Professional Documents
Culture Documents
Αβραάμ <χάβρα <Fάβρα, άβρα δασυνόμενο {=κομψή κίνηση [<αβρός <σείω (ή σάω) +
φέρω)]} + χαν [<χάνος <χαγάνος <άγω + άνω = αρχηγός] = αρχηγός της συνέλευσης
Αγαμέμνων <άγαν [=πολύ} + μίμνω [=επιμένω] =πολύ επίμονος, σταθερός, καρτερικός< ἄγαν
(πολύ) + μίμνω (μένω, επιμένω), "ο πολύ σταθερός, ο αλύγιστος
Αγχίσης <άγχος [<άγω {έχω} + άχος {=θλίψη}] + οίσω [μέλλ. Του φέρω] = λυπημένος
Αδάμ <α [επιτατικό] + δα [=γη, γαία] + κατάληξη -μων [<μένων] = δεμένος με την γη, αυτός που
αντλεί ζωή και δύναμη από την γη
Άδραστος (< ἀ- (μη) + δράω (πράττω, κινούμαι, φέυγω), "ο ακλόνητος, ο άφοβος")
Αέθλιος <άθλος, αθλητής <α (επιτατ.) + τλάω [=τολμώ, υπομένω, τ>θ, α>η] = τολμηρός
Αζεύς <άζω [= πνέω, εκπνέω αθρόως, κράζω, στενάζω] + έχω [>-ευς] = κραυγάζων στενάζοντας
Αθάμας <α [επιτατικό] + θαμά, θαμάκις [= συχνά πυκνά, {θαμά <δα (επιτατ., δ>θ) + άμα}] = ο
συχνάζων στα μέρη, ντόπιος, γηγενής
Αιγεύς <αΐσσω, άϊξ > αίγες = υψηλά ορμητικά κύματα + έχω [>εχεύς >-ευς] = αυτός που φέρνει
ορμητικά κύματα (μετέπειτα ονομασία του Αιγαίου Πελάγους)
Αιγιαλεύς <αιγιαλός <αίσσω, άϊξ > αίγες = υψηλά ορμητικά κύματα + αλς, αλός [=θάλασσα] >
αιγιαλός
Αίγλη φωτεινή
Αίθρα λαμπρή
Αικατερίνη <αεί + κατά + εαρινή = πάντα πολύ ανοιξιάτικη <αεί + καθαρή =πάντοτε αγνή, ηθικά
καθαρή και άδολη
Αίμων, Αίμος <δαίμων [το δ λόγω δασείας > δαήμων] = επιτήδειος, έμπειρος
Αίολος<α [επιτατ.] + ιάλλω [<είμι+λαλώ {μέλλ. ιαλώ, α>ο} = πέμπω, τρέχω] = ευκίνητος
Αίπυτος <αιπύς [=απότομος,τραχύς] + ίτω [προστακτ. του είμι =έρχομαι] = αυτός που
πηγαίνει ψηλά
Ακαρνάν <α [επιτατικό] + κάρνος [=κριάρι {<κείρω=κουρεύω}] = αυτός που έχει πολλά κριάρια
Άκαστος <άκος [=θεραπεία] >ακέομαι [=θεραπεύω, αόρ. ηκέσθην] > ακεστής, άκαστος =
θεραπευτής
Άλεος <αλέα [α, επιτατ. + έλη [=ζέστη] > αέλη > αλέη (ελ>λε) > αλέα] = θερμότητα, η ζέστη του
ήλιου,
Αλής <εάλην, εFάλην (στον Όμηρο) αόρ. β΄ του είλω [=συνελαύνω] = αθρόος, συγκεντρωμένος
Αλθαιμένης <αλθαίνω [=θεραπεύω] + μένος [=σφρίγος, οργή, δύναμη] = απαλλαγμένος από την
οργή των θεών
Αλίαρτος <αλς, αλός [=θάλασσα] + άρτος [=πλήρης τροφή] = αυτός που αποκομίζει πλήρη
τροφή από τη θάλασσα
Αλίκη <αλς, αλός [=θάλασσα] + κοέω [ακούω >ακοή] = αυτή που κατανοεί τη θάλασσα <αληθής
Αλκάθοος, Αλκάθους <αλκή [=δύναμη] + θέω [=τρέχω] = αυτός που τρέχει με δύναμη
Αλκαμένης <αλκή [=δύναμη] + μένος [=δύναμη, φρόνημα, ψυχική διάθεση] = πολύ δυνατός
Αμφιάραος <αμφί [=από παντού] + άρω (=αρμόζω, συνάπτω, ταιριάζω, προσαρμόζω, αρέσκω,
ευχαριστώ) # ευχάριστος σε όλους
Αμφικτίων <αμφί [=από παντού] + κτίω [<πτίω <πέτομαι = πετάω] = αυτός που περιβάλλεται
από πουλιά [οιωνούς] = οιωνοσκόπος <αμφί [=από παντού]+ κτίω [=κατοικώ >κτίτης=κάτοικος],
εξού και. τα μέλη της αμφικτιονίας ονομάζονταν περικτίονες
Αμφιτρύων <αμφί [=από παντού] + τρύω [=φθείρω, καταστρέφω, κατατρίβω >τρυπώ, τρύπα] =
αυτός που τα δαμάζει όλα
Ανδραίμων <ανήρ [=άνδρας] + αίμα = αυτός που έχει αίμα άντρα, ανδρείος
Ανδροκλής <ανήρ [=άνδρας] + κλέος [=δόξα] = διάσημος για την ανδρεία του
Ανδρομεδα <άνδρες + μέδω = άρχω, βασιλεύω, κυβερνώ = αυτή που εξουσιάζει τους άνδρες
Αντίγονος <αντί [=στη θέση του] + γονεύς = ισάξιος με τον πρόγονό του
Αντίοχος <αντί [με την έννοια της αντικατάστασης] + έχω = ισάξιος με τους κατέχοντες, άξιος
να κατέχει
Αντίπατρος αντί (=στη θέση του) + πατήρ = ισάξιος με τον πατέρα του
Αντιφάτης <αντί (με την έννοια της αντικατάστασης) + φάτης <φάσκω=ομιλώ # άξιος να ομιλεί,
ικανός ρήτωρ
Αντώνιος <αντί (με την έννοια της αντικατάστασης) + ώνιος [=χρήσιμος] = χρήσιμος, ωφέλιμος
Αριάδνη <αρι [=πολύ, δυνατά] + αγνή [=άσπιλος} = πολύ καθαρή στην ψυχή
Αριδαίος <αρι [=πολύ] + δάϊος [=τρομερός] = πολύ τρομερός
Αρίφρων <αρι [=πολύ] + φρην [=στήθος, καρδιά, διάνοια, νους] = πολύ συνετός
Αρκάδιος <Αρκαδία <άρκτος [= αρκούδα <άρσις + κτας {<κτείνω} επειδή σκοτώνει όρθια τα
θύματά της] = ο σχετιζόμενος με την Αρκαδία
Αρτέμιος <Άρτεμις <<αρτ [= κρεμώ, δένω, εξαρτώ, φτιάχνω] + μις [= φονεύς] = φονεύς ζώων
με χρήση [κυνηγετικής] τέχνης
Ασκάλαφος <α [επιτατ.] + στίζω [στι-> στα- (ι>α) > σκα- (τ>κ)} + λώπη [=επενδύτης] = κατάστικτη
σαύρα
Ασκληπιός <α [στερητ.] + σκέλλω [=είμαι κάτισχνος >σκελ- > σκλε- > σκλη- {ε>η}] + ποιος
[<ποιέω] = αυτός που κάνει τους ανθρώπους να μην είναι ισχνοί, θεραπευτής, ιατρός
Αστερίων <αστέριος <α [επιτατ.] + στερεός [γεν. α-στέρ-ος, >στερέωμα = ο ουρανός] = αυτός
που δεν έχει υλική υπόσταση
Άτλας <α [στερητικό} + τλάω, τλώ,τλάν [=υποφέρω] > α+τάλας = τα πάντα υπομένων χωρίς να
υποφέρει
Άτταλος <αΐσσω < άσσω <άττω [= κινούμαι ορμητικά] + αλς-αλός [= θάλασσα] = ορμητικός
σαν θάλασσα <άττα [= παλαιός, πρόγονος] + αλς-αλός [= θάλασσα] = παλιός θαλασσινός
Αυτεσίων <αυτός + ίω [υποτακτ. του είμι = έρχομαι] = αυτός που πορεύεται μόνος του,
αυτοδύναμος
Αυτομήνης <αυτός + μένω [=αντέχω, υπομένω] = αυτός που μπορεί να αμύνεται μόνος του
Αχιλλεύς <άγω + λαός [= αγέλαος] = αρχηγός του στρατού «ἄχος» + «λεώς» (λαός),
δηλαδή "αυτός που προκαλεί θλίψη ή και πόνο στο λαό", δηλαδή στους εχθρούς
Αώος <άω [=χορταίνω, γεμίζω, από το αδέω, άδην, , με αποβολή του δ {μέλλ. άσ-ω (>άσις =
κόρος)}] = χορτάτος, πλούσιος
Βάλης, Ουάλης, Βάλλης <Βάλλιος <βάλλω [=πλήττω, καταβάλλω] + ίω =έρχομαι] = αυτός που
ήλθε για να καταβάλει τους αντιπάλους, δυνατός {>λατ. Valens, χημεία valence=σθένος}
Βάρδας <βάω {=πάω} + άρδω {=ποτίζω, περιποιούμαι, δροσίζω >αρδεύω} = αυτός που
ποτίζει τη γη
Βελλεροφόντης <βέλεμνον, βελόνη, βέλος (projectile, dart, javelin, needle, arrow, bullet) +
-φόντης [(slayer) < φονεύω (to slay)] = φονεύς με βέλη Βελλεροφόντης means 'slayer of
Belleros'".[3] Belleros could have been a Lycian, a local daimon or a Corinthian nobleman
Βενθεσικύμη <βένθος [=βάθος, δοτική πληθ. τοις βένθεσι0 + κύμα = αυτή που δημιουργεί κύματα
στα βάθη
Βερενίκη <Φερενίκη <φέρω + νίκη =αυτή που φέρνει τη νίκη
Βερίνα<Φερίνη <φέρει + νοεί =αυτή που με νοημόνες και δίκαιους λόγους φέρνει αγαθά
Βοιωτός <βοίδιον + ουδαίος [=χθόνιος] = αυτός που διαθέτει γη για βόσκηση βοών
Γανυμήδης <γάνυμαι (χαίρομαι, λάμπω) + μέδω (κυβερνώ, φροντίζω) = αυτός που φροντίζει να
δίνει χαρά
Γελάνωρ < γελώ+ ἠνορέη (ανδρεία), "αυτός που χαίρεται με την ανδρεία
Γύλιππος < γύριος (ρ>λ) > γύλιος=στρογγυλός + ίππος # στρογγυλόσωμος σαν άλογο
Δάειρα <δάω [=διδάσκω] = είρω [=συναρμόζω, ομιλώ] = αυτή που ταίριαξε τις γνώσεις με
ομιλία <δα [=γη] + έρα [=γη {<έργα}] = μητέρα γη
Δαμασίχθων < δαμάζω, μέλλων δαμάσσω [= υποτάσσω, καταβάλλω] + χθων [γη, χώρα] = αυτός
που κατακτά χώρες
Δαμάστωρ <δάμος [=δήμος] + ίστωρ [= γνώστης] = ο γνώστης της θέλησης του δήμου
Δαμοκράτης <δάμος [=δήμος] + κράτος [=δύναμη] = ο έχων την δύναμη του δήμου
Δαμοφών <δάμος [=δήμος] + φωνή = ο φέρων την φωνή [=θέληση] του δήμου
Δάμων <δα [= δη = γη] + κατάληξη -μων [<μένων] = δεμένος με τη γη, αυτός που αντλεί
εξουσία από την γη
Δαναός, Δανάη <δα [= δη = γη] + ναός [< ναίω = κατοικώ, διαμένω, οικοδομώ προς
κατοίκηση]
Δάρδανος <δα [= δη = γη] + ναός [< ναίω = κατοικώ, διαμένω, οικοδομώ προς κατοίκηση], το
"δαρ" προστίθεται με έκταση
Δαυίδ <δα [= δη = γη] + βείδεος {<είδω, Fείδω, βείδω, βείδεω = βλέπω [>βίδεοι και βείδεοι οι
επόπτες των νέων στη Σπάρτη] = επόπτης της γης, εξουσιαστής της γης
Δηιάνειρα <δάϊος και δήϊος [=φοβερός, καταστρεπτικός, {<δαίω =χωρίζω, μοιράζω}] + ανήρ
[=άνδρας] = φοβερή για τους άνδρες
Δηιδάμεια <δάϊος και δήϊος [=φοβερός, καταστρεπτικός, {<δαίω =χωρίζω, μοιράζω}] + δάμος
[=δήμος] = φοβερή για τον λαό < Δίας + δάμνυμι = δαμάζω, υποτάσσω = η αφοσιωμένη στον
Δία
Δηίων <δάϊος και δήϊος [=φοβερός, καταστρεπτικός, {<δαίω =χωρίζω, μοιράζω}] = φοβερός,
καταστροφικός
Δημοφών <δήμος + φωνέω [=καλώ] = αυτός που προσκαλεί (συνεγείρει) το λαό <
δῆμος (τόπος, λαός) + φόως (φως, λάμψη), "το φως του λαού, αυτός που φωτίζει το λαό του"
Διδώ <δάω [=διδάσκω] >διδάω, διδώ [+άγω = διδάσκω] = αυτή που φέρνει γνώσεις στους
ανθρώπους
Διόγνητος <Δίας + ίγνης-ίγνητος-ίγνητες [=γνήσιοι, από το ίδιο γένος] = καταγόμενος από τον
Δία
Διοκλής <Δίας + κλέος [=δόξα] = αυτός που έχει τη δόξα του Δία
Διομήδης (< Ζεύς (γεν.Διός) + μήδομαι (σκέφτομαι, συμβουλεύω), "αυτός που έχει θεϊκή
σκέψη, που τον συμβουλεύει ο Δίας
Δόρυσσος <δόρυ + άριστος >δόρυστος >δόρυσσος = πολύ καλό στη χρήση δόρατος
Ειρήνη <είρω [= συναρμόζω, ομιλώ {> ως είρηται}] + νοεί {<νούς] = η με νοήμονες και
δίκαιους λόγους διευθέτηση διαφορών
Εκάτη <έκατος, εκάτη, έκατον = ο μακράν κείμενος = επίθετα της Άρτεμης και του Απόλλωνα
Έλενος <έλω [υποτακτ. αορ. του αιρέω = εκλέγω, λαμβάνω κατά προτίμηση] + νόος [=νους]
= ο δια νοημόνων και δικαίων λόγων εκλεκτός
Ελένη <έλω [υποτακτ. αορ. του αιρέω = εκλέγω] + νόος [=νους >νοεί] = με νοήμονες και δίκαιους
λόγους εκλεκτή (δασ.) <έλω, μέλλ. του αιρέω [=αφαιρώ, καταβάλλω] = καταστρεπτική
Ελισάβετ <ελίσσω [=περιστρέφω, κινώ, χορεύω] + βένθος [=βάθος] = αυτή που ταράζει τα
βάθη {ανάλογο του Βενθεσικύμη} >Ελιζαμπέτα, Ζαμπέτα, Αλισσαβώ, Αλιζαμπώ, Ιζαμπώ, Ελισσώ,
Ελίζα, Λίζα, Μπέθα (Μπεθ), Μπέτυ
Έλλη <έδος (δασ. = έδαφος) > σέδας [= καθέδρα] >σέλλα [σέδ-λα, δλ>λλ {= κάθισμα, εφίππιον}]
>Σελλοί, Ελλοί = κρυπτόμενοι στο έδαφος > Έλλη = αυτή που έπεσε από τη σέλλα
Έλλην <εν + λάας [=λίθος, χώρα] + ην [παρατ. του ειμί] = αυτός που ήταν μέσα στην πέτρα,
άνθρωπος από τη δική μας χώρα <Σελλοί, Ελλοί = κρυπτόμενοι στο έδαφος
Ενυεύς, Ενυώ <εν + αάω [=βλάπτω, τυφλώνω το μυαλό] >ενύω [α>υ] > ενυάλιος [επίθετο
του Άρεως] > Ενυώ [σύζυγος του Άρεως]
Ερεχθεύς <ερι [=δυνατός] + χθων [= γη , έδαφος] + έχω [>εχεύς >-ευς] = αυτός που έχει
δυνατή χώρα
Έρση <=δροσιά
Ετεοκλής <ετεός [=γνήσιος, αληθής] + κλέος [=δόξα] = φημισμένος για την αυθεντικότητά του
Εύα <ειμί >μετοχή εών, εούσα, εόν >εύσα [>ευ = αγαθό, καλό, ορθό, δίκαιο] >ευά >ευάν >ευάζω
= η αρχικά υπάρχουσα
Εύδαιμος <ευ + <δαΐμων [= ειδήμων, γνωρίζων {< δάω = αισθάνομαι, διδάσκω, γνωρίζω}]
Εύηνος <ευ + ηνίον [=λουρί χαλινού, διακυβέρνηση] > ευήνιος = πειθήνιος, εύκολος στη
διακυβέρνηση,
Ευμένης <ευ + μένος [=δύναμη, φρόνημα, ψυχική διάθεση] = ο έχων υψηλό φρόνημα
Εύμηλος <εὑ + μήλα [=πρόβατα] = πολύμηλος, αυτός που έχει πολλά πρόβατα
Εύνηος < εὑ- [πολύ, καλό] + ναῦς [πλοίο, γεν. νηός] = "αυτός που έχει καλά πλοία"
Εύνομος < εὑ- [πολύ, καλό] + νόμος = αυτός που είναι καλός απέναντι στο νόμο
Εφιάλτης <επί + άλτης = αυτός που «πηδά πάνω» στα σταφύλια ή στα στάχυα-σιτηρά
Εύφημος <ευ + φήμη = αυτός που έχει καλή φήμη, διάσημος
Εχίων <έχω + ίω [=πηγαίνω, έρχομαι] = αυτός που συνεχίζει να έχει, αυτόχθων που επιβίωσε
μετά τον Κάδμο
Ζήνων<Ζευς {γεν. Διός και Ζηνός}> Ζην + ων (μετοχή του ειμί) = αυτός που υπάρχει (ζει)
σύμφωνα με τη βούληση του Δία
Ηρακλής <ήρωας + κλέος >Ηρωακλεής = ο έχων τη δόξα του ήρωα άρω (=αρμόζω) + κλέος
= αυτός που τακτοποιεί προβλήματα φοινικικός ήρωας ΜΕΛΚΑΡΘ ανάποδα ΘΡΑΚΛΕΜ =
Μελικέρτης, Μάκαρ, Μάκηρις
Ηράκλειος <Ηρακλής <ήρωας + κλέος [=δόξα] = αυτός που έχει ιδιότητες όμοιες με του Ηρακλή
Ησίοδος <έσις (δασ.) έσ-θαι, απαρ. αορ. του ίημι - άφεση, ορμή. εσία, ησιεπής (ε>η, έπος) +
(άδω, α>ο)
Θαυμάκος <θαύμα + κοέω [=ακούω, κατανοώ] = αυτός που μπορεί να εξηγεί τα θαύματα
Θεοδόσιος <θεός + δόσις [<δίδω] = αυτός πού έχει χαρίσματα δοσμένα από τον θεό
Θέοδωρος <θεός + δώρο = αυτός πού έχει χαρίσματα δοσμένα από τον θεό
Θεόφιλος <θεός + φίλος = αυτός που αγαπάει τον θεό (και αντίθετα που τον αγαπάει ο θεός)
Θέσπιος, Θέσπις, Θεσπιεύς <θεός + είπον [έσπον] = αυτός που μεταφέρει τους λόγους του
θεού
Θεσπρωτός <μολγός [=προϊόν αρμέγματος] + άδην [=κατά κόρον] > μολαδσός > μολοσσός (α>ο,
δσ>σσ) = έχων πολλά κοπάδια για άρμεγμα
Θέστιος <θεός + εσθίω [=τρώγω] = αυτός που παρέχει τροφή στους θεούς
Θέστρος <θέσις [=τοποθέτηση, άποψη < τίθημι] + τηρώ = αυτός που τηρεί τις θέσεις του
Θηρεσία, Τερέζα <θήρα [=κυνήγι] + άγω [>αγέτης, ηγέτης >ηγεσία] = πρώτη στο κυνήγι
>Theresia >Tereza
Θουκυδίδης <θου προστ. αορ. του τίθημι=θέτω + κύδος=δόξα + είδος=μορφή # αυτός που η
μορφή του αποπνέει δόξα, ένδοξος
Θρασυμήδης < θρασύς (θαρραλέος) + μήδομαι (σκέφτομαι, συμβουλεύω), "αυτός που σκέφτεται
με θάρρος
Θυμοίτης <θυμός [=ψυχή, σκέψη, θάρρος]+ όϊς [=πρόβατο] + έχω [>έτης] = αυτός που έχει
ψυχή πρόβατου, πράος, μετριοπαθής
Ιακώβ <ίω [= έρχομαι] + κόβω {<κόπτω} = αυτός που προχωράει αφανίζοντας (νικώντας τους
εχθρούς)
Ιάσων, Ίασος<ιάομαι [= θεραπεύω < από το επιφώνημα "ιά" προτρεπτικό για προσέλευση
μαχομένων > ιαχή] = θεραπευτής (γνώστης χρήσης βοτάνων από το Πήλιο)
Ιγνάτιος <ιγνύα [<γυίον] = το μέλος του σώματος, τα πόδια, τα χέρια, το όλο σώμα
Ίδας <οίδα [= γνωρίζω {<είδω=βλέπω}] = γνώστης
Ιησούς <ίω [= έρχομαι] + σαόω {>σώω=σώζω} = αυτός που ήλθε για να σώσει
Ίθακος <ιθύω = πορεύομαι κατ΄ ευθείαν, σπεύδω, ορμώ προς τα εμπρός >ιθύνω =
κατευθύνω, κυβερνώ
Ίκαρος <ίτης [<ίτω [προστακτ. του είμι =έρχομαι] = εμπρός] = θρασύς, τολμηρός, βιαστικός,
ορμητικός (τ>κ)
Ινώ <ίναι, απαρεμφ. του είμι - θεά της θαλάσσης, προστάτιδα των ναυτιλομένων (είμι = έρχομαι
ή πηγαίνω)
Ιοβάτης <ιός [=βέλος {<είμι, ίω, ιέναι = έρχομαι}] + βαίνω = γρήγορος σαν βέλος
Ιοβιανός <ιός [=βέλος {<είμι, ίω, ιέναι = έρχομαι}] + βαίνω = γρήγορος σαν βέλος
Ιοκάστη <ίω [= έρχομαι] + πάστη [{π>κ} <πάομαι {=λαμβάνω} >πάσ-τας {= κύριος, κατέχων}]
= αυτή προχωράει κυριαρχικά
Ιόλη <ιός είμι, ί-ω, ι-έναι, απέρχεται (είμι) από το τόξο για να εισέλθει (είμι) στον στόχο - το
βέλος, δηλητήριο
Ιουλιανός <ιούλιος <ιουλώ (<ίκω, ικνέομαι [= φέρνω] + ούλος [=εριώδης, δεμάτι θερισμένου
σίτου] = η φέρουσα δεμάτια σίτου, επίθετο της Δήμητρας)
Ιουστίνος, Ιουστινιανός <ιούστος <ίω [=έρχομαι] + ωθώ [= ανοίγω δρόμο {>ώσις, ώστης,
ωστικός}] = αυτός που πρωτοστατεί, δίκαιος {>αγγλ. Just, Justice}
Ισμήνη <ις-ινός-ίνα [=δύναμη] + μένω = αυτή που διατηρεί τη δύναμή της, δυνατή
Ισοκράτης <ίσος + κράτος = αυτό που έχει τη δύναμη να είναι ευθυτενής, ανίκητος
Ιφικλής <ίφι, ίφιος [= ισχυρός, γενναίος] + κλέος [=δόξα] = φημισμένος για τη δύναμή του
Ίφιτος <ίφις -ίφιος [= ισχυρός, γενναίος] + ίτω [προστακτ. του είμι =έρχομαι] = ο επερχόμενος με
γενναιότητα
Ιώ <ίω (υποτακ. του είμι). Η Ήρα την μετέβαλε σε αγελάδα και της ενέβαλε οίστρο, εξ αιτίας
του οποίου έτρεχε (είμι) συνεχώς επίθετο της Σελήνης
Ιωάννης <Ίων + άνω + νοεί [=έχει φρόνημα Ίωνος, σκέπτεται σαν Ίωνας {=Έλληνας}]
Ιώσηπος, Ιωσήφ <ίω [= έρχομαι] + σήπω {=αφανίζω} = αυτός που προχωράει αφανίζοντας
(νικώντας τους εχθρούς)
Καίσαρ <καίνυμαι πρκμ. κέ-κασ-μαι (τ>σ), εκ του κατά κάτω, δηλαδή έχω τον άλλον υπό
κάτω
Κάλυδνος <καλός + υδνέω [=τρέφω, αυξάνω {<δαίνυμι} = αυτός που φέρνει πολλή τροφή
Καλυδών <καλός + υδνέω [=τρέφω, αυξάνω {<δαίνυμι} = αυτός που φέρνει πολλή τροφή
Καρ, Κάριος <καρ [=κουρεμένα μαλλιά] <κείρω [= κουρεύω, ξυρίζω, δρέπω, αποκόπτω σιτηρά και
κάρπιμα δένδρα, καταστρέφω, αφανίζω, ερημώνω χώρα] = θεριστής
Κάρανος <κάρα [=κεφάλι, δωρική λέξη] + άνω = αρχηγός, επικεφαλής (κοίρανος >τύραννος)
Καραΐσκος, Καραϊσκάκης <κάρα [=κεφάλι, δωρική λέξη] + ίσκος [υποκοριστική κατάληξη, μικρός]
= πολύ μικρός (κοντός)
Κάσος <κας [=δέρμα {>κάσα = καλύβα με τοίχους από δέρμα, οικία >λατ. casa}] = οικιστής
Κάσσανδρος <καίνυμαι πρκμ. κέ-κασ-μαι [=υπερέχω {τ>σ}] = αυτός που υπερέχει των ανθρώπων
<καίνυμαι πρκμ. κέ-κασ-μαι (τ>σ), εκ του κατά κάτω, δηλαδή έχω τον άλλον υπό κάτω
Κασσιόπη <καίνυμαι πρκμ. κέ-κασ-μαι [=υπερέχω {τ>σ}] + έπος [=λόγος] = η υπερέχουσα στα
λόγια
Κατρεύς <κατάρα + έχω [>εχεύς >-ευς] = αυτός που έχει κατάρα (ότι θα σκοτωθεί από τον γιο
του)
Κείσος<κείω [= σχίζω, κόβω, συντρίβω, μέλ. κείσω] = ικανός να συντρίβει τους εχθρούς
Κελεός <κέλης [=ίππος, {<κελεύω = παροτρύνω}] + έχω [>εχεύς >-ευς >έος] = αυτός που
έχει άλογα <κελεύω [διότι έδωσε εντολή στον Τριπτόλεμο να οργώσει τη γη
Κηφεύς <καφήν, κηφήν [<χάσκω > χάκω > χάπω (κ>π) > κάπτω (χ>κ) > χάφτω (π>φ)-
χάφτω, καταπίνω] = εξολοθρευτής
Κλαύδιος <κλέος [= δόξα, >κλεΐζω = δοξαζω] + αυδή [=φωνή, φήμη] = διάσημος για τη δόξα
του <Κλαύσιος < κλαίω = ζητώ με κλάματα (με την έννοια του επιθυμώ) # κυριαρχούμενος από
επιθυμίες
Κλεισθένης <κλέος [= δόξα, >κλεΐζω = δοξαζω] + σθένος = διάσημος για τη δύναμή του
Κλεοσθένης <κλέος [= δόξα, >κλεΐζω = δοξαζω] + σθένος = διάσημος για τη δύναμή του
Κλεοδαίος <κλέος [=δόξα] + δάϊος [=τρομερός] = φημισμένος από τον τρόμο που προκαλεί
~1190, βασιλιάς των Δωριέων πριν εγκατασταθούν στη Σπάρτη
Κλεομένης <κλέος [=δόξα] + μένος [=σφρίγος, οργή, δύναμη] = φημισμένος για τη δύναμή του
Κλεοπάτρα <κλέος + πατήρ = αυτή που έχει τη δόξα του πατέρα της
Κλήσων <καλώ >κλέω [=δοξάζω] >κλέος [=δόξα] + ων [μτχ του ειμί] = ένδοξος
Κλύμενος, Κλυμένη <κλύω, κλύομαι [< κοέω=ακούω] + λύω [= ακούω, καλούμαι, γίνεται λόγος για
μένα] = ονομαστός, ξακουστός
Κλυτόνηος <κλυτός [= ένδοξος] + ναυς, νηός [=καράβι] = φημισμένος για τα καράβια του
Κόραξ <κράζω > κράξω > καράξω > κόραξ (α>ο) = ο έχων ηχηρή φωνή
Κρότωπος <κροτοεπής < κρότος + έπος = αυτός που έχει βροντώδη φωνή
Κύλων<κυέω, κύω = εξογκώνω, κυοφορώ > κύκλος > κοίλος με αποβολή του κ
Κώνστας, Κωνσταντίνος <κων- [=μαζί, ταυτόσημο του "συν" {<κοινός >λατ. con-}] + στας
[μετοχή αορίστου του "ίστημι" {=στέκομαι, αντέχω, αναχαιτίζω} = αυτός που στάθηκε μαζί,
συμπαραστάτης
Λάβδακος <το γράμμα λάβδα [<λάλη+βάδην = οδηγεί τον λόγο] >λαβδακισμός = ελαττωματική
προφορά του φθόγγου "λ" χωλός (αδέξιος ή ηγεμών)
Λαεοκίδης <λαός + κοέω [=ακούω] + οίδα [<ιδείν] = απόγονος αυτού που υπακούει στο λαό
Λάζαρος <λάζος [=είδος μαχαιριού <λάζομαι = πιάνω <λαμβάνω, β>ζ}] + αίρω [=σηκώνω] =
αυτός που σηκώνει μαχαίρι για να χτυπήσει, επαναστάτης
Λάιος, Λαΐς <ληϊστός αλίσκομαι > λαΐσκομαι (αλ>λα) > λαϊσκός > λαϊστός (κ>τ) > ληϊστός (α>η) -
ληστευθείς, αποκτημένος από λεία <λαός = καταγόμενος από τον λαό
Λαοκόων <λαός + κοέω [=ακούω] = απόγονος αυτού που υπακούει στο λαό
Λέλεξ <λέλεξ <λάσκω, παρκμ. λέλακα ή λέληκα = κράζω, Λέλεξ ήταν ο πρώτος βασιλιάς της
Σπάρτης το 1500 π.Χ., Λέλεγες οι Πελασγοί κάτοικοι στην Πελοποννήσου και αλλού (Έφεσος,
Λοκρίδα, Βοιωτία, Εύβοια, Ακαρνανία, Θεσσαλία, Λευκάδα, Κυκλάδες)
Λεωνίδας <λεώς [=λαός] + οίδα = γνώστης του λαού λαός < λάλος > λα(λ)ός, βλ. λάας,
λεύς, λάλη
Λεωτυχίδας <λεώς [=λαός] + τύχη + είδος [ιδείν] = απόγονος αυτών που φέρνουν τύχη στο λαό
Λήδα <λανθάνω, λήθη (θ>δ), διότι λανθάνων (ως κύκνος) ο Ζεύς επεσκέφθη αυτήν
Λουκάς < λύκη=φως > λευκός > λεύκιος > Λούκιος [υ>ου] >Λουκάς
Λυγκεύς <λύγξ < λύγη [=σκιόφως <λύκη] + άγω = αυτός που μπορεί να περπατάει μέσα στη
νύχτα, ατρόμητος
Λυκάων <καταγόμενος από λύκους <<λάπ-τω, λάψις, λήψις, λήπτης, διότι λαμβάνει ζώα εκ
της αγέλης, δηλαδή λαπ- > λυπ- (α>υ, lup- us, Λατ.) > λυκ- (π>κ)
Λυσίμαχος (<λύω (με την έννοια του τελειώνω + μάχη # αυτός που κερδίζει τις μάχες
Μάγνης <μήχος [{<μάω {=επιθυμώ} + άκος (θεραπεία)} = μέσο θεραπείας] + νους = αυτός
που εφευρίσκει μέσα θεραπείας [οι κάτοικοι της Μαγνησίας γνώριζαν τις θεραπευτικές ιδιότητες
πολλών φυτών του Πηλίου]
Μανουήλ, Εμμανουήλ <εν + μανία + νοώ + ηλ [ήλιος, πνεύμα του ουρανού] = προσηλωμένος
στο ενθουσιώδες πνεύμα
Μάξιμος <μάκος [δωρική μορφή του "μήκος"] >μακρός >μάκιστος (υπερθετικός βαθμός)
>μάξιμος = μακρύς, υψηλός, μεγάλος {maximum=μέγιστο}
Μαργαρίτα <μαργαρίτης <μαργάρα <μαρμαίρω [=λάμπω] + γάλα [λ>ρ] {διότι μοιάζει με λαμπρή
γαλακτερή έκκριση}
Μαρία, Μάριος <άρι- [=πολύ, δυνατά] >άριος [=δυνατός >Άρης] > συμπροφορά αιτιατικής
"τον άριο" > μάριος
Μάρκος <μαρκάς < μάκκαρ < μακρός (αντιμετάθεση) = ευτυχής λόγω μακροζωίας
μαρκιούμαι = μηρυκάζω > μαρκάζω
Μάρων <μάρναμαι [= πολεμώ {> Μαρης > Μαρς < Άρης, το «μ» προτάσσεται λόγω
συμπροφοράς από την αιτιατική}] = πολεμικός
Μέλανθος <μέλω [= φροντίζω] + ανθος = αυτός που φροντίζει τα άνθη, καλλιεργητής ανθέων
Μελέαγρος <μέλω [= φροντίζω] + αγρός = αυτός που φροντίζει τα χωράφια, καλλιεργητής γης
Μελισσεύς <μέλισσα + έχω [>εχεύς >-ευς] = αυτός που τρέφει μέλισσες, μελισσουργός
Μενέλαος < μένος [=σφρίγος, οργή, δύναμη] + λαός, αυτός που έχει την δύναμη του λαού
Μενεσθεύς < μένος [=σφρίγος, οργή, δύναμη] + σθένος [=δύναμη] = μόνιμα δυνατός
Μενέσθιος < μένος [=σφρίγος, οργή, δύναμη] + σθένος [=δύναμη] = μόνιμα δυνατός
Μέντωρ, Μέντης <μένω [= αντέχω, διαρκώ, παραμένω {> μένος}] = ανθεκτικός, σταθερός
Μέρμερος <μέρμηρα [ποιητικός τύπος του μέριμνα {<μερί-ς + μνά-ομαι}] = αυτός που φροντίζει
για τους ανθρώπους
Μηριόνης <μυριόνοος <μύρια + νους = αυτός που έχει πολλά στο μυαλό του, σοφός
Μιαούλης <μία ούλοι {κραυγή παρότρυνσης προς τους άντρες του πληρώματός του κατά την
κωπηλασία}
Μιλτιάδης μίλτος μιαντός > μίντος > μίλτος (ν>λ) - ερυθρά γη, ορυκτή κόκκινη βαφή
Μιχαήλ <μιχέω [=εκκρίνω, καταυγάζω] + ηλ [=πνεύμα του ουρανού <ήλιος <ηέλιος <η
{αληθώς} + ελεύσω] = φωτεινός, λαμπρός
Μίνως <μένω - παραμένω σταθερός (βλ. μένος), αντέχω, διαρκώ, παραμένω, περιμένω κάτι,
Μολοσσός <μολγός [=προϊόν αρμέγματος] + άδην [=κατά κόρον] > μολαδσός > μολοσσός (α>ο,
δσ>σσ) = έχων πολλά κοπάδια για άρμεγμα
Μύλης<μύω [=κλείνω] + λάας [=λίθος] = πέτρα που κλείνει και τρίβει το σιτάρι
Νάντια<γαλλική Nadia < ρωσική, Надя (χαϊδευτικό του Надежда) < надежда (ελπίδα)
<Κωνσταντία
Ναταλία <Ανατολία <ανατολή <ανατέλλω <λατινική natalis (γενέθλιος) <νάσσω, νάττω [εν +
άσσον, συγκρ. του άγχι = πλησίον, συσσωρεύω πράγματα εγγύτατα μεταξύ τους, κυοφορώ
Ναύβολος <ναυς [= καράβι] + βάλλω = αυτός που γνωρίζει να θέτει σε κίνηση τα καράβια
Νέαιρα καινούργια
Νεοπτόλεμος<νέος + πτόλεμος [=πόλεμος] = ο νεαρός πολεμιστής, που πήγε νέος στη μάχη
Νέστωρ <νέομαι (έρχομαι, επιστρέφω) εξ'ού και νόστος = αυτός που επιστρέφει από μακριά,
ο ταξιδεμένος
Νηλεύς <νηλεής (νη, αρνητ.) + έλεος [= συμπάθεια, οίκτος] = ανελέητος τιμωρός έλεος
<έλευ-σις, ελ-θών (μετ. του έρχομαι)
Νίκανδρος <νίκη + άνδρες = αυτός που φέρνει νίκη στους άνδρες (παρόμοιο με το Νικόλαος)
Νιρεύς<νίσσομαι (ξεκινάω, φεύγω, επιστρέφω), "αυτός που φεύγει και επιστρέφει, ο ταξιδιώτης
Νίσος <νίσσομαι (ξεκινάω, φεύγω, επιστρέφω), "αυτός που φεύγει και επιστρέφει, ο ταξιδιώτης
Νώε = έμφρων άνθρωπος < νοεί < νόε < νόος < νόμος < νέμω = μοιράζω < δυϊκός αριθμός
"νωί" του εγώ - εμού - εμοί με μετατροπή του μ σε ν = εμείς οι δύο
Ξούθος <εξανθέω [<εκ + άνθος] > ξανθός και ξούθος = χρυσοκίτρινος όπως τα πρώτα φύλλα
[μεταφορικά = αυτός που βγαίνει πρώτος, ευκίνητος, ταχύς]
Οίαγρος <όϊς [=πρόβατο] + αγρέω [θηρεύω {άγρα=θήρα, κυνήγι}] = αυτός που θηρεύει
πρόβατα
Οίβαλος <ο (αθροιστικό>ομού) + είμι (ρίζα ι-, έρχομαι) + βάλλω = τοποθετώ, βάζω # ο
συναθροίζων τους ανθρώπους
Οιδίπους <οιδάνω + πους = αυτός που έχει πρησμένα πόδια [οιδάνω < οίδα, διότι το πρήξιμο
φαίνεται λόγω του όγκου του = φουσκώνω]
Οϊκλής <ο (αθροιστικό>ομού) + είμι (ρίζα ι-, έρχομαι) + κλέος = διάσημος γιατί πορεύεται
μαζί, καλός συνεργάτης
Οϊλεύς<ο (αθροιστικό>ομού) + είμι (ρίζα ι-, έρχομαι) + λεώς [=λαός, στρατός] = αυτός που μαζεύει
και οδηγεί στρατό
Οίνοκλος <όϊς [=πρόβατο] + νομάω [=νέμω, μοιράζω, έχω, κυβερνώ] + κλέος [=δόξα] = αυτός
που φημίζεται ως κατέχων πρόβατα
Οινόμαος <όϊς [=πρόβατο] + νομάω [=νέμω, μοιράζω, έχω, κυβερνώ] = ο κατέχων πρόβατα
Όξυλος <οξύς [=κοφτερός, γρήγορος, ευκίνητος, λαμπρός] + λαός = αυτός που εξεγείρει
(παροξύνει) τον λαό
Οπούντας <οπός [= γαλακτώδης χυμός] = χυμώδης
Όρμενος, Άρμενος <συνθετικό αρι- [= πολύ, μεγάλο] + μένος [= δύναμη, ισχύς, βία, πνεύμα,
πόθος] = πολύ δυνατός
Ορφέας <όρφνη [= σκοτάδι] = νυχτερινός, σεληνιακός από την Ελληνική λέξη ορφανός
μπορεί να είναι σημασιολογικά εγγύς του γοάω, δηλαδή θρηνώ, τραγουδώ άγρια, μαγεύω
Όρφνη, Ορφή <όρφνη = σκοτάδι, νύμφη του Άδη Γοργύρα = υπόνομος, καταβόθρα
Όχιμος <οχέω [{=θαμιστικός τύπος του έχω] = φέρω, βαστάζω, αντέχω, κατέχω] =
ανθεκτικός, υπερασπιστής
Παλαμήδης <πάλη + μήδομαι = σκέπτομαι, φροντίζω = αυτός που σκέπτεται τη μάχη και δίνει
συμβουλές γι' αυτήν
Πάνδαρος <παν + δέρω [=δέρνω, κτυπώ, προσβάλλω {αόρ. εδάρην}] = προσβάλλων τα πάντα,
επιθετικός κατακτητής
Πανδίων <παν + δίος [=φωτεινός] + ων (μτχ του ειμί) = πάμφωτος, από παντού φωτεινός
Πανοπέας <παν + ωψ, ωπός [<ωπάζομαι = βλέπω] = αυτός που τα βλέπει όλα, πανόπτης
Παρμενίων <επαίρω >έπαρση >έπαρμα + μένω = αυτός που παραμένει υψηλά (με υψηλό
φρόνημα) <επί + αρι + μένω = επίμονα σταθερός, ακλόνητος
Πάτροκλος <Πατροκλῆς < πατῆρ + κλέος [=δόξα] = η δόξα του πατέρα, αυτός που δοξάζει τον
πατέρα του
Παύλος <παύω [=αναπαύω {>παύλα, παύρος} = αυτός που προσφέρει ανάπαυση
τελειώνοντας [νικηφόρα] τις μάχες
Περικλής <Περικλεής <περί [=πολύ] + κλέος [=δόξα] = περιβαλλόμενος από μεγάλη δόξα,
ένδοξος
Πηλεύς <πιερείη, πίειρα [= παχιά, ει>ι {<πίαρ, όπιον, οπίας, οπίζω = πάχος}] >πηρείη >
πηλείη (λ>ν) + έχω [>εχεύς >-ευς] = αυτός που έχει εύφορη χώρα
Πηνέλεως < Πηνειός + λεώς [=λαός] = ο λαός της κοιλάδας του Πηνειού
Πηνελόπη <πήνη [= πανί] + ελάω [= παράγω] + έπος [=λόγος] = αυτή που έλεγε ότι φτιάχνει
ύφασμα πήγνυμι, πήγνισμα > πήνισμα > πήνη, με αποβολή του γ, διότι συναρμόζεται και
πακτώνεται το υφάδι δια του στήμονα -ύφασμα, πανί
Πιττακός <πίσσα < πίτυς (εξ αυτής λαμβάνονταν) > πίτ-σα > πίσσα (τσ>σσ) , πίττα (σσ>ττ)
Πλάτων <πλατύς πλάξ, πλακόεις (πλακύς > πλατύς , κ>τ) - επίπεδος, επ' ανθρώπου
μεγαλόσωμος (Πλάτων), ισχυρός, μέγας
Πολυδέκτης <πολύ + δέκτης [=λήπτης {<δέχομαι}] = αυτός που έχει λάβει πολλά χαρίσματα
Πρέσβων <προς + σέβας > προσεβας > πρεσεβας (ο>ε) > πρέσβας > πρέσβυς (α>υ) =
γέρων, σεβάσμιος, σεβαστός, απεσταλμένος.
Πριμηκήρης <πριμηκήριος <πριν [>πρίμος, πρώτος] + κήριος [<κηρίος, κερί] = ο πρώτος που
ανάβει τα κεριά στους ναούς
Προίτος <προ + ίτω [προστακτ. του είμι =έρχομαι] = αυτός που προχωράει εμπρός
Προύμνης <πρυμνός [<προ, πριν πάρος > προ-μός > πρυμνός (ο>υ, μ>μν] = τελευταίος, το
έσχατο μέρος κάποιου μέλους, η ρίζα = θεμελιωτής
Πυθαγόρας <πυνθάνομαι [<ή-πυσ-α, αόρ. του ηπύω (είπα) > πυσ- > πυθ- (σ>θ), ε-πυθ-όμην,
αόρ. και πέ-πυσ-μαι, πρκμ.= ακούω ή μαθαίνω] + αγορεύω = αυτός που προσφέρει μάθηση με
τους λόγους του
Πυθία <πύθω <πάθος ( = αλλοίωση της ποιότητας, της ουσίας κάποιου πράγματος), α>υ =
σαπίζω, επιφέρω σήψη = αυτή που αλλοιώνει το νόημα των λόγων της
Πύθων, Πυθέας <πύθω <πάθος ( = αλλοίωση της ποιότητας, της ουσίας κάποιου πράγματος),
α>υ = σαπίζω, επιφέρω σήψη = αυτός που αλλοιώνει το νόημα των λόγων του, που ξεγελάει με τα
λόγια
Πυραίχμης <πυρ + αιχμή [=οξύ άκρο, φιλοπόλεμο πνεύμα] = φλογερός πολεμιστής (αιχμητής)
Πυρηνεύς <πυρήν [<πυρ, διότι έκαιγαν τα κουκούτσια] + έχω [>-ευς] = αυτός που εμπνέεται
από τη φωτιά
Ράρος <ρώομαι = κινούμαι ορμητικά >ρέω, ρόος, ρους >ρώσις, ρώμη [=δύναμη] >ρώρος >ράρος
= δυνατός
Σαββάτιος <Σάββατον <σαβάζω + βατός <σεβάζω [σε {αιτ. της αντων. συ} + βάσις {> σέ-βασις}]
= αποθέτω προσφορές για σένα (εννοείται τον θεό}
Σαρπηδών <σαρώ [=σαρώνω, καταστρέφω, εξαφανίζω] + πηδώ = αυτός που αφανίζει τους
εχθρούς προσπερνώντας
Σάτυρος <ζα (επιτατ., ζ>σ) + τυρ-βάζω = σύντροφος του Βάκχου (τυρβαστής), λάγνος,
ασελγής {μεταφορικά κορεσμένος, χορτάτος}
Σελινούς <σέλας [=φως] + ις, ινός [=δύναμη] = έχει τη δύναμη του φωτός
Σημ, Σημίτης <σιμός = ο έχων πλατιά μύτη {<σέλμα [ε>ι] <σανίς, σελίς}
Σίμων <σίνομαι < ελώ, μέλλ. του αιρέω ( = καταστρέφω, φονεύω, αρπάζω) σελώ (η δασεία σε σ) >
σέλομαι > σίνομαι (ε>ι, λ>ν) - βλάπτω, ζημιώνω, καταστρέφω
Σκυλακεύς <σκύλαξ [=σκυλάκι] + έχω [>εχεύς >-ευς] = αυτός που έχει μικρά σκυλιά
Σολωμός, Σολομών <Σόλων + κατάληξη -μων [<μένων, όπως νοήμων] = αυτός που με την
διακυβέρνησή του προκάλεσε αίσθηση
Σόλων<σάλος [<αλς = θάλασσα, δασυνόμενο Fαλς >σαλς >θαλς] = ταραχή, κλύδων, επί πλοίων,
δυσάρεστη κατάσταση, ανησυχία [διότι τα νομοθετικά του μέτρα επέφεραν σάλο, ταραχή]
Στέφανος <στέφω [=βάζω στο κεφάλι μου <στρέφω {=γυρίζω για να γίνει στρογγυλό] = κύκλος,
κλοιός, στεφάνι
Σωκράτης <σαόω [σώω=σώζω] + κράτος = αυτός που έχει τη δύναμη να σώζει = σωτήρας
Ταλαιμένης <τάλας [= υποφέρων {<ατάομαι >τάνας >τάλας (ν>λ)}] + μένω [=αντέχω, υπομένω] =
ανθεκτικός στις δυστυχίες
Τάνταλος <τάλας [=υποφέρων, πάσχων {<ατάομαι >τάνας >τάλας (ν>λ)}] > τάν-ταν-ος >
Τάνταλος, αναδιπλασιασμός
Τειρεσίας τείρεα αστήρ, γεν. ασ-τέρ-ος (τέρας), ε>ει - τα άστρα, οι αστερισμοί. τείρος, τέρας-
σημείο σπάνιο,
Τελέστης <τελέω [=τελειώνω] >τέλεσις [=ολοκλήρωση] = αυτός που μπορεί να φέρει σε πέρας
ό,τι αναλαμβάνει
Τενθηδρών <τένδω [<τε + ένδον = εσθίω από τη γη] = αυτός που χτίζει φωλιά μέσα στη γη [είδος
σφήκας]
Τήλεκλος <τήλε [= μακριά] + κλέος [=δόξα] = αυτός που η φήμη του έφτασε μακριά
Τηλέμαχος <τήλε [= μακριά] + μάχη = αυτός που έμεινε μακριά από τον πόλεμο, διότι δεν πήγε
στην Τροία
Τήμενος <τη [=ιδού, ενταύθα] + μένος [= δύναμη, ισχύς, βία, πνεύμα, πόθος] = δυνατός,
ισχυρός
Τισαμενός <τίσις = τιμωρία + αμενής [=αδύνατος, αφανισμένος {<α+μένω}]= αφανίζων για
τιμωρία, τιμωρός
Τληπόλεμος <τλάω [= ανέχομαι, υπομένω, καρτερώ, τολμώ να πράξω κάτι >τάλας] + πόλεμος =
τολμηρός στις μάχες
Τρίοπας <τρις [=τρεις φορές] + ωψ, ωπός <ωπάζομαι [=βλέπω] = τριόφθαλμος, ικανός να
βλέπει από παντού
Τρώας <τηρέω [> τρέω > Τροία (ε>ο>οι)] = με καλή τήρηση, καλώς οχυρωμένος
Τσιλιγκήρης <Τσιλιγκήριος <Εξειλιγκήριος <εξ + είλω [=μαζεύω] + κήριος [<κηρός, κηρίον, κερί] =
αυτός που μαζεύει τα κεριά στην εκκλησία
Τσιμισκής <οξύ + μίσγω [=αναμιγνύω] = χρήστης ξιδιού derived either from the Armenian
Chmushkik (Չմշկիկ), meaning "red boot", or from an Armenian word for "short stature".
Τυνδάρεως <τύπτω [=κτυπώ] >τύδω >τύνδω >τυνδαρίδης >τυνδάρειος = ικανός στο να πλήττει
Υπεράσιος <υπέρ + άσιος, ασία, άσιον = πλήρης ιλύος (άσις, άσεως) = πολύ πλουτοφόρος
Φαραώ <φαράω < φαρόω [<Fαρόω = οργώνω τη γη <Fαείρω >αείρω >αίρω = σηκώνω, διότι
με το όργωμα ανασηκώνεται το χώμα] = κάτοχος γης για καλλιέργεια, όπως ήταν οι βασιλείς της
Αρχ.Αιγύπτου
Φαρμακεία μάγισσα
Φθίος <φθίω, φθίνω, φθινάω [<φθείρω, ει>ι, με αποβολή του ρ] = ελαττώνομαι, παρέρχομαι,
χάνομαι, μαραίνομαι,
Φιλοκτήτης <φιλώ [=αγαπώ] + κτάομαι [=αποκτώ >κτήσις, κτήτωρ] = αυτός που επιθυμεί να
κατακτά
Φοίνιξ <φοινός [<φένω > πένθος {π>φ} >πόνος >φόνος] = κόκκινος σαν αίμα, αιμοχαρής
Φόρβας <φέρβω [< φέρω {>φορέω, φορώ} + βέομαι {=βόσκω, τρέφομαι, σώζω}] = αυτός που
φέρνει σωτηρία, σωτήριος
Φρίξος <φρίκη [= τρεμούλιασμα από φόβο] <φυσάω [> φυσ- > φυρ- {σ>ρ} > φρυ- {υρ>ρυ}] +
ίκω [ = έρχομαι], διότι βλέποντας την θάλασσα να φρικιάζει περιμένουμε αέρα <Η Ινώ έφρυξε
(καβούρντισε) τους σπόρους του σιταριού πριν να τους σπείρουν
Φύταλος <φυτό + αλς-αλός [=θάλασσα] = ο διατηρών φυτά κοντά στη θάλασσα κράζει
στα αυτιά με εκνευριστική και διαπεραστική φωνή
Ωγύγιος, Ωγύγης <ω [= λίαν] + γάϊος [{<γαία} > γάγιος > γύγιος] = καταγόμενος από τη γη,
αρχέγονος, πρωταρχικός, παμπάλαιος, πανάρχαιος, προαιώνιος