστικές κινήσεις, σε Αριστ.
προ-ανακρίνω[ῑ], μέλ. -κρῐνῶ, εξετάζω από πριν, λέγεται για μέτρα που
πρέπει να ανατεθούν στην κρίση του λαού, σε Αριστ.
προ-ανᾱλίσκω, μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ -ανάλωσα· ξοδεύω ή καταναλώνω
από πριν, εκ των προτέρων, σε Θουκ., Δημ. — Παθ., εκθέτω σε κίνδυνο
την ζωή κάποιου, σε Θουκ.
προ-αναρπάζω, μέλ. -σω και -ξω, αρπάζω ή συλλαμβάνω από πριν, σε
Δημ.· προαναρπάζω τῆς παρασκευῆς = ἀναρπάζειν πρὸ τῆς παρασκευῆς,
σε Πλούτ.
προ-αναστέλλω, μέλ. -στελῶ, ανακόπτω, εμποδίζω εκ των προτέρων, σε
Πλούτ.
προαναφωνέω, μέλ. -ήσω, μιλώ χρησιμοποιώντας πρόλογο, σε Πλούτ.
προ-αναχώρησις, ἡ, πρόωρη αποχώρηση, σε Θουκ.
προ-ᾰνύτω, μέλ. -ύσω [ῠ], τελειώνω, ολοκληρώνω από πριν, σε Ξεν.
προ-ᾰπαγορεύω, (βλ. προ-απεῖπον), απαγορεύω ἐκ των προτέρων,
αποκηρύττω από πριν, σε Ισοκρ.
484

προ-απαντάω, μέλ. -ήσω, I. πηγαίνω από πριν για να συναντήσω, σε


Θουκ. II. προϋπαντώ, συναντώ από πριν, στον ίδ.
προ-άπειμι (εἶμι, Λατ. ibo), αποχωρώ, φεύγω πρώτος, σε Λουκ.
προ-απεῖπον, αόρ. βʹ του ἀπαγορεύω, αποκηρύσσω, παραιτούμαι, σε
Ισοκρ.· παρακ. προαπείρηκα, στον ίδ.
προ-απέρχομαι, μέλ. -απελεύσομαι, αόρ. βʹ -απῆλθον· αποθ., φεύγω από
πριν, αποχωρώ πρόωρα, σε Θουκ., Δημ.
προ-απεχθάνομαι[ᾰ], Παθ., φέρομαι εχθρικά εκ των προτέρων, σε Δημ.
προ-απηγέομαι, Ιων. αντί προ-αφηγέομαι.
προ-αποδείκνῡμι, μέλ. -δείξω, αποδεικνύω εκ των προτέρων, σε Ισοκρ.
προ-αποθνήσκω, μέλ. -θᾰνοῦμαι, αόρ. βʹ -έθᾰνον· πεθαίνω εκ των
προτέρων ή πρώτος, σε Ηρόδ., Πλάτ.· λέγεται για δειλό άνθρωπο,
προαποθνήσκω ἀπὸ τοῦ φόβου, δηλ. πριν από τον πραγματικό του
θάνατο, σε Ξεν.
προ-αποθρηνέω, μέλ. -ήσω, θρηνώ εκ των προτέρων, σε Πλούτ.
προ-αποκάμνω, μέλ. -κᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ -έκᾰμον· κουράζομαι πριν από
το τέλος, σταματώ, κάνω παύση από κάποιο έργο, με απαρ., σε Πλάτ.· με
γεν., σε Πλούτ.
προ-αποκληρόομαι, διανέμομαι με κλήρο εκ των προτέρων, σε Λουκ.
προ-αποκτείνω, μέλ. -κτενῶ, σκοτώνω, φονεύω από πριν, σε Λουκ.
προ-απολαύω, μέλ. -αύσομαι, απολαμβάνω εκ των προτέρων, σε Πλούτ.
προ-απολείπω, μέλ. -ψω, αμτβ., εγκαταλείπω εκ των προτέρων,
αποτυγχάνω πρώτος, δηλ. σε σύγκριση με κάποιον άλλο, με γεν., σε
Αντιφών.
προ-απόλλῠμαι, μέλ. -ολοῦμαι, παρακ. -όλωλα — Παθ., καταστρέφομαι
πρώτος, χάνομαι εκ των προτέρων ή πρώτος, σε Θουκ.· μὴ ἡ ψυχὴ
προαπολλύηται (όπως αν προερχόταν από -απολλύω), σε Πλάτ.
προ-αποπέμπω, μέλ. -ψω, διώχνω μακριά από πριν, σε Θουκ. — Μέσ.,
σε Ξεν.
προ-αποστέλλω, μέλ. -στελῶ, στέλνω μακριά, αποστέλλω από πριν ή εκ
των προτέρων, σε Θουκ. — Παθ., αποστέλλομαι εκ των προτέρων, στον
ίδ.· αλλά, προαποσταλῆναί τινος = ἀποσταλῆναι πρό τινος, στον ίδ.
485

προ-αποσφάζω, μέλ. -ξω, σφάζω εκ των προτέρων, σε Λουκ.


προ-αποτρέπομαι, Μέσ., στρέφομαι πίσω από πριν, εγκαταλείπω, με
μτχ., προαποτρέπομαι διώκων, σε Ξεν.
προ-αποφαίνω, μέλ. -φᾰνῶ, αποφασίζω εκ των προτέρων — Μέσ.,
προαποφαίνω τὴν γνώμην, αποφαίνομαι τη γνώμη μου από πριν,
σχηματίζω άποψη εκ των προτέρων, σε Πλάτ.
προ-αποχωρέω, μέλ. -ήσω, αποχωρώ πρώιμα, από πριν, σε Θουκ.
προ-αρπάζω, μέλ. -σω και -ξω, αρπάζω από πριν, σε Λουκ.· μεταφ.,
προαρπάζω τὸ λεγόμενον, προλαμβάνω τα συμπεράσματα των άλλων,
προτρέχω βιαστικά, σε Πλάτ.
προ-ασκέω, μέλ. -ήσω, ασκώ ή γυμνάζω εκ των προτέρων, σε Ισοκρ.
προ-άστειον, Ιων. -ήϊον, τό, μέρος που βρίσκεται ακριβώς μπροστά ή
ολόγυρα από την πόλη, το προάστιο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
προάστιον, τό, = προάστειον, σε Σοφ.
προ-αυδάω, μέλ. -ήσω, προκηρύσσω εκ των προτέρων ή πρώτος, σε
Αριστοφ., με συνηρ. απαρ. πρωὐδᾶν.
προ-αυλέω, μέλ. -ήσω, εκτελώ στον αυλό προοίμιο ποιήματος, σε Αριστ.
προ-αύλιον, τό (αὐλός), προοίμιο που εκτελείται με τον αυλό, σε Αριστ.
προ-αφηγέομαι, Ιων. προ-απηγ-, μέλ. -ήσομαι, αποθ., αφηγούμαι από
πριν, σε Ηρόδ.
προ-αφικνέομαι, μέλ. -ίξομαι, αποθ., φτάνω πρώτος, σε Θουκ.
προ-αφίσταμαι, Παθ., με Ενεργ. παρακ. και αόρ. βʹ I. επαναστατώ ή
εξεγείρομαι εκ των προτέρων, σε Θουκ. II. αποχωρώ ή απέχω εκ των
προτέρων, σε Πλάτ.
πρόβα, αντί προβῆθι, προστ. αορ. βʹ του προβαίνω.
προβάδην[ᾰ] (προβαίνω), επίρρ., βαδίζοντας, σε Ησίοδ.· προβάδην
ἔξαγε, τους οδήγησε προς τα εμπρός, σε Αριστοφ.
προ-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, παρακ. -βέβηκα· Αττ. αόρ. βʹ προὔβη· επίσης,
Επικ. μτχ. προβιβάς (όπως αν προερχόταν από βίβημι), I. 1. βαδίζω,
βαίνω εμπρός, προχωρώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για χρόνο, ἄστρα
προβέβηκε, έχουν προχωρήσει πολύ στον ουρανό, δηλ. είναι περασμένα
μεσάνυχτα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡ νὺξ προβαίνει, η νύχτα προχωρεί γρήγορα, σε
486

Ξεν.· έπειτα, λέγεται για τον χρόνο τον ίδιο, τοῦ χρόνου προβαίνοντος,
καθώς ο χρόνος, ο καιρός προχωρεί, παρέρχεται, σε Ηρόδ.· ομοίως,
προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου, στον ίδ.· λέγεται και για πρόσωπα,
τοὺς προβεβηκότας τῇ ἡλικίᾳ, οι προχωρημένοι στην ηλικία, σε Λυσ. κ.λπ.
2. μεταφ., λέγεται για διήγηση, επιχείρημα, συζήτηση, ενέργεια,
προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου, σε Ηρόδ.· προβαίνω ἐπ' ἔσχατον
θράσους, σε Σοφ.· τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται, σε Ευρ.· προβαίνω
πόρρω μοχθηρίας, είμαι σε προχωρημένο βαθμό μοχθηρίας, είμαι
μοχθηρός πολύ, σε Ξεν.· προβαίνω εἰς τοῦτο ἔχθρας, σε Δημ. 3.
προοδεύω, προχωρώ, προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον, το έθνος προόδευε
αυξάνοντας την κυριαρχία του, συνέχισε επεκτείνοντας την επιβολή του,
σε Ηρόδ.· μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν, για να μην προχωρήσει
περισσότερο, για να μην αυξηθεί, σε Ευρ. II. υπερβάλλω, υπερτερώ, δηλ.
βρίσκομαι μπροστά ή είμαι ανώτερος από τον άλλο, με γεν., προβέβηκας
ἁπάντων, σε Ομήρ. Ιλ.· Τρηχῖνος προβέβηκε, ανεδείχθη υπέρτερος, δηλ.
νίκησε, σε Ησίοδ. III. με αιτ. πράγμ., υπερβαίνω, τέρμα προβάς (αντί
ὑπερβάς), σε Πίνδ. IV. στους Ποιητές, πόδα προβαίνω, προχωρώ, κινώ
το πόδι, σε Θέογν.· τὸν πόδα, σε Αριστοφ.· προβὰς κῶλον, ἀρβύλαν
προβάς, σε Ευρ.· βλ. βαίνω Α. II. 3. V. μτβ., σε Ενεργ. μέλ., τοποθετώ
μπροστά, προωθώ, τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει [ᾱ];, σε Πίνδ.
προ-βακχήϊος, ὁ, Ιων. αντί -ειος, λέγεται για τον Βάκχο, ο οδηγός των
οπαδών του θεού, σε Ευρ.
προ-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, παρακ. -βέβληκα, αόρ. βʹ προέβᾰλον, Αττ.
προὔβαλον, Ιων. προβάλεσκον·
Α. I. ωθώ ή σπρώχνω μπροστά μου, Λατ. projicere, Νότος Βορέῃ
προβάλεσκε σχεδίην, σε Ομήρ. Οδ.· τοὺς μαζοὺς κυσί, προέβαλε, σε Ηρόδ.
II. 1. τοποθετώ μπροστά, δηλ. αρχίζω, ξεκινώ, ἔριδα προβαλόντες, σε
Ομήρ. Ιλ. 2. τοποθετώ μπροστά ως υπεράσπιση ή δικαιολογία (λέγεται
για επιχείρημα), σε Σοφ., Ευρ. — Παθ., σε Θουκ. 3. προτείνω κάποιο
έργο, σε Ανδοκ. 4. προτείνω, προβάλλω, παρουσιάζω ένα πρόβλημα,
αίνιγμα (πρβλ. πρόβλημα IV), σε Αριστοφ. κ.λπ. 5. προεκτείνω κάτι πέρα
από κάτι άλλο, σε Σοφ. III. προβάλλω ἑαυτόν, πέφτω σε απόγνωση, Λατ.
spem abjicere, σε Ηρόδ.· ομοίως, προβάλλω ἐμαυτὸν εἰς δεινὰς ἀράς, σε
Σοφ. Β. Μέσ. με Παθ. παρακ. (που χρησιμ. επίσης με Παθ. σημασία): I.
1. ρίχνω ή χύνω μπροστά από κάποιον, οὐλοχύτας προβάλοντο, σε Όμηρ.·
πετώ μακριά, ρίχνω έξω, εκθέτω, σε Σοφ. 2. βάλλω πιο πριν ή πρώτος,
θεμείλιά τεπροβάλοντο, σε Ομήρ. Ιλ. 3. προβάλλω στον εαυτό μου, κάνω
την αρχή, ἔργον, σε Ησίοδ. 4. προτείνω σε εκλογή, Λατ. designare, σε
487

Ηρόδ., Αττ. — Παθ., προτείνομαι σε εκλογή, σε Ηρόδ. II. ρίχνω πιο πέρα
από κάποιον άλλο, νικώ στο ρίξιμο· και ομοίως, υπερβαίνω, υπερτερώ,
με γεν. προσ. και δοτ. πράγμ., ἐγὼ δέ κε σεῖο νοήματί γε προβαλοίμην, σε
Ομήρ. Ιλ. III. 1. κρατώ κάτι εμπρός μου, τὼχεῖρε, σε Αριστοφ.· προβαίνω
τὰ ὅπλα, δηλ. προτείνω, εμφανίζω τα όπλα, είτε για επιθετικούς, είτε για
αμυντικούς λόγους, σε Ξεν.· ομοίως, σε Παθ. παρακ., κόντον
προβεβλημένον, έχω το κοντάρι προβεβλημένο, παρατεταγμένο
οριζοντίως, σε Λουκ.· επίσης, προβεβλημένοι τοὺς θωρακοφόρους, είχαν
αυτούς εμπρός τους για να τους προστατεύσουν, σε Ξεν.· απόλ., στέκομαι
μπροστά, στέκομαι εμπρός για υπεράσπιση, στον ίδ.· προαίρεσις
προβεβλημένη, σύστημα αμύνης, σε Δημ.· με γεν., προβεβλῆσθαί τινος,
στέκομαι μπροστά για να τον προασπίσω, στον ίδ. 2. μεταφ., προτάσσω,
τοποθετώ μπροστά, στον ίδ.· προβάλλω ή μνημονεύω ως μαρτυρία, σε
Πλάτ.· μνημονεύω ως παράδειγμα, σε Ηρόδ.· μεταχειρίζομαι ως
δικαιολογία ή πρόφαση, σε Θουκ.· προβέβληνται (με Μέσ. σημασία),
στον ίδ. IV.ως Αττ. νομικός όρος, προσάγω ή κατηγορώ κάποιον ενώπιον
της Εκκλησίας του Δήμου με αγωγή που καλείται προβολή (βλ. προβολή
IV)· ὁ προβαλλόμενος, ο κατήγορος μιας προβολῆς, σε Δημ. — Παθ.,
κατηγορούμαι, σε Ξεν.
προ-βᾰσᾰνίζω, μέλ. -σω, βασανίζω από πριν, σε Λουκ.
προβάς, μτχ. αορ. βʹ του προβαίνω.
πρόβᾰσις, ἡ, = προβατεία II, περιουσία σε βοοειδή (πρόβατα), τα ίδια τα
βοοειδή, σε Ομήρ. Οδ.
προβᾶτε, βʹ πληθ. προστ. αορ. αʹ του προβαίνω.
προβᾰτεία, ἡ (προβατεύω), I. κατάσταση φύλαξης προβάτων, η ζωή του
βοσκού, σε Πλούτ. II. περιουσία σε βοοειδή, κοπάδι με πρόβατα, όπως
το ομηρ. πρόβασις, σε Στράβ.
προβᾰτευτικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στα βοοειδή· ἡ-κή
(ενν. τέχνη), η τέχνη εκτροφής ή συντήρησης προβάτων, Λατ. pecuaria,
σε Ξεν.
προβᾰτεύω (πρόβᾰτον), μέλ. -σω, προσέχω τα πρόβατα, είμαι ποιμένας,
σε Ανθ.
προβᾰτικός, -ή, -όν (πρόβᾰτον), αυτός που ανήκει σε πρόβατα ή
τράγους· ἡ προβατική (ενν. πύλη), πύλη προβάτων, σε Κ.Δ.
προβάτιον, τό, υποκορ. του πρόβατον, μικρό πρόβατο, Λατ. ovicula, σε
Αριστοφ., Πλάτ.· πρβλ. πρόβατον.
488

προβᾰτο-γνώμων, -ον, καλός στη διαλογή των προβάτων· μεταφ.,


έμπειρος κριτής χαρακτήρων, σε Αισχύλ.
προβᾰτο-κάπηλος, -ον, κάπηλος προβάτων, προβατέμπορας, σε Πλούτ.
πρόβᾰτον, τό (προβαίνω), συνήθως στον πληθ. πρόβατα, 1. κυρίως,
οτιδήποτε βαδίζει προς τα εμπρός· στον Όμηρ. γενικά λέγεται για
βοοειδή, για κοπάδια και αγέλες, σε Ηρόδ., Πίνδ.· επίσης λέγεται για
άλογα, τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, τα μικρά πρόβατα, δηλ. τα πρόβατα και
οι γίδες, σε Ηρόδ.· αλλά, στους Αττ. λέγεται πάντα για πρόβατα, σε
Αριστοφ., Θουκ. 2. παροιμ., χρησιμ. για νωθρούς, οκνηρούς ανθρώπους,
πρόβατ' ἄλλως, ομάδα προβάτων, σε Αριστοφ.· ομοίως, προβατίου βίος,
δηλ. τεμπέλικη ζωή, στον ίδ.
προβᾰτο-πώλης, -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλά πρόβατα, σε
Αριστοφ.
προβέβηκα, παρακ. του προβαίνω.
προβέβληκα, παρακ. του προβάλλω.
προ-βέβουλα, μεμονωμένος ποιητ. παρακ. βʹ (προ-βούλομαι, δεν
απαντά), προτιμώ κάποιον έναντι κάποιου άλλου, τινά τινος, σε Ομήρ. Ιλ.
πρό-βημα, -ατος, τό (προβαίνω), βήμα προς τα εμπρός, σε Αριστοφ.
προβήσομαι, μέλ. του προβαίνω.
προ-βιάζομαι, αποθ., εφαρμόζω κάποιο μέτρο με τη βία, σε Αισχίν.
προ-βῐβάζω, μέλ. Αττ. -βῐβῶ, μτβ. του προβαίνω, 1. κάνω βήμα μπροστά,
οδηγώ μπροστά, φέρω προς τα εμπρός, τινά, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.·
οδηγώ, παρακινώ, λόγῳτινά, προβιβάζω, σε Ξεν. 2. ωθώ προς τα εμπρός,
εκτείνω, προβάλλω, μεγαλύνω, τὴν πατρίδα, σε Πολύβ. 3. διδάσκω εκ των
προτέρων, τινά τι, LXX. — Παθ., πιθ. στην Κ.Δ.
προβῐβάς, μτχ. (όπως αν προερχόταν από -βίβημι) του προβαίνω.
προβλέπω, βλέπω εκ των προτέρων· ομοίως στη Μέσ., σε Κ.Δ.
πρόβλημα, -ατος, τό (προβάλλω), I. οτιδήποτε προεξέχει, κάβος,
ακρωτήριο, σε Σοφ. II. 1. οτιδήποτε τοποθετείται μπροστά από κάτι
άλλο, εμπόδιο, φράχτης, παραπέτασμα, σε Ηρόδ., Αττ.· πρόβλημα
σώματος, λέγεται για ασπίδα, σε Αισχύλ.· προβλήματα ἵππων χαλκᾶ,
χάλκινος οπλισμός αλόγων, σε Ξεν. 2. με γεν., προστασία απέναντι σε
κάτι, πέτρων, σε Αισχύλ.· χείματος, σε Ευρ.· κακῶν, σε Αριστοφ. 3.
πρόβλημα φόβου ἢ αἰδοῦς ἔχειν, έχω το φόβο ή την αιδώ ως αμυντική
489

δύναμη, σε Σοφ. III. οτιδήποτε προβάλλεται, τίθεται μπροστά ως


πρόφαση ή πρόσχημα, σε Δημ.· ομοίως, πρόβλημα λαβεῖν τινα, (καθώς
λέμε) χρησιμοποιώ κάποιον ως «Δούρειο Ίππο» μου, δηλ. ως μέρος για
να κρυφτώ, σε Σοφ. IV. 1. αυτό που προβάλλεται, έργο, επιχείρηση, σε
Ευρ. 2. πρόβλημα στη Γεωμετρία, σε Πλάτ.
προβλημᾰτ-ώδης, -ες (εἶδος), προβληματικός, σε Πλούτ.
προβλής, -ῆτος, ὁ, ἡ (προβάλλω), προεκτεινόμενος, προέχων, εξέχων,
σε Όμηρ.· προβλῆτες, χωρίς ουσ., προβλήτες, ακρωτήρια, σε Σοφ.
πρόβλητος, -ον (προβάλλω), ριγμένος έξω, πεταμένος μακριά, Λατ.
projectus, σε Σοφ.
προ-βλώσκω, Επικ. απαρ. -βλωσκέμεν, αόρ. βʹ απαρ. προμολεῖν·
πηγαίνω ή έρχομαι, εξέρχομαι από το σπίτι, σε Όμηρ.
προ-βοάω, φωνάζω μπροστά από κάποιον, κραυγάζω δυνατά, σε Ομήρ.
Ιλ., Σοφ.
προ-βοηθέω, Ιων. -βωθέω, μέλ. -ήσω, σπεύδω πρώτος να βοηθήσω,
προβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην, σε Ηρόδ.
προβόλαιος, -ον, αυτός που βρίσκεται μπροστά σε κάποιον,
προτεταγμένος, προβεβλημένος, λέγεται για δόρυ, σε Θεόκρ.· ὁ
προβόλαιος (μόνο του), δόρυ, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
προβολή, ἡ (προβάλλω), I. τοποθέτηση εμπρός, ιδίως, λέγεται για όπλο
υπεράσπισης, άμυνας, τὰ δόρατα εἰς προβολὴν καθιέναι, προτάσσω τα
όπλα, σε Ξεν.· ἐν προβολῇ θέσθαι ξίφος, το προτάσσω στον φύλακα, σε
Ανθ.· ἐν προβολῇ ἑστάναι, στέκομαι έχοντας το δόρυ προτεταμένο, σε
Πλούτ.· λέγεται για την πυγμή, επίθεση με πυγμή, πρόταξη γροθιάς, σε
Θεόκρ. II. προεξοχή, μέρος που εξέχει, ακρωτήρι ή κάβος ξηράς, σε
Σοφ.· Νειλόρυτος προβολή, δηλ. το Δέλτα του Νείλου, σε Ανθ. III. το
αντικείμενο που κρατείται μπροστά από κάποιον ως υπεράσπιση, άμυνα,
φράγμα, προπύργιο, αμυντήριο, σε Ξεν.· με γεν., υπεράσπιση,
προφύλαξη ενάντια, δείματος καὶ βελέων, σε Σοφ.· θανάτου, σε Ευρ. IV.
τύπος δημόσιας αγωγής κατά την οποία ο κατήγορος ζητά από την
Εκκλησία του Δήμου να υποστηρίξει την υπόθεσή του πριν εισαχθεί στο
δικαστήριο, πληθ. προβολαί, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ.
προβόλιον, τό, υποκορ. του πρόβολος II, είδος δόρατος για κυνήγι
βοοειδών, σε Ξεν.
490

πρόβολος, -ου (προβάλλω), οτιδήποτε προεξέχει· I. 1. μέρος γης που


εισχωρεί στη θάλασσα, ακρωτήρι, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., πέτρα στη μέση
του δρόμου, εμπόδιο, σε Δημ.· λιμένας προβόλων ἐμπλῆσαι, στον ίδ.·
πρόβολοι ξύλων, προεξέχοντες φράχτες από ξύλα, σε Πλούτ. 2.
προφυλακτήριο, προπύργιο, φρούριο, σε Ξεν.· λέγεται για πρόσωπο,
υπερασπιστής, φρουρός, σε Αριστοφ. II. θηρευτικό δόρυ, σε Ηρόδ.·
πρβλ. προβόλαιος.
προβοσκίς, -ίδος, ἡ, μέσο για τη λήψη τροφής, προβοσκίδα ελέφαντα,
σε Αριστ.
προ-βοσκός, ὁ, βοηθός βοσκού, σε Ηρόδ.
προβούλευμα, -ατος, τό, στην Αθήνα, η προκαταρκτική απόφαση της
βουλής, σε Δημ., Αισχίν.
προβουλευμάτιον, τό, υποκορ. του προηγ., σε Λουκ.
προ-βουλεύω, μέλ. -σω, I. 1. σκέφτομαι ή μελετώ πιο πριν, σε Θουκ.·
συζητώ ή θεωρώ πρώτος, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. λέγεται για τη βουλή στην
Αθήνα, κρίνω ή αποφασίζω ένα προβούλευμα, σε Ξεν., Δημ.· λέγεται για
άρχοντες, προτείνω ψήφισμα, σε Θουκ.· απρόσ. σε Παθ., τῇ βουλῇ
προβεβούλευται, με αιτ. και απαρ., έχει αποφασιστεί με προβούλευμα
ότι..., σε Ξεν. 3. αποφαίνομαι με τέτοια απόφαση, σε Δημ. II. έχω τον
πρώτο λόγο στη βουλή και στην ψήφιση των βουλευμάτων, σε Ξεν. III.
προβουλεύω τινός, προνοώ για κάποιον, φροντίζω για το καλό του, σε
Αριστοφ., Ξεν.
προ-βούλη, ἡ, πρόνοια, προμελέτη, ἐκ προβουλῆς, από προμελέτη του
κακού, σε Αντιφών.
προβουλό-παις, ἡ, σε Αισχύλ., προβουλόπαις Ἄτης = πρόβουλος παῖς
Ἄτης, το παιδί της Άτης που σκέφτεται από πριν.
πρό-βουλος, -ον (βουλή), αυτός που συζητά εκ των προτέρων, πληθ.
πρόβουλοι. 1. οι επίτροποι που εξέταζαν τα μέτρα πριν αυτά τεθούν στην
κρίση του λαού, σε Αριστοφ. κ.λπ. 2. αντιπρόσωποι από τις Ιωνικές
πόλεις στο Πανιώνιο, σε Ηρόδ.· επίσης, επίτροποι ελληνικών πόλεων που
έκαναν σύσκεψη για να συναποφασίσουν πώς να απαντήσουν στον
Ξέρξη, σε Ηρόδ. 3. στην Αθήνα, το συμβούλιο των δέκα, που συστάθηκε
πριν την καθίδρυση της βουλής των τετρακοσίων, σε Αριστοφ.
προ-βύω[ῡ], μέλ. -βύσω· προβύω λύχνον, βγάζω το φιτίλι από τη λάμπα,
περικόπτω, ελαττώνω, σε Αριστοφ.
προβωθέω, Ιων. αντί προβοηθέω.
491

προ-βώμιος, -ον (βωμός), αυτός που βρίσκεται μπροστά στον βωμό,


σφαγαί, σε Ευρ.· προβώμια, τά, χώρος μπροστά από τον βωμό, στον ίδ.
προγαργαλίζω (ενν. ἑαυτόν), μέλ. -σω, ετοιμάζω από πριν τον εαυτό μου
για να γαργαληθεί, σε Αριστ.
προ-γαστρίδιον, τό (γαστήρ), ψεύτικη κοιλιά που φορούσαν οι
ηθοποιοί, σε Λουκ.
προ-γάστωρ, -ορος, ὁ, ἡ (γαστήρ), αυτός που έχει προτεταμένη κοιλιά,
κοιλαράς, σε Ανθ.
προ-γένειος, -ον (γένειον), αυτός που έχει προτεταμένα τα γένια, δηλ.
αυτός που έχει μακριά γένια, σε Θεόκρ.
προ-γενής, -ές (γίγνομαι), αυτός που έχει γεννηθεί από πριν, πανάρχαιος,
σε Σοφ.· συγκρ. προγενέστερος, -α, -ον, αυτός που γεννήθηκε νωρίτερα,
δηλ. μεγαλύτερος σε ηλικία, σε Όμηρ.· οἱ προγενεῖς, πρόγονοι, οι
παλαιότεροι, οι προγενέστεροι, σε Αριστ.· υπερθ. προγενέστατος,
πρεσβύτατος, γεννημένος πριν από όλους, σε Ομηρ. Ύμν.
προ-γεννήτωρ, -ορος, ὁ, στον πληθ., πρόγονοι, σε Ευρ.
προ-γίγνομαι, Ιων. και έπειτα -γίνομαι [ῑ], μέλ. -γενήσομαι, αόρ. βʹ -
προὐγενόμην, παρακ. προγέγονα και -γεγένημαι, αποθ. I. έρχομαι
μπροστά, τάχα προγένοντο, εμφανίστηκαν γρήγορα, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1.
έχω γεννηθεί πιο πριν, υπάρχω από προηγουμένως, σε Ηρόδ.· οἱ
προγεγονότες θεοί, στον ίδ.· οἱ προγεγονότες ἄνθρωποι, οι παλαιότερα
γεννημένοι άνθρωποι και οἱ προγεγενημένοι, σε Ξεν. 2. λέγεται για
γεγονότα και άλλα παρόμοια, ταῦτά μοι προὐγεγόνει, σε Πλάτ.· τὰ
προγεγενημένα, γεγονότα του παρελθόντος, σε Θουκ.· προγεγενημένοι
πόλεμοι, καιροί, στον ίδ.
προ-γιγνώσκω, Ιων. και μεταγεν. -γινώσκω, μέλ. -γνώσομαι, αόρ. βʹ -
έγνων, Επικ. απαρ. -γνώμεναι, I. 1. γνωρίζω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ
ή καταλαβαίνω εκ των προτέρων, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., σε
Ευρ. 2. γνωρίζω από πριν, σε Κ.Δ. II. κρίνω εκ των προτέρων, σε Θουκ.·
αποδεικνύω, σε Ξεν.
πρόγνωσις, ἡ, γνώση εκ των προτέρων, σε Λουκ.· στην ιατρική,
προδιάγνωση των ασθενειών, σε Ανθ.
πρό-γονος, ὁ, I. γεννημένος πιο παλιά, προπάτορας, σε Ηρόδ., Αττ.· οἱ
ἄνωθεν πρόγονοι, σε Πλάτ.· ἐκ προγόνων, Λατ. antiquitus, στον ίδ.·
επίσης, λέγεται για θεούς που είναι αρχηγέτες ή γενάρχες, Ζεῦ πρόγονε,
σε Ευρ.· θεοὶ πρόγονοι, σε Πλάτ.· μεταφ., πόνοι πρόγονοι πόνων, κόποι
και πατέρες των πόνων, δηλ. πόνοι και βάσανα πολύ παλιά, σε Σοφ. II.
παιδί από προηγούμενο γάμο, δηλ. προγονός, Λατ. privignus, σε Ευρ.·
θηλ. προγονή, σε Πλούτ.
πρόγραμμα, -ατος, τό, δημόσια προκήρυξη ή γραπτή διάταξη,
πρόγραμμα, σε Δημ.
προγρᾰφή, ἡ, δημόσια γνωστοποίηση, σε Ξεν.· ιδίως, πώληση
δημευμένης περιουσίας, Λατ. proscriptio, σε Στράβ.
492

προ-γράφω[ᾰ], μέλ. -ψω, I. γράφω από πριν ή εκ των προτέρων, σε


Θουκ. II. 1. γνωστοποιώ στο δημόσιο εγγράφως, σε Αριστοφ., Δημ.·
επίσης, συγκαλώ με δημόσια γνωστοποίηση, ἐκκλησίαν, σε Αισχίν. —
Παθ., κηρύσσομαι δημόσια, σε Κ.Δ. 2. = Λατ. proscribere, σε Πλούτ. III.
γράφω όνομα στην κορυφή του καταλόγου, στον ίδ.
προ-γυμνάζω, μέλ. -σω, γυμνάζω ή ασκώ από πριν, σε Λουκ.
προ-δαῆναι, απαρ. Παθ. αορ. βʹ (με Ενεργ. σημασία) από *προδάω,
γνωρίζω εκ των προτέρων, μτχ. προδαείς, σε Ομήρ. Οδ.
προ-δᾰνείζω, μέλ. -σω, δανείζω από πριν ή πρώτος, σε Πλούτ.
προ-δᾰπᾰνάω, μέλ. -ήσω, ξοδεύω εκ των προτέρων, σε Λουκ.
προδέδωκα, παρακ. του προδίδωμι — Παθ., προδέδομαι.
προδείδω, μέλ. -σω, φοβάμαι εκ των προτέρων, σε Σοφ.
προ-δείελος, -ον, αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει πριν το απόγευμα, σε
Θεόκρ.
προ-δείκνῡμι και -ύω, μέλ. -δείξω, Ιων. -δέξω, I. 1. δείχνω με τη μέθοδο
του παραδείγματος, σε Ηρόδ.· τὸν ζωστῆρα προδέξας, έδειξα τη χρήση
του ζωστήρα, στον ίδ. 2. απόλ., μιλώ πρώτος, σε Αισχύλ. II. γνωρίζω από
πριν τί πρόκειται να γίνει, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. και απαρ., κάνω γνωστό
εκ των προτέρων ότι..., σε Θουκ. III. 1. δείχνω πριν από κάποιον,
σκήπτρῳ προδείκνυμι (ενν. τὴν ὁδόν), βρίσκω τον δρόμο με ραβδί, λέγεται
για άνθρωπο τυφλό, σε Σοφ. 2. ως τεχνικός όρος, χερσὶ προδείκνυμι, κάνω
παραπλανητικές επιθέσεις με τα χέρια, κάνω όπως κάποιος που
ετοιμάζεται να χτυπήσει κάποιον άλλο, Λατ. praeludere, σε Θεόκρ.·
χρησιμ. σε πόλεμο, κάνω επίδειξη δύναμης, σε Ξεν.
προ-δειμαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, φοβάμαι εκ των προτέρων, σε Ηρόδ.
προδέκτωρ, -ορος, ὁ (προδείκνυμι), Ιων. αντί προδείκτωρ, παντομίμος,
σε Ηρόδ.
προ-δέρκομαι, αποθ., βλέπω από πριν, σε Αισχύλ.
πρό-δηλος, -ον, διαυγής ή φανερός από πριν, σε Ευρ. κ.λπ.· πρόδηλον
ἤδηἦν ὅτι..., σε Ξεν.· ομοίως, πρόδηλα γάρ (ἐστι), ὅτι μέλλουσι, σε Ηρόδ.·
ἐκ προδήλου, από τόπο εμφανή, σε Σοφ.· επίρρ. -λως, στον ίδ.
προδηλόω, μέλ. -ώσω, κάνω φανερό από πριν, δείχνω φανερά,
φανερώνω, σε Θουκ.
προδήλωσις, ἡ, δήλωση εκ των προτέρων, πρόγνωση, σε Πλούτ.
προ-διαβαίνω, βαδίζω πριν από τους άλλους, τάφρον, σε Ξεν.
493

προ-διαβάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, εξαπολύω κατηγορίες εναντίον κάποιου εκ


των προτέρων, σε Αριστ.
προ-διαγιγνώσκω, μέλ. -γνώσομαι· I. γνωρίζω ή καταλαβαίνω εκ των
προτέρων, σε Θουκ. II. λαμβάνω προηγούμενη απόφαση, στον ίδ.
προ-διαίτησις, ἡ, προετοιμασία με δίαιτα, σε Λουκ.
προ-διαλέγομαι, Μέσ., με Παθ. αόρ. αʹ, μιλώ ή συζητώ από πριν, σε
Ισοκρ.
προδιασύρω[ῡ], μέλ. -σῠρῶ, διασύρω ή εμπαίζω εκ των προτέρων, σε
Θουκ. — Παθ., έχει σχηματιστεί αρνητική γνώμη εναντίον μου, σε
Αριστ.
προ-διαφθείρω, μέλ. -φθερῶ, καταστρέφω εκ των προτέρων, σε Ισοκρ.·
αφανίζω εκ των προτέρων, σε Δημ. — Παθ., σε Θουκ.
προ-διαχωρέω, έχω προηγούμενη διαφωνία, διαφορά, με κάποιον άλλο,
σε Αριστ.
προ-δῐδάσκω, μέλ. -άξω, διδάσκω σε κάποιον κάτι εκ των προτέρων,
τινά τι, σε Σοφ., Αριστοφ.· προδιδάσκω τινά, σε Πλάτ.· με αιτ. και απαρ.,
προδιδάσκω τινὰ σοφὸν εἶναι, σε Σοφ. — Μέσ., έχω διδάξει κάποιον εκ
των προτέρων, στον ίδ. — Παθ., μαθαίνω εκ των προτέρων, σε Θουκ.
προ-δίδωμι, μέλ. -δώσω, I. δίνω εκ των προτέρων, πληρώνω από πριν,
σε Ξεν. II. 1. παραδίδω στον εχθρό, επιδίδω, προδίδω, Λατ. prodere, σε
Ηρόδ.· με απαρ., ὃν σὺ προὔδωκας θανεῖν, σε Ευρ. — Παθ., σε Ηρόδ.,
Σοφ. 2. αποδεικνύομαι προδότης, φαίνομαι άπιστος, εγκαταλείπω, σε
Ηρόδ., Αττ. — Παθ., σε Ηρόδ. 3. απόλ., προδίδω, αφήνω, εγκαταλείπω,
στον ίδ. κ.λπ.· προδοῦσ' ἁλίσκεται, είναι ένοχη προδοσίας, σε Σοφ.·
προδίδωμι πρὸς τοὺς κατιόντας, φέρομαι προδοτικά σε αυτούς, σε Ηρόδ.
4. με πράγμα ως υποκείμενο, προδίδω ή αφήνω κάποιον, σε Ξεν.· αμτβ.
εκλείπω, Λατ. deficere, λέγεται για ποταμό που αποξηράθηκε, σε Ηρόδ.·
λέγεται για ετοιμόρροπο τοίχο, στον ίδ. 5. με πράγμα ως αντικείμενο,
προδίδω ή φανερώνω, σε Ευρ.· χάριν προδίδωμι, είμαι αχάριστος, στον
ίδ.· απ' όπου, αφήνω, αποχαιρετώ, εγκαταλείπω, ἡδονάς, σε Σοφ.· τὰς
ἐλπίδας, σε Αριστοφ.
προ-διεξέρχομαι, αποθ., διεξέρχομαι από πριν, βγαίνω έξω εκ των
προτέρων, σε Ξεν.· μεταφ., διαπερνώ μέσα από κάτι από πριν, τι, σε
Αισχίν.
494

προ-διεργάζομαι, μέλ. -άσομαι, παρακ. δι-είργασμαι· αποθ., εργάζομαι ή


παρασκευάζω εκ των προτέρων, σε Αριστ.
προ-διερευνάω, μέλ. -ήσω, ανακαλύπτω μετά από έρευνα, σε Ξεν.
προδιερευνητής, -οῦ, ὁ, αυτός που αποστέλλεται εκ των προτέρων για
να διερευνήσει, σε Ξεν.
προ-διέρχομαι, αποθ., διέρχομαι εκ των προτέρων, περνώ διαμέσω από
πριν, σε Ξεν.
προ-διηγέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., διηγούμαι εκ των προτέρων,
αναφέρω εισαγωγικά, σε Ηρόδ.
προδιήγησις, ἡ, διήγηση εκ των προτέρων, σε Αισχίν.
πρό-δῐκος, ὁ (δίκη), 1. συνήγορος, υπερασπιστής, εκδικητής, σε Αισχύλ.
2. στη Σπάρτη, επίτροπος νεαρού βασιλιά, σε Ξεν.· αντιβασιλέας, σε
Πλούτ.
προ-διοικέω, μέλ. -ήσω, διοικώ, διατάσσω, κυβερνώ, κυριαρχώ εκ των
προτέρων, σε Δημ. — Μέσ., με Ενεργ. σημασία, σε Αισχίν.
προ-διομολογέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., συμφωνώ εκ των προτέρων —
Παθ., είμαι συμφωνημένος και στις δυο μεριές εκ των προτέρων, σε
Αριστ.
προ-διώκω, μέλ. -ώξομαι, καταδιώκω από μακριά ή σε απόσταση, σε
Θουκ., Ξεν.
προ-δοθείς, μτχ. Παθ. αορ. αʹ του προδίδωμι.
προ-δοκέω, μόνο σε Παθ. παρακ. και υπερσ., ὥσπερ προεδέδοκτο αὐτοῖς,
καθώς είχε προαποφασιστεί από αυτούς, σε Θουκ.· τὰ προδεδογμένα,
στον ίδ.· προὐδέδοκτο ταῦτά μοι, αυτή ήταν η αρχική γνώμη μου, σε
Πλάτ.
προ-δόκη, ἡ (δοκεύω), τόπος όπου κάποιος περιμένει το θήραμα, μέρος
ενέδρας, σε Ομήρ. Ιλ.
πρό-δομος, -ον, δωμάτιο που βρίσκεται αμέσως μετά την αὐλήν·
χρησιμοποιούναν ως ξενώνας, σε Όμηρ.
πρόδομος, -ον, αυτός που βρίσκεται μπροστά από το σπίτι, σε Ανθ.
προ-δοξάζω, μέλ. -σω, κρίνω εκ των προτέρων, σε Πλάτ., Αριστ.
495

προδοσία, Ιων. -ίη, ἡ (προδίδωμι), εγκατάλειψη, προδοσία, φυγή,


απιστία, σε Ηρόδ., Ευρ., Δημ.
πρό-δοσις, ἡ, πληρωμή εκ των προτέρων, προκαταβολή ή καταβολή
χρημάτων, πρώιμα χρήματα, σε Δημ.
προδότης, -ου, ὁ (προδίδωμι), 1. προδότης, άπιστος, φυγάς, σε Ηρόδ.,
Αττ. 2. αυτός που εγκαταλείπει στον κίνδυνο, σε Αισχύλ.
προδοτικός, -ή, -όν, προδοτικός, εξαπατητικός, παραπλανητικός, σε
Λουκ.
προδότις, -ιδος, θηλ. του προδότης, προδότρια, σε Ευρ.
πρόδοτος, -ον (προδίδωμι), προδομένος, σε Σοφ., Ευρ.
πρό-δουλος, -ον, αυτός που υπηρετεί ως δούλος, λέγεται για υπόδημα,
σε Αισχύλ.
προδοῦναι, απαρ. αορ. βʹ του προδίδωμι· προδούς, μτχ.
προ-δρᾰμεῖν, απαρ. αορ. βʹ του προτρέχω.
προδρομή, ἡ, τρέξιμο προς τα εμπρός, χτύπημα, ξαφνική έφοδος, σε Ξεν.
πρό-δρομος, -ον, 1. αυτός που τρέχει προς τα μπρος, που προπορεύεται,
σε Τραγ. 2. αυτός που τρέχει προς τα εμπρός, αυτός που βαδίζει από πριν,
σε Ηρόδ., Ευρ.· οἱ πρόδρομοι, πρόσκοποι, πρόδρομοι φρουροί, μονάδα
στο σώμα του Μακεδονικού στρατού, σε Αρρ. 3. μεταφ., αυτός που
προπορεύεται, σε Πλάτ.
προ-εγείρω, μέλ. -εγερῶ, εγείρω, σηκώνω εκ των προτέρων, σε Αριστ.
προ-εγκάθημαι, Παθ., ενυπάρχω από πριν, βρίσκομαι εκ των προτέρων,
σε Πολύβ.
προεδρεύω (πρόεδρος), μέλ. -σω, διατελώ στο προεδρικό αξίωμα,
ενεργώ ως πρόεδρος, σε Αισχίν.· προεδρεύω τῆς βουλῆς, σε Δημ.
προεδρία, Ιων. -ίη, ἡ,· I. 1. προνόμιο να κάθεται κανείς στις μπροστινές
θέσεις στους δημόσιους αγώνες, στα θέατρα, στις δημόσιες συνελεύσεις·
παρεχόταν τιμητικά στους επίσημους ξένους κ.λπ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. με συγκεκριμένη σημασία, η πρώτη έδρα, θέση, ἐν προεδρίῃ
κατήμενος, σε έδρα δημόσια, σε Ηρόδ. II. το αξίωμα του προέδρου,
πρόεδρος II, σε Αριστ.
496

πρό-εδρος, ὁ (ἕδρα), I. αυτός που κάθεται στην πρώτη θέση, πρόεδρος,


σε Θουκ. κ.λπ. II. στην Αθηναϊκή ἐκκλησία, οι πρυτάνεις εν ενεργεία
αποκαλούνταν πρόεδροι (βλ. πρύτανις), παρά Δημ.
προ-εέργω, Επικ. αντί -είργω, σταματώ με το να στέκομαι μπροστά, με
αιτ. και απαρ., προέεργε πάντας ὁδεύειν, σε Ομήρ. Ιλ.
προ-εθίζω, μέλ. -σω, γυμνάζω από πριν — Παθ., είμαι γυμνασμένος με
τέτοιο τρόπο, σε Ξεν. κ.λπ.
προέηκα, Επικ. αντί -ῆκα, αόρ. αʹ του προίημι.
προ-εῖδον, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση (το προοράω χρησιμ. αντί
αυτού), μτχ. προ-ϊδών, απαρ. ἰδεῖν· πρβλ. πρόοιδα, I. 1. βλέπω εκ των
προτέρων, ρίχνω βλέμμα από πριν πάνω σε, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, στη
Μέσ., προϊδέσθαι, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., κοιτάζω μπροστά, στον ίδ. 2.
λέγεται για χρόνο, προβλέπω, προοιωνίζομαι, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.,
Πίνδ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ξεν. κ.λπ. II. φροντίζω, προνοώ, με γεν.,
ἡμέων οἰκοφθορημένων, σε Ηρόδ.· αὐτῶν (ενν. τῶν ἀποβαινόντων), σε
Θουκ.· ομοίως, στη Μέσ., προϊδομένους αὐτῶν, στον ίδ.· λαμβάνω
πρόνοια, προϊδέσθαι ὑπέρ τινος, σε Δημ.
προ-εικάζω, μέλ. -σω, εικάζω, υποθέτω εκ των προτέρων, σε Αριστ.
πρό-ειμι, (εἶμι, Λατ. ibo), 1. βαδίζω μπροστά, προχωρώ, προωθώ, σε
Θουκ. κ.λπ. 2. λέγεται για χρόνο, προϊόντος τοῦ χρόνου, καθώς ο χρόνος
περνούσε, σε Ηρόδ.· ομοίως, προϊόντος, σε Ξεν.· προϊούσης τῆς νυκτός,
στον ίδ. κ.λπ. 3. λέγεται για πρόσωπα που διαβάζουν, προϊὼν καὶ
ἀναγιγνώσκων, προχωρώ στην ανάγνωση, σε Πλάτ. 4. πηγαίνω πρώτος,
προχωρώ μπροστά, σε Ξεν.· με γεν., προχωρώ ή προπορεύομαι, τῆς
στρατιῆς, σε Ηρόδ. 5. εξέρχομαι, σε Ξεν. 6. πρόειμι εἴς τι, μεταβαίνω σε
κάτι, αρχίζω κάτι άλλο, στον ίδ., Αριστ. 7. λέγεται για πράξη, προχωρώ
καλά, επιτυγχάνω, σε Ξεν.
πρό-ειμι (εἰμί, Λατ. sum), βρίσκομαι μπροστά από κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.
προ-εῖπον, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, (τα πρόφημι και προαγορεύω
χρησιμ. στη θέση του), μτχ. προειπών, απαρ. -ειπεῖν· βλ. προερέω, I.
λέγω ή διηγούμαι πιο πριν, σε Πλάτ.· απαγγέλλω το προοίμιο, σε Αισχίν.
II. προκηρύττω ή δηλώνω δημοσίως, Λατ. indicere, πόλεμόν τινι, σε
Ηρόδ. κ.λπ.· προεῖπόν τινι φόνου, έκανε προκήρυξη φόνου εναντίον
αυτού, σε Δημ. III. με απαρ., διατάσσω ή παραγγέλλω από πριν, σε
Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· το απαρ. μερικές φορές παραλείπεται, προεῖπον Λυδοῖσι
497

(ενν. ποιέειν) τὰ ὁ Κροῖσος ὑπετίθετο, σε Ηρόδ.· προεῖπον ξεινίην τοῖσι


Ἀκανθίοισι, όπως Λατ. imperare frumentum, στον ίδ.
προείρηκα, παρακ. του προερέω· προειρήσομαι, Παθ. μέλ.
προ-εισάγω[ᾰ], Ιων. προ-εσ-, μέλ. -ξω, I. φέρνω μέσα ή εισάγω πιο πριν,
σε Δημ. — Μέσ., εισάγω εκ των προτέρων για τον εαυτό μου, εισάγω
από τον αγρό στην πόλη, σε Ηρόδ. II. αμτβ., προεισάγω ἑαυτοῦ, πηγαίνω,
ανεβαίνω στη σκηνή πριν από κάποιον άλλο, σε Αριστ.
προεισενεγκεῖν, απαρ. αορ. βʹ του προεισφέρω.
προ-εισέρχομαι, αποθ., έρχομαι ή προχωρώ μέσα πιο πριν, σε Δημ.
προεισοίσω, μέλ. του προεισφέρω.
προ-εισπέμπω, μέλ. -ψω, στέλνω μέσα εκ των προτέρων, σε Ξεν.
προ-εισφέρω, μέλ. -οίσω, αόρ. βʹ -ήνεγκον· παρέχω χρήματα για την
πληρωμή της εἰσφορᾶς για άλλους, σε Δημ.
προεισφορά, ἡ, χρήματα που προσφέρονται για να πληρώσουν την
εἰσφοράν άλλων, σε Δημ.
προεῖτο, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του προΐημι.
προ-εκδέχομαι, αποθ., εμποδίζω από πριν, σε Στράβ.
προ-έκθεσις, ἡ, εισαγωγή, προοίμιο, πρόλογος, σε Πολύβ.
προ-εκθέω, μέλ. -θεύσομαι, τρέχω έξω εκ των προτέρων, εξορμώ από τις
τάξεις του στρατού, εξορμώ με γρηγοράδα, σε Θουκ.
προ-εκκομίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, μεταφέρω, εκφέρω από πριν, σε Ηρόδ.
προ-εκλέγω, μέλ. -ξω, συλλέγω χρήματα που δεν οφείλονται ακόμα, σε
Δημ.
προ-εκπέμπω, μέλ. -ψω, στέλνω έξω από πριν, σε Πλούτ.
προ-εκπλέω, μέλ. -πλεύσομαι, πλέω προς τα έξω από πριν, σε Πλούτ.
προ-εκπλήσσω, μέλ. -ξω, εκπλήσσω από πριν, σε Πλούτ., Λουκ.
προ-έκπτωσις, -εως, ἡ, πορεία πέρα από τα σύνορα, σε Στράβ.
προ-εκτίθεμαι, Μέσ., εκθέτω από πριν ή με τη μορφή του προλόγου, σε
Πολύβ.
προ-εκτρέχω, αόρ. βʹ -εξέδρᾰμον, τρέχω έξω από πριν, σε Πλούτ.
498

προ-εκφοβέω, μέλ. -ήσω, φοβίζω κάποιον από πριν, σε Πλούτ., Λουκ.


προεκφόβησις, -εως, ἡ, φόβος εκ των προτέρων, πανικός που
προηγείται, σε Θουκ.
προέλᾰσις, ἡ, εξόρμηση προς τα εμπρός, επέλαση, σε Ξεν.
προ-ελαύνω, μέλ. -ελάσω, φαινομενικά αμτβ. (ενν. ἵππον), ελαύνω,
ιππεύω προς τα εμπρός, σε Ξεν.· με γεν., ιππεύω πριν από κάποιον, στον
ίδ. — Παθ., λέγεται για χρόνο, ὡς πρόσω τῆς νυκτὸς προελήλατο (γʹ ενικ.
απρόσ. υπερσ.) καθώς η νύχτα ήταν τώρα αρκετά προχωρημένη, σε
Ηρόδ.
προελθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του προέρχομαι.
προ-ελπίζω, μέλ. -σω, ελπίζω εκ των προτέρων, σε Κ.Δ.
προελών, μτχ. αορ. βʹ του προαιρέω.
προ-εμβαίνω, μέλ. -βήσομαι, αόρ. βʹ -ενέβην· επιβιβάζομαι πρώτος ή εκ
των προτέρων, σε Πλούτ.
προ-εμβάλλω, μέλ. -βαλῶ, Παθ. παρακ. -βέβλημαι· I. τοποθετώ μέσα ή
εισάγω από πριν, σε Αριστ. II. 1. απόλ., προεμβαλλόντων ἐς τὴν γῆν τῶν
κερέων, τα κέρατα πρώτα χτυπούν στο έδαφος, λέγεται για τους βόας
ὀπισθονόμους, οι οποίοι εξαιτίας των προεξεχόντων κεράτων τους, ήταν
αναγκασμένοι να βόσκουν κινούμενοι προς τα πίσω, σε Ηρόδ. 2. λέγεται
για πλοία (ναυμαχίες), κάνω πρώτος την επίθεση (ἐμβολή), σε Θουκ.
προ-εμβῐβάζω, μέλ. -βῐβῶ, εμβιβάζω από πριν, προεκθέτω, προεμβιβάζω
τινὰ εἰς ἀπέχθειαν, κάνω κάποιον να είναι μισητός εκ των προτέρων, σε
Πολύβ.
προέμεν, Επικ. αντί προεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του προΐημι.
προ-εν-άρχομαι, αποθ., αρχίζω εκ των προτέρων, σε Κ.Δ.
προενδείκνῠμαι, αποθ., επιδεικνύω τον εαυτό μου ή κάνω επίδειξη από
πριν μπροστά σε κάποιον άλλο, με δοτ., σε Αισχίν.
προενεγκεῖν, απαρ. αορ. βʹ του προφέρω.
προ-εννέπω, συνηρ. προὐννέπω, μόνο σε ενεστ. και παρατ.
προκηρύσσω, ανακοινώνω, σε Αισχύλ., Ευρ.· προεννέπω τινὶ ὅτι..., σε
Αισχύλ.· με απαρ., προεννέπω τινὰ χαίρειν, χαιρετώ δημοσίως τον
κήρυκα, σε Σοφ., Ευρ.
προενοίκησις, ἡ, διαμονή σε ένα μέρος από πριν, προδιαμονή, σε Θουκ.
499

προ-ενσείω, μέλ. -σω, σείω, κινώ από πριν, τινά τινι, σε Πλούτ.
προ-εντυγχάνω, μέλ. -τεύξομαι, συνομιλώ με κάποιον εκ των προτέρων,
σε Πλούτ. κ.λπ.· ὄψις προεντυγχάνει τῆς φωνῆς, το πρόσωπο αρχίζει να
μιλά πριν από τη φωνή του, στον ίδ.
προ-εξαγγέλλω, ανακοινώνω από πριν, προκηρύσσω, σε Δημ.
προ-εξαγκωνίζω, μέλ. -σω, λέγεται για τους πυγμάχους, κινώ τα χέρια
πριν ξεκινήσω να μάχομαι· επίσης λέγεται για ομιλητή, σε Αριστ.
προ-εξάγω, μέλ. -ξω, I. οδηγώ ή φέρω έξω από πριν, σε Ηρόδ., Θουκ. II.
αμτβ., προχωρώ πρώτος, τῷ κέρᾳ, σε Θουκ.· επίσης στην Παθ., στον ίδ.
προ-εξαιρέω, αφαιρώ εκ των προτέρων — Παθ., αποστερούμαι κάποιον
ή κάτι από πριν, τι, σε Λουκ.
προ-εξαΐσσω, Αττ. -ᾴσσω, μέλ. -ξω, πηδώ έξω από πριν, έξω από τις
τάξεις του στρατού σε ώρα μάχης, σε Ηρόδ.· μτχ. αορ. αʹ προεξᾴξαντες,
σε Θουκ.
προ-εξᾰμαρτάνω, κάνω λάθος εκ των προτέρων, σε Ισοκρ.
προ-εξανίσταμαι, Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. 1.
εγείρομαι και εξέρχομαι από πριν ή πρώτος σε Ηρόδ., Δημ. 2. στον
αγώνα, ξεκινώ πριν δοθεί το σήμα, σε Ηρόδ.
προ-εξᾰπᾰτάω, μέλ. -ήσω, εξαπατώ από πριν, σε Αριστ.
προ-εξαποστέλλω, μέλ. -στελῶ, στέλνω προς τα έξω εκ των προτέρων,
σε Πολύβ.
προ-εξέδρα, Ιων. -η, ἡ, επίσημος θρόνος, σε Ηρόδ.
προ-έξειμι (εἶμι, Λατ. ibo), εξέρχομαι από κάτι, σε Θουκ.
προεξελαύνω, μέλ. -ελάσω [ᾰ], 1. εκδιώκω από πριν, σε Πλούτ. 2.
προεξελαύνω πλοίῳ, προχωρώ με πλοίο πριν από τους άλλους, στον ίδ.
προ-εξεπίστᾰμαι, συνηρ. προὐξ-, αποθ., γνωρίζω καλά από πριν, σε
Αισχύλ.
προ-εξερευνάω, συνηρ. προὐξ-, μέλ. -ήσω, ερευνώ από πριν, σε Ευρ.
προεξερευνητής, συνηρ. προὐξ, -οῦ, ὁ, ερευνητής που αποστέλλεται από
πριν, σε Ευρ.
προ-εξέρχομαι, αποθ., βγαίνω έξω από πριν, τῷ πεζῷ, με το πεζικό, σε
Θουκ.
προ-εξετάζω, μέλ. -σω, εξετάζω από πριν, σε Λουκ.
προ-εξεφίεμαι, συνηρ. προῦξ-, Μέσ., παραγγέλλω από πριν, σε Σοφ.
προ-εξορμάω, μέλ. -ήσω, εξορμώ ή ξεκινώ από πριν, σε Ξεν.
προ-επαγγέλλομαι, Μέσ., υπόσχομαι από πριν, σε Κ.Δ.
προ-επαινέω, μέλ. -ήσω, επαινώ, αποδίδω έπαινο εκ των προτέρων, σε
Θουκ.
προ-επανασείω, μέλ. -σω, σηκώνω το χέρι εναντίον από πριν· μεταφ.
στην Παθ., ἡ παρασκευὴ προεπανεσείσθη, απειλήθηκε πιο πριν, σε Θουκ.
500

προ-επαφίημι, στέλνω από πριν εναντίον του εχθρού, σε Λουκ.


προ-επιβουλεύω, μέλ. -σω, επιβουλεύω, συνομωτώ εναντίον κάποιου
από πριν, τινί, σε Θουκ. — Παθ., είμαι το αντικείμενο τέτοιων
επιβουλεύσεων, στον ίδ.
προ-επιξενόομαι, Παθ., γίνομαι δεκτός ως ξένος ή φίλος από πριν, σε
Λουκ.
προ-επιπλήσσω, είμαι ο πρώτος που κατηγορώ, τινί, σε Αριστ.
προ-επισκοπέω, με Μέσ. αόρ. αʹ -εσκεψάμην, Παθ. παρακ. -έσκεμμαι·
επισκοπώ, θεωρώ ή εξετάζω από πριν, σε Στράβ., Λουκ.
προ-επίστᾰμαι, αποθ., γνωρίζω ή καταλαβαίνω από πριν, σε Πλάτ., Ξεν.
προ-επιχειρέω, μέλ. -ήσω, I. είμαι ο πρώτος που επιτίθεται, σε Θουκ.,
Πλούτ. κ.λπ. II. με απαρ., επιχειρώ από πριν, σε Πλούτ.
προ-εποικέω, μέλ. -ήσω, εγκαθίσταμαι από πριν σε κάποιο μέρος, σε
Στράβ.
προ-εργάζομαι, αποθ. με μέλ. -άσομαι, παρακ. -είργασμαι· κάνω κάτι ή
εργάζομαι από πριν, σε Ηρόδ., Ξεν.· παρακ. επίσης με Παθ. σημασία, τὰ
προειργασμένα, τα προηγούμενα κατορθώματα, σε Θουκ.·
ἡπροειργασμένη δόξα, η δόξα που κερδήθηκε από πριν, σε Ξεν.
προέργου, βλ. προύργου.
προ-ερέσσω, αόρ. βʹ -ήρεσα, Επικ. -έρεσσα, κωπηλατώ από πριν, σε
Όμηρ.
προερευνάομαι, Μέσ., ερευνώ πρώτος ή πιο πριν, οἱ προερευνώμενοι
ἱππεῖς, πρόσκοποι, σε Ξεν.
προ-ερέω, αιτ. συνηρ. -ερῶ, χρησιμ. ως μέλ. του προεῖπον· απ' όπου,
παρακ. προείρηκα, Παθ. -ημαι, αόρ. αʹ προερρήθην, συνηρ. προὐρρήθην·
I. λέγω εκ των προτέρων, σε Πλάτ. — Παθ., ἐκ τῶν προειρημένων, στον
ίδ.· τὰ προρρηθέντα, στον ίδ.· ταῦτά μοι προειρήσθω, λέγονται με τη
μορφή προοιμίου, σε Ισοκρ. II. διατάζω κάποιον να κάνει κάτι από πριν
ή δημοσίως, τινί, με απαρ., σε Ηρόδ.· επίσης, προερέω τινί ὡς..., στον ίδ.
— Παθ. απρόσ., προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν, δόθηκαν διαταγές σε
αυτούς από πριν να μην επιτεθούν, σε Θουκ.· τὸ προειρημένον, διαταγή
που έχει προλεχθεί, σε Ηρόδ.· δεῖπνον προειρημένον, διατεταγμένο από
πριν, στον ίδ.· πόλεμος προερρήθη, Λατ. indictus est, σε Ξεν.
501

προ-ερύω, Επικ. αόρ. αʹ -έρυσσα, 1. σύρω προς τα εμπρός, νῆα ἅλαδε


προέρυσσεν, τράβηξε το πλοίο μπροστά, το καθείλκυσε από την παραλία
στη θάλασσα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για πλοία στη θάλασσα, =
προέρεσσω, σε Όμηρ.
προ-έρχομαι, αόρ. βʹ -ῆλθον, παρακ. -ελήλῠθα, συνηρ. προὐλήλυθα·
αποθ.· όπως το πρόειμι (που λειτουργεί ως μέλ.), I. 1. βαδίζω μπροστά,
προχωρώ, προβαίνω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· απόλ., προελθὼν ὁ κῆρυξ
ἐκήρυττε, σε Αισχίν. 2. λέγεται για χρόνο, προελθόντος πολλοῦ χρόνου, σε
Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, προεληλυθὼς τῇ ἡλικίᾳ, αρκετά
προχωρημένος στην ηλικία, σε Ξεν. 3. προχωρώ σε μια συζήτηση ή
διήγηση, σε Πλάτ. 4. μεταφ., τὰ Περσέων πρήγματα, ἐς τοῦτο προελθόντα,
η δύναμη των Περσών έφθασε σ' αυτό το σημείο, σε Ηρόδ.· εἰς πᾶν
μοχθηρίας προέρχομαι, σε Δημ.· εἰς τοῦτο προβέβηκεν ἔχθρας, ὥστε...,
στον ίδ. 5. πηγαίνω από πριν ή πρώτος, σε Ξεν.· προέρχομαί τινος,
πηγαίνω πριν από αυτόν, στον ίδ.· μεταγεν., προέρχομαι τινα, σε Κ.Δ. II.
με όργανο κίνησης, προέρχομαι πόδα, προχωρώ, έπειτα, κινώ το πόδι
μου, σε Λουκ.
πρό-ες, -έστω, προστ. αορ. βʹ του προΐημι.
προ-εσαξάμην, Μέσ. αόρ. αʹ του προεισάγω.
προέσθαι, απαρ. Μέσ. αορ. βʹ απαρ. του προΐημι.
πρόεσις, ἡ (προΐημι), κβολή, εκροή, σε Αριστ.
προέστατε, Ιων. αντί -εστήκατε, βʹ πληθ. παρακ. του προΐστημι·
προεστώς, μτχ.
προ-έσχον, αόρ. βʹ του προέχω.
προετικός, -ή, -όν (προΐημι), εύκολος στο να δίνει, αυτός που δίνει με
αφθονία, άφθονος, πλούσιος, σε Ξεν. κ.λπ.· προετικός τινι, αυτός που
παρέχει αφθονία σε..., σε Αριστ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.
προετοιμάζω, είμαι έτοιμος από πριν — Μέσ., ετοιμάζω εκ των
προτέρων για δική μου χρήση ή σκοπό, σε Ηρόδ.
προ-ευαγγελίζομαι, αποθ., φέρνω καλές ειδήσεις από πριν, σε Κ.Δ.
προ-ευλᾰβέομαι, αόρ. αʹ -ευλαβήθην· αποθ., προσέχω, γίνομαι
προσεκτικός από πριν, σε Δημ.
προέφθᾰσα, αόρ. αʹ του προφθάνω.
προ-εφοδεύομαι, Παθ., διατρέχομαι από πριν, σε Στράβ.
502

προ-έχω, συνηρ. προὔχω, μέλ. -έξω, αόρ. βʹ -έσχον — Μέσ., -εσχόμην,


προὐσχόμην· πρβλ. προΐσχω·
Α. I. 1. κρατώ μπροστά έστι ώστε να προστατέψω κάποιον άλλο, σε
Αριστοφ., Ξεν. — Μέσ., έχω μπροστά μου, έχω κάτι προτεταμμένο
μπροστά σε κάποιον άλλο, σε Όμηρ., Αριστοφ. 2. α) μεταφ. στη Μέσ.,
τοποθετώ μπροστά, προφασίζομαι, σε Σοφ.· ὅπερμάλιστα προὔχονται, μὴ
ἂν γίγνεσθαι τὸν πόλεμον, ο οποίος είναι ο κύριος λόγος που προβάλλουν
για να δείξουν ότι ο πόλεμος δεν μπορεί να γίνει, σε Θουκ. β) προτείνω,
προσφέρω, στον ίδ. II. 1. κατέχω ή πληροφορούμαι κάτι από πριν, σε
Ηρόδ. 2. έχω πριν από τους άλλους, τιμὴνπροέξουσ' τῶν ἐνδίκων, θα
τιμηθούν πριν από τους δίκαιους, σε Σοφ.· απόλ., ὁ προέχων, ο πρώτος
κάτοχος, σε Αριστ. Β. Αμτβ., I. εξέχω, προεξέχω, λέγεται για ακρωτήρια,
πύργους, λόφους, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. II. 1. λέγεται για αγώνισμα
δρόμου, είμαι πρώτος, κάνω την αρχή, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., προέχων
τῶν ἄλλων, αυτός που βαδίζει πριν από τους υπόλοιπους, σε Ηρόδ.·
προέχω ἡμέρης ὁδῷ, προηγούμαι μιας μέρας δρόμο, στον ίδ.· προέχω τῇ
κεφαλῇ, προηγούμαι με διαφορά ενός κεφαλιού στον αγώνα, σε Ξεν.·
λέγεται για χρόνο, προεῖχε (ἡ τριήρης) ἡμέρα καὶ νυκτί, προηγούνταν κατά
ένα ημερονύχτιο, σε Θουκ. 2. λέγεται για τάξη, με γεν., δήμου
προὔχουσιν, είναι οι πρώτοι ανάμεσα στον δήμο ή οι αρχηγοί του λαού,
σε Ομηρ. Ύμν.· απόλ., είμαι ανώτερος, υπερέχω, σε Θουκ.· τὸ προὔχον,
λέγεται για οτιδήποτε είναι εξαίσιο, διακεκριμένο, υπερέχει των άλλων,
στον ίδ.· οἱ προὔχοντες, οι αρχηγοί, στον ίδ. 3. α) υπερβαίνω, υπερέχω,
με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· προέχω τινὸς τιμήν, είμαι ανώτερος από κάποιον
στην τιμή, σε Σοφ. β) σπανίως με αιτ. προσ., σε Ξεν. — Παθ., είμαι
υπέρτερος, διαπρεπής, σε Κ.Δ. III. απρόσ., οὔ τι προέχει, καθόλου δεν
ωφελεί, με απαρ., σε Ηρόδ.
προ-εώρακα, παρακ. του προοράω.
προ-ηγεμών, -όνος, ὁ, αυτός που οδηγεί, καθοδηγεί ως αρχηγός, ηγέτης,
σε Δημ.
προ-ηγέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ. 1. βαδίζω πρώτος και δείχνω τον
δρόμο, είμαι οδηγός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· τινι, ενός προσώπου, δηλ. το οδηγώ,
σε Αριστοφ., Ξεν.· προηγέομαι τὴν ὁδόν, σε Ξεν. 2. με γεν., λαμβάνω την
αρχηγία σε, στον ίδ.· μεταγεν. με αιτ., σε Κ.Δ. 3. λέγεται για πράγματα,
βρίσκομαι μπροστά, προηγούμαι, σε Ξεν. 4. μτχ. προηγούμενος, -η, -ον,
προπορευόμενος, τὸ προηγούμενον στράτευμα, εμπροσθοφυλακή, στον ίδ.
503

προηγητής, -οῦ, ὁ, αυτός που βαδίζει μπροστά για να δείχνει το δρόμο,


οδηγός, σε Σοφ.· ομοίως, προηγητήρ, -ῆρος, ὁ, σε Ευρ.
προ-ηγορέω (προήγορος), μέλ. -ήσω, μιλώ υπέρ των άλλων, σε Ξεν.·
προηγορῶ τινί, μιλώ αντί για άλλους, σε Πλουτ.
προηγορία, ἡ, ομιλία υπεράσπισης άλλων, σε Λουκ.
προ-ήγορος, ὁ (ἀγορά), αυτός που μιλά υπέρ των άλλων, συνήγορος.
προηγουμένως, επιρρ. μτχ. του προηγέομαι, πιο πριν, προγενέστερα, σε
Πλούτ.
προῄδεον, Αττ. -ῄδη, υπερσ. του πρόοιδα.
προ-ήδομαι, Παθ., χαίρομαι πιο πριν ή πρώτος, σε Αριστ.
προῆκα, αορ. αʹ του προΐημι.
προ-ήκης, -ες, (ἀκή), αυτός που έχει προβεβλημένη ή προεξέχουσα
αιχμή, σε Ομήρ. Οδ.
προ-ήκω, μέλ. -ήξω, I. 1. βρίσκομαι από πριν, είμαι πρώτος, σε Θουκ.,
Ξεν. 2. υπερέχω, προήκω ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας, σε Αριστοφ.· εἰς τοῦτο
προήκειν, έχω φτάσει σ' αυτό το σημείο, σε Δημ.· λέγεται για χρόνο, τῆς
ἡμέρας προηκούσης, σε Πλούτ. II. εκτείνομαι πιο πέρα, τῆς ἄρκυος, σε
Ξεν.
προ-ησσάω, Αττ. -ηττάω, μέλ. -ήσω, κατανικώ εκ των προτέρων, σε
Πολύβ.· Παθ. παρακ. και υπερσ., ηττώμαι, καταβάλλομαι εκ των
προτέρων, στον ίδ.
προθᾰλής, -ές (θάλλω), αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα, που
μεγαλώνει νωρίς, σε Ομηρ. Ύμν.
προ-θέλυμνος, -ον (θέλυμνον), I. αυτός που προέρχεται από θεμέλια ή
ρίζες, προθελύμνους ἕλκετο χαίτας, τραβούσε τα μαλλιά από τις ρίζες, σε
Ομήρ. Ιλ.· προθέλυμνα χαμαὶ βάλε δένδρεα, έριχνε κάτω τα δέντρα με τις
ρίζες, στο ίδ.· ἐφόρει τὰς δρῦς προθελύμνους, σε Αριστοφ. II. σάκος σάκεϊ
προθελύμνῳ φράξαντες, ασπίδα πάνω σε ασπίδα στενά συμπιεσμένες
μεταξύ τους, όπου θέλυμνα είναι το σύνολο των ασπίδων, από τις οποίες
η καθεμιά καλύπτει την από κάτω της, σε Όμηρ.
προ-θερᾰπεύω, μέλ. -σω, I. ετοιμάζω από πριν, σε Πλάτ. II.
περιποιούμαι από πριν, σε Πλούτ.
504

πρόθεσις, ἡ (προτίθημι), I. 1. έκθεση στο κοινό· λέγεται για νεκρό


σώμα, δημόσια έκθεση αυτού (πρβλ. προτίθημι II), σε Πλάτ., Δημ. 2.
δημόσια δήλωση, σε Αριστ. 3. έκθεση της υπόθεσης, στον ίδ. 4. οἱ ἄρτοι
τῆς προθέσεως, άρτοι που τίθενται στην Αγία Τράπεζα από πριν, άρτος
μετάληψης, σε Κ.Δ. II. σκοπός, πρόθεση, σε Φιλιππ. παρά Δημ. III.
υπόθεση, υπολογισμός, σε Πολύβ.
προ-θέσμιος, -α, -ον (θεσμός), I. ορισμένος εκ των προτέρων, σε Λουκ.
II. προθεσμία (ενν. ἡμέρα), ἡ, στο Αττ. δίκαιο, ημέρα καθορισμένη από
πριν μέσα στην οποία έπρεπε να πληρωθούν χρήματα, να ασκηθεί αγωγή,
να εκτελεστούν ενέργειες, εκλογές, σε Δημ., Αισχίν.· γενικά,
προκαθορισμένος χρόνος, σε Πλάτ.
προ-θεσπίζω, μέλ. -σω, θεσπίζω από πριν, σε Αισχύλ.
προθέω, μέλ. -θεύσομαι, I. 1. προτρέχω, τρέχω εμπρός, σε Ομήρ. Ιλ.·
πολὺ προθέεσκε (Ιων. παρατ.), κατά πολύ προηγείτο στο δρόμο, σε Όμηρ.
2. τρέχω προς τα εμπρός ή μπροστά, σε Ξεν. II. με αιτ., υπερβαίνω,
υπερτερώ, στον ίδ.· με γεν., σε Πλούτ.
προ-θέω, παλιός τύπος του προ-τίθημι, τοὕνεκά οἱ προθέουσιν ὀνείδεα
μυθήσασθαι, γι' αυτό του επιτρέπουν να μιλά με υβριστικές λέξεις, σε
Ομήρ. Ιλ.
προ-θνῄσκω, μέλ. -θᾰνοῦμαι, αόρ. βʹ -έθανον, I. πεθαίνω πιο πριν, σε
Θουκ. II. πεθαίνω για κάποιον άλλο, με γεν., σε Ευρ.
προθορών, μτχ. αορ. βʹ του προθρῴσκω.
πρό-θρονος, ὁ, πρόεδρος, σε Ανθ.
προ-θρυλέω[ῡ], μέλ. -ήσω, κάνω θόρυβο από πριν, σε Λουκ.
προ-θρῴσκω, ορμώ από πριν, ξεπηδώ εμπρός, μόνο στην μτχ. αορ. βʹ
προθορών, σε Ομήρ. Ιλ.
πρόθῡμα, τό (προθύω), αυτά που προσφέρονταν πριν από τη θυσία, σε
Αριστοφ.· μεταφ., ἐμὸν θάνατον προθύματ' ἔλαβεν Ἄρτεμις, σε Ευρ.
προ-θῡμέομαι (πρόθυμος), παρατ. προεθυμεόμην, συνηρ.
προὐθυμούμην, Μέσ. μέλ. -θυμήσομαι και Παθ. -θυμηθήσομαι, αόρ. αʹ
προὐθυμήθην· 1. είμαι έτοιμος, πρόθυμος, ενθουσιώδης, έχω ζήλο να
κάνω ένα πράγμα, με απαρ. σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, προθυμέομαι ὅπως,
σε Ηρόδ., Αττ. 2. απόλ., δείχνω ζήλο, δείχνω προθυμία, σε Ηρόδ.· είμαι
εύθυμος, φαιδρός, σε Ξεν. 3. με αιτ. πράγμ., είμαι πρόθυμος ή
ενθουσιώδης για κάτι, εκτιμώ θερμά, ποθώ διακαώς, σε Θουκ. κ.λπ.
505

προθῡμητέον, ρημ. επίθ., αυτό για το οποίο πρέπει κάποιος να φανεί


πρόθυμος, σε Πλάτ.
προθῡμία, Ιων. -ίη, ἡ, I. 1. διάθεση, προθυμία, ετοιμότητα, ζήλος, ἧσι
προθυμίῃσι [ῑ] πεποιθώς, δηλ. πρόθυμος ὤν, σε Ομήρ. Ιλ.· πάσῃ
προθυμίᾳ, με όλο τον ζήλο, σε Πλάτ.· ὑπὸ προθυμίας, με ζήλο, στον ίδ. 2.
με γεν. προσ., ἐκ τῆς Κλεομένεος προθυμίης, στην επιθυμία του, σε Ηρόδ.·
κατὰ τὴν τούτου προθυμίην, τόσο μακριά όσο πηγαίνει η επιθυμία του,
στον ίδ.· τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ, με τη θέληση του θεού, σε Ευρ. 3. με γεν.
πράγμ., προθυμίη σωτηρίης, ζήλος να τον σώσει, σε Ηρόδ.· προθυμία
ἔργου, ετοιμότητα για δράση, πρόθεση ή σκοπός για ενέργεια, σε Σοφ. 4.
προθυμίαν ἔχειν = προθυμεῖσθαι, σε Ηρόδ.· με απαρ., στον ίδ., Αττ. II.
καλή θέληση, ευμενής διάθεση, σε Ηρόδ.
πρό-θῡμος, -ον, I. 1. έτοιμος, πρόθυμος, ενθουσιώδης, αυτός που έχει
ζήλο, πρόθυμός εἰμι, με απαρ., = προθυμέομαι, σε Ηρόδ., Αττ. 2. με γεν.
πράγμ., ενθουσιώδης για..., σε Σοφ., Θουκ. 3. με πρόθ., πρόθυμος εἴς τι,
σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· ἐπί τι, πρός τι, σε Ξεν. 4. απόλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.·
τὸ πρόθυμον = προθυμία, σε Ευρ. II. αυτός που έχει καλή διάθεση, αυτός
που εύχεται το καλό, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. III. επίρρ. -μως, με προθυμία,
με ζήλο, έμπρακτα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πρόθυμος μᾶλλον ἢ φίλως, με
περισσότερο ζήλο παρά αγαθοσύνη, σε Αισχύλ.· συγκρ. -ότερον, σε
Θουκ. κ.λπ.· υπερθ. -ότατα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
προ-θύραιος[ῠ], -α, -ον και -ος, -ον (θύρα), αυτός που βρίσκεται
μπροστά στην πόρτα, σε Ομηρ. Ύμν.· προθύραια, τά, χώρος πριν από την
πόρτα, σε Ομηρ. Ύμν.
πρό-θῠρον, τό (θύρα), 1. μπροστινή πόρτα, πόρτα που οδηγει από την
αὐλήν στο εσωτερικό, σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., στον ίδ. 2. χώρος
πριν από την πόρτα, είδος υπόστεγου ή βεράντας, Λατ. vestibulum, σε
Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. 3. μεταφ., Κόρινθος πρόθυρον Ποτειδᾶνος, σε
Πίνδ.· πρόθυρα ἀρετῆς, σε Πλάτ.
προ-θύω, μέλ. -θύσω και -θύσομαι, I. θυσιάζω ή προσφέρω από πριν, σε
Πλάτ.· Μέσ., έχω θυσιάσει ή σφαγιάσει ένα πρόσωπο από πριν, σε Λουκ.
II. θυσιάζω αντί ή στη θέση κάποιου άλλου, με γεν., σε Ευρ.· ὑπέρ τινος,
στον ίδ.
προΐ, πρόϊος, πρόϊμος, μέλ., σε Ομήρ. Ιλ. αντί πρωΐ, πρώϊος, πρώϊμος.
προ-ϊάλλω, μόνο σε παρατ., στέλνω από πριν, πέμπω προς τα μπρος, σε
Όμηρ.
506

προ-ϊάπτω, μέλ. -ψω, αόρ. αʹ -ίαψα· στέλνω προς τα εμπρός, στέλνω


πρόωρα στον Κάτω Κόσμο, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
προῐδών, μτχ. του προεῖδον.
προΐει = προίησι, γʹ ενικ. του προΐημι· προίειν, σε Αττ. παρατ., προϊείς,
μτχ.
προ-ΐζομαι, Μέσ., κάθομαι από πριν, λαμβάνω την πρώτη θέση, σε Ηρόδ.
προ-ΐημι, γʹ ενικ. ενεστ. προΐει (όπως αν προερχόταν από προΐω), γʹ ενικ.
ευκτ. προΐοι· Αττ., παρατ. προΐειν, -εις, -ει· μέλ. προήσω, αόρ. αʹ προῆκα,
Επικ. προέηκα· γʹ πληθ. αορ. βʹ πρόεσαν, ευκτ. προεῖεν, προστ. πρόες, γʹ
ενικ. προέτω, απαρ. προέμεν αντί προεῖναι· — Μέσ., αόρ. αʹ προηκάμην·
γʹ πληθ. ευκτ. αορ. βʹ πρόοιντο ή πρόειντο,
Α. I. 1. στέλνω από πριν, στέλνω μπροστά, προπέμπω, σε Όμηρ.· επίσης,
στέλνω κάτι σε κάποιον άλλο, ἀγγελίας φήμην, σε Ομήρ. Οδ.· στον Όμηρ.
συχνά με απαρ., αἰετὼ προέηκα πέτεσθαι, οὖρον προέηκεν ἀῆναι, σε
Ομήρ. Οδ. 2. στέλνω μακριά, αποπέμπω, αφήνω να φύγει, σε Ομήρ. Ιλ.·
τήνδε θεῷ πρόες, άφησέ τη να πάει στον θεό, δηλ. με ευλάβεια σ' αυτόν,
στο ίδ. 3. αφήνω να χαθεί, αφήνω να πέσει, ιδίως απερίσκεπτα, ἔπος
προέηκε, άφησε να πέσει ο λόγος αψήφιστα, σε Ομήρ. Οδ.· πηδάλιον ἐκ
χειρῶν προέηκε, άφησε να πέσει το πηδάλιο από τα χέρια του, στο ίδ.·
δάκρυα προῆκεν, σε Ευρ. 4. λέγεται για βλήματα, βέλη, στέλνω μπροστά,
πυροβολώ, εξακοντίζω από μπροστά, σε Όμηρ. 5. λέγεται για ποταμό,
ὕδωρ προΐει ἐς Πηνειόν, χύνει το νερό του στον Πηνειό, σε Ομήρ. Ιλ. 6.
προΐημί τινι ποιεῖν τι, επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, σε Πίνδ. II. 1.
παραδίδω, αφήνω, προδίδω κάποιον στον εχθρό του, σε Ηρόδ., Θουκ. —
Παθ., παραδίδομαι ή αφήνομαι μακριά, εἰ προεῖτο ταῦτα, σε Δημ. 2. ἐπὶ
τὸ αὐτίκα ἡδὺ προΐημι αὐτόν, παραδίδω ή αφήνω τον εαυτό μου στις
παρούσες (προσωρινές) ηδονές, σε Ξεν. Β. Μέσ., I. στέλνω μπροστά από
κάποιον, οδηγώ μπροστά, αποδιώχνω προς κάποιο μέρος, σε Ξεν.·
λέγεται για ήχους, εκπέμπω, σε Αισχίν. κ.λπ. II. 1. παραδίδω, αφήνω,
παραδίδω στον εχθρό, σε Θουκ. κ.λπ.· προΐημι σφᾶς αὑτούς, παρέδωσαν
τους εαυτούς τους ως ηττημένους, απέβαλαν κάθε ελπίδα νίκης ή
διάσωσης, στον ίδ. 2. εγκαταλείπω, αφήνω, στον ίδ.· οὐδαμῇ προΐεντο
ἑαυτούς, δεν παραχώρησαν τους εαυτούς τους (δηλ. δεν
δωροδοκήθηκαν), σε Δημ. 3. παρέχω, χαρίζομαι, σε Θουκ. κ.λπ.·
προέσθαι ἀπὸ τῶν ἰδίων, σε Δημ. 4. αποβάλλω, πετώ τα ρούχα μου, στον
ίδ.· και με αρνητική σημασία, ρίχνω μακριά, τὸν καιρόν, στον ίδ.· τὰ
πατρῷα, σε Αισχίν.· απόλ., είμαι σπάταλος, σε Αριστ. 5. πολλές φορές
507

προστίθεται δεύτερο κατηγορ., ἡμᾶς προέσθαι ἀδικουμένους, μας


εγκατέλειψαν να αδικούμαστε (μας άφησαν στην αδικία), σε Θουκ.·
προέμενοι αὐτοὺς ἀπολέσθαι, σε Ξεν.· προΐημί τινι ὑμᾶς ἐξαπατῆσαι, σε
Δημ. 6. αφήνω κάποιον να φύγει, σε Πολύβ. 7. σπανίως με θετική
σημασία, παραδίδω σε κάποιον, εμπιστεύομαι στη φροντίδα κάποιου, σε
Ξεν. III. απορρίπτω, αμελώ, περιφρονώ, σε Αριστ.· απόλ., παραμελώ
κάθε συμβουλή, είμαι απερίσκεπτος, σε Δημ.
προῖκα, βλ. προίξ II.
προίκιος, -ον (προίξ), αυτός που δίνεται ως προίκα, σε Ανθ.
προΐκτης, -ου, ὁ (προΐσσομαι), αυτός που ζητά δώρο, ελεημοσύνη,
ζητιάνος, σε Ομήρ. Οδ.· ἀνὴρ προΐκτης, επαίτης, στο ίδ.
προίξ, προικός, ἡ, I. 1. δώρο, δωρεά, προικὸς γεύσασθαι, γεύομαι ένα
δώρο, σε Ομήρ. Οδ.· προικὸς χαρίσασθαι, χαρίζω προίκα (προικός είναι
στη γεν. pretii), στο ίδ. 2. μερίδιο που αποδίδεται στους γάμους, προίκα,
σε Πλάτ., Δημ. II. οι Αττ. χρησιμ. την αιτ. προῖκα ως επίρρ., όπως το
δωρεά, ελεύθερη δωρεά, χάρισμα, πράγμα διδόμενο άνευ κόστους, Λατ.
gratis, σε Αριστοφ., Πλάτ.· προῖκα κρίνειν, χωρίς προίκα, χωρίς δώρο, σε
Δημ.
προϊππεύω, μέλ. -σω, ιππεύω μπροστά από τους άλλους, με γεν., σε
Πλούτ.
προ-ΐστημι, μέλ. -στήσω, αόρ. αʹ προὔστησα, μτχ. προστήσας, απαρ.
προστῆσαι·
Α. Μτβ. σε αυτούς τους χρόνους, καθώς επίσης σε ενεστ. και Μέσ. αόρ.
αʹ, I. 1. στήνω από πριν ή εμπρός, προστήσας (σε) Τρωσὶ μάχεσθαι, σε
Ομήρ. Ιλ. 2. στήνω, τοποθετώ πάνω από τους άλλους, με γεν., σε Πλάτ.
II. 1. Μέσ., κυρίως στον αόρ. αʹ, τοποθετώ κάποιον μπροστά μου, εκλέγω
κάποιον ως αρχηγό, σε Ηρόδ.· με γεν., προΐσασθαι τουτονὶ ἑαυτοῦ, θέτω
κάποιον ως οδηγό μου, σε Πλάτ. 2. τοποθετώ εμπρός μου, τοποθετώ
μπροστά, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. μεταφ., τοποθετώ μπροστά, προβάλλω ως
δικαιολογία, προφασίζομαι, τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι,
σε Δημ.· με γεν., χρησιμοποιώ ένα πράγμα ως πρόφαση για κάτι άλλο,
στον ίδ. 4. προτιμώ, εκτιμώ κάποιον ανώτερο από κάποιον άλλο, τινά
τινος, σε Πλάτ. Β. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ προὔστην, παρακ. προέστηκα,
Ιων. βʹ πληθ. προέστατε, απαρ. προεστάναι, μτχ. προεστώς, Παθ. αόρ. αʹ
προεστάθην· I. 1. τοποθετώ τον εαυτό μου μπροστά, στέκομαι μπροστά,
σε Δημ. 2. με αιτ., πλησιάζω, σε Σοφ. 3. με δοτ., στέκομαι μπροστά,
απέναντι, ή αντιμετωπίζω τον άλλο, στον ίδ. II. με γεν., είμαι
508

τοποθετημένος επάνω, είμαι η κύρια δύναμη, τῆς Ἑλλάδος, τῶν Ἀρκάδων,


σε Ηρόδ.· είμαι στην κορυφή της συντροφιάς, ενεργώ ως αρχηγός ή
οδηγός, τῶνπαράλων, τῶν ἐκ τοῦ πεδίου, στον ίδ.· τοῦ δήμου, σε Θουκ.·
απ' όπου απόλ., οἱ προεστῶτες, Ιων. -εῶτες, οδηγοί, αρχηγοί, ηγέτες, σε
Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 2. δηλώνει ποικίλες σχέσεις, κυβερνώ, διευθύνω,
διοικώ, οὐκ ὀρθῶς σεωυτοῦ προέστηκας, δεν κυβερνάς καλά τον εαυτό
σου, σε Ηρόδ.· προέστηκα τοῦ ἑαυτοῦ βίου, σε Ξεν. 3. στέκομαι μπροστά
έτσι ώστε να οδηγώ αυτόν, σε Ηρόδ.· πρόστητε τύχης, ο υπερασπιστής
μας ενάντια στη μοίρα, σε Σοφ.· ὁ προστὰς τῆς εἰρήνης, προστάτης της
ειρήνης, σε Αισχίν.· επίσης, προὐστήτην φόνου, ήταν πρωτεργάτες του
φονικού, σε Σοφ.· απόλ., βέλεα ἀρωγὰ προσταθέντα, στον ίδ.
προ-ΐσχω = προέχω, I. κρατώ προς τα εμπρός, προτείνω, λέγεται για
αγόρια που παίζουν στην ποσίνδα, σε Ξεν.· κυρίως σε Μέσ., κρατώ
μπροστά από κάποιον, κρατώ εμπρός, χεῖρας, σε Θουκ.· με γεν., κρατώ
ενώπιον, τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας, σε Πλούτ. II. μεταφ. στη Μέσ., 1.
τοποθετώ μπροστά, χρησιμοποιώ ως πρόφαση, προφασίζομαι,
ισχυρίζομαι, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. προτείνω, προσφέρω, στο ίδ.
Προιτίδες (πύλαι), αἱ, μία από τις πύλες της Θήβας που ονομάστηκε έτσι
από τον Προίτο, σε Αισχύλ.
προιών, μτχ. του πρό-ειμι (εἶμι, Λατ. ibo).
προ-ΐωξις[ῑ], ἡ, αναζήτηση πρωτιάς, επιδίωξη διάκρισης, σε Ησίοδ.
πρόκᾰ (πρό), Ιων. επίρρ., ευθύς, αμέσως, ξαφνικά, σε Ηρόδ.· πρόκατε ή
πρόκατε.
προ-καθεύδω, μέλ. -ευδήσω, κοιμάμαι από πριν ή πρώτος, σε Αριστοφ.
προ-καθηγέομαι, αποθ., βαδίζω από εμπρός και οδηγώ, σε Πολύβ.·
προκαθηγέομαι τῆς κρίσεως, συμβουλεύω, προτείνω από πριν, στον ίδ.
προ-κάθημαι, Ιων. -κάτημαι, κυρίως παρακ. του προκαθέζομαι· I. 1.
κάθομαι από πριν, πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος προκαθέζομαι, είμαι μπροστά
από την υπόλοιπη Ελλάδα, λέγεται για τους Θεσσαλείς, σε Ηρόδ. 2. με
γεν., κάθομαι ή βρίσκομαι μπροστά από ένα μέρος, και επομένως,
προστατεύω, υπερασπίζομαι, στον ίδ., Θουκ.· στρατιᾶς προκάθημαι, σε
Ευρ. II. προεδρεύω, τῆς πόλεως, σε Πλάτ.
προ-καθίζω, Ιων. -κατίζω, I. 1. καθίζω μπροστά ή σπρώχνω προς τα
εμπρός, σε Ομήρ. Ιλ. 2. κάθομαι σε δημόσιο χώρο, κάθομαι επισήμως, ἐς
θρόνον, σε Ηρόδ.· ομοίως σε Μέσ., στον ίδ. 3. εγκαθίσταμαι εμπρός, στον
ίδ. II. μτβ., κάθομαι πάνω σε, σε Πολύβ.
509

προ-καθίημι, μέλ. -ήσω, κάθομαι από πριν· μεταφ., πόλιν προκαθίημι εἰς
ταραχήν, ρίχνω την πόλη σε σύγχυση, την φέρνω σε αναταραχή, σε Δημ.·
προκαθίημί τινα ἐξαπατᾶν, τοποθετώ ένα πρόσωπο μπροστά μου με
σκοπό να παραπλανήσω, να εξαπατήσω, στον ίδ.
προ-καθίστημι, μέλ. -στήσω· I. τοποθετώ κάτι εμπρός· ομοίως στη
Μέσ., σε Ξεν. II. Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., φυλακῆς μὴ
προκαθεστηκυίας, δεν έχουν τοποθετήσει φρουρά από πριν, σε Θουκ.
προ-καθοράω, μέλ. -κατόψομαι, εξετάζω από πριν, εξερευνώ
προκαταρτικά, σε Ηρόδ.
προ-καίω, μέλ. -καύσω, καίω από πριν — Παθ., καίγομαι εκ των
προτέρων, λέγεται για φωτιά, σε Ξεν.
πρόκᾰκος, -ον, υπερβολικά κακός, κακὰ πρόκακα, συμφορές πάνω στις
συμφορές, σε Αισχύλ.
προ-κᾰλέω, μέλ. -έσω, I. καλώ εμπρός, κυρίως σε Μέσ., γʹ ενικ. Επικ.
αόρ. αʹ προκαλέσσατο, προστ. προκάλεσσαι· 1. καλώ σε μάχη, προκαλώ
σε αναμέτρηση, προκαλώ, Λατ. provoco, σε Όμηρ.· ομοίως, προκαλέω
εἰς ἀγῶνα, σε Ξεν. 2. προσκαλώ εκ των προτέρων ή καλώ, τινὰ ἐς λόγους,
σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐς σπονδάς, σε Θουκ.· ἐπὶ ξυμμαχίαν, στον ίδ. 3. με αιτ.
και απαρ., προσκαλώ κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ. κ.λπ. 4. απόλ.,
αὐτῶν προκαλεσαμένων, στην ή έπειτα από την πρόσκλησή τους, στον ίδ.
II. 1. με αιτ. πράγμ., προσφέρω ή προτείνω, δίκην, στον ίδ.· τὰς σπονδάς,
σε Αριστοφ.· με αιτ. προσ. να ακολουθ., προκαλεῖσθαί τινα τὴν εἰρήνην,
προσφέρω σε κάποιον ειρήνη, στον ίδ. 2. ως Αττ. δικανικός όρος, κάνω
μια προσφορά ή προκαλώ τον αντίδικο, να διευκολύνει την απόφαση
αποδεχόμενος την λύση της υπόθεσης με τη διαιτησία, αφήνω τους
δούλους να υποστούν βασανιστήρια, σε Δημ.· πρβλ. πρόκλησις — Παθ.,
προκαλέω ἐς κρίσιν περί τινος, σε Θουκ. III. προσκαλώ να εμφανιστεί
κάτι, εὐγένειαν, σε Ευρ.
προ-κᾰλίζομαι, αποθ., μόνο σε προστ. ενεστ. προκαλίζεο, Επικ. γʹ ενικ.
παρατ. προκαλίζετο· προκαλώ σε αγώνα, σε συμπλοκή, σε Όμηρ.
προκᾰλινδέομαι, Παθ., πέφτω πρηνής, γονατιστός, μπρούμυτα, μπροστά
από κάποιον άλλο, σε Ισοκρ., Δημ.
προκάλυμμα, -ατος, τό, 1. οτιδήποτε τοποθετείται μπροστά από κάτι
άλλο, παραπέτασμα, όπως αυτό που κρεμόταν στα ανοίγματα της πόρτας,
αντί για πόρτα, σε Αισχύλ. 2. κάλυμμα, ως προστασία, σε Θουκ. 3.
μεταφ., πρόσχημα ή πρόφαση, στον ίδ., Λουκ.
510

προ-κᾰλύπτω, μέλ. -ψω, I. κρεμώ μπροστά ως κάλυμμα — Μέσ., βάζω


πάνω μου ως κάλυμμα ή μανδύα, σε Ευρ.· οὐ προκαλυπτομένα παρηΐδος,
δεν τοποθετεί κάλυμμα μπροστά στο πρόσωπό της, στον ίδ. II. καλύπτω
ολόγυρα, ἥλιος νεφέλην προκαλύπτει, σε Ξεν. — Μέσ., προὐκαλύψατο
ὄμματα, έκρυψε με πέπλο τα μάτια της, σε Ευρ.
προ-κάμνω, μέλ. -καμοῦμαι, αόρ. βʹ προέκᾰμον, I. εργάζομαι ή μοχθώ
από πριν, σε Θέογν. II. κοπιάζω για χάρη ή για την υπεράσπιση κάποιου,
τινός, σε Σοφ. III. κουράζομαι, εγκαταλείπω, μὴ πρόκαμνε, σε Αισχύλ.·
μὴ προκάμητε πόδα, σε Ευρ. IV. έχω προηγούμενη ασθένεια, σε Θουκ.·
θλίβομαι εκ των προτέρων, στον ίδ.
προ-κάρηνος[ᾰ], -ον (κάρηνον), αυτός που έχει το κεφάλι μπροστά, σε
Ανθ.
προκάς, -άδος, ἡ, = πρόξ, σε Ομηρ. Ύμν.
προ-καταγγέλλω, μέλ. -αγγελῶ, ανακοινώνω ή δηλώνω από πριν, σε
Κ.Δ.
προ-καταγιγνώσκω, μέλ. -γνώσομαι, 1. καταψηφίζω ομόφωνα εκ των
προτέρων, καταδικάζω με προηγούμενη απόφαση, με γεν. προσ., σε Δημ.
κ.λπ.· απόλ., σε Αριστοφ.· μὴ προκατεγνωκέναι μηδέν, μην προδικάζεις
τίποτα, σε Δημ. 2. με απαρ., προκαταγιγνώσκετε ἡμῶν ἥσσους εἶναι, μας
καταδικάζεται εκ των προτέρων και λέτε ότι είμαστε κατώτεροι, σε
Θουκ. 3. προκαταγιγνώσκω τί τινος, όπως το φόνον τινός, εκδίδω εκ των
προτέρων καταδικαστική απόφαση για φόνο, σε Ρήτ.
προ-κατάγομαι, Παθ., φθάνω στο λιμάνι πιο πριν, τινος, σε Λουκ.
προκαταγωγή, ἡ, πρόωρος ελλιμενισμός, σε Αρρ.
προ-καταθέω, τρέχω μπροστά από κάτι, σε Ξεν.
προ-κατακαίω, μέλ. -καύσω, καίω τα πάντα από πριν, σε Ξεν.
προ-κατάκειμαι, Παθ., ξαπλώνω μπροστά από κάτι, σε Λουκ.
προ-κατακλίνω[ῑ], μέλ. -κλῐνῶ, κάνω κάποιον να ξαπλώσει μπροστά
από άλλους, σε Ιώσηπ. — Παθ., = προκατάκειμαι, σε Λουκ.
προ-καταλαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, I. καταλαμβάνω, κυριεύω από πριν,
σε Θουκ. κ.λπ. — Παθ., προκαταλαμβάνομαι, στον ίδ. II. μεταφ.,
προλαμβάνω, ματαιώνω, στον ίδ., Αισχίν.· λέγεται για πρόσωπα,
προλαμβάνω ή βρίσκω αιφνιδίως, σε Θουκ. III. καταβάλλω εκ των
προτέρων, στον ίδ.
προ-καταλέγομαι, Παθ., περιγράφομαι εκ των προτέρων, σε Ηρόδ.
προ-καταλήγω, μέλ. -ξω, τερματίζω από πριν, σε Πολύβ.
προ-καταλύω, μέλ. -λύσω [ῡ], καταλύω, ακυρώνω ή καταργώ από πριν,
σε Θουκ.· τὸν βίον προκαταλύω τοῦ ἔργου, πεθαίνω πριν τελειώσω το
έργο μου, σε Πλούτ. — Μέσ., προκαταλύω τὴν ἔχθρην, παύουν από πριν
την αμοιβαία έχθρα τους, σε Ηρόδ.
511

προ-καταπίπτω, πέφτω κάτω από πριν· λόγοι προκατέπιπτον εἰς τὴν


Ῥώμην, φήμες εξαπλώθηκαν στη Ρώμη από πριν, σε Πλούτ.
προ-καταπλέω, μέλ. -πλεύσομαι, καταπλέω από πριν, σε Πολύβ.
προ-καταρτίζω, μέλ. -σω, τελειοποιώ εκ των προτέρων, σε Κ.Δ.
προ-κατάρχομαι, μέλ. -ξομαι, I. ξεκινώ κάτι πριν τους άλλους, ξεκινώ
πρώτος τις εχθροπραξίες, σε Πολύβ. II. προκατάρχεσθαί τινι τῶν ἱερῶν,
παρέχω σε κάποιον την πρώτη μερίδα του θυσιάσματος (ένα από τα
δικαιώματα των πολιτών της μητρόπολης στις αποικίες), σε Θουκ.
προ-κατασκευάζω, μέλ. -σω, ετοιμάζω από πριν, σε Ξεν.
προ-κατασκευή, ἡ, προετοιμασία, πρόλογος, εισαγωγή, σε Πολύβ.
προ-καταφεύγω, μέλ. -φεύξομαι, δραπετεύω από πριν σε ασφαλές μέρος,
σε Θουκ.
προ-καταχράομαι, παρακ. -κέχρησμαι, αποθ., καταναλώνω εκ των
προτέρων, σε Δημ.
προ-κατελπίζω, μέλ. -σω, ελπίζω από πριν, σε Πολύβ.
προ-κατεσθίω, μέλ. -έδομαι, τρώω από πριν, σε Λουκ.
προ-κατέχω, μτχ. -καθέξω, κατέχω ή κερδίζω θέση εκ των προτέρων,
προκαταλαμβάνω, σε Θουκ., Ξεν. — Μέσ., κρατώ κάτι μπροστά μου από
πριν, σε Ομηρ. Ύμν.
προ-κατηγορέω, κατηγορώ, επισύρω κατηγορίες από πριν, σε Δημ.
προκατηγορία, ἡ, προηγούμενη κατηγορία, κατηγορία που έχει
απαγγελθεί από πριν, σε Θουκ.
προκατόψομαι, μέλ. του προκαθοράω.
πρόκειμαι, Ιων. απαρ. -κέεσθαι, μέλ. -κείσομαι· χρησιμ. ως Παθ. του
προτίθημι, I. 1. βρίσκομαι μπροστά από κάποιον, λέγεται για δείπνο, σε
Όμηρ., Ηρόδ. 2. κείμαι εκτεθειμένος, λέγεται για παιδί, σε Ηρόδ.·
βρίσκομαι νεκρός, σε Αισχύλ., Σοφ.· ὁ προκείμενος, το πτώμα που
κείτεται έτοιμο για ταφή, σε Σοφ. κ.λπ. 3. είμαι εκτεθειμένος ενώπιον
όλων, είμαι προς διεκδίκηση από όλους ως βραβείο ενός αγώνα, σε
Ησίοδ.· μεταφ., τίθεμαι ενώπιον όλων, προτίθεμαι, προβάλλομαι, Λατ. in
medio poni, γνῶμαι τρεῖς προεκέατο, τρεις γνώμες είχαν προταθεί, είχαν
προβληθεί, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για μόχθους, αγώνες, πόνος τε καὶ
ἀγὼν πρόκειται, σε Πλάτ.· με μτχ., ἄεθλος προκείμενος, το έργο που
προτάθηκε, σε Ηρόδ. κ.λπ.· τὰ προκείμενα, αντίθ. προς τα μέλλοντα, σε
Σοφ.· τὸ προκείμενον πρῆγμα, υπόθεση που βρίσκεται στα χέρια μας, σε
Ηρόδ. 4. κείμαι εκ των προτέρων, είμαι ορισμένος από πριν, αἱ
προκείμεναι ἡμέραι, οι ορισμένες μέρες, στον ίδ.· ομοίως, ἐνιαυτοὶ
πρόκεινται ἐς ὀγδώκοντα, είναι ορισμένοι, καθορισμένοι, στον ίδ.·
ομοίως, λέγεται για νόμους, νόμοι οἱ προκείμενοι, σε Σοφ.· λέγεται για
ποινές, σε Θουκ. II. βρίσκομαι μπροστά από, κείμαι ενώπιον, με γεν.,
Αἴγυπτος προκειμένη τῆς ἐχομένης γῆς, σε Ηρόδ.· τὰ προκείμενα τῆς χώρας
ὄρη, σε Ξεν. III. προηγούμαι, γράμμα πρόκειται, αρχικό γράμμα, σε Ανθ.
προ-κέλευθος, -ον, πρόδρομος, τινος, σε Μόσχ.
512

προ-κενόω, μέλ. -ώσω, αδειάζω από πριν, σε Λουκ.


προ-κήδομαι, αποθ., μόνο σε ενεστ., φροντίζω για κάποιον, σκέφτομαι,
μεριμνώ για κάποιον, τινος, σε Αισχύλ., Σοφ.
προ-κηραίνω, μέλ. -ᾰνῶ, ανησυχώ για, τινός, σε Σοφ.· επίσης, τί ποτ' ὦ
τέκνον, τάδε κηραίνεις; γιατί τελοσπάντων είσαι τόσο ανήσυχος; σε Ευρ.
προ-κηρῡκεύομαι, αποθ., προκηρύσσω με κήρυκα, σε Αισχίν.
προ-κηρύσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ανακοινώνω με κήρυκα,
διακηρύσσω δημοσίως, σε Σοφ.· με αιτ. πράγμ., στον ίδ.
προ-κινδῡνεύω, μέλ. -σω, διακινδυνεύω πριν από τους άλλους, είμαι
θαρραλέος στον πρώτο κίνδυνο, είμαι αυθεντικός στη βιαιότητα της
μάχης, σε Θουκ., Δημ.· τῷβαρβάρῳ, ενάντια στους βάρβαρους, σε Θουκ.
προ-κῑνέω, κινώ προς τα εμπρός, τὸν στρατόν, σε Ξεν.· αναγκάζω να
προχωρήσει, σπιρουνίζω (άλογο), ἵππον, στον ίδ. — Παθ., με Μέσ. μέλ.
προχωρώ, στον ίδ.
προ-κλαίω, Αττ. -κλάω· μέλ. -κλαύσομαι, I. δακρύζω από πριν ή
φανερά, σε Σοφ., Ευρ. II. μτβ., θρηνώ εκ των προτέρων, σε Ηρόδ., Ευρ.
προκληθείς, μτχ. Παθ. αορ. αʹ του προκαλέω.
πρόκλησις, -εως, Ιων. -ιος, ἡ (προκαλέω),· I. κάλεσμα για να έρθει
κάποιος μπροστά, πρόσκληση, αμφισβήτηση, ἐκ προκλήσιος, από ή λόγω
πρόκλησης, σε Ηρόδ. II. πρόσκληση, προσφορά, πρόταση, σε Θουκ.
κ.λπ. III. ως δικανικός όρος, πρόταση που έγινε στον αντίδικο, για την
επίλυση των σημείων διαφοράς, όπως το Ρωμαϊκό sponsio, σε Δημ. κ.λπ.·
πρόκλησιν προκαλεῖσθαι, κάνω, δημιουργώ πρόκληση, δέχεσθαι, την
αποδέχομαι, στον ίδ.
προκλητικός, -ή, -όν, αυτός που καλεί κάποιον να έρθει εμπρός,
προκλητικός· προκλητικόν, τό, πρόκληση, σε Πλούτ.
προ-κλίνω[ῑ], μέλ. -κλῐνῶ, έχω κλίση από πριν, σε Σοφ.
πρό-κλῠτος, -ον (κλύω), αυτός που ακούγεται από πριν, ξακουστός από
την παλιά εποχή, σε Ομήρ. Ιλ.
προ-κλύω, ακούω από πριν, σε Αισχύλ.
προ-κνημίς, -ίδος, ἡ, κάλυμμα για την κνήμη του ποδιού, σε Πολύβ.
προκοιτία, ἡ, φρούρηση μπροστά από κάποιο τόπο· στον πληθ., όπως το
Λατ. excubiae, σε Πολύβ.
πρό-κοιτος, ὁ (κοίτη), αυτός που περιφρουρεί μπροστά από ένα μέρος,
σε Πολύβ.
προ-κολάζω, μέλ. -άσομαι, τιμωρώ εκ των προτέρων, σε Αριστ.
προ-κολᾰκεύω, μέλ. -σω, καλοπιάνω εκ των προτέρων, σε Πλάτ.
προ-κόλπιον, τό, ύφασμα που πέφτει γύρω από το στήθος, σε Θεόφρ.
513

προ-κομίζω, μέλ. -σω, I. φέρνω μπροστά, παρουσιάζω, σε Λουκ. II.


Παθ., μεταφέρομαι από πριν σ' ένα μέρος με ασφάλεια, σε Ηρόδ.
προ-κόμιον, τό (κόμη), χαίτη αλόγου, σε Ξεν.
προκοπή, ἡ, πρόοδος στην πορεία, γενικά, πρόοδος, επίδοση, σε Πολύβ.·
στον πληθ., σε Πλούτ., Λουκ.
προ-κόπτω, μέλ. -ψω, Αττ. παρατ. προὔκοπτον, I. αφαιρώ κόβοντας από
μπροστά, απ' όπου, προωθώ μια δουλειά — Παθ., προάγομαι, προχωρώ,
ακμάζω, σε Ηρόδ. II. 1. με ουδ. επίθ., τὰ πολλά προκόψασ', έχω τα
περισσότερα πράγματα έτοιμα, σε Ευρ.· τίἂν προκόπτοις; τί καλό ήθελες
να λάβεις; στον ίδ.· οὐδὲν προὔκοπτον, δεν έκαναν καμία πρόοδο, σε Ξεν.
2. με γεν. πράγμ., τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος προκόψαντες, έχουν κάνει
βελτιώσεις στο ναυτικό τους σε μεγάλο βαθμό, σε Θουκ.· ἡμῶν
προκοπτόντων τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις, εφόσον προωθούμε την επέκταση της
αυτοκρατορίας τους, στον ίδ.· ἐπὶ πλεῖον προκόπτω ἀσεβείας, έχουν
ξεπεράσει πολύ την ασέβεια, σε Κ.Δ. 3. απόλ., ἡ νὺξ προέκοψεν, η νύχτα
προχώρησε προς το τέλος της, στο ίδ.· προκόπτω σοφίᾳ, προκόβω στη
σοφία, γίνομαι πολύ σοφός, στο ίδ.
πρόκρῐμα, τό, πρόωρη κρίση, πρόκριση, προκατάληψη, σε Κ.Δ.
προ-κρίνω[ῑ], μέλ. κρῐνῶ, I. 1. διαλέγω πριν από τους άλλους, διαλέγω
με κριτήρια προτίμησης, προτιμώ, επιλέγω, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ.,
επιλέγομαι πριν από τους άλλους, σε Πλάτ. — Παθ., τῶν ἄλλων
προκεκρίσθαι, σε Ηρόδ. II. με αιτ. και απαρ., κρίνω ή αποφασίζω από
πριν ότι..., σε Ξεν.
πρόκρῐτος, -ον, επιλεγμένος πριν από τους άλλους, εκλεκτός, σε Πλάτ.
πρό-κροσσοι, -αι ή -οι, -α, ανά τακτά διαστήματα, αυτοί που είναι
παρατεταγμένοι σε επάλληλες σειρές, όπως οι βαθμίδες ή οι επάλξεις (βλ.
κρόσσαι)· λέγεται για πλοία, παρατεταγμένα στην ακτή, παρατεταγμένα
σε σειρά, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόκροσσαι ἐςπόντον ἐπὶ ὀκτώ, παρατεταγμένα
σε σειρές προς τα εμπρός σε βάθος οκτώ πλοίων, σε Ηρόδ.· λέγεται για
ποτήρι, πέριξ αὐτοῦ γρυπῶν κεφαλαὶ οἱ πρόκροσσοι ἦσαν, τα κεφάλια
γρυπαετών ήταν κατασκευασμένα ανά διαστήματα γύρω από αυτό, στον
ίδ.
προ-κῠλινδέομαι, Παθ., κυλιέμαι μπροστά στα πόδια κάποιου, Λατ.
provolvi ad genua alicujus, τινι, σε Αριστοφ.· τινος, σε Δημ.
προ-κῠλίνδομαι, Παθ., κυλιέμαι, ξετυλίγομαι μπροστά, λέγεται για
κύμα, σε Ομήρ. Ιλ.
514

προ-κύπτω, μέλ. -ψω, σκύβω και λυγίζω προς τα εμπρός, κρυφοκοιτάζω,


σε Αριστοφ.
προ-κῡρόομαι, Παθ., επιβεβαιώνομαι από πριν, σε Κ.Δ.
Προ-κύων, κυνός, ὁ, I. αστέρι που ανατέλλει (περίπου στα μέσα
Ιουλίου) πριν από το άστρο του Σείριου, σε Ρήτ. II. πικροὶ Καλλιμάχου
πρόκυνες, παρατσούκλι των Γραμματικών, στριμμένοι και δύστροποι, σε
Ανθ.
προ-κώμιον, τό, εισαγωγικό άσμα, προοίμιο του κωμού (κῶμος), σε
Πίνδ.
πρό-κωπος, ον, (κώπη), λέγεται για ξίφος, αυτό που πιάνεται, που
τραβιέται από, σε Αισχύλ., Ευρ. — μεταφ., έτοιμος, σε Αισχύλ.
προ-λάζῠμαι, αποθ., λαμβάνω από πριν ή εκ των προτέρων, τινος, μέρος
από κάποιο πράγμα, σε Ευρ.
προ-λᾰλέω, μέλ. -ήσω, λαλώ εκ των προτέρων, σε Ανθ.
προ-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, αόρ. βʹ προὔλαβον, παρακ. -είληφα —
Παθ. -είλημμαι, I. 1. λαμβάνω ή παίρνω από πριν, σε Ευρ., Δημ. κ.λπ. 2.
λαμβάνω, παίρνω ή κυριεύω, σε Δημ.· προλαμβάνω ὅπως..., προλαβαίνω
να..., σε Δημ.· προλαβὼν προεγνωκότας ὑμᾶς, δίνοντας πρώτος την ψήφο
για την καταδίκη, στον ίδ. 3. λαμβάνω από πριν, λαμβάνω κατά
προτίμηση, τι πρό τινος, σε Σοφ. 4. παίρνω, αφαιρώ, ξεκινώ, προὔλαβον
μόγιςπόδα, σε Ευρ. II. είμαι εκ των προτέρων με το μέρος κάποιου,
προκαταλαμβάνω· 1. με αιτ. προσ., κάνω την αρχή με, σε Ξεν., Δημ.·
επίσης με γεν. προσ., σε Δημ. 2. με αιτ. πράγμ., σε Ευρ. 3. με γεν. του
διαστήματος, προλαμβάνω τῆς ὁδοῦ, ξεκινώ τον δρόμο, σε Ηρόδ.·
προλαμβάνω τῆς φυγῆς, σε Θουκ. 4. απόλ., πολλῷ προὔλαβε, ήταν πολύ
μακριά, προηγείτο πολύ, στον ίδ.· κρίνω από πριν τὸ γεγονός, προκρίνω,
σε Δημ.· προλαβόντες, πρόγονοι, σε Ξεν. III. επαναλαμβάνω από την
αρχή, σε Ισοκρ.
προ-λέγω, μέλ. -ξω· I. 1. επιλέγω, διαλέγω πριν από τους άλλους,
προτιμώ — Παθ., Ἀθηναίων προλελεγμένοι, σε Ομήρ. Ιλ.· πασᾶν ἐκ
πολίων προλέγω, σε Θεόκρ. II. 1. λέω, μαντεύω από πριν, ανακοινώνω
εκ των προτέρων, λέγεται για χρησμό, σε Ηρόδ., Αττ. 2. λέω δημόσια,
διακηρύσσω, με αιτ. και απαρ., σε Αισχύλ. κ.λπ. 3. προλέγω τινὶ ποιεῖν τι,
διατάζω αυτόν να κάνει κάτι, σε Ξεν.· καθιστώ κάποιον προσεκτικό,
προειδοποιώ, σε Θουκ. 4. απαγγέλλω τιμωρία, προλέγω δεσμόν τινι, σε
Δημ.
προ-λείπω, μέλ. -ψω, παρακ. -λέλοιπα, αόρ. βʹ προὔλῐπον, I. 1. προχωρώ
και αφήνω, βαδίζω εμπρός και φεύγω, αφήνω πίσω, εγκαταλείπω,
παρατάω, σε Όμηρ. κ.λπ.· μῆτίς σε προλέλοιπε, η φρόνηση σε έχει
εγκαταλείψει, σε Ομήρ. Οδ.· χώρανπρολείπω, εγκαταλείπω τη χώρα, σε
Θουκ. 2. με απαρ., παραλείπω να κάνω κάτι, σε Θέογν., Σοφ. 3. λέγεται
για πράγματα, εγκαταλείπω, αφήνω κάποιον, σε Πλάτ. II. αμτβ.,
515

σταματώ ή αφήνω εκ των προτέρων, παραλείπω, Ἀτρείδαις οὐ προλείπει


φόνος, σε Ευρ.· εἴ τῳ προλείποι ἡ ῥώμη, σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα,
λιποθυμώ, λιποψυχώ, αποδυναμώνομαι λόγω λιποθυμίας, εξασθενίζω, σε
Ευρ.
προ-λεσχηνεύομαι, αποθ., συνδιαλέγομαι με κάποιον από πριν, με δοτ.
προσ., σε Ηρόδ.
προ-λεύσσω, βλέπω πριν από κάποιον ή πιο μπροστά, προβλέπω, σε Σοφ.
προλῐπεῖν, απαρ. αορ. βʹ του προλείπω.
πρόλογος, ὁ (προλέγω), στους Τραγ. και τους αρχ. Κωμ. ποιητές,
πρόλογος, το μέρος του έργου που έρχεται πριν από το πρώτο χορικό
(πάροδος), σε Αριστ.· αλλά από τον καιρό του Ευρ., διήγηση γεγονότων
εισαγωγικών και σχετικών με την πλοκή, σε Αριστοφ.
προ-λοχίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. στήνω ενέδρα εκ των προτέρων — Παθ., αἱ
προλελοχισμέναι ἐνέδραι, οι ενέδρες που έχουν τοποθετηθεί από πριν, σε
Θουκ. II. περικλείω με ενέδρες, στον ίδ.
προ-λῡμαίνομαι, αποθ., καταστρέφω εκ των προτέρων, σε Πολύβ.
προ-λῡπέομαι, Παθ., αισθάνομαι λύπη, λυπάμαι εκ των προτέρων, σε
Πλάτ.
προλύπησις, ἡ, προηγούμενη λύπη, σε Πλάτ.
προμᾱθεία, προμᾱθής, Δωρ. αντί προμηθ-.
προ-μᾰλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, μαλακώνω, απαλύνω εκ των
προτέρων· ομοίως στη Μέσ., σε Πλούτ.
πρόμᾰλος, ἡ, δέντρο, πιθ. είδος ιτιάς, σε Ανθ.
προ-μανθάνω, μαθαίνω από πριν και (σε αόρ. βʹ προὔμαθον) γνωρίζω
από πριν, σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.· με αιτ., μαθαίνω μηχανικά, σε Αριστοφ.·
με απαρ., προὔμαθον στέργειν τάδε, σε Σοφ.
προμαντεία, Ιων. -ηΐη, ἡ, το δικαίωμα να συμβουλεύεται κανείς πρώτος
το μαντείο των Δελφών, σε Ηρόδ., Δημ.
προ-μαντεύομαι, μέλ. -σομαι, αποθ.· προφητεύω, σε Ηρόδ.· με αιτ.,
προμαντεύω, προλέγω, σε Λουκ.
προμαντηΐη, ἡ, Ιων. αντί προμαντεία.
πρό-μαντις, -εως, Ιων. -ιος, ὁ, ἡ,· I. 1. προφήτης ή προφήτισσα, σε Ευρ.
2. ο τίτλος της Πυθίας ή της Δελφικής ιέρειας, που έδινε τους χρησμούς
του μαντείου, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως χρησιμ. για την ιέρεια στη
Δωδώνη, σε Ηρόδ. II. ως επίθ., προφητικός, δίκη πρόμαντις, η δίκη που
στέλνει προμήνυμα για την απόφαση, σε Σοφ.· θυμὸς πρόμαντις, «η
προφητική μου ψυχή», σε Ευρ.· με γεν., τούτων πρόμαντις οὖσα,
προφητική, αυτή που προλέγει κάτι, σε Αισχύλ.
516

προ-μαρτύρομαι[ῡ], αποθ., είμαι μάρτυρας, μαρτυρώ εκ των προτέρων,


σε Κ.Δ.
προμάτωρ, Δωρ. αντί προμήτωρ.
προμᾰχέω (πρόμαχος), μέλ. -ήσω, μάχομαι μπροστά, μάχομαι, στην
πρώτη σειρά, πολεμώ στην πρώτη γραμμή, σε Ξεν.
προμᾰχεών, -ῶνος, ὁ, προπύργιο, προμαχώνας, Λατ. propugnaculum, σε
Ηρόδ., Ξεν.· προμαχέων τοῦ τείχεος, σε Ηρόδ.
προμᾰχίζω (πρόμαχος), μάχομαι από πριν, Τρωσί, μπροστά από τους
Τρώες, ως πρόμαχος αυτών, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, μάχομαι ως
πολεμιστής μαζί με άλλον, Ἀχιλῆι, στο ίδ.
προ-μάχομαι[ᾰ], αποθ., I. μάχομαι από πριν, ἁπάντων, πριν από όλους,
σε Ομήρ. Ιλ. II. μάχομαι υπέρ ή για την υπεράσπιση κάποιου, τινος, σε
Αριστοφ.
πρό-μᾰχος, -ον (μάχομαι),· 1. αυτός που μάχεται μπροστά ή στην πρώτη
γραμμή· πρόμαχοι, οἱ, οι πολεμιστές της πρώτης γραμμής, πρόμαχοι, σε
Όμηρ.· ἐν προμάχοισιν, ανάμεσα στους πρώτους πολεμιστές, σε Ομήρ.
Ιλ.· ως επίθ., πρόμαχον δόρυ, το νικηφόρο δόρυ, σε Σοφ. 2. αυτός που
μάχεται υπέρ κάποιου, πόλεως, δόμων, σε Αισχύλ.
προ-μελετάω, μέλ. -ήσω, μελετώ από πριν· με απαρ., σε Ξεν.
Προ-μένεια, ἡ (μένος),· όνομα ιέρειας στο μαντείο της Δωδώνης, αυτή
που προβλέπει, αυτή που προμαντεύει, σε Ηρόδ.
προ-μεριμνάω, μέλ. -ήσω, σκέφτομαι από πριν, σε Κ.Δ.
προ-μετωπίδιος, -α, -ον (μέτωπον), 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά ή
στο μπροστινό μέρος· προμετωπίδιον, τό, το δέρμα ή τα μαλλιά του
μετώπου, σε Ηρόδ. 2. η προμετωπίδα των αλόγων, σε Ξεν.
προμήθεια, Δωρ. -μάθεια, Ιων. προμηθίη, σε Αττ. ποιητές προμηθία·
(προμηθής)· πρόβλεψη, πρόνοια, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ἐν προμηθίῃ ἔχειν
τινά, έχω σε μεγάλη υπόληψη, σε Ηρόδ.· προμηθίαν ἔχειν τινός, σε Ευρ.,
Πλάτ.
προμήθειος, -α, -ον και -ος, -ον (Προμηθεύς),· I. αυτός που ανήκει στον
Προμηθέα, σε Ανθ. II.Προμήθεα, τά, εορτή προς τιμήν του Προμηθέα,
σε Ξεν.
προμηθέομαι (προμηθής), μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ προὐμηθήθην· αποθ.·
φροντίζω εκ των προτέρων, προνοώ για κάτι, με γεν., σε Ηρόδ.· ὑπέρ
517

τινος, περί τι, σε Πλάτ.· απόλ., σε Αισχύλ.· γενικά, προσέχω, Λατ. cavere,
προμηθέομαι μή..., σε Ηρόδ.· με αιτ., δείχνω εκτίμηση ή σεβασμό για,
στον ίδ., Πλάτ.
Προμηθεύς, -έως, Ιων. -έος, ὁ, Δωρ. Προμᾱθεύς, I. ο Προμηθέας, γιος
του Τιτάνα Ιαπετού και της Θέμιδας, επινοητής πολλών τεχνών· λέγεται
ότι έπλασε τον άνθρωπο από πηλό και του προσέφερε το ἔντεχνον πῦρ,
αφού το έκλεψε από τον Όλυμπο· απ' όπου επίσης το όνομά του (από το
προμηθής), αντίθ. προς τον απερίσκεπτο αδελφό του Επιμηθέα
(Ἐπιμηθεύς)· προνοητικός, προσεκτικός, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ. II. ως
προσηγορικό, προνοητικός, σε Αισχύλ.
προ-μηθής, Δωρ. -μᾱθής, -ές (μᾰθεῖν), προνοητικός, προβλεπτικός,
προσεκτικός, σε Θουκ.· τὸπρομηθές = προμήθεια, στον ίδ.· με γεν., αυτός
που με ανησυχία φροντίζει για ένα πράγμα, σε Σοφ.
προμηθία, -ίη, βλ. προμήθεια.
προμηθικῶς, επίρρ., εύστοχα, προσεκτικά, με άμεση συσχέτιση στη
λέξη Προμηθέας, σε Αριστοφ.
προ-μήκης, -ες (μῆκος), παρατεταμένος, επιμηκυμένος, σε Πλούτ.
προ-μηνύω, μέλ. -ύσω [ῡ], ανακοινώνω εκ των προτέρων, τινί τι, σε
Σοφ.· δείχνω εκ των προτέρων, τι, σε Πλούτ.
προ-μήτωρ, Δωρ. -μάτωρ[ᾱ], -ορος, ἡ, η πρώτη μητέρα ενός γένους,
όπως προπάτωρ, σε Αισχύλ., Ευρ.
προ-μηχᾰνάομαι, αποθ., επινοώ εκ των προτέρων, σε Λουκ.
προ-μίγνῡμι, μέλ. -μίξω, αναμειγνύω από πριν — Παθ., παλλακίδι
προμῐγῆναι (απαρ. αορ. βʹ), συνευρίσκομαι μαζί της από πριν, σε Ομήρ.
Ιλ.
προ-μισθόομαι, Παθ., ενοικιάζομαι από πριν, σε Πλούτ.
προ-μνάομαι, αποθ., I. 1. ζητώ σε γάμο, ερωτοτροπώ για λογαριασμό
κάποιου, ἡ προμνησαμένη = προμνήστρια, σε Ξεν. 2. γενικά, ζητώ, στον
ίδ., σε Πλούτ. II. προμνᾶταί τί μοι γνώμα, το μυαλό μου προβλέπει κάτι,
σε Σοφ.
προ-μνηστεύομαι = προμνάομαι, σε Λουκ.
προ-μνηστῖνοι, -αι, ένας ένας, ο ένας μετά τον άλλο, σε Ομήρ. Οδ. (πιθ.
από το μένω, προμενετῖνοι, ο καθένας περιμένει τον προηγούμενο).
518

προμνήστρια, ἡ (προμνάομαι), γυναίκα που ζητά σε γάμο ή φλερτάρει


στο όνομα κάποιου άλλου, προξενήτρα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· μεταφ.,
κακῶν προμνήστρια, αυτή που επιφέρει συμφορές, σε Ευρ.
πρό-μοιρος, -ον (μοῖρα), αυτός που ανήκει στον προηγούμενο από τη
μοίρα ορισμένο χρόνο, δηλ. πρόωρος, λέγεται για τον θάνατο, σε Ανθ.
προμολεῖν, απαρ. αορ. βʹ του προβλώσκω.
προμολή, ἡ, λέγεται για πρόποδες βουνού, σε Ανθ.· στόμιο ποταμού,
στον ίδ.
προμολών, μτχ. αορ. βʹ του προβλώσκω.
πρόμος, ὁ (πρό), ο προηγούμενος άνθρωπος, = πρόμαχος, σε Όμηρ.·
πρόμος τινί, αυτός που αντιμάχεται κάποιον στην πρώτη γραμμή, σε
Ομήρ. Ιλ.· γενικά, αρχηγός, Λατ. primus, princeps, σε Τραγ.· πάντων
θεῶν θεὸς πρόμος, λέγεται για τον Ήλιο, σε Σοφ.
προ-μοχθέω, μέλ. -ήσω, εργάζομαι από πριν, σε Ευρ.
πρό-νᾱος ή πρό-ναιος, -α, -ον, Ιων. προνήϊος, -η, -ον, Αττ. πρό-νεως
(ναός)· I. αυτός που βρίσκεται μπροστά από το ναό, ιδίως λέγεται για
θεούς των όποιων οι βωμοί και τα αγάλματα στέκονταν μπροστά στον
ναό, όπως της Αθηνάς στους Δελφούς, σε Ηρόδ.· Παλλὰς προναία, σε
Αισχύλ. II. ως ουσ., πρόναος, ὁ = πρόδομος, προθάλαμος ναού, μέσω του
οποίου κάποιος οδηγούνταν στον κυρίως ναό (ναός) ή στα άδυτα του
ναού, σε Ηρόδ.
προ-ναυμαχέω, μέλ. -ήσω, μάχομαι στη θάλασσα υπέρ ή για την
υπεράσπιση κάποιου, με γεν., σε Ηρόδ.
προ-νέμω, μέλ. -νεμῶ , I. παραχωρώ, απονέμω εκ των προτέρων, τί τινι,
σε Πίνδ.· καθαρὰς χεῖρας προνέμω, παρουσιάζω, έχω ακηλίδωτα χέρια,
σε Αισχύλ. II. Μέσ., βαδίζω μπροστά για βοσκή, απ' όπου, κερδίζω
έδαφος, βαίνω προς τα εμπρός, λέγεται για πόλεμο κ.λπ.
προ-νεύω, μέλ. -σω, γέρνω ή σκύβω εμπρός, σε Πλάτ.· λέγεται για ιππέα,
σε Ξεν.· λέγεται για κωπηλάτες, στον ίδ.
πρόνεως, Αττ. και προνήϊος, Ιων. αντί πρόναος.
προ-νηστεύω, μέλ. -σω, νηστεύω εκ των προτέρων, σε Ηρόδ.
προ-νῑκάω, μέλ. -ήσω, κερδίζω τη μάχη από πριν, σε Θουκ.
προ-νοέω, μέλ. -ήσω,
519

Α. I. αντιλαμβάνομαι από πριν, προβλέπω, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ., Αριστ.·


προνοῶν ὅτι..., προβλέποντας ότι..., σε Ξεν. II. 1. σκέφτομαι ή σχεδιάζω
κάτι εκ των προτέρων, προνοώ, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., είμαι προνοητικός,
λαμβάνω μέτρα προστασίας, προφύλαξης, σε Ευρ., Θουκ.· προνοέω
ὅτι..., προνοώ, φροντίζω να..., σε Θουκ.· ὅπως..., σε Ξεν. κ.λπ. 2. με γεν.,
προνοώ για, φροντίζω εκ των προτέρων για, στον ίδ.Β. με την ίδια
σημασία, αποθ. προ-νοοῦμαι· μέλ. -ήσομαι, Μέσ. αόρ. αʹ προὐνοησάμην
και Παθ. προὐνοήθην· παρακ. προνενόημαι· Ενεργ., 1. προνοώ, σε Θουκ.
κ.λπ.· με απαρ., φροντίζω να κάνω, σε Ευρ. 2. με γεν., φροντίζω εκ των
προτέρων για, σε Θουκ. κ.λπ.
προνοητέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να φροντίσει, σε Ξεν.
προνοητικός, -ή, -όν, I. προνοητικός, προβλεπτικός, προσεκτικός,
επιφυλακτικός, σε Ξεν. II. λέγεται για πράγματα, αυτός που δείχνει
πρόνοια ή προμελέτη, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.
πρόνοια, Ιων. -οίη, ἡ (πρόνοος),· I. προφητεία, πρόγνωση, σε Αισχύλ.,
Σοφ. II. 1. πρόβλεψη, πρόνοια, προεκτίμηση, σε Σοφ.· ἐκ προνοίας, με
πρόβλεψη, με σκοπιμότητα, Λατ. consulto, σε Ηρόδ.· ἀπὸ προνοίας
τίνων, με τις προφυλάξεις τους, σε Θουκ.· ιδίως, λέγεται για εγκλήματα
που διαπράχθηκαν με σχέδιο ή με εχθρική πρόθεση, ἐκ προνοίας
τραύματα, σε Αισχίν.· τὰ ἐκ προνοίας, αντίθ. προς τα ἀκούσια, σε Αριστ.·
πρόνοιαν ἔχειν (ή ἴσχειν) τινός, λαμβάνει πρόνοια για..., δείχνει φροντίδα
για..., σε Ευρ. κ.λπ.· περί τινος, σε Σοφ.· με απαρ., πολλὴν πρόνοιαν εἶχεν
εὐσχήμως πεσεῖν, σε Ευρ. 2. η πρόνοια του Θεού, σε Ηρόδ., Αττ.
προνομαία, ἡ, = προνομή II, σε Πλούτ.· λέγεται για προβοσκίδα μύγας,
σε Λουκ.
προνομεύω, μέλ. -σω, βγαίνω εξω για λεηλασία, πλιάτσικο, σε Πολύβ.
προνομή, ἡ (προνέμω), I. λεηλασία, εκστρατεία για αρπαγή, εισβολή για
αρπαγή τροφίμων, σε Ξεν.· στον πληθ., οι ομάδες λεηλασίας, στον ίδ. II.
η προβοσκίδα ελέφαντα, σε Πολύβ. III. = το επόμ., σε Λουκ.
προ-νομία, ἡ (νόμος), δικαίωμα, προνόμιο, σε Στράβ., Λουκ.
προνόμιον, τό (προνέμω), χρηματική προκαταβολή, σε Λουκ.
πρό-νοος, -ον, συνηρ. -νους, -ους, = προμηθής, προσεκτικός, σε Ηρόδ.·
συγκρ. προνούστερος, σε Σοφ.
προ-νωπής, -ές (πρό, ὤψ, με το ν να παρεμβάλλεται), 1. αυτός που
σκύβει προς τα εμπρός, αυτός που έχει το κεφάλι γερμένο, Λατ. pronus,
520

στείχει προνωπής, λέγεται για κάποιον σε βαθιά κατάθλιψη, σε Ευρ.·


προνωπής ἐστι, λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, στον ίδ.· ομοίως,
προνωπὴς λαβεῖν, την κράτησε καθώς έπεφτε λιπόθυμη προς τα εμπρός,
σε Αισχύλ. 2. μεταφ., κυρτός, επιρρεπής, έτοιμος, πρόχειρος, προνωπὴς
ἐς τὸ λοιδορεῖν, σε Ευρ.
προνώπια, τά, I. μπροστινό μέρος σπιτιού (πρβλ. ἐνώπια), σε Ευρ.·
μεταφ. σε ενικ., χώρας Πελοπίας προνώπια, λέγεται για την Τροιζήνα, τα
εξώτατα προπύλαια της Πελοποννήσου, στον ίδ. II. ως επίθ., μπροστινός,
αυτός που βρίσκεται μπροστά από την πόρτα, στον ίδ.
πρόξ, ἡ, γεν. προκός, είδος ζαρκαδιού ή ελαφιού, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ.
προκάς.
πρόξεινος, ὁ, Ιων. αντί πρόξενος.
προξενέω, μέλ. -ήσω, παρατ. προὐξένουν, μέλ. -ήσω, παρακ. προὐξένηκα,
I. είμαι πρόξενος κάποιου, διὰ τὸ προξενεῖν ὑμῶν, επειδή είναι δικός σου
πρόξενος, σε Ξεν.· προξενέω τῶν πρέσβεων, ενεργώ ως πρόξενος, λέγεται
για τους απεσταλμένους ή τους αντιπροσώπους φιλικής πόλης, σε Δημ.·
γενικά, είμαι προστάτης κάποιου, ευεργέτης, σε Ευρ. II. λέγεται για
καθήκοντα πρόξενου, (πρόξενος, σημ. II)· 1. πράττω ή εκτελώ κάτι εκ
μέρους άλλου, στον ίδ.· προξενέω θράσος, προσδίδω τόλμη, θάρρος, σε
Σοφ.· προξενέω τιμήν τινι, παρέχω τιμή σε αυτόν, σε Πλούτ.· επίσης, με
αρνητική σημασία, προξενέω κίνδυνόν τινι, επιφέρω κίνδυνο πάνω σε
κάποιον, σε Ξεν.· επίσης, με δοτ. και απαρ., προξενέω τινὶ ὁρᾶν, είμαι το
μέσο της όρασής του, σε Σοφ.· προξενέω τινὶ καταλῦσαι βίον, κάνω τη
χάρη σε κάποιον να πεθάνει, σε Ξεν.· επίσης, προξενέω τινί, είμαι οδηγός
κάποιου, σε Σοφ. 2. προτείνω ή συνιστώ σε κάποιον, σε Πλάτ., Δημ.
προξενία, ἡ (πρόξενος), 1. προξενία, δηλ. συμφωνία ανάμεσα στην πόλη
και σε κάποιον ξένο, Λατ. hospitium, σε Θουκ. κ.λπ.· προξενίᾳ πέποιθα,
εμπιστεύομαι τη φιλία του δήμου, σε Πίνδ.· τίναπροξενίαν ἐξευρήσεις; τί
προστάτη θα βρεις; σε Ευρ. 2. δικαιώματα ή προνόμια προξένου
(πρόξενος), σε Δημ.
πρό-ξενος, Ιων. πρό-ξεινος, ὁ, I. δημόσιος ξένος, δημόσιος επισκέπτης ή
φίλος με απόφαση της πολιτείας, όπως ήταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας
στους Αθηναίους (Αλέξανδρος Αʹ), σε Ηρόδ.· η λέξη δήλωνε την ίδια
σχέση μεταξύ πολιτείας και ατόμου από άλλη πόλη, όπως η λέξη ξένος,
αλλά μεταξύ ατόμων από διαφορετικές πόλεις· ο πρόξενος απολάμβανε
τα προνόμιά του με τον όρο να περιποιείται και να βοηθά τους πρέσβεις
και τους πολίτες της πολιτείας που αυτός εκπροσωπούσε, έτσι ώστε οι
521

πρόξενοι αντιστοιχούσαν στους σημερινούς προξένους, πράκτορες,


υπουργούς, αρμοστές, παρόλο που ο πρόξενος ήταν πάντα μέλος ξένης
πολιτείας· II. γενικά, προστάτης, ευεργέτης, σε Αισχύλ.· ως θηλ.,
προστάτιδα, σε Σοφ.
προ-οδεύω, μέλ. -σω, ταξιδεύω από πριν, σε Λουκ.
προ-οδοιπορέω, μέλ. -ήσω, περιοδεύω από πριν, σε Λουκ.
προ-οδοποιέω, μέλ. -ήσω, παρακ. προωδοποίηκα· I. ετοιμάζω τον δρόμο
από πριν, τινί, για κάποιον, σε Αριστ. II. με αιτ., ετοιμάζω από πριν, σε
Πλούτ. — Παθ., ετοιμάζομαι από πριν, σε Αριστ.· μτχ.
προωδοποιημένος, -η, -ον, προετοιμασμένος, έτοιμος, στον ίδ.
πρό-οδος, -ον, προπορευόμενος· οἱ πρόοδοι είναι προπορευόμενο τμήμα
στρατού, σε Ξεν.
πρό-οδος, ἡ, πρόοδος, προώθηση, εξέλιξη, σε Ξεν.
πρό-οιδα, παρακ. (πρβλ. προεῖδον), απαρ. -ειδέναι, μτχ. -ειδώς, υπερσ. -
ῄδη, -ῄδειν, μέλ. -είσομαι· γνωρίζω εκ των προτέρων, σε Ηρόδ., Αττ.
προ-οικοδομέω, μέλ. -ήσω, χτίζω από πριν, οικοδομώ εκ των προτέρων
— Παθ., σε Λουκ.
προοιμιάζομαι, Αττ. συνηρ. φροιμιάζομαι· μέλ. -άσομαι, παρακ.
πεφροιμίασμαι· αποθ.· κάνω πρόλογο, προοίμιο, εισαγωγή, σε Αισχύλ.,
Ξεν. II. με αιτ., λέω με μορφή προλόγου, προτάσσω, αναφέρω
εισαγωγικά, φροιμιάζομαι θεούς, ξεκινώ με επίκληση σε αυτούς, σε
Αισχύλ.· τίφροιμιάζῃ; σε Ευρ.· παρακ. με Παθ. σημασία, περφροιμιάσθω
τοσαῦτα, άφησε τόσα πολλά να ειπωθούν εισαγωγικά, σε Αριστ.
προ-οίμιον, τό, Αττ. συνηρ. φροίμιον (οἶμος), I. 1. είσοδος ή εισαγωγή
σ' ένα πράγμα· στη μουσική, πρελούδιο, εισαγωγή, σε Πίνδ.· στα
ποιήματα και τους ρητ. λόγους, προοίμιο, πρόλογος, είσοδος, εισαγωγή,
Λατ. exordium, στον ίδ., Ξεν. 2. μεταφ., λέγεται για κάθε προοίμιο ή
αρχή, φροίμιον χορεύσομαι, σε Αισχύλ.· μηδέπω 'ν προοιμίοις, μόνο στην
αρχή ακριβώς, στο ίδ.· εἴ τι τοῦδε φροίμιον ματᾷ, εάν κάθε μέρος αυτού
του προοιμίου ήταν άσκοπο, στον ίδ. II. γενικά, ύμνος, σε Θουκ., Πλάτ.
προ-οίχομαι, αποθ., έχω φύγει από πριν, σε Ξεν.
προ-όμνῡμι, Αττ. αορ. αʹ προὔμοσα· 1. ορκίζομαι από πριν ή εκ των
προτέρων, σε Δημ. 2. μαρτυρώ, βεβαιώνω με όρκο πριν από αυτό..., με
αιτ. και απαρ., σε Αισχύλ., Δημ.
522

προ-ομολογέω, μέλ. -ήσω, αναγνωρίζω ή παραδέχομαι, σε Πλάτ. —


Παθ., προωμολόγηταί τι εἶναι, στον ίδ.
προοπτέον, ρημ. επίθ. του προοράω· αυτό που πρέπει κάποιος να
κοιτάξει, με το οποίο πρέπει να είναι προσεκτικός, με γεν., σε Ηρόδ.
πρό-οπτος, Αττ. συνηρ. προὖπτος, -ον, ρημ. επίθ. του προοράω (μέλ. -
όψομαι), προβλεπόμενος, καταφανής, σε Ηρόδ., Αττ.
προ-ορᾱτός, -ή, -όν, είμαι προβλεπόμενος, σε Ξεν.
προ-οράω, μέλ. -όψομαι, παρακ. -εόρᾱκα· (πρβλ. αορ. βʹ προεῖδον), I.
1. βλέπω πριν από κάποιον, βλέπω αυτά ακριβώς που είναι μπροστά στα
μάτια μου, σε Θουκ.· προσβλέπω σε κάτι, σε Ξεν.· απόλ., κοιτάζω
μπροστά ή προς τα εμπρός, στον ίδ. 2. βλέπω μπροστά, προβλέπω,
τὸμέλλον, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., τὸ προορᾶν σευ, η πρόβλεψή σου, σε
Ηρόδ. 3. με γεν., προνοώ ή κάνω πρόβλεψη για, στον ίδ. II. 1. στην Αττ.
επίσης σε Μέσ., με Παθ. παρακ. και υπερσ., κοιτάζω μπροστά, σε Ξεν. 2.
προβλέπω, σε Θουκ., Δημ. 3. φροντίζω για, σε Θουκ., Δημ.
προ-ορίζω, μέλ. -σω, ορίζω εκ των προτέρων, ορίζω από πριν, προορίζω,
σε Κ.Δ.
πρό-πειρα, ἡ, προηγούμενη δοκιμασία ή εγχείρημα, πρόπειραν ποιεῖσθαι
ἔν τινι, Λατ. periculum facere in..., σε Ηρόδ.· πρόπειρα ποιεῖσθαι εἰ..., σε
Θουκ.
πρό-πεμπτος, -ον, μόνο σε ουδ. πληθ. πρόπεμπτα, ως επίρρ., πέντες μέρες
πριν, την πέμπτη μέρα, σε Νόμ. παρά Δημ.
προ-πέμπω, μέλ. -ψω, αόρ. αʹ προέπεμψα, συνηρ. προὔπεμψα, I. 1.
στέλνω από πριν, στέλνω μπροστά ή προς τα εμπρός, από πριν, σε Όμηρ.,
Ηρόδ., Αττ.· προπέμπω ἄχη, τα προξενώ, σε Σοφ. 2. λέγεται για
πράγματα, στέλνω προς τα εμπρός, σε Αισχύλ.· ἰοὺςπροπέμπω,
εξακοντίζω βέλη προς τα εμπρός, σε Σοφ. II. συνοδεύω, ακολουθώ,
φρουρώ, σε Ηρόδ., Αττ.· συνοδεύω τον νεκρό στον τάφο, σε Αισχύλ.·
τιμὰς θεοῖς προπέμπω, μεταφέρω προσφορές σε πομπή, στον ίδ.· τὸν ἕνα
ψωμὸν ἐνὶ ὄψῳ προπέμπω, αφήνω ένα κομμάτι ψωμί με καρύκευμα να
φτάσει στο στόμα, τρώγω, σε Ξεν. 2. διώκω, ψάχνω, στον ίδ.
προ-πέρῠσι, επίρρ., δύο χρόνια πριν, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ.
προ-πεσεῖν, απαρ. αορ. βʹ του προπίπτω.
προ-πετάννῡμι και -ύω, μέλ. -πετάσω, απλώνω μπροστά από, σε Ξεν.
523

προπέτεια, ἡ, απερίκεπτη βιασύνη, ορμητικότητα, απερισκεψία,


αδιακρισία, σε Δημ. κ.λπ.
προπετής, -ές (προπεσεῖν), I. 1. αυτός που πέφτει προς τα εμπρός,
κατωφερής, Λατ. proclivis, σε Ξεν. 2. αυτός που ρίχνεται μακριά, κεῖται
προπετὲς (τὸ κάταγμα), σε Σοφ. 3. κεκλιμένος, φθίνων στο σημείο του
θανάτου, στον ίδ.· πρβλ. προνωπής· II. μεταφ., 1. αυτός που βρίσκεται
στο σημείο, προπετὴς ἐπὶ πολιὰς χαίτας, σε Ευρ. τύμβου προπετὴς
παρθένος, στον ίδ. 2. έτοιμος για, επιρρεπής σ' ένα πράγμα, ἐπί ή εἴς τι,
σε Ξεν.· πρός τι, σε Πλάτ. 3. παράτολμος, βιαστικός, εσπευσμένος,
βίαιος, σε Αισχίν.· ἡ προπετὴς ἀκρασία, σε Αριστ.· λέγεται για κλήρο,
τραβηγμένος στην τύχη, σε Πίνδ.· λέγεται για πρόσωπα, οἱ θρασεῖς
προπετεῖς, σε Αριστ. III. 1. επίρρ. -τῶς, προς τα εμπρός, σε Ξεν. 2.
ορμητικά, βιαστικά, στον ίδ. κ.λπ.· προπετῶς ἔχειν, είμαι σε βιασύνη,
βιάζομαι, στον ίδ.
προπέφανται, γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του προφαίνω.
προ-πηδάω, μέλ. -ήσομαι· 1. πηδώ εκ των προτέρων, τῶν ἄλλων, σε
Λουκ. 2. πηδώ προς τα εμπρός, με γεν., σε Βάβρ.
προ-πηλᾰκίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ (από πῆλαξ = πηλός)· I. λασπώνω, επιχρίω
με λάσπη ή καλύπτω με λάσπη· μεταφ., συμπεριφέρομαι υβριστικά,
προσβάλλω αισχρά, τινά, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., ἰδὼν
προπεπηλακισμένην (τὴν φιλοσοφίαν), σε Πλάτ. II. με αιτ. πράγμ.,
εξυβρίζω καποιον για κάποιο πράγμα, σε Δημ.
προπηλάκῐσις, ἡ, υβριστική συμπεριφορά, σε Πλάτ.
προπηλᾰκισμός, ὁ, = το προηγ., σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.
προπηλᾰκιστικῶς, επίρρ., προσβλητικά, υβριστικά, σε Δημ.
προ-πίνω, παρατ. προὔπῑνον· μέλ. -πίομαι, αόρ. βʹ προὔπιον, παρακ.
προπέπωκα· I. πίνω πριν από άλλον, με γεν., σε Λουκ. II. 1. πίνω για
χάρη κάποιου, πίνω στην υγεία του, κάνω πρόποση σε αυτόν, Λατ.
propinare, επειδή η συνήθεια ήταν να πίνει κάποιος πρώτος και έπειτα να
δίνει το ποτήρι σε αυτόν προς τον οποίο έγινε η πρόποση, προπίνω σοι,
σε Ξεν.· επίσης, προπίνω φιλοτησίας τινί, (βλ. φιλοτήσιος II), σε Δημ. 2.
σε εορταστικές περιστάσεις ήταν έθιμο να δίνεται δώρο ένα ποτήρι στο
πρόσωπο για το οποίο γινόταν πρόποση, τὰἐκπώματα ἐμπίμπλας προὔπινε
καὶ ἐδωρεῖτο, σε Ξεν.· απ' όπου απλώς, δωρίζω, προσφέρω δώρο,
προπίνω τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ, χαρίζω την ελευθερία ως δώρο στον
Φίλιππο, παραδίδω αυτήν απερίσκεπτα στον Φίλιππο, σε Δημ. — Παθ.
524

με γεν. του τιμήματος, προπέποται τῆς αὐτίκα χάριτος, τὰ τῆς πόλεως


πράγματα, τα συμφέροντα της πολιτείας θυσιάστηκαν για απλή και
πρόσκαιρη ευχαρίστηση, στον ίδ.
προ-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ προὔπεσον· I. πετώ ή ρίχνω κάποιον
προς τα εμπρός, όπως στην κωπηλασία, προπεσόντες ἔρεσσον, όπως το
Λατ. incumbere remis, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ικέτες, πέφτω στα
γόνατα, σε Ευρ. II. ορμώ προς τα εμπρός, φέρομαι ορμητικά, σε Σοφ.,
Θεόκρ. III. κινώ προς τα εμπρός, προηγούμαι των υπολοίπων, σε
Πολύβ.· προέχω, στον ίδ.
προ-πιστεύω, μέλ. -σω, εμπιστεύομαι ή πιστεύω εκ των προτέρων, σε
Ξεν., Δημ.
προ-πίτνω, ποιητ. αντί προπίπτω, πέφτω στα γόνατα, πρηνής, ἐς γᾶν, σε
Αισχύλ., Σοφ.
προ-πλέω, μέλ. -πλεύσομαι, πλέω από πριν, σε Θουκ.
πρό-πλοος, -ον, συνηρ. -πλους, -ουν, αυτός που πλέει από πριν ή εκ των
προτέρων, αἱπρόπλοι νῆες, πλοία που προηγούνται, σε Θουκ.
προ-πρηνής, -ές, επιτετ. τύπος του πρηνής, αυτός που έχει το πρόσωπο
στραμμένο προς τα κάτω, Λατ. pronus, σε Ομήρ. Ιλ.· φασγάνῳ
προπρηνέϊ, με την άκρη του ξίφους, σε Ομήρ. Οδ.· ουδ. προπρηνές, ως
επίρρ., μπροστά, προς τα εμπρός, σε Ομήρ. Ιλ.
προπρο-κῠλίνδομαι, Παθ., εξακολουθώ να κυλιέμαι μπροστά από
κάποιον, κυλιέμαι στα πόδια του, με γεν., προποκυλινδόμενος πατρὸς
Διός, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., πλανώμαι ατέρμονα, σε Ομήρ. Οδ.
πρό-πρυμνα, επίρρ., μακριά από την πρύμνη, πρόπρυμνα ἐκβολὰν φέρει,
λέγεται για μεταφορά εμπορευμάτων· λέγεται για τη σωτηρία σκάφους,
μεταφ. σε Αισχύλ.
προ-πύλαιος[ῠ], -α, -ον (πύλη), I. αυτός που βρίσκεται πριν από την
πύλη, λέγεται για αγάλματα θεών, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ΙI. προπύλαια, τά,
διάδρομος που οδηγεί σε πύλες ναού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ., στον
ενικ., σε Ανθ.
πρόπῠλον, τό (πύλη), στον πληθ. όπως προπύλαια, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.·
στον ενικ., σε Ανθ.
προ-πυνθάνομαι, μέλ. -πεύσομαι, αόρ. αʹ προὐπῠθόμην· αποθ.· μαθαίνω
αφού ερευνήσω πρώτα, ακούω εκ των προτέρων, σε Ηρόδ., Θουκ.
πρό-πυργος, -ον, αυτός που προσφέρεται για τους πύργους, δηλ. για την
ίδια την πόλη, θυσίαι, σε Αισχύλ.
προ-ρέω, μέλ. -ρεύσομαι, ρέω προς τα εμπρός, ρέω δυνατά, λέγεται για
ποταμούς, σε Όμηρ.
προρρηθῆναι, απαρ. Παθ. αορ. αʹ του προερέω.
525

πρόρ-ρησις, ἡ, I. προμήνυμα, πρόβλεψη, προηγούμενη διδαχή ή


προειδοποίηση, σε Θουκ. II. δημόσια ανακοίνωση, προκήρυξη, πολεμεῖν
ἐκ προρρήσεως, σε Δημ.
πρόρ-ρητος, -ον, αυτός που έχει προκηρυχθεί, έχει διαταχθεί, σε Σοφ.
πρόρ-ριζος, -ον (ῥίζα), αυτός που προέρχεται από τις ρίζες, από τη ρίζα
και τα κλαδιά, ολοκληρωτικός, Λατ. radicitus, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόρριζόν
τινα ἀνατρέπειν, σε Ηρόδ.· ἐκτρίβειν, σε Ευρ.· πρόρριζος ἔφθαρται, σε
Σοφ.
πρός, πρόθ. με γεν., δηλώνει κίνηση από τόπο· με δοτ., στάση σε τόπο·
με αιτ., κίνηση προς τόπο· Επικ. επίσης προτί, ποτί, Δωρ. ποτί.
Α. ΜΕ ΓΕΝ.: I. 1. λέγεται για τόπο, από, εκ, σε Όμηρ., Σοφ. 2. λέγεται
για δήλωση θέσης αντικειμένων, νήσοισι πρὸς Ἤλιδος, τα νησιά που
κοιτάζουν προς το μέρος της Ήλιδας, δηλ. είναι κοντά στην Ήλιδα, σε
Ομήρ. Οδ.· πρὸς τοῦ Ἑλλησπόντου ἵδρυται μᾶλλον ἢ τοῦ Στρυμόνος,
βρίσκεται αρκετά κοντά (δηλ. πιο κοντά) στον Ελλήσποντο παρά στον
Στρυμόνα, σε Ηρόδ.· ἐστρατοπεδεύοντο πρὸς Ὀλύνθου, σε Θουκ. κ.λπ.·
συχνά με λέξεις που δηλώνουν σημείο του ορίζοντα, δύω θύραι εἰσίν, αἱ
μὲν πρὸς βορέαο, αἱ δ' αὖ πρὸς νότου, η μία κοιτάζει προς το βορρά, η
άλλη προς το νότο, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, οἰκέουσι πρὸς νότου ἀνέμου,
σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. μπροστά, προς το μέρος, μπροστά στα μάτια σε, πρός
τε θεῶν μακάρων πρός τε θνητῶν ἀνθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄδικον οὔτε
πρὸς θεῶν οὔτε πρὸς ἀνθρώπων, σε Θουκ. 4. λέγεται για ικεσία,
διαμαρτυρία, διακήρυξη, όρκος, ενώπιον, στο όνομα, Λατ. per,
γουνάζομαί σε πρός τ' ἀλόχου καὶ πατρός, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπιορκεῖν πρὸς
δαίμονος, ορκίζομαι ψευδώς στους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸςθεῶν, σε
Αττ.· οι Αττ. μερικές φορές εισάγουν την αντων. σε ανάμεσα στην πρόθ.
και την πτώση, όπως το Λατ. per te omnes deos oro, πρός νύν σε πατρὸς
πρός τε μητρὸς ἱκνοῦμαι, σε Σοφ.· μὴ πρός σε γούνων, σε Ευρ. 5. λέγεται
για προέλευση ή καταγωγή από, από μέρους του, τὰ πρὸς πατρός, από την
μεριά του πατέρα, σε Ηρόδ.· Ἀθηναῖον καὶ τὰ πρὸς πατρὸς καὶ τὰ πρὸς
μητρός, σε Δημ.· πρὸς αἵματος, συγγενείς εξ αίματος, σε Σοφ. II. λέγεται
για πράγματα που προέρχονται από μια αιτία, από, από τη μεριά, τιμὴν
πρὸς Ζηνὸς ἔχοντες, σε Ομήρ. Οδ.· τυγχάνειν τινὸς πρὸς θεῶν, σε
Αισχύλ.· ομοίως, με όλα τα παθητικά ρήματα, προτὶἈχιλλῆος δεδιδάχθαι,
διδάσκομαι από τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸποιεύμενον Λακεδαιμονίων,
σε Ηρόδ. κ.λπ.· με τα μέσα ή τη βοήθεια από, πρὸς ἀλλήλοιν θανεῖν, σε
Ευρ.· επίσης, λέγεται για πράγματα, πρὸς τίνος πότ' αἰτίας τέθνηκεν, από
ή για ποια αιτία; σε Σοφ. III. λέγεται για εξάρτηση ή στενή σχέση, και
ομοίως· 1. εξαρτώμενος από κάποιον, υπό την προστασία κάποιου, πρὸς
Διός εἰσι ξεῖνοι, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς ἄλλης ἵστὸν ὑφαίνειν, υφαίνω για
άλλη γυναίκα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. για κάποιον, για χάρη κάποιου, πρὸς σοῦ,
σε Σοφ.· πρὸς τῶν ἐχόντων τὸν νόμον τίθης, σε Ευρ. 3. παρά, με, μέσω,
μνήμην πρός τινος λείπεσθαι, σε Ηρόδ. IV. αρμόζον, κατάλληλο, οὐ πρὸς
526

τοῦ ἅπαντος ἀνδρός, δεν είναι αρμόζον σε κάθε άνδρα, στον ίδ.· ἦκάρτα
πρὸς γυναικός ἐστιν, είναι πολύ όμοιο με γυναίκα, σε Αισχύλ.· οὐπρὸς
ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν, σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για ποιότητα, πρὸς δίκης,
σύμφωνα προς το δίκαιο, στον ίδ.· οὐ πρὸς τῆς ὑμετέρας δόξης, σε Θουκ.
Β. ΜΕ ΔΟΤ.: I. 1. πλησίον, κοντά σε, πάνω, μέσα, ποτὶ γαίῃ, σε Ομήρ.
Οδ.· ποτὶ δρυσίν, ανάμεσα στις βελανιδιές, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄγκυραν ποτὶ
ναU κρημάντων, στο ίδ.· πρὸς μέσῃ ἀγορᾷ, σε Σοφ.· πρὸς τῇ γῇ ναυμαχεῖν,
σε Θουκ.· αἱ πρὸς θαλάττῃ πόλεις, σε Ξεν.· τὰ πρὸς ποσί, αυτά που
βρίσκονται κοντά στα πόδια, αυτά που βρίσκονται μπροστά σε κάποιον,
σε Σοφ. 2. ενώπιον, με την παρουσία κάποιου, πρὸς τοῖς θεσμοθέταις
λέγειν, σε Δημ. 3. με ρήματα που δηλώνουν κίνηση και ακολουθ. από
στάση σε τόπο ή δηλώνουν το πλησίον, επάνω, εναντίον, ποτὶ δὲ
σκῆπτρον βάλε γαίῃ, σε Όμηρ.· βάλλειν τινὰ πρὸς πέτρῃ, σε Ομήρ. Οδ. 4.
με τη σημασία της στενής προσκόλλησης, πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχεσθαι, στο
ίδ.· προσπεπλασμένας πρὸς οὔρεσι, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για να
δηλώσει εγγύτατη ενασχόληση, σε, επάνω, πρὸς αὐτῷ γ' εἰμι τῷ δεινῷ
λέγειν, σε Σοφ.· εἶναι ή γίγνεσθαι πρός τινι, ασχολούμαι με ή πάνω σ' ένα
πράγμα, σε Πλάτ.· ὅλον εἶναι πρός τινι, σε Δημ. II. λέγεται για προσθήκη,
επιπλέον, πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα, σε Αισχύλ.· δέκα μῆνας πρὸς ἄλλοις
πέντε, σε Σοφ.· πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ, κοντά στο επάγγελμα του
σκυτοτόμου, σε Πλάτ.· πρὸςτούτοις, πέρα απ' αυτά, Λατ. praeterea, σε
Ηρόδ. κ.λπ.· πρὸς τοῖς ἄλλοις, πέρα από όλα τα υπόλοιπα, σε Θουκ. Γ.
ΜΕ ΑΙΤ.: I. 1. λέγεται για τόπο, προς, σε, Λατ. versus, ἰέναι πρὸς
Ὄλυμπον, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιον, ποτὶ ζόφον, στο ίδ. 2. με
ρήματα που υπονοούν προηγούμενη κίνηση, επάνω, εναντίον, ἑστάναι
πρὸς κίονα, σε Ομήρ. Οδ.· ποτὶ τοῖχον ἀρηρότες, ποτὶ βωμὸν ἵζεσθαι, στο
ίδ.· ἑστάναι πρὸς σφαγάς, στέκομαι έτοιμος για σφαγή, σε Αισχύλ. 3. με
ρήματα που δηλώνουν όραση κ.λπ.· προς, ἰδεῖνπρός τινα, σε Ομήρ. Οδ.·
ομοίως, στῆναι ποτὶ πνοίην, στέκομαι έτσι ώστε να το αντιμετωπίσω,
αντιστέκομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· κλαίειν πρὸς οὐρανόν, έκλαιγε βλέποντας τον
ουρανό, στο ίδ.· λέγεται για τα σημεία του ορίζοντα, πρὸς ζόφον κεῖσθαι,
βρίσκομαι προς τη δύση, σε Ομήρ. Οδ.· ναίειν πρὸςἨῶ τ' Ἠέλιόν τε, στο
ίδ.· πρὸς ἑσπέραν, ἄρκτον, προς τη δύση κ.λπ. 4. λέγεται με εχθρική
σημασία, εναντίον, πρὸς Τρῶας μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸς θεὸν
ἐρίζειν, σε Πίνδ.· χωρεῖν πρός τινα, σε Σοφ.· χρησιμ. σε ομιλίες, λογικά
επιχειρήματα, πρός τινα, ως απάντηση προς, Λατ. adversus, λιγότερο
ισχυρό από το κατά τινος, εναντίον, Λατ. in, σε Δημ. 5. χωρίς εχθρική
σημασία, ἀγορεύειν, εἰπεῖν πρός τινα, λέγω, απευθύνομαι σε αυτόν, σε
Ομήρ. Ιλ.· ἀμείβεσθαι πρόςτινα, σε Ηρόδ.· επίσης, λέγεται για κάποιον
που συνδιαλέγεται, εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν, προτὶ ὃν μυθήσατο
θυμόν, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κάθε είδους σχέση, ὀμόσαι πρός τινα,
ορκίζομαι στο όνομά του, σε Ομήρ. Οδ.· σπονδάς, συνθήκας ποιεῖσθαι
πρός τινα, σε Θουκ.· ἡ πρός τινα ξυμμαχία, στο ίδ.· ἡ πρός τινα φιλία,
527

πίστις, σε Ξεν. κ.λπ.· αλλά επίσης, πρός τινα ἔχθρα, ἀπιστία, μῖσος,
πόλεμος, σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ. 6. λέγεται για συναλλαγή, πρὸς Τυδεΐδην
τεύχε', αντάλλαξε τα όπλα του με τον Τυδείδη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για
υποθέσεις που έφταναν μπροστά στους άρχοντες, λαγχάνειν πρὸς τὸν
ἄρχοντα γράφεσθαι πρὸς τοὺς θεσμοθέτας, παρά Δημ. 7. εἶναι πρός τι,
είμαι απασχολημένος με..., σε Πλούτ. II. λέγεται για χρόνο, περίπου ή
κοντά, κατά ή περίπου κατά, ποτὶ ἕσπερα, κατά την εσπέρα, σε Ομήρ.
Οδ.· ἐπεὶ πρὸς ἑσπέραν ἦν, σε Ξεν.· πρὸς ἠῶ, σε Θεόκρ.· πρὸς γῆρας,
προς, κατά τα γεράματα ή στα γεράματα, σε Ευρ. III. λέγεται για να
δηλώσει σχέση ανάμεσα σε δύο αντικείμενα· 1. σε σχέση με, αναφορικά
με, τὰπρὸς τὸν πόλεμον, δηλ. τα πολεμικά πράγματα, σε Θουκ.· τὰ πρὸς
τὸν βασιλέα, οι σχέσεις μας με το βασιλιά, σε Δημ.· τὰπρὸς τοὺς θεούς,
τα καθήκοντά μας προς τους θεούς, σε Σοφ.· ὁλόγος οὐδὲν πρὸς ἐμέ, δεν
έχει να κάνει με εμένα, δεν με ενδιαφέρει, σε Δημ.· οὐδὲν αὐτῷ πρὸς τὴν
πόλιν ἐστίν, αυτός δεν έχει να κάνει τίποτα με αυτή, στον ίδ.· συχνά με
επίρρ., ἀσφαλῶς ἔχεινπρός τι, σε Ξεν. 2. σε σχέση με, ως συνέπεια, πρὸς
τοῦτο τὸ κήρυγμα, σε Ηρόδ.· ἀθύμως ἔχειν πρός τι, σε Ξεν.· συχνά με ουδ.
αντων., πρὸς τί; για ποιο σκοπό; για ποιο τέλος; σε Σοφ.· πρὸςοὐδέν, για
το τίποτα, μάταια, στον ίδ.· πρὸς ταῦτα, για αυτά, με το να έχουν αυτά
έτσι, σε Ηρόδ., Αττ. 3. για κάποιο σκοπό, ὡς πρὸς τί χρείας;, σε Σοφ.·
ἕτοιμος πρός τι, σε Ξεν. 4. σε σχέση ή συνάφεια, σε σύγκριση με, κοῖός
τις ἀνὴρ δοκέοι εἶναι πρὸς τὸν πατέρα, σε Ηρόδ.· δηλώνει υπεροχή, πρὸς
πάντας τοὺς ἄλλους, Λατ. prae aliis omnibus, στον ίδ.· πρὸς τὰς μεγίστας
καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον σκοπεῖν, ο μέσος όρος ανάμεσα στα
μεγαλύτερα και στα μικρότερα πλοία, σε Θουκ. 5. σε σχέση με, σύμφωνα
με, πρὸςτὸ παρεὸν βουλεύεσθαι, σε Ηρόδ.· πρὸς τὴν δύναμιν, σύμφωνα με
τη δύναμη κάποιου, σε Δημ.· πρὸς τὰς τύχας, σύμφωνα με την τύχη
κάποιου, σε Ευρ. 6. σε συμφωνία με τα μουσικά όργανα, πρὸς κάλαμον,
σε Πίνδ.· πρὸς αὐλόν ή τὸν αὐλόν, σε Ευρ. 7. συχνά τίθεται περιφραστικά
αντί επιρρ., όπως το πρὸς βίαν = βιαίως, με βία, βιαίως, σε Αισχύλ.· πρὸς
τὸ καρτερόν, στον ίδ.· πρὸς ἰσχύος κράτος, σε Σοφ.· πρὸς ἡδονὴν λέγειν,
δημηγορεῖν, έτσι ώστε να προκαλέσει ηδονή, σε Θουκ.· πρὸς τὸ τερπνόν,
υπολογισμένο ώστε να προκαλέσει ηδονή, στον ίδ.· πρὸς χάριν, έτσι ώστε
να ευχαριστήσει, σε Δημ.· και με γεν. πράγμ., πρὸς χάριν τινός, όπως το
χάριν μόνο του, Λατ. gratia, για το καλό του, πρὸς χάριν βορᾶς, σε Σοφ.·
πρὸς ἰσχύος χάριν, με τη δύναμή της, σε Ευρ.· επίσης, πρὸς ὀργήν, με
οργή, οργισμένα, σε Σοφ. κ.λπ.· πρὸς τὸ λιπαρές, με πολλή επιμονή, στον
ίδ.· πρὸς καιρόν, εποχιακά, στον ίδ. Δ. ΑΠΟΛ. ΩΣ ΕΠΙΡΡ.: =πρόςΒ.II.,
εντούτοις, πέρα και επιπλέον, πρὸς δέ ή ποτὶ δέ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
κ.λπ.· πρὸς δὲ καί, πρὸς δὲ ἔτι, καὶ πρός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καὶ πρός γε, σε
Ευρ.· καὶ δὴ πρός, σε Ηρόδ. Ε. ΣΕ ΣΥΝΘ.: I. κίνηση προς, προσάγω,
προσέρχομαι. II. προσθήκη, το επιπλέον, προσκτάομαι, προστίθημι. III.
σύνδεση και εγγύτητα με ένα πράγμα, όπως πρόσειμι, προσγίγνομαι.
528

προ-σάββᾰτον, τό, η μέρα πριν το Σάββατο, η παραμονή του Σαββάτου,


σε Κ.Δ.
προσ-αγγέλλω, μέλ. -αγγελῶ, I. ανακοινώνω, τινά τινι, σε Λουκ. II.
καταμηνύω, τῇ βουλῇ τινα, σε Πλούτ.
προσᾰγορευτέος, -α, -ον, ρημ. επίθ., I. αυτός που πρέπει να κληθεί ή να
κατονομαστεί, σε Πλάτ. II. προσαγορευτέον, αυτό που πρέπει κάποιος να
ονομάσει, τινά τι, σε Αριστ.
προσ-ᾰγορεύω, μέλ. -σω, αόρ. αʹ -ηγόρευσα· (αλλά ο Αττ. αόρ. είναι
προσεῖπον), μέλ. και παρακ. προσερῶ, προσείρηκα· Παθ. αόρ. αʹ
προσηγορεύθην· 1. απευθύνω, χαιρετώ, ασπάζομαι, Λατ. salutare, σε
Ηρόδ. — Παθ., δυστυχοῦντες οὐ προσαγορευόμεθα, στη δυστυχία δεν μας
χαιρετούν, σε Θουκ. 2. με διπλ. αιτ., προσφωνώ ή χαιρετώ κάποιον,
Δίκανδέ νιν προσαγορεύομεν, σε Αισχύλ.· τὸν αὐτὸν πατέρα
προσαγορεύω, σε Ξεν.· με απαρ., προσαγορεύω τινὰ χαίρειν, χαιρετώ ή
αποχαιρετώ κάποιον με προσφώνηση, σε Αριστοφ. 3. καλώ με το όνομα,
αποκαλώ, τὸνἈγαμέμνονα, προσαγορεύω ποιμένα λαῶν, σε Ξεν.· τί τὴν
πόλιν προσαγορεύεις, σε Πλάτ.
προσ-άγω, μέλ. -ξω, αόρ. βʹ προσήγᾰγον, σπανίως αόρ. αʹ προσῆξα, Μέσ.
μέλ. (με Παθ. σημασία), προσάξομαι·
Α. I. 1. φέρνω σε ή πάνω σε, τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε, σε Ομήρ.
Οδ.· θυσίας προσάγω τινί, σε Ηρόδ.· προσάγω πάντα, παρέχω,
προμηθεύω, σε Ξεν. 2. τοποθετώ σε, προσθέτω, ἅμα ἠγόρευε καὶ ἔργον
προσῆγε, σε Ηρόδ. 3. θέτω σε, φέρνω σε, κινώ προς, εφαρμόζω, όπως το
Λατ. applicare, τὴν ἄνω γνάθον προσάγω τῇ κάτω, στον ίδ.· ὀφθαλμὸν
προσάγω κεγχρώμασι, φέρνω κοντά, εφάπτω το μάτι ακριβώς στις οπές,
σε Ευρ. 4. λέγεται για τροφές, θέτω ενώπιον, παραθέτω, βρώματά τινι, σε
Ξεν. 5. μεταφ., προσάγω ὅρκον τινί, θέτω όρκο σ' αυτόν, τον βάζω να
ορκιστεί, σε Ηρόδ. 6. με στρατιωτική σημασία, οδηγώ εναντίον κάποιου,
άγω σε επίθεση, κινούμαι προς, τῇ Ποτειδαίᾳ τὸν στρατόν, σε Θουκ.·
στρατιὰν προσάγω πρὸς πολεμίους, προσάγω μηχανὰς πόλει, στον ίδ. 7.
μεταφ., τὰς ἀνάγκας, στον ίδ.· προσάγω τόλμαν, επιδίδομαι ή καταβάλλω
τόλμη, σε Ευρ. 8. προσάγω φόρον, αποδίδω φόρο, σε Θουκ. 9. οδηγώ σε
ή ενώπιον, τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους, σε Ξεν.· εισάγω, παρουσιάζω,
τινὰ πρὸς τὸν δῆμον, πρὸς τὴν βουλήν, σε Θουκ.· προσάγω τοὺς πρέσβεις,
σε Δημ.· 10. φέρνω πλησιέστερα, οδηγώ, ἐλπίς μ' ἀεὶ προσῆγε, σε Ευρ. —
Παθ., οἴκτῳ καὶ ἐπιεικείᾳ προσάγεσθαι, σε Θουκ., Ομήρ. Ιλ. — Παθ.,
προσκολλώμαι σε κάτι, τινι, στον ίδ. II. 1. φαινομενικά μτβ. (ενν. ἑαυτόν,
στρατόν κ.λπ.), πλησιάζω, προσεγγίζω, ιδίως με εχθρική σημασία, σε Ξεν.
2. (ενν. ναῦν), φέρνω σε, έρχομαι στην ξηρά, σε Πολύβ. Β. I. 1. Μέσ.,
ελκύω ή φέρνω προς το μέρος μου, προσεγγίζω την πλευρά κάποιου, Λατ.
sibi conciliare, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· πάντων προσάγω ὄμματα, τραβώ
όλα τα βλέμματα επάνω μου, σε Ξεν. 2. απόλ., έλκω προς εμένα,
εναγκαλίζομαι, σε Ευρ., Αριστοφ. 3. με απαρ., προσελκύω κάποιον να
529

κάνει κάποιο πράγμα, ἡ Σφὶγξ σκοπεῖν ἡμᾶς προσήγετο, σε Σοφ.·


προσάξομαι δάμαρτ' ἐᾶν, θα τὴν προτρέψω να τα υποστεί, σε Ευρ. II.
παίρνω κάτι μαζί μου, προμηθεύομαι, ὀστᾶ, στον ίδ.· τὰ ναυάγια, σε
Θουκ.· προμηθεύω, εισάγω, σε Ξεν.· τὰ προσαχθέντα, εισαγωγές, στον
ίδ.
προσᾰγωγεύς, -έως, ὁ, αυτός που φέρνει, οδηγεί σε· προσαγωγεὺς
λημμάτων, αυτός που αναζητά τα κέρδη για κάποιον άλλο, σε Δημ.
προσᾰγωγή, ἡ, I. 1. καθοδήγηση σε ή πάνω σε, ανατροφή, σε Πολύβ. 2.
προσέγγιση, απόκτηση, ξυμμάχων, σε Θουκ. II. 1. (αμτβ.), η επίσημη
προσέγγιση, όπως στις γιορτές ή στις ικεσίες, σε Ηρόδ. 2. προσέγγιση,
πλησίασμα σε ένα πρόσωπο, στην παρουσία του βασιλιά, σε Ξεν., Κ.Δ.
προσαγωγός, -όν, ελκυστικός, πειστικός, σε Θουκ., Λουκ.
προσ-ᾴδω, μέλ. -ᾴσομαι, Δωρ. ποτ-αείσομαι· I. 1. τραγουδώ, σε Θεόκρ.
2. προσᾴδω τραγῳδίαν, τραγουδώ τα μουσικά άσματα σε μια τραγωδία,
δηλ. τα χορικά μέρη, σε Αριστοφ. II. εναρμονίζομαι, συμφωνώ, τινί, με
κάποιον, σε Σοφ.· απόλ., σε Πλάτ.
προ-αιθρίζω, σηκώνω κάτι ψηλά στον αέρα, σε Αισχύλ.
προσ-αιρέομαι, Μέσ., I. διαλέγω για τον εαυτό μου, ἑαυτῷ προσαιρέομαί
τινα, προσλαμβάνω ως σύντροφο ή σύμμαχο, Λατ. cooptare, σε Ηρόδ. II.
γενικά, εκλέγω επιπλέον, τινά τινι, σε Θουκ., Ξεν.
προσ-ᾱΐσσω, Αττ. -ᾴσσω, μέλ. -ξω, πηδώ, ορμώ σε κάτι, σε Ομήρ. Οδ.·
ὁμίχλη προσαΐσσει ὄσσοις, ένα σύννεφο έρχεται πάνω στα μάτια μου, σε
Αισχύλ.
προσ-αιτέω, μέλ. -ήσω, I. ζητώ επιπλέον, αἷμα προσαιτέω, απαιτώ
περισσότερο αίμα, σε Αισχύλ.· προσαιτέω, απαιτώ υψηλότερο μισθό, σε
Ξεν. II. με αιτ. προσ., ζητώ επίμονα, ζητώ την ελεημοσύνη κάποιου, σε
Ηρόδ.· με αιτ. πράγμ., παρακαλώ για κάποιο πράγμα, σε Ευρ.· με διπλή
αιτ., παρακαλώ κάτι από κάποιον, στον ίδ., Ξεν.· απόλ., ζητώ επίμονα,
γίνομαι φορτικός, σε Ευρ., Αριστοφ.
προσαίτης, -ου, ὁ, ζητιάνος, επαίτης, σε Λουκ.
προσ-αιτιάομαι, κατηγορώ επιπλέον, τινα, σε Πλούτ.
προσ-ᾰκοντίζω, μέλ. -σω, ρίχνω κάτι, όπως το ακόντιο, σε Λουκ.
προσ-ακούω, μέλ. -ακούσομαι, ακούω επιπλέον, σε Ξεν.
προσ-ακροβολίζομαι, αποθ., ακροβολίζομαι εκ των προτέρων, σε
Πολύβ.
προσακτέον, ρημ. επίθ. του προσάγω, 1. αυτό που πρέπει κάποιος να
φέρει κοντά ή πλησίον, σε Πλάτ. 2. αυτό που πρέπει κάποιος να εισάγει,
σε Αριστ.
προσ-ᾰλείφω, μέλ. -ψω, τρίβω ή αλείφω πάνω σε, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ.
προσ-άλλομαι, αποθ., πηδώ επάνω σε κάποιον, όπως ο σκύλος, σε Ξεν.
προσ-άλπειος, -ον (Ἄλπεις), αυτός που βρίσκεται κοντά στις Άλπεις, σε
Στράβ.
προσ-άμβᾰσις, ἡ, ποιητ. αντί προσ-ανάβασις.
530

προσ-αμείβομαι, Δωρ. ποτ-, Μέσ., απαντώ τινα, σε Θεόκρ.


προσ-ᾰμέλγομαι, Δωρ. ποτ-, Παθ. με Μέσ. μέλ., παράγω επιπλέον γάλα,
σε Θεόκρ.
προσᾰμύνω[ῡ], μέλ. -αμῠνῶ, έρχομαι σε βοήθεια, τινί, σε Ομήρ. Ιλ.
προσ-αμφιέννῡμι, Αττ. μέλ. -αμφιῶ, ντύνω επιπλέον, τί τινα, σε
Αριστοφ.
προσ-αναβαίνω, μέλ. -βήσομαι, ανεβαίνω ή ανέρχομαι επιπλέον, σε
Ξεν.· υψώνομαι περισσότερο, όπως ο φουσκωμένος ποταμός, σε Πολύβ.·
μεταφ., προσαναβαίνω τῷ Ῥωμύλῳ, πηγαίνω πίσω στον Ρωμύλο, σε
Πλούτ.
προσ-ανάβᾰσις, ποιητ. προσ-άμβ-, ἡ, ανοδική πορεία, άνοδος, ανάβαση,
κλίμακος προσαμβάσεις, άνοδος με σκάλα, δηλ. πολιορκητική σκάλα,
ανεμόσκαλα, σε Αισχύλ., Ευρ.· προσανάβασις, σε Ευρ.· τειχέων
προσανάβασις, σημείο όπου μπορούν να προσεγγιστούν τα τείχη,
δωμάτων προσανάβασις, δηλ. οι σκάλες που οδηγούν στο σπίτι, στον ίδ.
προσ-αναγιγνώσκω, μέλ. -γνώσομαι, αναγιγνώσκω, διαβάζω, σε Αισχίν.
προσ-ανᾰγκάζω, μέλ. -σω· Επικ. αόρ. αʹ -ηνάγκασα· I. 1. αναγκάζω ή
εξαναγκάζω επιπλέον, σε Θουκ. 2. αναγκάζω κάποιον να υπακούσει ή να
πειθαρχήσει, στον ίδ. II. με αιτ. και απαρ., αναγκάζω κάποιον να κάνει
κάτι, σε Ομηρ. Ύμν.· προσαναγκάζω τινὰ παρεῖναι, ὁμολογεῖν, σε Ξεν.·
αλλά με το απαρ. να παραλείπεται, τοὺςμὴ δεχομένους τὰς σπονδὰς
προσαναγκάζω, (ενν. δέχεσθαι), σε Θουκ.
προσ-ανᾰγορεύω, ανακοινώνω επιπλέον, σε Πλάτ.
προσ-αναγράφω[ᾰ], αναγράφω επιπλέον, σε Λουκ.
προσ-ανάγω, μέλ. -ξω, φαινομενικά αμτβ., προσανάγω τῇ γῇ,
επανέρχομαι στη γη, σε Πλούτ.
προσ-αναιρέω, μέλ. -ήσω· I. σηκώνω επιπλέον — Μέσ., αναλαμβάνω,
επιχειρώ επιπλέον, πόλεμον, σε Θουκ. II. καταστρέφω επιπλέον, τἀληθές,
σε Αριστ. III. λέγεται για χρησμό, δίνω μια επιπλέον απάντηση, σε
Πλάτ.· προσαναιρέω τινὶ ποιεῖν τι, σε Δημ.
προσ-ᾰναισῐμόομαι, Παθ., δαπανώμαι επιπλέον, σε Ηρόδ.
προσ-ανακᾰλύπτω, μέλ. -ψω, ανακαλύπτω επιπλέον, σε Στράβ.
προσ-ανάκλῐμα, τό, αυτό πάνω στο οποίο στηρίζεται κάποιος, σε Ανθ.
προσ-αναλαμβάνω, μέλ. -λήψομαι· I. αναλαμβάνω επιπλέον, σε Δημ. —
Παθ., πλειόνων προσαναλαμβανομένων εἰς τὴν σύγκλητον, λέγεται για την
ομάδα των νέων συγκλητικών, σε Πλούτ. II. ανακτώ δυνάμεις· αμτβ.,
επανακτώ, σε Πολύβ.
προσ-ᾰνᾱλίσκω, μέλ. -ανᾱλώσω, σκορπώ ή καταναλώνω επιπλέον, σε
Πλάτ., Δημ.
προσ-αναπαύομαι, μέλ. -σω, Μέσ. ή Παθ., κοιμάμαι επιπλέον, τινι, σε
Πλούτ.
531

προσ-αναπληρόω, μέλ. -ώσω, ανα πληρώνω ή συμ πληρώνω κάτι


επιπλέον, σε Αριστ., Κ.Δ. — Μέσ., προσθέτω τόσο ώστε να γεμίσω, σε
Πλάτ.
προσ-αναρρήγνῡμι, μέλ. -ρήξω, σπάζω, διαλύω κάτι επιπλέον, σε
Πλούτ.
προσ-ανασείω, μέλ. -σω, ανακινώ ή σείω εδώ κι εκεί επιπλέον — Παθ.,
διεγείρομαι ακόμα πιο πολύ, σε Πολύβ.· δίκαι αὐτῷ προσανεσείοντο,
επισείονταν εναντίον του, σε Πλούτ.
προσ-αναστέλλω, κρατώ πίσω επιπλέον, τὸν ἵππον, σε Πλούτ.
προσ-ανατέλλω, ποιητ. προσ-αντ-, ανυψώνομαι, ανεβαίνω προς τα
πάνω, σε Ευρ.
προσ-ανατίθεμαι, Μέσ., I. αναλαμβάνω επιπρόσθετο βάρος, σε Ξεν.·
αλλά, προσανατίθεμαί τί τινι, συνδράμω, προσφέρω ο ένας στον άλλο, σε
Κ.Δ. II. προσανατίθεσθαί τινι, συσκέπτομαι με κάποιον, στο ίδ.
προσ-αποδίδωμι, μέλ. -δώσω, I. πληρώνω ως παραπάνω οφειλή, σε
Δημ. II. προσθέτω κάτι ως συμπλήρωμα, σε Στράβ.
προσ-αποκρίνομαι[ῑ], αποθ., απαντώ με μερικές προσθήκες, σε Πλάτ.
προσ-αποκτείνω, μέλ. -κτενῶ, σκοτώνω επιπλέον, σε Ξεν.
προσ-απόλλῡμι και -ύω, μέλ. -ολέσω, I. καταστρέφω επιπλέον ή επίσης,
σε Ηρόδ., Ευρ. — Μέσ., αόρ. βʹ -ωλόμην, παρακ. -όλωλα· χάνομαι,
καταστρέφομαι επιπλέον ή μαζί με άλλους, σε Ηρόδ., Δημ. II. χάνω
επιπλέον, τὴν ἀρχήν, σε Ηρόδ., Πλάτ.
προσ-αποπέμπω, μέλ. -ψω, στέλνω μακριά ή διώχνω επιπλέον, σε
Αριστοφ.
προσ-απορέω, απορώ ακόμα περισσότερο, σε Αριστ.
προσ-αποστέλλω, μέλ. -στελῶ, αποστέλλω, στέλνω επιπλέον, σε Θουκ.
προσ-αποστερέω, αποστερώ, στερώ από, επιπλέον, τῆς νίκης, σε Δημ.
προσ-αποτῑμάω, μέλ. -ήσω, υπολογίζω, εκτιμώ επιπλέον, σε Δημ.
προσ-αποτίνω[ῐ], μέλ. -τίσω [ῑ], πληρώνω επιπλέον, σε Πλάτ.
προσ-αποφέρω, μέλ. -αποίσω, αποφέρω, κερδίζω επιπλέον — Παθ.,
επιστρέφομαι επιπλέον ως υποκείμενος στη φορολογία, σε Δημ.
προσ-απτέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να εφαρμόσει, τινί τι,
σε Πλάτ.
προσ-άπτω, Δωρ. προτι-άπτω, μέλ. -ψω, I. 1. προσεγγίζω, προσαρτώ,
αποδίδω, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· με αρνητική σημασία,
εκδικούμαι, μή τι χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψῃς, σε Σοφ. 2. με αιτ. μόνο,
προσθέτω, σε Ευρ. 3. παραδίδω ή αναθέτω σε, ναυτικόν τινι, σε Ξεν. II.
αμτβ., προστίθεμαι, εἰ κακοῖς κακὰ προσάψει, σε Σοφ. III. 1. Μέσ.,
προσκολλώ πάνω σε κάποιον, προσάπτομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι,
άπτομαι, αγγίζω, σε Ξεν. 2. αναμειγνύομαι, με γεν., σε Αισχίν.
προσ-ᾰρᾰρίσκω, προσαρμόζω· παρακ. βʹ προσάρᾱρα, Ιων. -άρηρα·
αμτβ., προσαρμόζομαι, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα, καλά προσαρμοσμένα,
σε Ομήρ. Ιλ.· σε Ιων. Παθ. παρακ. προσαρήρεται, σε Ησίοδ.
532

προσ-αράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. —ξω, εξορμώ εναντίον, πέφτω με


δύναμη, ναῦς σκοπέλοις, σε Πλούτ.
προσ-αρκέω, μέλ. -έσω, παρέχω την αναγκαία βοήθεια, συντρέχω,
βοηθώ, τινί, σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ., Ευρ.
προσ-άρκτιος, -ον (ἄρκτος), αυτός που στρέφεται προς βορρά, σε
Στράβ.
προσ-αρμόζω, μεταγεν. Αττ. -όττω· μέλ. -όσω, 1. ταιριάζω, προσαρτώ,
εφάπτω προσεκτικά σε κάτι, τί τινι, σε Ευρ.· εἴς τι, σε Πλάτ. 2. μεταφ.,
προσαρμόζω, ταιριάζω, στον ίδ. 3. με αιτ. μόνο, προσαρμόζω τὴν χεῖρα,
το εφαρμόζω στο χέρι, σε Ξεν.· προσαρμόζω δῶρα, παρέχω κατάλληλα
δώρα, σε Σοφ. II. αμτβ., προσκολλώμαι σε κάποιον, συμφωνώ ή ταιριάζω
με ένα πράγμα, τινί, σε Πλάτ.· πρός τι, σε Ξεν.
προσ-αρτάω, μέλ. -ήσω, προσδένω ή προσκολλώ σε κάτι, τί τινι, σε
Βάβρ. — Παθ., προσδένομαι ή προσκολλώμαι, προσηρτημένον τῷ καλῷ
τὸ ἀγαθόν, σε Ξεν.· προσγίγνομαι, προσκύπτω σε κάποιον, λῆμμα
προσήρτηται, σε Δημ.
προσ-ᾰτῑμόω, μέλ. -ώσω, αποστερώ κάποιον από τα πολιτικά του
δικαιώματα, σε Δημ. — Παθ., μτχ. παρακ. προσητιμωμένος, στον ίδ.
πρόσ-γειος, Δωρ. προτί-γειος, -ον (γῆ), αυτός που βρίσκεται κοντά στη
γη, κοντά στο έδαφος, σε Λουκ.
προσ-γελάω, μέλ. -άσομαι [ᾰ], 1. κοιτάζω κάποιον γελώντας, τινά, σε
Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων, δώσε
το τελευταίο σου χαμόγελο σε μένα, σε Ευρ. 2. μεταφ., όπως το Λατ.
arrideo, ευφραίνω, τέρπω, ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ, σε
Αισχύλ.
προσ-γίγνομαι, Ιων. και μεταγεν. -γίνομαι [ῑ]· μέλ. -γενήσομαι, παρακ. -
γεγένημαι· αποθ., 1. έρχομαι ή πηγαίνω σε, προσκολλώμαι σε κάποιον,
τινί, σε Ηρόδ. κ.λπ.· τοῖς προσγιγνομένοις, με την ενίσχυση, σε Θουκ. 2.
γενικά, προστίθεμαι, συσσωρεύομαι, Λατ. accedere, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
3. έρχομαι σε, συμβαίνω σε, τινι, σε Σοφ.
προσ-γράφω[ᾰ], μέλ. -ψω, γράφω επιπλέον, προσθέτω στο γράψιμο, σε
Δημ. — Παθ., τὰ προσγεγραμμένα, όροι που προστίθενται σε μια
συνθήκη, σε Ξεν. — Μέσ., ενεργώ ώστε να εγγραφεί κάποιος παραπάνω,
σε Δημ.
προσ-γυμνάζω, μέλ. -σω, εξασκώ σε ή μέσα σε ένα πράγμα, σε Πλάτ. —
Παθ., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ, σε Πλούτ.
προσ-δᾰνείζω, μέλ. -σω, δανείζω επιπλέον — Μέσ., δανείζομαι, δηλ.
δανείζομαι επιπλέον, σε Ξεν.
533

προσ-δᾰπᾰνέω, μέλ. -ήσω, ξοδεύω επιπλέον, σε Λουκ.


πρόσδεγμα, -ατος, τό (προσδέχομαι), υποδοχή, σε Σοφ.
προσ-δεής, -ές (δέω Β), αυτός που έχει επιπλέον ανάγκη, αυτός που έχει
ακόμα έλλειψη, τινος, σε Πλάτ.
προσ-δεῖ, βλ. προσδέω Β.
προσ-δέομαι, Δωρ. ποοτι-δεύομαι, μέλ. -δεήσομαι, αόρ. αʹ -εδεήθην·
αποθ., I. 1. είμαι σε έλλειψη, βρίσκομαι σε στέρηση, ζητώ, απαιτώ
επιπλέον, τινος, σε Θουκ. κ.λπ.· ἤν τι προσδέωμαι, εάν είμαι εξ
ολοκλήρου σε στέρηση, σε Ξεν.· με απαρ., επιθυμώ επιπλέον να κάνω
ένα πράγμα, στον ίδ. 2. σπανίως απρόσ., = προσδεῖ, στον ίδ. II. παρακαλώ
ή ζητώ από κάποιον, τί τινος, σε Ηρόδ.· με αιτ. προσ. και απαρ., ικετεύω
κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ.· με γεν. προσ. και απαρ., παρακαλώ
κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ.
προσ-δέρκομαι, Δωρ. ποτι-δέρκομαι· μέλ. -δέρξομαι· με Ενεργ. αορ. βʹ
-έδρᾰκον, Παθ. αόρ. αʹ -εδέρχθην, παρακ. -δέδορκα, αποθ. I. παρατηρώ,
βλέπω, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ. II. βλέπω από κοντά, σε Σοφ.
πρόσ-δετος, -ον, δεμένος μ' ένα πράγμα, τινι, σε Ευρ.
προσ-δέχομαι, Ιων. -δέκομαι, μέλ. -δέξομαι, Επικ. συγκοπτ. μτχ. αορ. βʹ
ποτιδέγμενος· αποθ. I. 1. δέχομαι ευχαρίστως, αποδέχομαι, σε Ηρόδ.·
δέχομαι φιλόξενα, σε Σοφ. κ.λπ.· δέχομαι σε έναν τόπο, σε Θουκ.·
δέχομαι ως πολίτη, σε Πλάτ. 2. δέχομαι σε μια συζήτηση κάτι, στον ίδ.
II. 1. Επικ. μτχ. ποτιδέγμενος, αυτός που περιμένει ή προσδοκεί, σε
Όμηρ.· ομοίως, προσδεκομένους τοιοῦτο οὐδέν, σε Ηρόδ.· τῷ Νικίᾳ
προσδεχομένῳ ἦν, ήταν σύμφωνα με την προσδοκία αυτού, σε Θουκ.· με
αιτ. και απαρ. μέλ., προσδοκώ, προσμένω ότι, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. περιμένω
υπομονετικά, σε Όμηρ.
προσ-δέω (Α), μέλ. -δήσω, δένω πλησίον ή συνδέω, επισυνάπτω, σε
Ηρόδ.
προσ-δέω (Β), μέλ. -δεήσω, 1. έχω ανάγκη επιπλέον, με γεν., σε Ευρ. 2.
απρόσ., προσδεῖ, υπάρχει ακόμα έλλειψη από, με γεν. πράγμ., σε Θουκ.,
Ξεν. κ.λπ.· με απαρ., ἔτι προσδεῖ ἐρέσθαι, σε Πλάτ.
προσ-δηλέομαι, αποθ., βλάπτω ή καταστρέφω επιπλέον, σε Ηρόδ.
προσ-διαβάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, 1. υπονοώ επιπλέον, σε Πλούτ. 2.
συκοφαντώ, στον ίδ.
534

προσ-διαιρέομαι, Μέσ., διαιρώ περαιτέρω, σε Αριστ.


προσ-διαλέγομαι, αποθ., απαντώ σε συζήτηση ή λογομαχία, σε Ηρόδ.
προσεβήσετο, Επικ. αντί -ατο, γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ του προσβαίνω.
προσ-εγγίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, πλησιάζω, τινί, σε Ανθ.
προσ-εγγράφω[ᾰ], μέλ. -ψω, εγγράφω επιπλέον σε στήλη, σε Ηρόδ.·
προσθέτω περιοριστική πρόταση, σε Αισχίν.
προσ-εγγυάομαι, μέλ. -ήσομαι, Μέσ., γίνομαι εγγυητής επιπλέον,
προσεγγυάομαί τινα ὀφλήματος, γίνομαι εγγυητής κάποιου για το
οφειλόμενο ποσό, σε Δημ.
προσ-εγκελεύομαι, Μέσ., παρακινώ επιπλέον, σε Πλούτ.
προσ-εγχρίω[ῑ], πασαλείφω επιπλέον ή ακόμα μια φορά, σε Ανθ.
προσ-εδᾰφίζω, μπήγω, ρίχνω στο έδαφος — Παθ., παρακ.,
κύτοςπροσηδάφισται, η ασπίδα είναι στέρεα κατασκευασμένη, σε Αισχύλ.
προσεδρεία, ποιητ. -εδρία, ἡ, κάθισμα δίπλα, 1. πολιορκία,
αποκλεισμός, Λατ. obsessio, σε Θουκ. 2. καθίσμα δίπλα στο κρεβάτι του
ασθενή, σε Ευρ.
προσεδρεύω (πρόσεδρος), μέλ. -σω, 1. κάθομαι πλησίον, είμαι πάντα
δίπλα σε κάποιον, με δοτ., σε Ευρ., Δημ.· προσεδρεύω τῷδιδασκαλείῳ,
βρίσκομαι σε κανονική παρακολούθηση στο σχολείο, στον ίδ. 2. μεταφ.,
κάθομαι δίπλα και παρατηρώ, τοῖς πράγμασι, στον ίδ.
προσεδρία, ἡ, βλ. προσεδρεία.
πρόσ-εδρος, -ον (ἕδρα), αυτός που κάθεται δίπλα, πρόσεδρος λιγνύς,
καπνός που αιωρείται, σε Σοφ.
προσ-έειπον, Επικ. αντί προσεῖπον.
προσ-εθίζω, συνηθίζω ή εξοικειώνομαι μ' ένα πράγμα, τινά τι, σε Ξεν.·
με αιτ. και απαρ., στον ίδ. — Παθ., εθίζω τον εαυτό μου σ' ένα πράγμα,
εθίζομαι, τινι, στον ίδ.
προσειδέναι, απαρ. του πρόσοιδα.
προσ-εῖδον, απαρ. -ῐδεῖν, μτχ. -ῐδών, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση,
προσοράω, χρησιμοποιούμαι στη θέση άλλου, I. παρατηρώ ή βλέπω σε,
σε Ηρόδ., Αισχύλ. II. Παθ., προσείδομαι, μοιάζω, σε Αισχύλ.
προσεῖκα, Αττ. αντί προσέοικα.
535

προσ-εικάζω, μέλ. -άσω, αόρ. αʹ -ῄκασα, I. φτιάχνω κάτι όμοιο με κάτι


άλλο, εξομοιώνω, τί τινι, σε Ξεν. — Παθ., είμαι όμοιος, μοιάζω, τινι, σε
Αισχίν. II. μεταφ., συγκρίνω, τί τινι, σε Αισχύλ., Ευρ.· κακῷ δέ τῳ
προσεικάζω τόδε, νομίζω ότι αυτό φαίνεται ως κακό, σε Αισχύλ.· εικάζω
μετά από σύγκριση, υποθέτω, πιθανολογώ, στον ίδ.
προσ-είκελος, -ον, αυτός που είναι περίπου όμοιος, με δοτ., σε Ηρόδ.
προσ-ειλέω, Δωρ. ποτι-ειλέω, μέλ. -ήσω, πιέζω ή αναγκάζω κάποιον να
στραφεί μπροστά, σε Ομήρ. Ιλ.· μὴ προσείλει χεῖρα, μην σφίγγεις το χέρι
σου εναντίον μου, σε Ευρ.
προσειλόμην, αόρ. βʹ του προσαιρέομαι.
προσ-εμβαίνω, πατώ πάνω σε κάποιον, καταπατώ, τινί, σε Σοφ.
προσ-εμβάλλω, ρίχνω ή τοποθετώ παραδίπλα, σε Πλούτ.
προσ-εμβλέπω, μέλ. -ψω, βλέπω δίπλα, ρίχνω μια ματιά επιπλέον, σε
Ξεν.
προσ-εμπικραίνομαι, Παθ., είμαι ακόμα πολύ θυμωμένος, τινί, σε Ηρόδ.
προσ-εμφερής, -ές, παρόμοιος, σε Ηρόδ., Ξεν.
προσ-ενεχῠράζω, μέλ. -σω, καταλαμβάνω ως πρόσθετο ενέχυρο για
πληρωμή, σε Δημ.
προσ-εννέπω, 1. προσαγορεύω, προσφωνώ, σε Πίνδ., Τραγ.· τάδε σ' ἐγὼ
προσεννέπω, απευθύνω αυτά τα λόγια σε σένα, σε Αισχύλ. 2. με απαρ.,
παρακαλώ ή διατάζω, τινὰ ποιεῖν τι, σε Πίνδ. 3. προσεννέπω τινά τι,
αποκαλώ με το όνομα του, σε Αισχύλ.
προσ-εννοέω, μέλ. -ήσω, σκέφτομαι για κάτι, παρατηρώ επιπλέον, σε
Ξεν.
προσ-εντείνω, μέλ. -τενῶ, τεντώνω, εντείνω ακόμα περισσότερο,
προσεντείνω πληγάς τινι, δέρνω κάποιον με περισσότερα χτυπήματα, σε
Δημ.
προσ-εντέλλομαι, αποθ., προστάζω, διατάζω, σε Ξεν.
προσ-εξαιρέομαι, Μέσ., επιλέγω επιπλέον, σε Ηρόδ.
προσ-εξᾰμαρτάνω, μέλ. -αμαρτήσομαι, σφάλλω, αμαρτάνω επιπλέον ή
ακόμα περισσότερο, σε Δημ.
προσ-εξᾰνδρᾰποδίζομαι, αποθ., σκλαβώνω, υποδουλώνω, σε Δημ.
προσ-εξανίσταμαι, Παθ. με Ενεργ. αορ. βʹ -ανέστην, σηκώνομαι πάνω
προς μια κατεύθυνση, πρός τι, σε Πλούτ.
προσ-εξᾰπᾰτάω, εξαπατώ κι άλλο, σε Αριστ.
προσ-εξελίσσω, μέλ. -ξω, εξελίσσω επιπλέον· λέγεται για στρατιώτες,
επιτάσσω, διατάζω αυτούς σε ημικυκλικό ελιγμό, σε Πολύβ.
προσ-εξεργάζομαι, μέλ. -άσομαι, αποθ., εκτελώ επιπλέον, σε Δημ.·
παρακ. -εξείργασμαι, με Παθ. σημασία, στον ίδ.
προσ-εξερείδομαι, Παθ., υποστηρίζω κάποιον με, ταῖς χερσί, σε Πολύβ.
536

προσ-εξετάζω, μέλ. -σω, εξετάζω, ψάχνω μέσα σε, σε Δημ.


προσ-εξευρίσκω, βρίσκω ή εφευρίσκω επιπλέον, σε Αριστοφ.
προσ-επιστέλλω, μέλ. -στελῶ, αναγγέλλω, επιτάσσω, παραγγέλνω, ιδίως
λέγεται για επιστολή (βλ. ἐπιστολή), σε Θουκ., Ξεν.
προσ-επισφρᾱγίζομαι, αποθ., βάζω επιπλέον τη σφραγίδα κάποιου σ'
ένα πράγμα, μαρτυρώ επιπλέον, προεπισφραγίζομαί τι εἶναι, σε Δημ.
προσ-επιτάσσομαι, Μέσ., λαμβάνω, παίρνω τη θέση μου, σε Πολύβ.
προσ-επιτείνω, μέλ. -τενῶ· I. απλώνω, εκτείνω ακόμα περισσότερο,
θέτω περισσότερη δύναμη, τι, σε Πολύβ. II. βασανίζω ή τιμωρώ ακόμα
περισσότερο κάποιον, τινά, στον ίδ.
προσ-επιτέρπομαι, μέλ. -ψομαι — Παθ., διασκεδάζω τον εαυτό μου
ακόμα περισσότερο, σε Αριστοφ.
προσ-επιτίθημι, μέλ. -θήσω, προσθέτω επιπλέον, σε Αριστ.
προσ-επιτροπεύομαι, Παθ., βρίσκομαι κάτω από την εποπτεία κάποιου,
σε Δημ.
προσ-επιφέρω, φέρω ή παράγω επιπλέον, σε Ξεν.
προσ-επιφωνέω, μέλ. -ησω, λέω κάτι επιπλέον, προσθέτω, σε Πλουτ.
προσ-επιχᾰρίζομαι, αποθ., χαρίζομαι επιπλέον, τινι, σε Ξεν.
προσεπτάμην[ᾰ], αόρ. αʹ του προσπέτομαι.
προσ-εργάζομαι, μέλ. -άσομαι, αποθ., 1. εργάζομαι επιπρόσθετα, τί τινι,
σε Ευρ., Πλούτ.· ἀγαθὰ προσεργάζομαί τινι, προσφέρω καλές υπηρεσίες
σε κάποιον, σε Ηρόδ. 2. κάνω ή κερδίζω επιπλέον, σε Ξεν.
πρόσ-εργον, τό, κέρδη, ενδιαφέρον για τα χρήματα, σε Δημ.
προσ-ερείδω, μέλ. -σω, I. ωθώ εναντίον, σε Πολύβ., Πλούτ. II. αμτβ.,
πιέζω εναντίον, σε Πολύβ.
προσερέσθαι, απαρ. αορ. βʹ με μέλ. -ερήσομαι — Μέσ., ρωτώ επιπλέον,
σε Πλάτ.
προσ-ερεύγομαι, αποθ., εκτοξεύω σε ή εναντίον· μεταφ., λέγεται για
κύματα, τα αφρισμένα κύματα που σπάνε, σε Όμηρ.
προσ-ερέω, Αττ. συνηρ. -ερῶ, ως μέλ. του προσ- αγορεύω, αορ. βʹ
προσεῖπον, παρακ. προσείρηκα — Παθ., μέλ. προσρηθήσομαι, αόρ. αʹ
προσερρήθην, παρακ. -είρημαι, 1. μιλώ, προσφωνώ, προσαγορεύω, τινά,
537

σε Ευρ. κ.λπ. 2. με διπλή αιτ., καλώ ή ονομάζω, πολίτας προσερέω


ἀλλήλους, σε Πλάτ.
προσ-ερίζω, Δωρ. ποτ-ερίσδω, μέλ. -σω, μάχομαι μαζί ή εναντίον, σε
Θεόκρ.
προσ-έρπω (ἔρπω), Δωρ. ποθ-έρπω, μέλ. -ψω, αόρ. αʹ προσείρπῠσα· 1.
απόλ., έρπω ή πλησιάζω κρυφά, σε Σοφ., Αριστοφ.· μεταφ., ὁ προσέρπων
χρόνος, δηλ. ο χρόνος που έρχεται, σε Πίνδ.· πᾶν τὸ προσέρπον, οτιδήποτε
πλησιάζει, σε Αισχύλ.· τὸ προσέρπον, αυτό που έρχεται, το επερχόμενο
γεγονός, σε Σοφ.· αἱ προσέρπουσαι τύχαι, σε Αισχύλ. 2. έρχομαι προς ή
σε, με αιτ. προσ., σε Πίνδ.· με δοτ. προσ., σοὶ προσέρπον τοῦτ' ἐγὼ τὸ
φάρμακον ὁρῶ, λέγεται για τιμωρία, σε Σοφ.
προσέρρηξα, αόρ. του προσρήσσω.
προσ-ζεύγνῠμαι, Παθ., είμαι συνημμένος, προσκολλημένος σε κάποιον,
τινι, σε Λουκ.
προσ-ζημιόω, μέλ. -ώσω, τιμωρώ επιπλέον, σε Πλάτ.
πρόσ-ηβος, -ον (ἥβη), αυτός που πλησιάζει την εφηβική ηλικία, σε Ξεν.
προσήγᾰγον, αόρ. βʹ του προσάγω.
προσ-ηγορέω, μέλ. —ήσω, προσφωνώ, σε Σοφ.· παρηγορώ, σε Ευρ.
προσηγόρημα, τό, το αντικείμενο της προσφώνησης, σε Ευρ.
προσηγορία, ἡ, ονομασία, όνομα, σε Ισοκρ., Δημ.
προσηγορικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε προσφώνηση,
προσηγορικὸν ὄνομα, το Ρωμαϊκό praenomen ή επώνυμο, σε Πλούτ.
προσ-ήγορος, Δωρ. ποτάγορος, -ον (ἀγορεύω), I. 1. προσαγορεύων,
προσφωνών, αἱπροσήγοραι δρύες, οι ομιλούσες δρύες, σε Αισχύλ.· τί ἐμοὶ
προσήγορον; ποια λέξη με προσφωνεί, δηλ. προσφωνείται από μένα; σε
Σοφ.· με διπλή γεν., Παλλάδος εὐγμάτων προσήγορος, απευθύνει ευχές σ'
αυτή, στον ίδ. 2. γενικά, ομιλητικός, ευπροσήγορος, κοινωνικά
αποδεκτός, σε Πλάτ. 3. λέγεται για πράγματα, σύμφωνος, αρμόζων, στον
ίδ. II. Παθ., τῷ προσήγορος; από ποιον προσφωνήθηκε; σε Σοφ.
προσήιξαι, βʹ ενικ. Παθ. παρακ. του προσέοικα.
προσηκάμην, Μέσ. αόρ. αʹ του προσίημι.
προσηκόντως, επίρρ., κατάλληλα, ταιριαστά, δεόντως, προσηκόντως τῆ
πόλει, όπως αρμόζει στην αξιοπρέπεια της πόλης, σε Θουκ.
προσ-ήκω, Δωρ. ποθ-ήκω, μέλ. -ξω, I. έχω φτάσει σε κάποιο μέρος, έχω
έρθει, είμαι κοντά, πρόχειρος, είμαι παρών, σε Τραγ.· προσήκω ἐπὶ τὸν
ποταμόν, φτάνω στον ποταμό, σε Ξεν. II. 1. μεταφ., ανήκω σε, εἰ τῷ ξένῳ
προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές, εάν ο ξένος έχει κάποια συγγένεια με τον
Λάιο, σε Σοφ.· τῷ γὰρ προσήκει τόδε; ποιον αφορά; στον ίδ.· ομοίως,
οὐδὲν πρὸς τὸ Πέρσας προσήκω τὸ πάθος, σε Ηρόδ.· λέγεται για
πρόσωπα, ανήκω σε, σχετίζομαι με, τινί, σε Ευρ.· προσήκω γένει, σε
538

Αριστοφ.· με απαρ., οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε, δεν ανήκουμε σ'


αυτούς για να μας τιμωρήσουν, δηλ. δεν είναι στο χέρι τους να μας
τιμωρήσουν, σε Ευρ. 2. α) απρόσ., ανήκει, αφορά, τίοὖν προσήκει ἐμοὶ
Κορινθίων; τι έχω να κάνω εγώ με τους Κορίνθιους; σε Αριστοφ. κ.λπ.
β) με δοτ. προσ. και απαρ., ανήκει σε, είναι αρμόδιο, οἷς προσῆκε
πενθῆσαι, σε Αισχύλ.· οὔ σοι προσήκει προσφωνεῖν, σε Σοφ.· επίσης με
αιτ. προσ., οὔ σε προσήκει λέγειν, δεν είναι καλό να μη μιλήσεις, σε
Αισχύλ. III. σε μτχ., 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον, αἰτία οὐδέν μοι
προσήκουσα, σε Δημ.· τὸ προσῆκον ἑκάστῳ ἀποδιδόναι, Λατ. suum
cuique reddere, σε Πλάτ.· απόλ., τὴν προσήκουσαν σωτηρίαν, η
προσωπική ασφάλεια κάποιου, σε Θουκ.· τὰ μὴ προσήκοντα = ἀλλότρια,
στον ίδ. 2. αρμόζων, κατάλληλος, αρμόδιος, πρόσφορος, στον ίδ.· τὰ
προσήκοντα, ό,τι είναι κατάλληλο, ό,τι ταιριάζει, τα καθήκοντα κάποιου,
σε Ξεν.· τὸ προσῆκον, καταλληλότητα, συνταίριασμα, ἐκτὸς τοῦ
προσήκοντος, σε Ευρ.· μᾶλλον τοῦ προσήκοντος, παρὰ τῷ προσήκοντι, σε
Πλάτ. 3. α) λέγεται για πρόσωπα, συγγενής, συγγενικός, τοῖσι
Κυψελίδαισι οὐδὲν ἦν προσήκων, σε Ηρόδ.· προσήκων βασιλεῖ, σε Ξεν.·
και ως ουσ., οἱ προσήκοντές τινος, οι συγγενείς κάποιου, σε Θουκ.· ή οἱ
προσήκοντες μόνο του, σε Ηρόδ.· απ' όπου, αἱ προσήκουσαι ἀρεταί, οι
κληροδοτημένες καλές φήμες, σε Θουκ. β) οὐδὲν προσήκων, αυτός που
δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση, σε Πλάτ.· με απαρ., οὐδὲν
προσήκων ἐν γόοις παραστατεῖν, δεν αρμόζει να βοηθά κάποιον στη θλίψη
του, σε Αισχύλ. 4. απόλ. στο ουδ., οὐ προσῆκον, αν και δεν ταιριάζει
καθόλου ή μιας και δεν ταιριάζει, σε Θουκ., Πλάτ.
προσ-ήλιος, -ον, αυτός που βρίσκεται προς τον ήλιο, εκτεθειμένος στον
ήλιο, ηλιόλουστος, σε Ξεν.
προσ-ηλόω, μέλ. -ώσω, I. καρφώνω, καρφιτσώνω, τί τινι, τι πρός τι, σε
Πλάτ. II. στερεώνω κάτι σφιχτά, τὰ παρασκήνια, σε Δημ. — Παθ.,
καρφώνομαι, στερεώνομαι με καρφιά, στον ίδ.
προσήλῠτος, -ον (προσελήλυθα), αυτός που έρχεται σε ένα μέρος,
πάροικος, Λατ. advena· αυτός που έχει προσέλθει στον Ιουδαϊσμό,
προσήλυτος, σε Κ.Δ.
πρόσ-ημαι, κυρίως παρακ. του προσέζομαι, I. κάθομαι πάνω ή δίπλα σε
κάποιον, με δοτ., σε Αισχύλ., Σοφ.· σπανίως με αιτ., καρδίαν προσήμενος,
σε Αισχύλ.· γενικά, βρίσκομαι ή κείμαι διπλα· νάσοι τᾷδε γᾷ προσήμεναι,
στον ίδ. II. πολιορκώ, Λατ. obsidere, σε Ευρ.
προ-σημαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, I. προδηλώνω με σημάδια, προμηνύω,
ανακοινώνω, λέγεται για τους θεούς, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. II. κηρύττω
προηγουμένως, προκηρύττω, τί τινι, σε Ευρ.· προσημαίνω τινι ποιεῖν τι,
δίνω σε αυτούς δημόσια διαταγή, σε Ηρόδ.
προσημᾰσία, ἡ, προμήνυμα, πρόγνωση, σε Στράβ.
προσ-ήνεμος, -ον (ἄνεμος), αυτός που είναι στραμμένος προς τον άνεμο,
αυτός που προφυλάσσει από άνεμο, αντίθ. προς το ὑπήνεμος, σε Ξεν.
539

προσ-θύμιος, -ον (θῡμός), αυτός που βρίσκεται στο μυαλό κάποιου,


ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος, τινι, σε Ανθ.
προσ-ιζάνω, κάθομαι δίπλα ή κοντά σε κάποιον, με αιτ., πρὸςἄλλοτ'
ἄλλον πημονὴ προσιζάνω, σε Αισχύλ.· μεταφ. με δοτ., προσχωρώ,
προσκολλώμαι σε κάποιον, ἀρά μοι προσιζάνω, στον ίδ.
προσ-ίζω, μέλ. -ιζήσω, κάθομαι δίπλα, με αιτ., σε Ευρ.
προσ-ίημι, μέλ. προσήσω — Μέσ. -ήσομαι· αόρ. αʹ προσῆκα, Μέσ. -
ηκάμην· I. 1. στέλνω σε ή προς, αφήνω κάποιον να πλησιάσει, τινὰ πρὸς
τὸ πῦρ, σε Ξεν.· εφαρμόζω, τί τινι, στον ίδ. II. 1. Μέσ., προσίεμαι, αφήνω
να έρθει κάποιος κοντά, επιτρέπω, προσίημί τιναεἰς τὴν ὁμιλίαν, σε Πλάτ.·
προσίημι τοὺς βαρβάρους, τους αφήνω να πλησιάσουν, σε Ξεν. 2. α)
παραδέχομαι, αποδέχομαι, πιστεύω, τοῦτο μὲν οὐ προσίεμαι, σε Ηρόδ.·
προσηκάμην τὸ ῥηθέν, σε Ευρ. β) παραδέχομαι, αποδέχομαι, δέχομαι,
ξεινικὰ νόμαια, σε Ηρόδ.· προσίεμαι τὰ προκεκηρυγμένα, δέχομαι,
συμφωνώ με τις προτάσεις, σε Θουκ.· προσίεμαι φάρμακον, λαμβάνω,
παίρνω φάρμακο, σε Ξεν. γ) επιτρέπω, παραδέχομαι, επιδοκιμάζω, τὴν
προδοσίην, σε Ηρόδ.· οὐδαμῇ προσίενται οἱ θεοὶ τὸν πόλεμον, σε Ξεν. 3.
με απαρ., αναλαμβάνω, τολμώ να πράξω, στον ίδ.· επίσης, παραδέχομαι
ότι, στον ίδ. 4. με αιτ. προσ., προσελκύω, κερδίζω, ευαρεστώ, οὐδὲν
προσίετό μιν, τίποτα δεν τον πείθει ή δεν τον ευχαριστεί, σε Ηρόδ.· ἓν δ'
οὐ δύναταί με προσέσθαι, στον ίδ.
προσ-ικνέομαι, μέλ. -ίξομαι, 1. αποθ., έρχομαι σε, φτάνω, με γεν., φτάνω
πολύ μακριά, μέχρι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· επίσης, προσικνέομαι ἐφ'
ἧπαρ, σε Αισχύλ. 2. πλησιάζω ως ικέτης, με αιτ. τόπου, στον ίδ.
προσίκτωρ, -ορος, ὁ, I. αυτός που προσέρχεται σε ναό, ικέτης, σε
Αισχύλ. II. Παθ., αυτός προς τον οποίο έρχεται κάποιος ως ικέτης,
λέγεται για τον θεό, στον ίδ.
προσ-ιππεύω, μέλ. -σω, ιππεύω εναντίον, εφορμώ, κάνω έφοδο, σε
Θουκ., Πλάτ.
προσ-ίστημι, μέλ. -στήσω, I. τοποθετώ κοντά, φέρνω κοντά, πρῷραν
πρὸς κῦμα, σε Ευρ. II. 1. Παθ., προσίσταμαι, με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,
στέκομαι κοντά ή δίπλα, με δοτ., σε Ηρόδ., Αττ.· με αιτ. με σημασία
προσέγγισης, βωμὸν προσέστην, σε Αισχύλ.· με πρόθ., προσίστημι πρὸς
τῷ δικαστηρίῳ, σε Αισχίν.· με γεν., καρδίας προσίσταται, βρίσκεται στη
θέση της καρδιάς, σε Αισχύλ.· απόλ., σε Ξεν. κ.λπ. 2. μεταφ., προσίσταταί
μοι, έρχεται στο κεφάλι μου, στο μυαλό μου, ὅ σοι προσέστη, σε Πλάτ.·
επίσης με αιτ., ὡς ἄρα μιν προσέστη τοῦτο, σε Ηρόδ. 3. τοποθετούμαι
εναντίον κάποιου, προσβάλλω, τοῖς ἀκούουσιν, σε Δημ.
προσ-ιστορέω, διηγούμαι επιπλέον, με αιτ. και απαρ., σε Πλούτ.
προσ-ίσχω, = προσέχω.
προσῐτέον, ρημ. επίθ. του πρόσειμι (εἶμι ibo), πρέπει να προσέλθουμε ή
να πλησιάσουμε, σε Ξεν.
540

προσ-καθέζομαι, μέλ. -εδοῦμαι, αόρ. βʹ -καθεζόμην· 1. πολιορκώ μια


πόλη, Λατ. obsidere, πόλιν, σε Θουκ.· απόλ., στον ίδ. 2. κάθομαι πλησίον,
παρακολουθώ, τοῖς πράγμασιν, σε Δημ.
προσ-καθέλκω, αόρ. αʹ -είλκῠσα, καθέλκω, ρίχνω στη θάλασσα κάτι,
πλοῖα, σε Πλούτ.
προσ-κάθημαι, Ιων. -κάτημαι, κυρίως παρακ. του προσκαθέζομαι· I.
κάθομαι δίπλα ή κοντά, ζω μαζί με κάποιον, τινι, σε Ηρόδ., Θεόκρ. II.
πολιορκώ, Λατ. obsidere, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
προσ-καθίζω, I. κάθομαι δίπλα ή κοντά, με αιτ., θᾶκον οὐκ εὐδαίμονα,
σε Ευρ.· απόλ., σε Πλάτ. — Μέσ., κάθομαι αδρανής, σε Αισχίν. II.
πολιορκώ μια πόλη, σε Πολύβ.
προσ-καθίστημι, μέλ. -στήσω, στήνω, βάζω δίπλα, διορίζω επιπλέον, σε
Πλούτ.
πρόσ-καιρος, -ον, αυτός που ανήκει σε μια περίοδο, εποχικός,
προσωρινός, σε Κ.Δ., Λουκ.
προσ-καίω, Αττ. -κάω, μέλ. -καύσω· ρίχνω στη φωτιά ή καίω επιπλέον
— Παθ., σκεύηπροσκεκαυμένα, που κάηκαν στη φωτιά, «ψημένα», σε
Αριστοφ.· μεταφ. προσκαίεσθαί τινι, καίγομαι από έρωτα, σε Ξεν.
προσ-κᾰλέω, μέλ. -έσω, I. 1. καλώ, προσκαλώ, συγκεντρώνω, σε Θουκ.
κ.λπ. 2. καλώ, επικαλούμαι, σε Σοφ. II. 1. Μέσ. με Παθ. παρακ., καλώ
κάποιον κοντά μου, προσκαλώ, καλώ σε βοήθειά μου, σε Ηρόδ., Αττ.· με
διπλή αιτ., ὃ προσκέκλημαι αὐτούς, για το οποίο τους έχω καλέσει, σε
Κ.Δ. 2. στην Αττ., λέγεται για τον κατήγορο, εγκαλώ, ενάγω στο
δικαστήριο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ὕβρεως, για εξύβριση, στον ίδ. — Παθ.,
εγκαλούμαι στο δικαστήριο, φόνου, με την κατηγορία του φόνου, σε Δημ.
κ.λπ.· προσκληθεὶς δίκην εἰς Ἄρειον πάγον, εκλήθη ενώπιον του Αρείου
Πάγου να δικαστεί, σε Αριστ.· ὁ προσκληθείς, το πρόσωπο που κλήθηκε
στο δικαστήριο, σε Δημ.· ομοίως, ὁ προσκεκλημένος, σε Αριστοφ. 3.
προσκαλώ ως μάρτυρα, σε Δημ.
προσ-κάρδιος, Δωρ. ποτι-κ, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στην
καρδιά, σε Βίωνα.
προσ-κηδής, -ές (κῆδος), I. αυτός που προξενεί οικειότητα και στενή
φιλία, σε Ομήρ. Οδ. II. συγγενής, συγγενικός, τινί, σε Ηρόδ.· προσκηθέες,
οι συγγενείς, σε Ανθ.
προσ-κηρῡκεύομαι, αποθ., στέλνω κήρυκα σε κάποιον, σε Θουκ.
προσ-κηρύσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, συγκεντρώνω, συγκαλώ,
προσκαλώ με κήρυκα, σε Λουκ.
προσ-κικγλίζομαι, Παθ., κουνώ την ουρά μου, εὖ ποτεκιγκλίσδευ (Δωρ.
αντί -ίζου), πόσο κομψά κουνάς την ουρά σου!, σε Θεόκρ.
προσ-κλάομαι, Παθ., συντρίβομαι πάνω σε, σε Ξεν.
προσ-κληρόομαι, αόρ. αʹ -εκληρώθην — Παθ., προσκολλώμαι,
ενώνομαι, σε Κ.Δ.
541

πρόσκλησις, ἡ (προσκαλέω), κλήτευση σε δίκη ή παραπομπή, σε


Αριστοφ., Δημ.
προσ-κλίνω[ῐ], μέλ. -κλῐνῶ, I. γέρνω πάνω σε, ακουμπώ, στηρίζω πάνω
σε, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., θρόνος ποτικέκλῐται (Δωρ. Παθ. παρακ.) αὐτῇ
(κίονι), στέκεται ή στηρίζεται πάνω στον κίονα, στο ίδ.·
νῶτονποτικεκλιμένον, η πλάτη του στηρίζεται πάνω σ' αυτό, σε Πίνδ. II.
Παθ., κλίνω προς κάποιον ή κάτι, προσχωρώ στην ομάδα κάποιου, σε
Κ.Δ.
πρόσκλῐσις, ἡ, ροπή, κλίση, σε Πολύβ.· κατὰ πρόσκλισιν, μεροληπτικά,
σε Κ.Δ.
προσ-κλύζω, Δωρ. ποτι-, μέλ. -σω, χτυπώ, λούζω με κύματα, σε Ξεν.·
με δοτ., εξορμώ εναντίον, σε Χρησμ. παρ' Αισχίν.
προσ-κνάομαι, απαρ. -κνῆσθαι, Παθ. ή Μέσ., τρίβομαι επάνω σε, τινι, σε
Ξεν.
προσ-κοιμίζομαι, Παθ., ξαπλώνω και κοιμάμαι δίπλα σε, ταῖς κώπαις, σε
Ξεν.
προσ-κοινωνέω, μέλ. -ήσω, δίνω σε κάποιον ένα μέρος από κάτι, τινὶ ἀπό
τινος, σε Δημ.
προσ-κολλάω, μέλ. -ήσω, κολλάω επάνω ή σε — Παθ., κολλώμαι ή
προσκολλώμαι σε, εμμένω, σε Πλάτ., Κ.Δ.· πρός τινα, σε Κ.Δ.
προσ-κομίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, μεταφέρω ή κομίζω σε ένα μέρος, πρός
τόπον, σε Θουκ., Ξεν.· προσκομίζω τὴν μηχανήν, φέρνω κοντά την
πολεμική μηχανή για να προσβάλλω το τείχος, σε Θουκ. — Μέσ., φέρνω
μαζί μου, φέρνω στο σπίτι μου, στο ίδ.· εισάγω, σε Ξεν. — Παθ., λέγεται
για πλοία, οδηγούμαι σ' ένα μέρος, σε Θουκ.
πρόσκομμα, -ατος, τό (προσκόπτω), εμπόδιο, κώλυμα, σε Κ.Δ.·
αποτέλεσμα παραπατήματος, στο ίδ.· βλάβη, πληγή, χτύπημα, στο ίδ.
προ-σκοπέω, μέλ. -κέψομαι, αόρ. αʹ προὐσκεψάμην, γʹ ενικ. υπερσ.
προὔσκεπτο· I. 1. βλέπω ή παρατηρώ εκ των προτέρων, εξετάζω καλά,
στοχάζομαι, προβλέπω, προσκεψάμενος ἐπὶ σεωυτοῦ, σε Ηρόδ.· πάντα
προσκοπεῖν, σε Σοφ.· μὴ παθεῖν προεσκόπουν, προνόησαν για να μην
υποφέρουν, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., τὸ σὸν προσκοπούμενος, σε Ευρ.
2. παρακολουθώ (όπως ένας πρόσκοπος ή κατάσκοπος), τινά, σε
Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., προσκοπουμένη πόσιν, σε Ευρ. 3. προτιμώ,
τί τινος, στον ίδ. II. παρακ. και υπερσ. με Παθ. σημασία, υπολογίζομαι
εκ των προτέρων, σε Θουκ., Πλάτ.
προ-σκοπή, ἡ, έρευνα με ανιχνευτές, σε Θουκ.
προσ-κοπή, ἡ, = πρόσκομμα, προσβολή, εμπόδιο, σε Πολύβ.
πρό-σκοπος, -ον, αυτός που εξετάζει εκ των προτέρων· ως ουσ.,
προπορευόμενος, κατάσκοπος, ανιχνευτής, σε Ξεν.· στον πληθ.,
αναγνωριστικό σώμα στρατού, στον ίδ.
προσ-λᾰλέω, μέλ. -ήσω, μιλώ σε ή μαζί με κάποιον, τινί, σε Θεόκρ.
542

προσ-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, αόρ. βʹ -έλᾰβον· I. 1. λαμβάνω ή παίρνω


επιπλέον, αποκτώ ακόμη περισσότερο, πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα (κακὰ)
προσλαμβάνω, σε Αισχύλ.· προσλαμβάνω αἰσχύνην, σε Θουκ. κ.λπ.·
ομοίως στη Μέσ., Ευρ. κ.λπ. 2. με αιτ. προσ., παίρνω μαζί μου, λαμβάνω
ως βοηθό ή σύντροφο, σε Τραγ., Ξεν. κ.λπ.· με διπλή αιτ., προσλαμβάνω
τινὰ σύμμαχον, σε Ξεν.· επίσης στη Μέσ., σε Πολύβ. κ.λπ. II. όπως το
συλλαμβάνω, πιάνω κάποιον, τινά, σε Σοφ. — Μέσ., προσλαμβάνω τινός,
λαμβάνω μέρος σε μια δουλειά, είμαι συνεργός, σε Ξεν.· προσελάβετο τοῦ
πάθεος, ήταν εν μέρει συναίτιος του παθήματος, σε Ηρόδ.· προσλαμβάνω
τινί, βοηθώ, επικουρώ, σε Αριστοφ.
προσ-λάμπω, μέλ. -ψω, λάμπω μαζί ή πάνω σε, σε Πλάτ.
προσ-λέγομαι, I. Παθ., είμαι ξαπλωμένος πλησίον, προσέλεκτο (γʹ ενικ.
συγκοπτ. αορ. βʹ), ξάπλωσε δίπλα μου, σε Ομήρ. Οδ. II. Μέσ., μιλώ σε,
προσφωνώ, προσαγορεύω, τινά, σε Θεόκρ.· μεταφ., κακὰ προσελέξατο
θυμῷ, πήρε κακόβουλη συμβουλή μαζί του, σκέφτηκε το κακό, σε Ησίοδ.
προσ-λείπω, μέλ. -ψω, είμαι ελλιπής, σε Αριστ.
προσ-λεύσσω, μόνο στον ενεστ., παρατηρώ ή παρακολουθώ,
προσβλέπω, με αιτ., σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ.
προσληπτέον, ρημ. επίθ., πρέπει να πάρουμε ακόμη περισσότερο, σε
Στράβ.
προσ-λῑπᾰρέω, μέλ. -ήσω, εμμένω ή επιμένω σε, τοῖς χρήμασι, στην
απόκτηση χρημάτων, σε Πλούτ.· ικετεύω, τινί, σε Λουκ.· απόλ.,
θερμοπαρακαλώ, σε Πλούτ.
προσλῑπάρησις, -εως, ἡ, επιμονή, επίμονη παράκληση, σε Λουκ.
προσ-λογίζομαι, 1. αποθ., υπολογίζω ή λογαριάζω επιπλέον με, τί τινι,
σε Ηρόδ. 2. καταλογίζω, τί τινι, σε Πλούτ.
προσλογιστέον, ρημ. επίθ., σε Ηρόδ.
προσ-μᾰθητέον, ρημ. επίθ., πρέπει να μάθουμε ακόμη περισσότερο, σε
Ξεν.
προσ-μανθάνω, μέλ. -μᾰθήσομαι, αόρ. βʹ -έμᾰθον· μαθαίνω επιπλέον, σε
Αισχύλ., Αριστοφ.
προσ-μαρτῠρέω, μέλ. -ήσω, I. επιβεβαιώνω με μαρτυρία, σε Δημ. II.
αμτβ., προσμαρτυρέω τινί, φέρνω πρόσθετη μαρτυρία για κάτι, σε Πολύβ.
543

προσ-μάσσω, μέλ. -ξω, προσκολλώ, συνδέω στενά με, προσμάσσω τὸν


Πειραιᾶ τῇ πόλει, σε Αριστοφ.· στην Παθ., πλευραῖσι προσμαχθέν,
προσκολλημένο στις πλευρές του, λέγεται για δηλητηριώδη χιτώνα, σε
Σοφ.· μτχ. Μέσ. αορ. αʹ, τηλέφιλον ποτιμαξάμενον, το φύλλο
προσκολλήθηκε στενά στο χέρι, κόλλησε, σε Θεόκρ.
προσ-μάχομαι[ᾰ], μέλ. Αττ. -μαχοῦμαι, αποθ., μάχομαι ενάντια σε, τινι,
σε Πλάτ.· επιτίθεμαι, προσβάλλω μια πόλη, σε Ξεν.
προσ-μειδιάω, μέλ. -άσω [ᾱ], χαμογελώ σε κάποιον με την έννοια της
επιδοκιμασίας, Λατ. arrideo, σε Λουκ.
προσ-μένω, μέλ. -μενῶ, I. 1. αναμένω ή περιμένω ακόμα περισσότερο,
σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 2. με δοτ., παραμένω προσκολλημένος σε, τινί, σε
Αισχύλ.· προσμένω ταῖς δεήσεσιν, συνεχίζω τις ικεσίες, σε Κ.Δ. II. μτβ.,
περιμένω, αναμένω, με αιτ., σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· περιμένω κάποιον για
μάχη, δηλ. για να τον αντικρούσω, σε Πίνδ.· επίσης με αιτ. και απαρ.
μέλ., Ὀρέστην προσμενοῦσ' ἀεὶ ἐφήξειν, σε Σοφ.
προσ-μεταπέμπομαι, Μέσ., στέλνω και προσκαλώ κάποιον επιπλέον, σε
Θουκ., Αισχίν.
προσ-μηχᾰνάομαι, I. Παθ., προσάπτομαι ευφυώς σε ή πάνω σε, σε
Αισχύλ. II. Μέσ., επινοώ ή βρίσκω για τον εαυτό μου, αὐτοῖς ἀσφάλειαν,
σε Πλάτ.
προσ-ξυν-, για λέξεις που αρχίζουν έτσι, βλ. προσ-συν-.
προσ-οδεύομαι, Μέσ., παίρνω εισόδημα ή αποφέρω πρόσοδο, με
είσπραξη φόρων, σε Στράβ.
προσοδικός, -ή, -όν (πρόσοδος II), παραγωγικός, γόνιμος, εύφορος, σε
Στράβ.
προσόδιος, -ον, αυτός που ανήκει ή χρησιμεύει σε πομπές, λιτανευτικός,
σε Πλούτ.· λιτανευτικός ύμνος, ευχαριστία, Λατ. supplicatio, σε
Αριστοφ.
πρόσ-οδος, ἡ, I. 1. μετάβαση ή προσέλευση, πλησίασμα, ἡ πρόσοδος
μάλιστα ταύτῃ ἐγένετο, η έφοδος του ιππικού ήταν πιο εφικτή από αυτή τη
μεριά, σε Ηρόδ.· ἀπείπατο τὴνπρόσοδον, απέρριψε τις προτάσεις του,
στον ίδ.· πρόσοδος μελάθρων, η είσοδος, σε Ευρ. 2. εισβολή, πρόσοδοι
τῆς μάχης, επιθέσεις ή έφοδοι, στον ίδ. 3. όπως το πομπή II, επίσημη
πομπή σε ναό με τραγούδι και μουσική, σε Αριστοφ., Ξεν. 4. προσέλευση
ή παρουσίαση ρήτορα σε δημόσια συνάθροιση, γράφεσθαι πρόσοδον,
544

ζητώ τον λόγο, σε Δημ.· πρόσοδον ποιεῖσθαι πρὸς τὸν δῆμον, σε Αισχίν.
II. 1. έσοδο, εισόδημα, αντίθ. προς το κεφάλαιο, σε Δημ.· συνήθως στον
πληθ., σε Ρήτ. 2. λέγεται για τα δημόσια εισοδήματα, φόρων πρόσοδος,
σε Ηρόδ.· χρημάτων πρόσοδος, σε Θουκ.· συνήθως στον πληθ.,
εισπράξεις, εισοδήματα, Λατ. reditus, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
προσ-όζω, Δωρ. ποτι-όσδω, αμτβ., μυρίζω, βγάζω μυρωδιά, είμαι
γεμάτος μυρωδιές, μυρωδάτος, με γεν., σε Θεόκρ.
πρόσ-οιδα, παρακ. χωρίς ενεστ. (βλ. *εἴδω Β), γνωρίζω επιπλέον·
προσειδέναι χάριν, οφείλω επιπλέον χάρη, σε Αριστοφ., Πλάτ.
προσ-οικειόω, μέλ. -ώσω, απονέμω κάτι σε κάποιον ως δικό του, τί τινι,
σε Στράβ.· προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ, συσχέτιζε τον εαυτό
του με τον Ηρακλή, σε Πλούτ.
προσ-οικέω, μέλ. -ήσω, 1. κατοικώ πλησίον ή κοντά, τινί, σε Ξεν.· απόλ.,
οἱ προσοικοῦντες, γειτονικές φυλές, γειτονικοί λαοί, σε Ισοκρ. 2. με αιτ.,
κατοικώ εντός ή κοντά, Ἐπίδαμνον, σε Θουκ.
προσ-οικοδομέω, μέλ. -ήσω, χτίζω, οικοδομώ επιπλέον, προσοικοδομέω
(τεῖχος), χτίζω άλλο τείχος, σε Θουκ.· τῷ μὲν ἐν τῇ ἀγορᾷ (βωμῷ)
προσοικοδομήσας μεῖζον μῆκος, έχω χτίσει πρόσθετο μήκος στον βωμό
της αγοράς, δηλ. έχω αυξήσει το μήκος του, στον ίδ.
πρόσ-οικος, -ον, αυτός που κατοικεί κοντά σε, αυτός που συνορεύει,
γειτονικός, σε Ηρόδ., Θουκ.· οἱ πρόσοικοι, οι γείτονες, σε Θουκ.
προσ-οιστέος, -α, -ον, ρημ. επίθ. του προσφέρω· I. αυτός που πρόκειται
να προστεθεί σε, τινί, σε Ευρ. II. 1. προσοιστέον, αυτό που πρέπει κάποιος
να προσθέσει, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. αυτό που πρέπει κάποιος να βάλει σε
τάξη, να διευθύνει, να χειριστεί, γυμνάσια, σε Αριστ.
προσ-οίχομαι, αποθ., προσέρχομαι, πλησιάζω σ' ένα μέρος, σε Πίνδ.
προσ-οκέλλω, 1. ρίχνω ένα πλοίο στην ξηρά, σε Λουκ. 2. απόλ., λέγεται
για πλοίο, πέφτω έξω, στον ίδ.
προσ-ολοφύρομαι[ῡ], αποθ., κλαίγομαι σε κάποιον, λέω τα παράπονά
μου σε κάποιον, τινί, σε Θουκ.· πρ. ἀλλήλοις, θρηνούσαν ο ένας στον
άλλο, σε Πλούτ.
προσ-ομαρτέω, μέλ. -ήσω, βαδίζω κατά μήκος μαζί με, τινί, σε Θέογν.
κ.λπ.
545

προσ-ομῑλέω, μέλ. -ήσω, I. συνοδεύω με, κατοικώ με, συνδιαλέγομαι,


συνομιλώ, τινί, σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ.· πρός τινα, σε Ξεν.· τὰ ἴδια
προσομιλοῦντες, κατευθύνοντας την προσωπική μας επικοινωνία, σε
Θουκ. II. διαμένω, συχνάζω, ποτὶ πέτρῃ, σε Θέογν. III. είμαι γνώστης,
έμπειρος, πείρᾳ, σε Σοφ.· τῷ πολέμῳ, σε Θουκ.
προσ-όμνῡμι, μέλ. -ομοῦμαι, παίρνω επιπρόσθετο όρκο, σε Ξεν.
προσόμοιος, -ον και -α, -ον, πολύ όμοιος με κάποιον, τινι, σε Ευρ.,
Αριστοφ.
προσ-ομοιόω, μέλ. -ώσω, γίνομαι όμοιος, μοιάζω, τὴν σύνεσιν ἀνθρώπῳ,
τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι, σε Δημ.
προσοχή, ἡ (προσέχω), προσοχή, σε Λουκ.
προσ-όψιος, -ον όπως το ἐπ-όψιος, ολοφάνερος, σε Σοφ.
πρόσ-οψις, ἡ, I. εμφάνιση, εξωτερική όψη, παρουσιαστικό, σε Πίνδ.·
περίφραστ., σὴ πρόσοψις, η παρουσία σου, εσύ, σε Σοφ. II. βλέμμα,
κοίταγμα, όψη, όραση, θέα, σε Ευρ., Θουκ.
προσ-παίζω, μέλ. -παίξομαι, αόρ. αʹ -έπαισα και -έπαιξα· I. 1. παίζω ή
διασκεδάζω με, τινί, σε Ξεν., Πλάτ. 2. απόλ., παίζω, αστειεύομαι, σε
Πλάτ. II. 1. με αιτ., προσπαίζω θεούς, τραγουδώ, άδω προς τιμήν των
θεών, ὕμνον πρ. τὸν Ἔρωτα, ψάλλω ύμνο προς τιμή του Έρωτα, στον ίδ.
2. αστειεύομαι, πειράζω, ειρωνεύομαι, στον ίδ.
πρόσ-παιος, -ον (παίω), αυτός που έπεσε πάνω, απ' όπου, ξαφνικός,
πρόσφατος, σε Αισχύλ.· ἐκ προσπαίου, ξαφνικά, απροσδόκητα, σε Αριστ.
προσ-πᾰλαίω, μέλ. -σω, παλεύω ή αγωνίζομαι εναντίον κάποιου, τινί, σε
Πίνδ., Πλάτ.
Προσπαλτόθεν, επίρρ., από τα Πρόσπαλτα, σε Δημ.
προσ-παραγράφω, μέλ. —ψω, γράφω επιπλέον, προσθέτω, σε Πλάτ.,
Δημ.
προσ-παρακαλέω, μέλ. -έσω, 1. προκαλώ επιπλέον, προσκαλώ, σε
Θουκ. 2. προτρέπω επιπλέον, παραγγέλω, τινὰ εἶναι ἑτοῖμον, σε Πολύβ.
προσ-παραμένω, μέλ. -μενῶ, παραμένω επιπλέον, μένω ακόμη
περισσότερο, σε Αίσωπ.
προσ-παρασκευάζω, μέλ. -σω, παρασκευάζω, ετοιμάζω επιπλέον,
ἑτέραν δύναμιν, σε Δημ. — Μέσ., παρασκευάζω κι άλλο για τον εαυτό
μου, στον ίδ.
προσ-παρατίθημι, τοποθετώ μπροστά από κάποιον επιπλέον, παραθέτω
ενώπιον κάποιου επιπλέον, σε Πολύβ.
προσ-παρέχω, μέλ. -έξω, παρέχω ή προμηθεύω επιπλέον, τί τινι, σε
Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ.
προσ-παροξύνω, μέλ. -ῠνῶ, προκαλώ, ερεθίζω επιπλέον, σε Στράβ.
προσ-παρτός, -όν (πείρω), καρφωμένος (στον βράχο), σε Αισχύλ.
546

προσ-πᾰσσαλεύω, Αττ. προσ-παττ-, μέλ. -σω, I. καρφώνω σταθερά σ'


ένα σημείο, τινά τινι, σε Αισχύλ.· πρός τι, σε Αριστοφ.· αντιστρόφως,
σανίδα προσπασσαλεύσαντες (ενν. αὐτῷ), σε Ηρόδ. II. καρφώνω ή κρεμώ
πάνω σε πάσσαλο, τὸν τρίποδα, στον ίδ.
προσ-πάσχω, I. έχω κάποιο πρόσθετο ή ιδιαίτερο ψυχικό πάθος,
αίσθημα, σε Πλάτ.· τινί, για κάτι, σε Λουκ. κ.λπ. II. νιώθω παράφορη
αγάπη, σε Ισοκρ.
πρόσ-πεινος, -ον (πεῖνα), πεινασμένος, πειναλέος, σε Κ.Δ.
προσ-πελάζω, μέλ. -άσω [ᾰ]· I. κάνω κάτι να πλησιάσει, φέρνω κάτι
κοντά σε κάτι άλλο, νέα ἄκρῃ προσπελάσας, έχει οδηγήσει το πλοίο
αντίθετα από το ακρωτήρι, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., πλησιάζω, με γεν.,
Πανὸς προσπελασθεῖσα, συνευρέθη με τον Πάνα, σε Σοφ. II. αμτβ.,
προσεγγίζω, πλησιάζω, τινί, σε Πλάτ.
προσ-πέμπω, μέλ. -ψω, στέλνω, ιδίως λέγεται για αγγελιαφόρους ή
πρέσβεις, σε Αριστοφ., Θουκ.· προσπέμπω τινά τινι, στέλνω ή οδηγώ ένα
πρόσωπο προς ένα άλλο, σε Σοφ., Θουκ.· απλώς, προσπέμπω τινί, στέλνω
σε κάποιον (ενν. ἄγγελον), σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης, προσπέμπω λόγους ἔς
τινας, στον ίδ.· απόλ., σε Ηρόδ., Θουκ.
προσ-πλώω, Ιων. αντί προσπλέω.
προσ-πνέω, Επικ. -πνείω· μέλ. -πνεύσομαι, I. πνέω εναντίον, εμπνέω, σε
Θεόκρ. II. απρόσ. με γεν., προσπνεῖ μοι κρεῶν, μου έρχεται μυρωδιά
κρέατος, σε Αριστοφ.
προσ-ποιέω, μέλ. -ήσω, I. παραχωρώ σε, Λατ. tradere alicui in manus,
προσποιέω τινὶ τὴν Κέρκυραν, σε Θουκ.· προσποιέω Λέσβον τῇ πόλει, σε
Ξεν. II. 1. Μέσ., με Μέσ. και Παθ. αόρ., προσάπτω, προσθέτω στον εαυτό
μου, αποκτώ, κερδίζω, τινά, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τὸν δῆμον, σε
Αριστοφ.· με την προσθήκη δεύτερης αιτ., φίλους προσποιέω
τοὺςΛακεδαιμονίους, ως φίλους, σε Ηρόδ.· ὑπηκόους προσποιέω τὰς
πόλεις, σε Θουκ. 2. παίρνω κάτι που δεν ανήκει σε μένα, ιδιοποιούμαι,
προβάλλω διεκδικήσεις, τὴντῶν γεφυρῶν διάλυσιν, στον ίδ. 3.
προσποιούμαι, υποκρίνομαι, παριστάνω, προφασίζομαι, ὀργήν, σε Ηρόδ.·
προσποιέω ἔχθραν, τη χρησιμοποιώ ως πρόσχημα, προφασίζομαι, σε
Θουκ. 4. με απαρ., προσποιούμαι ότι κάνω ή είμαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.·
προσποιέω μὲν εἰδέναι, εἰδότες δὲ οὐδέν, σε Πλάτ.· με απαρ. μέλ., κάνω
ότι τάχα, σε Ξεν. 5. με αρνητικό, Λατ. dissimulare, δεῖ δέ, εἰ καὶ ἠδίκησαν,
μὴ προσποιεῖσθαι, να προσποιηθούν ότι δεν ήταν έτσι, ότι δεν αδίκησαν,
σε Θουκ.
προσποίημα, -ατος, τό, προσποίηση, πρόφαση, αξίωση, σε Αριστ.
547

προσποίησις, ἡ, 1. προσάρτηση πράγματος, πρόσκτηση, σε Θουκ. 2.


πρόφαση ή αξίωση για κάτι, με γεν., στον ίδ. 3. απόλ., προσποίηση,
υποκρισία, σε Αριστ.
προσποιητικός, -ή, -όν, προσποιούμενος κάτι, τινός, σε Αριστ.
προσποιητός, -όν και -ή, -όν, ψεύτικος, προσποιητός, υποκριτικός, σε
Δημ.· επίρρ. -τῶς ή -τως, αντίθ. προς τῷ ὄντι, σε Πλάτ.· επίσης
προσποιητά, ως επίρρ., σε Βάβρ.
προσ-πολεμέω, μέλ. -ήσω, διεξάγω πόλεμο εναντίον κάποιου, βρίσκομαι
σε πόλεμο με κάποιον άλλο, σε Θουκ., Ξεν.
προσ-πολεμόομαι, Μέσ., κάνω κάποιον εχθρό μου ή πηγαίνω σε πόλεμο
με κάποιον άλλο ακόμα, τινά, σε Θουκ.
προσπολέω, μέλ. -ήσω (πρόσπολος)· I. υπηρετώ, φροντίζω, τινί, σε Ευρ.
II. Παθ., συνοδεύομαι από μεγάλη ακολουθία υπηρετών, σε Σοφ.
πρόσ-πολος, ὁ (πολέω),· 1. υπηρέτης, σε Σοφ., Ευρ.· ο εν υπηρεσία
ιερέας, σε Τραγ.· πρόσπολος φόνου, ο υπηρέτης φόνου, σε Αισχύλ. 2.
θηλ., υπηρέτρια, σε Σοφ.
προσ-πορίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, προμηθεύω ή εφοδιάζω επιπλέον, σε Ξεν.,
Δημ.
προσ-πορπᾱτός, -ή, -όν (πορπάω), στερεωμένος με πόρπη,
καρφιτσωμένος, σε Αισχύλ.
πρόσπταισμα, -ατος, τό, εμπόδιο ενάντια σε ένα πράγμα, πρόσκομμα,
κώλυμα, σε Αριστ.
προσ-πταίω, μέλ. -σω, I. προσκρούω σε κάποιο πράγμα, σκοντάφτω,
στραμπουλίζω, τὸ γόνυ, σε Ηρόδ.· προσπταίω τὸν πόδα, σκοντάφτω
εμπρός, σκουντουφλώ, σε Πλούτ.· απόλ., παραπατώ, κουτσαίνω, σε
Αριστοφ., Ξεν.· με δοτ., προσκρούω, χτυπώ πάνω σε, τινί, σε Δημ.·
λέγεται για πλοία, συντρίβομαι, καταστρέφομαι, προσαράζω, σε Ηρόδ.
II. μεταφ., αποτυγχάνω, ιδίως στον πόλεμο, νικιέμαι, στον ίδ. III.
προσπταίω τινί, προσβάλλω, συγκρούομαι, σε Πλούτ.
προσπτῆναι, απαρ. του προσ-έπτην, αόρ. βʹ του προσπέτομαι.
προσ-πτήσσω, μέλ. -ξω, σκύβω ή ζαρώνω προς τα κάπου, ἀκταὶ λιμένος
ποτιπεπτηυῖαι (Επικ. μτχ. παρακ. αντί προσπεπτηκυῖαι), ακρωτήρια
κλίνουν προς το λιμάνι, δηλ. το περιβάλλουν, σε Ομήρ. Οδ.
προσπτῆται, γʹ ενικ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του προσπέτομαι,
548

πρόσ-πτυγμα, τό, αντικείμενο του εναγκαλισμού, αγκάλιασμα, σε Ευρ.


προσ-πτύσσω,
Α. μέλ. -ξω, εναγκαλίζομαι, σε Ευρ. Β. I. κυρίως ως αποθ., προσ-
πτύσσομαι, Δωρ. ποτι-πτ-· μέλ. -πτύξομαι, παρακ. προσ-έπτυγμαι · λέγεται
για ένδυμα, διπλώνομαι, πτυχώνομαι γύρω από, αγκαλιάζω,
προσπτύσσετο πλευραῖσιν χιτών, σε Σοφ. II. λέγεται για πρόσωπα: 1.
αγκαλιάζω τον κόρφο κάποιου, σφιχταγκαλιάζω, περιπτύσσομαι, σε
Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· στόμα γε σὸν προσπτύξομαι, θα το πιέσω στα χείλη
μου, σε Ευρ. — Παθ. με δοτ., συμπτύσσομαι κοντά σε, σε Σοφ. 2. μεταφ.,
ασπάζομαι, χαιρετώ ένθερμα, καλωσορίζω, σε Ομήρ. Οδ.· με διπλή αιτ.,
προσπτύσσω τινά τι, απευθύνω φιλικό χαιρετισμό σε κάποιον, στο ίδ.·
προσπτύσσεσθαι μύθῳ, ικετεύω ένθερμα, ζητώ επίμονα, στο ίδ.·
θεῶνδαῖτας προσπτύσσεσθαι, καλωσορίζω, χαιρετίζω τις γιορτές των
θεών, σε Πίνδ.
προσ-στρατοπεδεύω, μέλ. -σω, στρατοπεδεύω κοντά, τόπῳ, σε Πολύβ.
προσ-σῡκοφαντέω, μέλ. -ήσω, συκοφαντώ επιπλέον, σε Δημ.
προσ-συμβάλλομαι, Μέσ., συνεισφέρω επιπλέον ή συγχρόνως,
προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς, συνέβαλε, συνετέλεσε στην προθυμία τους,
σε Θουκ.
προσ-συνοικέω, μέλ. -ήσω, εγκαθίσταμαι μαζί με άλλους σ' έναν τόπο,
ενώνομαι με άλλους σε συνοικισμό, με δοτ. προσ., σε Θουκ.
προσ-σφάζω ή -ττω, σφάζω επάνω σε, με δοτ., σε Πλούτ.
πρόσσω, ποιητ. αντί πρόσω.
προσ-σωρεύω, μέλ. -σω, συσσωρεύω, συγκεντρώνω επιπλέον, σε Λουκ.
πρόσταγμα, -ατος, τό (προστάσσω), προσταγή, διαταγή, σε Πλάτ. κ.λπ.·
ἐκ προστάγματος, σε Δημ.
προ-στᾰθείς, I. μτχ. Παθ. αορ. αʹ του προΐστημι, II.προσ-τᾰθείς του
προστήκω.
προσ-τακτεόν, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να προστάξει, σε
Πλάτ.
προσ-τακτικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις προσταγές,
επιτακτικός, προστακτικός, σε Πλούτ.
προσ-τακτός, -ή, -όν, προσταγμένος, τακτικός, σε Ψήφ. παρά Δημ.
προσ-τᾰλαιπωρέω, μέλ. -ήσω, επιμένω ή εμμένω ακόμα περισσότερο σ'
ένα πράγμα, με δοτ., σε Θουκ.
πρόσταξις, ἡ (προστάσσω), I. τακτοποίηση, διάταξη, διαταγή, σε Πλάτ.
II. υπολογισμός, σε Θουκ.
προ-στᾰσία, Ιων. -ίη, ἡ (προστῆναι)· I. στήσιμο μπροστά, πρόστηση,
εξουσία, τοῦ δήμου, τοῦ πλήθους, σε Θουκ.· απόλ., προεδρία, αξίωμα,
στον ίδ. II. 1. προστασία, υπεράσπιση· και με αρνητική σημασία,
549

φατριασμός, σε Δημ. 2. = Ρωμ. patronatus, σε Πλούτ. III. τόπος μπροστά


από ένα οικοδόμημα, αυλή, προαύλιο, σε Αισχίν.
πρό-στᾰσις, ἡ (προστῆναι), εξωτερική μεγαλοπρέπεια, πομπώδης
επίδειξη, σε Πλάτ.
προσ-τάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. με αιτ. προσ., 1. τοποθετώ ή
παρατάσσω σε ένα μέρος, χωρεῖτε οἷ προστάσσομεν (ενν. ὑμᾶς), σε Ευρ.
— Παθ., προστ. πύλαις, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. τοποθετώ κοντά σε κάποιον,
συνάπτω, προσαρτώ, σε Ηρόδ.· προστάσσει τινάς τινι, τους υποβάλλει
στις διαταγές του, σε Θουκ. — Παθ., Ἰνδοὶ προσετετάχατο Φαρναζάθρῃ,
σε Ηρόδ. 3. αντιστρόφως, προστάσσω ἄρχοντα, διορίζω ως άρχοντα
άλλων, ως κυβερνήτη, στον ίδ. II. 1. με αιτ. πράγμ., δίνω διαταγή, ορίζω,
διατάσσω, ἔργον, πόνον προστάσσω τινί, στον ίδ. κ.λπ. — Παθ., τοῖσι δὲ
ἵππος προσετέτακτο, σε αυτούς είχε δοθεί διαταγή (είχε ορισθεί) να
προσφέρουν ιππικό, στον ίδ.· τὰ προσταχθέντα, οι διαταγές που έχουν
δοθεί, στον ίδ.· τὸπροστεταγμένον, στον ίδ.· τὰ προσταχθησόμενα, οι
διαταγές που θα δοθούν, σε Ξεν.· απόλ., προσταχθέν μοι, η διαταγή που
έχει δοθεί σε μένα, σε Δημ. 2. με δοτ. προσ. και απαρ., διατάζω,
προστάζω κάποιον να κάνει κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ. απρόσ.,
προσετέτακτό τινι πρήσσειν, στον ίδ. 3. με αιτ. και απαρ., σε Ευρ. — Παθ.,
διατάζομαι να κάνω, σε Ηρόδ.· απόλ., λαμβάνω διαταγές, σε Θουκ.
προστᾰτεία, ἡ (προστάτης), = προστασία II, σε Ξεν.
προστᾰτεύω, = προστατέω· I. είμαι προστάτης ή κυβερνήτης, με γεν., σε
Ξεν.· απόλ., ασκώ εξουσία, στον ίδ. II. προστατεύω ὅπως...,
υπερασπίζομαι ή προσέχω, είμαι φύλακας, προασπιστής, στον ίδ.
προστᾰτέω, μέλ. -ήσω (προστάτης)· I. προΐσταμαι, είμαι κυβερνήτης,
ασκώ εξουσία, χθονὸς δώματων, σε Ευρ.· προστατέω τοῦ ἀγῶνος, είμαι
επιμελητής του αγώνα, σε Ξεν.· απόλ., ὁπροστατῶν, αυτός που ενεργεί
ως αρχηγός, στον ίδ. II. στέκομαι μπροστά ως υπερασπιστής, είμαι
φύλακας ή προστάτης σε, πυλῶν, σε Αισχύλ.· Ἀργείων, σε Ευρ. III. ὁ
προστατῶν χρόνος, ο πλησιέστατος χρόνος, σε Σοφ.
προσ-τρᾰγῳδέω, μεγαλοποιώ με τραγικό τρόπο, σε Στράβ.
προσ-τρέπω, μέλ. -ψω, 1. στρέφομαι προς τον θεό, πλησιάζω με
προσευχή, ικετεύω, σε Σοφ.· με αιτ. προσ. και απαρ., ικετεύω, παρακαλώ
κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ.· με αιτ. πράγμ. και απαρ., προσεύχομαι
να, σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ. 2. πλησιάζω, προσεγγίζω
(όπως ένας εχθρός), σε Πίνδ.
προσ-τρέφω, μέλ. -θρέψω, ανατρέφω εντός — Παθ., αόρ. αʹ
προσεθρέφθην, σε Αισχύλ.
προσ-τρέχω, μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον· 1. τρέχω σε ή προς,
έρχομαι, προσέρχομαι, πρός τινα, σε Πλάτ.· τινί, σε Αριστοφ.· απόλ.,
προστρέχω, ανατρέχω, σε Ξεν. κ.λπ. 2. με εχθρική σημασία, εφορμώ
εναντίον, κάνω εξόρμηση, πρός τινα, στον ίδ.
550

προσ-τρίβω[ῑ], μέλ. -ψω, 1. τρίβω σε κάτι — Παθ., προστετριμμένος τισί,


εξαντλημένος από τη συναναστροφή με τους άλλους, σε Αισχύλ. — Μέσ.
κυρίως με αρνητική σημασία, ενεργώ ώστε να επιβληθεί κάτι, πληγάς τινι,
σε Αριστοφ. — Παθ., επιβάλλομαι σε, τινί, σε Αισχύλ. 2. με θετική
σημασία, πλούτου δόξαν προστρίβεσθαί τινι, συνδέω κάποιον με τη δόξα
του πλούτου, σε Δημ.
πρόστριμμα, -ατος, τό, αυτό που τρίβεται πάνω, που προσάπτεται σε
κάτι· μεταφ., στίγμα, όνειδος, σε Αισχύλ.
προσ-τρόπαιος, Δωρ. ποτι-τρόπαιος, -ον (προστροπή), I. αυτός που
γυρίζει, στρέφει τον εαυτό του προς τα κάπου, απ' όπου: 1. αυτός που
(έχοντας προκαλέσει μίασμα από αμάρτημα ή φόνο) στρέφεται στο θεό
για εξαγνισμό, ικέτης, σε Σοφ. κ.λπ.· ως επίθ., ικετευτικός, προστρόπαιοι
λιταί, στον ίδ. 2. γι' αυτόν που δεν έχει εξαγνιστεί ακόμα, μιασμένος
άνθρωπος, μιαρός, Λατ. homo piacularis, σε Αισχύλ., Ευρ. 3. λέγεται για
το μίασμα ή για το άγος στο οποίο ενέχεται κανείς, προστρόπαιον αἷμα,
ενοχή για φόνο, σε Ευρ. II. 1. ικέτης που ζητά εκδίκηση, σε Αισχύλ. 2.
Παθ., αυτός στον οποίο το δολοφονημένο πρόσωπο στρέφεται ζητώντας
εκδίκηση, δηλ. τιμωρός, εκδικητής, σε Αισχίν. κ.λπ.
προστροπή, ἡ (προστρέπω), 1. τροπή κάποιου προς τον θεό για
εξιλέωση ή εξαγνισμό, ικεσία ενός μιαρού ανθρώπου, σε Αισχύλ.·
οποιαδήποτε δέηση στον θεό, προσευχή, στον ίδ., Ευρ.· προστροπὴν θεᾶς,
υποχρέωση προσευχής στους θεούς, το λατρευτικό καθήκον του ιερέα,
σε Ευρ.· πόλεως προστροπήν, αίτηση προς την πόλη, σε Σοφ. 2.
προστροπὴ γυναικῶν, χορός ικέτιδων, σε Αισχύλ.
πρόστροπος, -ον (προστρέπω), όπως το προστρόπαιος, ικέτης, τινος, σε
Σοφ.· απόλ., στον ίδ.
προσ-τυγχάνω, μέλ. -τεύξομαι, αποκτώ μερίδιο από κάτι, με γεν., σε
Σοφ.· με δοτ., πετυχαίνω, συναντώ τυχαία, βρίσκω στην τύχη, σε Πλάτ.·
ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών, ο πρώτος άνθρωπος που συναντά κάποιος,
ο πρώτος που παρουσιάζεται, ο πρώτος τυχών, στον ίδ.· τὰ προστυχόντα
ξένια, τροφή που προσφέρεται σε κάποιον επισκέπτη, σε Ευρ.
προ-στῷον, τό (στοά), πρόναος, σε Πλάτ.
προσ-υβρίζω, μέλ. -σω, κακομεταχειρίζομαι παραπάνω, προσβάλλω, σε
Δημ.
προ-συγγίγνομαι, αρχ. Αττ. προ-ξυγγ-, αποθ., συνομιλώ με κάποιον
προηγούμενα, τινι, σε Θουκ.
προ-συμμίσγω, αναμιγνύω από πριν, τὸ ὕδωρ ἐς τὠυτό, σε Ηρόδ.
προ-συνοικέω, συζώ με κάποιον από πριν, τινί, σε Ηρόδ.
προσ-υπάρχω, μέλ. -ξω, υπάρχω επιπλέον, οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν
ἐμοί, και επιπλέον ούτε να ταφώ μπορούσα, σε Δημ.
προσ-υπέχω (ενν. λόγον), είμαι υπόλογος επίσης για, τῆς τύχης, σε Δημ.
προσ-φάγιον, τό (φαγεῖν), οτιδήποτε τρώγεται μαζί με άλλο φαγητό·
γενικά, φαγητό, έδεσμα, σε Κ.Δ.
551

πρόσφαγμα, τό, I. θύμα που θυσιάζεται για τους άλλους, σε Ευρ.·


λέγεται για το αίμα του θύματος, στον ίδ. II. θυσία, σφαγή, σε Αισχύλ.,
Ευρ.
προ-σφάζω, μεταγεν. Αττ. σφάττω, μέλ. -ξω, θυσιάζω εκ των προτέρων,
τινι, σε Ευρ.
προσφορέω, φέρνω προς, εισάγω, προσάγω, σε Ηρόδ., Ξεν.
προσφόρημα, -ατος, τό, τα χρειώδη, τροφή, τρόφιμα, σε Ευρ.
πρόσ-φορος, Δωρ. ποτί-, -ον (προσφέρω),· 1. χρήσιμος, ωφέλιμος,
επωφελής, σε Ηρόδ., Σοφ.· απόλ., ἔχοντας τὰ πρόσφορα, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. κατάλληλος, αρμόζων, άξιος, σε Πίνδ.· με δοτ., στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.·
με απαρ., οὐ πρόσφορον μολεῖν, δεν είναι πρέπον ή ταιριαστό να πάω, σε
Αισχύλ. 3. πρόσφορον, τό, αυτό που είναι ταιριαστό ή κατάλληλο, σε
Αριστοφ.· πρόσφορα, τά, οι κατάλληλες περιποιήσεις, σε Αισχύλ.· τὰ
πρόσφορα, όλα τα πρέποντα ή τα οφειλόμενα πράγματα (για τους
νεκρούς), σε Ευρ.· τὰ πρόσφορα, ως επίρρ., καταλλήλως, στον ίδ.
προσφυής, -ές (προσφύω),· 1. αυτός που φυτρώνει, που αναπτύσσεται
επάνω σε ή προερχόμενος από, προσκολλημένος σε, ἔκ τινος, σε Ομήρ.
Οδ. 2. προσφυής τινι, προσκολλημένος ή αφοσιωμένος σε, σε Πλάτ.·
επίρρ. -ῶς, Ιων. -έως, προσφυέως λέγειν, μιλώ καταλλήλως, σε Ηρόδ.
προσ-φύω, μέλ. -φύσω [ῡ], αόρ. αʹ -έφῡσα· I. κάνω κάτι να φυτρώσει·
μεταφ., κάνω κάτι σίγουρο, επιβεβαιώνω, σε Αισχύλ., Αριστοφ. II. Παθ.
ή Μέσ., μέλ. -φύσομαι, Ενεργ. με αόρ. βʹ ἔφυν, παρακ. -πέφῡκα·
φυτρώνω, αναπτύσσομαι σε ή επάνω σε, με δοτ., σε Ευρ.· μεταφ.,
προσκολλώμαι, τῷ προσφυὲς ἐχόμην, σε Ομήρ. Οδ.· και απόλ., προσφῦσα,
σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ψάρια, τὠγκίστρῳ ποτεφύετο, σε Θεόκρ.
προσ-φωνέω, μέλ. -ήσω, I. 1. καλώ ή μιλώ σε, προσφωνώ, φωνάζω σε,
απευθύνομαι σε, τινά, σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., σε Ομήρ. Οδ.· τοῖσιν
προσεφώνεε, τους προσφώνησε με αυτές τις λέξεις, στο ίδ.· (αλλά με δοτ.
προσ., σε Κ.Δ.)· με διπλή αιτ., απευθύνω λόγους σε κάποιον, σε Ομήρ.
Ιλ., Ευρ. 2. καλώ με το όνομα του, σε Ευρ. II. με αιτ. πράγμ., προφέρω,
λέγω, σε Σοφ.
προσ-φωνήεις, -εσσα, -εν, αυτός που προσφωνεί, ικανός να
προσφωνήσει, σε Ομήρ. Οδ., στον Δωρ. τύπο ποτι-φωνήεις.
προσ-φώνημα, -ατος, τό, αυτό που απευθύνεται προς κάποιον άλλον,
προσφώνηση, σε Σοφ., Ευρ.
προσφώνησις, ἡ, προσφώνηση, αφιέρωση, σε Πλούτ.
552

προσ-χαίρω, χαίρομαι με, τινί, σε Πλούτ.


προσ-χᾰρίζομαι, αποθ., κάνω για χάρη κάποιου, τινί, σε Ξεν.· τινί τι,
δωρίζω επιπλέον, σε Στράβ.
προσ-χάσκω, αόρ. βʹ -έχᾰνον, παρακ. με ενεστ. σημασία προσκέχηνα·
χάσκω ή κοιτάζω με ανοιχτό το στόμα κάποιον, μὴ χαμαιπετὲς βοάμα
προσχάνῃς ἐμοί, μην προσπέσεις μπροστά μου με μεγάλες κραυγές, σε
Αισχύλ.
προσχεθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του προέχω (βλ. σχέθω), κρατώ κάτι μπροστά
για προστασία, — Μέσ., αποκρούω από εμένα, σε Θεόκρ.
προσ-χέω, μέλ. -χεῶ, στάζω σε ή επάνω, σε Λουκ.
πρόσχημα, -ατος, τό (προ-έχω), αυτό που κρατιέται μπροστά για
προφύλαξη, απ' όπου: I. παραπέτασμα, προκάλυμμα, σε Θουκ.·
πρόφαση, προσποίηση, πρόσχημα, φαινομενική αιτία, σε Σοφ.· ομοίως,
πρόσχημα τοῦ λόγου, σε Ηρόδ.· πρόσχημα ποιεῖσθαι ὡς ἐπ' Ἀθήνας
ἐλαύνει, χρησιμοποιώ πρόσχημα ή τέχνασμα για να προχωρήσω εναντίον
της Αθήνας, στον ίδ.· με απαρ., πρόσχημα ποιούμενοι μὴ προδώσειν,
προφασιζόμενοι ότι δεν θα προδώσουν, σε Θουκ.· επίσης, πρόσχημα
ποιεῖσθαί τι, τοποθετώ μπροστά παραπέτασμα ή προσωπείο, σε Πλάτ.·
πρόσχημα, ως αιτ. απόλ., κατά πρόφαση, ψευδώς, σε Ηρόδ. II. κόσμημα,
στολίδι, όπως η Μίλητος ονομάζεται πρόσχημα τῆς Ἰωνίης, το κύριο
στολίδι της Ιωνίας, στον ίδ.· και οι Πυθικοί αγώνες, τὸκλεινὸν Ἑλλάδος
πρόσχημα ἀγῶνος, σε Σοφ.· πρόσχημα τῆς τραγῳδίας, επίδειξη της
τραγωδίας, σε Αριστοφ.
πρό-σχισμα, -ατος, τό, παπούτσι που έχει άνοιγμα μπροστά, σε Αριστ.
προσχόω, αρχ. ενεστ. του προσχώννυμι.
προσ-χρῄζω, μέλ. -ῄσω, Ιων. -χρηΐζω, μέλ. -ηΐσω· χρειάζομαι επιπλέον,
με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ.· με γεν. προσ. και απαρ., προσχρηΐζω ὑμέων
πείθεσθαι, απαιτώ να υπακούετε, σε Ηρόδ.· με απαρ. μόνο, τίπροσχρῄζων
μαθεῖν; σε Σοφ.· πᾶν ὅπερ προσχρῄζετε (ενν. πυθέσθαι), σε Αισχύλ.
προσ-χρίμπτω, Δωρ. ποτι-, μέλ. -ψω, έρχομαι κοντά, αγγίζω, πλησιάζω,
σε Αισχύλ.
πρόσχῠσις, ἡ (προσχέω), ράντισμα, ψέκασμα, σε Κ.Δ.
πρόσ-ωπον, τό, πληθ. πρόσωπα, Επικ. προσώπατα, δοτ. προσώπασι
(ὤψ)· I. πρόσωπο, όψη, παρουσιαστικό, κυρίως στον πληθ., ακόμη και
για έναν μόνο άνθρωπο, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· βλέπειν τινὰ εἰς πρόσωπον,
553

σε Ευρ.· ἐς πρόσωπόν τινος ἀφικέσθαι, έρχομαι ενώπιον του, στον ίδ.·


κατὰ πρόσωπον, μπροστά, με το πρόσωπο στραμμένο ενώπιον,
αυτοπροσώπως, σε Θουκ. κ.λπ.· ἡ κατὰ πρόσωπον ἔντευξις, πρόσωπο με
πρόσωπο, «τετ-α-τετ», σε Πλούτ.· επίσης, πρὸς τὸ πρόσωπον, σε Ξεν.·
λαμβάνειν πρόσωπόν τινος = προσωποληπτεῖν τινα, σε Κ.Δ.· μεταφ.,
ἀρχομένου πρόσωπον ἔργου, σε Πίνδ. II. εμφάνιση κάποιου, όψη,
φυσιογνωμία, Λατ. vultus instantis tyranni, σε Σοφ. III. 1. = προσωπεῖον,
προσωπίδα, μάσκα, σε Δημ., Αριστ. 2. εξωτερική εμφάνιση, ομορφιά, σε
Πίνδ. IV.πρόσωπο, άνθρωπος, σε Κ.Δ. κ.λπ.· προσώπῳ, σε προσωπική
παρουσία, στο ίδ.
προσωτέρω, Αττ. πορρωτέρω, συγκρ. του πρόσω· I. 1. περαιτέρω, πιο
πέρα, σε Ηρόδ.· με γεν., περαιτέρω από, στον ίδ.· πορρωτέρω τοῦ καιροῦ,
σε Ξεν.· επίσης με άρθρο, τὸ προσωτέρω, σε Ηρόδ. 2. μακριά από, τῶν
πυλῶν, σε Πλούτ. II. 1. υπερθ. προσωτάτω, Αττ. πορρωτάτω, πολύ
μακριά, σε Ξεν.· τὰ προσωτάτω, τα πιο απομακρυσμένα μέρη, σε Ηρόδ.·
επίσης, προσώτατα, στον ίδ.· ὡς προσωτάτω, όσο το δυνατόν πιο μακριά,
σε Σοφ. 2. με γεν., πολύ πιο πέρα από, σε Πλάτ.
προσ-ωφελέω, μέλ. -ήσω, βοηθώ ή επικουρώ επιπλέον, συνεισφέρω
βοήθεια, τινά, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης με δοτ., όπως ἐπωφελέω, σε Ηρόδ.,
Ευρ.
προσωφέλημα, τό, βοήθεια ή αρωγή σε κάτι, με γεν., σε Ευρ.
προσωφέλησις, ἡ, βοήθεια, αρωγή, όφελος, σε Σοφ.
προσωφελητέον, ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να βοηθήσει, σε Ξεν.
πρόταγμα, -ατος, τό (προτάσσω), προφυλακή, εμπροσθοφυλακή, σε
Πλούτ.
προταινί[ῐ], επίρρ. (πρό), μπροστά από, με γεν., σε Ευρ.
προτακτέον, ρημ. επίθ. του προτάσσω· 1. αυτό που πρέπει κάποιος να
τοποθετήσει μπροστά, σε Ξεν. 2. αυτό που πρέπει κάποιος να προτιμήσει,
τί τινος, σε Αισχίν.
πρότακτος, -ον, τοποθετημένος μπροστά, προτεταγμένος, οἱ πρότακτοι,
προφυλακή, εμπροσθοφυλακή, σε Πλούτ.
προ-τᾰμιεῖον, τό, δωμάτιο μπροστά από την αποθήκη, σε Ξεν.
προ-τᾰμιεύω, μέλ. -σω, αποταμιεύω εκ των προτέρων, σε Λουκ.
προτάμνω, Ιων. αντί προτέμνω.
προ-ταρβέω, μέλ. -ήσω, I. φοβάμαι εκ των προτέρων, σε Αισχύλ.· με
απαρ., σε Ευρ. II. ανησυχώ για κάποιον, τινός, σε Σοφ.
πρό-τᾰσις, ἡ (προτείνομαι), πρόταση, δήλωση, δεδομένο συλλογισμού
ή επιχειρήματος, σε Αριστ.
προ-τάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. τοποθετώ ή βάζω μπροστά,
προτάσσω σφῶν αὐτῶν Ἀστύμαχον, τον τοποθετώ πριν από τους άλλους,
ως ομιλητή, σε Θουκ. — Μέσ., προετάξατο τῆς φάλαγγος τοὺς ἱππέας,
τοποθέτησε τους ιππείς μπροστά από αυτή, σε Ξεν. — Παθ., στέκομαι
μπροστά από κάποιον έτσι ώστε να τον προστατεύω, να τον προασπιστώ,
554

σε Αισχύλ.· τὸ προταχθέν, οἱ προτεταγμένοι, οι μπροστινές σειρές,


προφυλακή, εμπροσθοφυλακή, σε Ξεν. II. γενικά, ορίζω ή καθορίζω εκ
των προτέρων, χρόνον, σε Σοφ.
προ-τέγιον, τό (τέγος), μπροστινό μέρος στέγης, γείσο, σε Πλούτ.
προ-τείνω, μέλ. -τενῶ, I. 1. τεντώνω, απλώνω προς τα εμπρός, σε Ξεν. 2.
εκθέτω σε κίνδυνο, σε Σοφ. 3. μεταφ., προβάλλω ως πρόφαση ή
δικαιολογία, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. II. 1. τεντώνω, απλώνω τα χέρια προς
τα εμπρός ως ικέτης, σε Ηρόδ. κ.λπ.· (ομοίως επίσης στη Μέσ., στον ίδ.)·
προτείνω τινὶ χεῖρα, σε Σοφ.· αμτβ., εκτείνομαι προς τα εμπρός ή μακριά,
εἰς τὸ πέλαγος, σε Πλάτ. 2. προτείνειν δεξιάν, την προσφέρω ως απόδειξη
πίστεως, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ., Πλάτ. 3. προβάλλω,
προτείνω, Λατ. ostentare, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε
Ηρόδ., Πλάτ. 4. προβάλλω ως ένσταση, σε Δημ.· ομοίως στη Μέσ., σε
Πλάτ. 5. στη Μέσ., μισθὸν προτείνεσθαι, απαιτώ ως αμοιβή, σε Ηρόδ.
προ-τέλειος, -ον (τέλος),· I. ο πριν τον καθαγιασμό· ως ουσ. προ-τέλεια
(ενν. ἱερά), τά, θυσία που προσφέρεται πριν από κάθε ενέργεια, προτέλεια
ναῶν, όπως θυσία που προσφέρεται υπέρ των πλοίων, σε Αισχύλ.·
προτέλεια παιδός, θυσία πριν από το γάμο, σε Ευρ. II. γενικά, αρχή, ἐν
προτελείοις κάμακος, κατά τους προημιτελικούς, προκαταρκτικούς
αγώνες, σε Αισχύλ.· ἐν βιότου προτελείῳ, στον ίδ.
προ-τελέω, μέλ. -έσω, I. πληρώνω ως φόρο αίματος ή φόρο υποτέλειας,
και γενικά πληρώνω ή δαπανώ εκ των προτέρων, προκαταβάλλω, τί τινι,
σε Ξεν. II. μυώ αρχικά, σε Λουκ.
προτι-όσσομαι, Επικ., αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., ποτέ στον κοινό
τύπο προσ-όσσομαι· I. προσβλέπω ή κοιτάζω προς τα πάνω, σε Ομήρ.
Οδ. II. λέγεται για το νου, βλέπω σταθερά, περιμένω, θάνατον, στο ίδ.· ἦ
σ' εὖ γιγνώσκων προτιόσσομαι, από αυτές τις δικές σου βαθιές γνώσεις
στις οποίες προσβλέπω τη μοίρα μου, σε Ομήρ. Ιλ.
προ-τίω, μέλ. -τίσω [ῐ], τιμώ περισσότερο, προτιμώ, σε Αισχύλ., Σοφ.
προ-τολμάομαι, αόρ. βʹ -ετολμήθην, Παθ., τολμώ πρώτα ή ρισκάρω, σε
Θουκ.
προτομή, ἡ (προτέμνω),· 1. το μπροστινό ή το ψηλότερο μέρος ενός
πράγματος, προτομή ή εικόνα, σε Ανθ. 2. μπροστινό μέρος πλοίου,
πλώρη, στον ίδ.
προτονίζω, ανοίγω τα πανιά, σε Ανθ.
πρότονοι, οἱ (προτείνω), I. μπροστινά καραβόσχοινα από την κορυφή
του ιστού χρήσιμα στη στήριξή του (αντίθ. προς το ἐπίτονοι, τα πίσω
σχοινιά), σε Όμηρ.· στον ενικ., σωτῆρα ναὸς πρότονον, σε Αισχύλ. II.
στον Ευρ., οι πρότονοι είναι τα σχοινιά με τα οποία σηκώνονταν τα ιστία.
555

προτοῦ, αντί πρὸ τοῦ, πριν από αυτό, προτού, πριν, προηγουμένως, σε
Ηρόδ., Αττ.· ὁ προτοῦ (ενν. χρόνος), σε Θουκ.
προτρεπτικός, -ή, -όν, παραινετικός ἡ προτρεπτικὴ σοφία, ρητορική
ικανότητα ή δεξιότητα, σε Πλάτ.· κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς
ἀρετήν, σε Αισχίν.· επίρρ. -κῶς, πειστικά, σε Λουκ.
προ-τρέπω, μέλ. —τρέψω, I. παρακινώ, παρορμώ — Μέσ., τρέπομαι σε
άτακτη φυγή (πρβλ. προτροπάδην), προτρέποντο μελαινάων ἐπὶ νηῶν, σε
Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον ήλιο, ὅτ' ἂν ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ' οὐρανόθεν
προτράπηται, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., ἀρχέϊ προτραπέσθαι, τρέπομαι σε
θλίψη, σε Ομήρ. Ιλ. II. προτρέπω, ωθώ, πείθω κάποιον να κάνει κάτι, σε
Ηρόδ., Αττ.· προτρ. τινὰ εἰς ή ἐπὶ φιλοσοφίαν, σε Πλάτ.· ομοίως στη Μέσ.,
με αιτ. προσ. και απαρ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· τὰ κατὰ τὸν Τέλλον
προετρέψατο ὁ Σόλων τὸν Κροῖσον, ο Σόλων διέγειρε την περιέργεια του
Κροίσου για τον Τέλλο, σε Ηρόδ.· προτρέψομαι, θα σε παρακινήσω ή θα
σε ενθαρρύνω, σε Σοφ. — Παθ., πείθομαι, παρακινούμαι, σε Ξεν.
προ-τρέχω, μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ προὔδραμον· I. τρέχω προς τα
εμπρός, σε Ξεν. II. τρέχω πριν από κάποιον, προπορεύομαι, ξεπερνώ,
τινός, στον ίδ.
πρό-τρῐτα, επίρρ. (τρίτος), πριν τρεις ημέρες ή για τρεις συνεχόμενες
μέρες, σε Θουκ.
προτροπάδην[ᾰ], Δωρ. -δαν, επίρρ. (προτρέπω), τρέχοντας και χωρίς να
γυρίζει να βλέπει πίσω, βιατικά, άρον άρον, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
προτροπή, ἡ (προτρέπω), προτροπή, παραίνεση, παρακίνηση, σε Αριστ.
προ-τυγχάνω, αόρ. βʹ -έτῠχον· συμβαίνω ή γίνομαι προτού, τὸ προτῠχόν,
το πρώτο πράγμα που τυχαίνει, σε Πίνδ.
προ-τῠπόω, μέλ. -ώσω, σχηματίζω εκ των προτέρων — Μέσ., σχηματίζω
για τον εαυτό μου, συλλαμβάνω, επινοώ, σε Λουκ.
προ-τύπτω, μέλ. -ψω, αμτβ., ορμώ προς τα εμπρός, Τρῶες δὲ προὔτυψαν,
σε Ομήρ. Ιλ.· ἀνὰ ῥῖνας προὔτυψε, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στην Παθ.,
προτυπέν, όρμησε (ενάντια στην Τροία), ή πιθανόν χτυπήθηκε πρόωρα,
σε Αισχύλ.
προὔβᾰλον, προὔβην, αμτβ. αντί προ-έβαλον, προέβην.
προὔγρᾰφον, αμτβ. αντί προ-έγραφον.
προὐδῐδάξατο, προὔδωκα, αμτβ. αντί προ-εδιδάξατο, προέδωκα.
556

προὔθετο, προὔθηκε, αμτβ. αντί προ-έθετο, προ-έθηκε.


προὔκᾰμον, αμτβ. αντί προ-έκαμον, αόρ. βʹ του προκάμνω.
προὔκειτο, προὐκινδύνευσε, αμτβ. του προέκειτο, προ-εκινδύνευσε.
προὐννέπω, βλ. προ-εννέπω.
προὐξένησε, προὐξεπίσταμαι, προὐξερευνάω και -ήτης,
προὐξεφίεμαι, συνηρ. αντί προ-εξ-.
προ-ϋπαρχή, ἡ, προηγούμενη υπηρεσία ή ευεργεσία, σε Αριστ.
προ-ϋπάρχω, μέλ. -ξω, I. προηγούμαι σε κάτι, κάνω την αρχή σε κάτι,
αρχίζω πρώτος, με γεν., ἀδικίας, σε Θουκ.· με δοτ., πρ. τῷ ποιεῖν εὖ, σε
Δημ. — Παθ., τὰ προϋπηργμένα, οφέλη που υπήρχαν από πριν, στον ίδ.
II. αμτβ., υπάρχω ή βρίσκομαι εκεί από πριν, σε Θουκ. κ.λπ.·
προϋπάρξαντα, αυτά που συνέβησαν από πριν, περασμένα γεγονότα, σε
Δημ.
προὔπεμψα, συνηρ. αντί προ-έπεμψα.
προ-ϋπεξορμάω, μέλ. -ήσω, εξορμώ κρυφά εκ των προτέρων, σε Λουκ.
προ-ϋποβάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, υποβάλλω ως θεμέλιο — Παθ., ετοιμάζομαι
ως υλικό, σε Λουκ.
προ-ϋπογράφω, προσχεδιάζω, στη Μέσ., σε Πλούτ.
προ-ϋπόκειμαι, Παθ., προϋπάρχω ως βάση ή δεδομένο, σε Πλούτ.
προ-ϋπολαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, νομίζω εκ των προτέρων, σε Αριστ.
προὖπτος, -ον, συνηρ. αντί πρόοπτος.
προὔργου, κράση αντί πρὸ ἔργου· I. χρήσιμο για ένα έργο, επωφελές,
ωφέλιμο, σε Αριστοφ.· πρ. ἐστὶν εἴς ή πρός τι, είναι ένα βήμα προς την
κατάκτηση ενός στόχου, σε Πλάτ.· οὐδὲν πρ. ἐστί, με απαρ., στον ίδ.·
επίσης ως επίρρ., πειστικώς, προσφόρως, καλώς, προὔργου πεσεῖν, σε
Ευρ. II. συγκρ., προὐργιαίτερος, -α, -ον, ωφελιμότερος, πρ. ποιεῖσθαί τι,
θεωρώ κάτι ως σημαντικότερο, σε Θουκ.· πρ. γίγνεται, σε Πλάτ.
προυσελέω, κακομεταχειρίζομαι, προσβάλλω, προπηλακίζω, μόνο σε
δύο χωρία, ἴσμεν ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον, σε Αισχύλ.· οὓς μὲν ἴσμεν
εὐγενεῖς προυσελοῦμεν, υβρίζουμε αυτούς που γνωρίζουμε ότι είναι
αριστοκράτες, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
557

προὔσκεπτο, συνηρ. αντί προ-έσκεπτο, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του


προσκοπέω.
προὐτίθει, προὐτρέπετο, προὔτυψα, συνηρ. αντί προ-ετ-.
προὔφαινε, συνηρ. αντί προ-έφαινε.
προ-ϋφαιρέω, μέλ. -ήσω, αφαιρώ από πριν κρυφά, πρ. τὴν ἐκκλησίαν,
δηλ. συγκροτώ συνέλευση (χωρίς ανακοίνωση) πριν από τον
καθορισμένο χρόνο, σε Αισχίν.
προὐφάνην, συνηρ. αντί προ-εφάνην.
προὐφείλω, συνηρ. αντί προ-οφείλω.
προὔχω, προὔχουσι, προὔχοντο, συνηρ. αντί προ-έχ-.
προ-φαίνω, μέλ. -φᾰνῶ, αόρ. αʹ -έφηνα — Παθ., αόρ. βʹ προὐφάνην, μτχ.
προφᾰνείς· γʹ πληθ. παρακ. προπέφανται· I. 1. φέρνω μπροστά, φέρνω
στο φως, φανερώνω, δηλώνω, σε Σοφ.· μεταφ., Ἀχιλλεὺς Αἴγιναν
προφαίνει, την έφερε στο φως, την κατέστησε επιφανή, σε Πίνδ. — Παθ.,
φαίνομαι, γίνομαι προφανής, εμφανίζομαι, σε Όμηρ., Σοφ.· απρόσ.,
οὐδὲπροὐφαίνεσθ' ἰδέσθαι, δεν υπήρχε αρκετό φως ώστε να βλέπουμε, σε
Ομήρ. Οδ.· μτχ. Παθ. αορ. βʹ προφᾰνείς, -εῖσα, αυτός που έρχεται
μπροστά σε κάποιον, αυτός που εμφανίζεται, στο ίδ. 2. δηλώνω ή
διακηρύσσω από πριν, σε Σοφ., Δημ. 3. = προτίθημι I. 5., προτείνω, ἆθλα,
σε Ξεν. 4. Παθ., μεταφ. λέγεται για ήχο, ακούγομαι καθαρά, ευκρινώς,
προὐφάνη κτύπος, σε Σοφ. II. φανερώνω από πριν, προλέγω, λέγεται για
χρησμούς, σε Ηρόδ., Σοφ.· ὅκως στρατιὴν πέμψεις, οὐ προφαίνεις, δεν
δίνεις ελπίδα ότι θα στείλεις, σε Ηρόδ. — Παθ. ή Μέσ., δείχνομαι,
προβάλλομαι ή εμφανίζομαι εκ των προτέρων, σε Ξεν. III. φαινομενικά
αμτβ. (ενν. σύστ. αιτ. φάοςή φῶς), εκπέμπω φως, λάμπω, οὐδὲ σελήνη
προὔφαινε, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για λυχνάρι, σε Πλούτ.· ὁπροφαίνων,
ο προπορευόμενος δαδούχος, στον ίδ.
προφᾰνής, -ές, I. αυτός που δείχνει τον εαυτό του ή φαίνεται εκ των
προτέρων, σε Αριστ. II. 1. αυτός που φαίνεται καθαρά ή ευκρινώς,
καταφανής, ολοφάνερος, σε Ξεν. 2. μεταφ., σαφέστατος, σε Πλάτ.· ἀπό
ή ἐκ τοῦ προφανοῦς, φανερά, σε Θουκ.· επίρρ. -νῶς, σε Πολύβ.
πρόφαντος, -ον (προφαίνω), I. αυτός που φαίνεται από μακριά, απ' όπου,
διάσημος, περίφημος, σε Πίνδ. II. δηλούμενος εκ των προτέρων,
προλεγόμενος, όπως για τον χρησμό, σε Ηρόδ., Σοφ.· πρόφαντα δέ σφι
ἐγίνετο, δίνονταν χρησμοί σε αυτούς, σε Ηρόδ.
προφᾰσίζομαι, παρατ. προὐφασιζόμην, μέλ. Αττ. προφασιοῦμαι, αόρ. αʹ
προὐφασισάμην· I. αποθ., προβάλλω ως πρόφαση ή δικαιολογία,
προφασίζομαι μέσω δικαιολογίας, δικαιολογούμαι, με αιτ., σε Θέογν.,
Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., προφασίζομαι ότι..., σε Δημ.· απόλ., βρίσκω
δικαιολογίες, προφάσεις, σε Θουκ.· αόρ. αʹ προφασισθῆναι, με Παθ.
558

σημασία, χρησιμοποιούμαι ως πρόφαση, στον ίδ. II. αναφέρω (ως


κατηγορία) ότι δήθεν..., σε Πλάτ.
πρόφᾰσις, ἡ, γεν. -εως, Ιων. -ιος (προφαίνω ή πρόφημι)· I. 1. αυτό που
αναφέρεται ως αιτία, αφορμή, αιτιολογία, καὶ ἐπὶ μεγάλῃ καὶ ἐπὶ βραχείᾳ
ὁμοίως προφάσει, σε Θουκ.· πρόφασις ἀληθεστάτη, σε Θουκ. 2. κυρίως
με αρνητική σημασία, τίποτε άλλο παρά πρόσχημα, προσποίηση,
πρόφαση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αντίθ. προς την πραγματική αιτία (αἰτία), σε
Θουκ.· με γεν., πρόφαση ή πρόσχημα για ένα πράγμα, σε Ηρόδ. κ.λπ.·
απόλ. σε αιτ., πρόφασιν, κατά πρόφαση, φαινομενικά, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.·
πρόφασιν μέν, αντίθ. προς τὸ δ' ἀληθές, σε Θουκ.· ομοίως στη δοτ.
προφάσει, στον ίδ.· ἀπὸ προφάσιος τοιήσδε, από ή με κάποια δικαιολογία
όπως αυτή, σε Ηρόδ. κ.λπ.· προφάσιος εἵνεκεν, στον ίδ.· ἐπὶ προφάσιος,
σε Ηρόδ.· κατὰ πρόφασιν, στον ίδ.· ακολουθ. από απαρ., αὕτη ἦν σοι πρ.
ἐκβαλεῖν ἐμέ, για να με απορρίψεις, σε Σοφ.· πρόφασιν ἔχει τοῖς δειλαίοις
μὴ ἰέναι, δίνει σ' αυτούς μια δικαιολογία για να μην πάει, σε Πλάτ. 3.
φράσεις, πρόφασιν διδόναι, ἐνδιδόναι, δίνω αφορμή, σε Δημ.· πρ.
ἐνδοῦναί τινι, σε Θουκ.· πρ. προτείνειν, προΐσχεσθαι, προβάλλω μια
δικαιολογία, σε Ηρόδ.· παρέχειν, σε Αριστοφ.· προφάσιας ἕλκειν,
εξακολουθώ να προβάλλω προφάσεις, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ελλειπτικώς, μή
μοι πρόφασιν (ενν. πάρεχε), καμία δικαιολογία, χωρίς πρόφαση, χωρίς
αναβολή, σε Αριστοφ. II. ο Πίνδ. προσωποποιεί την πρόφαση
(Πρόφασις), ως κόρη του Επιμηθέα. III. στον Σοφ., πρέπει να σημαίνει
συμβουλή, πειθώ, πρόταση.
προφερής, -ές (προφέρω)· I. ποιητ. επίθ., αυτός που προέχει, που
υπερέχει, υπέρμετρος, έξοχος, με γεν., σε Ησίοδ.· συγκρ., υπέρτερος,
ανυπέρβλητος, τῶν ἄλλων προφερέστερος, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ.,
(ἡμίονοι) βοῶν προφερέστεραί εἰσιν ἑλκέμεναι, είναι καλύτεροι από τα
βόδια στην έλξη, στο τράβηγμα, σε Ομήρ. Ιλ.· υπερθ. προφερέστατος, στο
ίδ., Ησίοδ.· επίσης συγκρ. και υπερθ. προφέρτερος, προφέρτατος, σε Σοφ.
II. αυτός που δείχνει μεγαλύτερος από όσο είναι, καλοαναθρεμμένος, σε
Πλάτ., Αισχίν.
προ-φέρω, μέλ. -οίσω, αόρ. αʹ -ήνεγκα, αόρ. βʹ -ήνεγκον· Επικ. γʹ ενικ.
υποτ. ενεστ. προφέρῃσι όπως αν προερχόταν από τύπο σε -μι· I. 1. φέρω
μπροστά σε κάποιον, φέρνω σε κάποιον, παρουσιάζω, προσφέρω, σε
Ομήρ. Ιλ., Θουκ. 2. λέγεται για λέξεις, προφέρω ὀνείδεά τινι, επιρρίπτω
μομφές σε κάποιον, κακίζω, κατηγορώ, Λατ. objicere, μή μοι δῶρα
πρόφερε Ἀφροδίτης, στο ίδ. 3. απλώς, προφέρω, λέω, αὐδάν, μῦθον, σε
Ευρ.· πρ. Αἴγιναν πάτραν, διακηρύσσουν αυτή ως πατρίδα τους, σε Πίνδ.
4. φέρνω εμπρός, κάνω λόγω, μνημονεύω, σε Θουκ.· προφέρων Ἄρτεμιν,
προβάλλω το αξίωμα αυτής, σε Αισχύλ. 5. λέγεται για μαντείο, προβάλλω
ως έργο, σε Ηρόδ. — Παθ., προὐνεχθέντος τινί (γεν. απόλ.), εάν είχε
διαταχθεί να ενεργήσει έτσι, σε Αισχύλ. II. παρουσιάζω, επιδεικνύω, σε
Ομήρ. Ιλ.· ἔριδα προφέρω, αμιλλώμαι, ανταγωνίζομαι, σε Ομήρ. Οδ.·
559

πόλεμόν τινι προφέρω, κηρύσσω πόλεμο εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ. —


Μέσ., ξεινοδόκῳ ἔριδα προφέρεσθαι, προκαλώ σε διαγωνισμό τον ξένο,
σε Ομήρ. Οδ. III. φέρνω μακριά, αρπάζω κάτι και το μεταφέρω, λέγεται
για θύελλα, σε Όμηρ. IV. 1. κινώ προς τα εμπρός, πόδα, σε Ευρ.· έπειτα,
προάγω, ενισχύω, βοηθώ, ἠὼςπροφέρει ὁδοῦ, το ξημέρωμα βοηθάει στην
πορεία κάποιου, σε Ησίοδ.· πρ. εἴς τι, συμβάλλω, συντελώ στην επίτευξη
ενός αντικειμένου, σε Θουκ. 2. αμτβ., υπερέχω, υπερβαίνω κάποιον, με
γεν., σε Ηρόδ., Θουκ.
προ-φεύγω, μέλ. -φεύξομαι, αόρ. βʹ προὔφῠγον· I. φεύγω προς τα εμπρός,
φεύγω μακριά, σε Ομήρ. Ιλ. II. με αιτ., φεύγω από, αποφεύγω, διαφεύγω,
σε Όμηρ.
προφητεία, ἡ, I. χάρισμα ερμηνείας της θέλησης των θεών, σε Χρησμ.
παρά Λουκ. II. στην Κ.Δ., χάρισμα ερμηνείας της Αγ. Γραφής ή ομιλίας
και διακήρυξης του λόγου του Θεού υπό την καθοδήγηση του Αγίου
Πνεύματος.
προφητεύω, Δωρ. προφᾱτ-· μέλ. -εύσω, αόρ. αʹ ἐπροφήτευσα· I. είμαι
ερμηνευτής του θελήματος των θεών, μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δ'
ἐγώ, σε Πίνδ.· τίς προφητεύει θεοῦ; ποιος ερμηνεύει τη θέλησή του; σε
Ευρ.· ὅστιςσοι προφητεύσει τάδε, θα σου δώσει αυτή τη μαντική
συμβουλή, στον ίδ. II. στην Κ.Δ., ερμηνεύω τη Γραφή, μιλώ και
κηρύσσω υπό την επίδραση του Αγίου Πνεύματος.
προφήτης, Δωρ. προφάτης[ᾱ], ὁ (πρόφημι), I. 1. αυτός που κηρύσσει
αντί του θεού και ερμηνεύει το θέλημά του στον άνθρωπο, προφήτης,
μάντης, ερμηνευτής· ομοίως, ο Τειρεσίας είναι προφήτης Διός,
ερμηνευτής του Δία, σε Πίνδ.· λέγεται και για τον Απόλλωνα, Διὸς
προφήτης ἐστὶ Λοξίας πατρός, σε Αισχύλ.· η Πυθία μετέπειτα προφῆτις
του Απόλλωνα, σε Ηρόδ.· ομοίως, οι ποιητές καλούνται οἱ τῶν Μουσῶν
προφῆται, ερμηνευτές των Μουσών, σε Πλάτ. 2. γενικά, ερμηνευτής,
κήρυκας, ἐγὼ πρ. σοι λόγων γενήσομαι, σε Ευρ.· ομοίως, ο κρατήρας της
σπονδής λέγεται κώμου προφάτης, σε Πίνδ. II. σε Κ.Δ.: 1. αυτός που
κατέχει το χάρισμα της προφητείας (προφητεία), θεόπνευστος
ιεροκήρυκας και δάσκαλος· 2. αυτός που αποκαλύπτει και ερμηνεύει τη
βούληση του Θεού για το μέλλον, προφήτης (με τη νέα σημασία της
λέξης), προφήτης μελλοντικών γεγονότων.
προφητικός, -ή, -όν, προφητικός, μαντικός, σε Λουκ.
προφῆτις, -ιδος, θηλ. του προφήτης, λέγεται για την Πυθία, σε Ευρ.
προ-φθάνω[ᾰ], μέλ. -φθάσω [ᾰ] και -φθήσομαι, αόρ. αʹ -έφθᾰσα, αόρ. βʹ
προὔφθην (όπως αν προερχόταν από ρήμα σε -μι)· 1. φθάνω, προφταίνω,
με αιτ., σε Αισχύλ., Πλάτ. 2. απόλ., βρίσκομαι εκ των προτέρων,
προλαβαίνω, σε Ευρ.
προ-φθίμενος[ῐ], -η, -ον, νεκρός ή σκοτωμένος εκ των προτέρων, σε
Ανθ.
560

προ-φοβέομαι, μέλ. -ήσομαι, Παθ., φοβάμαι εκ των προτέρων, φοβάμαι


στη σκέψη ότι..., σε Ξεν.
προφοβητικός, -ή, -όν, φοβούμενος εκ των προτέρων, σε Αριστ.
προ-φορέομαι, Μέσ., λέγεται για ύφανση, στήνω το στημόνι ώστε να
περάσει το υφάδι στον ιστό· μεταφ., τὴν ὁδὸν προφορεῖσθαι, τρέχω εδώ
κι εκεί, σε Αριστοφ.
προ-φράζω, μέλ. -σω, προλέγω, σε Ηρόδ. — Παθ., μτχ. παρακ.
προπεφραδμένα ἆθλα, σε Ησίοδ.
πρόφρασσα, Επικ. θηλ. του πρόφρων, καλοσυνάτη, ευχάριστη, σε Όμηρ.
πρό-φρων, -ονος, ὁ, ἡ (φρήν),· I. 1. αυτός που έχει πρόθυμη ψυχή, απ'
όπου, πρόθυμος, ένθερμος, έτοιμος στο να κάνει κάτι, σε Όμηρ. κ.λπ. 2.
λέγεται για ενέργειες ή προσπάθειες, πρόθυμος, ένθερμος, στον ίδ. II.
Επικ. επίρρ., προφρονέως, πρόθυμα, ένθερμα, με ζήλο, σε Ομήρ. Ιλ.·
έπειτα, προφρόνως, σε Θέογν., Αττ.
προφῠγεῖν, απαρ. αορ. βʹ του προφεύγω.
προφύγοισθα, βʹ ενικ. Επικ. ευκτ. αορ. βʹ του προφεύγω.
προφῠλᾰκή (προφυλάσσω), οι προπορευόμενοι φύλακες, πρόσκοποι·
στον πληθ., προφυλακή, εμπροσθοφυλακή, σε Ξεν.· στον ενικ., ἡ πρ.
αὐτοῦ, η προωθημένη φρουρά του, στον ίδ.· διὰ προφυλακῆς, με
προπορευόμενους ανιχνευτές, σε Θουκ.
προφῠλᾰκὶςναῦς, ἡ, πλοίο που χρησιμεύει ως προφυλακή στόλου, σε
Θουκ.
προφύλαξ[ῠ], -ᾰκος, ὁ, εμπροσθοφύλακας, ιχνηλάτης, πρόσκοπος· οἱ
προφύλακες = αἱ προφυλακαί, σε Θουκ., Ξεν.
προ-φῠλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, είμαι φύλακας μπροστά από,
φρουρώ έναν τόπο ή μια οικία, με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν. (με Επικ. προστ.
βʹ πληθ. προφύλαχθε, αντί προφυλάσσετε), σε Ξεν.· προφυλάσσειν ἐπί τινι,
φρουρώ ένα πρόσωπο ή έναν τόπο, σε Ηρόδ.· απόλ., φυλάσσω, αγρυπνώ,
ἡ προφυλάσσουσα (ενν. ναῦς) = προφυλακίς, στον ίδ. — Μέσ., βρίσκομαι
σε επιφυλακή, προφυλάσσομαι, λαμβάνω προφυλακτικά μέτρα, μέτρα
προφύλαξης, στον ίδ., Θουκ.· με αιτ., προφυλάσσομαι ή παίρνω
προφυλακτικά μέτρα, στον ίδ., Θουκ.· με αιτ., προφυλάσσομαι ή παίρνω
προφυλακτικά μέτρα ενάντια σε, Λατ. cavere, σε Ηρόδ., Ξεν.
προ-φῡράω, μέλ. -ήσω, ανακατεύω ή ζυμώνω από πριν· μεταφ. στην
Παθ., προπεφύραται λόγος, ο λόγος είναι παρασκευασμένος, σε Αριστοφ.
561

προ-φῠτεύω, μέλ. -σω, φυτεύω από πριν· μεταφ., προκατασκευάζω, σε


Σοφ.
προ-φωνέω, μέλ. -ήσω, I. διακηρύσσω εκ των προτέρων, σε Αισχύλ.·
προφωνεῖ τόνδε λόγον, δίνει αυτές τις εντολές εκ των προτέρων, στον ίδ.
II. προειδοποιώ ή ανακοινώνω δημοσίως, με δοτ. και απαρ., καί σοι
προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν, σε Σοφ.· με απαρ. που παραλείπεται, ὑμῖν
προφωνῶ τάδε, στον ίδ.
προ-χαίρω, I. χαίρομαι εκ των προτέρων, σε Πλάτ. II. σε γʹ ενικ. προστ.
προχαιρέτω, ας είναι μακριά από εμένα! μακριά μου! σε Αισχύλ.
προ-χαλκεύω, μέλ. -σω, σφυρηλατώ προηγουμένως, σε Αισχύλ.
πρό-χειλος, -ον, αυτός που έχει χείλη που προεξέχουν, σε Στράβ.
προ-χειρίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. βάζω μέσα στο χέρι κάποιου, παραδίδω,
σε Πολύβ. — Παθ., με μτχ. παρακ., αυτός που πιάνεται στο χέρι, σε
Πλάτ., Δημ. II. 1. ως αποθ., προχειρίζομαι, μέλ. Αττ. -χειριοῦμαι· παίρνω
στα χέρια μου, προετοιμάζω για τον εαυτό μου, σε Δημ. 2. διαλέγω,
εκλέγω, στον ίδ. 3. με απαρ., αποφασίζω να κάνω, σε Πολύβ.
πρό-χειρος, -ον (χείρ), I. 1. πρόχειρος, έτοιμος, σε Αισχύλ., Σοφ.·
λέγεται για γυμνό ξίφος ή μαχαίρι, σε Σοφ., Ευρ.· λίθοις καί... ἀκοντίοις,
ὡς ἕκαστός τι πρ. εἶχε, σε Θουκ.· n προχειρότατον ἔχω εἰπεῖν, σε Δημ. 2.
πρόχειρόν (ἐστι), είναι εύκολο, με απαρ., σε Πλάτ. κ.λπ. II. λέγεται για
πρόσωπα, έτοιμος να κάνει κάτι, πρόθυμος, με απαρ., σε Σοφ.· με δοτ.,
πρ. τῇ φυγῇ, έτοιμος για φυγή, σε Ευρ. III. επίρρ. -ρως, πρόχειρα, εκ του
προχείρου, απρομελέτητα, σε Πλάτ.
προ-χειροτονέω, μέλ. -ήσω, 1. εκλέγω μέσω χειροτονίας εκ των
προτέρων, σε Πλάτ., Αισχίν. 2. αποφασίζω προηγουμένως μέσω
χειροτονίας αν πρέπει να γίνει κάτι δεκτό, σε Δημ.
προ-χέω, μέλ. -χεῶ, αόρ. αʹ -έχεα· χύνω μπροστά, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.·
σπονδὰς προχέαι, σε Ηρόδ.· μεταφ., ὄπα γλυκεῖαν, σε Πίνδ. — μεταφ.,
λέγεται για μεγάλο πλήθος ανθρώπων που ξεχύνεται πάνω σε μια
πεδιάδα, σε Ομήρ. Ιλ.
πρό-χνῠ, επίρρ. (πρό, γόνυ), στα γόνατα, δηλ., γονατιστά, σε Ομήρ. Ιλ.·
μεταφ., ὥς κεν ἀπόλωνται πρόχνυ, θα φθαρούν, δηλ. θα καταλύσουν τον
νόμο και θα χαθούν ολοκληρωτικά, στο ίδ.· ομοίως, πρόχνυ ὀλέσθαι, σε
Ομήρ. Οδ.
προχόη, ἡ, = πρόχοος, σε Ανθ.
562

προχοΐς, -ΐδος, ἡ, υποκορ. του πρόχοος, ουροδοχείο, σε Ξεν.


πρόχοος, Αττ. συνηρ. πρόχους, ἡ· ετερόκλ. δοτ. πληθ. πρόχουσι· αιτ.
πληθ. πρόχους (προχέω)· δοχείο για χοές, υδροφόρο αγγείο, υδρία, κανάτι
για χύσιμο νερού στα χέρια των φιλοξενούμενων, σε Όμηρ., Σοφ.· αγγείο
με κρασί από το οποίο ο οινοχόος χύνει μέσα στα ποτήρια, σε Ομήρ. Οδ.
προ-χορεύω, μέλ. -σω, χορεύω μπροστά στον χορό, πρ. κῶμον, είμαι ο
έξαρχος του κώμου ή εορταστικού ομίλου ή συντροφιάς, σε Ευρ.
προ-χρίω[ῑ], μέλ. -σω, αλείφω εκ των προτέρων, προχρίω τί τινι, αλείφω
ή τρίβω με κάτι, σε Σοφ.
πρό-χρονος, -ον, αυτός που ανήκει στους παλαιότερους χρόνους, σε
Λουκ.
πρόχῠσις, ἡ (προχέω), έκχυση, πρόχυσις τῆς γῆς, απόθεση λάσπης από
ποταμό, Λατ. alluvies, σε Ηρόδ.· οὐλὰς κριθῶν πρόχυσιν ἐποιέετο (πρβλ.
το επόμ.), το πρόχυσιν ἐποιέετο, πρέπει να λαμβάνεται ως απλό ρήμα =
προέχεε, στον ίδ.
προ-χύται[ῠ] (ενν. κριθαί), αἱ, = οὐλο-χύται, σε Ευρ.
προ-χύτης[ῠ], -ου, ὁ, = πρόχοος, αγγείο για σπονδές, σε Ευρ.
προχῠτός, -ή, -όν, αυτός που είναι χυμένος προς τα εμπρός, που έχει
σχηματισθεί από πρόχυση· Προχύτη νῆσος, σχηματισμένη από την
έκρηξη του Βεζούβιου, σε Στράβ.
πρό-χωλος, -ον, πολύ χωλός, κουτσός, σε Λουκ.
προ-χωρέω, μέλ. -ήσω, I. πηγαίνω ή έρχομαι προς τα εμπρός, προχωρώ,
πρὸς ἐμὴν χεῖρα, προς το μέρος που το χέρι μου οδηγεί σε, σε Σοφ.·
λέγεται για στρατεύματα, σε Θουκ.· λέγεται για χρόνο, προχωρώ,
περνάω, σε Ξεν. II. 1. μεταφ., λέγεται για πολιτείες, πολέμους,
επιχειρήσεις κ.λπ., προβαίνω, προχωρώ, συνεχίζω, συχνά με λέξεις που
δηλώνουν καλή ή κακή έκβαση, εὖ προχωρῆσαι, σε Ευρ.·
προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων, σε Θουκ.· τούτων
προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλοντο, σε Ξεν.· απόλ., πηγαίνω καλά, βαίνω
ευτυχώς, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. απρόσ., προχωρεῖ μοι, μου πάει καλά, έχω
επιτυχία, ὡς οἱ δόλῳ, οὐ προεχώρει, δεν μπορούσε να επιτύχει με δόλο,
στον ίδ.· με απαρ., ἢν μὴ προχωρήσῃ ἀπελθεῖν, αν δεν είναι δυνατό να
απομακρυνθεί, σε Θουκ.· απόλ. με μτχ., προκεχωρηκότων, όταν τα
πράγματα είχαν προχωρήσει καλά, σε Ξεν. 3. μεταγεν. λέγεται για
πρόσωπα, προβαίνω, προχωρώ, σε Λουκ.
προ-ωθέω, μέλ. -ωθήσω και -ώσω, αόρ. αʹ -έωσα, συνηρ. μτχ. πρώσας·
σπρώχνω προς τα εμπρός, σπρώχνω ή πιέζω, σε Πλάτ.· προωθέω αὑτόν,
εφορμώ, σε Ξεν.
προ-ώλης, -ες (ὄλλυμι), κατεστραμμένος από πριν, σε Δημ.
πρό-ωρος, -ον (ὥρα), αυτός που βρίσκεται πριν από την ώρα του,
άκαιρος, πρόωρος, σε Αν…
563

Με την πρόθεση προς- εντοπίζονται 673 λήμματα

πρός, πρόθ. με γεν., δηλώνει κίνηση από τόπο· με δοτ., στάση σε τόπο· με
αιτ., κίνηση προς τόπο· Επικ. επίσης προτί, ποτί, Δωρ. ποτί.
Α. ΜΕ ΓΕΝ.: I. 1. λέγεται για τόπο, από, εκ, σε Όμηρ., Σοφ. 2. λέγεται για
δήλωση θέσης αντικειμένων, νήσοισι πρὸς Ἤλιδος, τα νησιά που
κοιτάζουν προς το μέρος της Ήλιδας, δηλ. είναι κοντά στην Ήλιδα, σε
Ομήρ. Οδ.· πρὸς τοῦ Ἑλλησπόντου ἵδρυται μᾶλλον ἢ τοῦ Στρυμόνος,
βρίσκεται αρκετά κοντά (δηλ. πιο κοντά) στον Ελλήσποντο παρά στον
Στρυμόνα, σε Ηρόδ.· ἐστρατοπεδεύοντο πρὸς Ὀλύνθου, σε Θουκ. κ.λπ.·
συχνά με λέξεις που δηλώνουν σημείο του ορίζοντα, δύω θύραι εἰσίν, αἱ
μὲν πρὸς βορέαο, αἱ δ' αὖ πρὸς νότου, η μία κοιτάζει προς το βορρά, η άλλη
προς το νότο, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, οἰκέουσι πρὸς νότου ἀνέμου, σε Ηρόδ.
κ.λπ. 3. μπροστά, προς το μέρος, μπροστά στα μάτια σε, πρός τε θεῶν
μακάρων πρός τε θνητῶν ἀνθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄδικον οὔτε πρὸς θεῶν
οὔτε πρὸς ἀνθρώπων, σε Θουκ. 4. λέγεται για ικεσία, διαμαρτυρία,
διακήρυξη, όρκος, ενώπιον, στο όνομα, Λατ. per, γουνάζομαί σε πρός τ'
ἀλόχου καὶ πατρός, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπιορκεῖν πρὸς δαίμονος, ορκίζομαι
ψευδώς στους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸςθεῶν, σε Αττ.· οι Αττ. μερικές
φορές εισάγουν την αντων. σε ανάμεσα στην πρόθ. και την πτώση, όπως
το Λατ. per te omnes deos oro, πρός νύν σε πατρὸς πρός τε μητρὸς ἱκνοῦμαι,
σε Σοφ.· μὴ πρός σε γούνων, σε Ευρ. 5. λέγεται για προέλευση ή καταγωγή
από, από μέρους του, τὰ πρὸς πατρός, από την μεριά του πατέρα, σε Ηρόδ.·
Ἀθηναῖον καὶ τὰ πρὸς πατρὸς καὶ τὰ πρὸς μητρός, σε Δημ.· πρὸς αἵματος,
συγγενείς εξ αίματος, σε Σοφ. II. λέγεται για πράγματα που προέρχονται
από μια αιτία, από, από τη μεριά, τιμὴν πρὸς Ζηνὸς ἔχοντες, σε Ομήρ. Οδ.·
τυγχάνειν τινὸς πρὸς θεῶν, σε Αισχύλ.· ομοίως, με όλα τα παθητικά
ρήματα, προτὶἈχιλλῆος δεδιδάχθαι, διδάσκομαι από τον Αχιλλέα, σε Ομήρ.
Ιλ.· τὸποιεύμενον Λακεδαιμονίων, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με τα μέσα ή τη βοήθεια
από, πρὸς ἀλλήλοιν θανεῖν, σε Ευρ.· επίσης, λέγεται για πράγματα, πρὸς
τίνος πότ' αἰτίας τέθνηκεν, από ή για ποια αιτία; σε Σοφ. III. λέγεται για
εξάρτηση ή στενή σχέση, και ομοίως· 1. εξαρτώμενος από κάποιον, υπό
την προστασία κάποιου, πρὸς Διός εἰσι ξεῖνοι, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς ἄλλης
ἵστὸν ὑφαίνειν, υφαίνω για άλλη γυναίκα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. για κάποιον, για
χάρη κάποιου, πρὸς σοῦ, σε Σοφ.· πρὸς τῶν ἐχόντων τὸν νόμον τίθης, σε
Ευρ. 3. παρά, με, μέσω, μνήμην πρός τινος λείπεσθαι, σε Ηρόδ. IV.
αρμόζον, κατάλληλο, οὐ πρὸς τοῦ ἅπαντος ἀνδρός, δεν είναι αρμόζον σε
κάθε άνδρα, στον ίδ.· ἦκάρτα πρὸς γυναικός ἐστιν, είναι πολύ όμοιο με
γυναίκα, σε Αισχύλ.· οὐπρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν, σε Σοφ.· επίσης,
λέγεται για ποιότητα, πρὸς δίκης, σύμφωνα προς το δίκαιο, στον ίδ.· οὐ
πρὸς τῆς ὑμετέρας δόξης, σε Θουκ. Β. ΜΕ ΔΟΤ.: I. 1. πλησίον, κοντά σε,
πάνω, μέσα, ποτὶ γαίῃ, σε Ομήρ. Οδ.· ποτὶ δρυσίν, ανάμεσα στις βελανιδιές,
564

σε Ομήρ. Ιλ.· ἄγκυραν ποτὶ ναU κρημάντων, στο ίδ.· πρὸς μέσῃ ἀγορᾷ, σε
Σοφ.· πρὸς τῇ γῇ ναυμαχεῖν, σε Θουκ.· αἱ πρὸς θαλάττῃ πόλεις, σε Ξεν.· τὰ
πρὸς ποσί, αυτά που βρίσκονται κοντά στα πόδια, αυτά που βρίσκονται
μπροστά σε κάποιον, σε Σοφ. 2. ενώπιον, με την παρουσία κάποιου, πρὸς
τοῖς θεσμοθέταις λέγειν, σε Δημ. 3. με ρήματα που δηλώνουν κίνηση και
ακολουθ. από στάση σε τόπο ή δηλώνουν το πλησίον, επάνω, εναντίον,
ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ, σε Όμηρ.· βάλλειν τινὰ πρὸς πέτρῃ, σε Ομήρ.
Οδ. 4. με τη σημασία της στενής προσκόλλησης, πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχεσθαι,
στο ίδ.· προσπεπλασμένας πρὸς οὔρεσι, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για να
δηλώσει εγγύτατη ενασχόληση, σε, επάνω, πρὸς αὐτῷ γ' εἰμι τῷ δεινῷ
λέγειν, σε Σοφ.· εἶναι ή γίγνεσθαι πρός τινι, ασχολούμαι με ή πάνω σ' ένα
πράγμα, σε Πλάτ.· ὅλον εἶναι πρός τινι, σε Δημ. II. λέγεται για προσθήκη,
επιπλέον, πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα, σε Αισχύλ.· δέκα μῆνας πρὸς ἄλλοις
πέντε, σε Σοφ.· πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ, κοντά στο επάγγελμα του σκυτοτόμου,
σε Πλάτ.· πρὸςτούτοις, πέρα απ' αυτά, Λατ. praeterea, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πρὸς
τοῖς ἄλλοις, πέρα από όλα τα υπόλοιπα, σε Θουκ. Γ. ΜΕ ΑΙΤ.: I. 1. λέγεται
για τόπο, προς, σε, Λατ. versus, ἰέναι πρὸς Ὄλυμπον, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸς
ἠῶ τ' ἠέλιον, ποτὶ ζόφον, στο ίδ. 2. με ρήματα που υπονοούν προηγούμενη
κίνηση, επάνω, εναντίον, ἑστάναι πρὸς κίονα, σε Ομήρ. Οδ.· ποτὶ τοῖχον
ἀρηρότες, ποτὶ βωμὸν ἵζεσθαι, στο ίδ.· ἑστάναι πρὸς σφαγάς, στέκομαι
έτοιμος για σφαγή, σε Αισχύλ. 3. με ρήματα που δηλώνουν όραση κ.λπ.·
προς, ἰδεῖνπρός τινα, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, στῆναι ποτὶ πνοίην, στέκομαι
έτσι ώστε να το αντιμετωπίσω, αντιστέκομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· κλαίειν πρὸς
οὐρανόν, έκλαιγε βλέποντας τον ουρανό, στο ίδ.· λέγεται για τα σημεία
του ορίζοντα, πρὸς ζόφον κεῖσθαι, βρίσκομαι προς τη δύση, σε Ομήρ. Οδ.·
ναίειν πρὸςἨῶ τ' Ἠέλιόν τε, στο ίδ.· πρὸς ἑσπέραν, ἄρκτον, προς τη δύση
κ.λπ. 4. λέγεται με εχθρική σημασία, εναντίον, πρὸς Τρῶας μάχεσθαι, σε
Ομήρ. Ιλ.· πρὸς θεὸν ἐρίζειν, σε Πίνδ.· χωρεῖν πρός τινα, σε Σοφ.· χρησιμ.
σε ομιλίες, λογικά επιχειρήματα, πρός τινα, ως απάντηση προς, Λατ.
adversus, λιγότερο ισχυρό από το κατά τινος, εναντίον, Λατ. in, σε Δημ. 5.
χωρίς εχθρική σημασία, ἀγορεύειν, εἰπεῖν πρός τινα, λέγω, απευθύνομαι σε
αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμείβεσθαι πρόςτινα, σε Ηρόδ.· επίσης, λέγεται για
κάποιον που συνδιαλέγεται, εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν, προτὶ ὃν
μυθήσατο θυμόν, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κάθε είδους σχέση, ὀμόσαι πρός
τινα, ορκίζομαι στο όνομά του, σε Ομήρ. Οδ.· σπονδάς, συνθήκας
ποιεῖσθαι πρός τινα, σε Θουκ.· ἡ πρός τινα ξυμμαχία, στο ίδ.· ἡ πρός τινα
φιλία, πίστις, σε Ξεν. κ.λπ.· αλλά επίσης, πρός τινα ἔχθρα, ἀπιστία, μῖσος,
πόλεμος, σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ. 6. λέγεται για συναλλαγή, πρὸς Τυδεΐδην
τεύχε', αντάλλαξε τα όπλα του με τον Τυδείδη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για
υποθέσεις που έφταναν μπροστά στους άρχοντες, λαγχάνειν πρὸς τὸν
ἄρχοντα γράφεσθαι πρὸς τοὺς θεσμοθέτας, παρά Δημ. 7. εἶναι πρός τι, είμαι
απασχολημένος με..., σε Πλούτ. II. λέγεται για χρόνο, περίπου ή κοντά,
κατά ή περίπου κατά, ποτὶ ἕσπερα, κατά την εσπέρα, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπεὶ
565

πρὸς ἑσπέραν ἦν, σε Ξεν.· πρὸς ἠῶ, σε Θεόκρ.· πρὸς γῆρας, προς, κατά τα
γεράματα ή στα γεράματα, σε Ευρ. III. λέγεται για να δηλώσει σχέση
ανάμεσα σε δύο αντικείμενα· 1. σε σχέση με, αναφορικά με, τὰπρὸς τὸν
πόλεμον, δηλ. τα πολεμικά πράγματα, σε Θουκ.· τὰ πρὸς τὸν βασιλέα, οι
σχέσεις μας με το βασιλιά, σε Δημ.· τὰπρὸς τοὺς θεούς, τα καθήκοντά μας
προς τους θεούς, σε Σοφ.· ὁλόγος οὐδὲν πρὸς ἐμέ, δεν έχει να κάνει με
εμένα, δεν με ενδιαφέρει, σε Δημ.· οὐδὲν αὐτῷ πρὸς τὴν πόλιν ἐστίν, αυτός
δεν έχει να κάνει τίποτα με αυτή, στον ίδ.· συχνά με επίρρ., ἀσφαλῶς
ἔχεινπρός τι, σε Ξεν. 2. σε σχέση με, ως συνέπεια, πρὸς τοῦτο τὸ κήρυγμα,
σε Ηρόδ.· ἀθύμως ἔχειν πρός τι, σε Ξεν.· συχνά με ουδ. αντων., πρὸς τί;
για ποιο σκοπό; για ποιο τέλος; σε Σοφ.· πρὸςοὐδέν, για το τίποτα, μάταια,
στον ίδ.· πρὸς ταῦτα, για αυτά, με το να έχουν αυτά έτσι, σε Ηρόδ., Αττ. 3.
για κάποιο σκοπό, ὡς πρὸς τί χρείας;, σε Σοφ.· ἕτοιμος πρός τι, σε Ξεν. 4.
σε σχέση ή συνάφεια, σε σύγκριση με, κοῖός τις ἀνὴρ δοκέοι εἶναι πρὸς τὸν
πατέρα, σε Ηρόδ.· δηλώνει υπεροχή, πρὸς πάντας τοὺς ἄλλους, Λατ. prae
aliis omnibus, στον ίδ.· πρὸς τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον
σκοπεῖν, ο μέσος όρος ανάμεσα στα μεγαλύτερα και στα μικρότερα πλοία,
σε Θουκ. 5. σε σχέση με, σύμφωνα με, πρὸςτὸ παρεὸν βουλεύεσθαι, σε
Ηρόδ.· πρὸς τὴν δύναμιν, σύμφωνα με τη δύναμη κάποιου, σε Δημ.· πρὸς
τὰς τύχας, σύμφωνα με την τύχη κάποιου, σε Ευρ. 6. σε συμφωνία με τα
μουσικά όργανα, πρὸς κάλαμον, σε Πίνδ.· πρὸς αὐλόν ή τὸν αὐλόν, σε Ευρ.
7. συχνά τίθεται περιφραστικά αντί επιρρ., όπως το πρὸς βίαν = βιαίως, με
βία, βιαίως, σε Αισχύλ.· πρὸς τὸ καρτερόν, στον ίδ.· πρὸς ἰσχύος κράτος,
σε Σοφ.· πρὸς ἡδονὴν λέγειν, δημηγορεῖν, έτσι ώστε να προκαλέσει ηδονή,
σε Θουκ.· πρὸς τὸ τερπνόν, υπολογισμένο ώστε να προκαλέσει ηδονή,
στον ίδ.· πρὸς χάριν, έτσι ώστε να ευχαριστήσει, σε Δημ.· και με γεν.
πράγμ., πρὸς χάριν τινός, όπως το χάριν μόνο του, Λατ. gratia, για το καλό
του, πρὸς χάριν βορᾶς, σε Σοφ.· πρὸς ἰσχύος χάριν, με τη δύναμή της, σε
Ευρ.· επίσης, πρὸς ὀργήν, με οργή, οργισμένα, σε Σοφ. κ.λπ.· πρὸς τὸ
λιπαρές, με πολλή επιμονή, στον ίδ.· πρὸς καιρόν, εποχιακά, στον ίδ. Δ.
ΑΠΟΛ. ΩΣ ΕΠΙΡΡ.: =πρόςΒ.II., εντούτοις, πέρα και επιπλέον, πρὸς δέ ή
ποτὶ δέ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· πρὸς δὲ καί, πρὸς δὲ ἔτι, καὶ πρός, σε
Ηρόδ. κ.λπ.· καὶ πρός γε, σε Ευρ.· καὶ δὴ πρός, σε Ηρόδ. Ε. ΣΕ ΣΥΝΘ.: I.
κίνηση προς, προσάγω, προσέρχομαι. II. προσθήκη, το επιπλέον,
προσκτάομαι, προστίθημι. III. σύνδεση και εγγύτητα με ένα πράγμα, όπως
πρόσειμι, προσγίγνομαι.
προ-σάββᾰτον, τό, η μέρα πριν το Σάββατο, η παραμονή του Σαββάτου,
σε Κ.Δ.
προσ-αγγέλλω, μέλ. -αγγελῶ, I. ανακοινώνω, τινά τινι, σε Λουκ. II.
καταμηνύω, τῇ βουλῇ τινα, σε Πλούτ.
προσᾰγορευτέος, -α, -ον, ρημ. επίθ., I. αυτός που πρέπει να κληθεί ή να
κατονομαστεί, σε Πλάτ. II. προσαγορευτέον, αυτό που πρέπει κάποιος να
ονομάσει, τινά τι, σε Αριστ.
566

προσ-ᾰγορεύω, μέλ. -σω, αόρ. αʹ -ηγόρευσα· (αλλά ο Αττ. αόρ. είναι


προσεῖπον), μέλ. και παρακ. προσερῶ, προσείρηκα· Παθ. αόρ. αʹ
προσηγορεύθην· 1. απευθύνω, χαιρετώ, ασπάζομαι, Λατ. salutare, σε
Ηρόδ. — Παθ., δυστυχοῦντες οὐ προσαγορευόμεθα, στη δυστυχία δεν μας
χαιρετούν, σε Θουκ. 2. με διπλ. αιτ., προσφωνώ ή χαιρετώ κάποιον,
Δίκανδέ νιν προσαγορεύομεν, σε Αισχύλ.· τὸν αὐτὸν πατέρα προσαγορεύω,
σε Ξεν.· με απαρ., προσαγορεύω τινὰ χαίρειν, χαιρετώ ή αποχαιρετώ
κάποιον με προσφώνηση, σε Αριστοφ. 3. καλώ με το όνομα, αποκαλώ,
τὸνἈγαμέμνονα, προσαγορεύω ποιμένα λαῶν, σε Ξεν.· τί τὴν πόλιν
προσαγορεύεις, σε Πλάτ.
προσ-άγω, μέλ. -ξω, αόρ. βʹ προσήγᾰγον, σπανίως αόρ. αʹ προσῆξα, Μέσ.
μέλ. (με Παθ. σημασία), προσάξομαι·
Α. I. 1. φέρνω σε ή πάνω σε, τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε, σε Ομήρ.
Οδ.· θυσίας προσάγω τινί, σε Ηρόδ.· προσάγω πάντα, παρέχω, προμηθεύω,
σε Ξεν. 2. τοποθετώ σε, προσθέτω, ἅμα ἠγόρευε καὶ ἔργον προσῆγε, σε
Ηρόδ. 3. θέτω σε, φέρνω σε, κινώ προς, εφαρμόζω, όπως το Λατ. applicare,
τὴν ἄνω γνάθον προσάγω τῇ κάτω, στον ίδ.· ὀφθαλμὸν προσάγω
κεγχρώμασι, φέρνω κοντά, εφάπτω το μάτι ακριβώς στις οπές, σε Ευρ. 4.
λέγεται για τροφές, θέτω ενώπιον, παραθέτω, βρώματά τινι, σε Ξεν. 5.
μεταφ., προσάγω ὅρκον τινί, θέτω όρκο σ' αυτόν, τον βάζω να ορκιστεί, σε
Ηρόδ. 6. με στρατιωτική σημασία, οδηγώ εναντίον κάποιου, άγω σε
επίθεση, κινούμαι προς, τῇ Ποτειδαίᾳ τὸν στρατόν, σε Θουκ.· στρατιὰν
προσάγω πρὸς πολεμίους, προσάγω μηχανὰς πόλει, στον ίδ. 7. μεταφ., τὰς
ἀνάγκας, στον ίδ.· προσάγω τόλμαν, επιδίδομαι ή καταβάλλω τόλμη, σε
Ευρ. 8. προσάγω φόρον, αποδίδω φόρο, σε Θουκ. 9. οδηγώ σε ή ενώπιον,
τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους, σε Ξεν.· εισάγω, παρουσιάζω, τινὰ πρὸς τὸν
δῆμον, πρὸς τὴν βουλήν, σε Θουκ.· προσάγω τοὺς πρέσβεις, σε Δημ.· 10.
φέρνω πλησιέστερα, οδηγώ, ἐλπίς μ' ἀεὶ προσῆγε, σε Ευρ. — Παθ., οἴκτῳ
καὶ ἐπιεικείᾳ προσάγεσθαι, σε Θουκ., Ομήρ. Ιλ. — Παθ., προσκολλώμαι σε
κάτι, τινι, στον ίδ. II. 1. φαινομενικά μτβ. (ενν. ἑαυτόν, στρατόν κ.λπ.),
πλησιάζω, προσεγγίζω, ιδίως με εχθρική σημασία, σε Ξεν. 2. (ενν. ναῦν),
φέρνω σε, έρχομαι στην ξηρά, σε Πολύβ. Β. I. 1. Μέσ., ελκύω ή φέρνω
προς το μέρος μου, προσεγγίζω την πλευρά κάποιου, Λατ. sibi conciliare,
σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· πάντων προσάγω ὄμματα, τραβώ όλα τα βλέμματα
επάνω μου, σε Ξεν. 2. απόλ., έλκω προς εμένα, εναγκαλίζομαι, σε Ευρ.,
Αριστοφ. 3. με απαρ., προσελκύω κάποιον να κάνει κάποιο πράγμα, ἡ
Σφὶγξ σκοπεῖν ἡμᾶς προσήγετο, σε Σοφ.· προσάξομαι δάμαρτ' ἐᾶν, θα τὴν
προτρέψω να τα υποστεί, σε Ευρ. II. παίρνω κάτι μαζί μου, προμηθεύομαι,
ὀστᾶ, στον ίδ.· τὰ ναυάγια, σε Θουκ.· προμηθεύω, εισάγω, σε Ξεν.· τὰ
προσαχθέντα, εισαγωγές, στον ίδ.
προσᾰγωγεύς, -έως, ὁ, αυτός που φέρνει, οδηγεί σε· προσαγωγεὺς
λημμάτων, αυτός που αναζητά τα κέρδη για κάποιον άλλο, σε Δημ.
567

προσᾰγωγή, ἡ, I. 1. καθοδήγηση σε ή πάνω σε, ανατροφή, σε Πολύβ. 2.


προσέγγιση, απόκτηση, ξυμμάχων, σε Θουκ. II. 1. (αμτβ.), η επίσημη
προσέγγιση, όπως στις γιορτές ή στις ικεσίες, σε Ηρόδ. 2. προσέγγιση,
πλησίασμα σε ένα πρόσωπο, στην παρουσία του βασιλιά, σε Ξεν., Κ.Δ.
προσαγωγός, -όν, ελκυστικός, πειστικός, σε Θουκ., Λουκ.
προσ-ᾴδω, μέλ. -ᾴσομαι, Δωρ. ποτ-αείσομαι· I. 1. τραγουδώ, σε Θεόκρ. 2.
προσᾴδω τραγῳδίαν, τραγουδώ τα μουσικά άσματα σε μια τραγωδία, δηλ.
τα χορικά μέρη, σε Αριστοφ. II. εναρμονίζομαι, συμφωνώ, τινί, με
κάποιον, σε Σοφ.· απόλ., σε Πλάτ.
προσ-αιρέομαι, Μέσ., I. διαλέγω για τον εαυτό μου, ἑαυτῷ προσαιρέομαί
τινα, προσλαμβάνω ως σύντροφο ή σύμμαχο, Λατ. cooptare, σε Ηρόδ. II.
γενικά, εκλέγω επιπλέον, τινά τινι, σε Θουκ., Ξεν.
προσ-ᾱΐσσω, Αττ. -ᾴσσω, μέλ. -ξω, πηδώ, ορμώ σε κάτι, σε Ομήρ. Οδ.·
ὁμίχλη προσαΐσσει ὄσσοις, ένα σύννεφο έρχεται πάνω στα μάτια μου, σε
Αισχύλ.
προσ-αιτέω, μέλ. -ήσω, I. ζητώ επιπλέον, αἷμα προσαιτέω, απαιτώ
περισσότερο αίμα, σε Αισχύλ.· προσαιτέω, απαιτώ υψηλότερο μισθό, σε
Ξεν. II. με αιτ. προσ., ζητώ επίμονα, ζητώ την ελεημοσύνη κάποιου, σε
Ηρόδ.· με αιτ. πράγμ., παρακαλώ για κάποιο πράγμα, σε Ευρ.· με διπλή
αιτ., παρακαλώ κάτι από κάποιον, στον ίδ., Ξεν.· απόλ., ζητώ επίμονα,
γίνομαι φορτικός, σε Ευρ., Αριστοφ.
προσαίτης, -ου, ὁ, ζητιάνος, επαίτης, σε Λουκ.
προσ-αιτιάομαι, κατηγορώ επιπλέον, τινα, σε Πλούτ.
προσ-ᾰκοντίζω, μέλ. -σω, ρίχνω κάτι, όπως το ακόντιο, σε Λουκ.
προσ-ακούω, μέλ. -ακούσομαι, ακούω επιπλέον, σε Ξεν.
προσ-ακροβολίζομαι, αποθ., ακροβολίζομαι εκ των προτέρων, σε Πολύβ.
προσακτέον, ρημ. επίθ. του προσάγω, 1. αυτό που πρέπει κάποιος να φέρει
κοντά ή πλησίον, σε Πλάτ. 2. αυτό που πρέπει κάποιος να εισάγει, σε
Αριστ.
προσ-ᾰλείφω, μέλ. -ψω, τρίβω ή αλείφω πάνω σε, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ.
προσ-άλλομαι, αποθ., πηδώ επάνω σε κάποιον, όπως ο σκύλος, σε Ξεν.
προσ-άλπειος, -ον (Ἄλπεις), αυτός που βρίσκεται κοντά στις Άλπεις, σε
Στράβ.
προσ-άμβᾰσις, ἡ, ποιητ. αντί προσ-ανάβασις.
προσ-αμείβομαι, Δωρ. ποτ-, Μέσ., απαντώ τινα, σε Θεόκρ.
προσ-ᾰμέλγομαι, Δωρ. ποτ-, Παθ. με Μέσ. μέλ., παράγω επιπλέον γάλα,
σε Θεόκρ.
προσᾰμύνω[ῡ], μέλ. -αμῠνῶ, έρχομαι σε βοήθεια, τινί, σε Ομήρ. Ιλ.
προσ-αμφιέννῡμι, Αττ. μέλ. -αμφιῶ, ντύνω επιπλέον, τί τινα, σε Αριστοφ.
προσ-αναβαίνω, μέλ. -βήσομαι, ανεβαίνω ή ανέρχομαι επιπλέον, σε Ξεν.·
υψώνομαι περισσότερο, όπως ο φουσκωμένος ποταμός, σε Πολύβ.·
μεταφ., προσαναβαίνω τῷ Ῥωμύλῳ, πηγαίνω πίσω στον Ρωμύλο, σε
Πλούτ.
568

προσ-ανάβᾰσις, ποιητ. προσ-άμβ-, ἡ, ανοδική πορεία, άνοδος, ανάβαση,


κλίμακος προσαμβάσεις, άνοδος με σκάλα, δηλ. πολιορκητική σκάλα,
ανεμόσκαλα, σε Αισχύλ., Ευρ.· προσανάβασις, σε Ευρ.· τειχέων
προσανάβασις, σημείο όπου μπορούν να προσεγγιστούν τα τείχη, δωμάτων
προσανάβασις, δηλ. οι σκάλες που οδηγούν στο σπίτι, στον ίδ.
προσ-αναγιγνώσκω, μέλ. -γνώσομαι, αναγιγνώσκω, διαβάζω, σε Αισχίν.
προσ-ανᾰγκάζω, μέλ. -σω· Επικ. αόρ. αʹ -ηνάγκασα· I. 1. αναγκάζω ή
εξαναγκάζω επιπλέον, σε Θουκ. 2. αναγκάζω κάποιον να υπακούσει ή να
πειθαρχήσει, στον ίδ. II. με αιτ. και απαρ., αναγκάζω κάποιον να κάνει
κάτι, σε Ομηρ. Ύμν.· προσαναγκάζω τινὰ παρεῖναι, ὁμολογεῖν, σε Ξεν.·
αλλά με το απαρ. να παραλείπεται, τοὺςμὴ δεχομένους τὰς σπονδὰς
προσαναγκάζω, (ενν. δέχεσθαι), σε Θουκ.
προσ-ανᾰγορεύω, ανακοινώνω επιπλέον, σε Πλάτ.
προσ-αναγράφω[ᾰ], αναγράφω επιπλέον, σε Λουκ.
προσ-ανάγω, μέλ. -ξω, φαινομενικά αμτβ., προσανάγω τῇ γῇ, επανέρχομαι
στη γη, σε Πλούτ.
προσ-αναιρέω, μέλ. -ήσω· I. σηκώνω επιπλέον — Μέσ., αναλαμβάνω,
επιχειρώ επιπλέον, πόλεμον, σε Θουκ. II. καταστρέφω επιπλέον, τἀληθές,
σε Αριστ. III. λέγεται για χρησμό, δίνω μια επιπλέον απάντηση, σε Πλάτ.·
προσαναιρέω τινὶ ποιεῖν τι, σε Δημ.
προσ-ᾰναισῐμόομαι, Παθ., δαπανώμαι επιπλέον, σε Ηρόδ.
προσ-ανακᾰλύπτω, μέλ. -ψω, ανακαλύπτω επιπλέον, σε Στράβ.
προσ-ανάκλῐμα, τό, αυτό πάνω στο οποίο στηρίζεται κάποιος, σε Ανθ.
προσ-αναλαμβάνω, μέλ. -λήψομαι· I. αναλαμβάνω επιπλέον, σε Δημ. —
Παθ., πλειόνων προσαναλαμβανομένων εἰς τὴν σύγκλητον, λέγεται για την
ομάδα των νέων συγκλητικών, σε Πλούτ. II. ανακτώ δυνάμεις· αμτβ.,
επανακτώ, σε Πολύβ.
προσ-ᾰνᾱλίσκω, μέλ. -ανᾱλώσω, σκορπώ ή καταναλώνω επιπλέον, σε
Πλάτ., Δημ.
προσ-αναπαύομαι, μέλ. -σω, Μέσ. ή Παθ., κοιμάμαι επιπλέον, τινι, σε
Πλούτ.
προσ-αναπληρόω, μέλ. -ώσω, ανα πληρώνω ή συμ πληρώνω κάτι
επιπλέον, σε Αριστ., Κ.Δ. — Μέσ., προσθέτω τόσο ώστε να γεμίσω, σε
Πλάτ.
προσ-αναρρήγνῡμι, μέλ. -ρήξω, σπάζω, διαλύω κάτι επιπλέον, σε Πλούτ.
προσ-ανασείω, μέλ. -σω, ανακινώ ή σείω εδώ κι εκεί επιπλέον — Παθ.,
διεγείρομαι ακόμα πιο πολύ, σε Πολύβ.· δίκαι αὐτῷ προσανεσείοντο,
επισείονταν εναντίον του, σε Πλούτ.
προσ-αναστέλλω, κρατώ πίσω επιπλέον, τὸν ἵππον, σε Πλούτ.
προσ-ανατέλλω, ποιητ. προσ-αντ-, ανυψώνομαι, ανεβαίνω προς τα πάνω,
σε Ευρ.
569

προσ-ανατίθεμαι, Μέσ., I. αναλαμβάνω επιπρόσθετο βάρος, σε Ξεν.·


αλλά, προσανατίθεμαί τί τινι, συνδράμω, προσφέρω ο ένας στον άλλο, σε
Κ.Δ. II. προσανατίθεσθαί τινι, συσκέπτομαι με κάποιον, στο ίδ.
προσ-ανατρέχω, μέλ. -δρᾰμοῦμαι, ανατρέχω πίσω, στα παλιά, αναπολώ
παλιά γεγονότα, σε Πολύβ.
προσ-ανατρίβομαι[ῑ], Μέσ., τρίβομαι πάνω σε ή έναντι ενός πράγματος,
συχνάζω στο γυμνάσιο, σε Θεόφρ.
προσ-άνειμι, (εἶμι, Λατ. ibo), ανέρχομαι, σε Θουκ.
προσ-ανεῖπον, αόρ. βʹ του προσαναγορεύω, δηλώνω, δημοσιοποιώ,
διακηρύσσω, διατάζω επιπλέον, σε Ξεν.
προσ-ανέρπω, μέλ. -ψω, έρπομαι προς τα πάνω, σε Πλούτ.
προσ-ανερωτάω, μέλ. -ήσω, ρωτώ ή ζητώ να μάθω περισσότερα, σε Πλάτ.
προσ-ανευρίσκω, μέλ. -ευρήσω, βρίσκω επιπλέον, σε Στράβ.
προσ-ανέχω, μέλ. -ανέξω, περιμένω υπομονετικά κάτι, με δοτ., σε
Πολύβ.· επίσης με αιτ., στον ίδ.
προσ-ᾱνής, -ές, Δωρ. αντί προσ-ηνής.
προσ-άντης, -ες (ἄντην), I. αυτός που υψώνεται ενάντια σε, ανωφελής,
απότομος, απόκρημνος, Λατ. adversus, σε Πίνδ., Θουκ. II. 1. μεταφ.,
δύσκολος, δυσχερής, ενάντιος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 2. λέγεται για
πρόσωπα, ενάντιος, εχθρικός, τινί, σε κάποιον, σε Ευρ.· προσάντης πρός
τι, είμαι ενάντιος σε κάτι, σε Ξεν.
προσ-αντιλαμβάνομαι, Μέσ., πιάνομαι αμοιβαία ο ένας από τον άλλο,
τῶν χειρῶν, από τα χέρια, σε Στράβ.
προσ-αξιόω, μέλ. -ώσω, απαιτώ επιπλέον, σε Πολύβ.
προσ-απαγγέλλω, μέλ. -αγγελῶ, ανακοινώνω επιπλέον, σε Ξεν.
προσ-ᾰρᾰρίσκω, προσαρμόζω· παρακ. βʹ προσάρᾱρα, Ιων. -άρηρα· αμτβ.,
προσαρμόζομαι, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα, καλά προσαρμοσμένα, σε
Ομήρ. Ιλ.· σε Ιων. Παθ. παρακ. προσαρήρεται, σε Ησίοδ.
προσ-αράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. —ξω, εξορμώ εναντίον, πέφτω με δύναμη,
ναῦς σκοπέλοις, σε Πλούτ.
προσ-αρκέω, μέλ. -έσω, παρέχω την αναγκαία βοήθεια, συντρέχω, βοηθώ,
τινί, σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ., Ευρ.
προσ-άρκτιος, -ον (ἄρκτος), αυτός που στρέφεται προς βορρά, σε Στράβ.
προσ-αρμόζω, μεταγεν. Αττ. -όττω· μέλ. -όσω, 1. ταιριάζω, προσαρτώ,
εφάπτω προσεκτικά σε κάτι, τί τινι, σε Ευρ.· εἴς τι, σε Πλάτ. 2. μεταφ.,
προσαρμόζω, ταιριάζω, στον ίδ. 3. με αιτ. μόνο, προσαρμόζω τὴν χεῖρα, το
εφαρμόζω στο χέρι, σε Ξεν.· προσαρμόζω δῶρα, παρέχω κατάλληλα δώρα,
σε Σοφ. II. αμτβ., προσκολλώμαι σε κάποιον, συμφωνώ ή ταιριάζω με ένα
πράγμα, τινί, σε Πλάτ.· πρός τι, σε Ξεν.
προσ-αρτάω, μέλ. -ήσω, προσδένω ή προσκολλώ σε κάτι, τί τινι, σε Βάβρ.
— Παθ., προσδένομαι ή προσκολλώμαι, προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ
ἀγαθόν, σε Ξεν.· προσγίγνομαι, προσκύπτω σε κάποιον, λῆμμα
προσήρτηται, σε Δημ.
570

προσ-ᾰτῑμόω, μέλ. -ώσω, αποστερώ κάποιον από τα πολιτικά του


δικαιώματα, σε Δημ. — Παθ., μτχ. παρακ. προσητιμωμένος, στον ίδ.
προσ-αυαίομαι, Παθ., μαραίνομαι επάνω σε κάτι, πέτραις, σε Αισχύλ.
προσ-αυδάω, μέλ. -ήσω, I. 1. μιλώ, προσφωνώ, πλησιάζω, τινά, σε Ομήρ.
Ιλ., Τραγ. 2. με αιτ. απευθύνω λόγια σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. II. μιλώ
σχετικά με κάτι, τύχαν σέθεν, σε Ευρ.· Παθ., ἀδελφὴ προσηυδώμην,
απευθύνομαι στην αδελφή μου, σε Σοφ.
προσ-αύλειος, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στην αυλή αγροικίας,
αγροτικός, εξοχικός, σε Ευρ.
προσ-αύω, μέλ. -αύσω, φέρω προς, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ,
σε Σοφ.· (η λέξη αὔω δείχνει να είναι ισοδύν. του αἴρω).
προσ-αφαιρέομαι, μέλ. -ήσομαι, αφαιρώ επιπλέον, σε Δημ.
προσ-αφικνέομαι, μέλ. -αφίξομαι, αποθ., I. φτάνω σ' ένα μέρος ή φτάνω
και ενώνομαι με στρατιωτική δύναμη, σε Θουκ. II. πλησιάζω, τινα, σε
Ανθ.
προσ-αφίστημι, προκαλώ επιπλέον αποστασία, σε Θουκ.
προσ-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, αόρ. βʹ προσέβην· γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ
προσεβήσατο, Επικ. -ετο, 1. πατώ επάνω, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸς τὸ κάτω τοῦ
τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ προσβαίνω, ώστε να βρω ένα στήριγμα καθώς το
τραβώ, σε Ξεν. 2. πηγαίνω σε ή προς, πλησιάζω, με αιτ. τόπου, σε Όμηρ.
κ.λπ.· με δοτ., σε Πλάτ. 3. ανέρχομαι, ανυψώνομαι, σε Ηρόδ., Σοφ. 4.
απόλ., στέκομαι πάνω, προχωρώ, περιπατώ, σε Σοφ. 5. μεταφ., επέρχομαι,
τίς σε προσέβα μανία;, στον ίδ.· ἄλλοις ἄλλα πρ. ὀδύνα, σε Ευρ.
προσ-βάλλω, Δωρ. προτι-βάλλω, μέλ. -βᾰλω.
Α. I. 1. χτυπώ ή εξορμώ εναντίον, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀψῖδα πέτρῳ
προσβάλλω, αφήνω να χτυπήσει εναντίον, σε Ευρ.· τὸν πρὶν ὄλβον ἕρματι
προσβάλλω, καταστρέφω την ευτυχία του πάνω σε έναν βράχο, σε
Αισχύλ.· προσβάλλω θηρία τινί, τα βάζω να του επιτεθούν, σε Δημ.·
προσβάλλω δόρυ τινί, σε Ευρ.· χωρίς καμία σημασία βίας, επιβάλλω,
επιθέτω, μαλακὰν χέρα προσβάλλω (ἕλκει), λέγεται για χειρουργό, σε
Πίνδ.· προσβάλλω παρειὰν παρηΐδι, σε Ευρ.· ὄμματα τέκνοις, στον ίδ. 2.
παρέχω, παραχωρώ σε, κέρδος τινί, σε Ηρόδ.· προσβάλλω Λακεδαιμονίοις
Ὀλυμπιάδα, τους δίνω την τιμή μιας ολυμπιακής νίκης, στον ίδ.·
προσβάλλω κακὸν τῇ πόλει, σε Αισχύλ.· εὔκλειαν σαὐτῇ, σε Σοφ.·
προσβάλλω δεῖμά τινι, Λατ. incutere timorem alicui, σε Ευρ. 3. με αιτ. του
προσβαλλόμενου πράγματος, ἀρούρας προσβάλλειν, λέγεται για τον ήλιο,
προσβάλλω τη γη με τις ακτίνες, σε Όμηρ.· λέγεται για μυρωδιές, βροτοῦ
(ὀσμή) με προσέβαλε, σε Αριστοφ. 4. μεταφ., προσέχω σε κάποιο πράγμα
ή προσθέτω, σε Σοφ. 5. μή μ' ἀνάγκῃ προσβάλῃς τάδ' εἰκαθεῖν, μη με
αναγκάσεις να υποκύψω σ' αυτά, στον ίδ. II. 1. αμτβ., εφορμώ, κάνω
επίθεση ή έφοδο πάνω σε, τινί, σε Αισχύλ. κ.λπ.· πρὸς τὸ τεῖχος, σε Ηρόδ.·
απόλ., χτυπώ, κάνω έφοδο, επιτίθεμαι, στον ίδ.· προσβαλὼν αἱρεῖ τὴν
πόλιν, με έφοδο, σε Ξεν. 2. μπαίνω μέσα με καράβι, προσορμίζομαι, ἐς τὸν
571

λιμένα, σε Θουκ.· πρὸς Τάραντα, στον ίδ.· με δοτ., Σικελίᾳ, στον ίδ. Β.
Μέσ., τιμωρώ, σωφρονίζω, τινα, σε Ομήρ. Ιλ.
πρόσβᾰσις, ἡ (προσβαίνω), μέσο προς ανάβαση, προσέγγιση, σε Ηρόδ.,
Θουκ.· προσβάσεις πύργων, μέσα ανάβασης στους πύργους, σε Ευρ.
προσ-βᾰτός, -ή, -όν, προσιτός, τινι, σε Ξεν.· χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν
θανάτῳ, δεν είναι δυνατό να φτάσει ο θάνατος, στον ίδ.
προσ-βιάζομαι, μέλ. -άσομαι, I. αποθ., αναγκάζω, βιάζω, τινα, σε
Αριστοφ. II. αόρ. αʹ προσβιασθῆναι, με Παθ. σημασία, αναγκάζομαι ή
πιέζομαι, βιάζομαι, σε Θουκ.
προσ-βῐβάζω, μέλ. Αττ. -βιβῶ, μτβ. του προσβαίνω, 1. κάνω να πλησιάσει,
φέρνω κοντύτερα, τινά, σε Πλάτ. 2. μεταφ., προσελκύω, πείθω, εὖ
προσβιβάζεις με, σε Αριστοφ., Ξεν.· λέγεται για πράγματα, προσβιβάζω τι
κατὰ τὸ εἰκός, κάνω κάτι να συμφωνήσει με τις πιθανότητες, το φέρνω σε
συμφωνία με αυτές, σε Πλάτ.
προσ-δέχομαι, Ιων. -δέκομαι, μέλ. -δέξομαι, Επικ. συγκοπτ. μτχ. αορ. βʹ
ποτιδέγμενος· αποθ. I. 1. δέχομαι ευχαρίστως, αποδέχομαι, σε Ηρόδ.·
δέχομαι φιλόξενα, σε Σοφ. κ.λπ.· δέχομαι σε έναν τόπο, σε Θουκ.· δέχομαι
ως πολίτη, σε Πλάτ. 2. δέχομαι σε μια συζήτηση κάτι, στον ίδ. II. 1. Επικ.
μτχ. ποτιδέγμενος, αυτός που περιμένει ή προσδοκεί, σε Όμηρ.· ομοίως,
προσδεκομένους τοιοῦτο οὐδέν, σε Ηρόδ.· τῷ Νικίᾳ προσδεχομένῳ ἦν, ήταν
σύμφωνα με την προσδοκία αυτού, σε Θουκ.· με αιτ. και απαρ. μέλ.,
προσδοκώ, προσμένω ότι, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. περιμένω υπομονετικά, σε
Όμηρ.
προσ-δέω (Α), μέλ. -δήσω, δένω πλησίον ή συνδέω, επισυνάπτω, σε Ηρόδ.
προσ-δέω (Β), μέλ. -δεήσω, 1. έχω ανάγκη επιπλέον, με γεν., σε Ευρ. 2.
απρόσ., προσδεῖ, υπάρχει ακόμα έλλειψη από, με γεν. πράγμ., σε Θουκ.,
Ξεν. κ.λπ.· με απαρ., ἔτι προσδεῖ ἐρέσθαι, σε Πλάτ.
προσ-δηλέομαι, αποθ., βλάπτω ή καταστρέφω επιπλέον, σε Ηρόδ.
προσ-διαβάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, 1. υπονοώ επιπλέον, σε Πλούτ. 2.
συκοφαντώ, στον ίδ.
προσ-διαιρέομαι, Μέσ., διαιρώ περαιτέρω, σε Αριστ.
προσ-διαλέγομαι, αποθ., απαντώ σε συζήτηση ή λογομαχία, σε Ηρόδ.
προσ-διαμαρτῠρέω, μαρτυρώ επιπλέον, σε Αισχίν.
προσ-διανέμω, μέλ. -νεμῶ, διανέμω, μοιράζω, επιπλέον, σε Πλούτ. —
Μέσ. στον πληθ., διανέμουν επιπλέον αυτά μεταξύ τους, σε Δημ.
προσ-διαπράσσω, μέλ. -ξω, κατορθώνω κάτι επιπλέον, σε Ξεν.
572

προσ-διασᾰφέω, μέλ. -ήσω, προσθέτω με τη μορφή της διασαφήνισης, σε


Πολύβ.
προσ-διαφθείρω, μέλ. -φθερῶ, καταστρέφω επιπλέον, σε Σοφ. — Παθ.,
χάνομαι, πεθαίνω, σε Ισοκρ.
προσ-δῐδάσκω, μέλ. -άξω, διδάσκω επιπλέον, σε Πλάτ.
προσ-δίδωμι, μέλ. -δώσω, δίνω επιπλέον, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
προσ-διηγέομαι, αποθ., διηγούμαι επιπλέον, σε Θεόφρ.
προσ-δῐκάζομαι, Μέσ., εμπλέκομαι σε δίκη, σε Δημ.
προσ-διορθόομαι, Μέσ., διορθώνω επιπλέον, σε Αισχίν.
προσ-διορίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, ορίζω ή καθορίζω επιπλέον, σε Δημ.· ομοίως
στη Μέσ., σε Αριστ.
προσ-δοκάω, Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐδόκησα· προσδοκώ· 1. με
απαρ. μέλ., προσδοκώ ότι κάποιος θα κάνει ή ότι ένα πράγμα θα γίνει, σε
Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με απαρ. αορ. και ἄν, προσδοκώ ότι κάποιος θα
έπραττε ή ότι ένα πράγμα θα γινόταν, σε Αριστοφ. κ.λπ.· χωρίς ἄν,
Μενελέων προσδόκα μολεῖν, προσδοκώ την επιστροφή του, σε Αισχύλ. 2.
με απαρ. ενεστ., σκέφτομαι, υποθέτω ότι κάποιος κάνει ή ότι ένα πράγμα
είναι, σε Ευρ. 3. με αιτ. πράγμ., προσδοκώ, περιμένω ένα πράγμα, σε
Αισχύλ. κ.λπ.· προσδοκάω τινά, προσμένω, περιμένω ένα πρόσωπο, σε
Ευρ. κ.λπ. 4. Παθ., τὸ προσδοκώμενον, αντίθ. προς το ἄελπτον, σε Πλάτ.
κ.λπ.
προσ-δοκέω, αόρ. αʹ -έδοξα, θεωρούμαι επιπλέον, με απαρ., ἀπειρόκαλος
προσέδοξεν εἶναι, σε Δημ.
προσειδέναι, απαρ. του πρόσοιδα.
προσ-εῖδον, απαρ. -ῐδεῖν, μτχ. -ῐδών, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση,
προσοράω, χρησιμοποιούμαι στη θέση άλλου, I. παρατηρώ ή βλέπω σε, σε
Ηρόδ., Αισχύλ. II. Παθ., προσείδομαι, μοιάζω, σε Αισχύλ.
προσεῖκα, Αττ. αντί προσέοικα.
προσ-εικάζω, μέλ. -άσω, αόρ. αʹ -ῄκασα, I. φτιάχνω κάτι όμοιο με κάτι
άλλο, εξομοιώνω, τί τινι, σε Ξεν. — Παθ., είμαι όμοιος, μοιάζω, τινι, σε
Αισχίν. II. μεταφ., συγκρίνω, τί τινι, σε Αισχύλ., Ευρ.· κακῷ δέ τῳ
προσεικάζω τόδε, νομίζω ότι αυτό φαίνεται ως κακό, σε Αισχύλ.· εικάζω
μετά από σύγκριση, υποθέτω, πιθανολογώ, στον ίδ.
573

προσ-είκελος, -ον, αυτός που είναι περίπου όμοιος, με δοτ., σε Ηρόδ.


προσ-ειλέω, Δωρ. ποτι-ειλέω, μέλ. -ήσω, πιέζω ή αναγκάζω κάποιον να
στραφεί μπροστά, σε Ομήρ. Ιλ.· μὴ προσείλει χεῖρα, μην σφίγγεις το χέρι
σου εναντίον μου, σε Ευρ.
προσειλόμην, αόρ. βʹ του προσαιρέομαι.
πρόσ-ειλος, -ον (εἵλη), 1. προσήλιος, ηλιόλουστος, σε Αισχύλ.
πρόσ-ειμι, απαρ. -εῖναι (εἰμί, Λατ. sum), 1. προστίθεμαι, προσκολλώμαι,
ανήκω σε, τινι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 2. απόλ., είμαι εδώ, είμαι πλησίον,
είμαι παρών, σε Αισχύλ. κ.λπ.· οὐδὲν ἄλλο προσῆν, δεν υπήρχε τίποτα άλλο
στον κόσμο, σε Δημ.· τὰ προσόνθ' ἑαυτῷ, η περιουσία κάποιου, στον ίδ.·
ταῦτα πρόσεσται, αυτό επίσης θα είναι δικό μας, σε Ξεν.· τὸπροσόν,
πλεόνασμα, σε Δημ.
πρόσ-ειμι, απαρ. -ιέναι (εἶμι, Λατ. ibo), χρησιμ. στην Αττ. ως μέλ. του
προσέρχομαι και προσῄειν ως παρατ. I. 1. πηγαίνω προς ή μπροστά,
πλησιάζω κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πρόσειμι Σωκράτει, τον επισκέπτομαι
ως δάσκαλο, σε Ξεν.· με αιτ. τόπου, δῶμα, δόμους, σε Αισχύλ., Ευρ.·
πρόσειμι εἰς..., πρός..., σε Σοφ. κ.λπ. 2. με εχθρική σημασία, πηγαίνω ή
έρχομαι εναντίον, επιτίθεμαι, τῇ πόλει, σε Ξεν.· πρός τινα, σε Ηρόδ.· ἐπί
τινα, σε Ξεν. 3. πηγαίνω προς το μέρος κάποιου, λέγεται για τον πόλεμο,
σε Θουκ. 4. έρχομαι μπροστά να μιλήσω, πρόσειμι τῷ δήμῳ, σε Ξεν.· τῇ
βουλῇ, σε Δημ.· πρὸς τὰς ἀρχάς, σε Θουκ. 5. λέγεται για πράγματα,
προστίθεμαι, ἐλπὶς προσῄει, μόνη η ελπίδα έμεινε, σε Αισχύλ. ΙI. λέγεται
για χρόνο, προχωρώ, πλησιάζω, ἐπεὰν προσίῃ ἡ ὥρη, σε Ηρόδ.· ἑσπέρα
προσῄει, σε Ξεν. III. έρχομαι σε, εισέρχομαι, λέγεται για έσοδα, σε Ηρόδ.,
Θουκ.· τὰ προσιόντα, πρόσοδοι, κέρδη, σε Αριστοφ.
προσεῖπον, απαρ. -ειπεῖν, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του προσαγορεύω· Επικ.
προσ-έειπον, Δωρ. γʹ ενικ. ευκτ. ποτιείποι· Αττ. επίσης αόρ. αʹ προσεῖπα
(πρβλ. προσερέω), 1. μιλώ σε κάποιον, προσφωνώ, λέγω, μιλώ, σε Όμηρ.
κ.λπ.· προσεῖπον ὀνόματί τινα, σε Δημ.· με διπλή αιτ., τί προσείπω σ' ἔπος;
σε Αριστοφ. 2. προσφωνώ ως, προσεῖπόν τινα ὡς ἀλλότριον, σε Πλάτ.·
προσεῖπον τινὰ χαίρειν, προστάζω κάποιον να χαιρετήσει, σε Ευρ. 3. καλώ,
ονομάζω, τί νιν προσείπω; σε Αισχύλ.· τοῦτο γάρ σ' ἔχω μόνον προσειπεῖν,
σε Σοφ.· ὅν μοι προσεῖπας πόσιν, τον οποίον ονόμασες σύζυγό μου, σε Ευρ.
προσ-εισπράσσω, μέλ. -ξω, εισπράττω επιπλέον, σε Πλούτ.
574

προ-σείω, μέλ. -σω, κρατώ έξω και ανακινώ, σείω, προσείω χεῖρα, κινώ
απειλητικά, σε Ευρ.· προσείειν ἀνασείειν τε (τὸν πλόκαμον), το «κυματίζω»
πάνω κάτω, στον ίδ.· μεταφ., προσείω φόβον, ως μπαμπούλας, σε Θουκ.
προσ-εκβάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, I. εκβάλλω, απορρίπτω επιπλέον, σε Δημ. II.
επιμηκύνω, προεκτείνω, σε Στράβ.
προσ-εκπέμπω, μέλ. -ψω, στέλνω μακριά κάτι επιπλέον, σε Ξεν.
προσ-εκπῠρόω, μέλ. -ώσω, ρίχνω στη φωτιά κάτι επιπλέον, σε Λουκ.
προσεκτέον, ρημ. επίθ. του προσέχω, αυτό που πρέπει κάποιος να
επικολλήσει, να εφαρμόσει, σε Πλάτ.· απόλ., αυτός που πρέπει να
προσέχει, τινί, σ' ένα πράγμα, σε Αισχίν.
προσεκτικός, -ή, -όν (προσέχω), προσεκτικός, επιμελής, σε Ξεν.
προσ-εκτίλλω, μέλ. -τῐλῶ, μαδώ κάτι επιπλέον, τὰ πτερά, σε Αριστοφ.
προσεκτίνω[ῐ], μέλ. -τίσω [ῑ], πληρώνω επιπλέον, σε Πλούτ.
προσ-εξανίσταμαι, Παθ. με Ενεργ. αορ. βʹ -ανέστην, σηκώνομαι πάνω
προς μια κατεύθυνση, πρός τι, σε Πλούτ.
προσ-εξᾰπᾰτάω, εξαπατώ κι άλλο, σε Αριστ.
προσ-εξελίσσω, μέλ. -ξω, εξελίσσω επιπλέον· λέγεται για στρατιώτες,
επιτάσσω, διατάζω αυτούς σε ημικυκλικό ελιγμό, σε Πολύβ.
προσ-εξεργάζομαι, μέλ. -άσομαι, αποθ., εκτελώ επιπλέον, σε Δημ.·
παρακ. -εξείργασμαι, με Παθ. σημασία, στον ίδ.
προσ-εξερείδομαι, Παθ., υποστηρίζω κάποιον με, ταῖς χερσί, σε Πολύβ.
προσ-εξετάζω, μέλ. -σω, εξετάζω, ψάχνω μέσα σε, σε Δημ.
προσ-εξευρίσκω, βρίσκω ή εφευρίσκω επιπλέον, σε Αριστοφ.
προσ-εξηπειρόω, μέλ. -ώσω· κατευθύνομαι ακόμα περισσότερο στη
στεριά, σε Στράβ.
πρόσεξις, ἡ (προσέχω), προσοχή, σε Πλάτ.
προσ-έοικα, παρακ. με ενεστ. σημασία (ενεστ. προσείκω όχι σε χρήση),
Αττ. απαρ. προσεικέναι· Δωρ. υπερσ. ποτῴκειν· εκτός από αυτό έχουμε βʹ
ενικ. Παθ. παρακ. προσήϊξαι, σε Ευρ. I. είμαι όμοιος, μοιάζω, με δοτ., στον
ίδ. κ.λπ. II. φαίνομαι κατάλληλος, αρμόδιος, τὰ μὴ προσεικότα, πράγματα
αταίριαστα και ανάρμοστα, σε Σοφ.· ομοίως, οὐκ ἐμοὶ προσεικότα, στον ίδ.
III. φαίνομαι ότι κάνω κάτι, με απαρ., σε Δημ.
προσ-επαινέω, μέλ. -έσομαι, επαινώ επιπλέον, σε Αισχίν.
προσ-επαιτιάομαι, αποθ., κατηγορώ επιπλέον, σε Πλούτ.
προσ-επεῖπον, αόρ. βʹ, λέω επιπλέον, σε Πλούτ.
προσ-επεξευρίσκω, μέλ. -ευρήσω, εφευρίσκω, επινοώ για κάποιο ακόμα
σκοπό, σε Θουκ.
προσ-επιβάλλω, προσθέτω επιπλέον και περισσότερο, σε Ισοκρ.
575

προσ-επιγράφω[ᾰ], μέλ. -ψω, επιγράφω επιπλέον, σε Θεόφρ.


προσ-επίκειμαι, Παθ., βρίσκομαι επίμονα δίπλα, σε Δημ.
προσ-επικοσμέω, καλλωπίζω, διακοσμώ επιπλέον, σε Πολύβ.
προσ-επικτάομαι, μέλ. -κτήσομαι, αποθ., αποκτώ επιπλέον, σε Αριστ.·
προσεπικτάομαι Λυδοῖσί (τινάς), τους προσαρτώ στο Λυδικό βασίλειο, σε
Ηρόδ.
προσ-επιλαμβάνομαι, μέλ. -λήψομαι — Μέσ., παίρνω μέρος μαζί με
κάποιον άλλο σε κάποιο πράγμα, βοηθώ επιπλέον κάποιον σε κάτι,
προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου, σε Ηρόδ.
προσ-ερείδω, μέλ. -σω, I. ωθώ εναντίον, σε Πολύβ., Πλούτ. II. αμτβ.,
πιέζω εναντίον, σε Πολύβ.
προσερέσθαι, απαρ. αορ. βʹ με μέλ. -ερήσομαι — Μέσ., ρωτώ επιπλέον,
σε Πλάτ.
προσ-ερεύγομαι, αποθ., εκτοξεύω σε ή εναντίον· μεταφ., λέγεται για
κύματα, τα αφρισμένα κύματα που σπάνε, σε Όμηρ.
προσ-ερέω, Αττ. συνηρ. -ερῶ, ως μέλ. του προσ- αγορεύω, αορ. βʹ
προσεῖπον, παρακ. προσείρηκα — Παθ., μέλ. προσρηθήσομαι, αόρ. αʹ
προσερρήθην, παρακ. -είρημαι, 1. μιλώ, προσφωνώ, προσαγορεύω, τινά, σε
Ευρ. κ.λπ. 2. με διπλή αιτ., καλώ ή ονομάζω, πολίτας προσερέω ἀλλήλους,
σε Πλάτ.
προσ-ερίζω, Δωρ. ποτ-ερίσδω, μέλ. -σω, μάχομαι μαζί ή εναντίον, σε
Θεόκρ.
προσ-έρπω (ἔρπω), Δωρ. ποθ-έρπω, μέλ. -ψω, αόρ. αʹ προσείρπῠσα· 1.
απόλ., έρπω ή πλησιάζω κρυφά, σε Σοφ., Αριστοφ.· μεταφ., ὁ προσέρπων
χρόνος, δηλ. ο χρόνος που έρχεται, σε Πίνδ.· πᾶν τὸ προσέρπον, οτιδήποτε
πλησιάζει, σε Αισχύλ.· τὸ προσέρπον, αυτό που έρχεται, το επερχόμενο
γεγονός, σε Σοφ.· αἱ προσέρπουσαι τύχαι, σε Αισχύλ. 2. έρχομαι προς ή σε,
με αιτ. προσ., σε Πίνδ.· με δοτ. προσ., σοὶ προσέρπον τοῦτ' ἐγὼ τὸ
φάρμακον ὁρῶ, λέγεται για τιμωρία, σε Σοφ.
προσέρρηξα, αόρ. του προσρήσσω.
προσ-ερυγγάνω, αόρ. βʹ -ήρῠγον, = προσερεύγομαι, σε Θεόφρ.
προσ-έρχομαι, παρατ. -ηρχόμην, μέλ. -ελεύσομαι (αλλά Αττ. παρατ. και
μέλ., προσῄειν, πρόσειμι)· αόρ. βʹ -ήλυθον, -ῆλθον, παρακ. ἐλήλυθα· αποθ.,
I. 1. έρχομαι ή πηγαίνω σε, με δοτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· προσέρχομαι
Σωκράτει, τον επισκέπτομαι ως δάσκαλο, σε Ξεν.· με δοτ. τόπου, σε
Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ. τόπου, σε Ευρ.· συχνά επίσης με πρόθ., ἐπί,
εἰς, πρός· και με επιρρ. δεῦρο, πέλας· απόλ., πλησιάζω, έρχομαι κοντά,
είμαι κοντά, είμαι πρόχειρος, σε Ηρόδ., Σοφ. 2. με εχθρική σημασία,
προσέρχομαι πρός τινα, σε Ξεν. 3. εισέρχομαι, παραδίδομαι, συνθηκολογώ,
σε Θουκ. 4. έρχομαι μπροστά για να μιλήσω, προσέρχομαι τῷ δήμῳ, σε
Δημ.· πρὸς τὸν δῆμον, σε Αισχίν. 5. σχετίζομαι με κάποιον, πρός τινα, σε
Δημ. II. εισέρχομαι ως έσοδο, υπάρχω ως πρόσοδο, Λατ. redire, σε Ηρόδ.,
Ξεν.
576

προσ-ερωτάω, μέλ. -ήσω, 1. ρωτώ επιπλέον, τινά, σε Πλάτ., Ξεν. 2. με αιτ.


πράγμ., ζητώ επιπλέον, σε Αριστ.
προσ-εσπέριος, -ον, αυτός που είναι στραμμένος προς τη δύση, δυτικός,
σε Πολύβ.
προσ-έσπερος, Δωρ. ποθέσπερος, -ον, = το επόμ.· τὰ ποθέσπερα, ως
επίρρ., προς το απόγευμα, σε Θεόκρ.
προσ-εταιρέομαι, Μέσ., = το επόμ., σε Λουκ.
προσ-εταιρίζομαι, Μέσ., λαμβάνω κάποιον ως φίλο μου, συσχετίζομαι με
κάποιον, τινα, σε Ηρόδ.
προσεταιριστός, -όν, συνδεδεμένος με κάποιον ως παρέα,
προσκολλημένος στην ίδια ἑταιρείαν ή ομάδα, σε Θουκ.
προσ-έτῐ, επίρρ., πέρα και πάνω από, ακόμα, εκτός από, σε Ηρόδ.,
Αριστοφ. κ.λπ.
προσ-ευθύνω, φέρνω επιπλέον λογαριασμούς, σε Αριστ.
πρόσευξαι, προστ. αορ. αʹ του προσεύχομαι.
προσ-ευπορέω, μέλ. -ήσω, παρέχω επιπλέον, σε Δημ.
προσ-ευρίσκω, μέλ. -ευρήσω, βρίσκω επιπλέον ή ακόμη, σε Σοφ.
προσ-ήλιος, -ον, αυτός που βρίσκεται προς τον ήλιο, εκτεθειμένος στον
ήλιο, ηλιόλουστος, σε Ξεν.
προσ-ηλόω, μέλ. -ώσω, I. καρφώνω, καρφιτσώνω, τί τινι, τι πρός τι, σε
Πλάτ. II. στερεώνω κάτι σφιχτά, τὰ παρασκήνια, σε Δημ. — Παθ.,
καρφώνομαι, στερεώνομαι με καρφιά, στον ίδ.
προσήλῠτος, -ον (προσελήλυθα), αυτός που έρχεται σε ένα μέρος,
πάροικος, Λατ. advena· αυτός που έχει προσέλθει στον Ιουδαϊσμό,
προσήλυτος, σε Κ.Δ.
πρόσ-ημαι, κυρίως παρακ. του προσέζομαι, I. κάθομαι πάνω ή δίπλα σε
κάποιον, με δοτ., σε Αισχύλ., Σοφ.· σπανίως με αιτ., καρδίαν προσήμενος,
σε Αισχύλ.· γενικά, βρίσκομαι ή κείμαι διπλα· νάσοι τᾷδε γᾷ προσήμεναι,
στον ίδ. II. πολιορκώ, Λατ. obsidere, σε Ευρ.
προ-σημαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, I. προδηλώνω με σημάδια, προμηνύω,
ανακοινώνω, λέγεται για τους θεούς, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. II. κηρύττω
προηγουμένως, προκηρύττω, τί τινι, σε Ευρ.· προσημαίνω τινι ποιεῖν τι,
δίνω σε αυτούς δημόσια διαταγή, σε Ηρόδ.
προσημᾰσία, ἡ, προμήνυμα, πρόγνωση, σε Στράβ.
προσ-ήνεμος, -ον (ἄνεμος), αυτός που είναι στραμμένος προς τον άνεμο,
αυτός που προφυλάσσει από άνεμο, αντίθ. προς το ὑπήνεμος, σε Ξεν.
προσ-ηνής, Δωρ. προσ-ᾱνής και ποτ-ᾱνής, -ές, I. 1. μαλακός, πράος,
ήρεμος, σε Πίνδ.· προσηνές τι λέγειν, σε Θουκ. 2. με δοτ., λύχνῳ προσηνές,
577

δηλ. κατάλληλος για καύση, σε Ηρόδ. (σχετικά με προέλευση βλ. ἀπηνής).


II. επίρρ. -νῶς, σε Θεόφρ.
προσηύδα, γʹ ενικ. παρατ. του προσαυδάω· προσηυδήτην, γʹ δυϊκ.
προσ-ηχέω, μέλ. -ήσω, αντιλαλώ ή αντηχώ, σε Πλούτ.
προσ-ηῷος, -α, -ον, Ιων. αντί προσ-εῷος, Δωρ. ποτ-αῷος, αυτός που είναι
στραμμένος προς την ανατολή, σε Θεόκρ., Πλούτ.
προσ-θᾱκέω, μέλ. -ήσω, κάθομαι δίπλα ή πάνω σε, ἕδραν, σε Σοφ.
πρόσθε, Ιων. και ποιητ. αντί πρόσθεν.
προσθεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του προστίθημι· μτχ. προσθείς.
πρόσθεν, πρόσθε (πρό, πρός)· Ιων. και ποιητ. επίρρ.
Α. ΠΡΟΘ. με ΓΕΝ.: I. 1. α) λέγεται για τόπο, μπροστά, πρόσθ' ἵππων, σε
Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πρόσθεν ποδῶν, σε Ομήρ. Οδ.· πρόσθεν πυλάων, πρόσθεν
πόλιος, μπροστά, δηλ. έξω από την πόλη, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ., ἐν τῷ
πρόσθεν τοῦ στρατεύματος, μπροστά από..., σε Ξεν.· εἰς τὸ πρόσθεν τῶν
ὅπλων καθέζεσθαι, στον ίδ. β) με παράλληλη σημασία υπεράσπισης, στὰς
πρόσθε νεκύων, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόσθε φίλων τοκέων, στο ίδ. 2. με ρήματα
κίνησης, πρόσθεν ἔθεν φεύγοντα, στο ίδ. κ.λπ. 3. μεταφ., μπροστά, μάλλον,
με προτίμηση σε, πρόσθεν τιθέναι τί τινος, σε Ευρ. II. λέγεται για χρόνο,
πριν, πρόσθ' ἄλλων, σε Ομήρ. Ιλ.· τοῦ χρόνου πρόσθεν θανοῦμαι, σε Σοφ.
Β. ως ΕΠΙΡΡ., I. 1. λέγεται για τόπο, μπροστά, εμπρός, πρόσθε λέων ὄπιθεν
δὲ δράκων, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ πρόσθεν, οι άντρες στη μπροστινή σειρά,
αντίθ. προς οἱ ὄπισθεν, στο ίδ.· Αττ. ὁ πρόσθεν, σε Ξεν.· τὰ πρόσθεν, στον
ίδ. 2. με ρήματα κίνησης, πάνω, μπροστά, πρόσθεν ἡγεμονεύειν, σε Ομήρ.
Οδ.· πάριτε ἐς τὸ πρόσθεν, σε Αριστοφ. II. λέγεται για χρόνο, πριν,
προηγουμένως, κάποτε, άλλοτε, σε Όμηρ. κ.λπ.· οἱπρόσθεν ἄνδρες, οι
παλιοί άντρες, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, τοῦ πρόσθεν Κάδμου, σε Σοφ.· ἡ
πρόσθεν, η προηγούμενη, σε Ευρ.· οἱ πρόσθεν πόνοι, οι προηγούμενοι, οι
πρωτύτεροι, κόποι, σε Αισχύλ.· ἡ πρόσθεν ἡμέρα, σε Ξεν.· επίσης, τὸ
πρόσθεν ως επίρρ., προηγουμένως, παλιά, σε Όμηρ.· τὰ πρόσθεν, σε
Αισχύλ. Γ. ακολουθ. εξαρτημένη πρόταση, 1. πρόσθεν, πρὶν, Λατ.
priusquam, κυρίως με άρνηση, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· επίσης, πρόσθεν ἤ...,
σε Σοφ.· πρόσθεν πρὶν ἤ, σε Ξεν. 2. όπως το Λατ. potius, πρόσθεν
ἀποθανεῖν ἤ..., πεθαίνω νωρίτερα από..., στον ίδ.
προσθέοιτο, Ιων. αντί θεῖτο, γʹ ενικ. ευκτ. αορ. βʹ του προστίθημι.
πρόσθες, προστ. αορ. βʹ του προστίθημι.
578

πρόσ-θεσις, ἡ, I. τοποθέτηση, προσάρτηση σκάλας στα τείχη, σε Θουκ.·


λέγεται για βεντούζα, σε Αριστ. II. πρόσθεση, προσθήκη, σε Πλάτ.
προσθετέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αποδωθεί, τινίτι, σε Ξεν.
πρόσθετος, -ον και -η, -ον, ρημ. επίθ. του προστίθημι, I. πρόσθετος,
τοποθετημένος, λέγεται για ψεύτικα μαλλιά, σε Ξεν. II. Λατ. adictus,
αυτός που δίνεται στο δανειστή, σε Πλούτ.
προσ-κάθημαι, Ιων. -κάτημαι, κυρίως παρακ. του προσκαθέζομαι· I.
κάθομαι δίπλα ή κοντά, ζω μαζί με κάποιον, τινι, σε Ηρόδ., Θεόκρ. II.
πολιορκώ, Λατ. obsidere, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
προσ-καθίζω, I. κάθομαι δίπλα ή κοντά, με αιτ., θᾶκον οὐκ εὐδαίμονα, σε
Ευρ.· απόλ., σε Πλάτ. — Μέσ., κάθομαι αδρανής, σε Αισχίν. II. πολιορκώ
μια πόλη, σε Πολύβ.
προσ-καθίστημι, μέλ. -στήσω, στήνω, βάζω δίπλα, διορίζω επιπλέον, σε
Πλούτ.
πρόσ-καιρος, -ον, αυτός που ανήκει σε μια περίοδο, εποχικός,
προσωρινός, σε Κ.Δ., Λουκ.
προσ-καίω, Αττ. -κάω, μέλ. -καύσω· ρίχνω στη φωτιά ή καίω επιπλέον —
Παθ., σκεύηπροσκεκαυμένα, που κάηκαν στη φωτιά, «ψημένα», σε
Αριστοφ.· μεταφ. προσκαίεσθαί τινι, καίγομαι από έρωτα, σε Ξεν.
προσ-κᾰλέω, μέλ. -έσω, I. 1. καλώ, προσκαλώ, συγκεντρώνω, σε Θουκ.
κ.λπ. 2. καλώ, επικαλούμαι, σε Σοφ. II. 1. Μέσ. με Παθ. παρακ., καλώ
κάποιον κοντά μου, προσκαλώ, καλώ σε βοήθειά μου, σε Ηρόδ., Αττ.· με
διπλή αιτ., ὃ προσκέκλημαι αὐτούς, για το οποίο τους έχω καλέσει, σε Κ.Δ.
2. στην Αττ., λέγεται για τον κατήγορο, εγκαλώ, ενάγω στο δικαστήριο, σε
Αριστοφ. κ.λπ.· ὕβρεως, για εξύβριση, στον ίδ. — Παθ., εγκαλούμαι στο
δικαστήριο, φόνου, με την κατηγορία του φόνου, σε Δημ. κ.λπ.·
προσκληθεὶς δίκην εἰς Ἄρειον πάγον, εκλήθη ενώπιον του Αρείου Πάγου
να δικαστεί, σε Αριστ.· ὁ προσκληθείς, το πρόσωπο που κλήθηκε στο
δικαστήριο, σε Δημ.· ομοίως, ὁ προσκεκλημένος, σε Αριστοφ. 3.
προσκαλώ ως μάρτυρα, σε Δημ.
προσ-κάρδιος, Δωρ. ποτι-κ, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στην καρδιά,
σε Βίωνα.
προσ-καρτερέω, μέλ. -ήσω, 1. επιμένω με ισχυρογνωμοσύνη σε κάτι,
εξακολουθώ με άκρα επιμονή, σε Ξεν. κ.λπ. 2. προσκολλώμαι σταθερά σε
κάποιον άνθρωπο, είμαι πιστός σ' αυτόν, τινί, σε Δημ.
προσκαρτέρησις, ἡ, προσμονή, εγκαρτέρηση, σε Κ.Δ.
προσ-καταβαίνω, μέλ. -βήσομαι, κατεβαίνω επιπλέον, σε Ανθ.
προσ-κατάβλημα, -ατος, τό (καταβάλλω), αυτό που πληρώνεται,
καταβάλλεται επιπλέον· στον πληθ., χρήματα που καταβάλλονται για
αναπλήρωση, κάλυψη ελλείμματος, σε Δημ.
579

προσ-καταγιγνώσκω, μέλ. -γνώσομαι, I. καταδικάζω, σε Αντιφών. II.


επιδικάζω, τί τινι, σε Δημ.
προσ-καταισχύνω, μέλ. -ῠνῶ, ατιμάζω, ντροπιάζω ακόμα περισσότερο,
σε Πλούτ.
προσ-κατακλείω, κλειδώνω κάτι καλά, σφαλίζω· Παθ. αόρ. αʹ -
κατεκλείσθην, σε Αίσωπ.
προσ-καταλέγω, μέλ. -ξω, I. καταχωρώ επιπλέον σε κατάλογο,
καταγράφω επιπροσθέτως, τινάς τισι, σε Πλούτ. — Παθ., στον ίδ. II.
συνυπολογίζω, συγκαταλέγω, σε Στράβ.
προσ-καταλείπω, μέλ. -ψω, I. αφήνω επιπλέον ως κληρονομιά,
κληροδοτώ, ἀρχήν τινι, σε Θουκ. II. εγκαταλείπω ή χάνω επιπλέον, τὰ
αὐτῶν, στον ίδ.
προσ-καταλλάττομαι, Παθ. με Μέσ. μέλ. -άξομαι, γίνομαι σύμφωνος,
συμβιβάζομαι, συμφιλιώνομαι, σε Αριστ.
προσ-κατανέμω, μέλ. -νεμῶ, κατανέμω, απονέμω επιπλέον, σε Πλούτ.
προσ-κατ-ᾰριθμέω, μέλ. -ήσω, λογαριάζω, αριθμώ επιπλέον,
συνυπολογίζω, σε Πλούτ.
προσ-κατασκευάζω, μέλ. -σω, παρασκευάζω, κατασκευάζω επιπλέον, σε
Δημ.
προσ-κολλάω, μέλ. -ήσω, κολλάω επάνω ή σε — Παθ., κολλώμαι ή
προσκολλώμαι σε, εμμένω, σε Πλάτ., Κ.Δ.· πρός τινα, σε Κ.Δ.
προσ-κομίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, μεταφέρω ή κομίζω σε ένα μέρος, πρός
τόπον, σε Θουκ., Ξεν.· προσκομίζω τὴν μηχανήν, φέρνω κοντά την
πολεμική μηχανή για να προσβάλλω το τείχος, σε Θουκ. — Μέσ., φέρνω
μαζί μου, φέρνω στο σπίτι μου, στο ίδ.· εισάγω, σε Ξεν. — Παθ., λέγεται
για πλοία, οδηγούμαι σ' ένα μέρος, σε Θουκ.
πρόσκομμα, -ατος, τό (προσκόπτω), εμπόδιο, κώλυμα, σε Κ.Δ.·
αποτέλεσμα παραπατήματος, στο ίδ.· βλάβη, πληγή, χτύπημα, στο ίδ.
προ-σκοπέω, μέλ. -κέψομαι, αόρ. αʹ προὐσκεψάμην, γʹ ενικ. υπερσ.
προὔσκεπτο· I. 1. βλέπω ή παρατηρώ εκ των προτέρων, εξετάζω καλά,
στοχάζομαι, προβλέπω, προσκεψάμενος ἐπὶ σεωυτοῦ, σε Ηρόδ.· πάντα
προσκοπεῖν, σε Σοφ.· μὴ παθεῖν προεσκόπουν, προνόησαν για να μην
υποφέρουν, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., τὸ σὸν προσκοπούμενος, σε Ευρ.
2. παρακολουθώ (όπως ένας πρόσκοπος ή κατάσκοπος), τινά, σε Αριστοφ.·
ομοίως στη Μέσ., προσκοπουμένη πόσιν, σε Ευρ. 3. προτιμώ, τί τινος, στον
ίδ. II. παρακ. και υπερσ. με Παθ. σημασία, υπολογίζομαι εκ των προτέρων,
σε Θουκ., Πλάτ.
προ-σκοπή, ἡ, έρευνα με ανιχνευτές, σε Θουκ.
προσ-κοπή, ἡ, = πρόσκομμα, προσβολή, εμπόδιο, σε Πολύβ.
580

πρό-σκοπος, -ον, αυτός που εξετάζει εκ των προτέρων· ως ουσ.,


προπορευόμενος, κατάσκοπος, ανιχνευτής, σε Ξεν.· στον πληθ.,
αναγνωριστικό σώμα στρατού, στον ίδ.
προσ-κόπτω, μέλ. -ψω, I. χτυπώ το ένα πάνω στο άλλο, τι πρός τι, σε Κ.Δ.·
ομοίως, προσκόπτω τὸν δάκτυλόν που, σε Αριστ. II. αμτβ., προσκρούω ή
σκοντάφτω πάνω σε κάτι, τινί, σε Ξεν.· μεταφ., προσβάλλω, δυσαρεστώ
κάποιον, τινί, σε Πολύβ.
προσ-κορής, -ές (κόρος), αηδιαστικός, χορτασμένος, κορεσμένος, σε
Λουκ.
προ-σκοτόω, μέλ. -ώσω, σκοτεινιάζω από πριν ή καλύπτω ολόγυρα με
σύννεφα, σε Πολύβ.
πρόσ-κρᾱνον, βλ. ποτί-κρανον.
πρόσκρουσις, -εως, ἡ, πρόσκρουση, χτύπημα πάνω σε κάτι, προσβολή, σε
Πλούτ.
πρόσκρουσμα, -ατος, τό, αυτό πάνω στο οποίο χτυπά, σκοντάφτει
κάποιος, εμπόδιο, κώλυμα, σε Δημ.
προσ-κρούω, μέλ. -σω, I. προσκρούω, έρχομαι σε σύγκρουση προς, τινί,
σε Πλάτ.· απόλ., προσκόπτω, βρίσκω, συναντώ εμπόδιο, σε Πλούτ. II. 1.
έρχομαι σε σύγκρουση με κάποιον, προξενώ εμπόδια, σε Δημ.· προσκρούω
τινί, σε Πλούτ. 2. θίγομαι, οργίζομαι με κάποιον, τινί, σε Δημ. κ.λπ.· απόλ.,
προσβάλλομαι, δυσαρεστούμαι, σε Πλάτ.
προσ-κτάομαι, μέλ. -ήσομαι, 1. αποθ., αποκτώ, λαμβάνω, κερδίζω
επιπλέον, γῆν ἄλλην προσκτάομαι τῇ ἑωυτῶν, σε Ηρόδ.· χώραν
προσκτάομαι, σε Θουκ.· προσκτάομαι πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν, κερδίζω και
προσθέτω στο μερίδιό μου, σε Ηρόδ.· βραχύτι προσκτάομαι αὐτῇ (τῇ ἀρχῇ),
κάνω μια μικρή προσθήκη σ' αυτή, σε Θουκ.· μτχ. παρακ. με Παθ.
σημασία, τὰ προσκεκτημένα, στον ίδ. 2. λέγεται για πρόσωπα, κερδίζω ή
παίρνω με το μέρος μου, προσκτάομαί τινα φίλον, σε Ηρόδ.· πρ. τὸν
Καλλίμαχον, πείθει τον Καλλίμαχο, τον παίρνει με το μέρος του, στον ίδ.
προσ-κτίζω, μέλ. -σω, χτίζω ή ιδρύω επιπλέον, πόλιν, σε Στράβ.
προσ-κῠλίνδω, μέλ. -ίσω [ῑ], κυλώ προς, εξακολουθώ να κυλώ, σε
Αριστοφ.· προσκυλίσας λίθον, σε Κ.Δ.
προσ-κῠνέω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ -εκύνησα, ποιητ. -έκῠσα, προστ.
πρόσκυσον, απαρ. -κύσαι, μτχ. -κύσας, παρακ. -κεκύνηκα, σε Πλούτ. 1.
υποκλίνομαι, προσπέφτω στους θεούς, λατρεύω, προσκυνώ, τιμώ, με αιτ.,
581

σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· παροιμ., οἱ προσκυνοῦντες τὴν Ἀδράστειαν σοφοί,


λέγεται γι' αυτούς που εύχονται την αποτροπή της οργής της Νέμεσης, σε
Αισχύλ.· ομοίως, τὸν φθόνον δὲ πρόσκυσον, σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για
τους ιερούς τόπους, προσφέρω σεβασμό σε, ἕδη θεῶν, στον ίδ.· τὴν γῆν, σε
Αριστοφ. 2. χρησιμ. για την ανατολική συνήθεια της βαθιάς υπόκλισης ή
του προσκυνήματος μπροστά στους βασιλιάδες και τους άρχοντες, απόλ.,
σε Ηρόδ.· με αιτ., προσκυνέω τὸν Δαρεῖον ὡς βασιλέα, κάνω
προσκυνήματα και υποκλίσεις σε αυτόν ως βασιλιά μου, στον Ηρόδ.·
πάντες σε προσκυνοῦμεν, σε Σοφ. κ.λπ.· έπειτα, με δοτ., σε Κ.Δ.
προσκύνησις, ἡ, λατρεία, προσκύνημα, υπόκλιση, σε Αριστ., Πλούτ.
προσκῠνητής, -οῦ, ὁ, πιστός, σε Κ.Δ.
προσ-μαρτῠρέω, μέλ. -ήσω, I. επιβεβαιώνω με μαρτυρία, σε Δημ. II.
αμτβ., προσμαρτυρέω τινί, φέρνω πρόσθετη μαρτυρία για κάτι, σε Πολύβ.
προσ-μάσσω, μέλ. -ξω, προσκολλώ, συνδέω στενά με, προσμάσσω τὸν
Πειραιᾶ τῇ πόλει, σε Αριστοφ.· στην Παθ., πλευραῖσι προσμαχθέν,
προσκολλημένο στις πλευρές του, λέγεται για δηλητηριώδη χιτώνα, σε
Σοφ.· μτχ. Μέσ. αορ. αʹ, τηλέφιλον ποτιμαξάμενον, το φύλλο
προσκολλήθηκε στενά στο χέρι, κόλλησε, σε Θεόκρ.
προσ-μάχομαι[ᾰ], μέλ. Αττ. -μαχοῦμαι, αποθ., μάχομαι ενάντια σε, τινι,
σε Πλάτ.· επιτίθεμαι, προσβάλλω μια πόλη, σε Ξεν.
προσ-μειδιάω, μέλ. -άσω [ᾱ], χαμογελώ σε κάποιον με την έννοια της
επιδοκιμασίας, Λατ. arrideo, σε Λουκ.
προσ-μένω, μέλ. -μενῶ, I. 1. αναμένω ή περιμένω ακόμα περισσότερο, σε
Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 2. με δοτ., παραμένω προσκολλημένος σε, τινί, σε
Αισχύλ.· προσμένω ταῖς δεήσεσιν, συνεχίζω τις ικεσίες, σε Κ.Δ. II. μτβ.,
περιμένω, αναμένω, με αιτ., σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· περιμένω κάποιον για
μάχη, δηλ. για να τον αντικρούσω, σε Πίνδ.· επίσης με αιτ. και απαρ. μέλ.,
Ὀρέστην προσμενοῦσ' ἀεὶ ἐφήξειν, σε Σοφ.
προσ-μεταπέμπομαι, Μέσ., στέλνω και προσκαλώ κάποιον επιπλέον, σε
Θουκ., Αισχίν.
προσ-μηχᾰνάομαι, I. Παθ., προσάπτομαι ευφυώς σε ή πάνω σε, σε
Αισχύλ. II. Μέσ., επινοώ ή βρίσκω για τον εαυτό μου, αὐτοῖς ἀσφάλειαν,
σε Πλάτ.
προσμίγνῡμι ή -μίσγω, μέλ. -μίξω, αόρ. αʹ -έμιξα· I. ανακατεύω ή ενώνω
με, συνάπτω, τί τινι, σε Πλούτ.· μεταφ., προσμίγνυμι δεσπόταν κράτει, τον
οδηγώ σε σίγουρη νίκη, σε Πίνδ.· και αντιστρόφως, προσμίγνυμι κίνδυνόν
τινι, σε Αισχίν. II. 1. αμτβ., συναναστρέφομαι με, πλησιάζω, τινι, σε Σοφ.·
λέγεται για πράγματα, προσέμιξεν τοὖπος ἡμῖν, ήρθε ξαφνικά κατά πάνω
μας, στον ίδ. 2. με εχθρική σημασία, βαδίζω ενάντια, συναντώ στη μάχη,
συμπλέκομαι, τινί, σε Ηρόδ.· πρός τινα, σε Θουκ.· απόλ., μάχομαι, σε Ξεν.·
582

ἄποροι προσμίσγειν, είναι δύσκολο να συμπλακεί κανείς με αυτούς από


κοντά, σε Ηρόδ. 3. έρχομαι ή πηγαίνω κοντά σε, προσέμιξαν τῷτείχει, σε
Θουκ.· πρὸς τὰς ἐπάλξεις, στον ίδ.· αλλά, πρὸς τὰς ἐντὸς (νέας) προσμῖξαι,
να πλησιάσουν και να ενωθούν με αυτές, στον ίδ.· προσέμιξεν ἐγγὺς τοῦ
στρατεύματος, ήρθε κοντά, προσέγγισε το στράτευμα, στον ίδ.· ποιητ. με
αιτ., μέλαθρα προσμίγνυμι, σε Ευρ. 4. προσέμιξαν τῇ Νάξῳ, τῇ
Πελοποννήσῳ, αποβιβάστηκαν, αγκυροβόλησαν, σε Ηρόδ.· τῷ Τάραντι
προσμίσγειν, σε Θουκ.
πρόσμιξις, ἡ, πλησίασμα, προσέγγιση σε, και (με εχθρική σημασία)
επίθεση, έφοδος, σε Θουκ.
προσ-μίσγω, συνηθέστερος τύπος του προσ-μίγνυμι.
προσ-μισθόω, μέλ. -ώσω, εκμισθώνω επιπλέον, προσμισθόω ἀφορμήν,
δίνω κεφάλαιο για τόκο, σε Δημ. — Μέσ., προσλαμβάνω κάποιον ως
μισθωτό, μισθώνω, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.
προσ-μολεῖν, απαρ. αορ. του ενεστ. προσβλώσκω, έρχομαι ή πηγαίνω σε,
προσεγγίζω, φτάνω σε, με αιτ., σε Σοφ.· απόλ., πλησιάζω, στον ίδ.
πρόσ-μορος, -ον, καταδικασμένος σε θλίψη, σε Αισχύλ.
προσ-μῡθέομαι, αποθ., προσαγορεύω, προσφωνώ, σε Ομήρ. Οδ.· Επικ.
και Δωρ. απαρ. αορ. αʹ προτιμυθήσασθαι· με δοτ., σε Θεόκρ.
προσ-μῡθεύω, μέλ. -σω, επινοώ μύθους, σε Στράβ.
προσ-μῡθολογέω, μέλ. -ήσω, μιλώ ή φλυαρώ με κάποιον, τινί, σε Λουκ.
προσ-μῡθοποιέω, επινοώ περισσότερους μύθους, σε Στράβ.
προσ-μύρομαι[ῡ], αποθ., ρέω προς ή μαζί, σε Ανθ.
προσ-ναυπηγέω, μέλ. -ήσω, ναυπηγώ επιπλέον — Παθ., ἑτέρας (νέας) ἔδει
ναυπηγέεσθαι, σε Ηρόδ.
προσ-νέμω, μέλ. -νεμῶ, I. απονέμω, προσαρτώ ή αφιερώνω σε, ἑαυτόν
τινι, σε Δημ.· προσθέτω, στον ίδ. — Παθ., απονέμομαι, παραχωρούμαι,
στον ίδ. — Μέσ., πρόσνειμαι χάριν, παρέχω μια επιπλέον χάρη, σε Σοφ.·
προσνείμασθαί τινα θεῷ, αφιερώνω στον θεό, σε Αριστοφ. II. προσνέμει
ποίμνας, οδηγεί το κοπάδι του στο βοσκότοπο, σε Ευρ.
προσ-οκέλλω, 1. ρίχνω ένα πλοίο στην ξηρά, σε Λουκ. 2. απόλ., λέγεται
για πλοίο, πέφτω έξω, στον ίδ.
προσ-ολοφύρομαι[ῡ], αποθ., κλαίγομαι σε κάποιον, λέω τα παράπονά μου
σε κάποιον, τινί, σε Θουκ.· πρ. ἀλλήλοις, θρηνούσαν ο ένας στον άλλο, σε
Πλούτ.
προσ-ομαρτέω, μέλ. -ήσω, βαδίζω κατά μήκος μαζί με, τινί, σε Θέογν.
κ.λπ.
προσ-ομῑλέω, μέλ. -ήσω, I. συνοδεύω με, κατοικώ με, συνδιαλέγομαι,
συνομιλώ, τινί, σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ.· πρός τινα, σε Ξεν.· τὰ ἴδια
προσομιλοῦντες, κατευθύνοντας την προσωπική μας επικοινωνία, σε
583

Θουκ. II. διαμένω, συχνάζω, ποτὶ πέτρῃ, σε Θέογν. III. είμαι γνώστης,
έμπειρος, πείρᾳ, σε Σοφ.· τῷ πολέμῳ, σε Θουκ.
προσ-όμνῡμι, μέλ. -ομοῦμαι, παίρνω επιπρόσθετο όρκο, σε Ξεν.
προσόμοιος, -ον και -α, -ον, πολύ όμοιος με κάποιον, τινι, σε Ευρ.,
Αριστοφ.
προσ-ομοιόω, μέλ. -ώσω, γίνομαι όμοιος, μοιάζω, τὴν σύνεσιν ἀνθρώπῳ,
τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι, σε Δημ.
προσ-ομολογέω, μέλ. -ήσω, 1. αναγνωρίζω ή συναινώ επιπλέον, τί τινι, σε
Πλάτ.· αναγνωρίζω επιπλέον, ότι οφείλω, σε Δημ.· με αιτ. και απαρ.,
παραδέχομαι ωσαύτως ότι..., σε Πλάτ. — Παθ., παλαιὰ καὶ λίαν
προσωμολογημένα, σε Αισχίν. 2. υπόσχομαι επιπλέον, με απαρ. μέλ., σε
Δημ. 3. υποχωρώ, παραδίδομαι, σε Ξεν.
προσομολογία, ἡ, περαιτέρω ομολογία, σε Δημ.
προσ-ομόργνῡμι, σκουπίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, μεταδίδω· ομοίως
στη Μέσ., σε Πλούτ.
προσ-όμουρος, -ον, Ιων. αντί προσόμορος, γειτονικός, διπλανός,
παρακείμενος, τινι, σε Ηρόδ.
προσ-ονομάζω, μέλ. -σω, καλώ κάποιον με το όνομά του, προσονομάζω
θεούς, τους αποδίδω το όνομα θεοί, σε Ηρόδ.
προσ-οράω, μέλ. -όψομαι, Δωρ. -ποθ-όρημι, απαρ. -ορῆν· κοιτάζω,
παρατηρώ, σε Μίμνερμ., Σοφ. κ.λπ.· πρβλ. αόρ. βʹ προσεῖδον· ομοίως στη
Μέσ., προσορωμένα, σε Σοφ.
προσ-ορέγομαι, Μέσ., εκτείνομαι προς τα εμπρός, λαχταρώ, τινί, σε Ηρόδ.
πρόσ-ορθρος, -ον, αυτός που βρίσκεται προς το πρωινό, πρωινός· Δωρ.,
τὸ πότορθρον, ως επίρρ., σε Θεόκρ.
προσ-ορίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, 1. περικλείω εντός ορίων, προσθέτω σε ένα
κράτος, προσαρτώ, σε Στράβ. 2. ορίζω ή καθορίζω επιπλέον, σε Πλούτ. 3.
στη Μέσ. ως Αττ. νομικός όρος, προσωρίσατο τὴν οἰκίαν δισχιλίων,
σημείωσε την οικία του επιπλέον με λίθινα σημεία (βλ. ὅρος II) για το
ποσό των 2.000 δραχμών, δηλ. το υποθήκευσε έναντι του ποσού αυτού, σε
Δημ.
προσ-ορμάω, μέλ. -ήσω, αμτβ., ορμώ σε κάποιον, επιτίθεμαι, σε Ξεν.
584

προσ-ορμίζομαι, μέλ. αιτ. -ιοῦμαι, Μέσ., αγκυροβολώ κοντά σε ένα


μέρος, σε Ηρόδ., Δημ.· ομοίως, στον Παθ. αόρ. αʹ προσωρμίσθην, σε Κ.Δ.
προσόρμῐσις, ἡ, άραγμα, αγκυροβόληση σε λιμάνι ή στεριά, σε Θουκ.
πρόσ-ορμος, ὁ, τόπος απόβασης, αραξοβόλι, σε Στράβ.
προσ-παροξύνω, μέλ. -ῠνῶ, προκαλώ, ερεθίζω επιπλέον, σε Στράβ.
προσ-παρτός, -όν (πείρω), καρφωμένος (στον βράχο), σε Αισχύλ.
προσ-πᾰσσαλεύω, Αττ. προσ-παττ-, μέλ. -σω, I. καρφώνω σταθερά σ' ένα
σημείο, τινά τινι, σε Αισχύλ.· πρός τι, σε Αριστοφ.· αντιστρόφως, σανίδα
προσπασσαλεύσαντες (ενν. αὐτῷ), σε Ηρόδ. II. καρφώνω ή κρεμώ πάνω σε
πάσσαλο, τὸν τρίποδα, στον ίδ.
προσ-πάσχω, I. έχω κάποιο πρόσθετο ή ιδιαίτερο ψυχικό πάθος, αίσθημα,
σε Πλάτ.· τινί, για κάτι, σε Λουκ. κ.λπ. II. νιώθω παράφορη αγάπη, σε
Ισοκρ.
πρόσ-πεινος, -ον (πεῖνα), πεινασμένος, πειναλέος, σε Κ.Δ.
προσ-πελάζω, μέλ. -άσω [ᾰ]· I. κάνω κάτι να πλησιάσει, φέρνω κάτι
κοντά σε κάτι άλλο, νέα ἄκρῃ προσπελάσας, έχει οδηγήσει το πλοίο
αντίθετα από το ακρωτήρι, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., πλησιάζω, με γεν.,
Πανὸς προσπελασθεῖσα, συνευρέθη με τον Πάνα, σε Σοφ. II. αμτβ.,
προσεγγίζω, πλησιάζω, τινί, σε Πλάτ.
προσ-πέμπω, μέλ. -ψω, στέλνω, ιδίως λέγεται για αγγελιαφόρους ή
πρέσβεις, σε Αριστοφ., Θουκ.· προσπέμπω τινά τινι, στέλνω ή οδηγώ ένα
πρόσωπο προς ένα άλλο, σε Σοφ., Θουκ.· απλώς, προσπέμπω τινί, στέλνω
σε κάποιον (ενν. ἄγγελον), σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης, προσπέμπω λόγους ἔς
τινας, στον ίδ.· απόλ., σε Ηρόδ., Θουκ.
προσ-περιβάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, I. 1. τοποθετώ ολόγυρα επιπλέον,
περιβάλλω επιπλέον, περιτείχισμα τῇ πόλει, σε Θουκ. — Μέσ., εγείρω ή
χτίζω ολόγυρά μου, τείχη, σε Ισοκρ. — Παθ., χτίζομαι, οικοδομούμαι
ολόγυρα, στρατοπέδῳ ἐρύματος προσπεριβαλλομένου, σε Θουκ. 2. Μέσ.,
περικυκλώνω, τὸν πεζὸν στρατὸν ταῖς ναυσὶ προσπεριβάλλω, σε Πλούτ. II.
Μέσ. επίσης, προσπαθώ να πετύχω, σε Δημ.
προσ-περιγίγνομαι, αποθ., μένω επιπλέον ή παραπάνω, δηλ. ως
περίσσευμα ή καθαρό κέρδος, σε Δημ., Πλούτ.
προσ-περιλαμβάνω, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω επιπλέον, σε Δημ.
585

προσ-περιοδεύω, μέλ. -σω, περιηγούμαι και περιγράφω επιπλέον, σε


Στράβ.
προσ-περιποιέω, μέλ. -ήσω, βάζω στην άκρη, εξοικονομώ ή αποταμιεύω
επιπλέον, σε Δημ.
προσ-περονάω, μέλ. -ήσω, συνδέω, ενώνω με καρφίτσα (περόνη), και,
γενικά, στερεώνω γερά, τι πρός τι, σε Πλάτ.· πρός τι, σε Ξεν.
προσπεσεῖν, απαρ. αορ. βʹ του προσπίπτω.
προσ-πέτομαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ -επτάμην [ᾰ], αλλά ποιητ. επίσης,
με Ενεργ. αόρ. βʹ προσέπτην· I. αποθ., πετώ προς, σε Αριστοφ., Ξεν. II.
γενικά, έρχομαι ξαφνικά, κυριεύω κάποιον, ὀδμὰ προσέπτα με, σε Αισχύλ.·
μέλος προσέπτα μοι ή με, η μουσική έφτασε στα αυτιά μου, στον ίδ.·
τίςἀρχὴ τοῦ κακοῦ προσέπτατο; σε Σοφ.
προσ-πεύθομαι, ποιητ. αντί προσπυνθάνομαι, σε Σοφ.
προσ-πήγνῡμι και -ύω, μέλ. -πήξω· στερεώνω, μπήγω ή καρφώνω πάνω
σε, τί τινι, σε Ευρ.· απόλ., καρφώνω στο σταυρό, σταυρώνω, σε Κ.Δ.
προσ-πίλναμαι, Παθ., πλησιάζω γρήγορα, νήσῳ, σε Ομήρ. Οδ.
προσ-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι (για το ποτιπεπτηυῖαι, βλ. προσπτήσσω)· I.
1. πέφτω πάνω, προσκρούω, ἔςτι, σε Σοφ.· τινί, σε Ξεν.· πέφτω κατά πάνω,
σωριάζομαι, σε Θουκ. 2. πέφτω πάνω, επιτίθεμαι, ορμώ, τινί, στον ίδ., Ξεν.
κ.λπ.· απόλ., σε Θουκ., Ξεν. 3. απλώς, τρέχω προς, σε Ηρόδ., Ξεν. 4. πέφτω
πάνω σε, εναγκαλίζομαι, τινί, σε Ευρ.· απ' όπου, προσπίπτω τινί,
προσχωρώ στην παράταξη κάποιου, σε Ξεν. 5. συναντώ τυχαία κάποιον,
βρίσκω τυχαία, συναντιέμαι με, ανταμώνω, μὴ λάθῃ με προσπεσών, σε
Σοφ.· με δοτ. πράγμ., συναντώ τυχαία κάποιον, εμπίπτω, σε Ευρ., Ξεν.· με
αιτ., μείζω βροτείας προσπίπτω ὁμιλίας, σε Ευρ. II. λέγεται για πράγματα:
1. για συμβάντα, επέρχομαι ξαφνικά, συμβαίνω σε κάποιον, τινί, σε Ηρόδ.,
Ευρ. κ.λπ.· απόλ., συμβαίνω, σε Ηρόδ., Θουκ.· πρὸς τὰ προσπίπτοντα,
σύμφωνα με τις περιστάσεις, σε Αριστ. 2. λέγεται για δαπάνες, πέφτω
πάνω, επιβαρύνω, σε Θουκ. 3. φτάνω στα αυτιά κάποιου, λέγομαι ως νέο,
σε Αισχίν. III. 1. πέφτω στα πόδια κάποιου, προσπέφτω σε κάποιον,
ικετεύω, εκλιπαρώ, σε Ηρόδ., Σοφ.· με δοτ., προσπίπτω βωμοῖσι, σε Σοφ.·
γόνασί τινος, σε Ευρ.· θεῶν πρὸς βρέτας, σε Αριστοφ. 2. με αιτ., πέφτω
κάτω μπροστά σε κάποιον, ικετεύω, σε Ευρ.
προσ-πίτνω, ποιητ. αντί προσ-πίπτω· I. 1. πέφτω πάνω στον λαιμό
κάποιου, αγκαλιάζω κάποιον, τινί, σε Ευρ.· ἀμφὶ γενειάδα, στον ίδ. 2.
έρχομαι, παρουσιάζομαι πάνω στη σκηνή, στον ίδ. II. λέγεται για
586

πράγματα, πέφτω πάνω, λέγεται για βέλη, σε Αισχύλ.· λέγεται για θυμό,
σε Ευρ. III. πέφτω κάτω ή μπροστά σε κάποιον, ικετεύω, σε Σοφ.· με δοτ.,
προσπίτνομέν σοι, στον ίδ.· αλλά πιο συχνά με αιτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.·
προσπίτνω σε γόνασι, σε Σοφ.· με απαρ., προσπίτνω σε μὴ θανεῖν, σε
ικετεύω να μην πεθάνω, στον ίδ.
πρόσπταισμα, -ατος, τό, εμπόδιο ενάντια σε ένα πράγμα, πρόσκομμα,
κώλυμα, σε Αριστ.
προσ-πταίω, μέλ. -σω, I. προσκρούω σε κάποιο πράγμα, σκοντάφτω,
στραμπουλίζω, τὸ γόνυ, σε Ηρόδ.· προσπταίω τὸν πόδα, σκοντάφτω
εμπρός, σκουντουφλώ, σε Πλούτ.· απόλ., παραπατώ, κουτσαίνω, σε
Αριστοφ., Ξεν.· με δοτ., προσκρούω, χτυπώ πάνω σε, τινί, σε Δημ.· λέγεται
για πλοία, συντρίβομαι, καταστρέφομαι, προσαράζω, σε Ηρόδ. II. μεταφ.,
αποτυγχάνω, ιδίως στον πόλεμο, νικιέμαι, στον ίδ. III. προσπταίω τινί,
προσβάλλω, συγκρούομαι, σε Πλούτ.
προσπτῆναι, απαρ. του προσ-έπτην, αόρ. βʹ του προσπέτομαι.
προσ-πτήσσω, μέλ. -ξω, σκύβω ή ζαρώνω προς τα κάπου, ἀκταὶ λιμένος
ποτιπεπτηυῖαι (Επικ. μτχ. παρακ. αντί προσπεπτηκυῖαι), ακρωτήρια
κλίνουν προς το λιμάνι, δηλ. το περιβάλλουν, σε Ομήρ. Οδ.
προσπτῆται, γʹ ενικ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του προσπέτομαι,
πρόσ-πτυγμα, τό, αντικείμενο του εναγκαλισμού, αγκάλιασμα, σε Ευρ.
προσ-πτύσσω,
Α. μέλ. -ξω, εναγκαλίζομαι, σε Ευρ. Β. I. κυρίως ως αποθ., προσ-
πτύσσομαι, Δωρ. ποτι-πτ-· μέλ. -πτύξομαι, παρακ. προσ-έπτυγμαι · λέγεται
για ένδυμα, διπλώνομαι, πτυχώνομαι γύρω από, αγκαλιάζω, προσπτύσσετο
πλευραῖσιν χιτών, σε Σοφ. II. λέγεται για πρόσωπα: 1. αγκαλιάζω τον
κόρφο κάποιου, σφιχταγκαλιάζω, περιπτύσσομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
κ.λπ.· στόμα γε σὸν προσπτύξομαι, θα το πιέσω στα χείλη μου, σε Ευρ. —
Παθ. με δοτ., συμπτύσσομαι κοντά σε, σε Σοφ. 2. μεταφ., ασπάζομαι,
χαιρετώ ένθερμα, καλωσορίζω, σε Ομήρ. Οδ.· με διπλή αιτ., προσπτύσσω
τινά τι, απευθύνω φιλικό χαιρετισμό σε κάποιον, στο ίδ.· προσπτύσσεσθαι
μύθῳ, ικετεύω ένθερμα, ζητώ επίμονα, στο ίδ.· θεῶνδαῖτας
προσπτύσσεσθαι, καλωσορίζω, χαιρετίζω τις γιορτές των θεών, σε Πίνδ.
προσ-πτύω, μέλ. -πτύσω και -πτύσομαι [ῠ]· 1. φτύνω πάνω σε κάποιον,
τινί, σε Θεόκρ., Λουκ. 2. μεταφ., προσπτύω τῷ καλῷ· απόλ., προσπτύσας,
σε Πλούτ.
προσ-ραίνω, ραντίζω πάνω σε κάποιον, τινί τι, σε Στράβ.
προσραπτέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να ράψει, σε Πλούτ.
προσ-ράπτω, μέλ. -ψω, ράβω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, Παθ. μτχ. παρακ.,
τρίβωνες προσερραμμένοι, μπαλωμένα πανωφόρια, σε Πλούτ.
προσ-ρέω, μέλ. -ρεύσομαι, Παθ. αόρ. βʹ -ερρύην· 1. ρέω προς κάποιο
σημείο, χύνομαι μέσα, συναθροίζομαι, σε Ηρόδ. 2. έρπω, πλησιάζω προς,
τινί, σε Πλούτ.
587

προσ-ρήγνῡμι και -ύω, μέλ. -ρήξω, χτυπώ και συντρίβω (αμτβ),


προσέρρηξεν ὁ ποταμὸς τῇ οἰκίᾳ, σε Κ.Δ.
πρόσ-ρημα, -ατος, τό, I. προσαγόρευση, χαιρετισμός, σε Πλάτ. II. αυτό
με το οποίο κάποιος αποκαλείται, όνομα, επωνυμία, στον ίδ., Δημ.
πρόσ-ρησις, ἡ, προσαγόρευση, προσφώνηση, πρόσρησιν διδόναι τινί,
προσφωνώ, σε Ευρ.· ἕνεκ' ἐμῆς προσρήσεως, για να μπορέσω να σε
προσαγορεύσω, στον ίδ.
προσ-ρητέος, -α, -ον, I. ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει κάποιος να
προσαγορεύσει, να καλέσει, σε Πλάτ. II. προσρητέον, προσφωνητέα, στον
ίδ.
προσ-ριπτέω, = το επόμ., σε Πλούτ.
προσ-ρίπτω, μέλ. —ψω, ρίχνω προς κάποιον, τί ή τινά τινι, σε Πλούτ.
προσ-σαίνω, Δωρ. ποτι-σαίνω, αόρ. αʹ -έσηνα· 1. φέρομαι κολακευτικά,
θωπεύω, κυρίως λέγεται για σκύλους· μεταφ., φῶτα προσσαίνειν κακόν, σε
Αισχύλ. 2. λέγεται για πράγματα, ευχαριστώ, ευαρεστώ, όπως Λατ.
arridere, τινά, στον ίδ., Ευρ.
προσ-σέβω, λατρεύω ή τιμώ επιπλέον, σε Αισχύλ.
πρόσταξις, ἡ (προστάσσω), I. τακτοποίηση, διάταξη, διαταγή, σε Πλάτ.
II. υπολογισμός, σε Θουκ.
προ-στᾰσία, Ιων. -ίη, ἡ (προστῆναι)· I. στήσιμο μπροστά, πρόστηση,
εξουσία, τοῦ δήμου, τοῦ πλήθους, σε Θουκ.· απόλ., προεδρία, αξίωμα, στον
ίδ. II. 1. προστασία, υπεράσπιση· και με αρνητική σημασία, φατριασμός,
σε Δημ. 2. = Ρωμ. patronatus, σε Πλούτ. III. τόπος μπροστά από ένα
οικοδόμημα, αυλή, προαύλιο, σε Αισχίν.
πρό-στᾰσις, ἡ (προστῆναι), εξωτερική μεγαλοπρέπεια, πομπώδης
επίδειξη, σε Πλάτ.
προσ-τάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. με αιτ. προσ., 1. τοποθετώ ή
παρατάσσω σε ένα μέρος, χωρεῖτε οἷ προστάσσομεν (ενν. ὑμᾶς), σε Ευρ.
— Παθ., προστ. πύλαις, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. τοποθετώ κοντά σε κάποιον,
συνάπτω, προσαρτώ, σε Ηρόδ.· προστάσσει τινάς τινι, τους υποβάλλει στις
διαταγές του, σε Θουκ. — Παθ., Ἰνδοὶ προσετετάχατο Φαρναζάθρῃ, σε
Ηρόδ. 3. αντιστρόφως, προστάσσω ἄρχοντα, διορίζω ως άρχοντα άλλων,
ως κυβερνήτη, στον ίδ. II. 1. με αιτ. πράγμ., δίνω διαταγή, ορίζω,
διατάσσω, ἔργον, πόνον προστάσσω τινί, στον ίδ. κ.λπ. — Παθ., τοῖσι δὲ
ἵππος προσετέτακτο, σε αυτούς είχε δοθεί διαταγή (είχε ορισθεί) να
προσφέρουν ιππικό, στον ίδ.· τὰ προσταχθέντα, οι διαταγές που έχουν
δοθεί, στον ίδ.· τὸπροστεταγμένον, στον ίδ.· τὰ προσταχθησόμενα, οι
διαταγές που θα δοθούν, σε Ξεν.· απόλ., προσταχθέν μοι, η διαταγή που
έχει δοθεί σε μένα, σε Δημ. 2. με δοτ. προσ. και απαρ., διατάζω, προστάζω
κάποιον να κάνει κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ. απρόσ., προσετέτακτό τινι
πρήσσειν, στον ίδ. 3. με αιτ. και απαρ., σε Ευρ. — Παθ., διατάζομαι να
κάνω, σε Ηρόδ.· απόλ., λαμβάνω διαταγές, σε Θουκ.
προστᾰτεία, ἡ (προστάτης), = προστασία II, σε Ξεν.
588

προστᾰτεύω, = προστατέω· I. είμαι προστάτης ή κυβερνήτης, με γεν., σε


Ξεν.· απόλ., ασκώ εξουσία, στον ίδ. II. προστατεύω ὅπως...,
υπερασπίζομαι ή προσέχω, είμαι φύλακας, προασπιστής, στον ίδ.
προστᾰτέω, μέλ. -ήσω (προστάτης)· I. προΐσταμαι, είμαι κυβερνήτης,
ασκώ εξουσία, χθονὸς δώματων, σε Ευρ.· προστατέω τοῦ ἀγῶνος, είμαι
επιμελητής του αγώνα, σε Ξεν.· απόλ., ὁπροστατῶν, αυτός που ενεργεί ως
αρχηγός, στον ίδ. II. στέκομαι μπροστά ως υπερασπιστής, είμαι φύλακας
ή προστάτης σε, πυλῶν, σε Αισχύλ.· Ἀργείων, σε Ευρ. III. ὁ προστατῶν
χρόνος, ο πλησιέστατος χρόνος, σε Σοφ.
προστᾰτήριος, -α, -ον, I. αυτός που στέκεται μπροστά σε κάποιον, δεῖμα
προστατήριον καρδίας, φόβος που αιωρείται στην καρδιά μου ή την
κυριεύει, σε Αισχύλ. II. αυτός που στέκεται μπροστά, προστατευτικός,
στον ίδ., Σοφ.
προστάτης, -ου, ὁ (προστῆναι),· I. αυτός που στέκεται εμπρός,
παρατεταγμένος στη μπροστινή γραμμή, σε Ξεν. II. 1. αρχηγός,
επικεφαλής πολιτικής παράταξης, σε Ηρόδ.· ὁ προστάτης τοῦ δήμου, σε
Θουκ. 2. γενικά, προϊστάμενος, κυβερνήτης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.·
προστάται τῆς εἰρήνης, αυτοί που πρώτοι έκαναν ειρήνευση, σε Ξεν. III. 1.
αυτός που στέκεται μπροστά, προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος,
πυλωμάτων, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. 2. στην Αθήνα, λέγεται για τον πολίτη
που είχε υπό την προστασία του τους μετοίκους (μέτοικοι), όπως ο Ρωμ.
patronus είχε υπό την προστασία του τους clientes· προστάτην γράφεσθαί
τινα, διαλέγω τον προστάτη μου, σε Αριστοφ.· αλλά, γράφεσθαι
προστάτου, γράφω το όνομά μου στο όνομα του προστάτη, προσκολλώμαι
σε έναν προστάτη, σε Σοφ. IV. προστάτης θεοῦ, αυτός που στέκεται
μπροστά από κάποιο θεό για να τον ικετεύσει, ικέτης, στον ίδ.
προστᾰτικός, -ή, -όν, 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον προστάτη
(σημασία II), σε Πλάτ. 2. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε κοινωνική τάξη
ή σε τιμή, σε Πολύβ.
προστάτις, -ιδος, θηλ. του προστάτης, σε Λουκ.
προστάττω, Αττ. αντί προστάσσω.
προ-σταυρόω, μέλ. -ώσω, φράζω μπροστά ή κατά μήκος με πασσάλους,
τὴνθάλασσαν, σε Θουκ.
προσ-τειχίζω, μέλ. -σω, προσθέτω οχύρωση, περικλείω επιπλέον το τείχος
της πόλης, σε Θουκ.
προσ-τεκταίνομαι, Μέσ., επινοώ επιπλέον, σε Πλούτ.
προσ-τελέω, μέλ. -έσω, πληρώνω ή ξοδεύω επιπλέον, σε Ξεν.
προ-στέλλω, μέλ. -στελῶ, φυλάσσω ή καλύπτω από μπροστά,
προφυλάσσω, σε Θουκ. — Μέσ., προστέλλεσθαί τινα, στέλνω κάποιον
οπλισμένο στον πόλεμο, σε Αισχύλ. — Παθ., προὐστάλης ὁδόν, έκανες
πολύ δρόμο, επιχείρησες ένα μακρύ ταξίδι, σε Σοφ.
προ-στένω, αναστενάζω ή θλίβομαι προτού, σε Αισχύλ.
589

προ-στερνίδιον, τό (στέρνον), κάλυμμα ή κόσμημα για το στήθος, λέγεται


για άλογα, σε Ξεν.
πρό-στερνος, -ον (στέρνον), αυτός που βρίσκεται μπροστά από ή πάνω
στο στήθος, σε Αισχύλ.
προ-συμμίσγω, αναμιγνύω από πριν, τὸ ὕδωρ ἐς τὠυτό, σε Ηρόδ.
προ-συνοικέω, συζώ με κάποιον από πριν, τινί, σε Ηρόδ.
προσ-υπάρχω, μέλ. -ξω, υπάρχω επιπλέον, οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν
ἐμοί, και επιπλέον ούτε να ταφώ μπορούσα, σε Δημ.
προσ-υπέχω (ενν. λόγον), είμαι υπόλογος επίσης για, τῆς τύχης, σε Δημ.
προσ-φάγιον, τό (φαγεῖν), οτιδήποτε τρώγεται μαζί με άλλο φαγητό·
γενικά, φαγητό, έδεσμα, σε Κ.Δ.
πρόσφαγμα, τό, I. θύμα που θυσιάζεται για τους άλλους, σε Ευρ.· λέγεται
για το αίμα του θύματος, στον ίδ. II. θυσία, σφαγή, σε Αισχύλ., Ευρ.
προ-σφάζω, μεταγεν. Αττ. σφάττω, μέλ. -ξω, θυσιάζω εκ των προτέρων,
τινι, σε Ευρ.
προσ-φαίνομαι, Παθ., εμφανίζομαι επιπλέον, σε Ξεν.
προσφάσθαι, απαρ. Μέσ. ενεστ. ή αορ. βʹ του πρόσφημι.
πρόσ-φᾰτος, -ον (πέφαμαι, Παθ. παρακ. του *φένω)· I. αυτός που
σφαγιάστηκε μόλις, πρόσφατα σκοτωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. II.
γενικά, νωπός, φρέσκος, νέος, σε Αισχύλ., Δημ. III. πρόσφατον, ως επίρρ.
χρόνου, πρόσφατα, τελευταία, σε Πίνδ.
προσφερής, -ές (προσφέρω), I. αυτός που βρίσκεται κοντά, αυτός που
πλησιάζει· μεταφ., πανομιότυπος, όμοιος, παρόμοιος, τινι, σε Ηρόδ.,
Αισχύλ. κ.λπ.· τὸ σῶμα προσφερὲς τῇ ψυχῇ, σε Πλάτ.· σπανίως με γεν.,
πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων, σε Ευρ.· πρβλ. ἐμφερής. II. = πρόσφορος,
χρήσιμος, ωφέλιμος, τινι, σε Ηρόδ.
προσ-φέρω, Δωρ. ποτι-φέρω· μέλ. προσοίσω· Ιων. Παθ. αορ. αʹ -
ενείχθην·
Α. I. 1. φέρνω προς ή πάνω σε, εφαρμόζω, Λατ. applicare, σε Ηρόδ., Ευρ.
κ.λπ.· αλλά, προσφέρω χεῖρά τινι, απλώνω τα χέρια επάνω σε, σε Ηρόδ.·
επίσης προσφέρω, τα χέρια μου ως φίλος, σε Ξεν.· χωρίς δοτ., εφαρμόζω,
μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ, βίην, σε Ηρόδ.· προσφέρω τόλμαν, θέτω σε
ενέργεια, σε Πίνδ.· επίσης, προσφέρω πόλεμον, σε Ηρόδ. 2. προσθέτω, τί
τινι, σε Σοφ., Ευρ.· τι πρός τι, σε Ηρόδ.· 3. α) προσφέρω, δωρίζω, παρέχω,
λουτρὰ πατρί, σε Σοφ.· δῶρα, σε Θουκ.· θυσίας, σε Κ.Δ. β) ιδίως λέγεται
590

για φαγητό και ποτό, προσφέρω, παραθέτω μπροστά σε κάποιον, σε Ξεν.·


προσφέρω τινὶ ἐμπιεῖν καὶ φαγεῖν, στον ίδ. 4. φέρνω μπροστά, παραθέτω,
παρουσιάζω, μνημονεύω, σε Πίνδ. 5. κάνω προτάσεις, προσφέρω λόγον ή
λόγους τινι, σε Ηρόδ., Θουκ.· απόλ., προσφέρω περὶ ὁμολογίας, σε Ηρόδ.,
Θουκ. II. συνεισφέρω, παρέχω, εισφέρω, ἑκατὸν τάλαντα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
III. φέρνω ένα πράγμα κοντά σε άλλο, το κάνω παρόμοιο με αυτό, του
μοιάζω, προσφέρω νόον ἀθανάτοις, σε Πίνδ. Β. Παθ., με Μέσ. μέλ.
προσοίσομαι· I. 1. μεταφέρομαι προς κάποιο μέρος, λέγεται για πλοία,
προσορμίζομαι, σε Ξεν. 2. βαδίζω εναντίον, χτυπώ, ορμώ, επιτίθεμαι, τινι
ή πρός τινα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., ορμώ, κάνω εισβολή, στον ίδ.·
προσφέρεσθαι ἄποροι, δύσκολο να συμπλακούν μαζί τους από κοντά, στον
ίδ. 3. απλώς, πηγαίνω σε ή προς, ἐκ τοῦ Ἰκαρίου πελάγεος προσφερόμενοι,
πλέοντες, στον ίδ. 4. συναλλάσσομαι, συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο
τρόπο σε κάποιον, στον ίδ., Θουκ.· προσφέρεσθαι πρὸς λόγον, απαντώ, σε
Ξεν. 5. προσφέρεσθαί τινι, έρχομαι κοντά σε κάποιον, πλησιάζω, είμαι
όμοιος, σε Ηρόδ. II. προσφέρεσθαί τινι, τοποθετούμαι ή επιβάλλομαι σε
κάποιον, τὰπροσφερόμενα πρήγματα, στον ίδ. Γ. 1. Μέσ., προσφέρεσθαί τι,
παρέχω στον εαυτό μου φαγητό ή ποτό, σε Ξεν. — Παθ., τὰ προσφερόμενα,
τροφή, φαγητό, ποτό, στον ίδ. 2. επιδεικνύω, φιλοτιμίαν ὑμῖν, σε Κ.Δ. 3.
εφαρμόζω, βάζω σε εφαρμογή, σε Πολύβ.
προσ-φεύγω, μέλ. -φεύξομαι, καταφεύγω σε κάποιον για να βρω άσυλο,
τινί, σε Πλούτ.
προσφευκτέον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει κάποιος να του ασκήσει
επιπλέον δίωξη, σε Δημ.
πρόσ-φημι, κυρίως χρησιμ. σε γʹ ενικ. αορ. βʹ προσέφη· μιλώ σε,
προσφωνώ, απευθύνομαι σε, τινα, σε Όμηρ., Ησίοδ.· απόλ., σε Όμηρ.·
επίσης Μέσ. απαρ. προσφάσθαι, σε Ομήρ. Οδ.
προσ-φθέγγομαι, Δωρ. ποτί-φθ-, 1. αποθ., προσφωνώ, προσαγορεύω,
αποκαλώ, χαιρετώ, τινα, σε Ευρ. 2. προσφωνώ κάποιον με το όνομα του,
ονομάζω, σε Πίνδ.
προσ-φθεγκτός, Δωρ. ποτί-φθ-, -ον, I. προσφωνούμενος, αυτός προς τον
οποίο απευθύνεται χαιρετισμός, σοῦ φωνῆς, με τη φωνή σου, σε Σοφ. II.
Ενεργ., αυτός που χαιρετά, σε Ανθ.
πρόσφθεγμα, -ατος, τό, προσφώνηση, χαιρετισμός, σε Τραγ.
πρόσ-φθογγος, -ον, προσφωνητικός, χαιρετιστικός, μῦθοι πρόσφθογγοι,
λόγοι χαιρετιστικοί, σε Αισχύλ.
591

προσ-φθονέω, μέλ. -ήσω, εναντιώνομαι σε κάποιον μέσω του φθόνου, σε


Πλούτ.
προσ-ωνέομαι, αποθ., αγοράζω επιπλέον, σε Ξεν., Δημ.
προσ-ωνῠμία, ἡ (ὄνομα), επωνυμία, σε Πλούτ.
προσώπατα, τά, αρχ. Επικ. πληθ. της λέξης πρόσωπον.
προσωπεῖον, τό (πρόσωπον), προσωπίδα, μάσκα, σε Λουκ.
προσωποληπτέω, μεροληπτώ, κάνω διακρίσεις, σε Κ.Δ.
προσωπο-λήπτης, -ου, ὁ (λαμβάνω), αυτός που χαρίζεται στους
ανθρώπους, μεροληπτικός, σε Κ.Δ.
προσωποληψία, ἡ, μεροληψία, σε Κ.Δ.
πρόσ-ωπον, τό, πληθ. πρόσωπα, Επικ. προσώπατα, δοτ. προσώπασι (ὤψ)·
I. πρόσωπο, όψη, παρουσιαστικό, κυρίως στον πληθ., ακόμη και για έναν
μόνο άνθρωπο, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· βλέπειν τινὰ εἰς πρόσωπον, σε Ευρ.·
ἐς πρόσωπόν τινος ἀφικέσθαι, έρχομαι ενώπιον του, στον ίδ.· κατὰ
πρόσωπον, μπροστά, με το πρόσωπο στραμμένο ενώπιον, αυτοπροσώπως,
σε Θουκ. κ.λπ.· ἡ κατὰ πρόσωπον ἔντευξις, πρόσωπο με πρόσωπο, «τετ-α-
τετ», σε Πλούτ.· επίσης, πρὸς τὸ πρόσωπον, σε Ξεν.· λαμβάνειν πρόσωπόν
τινος = προσωποληπτεῖν τινα, σε Κ.Δ.· μεταφ., ἀρχομένου πρόσωπον
ἔργου, σε Πίνδ. II. εμφάνιση κάποιου, όψη, φυσιογνωμία, Λατ. vultus
instantis tyranni, σε Σοφ. III. 1. = προσωπεῖον, προσωπίδα, μάσκα, σε
Δημ., Αριστ. 2. εξωτερική εμφάνιση, ομορφιά, σε Πίνδ. IV.πρόσωπο,
άνθρωπος, σε Κ.Δ. κ.λπ.· προσώπῳ, σε προσωπική παρουσία, στο ίδ.
προσωτέρω, Αττ. πορρωτέρω, συγκρ. του πρόσω· I. 1. περαιτέρω, πιο
πέρα, σε Ηρόδ.· με γεν., περαιτέρω από, στον ίδ.· πορρωτέρω τοῦ καιροῦ,
σε Ξεν.· επίσης με άρθρο, τὸ προσωτέρω, σε Ηρόδ. 2. μακριά από, τῶν
πυλῶν, σε Πλούτ. II. 1. υπερθ. προσωτάτω, Αττ. πορρωτάτω, πολύ
μακριά, σε Ξεν.· τὰ προσωτάτω, τα πιο απομακρυσμένα μέρη, σε Ηρόδ.·
επίσης, προσώτατα, στον ίδ.· ὡς προσωτάτω, όσο το δυνατόν πιο μακριά,
σε Σοφ. 2. με γεν., πολύ πιο πέρα από, σε Πλάτ.
προσ-ωφελέω, μέλ. -ήσω, βοηθώ ή επικουρώ επιπλέον, συνεισφέρω
βοήθεια, τινά, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης με δοτ., όπως ἐπωφελέω, σε Ηρόδ.,
Ευρ.
προσωφέλημα, τό, βοήθεια ή αρωγή σε κάτι, με γεν., σε Ευρ.
προσωφέλησις, ἡ, βοήθεια, αρωγή, όφελος, σε Σοφ.
592

προσωφελητέον, ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να βοηθήσει, σε Ξεν.

Με την πρόθεση συν- εντοπίζονται 772 λήμματα

σύν[ῠ], αρχ. Αττ. ξύν, πρόθ. που συντάσσεται με δοτ., Λατ. cum·
Α. I. 1. μαζί με, με τη βοήθεια, συνεταιρικά με, από κοινού, ομαδικά·
δεῦρ' ἤλυθε σὺν Μενελάῳ, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με παράλληλη σημασία της
βοήθειας, σὺν θεῷ, με τη βοήθεια ή την ευλογία του θεού (ο θεός
θεωρείται ότι στέκεται στο πλάι κάποιου), σε Όμηρ. κ.λπ.· σὺν θεῷ
εἰρημένον, κάτι που ειπώθηκε σα να είχε θεϊκή έμπνευση, σε Ηρόδ.·
ομοίως, σὺν δαίμονι, σὺν Διί, σὺν Ἀθήνῃ, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, σύν τινι
εἶναι ή γίγνεσθαι, είμαι μαζί με κάποιον, δηλ. στο πλευρό του, με το μέρος
του, στην παράταξή του, σε Ξεν.· οἱ σύν τινι, φίλοι κάποιου, ακόλουθοί
του, στον ίδ. 3. αυτός που είναι προικισμένος με κάποιο χάρισμα, ἄκοιτις
σὺν μεγάλῃ ἀρετῇ, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πράγματα που ανήκουν σε
κάποιον ή τα χειρίζεται κάποιος, στῆ σὺν δουρί, σε Ομήρ. Ιλ.· σκῆπτρον,
σὺν τῷ ἔβῃ, στο ίδ.· αὐτῇ σὺν φόρμιγγι, στο ίδ. (έτσι, στην Αττ., η πρόθ.
σὺν συχνά παραλείπεται). 4. λέγεται για δύο ή περισσότερα πράγματα
που λαμβάνονται από κοινού, θύελλαι σὺνβορέῃ, ἄνεμος σὺν λαίλαπι, σε
Ομήρ. Οδ. 5. λέγεται για αναγκαία σχέση ή συνέπεια, σὺν μεγάλῳ
ἀποτίσαι, πληρώνω με μεγάλη απώλεια, δηλ. υποφέρω πολύ, σε Ομήρ.
Ιλ.· σὺν τῷ σῷ ἀγαθῷ, για δικό σου όφελος, πλεονέκτημα, Λατ. tuo cum
commodo, σε Ξεν.· σὺν μιάσματι, έχοντας έρθει σε επαφή με μόλυσμα,
σε Σοφ.· και γενικά, σε συμφωνία, σε αντιστοιχία με· σὺν δίκᾳ, σε Πίνδ.·
σὺν κόσμῳ, σὺν τάχει κ.λπ.· σχεδόν = επιρρ., δικαίως, κοσμίως, ταχέως,
σε Αττ. 6. με, μέσω, σὺν νεφέεσσι κάλυψεν γαῖαν, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.·
πλοῦτον ἐκτήσω σὺν αἰχμῇ, σε Αισχύλ. 7. με τακτ. αριθμ., ἐμοὶ σὺν
ἑβδόμῳ, δηλ. εγώ μαζί με άλλους έξι, στον ίδ. Β. σύν ως επίρρ.· 1. μαζί,
από κοινού, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. επίσης, ομοίως, συγχρόνως, σε Ομήρ.
Οδ., Τραγ. Γ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.· I. 1. μαζί, μαζί με κάποιον, από κοινού,
συγχρόνως, Λατ. con· στα σύνθ. ως μτβ. ρήμα, όπως το κτείνω, το σύν
μπορεί να αναφέρεται σε δύο πράγματα, σκοτώνω κάποιον όπως
σκοτώνω ή έχω σκοτώσει και κάποιον άλλο, ή, συνεργώ με κάποιον στη
διάπραξη φόνου. 2. λέγεται για την ολοκλήρωση μιας πράξης, συνολικά,
εντελώς, πλήρως, όπως στα συμπληρόω, συντέμνω. 3. συντίθεται με
αριθμ., σύνδυο, δύο μαζί ή ανά δύο, δυο δυο· ομοίως, σύντρεις, σύμπεντε
κ.λπ. όπως τα Λατ. bini, terni κ.λπ. II. το συν- πριν από τα σύμφωνα β, μ,
π, φ, ψ γίνεται συμ-· πριν από τα γ, κ, ξ, χ, γίνεται συγ-· πριν το λ, συλ-·
πριν το σ, γίνεται συσ-· πριν όμως από το στ- γίνεται συ-, όπως συστῆναι.
συνᾰγᾰγεῖν, απαρ. αορ. βʹ του συνάγω.
593

συν-ᾰγᾰνακτέω, είμαι αγανακτισμένος με κάποιον από κοινού με


κάποιον άλλο, τινί, σε Πολύβ.
συν-ᾰγᾰπάω, μέλ. -ήσω, αγαπώ κάποιον από κοινού με κάποιον άλλο,
τινί, σε Πολύβ.
συν-άγγελος, ὁ, απεσταλμένος ως αγγελιοφόρος ή πρεσβευτής από
κοινού με κάποιον άλλο, σε Ηρόδ.
συν-αγγία, ἡ (ἄγγος), τόπος που έχει λάκκους, κοιλώματα, έγκλειστος
χώρος, αγγείο, σε Βάβρ.
συν-ᾰγείρω, μέλ. -αγερῶ, αόρ. αʹ συνήγειρα, Επικ. ξυνάγειρα — Παθ., γʹ
πληθ. αορ. συνάγερθεν (αντί -ησαν)· 1. συνάγω, συναθροίζω, σε Ομήρ.
Ιλ., Ηρόδ.· ιδίως, στρατολογώ, συναθροίζω στρατιώτες, σε Ηρόδ. —
Παθ., συνάγομαι, συνέρχομαι, συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.·
συναγρόμενοι, Επικ. συγκεκ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ, αυτοί που έχουν
συναχθεί, σύνταξη, συνάθροιση, στο ίδ. 2. συλλέγω τα αναγκαία για
βιοπορισμό, σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., συλλέγω, μαζεύω για τον εαυτό μου,
στο ίδ. 3. μεταφ., συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου,
συγκεντρώνομαι, σε Πλάτ.· ομοίως στην Παθ., στο ίδ.
συνάγκεια, ἡ, = μισγάγκεια, σε Ανθ.
συν-άγνῡμι, αόρ. αʹ συνέαξα, συντρίβω μαζί, θραύω, σπάζω σε
κομμάτια, λυγίζω, τσακίζω, κατακερματίζω, κατακομματιάζω, σε Όμηρ.
συν-ᾰγορεύω (μέλ. σε χρήση συνερῶ, αόρ. βʹ συνεῖπον, παρακ.
συνείρηκα)· 1. αγορεύω, μιλώ δημόσια, δημηγορώ από κοινού,
πραγματεύομαι στην αγόρευσή μου το ίδιο θέμα με κάποιον, τί τινι, σε
Θουκ., Ξεν. 2. συμβουλεύω από κοινού κάποιον, τινί, σε Λυσ. 3.
συναγορεύω τινί, μιλώ υπέρ κάποιου, υποστηρίζω, υπερασπίζω την
υπόθεσή του στο δικαστήριο, συνηγορώ, σε Θουκ.· ομοίως, με δοτ.
πράγμ., συναγορεύω τινὸς σωτηρίᾳ, σε Δημ.
συν-αγρεύω, συνοδεύω ή συμμετέχω στο κυνήγι, σε Ανθ.
συναγρόμενος, Επικ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ του συναγείρω.
συν-άγω, παρατ. -ῆγον, Δωρ. -ᾱγον, Επικ. -ᾰγον· μέλ. συνάξω, αόρ. βʹ
συνήγαγον, παρακ. συνῆχα και συναγήοχα, Παθ. συνῆγμαι· I. 1. φέρνω στο
ίδιο σημείο, συναθροίζω, συλλέγω, μαζεύω, συγκεντρώνω, συγκαλώ, σε
Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. 2. με εχθρική σημασία, συμπλέκομαι σε μάχη, αρχίζω
τη μάχη, τον αγώνα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, όπως το συμβάλλω, στρέφω
δύο πολεμιστές, τον έναν εναντίον του άλλου, σε Αισχύλ.· απ' όπου,
αμτβ., συνάγω εἰς μέσον, συμπλέκομαι σε μάχη, σε Θεόκρ. 3. οδηγώ στο
ίδιο σημείο, συνάπτω σ' ένα, ενώνω, συνενώνω, συγκροτώ, σε Ομηρ.
Ύμν., σε Ερμ., Αισχύλ.· συνάγω γάμους, συνάπτω γάμο, νυμφεύομαι, σε
Ξεν. 4. δέχομαι κάποιον στο σπίτι μου, σε Κ.Δ. II. συλλέγω, συσσωρεύω
προμήθειες, σοδειές κ.λπ., σε Ξεν. κ.λπ. III. 1. έλκω, σύρω από κοινού,
ώστε να συναντηθούν τα άκρα, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίσης, φέρνω κοντά τα
άκρα ενός πράγματος, συστέλλω, στενεύω, στενοχωρώ, σε Ηρόδ. 2.
σμίγω τα φρύδια μου, σε Αριστοφ.· συνάγω τὰ ὦτα, τεντώνω τα αυτιά
594

μου, λέγεται για σκύλους, σε Ξεν. IV. συλλέγω από ό,τι έχει αναφερθεί
προηγουμένως, δηλ. συμπεραίνω, εξάγω συμπέρασμα, τεκμαίρομαι,
Λατ. colligere, σε Αριστ.
συν-ᾰγωγεύς, ὁ, I. αυτός που οδηγεί στο ίδιο σημείο, αυτός που
συγκαλεί, αυτός που συναθροίζει, σε Λυσ. II. αυτός που συνδέει, σε
Πλάτ.
συνᾰγωγή, ἡ, I. 1. συγκέντρωση στο ίδιο σημείο, σύναξη, συνένωση, σε
Πλάτ. 2. τόπος συγκέντρωσης, εβραϊκή συναγωγή, σε Κ.Δ. II. 1.
συναγωγή, προετοιμασία πολέμου, συνάθροιση στρατευμάτων, σε Θουκ.
2. μάζεμα και αποθήκευση σοδειάς, σε Πολύβ. 3. σύμπτυξη,
συμπύκνωση, συναγωγὴ στρατιᾶς, διάταξη στρατεύματος κατά στήλες, σε
Πλάτ.· συναγωγὴ τοῦπροσώπου, σύμπτυξη, σούφρωμα και ρυτίδωση
προσώπου, κατήφεια, σε Ισοκρ. 4. συλλογή, ανθολόγηση γραπτών
κειμένων, σε Αριστ. III. συμπέρασμα, εξαγωγή συμπεράσματος, στον ίδ.
συν-ᾰγωγός, -όν, αυτός που συγκεντρώνει, που συνδέει, που συνενώνει,
ενωτικός, σε Πλάτ.
συν-ᾰγωνιάω, μοιράζομαι την αγωνία κάποιου, βρίσκομαι στην ίδια
αγωνία με αυτόν, σε Πολύβ.
συν-ᾰγωνίζομαι, Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ.· 1. αγωνίζομαι από κοινού με
κάποιον, αγωνίζομαι μαζί του βοηθώντάς τον, συμπολεμώ, τινι, σε Θουκ.
κ.λπ.· γενικά, ξυναγωνίζομαί τινι, συμμερίζομαι την τύχη κάποιου, στον
ίδ. 2. βοηθώ, υποστηρίζω, τινι, σε Δημ. 3. απόλ., μάχομαι στην ίδια
πλευρά, σε Θουκ.
συν-ᾰγωνιστής, -οῦ, ὁ, αυτός που συμμετέχει σε έναν αγώνα με κάποιον,
συμμαχητής, συμβοηθός, συμπολεμιστής, συνεργός, σε Πλάτ. κ.λπ.·
τινος, για κάτι, σε Αισχίν., Δημ.
συν-άδελφος, -ον, αυτός που έχει αδελφό ή αδελφή, σε Ξεν.
συν-ᾰμιλλάομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., διαγωνίζομαι ή αμιλλώμαι,
μάχομαι μαζί με, σε Ευρ.
συν-αμπέχω και -αμπίσχω, σκεπάζω εντελώς, περιτυλίγω, συγκαλύπτω,
σε Αισχύλ. — Μέσ., τί συναμπίσχει κόρας; γιατί καλύπτεις τα μάτια σου;
σε Ευρ.
συν-αμφότεροι, -αι, -α, μαζί και οι δυο, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· ενικ. με
περιληπτική σημασία, τὸ ξυναμφότερον = συναμφότεροι, σε Πλάτ.· τοῦτο
συναμφότερον, η ενωμένη αυτή δύναμη, σε Δημ.
συν-άμφω, οἱ, αἱ, και οι δυο μαζί, σε Πλάτ. κ.λπ.
συν-αναβαίνω, ανεβαίνω μαζί με κάποιον, λέγεται για την ανάβαση στην
Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ., Ξεν.· τινί, με κάποιον, σε Ξεν.
συν-αναβοάω, μέλ. -βοήσομαι, κραυγάζω από κοινού, σε Ξεν.
συν-ᾰναγκάζω, μέλ. -σω, I. συμβάλλω ή βοηθώ σε εξαναγκασμό, σε
Ισοκρ., Δημ. — Παθ., εξαναγκάζομαι συγχρόνως, σε Δημ. II. εκτελώ,
φέρω εις πέρας επίσης δια της βίας, σε Ισοκρ. — Παθ., ὅρκοι
συνηναγκασμένοι, όρκοι που αποσπάστηκαν με βία, σε Ευρ.
595

συν-αναγράφω, μέλ. -ψω, καταχωρώ ή καταγράφω μαζί — Παθ.,


συναναγραφῆναι ἐν τοῖς συμμάχοις, σε Αισχίν.
συν-ανάγω, μέλ. -ξω, I. φέρνω πίσω μαζί — Παθ., αποχωρώ, επιστρέφω
μαζί, σε Πολύβ. II. Παθ., επίσης, ανοίγομαι, βγαίνω στο πέλαγος,
αποπλέω μαζί με, σε Δημ.
συν-αναδίδωμι, μέλ. -δώσω, δίνω πίσω, αποδίδω, επιστρέφω μαζί, σε
Λουκ.
συν-αναζεύγνῡμι, μέλ. -ζεύξω, ξεκινώ μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.
συν-αναιρέω, μέλ. -ήσω, μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ -ανεῖλον· I. 1. καταστρέφω
από κοινού με κάποιον, τινά τινι, σε Πολύβ. 2. καταστρέφω εντελώς,
ολοσχερώς, σε Ισοκρ. — Παθ., σε Θουκ. II. δίνω την ίδια απάντηση, τον
ίδιο χρησμό, λέγεται για την Πυθία, σε Πλάτ.
συν-ανάκειμαι, Παθ., κάθομαι στο ίδιο ανάκλιντρο κοντά στο τραπέζι
του δείπνου μαζί με άλλους, σε Κ.Δ.
συν-ανακεράννῠμαι, αόρ. αʹ -εκράθην [ᾱ], Παθ., είμαι αναμεμειγμένος
με, τινι, σε Λουκ.
συν-ᾰνᾱλίσκω, μέλ. -ανᾱλώσω, I. καταναλώνω, ξοδεύω μαζί ή με
συντροφιά, σε Δημ. II. βοηθώ στην κατασπατάληση ξοδεύοντας κι εγώ
χρήματα, σε Ξεν.
συν-αναμίγνῡμι, μέλ. -μίξω, αναμειγνύω μαζί, συγχωνεύω — Παθ.,
σχετίζομαι με άλλους, με δοτ., σε Λουκ.
συν-αναπαύομαι, Παθ., αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, κοιμάμαι μαζί με
άλλους, σε Κ.Δ.
συν-αναπείθω, μέλ. -σω, βοηθώ στο να πεισθεί κάποιος, καταπείθω, τινὰ
ποιεῖν τι, σε Θουκ. κ.λπ.
συν-αναπέμπω, μέλ. -ψω, στέλνω προς τα πάνω από κοινού, αναπέμπω
μαζί, σε Πλούτ.
συν-αναπλέκω, διαπλέκω, ενυφαίνω μαζί με, τί τινι, σε Λουκ.
συν-αξιόω, μέλ. -ώσω, εγείρω από κοινού αξίωση, αξιώνω και εγώ,
θεωρώ από κοινού κάτι άξιο, σε Ξεν.
συν-αοιδός, -όν, = συνῳδός, σε Ευρ.
συνάορος, -ον, Δωρ. και Αττ. αντί συνήορος.
συν-απάγω, μέλ. -ξω, I. οδηγώ κάτι μακριά από κοινού με κάποιον,
απάγω, απομακρύνω μαζί με, με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., στον ίδ. II. 1. Παθ.,
απάγομαι, απομακρύνομαι ομοίως, σε Κ.Δ. 2. συνηθίζω, προσαρμόζομαι
σε κάτι, με δοτ., στο ίδ.
συν-απαίρω, αμτβ., αποπλέω ή απέρχομαι, αποχωρώ, αποδημώ μαζί με,
σε Λουκ.
συν-απαρτίζω, μέλ. -σω, ανταποκρίνομαι απολύτως σε κάτι από κοινού
με, βρίσκομαι, κείμαι απέναντι σε, τινί, σε Στράβ.
συν-άπᾱς, -ᾱσα, -ᾰν, όπως το σύμπας, επιτετ. αντί πᾶς, πᾶσα, πᾶν, όλος
μαζί, ολόκληρος, σύμπας, κατά κανόνα στον πληθ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον
ενικ. με περιληπτικά ουσ., τὸ συνάπαν στράτευμα, στον ίδ.
596

συν-ᾰπειλέω, μέλ. -ήσω, απειλώ, φοβερίζω συγχρόνως, σε Λουκ.


συν-απεργάζομαι, αποθ., βοηθώ στην επίτευξη ενός έργου,
αποπερατώνω μαζί, σε Πλάτ.
συναπεχθάνομαι, αποθ., εχθρεύομαι κάποιον από κοινού με κάποιον
άλλο, σε Πλούτ.
συναπίσταμαι, Ιων. αντί συναφίσταμαι.
συν-αποβαίνω, μέλ. -βήσομαι, αποβιβάζω στην ξηρά μαζί με κάποιον,
τινί, σε Ηρόδ.
συν-απογράφομαι, Μέσ., εγγράφω το όνομά μου, καταγράφομαι μαζί με
άλλους ως υποψήφιος, σε Πλούτ.
συν-αποδημέω, μέλ. -ήσω, φεύγω μακριά από την πατρίδα μου,
αποδημώ, μεταναστεύω μαζί με, σε Αριστ.
συν-απόδημοι, οἱ, αυτοί που ζουν μακριά από τον τόπο τους,
μετανάστες, σε Αριστ.
συν-αποδιδράσκω, δραπετεύω μαζί με κάποιον· ξυναποδρᾶναί τινι
(απαρ. αορ. βʹ), σε Αριστοφ.
συν-αποδοκῐμάζω, μέλ. -σω, αποδοκιμάζω από κοινού, τι, σε Ξεν.
συναποθανεῖν, απαρ. αορ. βʹ του συναποθνῄσκω.
συν-αποθνῄσκω, μέλ. -θᾰνοῦμαι, πεθαίνω μαζί με κάποιον, με δοτ., σε
Ηρόδ.· απόλ., πεθαίνω με κάποιον, σε Πλάτ.
συν-αποικίζω, Αττ. μέλ. -ιῶ, αναχωρώ προκειμένου να αποικίσω τόπο
μαζί με άλλους, σε Λουκ.
συνάρηρα, αμτβ. παρακ. του συναραρίσκω.
σύν-αρθρος, -ον (ἄρθρον), αυτός που έχει συναρμοστεί με κάποιον ή
κάτι, συναρθρωμένος, αρθρωτός, σε Αισχύλ.
σῠν-ᾰριθμέω, μέλ. -ήσω, αριθμώ μαζί, συνυπολογίζω, απαριθμώ,
προσμετρώ, σε Ισαίο· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχίν. — Παθ., αριθμούμαι,
απαριθμούμαι μαζί με άλλους, συνυπολογίζομαι, σε Αριστ.
συν-ᾱριστάω, μέλ. -ήσω, παίρνω πρωινό ή γευματίζω μαζί με, τινί, σε
Αριστοφ., Αισχίν.
συν-ᾰριστεύω, μέλ. -σω, επιτελώ γενναίες πράξεις, ανδραγαθώ από
κοινού με, σε Ευρ.
συν-αρκέομαι, αποθ., συγκατατίθεμαι, εγκρίνω από κοινού ή υπομένω
μαζί με, τινι, σε Θεόφρ.
συν-αρμόζω, Αττ. -όττω· Δωρ. μέλ. -όξω — Παθ., παρακ. -ήρμοσμαι,
αόρ. αʹ -ηρμόσθην· I. 1. με φυσική, πρακτική σημασία, συνταιριάζω,
συναρμολογώ, εφαρμόζω, συνάπτω με ακρίβεια, σε Θουκ.· συναρμόζειν
βλέφαρα, κλείνω τα βλέφαρά μου, σε Ευρ.· Παθ., λίθοι εὖ συνηρμοσμένοι,
σε Ηρόδ. 2. συναρμολογώ ώστε να δημιουργήσω ένα σύνολο, αρμολογώ,
μοντάρω, σκάφος, ἵππον, σε Ευρ. — Παθ., οὐ καλῶς συνηρμοσμένα, σε
Δημ. 3. συνδυάζω, είτε μέσω πράξης είτε μέσω σκέψης, σε Σόλων., Πλάτ.
4. μεταφ., προσαρμόζω, συμμορφώνω κάτι με κάτι άλλο, εὐχερείᾳ
συναρμόζω βροτούς, δηλ. τους κάνω να αδιαφορούν για τις εγκληματικές
597

πράξεις, σε Αισχύλ. — Παθ., πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος, σε Ξεν. II.


αμτβ., αρμόζω, είμαι κατάλληλος, ταιριαστός, σε Πλάτ., Ξεν.
συν-αρμολογέομαι, Παθ., είμαι συνταιριασμένος ή συναρμοσμένος, σε
Κ.Δ.
συν-αρμοστής, -οῦ, ὁ, I. αυτός που συναρμολογεί, συγκολλά, συνδέει,
λίθων, σε Λουκ. II. συγκυβερνήτης, στον ίδ.
συναρμόττω, Αττ. αντί συναρμόζω.
συν-αρπάζω, μέλ. -άσω και -άσομαι, αόρ. αʹ -ήρπασα και -αξα· 1.
αρπάζω μαζί και μεταφέρω βιαστικά μακριά, διαρπάζω, σε Τραγ. κ.λπ.
— Παθ., σε Σοφ. 2. ξυναρπάζω χεῖρας, αρπάζω τα χέρια κάποιου και τα
δένω μαζί, σε Ευρ. 3. μεταφ., συναρπάζω φρενί, αντιλαμβάνομαι
γρήγορα, κατανοώ αμέσως, σε Σοφ., Αριστοφ.
συν-αρτάω, μέλ. -ήσω, συμπλέκω ή συνδέω, ενώνω, σε Ευρ., Λουκ. —
Παθ., συμπλέκομαι, διαπλέκομαι ή περιπλέκομαι, σε Θουκ.· είμαι
προσκολλημένος σε, τινί, σε Αριστ.· παρακολουθώ από κοντά την
οπισθοφυλακή του εχθρού, σε Πλούτ.
συν-αρχία, ἡ (ἀρχή), I. συνδιοίκηση, συγκυβέρνηση, σε Στράβ. II. στον
πληθ., αἱ συναρχίαι, συλλογική άσκηση εξουσίας, σώμα αρχόντων που
ασκούν εξουσία, σε Αριστ.
σύν-αρχος, -ον, αυτός που ασκεί εξουσία από κοινού με άλλους, που
μετέχει στα αξιώματα, συνάρχοντας, σε Αριστ.
συν-άρχω, μέλ. -ξω, 1. κυβερνώ, εξουσιάζω, διοικώ από κοινού με, τινί,
σε Ηρόδ. 2. απόλ., μετέχω, είμαι σύντροφος σε κάποιο αξίωμα, σε Θουκ.·
ὁ συνάρχων, αυτός που μετέχει ενός αξιώματος, που είναι συνάδελφος
στην άσκηση εξουσίας, συνδιοικητής, συγκυβερνήτης, στον ίδ.
συν-ασκέω, μέλ. -ήσω, εξασκώ, γυμνάζομαι από κοινού, βοηθώ στην
εξάσκηση, την εκπαίδευση, σε Ισοκρ., Δημ.
συν-ασπῐδόω, μέλ. -ώσω, κρατώ τις ασπίδες τη μία κοντά στην άλλη,
στέκομαι σε πυκνή παράταξη, συμπολεμώ, σε Ξεν.
συν-ασπίζω, Αττ. μέλ. -ιῶ, I. μάχομαι στο πλάι ή στο πλευρό κάποιου,
είμαι συμπολεμιστής του, σε Ευρ. II. = συνασπιδόω, σε Λουκ.
συν-ασπιστής, -οῦ, ὁ, συμμαχητής, συμπολεμιστής, συναγωνιστής, σε
Σοφ.
συν-ασχᾰλάω, μόνο σε ενεστ., αγανακτώ από κοινού με κάποιον για
κάτι, με δοτ., σε Αισχύλ.
συν-δαίτης, -ου, ὁ, = συνδαίτωρ, σε Λουκ.
συν-δαίτωρ, -ορος, ὁ, ομοτράπεζος, αυτός που συντροφεύει κάποιον στο
δείπνο, που δειπνεί από κοινού, σε Αισχύλ.
συν-δάκνω, μέλ. -δήξομαι, δαγκώνω μαζί· συνδάκνω τὸ στόμιον, λέγεται
για άλογο που δαγκώνει το χαλινάρι με τα δόντια του, σε Ξεν.
συν-δακρύω[ῡ], μέλ. -σω, I. δακρύζω, κλαίω μαζί ή από κοινού με
κάποιον, σε Ευρ. II. με αιτ., θρηνώ μαζί, συνθρηνολογώ, σε Πλούτ.
598

συν-δᾰνείζομαι, Μέσ., συλλέγω μέσω δανεισμού, δανείζομαι από


πολλούς, σε Πλούτ.
συν-δειπνέω, μέλ. -ήσω, δειπνώ ή γευματίζω μαζί με κάποιον, με δοτ.,
σε Ξεν.· μετά τινων, σε Δημ.· απόλ., δειπνώ ή γευματίζω με άλλους, σε
Ξεν. κ.λπ.· οἱ ξυνδειπνοῦντες, αυτοί που λαμβάνουν μέρος σε δείπνο
συνεισφέροντας μερίδιο στα έξοδά του, στον ίδ.
σύν-δειπνον, τό, κοινό δείπνο ή συμπόσιο, Λατ. convivium, σε Πλάτ.
σύν-δειπνος, ὁ, ἡ (δεῖπνον), συνδαιτυμόνας, σύντροφος στο κοινό
τραπέζι, ομοτράπεζος, Λατ. conviva, σε Ευρ., Ξεν.
συν-δεκάζω, μέλ. -σω, διαφθείρω όλους στο σύνολό τους με δωροδοκίες,
σε Ξεν., Αισχίν.
σύν-δενδρος, -ον (δένδρον), κατάφυτος από πολλά δέντρα, αυτός που
έχει πυκνά δέντρα, σε Βάβρ.
συν-δέομαι, αποθ., παρακαλώ, επαιτώ από κοινού, τινος, κάτι από
κάποιον, σε Δημ.
σύν-δεσμος, ὁ, ετερογ. πληθ. σύνδεσμα, 1. μέσο σύνδεσης ή συνένωσης,
αρμός, δεσμός, δεσμά, σύσφιξη, σε Ευρ., Θουκ.· μεταφ., οι καλοί άνδρες
καλούνταν ὁ ξύνδεσμος τῆς πόλεως, ο δεσμός που συνέχει την πολιτεία,
ο συνεκτικός της δεσμός, ο δεσμός που εξασφαλίζει τη συνοχή της, σε
Πλάτ. 2. στη Γραμματική, σύνδεσμος, σε Αριστ.
συν-δεσμώτης, -ου, ὁ, αυτός που είναι δέσμιος, φυλακισμένος από
κοινού με κάποιον, σε Θουκ., Πλάτ.
σύν-δετος, -ον, I. δεμένος χειροπόδαρα, σε Σοφ. II. ως ουσ. σύνδετον, τό,
δεσμός, δεσμά, σε Ευρ.
συν-δέω, Αττ. ξυν-δέω, μέλ. -δήσω, I. 1. δένω ή συσφίγγω μαζί, λέγεται
για δύο ή περισσότερα πράγματα, συνέδησα πόδας, σε Ομήρ. Οδ.· τοὺς
πόδας καὶ τὰς χεῖρας, σε Πλάτ.· δέλτον συνδέω, στερεώνω, συνενώνω τις
πινακίδες, σε Ευρ. — Παθ., ἰσχία μὴ συνδεδεμένα, ισχία, λαγόνες που δεν
έχουν συσταλεί, λέγεται για σκύλους, σε Ξεν. 2. λέγεται για πρόσωπα,
δένω χειροπόδαρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. 3. δένω, επιδένω ένα
τραύμα, σε Ομήρ. Ιλ. 4. γενικά, δένω μαζί, συνενώνω, σε Ευρ., Πλάτ. II.
Μέσ., σύνδησαι πέπλους, δέσε με ζώνη τα φορέματά σου, σε Ευρ.
σύν-δηλος, -ον, προφανής, καταφανής, πασίδηλος, σε Αριστ.
συν-δηλόω, μέλ. -ώσω, κάνω κάτι προφανές, πασίδηλο, φανερώνω, σε
Αριστ.
συν-δημᾰγωγέω, δημαγωγώ από κοινού, συμβάλλω στην επιδίωξη
δημοτικότητας, σε Πλούτ.
συν-διαβαίνω, μέλ. -βήσομαι, διαβαίνω, διέρχομαι, περνώ από κοινού,
σε Ξεν.
συν-διαβάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, I. διαβιβάζω, μεταφέρω από κοινού μέσω
κάποιου· απόλ., Λατ. una trajicere, συνδιαβάλλω τὸν κόλπον, διασχίζω
τον κόλπο μαζί με, σε Θουκ. II. κατηγορώ, διαβάλλω, συκοφαντώ από
599

κοινού, σε Δημ. — Παθ., διαβάλλομαι, συκοφαντούμαι, κατηγορούμαι


μαζί με, σε Θουκ.
συν-διασκοπέω, μέλ. -σκέψομαι, συνεξετάζω ή διερευνώ από κοινού με,
τί τινι ή μετά τινος, σε Πλάτ.· ομοίως στον Μέσ. ενεστ., στον ίδ.
συν-διαστρέφω, μέλ. -ψω, διαστρέφω, διαστρεβλώνω, διαφθείρω από
κοινού — Παθ., συστρέφομαι, διαστρέφομαι από κοινού με, τινί, σε
Πλούτ.
συν-διασῴζω, συμβάλλω στη διάσωση ή στη διατήρηση, σε Θουκ., Δημ.
συν-διατᾰλαιπωρέω, μέλ. -ήσω, υπομένω ταλαιπωρίες μαζί ή μαζί με
κάποιον, σε Πλάτ.
συν-διατελέω, Αττ. μέλ. -τελῶ, συνεχίζω μέχρι τέλους, εξακολουθώ
μέχρι το τέλος, σε Πλάτ.
συν-διατηρέω, μέλ. -ήσω, συμβάλλω στη διατήρηση ή τη συντήρηση
κάποιου πράγματος, διαφυλάσσω, σε Πολύβ.
συν-διατρίβω[ῑ], μέλ. -ψω, I. 1. περνώ ή δαπανώ χρόνο από κοινού ή
μαζί με κάποιον, συνοικώ, σε Αισχίν. 2. απόλ. (ενν. βίον), ζω σταθερά
μαζί με, συζώ, συμβιώνω· οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες, οι μαθητές
του, σε Ξεν. II. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, με δοτ., σε Ισοκρ.
συν-διαφέρω, μέλ. -διοίσω, I. περιφέρω, συμπαρασύρω εδώ κι εκεί, σε
Λουκ. II. φέρνω εις πέρας από κοινού με κάποιον, συμβάλλω στη
διατήρηση ή τη συντήρηση, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
συν-διαφθείρομαι, Παθ., αφανίζομαι από κοινού με κάποιον, τινι, σε
Ισοκρ.
συν-διαχειμάζω, μέλ. -σω, βρίσκομαι σε χειμερινό κατάλυμα μαζί με
άλλους, περνώ τον χειμώνα μαζί ή από κοινού με άλλους, ξεχειμάζω, σε
Πλούτ.
συν-διαχειρίζω, μέλ. -σω, βοηθώ στην επίτευξη, την εκτέλεση ενός
έργου, σε Ηρόδ.
συν-διεκπίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, εξορμώ διαμέσου βιαίως μαζί με
κάποιον, σε Πλούτ.
συν-διέξειμι (εἶμι, Λατ. ibo), διεξέρχομαι, διαπραγματεύομαι, διέρχομαι
διαμέσου μαζί με, σε Ξεν.
συν-διημερεύω, μέλ. -σω, περνώ όλη την ημέρα μαζί με κάποιον, τινί,
σε Ξεν.
συν-δῐκάζω, μέλ. -σω, δικάζω από κοινού, είμαι πάρεδρος δικαστή, σε
Λυσ.
συν-δῐκαστής, -οῦ, ὁ, αυτός που δικάζει από κοινού, που είναι επίσης
δικαστής ή ένορκος, σε Αριστοφ.
συνδῐκέω, μέλ. -ήσω, 1. ενεργώ ως σύνδικος, συνήγορος ή δικηγόρος
κάποιου, σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.· συνδικέω τινί, σε Πλάτ.· Ζεύς σοι τόδε
συνδικήσεις, ο Δίας θα συνηγορήσει υπέρ σου ως προς αυτό, σε Ευρ. 2.
είμαι ένας από τους δημοσίους συνηγόρους, σε Δημ.
600

σύν-δῐκος, ὁ, ἡ (δίκη), I. 1. αυτός που βοηθάει κάποιον στο δικαστήριο,


δικηγόρος, συνήγορος, Λατ. patronus, σε Αισχύλ., Δημ. 2. στην Αθήνα,
σύνδικοι ήταν οι συνήγοροι του δημοσίου και διορίζονταν για να
αντιπροσωπεύουν την πόλη και να υπερασπίζονται τα συμφέροντά της,
σε Δημ. 3. μετά την περίοδο των Τριάκοντα Τυράννων, σύνδικοι ήταν
δικαστές που εξέδιδαν αποφάσεις σε περιπτώσεις φιλονεικιών με αφορμή
τις δημεύσεις περιουσιών, σε Λυσ. II. αυτός που ανήκει σε κάποιον από
κοινού με, σύνδικος Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν κτέανον, το κοινό τους
απόκτημα, σε Πίνδ.· επίρρ. συνδίκως, με κοινή απόφαση, από κοινού, σε
Αισχύλ.
συν-διοικέω, μέλ. -ήσω, διοικώ από κοινού με κάποιον άλλο, συνάρχω,
συγκυβερνώ, με δοτ., σε Δημ. συν-εγγίζω, μέλ. -σω, έρχομαι κοντά σε
κάποιον, τον προσεγγίζω, σε Πολύβ.
συνεγγισμός, ὁ, πλησίασμα από κοινού, αμοιβαία προσέγγιση, σύγκλιση,
λέγεται για αστερισμούς, σε Στράβ.
συν-εγγυάω, μέλ. -ήσω, εγγυώμαι, υπόσχομαι, δεσμεύομαι, από κοινού,
σε Πλούτ.
σύν-εγγῠς, επίρρ.· 1. λέγεται για τόπο, πολύ κοντά, πλησιέστατα,
εγγύτατα, κολλητά, δίπλα, σε Θουκ. κ.λπ.· σύνεγγυς ἀλλήλων ή ἀλλήλοις,
σε Αριστ.· τὸ σύνεγγυς, εγγύτητα, γειτνίαση, στον ίδ. 2. λέγεται για χρόνο,
στο άμεσο χρονικό διάστημα, σε επικείμενη χρονική στιγμή, στον ίδ. 3.
λέγεται για διάκριση ποιότητας, οἱ σύνεγγυς, άνθρωποι που ανήκουν σε
παρεμφερή κοινωνική βαθμίδα, στον ίδ.· ἡ σύνεγγυς αἰτία, αιτία
παρεμφερής ή πιθανότητα, πλησιέστερη αιτία, στον ίδ.
συν-εγείρω, μέλ. -εγερῶ, συμβάλλω στην ανύψωση, την ανόρθωση,
εγείρω, σηκώνω από κοινού, σε Κ.Δ. — Παθ., ανεγείρομαι, υψώνομαι
από κοινού, στο ίδ.
συνεδρεία, ἡ, = συνεδρία, σε Αριστ.
συν-εδρεύω, μέλ. -σω (σύνεδρος)· 1. παρακάθημαι ως σύνεδρος μαζί με
άλλους, συνεδριάζω, συσκέπτομαι, συνέρχομαι, σε Αισχίν.· οἱ
συνεδρεύοντες, μέλη συνεδρίου, σε Δημ. 2. λαμβάνω μέρος σε
συνεδρίαση, συσκέπτομαι, στον ίδ.
συνεδρία, ἡ, I. το να κάθεται κάποιος μαζί με άλλους, φιλικός κύκλος,
όμιλος ανθρώπων που κάθονται μαζί, σε Ξεν.· συνάθροιση,
συναγελασμός, ενστικτώδης ροπή ζώου για συναγελασμό, ομαδικό
πέταγμα πουλιών κατά αγέλες· θεωρείτο ευνοϊκός οιωνός, σε Αισχύλ. II.
συνέδριο, συμβούλιο, σε Αισχίν.
συνέδριον, τό, 1. σώμα ανδρών που έχουν συνέλθει σε συνεδρίαση ή
σύσκεψη, συνέλευση, συμβούλιο, σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για τη Ρωμαϊκή
Σύγκλητο, σε Πολύβ.· το Ιουδαϊκό Sanhedrim, σε Κ.Δ.· ιδίως λέγεται για
συμβούλιο αντιπροσώπων από συμμαχικές ή ομόσπονδες πολιτείες, σε
601

Ηρόδ., Δημ. κ.λπ. 2. βουλευτήριο, χώρος όπου διεξάγονταν


συνδιασκέψεις, σε Ηρόδ., Ξεν.
σύν-εδρος, -ον (ἕδρα), I. αυτός που παρακάθηται σε συμβούλιο, μέλος
συνεδρίου, λέγεται για πρόσωπα, σε Ηρόδ.· ἐκ ξυνέδρου καὶ τυραννικοῦ
κύκλου = ἐκ κύκλου τῶν συνεδρευόντων τυράννων, σε Σοφ. II. ως ουσ.,
αυτός που παρακάθεται με άλλους σε συνέδριο, αυτός που
συνδιασκέπτεται, στον ίδ.· σύνεδροι, επίλεκτοι απεσταλμένοι σε
συνέδριο, σε Θουκ. κ.λπ.
συν-εείκοσι, Επικ. αντί συν-είκοσι, είκοσι μαζί, ανά είκοσι μαζί, Λατ.
viceni, σε Ομήρ. Οδ.
συν-εέργω, Επικ. αντί συνέργω· συν-εέργᾰθον, Επικ. παρατ.
συνέζευξα, αόρ. αʹ του συ-ζεύγνυμι.
συν-εθέλω, έχω την ίδια επιθυμία, την ίδια βούληση, συναινώ, σε Ξεν.·
στους ποιητές, συνθέλω, σε Σοφ., Ευρ.
συνέθεντο, γʹ πληθ. Μέσ. αορ. βʹ του συν-τίθημι.
συν-εθίζω, Αττ. μέλ. -ιῶ, συνηθίζω· συνεθίζω τινὰ ποιεῖν, τον συνηθίζω,
τον μαθαίνω να κάνει κάτι, σε Δημ., Αισχίν. — Παθ., αποκτώ συνήθεια
ή εθισμό· σε αόρ. αʹ και παρακ., έχω συνηθίσει, είμαι εθισμένος, σε
Θουκ., Πλάτ.· με απαρ., συνειθίσθην ποιεῖν τι, σε Ξεν.· επίσης απρόσ.,
συνειθισμένον ἦν, είχε καταστεί συνήθεια, σε Λυσ.
συνεθιστέον, ρημ. επίθ. του συνεθίζω, αυτό που πρέπει κάποιος να
συνηθίσει, σε Πλάτ.
συνειδέναι, απαρ. του σύνοιδα.
συνείδησις, ἡ, αυτοσυνειδησία, αυτεπίγνωση· συναίσθηση, επίγνωση,
σε Κ.Δ.
συνεῖδον, αόρ. βʹ του συνοράω.

συν-διοράω, εξετάζω, επιθεωρώ από κοινού, σε Ισοκρ.

συν-εισφέρω, μέλ. -εσοίσω, πληρώνω από κοινού τον πολεμικό φόρο


(εἰσφορά), σε Ξεν.
συν-εκβαίνω, μέλ. -βήσομαι, εξέρχομαι, βγαίνω από κοινού, σε Ξεν.
συν-εκβάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, 1. βγάζω έξω, εκβάλλω, πετώ έξω, εκδιώκω
μαζί με κάποιον, τί τινι, σε Ηρόδ. 2. συμπράττω στην εξαγωγή ή την
έξωση, σε Ξεν.
συν-εκβῐβάζω, μέλ. -βιβῶ, μτβ. του συνεκβαίνω, συμβάλλω στην
εξαγωγή, σε Ξεν.
συν-εκδημέω, μέλ. -ήσω, απέρχομαι, μεταναστεύω, αποδημώ, μετοικώ
από κοινού ή διαμένω μακριά από την πατρίδα μου μαζί με κάποιον, τινί,
σε Πλούτ.
συν-έκδημος, ὁ, συνταξιδιώτης, ξενιτεμένος μαζί με άλλους, σε Κ.Δ.
602

συν-εκδίδωμι, μέλ. -δώσω, 1. παραχωρώ ή παραδίδω μαζί, δίνω σε γάμο,


παντρεύω συγχρόνως, σε Πλούτ. 2. βοηθώ κάποιον φτωχό να προικίσει
την κόρη του, σε Δημ.
συν-εκδύομαι, μέλ. -δύσομαι [ῡ], Μέσ., απεκδύομαι, αφαιρώ την
περιβολή μου, γδύνομαι συγχρόνως, σε Ηρόδ.
συν-εκθνῄσκω, μέλ. -θᾰνοῦμαι, πεθαίνω, εκλείπω μαζί με κάποιον· συν.
τῷ πώματι, δηλ. πίνω μέχρι να εξαντληθούμε και οι δυο, να εκλείψει τόσο
το κρασί όσο κι εγώ, σε Ευρ.
συν-εκκαίδεκα, δεκαέξι μαζί, ανά δεκαέξι μαζί, σε Δημ.
συν-εκκαίω, μέλ. -καύσω, ανάβω πυρκαγιά και καίω μαζί, κατακαίω,
αποτεφρώνω μαζί, σε Πλούτ.
συν-εκκλέπτω, μέλ. -ψω, συνεργώ σε κλοπή, κλέβω κι απομακρύνομαι,
σε Ευρ.· συνεκκλέπτω γάμους, βοηθώ στην απόκρυψη γάμου,
συγκαλύπτω, στον ίδ.
συν-εκκλησιάζω, μέλ. -σω, συχνάζω, παρευρίσκομαι στην εκκλησία του
δήμου (ἐκκλησία) από κοινού, σε Πλούτ.
συν-εκκομίζω, Αττ. μέλ. -ιῶ, I. μεταφέρω έξω, κουβαλώ μαζί με
κάποιον, σε Πλούτ. II. βοηθώ στην επίτευξη, το κατόρθωμα κάποιου
πράγματος, συμβάλλω, συντελώ, σε Ευρ.· συνεκκομίζω τινὶ κακά, βοηθώ
κάποιον να διαπράξει κακουργήματα, στον ίδ.
συν-εκκόπτω, μέλ. -ψω, αποκόπτω, κόβω από κοινού, σε Ξεν.
συν-εκκρούομαι, Παθ., παρασύρομαι μακριά από το στόχο μου μαζί με
κάποιον, σε Πλούτ.
συν-εκλεκτός, -ή, -όν, αυτός που έχει επιλεγεί μαζί με άλλους, που είναι
ο εκλεκτός μαζί με άλλους, τισι, σε Κ.Δ.
συνεκλύομαι, Παθ., απελευθερώνομαι, γλιτώνω ή διαλύομαι, παραλύω
από κοινού, σε Ανθ.
συν-εκπέμπω, μέλ. -ψω, αποστέλλω από κοινού, σε Ξεν.
συνεκπεράω, μέλ. -άσω [ᾱ], εξέρχομαι μαζί, σε Ξεν.

συν-ελαύνω, μέλ. -ελάσω [ᾰ], αόρ. αʹ -ήλᾰσα, Επικ. -έλασσα· I. οδηγώ


μαζί, φέρνω προς τον ίδιο τόπο, στριμώχνω σ' ένα μέρος, στενοχωρώ, σε
Ομήρ. Ιλ., Ξεν.· σὺν δ' ἤλασ' ὀδόντας, έτριξε τα δόντια του, σε Ομήρ. Οδ.
II. οδηγώ σε συμπλοκή, παρακινώ σε μάχη, σε Όμηρ.· αμτβ., ἔριδι
ξυνελαυνέμεν, ερίζω, ωθούμαι σε φιλονικία, σε Ομήρ. Ιλ.
συνελεῖν, απαρ. αορ. βʹ του συναιρέω.
συν-ελευθερόω, μέλ. -ώσω, ελευθερώνω από κοινού, ελευθερώνω από
κάποιον, με γεν., σε Ηρόδ.· απόλ., συμβάλλω στην απελευθέρωση, στον
ίδ., Θουκ.
συνελήλῠθα, παρακ. του συνέρχομαι.
603

συνελθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του συνέρχομαι.


συν-ελίσσω, Ιων. συν-ειλ-, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, 1. τυλίγω μαζί — Παθ.,
εμπλέκομαι σε κάτι, με δοτ., σε Σοφ. 2. αμτβ., κουλουριάζομαι,
συσπειρώνομαι, λέγεται για φίδι, σε Ευρ.
συνελκυστέον, ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να σύρει μαζί, σε Ξεν.
συν-έλκω, μέλ. -ξω, αόρ. αʹ -είλκῠσα· I. σύρω, τραβώ μαζί, εξάγω,
συστέλλω, μαζεύω, σε Αριστοφ. II. τραβώ έξω μαζί, βοηθώ κάποιον να
σύρει έξω, στον ίδ., σε Ξεν.
συνελών, μτχ. αορ. βʹ του συναιρέω.
συν-εμβαίνω, μέλ. -βήσομαι, επιβιβάζομαι, επιβαίνω, μπαίνω μαζί, τινί,
με κάποιον, σε Λουκ.
συν-εμβάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, I. βάζω μαζί, από κοινού με κάποιον, σε
Αριστοφ. II. αμτβ., επιπίπτω επίσης, επιτίθεμαι, εισβάλλω από κοινού,
σε Ξεν.· πραγματοποιώ από κοινού εισβολή, εφορμώ, σε Δημ.
συν-εμβολή, ἡ, I. το να επιπίπτει κάποιος από κοινού, πρόσκρουση·
συνεμβολὴ κώπης, ρυθμική βύθιση όλων των κουπιών μαζί ταυτόχρονα
με το έναυσμα (κέλευμα), κωπηλασία, σε Αισχύλ. II. σύνδεση, πρόσδεση,
στον ίδ.
συνέμεν αντί συνεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του συνίημι.
συνέμιχθεν, αντί -ησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του συμμίγνυμι.
συν-εμπίμπρημι, μέλ. -πρήσω, καίω, κατακαίω μαζί, σε Ευρ.
συν-εμπίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, 1. πέφτω εντός από κοινού ή επιπίπτω,
συμπίπτω μαζί, σε Λουκ. 2. επιπίπτω, εφορμώ ή επιτίθεμαι από κοινού,
σε Πλούτ.
συν-έμπορος, ὁ, ἡ, συνταξιδιώτης, συνοδός, σύντροφος, ακόλουθος,
συνοδοιπόρος, σε Τραγ., Πλάτ.· μεταφ., λύπη δ' ἄμισθός ἐστί σοι
ξυνέμπορος, σε Αισχύλ.· με γεν. πράγμ., συνέμπορος χορείας, σύντροφος
στο χορό, σε Αριστοφ.
συν-ενδίδωμι, μέλ. -δώσω, ενδίδω, υποχωρώ από κοινού, σε Πλάτ.
συνενέγκαι, απαρ. αορ. αʹ του συμφέρω.
συν-ενείκομαι, Επικ. αντί συμφέρομαι, χτυπώ ή εφορμώ, επέρχομαι από
κοινού εναντίον ενός πράγματος, με δοτ., σε Ησίοδ.
604

συν-εοχμός, ὁ, ποιητ. αντί συν-οχμός = συνοχή, συνάφεια, συναρμογή,


συνάρθρωση, σύνδεση, σύνδεσμος, σε Ομήρ. Ιλ.
συν-επάγω, μέλ. -ξω, 1. οδηγώ μαζί εναντίον, σε Θουκ. 2. συμβάλλω
στην πρόσκληση ξένης στρατιωτικής δύναμης προκειμένου να
προσφέρει βοήθεια εναντίον, στον ίδ.
συν-επᾰγωνίζομαι, μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., συμβάλλω στην υποκίνηση μιας
επιπλέον έριδας, σε Πολύβ.
συν-επᾴδω, ποιητ. -αείδω, μέλ. -ᾴσομαι, εξυμνώ, ψάλλω από κοινού, σε
Ευρ.
συν-επαινέω, μέλ. -έσω, Επικ. -ήσω, I. επιδοκιμάζω από κοινού, παρέχω
κοινή έγκριση, συναινώ, συγκατατίθεμαι, σε Αισχύλ., Ξεν.· με απαρ.,
συνεπαινέω μάχεσθαι, συμβουλεύω, συνιστώ επίσης να δοθεί μάχη, σε
Θουκ.· συνεπαινέω τι, συναινώ, συγκατανεύω ή συμφωνώ με,
συνομολογώ, στον ίδ. II. εξυμνώ, εξαίρω από κοινού, τινά, σε Ξεν., Πλάτ.
συν-έπαινος, -ον, αυτός που συμμετέχει στην έγκριση κάποιου
πράγματος, σύμφωνος· συνέπαινος εἶναι, δίνω τη συγκατάθεσή μου σε
κάτι, τινι, ή απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ. συναινώ να..., στον ίδ.
συν-επαίρω, μέλ. -ᾰρῶ, I. ανυψώνω ή ανασηκώνω συγχρόνως, σε Ξεν.
— Παθ., ανυψώνομαι μαζί με, σε Λουκ. II. παρακινώ, προτρέπω μαζί ή
επίσης, συνεγείρω, σε Ξεν. — Παθ., εξεγείρομαι μαζί με άλλους, με δοτ.,
σε Πλούτ.
συν-επαιτιάομαι, μέλ. -σομαι, αποθ., κατηγορώ, ρίχνω το φταίξιμο
επίσης για κάτι, τινά τινος, σε Θουκ.
συν-επαιωρέομαι, Παθ., αιωρούμαι, πετώ ψηλά εξακολουθητικά, σε
Πλούτ.
συν-επᾰκολουθέω, μέλ. -ήσω, ακολουθώ από κοντά, παρακολουθώ,
συνοδεύω, επακολουθώ, σε Πλάτ.
συν-επᾰμύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, απωθώ, αμύνομαι από κοινού, τινά, σε
Θουκ.
συν-επανίστημι, I. υποκινώ κάποιον να εξεγερθεί εναντίον κάποιου από
κοινού. II. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, επαναστατώ από κοινού, σε Ηρόδ.,
Θουκ.· τινι ή ἅμα τινι, σε Ηρόδ.
συν-επανορθόω, αόρ. αʹ συνεπηνώρθωσα (βλ. ἀνορθόω), συμβάλλω
στην αποκατάσταση, την επανόρθωση, παλινορθώνω, σε Δημ.
605

συνέπαξα, Δωρ. αντί -έπηξα, αόρ. αʹ του συμπήγνυμι.


συν-επάπτομαι, Ιων. αντί συν-εφάπτομαι.
συνεπήδησα, αόρ. αʹ του συμπεδάω.
συν-έπειμι (εἶμι, Λατ. ibo), λαμβάνω μέρος σε επίθεση από κοινού με
κάποιον, τινι, σε Θουκ.
συν-επεισπίπτω, εφορμώ ξαφνικά εναντίον από κοινού, σε Πλούτ.
συν-επεισφέρομαι, Μέσ., εισάγω από κοινού, συμβάλλω στο να εισέλθει
κάποιος κάπου, σε Ξεν.
συν-επεκπίνω, μέλ. -πίομαι, πίνω μαζί μέχρι την τελευταία σταγόνα,
ρουφώ μαζί ως τον πάτο, σε Ανθ.
συν-επικουρέω, μέλ. -ήσω, προσέρχομαι ως σύμμαχος ή αρωγός, βοηθώ,
ανακουφίζω, σε Ξεν.
συν-επικουφίζω, μέλ. -σω, I. ελαφρύνω κάποιον ή κάτι συγχρόνως, σε
Πλούτ. II. συμβάλλω στην ανακούφιση, ανακουφίζω, στον ίδ.
συν-επικρᾰδαίνω, σείω, κινώ προς τα εμπρός και προς τα πίσω μαζί με
κάποιον, επισείω μαζί, σε Ξεν.
συν-επικρύπτω, μέλ. -ψω, συμβάλλω στην απόκρυψη, κρύβω,
συγκαλύπτω από κοινού, σε Πλούτ.
συν-επιλαμβάνομαι, I. 1. Μέσ., συμμετέχω σε κάτι, λαμβάνω μέρος σε
κάτι από κοινού με άλλους, συνεπικουρώ, με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ.,
Θουκ.· συνεπιλαμβάνομαί τινί τινος, συμβάλλω από κοινού σε κάτι ή
βοηθώ κάποιον σε κάτι, συνεργώ, συμπράττω, σε Λουκ.·
συνεπιλαμβάνομαί τινι τοῦ φόβου, συμβάλω στην αύξηση του φόβου, σε
Θουκ. 2. με γεν. προσ., παίρνω το μέρος κάποιου, τον υποστηρίζω ή τον
υπερασπίζομαι, σε Πλούτ. II. Ενεργ. με την ίδια σημασία, λόγῳ καὶ ἔργῳ
συνεπιλαμβάνειν τινί, λαμβάνω μέρος σε κάτι από κοινού με κάποιον
τόσο στα λόγια όσο και στα έργα, σε Θουκ.
συν-επιμελέομαι, αποθ. (μέλομαι), συμμετέχω στη φροντίδα για κάτι ή
φροντίζω, επιμελούμαι κάτι από κοινού με κάποιον, τινος, σε Θουκ.,
Ξεν.· συνεπιμελέομαι τῆς στρατιᾶς, έχω από κοινού την επιμέλεια, τη
φροντίδα για το στράτευμα, σε Ξεν.· απόλ., στον ίδ.
συν-επιμελητής, -οῦ, ὁ, αυτός που φροντίζει κάτι από κοινού ή που
υποβοηθά αυτόν που έχει επωμιστεί συγκεκριμένη φροντίδα, σε Ξεν.
συν-επιρρέπω, μέλ. -ψω, ρέπω, κλίνω προς κάτι από κοινού, σε Πλούτ.
συν-επιρρώνῡμι, συμβάλλω στην ισχυροποίηση κάποιου, βοηθώ με την
υποστήριξή μου την ενίσχυση κάποιου, ενδυναμώνω, σε Πλούτ.
συν-επισκοπέω, μέλ. -σκέψομαι, εξετάζω, επιθεωρώ κάτι από κοινού με
κάποιον, τίτινι, σε Ξεν.
606

συν-επισπάω, μέλ. -σπάσω [ᾰ], I. έλκω, τραβώ προς κάποια κατεύθυνση


από κοινού, επισύρω, αποσπώ μαζί με κάποιον, σε Πλούτ. II. Μέσ.,
συμπαρασύρω μαζί μου κάποιον ή κάτι, ιδίως προς την καταστροφή, σε
Πλάτ., Δημ. κ.λπ.
συν-επισπεύδω, μέλ. -σω, επισπεύδω, επιταχύνω, κατεπείγω κάτι μαζί
με κάποιον άλλο, σε Ξεν.
συν-επίσταμαι, αποθ., γνωρίζω καλά κάτι μαζί με κάποιον, κατέχω τα
μυστικά του, σε Ξεν., Λουκ.
συν-επιστᾰτέω, μέλ. -ήσω, ενεργώ ως επιστάτης ή προστάτης από
κοινού με άλλον, επιτηρώ, εποπτεύω, σε Πλάτ.
συν-επιστέλλω, στέλνω, πέμπω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.
συν-επιστρᾰτεύω, μέλ. -σω, 1. εκστρατεύω από κοινού, μετέχω στη
διενέργεια του πολέμου, συνστρατεύω, τινί, με κάποιον, σε Θουκ., Δημ.
συν-επιστρέφω, μέλ. -ψω, 1. στρέφω συγχρόνως, περιστρέφω μαζί, σε
Πλάτ. 2. καθιστώ κάποιον προσεκτικό από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ.
συν-επισχύω, μέλ. -ύσω [ῡ], ενισχύω, ενδυναμώνω, υποστηρίζω κάποιον
από κοινού, συνεπικουρώ κάποιον, σε Ξεν.
συν-επιτείνω, μέλ. -τενῶ, συντελώ στην αύξηση, επιτείνω από κοινού,
σε Πολύβ.
συν-επιτελέω, μέλ. -έσω, 1. βοηθώ στην πραγματοποίηση, την επίτευξη,
την εκπλήρωση κάποιου πράγματος, σε Πλούτ. 2. εκτελώ, ερμηνεύω από
κοινού, παιᾶνα θεῷ, σε Ξεν.

συνέργημα, -ατος, τό, βοήθεια, υποστήριξη, σύμπραξη, σε Πολύβ.


συνεργήτης, -ου, ὁ, ποιητ. αντί συνεργάτης, σε Ανθ.
συνεργία, ἡ (συνεργέω), από κοινού εργασία, συνεργασία, συμμετοχή,
σύμπραξη, σε Αριστ.· με αρνητική σημασία, συνωμοσία, συνεννόηση για
δόλιο σκοπό, σε Δημ.
συν-εργός, -όν (*ἔργω), I. αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους,
αυτός που συμβάλλει, που συντελεί, που βοηθάει στην επιτέλεση ενός
έργου· και ως ουσ., συνεργάτης, βοηθός, συμμέτοχος, αρωγός,
συναυτουργός, συμπράττων, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., σε
Ευρ., Θουκ.· με γεν. πράγμ., συνεργὸς τείχεος, αυτός που συμβάλλει στην
ανέγερση τείχους, σε Πίνδ.· συνεργὸς ἀδίκων ἔργων, ἀρετᾶς, αυτός που
συντελεί στην επίτευξη ή την απόκτησή τους, σε Ευρ.· συνεργός τινίτινος,
αυτός που βοηθάει κάποιον σε κάτι, σε Ξεν.· εἴςή πρός τι, στον ίδ. II.
αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα με κάποιον, που εργάζεται στο ίδιο
αντικείμενο, συνεργάτης, συνάδελφος, σύντεχνος, ομότεχνος, σε Δημ.
συν-έργω, αρχ. τύπος του Αττ. συνείργω, μέλ. συνείρξω· Επικ.
συνεέργω, παρατ. συνέεργον ή συνεέργᾰθον· I. κλείνω, εγκλείω μαζί,
607

συγκλείω, σε Όμηρ., Σοφ. II. συνδέω, δένω μαζί, σε Ομήρ. Οδ.· ενώνω,
συνενώνω, σε Πλάτ.
συν-έρδω, μέλ. -ξω, συντελώ, συμπράττω, βοηθώ, συνεργώ, τινί, σε Σοφ.
συν-ερείδω, μέλ. -σω, I. 1. στερεώνω καλά μαζί, συναρμόζω, στηρίζω
μαζί, υποστηρίζω, σε Ομήρ. Οδ.· συνδέω, δένω μαζί, δένω σφιχτά,
συσφίγγω, σε Ευρ. — Παθ., συνερεισθεὶς χέρας δεσμοῖς, με τα χέρια του
δεμένα σφιχτά, στον ίδ. 2. συνερείδω τὸν λογισμόν, υποστηρίζω τον
συλλογισμό μου με ατράνταχτα επιχειρήματα, σε Πλούτ. II. αμτβ.,
συμπλέκομαι σε μάχη σώμα με σώμα, συγκρούομαι, στον ίδ.
συν-ερέω, Αττ. -ερῶ, μέλ. χωρίς ενεστ. σε χρήση (βλ. συναγορεύω),
παρακ. -είρηκα· μιλώ με ή από κοινού, συνηγορώ, υποστηρίζω,
υπερασπίζομαι κάποιον με τα λόγια μου ή με την αγόρευσή μου, με δοτ.,
σε Ξεν., Δημ.
συν-έρῐθος, ἡ, βοηθός, συνεργάτιδα, ιδίως οικιακή βοηθός, σε Ομήρ.
Οδ., Αριστοφ.· συνέριθοι τέχναι, βοηθητικές τέχνες, σε Πλάτ.· συνέριθος
ἄτρακτος, σε Ανθ.
συν-ερκτικός, -ή, -ὸν (συνέργω), λέγεται για αγορητή, για ρήτορα,
αυτός που «στριμώχνει στη γωνία» τον αντίπαλό του, που τον αφήνει
χωρίς επιχειρήματα· ισχυρός, πιεστικός, σε Αριστοφ.
σύνερξις, ἡ (συνέργω), στενή σύνδεση· ένωση με τα δεσμά του γάμου,
σε Πλάτ.
συνέρρηγμαι, Παθ. παρακ. του συρρήγνυμι.
συν-έρχομαι, μέλ. -ελεύσομαι, Αττ. μέλ. σύνειμι (εἶμι, Λατ. ibo)· αποθ.
με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ.· I. έρχομαι ή πηγαίνω μαζί, πορεύομαι με
συνοδεία, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. έρχομαι μαζί με άλλους στο ίδιο μέρος,
συνέρχομαι, συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.·
συνέρχομαι ἐς τωὐτό, σε Ηρόδ.· συνέρχομαι ἐς λόγους τινί, στον ίδ.· και
απλώς, συνέρχομαί τινι, έχω σχέσεις με, συναναστρέφομαι κάποιον, σε
Σοφ. 2. με εχθρική σημασία, συμπλέκομαι σε μάχη, έρχομαι στα χέρια,
συγκρούομαι· μάχη ὑπό τινων ξυνελθοῦσα, μάχη που συνήφθη, που
διεξήχθη από αυτούς, σε Θουκ. 3. έρχομαι στο ίδιο σημείο, συνδέομαι,
συνενώνομαι, σε Ευρ., Πλάτ.· σχηματίζω σύνδεσμο ή συμμαχία, σε Δημ.
4. με σύστ. αντ., ταύτην τὴν στρατείαν ξυνῆλθον, πήραν μέρος, είχαν
συμμετοχή στην εκστρατεία αυτή, σε Θουκ.· ομοίως, τὸ σὸν λέχος
ξυνῆλθον, μοιράστηκα το κρεβάτι σου, λέγεται για συνουσία, σε Σοφ. III.
1. λέγεται για πράγματα, συνδέομαι σε ένα και το αυτό, ενώνομαι, στον
608

ίδ., Ευρ.· επίσης για αριθμούς, συναποτελώ ένα ποσό ή χρηματικό


κεφάλαιο, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για γεγονότα, συντρέχω, συμπίπτω
χρονικά, συμβαίνω παράλληλα, στον ίδ.
συν-ερωτάω, μέλ. -ήσω, I. ρωτώ από κοινού με κάποιον, σε Λουκ. II.
αποφαίνομαι, συμπεραίνω, καταλήγω σε συμπέρασμα μέσω
ερωταποκρίσεων, στον ίδ.
σύνες, προστ. αορ. βʹ του συνίημι.
σύνεσις, Αττ. ξύνεσις, ἡ [σύν-εμι (εἶμι, Λατ. ibo)], I. λέγεται για
ποταμούς, συμβολή, συνάντηση δύο ρευμάτων ή ποταμών· ξύνεσις δύω
ποταμῶν, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. (συνίημι) γρήγορη αντίληψη, ευφυΐα,
αγχίνοια, ευστροφία, οξύνοια, σε Θουκ.· λέγεται για ζώα, σε Πλάτ. 2. με
γεν. πράγμ., οξύνοια που επιδεικνύεται σε κάτι, ταχύτητα αντιλήψεως σε
σχέση με κάτι, στον ίδ.· περί τινος, σε Θουκ. III. = συνείδησις, σε Ευρ.
IV. κλάδος τέχνης ή επιστήμης, σε Αριστ.
συνεσπάραξα, αόρ. αʹ του συσπαράσσω.
συνεσπόμην, αόρ. βʹ του συνέπομαι.
συνεσταλμένος, μτχ. Παθ. παρακ. του συστέλλω.
συνεσταώς, αντί -εστηκώς, μτχ. παρακ. του συνίστημι.
συν-ευνάομαι, Παθ., συν-ευνάζομαι, σε Ηρόδ., Λουκ.
συν-ευνέτης, -ου, ὁ, ἡ (εὐνή), αυτός που μοιράζεται το κρεβάτι του με
κάποιον, σύζυγος, στον ίδ.· ερωτικός σύντροφος, σε Ευρ.· θηλ.
συνευνέτις, -ιδος, σύζυγος ή ερωμένη, παλλακίδα, στον ίδ.
σύν-ευνος, ὁ, ἡ (εὐνή), σύντροφος στο κρεβάτι, ερωτικός σύντροφος,
σύζυγος, σε Πίνδ., Τραγ.
συν-ευπορέω, μέλ. -ήσω, 1. συνεισφέρω από κοινού, παρέχω,
προμηθεύω, χορηγώ μαζί με άλλους, σε Δημ. 2. με γεν. πράγμ., βοηθώ με
τη συνεισφορά μου, συνεργώ προσφέροντας σε κάποιον, συνεπικουρώ,
στον ίδ. 3. βοηθώ, συμβάλλω, συντελώ στην επίτευξη ενός πράγματος,
σε Πλούτ.
συν-ευτῠχέω, μέλ. -ήσω, έχω την εύνοια της τύχης από κοινού με άλλους,
σε Ευρ.
συν-εύχομαι, μέλ. -ξομαι, αποθ., εύχομαι ή προσεύχομαι από κοινού, σε
Ευρ.· ταῦτα δὴ ξυνεύχομαι, εκφράζω την ίδια ευχή με άλλους, στον ίδ.
609

συν-ευωχέομαι, Παθ., περνώ τη ζωή μου με πολυτελείς διασκεδάσεις


από κοινού με άλλους, συμμετέχω σε συμπόσιο, τινι, από κοινού με
κάποιον, σε Λουκ.
συν-εφάπτομαι, Ιων. συνεπ-, μέλ. -άψομαι, αποθ.· 1. με γεν. πράγμ.,
συμμετέχω σε κάτι, ἔργου, σε Πίνδ.· τοὺς συνεφαπτομένους, εκείνοι που
συμμετέχουν (στον πόλεμο), σε Αισχίν. 2. με γεν. προσ., λαμβάνω μέρος
σε επίθεση μαζί με κάποιον, σε Ηρόδ.
συν-εφεδρεύω, μέλ. -σω, I. βρίσκομαι σε εφεδρεία από κοινού
αναμένοντας να πολεμήσω τον εχθρό, σε Πολύβ. II. παραφυλάσσω,
στήνω καρτέρι, παρακολουθώ κάποιον από κοντά, στον ίδ.
συν-εφέλκω, αόρ. αʹ -είλκῠσα (πρβλ. ἕλκω), σύρω από κοινού κοντά μου
ή κατόπιν μου, σε Πλάτ.
συν-εφέπομαι, αόρ. βʹ -εφεσπόμην, Ιων. -επεσπόμην, αποθ., ακολουθώ
από κοινού, σε Ηρόδ.· τινι, με κάποιον, σε Ξεν.
συν-έφηβος, ὁ, αυτός που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία συγχρόνως με
κάποιον άλλο, συνομήλικος έφηβος, σε Αισχίν.
συν-εφίστημι, μέλ. -επιστήσω, αόρ. αʹ -επέστησα· I. τοποθετώ μαζί
κάποιους ως φρουρούς ή φύλακες, καθιστώ κάποιον προσεκτικό, εφιστώ
την προσοχή του, σε Πολύβ.· κατόπιν (ενν. τὸν νοῦν), στρέφω την
προσοχή μου, παρατηρώ από κοινού με κάποιον, στον ίδ. II. 1. Παθ.,
συνεφίστᾰμαι, με Ενεργ. αόρ. βʹ, επιβλέπω, επιστατώ κάτι μαζί ή από
κοινού με άλλον, σε Θουκ. 2. εγείρομαι από κοινού, κατά τινος, εναντίον
κάποιου, σε Κ.Δ.
συνέχεια, ἡ (συνεχής),· I. 1. ακολουθία, συνοχή, διαδοχή,
εξακολούθηση, συνέχεια, σε Αριστ. 2. συνοχή ή ακολουθία των λέξεων
μέσα στην πρόταση, σε Λουκ. II. αδιάλειπτη προσοχή, επίμονη
προσπάθεια, σε Δημ.
συνέχευα, Επικ. αντί -έχεα, αόρ. αʹ του συγχέω.
συνεχής, -ές (συνέχω)· αυτός που συγκρατεί, που συνέχει·
Α. I. λέγεται για τόπο, αδιάσπαστος, συνεχόμενος, σε Θουκ., Πλάτ.· με
δοτ., τόπος που αποτελεί συνέχεια ενός άλλου, όμορος, γειτονικός, αυτός
που αποτελεί ή έχει την ίδια συνοριακή γραμμή με κάποιον άλλον τόπο,
σε Ηρόδ., Ευρ. II. λέγεται για χρόνο, αδιάλειπτος, εξακολουθητικός,
διαρκής, σε Ξεν.· τὸ ξυνεχές = συνέχεια, σε Θουκ. III. λέγεται για
πρόσωπα, σταθερός, αμετάπτωτος, επίμονος, καρτερικός, σε Θουκ. Β.
610

επίρρ. σῠνεχῶς, Ιων. -έως· 1. λέγεται για χρόνο, αδιαλείπτως, διαρκώς,


αδιάκοπα, ασταμάτητα, σε Ησίοδ.· Υπερθ. -έστατα, σε Ξεν. 2.
χρησιμοποιείται με αριθμούς, εξακολουθητικά, κατ' ακολουθία, σε
Αριστοφ., Θουκ. II. στην Επικ., συνεχές ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.· συνεχὲς
αἰεί, αδιαλείπτως ανέκαθεν, σε Ομήρ. Οδ. (σῡνεχές σε Όμηρ. και
σῡνεχέως, σε Ηρόδ.· με έκταση της πρώτης συλλαβής σε θέση άρσεως
του μέτρου).
συν-εχθαίρω, μέλ. -ᾰρῶ, μισώ από κοινού με άλλον, σε Ανθ.
συνέχθω, ποιητ. αντί συνεχθαίρω, σε Σοφ.
συν-έχω, μέλ. -ξω, αόρ. βʹ συνέσχον — Μέσ., μέλ. με Παθ. σημασία -
σχήσομαι, σε Δημ.· I. 1. κρατώ μαζί, συγκρατώ, συσφίγγω, σε Ομήρ. Ιλ.·
περικλείω, περιβάλλω, περιέχω, περιζώνω, περικυκλώνω, σε Ησίοδ.,
Πλάτ. 2. κρατώ μαζί κάποιους ενωμένους, εμποδίζω τον διασκορπισμό
τους, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν., Δημ.· συνεπώς, συνέχω πάλιν,
συγκρατώ την πόλη ενωμένη, εμποδίζω τη διάσπαση και την καταστροφή
της, σε Ευρ.· καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ κοινωνία ξυνέχει, σε Πλάτ.·
συνέχω τὴν πολιτείαν, σε Δημ.· ομοίως, ξυνέχω τὴν εἰρεσίαν, κρατώ
ενωμένους τους κωπηλάτες, τους κάνω να κωπηλατούν ρυθμικά, σε
Θουκ. 3. εξαναγκάζω, ασκώ πίεση ή βία σε κάποιον για κάτι, σε Κ.Δ. 4.
συμπιέζω, συνθλίβω, καταθλίβω, καταπιέζω, στο ίδ. — Παθ., υφίσταμαι
καταναγκασμό, στενοχωρούμαι, καταπιέζομαι, θλίβομαι, σε Ηρόδ., Αττ.
II. αμτβ., συνέρχομαι, συνενώνομαι, εἰς ἕν, σε Αριστ.
συν-ηβολέω (βᾰλεῖν, με ένθεση του η), συναντώ τυχαία, συντυχαίνω, με
δοτ., σε Βάβρ.
συνήορος, Δωρ. και Αττ. συνάορος, -ον (συναείρω)· 1. αυτός που είναι
συνδεδεμένος, δεσμευμένος, παντρεμένος με κάποιον, σύντροφος
κάποιου, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ. 2. απόλ., αυτός που είναι ενωμένος
με τα δεσμά του γάμου, και ως ουσ., ο ή η σύζυγος, σε Ευρ.
συν-ηρετέω, μέλ. -ήσω (ἐρέτης), κωπηλάτω από κοινού· γενικά, βοηθώ,
συμβάλλω, συμπράττω, τινί, σε Σοφ.
συν-ηρεφής, -ές (ἐρέφω), αυτός που έχει καλυφθεί από πυκνή σκιά,
σκιασμένος, δασώδης, σε Ηρόδ., Πλούτ.· μεταφ., ξυνηρεφὲς πρόσωπον,
συννεφιασμένο, σκυθρωπό πρόσωπο, σε Ευρ.
συν-ήρμοσμαι, Παθ. παρακ. του συναρμόζω.
συν-ήρπᾰσα, -ασθην, Ενεργ. και Παθ. αόρ. αʹ του συναρπάζω.
συν-ησσάομαι, Αττ. -ττάομαι, Παθ., ηττώμαι, νικιέμαι, κυριεύομαι από
κοινού, σε Ξεν.
611

συν-ηχέω, μέλ. -ήσω, I. ηχώ μαζί ή σε ταυτοφωνία, σε αρμονία με, σε


Πλούτ. II. ηχώ ως απάντηση σε κάποιον, αντηχώ, αντιλαλώ, με δοτ., σε
Θεόφρ.
συνήχθην, Παθ. αόρ. αʹ του συνάγω.
συνῆψα, αόρ. αʹ του συνάπτω.
συν-θᾱκέω, μέλ. -ήσω, κάθομαι μαζί με κάποιον, συγκάθημαι· συνθακέω
νυκτί, συσκέπτομαι με τη νύχτα, δηλ. μένω ξάγρυπνος από τις σκέψεις,
σε Ευρ.
σύν-θᾱκος, -ον, αυτός που κάθεται μαζί με κάποιον ή με συντροφιά· Ζηνὶ
σύνθακος θρόνων, αυτή που μοιράζεται τον θρόνο του Δία, σύνθρονη,
λέγεται για την Αιδώ, σε Σοφ.· γενικά, συμμέτοχος, σύντροφος,
συνέταιρος, σε Ευρ.
συν-θάλπω, μέλ. -ψω, θερμαίνω, ζεσταίνω αμοιβαίως· μεταφ., θερμαίνω
την ψυχή κάποιου, του καταπραΰνω την ψυχή με κολακευτικά λόγια, σε
Αισχύλ.
συν-θάπτω, μέλ. —ψω, θάβω μαζί, βοηθώ στην ταφή κάποιου, σε
Αισχύλ., Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· τινά τινι, θάβω κάποιον με τη βοήθεια
κάποιου, σε Ευρ. — Παθ., θάβομαι μαζί με κάποιον, τινί, σε Ηρόδ., Θουκ.
κ.λπ.
συν-θεάομαι, αποθ.· 1. βλέπω μαζί ή έχω κοινή θέα με κάποιον, λέγεται
για τους θεατές των αθλητικών αγώνων, σε Πλάτ., Ξεν. 2. εξετάζω,
παρατηρώ μαζί, συνεξετάζω, ερευνώ, σε Ξεν.
συν-θεᾱτής, -οῦ, ὁ, αυτός που είναι επίσης θεατής, που κάθεται μαζί με
κάποιον στο θέατρο και παρακολουθεί την παράσταση, σε Πλάτ.
συν-θέμενος, μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του συντίθημι.
σύνθεο, Επικ. αντί -θοῦ, προστ. Μέσ. αορ. βʹ του συντίθημι.
συν-θερίζω, θερίζω μαζί με άλλους, σε Αριστοφ.
συν-θεσία, ἡ (συντίθημι), κατά κανόνα στον πληθ., όπως το συνθῆκαι·
σύμβαση, συνθήκη, σύμφωνο, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. γεν. πληθ.,
συνθεσιάων, στον ίδ.
σύνθεσις, ἡ (συντίθημι), I. το να θέτει κάποιος κάτι μαζί με κάτι άλλο,
σύνθεση, σύνδεση, συνδυασμός, συναρμογή, σύνταξη, σε Πλάτ.·
γραμμάτων συνθέσεις, δηλ. συλλαβές και λέξεις, σε Αισχύλ.· επίσης,
λέγεται για τη σύνθεση, πλοκή συγγραφικού έργου, σε Ισοκρ. II. μεταφ.,
όπως το συνθεσία, συμφωνία, συνθήκη, σύμβαση, σύμφωνο, σε Πίνδ.,
Πλούτ. III. το Λατ. synthesis σήμαινε φορεσιά, αλλαξιά ρούχων, σε
Μαρτιάλ.· ιδίως λεγόταν για τη χαλαρή, άνετη τήβεννο που φορούσαν οι
Ρωμαίοι στα συμπόσια, στον ίδ.
συν-θριαμβεύω, μέλ. -σω, λαμβάνω μέρος σε θρίαμβο, σε Πλούτ.
σύν-θρονος, -ον, αυτός που έχει ενθρονιστεί μαζί με κάποιον άλλο,
ομόθρονος, τινι, σε Ανθ.
σύν-θροος, -ον, αυτός που ηχεί μαζί ή ταυτόχρονα, που εκπέμπει τον ίδιο
ήχο, ταυτόφωνος, ομόηχος, με δοτ., σε Ανθ.
612

συν-θρύπτω, μέλ. -ψω, θραύω σε κομμάτια, κομματιάζω· συντρίβω,


θρυμματίζω, σε Κ.Δ.
συν-θύω, μέλ. -θύσω, προσφέρω από κοινού θυσία, θυσιάζω μαζί με, σε
Αισχίν.· τινί, μαζί με κάποιον, σε Ευρ.
συνῐδεῖν, απαρ. αορ. βʹ του συνοράω.
συνιεῖ, γʹ ενικ. του συνίημι (όπως αν προερχόταν από τύπο συνιέω).
συνιέμεν, Επικ. αντί συνεῖναι, απαρ. του συνίημι.
συν-ιερεύς, -έως, ὁ, αυτός που είναι επίσης ιερέας, που κατέχει και αυτός
ιερατικό αξίωμα, σε Πλούτ.
συν-ιζάνω, μόνο σε ενεστ. και παρατ.· 1. κατακαθίζω, καταπέφτω, σε
Θεόκρ., Πλούτ. 2. καταλαγιάζω, λέγεται για τον άνεμο, σε Λουκ.
συνίζησις, -εως, ἡ, καθίζηση, καταβύθιση, βούλιαγμα, σε Πλούτ.
συν-ίζω, μέλ. -ιζήσω, κάθομαι μαζί, συγκάθημαι, συνεδριάζω,
συσκέπτομαι, σε Ηρόδ.
συν-ίημι, Αττ. ξυν-, βʹ πρόσ. -ίης· γʹ ενικ. και πληθ. -ιεῖ, -ιοῦσι· προστ.
ξυνίει· γʹ ενικ. υποτ. -ίῃ· απαρ. -ιέναι, Επικ. -ῑέμεν· μτχ. -ιείς· παρατ.
συνίην ή -ίειν· γʹ πληθ. ξυνίεσαν, Επικ. ξύνιεν· μέλ. συνήσω, αόρ. αʹ
συνῆκα, Επικ. ξυνέηκα· προστ. αορ. βʹ σύνες, μτχ. συνείς· — Μέσ., γʹ
ενικ. αορ. βʹ ξύνετο, αʹ πληθ. υποτ. συνώμεθα· I. 1. οδηγώ ή στέλνω μαζί
σε σύγκρουση, με εχθρική σημασία, όπως το Λατ. committere· ἔριδι
ξυνέηκε μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. Μέσ., έρχομαι ή καταλήγω στο ίδιο
σημείο, έρχομαι σε συμφωνία, στο ίδ. II. 1. μεταφ., αντιλαμβάνομαι,
ακούω, με αιτ. πράγμ., σε Όμηρ. κ.λπ. 2. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω,
εννοώ· ξυνίημι ἀλλήλων, καταλαβαίνω τη γλώσσα των άλλων, την ξένη
γλώσσα, σε Ηρόδ.· κατά κανόνα με αιτ. πράγμ., στον ίδ., Αττ.· απόλ., τοῖς
ξυνεῖσι, σε αυτούς πουυ καταλαβαίνουν, στους νοήμονες, στους
εχέφρονες, σε Θέογν.
συν-ικνέομαι, μέλ. -ίξομαι, αόρ. βʹ -ῑκόμην, φθάνω σε, επιδεικνύω
ενδιαφέρον, σε Αριστ.
συνίμεν, Επικ. αντί συνιέναι, απαρ. του σύνειμι (εἶμι, Λατ. ibo).
συνιοῦσι, γʹ πληθ. του συνίημι (όπως αν προερχόταν από τύπο συνιέω).
συν-ίππαρχος, ὁ, συναρχηγός, συνδιοικητής ιππικού, αυτός που φέρει
από κοινού το αξίωμα του ιππάρχου, σε Ηρόδ.
συν-ιππεύς, -έως, ὁ, αυτός που συνυπηρετεί με κάποιον στο ιππικό,
συμμαχητής, σύντροφος στο σώμα του ιππικού, σε Δημ.
σύνῐσαν, I. Επικ. γʹ πληθ. παρατ. του σύνειμι (εἶμι, Λατ. ibo), πήγαν μαζί.
II. Επικ. γʹ πληθ. υπερσ. του σύνοιδα, γνωρίζουν, συνειδητοποιούν από
κοινού.
συν-ιστάω, = συν-ίστημι III, σε Κ.Δ.
συν-νοέω, μέλ. -ήσω, I. σκέφτομαι ή στοχάζομαι κάτι, σε Σοφ., Πλάτ.·
ομοίως, στη Μέσ., σε Ευρ. II. συλλαμβάνω με το νου μου, καταλαβαίνω,
αντιλαμβάνομαι, εννοώ, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αριστοφ.
613

σύννοια, Ιων. -ίη, ἡ 1. στοχασμός, βαθιά σκέψη, διανόηση, σε Σοφ. κ.λπ.·


συννοίῃ ἐχόμενος, βυθισμένος στις σκέψεις του, σε Ηρόδ. 2. εναγώνια
σκέψη, ανησυχία, φροντίδα, στενοχώρια, σε Αισχύλ., Ευρ.· συννοίᾳ οἷον
δέδρακε, από τις τύψεις του ό,τι έκανε, σε Ευρ.
σύν-νομος, -ον (νέμομαι), 1. αυτός που βόσκει από κοινού, που βόσκει
κατά αγέλες, σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., ἄταισι σύννομοι, αυτός που έχει
ως σύντροφο τις συμφορές, σε Αισχύλ. 2. σύννομός τινί τινος, αυτός που
μετέχει από κοινού με κάποιον σε κάτι, συμμέτοχος· λέκτρων σύννομε,
εσύ που μοιράζεσαι το κρεβάτι του, στον ίδ.· μεταφ., θαλάσσης σύννομοι
πέτραι, λέγεται για τις Συμπληγάδες πέτρες, που βρίσκονταν μεταξύ δύο
θαλασσών, σε Ευρ. 3. απόλ., ως ουσ., σύννομος, -ὁ, ἡ, σύντροφος,
εταίρος, συμπολεμιστής, λέγεται για στρατιώτες, σε Αισχύλ., Σοφ.·
λέγεται, επίσης για γυναίκα σύζυγο, σε Σοφ.
σύν-νοος, -ον, Αττ. συνηρ. -νους, -ουν· 1. αυτός που είναι βυθισμένος σε
βαθιά περισυλλογή, στοχαστικός, σκεπτικός, σε Ισοκρ. 2. αυτός που
βρίσκεται σε περίσκεψη, συλλογισμένος, σε Αριστ.
συν-νοσέω, μέλ. -ήσω, νοσώ επίσης, είμαι και εγώ άρρωστος, σε Ευρ.·
τινί, από κοινού με κάποιον, στον ίδ.
συν-νυμφοκόμος, -ον, αυτός που βοηθάει στον στολισμό της νύφης ή
αυτός που τη συνοδεύει στο σπίτι του γαμπρού, σε Ευρ.
συν-οδεύω, μέλ. -σω, ταξιδεύω με συνοδεία ή συντροφιά,
συμπορεύομαι, συμβαδίζω, συνοιδοπορώ, σε Πλούτ.
συνοδία, ἡ, I. το να ταξιδεύει κάποιος με συντροφιά, συνοδοιπορία, σε
Κικ. II. όμιλος, συντροφιά ταξιδιωτών, καραβάνι, σε Κ.Δ.
συν-οδίτης[ῑ], -ου, ὁ, αυτός που είναι μέλος συνόδου (σύνοδος), είναι
δηλ. μέλος ενός ομίλου, μιας συντροφιάς, συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης,
σε Ανθ.
συν-οδοιπορέω, μέλ. -ήσω, ταξιδεύω, οδοιπορώ μαζί, συνταξιδεύω, τινί,
με κάποιον σε Λουκ.
συνοδοιπορία, ἡ, συμπόρευση, το να ταξιδεύει, να οδοιπορεί κάποιος
συντροφιά με κάποιον άλλο, σε Βάβρ.
συν-οδοιπόρος, ὁ, συνταξιδιώτης, συνοδοιπόρος, σε Ξεν., Λουκ.
σύν-οδος, ὁ, ἡ, = συνοδοιπόρος, σε Ανθ.
σύνοδος, ἡ, I. 1. συνάθροιση προκειμένου να επακολουθήσει σύσκεψη,
συνέλευση, συνεδρίαση, σε Ηρόδ., Αττ.· ξύνοδοι, πολιτικοί σύλλογοι ή
πολιτικές συνελεύσεις, σε Αριστοφ., Θουκ. 2. εθνική συνέλευση, όπως
το πανήγυρις, σε Θουκ., Αριστ. 3. με εχθρική σημασία, σύγκρουση,
συμπλοκή δύο αντιπάλων στρατευμάτων, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. II. 1.
λέγεται για πράγματα, συνάθροιση, πρόσοδος, έσοδα, χρημάτων σύνοδοι,
σε Ηρόδ. 2. ένωση, σύγκληση, συνάντηση, λέγεται για τα στενά του
Ελλησπόντου, σε Ευρ.· ἡξύνοδος τοῦ πλησίον ἀλλήλων τεθῆναι, ένωση
που προκύπτει από προσέγγιση, σε Πλάτ.
614

σύν-οιδα, παρακ. με σημασία ενεστ. (καθώς δεν υπάρχει ενεστ. συνείδω),


αʹ πληθ. ξύνισμεν, γʹ πληθ. -ίσασι· προστ. ξύνιθι· απαρ. -ειδέναι, υπερσ.
με σημασία παρατ. συνῄδειν, Αττ. -ῄδη, δυϊκ. -ῄστην, πληθ. -ῇσμεν, -ῇστε,
-ῇσαν, Ιων. βʹ πληθ. -ῃδέᾰτε· μέλ. συνείσομαι, σπανίως συνειδήσω· 1.
μοιράζομαι από κοινού τη γνώση ενός πράγματος, έχω γνώση, είμαι
γνώστης ενός πράγματος, Λατ. conscius esse, σε Ηρόδ., Αττ. 2. ἑαυτῷ
συνειδέναι τι, συνειδητοποιώ κάτι, συναισθάνομαι, έχω ενδόμυχη γνώση
για κάτι, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· με μτχ., που μπορεί να βρίσκεται· α)
σε ονομ., ξύνοιδα ἐμαυτῷ οὐδ' ὁτιοῦν σοφὸς ὤν, σε Πλάτ.· χωρίς την
αυτοπαθ. αντων., συναισθάνομαι ότι, ξύνοισθά γ' εἰς ἔμ' οὐκ εὔορκος ὤν,
σε Ευρ. β) με δοτ., ξύνοιδα ἐμαυτῷ οὐδὲν ἐπισταμένῳ, έχω μέσα μου τη
συναίσθηση ότι δεν γνωρίζω τίποτε, σε Πλάτ. γ) με αιτ., ξύνοιδ' Ὀρέστην
σε ἐκπαγλουμένην, γνωρίζω καλά ότι τον θαύμαζες, σε Αισχύλ. 3. απόλ.,
ξυνειδώς, α) συνεργός, συναίτιος, συνένοχος· ξυνειδώς τις, σε Θουκ.·
επίσης, ὁ ξυνειδώς τινι, στον ίδ. β) ουδ., τὸ συνειδός = συνείδησις,
συνείδηση, συναίσθηση, σε Δημ.
συν-οικειόω, μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον οικείο σε κάποιον άλλον,
φέρνω σε επαφή, συσχετίζω, συνάπτω, συνδέω, τινά τινι, σε Πλούτ. κ.λπ.
— Παθ., συνδέομαι με δεσμούς συγγενείας, σε Αριστ.
συν-οικέω, μέλ. -ήσω, I. 1. κατοικώ, διαμένω από κοινού, συγκατοικώ,
σε Πλάτ. κ.λπ.· συνοικέω τινί, ζω με κάποιον, συμβιώνω, συζώ, σε
Αισχύλ. κ.λπ. 2. συζώ με κάποια γυναίκα ως νόμιμη σύζυγος ή απλώς
συγκατοικώ, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· τούτων συνοικησάντων γίνεται
Κλεισθένης, από τον γάμο τους γεννήθηκε ο Κλεισθένης, σε Ηρόδ. 3. α)
μεταφ., ἄχθος ᾧ ξυνοικεῖ, συζεί, έχει σύντροφο στη λύπη του, σε Σοφ.·
ομοίως, συνοικέω φόβῳ, σε Ευρ.· ἡδοναῖς, ἀμαθίᾳ, σε Πλάτ.· ἱππικοῖς ἐν
ἤθεσι ξυνοικέω, έχω εξοικειωθεί με τη συμπεριφορά των αλόγων, σε Ευρ.
β) αντιστρόφως, όταν το πράγμ. τίθεται ως υποκ., γῆρας ἵνα πάντα κακὰ
κακῶν ξυνοικεῖ, γεροντική ηλικία, την οποία συντροφεύουν όλες οι
συμφορές, σε Σοφ.· λέγεται για τον δηλητηριασμένο χιτώνα του Ηρακλή,
προσκολλώμαι, εφάπτομαι στενά, στον ίδ. II. με αιτ. τόπου, κατοικώ,
κατακτώ ή αποικίζω από κοινού με· Κυρηναίοισι συνοικέω λιβύην, σε
Ηρόδ. — Παθ., λέγεται για χώρα, είμαι πυκνοκατοικημένος, σε Ξεν.
συν-οίκημα, -ατος, τό, πρόσωπο με το οποίο συζεί κάποιος·
συγκάτοικος, σε Ηρόδ.
συνοίκησις, -εως, ἡ, συγκατοίκηση, συμβίωση· πωλέεσθαι ἐπὶ συνοικήσι
(Ιων. αντί -ήσει), σε Ηρόδ.
συνοικήτωρ, -ορος, ὁ, συγκάτοικος, σύνοικος, σε Αισχύλ.
συν-ομῆλιξ, Δωρ. -ᾶλιξ, -ῐκος, ὁ, ἡ, συνομήλικος, αυτός που έχει την ίδια
ηλικία με κάποιον άλλο, ομήλικος, σε Θεόκρ.
συν-ομῑλέω, μέλ. -ήσω, συζητώ, συνδιαλέγομαι με κάποιον, τινί, σε Κ.Δ.
615

συν-όμνῡμι ή -ύω, μέλ. -ομόσω, I. 1. ορκίζομαι, δηλώνω μαζί, σε Ξεν.,


Πλούτ. 2. επιβεβαιώνω κάτι ενόρκως, τίτινι, σε Σοφ.· ξυνώμοσαν θάνατον
πατρί, ορκίστηκαν από κοινού να θανατώσου τον πατέρα τους, σε
Αισχύλ. II. 1. συμμετέχω σε σύνδεσμο ή συμμαχία, στον ίδ., Θουκ. 2.
σχηματίζω από κοινού συνομοσπονδία, με δοτ., σε Θουκ.· με αρνητική
σημασία, συνωμοτώ, δολοπλοκώ, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
συν-ομοιοπαθέω, μέλ. -ήσω, συμπάσχω με κάποιον, τινί, σε Αριστ.
συν-ομολογέω, μέλ. -ήσω, λέγω το ίδιο πράγμα με κάποιον, συμφωνώ,
συναινώ, συγκατατίθεμαι με, τινί, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. I. ομολογώ μαζί,
ομολογώ, παραδέχομαι τα πάντα, αὐτὰ ταῦτα, σε Θουκ.· λέγεται για
συνομιλητές, συζητητές, συμφωνώ σε συγκεκριμένα σημεία, με αιτ., σε
Ξεν., Πλάτ.· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ. — Παθ., τὰ ἄλλα
συνωμολόγηται, σε Ξεν. κ.λπ. II. συναινώ, υπόσχομαι σε κάποιον να
πράξω κάτι, τί τινι, στον ίδ. III. έρχομαι σε συνεννόηση με κάποιον,
συνθηκολογώ με, στον ίδ.
συν-ομορέω, μέλ. -ήσω, συνορεύω, είμαι όμορος, γειτονικός με κάποιον
τόπο, με δοτ., σε Κ.Δ.
συν-ομώνῠμος, -ον, αυτός που έχει το ίδιο όνομα με κάποιον,
συνονόματος, με γεν., σε Ανθ.
συν-οπᾱδός, ὁ, συνακόλουθος, συνοδός, σύντροφος, σε Πλάτ.
σύν-οπλος, -ον (ὅπλον), αυτός που πολεμάει από κοινού με κάποιον,
συμπολεμιστής, συμμαχητής, σύμμαχος, σε Ευρ.
συν-οπτικός, -ή, -όν (ὄψομαι), αυτός που βλέπει τα πάντα μαζί, που
βλέπει μεμιάς το σύνολο, περιληπτικός, συγκεφαλαιωτικός, σε Πλάτ.
σύν-οπτος, -ον (ὄψομαι), αυτός τον οποίο μπορεί να δει κάποιος με μια
ματιά, σε Αριστ.
συν-οράω, μέλ. -όψομαι, αόρ. βʹ -εῖδον, απαρ. -ῐδεῖν· πρβλ. σύνοιδα· I.
βλέπω μαζί ή συγχρόνως, σε Ξεν. II. βλέπω ως σύνολο, βλέπω με μια
ματιά, δια μιας, είτε με τα μάτια, είτε με τη διάνοια, σε Πλάτ., Δημ.· κατά
την ομιλία, κάνω μια γενική θεώρηση, σε Ισοκρ. κ.λπ.
συν-οργίζομαι, αόρ. αʹ -ωργίσθην, αποθ., οργίζομαι, θυμώνω από κοινού
με, τινι, σε Ισοκρ., Δημ. κ.λπ.
συνορέω, μέλ. -ήσω (σύνορος), συνορεύω, είμαι όμορος, γειτονικός με
κάποιον, σε Πολύβ.
616

σύν-ορθρος, -ον, αυτός που ανατέλλει συγχρόνως με κάποιον άλλον·


σύνορθρον αὐγαῖς, ανατέλλοντας μαζί με τις πρώτες ακτίνες της ημέρας,
σε Αισχύλ.
συν-ορίνω[ῑ], μόνον στον ενεστ., διεγείρω ή εξεγείρω μαζί, σε Ομήρ. Ιλ.
— Παθ., συνορινόμεναι φάλαγγες, στρατιωτικές φάλαγγες που κινούνται
με μια ορμή, στο ίδ.
σύν-ορκος, -ον, αυτός που έχει ορκιστεί, ένορκος από κοινού, σε Ξεν.
συν-ορμίζω, μέλ. -ίσω, προσορμίζω μαζί, σε Ξεν.
συν-όρνυμαι, Παθ., = συνορίνομαι, ξεκινώ, αφορμώ μαζί (στην ποιητ.,
μτχ. αορ. βʹ συνύρμενος), σε Αισχύλ.
σύν-ορος, Ιων. -ουρος, -ον, αυτός που έχει κοινό όριο, που συνορεύει με,
όμορος με, τῇ Ἀττικῇ ή τῆς Ἀττικῆς, σε Πλούτ.· μεταφ., κόνις πηλοῦ κάσις
ξύνουρος, σκόνη, δίδυμη αδελφή του πηλού, σε Αισχύλ.
συν-τᾰράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, προκαλώ γενική αναταραχή,
σύγχυση, αναταράζω, ανακατεύω, διασαλεύω, αναστατώνω, συνταράζω,
ταρακουνώ, συγκλονίζω, Λατ. conturbare, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. —
Παθ., αἰθὴρπόντῳ συντετάρακται, ο αέρας έχει ανακατευτεί με τη
θάλασσα, σε Αισχύλ. περιέρχομαι σε σύγχυση, τρομάζω, σαστίζω,
λέγεται για στρατιώτες, σε Θουκ.· επίσης λέγεται για τη διασάλευση της
κοινωνικής τάξης, σε Σοφ., Θουκ.· μεταφ. λέγεται για πρόσωπα,
βρίσκομαι σε σύγχυση, έχω μεγάλη ταραχή, είμαι πολύ στενοχωρημένος,
συγκλονισμένος, σε Ηρόδ.
συν-τάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. 1. θέτω μαζί σε τάξη, τακτοποιώ
συνάμα, ιδίως λέγεται για στρατιώτες, διευθετώ σε τάξη, παρατάσσω, σε
Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· συντάσσω πεζοὺς τῷ ἱππικῷ, παρατάσσω σε γραμμή
από κοινού το πεζικό και το ιππικό, σε Ξεν. — Παθ., παρατάσσομαι σε
γραμμή, σε Ευρ. κ.λπ.· μάλιστα ξυντεταγμένοι παντὸς τοῦ στρατοῦ, με την
καλύτερη παράταξη όλου του στρατεύματος, σε Θουκ.· ομοίως στη
Μέσ., παρατάσσομαι σε γραμμή, σχηματίζω παράταξη· συνταξάμενοί
τισι ή μετά τινων, με άλλους, σε Ξεν. — Μέσ. όμως μτβ., επίσης,
συνταξάμενος τὴν φάλαγγα, αφού παρέταξε τη φάλαγγα, στον ίδ. 2. στην
Παθ., λέγεται για μεμονωμένα πρόσωπα, είμαι συγκροτημένος,
αποφασισμένος, σταθερός, σε Θουκ., Ξεν. II. 1. διευθετώ, ταξινομώ,
οργανώνω, συγκροτώ, σε Πλάτ.· με αρνητική σημασία, παρασκευάζω,
προετοιμάζω με την ανάμειξή μου, μηχανορραφώ, μηχανεύομαι,
σκαρώνω, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι διευθετημένος, οργανωμένος,
συγκροτημένος, σε Αριστ.· οἱ συντεταγμένοι, συνωμότες, σε Ξεν. 2.
λέγεται για φορολογία, καθορίζω ή επιβάλλω φόρο, σε Αισχίν. — Παθ.,
οργανώνομαι, καθορίζομαι για την καταβολή των εισφορών, σε Δημ. —
617

Μέσ. συμφωνώ με την επιβολή ή τον καθορισμό της εισφοράς αυτής,


στον ίδ. 3. με απαρ., ορίζω, διατάζω, παραγγέλλω, συνιστώ, τινὰ ποιεῖν
τι, σε Ξεν., Αισχίν.· λέγεται για γιατρό, θεραπείαν συντάσσω τινί, σε
Πλούτ.· Παθ., επιβάλλομαι, διατάσσομαι, ταῦτατῷ ναυαρχῷ, συνετάχθη,
σε Δημ. III. Μέσ., συμφωνώ μαζί με, συγκατατίθεμαι, συμμορφώνομαι
με, στον ίδ. IV. στη Μέσ. επίσης, συντ. τινι, αφήνω, εγκαταλείπω,
αποχαιρετώ κάποιον, σε Ανθ.
συν-τᾰχύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, I. επιταχύνω, επισπεύδω, τι, σε Ηρόδ. II.
αμτβ., ὁ βίος συνταχύνει, η ζωή οδεύει με σπουδή, γρήγορα προς το τέλος,
στον ίδ.
συντέθλασμαι, Παθ. παρακ. του συνθλάω.
συντέθραμμαι, Παθ. παρακ. του συντρέφω.
συν-τείνω, μέλ. -τενῶ, I. 1. εκτείνω, τεντώνω μαζί, συσφίγγω, συνδέω,
σε Ευρ., Πλάτ. 2. εκτείνω μέχρις εσχάτων, επισπεύδω, επιταχύνω,
ενισχύω, εξασκώ, σε Ευρ.· γνώμῃσυντεταμένῃ, με σοβαρό, ειλικρινή
σκοπό, σε Ξεν. 3. αμτβ. στην Ενεργ., εντείνω τις προσπάθειές μου,
αγωνίζομαι, καταβάλλω έντονη προσπάθεια, Λατ. contendere, σε Πλάτ.,
Πλούτ. II. 1. στρέφω, διευθύνω κάτι με προθυμία προς το ίδιο σημείο,
σε Πλάτ. 2. αμτβ., κατευθύνω όλες μου τις δυνάμεις προς κάτι
συγκεκριμένο, κατευθύνομαι με συντεταγμένη δύναμη, τείνω εξ
ολοκλήρου στο να κάνω κάτι, με απαρ., σε Ευρ.· συντείνω εἴς τι, σε Δημ.·
πρός τι, σε Ισοκρ. κ.λπ.
συν-τειχίζω, Αττ. μέλ. -ιῶ, συμβάλλω στην ανέγερση τείχους ή στη
δημιουργία οχυρωματικών έργων ή περιτειχίσματος, σε Θουκ., Ξεν.
συν-τεκμαίρομαι, αποθ., καταλήγω σε συμπέρασμα συνεκτιμώντας
χαρακτηριστικά σημεία ή συμπτώματα, συμπεραίνω, εικάζω, σε Θουκ.,
Ξεν.
συν-τεκνοποιέω, γεννώ παιδιά από κοινού με κάποιον· ἀνδρί, σε Ξεν.
συν-τελέθω, = συντελέω III, ανήκω σε, συνυπάρχω, σε Πίνδ.
συν-τέλεια, ἡ (συντελέω II), I. από κοινού καταβολή χρημάτων, κοινή
συνεισφορά για την κάλυψη δημοσίων αναγκών, φόρος, σε Δημ.· εἰς
συντέλειαν ἄγειν τὰς χορηγίας, δηλ. οι χορηγίες να γίνονται μέσω της
κοινής συνεισφοράς πολλών ανθρώπων και όχι από έναν μόνον άνθρωπο,
στον ίδ. II. 1. στην Αθήνα, σώμα που αποτελείτο από πέντε, έξι, δέκα ή
και περισσότερα πρόσωπα, επιφορτισμένα να συνεισφέρουν από κοινού
στις δημόσιες δαπάνες, λειτουργίες, σε Ψηφ. παρά Δημ. 2. γενικά,
ομήγυρη, άθροισμα, λέγεται για τους θεούς, οι οποίοι ξεχωριστά
αποκαλούνταν τέλειοι, σε Αισχύλ. III. συντονισμένη προσπάθεια, από
κοινού ενέργεια, από κοινού εκτέλεση ενός σχεδίου, σε Πολύβ.
συν-τελέω, μέλ. -έσω, I. φέρω από κοινού εις πέρας, ολοκληρώνω,
συμπληρώνω, επιτελώ, τελειώνω, εκπληρώνω· συντελέω τὴν δαπάνην,
συμπληρώνω τη συνολική δαπάνη, σε Δημ.· συντελέω εἰς τὰ ἑκατὸν
ἅρματα, συμπληρώνω τον αριθμό των εκατό αρμάτων, σε Ξεν.· ομοίως
618

στη Μέσ., σε Πολύβ. II. συνεισφέρω στα δημόσια έξοδα, στις δημόσιες
δαπάνες, καταβάλλω κοινή εισφορά, σε Αισχίν., Δημ. III. καθώς οι
πολίτες των Αθηνών διαιρούνταν σε τάξεις αναλόγως των συνεισφορών
τους, το ύψος των οποίων καθοριζόταν σύμφωνα με την τεκμαρτή τους
περιουσία, η φράση συντελέω εἰς..., σήμαινε ανήκω σε μια οικονομική
και φορολογική τάξη ή και γενικότερα κοινωνική τάξη, συναριθμούμαι,
κατατάσσομαι σε αυτή· συντελέω εἰς ἄνδρας, σε Ισοκρ.· εἰς τοὺς νόθους,
σε Δημ.· επίσης, συντελέω εἰς Ἀθήνας, εἰς τὸ Ἀρκαδικόν, λέγεται για έναν
αριθμό μικρών πόλεων που ήταν φόρου υποτελείς σε μεγαλύτερες πόλεις
ή βρίσκονταν υπό την προστασία τους, σε Θουκ.· με δοτ., συντελέω
Θηβαίοις, σε Ισοκρ.
συν-τελής, ὁ, ἡ (τέλος),· I. 1. αυτός που πληρώνει φόρους από κοινού με
άλλους, που συνεισφέρει στη δημόσια φορολογία, από κοινού
φορολογούμενος, σε Δημ. 2. αυτός που ανήκει στην ίδια συντέλεια (II),
δηλ. την ίδια κοινωνικο-οικονομική τάξη ή στον ίδιο σύλλογο με κάποιον
άλλον, στον ίδ.· μεταφ., (οὔτε) Πάρις, οὔτε συντελὴς πόλις, ούτε ο Πάρις
ούτε η πόλη που συνδέεται μ' αυτόν, σε Αισχύλ. II. αυτός που καταβάλλει
φόρο σε κάποιον άλλον, ο φόρου υποτελής, σε Δημ.
συν-τέμνω, Ιων. τάμνω, μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ -έτεμον, απαρ. -τεμεῖν· I. 1.
κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, κατακόβω, περικόπτω, ελαττώνω,
λιγοστεύω, Λατ. concīdere, σε Θουκ.· μεταφ., συγκόπτω, βραχύνω,
μειώνω, ελαττώνω, σμικρύνω, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ιδίως λέγεται για
δαπάνες, σε Θουκ., Ξεν.· λέγεται για ανθρώπους, αποκλείω, απορρίπτω,
αποδοκιμάζω, σε Σοφ. 2. συντέμνω χιτῶνας, περικόπτω το ύφασμα ώστε
να σχηματίσει χιτώνα, φτιάχνω χιτώνα κόβοντας αναλόγως το ύφασμα,
σε Ξεν. II. φαινομενικά, αμτβ. (ενν. ὁδόν), συντομεύω τον δρόμο, κόβω
δρόμο, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για ομιλία, περιορίζω την ανάπτυξη του
λόγου μου, μιλώ με συντομία, περιληπτικά, σε Ευρ. III. αμτβ., τοῦ χρόνου
συντάμνοντας, καθώς ο χρόνος περιορίστηκε, συντομεύθηκε, λιγόστεψε,
σε Ηρόδ.
συν-τερετίζω, παίζω τον αυλό μαζί με άλλους, με συνοδεία άλλων
αυλητών, σε Θεόφρ.
συν-τερμονέω, μέλ. -ήσω, συνορεύω, είμαι όμορος με, γειτονικός με,
τινί, σε Πολύβ.
συν-τέρμων, -ον, αυτός που συνορεύει με κάποιον, όμορος, γειτονικός,
πλησιόχωρος, σε Ανθ.
συν-τεταγμένως, επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συντάσσω, με
καθορισμένους, συμπεφωνημένους όρους, σε Πλάτ.
συν-τετᾰμένως, επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συντείνω, με προθυμία,
με ζήλο, με συντονισμένες προσπάθειες, με σθένος, επίμονα, σε
Αριστοφ., Πλάτ.
συν-τετραίνω, μέλ. -τρήσω, αόρ. βʹ -έτρησα, Παθ. παρακ. -τέτρημαι· I.
διατρυπώ προκειμένου να ενώσω· συντετραίνω τοὺς μυχοὺς ἀλλήλοις,
619

οδηγώ τα ρεύματα των ποταμών ώστε να συναντηθούν τα ύδατά τους, σε


Ηρόδ.· ἕτερον (μέταλλον) συντρῆσαι εἰς τὰ τῶν πλησίον, διατρυπώ
υπογείως και εισέρχομαι στα μεταλλεία των γειτόνων μου, σε Δημ. —
Παθ., μεταφέρομαι μέσω μιας διόδου ή ενός αγωγού, που συνδέουν
πράγματα μεταξύ τους, σε Πλάτ., Αριστ. II. μεταφ., δι' ὤτων συντέτραινε
μῦθον, άσε τα λόγια να διαπερνούν τα αυτιά σου, σε Αισχύλ.
συν-τρίβω[ῑ], μέλ. -ψω — Παθ., μέλ. -τρῐβήσομαι, αόρ. βʹ -ετρίβην [ῐ]·
I. τρίβω μαζί· συντρίβω τὰ πυρεῖα, προστρίβω ξερά κομματάκια ξύλου
για να ανάψω φωτιά, σε Λουκ. II. 1. συντρίβω, θρυμματίζω, σπάζω σε
κομμάτια, συνθλίβω, τσακίζω, σε Αριστοφ. κ.λπ.· συντρίβω τὰς ναῦς,
συντρίβω, τσακίζω εντελώς τα πλοία με την προσάραξη, σε Θουκ. 2.
λέγεται για πρόσωπα, κάνω συντρίμμια, τον τσακίζω, τον εξουθενώνω,
Λατ. contundere, σε Ευρ.· με γεν. διαιρ., συντρίβειν τῆς κεφαλῆς, σε
Ισοκρ.· και στην Παθ., συντριβῆναι τῆς κεφαλῆς, μου συνέθλιψαν, μου
τσάκισαν το κεφάλι, σε Αριστοφ.
συν-τριήραρχος, ὁ, αυτός που (από κοινού με άλλους) έχει ορισθεί να
συνεισφέρει στις δαπάνες για τον εξοπλισμό μιας τριήρους (ενός
πολεμικού πλοίου), σε Δημ.· συντριηραρχέω, είμαι συντριήραρχος, σε
Λυσ.
συντροφία, ἡ, I. το να τρέφεται ή να ανατρέφεται κάποιος από κοινού,
σε Πλούτ. II. γέννημα, θρέμμα, σε Ανθ.
σύντροφος, -ον (συντρέφω),· I. 1. αυτός που έχει ανατραφεί μαζί με
κάποιον άλλον, αναθρεμμένος, μεγαλωμένος μαζί, με δοτ., σε Ηρόδ.,
Αριστοφ.· συχνά λέγεται για οικόσιτα ζώα, σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., τὸ
σύντροφον γένος, άνθρωποι που ανατράφηκαν μαζί μου, σε Σοφ. 2.
γενικά, αυτός που συζεί με κάποιον, στον ίδ.· σύντροφον ὄμμα, μάτι ή
παρουσία ενός συντρόφου, στον ίδ.· σύντροφος ὤν (ενν. ἀνάγκαις), αυτός
που έχει εξοικειωθεί με τις δυσκολίες, σε Ευρ. 3. λέγεται για πράγματα,
αυτός που έχει αναπτυχθεί μαζί με κάποιον, σύμφυτος, έμφυτος, φυσικός,
σε Σοφ.· τὰ ξύντροφα, καθημερινές δυστυχίες, σε Θουκ.· σύντροφός τινι,
φυσικός ή συνήθης σε κάτι· τῇ Ἑλλάδι πενίη σύντροφος, σε Ηρόδ. II.
Ενεργ., αυτός που από κοινού ποιμαίνει ή διαφυλάσσει, συντηρεί, τινος,
κάτι, σε Ξεν.
συν-τροχάζω, όπως το συντρέχω, τρέχω μαζί ή παραπλεύρως, σε Πλούτ.
συν-τυγχάνω, μέλ. -τεύξομαι, αόρ. βʹ -έτῠχον· I. 1. συναντώ, συναπαντώ,
ανταμώνω κατά τύχη κάποιου, τινί, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· οἱ συντυχόντες,
λέγεται για δύο πρόσωπα που συναντιούνται, σε Ηρόδ.· αλλά ὁ συντυχών
όπως ὁ τυχών, ο πρώτος που συναντά κάποιος, ο πρώτος τυχών, σε Ευρ.·
ὁ ἀεὶ ξυντυχών, στον ίδ.· ομοίως λέγεται για πράγματα, τὸ συντυχόν, το
πρώτο τυχόν, κοινό, σύνηθες, πρόστυχο, κακό, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. σπανίως
όπως το τυγχάνω με γεν., όπου η πρόθεση σύν- με κυριολεκτική σημασία
συντυχὼν κακῶν ἀνδρῶν, συναντώντας κακούς ανθρώπους από κοινού,
μαζί, σε Σοφ. II. λέγεται για τυχαία περιστατικά, συμβαίνω, τυχαίνω,
620

γίνομαι· τὰ συντυχόντα σφι, σε Ηρόδ.· απόλ., συμβαίνω, αποβαίνω· εὖ


ξυντυχόντων, εάν τα πράγματα έχουν ευτυχή κατάληξη, σε Αισχύλ.· ὁ
ξυντυχὼν κίνδυνος, σε Θουκ.· απρόσ., συνετύγχανε, συνέτυχε, συνέβη,
έτυχε να..., με απαρ., στον ίδ.
συν-τῠραννοκτονέω, μέλ. -ήσω, συνεργώ στον φόνο των τυράννων,
γίνομαι τυραννοκτόνος από κοινού, σε Λουκ.
συν-τῡρόω, μέλ. -ώσω, φτιάχνω τυρί μαζί· από όπου κωμ., τἀκ Βοιωτῶν
συντυρούμενα, ταραχές, μηχανορραφίες που μηχανεύονται οι Βοιωτοί, σε
Αριστοφ.
συντῠχία, Ιων. -ίη, ἡ (συντυγχάνω)· 1. τυχαίο γεγονός, σύμπτωση,
συγκυρία, τύχη, περίσταση, συμβάν, σε Σόλωνα, Ηρόδ., Αττ.· ὡς
ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν, σύμφωνα με τις περιστάσεις ή την τύχη
κάθε πλευράς, σε Θουκ.· κατὰ συντυχίην, κατά τύχη, τυχαία, σε Ηρόδ.·
στον πληθ., συγκυρίες της ζωής, περιστάσεις, σε Θουκ. 2. μερικές φορές,
ευτυχής συγκυρία, καλή τύχη ή επιτυχία, σε Πίνδ., Ηρόδ.· ατυχής
συγκυρία, ατυχία, σε Ευρ.
συν-ύπᾰτος, ὁ, αυτός που είναι επίσης ύπατος μαζί με κάποιον άλλον (οι
Ύπατοι στην αρχαία Ρώμη ήταν δύο).
συν-υποδείκνῡμι και -ύω, μέλ. -δείξω, υποδεικνύω μαζί, τί τινι, σε
Πολύβ.
συν-υποδύομαι, Μέσ., εισχωρώ, υπεισέρχομαι, χώνομαι, τρυπώνω από
κοινού, σε Πλούτ.
συν-υποκρίνομαι[ῑ], αποθ., ερμηνεύω, υποκρίνομαι ως ηθοποιός,
υποκριτής έναν ρόλο από κοινού με άλλους· βοηθώ κάποιον να
προσποιηθεί κάτι, σε Πλούτ.
συν-υποτίθεμαι[ῐ], Μέσ., συνθέτω, δημιουργώ, υποθέτω από κοινού με
κάποιον, σε Πλούτ.
συν-υπουργέω, μέλ. -ήσω, συνυπηρετώ, συμβοηθώ, συνεργάζομαι με
κάποιον, τινί, σε Κ.Δ., Λουκ.
συν-ῠφαίνω, παρακ. -ύφαγκα, αόρ. αʹ -ύφηνα, υφαίνω μαζί· μεταφ.,
σχηματίζω, περιπλέκω με τέχνη, μηχανεύομαι με δόλο, μηχανορραφώ,
συνωμοτώ, σε Ομήρ. Οδ., Λουκ. — Παθ., ὥστε ταῦτα συνυφανθῆναι,
ώστε να υφανθεί αυτός ο ιστός, δηλ. να αναληφθεί, να αποτολμηθεί αυτό
το εγχείρημα, σε Ηρόδ.
συν-ωδίνω[ῑ], κοιλοπονώ μαζί, λέγεται για τις ωδίνες του τοκετού·
υποφέρω από κοινού, συμπάσχω, σε Ευρ.
συν-ῳδός-όν (ᾠδή),· I. 1. αυτός που τραγουδάει ή ηχεί από κοινού ή σε
συμφωνία με κάποιον, αυτός που αντηχεί ή ανταποκρίνεται σε κάτι, σε
Ευρ. 2. απόλ., εναρμόνιος, σύμφωνος, ταυτόφωνος (στη μουσική), τινι,
σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
συν-ωθέω, μέλ. -ωθήσω και -ώσω, σπρώχνω μαζί, στριμώχνω ασκώντας
πίεση, σε Ξεν.
συνώμεθα, αʹ πληθ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του συνίημι.
621

συνωμοσία, ἡ (συνόμνυμι),· I. 1. το να είναι κάποιος μέλος συνδέσμου


που συγκροτήθηκε με ορκωμοσία των μελών του, συνομωσία,
μηχανορραφία, σκευωρία, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· ξυνωμοσία δήμου
καταλύσεως, συνωμοσία για την κατάλυση της δημοκρατίας, σε Θουκ. 2.
συνομοσπονδία, συνασπισμός, συμμαχία, στον ίδ. II. σώμα, σωματείο
ανδρών που είναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους με όρκο, πολιτικός σύλλογος
ή λέσχη, εταιρεία, στον ίδ., Πλάτ.
συνωμότης, -ου, ὁ (συνόμνυμι), αυτός που μετέχει σε συνωμοσία,
ομόσπονδος, σύμμαχος, σε Ηρόδ., Αττ.
συνώμοτος, -ον (συνόμνυμι), αυτός που είναι συνασπισμένος, με όρκο·
ξυνώμοτον, τό, συνομοσπονδία, συμμαχία, σε Θουκ.
συν-ωνέομαι, μέλ. -ήσομαι, I. αποθ., αγοράζω μαζί, συλλέγω
προσφέροντας χρήματα· συνωνέομαι ἵππον, μισθώνω ένα σώμα ιππικού,
σε Ηρόδ. II. εξαγοράζω, Λατ. coemere, σε Ξεν. κ.λπ.· παρακ. συνεώνημαι
είναι Παθ.· ὁ συνεωνημένος σῖτος, σιτάρι που έχει αγοραστεί, σε Λυσ.·
αλλά Ενεργ. στον Δημ.
συνωνῠμία, ἡ, το να έχει κάποιος το ίδιο όνομα με κάποιον άλλο ή το να
έχει μια λέξη την ίδια σημασία με κάποια άλλη, συνωνυμία, ταυτοσημία,
σε Αριστ.
συν-ώνῠμος, -ον (ὄνομα), αυτός που έχει ταυτόσημο όνομα, που
σημαίνει το ίδιο πράγμα, ταυτώνυμος, σε Ευρ., Αριστ.
συνωριαστής, -οῦ, ὁ, αυτός που διοικεί συνωρίδα (συνωρίς),
αμαξηλάτης σε άμαξα δύο αλόγων, σε Λουκ.
συν-ωρίζω, μέλ. -σω, ζεύω στον ίδιο ζυγό — Μέσ., ξυνωρίζου χέρα,
συντόνισε το χέρι με το δικό μου, σε Ευρ.
συνωρῐκεύομαι, αποθ., οδηγώ, διευθύνω συνωρίδα, δηλ. άμαξα που
σύρεται από ένα ζευγάρι αλόγων, σε Αριστοφ.
συνωρίς, -ίδος, ἡ (συνήορος), 1. ζεύγος αλόγων, Λατ. biga, σε Ευρ.,
Αριστοφ. 2. γενικά, οποιοδήποτε ζεύγος, ζευγάρι, δυάδα, σε Τραγ.·
ποδοῖν ξυνωρίς, δεσμά που προορίζονται για τα πόδια, σε Αισχύλ.
συν-ωφελέω, μέλ. -ήσω, ωφελώ ή ανακουφίζω από κοινού, τινά, σε
Ξεν.· σπάνια, τινί, σε Σοφ.
συνωχᾰδόν, επίρρ. (συνέχω), ποιητ. αντί συνοχηδόν, λέγεται για χρόνο,
συνεχώς, αδιαλείπτως, διαρκώς, αδιάκοπα, σε Ησίοδ.

Με την πρόθεση υπέρ- εντοπίζονται 307 λήμματα

ὑπέρ[ῠ], Επικ. επίσης ὑπείρ, Λατ. super· απ' όπου σχηματίστηκαν συγκρ.
και υπερθ. ὑπέρτερος, -τατος.
Α. ΜΕ ΓΕΝ., I. λέγεται για τόπο, επάνω, πάνω από· 1. λέγεται για στάση,
στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὲρ κεφαλῆς στῆναί τινι, στέκεται
622

πάνω από το κεφάλι του, σε Όμηρ.· λέγεται για χώρες, υπεράνω,


μεσογειότερα, πιο μέσα στο εσωτερικό ή στην ενδοχώρα, οἰκέοντες
ὑπὲρἉλικαρνησσοῦ μεσόγαιαν, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για κίνηση, επάνω,
κατά πλάτος, από πάνω από, ὑπὲρ θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτωμένοις, σε
Αισχύλ. 3. πέρα, πλέον, πιο πέρα, ὑπὲρ πόντου, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. μεταφ.,
από την έννοια του κάθομαι από πάνω για προστασία, για χάρη κάποιου,
προς υπεράσπισή του, για την ασφάλειά του, ἑκατόμβην ῥέξαι ὑπὲρ
Δαναῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· θύειν ὑπὲρ τῆς πόλεως, σε Ξεν.· ὑπὲρ τῆς πατρίδος
ἀμύνειν, αγώνας για την υπεράσπιση της πατρίδας κ.λπ. 2. χάριν ενός
προσώπου ή πράγματος, λίσσεσθαι ὑπὲρτοκέων, ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητρός,
σε Ομήρ. Ιλ. 3. με απαρ., με σκοπό να, ὑπὲρ τοῦ μηδένα ἀποθνῄσκειν,
εμποδίζω, προστατεύω κάποιον από θάνατο, σε Ξεν. 4. για χάρη, προς
χάριν, έναντι, στη θέση, αντί κάποιου άλλου, στο όνομα κάποιου άλλου,
ὑπὲρ ἑαυτοῦ, σε Θουκ.· στρατηγῶν ὑπὲρ ὑμῶν, ενεργώντας ως στρατηγός
κατ' εντολήν σας, σε Δημ. III. όπως το περί, επί, ως προς, σχετικά με, όσον
αφορά, Λατ. de, ὑπὲρ σέθεν αἴσχεα ἀκούω, σε Ομήρ. Ιλ.· τὰ λεγόμενα ὑπέρ
τινος, σε Ηρόδ. Β. ΜΕ ΑΙΤ., όταν δηλώνεται το υπεράνω, ανώτερο και
πέρα από το οποίο πηγαίνει κάτι, I. λέγεται για τόπο, υπεράνω, πέραν, σε
Όμηρ., Πλάτ. II. 1. λέγεται για μέτρο, περισσότερο, παραπάνω,
υπερβολικά, επιπλέον, ὑπὲρ τὸ βέλτιστον, σε Αισχύλ.· ὑπὲρ ἐλπίδα, σε Σοφ.
κ.λπ. 2. λέγεται για παράβαση, πέρα από, καθ' ὑπερβολή, εναντίον, παρά,
εν αντιθέσει προς, ὑπὲρ αἶσαν, ὑπὲρ μοῖραν, ὑπὲρ ὅρκια, σε Ομήρ. Ιλ. III.
λέγεται για αριθμό, περισσότερο από, επιπλέον του, ὑπὲρ τεσσεράκοντα, σε
Ηρόδ., Ξεν.· ὑπὲρ τὸ ἥμισυ, περισσότερο από το μισό, σε Ξεν. IV.χρησιμ.
για χρόνο, πέρα, δηλ. πριν, προγενέστερα, προ, προτού, πρωτύτερα,
νωρίτερα από, ὁ ὑπὲρ τὰ Μηδικὰ πόλεμος, σε Θουκ. Γ. ΘΕΣΗ· η ὑπὲρ
μπορεί να έπεται του ουσ., αλλά τότε με αναστροφή γίνεται ὕπερ, σε
Όμηρ., Τραγ. Δ. ΩΣ ΕΠΙΡΡ., πάρα πολύ, υπέρμετρα, υπερβολικά, ὑπὲρ μὲν
ἄγαν, σε Ευρ.· γράφεται ὑπεράγαν, σε Στράβ. κ.λπ. Ε. ΣΤΑ ΣΥΝΘ., 1.
λέγεται για τόπο, υπεράνω, πέρα από, πιο πέρα, όπως στα ὑπερ-βαίνω,
ὑπερ-πόντιος, 2. λέγεται για χάρη, προς υπεράσπιση κάποιου, όπως στα
ὑπερ-ασπίζω, ὑπερ-αλγέω, 3. πάνω από το μέτρο, υπερβολικά, υπέρμετρα,
όπως στα ὑπερ-ήφανος, ὑπερ-φίαλος.
ὑπέρα[ῠ], ἡ (ὑπέρ), το ανώτερο σχοινί, το αποπάνω, πληθ. ὑπέραι, σχοινιά
που ήταν προσδεδεμένα στα άκρα των επικρίων (ἐπίκρια), μέσω των
οποίων τα ιστία μετακινούνταν κατά τη φορά του ανέμου, σε Ομήρ. Οδ.
ὑπερ-ᾰβέλτερος, -ον, υπερβολικά απλοϊκός ή ανόητος, σε Δημ.
ὑπερ-άγᾰμαι, αποθ., I. ικανοποιούμαι υπερβολικά, σε Πλάτ. II. θαυμάζω
καθ' υπερβολήν, τινος, για κάτι, σε Λουκ.
ὑπερ-ᾰγᾰνακτέω, μέλ. -ήσω, οργίζομαι υπερβολικά ή θυμώνω, αγανακτώ
με κάτι, με γεν., σε Πλάτ.· με δοτ., σε Αισχίν.
ὑπερ-ᾰγᾰπάω, αγαπάω υπερβολικά, εκτιμώ σε μεγάλο βαθμό, σε Δημ.
ὑπερ-ᾰγωνιάω, αγωνιώ υπερβολικά, σε Πλάτ., Δημ.
623

ὑπερ-ᾱής, -ές (ἄημι), γεν. -έος, αυτός που φυσά δυνατά, με σφοδρότητα,
σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπερ-αιμόω (αἷμα), μέλ. -ώσω, έχω πάρα πολύ αίμα, σε Ξεν.
ὑπερ-αίρω, μέλ. -ᾰρῶ, I. υψώνω ή σηκώνω επάνω, σε Πλάτ. — Μέσ. ή
Παθ., υψώνομαι, ανυψώνομαι, υπερηφανεύομαι, επαίρομαι, σε Κ.Δ. II.
αμτβ., 1. με αιτ., σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι,
ανηφορίζω ή υπερπηδώ, περνώ πάνω από, Λατ. transcendere, σε Ξεν.·
ὑπεραίρω τὴν ἄκραν, παρακάμπτω το ακρωτήρι, στον ίδ.· ως στρατιωτικός
όρος, υπερφαλλαγίζω, στον ίδ. 2. υπερβαίνω, ξεπερνώ, εξέχω, ξεχωρίζω,
υπερτερώ, τινά τινι, από κάποιον σε κάτι, σε Δημ. 3. υπερακοντίζω,
ξεπερνώ, υπερβαίνω, προχωρώ πιο πέρα, καιρόν, σε Αισχύλ. III.
πλημμυρίζω, σε Δημ.
ὑπέρ-αισχρος, -ον, υπερβολικά αισχρός ή άσχημος, σε Ξεν.
ὑπερ-αισχύνομαι, Παθ., ντρέπομαι πάρα πολύ, σε Αισχίν.
ὑπερ-αιωρέομαι, Παθ., 1. κρεμιέμαι ή αιωρούμαι επάνω από, προβάλλω,
εκτείνομαι επάνω από, τινος, σε Ηρόδ. 2. στην ναυτική ορολογία, με γεν.
τόπου, παραμένω, μένω στα ανοιχτά, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες
Φαληροῦ, σε Ηρόδ.
ὑπέρ-ακμος, -ον (ἀκμή), αυτός που έχει υπερβεί, περάσει την ακμή της
νιότης, σε Κ.Δ.
ὑπερ-ᾰκοντίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, υπερακοντίζω, δηλ. υπερτερώ από,
ξεπερνώ κάποιον, με αιτ., σε Αριστοφ.· ὑπερακοντίζω τινὰ κλέπτων,
ξεπερνώ κάποιον στην κλεψιά, στον ίδ.
ὑπερ-ακρῑβής, -ές, υπερβολικά ακριβής, σε Λουκ.
ὑπερ-ακρίζω, μέλ. -σω, I. σκαρφαλώνω και υπερβαίνω, με αιτ., σε Ξεν.
II. προβάλλω, προεξέχω, με γεν., σε Ευρ.
ὑπερ-άκριος, -ον (ἄκρα), 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από τα ύψη,
βουνά, οἱ Ὑπεράκριοι = οἱ Διάκριοι, ορεσίβιοι, βουνίσιοι ή φτωχοί
κάτοικοι των Αττικών υψίπεδων, αντίθ. προς τις πλουσιότερες τάξεις των
πεδινών και παραθαλασσίων, σε Ηρόδ. 2. τὰ ὑπεράκρια, υψώματα πάνω
από πεδιάδα, ορεινά μέρη, υψίπεδα, στον ίδ.
ὑπέρ-ακρος, -ον, ο υπεράνω ή ο επάνω στην κορυφή· επίρρ., ὑπεράκρως
ζῆν, ζω χωρίς μέτρο, υπερβολικά, σε Δημ.
ὑπερ-ᾰλγέω, μέλ. -ήσω, 1. νιώθω πόνο για ή εξαιτίας, τινός, σε Σοφ., Ευρ.
2. θλίβομαι υπερβολικά, τινί για κάτι, σε Ηρόδ., Αριστ.· απόλ., σε Ευρ.
ὑπερ-αλγής, -ές, γεν. -έος, υπερβολικά οδυνηρός, θλιβερός, σε Σοφ.
ὑπερ-αλκής, -ές (ἀλκή), γεν. -έος, υπερβολικά ισχυρός, σε Πλούτ.
ὑπερ-άλλομαι, αόρ. αʹ -ηλάμην· συγκοπτ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ὑπερ-ᾶλτο, μτχ.
-άλμενος· αποθ., πηδώ πάνω από ή πέρα από, πιο πέρα, με γεν., σε Ομήρ.
Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ.· ομοίως, σε Ξεν.
ὑπέρ-αλλος, -ον, ο υπεράνω άλλων, ο υπερβολικά μέγας, σε Πίνδ.
ὑπερ-άλπειος, -ον (Ἄλπεις), υπεραλπικός, σε Στράβ.
ὑπερ-αναιδεύομαι, Παθ., υπερέχω, υπερτερώ στην αναίδεια, σε Αριστοφ.
624

ὑπερ-αναίσχυντος, -ον, υπερβολικά αναιδής, σε Δημ.


ὑπερ-ανατείνομαι, Παθ., πασχίζω, μοχθώ, κοπιάζω υπερβολικά, σε Λουκ.
ὑπερ-άνθρωπος, -ον, υπεράνθρωπος, σε Λουκ.
ὑπερ-ανίσταμαι, Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., στέκομαι όρθιος ή
προεξέχω επάνω από, σε Λουκ.
ὑπερ-αντλέομαι, Παθ., τρυπώ, ὑπεραντλέομαι ἅλμῃ, πλημμυρίζω από
θαλασσινό νερό, σε Λουκ.
ὑπέρ-αντλος, -ον, λέγεται για πλοίο, γεμάτος νερό, πλημμυρισμένος, σε
Πλούτ.· μεταφ., επιφορτισμένος, επιβαρυμένος, ὑπέραντλος συμφορᾷ, σε
Ευρ.· ταῖς φροντίσιν, σε Πλούτ.
ὑπερ-άνω[ᾰ], επίρρ., επάνω από, πάνω από, σε Λουκ.
ὑπερ-ᾰπᾰτάομαι, Παθ., απατώμαι υπερβολικά, σε Ανθ.
ὑπερ-αποθνῄσκω, μέλ. -θανοῦμαι, αόρ. βʹ -έθᾰνον· πεθαίνω για, τινός, σε
Ξεν.· ὑπέρ τινος, σε Πλάτ.
ὑπερ-αποκρίνομαι[ῑ], Μέσ., απαντώ για λογαριασμό κάποιου, τον
υπερασπίζομαι, τινος, σε Αριστοφ.
ὑπερ-απολογέομαι, αποθ., με μέλ. και Μέσ. αόρ. αʹ, μιλώ εκ μέρους
κάποιου, απολογούμαι, συνηγορώ, υπερασπίζομαι, τινος, σε Ηρόδ., Ξεν.
ὑπερ-αρρωδέω, Ιων. αντί ὑπερορρωδέω, φοβάμαι υπερβολικά, τῇ Ἑλλάδι,
για την Ελλάδα, σε Ηρόδ.
ὑπερ-ασθενής, -ές, υπερβολικά αδύναμος, ασθενής, σε Αριστ.
ὑπέρ-ασθμος, -ον (ἄσθμα), αυτός που ασθμαίνει υπερβολικά, αυτός που
έχει υπερβολική δύσπνοια, σε Ξεν.
ὑπερ-ασπάζομαι, αποθ., αγαπώ υπερβολικά, τινά, σε Ξεν.
ὑπερ-άτοπος, -ον, υπέρμετρος, άτοπος, παράλογος, σε Δημ.
ὑπερ-αττῐκός, -ή, -όν, αυτός που κάνει υπερβολική χρήση της Αττ.
διαλέκτου, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.
ὑπερ-αυγής, -ές, γεν. —έος, αυτός που λάμπει υπερβολικά, σε Λουκ.
ὑπερ-αυξάνω και -αύξω, μέλ. -αυξήσω, I. αυξάνω υπέρμετρα — Παθ.,
αυξάνομαι επιπλέον, σε Ανδοκ. II. αμτβ., αυξάνομαι υπερβολικά, σε Κ.Δ.
ὑπερ-αυχέω, μέλ. -ήσω, είμαι υπερβολικά αλαζόνας, περήφανος, σε Θουκ.
ὑπέρ-αυχος, -ον (αὐχή), κομπορρήμων, υπερβολικά αλαζόνας, σε Σοφ.,
Ξεν.· ὑπέραυχα βάζειν, σε Αισχύλ.
ὑπερ-άφανος, -ον, Δωρ. αντί του ὑπερ-ήφανος.
ὑπερ-αχθής, -ές (ἄχθος), παραφορτωμένος, πολύ επιβαρυμένος, σε
Θεόκρ.
625

ὑπερ-άχθομαι, Παθ., λυπάμαι υπερβολικά για κάτι, με δοτ., σε Ηρόδ.,


Σοφ.
ὑπερβαίνω, μέλ. -βήσομαι, αόρ. βʹ ὑπερ-έβην, Επικ. ὑπέρ-βην, Επικ. γʹ
πληθ. ὑπέρβᾰσαν,
Α. I. 1. βαδίζω, πατώ επάνω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, με
αιτ.· ὑπερβαίνω τεῖχος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ὑπερβαίνω δόμους, διαβαίνω το
κατώφλι, την είσοδο του σπιτιού, σε Ευρ.· ὑπερβαίνω τοὺς οὔρους,
διασχίζω τα σύνορα, σε Ηρόδ.· λέγεται για ποταμούς, υπερβαίνω τις όχθες,
υπερχειλίζω, πλημμυρίζω, στον ίδ. 2. υπερβαίνω τα όρια, παραβιάζω,
καταπατώ, παραβαίνω, τοὺς νόμους, στον ίδ., Σοφ.· τοὺς ὅρκους, σε Δημ.·
απόλ., παραβαίνω, καταπατώ, αμαρτάνω, ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ (Επικ. υποτ.
αορ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ. 3. παραλείπω, παραβλέπω, αφήνω κάτι να περάσει,
αποκλείω, αφήνω έξω, παραλείπω να κάνω κάτι, παραμελώ, σε Ηρόδ.,
Δημ. II. προχωρώ πιο πέρα, παραπέρα, ξεπερνώ, προηγούμαι, υπερτερώ,
με αιτ., σε Πλάτ.· απόλ., σε Θέογν. Β. Μτβ. σε αόρ. αʹ, θέτω, βάζω από
πάνω, σε Ξεν.
ὑπερβαλλόντως, επίρρ. του επόμ., υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Πλάτ.
ὑπερ-βάλλω, μέλ. -βαλῶ, Ιων. -βαλέω· Επικ. αόρ. βʹ ὑπειρέβαλον, I. 1.
ρίχνω επάνω σε ή πέρα από ένα σημείο, υπερακοντίζω, με αιτ., σε Ομήρ.
Ιλ. 2. ὅτε μέλλοι ἄκρον (λόφον) ὑπερβαλέειν, ακριβώς όταν, ενώ ήταν
έτοιμος να σπρώξει τον λίθο υπεράνω της κορυφής, σε Ομήρ. Οδ. 3. αμτβ.,
τρέχω πιο πέρα, παρατρέχω, παραβλέπω τα ίχνη, λέγεται για
κυνηγόσκυλα, λαγωνικά, σε Ξεν. 4. ξεπερνώ ή νικώ, τινάς, σε Σοφ. II.
μεταφ.: 1. υπερακοντίζω, υπερτερώ, ξεπερνώ, υπερέχω, προηγούμαι,
υπερισχύω, επικρατώ, κυριαρχώ, υπερνικώ, με γεν., βροντῆς ὑπερβάλλοντα
κτύπον, σε Αισχύλ.· επίσης με αιτ., ὑπερβάλλω τινά τινι, ξεπερνώ κάποιον
σε κάτι, σε Ευρ. 2. υπερβαίνω, υπερέχω, με αιτ., σε Ησίοδ. κ.λπ.·
ὑπερβάλλω ἑκατὸν ἔτεα, ξεπερνώ τα εκατό χρόνια σε ηλικία, σε Ηρόδ.·
ὑπερβάλλω τὸν χρόνον, δηλ. αργώ πολύ, σε Ξεν.· επίσης με γεν., σε Πλάτ.
3. απόλ., υπερβαίνω κάθε όριο, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· οὐχ ὑπερβαλών,
αυτός που διατηρείται εντός ορίων, σε Πίνδ.· είμαι υπερβολικός, δεν έχω
μέτρο, σε Αριστ.· συχνά σε μτχ., ὑπερβάλλων, -ουσα, -ον, υπερβολικός,
υπέρμετρος, αλόγιστος, σε Αισχύλ., Πλάτ.· τὰ ὑπερβάλλοντα, μια
υπερβολικά υψηλή κοινωνική θέση, κτηματική περιουσία, κατάσταση, σε
Ευρ.· τὸ ὑπερβάλλον αὐτῶν, το έξοχο, εξαίσιο μέρος τους, σε Θουκ. 4.
προχωρώ μπροστά όλο και περισσότερο, προέβαινε ὑπερβάλλων,
εξακολούθησε να προσφέρει περισσότερα χρήματα, σε Ηρόδ.· ᾔτει
τοσαῦτα ὑπερβάλλων, σε Θουκ. III. 1. περνώ πάνω από, διασχίζω βουνά,
626

ποτάμια κ.λπ.· με αιτ., σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με γεν., σε Ευρ.· λέγεται


για πλοία, παρακάμπτω το ακρωτήρι, τον κάβο, με αιτ., σε Ηρόδ., Θουκ.·
απόλ., διασχίζω, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. λέγεται για νερό, χύνομαι, υπερχειλίζω,
ξεχειλίζω, με αιτ., σε Ηρόδ. 3. λέγεται για τον Ήλιο, που βρίσκεται στο
υψηλότερο σημείο ή στη μέγιστη θερμοκρασία, στον ίδ. Β. I. Μέσ., με
Παθ. παρακ., =
Α. II. 1., ξεπερνώ, υπερνικώ, κατακτώ, τινα, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ.,
είμαι νικητής, πορθητής, νικώ, σε Ηρόδ. 2. υπερέχω, υπερισχύω,
επικρατώ, κυριαρχώ, υπερνικώ, τινα, στον ίδ., σε Αριστοφ. κ.λπ.· απόλ.,
υπερέχω, σε Ηρόδ.· μτχ. Παθ. παρακ. ὑπερβεβλημένη γυνή, εξαίρετη,
λαμπρή γυναίκα, σε Ευρ. 3. πλειοδοτώ, προσφέρω ανώτερη τιμή, τινα, σε
Ξεν. II. αναβάλλω, σε Ηρόδ.· αλλά, ἢν ὑπερβάλωνται ἐκείνην τὴν ἡμέραν
συμβολὴν μὴ ποιεύμενοι, εάν ήθελαν να αφήσουν εκείνη τη μέρα να
περάσει χωρίς συμπλοκή, μάχη, στον ίδ.· απόλ., καθυστερώ, αργοπορώ,
χρονοτριβώ, στον ίδ., σε Πλάτ.
ὑπερ-βαρής, -ές (βάρος), υπερβολικά βαρύς, σε Αισχύλ.
ὑπερβᾰσία, Ιων. -ίη, ἡ (ὑπερβαίνω), παράβαση του νόμου, αδίκημα,
παράπτωμα, αμάρτημα, σε Όμηρ., Σοφ.· επίσης σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπέρβᾰσις, -εως, ἡ, = το προηγ., παράβαση, σε Θέογν.
ὑπερ-βᾰτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ὑπερβαίνω, I. 1. διαβατός ή αυτός που
μπορεί να τον ανέβει κάποιος, κλιμακωτός, αναρριχήσιμος, λέγεται για
τείχος, σε Θουκ. 2. μετατιθέμενος, χρησιμ. για λέξεις, σε Πλάτ. II. Ενεργ.,
αυτός που πηγαίνει παραπέρα, τῶνδ' ὑπερβατώτερα, αυτά που πηγαίνουν
πιο πέρα από εκείνα, σε Αισχύλ.
ὑπερβεβλημένως, επίρρ. του ὑπερβάλλω, πέρα από κάθε μέτρο,
υπέρμετρα, υπερβολικά, σε Αριστ.
ὑπερ-βήῃ, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του ὑπερβαίνω.
ὑπερ-βιάζομαι, αποθ., βαρύνω υπερβολικά, λέγεται για ζυγαριά, σε Θουκ.
ὑπερ-βῐβάζω, μέλ. -βιβῶ, μτβ. του ὑπερβαίνω, μεταφέρω πάνω από, με
διπλή αιτ., σε Λουκ.
ὑπέρ-βῐος, -ον (βία), I. λέγεται για υπερβολική δύναμη ή ισχύ, σε Πίνδ.
II. με αρνητική σημασία, υπερφύαλος, ξιπασμένος, αλαζόνας, παράνομος,
ακόλαστος, οργιώδης, σε Όμηρ.· ουδ. ὑπέρβιον, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπερ-βολάδην[ᾰ], επίρρ., υπέρμετρα, υπερβολικά, σε Θέογν.
ὑπερβολή, ἡ (ὑπερβάλλω), I. 1. βολή, ρίψη πέρα από το σημείο που
έριξαν οι άλλοι, υπερακόντιση, ανωτερότητα, υπεροχή, σε Θουκ. 2.
627

υπέρβαση, υπέρτατος βαθμός ενός πράγματος, σε Πλάτ.· σε ποικίλες


φράσεις, χρημάτων ὑπερβολῇ πρίασθαι, αγορά σε υπερβολική τιμή, σε
Ευρ.· οὐκ ἔχει ὑπερβολήν, δεν μπορεί να πάει παραπέρα, σε Δημ.· εἴ τις
ὑπερβολὴ τούτου, αν υπάρχει κάτι πέρα απ' αυτό (χειρότερο απ' αυτό), στον
ίδ.· ὑπερβολὴν ποιεῖσθαι, φθάσιμο στα άκρα, υποβολή ακραίου ζητήματος,
στον ίδ.· ακολουθ. από γεν., ὑπερβολὴ ποιεῖσθαι ἐκείνων τῆς αὐτοῦ
βδελυρίας, οδήγησε τη δική του παλιανθρωπιά πέρα από τη δική τους, στον
ίδ.· ἐπέφερον τὴν ὑπερβολὴν τοῦ καινοῦσθαι, την υπερβολική τους τάση για
επανάσταση, σε Θουκ. 3. με πρόθ. με επιρρ. σημασία, =ὑπερβαλλόντως,
εἰς ὑπερβολήν, υπερβολικά, υπέρμετρα· με γεν., πολύ πέρα, τοῦ πρόσθεν
εἰς ὑπερβολὴν πανοῦργος, δηλ. πολύ περισσότερο πανούργος, σε Ευρ.· καθ'
ὑπερβολὴν τοξεύσας, με υπερβολική, ανυπέρβλητη δεξιότητα, σε Σοφ.·
καθ' ὑπερβολήν, υπερβολικά, παράλογα, σε Ισοκρ. κ.λπ. 4. φράση που
υπερβαίνει το μέτριο, υπερβολή, στον ίδ., Αριστ. II. διάβαση βουνών, σε
Ξεν. III. (από τη Μέσ.), αναβολή, αργοπορία, σε Ηρόδ., Δημ.
Ὑπερ-βόρεοι, οἱ (Βορέας), Υπερβόρειοι, φανταστικός λαός του εσχάτου
βορρά, που διακρίνονταν για ευσέβεια και ευδαιμονία, σε Πίνδ., Ηρόδ.·
τύχη ὑπερβόρεος, παροιμ. περισσότερη από την θνητή τύχη, σε Αισχύλ.
ὑπερ-βράζω, βράζω κάτι τόσο υπερβολικά σε σημείο ώστε να ξεχειλίσει,
σε Παθ. αόρ., σε Ανθ.
ὑπερ-βρῑθής, -ές (βρῖθος), γεν. -έος, = ὑπερβαρής, σε Σοφ.
ὑπερ-βρύω, είμαι υπερβολικά πλήρης, σε Λουκ.
ὑπ-εργάζομαι, μέλ. -άσομαι, αποθ., I. εργάζομαι κάτω από, οργώνω,
προετοιμάζομαι για σπορά, σε Ξεν. II. καθυποτάσσω, υποδουλώνω,
υποτάσσω, καταβάλλω· παρακ. με Παθ. σημασία, καταβάλλομαι,
υποτάσσομαι, σε Ευρ. III. ενεργώ κρυφά ή μυστικά, σε Πλούτ. IV.=
ὑπηρετέω, υπηρετώ, εκτελώ υπηρεσία· παρακ. με Παθ. σημασία, πόλλ'
ὑπείργασται φίλα, πολλών ειδών ενέργειες έχουν γίνει, σε Ευρ.
ὑπερ-γέλοιος, -ον, υπέρμετρα γελοίος, σε Δημ.
ὑπερ-γεμίζω, μέλ. -ίσω, γεμίζω υπερβολικά, υπερφορτώνω, σε Ξεν.
ὑπέρ-γηρως, -ων, πολύ γέρος, άνθρωπος, μεγάλης ηλικίας, σε Λουκ.·
τὸὑπέργηρων, έσχατα γηρατειά, σε Αισχύλ.
ὑπέρ-δᾰσυς, -υ, μαλλιαρός, δασύτριχος, τριχωτός, σε Ξεν.
ὑπερ-δεής, -ές (δέος), Επικ. αιτ. ὑπερδέᾰ αντί ὑπερδεέα· άφοβος,
ατρόμητος, σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπερ-δείδω, μέλ. -δείσω, φοβάμαι για κάποιον, με γεν., σε Αισχύλ., Σοφ.·
απόλ., βρίσκομαι σε υπερβολικό φόβο, σε Ηρόδ.
ὑπερ-δειμαίνω, φοβάμαι πάρα πολύ, τινά, σε Ηρόδ.
ὑπέρ-δεινος, -ον, υπερβολικά τρομακτικός, ανησυχητικός, σε Δημ., Λουκ.
ὑπερ-δέξιος, -ον, 1. αυτός που απλώνεται πάνω από κάτι προς τα δεξιά,
σε Ξεν.· απλώς, αυτός που βρίσκεται πάνω από, ὑπερδέξιον χωρίον,
υψηλότερος τόπος, στον ίδ.· τὰ ὑπερδέξια, στον ίδ.· ἐξ ὑπερδεξίου, από
επάνω, στον ίδ.· με γεν., αυτός που δεσπόζει, κυριαρχεί επάνω σε, σε
628

Πολύβ. 2. μεταφ., αυτός που υπερέχει σε κάτι, στον ίδ.· νικητής, ανώτερος,
τινος, σε Πλούτ.
ὑπερ-δέω, δένω κάτι επάνω σε κάτι άλλο, προσδένω, τίτινι, σε Ανθ.
ὑπερ-διατείνομαι, Παθ., πασχίζω, μοχθώ, κοπιάζω υπέρμετρα, σε Δημ.,
Λουκ.
ὑπερ-επαινέω, επαινώ, εκθειάζω υπερβολικά, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
ὑπερ-επιθῡμέω, μέλ. -ήσω, επιθυμώ υπερβολικά, σε Ξεν.
ὑπερέπτα, γʹ ενικ. Ενεργ. αορ. βʹ του ὑπερπέτομαι.
ὑπ-ερέπτω (ἐρέπτομαι), τρώω, φθείρω από κάτω, κονίην ὑπέρεπτε
ποδοῖιν, σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπερ-έρχομαι, αποθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.· I. περνώ πάνω από
ένα ποτάμι, με αιτ., σε Ξεν. II. υπερέχω, εξέχω, υπερτερώ, σε Πίνδ.
ὑπερ-εσθίω, μέλ. -έδομαι, τρώω υπερβολικά, σε Ξεν.
ὑπερ-έσχεθον, ποιητ. αόρ. βʹ του ὑπερέχω.
ὑπέρ-ευ, επίρρ., υπερβολικά καλά, έξοχα, θαυμάσια, έκτακτα, υπέροχα, σε
Ξεν., Δημ.
ὑπερ-ευγενής, -ές, υπερβολικά ευγενής, σε Αριστ.
ὑπερ-ευδαιμονέω, μέλ. -ήσω, ευτυχώ υπερβολικά, σε Αριστ.
ὑπερ-ευφραίνομαι, Παθ., χαίρομαι υπερβολικά, σε Λουκ.
ὑπερ-εθχαίρω, μισώ υπερβολικά, σε Σοφ.
ὑπερ-έχω, Επικ. ὑπειρ-έχω· Επικ. παρατ. ὑπείρ-εχον, αόρ. βʹ ὑπερ-έσχον,
ποιητ. -έσχεθον· I. 1. κρατώ κάτι πάνω από κάτι άλλο, τί τινος, σε Ομήρ.
Ιλ., Αριστοφ.· ὑπερέχω χεῖρά τινος, κρατώ το χέρι πάνω από κάποιον, έτσι
ώστε να τον προστατεύσω, σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν.· επίσης με δοτ. προσ., σε
Όμηρ. 2. έχω ή κρατώ ψηλά, ὑπείρεχεν εὐρέας ὤμους, είχε τους ευρείς,
φραδείς ώμους του πάνω από τους υπόλοιπους, δηλ. τους ξεπερνούσε στο
κεφάλι και στους ώμους, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. αμτβ., είμαι υπεράνω,
υψώνομαι πάνω από τον ορίζοντα, σε Ομήρ. Οδ.· είμαι επάνω από το νερό
ή το έδαφος, σε Ηρόδ.· με γεν., ὑπερέσχεθε γαίης, υψώθηκε επάνω από,
δέσποσε στη γη, σε Ομήρ. Ιλ.· (σταυροὺς) οὐχ ὑπερέχοντας τῆς θαλάσσης,
σε Θουκ. κ.λπ.· 2. σε στρατιωτική φράση, υπερφαλλαγίζω, περικυκλώνω,
με γεν., σε Ξεν. 3. μεταφ., δεσπόζω, εξέχω, υπερτερώ, με αιτ., σε Αισχύλ.,
Ευρ.· επίσης με γεν., σε Πλάτ. κ.λπ. 4. απόλ., υπερισχύω, δεσπόζω των
υπολοίπων, προεξέχω, σε Ηρόδ., Ξεν.· επικρατώ, οἱὑπερσχόντες, οι
ισχυρότεροι, σε Αισχύλ.· ἐὰν ἡ θάλασσα ὑπέρσχῃ, φανεί πάρα πολύ ισχυρή,
σε Δημ. III. με γεν. πράγμ., αντέχω, μπορώ να υποφέρω, σε Αριστ. IV. με
αιτ., υπερβαίνω, υπερπηδώ, ξεπερνώ, βγαίνω νικητής, διασχίζω, σε Θουκ.
ὑπερ-ζέω, μέλ. -ζέσω, παραβράζω, ξεχειλίζω· μεταφ., λέγεται για άνδρα,
σε Αριστοφ.
ὑπερ-ήδομαι, Παθ., χαίρομαι υπερβολικά για, τινί, σε Ηρόδ.· με μτχ.,
ὑπερήδετο ἀκούων, χάρηκε πολύ ακούγοντας, στον ίδ.
ὑπέρ-ηδυς, -υ, υπερβολικά γλυκός, σε Λουκ.· επίρρ. -έως, σε Ξεν.· υπερθ.
-ήδιστα, σε Λουκ.
629

ὑπερημερία, ἡ, υπέρβαση ημερομηνίας· ως δικανικός όρος, υπέρβαση


προθεσμίας πληρωμής, σε Δημ. 2. στέρηση, δήμευση, κατάσχεση
υπαρχόντων, κατάσχεση, στον ίδ.
ὑπερ-ήμερος, -ον (ἡμέρα), υπέρβαση ημερομηνίας πληρωμής, μετά την
παρέλευση της οποίας τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη υπόκεινται
σε κατάσχεση, σε Δημ.· ὑπερήμερον λαμβάνων τινά, δηλ. αυτός που έχει
το δικαίωμα να ασκήσει κατάσχεση, στον ίδ. II. μεταφ., ὑπερήμερος τῆς
ζωῆς, υπερέβησαν το όριο ζωής, σε Λουκ.· ὑπερήμερος τοῦ βίου, αυτός
που έχει διάρκεια πέρα από τα όρια της ανθρώπινης ζωής, στον ίδ.
ὑπερ-ήμῐσυς, -υ, περισσότερος του μισού, σε Ηρόδ.· τινός, ενός
πράγματος, σε Ξεν.
ὑπ-έρημος, -ον, κάπως έρημος, ερημωμένος, σε Πλούτ.
ὑπερ-ῐδεῖν, απαρ. του ὑπερ-εῖδον.
ὑπερ-ίημι, μέλ. -ήσω, υπερτερώ, ξεπερνώ, σε Ομήρ. Οδ.
ὑπερ-ικταίνομαι, Παθ., στη φράση, πόδες ὑπερικταίνοντο, τα πόδια
κινούνταν με εξαιρετική ταχύτητα, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
Ὑπερῑονίδης, -ου, ὁ, πατρωνυμ. του Ὑπερίων, ο γιος του Υπερίωνα, δηλ.
ο Ἥλιος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
ὑπερ-ίπταμαι, μεταγεν. τύπος του ὑπερπέτομαι, σε Πλούτ., Λουκ.
ὑπερ-ίστᾰμαι, Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,· στέκομαι πάνω από
κάτι άλλο, με γεν., σε Ηρόδ.· ιδίως, στέκομαι πάνω από κάποιον για
προστασία, προστατεύω, υπερασπίζω, τινος, σε Σοφ.
ὑπερ-ίστωρ, -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που γνωρίζει πολύ καλά, με γεν., σε Σοφ.
ὑπερ-ίσχῡρος, -ον, υπερβολικά δυνατός, σε Ξεν.
ὑπερ-ίσχω = ὑπερέχω, αμτβ., I. είμαι από πάνω, υπερισχύω, επικρατώ, με
γεν., σε Ησίοδ. II. προασπίζω, τινός, σε Ανθ.
Ὑπερίων[ῑ], -ονος, ὁ, Υπερίωνας, ο θεός Ήλιος, συχνά μαζί με το Ἥλιος,
ή μόνο του αντί Ἥλιος, σε Όμηρ. Ορισμένοι το ετυμολογούν από τα ὑπὲρ
ἰών, αυτός που περπατά, κινείται ψηλά· άλλοι απλώς θεωρούν ότι το
Ὑπερίων παράγεται από την πρόθεση ὑπέρ, ο άνω Θεός.
ὑπερ-κάθημαι, κυρίως Παθ. παρακ. του -έζομαι, κάθομαι υπεράνω ή
επάνω σε, ἐπί τινος, σε Ξεν.· μεταφ., κάθομαι πάνω από κάποιον και
αγρυπνώ, παρακολουθώ, επιτηρώ κάποιον, τινος, στον ίδ.
υπέρ-κᾰλος, -ον, υπερβολικά όμορφος, σε Αριστ.
ὑπερ-κάμνω, πάσχω ή κοπιάζω για, τινός, σε Ευρ.
ὑπερ-καταβαίνω, μέλ. -βήσομαι, κατεβαίνω πάνω από, υπερπηδώ
εντελώς, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ανθ.
ὑπερ-καταγέλαστος, -ον, υπερβολικά γελοίος, σε Αισχίν.
ὑπερκατάκειμαι, Παθ., βρίσκομαι ή κάθομαι στο τραπέζι, με γεν., σε
Πλούτ., Λουκ.
ὑπερ-κατηφής, -ές, υπερβολικά στενοχωρημένος, σε Λουκ.
ὑπερ-καχλάζω, μέλ. -σω, ξεχειλίζω, χύνομαι κάνοντας φυσαλίδες,
κοχλάζω υπερβολικά, σε Λουκ.
630

ὑπέρ-κειμαι, Παθ., I. βρίσκομαι ή τοποθετούμαι, τίθεμαι πάνω από, σε


Ισοκρ. II. αναβάλλομαι, σε Λουκ.
ὑπερ-κενόομαι, Παθ., αδειάζω εντελώς, σε Γαλην.
ὑπερμᾰχητικός, -ή, -όν, αυτός που είναι πρόθυμος να πολεμήσει υπέρ
κάποιου, για λογαριασμό κάποιου, σε Πλούτ.
ὑπερ-μάχομαι, αποθ., = ὑπερμαχέω, σε Πλούτ.· τάδε πατρὸς
ὑπερμαχοῦμαι, θα δώσει τη μάχη αυτή για λογαριασμό εκείνου, σε Σοφ.
ὑπέρ-μᾰχος, -ον, υπερασπιστής, πρόμαχος, σε Ανθ.
ὑπερ-μεγάθης[ᾰ], Ιων. αντί ὑπερ-μεγέθης.
ὑπέρ-μεγας, -άλη, -α, υπερβολικά μεγάλος, έξοχος, σε Αριστοφ.
ὑπερ-μεγέθης, Ιων. -άθης, -ες, γεν. -εος, = ὑπέρμεγας, σε Ηρόδ., Δημ.
ὑπερ-μεθύσκομαι, αόρ. αʹ -εμεθύσθην — Παθ., μεθοκοπώ (και σε αόρ.
είμαι μεθυσμένος), σε Ηρόδ.
ὑπερ-μενέτης, -ου, ὁ, ποιητ. αντί ὑπερμενής, σε Ομηρ. Ύμν.
ὑπερ-μενέων, -οντος, ὁ, μτχ. χωρίς ενεστ. σε χρήση, υπερβολικά δυνατός,
ισχυρός, σε Ομήρ. Οδ.
ὑπερ-μενής, -ές (μένος), υπερβολικά δυνατός, ισχυρός, υπερβολικά
δυναμικός, κραταιός, σε Όμηρ., Ησίοδ.
ὑπέρ-μετρος, -ον, πέρα από κάθε μέτρο, υπερβολικός, σε Πλάτ.
ὑπερ-μήκης, -ες (μῆκος), γεν. -εος, 1. υπερβολικά μακρύς, σε Αισχύλ.· ἡ
βασιλέος χεὶρ ὑπερμήκης, το χέρι του βασιλιά είναι πολύ μακρύ, φθάνει σε
μεγάλη απόσταση, σε Ηρόδ. 2. υπερβολικά ψηλός, λέγεται για βουνά, στον
ίδ. 3. ὑπερμάκης βοά, ιαχή, βοή υπερβολικά δυνατή, σε Πίνδ.
ὑπέρμορον, ὑπέρμορα, βλ. μόρος.
ὑπερ-νέφελος, -ον (νεφέλη), αυτός που βρίσκεται πάνω από τα σύννεφα,
σε Λουκ.
ὑπερ-νεωλκέω, μέλ. -ήσω, ρυμουλκώ πλοίο υπεράνω της ξηράς, σε
Στράβ.
ὑπερ-νῑκάω, μέλ. -ήσω, είμαι κάτι περισσότερο από νικητής, κατακτητής,
πορθητής, σε Κ.Δ.
ὑπερ-νότιος, -ον (Νότος), αυτός που βρίσκεται πέρα από το νότιο άνεμο,
δηλ. στον έσχατο νότο, σε Ηρόδ.
631

ὑπέρ-ογκος, -ον, 1. αυτός που έχει υπερβολικό όγκο, υπερμεγέθης, σε


Ξεν., Δημ. 2. υπέρμετρος, υπερβολικός, σε Πλάτ.
ὑπεροιδαίνω, αγριεύω, φουσκώνω υπερβολικά, λέγεται για ποτάμι, σε
Ανθ.
ὑπερ-οικέω, μέλ. -ήσω, κατοικώ, ζω, διαμένω υπεράνω ή πέρα από, με
γεν., σε Ηρόδ.· επίσης με αιτ., στον ίδ.
ὑπερ-πᾰγής, -ές (πάγος), υπερβολικά ψυχρός, παγωμένος, τὸ ὑπερπαγές,
υπερβολικός παγετός, σε Ξεν.
ὑπερπᾰθέω, μέλ. -ήσω, κυριεύομαι από υπερβολική λύπη, θλίψη,
ὑπερπαθήσασ', σε Ευρ.
ὑπερπᾰθής, -ές (πάθος), καταλυπημένος, καταταλαιπωρημένος.
ὑπερ-παίω, κυρίως σε παρακ. -πέπαικα, χτυπώ από πάνω, δηλ. υπερέχω,
ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβαίνω, υπερβάλλω, με γεν., σε Αριστοφ.· με αιτ.,
σε Δημ.
ὑπερ-πᾰλύνω, σκορπίζω, χύνω ή διασκορπίζω, διασπείρω, σε Ανθ.
ὑπερ-περισσεύομαι, μέλ. -σω, Μέσ., υπερπλεονάζω, υπεραφθονώ, σε
Κ.Δ.
ὑπερ-περισσῶς, επίρρ., υπέρμετρα, σε Κ.Δ.
ὑπερ-πέταμαι, αόρ. βʹ -επτάμην [ᾰ], και σε Ενεργ. τύπο -έπτην, Δωρ. -
έπτᾱν = ὑπερπέτομαι, σε Σοφ.
ὑπερ-πετάννυμι, μέλ. -πετάσω, απλώνω πάνω από, σε Λουκ.
ὑπερ-πετής, -ές, αυτός που πετάει πάνω από ή ψηλά, σε Στράβ.· μεταφ.,
αυτός που πετάει σε μεγάλο ύψος, σε Λουκ.
ὑπερ-πέτομαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ -επτόμην, 1. πετώ με ταχύτητα
πάνω από, λέγεται για δόρυ, σε Όμηρ. 2. με αιτ., ρίχνομαι πάνω ή πέρα
από, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με γεν., σε Πλούτ.
ὑπερ-πηδάω, μέλ. -ήσομαι, I. πηδώ πάνω από, με αιτ., σε Αριστοφ. II.
μεταφ., υπερπηδώ, υπερβαίνω, σε Δημ., Αισχίν.
ὑπέρ-πικρος, -ον, υπερβολικά οξύς, απότομος, αιχμηρός στον χαρακτήρα,
στους τρόπους, σε Αισχύλ.
ὑπερ-πίμπλημι, μέλ. -πλήσω, παραγεμίζω, γεμίζω υπερβολικά — Παθ.,
αόρ. αʹ ὑπερεπλήσθην, είμαι παραγεμισμένος, σε Αριστ.· με γεν.,
ὑπερπλησθεὶς μέθης, σε Σοφ.
ὑπερπίνω[ῑ], πίνω πάρα πολύ, σε Ξεν.
ὑπερπίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, I. πέφτω από πάνω, περνώ πάνω από, χύνομαι
πάνω από, επιρρίπτω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω, σε Στράβ. II. λέγεται για
χρόνο, παρέρχομαι, περνώ, σε Ηρόδ.
ὑπερ-πλεονάζω, μέλ. -σω, περισσεύω υπερβολικά, σε Κ.Δ.
ὑπερ-πληθής, -ές, άφθονος, πολυπληθής, ὑπερπλήθη ἐξημαρτηκώς,
έχοντας κάνει περισσότερα από αρκετά παραπτώματα, σε Δημ.
632

ὑπερ-πληρόω, μέλ. -ώσω, γεμίζω υπερβολικά, σε Ξεν. — Παθ., είμαι


παραγεμισμένος, παραφουσκωμένος, μπουχτίζω, πρήζομαι, μπουκώνομαι,
φουσκώνω, στον ίδ.
ὑπερ-πλησθῆναι, Παθ. απαρ. αορ. αʹ του -πίμπλημι.
ὑπερ-τείνω, μέλ. -τενῶ: I. μτβ., απλώνω ή θέτω πάνω σε, σε Ηρόδ.·
προτείνω, εκτείνω προς τα επάνω, τίτινι, σε Ευρ.· ὑπερτείνω σκιὰν σειρίου
κυνός, απλώνω πάνω (από το σπίτι) μία σκιά από τον ήλιο, σε Αισχύλ.·
ὑπερτείνω χεῖρά τινος, απλώνω το χέρι πάνω από κάποιον για προστασία,
σε Ευρ.· ὑπερτείνω πόδα ἀκτῆς, απλώνω, τεντώνω το πόδι μου πάνω από
την ακτή, δηλ. την διέρχομαι, την υπερπηδώ, την περνώ, στον ίδ. 2.
εντείνω, αγωνίζομαι μέχρις εσχάτων, σε Πλούτ. II. 1. αμτβ., απλώνομαι ή
εκτείνομαι, προβάλλω πάνω από, σε Θουκ.· επίσης με αιτ., ὑπερτείνω τὸ
κέρας, υπερφαλάγγισαν την πτέρυγα του εχθρού, σε Ξεν. 2. μεταφ.,
υπερβαίνω το μέτρο ή τον αριθμό, με γεν., σε Δημ.· με αιτ., παραβιάζω,
τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, σε Αριστ.
ὑπερ-τελέω, μέλ. -έσω, υπερπηδώ, με αιτ., σε Αισχύλ.
ὑπερ-τελής, -ές (τέλος), γεν. -έος, 1. αυτός που υψώνεται πάνω από τις
δυσκολίες, σε Αισχύλ. 2. με γεν., αυτός που ανατέλλει ή εμφανίζεται πάνω
από κάτι, σε Ευρ.· ἄθλων ὑπερτελής, αυτός που έχει φθάσει στο τέλος των
αγώνων, των κόπων, σε Σοφ.
ὑπερ-τέλλω, μέλ. -τελῶ, εμφανίζομαι πάνω από, ὑπερτείλας ὁ ἥλιος, όταν
ο ήλιος είχε φανεί για τα καλά πάνω από τον ορίζοντα, σε Ηρόδ.·
ὑπερτείνω ἐκ γαίας, αναπηδώ, αναβλύζω, εκτινάζομαι από τη γη, σε Ευρ.·
με γεν., φαρέων μαστὸς ὑπερτέλλων, αυτός που διαγράφεται πάνω από το
ένδυμά της, στο ίδ.· κορυφῆς ὑπερτέλλων πέτρος, λίθος που επικρέμονταν
πάνω από το κεφάλι (του Ταντάλου), στον ίδ.
ὑπερ-τενής, -ές, αυτός που απλώνεται πάνω από, αυτός που εκτείνεται
πάνω από, σε Αισχύλ.
ὑπερτερία, Ιων. -ίη, ἡ, το επάνω μέρος ή το σκαρί μιας άμαξας, σε Ομήρ.
Οδ.
ὑπέρτερος, -α, -ον, συγκρ. από την πρόθ. ὑπέρ, I. 1. αυτός που υπερέχει ή
ανώτερος, υψηλότερος, κρέα ὑπέρτερα, σάρκα, κρέας από τα εξωτερικά
μέρη ενός θύματος, αντίθ. προς τα σπλάγχνα ή εσωτερικά, σε Ομήρ. Οδ. 2.
μεταφ., υψηλότερος, ευγενέστερος, εξοχώτερος, σε Ομήρ. Ιλ.·
δυνατότερος, ισχυρότερος, σε Σοφ. 3. με γεν., νικηφόρος ή θριαμβευτικός
έναντι, σε Πίνδ., Ευρ.· οὐδὲν οἶδ' ὑπέρτερον, δεν γνωρίζω τίποτα
633

περισσότερο, πιο βέβαιο, σίγουρο, σε Σοφ. II. ουδ. ως επίρρ., καλύτερος,


καταλληλότερος, προτιμότερος από, με γεν., στον ίδ.
ὑπερ-τήκω, λιώνω υπερβολικά, σε Στράβ.
ὑπερ-τίθημι, μέλ. -θήσω, I. 1. θέτω υψηλότερα, ανεγείρω, σε Ανθ. 2.
τοποθετώ σε άλλο μέρος, μεταφέρω, σε Πλούτ. 3. σε Μέσ., κρατώ πάνω
από, έτσι ώστε να προστατέψω, υπερασπίσω, προασπίσω, σε Ανθ. II. 1.
μεταφ., παντὶ θεὸν ὑπερτιθέμεν, βάζω τον Θεό πάνω απ' όλα, σε Πίνδ. 2.
μεταβιβάζω, μεταδίδω, διαβιβάζω, κοινοποιώ κάτι σε κάποιον άλλο,
ὑπερετίθεα (Ιων. παρατ. αντί -ετίθην), τὰ ἔμελλον ποιήσειν, σε Ηρόδ.·
ομοίως στη Μέσ., ιδίως στην περίπτωση που κάποιος ζητά συμβουλή, στον
ίδ.
ὑπερ-τῑμάω, μέλ. -ήσω, τιμώ υπερβολικά, τινά, σε Σοφ.
ὑπέρ-τονος, -ον, υπερβολικά τεταμένος, τεταμένος στο έπακρο, σε πλήρη
ένταση, υπερβολικά θορυβώδης, ηχηρός, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
ὑπερ-τρέχω, μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον· I. 1. τρέχω πάνω από ή
πέρα από, διαφεύγω, ξεφεύγω, με αιτ., σε Θέογν., Ευρ. 2. υπερέχω,
υπερβαίνω, ξεπερνώ, τινά, σε Ευρ.· απόλ., επικρατώ, κυριαρχώ, στον ίδ.
II. υπερβαίνω, παραβαίνω τον νόμο, σε Σοφ.
ὑπ-ερυθριάω, μέλ. -άσω [ᾱ], κοκκινίζω λίγο, σε Αριστοφ.
ὑπ-έρυθρος, -ον, κάπως κόκκινος, κοκκινωπός, σε Θουκ., Πλάτ.
ὑπερ-ύψηλος, -ον, υπερβολικά ψηλός, σε Ξεν.
ὑπερ-υψόω, μέλ. -ώσω, εξαίρω, εκθειάζω κάποιον υπερβολικά, τινά, σε
Κ.Δ.
ὑπερ-φαίνομαι, Παθ., φαίνομαι πάνω από ένα μέρος, με γεν., σε Θουκ.
ὑπερ-φᾰλαγγέω, μέλ. -ήσω, εκτείνω το μέτωπο της φάλαγγας, έτσι ώστε
να υπερφαλλαγίσω τον εχθρό· γενικά, υπερφαλλαγίζω, περικυκλώνω, σε
Ξεν.· με γεν., ὑπερφαλαγγέω τοῦ στρατεύματος, στον ίδ.
ὑπερφᾰνής, -ές (φαίνομαι), γεν. -έος, αυτός που φαίνεται πιο πάνω, που
ξεχωρίζει, αυτός που υπερέχει των άλλων στο ύψος, σε Ξεν.
ὑπέρ-φᾰτος, -ον (φατός, φημί), ο ανώτερος λόγων, ανέκφραστος,
ανείπωτος, απερίγραπτος, σε Πίνδ.
ὑπερ-φέρω, μέλ. -οίσω, αόρ. αʹ -ήνεγκα, αόρ. βʹ -ήνεγκον· I. φέρω, κομίζω
ή μεταφέρω σ' ένα μέρος, ὑπερφέρειν τὸν ἰσθμὸν τὰς ναῦς, σε Θουκ. —
634

Παθ., (αἱ νῆες) αἱ ὑπερενεχθεῖσαι τὸν ἰσθμόν, στον ίδ. II. αμτβ., εγείρομαι,
σηκώνομαι ψηλότερα, ξεπερνώ, υπερέχω, έχω το πλεονέκτημα έναντι,
τινός τινι, κάποιου σε κάτι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· επίσης με αιτ. αντί γεν.,
ὑπερφέρεις τόλμῃ τόλμαν, σε Ευρ.· απόλ., υπερέχω, έχω τα πρωτεία, τον
πρώτο λόγο, σε Ηρόδ., Σοφ.
ὑπέρφευ, επίρρ., ὑπερφυῶς, σε Αισχύλ., Ευρ.
ὑπερφθέγγομαι, αποθ., ηχώ, ακούγομαι, φωνάζω δυνατώτερα, τὰ ἔργα
ὑπερφθέγγομαι τοὺς λόγους, σε Λουκ.
ὑπερφθίνομαι[ῐ], Παθ., πεθαίνω για ή υπέρ κάποιου, ὑπερέφθιτο (ποιητ.
αόρ. βʹ) πατρός, σε Πίνδ.
ὑπερ-φίᾰλος, -ον, αυταρχικός, δεσποτικός, αγέρωχος, υπερφίαλος,
ξιπασμένος, αλαζόνας, υπερόπτης, επηρμένος, αυθάδης, σε Όμηρ.· επίρρ.
-λως, καθ' υπερβολή, στον ίδ.· υπεροπτικά, με έπαρση ή αυθάδεια, σε
Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ., πιθ. Επικ. τύπος είτε από το ὑπέρβιος ή από το
ὑπερ-φυής).
ὑπερ-φῐλέω, μέλ. -ήσω, αγαπώ υπερβολικά, σε Αριστοφ., Ξεν.
ὑπερ-φοβέομαι, Παθ. με Μέσ. μέλ., κατατρομοκρατούμαι, φοβάμαι
υπερβολικά, σε Αισχύλ., Ξεν.
ὑπέρ-φοβος, -ον, κατατρομαγμένος, έντρομος, δειλός, φοβιτσιάρης, σε
Ξεν.
ὑπερ-φορέω, φέρω, μεταφέρω από πάνω, σε Ξεν.
ὑπερ-φρονέω, μέλ. -ήσω, 1. είμαι υπερήφανος, φαντασμένος, έχω υψηλές
ιδέες, σε Αισχύλ.· ὑπερφρονέω τινί, είμαι περήφανος για κάτι, σε Ηρόδ.,
Πλάτ. 2. με αιτ., περιφρονώ, υποτιμώ, καταφρονώ, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
— Παθ., καταφρονούμαι, περιφρονούμαι, σε Θουκ. 3. με γεν., κρίνω κάτι
με ελαφρότητα, χωρίς τη δέουσα σημασία, σε Ευρ., Αριστοφ.
ὑπέρφρων, -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), 1. φαντασμένος, υπερβολικά υπερήφανος,
αλαζονικός, περιφρονητικός, καταφρονητικός, υπεροπτικός, σε Αισχύλ.,
Ευρ.· ουδ. πληθ. ὑπέρφρονα, ως επίρρ., σε Σοφ. 2. με θετική σημασία, ἐκ
τοῦ ὑπέρφρονος, από αίσθηση υπεροχής, σε Θουκ.
ὑπερ-φυής, -ές (φύομαι), Αττ. αιτ. ενικ. -φυᾶ, ουδ. πληθ. -φυῆ ή -φυᾶ· 1.
υπερβολικά, πρόωρα ανεπτυγμένος, υπερμεγέθης, πελώριος, τεράστιος, σε
Ηρόδ., Αριστοφ. 2. τερατώδης, εκπληκτικός, θαυμαστός, έξοχος,
καταπληκτικός, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· συνοδευόμενο από αναφορ.,
ὑπερφυὴς ὅσος, καταπληκτικό πόσο θαυμάσιος, έξοχος, δηλ.
καταπληκτικά θαυμάσιος, έξοχος, σε Αριστοφ., Πλάτ. II. επίρρ. -ῶς, πάρα
πολύ, υπερβολικά πολύ, θαυμάσια, υπέροχα, παραδόξως, περιέργως,
υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· σε καταφατικές απαντήσεις,
ὑπερφυῶς μὲν οὖν, σε Πλάτ.
ὑπερ-φύομαι, Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., υπερτερώ, ξεπερνώ,
υπερέχω, με αιτ., σε Ηρόδ.
ὑπερ-φῡσάομαι, Παθ., φουσκώνω, διογκώνομαι υπερβολικά, σε Λουκ.
635

ὑπερ-φωνέω, μέλ. -ήσω, υπερέχω κάποιου φωνάζοντας δυνατώτερα απ'


αυτόν, τινά, σε Λουκ.
ὑπερ-χαίρω, μέλ. -ήσω, χαίρομαι, αγαλλιάζω υπερβολικά για κάτι, με
δοτ., σε Ευρ.· με μτχ., μανθάνων ὑπερχαίρω, σε Ξεν.
ὑπερ-χλίω ή -χλιδάω, είμαι υπερβολικά λάγνος, ακόλαστος ή υπερόπτης,
αλαζονικός, σε Σοφ.
ὑπ-έρχομαι, μέλ. -ελεύσομαι· αποθ. με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.· I.
πηγαίνω ή έρχομαι από κάτω, εισέρχομαι, μπαίνω, Λατ. subire, με αιτ., σε
Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. II. λέγεται για αθέλητα, ακούσια αισθήματα, κυριεύω,
καταλαμβάνω κάποιον, με αιτ., Τρῶας τρόμος ὑπήλυθε, σε Ομήρ. Ιλ.·
ὑπῆλθε με φόβος, σε Σοφ. κ.λπ. III. 1. λέγεται για πρόσωπα, διεισδύω στην
εύνοια κάποιου, έλκω την εύνοια κάποιου, κολακεύω, καλοπιάνω για να
διατηρήσω ή να εξασφαλίσω την εύνοια κάποιου, υποκλίνομαι σε, με αιτ.,
σε Αριστοφ., Πλάτ. 2. υποσκάπτω, υπονομεύω, φθείρω, εξαπατώ,
παραπλανώ, σε Σοφ., Ευρ. IV. προελαύνω με αργό ρυθμό, λέγεται για
στράτευμα, σε Ξεν.
ὑπέρ-χρεως, -ων, καταχρεωμένος, βυθισμένος μέχρι το λαιμό στα χρέη,
σε Δημ.
ὑπέρ-ψυχρος, -ον, παγερός, σε Λουκ.
ὑπ-ερωέω, μέλ. -ήσω, ξεκινώ για την επιστροφή, πηδώ προς τα πίσω,
οπισθοχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπερῴη, ἡ, το πάνω μέρος του εσωτερικού του στόματος, ουρανίσκος, σε
Ομήρ. Ιλ. (από το ὑπέρ, βλ. ὑπερῷος).
ὑπερωϊόθεν, επίρρ., από το υπερώο, από το ανώτερο, υψηλότερο δωμάτιο,
διαμέρισμα, σε Ομήρ. Οδ.
ὑπερῷον, Επικ. -ώϊον, τό, το ανώτερο, υψηλότερο μέρος ενός σπιτιού,
κατοικίας, το ανώτατο πάτωμα ή τα ανώτερα διαμερίσματα, εκεί που
διέμεναν, κατοικούσαν οι γυναίκες, σε Όμηρ.· σε Αττ., σοφίτα, υπερώο,
σε Αριστοφ. (βλ. το επόμ.).
ὑπερῷος, -α, -ον, αυτός που βρίσκεται υπεράνω, σε Πλούτ. (από την
πρόθεση ὑπέρ· το δε -ῷος είναι απλή κατάληξη, όπως τα πατρῴος,
μητρῴος από τα πατήρ, μήτηρ).
ὑπερώτατος, -η, -ον, ποιητ. αντί του ὑπέρτατος, σε Πίνδ.
ὑπ-ερωτάω, μέλ. -ήσω, απαντώ με ερώτηση, σε Πλάτ.

Με την πρόθεση υπο- εντοπίζονται 429 λήμματα


636

ὑπό[ῠ], Λατ. sub, πρόθ. με γεν., δοτ. και αιτ. Επικ. ὑπαί πριν από δ, π.
Α. ΜΕ ΓΕΝ., I. 1. λέγεται για τόπο, από κάτω, ῥέεικρήνη ὑπὸ σπείους, σε
Ομήρ. Οδ.· λέγεται για διάσωση, απαλλαγή από την εξουσία κάποιου·
ακολουθ. τα ρήματα ἐρύεσθαι, ἁρπάζειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵππους λῦσαν ὑπὸ
ζυγοῦ, έλυσαν τα άλογα από κάτω από τον ζυγό, σε Όμηρ. 2. κάτω από,
από κάτω, μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα, έμπηξα, έχωσα τη ράβδο μέσα και
κάτω από τα αναμμένα κάρβουνα φωτιάς που κοντεύει να σβήσει, κάτω
από τη θράκα, χόβολη, σε Ομήρ. Οδ.· ὑπὸ στέρνοιο τυχήσας, πλήττοντάς
τον κάτω από το στήθος, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ χθονός, σε Όμηρ. κ.λπ. II. 1.
χρησιμ. για το ποιητ. αίτιο, με Παθ. ρήματα, από/μέσω, Λατ. a ή ab, ὑπό
τινος δαμῆναι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑφ' ἑαυτοῦ, από δική του ενέργεια, δηλ. αφ'
εαυτού, σε Θουκ.· επίσης, φεύγειν ὑπό τινος, δηλ. καταδιώκομαι από
κάποιον και φεύγω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔπαινον ἔχειν ὑπό τινος, σε Ηρόδ.· 2.
λέγεται για πράγματα και πρόσωπα, ὡς διάκειμαι ὑπὸ τῆς νόσου, σε Θουκ.·
ἐνδακρύειν χαρᾶς ὕπο, σε Αισχύλ.· μαίνεται ὑφ' ἡδονῆς, σε Σοφ.· ὀρύσσειν
ὑπὸ μαστίγων, σκάβω, εξορύσσω κάτω από το φόβο, υπό απειλή
μαστιγίου, δηλ. εξορύσσω ενώ μαστιγώνομαι, σε Ηρόδ. 3. λέγεται για
μουσική συνοδεία, στον ρυθμό ενός πράγματος, κωμάζειν ὑπ' αὐλοῦ, σε
Ησίοδ.· πίνειν ὑπὸ σάλπιγγος, σε Αριστοφ.· έπειτα, για οτιδήποτε
συνοδεύει κάτι, δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων ἠγίνεον, υπό το φως δαυλών,
πυρσών, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπ' εὐφήμου βοῆς θῦσαι, προσφορά θυσίας που
συνοδεύεται από εύφημη βοή, σε Σοφ.· ὑπὸ πομπῆς, σε ή με επίσημη,
σοβαρή πομπή, σε Ηρόδ. Β. ΜΕ ΔΟΤ., λέγεται για τόπο ή για θέση, 1. ὑπὸ
ποσσί, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ πλατανίστῳ, στο ίδ.· ὑπ' Ἰλίῳ, κάτω από τα τείχη
του, σε Ευρ.· ὑφ' ἅρμασι, κάτω από το άρμα, δηλ. ζευγμένος σε αυτό, σε
Ομήρ. Ιλ. 2. ὑπὸ χερσί τινος δαμῆναι, υποταγμένος κάτω από, δηλ. μέσω
της δύναμης των όπλων του, στο ίδ.· ὑπὸ δουρὶ δαμῆναι, στο ίδ. II. 1.
λέγεται για πρόσωπο υπό την εξουσία ή την επιρροή του οποίου γίνεται
κάτι, φέβεσθαι ὑπό τινι, τρέπομαι σε φυγή ενώπιόν του, στο ίδ.· ὑπὸ πομπῇ
τινος βῆναι, ακολουθώ, κατατάσσομαι, συμμετέχω σε φάλαγγα, σε
εφοδιοπομπή, στη νηοπομπή κάποιου, στο ίδ. 2. λέγεται για δήλωση
υποταγής, ὑπό τινι, κάτω από την εξουσία κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.· εἶναιὑπό
τινι, είμαι υποτελής κάποιου, σε Θουκ.· ἔχειν ὑφ' ἑαυτῷ, υπόκειμαι στην
εξουσία κάποιου, στις διαταγές κάποιου, σε Ξεν. 3. χρησιμ. για πράγματα
που έρχονται σε μία τάξη, ἐργασίαι ὑπὸ ταῖς τέχναις, σε Πλάτ. 4. όπως στο
Α. II. 3, ὑπ' αὐλητῆρι πρόσθ' ἔκιον, προχωρούσαν στον ρυθμό της μουσικής
του αυλητή, σε Ησίοδ.· γενικά, λέγεται για συνακόλουθες περιστάσεις, ἐξ
ἁλὸς εἶσι πνοιῇ ὕπο Ζεφύροιο, σε Ομήρ. Οδ.· ὑπὸ σκότῳ, νυκτί, σε Αισχύλ.
Γ. ΜΕ ΑΙΤ., λέγεται για τόπο, προς και κάτω από, I. 1. ὑπὸ σπέος ἤλασε
637

μῆλα, τα οδήγησε κάτω από, δηλ. μέσα στη σπηλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ
ζυγὸν ἤγαγεν, σε Ομήρ. Οδ.· ὑπὸ δικαστήριον ἄγειν, φέρνω κάποιον κάτω
από ή ενώπιον των υψηλών εδρών των δικαστών, σε Ηρόδ. 2. όπως το ὑπό
με δοτ. χωρίς έννοια κίνησης, ὑπ' ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, παντού κάτω από τον
ήλιο, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸτὴν ἄρκτον, σε Ηρόδ.· τὸ ὑπὸ τὴν ἀκρόπολιν, σε
Θουκ. II. λέγεται για υποταγή, ποιεῖσθαι ὑπὸ σφᾶς, στον ίδ. κ.λπ. III.
λέγεται για χρόνο, όπως το Λατ. sub, μόλις μετά, σχεδόν κατά, ὑπὸ νύκτα,
κατά τη νύχτα, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ ταῦτα, εκείνη περίπου την περίοδο, σε
Ηρόδ.· ὑπὸτὸν νηὸν κατακαέντα, κατά την περίοδο που κάηκε ο ναός, σε
Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ τὸν σεισμόν, κατά την περίοδο του σεισμού, σε Θουκ.
IV.χρησιμ. για μουσική συνοδεία, ὑπὸ αὐλὸν διαλέγεσθαι, σε Ξεν. V. ὑπό
τι, ως επίρρ., σ' έναν συγκεκριμένο βαθμό, κατά ένα συγκεκριμένο μέτρο,
Λατ. aliquatenus, σε Πλάτ. Δ. ΘΕΣΗ, η ὑπὸ μπορεί πάντοτε να ακολουθεί
μετά την πτώση, οπότε με αναστροφή μετατρέπεται σε ὕπο. Ε. ΩΣ ΕΠΙΡΡ.,
1. κάτω από, από κάτω, από κάτω, σε Όμηρ. 2. από πίσω, σε Ηρόδ. II.
μυστικά, απαρατήρητα, ανεπαίσθητα, σε Ομήρ. Ιλ. Ζ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ., I. 1.
κάτω από, λέγεται για στάση και κίνηση, όπως στα ὕπ-ειμι, ὑπο-βαίνω. 2.
λέγεται για περίβλημα, επένδυση ή περικάλυψη ενός πράγματος από ένα
άλλο, όπως στο ὑπό-χρυσος. 3. λέγεται για δήλωση υποταγής, ὑπο-δαμνάω,
ὑφ-ηνίοχος. II. μάλλον, κάπως, λιγάκι, λίγο, ὑπο-κινέω, ὑπό-λευκος,
κρυφά, ανεπαίσθητα, μυστικά, ὑποθωπεύω.
ὑπο-άμουσος, -ον, κάπως, λιγάκι αποξενωμένος από τις Μούσες, σε Πλάτ.
ὑπό-βαθρον, τό, οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από βάση, σκελετός, υποδομή
στήριξης ανάκλιντρου, καθίσματος, κλίνης, αιωρούμενη συσκευή,
μηχάνημα ή αιώρημα, σε Ξεν.
ὑπο-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, πηγαίνω ή στέκομαι κάτω από· μεταφ.,
τεσσεράκοντα πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης (πυραμίδος) τὠυτὸ μέγαθος,
κτίζοντάς την σαράντα πόδια χαμηλότερη από την άλλη πυραμίδα, δηλ.
την έκτισε 40 πόδια χαμηλότερη, σε Ηρόδ.· μικρὸν ὑποβάς, λίγο παρακάτω
(σε βιβλίο), σε Στράβ.
ὑπο-βάλλω, Επικ. ὑβ-βάλλω, μέλ. -βαλῶ, παρακ. -βέβληκα, 1. ρίχνω,
πετώ, βάζω ή απλώνω από κάτω, σε Ομήρ. Οδ.· τί τινι, σε Ευρ. 2. θέτω
από κάτω, ως θεμέλιο, βάση, σε Αισχίν. 3. υποτάσσω, ἐχθροῖς ἐμαυτόν, σε
Ευρ. II. Μέσ., παίρνω ξένο ή νόθο παιδί αντί του δικού μου, Λατ.
supponere, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ. III. υπαινίσσομαι, ψιθυρίζω, όπως κάνει
ο υποβολέας, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. κ.λπ. — Μέσ., κάνω λανθασμένες
υποδείξεις, προτάσεις, σε Σοφ. IV.σε Μέσ., οικειοποιούμαι, ιδιοποιούμαι,
σφετερίζομαι, διαρπάζω, σε Πλούτ.
638

ὑπο-βαρβᾰρίζω, μιλώ λίγο σαν βάρβαρος, ξένος, μιλώ κάπως σπαστά, σε


Πλάτ.
ὑπόβᾰσις, -εως, ἡ (ὑποβαίνω), χαμήλωμα, κάθοδος, υποχώρηση·
σκύψιμο με λύγισμα των ποδιών, ιδίως λέγεται για άλογο που χαμηλώνει
για να δεχθεί αναβάτη, σε Ξεν.
ὑπο-βένθιος, -ον (βένθος), αυτός που βρίσκεται κάτω από τα βάθη,
υποβρύχιος, σε Ανθ.
ὑποβήσσω, Αττ. -ττω, βήχω ελαφρά, σε Λουκ.
ὑπο-βῐβάζω, μέλ. Αττ. -βιβῶ, μτβ. του ὑποβαίνω, φέρνω κάτω, κατεβάζω
— Μέσ., χαμηλώνω, σκύβω λυγίζονας τα πόδια, λέγεται για άλογο που
χαμηλώνει, κλίνει προς τα κάτω για να δεχθεί τον αναβάτη του, Λατ.
subsidere, σε Ξεν.
ὑπο-βλέπω, μέλ. -ψομαι, βλέπω, κοιτάζω κάτω από τα φρύδια, κοιτάζω
βιαστικά, λοξοκοιτάζω, στραβοκοιτώ, κοιτώ πλαγίως, βλέπω με
καχυποψία ή με οργή, Λατ. limis oculis suspicere, σε Πλάτ.· επίσης,
ὑποβλέπω ἐλεεινά, ρίχνω βλέμμα οίκτου, σε Ανθ. — Παθ., αντικρύζομαι,
αντιμετωπίζομαι με καχυποψία, σε Ευρ.
ὑποβλήδην (ὑποβάλλω), επίρρ., I. αυτός που επιβάλλεται εμμέσως, δηλ.
με επιφυλακτικότητα ή ως ένδειξη μομφής, ελέγχου, αποδοκιμασίας ή για
να διακόψει αυτόν που μιλά, σε Ομήρ. Ιλ. II. λοξά, στραβά, πλαγίως, σε
Ομηρ. Ύμν.
ὑποβλητέος, -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποβληθεί, σε Ξεν.
ὑπό-βλητος, -ον (ὑποβάλλω), αυτός που τοποθετείται στη θέση κάποιου
άλλου, πλαστός, κίβδηλος, εξαγορασμένος, διεφθαρμένος, ψευδής,
ψεύτικος, απατηλός, πλάνος, σε Σοφ.
ὑποβολή, ἡ (ὑποβάλλω)· I. Ενεργ., υποβολή ή τοποθέτηση, άπλωμα
κάτω, σε Πλάτ. 2. αντικατάσταση, αναπλήρωση κρυφή, μυστική, ιδίως
λέγεται για νόθα παιδιά, στον ίδ. 3. εισήγηση, πρόταση, υπόδειξη, ἐξ
ὑποβολῆς, μέσω παραίνεσης, νουθεσίας, σε Ξεν. II. υπόθεση ενός λόγου,
μιας ομιλίας, σε Λουκ.
ὑποβολιμαῖος, -α, -ον (ὑποβολή I. 2), αυτός που υποκαθίσταται από, ο
κρυφά τοποθετημένος, λέγεται για παιδιά, σε Ηρόδ., Πλάτ.
ὑπο-βρέμω, βρυχώμαι, μουγκρίζω ή βουΐζω υπόκωφα, σε Αισχύλ.
639

ὑπο-βρέχω, βρέχω, μουσκεύω ή υγραίνω λιγάκι, κουτσοπίνω — Παθ.,


μτχ. παρακ. ὑποβρεγμένος, λιγάκι μεθυσμένος, σε Λουκ.
ὑπόβρῠχα, βλ. ὑπόβρυχος.
ὑπο-βρύχιος[ῠ], -α (Ιων. -η), -ον, αυτός που βρίσκεται κάτω από το νερό,
σε Ηρόδ.
ὑπό-βρῠχος, -ον, = το προηγ.· το ουδ. πληθ. ὑπόβρυχα ως επίρρ., κάτω από
νερό, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
ὑπό-γαιος, -ον, βλ. ὑπό-γειος.
ὑπο-γάστριον, τό (γαστήρ), κοιλιά, Λατ. abdomen, κοιλιά τόνου (του
ψαριού), αγαπητό, αγαπημένο φαγητό στην Αθήνα, σε Αριστοφ.
ὑπό-γειος, Ιων. και μεταγεν. Αττ. -γαιος, -ον (γῆ), αυτός που βρίσκεται
κάτω από τη γη, υπόγειος, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ὑπο-γελάω, μέλ. -γελάσομαι, χαμογελώ, μειδιώ, Λατ. subridere, σε Πλάτ.
ὑπο-γενειάζω, ικετεύω αγγίζοντας το πηγούνι, σε Αισχίν.
ὑπο-γίγνομαι, Ιων. και σε μεταγεν. ελλ. -γίνομαι, μέλ. -γενήσομαι· αποθ.,
επακολουθώ ή διαδέχομαι, Λατ. subnasci, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
ὑπό-γλαυκος, -ον, κάπως γκρίζος, γκριζωπός, σε Ξεν.
ὑπο-γλαύσσω, ρίχνω μια κλεφτή ματιά, σε Μόσχ.
ὑπο-γλῠκαίνω, γλυκαίνω λίγο· μεταφ., καλοπιάνω και καταπραΰνω, τινά,
σε Αριστοφ.
ὑπο-γνάμπτω, μέλ. -ψω, λυγίζω, κάμπτω σταδιακά, βαθμιαία, σε Ομηρ.
Ύμν.
ὑπο-γραμμᾰτεύς, -έως, ὁ, υπογραμματέας, κατώτερος γραμματέας,
δεύτερος γραμματέας, σε Αριστοφ. κ.λπ.
ὑπο-γραμμᾰτεύω, μέλ. -σω, υπηρετώ ως βοηθός γραμματέα, τινί, σε Ρήτ.
ὑπογρᾰφεύς, -έως, ὁ, αυτός που γράφει κατ' εντολή ή καθ' υπαγόρευση
άλλου προσώπου, γραμματέας, amanuensis, σε Πλούτ., Λουκ.
ὑπο-γρᾰφή, ἡ, I. υπογεγραμμένο έγγραφο καταγγελίας, σε Πλάτ. II.
περίγραμμα, διάγραμμα, γενικές γραμμές, κύρια σημεία, τενόντων
ὑπογραφαί, ίχνη, χνάρια, πατημασιές ποδιών, σε Αισχύλ.· διάγραμμα,
περίγραμμα, γενικό διάγραμμα, σκαρίφημα, σχέδιο, σχεδιάγραμμα, Λατ.
adumbratio, σε Πλάτ. κ.λπ. III. βάψιμο κάτω από τα βλέφαρα, σε Ξεν.
640

ὑπο-γράφω[ᾰ], μέλ. -ψω, I. 1. γράφω κάτω από επιγραφή, συμπληρώνω


ή προσθέτω σ' αυτήν, σε Θουκ.· ὑπογράψας ἐπιβουλεῦσαί με, έχοντας
προσθέσει (στην κατηγορία) ότι..., σε Δημ. — Μέσ., φέρνω πρόσθετη
κατηγορία εναντίον του, σε Ευρ. 2. υπογράφω, βάζω υπογραφή — Μέσ.,
ὑπογράφω τὰς καταβολάς, υπογράφω κι έτσι γίνομαι εγγυητής, σε Δημ. 3.
γράφω καθ' υπαγόρευση, σε Πλούτ. II. γράφω γραμμές κάτω από, δηλ.
σχηματίζω τα ίχνη των γραμμάτων για να γράψουν πάνω σε αυτά τα
παιδιά, σε Πλάτ.· μεταφ., νόμους ὑπογράφω, σχεδιάζω νόμους ως οδηγούς
δράσης (στην ζωή), στον ίδ. 2. σχεδιάζω ένα γενικό περίγραμμα,
διατυπώνω σε γενικές γραμμές, Λατ. adumbrare, στον ίδ. κ.λπ. III.
ὑπογράφειν ή ὑπογράφεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς, το βάψιμο κάτω από τα
βλέφαρα, σε Λουκ.
ὑπό-γυιος ή ὑπό-γῠος, -ο (γυῖον)· I. στο χέρι κάποιου, πλησίον, εγγύς, σε
Ισοκρ., Δημ. II. αυτός που μόλις βγήκε από τα χέρια κάποιου, πρόσφατος,
νέος, Λατ. recens, σε Ισοκρ., Δημ.· ὑπόγυιόν ἐστι ἐξ οὗ..., είναι πολύ λίγος
χρόνος αφότου..., σε Ισοκρ. III. 1. αιφνίδιος, ξαφνικός, σε Αριστ.· ἐξ
ὑπογύου, εκ του προχείρου, δίχως προετοιμασία ή προπαρασκευή,
αυθορμήτως, στη στιγμή, σε Ξεν., Πλάτ. 2. λέγεται για πρόσωπα, ὑπογύῳ
τῇ ὀργῇ, στην πρώτη ἔκρηξη, ξέσπασμα της οργής, σε Αριστ.
ὑπο-δαίω, ανάβω, πυρπολώ, καίω από κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπο-δακρύω, μέλ. -σω, δακρύζω λίγο ή κρυφά, σε Λουκ.
ὑπο-δαμνάω, δαμάζω ή εξασθενώ κάτω από την πίεση κάποιου, σε Ομήρ.
Ιλ. — Παθ., ὑποδάμνᾰμαι (όπως αν προερχόταν από το ὑποδάμνημι),
κάμπτομαι, καταβάλλομαι, νικιέμαι, εξουδετερώνομαι, αφήνομαι να
νικηθώ ή να εξουδετερωθώ, δαμασθώ, σε Ομήρ. Οδ.· μτχ. αορ. αʹ
ὑποδμηθεῖσα (βλ. δαμάζω), λέγεται για γυναίκα, υποταγμένη σε άνδρα,
υποχωρητική σ' αυτόν, σε Ομηρ. Ύμν., σε Ησίοδ. — Μέσ., Ἔρος φρένας
ὑποδάμναται, σε Θεόκρ.

ὑποδεδιώς, ὁ, κωμικό όνομα πτηνού στον Αριστοφ. ο φοβιτσιάρης.


ὑπο-δέδρομα, παρακ. του ὑποτρέχω.
ὑπο-δεής, -ές (δέομαι), γεν. -έος, κάπως ανεπαρκής, ελλιπής, κατώτερος·
κυρίως σε συγκρ. ὑποδεέστερος, σε Ηρόδ., Πλάτ.· ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων,
με πόρους πολύ κατώτερους, σε Θουκ.· επίρρ. -εστέρως, στον ίδ.
ὑπό-δειγμα, τό, δείγμα, σημείο, σε Ξεν.· πρότυπο, σε Πολύβ.
641

ὑπο-δείδω, μέλ. -σω, αόρ. αʹ ὑπέδεισα, Επικ. -έδδεισα· Επικ. παρακ.


ὑπαιδείδοικα· παρακ. βʹ ὑπο-δείδια, γʹ πληθ. υπερσ. ὑπεδείδισαν· I. μτβ.,
δειλιάζω κάτω από ή ενώπιον, ή φοβάμαι μυστικά, με αιτ., σε Όμηρ.·
ομοίως, λέγεται για πτηνά, ζαρώνω από φόβο, αἰγυπιὸν ὑποδείσαντες, σε
Σοφ. II. απόλ., σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. ὑποδεδιώς.
ὑπο-δείκνῡμι και -ύω· μέλ. -δείξω, Ιων. -δέξω· I. 1. δείχνω μυστικά,
κρυφά, σε Ηρόδ.· ὑποδέξας ὄλβον, έχοντας δώσει μία μικρή ακτίνα
ευτυχίας, στον ίδ.· ὑποδείκνυμι ἀρετήν, κάνω επίδειξη αρετής, σε Θουκ. 2.
απόλ., φανερώνω, δηλώνω την θέλησή μου, σε Ξεν. II. υποδεικνύω,
δείχνω χαράζοντας, σημειώνω το μέρος στο οποίο πρέπει να γίνει κάτι, σε
Ηρόδ.· απόλ., θέτω υπόδειγμα, πρότυπο, σε Ξεν. 2. γενικά, διδάσκω
εμμέσως ή μέσω ενδείξεως και υπαινιγμών, σε Ισοκρ.· με απαρ., σε Κ.Δ.
ὑποδεικτέος, -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποδειχθεί, σε
Πολύβ.
ὑπο-δειλιάω, δειλιάζω λιγάκι, σε Αισχίν.
ὑπο-δειμαίνω, φοβάμαι κρυφά κάποιον, τινά, σε Ηρόδ.
ὑπο-δέκομαι, Ιων. αντί ὑπο-δέχομαι.
ὑπο-δέμω, θέτω ως θεμέλιο, σε Ηρόδ.
ὑποδεξίη, ἡ, όπως το ὑποδοχή, υποδοχή και περιποίηση ενός ξένου,
φιλοξενουμένου, μέσα, τρόποι φιλοξενίας, περιποίησης ξένων, πᾶσά τοι
ἐσθ' ὑποδεξίη (ῑ, χάριν μέτρου), σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπο-δέξιος, -α, -ον (ὑποδέχομαι), ευρύχωρος, σε Ηρόδ.
ὑπόδεσις, -εως, ἡ (ὑποδέομαι), 1. υπόδηση, σε Αριστ., Λουκ. 2. ως
συγκεκριμένο, = τὰ ὑποδήματα, υπόδημα, είδη υπόδησης, παπούτσια και
σανδάλια, σε Πλάτ., Ξεν.
ὑποδέχνυμαι, ποιητ. αντί του επόμ., σε Ανθ.
ὑπο-δέχομαι, Ιων. -δέκομαι· μέλ. -δέξομαι, αόρ. αʹ -εδεξάμην και σε Παθ.
τύπο -εδέχθην· γʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ ὑπέδεκτο, βʹ πληθ. προστ. ὑπόδεχθε,
απαρ. ὑποδέχθαι, μτχ. ὑποδέγμενος· αποθ., 1. δέχομαι κάτω από την
επιφάνεια, σε Ομήρ. Ιλ. 2. δέχομαι κάποιον στο σπίτι μου, δέχομαι και
φιλοξενώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁ ὑποδεξάμενος, αυτός που φιλοξενεί κάποιον,
οικοδεσπότης, σε Ισοκρ. 3. δίνω ακρόαση σε, δίνω προσοχή σε, εὐχάς, σε
Ησίοδ.· τοὺς λόγους, σε Ηρόδ. 4. αναλαμβάνω τη φροντίδα κάποιου ως
τροφός, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ. 5. μεταφ., πῆμα ὑπέδεκτό με, θλίψη,
δυστυχία ήταν αυτή που με φιλοξένησε, υποδέχτηκε, σε Ομήρ. Οδ.·
642

στυγερὸς ὑπεδέξατο κοῖτος, μισητή φωλιά τα υποδέχθηκε, λέγεται για


παγιδευμένα πτηνά, στο ίδ. II. παίρνω πάνω μου, αναλαμβάνω ένα έργο,
υπόσχομαι, σε Όμηρ.· με απαρ. μέλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· σπανιώτερα με απαρ.
αόρ., στον ίδ.· ὑποδέχομαι μεγάλα τινί, δίνω μεγάλες υποσχέσεις σε
κάποιον, στον ίδ. 2. παραδέχομαι, επιτρέπω κάτι που μου επιβάλλεται,
στον ίδ.· οὐκ ὑποδέχομαι, αρνούμαι να παραδεχθώ, αρνούμαι, στον ίδ. III.
υποκύπτω σε, υποχωρώ σε, υποφέρω με υπομονή, σε Ομήρ. Οδ. IV. όπως
το Λατ. excipere, 1. περιμένω κάποιον, αναμένω επίθεση κάποιου έτοιμοςς
να τον αποκρούσω, σε Ησίοδ., Ξεν.· λέγεται για κυνηγούς, ενεδρεύω για
θήραμα, σε Ξεν. 2. αναλαμβάνω κατά διαδοχή, σε Ηρόδ. V. λέγεται για
γυναίκα, συλλαμβάνω, μένω έγκυος, σε Ξεν.
ὑπο-δέω, μέλ. -δήσω, I. δένω ή προσδένω από κάτω, σε Ηρόδ. II. ιδίως
υποδένω τα πόδια, δηλ. ποδαίνω, διότι τα σανδάλια ή τα πέδιλα
προσδένονταν με λουριά στα πόδια, σε Πλάτ. — Μέσ., δένω στα πόδια
μου, βάζω, φορώ τα παπούτσια μου, υποδήματά μου, σε Αριστοφ., Ξεν.
κ.λπ.· επίσης με αιτ., ὑποδησάμενος κοθόρνους, σε Ηρόδ.· ομοίως σε Παθ.
παρακ., ὑποδήματα ὑποδεδεμένος, με παντόφλες στα πόδια του, σε Πλάτ.·
και απόλ., ὑποδεδεμένοι, φορώντας τα παπούτσια τους, σε Ξεν.· ομοίως,
ὑποδεδεμένοι τὸν ἀριστερὸν πόδα, με παπούτσι στο αριστερό πόδι, σε
Θουκ.
ὑπο-δηλόω, μέλ. -ώσω, υποδεικνύω πλαγίως, ιδιαιτέρως, σε Πλούτ.
ὑπόδημα, -ατος, τό (ὑποδέω), σόλα προσδεμένη κάτω από το πόδι με
λουριά, σανδάλι, ποσὶν ὑποδήματα δοῦσα (δηλ. δέουσα), σε Ομήρ. Οδ.·
ποσὶν ὑποδήματα δοίην (δηλ. δεοίην), στο ίδ. κ.λπ.· ὑπόδημα κοῖλον ή
ὑπόδημα απλώς, ισοδύν. προς το Λατ. calceus, σανδάλι ή πέδιλο, σε
Αριστοφ. κ.λπ.
ὑπο-δῆσαι, απαρ. αορ. αʹ του ὑπο-δέω.

ὑπο-δῐδάσκαλος, ὁ, δευτερεύων διδάσκαλος, του χορού, σε Πλάτ.


ὑπο-δίδωμι, μέλ. -δώσω, υποχωρώ, εγκαταλείπω, σε Αριστ.
ὑπό-δῐκος, -ον (δίκη), αυτός που οδηγήθηκε σε δίκη ή ο υποκείμενος σε
δίκη, σε Λυσ. κ.λπ.· τινος, για κάτι, σε Αισχύλ., Ρήτ.· ὑπό-δικός τινι,
υποκείμενος σε μήνυση, αγωγή από κάποιον, σε Δημ. κ.λπ.
ὑπο-δίφθερος, -ον (διφθέρα), καλυμμένος με δέρμα, σε Λουκ.
ὑπο-δμηθείς, Παθ. μτχ. αορ. αʹ του ὑπο-δαμνάω.
643

ὑπο-δμώς, -ῶος, ὁ, δευτερεύων δούλος, σε Ομήρ. Οδ.


ὑπόδοσις, -εως, ὁ (ὑποδίδωμι), μείωση, σε Αισχύλ.
ὑποδοχή, ἡ (ὑποδέχομαι), I. 1. υποδοχή και φιλοξενία, περιποίηση
φιλοξενουμένων, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· εἰς ὑποδοχὴν τοῦ στρατεύματος,
λέγεται για υποδοχή στρατεύματος (με αρνητική σημασία), δηλ. για
απόκρουσή του, σε Θουκ. 2. καταφύγιο, άσυλο για δραπέτες σκλάβους,
στον ίδ. 3. μέσα περιποίησης, σε Πλούτ. II. αποδοχή, υποστήριξη, σε
Αισχίν. III. υπόθεση, προϋπόθεση, σε Δημ. IV. δοχείο, σκεύος, δεξαμενή,
σε Αριστ.
ὑπόδρᾰ (ὑπό), επίρρ. που απαντά μόνο στη φράση ὑπόδρα ἰδών,
κοιτάζοντας κάτω από τα φρύδια, κοιτάζοντας λοξά, στραβά, πλαγίως,
αυστηρά, βλοσυρά, σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπο-δρᾰμεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ὑπο-τρέχω.
ὑποδρηστήρ, -ῆρος, ὁ (ὑποδράω), δευτερεύων υπηρέτης, ακόλουθος,
βοηθός, σε Ομήρ. Οδ.
ὑποδρομή, ἡ (ὑποδραμεῖν), αυτό που τρέχει από κάτω ή μέσα στον δρόμο
ενός άλλου πράγματος, σε Αντιφ.
ὑπόδρομος, -ον (ὑποδραμεῖν), αυτός που τρέχει από κάτω, πέτρος
ὑπόδρομος ἴχνους, λίθος, πέτρα στον δρόμο του, στα πόδια του, σε Ευρ.
ὑπό-δροσος, -ον, κάπως υγρός ή δροσερός, σε Θεόκρ.
ὑπο-δρώω, Επικ. αντί ὑπο-δράω, υπηρετώ, είμαι εξυπηρετικός, χρήσιμος,
ωφέλιμος σε, τινί, σε Ομήρ. Οδ.
ὑποδύνω, βλ. ὑποδύω.
ὑπο-δύς, μτχ. αορ. βʹ του ὑπο-δύω.
ὑποδύτης[ῠ], -ου, ὁ, χιτώντας φορεμένος κάτω από τον θώρακα, σε
Πλούτ.
ὑπο-δύω και -δύνω, I. 1. φορώ κάτω από, κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι,
σε Ηρόδ. 2. εισέρχομαι κάτω από, στον ίδ.· επίσης, εισέρχομαι κρυφά,
μυστικά, πέφτω επάνω σε, με αιτ., στον ίδ.· επίσης, γλιστρώ, ξεγλιστρώ
κάτω από κάτι, σε Ξεν. 3. μεταφ., υφίσταμαι κίνδυνο, κινδυνεύω, σε Ηρόδ.
II. Μέσ., ὑποδύομαι, μέλ. -δύσομαι, αόρ. αʹ -εδυσάμην, Επικ. γʹ ενικ. -
εδύσετο· επίσης, Ενεργ. αόρ. βʹ -έδυν, παρακ. -δέδῡκα· I. 1. βουλιάζω,
καταβυθίζομαι, περνώ από κάτω, βουλιάζω, βυθίζομαι από κάτω, Λατ.
subire, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· ὑποδύω ὑπὸ τὴν ζεύγλην, σε Ηρόδ.· ομοίως,
644

ὑποδύομαι ὑπὸ τῶν κεραμίδων, έρπω, σέρνομαι, γλιστρώ από κάτω, σε


Αριστοφ.· φέρει τινὰ ὑποδεδυκότα, βρισκόμενος από κάτω, στον ίδ. 2.
βάζω τα πόδια μου σε σανδάλια, φορώ σανδάλια, στον ίδ. 3. μεταφ.,
παριστάνω έναν χαρακτήρα, υποκρίνομαι (διότι το πρόσωπο του
ηθοποιού, υποκριτή καλύπτονταν από προσωπείο), σε Πλάτ., Αριστ. 4. με
γεν., εξέρχομαι από κάτω, εξέρχομαι από ένα μέρος, σε Ομήρ. Οδ. III. 1.
θέτω τον εαυτό μου από κάτω έτσι ώστε να βαστήξω κάτι, βαστώ στους
ώμους μου, σε Ομήρ. Ιλ. 2. εισέρχομαι, ξεκινώ εχθροπραξίες, πόλεμο, σε
Ηρόδ. 3. μεταφ., υφίσταμαι κίνδυνο, κινδυνεύω, με αιτ., σε Ξεν.· ὑποδύω
αἰτίαν, βάζω κάποιον υπόλογο, σε Δημ. 4. με απαρ., αναλαμβάνω να κάνω,
σε Ηρόδ. 5. λέγεται για αισθήματα, εισέρχομαι κρυφά στην ψυχή κάποιου
και την κυριεύω, με αιτ., σε Αισχύλ.· με δοτ., πᾶσιν ὑπέδυ γόος, θλίψη
κατέλαβε τους πάντες, σε Ομήρ. Οδ. 6. απόλ., φεύγω, στρίβω ή φεύγω
κρυφά, σε Δημ. 7. απόλ., ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες, βαθουλωτά μάτια, σε
Λουκ.
ὑπο-είκω, βλ. ὑπ-είκω.
ὑπο-ζάκορος, ὁ ή ἡ, δευτερεύων ιερέας ή δευτερεύουσα ιέρεια, σε Ηρόδ.
ὑπο-ζεύγνῡμι και -ύω· μέλ. -ζεύξω — Παθ., αόρ. βʹ ὑπεζύγην [ῠ], παρακ.
-έζευγμαι· ζεύω, βάζω κάτω από ζυγό, ὑποζεύγνυμι ἵππους ἡμιόνους, σε
Ομήρ. Οδ. — Παθ., ζεύομαι, υποβάλλομαι σε ζυγό, υποτάσσομαι σε,
ἀνάγκαις, σε Αισχύλ.· πόνῳ, σε Σοφ.
ὑπο-ζύγιον[ῠ], τό (ζυγόν), ζώο που ζεύεται στον ζυγό, αχθοφόρα ζώα,
Λατ. jumentum, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
ὑπόζωμα, -ατος, τό, I. διάφραγμα, στομάχι, σε Αριστ. II. σε πληθ.,
ορθοστάτες, υποστηρίγματα περασμένα ή πλατειές ζώνες κάτω από κύτος
σκάφους, έτσι ώστε να υποστυλωθούν τα μέρη του (πρβλ. ὑποζώννυμι II),
σε Πλάτ.
ὑπο-ζώννῡμι και -ύω, μέλ. -ζώσω — Παθ., παρακ. ὑπ-έζωσμαι· I. σφίγγω
με ζώνες από κάτω, σε Πλούτ. — Παθ., ζειρὰς ὑπεζωμένοι, ζωσμένοι με
ζειράς, σε Ηρόδ. II. περισφίγγω με ζώνες ή δένω γερά από κάτω ένα πλοίο
(βλ. ὑπόζωμα II), σε Πολύβ., Κ.Δ.
ὑπόζωσμα, -ατος, τό, σπάνιος Αττ. τύπος αντί ὑπόζωμα II, σε Πλούτ.
ὑπο-θάλπω, μέλ. -ψω, θερμαίνω εσωτερικά, σε Αισχύλ. — Παθ., ανάβω
κρυφά κάτι, με δοτ., σε Ανθ.
ὑπο-θείς, μτχ. αορ. βʹ του ὑπο-θέω.
645

ὑπο-θερμαίνω, Παθ., αόρ. αʹ ὑπ-εθερμάνθην· θερμαίνω λιγάκι — Παθ.,


καθίσταμαι κάπως ζεστός, ζεστός, θερμαινόμενος, σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπό-θερμος, -ον, κάπως ζεστός ή οξύθυμος, παράφορος, σε Ηρόδ.
ὑπο-θέσθαι, απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του ὑπο-τίθημι.
ὑπόθεσις, -εως, ἡ (ὑποτίθημι), 1. τοποθέτηση από κάτω, θεμέλιο,
υπόθεση, προϋπόθεση, σκοπός, Λατ. assumptio, σε Πλάτ. 2. το υπό
συζήτηση θέμα, θέμα, ζήτημα εξέτασης, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ. II. αυτός που
καθορίζεται ως κανόνας ενέργειας, αρχή, σε Δημ.· γενικά, σκοπός, σχέδιο,
σχεδιασμός, επιδίωξη, στόχος, σε Πλάτ. III. αιτία, πρόφαση, πρόσχημα,
σε Πλούτ.
ὑποθετέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να θεωρηθεί ως δεδομένο, σε
Αριστ.
ὑπο-θέω, μέλ. —θεύσομαι, 1. μπαίνω τρέχοντας κάτω από, πραγματοποιώ
μυστική έφοδο, επίθεση, σε Πίνδ. 2. προσπαθώ με απάτη να περάσω τον
αντίπαλό μου προκαλώντας του εμπόδιο, εκτοπίζω, παραγκωνίζω,
υποσκελίζω, σε Αριστοφ. II. λέγεται για σκυλιά, τρέχω στο κατόπι με
βιασύνη, σβελτάδα, σε Ξεν.
ὑποθήκη, ἡ (ὑποτίθημι), I. υπόδειξη, πρόταση, συμβουλή,
προειδοποίηση, νουθεσία, σε Ηρόδ., Αριστ. II. ενέχυρο, ασφάλεια,
υποθήκη, συμβόλαιο, εχέγγυο, σε Δημ.
ὑποθημοσύνη, ἡ, υπόδειξη, πρόταση, έμμεση συμβουλή, παραίνεση ή
νύξη, υπαινιγμός, προειδοποίηση, ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης (Επικ. δοτ.
πληθ.), σε Όμηρ.· Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ, σε Ξεν.
ὑποθήμων, -ονος, ὁ, ἡ (ὑποτίθημι), αυτός που συμβουλεύει.
ὑπο-θήσω, μέλ. του ὑπο-τίθημι.
ὑπο-θλίβω[ῑ], μέλ. -ψω, πιέζω από κάτω ή ελαφρά, σε Λουκ.
ὑπο-θορῠβέω, μέλ. -ήσω, ξεκινώ, αρχίζω να προξενώ, προκαλώ φασαρία,
οχλοβοή, σε Θουκ.
ὑπο-θράττω, Αττ. αντί ὑπο-ταράσσω, σε Πλούτ.
ὑπο-θρύπτομαι, Παθ., είμαι λεπτός, ντελικάτος ή νωθρός, τρυφηλός, σε
Πλούτ.
ὑπο-θῡμίς, -ίδος, ἡ (θυμός), γιρλάντα, στέφανος ανθέων φερόμενος πάνω
στον λαιμό, σε Σαπφώ.
ὑποθῠμίς, ἡ (;), άγνωστο πουλί, σε Αριστοφ.
646

ὑπο-θωπεύω, μέλ. -σω, κολακεύω λίγο, αποκτώ, κερδίζω την εύνοια


κάποιου ή κατακτώ, αποσπώ με κολακεία, σε Αριστοφ.· απόλ.,
χρησιμοποιώ κολακεία, σε Ηρόδ.
ὑπο-θωρήσομαι, Μέσ., εξοπλίζομαι κρυφά, σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπο-ῑάχω[ᾰ], ηχώ, φωνάζω σε απάντηση, προς απάντηση σε κάποιον, σε
Ανθ.
ὑπ-οικέω, μέλ. -ήσω, κατοικώ, ζω, διαμένω κάτω από, είμαι κρυμμένος,
σε Ανθ.
ὑπ-οικίζομαι, Παθ. με Μέσ. αόρ. αʹ, = το προηγ., σε Ανθ.
ὑπο-οικοδομέω, κτίζω κάτω από ένα μέρος, με γεν., σε Λουκ.
ὑπ-οικουρέω, μέλ. -ήσω, I. μένω στο σπίτι λόγω ασθένειας, μένω στο
σπίτι, κατοικώ μέσα σ' αυτό· μεταφ., κρύβομαι, καραδοκώ, παραμονεύω,
είμαι, παραμένω κρυμμένος, σε Λουκ. II. 1. μτβ. μπλέκω σε, συμμετέχω
σε, ασχολούμαι με ή συνωμοτώ στα κρυφά, σε Πλούτ. 2. με αιτ., προσ.,
επιδρώ, επηρεάζω μυστικά, στον ίδ.· νόσος ὑποικουρέω αὐτούς, διείσδυσε
ανάμεσά τους, στον ίδ.
ὑπ-οιμώζω, μέλ. -οιμώξομαι, θρηνώ χαμηλόφωνα, κλαψουρίζω, σε Λουκ.
ὑπο-κάθημαι, Ιων. -κάτημαι, I. αποθ., τοποθετούμαι σ' ένα μέρος,
εδρεύω, εγκαθίσταμαι, σε Ηρόδ. II. παραμονεύω ή ενεδρεύω, σε Ξεν. 2.
με αιτ. προσ., κάθομαι και περιμένω, σε Ηρόδ.
ὑπο-καθίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, τοποθετώ κάποιον για να ενεδρεύσει — Μέσ.,
ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι, παραφυλάω, σε Ξεν.
ὑπο-καίω, Αττ. -κάω, μέλ. -καύσω, 1. καίω ανάβοντας φωτιά κάτω από,
σε Ηρόδ.· προσφέρω μυστικές θυσίες, σε Αισχύλ. 2. ανάβω κάτω από, σε
Λουκ.
ὑπο-κάμπτω, μέλ. -ψω, I. λυγίζω λίγο πίσω, γυρίζω μέσα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αμτβ., γυρίζω λίγο προς τα πίσω, πισωγυρίζω όπως ο λαγός, σε Ξεν.·
μεταφ. με αιτ., υστερώ, υπολείπομαι, καιρόν, σε Αισχύλ.
ὑπο-κάρδιος, -ον (καρδία), αυτός που βρίσκεται στην καρδιά, σε Θεόκρ.
ὑπο-καταβαίνω, μέλ. -βήσομαι, κατεβαίνω, κατηφορίζω βαθμιαία ή
κρυφά, μυστικά, σε Ηρόδ., Θουκ.· κατεβαίνω λιγάκι, σε Ξεν.
ὑπο-κατακλίνομαι[ῑ], Παθ., βρίσκομαι κάτω από την εξουσία κάποιου,
υποκύπτω, παραδίδομαι, ενδίδω, υποχωρώ, τινι, σε κάποιον, σε Πλάτ.·
απόλ., ενδίδω, παραδίδομαι, σε Δημ.
ὑπο-κάτω[ᾰ], επίρρ., από κάτω, κάτω από, με γεν., σε Πλάτ.
ὑπο-κρητηρίδιον, Ιων. αντί του ὑπο-κρατ-.
ὑπο-κρίνομαι[ῑ], μέλ. -κρῐνοῦμαι, Ιων. -έομαι· αόρ. αʹ ὑπεκρῑνάμην·
έπειτα επίσης αόρ. αʹ και Παθ. παρακ. με Μέσ. διάθεση, ὑπεκρίθην [ῐ],
ὑποκέκρῐμαι· I. 1. αποκρίνομαι, δίνω απάντηση, απαντώ, σε Όμηρ., Ηρόδ.
2. αναλύω, ερμηνεύω, εξηγώ, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· ισοδύν. προς την
Αττ. λέξη ἀποκρίνομαι. II. 1. λέγεται για ηθοποιούς, υποκριτές,
υποκρίνομαι πάνω στην σκηνή, παίρνω μέρος σε διάλογο πάνω στην
σκηνή· απ' όπου, υποδύομαι, παίζω, παριστάνω ένα πρόσωπο, ρόλο, τὴν
647

Ἀντιγόνην ὑποκέκριται, σε Δημ.· ὑποκρίνομαι τὸ βασιλικόν, υποδύομαι το


πρόσωπο, τον ρόλο του βασιλιά, σε Αριστ.· ὑποκρίνομαι τραγῳδίαν,
κωμῳδίαν, παίρνω μέρος σε τραγωδία, κωμωδία, στον ίδ.· απόλ.,
υποδύομαι έναν ρόλο, είμαι υποκριτής, ηθοποιός, στον ίδ. 2. παριστάνω
δραματικά, απ' όπου, υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, διογκώνω,
παραφουσκώνω, τα παραλέω, σε Δημ. 3. μεταφ., παίζω έναν ρόλο,
προσποιούμαι, υποκρίνομαι, με απαρ., στον ίδ.
ὑποκρῐσία, ἡ, σπανιότερος τύπος αντί ὑπόκρισις II, σε Ανθ.
ὑπόκρῐσις, -εως, ἡ (ὑποκρίνομαι)· I. Ιων., απόκριση, απάντηση, σε Ηρόδ.
II. 1. Αττ., παράσταση πάνω στη σκηνή, τέχνη του υποκριτή, ηθοποιού, σε
Αριστ. 2. εκφώνηση λόγου ενός ρήτορα, ρητορεία, αγόρευση, στομφώδης
απαγγελία, στον ίδ. 3. μεταφ., ερμηνεία, παίξιμο ενός ρόλου, υποκρισία,
σε Φωκυλ.
ὑποκρῐτής, -οῦ, ὁ (ὑποκρίνομαι)· I. ερμηνευτής ή ο αναλυτής, σε Πλάτ.,
Λουκ. II. 1. αυτός που υποδύεται ένα ρόλο πάνω στην σκηνή, υποκριτής,
ηθοποιός, θεατρίνος, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ. 2. μεταφ., αυτός που
προσποιείται, αυτός που συγκαλύπτει ή αποσιωπά σκάνδαλο, παρανομία,
υποκριτής, σε Κ.Δ.
ὑποκρῐτικός, -ή, -όν, 1. αυτός που ανήκει στο ὑπόκρισις II, αυτός που
είναι τεχνίτης στην εκφώνηση λόγων, σε Αριστ. 2. κατάλληλος για
απαγγελία ή εκφώνηση λόγου, ὑποκριτικωτάτη λέξις, στον ίδ.· ἡ -κή (ενν.
τέχνη), η τέχνη της απαγγελίας, στον ίδ. 3. μεταφ., αυτός που υποκρίνεται,
προσποιείται σε κάτι, με γεν., σε Λουκ.
ὑπο-κρούω, μέλ. -σω, χτυπώ ελαφρά, σε Ανθ., I. νικώ, δαμάζω τον χρόνο,
δίνω τον χρόνο, σε Πλούτ. II. μεταφ., επεμβαίνω, διακόπτω, με αιτ., σε
Αριστοφ. III. σε Μέσ., βρίσκω ελλείψεις σε κάποιον, προσβάλλω,
επιτίθεμαι, στον ίδ.
ὑπο-κρύπτω, μέλ. -ψω, κρύβω από κάτω ή καλύπτω, ἄχνῃ ὑπεκρύφθη, (το
πλοίο, καράβι) κρύφτηκε κάτω από την υγρασία, σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπο-κρώζω, μέλ. -ξω, βογγώ, αργοσβήνω, λέγεται για άρρωστο άνθρωπο,
σε Λουκ.
ὑπό-κυκλος, -ον, αυτός που τρέχει, που κινείται πάνω σε τροχούς, σε
Ομήρ. Οδ.
ὑπο-κύομαι, Μέσ., συλλαμβάνω, μένω έγκυος, ὑποκῡσᾰμένη (όχι -
κυσσαμένη), σε Όμηρ., Ησίοδ.
ὑπο-κύπτω, μέλ. -ψω, I. πέφτω κάτω από ζυγό, οἱ Μῆδοι ὑπέκυψαν
Πέρσῃσι, υποτάχθηκαν στον Περσικό ζυγό, σε Ηρόδ.· απόλ., λέγεται για
ικέτες, υποκλίνομαι, λυγίζω το σώμα, κλίνω το κεφάλι, σε Αριστοφ., Ξεν.
II. με αιτ., ὑπόκυπτε τὰν τύλαν, γύρε τον ώμο σου, έτσι ώστε να δεχθείς
φορτίο, σε Αριστοφ.
ὑπό-κῡφος, -ον, κάπως καμπουριαστός, σε Στράβ.
ὑπο-κώλιον, τό (κῶλον), μηρός, μπούτι ενός ζώου, σε Ξεν.
648

ὑπο-κωμῳδέω, μέλ. -ήσω, διακωμωδώ, κοροϊδεύω, γελοιοποιώ λιγάκι, σε


Λουκ.
ὑπό-κωφος, -ον, κάπως κουφός, σε Αριστοφ., Πλάτ.
ὑπο-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, αόρ. βʹ ὑπ-έλᾰβον· παρακ. -είληφα· I. 1.
σηκώνω, μαζεύω, παίρνω βάζοντας τον εαυτό μου από κάτω, όπως έκανε
το δελφίνι με τον Αρίωνα, σε Ηρόδ.: α) δέχεται στον κόρφο του, στην
αγκάλη του, σε Κ.Δ. β) αντιμετωπίζω με τόλμη, αντέχω, υποστηρίζω, σε
Ηρόδ. γ) παίρνω από το χέρι, σε Πλάτ. 2. καταλαμβάνω, κυριεύω ή
επιπίπτω, επέρχομαι ξαφνικά, λέγεται για φόβο, τρόμο, σε Όμηρ.· λέγεται
για κρίση, έκρηξη, ξέσπασμα μανίας, λέγεται για λοιμό, πανούκλα, σε
Ηρόδ.· δυσχωρία ὑπελάμβανεν αὐτούς, δηλ. βρέθηκαν ξαφνικά σε δύσβατο
τόπο, σε Ξεν.· έπειτα, χρησιμ. για γεγονότα, επακολουθώ, επέρχομαι, σε
Ηρόδ. 3. α) παίρνω τον λόγο και απαντώ, αποκρίνομαι, ανταπαντώ,
αντικρούω, αντιστρέφω επιχείρημα, ανταποδίδω ή επιστρέφω την
προσβολή, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., σε διάλογο, ἔφη ὑπολαβών,
ὑπολαβὼν ἔφη, ὑπολαβὼν εἶπεν, είπε ως απάντηση, απαντώντας, σε Ηρόδ.,
Θουκ. κ.λπ. β) παίρνω τον λόγο, διακόπτω, σε Ξεν. 4. αντιστρατεύομαι
στον κατακτητή, μάχομαι εναντίον του, Λατ. excipere, σε Θουκ. 5. δέχομαι
μία κατηγορία, στο ίδ. II. 1. = ὑποδέχομαι, παίρνω υπό την προστασία μου,
σε Ξεν. 2. δέχομαι ή παραδέχομαι μία πρόταση, σε Ηρόδ., Δημ. III. 1.
παραδέχομαι μια θεωρία ως αληθινή, νομίζω, υποθέτω, με απαρ., σε
Ηρόδ., Πλάτ.· παραλειπομένου του απαρ., κατανοώ, αντιλαμβάνομαι κάτι
κατά κάποιον τρόπο, σε Πλάτ.· καίπερ ὑπειληφὼς ταῦτα, αν και θεωρώ ότι
αυτά έτσι έχουν, σε Δημ. — Παθ., τοιοῦτος ὑπολαμβάνομαι, σε Ισοκρ. 2.
κατανοώ, καταλαβαίνω κάτι, σε Ευρ., Πλάτ. 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι,
αμφιβάλλω για, σε Ξεν. IV.1. παίρνω κρυφά, μυστικά, σε Θουκ. 2. σύρω
έξω από το καθήκον, παρασύρω, στον ίδ. V. ὑπολαμβάνω ἵππον, ως όρος
της ιππευτικής τέχνης, ανακόπτω πορεία, συγκρατώ ή αναχαιτίζω άλογο,
σε Ξεν.
ὑπο-λαμπής, -ές, αυτός που λάμπει, αστράφτει, γυαλίζει με υποτονικό
φως, λάμψη, σε Ησίοδ.
ὑπο-λάμπω, μέλ. -ψω, I. λάμπω κάτω από, λάμπω από κάτω, σε Ξεν.·
ομοίως σε Μέσ., σε Ανθ. II. λάμπω λιγάκι, αρχίζω να λάμπω, μόλις κάνω
την εμφάνισή μου, τὸ ἔαρ ὑπέλαμπε, σε Ηρόδ.· ὑπολάμπει ἡ ἡμέρα, σε
Πλούτ.
ὑπο-λείβω, χύνω, προσφέρω μυστικές σπονδές, σε Αισχύλ.
ὑπο-λύω, μέλ. -σω [ῡ], αόρ. αʹ ὑπ-έλῡσα, παρακ. ὑπο-λέλῠκα — Παθ.,
παρακ. -λέλῠμαι· γʹ πληθ. Επικ. αόρ. βʹ ὑπ-έλυντο, I. λύνω, χαλαρώνω από
κάτω ή χαμηλότερα, ὑπέλυσε γυῖα, παρέλυσε τα μέλη του (τραυματίζοντάς
τον θανάσιμα), σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., γυῖα ὑπέλυντο, στο ίδ. II. 1. λύνω
κάτω από τον ζυγό, σε Όμηρ., Θουκ.· ελευθερώνω από τα δεσμά,
αποδεσμεύω, σε Ομήρ. Οδ.· σε Μέσ., τὸν ὑπελύσαο δεσμῶν, τον
649

ελευθέρωσες εσύ από τα δεσμά κρυφά, μυστικά, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λύνω τα


σανδάλια μου κάτω από τα πόδια του, βγάζω τα υποδήματα, παπούτσια
μου, σε Αισχύλ., Αριστοφ. — Μέσ., βγάζω, αφαιρώ τα σανδάλια μου ή τα
υποδήματα, παπούτσια μου, ή βάζω κάποιον άλλο να μου τα βγάλει, σε
Αριστοφ. β) με αιτ. προσ., λύνω τα υποδήματα κάποιου, του βγάζω,
αφαιρώ τα παπούτσια, υποδήματα, σε Πλάτ.
ὑπόμαζοι, οἱ, τα μέρη κάτω από το στήθος, από τους μαστούς, σε Βίωνα.
ὑπό-μακρος, -ον, κάπως μακρύς, μακρουλός, σε Αριστοφ.
ὑπο-μᾰλᾰκίζομαι, Παθ., δειλιάζω σταδιακά, σε Ξεν.
ὑπό-μαργος, -ον, κάπως τρελός, έξαλλος, σε συγκρ. ὑπομαργότερος, σε
Ηρόδ.
ὑπο-μάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, αλείφω ή τρίβω από κάτω, σε Θεόκρ.
ὕπ-ομβρος, -ον, αναμεμιγμένος με βροχή, κάπως βροχερός,
θέροςὕπομβρον, βροχερό καλοκαίρι, σε Πλούτ.
ὑπο-μειδιάω, χαμογελώ λιγάκι ή ελαφρά, απαλά, σε Ανακρεόντ.
ὑπο-μεῖναι, απαρ. αορ. αʹ του ὑπο-μένω.
ὑπο-μείων, -ον, γεν. -ονος, κάπως λιγότερος· ὑπομείονες, υποδεέστεροι,
κατώτεροι πολίτες, αντίθ. προς το ὅμοιοι, σε Ξεν.
ὑπο-μέμφομαι, αποθ., κατηγορώ λιγάκι ή κρυφά, μυστικά, σε Πλούτ.
ὑπο-μεμψίμοιρος, -ον, κάπως δυσαρεστημένος με την τύχη του, μοίρα
του, σε Κικ.
ὑπομενετέον, ρημ. επίθ. του ὑπομένω, αυτό που πρέπει κάποιος να
υπομείνει, να βαστάξει, να αντιμετωπίσει με παρρησία, να αντέξει, να
υποφέρει, να ανεχτεί, σε Θουκ. κ.λπ.
ὑπομενετικός, -ή, -όν, αυτός που έχει την δύναμη να υπομένει,
υπομονετικός, τῶν δεινῶν, σε Αριστ.
ὑπο-μένω, μέλ. -μενῶ, αόρ. αʹ ὑπ-έμεινα, I. μένω πίσω, επιζώ, παραμένω
στη ζωή, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. II. μτβ., 1. με αιτ. προσ., περιμένω
κάποιον, περιμένω την επίθεσή του, αναμένω την εισβολή, σε Ομήρ. Ιλ.,
Ηρόδ.· ὑπομένω τὰς Σειρῆνας, αντιμετωπίζω με παρρησία το
παρουσιαστικό τους, σε Ξεν. 2. με αιτ. πράγμ., δείχνω υπομονή κάτω από,
υπομένω καρτερικά, με υπομονή, υποτάσσομαι, υποκύπτω, παραδίδομαι
σε, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ὑπομένω τὴν κρίσιν, περιμένω τη δίκη, σε
650

Αισχίν.· περιμένω για κάτι, τὴν ἑορτήν, σε Θουκ. 3. απόλ., μένω στον τόπο
μου, μένω σταθερός, αμετακίνητος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· ὑπομένων
καρτερεῖν, βαστώ υπομονετικά, σε Πλάτ. 4. με απαρ., δέχομαι ή τολμώ να
κάνω κάτι, περιμένω να κάνω κάτι, επιμένω να κάνω κάτι, όπως το Λατ.
sustinere, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. 5. ομοίως με μτχ. που αναφέρεται στο
υποκείμενο (συνημμένη), εἰ ὑπομενέουσι χεῖρας ἀνταειρόμενοι, εάν θα
τολμήσουν να σηκώσουν τα χέρια τους εναντίον μου, σε Ηρόδ.· ὑπομένει
ὠφελούμένος, συναινεί, συμφωνεί στο να βοηθηθεί, σε Πλάτ.· με μτχ. που
αναφέρεται στο αντικείμενο (συνημμένη), ὑπομένω Ξέρξην ἐπιόντα,
περιμένοντας την επίθεσή του, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ὑπο-μίγνῡμι, μέλ. -μίξω, I. προσθέτω με ανάμειξη, Λατ. admisceo, τί τινι,
σε Πλάτ. II. αμτβ., πλησιάζω κρυφά ένα μέρος, με δοτ., σε Θουκ.
ὑπο-μιμνήσκω, μέλ. -μνήσω, αόρ. αʹ ὑπ-έμνησα· I. Ενεργ. 1. θυμίζω
κάποιον ή κάτι σε κάποιον, τινά τινος, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.· ὑπομιμνήσκω
τινά τι, σε Θουκ., Ξεν.· ὑπομιμνήσκω τινά, θυμίζω, υπενθυμίζω, σε Πλάτ.
2. με αιτ. πράγμ., επαναφέρω στο μυαλό, στη μνήμη κάποιου, μνημονεύω,
αναφέρω, τι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· τινί τι, σε Αισχύλ. 3. με γεν. πράγμ.,
υπενθυμίζω κάτι σε κάποιον, κάνω λόγο για, σε Θουκ. κ.λπ. II. 1. Παθ. ή
Μέσ., ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι, σε Ξεν. 2. κάνω μνεία, λόγο για
κάτι, περί τινος, σε Αισχύλ.
ὑπό-μισθος, -ον, αυτός που υπηρετεί έναντι αμοιβής, πληρωμής, μισθού,
μισθωτός, σε Λουκ.
ὑπομνάομαι[ᾱ], αποθ., προσπαθώ να ξελογιάσω ύπουλα, κρυφά,
ὑπεμνάασθε (Επικ. βʹ πληθ. παρατ.) γυναῖκα, σε Ομήρ. Οδ.
ὑπό-μνημα, -ατος, τό, 1. ενθύμηση, μνήμη, θύμιση, ανάμνηση, υπόμνημα,
χρονικό, μέσο ενθύμησης, σε Θουκ., κλπ. 2. σημείωση, υπόμνηση,
σημείωμα, σε Δημ.· σε πληθ., απομνημονεύματα, σημειώσεις,
σημειώματα, πρακτικά, Λατ. commentarii, σε Πλάτ.
ὑπό-ξῠλος, -ον (ξύλον), ξύλινος από μέσα, από κάτω, δηλ. αυτός που είναι
ξύλινος, αλλά επικαλυμμένος από επίστρωση μετάλλου, σε Ξεν.
ὑπο-ξῠράω ή -έω, ξυρίζω ή κόβω λίγο τα μαλλιά — Παθ., μτχ. παρακ.
ὑπεξυρημένος, κουρεμένος ή ξυρισμένος, σε Λουκ.
ὑπο-ξύριος[ῠ], -α, -ον (ξυρόν), αυτός που βρίσκεται κάτω από ξυράφι,
ξυριστική λεπίδα, σε Ανθ.
ὑπο-ξύω[ῡ], μέλ. -σω, ξύνω, αποξέω ελαφρά, σε Ανθ.
651

ὑπο-πᾰλαίω, μέλ. -σω, πέφτω από κάτω, συνειδητά στην πάλη, σε Λουκ.
ὑπο-πάσσω, μέλ. -πάσω [ᾰ], σκορπίζω, χύνω, στρώνω από κάτω, σε
Ηρόδ.
ὑπο-πεινάω, μέλ. -ήσω, πεινώ κάπως, αρχίζω να πεινώ, σε Αριστοφ.
ὑπό-πεμπτος, -ον, σταλμένος κρυφά, σαν κατάσκοπος, σε Ξεν.
ὑπο-πέμπω, μέλ. -ψω, I. στέλνω από κάτω — Παθ., αποστέλλομαι κάτω
από, σκότον, σε Ευρ. II. αποστέλλω κρυφά, στέλνω κάποιον ως
κατάσκοπο, παρουσιάζω ψευδομάρτυρα, σε Θουκ., Ξεν.
ὑπο-πεπτηῶτες, Επικ. μτχ. παρακ. πληθ. του ὑπο-πτήσσω.
ὑπο-πέρδομαι, αποθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ ὑπέπαρδον, πέρδομαι, κλάνω λίγο,
σε Αριστ.
ὑπο-περκάζω, μόνο σε ενεστ., αρχίζω να αλλάζω χρώμα, λέγεται για
σταφύλια, σε Ομήρ. Οδ.
ὑπο-πετάννῡμι, μέλ. -πετάσω, απλώνω από κάτω, σε Ομήρ. Οδ.
ὑπό-πετρος, -ον, κάπως πετρώδης, σε Ηρόδ.
ὑπο-πῐθηκίζω, μέλ. -σω, φέρομαι λίγο σαν πίθηκος, σε Αριστοφ.
ὑπο-πίμπλημι, μέλ. -πλήσω — Παθ., αόρ. αʹ ὑπ-επλήσθην· I. γεμίζω
βαθμηδόν, σταδιακά, λίγο-λίγο — Παθ., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος,
αυτός που ήδη ξεκινά να έχει πυκνά γένια, γενειάδα, μούσι, σε Πλάτ.·
ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων, έχοντας τα μάτια μου γεμάτα
δάκρυα, σε Λουκ. II. σε Παθ., λέγεται για γυναίκες, τέκνων ὑποπλησθῆναι,
να γίνουν μητέρες πολλών παιδιών, τέκνων, σε Ηρόδ.
ὑπο-πίμπρημι, μέλ. -πρήσω, αόρ. αʹ -έπρησα, I. 1. ανάβω φωτιά κάτω από,
τὴν ὕλην, σε Ηρόδ. 2. καίω όπως πάνω σε νεκρική πυρά, τινάς, στον ίδ.
ὑπο-πίνω[ῑ], μέλ. -πίομαι, αόρ. βʹ ὑπ-έπινον, παρακ. ὑποπέπωκα, 1. πίνω
λιγάκι, πίνω με μέτρο, σε Πλάτ. 2. πίνω αργά αργά, εξακολουθώ να πίνω,
σε Αριστοφ., Ξεν. 3. ὑπο-πεπωκώς, ο κάπως μεθυσμένος, πιωμένος, σε
Αριστοφ., Ξεν.
ὑπο-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ ὑπ-έπεσον, παρακ. ὑποπέπτωκα, I. 1.
πέφτω κάτω από ή σωριάζομαι, καταπίπτω, βυθίζομαι, βουλιάζω, σε
Πλούτ. 2. πέφτω κάτω, υποκλίνομαι μπροστά σε κάποιον, με αιτ., σε
Πλάτ.· απ' όπου, υποτάσσομαι σ' αυτόν, εμπίπτω, εντάσσομαι στην
εξουσία του, σε Ισοκρ.· λέγεται για κόλακα, υποκλίνομαι με δουλοπρέπεια
652

σε, τινί, σε Δημ.· με αιτ., ὑποπεσὼν τὸν δεσπότην, σε Αριστοφ. 3. μένω


λίγο πίσω από κάποιον άλλο, σε Δημ. II. διεισδύω κάτω από ή μεταξύ, σε
Θουκ. III. 1. λέγεται για συμβάντα, περιστατικά, συμβαίνω, τυχαίνω, σε
Ισοκρ. 2. λέγεται για πρόσωπα, εμπίπτω σε τιμωρία, με δοτ., σε Πλούτ.
IV.λέγεται για τόπους, κείτομαι, βρίσκομαι, απλώνομαι, εκτείνομαι κάτω
από, με δοτ., σε Πολύβ.
ὑπο-πλάκιος[ᾰ], -α, -ον, αυτός που βρίσκεται κάτω από το όρος Πλάκος,
στην Τρωάδα, σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπο-στενάζω, I. βγάζω βαθύ αναστεναγμό, σε Σοφ. II. στενάζω υπό το
βάρος ενός πράγματος, τι, σε Αισχύλ.
ὑπο-στενᾰχίζω ή -στοναχίζω, στενάζω κάτω από, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.,
Ησίοδ.
ὑπο-στένω, αναστενάζω χαμηλόφωνα, αρχίζω να αναστενάζω, σε Σοφ.·
γογγύζω, αγανακτώ, σε Αριστοφ.
ὑπο-στῆναι, απαρ. αορ. βʹ του ὑφ-ίστημι.
ὑπο-στηρίζω, υποστυλώνω, συγκρατώ, στηρίζω, βαστώ, σε Λουκ.
ὑπο-στήτω, γʹ ενικ. προστ. αορ. βʹ του ὑφ-ίστημι.
ὑποστολή, ἡ, δισταγμός, οπισθοχώρηση, ατολμία, αποφυγή, υπεκφυγή, σε
Κ.Δ.
ὑπο-στονᾰχίζω = ὑποστεναχίζω.
ὑπο-στορέννῡμι ή καλύτερα -στόρνυμι, επίσης στρώννυμι ή -ύω· μέλ. -
στορέσω, αόρ. αʹ -εστόρεσα· επίσης -στρώσω, αόρ. αʹ -έστρωσα, παρακ.
ὑπέστρωκα· Παθ., ὑπέστρωμαι· αλείφω, απλώνω, τοποθετώ ή στρώνω
κάτω από· ιδίως, λέγεται για κλινοσκεπάσματα, δέμνια ὑποστορέσαι, σε
Ομήρ. Οδ.· λέκτρα ὑποστρῶσαί τινι, στρώνω το κρεβάτι για κάποιον, δηλ.
τον υπηρετό ως σύζυγος, σε Ευρ. — Παθ. αἱ εὐναὶ ὑποστόρνυνται, σε Ξεν.·
ᾗ χαλκὸς ὑπέστρωται, η οποία είχε ως υπόστρωμα χαλκό, παρ' Ηροδ.
ὑποστρᾰτηγέω, υπηρετώ ως υποστράτηγος υπό τις διαταγές ενός άλλου,
με δοτ., σε Ξεν.
ὑπο-στράτηγος, ὁ, αντιστράτηγος, σε Ξεν.
ὑπο-στρέφω, μέλ. -ψω, I. στριφογυρίζω από εδώ κι από εκεί, φέρνω πίσω,
αναγκάζω κάποιον να κάνει μεταβολή, ἵππους, σε Ομήρ. Ιλ.· Βακχίαν
ὑποστρέφων ἅμιλλαν, επαναφέροντας την Βακχική άμιλλα, πάλη, αγώνα,
δηλ. μετατρέποντας τη θλίψη σε θορυβώδη χαρά, σε Σοφ. II. αμτβ., γυρίζω
από εδώ κι από εκεί, υποχωρώ αμέσως, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· ομοίως
σε Παθ., αὖτις ὑποστρεφθείς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. γενικά, επιστρέφω, σε
Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ομοίως σε Μέσ. μέλ., σε Ομήρ. Οδ. 3. απομακρύνομαι,
γυρίζω την πλάτη σε κάποιον, συνεπώς, αποφεύγω επίθεση, σε Ευρ., Ξεν.
4. η μτχ. ὑποστρέψας, ως επίρρ., αντίστροφα, ανάποδα, τουναντίον, σε
Αριστοφ.
ὑπο-στροβέω, ταράζω εσωτερικά, σε Αισχύλ.
653

ὑποστροφή, ἡ, μεταβολή, στριφογύρισμα, στροφή προς το αντίθετο


μέρος, περιστροφή, σε Ηρόδ.· ἐξ ὑποστροφῆς, λέγεται για άρμα, αφότου
παρακάμπτει το τέρμα (meta) του διαύλου, δηλ. στρέφεται αστραπιαία
προς το αντίθετο μέρος, σε Σοφ.· αντιθέτως, τουναντίον, παρά Δημ.
ὑπόστρωμα, -ατος, τό, οτιδήποτε στρώνεται, τοποθετείται από κάτω,
στρώμα, στρωμνή, στρωσίδια, σε Ξεν.
ὑπο-στρώννῡμι = ὑπο-στορέννυμι.
ὑπο-στύφω[ῡ], μέλ. -ψω, είμαι κάπως στυφός, στρυφνός, δριμύς, σε
Πλούτ.
ὑπο-συγχέω, μέλ. -χεῶ, συγχέω λιγάκι — Παθ., είμαι κάπως
συγκεχυμένος, σε Λουκ.
ὑπο-σῡρίζω, Αττ. -ίττω, μέλ. -ξω, σφυρίζω ελαφρά, θροΐζω, τρίζω,
τσαλακώνω, σε Αισχύλ.
ὑπο-σύρω[ῡ], σύρω, σέρνω προς τα κάτω, σε Πλούτ., Λουκ.
ὑποτείχῐσις, -εως, ἡ, ανέγερση, κτίσιμο ενός τείχου κατά πλάτος, σε
Θουκ.
ὑποτείχισμα, -ατος, τό, εγκάρσιο τείχος, σε Θουκ.
ὑπο-τελέω, μέλ. -έσω, αποπληρώνω, εξοφλώ οφειλή, χρέος, σε Ηρόδ.,
Ξεν. κ.λπ.· απόλ., πληρώνω φόρο υποτέλειας, σε Θουκ.
ὑπο-τελής, -ές (τέλος IV), γεν. -έος, I. αυτός που είναι υποχρεωμένος να
πληρώνει φόρους, φορολογήσιμος, φορολογητέος, Λατ. vectigalis, σε
Θουκ.· πλήρες, ὑποτελὴς φόρου, στον ίδ. II. Ενεργ., μισθωτός, με γεν., σε
Λουκ.
ὑπο-τέμνω, Ιων. -τάμνω, μέλ. -τεμῶ και τεμοῦμαι, αόρ. βʹ ὑπ-έτᾰμον,
Επικ. απαρ. -ταμέειν, παρακ. -τέτμηκα — Παθ., αόρ. αʹ -ετμήθην, παρακ. -
τέτμημαι· 1. αποκόπτω, αφαιρώ από κάτω, αφαιρώ κόβοντας, σε Όμηρ. —
Παθ., σε Αισχίν. 2. κόβω κρυφά ή παράνομα, λέγεται για πωλητή
δερμάτων, σε Αριστοφ. II. 1. αποσπώ, διακόπτω, σταματώ, σε Ξεν.·
ομοίως σε Ηρόδ.· ὑποτέμνεσθαι τὰς ὁδούς, εμποδίζω, φράζω, κλείνω,
παρακωλύω τον δρόμο κάποιου, σταματώ κάποιον απότομα, σε Αριστοφ.·
ὑποτέμνεσθαί τινα, τον εμποδίζω, σε Ξεν.
ὑπο-τίθημι, μέλ. -θήσω, αόρ. αʹ ὑπ-έθηκα· I. 1. βάζω, τοποθετώ από κάτω,
τίτινι, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., θέτω, βάζω κάτω από τα πόδια μου, σε Ξεν.
2. τοποθετώ, θέτω από κάτω ως θεμέλιο ή αρχή, στον ίδ., σε Δημ. — Παθ.,
τοποθετούμαι ως βάση, τίθεμαι ως υπόθεση, σε Πλάτ. — Μέσ., δέχομαι,
παίρνω ως αρχή, παίρνω ως δεδομένο, δέχομαι, θεωρώ, εκλαμβάνω, στον
ίδ., σε Δημ.· με αιτ. και απαρ., θεωρώ ή υποθέτω ότι..., σε Πλάτ. II. 1.
προτείνω κάτω από, παρουσιάζω, σε Λουκ.· μεταφ., προτείνω,
εισηγούμαι, σε Ευρ. κ.λπ.· ομοίως σε Μέσ., υποδεικνύω, συμβουλεύω
κάποιον κάτι, ὑποθέσθαι τινὶ βουλήν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔπος, ἔργον ὑποθέσθαι
τινί, υποδεικνύω έναν λόγο, μία ενέργεια, σε κάποιον οποιονδήποτε, τον
συμβουλεύω ή του συνιστώ επί τούτου, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. με δοτ.
προσ. μόνο, ὑποθέσθαι τινί, συμβουλεύω, νουθετώ, παραινώ κάποιον, σε
654

Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.· με απαρ., συμβουλεύω, προτρέπω κάποιον να


κάνει κάτι, σε Ηρόδ., Θουκ. 3. προβάλλω, σκοπόν, ως σημάδι ή σκοπό, σε
Αριστ. — Μέσ., προβάλλω στον εαυτό μου, σε Ισοκρ. III. 1. κατατίθεμαι
ως παρακαταθήκη ή εγγύηση, βάζω ενέχυρο, ενεχυριάζω, υποθηκεύω, σε
Ηρόδ., Αισχίν. κ.λπ.· σε Μέσ., λέγεται για υποθήκη, δανείζω χρήματα επί
ενέχυρο, σε Δημ. 2. εκθέτω σε κίνδυνο, ριψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω, σε
Πλάτ.· ὑποθεὶς τὸν ἴδιον κίνδυνον, με δικό του ρίσκο, σε Δημ.
ὑπο-τῑμάομαι, Μέσ., ως δικανικός όρος, όπως το ἀντιτιμάομαι, προτείνω
μια μικρότερη ποινή, τιμωρία για τον εαυτό μου, σε Ξεν.
ὑπ-οτοβέω, ηχώ, ακούγομαι σαν απάντηση, απηχώ, σε Αισχύλ.
ὑπο-τονθορύζω, ψιθυρίζω χαμηλόφωνα, σε Λουκ.
ὑποτοπεύω, = το επόμ., τινά, σε Θουκ.· με αιτ. και απαρ., στον ίδ.
ὑποτοπέω, αόρ. αʹ -ετόπησα· I. 1. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι, σε Θουκ.·
με αιτ. και απαρ., στον ίδ. 2. με αιτ. προσ., τον υποπτεύομαι, στον ίδ. II.
ομοίως ως αποθ., ὑποτοπέομαι, αόρ. αʹ ὑπετοπήθην· υποψιάζομαι κάτι, σε
Ηρόδ., Αριστοφ.· με αιτ. και απαρ., υποπτεύομαι ότι..., σε Ηρόδ., Αριστοφ.
ὑπο-τραυλίζω, μέλ. -σω, τραυλίζω λιγάκι, σε Λουκ.
ὑπο-τρέμω, τρέμω λιγάκι, σε Πλάτ.
ὑπο-τρέφω, μέλ. -θρέψω, ανατρέφω κρυφά — Μέσ., ανατρέφω με
στοργή, περιποιούμαι κρυφά, σε Ξεν., Λουκ. — Παθ., αυξάνομαι κατά
διαδοχή, Λατ. subnasci, σε Πλάτ.
ὑπο-τρέχω, μέλ. -θρέξομαι και -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον· ποιητ.
παρακ. -δέδρομα· I. τρέχω κάτω από, ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων, έτρεξε
κάτω από το ξίφος και σκύβοντας σφιχταγκάλιασε τα γόνατά του, σε
Ομήρ. Οδ.· ὑπὸ τοὺς πόδας τοῦ ἵππου ὑπέδραμε κύων, σε Ηρόδ.· απ' όπου,
τρέχω, σε Αριστοφ. II. απλώνομαι ή εκτείνομαι από κάτω, σε Ομηρ. Ύμν.
III. 1. εισέρχομαι τρέχοντας μεταξύ, διακόπτω, παρεμβάλλομαι, σε
Αριστοφ., Ξεν. 2. χώνομαι κρυφά, δόλια στην εύνοια κάποιου, κολακεύω
ή απατώ, σε Ευρ., Πλάτ.
ὑπο-τρέω, μέλ. -τρέσω, τρέμω λιγάκι, διστάζω, οπισθοχωρώ, υποχωρώ, σε
Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., τρέπομαι σε φυγή ενώπιον κάποιου, στο ίδ.
ὑπο-τρηχύνω, ὑπό-τρηχυς, Ιων. αντί ὑπο-τρᾱχ-.
ὑπο-τρίβω[ῑ], μέλ. -ψω, σκουπίζω, τρίβω τα υπολείμματα φαγητού ενός
πιάτου, σε Κρατίν.
ὑπότριμμα, -ατος, τό, φαγητό παρασκευασμένο από ποικίλα υλικά
κοπανισμένα και αναμεμιγμένα, ανακατωμένα μαζί, Λατ. moretum, σε
Κωμ.
ὑποτρομέω = ὑποτρέμω, τρέμω κάτω από κάποιον, λέγεται για τα μέλη,
σκέλη ενός άνδρα, σε Ομήρ. Ιλ.
ὑποφᾶτις, Δωρ. αντί ὑποφῆτις.
ὑπό-φαυσις, ἡ (φαίνω), φως που ξεπροβάλλει μέσα από μια μικρή οπή,
τρύπα, στενό άνοιγμα, σε Ηρόδ.
ὑπο-φείδομαι, μέλ. -σομαι, αποθ., φείδομαι, διαθέτω λιγάκι, σε Ξεν.
655

ὑποφειδομένως, επίρρ., με κάποια φειδώ, λιτά, σπάνια, σε Πλούτ.


ὑπο-φέρω, μέλ. ὑπ-οίσω, αόρ. αʹ ὑπήνεγκα (Ιων. ὑπήνεικα) ή αόρ. βʹ
ὑπήνεγκον, I. φέρω κάποιον εκτός κινδύνου· ιδίως, τον βγάζω από κίνδυνο,
σε Ομήρ. Ιλ. II. υποφέρω ή βαστώ με το να βρίσκομαι από κάτω, ανέχομαι,
κουβαλώ ένα φορτίο, βάρος, σε Ξεν.· μεταφ., ανέχομαι, υπομένω, βαστώ,
αντέχω, βαστάω, υποκύπτω, παραδίνομαι σε, πόνους καὶ κινδύνους, σε
Ισοκρ.· γῆρας καὶ πενίαν, σε Αισχίν. κ.λπ. III. προσφέρω, προτείνω,
παρουσιάζω, σε Σοφ.· προσποιούμαι, προφασίζομαι, σε Ξεν. IV. φέρω
προς τα κάτω — Παθ., παρασύρομαι από το ρεύμα, σε Πλούτ.· μεταφ.,
γλιστρώ ή (κατα)βυθίζομαι, καταρρέω, στον ίδ.
ὑπο-φεύγω, μέλ. -ξομαι, I. ξεφεύγω κρυφά, κατορθώνω να ξεφύγω, σε
Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· αποσύρω από, προσπαθώ να αποφύγω κάτι, σε Θουκ. II.
απόλ., αποσύρομαι για λίγο, λιγάκι, απομακρύνομαι, σε Ηρόδ., Θουκ.
ὑποφητεύω, έχω το αξίωμα του ὑποφήτου, σε Λουκ.
ὑπο-φήτης, -ου, ὁ (φημί), εξηγητής, ερμηνευτής, ιερέας που αναγγέλλει
έναν θείο χρησμό, σε Ομήρ. Ιλ.· Μουσάων ὑποφῆται, δηλ. οι ποιητές, σε
Θεόκρ.
ὑπο-φῆτις, Δωρ. -φᾶτις, ἡ, θηλ. του ὑποφήτης, σε Πίνδ., Ανθ.
ὑποφήτωρ, -ορος, ὁ, ἡ, = ὑποφήτης, σε Ανθ.
ὑπο-φθάνω[ᾰ], αόρ. βʹ ὑπ-έφθην, απαρ. ὑπο-φθῆναι, μτχ. -φθάς, επίσης σε
Μέσ. μτχ. -φθάμενος, I. σπεύδω πριν από, προλαβαίνω, προφθαίνω, σε
Ομήρ. Ιλ.· ὑποφθάμενος κτεῖνεν, σε Ομήρ. Οδ. II. με αιτ., προηγούμαι
κάποιου σε κάτι, σε Πλούτ. — Μέσ., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον, σε
Ομήρ. Οδ.
ὑπο-φθέγγομαι, μέλ. -ξομαι, αποθ., 1. μιλώ σε χαμηλό τόνο, χαμηλόφωνα,
λέγεται για εγγαστρίμυθο, σε Πλάτ. 2. αποκρίνομαι, απαντώ, σε Πλούτ.
ὑπο-φθονέω, μέλ. -ήσω, αισθάνομαι κρυφή ζήλια για κάποιον, τινί, σε
Ξεν.
ὑπό-φθονος, -ον, κάπως ζηλιάρης· επίρρ., ὑποφθόνως ἔχειν, το να
συμπεριφέρεται κάποιος κάπως ζηλότυπα, σε Ξεν.
ὑπο-φλέγω, μέλ. -ξω, θερμαίνω από κάτω, σε Ανθ.
ὑπο-φόνιος, -ον, αυτός που σκοτώνει κρυφά, δολοφονικός, σε Σοφ.
ὑποφορά, ἡ (ὑποφέρω), κράτηση σε υποταγή, σε ομηρία, πρόφαση, σαν
είδος δικαιολογίας, σε Ξεν.
ὑπο-φραδμοσύνη, ἡ (φράδμων), παραίνεση, συμβουλή, νουθεσία, σε
Ησίοδ.
ὑπο-φρίσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ριγώ, τρέμω, ανατριχιάζω από φόβο
ελαφρά, σε Λουκ.
ὑπο-φῠγεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ὑπο-φεύγω.
ὑπο-φύω, κάνω κάτι να φυτρώσει από κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπο-φωλεύω, φωλιάζω κάτω από, τινί, σε Ανθ.
ὑπο-φωνέω, μέλ. -ήσω, φωνάζω προς απάντηση, απαντώντας, σε Πλούτ.·
τραγουδώ προς απάντηση, σε Μόσχ.
656

ὑπο-χάζομαι, Επικ. αόρ. βʹ -κεκαδόμην· αποθ., αποσύρομαι, υποχωρώ


τμηματικά ή λιγάκι, σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπο-χᾰλῑνίδιος, -α, -ον (χαλινός), αυτός που βρίσκεται κάτω από
χαλινάρι· ἡ ὑποχαλινιδία (ενν. ἡνία), ιμάντας, λουρί στο πηγούνι που έχει
προσδεθεί στο χαλινάρι, σε Ξεν.
ὑπό-χαλκος, -ον, αυτός που περιέχει μείγμα χαλκού, σε Πλάτ.
ὑπο-χᾰράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, χαράζω από κάτω, σε Πλούτ.
ὑπο-χᾰροπός, -όν, κάπως σπιρτόζος, έξυπνος, σε Ξεν.
ὑπο-χάσκω, αόρ. βʹ ὑπ-έχᾰνον, παρακ. ὑποκέχηνα· χάσκω λιγάκι, σε
Αριστοφ., Ξεν.
ὑπό-χειρ, ὁ, ἡ, = το επόμ., σε Σοφ.
ὑποχείριος, -ον και -α, -ον (χείρ), 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από το
χέρι, εξουσία κάποιου, αυτός που βρίσκεται στο χέρι κάποιου, στην
δικαιοδοσία του, σε Ομήρ. Οδ. 2. λέγεται για πρόσωπα, ο υποκείμενος
στην εξουσία κάποιου, ο υπό τις διαταγές του, τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λαβεῖν
τινα ὑποχείριον, οδηγώ κάποιον υπό την εξουσία μου, σε Ευρ.· ἔχειντινὰ
ὑποχείριον, σε Θουκ.
ὑπο-χέω, μέλ. -χεῶ, αόρ. αʹ ὑπ-έχεα, Επικ. -έχευα — Παθ., παρακ. ὑπο-
κέχυμαι· χύνω σε ποτήρι που τοποθετείται από κάτω, χύνω έξω· λέγεται
για ξηρά πράγματα, στρώνω ή απλώνω από κάτω, σε Όμηρ. — Παθ.,
φύλλα ὑποκεχυμένα ὑπὸ τοῖς ποσί, φύλλα διασκορπισμένα κάτω από τα
πόδια, σε Ηρόδ.· μεταφ., ἀπιστίη ὑπεκέχυτο αὐτῷ, δυσπιστία, καχυποψία
χύθηκε κρυφά επάνω του, δηλ. τον κατέλαβε, στον ίδ.
ὑπο-χθόνιος, -ίη, -ον (χθών), αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη,
έδαφος, υπόγειος, σε Ησίοδ., Ευρ.
ὑπό-χθων, -ονος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Ανθ.
ὑπ-οχλέομαι, Παθ., κυλιέμαι, κινούμαι από κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπο-χορηγέω, μέλ. -ήσω, χορηγώ, παρέχω, προμηθεύω, σε Στράβ.
ὑποχορηγία, ἡ, χορηγία, παροχή, προμήθεια, αρωγή, συνδρομή, σε Στράβ.
ὕπ-οχος, -ον (ὑπέχω), 1. υποτελής σε κάποιον, υπήκοος κάποιου, τινι, σε
Ξεν.· βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι, υποτελείς ή αξιωματούχοι του βασιλιά,
βασιλιάδες υποταγμένοι στον μεγάλο βασιλιά, σε Αισχύλ. 2. = ἔνοχος,
υποκείμενος σε, υπεύθυνος για, υπόχρεος σε, τινός, σε Δημ.
ὑπό-χρεως, -ων (χρέος), γεν. -ω, 1. χρεωμένος, αυτός που χρωστά, σε
Αριστοφ.· ὑπόχρεώς τινος, χρεώστης, σε Πλούτ. 2. λέγεται για περιουσία,
ιδιοκτησία, χρεωμένος, μπλεγμένος, επιβαρυμένος, Λατ. obaeratus, σε
Δημ. 3. με γεν., ὑπόχρεως φιλίας, δεμένος με δεσμούς φιλίας, σε Πλούτ.
ὑπο-χρίω[ῑ], αλείφω από κάτω ή επαλείφω, τί τινι, σε Ηρόδ.· ὑποχρίω τινί,
βάφει το πρόσωπό του κάτω από τα μάτια, σε Ξεν. — Μέσ., ὑποχρίεσθαι
τοὺς ὀφθαλμούς, βάφω τα μάτια μου από κάτω, στον ίδ.
ὑπό-χρῡσος, -ον, αυτός που περιέχει μίγμα ή μέρος χρυσού· μεταφ.,
λέγεται για πρόσωπα, σε Πλάτ.
657

ὑπο-χωρέω, μέλ. -ήσομαι, I. 1. οπισθοχωρώ, αποσύρομαι,


απομακρύνομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· συχνά σε μτχ., ὑποχωρήσας φεύγει,
σε Δημ. 2. με γεν., αποχωρώ από ένα μέρος, σε Ηρόδ., Ξεν.· ὑποχωρέω
τινὶ τοῦ θρόνου, αποσύρομαι από την θέση μου σε ένδειξη τιμής απέναντι
σε κάποιον άλλο, παραχωρώ την θέση μου σε αυτόν, σε Αριστοφ.· και,
ὑποχωρέω τινί, υποχωρώ σε, εγκαταλείπω σε, σε Θουκ. 3. με αιτ.,
αποφεύγω, δεν πλησιάζω, στον ίδ., σε Πλάτ. II. βαίνω, συνεχίζω,
εξακολουθώ σταθερά, σε Πίνδ.
ὑποχώρημα, -ατος, τό, προϊόν εκκένωσης, περίττωμα, σε Θεόφρ.
ὑποχώρησις, -εως, ἡ, 1. οπισθοχώρηση, απόσυρση, αποχώρηση,
τράβηγμα, οπισθοδρόμηση, σε Πολύβ. 2. άσυλο, καταφύγιο, σε Λουκ.
ὑπό-ψαμμος, -ον, αυτός που από κάτω του έχει άμμο, γῆ ὑποψαμμοτέρη,
κάπως αμμώδης, σε Ηρόδ.
ὑπό-ψᾱρος, -ον, κάπως διάστικτος, με βούλες, ἵππος, σε Στράβ.
ὑπ-οψία, Ιων. -ίη, ἡ (ὑπόψομαι), 1. υπόνοια, υποψία, ζηλοτυπία, ζήλια,
ὑποψίην ἔχειν ἔς τινα, σε Ηρόδ., Αττ.· πρός τινα, σε Δημ.· ἐν ὑποψίᾳ
ποιεῖσθαι, σε Αισχίν. 2. λέγεται για αντικείμενο, ἔχειν ὑποψίαν, δέχομαι,
αποδέχομαι την υποψία, σε Πλάτ.· ὑποψίαν παρέχειν, σε Θουκ.
ὑπ-όψιος, -ον (ὑπόψομαι), αυτός που βλέπεται με καχυποψία· ὑπόψιος
ἄλλων, αυτός που αντιμετωπίζεται καχύποτα μεταξύ άλλων, σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπ-οψωνέω, μέλ. -ήσω, κλέβω στην αγορά τροφίμων ή αγοράζω όλες ή
τις περισσότερες διαθέσιμες ποσότητες λαθραία, σε Αριστοφ.

You might also like