You are on page 1of 676

1

Οδυσσέας Γκιλής
Επιμέλεια

ΣΙΤΟΣ
Αποσπάσματα από αρχαία, Βυζαντινά και θεολογικά
κείμενα

Θεσσαλονίκη 2020
2
3

Περιεχόμενα

Λεξικόν Δημητράκου, τόμος ΙΓ΄. Σελίδα 6534...........................................................................4


Ομηρικόν λεξικόν. Σελ. 586. Κρουσίου-Σέϊλερ. Εν Αθήναις 1888.............................................7
Henry George Liddell, Robert Scott, A Greek-English Lexicon...................................................8
LIDDELL & SCOTT Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας. Επιτομή του Μεγάλου
Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)................................................................................................9
Χρονολογική ταξινόμηση αποσπάσματων.............................................................................10
Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα.....................................................................................182
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ.........................................................................................................................666

Μια άλλη σχετική εργασία μου. Οδυσσέας Γκιλής.


Επιμέλεια. Σ Ι Τ Ο Σ, ΑΛΕΥΡΟΝ, ΑΡΤΟΣ. Αποσπάσματα
από αρχαία, Βυζαντινά και θεολογικά κείμενα. Θεσσαλονίκη
2020.
4

Λεξικόν Δημητράκου, τόμος ΙΓ΄. Σελίδα 6534


5
6
7

Ομηρικόν λεξικόν. Σελ. 586. Κρουσίου-Σέϊλερ. Εν Αθήναις


1888.
8

Henry George Liddell, Robert Scott, A Greek-English Lexicon

σῖτος , ὁ, heterocl. pl. σῖτα, τά, Xenoph.2.8, Hdt.4.128, 5.34 (neut. sg.
σῖτον only Delph.3(5).3 ii 19 (iv B.C.)):—
A.grain, comprehending both wheat (πυρός) and barley (κριθή ) “ , ἐν
[Ἰθάκῃ] ς. ἀθέσφατος ἐν δέ τε οἶνος γίγνεται” Od.13.244; περὶ σίτου
ἐκβολήν about the shooting of the corn into ear, Th.4.1; τοῦ ς.
ἀκμάζοντος at its ripening, Id.2.19; “πρὶν τὸν ς. ἐν ἀκμῇ εἶναι” Id.4.2;
“τὸν νέον ς. σὺν τῇ καλάμῃ ἀποκείμενον” X.An.5.4.27; ς. ἀληλεσμένος
or -εμένος ground corn, Hdt.7.23, Th.4.26; “ς. ἀπηλοημένος” D.42.6;
“σῖτον ἐσαγαγεῖν” Th.2.6, etc.; “ς. ἐπείσακτος” D.18.87; σίτου εἰσαγωγή,
ἐξαγωγή, Arist.EN1133b9, IG12.57.35; “συγκομιδή” X.HG7.5.14;
“ἐγδοχεία” PMich.Zen.23 (iii B.C.); comprehending πυρός, κριθή, ὄλυρα,
9

and φακός, PTeb.66.41 (ii B.C.); “περὶ τοῦ ς. καὶ τοῦ σησάμου”
PMich.Zen.43.3 (iii B.C.); ὁ ς. καὶ τὰ λάχανα as examples of πόα,
Thphr.HP1.3.1.
2. food made from grain, bread, opp. flesh-meat, “ς. καὶ κρέα” Od.9.9,
12.19, cf. Hdt.2.168; σῖτον ἔδοντες, a general epith. of men as opp. to
beasts, ὅσσοι νῦν βροτοί εἰσιν ἐπὶ χθονὶ ς. ἔδ. Od.8.222, cf. 9.89; of
savages, who eat flesh only, “οὐδέ τι σῖτον ἤσθιον” Hes.Op.146; of
civilized men, “σῖτον καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται” Hdt.4.17; “σωρὸν
σίτου κεχυμένον” Id.1.22; “ἐσθίειν ἐπὶ τῷ ς. ὄψον” X.Mem.3.14.2;
κάρδαμον ἔχειν ἐπὶ τῷ ς. Id.Cyr.1.2.11; πίνειν ὕδωρ ἐπὶ τῷ ς. ib.6.2.27,
cf. Plu. Them.29, with Id.2.328f.
3. in a wider sense, food, as opp. to drink, “ς. ἠδὲ ποτής” Od.9.87, cf.
Il.19.306; “ς. καὶ οἶνος” Od.3.479, Il.9.706; “ς. καὶ μέθυ” Od.4.746, etc.;
even of porridge (κυκεών), 10.235; “σῖτα καὶ ποτά” Hdt.5.34,
X.An.2.3.27; “ς. ποιεῖν καὶ οἶνον” Pl.R.372a; “ἄκμηνος σίτοιο”
Il.19.163, cf. A.Fr.182; εὐνὴ καὶ ς. Od. 20.130, cf. Il.24.129; “ὕπνον καὶ
ς. αἱρεῖσθαι” Th.2.75; provisions, “σῖτα ἀναιρέεσθαι” Hdt.4.128;
“παρέχειν σῖτα καὶ νέας” Id.7.21; παρέχειν μέχρι τριάκοντα ἡμερῶν ς.
Foed. ap. Th.5.47.
4. rarely of beasts, fodder, Hes.Op.604, E.HF383 (lyr.), X.Eq.4.1.—In
the general sense of food, Prose writers prefer the dim. form σιτία, τά.
II. in Att. Law, allowance of grain made to widows and orphans. σῖτον
διδόναι, ἀποδιδόναι, D.27.15, 28.11, Arist.Ath.56.7.
2. δίκην σίτου δικάσασθαι, bring an action under the Athen. Corn-law
against regraters and monopolists, Is.3.9, cf. D.59.52.
3. allowance made to the Ἱππεῖς, IG12.304.4, al.
4. public distribution of corn in Rome, Lat. frumentatio, “τὸν ἐπὶ τοῦ
σίτου ὄντα ἐν Ῥώμῃ” Arr.Epict.1.10.2.
Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised
and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance
of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940.
10

LIDDELL & SCOTT Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας.


Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

σῖτος, ὁ, ετερογ. πληθ. σῖτα, τά, I. 1. λέγεται για τα δημητριακά, τα


σιτηρά, που συμπεριλαμβάνουν τόσο το σιτάρι (πυρός) όσο και το
κριθάρι (κριθή), σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.· σῖτος ἀληλεσμένος,
αλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. τροφή
παρασκευασμένη από δημητριακά, ψωμί, άρτος, αντίθ. προς το
κρέας, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· σῖτον ἔδοντες, ευρείας σημασίας επίθ.
για τους ανθρώπους αντίθ. προς τα ζώα, σε Ομήρ. Οδ.· απ' όπου,
λέγεται για τα σαρκοβόρα ζώα που τρέφονται αποκλειστικά με
σάρκες, οὐδέ τι σῖτον ἤσθιον, σε Ησίοδ. 3. με ευρύτερη σημασία,
φαγητό, τρόφιμα, αντίθ. προς το ποτό, σῖτος ἠδὲ ποτής, σε Όμηρ.·
σῖτα καὶ ποτά, σε Ηρόδ. κ.λπ. 4. σπανίως λέγεται για ζώα,
ζωοτροφή, βοσκή, σε Ησίοδ., Ευρ. II. στο Αττ. Δίκαιο, χορηγία
σιτηρών από το δημόσιο σε χήρες και ορφανά, σε Δημ.

ἄλευρον[ᾰ], τό, κυρίως σε πληθ. ἄλευρα, (ἀλέω), σταρένιο αλεύρι,


που διακρίνεται από τα ἄλφιτα (κριθαρένιο αλεύρι), σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἄρτος, ὁ, ψωμί ή άρτος από σιτάρι (το κριθαρένιο ψωμί λέγεται
μᾶζα), συνήθως σε πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· ἄρτος οὖλος, μαλακό
ψωμί, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.). ἀρτο-σῑτέω, μέλ. -ήσω (σιτέομαι),
τρώω σταρένιο ψωμί, σε Ξεν.

Χρονολογική ταξινόμηση αποσπάσματων

 1.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 1 line 139


 καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,
νίψασθαι· παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.
σῖτον δ’ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,
εἴδατα πόλλ’ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων·    (140)
δαιτρὸς δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν ἀείρας
 
11

 2.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 1 line 147


 ἑξείης ἕζοντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε.    (145)
τοῖσι δὲ κήρυκες μὲν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν,
σῖτον δὲ δμῳαὶ παρενήεον ἐν κανέοισι,
[κοῦροι δὲ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο.]
οἱ δ’ ἐπ’ ὀνείαθ’ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
 

 3.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 3 line 479


   ὣς ἔφαθ’, οἱ δ’ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ’ ἐπίθοντο,
καρπαλίμως δ’ ἔζευξαν ὑφ’ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους.
ἐν δὲ γυνὴ ταμίη σῖτον καὶ οἶνον ἔθηκεν
ὄψα τε, οἷα ἔδουσι διοτρεφέες βασιλῆες.    (480)
ἂν δ’ ἄρα Τηλέμαχος περικαλλέα βήσετο δίφρον·
 

 4.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 4 line 55


 καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,
νίψασθαι· παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.
σῖτον δ’ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,    (55)
εἴδατα πόλλ’ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων.
[δαιτρὸς δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν ἀείρας
 

 5.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 4 line 60


 παντοίων, παρὰ δέ σφι τίθει χρύσεια κύπελλα.]
τὼ καὶ δεικνύμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος·
  “σίτου θ’ ἅπτεσθον καὶ χαίρετον· αὐτὰρ ἔπειτα    (60)
δείπνου πασσαμένω εἰρησόμεθ’ οἵ τινές ἐστον
ἀνδρῶν· οὐ γὰρ σφῶν γε γένος ἀπόλωλε τοκήων,
 

 6.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 4 line 623


 δαιτυμόνες δ’ ἐς δώματ’ ἴσαν θείου βασιλῆος.
οἱ δ’ ἦγον μὲν μῆλα, φέρον δ’ εὐήνορα οἶνον·
σῖτον δέ σφ’ ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι ἔπεμπον.
  ὣς οἱ μὲν περὶ δεῖπνον ἐνὶ μεγάροισι πένοντο,
μνηστῆρες δὲ πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο   (625)
 

 7.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 4 line 746


 ἢ ἔα ἐν μεγάρῳ· μῦθον δέ τοι οὐκ ἐπικεύσω.
ᾔδε’ ἐγὼ τάδε πάντα, πόρον δέ οἱ, ὅσσ’ ἐκέλευσε,   (745)
12

σῖτον καὶ μέθυ ἡδύ· ἐμεῦ δ’ ἕλετο μέγαν ὅρκον


μὴ πρὶν σοὶ ἐρέειν, πρὶν δωδεκάτην γε γενέσθαι
ἤ σ’ αὐτὴν ποθέσαι καὶ ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι,
 

 8.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 5 line 165


 εὐρεῖαν σχεδίην· ἀτὰρ ἴκρια πῆξαι ἐπ’ αὐτῆς
ὑψοῦ, ὥς σε φέρῃσιν ἐπ’ ἠεροειδέα πόντον.
αὐτὰρ ἐγὼ σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον ἐρυθρὸν    (165)
ἐνθήσω μενοεικέ’, ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι,
εἵματά τ’ ἀμφιέσω· πέμψω δέ τοι οὖρον ὄπισθεν,
 

 9.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 6 line 99


 δεῖπνον ἔπειθ’ εἵλοντο παρ’ ὄχθῃσιν ποταμοῖο,
εἵματα δ’ ἠελίοιο μένον τερσήμεναι αὐγῇ.
αὐτὰρ ἐπεὶ σίτου τάρφθεν δμῳαί τε καὶ αὐτή,
σφαίρῃ ταὶ δ’ ἄρ’ ἔπαιζον, ἀπὸ κρήδεμνα βαλοῦσαι,   (100)
τῇσι δὲ Ναυσικάα λευκώλενος ἤρχετο μολπῆς.
 

 10.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 7 line 175


 καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,
νίψασθαι· παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.
σῖτον δ’ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,    (175)
εἴδατα πόλλ’ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων.
αὐτὰρ ὁ πῖνε καὶ ἦσθε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς.
 

 11.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 7 line 265


 Ζηνὸς ὑπ’ ἀγγελίης, ἢ καὶ νόος ἐτράπετ’ αὐτῆς.
πέμπε δ’ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου, πολλὰ δ’ ἔδωκε,
σῖτον καὶ μέθυ ἡδύ, καὶ ἄμβροτα εἵματα ἕσσεν,    (265)
οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε.
ἑπτὰ δὲ καὶ δέκα μὲν πλέον ἤματα ποντοπορεύων,
 

 12.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 7 line 295


 ὡς οὐκ ἂν ἔλποιο νεώτερον ἀντιάσαντα
ἐρξέμεν· αἰεὶ γάρ τε νεώτεροι ἀφραδέουσιν.
ἥ μοι σῖτον δῶκεν ἅλις ἠδ’ αἴθοπα οἶνον   (295)
καὶ λοῦσ’ ἐν ποταμῷ καί μοι τάδε εἵματ’ ἔδωκε.
13

ταῦτά τοι, ἀχνύμενός περ, ἀληθείην κατέλεξα.”


 

 13.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 8 line 222


 δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅτε τοξαζοίμεθ’ Ἀχαιοί·    (220)
τῶν δ’ ἄλλων ἐμέ φημι πολὺ προφερέστερον εἶναι,
ὅσσοι νῦν βροτοί εἰσιν ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες.
ἀνδράσι δὲ προτέροισιν ἐριζέμεν οὐκ ἐθελήσω,
οὔθ’ Ἡρακλῆϊ οὔτ’ Εὐρύτῳ Οἰχαλιῆϊ,
 

 14.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 9 line 9


 δαιτυμόνες δ’ ἀνὰ δώματ’ ἀκουάζωνται ἀοιδοῦ
ἥμενοι ἑξείης, παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι
σίτου καὶ κρειῶν, μέθυ δ’ ἐκ κρητῆρος ἀφύσσων
οἰνοχόος φορέῃσι καὶ ἐγχείῃ δεπάεσσι·   (10)
τοῦτό τί μοι κάλλιστον ἐνὶ φρεσὶν εἴδεται εἶναι.
 

 15.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 9 line 87


 ἔνθα δ’ ἐπ’ ἠπείρου βῆμεν καὶ ἀφυσσάμεθ’ ὕδωρ,    (85)
αἶψα δὲ δεῖπνον ἕλοντο θοῇς παρὰ νηυσὶν ἑταῖροι.
αὐτὰρ ἐπεὶ σίτοιό τ’ ἐπασσάμεθ’ ἠδὲ ποτῆτος,
δὴ τότ’ ἐγὼν ἑτάρους προΐην πεύθεσθαι ἰόντας,
οἵ τινες ἀνέρες εἶεν ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες,
 

 16.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 9 line 89


 αὐτὰρ ἐπεὶ σίτοιό τ’ ἐπασσάμεθ’ ἠδὲ ποτῆτος,
δὴ τότ’ ἐγὼν ἑτάρους προΐην πεύθεσθαι ἰόντας,
οἵ τινες ἀνέρες εἶεν ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες,
ἄνδρε δύω κρίνας, τρίτατον κήρυχ’ ἅμ’ ὀπάσσας.   (90)
οἱ δ’ αἶψ’ οἰχόμενοι μίγεν ἀνδράσι Λωτοφάγοισιν·
 

 17.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 9 line 191


 πωλεῖτ’, ἀλλ’ ἀπάνευθεν ἐὼν ἀθεμίστια ᾔδη.
καὶ γὰρ θαῦμ’ ἐτέτυκτο πελώριον, οὐδὲ ἐῴκει   (190)
ἀνδρί γε σιτοφάγῳ, ἀλλὰ ῥίῳ ὑλήεντι
ὑψηλῶν ὀρέων, ὅ τε φαίνεται οἶον ἀπ’ ἄλλων.
  δὴ τότε τοὺς ἄλλους κελόμην ἐρίηρας ἑταίρους
 
14

 18.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 10 line 58


   ἔνθα δ’ ἐπ’ ἠπείρου βῆμεν καὶ ἀφυσσάμεθ’ ὕδωρ·
αἶψα δὲ δεῖπνον ἕλοντο θοῇς παρὰ νηυσὶν ἑταῖροι.
αὐτὰρ ἐπεὶ σίτοιό τ’ ἐπασσάμεθ’ ἠδὲ ποτῆτος,
δὴ τότ’ ἐγὼ κήρυκά τ’ ὀπασσάμενος καὶ ἑταῖρον,
βῆν εἰς Αἰόλοο κλυτὰ δώματα· τὸν δ’ ἐκίχανον   (60)
 

 19.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 10 line 101


 καπνὸν δ’ οἶον ὁρῶμεν ἀπὸ χθονὸς ἀΐσσοντα.
δὴ τότ’ ἐγὼν ἑτάρους προΐην πεύθεσθαι ἰόντας,   (100)
οἵ τινες ἀνέρες εἶεν ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες,
ἄνδρε δύω κρίνας, τρίτατον κήρυχ’ ἅμ’ ὀπάσσας.
οἱ δ’ ἴσαν ἐκβάντες λείην ὁδόν, ᾗ περ ἄμαξαι
 

 20.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 10 line 371


 καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,
νίψασθαι· παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.   (370)
σῖτον δ’ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,
εἴδατα πόλλ’ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων·]
ἐσθέμεναι δ’ ἐκέλευεν· ἐμῷ δ’ οὐχ ἥνδανε θυμῷ,
 

 21.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 12 line 19


 ἐξ Ἀΐδεω ἐλθόντες ἐλήθομεν, ἀλλὰ μάλ’ ὦκα
ἦλθ’ ἐντυναμένη· ἅμα δ’ ἀμφίπολοι φέρον αὐτῇ
σῖτον καὶ κρέα πολλὰ καὶ αἴθοπα οἶνον ἐρυθρόν.
ἡ δ’ ἐν μέσσῳ στᾶσα μετηύδα δῖα θεάων·   (20)
  ‘σχέτλιοι, οἳ ζώοντες ὑπήλθετε δῶμ’ Ἀΐδαο,
 

 22.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 12 line 327


 μῆνα δὲ πάντ’ ἄλληκτος ἄη νότος, οὐδέ τις ἄλλος    (325)
γίνετ’ ἔπειτ’ ἀνέμων, εἰ μὴ εὖρός τε νότος τε.
οἱ δ’ εἷος μὲν σῖτον ἔχον καὶ οἶνον ἐρυθρόν,
τόφρα βοῶν ἀπέχοντο λιλαιόμενοι βιότοιο·
ἀλλ’ ὅτε δὴ νηὸς ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα,
 

 23.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 13 line 69


 τὴν μὲν φᾶρος ἔχουσαν ἐϋπλυνὲς ἠδὲ χιτῶνα,
τὴν δ’ ἑτέρην χηλὸν πυκινὴν ἅμ’ ὄπασσε κομίζειν·
15

ἡ δ’ ἄλλη σῖτόν τ’ ἔφερεν καὶ οἶνον ἐρυθρόν.


  αὐτὰρ ἐπεί ῥ’ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν,   (70)
αἶψα τά γ’ ἐν νηῒ γλαφυρῇ πομπῆες ἀγαυοὶ
 

 24.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 13 line 244


 ἦ τοι μὲν τρηχεῖα καὶ οὐχ ἱππήλατός ἐστιν
οὐδὲ λίην λυπρή, ἀτὰρ οὐδ’ εὐρεῖα τέτυκται.
ἐν μὲν γάρ οἱ σῖτος ἀθέσφατος, ἐν δέ τε οἶνος
γίνεται· αἰεὶ δ’ ὄμβρος ἔχει τεθαλυῖά τ’ ἐέρση.   (245)
αἰγίβοτος δ’ ἀγαθὴ καὶ βούβοτος· ἔστι μὲν ὕλη
 

 25.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 14 line 46


 εἴ που ἔτι ζώει καὶ ὁρᾷ φάος ἠελίοιο.
ἀλλ’ ἕπεο, κλισίηνδ’ ἴομεν, γέρον, ὄφρα καὶ αὐτός,   (45)
σίτου καὶ οἴνοιο κορεσσάμενος κατὰ θυμόν,
εἴπῃς, ὁππόθεν ἐσσὶ καὶ ὁππόσα κήδε’ ἀνέτλης.”
  ὣς εἰπὼν κλισίηνδ’ ἡγήσατο δῖος ὑφορβός,
 

 26.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 14 line 449


 σπείσας δ’ αἴθοπα οἶνον Ὀδυσσῆϊ πτολιπόρθῳ
ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν· ὁ δ’ ἕζετο ᾗ παρὰ μοίρῃ.
σῖτον δέ σφιν ἔνειμε Μεσαύλιος, ὅν ῥα συβώτης
αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος,    (450)
νόσφιν δεσποίνης καὶ Λαέρταο γέροντος·
 

 27.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 14 line 455


 οἱ δ’ ἐπ’ ὀνείαθ’ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
σῖτον μέν σφιν ἀφεῖλε Μεσαύλιος, οἱ δ’ ἐπὶ κοῖτον,   (455)
σίτου καὶ κρειῶν κεκορημένοι, ἐσσεύοντο.
  νὺξ δ’ ἄρ’ ἐπῆλθε κακὴ σκοτομήνιος· ὗε δ’ ἄρα Ζεὺς
 

 28.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 14 line 456


 αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
σῖτον μέν σφιν ἀφεῖλε Μεσαύλιος, οἱ δ’ ἐπὶ κοῖτον,   (455)
σίτου καὶ κρειῶν κεκορημένοι, ἐσσεύοντο.
  νὺξ δ’ ἄρ’ ἐπῆλθε κακὴ σκοτομήνιος· ὗε δ’ ἄρα Ζεὺς
16

πάννυχος, αὐτὰρ ἄη ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος.


 

 29.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 15 line 138


 καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,
νίψασθαι· παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.
σῖτον δ’ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,
[εἴδατα πόλλ’ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων·]
πὰρ δὲ Βοηθοΐδης κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας·    (140)
 

 30.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 15 line 334


 αἰεὶ δὲ λιπαροὶ κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα,
οἵ σφιν ὑποδρώωσιν· ἐΰξεστοι δὲ τράπεζαι
σίτου καὶ κρειῶν ἠδ’ οἴνου βεβρίθασιν.
ἀλλὰ μέν’· οὐ γάρ τίς τοι ἀνιᾶται παρεόντι,   (335)
οὔτ’ ἐγὼ οὔτε τις ἄλλος ἑταίρων, οἵ μοι ἔασιν.
 

 31.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 16 line 51


 τοῖσιν δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκε συβώτης
ὀπταλέων, ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες,    (50)
σῖτον δ’ ἐσσυμένως παρενήεεν ἐν κανέοισιν,
ἐν δ’ ἄρα κισσυβίῳ κίρνη μελιηδέα οἶνον·
αὐτὸς δ’ ἀντίον ἷζεν Ὀδυσσῆος θείοιο.
 

 32.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 16 line 83


 πέμψω δ’, ὅππῃ μιν κραδίη θυμός τε κελεύει.
εἰ δ’ ἐθέλεις, σὺ κόμισσον ἐνὶ σταθμοῖσιν ἐρύξας·
εἵματα δ’ ἐνθάδ’ ἐγὼ πέμψω καὶ σῖτον ἅπαντα
ἔδμεναι, ὡς ἂν μή σε κατατρύχῃ καὶ ἑταίρους.
κεῖσε δ’ ἂν οὔ μιν ἐγώ γε μετὰ μνηστῆρας ἐῷμι    (85)
 

 33.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 16 line 110


 ξείνους τε στυφελιζομένους δμῳάς τε γυναῖκας
ῥυστάζοντας ἀεικελίως κατὰ δώματα καλά,
καὶ οἶνον διαφυσσόμενον, καὶ σῖτον ἔδοντας   (110)
μὰψ αὔτως ἀτέλεστον, ἀνηνύστῳ ἐπὶ ἔργῳ.”
  τὸν δ’ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
 
17

 34.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 17 line 94


 καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,
νίψασθαι· παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.
σῖτον δ’ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,
εἴδατα πόλλ’ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων.    (95)
μήτηρ δ’ ἀντίον ἷζε παρὰ σταθμὸν μεγάροιο
 

 35.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 17 line 259


 ἀντίον Εὐρυμάχου· τὸν γὰρ φιλέεσκε μάλιστα.
τῷ πάρα μὲν κρειῶν μοῖραν θέσαν οἳ πονέοντο,
σῖτον δ’ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα
ἔδμεναι. ἀγχίμολον δ’ Ὀδυσεὺς καὶ δῖος ὑφορβὸς    (260)
στήτην ἐρχομένω, περὶ δέ σφεας ἤλυθ’ ἰωὴ
 

 36.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 17 line 335


 τὸν κατέθηκε φέρων πρὸς Τηλεμάχοιο τράπεζαν
ἀντίον, ἔνθα δ’ ἄρ’ αὐτὸς ἐφέζετο· τῷ δ’ ἄρα κῆρυξ
μοῖραν ἑλὼν ἐτίθει κανέου τ’ ἐκ σῖτον ἀείρας.    (335)
  ἀγχίμολον δὲ μετ’ αὐτὸν ἐδύσετο δώματ’ Ὀδυσσεύς,
πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιος ἠδὲ γέροντι,
 

 37.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 17 line 412


 κείμενον, ᾧ ῥ’ ἔπεχεν λιπαροὺς πόδας εἰλαπινάζων.   (410)
οἱ δ’ ἄλλοι πάντες δίδοσαν, πλῆσαν δ’ ἄρα πήρην
σίτου καὶ κρειῶν. τάχα δὴ καὶ μέλλεν Ὀδυσσεὺς
αὖτις ἐπ’ οὐδὸν ἰὼν προικὸς γεύσασθαι Ἀχαιῶν·
στῆ δὲ παρ’ Ἀντίνοον καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε·
 

 38.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 17 line 418


 ἔμμεναι, ἀλλ’ ὤριστος, ἐπεὶ βασιλῆϊ ἔοικας.
τῶ σε χρὴ δόμεναι καὶ λώϊον ἠέ περ ἄλλοι
σίτου· ἐγὼ δέ κέ σε κλείω κατ’ ἀπείρονα γαῖαν.
καὶ γὰρ ἐγώ ποτε οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον
ὄλβιος ἀφνειὸν καὶ πολλάκι δόσκον ἀλήτῃ    (420)
 

 39.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 17 line 457


 οὐ σύ γ’ ἂν ἐξ οἴκου σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ’ ἅλα δοίης,   (455)
ὃς νῦν ἀλλοτρίοισι παρήμενος οὔ τί μοι ἔτλης
18

σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι· τὰ δὲ πολλὰ πάρεστιν.”


  ὣς ἔφατ’, Ἀντίνοος δὲ χολώσατο κηρόθι μᾶλλον
καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
 

 40.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 17 line 533


 ἢ αὐτοῦ κατὰ δώματ’, ἐπεί σφισι θυμὸς ἐΰφρων.
αὐτῶν μὲν γὰρ κτήματ’ ἀκήρατα κεῖτ’ ἐνὶ οἴκῳ,
σῖτος καὶ μέθυ ἡδύ· τὰ μέν τ’ οἰκῆες ἔδουσιν,
οἱ δ’ εἰς ἡμετέρου πωλεύμενοι ἤματα πάντα,
βοῦς ἱερεύοντες καὶ ὄϊς καὶ πίονας αἶγας,   (535)
 

 41.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 17 line 558


 εἰ δέ κέ σε γνώῃ νημερτέα πάντ’ ἐνέποντα,
ἕσσει σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, τῶν σὺ μάλιστα
χρηΐζεις· σῖτον δὲ καὶ αἰτίζων κατὰ δῆμον
γαστέρα βοσκήσεις· δώσει δέ τοι ὅς κ’ ἐθέλῃσι.”
  τὸν δ’ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·    (560)
 

 42.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 18 line 360


 ἀγροῦ ἐπ’ ἐσχατιῆς, —μισθὸς δέ τοι ἄρκιος ἔσται, —
αἱμασιάς τε λέγων καὶ δένδρεα μακρὰ φυτεύων;
ἔνθα κ’ ἐγὼ σῖτον μὲν ἐπηετανὸν παρέχοιμι,    (360)
εἵματα δ’ ἀμφιέσαιμι ποσίν θ’ ὑποδήματα δοίην.
ἀλλ’ ἐπεὶ οὖν δὴ ἔργα κάκ’ ἔμμαθες, οὐκ ἐθελήσεις
 

 43.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 19 line 61


 ἔνθα καθέζετ’ ἔπειτα περίφρων Πηνελόπεια.
  ἦλθον δὲ δμῳαὶ λευκώλενοι ἐκ μεγάροιο.    (60)
αἱ δ’ ἀπὸ μὲν σῖτον πολὺν ᾕρεον ἠδὲ τραπέζας
καὶ δέπα, ἔνθεν ἄρ’ ἄνδρες ὑπερμενέοντες ἔπινον·
πῦρ δ’ ἀπὸ λαμπτήρων χαμάδις βάλον, ἄλλα δ’ ἐπ’ αὐτῶν
 

 44.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 20 line 137


 “οὐκ ἄν μιν νῦν, τέκνον, ἀναίτιον αἰτιόῳο.    (135)
οἶνον μὲν γὰρ πῖνε καθήμενος, ὄφρ’ ἔθελ’ αὐτός,
σίτου δ’ οὐκέτ’ ἔφη πεινήμεναι· εἴρετο γάρ μιν.
ἀλλ’ ὅτε δὴ κοίτοιο καὶ ὕπνου μιμνῄσκοντο,
19

ἡ μὲν δέμνι’ ἄνωγεν ὑποστορέσαι δμῳῇσιν,


 

 45.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 20 line 254


 σπλάγχνα δ’ ἄρ’ ὀπτήσαντες ἐνώμων, ἐν δέ τε οἶνον
κρητῆρσιν κερόωντο· κύπελλα δὲ νεῖμε συβώτης.
σῖτον δέ σφ’ ἐπένειμε Φιλοίτιος, ὄρχαμος ἀνδρῶν,
καλοῖσ’ ἐν κανέοισιν, ἐοινοχόει δὲ Μελανθεύς.    (255)
οἱ δ’ ἐπ’ ὀνείαθ’ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
 

 46.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 20 line 313


 ἀλλ’ ἔμπης τάδε μὲν καὶ τέτλαμεν εἰσορόωντες,
μήλων σφαζομένων οἴνοιό τε πινομένοιο
καὶ σίτου· χαλεπὸν γὰρ ἐρυκακέειν ἕνα πολλούς.
ἀλλ’ ἄγε μηκέτι μοι κακὰ ῥέζετε δυσμενέοντες·
εἰ δ’ ἤδη μ’ αὐτὸν κτεῖναι μενεαίνετε χαλκῷ,    (315)
 

 47.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 20 line 378


   “Τηλέμαχ’, οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος,
οἷον μέν τινα τοῦτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην,
σίτου καὶ οἴνου κεχρημένον, οὐδέ τι ἔργων
ἔμπαιον οὐδὲ βίης, ἀλλ’ αὔτως ἄχθος ἀρούρης·
ἄλλος δ’ αὖτέ τις οὗτος ἀνέστη μαντεύεσθαι.    (380)
 

 48.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 22 line 21


 αἵματος ἀνδρομέοιο· θοῶς δ’ ἀπὸ εἷο τράπεζαν
ὦσε ποδὶ πλήξας, ἀπὸ δ’ εἴδατα χεῦεν ἔραζε·   (20)
σῖτός τε κρέα τ’ ὀπτὰ φορύνετο. τοὶ δ’ ὁμάδησαν
μνηστῆρες κατὰ δώμαθ’, ὅπως ἴδον ἄνδρα πεσόντα,
ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν ὀρινθέντες κατὰ δῶμα,
 

 49.Όμηρος Οδύσσεια. (8 B.C.) Book 24 line 489


   ὣς εἰπὼν ὤτρυνε πάρος μεμαυῖαν Ἀθήνην,
βῆ δὲ κατ’ Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα.
  οἱ δ’ ἐπεὶ οὖν σίτοιο μελίφρονος ἐξ ἔρον ἕντο,
τοῖσ’ ἄρα μύθων ἦρχε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·    (490)
  “ἐξελθών τις ἴδοι, μὴ δὴ σχεδὸν ὦσι κιόντες.”
 
20

 50. Όμηρος Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 5 line 341


 πρυμνὸν ὑπὲρ θέναρος· ῥέε δ’ ἄμβροτον αἷμα θεοῖο,
ἰχώρ, οἷός πέρ τε ῥέει μακάρεσσι θεοῖσιν.   (340)
οὐ γὰρ σῖτον ἔδουσ’, οὐ πίνουσ’ αἴθοπα οἶνον·
τούνεκ’ ἀναίμονές εἰσι καὶ ἀθάνατοι καλέονται.
ἣ δὲ μέγα ἰάχουσα ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν·
 

 51. Όμηρος Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 8 line 507


 ἐκ πόλιος δ’ ἄξεσθε βόας καὶ ἴφια μῆλα   (505)
καρπαλίμως, οἶνον δὲ μελίφρονα οἰνίζεσθε
σῖτόν τ’ ἐκ μεγάρων, ἐπὶ δὲ ξύλα πολλὰ λέγεσθε,
ὥς κεν παννύχιοι μέσφ’ ἠοῦς ἠριγενείης
καίωμεν πυρὰ πολλά, σέλας δ’ εἰς οὐρανὸν ἵκηι,
 

 52. Όμηρος Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 8 line 547


 ἐκ πόλιος δ’ ἄξοντο βόας καὶ ἴφια μῆλα   (545)
καρπαλίμως, οἶνον δὲ μελίφρονα οἰνίζοντο
σῖτόν τ’ ἐκ μεγάρων, ἐπὶ δὲ ξύλα πολλὰ λέγοντο·
κνίσην δ’ ἐκ πεδίου ἄνεμοι φέρον οὐρανὸν εἴσω.   (549)
  οἳ δὲ μέγα φρονέοντες ἐπὶ πτολέμοιο γεφύρηι   (553)
 

 53. Όμηρος Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 9 line 216


 πάσσε δ’ ἁλὸς θείοιο κρατευτάων ἐπαείρας.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ’ ὤπτησε καὶ εἰν ἐλεοῖσιν ἔχευεν,   (215)
Πάτροκλος μὲν σῖτον ἑλὼν ἐπένειμε τραπέζηι
καλοῖς ἐν κανέοισιν, ἀτὰρ κρέα νεῖμεν Ἀχιλλεύς.
αὐτὸς δ’ ἀντίον ἷζεν Ὀδυσσῆος θείοιο
 

 54. Όμηρος Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 9 line 706


 ἀλλ’ ἄγεθ’, ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω, πειθώμεθα πάντες·
νῦν μὲν κοιμήσασθε τεταρπόμενοι φίλον ἦτορ   (705)
σίτου καὶ οἴνοιο, τὸ γὰρ μένος ἐστὶ καὶ ἀλκή·
αὐτὰρ ἐπεί κε φανῆι καλὴ ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
καρπαλίμως πρὸ νεῶν ἐχέμεν λαόν τε καὶ ἵππους
 

 55. Όμηρος Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 11 line 89


 οὔρεος ἐν βήσσηισιν, ἐπεί τ’ ἐκορέσσατο χεῖρας
τάμνων δένδρεα μακρά, ἅδος τέ μιν ἵκετο θυμόν,
21

σιτοῦ τε γλυκεροῖο περὶ φρένας ἵμερος αἱρεῖ,


τῆμος σφῆι ἀρετῆι Δαναοὶ ῥήξαντο φάλαγγας,   (90)
κεκλόμενοι ἑτάροισι κατὰ στίχας. ἐν δ’ Ἀγαμέμνων
 

 56. Όμηρος Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 19 line 44


 καί ῥ’ οἵ περ τὸ πάρος γε νεῶν ἐν ἀγῶνι μένεσκον,
οἵ τε κυβερνῆται καὶ ἔχον οἰήϊα νηῶν
καὶ ταμίαι παρὰ νηυσὶν ἔσαν, σίτοιο δοτῆρες,
καὶ μὰν οἳ τότε γ’ εἰς ἀγορὴν ἴσαν, οὕνεκ’ Ἀχιλλεύς   (45)
ἐξεφάνη· δηρὸν δὲ μάχης ἐπέπαυτ’ ἀλεγεινῆς.
 

 57. Όμηρος Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 19 line 161


 ἀνδρῶν, ἐν δὲ θεὸς πνεύσηι μένος ἀμφοτέροισιν.
ἀλλὰ πάσασθαι ἄνωχθι θοῆις ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιούς   (160)
σίτου καὶ οἴνοιο· τὸ γὰρ μένος ἐστὶ καὶ ἀλκή.
οὐ γὰρ ἀνὴρ πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἄκμηνος σίτοιο δυνήσεται ἄντα μάχεσθαι·
 

 58. Όμηρος Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 19 line 163


 σίτου καὶ οἴνοιο· τὸ γὰρ μένος ἐστὶ καὶ ἀλκή.
οὐ γὰρ ἀνὴρ πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἄκμηνος σίτοιο δυνήσεται ἄντα μάχεσθαι·
εἴ περ γὰρ θυμῶι γε μενοινάαι πολεμίζειν,
ἀλλά τε λάθρηι γυῖα βαρύνεται, ἠδὲ κιχάνει   (165)
 

 59. Όμηρος Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 19 line 306


 λισσόμενοι δειπνῆσαι· ὃ δ’ ἠρνεῖτο στοναχίζων·
“λίσσομαι, εἴ τις ἐμοί γε φίλων ἐπιπείθεθ’ ἑταίρων,   (305)
μή με πρὶν σίτοιο κελεύετε μηδὲ ποτῆτος
ἄσασθαι φίλον ἦτορ, ἐπεί μ’ ἄχος αἰνὸν ἱκάνει,
δύντα δ’ ἐς ἠέλιον μενέω καὶ τλήσομαι ἔμπης.”
 

 60. Όμηρος Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 24 line 129


 χειρί τέ μιν κατέρεξεν, ἔπος τ’ ἔφατ’ ἔκ τ’ ὀνόμαζεν·
“τέκνον ἐμόν, τέο μέχρις ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων
σὴν ἔδεαι κραδίην, μεμνημένος οὔτέ τι σίτου
οὔτ’ εὐνῆς; ἀγαθὸν δὲ γυναικί περ ἐν φιλότητι   (130)
22

μίσγεσθ’· οὐ γάρ μοι δηρὸν βέε’, ἀλλά τοι ἤδη


 

 61. Όμηρος Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 24 line 602


 κεῖται δ’ ἐν λεχέεσσ’· ἅμα δ’ ἠοῖ φαινομένηφιν   (600)
ὄψεαι αὐτὸς ἄγων. νῦν δὲ μνησώμεθα δόρπου.
καὶ γάρ τ’ ἠΰκομος Νιόβη ἐμνήσατο σίτου,
τῆι περ δώδεκα παῖδες ἐνὶ μεγάροισιν ὄλοντο,
ἓξ μὲν θυγατέρες, ἓξ δ’ υἱέες ἡβώοντες.
 

 62. Όμηρος Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 24 line 613


 κατθάψαι· λαοὺς δὲ λίθους ποίησε Κρονίων.
τοὺς δ’ ἄρα τῆι δεκάτηι θάψαν θεοὶ οὐρανίωνες,
ἣ δ’ ἄρα σίτου μνήσατ’, ἐπεὶ κάμε δάκρυ χέουσα.
νῦν δέ που ἐν πέτρηισιν, ἐν οὔρεσιν οἰοπόλοισιν,
ἐν Σιπύλωι, ὅθι φασὶ θεάων ἔμμεναι εὐνάς   (615)
 

 63. Όμηρος Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 24 line 619


 ἔνθα λίθος περ ἐοῦσα θεῶν ἒκ κήδεα πέσσει.
ἀλλ’ ἄγε δὴ καὶ νῶϊ μεδώμεθα, δῖε γεραιέ,
σίτου. ἔπειτά κεν αὖτε φίλον παῖδα κλαίοισθα,
Ἴλιον εἰσαγαγών· πολυδάκρυτος δέ τοι ἔσται.”   (620)
  ἦ, καὶ ἀναΐξας ὄϊν ἄργυφον ὠκὺς Ἀχιλλεύς
 

 64. Όμηρος Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 24 line 625


 μίστυλλόν τ’ ἄρ’ ἐπισταμένως πεῖράν τ’ ὀβελοῖσιν
ὤπτησάν τε περιφραδέως, ἐρύσαντό τε πάντα.
Αὐτομέδων δ’ ἄρα σῖτον ἑλὼν ἐπένειμε τραπέζηι   (625)
καλοῖς ἐν κανέοισιν· ἀτὰρ κρέα νεῖμεν Ἀχιλλεύς·
οἳ δ’ ἐπ’ ὀνείαθ’ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
 

 65. Όμηρος Ιλιάδα. (8 B.C.) Book 24 line 641


 ἀλλ’ αἰεὶ στενάχω καὶ κήδεα μυρία πέσσω,
αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος κατὰ κόπρον.   (640)
νῦν δὴ καὶ σίτου πασάμην καὶ αἴθοπα οἶνον
λαυκανίης καθέηκα· πάρος γε μὲν οὔ τι πεπάσμην.”
  ἦ ῥ’· Ἀχιλεὺς δ’ ἑτάροισιν ἰδὲ δμωιῆισι κέλευσεν
 
23

 66. Ησίοδος. Opera et dies {0020.002} (8/7 B.C.?) Line 146


 χάλκειον ποίησ’, οὐκ ἀργυρέῳ οὐδὲν ὁμοῖον,
ἐκ μελιᾶν, δεινόν τε καὶ ὄβριμον· οἷσιν Ἄρηος   (145)
ἔργ’ ἔμελε στονόεντα καὶ ὕβριες, οὐδέ τι σῖτον
ἤσθιον, ἀλλ’ ἀδάμαντος ἔχον κρατερόφρονα θυμόν.
[ἄπλαστοι· μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι
 

 67. Ησίοδος. Opera et dies {0020.002} (8/7 B.C.?) Line 604


 θῆτά τ’ ἄοικον ποιεῖσθαι καὶ ἄτεκνον ἔριθον
δίζησθαι κέλομαι· χαλεπὴ δ’ ὑπόπορτις ἔριθος·
καὶ κύνα καρχαρόδοντα κομεῖν, μὴ φείδεο σίτου,
μή ποτέ σ’ ἡμερόκοιτος ἀνὴρ ἀπὸ χρήμαθ’ ἕληται.   (605)
χόρτον δ’ ἐσκομίσαι καὶ συρφετόν, ὄφρα τοι εἴη
 

 68. Αισχύλος. Agamemnon (6-5 B.C.) Line 1668


   Αι.        ἀλλ’ ἐγώ σ’ ἐν ὑστέραισιν ἡμέραις μέτειμ’ ἔτι.
  Χο.        οὔκ, ἐὰν δαίμων Ὀρέστην δεῦρ’ ἀπευθύνῃ μολεῖν.
  Αι.        οἶδ’ ἐγὼ φεύγοντας ἄνδρας ἐλπίδας σιτουμένους.
  Χο.        πρᾶσσε, πιαίνου, μιαίνων τὴν δίκην, ἐπεὶ πάρα.
  Αι.        ἴσθι μοι δώσων ἄποινα τῆσδε μωρίας χάριν.    (1670)
 

 69. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 1 ch. 65 Sec. 1 line 5


 σωτηρίας, ἢν μή τι ἀπὸ Πελοποννήσου ἢ ἄλλο παρὰ λόγον
γίγνηται, ξυνεβούλευε μὲν πλὴν πεντακοσίων ἄνεμον τηρή-
σασι τοῖς ἄλλοις ἐκπλεῦσαι, ὅπως ἐπὶ πλέον ὁ σῖτος ἀντίσχῃ,   (5)
καὶ αὐτὸς ἤθελε τῶν μενόντων εἶναι· ὡς δ’ οὐκ ἔπειθε, βου-
λόμενος τὰ ἐπὶ τούτοις παρασκευάζειν καὶ ὅπως τὰ ἔξωθεν
 

 70. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 1 ch. 126 Sec. 10 line 1


 σκωσιν· τότε δὲ τὰ πολλὰ τῶν πολιτικῶν οἱ ἐννέα ἄρχοντες    (5)
(9) ἔπρασσον. οἱ δὲ μετὰ τοῦ Κύλωνος πολιορκούμενοι φλαύρως
(10) εἶχον σίτου τε καὶ ὕδατος ἀπορίᾳ. ὁ μὲν οὖν Κύλων καὶ
ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐκδιδράσκουσιν· οἱ δ’ ἄλλοι ὡς ἐπιέζοντο
καί τινες καὶ ἀπέθνῃσκον ὑπὸ τοῦ λιμοῦ, καθίζουσιν ἐπὶ
 

 71. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 2 ch. 6 Sec. 4 line 2


 δὴ οὐκ εἰδότες οἱ Ἀθηναῖοι ἐπέστελλον· ὁ δὲ κῆρυξ ἀφικό-    (5)
(4) μενος ηὗρε τοὺς ἄνδρας διεφθαρμένους. καὶ μετὰ ταῦτα οἱ
24

Ἀθηναῖοι στρατεύσαντες ἐς Πλάταιαν σῖτόν τε ἐσήγαγον


καὶ φρουροὺς ἐγκατέλιπον, τῶν τε ἀνθρώπων τοὺς ἀχρειοτά-
τους ξὺν γυναιξὶ καὶ παισὶν ἐξεκόμισαν.
 

 72. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 2 ch. 19 Sec. 1 line 6


 οὕτω δὴ ὁρμήσαντες ἀπ’ αὐτῆς μετὰ τὰ ἐν Πλαταίᾳ [τῶν
ἐσελθόντων Θηβαίων] γενόμενα ἡμέρᾳ ὀγδοηκοστῇ μάλιστα,   (5)
θέρους καὶ τοῦ σίτου ἀκμάζοντος, ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀττικήν·
ἡγεῖτο δὲ Ἀρχίδαμος ὁ Ζευξιδάμου, Λακεδαιμονίων βασιλεύς.
(2) καὶ καθεζόμενοι ἔτεμνον πρῶτον μὲν Ἐλευσῖνα καὶ τὸ Θριά-
 

 73. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 2 ch. 70 Sec. 1 line 4


 ἐδύναντο πολιορκούμενοι ἀντέχειν, ἀλλ’ αἵ τε ἐς τὴν Ἀττικὴν
ἐσβολαὶ Πελοποννησίων οὐδὲν μᾶλλον ἀπανίστασαν τοὺς
Ἀθηναίους ὅ τε σῖτος ἐπελελοίπει, καὶ ἄλλα τε πολλὰ
ἐπεγεγένητο αὐτόθι ἤδη βρώσεως πέρι ἀναγκαίας καί τινες   (5)
καὶ ἀλλήλων ἐγέγευντο, οὕτω δὴ λόγους προσφέρουσι περὶ
 

 74. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 2 ch. 75 Sec. 3 line 4


 ἔχουν ἑβδομήκοντα καὶ νύκτας ξυνεχῶς, διῃρημένοι κατ’
ἀναπαύλας, ὥστε τοὺς μὲν φέρειν, τοὺς δὲ ὕπνον τε καὶ
σῖτον αἱρεῖσθαι· Λακεδαιμονίων τε οἱ ξεναγοὶ ἑκάστης
(4) πόλεως ξυνεφεστῶτες ἠνάγκαζον ἐς τὸ ἔργον. οἱ δὲ
Πλαταιῆς ὁρῶντες τὸ χῶμα αἰρόμενον, ξύλινον τεῖχος ξυν-
 

 75. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 2 ch. 78 Sec. 4 line 1


 πρότερον ἐκκεκομισμένοι ἦσαν ἐς τὰς Ἀθήνας, αὐτοὶ δὲ
ἐπολιορκοῦντο ἐγκαταλελειμμένοι τετρακόσιοι, Ἀθηναίων δὲ
(4) ὀγδοήκοντα, γυναῖκες δὲ δέκα καὶ ἑκατὸν σιτοποιοί. τοσοῦτοι
ἦσαν οἱ ξύμπαντες ὅτε ἐς τὴν πολιορκίαν καθίσταντο, καὶ
ἄλλος οὐδεὶς ἦν ἐν τῷ τείχει οὔτε δοῦλος οὔτ’ ἐλεύθερος.
 

 76. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 2 ch. 79 Sec. 1 line 4


 τείᾳ Ἀθηναῖοι δισχιλίοις ὁπλίταις ἑαυτῶν καὶ ἱππεῦσι δια-
κοσίοις ἐπεστράτευσαν ἐπὶ Χαλκιδέας τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης καὶ
Βοττιαίους ἀκμάζοντος τοῦ σίτου· ἐστρατήγει δὲ Ξενοφῶν
(2) ὁ Εὐριπίδου τρίτος αὐτός. ἐλθόντες δὲ ὑπὸ Σπάρτωλον τὴν
25

Βοττικὴν τὸν σῖτον διέφθειραν. ἐδόκει δὲ καὶ προσχωρήσειν


 

 77. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 2 ch. 79 Sec. 2 line 2


 Βοττιαίους ἀκμάζοντος τοῦ σίτου· ἐστρατήγει δὲ Ξενοφῶν
(2) ὁ Εὐριπίδου τρίτος αὐτός. ἐλθόντες δὲ ὑπὸ Σπάρτωλον τὴν
Βοττικὴν τὸν σῖτον διέφθειραν. ἐδόκει δὲ καὶ προσχωρήσειν
ἡ πόλις ὑπό τινων ἔνδοθεν πρασσόντων. προσπεμψάντων
δὲ ἐς Ὄλυνθον τῶν οὐ ταὐτὰ βουλομένων ὁπλῖταί τε ἦλθον
 

 78. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 2 ch. 101 Sec. 5 line 3


 (5) ἐπὶ σφᾶς χωρήσωσιν. ὁ δὲ τήν τε Χαλκιδικὴν καὶ Βοττικὴν
καὶ Μακεδονίαν ἅμα ἐπέχων ἔφθειρε, καὶ ἐπειδὴ αὐτῷ οὐδὲν
ἐπράσσετο ὧν ἕνεκα ἐσέβαλε καὶ ἡ στρατιὰ σῖτόν τε οὐκ
εἶχεν αὐτῷ καὶ ὑπὸ χειμῶνος ἐταλαιπώρει, ἀναπείθεται ὑπὸ
Σεύθου τοῦ Σπαραδόκου, ἀδελφιδοῦ ὄντος καὶ μέγιστον μεθ’    (5)
 

 79. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 3 ch. 2 Sec. 3 line 1


 καὶ τειχῶν οἰκοδόμησιν καὶ νεῶν ποίησιν ἐπέμενον τελε-
σθῆναι, καὶ ὅσα ἐκ τοῦ Πόντου ἔδει ἀφικέσθαι, τοξότας τε
(3) καὶ σῖτον, καὶ ἃ μεταπεμπόμενοι ἦσαν. Τενέδιοι γὰρ ὄντες
αὐτοῖς διάφοροι καὶ Μηθυμναῖοι καὶ αὐτῶν Μυτιληναίων
ἰδίᾳ ἄνδρες κατὰ στάσιν, πρόξενοι Ἀθηναίων, μηνυταὶ
 

 80. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 3 ch. 26 Sec. 4 line 5


 ἤδη πεπεραιωμένων ἐπεξῆλθον τὰ πολλὰ τέμνοντες. ὡς δ’
οὐδὲν ἀπέβαινεν αὐτοῖς ὧν προσεδέχοντο καὶ ἐπελελοίπει ὁ
σῖτος, ἀνεχώρησαν καὶ διελύθησαν κατὰ πόλεις.   (5)

3.27.

(1)   Οἱ δὲ Μυτιληναῖοι ἐν τούτῳ, ὡς αἵ τε νῆες αὐτοῖς οὐχ


ἧκον ἀπὸ τῆς Πελοποννήσου ἀλλὰ ἐνεχρόνιζον καὶ ὁ σῖτος
 

 81. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 3 ch. 27 Sec. 1 line 2


 σῖτος, ἀνεχώρησαν καὶ διελύθησαν κατὰ πόλεις.   (5)

3.27.
26

(1)   Οἱ δὲ Μυτιληναῖοι ἐν τούτῳ, ὡς αἵ τε νῆες αὐτοῖς οὐχ


ἧκον ἀπὸ τῆς Πελοποννήσου ἀλλὰ ἐνεχρόνιζον καὶ ὁ σῖτος
ἐπελελοίπει, ἀναγκάζονται ξυμβαίνειν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους
(2) διὰ τάδε. ὁ Σάλαιθος καὶ αὐτὸς οὐ προσδεχόμενος ἔτι τὰς
 

 82. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 3 ch. 27 Sec. 3 line 3


 (3) τοῖς Ἀθηναίοις· οἱ δὲ ἐπειδὴ ἔλαβον ὅπλα, οὔτε ἠκροῶντο
ἔτι τῶν ἀρχόντων, κατὰ ξυλλόγους τε γιγνόμενοι ἢ τὸν
σῖτον ἐκέλευον τοὺς δυνατοὺς φέρειν ἐς τὸ φανερὸν καὶ
διανέμειν ἅπασιν, ἢ αὐτοὶ ξυγχωρήσαντες πρὸς Ἀθηναίους

3.28.

(1) ἔφασαν παραδώσειν τὴν πόλιν. γνόντες δὲ οἱ ἐν τοῖς


 

 83. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 3 ch. 52 Sec. 1 line 2


 φρουρὰν ἀνεχώρησε τῷ στρατῷ.

3.52.

(1)   Ὑπὸ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους τοῦ θέρους τούτου καὶ οἱ


Πλαταιῆς οὐκέτι ἔχοντες σῖτον οὐδὲ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι
(2) ξυνέβησαν τοῖς Πελοποννησίοις τοιῷδε τρόπῳ. προσέβαλλον
αὐτῶν τῷ τείχει, οἱ δὲ οὐκ ἐδύναντο ἀμύνεσθαι. γνοὺς δὲ
 

 84. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 3 ch. 86 Sec. 4 line 3


 (4) τῆς τε γῆς εἴργοντο καὶ τῆς θαλάσσης. καὶ ἔπεμψαν οἱ
Ἀθηναῖοι τῆς μὲν οἰκειότητος προφάσει, βουλόμενοι δὲ μήτε
σῖτον ἐς τὴν Πελοπόννησον ἄγεσθαι αὐτόθεν πρόπειράν τε
ποιούμενοι εἰ σφίσι δυνατὰ εἴη τὰ ἐν τῇ Σικελίᾳ πράγματα
(5) ὑποχείρια γενέσθαι. καταστάντες οὖν ἐς Ῥήγιον τῆς Ἰτα-
 

 85. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 4 ch. 1 Sec. 1 line 1


 ἐτελεύτα τῷδε ὃν Θουκυδίδης ξυνέγραψεν. 4.ΙΣΤΟΡΙΩΝ Δ 4.1.
(1)   Τοῦ δ’ ἐπιγιγνομένου θέρους περὶ σίτου ἐκβολὴν Συρακο-
σίων δέκα νῆες πλεύσασαι καὶ Λοκρίδες ἴσαι Μεσσήνην τὴν
ἐν Σικελίᾳ κατέλαβον, αὐτῶν ἐπαγαγομένων, καὶ ἀπέστη
 
27

 86. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 4 ch. 2 Sec. 1 line 1


 αἱ πληρούμεναι ἔμελλον αὐτόσε ἐγκαθορμισάμεναι τὸν
πόλεμον ἐντεῦθεν ποιήσεσθαι.4.2.(1)   Ὑπὸ δὲ τοὺς αὐτοὺς
χρόνους τοῦ ἦρος, πρὶν τὸν σῖτον
ἐν ἀκμῇ εἶναι, Πελοποννήσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι ἐσέβαλον ἐς
τὴν Ἀττικήν (ἡγεῖτο δὲ Ἆγις ὁ Ἀρχιδάμου Λακεδαιμονίων
 

 87. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 4 ch. 6 Sec. 1 line 5


 νομίζοντες μὲν οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ Ἆγις ὁ βασιλεὺς
οἰκεῖον σφίσι τὸ περὶ τὴν Πύλον· ἅμα δὲ πρῲ ἐσβαλόντες
καὶ τοῦ σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος ἐσπάνιζον τροφῆς τοῖς   (5)
πολλοῖς, χειμών τε ἐπιγενόμενος μείζων παρὰ τὴν καθεστη-
(2) κυῖαν ὥραν ἐπίεσε τὸ στράτευμα. ὥστε πολλαχόθεν ξυνέβη
 

 88. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 4 ch. 8 Sec. 8 line 6


 ἕξειν ὅθεν ὁρμώμενοι ὠφελήσουσι τοὺς αὑτῶν) σφεῖς δὲ
ἄνευ τε ναυμαχίας καὶ κινδύνου ἐκπολιορκήσειν τὸ χωρίον   (5)
κατὰ τὸ εἰκός, σίτου τε οὐκ ἐνόντος καὶ δι’ ὀλίγης παρα-
(9) σκευῆς κατειλημμένον. ὡς δ’ ἐδόκει αὐτοῖς ταῦτα, καὶ
διεβίβαζον ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας ἀποκληρώσαντες ἀπὸ
 

 89. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 4 ch. 16 Sec. 1 line 7


 Ἀθηναίοις, καὶ ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν τῷ τειχίσματι μήτε κατὰ   (5)
γῆν μήτε κατὰ θάλασσαν, Ἀθηναίους δὲ τοῖς ἐν τῇ νήσῳ
ἀνδράσι σῖτον ἐᾶν τοὺς ἐν τῇ ἠπείρῳ Λακεδαιμονίους ἐκ-
πέμπειν τακτὸν καὶ μεμαγμένον, δύο χοίνικας ἑκάστῳ Ἀττικὰς
ἀλφίτων καὶ δύο κοτύλας οἴνου καὶ κρέας, θεράποντι δὲ τού-
 

 90. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 4 ch. 26 Sec. 2 line 2


 δαιμονίους οἱ Ἀθηναῖοι, καὶ τὸ ἐν τῇ ἠπείρῳ στρατόπεδον
(2) τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν. ἐπίπονος δ’ ἦν
τοῖς Ἀθηναίοις ἡ φυλακὴ σίτου τε ἀπορίᾳ καὶ ὕδατος· οὐ
γὰρ ἦν κρήνη ὅτι μὴ μία ἐν αὐτῇ τῇ ἀκροπόλει τῆς Πύλου
καὶ αὕτη οὐ μεγάλη, ἀλλὰ διαμώμενοι τὸν κάχληκα οἱ
 

 91. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 4 ch. 26 Sec. 3 line 3


 (3) πλεῖστοι ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ ἔπινον οἷον εἰκὸς ὕδωρ. στενο-
χωρία τε ἐν ὀλίγῳ στρατοπεδευομένοις ἐγίγνετο, καὶ τῶν νεῶν
28

οὐκ ἐχουσῶν ὅρμον αἱ μὲν σῖτον ἐν τῇ γῇ ᾑροῦντο κατὰ


(4) μέρος, αἱ δὲ μετέωροι ὥρμουν. ἀθυμίαν τε πλείστην ὁ
χρόνος παρεῖχε παρὰ λόγον ἐπιγιγνόμενος, οὓς ᾤοντο
 

 92. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 4 ch. 26 Sec. 5 line 2


 ἡμερῶν ὀλίγων ἐκπολιορκήσειν ἐν νήσῳ τε ἐρήμῃ καὶ ὕδατι
(5) ἁλμυρῷ χρωμένους. αἴτιον δὲ ἦν οἱ Λακεδαιμόνιοι προει-
πόντες ἐς τὴν νῆσον ἐσάγειν σῖτόν τε τὸν βουλόμενον
ἀληλεμένον καὶ οἶνον καὶ τυρὸν καὶ εἴ τι ἄλλο βρῶμα, οἷ’
ἂν ἐς πολιορκίαν ξυμφέρῃ, τάξαντες ἀργυρίου πολλοῦ καὶ
 

 93. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 4 ch. 27 Sec. 1 line 2


 σφᾶς.

4.27.

(1)   Ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις πυνθανόμενοι περὶ τῆς στρατιᾶς


ὅτι ταλαιπωρεῖται καὶ σῖτος τοῖς ἐν τῇ νήσῳ ὅτι ἐσπλεῖ,
ἠπόρουν καὶ ἐδεδοίκεσαν μὴ σφῶν χειμὼν τὴν φυλακὴν
ἐπιλάβοι, ὁρῶντες τῶν τε ἐπιτηδείων τὴν περὶ τὴν Πελο-
 

 94. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 4 ch. 27 Sec. 1 line 9


 ἔφορμον χωρίων ἀλιμένων ὄντων οὐκ ἐσόμενον, ἀλλ’ ἢ
σφῶν ἀνέντων τὴν φυλακὴν περιγενήσεσθαι τοὺς ἄνδρας
ἢ τοῖς πλοίοις ἃ τὸν σῖτον αὐτοῖς ἦγε χειμῶνα τηρήσαντας
(2) ἐκπλεύσεσθαι. πάντων τε ἐφοβοῦντο μάλιστα τοὺς Λακε-
δαιμονίους, ὅτι ἔχοντάς τι ἰσχυρὸν αὐτοὺς ἐνόμιζον οὐκέτι
 

 95. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 4 ch. 30 Sec. 3 line 3


 (3) αὐτῆς ἔλαθε κατακαυθέν. οὕτω δὴ τούς τε Λακεδαιμονίους
μᾶλλον κατιδὼν πλείους ὄντας, ὑπονοῶν πρότερον ἐλάσσοσι
τὸν σῖτον αὐτοῦ ἐσπέμπειν, τήν τε νῆσον εὐαποβατωτέραν
οὖσαν, τότε ὡς ἐπ’ ἀξιόχρεων τοὺς Ἀθηναίους μᾶλλον
σπουδὴν ποιεῖσθαι τὴν ἐπιχείρησιν παρεσκευάζετο, στρατιάν   (5)
 

 96. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 4 ch. 36 Sec. 3 line 6


 τῇ ἀτραπῷ περιελθόντων τῶν Περσῶν διεφθάρησαν, οὗτοί
τε ἀμφίβολοι ἤδη ὄντες οὐκέτι ἀντεῖχον, ἀλλὰ πολλοῖς τε   (5)
29

ὀλίγοι μαχόμενοι καὶ ἀσθενείᾳ σωμάτων διὰ τὴν σιτοδείαν


ὑπεχώρουν, καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐκράτουν ἤδη τῶν ἐφόδων.

4.37.

(1)   Γνοὺς δὲ ὁ Κλέων καὶ ὁ Δημοσθένης [ὅτι], εἰ καὶ ὁπο-


 

 97. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 4 ch. 39 Sec. 2 line 4


 εἴκοσιν ἡμέρας, ἐν αἷς οἱ πρέσβεις περὶ τῶν σπονδῶν
ἀπῇσαν, ἐσιτοδοτοῦντο, τὰς δὲ ἄλλας τοῖς ἐσπλέουσι λάθρᾳ
διετρέφοντο. καὶ ἦν σῖτός τις ἐν τῇ νήσῳ καὶ ἄλλα βρώ-
ματα ἐγκατελήφθη· ὁ γὰρ ἄρχων Ἐπιτάδας ἐνδεεστέρως    (5)
(3) ἑκάστῳ παρεῖχεν ἢ πρὸς τὴν ἐξουσίαν. οἱ μὲν δὴ Ἀθηναῖοι
 

 98. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 4 ch. 69 Sec. 3 line 3


 (3) καὶ ταύτην μὲν τὴν ἡμέραν ὅλην εἰργάζοντο· τῇ δὲ ὑστεραίᾳ
περὶ δείλην τὸ τεῖχος ὅσον οὐκ ἀπετετέλεστο, καὶ οἱ ἐν τῇ
Νισαίᾳ δείσαντες, σίτου τε ἀπορίᾳ (ἐφ’ ἡμέραν γὰρ ἐκ τῆς ἄνω
πόλεως ἐχρῶντο) καὶ τοὺς Πελοποννησίους οὐ νομίζοντες ταχὺ
ἐπιβοηθήσειν, τούς τε Μεγαρέας πολεμίους ἡγούμενοι, ξυνέ-   (5)
 

 99. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 5 ch. 47 Sec. 6 line 2


 δίοδον εἶναι, Ἀθηναίων καὶ Ἀργείων καὶ Μαντινέων καὶ   (5)
(6) Ἠλείων. τοῖς δὲ βοηθοῦσιν ἡ πόλις ἡ πέμπουσα παρεχέτω
μέχρι μὲν τριάκοντα ἡμερῶν σῖτον, ἐπὴν ἔλθωσιν ἐς τὴν
πόλιν τὴν ἐπαγγείλασαν βοηθεῖν, καὶ ἀπιοῦσι κατὰ ταὐτά·
ἢν δὲ πλέονα βούληται χρόνον τῇ στρατιᾷ χρῆσθαι, ἡ πόλις
 

 100. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 5 ch. 47 Sec. 6 line 5


 πόλιν τὴν ἐπαγγείλασαν βοηθεῖν, καὶ ἀπιοῦσι κατὰ ταὐτά·
ἢν δὲ πλέονα βούληται χρόνον τῇ στρατιᾷ χρῆσθαι, ἡ πόλις
ἡ μεταπεμψαμένη διδότω σῖτον, τῷ μὲν ὁπλίτῃ καὶ ψιλῷ καὶ   (5)
τοξότῃ τρεῖς ὀβολοὺς Αἰγιναίους τῆς ἡμέρας ἑκάστης, τῷ δ’
(7) ἱππεῖ δραχμὴν Αἰγιναίαν. ἡ δὲ πόλις ἡ μεταπεμψαμένη

 101. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 5 ch. 115 Sec. 4 line 3


 (4) ἡσύχαζον. εἷλον δὲ καὶ οἱ Μήλιοι τῶν Ἀθηναίων τοῦ
περιτειχίσματος τὸ κατὰ τὴν ἀγορὰν προσβαλόντες νυκτός,
καὶ ἄνδρας τε ἀπέκτειναν καὶ ἐσενεγκάμενοι σῖτόν τε καὶ
30

ὅσα πλεῖστα ἐδύναντο χρήσιμα ἀναχωρήσαντες ἡσύχαζον·


καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἄμεινον τὴν φυλακὴν τὸ ἔπειτα παρεσκευά-    (5)
 

 102. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 6 ch. 7 Sec. 1 line 4


 Σικελίαν· Λακεδαιμόνιοι δὲ τοῦ αὐτοῦ χειμῶνος καὶ οἱ ξύμ-
μαχοι πλὴν Κορινθίων στρατεύσαντες ἐς τὴν Ἀργείαν τῆς
τε γῆς ἔτεμον οὐ πολλὴν καὶ σῖτον ἀνεκομίσαντό τινα ζεύγη
κομίσαντες, καὶ ἐς Ὀρνεὰς κατοικίσαντες τοὺς Ἀργείων    (5)
φυγάδας καὶ τῆς ἄλλης στρατιᾶς παρακαταλιπόντες αὐτοῖς
 

 103. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 6 ch. 22 Sec. 1 line 7


 πολλοὺς καὶ σφενδονήτας, ὅπως πρὸς τὸ ἐκείνων ἱππικὸν   (5)
ἀντέχωσι, ναυσί τε καὶ πολὺ περιεῖναι, ἵνα καὶ τὰ ἐπιτήδεια
ῥᾷον ἐσκομιζώμεθα, τὸν δὲ καὶ αὐτόθεν σῖτον ἐν ὁλκάσι,
πυροὺς καὶ πεφρυγμένας κριθάς, ἄγειν, καὶ σιτοποιοὺς ἐκ
τῶν μυλώνων πρὸς μέρος ἠναγκασμένους ἐμμίσθους, ἵνα,
 

 104. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 6 ch. 22 Sec. 1 line 8


 ἀντέχωσι, ναυσί τε καὶ πολὺ περιεῖναι, ἵνα καὶ τὰ ἐπιτήδεια
ῥᾷον ἐσκομιζώμεθα, τὸν δὲ καὶ αὐτόθεν σῖτον ἐν ὁλκάσι,
πυροὺς καὶ πεφρυγμένας κριθάς, ἄγειν, καὶ σιτοποιοὺς ἐκ
τῶν μυλώνων πρὸς μέρος ἠναγκασμένους ἐμμίσθους, ἵνα,
ἤν που ὑπὸ ἀπλοίας ἀπολαμβανώμεθα, ἔχῃ ἡ στρατιὰ τὰ    (10)
 

 105. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 6 ch. 44 Sec. 1 line 3


 (1)   Τοσαύτη ἡ πρώτη παρασκευὴ πρὸς τὸν πόλεμον διέπλει.
τούτοις δὲ τὰ ἐπιτήδεια ἄγουσαι ὁλκάδες μὲν τριάκοντα σιτα-
γωγοί, καὶ τοὺς σιτοποιοὺς ἔχουσαι καὶ λιθολόγους καὶ
τέκτονας καὶ ὅσα ἐς τειχισμὸν ἐργαλεῖα, πλοῖα δὲ ἑκατόν,
ἃ ἐξ ἀνάγκης μετὰ τῶν ὁλκάδων ξυνέπλει· πολλὰ δὲ καὶ    (5)
 

 106. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 6 ch. 48 Sec. 1 line 6


 τὰς ἄλλας, καὶ πειρᾶσθαι καὶ τοὺς Σικελοὺς τοὺς μὲν ἀφ-
ιστάναι ἀπὸ τῶν Συρακοσίων, τοὺς δὲ φίλους ποιεῖσθαι, ἵνα    (5)
σῖτον καὶ στρατιὰν ἔχωσι, πρῶτον δὲ πείθειν Μεσσηνίους
(ἐν πόρῳ γὰρ μάλιστα καὶ προσβολῇ εἶναι αὐτοὺς τῆς
Σικελίας, καὶ λιμένα καὶ ἐφόρμησιν τῇ στρατιᾷ ἱκανωτάτην
 
31

 107. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 6 ch. 71 Sec. 2 line 8


 ξυλλέξωνται καὶ παρ’ Ἀθηναίων ἔλθῃ, τῶν τε πόλεών τινας
προσαγάγωνται, ἃς ἤλπιζον μετὰ τὴν μάχην μᾶλλον σφῶν
ὑπακούσεσθαι, τά τε ἄλλα καὶ σῖτον καὶ ὅσων δέοι παρα-
σκευάσωνται ὡς ἐς τὸ ἔαρ ἐπιχειρήσοντες ταῖς Συρακούσαις.

6.72.

(1)   Καὶ οἱ μὲν ταύτῃ τῇ γνώμῃ ἀπέπλευσαν ἐς τὴν Νάξον


 

 108. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 6 ch. 88 Sec. 4 line 5


 κεσαν· τῶν δὲ τὴν μεσόγειαν ἐχόντων αὐτόνομοι οὖσαι καὶ
πρότερον αἰεὶ <αἱ> οἰκήσεις εὐθὺς πλὴν ὀλίγοι μετὰ τῶν
Ἀθηναίων ἦσαν, καὶ σῖτόν τε κατεκόμιζον τῷ στρατεύματι   (5)
(5) καὶ εἰσὶν οἳ καὶ χρήματα. ἐπὶ δὲ τοὺς μὴ προσχωροῦντας
οἱ Ἀθηναῖοι στρατεύοντες τοὺς μὲν προσηνάγκαζον, τοὺς δὲ
 

 109. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 6 ch. 90 Sec. 4 line 2


 ἐντειχισάμενοι, ῥᾳδίως ἠλπίζομεν καταπολεμήσειν καὶ μετὰ   (10)
(4) ταῦτα καὶ τοῦ ξύμπαντος Ἑλληνικοῦ ἄρξειν. χρήματα δὲ
καὶ σῖτον, ὥστε εὐπορώτερον γίγνεσθαί τι αὐτῶν, αὐτὰ τὰ
προσγενόμενα ἐκεῖθεν χωρία ἔμελλε διαρκῆ ἄνευ τῆς ἐνθένδε

6.91.

(1) προσόδου παρέξειν. τοιαῦτα μὲν περὶ τοῦ νῦν οἰχομένου


 

 110. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 6 ch. 94 Sec. 2 line 5


 καὶ οὐχ ἑλόντες αὖθις καὶ πεζῇ καὶ ναυσὶ παρακομισθέντες
ἐπὶ τὸν Τηρίαν ποταμὸν τό τε πεδίον ἀναβάντες ἐδῄουν καὶ
τὸν σῖτον ἐνεπίμπρασαν, καὶ τῶν Συρακοσίων περιτυχόντες   (5)
τισὶν οὐ πολλοῖς καὶ ἀποκτείναντές τέ τινας καὶ τροπαῖον
(3) στήσαντες ἀνεχώρησαν ἐπὶ τὰς ναῦς. καὶ ἀποπλεύσαντες
 

 111. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 6 ch. 94 Sec. 3 line 4


 ἐς Κατάνην, ἐκεῖθεν δὲ ἐπισιτισάμενοι, πάσῃ τῇ στρατιᾷ
ἐχώρουν ἐπὶ Κεντόριπα, Σικελῶν πόλισμα, καὶ προσαγαγό-
μενοι ὁμολογίᾳ ἀπῇσαν, πιμπράντες ἅμα τὸν σῖτον τῶν τε
(4) Ἰνησσαίων καὶ τῶν Ὑβλαίων. καὶ ἀφικόμενοι ἐς Κατάνην
32

καταλαμβάνουσι τούς τε ἱππέας ἥκοντας ἐκ τῶν Ἀθηνῶν


 

 112. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 7 ch. 24 Sec. 2 line 4


 ἀπέθανον καὶ ἐζωγρήθησαν πολλοί, καὶ χρήματα πολλὰ τὰ
ξύμπαντα ἑάλω· ὥσπερ γὰρ ταμιείῳ χρωμένων τῶν Ἀθη-
ναίων τοῖς τείχεσι πολλὰ μὲν ἐμπόρων χρήματα καὶ σῖτος
ἐνῆν, πολλὰ δὲ καὶ τῶν τριηράρχων, ἐπεὶ καὶ ἱστία τεσσαρά-    (5)
κοντα τριήρων καὶ τἆλλα σκεύη ἐγκατελήφθη καὶ τριήρεις
 

 113. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 7 ch. 75 Sec. 6 line 1


 μὲν ἀπορίᾳ ἀκολούθων, οἱ δὲ ἀπιστίᾳ· ἀπηυτομολήκεσαν γὰρ
πάλαι τε καὶ οἱ πλεῖστοι παραχρῆμα. ἔφερον δὲ οὐδὲ ταῦτα
(6) ἱκανά· σῖτος γὰρ οὐκέτι ἦν ἐν τῷ στρατοπέδῳ. καὶ μὴν ἡ
ἄλλη αἰκία καὶ ἡ ἰσομοιρία τῶν κακῶν, ἔχουσά τινα ὅμως
τὸ μετὰ πολλῶν κούφισιν, οὐδ’ ὣς ῥᾳδία ἐν τῷ παρόντι
 

 114. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 7 ch. 83 Sec. 4 line 1


 Γύλιππος οὐ προσεδέχοντο τοὺς λόγους, ἀλλὰ προσπεσόντες
καὶ περιστάντες πανταχόθεν ἔβαλλον καὶ τούτους μέχρι
(4) ὀψέ. εἶχον δὲ καὶ οὗτοι πονήρως σίτου τε καὶ τῶν ἐπιτη-
δείων ἀπορίᾳ. ὅμως δὲ τῆς νυκτὸς φυλάξαντες τὸ ἡσυχάζον
ἔμελλον πορεύσεσθαι. καὶ ἀναλαμβάνουσί τε τὰ ὅπλα καὶ
 

 115. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 7 ch. 87 Sec. 2 line 7


 ἀνεκτοί, καὶ λιμῷ ἅμα καὶ δίψῃ ἐπιέζοντο (ἐδίδοσαν γὰρ   (5)
αὐτῶν ἑκάστῳ ἐπὶ ὀκτὼ μῆνας κοτύλην ὕδατος καὶ δύο
κοτύλας σίτου), ἄλλα τε ὅσα εἰκὸς ἐν τῷ τοιούτῳ χωρίῳ
ἐμπεπτωκότας κακοπαθῆσαι, οὐδὲν ὅτι οὐκ ἐπεγένετο αὐτοῖς·
(3) καὶ ἡμέρας μὲν ἑβδομήκοντά τινας οὕτω διῃτήθησαν ἁθρόοι·
 

 116. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 8 ch. 90 Sec. 5 line 3


 (5) διῳκοδόμησαν δὲ καὶ στοάν, ἥπερ ἦν μεγίστη καὶ ἐγγύτατα
τούτου εὐθὺς ἐχομένη ἐν τῷ Πειραιεῖ, καὶ ἦρχον αὐτοὶ
αὐτῆς, ἐς ἣν καὶ τὸν σῖτον ἠνάγκαζον πάντας τὸν ὑπάρχοντά
τε καὶ τὸν ἐσπλέοντα ἐξαιρεῖσθαι καὶ ἐντεῦθεν προαιροῦντας
πωλεῖν.   (5)
 
33

 117. Ευρυπίδης. Cyclops {0006.001} (5 B.C.) Line 133


   Οδ.        οἶσθ’ οὖν ὃ δρᾶσον, ὡς ἀπαίρωμεν χθονός;
  Σι.        οὐκ οἶδ’, Ὀδυσσεῦ· πᾶν δέ σοι δρῴημεν ἄν.
  Οδ.        ὅδησον ἡμῖν σῖτον, οὗ σπανίζομεν.
  Σι.        οὐκ ἔστιν, ὥσπερ εἶπον, ἄλλο πλὴν κρέας.
  Οδ.        ἀλλ’ ἡδὺ λιμοῦ καὶ τόδε σχετήριον.    (135)
 

 118. Ευρυπίδης. Hippolytus {0006.005} (5 B.C.) Line 953


        θεοῖσι προσθεὶς ἀμαθίαν φρονεῖν κακῶς.
       ἤδη νυν αὔχει καὶ δι’ ἀψύχου βορᾶς
       σίτοις καπήλευ’, Ὀρφέα τ’ ἄνακτ’ ἔχων
       βάκχευε πολλῶν γραμμάτων τιμῶν καπνούς·
       ἐπεί γ’ ἐλήφθης. τοὺς δὲ τοιούτους ἐγὼ   (955)
 

 119. Ευρυπίδης. Hecuba {0006.007} (5 B.C.) Line 362


        τύχοιμ’ ἄν, ὅστις ἀργύρου μ’ ὠνήσεται,   (360)
       τὴν Ἕκτορός τε χἁτέρων πολλῶν κάσιν,
       προσθεὶς δ’ ἀνάγκην σιτοποιὸν ἐν δόμοις,
       σαίρειν τε δῶμα κερκίσιν τ’ ἐφεστάναι
       λυπρὰν ἄγουσαν ἡμέραν μ’ ἀναγκάσει·
 

 120. Ευρυπίδης. Troiades {0006.011} (5 B.C.) Line 494


        τούτοις με προσθήσουσιν, ἢ θυρῶν λάτριν
       κλῇδας φυλάσσειν, τὴν τεκοῦσαν Ἕκτορα,
       ἢ σιτοποιεῖν, κἀν πέδῳ κοίτας ἔχειν
       ῥυσοῖσι νώτοις, βασιλικῶν ἐκ δεμνίων,   (495)
       τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένην χρόα
 

 121. Ευρυπίδης. Helena {0006.014} (5 B.C.) Line 420


        πράξῃ κακῶς ὑψηλός, εἰς ἀηθίαν
       πίπτει κακίω τοῦ πάλαι δυσδαίμονος.
       χρεία δὲ τείρει μ’· οὔτε γὰρ σῖτος πάρα   (420)
       οὔτ’ ἀμφὶ χρῶτ’ ἐσθῆτες· αὐτὰ δ’ εἰκάσαι
       πάρεστι ναὸς ἐκβόλοις ἃ ἀμπίσχομαι.
 

 122. SOPHOCLES Trag. Philoctetes {0011.006} (5 B.C.) Line


1091
34

         τίπτ’ αὖ μοι τὸ κατ’ ἦμαρ ἔσ-


         ται; τοῦ ποτε τεύξομαι    (1090)
        σιτονόμου μέλεος πόθεν ἐλπίδος;
        ἴθ’ αἰθέρος ἄνω
        πτωκάδες ὀξυτόνου διὰ πνεύματος·
 

 123. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 1 Sec. 21 line 7


 Μίλητον ἦν, Θρασύβουλος δὲ σαφέως προπεπυσμένος   (5)
πάντα λόγον καὶ εἰδὼς τὰ Ἀλυάττης μέλλοι ποιήσειν,
μηχανᾶται τοιάδε· ὅσος ἦν ἐν τῷ ἄστεϊ σῖτος καὶ ἑωυτοῦ
καὶ ἰδιωτικός, τοῦτον πάντα συγκομίσας ἐς τὴν ἀγορὴν
προεῖπε Μιλησίοισι, ἐπεὰν αὐτὸς σημήνῃ, τότε πίνειν τε
 

 124. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 1 Sec. 22 line 3


 (22) πάντας καὶ κώμῳ χρᾶσθαι ἐς ἀλλήλους. Ταῦτα δὲ ἐποίεέ
τε καὶ προηγόρευε Θρασύβουλος τῶνδε εἵνεκεν, ὅκως ἂν δὴ
ὁ κῆρυξ ὁ Σαρδιηνὸς ἰδών τε σωρὸν μέγαν σίτου κεχυ-
μένον καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐν εὐπαθείῃσι ἐόντας ἀγγείλῃ
Ἀλυάττῃ. Τὰ δὴ καὶ ἐγένετο· ὡς γὰρ δὴ ἰδών τε ἐκεῖνα ὁ   (5)
 

 125. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 1 Sec. 22 line 9


 ἐντολὰς ἀπῆλθε ἐς τὰς Σάρδις, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, δι’
οὐδὲν ἄλλο ἐγένετο ἡ διαλλαγή. Ἐλπίζων γὰρ ὁ Ἀλυάττης
σιτοδείην τε εἶναι ἰσχυρὴν ἐν τῇ Μιλήτῳ καὶ τὸν λεὼν
τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ, ἤκουε τοῦ κήρυκος νοστή-   (10)
σαντος ἐκ τῆς Μιλήτου τοὺς ἐναντίους λόγους ἢ ὡς αὐτὸς
 

 126. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 1 Sec. 80 line 9


 Λυδοὺς ἐς μάχην τασσομένους, καταρρωδήσας τὴν ἵππον
ἐποίησε Ἁρπάγου ὑποθεμένου ἀνδρὸς Μήδου τοιόνδε· ὅσαι
τῷ στρατῷ τῷ ἑωυτοῦ εἵποντο σιτοφόροι τε καὶ σκευοφόροι
κάμηλοι, ταύτας πάσας ἁλίσας καὶ ἀπελὼν τὰ ἄχθεα    (10)
ἄνδρας ἐπ’ αὐτὰς ἀνέβησε ἱππάδα στολὴν ἐνεσταλμένους,
 

 127. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 1 Sec. 94 line 9


 γενέσθαι. Ἅμα δὲ ταύτας τε ἐξευρεθῆναι παρὰ σφίσι
λέγουσι καὶ Τυρσηνίην ἀποικίσαι, ὧδε περὶ αὐτῶν λέγοντες.
Ἐπὶ Ἄτυος τοῦ Μάνεω βασιλέος σιτοδείην ἰσχυρὴν ἀνὰ
35

τὴν Λυδίην πᾶσαν γενέσθαι· καὶ τοὺς Λυδοὺς τέως μὲν   (10)


διάγειν λιπαρέοντας, μετὰ δέ, ὡς οὐ παύεσθαι, ἄκεα
 

 128. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 1 Sec. 133 line 6


 ἵππον καὶ κάμηλον καὶ ὄνον προτιθέαται ὅλους ὀπτοὺς ἐν
καμίνοισι, οἱ δὲ πένητες αὐτῶν τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων   (5)
προτιθέαται. Σίτοισι δὲ ὀλίγοισι χρέωνται, ἐπιφορήμασι δὲ
πολλοῖσι καὶ οὐκ ἁλέσι· καὶ διὰ τοῦτό φασι Πέρσαι τοὺς
Ἕλληνας σιτεομένους πεινῶντας παύεσθαι, ὅτι σφι ἀπὸ
 

 129. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 1 Sec. 193 line 2


 ἄρχοντι τῆς Βαβυλῶνος ὑπῆρχε ἐόντα.
(193)   Ἡ δὲ γῆ τῶν Ἀσσυρίων ὕεται μὲν ὀλίγῳ, καὶ τὸ ἐκτρέ-
φον τὴν ῥίζαν τοῦ σίτου ἐστὶ τοῦτο· ἀρδόμενον μέντοι ἐκ
τοῦ ποταμοῦ ἁδρύνεταί τε τὸ λήιον καὶ παραγίνεται ὁ
σῖτος, οὐ κατά περ ἐν Αἰγύπτῳ αὐτοῦ τοῦ ποταμοῦ ἀνα-
 

 130. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 1 Sec. 193 line 4


 φον τὴν ῥίζαν τοῦ σίτου ἐστὶ τοῦτο· ἀρδόμενον μέντοι ἐκ
τοῦ ποταμοῦ ἁδρύνεταί τε τὸ λήιον καὶ παραγίνεται ὁ
σῖτος, οὐ κατά περ ἐν Αἰγύπτῳ αὐτοῦ τοῦ ποταμοῦ ἀνα-
βαίνοντος ἐς τὰς ἀρούρας, ἀλλὰ χερσί τε καὶ κηλωνηίοισι    (5)
ἀρδόμενος. Ἡ γὰρ Βαβυλωνίη χώρη πᾶσα, κατά περ ἡ
 

 131. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 2 Sec. 14 line 17


 σπείρας ἕκαστος τὴν ἑωυτοῦ ἄρουραν ἐσβάλλει ἐς αὐτὴν ὗς,    (15)
ἐπεὰν δὲ καταπατήσῃ τῇσι ὑσὶ τὸ σπέρμα, ἄμητον τὸ ἀπὸ
τούτου μένει, ἀποδινήσας δὲ τῇσι ὑσὶ τὸν σῖτον οὕτω κομί-
ζεται.
(15)   Εἰ ὦν βουλοίμεθα γνώμῃσι τῇσι Ἰώνων χρᾶσθαι τὰ περὶ
 

 132. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 2 Sec. 140 line 4


 τυφλὸν ἄρχειν ἐκ τῶν ἑλέων ἀπικόμενον, ἔνθα πεντήκοντα
ἔτεα νῆσον χώσας σποδῷ τε καὶ γῇ οἴκεε· ὅκως γάρ οἱ
φοιτᾶν σῖτον ἄγοντας Αἰγυπτίων ὡς ἑκάστοισι προστετάχ-
θαι σιγῇ τοῦ Αἰθίοπος, ἐς τὴν δωρεὴν κελεύειν σφέας καὶ    (5)
σποδὸν κομίζειν. Ταύτην τὴν νῆσον οὐδεὶς πρότερον
 
36

 133. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 2 Sec. 168 line 10


 ρεον ἐνιαυτὸν ἕκαστον τὸν βασιλέα· τούτοισι ὦν τάδε
πάρεξ τῶν ἀρουρέων ἄλλα ἐδίδοτο, ἐπ’ ἡμέρῃ ἑκάστῃ ὀπτοῦ
σίτου σταθμὸς πέντε μνέαι ἑκάστῳ, κρεῶν βοέων δύο μνέαι,    (10)
οἴνου τέσσερες ἀρυστῆρες· ταῦτα τοῖσι αἰεὶ δορυφορέουσι
ἐδίδοτο.
 

 134. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 3 Sec. 25 line 4


 ὀπίσω. Ἀπαγγειλάντων δὲ ταῦτα τούτων αὐτίκα ὁ Καμ-
βύσης ὀργὴν ποιησάμενος ἐστρατεύετο ἐπὶ τοὺς Αἰθίοπας,
οὔτε παρασκευὴν σίτου οὐδεμίαν παραγγείλας, οὔτε λόγον
ἑωυτῷ δοὺς ὅτι ἐς τὰ ἔσχατα γῆς ἔμελλε στρατεύεσθαι·   (5)
οἷα δὲ ἐμμανής τε ἐὼν καὶ οὐ φρενήρης, ὡς ἤκουσε τῶν
 

 135. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 3 Sec. 91 line 13


 λίμνης γινομένου ἀργυρίου, τὸ ἐγίνετο ἐκ τῶν ἰχθύων· τού-
του τε δὴ χωρὶς τοῦ ἀργυρίου καὶ τοῦ ἐπιμετρεομένου
σίτου προσήιε [τὰ] ἑπτακόσια τάλαντα· πρὸς γὰρ δυοκαί-
δεκα μυριάδας Περσέων τε τοῖσι ἐν τῷ Λευκῷ τείχεϊ τῷ ἐν
Μέμφι κατοικημένοισι καταμετρέουσι καὶ τοῖσι τούτων   (15)
 

 136. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 3 Sec. 150 line 9


 ἐξελόντες γυναῖκα ἕκαστος μίαν προσεξαιρέετο τὴν ἐβού-
λετο ἐκ τῶν ἑωυτοῦ οἰκίων, τὰς δὲ λοιπὰς ἁπάσας συναγα-
γόντες ἀπέπνιξαν· τὴν δὲ μίαν ἕκαστος σιτοποιὸν ἐξαι-
ρέετο. Ἀπέπνιξαν δὲ αὐτάς, ἵνα μή σφεων τὸν σῖτον    (10)
(151) ἀναισιμώσωσι. Πυθόμενος δὲ ταῦτα ὁ Δαρεῖος καὶ συλ-
 

 137. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 3 Sec. 150 line 10


 λετο ἐκ τῶν ἑωυτοῦ οἰκίων, τὰς δὲ λοιπὰς ἁπάσας συναγα-
γόντες ἀπέπνιξαν· τὴν δὲ μίαν ἕκαστος σιτοποιὸν ἐξαι-
ρέετο. Ἀπέπνιξαν δὲ αὐτάς, ἵνα μή σφεων τὸν σῖτον    (10)
(151) ἀναισιμώσωσι. Πυθόμενος δὲ ταῦτα ὁ Δαρεῖος καὶ συλ-
λέξας πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ δύναμιν ἐστρατεύετο ἐπ’ αὐ-
 

 138. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 3 Sec. 153 line 4


 ὃς τῶν ἑπτὰ ἀνδρῶν ἐγένετο τῶν τὸν μάγον κατελόντων,
τούτου τοῦ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ ἐγένετο τέρας τόδε·
37

τῶν οἱ σιτοφόρων ἡμιόνων μία ἔτεκε. Ὡς δέ οἱ ἐξηγγέλθη


καὶ ὑπὸ ἀπιστίης αὐτὸς ὁ Ζώπυρος εἶδε τὸ βρέφος, ἀπεί-   (5)
πας τοῖσι ἰδοῦσι μηδενὶ φράζειν τὸ γεγονὸς ἐβουλεύετο.
 

 139. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 3 Sec. 159 line 10


 ἕξουσι γυναῖκας οἱ Βαβυλώνιοι, ἵνα σφι γενεὴ ὑπογίνηται,
τάδε Δαρεῖος προϊδὼν ἐποίησε (τὰς γὰρ ἑωυτῶν, ὡς καὶ
κατ’ ἀρχὰς δεδήλωται, ἀπέπνιξαν οἱ Βαβυλώνιοι τοῦ σίτου    (10)
προορῶντες)· ἐπέταξε τοῖσι περιοίκοισι ἔθνεσι γυναῖκας ἐς
Βαβυλῶνα κατιστάναι, ὅσας δὴ ἑκάστοισι ἐπιτάσσων, ὥστε
 

 140. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 4 Sec. 17 line 6


 ὑπὲρ δὲ τούτων ἄλλο ἔθνος οἳ Ἀλαζῶνες καλέονται· οὗτοι
δὲ καὶ οἱ Καλλιπίδαι τὰ μὲν ἄλλα κατὰ ταὐτὰ Σκύθῃσι   (5)
ἐπασκέουσι, σῖτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται, καὶ
κρόμμυα καὶ σκόροδα καὶ φακοὺς καὶ κέγχρους. Ὑπὲρ δὲ
Ἀλαζώνων οἰκέουσι Σκύθαι ἀροτῆρες, οἳ οὐκ ἐπὶ σιτήσι
 

 141. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 4 Sec. 17 line 9


 κρόμμυα καὶ σκόροδα καὶ φακοὺς καὶ κέγχρους. Ὑπὲρ δὲ
Ἀλαζώνων οἰκέουσι Σκύθαι ἀροτῆρες, οἳ οὐκ ἐπὶ σιτήσι
σπείρουσι [τὸν] σῖτον ἀλλ’ ἐπὶ πρήσι. Τούτων δὲ κατύπερθε
οἰκέουσι Νευροί· Νευρῶν δὲ τὸ πρὸς βορέην ἄνεμον ἔρημος    (10)
ἀνθρώπων, ὅσον ἡμεῖς ἴδμεν. Ταῦτα μὲν παρὰ τὸν Ὕπανιν
 

 142. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 4 Sec. 42 line 18


 σπείρεσκον τὴν γῆν, ἵνα ἑκάστοτε τῆς Λιβύης πλέοντες
γινοίατο, καὶ μένεσκον τὸν ἄμητον· θερίσαντες δ’ ἂν
τὸν σῖτον ἔπλεον, ὥστε δύο ἐτέων διεξελθόντων τρίτῳ
ἔτεϊ κάμψαντες Ἡρακλέας στήλας ἀπίκοντο ἐς Αἴγυπτον.
Καὶ ἔλεγον, ἐμοὶ μὲν οὐ πιστά, ἄλλῳ δέ [δή] τεῳ, ὡς    (20)
 

 143. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 4 Sec. 109 line 4


 οὐδὲ δίαιτα ἡ αὐτή· οἱ μὲν γὰρ Βουδῖνοι ἐόντες αὐτόχθονες
νομάδες τέ εἰσι καὶ φθειροτραγέουσι μοῦνοι τῶν ταύτῃ,
Γελωνοὶ δὲ γῆς τε ἐργάται καὶ σιτοφάγοι καὶ κήπους
ἐκτημένοι, οὐδὲν τὴν ἰδέην ὅμοιοι οὐδὲ τὸ χρῶμα. Ὑπὸ   (5)
38

μέντοι Ἑλλήνων καλέονται καὶ οἱ Βουδῖνοι Γελωνοί, οὐκ


 

 144. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 5 Sec. 65 line 3


 (65) Πελαργικῷ τείχεϊ. Καὶ οὐδέν τι πάντως ἂν ἐξεῖλον τοὺς
Πεισιστρατίδας οἱ Λακεδαιμόνιοι (οὔτε γὰρ ἐπέδρην ἐπε-
νόευν ποιήσασθαι, οἵ τε Πεισιστρατίδαι Σίτοισι καὶ ποτοῖσι
εὖ παρεσκευάδατο) πολιορκήσαντές τε ἂν ἡμέρας ὀλίγας
ἀπαλλάσσοντο ἐς τὴν Σπάρτην· νῦν δὲ συντυχίη τοῖσι μὲν    (5)
 

 145. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 6 Sec. 28 line 8


 ἄγων πᾶσαν τὴν στρατιήν. Ἐκ Λέσβου δὲ λιμαινούσης
οἱ τῆς στρατιῆς πέρην διαβαίνει, ἐκ τοῦ Ἀταρνέος ὡς
ἀμήσων τὸν σῖτον τόν τε ἐνθεῦτεν καὶ τὸν ἐκ Καΐκου
πεδίου τὸν τῶν Μυσῶν. Ἐν δὲ τούτοισι τοῖσι χωρίοισι
ἐτύγχανε ἐὼν Ἅρπαγος ἀνὴρ Πέρσης, στρατηγὸς στρατιῆς    (10)
 

 146. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 6 Sec. 52 line 34


 Μεσσηνίου ὑποθήκας φυλάξαντας τὴν μητέρα τῶν Ἀρισ-
τοδήμου παίδων λαβεῖν κατὰ ταὐτὰ τιμῶσαν τὸν πρότερον
καὶ Σίτοισι καὶ λουτροῖσι, οὐκ εἰδυῖαν τῶν εἵνεκεν ἐφυ-
λάσσετο. Λαβόντας δὲ τὸ παιδίον τὸ τιμώμενον πρὸς τῆς    (35)
γειναμένης ὡς ἐὸν πρότερον τρέφειν ἐν τῷ δημοσίῳ· καί οἱ
 

 147. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 7 Sec. 1 line 8


 αὐτίκα μὲν ἐπηγγέλλετο πέμπων ἀγγέλους κατὰ πόλις ἑτοι-
μάζειν στρατιήν, πολλῷ πλέω ἐπιτάσσων ἑκάστοισι ἢ πρό-
τερον παρεῖχον, καὶ νέας τε καὶ ἵππους καὶ σῖτον καὶ πλοῖα.
Τούτων δὲ περιαγγελλομένων ἡ Ἀσίη ἐδονέετο ἐπὶ τρία
ἔτεα, καταλεγομένων τε τῶν ἀρίστων ὡς ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα    (10)
 

 148. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 7 Sec. 23 line 20


 τε δὴ ἐγίνετο καὶ ἐξισοῦτο τοῖσι ἄλλοισι τὸ ἔργον. Ἐνθαῦτα
δὲ λειμών ἐστι, ἵνα σφι ἀγορή τε ἐγίνετο καὶ πρητήριον·
σῖτος δέ σφι πολλὸς ἐφοίτα ἐκ τῆς Ἀσίης ἀληλεσμένος.   (20)
(24) Ὡς μὲν ἐμὲ συμβαλλόμενον εὑρίσκειν, μεγαλοφροσύνης
εἵνεκεν αὐτὸ Ξέρξης ὀρύσσειν ἐκέλευε, ἐθέλων τε δύναμιν
 
39

 149. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 7 Sec. 25 line 8


 χώρους καταβάλλειν ἐκέλευε ἵνα ἐπιτηδεότατον εἴη, ἄλλον
ἄλλῃ ἀγινέοντας ὁλκάσι τε καὶ πορθμηίοισι ἐκ τῆς Ἀσίης
πανταχόθεν. Τὸν δὲ ὦν πλεῖστον <σῖτον> ἐς Λευκὴν Ἀκτὴν
καλεομένην τῆς Θρηίκης ἀγίνεον, οἱ δὲ ἐς Τυρόδιζαν τὴν
Περινθίων, οἱ δὲ ἐς Δορίσκον, οἱ δὲ ἐς Ἠιόνα τὴν ἐπὶ   (10)
 

 150. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 7 Sec. 50 line 26


 παθόντες. Τοῦτο μὲν γὰρ αὐτοὶ πολλὴν φορβὴν φερόμενοι
πορευόμεθα, τοῦτο δέ, τῶν ἄν κου ἐπιβέωμεν γῆν καὶ ἔθνος,    (25)
τούτων τὸν σῖτον ἕξομεν· ἐπ’ ἀροτῆρας δὲ καὶ οὐ νομάδας
στρατευόμεθα ἄνδρας.»
(51)   Λέγει Ἀρτάβανος μετὰ ταῦτα· «Ὦ βασιλεῦ, ἐπείτε
 

 151. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 7 Sec. 119 line 5


 τοιόνδε τι ἐγίνετο, οἷα ἐκ πολλοῦ χρόνου προειρημένον καὶ
περὶ πολλοῦ ποιευμένων. Τοῦτο μέν, ὡς ἐπύθοντο τάχιστα
τῶν κηρύκων τῶν περιαγγελλόντων, δασάμενοι σῖτον ἐν τῇσι    (5)
πόλισι οἱ ἀστοὶ ἄλευρά τε καὶ ἄλφιτα ἐποίευν πάντες ἐπὶ
μῆνας συχνούς· τοῦτο δέ, κτήνεα ἐσίτευον ἐξευρίσκοντες
 

 152. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 7 Sec. 120 line 8


 ἐπιόντων κακῶν τὰ ἡμίσεα, τῶν τε παροιχομένων ἔχειν σφι
μεγάλην χάριν, ὅτι βασιλεὺς Ξέρξης οὐ δὶς ἑκάστης ἡμέρης
ἐνόμισε σῖτον αἱρέεσθαι· παρέχειν γὰρ ἂν Ἀβδηρίτῃσι, εἰ
καὶ ἄριστον προείρητο ὅμοια τῷ δείπνῳ παρασκευάζειν, ἢ
μὴ ὑπομένειν Ξέρξην ἐπιόντα ἢ καταμείναντας κάκιστα   (10)
 

 153. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 7 Sec. 125 line 2


 ναίων ἀρξάμενος ῥέει διὰ Μυγδονίης χώρης καὶ ἐξιεῖ
(125) παρὰ τὸ ἕλος τὸ ἐπ’ Ἀξίῳ ποταμῷ. Πορευομένῳ δὲ ταύτῃ
λέοντές οἱ ἐπεθήκαντο τῇσι σιτοφόροισι καμήλοισι· κατα-
φοιτῶντες γὰρ οἱ λέοντες τὰς νύκτας καὶ λείποντες τὰ
σφέτερα ἤθεα ἄλλου μὲν οὐδενὸς ἅπτοντο οὔτε ὑποζυγίου
 

 154. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 7 Sec. 147 line 17


 τὸν βασιλέα ὁκότε παραγγελέει. Ὁ δὲ Ξέρξης εἴρετο    (15)
αὐτοὺς ὅκῃ πλέοιεν· οἱ δὲ εἶπαν· «Ἐς τοὺς σοὺς πολε-
40

μίους, ὦ δέσποτα, σῖτον ἄγοντες.» Ὁ δὲ ὑπολαβὼν ἔφη·


«Οὐκ ὦν καὶ ἡμεῖς ἐκεῖ πλέομεν ἔνθα περ <καὶ> οὗτοι,
τοῖσί τε ἄλλοισι ἐξηρτυμένοι καὶ σίτῳ; Τί δῆτα ἀδικέουσι
 

 155. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 7 Sec. 158 line 18


 παρεχόμενος διηκοσίας τε τριήρεας καὶ δισμυρίους ὁπλίτας
καὶ δισχιλίην ἵππον καὶ δισχιλίους τοξότας καὶ δισχιλίους
σφενδονήτας καὶ δισχιλίους ἱπποδρόμους ψιλούς· σῖτόν τε
ἁπάσῃ τῇ Ἑλλήνων στρατιῇ, ἔστ’ ἂν διαπολεμήσωμεν,
ὑποδέκομαι παρέξειν. Ἐπὶ δὲ λόγῳ τοιῷδε τάδε ὑπίσχομαι,    (20)
 

 156. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 7 Sec. 187 line 2


 Σηπιάδος καὶ Θερμοπυλέων.
(187)   Οὗτος μὲν δὴ τοῦ συνάπαντος τοῦ Ξέρξεω στρατεύματος
ἀριθμός. Γυναικῶν δὲ σιτοποιῶν καὶ παλλακέων καὶ
εὐνούχων οὐδεὶς ἂν εἴποι ἀτρεκέα ἀριθμόν· οὐδ’ αὖ ὑποζυ-
γίων τε καὶ τῶν ἄλλων κτηνέων τῶν ἀχθοφόρων καὶ κυνῶν
 

 157. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 8 Sec. 68 line 23


 «πολλὸν χρόνον εἰσί τοι ἀντέχειν οἱ Ἕλληνες, ἀλλά σφεας
«διασκεδᾷς, κατὰ πόλις δὲ ἕκαστοι φεύξονται· οὔτε γὰρ
«σῖτος πάρα σφι ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι,
«οὔτε αὐτοὺς οἰκός, ἢν σὺ ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον ἐλαύνῃς
«τὸν πεζὸν στρατὸν, ἀτρεμιεῖν τοὺς ἐκεῖθεν αὐτῶν ἥκον-    (25)
 

 158. Ηρόδοτος ιστορίαι. (5 B.C.) Book 9 Sec. 41 line 10


 Ἀρταβάζου «ὡς χρεὸν εἴη ἀναζεύξαντας τὴν ταχίστην
πάντα τὸν στρατὸν ἰέναι ἐς τὸ τεῖχος τὸ Θηβαίων, ἔνθα
σῖτόν τέ σφι ἐσενηνεῖχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῖσι ὑποζυ-   (10)
γίοισι, κατ’ ἡσυχίην τε ἱζομένους διαπρήσσεσθαι ποιεῦντας
τάδε· ἔχειν γὰρ χρυσὸν πολλὸν μὲν ἐπίσημον, πολλὸν δὲ
 

 159. Αντιφών. Frag. {0028.008} (5 B.C.) Frag.166 line 1


 (165) ἔμβραχυ ἀντὶ τοῦ ἁπλῶς καὶ ἐν κεφαλαίῳ Ἀ.
Harp.
(166) καὶ ἐν ταῖς σιτοδοσίαις ἐγίνοντο σίτου ἐπιγρα-
φεῖς, ὡς Ἀ. Poll. VIII 103.
41

(167) Ἀ. δὲ ἐπιθύμημα. Poll. VI 183.


 

 160. Αντιφών. Frag. {0028.008} (5 B.C.) Frag.166 line 1


 (165) ἔμβραχυ ἀντὶ τοῦ ἁπλῶς καὶ ἐν κεφαλαίῳ Ἀ.
Harp.
(166) καὶ ἐν ταῖς σιτοδοσίαις ἐγίνοντο σίτου ἐπιγρα-
φεῖς, ὡς Ἀ. Poll. VIII 103.
(167) Ἀ. δὲ ἐπιθύμημα. Poll. VI 183.
 

 161. Ισοκράτης. In Callimachum (orat. 18) {0010.002} (5-4


B.C.) Sec. 61 line 2
 μισθὸν διδόντες τοῖς ναύταις κακῶς ἐποιοῦμεν τοὺς πολε-
μίους. (61) Τὸ δὲ τελευταῖον, προειπόντος Λυσάνδρου,
εἴ τις εἰσάγει σῖτον ὡς ὑμᾶς, θάνατον τὴν ζημίαν, οὕτω
φιλοτίμως εἴχομεν πρὸς τὴν πόλιν, ὥστε τῶν ἄλλων οὐδὲ
τὸν σφέτερον αὐτῶν εἰσάγειν τολμώντων ἡμεῖς τὸν ὡς
 

 162. Ισοκράτης. De bigis (orat. 16) {0010.004} (5-4 B.C.) Sec.


13 line 4
 φίλον ἢ ξένον οὐκ ἤλθετε δεησόμενοι συγκαταγαγεῖν ὑμᾶς;
Τίνος δ’ ἀπέσχεσθε πειρώμενοι κατελθεῖν; Οὐ καταλαβόν-
τες τὸν Πειραιᾶ καὶ τὸν σῖτον τὸν ἐν τῇ χώρᾳ διεφθείρετε
καὶ τὴν γῆν ἐτέμνετε καὶ τὰ προάστεια ἐνεπρήσατε καὶ    (5)
τελευτῶντες τοῖς τείχεσιν προσεβάλετε; (14) Καὶ ταῦθ’
 

 163. Ισοκράτης. Trapeziticus (orat. 17) {0010.005} (5-4 B.C.)


Sec. 4 line 3
 μελεῖσθαι τῆς ἐκείνου. (4) Πυνθανόμενος δὲ καὶ περὶ
τῆσδε τῆς πόλεως καὶ περὶ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος ἐπεθύμησ’
ἀποδημῆσαι. Γεμίσας οὖν ὁ πατήρ μου δύο ναῦς σίτου καὶ
χρήματα δοὺς ἐξέπεμψεν ἅμα κατ’ ἐμπορίαν καὶ κατὰ
θεωρίαν· συστήσαντος δέ μοι Πυθοδώρου τοῦ Φοίνικος   (5)
 

 164. Ισοκράτης. Trapeziticus (orat. 17) {0010.005} (5-4 B.C.)


Sec. 57 line 3
 (57)   Ἄξιον δὲ καὶ Σατύρου καὶ τοῦ πατρὸς ἐνθυμηθῆναι,
οἳ πάντα τὸν χρόνον περὶ πλείστου τῶν Ἑλλήνων ὑμᾶς
ποιοῦνται, καὶ πολλάκις ἤδη διὰ σπάνιν σίτου τὰς τῶν
42

ἄλλων ἐμπόρων ναῦς κενὰς ἐκπέμποντες ὑμῖν ἐξαγωγὴν


ἔδοσαν· καὶ ἐν τοῖς ἰδίοις συμβολαίοις, ὧν ἐκεῖνοι κριταὶ   (5)
 

 165. Ισοκράτης. Panegyricus (orat. 4) {0010.011} (5-4 B.C.)


Sec. 31 line 3
 ἡμῖν χρήσασθαι περὶ αὐτῶν. (31) Αἱ μὲν γὰρ πλεῖσται τῶν
πόλεων ὑπόμνημα τῆς παλαιᾶς εὐεργεσίας ἀπαρχὰς τοῦ
σίτου καθ’ ἕκαστον ἐνιαυτὸν ὡς ἡμᾶς ἀποπέμπουσιν, ταῖς
δ’ ἐκλειπούσαις πολλάκις ἡ Πυθία προσέταξεν ἀποφέρειν τὰ μέρη
τῶν καρπῶν καὶ ποιεῖν πρὸς τὴν πόλιν τὴν ἡμετέραν τὰ    (5)
 

 166. Ισοκράτης. De pace (orat. 8) {0010.017} (5-4 B.C.) Sec. 90


line 5
 τέραν οὐδὲ πλείονος ἀξίαν· ἥνπερ οἱ περὶ τὰ Περσικὰ
γενόμενοι σχόντες οὐχ ὁμοίως τοῖς λῃσταῖς ἐβίωσαν,
τοτὲ μὲν πλείω τῶν ἱκανῶν ἔχοντες, τοτὲ δ’ ἐν σιτοδείαις    (5)
καὶ πολιορκίαις καὶ τοῖς μεγίστοις κακοῖς καθεστῶτες,
ἀλλὰ περὶ μὲν τὴν τροφὴν τὴν καθ’ ἡμέραν οὔτ’ ἐν ἐνδείαις
 

 167. Ισοκράτης. Antidosis (orat. 15) {0010.019} (5-4 B.C.) Sec.


95 line 4
 λάβητε σύμβουλον εἶναί με καὶ διδάσκαλον τούτων, δικαίως
ἂν ἔχοιτέ μοι πλείω χάριν ἢ τοῖς δι’ ἀρετὴν ἐν πρυτανείῳ
σιτουμένοις· τούτων μὲν γὰρ ἕκαστος αὑτὸν μόνον παρέσχε
καλὸν κἀγαθὸν, ἐγὼ δὲ τοσούτους τὸ πλῆθος ὅσους ὀλίγῳ    (5)
πρότερον διῆλθον ὑμῖν. (96) Εἴ τε τῶν μὲν πεπραγμένων
 

 168. Αριστοφάνης κωμικός. . Acharnenses {0019.001} (5-4 B.C.)


Line 758
        ΔΙ.                 Αὐτίκ’ ἄρ’ ἀπαλλάξεσθε πραγμάτων.
       ΜΕ.                                                   Σά μάν;    (757)
       ΔΙ.                 Τί δ’ ἄλλο Μεγαροῖ; Πῶς ὁ σῖτος ὤνιος;
       ΜΕ.                 Πὰρ ἁμὲ πολυτίματος ᾇπερ τοὶ θεοί.
       ΔΙ.                 Ἅλας οὖν φέρεις;   (760)
 

 169. Αριστοφάνης κωμικός. . Equites {0019.002} (5-4 B.C.) Line


414
43

               ἠνεσχόμην ἐκ παιδίου, μαχαιρίδων τε πληγάς,


              ὑπερβαλεῖσθαί σ’ οἴομαι τούτοισιν, ἢ μάτην γ’ ἂν
              ἀπομαγδαλιὰς σιτούμενος τοσοῦτος ἐκτραφείην.
       ΠΑ.               Ἀπομαγδαλιὰς ὥσπερ κύων; Ὦ παμπόνηρε, πῶς
οὖν   (415)
              κυνὸς βορὰν σιτούμενος μαχεῖ σὺ κυνοκεφάλῳ;
 

 170. Αριστοφάνης κωμικός. . Equites {0019.002} (5-4 B.C.) Line


416
               ἀπομαγδαλιὰς σιτούμενος τοσοῦτος ἐκτραφείην.
       ΠΑ.               Ἀπομαγδαλιὰς ὥσπερ κύων; Ὦ παμπόνηρε, πῶς
οὖν   (415)
              κυνὸς βορὰν σιτούμενος μαχεῖ σὺ κυνοκεφάλῳ;
       ΑΛ.               Καὶ νὴ Δί’ ἄλλα γ’ ἐστί μου κόβαλα παιδὸς
ὄντος·
              ἐξηπάτων γὰρ τοὺς μαγείρους <ἂν> λέγων τοιαυτί·
 

 171. Αριστοφάνης κωμικός. . Vespae {0019.004} (5-4 B.C.) Line


716
        καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ’ ἤδη μαλθακός εἰμι.
 Βδ.        ἀλλ’ ὁπόταν μὲν δείσωσ’ αὐτοί, τὴν Εὔβοιαν διδόασιν
(715)
       ὑμῖν, καὶ σῖτον ὑφίστανται κατὰ πεντήκοντα μεδίμνους
       ποριεῖν. ἔδοσαν δ’ οὐπώποτέ σοι· πλὴν πρώην πέντε
           μεδίμνους,   (717)
 

 172. Αριστοφάνης κωμικός. . Lysistrata {0019.007} (5-4 B.C.)


Line 1203
                       μή τις ὑμῶν
                        ὀξύτερον ἐμοῦ βλέπει.
 
                      Εἰ δέ τῳ μὴ σῖτος ὑμῶν
Ant. 2.    (1202)
                      ἐστι, βόσκει δ’ οἰκέτας καὶ
                        σμικρὰ πολλὰ παιδία,
 

 173. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 1 ch. 1 Sec. 35 line 2


 αὐτὸν καταλέξασθαι χιλίους, ἱππέας δὲ ἑκατόν, τριήρεις δὲ   (5)
(35) πεντήκοντα. Ἆγις δὲ ἐκ τῆς Δεκελείας ἰδὼν πλοῖα πολλὰ
44

σίτου εἰς Πειραιᾶ καταθέοντα, οὐδὲν ὄφελος ἔφη εἶναι τοὺς


μετ’ αὐτοῦ πολὺν ἤδη χρόνον Ἀθηναίους εἴργειν τῆς γῆς,
εἰ μή τις σχήσοι καὶ ὅθεν ὁ κατὰ θάλατταν σῖτος φοιτᾷ·
 

 174. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 1 ch. 1 Sec. 35 line 4


 σίτου εἰς Πειραιᾶ καταθέοντα, οὐδὲν ὄφελος ἔφη εἶναι τοὺς
μετ’ αὐτοῦ πολὺν ἤδη χρόνον Ἀθηναίους εἴργειν τῆς γῆς,
εἰ μή τις σχήσοι καὶ ὅθεν ὁ κατὰ θάλατταν σῖτος φοιτᾷ·
κράτιστόν τε εἶναι καὶ Κλέαρχον τὸν Ῥαμφίου πρόξενον   (5)
ὄντα Βυζαντίων πέμψαι εἰς Καλχηδόνα τε καὶ Βυζάντιον.
 

 175. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 1 ch. 2 Sec. 4 line 5


 εἰς Κολοφῶνα. Κολοφώνιοι δὲ προσεχώρησαν. καὶ τῆς
ἐπιούσης νυκτὸς ἐνέβαλον εἰς τὴν Λυδίαν ἀκμάζοντος τοῦ
σίτου, καὶ κώμας τε πολλὰς ἐνέπρησαν καὶ χρήματα ἔλαβον    (5)
(5) καὶ ἀνδράποδα καὶ ἄλλην λείαν πολλήν. Στάγης δὲ ὁ
Πέρσης περὶ ταῦτα τὰ χωρία ὤν, ἐπεὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐκ τοῦ
 

 176. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 1 ch. 3 Sec. 19 line 5


 μενος ὅτι οὐ προδιδοίη τὴν πόλιν, ἀλλὰ σώσαι, παῖδας
ὁρῶν καὶ γυναῖκας λιμῷ ἀπολλυμένους, Βυζάντιος ὢν καὶ
οὐ Λακεδαιμόνιος· τὸν γὰρ ἐνόντα σῖτον Κλέαρχον τοῖς    (5)
Λακεδαιμονίων στρατιώταις διδόναι· διὰ ταῦτ’ οὖν τοὺς
πολεμίους ἔφη εἰσέσθαι, οὐκ ἀργυρίου ἕνεκα οὐδὲ διὰ τὸ
 

 177. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 2 ch. 1 Sec. 19 line 2


 οἱ ἄλλοι παρῆσαν πεζῇ. ἡγεῖτο δὲ Θώραξ Λακεδαιμόνιος.
(19) προσβαλόντες δὲ τῇ πόλει αἱροῦσι κατὰ κράτος, καὶ διήρ-
πασαν οἱ στρατιῶται οὖσαν πλουσίαν καὶ οἴνου καὶ σίτου
καὶ τῶν ἄλλων ἐπιτηδείων πλήρη· τὰ δὲ ἐλεύθερα σώματα
(20) πάντα ἀφῆκε Λύσανδρος. οἱ δ’ Ἀθηναῖοι κατὰ πόδας
 

 178. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 2 ch. 2 Sec. 10 line 3


 (10)   Οἱ δ’ Ἀθηναῖοι πολιορκούμενοι κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατ-
ταν ἠπόρουν τί χρὴ ποιεῖν, οὔτε νεῶν οὔτε συμμάχων αὐτοῖς
ὄντων οὔτε σίτου· ἐνόμιζον δὲ οὐδεμίαν εἶναι σωτηρίαν εἰ
μὴ παθεῖν ἃ οὐ τιμωρούμενοι ἐποίησαν, ἀλλὰ διὰ τὴν ὕβριν
45

ἠδίκουν ἀνθρώπους μικροπολίτας οὐδ’ ἐπὶ μιᾷ αἰτίᾳ ἑτέρᾳ ἢ    (5)


 

 179. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 2 ch. 2 Sec. 11 line 4


 ποιήσαντες ἐκαρτέρουν, καὶ ἀποθνῃσκόντων ἐν τῇ πόλει λιμῷ
πολλῶν οὐ διελέγοντο περὶ διαλλαγῆς. ἐπεὶ δὲ παντελῶς
ἤδη ὁ σῖτος ἐπελελοίπει, ἔπεμψαν πρέσβεις παρ’ Ἆγιν,
βουλόμενοι σύμμαχοι εἶναι Λακεδαιμονίοις ἔχοντες τὰ τείχη    (5)
(12) καὶ τὸν Πειραιᾶ, καὶ ἐπὶ τούτοις συνθήκας ποιεῖσθαι. ὁ δὲ
 

 180. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 2 ch. 2 Sec. 16 line 6


 μενοι ἀντέχουσι περὶ τῶν τειχῶν ἢ πίστεως ἕνεκα. πεμφθεὶς
δὲ διέτριβε παρὰ Λυσάνδρῳ τρεῖς μῆνας καὶ πλείω, ἐπιτηρῶν    (5)
ὁπότε Ἀθηναῖοι ἔμελλον διὰ τὸ ἐπιλελοιπέναι τὸν σῖτον
(17) ἅπαντα ὅ τι τις λέγοι ὁμολογήσειν. ἐπεὶ δὲ ἧκε τετάρτῳ
μηνί, ἀπήγγειλεν ἐν ἐκκλησίᾳ ὅτι αὐτὸν Λύσανδρος τέως
 

 181. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 2 ch. 2 Sec. 24 line 3


 (24)   Καὶ ὁ ἐνιαυτὸς ἔληγεν, ἐν ᾧ μεσοῦντι Διονύσιος ὁ Ἑρμο-
κράτους Συρακόσιος ἐτυράννησε, μάχῃ μὲν πρότερον ἡττηθέν-
των ὑπὸ Συρακοσίων Καρχηδονίων, σπάνει δὲ σίτου ἑλόντων
Ἀκράγαντα, ἐκλιπόντων τῶν Σικελιωτῶν τὴν πόλιν.

2.3.

(1)   Τῷ δ’ ἐπιόντι ἔτει [ᾧ ἦν Ὀλυμπιάς, ᾗ τὸ στάδιον ἐνίκα


 

 182. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 3 ch. 2 Sec. 11 line 6


 ἰσχυρόν, καὶ ἐκ τούτου ὁρμωμένους φέροντας καὶ ἄγοντας
τὴν Ἰωνίαν, καὶ ζῶντας ἀπὸ τούτου. πυθόμενος δὲ ὅτι   (5)
πολὺς σῖτος ἐνῆν αὐτοῖς, περιστρατοπεδευσάμενος ἐπολιόρκει·
καὶ ἐν ὀκτὼ μησὶ παραστησάμενος αὐτούς, καταστήσας ἐν
αὐτῷ Δράκοντα Πελληνέα ἐπιμελητήν, καὶ κατασκευάσας
 

 183. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 3 ch. 2 Sec. 17 line 5


 ἦσαν ἀπὸ Πριήνης τε καὶ Ἀχιλλείου καὶ ἀπὸ νήσων καὶ
τῶν Ἰωνικῶν πόλεων, οἱ μέν τινες καταλιπόντες ἐν τῷ σίτῳ
τὰ ὅπλα ἀπεδίδρασκον· καὶ γὰρ ἦν βαθὺς ὁ σῖτος ἐν τῷ    (5)
Μαιάνδρου πεδίῳ· ὅσοι δὲ καὶ ἔμενον, δῆλοι ἦσαν οὐ
46

(18) μενοῦντες. τὸν μὲν οὖν Φαρνάβαζον ἐξηγγέλλετο μάχεσθαι


 

 184. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 3 ch. 4 Sec. 3 line 3


 (3) παρήγγειλαν, πάλιν καταστήσειε μετ’ Ἀγησιλάου. ἐπαγ-
γειλαμένου δὲ τοῦ Ἀγησιλάου τὴν στρατείαν, διδόασί τε οἱ
Λακεδαιμόνιοι ὅσαπερ ᾔτησε καὶ ἑξαμήνου σῖτον. ἐπεὶ δὲ
θυσάμενος ὅσα ἔδει καὶ τἆλλα καὶ τὰ διαβατήρια ἐξῆλθε,
ταῖς μὲν πόλεσι διαπέμψας ἀγγέλους προεῖπεν ὅσους τε    (5)
 

 185. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 4 ch. 3 Sec. 22 line 3


 (22) εἰς Φωκέας, ἐκεῖθεν δ’ εἰς τὴν Λοκρίδα ἐμβάλλει. καὶ τὴν
μὲν ἄλλην ἡμέραν οἱ στρατιῶται καὶ σκεύη ἐκ τῶν κωμῶν
καὶ σῖτον ἥρπαζον· ἐπεὶ δὲ πρὸς ἑσπέραν ἦν, τελευταίων
ἀποχωρούντων τῶν Λακεδαιμονίων ἐπηκολούθουν αὐτοῖς οἱ
Λοκροὶ βάλλοντες καὶ ἀκοντίζοντες. ὡς δ’ αὐτῶν οἱ Λακε-   (5)
 

 186. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 4 ch. 4 Sec. 12 line 9


 πῶς οὐκ ἄν τις θεῖον ἡγήσαιτο; τότε γοῦν οὕτως ἐν ὀλίγῳ
πολλοὶ ἔπεσον ὥστε εἰθισμένοι ὁρᾶν οἱ ἄνθρωποι σωροὺς
σίτου, ξύλων, λίθων, τότε ἐθεάσαντο σωροὺς νεκρῶν. ἀπέ-
θανον δὲ καὶ οἱ ἐν τῷ λιμένι τῶν Βοιωτῶν φύλακες, οἱ μὲν    (10)
ἐπὶ τῶν τειχῶν, οἱ δὲ ἐπὶ τὰ τέγη τῶν νεωσοίκων ἀναβάντες.
 

 187. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 4 ch. 7 Sec. 1 line 5


 ἐπὶ τοὺς Ἀκαρνᾶνας. οἱ δὲ αἰσθόμενοι, καὶ νομίσαντες
διὰ τὸ ἐν μεσογείᾳ σφίσι τὰς πόλεις εἶναι ὁμοίως ἂν
πολιορκεῖσθαι ὑπὸ τῶν τὸν σῖτον φθειρόντων ὥσπερ εἰ    (5)
περιεστρατοπεδευμένοι πολιορκοῖντο, ἔπεμψαν πρέσβεις εἰς
τὴν Λακεδαίμονα, καὶ εἰρήνην μὲν πρὸς τοὺς Ἀχαιούς, συμ-
 

 188. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 1 Sec. 18 line 4


 ὅ τι ἂν δέῃ, ὡς σφῶν ὑπηρετησόντων. ὁ δὲ τεθυμένος ἐτύγ-
χανεν· εἶπε δέ· Ἄγετε, ὦ ἄνδρες, δειπνήσατε μὲν ἅπερ καὶ
ὣς ἐμέλλετε· προπαράσχεσθε δέ μοι μιᾶς ἡμέρας σῖτον.
ἔπειτα δὲ ἥκετε ἐπὶ τὰς ναῦς αὐτίκα μάλα, ὅπως πλεύσωμεν    (5)
(19) ἔνθα θεὸς ἐθέλει, ἐν καιρῷ ἀφιξόμενοι. ἐπειδὴ δὲ ἦλθον,
 
47

 189. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 1 Sec. 23 line 6


 ἅτε ἐκ τοῦ λιμένος πλέων, πολλὰ καὶ ἁλιευτικὰ ἔλαβε καὶ
πορθμεῖα ἀνθρώπων μεστά, καταπλέοντα ἀπὸ νήσων. ἐπὶ    (5)
δὲ Σούνιον ἐλθὼν καὶ ὁλκάδας γεμούσας τὰς μέν τινας σίτου,
(24) τὰς δὲ καὶ ἐμπολῆς, ἔλαβε. ταῦτα δὲ ποιήσας ἀπέπλευσεν
εἰς Αἴγιναν. καὶ ἀποδόμενος τὰ λάφυρα μηνὸς μισθὸν
 

 190. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 2 Sec. 2 line 2


 αὐτοὺς τὸ τεῖχος περιαιρεῖν, λέγοντες ὅτι οὐκ ἂν πιστεύσειαν
(2) ἄλλως αὐτοῖς μὴ σὺν τοῖς πολεμίοις γενέσθαι. αἰσθάνεσθαι
γὰρ ἔφασαν καὶ ὡς σῖτον ἐξέπεμπον τοῖς Ἀργείοις σφῶν
αὐτοῖς πολεμούντων, καὶ ὡς ἔστι μὲν ὅτε οὐδὲ συστρατεύοιεν
ἐκεχειρίαν προφασιζόμενοι, ὁπότε δὲ καὶ ἀκολουθοῖεν, ὡς
 

 191. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 2 Sec. 4 line 7


 των, τοῖς δ’ ἡμίσεσιν ἐργαζομένοις. ἐπεὶ δὲ ἐξείργαστο ἡ    (5)
τάφρος, ἀσφαλῶς ἤδη κύκλῳ τεῖχος περὶ τὴν πόλιν ᾠκοδό-
μησεν. αἰσθόμενος δὲ ὅτι ὁ σῖτος ἐν τῇ πόλει πολὺς ἐνείη,
εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει, καὶ νομίσας χαλεπὸν
ἔσεσθαι, εἰ δεήσει πολὺν χρόνον τρύχειν στρατείαις τήν τε
 

 192. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 3 Sec. 18 line 5


 τῶν Ὀλυνθίων τὰ ὅπλα. ἐπεὶ δὲ οὐδεὶς ἀντεξῄει αὐτῷ, τότε
τῆς Ὀλυνθίας εἴ τι ὑπόλοιπον ἦν ἐδῄου καὶ εἰς τὰς συμμαχίδας
ἰὼν αὐτῶν ἔφθειρε τὸν σῖτον· Τορώνην δὲ καὶ προσβαλὼν   (5)
(19) εἷλε κατὰ κράτος. ἐν δὲ τούτοις ὄντα κατὰ θέρους ἀκμὴν
καῦμα περιφλεγὲς λαμβάνει αὐτόν. ὡς δὲ πρόσθεν ἑορακότα
 

 193. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 3 Sec. 21 line 2


 πουσιν.
(21)   Ὁ δ’ Ἀγησίλαος ἤδη μὲν ὑπερέβαλε τὸν χρόνον, ὅσου
ἐλέγετο ἐν [τῇ] Φλειοῦντι σῖτος εἶναι· τοσοῦτον γὰρ ἐγκράτεια
γαστρὸς διαφέρει ὥστε οἱ Φλειάσιοι τὸν ἥμισυν ψηφισάμενοι
σῖτον τελεῖν ἢ πρόσθεν, καὶ ποιοῦντες τοῦτο τὸν διπλάσιον
 

 194. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 3 Sec. 21 line 4


 ἐλέγετο ἐν [τῇ] Φλειοῦντι σῖτος εἶναι· τοσοῦτον γὰρ ἐγκράτεια
γαστρὸς διαφέρει ὥστε οἱ Φλειάσιοι τὸν ἥμισυν ψηφισάμενοι
48

σῖτον τελεῖν ἢ πρόσθεν, καὶ ποιοῦντες τοῦτο τὸν διπλάσιον


(22) τοῦ εἰκότος χρόνον πολιορκούμενοι διήρκεσαν. καὶ τόλμα
δὲ ἀτολμίας ἔσθ’ ὅτε τοσοῦτον διαφέρει ὥστε Δελφίων τις,
 

 195. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 3 Sec. 23 line 2


 περὶ αὑτὸν καὶ ἐκθέων ἀπέκρουε φύλακας ἄλλοτ’ ἄλλῃ τοῦ
(23) περιτετειχισμένου κύκλου. ἐπεὶ μέντοι οἱ ἐπίλεκτοι οὗτοι
πάντα τρόπον ζητοῦντες οὐχ ηὕρισκον σῖτον ἐν τῇ πόλει, ἐκ
τούτου δὴ πέμψαντες πρὸς τὸν Ἀγησίλαον ἐδέοντο σπεί-
σασθαι πρεσβείαν εἰς Λακεδαίμονα ἰοῦσι· δεδόχθαι γὰρ
 

 196. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 3 Sec. 26 line 3


 (26)   Καὶ ὁ Πολυβιάδης δὲ δὴ παντάπασι κακῶς ἔχοντας λιμῷ
τοὺς Ὀλυνθίους, διὰ τὸ μήτ’ ἐκ τῆς γῆς λαμβάνειν μήτε
κατὰ θάλατταν εἰσάγεσθαι σῖτον αὐτοῖς, ἠνάγκασε πέμψαι
εἰς Λακεδαίμονα περὶ εἰρήνης. οἱ δ’ ἐλθόντες πρέσβεις
αὐτοκράτορες συνθήκας ἐποιήσαντο τὸν αὐτὸν μὲν ἐχθρὸν   (5)
 

 197. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 4 Sec. 56 line 1


 Κιθαιρῶνος τὴν ἐπὶ Μέγαρα. καὶ ἐκεῖθεν τοὺς μὲν συμμά-
χους ἀφῆκε, τὸ δὲ πολιτικὸν στράτευμα οἴκαδε ἀπήγαγε.
(56)   Μάλα δὲ πιεζόμενοι οἱ Θηβαῖοι σπάνει σίτου διὰ τὸ
δυοῖν ἐτοῖν μὴ εἰληφέναι καρπὸν ἐκ τῆς γῆς, πέμπουσιν ἐπὶ
δυοῖν τριήροιν ἄνδρας εἰς Παγασὰς ἐπὶ σῖτον δέκα τάλαντα
 

 198. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 4 Sec. 56 line 3


 (56)   Μάλα δὲ πιεζόμενοι οἱ Θηβαῖοι σπάνει σίτου διὰ τὸ
δυοῖν ἐτοῖν μὴ εἰληφέναι καρπὸν ἐκ τῆς γῆς, πέμπουσιν ἐπὶ
δυοῖν τριήροιν ἄνδρας εἰς Παγασὰς ἐπὶ σῖτον δέκα τάλαντα
δόντες. Ἀλκέτας δὲ ὁ Λακεδαιμόνιος φυλάττων Ὠρεόν, ἐν
ᾧ ἐκεῖνοι τὸν σῖτον συνεωνοῦντο, ἐπληρώσατο τρεῖς τριή-    (5)
 

 199. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 4 Sec. 56 line 5


 δυοῖν τριήροιν ἄνδρας εἰς Παγασὰς ἐπὶ σῖτον δέκα τάλαντα
δόντες. Ἀλκέτας δὲ ὁ Λακεδαιμόνιος φυλάττων Ὠρεόν, ἐν
ᾧ ἐκεῖνοι τὸν σῖτον συνεωνοῦντο, ἐπληρώσατο τρεῖς τριή-    (5)
ρεις, ἐπιμεληθεὶς ὅπως μὴ ἐξαγγελθείη. ἐπεὶ δὲ ἀπήγετο
49

ὁ σῖτος, λαμβάνει ὁ Ἀλκέτας τόν τε σῖτον καὶ τὰς


 

 200. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 4 Sec. 56 line 7


 ᾧ ἐκεῖνοι τὸν σῖτον συνεωνοῦντο, ἐπληρώσατο τρεῖς τριή-    (5)
ρεις, ἐπιμεληθεὶς ὅπως μὴ ἐξαγγελθείη. ἐπεὶ δὲ ἀπήγετο
ὁ σῖτος, λαμβάνει ὁ Ἀλκέτας τόν τε σῖτον καὶ τὰς
τριήρεις, καὶ τοὺς ἄνδρας ἐζώγρησεν οὐκ ἐλάττους ἢ τρια-
κοσίους. τούτους δὲ εἶρξεν ἐν τῇ ἀκροπόλει, οὗπερ αὐτὸς

 201. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 4 Sec. 56 line 7


 ᾧ ἐκεῖνοι τὸν σῖτον συνεωνοῦντο, ἐπληρώσατο τρεῖς τριή-    (5)
ρεις, ἐπιμεληθεὶς ὅπως μὴ ἐξαγγελθείη. ἐπεὶ δὲ ἀπήγετο
ὁ σῖτος, λαμβάνει ὁ Ἀλκέτας τόν τε σῖτον καὶ τὰς
τριήρεις, καὶ τοὺς ἄνδρας ἐζώγρησεν οὐκ ἐλάττους ἢ τρια-
κοσίους. τούτους δὲ εἶρξεν ἐν τῇ ἀκροπόλει, οὗπερ αὐτὸς
 

 202. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 4 Sec. 57 line 5


 ἀκροπόλεως περὶ τοῦτον ἦν. καταγνόντες δὲ οἱ αἰχμά-
λωτοι τὴν ἀμέλειαν, καταλαμβάνουσι τὴν ἀκρόπολιν, καὶ
ἡ πόλις ἀφίσταται· ὥστ’ εὐπόρως ἤδη οἱ Θηβαῖοι σῖτον   (5)
παρεκομίζοντο. (58)   Ὑποφαίνοντος δὲ πάλιν τοῦ ἦρος ὁ μὲν
Ἀγησίλαος
 

 203. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 4 Sec. 62 line 1


 ἐνέβησαν αὐτοὶ εἰς τὰς ναῦς, καὶ ναυμαχήσαντες πρὸς
τὸν Πόλλιν Χαβρίου ἡγουμένου νικῶσι τῇ ναυμαχίᾳ. καὶ
(62) ὁ μὲν σῖτος τοῖς Ἀθηναίοις οὕτω παρεκομίσθη. παρα-
σκευαζομένων δὲ τῶν Λακεδαιμονίων στράτευμα διαβιβάζειν
ἐπὶ τοὺς Βοιωτούς, ἐδεήθησαν οἱ Θηβαῖοι τῶν Ἀθηναίων
 

 204. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 6 ch. 1 Sec. 11 line 8


 τους ἔχοντας πενέστας; τούς γε μὴν ναύτας τρέφειν πότερον
ἡμᾶς ἱκανωτέρους εἰκὸς εἶναι τοὺς δι’ ἀφθονίαν καὶ ἄλλοσε
σῖτον ἐκπέμποντας ἢ Ἀθηναίους τοὺς μηδ’ αὑτοῖς ἱκανὸν
(12) ἔχοντας, ἂν μὴ πρίωνται; καὶ χρήμασί γε εἰκὸς δήπου ἡμᾶς
ἀφθονωτέροις χρῆσθαι μὴ εἰς νησύδρια ἀποβλέποντας, ἀλλ’
 

 205. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 6 ch. 2 Sec. 26 line 2


50

 τε τοῖς ἐπιβάταις καὶ τοῖς περισωθεῖσι τῶν στρατιωτῶν


(26) διεφύλαττε τὸ χαράκωμα· τέλος δὲ καὶ οὗτοι μάλα τεταραγ-
μένοι ἀναβάντες ἐπὶ τὰς τριήρεις ἀπέπλεον, πολὺν μὲν σῖτον,
πολὺν δὲ οἶνον, πολλὰ δὲ ἀνδράποδα καὶ ἀσθενοῦντας στρα-
τιώτας καταλιπόντες· δεινῶς γὰρ ἐπεφόβηντο μὴ καταληφ-
 

 206. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 7 ch. 2 Sec. 23 line 8


 Κορίνθιοι, ἀφικομένου τῆς νυκτὸς ἀγγέλου περὶ τῆς Θυαμίας,
μάλα φιλικῶς κηρύξαντες τὰ ζεύγη καὶ τὰ ὑποζύγια πάντα
καὶ σίτου γεμίσαντες εἰς τὸν Φλειοῦντα παρήγαγον· καὶ
ἕωσπερ ἐτειχίζετο τὸ τεῖχος, ἑκάστης ἡμέρας παραπομπαὶ
ἐγίγνοντο.   (10)
 

 207. Ξενοφών. Ελληνικά. (5-4 B.C.) Book 7 ch. 5 Sec. 14 line 9


 νειαν, δεηθεὶς αὐτῶν προσκαρτερῆσαι, καὶ διδάσκων ὡς πάντα
μὲν εἰκὸς ἔξω εἶναι τὰ τῶν Μαντινέων βοσκήματα, πάντας
δὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἄλλως τε καὶ σίτου συγκομιδῆς οὔσης.
(15) καὶ οἱ μὲν ᾤχοντο· οἱ δ’ Ἀθηναῖοι ἱππεῖς ὁρμηθέντες ἐξ
Ἐλευσῖνος ἐδειπνοποιήσαντο μὲν ἐν Ἰσθμῷ, διελθόντες δὲ
 

 208. Ξενοφών. Απομνημονεύματα (5-4 B.C.) Book 1 ch. 3 Sec. 5


line 8
 σίτῳ μὲν γὰρ τοσούτῳ ἐχρῆτο, ὅσον ἡδέως ἤσθιε, καὶ ἐπὶ
τοῦτο οὕτω παρεσκευασμένος ᾔει ὥστε τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ
σίτου ὄψον αὐτῷ εἶναι· ποτὸν δὲ πᾶν ἡδὺ ἦν αὐτῷ διὰ
(6) τὸ μὴ πίνειν, εἰ μὴ διψῴη. εἰ δέ ποτε κληθεὶς ἐθε-
λήσειεν ἐπὶ δεῖπνον ἐλθεῖν, ὃ τοῖς πλείστοις ἐργωδέστατόν
 

 209. Ξενοφών. Απομνημονεύματα (5-4 B.C.) Book 2 ch. 1 Sec. 2


line 1
 τῆς τροφῆς ὥσπερ ἀπὸ τῶν στοιχείων· καὶ ὁ Ἀρίστιππος
ἔφη· Δοκεῖ γοῦν μοι ἡ τροφὴ ἀρχὴ εἶναι· οὐδὲ γὰρ ζῴη γ’    (10)
(2) ἄν τις, εἰ μὴ τρέφοιτο. Οὐκοῦν τὸ μὲν βούλεσθαι σίτου
ἅπτεσθαι, ὅταν ὥρα ἥκῃ, ἀμφοτέροις εἰκὸς παραγίγνεσθαι;
Εἰκὸς γάρ, ἔφη. Τὸ οὖν προαιρεῖσθαι τὸ κατεπεῖγον μᾶλλον
 

 210. Ξενοφών. Απομνημονεύματα (5-4 B.C.) Book 2 ch. 1 Sec.


13 line 2
51

 τονες τοὺς ἥττονας καὶ κοινῇ καὶ ἰδίᾳ κλαίοντας καθίσαντες


(13) δούλοις χρῆσθαι· ἢ λανθάνουσί σε οἱ ἄλλων σπειράντων
καὶ φυτευσάντων τόν τε σῖτον τέμνοντες καὶ δενδροκοποῦντες
καὶ πάντα τρόπον πολιορκοῦντες τοὺς ἥττονας καὶ μὴ
θέλοντας θεραπεύειν, ἕως ἂν πείσωσιν ἑλέσθαι δουλεύειν
 

 211. Ξενοφών. Απομνημονεύματα (5-4 B.C.) Book 2 ch. 6 Sec.


22 line 5
 ἀρετὴν αἱροῦνται μὲν ἄνευ πόνου τὰ μέτρια κεκτῆσθαι μᾶλ-
λον ἢ διὰ πολέμου πάντων κυριεύειν, καὶ δύνανται πεινῶντες
καὶ διψῶντες ἀλύπως σίτου καὶ ποτοῦ κοινωνεῖν καὶ τοῖς   (5)
τῶν ὡραίων ἀφροδισίοις ἡδόμενοι καρτερεῖν, ὥστε μὴ λυπεῖν
(23) οὓς μὴ προσήκει· δύνανται δὲ καὶ χρημάτων οὐ μόνον τοῦ
 

 212. Ξενοφών. Απομνημονεύματα (5-4 B.C.) Book 2 ch. 7 Sec.


14 line 1
 ἔριά σοι καὶ ἄρνας καὶ τυρὸν παρεχούσαις οὐδὲν δίδως ὅ τι
ἂν μὴ ἐκ τῆς γῆς λάβωμεν, τῷ δὲ κυνί, ὃς οὐδὲν τοιοῦτόν   (5)
(14) σοι παρέχει, μεταδίδως οὗπερ αὐτὸς ἔχεις σίτου. τὸν κύνα
οὖν ἀκούσαντα εἰπεῖν· Ναὶ μὰ Δί’· ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ καὶ ὑμᾶς
αὐτὰς σῴζων ὥστε μήτε ὑπ’ ἀνθρώπων κλέπτεσθαι μήτε
 

 213. Ξενοφών. Απομνημονεύματα (5-4 B.C.) Book 2 ch. 9 Sec. 4


line 5
 ἀπὸ παντὸς κερδαίνειν, ἀλλὰ φιλόχρηστός τε καὶ ἔφη
ῥᾷστον εἶναι ἀπὸ τῶν συκοφαντῶν λαμβάνειν. τούτῳ οὖν
ὁ Κρίτων, ὁπότε συγκομίζοι ἢ σῖτον ἢ ἔλαιον ἢ οἶνον ἢ   (5)
ἔρια ἤ τι ἄλλο τῶν ἐν ἀγρῷ γιγνομένων χρησίμων πρὸς
τὸν βίον, ἀφελὼν <ἂν> ἔδωκε· καὶ ὁπότε θύοι, ἐκάλει, καὶ
 

 214. Ξενοφών. Απομνημονεύματα (5-4 B.C.) Book 3 ch. 6 Sec.


13 line 3
 (13) ἔφη ὁ Γλαύκων. Ἀλλ’ ἐκείνου γέ τοι, ἔφη, οἶδ’ ὅτι οὐκ
ἠμέληκας, ἀλλ’ ἔσκεψαι, πόσον χρόνον ἱκανός ἐστιν ὁ ἐκ
τῆς χώρας γιγνόμενος σῖτος διατρέφειν τὴν πόλιν, καὶ
πόσου εἰς τὸν ἐνιαυτὸν προσδεῖται, ἵνα μὴ τοῦτό γε λάθῃ
σέ ποτε ἡ πόλις ἐνδεὴς γενομένη, ἀλλ’ εἰδὼς ἔχῃς ὑπὲρ    (5)
 
52

 215. Ξενοφών. Απομνημονεύματα (5-4 B.C.) Book 3 ch. 14 Sec.


2 line 2
 πολλοῦ ὀψωνοῦντες.
(2)   Καταμαθὼν δέ ποτε τῶν συνδειπνούντων τινὰ τοῦ μὲν
σίτου πεπαυμένον, τὸ δὲ ὄψον αὐτὸ καθ’ αὑτὸ ἐσθίοντα,
λόγου ὄντος περὶ ὀνομάτων, ἐφ’ οἵῳ ἔργῳ ἕκαστον εἴη,
Ἔχοιμεν ἄν, ἔφη, ὦ ἄνδρες, εἰπεῖν, ἐπὶ ποίῳ ποτὲ ἔργῳ
 

 216. Ξενοφών. Απομνημονεύματα (5-4 B.C.) Book 3 ch. 14 Sec.


3 line 1
 ἐπὶ τῷ σίτῳ ὄψον, ὅταν παρῇ· ἀλλ’ οὐκ οἶμαί πω ἐπὶ τούτῳ
γε ὀψοφάγοι καλοῦνται. Οὐ γὰρ οὖν, ἔφη τις τῶν παρόν-
(3) των. Τί γάρ; ἔφη, ἐάν τις ἄνευ τοῦ σίτου τὸ ὄψον αὐτὸ
ἐσθίῃ, μὴ ἀσκήσεως, ἀλλ’ ἡδονῆς ἕνεκα, πότερον ὀψοφάγος
εἶναι δοκεῖ ἢ οὔ; Σχολῇ γ’ ἄν, ἔφη, ἄλλος τις ὀψοφάγος
 

 217. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 7 Sec. 21 line 5


 ἔργα δεόμενά ἐστι. στεγνῶν δὲ δεῖται καὶ ἡ τῶν νεογνῶν
τέκνων παιδοτροφία, στεγνῶν δὲ καὶ αἱ ἐκ τοῦ καρποῦ
σιτοποιίαι δέονται· ὡσαύτως δὲ καὶ ἡ τῆς ἐσθῆτος ἐκ τῶν    (5)
(22) ἐρίων ἐργασία. ἐπεὶ δ’ ἀμφότερα ταῦτα καὶ ἔργων καὶ
ἐπιμελείας δεῖται τά τε ἔνδον καὶ τὰ ἔξω, καὶ τὴν φύσιν,
 

 218. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 7 Sec. 37 line 1


 εἰς τὸν μῆνα δαπανᾶται. καὶ ὅταν ἔρια εἰσενεχθῇ σοι,   (5)
ἐπιμελητέον ὅπως οἷς δεῖ ἱμάτια γίγνηται. καὶ ὅ γε ξηρὸς
(37) σῖτος ὅπως καλῶς ἐδώδιμος γίγνηται ἐπιμελητέον. ἓν μέντοι
τῶν σοὶ προσηκόντων, ἔφην ἐγώ, ἐπιμελημάτων ἴσως ἀχα-
ριστότερον δόξει εἶναι, ὅτι, ὃς ἂν κάμνῃ τῶν οἰκετῶν, τού-
 

 219. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 9 Sec. 3 line 3


 (3) πρέποντα εἶναι ἐν ἑκάστῳ. ὁ μὲν γὰρ θάλαμος ἐν ὀχυρῷ ὢν
τὰ πλείστου ἄξια καὶ στρώματα καὶ σκεύη παρεκάλει, τὰ δὲ
ξηρὰ τῶν στεγνῶν τὸν σῖτον, τὰ δὲ ψυχεινὰ τὸν οἶνον, τὰ
(4) δὲ φανὰ ὅσα φάους δεόμενα ἔργα τε καὶ σκεύη ἐστί. καὶ
διαιτητήρια δὲ τοῖς ἀνθρώποις ἐπεδείκνυον αὐτῇ κεκαλλω-
 

 220. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 9 Sec. 7 line 2


53

 στρώματα ἐν ἀνδρωνίτιδι, ὑποδήματα γυναικεῖα, ὑποδήματα


(7) ἀνδρεῖα. ὅπλων ἄλλη φυλή, ἄλλη ταλασιουργικῶν ὀργάνων,
ἄλλη σιτοποιικῶν, ἄλλη ὀψοποιικῶν, ἄλλη τῶν ἀμφὶ λουτρόν,
ἄλλη ἀμφὶ μάκτρας, ἄλλη ἀμφὶ τραπέζας. καὶ ταῦτα πάντα
(8) διεχωρίσαμεν, οἷς τε ἀεὶ δεῖ χρῆσθαι καὶ τὰ θοινητικά. χωρὶς
 

 221. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 9 Sec. 9 line 2


 πάντα κατὰ φυλὰς τὰ ἔπιπλα, εἰς τὰς χώρας τὰς προσηκούσας   (5)
(9) ἕκαστα διηνέγκαμεν. μετὰ δὲ τοῦτο ὅσοις μὲν τῶν σκευῶν
καθ’ ἡμέραν χρῶνται οἱ οἰκέται, οἷον σιτοποιικοῖς, ὀψοποιικοῖς,
ταλασιουργικοῖς, καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον, ταῦτα μὲν αὐτοῖς
τοῖς χρωμένοις δείξαντες ὅπου δεῖ τιθέναι, παρεδώκαμεν καὶ
 

 222. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 10 Sec. 10 line 5


 σὺν τοῖς θεοῖς πειρᾶσθαι δεσποτικῶς πρὸς μὲν τὸν ἱστὸν
προσστᾶσαν ὅ τι μὲν βέλτιον ἄλλου ἐπίσταιτο ἐπιδιδάξαι,
ὅ τι δὲ χεῖρον ἐπιμαθεῖν, ἐπισκέψασθαι δὲ καὶ σιτοποιόν,    (5)
παραστῆναι δὲ καὶ ἀπομετρούσῃ τῇ ταμίᾳ, περιελθεῖν δ’
ἐπισκοπουμένην καὶ εἰ κατὰ χώραν ἔχει ᾗ δεῖ ἕκαστα.
 

 223. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 17 Sec. 6 line 3


 (6) εἶπον· Ἐμοὶ μέν, ὦ Ἰσχόμαχε, δοκεῖ κράτιστον εἶναι παντὸς
μετέχειν τοῦ σπόρου. πολὺ γὰρ νομίζω κρεῖττον εἶναι ἀεὶ
ἀρκοῦντα σῖτον λαμβάνειν ἢ ποτὲ μὲν πάνυ πολὺν ποτὲ δὲ
μηδ’ ἱκανόν. Καὶ τοῦτο τοίνυν σύγε, ἔφη, ὦ Σώκρατες,
ὁμογνωμονεῖς ἐμοὶ ὁ μανθάνων τῷ διδάσκοντι, καὶ ταῦτα   (5)
 

 224. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 17 Sec. 10 line 6


 σπέρμα τῇ γῇ ἔπειτα ἐν ᾧ πολλὴν ἔχει τροφὴν ἡ γῆ ἀπὸ
τοῦ οὐρανοῦ χλόης γενομένης ἀπὸ τοῦ σπέρματος κατα-   (5)
στρέψῃς αὐτὸ πάλιν, τοῦτο γίγνεται σῖτος τῇ γῇ, καὶ ὥσπερ
ὑπὸ κόπρου ἰσχὺς αὐτῇ ἐγγίγνεται· ἂν μέντοι ἐκτρέφειν ἐᾷς
τὴν γῆν διὰ τέλους τὸ σπέρμα εἰς καρπόν, χαλεπὸν τῇ
 

 225. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 17 Sec. 12 line 4


 ἐγώ, ὦ Ἰσχόμαχε, τίνος ἕνεκα ἐμβάλλετε τῷ σίτῳ; Οἶσθα
δήπου, ἔφη, ὅτι ἐν τῷ χειμῶνι πολλὰ ὕδατα γίγνεται. Τί
γὰρ οὔ; ἔφην ἐγώ. Οὐκοῦν θῶμεν τοῦ σίτου καὶ κατακρυ-
54

φθῆναί τινα ὑπ’ αὐτῶν ἰλύος ἐπιχυθείσης καὶ ψιλωθῆναί τινας    (5)
ῥίζας ὑπὸ ῥεύματος. καὶ ὕλη δὲ πολλάκις ὑπὸ τῶν ὑδάτων
 

 226. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 17 Sec. 13 line 2


 δήπου συνεξορμᾷ τῷ σίτῳ καὶ παρέχει πνιγμὸν αὐτῷ. Πάντα,
(13) ἔφην ἐγώ, εἰκὸς ταῦτα γίγνεσθαι. Οὐκοῦν δοκεῖ σοι, ἔφη,
ἐνταῦθα ἤδη ἐπικουρίας τινὸς δεῖσθαι ὁ σῖτος; Πάνυ μὲν
οὖν, ἔφην ἐγώ. Τῷ οὖν κατιλυθέντι τί ἂν ποιοῦντες δοκοῦσιν
ἄν σοι ἐπικουρῆσαι; Ἐπικουφίσαντες, ἔφην ἐγώ, τὴν γῆν.
 

 227. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 17 Sec. 14 line 2


 Τί δέ, ἔφη, τῷ ἐψιλωμένῳ τὰς ῥίζας; Ἀντιπροσαμησάμενοι   (5)
(14) τὴν γῆν ἄν, ἔφην ἐγώ. Τί γάρ, ἔφη, ἂν ὕλη πνίγῃ συνεξ-
ορμῶσα τῷ σίτῳ καὶ διαρπάζουσα τοῦ σίτου τὴν τροφὴν
ὥσπερ οἱ κηφῆνες διαρπάζουσιν ἄχρηστοι ὄντες τῶν μελιττῶν
ἃ ἂν ἐκεῖναι ἐργασάμεναι τροφὴν καταθῶνται; Ἐκκόπτειν
 

 228. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 18 Sec. 1 line 4


 δίδασκε οὖν εἴ τι ἔχεις με καὶ εἰς τοῦτο. Ἂν μή γε φανῇς,
ἔφη, καὶ εἰς τοῦτο ταὐτὰ ἐμοὶ ἐπιστάμενος. ὅτι μὲν οὖν
τέμνειν τὸν σῖτον δεῖ οἶσθα. Τί δ’ οὐ μέλλω; ἔφην ἐγώ.
Πότερ’ <ἂν> οὖν τέμνοις, ἔφη, στὰς ἔνθα πνεῖ ἄνεμος ἢ
ἀντίος;   (5)
Οὐκ ἀντίος, ἔφην, ἔγωγε· χαλεπὸν γὰρ οἶμαι καὶ τοῖς ὄμμασι
 

 229. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 18 Sec. 2 line 2


 καὶ ταῖς χερσὶ γίγνεται ἀντίον ἀχύρων καὶ ἀθέρων θερίζειν.
(2) Καὶ ἀκροτομοίης δ’ ἄν, ἔφη, ἢ παρὰ γῆν τέμνοις; Ἂν μὲν
βραχὺς ᾖ ὁ κάλαμος τοῦ σίτου, ἔγωγ’, ἔφην, κάτωθεν ἂν
τέμνοιμι, ἵνα ἱκανὰ τὰ ἄχυρα μᾶλλον γίγνηται· ἐὰν δὲ ὑψηλὸς
ᾖ, νομίζω ὀρθῶς ἂν ποιεῖν μεσοτομῶν, ἵνα μήτε οἱ ἁλοῶντες
 

 230. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 18 Sec. 4 line 1


 ἔφην ἐγώ, καὶ βούλομαί γε σκέψασθαι εἰ καὶ ἁλοᾶν ἐπί-
σταμαι. Οὐκοῦν, ἔφη, τοῦτο μὲν οἶσθα, ὅτι ὑποζυγίῳ ἁλοῶσι
(4) τὸν σῖτον. Τί δ’ οὐκ, ἔφην ἐγώ, οἶδα; καὶ ὑποζύγιά γε
καλούμενα πάντα ὁμοίως, βοῦς, ἡμιόνους, ἵππους. Οὐκοῦν,
55

ἔφη, ταῦτα μὲν ἡγῇ τοσοῦτον μόνον εἰδέναι, πατεῖν τὸν


 

 231. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 18 Sec. 4 line 4


 καλούμενα πάντα ὁμοίως, βοῦς, ἡμιόνους, ἵππους. Οὐκοῦν,
ἔφη, ταῦτα μὲν ἡγῇ τοσοῦτον μόνον εἰδέναι, πατεῖν τὸν
σῖτον ἐλαυνόμενα; Τί γὰρ ἂν ἄλλο, ἔφην ἐγώ, ὑποζύγια
(5) εἰδείη; Ὅπως δὲ τὸ δεόμενον κόψουσι καὶ ὁμαλιεῖται ὁ
ἀλοατός, τίνι τοῦτο .., ὦ Σώκρατες; ἔφη. Δῆλον ὅτι, ἔφην
 

 232. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 18 Sec. 6 line 2


 ἂν τὸν δῖνον καὶ τάχιστα ἁνύτοιεν. Ταῦτα μὲν τοίνυν,   (5)
(6) ἔφη, οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων. Οὐκοῦν, ἔφην ἐγώ, ὦ
Ἰσχόμαχε, ἐκ τούτου δὴ καθαροῦμεν τὸν σῖτον λικμῶντες.
Καὶ λέξον γέ μοι, ὦ Σώκρατες, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, ἦ οἶσθα
ὅτι ἂν ἐκ τοῦ προσηνέμου μέρους τῆς ἅλω ἄρχῃ, δι’ ὅλης
 

 233. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 18 Sec. 7 line 1


 ὅτι ἂν ἐκ τοῦ προσηνέμου μέρους τῆς ἅλω ἄρχῃ, δι’ ὅλης
τῆς ἅλω οἴσεταί σοι τὰ ἄχυρα; Ἀνάγκη γάρ, ἔφην ἐγώ.   (5)
(7) Οὐκοῦν εἰκὸς καὶ ἐπιπίπτειν, ἔφη, αὐτὰ ἐπὶ τὸν σῖτον. Πολὺ
γάρ ἐστιν, ἔφην ἐγώ, τὸ ὑπερενεχθῆναι τὰ ἄχυρα ὑπὲρ τὸν
σῖτον εἰς τὸ κενὸν τῆς ἅλω. Ἂν δέ τις, ἔφη, λικμᾷ ἐκ τοῦ
 

 234. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 18 Sec. 7 line 3


 (7) Οὐκοῦν εἰκὸς καὶ ἐπιπίπτειν, ἔφη, αὐτὰ ἐπὶ τὸν σῖτον. Πολὺ
γάρ ἐστιν, ἔφην ἐγώ, τὸ ὑπερενεχθῆναι τὰ ἄχυρα ὑπὲρ τὸν
σῖτον εἰς τὸ κενὸν τῆς ἅλω. Ἂν δέ τις, ἔφη, λικμᾷ ἐκ τοῦ
ὑπηνέμου ἀρχόμενος; Δῆλον, ἔφην ἐγώ, ὅτι εὐθὺς ἐν τῇ
(8) ἀχυροδόκῃ ἔσται τὰ ἄχυρα. Ἐπειδὰν δὲ καθάρῃς, ἔφη, τὸν
 

 235. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 18 Sec. 8 line 2


 ὑπηνέμου ἀρχόμενος; Δῆλον, ἔφην ἐγώ, ὅτι εὐθὺς ἐν τῇ
(8) ἀχυροδόκῃ ἔσται τὰ ἄχυρα. Ἐπειδὰν δὲ καθάρῃς, ἔφη, τὸν
σῖτον μέχρι τοῦ ἡμίσεος τῆς ἅλω, πότερον εὐθὺς οὕτω κεχυ-
μένου τοῦ σίτου λικμήσεις τὰ ἄχυρα τὰ λοιπὰ ἢ συνώσας τὸν
καθαρὸν πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενότατον; Συνώσας νὴ
 
56

 236. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 18 Sec. 8 line 3


 (8) ἀχυροδόκῃ ἔσται τὰ ἄχυρα. Ἐπειδὰν δὲ καθάρῃς, ἔφη, τὸν
σῖτον μέχρι τοῦ ἡμίσεος τῆς ἅλω, πότερον εὐθὺς οὕτω κεχυ-
μένου τοῦ σίτου λικμήσεις τὰ ἄχυρα τὰ λοιπὰ ἢ συνώσας τὸν
καθαρὸν πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενότατον; Συνώσας νὴ
Δί’, ἔφην ἐγώ, τὸν καθαρὸν σῖτον, ἵν’ ὑπερφέρηταί μοι τὰ    (5)
 

 237. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 18 Sec. 8 line 5


 μένου τοῦ σίτου λικμήσεις τὰ ἄχυρα τὰ λοιπὰ ἢ συνώσας τὸν
καθαρὸν πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενότατον; Συνώσας νὴ
Δί’, ἔφην ἐγώ, τὸν καθαρὸν σῖτον, ἵν’ ὑπερφέρηταί μοι τὰ    (5)
ἄχυρα εἰς τὸ κενὸν τῆς ἅλω, καὶ μὴ δὶς ταὐτὰ ἄχυρα δέῃ
(9) λικμᾶν. Σὺ μὲν δὴ ἄρα, ἔφη, ὦ Σώκρατες, σῖτόν γε ὡς ἂν
 

 238. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 18 Sec. 9 line 1


 Δί’, ἔφην ἐγώ, τὸν καθαρὸν σῖτον, ἵν’ ὑπερφέρηταί μοι τὰ    (5)
ἄχυρα εἰς τὸ κενὸν τῆς ἅλω, καὶ μὴ δὶς ταὐτὰ ἄχυρα δέῃ
(9) λικμᾶν. Σὺ μὲν δὴ ἄρα, ἔφη, ὦ Σώκρατες, σῖτόν γε ὡς ἂν
τάχιστα καθαρὸς γένοιτο κἂν ἄλλον δύναιο διδάσκειν. Ταῦτα
τοίνυν, ἔφην ἐγώ, ἐλελήθη ἐμαυτὸν ἐπιστάμενος. καὶ πάλαι
 

 239. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 20 Sec. 4 line 2


 νεὸν προεργάζεσθαι, οὐδ’ ὅτι ἠγνόησέ τις ὡς ἀγαθόν ἐστι
(4) τῇ γῇ κόπρον μιγνύναι· ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον ἔστιν ἀκοῦσαι,
ἁνὴρ οὐ λαμβάνει σῖτον ἐκ τοῦ ἀγροῦ· οὐ γὰρ ἐπιμελεῖται
ὡς αὐτῷ σπείρηται ἢ ὡς κόπρος γίγνηται. οὐδ’ οἶνον ἔχει
ἁνήρ· οὐ γὰρ ἐπιμελεῖται ὡς φυτεύσῃ ἀμπέλους οὐδὲ αἱ
 

 240. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 20 Sec. 27 line 4


 μαχε, τῷ ὄντι φύσει τὸν πατέρα φιλογέωργον εἶναι οὐδὲν
ἧττον ἢ οἱ ἔμποροι φιλόσιτοί εἰσι. καὶ γὰρ οἱ ἔμποροι διὰ
τὸ σφόδρα φιλεῖν τὸν σῖτον, ὅπου ἂν ἀκούσωσι πλεῖστον
εἶναι, ἐκεῖσε πλέουσιν ἐπ’ αὐτὸν καὶ Αἰγαῖον καὶ Εὔξεινον    (5)
(28) καὶ Σικελικὸν πόντον περῶντες· ἔπειτα δὲ λαβόντες ὁπόσον
 

 241. Ξενοφών. Οικονομικός. (5-4 B.C.) Ch. 20 Sec. 28 line 6


 ὅταν δεηθῶσιν ἀργυρίου, οὐκ εἰκῇ αὐτὸν ὅπου ἂν τύχωσιν
ἀπέβαλον, ἀλλ’ ὅπου ἂν ἀκούσωσι τιμᾶσθαί τε μάλιστα τὸν   (5)
57

σῖτον καὶ περὶ πλείστου αὐτὸν ποιῶνται οἱ ἄνθρωποι, τούτοις


αὐτὸν ἄγοντες παραδιδόασι. καὶ ὁ σὸς δὲ πατὴρ οὕτω πως
(29) ἔοικε φιλογέωργος εἶναι. Πρὸς ταῦτα δὲ εἶπεν ὁ Ἰσχό-
 

 242. Ξενοφών. Symposium {0032.004} (5-4 B.C.) Ch. 4 Sec. 8


line 7
 ἄλλην που δόξαν γελοίαν κίνδυνος ἡμῖν προσλαβεῖν. ὄψον   (5)
μὲν γὰρ δὴ ὄντως ἔοικεν εἶναι, ὡς κρόμμυόν γε οὐ μόνον
σῖτον ἀλλὰ καὶ ποτὸν ἡδύνει. εἰ δὲ δὴ τοῦτο καὶ μετὰ
δεῖπνον τρωξόμεθα, ὅπως μὴ φήσῃ τις ἡμᾶς πρὸς Καλλίαν
(9) ἐλθόντας ἡδυπαθεῖν. Μηδαμῶς, ἔφη, ὦ Σώκρατες. εἰς
 

 243. Ξενοφών. Ανάβασις. (5-4 B.C.) Book 1 ch. 4 Sec. 19 line 4


 Συρίας σταθμοὺς ἐννέα παρασάγγας πεντήκοντα· καὶ ἀφι-
κνοῦνται πρὸς τὸν Ἀράξην ποταμόν. ἐνταῦθα ἦσαν κῶμαι
πολλαὶ μεσταὶ σίτου καὶ οἴνου. ἐνταῦθα ἔμειναν ἡμέρας

1.5.

(1) τρεῖς καὶ ἐπεσιτίσαντο. ἐντεῦθεν ἐξελαύνει διὰ τῆς Ἀραβίας


τὸν Εὐφράτην ποταμὸν ἐν δεξιᾷ ἔχων σταθμοὺς ἐρήμους πέντε
 

 244. Ξενοφών. Ανάβασις. (5-4 B.C.) Book 1 ch. 5 Sec. 5 line 8


 δένδρον, ἀλλὰ ψιλὴ ἦν ἅπασα ἡ χώρα· οἱ δὲ ἐνοικοῦντες
ὄνους ἀλέτας παρὰ τὸν ποταμὸν ὀρύττοντες καὶ ποιοῦντες
εἰς Βαβυλῶνα ἦγον καὶ ἐπώλουν καὶ ἀνταγοράζοντες σῖτον
(6) ἔζων. τὸ δὲ στράτευμα ὁ σῖτος ἐπέλιπε, καὶ πρίασθαι οὐκ
ἦν εἰ μὴ ἐν τῇ Λυδίᾳ ἀγορᾷ ἐν τῷ Κύρου βαρβαρικῷ, τὴν
 

 245. Ξενοφών. Ανάβασις. (5-4 B.C.) Book 1 ch. 5 Sec. 6 line 1


 ὄνους ἀλέτας παρὰ τὸν ποταμὸν ὀρύττοντες καὶ ποιοῦντες
εἰς Βαβυλῶνα ἦγον καὶ ἐπώλουν καὶ ἀνταγοράζοντες σῖτον
(6) ἔζων. τὸ δὲ στράτευμα ὁ σῖτος ἐπέλιπε, καὶ πρίασθαι οὐκ
ἦν εἰ μὴ ἐν τῇ Λυδίᾳ ἀγορᾷ ἐν τῷ Κύρου βαρβαρικῷ, τὴν
καπίθην ἀλεύρων ἢ ἀλφίτων τεττάρων σίγλων. ὁ δὲ σίγλος
 

 246. Ξενοφών. Ανάβασις. (5-4 B.C.) Book 1 ch. 5 Sec. 10 line 8


58

 συνέσπων, ὡς μὴ ἅπτεσθαι τῆς κάρφης τὸ ὕδωρ· ἐπὶ τούτων


διέβαινον καὶ ἐλάμβανον τὰ ἐπιτήδεια, οἶνόν τε ἐκ τῆς
βαλάνου πεποιημένον τῆς ἀπὸ τοῦ φοίνικος καὶ σῖτον μελίνης·
(11) τοῦτο γὰρ ἦν ἐν τῇ χώρᾳ πλεῖστον. ἀμφιλεξάντων δέ τι
ἐνταῦθα τῶν τε τοῦ Μένωνος στρατιωτῶν καὶ τῶν τοῦ
 

 247. Ξενοφών. Ανάβασις. (5-4 B.C.) Book 2 ch. 1 Sec. 6 line 3


 (6) Μένων ἐβούλετο· ἦν γὰρ φίλος καὶ ξένος Ἀριαίου. οἱ μὲν
ᾤχοντο, Κλέαρχος δὲ περιέμενε· τὸ δὲ στράτευμα ἐπορίζετο
σῖτον, ὅπως ἐδύνατο, ἐκ τῶν ὑποζυγίων κόπτοντες τοὺς βοῦς
καὶ ὄνους· ξύλοις δὲ ἐχρῶντο μικρὸν προϊόντες ἀπὸ τῆς φά-
λαγγος, οὗ ἡ μάχη ἐγένετο, τοῖς τε οἰστοῖς πολλοῖς οὖσιν, οὓς    (5)
 

 248. Ξενοφών. Ανάβασις. (5-4 B.C.) Book 2 ch. 3 Sec. 14 line 2


 ἕνεκα βασιλέα ὑπώπτευεν ἐπὶ τὸ πεδίον τὸ ὕδωρ ἀφεικέναι.   (5)
(14) πορευόμενοι δὲ ἀφίκοντο εἰς κώμας ὅθεν ἀπέδειξαν οἱ ἡγε-
μόνες λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια. ἐνῆν δὲ σῖτος πολὺς καὶ
(15) οἶνος φοινίκων καὶ ὄξος ἑψητὸν ἀπὸ τῶν αὐτῶν. αὐταὶ δὲ
αἱ βάλανοι τῶν φοινίκων οἵας μὲν ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἔστιν
 

 249. Ξενοφών. Ανάβασις. (5-4 B.C.) Book 2 ch. 4 Sec. 27 line 6


 βασιλέως μητρός. ταύτας Τισσαφέρνης Κύρῳ ἐπεγγε-
λῶν διαρπάσαι τοῖς Ἕλλησιν ἐπέτρεψε πλὴν ἀνδραπόδων.    (5)
ἐνῆν δὲ σῖτος πολὺς καὶ πρόβατα καὶ ἄλλα χρήματα.
(28) ἐντεῦθεν δ’ ἐπορεύθησαν σταθμοὺς ἐρήμους τέτταρας παρα-
σάγγας εἴκοσι τὸν Τίγρητα ποταμὸν ἐν ἀριστερᾷ ἔχοντες.
 

 250. Ξενοφών. Ανάβασις. (5-4 B.C.) Book 3 ch. 1 Sec. 3 line 2


 ὥστε εὔδηλον ἦν ὅτι νικῶντες μὲν οὐδένα ἂν κατακάνοιεν,
(3) ἡττηθέντων δὲ αὐτῶν οὐδεὶς ἂν λειφθείη· ταῦτ’ ἐννοούμενοι
καὶ ἀθύμως ἔχοντες ὀλίγοι μὲν αὐτῶν εἰς τὴν ἑσπέραν σίτου
ἐγεύσαντο, ὀλίγοι δὲ πῦρ ἀνέκαυσαν, ἐπὶ δὲ τὰ ὅπλα πολλοὶ
οὐκ ἦλθον ταύτην τὴν νύκτα, ἀνεπαύοντο δὲ ὅπου ἐτύγχανον
 

 251. Ξενοφών. Ανάβασις. (5-4 B.C.) Book 3 ch. 4 Sec. 18 line 5


 ἐπιτυχόντες, ἀπῆλθον οἱ βάρβαροι μεῖον ἔχοντες τῇ ἀκρο-
βολίσει· τὴν δ’ ἐπιοῦσαν ἡμέραν ἔμειναν οἱ Ἕλληνες καὶ
ἐπεσιτίσαντο· ἦν γὰρ πολὺς σῖτος ἐν ταῖς κώμαις. τῇ δὲ    (5)
59

ὑστεραίᾳ ἐπορεύοντο διὰ τοῦ πεδίου, καὶ Τισσαφέρνης εἵπετο


(19) ἀκροβολιζόμενος. ἔνθα δὲ οἱ Ἕλληνες ἔγνωσαν πλαίσιον
 

 252. Ξενοφών. Ανάβασις. (5-4 B.C.) Book 4 ch. 4 Sec. 9 line 2


 μιον οὐδένα καὶ ἀσφαλὲς ἐδόκει εἶναι διὰ τὸ πλῆθος τῆς
(9) χιόνος. ἐνταῦθα εἶχον τὰ ἐπιτήδεια ὅσα ἐστὶν ἀγαθά,
ἱερεῖα, σῖτον, οἴνους παλαιοὺς εὐώδεις, ἀσταφίδας, ὄσπρια
παντοδαπά. τῶν δὲ ἀποσκεδαννυμένων τινὲς ἀπὸ τοῦ στρα-
τοπέδου ἔλεγον ὅτι κατίδοιεν νύκτωρ πολλὰ πυρὰ φαίνοντα.
 

 253. Ξενοφών. Ανάβασις. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 4 Sec. 27 line 3


 (27) θησαν. οἱ δὲ Ἕλληνες διαρπάζοντες τὰ χωρία ηὕρισκον
θησαυροὺς ἐν ταῖς οἰκίαις ἄρτων νενημένων περυσινῶν, ὡς
ἔφασαν οἱ Μοσσύνοικοι, τὸν δὲ νέον σῖτον ξὺν τῇ καλάμῃ
(28) ἀποκείμενον· ἦσαν δὲ ζειαὶ αἱ πλεῖσται. καὶ δελφίνων
τεμάχη ἐν ἀμφορεῦσιν ηὑρίσκετο τεταριχευμένα καὶ στέαρ
 

 254. Ξενοφών. Ανάβασις. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 8 Sec. 3 line 2


 λέξαντα ποῦ καὶ ἐπλήγη. ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· Ὅπου καὶ
(3) ῥίγει ἀπωλλύμεθα καὶ χιὼν πλείστη ἦν. ὁ δὲ εἶπεν· Ἀλλὰ
μὴν χειμῶνός γε ὄντος οἵου λέγεις, σίτου δὲ ἐπιλελοιπότος,
οἴνου δὲ μηδ’ ὀσφραίνεσθαι παρόν, ὑπὸ δὲ πόνων πολλῶν
ἀπαγορευόντων, πολεμίων δὲ ἑπομένων, εἰ ἐν τοιούτῳ καιρῷ
 

 255. Ξενοφών. Ανάβασις. (5-4 B.C.) Book 6 ch. 5 Sec. 20 line 3


 (20) θαμεν ὄρη, ἢν πελτασταὶ τοσοίδε ἐφέπωνται; ἢν δὲ δὴ καὶ
σωθῶμεν ἐπὶ θάλατταν, πόσον τι νάπος ὁ Πόντος; ἔνθα
οὔτε πλοῖα ἔστι τὰ ἀπάξοντα οὔτε σῖτος ᾧ θρεψόμεθα μέ-
νοντες, δεήσει δέ, ἢν θᾶττον ἐκεῖ γενώμεθα, θᾶττον πάλιν
(21) ἐξιέναι ἐπὶ τὰ ἐπιτήδεια. οὐκοῦν νῦν κρεῖττον ἠριστηκότας
 

 256. Ξενοφών. Ανάβασις. (5-4 B.C.) Book 6 ch. 6 Sec. 37 line 3


 (37)   Ἐκ τούτου ἔδοξε τοῖς στρατιώταις δοῦναι αὐτῷ τὰ δη-
μόσια πρόβατα· ὁ δὲ δεξάμενος πάλιν αὐτοῖς ἀπέδωκε. καὶ
οὗτος μὲν ἀπέπλει. οἱ δὲ στρατιῶται διαθέμενοι τὸν σῖτον
ὃν ἦσαν συγκεκομισμένοι καὶ τἆλλα ἃ εἰλήφεσαν ἐξεπο-
(38) ρεύοντο διὰ τῶν Βιθυνῶν. ἐπεὶ δὲ οὐδενὶ ἐνέτυχον πορευό-
 
60

 257. Ξενοφών. Ανάβασις. (5-4 B.C.) Book 7 ch. 1 Sec. 41 line 2


 ὡς οὐχ ἡγησόμενον τῇ στρατιᾷ, εἰ μὴ δώσει τὰ ἐπιτήδεια.
(41) ὁ δὲ κελεύει διαμετρεῖσθαι. ἐπεὶ δὲ πολλῶν ἐνέδει αὐτῷ
ὥστε ἡμέρας σῖτον ἑκάστῳ γενέσθαι τῶν στρατιωτῶν,
ἀναλαβὼν τὰ ἱερεῖα ἀπῄει καὶ τὴν στρατηγίαν ἀπειπών.

7.2.

(1)   Νέων δὲ ὁ Ἀσιναῖος καὶ Φρυνίσκος ὁ Ἀχαιὸς καὶ Φιλή-


 

 258. Ξενοφών. Ανάβασις. (5-4 B.C.) Book 7 ch. 4 Sec. 5 line 4


 αἰχμαλώτων ὁ Σεύθης εἰς τὰ ὄρη ἔλεγεν ὅτι εἰ μὴ καταβή-
σονται οἰκήσοντες καὶ πείσονται, ὅτι κατακαύσει καὶ τούτων
τὰς κώμας καὶ τὸν σῖτον, καὶ ἀπολοῦνται τῷ λιμῷ. ἐκ
τούτου κατέβαινον καὶ γυναῖκες καὶ παῖδες καὶ πρεσβύτεροι·   (5)
(6) οἱ δὲ νεώτεροι ἐν ταῖς ὑπὸ τὸ ὄρος κώμαις ηὐλίζοντο. καὶ
 

 259. Ξενοφών. Ανάβασις. (5-4 B.C.) Book 7 ch. 6 Sec. 26 line 2


 μένοι τις, ἐν πολεμίᾳ εἶναι, ἔνθα πολλοὶ μὲν ἱππεῖς ἦσαν
(26) ἐναντίοι, πολλοὶ δὲ πελτασταί, ἡμῖν δὲ ὁπλιτικὸν μὲν ἦν ᾧ
ἁθρόοι μὲν ἰόντες ἐπὶ τὰς κώμας ἴσως ἂν ἐδυνάμεθα σῖτον
λαμβάνειν οὐδέν τι ἄφθονον, ὅτῳ δὲ διώκοντες ἂν ἢ ἀνδράποδα
ἢ πρόβατα κατελαμβάνομεν οὐκ ἦν ἡμῖν· οὔτε γὰρ ἱππικὸν
 

 260. Ξενοφών. Ανάβασις. (5-4 B.C.) Book 7 ch. 6 Sec. 28 line 2


 ἱππέας καὶ πελταστὰς ὧν ὑμεῖς προσεδεῖσθε, ἦ κακῶς ἂν
(28) ἐδόκουν ὑμῖν βεβουλεῦσθαι πρὸ ὑμῶν; τούτων γὰρ δήπου
κοινωνήσαντες καὶ σῖτον ἀφθονώτερον ἐν ταῖς κώμαις ηὑρί-
σκετε διὰ τὸ ἀναγκάζεσθαι τοὺς Θρᾷκας κατὰ σπουδὴν μᾶλλον
φεύγειν, καὶ προβάτων καὶ ἀνδραπόδων μᾶλλον μετέσχετε.
 

 261. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 1 ch. 2 Sec. 8


line 10
 καὶ ποτοῦ· μέγα δὲ καὶ εἰς τοῦτο συμβάλλεται ὅτι ὁρῶσι
τοὺς πρεσβυτέρους οὐ πρόσθεν ἀπιόντας γαστρὸς ἕνεκα πρὶν
ἂν ἀφῶσιν οἱ ἄρχοντες, καὶ ὅτι οὐ παρὰ μητρὶ σιτοῦνται οἱ   (10)
παῖδες, ἀλλὰ παρὰ τῷ διδασκάλῳ, ὅταν οἱ ἄρχοντες σημή-
νωσι. φέρονται δὲ οἴκοθεν σῖτον μὲν ἄρτον, ὄψον δὲ
 
61

 262. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 1 ch. 2 Sec. 8


line 12
 ἂν ἀφῶσιν οἱ ἄρχοντες, καὶ ὅτι οὐ παρὰ μητρὶ σιτοῦνται οἱ   (10)
παῖδες, ἀλλὰ παρὰ τῷ διδασκάλῳ, ὅταν οἱ ἄρχοντες σημή-
νωσι. φέρονται δὲ οἴκοθεν σῖτον μὲν ἄρτον, ὄψον δὲ
κάρδαμον, πιεῖν δέ, ἤν τις διψῇ, κώθωνα, ὡς ἀπὸ τοῦ ποτα-
μοῦ ἀρύσασθαι. πρὸς δὲ τούτοις μανθάνουσι καὶ τοξεύειν
 

 263. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 1 ch. 2 Sec. 11


line 7
 ἐθελήσωσι διατρῖψαι περὶ τὴν θήραν, τὸ οὖν ἄριστον τοῦτο   (5)
δειπνήσαντες τὴν ὑστεραίαν αὖ θηρῶσι μέχρι δείπνου, καὶ
μίαν ἄμφω τούτω τὼ ἡμέρα λογίζονται, ὅτι μιᾶς ἡμέρας σῖτον
δαπανῶσι. τοῦτο δὲ ποιοῦσι τοῦ ἐθίζεσθαι ἕνεκα, ἵν’ ἐάν τι
καὶ ἐν πολέμῳ δεήσῃ, δύνωνται ταὐτὸ ποιεῖν. καὶ ὄψον δὲ
 

 264. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 1 ch. 6 Sec. 6


line 7
 οὔτε μὴ ἐπισταμένους τοξεύειν τοξεύοντας κρατεῖν τῶν ἐπι-    (5)
σταμένων, οὔτε μὴ ἐπισταμένους κυβερνᾶν σῴζειν εὔχεσθαι
ναῦς κυβερνῶντας, οὐδὲ μὴ σπείροντάς γε σῖτον εὔχεσθαι
καλὸν αὐτοῖς φύεσθαι, οὐδὲ μὴ φυλαττομένους γε ἐν πολέμῳ
σωτηρίαν αἰτεῖσθαι· παρὰ γὰρ τοὺς τῶν θεῶν θεσμοὺς
 

 265. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 1 ch. 6 Sec. 36


line 4
 δύναιτ’ ἂν τοὺς πολεμίους λαμβάνειν; Ὅτι, ἔφη, ὦ παῖ,
πολλὰ μὲν τούτων ἀνάγκη ἐστὶ καὶ ὑμᾶς καὶ τοὺς πολε-
μίους παρασχεῖν· σιτοποιεῖσθαί τε γὰρ ἀνάγκη ἀμφοτέρους,
κοιμᾶσθαί τε ἀνάγκη ἀμφοτέρους καὶ ἕωθεν ἐπὶ τὰ ἀναγκαῖα    (5)
σχεδὸν ἅμα πάντας ἵεσθαι, καὶ ταῖς ὁδοῖς ὁποῖαι ἂν ὦσι
 

 266. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 2 ch. 4 Sec. 18


line 2
 ἐπιφανείην.
(18)   Οὕτω δὴ ὁ μὲν Κυαξάρης εὐθέως πρὸς τὰ φρούρια
ἥθροιζεν ἱππέας καὶ πεζούς, καὶ ἁμάξας δὲ σίτου προέπεμπε
τὴν ἐπὶ τὰ φρούρια ὁδόν. ὁ δὲ Κῦρος ἐθύετο ἐπὶ τῇ πορείᾳ,
62

καὶ ἅμα πέμπων ἐπὶ τὸν Κυαξάρην ᾔτει τῶν νεωτέρων


 

 267. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 3 ch. 1 Sec. 24


line 5
 λοντες μάχεσθαι δεδιότες μὴ ἡττηθῶσιν [ἀθύμως διάγουσι,
καὶ οἱ πλέοντες μὴ ναυαγήσωσι,] καὶ οἱ δουλείαν καὶ δεσμὸν
φοβούμενοι, οὗτοι μὲν οὔτε σίτου οὔθ’ ὕπνου δύνανται   (5)
λαγχάνειν διὰ τὸν φόβον· οἱ δὲ ἤδη μὲν φυγάδες, ἤδη δ’
ἡττημένοι, ἤδη δὲ δουλεύοντες, ἔστιν ὅτε δύνανται καὶ
 

 268. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 4 ch. 2 Sec. 38


line 5
 τοὺς ταξιάρχους ἔλεξε τοιάδε· Ἄνδρες φίλοι, γιγνώσκο-
μεν ὅτι νῦν ἔξεστιν ἡμῖν προτέροις τῶν ἀπόντων συμμάχων
ἀρίστου τυχεῖν καὶ τοῖς μάλιστα ἐσπουδασμένοις σίτοις καὶ    (5)
ποτοῖς χρῆσθαι· ἀλλ’ οὔ μοι δοκεῖ τοῦτ’ ἂν τὸ ἄριστον πλέον
ὠφελῆσαι ἡμᾶς ἢ τὸ τῶν συμμάχων ἐπιμελεῖς φανῆναι, οὐδ’
 

 269. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 4 ch. 2 Sec. 41


line 1
 καὶ οἱ ποιήσοντες ἡμῖν τὰ ἐπιτήδεια· ἔτι δ’ οἱ ἱππεῖς ἡμῖν
ἄπεισι, φροντίδα παρέχοντες ποῦ εἰσι· κἂν ἔλθωσιν, εἰ
(41) παραμενοῦσιν. ὥστ’, ὦ ἄνδρες, νῦν μοι δοκεῖ τοιοῦτον σῖτον
ἡμᾶς προσφέρεσθαι δεῖν καὶ τοιοῦτον ποτὸν ὁποῖον ἄν τις
οἴεται μάλιστα σύμφορον εἶναι πρὸς τὸ μήτε ὕπνου μήτε
 

 270. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 4 ch. 4 Sec. 5


line 1
 οἰκοῖτο ἡ χώρα. οἱ δ’ ἔλεγον ὅτι καὶ πολλὴν διελάσειαν
καὶ πᾶσα οἰκοῖτο καὶ μεστὴ εἴη καὶ οἰῶν καὶ αἰγῶν καὶ
(5) βοῶν καὶ ἵππων καὶ σίτου καὶ πάντων ἀγαθῶν. Δυοῖν ἄν,
ἔφη, ἐπιμελητέον ἡμῖν εἴη, ὅπως τε κρείττους ἐσόμεθα τῶν
ταῦτα ἐχόντων καὶ ὅπως αὐτοὶ μενοῦσιν· οἰκουμένη μὲν
 

 271. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 4 ch. 4 Sec. 7


line 3
 (7) ὡς ἐγώ φημι, ποιήσαιμεν· πρῶτον μὲν γὰρ νῦν οὐκ ἂν
φυλάττεσθαι οὐδὲ φυλάττειν ἡμᾶς τούτους δέοι, οὐδ’ αὖ
63

σιτοποιεῖν τούτοις· οὐ γὰρ λιμῷ γε δήπου κατακανοῦμεν


αὐτούς· ἔπειτα δὲ τούτους ἀφέντες πλείοσιν αἰχμαλώτοις
(8) χρησόμεθα. ἢν γὰρ κρατῶμεν τῆς χώρας, πάντες ἡμῖν οἱ
 

 272. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 4 ch. 5 Sec. 1


line 4
 Μῆδοι καὶ Ἀρμένιοι, δειπνεῖν πᾶσιν ἡμῖν· παρεσκεύασται
δὲ ὑμῖν τὰ ἐπιτήδεια ὡς ἡμεῖς βέλτιστα ἐδυνάμεθα. ἀλλ’
ἴτε καὶ ἡμῖν πέμπετε τοῦ πεποιημένου σίτου τὸν ἥμισυν·
ἱκανὸς δὲ ἀμφοτέροις πεποίηται· ὄψον δὲ μὴ πέμπετε μηδὲ    (5)
πιεῖν· ἱκανὰ γὰρ ἔχομεν παρ’ ἡμῖν αὐτοῖς παρεσκευασμένα.
 

 273. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 5 ch. 4 Sec. 40


line 3
 (40) κατέχοι αὐτούς. καὶ τὸν μὲν Γαδάταν εὐθὺς ὁ Κῦρος ἐν τοῖς
περὶ αὑτὸν ᾔει ἔχων καὶ ὁδῶν φραστῆρα καὶ ὑδάτων καὶ χιλοῦ
καὶ σίτου, ὡς εἴη ἐν [τοῖς] ἀφθονωτάτοις στρατοπεδεύεσθαι.
(41)   Ἐπεὶ δὲ πορευόμενος καθεώρα τὴν τῶν Βαβυλωνίων
πόλιν καὶ ἔδοξεν αὐτῷ ἡ ὁδὸς ἣν ᾔει παρ’ αὐτὸ τὸ τεῖχος
 

 274. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 6 ch. 2 Sec. 22


line 2
 οὐ φοβούμενοι, ἀλλὰ πεποιῆσθαι ἂν ἤδη καὶ τοῦτο βουλό-   (10)
(22) μενοι. ἀλλὰ γὰρ ἐπειδὴ οὐ περὶ Συρίας μόνον ἀγωνιούμεθα,
ὅπου σῖτος πολὺς καὶ πρόβατά ἐστι καὶ φοίνικες οἱ καρπο-
φόροι, ἀλλὰ καὶ περὶ Λυδίας, ἔνθα πολὺς μὲν οἶνος, πολλὰ
δὲ σῦκα, πολὺ δὲ ἔλαιον, θάλαττα δὲ προσκλύζει καθ’ ἣν
 

 275. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 6 ch. 2 Sec. 26


line 2
 τῶν ἐπιτηδείων· ἀνεσκεύασται γὰρ τὰ μὲν ὑφ’ ἡμῶν, τὰ δ’
(26) ὑπὸ τῶν πολεμίων ὅσα ἐδύναντο. συσκευάζεσθαι οὖν χρὴ
σῖτον μὲν ἱκανόν· ἄνευ γὰρ τούτου οὔτε μάχεσθαι οὔτε ζῆν
δυναίμεθ’ ἄν· οἶνον δὲ τοσοῦτον ἕκαστον ἔχειν χρὴ ὅσος
ἱκανὸς ἔσται ἐθίσαι ἡμᾶς αὐτοὺς ὑδροποτεῖν· πολλὴ γὰρ
 

 276. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 6 ch. 2 Sec. 28


line 4
64

 ὕδατι μεμαγμένην ἀεὶ τὴν μᾶζαν ἐσθίει, καὶ ὅστις ἀρτοσιτεῖ,


ὕδατι δεδευμένον τὸν ἄρτον, καὶ τὰ ἑφθὰ δὲ πάντα μεθ’
ὕδατος τοῦ πλείστου ἐσκεύασται. μετὰ δὲ τὸν σῖτον
ἐὰν οἶνον ἐπιπίνωμεν, οὐδὲν μεῖον ἔχουσα ἡ ψυχὴ ἀναπαύσεται.
(5)
(29) ἔπειτα δὲ καὶ τοῦ μετὰ δεῖπνον ἀφαιρεῖν χρή, ἔστ’ ἂν λάθωμεν

 277. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 6 ch. 2 Sec. 31


line 2
 μέντοι ὅτῳ ἐστὶν ἀφθονωτέρα παροῦσα, πολλὰ καὶ ὑγιαίνοντι   (5)
(31) καὶ κάμνοντι ἐπικουρεῖ. ὄψα δὲ χρὴ συνεσκευάσθαι ὅσα
ἐστὶν ὀξέα καὶ δριμέα καὶ ἁλμυρά· ταῦτα γὰρ ἐπὶ σῖτόν
τε ἄγει καὶ ἐπὶ πλεῖστον ἀρκεῖ. ὅταν δ’ ἐκβαίνωμεν εἰς
ἀκέραια, ὅπου ἤδη εἰκὸς ἡμᾶς σῖτον λαμβάνειν, χειρομύλας
 

 278. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 6 ch. 2 Sec. 31


line 4
 ἐστὶν ὀξέα καὶ δριμέα καὶ ἁλμυρά· ταῦτα γὰρ ἐπὶ σῖτόν
τε ἄγει καὶ ἐπὶ πλεῖστον ἀρκεῖ. ὅταν δ’ ἐκβαίνωμεν εἰς
ἀκέραια, ὅπου ἤδη εἰκὸς ἡμᾶς σῖτον λαμβάνειν, χειρομύλας
χρὴ αὐτόθεν παρασκευάσασθαι αἷς σιτοποιησόμεθα· τοῦτο    (5)
(32) γὰρ κουφότατον τῶν σιτοποιικῶν ὀργάνων. συνεσκευάσθαι
 

 279. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 6 ch. 2 Sec. 31


line 5
 τε ἄγει καὶ ἐπὶ πλεῖστον ἀρκεῖ. ὅταν δ’ ἐκβαίνωμεν εἰς
ἀκέραια, ὅπου ἤδη εἰκὸς ἡμᾶς σῖτον λαμβάνειν, χειρομύλας
χρὴ αὐτόθεν παρασκευάσασθαι αἷς σιτοποιησόμεθα· τοῦτο    (5)
(32) γὰρ κουφότατον τῶν σιτοποιικῶν ὀργάνων. συνεσκευάσθαι
δὲ χρὴ καὶ ὧν ἀσθενοῦντες δέονται ἄνθρωποι· τούτων γὰρ
 

 280. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 6 ch. 2 Sec. 32


line 1
 ἀκέραια, ὅπου ἤδη εἰκὸς ἡμᾶς σῖτον λαμβάνειν, χειρομύλας
χρὴ αὐτόθεν παρασκευάσασθαι αἷς σιτοποιησόμεθα· τοῦτο    (5)
(32) γὰρ κουφότατον τῶν σιτοποιικῶν ὀργάνων. συνεσκευάσθαι
δὲ χρὴ καὶ ὧν ἀσθενοῦντες δέονται ἄνθρωποι· τούτων γὰρ
65

ὁ μὲν ὄγκος μικρότατος, ἢν δὲ τύχη τοιαύτη γένηται, μάλιστα


 

 281. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 7 ch. 5 Sec. 59


line 2
 γένοιτο ἀνδρὶ πόλις, ταῦτα δὴ λογιζόμενος φυλακῆς περὶ    (5)
(59) τὸ σῶμα ἡγήσατο δεῖσθαι. γνοὺς δ’ ὅτι οὐδαμοῦ ἄνθρωποι
εὐχειρωτότεροί εἰσιν ἢ ἐν σίτοις καὶ ποτοῖς καὶ λουτροῖς
καὶ κοίτῃ καὶ ὕπνῳ, ἐσκόπει τίνας ἂν ἐν τούτοις περὶ
αὑτὸν πιστοτάτους ἔχοι. ἐνόμισε δὲ μὴ ἂν γενέσθαι ποτὲ
 

 282. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 8 ch. 1 Sec. 38


line 5
 αὐτὸς δὲ καὶ ὁπότε ἀνάγκη εἴη, οἴκοι ἐθήρα τὰ ἐν τοῖς παρα-
δείσοις θηρία τρεφόμενα· καὶ οὔτ’ αὐτός ποτε πρὶν ἱδρῶσαι
δεῖπνον ᾑρεῖτο οὔτε ἵπποις ἀγυμνάστοις σῖτον ἐνέβαλλε·    (5)
συμπαρεκάλει δὲ καὶ εἰς ταύτην τὴν θήραν τοὺς περὶ αὐτὸν
(39) σκηπτούχους. τοιγαροῦν πολὺ μὲν αὐτὸς διέφερεν ἐν πᾶσι
 

 283. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 8 ch. 1 Sec. 44


line 2
 ἐπέτρεπεν· ἐπεμελεῖτο δὲ ὅπως μήτε ἄσιτοι μήτε ἄποτοί ποτε   (5)
(44) ἔσοιντο ἐλευθερίων ἕνεκα μελετημάτων. καὶ γὰρ ὁπότε ἐλαύ-
νοιεν τὰ θηρία τοῖς ἱππεῦσιν εἰς τὰ πεδία, φέρεσθαι σῖτον εἰς
θήραν τούτοις ἐπέτρεπε, τῶν δὲ ἐλευθέρων οὐδενί· καὶ ὁπότε
πορεία εἴη, ἦγεν αὐτοὺς πρὸς τὰ ὕδατα ὥσπερ τὰ ὑποζύγια.
 

 284. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 8 ch. 2 Sec. 3


line 3
 (3) σίτων καὶ ποτῶν μετάδοσις. τοῦτο δ’ οὕτω νομίσας πρῶτον
μὲν ἐπὶ τὴν αὑτοῦ τράπεζαν συνέταξεν ὅπως οἷς αὐτὸς
σιτοῖτο σίτοις, τούτοις ὅμοια ἀεὶ παρατίθοιτο αὐτῷ ἱκανὰ
παμπόλλοις ἀνθρώποις· ὅσα δὲ παρατεθείη, ταῦτα πάντα,
πλὴν οἷς αὐτὸς καὶ οἱ σύνδειπνοι χρήσαιντο, διεδίδου οἷς   (5)
 

 285. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 8 ch. 2 Sec. 3


line 3
 (3) σίτων καὶ ποτῶν μετάδοσις. τοῦτο δ’ οὕτω νομίσας πρῶτον
μὲν ἐπὶ τὴν αὑτοῦ τράπεζαν συνέταξεν ὅπως οἷς αὐτὸς
66

σιτοῖτο σίτοις, τούτοις ὅμοια ἀεὶ παρατίθοιτο αὐτῷ ἱκανὰ


παμπόλλοις ἀνθρώποις· ὅσα δὲ παρατεθείη, ταῦτα πάντα,
πλὴν οἷς αὐτὸς καὶ οἱ σύνδειπνοι χρήσαιντο, διεδίδου οἷς   (5)
 

 286. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 8 ch. 2 Sec. 4


line 3
 (4) τοῦτο, ὅτι οὐκ ἂν λανθάνοιεν χαρίζεσθαι βουλόμενοι. ἐτίμα
δὲ καὶ τῶν οἰκετῶν ἀπὸ τῆς τραπέζης ὁπότε τινὰ ἐπαινέσειε·
καὶ τὸν πάντα δὲ σῖτον τῶν οἰκετῶν ἐπὶ τὴν αὑτοῦ τράπεζαν
ἐπετίθετο, οἰόμενος ὥσπερ καὶ τοῖς κυσὶν ἐμποιεῖν τινα καὶ
τοῦτο εὔνοιαν. εἰ δὲ καὶ θεραπεύεσθαί τινα βούλοιτο τῶν    (5)
 

 287. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 8 ch. 3 Sec. 41


line 2
 κερδαίνω, πλείω μὲν φυλάττειν δεῖ, πλείω δὲ ἄλλοις δια-
(41) νέμειν, πλειόνων δὲ ἐπιμελούμενον πράγματα ἔχειν. νῦν γὰρ
δὴ ἐμὲ πολλοὶ μὲν οἰκέται σῖτον αἰτοῦσι, πολλοὶ δὲ πιεῖν,
πολλοὶ δὲ ἱμάτια· οἱ δὲ ἰατρῶν δέονται· ἥκει δέ τις ἢ τῶν
προβάτων λελυκωμένα φέρων ἢ τῶν βοῶν κατακεκρημνισμένα
 

 288. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 8 ch. 5 Sec. 3


line 4
 πουσαν ἵστασθαι τὴν σκηνήν· ἔπειτα ἔταξε πρῶτον μὲν
πόσον δεῖ ἀπολιπόντας σκηνοῦν τοὺς δορυφόρους τῆς βασι-
λικῆς σκηνῆς· ἔπειτα σιτοποιοῖς μὲν χώραν ἀπέδειξε τὴν
δεξιάν, ὀψοποιοῖς δὲ τὴν ἀριστεράν, ἵπποις δὲ τὴν δεξιάν,    (5)
ὑποζυγίοις δὲ τοῖς ἄλλοις τὴν ἀριστεράν· καὶ τἆλλα δὲ διε-
 

 289. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 8 ch. 6 Sec. 12


line 3
 (12) ποιοῦντα καθ’ ἡμέραν ἐπιγεραίρειν. κτᾶσθε δὲ καὶ παραδεί-
σους καὶ θηρία τρέφετε, καὶ μήτε αὐτοί ποτε ἄνευ πόνου
σῖτον παραθῆσθε μήτε ἵπποις ἀγυμνάστοις χόρτον ἐμβάλλετε·
οὐ γὰρ ἂν δυναίμην ἐγὼ εἷς ὢν ἀνθρωπίνῃ ἀρετῇ τὰ πάντων
ὑμῶν ἀγαθὰ διασῴζειν, ἀλλὰ δεῖ ἐμὲ μὲν ἀγαθὸν ὄντα σὺν    (5)
 

 290. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 8 ch. 7 Sec. 4


line 6
67

 προσιόντες λούσασθαι αὐτὸν ἐκέλευον. ὁ δ’ ἔλεγεν ὅτι


ἡδέως ἀναπαύοιτο. οἱ δ’ αὖ τεταγμένοι, ἐπεὶ ὥρα ἦν,    (5)
δεῖπνον παρετίθεσαν· τῷ δὲ ἡ ψυχὴ σῖτον μὲν οὐ προσίετο,
(5) διψῆν δ’ ἐδόκει, καὶ ἔπιεν ἡδέως. ὡς δὲ καὶ τῇ ὑστεραίᾳ
συνέβαινεν αὐτῷ ταὐτὰ καὶ τῇ τρίτῃ, ἐκάλεσε τοὺς παῖδας·
 

 291. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 8 ch. 8 Sec. 9


line 5
 μονοσιτεῖν νόμιμον, ὅπως ὅλῃ τῇ ἡμέρᾳ χρῷντο εἰς τὰς
πράξεις καὶ εἰς τὸ διαπονεῖσθαι. νῦν γε μὴν τὸ μὲν μονο-
σιτεῖν ἔτι διαμένει, ἀρχόμενοι δὲ τοῦ σίτου ἡνίκαπερ οἱ    (5)
πρῳαίτατα ἀριστῶντες μέχρι τούτου ἐσθίοντες καὶ πίνοντες
διάγουσιν ἔστεπερ οἱ ὀψιαίτατα κοιμώμενοι.
 

 292. Ξενοφών. Κύρου παιδεία. (5-4 B.C.) Book 8 ch. 8 Sec. 20


line 7
 καὶ ἐστρατεύοντο εἰ δέοι στρατεύεσθαι, τοὺς δὲ φρουροῦντας    (5)
πρὸ τῆς χώρας μισθοφόρους εἶναι· νῦν δὲ τούς τε θυρωροὺς
καὶ τοὺς σιτοποιοὺς καὶ τοὺς ὀψοποιοὺς καὶ οἰνοχόους καὶ
λουτροχόους καὶ παρατιθέντας καὶ ἀναιροῦντας καὶ κατακοι-
μίζοντας καὶ ἀνιστάντας, καὶ τοὺς κοσμητάς, οἳ ὑποχρίουσί
 

 293. Ξενοφών. Hiero {0032.008} (5-4 B.C.) Ch. 1 Sec. 4 line 5


 δοκῶ μοι καταμεμαθηκέναι διὰ μὲν τῶν ὀφθαλμῶν ὁράμασιν
ἡδομένους τε καὶ ἀχθομένους, διὰ δὲ τῶν ὤτων ἀκούσμασι,
διὰ δὲ τῶν ῥινῶν ὀσμαῖς, διὰ δὲ τοῦ στόματος σίτοις τε καὶ    (5)
(5) ποτοῖς, τὰ δ’ ἀφροδίσια δι’ ὧν δὴ πάντες ἐπιστάμεθα· τὰ
δὲ ψύχη καὶ θάλπη καὶ σκληρὰ καὶ μαλακὰ καὶ κοῦφα καὶ
 

 294. Ξενοφών. Hiero {0032.008} (5-4 B.C.) Ch. 6 Sec. 7 line 3


 (7) γίγνεται. εἰ δὲ καὶ σὺ πολεμικῶν ἔμπειρος εἶ, ὦ Σιμωνίδη,
καὶ ἤδη ποτὲ πολεμίᾳ φάλαγγι πλησίον ἀντετάξω, ἀνα-
μνήσθητι ποῖον μέν τινα σῖτον ᾑροῦ ἐν ἐκείνῳ τῷ χρόνῳ,
(8) ποῖον δέ τινα ὕπνον ἐκοιμῶ. οἷα μέντοι σοὶ τότ’ ἦν τὰ
λυπηρά, τοιαῦτά ἐστι τὰ τῶν τυράννων καὶ ἔτι δεινότερα·
 

 295. Ξενοφών. De republica Lacedaemoniorum {0032.010} (5-4


B.C.) Ch. 2 Sec. 1 line 9
68

 γράμματα καὶ μουσικὴν καὶ τὰ ἐν παλαίστρᾳ. πρὸς δὲ


τούτοις τῶν παίδων πόδας μὲν ὑποδήμασιν ἁπαλύνουσι,
σώματα δὲ ἱματίων μεταβολαῖς διαθρύπτουσι· σίτου γε μὴν
(2) αὐτοῖς γαστέρα μέτρον νομίζουσιν. ὁ δὲ Λυκοῦργος, ἀντὶ
μὲν τοῦ ἰδίᾳ ἕκαστον παιδαγωγοὺς δούλους ἐφιστάναι,
 

 296. Ξενοφών. De republica Lacedaemoniorum {0032.010} (5-4


B.C.) Ch. 2 Sec. 5 line 1
 (4) μένον]. καὶ ἀντί γε τοῦ ἱματίοις διαθρύπτεσθαι ἐνόμιζεν
ἑνὶ ἱματίῳ δι’ ἔτους προσεθίζεσθαι, νομίζων οὕτως καὶ πρὸς
(5) ψύχη καὶ πρὸς θάλπη ἄμεινον ἂν παρεσκευάσθαι. σῖτόν
γε μὴν ἔταξε τοσοῦτον ἔχοντα συμβολεύειν τὸν εἴρενα ὡς
ὑπὸ πλησμονῆς μὲν μήποτε βαρύνεσθαι, τοῦ δὲ ἐνδεεστέρως
 

 297. Ξενοφών. De republica Lacedaemoniorum {0032.010} (5-4


B.C.) Ch. 2 Sec. 5 line 6
 διάγειν μὴ ἀπείρως ἔχειν, νομίζων τοὺς οὕτω παιδευομένους
μᾶλλον μὲν ἂν δύνασθαι, εἰ δεήσειεν, ἀσιτήσαντας ἐπιπονῆ-   (5)
σαι, μᾶλλον δ’ ἄν, εἰ παραγγελθείη, ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ σίτου
πλείω χρόνον ἐπιταθῆναι, ἧττον δ’ ἂν ὄψου δεῖσθαι, εὐχε-
ρέστερον δὲ πρὸς πᾶν ἔχειν βρῶμα, καὶ ὑγιεινοτέρως δ’ ἂν
 

 298. Ξενοφών. De republica Lacedaemoniorum {0032.010} (5-4


B.C.) Ch. 5 Sec. 3 line 1
 οἴκοι σκηνοῦντας, γνοὺς ἐν τούτοις πλεῖστα ῥᾳδιουργεῖσθαι,
εἰς τὸ φανερὸν ἐξήγαγε τὰ συσκήνια, οὕτως ἡγούμενος ἥκιστ’
(3) ἂν παραβαίνεσθαι τὰ προσταττόμενα. καὶ σῖτόν γε ἔταξεν
αὐτοῖς ὡς μήτε ὑπερπληροῦσθαι μήτε ἐνδεεῖς γίγνεσθαι.
πολλὰ δὲ καὶ παράλογα γίγνεται ἀπὸ τῶν ἀγρευομένων·
 

 299. Ξενοφών. De vectigalibus {0032.011} (5-4 B.C.) Ch. 1 Sec.


5 line 3
 (5) καὶ βάρβαροι προσδέονται. ἔστι δὲ καὶ γῆ ἣ σπειρομένη
μὲν οὐ φέρει καρπόν, ὀρυττομένη δὲ πολλαπλασίους τρέφει
ἢ εἰ σῖτον ἔφερε. καὶ μὴν ὑπάργυρός ἐστι σαφῶς θείᾳ
μοίρᾳ· πολλῶν γοῦν πόλεων παροικουσῶν καὶ κατὰ γῆν καὶ
κατὰ θάλατταν εἰς οὐδεμίαν τούτων οὐδὲ μικρὰ φλὲψ ἀργυρί-    (5)
 
69

 300. Ξενοφών. De vectigalibus {0032.011} (5-4 B.C.) Ch. 4 Sec.


6 line 4
 οὐδ’ ὥσπερ ὅταν πολλοὶ χαλκοτύποι γένωνται, ἀξίων γενομέ-
νων τῶν χαλκευτικῶν ἔργων, καταλύονται οἱ χαλκοτύποι, καὶ
οἱ σιδηρεῖς γε ὡσαύτως· καὶ ὅταν γε πολὺς σῖτος καὶ οἶνος
γένηται, ἀξίων ὄντων τῶν καρπῶν, ἀλυσιτελεῖς αἱ γεωργίαι    (5)
γίγνονται, ὥστε πολλοὶ ἀφέμενοι τοῦ τὴν γῆν ἐργάζεσθαι ἐπ’

 301. Ξενοφών. De vectigalibus {0032.011} (5-4 B.C.) Ch. 4 Sec.


45 line 2
 ἁπάντων τῶν τειχῶν, καὶ εἴ τι αἰσθάνοιτο πολεμικόν, βραχὺ
(45) ἂν εἴη ἑκάστῳ εἰς τὸ ἀσφαλὲς ἀποχωρῆσαι. εἰ δὲ καὶ
ἔλθοιεν πλείους οἱ πολέμιοι, δῆλον ὅτι εἰ μὲν σῖτον ἢ οἶνον
ἢ πρόβατα ἔξω εὕροιεν, ἀφέλοιντ’ ἂν ταῦτα· ἀργυρίτιδος
δὲ κρατήσαντες τί ἂν μᾶλλον ἢ λίθοις ἔχοιεν χρῆσθαι;
 

 302. Ξενοφών. Hipparchicus {0032.012} (5-4 B.C.) Ch. 6 Sec. 2


line 3
 (2)   Εὐνοϊκῶς μὲν οὖν ἔχειν [καὶ] ἐκ τῶνδε εἰκὸς τοὺς ἀρχο-
μένους, ὅταν φιλοφρόνως τε ἔχῃ πρὸς αὐτοὺς καὶ προνοῶν
φαίνηται ὅπως τε σῖτον ἕξουσι καὶ ὅπως ἀσφαλῶς μὲν ἀπο-
(3) χωρήσουσι, πεφυλαγμένως δὲ ἀναπαύσονται. ἐν δὲ ταῖς φρου-
ραῖς χρὴ καὶ χιλοῦ καὶ σκηνῶν καὶ ὕδατος καὶ φρυγάνων καὶ
 

 303. Ξενοφών. De re equestri {0032.013} (5-4 B.C.) Ch. 4 Sec. 1


line 5
 εἶναι ὅπου πλειστάκις ὁ δεσπότης ὄψεται τὸν ἵππον·
ἀγαθὸν δὲ οὕτω κατεσκευάσθαι τὸν ἱππῶνα, ὥστε μηδὲν
μᾶλλον οἷόν τ’ εἶναι τὸν τοῦ ἵππου σῖτον κλαπῆναι ἐκ τῆς   (5)
φάτνης ἢ τὸν τοῦ δεσπότου ἐκ τοῦ ταμιείου. ὁ δὲ τούτου
ἀμελῶν ἐμοὶ μὲν ἑαυτοῦ δοκεῖ ἀμελεῖν· δῆλον γὰρ ὅτι ἐν
 

 304. Ξενοφών. De re equestri {0032.013} (5-4 B.C.) Ch. 4 Sec. 2


line 2
 τοῖς κινδύνοις τὸ αὑτοῦ σῶμα τῷ ἵππῳ ὁ δεσπότης παρα-
(2) κατατίθεται. ἔστι δὲ οὐ μόνον τοῦ μὴ κλέπτεσθαι ἕνεκα
τὸν σῖτον ἀγαθὸς ὁ ἐχυρὸς ἱππών, ἀλλ’ ὅτι καὶ ὅταν [μὴ]
ἐκκομίζῃ τὸν σῖτον ὁ ἵππος φανερὸν γίγνεται. τούτου
δ’ ἄν τις αἰσθανόμενος γιγνώσκοι ὅτι ἢ τὸ σῶμα ὑπεραι-
 
70

 305. Ξενοφών. De re equestri {0032.013} (5-4 B.C.) Ch. 4 Sec. 2


line 3
 (2) κατατίθεται. ἔστι δὲ οὐ μόνον τοῦ μὴ κλέπτεσθαι ἕνεκα
τὸν σῖτον ἀγαθὸς ὁ ἐχυρὸς ἱππών, ἀλλ’ ὅτι καὶ ὅταν [μὴ]
ἐκκομίζῃ τὸν σῖτον ὁ ἵππος φανερὸν γίγνεται. τούτου
δ’ ἄν τις αἰσθανόμενος γιγνώσκοι ὅτι ἢ τὸ σῶμα ὑπεραι-
μοῦν δεῖται θεραπείας ἢ κόπου ἐνόντος δεῖται ἀναπαύ-    (5)
 

 306. Ξενοφών. De re equestri {0032.013} (5-4 B.C.) Ch. 4 Sec. 3


line 1
 τερα ἢ ἐπειδὰν ἐνσκιρωθῇ τε καὶ ἐξαμαρτηθῇ τὰ νοσή-
ματα.
(3)   Ὥσπερ δὲ τοῦ ἵππου σίτου τε καὶ γυμνασίων ἐπιμελητέον,
ὅπως ἂν τὸ σῶμα ἰσχύῃ, οὕτω καὶ τοὺς πόδας ἀσκητέον.
τὰ μὲν τοίνυν ὑγρά τε καὶ λεῖα τῶν σταθμῶν λυμαίνεται
 

 307. Ξενοφών. De re equestri {0032.013} (5-4 B.C.) Ch. 6 Sec.


11 line 2
 γὰρ δὴ μέγα ἐστὶ τὸ λαμβάνειν ἐθέλειν τὸν ἵππον τὸν χαλινὸν
(11) ὡς ὁ μὴ δεχόμενος παντάπασιν ἄχρηστος. ἢν δὲ μὴ μόνον
ὅταν πονεῖν μέλλῃ χαλινῶται, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐπὶ τὸν σῖτον
καὶ ὅταν ἐξ ἱππασίας εἰς οἶκον ἀπάγηται, οὐδὲν ἂν εἴη
θαυμαστὸν εἰ ἁρπάζοι τὸν χαλινὸν αὐτόματος προτεινόμενον.
 

 308. Ξενοφών. Atheniensium respublica [Sp.] {0032.015} (5-4


B.C.) Ch. 2 Sec. 5 line 5
 πλοῦν, τοῖς δὲ κατὰ γῆν οὐχ οἷόν τε ἀπὸ τῆς σφετέρας
αὐτῶν ἀπελθεῖν πολλῶν ἡμερῶν ὁδόν· βραδεῖαί τε γὰρ αἱ
πορεῖαι καὶ σῖτον οὐχ οἷόν τε ἔχειν πολλοῦ χρόνου πεζῇ    (5)
ἰόντα. καὶ τὸν μὲν πεζῇ ἰόντα δεῖ διὰ φιλίας ἰέναι ἢ νικᾶν
μαχόμενον, τὸν δὲ πλέοντα, οὗ μὲν ἂν ᾖ κρείττων, ἔξεστιν
 

 309. Πλάτων. Πολιτεία. (5-4 B.C.) Stephanus p. 267 Sec. e line 7


 κοινῇ τῆς ἀγέλης σύντροφος εἶναί φησι καὶ προσποιεῖται.   (5)
  ΝΕ. ΣΩ. Πῶς φῄς;
  ΞΕ. Οἷον οἱ ἔμποροι καὶ γεωργοὶ καὶ σιτουργοὶ πάντες,
καὶ πρὸς τούτοις γυμνασταὶ καὶ τὸ τῶν ἰατρῶν γένος, οἶσθ’
ὅτι τοῖς περὶ τὰ ἀνθρώπινα νομεῦσιν, οὓς πολιτικοὺς ἐκαλέ-
 
71

 310. Πλάτων. Gorgias {0059.023} (5-4 B.C.) Stephanus p. 517


Sec. e line 1
 εἰκόνων λέγω, ἵνα ῥᾷον καταμάθῃς. τούτων γὰρ ποριστικὸν
εἶναι ἢ κάπηλον ὄντα ἢ ἔμπορον ἢ δημιουργόν του αὐτῶν
(e) τούτων, σιτοποιὸν ἢ ὀψοποιὸν ἢ ὑφάντην ἢ σκυτοτόμον ἢ
σκυτοδεψόν, οὐδὲν θαυμαστόν ἐστιν ὄντα τοιοῦτον δόξαι καὶ
αὑτῷ καὶ τοῖς ἄλλοις θεραπευτὴν εἶναι σώματος, παντὶ τῷ
 

 311. Πλάτων. Πολιτεία. (5-4 B.C.) Stephanus p. 369 Sec. e line 5


 ἅπασι κοινὸν κατατιθέναι, οἷον τὸν γεωργὸν ἕνα ὄντα παρα-
σκευάζειν σιτία τέτταρσιν καὶ τετραπλάσιον χρόνον τε καὶ
πόνον ἀναλίσκειν ἐπὶ σίτου παρασκευῇ καὶ ἄλλοις κοινωνεῖν,   (5)
ἢ ἀμελήσαντα ἑαυτῷ μόνον τέταρτον μέρος ποιεῖν τούτου τοῦ30.
(a) σίτου ἐν τετάρτῳ μέρει τοῦ χρόνου, τὰ δὲ τρία, τὸ μὲν ἐπὶ
 

 312. Πλάτων. Πολιτεία. (5-4 B.C.) Stephanus p. 370 Sec. a line 1


 πόνον ἀναλίσκειν ἐπὶ σίτου παρασκευῇ καὶ ἄλλοις κοινωνεῖν,   (5)
ἢ ἀμελήσαντα ἑαυτῷ μόνον τέταρτον μέρος ποιεῖν τούτου τοῦ370.
(a) σίτου ἐν τετάρτῳ μέρει τοῦ χρόνου, τὰ δὲ τρία, τὸ μὲν ἐπὶ
τῇ τῆς οἰκίας παρασκευῇ διατρίβειν, τὸ δὲ ἱματίου, τὸ δὲ
ὑποδημάτων, καὶ μὴ ἄλλοις κοινωνοῦντα πράγματα ἔχειν,
 

 313. Πλάτων. Πολιτεία. (5-4 B.C.) Stephanus p. 372 Sec. a line 6


 οὐκ ἀποκνητέον.
  Πρῶτον οὖν σκεψώμεθα τίνα τρόπον διαιτήσονται οἱ οὕτω    (5)
παρεσκευασμένοι. ἄλλο τι ἢ σῖτόν τε ποιοῦντες καὶ οἶνον
καὶ ἱμάτια καὶ ὑποδήματα; καὶ οἰκοδομησάμενοι οἰκίας, θέρους
μὲν τὰ πολλὰ γυμνοί τε καὶ ἀνυπόδητοι ἐργάσονται, τοῦ δὲ
 

 314. Πλάτων. Πολιτεία. (5-4 B.C.) Stephanus p. 390 Sec. b line 1


 αὐτῷ κάλλιστον εἶναι πάντων, ὅταν—
 
                    παρὰ πλεῖαι ὦσι τράπεζαι    (9)
(b)     σίτου καὶ κρειῶν, μέθυ δ’ ἐκ κρητῆρος ἀφύσσων
    οἰνοχόος φορέῃσι καὶ ἐγχείῃ δεπάεσσι,
 
δοκεῖ σοι ἐπιτήδειον εἶναι πρὸς ἐγκράτειαν ἑαυτοῦ ἀκούειν    (2)
 
72

 315. Πλάτων. Πολιτεία. (5-4 B.C.) Stephanus p. 438 Sec. a line 2


 ἑκάστου οὗ πέφυκεν, τοῦ δὲ τοίου ἢ τοίου τὰ προσγιγνόμενα.

438.

(a)   Μήτοι τις, ἦν δ’ ἐγώ, ἀσκέπτους ἡμᾶς ὄντας θορυβήσῃ,


ὡς οὐδεὶς ποτοῦ ἐπιθυμεῖ ἀλλὰ χρηστοῦ ποτοῦ, καὶ οὐ σίτου
ἀλλὰ χρηστοῦ σίτου. πάντες γὰρ ἄρα τῶν ἀγαθῶν ἐπιθυ-
μοῦσιν· εἰ οὖν ἡ δίψα ἐπιθυμία ἐστί, χρηστοῦ ἂν εἴη εἴτε
 

 316. Πλάτων. Πολιτεία. (5-4 B.C.) Stephanus p. 438 Sec. a line 3


 (a)   Μήτοι τις, ἦν δ’ ἐγώ, ἀσκέπτους ἡμᾶς ὄντας θορυβήσῃ,
ὡς οὐδεὶς ποτοῦ ἐπιθυμεῖ ἀλλὰ χρηστοῦ ποτοῦ, καὶ οὐ σίτου
ἀλλὰ χρηστοῦ σίτου. πάντες γὰρ ἄρα τῶν ἀγαθῶν ἐπιθυ-
μοῦσιν· εἰ οὖν ἡ δίψα ἐπιθυμία ἐστί, χρηστοῦ ἂν εἴη εἴτε
πώματος εἴτε ἄλλου ὅτου ἐστὶν ἐπιθυμία, καὶ αἱ ἄλλαι οὕτω.    (5)
 

 317. Πλάτων. Πολιτεία. (5-4 B.C.) Stephanus p. 559 Sec. b line 1


   Οὐκοῦν χρή.   (10)
  Ἆρ’ οὖν οὐχ ἡ τοῦ φαγεῖν μέχρι ὑγιείας τε καὶ εὐεξίας
(b) καὶ αὐτοῦ σίτου τε καὶ ὄψου ἀναγκαῖος ἂν εἴη;
  Οἶμαι.
  Ἡ μέν γέ που τοῦ σίτου κατ’ ἀμφότερα ἀναγκαία, ᾗ τε
 

 318. Πλάτων. Πολιτεία. (5-4 B.C.) Stephanus p. 559 Sec. b line 3


 (b) καὶ αὐτοῦ σίτου τε καὶ ὄψου ἀναγκαῖος ἂν εἴη;
  Οἶμαι.
  Ἡ μέν γέ που τοῦ σίτου κατ’ ἀμφότερα ἀναγκαία, ᾗ τε
ὠφέλιμος ᾗ τε <μὴ> παῦσαι ζῶντα δυνατή.
  Ναί.    (5)
 

 319. Πλάτων. Πολιτεία. (5-4 B.C.) Stephanus p. 585 Sec. b line


13
   Δῆλον ὅτι τοῦ μᾶλλον.
  Πότερα οὖν ἡγῇ τὰ γένη μᾶλλον καθαρᾶς οὐσίας μετέχειν,
τὰ οἷον σίτου τε καὶ ποτοῦ καὶ ὄψου καὶ συμπάσης τροφῆς,
ἢ τὸ δόξης τε ἀληθοῦς εἶδος καὶ ἐπιστήμης καὶ νοῦ καὶ
(c) συλλήβδην αὖ πάσης ἀρετῆς; ὧδε δὲ κρῖνε· τὸ τοῦ ἀεὶ
 
73

 320. Πλάτων. Timaeus {0059.031} (5-4 B.C.) Stephanus p. 52


Sec. e line 7
 πάλιν ἐκεῖνα σείειν· τὰ δὲ κινούμενα ἄλλα ἄλλοσε ἀεὶ    (5)
φέρεσθαι διακρινόμενα, ὥσπερ τὰ ὑπὸ τῶν πλοκάνων τε καὶ
ὀργάνων τῶν περὶ τὴν τοῦ σίτου κάθαρσιν σειόμενα καὶ

53.

(a) ἀνικμώμενα τὰ μὲν πυκνὰ καὶ βαρέα ἄλλῃ, τὰ δὲ μανὰ


καὶ κοῦφα εἰς ἑτέραν ἵζει φερόμενα ἕδραν· τότε οὕτω τὰ
 

 321. Πλάτων. Leges {0059.034} (5-4 B.C.) Stephanus p. 849 Sec.


b line 4
 τῇ νέᾳ ὧν δεῖ πραθῆναι τὸ μέρος τοῖς ξένοις ἐξάγειν τοὺς
ἐπιτρόπους, ὅσοι τοῖς ἀστοῖς ξένοι ἢ καὶ δοῦλοι ἐπιτρο-
πεύουσι, δωδεκατημόριον πρῶτον τοῦ σίτου, τὸν δὲ ξένον
εἰς πάντα τὸν μῆνα ὠνεῖσθαι σῖτον μὲν καὶ ὅσα περὶ σῖτον    (5)
ἀγορᾷ τῇ πρώτῃ· δεκάτῃ δὲ τοῦ μηνὸς τὴν τῶν ὑγρῶν οἱ μὲν
 

 322. Πλάτων. Leges {0059.034} (5-4 B.C.) Stephanus p. 849 Sec.


b line 5
 ἐπιτρόπους, ὅσοι τοῖς ἀστοῖς ξένοι ἢ καὶ δοῦλοι ἐπιτρο-
πεύουσι, δωδεκατημόριον πρῶτον τοῦ σίτου, τὸν δὲ ξένον
εἰς πάντα τὸν μῆνα ὠνεῖσθαι σῖτον μὲν καὶ ὅσα περὶ σῖτον    (5)
ἀγορᾷ τῇ πρώτῃ· δεκάτῃ δὲ τοῦ μηνὸς τὴν τῶν ὑγρῶν οἱ μὲν
πρᾶσιν, οἱ δὲ ὠνὴν ποιείσθωσαν δι’ ὅλου τοῦ μηνὸς ἱκανήν·
 

 323. Πλάτων. Leges {0059.034} (5-4 B.C.) Stephanus p. 849 Sec.


b line 5
 ἐπιτρόπους, ὅσοι τοῖς ἀστοῖς ξένοι ἢ καὶ δοῦλοι ἐπιτρο-
πεύουσι, δωδεκατημόριον πρῶτον τοῦ σίτου, τὸν δὲ ξένον
εἰς πάντα τὸν μῆνα ὠνεῖσθαι σῖτον μὲν καὶ ὅσα περὶ σῖτον    (5)
ἀγορᾷ τῇ πρώτῃ· δεκάτῃ δὲ τοῦ μηνὸς τὴν τῶν ὑγρῶν οἱ μὲν
πρᾶσιν, οἱ δὲ ὠνὴν ποιείσθωσαν δι’ ὅλου τοῦ μηνὸς ἱκανήν·
 

 324. Πλάτων. Leges {0059.034} (5-4 B.C.) Stephanus p. 849 Sec.


d line 2
 τις πωλείτω μήτε ὠνείσθω παρὰ τοιούτου μηδεὶς μηδενός, ἐν
(d) δὲ ταῖς τῶν ξένων ξένος ἀγοραῖς πωλείτω τοῖς δημιουργοῖς
74

τε καὶ τούτων δούλοις, οἴνου τε μεταβαλλόμενος καὶ σίτου


πρᾶσιν, ὃ δὴ καπηλείαν ἐπονομάζουσιν οἱ πλεῖστοι· καὶ
ζῴων διαμερισθέντων μάγειροι διατιθέσθων ξένοις τε καὶ
 

 325. Πλάτων. Leges {0059.034} (5-4 B.C.) Stephanus p. 865 Sec.


b line 6
 τελευτᾷ, καθαρὸς ἔστω κατὰ νόμον. ἐὰν δὲ αὐτόχειρ μέν,
ἄκων δὲ ἀποκτείνῃ τις ἕτερος ἕτερον, εἴτε τῷ ἑαυτοῦ σώματι    (5)
ψιλῷ εἴτε ὀργάνῳ ἢ βέλει ἢ πώματος ἢ σίτου δόσει ἢ πυρὸς
ἢ χειμῶνος προσβολῇ ἢ στερήσει πνεύματος, αὐτὸς τῷ
(c) ἑαυτοῦ σώματι ἢ δι’ ἑτέρων σωμάτων, πάντως ἔστω μὲν ὡς
 

 326. Λυσίας. In Andocidem [Sp.] {0540.006} (5-4 B.C.) Sec. 49


line 3
 (49) τρόπους—ποίαν εἰσφορὰν ... τούτῳ ἀγαθὸν γένοιντο, καὶ
ἐπιστάμενος ἐν πολλῷ σάλῳ καὶ κινδύνῳ τὴν πόλιν γε-
νομένην, ναυκληρῶν οὐκ ἐτόλμησεν ἐπαρθεὶς σῖτον εἰσά-
γων ὠφελῆσαι τὴν πατρίδα. ἀλλὰ μέτοικοι μὲν καὶ ξένοι
ἕνεκα τῆς μετοικίας ὠφέλουν τὴν πόλιν εἰσάγοντες· σὺ δὲ    (5)
 

 327. Λυσίας. Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν (5-4 B.C.) Sec. t line 1


 ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΣΙΤΟΠΩΛΩΝ

(1)   Πολλοί μοι προσεληλύθασιν, ὦ ἄνδρες δικασταί, θαυ-


μάζοντες ὅτι ἐγὼ τῶν σιτοπωλῶν ἐν τῇ βουλῇ κατηγό-
ρουν, [καὶ] λέγοντες ὅτι ὑμεῖς, εἰ ὡς μάλιστα αὐτοὺς ἀδι-
 

 328. Λυσίας. Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν (5-4 B.C.) Sec. 1 line 2


 ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΣΙΤΟΠΩΛΩΝ

(1)   Πολλοί μοι προσεληλύθασιν, ὦ ἄνδρες δικασταί, θαυ-


μάζοντες ὅτι ἐγὼ τῶν σιτοπωλῶν ἐν τῇ βουλῇ κατηγό-
ρουν, [καὶ] λέγοντες ὅτι ὑμεῖς, εἰ ὡς μάλιστα αὐτοὺς ἀδι-
κεῖν ἡγεῖσθε, οὐδὲν ἧττον καὶ τοὺς περὶ τούτων λόγους
 

 329. Λυσίας. Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν (5-4 B.C.) Sec. 2 line 6


75

 θανάτῳ ζημιῶσαι. ἡγούμενος δὲ ἐγὼ δεινὸν εἶναι τοιαῦτα


ἐθίζεσθαι ποιεῖν τὴν βουλήν, ἀναστὰς εἶπον ὅτι μοι δοκοίη    (5)
κρίνειν τοὺς σιτοπώλας κατὰ τὸν νόμον, νομίζων, εἰ μέν
εἰσιν ἄξια θανάτου εἰργασμένοι, ὑμᾶς οὐδὲν ἧττον ἡμῶν
γνώσεσθαι τὰ δίκαια, εἰ δὲ μηδὲν ἀδικοῦσιν, οὐ δεῖν αὐτοὺς
 

 330. Λυσίας. Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν (5-4 B.C.) Sec. 3 line 3


 (3) ἀκρίτους ἀπολωλέναι. πεισθείσης δὲ τῆς βουλῆς ταῦτα,
διαβάλλειν ἐπεχείρουν με λέγοντες ὡς ἐγὼ σωτηρίας ἕνεκα
τῆς τῶν σιτοπωλῶν τοὺς λόγους τούτους ἐποιούμην. πρὸς
μὲν οὖν τὴν βουλήν, ὅτ’ ἦν αὐτοῖς ἡ κρίσις, ἔργῳ ἀπελογη-
σάμην· τῶν γὰρ ἄλλων ἡσυχίαν ἀγόντων ἀναστὰς αὐτῶν    (5)
 

 331. Λυσίας. Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν (5-4 B.C.) Sec. 5 line 6


 σόμενος. Ἄλλο τι οὖν ἢ ἀξιοῖς ἀποθανεῖν, εἴ τι πεποίη-
κας παρὰ τοὺς νόμους, ἐφ’ οἷς θάνατος ἡ ζημία; Ἔγωγε.    (5)
Ἀπόκριναι δή μοι, εἰ ὁμολογεῖς πλείω σῖτον συμπρίασθαι
πεντήκοντα φορμῶν, ὧν ὁ νόμος ἐξεῖναι κελεύει. Ἐγὼ
τῶν ἀρχόντων κελευόντων συνεπριάμην.
 

 332. Λυσίας. Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν (5-4 B.C.) Sec. 6 line 2


 τῶν ἀρχόντων κελευόντων συνεπριάμην.
(6)   Ἐὰν μὲν τοίνυν ἀποδείξῃ, ὦ ἄνδρες δικασταί, ὡς ἔστι
νόμος ὃς κελεύει τοὺς σιτοπώλας συνωνεῖσθαι τὸν σῖτον,
ἐὰν οἱ ἄρχοντες κελεύωσιν, ἀποψηφίσασθε· εἰ δὲ μή, δί-
καιον ὑμᾶς καταψηφίσασθαι. ἡμεῖς γὰρ ὑμῖν παρεσχόμεθα
 

 333. Λυσίας. Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν (5-4 B.C.) Sec. 6 line 2


 τῶν ἀρχόντων κελευόντων συνεπριάμην.
(6)   Ἐὰν μὲν τοίνυν ἀποδείξῃ, ὦ ἄνδρες δικασταί, ὡς ἔστι
νόμος ὃς κελεύει τοὺς σιτοπώλας συνωνεῖσθαι τὸν σῖτον,
ἐὰν οἱ ἄρχοντες κελεύωσιν, ἀποψηφίσασθε· εἰ δὲ μή, δί-
καιον ὑμᾶς καταψηφίσασθαι. ἡμεῖς γὰρ ὑμῖν παρεσχόμεθα
 

 334. Λυσίας. Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν (5-4 B.C.) Sec. 6 line 6


 καιον ὑμᾶς καταψηφίσασθαι. ἡμεῖς γὰρ ὑμῖν παρεσχόμεθα
τὸν νόμον, ὃς ἀπαγορεύει μηδένα τῶν ἐν τῇ πόλει πλείω   (5)
σῖτον πεντήκοντα φορμῶν συνωνεῖσθαι.
76

(7)   Χρῆν μὲν τοίνυν, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἱκανὴν εἶναι ταύ-


την τὴν κατηγορίαν, ἐπειδὴ οὗτος μὲν ὁμολογεῖ συμπρία-
 

 335. Λυσίας. Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν (5-4 B.C.) Sec. 8 line 5


 μεν. καὶ οἱ μὲν τέτταρες οὐδὲν ἔφασαν εἰδέναι τοῦ πράγμα-
τος, Ἄνυτος δ’ ἔλεγεν ὡς τοῦ προτέρου χειμῶνος, ἐπειδὴ
τίμιος ἦν ὁ σῖτος, τούτων ὑπερβαλλόντων ἀλλήλους καὶ    (5)
πρὸς σφᾶς αὐτοὺς μαχομένων συμβουλεύσειεν αὐτοῖς παύ-
σασθαι φιλονικοῦσιν, ἡγούμενος συμφέρειν ὑμῖν τοῖς παρὰ
 

 336. Λυσίας. Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν (5-4 B.C.) Sec. 10 line 2


 (9) ΜΑΡΤΥΡΙΑ   (6)

(10)   Ὅτι μὲν τοίνυν οὐχ ὑπὸ τῶν ἀρχόντων κελευσθέντες


συνεπρίαντο τὸν σῖτον, ἀκηκόατε· ἡγοῦμαι δ’, ἐὰν ὡς μά-
λιστα περὶ τούτων ἀληθῆ λέγωσιν, οὐχ ὑπὲρ αὑτῶν αὐτοὺς
ἀπολογήσεσθαι, ἀλλὰ τούτων κατηγορήσειν· περὶ γὰρ ὧν
 

 337. Λυσίας. Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν (5-4 B.C.) Sec. 11 line 4


 τούτῳ τῷ λόγῳ οὐκ ἐλεύσεσθαι· ἴσως δ’ ἐροῦσιν, ὥσπερ
καὶ ἐν τῇ βουλῇ ὡς ἐπ’ εὐνοίᾳ τῆς πόλεως συνεωνοῦντο
τὸν σῖτον, ἵν’ ὡς ἀξιώτατον ὑμῖν πωλοῖεν. μέγιστον δ’ ὑμῖν
(12) ἐρῶ καὶ περιφανέστατον τεκμήριον ὅτι ψεύδονται· ἐχρῆν
γὰρ αὐτούς, εἴπερ ὑμῶν ἕνεκα ἔπραττον ταῦτα, φαίνεσθαι
 

 338. Λυσίας. Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν (5-4 B.C.) Sec. 14 line 3


 (14) προσήκει τοιούτους ποιεῖσθαι λόγους. τἀναντία γὰρ αὐτοῖς
καὶ τοῖς ἄλλοις συμφέρει· τότε γὰρ πλεῖστα κερδαίνουσιν,
ὅταν κακοῦ τινος ἀπαγγελθέντος τῇ πόλει τίμιον τὸν σῖτον
πωλῶσιν. οὕτω δ’ ἄσμενοι τὰς συμφορὰς τὰς ὑμετέρας
ὁρῶσιν, ὥστε τὰς μὲν πρότεροι τῶν ἄλλων πυνθάνονται,    (5)
 

 339. Λυσίας. Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν (5-4 B.C.) Sec. 15 line 3


 (15) θήσεσθαι, καὶ εἰς τοῦτ’ ἔχθρας ἐληλύθασιν, ὥστ’ ἐν [τού-
τοις] τοῖς καιροῖς ἐπιβουλεύουσιν ὑμῖν, ὥσπερ οἱ πολέμιοι.
ὅταν γὰρ μάλιστα σίτου τυγχάνητε δεόμενοι, συναρπάζου-
σιν οὗτοι καὶ οὐκ ἐθέλουσι πωλεῖν, ἵνα μὴ περὶ τῆς τιμῆς
77

διαφερώμεθα, ἀλλ’ ἀγαπῶμεν ἐὰν ὁποσουτινοσοῦν πριάμε-   (5)


 

 340. Λυσίας. Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν (5-4 B.C.) Sec. 16 line 4


 πανουργίας καὶ κακονοίας ἡ πόλις ἔγνωκεν, ὥστ’ ἐπὶ μὲν
τοῖς ἄλλοις ὠνίοις ἅπασι τοὺς ἀγορανόμους φύλακας κατε-
στήσατε, ἐπὶ δὲ ταύτῃ μόνῃ τῇ τέχνῃ χωρὶς σιτοφύλακας
ἀποκληροῦτε· καὶ πολλάκις ἤδη παρ’ ἐκείνων πολιτῶν ὄν-    (5)
των δίκην τὴν μεγίστην ἐλάβετε, ὅτι οὐχ οἷοί τ’ ἦσαν τῆς
 

 341. Λυσίας. Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν (5-4 B.C.) Sec. 22 line 5


 (22)   Οὐκ οἶδ’ ὅ τι δεῖ πλείω λέγειν· περὶ μὲν γὰρ τῶν ἄλλων
τῶν ἀδικούντων, ὅτε δικάζονται, δεῖ παρὰ τῶν κατηγό-
ρων πυθέσθαι, τὴν δὲ τούτων πονηρίαν ἅπαντες ἐπίστασθε.
ἐὰν οὖν τούτων καταψηφίσησθε, τά τε δίκαια ποιήσετε καὶ
ἀξιώτερον τὸν σῖτον ὠνήσεσθε· εἰ δὲ μή, τιμιώτερον.    (5)
 

 342. Λυσίας. In Diogitonem {0540.032} (5-4 B.C.) Sec. 15 line 3


 (15) ἐνεγκεῖν πρὸς αὐτήν. ἀπέφηνε δ’ αὐτὸν ἑκατὸν μνᾶς κεκο-
μισμένον ἐγγείῳ ἐπὶ τόκῳ δεδανεισμένας, καὶ ἑτέρας δισχι-
λίας δραχμὰς καὶ ἔπιπλα πολλοῦ ἄξια· φοιτᾶν δὲ καὶ σῖ-
τον αὐτοῖς ἐκ Χερρονήσου καθ’ ἕκαστον ἐνιαυτόν. «ἔπειτα
σὺ ἐτόλμησας» ἔφη «εἰπεῖν, ἔχων τοσαῦτα χρήματα, ὡς    (5)
δισχιλίας δραχμὰς ὁ τούτων πατὴρ κατέλιπε καὶ τριάκοντα
 

 343. DEMOSTHENES Orat. Philippica 1 {0014.004} (4 B.C.)


Sec. 32 line 5
 παρασκευῇ συνεχεῖ καὶ δυνάμει. ὑπάρχει δ’ ὑμῖν χειμαδίῳ
μὲν χρῆσθαι τῇ δυνάμει Λήμνῳ καὶ Θάσῳ καὶ Σκιάθῳ καὶ
ταῖς ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ νήσοις, ἐν αἷς καὶ λιμένες καὶ σῖτος   (5)
καὶ ἃ χρὴ στρατεύματι πάνθ’ ὑπάρχει· τὴν δ’ ὥραν τοῦ ἔτους,
ὅτε καὶ πρὸς τῇ γῇ γενέσθαι ῥᾴδιον καὶ τὸ τῶν πνευμάτων
 

 344. Αριστοτέλης. Ἀθηναίων πολιτεία {0086.003} (4 B.C.) Sec.


43 subSec. 4 line 3
 (4) προγράφουσι δὲ καὶ τὰς ἐκκλησίας οὗτοι· μίαν μὲν κυ-
ρίαν, ἐν ᾗ δεῖ τὰς ἀρχὰς ἐπιχειροτονεῖν εἰ δοκοῦσι καλῶς
ἄρχειν, καὶ περὶ σίτου καὶ περὶ φυλακῆς τῆς χώρας χρη-
ματίζειν, καὶ τὰς εἰσαγγελίας ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ τοὺς βου-
78

λομένους ποιεῖσθαι, καὶ τὰς ἀπογραφὰς τῶν δημευομένων    (5)


 

 345. Αριστοτέλης. Ἀθηναίων πολιτεία {0086.003} (4 B.C.) Sec.


51 subSec. 3 line 1
 σταθμῶν ἐπιμελοῦνται πάντων, ὅπως οἱ πωλοῦντες χρή-
σονται δικαίοις.
(3)   ἦσαν δὲ καὶ σιτοφύλακες κληρωτοὶ <ιʹ>, πέντε μὲν
εἰς Πειραιέα, πέντε δ’ εἰς ἄστυ, νῦν δ’ εἴκοσι μὲν εἰς ἄστυ,
πεντεκαίδεκα δ’ εἰς Πειραιέα. οὗτοι δ’ ἐπιμελοῦνται, πρῶ-
 

 346. Αριστοτέλης. Ἀθηναίων πολιτεία {0086.003} (4 B.C.) Sec.


51 subSec. 3 line 4
 εἰς Πειραιέα, πέντε δ’ εἰς ἄστυ, νῦν δ’ εἴκοσι μὲν εἰς ἄστυ,
πεντεκαίδεκα δ’ εἰς Πειραιέα. οὗτοι δ’ ἐπιμελοῦνται, πρῶ-
τον μὲν ὅπως ὁ ἐν ἀγορᾷ σῖτος ἀργὸς ὤνιος ἔσται δικαίως,
ἔπειθ’ ὅπως οἵ τε μυλωθροὶ πρὸς τὰς τιμὰς τῶν κριθῶν τὰ   (5)
ἄλφιτα πωλήσουσιν, καὶ οἱ ἀρτοπῶλαι πρὸς τὰς τιμὰς τῶν
 

 347. Αριστοτέλης. Ἀθηναίων πολιτεία {0086.003} (4 B.C.) Sec.


51 subSec. 4 line 3
 (4)   ἐμπορίου δ’ ἐπιμελητὰς δέκα κληροῦσιν· τούτοις
δὲ προστέτακται τῶν τ’ ἐμπορίων ἐπιμελεῖσθαι, καὶ τοῦ
σίτου τοῦ καταπλέοντος εἰς τὸ σιτικὸν ἐμπόριον τὰ δύο
μέρη τοὺς ἐμπόρους ἀναγκάζειν εἰς τὸ ἄστυ κομίζειν.52.

(1)   Καθ[ισ]τᾶσι δὲ καὶ τοὺς ἕνδεκα κλήρῳ, τοὺς ἐπιμελη-


 

 348. Αριστοτέλης. Ἀθηναίων πολιτεία {0086.003} (4 B.C.) Sec.


56 subSec. 7 line 8
 ἄν τις τετταρ]ακαιδε[κέ]τις γένηται, καὶ τὰ ἀποτιμήματα
λαμβάν[ει, καὶ τοὺς ἐπιτρόπους], ἐὰν μὴ [δι]δῶσι τοῖς
παισὶ τὸν σῖτον, οὗτος εἰσπράττει. 57.(1)   Καὶ ὁ [μὲν ἄρχων
ἐπιμελεῖτ]αι τούτ[ων. ὁ] δὲ βασι-
λεὺς πρῶτον μὲν μυστηρίων ἐπιμελεῖ[ται μετὰ τῶν ἐπι-
 

 349. Αριστοτέλης. Ethica Eudemia {0086.009} (4 B.C.) Bekker p.


1244a line 16
79

 τοι βελτίων ὁ πατήρ. οὐδὲ γὰρ τῷ Διὶ πάντα θύεται, οὐδ’ ἔχει
πάσας τὰς τιμὰς ἀλλὰ τινάς· ἴσως οὖν ἔστιν ἃ δεῖ τῷ χρησίμῳ,
(15)
ἄλλα δὲ τῷ ἀγαθῷ. οἷον οὐχ εἰ σῖτον δίδωσι καὶ τὰ ἀναγκαῖα,
καὶ συζῆν τούτῳ δεῖ· οὐδ’ ᾧ τοίνυν τὸ συζῆν, τούτῳ ἃ μὴ οὗ-
τος δίδωσιν, ἀλλὰ χρήσιμος. ἀλλ’ οἳ τοῦτο ποιοῦντες τούτῳ
 

 350. Αριστοτέλης. Ethica Nicomachea {0086.010} (4 B.C.)


Bekker p. 1133b line 9
 συνέχει ὥσπερ ἕν τι ὄν, δηλοῖ ὅτι ὅταν μὴ ἐν χρείᾳ ὦσιν
ἀλλήλων, ἢ ἀμφότεροι ἢ ἅτερος, οὐκ ἀλλάττονται, ὥσπερ
ὅταν οὗ ἔχει αὐτὸς δέηταί τις, οἷον οἴνου, διδόντες σίτου ἐξα-
γωγήν. δεῖ ἄρα τοῦτο ἰσασθῆναι. ὑπὲρ δὲ τῆς μελλούσης   (10)
ἀλλαγῆς, εἰ νῦν μηδὲν δεῖται, ὅτι ἔσται ἂν δεηθῇ, τὸ νόμι-
 

 351. Αριστοτέλης. De generatione animalium {0086.012} (4


B.C.) Bekker p. 750a line 25
 μετὰ τὴν φοράν, ὅταν μὴ ὑπολειφθῇ τῷ σώματι τροφή,
καὶ τὰ ἐπέτεια ταὐτὸ πάσχειν ἔοικεν, οἷον τά τε χεδροπὰ
καὶ ὁ σῖτος καὶ τἆλλα τὰ τοιαῦτα· τὴν γὰρ τροφὴν ἀνα-    (25)
λίσκουσιν εἰς τὸ σπέρμα πᾶσαν· ἔστι γὰρ πολύσπερμον τὸ
γένος αὐτῶν. καὶ τῶν ἀλεκτορίδων ἔνιαι πολυτοκήσασαι
 

 352. Αριστοτέλης. Historia animalium {0086.014} (4 B.C.)


Bekker p. 578a line 1
 ἤδη διὰ τὸ γῆρας συναμπρεύων καὶ παραπορευόμενος πα-
ρώξυνε τὰ ζεύγη πρὸς τὸ ἔργον, ὥστ’ ἐψηφίσαντο μὴ ἀπε-
(578a) λαύνειν αὐτὸν τοὺς σιτοπώλας ἀπὸ τῶν τηλιῶν. Γηράσ-
κει δὲ βραδύτερον ὁ θῆλυς ὀρεὺς τοῦ ἄρρενος. Λέγουσι δ’ ἔνιοι
ὅτι ἡ μὲν καθαίρεται οὐροῦσα, ὁ δ’ ἄρρην διὰ τὸ ὀσφραίνεσθαι
 

 353. Αριστοτέλης. Historia animalium {0086.014} (4 B.C.)


Bekker p. 578b line 2
 οἱ τομίαι μείζους γίνονται καὶ χαλεπώτεροι, ὥσπερ καὶ
(578b)   Ὅμηρος ἐποίησεν “θρέψεν ἔπι χλούνην σῦν ἄγριον· οὐ-
δὲ ἐῴκει θηρί γε σιτοφάγῳ, ἀλλὰ ῥίῳ ὑλήεντι.” Γίνονται δὲ
τομίαι διὰ τὸ νέοις οὖσιν ἐμπίπτειν νόσημα κνησμὸν εἰς
τοὺς ὄρχεις· εἶτα ξυόμενοι πρὸς τὰ δένδρα ἐκθλίβουσι τοὺς
 
80

 354. Αριστοτέλης. Historia animalium {0086.014} (4 B.C.)


Bekker p. 580b line 17
 μυῶν ἐν ταῖς χώραις καὶ ἡ φθορά· πολλαχοῦ γὰρ εἴωθε   (15)
γίνεσθαι πλῆθος ἀμύθητον τῶν ἀρουραίων, ὥστ’ ὀλίγον λείπε-
σθαι τοῦ σίτου παντός. Γίνεται δ’ οὕτω ταχεῖα ἡ φορά, ὥστ’
ἔνιοι τῶν μὴ μεγάλας γεωργίας ἐργαζομένων, τῇ προτε-
ραίᾳ ἰδόντες ὅτι θερίζειν ὥρα, τῇ ὑστεραίᾳ ἕωθεν ἄγοντες τοὺς
 

 355. Αριστοτέλης. Historia animalium {0086.014} (4 B.C.)


Bekker p. 592a line 30
   Τὰ μὲν οὖν περὶ τὴν τῶν ἰχθύων τροφὴν τοῦτον ἔχει τὸν
τρόπον. Τῶν δ’ ὀρνίθων ὅσοι μὲν γαμψώνυχες, σαρκοφάγοι
πάντες εἰσί, σῖτον δ’ οὐδ’ ἐάν τις ψωμίζῃ δύνανται κατα-   (30)
(592b) πίνειν, οἷον τά τε τῶν ἀετῶν γένη πάντα καὶ ἰκτῖνοι καὶ
ἱέρακες ἄμφω, ὅ τε φαβοτύπος καὶ ὁ σπιζίας (διαφέρουσι δ’
 

 356. Αριστοτέλης. Historia animalium {0086.014} (4 B.C.)


Bekker p. 612a line 32
       Ὁ δὲ δράκων ὅταν ὀπωρίζῃ, τὸν ὀπὸν τῆς πικρίδος    (30)
ἐκροφεῖ, καὶ τοῦθ’ ἑώραται ποιῶν. Αἱ δὲ κύνες ὅταν ἑλμιν-
θιῶσιν, ἐσθίουσι τοῦ σίτου τὸ λήϊον. Οἱ δὲ πελαργοὶ καὶ οἱ
ἄλλοι τῶν ὀρνίθων, ὅταν ἑλκωθῇ τι μαχομένοις, ἐπιτιθέασι
τὴν ὀρίγανον. Πολλοὶ δὲ καὶ τὴν ἀκρίδα ἑωράκασιν ὅτι, ὅταν
 

 357. Αριστοτέλης. Metaphysica {0086.025} (4 B.C.) Bekker p.


1017b line 8
 τὸ δυνάμενον ἠρεμεῖν. ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν οὐσιῶν· καὶ
γὰρ Ἑρμῆν ἐν τῷ λίθῳ φαμὲν εἶναι, καὶ τὸ ἥμισυ τῆς
γραμμῆς, καὶ σῖτον τὸν μήπω ἁδρόν. πότε δὲ δυνατὸν καὶ
πότε οὔπω, ἐν ἄλλοις διοριστέον.
  Οὐσία λέγεται τά τε ἁπλᾶ σώματα, οἷον γῆ καὶ πῦρ   (10)
 

 358. Αριστοτέλης. Metaphysica {0086.025} (4 B.C.) Bekker p.


1049b line 20
 δὲ χρόνῳ πρότερον ὧδε· τὸ τῷ εἴδει τὸ αὐτὸ ἐνεργοῦν πρότερον,
ἀριθμῷ δ’ οὔ. λέγω δὲ τοῦτο ὅτι τοῦδε μὲν τοῦ ἀνθρώπου τοῦ
ἤδη ὄντος κατ’ ἐνέργειαν καὶ τοῦ σίτου καὶ τοῦ ὁρῶντος πρό-
(20)
τερον τῷ χρόνῳ ἡ ὕλη καὶ τὸ σπέρμα καὶ τὸ ὁρατικόν, ἃ
81

δυνάμει μέν ἐστιν ἄνθρωπος καὶ σῖτος καὶ ὁρῶν, ἐνεργείᾳ


 

 359. Αριστοτέλης. Metaphysica {0086.025} (4 B.C.) Bekker p.


1049b line 22
 ἤδη ὄντος κατ’ ἐνέργειαν καὶ τοῦ σίτου καὶ τοῦ ὁρῶντος πρό-
(20)
τερον τῷ χρόνῳ ἡ ὕλη καὶ τὸ σπέρμα καὶ τὸ ὁρατικόν, ἃ
δυνάμει μέν ἐστιν ἄνθρωπος καὶ σῖτος καὶ ὁρῶν, ἐνεργείᾳ
δ’ οὔπω· ἀλλὰ τούτων πρότερα τῷ χρόνῳ ἕτερα ὄντα ἐνερ-
γείᾳ ἐξ ὧν ταῦτα ἐγένετο· ἀεὶ γὰρ ἐκ τοῦ δυνάμει ὄντος
 

 360. Αριστοτέλης. Meteorologica {0086.026} (4 B.C.) Bekker p.


389a line 15
 φύλλα καὶ φλοιὸς γῆς μᾶλλον· ἔτι ἤλεκτρον, σμύρνα,
λίβανος, καὶ πάντα τὰ δάκρυα λεγόμενα, καὶ πῶρος, καὶ
οἱ καρποί, οἷον τὰ χεδροπά, καὶ σῖτος (τὰ τοιαῦτα γὰρ    (15)
τὰ μὲν σφόδρα, τὰ δὲ ἧττον μὲν τούτων, ὅμως δὲ γῆς·
τὰ μὲν γὰρ μαλακτά, τὰ δὲ θυμιατὰ καὶ ψύξει γεγε-
 

 361. Αριστοτέλης. Mirabilium auscultationes {0086.027} (4 B.C.)


Bekker p. 841b line 30
   Θαυμαστὸν δέ τι καὶ παρὰ τοῖς Ἑνετοῖς φασὶ γίνε-
σθαι. ἐπὶ γὰρ τὴν χώραν αὐτῶν πολλάκις κολοιῶν ἀνα-
ριθμήτους μυριάδας ἐπιφέρεσθαι καὶ τὸν σῖτον αὐτῶν σπει-    (30)
ράντων καταναλίσκειν· οἷς τοὺς Ἑνετοὺς πρὸ τοῦ ἐφίπτασθαι
μέλλειν ἐπὶ τὰ μεθόρια τῆς γῆς προτιθέναι δῶρα, παντο-
 

 362. Αριστοτέλης. Physica {0086.031} (4 B.C.) Bekker p. 198b


line 18
 τὴν φιλίαν καὶ τὸ νεῖκος, ὁ δὲ τὸν νοῦν· ἔχει δ’ ἀπορίαν τί
κωλύει τὴν φύσιν μὴ ἕνεκά του ποιεῖν μηδ’ ὅτι βέλτιον, ἀλλ’
ὥσπερ ὕει ὁ Ζεὺς οὐχ ὅπως τὸν σῖτον αὐξήσῃ, ἀλλ’ ἐξ
ἀνάγκης (τὸ γὰρ ἀναχθὲν ψυχθῆναι δεῖ, καὶ τὸ ψυχθὲν
ὕδωρ γενόμενον κατελθεῖν· τὸ δ’ αὐξάνεσθαι τούτου γενομέ-   (20)
 

 363. Αριστοτέλης. Physica {0086.031} (4 B.C.) Bekker p. 198b


line 21
82

 ἀνάγκης (τὸ γὰρ ἀναχθὲν ψυχθῆναι δεῖ, καὶ τὸ ψυχθὲν


ὕδωρ γενόμενον κατελθεῖν· τὸ δ’ αὐξάνεσθαι τούτου γενομέ-   (20)
νου τὸν σῖτον συμβαίνει), ὁμοίως δὲ καὶ εἴ τῳ ἀπόλλυται ὁ
σῖτος ἐν τῇ ἅλῳ, οὐ τούτου ἕνεκα ὕει ὅπως ἀπόληται, ἀλλὰ
τοῦτο συμβέβηκεν—ὥστε τί κωλύει οὕτω καὶ τὰ μέρη ἔχειν
 

 364. Αριστοτέλης. Physica {0086.031} (4 B.C.) Bekker p. 198b


line 22
 ὕδωρ γενόμενον κατελθεῖν· τὸ δ’ αὐξάνεσθαι τούτου γενομέ-   (20)
νου τὸν σῖτον συμβαίνει), ὁμοίως δὲ καὶ εἴ τῳ ἀπόλλυται ὁ
σῖτος ἐν τῇ ἅλῳ, οὐ τούτου ἕνεκα ὕει ὅπως ἀπόληται, ἀλλὰ
τοῦτο συμβέβηκεν—ὥστε τί κωλύει οὕτω καὶ τὰ μέρη ἔχειν
ἐν τῇ φύσει, οἷον τοὺς ὀδόντας ἐξ ἀνάγκης ἀνατεῖλαι τοὺς
 

 365. Αριστοτέλης. Physica {0086.031} (4 B.C.) Bekker p. 230b


line 2
 βίαιοι καὶ οὐχ εἱμαρμέναι, αἷς ἐναντίαι αἱ κατὰ φύσιν,
(230b) καὶ αὐξήσεις βίαιοι καὶ φθίσεις, οἷον αὐξήσεις αἱ τῶν ταχὺ
διὰ τρυφὴν ἡβώντων, καὶ οἱ σῖτοι οἱ ταχὺ ἁδρυνόμενοι καὶ
μὴ πιληθέντες; ἐπὶ δ’ ἀλλοιώσεως πῶς; ἢ ὡσαύτως; εἶεν
γὰρ ἄν τινες βίαιοι, αἱ δὲ φυσικαί, οἷον οἱ ἀφιέμενοι μὴ ἐν
 

 366. Αριστοτέλης. Politica {0086.035} (4 B.C.) Bekker p. 1257a


line 27
 βαρβαρικῶν ἐθνῶν, κατὰ τὴν ἀλλαγήν. αὐτὰ γὰρ τὰ   (25)
χρήσιμα πρὸς αὑτὰ καταλλάττονται, ἐπὶ πλέον δ’ οὐθέν,
οἷον οἶνον πρὸς σῖτον διδόντες καὶ λαμβάνοντες, καὶ τῶν
ἄλλων τῶν τοιούτων ἕκαστον. ἡ μὲν οὖν τοιαύτη μεταβλη-
τικὴ οὔτε παρὰ φύσιν οὔτε χρηματιστικῆς ἐστιν εἶδος οὐδέν
 

 367. Αριστοτέλης. Politica {0086.035} (4 B.C.) Bekker p. 1299a


line 23
 των τῶν πολιτῶν πρός τινα πρᾶξιν, οἷον στρατηγὸς στρα-
τευομένων, ἢ κατὰ μέρος, οἷον ὁ γυναικονόμος ἢ παιδο-
νόμος· αἱ δ’ οἰκονομικαί (πολλάκις γὰρ αἱροῦνται σιτομέτρας)·
αἱ δ’ ὑπηρετικαὶ καὶ πρὸς ἅς, ἂν εὐπορῶσι, τάττουσι δούλους.
μάλιστα δ’ ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν ἀρχὰς λεκτέον ταύτας ὅσαις    (25)
 
83

 368. Αριστοτέλης. Problemata {0086.036} (4 B.C.) Bekker p.


859a line 6
   Διὰ τί [δὲ] τὰς νόσους ὑγιάζουσιν πολλάκις, ὅταν
πολὺ ἐκστῇ τις; καὶ ἐνίων ἰατρῶν τοιαύτη ἡ τέχνη· ὑπερ-   (5)
βολαῖς γὰρ ἰῶνται οἴνου ἢ ὕδατος ἢ ἅλμης ἢ σίτου ἢ λιμοῦ.
ἢ ὅτι ἐναντία ἀλλήλοις τὰ τὴν νόσον ποιοῦντα· εἰς τὸ μέσον
οὖν ἄγει θάτερον ἑκάτερα.
 

 369. Αριστοτέλης. Problemata {0086.036} (4 B.C.) Bekker p.


909a line 18
 βολαὶ ἐξιστᾶσι, καὶ ὥσπερ τὸ σῶμα διαστρέφουσιν, οὕτω καὶ
τὴν τῆς διανοίας κρᾶσιν.
  Διὰ τί ἐν τῷ Πόντῳ ὁ σῖτος ἐαθεὶς ἐν τῷ ψύχει
πολλὰ ἔτη γίνεται ἄκοπος; ἢ ὅτι ἐξικμάζεται τὸ ἀλλό-
τριον ὑγρὸν μετὰ τοῦ θερμοῦ, ὥσπερ ἐν ταῖς σταφυλαῖς;    (20)
 

 370. Αριστοτέλης. Problemata {0086.036} (4 B.C.) Bekker p.


925a line 26
 μαραίνεται. οὐ γάρ τινα ἔχουσα ἀρχὴν οὐδέ τινα ἐπίρρυσιν
ἀποξηραίνεται, ὥσπερ Σκύθαις διὰ τὸ πολλὴν τὴν χιόνα    (25)
γίνεσθαι συμβαίνει τὸν σῖτον μένειν καὶ ταχὺ ἀνατρέχειν.
  Διὰ τί τὸ κρόμμυον μόνον οὕτως περιττῶς δάκνει τὼ
ὀφθαλμώ (διὸ καὶ τοὔνομά φασι τοῦτ’ ἔχειν αὐτό, ὡς τὴν
 

 371. Αριστοτέλης. Problemata {0086.036} (4 B.C.) Bekker p.


935a line 19
 πέτρας τῇ πληγῇ θραύουσιν.
  Διὰ τί, ὅταν ἡ λίμνη ἢ κοπάσῃ ἢ ξηρὰ γένηται,
ἀποκάεται ὁ σῖτος ἐν τῷ πεδίῳ μᾶλλον; πότερον ὅτι τὸ
ὑγρὸν τὸ ἐν τῇ λίμνῃ ἀπατμίζον τῇ ἀτμίδι θερμαίνει τὸν   (20)
ἀέρα, ὥστε ἐλάττους καὶ ἀσθενεστέρους ποιεῖ τοὺς πάγους ἢ ἐν
 

 372. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 1 ch. 3 Sec. 1


line 14
 καὶ θύμβρα καὶ πήγανον. πόα δὲ τὸ ἀπὸ ῥίζης
φυλλοφόρον προϊὸν ἀστέλεχες, οὗ ὁ καυλὸς σπερ-
μοφόρος, οἷον ὁ σῖτος καὶ τὰ λάχανα.
(2)   Δεῖ δὲ τοὺς ὅρους οὕτως ἀποδέχεσθαι καὶ λαμ-
84

βάνειν ὡς τύπῳ καὶ ἐπὶ τὸ πᾶν λεγομένους· ἔνια


 

 373. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 1 ch. 10 Sec.


8 line 21
   (Σύγκειται δὲ τὰ μὲν ἐξ ἰνὸς καὶ φλοιοῦ καὶ
σαρκός, οἷον τὰ τῆς συκῆς καὶ τῆς ἀμπέλου, τὰ δὲ   (20)
ὥσπερ ἐξ ἰνὸς μόνον, οἷον τοῦ καλάμου καὶ σίτου.
(9) τὸ δὲ ὑγρὸν ἁπάντων κοινόν· ἅπασι γὰρ ἐνυ-
πάρχει καὶ τούτοις καὶ τοῖς ἄλλοις τοῖς ἐπετείοις
 

 374. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 1 ch. 10 Sec.


9 line 6
 τοῖς μὴ ἐπετείοις· οὐδὲν γὰρ ἄνευ τούτου. δοκεῖ
δὲ καὶ τῶν μίσχων τὰ μὲν ἐξ ἰνῶν μόνον συγκεῖ-    (5)
σθαι, καθάπερ τὰ τοῦ σίτου καὶ τοῦ καλάμου, τὰ
δ’ ἐκ τῶν αὐτῶν, ὥσπερ οἱ καυλοί.
(10)   Τῶν δ’ ἀνθῶν τὰ μὲν ἐκ φλοιοῦ καὶ φλεβὸς καὶ
 

 375. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 3 ch. 6 Sec. 3


line 4
 ἀποτελευτῶσιν οἱ βλαστοί, δι’ ὃ καὶ εὐλόγως οὐκ
ἐπιβλαστάνει καὶ αὐξάνεται μὴ ἔχοντα ἀρχήν.
(ὁμοία δὲ τρόπον τινὰ ἡ αὔξησις καὶ τοῦ σίτου·
καὶ γὰρ οὗτος ἀεὶ τῇ προώσει τοῦ ὑπάρχοντος    (5)
αὐξάνεται, κἂν κολοβωθῇ τὰ φύλλα, καθάπερ ἐν
 

 376. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 4 ch. 8 Sec.


13 line 6
 χλωρὸν νέμονται καὶ ξηραίνοντες παρέχουσι κατὰ
χειμῶνα τοῖς βουσὶν ὅταν ἐργάσωνται· καὶ τὰ   (5)
σώματα ἔχουσιν εὖ σίτου ἄλλο λαμβάνοντες
οὐθέν.
(14)   Ἔστι δὲ καὶ ἄλλο παραφυόμενον αὐτόματον
 

 377. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 4 ch. 8 Sec.


14 line 2
 οὐθέν.
(14)   Ἔστι δὲ καὶ ἄλλο παραφυόμενον αὐτόματον
85

ἐν τῷ σίτῳ· τοῦτο δέ, ὅταν ὁ σῖτος ᾖ καθαρός,


ὑποπτίσαντες καταβάλλουσι τοῦ χειμῶνος ὑγ-
ρὰν εἰς γῆν· βλαστήσαντος δὲ τεμόντες καὶ
 

 378. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 7 ch. 3 Sec. 3


line 7
 καὶ πολύ.    (5)
  Δυσξήραντα δὲ πάντα μὲν ὡς εἰπεῖν πλὴν τοῦ
κυμίνου, οὐχ ὡς ὁ σῖτος· οὗτος γὰρ κἂν ἅπαξ
ἁδρυνθῇ ταχὺ ξηραίνεται καὶ ἀποπίπτει· δυσ-
ξηραντότερα δὲ τὰ ἐμφλοιοσπέρματα καὶ τούτων
 

 379. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 7 ch. 9 Sec. 3


line 4
 τινὰ αἱ τούτων φανερώτεραι· εἰσὶ γὰρ αἱ μὲν
ξυλώδεις αἱ δὲ σαρκώδεις καὶ ἰνώδεις, ὥσπερ καὶ
τῶν ἡμέρων, καθάπερ αἵ τε τοῦ σίτου καὶ τῆς
πόας τῆς πλείστης. αὐτῶν δὲ τούτων ἕκασται    (5)
πλείστας ἔχουσι διαφορὰς χρώμασιν ὀσμαῖς χυ-
 

 380. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 7 ch. 11 Sec.


2 line 14
 μέρος ἀλλὰ δι’ ὅλου τοῦ στάχυος ὥσπερ ὁ πυρός.
ἡ δὲ ἄνθησις ἀμφοῖν χνοώδης, καθάπερ καὶ τοῦ
σίτου· παρόμοιον δὲ τῇ ὅλῃ μορφῇ τῷ πυρῷ
πλὴν πλατυφυλλότερον. ὡσαύτως δὲ τούτοις καὶ    (15)
τὰ ἄλλα τὰ σταχυώδη λεκτέον.
 

 381. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 7 ch. 15 Sec.


4 line 8
 δὲ τοῦτο καὶ ἐφ’ ἑτέρων ἐστὶ λαβεῖν, ἃ πολλὴν
ἔχει διάστασιν. περὶ μὲν οὖν τῶν ἄλλων τῶν
ποιωδῶν ἱκανῶς εἴρηται. περὶ δὲ τοῦ σίτου
καὶ τῶν σιτωδῶν μετὰ ταῦτα λεκτέον· τοῦτο γὰρ
ἔτι κατάλοιπον ἦν.    (10)
 

 382. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 8 ch. 1 Sec. 1


line 2
86

 Θ 8.1. (1)   Περὶ μὲν οὖν τῶν ἄλλων ποιωδῶν ἱκανῶς


εἰρήσθω· περὶ δὲ σίτου καὶ τῶν σιτωδῶν λέγωμεν
ὁμοίως τοῖς πρότερον· τοῦτο γὰρ κατάλοιπον ἦν
τῶν ποιωδῶν.
 

 383. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 8 ch. 2 Sec. 8


line 14
 γίνεσθαι δὲ οὔτε ὄσπρια τοιαῦτα οὔτε πολλὰ
παρ’ αὐτοῖς. δεινὴν δέ τινα διαδοῦναι τὴν χώραν
τροφήν· καὶ γὰρ εἶναι σιτοφόρον μὲν καὶ ἐλαιο-
φόρον ἀγαθὴν ἀμπελοφόρον δὲ μετρίαν.    (15)
(9)   Ὑπερβάλλον δ’ ἔτι τούτου καὶ πάντων θαυμα-
 

 384. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 8 ch. 3 Sec. 1


line 2
 τελείωσιν οὕτως ἔχει.   (10) 8.3. (1)   Διαφέρει δὲ καθ’ ὅλα τὰ γένη
τὰ διῃρημένα τῶν γενῶν, οἷον σῖτος χεδροπὰ τὰ θερινά,
καὶ καθ’ ἕκαστον γένος τὰ ὁμογενῆ. τὰ μὲν γὰρ
σιτώδη τὸ φύλλον ἔχει καλάμου, τῶν δὲ χεδρο-
 

 385. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 8 ch. 3 Sec. 3


line 3
 (3)   Ἔχει δὲ καὶ τὰ ἄνθη διαφορὰν καὶ τῇ φύσει
καὶ τῇ θέσει, περὶ ὧν σχεδὸν ἐν τοῖς καθ’ ὅλου
διείλομεν, ὅτι τὰ μὲν χνοώδη, καθάπερ σίτου καὶ
παντὸς τοῦ σταχυώδους· τὰ δὲ φυλλώδη, καθά-
περ τῶν χεδροπῶν, καὶ τῶν πλείστων κολοβά·    (5)
 

 386. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 8 ch. 4 Sec. 5


line 11
 ραις καὶ τῷ ἀέρι τὸ αἴτιον· ἐπεὶ καὶ περὶ τὴν
Ἀσίαν οὐ πόρρω Βάκτρων ἐν μέν τινι τόπῳ   (10)
οὕτως ἁδρὸν εἶναί φασι τὸν σῖτον ὥστε πυρῆνος
ἐλαίας μέγεθος λαμβάνειν, ἐν δὲ τοῖς Πισσάτοις
καλουμένοις οὕτως ἰσχυρὸν ὥστ’ εἴ τις πλεῖον
 

 387. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 8 ch. 4 Sec. 6


line 2
87

 χειμερινοί· πολὺ γὰρ διαφέρει τῇ κουφότητι ὁ


(6) μαλακός. [ὁμοίως δὲ καὶ δύο ἀρότους ὡς ἔοικε
παντὸς τοῦ σίτου ποιοῦνται, τὸν μὲν χειμερινὸν
τὸν δὲ ἠρινόν, ἐν ᾧ καὶ τὰ ὄσπρια καταβάλ-
λουσιν].
 

 388. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 8 ch. 6 Sec. 4


line 3
 (4)   Διαιροῦσι δὲ καὶ τὰ σπέρματα ποίᾳ ποῖον
πρόσφορον· ἐν γὰρ ταῖς χειμεριναῖς πυρὸν μᾶλλον
ἢ κριθήν, καὶ ὅλως σῖτον ἢ χεδροπὰ κελεύουσιν
ἐν ταῖς χέρσοις καὶ διὰ χρόνου κινουμέναις· καὶ
γὰρ αὗται πυρὸν φέρουσι μᾶλλον ἢ κριθήν. δέ-   (5)
 

 389. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 8 ch. 7 Sec. 4


line 2
 τούτων σκεπτέον.
(4)   Ἐν δὲ ταῖς ἀγαθαῖς χώραις πρὸς τὸ μὴ φυλλο-
μανεῖν ἐπινέμουσι καὶ ἐπικείρουσι τὸν σῖτον,
ὥσπερ καὶ ἐν Θετταλίᾳ. συμβαίνει δ’ ἂν μὲν
ἐπινέμωσιν ὁποσακισοῦν μηδὲν ἀλλοιοῦσθαι τὸν
 

 390. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 8 ch. 7 Sec. 7


line 10
 τὰ κοπριζόμενα τῶν ἀκόπρων καὶ εἴκοσιν ἡμέραις·
ἅπασι δὲ οὐ ξυμφέρει· καὶ χρήσιμος οὐ μόνον
τοῖς περὶ τὸν σῖτον ἀλλὰ καὶ τοῖς ἄλλοις πλὴν   (10)
πτερίδος, ταύτην δὲ φθείρειν φασὶν ἐπιβαλλο-
μένην. ἀπόλλυται δὲ ἡ πτερὶς καὶ ἐπικοιμωμένων
 

 391. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 8 ch. 11 Sec.


1 line 9
 μων· ταχὺ δ’ ἡ ἀφάκη καὶ ὁ δόλιχος· κριθὴ δὲ
πυροῦ <θᾶττον·> θᾶττον δὲ καὶ ὁ κονιορτώδης
σῖτος καὶ ὁ ἐν οἰκήμασι κονιατοῖς ἢ ἀκονιάτοις.
(2)   Γίνεται δὴ φθειρομένοις σπέρμασι ἴδια ζῶα,
καθάπερ ἐλέχθη, πλὴν ἐρεβίνθου· μόνος γὰρ οὗτος
 
88

 392. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (4-3 B.C.) Book 8 ch. 11 Sec.


4 line 3
 (4)   Δι’ ὃ καὶ εἰς θώμους συντιθέασι καὶ πυροὺς καὶ
κριθάς, καὶ δοκοῦσιν ἁδρύνεσθαι ἐν θώμῳ μᾶλλον
ἢ λιποσαρκεῖν. οὐκ ἐσθίεται δὲ σῖτος, ὅταν ὑσθεὶς
θερισθῇ· ἀθέριστος δὲ μάλιστα διαμένει ὁ πυρός,
ἔτι δὲ μᾶλλον ὁ θέρμος· οὐδὲ γὰρ θερίζουσι   (5)
 

 393. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 1


ch. 3 Sec. 1 line 12
 —καὶ πήγανον· πόα δὲ τὸ ἀπὸ ῥίζης φυλλοφόρον   (10)
προϊὸν ἀστέλεχες οὗ ὁ καυλὸς σπερμοφόρος, οἷον ὁ
σῖτος καὶ τὰ λάχανα.
(2)   Δεῖ δὲ τοὺς ὅρους οὕτως ἀποδέχεσθαι καὶ λαμβά-   (1)
νειν ὡς τύπῳ [ὡς ἐπὶ τὸ πᾶν] λεγομένους· ἔνια γὰρ ἴσως
 

 394. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 1


ch. 10 Sec. 8 line 19
   Σύγκειται δὲ τὰ μὲν ἐξ ἰνὸς καὶ φλοιοῦ καὶ σαρκός,
οἷον τὰ τῆς συκῆς καὶ ἀμπέλου, τὰ δὲ ὥσπερ ἐξ ἰνὸς
μόνον, οἷον τοῦ καλάμου καὶ σίτου. (9) Τὸ δὲ ὑγρὸν   (1)
ἁπάντων κοινόν· ἅπασι γὰρ ἐνυπάρχει καὶ τούτοις καὶ
τοῖς ἄλλοις τοῖς ἐπετείοις—μίσχος ἄνθος καρπὸς εἴ τι
 

 395. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 1


ch. 10 Sec. 9 line 6
 ἄλλο—μᾶλλον δὲ καὶ τοῖς μὴ ἐπετείοις· οὐδὲν γὰρ ἄνευ
τούτου. Δοκεῖ δὲ καὶ τῶν μίσχων τὰ μὲν ἐξ ἰνῶν μόνον   (5)
συγκεῖσθαι, καθάπερ τὰ τοῦ σίτου καὶ τοῦ καλάμου, τὰ
δ’ ἐκ τῶν αὐτῶν ὥσπερ οἱ καυλοί. (10) τῶν δὲ ἀνθῶν τὰ μὲν   (1)
ἐκ φλοιοῦ καὶ φλεβὸς καὶ σαρκός, <τὰ δ’ ἐκ σαρκὸς>
 

 396. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 3


ch. 6 Sec. 3 line 4
 σιν οἱ βλαστοί, διὸ καὶ εὐλόγως οὐκ ἐπιβλαστάνει καὶ
αὐξάνεται μὴ ἔχοντα ἀρχήν. Ὁμοία δὲ τρόπον τινὰ
αὔξησις καὶ τοῦ σίτου· καὶ γὰρ οὗτος ἀεὶ τῇ προώσει τοῦ
ὑπάρχοντος αὐξάνεται, κἂν κολοβωθῇ τὰ φύλλα καθά-   (5)
89

περ ἐν τοῖς ἐπιβοσκομένοις· πλὴν οὗτός γε οὐδ’ ἐκ τοῦ


 

 397. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 4


ch. 8 Sec. 13 line 5
 τοῖς ἕλεσι φύεται διαφέρον, ὃ καὶ χλωρὸν νέμονται καὶ
ξηραίνοντες παρέχουσι κατὰ χειμῶνα τοῖς βουσὶν ὅταν
ἐργάζωνται· καὶ τὰ σώματα ἔχουσιν εὖ σίτου ἄλλο   (5)
λαμβάνοντες οὐθέν.
(14)   Ἔστι καὶ ἄλλο παραφυόμενον αὐτόματον ἐν τῷ   (1)
 

 398. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 4


ch. 8 Sec. 14 line 2
 λαμβάνοντες οὐθέν.
(14)   Ἔστι καὶ ἄλλο παραφυόμενον αὐτόματον ἐν τῷ   (1)
σίτῳ. Τοῦτο δέ, ὅταν ὁ σῖτος ᾖ καθαρός, ἀποστήσαντες
καταβάλλουσι τοῦ χειμῶνος εἰς ὑγρὰν τὴν γῆν. Βλαστή-
σαντος δὲ τεμόντες καὶ ξηράναντες παρέχουσι καὶ τοῦτο
 

 399. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 7


ch. 3 Sec. 3 line 6
 δεῖν καταρᾶσθαί τε καὶ βλασφημεῖν σπείροντας εἰ μέλ-
λει καλὸν ἔσεσθαι καὶ πολύ. Δυσξήραντα δὲ πάντα   (5)
μὲν ὡς εἰπεῖν, πλὴν τοῦ κυμίνου, οὐχ ὡς ὁ σῖτος ὃς
κἂν ἅπαξ ἁδρυνθῇ ταχὺ ξηραίνεται καὶ ἀποπίπτει.
Δυσξηραντότερα δὲ τὰ ἐμφλοιοσπέρματα καὶ τούτων
 

 400. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 7


ch. 9 Sec. 3 line 4
 τούτων φανερώτεραι. Εἰσὶ γὰρ αἱ μὲν ξυλώδεις, αἱ δὲ
σαρκώδεις καὶ ἰνώδεις—ὥσπερ καὶ τῶν ἡμέρων—
καθάπερ αἵ τε τοῦ σίτου καὶ τῆς πόας τῆς πλείστης.
Αὐτῶν δὲ τούτων ἕκασται πλείστας ἔχουσι διαφορὰς   (5)
χρώμασιν ὀσμαῖς χυλοῖς μεγέθεσιν.

Prev | Next

 401. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 7


ch. 11 Sec. 2 line 13
90

 ἐκεῖνος ἀνθεῖ κατὰ μέρος ἀλλὰ δι’ ὅλου τοῦ στάχυος,


ὥσπερ ὁ πυρός· ἡ δὲ ἄνθησις ἀμφοῖν χνοώδης, καθάπερ
καὶ τοῦ σίτου. Παρόμοιον δὲ τῇ ὅλῃ μορφῇ τῷ πυρῷ,
πλὴν πλατυφυλλότερον. Ὡσαύτως δὲ τούτοις καὶ τὰ
ἄλλα τὰ σταχυώδη λεκτέον.   (15)
 

 402. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 7


ch. 15 Sec. 4 line 8
 ἑτέρων ἔστι λαβεῖν ἃ πολλὴν ἔχει τὴν διάστασιν.
  Περὶ μὲν οὖν τῶν ἄλλων τῶν ποιωδῶν ἱκανῶς εἴρηται·
περὶ δὲ σίτου καὶ τῶν σιτωδῶν μετὰ ταῦτα λεκτέον·
τοῦτο γὰρ ἔτι κατάλοιπον ἦν.

8.

ΤΟ Θ

 403. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 8


ch. 1 Sec. 1 line 2
 ΤΟ Θ 8.1. (1)   Περὶ μὲν οὖν τῶν ἄλλων τῶν ποιωδῶν ἱκανῶς   (1)
εἰρήσθω· περὶ δὲ σίτου καὶ τῶν σιτωδῶν λέγωμεν
ὁμοίως τοῖς πρότερον· τοῦτο γὰρ κατάλοιπον ἦν τῶν
ποιωδῶν.
 

 404. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 8


ch. 2 Sec. 8 line 13
 δράγμα· γίνεσθαι δὲ οὔτε ὄψιμα ταῦτα οὔτε πολλὰ
παρ’ αὐτοῖς· δεινὴν δέ τινα διαδοῦναι τὴν χώραν
τροφήν· καὶ γὰρ εἶναι σιτοφόρον μὲν καὶ ἐλαιοφόρον
ἀγαθήν, ἀμπελοφόρον δὲ μετρίαν. (9) Ὑπερβάλλον δ’ ἔτι   (1)
τούτου καὶ πάντων θαυμασιώτερον τὸ περὶ Χαλκίαν τὴν
 

 405. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 8


ch. 3 Sec. 1 line 2
 ἔχει.   (10) 8.3.(1)   Διαφέρει δὲ καθ’ ὅλα τὰ γένη τὰ διῃρημένα
τῶν   (1)γενῶν, οἷον σῖτος χεδροπὰ τὰ θερινά, καὶ καθ’ ἕκαστον
γένος τὰ ὁμογενῆ. Τὰ μὲν γὰρ σιτώδη τὸ φύλλον ἔχει
91

καλάμου, τῶν δὲ χεδροπῶν τὰ μὲν περιφερές, οἷον ὁ


 

 406. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 8


ch. 3 Sec. 3 line 3
 (3)   Ἔχει δὲ καὶ τὰ ἄνθη διαφορὰν καὶ τῇ φύσει καὶ τῇ
θέσει. Περὶ ὧν σχεδὸν ἐν τοῖς καθόλου διείλομεν ὅτι τὰ
μὲν χνοώδη, καθάπερ σίτου καὶ παντὸς τοῦ σταχυώ-
δους, τὰ δὲ φυλλώδη, καθάπερ τῶν χεδροπῶν, καὶ τῶν
πλείστων κολοβά—τὰ γὰρ πολλὰ κολοβανθῆ—·    (5)
 

 407. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 8


ch. 4 Sec. 5 line 9
 Λακωνικῇ. Τούτων μὲν οὖν ἔν τε ταῖς χώραις καὶ τῷ
ἀέρι τὸ αἴτιον. Ἐπεὶ καὶ περὶ τὴν Ἀσίαν οὐ πόρρω Βάκ-
τρων ἐν μέν τινι τόπῳ οὕτως ἁδρὸν εἶναί φασι τὸν σῖτον
ὥστε πυρῆνος ἐλάας μέγεθος λαμβάνειν, ἐν δὲ τοῖς   (10)
Πισσάτοις καλουμένοις οὕτως ἰσχυρὸν ὥστ’ εἴ τις
 

 408. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 8


ch. 4 Sec. 6 line 2
 ἠρινοί, οἱ δὲ μαλακοὶ χειμερινοί· πολὺ γὰρ διαφέρει τῇ
κουφότητι ὁ μαλακός. (6) Ὁμοίως δὲ καὶ δύο ἀρότους,   (1)
ὡς ἔοικε, παντὸς τοῦ σίτου ποιοῦνται τὸν μὲν χειμε-
ρινόν, τὸν δὲ ἠρινόν, ἐν ᾧ καὶ τὰ ὄσπρια καταβάλλου-
σιν. Εἰσὶ δὲ καὶ οἱ μὲν καθαροὶ αἰρῶν, ὥσπερ ὁ ποντικὸς
 

 409. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 8


ch. 6 Sec. 4 line 3
 (4)   Διαιροῦσι δὲ καὶ τὰ σπέρματα ποίᾳ ποῖον πρόσφο-
ρον. Ἐν γὰρ ταῖς χειμεριναῖς πυρὸν μᾶλλον ἢ κριθήν,
καὶ ὅλως σῖτον ἢ χεδροπὰ κελεύουσιν ἐν ταῖς χέρσοις
καὶ διὰ χρόνου κινουμέναις· καὶ γὰρ αὗται πυρὸν
φέρουσι μᾶλλον ἢ κριθήν. Δέχεται δὲ καὶ ἐπομβρίαν   (5)
 

 410. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 8


ch. 7 Sec. 4 line 2
 σήσαμον. Περὶ μὲν οὖν τούτων σκεπτέον.   (10)
(4)   Ἐν δὲ ταῖς ἀγαθαῖς χώραις πρὸς τὸ μὴ φυλλο-   (1)
92

μανεῖν ἐπινέμουσι καὶ ἐπικείρουσι τὸν σῖτον, ὥσπερ καὶ


ἐν Θετταλίᾳ· συμβαίνει δ’ ἂν μὲν ἐπινέμωσιν ὁποσακισ-
οῦν, μηδὲν ἀλλοιοῦσθαι τὸν καρπόν, ἂν δὲ ἐπικείρωσιν
 

 411. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 8


ch. 7 Sec. 7 line 8
 θερμαίνειν καὶ συμπέττειν· προτρέχει γὰρ τὰ κοπριζό-
μενα τῶν ἀκόπρων καὶ εἴκοσιν ἡμέραις. Ἅπασι δὲ οὐ
ξυμφέρει, καὶ χρήσιμος οὐ μόνον τοῖς περὶ τὸν σῖτον,
ἀλλὰ καὶ τοῖς ἄλλοις πλὴν πτερίδι, ταύτην δὲ φθείρειν
φασὶν ἐπιβαλλομένην. Ἀπόλλυται δὲ [καὶ] ἡ πτερὶς καὶ   (10)
 

 412. Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. {0093.017} (4-3 B.C.) Book 8


ch. 11 Sec. 4 line 3
 (4)   Διὸ καὶ εἰς θώμους συντιθέασι καὶ πυροὺς καὶ κριθάς,
καὶ δοκοῦσιν ἁδρύνεσθαι ἐν θώμῳ μᾶλλον ἢ λιπο-
σαρκεῖν. Οὐκ ἐσθίεται δὲ σῖτος ὅταν ὑσθεὶς περιφυῇ.
Ἀθέριστος δὲ μάλιστα διαμένει ὁ πυρός, ἔτι δὲ μᾶλλον
ὁ θέρμος· οὐδὲ γὰρ θερίζουσι τοῦτον πρότερον ἢ ὕδωρ   (5)
 

 413. EPICURUS Phil. Epistularum Frag. {0537.004} (4-3 B.C.)


Frag.91 line 3
 τοῖς φίλοις γράφοντος (Ἐπικούρου)· δαίως τε καὶ μεγα-
λοπρεπῶς ἐπεμελήθητε ἡμῶν τὰ περὶ τὴν τοῦ
σίτου κομιδήν, καὶ οὐρανομήκη σημεῖα ἐδέδειχθε
τῆς πρὸς ἐμὲ εὐνοίας.(92) ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ   
 

 414. Πλούταρχος. Sulla {0007.033} (A.D. 1-2) Ch. 13 Sec. 2 line


8
 φόρον εἰς τοὺς ἐσχάτους καιροὺς ἐπιτιθέμενος· ὅς,
χιλίων δραχμῶν ὠνίου τοῦ μεδίμνου τῶν πυρῶν
ὄντος ἐν ἄστει τότε, τῶν ἀνθρώπων σιτουμένων τὸ
(3) περὶ τὴν ἀκρόπολιν φυόμενον παρθένιον, ὑποδή-
ματα δὲ καὶ ληκύθους ἑφθὰς ἐσθιόντων, αὐτὸς
 

 415. Πλούταρχος. Agesilaus {0007.044} (A.D. 1-2) Ch. 39 Sec. 1


line 5
93

 πολιορκίαν ὁ Αἰγύπτιος ἐβούλετο μάχεσθαι καὶ


τοὺς Ἕλληνας μάλα συμπροθυμουμένους εἶχεν·
οὐ γὰρ ἦν ἐν τῷ χωρίῳ σῖτος. ὁ δὲ Ἀγησίλαος   (5)
οὐκ ἐῶν, ἀλλὰ κωλύων ἤκουε μὲν ἔτι μᾶλλον
κακῶς ἢ πρότερον ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων καὶ προδό-
 

 416. Απολλόδωρος βιβλιοθήκη. (epitomae e codd. Vat. 950 +


Sabbaitico 366) {0548.002} (A.D. 1/2) Ch. 3 Sec. 10 line 3
 (10)   Ὅτι θυγατέρες Ἀνίου τοῦ Ἀπόλλωνος
Ἐλαῒς Σπερμὼ Οἰνώ, αἱ Οἰνότροφοι λεγόμεναι· αἷς
ἐχαρίσατο Διόνυσος ποιεῖν ἐκ γῆς ἔλαιον σῖτον οἶνον.
(11)   συνηθροίζετο δὲ ὁ στρατὸς ἐν Αὐλίδι. οἱ δὲ στρα-
τεύσαντες ἐπὶ Τροίαν ἦσαν οἵδε. Βοιωτῶν μὲν ἡγεμό-
 

 417. Αρποκρατίων γραμματικός. Lexicon in decem oratores


Atticos {1389.001} (A.D. 1/2?) Alphabetic letter epsilon lemma
104 line 3
 (104)   Ἐπιμελητὴς ἐμπορίου: Δείναρχος ἐν τῷ κατὰ Πυθέου. Ἀρι-
στοτέλης “ἐμπορίου δ’ ἐπιμελητὰς ιʹ κληροῦσιν, τούτοις δὲ
προστέ-
“τακται τῶν τε ἐμπόρων ἐπιμελεῖσθαι, καὶ τοῦ σίτου τοῦ καταπλέ-
“οντος εἰς τὸ Ἀττικὸν ἐμπόριον τὰ βʹ μέρη τοὺς ἐμπόρους ἀναγκά-
“ζειν εἰς τὸ ἄστυ κομίζειν.”   (5)
 

 418. Αρποκρατίων γραμματικός. Lexicon in decem oratores


Atticos {1389.001} (A.D. 1/2?) Alphabetic letter kappa lemma 15
line 3
 (15)   Καρκίνος: Λυσίας ἐν τῇ περὶ τοῦ κυνὸς ἀπολογίᾳ, εἰ γνήσιος,
“ἐλυμαίνοντο γάρ μου τὸν καρκίνον εἰσφοιτῶσαι αἱ κύνες.” καὶ
ὅταν
ὁ σῖτος ῥιζωθῇ κατὰ τῆς γῆς, κεκαρκινῶσθαί φασι· Φερεκράτης
Αὐ-
τομόλοις
          ὁπόταν σχολάζῃς, νίψον, ἵνα τὰ λήϊα   (5)
 

 419. Αρποκρατίων γραμματικός. Lexicon in decem oratores


Atticos {1389.001} (A.D. 1/2?) Alphabetic letter kappa lemma 74
line 3
94

 (74)   Κόμματα καὶ κυρήβια: Δείναρχος ἐν τῇ κατὰ Καλλισθένους


εἰσαγγελίᾳ. τὰ μὲν κυρήβιά ἐστι τὰ πίτυρα, τὰ δὲ κόμματα ἔοικεν
εἶναι μέρη τινὰ ἢ τῆς καλάμης ἢ τῶν περὶ τὸν σῖτον αὐτὸν ἐν τῷ
στάχυϊ γινομένων ἢ τῶν ἀνθερίκων.
(75)   Κορδακισμός: Δημοσθένης Φιλιππικοῖς. ὁ κόρδαξ κωμικῆς
ὀρ-
 

 420. Αρποκρατίων γραμματικός. Lexicon in decem oratores


Atticos {1389.001} (A.D. 1/2?) Alphabetic letter mu lemma 19
line 4
 ἀρσενικῶς λέγουσι· θηλυκῶς δὲ Σοφοκλῆς Τριπτολέμῳ “κνήμη
με-
“λίνης” καὶ Ἡρόδοτος “σπείροντες μελίνην.” Ξενοφῶν Ἀναβάσεως
αʹ “καὶ σίτου καὶ μελίνης,” ἐν δὲ τῷ αὐτῷ “πολὺν δὲ σήσαμον καὶ
“μέλινον” καὶ ἐν ϛʹ “καὶ ὄσπρια πάντα καὶ μελίνους.” ἔνιοι
μὲν   (5)
οὖν εἶδος κέγχρου νομίζουσι τὴν μελίνην, ὅπερ τινὰς καλεῖν
ἔλυμον·
 

 421. Αρποκρατίων γραμματικός. Lexicon in decem oratores


Atticos {1389.001} (A.D. 1/2?) Alphabetic letter pi lemma 43 line
5
 τῷ περὶ τῶν ἑορτῶν οὕτω γράφει “ὁμοίως δὲ καὶ ὁ
προσαγορευόμενος
“πέλανος. λέγεται δὲ πέμματά τινα τοῖς θεοῖς γινόμενα ἐκ τοῦ
“ἀφαιρεθέντος σίτου ἐκ τῆς ἅλω.” Σαννυρίων δ’ ἐν Γέλωτί
φησι   (5)
            πέλανον * * * * *
            ἃ καλεῖτε σεμνῶς ἄλφιθ’ ὑμεῖς οἱ βροτοί.
 

 422. Αρποκρατίων γραμματικός. Lexicon in decem oratores


Atticos {1389.001} (A.D. 1/2?) Alphabetic letter sigma lemma 18
line 1
 (17)   Σιτηρέσιον: τὸ διδόμενόν τισιν εἰς τροφήν· Δημοσθένης ἐν
τῷ
περὶ τριηραρχήματος.
(18)   Σῖτος: Δημοσθένης ἐν τῷ κατ’ Ἀφόβου αʹ. σῖτος καλεῖται ἡ
διδομένη πρόσοδος εἰς τροφὴν ταῖς γυναιξὶν ἢ τοῖς ὀρφανοῖς, ὡς ἐξ
ἄλλων τε μαθεῖν ἔστι καὶ ἐκ τοῦ Σόλωνος αʹ ἄξονος καὶ ἐκ τῆς
95

Ἀριστο-
 

 423. Αρποκρατίων γραμματικός. Lexicon in decem oratores


Atticos {1389.001} (A.D. 1/2?) Alphabetic letter sigma lemma 18
line 1
 (17)   Σιτηρέσιον: τὸ διδόμενόν τισιν εἰς τροφήν· Δημοσθένης ἐν
τῷ
περὶ τριηραρχήματος.
(18)   Σῖτος: Δημοσθένης ἐν τῷ κατ’ Ἀφόβου αʹ. σῖτος καλεῖται ἡ
διδομένη πρόσοδος εἰς τροφὴν ταῖς γυναιξὶν ἢ τοῖς ὀρφανοῖς, ὡς ἐξ
ἄλλων τε μαθεῖν ἔστι καὶ ἐκ τοῦ Σόλωνος αʹ ἄξονος καὶ ἐκ τῆς
Ἀριστο-
 

 424. Αρποκρατίων γραμματικός. Lexicon in decem oratores


Atticos {1389.001} (A.D. 1/2?) Alphabetic letter sigma lemma 18
line 5
 ἄλλων τε μαθεῖν ἔστι καὶ ἐκ τοῦ Σόλωνος αʹ ἄξονος καὶ ἐκ τῆς
Ἀριστο-
τέλους Ἀθηναίων πολιτείας. Τιμαχίδας δὲ ἡγεῖται παρὰ τοῖς Ἀτ-
τικοῖς σῖτον λέγεσθαι τὸν τόκον, ἀγνοεῖ δὲ ὅτι ἓν ἀνθ’ ἑνὸς
οὐδέποτε   (5)
παρ’ αὐτοῖς ὁ τόκος σῖτος καλεῖται.
(19)   Σιτοφύλακες: Δείναρχος ἐν τῇ κατὰ Καλλισθένους
εἰσαγγελίᾳ.
 

 425. Αρποκρατίων γραμματικός. Lexicon in decem oratores


Atticos {1389.001} (A.D. 1/2?) Alphabetic letter sigma lemma 18
line 6
 τέλους Ἀθηναίων πολιτείας. Τιμαχίδας δὲ ἡγεῖται παρὰ τοῖς Ἀτ-
τικοῖς σῖτον λέγεσθαι τὸν τόκον, ἀγνοεῖ δὲ ὅτι ἓν ἀνθ’ ἑνὸς
οὐδέποτε   (5)
παρ’ αὐτοῖς ὁ τόκος σῖτος καλεῖται.
(19)   Σιτοφύλακες: Δείναρχος ἐν τῇ κατὰ Καλλισθένους
εἰσαγγελίᾳ.
ἀρχή τις ἦν Ἀθήνησιν ἥτις ἐπεμελεῖτο ὅπως ὁ σῖτος δικαίως
πραθή-
 
96

 426. Αρποκρατίων γραμματικός. Lexicon in decem oratores


Atticos {1389.001} (A.D. 1/2?) Alphabetic letter sigma lemma 19
line 1
 τικοῖς σῖτον λέγεσθαι τὸν τόκον, ἀγνοεῖ δὲ ὅτι ἓν ἀνθ’ ἑνὸς
οὐδέποτε   (5)
παρ’ αὐτοῖς ὁ τόκος σῖτος καλεῖται.
(19)   Σιτοφύλακες: Δείναρχος ἐν τῇ κατὰ Καλλισθένους
εἰσαγγελίᾳ.
ἀρχή τις ἦν Ἀθήνησιν ἥτις ἐπεμελεῖτο ὅπως ὁ σῖτος δικαίως
πραθή-
σεται καὶ τὰ ἄλφιτα καὶ οἱ ἄρτοι. ἦσαν δὲ τὸν ἀριθμὸν ιʹ, εʹ μὲν ἐν
 

 427. Αρποκρατίων γραμματικός. Lexicon in decem oratores


Atticos {1389.001} (A.D. 1/2?) Alphabetic letter sigma lemma 19
line 2
 παρ’ αὐτοῖς ὁ τόκος σῖτος καλεῖται.
(19)   Σιτοφύλακες: Δείναρχος ἐν τῇ κατὰ Καλλισθένους
εἰσαγγελίᾳ. ἀρχή τις ἦν Ἀθήνησιν ἥτις ἐπεμελεῖτο ὅπως ὁ σῖτος
δικαίως πραθήσεται καὶ τὰ ἄλφιτα καὶ οἱ ἄρτοι. ἦσαν δὲ τὸν
ἀριθμὸν ιʹ, εʹ μὲν ἐν ἄστει, εʹ δ’ ἐν Πειραιεῖ, ὡς Ἀριστοτέλης ἐν
Ἀθηναίων πολιτείᾳ.
 

 428. GALENUS Med. Linguarum seu dictionum exoletarum


Hippocratis explicatio {0057.106} (A.D. 2) Volume 19 p. 111 line
17
   ζώου.    (15)
κίθαρον: θώρακα.
κίων: τὸ ἐκ τῶν θηριδίων ἄθροισμα τῶν τὸν σῖτον διαβι-
  βρωσκόντων, ὧν ἕκαστον κίων ὀνομάζεται· ἐπὶ τελευτῆς
  τοῦ δευτέρου τῶν γυναικείων τοὔνομα.
 

 429. Μαξιμος Διαλέξεις (A.D. 2) Lecture 1 ch. 3 Sec. a line 4


 λόγου καὶ ἤθους ἑνός· νῦν δὲ ἀοιδοῦ μὲν πρὸς κιθάραν
μινυρίζοντος καιρὸς εἷς, ἐπειδὰν πλήθωσιν αἱ τράπεζαι
    σίτου καὶ κρειῶν, μέθυ δ’ ἐκ κρητῆρος ἀφύσσων
    οἰνοχόος προχέῃσιν·    (5)
(b) καὶ ῥήτορος καιρὸς εἷς, ἐπειδὰν ἀθροισθῇ τὰ δικαστή-
 

 430. Μαξιμος Διαλέξεις (A.D. 2) Lecture 2 ch. 3 Sec. d line 3


97

 (d) μένον μουσικῶς πρὸς τὰ αὑτοῦ ἔργα· φοβερὸν μὲν


δειλοῖς, ἥμερον δὲ ἀγαθοῖς, βαδιστικὸν μὲν τῇ φύσει,
πτηνὸν δὲ τῷ λόγῳ, νηκτὸν δὲ τέχνῃ, σιτοφάγον καὶ
γεωπόνον καὶ καρποφάγον καὶ εὔχρουν καὶ εὐσταλὲς
καὶ εὐωπὸν καὶ εὐγένειον, διὰ τοιούτου σώματος τύ-   (5)
 

 431. Μαξιμος Διαλέξεις (A.D. 2) Lecture 13 ch. 6 Sec. c line 5


 ἔγγονα, οὐχ ὁρώμενοι, οὐδὲ τοξεύοντες, ἢ τιτρωσκό-
μενοι,    οὐ γὰρ σῖτον ἔδουσ’, οὐ πίνουσ’ αἴθοπα οἶνον.   (5)
(d) Ἄνθρωποι δὲ εἰς τὸν οὐρανὸν ἀφορῶντες, ᾗ θέμις
ὁρᾶν τὸν τοῦ Διὸς περιλαμπῆ οἶκον, οὐ χρυσοῖς, καθ’
 

 432. Μαξιμος Διαλέξεις (A.D. 2) Lecture 22 ch. 1 Sec. c line 3


 (c) καὶ κρατῆρος μεστοῦ;’ Ἐρωτῶ δὴ τὸν Ὀδυσσέα· ‘Τί
ἡγεῖ εἶναι τὴν εὐφροσύνην, ὦ σοφώτατε ἀνδρῶν; τρά-
πεζαν μεστὴν κρεῶν καὶ σίτου, καὶ κρατῆρας πλήρεις,
καὶ οἶνον διαχεόμενον, καὶ ἐπὶ τούτοις ᾄδοντα ἀοιδόν,
οἵας ἐκεῖνος ᾠδὰς ᾖδεν,    (5)
 

 433. Μαξιμος Διαλέξεις (A.D. 2) Lecture 35 ch. 5 Sec. b line 10


 αἰθέρα καὶ τὸν αὐτὸν νόμον, καὶ τὴν αὐτὴν φωνὴν
ἱέντας, καὶ τὴν αὐτὴν γῆν νεμομένους, καὶ καρποὺς
τοὺς αὐτοὺς σιτουμένους, καὶ μυστήρια τὰ αὐτὰ τελου-    (10)
(c) μένους· οὓς περιβάλλει τεῖχος ἓν καὶ πόλις μία, πολε-
μοῦντας σπενδομένους, ὀμνύντας ἐπιορκοῦντας, συν-
 

 434. JOSEPHUS ET ASENETH Hagiogr., Narr. Fict. et


Pseudepigr. Confessio et precatio Aseneth {1451.001} (A.D. 2)
Ch. 1 Sec. 3 line 1
 κυκλεῦσαι πᾶσαν τὴν γῆν Αἰγύπτου. (2) Καὶ ἦλθεν Ἰωσὴφ ⸢τῷ
τετάρτῳ
μηνὶ τοῦ πρώτου ἔτους ὀγδόῃ καὶ δεκάτῃ τοῦ μηνὸς⸣ εἰς τὰ ὅρια
Ἡλιουπόλεως. (3) Καὶ ἦν συνάγων τὸν σῖτον τῆς χώρας ἐκείνης ὡς
τὴν
ἄμμον τῆς θαλάσσης. (4) Ἦν δὲ ἀνὴρ ἐν τῇ πόλει ἐκείνῃ,
σατράπης τοῦ
Φαραώ· καὶ οὗτος ἦν ἄρχων πάντων τῶν σατραπῶν καὶ τῶν
μεγιστάνων
 
98

 435. JOSEPHUS ET ASENETH Hagiogr., Narr. Fict. et


Pseudepigr. Confessio et precatio Aseneth {1451.001} (A.D. 2)
Ch. 4 Sec. 8 line 4
 ἔρχεται πρὸς ἡμᾶς σήμερον, καὶ οὗτός ἐστιν ἄρχων πάσης τῆς γῆς
Αἰ-
γύπτου, καὶ Φαραὼ κατέστησεν αὐτὸν ἄρχοντα πάσης τῆς γῆς
⸢ἡμῶν⸣,
καὶ αὐτὸς σιτοδοτεῖ πᾶσαν τὴν χώραν καὶ σῴζει αὐτὴν ἐκ τοῦ
ἐπερχομένου λιμοῦ. (9) Καὶ ἔστιν Ἰωσὴφ ἀνὴρ θεοσεβὴς καὶ
σώφρων καὶ
παρθένος ὡς σὺ σήμερον, καὶ ἀνὴρ δυνατὸς ἐν σοφίᾳ καὶ ἐπιστήμῃ
καὶ
 

 436. JOSEPHUS ET ASENETH Hagiogr., Narr. Fict. et


Pseudepigr. Confessio et precatio Aseneth {1451.001} (A.D. 2)
Ch. 25 Sec. 6 line 3
 Ἰωσήφ; καὶ αὐτὸν διαφυλάττει ὁ θεὸς ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ. (6) Οὐχ
ἅπαξ πεπράκατε αὐτὸν καὶ ἔστι σήμερον βασιλεὺς πάσης τῆς γῆς
καὶ
σωτὴρ καὶ σιτοδότης; (7) Καὶ νῦν πάλιν ἐὰν πονηρεύσεσθε κατ’
αὐτοῦ πονηρά, ἐπικαλέσεται τὸν θεὸν Ἰσραὴλ καὶ πέμψει πῦρ
⸢ἀπ’ οὐρανοῦ⸣ καὶ καταφάγεται ὑμᾶς ⸢καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ θεοῦ
πολεμή-
 

 437. JOSEPHUS ET ASENETH Hagiogr., Narr. Fict. et


Pseudepigr. Confessio et precatio Aseneth {1451.001} (A.D. 2)
Ch. 26 Sec. 3 line 2
 θῇς, ⸢ἀλλὰ πορεύου⸣, ὅτι ὁ κύριος μετὰ σοῦ ἐστι καὶ αὐτός σε
διαφυλά-
ξει ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ ἀπὸ παντὸς πονηροῦ. (3) Κἀγὼ
πορεύσομαι ἐπὶ
τὴν σιτοδοσίαν μου καὶ δώσω σῖτον τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι ⸢ἐν
τῇ πόλει⸣ ἵνα μὴ διαφθαρῇ ἄνθρωπος ἀπὸ λιμοῦ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ.
(4) Καὶ ἀπῆλθεν Ἀσενὲθ ἐπὶ τὴν ὁδὸν αὐτῆς καὶ Ἰωσὴφ ἀπῆλθεν
ἐπὶ τὴν
 

 438. JOSEPHUS ET ASENETH Hagiogr., Narr. Fict. et


Pseudepigr. Confessio et precatio Aseneth {1451.001} (A.D. 2)
Ch. 26 Sec. 3 line 2
99

 θῇς, ⸢ἀλλὰ πορεύου⸣, ὅτι ὁ κύριος μετὰ σοῦ ἐστι καὶ αὐτός σε
διαφυλά-
ξει ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ ἀπὸ παντὸς πονηροῦ. (3) Κἀγὼ
πορεύσομαι ἐπὶ
τὴν σιτοδοσίαν μου καὶ δώσω σῖτον τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι ⸢ἐν
τῇ πόλει⸣ ἵνα μὴ διαφθαρῇ ἄνθρωπος ἀπὸ λιμοῦ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ.
(4) Καὶ ἀπῆλθεν Ἀσενὲθ ἐπὶ τὴν ὁδὸν αὐτῆς καὶ Ἰωσὴφ ἀπῆλθεν
ἐπὶ τὴν
 

 439. JOSEPHUS ET ASENETH Hagiogr., Narr. Fict. et


Pseudepigr. Confessio et precatio Aseneth {1451.001} (A.D. 2)
Ch. 26 Sec. 4 line 2
 τῇ πόλει⸣ ἵνα μὴ διαφθαρῇ ἄνθρωπος ἀπὸ λιμοῦ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ.
(4) Καὶ ἀπῆλθεν Ἀσενὲθ ἐπὶ τὴν ὁδὸν αὐτῆς καὶ Ἰωσὴφ ἀπῆλθεν
ἐπὶ τὴν
σιτοδοσίαν αὐτοῦ. (5) Καὶ ἦλθεν Ἀσενὲθ ἐπὶ τὸν τόπον τοῦ χει-
μάρρου μετὰ τῶν ἑξακοσίων ἀνδρῶν καὶ ⸢ἐξαίφνης⸣ οἱ περὶ τὸν
υἱὸν Φαραὼ ἐξεπήδησαν ⸢ἐκ τῆς ἐνέδρας αὐτῶν⸣ καὶ συνέμιξαν
πόλεμον
 

 440. VETTIUS VALENS Astrol. Anthologiarum libri ix


{1764.001} (A.D. 2) P. 1 line 12
 δὲ τοῦ σώματος μερῶν κυριεύει κεφαλῆς αἰσθητηρίων, ὀφθαλμοῦ
(10)δεξιοῦ, πλευρῶν καρδίας, πνευματικῆς ἤτοι αἰσθητικῆς
κινήσεως, νεύρων· οὐσίας δὲ χρυσοῦ, καρπῶν δὲ σίτου καὶ
κριθῶν· ἐστὶ δὲ τῆς ἡμερινῆς αἱρέσεως, τῇ μὲν χρόᾳ κίτρινος, τῇ δὲ
γεύσει δριμύς.   <Ἡ> δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς
ἀντανακλάσεως τοῦ
 

 441. VETTIUS VALENS Astrol. Anthologiarum libri ix


{1764.001} (A.D. 2) P. 76 line 10
 σκονται.
  Κρόνος Διὶ τρίγωνος ἀγαθὸν δηλοῖ τὸ σχῆμα· πολυκτήμονας
ἐγγαίων, κυρίους σιτικῶν καὶ ἀμπελικῶν, σιτογεωργοὺς ἀποτελεῖ
(10)
καὶ κτίστας οἰκοπέδων κωμῶν τε καὶ πόλεων, βαρεῖς δὲ καὶ ἐπι-
σκύνιον ἔχοντας. ἐὰν δὲ ὑψηλότερον τὸ σχῆμα καὶ Ἄρης ἐπιθεω-
 
100

 442. CHARITON Scr. Erot. De Chaerea et Callirhoe {0554.001}


(A.D. 2?) Book 3 ch. 2 Sec. 10 line 3
 (10)   Ἔδοξεν οὕτως καὶ καλέσας Λεωνᾶν “ἄπιθι” φησὶν “εἰς τὴν
πόλιν· μεγαλοπρεπῶς ἑτοίμασον τὰ πρὸς τὸν γάμον·
ἐλαυνέσθωσαν
ἀγέλαι· σῖτος καὶ οἶνος διὰ γῆς καὶ θαλάσσης κομιζέσθω· δημοσίᾳ
(11) τὴν πόλιν εὐωχῆσαι προῄρημαι.” πάντα διατάξας ἐπιμελῶς
τῆς
ὑστεραίας αὐτὸς μὲν ἐπὶ ὀχήματος ἐποιεῖτο τὴν πορείαν, τὴν δὲ
 

 443. ANTONINUS LIBERALIS Myth. Metamorphoseon


synagoge {0651.001} (A.D. 2?) Ch. 21 Sec. 5 line 2
 ἐξείλετο τοῦ μόρου τοὺς παῖδας. ἤλλαξε δὲ μετὰ Ἑρμοῦ    (5)
τὴν φύσιν αὐτῶν εἰς ὄρνιθας. (5) καὶ ἐγένετο Πολυφόντη μὲν
στὺξ φθεγγομένη νυκτὸς ἄτερ σίτου καὶ ποτοῦ, τὴν κεφα-
λὴν ἴσχουσα κάτω, τοὺς δὲ πόδας ἄκρους ἄνω, πολέμου
καὶ στάσεως ἀνθρώποις ἄγγελος· Ὄρειος δ’ ἐγένετο λαγῶς,
 

 444. Αποκάλυψις Ιωάννου. Apocalypsis apocrypha Joannis


{1158.001} (A.D. 2?) Sec. 5 line 4
 λουσιν ταῦτα γενέσθαι, καὶ τί διαφέρουσιν οἱ καιροὶ ἐκεῖνοι; καὶ
ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι· ἄκουσον, δίκαιε Ἰωάννη· μέλλει
τῷ καιρῷ ἐκείνῳ γενέσθαι πλησμονὴ σίτου καὶ οἴνου, οἵα οὐ γέ-
γονεν ἐπὶ τῆς γῆς οὐδ’ οὐ μὴ γένηται ἕως οὗ ἔλθωσιν οἱ καιροὶ
(5)
ἐκεῖνοι. τότε ὁ στάχυς τοῦ σίτου ἐκφυεῖ ἡμιχοίνικον, καὶ ὁ
 

 445. Αποκάλυψις Ιωάννου. Apocalypsis apocrypha Joannis


{1158.001} (A.D. 2?) Sec. 5 line 6
 τῷ καιρῷ ἐκείνῳ γενέσθαι πλησμονὴ σίτου καὶ οἴνου, οἵα οὐ γέ-
γονεν ἐπὶ τῆς γῆς οὐδ’ οὐ μὴ γένηται ἕως οὗ ἔλθωσιν οἱ καιροὶ
(5)
ἐκεῖνοι. τότε ὁ στάχυς τοῦ σίτου ἐκφυεῖ ἡμιχοίνικον, καὶ ὁ
ἀγκὼν τοῦ κλήματος ἐκφυεῖ χιλίους βότρυας, καὶ ὁ βότρυς ἐκφυεῖ
ἡμίσταμνον οἴνου· καὶ τοῦ ἐπερχομένου ἔτους οὐ μὴ εὑρεθῇ ἐπὶ
 

 446. Αποκάλυψις Ιωάννου. Apocalypsis apocrypha Joannis


{1158.001} (A.D. 2?) Sec. 5 line 9
101

 ἀγκὼν τοῦ κλήματος ἐκφυεῖ χιλίους βότρυας, καὶ ὁ βότρυς ἐκφυεῖ


ἡμίσταμνον οἴνου· καὶ τοῦ ἐπερχομένου ἔτους οὐ μὴ εὑρεθῇ ἐπὶ
προσώπου πάσης τῆς γῆς ἡμιχοίνικον σίτου οὐδὲ ἡμίσταμνος
οἴνου.   (10)
(6)   Καὶ πάλιν εἶπον· κύριε, ἀπὸ τότε τί μέλλεις ποιεῖν; καὶ
 

 447. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 1 Sec. 20 line 3
 (20)   Τὰ μὲν ἄλλα τῶν ᾠδικῶν ὀρνέων εὐστομεῖ καὶ
τῇ γλώττῃ φθέγγεται δίκην ἀνθρώπου· οἱ δὲ τέττι-
γες κατὰ τὴν ἰξύν εἰσι λαλίστατοι. καὶ σιτοῦνται
μὲν τῆς δρόσου, τὰ δὲ ἐξ ἕω ἐς πλήθουσαν ἀγορὰν
σιωπῶσιν, ἡλίου δὲ ὑπαρχομένου τῆς ἀκμῆς, τὸν ἐξ    (5)
 

 448. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 1 Sec. 23 line 24
 ρημένοι, ἄλφιτα αἰγείῳ ζωμῷ διαβραχέντα. ἑλκόμε-
νοι δὲ οἱ σαργοὶ ὡς ὑπό τινος ἴυγγος τῆς ὀσμῆς τῆς
προειρημένης προσίασι, καὶ σιτοῦνται μὲν τῶν ἀλ-
φίτων, κηλοῦνται δὲ ὑπὸ τῆς δορᾶς. αἱρεῖ δὲ αὐ-   (25)
τῶν πολλοὺς ἀγκίστρῳ σκληρῷ καὶ ὁρμιᾷ λίνου
 

 449. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 1 Sec. 41 line 20
 τροφὴν ἐν χειμῶνι, τοῦ κλύδωνος τὰ μὲν ἀποσπῶν-
τος ἐκ τῶν πετρῶν, τὰ δὲ ἐπισύροντος ἐκ τῆς γῆς·
σιτοῦνται δὲ μελάνουροι τὰ ῥυπαρώτερα καὶ ὅσα οὐκ    (20)
ἂν ῥᾳδίως ἰχθὺς ἄλλος ἂν πάσαιτο, εἰ μὴ πάνυ λιμῷ
πιέζοιτο. ἐν γαλήνῃ δὲ ἐπὶ τῆς ἄμμου μόνης σα-
 

 450. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 3 Sec. 42 line 6
 δὲ ἑαυτὸν ἐπιδίδωσι ταῖς κονίστραις καὶ τοῖς λου-
τροῖς, πρὶν ἂν βαδίσῃ τινὰ ἀριθμὸν βαδίσεων ἀρ-    (5)
κοῦντά οἱ. σιτούμενος δὲ ἐπὶ μαρτύρων ἄχθεται, καὶ
διὰ ταῦτα ἀναχωρεῖ, καὶ ὑπολανθάνων ἐσθίει. ζηλό-
τυπος δέ ἐστιν ἰσχυρῶς, καὶ τὰς ὑπάνδρους τῶν γυ-
 
102

 451. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 3 Sec. 42 line 16
 εἶναι, ἢ ὑποδέχεται νεὼς αὐτόν, καὶ ἄφετος ἀλᾶται
εἴσω περιβόλου. τὸν ταὼν μὲν οὖν ὡραῖον ὄντα καὶ    (15)
καταθύουσι καὶ σιτοῦνται οἱ ἄσωτοι· τοῦ γὰρ ὄρνι-
θος τὰ μὲν πτερὰ κόσμος ἐστί, τὸ δὲ σῶμα ἤ τι ἢ
οὐδέν. πορφυρίωνα δὲ οὐκ οἶδα καταθύσαντα οὐ-
 

 452. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 4 Sec. 13 line 12
 φίᾳ φυσικῇ ἑαυτοὺς ἀβρώτους παρασκευάσαι· καὶ    (10)
τῆς μὲν ἄλλης τροφῆς, ἥτις αὐτοὺς εὐφραίνει τε καὶ
πιαίνει, ἀπέχονται, σκόροδα δὲ σιτοῦνται προθυμό-
τατα. οἱ τοίνυν ταῦτα προμαθόντες ἐσπείσαντο πρὸς
αὐτοὺς ἑκόντες ἀθηρίαν· ὅστις δὲ τῇ τούτων ἄγρᾳ
 

 453. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 4 Sec. 46 line 28
 ὀπτῶσιν οὐ πυρί, ἀλλὰ πρὸς τὴν εἵλην τὴν τοῦ ἡλίου
ἐς μοίρας διαξήναντες. τρέφουσι δὲ καὶ αἶγας καὶ
οἶς. καὶ σῖτον μὲν ποιοῦνται τὰ ἄγρια, πίνουσι δὲ
τὸ ἐκ τῶν θρεμμάτων γάλα ὧν τρέφουσι. μνήμην δὲ
αὐτῶν ἐν τοῖς ἀλόγοις ἐποιησάμην, καὶ εἰκότως·    (30)
 

 454. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 5 Sec. 11 line 33
 καὶ ζῴου οὐκ ἂν οὐδενὸς πάσαιτό ποτε· καὶ οὐ δεῖ-
ται Πυθαγόρου συμβούλου οὐδὲ ἕν, ἀπόχρη δὲ ἄρα
σῖτον αὐτῇ εἶναι τὰ ἄνθη. ἔστι δὲ καὶ σωφροσύνην
ἀκροτάτη. χλιδὴν γοῦν καὶ θρύψιν μεμίσηκε. καὶ τὸ
μαρτύριον, τὸν χρισάμενον μύρῳ διώκει τε καὶ ἐλαύ-    (35)
 

 455. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 5 Sec. 45 line 23
 ὁρῶν τὸν θῆλυν, πεποίηκε τοὺς ἄρρενας ἰδίᾳ καθεύ-
δοντας καὶ τὰς θηλείας ἰδίᾳ. ἐν Σαλαμῖνι δὲ χλω-
ροῦ σίτου καὶ ληίου κομῶντος ἐὰν σῦς ἐμπεσοῦσα
ἀποκείρῃ, νόμος ἐστὶ Σαλαμινίων τοὺς ὀδόντας ἐκτρί-
103

βειν αὐτῆς. καὶ τοῦτο εἶναι τὸ παρ’ Ὁμήρῳ συὸς   (25)


 

 456. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 5 Sec. 45 line 27
 βειν αὐτῆς. καὶ τοῦτο εἶναι τὸ παρ’ Ὁμήρῳ συὸς   (25)
ληιβοτείρης φασίν. οἳ δὲ ἑτέρως νοοῦσι, καὶ λέ-
γουσι χλωροῦ σίτου τὴν ὗν γευσαμένην ἀσθενεῖς
ἔχειν τοὺς ὀδόντας.
(46)   Ἔδωκε δὲ ἄρα ἡ φύσις ταῖς κυσὶ τραυμάτων
 

 457. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 5 Sec. 46 line 3
 (46)   Ἔδωκε δὲ ἄρα ἡ φύσις ταῖς κυσὶ τραυμάτων
ἀντίπαλον πόαν. εἰ δὲ ἕλμινθες αὐτὰς λυποῖεν, τοῦ
σίτου τὸ καλούμενον λήιον ἐσθίουσαι ἐκκρίνουσιν
αὐτάς. λέγονται δὲ καὶ ὅταν δέωνται τὴν γαστέρα
ἑκατέραν κενῶσαι πόαν τινὰ ἐσθίειν, καὶ τὸ μέν τι    (5)
 

 458. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 7 Sec. 6 line 17
 δέους φροντίδα καὶ μάλα ἀσμένως ἐκβάλλοντες. ἐν-    (15)
ταῦθά τοι τοῦ χρόνου καὶ μνήμη τροφῆς αὐτοὺς
ἐσέρχεται· σιτοῦνται δὲ ἀκούω τήν τε σχῖνον ἀμφι-
λαφῆ τοῖς δένδροις περιπεφυκυῖαν καὶ κιττὸν ἄγριον
τοῖς φυτοῖς ἐφέρποντα καὶ ὑπέρδασυν καὶ φοινίκων
 

 459. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 8 Sec. 9 line 8
 οὐδὲ ἕν. καὶ μελαίνης μέντοι χολῆς ἐκκρίνει πλῆθος,
ἥπερ οὖν μείνασα λύτταν ἐργάζεται κυσὶ νόσημα ἀρ-
γαλέον. ἑλμίνθων δὲ πεπληρωμένοι τοῦ σίτου τοὺς
ἀθέρας ἐσθίουσιν, ὡς Ἀριστοτέλης λέγει. τρωθέντες
δὲ ἔχουσι τὴν γλῶτταν φάρμακον, ᾗπερ οὖν περι-    (10)
 

 460. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 9 Sec. 37 line 4
 ... οἱ μηδὲ ἓν πολλάκις. τὸ δὲ αἴτιον Θεόφραστος
λέγει, φυσικώτατα ἀνιχνεύσας ὅτι τὰ ὀρνύφια τὴν
104

ἄνθην τῶν δένδρων σιτούμενα εἶτα ἐπὶ τοῖς φυτοῖς


καθήμενα τὰ περιττὰ ἀποκρίνει. οὐκοῦν τὸ σπέρμα   (5)
ταῖς κοιλάσι καὶ ταῖς ὀπαῖς αὐτῶν καὶ τοῖς σηραγ-
 

 461. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 9 Sec. 56 line 21
 σιν· ὑφορῶνται γὰρ τοῦτο τὸ ζῷον ὡς ἔχθιστον.
ὅταν δὲ αὐτοὺς αἱ νομαὶ ἐπιλίπωσιν, οἳ μὲν τὰς ῥίζας    (20)
ἐξορύττουσιν καὶ σιτοῦνται καὶ ταύτας, οἳ δὲ ἀπίασι
ζητοῦντες χιλόν. καὶ ὅ γε ἐντυχὼν τῷ θηράματι
πρῶτος αὐτῶν ὑποστρέψας καλεῖ τοὺς συννόμους
 

 462. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 10 Sec. 16 line 25
 καὶ οὐδέπω ὡραίους κατακλῶσι, τοὺς δὲ ἐξορύττου-
σιν. Εὔδοξος δέ φησι φειδομένους τοὺς Αἰγυπτίους
τῶν ὑῶν μὴ θύειν αὐτάς, ἐπεὶ τοῦ σίτου σπαρέντος   (25)
ἐπάγουσι τὰς ἀγέλας αὐτῶν. αἳ δὲ πατοῦσι καὶ ἐς
ὑγρὰν τὴν γῆν ὠθοῦσιν, ἵνα μείνῃ ἔμβιος καὶ μὴ ὑπὸ
 

 463. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 10 Sec. 21 line 12
 τες μετεώρους μαστιγοῦσί τε πολλὰς καὶ τὰς ἐξ ἀν-    (10)
θρώπων ξαίνουσι κνυζωμένους καὶ δακρύοντας, εἶτα
μέντοι κατακόπτουσιν αὐτοὺς καὶ σιτοῦνται. κύει
δὲ ἄρα τὸ ζῷον τοῦτο ἐν ἑξήκοντα ἡμέραις, καὶ τίκτει
ᾠὰ ἑξήκοντα, καὶ τοσαύταις ἡμέραις θάλπει αὐτά,
 

 464. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 13 Sec. 26 line 7
 προσέοικε τετριγότι. πτέρυγες δὲ ὀλίγαι τὸ μέγεθος   (5)
ὑπὸ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ ἐκπεφύκασι, καὶ εἶεν ἂν
κατὰ τὰς τῶν χερσαίων καὶ αὗται. οὐ σιτοῦνται δὲ
αὐτὸν οἱ πολλοί, νομίζοντες ἱερόν. Σεριφίους δὲ
ἀκούω καὶ θάπτειν νεκρὸν ἑαλωκότα· ζῶντα δὲ ἐς δί-
 

 465. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 14 Sec. 1 line 9
105

 ἔνσπονδα, καί εἰσιν ἐλεύθεροι, καὶ ἀθηρίαν εἰλήχασι,


καὶ προΐασιν ἐς χρόνου πλῆθος, καὶ ζῶσιν αὐτόθι
σκόμβροι καὶ γέροντες. οὐ μὴν ἀργοὶ σιτοῦνται,
οὐδὲ ὑπὲρ ὧν τρέφονταί εἰσιν ἀχάριστοι, λαβόντες   (10)
δὲ ἐκ τῶν ἁλιέων τροφὰς τὰς ἑωθινὰς εἶτα μέντοι
 

 466. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 16 Sec. 10 line 10
 δὲ κεφαλὴν καὶ τὴν οὐρὰν ἄκραν εἰσὶ πυρροί. σώ-
φρονες δὲ καὶ φύσει τιθασοί· εἰσὶ δὲ ὑλαῖοι τὴν
δίαιταν, καὶ σιτοῦνται τῶν ὡραίων τὰ ἄγρια. φοι-    (10)
τῶσι δὲ ἀθρόοι ἐς τὰ τῆς Λατάγης προάστεια (πόλις
δέ ἐστιν Ἰνδῶν ἡ Λατάγη), καὶ τὴν προτεθειμένην
 

 467. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 16 Sec. 10 line 13
 τῶσι δὲ ἀθρόοι ἐς τὰ τῆς Λατάγης προάστεια (πόλις
δέ ἐστιν Ἰνδῶν ἡ Λατάγη), καὶ τὴν προτεθειμένην
αὐτοῖς ἐκ βασιλέως ἑφθὴν ὄρυζαν σιτοῦνται· ἀνὰ
πᾶσαν δὲ ἡμέραν ἥδε ἡ δαὶς αὐτοῖς εὐτρεπὴς πρό-
κειται. ἐμφορηθέντας δὲ ἄρα αὐτοὺς ἀναχωρεῖν αὖ-    (15)
 

 468. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 16 Sec. 22 line 6
 εἴτε καὶ τοῦτον τὸν τρόπον τίκτονται. γίνονται δὲ
ὄφεις παρ’ αὐτοῖς μεγέθει μέγιστοι, ὧν οἳ μὲν ἁρ-    (5)
πάζουσι τὰς ποίμνας καὶ σιτοῦνται, οἳ δὲ ἐκθηλά-
ζουσι τὸ αἷμα, ὥσπερ οὖν παρὰ τοῖς Ἕλλησιν οἱ αἰγι-
θῆλαι, ὧνπερ οὖν καὶ ἀνωτέρω οἶδα ποιησάμενος
 

 469. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium {0545.001} (A.D.


2-3) Book 17 Sec. 36 line 3
 (36)   Καμήλου κρέας ἥδεται λέων ἐσθίων. καὶ τὸ μαρ-
τύριον, Ἡρόδοτος λέγει ταῖς Ξέρξου καμήλοις ταῖς
τὸν σῖτον φερούσαις ἐπιθέσθαι λέοντας. τὰ δὲ ἄλλα
οὐκ ἐσίνοντο, οὐχ ὑποζύγιον, οὐκ ἄνθρωπον, ἦ δ’
ὅς. ὀλίγα δὲ Ἡρόδοτος ᾔδει ἐξετάζων τροφὴν λεόντων    (5)
 
106

 470. CLEMENS ALEXANDRINUS Theol. Protrepticus


{0555.001} (A.D. 2-3) Ch. 2 Sec. 26 subSec. 2 line 2
 ὀνομάσαντες τοὺς ἀστέρας, καὶ προσεκύνησαν ἥλιον, ὡς
(2) Ἰνδοί, καὶ σελήνην, ὡς Φρύγες· οἳ δὲ τῶν ἐκ γῆς φυομένων
τοὺς ἡμέρους δρεπόμενοι καρποὺς Δηὼ τὸν σῖτον, ὡς
Ἀθηναῖοι, καὶ Διόνυσον τὴν ἄμπελον, ὡς Θηβαῖοι, προση-
(3) γόρευσαν. Ἄλλοι τὰς ἀμοιβὰς τῆς κακίας ἐπισκοπήσαντες
 

 471. CLEMENS ALEXANDRINUS Theol. Protrepticus


{0555.001} (A.D. 2-3) Ch. 4 Sec. 48 subSec. 2 line 5
 Πτολεμαίῳ τῷ Φιλαδέλφῳ τῷ Αἰγυπτίων πεμφθῆναι
βασιλεῖ, ὃς λιμῷ τρυχομένους αὐτοὺς ἀπ’ Αἰγύπτου μετα-
πεμψαμένους σῖτον [ὁ Πτολεμαῖος] ἀνεκτήσατο, εἶναι δὲ    (5)
τὸ ξόανον τοῦτο ἄγαλμα Πλούτωνος· ὅς, δεξάμενος τὸν
ἀνδριάντα, καθίδρυσεν ἐπὶ τῆς ἄκρας, ἣν νῦν Ῥακῶτιν
 

 472. CLEMENS ALEXANDRINUS Theol. Protrepticus


{0555.001} (A.D. 2-3) Ch. 4 Sec. 48 subSec. 3 line 5
 ξάνδρειαν μετὰ τιμῆς πανηγυρικῆς. Ἰσίδωρος μόνος παρὰ
Σελευκέων τῶν πρὸς Ἀντιοχείᾳ τὸ ἄγαλμα μεταχθῆναι
λέγει, ἐν σιτοδείᾳ καὶ αὐτῶν γενομένων καὶ ὑπὸ Πτολεμαίου   (5)
(4) διατραφέντων. Ἀλλ’ ὅ γε Ἀθηνόδωρος ὁ τοῦ Σάνδωνος
ἀρχαΐζειν τὸν Σάραπιν βουληθεὶς οὐκ οἶδ’ ὅπως περιέπεσεν,
 

 473. Φλάβιος Φιλόστρατος. (A.D. 2-3) Olearius p. 661 line 23


 τῶν γεωργῶν κύκλου, τοὐμὸν δὲ πολλῷ ἐπιεικέστε-
ρον· οὐ γὰρ ξυμβάλλω ἐμπόροις, οὐδὲ τὴν δραχ-
μὴν ὅ τι ἐστί, γιγνώσκω, ἀλλὰ βοῦν σίτου καὶ
οἴνου τράγον καὶ τοιαῦτα τοιούτων ἢ ὠνοῦμαι ἢ
αὐτὸς ἀποδίδομαι σμικρὰ εἰπών τε καὶ ἀκούσας.    (25)
 

 474. Φλάβιος Φιλόστρατος. (A.D. 2-3) Olearius p. 675 line 19


 καὶ αἱ ταύταις ἴσαι σώφρονές τε καὶ χρησταί.
  Φ. Ξυσσιτοῦνται δὲ ἀλλήλοις ἢ οὐ θέμις;
  Ἀ. Οὔπω, ξένε, σιτουμένῳ ἐνέτυχον οὐδὲ πί-
νοντα ἔγνων. καίτοι σπένδω γε αὐτῷ κατὰ ἑσπέραν    (20)
ἀπὸ τουτωνὶ τῶν Θασίων ἀμπέλων, ἃς φυτεύει αὐ-
 
107

 475. Φλάβιος Φιλόστρατος. (A.D. 2-3) Olearius p. 707 line 12


 Ἄνδρου πρὸς Γυραῖς ἀπέθανεν. ἀγγελίας δὲ τοῦ   (10)
πάθους ἐς τοὺς Ἀχαιοὺς ἐλθούσης ὀλίγους μὲν
αὐτῶν σίτου ἅψασθαι, πάντας δὲ ὡς ἐπ’ ἀνδρὶ
ἀγαθῷ χεῖρας ἄρασθαι, προσεσχηκότας τε τῇ θα-
λάττῃ ἀνακαλεῖν αὐτὸν καὶ ὀλοφύρεσθαι καὶ τὸν
 

 476. Φλάβιος Φιλόστρατος. (A.D. 2-3) Olearius p. 751 line 10


 χθησαν ἐς τὴν ἀριστερὰν τοῦ πελάγους ὄχθην, περὶ
ἣν αἱ γυναῖκες οἰκεῖν λέγονται, ληφθέντες δὲ ὑπ’
αὐτῶν χρόνον μέν τινα ἐδέδεντο σιτούμενοι πρὸς   (10)
φάτναις, ἵνα ἀποδῶνται σφᾶς ὑπὲρ τὸν ποταμὸν
ἄγουσαι τοῖς ἀνδροφάγοις Σκύθαις· ἐπεὶ δὲ μειρά-
 

 477. Ωριγένης. Frag. in evangelium Joannis (in catenis)


{2042.006} (A.D. 2-3) Frag.64 line 9
 «ζωὴν ἐπαιτήσεως μὴ βιώσῃ, ὡς κρεῖττον ἀποθανεῖν ἢ ἐπαιτεῖν».
ἐπαιτεῖν δὲ αἰσχύνεται ὁ ἐν τοῖς εὐαγγελίοις οἰκονόμος τῆς ἀδικίας,
καὶ διὰ τοῦτο τῷ μὲν ὀφείλοντι ἑκατὸν κόρους σίτου ἔλεγε· «Δέξαι

«σου τὸ γράμμα καὶ γράφε ἑξήκοντα», τῷ δὲ ἑκατὸν βάτους


ἐλαίου·    (10) «Δέξαι σου τὸ γράμμα καὶ ποίησον ὀγδοήκοντα»,
προκρίνας τοῦ μετ’
 

 478. Ωριγένης. Frag. in evangelium Joannis (in catenis)


{2042.006} (A.D. 2-3) Frag.86 line 13
 ἐθνῶν ‹καρποφορία›. κἀκεῖ ἔμεινεν μετὰ τῶν μαθητῶν· πάρεστι
γὰρ
τῇ ‹καρποφορίᾳ›. καὶ ἐπὶ τῇ γενέσει μὲν τοῦ Ἐφραὶμ εἴποι ἂν ὁ
γεν-
νήσας αὐτὸν σιτομέτρης ἡμῶν κύριος, ὁ ταπεινώσας ἑαυτὸν καὶ
γε-
νόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου· «Ηὔξησέ με ὁ θεὸς ἐν γῇ τῆς τα-
«πεινώσεώς μου».   (15)
 

 479. Ωριγένης. In Jeremiam (homiliae 12-20) {2042.021} (A.D.


2-3) Homily 16 Sec. 4 line 21
 τὸν ἔξω τῶν τρυμαλιῶν τῶν πετρῶν, πῶς πλανᾶται καὶ ἐν τῇ περὶ
ἀγαθῶν κρίσει, οἰόμενος ταῦτα εἶναι ἀγαθά. διό φησι· «καὶ ἐρῶ τῇ
108

(20)
ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά». τὸν σῖτον
καὶ
τὴν εὐφορίαν τῶν γηΐνων ἀγαθὰ εἶναι νενόμικεν· οὐ γὰρ εἶδεν ὅτι
τὰ ἀληθῶς ἀγαθὰ οὐκ ἔστιν ἐν τῇ κατηραμένῃ γῇ, ἀλλὰ τὰ ἀληθῶς
 

 480. Ωριγένης. Expositio in Proverbia (Frag. e catenis)


{2042.075} (A.D. 2-3) Volume 17 p. 192 line 19
 μενοι, εἰσὶν οἱ εἰς τὴν σάρκα σπείροντες, καὶ φθορὰν
συνάγοντες ἑαυτοῖς.
  Σῖτος ὁ θεῖος λόγος, ὂν κατακρύψαντες οἱ Ἰουδαῖοι,
κατέλιπον αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν. —Ὅμοιόν ἐστι τούτῳ    (20)
καὶ τὸ ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις
 

 481. Ωριγένης. Expositio in Proverbia (Frag. e catenis)


{2042.075} (A.D. 2-3) Volume 17 p. 192 line 24
 λεγόμενον· τὸ, Οὐδεὶς λύχνον ἅψας, τίθησιν αὐ-
τὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ’ ὑπὸ τὴν λυχνίαν, τοῦ
φαίνειν πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ· ὥσπερ γὰρ ὁ σῖτος
τροφή ἐστι τῷ σώματι, οὕτως ἡ θεία γνῶσις τῇ   (25)
ψυχῇ· ὁ δὲ τὴν τῶν ἀμφοτέρων τροφὴν ἔχων καὶ μὴ
 

 482. Ωριγένης. Expositio in Proverbia (Frag. e catenis)


{2042.075} (A.D. 2-3) Volume 17 p. 209 line 44
 εἰς τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν.
  Ὥσπερ ὁ ἄφρων τὸ ὄνειδος οὐκ αἰσχύνεται, οὕτως
ὁ δανεισάμενος σῖτον σπεῖραι ἐν ἀμητῷ· ἤδη ὅτι ἐκ
τοῦ γεωργίου αὐτοῦ ἀποδοθήσεται τῷ δανείσαντι, κἂν    (45)
τύχῃ ἀποθανεῖν τὸν δανεισθέντα. —Εἰ ἔστιν ἐν ἀμη-
 

 483. Ωριγένης. Expositio in Proverbia (Frag. e catenis)


{2042.075} (A.D. 2-3) Volume 17 p. 209 line 47
 τοῦ γεωργίου αὐτοῦ ἀποδοθήσεται τῷ δανείσαντι, κἂν    (45)
τύχῃ ἀποθανεῖν τὸν δανεισθέντα. —Εἰ ἔστιν ἐν ἀμη-
τῷ σῖτον δανείσασθαι παρὰ τῶν ἐργασαμένων ἐν τοῖς
ἒξ ἔτεσι τὴν ἑαυτῶν γῆν, τουτέστι παρὰ τῶν τῆς πρὸ
τοῦ Χριστοῦ παρουσίας ἐν τοῖς ἒξ αἰῶσι λαμψάντων
 
109

 484. Ωριγένης. Expositio in Proverbia (Frag. e catenis)


{2042.075} (A.D. 2-3) Volume 17 p. 212 line 29
 φαμεν εἶναι, ἐν οἷς χρυσὸς, ἄργυρος, χαλκὸς, μέ-
ταξα, καὶ ὅσα ἄλλα σταθμίζονται· μέτρα δὲ τὰ
ἐν ἀγγείοις μετρούμενα, σῖτος, οἶνος, ἔλαιον, καὶ
ὄσπρια· ἄλλως τε δὲ τὸν παρά τισι θρασύδειλον λε-    (30)
γόμενον, μέγα καὶ μικρὸν εἶναι στάθμιον νομίζω·
 

 485. Ωριγένης. Expositio in Proverbia (Frag. e catenis)


{2042.075} (A.D. 2-3) Volume 17 p. 213 line 17
   Λικμήτωρ ἀσεβῶν ὁ Χριστός ἐστιν· ἐπιβαλεῖ δὲ   (15)
τοῖς ἀσεβέσιν ὥσπερ λέων θήρας· τροχὸς δὲ, ἅλωνος
χωρίζων τὰ ἄχυρα ἀπὸ τοῦ σίτου· ἢ τροχὸν ἐπιβαλεῖ
τὴν ἀναπόδιστον τιμωρίαν.
  Ταμιεῖα κοιλίας ἐστὶν ὁ νοῦς, ἡ καρδία, καὶ ἡ γνῶ-
 

 486. Ωριγένης. Expositio in Proverbia (Frag. e catenis)


{2042.075} (A.D. 2-3) Volume 17 p. 228 line 49
 πυρὸς καυσούμενα· ἢ ὃς δ’ ἂν παραδοθῇ αὐτῷ εἰς
μετάνοιαν, συντριβήσεται τῷ λόγῳ τῆς σοφίας αὐτοῦ
ὡς σῖτος, εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸν ἡδὺν ἄρτον. —Τοὺς
φθειρομένους καὶ παλαιωθέντας ἀνθρώπους κατὰ τὰς    (50)
ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἀναλίσκει ἡ μάχαιρα τοῦ
 

 487. Ωριγένης. Expositio in Proverbia (Frag. e catenis)


{2042.075} (A.D. 2-3) Volume 17 p. 248 line 4
 ἐκ δεξιῶν· ἐρίφους λέγων τοὺς κεκτημένους λογι-
σμοὺς ἐμπαθεῖς· οὕτω καὶ τοὺς ἔχοντας τὰ ζιζάνια,
ζιζάνια προσηγόρευσε· καὶ τοὺς τὸν σῖτον ἔχοντας,
σῖτον, ἀπὸ τῆς χειρίστης καὶ ἀρίστης ἕξεως ὀνομάσας    (5)
αὐτούς· τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ παρὰ τῷ Παύλῳ λεγό-
 

 488. Ωριγένης. Expositio in Proverbia (Frag. e catenis)


{2042.075} (A.D. 2-3) Volume 17 p. 248 line 5
 σμοὺς ἐμπαθεῖς· οὕτω καὶ τοὺς ἔχοντας τὰ ζιζάνια,
ζιζάνια προσηγόρευσε· καὶ τοὺς τὸν σῖτον ἔχοντας,
σῖτον, ἀπὸ τῆς χειρίστης καὶ ἀρίστης ἕξεως ὀνομάσας    (5)
αὐτούς· τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ παρὰ τῷ Παύλῳ λεγό-
110

μενον· Ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, ἀντὶ τοῦ, ὁ ἔχων


 

 489. Ωριγένης. Scholia in Canticum canticorum {2042.076}


(A.D. 2-3) Volume 17 p. 281 line 22n
 ἀρετῇ.    (20)
Ὀμφαλός σου κρατὴρ τορνευτὸς, μὴ ὑστερούμε-    (21n)
  νος κρᾶμα· κοιλία σου, θημωνία σίτου πεφρα-   (22n)
  γμένη ἐν κρίνοις.   (23n)
  Ἐπὶ τὸν ὀμφαλὸν δὲ τὸν κρατῆρα ἡ σοφία συγκα-    (24)
 

 490. Ωριγένης. Scholia in Canticum canticorum {2042.076}


(A.D. 2-3) Volume 17 p. 281 line 27
 λεῖ λέγουσα· Δεῦτε, πίετε οἶνον ὃν κεκέρακα ὑμῖν·   (25)
καὶ δηλοῖ τὸ πνευματικὸν πνεῦμα· καὶ προσέθηκε καὶ
θημωνίαν σίτου, ἵνα τὴν πνευματικὴν τροφὴν ση-
μάνῃ· τὸ γὰρ θημωνία ἀντὶ τοῦ συναγωγὴ ἀρετῶν
πλήθους εἰς ἓν τῇ ὁμονοίᾳ συντεταγμένη.
 

 491. Ωριγένης. Scholia in Lucam (Frag. e cod. Venet. 28)


{2042.078} (A.D. 2-3) Volume 17 p. 336 line 13
 τὸν ἅψαντα λύχνον ἐν ψυχῇ λογικῇ κρύπτειν αὐτὸν,
ἀλλ’ ἐπιτιθέναι λυχνίᾳ· ἧς σύμβολον Μωσῆς ἀπέθετο
ἐν τῇ σκηνῇ μαρτυρίου. Μοδίῳ μὲν γὰρ σιτομετρήσθωσαν ὑπὸ τοῦ
πιστοῦ καὶ φρονίμου οἰκέτου οἱ σύν-
δουλοι· βλεπέτωσαν δὲ τὰς αὐγὰς τοῦ λύχνου ἐπι-    (15)
κειμένου τῇ λυχνίᾳ, ἤγουν τῇ Ἐκκλησίᾳ πάντων.
 

 492. MOERIS Attic. Lexicon Atticum {1515.001} (A.D. 2/3?) P.


208 line 2
   ὁμοίως Ἕλληνες.    (35)
(208) πίομαι πῖθι Ἀττικοί, πιοῦμαι πίε Ἕλληνες.
παρασίτους τοὺς τὰ δημόσια σιτουμένους ἐν πρυτανείῳ Ἀττικοί,
  τοὺς κόλακας Ἕλληνες.
πρόσωπα τὰ τῶν ὑποκριτῶν Ἀττικοί, προσωπεῖα Ἕλληνες.
 

 493. NEMESIUS Theol. De natura hominis {0743.001} (A.D. 4)


Sec. 1 line 216
111

 τες, διὰ μέσων δὲ τῶν ἄλλων πάντων ὧν προσφερόμεθα·


τὴν δὲ γῆν προσεχῶς μὲν ἡμεῖς οὐδαμῶς, διὰ μέσων δέ τινων
(215)
(γῆ μὲν γὰρ σῖτος γίνεται, σῖτον δὲ ἡμεῖς ἐσθίομεν)· κόρυδοι
μὲν γὰρ καὶ περιστεραὶ πολλάκις καὶ πέρδικες τὴν γῆν σι-
τοῦνται· ἄνθρωπος δὲ διὰ μέσων τῶν σπερμάτων καὶ τῶν
 

 494. NEMESIUS Theol. De natura hominis {0743.001} (A.D. 4)


Sec. 1 line 216
 τες, διὰ μέσων δὲ τῶν ἄλλων πάντων ὧν προσφερόμεθα·
τὴν δὲ γῆν προσεχῶς μὲν ἡμεῖς οὐδαμῶς, διὰ μέσων δέ τινων
(215)
(γῆ μὲν γὰρ σῖτος γίνεται, σῖτον δὲ ἡμεῖς ἐσθίομεν)· κόρυδοι
μὲν γὰρ καὶ περιστεραὶ πολλάκις καὶ πέρδικες τὴν γῆν σι-
τοῦνται· ἄνθρωπος δὲ διὰ μέσων τῶν σπερμάτων καὶ τῶν
 

 495. NEMESIUS Theol. De natura hominis {0743.001} (A.D. 4)


Sec. 1 line 217
 τὴν δὲ γῆν προσεχῶς μὲν ἡμεῖς οὐδαμῶς, διὰ μέσων δέ τινων
(215)
(γῆ μὲν γὰρ σῖτος γίνεται, σῖτον δὲ ἡμεῖς ἐσθίομεν)· κόρυδοι
μὲν γὰρ καὶ περιστεραὶ πολλάκις καὶ πέρδικες τὴν γῆν σι-
τοῦνται· ἄνθρωπος δὲ διὰ μέσων τῶν σπερμάτων καὶ τῶν
ἀκροδρύων καὶ τῶν σαρκῶν. ἐπειδὴ δὲ οὐ μόνον δι’ εὐπρέ-
πειαν ἀλλὰ καὶ δι’ εὐαισθησίαν τὴν κατὰ τὴν ἁφὴν ᾗ μά-   (220)
 

 496. NEMESIUS Theol. De natura hominis {0743.001} (A.D. 4)


Sec. 22 line 28
 χεται τῇ διαμασήσει, συνάγουσα τὴν τροφὴν καὶ τοῖς ὀδοῦσιν
ὑποβάλλουσα, καθάπερ αἱ ἀλετρίδες διὰ τῆς χειρὸς τὸν
σῖτον ταῖς μύλαις. τρόπον γάρ τινα καὶ ἡ γλῶττα χείρ
ἐστι τῆς διαμασήσεως. οὕτω δὲ κατεργασθεῖσα ἡ τροφὴ
παραπέμπεται τῇ κοιλίᾳ διὰ τοῦ στομάχου· ὁ γὰρ στόμα-   (30)
 

 497. Γρηγόριος Νύσσης. Oratio catechetica magna {2017.046}


(A.D. 4) Sec. 23 line 32
 τὰς ἐν ἐρημίᾳ δαψιλεῖς ἑστιάσεις τῶν ἐν πολλαῖς χιλι-   (30)
άσιν εὐωχουμένων, οἷς οὔτε οὐρανὸς ἐπέρρει τὸ μάννα,
οὔτε ἡ γῆ κατὰ τὴν ἰδίαν αὐτῆς φύσιν σιτοποιοῦσα τὴν
112

χρείαν ἐπλήρου, ἀλλ’ ἐκ τῶν ἀρρήτων ταμείων τῆς


θείας δυνάμεως ἡ φιλοτιμία προῄει, ἕτοιμος ἄρτος ταῖς
 

 498. Γρηγόριος Νύσσης. De oratione dominica orationes v


{2017.047} (A.D. 4) P. 280 line 19
 ματι. Τὰ δ’ ὅσα παρεύρηται ταῖς τῶν τρυφώντων ἐπι-
νοίαις, ταῦτα τῆς τῶν ζιζανίων ἐστὶ παρασπορᾶς. Ὁ σπό-
ρος τοῦ οἰκοδεσπότου ὁ σῖτός ἐστιν, ἐκ δὲ τοῦ σίτου ὁ
ἄρτος γίνεται. Ἡ δὲ τρυφὴ τὸ ζιζάνιον, ὃ παρεσπάρη   (20)
παρὰ τοῦ ἐχθροῦ τῷ σίτῳ. Ἀλλ’ ἀφέντες οἱ ἄνθρωποι
 

 499. Γρηγόριος Νύσσης. De oratione dominica orationes v


{2017.047} (A.D. 4) P. 280 line 19
 ματι. Τὰ δ’ ὅσα παρεύρηται ταῖς τῶν τρυφώντων ἐπι-
νοίαις, ταῦτα τῆς τῶν ζιζανίων ἐστὶ παρασπορᾶς. Ὁ σπό-
ρος τοῦ οἰκοδεσπότου ὁ σῖτός ἐστιν, ἐκ δὲ τοῦ σίτου ὁ
ἄρτος γίνεται. Ἡ δὲ τρυφὴ τὸ ζιζάνιον, ὃ παρεσπάρη   (20)
παρὰ τοῦ ἐχθροῦ τῷ σίτῳ. Ἀλλ’ ἀφέντες οἱ ἄνθρωποι
 

 500. Γρηγόριος Νύσσης. Orationes viii de beatitudinibus


{2017.053} (A.D. 4) Volume 44 p. 1237 line 23
 γένωνται. Ταῦτα λέγει μέχρι τοῦ νῦν τοῖς ὑπὸ τῆς
ἰδίας πειραζομένοις ὀρέξεως, καὶ λέγων, ὡς ἐπιτο-
πολὺ πείθει ἐπὶ λίθων σιτοποιεῖσθαι τοὺς πρὸς αὐτὸν
βλέποντας. Ὅταν γὰρ ἐκβαίνῃ τοὺς ἀναγκαίους ὅρους
τῆς χρείας ἡ ὄρεξις, τί ἄλλο καὶ οὐχὶ διαβόλου ἐστὶ

 510. Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς (A.D. 4) Volume 23 p. 109


line 12
 φωτὸς εἰς τὴν γνῶσιν αὐτῶν ἐληλυθότες· Ἔδωκας   (10)
εὐφροσύνην εἰς τὴν καρδίαν μου.
  Ἀπὸ καρποῦ τοῦ σίτου καὶ οἴνου καὶ ἐλαίου
αὐτῶν ἐπληθύνθησαν. Ἐπεὶ δὲ πολλαχοῦ τῶν Γρα-
φῶν ἐν εὐλογίαις σῖτος καὶ οἶνος τοῖς ἁγίοις κεῖνται
 

 511. Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς (A.D. 4) Volume 23 p. 109


line 14
   Ἀπὸ καρποῦ τοῦ σίτου καὶ οἴνου καὶ ἐλαίου
αὐτῶν ἐπληθύνθησαν. Ἐπεὶ δὲ πολλαχοῦ τῶν Γρα-
113

φῶν ἐν εὐλογίαις σῖτος καὶ οἶνος τοῖς ἁγίοις κεῖνται


ἐν ἐπαγγελίᾳ, ὡς τοῦ ἐναντίου τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἡ    (15)
τούτων στέρησις· ἄξιον ἀποστῆσαι τῆς κατὰ τὸ ῥητὸν
 

 512. Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς (A.D. 4) Volume 23 p. 109


line 53
 ταξιωμένῳ τοῦ φωτὸς τοῦ προσώπου σου, Κύριε,
ἔδωκας εὐφροσύνην καρδίας· ἀλλ’ οὐδὲ σαρκῶν οὐδὲ
σωμάτων, καὶ οὐ τὴν ἐξ οἴνου καὶ σίτου καὶ ἐλαίου
σώμασι χορηγουμένην, ἀλλ’ εὐφροσύνην τὴν κατὰ
διάνοιαν. Μαθὼν γὰρ παρὰ τοῦ Σωτῆρος καὶ τῶν   (55)
 

 513. Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς (A.D. 4) Volume 23 p. 112


line 43
 κούσαντι εὐχαριστεῖ· Ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς μοι.
Τὰ κύματα τῶν θλίψεων, φησὶν, ἡ ταχεῖα γαλήνη διέ-
λυσε, καὶ λιμῷ με τηκόμενον ἀπὸ καρποῦ σίτου καὶ
οἴνου καὶ ἐλαίου ἐπλούτισας, ὡς μὴ μόνον ἐμὲ, ἀλλὰ
καὶ πάντας τοὺς ὑπ’ ἐμὲ ἀπολαῦσαι. Διὸ ὑπωκαταβὰς    (45)
 

 514. Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς (A.D. 4) Volume 23 p. 112


line 46
 οἴνου καὶ ἐλαίου ἐπλούτισας, ὡς μὴ μόνον ἐμὲ, ἀλλὰ
καὶ πάντας τοὺς ὑπ’ ἐμὲ ἀπολαῦσαι. Διὸ ὑπωκαταβὰς    (45)
ἔλεγεν· Ἀπὸ καρποῦ σίτου καὶ οἴνου καὶ ἐλαίου
αὐτῶν ἐπληθύνθησαν. Ἡ ἐκείνων συνουσία εὐφρο-
σύνη καρδίας μοι γέγονεν. Τοῦτο δὲ μανθάνομεν ἀπ’
 

 515. Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς (A.D. 4) Volume 23 p. 432


line 21
 πλοῦτος· πλὴν εἰ μή τις κατὰ τὸν παρόντα βίον εὑρεθῇ
πιστὸς καὶ φρόνιμος οἰκονόμος, ὃς ἐν καιρῷ δώσει    (20)
τὸ σιτομέτριον τοῖς συνδούλοις. Οὗτος γὰρ, ἐντεῦθεν
ἤδη σπείρας ἑαυτῷ εἰς δικαιοσύνην, τρυγήσει τότε
καρποὺς ζωῆς. Λύτρον γὰρ ἀνδρὸς, φησὶν ὁ Σοφὸς,
 

 516. Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς (A.D. 4) Volume 23 p. 645


line 12
114

 στὸν, τὸ ἐξαίρετον ἔνδυμα τὸ φῶς τῆς θεότητος αὐτοῦ    (10)


περιβαλούμενοι. Ἔτι μὲν καὶ «αἱ κοιλάδες» τότε
«πληθυνοῦσι σῖτον.» Ἔδει γὰρ μηδὲ τῶν κοιλάδων
ἀμνημονῆσαι· ἀνωτέρω μὲν γὰρ πεδιάδες ὠνομάσθη-
σαν καὶ ὄρεα ἐρήμου καὶ βουνοί. Ἐπειδὴ δέ εἰσι καὶ
 

 517. Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς (A.D. 4) Volume 23 p. 645


line 21
 τούτων παρῆλθε τὴν μνήμην ὁ λόγος· ἀλλὰ καὶ αὐ-
τοὺς καρπὸν οἴσειν τὸν ἐπιβάλλοντα διδάσκει λέγων·    (20)
«Καὶ αἱ κοιλάδες πληθυνοῦσι σῖτον» προφέρουσαι, ἢ,
«τὴν τροφὴν,» κατὰ τὸν Σύμμαχον. «Κεκράξονται.»
Τί δὲ κεκράξονται, ἑρμηνεύει ἑξῆς λέγων· «Καὶ γὰρ
 

 518. Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς (A.D. 4) Volume 23 p. 645


line 52
 λίασιν περιζώννυσθαι· ἀλλὰ καὶ τοὺς κριοὺς τῶν   (50)
προβάτων τοῖς ἑαυτῶν πόκοις ἐνδιδύσκεσθαι, αὐτάς
τε τὰς κοιλάδας χώρας πολλάκις πληροῦσθαι σίτου,
καὶ μονονουχὶ τῷ ἔργῳ βοᾷν καὶ τὸν Θεὸν δοξάζειν.
Ταῦτα δὲ εἰ καὶ ὅτι μάλιστα αἰσθητῶς πληροῦται καθ’
 

 519. Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς (A.D. 4) Volume 23 p.


1277 line 13
 ὁ Δαυῒδ, ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῖς κτήνεσιν, ἐπή-
γαγε· Τοῦ ἐξαγαγεῖν ἄρτον ἐκ τῆς γῆς, ἀπὸ τοῦ
σίτου δηλαδὴ κατασκευαζόμενον. Τί ποτέ ἐστιν ὅπερ
αἰνίξασθαι βούλεται; Ὅτι τὸ αὐτὸ σπέρμα κοινὴ
γίνεται ἐδωδὴ καὶ ἀλόγοις καὶ ἀνθρώποις, οὐ κατὰ    (15)
 

 520. Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς (A.D. 4) Volume 23 p.


1277 line 17
 γίνεται ἐδωδὴ καὶ ἀλόγοις καὶ ἀνθρώποις, οὐ κατὰ    (15)
τὸ αὐτό. Καὶ τοῦτο δὲ τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας. Σκόπει
δέ· Καταβάλλεται σῖτος, τέως μὲν ἀνθρώπων ἐστὶ
τροφὴ μόνον· ἐπειδὰν δὲ βλαστάνῃ, ἄνεισι καὶ τὴν
τῶν ἀλόγων ἔχων τροφήν. Ὥσπερ γὰρ αὐτὸ τὸ εἶναι
 
115

 521. Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς (A.D. 4) Volume 23 p.


1277 line 22
 δι’ ἡμᾶς ἔλαβε τὰ ζῶα, οὕτω καὶ ἡ τροφὴ αὐτῶν ἐκ   (20)
τῆς ἡμετέρας τροφῆς ἔχει τὴν ἀρχήν. Ἡ γὰρ χλόη
διὰ τοῦτο προηγουμένως γέγονεν, ἵνα τὸν σῖτον δια-
τηρῇ. Εἶδες οὖν τὰ ἄλογα οὐ μόνον ἡμῖν δουλεύοντα,
ἀλλὰ καὶ τὴν τροφὴν τῶν ἀλόγων τῇ ἡμετέρᾳ τροφῇ
 

 522. Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς (A.D. 4) Volume 23 p.


1277 line 28
 μιμουμένην. Ὥσπερ γὰρ πρότερον ἄλογα, καὶ τότε
ἄνθρωπος, ἐπειδὴ διὰ τὸν ἄνθρωπον τὰ ἄλογα· οὕτω
καὶ πρῶτον χλόη, καὶ τότε σῖτος ἐν τῇ βλάστῃ, ἐπειδὴ
διὰ τὸν σῖτον ἡ χλόη. Καὶ οἶνος εὐφραίνει καρδίαν
ἀνθρώπου. Οὐ πᾶς, ἢ μόνος ὁ τὴν γένεσιν ἔχων ἐκ   (30)
 

 523. Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς (A.D. 4) Volume 23 p.


1277 line 29
 ἄνθρωπος, ἐπειδὴ διὰ τὸν ἄνθρωπον τὰ ἄλογα· οὕτω
καὶ πρῶτον χλόη, καὶ τότε σῖτος ἐν τῇ βλάστῃ, ἐπειδὴ
διὰ τὸν σῖτον ἡ χλόη. Καὶ οἶνος εὐφραίνει καρδίαν
ἀνθρώπου. Οὐ πᾶς, ἢ μόνος ὁ τὴν γένεσιν ἔχων ἐκ   (30)
τοῦ εἰπόντος· Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή.
 

 524. Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς (A.D. 4) Volume 23 p.


1348 line 10
 ἀλλὰ μεταδίδωσι τῶν ὑπαρχόντων τοῖς δεομένοις, διὰ
τὸ φυλάττειν ἐντολὴν τὴν λέγουσαν· Τίς ἆρα πιστὸς
καὶ φρόνιμος οἰκονόμος, ὃς ἐν καιρῷ δώσει τὸ σι-    (10)
τομέτριον τοῖς συνδούλοις; Μακάριος ὁ δοῦλος
ἐκεῖνος, ὃν ἐλθὼν ὁ κύριος αὐτοῦ εὑρήσει ποι-
οῦντα οὕτως. Ἀληθῶς λέγω ὑμῖν, ὅτι ἐπὶ πᾶσι
 

 525. Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς (A.D. 4) Volume 24 p. 28


line 8
 τῶν εὐαγγελικῶν καὶ ἀποστολικῶν δικτύων ὁσημέραι
ζωγρούμενοι· πτωχοὶ δὲ αὐτῆς οἱ μακάριοι, ὅτι αὐ-
τῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· οἳ τὸν ἄρτον σι-
τοῦνται τὸν ἐξ οὐρανοῦ καταβάντα· ἀλλὰ καὶ οἱ ταύ-
116

της ἱερεῖς, πρῶτον ἑαυτοὺς δικαιοσύνην, ὡς εἶπεν,   (10)


ἐνδύσαντες, ὑπὸ Θεοῦ περιβάλλονται σωτηρίαν· εἶτα
 

 526. Ευσέβιος Frag. in Lucam {2018.037} (A.D. 4) Volume 24 p.


568 line 56
 τακοσμηθῆναι τῷ πολυτιμήτῳ μαργαρίτῃ, δηλαδὴ τῷ
φωτὶ τῆς θεότητος τοῦ μονογενοῦς Λόγου· ἀρχὴ μὲν   (55)
γὰρ ἦν ὁ σπόρος· εἶτ’ ἐπίδοσις τῆς τοῦ σίτου καρ-
(569) ποφορίας· καὶ τρίτον ἡ ἀπὸ τῶν ζιζανίων διάκρισις·
τέταρτον ἡ ἐπὶ μέγα δένδρον τοῦ σπόρου φυή· πέμ-
 

 527. Επιφάνιος. Homilia in laudes Mariae deiparae [Sp.]


{2021.016} (A.D. 4) Volume 43 p. 492 line 53
 στὸν, ἡ βροντοειδὴς νεφέλη, ἡ τὴν ἀστραπὴν ἔνδον
κοιλιοφόρως βαστάσασα· καὶ μαρτυρεῖ μοι τῷ λόγῳ
ἡ θεία Γραφὴ λέγουσα, Κοιλία σου θημωνία σίτου
πεφραγμένη ἐν κρίνοις· ἡ ἀγεώργητος χώρα, ἡ
τὸν Λόγον ὡς κόκκον σίτου δεξαμένη, καὶ τὸ δράγμα    (55)
 

 528. Επιφάνιος. Homilia in laudes Mariae deiparae [Sp.]


{2021.016} (A.D. 4) Volume 43 p. 492 line 55
 ἡ θεία Γραφὴ λέγουσα, Κοιλία σου θημωνία σίτου
πεφραγμένη ἐν κρίνοις· ἡ ἀγεώργητος χώρα, ἡ
τὸν Λόγον ὡς κόκκον σίτου δεξαμένη, καὶ τὸ δράγμα    (55)
βλαστήσασα, ἡ νοερὰ κλίβανος, ἡ τὸ πῦρ καὶ τὸν
ἄρτον τῆς ζωῆς ἔχουσα· ἡ ὁσία μήτηρ τοῦ Σωτῆρος,
 

 529. Επιφάνιος. Tractatus de numerorum mysteriis [Sp.]


{2021.018} (A.D. 4) Volume 43 p. 513 line 45
 ὄψεως ἦν, ἠγωνία τὸν παριόντα, σημεῖον εἶχε δημο-
σιεῦον αὐτόν. Ἕβδομος Ἐνὼχ, μετὰ τὸν Ἀδὰμ, ὃς
εὐηρέστησε τῷ Θεῷ, καὶ ὡς σῖτος ζιζανίων, τῶν    (45)
ἀσεβῶν ἐχωρίσθη. Ἑπτὰ τὸ πρῶτον, καὶ ἑπτὰ τὸ
δεύτερον ἔτη περὶ Ῥαχὴλ Ἰακὼβ τῷ Λάβαν ἐδού-
 

 530. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Apologetica (orat. 2) {2022.016}


(A.D. 4) Volume 35 p. 444 line 7
117

 τῆς εὐηθείας· ἐμοὶ δ’ οὖν πρᾶγμα φαίνεται οὐ τῶν   (5)


φαυλοτάτων, οὐδὲ ὀλίγου τοῦ πνεύματος, διδόναι
κατὰ καιρὸν ἑκάστῳ τοῦ λόγου τὸ σιτομέτριον, καὶ
οἰκονομεῖν ἐν κρίσει τὴν ἀλήθειαν τῶν ἡμετέρων
δογμάτων· ὅσα περὶ κόσμων ἢ κόσμου πεφιλο-
 

 531. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Contra Julianum imperatorem 1


(orat. 4) {2022.018} (A.D. 4) Volume 35 p. 548 line 6
 πρασκόμενος, καὶ ἐρώμενος, καὶ σωφρονῶν, καὶ παρὰ
Θεοῦ σοφιζόμενος, καὶ ἐλευθερούμενος, καὶ δυνα-   (5)
στεύων, καὶ σιτοδοτῶν ἐπ’ οἰκονομίᾳ μείζονι·
Μωϋσῆς θεοφανείας ἀξιούμενος, καὶ νομοθετούμενος
καὶ νομοθετῶν, καὶ Θεὸς Φαραὼ γινόμενος, καὶ πρὸς
 

 532. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Contra Julianum imperatorem 2


(orat. 5) {2022.019} (A.D. 4) Volume 35 p. 677 line 23
 ταῦτα, φησὶν, ὦ βασιλεῦ; Πῶς οὕτω σαθρῶς
περὶ τοσούτου βουλεύεσθε πράγματος; Τίς ὁ
νηΐτης οὗτός σοι σῖτος καὶ ὁ περιττὸς φόρτος, ὁ
τῆς ἀνανδρίας διδάσκαλος; Οὐδὲν γὰρ οὕτω
δύσμαχον καὶ φιλόνεικον, ὡς γαστὴρ, καὶ    (25)
 

 533. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Contra Julianum imperatorem 2


(orat. 5) {2022.019} (A.D. 4) Volume 35 p. 677 line 40
 πιστον γὰρ ἡ κουφότης, καὶ τοῦ Θεοῦ μάλιστα
συνελαύνοντος, ἅπαντα ἦν ὁμοῦ τὰ δεινά· τὰς μὲν
ναῦς εἶχε τὸ πῦρ, καὶ ὁ σῖτος οὐκ ἦν, καὶ προσῆν ὁ   (40)
γέλως· αὐτόχειρ γὰρ ἡ σφαγὴ σχεδόν· τὰ δὲ τῶν
ἐλπίδων φροῦδα, καὶ ὁ ὁδηγὸς συναπῆλθε
 

 534. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Ad Gregorium Nyssenum (orat. 11)


{2022.024} (A.D. 4) Volume 35 p. 837 line 38
 σεως ἢ θεώσεως, ἵν’ οὕτως εἰπεῖν τολμήσω, ἧς
οἱ μάρτυρες μεσιτεύουσι, πρῶτον μὲν οὐδὲ τὸν
καιρὸν ἐπιγινώσκω. Τί γὰρ τὰ ἄχυρα πρὸς τὸν σῖτον;
Τί δὲ θρύψις σαρκὸς πρὸς μαρτύρων παλαίσμα-
τα; Ἐκεῖνα τῶν θεάτρων, ταῦτα τῶν ἐμῶν συλλό-    (40)
 
118

 535. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. De pauperum amore (orat. 14)


{2022.027} (A.D. 4) Volume 35 p. 885 line 6
 ὑψηλοῦ καὶ πανδήμου κηρύγματος, βαρυκαρδίους τε
ἀποκαλῶν, καὶ ἀγαπῶντας ψεῦδος, μὴ σφόδρα περι-    (5)
έχεσθαι τῶν ὁρωμένων, μηδὲ ἄλλο τι ἢ κόρον σίτου καὶ οἴνου τῶν
φθειρομένων, πᾶσαν τὴν ἐντεῦθεν
εὐδαιμονίαν ὑπολαμβάνειν. Καὶ τάχα που τοῦτο καὶ
ὁ μακάριος ἐννοῶν Μιχαίας, καὶ τῶν χαμαὶ ἐρ-
 

 536. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In patrem tacentem (orat. 16)


{2022.029} (A.D. 4) Volume 35 p. 957 line 5
 και, καὶ νομὴ ποιμνίων ἐξέλιπεν, ὠλιγώθη τὰ
ὡραῖα τῆς γῆς, οὐκ ἐπλήσθη τὰ πεδία πιότητος, ἀλλὰ
κατηφείας· οὐκ ἐπλήθυναν αἱ κοιλάδες σῖτον, ἀλλ’   (5)
ἐκλαύσθησαν· οὐκ ἐστάλαξε τὰ ὄρη γλυκασμὸν,
ὡς ὕστερον τοῖς δικαίοις, ἀλλ’ ἀπεκοσμήθη καὶ ἠτι-
 

 537. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In patrem tacentem (orat. 16)


{2022.029} (A.D. 4) Volume 35 p. 960 line 28
 μεθα, καὶ τῷ ἐγγίζοντι φυσικῶς πλησιάζοιμεν.
  ΙΘʹ. Τί πρὸς ταῦτα ἐροῦμεν, οἱ σιτῶναι, καὶ    (27)
σιτοκάπηλοι, καὶ τηροῦντες τὰς τῶν καιρῶν δυσκο-
λίας, ἵν’ εὐπορήσωμεν, καὶ ταῖς ἀλλοτρίαις συμ-
φοραῖς ἐντρυφήσωμεν, καὶ κτησώμεθα, μὴ ὡς Ἰωσὴφ    (30)
 

 538. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In patrem tacentem (orat. 16)


{2022.029} (A.D. 4) Volume 35 p. 960 line 32
 φοραῖς ἐντρυφήσωμεν, καὶ κτησώμεθα, μὴ ὡς Ἰωσὴφ    (30)
τὰ τῶν Αἰγυπτίων, ἐπ’ οἰκονομίᾳ μείζονι (ἐκεῖνος γὰρ
ᾔδει καὶ συναγαγεῖν καὶ σιτοδοτῆσαι καλῶς, ὥσπερ
καὶ προγνῶναι τὸν λιμὸν, καὶ στῆναι πρὸς αὐτὸν
πόῤῥωθεν), ἀλλ’ ὡς παράνομοι τὰ τῶν ὁμοφύλων,
 

 539. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In laudem Cypriani (orat. 24)


{2022.037} (A.D. 4) Volume 35 p. 1184 line 34
 Θεός· ταῦτα, ὁ τὸν Ἰωσὴφ ἀγαγὼν εἰς Αἴγυπτον
ὤνιον διὰ ἀδελφῶν ἐπηρείας, καὶ ἐν γυναικὶ δοκιμά-
σας, καὶ ἐν σιτοδοσίᾳ δοξάσας, καὶ ἐν ἐνυπνίοις
σοφίσας, ἵν’ ἐπὶ ξένης πιστευθῇ, καὶ ὑπὸ Φαραὼ    (35)
119

τιμηθῇ, καὶ πατὴρ γένηται πολλῶν μυριάδων, δι’ ἃς


 

 540. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. De moderatione in disputando


(orat. 32) {2022.040} (A.D. 4) Volume 36 p. 208 line 19
 μησον, μὴ μετὰ τῆς σεαυτοῦ βλάβης, ἔνθα τὸ κατα-
κρῖναι καὶ ἀτιμάσαι, ἐκβαλεῖν ἐστι Χριστοῦ καὶ
τῆς μόνης ἐλπίδος, καὶ τὸν λανθάνοντα σῖτον, καὶ
σῖτον ἴσως σου τιμιώτερον συνεκκόψαι τοῖς ζιζα-    (20)
νίοις. Ἀλλὰ τὸ μὲν, ἐκεῖνον διόρθωσαι, καὶ τοῦτο
 

 541. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. De moderatione in disputando


(orat. 32) {2022.040} (A.D. 4) Volume 36 p. 208 line 20
 κρῖναι καὶ ἀτιμάσαι, ἐκβαλεῖν ἐστι Χριστοῦ καὶ
τῆς μόνης ἐλπίδος, καὶ τὸν λανθάνοντα σῖτον, καὶ
σῖτον ἴσως σου τιμιώτερον συνεκκόψαι τοῖς ζιζα-    (20)
νίοις. Ἀλλὰ τὸ μὲν, ἐκεῖνον διόρθωσαι, καὶ τοῦτο
πράως καὶ φιλανθρώπως, μὴ ὡς ἐχθρὸς, μηδὲ ὡς
 

 542. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Contra Arianos et de seipso (orat.


33) {2022.041} (A.D. 4) Volume 36 p. 228 line 1
 δαὶ Ἀμώς; οὐκ αἰπόλος ὢν, καὶ κνίζων συκάμι-   (45)
να, προφήτειαν πιστεύεται; Καὶ πῶς τὸν Ἰωσὴφ
(228) παρέδραμον, ὃς καὶ δοῦλος ἐγένετο, καὶ σιτοδότης
Αἰγύπτου, καὶ πατὴρ πολλῶν μυριάδων. αἳ τῷ
Ἀβραὰμ προηγγέλθησαν; Ἀβραὰμ δὲ, ἵν’ εἴ-
 

 543. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In Aegyptiorum adventum (orat.


34) {2022.042} (A.D. 4) Volume 36 p. 241 line 26
 Ἡρώδου παιδοφονίας, νῦν δὲ, ἐκ τῆς τῶν πατέρων
φιλοτεκνίας· Χριστὸς, ἡ καινὴ τροφὴ τῶν καλῶς πει-   (25)
νώντων, ἡ μείζων σιτοδοσία πάσης τῆς ἱστορου-
μένης τε καὶ πιστευομένης· ὁ ἅρτος, ὁ ἐκ τοῦ οὐρα-
νοῦ καταβαίνων, καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ, τὴν
 

 544. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In Aegyptiorum adventum (orat.


34) {2022.042} (A.D. 4) Volume 36 p. 244 line 7
 ἐπληθύνθη ἡ ἀνομία, καὶ ὀλίγους εὑρίσκω τοὺς γνη-
σίους ταύτης θεραπευτάς.
120

  Γʹ. Τοιοῦτος Ἰωσὴφ ὁ ὑμέτερος σιτομέτρης,   (7)


ταυτὸν δὲ εἰπεῖν καὶ ἡμέτερος, ὃς καὶ προβλέπειν
ᾔδει λιμὸν ὑπὸ σοφίας ὑπερβαλλούσης, καὶ θε-
 

 545. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In Aegyptiorum adventum (orat.


34) {2022.042} (A.D. 4) Volume 36 p. 248 line 24
 τῷ δὲ τὸν φόβον· καὶ τὸν δῆμον τοῖς ὑμετέροις θρέ-
ψαντες, ἥκετε καὶ αὐτοὶ παρ’ ἡμῶν τραφησόμενοι.
Σιτοδοτοῦμεν γὰρ καὶ ἡμεῖς, καὶ σιτοδοσίαν ἴσως τῆς
ὑμετέρας οὐ φαυλοτέραν. Δεῦτε, φάγετε τὸν ἐμὸν   (25)
ἄρτον, καὶ πίετε οἶνον, ὃν κεκέρακα ὑμῖν· καλῶ
 

 546. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In Aegyptiorum adventum (orat.


34) {2022.042} (A.D. 4) Volume 36 p. 248 line 24
 τῷ δὲ τὸν φόβον· καὶ τὸν δῆμον τοῖς ὑμετέροις θρέ-
ψαντες, ἥκετε καὶ αὐτοὶ παρ’ ἡμῶν τραφησόμενοι.
Σιτοδοτοῦμεν γὰρ καὶ ἡμεῖς, καὶ σιτοδοσίαν ἴσως τῆς
ὑμετέρας οὐ φαυλοτέραν. Δεῦτε, φάγετε τὸν ἐμὸν   (25)
ἄρτον, καὶ πίετε οἶνον, ὃν κεκέρακα ὑμῖν· καλῶ
 

 547. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In sanctum baptisma (orat. 40)


{2022.048} (A.D. 4) Volume 36 p. 397 line 42
 τε οὖσαν καὶ ἄνυδρον, καὶ ἀλογίᾳ πιεζομένην. Μα-    (40)
κάριος, ὃς κἂν χειμάῤῥους ᾖ σχοίνων, ἐξ οἴκου
Κυρίου ποτίζεται, καὶ γίνεται σιτοφόρος ἀντὶ σχοινο-
φόρου, καὶ γεωργεῖ τροφὴν ἀνθρωπίνην, ἀλλ’ οὐ
τραχεῖάν τε καὶ ἀνόνητον. Ὑπὲρ οὗ πᾶσαν εἰσ-
 

 548. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Carmina dogmatica {2022.059}


(A.D. 4) Column 503 line 8
 Εὕροι μ’ ἐν δοκέουσι, καὶ αἰνήσειε φόβοιο
Ὡς ἀγαθὸν θεράποντα, καὶ ἤπιον ἀρχομένοισι,
Καὶ σίτοιο δοτῆρα, λόγου στερεοῖο, φέριστον.
Σχιζομένων τ’ ἐρίφων καὶ ὀΐων, ἤματι πικρῷ,
Ἀνδρῶν εὐσεβέων τε καὶ οὐχ ὁσίων ἑκάτερθεν,   (10)
 

 549. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Carmina moralia {2022.060} (A.D.


4) Column 610 line 2
121

 Εὕροι μ’ ἐν δοκέουσι, καὶ αἰνήσειε φόβοιο


(610) Ὡς ἀγαθὸν θεράποντα καὶ ἤπιον ἀρχομένοισι,
Καὶ σίτοιο δοτῆρα, λόγου στερεοῖο, δίκαιον.
  Παρθενίῃ μὲν τοῖα πατὴρ ὡς ἠπιόμητις
Ἐκ θυμοῦ φιλέων ἐπιτέλλομαι. Ἀλλὰ, θύγατρες,
 

 550. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Carmina de se ipso {2022.061}


(A.D. 4) P. 1328 line 4
   Ῥεύσω μαργάρεον, βόρβορον ὠσάμενος,
  Χρυσὸν ἀπὸ ψαμάθοιο, ῥόδον κραναῆς ἀπ’ ἀκάνθης·
  Λέξομ’ ἀπ’ ἀσταχύων σῖτον, ἀφεὶς καλάμην.
Ταῦτά σοι ἡμετέροιο θαλύσια, Χριστὲ, πόνοιο   (5)
  Γλῶσσ’ ἀπερευγομένη πρῶτον ἀνῆψεν ἔπος.
 

 551. Αθανάσιος θεολόγος. Vita Antonii {2035.047} (A.D. 4)


Volume 26 p. 916 line 29
 καὶ ἐν τούτῳ τῶν μοναχῶν, ἐβουλεύσατο καθ’ ἑαυτὸν,
καὶ τῶν εἰσερχομένων τινὰς πρὸς αὐτὸν ἠξίωσε κομί-
σαι αὐτῷ δίκελλαν, καὶ πέλεκυν, καὶ σῖτον ὀλίγον. Ὡς
δὲ ἐκομίσθη ταῦτα, διοδεύσας τὴν περὶ τὸ ὄρος γῆν,    (30)
βραχύτατόν τινα τόπον εὑρὼν ἐπιτήδειον, ἐγεώργησε·
 

 552. Αθανάσιος θεολόγος. Expositiones in Psalmos {2035.061}


(A.D. 4) Volume 27 p. 288 line 1
 κερατίζειν ἰσχύοντας. καθὼς ὁ Κύριος ἔφη· Ἰδοὺ   (55)
ἐγὼ ἀποστελῶ ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων.
(288) Καὶ αἱ κοιλάδες πληθυνοῦσι σῖτον. Αἱ πάλαι, φη-
σὶν, ἀπορώτατοι καὶ ἄγονοι τῶν ἐθνῶν ψυχαὶ πνευ-
ματικῶν καρπῶν ἔσονται πλήρεις. Κεκράξονται·
 

 553. Αθανάσιος θεολόγος. Homilia de semente [Sp.] {2035.069}


(A.D. 4) Volume 28 p. 145 line 25
 σὺ τοῦτο ὀνειδίζεις, ὅπερ ὁ Θεὸς οὐκ ἀπηγόρευσεν;
  Διεπορεύετο τοίνυν ὁ Σωτὴρ διὰ τῶν σπορίμων·
ὁ κόκκος τοῦ σίτου, διὰ τῶν σπορίμων, ὁ νοητὸς    (25)
κόκκος τοῦ σίτου, ὁ πεσὼν εἰς ἕνα τόπον, καὶ ἀνα-
στὰς πολύχους εἰς τὴν οἰκουμένην· αὐτὸς γὰρ περὶ
 
122

 554. Αθανάσιος θεολόγος. Homilia de semente [Sp.] {2035.069}


(A.D. 4) Volume 28 p. 145 line 26
   Διεπορεύετο τοίνυν ὁ Σωτὴρ διὰ τῶν σπορίμων·
ὁ κόκκος τοῦ σίτου, διὰ τῶν σπορίμων, ὁ νοητὸς    (25)
κόκκος τοῦ σίτου, ὁ πεσὼν εἰς ἕνα τόπον, καὶ ἀνα-
στὰς πολύχους εἰς τὴν οἰκουμένην· αὐτὸς γὰρ περὶ
ἑαυτοῦ ἔλεγεν, ὅτι «Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου,
 

 555. Αθανάσιος θεολόγος. Homilia de semente [Sp.] {2035.069}


(A.D. 4) Volume 28 p. 145 line 28
 κόκκος τοῦ σίτου, ὁ πεσὼν εἰς ἕνα τόπον, καὶ ἀνα-
στὰς πολύχους εἰς τὴν οἰκουμένην· αὐτὸς γὰρ περὶ
ἑαυτοῦ ἔλεγεν, ὅτι «Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου,
πεσὼν εἰς τὴν γῆν, ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει·
ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει.» Εἴπωμεν    (30)
 

 556. Αθανάσιος θεολόγος. Homilia de semente [Sp.] {2035.069}


(A.D. 4) Volume 28 p. 145 line 33
 αὐτὸ καὶ ἄλλως· Διεπορεύετο τοίνυν ὁ Ἰησοῦς διὰ
τῶν σπορίμων· αὐτὸς γὰρ ἐνίοτε μὲν κόκκος τοῦ
σίτου καλεῖται διὰ τὸ θρεπτικόν· ἄλλοτε δὲ σπορεύς
ἐστι, κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις· «Ἰδοὺ
ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι.» Σπείρει μὲν οὖν ὁ   (35)
 

 557. Αθανάσιος θεολόγος. Homilia de semente [Sp.] {2035.069}


(A.D. 4) Volume 28 p. 148 line 5
 οὐ δι’ ἀσθενείας σκορπισθέντες· οὐ γὰρ διῃρέθησαν τῇ
πίστει· ἀλλὰ διασπαρέντες. Τῇ γὰρ ἐνεργείᾳ τοῦ σπεί-
ραντος σιτοποιηθέντες εἰς ἄρτον ἐπουράνιον, κατὰ πᾶ-   (5)
σαν διεληλυθότες ζωοφορίας διδασκαλίαν, κατασπείραν-
τες ἐνεργήματα. Ὁ τοίνυν τὰ νοήματα σπείρων Ἰησοῦς
 

 558. Αθανάσιος θεολόγος. Homilia de semente [Sp.] {2035.069}


(A.D. 4) Volume 28 p. 148 line 37
 κύτητα μεταβαλοῦσαι, ἐπιχέουσι μὲν ἐπὶ τὸ πρόσ-   (35)
ωπον τῆς γῆς· μονοειδὴς δὲ ὑετὸς, καταβὰς, πολυει-
δεῖς ἐργάζεται σπόρους. Καὶ σῖτον μὲν ἐργάζεται,
κύαμον δὲ καὶ κέγχρον καὶ ὄλυραν. Ἓν μὲν τὸ κατα-
123

βὰν, καὶ πολλὰ τὰ βλαστώμενα· καὶ τὸ μονοειδὲς τῶν


 

 559. Αθανάσιος θεολόγος. Homilia de semente [Sp.] {2035.069}


(A.D. 4) Volume 28 p. 148 line 45
 πρῶτον μὲν ὁ σπόρος χλόη τις ὥσπερ ἀναβαίνει, καὶ
πολλάκις σίτῳ ζιζάνιον συνέσπαρται· ἡ δὲ ὁμοιότης
τῶν φύλλων οὐ συγχωρεῖ φανῆναι, τί μὲν σῖτος, τί δὲ    (45)
ζιζάνιον. Ὅταν δὲ ὁ σπόρος εὐθυτενὴς γένηται, καὶ
εἰς ὕψος γένηται, ὁ στάχυς διακρίνει, καὶ ἡ καρπο-
 

 560. Αθανάσιος θεολόγος. Homilia de semente [Sp.] {2035.069}


(A.D. 4) Volume 28 p. 148 line 48
 ζιζάνιον. Ὅταν δὲ ὁ σπόρος εὐθυτενὴς γένηται, καὶ
εἰς ὕψος γένηται, ὁ στάχυς διακρίνει, καὶ ἡ καρπο-
φορία δείκνυσι τὸ ὑποκείμενον, τί μὲν σῖτος, τί δὲ ζι-
ζάνιον.
  Ἐνόησας τὸ λεγόμενον, ἐλθέ μοι λοιπὸν ἐπὶ τὸ   (50)
 

 561. Αθανάσιος θεολόγος. Homilia de semente [Sp.] {2035.069}


(A.D. 4) Volume 28 p. 148 line 56
 κήρυγμα κατέχει παρ’ ἑαυτῇ· καὶ τέως μὲν βλά-
στην φυλλάδος ἐργάζεται σπουδὴν περὶ τὴν Ἐκκλη-    (55)
σίαν, καὶ συναγόμεθα κατὰ τὸ αὐτὸ, καὶ οἱ σιτοδόται,
καὶ τὰ ζιζάνια, ὁ πιστὸς, καὶ ὁ ὑποκριτὴς, ἵνα ἀλη-
(149) θέστερον εἴπωμεν τὸ καταγγελλόμενον· οἱ δὲ γεωργοὶ
 

 562. Αθανάσιος θεολόγος. Homilia de semente [Sp.] {2035.069}


(A.D. 4) Volume 28 p. 149 line 40
 σίας τὰ ζιζάνια.
  Ἀλλ’ ἔχει τι θαυμάσιον ὁ γεωργὸς τῆς Ἐκκλη-
σίας Λόγος· καὶ γὰρ ζιζάνια σιτοποιεῖ, ἐὰν θέλῃ.    (40)
Ἐπειδὴ γὰρ αὐτοπροαίρετος ἡ τῶν ἀνθρώπων κίνη-
σις, καὶ αὐτεξούσιος ἡ γνώμη, ἐπὶ σοὶ κεῖται τὸ
 

 563. Αθανάσιος θεολόγος. Homilia de semente [Sp.] {2035.069}


(A.D. 4) Volume 28 p. 149 line 44
 σις, καὶ αὐτεξούσιος ἡ γνώμη, ἐπὶ σοὶ κεῖται τὸ
πρᾶγμα· εἰ θέλεις ζιζάνια, εἶ ἀλόγων ζώων τροφή·
124

εἰ θέλεις, μεταβάλλῃ καὶ γίνῃ σῖτος. Εἰκόνα ζητεῖς


τῶν λόγων, λάμβανε ἀπὸ δένδρων τὸ ζητούμενον. Ἡ    (45)
ἀγριέλαιος, ἐπικεντρισθεῖσα, καλλιέλαιος γίνεται, καὶ
 

 564. Αθανάσιος θεολόγος. Synopsis scripturae sacrae [Sp.]


{2035.071} (A.D. 4) Volume 28 p. 401 line 48
 ὄχλοι μετὰ βαΐων ἐρχομένῳ εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ
ὀχουμένῳ εἰς ὀνάριον. Τότε ζητοῦσιν οἱ Ἕλληνες ἰδεῖν
αὐτόν. Τότε λέγει τὴν παραβολὴν τοῦ κόκκου τοῦ σίτου
καὶ περὶ τῶν φοβουμένων τὸν θάνατον. Εἶτα ἐπάγει·
«Πάτερ, δόξασόν σου τὸν Υἱόν·» καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ    (50)
 

 565. Αθανάσιος θεολόγος. Quaestiones ad Antiochum ducem


[Sp.] {2035.077} (A.D. 4) Volume 28 p. 612 line 47
 ματος ὑπάρχουσιν· οὕτω πιστεύομεν καὶ ἐπὶ τῆς   (45)
ἡμετέρας φύσεως ἐν τῇ ἀναστάσει διὰ τῆς ἀφθαρσίας
λοιπὸν γίνεσθαι. Καὶ ὥσπερ ἐπὶ τοῦ σίτου στάχυν
ἐποίησεν ὁ Θεὸς ἀπ’ ἀρχῆς, καὶ ἐκ τοῦ στάχυος γέ-
γονεν ὁ κόκκος, καὶ πάλιν σπειρόμενος ἀναβλαστάνει
 

 566. Αθανάσιος θεολόγος. Quaestiones in scripturam sacram


[Sp.] {2035.080} (A.D. 4) Volume 28 p. 740 line 45
 ριος, καὶ δῴη σοι Κύριος ἀπὸ τῆς δρόσου τοῦ οὐ-
ρανοῦ καὶ ἀπὸ τῆς πιότητος τῆς γῆς, καὶ πλῆθος
σίτου καὶ οἴνου, καὶ δουλευσάτωσάν σοι ἔθνη,» καὶ τὰ   (45)
ἑξῆς.
  Ἀπόκ. Ἀγρός ἐστιν ὁ κόσμος· δρόσος δὲ οὐρανοῦ ἡ
 

 567. Αθανάσιος θεολόγος. Quaestiones in scripturam sacram


[Sp.] {2035.080} (A.D. 4) Volume 28 p. 740 line 52
 γίνεται δήλη· οὕτως ἀόρατος ὢν ὁ Θεὸς Λόγος, διὰ   (50)
τῆς σαρκὸς ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη, καὶ τοῖς ἀνθρώποις
συνανεστράφη. Καὶ ὁ σῖτος δὲ καὶ ὁ οἶνος τῶν θείων
μυστηρίων αἰνίγματα. Δουλεύουσι πάντα τὰ ἔθνη τῷ
Χριστῷ.
 

 568. Αθανάσιος θεολόγος. In caecum a nativitate [Sp.]


{2035.091} (A.D. 4) Volume 28 p. 1009 line 53
125

 οὐκέτι ἀργύρια συνάγω, ἀλλὰ δράγματα θερίζω· οὐκ-


έτι τὴν πήραν περισφίγγω, ἀλλ’ ἅμαξαν ἕλκω· οὐκ-
έτι ἄρτων κλάσματα λαμβάνω, ἀλλὰ σῖτον κομίζω·
οὐκέτι στένων βοῶ· Δῶτε τῷ τὸ φῶς μὴ ἔχοντι, ἀλλὰ
(1012) μεγαλοφώνως κράζω· «Κύριος φωτισμός μου καὶ
 

 569. Αθανάσιος θεολόγος. Vita sanctae Syncleticae [Sp.]


{2035.104} (A.D. 4) Volume 28 column 1504 line 25
 τοὺς ἠπάτησε δι’ εὐλαβοῦς ὁμιλίας. Τοῦτο γὰρ τοῦ
ἐχθροῦ ἔργον, τὸ, ἀμφιεννύμενον τὰ ἀλλότρια, τὰ
οἰκεῖα λανθανόντως προβάλλεσθαι. Δείκνυσι σίτου   (25)
κόκκον, καὶ ὑποτίθησιν αὐτῷ παγίδα. Οἶμαι δὲ καὶ
τὸν Κύριον περὶ τούτου λέγειν, ὡς Ἔρχονται πρὸς
 

 570. Αθανάσιος θεολόγος. Vita sanctae Syncleticae [Sp.]


{2035.104} (A.D. 4) Volume 28 column 1533 line 2
 Χριστὸν γὰρ ἐνδέδυνται.    (55)
(1533)   Τῶν οὖν ἀμφοτέρων ταγμάτων εἷς ἐστι δεσπό-
της ὁ Κύριος. Ὥσπερ γὰρ ἐκ τοῦ αὐτοῦ σίτου ἐστὶ
καὶ τὸ ἄχυρον καὶ τὸ σπέρμα, οὕτως ἐκ τοῦ αὐτοῦ
Θεοῦ εἰσι καὶ οἱ κατὰ τὸν κόσμον σεμνῶς βιοῦντες,
 

 571. Αθανάσιος θεολόγος. De sancta trinitate (dialogi 1, 3, 5)


[Sp.] {2035.109} (A.D. 4) Volume 28 p. 1136 line 53
 Ὀρθ. Ἄλλο καὶ ἄλλο, εἶπον· οὐχ ὡς πρᾶγμα ἄλλο
καὶ ἄλλο, ἀλλ’ ὡς ἄλλο τι σημαινούσης τῆς ὑποστά-
σεως, καὶ ἄλλο τι τῆς οὐσίας· ὡς ὁ κόκκος τοῦ σίτου
λέγεται, καὶ ἔστι σπέρμα καὶ καρπὸς οὐχ ὡς πρᾶγμα
(1137) ἄλλο καὶ ἄλλο· ἄλλο δέ τι σημαίνει τὸ σπέρμα, καὶ
 

 572.Βασίλειος θεολόγος . Homiliae super Psalmos {2040.018}


(A.D. 4) Volume 29 p. 400 line 31
 ὡραῖον λέγεται τὸ συμπεπληρωμένον εἰς τὸν ἐπιτή-
δειον καιρὸν πρὸς τὴν οἰκείαν ἀκμήν· ὡς ὡραῖος ὁ    (30)
σῖτος, ὁ ὥριμος ἤδη πρὸς θερισμόν· καὶ ὡραῖος ὁ
καρπὸς τῆς ἀμπέλου, ὁ τὴν οἰκείαν πέψιν εἰς τε-
λείωσιν ἑαυτοῦ διὰ τῆς τοῦ ἔτους ὥρας ἀπολαβὼν,
 
126

 573.Βασίλειος θεολόγος . Adversus Eunomium (libri 5)


{2040.019} (A.D. 4) Volume 29 p. 524 line 23
 θύμησιν ἐπίνοιαν ὀνομάζεσθαι· ὅθεν ἡ συνήθεια
καλεῖ ἐπιλογισμὸν, εἰ καὶ μὴ οἰκείως. Οἷον τοῦ
σίτου νόημα μὲν ἁπλοῦν ἐνυπάρχει πᾶσι, καθὸ φα-
νέντα γνωρίζομεν· ἐν δὲ τῇ ἀκριβεῖ περὶ αὐτοῦ ἐξ-
ετάσει, θεωρία τε πλειόνων προσέρχεται, καὶ   (25)
 

 574.Βασίλειος θεολόγος . Adversus Eunomium (libri 5)


{2040.019} (A.D. 4) Volume 29 p. 524 line 27
 ετάσει, θεωρία τε πλειόνων προσέρχεται, καὶ   (25)
προσηγορίαι διάφοροι τῶν νοηθέντων σημαντικαί.
Τὸν γὰρ αὐτὸν σῖτον νῦν μὲν καρπὸν λέγομεν, νῦν
δὲ σπέρμα, καὶ πάλιν τροφήν· καρπὸν μὲν, ὡς τέλος
τῆς παρελθούσης γεωργίας· σπέρμα δὲ, ὡς ἀρχὴν τῆς
 

 575.Βασίλειος θεολόγος . Regulae morales {2040.051} (A.D. 4)


Volume 31 p. 785 line 52
   ΛΟΥΚΑΣ. Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· Σίμων, Σίμων,    (50)
ἰδοὺ ὁ Σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς, τοῦ σινιάσαι
ὡς τὸν σῖτον· ἐγὼ δὲ ἐδεήθην περὶ σοῦ, ἵνα μὴ
ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου. ΠΡΟΣ ΕΦΕΣ. Προσευχό-
μενοι ἐν παντὶ καιρῷ ἐν πνεύματι, καὶ εἰς αὐτὸ
 

 576.Βασίλειος θεολόγος . Regulae morales {2040.051} (A.D. 4)


Volume 31 p. 805 line 9
 Κεφάλ. βʹ.

  ΛΟΥΚΑΣ. Σίμων, Σίμων, ἰδοὺ ὁ Σατανᾶς ἐξ-


ῃτήσατο ὑμᾶς, τοῦ σινιάσαι ὡς τὸν σῖτον· ἐγὼ δὲ
ἐδεήθην περὶ σοῦ, ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου.   (10)
ΠΡΑΞΕΙΣ. Ὁ μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ
 

 577.Βασίλειος θεολόγος . Regulae morales {2040.051} (A.D. 4)


Volume 31 p. 805 line 47
 οὐ ζωοποιεῖται, ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ πρῶτον. Καὶ ὃ    (45)
σπείρεις, οὐ τὸ σῶμα τὸ γενησόμενον σπείρεις,
ἀλλὰ γυμνὸν κόκκον, εἰ τύχοι σίτου, ἤ τινος τῶν
127

λοιπῶν. Ὁ δὲ Θεὸς δίδωσιν αὐτῷ σῶμα, καθὼς


ἠθέλησε. Καὶ μετ’ ὀλίγα· Οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις
 

 578. DIDYMUS CAECUS Scr. Eccl. Commentarii in Job (in


catenis) {2102.014} (A.D. 4) Volume 39 p. 1133 line 40
 μέλλοντί σε δοξάσει. Οὐκ ἀνάγκη δὲ ταῖς θεωρίαις
τὰς ἱστορίας ἐξομαλίζειν ἑξῆς.
  Στ. κϛʹ. Ἐλεύσῃ δὲ ἐν τάφῳ, ὥσπερ σῖτος ὥρι-   (40)
μος, κατὰ καιρὸν θεριζόμενος· ἢ ὥσπερ θημωνία
ἅλωνος καθ’ ὥραν συγκομισθεῖσα.
 

 579. Ευστάθιος. Commentarius in hexaemeron [Sp.] {4117.022}


(A.D. 4) P. 713 line 49
 τῆς θέρμης συνεπάγεται τῆς γῆς τὸ τρόφιμον· καὶ
καταμερίζεται τοῦτο εἰς καλάμην, καὶ φλοιὸν, καὶ τὰς
θήκας τοῦ σίτου, καὶ εἰς αὐτὸν τὸν σῖτον, καὶ τοὺς
ἀνθέρικας. Ἡ δὲ καλάμη τοῦ σίτου κονδύλοις δια-   (50)
ζώννυται, ἵν’ ὡς σύνδεσμοί τινες τῶν σταχύων τὸ
 

 580. Ευστάθιος. Commentarius in hexaemeron [Sp.] {4117.022}


(A.D. 4) P. 713 line 49
 τῆς θέρμης συνεπάγεται τῆς γῆς τὸ τρόφιμον· καὶ
καταμερίζεται τοῦτο εἰς καλάμην, καὶ φλοιὸν, καὶ τὰς
θήκας τοῦ σίτου, καὶ εἰς αὐτὸν τὸν σῖτον, καὶ τοὺς
ἀνθέρικας. Ἡ δὲ καλάμη τοῦ σίτου κονδύλοις δια-   (50)
ζώννυται, ἵν’ ὡς σύνδεσμοί τινες τῶν σταχύων τὸ
 

 581. Ευστάθιος. Commentarius in hexaemeron [Sp.] {4117.022}


(A.D. 4) P. 713 line 50
 καταμερίζεται τοῦτο εἰς καλάμην, καὶ φλοιὸν, καὶ τὰς
θήκας τοῦ σίτου, καὶ εἰς αὐτὸν τὸν σῖτον, καὶ τοὺς
ἀνθέρικας. Ἡ δὲ καλάμη τοῦ σίτου κονδύλοις δια-   (50)
ζώννυται, ἵν’ ὡς σύνδεσμοί τινες τῶν σταχύων τὸ
βάρος φέρωσιν. Ἔστι δὲ καὶ ἡ καλάμη διάκενος,
 

 582. Ευστάθιος. Commentarius in hexaemeron [Sp.] {4117.022}


(A.D. 4) P. 748 line 39
128

 καὶ τὰ ἄστρα ὄφεων σχήμασιν ἀπεικάζουσι, διὰ τὸ


λοξὴν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν αὐτούς.
  Οἱ δὲ μύρμηκες τὸν σῖτον συνάγοντες διὰ μέσου
τῶν κόκκων τέμνουσι, πρὸς τὸ μὴ ἐκφύσαι αὐτὸν    (40)
νοτιζόμενον· καὶ μένουσι τὸν χειμῶνα ἀπρόϊτοι, διὰ
 

 583. Ευστάθιος. Commentarius in hexaemeron [Sp.] {4117.022}


(A.D. 4) P. 776 line 52
 μὼν πάσης τῆς Αἰγύπτου καθίσταται. Καὶ λιμοῦ     (50)
πᾶσαν πιέζοντος τὴν γῆν, οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ κατῆλθον
εἰς Αἴγυπτον, σῖτον καὶ αὐτοὶ διὰ τὸν λιμὸν ὠνησό-
μενοι· καὶ ἀναγνωρισθεὶς αὐτοῖς Ἰωσὴφ, μεθιστᾷ
(777) αὐτοὺς ἅμα τῷ πατρὶ Ἰακὼβ εἰς τὴν Αἴγυπτον παγ-
 

 584. ARCADIUS Gramm. De accentibus [Sp.] {2116.001} (A.D.


4?) P. 79 line 7
 νον, κύρια μὲν ὄντα βαρύνεται· Κῦρος Σκῦρος   (5)
(ἡ νῆσος) Σφῦρος· μὴ οὕτω δὲ, ὀξύνεται· πυρός
(ὁ σῖτος) τυρός ξυρός.
  Τὰ εἰς ΡΟΣ μονογενῆ δισύλλαβα παραληγόμενα τῷ
Ω βαρύνεται· Δῶρος Βῶρος Χλῶρος (τὸ κύριον).
 

 585. ARCADIUS Gramm. De accentibus [Sp.] {2116.001} (A.D.


4?) P. 90 line 15
 τὸ δὲ τρίτος ἐπὶ ἀριθμοῦ.
  Τὰ εἰς ΤΟΣ δισύλλαβα παραληγόμενα Ι μακρῷ βα-
ρύνεται· σῖτος Τρῖτος (ὁ ποταμὸς) ῥῖτος (φρέαρ).    (15)
τὸ μέντοι λιτός τριγενές.   Τὰ εἰς ΤΟΣ δισύλλαβα παραληγόμενα
 

 586. TIMAEUS Sophista Gramm. Lexicon Platonicum (e cod.


Coislin. 345) {2602.001} (A.D. 4?) Epistle-alphabetic letter beta p.
980b line 25
 των· „ἐπιστάτας τε καὶ βραβέας.“ ἐν δὲ τῷ Πρωτα-
γόρᾳ· „βραβευτὴν αἰσχρὸν εἴη αἱρεῖσθαι.“
Βράττειν. ἀνακινεῖν, ὥσπερ οἱ τὸν σῖτον κα-   (25)
θαίροντες.
Βρενθυόμενος. γαυρούμενος καὶ ὀγκυλόμενος
 
129

 587. TIMAEUS Sophista Gramm. Lexicon Platonicum (e cod.


Coislin. 345) {2602.001} (A.D. 4?) Epistle-alphabetic letter kappa
p. 992b line 31
 τοῦ μεταδίδωμι. Πλάτων ἐν δευτέρῳ τῶν πολιτειῶν·
„τετραπλάσιον χρόνον τε καὶ πόνον ἀναλίσκειν ἐπὶ    (30)
σίτου παρασκευῇ καὶ ἄλλοις κοινωνεῖν,“ ἤγουν μετα-
διδόναι τούτου. καὶ πάλιν ἐν τῷ αὐτῷ· „καὶ μὴ
ἄλλοις κοινωνοῦντα πράγματα ἔχειν.“
 

 588. Συνέσιος. . Epistulae {2006.001} (A.D. 4-5) Epistle 87 line 2


 (87) Τῷ αὐτῷ.   

  ᾯ δέδωκα τὴν ἐπιστολήν, ταμίας ἐστὶ καὶ   (1)


σιτοδότης τοῦ Δαλματῶν τάγματος. πάντας δ’ ἐγὼ
τοὺς Δαλμάτας ἴσα καὶ τοὺς υἱέας φιλῶ· δῆμος γάρ
εἰσι τῆς λαχούσης με πόλεως. μόνα ἦν ταῦτα πρὸς
 

 589. Συνέσιος. . Epistulae {2006.001} (A.D. 4-5) Epistle 148 line


71
 γίαν, ἐπὶ ποιμένας ἐπὶ ποίμνας, ἐπὶ θήραν ὧν ἡ γῆ
φέρει παντοδαπήν· οὐδὲ γὰρ νόμος ἡμῖν, οὔτ’ αὐτοῖς   (70)
οὔθ’ ἵπποις, ἀνιδρωτὶ σῖτον αἱρεῖσθαι. ἀριστῶμεν δὲ
ἐπ’ ἀλφίτοις, ἡδίστοις μὲν ἐμφαγεῖν ἡδίστοις δὲ ἐμ-
πιεῖν, ἃ καὶ τῷ Νέστορι κίρνησιν Ἑκαμήδη. μετὰ
 

 590. Σωκράτης Σχολαστικός. . Historia ecclesiastica {2057.001}


(A.D. 4-5) Book 1 ch. 22 line 2
 Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως ἐγένετο.

(22) Περὶ Μάνετος τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς αἱρέσεως τῶν Μανιχαίων, καὶ


ὅθεν ἦν τὴν ἀρχήν.
  Ἀλλὰ μεταξὺ τοῦ χρηστοῦ σίτου εἴωθε καὶ ζιζάνια φύεσθαι·
φθόνος γὰρ τοῖς ἀγαθοῖς ἐφεδρεύειν φιλεῖ. Παρεφύη γὰρ μικρὸν
ἔμπροσθεν τῶν Κωνσταντίνου χρόνων τῷ ἀληθεῖ Χριστιανισμῷ
 

 591. Σωκράτης Σχολαστικός. . Historia ecclesiastica {2057.001}


(A.D. 4-5) Book 1 ch. 35 line 2
130

 καὶ διαφόρους βλασφημίας ἐμβάλλουσιν.    (50)(35) Ὅτι τῆς


συνόδου μὴ ἐλθούσης παρὰ τὸν βασιλέα, οἱ περὶ Εὐσέβιον
διέβαλλον
  Ἀθανάσιον ὡς ἀπειλήσαντα ἀποστρέφειν τὸν σῖτον τὸν ἐκ τῆς
Ἀλεξανδρείας
  τῇ Κωνσταντίνου πόλει χορηγούμενον· ἐφ’ οἷς κινηθεὶς ὁ
βασιλεὺς εἰς ἐξορίαν
ἐξέπεμψε τὸν Ἀθανάσιον κελεύσας τὰς Γαλλίας οἰκεῖν.

 592. Σωκράτης Σχολαστικός. . Historia ecclesiastica {2057.001}


(A.D. 4-5) Book 1 ch. 35 line 12
 ζήτησιν γενέσθαι συνεχώρησαν· ἀλλ’ ἐπὶ ἑτέραν χωροῦσι δια-
(10)
βολὴν διδάξαντες τὸν βασιλέα, ὡς εἴη Ἀθανάσιος ἀπειλήσας κωλύ-

σειν πεμφθῆναι τὸν σῖτον τὸν ἐξ ἔθους ἐκ τῆς Ἀλεξανδρείας εἰς


τὴν Κωνσταντινούπολιν κομιζόμενον· καὶ τούτων λεγομένων
παρὰ Ἀθανασίου ἀκηκοέναι Ἀδαμάντιον, Ἀνουβίωνα, Ἀρβαθί-
 

 593. Σωκράτης Σχολαστικός. . Historia ecclesiastica {2057.001}


(A.D. 4-5) Book 2 ch. 13 line 22
 σιτηρεσίου τοῦ παρασχεθέντος παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
ἡμερησίου   (20)
ὑπὲρ τέσσαρας μυριάδας· ὀκτὼ γὰρ ἐγγὺς μυριάδες ἐχορηγοῦντο
πρότερον τοῦ σίτου ἐκ τῆς Ἀλεξανδρέων κομιζομένου πόλεως.
Μακεδόνιον δὲ ἀναδεῖξαι τῆς πόλεως ἐπίσκοπον ὑπερέθετο· ὠργί-
ζετο γὰρ οὐ μόνον περὶ αὐτοῦ, ὅτι παρὰ γνώμην αὐτοῦ κεχειρο-
 

 594. Σωκράτης Σχολαστικός. . Historia ecclesiastica {2057.001}


(A.D. 4-5) Book 4 ch. 16 line 31
 τε διὰ θαλάσσης ἔχειν τῶν πανταχόθεν ἐπιτηδείων τὴν
προσκομιδὴν,
καὶ ὅτι ὁ Εὔξεινος Πόντος παρακείμενος ἄφθονον αὐτῇ, ἡνίκα
(30)προσδεηθῇ παρέχει τὸν σῖτον. (17) Ὡς ὁ βασιλεὺς ἐν
Ἀντιοχείᾳ γενόμενος πάλιν τοὺς τὸ ὁμοούσιον φρονοῦντας
ἐδίωκε.

 
131

 595. Σωκράτης Σχολαστικός. . Historia ecclesiastica {2057.001}


(A.D. 4-5) Book 7 ch. 22 line 58
 ἐκκλησία ἐγένετο· βασιλεὺς δὲ μέσος ἐξήρχετο τῶν ὕμνων, ἐν
ἰδιωτικῷ σχήματι πορευόμενος. Καὶ τῆς ἐλπίδος οὐχ ἥμαρτεν· ὁ
ἀὴρ γὰρ εἰς τὸ εὐδιεινὸν μετεβάλλετο· καὶ ἐκ σιτοδείας ἡ τοῦ
Θεοῦ φιλανθρωπία εὐετηρίαν παρεῖχε τοῖς σύμπασιν. Εἰ δέ ποτε
πόλεμος ἐκινεῖτο, κατὰ τὸν Δαβὶδ τῷ Θεῷ προσέφευγεν, εἰδὼς
(60)
 

 596. Ιωάννης Χρυσόστομος. De beato Philogonio (= Contra


Anomoeos, homilia 6) {2062.014} (A.D. 4-5) Volume 48 p. 751
line 55
 γὰρ τούτου τῷ Θεῷ προτιμότερον κατόρθωμα· διὰ
τοῦτο καὶ ἀλλαχοῦ φησι· Σίμων, Σίμων, ᾔτησεν ὁ
Σατανᾶς σινιάσαι σε ὡς τὸν σῖτον· κἀγὼ ἐδεή-   (55)
θην περὶ σοῦ, ἵνα μὴ ἐκλείπῃ ἡ πίστις σου.
Τίνα οὖν ταύτης τῆς κηδεμονίας καὶ τῆς προνοίας
 

 597. Ιωάννης Χρυσόστομος. De consubstantiali (= Contra


Anomoeos, homilia 7) {2062.015} (A.D. 4-5) Volume 48 p. 755
line 51
 ἐλάττων γέγονε· μᾶλλον δὲ ἕως ἂν ὑμεῖς παρῆτε,
οὐκ ἂν γένοιτο ἐλάττων. Ὥσπερ γὰρ γεωργὸς, εἰ    (50)
τὸν σῖτον ἀκμάζοντα καὶ ἀπηρτισμένον ἴδοι, οὐ πολὺν
ποιεῖται λόγον τῶν φύλλων καταπιπτόντων· οὕτω δὴ
καὶ ἐγὼ νῦν, τοῦ καρποῦ παρόντος ἡμῖν, οὐ τοσαύ-
 

 598. Ιωάννης Χρυσόστομος. De Christi precibus (= Contra


Anomoeos, homilia 10) {2062.018} (A.D. 4-5) Volume 48 p. 785
line 28
 σε δίκην· χωρὶς δὲ τούτων, καὶ αὐτή σε ταχέως ἡ
χάρις ἔρημον ἐγκαταλιποῦσα οἰχήσεται. Ἐπεὶ καὶ ὁ
σῖτος, ἂν μὲν ἐν ταῖς ἀποθήκαις ᾖ διηνεκῶς κείμε-
νος, δαπανᾶται, σητὸς αὐτὸν κατεσθίοντος· ἂν δὲ ἐξ-
ενεχθεὶς εἰς τὰς ἀρούρας καταβάλληται, πολυπλασιά-    (30)
 

 599. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Kalendas {2062.022} (A.D. 4-5)


Volume 48 p. 962 line 18
132

 ἀπαιτῶμεν τιμῆς, ὅταν μὴ τοὺς καιροὺς τῆς στενο-


χωρίας παρατηρῶμεν, καὶ τότε τοῖς δεομένοις μετα-
διδῶμεν· Ὁ γὰρ τιμιουλκῶν σῖτον δημοκατάρατος.
φησί. Καὶ τί χρὴ καθ’ ἕκαστον λέγειν, δέον δι’ ἑνὸς
ὑποδείγματος τὸ πᾶν συλλαβεῖν; Καθάπερ γὰρ οἱ   (20)
 

 600. Ιωάννης Χρυσόστομος. De Lazaro (homiliae 1-7)


{2062.023} (A.D. 4-5) Volume 48 p. 1014 line 27
 ὁράματα, οὐκ ἂν τῆς βασιλείας ἐπέτυχεν· εἰ μὴ τῆς    (25)
βασιλείας δὲ ἐπέτυχεν ἐκείνης, οὐκ ἂν ἦλθον οὗτοι
κατ’ ἐμπορίαν σίτου, καὶ προσεκύνησαν αὐτόν. Ὥστε
ἐπειδὴ ἀπέκτειναν αὐτὸν, διὰ τοῦτο μάλιστα ἔγνωσαν
αὐτοῦ τὰ ἐνύπνια.

 816. Ιωάννης Χρυσόστομος. De eleemosyna [Sp.] {2062.363}


(A.D. 4-5) Volume 64 p. 444 line 7
   ΙΒʹ. Φοβηθῶμεν τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ἐν ἡμέρᾳ ᾖ ὁ    (5)
οἰκοδεσπότης τοὺς ἐργάτας καλεῖ εἰς τὴν σπεῖραν
τοῦ σίτου, καὶ συνάξει τὸν σῖτον εἰς τὰς ἀποθήκας,
τὰ δὲ ἄχυρα κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ. Ὁ γὰρ οἰκο-
δεσπότης ἐστὶν ὁ Κύριος, οἱ δὲ ἐργάται εἰσὶν οἱ ἄγ-
 

 817. Ιωάννης Χρυσόστομος. De eleemosyna [Sp.] {2062.363}


(A.D. 4-5) Volume 64 p. 444 line 14
 συνάξουσιν εἰς τὰς αἰωνίους σκηνὰς, ἃς ἡτοίμασεν ὁ
ἀναληφθεὶς Κύριος, τοὺς δὲ ἁμαρτωλοὺς εἰς τὸ πῦρ
τὸ αἰώνιον. Σπουδάσωμεν οὖν εὑρεθῆναι σῖτος ὥρι-
μος διὰ τῆς ἐλεημοσύνης, ἵνα εἰσέλθωμεν εἰς τὰς αἰω-    (15)
νίους σκηνάς. Μεθ’ οὗ τῷ Πατρὶ ἅμα τῷ Υἱῷ
 

 818. Θεοδώρετος. . De incarnatione domini {4089.021} (A.D. 4-


5) Volume 75 p. 1461 line 6
 γὰρ τῷ ὄντι καὶ ἀνερμήνευτον, καὶ λόγου δύναμιν
ὑπερβαῖνον, βότρυν ἰδεῖν ἐκ γῆς ἄνευ κλημάτων βλα-   (5)
στήσαντα, σῖτον ἄνευ σπερμάτων φύντα, χιτῶνα
χωρὶς νημάτων καὶ χειρῶν ὑφαντικῶν ὑφασμένον,
ἄρτον οὐ μύλῃ καὶ χερσὶ καὶ πυρὶ δημιουργηθέντα,
 
133

 819. Θεοδώρετος. . Quaestiones in libros Regnorum et


Paralipomenon {4089.023} (A.D. 4-5) Volume 80 p. 664 line 15
 δὲ σοφώτατος καὶ δικαιότατος βασιλεὺς, λογισά-
μενος ὡς τὸν λιμὸν αὐτὸς διαφυγεῖν δυνήσεται, πο-
λὺν ὡς βασιλεὺς ἔχων ἀποκείμενον σῖτον· κατὰ    (15)
μόνων δὲ τῶν πενήτων ἡ τιμωρία χωρήσει· καὶ ἐν
τῷ πολέμῳ δὲ δυνατὸν αὐτὸν διαφυγεῖν τῶν πολε-
 

 820. Θεοδώρετος. . Interpretatio in Psalmos {4089.024} (A.D. 4-


5) Volume 80 p. 893 line 16
 συμφοραῖς ἀποχρῶσαν ἔχομεν παραψυχὴν τὴν εἰς
σὲ ἐλπίδα.    (15)
  ηʹ. «Ἀπὸ καρποῦ σίτου, οἴνου, καὶ ἐλαίου
αὐτῶν ἐπληθύνθησαν.» Πάλιν ἐκείνων κατηγορεῖ τῶν
λεγόντων· «Τίς δείξει ἡμῖν τὰ ἀγαθά;» ὡς τοσού-
 

 821. Θεοδώρετος. . Interpretatio in Psalmos {4089.024} (A.D. 4-


5) Volume 80 p. 893 line 22
 καὶ ἀχαριστίαν νοσούντων. Ἔστι δὲ τὸ νόημα μεθ-    (20)
υπέρβατον· «Πολλοὶ λέγουσι· Τίς δείξει ἡμῖν τὰ
ἀγαθά; ἀπὸ καρποῦ σίτου, καὶ οἴνου, καὶ
ἐλαίου αὐτῶν ἐπληθύνθησαν.» Καίτοι, φησὶν, οἱ ταῦτα
λέγοντες τῶν παντοδαπῶν τῆς γῆς καρπῶν ἀπο-
 

 822. Θεοδώρετος. . Interpretatio in Psalmos {4089.024} (A.D. 4-


5) Volume 80 p. 1360 line 16
 προβάτων·» οὐ γὰρ μόνον τὰ ἄλλα πρόβατα, ἀλλὰ
καὶ αὐτοὶ οἱ κριοὶ προσίασι τῷ σωτηρίῳ βαπτίσ-    (15)
ματι. «Καὶ αἱ κοιλάδες πληθυνοῦσι σῖτον.» Καὶ
οἱ πενίᾳ δὲ συγκληρωθέντες, καὶ εὐσεβεῖν προαι-
ρούμενοι, τὸν οἰκεῖον καρπὸν προσοίσουσι τῷ Θεῷ,
 

 823. Θεοδώρετος. . Interpretatio in Psalmos {4089.024} (A.D. 4-


5) Volume 80 p. 1528 line 21
 λίας τοὺς ἀπὸ τῆς γῆς αὐτοῖς ἀφθόνως ἐδωρή-
σατο καρπούς. Ἀπὸ γὰρ τοῦ μέρους τὸ πᾶν παρ-    (20)
εδήλωσε, καὶ διὰ τοῦ σίτου καὶ τῶν ἄλλων
καρπῶν τὴν χορηγίαν ἐσήμανεν.ΕΡΜΗΝ. ΤΟΥ ΠΑʹ ΨΑΛΜΟΥ.
134

 824. Θεοδώρετος. . Interpretatio in Psalmos {4089.024} (A.D. 4-


5) Volume 80 p. 1713 line 31
 «Πᾶν στήριγμα ἄρτου συνέτριψεν.» Ἀντὶ τοῦ,
Πᾶν διαθρέψαι δυνάμενον σπανίσαι πεποίηκεν·    (30)
οὐ μόνον σῖτον, ἀλλὰ καὶ κριθὰς, καὶ ὄσπρια, καὶ
τ’ ἄλλα δι’ ὧν βιοτεύουσιν ἄνθρωποι.
  ιζʹ. «Ἀπέστειλεν ἔμπροσθεν αὐτῶν ἄνθρωπον,
 

 825. Θεοδώρετος. . Interpretatio in Psalmos {4089.024} (A.D. 4-


5) Volume 80 p. 1984 line 16
 Ἐπέκλυσέ τε καὶ τοῖς ἀπὸ γῆς ἀγαθοῖς. Στέαρ γὰρ
πυροῦ τῶν καρπῶν τὴν ἀφθονίαν ἐκάλεσεν, ἀπὸ τοῦ    (15)
μέρους τὸ πᾶν ὀνομάσας. Πυρὸς γάρ ἐστιν ὁ σῖτος,
στέαρ δὲ πυροῦ ὁ κάλλιστος ἄρτος. Δεδήλωκε δὲ διὰ
τούτου καὶ τοὺς ἄλλους καρπούς. Ἀλλὰ ταύτης πάλαι
 

 826. Θεοδώρετος. . Explanatio in Canticum canticorum


{4089.025} (A.D. 4-5) Volume 81 p. 44 line 19
 ἐγένετο ἐν σοὶ διεστραμμένα παρὰ τὰς γυναῖκας ἐν
τῇ πορνείᾳ σου.» Καὶ διὰ τούτων πάλιν ἐσήμανεν,
ὅτι παρὰ τοῦ Θεοῦ λαμβάνοντες, καὶ σῖτον, καὶ οἶ-
νον, καὶ ἔλαιον, καὶ πρόβατα, καὶ βόας, καὶ μόσχους,    (20)
τοῖς εἰδώλοις τὰς θυσίας προσέφερον· τὸν μὲν Θεὸν
 

 827. Θεοδώρετος. . Explanatio in Canticum canticorum


{4089.025} (A.D. 4-5) Volume 81 p. 105 line 39
 τοὶ μέν εἰσιν οἱ τῆς διὰ τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσίας
τετυχηκότες· καλιὰ δὲ αὐτῶν, καὶ νεοττία, τὰ θεῖα
θυσιαστήρια, ἐν οἷς τρέφονται, καὶ σιτοῦνται, καὶ
πτεροφυοῦσιν, καὶ καταβραχὺ τῆς τελειότητος ἀπο-   (40)
λαύουσιν. Οἷον δέ τις μήτηρ αὐτῶν ἐστι τίκτουσα, ἡ
 

 828. Θεοδώρετος. . Explanatio in Canticum canticorum


{4089.025} (A.D. 4-5) Volume 81 p. 188 line 29
 χειρῶν τεχνίτου. (βʹ, εʹ.) Ὀμφαλός σου κρατὴρ το-  
ρευτὸς, μὴ ὑστερούμενος κράμα· κοιλία σου θη-
μωνία σίτου πεφραγμένη ἐν κρίνοις. Δύο μαστοί
135

σου ὡς δύο νεβροὶ δίδυμοι δορκάδος. Τράχηλός   (30)


σου ὡς πύργος ἐλεφάντινος· οἱ ὀφθαλμοί σου ὡς
 

 829. Θεοδώρετος. . Explanatio in Canticum canticorum


{4089.025} (A.D. 4-5) Volume 81 p. 189 line 44
 φροσύνης διηνεκῶς ἔχειν, καὶ μηδέποτε ἐλλείπειν
αὐτῇ τὴν ἐκ τῆς εὐσεβείας ἐγγινομένην αὐτῇ θυμη-
δίαν. Ἀλλὰ καὶ «Ἡ κοιλία σου θημωνία σίτου, πε-
φραγμένη ἐν κρίνοις.» Τουτέστι, μεστὰ τὰ ταμιεῖά   (45)
σου τῆς ψυχῆς τῶν κεκρυμμένων μυστηρίων, ὧν ἡ
 

 830. Θεοδώρετος. . Interpretatio in Jeremiam {4089.026} (A.D.


4-5) Volume 81 column 632 line 20
 ὁ λόγος μου πρὸς αὐτὸν, διηγησάσθω τὸν λόγον
μου ἐπ’ ἀληθείας. Καὶ διδάσκει τροπικῶς τὸ διά-
φορον. «Τί τὸ ἄχυρον πρὸς τὸν σῖτον; φησὶν ὁ    (20)
Κύριος.»
  κθʹ. Οὐχ οὕτως οἱ λόγοι μου, ὡς πῦρ, λέγει
 

 831. Θεοδώρετος. . Interpretatio in Jeremiam {4089.026} (A.D.


4-5) Volume 81 column 789 line 36
 φύσεως φιλοστοργίαν ἐνίκησε. Τοῦτο γὰρ ἐπ-
ήγαγεν·   (35)
  ιβʹ. Ταῖς μητράσιν αὑτῶν εἶπον, Ποῦ σῖτος καὶ
οἶνος; ἐν τῷ ἐκλύεσθαι αὐτούς. Λέγει δὲ μὴ
εὑρίσκειν ἀξίαν εἰκόνα τοῦ πάθους.
 

 832. Θεοδώρετος. . Interpretatio in Ezechielem {4089.027} (A.D.


4-5) Volume 81 p. 969 line 31
 καὶ τὴν τοῦ κηρύγματος βλάστησιν. «Καὶ καταφυ-
τεύσω αὐτὸν, καὶ ἐξοίσει βλαστὸν, καὶ ποιήσει καρ-    (30)
πὸν,» ὃν ἡ οἰκουμένη τρυγῶσα καὶ σιτουμένη τὴν
αἰώνιον ἐλπίζει ζωήν. «Καὶ ἀναπαύσεται ὑποκάτω
αὐτοῦ πᾶν ὄρνεον.» Εἶτα σαφέστερον, «Καὶ πᾶν
 

 833. Θεοδώρετος. . Interpretatio in Ezechielem {4089.027} (A.D.


4-5) Volume 81 p. 1081 line 12
136

 τὸν ὄνυχα· Ῥααμὼθ δὲ τὰ ἄλλα ἀρώματα.   (10)


  ιζʹ. Ἰούδας καὶ Ἰσραὴλ οὗτοι ἔμποροί σου
ἐν σίτου πράσει, καὶ μύρων, καὶ κασίας· καὶ
πρῶτον μέλι, καὶ ἔλαιον, καὶ ῥητίνην ἔδωκαν
εἰς τὸν σύμμικτόν σου. Τοσαύτη γὰρ, φησὶν, ἡ ἐκ
 

 834. Θεοδώρετος. . Interpretatio in Ezechielem {4089.027} (A.D.


4-5) Volume 81 p. 1185 line 7
   Καὶ ἔσεσθέ μοι εἰς λαὸν, καὶ ἐγὼ ἔσομαι ὑμῖν    (5)
εἰς Θεόν. (κθʹ, λʹ.) Καὶ καθαριῶ ὑμᾶς ἀπὸ πασῶν
τῶν ἁμαρτιῶν ὑμῶν, καὶ καλέσω τὸν σῖτον,
καὶ πληθυνῶ αὐτὸν, καὶ οὐ δώσω ἐφ’ ὑμᾶς
λιμόν. Καὶ πληθυνῶ τὸν καρπὸν τοῦ ξύλου, καὶ
 

 835. Θεοδώρετος. . Interpretatio in Danielem {4089.028} (A.D.


4-5) Volume 81 p. 1361 line 32
 ἦν ἱκανὰ ἔνδον αὐτὸν κατέχειν· ἀλλὰ δραπετεύων   (30)
ἐν ἐρήμοις διέτριβεν, ὑπαίθριος ταλαιπωρῶν, καὶ
κτηνῶν δίκην τὴν πόαν σιτούμενος. Τοῦτο γὰρ ση-
μαίνει εἰρηκώς·
  «Καὶ μετὰ τῶν θηρίων ἡ μερὶς αὐτοῦ· ἐν
 

 836. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Volume 81 p. 1564 line 11
 ὅμως τοὺς ἀγνώμονας οὐδὲ ταῦτα εἰς εὐγνωμοσύνην
κινεῖ. Διὸ καὶ περὶ ἐκείνων φησὶν, ὅτι   (10)
  ηʹ. «Αὐτὴ οὐκ ἔγνω, ὅτι ἐγὼ δέδωκα αὐτῇ τὸν σῖ-
τον, καὶ τὸν οἶνον, καὶ τὸ ἔλαιον· ἀργύριον καὶ χρυ-
σίον ἐπλήθυνα αὐτῇ· αὐτὴ δὲ ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ
ἐποίησε τῇ Βάαλ.» Καὶ ἃ παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐκομίσατο
 

 837. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Volume 81 p. 1564 line 16
 ἐποίησε τῇ Βάαλ.» Καὶ ἃ παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐκομίσατο
δῶρα, ταῦτα τοῖς ἀντιθέοις ἐκείνοις προσήνεγκε.    (15)
Διὸ χαλεπαίνων ὁ Θεὸς ἀπειλεῖ καὶ σίτου καὶ
οἴνου στερίσκειν αὐτούς· καὶ ἵνα μὴ νομίσωσι τὴν
γῆν ἀκαρπίαν νοσεῖν, εἰκότως ἐπήγαγε, «Καθ’ ὥραν
 
137

 838. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Volume 81 p. 1596 line 8
 ἔοικε τὰ ἐκείνων δράγματα ἀνεμοφθόροις ἀστάχυςιν,
οἳ τὰς μὲν θήκας πλήρεις δεικνύουσιν ἔξωθεν, τὸν δὲ
σῖτον ἔνδον οὐκ ἔχουσι. Τοιαύτη δὲ καὶ τῶν εἰδώλων
ἡ φύσις· τὸ μὲν γὰρ φαινόμενον εἶδος, ἢ ἀνδρὸς, ἢ
γυναικὸς, ἢ λέοντος, ἢ ἄλλου τινὸς τῶν ζώων, ἀπὸ    (10)
 

 839. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Volume 81 p. 1597 line 44
 μοσι τὰς ἀπαρχὰς προεκόμισας. Τοῦτο γὰρ παρεδή-
λωσεν, εἰρηκώς·
  «Ἠγάπησας δόματα ἐπὶ πᾶσαν ἅλωνα σίτου.
(βʹ.) Ἅλων καὶ ληνὸς οὐκ ἔγνω αὐτοὺς, καὶ ὁ οἶνος    (45)
ἐψεύσατο αὐτούς.» Ἀποστερήσω γὰρ ὑμᾶς τῶν συν-
 

 840. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Volume 81 p. 1640 line 45
 πωρίαν.»
  ιζʹ. «Ἐσκίρτησαν δαμάλεις ἐν ταῖς φάτναις αὑ-
τῶν, ηὐρωτίασε σιτοδοχεῖα ἀπὸ τῶν χρισμάτων αὑ-   (45)
τῶν.» Σκιρτήσειν ἔφη τὰς δαμάλεις, οὐ διὰ κόρον
τοῦτο ποιούσας, ἀλλ’ ὑπὸ λιμοῦ φθειρομένας, καὶ
 

 841. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Volume 81 p. 1640 line 49
 τοῦτο ποιούσας, ἀλλ’ ὑπὸ λιμοῦ φθειρομένας, καὶ
ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἐῤῥιμμένας, καὶ τοὺς πόδας τῇ γῇ
προσαρασσούσας. Τὰ δὲ τοῦ σίτου, φησὶ, δοχεῖα
εὐρῶτα ὑπέμεινεν, ὡς πλεῖστον χρόνον μὴ δεξάμενα    (50)
σῖτον. Ἀλλὰ καὶ ληνοὶ, φησὶν, ὡς περιτταὶ κατ-
 

 842. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Volume 81 p. 1640 line 51
 προσαρασσούσας. Τὰ δὲ τοῦ σίτου, φησὶ, δοχεῖα
εὐρῶτα ὑπέμεινεν, ὡς πλεῖστον χρόνον μὴ δεξάμενα    (50)
σῖτον. Ἀλλὰ καὶ ληνοὶ, φησὶν, ὡς περιτταὶ κατ-
εσκάφησαν, καὶ εἴ τι ἕτερον ἦν ταῖς τοιαύταις
138

ἀπονενεμημένον χρείαις, οἷα δὴ περιττὸν, μεμένη-


 

 843. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Volume 81 p. 1649 line 3
 (1649) πληγαῖς ἐλωβήθησαν. Δεξάμενος γὰρ τὴν μεταμέ-
λειαν ὁ Δεσπότης, ὑπισχνεῖται αὐτοῖς δώσειν καὶ τὸν
σῖτον, καὶ τὸν οἶνον, καὶ τὸ ἔλαιον, καὶ δώσειν μετὰ
φιλοτιμίας ὅτι πλείστης. Προσέθηκε γὰρ, ὅτι «Ἐμ-
πλησθήσεσθε αὐτῶν.» Τουτέστιν, Εἰς κόρον αὐτῶν    (5)
 

 844. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Volume 81 p. 1669 line 52
 ἀδελφικὴν πρὸς ἀλλήλους διάθεσιν ἐπεδείκνυντο, καὶ    (50)
ὁ μὲν εἰς τὴν οἰκοδομίαν τοῦ θείου νεὼ ξύλα κέδρινα
ἐχορήγει, ὁ δὲ σῖτον ἀντεδίδου· ταύτης δὲ τῆς φιλίας
εἰς λήθην ἦλθον οἱ Τύριοι, καὶ ταὐτὰ τοῖς Γαζαίοις
εἰς τὸν Ἰσραὴλ ἐξημάρτανον, τὴν αὐτὴν καὶ κατὰ
 

 845. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Volume 81 p. 1705 line 15
 γὰρ μυρίαις παρανομίαις συζῶντας οὐ παραδώσω
πανωλεθρίᾳ· ἀλλὰ νῦν μὲν αὐτοὺς εἰς τὴν αἰχμαλω-
σίαν διασπερῶ, καθάπερ δὲ γεωργὸς ἀποκρινῶ σίτου   (15)
τὸ ἄχυρον, καὶ φυλάξω μὲν τοὺς σωτηρίας ἀξίους,
τοὺς δὲ λοιποὺς παραδώσω σφαγῇ, οἳ πιστεῦσαι τοῖς
 

 846. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Volume 81 p. 1865 line 9
 ρανὸς ἀπὸ δρόσου, καὶ ἡ γῆ στελεῖται τὰ ἐκφόρια
αὑτῆς ἐφ’ ὑμᾶς. Καὶ ἐπάξω ῥομφαίαν ἐπὶ τὴν
γῆν, καὶ ἐπὶ τὰ ὄρη, καὶ ἐπὶ τὸν σῖτον, καὶ ἐπὶ τὸ
ἔλαιον, καὶ ἐπὶ πάντα ὅσα ἐκφέρει ἡ γῆ, καὶ ἐπὶ   (10)
τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἐπὶ τὰ κτήνη, καὶ ἐπὶ πάντας
 

 847. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Volume 81 p. 1925 line 47
 θηρίων.   (45)
  ιζʹ. «Εἴ τι γὰρ ἀγαθὸν αὐτοῦ, καὶ εἴ τι καλὸν
139

παρ’ αὐτοῦ, σῖτος νεανίσκοις, καὶ οἶνος εὐωδιάζων


εἰς παρθένους.»ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ιʹ.

 848. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Volume 81 p. 1928 line 1
 πρῴϊμον καὶ ὄψιμον· Κύριος ἐποίησε φαντασίας,
καὶ ὑετὸν χειμέριον δώσει αὐτοῖς, ἑκάστῳ βοτάνην
(1928) ἐν ἀγρῷ.» Αὐτὸς, φησὶ, καὶ σῖτον καὶ οἶνον χορηγεῖ,
ὥστε καὶ νεανίσκους τῷ σίτῳ στηρίζεσθαι, καὶ τὰς
παρθένους τὴν ἀπὸ τοῦ οἴνου εὐφροσύνην καρποῦ-
 

 849. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Volume 81 p. 1936 line 26
 ἣν διεθέμην εἰς πάντας τοὺς λαοὺς τῆς γῆς.» Τῶν
γὰρ δεξαμένων τῆς θεογνωσίας τὸ κήρυγμα τῷ θείῳ    (25)
πτύῳ διακριθέντων, καὶ οἷόν τινος σίτου τῶν ἀχύρων
ἀποκριθέντων, ἀνάγκη πᾶσα τὸ ἄχυρον κατακαυ-
θῆναι πυρὶ ἀσβέστῳ, κατὰ τὴν τοῦ μεγάλου Ἰωάννου
 

 850. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli


{4089.030} (A.D. 4-5) Volume 82 p. 57 line 19
 μει τοῦτο θερμὸν ὀνομάζουσιν, ὡς οὐ φαινόμενον
μὲν τοιοῦτο, δυνάμενον δὲ δειχθῆναι τοιοῦτον. Οὕτω
καὶ ὁ σῖτος δύναται μὲν εἶναι καὶ ῥίζα, καὶ καλάμη,
καὶ ἄσταχυς· οὐ φαίνεται δὲ τοιοῦτος, πρὶν εἰς τὰς   (20)
αὔλακας κατασπαρῆναι τῆς γῆς. Εἰκότως τοίνυν καὶ
 

 851. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli


{4089.030} (A.D. 4-5) Volume 82 p. 364 line 9
 ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ. Καὶ ὃ σπείρεις, οὐ τὸ σῶμα τὸ γε-
νησόμενον σπείρεις, ἀλλὰ γυμνὸν κόκκον, εἰ τύχοι
σίτου, ἤ τινος τῶν λοιπῶν.» Ἀπόβλεψον εἰς τὰ
σπέρματα, καὶ βλέπε τὰς αὔλακας μιμουμένας τοὺς    (10)
τάφους, καὶ τὰ σπέρματα θαπτόμενα ὡς τὰ σώματα,
 

 852. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli


{4089.030} (A.D. 4-5) Volume 82 p. 364 line 14
140

 εἶτα φυόμενα καὶ βλαστάνοντα. Οὐ γὰρ τὸ σῶμα τὸ


γενησόμενον σπείρεις, τουτέστιν οὐ τὸν ἄσταχυν,
ἀλλὰ γυμνὸν τὸν κόκκον, ἢ σίτου, ἤ τινος τῶν λοι-
πῶν. Σφόδρα δὲ ἁρμοδίως ἐνήλλαξε τὰ ὀνόματα· οὐ    (15)
γὰρ εἶπεν, Οὐ φύεται ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ· τὰ δὲ ἡμέ-
 

 853. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli


{4089.030} (A.D. 4-5) Volume 82 p. 364 line 19
 τερα ὀνόματα τοῖς σπέρμασιν ἐπιτέθεικεν, ἐξ ἐκεί-
νων δεικνὺς τὴν ἡμετέραν ἀνάστασιν. Οὕτω δὲ καὶ ὁ
Κύριος ἔφη· «Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν
εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ,    (20)
πολὺν καρπὸν φέρει. «Οὕτω δείξας τὸν τρόπον τῆς
 

 854. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli


{4089.030} (A.D. 4-5) Volume 82 p. 364 line 26
   ληʹ. «Ὁ δὲ Θεὸς αὐτῷ δίδωσι σῶμα καθὼς ἤθελε,
καὶ ἑκάστῳ τῶν σπερμάτων τὸ ἴδιον σῶμα.» Ὥσπερ   (25)
γὰρ ἀπὸ σίτου σῖτος φύεται, καὶ ἀπὸ φακοῦ φακὸς,
καὶ ἐξ ἑκάστου εἴδους τὸ αὐτὸ εἶδος· οὕτω καὶ τὰ
ἡμέτερα σώματα αὐτὰ μὲν ἀνίσταται, μετὰ δόξης
 

 855. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli


{4089.030} (A.D. 4-5) Volume 82 p. 364 line 26
   ληʹ. «Ὁ δὲ Θεὸς αὐτῷ δίδωσι σῶμα καθὼς ἤθελε,
καὶ ἑκάστῳ τῶν σπερμάτων τὸ ἴδιον σῶμα.» Ὥσπερ   (25)
γὰρ ἀπὸ σίτου σῖτος φύεται, καὶ ἀπὸ φακοῦ φακὸς,
καὶ ἐξ ἑκάστου εἴδους τὸ αὐτὸ εἶδος· οὕτω καὶ τὰ
ἡμέτερα σώματα αὐτὰ μὲν ἀνίσταται, μετὰ δόξης
 

 856. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli


{4089.030} (A.D. 4-5) Volume 82 p. 580 line 50
 καὶ καταφρονῶ τῶν μειόνων διὰ τὰ κρείττονα. Οὐ
γὰρ ὡς φαῦλα φεύγω, ἀλλὰ προαιροῦμαι τὰ μείζονα,
καὶ τὸν σῖτον λαβὼν, περιττὸν ἡγοῦμαι τὸ σκύβαλον.    (50)
(581) Σκύβαλον γὰρ τὸ παχύτερον καὶ σκληρότερον ἄχυ-
ρον ὀνομάζεται· τοῦτο δὲ φέρει τὸν σῖτον, ἀλλὰ
 
141

 857. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli


{4089.030} (A.D. 4-5) Volume 82 p. 581 line 2
 καὶ τὸν σῖτον λαβὼν, περιττὸν ἡγοῦμαι τὸ σκύβαλον.    (50)
(581) Σκύβαλον γὰρ τὸ παχύτερον καὶ σκληρότερον ἄχυ-
ρον ὀνομάζεται· τοῦτο δὲ φέρει τὸν σῖτον, ἀλλὰ
μετὰ τὴν τοῦ σίτου συλλογὴν ἀποβάλλεται τοῦτο.
Οὕτως ὁ νόμος ὑπέδειξε τὸν Χριστὸν, τούτου δὲ φα-
 

 858. Θεοδώρετος. . Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli


{4089.030} (A.D. 4-5) Volume 82 p. 581 line 3
 (581) Σκύβαλον γὰρ τὸ παχύτερον καὶ σκληρότερον ἄχυ-
ρον ὀνομάζεται· τοῦτο δὲ φέρει τὸν σῖτον, ἀλλὰ
μετὰ τὴν τοῦ σίτου συλλογὴν ἀποβάλλεται τοῦτο.
Οὕτως ὁ νόμος ὑπέδειξε τὸν Χριστὸν, τούτου δὲ φα-
νέντος λοιπὸν περιττός.   (5)
 

 859. Θεοδώρετος. . Haereticarum fabularum compendium


{4089.031} (A.D. 4-5) Volume 83 p. 388 line 13
 τὰ ζιζάνια. Ἀλλ’ ὁ πάνσοφος Δεσπότης, τὴν μὲν τῶν
πονηρῶν σπερμάτων καταβολὴν οὐκ ἐκώλυσε· τὰ
δὲ πλεῖστα τῶν ζιζανίων εἰς σῖτον μετέβαλε·
καὶ μαρτυροῦσι καὶ πόλεις, καὶ κῶμαι, καὶ τῶν
Σίμωνος, καὶ τῶν Μενάνδρου, καὶ Κλεοβίου, καὶ    (15)
 

 860. Θεοδώρετος. . Haereticarum fabularum compendium


{4089.031} (A.D. 4-5) Volume 83 p. 405 line 36
 τὴν Δεσποτικὴν ἐντολήν. Πρὸς γὰρ δὴ τὸν μέγαν
ἔφησε Πέτρον ὁ Κύριος· «Σίμων, Σίμων, ἐξῃτήσα-    (35)
το ὁ Σατανᾶς σινιάσαι ὑμᾶς ὡς τὸν σῖτον· κἀγὼ
ἐδεήθην περὶ σοῦ, ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου.»
Ταύταις ὁ Ναυᾶτος ταῖς βουλαῖς οὐκ ἠρέσθη, ἀλλ’
 

 861. Θεοδώρετος. . Haereticarum fabularum compendium


{4089.031} (A.D. 4-5) Volume 83 p. 516 line 17
 ὃ σπείρεις οὐ ζωοποιεῖται ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ, καὶ ὃ    (15)
σπείρεις, οὐ τὸ σῶμα τὸ γενησόμενον σπείρεις, ἀλλὰ
γυμνὸν κόκκον εἰ τύχοι σίτου, ἤ τινος τῶν λοιπῶν.»
Ἀπόβλεψον, φησὶν, εἰς τὰ καθ’ ἡμέραν γιγνόμενα.
142

Οὐδὲν γὰρ διενηνόχασι τῶν τάφων αἱ αὔλακες. Ἐν


 

 862. Θεοδώρετος. . De providentia orationes decem {4089.032}


(A.D. 4-5) Volume 83 p. 573 line 3
 (573) μότητι τὰ κλήματα, πρὸς ὠδῖνας ἐπείγεται. Τοῦ δὲ
θέρους ἀκμάζοντος, καὶ τοῦ ἡλίου σφόδρα τὸν ἀέρα
θερμαίνοντος, ὁ μὲν σῖτος εἰς ἀμητὸν τὸν γηπόνον
καλεῖ, περκῶσι δὲ σταφυλαὶ, βρίθουσι δὲ ἐλαῖαι τοῦ
καρποῦ τρεφομένου, πεπαίνεται δὲ τῶν ὀπωρῶν τὰ   (5)
 

 863. Θεοδώρετος. . De providentia orationes decem {4089.032}


(A.D. 4-5) Volume 83 p. 648 line 22
 ζόμενος, καὶ συμποσίοις προστετηκὼς, καὶ συσσίτια    (20)
κατασκευάζων, καὶ στιβάσι καὶ τραπέζαις ἐνασχολού-
μενος, καὶ σιτοποιοὺς, καὶ ὀψοποιοὺς, καὶ ποπάνων
δημιουργοὺς, καὶ οἴνους ἀνθοσμίας, καὶ φιάλας, καὶ
κύλικας, καὶ ἐκπωμάτων εἴδη παντοδαπὰ, καὶ ὄψων
 

 864. Θεοδώρετος. . De providentia orationes decem {4089.032}


(A.D. 4-5) Volume 83 p. 656 line 11
 ἐσχάρᾳ προσεδρεύειν, καὶ ὄψα κατασκευάζειν, οὐκ
ἀναγκαζούσης ἐνδείας; Τίς ἀρτοποιεῖν, ἢ μύλῃ τὸν    (10)
σῖτον ἀλήθειν, καὶ διακρίνειν κοσκίνῳ τὰ ἄλευρα,
καὶ μάττειν, καὶ πέπτειν, καὶ πυρὸς ἀν-
έχεσθαι φλέγοντος; Τίς δ’ ἂν βοῦς ἀροτῆρας ὑπὸ
 

 865. Θεοδώρετος. . De providentia orationes decem {4089.032}


(A.D. 4-5) Volume 83 p. 661 line 53
 κατὰ τοῦ Ἰὼβ ἐφθέγξατο· «Ὅτι σὺ περιέφραξας
τὰ ἔσωθεν καὶ τὰ ἔξωθεν τῆς οἰκίας αὐτῶν πάντα,
σῖτον καὶ οἶνον ἐπλήθυνας αὐτοῖς· ἀλλ’ ἀπό-
στειλον τὴν χεῖρά σου, καὶ ἅψαι πάντων ὧν ἔχουσιν,
(664) ἢ μὴν εἰς πρόσωπόν σε εὐλογήσουσι.» Ταῦτα ἂν
 

 866. Θεοδώρετος. . De providentia orationes decem {4089.032}


(A.D. 4-5) Volume 83 p. 705 line 30
 σιν ἐποιήσαντο. Ὁ δὲ τὴν μὲν προσκύνησιν δέχεται,
τοῖς δὲ ἴσοις τοὺς ἀδελφοὺς οὐκ ἀμείβεται, ἀλλὰ
143

καὶ τρέφει, καὶ θεραπεύει, καὶ προῖκα τὸν σῖτον    (30)


δωρεῖται. Καὶ τὸ τελευταῖον, τὸν ὁμογάστορα θεασά-
μενος ἀδελφὸν, καὶ τὸ δρᾶμα τῆς ἐπιβουλῆς ὑφήνας,
 

 867. Θεοδώρετος. . De providentia orationes decem {4089.032}


(A.D. 4-5) Volume 83 p. 712 line 5
 περὶ τὸν πατρῷον Θεὸν ἀγάπην καὶ πίστιν, ὡς ὑπο-
σχέσθαι τῷ κηδεμόνι, τὴν ἀπὸ σπερμάτων τροφὴν
λαμπροτέρους αὐτοὺς ἀποδείξειν τῶν βασιλικὰ σι-   (5)
τουμένων σιτία. Καὶ οὐκ ἐψεύσθησαν τῆς ἐλπίδος,
ἀλλὰ τῆς πίστεως ἐδρέψαντο τοὺς καρπούς. Ἀπ-
εφάνθησαν γὰρ, ὡς ἐπηγγείλαντο, πάντων ὁμοῦ τῶν
 

 868. Θεοδώρετος. . De providentia orationes decem {4089.032}


(A.D. 4-5) Volume 83 p. 736 line 18
 ρεις, οὐ ζωογονεῖται ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ.» Καὶ ὃ
σπείρεις, οὐ τὸ σῶμα τὸ γενησόμενον σπείρεις, ἀλλὰ
γυμνὸν κόκκον εἰ τύχοι σίτου, ἤ τινος τῶν λοι-
πῶν· ὁ δὲ Θεὸς δίδωσιν αὐτῷ σῶμα, καθὼς
ἠθέλησεν. Εἰ δὲ καὶ τὴν τούτου διδασκαλίαν λῆρόν    (20)
 

 869. Κύριλλος. Epistulae paschales sive Homiliae paschales


(epist. 1-30) {4090.032} (A.D. 4-5) Volume 77 p. 548 line 44
 καὶ σώζεις ἐν καιρῷ κακῶν.» Οὕτω γὰρ, οὕτω μετα-
γινώσκουσι τὴν γλυκεῖαν ἐκείνην χαριεῖται φωνήν·
«Ἰδοὺ, ἐγὼ ἐξαποστελῶ ὑμῖν τὸν σῖτον, καὶ τὸν
οἶνον, καὶ τὸ ἔλαιον, καὶ ἐμπλησθήσεσθε αὐτῶν. Θάρ-   (45)
σει, γῆ, χαῖρε καὶ εὐφραίνου, ὅτι ἐμεγάλυνε Κύριος
 

 870. Κύριλλος. Epistulae paschales sive Homiliae paschales


(epist. 1-30) {4090.032} (A.D. 4-5) Volume 77 p. 548 line 54
 ὑμῖν βρώματα εἰς δικαιοσύνην, καὶ βρέξει ὑμῖν ὑετὸν
πρώϊμον καὶ ὄψιμον, καθὼς ἔμπροσθεν. Καὶ ἐμπλη-  
σθήσονται αἱ ἅλωνες σίτου, καὶ ὑπερεκχυθήσονται
αἱ ληνοὶ οἴνου καὶ ἐλαίου. Καὶ ἀνταποδώσω ὑμῖν ἀντὶ     (55)
τῶν ἐτῶν ὧν κατέφαγεν ἡ ἀκρὶς, καὶ ὁ βροῦχος, καὶ
 
144

 871. Κύριλλος. Epistulae paschales sive Homiliae paschales


(epist. 1-30) {4090.032} (A.D. 4-5) Volume 77 p. 909 line 42
 ται λέγων· «Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, λέγει    (40)
Κύριος, ἐπακούσομαι τῷ οὐρανῷ, καὶ ὁ οὐρανὸς
ἐπακούσεται τῇ γῇ, καὶ ἡ γῆ ἐπακούσεται τὸν σῖ-
τον, καὶ τὸν οἶνον, καὶ τὸ ἔλαιον.» Ἀλλὰ καὶ δι’
ἑτέρου προφήτου πάλιν· «Δοκιμάσατε δὴ ἐν τούτῳ,
λέγει Κύριος παντοκράτωρ. Ἐὰν μὴ ἀνοίξω ὑμῖν   (45)
 

 872. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 160 line 44
 που δέκα, καὶ ὁ τῆς ἀποδημίας σκοπὸς, τὸ ἐκπρία-
σθαι τροφὰς, καὶ ἕτερον ἦν οὐδέν. Ἐπειδὴ δὲ ἧκον
εἰς τοῦτο καὶ κατεγνωρίζοντο λοιπὸν ὡς ἀδελφοὶ, σιτο-
δοτοῦντος τότε καὶ ἐξάρχοντος τῆς Αἰγυπτίων τοῦ    (45)
Ἰωσὴφ, εἰς οὖς τὸ πραχθὲν ἐδέχετο Φαραὼ, «Καὶ
εἶπε,» φησὶ, «Φαραὼ πρὸς Ἰωσήφ· Εἶπον τοῖς
 

 873. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 161 line 40
 στος τὴν ἄμπελον αὐτοῦ, καὶ τὰς συκᾶς αὐτοῦ, καὶ
πίεσθε ὕδωρ τοῦ λάκκου ὑμῶν, ἕως ἂν ἔλθω, καὶ
λάβω ὑμᾶς εἰς γῆν, ὡς ἡ γῆ ὑμῶν, γῆ σίτου καὶ   (40)
οἴνου καὶ ἄρτων καὶ ἀμπελώνων.» Ἄθρει δὴ οὖν ὅτι
καὶ αὐτὸς ἐπαγγέλλεται τὴν ἐπ’ ἀμπέλῳ τε καὶ συκῇ
 

 874. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 241 line 18
 καὶ γοῦν ἀσμενέστατα τῆς τῶν πάλαι τετυραννευκό-
των πλεονεξίας ἐκδεδυκότες, αὐλιζόμενοί τε κατὰ τὴν
ἔρημον, καὶ τὰ ἄνωθέν τε καὶ ἐξ οὐρανοῦ σιτούμενοι,
τὴν τοῦ μάννα χορηγίαν φημὶ, τῆς ἐν Αἰγύπτῳ τρυ-
φῆς οὐκ ἀδακρυτὶ μνημονεύουσιν. Ἐκτεθνάναι   (20)
 

 875. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 292 line 11
 εὐαγγελιστῶν, ἵνα καὶ εἰς τὰς ἄνω συγκομισθεῖεν
αὐλὰς, καὶ καθάπερ εἰς ἀποθήκην δεσποτικὴν, εἰς τὴν    (10)
ἐπουράνιον Ἱερουσαλὴμ, οἷά τις σῖτος εἰσφέροιντο
145

καθαρὸς, κατὰ τὴν τῶν ἀχρειοτέρων καὶ περιττῶν


ἀπόθεσιν πραγμάτων τε ἅμα καὶ φρονημάτων, ἅπερ
 

 876. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 292 line 36
 αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρί·
οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, καὶ διακαθαριεῖ τὴν    (35)
ἅλωνα αὐτοῦ, καὶ συνάξει τὸν σῖτον αὐτοῦ εἰς τὴν
ἀποθήκην, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ.»
Ταύτην οὖν ἄρα τὴν ἅλω τὴν νοητὴν, φημὶ δὴ τὴν
 

 877. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 485 line 35
 σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου, καὶ δώσει σοι τὸν
ὑετὸν τῆς γῆς σου, καθ’ ὥραν πρώϊμον καὶ ὄψιμον
καὶ εἰσοίσεις τὸν σῖτόν σου καὶ τὸν οἶνόν σου, καὶ τὸ   (35)
ἔλαιόν σου, καὶ δώσεις χορτάσματα ἐν τοῖς ἀγροῖς
σου τοῖς κτήνεσί σου.» Οὐκοῦν τὸ μὲν εὐτεχνές τε
 

 878. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 500 line 54
 λεῖς αὐτὸν ἐλεύθερον ἀπὸ σοῦ, οὐκ ἐξαποστελεῖς αὐ-
τὸν κενόν· ἐφόδιον ἐφοδιάσεις αὐτὸν ἀπὸ τῶν προβάτων
σου, καὶ ἀπὸ τοῦ σίτου καὶ ἀπὸ τῆς κλήρου σου· καθὼς
ηὐλόγησέ σε Κύριος ὁ Θεός σου, δώσεις αὐτῷ.» Τὸν    (55)
μὲν γὰρ ἄλλον ἅπαντα χρόνον, πρὸ τῆς τοῦ Σωτῆρος
 

 879. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 501 line 13
 Ἀλλ’, «Ὅταν, φησὶν, ἐξαποστελεῖς αὐτὸν ἐλεύθερον
ἀπὸ σοῦ, οὐκ ἐξαποστελεῖς αὐτὸν κενόν· ἐφόδιον ἐφ-
οδιάσεις αὐτὸν ἀπὸ τῶν προβάτων σου, ἀπὸ τοῦ σίτου
σου, καὶ ἀπὸ τῆς ληνοῦ σου.» Ὁρᾷς ἐναργῶς τοῦ
κατὰ Χριστὸν μυστηρίου τὴν δύναμιν, ἔν γε τουτοισὶ    (15)
 

 880. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 501 line 28
146

 γίας τῆς ζωοποιοῦ, τουτέστι, τῆς ἁγίας αὐτοῦ σαρ-


κός τε καὶ αἵματος. Τοῦτο, οἶμαι, ἐστὶ τὸ ἐφοδιάζε-
σθαι δεῖν ἀπὸ τῶν προβάτων, ἀπό τε σίτου καὶ οἴνου,
τοὺς ἐν ἑβδόμῳ καιρῷ, τουτέστιν, ἐν τῷ νοητῷ
Σαββάτῳ, κεκλημένους εἰς ἐλευθερίαν ἐξ ἡμερότητος    (30)
 

 881. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 532 line 45
 εἰς αἰῶνα καὶ τῶν πεπλανημένων τὰ ἐξίτηλα δόγ-
ματα, καὶ τὰ τῶν εἰδωλολατρῶν γραοπρεπῆ μυθά-
ρια· ἄσταχυς δὲ καὶ σῖτος, ἡμερωτάτη τροφὴ, καὶ   (45)
ἀνθρώποις ἐδώδιμα, καὶ ἀναγκαῖα πρὸς ὄνησιν·
συνέχει γὰρ ἡμᾶς εἰς ζωὴν, καὶ τύπος ἂν εἴη τῶν
 

 882. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 532 line 55
 μένον· «καὶ ὀρθὰ τοῖς εὑρίσκουσι γνῶσιν.» Οὐκοῦν
ἄκανθα μὲν ἡ μυσαρωτάτη καὶ βέβηλος ἀθυροστο-
μία τῶν διεστραμμένων· σῖτος δὲ καὶ ἄσταχυς ὁ   (55)
ψυχωφελής τε καὶ τροφιμώτατος τῆς ἀληθείας λό-
(533) γος· ψιλὸν δὲ πεδίον, ἡ θεόπνευστος Γραφή. Ὅταν
 

 883. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 533 line 8
 καὶ καταφλεγόντων μὲν ὡς ἄχρηστον καὶ ἀγρίαν
ὕλην, τὰ παρ’ ἐκείνοις συγγράμματα, μὴ συναδι-
κούντων δὲ σῖτον ἢ ἄσταχυν, τουτέστιν, νηφέτωσαν
οἱ μυσταγωγοὶ, μὴ ἄρα τι καταπημήνειαν τῶν τῆς
ἀληθείας δογμάτων· ἢ ἴστω, φησὶν, ὁ σὺν ἀσφαλείᾳ    (10)
 

 884. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 837 line 45
 σου μετὰ σοῦ, νόμιμον αἰώνιον· πᾶς καθαρὸς ἐν τῷ
οἴκῳ σου ἔδεται αὐτά. Πᾶσα ἀπαρχὴ ἐλαίου, καὶ πᾶσα
ἀπαρχὴ οἴνου, καὶ σίτου, ἀπαρχὴ αὐτῶν ὅσα ἂν δῶσι   (45)
τῷ Κυρίῳ, σοὶ δέδωκα αὐτά. Τὰ πρωτογεννήματα
πάντα ὅσα ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, ὅσα ἂν ἐνέγκωσι Κυρίῳ,
 
147

 885. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 840 line 32
 ὑπὸ παντὸς ἀρσενικοῦ. Καὶ τίς ὁ ἐπὶ τῷδε λόγος,    (30)
εἴρηται πρὸς ἡμῶν. Ἐν δὴ τοῖς ἤδη παρῳχηκόσιν,
ἐλαίου δὲ ἀπαρχὴ, σίτου τε καὶ οἴνου, καὶ τῶν πρω-
τοτόκων αἱ ἀπολυτρώσεις, καὶ μέν τοι τὰ ἀναθήματα
μόνοις οὐκέτι τοῖς ἀρσενικοῖς, οὐδὲ ἐν αὐλῇ τῇ ἁγία
 

 886. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 844 line 24
 αὐτοῦ ἀφαίρεμα Κυρίῳ, ἐπιδέκατον ἀπὸ τοῦ ἐπι-
δεκάτου, καὶ λογισθήσεται ὑμῖν τὰ ἀφαιρέματα
ὑμῶν ὡς σῖτος ἀπὸ ἅλω, καὶ ἀφαίρεμα ἀπὸ ληνοῦ.
Οὕτως ἀφελεῖτε αὐτοὺς καὶ ὑμεῖς ἀπὸ πάντων τῶν   (25)
ἀφαιρεμάτων Κυρίου ἀπὸ πάντων τῶν ἐπιδεκάτων
 

 887. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 861 line 37
 ματα, ἐάν τε μόσχον, ἐάν τε πρόβατον· καὶ δώσεις   (35)
τὸν βραχίονα τῷ ἱερεῖ, καὶ τὰ σιαγόνια, καὶ τὸ ἔνυ-
στρον, καὶ τὰς ἀπαρχὰς τοῦ σίτου σου, καὶ τοῦ οἴνου
σου, καὶ τοῦ ἐλαίου σου, καὶ τὴν ἀπαρχὴν τῶν κου-
ρῶν τῶν προβάτων σου δώσεις αὐτῷ· ὅτι αὐτὸν ἐξ-
 

 888. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 880 line 9
 σαφῶς ἐπαΐειν Θεοῦ λέγοντος ἐναργῶς ἐν τῳ Δευτε-
ρονομίῳ· «Οὐ δυνήσῃ φαγεῖν ἐν ταῖς πόλεσί σου τὸ
ἐπιδέκατον τοῦ σίτου σου, καὶ τοῦ οἴνου σου, καὶ τοῦ
ἐλαίου σου, τὰ πρωτότοκα τῶν βοῶν σου, καὶ τῶν   (10)
προβάτων σου, καὶ πάσας τὰς εὐχὰς, ὅσας ἂν εὔξῃ,
 

 889. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 880 line 35
 τὴν Ἰουδαίαν πᾶσαν οὐκ εὐαριθμήτους πόλεις. Καὶ
τί τὸ ἐντεῦθεν σκληρὸν καὶ δυσήνυτον, τοὺς θύειν
ἐθέλοντας ἀπαρχὴν σίτου, καὶ μὴν ἐλαίου καὶ οἴνου,   (35)
τοσαύτην δύνασθαι διακομίσαι τὴν τρίβον; Ὄκνον δ’
148

ἂν ἴσως ἐνεποίησέ τισιν, ὁ ὑπὸ χεῖρα πόνος, ἀλλ’ ἦν  


 

 890. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 880 line 52
 τοῦ Θεοῦ σου ἐν τῷ τόπῳ ᾧ ἐὰν ἐκλέξηται Κύριος ὁ   (50)
Θεός σου, ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομα αὐτοῦ, ἐκεῖ οἴσεις
τὰ ἐπιδέκατα τοῦ σίτου σου, καὶ τοῦ οἴνου σου, καὶ
τοῦ ἐλαίου σου, καὶ τὰ πρωτότοκα τῶν βοῶν σου, καὶ
τῶν προβάτων σου, ἵνα μάθῃς φοβεῖσθαι Κύριον τὸν
 

 891. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


{4090.096} (A.D. 4-5) Volume 68 p. 1089 line 5
 νατον, καρποφοροῦντα πολλοὺς, κατά γε τὸ παρ’
αὐτοῦ σαφῶς τε καὶ ἀληθῶς εἰρημένον, «Ἀμὴν
ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν   (5)
εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀπο-
θάνῃ, καρπὸν πολὺν φέρει.» Σφάζεται γὰρ ὁ ἀμνὸς
 

 919. Κύριλλος. Commentarius in Isaiam prophetam {4090.103}


(A.D. 4-5) Volume 70 p. 425 line 32
 λόγος. Οἱ μὲν γὰρ τὴν τοῦ θερίζειν τὰς ἀστάχυς   (30)
ἐμπειρίαν ἔχοντες, ἀποκείροντες εὐτέχνως τὸν μὲν
σῖτον συλλέγουσιν· ἀεὶ δὲ κατόπιν ἐῶντες ὡς ἄχρη-
στον τὴν καλάμην ὅλον ἐπιτρέχουσι τῶν ληΐων τὸ
πλάτος. Οἱ δέ γε τρυγᾷν εἰωθότες τὸν τῶν ἐλαιῶν καρ-
 

 920. Κύριλλος. Commentarius in Isaiam prophetam {4090.103}


(A.D. 4-5) Volume 70 p. 432 line 12
 παῖδες, καὶ εἰς τέκνα τέκνων δεδραμήκασιν αἱ διαδο-   (10)
χαί. Τοιοῦτόν τι διδάσκει καὶ νῦν ὁ λόγος, ὡς περὶ
σίτου καὶ ἀσταχύων αἴνιγμα διδούς. Ἐπειδὴ γάρ,
φησι, Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου οὐκ ἐμνήσθης, ταύτης
ἕνεκα τῆς αἰτίας ἄπιστον ἔσται, καὶ οὐκ ἀσφαλὲς εἰς

 950. HERMIAS Phil. In Platonis Phaedrum scholia {2317.001}


(A.D. 5) P. 260 line 31
149

   σπβʹ Τὸν δὲ δικαίων τε 276c


  Ἐκ τοῦ ἥττονος ἡ ἐπιχείρησις· «ἆρα οὖν δοκοῦσί σοι ἥττονος
σπουδῆς   (30)
ἄξια εἶναι τὰ καλὰ καὶ δίκαια τοῦ σίτου καὶ τῶν ὁμοίων;»
(261)   σπγʹ Οὐκ ἄρα σπουδῇ 276c   Ὡς ὁ σπείρων ἐν γαστρίοις
παιδιᾶς χάριν τοῦτο ποιεῖ, οὕτως καὶ
 

 951. Προκόπιος Catena in Canticum canticorum {2598.002}


(A.D. 5-6) P. 1669 line 55
 σμυρνηφόρον ὁ Παῦλος· νεκρῶν ὁσημέραι τὰ μέλη,
καὶ δι’ ἀπαθείας ἀρωματίζων ὀσμὴν τοῖς σωζομένοις
ζωῆς· πῶς δὲ σιτοποιεῖ τῷ Θεῷ τὰ ἔμψυχα τοῦ κή-    (55)
(1672) που φυτά; κατὰ τὸ, «Ἐπείνασα, καὶ ἐδώκατέ μοι
φαγεῖν·» ἄρτος δὲ εὐφροσύνης ἐστὶν ἡ εὐποιία, τῷ
 

 952. Προκόπιος Catena in Canticum canticorum {2598.002}


(A.D. 5-6) P. 1728 line 41
 γον χειρῶν τεχνίτου· ὀμφαλός σου, κρατὴρ τορ-
νευτὸς, μὴ ὑστερούμενος κρᾶμα· κοιλία σου,   (40)
θημωνία σίτου πεφραγμένη ἐν κρίνοις· δύο μα-
στοί σου, ὡς δίδυμοι δύο νεβροὶ δορκάδος· τρά-
χηλός σου ὡς πύργος ἐλεφάντινος· ὀφθαλμοί
 

 953. Προκόπιος Catena in Canticum canticorum {2598.002}


(A.D. 5-6) P. 1729 line 8
 ἐστι τορευτὸς, οὐχ ὑστερούμενος κρᾶμα· ἡ δὲ τῶν
θείων βρωμάτων δεκτικὴ κοιλία μὲν τοῦ τροφίμου
τὸ εὐανθὲς ἔχουσα, θημωνία σίτου πεφραγμένη ἐν
κρίνοις λέγεται· τάχα δὲ καὶ ἡ ἀμέριμνος διάνοια,
καὶ τὴν βασιλικὴν μορφὴν αἰτοῦσα, θημωνία ἐστὶ    (10)
 

 954. Προκόπιος Catena in Canticum canticorum {2598.002}


(A.D. 5-6) P. 1729 line 11
 κρίνοις λέγεται· τάχα δὲ καὶ ἡ ἀμέριμνος διάνοια,
καὶ τὴν βασιλικὴν μορφὴν αἰτοῦσα, θημωνία ἐστὶ    (10)
σίτου πεφραγμένη ἐν κρίνοις· ὁ δὲ τράχηλος, ὅτε
μὲν ἐπὶ ταπεινοφροσύνης ἐπῃνεῖτο, ὁρμίσκος ἐλέ-  
γετο· ὅτε δὲ τοῖς πολεμίοις ἦν ἀπρόσιτος, πύργος
 
150

 955. Προκόπιος Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-6) P.


1865 line 32
 δρῦν καὶ τερέβινθον μεμαθήκασιν. Ἔσται δὲ καὶ   (30)
ἡ ἰσχὺς αὐτῶν ὡς καλάμη στυππίου. Ἀλλ’ οὐ
σίτου, οὐ δέ τινος ἑτέρου ἀναγκαιοτέρου, «Διὰ τὸ
ἀφῃρῆσθαι παρ’ αὐτῶν ἰσχύοντα, καὶ ἰσχύουσαν ἰσχὺν
ἄρτου, καὶ ἰσχὺν ὕδατος, γίγαντα, καὶ ἰσχύοντα.»
 

 956. Προκόπιος Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-6) P.


1912 line 45
 τὸ προσκροῦσαι Θεῷ. Τότε γὰρ ὡς οἶκον ἀσφαλῆ
τὴν ποικίλην ἀρετὴν κατοικήσομεν, πληθυνοῦμεν δὲ
σῖτον ὥσπερ κοιλάδες. Εὐλογούμενα γὰρ αὐξήσει τὰ   (45)
γεννήματα τῆς δικαιοσύνης ἡμῶν, κατὰ τὸν θεῖον
Ἀπόστολον. Οὓς δὴ καὶ, φησὶν, ὅτι μέθυσοι βασι-
 

 957. Προκόπιος Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-6) P.


1996 line 25
 γὰρ οὕτω πρὸς ἐπιστροφὴν ὁ Θεός. Ἐκάκωσα γάρ σε,
φησὶν, καὶ ἐλιμαγχόνησα, ἵνα εὖ σε ποιήσω. Ἀλλ’ ὁ
λιμὸς ἢ σίτου μόνον ἐστὶν, ἢ καὶ τῶν ἄλλων ἐδωδί-   (25)
μων. Ὡς λέγεται σκληρὸς εἰκότως ἀπαραμύθητος
ὢν, δι’ οὗ λύπην ἐθέλει ποιεῖν εἰς σωτηρίαν ἀμετα-
 

 958. Προκόπιος Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-6) P.


2117 line 42
   Μεθ’ ἅ φησιν, Ἐπὶ τῷ θερισμῷ σου καὶ τῷ τρυ-   (40)
γητῷ σου καταπατήσω, εἰκότως· ὃν γὰρ θερίζει
σῖτον, καὶ ὃν τρυγᾷ οἶνον, ἐναντίως ἔχουσι τῷ ἄρτῳ
τῷ στηρίζοντι καρδίαν ἀνθρώπου, καὶ οἴνῳ τῷ εὐ-
φραίνοντι καρδίαν ἀνθρώπου. Διὸ πατεῖται παρὰ
 

 959. Προκόπιος Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-6) P.


2245 line 54
 κύμινον μετὰ ἄρτου βρωθήσεται, Σύμμαχός φη-
σιν· Κύμινον δὲ ἐν βακτηρίᾳ, ἄρτος δὲ λεπτο-
κοπηθήσεται. Τὸ ἄρτος ἀντὶ τοῦ σῖτος εἰπών.
Ἀντὶ δὲ τοῦ, οὐ γὰρ εἰς τὸν αἰῶνα ἐγὼ ὑμῖν    (55)
151

(2248) ὀργισθήσομαι. Οὐδὲ φωνὴ τῆς πικρίας μοῦ κα-


 

 960. Προκόπιος Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-6) P.


2248 line 6
 οὐδὲ ταράξει τροχὸς ἀμάξης αὐτοῦ, οὐ δὲ ταῖς
ὁπλαῖς αὐτοῦ λεπτυνεῖ αὐτόν. Τοῦτ’ ἔστιν,   (5)
Ἐπειδ’ ἂν ὁ τῆς ἁμάξης τροχὸς περιέλθῃ τὸν σῖτον
λεπτύνων, τὴν περὶ αὐτὸν καλάμην ὁμοῦ καὶ τῶν
βοῶν ταῖς ὁπλαῖς αὐτὴν λεπτυνόντων, αὐτὸν οὐκ
 

 961. Προκόπιος Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-6) P.


2248 line 9
 λεπτύνων, τὴν περὶ αὐτὸν καλάμην ὁμοῦ καὶ τῶν
βοῶν ταῖς ὁπλαῖς αὐτὴν λεπτυνόντων, αὐτὸν οὐκ
ἀφανίσει τὸν σῖτον· ὥσπερ οὖν οὐδὲ τῶν ψυχῶν τὴν
οὐσίαν ἡ κόλασις. Ὅπερ οἱ ἑβδομήκοντα νοοῦντες   (10)
ἐξέδωκαν, Οὐ γὰρ εἰς τὸν αἰῶνα ἐγὼ ὑμῖν ὀργι-
 

 962. Προκόπιος Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-6) P.


2248 line 14
 σθήσομαι. Τοῦτ’ ἔστιν οὐ πρὸς ἀπώλειαν οὐσίας
κολάζω, καθάπερ οὐ δὲ τροχὸς ἁμάξης ἀφανίζει τὸν
σῖτον, ἀλλὰ καθαρὸν ἀπεργάζεται. Ταῦτα δέ φησι,
πάντα ὥσπερ εἰ τέρατα τοῖς μὴ νοοῦσιν ὑπάρχοντα   (15)
οὐκ ἄνθρωπος ἔφη, ἀλλὰ Θεὸς ἀπεφήνατο. Εἰ δὲ πρὸς
 

 963. Προκόπιος Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-6) P.


2249 line 2
 θιον. Ἃ δὴ καθ’ ἑαυτὰ παντελῶς οὐκ ἔστιν ἐδώδιμα,    (55)
(2249) τῇ δὲ πρὸς ἕτερα γίνεται χρήσιμα συμπλοκῇ, κριθὴν
καὶ σῖτον, τοῦτ’ ἔστι, τὸν ἐκ τούτων ἄρτον γινόμε-
νον.
  Οὕτω δεῖ τῇ πνευματικῇ διδασκαλίᾳ καὶ τὸν νό-
 

 964. Προκόπιος Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-6) P.


2341 line 15
 ἄκαρπον ὑπὲρ ἡμῶν ὑπέμεινε τὸν σταυρὸν δηλοῖ, λέ-
γων· Ἰδοὺ ὁ μισθὸς αὐτοῦ μετ’ αὐτοῦ. Ἔλεγεν γάρ·
152

«Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀπο-   (15)


θάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει. Ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, καρπὸν
πολὺν φέρει.» Καὶ πάλιν· «Ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ γῆς,
 

 965. Προκόπιος Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-6) P.


2644 line 3
 (2644) ἐνιαυτὸν, καθ’ ὃν ἐσταυρώθη φασί. Δεκτοὶ γὰρ τότε
γεγόναμεν τῷ Θεῷ καὶ Πατέρι, καρποφορηθέντες
δι’ αὐτοῦ. Διὸ περὶ τοῦ κόκκου τοῦ σίτου ἔλεγεν· «Ἐὰν
ἀποθάνῃ, καρπὸν πολὺν φέρει.» Καὶ πάλιν· «Ὅταν
ὑψωθῶ ἐκ γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν.» Διὸ   (5)
 

 966. Ιωάννης Μαλαλάς. . Chronographia {2871.001} (A.D. 5-6)


P. 60 line 9
 λεύσας αὐτὸν διοικεῖν τὴν Αἴγυπτον πᾶσαν ἐπὶ ζʹ ἔτη καὶ ἔχειν
ἐξουσίαν ὡς βούλεται πράττειν. ὅστις Ἰωσὴφ κτίζει ὡρεῖα, καὶ
ἀποτίθεται σῖτον ἐν αὐτοῖς τῶν ἑπτὰ ἐνιαυτῶν, καὶ ἐχορήγησε
πανταχοῦ δι’ ἑαυτοῦ τήν τε ἀγορασίαν καὶ τὴν ἔξοδον τῆς
πρά-   (10)
σεως, ποιήσας ὡς ἠβουλήθη αὐτός. καὶ τῆς λιμοῦ γενομένης
 

 967. Ιωάννης Μαλαλάς. . Chronographia {2871.001} (A.D. 5-6)


P. 60 line 13
 σεως, ποιήσας ὡς ἠβουλήθη αὐτός. καὶ τῆς λιμοῦ γενομένης
εἰς πᾶσαν τὴν γῆν, ἦλθον οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς γῆς Χαναὰν
εἰς Αἴγυπτον ἀγοράσαι σῖτον. καὶ ἐπιγνοὺς αὐτοὺς Ἰωσὴφ ἐκέ-
λευσε κρατηθῆναι αὐτούς, καὶ ἐθάῤῥησεν αὐτοῖς ὅτι ἀδελφὸς αὐ-
τῶν ὑπάρχει, καὶ ἠνάγκασεν αὐτοὺς ἀπελθεῖν καὶ ἀγαγεῖν πρὸς
(15)
 

 968. Ιωάννης Μαλαλάς. . Chronographia {2871.001} (A.D. 5-6)


P. 102 line 14
 τοὺς ἐν Χεῤῥονήσῳ ἐπολιόρκει καὶ τὸν Πολυμήστορα τὸν βασιλέα

αὐτῶν. ὁ δὲ Πολυμήστωρ φοβηθεὶς τὴν τοῦ ἀνδρὸς ἀλκήν, χρυ-


σὸν αὐτῷ πολὺν δοὺς καὶ σῖτον ἑνὸς ἐνιαυτοῦ εἰς ἀνάλωμα τοῦ
Ἀχαϊκοῦ στρατοῦ, καὶ ἔκδοτον δοὺς τὸν υἱὸν τοῦ Πριάμου
τὸν   (15)
153

μικρότερον πάντων, Πολύδωρον ὀνόματι, παρατεθέντα αὐτῷ


 

 969. Ιωάννης Μαλαλάς. . Chronographia {2871.001} (A.D. 5-6)


P. 125 line 3
 (125) ρῆσαι· ὁ δὲ τὰ τοῦ βίου τερπνὰ ἐννοήσας, τὸν Πρίαμον ἀνί-
στησι καὶ Πολυξένην καὶ Ἀνδρομάχην, καὶ κελεύει τῷ Πριάμῳ
λούσασθαι καὶ σίτου καὶ οἴνου γεύσασθαι ἅμα αὐτῷ· ἄλλως γὰρ
οὐκ ἂν παραχωρήσειεν αὐτῷ τὸν νεκρόν. ὁ δὲ Πρίαμος φόβῳ
κατεχόμενος καὶ ἐλπίδι τῶν μελλόντων, ταπεινῶς παραγίνεται   (5)
 

 970. Ιωάννης Μαλαλάς. . Chronographia {2871.001} (A.D. 5-6)


P. 145 line 18
 ἕκαστος τὴν ἄμπελον αὐτοῦ καὶ τὰ σῦκα αὐτοῦ, καὶ πίεσθε ὕδωρ
ἐκ τοῦ λάκκου ὑμῶν, ἕως ἂν ἔλθω καὶ λάβω ὑμᾶς εἰς γῆν, ὡς
ἡ γῆ ὑμῶν, γῆ σίτου καὶ οἴνου καὶ ἄρτου καὶ ἀμπέλων.
μὴ οὖν ὑμᾶς ἀπατάτω Ἐζεκίας λέγων, Ὁ θεὸς ὑμᾶς ῥύσεται. μὴ
ἐῤῥύσαντο οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ χώραν ἐκ χειρὸς
(20)
 

 971. Ιωάννης Μαλαλάς. . Chronographia {2871.001} (A.D. 5-6)


P. 174 line 13
 πάντες οἱ ἐν τῇ γεωργίᾳ κάμνοντες ηὔχοντο νικῆσαι τὸν φοροῦν-
τα τὸ χλοῶδες σχῆμα, οἰωνιζόμενοι ὅτι εἰ ἡττηθῇ ὁ ὑπὲρ τῆς
Δημήτρας ἀγωνιζόμενος, ὅ ἐστιν ὑπὲρ τῆς γῆς, λιμὸς σίτου
καὶ σπάνις οἴνου καὶ ἐλαίου καὶ τῶν ἄλλων καρπῶν γίνεται.
καὶ ἐνίκησε πολλοὺς ὁ Οἰνόμαος ἀνταγωνιστὰς καὶ ἐπὶ πολλὰ
ἔτη·   (15)
 

 972. Ιωάννης Μαλαλάς. . Chronographia {2871.001} (A.D. 5-6)


P. 206 line 5
 Παλαιστίνης ἐλθόντων ἐν Ἀντιοχείᾳ καὶ αἰτησάντων τὸν αὐτὸν
Ἀντίοχον γράψαι Πτολεμαίῳ τῷ τῆς Αἰγύπτου τοπάρχῃ καὶ βα-
σιλεῖ μὴ ἀπαιτεῖν αὐτοὺς τέλος μετακομίζοντας σῖτον εἰς ἀπο-
(5)
τροφὰς αὑτῶν, μεγάλου λιμοῦ τότε γενομένου ἐν τῇ Παλαιστί-
νῃ· ἀπὸ γὰρ τῆς Αἰγυπτιακῆς χώρας μετεκόμιζον σῖτον οἱ Ἰου-
 
154

 973. Ιωάννης Μαλαλάς. . Chronographia {2871.001} (A.D. 5-6)


P. 206 line 7
 σιλεῖ μὴ ἀπαιτεῖν αὐτοὺς τέλος μετακομίζοντας σῖτον εἰς ἀπο-
(5)
τροφὰς αὑτῶν, μεγάλου λιμοῦ τότε γενομένου ἐν τῇ Παλαιστί-
νῃ· ἀπὸ γὰρ τῆς Αἰγυπτιακῆς χώρας μετεκόμιζον σῖτον οἱ Ἰου-
δαῖοι. ὅστις Πτολεμαῖος δεξάμενος τὰ γράμματα Ἀντιόχου πλέον
αὐτοὺς ἐκέλευσεν ἀπαιτεῖσθαι. καὶ λοιπὸν Ἀντίοχος ὁ Ἐπιφανὴς
 

 974. Ιωάννης Μαλαλάς. . Chronographia {2871.001} (A.D. 5-6)


P. 307 line 3
 (307) τὸς Διοκλητιανὸς καὶ δημόσιον λουτρὸν εἰς τὴν πεδιάδα,
πλησίον
τοῦ παλαίου ἱππικοῦ, ὅπερ ἐκάλεσε τὸ Διοκλητιανόν. ἔκτισε δὲ
καὶ ὡρεῖα λόγῳ ἀποθέτων σίτου· καὶ μέτρα δὲ σίτου πᾶσιν ἔδω-
κε καὶ τῶν πιπρασκομένων ἄλλων πάντων διὰ τὸ μὴ ἐπηρεάζε-
σθαί τινα τῶν ἀγοραίων ἀπὸ τῶν στρατιωτῶν· ἔκτισε δὲ καὶ τὸ   (5)
 

 975. Ιωάννης Μαλαλάς. . Chronographia {2871.001} (A.D. 5-6)


P. 307 line 3
 (307) τὸς Διοκλητιανὸς καὶ δημόσιον λουτρὸν εἰς τὴν πεδιάδα,
πλησίον
τοῦ παλαίου ἱππικοῦ, ὅπερ ἐκάλεσε τὸ Διοκλητιανόν. ἔκτισε δὲ
καὶ ὡρεῖα λόγῳ ἀποθέτων σίτου· καὶ μέτρα δὲ σίτου πᾶσιν ἔδω-
κε καὶ τῶν πιπρασκομένων ἄλλων πάντων διὰ τὸ μὴ ἐπηρεάζε-
σθαί τινα τῶν ἀγοραίων ἀπὸ τῶν στρατιωτῶν· ἔκτισε δὲ καὶ τὸ   (5)
 

 976. Ιωάννης Μαλαλάς. . Chronographia {2871.001} (A.D. 5-6)


P. 399 line 17
 κείμενον μέσον τῶν ὅρων Ῥωμαίων τε καὶ Περσῶν· καὶ ἐποίη-
(15)
σεν ἐν αὐτῷ δημόσια λουτρὰ δύο καὶ ἐκκλησίας καὶ ἐμβόλους
καὶ ὡρεῖα εἰς ἀπόθετα σίτου καὶ κιστέρνας ὑδάτων. τὸ δὲ αὐ-
τὸ χωρίον διὰ τοῦτο ἐκλήθη Δορὰς ὑπὸ Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακε-
δόνος, διότι τὸν βασιλέα Περσῶν ἐκεῖ συνελάβετο, κἀκεῖθεν ἔχει
 

 977. Ιωάννης Μαλαλάς. . Chronographia {2871.001} (A.D. 5-6)


P. 467 line 21
155

   Ἐν αὐτῷ δὲ τῷ χρόνῳ κατεπέμφθη εἰς τὰ ἀνατολικὰ Δη-


μοσθένης, ἐπιφερόμενος καὶ χρήματα οὐκ ὀλίγα εἰς τὸ
εὐτρεπίσαι   (20)
κατὰ πόλιν ἀπόθετα σίτου ἕνεκεν τῆς μετὰ Περσῶν συμβολῆς·
καὶ καταλαβόντος αὐτοῦ Ἀντιόχειαν ἐξῆλθεν ἐπὶ τὴν Ὀσδροηνήν.
(468)   Κατεπέμφθησαν δὲ σάκραι ἐν ταῖς πόλεσιν, ὥστε τοὺς μὴ
 

 978. SCRIPTA ANONYMA ADVERSUS JUDAEOS Hist. et Scr.


Eccl. Dialogus Timothei et Aquilae {3186.002} (A.D. 5-10) Sec.
13 subSec. 16 line 4
 ἱματίων τοῦ υἱοῦ μου, ὡς ὀσμὴ ἀγροῦ πλήρης, ὃν εὐλόγησεν
κύριος.
καὶ δῴη σοι κύριος ἀπὸ τῆς δρόσου τοῦ οὐρανοῦ ἄνωθεν, καὶ ἀπὸ
τῆς
πιότητος τῆς γῆς, καὶ πλῆθος σίτου καὶ οἴνου. καὶ γίνου κύριος τοῦ
ἀδελφοῦ σου, καὶ προσκυνήσουσίν σοι υἱοὶ τοῦ πατρός σου· καὶ ὁ
(5)
καταρώμενός σε ἐπικατάρατος, καὶ ὁ εὐλογῶν σε εὐλογημένος.
 

 979. SCRIPTA ANONYMA ADVERSUS JUDAEOS Hist. et Scr.


Eccl. Dialogus Timothei et Aquilae {3186.002} (A.D. 5-10) Sec.
49 subSec. 6 line 1
 ἀνὴρ αὐτῆς—δι’ ὅτι πορνεύουσα ἐκπεπόρνευκεν ὀπίσω τῶν
ἐραστῶν
αὐτῆς, ἐμοῦ δὲ ἐπελάθετο, λέγει κύριος.
(6) καὶ εἶπε πορεύσομαι ὀπίσω τῶν ἐραστῶν μου τῶν διδόντων μοι
τὸν σῖτόν
μου καὶ τὸν οἶνόν μου καὶ τὸ ἔλαιόν μου καὶ τὰ ὀθόνιά μου καὶ
πάντα
ὅσα μοι καθήκει.
 

 980. SCRIPTA ANONYMA ADVERSUS JUDAEOS Hist. et Scr.


Eccl. Dialogus Timothei et Aquilae {3186.002} (A.D. 5-10) Sec.
49 subSec. 7 line 1
 μου καὶ τὸν οἶνόν μου καὶ τὸ ἔλαιόν μου καὶ τὰ ὀθόνιά μου καὶ
πάντα
ὅσα μοι καθήκει.
(7) καὶ αὐτὴ οὐκ ἔγνω ὅτι ἐγὼ ἔδωκα αὐτῇ τὸν σῖτον καὶ τὸν οἶνον
καὶ τὸ
ἔλαιον, ἀργύριον καὶ χρυσίον ἐπλήθυνα αὐτῇ· αὐτὴ δὲ ἀργυρᾶ καὶ
156

χρυσᾶ ἐποίησεν τῇ Βάαλ.


 

 981. Ολυμπιόδωρος. Commentarii in Ecclesiasten {2865.002}


(A.D. 6) Volume 93 p. 569 line 2
 ἀποθνήσκει ὁ μὴ τετελειωμένος ταῖς ἀρεταῖς, ἀλλὰ
(569) κακίᾳ συζήσας καὶ ἀποθανών. Τελευτᾷ δὲ ὥσπερ
σῖτος ὥριμος ὁ ταῖς ἀρεταῖς τελεσφορηθείς.
  «Ἀγαθὸν τὸ ἀντέχεσθαί σε ἐν τούτῳ· καί γε   (7)
ἀπὸ τούτου μὴ μιάνῃς τὴν χεῖρά σου, ὅτι ὁ φοβού-
 

 982. Ολυμπιόδωρος. Commentarii in Jeremiam (in catenis)


{2865.003} (A.D. 6) Volume 93 p. 676 line 54
 φήτας ἁρμόζει ὁ λόγος, τούς τε ἀληθεῖς, καὶ ψευ-
δεῖς.
  «Τί τὸ ἄχυρον πρὸς τὸν σῖτον;» Ἄχυρον τροφὴ
πυρὸς, τῶν ψευδοπροφητῶν ὁ λόγος· σῖτος δὲ ἀνθρώ-   (55)
πῳ ζωτικὴν χαρίζεται δύναμιν, ὁ λόγος τοῦ ἀληθοῦς
 

 983. Ολυμπιόδωρος. Commentarii in Jeremiam (in catenis)


{2865.003} (A.D. 6) Volume 93 p. 676 line 55
 δεῖς.
  «Τί τὸ ἄχυρον πρὸς τὸν σῖτον;» Ἄχυρον τροφὴ
πυρὸς, τῶν ψευδοπροφητῶν ὁ λόγος· σῖτος δὲ ἀνθρώ-   (55)
πῳ ζωτικὴν χαρίζεται δύναμιν, ὁ λόγος τοῦ ἀληθοῦς
προφήτου. Ποία γὰρ κοινωνία τῷ ψεύδει πρὸς τὴν
 

 984. Ολυμπιόδωρος. Commentarii in Jeremiam (in catenis)


{2865.003} (A.D. 6) Volume 93 p. 689 line 28
   «Ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται.» Ἴσως τὴν τῶν αἱρέσεων
φύρσιν φησὶ, καὶ τῶν κτηνώδεις τρόπους αἱρουμέ-
νων. Ἐγὼ μὲν γὰρ σπερῶ, τοῦ σίτου ἀντιποιούμενος.
τούτους δὲ ὁ ἐχθρὸς ἐπισπείρει. Κατὰ δὲ τὸ τῆς Γρα-
φῆς ἰδίωμα, ἐπειδὴ ἃ συγχωρεῖ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους   (30)
 

 985. Ολυμπιόδωρος. Commentarii in Jeremiam (in catenis)


{2865.003} (A.D. 6) Volume 93 p. 697 line 26
 τον ἔξωθεν τοῦ πεττομένου τοῖς ἐλευθέροις, ἵνα εἴπῃ
τὸν τοῖς οἰκέταις παρεχόμενον, ἢ καὶ τοῖς κυσίν· ἢ   (25)
157

ἐπειδὴ σιτοδεία ἦν ὡς ἐν τῷ πολέμῳ, καὶ ἕκαστος


φανερόν τι ἐλάμβανεν, λάθρα ἔπεμπεν ὁ βασιλεὺς
τῷ προφήτῃ, ἵνα μή τις αὐτῷ συντύχῃ· ἐφοβοῦντο
 

 986. Ολυμπιόδωρος. Commentarii in Lamentationes (in catenis)


{2865.004} (A.D. 6) Volume 93 p. 740 line 12
   «Ταῖς μητράσιν.» Αἱ ἁμαρτωλαὶ ψυχαὶ ταῖς Ἐκ-   (10)
κλησίαις.
  «Ποῦ σῖτος.» Ποῦ τοῦ μυστηρίου ἡ παῤῥησία;
Ταῦτά φασιν, ὡς μὴ ἀξιούμεναι τῶν μυστηρίων διὰ
τὰς ἁμαρτίας.
 

 987. JOANNES Med. Commentarii in Hippocratis librum de


natura pueri {0727.001} (A.D. 7) Volume 2 p. 219 line 33
 ἢ ὡς ζῶον μόνον. ἐγὼ δέ φημι ὅτι τὸ τρεφόμενον ἤγουν
ἡ γονὴ τρέφεται, καθὼς λόγῳ τρέφονται οἱ κόκκοι
τοῦ σίτου. εἰ δὲ φὴς ὡς δυνάμει φυτὸν, ὡσαύτως φημὶ
ὅτι ὡς δυνάμει ζῶον τρέφεται ἡ γονή.
(220) Καὶ αὔξεται τὸ μέλλον ζῶον ἔσεσθαι. —
 
 

 988. JOANNES Med. Commentarii in Hippocratis librum de


natura pueri {0727.001} (A.D. 7) Volume 2 p. 234 line 7
 εἰσι δημιούργημα εἴτε οὐκ εἰσί. καὶ λέγουσιν ὅτι οὐ κατὰ    (5)
πρῶτον σκοπὸν αὗται γεγόνασιν, ἀλλὰ κατὰ δεύτερον.
ὥσπερ γὰρ γεωργὸς σπείρας σῖτον, οὐ μόνον τὸν σῖτον
ἀναφέρει, ἀλλὰ καί τινας ἀκάνθας αἷς κέχρηνται εἰς
φραγμὸν τοῦ σίτου, οὐ μέντοι διὰ τοῦτο ἔβαλε τὸν σῖτον,

 992. GEORGIUS PISIDES Poeta Hexaemeron sive Cosmopoeia


{2701.009} (A.D. 7) Line 848

 σχίσει δὲ τὴν ἄβυσσον εἰς τρίβον ξένην,


στύλον δὲ δείξει νυκτὸς ἔμπυρον σέλας,
ἄρτους δὲ σίτου μὴ προκειμένου πλάσει,
λιμὸν δὲ θάλψει τῇ βροχῇ τῶν ὀρνέων,
πηγὰς δὲ πέτραν ἐκβαλεῖν ἀναγκάσει,   (850)
 
158

 993. GEORGIUS PISIDES Poeta Hexaemeron sive Cosmopoeia


{2701.009} (A.D. 7) Line 1199
 ὅσον τὰ μικρὰ ταῦτα τῶν ἀμηχάνων
τὴν πανσθενῆ δείκνυσι μηχανουργίαν.
  Πρόελθε μύρμηξ σιτοκλέπτης ἐργάτης,
τὸν κόκκον ἡμίτμητον ἐγκλείων κάτω,   (1200)
μήπως νοτισθῇ καὶ σαπῇ ταῖς ἰκμάσι
 

 997.Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones


secundum alphabeti litteras dispositae, quae tres libros conflant)
(Frag. e cod. Vat. gr. 1236) {2934.018} (A.D. 7-8) Volume 95 p.
1057 line 41
 τὴν πίστιν.
Βʹ. Περὶ λοιδορίας.    (40)
Γʹ. Περὶ λιμοῦ, καὶ τῶν σῖτον ἐν ἀνάγκῃ μὴ πω-
λούντων.
Δʹ. Περὶ λουππαίων.
 

 998.Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones


secundum alphabeti litteras dispositae, quae tres libros conflant)
(Frag. e cod. Vat. gr. 1236) {2934.018} (A.D. 7-8) Volume 95 p.
1240 line 45
   «Τίμα τὸν Κύριον ἀπὸ σῶν δικαίων πόνων, καὶ
ἀπάρχου αὐτῷ ἀπὸ σῶν καρπῶν δικαιοσύνης, ἵνα
πίμπληται τὰ ταμεῖά σου πλησμονῆς σίτου, οἴνου δὲ   (45)
αἱ ληνοί σου ἐκβλύζωσι.»
  «Μὴ ὀφθῇς ἐνώπιον Κυρίου κενός. Ἐν πάσῃ δό-
 

 999.Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones


secundum alphabeti litteras dispositae, quae tres libros conflant)
(Frag. e cod. Vat. gr. 1236) {2934.018} (A.D. 7-8) Volume 95 p.
1257 line 50
 ΤΙΤΛ. ΝΑʹ. —Περὶ ἀμίκτων, καὶ τῶν ἀκοινωνή-
τως ἐχόντων πρὸς ἄλληλα.
  «Τί τὸ ἄχυρον πρὸς τὸν σῖτον;»    (50)
  «Τί κοινωνήσει λύκος ἀμνῷ; οὕτως ἁμαρτωλὸς
(1260) πρὸς εὐσεβῆ. Τί κοινωνήσει χύτρα πρὸς λέβητα;
 
159

 1000.Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones


secundum alphabeti litteras dispositae, quae tres libros conflant)
(Frag. e cod. Vat. gr. 1236) {2934.018} (A.D. 7-8) Volume 95 p.
1261 line 30
 ραν, καὶ ὁ σπόρος βλαστάνῃ, καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ
οἶδεν αὐτός. Αὐτομάτη γὰρ ἡ γῆ καρποφορεῖ, πρῶ-
τον χόρτον, εἶτα. ἄσταχυν, εἶτα πλήρη σῖτον ἐν τῷ    (30)
στάχυϊ. Ὅταν δὲ παραδῷ ὁ καρπὸς, εὐθέως ἀποστέλ-
λει τὸ δρέπανον, ὅτι παρέστηκεν ὁ θερισμός.

 1031.Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones


secundum alphabeti litteras dispositae, quae tres libros conflant)
(Frag. e cod. Berol. B.N. gr. 46 [= parallela Rupefucaldina])
{2934.019} (A.D. 7-8) Volume 96 p. 500 line 50
 γοις λογίσασθαι, ὡς ἐξ ἑαυτῶν, ἀλλὰ τοῦ ταῦτα
παρὰ τοῦ Θεοῦ πιστευθέντος, καὶ κηρύξαι, καὶ μυ-
σταγωγῆσαι τὴν Ἐκκλησίαν· ὅτι σῖτος, ἤ τι τῶν   (50)
τοιούτων σπερμάτων, οὐ πᾶς σῶος, οὐδὲ ὑγιὴς,
ἀλλὰ καὶ διαβεβρωμένος καὶ ἀτελής· ἀδύνατον γὰρ
 

 1032. Ιωάννης Δαμασκηνός. . De unione (fragmentum) [Dub.]


{2934.043} (A.D. 7-8) Volume 95 p. 232 line 38
   Καὶ ἔστι κατὰ κρᾶσιν, ὡς ἐπὶ τῶν ὑγρῶν· οἴνου
καὶ ὑδάτων.
  Κατὰ σωρείαν, ὡς ἐπὶ ξηρῶν· σίτου καὶ κριθῆς.
  Κατὰ φύρσιν, ὡς ἐπὶ ξηροῦ καὶ ὑγροῦ· γῆς καὶ
ὕδατος.    (40)
 

 1033. Ιωάννης Δαμασκηνός. . Epistula ad Theophilum


imperatorem de sanctis et venerandis imaginibus [Sp.] {2934.050}
(A.D. 7-8) Volume 95 p. 349 line 35
 ἐκτύπωσιν, σύνοφρυν, εὐόφθαλμον, ἐπίῤῥινον, οὐλό-
θριξιν, ἐπίκυφον, εὔχρονον, γενειάδα μέλανα ἔχοντα,
σιτόχρουν τῷ εἴδει κατὰ τὴν μητρῴαν ἐμφάνειαν·    (35)
μακροδάκτυλον, εὐήφωνον, ἡδύλογον, πραότατον,
ἥσυχον, μακρόθυμον, ἀνεξίκακον, καὶ τὰ παραπλή-
 

 1034.Ιωάννης Δαμασκηνός. Commentarii in epistulas Pauli


[Dub.] {2934.053} (A.D. 7-8) Volume 95 column 696 line 53
160

 ἂν ἀνέστη.
  «Οὐ τὸ σῶμα τὸ γενησόμενον σπείρεις.»
  Τουτέστιν, οὐ στάχυν ὁλόκληρον, οὐ σῖτον νέον, οὐ
καλάμην ἔχοντα, οὐκ ἄχυρον. Ἐνταῦθα γὰρ οὐκέτι
πρὸς τὴν ἀνάστασιν ὁ λόγος, ἀλλὰ πρὸς τὸν τρόπον    (55)
 

 1035.Ιωάννης Δαμασκηνός. Commentarii in epistulas Pauli


[Dub.] {2934.053} (A.D. 7-8) Volume 95 column 697 line 4
 ρον. Καὶ ἀμφότερα ἐκ τοῦ αὐτοῦ ὑποδείγματος λαμ-
βάνει, δεικνὺς ὅτι πολλῷ βέλτιον.
  «Εἰ τύχοι σίτου, ἤ τινος τῶν λοιπῶν.»
  «Τοῦτό φησιν, ἵνα μὴ ἄλλο τις ὑποπτεύσῃ σῶμα   (5)
εἰρῆσθαι.»
 

 1036.Ιωάννης Δαμασκηνός. Commentarii in epistulas Pauli


[Dub.] {2934.053} (A.D. 7-8) Volume 95 column 697 line 35
 εἰ καὶ ἀνάστασις μία. Καὶ διαιρέσεις δύο, εἰς τὰ
ἐπουράνια, καὶ τὰ ἐπίγεια. Ὅτι μὲν γὰρ τὰ σώ-
ματα ἀνίσταται, ἔδειξεν διὰ τοῦ σίτου. Ὅτι δὲ οὐκ    (35)
ἐν τῇ αὐτῇ δόξῃ πάντα, δείκνυσιν ἐντεῦθεν. Δείκνυ-
σιν οὖν ὡς καὶ τῶν δικαίων πολλὴ ἡ διαφορὰ, τὸν
 

 1037. Ιωάννης Δαμασκηνός. . Homilia in sabbatum sanctum


{2934.056} (A.D. 7-8) Volume 96 p. 637 line 43
 ἀμνοῦ τοῦ Πάσχα μετάσχωμεν, ἐμφορηθῶμέν τε τοῦ
καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος, νῦν μὲν σάρκα Θεοῦ
ἐκ σίτου, καὶ αἷμα Θεοῦ ἐξ οἴνου, ἀληθῶς τῇ
ἐπικλήσει καὶ ἀῤῥήτως μεταποιούμενον· ἀψευ-
(640) δὴς γὰρ ὁ ἐπαγγειλάμενος· καθαρᾷ τῇ συνειδήσει
 

 1038. Ιωάννης Δαμασκηνός. . Passio sancti Artemii [Dub.]


{2934.062} (A.D. 7-8) Volume 96 p. 1284 line 31
 ἔλαβεν, οὕτως καὶ σὲ καθ’ ἡμῶν ἐξαιτησάμενος
εἴληφεν ὁ παμπόνηρος, ἵνα σινιάσῃ τὸν τοῦ Χριστοῦ    (30)
σῖτον, καὶ ἐπισπείρῃ ζιζάνια· ἀλλ’ εἰς μάτην αὐτοῦ
τὸ ἐγχείρημα· οὐκέτι γὰρ αὐτῷ ἰσχὺς ὡς καὶ πρότε-
ρον. Ἀφ’ οὗ γὰρ ἦλθε Χριστὸς καὶ κατεπάγη σταυ-
 
161

 1039. Θεόδωρος Στουδίτης. Homilia in nativitatem Mariae (olim


sub auctore Joanne Damasceno) {2714.001} (A.D. 8-9) Volume
96 p. 693 line 10
 καὶ ὁ κόσμος παράδοξος τῷ φήσαντι ἐν ᾌσμασι·
Τί ὡραιώθησαν διαβήματά σου ἐν ὑποδήμασι,
θύγατερ Ἀμιναδάβ; Ἡ κοιλία σου θημωνία σίτου    (10)
πεφραγμένη ἐν κρίνοις. Χαῖρε, ἀδελφὴ, ἡ τοῦ καλοῦ
ἀδελφοῦ παρώνυμος καὶ πανέραστος, οὗ ἡ φωνὴ
 

 1040. NICEPHORUS I Hist., Theol. et Scr. Eccl. Breviarium


historicum de rebus gestis post imperium Mauricii (e cod. Vat. gr.
977) {3086.001} (A.D. 8-9) P. 54 line 4
 λαμβάνει καὶ ἕτερος τῶν Σαρακηνῶν στόλος πλεῖστος ἐξ
Αἰγύπτου, οὗ ἡγεῖτο Σοφιὰμ ὄνομα ἄρχων, φόρτον ἄγων
ἐν ταυτῷ σίτου τε πλείστου καὶ ὅπλων. ὀλίγου δὲ διελθόν-
τος χρόνου καὶ ἕτερος ἐφίσταται στόλος ἐκ τῶν περὶ Ἀφρι-   (5)
κὴν ἀναχθείς, ὅπλων τε πολλῶν καὶ δαπανημάτων κατα-
 

 1041. NICEPHORUS I Hist., Theol. et Scr. Eccl. Breviarium


historicum de rebus gestis post imperium Mauricii (e cod. Vat. gr.
977) {3086.001} (A.D. 8-9) P. 76 line 10
 λογουμένων βιαζομένων εὐώνως τὰ τῆς γῆς καρπήματα καὶ
γεννήματα διαπιπράσκεσθαι, ὡς τῷ νομίσματι ἑξήκοντα μο-
δίους σίτου διαγοράζεσθαι, κριθῆς δὲ ἑβδομήκοντα, καὶ    (10)
πλεῖστα ἄγαν βραχείᾳ πάνυ ἀπεμπολεῖσθαι ποσότητι. ὅπερ
τοῖς μὲν ἀνοήτοις εὐφορία τε γῆς καὶ πραγμάτων εὐθηνία
 

 1042. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Volume 110 p. 105 line 32
 διαλεκτικὴν μὲν Ζήνων ὁ Ἐλεάτης, ῥητορικὴν δὲ   (30)
Κόραξ ὁ Συρακούσιος, καὶ μελισσῶν μὲν καρπὸν ὁ
Ἀριστοτέλης, σίτου δὲ σπόρον καὶ κριθῆς Τρι-
πτόλεμος· καὶ νόμους μὲν Λυκοῦργος ὁ Σπαρτιάτης καὶ Σόλων ὁ
Ἀθηναῖος, τῶν δὲ γραμμάτων τὴν
σύνταξιν καὶ ἀριθμὸν καὶ μέτρα καὶ σταθμία Παλαμήδης ἐφεῦρε,
καὶ ἄλλοι ἄλλα καὶ διάφορα τῷ
 

 1043. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Volume 110 p. 153 line 13
162

 κλέψαντα τὴν εὐλογίαν τοῦ ἀδελφοῦ, λέγων· «Δώ-


σει σοι ὁ Θεὸς ἀπὸ τῆς δρόσου τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀπὸ
τῆς πιότητος τῆς γῆς καὶ πλῆθος σίτου καὶ οἴνου,
καὶ δουλευσάτωσάν σοι ἔθνη, καὶ προσκυνησάτωσάν
σοι ἄρχοντες· καὶ γίνου κύριος τοῦ ἀδελφοῦ σου, καὶ   (15)
 

 1044. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Volume 110 p. 312 line 39
 δὲ βασιλέως καταστήσαντος τὸν τριστάτην ἐπὶ τῆς
πύλης, συνεπάτησεν αὐτὸν ὁ λαὸς, καὶ ἀπέθανε μὴ
φαγὼν ἐκ τοῦ σίτου κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦ προφήτου»
(4) Καὶ μέντοι καὶ τὰ Ἱεριχούντια ὕδατα διὰ προσ-    (40)
ευχῆς ἰάσατο, πικρὸν γὰρ ἦν φύσει, καὶ δύσποτον,
 

 1045. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Volume 110 p. 392 line 36
 μενοι συντόνως, μετὰ νήψεως καὶ θεολογίας, οὕτως
ἐπὶ τὸ δειπνητήριον συναθροίζονται μετὰ εὐλαβείας    (35)
καὶ ἡσυχίας πολλῆς. Καὶ ὁ μὲν σιτοποιὸς ἐν τάξει
παρατίθησιν ἄρτους, ὁ δὲ μάγειρος ἓν ἀγγεῖον ἐξ
ἑνὸς ἐδέσματος πάντοτε προσάγει· προκατεύχεται
 

 1046. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Volume 110 p. 396 line 31
 καλοῦσι σεμνεῖον καὶ μοναστήριον, ἐν ᾧ μονού-
μενοι, τὰ τοῦ σεμνοῦ βίου μυστήρια τελοῦνται, μη-    (30)
δεὶς μηδὲν κομίζων, μὴ πότον, μὴ σίτον, μηδέ τι
τῶν ἄλλων, ὅσα πρὸς τὰς τοῦ σώματος χρείας ἀναγ-
καῖα, ἀλλὰ λόγους καὶ νόμους θεσπισθέντας διὰ
 

 1047. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Volume 110 p. 416 line 11
 ἀπὸ καιροῦ ἕως καιροῦ· καὶ τὸ πόμα σου μετὰ
ἐντροπῆς πίεσαι τῆς ἡμέρας.» Ἀνάῤῥηξον οὖν   (10)
τῷ λόγῳ τὴν γαστέρα τῶν ἐκεῖνα τὰ πολλὰ σιτουμέ-
νων καὶ ὄψει τὸν πολὺν φόρτον καὶ τὸν ἀκάθαρτον
ὀχετὸν καὶ τὸν κεκονιαμένον καὶ σαπρὸν τάφον· τὰ
δὲ μετὰ ταῦτα αἰσχύνομαι καὶ εἰπεῖν, τὰς ἀει-
 
163

 1048. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Volume 110 p. 545 line 13
 (3) Ὁμοίως καὶ Γορδιανὸς, ὁ γεγονὼς Καῖσαρ
παρὰ Μαξιμίνου, καὶ αὐτὸς βασιλεύσας ἀνῃρέθη,
ὡς κωλύσαντος Φιλίππου τοῦ ἐπάρχου τὸν σῖτον
διακομισθῆναι τῷ στρατῷ. 355 Οὗτος δὲ (ὁ Φίλιπ-
πος) ἦν (ὁ) πατὴρ τῆς ἁγίας Εὐγενίας.   (15)
 

 1049. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Volume 110 p. 565 line 2
 σας ἀνεῖλε τὸν Φλωριανόν.
(565) ΡΞΗʹ Βασιλεία Πρόβου.
Ἐπὶ αὐτοῦ βροχῆς γεγονυίας, σῖτος κατηνέχθη
πολὺς, ὅν (καὶ) συναγαγόντες σωροὺς μεγάλους
ἐποίησαν· ὡσαύτως καὶ (ἐπὶ Αὐρηλιανοῦ, ὡς εἴρη-
 

 1050. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Volume 110 p. 801 line 9
 ἀνοήτους καὶ βλαβερὰς καὶ «εἰς πάθη ἀτιμίας·»
ὥσπερ γὰρ πολλοὶ πολλάκις τὴν τῶν σιτίων ἐπιθυ-
μίαν ἀφέντες γῆν σιτοῦνται καὶ λίθους μικράς·
καὶ ἕτεροι δὲ ὑπὸ δίψους κατεχόμενοι σφοδροῦ καὶ   (10)
βορβόρου πολλάκις ἐπιθυμοῦσιν· οὕτω κἀκεῖνοι
 

 1051. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Volume 110 p. 1157 line 29
 στρατεύματι αὐτοῦ τὴν εἰρημένην πόλιν περιεκύ-
κλωσε, καὶ χάρακα περιβαλὼν ἰσχυρῶς ταύτην
ἐπολιόρκει· ἐπεὶ δὲ ὅ τε σῖτος τοὺς ἐν τῇ πόλει
ἐπελελοίπει καὶ λιμὸς ἐπίεζε χαλεπὸς—οὐδαμό-    (30)
θεν γὰρ εἶχον ἐπισιτίσασθαι—τῇ ἐνδείᾳ πιεζόμενοι
 

 1052. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Volume 110 p. 1196 line 31
 Ῥωμαίων βασιλεὺς Ῥωμανὸς ἔτη γʹ, μῆνας γʹ,
ἡμέρας εʹ. —Ἦν δὲ τὴν ἡλικίαν νέος, σφριγῶν   (30)
τῷ σώματι, σιτόχροος, εὐόφθαλμος, ἐπίριν, χα-
ροπὸς, γλυκὺς τοῖς ῥήμασι, ὄρθιος ὡς κυπά-
164

ρισσος, εὐρὺς τοὺς ὤμους, ἥσυχος καὶ προσηνής. —


 

 1053. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Volume 110 p. 1200 line 28
 Ῥωμαῖοι τὸ κάστρον.
(3) Ἐν δὲ τῷ Ὀκτωβρίῳ μηνὶ τοῦ βʹ ἔτους τῆς
βασιλείας Ῥωμανοῦ ἐγένετο σπάνη σίτου καὶ κριθῆς
ἐν τῇ πόλει· ἐπράθη γὰρ ὁ σῖτος τῷ νομίσματι μό-
διοι δʹ, ἡ δὲ κριθὴ μόδιοι ϛʹ. Οὐ πολὺς 858 οὖν   (30)
 

 1054. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Volume 110 p. 1200 line 29
 (3) Ἐν δὲ τῷ Ὀκτωβρίῳ μηνὶ τοῦ βʹ ἔτους τῆς
βασιλείας Ῥωμανοῦ ἐγένετο σπάνη σίτου καὶ κριθῆς
ἐν τῇ πόλει· ἐπράθη γὰρ ὁ σῖτος τῷ νομίσματι μό-
διοι δʹ, ἡ δὲ κριθὴ μόδιοι ϛʹ. Οὐ πολὺς 858 οὖν   (30)
χρόνος παρῆλθε, καὶ εὐθὺς γέγονεν ὁ σῖτος μό-
 

 1055. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Volume 110 p. 1200 line 31
 ἐν τῇ πόλει· ἐπράθη γὰρ ὁ σῖτος τῷ νομίσματι μό-
διοι δʹ, ἡ δὲ κριθὴ μόδιοι ϛʹ. Οὐ πολὺς 858 οὖν   (30)
χρόνος παρῆλθε, καὶ εὐθὺς γέγονεν ὁ σῖτος μό-
διοι ηʹ, ἡ δὲ κριθὴ μόδιοι ιβʹ
(4) Τῷ δὲ Μαρτίῳ μηνὶ κατηγορήθη Βασίλειος
 

 1056. NICETAS AMNIANUS Hagiogr. Vita Philareti


Misericordis {3359.001} (A.D. 9) P. 131 line 3
 (131) λιμοῦ τε γενομένου καὶ μὴ ἔχων ὁ ἄνθρωπος πῶς τὰ τέκνα
αὐτοῦ
διαθρέψαι, ἐπάρας τὸ ὑποζύγιον αὐτοῦ, ἐπορεύθη εἰς χώραν μα-
κρὰν καὶ ἐδεινάσατο σίτου μόδια ἕξ. Καὶ ἐπιθήσας ἐπὶ τὸ ὑποζύ-
γιον ἤνεγκεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. Καὶ ἅμα ἀποφορτώσας αὐτὸ
πάρεστι πτωχὸς αἰτούμενος σίτου μιᾶς δραγμῆς· εἶπεν δὲ ὁ   (5)
 

 1057. NICETAS AMNIANUS Hagiogr. Vita Philareti


Misericordis {3359.001} (A.D. 9) P. 131 line 5
165

 κρὰν καὶ ἐδεινάσατο σίτου μόδια ἕξ. Καὶ ἐπιθήσας ἐπὶ τὸ ὑποζύ-
γιον ἤνεγκεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. Καὶ ἅμα ἀποφορτώσας αὐτὸ
πάρεστι πτωχὸς αἰτούμενος σίτου μιᾶς δραγμῆς· εἶπεν δὲ ὁ   (5)
ἐλεήμων ἀνὴρ πρὸς τὴν σύμβιον αὐτοῦ σινιάζουσαν τὸν σῖτον σὺν
τῇ παιδίσκῃ αὐτῆς· «Γύναι, δὸς τῷ πένητι ἐκ τοῦ σίτου μόδιον
 

 1058. NICETAS AMNIANUS Hagiogr. Vita Philareti


Misericordis {3359.001} (A.D. 9) P. 131 line 6
 γιον ἤνεγκεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. Καὶ ἅμα ἀποφορτώσας αὐτὸ
πάρεστι πτωχὸς αἰτούμενος σίτου μιᾶς δραγμῆς· εἶπεν δὲ ὁ   (5)
ἐλεήμων ἀνὴρ πρὸς τὴν σύμβιον αὐτοῦ σινιάζουσαν τὸν σῖτον σὺν
τῇ παιδίσκῃ αὐτῆς· «Γύναι, δὸς τῷ πένητι ἐκ τοῦ σίτου μόδιον
ἕν.» Ἡ δὲ εἶπεν πρὸς αὐτόν· «Δὸς ἐμοὶ τὸ μόδιον, καὶ τὰ παιδία
 

 1059. NICETAS AMNIANUS Hagiogr. Vita Philareti


Misericordis {3359.001} (A.D. 9) P. 131 line 7
 πάρεστι πτωχὸς αἰτούμενος σίτου μιᾶς δραγμῆς· εἶπεν δὲ ὁ   (5)
ἐλεήμων ἀνὴρ πρὸς τὴν σύμβιον αὐτοῦ σινιάζουσαν τὸν σῖτον σὺν
τῇ παιδίσκῃ αὐτῆς· «Γύναι, δὸς τῷ πένητι ἐκ τοῦ σίτου μόδιον
ἕν.» Ἡ δὲ εἶπεν πρὸς αὐτόν· «Δὸς ἐμοὶ τὸ μόδιον, καὶ τὰ παιδία
σου πρὸς ἕνα, καὶ τὴν νύμφην μου ἕνα, ὁμοίως καὶ τὴν παιδίσκην
 

 1060. NICETAS AMNIANUS Hagiogr. Vita Philareti


Misericordis {3359.001} (A.D. 9) P. 131 line 13
 τήν· «Καὶ τὴν ἐμὴν μοῖραν οὐ ποιεῖς;» Ἡ δὲ εἶπεν· «Σύ, ἄγ-
γελος εἶ, καὶ οὐκ ἄνθρωπος, καὶ βρώσεως οὐκ ἐπιδέεσαι· εἰ γὰρ
ἔχρῃζες αὐτοῦ, οὐκ ἂν τὸν σῖτον τὸν ἀπὸ δανείου ἤνεγκας τοσαῦ-
τα μίλια καὶ ἐδίδους ἀλλαχοῦ.» Καὶ ἁπλῶς μαινομένη ἐπ’ αὐτῷ
εἶπεν· «Ἕνεκεν Θεοσεβοῦς, δὸς αὐτῷ καὶ δύο μόδια.» Εἶπεν
δὲ   (15)
 

 1061. NICETAS AMNIANUS Hagiogr. Vita Philareti


Misericordis {3359.001} (A.D. 9) P. 131 line 20
 ἐὰν ἤμην, δόσιν αὐτῷ εἶχα τὸ ἥμισυ τοῦ γομαρίου.» Μετρήσας δὲ
καὶ τὸ ἄλλο μόδιν δέδωκεν αὐτῷ. Καὶ μὴ ἔχων ὁ πτωχὸς ἀγγεῖον
βάλαι τὸν σῖτον, βουλόμενος ἀποδύσασθαι τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ
καὶ   (20)
μὴ ἔχων τὸ πῶς ὅτι μονοχίτων ὑπῆρχεν, περιεσπᾶτο μὴ ἔχων τὸ
166

τί διαπράξασθαι. Ἰδοῦσα δὲ ἡ Θεοσεβὴς τὴν ἀπορίαν τοῦ πένη-


 

 1062. NICETAS AMNIANUS Hagiogr. Vita Philareti


Misericordis {3359.001} (A.D. 9) P. 131 line 30
 ἐποίησεν οὕτως. Ἀπάρας δὲ ὁ πένης καὶ μὴ δυνάμενος βαστᾶσαι
τὰ ἓξ μόδια, ἐβόα πρὸς τὸν νέον Ἰώβ· «Κύριέ μου, ἄς ἐστιν
ὧδε ὁ σῖτος, καὶ δύο δύο μόδια κουβαλῶ ἀποκομίζων εἰς τὸν
οἶ-   (30)
κόν μου, ἐπεὶ οὐκ ἰσχύω ὅλον βαστάσαι.» Ἡ δὲ Θεοσεβὴς
ἀκούσασα
παραπεπονημένη ἀπεκρίθη πρὸς τὸν ἄνδρα· «Δὸς αὐτῷ καὶ τὸν
 

 1063. NICETAS AMNIANUS Hagiogr. Vita Philareti


Misericordis {3359.001} (A.D. 9) P. 133 line 15
 μα ὑπάρχων, ὅτι ἐπτώχευσεν ὁ Φιλάρετος, αἰδεσθεὶς τὴν ἀρχαίαν
ἀγάπην αὐτοῦ ἐφόρτωσε τέσσαρας ἡμιόνους τεσσαράκοντα μόδια
σίτου καὶ ἀπέστειλε πρὸς τὸν Φιλάρετον γράψας αὐτῷ·
«Ἔστω   (15)
σοι ταῦτα εἰς διατροφὴν σὺν τοῖς τέκνοις σου, καὶ ὅτε πληρώ-
σεις αὐτά, πάλιν ἀποστελῶ σοι ἄλλα τοσαῦτα.» Δεξάμενος δὲ

  

 1066.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter epsilon P. 18 line 9
 Ἐρυσίβη: θηρίδιόν τι ἐν τῶ σίτω γινόμενον· ὃ
  λυμαίνεται τὸν καρπόν· τινὲς νόσον ἐπιγινομένην
  τοῖς σπέρμασιν· ἢ ἡ κονιορτώδης φθορὰ τοῦ σίτου.
Ἔρυσμον: λάχανον οὗ τὸ σπέρμα τρίβουσαι πίνουσιν   (10)
  αἱ κύουσαι γυναῖκες.  
 

 1067.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter kappa P. 132 line 12
 Καρκίνος: πυράγρα.    (10)
Καρκίνος: Λυσίας· ἐλυμαίνοντο γάρ μου τὸν καρκίνον
  εἰσφοιτῶσαι, φησὶν, αἱ κύνες· καὶ ὅτ’ ἂν ὁ σῖτος
  ῥιζωθῆι κατὰ τῆς γῆς, κεκαρκινῶσθαι φασί·
  Φερεκράτης· Ὁπόταν σχολάζης, νῖψον, ἵνα τὰ
 
167

 1068.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter kappa P. 190 line 14
 Κυρήβια: πίτυρα καὶ τὰ τῶν κριθῶν ἀποβρέγματα.
Κυρήβια: τὰ ἐκ τῶν κυάμων ἐρείγματα· καὶ τὰ
  ἀπὸ σίτου καρφία· ἃ τινὲς καλοῦσι γόνατα.
Κυρηβίων: Δημοσθένης ἐν τῶι κατ’ Αἰσχίνου·    (15)
  ἐπώνυμόν ἐστιν Ἐπικράτους, τοῦ Αἰσχίνου κη-
 

 1069.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter lambda P. 219 line 1
 Ληΐδιον: ἱμάτιον· τριβώνιον· ληϊδίωι δὲ τριβωνώδης   (25)
  ἡ χλαμύς.
(219) Λήϊον: ὁ χλωρὸς σῖτος.
Ληϊσθείς: ληστευθείς.
Ληϊστάς: καὶ τοὺς ἐν τῆι θαλάττηι.
 

 1070.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter lambda P. 219 line 4
 Ληϊσθείς: ληστευθείς.
Ληϊστάς: καὶ τοὺς ἐν τῆι θαλάττηι.
Λήϊα: σιτοφόρα πεδία· χωράφια.
Ληϊσταί: ἀντὶ τοῦ πειραταί.   (5)
Ληϊτόν: δημόσιον.
 

 1071.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter lambda P. 232 line 12
 Λόφος: τράχηλος· καὶ τὸ τῆς περικεφαλαίας ἄκρον.    (10)
Λοχαγοῖς: στρατηγοῖς· ταξιάρχαις.
Λοχαῖος σῖτος: ὁ βαθύς· ἢ ὁ δι’ ἐπομβρίαν κεκλη-
  μένος.
Λοχεία: ἡ τῶν τετοκυιῶν ἐπιμέλεια· ὡς νοσηλεία,  
 

 1072.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter omicron P. 342 line 13
 Ὄπνιον νέφος: μέγα· πολύ· ηὐξημένον· Σοφοκλῆς
  Θησεῖ.
Ὄπνιος λειμών: ὁ σῖτος καὶ οἱ Δημητριακοὶ καρποί·
  ἐπεὶ Ὀπνία ἡ Δημήτηρ λέγεται.
168

Ὀπνιηρὸν ὕδωρ: τὸ τρόφιμον.   (15)


 

 1073.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter pi P. 389 line 18
   νομισμάτων· τούτων γὰρ τὰ φαῦλα παράσημα
  λέγεται.
Παράσιτοι: οἱ ἐπὶ τὴν τοῦ σίτου ἐκλογὴν αἱρούμενοι·
  κεῖται ἡ λέξις ἐν τῶι τοῦ βασιλέως νόμωι.
Παρασεῖσαι τὰς χεῖρας: τὸ ἐν τῶι τρέχειν γινό-    (20)
 

 1074.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter pi P. 406 line 18
   μαίνει ἡ λέξις καὶ τὸ ἄλλως διαπειρᾶσθαι.
Πελανός: γίνεται πέμματά τινα τοῖς θεοῖς ἐκ τοῦ
  ἀφαιρεθέντος σίτου ἐκ τῆς ἅλω· Δίδυμος δέ φησι
  κυρίως εἶναι πελανὸν τὸ ἐκ τῆς πετάλης πέμμα·
  ἐξ ἧς ποιοῦνται πέμματα· ἢ καὶ ἀπὸ τοῦ πεπλατύν-    (20)
 

 1075.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter pi P. 427 line 8
 Πέφηνεν: ἐφανερώθη.
Πεφρυγμένα: τὰ εἰς τὴν χεῖρα λεπτυνόμενα χίδρα,
  σίτου καὶ κριθῆς.
Πεφρασμένος: παρεσκευασμένος εἰς τὸ φρασθῆναι·
  προσεκτικὴν ἔχων διάνοιαν· Αἰσχύλος.   (10)
 

 1076.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter pi P. 435 line 7
   ἵνα τούτου ἀποδημοῦντος, ἡ πόλις ἀπόρθητος μείνη.   (5)
Πλύνεται: λοιδορεῖται· αἰσχρῶς ὑβρίζεται.
Πλόχανον: πλέγμα ὧι ὁ σῖτος καθαίρεται.
Πλυνοί: πύελοι ἐν οἷς πλύνουσιν.
Πλυντήρια: ἑορτὴ Ἀθηναίων.
 

 1077.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter pi P. 435 line 24
   χουσα, ποία λέγεται παρὰ Δημοσθένει καὶ Λυ-
  σία.
169

Ποάστριαι: αἱ τὴν πόαν ἐκλέγουσαι τοῦ σίτου καὶ


  τὴν καλάμην.    (25)
Ποδανιπτῆρα: καὶ λεκάνην λέγουσιν.
 

 1078.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter pi P. 436 line 26
 Πόθι: ποῦ.
Ποῖ θεῖς: ποῦ τρέχεις.    (25)
Ποιήεσσαν: σιτοφόρον.
Ποίαν: πᾶσαν βοτάνην.
(437) Ποιητέον: ἀντὶ τοῦ ἃ δεῖ ποιεῖν.
 

 1079.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter pi P. 476 line 24
   μασιν ὄντες· ἢ πυροὶ ἐπικάλαμοι λέγονται οἱ ἐπὶ
  τῆς αὐτῆς γῆς, ἥτις οὐκ ἔσχεν ἀνάπαυμα, ἐπι-
  σπαρέντες· τουτέστιν, ὅτ’ ἂν σῖτος ἐπὶ σίτωι χωρὶς
  διαλείμματος ἐπισπαρῆι.    (25)
Πύρρα: μία πόλις τῶν ἐν Λέσβωι.
 

 1080.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter pi P. 477 line 14
 Πυρσολόφους: τοὺς ἐκ παροπτηθεισῶν βυρσῶν ἱμάν-
  τας τεμνομένους· Ἀντίμαχος.
Πυροφόρος: σιτοφόρος.
Πυρφόρος: πῦρ φέρων· πυρφόρους δὲ ἔλεγον τοὺς   (15)
  ἱερέας, τοὺς ἐπιβώμιον πῦρ ἀνάπτοντας· ἐν τοῖς οὖν
 

 1081.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter sigma P. 513 line 21
 Σισύρα: ἱμάτιον τραχύ· περιβόλαιον ἀγροικικόν· δου-
  λικόν· παλαιόν· ἢ χιτὼν δερμάτινος.   (20)
Σίτου δίκη: ὅτ’ ἂν γυνὴ ἀποδικεῖν ποιησαμένη πρὸς
  τὸν ἄνδρα διὰ τοῦ ἄρχοντος· ἢ καὶ ὑπὸ τοῦ ἀνδρὸς
  ἐκπεμφθεῖσα μὴ ἀπολαμβάνηι τὴν προῖκα, καὶ
 

 1082.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter sigma P. 513 line 26
170

   διαγένηται χρόνος, καὶ δίκην εἰσάγη πρὸς αὐτὸν,


  καὶ ἀπαιτῆι τὴν προῖκα, καὶ τροφὰς ἀφ’ ἧς ἀπηλ-    (25)
  λάγη ἡμέρας· αὕτη καλεῖται δίκη σίτου.
(514) Σιταρχία: ἡ σῖτον διδοῦσα τοῖς ἐπιβάταις.
Σιτηρέσιον: τὸ διδόμενον τισὶν εἰς τροφήν.
 

 1083.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter sigma P. 514 line 1
   καὶ ἀπαιτῆι τὴν προῖκα, καὶ τροφὰς ἀφ’ ἧς ἀπηλ-    (25)
  λάγη ἡμέρας· αὕτη καλεῖται δίκη σίτου.
(514) Σιταρχία: ἡ σῖτον διδοῦσα τοῖς ἐπιβάταις.
Σιτηρέσιον: τὸ διδόμενον τισὶν εἰς τροφήν.
Σιτηρέσιον: ἐν τῶ ε· οὐ σιτηρόσιον.
 

 1084.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter sigma P. 514 line 5
 Σιτηρέσιον: ἐν τῶ ε· οὐ σιτηρόσιον.
Σιτίσεων: τροφῶν· δαπανῶν.
Σιτοδεία: λιμός· ἔνδεια.    (5)
Σῖτος: καλεῖται σῖτος καὶ ἡ διδομένη πρόσοδος εἰς
  τροφὴν ταῖς γυναιξίν· ἢ τοῖς ὀρφανοῖς· ὥς ἐστι
 

 1085.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter sigma P. 514 line 6
 Σιτίσεων: τροφῶν· δαπανῶν.
Σιτοδεία: λιμός· ἔνδεια.    (5)
Σῖτος: καλεῖται σῖτος καὶ ἡ διδομένη πρόσοδος εἰς
  τροφὴν ταῖς γυναιξίν· ἢ τοῖς ὀρφανοῖς· ὥς ἐστι
  μαθεῖν κἀκ τῶν τοῦ Σόλωνος πρώτου ἄξονος, καὶ
 

 1086.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter sigma P. 514 line 6
 Σιτίσεων: τροφῶν· δαπανῶν.
Σιτοδεία: λιμός· ἔνδεια.    (5)
Σῖτος: καλεῖται σῖτος καὶ ἡ διδομένη πρόσοδος εἰς
  τροφὴν ταῖς γυναιξίν· ἢ τοῖς ὀρφανοῖς· ὥς ἐστι
  μαθεῖν κἀκ τῶν τοῦ Σόλωνος πρώτου ἄξονος, καὶ
 
171

 1087.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter sigma P. 514 line 10
   μαθεῖν κἀκ τῶν τοῦ Σόλωνος πρώτου ἄξονος, καὶ
  ἐκ τῆς Ἀριστοτέλους Ἀθηναίων πολιτείας· Τιμα-
  χίδας δὲ ἡγεῖται παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς σῖτον λέγε-    (10)
  σθαι τὸν τόκον, οὐκ ὀρθῶς ἡγούμενος.
Σῖτος: πᾶς ὁ σιτικὸς καρπὸς, οὐχ ὁ πυρὸς μόνον· καὶ
 

 1088.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter sigma P. 514 line 12
   χίδας δὲ ἡγεῖται παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς σῖτον λέγε-    (10)
  σθαι τὸν τόκον, οὐκ ὀρθῶς ἡγούμενος.
Σῖτος: πᾶς ὁ σιτικὸς καρπὸς, οὐχ ὁ πυρὸς μόνον· καὶ
  αὐτὰ τὰ σιτία· Θουκυδίδης δʹ· καὶ τῶν νεῶν οὐκ
  ἐχουσῶν ὅρμον, αἱ μὲν σῖτον ἐν τῆι γῆι ἡροῦντο, αἱ
 

 1089.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter sigma P. 514 line 14
 Σῖτος: πᾶς ὁ σιτικὸς καρπὸς, οὐχ ὁ πυρὸς μόνον· καὶ
  αὐτὰ τὰ σιτία· Θουκυδίδης δʹ· καὶ τῶν νεῶν οὐκ
  ἐχουσῶν ὅρμον, αἱ μὲν σῖτον ἐν τῆι γῆι ἡροῦντο, αἱ
  δὲ μετέωροι ὥρμουν.   (15)
Σίτου: τροφῆς.
 

 1090.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter sigma P. 514 line 16
   ἐχουσῶν ὅρμον, αἱ μὲν σῖτον ἐν τῆι γῆι ἡροῦντο, αἱ
  δὲ μετέωροι ὥρμουν.   (15)
Σίτου: τροφῆς.
Σίτου ἐκβολή: Θουκυδίδης· ὅτ’ ἂν ὁ στάχυς τῆς κά-
  λυκος ἐκφύηται, οὐχ ὅτ’ ἂν ἐκ τῆς γῆς ἀναδίδοται
 

 1091.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter sigma P. 514 line 17
   δὲ μετέωροι ὥρμουν.   (15)
Σίτου: τροφῆς.
Σίτου ἐκβολή: Θουκυδίδης· ὅτ’ ἂν ὁ στάχυς τῆς κά-
  λυκος ἐκφύηται, οὐχ ὅτ’ ἂν ἐκ τῆς γῆς ἀναδίδοται
172

  τὰ σπέρματα.
 

 1092.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter sigma P. 514 line 20
   λυκος ἐκφύηται, οὐχ ὅτ’ ἂν ἐκ τῆς γῆς ἀναδίδοται
  τὰ σπέρματα.
Σιτούμενος: ἐσθίων.    (20)
Σιτοφύλακες: ἀρχή τις ἦν Ἀθήνησιν, ἥτις ἐπεμε-
  λεῖτο ὅπως ὁ σῖτος δικαίως πραθήσεται· καὶ τὰ
 

 1093.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter sigma P. 514 line 21
   τὰ σπέρματα.
Σιτούμενος: ἐσθίων.    (20)
Σιτοφύλακες: ἀρχή τις ἦν Ἀθήνησιν, ἥτις ἐπεμε-
  λεῖτο ὅπως ὁ σῖτος δικαίως πραθήσεται· καὶ τὰ
  ἄλφιτα· καὶ οἱ ἄρτοι· ἦσαν δὲ τὸν ἀριθμὸν πάλαι
 

 1094.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter sigma P. 514 line 22
 Σιτούμενος: ἐσθίων.    (20)
Σιτοφύλακες: ἀρχή τις ἦν Ἀθήνησιν, ἥτις ἐπεμε-
  λεῖτο ὅπως ὁ σῖτος δικαίως πραθήσεται· καὶ τὰ
  ἄλφιτα· καὶ οἱ ἄρτοι· ἦσαν δὲ τὸν ἀριθμὸν πάλαι
  μὲν πεντεκαίδεκα ἐν ἄστει, πέντε δὲ ἐν Πειραιεῖ·
 

 1095.Φώτιος λεξικογράφος. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D.


9) Alphabetic letter sigma P. 514 line 27
   ὕστερον δὲ λʹ μὲν ἐν ἄστει, εʹ δὲ ἐν Πειραιεῖ.   (25)
Σίττυβα: δερμάτια.
Σιτώνης: ὁ προεστὼς τοῦ δημοσίου σίτου.
(515) Σίφλος: μῶμος.
Σιφλώσειεν: μέμψειεν· ἐκφαυλίσειεν.
 

 1096. LEXICA SEGUERIANA Lexicogr. Anonymus antatticista


(e cod. Coislin. 345) {4289.001} (Varia) Alphabetic entry alpha p.
77 line 15
173

 Αἰσχυντηλὸς εἶ: Πλάτων Γοργίᾳ.


Ἀπὸ πρώτης: ἀντὶ τοῦ πρῶτον.
Ἄξιον: ἀντὶ τοῦ εὔωνον. Λυσίας ἐν τῷ κατὰ τῶν σι-   (15)
  τοπωλῶν.
Ἀξία: ἀντὶ τοῦ ἀξίωμα. Δημοσθένης ἐν τῇ ἐπιστολῇ,
  ἧς ἀρχὴ Περὶ μὲν τῶν κατ’ ἐμαυτόν.
 

 1097. SYMEON LOGOTHETES Hist. Chronicon (sub nomine


Leonis Grammatici vel Theodosii Melisseni vel Julii Pollucis)
(redactio A + B operis sub titulo Epitome fort. sub auctore
Trajano Patricio) {3070.001} (A.D. 10) P. 75 line 15
 ὁμοίως καὶ Γορδιανὸς ὁ προγεγονὼς Καῖσαρ παρὰ Μαξί-
μου καὶ αὐτὸς βασιλεύσας ἀνῃρέθη, ὡς κωλύσαντος Φιλίππου
τοῦ ἐπάρχου τὸν σῖτον διακομισθῆναι τῷ στρατῷ. οὗτος   (15)
δὲ ὁ Φίλιππος ἦν πατὴρ τῆς ἁγίας μάρτυρος Εὐγενίας.
ἐπὶ Μαξίμου καὶ Γορδιανοῦ Ἀφρικανὸς ὁ συγγραφεὺς ἐγνω-
 

 1098. SYMEON LOGOTHETES Hist. Chronicon (sub nomine


Leonis Grammatici vel Theodosii Melisseni vel Julii Pollucis)
(redactio A + B operis sub titulo Epitome fort. sub auctore
Trajano Patricio) {3070.001} (A.D. 10) P. 80 line 8
   Πρόβος καὶ Φλωριανὸς ἐβασίλευσαν ἔτη δύο μῆνας δʹ.   (6)
οὗτος οὖν ὁ Πρόβος παράφρονα ἑαυτὸν ποιήσας ἀνεῖλε τὸν
Φλωριανόν. ἐπὶ αὐτοῦ βροχῆς γεγονυίας σῖτος μεμιγμένος
τῷ ὕδατι κατηνέχθη πολύς, ὃν συναγαγόντες σωροὺς μεγάλους
ἐποίησαν· ὡσαύτως καὶ ἐπὶ Αὐρηλιανοῦ ψεκάδας ἀργυρᾶς    (10)
 

 1099. SYMEON LOGOTHETES Hist. Chronicon (sub nomine


Leonis Grammatici vel Theodosii Melisseni vel Julii Pollucis)
(redactio A + B operis sub titulo Epitome fort. sub auctore
Trajano Patricio) {3070.001} (A.D. 10) P. 309 line 12
 ἀνδραγαθίας ἐπεδείξατο, ὁ Βούλγαρος Συμεὼν σὺν παντὶ τῷ   (10)
στρατεύματι τὴν εἰρημένην πόλιν περιεκύκλωσεν, καὶ χάρακα
περιβαλὼν ἰσχυρῶς ταύτην ἐπολιόρκει. ἐπεὶ δὲ ὅ τε σῖτος
τοὺς ἐν τῇ πόλει ἐπιλελοίπει καὶ λιμὸς ἐπίεζε χαλεπὸς (οὐ-
δαμόθεν γὰρ εἶχον ἐπισιτίσασθαι), τῇ ἐνδείᾳ πιεζόμενοι προ-
 

 1100. BASILIUS MINIMUS Scr. Eccl. Commentarium in


Nazianzeni orationes {9028.001} (A.D. 10) P. 9 line 24
174

 ἀλεύρου γάλακτι δεδεσμένη κυρίως, ἀλλὰ γὰρ καὶ πᾶσα ἀρτώδης


βρῶ-
σις ὑγρῷ τινι μεμαγμένη μᾶζα εἴρηται· πίτυρα δὲ τὰ εὐτελῆ, καὶ πι-
τυρίαν ἄρτον φασὶ τὸν ἐκ τοῦ σκυβάλου τοῦ σίτου φυρώμενον, ὃ
καὶ πίτυρον εἴρηται.   (25)

 1101. Μιχαήλ Ψελλός. De omnifaria doctrina {2702.028} (A.D.


11) Sec. 183 line 4
   Κακῶς συγκομίζεται χόρτος βροχὴν ὅτι πλείστην δεχόμενος·   (2)
χλωρὸς γὰρ θεριζόμενος σήπεται ταχὺ διάβροχος γεγονώς.
ὑόμενος
δὲ πρὸ τοῦ θέρους ὁ σῖτος βοηθεῖται πρὸς τὰ θερμὰ καὶ νότια
πνεύ-
ματα· ταῦτα γὰρ οὐκ ἐᾷ πυκνωθῆναι συνιστάμενον τὸν καρπὸν ἐν
τῷ   (5)
στάχυϊ, ἀλλ’ ἐξίστησι καὶ διαχέει τῇ θερμότητι τὴν πῆξιν, ἂν μὴ
 

 1102. Μιχαήλ Ψελλός. De omnifaria doctrina {2702.028} (A.D.


11) Sec. 186 line 1t
 ἐγκατέσπειρε γὰρ ὁ θεὸς τοῖς ζώοις δυνάμεις προγνωστικάς, δι’ ὦν
τὰ σωτήρια διώκουσι καὶ τὰ λυπηρὰ διαφεύγουσι.

(186) Διατί τὸν μὲν σῖτον ἐν πηλώδει φυτεύομεν γῇ, τὴν δὲ   


κριθὴν ἐν καταξήρῳ.   

  Ὁ σῖτος πυκνός ἐστι καὶ ξυλώδης, χαύνη δὲ καὶ εὐδιάθρυπτος


ἡ   (3)
 

 1103. Μιχαήλ Ψελλός. De omnifaria doctrina {2702.028} (A.D.


11) Sec. 186 line 3
 (186) Διατί τὸν μὲν σῖτον ἐν πηλώδει φυτεύομεν γῇ, τὴν δὲ   
κριθὴν ἐν καταξήρῳ.   

  Ὁ σῖτος πυκνός ἐστι καὶ ξυλώδης, χαύνη δὲ καὶ εὐδιάθρυπτος


ἡ   (3)
κριθή. ὅθεν ἐκεῖνος μὲν μαλαττόμενος καὶ χαλώμενος ὑπὸ τοῦ
ὑγροῦ
μάλιστα φύεται, τῇ δὲ κριθῇ διὰ μανότητα σύμφορόν ἐστι τὸ
175

ξηρότερον.   (5)
 

 1104. Michael PSELLUS Phil., Theol., Polyhist., Epist. et Hagiogr.


Epitaphius encomiasticus in patriarchem Michaelem Cerullarium
{2702.045} (A.D. 11) P. 382 line 2
 ἄνθην, οὐδὲ τὸ μῆλον τὸ σχῆμα· ἀλλ’ ὁ μὲν ταῖς χερσὶ τὸ γλεῦ-
(382) κος ἀποβλυστάνει τῷ τρυγᾷν βουλομένῳ, ὁ δὲ ταῖς
ἀποθήκαις τοῦ
σίτου παντάπασι γνώριμος, καὶ τῶν ὁρωμένων ἕκαστον οὐκ ἐσχη-
μάτισται μόνον, ἀλλὰ καὶ οὐσίωται καθαρῶς· ἐνταῦθα δὲ πολλοὶ
μὲν οἱ βότρυες, καὶ πέπειροι ἴσως οἱ πλείους, τά τε τῶν φυτῶν
 

 1105. CHRISTOPHORUS Mytilenaeus Poeta Carmina varia


{3019.002} (A.D. 11) Poem 57 line 25
 ἀνδρείη, πινυτή, ἀπόροις οἴγουσα ταμεῖα,
  βρῶμα νέμουσα δόμῳ, ἔργα δὲ ἀμφιπόλοις,
οὐκ ὀκνηρά γε σῖτον ἔδειν ἐθέλουσα κατ’ οἶκον,   (25)
  ἀλλὰ πόνοιο ἕδρᾳ αἰὲν ἐφεζομένη,
βωμὸς ἐοῦσ’ ἐλέου καὶ ἐπ’ ἀκτεάνους συνιεῖσα.
 

 1106. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 80 line 19


 νεύοντα, καὶ δοὺξ ἀποδείκνυται, καὶ καταλαμβάνει τὴν ἐν
τούτοις ἡγεμονίαν. ἀναξίως δὲ τὰ πράγματα διοικῶν, καὶ
μήτε τῇ ἀκροπόλει σῖτον ὡς τὸ εἰκὸς προμηθούμενος μήτε
ἄλλο τι ἢ πολεμικὸν ἢ πολιτικὸν ὀρθῶς καὶ βεβαίως ἐμπο-   (20)
ρευόμενος, εἰς μεγάλους κινδύνους τὴν θαυμασίαν παρενέ-
 

 1107. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 96 line 13


 ἀνατρέποντος καὶ καταβάλλοντος ἔφοδον. κἀκείνου δὲ τῆς
ἀρχῆς παραλυθέντος, ἔκτοτε τὰ τῶν βαρβάρων ἐθρασύνετο
πλέον καὶ εἰς στενὸν κομιδῇ τὰ τῶν πόλεων περιίστατο, σι-
τοδείας πιεζούσης αὐτὰς καὶ τῶν ἄλλων ἐπιτηδείων ἐνδείας.
  Ἀλλ’ ἐπείπερ ἔδει βασιλέως ἐπιστασίαν γενέσθαι
δυναμένου   (15)
ἐν τοιούτοις καιροῖς διεξάγειν τὰ πράγματα καὶ ἀντεπεξάγειν
 

 1108. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 120 line 1


176

 κατορθούμενον ἐν ὅλοις τοῖς πράγμασιν.


  Ἐπεὶ δὲ ἡ Ἀντιόχεια προκατείργαστο ταῖς ἐπιδρομαῖς
(120) καὶ σίτου σπάνιν ἐκέκτητο, δείσας ὁ βασιλεὺς μὴ παραγενό-
μενος ἐκεῖσε καινοτομήσῃ τῇ πόλει τὰς ἰδίας τροφάς, καταφρο-
νήσας ἐπὶ συμφέροντι ταύτης τῆς ἰδίας τρυφῆς, διὰ τόπων ἐλά-
 

 1109. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 133 line 7


 εὔυδρος, καὶ ταῖς δυσχωρίαις ἐνειλημμένος ψυχαγωγίαν οὐχ    (5)
ἥκιστα τοῖς καταίρουσιν ἐν τούτῳ ἐνίησι, ποηφόρος ἅμα καὶ
σιτοφόρος τυγχάνων καὶ οἷον ὀμφαλὸς ἢ ταμιεῖον τῆς γῆς
ἐκείνης καὶ πεδίον τρυφῆς. ἡμέρας οὖν ἐκεῖσε στρατοπεδευ-
σάμενος ὁ βασιλεὺς, καὶ τὸν Ταῦρον τὸ ὄρος, τὸν παρὰ τοῖς
 

 1110. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 139 line 16


 ἐνθυμεῖσθαι δέ τι παρὰ τὴν ὁρωμένην ὄψιν οὐκ εἶχέ τις
ἀντειπεῖν. ὅμως δ’ οὖν, ἵνα τὴν τῆς Ἱεραπόλεως πολιορκίαν    (15)
ἀποσοβήσῃ καὶ τὴν πιέζουσαν τοὺς ἔνδον σιτοδείαν παραμυ-
θήσηται, μοῖραν οὐκ ἐλαχίστην τοῦ στρατοπέδου ἀποτεμόμε-
νος ἐκεῖσε κατὰ Συρίαν ἀπελθεῖν διωρίσατο, καὶ τοῦτον τὸν
 

 1111. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 180 line 17


 ἀφελείᾳ τὰς οἰκείας προσθεὶς ἀρετὰς εὐχάριστον τοῦτον
ἐποίει   (15)
καὶ τοῖς ὑποτεταγμένοις εὐάρεστον, ὅσον γε ἥκει κατὰ τοὺς
τότε καιρούς. ἀλλ’ ἔμελλε πάντως τῷ εὐγενεῖ τοῦ σίτου
παραμιγῆναί τι καὶ ζιζάνιον, ἢ τῇ τῆς νυκτὸς ἐπιφοιτήσει
τὴν ἡμέραν ἀναγκαίως ὑποχωρῆσαι. ἦν γάρ τις εὐνοῦχος
 

 1112. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 201 line 20


 εὐθηνίᾳ καὶ τὴν κοσμικὴν ἀδημονίαν καὶ ἔνδειαν οἰκείαν
ποιεῖσθαι φιλοκερδείας ὑπόθεσιν. τῷ τοι καὶ μαθὼν ὡς ἐν
τῷ κάστρῳ τῇ Ῥαιδεστῷ κατάγουσιν ἅμαξαι τὸν σῖτον πολ-    (20)
λαί, καὶ διαπιπράσκουσι διασκεδαννύμεναι εἴς τε τὰ τῶν μονα-
στηρίων ξενοδοχεῖα καὶ κατατόπια καὶ αὐτῆς τῆς μεγάλης ἐκ-
 

 1113. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 202 line 6


 κἀν τούτῳ συναθροίζεσθαι τὰς ἁμάξας ἐπισκήπτει, βασιλικῷ
γράμματι τοῦτο διορισάμενος· καὶ μονοπώλιον τίθησιν εἰς τὸ   (5)
177

ἀναγκαιότατον χρῆμα, τὸν σῖτον, μηδενὸς δυναμένου εἰ μὴ


ἀπὸ τοῦ φούνδακος ἐξωνήσασθαι, φούνδακος τοῦ δολίου καὶ
δαιμονιώδους πράγματος καὶ ὀνόματος. ἐξ οὗ γὰρ ἐκεῖνος
 

 1114. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 202 line 11


 ἐπάγη, ἡ εὐθηνία τῶν πόλεων ᾤχετο, καὶ ἡ τοῦ θείου ὀργὴ
τὰ ὑπὸ Ῥωμαίους μειζόνως κατέλαβεν. οὐ γάρ, ὥσπερ τὸ    (10)
πρότερον ἦν, ὁ βουλόμενος ἐξωνεῖτο τὸν σῖτον καὶ μετὰ τοῦ
πωλοῦντος συνήλλαττε, καὶ εἴ περ μὴ ἐν τῷδε τῷ κατατοπίῳ
ἠρέσκετο, μετέβαινεν εἰς τὸ ἄλλο καὶ αὖθις εἰς ἕτερον, καὶ
 

 1115. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 202 line 16


 ἀπὸ τῶν ἁμαξῶν ἡ πρᾶσις ἐγίνετο· ἀλλ’ εἰσερχόμενα τὰ
γεώργια ἐν τῇ τοῦ φούνδακος εἱρκτῇ σιτώνας εἶχον ἐνοίκους    (15)
τοῦ φούνδακος καὶ σιτοκαπήλους πολλούς, καὶ οὗτοι προαρ-
πάζοντες τὸν σῖτον ἐξωνοῦντο καὶ ἀπετίθουν, καὶ διηγωνίζοντο
κερδαίνειν ἐπὶ τῷ νομίσματι νομίσματα τρία. ἠγόραζε δὲ
 

 1116. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 202 line 17


 γεώργια ἐν τῇ τοῦ φούνδακος εἱρκτῇ σιτώνας εἶχον ἐνοίκους    (15)
τοῦ φούνδακος καὶ σιτοκαπήλους πολλούς, καὶ οὗτοι προαρ-
πάζοντες τὸν σῖτον ἐξωνοῦντο καὶ ἀπετίθουν, καὶ διηγωνίζοντο
κερδαίνειν ἐπὶ τῷ νομίσματι νομίσματα τρία. ἠγόραζε δὲ
ἀπὸ τῶν ἁμαξῶν οὐδείς, οὔτε ναυτικὸς εἰσάγων αὐτὸν εἰς τὴν
 

 1117. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 202 line 21


 ἀπὸ τῶν ἁμαξῶν οὐδείς, οὔτε ναυτικὸς εἰσάγων αὐτὸν εἰς τὴν
βασιλεύουσαν οὔτε ἀστικὸς οὔτε ἄγροικος οὔτε ἄλλος οὐ-   (20)
δείς· ἀλλ’ ἀπὸ τῶν σιτοκαπήλων τοῦ φούνδακος ἡ πρᾶσις
προέβαινεν, ὡς ἐκεῖνοι ἐβούλοντο καὶ ὁ προκαθήμενος αὐτῶν
λυμεὼν φουνδακάριος, ὃς καινοτομῶν τοὺς τὸν σῖτον καταβι-
 

 1118. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 202 line 23


 δείς· ἀλλ’ ἀπὸ τῶν σιτοκαπήλων τοῦ φούνδακος ἡ πρᾶσις
προέβαινεν, ὡς ἐκεῖνοι ἐβούλοντο καὶ ὁ προκαθήμενος αὐτῶν
λυμεὼν φουνδακάριος, ὃς καινοτομῶν τοὺς τὸν σῖτον καταβι-
(203) βάζοντας, καὶ σῖτον ἐκ τούτων κακῶς ἀφαιρούμενος, καὶ βα-
178

ρείας ἀπαιτήσεις ὑπὲρ τῶν τοπιατικῶν εἰσπραττόμενος, ἠνάγ-


 

 1119. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 203 line 1


 προέβαινεν, ὡς ἐκεῖνοι ἐβούλοντο καὶ ὁ προκαθήμενος αὐτῶν
λυμεὼν φουνδακάριος, ὃς καινοτομῶν τοὺς τὸν σῖτον καταβι-
(203) βάζοντας, καὶ σῖτον ἐκ τούτων κακῶς ἀφαιρούμενος, καὶ βα-
ρείας ἀπαιτήσεις ὑπὲρ τῶν τοπιατικῶν εἰσπραττόμενος, ἠνάγ-
καζε τὴν πρᾶσιν διὰ τὸ καινοτομεῖσθαι πολυειδῶς ἐνδεεστέ-
 

 1120. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 203 line 7


 κίαν ἀπαραμύθητον ἐξέπιπτε τὰ τῆς προτέρας εὐθηνίας τῇ   (5)
πολιτείᾳ, καὶ περιέστη ἀπὸ δέκα καὶ ὀκτὼ μοδίων εἰς ἕνα μό-
διον τοῦ νομίσματος ἡ τοῦ σίτου πρᾶσις. ἐκομμερκεύοντο
γὰρ ἔκτοτε, φεῦ τῆς πλεονεξίας, οὐ μόνον αἱ πυροφόροι ἅμα-
ξαι, ἀλλὰ καὶ τὰ λοιπὰ ὤνια, ὅσα πλησίον ἐκείνου παρώ-
 

 1121. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 203 line 15


 δαξ τῶν μεδίμνων ὑπῆρχε κύριος. ὅπερ οὐδέποτε γέγονεν,
οὐδ’ ὁ ἥλιος εἶδε τοιοῦτον ἀδίκημα. εἰ γὰρ προσηγγέλη τις
πωλήσας οἴκαδε σῖτον ἐξ ὧν ἐγεώργησεν, ὡς φονεὺς ἢ βια-   (15)
στὴς ἢ ἄτοπόν τι ἕτερον πεπραχὼς ἐδημεύετο καὶ ἡρπάζετο
παρὰ τοῦ ἐπιστατοῦντος τῷ φούνδακι. παρῆσαν γὰρ τῷ
 

 1122. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 204 line 2


 θεκτον ἔχουσι. καὶ ὃ μὲν ξʹ λιτρῶν τὸν φούνδακα μισθωσά-
(204) μενος ἐνηβρύνετο τῷ ἐξ αὐτοῦ πορισμῷ· ἡ δ’ ἔνδεια τοὺς
πάντας ἐπίεζεν, οὐ μόνον τοῦ σίτου ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων εἰδῶν.
ἐκείνου γὰρ στενοχωρουμένου ἀνάγκη καὶ τὰ λοιπὰ στενοχωρεῖ-
σθαι, ὅτι δι’ αὐτοῦ τῶν ἄλλων ὠνίων ἡ ἐπίκτησις ἢ περιποίη-
 

 1123. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 204 line 15


   Ἐν τούτοις οὖν τῶν βασιλικῶν φροντισμάτων ὑπόντων,
μᾶλλον δὲ τῶν τοῦ Νικηφόρου δεινῶν βουλευμάτων συναγο-
μένων, ἤρξατο μὲν ὑπορρεῖν ὁ σῖτος καὶ καταλήγειν τὰ τῆς   (15)
εὐθηνίας εἰς ἔνδειαν, ηὔξανε δὲ ὁ τῶν πολλῶν γογγυσμός, καὶ
μᾶλλον τῶν ἀκριβῶς ἐπισταμένων τὸ ἄτοπον, καὶ ὅσοι τῶν
 
179

 1124. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 258 line 9


 δήρων αὐγαῖς καὶ τομαῖς, καὶ τῇ σπάνει τῶν ἀναγκαίων τὸ
πλεῖστον μέρος τὸ ζῆν ἀπορρήγνυσθαι (τριῶν γὰρ νομισμά-
των ὁ τοῦ σίτου μέδιμνος ἐπιπράσκετο, καὶ τῶν θανόντων
οὐκ ἦν εὐχέρεια πρὸς τὸ θάπτεσθαι), συνῆλθον εἰς ταὐτὸν   (10)
οἱ τῆς ἀρχιερατικῆς ἀξίας τῷ ἀρχιποίμενι τούτων καὶ πα-
 

 1125. Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 297 line 8


   Ἐν ὅσῳ δὲ ταῦτα ἐπράττετο καὶ γαλήνη τις σταθηρὰ
ἐκ τῶν τυράννων ὑπεσημαίνετο, ἕτερόν τι σκῶλον ἢ ζιζάνιον
διαφθεῖραι τὸν σῖτον φιλονεικοῦν ἐκ τῆς Ἐπιδάμνου πόλεως
ἀνεφύη καὶ διετάννυτο. ὁ γὰρ ἐκεῖσε ὑπὸ τοῦ προβεβασι-
λευκότος ἀποσταλεὶς δούξ, ὁ πρωτοπρόεδρος Βασιλάκης,
μετὰ   (10)
 

 1126. EUSTRATIUS Phil. Tractatus meteorologicus {4031.005}


(A.D. 11-12) Sec. proem line 8
 τὰ τοιαῦτα, ὡς μηδὲν εἶναι τῇ φύσει γινόμενον, ὃ μὴ αἰτίαν τὴν
θείαν
δύναμιν ἔχει. Ὅμως, ὥσπερ ἐξ ἀνθρώπων λέγομεν γίνεσθαι
ἄνθρωπον
βουλήσει Θεοῦ, καὶ ἐκ βοὸς βοῦν, καὶ ἐκ σίτου ἄσταχυν καὶ τὰ
τοιαῦτα,
ἐξετάζομεν δὲ καὶ τὸν τρόπον τῆς τούτων γενέσεως, οὕτω καὶ
ἐπὶ τοῦ ζητουμένου τὸν Θεὸν μὲν ἱστῶμεν προαίτιον πάντων· εἶτα
ἐξετά-   (10)
 

 1127. Άννα Κομνηνή. Αλεξιάς (A.D. 11-12) Book 9 ch. 6 Sec. 5


line 12
 περιβαλλόμενος, ἔστιν οὗ καὶ τὸ θυμοειδὲς καθάπερ λέων   (10)
ἐμφαίνων ποτέ, ῥωμαλέος καὶ πρὸς Γίγαντας ἐγκαυχώ-
μενος ἁμιλλᾶσθαι, σιτόχρους τὴν ὄψιν, εὐρὺς τὰ στέρνα,
ὑπερωμίας τῶν τότε καιροῦ ὄντων ἀνδρῶν. Εἰ δὲ σφαιρί-
ζοντα τοῦτον εἶδέ τις, εἰ δὲ ἱππαζόμενον, εἰ δὲ ὀϊστὸν
 

 1128. Άννα Κομνηνή. Αλεξιάς (A.D. 11-12) Book 10 ch. 5 Sec. 7


line 15
 καὶ τὴν Ἀσταρὼθ προσκυνοῦσι καὶ σέβονται καὶ τοῦ ἄστρου
τὸν τύπον περὶ πλείονος τίθενται καὶ τὴν χρυσῆν παρ’
180

ἐκείνοις Χοβάρ. Ὁ μέντοι σῖτος εἰς τὸν χριστιανισμὸν τοῖς    (15)


συμβολικοῖς τούτοις ἐξελαμβάνετο διὰ τὸ νηφάλιόν τε καὶ
τροφιμώτατον. Οὕτω μὲν οὖν οἱ μάντεις τὰς ἀμπέλους καὶ
 

 1129. Άννα Κομνηνή. Αλεξιάς (A.D. 11-12) Book 15 ch. 7 Sec. 5


line 20
 εὐπρόσοδον, τοῖς ἀδελφοῖς τούτοις φέρων ἐνείματο, ἀφ’ ὧν
οἶνός τε αὐτοῖς κατὰ ποταμοὺς ἐπιρρεῖ καὶ ἄρτος καὶ
ὅσα ἐπὶ τοῖς ἄρτοις σιτοῦνται ἄνθρωποι· οἱ δὲ ἐσθίοντες    (20)
ὑπὲρ ἀριθμόν. Καὶ τάχα τολμῶ καὶ λέγω, εἴποι τις ἄν,
πρὸς τὸ τοῦ ἐμοῦ σωτῆρος θαῦμα, τὸ τῶν ἑπτακισχιλίων
 

 1130. Eustathius MACREMBOLITES Scr. Erot. Hysmine et


Hysminias {3072.001} (A.D. 12) Book 4 Sec. 14 line 10
 μὴ κατ’ ἐκεῖνον ἐκκεχυμένος, ἀλλὰ συνῆκται καὶ οἷον συνέ-
σταλται. Τῆς μὲν τῶν χειρῶν λαιᾶς ἐξῆπται κανοῦν· ἡ
δ’ αὖ ἑτέρα τὸν ἐν τούτῳ σῖτον ἐξῆγε καὶ περὶ τὴν γῆν   (10)
κατεσκόρπιζεν· εἰ δὲ κεκρυμμένα πτηνὰ τοῖς περὶ τὴν
γῆν ἐκάθηντο χάσμασι καὶ εἰ τούτοις ἐσκόρπιζεν, ὁ
 

 1131. Eustathius MACREMBOLITES Scr. Erot. Hysmine et


Hysminias {3072.001} (A.D. 12) Book 4 Sec. 18 line 30
 ρός, ὃν καί τις σοφὸς ἐκ τῶν Πληιάδων εἰς ἄροτον ἠκρι-
βώσατο.
    Ὁ μετ’ αὐτὸν σκορπίζων τὸν σῖτον σπορεύς ἐστι   (30)
καὶ τὸν τοῦ σπόρου καιρὸν καθυπεμφαίνει τῷ ζωγραφήματι.
    Ὁρᾷς τὸν ἐν μέσῳ κυνῶν νεανίσκον, τὸν τὸν λα-
 

 1132. Eustathius MACREMBOLITES Scr. Erot. Hysmine et


Hysminias {3072.001} (A.D. 12) Book 4 Sec. 18 line 35
 γωὸν φέροντα, τὸν τοὺς κύνας καθυποσαίνοντα; Τὸν τῆς
θήρας καιρόν σοι παρίστησιν· ἐπεὶ γὰρ συνῆκται ταῖς
ἀποθήκαις καὶ σῖτος καὶ οἶνος καὶ τἆλλ’ ὁπόσα συναγα-   (35)
γεῖν ἀγαθόν, ἀλλὰ δὴ καὶ τὰ περὶ τὸ μέλλον εὖ διετέθη
καὶ γεωργικῶς καὶ γηπονικῶς, ἀνέσει καὶ θήραις καὶ
 

 1133. Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum


{3074.001} (A.D. 12) Line 1854
181

 κἀν τοῖς ἀγροῖς διάγοντος σὺν τοῖς αὐτοῦ τοκεῦσιν,


καὶ τερπομένου θερισταῖς καὶ τοῖς ἀμαλλοδέταις,
καὶ ταῖν χεροῖν ἐμφέροντος ἄρτον καὶ σιτουμένου,
ἄφνω ῥοιζήσας ἀετὸς ἀφήρπασε τὸν ἄρτον,   (1855)
καὶ πτερυχθεὶς μετάρσιος ἐπῆρτο πρὸς ἀέρα,
 

 1134. Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum


{3074.001} (A.D. 12) Line 4090
 ὑπῆρχε δὲ Τιβέριος εἰσέτι παιδαρίσκος)
καὶ τῇ φλιᾷ προσέρρηξαν ἐπ’ ἴσης σκυλακίῳ,
καὶ τὰς ῥαφὰς τῆς κεφαλῆς ἠλόησαν ὡς σῖτον.    (4090)
ἔρρει δ’ ἐγκέφαλος χαμαί, πρᾶγμα δύστλητον ὄψει,
καὶ δάπεδον ἐπάλασσεν ὡς ὕδωρ ἀπορρέων.
 

 1135. Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum


{3074.001} (A.D. 12) Line 4359
 αἱ τῶν μαρτύρων καὶ Χριστοῦ καὶ τῆς αὐτὸν τεξάσης.
  Ἀλλὰ γὰρ ἐξῃτήσατο καὶ πάλιν ὁ Βελίαρ
τὸν Ἰσραὴλ τὸν ἐκλεκτὸν ὡς σῖτον σινιάσαι
(οὔπω καὶ γάρ, ὡς ἔοικεν, ἀρκούντως ἐκολάσθη),    (4360)
καὶ πάλιν ἐπεστράτευσε τοὺς εὐσεβεῖς ἐκθλίψων
 

 1136. Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum


{3074.001} (A.D. 12) Line 5805
 ἀνέβη ταῦτα πρὸς Φωκᾶν, ὁ δ’ ἤλγησεν ἀκούσας,
καὶ τὸ κακὸν ἰάσασθαι δῆθεν παραζηλώσας
τὰς δημοσίας ἀπαντλεῖν κελεύει σιτοθήκας,    (5805)
καὶ δύο τοῦ νομίσματος σιτοπωλεῖν μεδίμνους.
οὕτω Φωκᾶς μικροπρεπῶς τὸ πρᾶγμα διετίθει,
 

 1137. Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum


{3074.001} (A.D. 12) Line 5806
 καὶ τὸ κακὸν ἰάσασθαι δῆθεν παραζηλώσας
τὰς δημοσίας ἀπαντλεῖν κελεύει σιτοθήκας,    (5805)
καὶ δύο τοῦ νομίσματος σιτοπωλεῖν μεδίμνους.
οὕτω Φωκᾶς μικροπρεπῶς τὸ πρᾶγμα διετίθει,
καὶ ταῦτα χιλιόσιτα πλουτῶν σιτοδοχεῖα
 
182

 1138. Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum


{3074.001} (A.D. 12) Line 5808
 καὶ δύο τοῦ νομίσματος σιτοπωλεῖν μεδίμνους.
οὕτω Φωκᾶς μικροπρεπῶς τὸ πρᾶγμα διετίθει,
καὶ ταῦτα χιλιόσιτα πλουτῶν σιτοδοχεῖα
κατάφορτα τοῖς βάρεσι καὶ σίτοις βεβυσμένα
ἐξ ὧν ἀπεθησαύρισαν αἱ πρὶν εὐετηρίαι,    (5810)
 

 1139. Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum


{3074.001} (A.D. 12) Line 5809
 οὕτω Φωκᾶς μικροπρεπῶς τὸ πρᾶγμα διετίθει,
καὶ ταῦτα χιλιόσιτα πλουτῶν σιτοδοχεῖα
κατάφορτα τοῖς βάρεσι καὶ σίτοις βεβυσμένα
ἐξ ὧν ἀπεθησαύρισαν αἱ πρὶν εὐετηρίαι,    (5810)
μὴ τὸν πολὺν Βασίλειον ἐζηλωκὼς ἐν τούτῳ,
 

 1140. Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum


{3074.001} (A.D. 12) Line 6025
   Ἐπεὶ δ’ οὐ φείδεταί τινος Ἅιδης ὁ παντοφάγος,
συνέσχον καὶ Βασίλειον αἱ μύλαι τοῦ θανάτου,
καὶ τὸν Ῥωμαίων ἑδρασμὸν ἠλόησαν ὡς σῖτον,    (6025)
πλὴν ἐν βαθεῖ καὶ λιπαρῷ καὶ μακροχρόνῳ γήρᾳ,
ἐν ἔτεσι πεντήκοντα κρατήσαντα Ῥωμαίων.
 

 1141. Ιωάννης Τζέτζης Argumentum et allegoriae in Homeri


Iliadem {9022.016} (A.D. 12) Sec. 8 line 79
 νῦν μοι τὴν ἐπιμέλειαν ἀπόδοτε, ὦ ἵπποι,
ἥν περ ἐμοῦ ἡ σύζυγος ὑμῶν ἐπεμελεῖτο,
παρὸ ἐμοῦ· διδοῦσά μοι σῖτον φαγεῖν καὶ οἶνον,
ὁπόταν ἤθελον αὐτός· ὅθεν σπουδάσατέ μοι   (80)
ὡς τὴν χρυσῆν τοῦ Νέστορος κρατήσωμεν ἀσπίδα,
 

 1142. Ιωάννης Τζέτζης Argumentum et allegoriae in Homeri


Iliadem {9022.016} (A.D. 12) Sec. 9 line 43
 καὶ Λυκομήδης Κρέοντος φίλος ὑιὸς ὑπάρχων·
ἐλθόντες δ’ ἐκαθέσθησαν τείχους καὶ τάφρου μέσον,
καὶ πῦρ ἀνάψαντες ἐκεῖ, νυκτερινῶς σιτοῦνται.
  Ὁ Βασιλεὺς καλέσας δὲ τοὺς πρώτους τῆς συγκλήτου,
183

ἁβραῖς τραπέζαις καὶ τροφαῖς δέχεται βασιλείοις·   (45)


 

 1143. Ιωάννης Τζέτζης Argumentum et allegoriae in Homeri


Iliadem {9022.016} (A.D. 12) Sec. 9 line 140
 τανῦν ἀλαζονέστερον ἐποίησας καὶ πλέον·
καταληφθήτω μὲν αὐτός, ἡμεῖς δὲ κοιμηθῶμεν,
οἴνου καὶ σίτου καὶ τροφῆς ἁπάσης κορεσθέντες·   (140)
ὅταν δ’ αὐγάζειν ἄρξηται τὸ φῶς τὸ τῆς ἡμέρας,
σπουδάζων πάντα τὸν στρατὸν παράταττε πρὸς μάχην·
 

 1144. Ιωάννης Τζέτζης Argumentum et allegoriae in Homeri


Iliadem {9022.016} (A.D. 12) Sec. 16 line 131
   Ἀὴρ καὶ αἱ νεφέλαι γὰρ τὸ πᾶν ἐξανιμῶσαι
ἐκ γῆς, θαλάσσης, ποταμῶν, λιμνῶν, ὀρῶν, βορβόρων,   (130)
αἷμα καὶ σῖτον, τέφραν τε, ὄφεις, ἰχθῦς, κοπρίαν,
καὶ πᾶν λοιπὸν τὸ προστυχὸν ἀνάγουσαι, ὀμβροῦσιν·
ἐπεὶ τῷ τότε δὲ καιρῷ πολλῶν ἀνῃρημένων
 

 1145. Ιωάννης Τζέτζης Argumentum et allegoriae in Homeri


Iliadem {9022.016} (A.D. 12) Sec. 24 line 267
 μὴ πόῤῥω τι τοῦ λογισμοῦ τοῦ πρέποντος ποιήσω,   (265)
ἢ ὃ οὐ χρὴ τοὺς ἀρχικοὺς ποεῖν καὶ βασιλέας.
  «Καὶ γάρ τ’ ἠΰκομος Νιόβη ἐμνήσατο σίτου,
τῇ περ δώδεκα παῖδες ἐνὶ μεγάροισιν ὄλοντο,
ἓξ μὲν θυγατέρες δ’ ἓξ υἱέες ἡβώοντες·
 

 1146. Ιωάννης Τζέτζης Argumentum et allegoriae in Homeri


Iliadem {9022.016} (A.D. 12) Sec. 24 line 278
 κατθάψαι· λαοὺς δὲ λίθους ποίησε Κρονίων·
τοὺς δ’ ἄρα τῇ δεκάτῃ θάψαν θεοὶ οὐρανίωνες·
ἡ δ’ ἄρα σίτου μνήσατ’, ἐπεὶ κάμε δακρυχέουσα·
νῦν δέ που ἐν πέτρῃσιν, ἐν οὔρεσιν οἰοπόλοισιν,
ἐν Σιπύλῳ, ὅθι φασὶ θεάων ἔμμεναι εὐνὰς   (280)
 

 1147. Νικηφόρος Γρηγοράς. Epistulae {4145.002} (A.D. 13-14)


Epistle 25 line 45
 τίσι μὲν νῦν, τίσι δ’ ἐσαῦθις. ἂν δὲ πρὶν τῆς ὥρας ἐντελῆ τὸν
καρπὸν ἀπαιτῶμεν, οὐχ ὁρῶ, μὰ  νὴ τοὺς λόγους, καθ’ ὁπότερον
184

ἂν ὠφελοίημεν
ὅμοιον ποιοῦντες ὥσπερ ἂν εἰ τὸ γλεῦκος ἧρος ἐπραττόμεθα, τὸν
σῖτον   (45)
δ’ αὖ ἐν χλοαζούσῃ τῇ γῇ καὶ πολλῆς τῆς ὑγρότητος ἔτι πνεούσῃ
τῇ
καλάμῃ κυοφορούμενον, εἶτα ἐμέλλομεν τρυγᾶν ἐν σινδόσιν ἔτι
καὶ
 

 1148. Νικηφόρος Γρηγοράς. Epistulae {4145.002} (A.D. 13-14)


Epistle 40 line 89
 ἐπιστήμης ἀπόδειξιν ἀναντίρρητον ἕτερον, ὡς ἐμπειρία καὶ
αἴσθησις·
αἴσθησις μὲν γάρ, φησίν, ἐμπειρίαν ποιεῖ· ἡ δὲ ἐμπειρία τὰς ἀρχὰς
δίδωσι τῇ ἐπιστήμῃ. ὥσπερ οὖν σίτου σπαρέντος εἰς γῆν ἐνδέχεται
στάχυν ἔσεσθαι, σπόρου δ’ οὐκ ὄντος, οὐδὲ βλάστην ἐκδέχεσθαι
χρή,   (90)
οὕτω κἀν τούτοις· εἰ ἔσται ἔκλειψις ἡλίου καὶ συνδρομὴ Κρόνου
καὶ
 

 1149. Νικηφόρος Γρηγοράς. Epistulae {4145.002} (A.D. 13-14)


Epistle 61 line 50
 γοῦσι σκιαῖς δεδυνημένοι χαρίζεσθαι, μήτε ζωογόνον τοῖς
σπέρμασιν
ἥλιον παίζουσιν οἱονεὶ ταῖς ὕλαις καὶ τοῖς χρώμασι καὶ τῇδε μὲν ἐκ
γῆς ἀνάγουσι δῆθεν τὸν σῖτον ἔτι χλοάζοντα καὶ
γαλακτοτροφού-   (50)
μενον, τῇδε δ’ αὖ τελεσφόρον δεικνύουσι, μήθ’ ὑπὸ καλάμῃ καὶ
φλοιῷ
καὶ ἀνθέριξιν ἔτι καλύπτεσθαι θέλοντα, καὶ μονονουχὶ τὸ δρέπανον
 

 1150. Νικηφόρος Γρηγοράς. Epistulae {4145.002} (A.D. 13-14)


Epistle 61 line 55
 προκαλούμενον· καὶ ταῦτα ποιοῦσι μήθ’ ὥραν περιμένοντες μήτ’
ἄ-
στρων ἐπιτολάς τε καὶ δύσεις ἀνασκοποῦντες, ἀλλὰ μιᾶς ἡμέρας
ἐνίοτε βλάστην τε σίτου καὶ ἅλωνος ὥραν δεικνύντες. εἰ οὖν
τοῖς   (55)
ζωγράφοις ὁμοίως καὶ οὗτοι ἐκβιαζόμενοι, ἔπειτ’ ἀδυνατοῦσι τὴν
σὴν
185

τῆς ψυχῆς ἐκμιμεῖσθαι στάθμην, ἕτερος λόγος οὖτος οὐ πρὸς ἡμᾶς·


 

 1151. Νικηφόρος Γρηγοράς. Epistulae {4145.002} (A.D. 13-14)


Epistle 69 line 20
 χάριν πράττουσιν ὃ πράττουσι, ταὐτὸ ποιοῦντες αἴτιον καὶ αἰτιατὸν
καὶ ἅμα ἀρχὴν καὶ τέλος, ὥσπερ ἂν εἴ τις οὐ τοῦ θέρους, ἀλλὰ τοῦ
γε
σπείρειν ἕνεκα τὸν σῖτον ἔσπειρεν ἢ δι’ ὃ τὸ ἕτερον ἐφίλει, ἦττον
τοῦτ’   (20)
ἐφίλει, δῆλον παντί που. ἀλλ’ ἅπαν ἀκοινώνητον αὐτοῖς τὸ μεταξὺ
πρὸς τοὺς ὅσοι βουλῆς συνετῆς ἅπασαν ὄπισθεν τίθενται πρᾶξιν.
οὓς
 

 1152. Νικηφόρος Γρηγοράς. Epistulae {4145.002} (A.D. 13-14)


Epistle 84 line 18
 τοῦ Μιλησίου ὅς, Περιάνδρου πάλαι τοῦ Κορινθίων τυράννου
πέμψαν-
τος ἄγγελον ἐρωτήσοντα πῶς ἂν ἀσφάλειαν ἑαυτῷ τῆς ἀρχῆς ποιή-
σαιτο, ὁ δ’ ἐπορεύετο διὰ σιτοσπόρου γῆς <καὶ> τῶν ἀσταχύων
τοὺς
προὔχοντας, ἐκείνου βλέποντος, ἀποκείρων ἔρριπτεν εἰς γῆν,
σιωπήσας
πράξεως διδασκαλίᾳ μηνύων τῷ πέμψαντι τοὺς τῶν πολιτῶν
διαχει-   (20)
 

 1153. LEXICON αἱμωδεῖν Lexicogr. Lexicon αἱμωδεῖν (= Lexicon


anepigraphum quod incipit a voce αἱμωδεῖν) {4288.001}
(Incertum) P. 621 line 29
 σημαίνει δὲ καὶ τοὺς ἀκμάζοντας· καὶ τοὺς ἀσίτους· τὸ
δὲ ἀκμὴς σημαίνει τὸ ἄσιτον· γίνεται παρὰ τὸ τὴν ἀκμὴν
ὁ σημαίνει τὸν σίτον· ἐξ οὗ καὶ Ὅμηρος· Δημήτερος
ἀκτήν· τοῦτέστι ψωμὸν ὃ σημαίνει τὸν σῖτον· ἀγύρτας.   (30)
ἐπειδὴ πολλαχοῦ κατὰ τὰς πόλεις ἀγύρτας τινὰς τὸ τυ-
 

 1154. LEXICON αἱμωδεῖν Lexicogr. Lexicon αἱμωδεῖν (= Lexicon


anepigraphum quod incipit a voce αἱμωδεῖν) {4288.001}
(Incertum) P. 621 line 30
 δὲ ἀκμὴς σημαίνει τὸ ἄσιτον· γίνεται παρὰ τὸ τὴν ἀκμὴν
ὁ σημαίνει τὸν σίτον· ἐξ οὗ καὶ Ὅμηρος· Δημήτερος
186

ἀκτήν· τοῦτέστι ψωμὸν ὃ σημαίνει τὸν σῖτον· ἀγύρτας.   (30)


ἐπειδὴ πολλαχοῦ κατὰ τὰς πόλεις ἀγύρτας τινὰς τὸ τυ-
χὸν ἢ λωποδύτας· ἐπαίτας φιλοκερδεῖς καὶ ὁ ἀγύρτης
 

 1155. LEXICON αἱμωδεῖν Lexicogr. Lexicon αἱμωδεῖν (= Lexicon


anepigraphum quod incipit a voce αἱμωδεῖν) {4288.001}
(Incertum) P. 628 line 27
 ποδῶν, ξύλον παρὰ τὸ ποὺς καὶ τοῦ στρέφω. πρυτανεῦ-   (25)
σαι, διοικῆσαι. προστατεῦσαι, φυλάξαι· βασιλεῦσαι,
ταμιεῦσαι· πρύτανις κυρίως ὁ σιτοφύλαξ, οἷον πυρόταμις
ὤν· προυγιαίτερον, τὸ πρὸ τοῦ ἔργου αἰρετώτερον· παι-
τεύειν, τὸ ταυλίζειν. πεέμνον, τὸ ἀπογϊράσκον τῶν στε-

Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα

Θουκυδίδης ιστορίαι. (0003: 001)“Thucydidis historiae, 2 vols.”, Ed.


Jones, H.S., Powell, J.E.Oxford: Clarendon Press, 1:1942 (1st edn. rev.);
2:1942 (2nd edn. rev.), Repr. 1:1970; 2:1967.Book 1, ch. 65, Sec. 1, line
5

ἑξακοσίους καὶ χιλίους ὁπλίτας ἑαυτῶν καὶ Φορμίωνα τὸν


Ἀσωπίου στρατηγόν· ὃς ἀφικόμενος ἐς τὴν Παλλήνην καὶ
ἐξ Ἀφύτιος ὁρμώμενος προσήγαγε τῇ Ποτειδαίᾳ τὸν στρατὸν
κατὰ βραχὺ προϊὼν καὶ κείρων ἅμα τὴν γῆν, ὡς δὲ οὐδεὶς
ἐπεξῄει ἐς μάχην, ἀπετείχισε τὸ ἐκ τῆς Παλλήνης [τεῖχος].
καὶ οὕτως ἤδη κατὰ κράτος ἡ Ποτείδαια ἀμφοτέρωθεν ἐπολι-
ορκεῖτο καὶ ἐκ θαλάσσης ναυσὶν ἅμα ἐφορμούσαις. Ἀρι-
στεὺς δὲ ἀποτειχισθείσης αὐτῆς καὶ ἐλπίδα οὐδεμίαν ἔχων  
σωτηρίας, ἢν μή τι ἀπὸ Πελοποννήσου ἢ ἄλλο παρὰ λόγον
γίγνηται, ξυνεβούλευε μὲν πλὴν πεντακοσίων ἄνεμον τηρή-
σασι τοῖς ἄλλοις ἐκπλεῦσαι, ὅπως ἐπὶ πλέον ὁ σῖτος ἀντίσχῃ,
καὶ αὐτὸς ἤθελε τῶν μενόντων εἶναι· ὡς δ' οὐκ ἔπειθε, βου-
λόμενος τὰ ἐπὶ τούτοις παρασκευάζειν καὶ ὅπως τὰ ἔξωθεν
ἕξει ὡς ἄριστα, ἔκπλουν ποιεῖται λαθὼν τὴν φυλακὴν τῶν
Ἀθηναίων. καὶ παραμένων ἐν Χαλκιδεῦσι τά τε ἄλλα
ξυνεπολέμει καὶ Σερμυλιῶν λοχήσας πρὸς τῇ πόλει πολλοὺς
διέφθειρεν, ἔς τε τὴν Πελοπόννησον ἔπρασσεν ὅπῃ ὠφελία
τις γενήσεται. μετὰ δὲ τῆς Ποτειδαίας τὴν ἀποτείχισιν
Φορμίων μὲν ἔχων τοὺς ἑξακοσίους καὶ χιλίους τὴν Χαλ-
187

κιδικὴν καὶ Βοττικὴν ἐδῄου καὶ ἔστιν ἃ καὶ πολίσματα


εἷλεν.

Θουκυδίδης ιστορίαι. Book 2, ch. 70, Sec. 1, line 4

στρατηγόν, ὅπως ταῦτά τε ἀργυρολογῶσι καὶ τὸ λῃστικὸν


τῶν Πελοποννησίων μὴ ἐῶσιν αὐτόθεν ὁρμώμενον βλάπτειν
τὸν πλοῦν τῶν ὁλκάδων τῶν ἀπὸ Φασήλιδος καὶ Φοινίκης
καὶ τῆς ἐκεῖθεν ἠπείρου. ἀναβὰς δὲ στρατιᾷ Ἀθηναίων τε
τῶν ἀπὸ τῶν νεῶν καὶ τῶν ξυμμάχων ἐς τὴν Λυκίαν ὁ
Μελήσανδρος ἀποθνῄσκει καὶ τῆς στρατιᾶς μέρος τι διέφθειρε
νικηθεὶς μάχῃ.
 Τοῦ δ' αὐτοῦ χειμῶνος οἱ Ποτειδεᾶται ἐπειδὴ οὐκέτι
ἐδύναντο πολιορκούμενοι ἀντέχειν, ἀλλ' αἵ τε ἐς τὴν Ἀττικὴν
ἐσβολαὶ Πελοποννησίων οὐδὲν μᾶλλον ἀπανίστασαν τοὺς
Ἀθηναίους ὅ τε σῖτος ἐπελελοίπει, καὶ ἄλλα τε πολλὰ  
ἐπεγεγένητο αὐτόθι ἤδη βρώσεως πέρι ἀναγκαίας καί τινες
καὶ ἀλλήλων ἐγέγευντο, οὕτω δὴ λόγους προσφέρουσι περὶ
ξυμβάσεως τοῖς στρατηγοῖς τῶν Ἀθηναίων τοῖς ἐπὶ σφίσι
τεταγμένοις, Ξενοφῶντί τε τῷ Εὐριπίδου καὶ Ἑστιοδώρῳ
τῷ Ἀριστοκλείδου καὶ Φανομάχῳ τῷ Καλλιμάχου. οἱ δὲ
προσεδέξαντο, ὁρῶντες μὲν τῆς στρατιᾶς τὴν ταλαιπωρίαν
ἐν χωρίῳ χειμερινῷ, ἀνηλωκυίας δὲ ἤδη τῆς πόλεως δισχίλια
τάλαντα ἐς τὴν πολιορκίαν. ἐπὶ τοῖσδε οὖν ξυνέβησαν,
ἐξελθεῖν αὐτοὺς καὶ παῖδας καὶ γυναῖκας καὶ τοὺς ἐπικούρους
ξὺν ἑνὶ ἱματίῳ, γυναῖκας δὲ ξὺν δυοῖν, καὶ ἀργύριόν τι

Θουκυδίδης ιστορίαι. Book 3, ch. 26, Sec. 4, line 5

τὴν Μυτιλήνην καταπλεούσαις ἐπιβοηθήσωσιν. ἡγεῖτο δὲ


τῆς ἐσβολῆς ταύτης Κλεομένης ὑπὲρ Παυσανίου τοῦ Πλει-
στοάνακτος υἱέος βασιλέως ὄντος καὶ νεωτέρου ἔτι, πατρὸς
δὲ ἀδελφὸς ὤν. ἐδῄωσαν δὲ τῆς Ἀττικῆς τά τε πρότερον
τετμημένα [καὶ] εἴ τι ἐβεβλαστήκει καὶ ὅσα ἐν ταῖς πρὶν
ἐσβολαῖς παρελέλειπτο· καὶ ἡ ἐσβολὴ αὕτη χαλεπωτάτη
ἐγένετο τοῖς Ἀθηναίοις μετὰ τὴν δευτέραν. ἐπιμένοντες
γὰρ αἰεὶ ἀπὸ τῆς Λέσβου τι πεύσεσθαι τῶν νεῶν ἔργον ὡς
ἤδη πεπεραιωμένων ἐπεξῆλθον τὰ πολλὰ τέμνοντες. ὡς δ'
οὐδὲν ἀπέβαινεν αὐτοῖς ὧν προσεδέχοντο καὶ ἐπελελοίπει ὁ
σῖτος, ἀνεχώρησαν καὶ διελύθησαν κατὰ πόλεις.
 Οἱ δὲ Μυτιληναῖοι ἐν τούτῳ, ὡς αἵ τε νῆες αὐτοῖς οὐχ
188

ἧκον ἀπὸ τῆς Πελοποννήσου ἀλλὰ ἐνεχρόνιζον καὶ ὁ σῖτος


ἐπελελοίπει, ἀναγκάζονται ξυμβαίνειν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους
διὰ τάδε. ὁ Σάλαιθος καὶ αὐτὸς οὐ προσδεχόμενος ἔτι τὰς
ναῦς ὁπλίζει τὸν δῆμον πρότερον ψιλὸν ὄντα ὡς ἐπεξιὼν
τοῖς Ἀθηναίοις· οἱ δὲ ἐπειδὴ ἔλαβον ὅπλα, οὔτε ἠκροῶντο
ἔτι τῶν ἀρχόντων, κατὰ ξυλλόγους τε γιγνόμενοι ἢ τὸν
σῖτον ἐκέλευον τοὺς δυνατοὺς φέρειν ἐς τὸ φανερὸν καὶ
διανέμειν ἅπασιν, ἢ αὐτοὶ ξυγχωρήσαντες πρὸς Ἀθηναίους

Θουκυδίδης ιστορίαι. Book 3, ch. 27, Sec. 1, line 2

στοάνακτος υἱέος βασιλέως ὄντος καὶ νεωτέρου ἔτι, πατρὸς


δὲ ἀδελφὸς ὤν. ἐδῄωσαν δὲ τῆς Ἀττικῆς τά τε πρότερον
τετμημένα [καὶ] εἴ τι ἐβεβλαστήκει καὶ ὅσα ἐν ταῖς πρὶν
ἐσβολαῖς παρελέλειπτο· καὶ ἡ ἐσβολὴ αὕτη χαλεπωτάτη
ἐγένετο τοῖς Ἀθηναίοις μετὰ τὴν δευτέραν. ἐπιμένοντες
γὰρ αἰεὶ ἀπὸ τῆς Λέσβου τι πεύσεσθαι τῶν νεῶν ἔργον ὡς
ἤδη πεπεραιωμένων ἐπεξῆλθον τὰ πολλὰ τέμνοντες. ὡς δ'
οὐδὲν ἀπέβαινεν αὐτοῖς ὧν προσεδέχοντο καὶ ἐπελελοίπει ὁ
σῖτος, ἀνεχώρησαν καὶ διελύθησαν κατὰ πόλεις.
 Οἱ δὲ Μυτιληναῖοι ἐν τούτῳ, ὡς αἵ τε νῆες αὐτοῖς οὐχ
ἧκον ἀπὸ τῆς Πελοποννήσου ἀλλὰ ἐνεχρόνιζον καὶ ὁ σῖτος
ἐπελελοίπει, ἀναγκάζονται ξυμβαίνειν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους
διὰ τάδε. ὁ Σάλαιθος καὶ αὐτὸς οὐ προσδεχόμενος ἔτι τὰς
ναῦς ὁπλίζει τὸν δῆμον πρότερον ψιλὸν ὄντα ὡς ἐπεξιὼν
τοῖς Ἀθηναίοις· οἱ δὲ ἐπειδὴ ἔλαβον ὅπλα, οὔτε ἠκροῶντο
ἔτι τῶν ἀρχόντων, κατὰ ξυλλόγους τε γιγνόμενοι ἢ τὸν
σῖτον ἐκέλευον τοὺς δυνατοὺς φέρειν ἐς τὸ φανερὸν καὶ
διανέμειν ἅπασιν, ἢ αὐτοὶ ξυγχωρήσαντες πρὸς Ἀθηναίους
ἔφασαν παραδώσειν τὴν πόλιν. γνόντες δὲ οἱ ἐν τοῖς
πράγμασιν οὔτ' ἀποκωλύειν δυνατοὶ ὄντες, εἴ τ' ἀπομονωθή

Θουκυδίδης ιστορίαι. Book 4, ch. 27, Sec. 1, line 2

ὁ κατάπλους καθειστήκει· ἐπώκελλον γὰρ τὰ πλοῖα τετιμη-


μένα χρημάτων, καὶ οἱ ὁπλῖται περὶ τὰς κατάρσεις τῆς
νήσου ἐφύλασσον. ὅσοι δὲ γαλήνῃ κινδυνεύσειαν, ἡλί-
σκοντο. ἐσένεον δὲ καὶ κατὰ τὸν λιμένα κολυμβηταὶ ὕφυδροι,  
καλῳδίῳ ἐν ἀσκοῖς ἐφέλκοντες μήκωνα μεμελιτωμένην καὶ
λίνου σπέρμα κεκομμένον· ὧν τὸ πρῶτον λανθανόντων
φυλακαὶ ὕστερον ἐγένοντο. παντί τε τρόπῳ ἑκάτεροι
189

ἐτεχνῶντο οἱ μὲν ἐσπέμπειν τὰ σιτία, οἱ δὲ μὴ λανθάνειν


σφᾶς.
 Ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις πυνθανόμενοι περὶ τῆς στρατιᾶς
ὅτι ταλαιπωρεῖται καὶ σῖτος τοῖς ἐν τῇ νήσῳ ὅτι ἐσπλεῖ,
ἠπόρουν καὶ ἐδεδοίκεσαν μὴ σφῶν χειμὼν τὴν φυλακὴν
ἐπιλάβοι, ὁρῶντες τῶν τε ἐπιτηδείων τὴν περὶ τὴν Πελο-
πόννησον κομιδὴν ἀδύνατον ἐσομένην, ἅμα ἐν χωρίῳ ἐρήμῳ
καὶ οὐδ' ἐν θέρει οἷοί τε ὄντες ἱκανὰ περιπέμπειν, τόν τε
ἔφορμον χωρίων ἀλιμένων ὄντων οὐκ ἐσόμενον, ἀλλ' ἢ
σφῶν ἀνέντων τὴν φυλακὴν περιγενήσεσθαι τοὺς ἄνδρας
ἢ τοῖς πλοίοις ἃ τὸν σῖτον αὐτοῖς ἦγε χειμῶνα τηρήσαντας
ἐκπλεύσεσθαι. πάντων τε ἐφοβοῦντο μάλιστα τοὺς Λακε-
δαιμονίους, ὅτι ἔχοντάς τι ἰσχυρὸν αὐτοὺς ἐνόμιζον οὐκέτι
σφίσιν ἐπικηρυκεύεσθαι· καὶ μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ

Θουκυδίδης ιστορίαι. Book 4, ch. 39, Sec. 2, line 4

καὶ τετρακόσιοι οἱ πάντες· τούτων ζῶντες ἐκομίσθησαν


ὀκτὼ ἀποδέοντες τριακόσιοι, οἱ δὲ ἄλλοι ἀπέθανον. καὶ
Σπαρτιᾶται τούτων ἦσαν τῶν ζώντων περὶ εἴκοσι καὶ ἑκατόν.
Ἀθηναίων δὲ οὐ πολλοὶ διεφθάρησαν· ἡ γὰρ μάχη οὐ
σταδαία ἦν.  
 Χρόνος δὲ ὁ ξύμπας ἐγένετο ὅσον οἱ ἄνδρες [οἱ] ἐν τῇ
νήσῳ ἐπολιορκήθησαν, ἀπὸ τῆς ναυμαχίας μέχρι τῆς ἐν τῇ
νήσῳ μάχης, ἑβδομήκοντα ἡμέραι καὶ δύο. τούτων περὶ
εἴκοσιν ἡμέρας, ἐν αἷς οἱ πρέσβεις περὶ τῶν σπονδῶν
ἀπῇσαν, ἐσιτοδοτοῦντο, τὰς δὲ ἄλλας τοῖς ἐσπλέουσι λάθρᾳ
διετρέφοντο. καὶ ἦν σῖτός τις ἐν τῇ νήσῳ καὶ ἄλλα βρώ-
ματα ἐγκατελήφθη· ὁ γὰρ ἄρχων Ἐπιτάδας ἐνδεεστέρως
ἑκάστῳ παρεῖχεν ἢ πρὸς τὴν ἐξουσίαν. οἱ μὲν δὴ Ἀθηναῖοι
καὶ οἱ Πελοποννήσιοι ἀνεχώρησαν τῷ στρατῷ ἐκ τῆς Πύλου
ἑκάτεροι ἐπ' οἴκου, καὶ τοῦ Κλέωνος καίπερ μανιώδης οὖσα
ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη· ἐντὸς γὰρ εἴκοσιν ἡμερῶν ἤγαγε τοὺς
ἄνδρας, ὥσπερ ὑπέστη. παρὰ γνώμην τε δὴ μάλιστα τῶν
κατὰ τὸν πόλεμον τοῦτο τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο· τοὺς γὰρ
Λακεδαιμονίους οὔτε λιμῷ οὔτ' ἀνάγκῃ οὐδεμιᾷ ἠξίουν τὰ
ὅπλα παραδοῦναι, ἀλλὰ ἔχοντας καὶ μαχομένους ὡς ἐδύναντο
ἀποθνῄσκειν. ἀπιστοῦντές τε μὴ εἶναι τοὺς παραδόντας

Θουκυδίδης ιστορίαι. Book 7, ch. 24, Sec. 2, line 4


190

ἀνελκύσαντες τῶν Συρακοσίων καὶ τροπαῖον ἐν τῷ νησιδίῳ


στήσαντες τῷ πρὸ τοῦ Πλημμυρίου, ἀνεχώρησαν ἐς τὸ ἑαυτῶν
στρατόπεδον.
 Οἱ δὲ Συρακόσιοι κατὰ μὲν τὴν ναυμαχίαν οὕτως ἐπεπρά-
γεσαν, τὰ δ' ἐν τῷ Πλημμυρίῳ τείχη εἶχον, καὶ τροπαῖα
ἔστησαν αὐτῶν τρία. καὶ τὸ μὲν ἕτερον τοῖν δυοῖν τειχοῖν
τοῖν ὕστερον ληφθέντοιν κατέβαλον, τὰ δὲ δύο ἐπισκευά-
σαντες ἐφρούρουν. ἄνθρωποι δ' ἐν τῶν τειχῶν τῇ ἁλώσει
ἀπέθανον καὶ ἐζωγρήθησαν πολλοί, καὶ χρήματα πολλὰ τὰ
ξύμπαντα ἑάλω· ὥσπερ γὰρ ταμιείῳ χρωμένων τῶν Ἀθη-
ναίων τοῖς τείχεσι πολλὰ μὲν ἐμπόρων χρήματα καὶ σῖτος
ἐνῆν, πολλὰ δὲ καὶ τῶν τριηράρχων, ἐπεὶ καὶ ἱστία τεσσαρά-
κοντα τριήρων καὶ τἆλλα σκεύη ἐγκατελήφθη καὶ τριήρεις
ἀνειλκυσμέναι τρεῖς. μέγιστόν τε καὶ ἐν τοῖς πρῶτον
ἐκάκωσε τὸ στράτευμα τὸ τῶν Ἀθηναίων ἡ τοῦ Πλημμυρίου
λῆψις· οὐ γὰρ ἔτι οὐδ' οἱ ἔσπλοι ἀσφαλεῖς ἦσαν τῆς ἐπαγωγῆς
τῶν ἐπιτηδείων (οἱ γὰρ Συρακόσιοι ναυσὶν αὐτόθι ἐφορμοῦντες
ἐκώλυον, καὶ διὰ μάχης ἤδη ἐγίγνοντο αἱ ἐσκομιδαί), ἔς τε
τἆλλα κατάπληξιν παρέσχε καὶ ἀθυμίαν τῷ στρατεύματι.
 Μετὰ δὲ τοῦτο ναῦς τε ἐκπέμπουσι δώδεκα οἱ Συρακόσιοι
καὶ Ἀγάθαρχον ἐπ' αὐτῶν Συρακόσιον ἄρχοντα. καὶ αὐτῶν

Θουκυδίδης ιστορίαι. Book 7, ch. 75, Sec. 6, line 1

ἤδη, τὰ δὲ περὶ τῶν ἐν ἀφανεῖ δεδιότας μὴ πάθωσιν.


κατήφειά τέ τις ἅμα καὶ κατάμεμψις σφῶν αὐτῶν πολλὴ
ἦν. οὐδὲν γὰρ ἄλλο ἢ πόλει ἐκπεπολιορκημένῃ ἐῴκεσαν
ὑποφευγούσῃ, καὶ ταύτῃ οὐ σμικρᾷ· μυριάδες γὰρ τοῦ
ξύμπαντος ὄχλου οὐκ ἐλάσσους τεσσάρων ἅμα ἐπορεύοντο.
καὶ τούτων οἵ τε ἄλλοι πάντες ἔφερον ὅτι τις ἐδύνατο
ἕκαστος χρήσιμον, καὶ οἱ ὁπλῖται καὶ οἱ ἱππῆς παρὰ τὸ
εἰωθὸς αὐτοὶ τὰ σφέτερα αὐτῶν σιτία ὑπὸ τοῖς ὅπλοις, οἱ
μὲν ἀπορίᾳ ἀκολούθων, οἱ δὲ ἀπιστίᾳ· ἀπηυτομολήκεσαν γὰρ
πάλαι τε καὶ οἱ πλεῖστοι παραχρῆμα. ἔφερον δὲ οὐδὲ ταῦτα
ἱκανά· σῖτος γὰρ οὐκέτι ἦν ἐν τῷ στρατοπέδῳ. καὶ μὴν ἡ
ἄλλη αἰκία καὶ ἡ ἰσομοιρία τῶν κακῶν, ἔχουσά τινα ὅμως
τὸ μετὰ πολλῶν κούφισιν, οὐδ' ὣς ῥᾳδία ἐν τῷ παρόντι
ἐδοξάζετο, ἄλλως τε καὶ ἀπὸ οἵας λαμπρότητος καὶ αὐχή-
ματος τοῦ πρώτου ἐς οἵαν τελευτὴν καὶ ταπεινότητα ἀφῖκτο.
μέγιστον γὰρ δὴ τὸ διάφορον τοῦτο [τῷ] Ἑλληνικῷ στρα-
τεύματι ἐγένετο, οἷς ἀντὶ μὲν τοῦ ἄλλους δουλωσομένους
ἥκειν αὐτοὺς τοῦτο μᾶλλον δεδιότας μὴ πάθωσι ξυνέβη
191

ἀπιέναι, ἀντὶ δ' εὐχῆς τε καὶ παιάνων, μεθ' ὧν ἐξέπλεον,


πάλιν τούτων τοῖς ἐναντίοις ἐπιφημίσμασιν ἀφορμᾶσθαι,  

Theocritus Bucol., Idyllia (0005: 001)“Theocritus, vol. 1, 2nd edn.”, Ed.


Gow, A.S.F.Cambridge: Cambridge University Press, 1952, Repr. 1965.
Idyll 21, line 40

      
{ΑΣΦΑΛΙΩΝ}
δειλινὸν ὡς κατέδαρθον ἐπ' εἰναλίοισι πόνοισιν
(οὐκ ἦν μὰν πολύσιτος, ἐπεὶ δειπνεῦντες ἐν ὥρᾳ,
εἰ μέμνῃ, τᾶς γαστρὸς ἐφειδόμεθ'), εἶδον ἐμαυτόν
ἐν πέτρᾳ βεβαῶτα, καθεζόμενος δ' ἐδόκευον
ἰχθύας, ἐκ καλάμω δὲ πλάνον κατέσειον ἐδωδάν.
καί τις τῶν τραφερῶν ὠρέξατο· καὶ γὰρ ἐν ὕπνοις
πᾶσα κύων ἄρτον μαντεύεται, ἰχθύα κἠγών.
χὢ μὲν τὠγκίστρῳ ποτεφύετο, καὶ ῥέεν αἷμα·
τὸν κάλαμον δ' ὑπὸ τῶ κινήματος ἀγκύλον εἶχον.  
τὼ χέρε τεινόμενος, περικλώμενος, εὗρον ἀγῶνα
πῶς ἀνέλω μέγαν ἰχθὺν ἀφαυροτέροισι σιδάροις·
εἶθ' ὑπομιμνάσκων τῶ τρώματος ἠρέμα νύξα,

Ευρυπίδης. , Helena (0006: 047)“Euripidis fabulae, vol. 3”, Ed. Diggle,


J.Oxford: Clarendon Press, 1994.Line 420

 πολλοὺς ἀριθμοὺς ἄγνυται ναυαγίων.


 τρόπις δ' ἐλείφθη ποικίλων ἁρμοσμάτων,
 ἐφ' ἧς ἐσώθην μόλις ἀνελπίστωι τύχηι
 Ἑλένη τε, Τροίας ἣν ἀποσπάσας ἔχω.
 ὄνομα δὲ χώρας ἥτις ἥδε καὶ λεὼ
 οὐκ οἶδ'· ὄχλον γὰρ ἐσπεσεῖν ἠισχυνόμην,
 [ὥσθ' ἱστορῆσαι τὰς ἐμὰς δυσχλαινίας]
 κρύπτων ὑπ' αἰδοῦς τὰς τύχας. ὅταν δ' ἀνὴρ
 πράξηι κακῶς ὑψηλός, εἰς ἀηθίαν  
 πίπτει κακίω τοῦ πάλαι δυσδαίμονος.
 χρεία δὲ τείρει μ'· οὔτε γὰρ σῖτος πάρα
 οὔτ' ἀμφὶ χρῶτ' ἐσθῆτες· αὐτὰ δ' εἰκάσαι
 πάρεστι ναὸς ἐκβόλοις ἁμπίσχομαι.
192

 πέπλους δὲ τοὺς πρὶν λαμπρά τ' ἀμφιβλήματα


 χλιδάς τε πόντος ἥρπασ'· ἐν δ' ἄντρου μυχοῖς
 κρύψας γυναῖκα τὴν κακῶν πάντων ἐμοὶ
 ἄρξασαν ἥκω, τούς γε περιλελειμμένους
 φίλων φυλάσσειν τἄμ' ἀναγκάσας λέχη.
 μόνος δὲ νοστῶ, τοῖς ἐκεῖ ζητῶν φίλοις
 τὰ πρόσφορ' ἤν πως ἐξερευνήσας λάβω.
 ἰδὼν δὲ δῶμα περιφερὲς θριγκοῖς τόδε

Πλούταρχος. Marcius Coriolanus (0007: 016)


“Plutarchi vitae parallelae, vol. 1.2, 3rd edn.”, Ed. Ziegler, K.
Leipzig: Teubner, 1964.Ch. 16, Sec. 1, line 1

ὥσπερ οἴδημα τὸν θυμὸν ἀναδιδούσης, ἀπῄει ταραχῆς


μεστὸς ὢν καὶ πικρίας πρὸς τὸν δῆμον. οἱ δ' ἐν ἡλικίᾳ τῶν
πατρικίων, ὅ τι περ ἦν ἐν τῇ πόλει μάλιστα γαυρούμενον
εὐγενείᾳ καὶ ἀνθοῦν, ἀεί τε θαυμαστῶς ἐσπουδάκεσαν
περὶ τὸν ἄνδρα, καὶ τότε προσκείμενοι καὶ παρόντες οὐκ
ἐπ' ἀγαθῷ, τὸν θυμὸν ἐξερρίπιζον αὐτοῦ τῷ συναγανακτεῖν  
καὶ συναλγεῖν. ἦν γὰρ ἡγεμὼν αὐτοῖς καὶ διδάσκαλος
εὐμενὴς τῶν πολεμικῶν ἐν ταῖς στρατείαις καὶ ζῆλον ἀρε-
τῆς ἄνευ φθόνου πρὸς ἀλλήλους ... γαυρῶσαι τοὺς κατορ-
θοῦντας.
 Ἐν τούτῳ δὲ σῖτος ἧκεν εἰς Ῥώμην, πολὺς μὲν
ὠνητὸς ἐξ Ἰταλίας, οὐκ ἐλάττων δὲ δωρητὸς ἐκ Συρα-
κουσῶν Γέλωνος τοῦ τυράννου πέμψαντος, ὥστε τοὺς
πλείστους ἐν ἐλπίσι γενέσθαι χρησταῖς, ἅμα τῆς ἀπορίας
καὶ τῆς διαφορᾶς τὴν πόλιν ἀπαλλαγήσεσθαι προσδο-
κῶντας. εὐθὺς οὖν βουλῆς ἀθροισθείσης, περιχυθεὶς ἔξω-
θεν ὁ δῆμος ἐκαραδόκει τὸ τέλος, ἐλπίζων ἀγορᾷ τε χρή-
σεσθαι φιλανθρώπῳ καὶ προῖκα τὰς δωρεὰς νεμηθήσε-
σθαι. καὶ γὰρ ἔνδον ἦσαν οἱ ταῦτα τὴν βουλὴν πείθοντες.
ὁ μέντοι Μάρκιος ἀναστὰς σφόδρα καθήψατο τῶν χαρι-
ζομένων τοῖς πολλοῖς, δημαγωγοὺς καὶ προδότας

Πλούταρχος. Cimon (0007: 035)“Plutarchi vitae parallelae, vol. 1.1, 4th


edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1969.Ch. 7, Sec. 2, line 4

τῶν κακῶν αὐτὸν ἐν Σπάρτῃ γενόμενον, αἰνιττομένη τὴν


μέλλουσαν ὡς ἔοικεν αὐτῷ τελευτήν. ταῦτα μὲν οὖν ὑπὸ
πολλῶν ἱστόρηται.
193

 Κίμων δὲ τῶν συμμάχων ἤδη προσκεχωρηκότων


αὐτῷ στρατηγὸς εἰς Θρᾴκην ἔπλευσε, πυνθανόμενος Περ-
σῶν ἄνδρας ἐνδόξους καὶ συγγενεῖς βασιλέως Ἠϊόνα πό-
λιν παρὰ τῷ Στρυμόνι κειμένην ποταμῷ κατέχοντας ἐνο-
χλεῖν τοῖς περὶ τὸν τόπον ἐκεῖνον Ἕλλησι. πρῶτον μὲν
οὖν αὐτοὺς μάχῃ τοὺς Πέρσας ἐνίκησε καὶ κατέκλεισεν
εἰς τὴν πόλιν· ἔπειτα τοὺς ὑπὲρ Στρυμόνα Θρᾷκας, ὅθεν
αὐτοῖς ἐφοίτα σῖτος, ἀναστάτους ποιῶν καὶ τὴν χώραν
παραφυλάττων ἅπασαν, εἰς τοσαύτην ἀπορίαν τοὺς πο-
λιορκουμένους κατέστησεν, ὥστε Βόγην τὸν βασιλέως
στρατηγὸν ἀπογνόντα τὰ πράγματα τῇ πόλει πῦρ ἐνεῖ-
ναι καὶ συνδιαφθεῖραι μετὰ τῶν φίλων καὶ τῶν χρη-
μάτων ἑαυτόν. οὕτω δὲ λαβὼν τὴν πόλιν ἄλλο μὲν οὐδὲν
ἀξιόλογον ὠφελήθη, τῶν πλείστων τοῖς βαρβάροις συγκα-
τακαέντων, τὴν δὲ χώραν εὐφυεστάτην οὖσαν καὶ καλ-
λίστην οἰκῆσαι παρέδωκε τοῖς Ἀθηναίοις, καὶ τοὺς Ἑρ-
μᾶς αὐτῷ τοὺς λιθίνους ὁ δῆμος ἀναθεῖναι συνεχώρη-
σεν, ὧν ἐπιγέγραπται τῷ μὲν πρώτῳ (153 Preger)·

Πλούταρχος. Eumenes (0007: 041)“Plutarchi vitae parallelae, vol. 2.1,


2nd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1964.Ch. 19, Sec. 1, line 2

μουμένων τὸν Εὐμενῆ σῶσαι, τῶν δ' ἄλλων ὁμοῦ τι πάντων ἐνισταμένων
καὶ κελευόντων ἀναιρεῖν. λέγεται δὲ τὸν Εὐμενῆ τοῦ φυλάσσοντος αὐτὸν
Ὀνομάρχου πυθέσθαι, τί δήποτ' Ἀντίγονος ἐχθρὸν ἄνδρα καὶ πολέμιον
λαβὼν ὑποχείριον οὔτ' ἀποκτίννυσι ταχέως οὔτ' εὐγενῶς ἀφίησι· τοῦ δ'
Ὀνομάρχου πρὸς ὕβριν εἰπόντος, ὡς οὐ νῦν ἀλλ' ἐπὶ τῆς μάχης ἔδει πρὸς
θάνατον ἔχειν εὐθαρσῶς, “ναὶ μὰ τὸν Δία” φάναι τὸν Εὐμενῆ “καὶ τότ'
εἶχον· ἐροῦ δὲ τοὺς εἰς χεῖρας ἐλθόντας· ἀλλ' οὐδενὶ κρείττονι προστυχὼν
οἶδα.” καὶ τὸν Ὀνόμαρχον “οὐκοῦν ἐπεὶ νῦν” φάναι “τὸν κρείττονα εὕρη-
κας, τί οὐκ ἀναμένεις τὸν ἐκείνου καιρόν;”
 Ὡς δ' οὖν ἔδοξε τῷ Ἀντιγόνῳ τὸν Εὐμενῆ κτείνειν, ἐκέλευσεν αὐτοῦ
τὴν τροφὴν ἀφελεῖν, καὶ δύο μὲν ἡμέρας ἢ τρεῖς ἄσιτος οὕτω προσήγετο
πρὸς τὴν τελευτήν. αἰφνίδιον δ' ἀναζυγῆς γενομένης, εἰσπέμψαντες
ἄνθρω-
πον ἀποσφάττουσιν αὐτόν.
 Τὸ δὲ σῶμα τοῖς φίλοις παραδοὺς ὁ Ἀντίγονος ἐπέτρεψε καῦσαι καὶ τὰ
λείψανα συνθέντας εἰς ἀργυρᾶν ὑδρίαν κομίζειν, ἀποδοθησόμενα τῇ
γυναικὶ
καὶ τοῖς παισίν. οὕτω δ' ἀποθανόντος Εὐμενοῦς, οὐκ ἐπ' ἄλλῳ τινὶ τὴν
τιμωρίαν ἐποιήσατο τῶν προδόντων αὐτὸν ἡγεμόνων καὶ στρατιωτῶν τὸ
δαιμόνιον, ἀλλ' αὐτὸς Ἀντίγονος προβαλόμενος ὡς ἀσεβεῖς καὶ θηριώδεις
194

τοὺς ἀργυράσπιδας παρέδωκε Σιβυρτίῳ τῷ διοικοῦντι τὴν Ἀραχωσίαν,


πάντα τρόπον ἐκτρῖψαι καὶ καταφθεῖραι κελεύσας, ὅπως μηδεὶς αὐτῶν εἰς

Μακεδονίαν ἄπεισι μηδ' ὄψεται τὴν Ἑλληνικὴν θάλατταν.  

Πλούταρχος. Agesilaus (0007: 044)


“Plutarch's lives, vol. 5”, Ed. Perrin, B.
Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1917, Repr. 1968.
Ch. 39, Sec. 1, line 5

χώρησεν εἰς πόλιν εὐερκῆ καὶ μέγαν ἔχουσαν


περίβολον. ὁ δὲ Ἀγησίλαος ἠγανάκτει μὲν
ἀπιστούμενος καὶ βαρέως ἔφερεν, αἰσχυνόμενος
δὲ καὶ πάλιν μεταστῆναι πρὸς τὸν ἕτερον καὶ
τελέως ἀπελθεῖν ἄπρακτος, ἠκολούθησε καὶ συν-
εισῆλθεν εἰς τὸ τεῖχος.
 Ἐπελθόντων δὲ τῶν πολεμίων καὶ
περιταφρευόντων τὴν πόλιν, αὖθις αὖ δείσας τὴν
πολιορκίαν ὁ Αἰγύπτιος ἐβούλετο μάχεσθαι καὶ
τοὺς Ἕλληνας μάλα συμπροθυμουμένους εἶχεν·
οὐ γὰρ ἦν ἐν τῷ χωρίῳ σῖτος. ὁ δὲ Ἀγησίλαος
οὐκ ἐῶν, ἀλλὰ κωλύων ἤκουε μὲν ἔτι μᾶλλον
κακῶς ἢ πρότερον ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων καὶ προδό-
της ἀπεκαλεῖτο τοῦ βασιλέως, ἔφερε δὲ πρᾳότερον
ἤδη τὰς διαβολὰς καὶ προσεῖχε τῷ καιρῷ τοῦ
στρατηγήματος.
 Ἦν δὲ τοιόνδε. τάφρον ἔξωθεν ἦγον οἱ πολέ-
μιοι περὶ τὸ τεῖχος βαθεῖαν ὡς παντάπασιν
ἀποκλείσοντες αὐτούς. ὡς οὖν ἐγγὺς ἦσαν αἱ
τελευταὶ τοῦ ὀρύγματος ἀπαντῶντος αὑτῷ καὶ
περιϊόντος ἐν κύκλῳ τὴν πόλιν,

Πλούταρχος. Caesar (0007: 048)“Plutarchi vitae parallelae, vol. 2.2,


2nd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1968.Ch. 52, Sec. 6, line 1

τὸ στρατόπεδον. πυνθανόμενος δὲ χρησμῷ τινι παλαιῷ


θαρρεῖν τοὺς πολεμίους, ὡς προσῆκον ἀεὶ τῷ Σκιπιώ-
νων γένει κρατεῖν ἐν Λιβύῃ, χαλεπὸν εἰπεῖν εἴτε φλαυ-
ρίζων ἐν παιδιᾷ τινι τὸν Σκιπίωνα, στρατηγοῦντα τῶν
πολεμίων, εἴτε καὶ σπουδῇ τὸν οἰωνὸν οἰκειούμενος, ἦν
195

γὰρ καὶ παρ' αὐτῷ τις ἄνθρωπος, ἄλλως μὲν εὐκατα-


φρόνητος καὶ παρημελημένος, οἰκίας δὲ τῆς Ἀφρικανῶν,
Σκιπίων ἐκαλεῖτο Σαλλουΐτων, τοῦτον ἐν ταῖς μάχαις
προέταττεν ὥσπερ ἡγεμόνα τῆς στρατιᾶς, ἀναγκαζό-
μενος πολλάκις ἐξάπτεσθαι τῶν πολεμίων καὶ φιλο-
μαχεῖν. ἦν γὰρ οὔτε σῖτος τοῖς ἀνδράσιν ἄφθονος οὔθ'
ὑποζυγίοις χιλός, ἀλλὰ βρύοις ἠναγκάζοντο θαλαττίοις,
ἀποπλυθείσης τῆς ἁλμυρίδος, ὀλίγην ἄγρωστιν ὥσπερ  
ἥδυσμα παραμειγνύντες, ἐπάγειν τοὺς ἵππους. οἱ γὰρ
Νομάδες, ἐπιφαινόμενοι πολλοὶ καὶ ταχεῖς ἑκάστοτε, κατ-
εῖχον τὴν χώραν· καί ποτε τῶν Καίσαρος ἱππέων σχο-
λὴν ἀγόντων (ἔτυχε γὰρ αὐτοῖς ἀνὴρ Λίβυς ἐπιδεικνύ-
μενος ὄρχησιν ἅμα καὶ μοναυλῶν θαύματος ἀξίως), οἱ
μὲν ἐκάθηντο τερπόμενοι, τοῖς παισὶ τοὺς ἵππους ἐπι-
τρέψαντες, ἐξαίφνης δὲ περιελθόντες ἐμβάλλουσιν οἱ

Πλούταρχος. Aetia physica (911c–919e) (0007: 125)


“Plutarchi moralia, vol. 5.3, 2nd edn.”, Ed. Hubert, C.
Leipzig: Teubner, 1960.
Stephanus p. 915, Sec. D, line 1

            

ΙΔʹ.Διὰ τί Δωριεῖς εὔχονται κακὴν χόρτου συγκομιδήν;

      
 Ἦ κακῶς μὲν συγκομίζεται χόρτος ὑόμενος; κόπτε-
ται γὰρ οὐ ξηρὸς ἀλλὰ χλωρός, ὥστε σήπεται ταχὺ διά-
βροχος γενόμενος· ὑόμενος δὲ πρὸ τοῦ θέρους ὁ σῖτος
βοηθεῖται πρὸς τὰ θερμὰ καὶ νότια πνεύματα· ταῦτα γὰρ
οὐκ ἐᾷ πυκνωθῆναι συνιστάμενον ἐν τῷ στάχυι τὸν
καρπόν, ἀλλ' ἐξίστησι καὶ διαχεῖ τῇ θερμότητι τὴν πῆξιν,
ἂν μὴ βεβρεγμένης τῆς γῆς ὑγρότης παραρρέῃ ψύχουσα
καὶ νοτίζουσα τὸν στάχυν.
      
            

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές.
“Athenaei Naucratitae deipnosophistarum libri xv, 3 vols.”, Ed. Kaibel,
196

G.Leipzig: Teubner, 1–2:1887; 3:1890, Repr. 1–2:1965; 3:1966.


Book 1, Kaibel paragraph 43, line 10

 ὅτι τὸ πάσασθαι ἐπὶ τοῦ ἀπογεύσασθαι τίθε-


ται. φησὶ γοῦν Φοῖνιξ πρὸς Ἀχιλλέα (Ι 486)· ‘οὐκ
ἤθελον ἅμ' ἄλλῳ ἐν μεγάροισι πάσασθαι.’ καὶ ἀλλα-
χοῦ (γ 9)· ‘εὖθ' οἳ σπλάγχν' ἐπάσαντο.’ τῶν γὰρ
σπλάγχνων ἀπογεύονται μόνον ὡς ἂν ὀλίγων πολὺς
ὅμιλος. καὶ ὁ Πρίαμος δὲ πρὸς Ἀχιλλέα φησί (Ω 641)·
’νῦν δὴ καὶ σίτου πασάμην.’ οἰκεῖον γὰρ τοῦ τηνι-
κάδε ἀτυχήσαντος ἀπογεύσασθαι μόνον· εἰς κόρον γὰρ
ἐλθεῖν οὐκ εἴα τὸ πένθος. διὸ καὶ ὁ τὸ σύνολον οὐ
γευσάμενος τροφῆς ‘κεῖτ' ἄσιτος, ἄπαστος (δ 788).’
ἐπὶ δὲ τῶν ἀποπληρουμένων οὐδέποτε λέγει τὸ πά-
σασθαι, ἀλλ' ὁπόσα δηλοῖ κόρον· ‘αὐτὰρ ἐπεὶ σίτου
τάρφθεν’ (ζ 99) καὶ ‘ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο (δ 68).’ οἱ
δὲ νεώτεροι καὶ ἐπὶ τοῦ πληρωθῆναι τιθέασι τὸ πά-
σασθαι. Καλλίμαχος (fr. 261 Sch)·

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 6, Kaibel paragraph 27, line 8

ἀεὶ βασιλεύοντα καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς παρα-


σίτους οὓς ἂν ἐκ τῶν δήμων προσαιρῶνται καὶ
τοὺς γέροντας καὶ τὰς γυναῖκας τὰς πρωτοπόσεις.’
 ἔχεις δὲ κἀκ τούτων, καλέ μου Οὐλπιανέ, ζητεῖν
τίνες αἱ πρωτοπόσεις γυναῖκες. ἀλλὰ μὴν (περὶ γὰρ
τῶν παρασίτων ὁ λόγος) κἀν τῷ Ἀνακείῳ ἐπί τινος
στήλης γέγραπται· ‘τοῖν δὲ βοοῖν τοῖν ἡγεμόνοιν τοῖν
ἐξαιρουμένοιν τὸ μὲν τρίτον μέρος εἰς τὸν ἀγῶνα, τὰ
δὲ δύο μέρη τὸ μὲν ἕτερον τῷ ἱερεῖ, τὸ δὲ τοῖς παρα-
σίτοις.’ Κράτης δ' ἐν δευτέρῳ Ἀττικῆς διαλέκτου
φησί· ‘καὶ ὁ παράσιτος νῦν ἐπ' ἄδοξον μετάκειται
πρᾶγμα, πρότερον δ' ἐκαλοῦντο παράσιτοι οἱ ἐπὶ τὴν
τοῦ ἱεροῦ σίτου ἐκλογὴν αἱρούμενοι καὶ ἦν ἀρχεῖόν
τι παρασίτων. διὸ καὶ ἐν τῷ τοῦ βασιλέως νόμῳ γέ-
γραπται ταυτί· ‘ἐπιμελεῖσθαι δὲ τὸν βασιλεύοντα τῶν
τε ἀρχόντων ὅπως ἂν καθιστῶνται καὶ τοὺς παρασί-
τους ἐκ τῶν δήμων αἱρῶνται κατὰ τὰ γεγραμμένα.
τοὺς δὲ παρασίτους ἐκ τῆς βουκολίας ἐκλέγειν ἐκ τοῦ
μέρους τοῦ ἑαυτῶν ἕκαστον ἑκτέα κριθῶν δαίνυσθαί
197

τε τοὺς ὄντας Ἀθηναίων ἐν τῷ ἱερῷ κατὰ τὰ πάτρια.  


τὸν δ' ἑκτέα παρέχειν εἰς τὰ ἀρχεῖα τῷ Ἀπόλλωνι τοὺς

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 6, Kaibel paragraph 52, line 11

 Μένανδρος δ' ἐν τῇ Ὀργῇ περὶ φίλου λέγων


οὐχ ὑπακούοντος γάμων δείπνῳ φησίν (IV 179 M)·
  τοῦθ' ἑταῖρός ἐστιν ὄντως· οὐκ ἐρωτᾷ πηνίκα
  δεῖπνόν ἐστιν, ὥσπερ ἕτεροι, καὶ τί δειπνεῖν κωλύει
  τοὺς παρόντας, εἶτα δεῖπνον ἕτερον εἰς τρίτην
   βλέπει,
  .................. εἶτα περίδειπνον πάλιν.
καὶ Ἄλεξις ἐν Ὀρέστῃ Νικόστρατός τε ἐν Πλούτῳ  
Μένανδρός τε ἐν Μέθῃ καὶ Νομοθέτῃ, Φιλω-
νίδης τε ἐν Κοθόρνοις οὕτως (I 255 K)·
  ἐγὼ δ' ἀπόσιτος ὢν τοιαῦτ' οὐκ ἀνέχομαι.
τῷ δὲ παράσιτος ὅμοιά ἐστιν ὀνόματα ἐπίσιτος, περὶ
οὗ προείρηται (p. 246 f), καὶ οἰκόσιτος σιτόκουρός τε
καὶ αὐτόσιτος, ἔτι δὲ κακόσιτος καὶ ὀλιγόσιτος. μνη-
μονεύει δὲ τοῦ μὲν οἰκοσίτου Ἀναξανδρίδης ἐν Κυνη-
γέταις (II 144 K)·
  υἱὸς γὰρ οἰκόσιτος ἡδὺ γίνεται.
καλεῖται δ' οἰκόσιτος ὁ μὴ μισθοῦ, ἀλλὰ προῖκα τῇ
πόλει ὑπηρετῶν. Ἀντιφάνης Σκύθῃ (II 97 K)·    ταχὺ γὰρ γίνεται
   ἐκκλησιαστὴς οἰκόσιτος.

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 6, Kaibel paragraph 52, line 21

  ἐγὼ δ' ἀπόσιτος ὢν τοιαῦτ' οὐκ ἀνέχομαι.


τῷ δὲ παράσιτος ὅμοιά ἐστιν ὀνόματα ἐπίσιτος, περὶ
οὗ προείρηται (p. 246 f), καὶ οἰκόσιτος σιτόκουρός τε
καὶ αὐτόσιτος, ἔτι δὲ κακόσιτος καὶ ὀλιγόσιτος. μνη-
μονεύει δὲ τοῦ μὲν οἰκοσίτου Ἀναξανδρίδης ἐν Κυνη-
γέταις (II 144 K)·
198

  υἱὸς γὰρ οἰκόσιτος ἡδὺ γίνεται.


καλεῖται δ' οἰκόσιτος ὁ μὴ μισθοῦ, ἀλλὰ προῖκα τῇ
πόλει ὑπηρετῶν. Ἀντιφάνης Σκύθῃ (II 97 K)·
   ταχὺ γὰρ γίνεται
   ἐκκλησιαστὴς οἰκόσιτος.
Μένανδρος Δακτυλίῳ (IV 99 M)·
   οἰκόσιτον νυμφίον
  οὐδὲν δεόμενον προικὸς ἐξευρήκαμεν.
καὶ ἐν Κιθαριστῇ (IV 150 M)·
  οὐκ οἰκοσίτους τοὺς ἀκροατὰς λαμβάνεις.
– ἐπισιτίου δὲ Κράτης Τόλμαις (I 140 K)·
  ποιμαίνει δ' ἐπισίτιον, ῥιγῶν δ' ἐν Μεγαβύζου
  [δέξετ' ἐπὶ μισθῷ σῖτος].  –  
ἰδίως δ' ἐν Συναριστώσαις ἔφη (IV 202 M)·    ἀστεῖον τὸ μὴ

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 13, Kaibel paragraph 50, line 42

φανοῦν Ἅρπαλον, ἐὰν μὴ καὶ Γλυκέραν στεφανῶσιν.


ἐν Ῥωσσῷ δὲ καὶ εἰκόνα χαλκῆν αὐτῆς ἱστάναι τολ-
μῆσαι παρὰ τὴν ἑαυτοῦ. τὰ ὅμοια δ' εἴρηκε καὶ Κλείτ-
αρχος ἐν ταῖς περὶ Ἀλέξανδρον Ἱστορίαις (fr. 21 M).
ὁ δὲ γράψας τὸν Ἀγῆνα τὸ σατυρικὸν δραμάτιον, εἴτε
Πύθων ἐστὶν ὁ Καταναῖος ἢ αὐτὸς ὁ βασιλεὺς Ἀλέξ-
ανδρος, φησίν (p. 810 N ed.)·
  καὶ μὴν ἀκούω μυριάδας τὸν Ἅρπαλον
  αὐτοῖσι τῶν Ἀγῆνος οὐκ ἐλάττονας
  σίτου παραπέμψαι καὶ πολίτην γεγονέναι.
  {Β.} Γλυκέρας ὁ σῖτος οὗτος ἦν· ἔσται δ' ἴσως
  αὐτοῖσιν ὀλέθρου κοὐχ ἑταίρας ἀρραβών.
 Λυσίας δ' ἐν τῷ πρὸς Λαίδα, εἴ [γε] γνήσιος ὁ
λόγος, τούτων μνημονεύει (fr. 155 Tur)· ‘Φιλύρα γέ τοι
ἐπαύσατο πορνευομένη ἔτι νέα οὖσα καὶ Σκιώνη καὶ
Ἱππάφεσις καὶ Θεόκλεια καὶ Ψαμάθη καὶ Λαγίσκα καὶ
Ἄνθεια.’ μήποτε δὲ δεῖ γράφειν ἀντὶ τῆς Ἀνθείας
Ἄντειαν. οὐ γὰρ εὑρίσκομεν παρ' οὐδενὶ Ἄνθειαν ἀνα-
γεγραμμένην ἑταίραν, ἀπὸ δὲ Ἀντείας καὶ ὅλον δρᾶμα ἐπι-
γραφόμενον, ὡς προεῖπον (p. 567c),

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 13, Kaibel paragraph 68, line 40


199

τοῖς ἑξῆς τῷ κυρίῳ καλέσας αὐτόν φησιν·


  ἐκμαθεῖν δέ σου ποθῶ
  μακρὰν ἀποικῶν κεῖθεν, Ἀτθίδα χθόνα
  τίνες τύχαι καλοῦσιν ἢ πράττουσι τί.
  {Α.} ὅτε μὲν ἔφασκον δοῦλον ἐκτῆσθαι βίον,  
  ἱκανὸν ἐδείπνουν· νῦν δὲ τὸν χέδροπα μόνον
  καὶ τὸν μάραθον ἔσθουσι, πυροὺς δ' οὐ μάλα.
  {Β.} καὶ μὴν ἀκούω μυριάδας τὸν Ἅρπαλον
  αὐτοῖσι τῶν Ἀγῆνος οὐκ ἐλάσσονας
  σίτου διαπέμψαι καὶ πολίτην γεγονέναι.
  {Α.} Γλυκέρας ὁ σῖτος οὗτος ἦν· ἔσται δ' ἴσως
  αὐτοῖσιν ὀλέθρου κοὐχ ἑταίρας ἀρραβών.
 ἐνδόξους δὲ ἑταίρας καὶ ἐπὶ κάλλει διαφερούσας
ἤνεγκεν καὶ ἡ Ναύκρατις· Δωρίχαν τε, ἣν ἡ καλὴ
Σαπφὼ ἐρωμένην γενομένην Χαράξου τοῦ ἀδελφοῦ
αὐτῆς κατ' ἐμπορίαν εἰς τὴν Ναύκρατιν ἀπαίροντος
διὰ τῆς ποιήσεως διαβάλλει (fr. 138 B49) ὡς πολλὰ τοῦ
Χαράξου νοσφισαμένην. Ἡρόδοτος δ' αὐτὴν Ῥοδῶπιν
καλεῖ (II 135), ἀγνοῶν ὅτι ἑτέρα τῆς Δωρίχης ἐστὶν
αὕτη, ἡ καὶ τοὺς περιβοήτους ὀβελίσκους ἀναθεῖσα ἐν
Δελφοῖς, ὧν μέμνηται Κρατῖνος διὰ τούτων (I 110 K) ...

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 14, Kaibel paragraph 65, line 2

ῥοίδια αὐτὰς ὠνόμασεν διὰ τούτων (III 43 K)·


  μετ' ἄριστον γὰρ ὡς ἀμυγδάλας ἐγὼ
  παρέθηκα καὶ τῶν ῥοιδίων ἐτρώγομεν.)
λέγεται δέ τι καὶ φυτὸν σίδη ὅμοιον ῥοιᾷ, γινόμενον
ἐν τῇ περὶ Ὀρχομενὸν λίμνῃ ἐν αὐτῷ τῷ ὕδατι, οὗ
τὰ μὲν φύλλα τὰ πρόβατα ἐσθίει, τὸν δὲ βλαστὸν αἱ
ὕες, ὡς ἱστορεῖ Θεόφραστος ἐν τετάρτῳ περὶ Φυτῶν
(c. 4, 10), γίνεσθαι λέγων κἀν τῷ Νείλῳ ὁμώνυμόν τι
αὐτῇ ἄνευ ῥιζῶν.
        ΦΟΙΝΙΚΕΣ Ξενοφῶν μὲν ἐν βʹ Ἀναβάσεώς
φησιν (c. 3, 14)· ‘ἐν δὲ σῖτος πολὺς καὶ οἶνος φοινίκων
καὶ ὄξος [καὶ] ἑψητὸν ἀπὸ τῶν αὐτῶν. αὐταὶ δὲ αἱ
βάλανοι τῶν φοινίκων οἵας μὲν ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἔστιν
ἰδεῖν τοῖς οἰκέταις ἀπέκειντο· αἱ δὲ τοῖς δεσπόταις
ἀποκείμεναι ἦσαν ἀπόλεκτοι, θαυμάσιοι τὸ κάλλος καὶ
τὸ μέγεθος, ἡ δὲ ὄψις ἠλέκτρου οὐδὲν διέφερεν· τὰς
δέ τινας ξηραίνοντες τραγήματα παρετίθεντο. καὶ ἦν
200

παρὰ πότον ἡδὺ μέν, κεφαλαλγὲς δέ.’ Ἡρόδοτος δ'


ἐν τῇ αʹ περὶ Βαβυλῶνος λέγων φησίν (c. 193)· ‘εἰσὶ
δ' αὐτόθι φοίνικες πεφυκότες ἀνὰ πᾶν τὸ πεδίον, οἱ
πλεῦνες αὐτῶν καρποφόροι, ἐκ τῶν καὶ σιτία καὶ οἶνον  

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. (epitome) Volume 2,1, p. 91, line 15

εἰς τὸ συμβιοῦν κατειλεγμένον. Κλείδημος· παράσιτοι δ' ᾑρέθησαν τῷ


Ἡρακλεῖ.
καὶ ἐν τῷ Ἀνακείῳ δὲ ἐπὶ στήλης γέγραπται· τὰ δὲ δύο μέρη τοῖν βο-
οῖν τὸ μὲν ἕτερον τῷ ἱερεῖ, τὸ δὲ τοῖς παρασίτοις. Κράτης· πρότερον
ἐκαλοῦντο
παράσιτοι οἱ ἐπὶ τὴν τοῦ ἱεροῦ σίτου ἐκλογὴν αἱρούμενοι καὶ ἦν ἀρχεῖόν
τι
παρασίτων. γέγραπται οὖν ἐν τῷ νόμῳ· εἰς τὴν ἐπισκευὴν τοῦ νεὼ τοῦ
ἀρχείου καὶ τοῦ παρασιτείου καὶ τῆς οἰκίας τῆς ἱερᾶς διδόναι ἀργύριον.
καὶ ἦν παρασίτειον, ἐν ᾧ τὰς ἀπαρχὰς τοῦ ἱεροῦ σίτου ἐτίθεσαν οἱ παρά-
σιτοι. Ἀριστοτέλης δὲ ἐν τῇ Μοθωναίων πολιτείᾳ παράσιτοι, φησί, τοῖς
μὲν ἄρχουσι δύο καθ' ἕκαστον ἦσαν, τοῖς δὲ πολεμάρχοις εἷς. τεταγμένον
δ' ἐλάμβανον παρά τε ἄλλων τινῶν καὶ τῶν ἁλιέων ὄψον. ὁ δὲ νῦν παρά-
σιτος τοιαῦτα παρὰ Διφίλῳ φησί που· ὅταν με καλέσῃ πλούσιος δεῖπνον
ποιῶν, οὐ κατανοῶ τὰ τρίγλυφ' οὐδὲ τὰς στέγας, οὐδὲ δοκιμάζω τοὺς
Κορινθίους κάδους, ἀτενὲς δὲ τηρῶ τοῦ μαγειρείου τὸν καπνόν. κἂν μὲν
σφοδρὸς φερόμενος εἰς ὀρθὸν τρέχῃ, γέγηθα καὶ χαίρω καὶ πτερύσσομαι·
ἐὰν δὲ πλάγιος καὶ λεπτός, εὐθέως νοῶ ὅτι τοῦτό μοι τὸ δεῖπνον ἀλλ'
οὐδ' αἷμ' ἔχει. πρῶτος δ' Ὅμηρος, φασί τινες, εἰσήγαγε παράσιτον τὸν
Ποδῆν εἶναι λέγων φίλον εἰλαπιναστὴν τοῦ Ἕκτορος. διὸ καὶ ποιεῖ αὐτὸν

ὑπὸ Μενελάου τιτρωσκόμενον κατὰ τὴν γαστέρα· φησὶ δ' ὁ Σκήψιος


Δημήτριος
ὡς καὶ Πάνδαρον διὰ τὸ ἐπιωρκηκέναι κατὰ γλώσσης. τιτρώσκει δ' αὐτὸν

Σπαρτιάτης ἄνθρωπος αὐτάρκειαν ἐζηλωκώς.


 οἱ δ' ἀρχαῖοι ποιηταὶ τοὺς παρασίτους κόλακας ἐκάλουν. Εὔπολις· ἀλλὰ

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. (epitome) Volume 2,1, p. 98, line 36


201

βὼν ἔφη· εὖ γε νὴ τοὺς θεοὺς ἐποίησαν. κἀκεῖνος προσβλέψας αὐτῷ· τί


δ' οἶδας, ἔφη, πότερον κατὰ γνώμην ἐστὶν ἢ τοὐναντίον γεγράφασι; καὶ
ὁ Δημοκλῆς· εὖ γε νὴ τοὺς θεοὺς ἐπιτετίμηκας, ὦ Διονύσιε. τὸ δ' αὐτὸ καὶ

περὶ Κλεισόφου λέγεται τοῦ Φιλίππου κόλακος. εἰπόντος γὰρ διότι γράμ-
ματα αὐτῷ ἐκομίσθη παρὰ Κότυος τοῦ Θρᾳκῶν βασιλέως, Κλείσοφος
παρὼν
ἔφη· εὖ γε νὴ τοὺς θεούς· τοῦ δ' εἰπόντος, τί δὲ σὺ οἶδας ὑπὲρ ὧν
γέγραπται;
νὴ τὸν Δία τὸν μέγιστον, εἶπεν, ἄκρως γέ μοι ἐπετίμησας. καὶ Σάτυρον
δέ τινα ἀναγράφει Τιμαῖος ἀμφοτέρων τῶν Διονυσίων κόλακα. καὶ Ἱέρων

δὲ ἀμβλύτερος τὰς ὄψεις γέγονεν. ἱστορεῖ Ἡγήσανδρος. καὶ οἱ σύνδειπνοι

ἐπίτηδες διημάρτανον τῶν ἐδεσμάτων, ἵνα ὑπ' αὐτοῦ χειραγωγῶνται καὶ


δοκῇ τῶν ἄλλων ὀξυδερκέστερος. Εὐκλείδης δὲ παράσιτος, ὁ Σεῦτλος
ἐπι-
καλούμενος, παραθέντος αὐτῷ τινὸς πλείους ὄγκους ἐν δείπνῳ, ἔφη· ὁ
παρ' Εὐρυπίδῃ ἐν Ἱκέτισιν Καπανεὺς ὑπεράστειος ἦν μισῶν τραπέζας
ὅστις  
ἐξογκοῖτ' ἄγαν. ἱστορεῖ ὁ αὐτός. φησὶ δὲ καὶ ὅτι οἱ δημαγωγοῦντες
Ἀθηναίους
κατὰ τὸν Χρεμωνίδειον πόλεμον κολακεύοντες τἄλλα μὲν ἔφασκον
πάντα
εἶναι κοινὰ τῶν Ἑλλήνων, τὴν δ' ἐπὶ τὸν οὐρανὸν ἀνθρώπους φέρουσαν
ὁδὸν
Ἀθηναίους εἰδέναι μόνους. Ἀνάξαρχος δὲ ὁ εὐδαιμονικὸς φιλόσοφος, ὡς
ἱστορεῖ Σάτυρος, εἷς τῶν Ἀλεξάνδρου κολάκων γενόμενος συνοδεύων τῷ
βασι-
λεῖ, ἐπεὶ ἐγένετό ποτε βροντὴ ἰσχυρὰ καὶ ἐξαίσιος ὡς πάντας πτῆξαι, εἶπε·

μή τι σὺ τοιοῦτον ἐποίησας, Ἀλέξανδρε, ὁ τοῦ Διός; ὁ δὲ γελάσας εἶπε·


οὐ γὰρ φοβερὸς βούλομαι εἶναι καθάπερ σὺ μὲ διδάσκεις, ὁ τὰς
σατραπῶν
202

Όμηρος Οδύσσεια. Book 13, line 244

ἤ πού τις νήσων εὐδείελος, ἦέ τις ἀκτὴ


κεῖθ' ἁλὶ κεκλιμένη ἐριβώλακος ἠπείροιο;”
 τὸν δ' αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
“νήπιός εἰς, ὦ ξεῖν', ἢ τηλόθεν εἰλήλουθας,
εἰ δὴ τήνδε τε γαῖαν ἀνείρεαι. οὐδέ τι λίην
οὕτω νώνυμός ἐστιν· ἴσασι δέ μιν μάλα πολλοί,
ἠμὲν ὅσοι ναίουσι πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε,
ἠδ' ὅσσοι μετόπισθε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα.
ἦ τοι μὲν τρηχεῖα καὶ οὐχ ἱππήλατός ἐστιν
οὐδὲ λίην λυπρή, ἀτὰρ οὐδ' εὐρεῖα τέτυκται.
ἐν μὲν γάρ οἱ σῖτος ἀθέσφατος, ἐν δέ τε οἶνος  
γίνεται· αἰεὶ δ' ὄμβρος ἔχει τεθαλυῖά τ' ἐέρση.
αἰγίβοτος δ' ἀγαθὴ καὶ βούβοτος· ἔστι μὲν ὕλη
παντοίη, ἐν δ' ἀρδμοὶ ἐπηετανοὶ παρέασι.
τῶ τοι, ξεῖν', Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει,
τήν περ τηλοῦ φασὶν Ἀχαιΐδος ἔμμεναι αἴης.”
 ὣς φάτο, γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς
χαίρων ᾗ γαίῃ πατρωΐῃ, ὥς οἱ ἔειπε
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο·
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·  –  
οὐδ' ὅ γ' ἀληθέα εἶπε, πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον,

Όμηρος Οδύσσεια. Book 17, line 533

Κρήτῃ ναιετάων, ὅθι Μίνωος γένος ἐστίν.


ἔνθεν δὴ νῦν δεῦρο τόδ' ἵκετο πήματα πάσχων
προπροκυλινδόμενος· στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι
ἀγχοῦ, Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ,
ζωοῦ· πολλὰ δ' ἄγει κειμήλια ὅνδε δόμονδε.”
 τὸν δ' αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
“ἔρχεο, δεῦρο κάλεσσον, ἵν' ἀντίον αὐτὸς ἐνίσπῃ.
οὗτοι δ' ἠὲ θύρῃσι καθήμενοι ἑψιαάσθων
ἢ αὐτοῦ κατὰ δώματ', ἐπεί σφισι θυμὸς ἐΰφρων.
αὐτῶν μὲν γὰρ κτήματ' ἀκήρατα κεῖτ' ἐνὶ οἴκῳ,
σῖτος καὶ μέθυ ἡδύ· τὰ μέν τ' οἰκῆες ἔδουσιν,
οἱ δ' εἰς ἡμετέρου πωλεύμενοι ἤματα πάντα,
βοῦς ἱερεύοντες καὶ ὄϊς καὶ πίονας αἶγας,
203

εἰλαπινάζουσιν πίνουσί τε αἴθοπα οἶνον


μαψιδίως· τὰ δὲ πολλὰ κατάνεται· οὐ γὰρ ἔπ' ἀνήρ,
οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκεν, ἀρὴν ἀπὸ οἴκου ἀμῦναι.
εἰ δ' Ὀδυσεὺς ἔλθοι καὶ ἵκοιτ' ἐς πατρίδα γαῖαν,
αἶψά κε σὺν ᾧ παιδὶ βίας ἀποτείσεται ἀνδρῶν.”
 ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ μέγ' ἔπταρεν, ἀμφὶ δὲ δῶμα
σμερδαλέον κονάβησε· γέλασσε δὲ Πηνελόπεια,
αἶψα δ' ἄρ' Εὔμαιον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·

Όμηρος Οδύσσεια. Book 22, line 21

ὄφρα πίοι οἴνοιο· φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ


μέμβλετο. τίς κ' οἴοιτο μετ' ἀνδράσι δαιτυμόνεσσι
μοῦνον ἐνὶ πλεόνεσσι, καὶ εἰ μάλα καρτερὸς εἴη,
οἷ τεύξειν θάνατόν τε κακὸν καὶ κῆρα μέλαιναν;
τὸν δ' Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν ἐπισχόμενος βάλεν ἰῷ,
ἀντικρὺ δ' ἁπαλοῖο δι' αὐχένος ἤλυθ' ἀκωκή.
ἐκλίνθη δ' ἑτέρωσε, δέπας δέ οἱ ἔκπεσε χειρὸς
βλημένου, αὐτίκα δ' αὐλὸς ἀνὰ ῥῖνας παχὺς ἦλθεν
αἵματος ἀνδρομέοιο· θοῶς δ' ἀπὸ εἷο τράπεζαν
ὦσε ποδὶ πλήξας, ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔραζε·
σῖτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο. τοὶ δ' ὁμάδησαν
μνηστῆρες κατὰ δώμαθ', ὅπως ἴδον ἄνδρα πεσόντα,
ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν ὀρινθέντες κατὰ δῶμα,
πάντοσε παπταίνοντες ἐϋδμήτους ποτὶ τοίχους·  
οὐδέ που ἀσπὶς ἔην οὐδ' ἄλκιμον ἔγχος ἑλέσθαι.
νείκειον δ' Ὀδυσῆα χολωτοῖσιν ἐπέεσσι·
 “ξεῖνε, κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι· οὐκέτ' ἀέθλων
ἄλλων ἀντιάσεις· νῦν τοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος.
καὶ γὰρ δὴ νῦν φῶτα κατέκτανες, ὃς μέγ' ἄριστος
κούρων εἰν Ἰθάκῃ· τῶ σ' ἐνθάδε γῦπες ἔδονται.”

Δημοσθένης. Philippica 1 (0014: 004)“Demosthenis orationes, vol. 1”,


Ed. Butcher, S.H.Oxford: Clarendon Press, 1903, Repr. 1966.
Sec. 32, line 5

 Δοκεῖτε δέ μοι πολὺ βέλτιον ἂν περὶ τοῦ πολέμου καὶ


ὅλης τῆς παρασκευῆς βουλεύσασθαι, εἰ τὸν τόπον, ὦ ἄνδρες
Ἀθηναῖοι, τῆς χώρας, πρὸς ἣν πολεμεῖτε, ἐνθυμηθείητε, καὶ
λογίσαισθ' ὅτι τοῖς πνεύμασιν καὶ ταῖς ὥραις τοῦ ἔτους τὰ
204

πολλὰ προλαμβάνων διαπράττεται Φίλιππος, καὶ φυλάξας


τοὺς ἐτησίας ἢ τὸν χειμῶν' ἐπιχειρεῖ, ἡνίκ' ἂν ἡμεῖς μὴ
δυναίμεθ' ἐκεῖσ' ἀφικέσθαι. δεῖ τοίνυν ταῦτ' ἐνθυμουμένους
μὴ βοηθείαις πολεμεῖν (ὑστεριοῦμεν γὰρ ἁπάντων), ἀλλὰ
παρασκευῇ συνεχεῖ καὶ δυνάμει. ὑπάρχει δ' ὑμῖν χειμαδίῳ
μὲν χρῆσθαι τῇ δυνάμει Λήμνῳ καὶ Θάσῳ καὶ Σκιάθῳ καὶ
ταῖς ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ νήσοις, ἐν αἷς καὶ λιμένες καὶ σῖτος
καὶ ἃ χρὴ στρατεύματι πάνθ' ὑπάρχει· τὴν δ' ὥραν τοῦ ἔτους,
ὅτε καὶ πρὸς τῇ γῇ γενέσθαι ῥᾴδιον καὶ τὸ τῶν πνευμάτων
ἀσφαλές, πρὸς αὐτῇ τῇ χώρᾳ καὶ πρὸς τοῖς τῶν ἐμπορίων
στόμασιν ῥᾳδίως ἔσται.
 

Δημοσθένης. De falsa legatione (0014: 019)“Demosthenis orationes,


vol. 1”, Ed. Butcher, S.H.Oxford: Clarendon Press, 1903, Repr. 1966.
Sec. 123, line 7

ἐπειδὴ δ' ἀνέστη μετὰ ταῦθ' ἡ ἐκκλησία, συνελθόντες ἐβου-


λεύονθ' οὗτοι τίν' αὐτοῦ καταλείψουσιν. ἔτι γὰρ τῶν
πραγμάτων ὄντων μετεώρων καὶ τοῦ μέλλοντος ἀδήλου,
σύλλογοι καὶ λόγοι παντοδαποὶ κατὰ τὴν ἀγορὰν ἐγίγνοντο
τότε· ἐφοβοῦντο δὴ μὴ σύγκλητος ἐκκλησία γένοιτ' ἐξαί-
φνης, εἶτ' ἀκούσαντες ὑμεῖς ἐμοῦ τἀληθῆ ψηφίσαισθέ τι
τῶν δεόντων ὑπὲρ τῶν Φωκέων, καὶ τὰ πράγματ' ἐκφύγοι
τὸν Φίλιππον. εἰ γὰρ ἐψηφίσασθε μόνον καὶ μικρὰν ὑπε-
φήνατ' ἐλπίδ' ἡντινοῦν αὐτοῖς, ἐσώθησαν ἄν. οὐ γὰρ ἐνῆν,
οὐκ ἐνῆν μὴ παρακρουσθέντων ὑμῶν μεῖναι Φιλίππῳ. οὔτε
γὰρ σῖτος ἦν ἐν τῇ χώρᾳ, ἀσπόρῳ διὰ τὸν πόλεμον γε-
γονυίᾳ, οὔθ' ἡ σιτοπομπία δυνατὴ τριήρων οὐσῶν ὑμετέρων
ἐκεῖ καὶ τῆς θαλάττης κρατουσῶν, αἵ τε πόλεις πολλαὶ καὶ
χαλεπαὶ λαβεῖν αἱ τῶν Φωκέων, μὴ οὐ χρόνῳ καὶ πολι-
ορκίᾳ· εἰ γὰρ ἐν ἡμέρᾳ πόλιν ᾕρει, δύο καὶ εἴκοσίν εἰσιν
ἀριθμῷ. διὰ δὴ ταῦτα πάντα, ἵνα μηδὲν μετάθησθ' ὧν
ἐξηπάτησθε, τοῦτον αὐτοῦ κατέλιπον. ἐξομόσασθαι μὲν
δὴ μὴ μετ' αἰτίας τινὸς δεινὸν ἦν καὶ ὑποψία μεγάλη· ‘τί
λέγεις; ἐπὶ τηλικαῦτα καὶ τοιαῦτ' ἀγαθὰ οὐχὶ βαδίζεις
ἀπαγγείλας οὐδὲ πρεσβεύεις;’ ἔδει δὲ μένειν. πῶς οὖν;
ἀρρωστεῖν προφασίζεται, καὶ λαβὼν Ἐξήκεστον τὸν ἰατρὸν

Δημοσθένης. Adversus Leptinem (0014: 020)“Demosthenis orationes,


vol. 2.1”, Ed. Butcher, S.H.Oxford: Clarendon Press, 1907, Repr. 1966.
Sec. 31, line 4
205

ἀφαιρεῖται καὶ Λεύκωνα τὸν ἄρχοντα Βοσπόρου καὶ τοὺς


παῖδας αὐτοῦ τὴν δωρειὰν ἣν ὑμεῖς ἔδοτ' αὐτοῖς. ἔστι γὰρ
γένει μὲν δήπου ὁ Λεύκων ξένος, τῇ δὲ παρ' ὑμῶν ποιήσει
πολίτης· κατ' οὐδέτερον δ' αὐτῷ τὴν ἀτέλειαν ἔστιν ἔχειν
ἐκ τούτου τοῦ νόμου. καίτοι τῶν μὲν ἄλλων εὐεργετῶν
χρόνον τιν' ἕκαστος ἡμῖν χρήσιμον αὑτὸν παρέσχεν, οὗτος
δέ, ἂν σκοπῆτε, φανήσεται συνεχῶς ἡμᾶς εὖ ποιῶν, καὶ
ταῦθ' ὧν μάλισθ' ἡμῶν ἡ πόλις δεῖται. ἴστε γὰρ δήπου
τοῦθ', ὅτι πλείστῳ τῶν πάντων ἀνθρώπων ἡμεῖς ἐπεισάκτῳ
σίτῳ χρώμεθα. πρὸς τοίνυν ἅπαντα τὸν ἐκ τῶν ἄλλων
ἐμπορίων ἀφικνούμενον ὁ ἐκ τοῦ Πόντου σῖτος εἰσπλέων
ἐστίν. εἰκότως· οὐ γὰρ μόνον διὰ τὸ τὸν τόπον τοῦτον
σῖτον ἔχειν πλεῖστον τοῦτο γίγνεται, ἀλλὰ διὰ τὸ κύριον
ὄντα τὸν Λεύκων' αὐτοῦ τοῖς ἄγουσιν Ἀθήναζε ἀτέλειαν
δεδωκέναι, καὶ κηρύττειν πρώτους γεμίζεσθαι τοὺς ὡς ὑμᾶς
πλέοντας. ἔχων γὰρ ἐκεῖνος ἑαυτῷ καὶ τοῖς παισὶ τὴν
ἀτέλειαν ἅπασι δέδωκεν ὑμῖν. τοῦτο δ' ἡλίκον ἐστὶ θεωρή-
σατε. ἐκεῖνος πράττεται τοὺς παρ' αὑτοῦ σῖτον ἐξάγοντας
τριακοστήν. αἱ τοίνυν παρ' ἐκείνου δεῦρ' ἀφικνούμεναι
σίτου μυριάδες περὶ τετταράκοντ' εἰσί· καὶ τοῦτ' ἐκ τῆς
παρὰ τοῖς σιτοφύλαξιν ἀπογραφῆς ἄν τις ἴδοι.

Δημοσθένης. Contra Zenothemin (0014: 032)


“Demosthenis orationes, vol. 2.2”, Ed. Rennie, W.
Oxford: Clarendon Press, 1921, Repr. 1966.
Sec. 26, line 1

Ἀριστοφῶντος. ὡς γὰρ ἐκ τῶν πραγμάτων ἁπλῶς οὐδὲν


ἑώρων δίκαιον ἑαυτοῖς ἐνόν, ἐπικηρυκεύονται τῷ Πρώτῳ καὶ
πείθουσι τὸν ἄνθρωπον ἐνδοῦναι τὰ πράγμαθ' ἑαυτοῖς, πράτ-
τοντες μὲν ὡς ἔοικεν καὶ ἐξ ἀρχῆς τοῦτο, ὡς ἡμῖν νῦν φα-
νερὸν γέγονεν, οὐ δυνάμενοι δὲ πεῖσαι. ὁ γὰρ Πρῶτος, ἕως
μὲν ᾤετο τὸν σῖτον κέρδος ἐλθόντα ποιήσειν, ἀντείχετο
τούτου, καὶ μᾶλλον ᾑρεῖτ' αὐτός τε κερδᾶναι καὶ ἡμῖν τὰ
δίκαι' ἀποδοῦναι, ἢ κατακοινωνήσας τούτοις τῆς μὲν ὠφελίας
τούτους ποιῆσαι μερίτας, ἡμᾶς δ' ἀδικῆσαι· ὡς δὲ δεῦρ'
ἥκοντος αὐτοῦ καὶ περὶ ταῦτα πραγματευομένου, ἐπανῆκεν ὁ
σῖτος, ἄλλην εὐθέως ἔλαβεν γνώμην. καὶ ἅμα (εἰρήσεται
γάρ, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πᾶσα πρὸς ὑμᾶς ἡ ἀλήθεια) καὶ ἡμεῖς
οἱ δεδανεικότες προσεκρούομεν αὐτῷ καὶ πικρῶς εἴχομεν, τῆς
τε ζημίας ἐφ' ἡμᾶς ἰούσης τῆς περὶ τὸν σῖτον καὶ συκοφάντην
206

ἀντὶ χρημάτων αἰτιώμενοι τοῦτον ἡμῖν κεκομικέναι. ἐκ τού-  


των, οὐδὲ φύσει χρηστὸς ὢν ἅνθρωπος δῆλον ὅτι, ἐπὶ τούτους
ἀποκλίνει, καὶ συγχωρεῖ τὴν δίκην ἔρημον ὀφλεῖν, ἣν οὗτος
αὐτῷ λαγχάνει τότε, ὅτ' οὔπω ταὔτ' ἐφρόνουν. εἰ μὲν γὰρ
ἀφῆκε τὸν Πρῶτον, ἐξελήλεγκτ' ἂν εὐθέως ἡμᾶς συκοφαντῶν·
ὀφλεῖν δὲ παρὼν ἐκεῖνος οὐ συνεχώρει, ἵν' ἐὰν μὲν αὐτῷ

Δημοσθένης. Contra Phormionem (0014: 034)


“Demosthenis orationes, vol. 2.2”, Ed. Rennie, W.
Oxford: Clarendon Press, 1921, Repr. 1966.
Sec. 39, line 1

ΜΑΡΤΥΡΙΑ. ΝΟΜΟΣ.

 Φορμίων τοίνυν τούτῳ χρώμενος κοινωνῷ καὶ μάρτυρι


οἴεται δεῖν ἀποστερῆσαι τὰ χρήματα ἡμᾶς, οἵ γε σιτη-
γοῦντες διατετελέκαμεν εἰς τὸ ὑμέτερον ἐμπόριον, καὶ τριῶν
ἤδη καιρῶν κατειληφότων τὴν πόλιν, ἐν οἷς ὑμεῖς τοὺς
χρησίμους τῷ δήμῳ ἐξητάζετε, οὐδενὸς τούτων ἀπολελείμ-
μεθα, ἀλλ' ὅτε μὲν εἰς Θήβας Ἀλέξανδρος παρῄει, ἐπεδώ-
καμεν ὑμῖν τάλαντον ἀργυρίου· ὅτε δ' ὁ σῖτος ἐπετιμήθη
τὸ πρότερον καὶ ἐγένετο ἑκκαίδεκα δραχμῶν, εἰσαγαγόντες
πλείους ἢ μυρίους μεδίμνους πυρῶν διεμετρήσαμεν ὑμῖν τῆς
καθεστηκυίας τιμῆς, πέντε δραχμῶν τὸν μέδιμνον, καὶ ταῦτα
πάντες ἴστε ἐν τῷ πομπείῳ διαμετρούμενοι· πέρυσι δὲ εἰς
τὴν σιτωνίαν τὴν ὑπὲρ τοῦ δήμου τάλαντον ὑμῖν ἐπεδώκαμεν
ἐγώ τε καὶ ὁ ἀδελφός. καί μοι ἀνάγνωθι τούτων τὰς
μαρτυρίας.
       

Δημοσθένης. Contra Phaenippum [Sp.] (0014: 042)


“Demosthenis orationes, vol. 3”, Ed. Rennie, W.
Oxford: Clarendon Press, 1931, Repr. 1960.
Sec. 6, line 3

τουτονί. καλέσας δὲ καὶ παραλαβὼν τῶν οἰκείων τινὰς


καὶ φίλων, ἐπορευόμην Κύθηρόνδε εἰς τὴν ἐσχατιὰν αὐτοῦ.
καὶ πρῶτον μὲν περιαγαγὼν τὴν ἐσχατιὰν πλέον ἢ σταδίων
οὖσαν τετταράκοντα κύκλῳ, ἔδειξα καὶ διεμαρτυράμην ἐναν-
τίον Φαινίππου, ὅτι οὐδεὶς ὅρος ἔπεστιν ἐπὶ τῇ ἐσχατιᾷ· εἰ
δέ φησιν, εἰπεῖν ἐκέλευον αὐτὸν ἤδη καὶ δεῖξαι, ὅπως μὴ
207

ὕστερον ἐνταῦθα χρέως γενόμενον [ἐπὶ τῷ χωρίῳ] ἀναφανή-


σεται. ἔπειτα παρεσημηνάμην τὰ οἰκήματα, καὶ τοῦτον
ἐκέλευον εἰς τἀμὰ βαδίζειν. μετὰ δὲ ταῦτα ἠρόμην ὅπου ὁ
σῖτος εἴη ὁ ἀπηλοημένος· ἦσαν γὰρ νὴ τοὺς θεοὺς καὶ τὰς
θεάς, ἄνδρες δικασταί, δύο ἅλως αὐτόθι, μικροῦ πλέθρου
ἑκατέρα. ὁ δὲ ἀπεκρίνατό μοι, ὅτι ὁ μὲν πεπραμένος εἴη
τοῦ σίτου, ὁ δ' ἔνδον ἀποκείμενος. τέλος δέ, ἵνα μὴ
μακρολογῶ, καταστήσας φυλάττειν ἔνδον τινάς, καὶ νὴ Δί'
ἀπειπὼν καὶ κωλύσας τοὺς ὀνηλάτας μὴ ἐξάγειν τὴν ὕλην
ἐκ τῆς ἐσχατιᾶς (πρὸς γὰρ τῇ ἄλλῃ οὐσίᾳ τῇ Φαινίππου, ὦ
ἄνδρες δικασταί, καὶ αὕτη πρόσοδος μεγάλη ἐστὶν αὐτῷ· ἓξ
ὄνοι δι' ἐνιαυτοῦ ὑλαγωγοῦσιν, καὶ λαμβάνει οὗτος πλέον ἢ
δώδεκα δραχμὰς τῆς ἡμέρας) τούτοις ἀπειπών, ὥσπερ λέγω,
τῆς ὕλης μὴ ἅπτεσθαι, καὶ ἐπαγγείλας ἐπὶ τὰ ἱερὰ Φαι

Δημοσθένης. In Dionysodorum [Sp.] (0014: 056)


“Demosthenis orationes, vol. 3”, Ed. Rennie, W.
Oxford: Clarendon Press, 1931, Repr. 1960.
Sec. 8, line 6

ἄνδρες δικασταί, ἵνα μηδὲ τοῦτο ἀγνοῆτε, ὑπηρέται καὶ


συνεργοὶ πάντες οὗτοι Κλεομένους τοῦ ἐν τῇ Αἰγύπτῳ
ἄρξαντος, ὃς ἐξ οὗ τὴν ἀρχὴν παρέλαβεν οὐκ ὀλίγα κακὰ
ἠργάσατο τὴν πόλιν τὴν ὑμετέραν, μᾶλλον δὲ καὶ τοὺς
ἄλλους Ἕλληνας, παλιγκαπηλεύων καὶ συνιστὰς τὰς τιμὰς
τοῦ σίτου καὶ αὐτὸς καὶ οὗτοι μετ' αὐτοῦ. οἱ μὲν γὰρ
αὐτῶν ἀπέστελλον ἐκ τῆς Αἰγύπτου τὰ χρήματα, οἱ δ' ἐπέ-
πλεον ταῖς ἐμπορίαις, οἱ δ' ἐνθάδε μένοντες διετίθεντο τὰ
ἀποστελλόμενα· εἶτα πρὸς τὰς καθεστηκυίας τιμὰς ἔπεμπον
γράμματα οἱ ἐπιδημοῦντες τοῖς ἀποδημοῦσιν, ἵνα ἐὰν μὲν
παρ' ὑμῖν τίμιος ᾖ ὁ σῖτος, δεῦρο αὐτὸν κομίσωσιν, ἐὰν δ'  
εὐωνότερος γένηται, εἰς ἄλλο τι καταπλεύσωσιν ἐμπόριον.
ὅθεν περ οὐχ ἥκιστα, ὦ ἄνδρες δικασταί, συνετιμήθη τὰ
περὶ τὸν σῖτον ἐκ τῶν τοιούτων ἐπιστολῶν καὶ συνεργιῶν.
ὅτε μὲν οὖν ἐνθένδε ἀπέστελλον οὗτοι τὴν ναῦν, ἐπιεικῶς
ἔντιμον κατέλιπον τὸν σῖτον· διὸ καὶ ὑπέμειναν ἐν τῇ συγ-
γραφῇ γράψασθαι εἰς Ἀθήνας πλεῖν, εἰς δ' ἄλλο μηδὲν
ἐμπόριον. μετὰ δὲ ταῦτα, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἐπειδὴ ὁ
Σικελικὸς κατάπλους ἐγένετο καὶ αἱ τιμαὶ τοῦ σίτου ἐπ'
ἔλαττον ἐβάδιζον καὶ ἡ ναῦς ἡ τούτων ἀνῆκτο εἰς Αἴγυπτον,
εὐθέως οὗτος ἀποστέλλει τινὰ εἰς τὴν Ῥόδον ἀπαγγελοῦντα
208

Ηρόδοτος Ιστορίαι. (0016: 001)“Hérodote. Histoires, 9 vols.”, Ed.


Legrand, Ph.–E.Paris: Les Belles Lettres, 1:1932; 2;1930; 3:1939; 4 (3rd
edn.): 1960; 5:1946; 6:1948; 7:1951; 8:1953; 9:1954, Repr. 1:1970;
2:1963; 3:1967; 5:1968; 6:1963; 7:1963; 8:1964; 9:1968.Book 1, Sec. 21,
line 7

Κυψέλου ἐόντα Θρασυβούλῳ τῷ τότε Μιλήτου τυραν-


νεύοντι ξεῖνον ἐς τὰ μάλιστα, πυθόμενον τὸ χρηστήριον
τὸ τῷ Ἀλυάττῃ γενόμενον, πέμψαντα ἄγγελον κατειπεῖν,  
ὅκως ἄν τι προειδὼς πρὸς τὸ παρεὸν βουλεύηται. Μιλήσιοι
μέν νυν οὕτω λέγουσι γενέσθαι. Ἀλυάττης δέ, ὥς οἱ ταῦτα
ἐξηγγέλθη, αὐτίκα ἔπεμπε κήρυκα ἐς Μίλητον βουλόμενος
σπονδὰς ποιήσασθαι Θρασυβούλῳ τε καὶ Μιλησίοισι χρόνον
ὅσον ἂν τὸν νηὸν οἰκοδομέῃ. Ὁ μὲν δὴ ἀπόστολος ἐς τὴν
Μίλητον ἦν, Θρασύβουλος δὲ σαφέως προπεπυσμένος
πάντα λόγον καὶ εἰδὼς τὰ Ἀλυάττης μέλλοι ποιήσειν,
μηχανᾶται τοιάδε· ὅσος ἦν ἐν τῷ ἄστεϊ σῖτος καὶ ἑωυτοῦ
καὶ ἰδιωτικός, τοῦτον πάντα συγκομίσας ἐς τὴν ἀγορὴν
προεῖπε Μιλησίοισι, ἐπεὰν αὐτὸς σημήνῃ, τότε πίνειν τε
πάντας καὶ κώμῳ χρᾶσθαι ἐς ἀλλήλους. Ταῦτα δὲ ἐποίεέ
τε καὶ προηγόρευε Θρασύβουλος τῶνδε εἵνεκεν, ὅκως ἂν δὴ
ὁ κῆρυξ ὁ Σαρδιηνὸς ἰδών τε σωρὸν μέγαν σίτου κεχυ-
μένον καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐν εὐπαθείῃσι ἐόντας ἀγγείλῃ
Ἀλυάττῃ. Τὰ δὴ καὶ ἐγένετο· ὡς γὰρ δὴ ἰδών τε ἐκεῖνα ὁ
κῆρυξ καὶ εἴπας πρὸς Θρασύβουλον τοῦ Λυδοῦ τὰς
ἐντολὰς ἀπῆλθε ἐς τὰς Σάρδις, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, δι'
οὐδὲν ἄλλο ἐγένετο ἡ διαλλαγή. Ἐλπίζων γὰρ ὁ Ἀλυάττης

Ηρόδοτος Ιστορίαι. Book 1, Sec. 193, line 4

μιστηρίων, οἱ μὲν ἀναβαίνοντες τὰς θηλέας ὀκτακόσιοι,


αἱ δὲ βαινόμεναι ἑξακισχίλιαι καὶ μύριαι· ἀνέβαινε γὰρ
ἕκαστος τῶν ἐρσένων τούτων εἴκοσι ἵππους. Κυνῶν δὲ
Ἰνδικῶν τοσοῦτο δή τι πλῆθος ἐτρέφετο ὥστε τέσσερες
τῶν ἐν τῷ πεδίῳ κῶμαι μεγάλαι, τῶν ἄλλων ἐοῦσαι ἀτελέες,
τοῖσι κυσὶ προσετετάχατο σιτία παρέχειν. Τοιαῦτα μὲν τῷ
ἄρχοντι τῆς Βαβυλῶνος ὑπῆρχε ἐόντα.  
 Ἡ δὲ γῆ τῶν Ἀσσυρίων ὕεται μὲν ὀλίγῳ, καὶ τὸ ἐκτρέ-
φον τὴν ῥίζαν τοῦ σίτου ἐστὶ τοῦτο· ἀρδόμενον μέντοι ἐκ
τοῦ ποταμοῦ ἁδρύνεταί τε τὸ λήιον καὶ παραγίνεται ὁ
209

σῖτος, οὐ κατά περ ἐν Αἰγύπτῳ αὐτοῦ τοῦ ποταμοῦ ἀνα-


βαίνοντος ἐς τὰς ἀρούρας, ἀλλὰ χερσί τε καὶ κηλωνηίοισι
ἀρδόμενος. Ἡ γὰρ Βαβυλωνίη χώρη πᾶσα, κατά περ ἡ
Αἰγυπτίη, κατατέτμηται [ἐς] διώρυχας· καὶ ἡ μεγίστη τῶν
διωρύχων ἐστὶ νηυσιπέρητος, πρὸς ἥλιον τετραμμένη τὸν
χειμερινόν, ἐσέχει δὲ ἐς ἄλλον ποταμὸν ἐκ τοῦ Εὐφρήτεω,
ἐς τὸν Τίγρην, παρ' ὃν Νίνος πόλις οἴκητο. Ἔστι δὲ
χωρέων αὕτη πασέων μακρῷ ἀρίστη τῶν ἡμεῖς ἴδμεν
Δήμητρος καρπὸν ἐκφέρειν ...· τὰ γὰρ δὴ ἄλλα δένδρεα
οὐδὲ πειρᾶται ἀρχὴν φέρειν, οὔτε συκέην οὔτε ἄμπελον
οὔτε ἐλαίην.

Ηρόδοτος Ιστορίαι. Book 7, Sec. 23, line 20

τοῦ τε ἄνω στόματος καὶ τοῦ κάτω τὰ αὐτὰ μέτρα ποιευ-


μένων ἔμελλέ σφι τοιοῦτο ἀποβήσεσθαι. Οἱ δὲ Φοίνικες
σοφίην ἔν τε τοῖσι ἄλλοισι ἔργοισι ἀποδείκνυνται καὶ δὴ
καὶ ἐν ἐκείνῳ· ἀπολαχόντες γὰρ μόριον ὅσον αὐτοῖσι  
ἐπέβαλλε, ὤρυσσον τὸ μὲν ἄνω στόμα τῆς διώρυχος
ποιεῦντες διπλήσιον ἢ ὅσον ἔδεε αὐτὴν τὴν διώρυχα
γενέσθαι, προβαίνοντος δὲ τοῦ ἔργου συνῆγον αἰεί· κάτω
τε δὴ ἐγίνετο καὶ ἐξισοῦτο τοῖσι ἄλλοισι τὸ ἔργον. Ἐνθαῦτα
δὲ λειμών ἐστι, ἵνα σφι ἀγορή τε ἐγίνετο καὶ πρητήριον·
σῖτος δέ σφι πολλὸς ἐφοίτα ἐκ τῆς Ἀσίης ἀληλεσμένος.
Ὡς μὲν ἐμὲ συμβαλλόμενον εὑρίσκειν, μεγαλοφροσύνης
εἵνεκεν αὐτὸ Ξέρξης ὀρύσσειν ἐκέλευε, ἐθέλων τε δύναμιν
ἀποδείκνυσθαι καὶ μνημόσυνα λιπέσθαι· παρεὸν γὰρ μηδένα
πόνον λαβόντας τὸν ἰσθμὸν τὰς νέας διειρύσαι, ὀρύσσειν
ἐκέλευε διώρυχα τῇ θαλάσσῃ εὖρος ὡς δύο τριήρεας πλέειν
ὁμοῦ ἐλαστρεομένας. Τοῖσι δὲ αὐτοῖσι τούτοισι τοῖσί περ
καὶ τὸ ὄρυγμα, προσετέτακτο καὶ τὸν Στρυμόνα ποταμὸν
ζεύξαντας γεφυρῶσαι.

Ηρόδοτος Ιστορίαι. Book 8, Sec. 68, line 23

«ἄλλην Ἑλλάδα; Ἐμποδὼν δέ τοι ἵσταται οὐδείς· οἳ δέ


»τοι ἀντέστησαν, ἀπήλλαξαν οὕτω ὡς ἐκείνους ἔπρεπε.
»Τῇ δὲ ἐγὼ δοκέω ἀποβήσεσθαι τὰ τῶν ἀντιπολέμων
»πρήγματα, τοῦτο φράσω. Ἢν μὲν μὴ ἐπειχθῇς ναυμαχίην
210

»ποιεύμενος, ἀλλὰ τὰς νέας αὐτοῦ ἔχῃς πρὸς γῇ, μένων


»ἢ καὶ προβαίνων ἐς τὴν Πελοπόννησον, εὐπετέως τοι,
»δέσποτα, χωρήσει τὰ νοέων ἐλήλυθας· οὐ γὰρ οἷοί τε
»πολλὸν χρόνον εἰσί τοι ἀντέχειν οἱ Ἕλληνες, ἀλλά σφεας
»διασκεδᾷς, κατὰ πόλις δὲ ἕκαστοι φεύξονται· οὔτε γὰρ
»σῖτος πάρα σφι ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι,
»οὔτε αὐτοὺς οἰκός, ἢν σὺ ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον ἐλαύνῃς
»τὸν πεζὸν στρατὸν, ἀτρεμιεῖν τοὺς ἐκεῖθεν αὐτῶν ἥκον-
»τας, οὐδέ σφι μελήσει πρὸ τῶν Ἀθηνέων ναυμαχέειν.
»Ἢν δὲ αὐτίκα ἐπειχθῇς ναυμαχῆσαι, δειμαίνω μὴ ὁ
»ναυτικὸς στρατὸς κακωθεὶς τὸν πεζὸν προσδηλήσηται.
»Πρὸς δέ, ὦ βασιλεῦ, καὶ τόδε ἐς θυμὸν βάλεο, ὡς τοῖσι
»μὲν χρηστοῖσι τῶν ἀνθρώπων κακοὶ δοῦλοι φιλέουσι
»γίνεσθαι, τοῖσι δὲ κακοῖσι χρηστοί. Σοὶ δὲ ἐόντι ἀρίστῳ  
»ἀνδρῶν πάντων κακοὶ δοῦλοι εἰσί, οἳ ἐν συμμάχων λόγῳ
»λέγονται εἶναι, ἐόντες Αἰγύπτιοί τε καὶ Κύπριοι καὶ

Φίλων Ιουδαίος. De agricultura (0018: 009)“Philonis Alexandrini


opera quae supersunt, vol. 2”, Ed. Wendland, P.Berlin: Reimer, 1897,
Repr. 1962.Sec. 73, line 5

ὅσα πωλοδάμναις ἵππων κατεσκεύασται κολαστήρια. καὶ θαυμαστὸν


οὐδέν· ἀνιόντος γὰρ τοῦ ἱππέως καὶ ἱππικὴ τέχνη συνανέρχεται, ὥστε
δύο ὄντες καὶ ἐποχούμενοι καὶ ἐπιστήμονες εἰκότως ἑνὸς καὶ ὑποβεβλη-
μένου καὶ ἀπαραδέκτου τέχνης ζῴου περιέσονται. μεταβὰς τοίνυν
ἀπὸ τῶν χρεμετιζόντων καὶ τῶν ἐποχουμένων αὐτοῖς τὴν σαυτοῦ ψυχὴν
εἰ θέλεις ἐρεύνησον· εὑρήσεις γὰρ ἐν τοῖς μέρεσιν αὐτῆς καὶ ἵππους
καὶ ἡνίοχον καὶ ἀναβάτην, ὅσαπερ καὶ ἐν τοῖς ἐκτός. ἵπποι μὲν οὖν  
ἐπιθυμία καὶ θυμός εἰσιν, ὁ μὲν ἄρρην, ἡ δὲ θήλεια. διὰ τοῦθ' ὁ μὲν
γαυριῶν ἄφετος εἶναι βούλεται καὶ ἐλεύθερος καὶ ἔστιν ὑψαύχην ὡς ἂν
ἄρρην, ἡ δ' ἀνελεύθερος καὶ δουλοπρεπὴς καὶ πανουργίᾳ χαίρουσα
οἰκόσιτος, οἰκοφθόρος· θήλεια γάρ. ἀναβάτης δὲ καὶ ἡνίοχος εἷς ὁ
νοῦς· ἀλλ' ἡνίκα μὲν μετὰ φρονήσεως ἄνεισιν, ἡνίοχος, ὁπότε δὲ μετ'
ἀφροσύνης, ἀναβάτης. ἄφρων μὲν οὖν ὑπὸ ἀμαθίας κρατεῖν ἀδυνατεῖ
τῶν ἡνιῶν, αἱ δὲ τῶν χειρῶν ἀπορρυεῖσαι χαμαὶ πίπτουσι, τὰ δὲ ζῷα
εὐθὺς ἀφηνιάσαντα πλημμελῆ καὶ ἄτακτον ποιεῖται τὸν δρόμον. ὁ δ'
ἐπιβεβηκὼς οὐδενὸς ἐνειλημμένος, ὑφ' οὗ στηριχθήσεται, πίπτει, περι-
δρυπτόμενος δὲ γόνυ καὶ χεῖρας καὶ πρόσωπα μεγάλα κλαίει τὴν ἰδίαν
κακοπραγίαν ὁ δείλαιος, πολλάκις δὲ καὶ τὰς βάσεις πρὸς τὸν δίφρον
ἐξημμένος ἀνατραπεὶς ὕπτιος ἐπὶ νῶτα | ἀπῃώρηται καὶ ἐν ἁρματροχιαῖς
αὐταῖς κεφαλήν τε καὶ αὐχένα καὶ ὤμους ἀμφοτέρους περιθραύεται
κατασυρό
211

Φίλων ΙουδαίοςΦίλων Ιουδαίος. De Josepho Sec. 190, line 2

ὃς ἀφικόμενος εἰς Αἴγυπτον δύο περιποιήσει τὰ μέγιστα ἡμῖν, ἓν μὲν


πίστιν
σαφῆ τοῦ μὴ κατασκόπους μηδὲ πολεμίους εἶναι, ἕτερον δὲ τὸ τὸν
ἀδελφὸν τὸν ἐν δεσμοῖς ἀπολαβεῖν δυνηθῆναι.” σφόδρα δ' ἀχθομένου
τοῦ πατρὸς καὶ λέγοντος ἀγνοεῖν, ὅτι δυεῖν ὄντων ὁμομητρίων ὁ μὲν
ἤδη τέθνηκεν, ὁ δ' ἔρημος καὶ μόνος ἀπολειφθεὶς εὐλαβήσεται τὴν
ὁδὸν καὶ ζῶν προαποθανεῖται τῷ δέει κατὰ τὴν φοβερῶν ἐκείνων ὑπό-
μνησιν, ἃ συνέβη τὸν πρότερον παθεῖν, ταῦτα λέγοντος, τὸν
εὐτολμότατον
καὶ ἀρχικὸν φύσει καὶ δυνατὸν εἰπεῖν – ἦν δὲ καθ' ἡλικίαν ἀπὸ τοῦ
πρώτου τέταρτος – προστησάμενοι διερμηνεύειν ἔπεισαν τὰ δοκοῦντα
πᾶσιν. ἐδόκει δὲ τῶν μὲν ἀναγκαίων ὑστεριζόντων – ὁ γὰρ κομισθεὶς
πρότερος σῖτος ἐπιλελοίπει – , κρατοῦντος δὲ τοῦ λιμοῦ καὶ πιέζοντος,
ὠνησομένους ἀπιέναι, μὴ βαδιεῖσθαι δὲ τοῦ νεωτάτου καταμένοντος·
τὸν γὰρ τῆς χώρας ἐπίτροπον ἀπηγορευκέναι δίχα τούτου παραγενέσθαι.
λογισάμενος δὲ ἅτε σοφὸς ἀνήρ, ὡς ἔστιν ἄμεινον ἕνα προέσθαι τῷ
τοῦ μέλλοντος ἀδήλῳ καὶ ἀμφιβόλῳ πρὸ τῆς ὁμολογουμένης τῶν
τοσούτων
ἀπωλείας, ἣν ὑπομενεῖ πᾶς οἶκος ἐνδείᾳ πιεσθείς, ἀνιάτῳ νόσῳ, φησὶν
αὐτοῖς· “ἀλλ' εἰ τῆς ἐμῆς βουλήσεως ἐπικρατέστερα τὰ τῆς ἀνάγκης
ἐστίν,

Φίλων Ιουδαίος. De specialibus legibus (lib. i–iv) (0018: 024)


“Philonis Alexandrini opera quae supersunt, vol. 5”, Ed. Cohn, L.
Berlin: Reimer, 1906, Repr. 1962.Book 1, Sec. 179, line 4

δύο μόσχους, ἐπειδὴ δύο κινήσεις εἰσὶ σελήνης ἀεὶ διαυλοδρομούσης,


ἡ μὲν κατ' αὔξησιν ἄχρι πλησιφαοῦς, ἡ δὲ κατὰ μείωσιν ἄχρι συνόδου,
τὸν δ' ἕνα κριόν, ἐπειδὴ λόγος εἷς ἐστι, καθ' ὃν αὔξεταί τε καὶ μειοῦται
τοῖς ἴσοις διαστήμασι καὶ φωτιζομένη καὶ ἐπιλείπουσα, τοὺς δὲ ἑπτὰ
ἀμνούς, ὅτι καθ' ἑβδομάδας ἐπιδέχεται τοὺς τελείους σχηματισμούς,
πρώτῃ μὲν ἑβδομάδι τῇ ἀπὸ συνόδου τὸν διχότομον, δευτέρᾳ δὲ τὸν
πλησιφαῆ, καὶ ὅταν ἀνακάμπτῃ πάλιν, εἰς διχότομον τὸ πρῶτον, ἔπειτ'
εἰς σύνοδον ἀπολήγει. μετὰ δὲ τῶν ἱερείων σεμίδαλιν ἀναδεδευμένην
ἐλαίῳ προσφέρειν καὶ οἶνον εἰς σπονδὰς μέτροις ὡρισμένοις διετάξατο,
διότι καὶ ταῦτα σελήνης περιόδοις κατὰ τὰς ἐτησίους ὥρας τελεσφο-
ρεῖται διαφερόντως τοὺς καρποὺς πεπαινούσης, σῖτος δὲ καὶ οἶνος καὶ  
ἔλαιον, βιωφελέσταται οὐσίαι καὶ πρὸς χρῆσιν ἀνθρώποις ἀναγκαιόταται,
212

πάσαις εἰκότως θυσίαις συγκαθιεροῦνται.


 Τῇ δ' ἱερομηνίᾳ διττὰ θύματα προσάγεται προσηκόντως, ἐπεὶ καὶ
διττὸς ὁ περὶ αὐτῆς λόγος, ὁ μὲν ὡς νουμηνίας, ὁ δὲ ὡς ἱερομηνίας.
ᾗ μὲν οὖν νουμηνία, τὰ ἴσα ταῖς ἄλλαις ἱερουργεῖσθαι διείρηται, ᾗ δὲ
καὶ ἱερομηνία, διπλασιάζεται τὰ δῶρα, δίχα τῶν μόσχων· εἷς γὰρ
ἀντὶ δυεῖν προσάγεται, τοῦ βραβευτοῦ δικαιώσαντος ἀδιαιρέτῳ φύσει
μονάδος πρὸ διαιρετῆς δυάδος χρήσασθαι ἐν ἀρχῇ τοῦ ἐνιαυτοῦ.
 Ἐν δὲ τῷ πρώτῳ καιρῷ – πρῶτον δὲ καιρὸν τὴν ἐαρινὴν ὥραν
καὶ ἰσημερίαν καλεῖ – προστάξας ἑπτὰ ἡμέρας ἑορτὴν

Φίλων Ιουδαίος. De specialibus legibus (lib. i-iv) Book 2, Sec. 186, line
2

τρόπον ταῖς ἄλλαις φυλαῖς τὸ ἐπιβάλλον μέρος δανεισάμενοι. σύμβολον


δ' ἐστὶ καὶ ἄλλων ἡ ζύμη δυεῖν· ἑνὸς μὲν ἐντελεστάτης καὶ ὁλοκλήρου
τροφῆς, ἧς οὐκ ἔστιν εὑρεῖν ἐν τῇ καθ' ἡμέραν χρήσει κρείττονα καὶ
λυσιτελεστέραν· κράτιστος δὲ καὶ ὁ τοῦ σίτου καρπὸς ἐν σπαρτοῖς, ὡς
ἁρμόττειν ὑπὲρ τοῦ ἀρίστου ποιεῖσθαι τὴν ἀρίστην ἀπαρχήν. ἕτερον  
δὲ συμβολικώτερον· πᾶν τὸ ἐζυμωμένον ἐπαίρεται· χαρὰ δὲ ψυχῆς
ἐστιν εὔλογος ἔπαρσις· ἐπ' οὐδενὶ δὲ τῶν ὄντων μᾶλλον χαίρειν πέφυκεν
ἄνθρωπος ἢ εὐπορίᾳ καὶ ἀφθονίᾳ τῶν ἀναγκαίων· ἐφ' οἷς ἄξιον γεγη-
θότας εὐχαριστεῖν, ποιουμένους ἀοράτου τῆς περὶ τὴν διάνοιαν εὐπα-
θείας αἰσθητὴν διὰ τῶν ἐζυμωμένων ἄρτων εὐχαριστίαν. ἄρτοι δ' εἰσὶν
[ἀλλ' οὐ σῖτος] ἡ ἀπαρχή, διὰ τὸ μηδὲν ἔτι ἐνδεῖν τῶν εἰς ἀπόλαυσιν
τροφῆς, σίτου γεγονότος· λέγεται γὰρ ὅτι τῶν σπαρτῶν ἁπάντων τελευ-
ταῖος ὁ πυρὸς γεννᾶσθαι πέφυκε καὶ πρὸς ἄμητον παρίστασθαι. δύο
δ' εἰσὶν ἄριστα δυοῖν χρόνων χαριστήρια, τοῦ τε παρεληλυθότος, ἐν ᾧ
τῶν
ἐξ ἐνδείας καὶ λιμοῦ κακῶν οὐκ ἐπειράθημεν ἐν εὐετηρίᾳ διάγοντες, καὶ
τοῦ μέλλοντος, διότι τὰς εἰς αὐτὸν χορηγίας καὶ παρασκευὰς εὐτρεπι-
σάμεθα καὶ γέμοντες χρηστῶν ἐλπίδων ταμιευόμεθα τὰς τοῦ θεοῦ
δωρεὰς εἰς τὴν καθ' ἡμέραν προφέροντες αἰεὶ δίαιταν, ὅσων ἂν ᾖ
χρεία κατὰ νόμους τῆς οἰκονομικῆς ἀρετῆς.
 

Αριστοφάνης κωμικός. ., Acharnenses (0019: 001)


“Aristophane, vol. 1”, Ed. Coulon, V., van Daele, M.
Paris: Les Belles Lettres, 1923, Repr. 1967 (1st edn. corr.).
Line 758

{ΔΙ.} Πῶς ἔχετε;


213

{ΜΕ.} Διαπεινᾶμες ἀεὶ ποττὸ πῦρ.


{ΔΙ.} Ἀλλ' ἡδύ τοι νὴ τὸν Δί', ἢν αὐλὸς παρῇ.
Τί δ' ἄλλο πράττεθ' οἱ Μεγαρῆς νῦν;
{ΜΕ.} Οἷα δή.
Ὅκα μὲν ἐγὼν τηνῶθεν ἐμπορευόμαν,
τὤνδρες πρόβουλοι τοῦτ' ἔπρασσον τᾷ πόλι,
ὅπως τάχιστα καὶ κάκιστ' ἀπολοίμεθα.
{ΔΙ.} Αὐτίκ' ἄρ' ἀπαλλάξεσθε πραγμάτων.
{ΜΕ.} Σά μάν;
{ΔΙ.} Τί δ' ἄλλο Μεγαροῖ; Πῶς ὁ σῖτος ὤνιος;
{ΜΕ.} Πὰρ ἁμὲ πολυτίματος ᾇπερ τοὶ θεοί.  
{ΔΙ.} Ἅλας οὖν φέρεις;
{ΜΕ.} Οὐχ ὑμὲς αὐτῶν ἄρχετε;
{ΔΙ.} Οὐδὲ σκόροδα;
{ΜΕ.} Ποῖα σκόροδ'; Ὑμὲς τῶν ἀεί,
ὅκκ' εἰσβάλητε, τὼς ἀρωραῖοι μύες,
πάσσακι τὰς ἄγλιθας ἐξορύσσετε.

Αριστοφάνης κωμικός. ., Lysistrata (0019: 007)


“Aristophane, vol. 3”, Ed. Coulon, V., van Daele, M.
Paris: Les Belles Lettres, 1928, Repr. 1967 (1st edn. corr.).Line 1203

Πᾶσιν ὑμῖν λέγω λαμβάνειν τῶν ἐμῶν


χρημάτων νῦν ἔνδοθεν, καὶ
μηδὲν οὕτως εὖ σεσημάν-
θαι τὸ μὴ οὐχὶ
τοὺς ῥύπους ἀνασπάσαι,
χἄττ' ἂν ἔνδον ᾖ φορεῖν.  
Ὄψεται δ' οὐδὲν σκοπῶν, εἰ
μή τις ὑμῶν
ὀξύτερον ἐμοῦ βλέπει.
      
Εἰ δέ τῳ μὴ σῖτος ὑμῶν {Ant. 2.}
ἐστι, βόσκει δ' οἰκέτας καὶ
σμικρὰ πολλὰ παιδία,
ἔστι παρ' ἐμοῦ λαβεῖν πυρίδια λεπτὰ μέν, ὁ δ'
ἄρτος ἀπὸ χοίνικος ἰδεῖν μάλα νεανίας.
Ὅστις οὖν βούλεται τῶν πενήτων ἴτω
εἰς ἐμοῦ σάκους ἔχων καὶ
κωρύκους· ὡς λήψεται πυ-
ρούς. Ὁ Μανῆς δ'
οὑμὸς αὐτοῖς ἐμβαλεῖ.
Πρός γε μέντοι τὴν θύραν
214

Andocides Orat., De reditu suo (0027: 002)“Andocide. Discours”, Ed.


Dalmeyda, G.Paris: Les Belles Lettres, 1930, Repr. 1966.Sec. 20, line 4

ἢ εἰ ὑμᾶς δέοι ἀκούσαντάς τι ἐν τῷ παραχρῆμα νῦν δια-


βουλεύσασθαι. Οἱ μέν γε σχολῇ περὶ τῶν εἰσαγγελλομένων
σκοποῦνται, ὑπάρχει τε αὐτοῖς, ἐάν τι ἐξαμαρτάνωσιν,
αἰτίαν ἔχειν καὶ λόγον αἰσχρὸν ἐκ τῶν ἄλλων πολιτῶν·
ὑμῖν δὲ οὐκ εἰσὶν ἕτεροι ὑφ' ὧν αἰτίαν ἂν ἔχοιτε· τὰ
γὰρ ὑμέτερα αὐτῶν ἐφ' ὑμῖν δικαίως ἐστὶ καὶ εὖ καὶ
κακῶς, ἐὰν βούλησθε, διαθέσθαι.
         Ἅ γε μέντοι ἔξω
τῶν ἀπορρήτων οἷόν τέ μοί ἐστιν εἰπεῖν εἰς ὑμᾶς ἤδη
πεπραγμένα, ἀκούσεσθε. Ἐπίστασθε γάρ που ὡς ἠγγέλθη
ὑμῖν ὅτι οὐ μέλλει ἐκ Κύπρου σῖτος ἥξειν ἐνταῦθα· ἐγὼ
τοίνυν τοιοῦτός τε καὶ τοσοῦτος ἐγενόμην, ὥστε τοὺς
ἄνδρας τοὺς ταῦτα βουλεύσαντας ἐφ' ὑμῖν καὶ πράξαντας
ψευσθῆναι τῆς αὑτῶν γνώμης.
         Καὶ ὡς μὲν ταῦτα
διεπράχθη, οὐδὲν προὔργου ἀκοῦσαι ὑμῖν· τάδε δὲ νυνὶ
βούλομαι ὑμᾶς εἰδέναι, ὅτι αἱ μέλλουσαι νῆες ἤδη σιτα-
γωγοὶ καταπλεῖν εἰς τὸν Πειραιᾶ εἰσιν ὑμῖν τέτταρες καὶ
δέκα, αἱ δὲ λοιπαὶ τῶν ἐκ Κύπρου ἀναχθεισῶν ἥξουσιν
ἁθρόαι οὐ πολὺ ὕστερον. Ἐδεξάμην δ' ἂν ἀντὶ πάντων
χρημάτων εἶναι ἐν ἀσφαλεῖ φράσαι πρὸς ὑμᾶς ἃ καὶ τῇ

Dinarchus Orat., Frag. (0029: 007)“Dinarchi orationes cum


fragmentis”, Ed. Conomis, N.C.Leipzig: Teubner, 1975.Oration 19,
frag.10, line 3

δ' εἰς ἄστυ, εἶχον δὲ τὴν ἐπιμέλειαν ὅπως δίκαια ᾖ τὰ


μέτρα τῶν πωλούντων, ὡς καὶ Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Ἀθη-
ναίων πολιτείᾳ (51, 2) δηλοῖ. cf. Pollux 4, 167 καὶ Δεί-
ναρχος μετρονόμου τοῦ ἐπὶ τῶν μέτρων.
 Harpocr. s. v. μυλωθρός· ὁ μυλῶνα κεκτημένος
καὶ ἐργαζόμενος ἐν αὐτῷ· Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Καλλι-
σθένους πολλάκις. ἔστι δὲ καὶ παρὰ τοῖς κωμικοῖς πολὺ
τοὔνομα.
 Harpocr. s. v. σιτοφύλακες· Δείναρχος ἐν τῇ
Κατὰ Καλλισθένους εἰσαγγελίᾳ· ἀρχή τις ἦν Ἀθήνησιν
ἥτις ἐπεμελεῖτο ὅπως ὁ σῖτος δικαίως πραθήσεται καὶ τὰ
215

ἄλφιτα καὶ οἱ ἄρτοι. ἦσαν δὲ τὸν ἀριθμὸν ιʹ, εʹ μὲν ἐν


ἄστει, εʹ δ' ἐν Πειραιεῖ, ὡς Ἀριστοτέλης ἐν Ἀθηναίων
πολιτείᾳ (51, 3).
 Harpocr. s. v. τεταρτημόριον (= Bachm. Anecd.
385, 11)· Δείναρχος ἐν τῇ Κατὰ Καλλισθένους εἰσαγγελίᾳ.  
τεταρτημόριόν ἐστι τὸ τέταρτον μέρος τοῦ ὀβολοῦ, τουτ-
έστι χαλκοῖ βʹ.
 Harpocr. s. v. τριτημόριον· Δείναρχος Κατὰ
Καλλισθένους. ὅτι δὲ τριτημόριόν ἐστιν ϛʹ χαλκοῖ Φιλή-
μων ἐν ἀρχῇ τοῦ Σαρδίου (fr. 74, 2 K.) διδάσκει.

Ξενοφών. , Ελληνικά. (0032: 001)“Xenophontis opera omnia, vol. 1”,


Ed. Marchant, E.C.Oxford: Clarendon Press, 1900, Repr. 1968.Book 1,
ch. 1, Sec. 35, line 4

συλλος δὲ ἐξαγαγὼν Ἀθηναίους καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς ἐν τῇ


πόλει ὄντας ἅπαντας παρέταξε παρὰ τὸ Λύκειον γυμνάσιον,
ὡς μαχούμενος, ἂν προσίωσιν. ἰδὼν δὲ ταῦτα Ἆγις ἀπήγαγε
ταχέως, καί τινες αὐτῶν ὀλίγοι τῶν ἐπὶ πᾶσιν ὑπὸ τῶν ψιλῶν
ἀπέθανον. οἱ οὖν Ἀθηναῖοι τῷ Θρασύλλῳ διὰ ταῦτα ἔτι
προθυμότεροι ἦσαν ἐφ' ἃ ἧκε, καὶ ἐψηφίσαντο ὁπλίτας τε
αὐτὸν καταλέξασθαι χιλίους, ἱππέας δὲ ἑκατόν, τριήρεις δὲ
πεντήκοντα. Ἆγις δὲ ἐκ τῆς Δεκελείας ἰδὼν πλοῖα πολλὰ
σίτου εἰς Πειραιᾶ καταθέοντα, οὐδὲν ὄφελος ἔφη εἶναι τοὺς
μετ' αὐτοῦ πολὺν ἤδη χρόνον Ἀθηναίους εἴργειν τῆς γῆς,
εἰ μή τις σχήσοι καὶ ὅθεν ὁ κατὰ θάλατταν σῖτος φοιτᾷ·
κράτιστόν τε εἶναι καὶ Κλέαρχον τὸν Ῥαμφίου πρόξενον
ὄντα Βυζαντίων πέμψαι εἰς Καλχηδόνα τε καὶ Βυζάντιον.
δόξαντος δὲ τούτου, πληρωθεισῶν νεῶν ἔκ τε Μεγάρων καὶ
παρὰ τῶν ἄλλων συμμάχων πεντεκαίδεκα στρατιωτίδων
μᾶλλον ἢ ταχειῶν ᾤχετο. καὶ αὐτοῦ τῶν νεῶν τρεῖς ἀπόλ-
λυνται ἐν τῷ Ἑλλησπόντῳ ὑπὸ τῶν Ἀττικῶν ἐννέα νεῶν,  
αἳ ἀεὶ ἐνταῦθα τὰ πλοῖα διεφύλαττον, αἱ δ' ἄλλαι ἔφυγον
εἰς Σηστόν, ἐκεῖθεν δὲ εἰς Βυζάντιον ἐσώθησαν. καὶ
ὁ ἐνιαυτὸς ἔληγεν, ἐν ᾧ Καρχηδόνιοι Ἀννίβα ἡγουμένου
στρατεύσαντες ἐπὶ Σικελίαν δέκα μυριάσι στρατιᾶς αἱροῦσιν

Ξενοφών. , Ελληνικά. Book 2, ch. 2, Sec. 11, line 4

τὸν Πειραιᾶ ναυσὶ πεντήκοντα καὶ ἑκατόν, καὶ τὰ πλοῖα


εἶργε τοῦ εἴσπλου.
216

 Οἱ δ' Ἀθηναῖοι πολιορκούμενοι κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατ-


ταν ἠπόρουν τί χρὴ ποιεῖν, οὔτε νεῶν οὔτε συμμάχων αὐτοῖς
ὄντων οὔτε σίτου· ἐνόμιζον δὲ οὐδεμίαν εἶναι σωτηρίαν εἰ
μὴ παθεῖν ἃ οὐ τιμωρούμενοι ἐποίησαν, ἀλλὰ διὰ τὴν ὕβριν
ἠδίκουν ἀνθρώπους μικροπολίτας οὐδ' ἐπὶ μιᾷ αἰτίᾳ ἑτέρᾳ ἢ
ὅτι ἐκείνοις συνεμάχουν. διὰ ταῦτα τοὺς ἀτίμους ἐπιτίμους
ποιήσαντες ἐκαρτέρουν, καὶ ἀποθνῃσκόντων ἐν τῇ πόλει λιμῷ
πολλῶν οὐ διελέγοντο περὶ διαλλαγῆς. ἐπεὶ δὲ παντελῶς
ἤδη ὁ σῖτος ἐπελελοίπει, ἔπεμψαν πρέσβεις παρ' Ἆγιν,
βουλόμενοι σύμμαχοι εἶναι Λακεδαιμονίοις ἔχοντες τὰ τείχη
καὶ τὸν Πειραιᾶ, καὶ ἐπὶ τούτοις συνθήκας ποιεῖσθαι. ὁ δὲ
αὐτοὺς εἰς Λακεδαίμονα ἐκέλευεν ἰέναι· οὐ γὰρ εἶναι κύριος
αὐτός. ἐπεὶ δ' ἀπήγγειλαν οἱ πρέσβεις ταῦτα τοῖς Ἀθη-
ναίοις, ἔπεμψαν αὐτοὺς εἰς Λακεδαίμονα. οἱ δ' ἐπεὶ ἦσαν
ἐν Σελλασίᾳ [πλησίον τῆς Λακωνικῆς] καὶ ἐπύθοντο οἱ ἔφοροι
αὐτῶν ἃ ἔλεγον, ὄντα οἷάπερ καὶ πρὸς Ἆγιν, αὐτόθεν αὐ-
τοὺς ἐκέλευον ἀπιέναι, καὶ εἴ τι δέονται εἰρήνης, κάλλιον
ἥκειν βουλευσαμένους. οἱ δὲ πρέσβεις ἐπεὶ ἧκον οἴκαδε
καὶ ἀπήγγειλαν ταῦτα εἰς τὴν πόλιν, ἀθυμία ἐνέπεσε πᾶσιν·

Ξενοφών. , Ελληνικά. Book 3, ch. 2, Sec. 11, line 6

ἐκτειχίσασι, καὶ τοῖς ἄλλοις ὡς ἕκαστοι ἄξιοι εἶεν, ἀπετέλεσε


τὸ τεῖχος ἀρξάμενος ἀπὸ ἠρινοῦ χρόνου πρὸ ὀπώρας. καὶ
ἐποίησεν ἐντὸς τοῦ τείχους ἕνδεκα μὲν πόλεις, πολλοὺς δὲ
λιμένας, πολλὴν δὲ κἀγαθὴν σπόριμον, πολλὴν δὲ πεφυτευ-
μένην, παμπλήθεις δὲ καὶ παγκάλας νομὰς παντοδαποῖς
κτήνεσι. ταῦτα δὲ πράξας διέβαινε πάλιν εἰς τὴν Ἀσίαν.
 Ἐπισκοπῶν δὲ τὰς πόλεις ἑώρα τὰ μὲν ἄλλα καλῶς
ἐχούσας, Χίων δὲ φυγάδας ηὗρεν Ἀταρνέα ἔχοντας χωρίον
ἰσχυρόν, καὶ ἐκ τούτου ὁρμωμένους φέροντας καὶ ἄγοντας
τὴν Ἰωνίαν, καὶ ζῶντας ἀπὸ τούτου. πυθόμενος δὲ ὅτι
πολὺς σῖτος ἐνῆν αὐτοῖς, περιστρατοπεδευσάμενος ἐπολιόρκει·
καὶ ἐν ὀκτὼ μησὶ παραστησάμενος αὐτούς, καταστήσας ἐν
αὐτῷ Δράκοντα Πελληνέα ἐπιμελητήν, καὶ κατασκευάσας
ἐν τῷ χωρίῳ ἔκπλεω πάντα τὰ ἐπιτήδεια, ἵνα εἴη αὐτῷ
καταγωγή, ὁπότε ἀφικνοῖτο, ἀπῆλθεν εἰς Ἔφεσον, ἣ ἀπέχει
ἀπὸ Σάρδεων τριῶν ἡμερῶν ὁδόν.
 Καὶ μέχρι τούτου τοῦ χρόνου ἐν εἰρήνῃ διῆγον Τισσαφέρνης
τε καὶ Δερκυλίδας καὶ οἱ ταύτῃ Ἕλληνες καὶ οἱ βάρβαροι.
ἐπεὶ δὲ ἀφικνούμενοι πρέσβεις εἰς Λακεδαίμονα ἀπὸ τῶν
217

Ἰωνίδων πόλεων ἐδίδασκον ὅτι εἴη ἐπὶ Τισσαφέρνει, εἰ


βούλοιτο, ἀφιέναι αὐτονόμους τὰς Ἑλληνίδας πόλεις·

Ξενοφών. , Ελληνικά. Book 3, ch. 2, Sec. 17, line 5

καὶ τὸ ἱππικὸν μάλα πολύ, τὸ μὲν Τισσαφέρνους ἐπὶ τῷ


δεξιῷ κέρατι, τὸ δὲ Φαρναβάζου ἐπὶ τῷ εὐωνύμῳ. ὡς δὲ
ταῦτα ᾔσθετο ὁ Δερκυλίδας, τοῖς μὲν ταξιάρχοις καὶ τοῖς
λοχαγοῖς εἶπε παρατάττεσθαι τὴν ταχίστην εἰς ὀκτώ, τοὺς
δὲ πελταστὰς ἐπὶ τὰ κράσπεδα ἑκατέρωθεν καθίστασθαι καὶ
τοὺς ἱππέας, ὅσους γε δὴ καὶ οἵους ἐτύγχανεν ἔχων· αὐτὸς
δὲ ἐθύετο. ὅσον μὲν δὴ ἦν ἐκ Πελοποννήσου στράτευμα,
ἡσυχίαν εἶχε καὶ παρεσκευάζετο ὡς μαχούμενον· ὅσοι δὲ
ἦσαν ἀπὸ Πριήνης τε καὶ Ἀχιλλείου καὶ ἀπὸ νήσων καὶ
τῶν Ἰωνικῶν πόλεων, οἱ μέν τινες καταλιπόντες ἐν τῷ σίτῳ
τὰ ὅπλα ἀπεδίδρασκον· καὶ γὰρ ἦν βαθὺς ὁ σῖτος ἐν τῷ  
Μαιάνδρου πεδίῳ· ὅσοι δὲ καὶ ἔμενον, δῆλοι ἦσαν οὐ
μενοῦντες. τὸν μὲν οὖν Φαρνάβαζον ἐξηγγέλλετο μάχεσθαι
κελεύειν· ὁ μέντοι Τισσαφέρνης τό τε Κύρειον στράτευμα
καταλογιζόμενος ὡς ἐπολέμησεν αὐτοῖς καὶ τούτῳ πάντας
νομίζων ὁμοίους εἶναι τοὺς Ἕλληνας, οὐκ ἐβούλετο μάχεσθαι,
ἀλλὰ πέμψας πρὸς Δερκυλίδαν εἶπεν ὅτι εἰς λόγους βούλοιτο
αὐτῷ ἀφικέσθαι. καὶ ὁ Δερκυλίδας λαβὼν τοὺς κρατίστους
τὰ εἴδη τῶν περὶ αὐτὸν καὶ ἱππέων καὶ πεζῶν προῆλθε πρὸς
τοὺς ἀγγέλους, καὶ εἶπεν· Ἀλλὰ παρεσκευάσμην μὲν ἔγωγε
μάχεσθαι, ὡς ὁρᾶτε· ἐπεὶ μέντοι ἐκεῖνος βούλεται εἰς λόγους

Ξενοφών. , Ελληνικά. Book 5, ch. 2, Sec. 4, line 7

ταύτης τῆς στρατηγίας, λέγων ὅτι τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἡ τῶν


Μαντινέων πόλις πολλὰ ὑπηρετήκοι ἐν τοῖς πρὸς Μεσσήνην
πολέμοις· Ἀγησίπολις δὲ ἐξήγαγε τὴν φρουρὰν καὶ μάλα
Παυσανίου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ φιλικῶς ἔχοντος πρὸς τοὺς ἐν
Μαντινείᾳ τοῦ δήμου προστάτας. ὡς δὲ ἐνέβαλε, πρῶτον
μὲν τὴν γῆν ἐδῄου. ἐπεὶ δὲ οὐδ' οὕτω καθῄρουν τὰ τείχη,
τάφρον ὤρυττε κύκλῳ περὶ τὴν πόλιν, τοῖς μὲν ἡμίσεσι τῶν  
στρατιωτῶν προκαθημένοις σὺν τοῖς ὅπλοις τῶν ταφρευόν-
των, τοῖς δ' ἡμίσεσιν ἐργαζομένοις. ἐπεὶ δὲ ἐξείργαστο ἡ
τάφρος, ἀσφαλῶς ἤδη κύκλῳ τεῖχος περὶ τὴν πόλιν ᾠκοδό-
218

μησεν. αἰσθόμενος δὲ ὅτι ὁ σῖτος ἐν τῇ πόλει πολὺς ἐνείη,


εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει, καὶ νομίσας χαλεπὸν
ἔσεσθαι, εἰ δεήσει πολὺν χρόνον τρύχειν στρατείαις τήν τε
πόλιν καὶ τοὺς συμμάχους, ἀπέχωσε τὸν ῥέοντα ποταμὸν
διὰ τῆς πόλεως μάλ' ὄντα εὐμεγέθη. ἐμφραχθείσης δὲ τῆς
ἀπορροίας ᾔρετο τὸ ὕδωρ ὑπέρ τε τῶν ὑπὸ ταῖς οἰκίαις καὶ
ὑπὲρ τῶν ὑπὸ τῷ τείχει θεμελίων. βρεχομένων δὲ τῶν κάτω
πλίνθων καὶ προδιδουσῶν τὰς ἄνω, τὸ μὲν πρῶτον ἐρρή-
γνυτο τὸ τεῖχος, ἔπειτα δὲ καὶ ἐκλίνετο. οἱ δὲ χρόνον μέν
τινα ξύλα ἀντήρειδον καὶ ἐμηχανῶντο ὡς μὴ πίπτοι ὁ πύργος·
ἐπεὶ δὲ ἡττῶντο τοῦ ὕδατος, δείσαντες μὴ πεσόντος πῃ τοῦ

Ξενοφών. , Ελληνικά. Book 5, ch. 3, Sec. 21, line 2

 Ἀγησίλαος δὲ τοῦτο ἀκούσας οὐχ ᾗ τις ἂν ᾤετο ἐφήσθη


ὡς ἀντιπάλῳ, ἀλλὰ καὶ ἐδάκρυσε καὶ ἐπόθησε τὴν συνουσίαν.
συσκηνοῦσι μὲν γὰρ δὴ βασιλεῖς ἐν τῷ αὐτῷ, ὅταν οἴκοι
ὦσιν. ὁ δὲ Ἀγησίπολις τῷ Ἀγησιλάῳ ἱκανὸς μὲν ἦν καὶ
ἡβητικῶν καὶ θηρευτικῶν καὶ ἱππικῶν καὶ παιδικῶν λόγων
μετέχειν· πρὸς δὲ τούτοις καὶ ὑπῃδεῖτο αὐτὸν ἐν τῇ συσκηνίᾳ,
ὥσπερ εἰκὸς πρεσβύτερον. καὶ οἱ μὲν Λακεδαιμόνιοι ἀντ'
ἐκείνου Πολυβιάδην ἁρμοστὴν ἐπὶ τὴν Ὄλυνθον ἐκπέμ-
πουσιν.
 Ὁ δ' Ἀγησίλαος ἤδη μὲν ὑπερέβαλε τὸν χρόνον, ὅσου
ἐλέγετο ἐν [τῇ] Φλειοῦντι σῖτος εἶναι· τοσοῦτον γὰρ ἐγκράτεια
γαστρὸς διαφέρει ὥστε οἱ Φλειάσιοι τὸν ἥμισυν ψηφισάμενοι
σῖτον τελεῖν ἢ πρόσθεν, καὶ ποιοῦντες τοῦτο τὸν διπλάσιον
τοῦ εἰκότος χρόνον πολιορκούμενοι διήρκεσαν. καὶ τόλμα
δὲ ἀτολμίας ἔσθ' ὅτε τοσοῦτον διαφέρει ὥστε Δελφίων τις,
λαμπρὸς δοκῶν εἶναι, λαβὼν πρὸς αὑτὸν τριακοσίους ἄνδρας
Φλειασίων ἱκανὸς μὲν ἦν κωλύειν τοὺς βουλομένους εἰρήνην
ποιεῖσθαι, ἱκανὸς δὲ οἷς ἠπίστει εἴρξας φυλάττειν, ἐδύνατο
δὲ εἴς τε τὰς φυλακὰς ἀναγκάζειν τὸ πλῆθος ἰέναι καὶ τούτους
ἐφοδεύων πιστοὺς παρέχεσθαι. πολλάκις δὲ μεθ' ὧν εἶχε
περὶ αὑτὸν καὶ ἐκθέων ἀπέκρουε φύλακας ἄλλοτ' ἄλλῃ τοῦ

Ξενοφών. , Ελληνικά. Book 5, ch. 4, Sec. 56, line 7

μὲν οὖν οὐκ ἐπέτρεψε· διαλλάξας δὲ αὐτοὺς καὶ ὅρκους


ὀμόσαι ἀλλήλοις ἀναγκάσας, οὕτως ἀπῆλθε πάλιν διὰ τοῦ
Κιθαιρῶνος τὴν ἐπὶ Μέγαρα. καὶ ἐκεῖθεν τοὺς μὲν συμμά-
219

χους ἀφῆκε, τὸ δὲ πολιτικὸν στράτευμα οἴκαδε ἀπήγαγε.


 Μάλα δὲ πιεζόμενοι οἱ Θηβαῖοι σπάνει σίτου διὰ τὸ
δυοῖν ἐτοῖν μὴ εἰληφέναι καρπὸν ἐκ τῆς γῆς, πέμπουσιν ἐπὶ
δυοῖν τριήροιν ἄνδρας εἰς Παγασὰς ἐπὶ σῖτον δέκα τάλαντα
δόντες. Ἀλκέτας δὲ ὁ Λακεδαιμόνιος φυλάττων Ὠρεόν, ἐν
ᾧ ἐκεῖνοι τὸν σῖτον συνεωνοῦντο, ἐπληρώσατο τρεῖς τριή-
ρεις, ἐπιμεληθεὶς ὅπως μὴ ἐξαγγελθείη. ἐπεὶ δὲ ἀπήγετο
ὁ σῖτος, λαμβάνει ὁ Ἀλκέτας τόν τε σῖτον καὶ τὰς
τριήρεις, καὶ τοὺς ἄνδρας ἐζώγρησεν οὐκ ἐλάττους ἢ τρια-
κοσίους. τούτους δὲ εἶρξεν ἐν τῇ ἀκροπόλει, οὗπερ αὐτὸς
ἐσκήνου. ἀκολουθοῦντος δέ τινος τῶν Ὠρειτῶν παιδός,
ὡς ἔφασαν, μάλα καλοῦ τε κἀγαθοῦ, καταβαίνων ἐκ τῆς
ἀκροπόλεως περὶ τοῦτον ἦν. καταγνόντες δὲ οἱ αἰχμά-
λωτοι τὴν ἀμέλειαν, καταλαμβάνουσι τὴν ἀκρόπολιν, καὶ  
ἡ πόλις ἀφίσταται· ὥστ' εὐπόρως ἤδη οἱ Θηβαῖοι σῖτον
παρεκομίζοντο.

Ξενοφών. , Ελληνικά. Book 5, ch. 4, Sec. 62, line 1

στράτευμα διαβιβάζειν, εἰ μὲν βούλοιντο, ἐπὶ Φωκέων, εἰ


δὲ βούλοιντο, ἐπὶ Κρεύσιος. ταῦτα δὲ λογισάμενοι ἑξήκοντα  
μὲν τριήρεις ἐπλήρωσαν, Πόλλις δ' αὐτῶν ναύαρχος ἐγένετο.
καὶ μέντοι οὐκ ἐψεύσθησαν οἱ ταῦτα γνόντες, ἀλλ' οἱ Ἀθη-
ναῖοι ἐπολιορκοῦντο· τὰ γὰρ σιταγωγὰ αὐτοῖς πλοῖα ἐπὶ
μὲν τὸν Γεραστὸν ἀφίκετο, ἐκεῖθεν δ' οὐκέτι ἤθελε παρα-
πλεῖν, τοῦ ναυτικοῦ ὄντος τοῦ Λακεδαιμονίων περί τε Αἴγιναν
καὶ Κέω καὶ Ἄνδρον. γνόντες δ' οἱ Ἀθηναῖοι τὴν ἀνάγκην,
ἐνέβησαν αὐτοὶ εἰς τὰς ναῦς, καὶ ναυμαχήσαντες πρὸς
τὸν Πόλλιν Χαβρίου ἡγουμένου νικῶσι τῇ ναυμαχίᾳ. καὶ
ὁ μὲν σῖτος τοῖς Ἀθηναίοις οὕτω παρεκομίσθη. παρα-
σκευαζομένων δὲ τῶν Λακεδαιμονίων στράτευμα διαβιβάζειν
ἐπὶ τοὺς Βοιωτούς, ἐδεήθησαν οἱ Θηβαῖοι τῶν Ἀθηναίων
περὶ Πελοπόννησον στράτευμα πέμψαι, νομίσαντες εἰ τοῦτο
γένοιτο, οὐ δυνατὸν ἔσεσθαι τοῖς Λακεδαιμονίοις ἅμα μὲν
τὴν ἑαυτῶν χώραν φυλάττειν, ἅμα δὲ τὰς περὶ ἐκεῖνα τὰ
χωρία συμμαχίδας πόλεις, ἅμα δὲ στράτευμα διαβιβάζειν
ἱκανὸν πρὸς ἑαυτούς. καὶ οἱ Ἀθηναῖοι μέντοι ὀργιζόμενοι
τοῖς Λακεδαιμονίοις διὰ τὸ Σφοδρία ἔργον, προθύμως ἐξέ-
πεμψαν περὶ τὴν Πελοπόννησον ναῦς τε ἑξήκοντα πληρώ-
σαντες καὶ στρατηγὸν αὐτῶν Τιμόθεον ἑλόμενοι.
220

Ξενοφών. , Memorabilia (0032: 002)“Xenophontis opera omnia, vol. 2,


2nd edn.”, Ed. Marchant, E.C.Oxford: Clarendon Press, 1921, Repr.
1971.Book 3, ch. 6, Sec. 13, line 3

τούτων, ὅταν μηκέτι εἰκάζωμεν, ἀλλ' ἤδη εἰδῶμεν, τότε


συμβουλεύσομεν; Ἴσως, ἔφη ὁ Γλαύκων, βέλτιον. Εἴς γε
μήν, ἔφη, τἀργύρεια οἶδ' ὅτι οὐκ ἀφῖξαι, ὥστ' ἔχειν εἰπεῖν
δι' ὅ τι νῦν ἐλάττω ἢ πρόσθεν προσέρχεται αὐτόθεν. Οὐ γὰρ
οὖν ἐλήλυθα, ἔφη. Καὶ γὰρ νὴ Δί', ἔφη ὁ Σωκράτης,
λέγεται βαρὺ τὸ χωρίον εἶναι, ὥστε, ὅταν περὶ τούτου δέῃ
συμβουλεύειν, αὕτη σοι ἡ πρόφασις ἀρκέσει. Σκώπτομαι,
ἔφη ὁ Γλαύκων. Ἀλλ' ἐκείνου γέ τοι, ἔφη, οἶδ' ὅτι οὐκ  
ἠμέληκας, ἀλλ' ἔσκεψαι, πόσον χρόνον ἱκανός ἐστιν ὁ ἐκ
τῆς χώρας γιγνόμενος σῖτος διατρέφειν τὴν πόλιν, καὶ
πόσου εἰς τὸν ἐνιαυτὸν προσδεῖται, ἵνα μὴ τοῦτό γε λάθῃ
σέ ποτε ἡ πόλις ἐνδεὴς γενομένη, ἀλλ' εἰδὼς ἔχῃς ὑπὲρ
τῶν ἀναγκαίων συμβουλεύων τῇ πόλει βοηθεῖν τε καὶ σῴζειν
αὐτήν. Λέγεις, ἔφη ὁ Γλαύκων, παμμέγεθες πρᾶγμα, εἴ γε
καὶ τῶν τοιούτων ἐπιμελεῖσθαι δεήσει.
Ξενοφών. , Οικονομικός. (0032: 003)“Xenophontis opera omnia, vol. 2,
2nd edn.”, Ed. Marchant, E.C.Oxford: Clarendon Press, 1921, Repr.
1971.Ch. 7, Sec. 37, line 1

οἱ νεοττοὶ γένωνται, ἀποικίζει αὐτοὺς σὺν τῶν ἐπιγόνων τινὶ


ἡγεμόνι. Ἦ καὶ ἐμὲ οὖν, ἔφη ἡ γυνή, δεήσει ταῦτα ποιεῖν;
Δεήσει μέντοι σε, ἔφην ἐγώ, ἔνδον τε μένειν καὶ οἷς μὲν ἂν
ἔξω τὸ ἔργον ᾖ τῶν οἰκετῶν, τούτους συνεκπέμπειν, οἷς δ'
ἂν ἔνδον ἔργον ἐργαστέον, τούτων σοι ἐπιστατητέον, καὶ τά
τε εἰσφερόμενα ἀποδεκτέον καὶ ἃ μὲν ἂν αὐτῶν δέῃ δαπα-
νᾶν σοὶ διανεμητέον, ἃ δ' ἂν περιττεύειν δέῃ, προνοητέον
καὶ φυλακτέον ὅπως μὴ ἡ εἰς τὸν ἐνιαυτὸν κειμένη δαπάνη
εἰς τὸν μῆνα δαπανᾶται. καὶ ὅταν ἔρια εἰσενεχθῇ σοι,
ἐπιμελητέον ὅπως οἷς δεῖ ἱμάτια γίγνηται. καὶ ὅ γε ξηρὸς
σῖτος ὅπως καλῶς ἐδώδιμος γίγνηται ἐπιμελητέον. ἓν μέντοι
τῶν σοὶ προσηκόντων, ἔφην ἐγώ, ἐπιμελημάτων ἴσως ἀχα-
ριστότερον δόξει εἶναι, ὅτι, ὃς ἂν κάμνῃ τῶν οἰκετῶν, τού-
των σοι ἐπιμελητέον πάντων ὅπως θεραπεύηται. Νὴ Δί',
ἔφη ἡ γυνή, ἐπιχαριτώτατον μὲν οὖν, ἂν μέλλωσί γε οἱ
καλῶς θεραπευθέντες χάριν εἴσεσθαι καὶ εὐνούστεροι ἢ
πρόσθεν ἔσεσθαι. Καὶ ἐγώ, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, ἀγασθεὶς
αὐτῆς τὴν ἀπόκρισιν εἶπον· Ἆρά γε, ὦ γύναι, διὰ τοιαύτας
221

τινὰς προνοίας καὶ τῆς ἐν τῷ σμήνει ἡγεμόνος αἱ μέλιτται  


οὕτω διατίθενται πρὸς αὐτήν, ὥστε, ὅταν ἐκείνη ἐκλίπῃ,
οὐδεμία οἴεται τῶν μελιττῶν ἀπολειπτέον εἶναι,

Ξενοφών. , Οικονομικός. Ch. 17, Sec. 10, line 6

ἔγωγε νομίζω τῷ ἰσχυροτέρῳ πλέον ἐπιχεῖν ὕδωρ, καὶ


ἀνθρώπῳ τῷ ἰσχυροτέρῳ πλέον βάρος, ἐὰν δέῃ τι φέρειν,
ἐπιτιθέναι, κἂν δέῃ τρέφεσθαί τινας, τοῖς δυνατωτέροις
τρέφειν ἂν τοὺς πλείους προστάξαιμι. εἰ δὲ ἡ ἀσθενὴς γῆ  
ἰσχυροτέρα, ἔφην ἐγώ, γίγνεται, ἄν τις πλείονα καρπὸν αὐτῇ
ἐμβάλῃ, ὥσπερ τὰ ὑποζύγια, τοῦτο σύ με δίδασκε. Καὶ ὁ
Ἰσχόμαχος γελάσας εἶπεν· Ἀλλὰ παίζεις μὲν σύγε, ἔφη,
ὦ Σώκρατες. εὖ γε μέντοι, ἔφη, ἴσθι, ἂν μὲν ἐμβαλὼν τὸ
σπέρμα τῇ γῇ ἔπειτα ἐν ᾧ πολλὴν ἔχει τροφὴν ἡ γῆ ἀπὸ
τοῦ οὐρανοῦ χλόης γενομένης ἀπὸ τοῦ σπέρματος κατα-
στρέψῃς αὐτὸ πάλιν, τοῦτο γίγνεται σῖτος τῇ γῇ, καὶ ὥσπερ
ὑπὸ κόπρου ἰσχὺς αὐτῇ ἐγγίγνεται· ἂν μέντοι ἐκτρέφειν ἐᾷς
τὴν γῆν διὰ τέλους τὸ σπέρμα εἰς καρπόν, χαλεπὸν τῇ
ἀσθενεῖ γῇ ἐς τέλος πολὺν καρπὸν ἐκφέρειν. καὶ συὶ δὲ
ἀσθενεῖ χαλεπὸν πολλοὺς ἁδροὺς χοίρους ἐκτρέφειν. Λέγεις
σύ, ἔφην ἐγώ, ὦ Ἰσχόμαχε, τῇ ἀσθενεστέρᾳ γῇ μεῖον δεῖν
τὸ σπέρμα ἐμβαλεῖν; Ναὶ μὰ Δί', ἔφη, ὦ Σώκρατες, καὶ σύ
γε συνομολογεῖς, λέγων ὅτι νομίζεις τοῖς ἀσθενεστέροις πᾶσι
μείω προστάττειν πράγματα. Τοὺς δὲ δὴ σκαλέας, ἔφην
ἐγώ, ὦ Ἰσχόμαχε, τίνος ἕνεκα ἐμβάλλετε τῷ σίτῳ; Οἶσθα
δήπου, ἔφη, ὅτι ἐν τῷ χειμῶνι πολλὰ ὕδατα γίγνεται.

Ξενοφών. , Οικονομικός. Ch. 17, Sec. 13, line 2

τὸ σπέρμα ἐμβαλεῖν; Ναὶ μὰ Δί', ἔφη, ὦ Σώκρατες, καὶ σύ


γε συνομολογεῖς, λέγων ὅτι νομίζεις τοῖς ἀσθενεστέροις πᾶσι
μείω προστάττειν πράγματα. Τοὺς δὲ δὴ σκαλέας, ἔφην
ἐγώ, ὦ Ἰσχόμαχε, τίνος ἕνεκα ἐμβάλλετε τῷ σίτῳ; Οἶσθα
δήπου, ἔφη, ὅτι ἐν τῷ χειμῶνι πολλὰ ὕδατα γίγνεται. Τί
γὰρ οὔ; ἔφην ἐγώ. Οὐκοῦν θῶμεν τοῦ σίτου καὶ κατακρυ-
φθῆναί τινα ὑπ' αὐτῶν ἰλύος ἐπιχυθείσης καὶ ψιλωθῆναί τινας
ῥίζας ὑπὸ ῥεύματος. καὶ ὕλη δὲ πολλάκις ὑπὸ τῶν ὑδάτων
δήπου συνεξορμᾷ τῷ σίτῳ καὶ παρέχει πνιγμὸν αὐτῷ. Πάντα,
ἔφην ἐγώ, εἰκὸς ταῦτα γίγνεσθαι. Οὐκοῦν δοκεῖ σοι, ἔφη,
ἐνταῦθα ἤδη ἐπικουρίας τινὸς δεῖσθαι ὁ σῖτος; Πάνυ μὲν
222

οὖν, ἔφην ἐγώ. Τῷ οὖν κατιλυθέντι τί ἂν ποιοῦντες δοκοῦσιν


ἄν σοι ἐπικουρῆσαι; Ἐπικουφίσαντες, ἔφην ἐγώ, τὴν γῆν.
Τί δέ, ἔφη, τῷ ἐψιλωμένῳ τὰς ῥίζας; Ἀντιπροσαμησάμενοι
τὴν γῆν ἄν, ἔφην ἐγώ. Τί γάρ, ἔφη, ἂν ὕλη πνίγῃ συνεξ-
ορμῶσα τῷ σίτῳ καὶ διαρπάζουσα τοῦ σίτου τὴν τροφὴν
ὥσπερ οἱ κηφῆνες διαρπάζουσιν ἄχρηστοι ὄντες τῶν μελιττῶν
ἃ ἂν ἐκεῖναι ἐργασάμεναι τροφὴν καταθῶνται; Ἐκκόπτειν  
ἂν νὴ Δία [τὴν τροφὴν] δέοι τὴν ὕλην, ἔφην ἐγώ, ὥσπερ τοὺς
κηφῆνας ἐκ τῶν σμηνῶν ἀφαιρεῖν. Οὐκοῦν, ἔφη, εἰκότως
σοι δοκοῦμεν ἐμβαλεῖν τοὺς σκαλέας;

Ξενοφών. , Ανάβασις. (0032: 006)“Xenophontis opera omnia, vol. 3”,


Ed. Marchant, E.C.Oxford: Clarendon Press, 1904, Repr. 1961.
Book 1, ch. 5, Sec. 6, line 1

θριαῖον. ἐνταῦθα ἦν πόλις ἐρήμη, μεγάλη, ὄνομα δ' αὐτῇ


Κορσωτή· περιερρεῖτο δ' αὕτη ὑπὸ τοῦ Μάσκα κύκλῳ.
ἐνταῦθ' ἔμειναν ἡμέρας τρεῖς καὶ ἐπεσιτίσαντο. ἐντεῦθεν
ἐξελαύνει σταθμοὺς ἐρήμους τρισκαίδεκα παρασάγγας ἐνενή-  
κοντα τὸν Εὐφράτην ποταμὸν ἐν δεξιᾷ ἔχων, καὶ ἀφικνεῖται
ἐπὶ Πύλας. ἐν τούτοις τοῖς σταθμοῖς πολλὰ τῶν ὑποζυγίων
ἀπώλετο ὑπὸ λιμοῦ· οὐ γὰρ ἦν χόρτος οὐδὲ ἄλλο οὐδὲν
δένδρον, ἀλλὰ ψιλὴ ἦν ἅπασα ἡ χώρα· οἱ δὲ ἐνοικοῦντες
ὄνους ἀλέτας παρὰ τὸν ποταμὸν ὀρύττοντες καὶ ποιοῦντες
εἰς Βαβυλῶνα ἦγον καὶ ἐπώλουν καὶ ἀνταγοράζοντες σῖτον
ἔζων. τὸ δὲ στράτευμα ὁ σῖτος ἐπέλιπε, καὶ πρίασθαι οὐκ
ἦν εἰ μὴ ἐν τῇ Λυδίᾳ ἀγορᾷ ἐν τῷ Κύρου βαρβαρικῷ, τὴν
καπίθην ἀλεύρων ἢ ἀλφίτων τεττάρων σίγλων. ὁ δὲ σίγλος
δύναται ἑπτὰ ὀβολοὺς καὶ ἡμιωβέλιον Ἀττικούς· ἡ δὲ καπίθη
δύο χοίνικας Ἀττικὰς ἐχώρει. κρέα οὖν ἐσθίοντες οἱ στρα-
τιῶται διεγίγνοντο. ἦν δὲ τούτων τῶν σταθμῶν οὓς πάνυ
μακροὺς ἤλαυνεν, ὁπότε ἢ πρὸς ὕδωρ βούλοιτο διατελέσαι ἢ
πρὸς χιλόν. καὶ δή ποτε στενοχωρίας καὶ πηλοῦ φανέντος
ταῖς ἁμάξαις δυσπορεύτου ἐπέστη ὁ Κῦρος σὺν τοῖς περὶ αὐτὸν
ἀρίστοις καὶ εὐδαιμονεστάτοις καὶ ἔταξε Γλοῦν καὶ Πίγρητα
λαβόντας τοῦ βαρβαρικοῦ στρατοῦ συνεκβιβάζειν τὰς ἁμάξας.

Ξενοφών. , Ανάβασις. Book 2, ch. 3, Sec. 14, line 2

τὸν ἐπιτήδειον ἔπαισεν ἄν, καὶ ἅμα αὐτὸς προσελάμβανεν εἰς


τὸν πηλὸν ἐμβαίνων· ὥστε πᾶσιν αἰσχύνην εἶναι μὴ οὐ
223

συσπουδάζειν. καὶ ἐτάχθησαν πρὸς αὐτὸ οἱ εἰς τριάκοντα


ἔτη γεγονότες· ἐπεὶ δὲ Κλέαρχον ἑώρων σπουδάζοντα, προς-
ελάμβανον καὶ οἱ πρεσβύτεροι. πολὺ δὲ μᾶλλον ὁ Κλέαρχος
ἔσπευδεν, ὑποπτεύων μὴ αἰεὶ οὕτω πλήρεις εἶναι τὰς τάφρους
ὕδατος (οὐ γὰρ ἦν ὥρα οἵα τὸ πεδίον ἄρδειν), ἀλλ' ἵνα ἤδη πολλὰ  
προφαίνοιτο τοῖς Ἕλλησι δεινὰ εἰς τὴν πορείαν, τούτου
ἕνεκα βασιλέα ὑπώπτευεν ἐπὶ τὸ πεδίον τὸ ὕδωρ ἀφεικέναι.
πορευόμενοι δὲ ἀφίκοντο εἰς κώμας ὅθεν ἀπέδειξαν οἱ ἡγε-
μόνες λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια. ἐνῆν δὲ σῖτος πολὺς καὶ
οἶνος φοινίκων καὶ ὄξος ἑψητὸν ἀπὸ τῶν αὐτῶν. αὐταὶ δὲ
αἱ βάλανοι τῶν φοινίκων οἵας μὲν ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἔστιν
ἰδεῖν τοῖς οἰκέταις ἀπέκειντο, αἱ δὲ τοῖς δεσπόταις ἀποκεί-
μεναι ἦσαν ἀπόλεκτοι, θαυμάσιαι τοῦ κάλλους καὶ μεγέθους,
ἡ δὲ ὄψις ἠλέκτρου οὐδὲν διέφερεν· τὰς δέ τινας ξηραίνοντες
τραγήματα ἀπετίθεσαν. καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδὺ μέν,
κεφαλαλγὲς δέ. ἐνταῦθα καὶ τὸν ἐγκέφαλον τοῦ φοίνικος
πρῶτον ἔφαγον οἱ στρατιῶται, καὶ οἱ πολλοὶ ἐθαύμασαν τό
τε εἶδος καὶ τὴν ἰδιότητα τῆς ἡδονῆς. ἦν δὲ σφόδρα καὶ
τοῦτο κεφαλαλγές. ὁ δὲ φοῖνιξ ὅθεν ἐξαιρεθείη ὁ ἐγκέφαλος

Ξενοφών. , Ανάβασις. Book 2, ch. 4, Sec. 27, line 6

ὁ δὲ Κλέαρχος ἡγεῖτο μὲν εἰς δύο, ἐπορεύετο δὲ ἄλλοτε καὶ


ἄλλοτε ἐφιστάμενος· ὅσον δὲ [ἂν] χρόνον τὸ ἡγούμενον
τοῦ στρατεύματος ἐπιστήσειε, τοσοῦτον ἦν ἀνάγκη χρόνον
δι' ὅλου τοῦ στρατεύματος γίγνεσθαι τὴν ἐπίστασιν· ὥστε
τὸ στράτευμα καὶ αὐτοῖς τοῖς Ἕλλησι δόξαι πάμπολυ εἶναι,
καὶ τὸν Πέρσην ἐκπεπλῆχθαι θεωροῦντα. ἐντεῦθεν δ'
ἐπορεύθησαν διὰ τῆς Μηδίας σταθμοὺς ἐρήμους ἓξ παρα-
σάγγας τριάκοντα εἰς τὰς Παρυσάτιδος κώμας τῆς Κύρου καὶ
βασιλέως μητρός. ταύτας Τισσαφέρνης Κύρῳ ἐπεγγε-
λῶν διαρπάσαι τοῖς Ἕλλησιν ἐπέτρεψε πλὴν ἀνδραπόδων.
ἐνῆν δὲ σῖτος πολὺς καὶ πρόβατα καὶ ἄλλα χρήματα.
ἐντεῦθεν δ' ἐπορεύθησαν σταθμοὺς ἐρήμους τέτταρας παρα-
σάγγας εἴκοσι τὸν Τίγρητα ποταμὸν ἐν ἀριστερᾷ ἔχοντες.
ἐν δὲ τῷ πρώτῳ σταθμῷ πέραν τοῦ ποταμοῦ πόλις
ᾠκεῖτο μεγάλη καὶ εὐδαίμων ὄνομα Καιναί, ἐξ ἧς οἱ
βάρβαροι διῆγον ἐπὶ σχεδίαις διφθερίναις ἄρτους, τυρούς,
οἶνον.
224

Ξενοφών. , Ανάβασις. Book 3, ch. 4, Sec. 18, line 5

τῇ τότε ἀκροβολίσει· μακρότερον γὰρ οἵ τε Ῥόδιοι τῶν


Περσῶν ἐσφενδόνων καὶ τῶν τοξοτῶν· μεγάλα δὲ καὶ τόξα
τὰ Περσικά ἐστιν· ὥστε χρήσιμα ἦν ὁπόσα ἁλίσκοιτο τῶν
τοξευμάτων τοῖς Κρησί, καὶ διετέλουν χρώμενοι τοῖς τῶν
πολεμίων τοξεύμασι, καὶ ἐμελέτων τοξεύειν ἄνω ἱέντες
μακράν. ηὑρίσκετο δὲ καὶ νεῦρα πολλὰ ἐν ταῖς κώμαις
καὶ μόλυβδος, ὥστε χρῆσθαι εἰς τὰς σφενδόνας. καὶ ταύτῃ
μὲν τῇ ἡμέρᾳ, ἐπεὶ κατεστρατοπεδεύοντο οἱ Ἕλληνες κώμαις
ἐπιτυχόντες, ἀπῆλθον οἱ βάρβαροι μεῖον ἔχοντες τῇ ἀκρο-
βολίσει· τὴν δ' ἐπιοῦσαν ἡμέραν ἔμειναν οἱ Ἕλληνες καὶ
ἐπεσιτίσαντο· ἦν γὰρ πολὺς σῖτος ἐν ταῖς κώμαις. τῇ δὲ
ὑστεραίᾳ ἐπορεύοντο διὰ τοῦ πεδίου, καὶ Τισσαφέρνης εἵπετο
ἀκροβολιζόμενος. ἔνθα δὲ οἱ Ἕλληνες ἔγνωσαν πλαίσιον
ἰσόπλευρον ὅτι πονηρὰ τάξις εἴη πολεμίων ἑπομένων. ἀνάγκη
γάρ ἐστιν, ἢν συγκύπτῃ τὰ κέρατα τοῦ πλαισίου ἢ ὁδοῦ
στενοτέρας οὔσης ἢ ὀρέων ἀναγκαζόντων ἢ γεφύρας, ἐκθλί-
βεσθαι τοὺς ὁπλίτας καὶ πορεύεσθαι πονήρως ἅμα μὲν
πιεζομένους, ἅμα δὲ καὶ ταραττομένους, ὥστε δυσχρήστους
εἶναι [ἀνάγκη] ἀτάκτους ὄντας·

Ξενοφών. , Ανάβασις. Book 6, ch. 5, Sec. 20, line 3

τὸ δὲ διαβάντας ὄπισθεν νάπος χαλεπὸν ποιήσασθαι μέλ-


λοντας μάχεσθαι ἆρ' οὐχὶ καὶ ἁρπάσαι ἄξιον; τοῖς μὲν γὰρ
πολεμίοις ἐγὼ βουλοίμην ἂν εὔπορα πάντα φαίνεσθαι ὥστε
ἀποχωρεῖν· ἡμᾶς δὲ καὶ ἀπὸ τοῦ χωρίου δεῖ διδάσκεσθαι
ὅτι οὐκ ἔστι μὴ νικῶσι σωτηρία. θαυμάζω δ' ἔγωγε καὶ
τὸ νάπος τοῦτο εἴ τις μᾶλλον φοβερὸν νομίζει εἶναι τῶν
ἄλλων ὧν διαπεπορεύμεθα χωρίων. πῶς γὰρ διαβατὸν τὸ
πεδίον, εἰ μὴ νικήσομεν τοὺς ἱππέας; πῶς δὲ ἃ διεληλύ-
θαμεν ὄρη, ἢν πελτασταὶ τοσοίδε ἐφέπωνται; ἢν δὲ δὴ καὶ
σωθῶμεν ἐπὶ θάλατταν, πόσον τι νάπος ὁ Πόντος; ἔνθα
οὔτε πλοῖα ἔστι τὰ ἀπάξοντα οὔτε σῖτος ᾧ θρεψόμεθα μέ-
νοντες, δεήσει δέ, ἢν θᾶττον ἐκεῖ γενώμεθα, θᾶττον πάλιν
ἐξιέναι ἐπὶ τὰ ἐπιτήδεια. οὐκοῦν νῦν κρεῖττον ἠριστηκότας
μάχεσθαι ἢ αὔριον ἀναρίστους. ἄνδρες, τά τε ἱερὰ ἡμῖν  
καλὰ οἵ τε οἰωνοὶ αἴσιοι τά τε σφάγια κάλλιστα· ἴωμεν
ἐπὶ τοὺς ἄνδρας. οὐ δεῖ ἔτι τούτους, ἐπεὶ ἡμᾶς πάντως
εἶδον, ἡδέως δειπνῆσαι οὐδ' ὅπου ἂν θέλωσι σκηνῆσαι.
 Ἐντεῦθεν οἱ λοχαγοὶ ἡγεῖσθαι ἐκέλευον, καὶ οὐδεὶς ἀντέ-
λεγε. καὶ ὃς ἡγεῖτο, παραγγείλας διαβαίνειν ᾗ ἕκαστος
225

ἐτύγχανε τοῦ νάπους ὤν· θᾶττον γὰρ ἁθρόον ἐδόκει ἂν οὕτω


πέραν γενέσθαι τὸ στράτευμα ἢ εἰ κατὰ τὴν γέφυραν

Ξενοφών. ,Κύρου παιδεία. (0032: 007)“Xenophontis opera omnia, vol.


4”, Ed. Marchant, E.C.Oxford: Clarendon Press, 1910, Repr. 1970.
Book 6, ch. 2, Sec. 22, line 2

Πέρσης καὶ ἔλεξεν ὧδε. Ὦ Κῦρε, μὴ θαύμαζε εἴ τινες


ἐσκυθρώπασαν ἀκούσαντες τῶν ἀγγελλομένων· οὐ γὰρ φο-
βηθέντες οὕτω διετέθησαν, ἀλλ' ἀχθεσθέντες· ὥσπερ γε,
ἔφη, εἴ τινων βουλομένων τε καὶ οἰομένων ἤδη ἀριστήσειν
ἐξαγγελθείη τι ἔργον ὃ ἀνάγκη εἴη πρὸ τοῦ ἀρίστου ἐξεργά-
σασθαι, οὐδεὶς ἂν οἶμαι ἡσθείη ἀκούσας· οὕτω τοίνυν καὶ
ἡμεῖς ἤδη οἰόμενοι πλουτήσειν, ἐπεὶ ἠκούσαμεν ὅτι ἐστὶ
περίλοιπον ἔργον ὃ δεῖ ἐξεργάσασθαι, συνεσκυθρωπάσαμεν,
οὐ φοβούμενοι, ἀλλὰ πεποιῆσθαι ἂν ἤδη καὶ τοῦτο βουλό-
μενοι. ἀλλὰ γὰρ ἐπειδὴ οὐ περὶ Συρίας μόνον ἀγωνιούμεθα,
ὅπου σῖτος πολὺς καὶ πρόβατά ἐστι καὶ φοίνικες οἱ καρπο-
φόροι, ἀλλὰ καὶ περὶ Λυδίας, ἔνθα πολὺς μὲν οἶνος, πολλὰ
δὲ σῦκα, πολὺ δὲ ἔλαιον, θάλαττα δὲ προσκλύζει καθ' ἣν
πλείω ἔρχεται ἢ ὅσα τις ἑώρακεν ἀγαθά, ταῦτα, ἔφη,
ἐννοούμενοι οὐκέτι ἀχθόμεθα, ἀλλὰ θαρροῦμεν ὡς μάλιστα,
ἵνα θᾶττον καὶ τούτων τῶν Λυδίων ἀγαθῶν ἀπολαύωμεν.
ὁ μὲν οὕτως εἶπεν· οἱ δὲ σύμμαχοι πάντες ἥσθησάν τε τῷ
λόγῳ καὶ ἐπῄνεσαν.

Ξενοφών. ,Κύρου παιδεία. Book 7, ch. 5, Sec. 53, line 7

τούτων σχολάσαις, τότε σε καὶ ἀμφ' ἐμὲ ἕξειν σχολήν.


ὥς γε μέντοι ἦλθεν ἡ δεινὴ ἀγγελία τὸ πάντας ἀνθρώπους
ἐφ' ἡμᾶς συλλέγεσθαι, ἐγίγνωσκον ὅτι ταῦτα μέγιστα εἴη·
εἰ δὲ ταῦτα καλῶς γένοιτο, εὖ ἤδη ἐδόκουν εἰδέναι ὅτι πολλὴ
ἔσοιτο ἀφθονία τῆς ἐμῆς καὶ [τῆς] σῆς συνουσίας. καὶ νῦν
δὴ νενικήκαμέν τε τὴν μεγάλην μάχην καὶ Σάρδεις καὶ
Κροῖσον ὑποχείριον ἔχομεν καὶ Βαβυλῶνα ᾑρήκαμεν καὶ
πάντας κατεστράμμεθα, καὶ μὰ τὸν Μίθρην ἐγώ τοι ἐχθές,
εἰ μὴ πολλοῖς διεπύκτευσα, οὐκ ἂν ἐδυνάμην σοι προσελ-
θεῖν. ἐπεί γε μέντοι ἐδεξιώσω με καὶ παρὰ σοὶ ἐκέλευσας
μένειν, ἤδη περίβλεπτος ἦν, ὅτι μετὰ σοῦ ἄσιτος καὶ ἄποτος
διημέρευον. νῦν οὖν εἰ μὲν ἔσται πῃ ὅπως οἱ πλείστου
ἄξιοι γεγενημένοι πλεῖστόν σου μέρος μεθέξομεν· εἰ δὲ μή,
226

πάλιν αὖ ἐγὼ ἐθέλω παρὰ σοῦ ἐξαγγέλλειν ἀπιέναι πάντας


ἀπὸ σοῦ πλὴν ἡμῶν τῶν ἐξ ἀρχῆς φίλων.
 Ἐπὶ τούτῳ ἐγέλασε μὲν ὁ Κῦρος καὶ ἄλλοι πολλοί·
Χρυσάντας δ' ἀνέστη ὁ Πέρσης καὶ ἔλεξεν ὧδε· Ἀλλὰ
τὸ μὲν πρόσθεν, ὦ Κῦρε, εἰκότως ἐν τῷ φανερῷ σαυτὸν
παρεῖχες, δι' ἅ τε αὐτὸς εἶπας καὶ ὅτι οὐχ ἡμᾶς σοι μάλιστα
ἦν θεραπευτέον. ἡμεῖς μὲν γὰρ καὶ ἡμῶν αὐτῶν ἕνεκα
παρῆμεν· τὸ δὲ πλῆθος ἔδει ἀνακτᾶσθαι ἐκ παντὸς τρόπου,

Ξενοφών. , De vectigalibus (0032: 011)“Xenophontis opera omnia, vol.


5”, Ed. Marchant, E.C.Oxford: Clarendon Press, 1920, Repr. 1969.
Ch. 4, Sec. 6, line 4

μὲν ὀλίγοι ὀρύττωσι καὶ ζητῶσιν, ὀλίγα οἶμαι καὶ τὰ χρή-  


ματα εὑρίσκεται· ὅταν δὲ πολλοί, πολλαπλασία ἡ ἀργυρῖτις
ἀναφαίνεται. ὥστε ἐν μόνῳ τούτῳ ὧν ἐγὼ οἶδα ἔργων οὐδὲ
φθονεῖ οὐδεὶς τοῖς ἐπικατασκευαζομένοις. ἔτι δὲ οἱ μὲν
ἀγροὺς κεκτημένοι πάντες ἔχοιεν ἂν εἰπεῖν ὁπόσα ζεύγη
ἀρκεῖ εἰς τὸ χωρίον καὶ ὁπόσοι ἐργάται· ἢν δ' ἐπὶ πλέον
τῶν ἱκανῶν ἐμβάλλῃ τις, ζημίαν λογίζονται· ἐν δὲ τοῖς ἀργυ-
ρείοις ἔργοις πάντες δή φασιν ἐνδεῖσθαι ἐργατῶν. καὶ γὰρ
οὐδ' ὥσπερ ὅταν πολλοὶ χαλκοτύποι γένωνται, ἀξίων γενομέ-
νων τῶν χαλκευτικῶν ἔργων, καταλύονται οἱ χαλκοτύποι, καὶ
οἱ σιδηρεῖς γε ὡσαύτως· καὶ ὅταν γε πολὺς σῖτος καὶ οἶνος
γένηται, ἀξίων ὄντων τῶν καρπῶν, ἀλυσιτελεῖς αἱ γεωργίαι
γίγνονται, ὥστε πολλοὶ ἀφέμενοι τοῦ τὴν γῆν ἐργάζεσθαι ἐπ'
ἐμπορίας καὶ καπηλείας καὶ τοκισμοὺς τρέπονται· ἀργυρῖτις
δὲ ὅσῳ ἂν πλείων φαίνηται καὶ ἀργύριον πλέον γίγνηται,
τοσούτῳ πλείονες ἐπὶ τὸ ἔργον τοῦτο ἔρχονται. καὶ γὰρ δὴ
ἔπιπλα μέν, ἐπειδὰν ἱκανά τις κτήσηται τῇ οἰκίᾳ, οὐ μάλα ἔτι
προσωνοῦνται· ἀργύριον δὲ οὐδείς πω οὕτω πολὺ ἐκτήσατο
ὥστε μηκέτι προσδεῖσθαι· ἀλλ' ἤν τισι γένηται παμπληθές,
τὸ περιττεῦον κατορύττοντες οὐδὲν ἧττον ἥδονται ἢ χρώμενοι
αὐτῷ. καὶ μὴν ὅταν γε εὖ πράττωσιν αἱ πόλεις, ἰσχυρῶς

Γαληνός ιατρός. De sanitate tuenda libri vi (0057: 036)


“Galeni de sanitate tuenda libri vi”, Ed. Koch, K.
Leipzig: Teubner, 1923; Corpus medicorum Graecorum, vol. 5.4.2.
Kühn volume 6, p. 449, line 2
227

αναστάντας ἀνατρίψασθαι σινδόνι, μέχρις ἂν ἔρευθός τι σχῇ τὸ δέρμα·


κἄπειτά τινι δι' ἐλαίου τρίψει συμμέτρως χρησαμένους, εἶτα μὴ πολὺ
διαλείποντας ἄρτον ἄζυμον κριβανίτην καθαρὸν ἐξ οἴνου κεκραμένου
προσενεγκαμένους, οὕτως ἐπὶ τὰς συνήθεις ἔρχεσθαι πράξεις· ἐν δὲ τῷ
μεταξὺ τῆς δι' ἐλαίου τρίψεως καὶ τῆς δι' ἄρτου προσφορᾶς, εἰ χωρίον
ἔχει τι πλησίον ἐπιτήδειον, ἐμπεριπατῆσαι τούτῳ, πλὴν εἰ κρύος εἴη
χειμέριον· ἄμεινον γὰρ ἔνδον μένειν τηνικαῦτα. ταύτην μέντοι τὴν διὰ
τῆς ἐδωδῆς ῥῶσιν τοῦ στομάχου καὶ γραμματικῷ τινι συνεχῶς ἁλισκο-
μένῳ σπασμοῖς ἐπιληπτικῶς συνεβούλευσα, καὶ μεγάλως ὤνητο. μάλιστα

δὲ αὐτὸν ὠφελήσειν ἤλπισα πυθόμενος παρ' αὐτοῦ τῷ τῶν | σπασμῶν


συμπτώματι περιπίπτειν, ὅταν ἐπὶ πλεῖον ἄσιτος διαμείνῃ, καὶ μᾶλλον
ἐὰν ἐν τῷ μεταξὺ λυπηθεὶς ἢ θυμωθεὶς τύχῃ. καὶ μέντοι καὶ τὴν ἕξιν  
αὐτοῦ τοῦ σώματος ἑώρων ἰσχνήν, ἐρωτώμενός τε συνεχῶς ἐκχολοῦ-
σθαι τὸν στόμαχον ὡμολόγει. κοινὴν δέ τινα συμβουλὴν ἅπασι τοῖς
ταῦτα ἀναγνωσομένοις, ἰδιώταις μὲν τῆς ἰατρικῆς, οὐκ ἀγυμνάστοις δὲ
τὸν λογισμόν, ὑποτίθημι τήνδε· μή, καθάπερ οἱ πολλοὶ τῶν ἀνθρώ-
πων ὡς ἄλογα ζῷα διαιτῶνται, καὶ αὐτοὺς οὕτως ἔχειν, ἀλλὰ διὰ τῆς
πείρας κρίνειν, τίνα μὲν αὐτοὺς ἐδέσματά τε καὶ πόματα βλάπτει, τίνες
δὲ καὶ πόσαι κινήσεις· ὁμοίως δὲ καὶ περὶ χρήσεως ἀφροδισίων ἐπι-
τηρεῖν, εἴτε ἀβλαβὴς αὐτοῖς ἐστιν εἴτε βλαβερὰ καὶ διὰ πόσων ἡμερῶν
χρωμένοις ἀβλαβής τε καὶ βλαβερὰ γίνεται. καθάπερ γὰρ ἱστόρησά

Γαληνός ιατρός. De difficultate respirationis libri iii (0057: 056)


“Claudii Galeni opera omnia, vol. 7”, Ed. Kühn, C.G.
Leipzig: Knobloch, 1824, Repr. 1965.Volume 7, p. 914, line 7

πολλοὶ, τὰ δὲ ἕως τοῦδε φυλάττουσιν ἅπαντες. ἂν οὖν μὴ μόνον


ἐν τούτῳ τῷ βιβλίῳ δείξωμεν, ἀλλὰ καὶ δι' ἄλλων πολλῶν ὁμοίως
εὑρεθῇ τάς τε διαφορὰς τοῦ πυκνοῦ πνεύματος γινώσκων καὶ τὰς
διαθέσεις, ἐνδεῖν τι δόξει πρὸς τὴν ἀπόδειξιν; εἰ δὲ καὶ κατ' αὐτὸ  
τὸ προγνωστικὸν εὑρεθείη κατωτέρω μήτε τὰς διαφορὰς ἀγνοῶν
καὶ τὰς διαθέσεις ἐπιστάμενος, οὐκ ἂν ἔτι μᾶλλον πιστεύσαις
ἀποδεδεῖχθαι τὸ προκείμενον; καὶ μὴν ὅτι ταῦθ' οὕτως ἔχει καὶ
μηδὲν ψευδόμεθα, πάρεστι σκοπεῖν ἐξ αὐτῶν τῶν ῥήσεων. ἄρ-
ξομαι δ' ἀπὸ τοῦ περὶ διαίτης ὀξέων. ἐν τούτῳ τῷ βιβλίῳ κατ'
ἀρχὰς εὐθὺς περὶ τῶν κατὰ πνεύμονα καὶ θώρακα νοσημάτων
τὸν λόγον ποιούμενος ὡδί πως φησίν· οἷσί τε γὰρ σῖτος αὐ-
τίκα ἐγκατακέκλεισται, ἢν μή τις ὑποκενώσας τὸ ῥόφημα δοίη,
228

τὴν ὀδύνην ἐνεοῦσαν προσπαροξύνειεν ἂν, καὶ μὴ ἐνεοῦσαν εὐ-


θὺς ἐμποιήσειεν ἂν, καὶ πνεῦμα πυκνότερον γένοιτ' ἄν· κακὸν
δὲ τοῦτο· ξηραντικὸν γὰρ πνεύμονος καὶ κοπῶδες ὑποχονδρίων
καὶ ἤτρου καὶ φρενῶν. ἐν τούτῳ τῷ λόγῳ πρῶτον μὲν ὅτι καὶ
διὰ πόνον τὸ πυκνὸν γίνεται πνεῦμα δεδήλωκεν, ἡμῖν, οἶ-
μαι, καταλιπὼν ἐπινοεῖν τὸν τρόπον τῆς γενέσεως, ὃν ἐν τῷ
πρώτῳ τῶνδε τῶν ὑπομνημάτων σαφῶς μοι δοκῶ διεληλυθέ-
ναι. καθ' ὃν γὰρ τρόπον ὀδυνώμενοι τὰ σκέλη μέγα προβαί-
νειν οὐ δυνάμεθα, κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, ὅταν πονῇ τι τῶν

Γαληνός ιατρός. De crisibus libri iii (0057: 064)“Galenos. Περὶ


κρίσεων”, Ed. Alexanderson, B.Göteborg: Elanders, 1967; Studia Graeca
et Latina Gothoburgensia 23.Kühn volume 9, p. 578, line 13

 Καθάπερ οὖν ἕν τι ποσὸν ἀφωρισμένον οὐκ ἐδήλου τὸ τῆς ἀρχῆς


ὄνομα, κατὰ τὸν αὐτόν, οἶμαι, τρόπον οὐδὲ τὸ αὐτίκα, πλάτος δ' ἐστὶν
ἔχον χρόνου τοσοῦτον ὅσον περ καὶ τὸ τῆς ἀρχῆς ἐστιν. δῆλον δ' ὡς καὶ
πολλάκις ἀντ' ἐπιρρήματος αὐτῷ χρώμεθα τοῦ ἀμέλει, καθάπερ κἀν τῷ
τοιῷδε λόγῳ φαίνεται κεχρημένος ὁ Ἱπποκράτης· “εἰσὶ δὲ τρόποι καὶ
καταστάσιες καὶ παροξυσμοὶ τουτέων ἑκάστου τῶν πυρετῶν. αὐτίκα
γὰρ συνεχὴς ἔστιν οἷσιν ἀρχόμενος ἀνθεῖ καὶ ἀκμάζει.” τουτὶ γὰρ τὸ
αὐτίκα πλέον οὐδὲν δηλοῖ τοῦ ἀμέλει, καθάπερ, οἶμαι, κἀν τῷ Περὶ
διαίτης ὀξέων ἐν οἷς οὕτω φησίν· “ἢν οὖν μὴ προστιμωρήσῃ τις ὅσων
δεῖται αὐτάρκης εἶναι ὁ τρόπος τῆς τοιαύτης πτισανορροφίης, πολλαχῇ
βεβλάψεται. οἷσι τε γὰρ σῖτος αὐτίκα ἐγκατακέκλεισται, εἰ μή τις
ὑποκενώσας τὸ ῥόφημα δοίη, τὴν ὀδύνην ἐνεοῦσαν προσπαροξύνειεν ἂν
καὶ μὴ ἐνεοῦσαν ἂν ἐμποιήσειεν.” τὸ μὲν δὴ αὐτίκα τοιοῦτόν τι σημαίνει.

ἔστι δὲ τοῦ αὐτίκα πάμπολλα παραδείγματα παρά τε τῶν ἄλλων Ἑλ-


λήνων εὑρεῖν, οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ παρ' Ἱπποκράτους.
 Ἐπὶ δὲ θάτερον ἤδη μεταβῶμεν.

Γαληνός ιατρός. De venae Sec.e adversus Erasistrateos Romae degentes


Volume 11, p. 242, line 9

μάχου κένωσις. ἔγνω δὲ καὶ τοὺς ἐπὶ κακοπραγίᾳ μόνῃ


στομάχου ταῖς ἐπιληψίαις ἁλισκομένους, ὧν ἔνιοι  
βλάπτονται μεγάλως ὑπὸ τῆς ἀσιτίας, ὥσπερ γε καὶ Διόδω-
ρος ὁ γραμματικός. οὗτος γὰρ εἴ ποτε κατά τινα περίστα-
229

σιν γραμμάτων ἐπιπλέον ἄσιτος διετέλεσεν, ἐπιληπτικὸς


ἐσπᾶτο. καὶ τοίνυν ἐπενοήσαμεν αὐτῷ βοηθήματι περὶ
τρίτην ὥραν ἢ τετάρτην ἄρτον προσλαμβάνειν ἐξ οἴνου
κεκραμένου. καὶ τούτῳ χρώμενος ἐτῶν ἤδη πολλῶν ὑγίαινε,
μόνου φροντίζων ἑνὸς τοῦ πέπτειν ὅτι κάλλιστα τὴν ἐπὶ
τῷ δείπνῳ τροφήν. καὶ ποτὲ διά τινα χρείαν πολιτικὴν
ἀναγκασθεὶς ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς ἕως μεσημβρίας ἄσιτος
διατρῖψαι, καταπεσὼν ἐσπάσθη. οὗτος μὲν οὖν, ὡς ἔφην,
ἐπὶ τῷ στομάχῳ κακοπραγοῦντι ταῖς ἐπιληψίαις ἡλίσκετο.
τοὺς δὲ ἄλλους εἰ καὶ μὴ μόνους, ἀλλ' ὅταν ἐπιτηδείως
ἔχῃ, συμπαροξύνει τε κἀξέλκει διὰ ταχέων ὁ στόμαχος
βλαβεὶς εὔδηλον. ἔστι δ' ὅτε τὸ στόμα τῆς γαστρὸς ὀνο-
μάζεται στόμαχος ὑπὸ τῶν ἰατρῶν. ἐν ταύταις ταῖς διαθέ-
σεσι καὶ πολλοῖς γε ἤδη πρὸ ἡμῶν ἐγνώσθησαν αἱ τοιαῦ-
ται διαθέσεις ὑπὲρ ὧν ἑτέρωθι κάλλιον εἰπεῖν. ἐν δὲ τῷ  
παρόντι μέχρι τοσούτου λέλεχθαι, μετρίως δηλούντων ἡμῶν
ὅτι πολλοὶ τῶν ἐπιλήπτων ὑπὸ τῶν μακροτέρων ἀσιτιῶν

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis de victu acutorum commentaria iv


(0057: 087)“Galeni in Hippocratis de victu acutorum commentaria iv”,
Ed. Helmreich, G.Leipzig: Teubner, 1914; Corpus medicorum
Graecorum, vol. 5.9.1.Kühn volume 15, p. 485, line 10

 Ἢν μὲν οὖν μὴ προστιμωρήσῃ τις,


ὁκόσων δεῖται αὐτάρκης εἶναι ὁ τρόπος τῆς τοιαύτης πτισα-
νορροφίης, πολλαχῇ βεβλάψεται.  
 Ἄρχεται τοίνυν τῆς διδασκαλίας ὧδε, περὶ ὧν ἐρεῖν ἐπηγγείλατο
μικρὸν ἔμπροσθεν, ἡνίκ' ἔφη· “πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα ἐπίκαιρα παρεῖται,
οἷς προσημαίνεσθαι δεῖ, ἃ εἰρήσεται ὕστερον.” ὅτι δὲ τὸ τιμωρῆσαι
παρά τε τοῖς ἄλλοις παλαιοῖς καὶ αὐτῷ τῷ Ἱπποκράτει πολλάκις ἀντὶ
τοῦ βοηθῆσαι λέλεκται καὶ κατ' ἄλλα συγγράμματα, δέδεικται διὰ τῶν
γεγενημένων ἡμῖν ἐξηγήσεων εἰς αὐτά.       
 Οἷσί τε γὰρ σῖτος αὐτίκα
ἐγκατακέκλεισται, εἰ μή τις ὑποκενώσας τὸ ῥόφημα δοίη, τὴν
ὀδύνην ἐνεοῦσαν προσπαροξύνειεν ἂν καὶ μὴ ἐνεοῦσαν εὐθὺς
ἐμποιήσειε, καὶ | πνεῦμα πυκνότερον γένοιτ' ἄν· κακὸν δὲ
τοῦτο· ξηραντικόν τε γὰρ πνεύμονος καὶ κοπῶδες ὑποχονδρίου
καὶ ἤτρου καὶ φρενῶν.
      
 Σῖτον εἶπε τὸ ἀπὸ τῶν σιτίων περίττωμα περιεχόμενον ἐν τοῖς
ἐντέροις, ὃ δὴ καὶ σκύβαλον ὀνομάζουσι καὶ κόπρον. εἰ τοίνυν ἐγκατα-
230

κεκλεισμένου τούτου, τουτέστιν ἐκ πολλοῦ χρόνου μὴ διακεχωρηκότος,


ἐπὶ τὴν τῆς πτισάνης ἀφίκοιτό τις προσφοράν, ἀναγκαῖόν ἐστι βλάβην

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis de victu acutorum commentaria iv


Kühn volume 15, p. 487, line 7

φηκυῖα, παραυξηθῆναι πάλιν, εἰ δὲ πεπαυμένη, γεννηθῆναι. καὶ γὰρ


ἀτμοὶ καὶ πνεῦμα φυσῶδες ἀναθυμιάσεις τε τῶν σκυβάλων ἐπὶ τὴν
πλευρὰν ἀφικόμενα τὴν ὀδύνην αὐτῆς καὶ γεννήσουσι καὶ
παραυξήσουσιν·
ἐπὶ τούτοις δὲ καὶ ἡ ἀναπνοὴ πυκνοτέρα γενήσεται· κέκληκε δὲ |
τὴν ὅλην ἀναπνοὴν πνεῦμα κἀν τῷ Προγνωστικῷ συγγράμματι καὶ
τοῖς τῶν Ἐπιδημιῶν. πυκνωθεῖσα δ' ἡ ἀναπνοὴ θερμασίαν ἐν τοῖς
ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις ἐργάζεται πλείονα διὰ τὸ συνεχὲς τῆς κινήσεως,

ἐφ' ᾗ θερμασίᾳ ξηραίνεται μὲν ὁ πνεύμων καὶ τὸ διάφραγμα, συγξηραίνε-


ται δὲ καὶ συνθερμαίνεται καὶ τὰ καθ' ὑποχόνδριόν τε καὶ περιτόναιον
μόρια τοῦ ζῴου· πάντα γὰρ συγκινεῖται τῷ θώρακι κατὰ τὰς ἀναπνοάς.  
 τὸ δ' ἐν ἀρχῇ τῆς ῥήσεως εἰρημένον οἷσί τε γὰρ σῖτος αὐτίκα
ἐγκατακέκλεισται τὴν αὐτίκα φωνὴν ἐνηλλαγμένην ἔχει κατὰ τὴν
τάξιν· ἀπολαβούσης δ' αὐτῆς τὴν οἰκείαν σύνθεσιν ὁ λόγος ἔσται τοι-
όσδε· ‘μὴ προσβοηθησάντων δὲ ἡμῶν τῷ προειρημένῳ τρόπῳ τῆς πτισα-
νορροφίας πολλαχόθι γενήσεται βλάβη. αὐτίκα γοῦν οἷς σῖτος ἐγκατα-
κέκλεισται, εἰ μή τις ὑποκενώσας πρότερον αὐτὸν οὕτω τὸ ῥόφημα δοίη,
βλάβην ἐργάσεται μεγίστην.’

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis de victu acutorum commentaria iv


Kühn volume 15, p. 487, line 11

τὴν ὅλην ἀναπνοὴν πνεῦμα κἀν τῷ Προγνωστικῷ συγγράμματι καὶ


τοῖς τῶν Ἐπιδημιῶν. πυκνωθεῖσα δ' ἡ ἀναπνοὴ θερμασίαν ἐν τοῖς
ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις ἐργάζεται πλείονα διὰ τὸ συνεχὲς τῆς κινήσεως,

ἐφ' ᾗ θερμασίᾳ ξηραίνεται μὲν ὁ πνεύμων καὶ τὸ διάφραγμα, συγξηραίνε-


ται δὲ καὶ συνθερμαίνεται καὶ τὰ καθ' ὑποχόνδριόν τε καὶ περιτόναιον
μόρια τοῦ ζῴου· πάντα γὰρ συγκινεῖται τῷ θώρακι κατὰ τὰς ἀναπνοάς.  
 τὸ δ' ἐν ἀρχῇ τῆς ῥήσεως εἰρημένον οἷσί τε γὰρ σῖτος αὐτίκα
ἐγκατακέκλεισται τὴν αὐτίκα φωνὴν ἐνηλλαγμένην ἔχει κατὰ τὴν
τάξιν· ἀπολαβούσης δ' αὐτῆς τὴν οἰκείαν σύνθεσιν ὁ λόγος ἔσται τοι-
231

όσδε· ‘μὴ προσβοηθησάντων δὲ ἡμῶν τῷ προειρημένῳ τρόπῳ τῆς πτισα-


νορροφίας πολλαχόθι γενήσεται βλάβη. αὐτίκα γοῦν οἷς σῖτος ἐγκατα-
κέκλεισται, εἰ μή τις ὑποκενώσας πρότερον αὐτὸν οὕτω τὸ ῥόφημα δοίη,
βλάβην ἐργάσεται μεγίστην.’
 

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis de victu acutorum commentaria iv


Kühn volume 15, p. 508, line 13

ἐδεόμεθα τροφῆς· ἐπεὶ δὲ ἀπορρεῖ, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τοῦδε καὶ τὸ


τῆς τροφῆς ποσὸν ὁριούμεθα. τοῖς γοῦν ὀλίγον διαπνεομένοις ἄκραν
ἀσιτίαν ἐγχωρεῖ συμβουλεύειν, ἔτι δὲ μᾶλλον πρὸς τούτῳ, ἐὰν καὶ τὴν
δύναμιν ἐξ ἀρχῆς ἔχωσιν ἰσχυράν· ὡς ἥ γε ἀσθενής, ὥσπερ ἐπὶ τῶν
γερόντων ἔχει, κἂν ὀλίγον διαπνέηται τὸ σῶμα, ταχέως κάμνει· διὸ καὶ
μικρὸν ἔμπροσθεν ἐμνημόνευσα τῶν ἔτη τεσσαράκοντα γεγονότων, οὐ
τῶν ἑβδομήκοντα.
      
 Ἢν δὲ μὴ ὑπεληλύθῃ ὁ παλαιότερος
σῖτος νεοβρῶτι ἐόντι, ἢν μὲν ἰσχύῃ τε καὶ ἀκμάζῃ τῇ ἡλικίῃ,
κλύσαι, ἢν δὲ ἀσθενέστερος ᾖ, βαλάνῳ προσχρήσασθαι, ἢν μὴ
αὐτόματα διεξίῃ καλῶς. |
      
 Πάλιν κἀνταῦθα τὴν μὲν ἔνδειξιν τοῦ βοηθήματος ἀπὸ τῆς κατὰ
τὸ σῶμα διαθέσεως ἔλαβε, συνεπεσκέψατο δὲ τὴν δύναμιν οὐχ ὡς ἐν-
δεικνυμένην ποτὲ τὴν χρῆσιν τοῦ βοηθήματος, ἀλλ' ὡς ἀντενδεικνυ-
μένην ἐνίοτε καὶ κωλύουσαν. οὐ γὰρ ὅτι τὴν δύναμιν ἰσχυρὸς ὁ κάμνων,
διὰ τοῦτο δεῖται κλύσματος, ἀλλὰ τοῦ μὲν κλύσματος ἡ ἔνδειξις ἐκ τῆς
κατὰ τὴν γαστέρα διαθέσεως· ἡ δύναμις δ' ἰσχυρὰ μὲν ὑπάρχουσα συγ-
χωρεῖ κενοῦν, ἄρρωστος δ' οὖσα κωλύει.

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis de victu acutorum commentaria iv


Kühn volume 15, p. 729, line 9

νοσήματος τῆς πλευρίτιδος, οὕτως εἴρηται κατὰ λέξιν· “ἢν μὲν ξηρό-
τερον ᾖ τὸ νόσημα ἢ ὡς ἄν τις οἴοιτο, οὐ χρὴ ἐπὶ πλέον διδόναι,
ἀλλὰ προπίνειν | πρὸ τοῦ ῥοφήματος ἢ μελίκρητον ἢ οἶνον ὁκότερον
ἂν ἁρμόζῃ.” καὶ μετὰ τοῦτο πάλιν ἐφεξῆς τάδε λέγει· “ἢν δὲ
ὑγραίνηται τὸ στόμα καὶ τὰ ἀπὸ τοῦ πνεύμονος ᾖ ὁκοῖα δεῖ, χρὴ ἐς
πλῆθος ἐπιδιδόναι τοῦ ῥοφήματος, ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι.” ταῦτα
μὲν οὖν καὶ τὰ τούτοις ἐφεξῆς οὐ διώρισται παρὰ τοῖς Κνιδίοις ἰατροῖς.
232

ἀλλὰ καὶ μετὰ ταῦτα τῇ πέψει τοῦ νοσήματός φησι χρῆναι προσέχειν,
καὶ ὁ σκοπὸς οὗτος αὐτῷ σχεδόν ἐστι τοῦ τε παντὸς εἴδους τῆς διαί-
της ὅσαι τε κατὰ μέρος αὐτῆς γίνονται μεταβολαί. ἀλλὰ καὶ τούτων
ἐφεξῆς ἄλλους διορισμοὺς τοιούτους λέγει· “οἷσι γὰρ σῖτος αὐτίκα ἐγ-  
κατακέκλεισται, εἰ μή τις ὑποκενώσας τὸ ῥόφημα δοίη, τὴν ὀδύνην
ἐνεοῦ-
σαν προσπαροξύνειεν ἂν καὶ μὴ ἐνεοῦσαν εὐθέως ποιήσειεν.” καὶ πάλιν
ἐφεξῆς· “τοῦτο δ', ἢν ἔτι τῆς ὀδύνης τοῦ πλευροῦ συνεχέος ἐούσης
καὶ πρὸς τὰ θερμάσματα μὴ χαλώσης καὶ τοῦ πτυέλου μὴ ἀνιόντος,
ἀλλὰ καταγλισχραινομένου ἀσαπέως, ἢν μὴ λύσῃ τις τὴν ὀδύνην ἢ
κοιλίην μαλθάξας ἢ φλέβα ταμών, ὁκότερον ἂν τούτων σημαίνῃ, τὰς
δὲ πτισάνας ἢν οὕτως ἔχουσι | διδῷ, ταχέως οἱ θάνατοι τῶν τοιούτων
γίνονται.” μετὰ ταῦτά γε πάλιν διοριζόμενός φησιν· “ἢν μὲν νεοβρῶτι
αὐτῷ ἐόντι καὶ κοιλίης μήπω ὑποκεχωρηκυίης ἄρξηται ὁ πυρετός, ἤν
τε σὺν ὀδύνῃ ἤν τ' ἄνευ ὀδύνης, ἐπισχεῖν τὴν δόσιν τοῦ ῥοφήματος,

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis de victu acutorum commentaria iv


Kühn volume 15, p. 730, line 6

σαν προσπαροξύνειεν ἂν καὶ μὴ ἐνεοῦσαν εὐθέως ποιήσειεν.” καὶ πάλιν


ἐφεξῆς· “τοῦτο δ', ἢν ἔτι τῆς ὀδύνης τοῦ πλευροῦ συνεχέος ἐούσης
καὶ πρὸς τὰ θερμάσματα μὴ χαλώσης καὶ τοῦ πτυέλου μὴ ἀνιόντος,
ἀλλὰ καταγλισχραινομένου ἀσαπέως, ἢν μὴ λύσῃ τις τὴν ὀδύνην ἢ
κοιλίην μαλθάξας ἢ φλέβα ταμών, ὁκότερον ἂν τούτων σημαίνῃ, τὰς
δὲ πτισάνας ἢν οὕτως ἔχουσι | διδῷ, ταχέως οἱ θάνατοι τῶν τοιούτων
γίνονται.” μετὰ ταῦτά γε πάλιν διοριζόμενός φησιν· “ἢν μὲν νεοβρῶτι
αὐτῷ ἐόντι καὶ κοιλίης μήπω ὑποκεχωρηκυίης ἄρξηται ὁ πυρετός, ἤν
τε σὺν ὀδύνῃ ἤν τ' ἄνευ ὀδύνης, ἐπισχεῖν τὴν δόσιν τοῦ ῥοφήματος,
ἔστ' ἂν οἴηται κεχωρηκέναι ἐπὶ τὸ κάτω μέρος τοῦ ἐντέρου τὸ σιτίον.”
καὶ πάλιν ἐφεξῆς· “ἢν δὲ μὴ ὑπεληλύθῃ ὁ παλαιότερος σῖτος νε-
οβρῶτι ἐόντι, εἰ μὲν ἰσχύει τε καὶ ἀκμάζει τὴν ἡλικίαν, κλύσαι, ἢν δὲ
ἀσθενέστερος ᾖ, βαλάνῳ προσχρήσασθαι, ἢν μὴ αὐτόματα διεξίῃ
καλῶς.”

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum iii epidemiarum commentarii iii


Kühn volume 17a, p. 592, line 7

δες, οὗ μεμνῆσθαι χρὴ καὶ μὴ πείθεσθαι τοῖς λέγουσι σοφισταῖς


οὐδὲν εἶναι πάθος συγγενικόν. ἀλλὰ τοῦτο μὲν αὐτὸ καθ' ἑαυτὸ
μόνον οὐκ ἂν οὕτω ταχέως ἀπέκτεινεν αὐτήν, ἡ δ' ἐπιπλακεῖσα τῷ
233

παθήματι τούτῳ νέκρωσις τῆς φυσικῆς δυνάμεως αἰτία τοῦ θᾶττον


ἀποθανεῖν ἐγένετο. δεδήλωται δ' | αὕτη διὰ τῆσδε τῆς λέξεως· ἦν
δ' ἄδιψος διὰ τέλεος, γεύματα οὐ προσεδέχετο. προείρηται
δέ μοι περὶ τῆς τούτων τῶν συμπτωμάτων κακοηθείας ἐν τῷ πρὸ
τοῦδε γράμματι. καὶ αὐτὸς δ' ὁ Ἱπποκράτης ἐπὶ τῇ τελευτῇ τῆς
διηγήσεως πάλιν ἐπισημαινόμενος, ὥσπερ εἴωθε, τά τε τοῦ θανάτου
καὶ τῆς σωτηρίας αἴτια τοῖς ἀρρώστοις γενόμενα προσέγραψεν· ἀπό-
σιτος πάντων παρὰ πάντα τὸν χρόνον, οὐδ' ἐπεθύμησεν
οὐδενός, ἄδιψος οὐδ' ἔπινεν οὐδὲν ἄξιον λόγου, ἔσχατόν
τι μῖσος αὐτῇ γεγονέναι σιτίων τε καὶ πομάτων ἐνδεικνύμενος, ὡς
μηδ' εἰς ἐπιθυμίαν ἀφικέσθαι τινός, οἵαν ἴσχουσιν ἔνιοι τῶν ἀνο-
ρεκτούντων ἐξ ἀναμνήσεως, ἐφ' οἷς ἔμπροσθέν ποτε διετέθησαν ἡδέως.
ὁρῶμεν γοῦν ὁσημέραι τῶν ἀνορεκτούντων ἐν νόσοις τινὰς μὲν
ἅμα τῷ γεύσασθαί τινων ἀποστρεφομένους αὐτῶν, τινὰς δ' οὐδὲ γεύ-
σασθαι τολμῶντας. ἀλλ' ὅμως καὶ τούτων οἱ πλεῖστοι τοῖς πυνθανο-
μένοις αὐτῶν, εἴ τινος ἐπιθυμοῖεν, ἀποκρίνονταί τινα βρώματα, κατὰ
μνήμην τῶν ἔμπροσθεν εὐφρανάντων αὐτοὺς τοῦτο ποιοῦντες. καὶ  
μέγιστόν γέ σοι σημεῖον ἔστω τῆς ὀρεκτικῆς τῶν σιτίων δυνάμεως ἐν

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum vi epidemiarum commentarii


vi (0057: 091)“Galeni in Hippocratis sextum librum epidemiarum
commentaria i–vi”, Ed. Wenkebach, E.Leipzig: Teubner, 1940; Corpus
medicorum Graecorum, vol. 5.10.2.2.Kühn volume 17a, p. 832, line 7

φλεβῶν σὺν τῷ οὔρῳ εἰς τὴν κύστιν.” αὕτη μὲν οὖν ἡ Ἱπποκρά-
τειός ἐστι ῥῆσις. οὐκ ἀδύνατον δὲ ἑκατέρως γίνεσθαι τοὺς ἐν τοῖς
νεφροῖς λίθους κατά τε τὸν ἀρτίως εἰρημένον τρόπον καὶ τὸν ὀλί-
γον ἔμπροσθεν, καθ' ὃν ἐν ταῖς κοιλίαις αὐτῶν ἔφαμεν ἐξοπτώμενον
ἐν τῷ χρόνῳ καὶ ξηραινόμενον | παχὺν καὶ γλίσχρον χυμὸν εἰς πω-
ρώδη σύστασιν ἀφικνεῖσθαι. κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν χρόνον, ἐάν τ' ἔμ-
φραξις ᾖ κατ' αὐτοὺς ἐάν τε μετρία φλεγμονή, βάρους μᾶλλον, οὐκ
ὀδύνης αἴσθησις γίνεται, καθάπερ κἀν τῷ ἥπατι διὰ τὸ βραχυτάτων  
νεύρων, ὥσπερ τοὺς νεφρούς, οὕτω καὶ τὸ ἧπαρ μετέχειν. τὰς δ'
ὀδύνας ἐν τοῖς νεφροῖς μάλιστα γίνεσθαί φησι, καθ' ὃν χρόνον
πληροῦνται σίτου. δύο δὲ σημαινούσης τῆς σῖτος φωνῆς παρ'
αὐτῷ, καθ' ἑκάτερον τῶν σημαινομένων ἀληθὴς ὁ λόγος ἐστίν, ἐάν
τε ἐπὶ τῶν ἐσθιομένων ἀκούηται σιτίων, ἐξ ὧν αἵματος ἀθροίζεται
πλῆθος, ἐάν τ' ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἐντέροις περιττωμάτων τῆς τροφῆς.
ὀνομάζει γάρ ποτε καὶ ταῦτα σῖτον, ὡς ἐν τοῖς Περὶ διαίτης ὀξέων·
“οἷσι γάρ”, φησίν, “ἐγκατακέκλεισται σῖτος [τοῖς ἐντέροις], εἰ μή τις
ὑποκενώσας τὴν γαστέρα τὸ ῥόφημα δοίη,” βλάψει μεγάλως. ἡ μὲν
οὖν διὰ τὸν οὕτω λεγόμενον σῖτον ὀδύνη γινομένη κατὰ τοὺς
234

νεφροὺς ἐπὶ τῷ θλίβεσθαί τε καὶ βαρύνεσθαι πρὸς τοῦ πλήθους τε


καὶ βάρους τῶν πε|ριττωμάτων εὐθέως ἅμα τῷ διαχωρῆσαι κάτω ταῦτα
καθίσταταί τε καὶ παύεται τελέως. ἡ δ' ἐκ τοῦ κατὰ τὰς φλέβας ἀθροι

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum vi epidemiarum commentarii vi


Kühn volume 17b, p. 260, line 4

θερμοτέρα τοῦ προσήκοντος ὑπάρχῃ κατὰ φυσικὴν δυσκρασίαν ἤ τι


πάθος θερμὸν ἐπίκτητον, ἐπιτηδεύειν δ' ἐν τοῖς πάθεσι ψυχροῖς ἢ τῇ
φύσει ψυχροτέρᾳ κεφαλῇ. ὡσαύτως δὲ ἡ καθ' ὅλον τὸ σῶμα κρᾶσις, εἰ
μὲν εἴη θερμοτέρα τοῦ δέοντος, ἤτοι κατὰ πάθος ἢ φύσει, βλαβήσεται
μεγάλως ὑπὸ τῆς ὀξυθυμίας, ἡ δ' ἐναντία τῇδε μεγάλως ὀνήσεται.
τοῦτο γάρ τοι καὶ κατὰ τὸ δεύτερον τῶν Ἐπιδημιῶν ἐδείκνυμεν ὑπ' |
αὐτοῦ δεδιδαγμένον, ἡνίκ' ἔλεγεν· “ἐπιτηδεύειν ὀξυθυμίην ἐμποιέειν
καὶ χροιῆς ἀναλήψιος ἕνεκα καὶ ἐγχυμώσιος.”
      
 Πόνος τοῖσιν ἄρθροισι καὶ σαρξὶ σῖτος ὕπνος σπλάγχνοισι.
      
 Ἐπειδὴ τὸ πόνος ὄνομα πολλάκις μὲν εἴωθεν ὁ Ἱπποκράτης
ἀντὶ τοῦ γυμνασίου λέγειν, ἐνίοτε δ' ἀντὶ τῆς ὀδύνης ἢ ἁπλῶς
ἡστινοσοῦν βλάβης, ὡς ἐν πολλοῖς ὑπομνήμασιν ἤδη μεμαθήκατε, διὰ
τοῦτο τοίνυν ἄλλος ἐπ' ἄλλο τῶν τριῶν σημαινομένων ἧκε τῶν ἐξ-
ηγησαμένων τὸ βιβλίον, ὁ μέν τις ἡγούμενος αὐτὸν λέγειν τὸ γυμνάσιον
τοῖς ἄρθροις τε καὶ ταῖς σαρξὶν οἷόν περ σῖτον εἶναι, τουτέστι  
τροφὴν καὶ ῥώμην καὶ ὠφέλειαν· αὐξάνεσθαι γὰρ αὐτίκα καὶ κρατύνε-
σθαι καὶ ῥώννυσθαι διὰ τῶν γυμνασίων οὐδὲν ἧττον ἢ διὰ τῶν τρο-
φῶν. ὁ δέ τις ἄλγημα καὶ ὀδύνην τοῖς ἄρθροις τε καὶ ταῖς σαρξὶ

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum vi epidemiarum commentarii vi


Kühn volume 17b, p. 262, line 4

ὕπνος σπλάγχνοισι, τὴν μὲν διάνοιαν ἕξει τοιαύτην· “ὥσπερ ὁ


πόνος τοῖς ἄρθροις καὶ ταῖς σαρξίν, οὕτως ὁ ὕπνος τοῖς σπλάγχνοις
ἤτοι γυμνάσιον ἔσται φέρον εὐεξίαν ἢ ὀδύνην ἢ βλάβην οἴσει.” γυμνά-
ζεσθαι μὲν ἐν τοῖς ὕπνοις τὰ σπλάγχνα, καθ' ὅσον ἐνεργεῖ μά-
λιστα τηνικαῦτα καὶ κατεργάζεται τὴν τροφήν, ἀκούειν ἄν τις δύναιτο.
βλάβην δέ τινα καὶ ὀδύνην ἐπιφέρειν οὐκ ἀληθές, ἀνωδυνίαν τε γὰρ
καὶ ὠφέλειαν μᾶλλον ὁ ὕπνος, οὐ τοὐναντίον πέφυκεν ἐργάζεσθαι,
πλὴν εἴ τις ἐν ἀρχαῖς παροξυσμῶν λέγοι | ταῦτα ποιεῖν αὐτόν. ἀλλὰ
νῦν γε χωρὶς διορισμοῦ τῆς ῥήσεως γεγραμμένης οὐκ ἀληθὴς ὁ λόγος
235

ἔσται. μήτι τοίνυν ἄμεινόν ἐστιν οὕτως ἀναγινώσκειν· πόνος τοῖς


ἄρθροις καὶ ταῖς σαρξίν· εἶτ' ἀφ' ἑτέρας ἀρχῆς· σῖτος, ὕπνος
σπλάγχνοισιν, ἵν' ὁ λόγος γένηται τοιόσδε· “τὸ μὲν γυμνάσιον
τοῖς ἄρθροις καὶ ταῖς σαρξὶν ὠφέλειαν παρέχει, σῖτος δὲ καὶ ὕπνος
τοῖς σπλάγχνοις.” τοῦ γὰρ ἐμφύτου θερμοῦ συννεύοντος εἰς τὸ βάθος,  
ὡς αὐτὸς ἐδίδαξεν, αἵ τε πέψεις τῶν σιτίων ἀμείνους γίνονται καὶ
τρέφεται τηνικαῦτα τὰ σπλάγχνα. κατὰ δὲ τὴν ἐγρήγορσιν ἀποτεινο-
μένου πρὸς τὸ δέρμα τοῦ ἐμφύτου θέρμου τὰ σπλάγχνα ψυχρότερα
γίνεται σφῶν αὐτῶν. ἅπερ δὲ ἐκείνοις ὑπῆρχεν ἐν τοῖς ὕπνοις, ταῦτα
τοῖς κώλοις πᾶσί τε τοῖς ἐκτὸς ἐν ταῖς ἐγρηγόρσεσιν.
      
 

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum vi epidemiarum commentarii vi


Kühn volume 17b, p. 262, line 6

ἤτοι γυμνάσιον ἔσται φέρον εὐεξίαν ἢ ὀδύνην ἢ βλάβην οἴσει.” γυμνά-


ζεσθαι μὲν ἐν τοῖς ὕπνοις τὰ σπλάγχνα, καθ' ὅσον ἐνεργεῖ μά-
λιστα τηνικαῦτα καὶ κατεργάζεται τὴν τροφήν, ἀκούειν ἄν τις δύναιτο.
βλάβην δέ τινα καὶ ὀδύνην ἐπιφέρειν οὐκ ἀληθές, ἀνωδυνίαν τε γὰρ
καὶ ὠφέλειαν μᾶλλον ὁ ὕπνος, οὐ τοὐναντίον πέφυκεν ἐργάζεσθαι,
πλὴν εἴ τις ἐν ἀρχαῖς παροξυσμῶν λέγοι | ταῦτα ποιεῖν αὐτόν. ἀλλὰ
νῦν γε χωρὶς διορισμοῦ τῆς ῥήσεως γεγραμμένης οὐκ ἀληθὴς ὁ λόγος
ἔσται. μήτι τοίνυν ἄμεινόν ἐστιν οὕτως ἀναγινώσκειν· πόνος τοῖς
ἄρθροις καὶ ταῖς σαρξίν· εἶτ' ἀφ' ἑτέρας ἀρχῆς· σῖτος, ὕπνος
σπλάγχνοισιν, ἵν' ὁ λόγος γένηται τοιόσδε· “τὸ μὲν γυμνάσιον
τοῖς ἄρθροις καὶ ταῖς σαρξὶν ὠφέλειαν παρέχει, σῖτος δὲ καὶ ὕπνος
τοῖς σπλάγχνοις.” τοῦ γὰρ ἐμφύτου θερμοῦ συννεύοντος εἰς τὸ βάθος,  
ὡς αὐτὸς ἐδίδαξεν, αἵ τε πέψεις τῶν σιτίων ἀμείνους γίνονται καὶ
τρέφεται τηνικαῦτα τὰ σπλάγχνα. κατὰ δὲ τὴν ἐγρήγορσιν ἀποτεινο-
μένου πρὸς τὸ δέρμα τοῦ ἐμφύτου θέρμου τὰ σπλάγχνα ψυχρότερα
γίνεται σφῶν αὐτῶν. ἅπερ δὲ ἐκείνοις ὑπῆρχεν ἐν τοῖς ὕπνοις, ταῦτα
τοῖς κώλοις πᾶσί τε τοῖς ἐκτὸς ἐν ταῖς ἐγρηγόρσεσιν.

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis aphorismos commentarii vii (0057:


092)“Claudii Galeni opera omnia, vols. 17.2 and 18.1”, Ed. Kühn, C.G.
Leipzig: Knobloch, 1829, Repr. 1965.Volume 17b, p. 526, line 15

  
236

Διόδωρος Σικελός ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1–20) (0060: 001)


“Diodori bibliotheca historica, 5 vols., 3rd edn.”, Ed. Vogel, F., Fischer,
K.T. (post I. Bekker & L. Dindorf)Leipzig: Teubner, 1:1888; 2:1890;
3:1893; 4–5:1906, Repr. 1964.Book 1, ch. 84, Sec. 2, line 5

Αἴγυπτον ἑορακότες. ἀπίστων δὲ φαινομένων πολ-


λοῖς τῶν εἰρημένων καὶ μύθοις παραπλησίων πολλῷ
παραδοξότερα φανήσεται τὰ μετὰ ταῦτα ῥηθησόμενα.
λιμῷ γάρ ποτε πιεζομένων τῶν κατ' Αἴγυπτόν φασι
πολλοὺς ἀλλήλων μὲν ἅψασθαι διὰ τὴν ἔνδειαν,
τῶν δ' ἀφιερωμένων ζῴων τὸ παράπαν μηδ' αἰτίαν
σχεῖν μηδένα προσενηνέχθαι. ἀλλὰ μήν γε καὶ καθ'
ἣν ἂν οἰκίαν εὑρεθῇ κύων τετελευτηκώς, ξυρῶνται
πάντες οἱ κατ' οἶκον ὄντες ὅλον τὸ σῶμα καὶ ποι-
οῦνται πένθος, καὶ τὸ τούτου θαυμασιώτερον, ἐὰν
οἶνος ἢ σῖτος ἤ τι τῶν πρὸς τὸν βίον ἀναγκαίων
τυγχάνῃ κείμενον ἐν τοῖς οἰκήμασιν οὗ τὸ ζῆν ἐξ-
έλιπέ τι τῶν θηρίων, οὐκ ἂν ἔτι χρήσασθαι πρὸς
οὐδὲν αὐτοῖς ὑπομείνειαν. κἂν ἐν ἄλλῃ χώρᾳ που
στρατευόμενοι τύχωσι, λυτρούμενοι τοὺς αἰλούρους  
καὶ τοὺς ἱέρακας κατάγουσιν εἰς Αἴγυπτον· καὶ τοῦτο
πράττουσιν ἐνίοτε τῶν ἐφοδίων αὐτοὺς ὑπολιπόν-
των. τὰ δὲ γινόμενα περὶ τὸν Ἆπιν τὸν ἐν Μέμφει
[ποικίλον] καὶ τὸν Μνεῦιν τὸν ἐν Ἡλιουπόλει καὶ
τὰ περὶ τὸν τράγον τὸν ἐν Μένδητι, πρὸς δὲ τού-
τοις τὸν κροκόδειλον τὸν κατὰ τὴν Μοίριδος λίμνην

Διόδωρος Σικελός ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20) Book 13, ch. 88,
Sec. 7, line 1

τέρων ἐλπίδας μεταπεσεῖν ἐποίησεν, ὥστε τοὺς παρὰ


τοῖς Ἀκραγαντίνοις Καμπανοὺς καταγνόντας τῆς
τῶν Ἑλλήνων ὑποθέσεως πεντεκαίδεκα ταλάντοις
φθαρῆναι καὶ μεταβαλέσθαι πρὸς τοὺς Καρχηδο-
νίους. οἱ δὲ Ἀκραγαντῖνοι τὸ μὲν πρῶτον κακῶς
ἀπαλλαττόντων τῶν Καρχηδονίων ἀφθόνως ἀπή-
λαυον τοῦ τε σίτου καὶ τῶν ἄλλων ἐπιτηδείων, ἀεὶ
προσδοκῶντες ταχέως λυθήσεσθαι τὴν πολιορκίαν·
ἐπεὶ δ' αἱ τῶν βαρβάρων ἐλπίδες ἀνέκυψαν καὶ
τοσαῦται μυριάδες εἰς μίαν ἠθροίσθησαν πόλιν,
ἔλαθεν αὐτοὺς ὁ σῖτος ἐξαναλωθείς. λέγεται δὲ
καὶ Δέξιππος ὁ Λακεδαιμόνιος πεντεκαίδεκα ταλάν-
τοις διαφθαρῆναι· εὐθὺ γὰρ ἀπεκρίνατο πρὸς τοὺς
237

τῶν Ἰταλιωτῶν στρατηγούς, ὅτι συμφέρει τὸν πόλε-


μον ἐν ἄλλῳ συστήσασθαι τόπῳ· τὴν γὰρ τροφὴν
ἐκλιπεῖν. διόπερ οἱ στρατηγοὶ πρόφασιν ἐνέγκαντες
ὡς διεληλύθασιν οἱ ταχθέντες τῆς στρατηγίας χρόνοι,
τὰς δυνάμεις ἀπήγαγον ἐπὶ τὸν πορθμόν. μετὰ δὲ
τὴν τούτων ἀπαλλαγὴν συνελθόντες οἱ στρατηγοὶ
μετὰ τῶν ἐφ' ἡγεμονίας τεταγμένων διέγνωσαν ἐξε-
τάσαι τὸν ἐν τῇ πόλει σῖτον· ὃν εὑρόντες παντελῶς

Διόδωρος Σικελός ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


Book 13, ch. 107, Sec. 4, line 1

μὲν τῶν Λακεδαιμονίων βασιλεῖς Ἆγις καὶ Παυσα-


νίας μετὰ πολλῆς δυνάμεως ἐμβαλόντες εἰς τὴν
Ἀττικὴν πρὸς τοῖς τείχεσιν ἐστρατοπέδευον, Λύ-
σανδρος δὲ πλέον ἢ διακοσίαις τριήρεσιν εἰς τὸν
Πειραιέα κατέπλευσεν. οἱ δ' Ἀθηναῖοι τηλικούτοις
περιεχόμενοι κακοῖς ὅμως ἀντεῖχον, καὶ ῥᾳδίως τὴν
πόλιν παρεφύλαττον ἐπί τινα χρόνον. τοῖς δὲ Πε-
λοποννησίοις ἔδοξεν, ἐπείπερ δυσχερὴς ἦν ἡ πολιορ-
κία, τὰς μὲν δυνάμεις ἀπαγαγεῖν ἐκ τῆς Ἀττικῆς,
ταῖς δὲ ναυσὶ μακρὰν ἐφεδρεύειν, ὅπως αὐτοῖς μὴ
παρακομισθῇ σῖτος. οὗ συντελεσθέντος, οἱ μὲν
Ἀθηναῖοι εἰς δεινὴν σπάνιν ἐνέπεσον ἁπάντων μέν,
μάλιστα δὲ τροφῆς διὰ τὸ ταύτην ἀεὶ κατὰ θάλατ-
ταν αὐτοῖς κομίζεσθαι. ἐπιτείνοντος δὲ τοῦ δεινοῦ
καθ' ἡμέραν, ἡ μὲν πόλις ἔγεμε νεκρῶν, οἱ δὲ λοι-
ποὶ διαπρεσβευσάμενοι πρὸς Λακεδαιμονίους συν-
έθεντο τὴν εἰρήνην, ὥστε τὰ μακρὰ σκέλη καὶ τὰ
τείχη τοῦ Πειραιέως περιελεῖν, καὶ μακρὰς ναῦς μὴ
πλεῖον ἔχειν δέκα, τῶν δὲ πόλεων πασῶν ἐκχωρῆσαι
καὶ Λακεδαιμονίοις ἡγεμόσι χρῆσθαι. ὁ μὲν οὖν
Πελοποννησιακὸς πόλεμος, μακρότατος γενόμενος  

Διόδωρος Σικελός ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


Book 16, ch. 41, Sec. 4, line 5

μενοι τὴν ἐπήρειαν χαλεπῶς φέροντες ἔγνωσαν ἀπο-  


στῆναι τῶν Περσῶν. πείσαντες δὲ καὶ τοὺς ἄλλους
Φοίνικας τῆς αὐτονομίας ἀντέχεσθαι διεπρεσβεύσαντο
πρὸς τὸν Αἰγυπτίων βασιλέα Νεκτανεβώ, πολέμιον
238

ὄντα Περσῶν, καὶ πείσαντες παραλαβεῖν αὐτοὺς εἰς


τὴν συμμαχίαν παρεσκευάζοντο τὰ πρὸς τὸν πόλεμον.
τῆς δὲ Σιδῶνος εὐδαιμονίᾳ διαφερούσης καὶ τῶν
ἰδιωτῶν διὰ τὰς ἐμπορίας μεγάλους περιπεποιημένων
πλούτους ταχὺ τριήρεις τε πολλαὶ κατεσκευάσθησαν
καὶ μισθοφόρων πλῆθος ἠθροίσθη, πρὸς δὲ τούτοις
ὅπλα καὶ βέλη καὶ σῖτος καὶ τἄλλα πάντα τὰ πρὸς
πόλεμον χρήσιμα συντόμως κατεσκευάσθη. κατάρχοντες
δὲ τῆς ἔχθρας τὸν μὲν βασιλικὸν παράδεισον, ἐν ᾧ
τὰς καταλύσεις οἱ τῶν Περσῶν βασιλεῖς εἰώθεισαν
ποιεῖσθαι, δενδροτομήσαντες διέφθειραν· ἔπειτα τὸν
ἠθροισμένον ὑπὸ τῶν σατραπῶν εἰς τὸν πόλεμον τοῖς
ἵπποις χόρτον ἐνέπρησαν, τὸ δὲ τελευταῖον τοὺς τὰς
ὕβρεις ἐπιτελεσαμένους Πέρσας συλλαβόντες ἐτιμωρή-
σαντο. τοῦ δὲ πολέμου πρὸς τοὺς Φοίνικας ταύτην
τὴν καταρχὴν λαβόντος ὁ βασιλεὺς πυθόμενος τὰ
τετολμημένα τοῖς ἀποστάταις πᾶσι μὲν τοῖς Φοίνιξιν

Διόδωρος Σικελός ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 21–40) (0060: 003)


“Diodorus of Sicily, vols. 11–12”, Ed. Walton, F.R.
Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 11:1957; 12:1967, Repr.
11:1968.Book 24, ch. 1, Sec. 2, line 3

δαπῶν κατέπλευσαν εἰς τὴν Πάνορμον, ἐκεῖθεν εἰς


τὸ Λιλύβαιον, ὃ πολιορκεῖν ἤρξαντο. τὴν μὲν γῆν
ἀπὸ θαλάσσης εἰς θάλασσαν τάφρῳ ἀπετείχισαν,
καταπέλτας δὲ καὶ κριοὺς καὶ χωστρίδας καὶ
χελώνας κατεσκεύασαν. τὸ δὲ στόμιον τοῦ λιμένος,
πεντεκαίδεκα κερκούρους ναῦς λίθων πληρώσαντες,
κατέχωσαν. ἦν δὲ ὁ λαὸς ὁ τῶν Ῥωμαίων ἕνδεκα
μυριάδες, τῶν δὲ πολιορκουμένων πεζοὶ ἑπτακις-
χίλιοι, ἱππεῖς δὲ ἑπτακόσιοι. πολιορκουμένων δὲ
αὐτῶν, ἦλθεν αὐτοῖς βοήθεια ἀπὸ Καρχηδόνος,
ἄνδρες τετρακισχίλιοι καὶ σῖτος, καὶ ἀνεθάρσησαν
οἱ μετὰ τοῦ Ἀτάρβου. οἱ δὲ Ῥωμαῖοι θεασάμενοι
τὴν εἰσβολὴν τῆς δυνάμεως, λίθοις καὶ χώμασιν
ἐκ δευτέρου τὸ στόμιον τοῦ λιμένος ἔχωσαν καὶ  
ξύλοις μεγίστοις καὶ ἀγκύραις τὰ βάθη ἐσταύρω-
σαν. πνεύματος δὲ βιαίου πνεύσαντος καὶ τῆς
239

θαλάσσης ἀγριανθείσης, πάντα κατέλυσεν. ἐποίη-


σαν δὲ Ῥωμαῖοι πετροβόλον ὄργανον, ἔκτισαν δὲ
ἔνδοθεν ἄλλο τεῖχος Καρχηδόνιοι. τὴν δὲ τάφρον
τῆς πόλεως ἔχωσαν Ῥωμαῖοι, ἔχουσαν τὸ πλάτος
ἑξήκοντα πήχεις καὶ τὸ βάθος τεσσαράκοντα.

Λουκιανός. De parasito sive artem esse parasiticam Sec. 11, line 9

   παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι   σίτου καὶ κρειῶν.


 Ὅ γε μὴν Ἐπίκουρος σφόδρα ἀναισχύντως
ὑφελόμενος τὸ τῆς παρασιτικῆς τέλος τῆς καθ'
αὑτὸν εὐδαιμονίας τέλος αὐτὸ ποιεῖ. καὶ ὅτι
κλοπὴ τὸ πρᾶγμά ἐστιν καὶ οὐδὲν Ἐπικούρῳ
μέλει τὸ ἡδύ, ἀλλὰ τῷ παρασίτῳ, οὕτω μάθοις
ἄν. ἔγωγε ἡγοῦμαι τὸ ἡδὺ πρῶτον μὲν τὸ τῆς
σαρκὸς ἀόχλητον, ἔπειτα τὸ μὴ θορύβου καὶ
ταραχῆς τὴν ψυχὴν ἐμπεπλῆσθαι. τούτων τοί-
νυν ὁ μὲν παράσιτος ἑκατέρων τυγχάνει, ὁ δὲ
Ἐπίκουρος οὐδὲ θατέρου· ὁ γὰρ ζητῶν περὶ σχή-
ματος γῆς καὶ κόσμων ἀπειρίας καὶ μεγέθους
ἡλίου καὶ ἀποστημάτων καὶ πρώτων στοιχείων
καὶ περὶ θεῶν, εἴτε εἰσὶν εἴτε οὐκ εἰσί, καὶ περὶ
αὐτοῦ τοῦ τέλους ἀεὶ πολεμῶν καὶ διαφερόμενος
πρός τινας οὐ μόνον ἐν ἀνθρωπίναις, ἀλλὰ καὶ ἐν  
κοσμικαῖς ἐστιν ὀχλήσεσιν. ὁ δὲ παράσιτος
πάντα καλῶς ἔχειν οἰόμενος καὶ πεπιστευκὼς μὴ
ἄλλως ταῦτα ἔχειν ἄμεινον ἢ ἔχει, μετὰ πολλῆς
ἀδείας καὶ γαλήνης, οὐδενὸς αὐτῷ τοιούτου

Λουκιανός. Saturnalia Sec. 26, line 11

ἐκεῖνοι πρὸς ταῦτα λέγειν ἔχωσιν. τὸ δὲ ὅλον,


ἴστε οἱ πένητες ὑμεῖς ἐξηπατημένοι καὶ οὐκ ὀρθῶς
δοξάζοντες περὶ τῶν πλουσίων, οἵ γε πανευδαίμονας
240

αὐτοὺς οἴεσθε εἶναι καὶ μόνους ἡδύν τινα βιοῦν


τὸν βίον, ὅτι δειπνεῖν τε πολυτελῶς ἔστιν αὐτοῖς
καὶ μεθύσκεσθαι οἴνου ἡδέος καὶ παισὶν ὡραίοις
καὶ γυναιξὶν ὁμιλεῖν καὶ ἐσθῆσι μαλακαῖς χρῆσθαι.
τὸ δὲ πάνυ ἀγνοεῖτε ὁποῖόν ἐστιν. αἵ τε γὰρ
φροντίδες αἱ περὶ τούτων οὐ μικραί, ἀλλ' ἀνάγκη
ἐπαγρυπνεῖν ἑκάστοις, μή τι ὁ οἰκονόμος βλακεύσας
ἢ ὑφελόμενος λάθῃ, μὴ ὁ οἶνος ὀξυνθῇ, μὴ ὁ σῖτος
φθειρὶ ζέσῃ, ἢ ὁ λῃστὴς ὑφέληται τὰ ἐκπώματα,
μὴ πιστεύσῃ τοῖς συκοφάνταις ὁ δῆμος λέγουσι
τυραννεῖν αὐτὸν ἐθέλειν. ταῦτα δὲ πάντα οὐδὲ
τὸ πολλοστὸν ἂν εἴη μέρος τῶν ἀνιώντων αὐτούς.
εἰ γοῦν ἠπίστασθε τοὺς φόβους καὶ τὰς μερίμνας
ἃς ἔχουσιν, πάνυ ἂν ὑμῖν φευκτέον ὁ πλοῦτος
ἔδοξεν. ἐπεί τοι οἴει με αὐτὸν οὕτως ἄν ποτε κο-
ρυβαντιᾶσαι, ὡς εἰ καλὸν ἦν τὸ πλουτεῖν καὶ
βασιλεύειν,

Λουκιανός. Navigium (0062: 065)“Lucian, vol. 6”, Ed. Kilburn, K.


Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1959, Repr. 1968.
Sec. 32, line 8

 Ἀλλὰ σὺ μὲν ἄρχε τῆς ἵππου, Λυκῖνος δὲ ἐχέτω


τὸ δεξιόν. οὑτοσὶ δὲ Τιμόλαος ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου
τετάξεται. ἐγὼ δὲ κατὰ μέσον, ὡς νόμος βασιλεῦσι
τῶν Περσῶν, ἐπειδὰν αὐτοὶ συμπαρῶσι. προΐω-
μεν δὲ ἤδη τὴν ἐπὶ Κορίνθου διὰ τῆς ὀρεινῆς
ἐπευξάμενοι τῷ βασιλείῳ Διί· κἀπειδὰν τἀν τῇ
Ἑλλάδι πάντα ἤδη χειρωσώμεθα – οὐδεὶς γὰρ ὁ
ἐναντιωθησόμενος ἡμῖν τὰ ὅπλα τοσούτοις οὖσιν,
ἀλλ' ἀκονιτὶ κρατοῦμεν – ἐπιβάντες ἐπὶ τὰς τριήρεις
καὶ τοὺς ἵππους εἰς τὰς ἱππαγωγοὺς ἐμβιβάσαντες –  
παρεσκεύασται δ' ἐν Κεγχρεαῖς καὶ σῖτος ἱκανὸς
καὶ τὰ πλοῖα διαρκῆ καὶ τὰ ἄλλα πάντα –  
διαβάλωμεν τὸν Αἰγαῖον ἐς τὴν Ἰωνίαν, εἶτα  
ἐκεῖ τῇ Ἀρτέμιδι θύσαντες καὶ τὰς πόλεις
ἀτειχίστους λαβόντες ῥᾳδίως ἄρχοντας ἀπολιπόντες
προχωρῶμεν ἐπὶ Συρίας διὰ Καρίας, εἶτα Λυκίας
καὶ Παμφυλίας καὶ Πισιδῶν καὶ τῆς παραλίου
καὶ ὀρεινῆς Κιλικίας, ἄχρι ἂν ἐπὶ τὸν Εὐφράτην
ἀφικώμεθα.
{ΛΥΚΙΝΟΣ}
 Ἐμέ, ὦ βασιλεῦ, εἰ δοκεῖ, σατράπην τῆς Ἑλλά
241

Περίπλους Ερυθράς θαλάσσης. Anonymi (Arriani, ut fertur) periplus


maris Erythraei (0071: 001)“Geographi Graeci minores, vol. 1”, Ed.
Müller, K.Paris: Didot, 1855, Repr. 1965.Sec. 7, line 14

ρον εἰς ἀνατολὴν πλεόντων, ἔστιν ἄλλα ἐμπόρια Βαρ-


βαρικὰ, τὰ πέραν λεγόμενα, κείμενα μὲν κατὰ τὸ ἑξῆς
ἀγκυροβολίοις δὲ καὶ σάλοις ἔχοντα τοὺς ὅρμους κατὰ
καιροὺς ἐπιτηδείους. Πρῶτος μὲν ὁ λεγόμενος Αὐα-
λίτης, καθ' ὃν καὶ στενώτατός ἐστιν ἀπὸ τῆς Ἀραβικῆς  
εἰς τὸ πέραν διάπλους. Κατὰ τοῦτον τὸν τόπον μι-
κρὸν ἐμπόριόν ἐστιν ὁ Αὐαλίτης, σχεδίαις καὶ σκάφαις
εἰς τὸ αὐτὸ προσερχομένων. Προχωρεῖ δὲ εἰς αὐτὴν
ὑαλὴ λιθία σύμμικτος καὶ [χυλὸς] Διοσπολιτικῆς
ὄμφακος καὶ ἱμάτια βαρβαρικὰ σύμμικτα γεγναμμένα
καὶ σῖτος καὶ οἶνος καὶ κασσίτερος ὀλίγος. Φέρεται
δ' ἐξ αὐτῆς, ποτὲ καὶ τῶν βαρβάρων ἐπὶ σχεδίαις δια-
φερόντων εἰς τὴν ἀντικρὺς Ὄκηλιν καὶ Μούζα, ἀρώ-
ματα καὶ ἐλέφας ὀλίγος καὶ χελώνη καὶ σμύρνα ἐλα-
χίστη, διαφέρουσα δὲ τῆς ἄλλης. Ἀτακτότεροι δὲ οἱ
κατοικοῦντες τὸν τόπον βάρβαροι.
 Μετὰ δὲ τὴν Αὐαλίτην ἕτερον ἐμπόριόν ἐστι τού-
του διαφέρον ἡ λεγομένη Μαλαὼ, πλοῦν ἀπέχουσα
σταδίων ὡς ὀκτακοσίων· ὁ δὲ ὅρμος ἐπίσαλος, σκεπό-
μενος ἀκρωτηρίῳ τῷ ἐξ ἀνατολῆς ἀνατείνοντι· οἱ δὲ
κατοικοῦντες εἰρηνικώτεροι.

Περίπλους Ερυθράς θαλάσσης. Anonymi (Arriani, ut fertur) periplus


maris Erythraei Sec. 14, line 6

ἕλκει, ἕτερόν ἐστιν ἐμπόριον Ὀπώνη, εἰς ἣν καὶ αὐτὴν


προχωρεῖ μὲν τὰ προειρημένα, τὸ δὲ πλεῖστον ἐν αὐτῇ
γεννᾶται κασσία καὶ ἄρωμα καὶ μοτὼ καὶ δουλικὰ
κρείσσονα, ἃ εἰς Αἴγυπτον προχωρεῖ μᾶλλον, καὶ χε-
λώνη πλείστη καὶ διαφορωτέρα τῆς ἄλλης.
 Πλεῖται δὲ εἰς πάντα ταῦτα τὰ τοῦ πέραν ἐμπό-
ρια ἀπὸ μὲν Αἰγύπτου περὶ τὸν Ἰούλιον μῆνα, ὅ ἐστιν
Ἐπιφί. Ἐξαρτίζεται δὲ συνήθως καὶ ἀπὸ τῶν ἔσω
τόπων, τῆς Ἀριακῆς καὶ Βαρυγάζων, εἰς τὰ αὐτὰ τὰ τοῦ
πέραν ἐμπόρια γένη προχωροῦντα ἀπὸ τῶν τόπων,
σῖτος καὶ ὄρυζα καὶ βούτυρον καὶ ἔλαιον σησάμινον καὶ
242

ὀθόνιον, ἥ τε μοναχὴ καὶ ἡ σαγματογήνη, καὶ περιζώ-


ματα καὶ μέλι τὸ καλάμινον τὸ λεγόμενον σάκχαρι.
Καὶ οἱ μὲν προηγουμένως εἰς ταῦτα τὰ ἐμπόρια πλέουσιν,
οἱ δὲ [κατὰ] τὸν παράπλουν ἀντιφορτίζονται τὰ ἐμ-
πεσόντα. Οὐ βασιλεύεται δὲ ὁ τόπος, ἀλλὰ τυράννοις
ἰδίοις καθ' ἕκαστον ἐμπόριον διοικεῖται.
 Ἀπὸ δὲ Ὀπώνης τῆς ἀκτῆς εἰς τὸν νότον ὑπο-
χωρούσης ἐπὶ πλεῖον, πρῶτα μέν ἐστι τὰ λεγόμενα  
μικρὰ Ἀπόκοπα καὶ μεγάλα τῆς Ἀζανίας

Περίπλους Ερυθράς θαλάσσης. Anonymi (Arriani, ut fertur) periplus


maris Erythraei
Sec. 17, line 4

σαν τῇ βασιλείᾳ τῆς πρώτης γινομένης Ἀραβίας, ὁ


Μοφαρείτης τύραννος. Παρὰ δὲ τοῦ βασιλέως ὑπό-
φορον αὐτὴν ἔχουσιν οἱ ἀπὸ Μούζα, καὶ πέμπουσιν εἰς
αὐτὴν ἐφόλκια τὰ πλείονα κυβερνήταις καὶ χρειακοῖς
Ἄραψι χρώμενοι τοῖς καὶ συνήθειαν καὶ ἐπιγαμβρίαν
ἔχουσιν ἐμπείροις τε οὖσι τῶν τόπων καὶ τῆς φωνῆς
αὐτῶν.
 Εἰσφέρεται δὲ εἰς τὰ ἐμπόρια ταῦτα προηγου-
μένως ἡ τοπικῶς ἐν Μούζα κατασκευαζομένη λόγχη
καὶ πελύκια καὶ μαχαίρια καὶ ὀπήτια καὶ λιθίας ὑαλῆς
πλείονα γένη, εἰς δέ τινας τόπους οἶνός τε καὶ σῖτος
οὐκ ὀλίγος, οὐ πρὸς ἐργασίαν ἀλλὰ δαπάνης χάριν εἰς
φιλανθρωπίαν τῶν βαρβάρων. Ἐκφέρεται δὲ ἀπὸ  
τῶν τόπων ἐλέφας πλεῖστος (ἥσσων δὲ τοῦ Ἀδουλιτι-
κοῦ) καὶ ῥινόκερως καὶ χελώνη διάφορος μετὰ τὴν Ἰν-
δικὴν καὶ ναύπλιος ὀλίγος.

Περίπλους Ερυθράς θαλάσσης. Anonymi (Arriani, ut fertur) periplus


maris Erythraei Sec. 24, line 9

αὐτοκρατόρων.
 Τὸ δὲ ἐμπόριον ἡ Μούζα ἀλίμενον μὲν εὔσαλον δὲ
καὶ εὔορμον διὰ τὰ περὶ αὐτὴν ἀμμόγεια ἀγκυροβόλια.
Φορτία δὲ εἰς αὐτὴν προχωρεῖ πορφύρα, διάφορος καὶ  
χυδαία, καὶ ἱματισμὸς Ἀραβικὸς χειριδωτὸς, ὅ τε ἁπλοῦς
καὶ ὁ κοινὸς, καὶ σκοτουλάτος καὶ διάχρυσος, καὶ
κρόκος καὶ κύπερος καὶ ὀθόνιον καὶ ἀβόλλαι καὶ λώ-
243

δικες οὐ πολλαὶ, ἁπλοῖ τε καὶ ἐντόπιοι, ζῶναι σκιωταὶ


καὶ μύρον μέτριον καὶ χρῆμα ἱκανὸν οἶνός τε καὶ σῖ-
τος οὐ πολύς. Φέρει γὰρ καὶ ἡ χώρα πυρὸν μετρίως
καὶ οἶνον πλείονα. Τῷ δὲ βασιλεῖ καὶ τῷ τυράννῳ
δίδονται ἵπποι τε καὶ ἡμίονοι νωτηγοὶ καὶ χρυσώματα
καὶ τορνευτὰ ἀργυρώματα καὶ ἱματισμὸς πολυτελὴς
καὶ χαλκουργήματα. Ἐξάγεται δὲ ἐξ αὐτῆς ἐντόπια
μὲν, σμύρνα ἐκλεκτὴ καὶ στακτὴ ἀβειρμιναία, λύγδος
καὶ τὰ ἀπὸ τῆς πέραν Ἀδουλὶ προειρημένα φορτία
πάντα. Πλεῖται δὲ εἰς αὐτὴν εὐκαίρως περὶ τὸν Σε-
πτέμβριον μῆνα, ὅς ἐστι Θώθ· οὐδὲν δὲ κωλύει κἂν
τάχιον.

Περίπλους Ερυθράς θαλάσσης. Anonymi (Arriani, ut fertur) periplus


maris Erythraei Sec. 56, line 8

οἱ προαπαντῶντες ὄφεις, μέλανες μὲν καὶ αὐτοὶ τὴν


χρόαν, βραχύτεροι δὲ καὶ δρακοντοειδεῖς τὴν κεφαλὴν
καὶ τοῖς ὄμμασιν αἱματώδεις.
 Πλεῖ δὲ εἰς τὰ ἐμπόρια ταῦτα μεγάλα πλοῖα
διὰ τὸν ὄγκον καὶ τὸ πλῆθος τοῦ πεπέρεως καὶ τοῦ
μαλαβάθρου. Προχωρεῖ δὲ εἰς αὐτὴν προηγουμένως
χρήματα πλεῖστα, χρυσόλιθα, ἱματισμὸς ἁπλοῦς οὐ
πολὺς, πολύμιτα, στίμμι, κοράλλιον, ὕαλος ἀργὴ,
χαλκὸς, κασσίτερος, μόλυβδος, οἶνος οὐ πολὺς, ὡσεὶ
δὲ τοσοῦτον ὅσον ἐν Βαρυγάζοις, σανδαράκη, ἀρσενι-
κὸν, σῖτος δὲ ὅσος ἀρκέσει τοῖς περὶ τὸ ναυκλήριον διὰ
τὸ μὴ τοὺς ἐμπόρους αὐτῷ χρῆσθαι. Φέρεται δὲ πέ-
περι μονογενῶς ἐν ἑνὶ τόπῳ τούτων τῶν ἐμπορίων
γεννώμενον πολὺ, τῇ λεγομένῃ Κοττοναρικῇ· φέρεται
δὲ καὶ μαργαρίτης ἱκανὸς καὶ διάφορος καὶ ἐλέφας καὶ
ὀθόνια Σηρικὰ καὶ νάρδος ἡ Γαγγητικὴ καὶ μαλάβαθρον
ἐκ τῶν ἔσω τόπων εἰς αὐτὴν, καὶ λιθία διαφανὴς παν-
τοία καὶ ἀδάμας καὶ ὑάκινθος καὶ χελώνη ἥ τε Χρυσο-
νησιωτικὴ καὶ ἡ περὶ τὰς νήσους θηρευομένη τὰς
προκειμένας αὐτῆς τῆς Λιμυρικῆς. Πλέουσι δὲ εἰς αὐ-
τὴν οἱ κατὰ καιρὸν ἀναγόμενοι ἀπ' Αἰγύπτου περὶ τὸν

Φλάβιος Αρριανός. Alexandri Ανάβασις. (0074: 001)


“Flavii Arriani quae exstant omnia, vol. 1”, Ed. Roos, A.G., Wirth, G.
244

Leipzig: Teubner, 1967 (1st edn. corr.).Book 5, ch. 9, Sec. 3, line 1

εἶδεν Ἀλέξανδρον αὐτὸς μένων ἐφύλαττε τὸν πόρον·


ὅσα δὲ ἄλλα τοῦ ποταμοῦ εὐπορώτερα, ἐπὶ ταῦτα
φρουρὰς διαπέμψας καὶ ἡγεμόνας ἐπιστήσας ἑκάστοις  
εἴργειν ἐπενόει [ἀπὸ] τοῦ πόρου τοὺς Μακεδόνας.
ταῦτα δὲ ὁρῶντι Ἀλεξάνδρῳ κινητέα καὶ αὐτῷ ἐδόκει ἡ
στρατιὰ πολλαχῇ, ὡς τὸν Πῶρον ἀμφίβολον γίνεσθαι.
διελὼν δὴ ἐς πολλὰ τὸν στρατὸν τοὺς μὲν αὐτὸς ἄλλῃ
καὶ ἄλλῃ ἦγε τῆς χώρας τὰ μὲν πορθῶν ὅσα πολέμια, τὰ
δὲ σκοπῶν ὅπῃ εὐπορώτερος αὐτῷ ὁ ποταμὸς φανεῖται,
τοὺς δὲ, τῶν ἡγεμόνων ἄλλοις [καὶ] ἄλλους ἐπιτάξας,
καὶ αὐτοὺς πολλαχῇ διέπεμπε. σῖτος δὲ αὐτῷ πάντοθεν
ἐκ τῆς ἐπὶ τάδε τοῦ Ὑδάσπου χώρας ἐς τὸ στρατό-
πεδον ξυνεκομίζετο, ὡς δῆλον εἶναι τῷ Πώρῳ ὅτι
ἐγνωκὼς εἴη προσλιπαρεῖν τῇ ὄχθῃ, ἔστε τὸ ὕδωρ τοῦ
ποταμοῦ μεῖον γενόμενον τοῦ χειμῶνος πολλαχῇ παρα-
δοῦναί οἱ τὸν πόρον· τά τε πλοῖα αὐτῷ ἄλλῃ καὶ
ἄλλῃ παραπλέοντα καὶ αἱ διφθέραι τῆς κάρφης ἐμπι-
πλάμεναι καὶ ἡ ὄχθη πᾶσα πλήρης φαινομένη τῇ μὲν
ἱππέων, τῇ δὲ πεζῶν, οὐκ εἴα ἠρεμεῖν τὸν Πῶρον,
οὐδὲ ἕν τι ἐπιλεξάμενον ἐς φυλακὴν ξύμφορον ἐς
τοῦτο ἐκ πάντων παρασκευάζεσθαι.

Φλάβιος Αρριανός. Alexandri Ανάβασις. Book 6, ch. 23, Sec. 4, line 2

ὅρμος ὢν τυγχάνει ταύτῃ ἢ ὕδωρ οὐ πόρρω ἀπὸ


θαλάσσης ἤ τι ἄλλο τῶν ἐπιτηδείων. καὶ οὗτος ἐπ-
ανελθὼν ἀπήγγειλεν ἁλιέας τινὰς καταλαβεῖν ἐπὶ τοῦ
αἰγιαλοῦ ἐν καλύβαις πνιγηραῖς· πεποιῆσθαι δὲ τὰς
καλύβας ξυνθέντας τὰς κόγχας· στέγην δὲ εἶναι αὐταῖς
τὰς ἀκάνθας τῶν ἰχθύων· καὶ τούτους τοὺς ἁλιέας
ὕδατι ὀλίγῳ διαχρῆσθαι χαλεπῶς διαμωμένους τὸν
κάχληκα, καὶ οὐδὲ τούτῳ πάντῃ γλυκεῖ τῷ ὕδατι.  
 Ὡς δὲ ἀφίκετο Ἀλέξανδρος ἐς χῶρόν τινα τῆς
Γαδρωσίας ἵνα ἀφθονώτερος ἦν σῖτος, διανέμει ἐς τὰ
ὑποζύγια τὸν καταληφθέντα καὶ τοῦτον σημηνάμενος
τῇ ἑαυτοῦ σφραγῖδι κατακομίζεσθαι κελεύει ὡς ἐπὶ
θάλασσαν. ἐν ᾧ δὲ ᾔει ὡς ἐπὶ τὸν σταθμόν, ἔνθενπερ
ἐγγυτάτω ἦν ἡ θάλασσα, ἐν τούτῳ ὀλίγα φροντίσαντες
οἱ στρατιῶται τῆς σφραγῖδος αὐτοί τε οἱ φύλακες τῷ
σίτῳ ἐχρήσαντο καὶ ὅσοι μάλιστα λιμῷ ἐπιέζοντο καὶ
245

τούτοις μετέδωκαν. ἐς τοσόνδε γὰρ πρὸς τοῦ κακοῦ


ἐνικῶντο, ὡς τὸν πρόδηλον καὶ παρόντα ἤδη ὄλεθρον
τοῦ ἀφανοῦς τε καὶ πρόσω ἔτι ὄντος ἐκ τοῦ βασιλέως
κινδύνου ξὺν λογισμῷ ἔδοξέ σφισιν ἔμπροσθεν

Φλάβιος Αρριανός. Historia Indica (0074: 002)


“Flavii Arriani quae exstant omnia, vol. 2”, Ed. Roos, A.G., Wirth, G.
Leipzig: Teubner, 1968 (1st edn. corr.).Ch. 23, Sec. 7, line 1

θεον· στρατόπεδον δὲ περιεβάλετο τῶν βαρβάρων τῆς


φυλακῆς ἕνεκα. ἐν τούτῳ τῷ χώρῳ Λεόννατος, ὅτῳ τὰ
Ὠρειτῶν ἐξ Ἀλεξάνδρου ἐπετέτραπτο, μάχῃ μεγάλῃ νικᾷ
Ὠρείτας τε καὶ ὅσοι Ὠρείταις συνεπέλαβον τοῦ ἔργου.
καὶ κτείνει αὐτῶν ἑξακισχιλίους, καὶ τοὺς ἡγεμόνας πάν-
τας· τῶν δὲ σὺν Λεοννάτῳ ἱππεῖς μὲν ἀποθνήσκουσι πεν-
τεκαίδεκα, τῶν δὲ πεζῶν ἄλλοι τε οὐ πολλοὶ καὶ Ἀπολ-
λοφάνης ὁ Γαδρωσίων σατράπης. ταῦτα μὲν δὴ ἐν τῇ
ἄλλῃ ξυγγραφῇ ἀναγέγραπται, καὶ ὅπως Λεόννατος ἐπὶ
τῷδε ἐστεφανώθη πρὸς Ἀλεξάνδρου χρυσῷ στεφάνῳ
ἐν Μακεδόσιν. ἐνταῦθα σῖτος ἦν νενημένος κατὰ πρός-
ταγμα Ἀλεξάνδρου ἐς ἐπισιτισμὸν τῷ στρατῷ, καὶ ἐμ-
βάλλονται σιτία ἡμερέων δέκα ἐς τὰς νέας. καὶ τῶν
νεῶν ὅσαι πεπονήκεσαν κατὰ τὸν πλόον μέχρι τοῦδε
ἐπεσκεύασαν, καὶ τῶν ναυτέων ὅσοι ἐν τῷ ἔργῳ βλα-
κεύειν ἐφαίνοντο Νεάρχῳ, τούτους μὲν πεζῇ ἄγειν Λεον-
νάτῳ ἔδωκεν, αὐτὸς δὲ ἀπὸ τῶν σὺν Λεοννάτῳ στρα-
τιωτῶν συμπληροῖ τὸ ναυτικόν.

Φλάβιος Αρριανός. Historia Indica Ch. 26, Sec. 9, line 4

ἐνταῦθα ξένια Νεάρχῳ προσφέρουσιν οἱ κωμῆται πρό-


βατα καὶ ἰχθύας· καὶ τῶν προβάτων τὰ κρέα λέγει ὅτι
ἦν ἰχθυώδεα, ἴσα τοῖς τῶν ὀρνίθων τῶν πελαγίων, ὅτι
καὶ αὐτὰ ἰχθύων σιτέεται· πόα γὰρ οὐκ ἔνι ἐν τῇ χώρῃ.  
ἀλλὰ τῇ ὑστεραίῃ πλεύσαντες ἐς σταδίους διακοσίους
ὁρμίζονται πρὸς αἰγιαλῷ καὶ κώμῃ ἀπὸ θαλάσσης ἐς
σταδίους τριάκοντα ἀπεχούσῃ· ἡ μὲν κώμη Κύσα ἐκα-
λέετο, Καρβὶς δὲ τῷ αἰγιαλῷ ὄνομα ἦν. ἐνταῦθα
πλοίοις ἐπιτυγχάνουσι σμικροῖσιν, οἷα ἁλιέων εἶναι πλοῖα
οὐκ εὐδαιμόνων· αὐτοὺς δὲ οὐ καταλαμβάνουσιν, ἀλλ'
246

ἔφυγον γὰρ καθορμιζομένας κατιδόντες τὰς νέας. σῖτός


τε αὐτόθι οὐκ ἐνῆν, καὶ ἐπιλελοίπει τὴν στρατιὴν ὁ
πολλός· ἀλλὰ αἶγας ἐμβαλόμενοι ἐς τὰς νέας, οὕτω δὴ
ἀπέπλεον. καὶ περιπλώσαντες ἄκρην ὑψηλὴν ὅσον πεν-
τήκοντα καὶ ἑκατὸν σταδίους ἀνέχουσαν ἐς τὸν πόντον,
κατάγονται ἐν λιμένι ἀκλύστῳ. καὶ ὕδωρ αὐτόθι ἦν, καὶ
ἁλιέες ᾤκεον· Μόσαρνα ὄνομα ἦν τῷ λιμένι.
 ἐνθένδε καὶ ἡγεμὼν τοῦ πλόου λέγει Νέαρχος ὅτι
συνέπλωσεν αὐτοῖσιν, Ὑδράκης ὄνομα, Γαδρώσιος·
ὑπέστη δὲ Ὑδράκης καταστήσειν αὐτοὺς μέχρι Καρμα-
νίης. τὸ δὲ ἀπὸ τοῦδε οὐκέτι χαλεπὰ ἦν, ἀλλὰ μᾶλλόν

Φλάβιος Αρριανός. Historia Indica Ch. 29, Sec. 2, line 1

χανον σίτῳ μὲν τῷ ἀπὸ τῶν ἰχθύων, τοῖσι δὲ ἄρτοισιν


ὅσα ὄψῳ διαχρεόμενοι. ὡς δὲ τὰ ὄντα ἐπεδείκνυον, οὕτω
δὴ ἐκ τῶν παρόντων ἐπισιτισάμενοι ἀνήγοντο, καὶ ὁρμί-
ζονται πρὸς ἄκρην, ἥντινα οἱ ἐπιχώριοι ἱρὴν Ἡλίου
ἦγον· οὔνομα τῇ ἄκρῃ Βάγεια.
 ἐνθένδε ἀμφὶ μέσας νύκτας ἄραντες διεκπλώουσι στα-
δίους ἐς χιλίους ἐς Τάλμενα λιμένα εὔορμον. ἐνθένδε
ἐς Κανασίδα πόλιν ἐρήμην σταδίους ἐς τετρακοσίους,
ἵνα τινὶ φρέατι ὀρυκτῷ ἐπιτυγχάνουσι, καὶ φοίνικες
ἄγριοι ἐπεφύκεσαν. τούτων τοὺς ἐγκεφάλους κόπτοντες
ἐσιτέοντο· σῖτος γὰρ ἐπελελοίπει τὴν στρατιήν. καὶ
κακῶς ἤδη ὑπὸ λιμοῦ ἔχοντες ἔπλεον τήν τε ἡμέρην καὶ
τὴν νύκτα, καὶ ὁρμίζονται πρὸς αἰγιαλῷ ἐρήμῳ. Νέ-
αρχος δὲ καταδείσας μὴ ἄρα ἐς τὴν γῆν ἐκβάντες ἀπο-
λίποιεν τὰς νέας ὑπὸ ἀθυμίης, ἐπὶ τῷδε μετεώρους ἔσχε
τὰς νέας ἐπ' ἀγκυρέων. ἐνθένδε ἀναχθέντες ἐς Κανάτην
ὁρμίζονται, σταδίους ὡς ἑπτακοσίους καὶ πεντήκοντα  
διεκπλώσαντες. ἔστι δὲ καὶ αἰγιαλὸς ἐνταῦθα καὶ διώ-
ρυχες βραχεῖαι. ἐνθένδε σταδίους ὀκτακοσίους πλώσαν-
τες ἐν Ταοῖσιν ὁρμίζονται, κῶμαι δὲ μικραὶ καὶ πονηραὶ

Φλάβιος Αρριανός. Historia Indica Ch. 29, Sec. 16, line 1

καὶ ἄρτους, οἳ δὲ μάζας ἐκ τούτων τῶν ἀλεύρων πές-


σουσι. καὶ τὰ βοσκήματα αὐτοῖσι τοὺς ἰχθύας ξηροὺς
σιτέονται· ἡ γὰρ χώρη ἔρημος λειμώνων οὐδὲ ποίην
φέρει. θηρεύουσι δὲ καὶ καράβους πολλαχῆ καὶ ὄστρεια
247

καὶ τὰ κογχύλια· ἅλες δὲ αὐτόματοι γίνονται ἐν τῇ


χώρῃ· ἀπὸ τούτων ἔλαιον ποιέουσιν. οἳ μὲν δὴ αὐτῶν
ἐρήμους τόπους οἰκέουσιν ἄδενδρόν τε τὴν χώρην καὶ
ἄφορον καρπῶν ἡμέρων, τούτοισιν ἀπὸ τῶν ἰχθύων ἡ
πᾶσα δίαιτα πεποίηται· ὀλίγοι δὲ αὐτῶν σπείρουσιν ὅσον
τῆς χώρης, καὶ τούτῳ κατάπερ ὄψῳ χρῶνται πρὸς τοὺς
ἰχθύας· ὁ γὰρ σῖτος αὐτοῖσίν εἰσιν οἱ ἰχθύες. οἰκία δὲ
πεποίηνται οἱ μὲν εὐδαιμονέστατοι αὐτῶν ὅσα κήτεα ἐκ-
βάλλει ἡ θάλασσα τούτων τὰ ὀστᾶ ἐπιλεγόμενοι καὶ
τούτοισιν ἀντὶ ξύλων χρεόμενοι, καὶ θύρας τὰ ὀστέα
ὅσα πλατέα αὐτῶν ἁλίσκεται ἀπὸ τούτων ποιέονται·
τοῖσι δὲ πολλοῖς καὶ πενεστέροισιν ἀπὸ τῶν ἀκανθῶν τῶν
ἰχθύων τὰ οἰκία ποιέεται.  
 Κήτεα δὲ μεγάλα ἐν τῇ ἔξω θαλάσσῃ βόσκεται, καὶ
ἰχθύες πολὺ μέζονες ἢ ἐν τῇδε τῇ εἴσω. καὶ λέγει Νέ-
αρχος, ὁπότε ἀπὸ Κυΐζων παρέπλεον, ὑπὸ τὴν ἕω ὀφ-
θῆναι ὕδωρ ἄνω ἀναφυσώμενον τῆς θαλάσσης οἷά περ

Διονύσιος Αλικαρνασσέας Antiquitates Romanae (0081:


001)“Dionysii Halicarnasei antiquitatum Romanarum quae supersunt, 4
vols.”, Ed. Jacoby, K.Leipzig: Teubner, 1:1885; 2:1888; 3:1891; 4:1905,
Repr. 1967.Book 1, ch. 85, Sec. 3, line 7

κοινωσάμενος δὲ τοῖς μειρακίοις, ἐπειδὴ κἀκείνοις


ἐδόκει, δίδωσιν αὐτοῖς χωρία μὲν ὧν ἄρξουσιν, ἔνθα
παῖδες ὄντες ἐτράφησαν, ἐκ δὲ τοῦ λεὼ τόν τε δι' ὑπο-
ψίας αὐτῷ γενόμενον, ὃς ἔμελλε νεωτερισμοῦ εἰσαῦθις
ἄρξειν, καὶ εἴ τι ἑκούσιον ἀπαναστῆναι ἐβούλετο. ἦν
δὲ ἐν τούτοις πολὺ μὲν ὥσπερ εἰκὸς ἐν πόλει κινου-
μένῃ τὸ δημοτικὸν γένος, ἱκανὸν δὲ καὶ τὸ ἀπὸ τοῦ
κρατίστου γνώριμον, ἐκ δὲ τοῦ Τρωικοῦ τὸ εὐγενέστα-
τον δὴ νομιζόμενον, ἐξ οὗ καὶ γενεαί τινες ἔτι περιῆ-
σαν εἰς ἐμέ, πεντήκοντα μάλιστ' οἶκοι. ἐχορηγεῖτο δὲ  
τοῖς νεανίσκοις καὶ χρήματα καὶ ὅπλα καὶ σῖτος καὶ
ἀνδράποδα καὶ ὑποζύγια ἀχθοφόρα καὶ εἴ τι ἄλλο
πόλεως ἦν κατασκευῇ πρόσφορον. ὡς δὲ ἀνέστησαν
ἐκ τῆς Ἄλβας οἱ νεανίσκοι τὸν λεὼν μίξαντες αὐτῷ
τὸν αὐτόθεν, ὅσος ἦν ἐν τῷ Παλλαντίῳ καὶ περὶ τὴν
Σατορνίαν ὑπολιπής, μερίζονται τὸ πλῆθος ἅπαν δι-
χῇ. τοῦτο δὲ αὐτοῖς δόξαν παρέσχε φιλοτιμίας, ἵνα
θᾶττον ἀνύηται τῇ πρὸς ἀλλήλους ἁμίλλῃ τὰ ἔργα,
αἴτιον δὲ τοῦ μεγίστου κακοῦ, στάσεως, ἐγένετο. οἵ
248

τε γὰρ προσνεμηθέντες αὐτοῖς τὸν ἑαυτῶν ἡγεμόνα


ἕκαστοι κυδαίνοντες ὡς ἐπιτήδειον ἁπάντων ἄρχειν

Διονύσιος Αλικαρνασσέας Antiquitates Romanae


Book 2, ch. 37, Sec. 2, line 7

νων, ἐν οἷς τὰ ποίμνια καὶ τοὺς γεωργοὺς αὐλίζεσθαι


τὰς νύκτας ἐπέταξεν ἐχεγγύῳ φρουρᾷ καταλαβὼν
ἑκάτερον, καὶ εἴ τι ἄλλο χωρίον ἀσφάλειαν αὐτοῖς
παρέξειν ἔμελλεν ἀποταφρεύων καὶ περισταυρῶν καὶ
διὰ φυλακῆς ἔχων. ἧκε δὲ αὐτῷ Τυρρηνῶν ἐπικου-
ρίαν ἱκανὴν ἄγων ἐκ Σολωνίου πόλεως ἀνὴρ δραστή-
ριος καὶ τὰ πολέμια [ἔργα] διαφανής, Λοκόμων ὄνομα,
φίλος οὐ πρὸ πολλοῦ γεγονώς, καὶ παρ' Ἀλβανῶν
ἄνδρες, οὓς ὁ πάππος ἔπεμψεν αὐτῷ, συχνοὶ στρα-
τιῶταί τε καὶ ὑπηρέται καὶ τεχνῖται πολεμικῶν ἔρ-
γων, σῖτός τε καὶ ὅπλα καὶ ὅσα τούτοις πρόσφορα ἦν
ἱκανῶς ἅπαντα ἐπεχορηγεῖτο. ἐπεὶ δ' ἐν ἑτοίμῳ τὰ  
πρὸς τὸν ἀγῶνα ἦν ἑκατέροις, ἔαρος ἀρχομένου μέλ-
λοντες ἐξάγειν οἱ Σαβῖνοι τὰς δυνάμεις ἔγνωσαν
ἀποστεῖλαι πρεσβείαν πρῶτον ὡς τοὺς πολεμίους τάς
τε γυναῖκας ἀξιώσουσαν ἀπολαβεῖν καὶ δίκας ὑπὲρ
αὐτῶν αἰτήσουσαν τῆς ἁρπαγῆς, ἵνα δὴ δι' ἀνάγκην
δοκῶσιν ἀνειληφέναι τὸν πόλεμον οὐ τυγχάνοντες
τῶν δικαίων, καὶ τοὺς κήρυκας ἔπεμπον ἐπὶ ταῦτα.
Ῥωμύλου δὲ ἀξιοῦντος τὰς μὲν γυναῖκας, ἐπειδὴ

Διονύσιος Αλικαρνασσέας Antiquitates Romanae


Book 4, ch. 54, Sec. 3, line 1

κατιόντες ἀθρόοι διέφθειρον· καὶ τῶν πόλεων ὅσα ἦν


ἐπίμαχα καὶ ῥᾴδια ληφθῆναι διὰ κλιμάκων ἐξοικοδο-
μεῖν τε καὶ ἀποταφρεύειν δεδοικότες τὰς αἰφνιδίους
ἀλλήλων ἐφόδους. μᾶλλον δ' ὁ Ταρκύνιος περὶ ταῦτ'
ἐνεργὸς ἦν καὶ τῆς πόλεως τὰ πρὸς τοὺς Γαβίους φέ-
ροντα τοῦ περιβόλου διὰ πολυχειρίας ἐξωχυροῦτο τά-
φρον ὀρυξάμενος εὐρυτέραν καὶ τεῖχος ἐγείρας ὑψη-
λότερον καὶ πύργοις διαλαβὼν τὸ χωρίον πυκνοτέροις·
κατὰ τοῦτο γὰρ ἐδόκει μάλιστα τὸ μέρος ἡ πόλις
ἀνώχυρος εἶναι, πάντα τὸν ἄλλον περίβολον ἀσφαλὴς
ἐπιεικῶς οὖσα καὶ δυσπρόσιτος. ἔμελλε δ', ὃ πάσαις
249

φιλεῖ συμβαίνειν ταῖς πόλεσιν ἐν τοῖς μακροῖς πολέ-


μοις δῃουμένης διὰ τὰς συνεχεῖς τῶν πολεμίων εἰς-
βολὰς τῆς γῆς καὶ μηκέτι τοὺς καρποὺς ἐκφερούσης,  
σπάνις ἁπάσης τροφῆς ἐν ἀμφοτέραις ἔσεσθαι καὶ δεινὴ
περὶ τοῦ μέλλοντος ἀθυμία· κάκιον δὲ τοὺς Ῥωμαίους
ἐπίεζεν ἢ τοὺς Γαβίους ἡ τῶν ἀναγκαίων ἔνδεια, καὶ
οἱ πενέστατοι αὐτῶν μάλιστα κάμνοντες ὁμολογίας
ᾤοντο δεῖν ποιήσασθαι πρὸς τοὺς Γαβίους καὶ τὸν
πόλεμον ἐφ' οἷς ἂν ἐκεῖνοι θέλωσι διαλύσασθαι.

Διονύσιος Αλικαρνασσέας Antiquitates Romanae


Book 4, ch. 56, Sec. 3, line 9

ὑπερεχούσης ἀεὶ μήκωνος τῷ σκήπωνι παίων τὴν κεφα-


λὴν ἀπήραττε. ταῦτα ποιήσας ἀπέστειλε τὸν ἄγγελον
οὐδὲν ἀποκρινάμενος τῷ πολλάκις ἐπερωτῶντι, τὴν
Θρασυβούλου τοῦ Μιλησίου διάνοιαν ὡς ἔμοιγε δοκεῖ
μιμησάμενος· καὶ γὰρ ἐκεῖνος Περιάνδρῳ ποτὲ τῷ
Κορινθίων τυράννῳ πυνθανομένῳ διὰ τοῦ πεμφθέντος
ἀγγέλου, πῶς ἂν ἐγκρατέστατα τὴν ἀρχὴν κατάσχοι,
λόγον μὲν οὐδένα ἀπέστειλεν, ἀκολουθεῖν δὲ τὸν
ἥκοντα παρ' αὐτοῦ κελεύσας, ἦγε δι' ἀρούρας σιτο-
ςπόρου καὶ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ἀποθραύων
ἐρρίπτει χαμαὶ διδάσκων, ὅτι δεῖ τῶν ἀστῶν τοὺς
δοκιμωτάτους κολούειν τε καὶ διαφθείρειν. τὸ παρα-
πλήσιον δὴ καὶ τοῦ Ταρκυνίου τότε ποιήσαντος συνεὶς
τὴν διάνοιαν τοῦ πατρὸς ὁ Σέξτος, ὅτι κελεύει τοὺς
ὑπερέχοντας τῶν Γαβίων ἀναιρεῖν, συνεκάλεσεν εἰς
ἐκκλησίαν τὸ πλῆθος καὶ πολὺν ὑπὲρ αὑτοῦ λόγον
διαθέμενος, ὅτι καταπεφευγὼς εἰς τὴν ἐκείνων πίστιν
ἅμα τοῖς ἑταίροις κινδυνεύει συλληφθεὶς ὑπό τινων
τῷ πατρὶ παραδοθῆναι, τήν τ' ἀρχὴν ἕτοιμος ἦν ἀπο-
θέσθαι, καὶ πρὶν ἢ παθεῖν τι δεινὸν ἀπαίρειν ἐκ τῆς  

Διονύσιος Αλικαρνασσέας Antiquitates Romanae


Book 5, ch. 58, Sec. 2, line 3

Αἰβούτιος Ἔλβας. τούτων ὁ μὲν Αἰβούτιος ἐπὶ τῶν


πολιτικῶν ἐτάχθη πραγμάτων φυλακῆς οὐ μικρᾶς δεῖ-
σθαι δοκούντων, μή τις ἑτέρα νεωτερισθῇ πρᾶξις ἐκ
τῶν πενήτων· Οὐετούριος δὲ τὴν ἡμίσειαν τῆς στρα-
250

τιᾶς ἐπαγόμενος τὴν Φιδηναίων γῆν ἐδῄου κωλύοντος


οὐδενὸς καὶ προσκαθεζόμενος τῇ πόλει προσβολὰς
ἐποιεῖτο συνεχεῖς. οὐ δυνάμενος δὲ πολιορκίᾳ τὸ τεῖχος
ἑλεῖν ἀπεχαράκου τὰ πέριξ καὶ ἀπετάφρευεν ὡς λιμῷ
τοὺς ἀνθρώπους παραστησόμενος. ἤδη δὲ κάμνουσι
τοῖς Φιδηναίοις ἧκεν ἐπικουρία Λατίνων, ἣν ἀπέστειλε
Σέξτος Ταρκύνιος, καὶ σῖτος καὶ ὅπλα καὶ τἆλλα τὰ
εἰς τὸν πόλεμον ἐπιτήδεια. οἷς πιστεύσαντες ἐθάρρη-
σαν προελθεῖν ἐκ τῆς πόλεως, δύναμις οὐ μικρά, καὶ
ποιοῦνται στρατόπεδον ἐν ὑπαίθρῳ. ὁ μὲν δὴ περι-
τειχισμὸς οὐκέτι τοῖς Ῥωμαίοις χρήσιμος ἦν, ἐδόκει δ'
ἀγῶνος δεῖν· καὶ γίνεται πλησίον τῆς πόλεως μάχη
μέχρι τινὸς ἀγχώμαλος· ἔπειτα ὑπὸ τοῦ ταλαιπώρου
τῶν Ῥωμαίων, ὃ διὰ τὴν πολλὴν ἄσκησιν αὐτοῖς περιῆν,
ἐκβιασθέντες οἱ Φιδηναῖοι πλείους ὄντες

Διονύσιος Αλικαρνασσέας Antiquitates Romanae


Book 6, ch. 3, Sec. 2, line 3

Ῥωμαίων ἐνοικουροῦσα ὀλίγη· ἣν ἅπασαν διαφθείραν-


τες καὶ τὸ χωρίον αὐτὸ κατασχόντες ὁρμητήριον ἐποι-
οῦντο τοῦ πολέμου· ἀνδράποδα δὲ καὶ βοσκήματα οὐ
κατελάμβανον ἐν τοῖς ἀγροῖς χωρὶς τῶν ἐν τῷ Κορ-
βιῶνι ἐγκαταληφθέντων, προανεσκευασμένων πρὸ πολ-  
λοῦ τῶν γεωργῶν εἰς τὰ προσεχέστατα τῶν ἐρυμάτων,
ὅσα δύναμις ἦν ἑκάστοις φέρειν τε καὶ ἄγειν· οἰκίας
δ' αὐτῶν ἐνεπίμπρασαν ἐρήμους ἀφειμένας καὶ γῆν
ἐδῄουν. ἀφίκετο δ' αὐτοῖς ἐξεστρατευμένοις ἤδη ἐξ
Ἀντίου πόλεως ἐπιφανεστάτης τοῦ Οὐολούσκων ἔθνους
στρατιά τε ἱκανὴ καὶ ὅπλα καὶ σῖτος καὶ ὅσων ἄλλων
εἰς τὸν πόλεμον ἐδέοντο. ἐφ' οἷς πάνυ θαρρήσαντες
ἐν ἐλπίσι χρησταῖς ἦσαν, ὡς καὶ τῶν ἄλλων Οὐολούς-
κων συναρουμένων σφίσι τοῦ πολέμου τῆς Ἀντιατῶν
πόλεως ἀρξαμένης. ταῦτα μαθὼν ὁ Ποστόμιος ἐξε-
βοήθει διὰ ταχέων πρὶν ἢ συνελθεῖν τοὺς πολεμίους
ἅπαντας· ἀγαγὼν δ' ἐν νυκτὶ τὴν σὺν αὑτῷ στρατιὰν
πορείᾳ συντόνῳ πλησίον γίνεται τῶν Λατίνων ἐστρα-
τοπεδευκότων παρὰ λίμνῃ Ῥηγίλλῃ καλουμένῃ ἐν ἐχυρῷ
χωρίῳ καὶ τίθεται τὸν χάρακα κατὰ κεφαλῆς τῶν πο-
λεμίων ἐν ὑψηλῷ λόφῳ καὶ δυσβάτῳ, ἔνθ' ὑπομένων

Διονύσιος Αλικαρνασσέας Antiquitates Romanae


251

Book 8, ch. 12, Sec. 2, line 6

Οὐολούσκων ἐξῄεσαν οἱ στρατηγοὶ διὰ ταχέων, πρὶν


ἔκπυστα γενέσθαι Ῥωμαίοις τὰ βουλεύματα, πολλὴν
ἐπαγόμενοι στρατιὰν ἑκούσιον· ἧς μέρος μὲν ὁ Τύλλος
ἔχων εἰς τὴν Λατίνων χώραν ἐνέβαλεν, ἵνα περισπά-
σειε τῶν πολεμίων τὴν ἐκεῖθεν ἐπικουρίαν, τὸ δὲ λοι-
πὸν ὁ Μάρκιος ἄγων ἐπὶ τὴν Ῥωμαίων ἤλασεν. οἷα
δ' ἀπροσδοκήτου τοῦ κακοῦ τοῖς κατὰ τὴν χώραν
διατρίβουσιν ἐπιπεσόντος πολλὰ μὲν ἑάλω σώματα Ῥω-
μαίων ἐλεύθερα, πολλὰ δ' ἀνδράποδα, βοῶν τε καὶ
ὑποζυγίων καὶ τῶν ἄλλων βοσκημάτων χρῆμα οὐκ ὀλί-
γον· σῖτός θ' ὅσος ἐγκατελήφθη καὶ σίδηρος καὶ ὅσοις
ἄλλοις χώρα γεωργεῖται, τὰ μὲν ἡρπάσθη, τὰ δὲ διε-
φθάρη. τελευτῶντες γὰρ καὶ πῦρ εἰς τὰς αὐλὰς φέρον-
τες ἐνέβαλλον Οὐολοῦσκοι, ὥστε πολλοῦ χρόνου μηδ'  
ἀναλαβεῖν αὐτὰς δύνασθαι τοὺς ἀποβαλόντας. μάλιστα
δὲ τοῦτ' ἔπασχον αἱ τῶν δημοτῶν κτήσεις, αἱ δὲ τῶν
πατρικίων ἔμειναν ἀσινεῖς· εἰ δέ τινες ἐβλάβησαν, εἰς
ἀνδράποδα καὶ βοσκήματα ἔδοξαν βλαβῆναι. τοῦτο γὰρ
ὑπὸ τοῦ Μαρκίου παρηγγέλλετο τοῖς Οὐολούσκοις,

Διονύσιος Αλικαρνασσέας Antiquitates Romanae Book 8, ch. 17, Sec. 7,


line 2

τέρουν ἀγωνιζόμενοι· πολλῶν δ' ἀναιρεθέντων τρέ-


πονται οἱ λοιποὶ καὶ σκεδασθέντες ἔφευγον ἀνὰ τοὺς
στενωπούς. ὁ δ' ἠκολούθει κτείνων τοὺς καταλαμβα-
νομένους, ὅσοι μὴ τὰ ὅπλα ῥίψαντες εἰς ἱκεσίας ἐτρά-
ποντο· ἐν δὲ τούτῳ καὶ οἱ διὰ τῶν κλιμάκων ἀναβαί-
νοντες ἐκράτουν τοῦ τείχους. τοῦτον δὴ τὸν τρόπον
ἁλούσης τῆς πόλεως ἐξελόμενος ὁ Μάρκιος ἐκ τῶν λα-
φύρων ὅσα θεοῖς τ' ἀναθήματα καὶ κόσμος ταῖς Οὐο-
λούσκων πόλεσιν ἔμελλε γενέσθαι, τὰ λοιπὰ τοῖς στρα-
τιώταις ἐφῆκε διαρπάσαι. ἦν δὲ πολλὰ μὲν αὐτόθι
σώματα, πολλὰ δὲ χρήματα, πολὺς δὲ σῖτος, ὥστε μὴ
ῥᾴδιον εἶναι μιᾷ πάντα ἐκκομίσαι τοὺς κρατήσαντας
ἡμέρᾳ, ἀλλ' ἐκ διαδοχῆς ἄγοντες καὶ φέροντες τὰ μὲν  
αὐτοί, τὰ δ' ἐπὶ τῶν ὑποζυγίων πολὺν ἠναγκάσθησαν
διατρῖψαι χρόνον.
252

Διονύσιος Αλικαρνασσέας Antiquitates Romanae


Book 10, ch. 54, Sec. 2, line 1

ἐπὶ μὲν δὴ τούτων τῶν ὑπάτων οὐδὲν ἐπράχθη


Ῥωμαίοις διὰ τὰς νόσους οὔτε πολεμικὸν οὔτε πολιτι-
κὸν εἰς ἱστορίας ἀφήγησιν ἐλθεῖν ἄξιον.  
Εἰς δὲ τοὐπιὸν ἔτος ὕπατοι μὲν ἀπεδείχ-
θησαν Λεύκιος Μενήνιος καὶ Πόπλιος Σήστιος· ἡ δὲ
νόσος εἰς τέλος ἐλώφησε. καὶ μετὰ τοῦτο θυσίαι τε
χαριστήριοι θεοῖς ἐπετελοῦντο δημοσίᾳ, καὶ ἀγῶνες
ἐπιφανεῖς λαμπραῖς πάνυ χορηγούμενοι δαπάναις, ἐν
εὐπαθείαις τε καὶ θαλίαις ἡ πόλις ἦν ὥσπερ εἰκός·
καὶ πᾶς ὁ χειμέριος χρόνος ἀμφὶ ταῦτα ἐδαπανήθη.
ἀρχομένου δ' ἔαρος σῖτός τε πολὺς καὶ ἐκ πολλῶν
ἤχθη χωρίων, ὁ μὲν πλείων δημοσίᾳ συνωνηθείς, ὁ
δέ τις καὶ ὑπ' ἰδιωτῶν ἐμπόρων κομιζόμενος. ἔκαμνε
γὰρ οὐχ ἥκιστα ἐν τῇ σπάνει τῆς τροφῆς ὁ λαὸς χέρσου
τῆς γῆς ἀφειμένης διὰ τὰς νόσους καὶ τὸν ὄλεθρον
τῶν γεωργῶν. ἐν δὲ τῷ αὐτῷ καιρῷ παρεγένοντο
ἀπό τ' Ἀθηνῶν καὶ τῶν ἐν Ἰταλοῖς Ἑλληνίδων
πόλεων οἱ πρέσβεις φέροντες τοὺς νόμους. καὶ μετὰ
τοῦτο προσῄεσαν οἱ δήμαρχοι τοῖς ὑπάτοις ἀξιοῦντες
ἀποδεῖξαι κατὰ τὸ ψήφισμα τῆς βουλῆς τοὺς νομοθέτας.
οἱ δ' οὐκ ἔχοντες, ὅτῳ ἂν αὐτοὺς ἀπαλλάξειαν
Αριστοτέλης. Ἀθηναίων πολιτεία (0086: 003)“Aristotelis Ἀθηναίων
πολιτεία”, Ed. Oppermann, H.
Leipzig: Teubner, 1928, Repr. 1968.Sec. 51, subSec. 3, line 4

Πειραιέα, εʹ δ' εἰς ἄστυ. τούτοις δὲ ὑπὸ τῶν νόμων προς-


τέτακται τῶν ὠνίων ἐπιμελεῖσθαι πάντων, ὅπως καθαρὰ
καὶ ἀκίβδηλα πωλήσεται.
 κληροῦνται δὲ καὶ μετρονόμοι ιʹ, πέντε μὲν εἰς
ἄστυ, εʹ δὲ εἰς Πειραιέα. καὶ οὗτοι τῶν μέτρων καὶ τῶν
σταθμῶν ἐπιμελοῦνται πάντων, ὅπως οἱ πωλοῦντες χρή-
σονται δικαίοις.
 ἦσαν δὲ καὶ σιτοφύλακες κληρωτοὶ ιʹ, πέντε μὲν
εἰς Πειραιέα, πέντε δ' εἰς ἄστυ, νῦν δ' εἴκοσι μὲν εἰς ἄστυ,
πεντεκαίδεκα δ' εἰς Πειραιέα. οὗτοι δ' ἐπιμελοῦνται, πρῶ-
τον μὲν ὅπως ὁ ἐν ἀγορᾷ σῖτος ἀργὸς ὤνιος ἔσται δικαίως,
ἔπειθ' ὅπως οἵ τε μυλωθροὶ πρὸς τὰς τιμὰς τῶν κριθῶν τὰ
ἄλφιτα πωλήσουσιν, καὶ οἱ ἀρτοπῶλαι πρὸς τὰς τιμὰς τῶν
πυρῶν τοὺς ἄρτους, καὶ τὸν σταθμὸν ἄγοντας ὅσον ἂν
οὗτοι τάξωσιν. ὁ γὰρ νόμος τούτους κελεύει τάττειν.  
253

 ἐμπορίου δ' ἐπιμελητὰς δέκα κληροῦσιν· τούτοις


δὲ προστέτακται τῶν τ' ἐμπορίων ἐπιμελεῖσθαι, καὶ τοῦ
σίτου τοῦ καταπλέοντος εἰς τὸ σιτικὸν ἐμπόριον τὰ δύο
μέρη τοὺς ἐμπόρους ἀναγκάζειν εἰς τὸ ἄστυ κομίζειν.
 Καθ[ις]τᾶσι δὲ καὶ τοὺς ἕνδεκα κλήρῳ, τοὺς ἐπιμελη-
σομένους τῶν ἐν τῷ δεσμωτηρ[ί]ῳ, καὶ τοὺς ἀπαγομένους

Αριστοτέλης. De coloribus (0086: 007)“Aristotelis opera, vol. 2”, Ed.


Bekker, I.Berlin: Reimer, 1831, Repr. 1960.Bekker p. 797a, line 19

θῶν ὁμοίως πολλὰ τοῖς χρώμασι τῶν καρπῶν διαλλάτ-


τειν, καὶ τὰ μὲν ὑπερβαίνειν τὰ δὲ ἀπολείπειν τῶν κατὰ
φύσιν χρωμάτων, διὰ τὸ τῶν μὲν ἀτελῆ τῶν δὲ τελείαν
γίνεσθαι τὴν πέψιν. τὰ μὲν οὖν ἄνθη καὶ τοὺς καρποὺς διὰ
ταύτας τὰς αἰτίας συμβαίνει τοῖς χρώμασιν ἀλλήλων δια-
φέρειν· τὰ δὲ φύλλα τῶν πλείστων δένδρων τὸ τελευταῖον
γίνεται ξανθὰ διὰ τὸ τῆς τροφῆς ὑπολειπούσης φθάνειν
αὐτὰ καταξηραινόμενα πρότερον ἢ μεταβάλλειν εἰς τὸ κατὰ
φύσιν χρῶμα, ἐπεὶ καὶ τῶν ἀπορρεόντων καρπῶν ἔνιοι γί-
νονται τῷ χρώματι ξανθοὶ διὰ τὸ καὶ τούτων τῆς πέψεως
πρότερον τὴν τροφὴν ὑπολείπειν. ἔτι δὲ ὅ τε σῖτος καὶ τὰ
φυόμενα πάντα· καὶ γὰρ ταῦτα τὸ τελευταῖον γίνεται
ξανθά. τὸ γὰρ ὑγρὸν ἐν αὐτοῖς οὐκέτι μελαινόμενον διὰ τὸ
καταξηραίνεσθαι ταχέως ποιεῖ τὴν τοῦ χρώματος μεταβο-
λήν. μελαινόμενον γὰρ καὶ τῷ χλωρῷ κεραννύμενον γίνε-
ται, καθάπερ εἴρηται, ποῶδες· ἀσθενεστέρου δὲ τοῦ μέλανος
ἀεὶ γινομένου, πάλιν κατὰ μικρὸν εἰς τὸ χλωρὸν μεταβάλ-
λει χρῶμα, καὶ τὸ τελευταῖον γίνεται ξανθόν, ἐπεὶ τά γε
τῆς ἀπίου φύλλα καὶ τῆς ἀνδράχνης καί τινων ἄλλων
πεττόμενα γίνεται φοινικιᾶ. πλὴν ὅσα καὶ τούτων καταξη-
ραίνεται ταχέως, ταῦτα γίνεται ξανθὰ διὰ τὸ τούτων πρὸ

Αριστοτέλης. De generatione animalium (0086: 012)


“Aristotelis de generatione animalium”, Ed. Drossaart Lulofs, H.J.
Oxford: Clarendon Press, 1965, Repr. 1972.Bekker p. 750a, line 25

μονοτόκος ὄρνις πλὴν ὁ κόκκυξ, καὶ οὗτος ἐνίοτε διτοκεῖ) οὔτε


πολλὰ τίκτουσιν ἀλλὰ πολλάκις δύο ἢ τρία τὰ πλεῖστα
γεννῶσι, τὰ δὲ πολλὰ δύο· οὗτοι γὰρ οἱ ἀριθμοὶ μεταξὺ τοῦ
ἑνὸς καὶ πολλῶν.
        Ὅτι δὲ τοῖς πολυγόνοις τρέπεται εἰς τὸ
254

σπέρμα ἡ τροφὴ φανερὸν ἐκ τῶν συμβαινόντων. τῶν τε


γὰρ δένδρων τὰ πολλὰ πολυκαρπήσαντα λίαν ἐξαυαίνεται
μετὰ τὴν φοράν, ὅταν μὴ ὑπολειφθῇ τῷ σώματι τροφή,
καὶ τὰ ἐπέτεια ταὐτὸ πάσχειν ἔοικεν, οἷον τά τε χεδροπὰ  
καὶ ὁ σῖτος καὶ τἆλλα τὰ τοιαῦτα· τὴν γὰρ τροφὴν ἀνα-
λίσκουσιν εἰς τὸ σπέρμα πᾶσαν· ἔστι γὰρ πολύσπερμον τὸ
γένος αὐτῶν. καὶ τῶν ἀλεκτορίδων ἔνιαι πολυτοκήσασαι
λίαν οὕτως ὥστε καὶ δύο τεκεῖν ἐν ἡμέρᾳ μετὰ τὴν πολυτοκίαν
ἀπέθανον. ὥσπερ ὑπέρινοι γὰρ γίγνονται ταῦτα, καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ
τὰ φυτά· τοῦτο δ' ἐστὶ τὸ πάθος ὑπερβολὴ περιττώματος ἐκκρί-
σεως. αἴτιον δὲ τὸ τοιοῦτον πάθος καὶ τῷ λέοντι τῆς ἀγονίας
τῆς ὕστερον· τὸ μὲν γὰρ πρῶτον τίκτει πέντε ἢ ἕξ, εἶτα
τῷ ὑστέρῳ ἔτει τέτταρας, πάλιν δὲ τρεῖς σκύμνους, εἶτα τὸν
ἐχόμενον ἀριθμὸν ἕως ἑνός, εἶτ' οὐθέν, ὡς ἐξαναλισκομένου τοῦ
περιττώματος καὶ ἅμα τῆς ἡλικίας ληγούσης φθίνοντος τοῦ

Αριστοτέλης. Metaphysica (0086: 025)


“Aristotle's metaphysics, 2 vols.”, Ed. Ross, W.D.
Oxford: Clarendon Press, 1924, Repr. 1970 [of 1953 corr. edn.].
Bekker p. 1049b, line 22

δ' ἔστι μὲν ὥς, ἔστι δὲ ὡς οὔ. τῷ λόγῳ μὲν οὖν ὅτι προτέρα,
δῆλον (τῷ γὰρ ἐνδέχεσθαι ἐνεργῆσαι δυνατόν ἐστι τὸ πρώ-
τως δυνατόν, οἷον λέγω οἰκοδομικὸν τὸ δυνάμενον οἰκοδο-
μεῖν, καὶ ὁρατικὸν τὸ ὁρᾶν, καὶ ὁρατὸν τὸ δυνατὸν ὁρᾶ-
σθαι· ὁ δ' αὐτὸς λόγος καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων, ὥστ' ἀνάγκη
τὸν λόγον προϋπάρχειν καὶ τὴν γνῶσιν τῆς γνώσεως)· τῷ
δὲ χρόνῳ πρότερον ὧδε· τὸ τῷ εἴδει τὸ αὐτὸ ἐνεργοῦν πρότερον,
ἀριθμῷ δ' οὔ. λέγω δὲ τοῦτο ὅτι τοῦδε μὲν τοῦ ἀνθρώπου τοῦ
ἤδη ὄντος κατ' ἐνέργειαν καὶ τοῦ σίτου καὶ τοῦ ὁρῶντος πρό-
τερον τῷ χρόνῳ ἡ ὕλη καὶ τὸ σπέρμα καὶ τὸ ὁρατικόν, ἃ
δυνάμει μέν ἐστιν ἄνθρωπος καὶ σῖτος καὶ ὁρῶν, ἐνεργείᾳ
δ' οὔπω· ἀλλὰ τούτων πρότερα τῷ χρόνῳ ἕτερα ὄντα ἐνερ-
γείᾳ ἐξ ὧν ταῦτα ἐγένετο· ἀεὶ γὰρ ἐκ τοῦ δυνάμει ὄντος
γίγνεται τὸ ἐνεργείᾳ ὂν ὑπὸ ἐνεργείᾳ ὄντος, οἷον ἄνθρωπος ἐξ
ἀνθρώπου, μουσικὸς ὑπὸ μουσικοῦ, ἀεὶ κινοῦντός τινος πρώτου·
τὸ δὲ κινοῦν ἐνεργείᾳ ἤδη ἔστιν. εἴρηται δὲ ἐν τοῖς περὶ τῆς
οὐσίας λόγοις ὅτι πᾶν τὸ γιγνόμενον γίγνεται ἔκ τινος τι
καὶ ὑπό τινος, καὶ τοῦτο τῷ εἴδει τὸ αὐτό. διὸ καὶ δοκεῖ
ἀδύνατον εἶναι οἰκοδόμον εἶναι μὴ οἰκοδομήσαντα μηθὲν ἢ
κιθαριστὴν μηθὲν κιθαρίσαντα· ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν
κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν, ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄλλοι.
255

Αριστοτέλης. Meteorologica (0086: 026)


“Aristotelis meteorologicorum libri quattuor”, Ed. Fobes, F.H.
Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1919, Repr. 1967.
Bekker p. 389a, line 15

ρημένα οἷς διαγνωσόμεθα πότερον γῆς ἢ ὕδατος ἢ πλειό-  


νων κοινόν, καὶ πότερον ὑπὸ πυρὸς συνέστηκεν ἢ ψυχροῦ ἢ
ἀμφοῖν. χρυσὸς μὲν δὴ καὶ ἄργυρος καὶ χαλκὸς καὶ
καττίτερος καὶ μόλυβδος καὶ ὕαλος καὶ λίθοι πολλοὶ ἀνώ-
νυμοι ὕδατος· πάντα γὰρ τήκεται ταῦτα θερμῷ. ἔτι οἶνοι
ἔνιοι καὶ οὖρον καὶ ὄξος καὶ κονία καὶ ὀρὸς καὶ ἰχὼρ ὕδα-
τος· πάντα γὰρ πήγνυται ψυχρῷ. σίδηρος δὲ καὶ κέρας
καὶ ὄνυξ καὶ ὀστοῦν καὶ νεῦρον καὶ ξύλον καὶ τρίχες καὶ
φύλλα καὶ φλοιὸς γῆς μᾶλλον· ἔτι ἤλεκτρον, σμύρνα,
λίβανος, καὶ πάντα τὰ δάκρυα λεγόμενα, καὶ πῶρος, καὶ
οἱ καρποί, οἷον τὰ χεδροπά, καὶ σῖτος (τὰ τοιαῦτα γὰρ
τὰ μὲν σφόδρα, τὰ δὲ ἧττον μὲν τούτων, ὅμως δὲ γῆς·
τὰ μὲν γὰρ μαλακτά, τὰ δὲ θυμιατὰ καὶ ψύξει γεγε-
νημένα)· ἔτι νίτρον, ἅλες, λίθων γένη, ὅσα μήτε ψύξει
μήτε τηκτά. αἷμα δὲ καὶ γονὴ κοινὰ γῆς καὶ ὕδατος καὶ
ἀέρος, τὸ μὲν ἔχον αἷμα ἶνας μᾶλλον γῆς (διὸ ψύχει
πήγνυται καὶ ὑγρῷ τήκεται), τὰ δὲ μὴ ἔχοντα ἶνας
ὕδατος (διὸ καὶ οὐ πήγνυται). γονὴ δὲ πήγνυται ψύξει ἐξ-
ιόντος τοῦ ὑγροῦ μετὰ τοῦ θερμοῦ.

Αριστοτέλης. Oeconomica (0086: 029)


“Aristote. Économique”, Ed. van Groningen, B.A., Wartelle, A.
Paris: Les Belles Lettres, 1968.Bekker p. 1348b, line 21

ἀδικίας οὔσης διὰ πολέμου, δικαστήριον καθίσας προεῖπεν,


ὅσοι ἂν μὴ δικάσωνται χρόνον ὃν προέθηκε, μηκέτι ἔσεσθαι
ὑπὲρ τῶν προτέρων ἐγκλημάτων κρίσεις. Τότε δὴ παράβολον
πολλῶν δικῶν ... καὶ τὰς ἐκκλήτους μετ' ἐπιτιμίων ἐφ'
αὑτὸν ποιούμενος καὶ παρ' ἑκατέρων ἀργύριον δι' ἑτέρων
λαμβάνων, συνήγαγεν οὐκ ὀλίγα χρήματα.
 Κλαζομένιοι δ' ἐν σιτοδείᾳ ὄντες χρημάτων τε ἀπο-
ροῦντες ἐψηφίσαντο παρ' οἷς ἔλαιόν ἐστι τῶν ἰδιωτῶν, δα-  
νεῖσαι τῇ πόλει ἐπὶ τόκῳ· γίνεται δὲ πολὺς οὗτος ὁ καρπὸς
ἐν τῇ χώρᾳ αὐτῶν. Δανεισάντων δὲ μισθωσάμενοι πλοῖα
ἀπέστειλαν εἰς τὰ ἐμπόρια, ὅθεν αὐτοῖς ἧκε σῖτος, ὑποθήκης
256

γενομένης τῆς τοῦ ἐλαίου τιμῆς.

Αριστοτέλης. Physica (0086: 031)


“Aristotelis physica”, Ed. Ross, W.D.
Oxford: Clarendon Press, 1950, Repr. 1966 (1st edn. corr.).
Bekker p. 198b, line 22

κοῖς· εἰς γὰρ ταύτην τὴν αἰτίαν ἀνάγουσι πάντες, ὅτι ἐπειδὴ
τὸ θερμὸν τοιονδὶ πέφυκεν καὶ τὸ ψυχρὸν καὶ ἕκαστον δὴ τῶν
τοιούτων, ταδὶ ἐξ ἀνάγκης ἐστὶ καὶ γίγνεται· καὶ γὰρ ἐὰν
ἄλλην αἰτίαν εἴπωσιν, ὅσον ἁψάμενοι χαίρειν ἐῶσιν, ὁ μὲν
τὴν φιλίαν καὶ τὸ νεῖκος, ὁ δὲ τὸν νοῦν· ἔχει δ' ἀπορίαν τί
κωλύει τὴν φύσιν μὴ ἕνεκά του ποιεῖν μηδ' ὅτι βέλτιον, ἀλλ'
ὥσπερ ὕει ὁ Ζεὺς οὐχ ὅπως τὸν σῖτον αὐξήσῃ, ἀλλ' ἐξ
ἀνάγκης (τὸ γὰρ ἀναχθὲν ψυχθῆναι δεῖ, καὶ τὸ ψυχθὲν
ὕδωρ γενόμενον κατελθεῖν· τὸ δ' αὐξάνεσθαι τούτου γενομέ-
νου τὸν σῖτον συμβαίνει), ὁμοίως δὲ καὶ εἴ τῳ ἀπόλλυται ὁ
σῖτος ἐν τῇ ἅλῳ, οὐ τούτου ἕνεκα ὕει ὅπως ἀπόληται, ἀλλὰ
τοῦτο συμβέβηκεν – ὥστε τί κωλύει οὕτω καὶ τὰ μέρη ἔχειν
ἐν τῇ φύσει, οἷον τοὺς ὀδόντας ἐξ ἀνάγκης ἀνατεῖλαι τοὺς
μὲν ἐμπροσθίους ὀξεῖς, ἐπιτηδείους πρὸς τὸ διαιρεῖν, τοὺς δὲ
γομφίους πλατεῖς καὶ χρησίμους πρὸς τὸ λεαίνειν τὴν τροφήν,
ἐπεὶ οὐ τούτου ἕνεκα γενέσθαι, ἀλλὰ συμπεσεῖν· ὁμοίως δὲ
καὶ περὶ τῶν ἄλλων μερῶν, ἐν ὅσοις δοκεῖ ὑπάρχειν τὸ ἕνεκά
του. ὅπου μὲν οὖν ἅπαντα συνέβη ὥσπερ κἂν εἰ ἕνεκά του ἐγί-
γνετο, ταῦτα μὲν ἐσώθη ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου συστάντα ἐπι-
τηδείως· ὅσα δὲ μὴ οὕτως, ἀπώλετο καὶ ἀπόλλυται, κα-
θάπερ Ἐμπεδοκλῆς λέγει τὰ βουγενῆ ἀνδρόπρῳρα.  

Αριστοτέλης. Problemata (0086: 036)


“Aristotelis opera, vol. 2”, Ed. Bekker, I.
Berlin: Reimer, 1831, Repr. 1960.
Bekker p. 909a, line 18

   

ΙΔ. ΟΣΑ ΠΕΡΙ ΚΡΑΣΕΙΣ.

 Διὰ τί θηριώδεις τὰ ἔθη καὶ τὰς ὄψεις οἱ ἐν ταῖς


ὑπερβολαῖς ὄντες ἢ ψύχους ἢ καύματος; ἢ διὰ τὸ αὐτό;
257

ἡ γὰρ ἀρίστη κρᾶσις καὶ τῇ διανοίᾳ συμφέρει, αἱ δὲ ὑπερ-


βολαὶ ἐξιστᾶσι, καὶ ὥσπερ τὸ σῶμα διαστρέφουσιν, οὕτω καὶ
τὴν τῆς διανοίας κρᾶσιν.
 Διὰ τί ἐν τῷ Πόντῳ ὁ σῖτος ἐαθεὶς ἐν τῷ ψύχει
πολλὰ ἔτη γίνεται ἄκοπος; ἢ ὅτι ἐξικμάζεται τὸ ἀλλό-
τριον ὑγρὸν μετὰ τοῦ θερμοῦ, ὥσπερ ἐν ταῖς σταφυλαῖς;
ἔνια μὲν γὰρ ὑπὸ τοῦ ψυχροῦ, ἔνια δὲ ἅμα τῷ θερμῷ.
 Διὰ τί ἐν τῇ ψυχροτάτῃ χώρᾳ οἱ καῦσοι μᾶλλον
γίνονται; ἢ διότι ἀντιπεριίστησι τὸ ψῦχος εἴσω τὴν θερμό-
τητα; ἐν δὲ τῷ θέρει τοὐναντίον συμβαίνει, τὰ εἴσω ψυχρό-
τερα. ὁ δὲ καῦσος πυρετὸς τῶν ἔξω κατεψυγμένων τὰ
ἔσω θερμότητι ὑπερβάλλει.

Αριστοτέλης. Problemata Bekker p. 935a, line 19

ἐν τῇ θαλάττῃ καὶ τοῖς ποταμοῖς; ἢ ὅτι ἐν τῇ θαλάττῃ


πέτραι γίνονται, καὶ ἡ γῆ ἐκκέκαυται μάλιστα; ἡ δὲ ἄμ-
μος ἐστὶ πέτρα ἐψηγμένη εἰς μικρὰ καὶ ἐλάχιστα μόρια.
ψήχεται δὲ διὰ τὴν πληγὴν τῶν κυμάτων. ἐν δὲ ταῖς λίμ-
ναις οὐ γίνονται ὁμοίως πέτραι καθαραί, οὐδὲ θραύονται
ὁμοίως διὰ τὸ μὴ γίνεσθαι κύματα ὁμοίως. ἐν δὲ τοῖς
ποταμοῖς μᾶλλον, ὅτι τὴν μὲν γῆν καταφέρουσι, τὰς δὲ
πέτρας τῇ πληγῇ θραύουσιν.
 Διὰ τί, ὅταν ἡ λίμνη ἢ κοπάσῃ ἢ ξηρὰ γένηται,
ἀποκάεται ὁ σῖτος ἐν τῷ πεδίῳ μᾶλλον; πότερον ὅτι τὸ
ὑγρὸν τὸ ἐν τῇ λίμνῃ ἀπατμίζον τῇ ἀτμίδι θερμαίνει τὸν
ἀέρα, ὥστε ἐλάττους καὶ ἀσθενεστέρους ποιεῖ τοὺς πάγους ἢ ἐν
τοῖς κοίλοις καὶ προσελώδεσι τόποις; ἢ ἐκ τῆς γῆς, ὥσπερ
λέγεται, τὰ ψύχη ἄρχεται καὶ λανθάνει εἰσδυόμενα; ξη-
ρᾶς οὖν οὔσης τῆς λίμνης, διὰ πλείονος τόπου ἡ ψυχρότης
πλείων προσπίπτουσα πήγνυσι καὶ ἀποκάει μᾶλλον. ἐν δὲ
ταῖς τοιαύταις χώραις τὰ ψύχη κάτωθεν γίνεται, ὥσπερ
καὶ δοκεῖ. καίτοι ἡ γῆ θερμὴ τοῦ χειμῶνος· ἀλλὰ διὰ τὸ
ἔφυγρον εἶναι κατέψυκται τὸ ἐπιπολῆς θερμὸν τὸ ἐν τῇ
γῇ. τὸ γὰρ ὑγρὸν οὔτε οὕτω πόρρω ἐστὶν ὥστε μὴ ψύχεσθαι,

Αριστοτέλης. Frag. varia (0086: 051)


“Aristotelis qui ferebantur librorum Frag.”, Ed. Rose, V.
Leipzig: Teubner, 1886, Repr. 1967.
Category 8, treatise title 44, frag.423, line 1
258

κοινοῦ τινος ἀγορασμοῦ· ἐπὶ τῶν διανεμόντων τὰ κοινά


τισιν, ὡς Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Ἀθηναίων πολιτείᾳ “δίκαι
λαγχάνονται πρὸς τὸν ἄρχοντα ἄλλαι τινὲς καὶ εἰς δατητῶν
αἵρεσιν, ὅταν μὴ θέλῃ κοινὰ τὰ ὄντα νέμεσθαι”.
 Etym. M. p. 249, 43 δατητής: παρὰ Ἀττικοῖς ὁ δια-
νεμητής. Ἀριστοτέλης.
 Lex. rhet. Seg. s. ἡγεμ. δικ. p. 310, 17: οἱ διαιτηταὶ
πᾶσαν δίκην δικάζουσι πλὴν τῶν ξενικῶν, οἷον πρόκλησιν
νεμήσεως ἐπί τινων ἢ κληρονομίας ἢ κοινὸν ἀγορασμόν.
κυρίως μέντοι οἱ διανέμοντες τὰ κοινά τισιν.
 Harpocr. s. σῖτος: ... σῖτος καλεῖται ἡ διδομένη πρός-
οδος εἰς τροφὴν ταῖς γυναιξὶν ἢ τοῖς ὀρφανοῖς, ὡς ἐξ
ἄλλων μαθεῖν ἔστι καὶ ἐκ τοῦ Σόλωνος α ἄξονος καὶ ἐκ
τῆς Ἀριστοτέλους Ἀθηναίων πολιτείας.
 Poll. 8, 90: ὁ δὲ βασιλεὺς μυστηρίων προέστηκε μετὰ
τῶν ἐπιμελητῶν καὶ Ληναίων καὶ ἀγώνων τῶν ἐπὶ λαμπάδι  
καὶ τὰ περὶ τὰς πατρίους θυσίας διοικεῖ. δίκαι δὲ πρὸς
αὐτὸν λαγχάνονται ἀσεβείας καὶ ἱερωσύνης ἀμφισβητήσεως.
καὶ τοῖς γένεσι καὶ τοῖς ἱερεῦσι πᾶσιν αὐτὸς δικάζει, καὶ
τὰς τοῦ φόνου δίκας εἰς Ἄρειον πάγον εἰσάγει καὶ τὸν στέ-
φανον ἀποθέμενος σὺν αὐτοῖς δικάζει. προαγορεύει

Αριστοτέλης. Frag. varia Category 8, treatise title 44, frag.451, line 2

 Harpocr. s. ἀγορανόμοι: οἱ τὰ κατὰ τὴν ἀγορὰν ὤνια


διοικοῦντες ἄρχοντες ... Ἀριστοτέλης δ' ἐν Ἀθηναίων
πολιτείᾳ κληροῦσθαί φησι πέντε μὲν εἰς Πειραιᾶ, πέντε δὲ
εἰς ἄστυ.
 Harpocr. s. ἐπιμελητὴς ἐμπορίου: ... Ἀριστοτέ-
λης “ἐμπορίου δ' ἐπιμελητὰς δέκα κληροῦσιν· τούτοις δὲ
προστέτακται τῶν τε ἐμπορίων ἐπιμελεῖσθαι καὶ τοῦ σίτου
τοῦ καταπλέοντος εἰς τὸ Ἀττικὸν ἐμπόριον τὰ δύο μέρη
τοὺς ἐμπόρους ἀναγκάζειν εἰς τὸ ἄστυ κομίζειν”.
 Harpocr. s. σιτοφύλακες: ἀρχή τις ἦν Ἀθήνησιν, ἥτις
ἐπεμελεῖτο ὅπως ὁ σῖτος δικαίως πραθήσεται καὶ τὰ ἄλφιτα
καὶ οἱ ἄρτοι. ἦσαν δὲ τὸν ἀριθμὸν ιε, ι μὲν ἐν ἄστει, ε δ'
ἐν Πειραιεῖ, ὡς Ἀριστοτέλης ἐν Ἀθηναίων πολιτείᾳ.
 Photius s. σιτοφύλακες: ἀρχή τις ... ἄρτοι. ἦσαν δὲ
τὸν ἀριθμὸν πάλαι μὲν πεντεκαίδεκα, ι ἐν ἄστει, πέντε δὲ
ἐν Πειραιεῖ· ὕστερον δὲ λ μὲν ἐν ἄστει, ι δὲ ἐν Πειραιεῖ.  
 Lex. rhet. Seg. p. 300, 19 σιτοφύλακες: ἄρχοντες Ἀθή-
259

νησι κληρωτοί. οὗτοι δ' ἐπεμελοῦντο ὅπως ὁ σῖτος δικαίως


πραθήσεται καὶ τὰ ἄλφιτα καὶ οἱ ἄρτοι κατὰ τὰς ὡρισμένας
τιμὰς καὶ τὸν σταθμόν.

Αίλιος Ηρωδιανός καθολική προσωδία. (0087: 001)“Grammatici Graeci,


vol. 3.1”, Ed. Lentz, A.
Leipzig: Teubner, 1867, Repr. 1965.Part+volume 3,1, p. 192, line 11

 Τὰ εἰς ρος δισύλλαβα παραληγόμενα τῷ υ βραχεῖ βαρύνονται,


Σύρος κοινὸν ὄνομα πολλῶν ἐθνῶν. Τύρος νῆσος ἐν Φοινίκῃ ἀπὸ
Τύρου τοῦ Φοίνικος. ἔστι καὶ Τύρος τῆς Λακωνικῆς καὶ νῆσος πρὸς
τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ, ἣν Ἀρτεμίδωρος Τύλον διὰ τοῦ λ καλεῖ, ἔστι καὶ
πόλις Ἰνδίας καὶ Λυδίας καὶ Πισιδίας. Ἀρριανὸς δὲ τὰ Ἄναθα Τύρον
καλεῖ. Μύρος ποταμὸς παραρρέων Μύραν πόλιν ὁ καὶ Μύρων. εἰ δὲ
ἔχοι ἐκτεταμένον, κύρια μὲν ὄντα βαρύνεται, Κῦρος, Σκῦρος, ἡ νῆ-
σος, περὶ ἧς Νικόλαος ἐν πέμπτῳ «Σκῦρον δὲ τὸ μὲν παλαιὸν ᾤκουν
Πελασγοί τε καὶ Κᾶρες». Σφῦρος, Σῦρος νῆσος Ἰωνική, ὡς Στράβων
δεκάτῃ (p. 485), ἣν ὁ ποιητὴς Συρίην καλεῖ ἐν Ὀδυσσείᾳ (o 403) ἥτις
μηκύνει τὴν πρώτην. μὴ οὕτω δέ, ὀξύνεται, πυρός ὁ σῖτος, τυρός,
ξυρός.
 Τὰ εἰς ρος μονογενῆ δισύλλαβα παραληγόμενα τῷ ω βαρύνεται,
Δῶρος ὁ Ἕλληνος καὶ πόλις Φοινίκης. Ἑκαταῖος Ἀσίᾳ «μετὰ δὲ ἡ
πάλαι Δῶρος, νῦν δὲ Δῶρα καλεῖται». Ἰώσηπος ἐν ϛʹ τῆς Ἰουδαϊκῆς
ἱστορίας «εἶναί τι γύναιον ἐν πόλει Δώρῳ» καὶ πάλιν «ὅτε ἤνεγκεν εἰς
τὴν Δῶρον». Ἀπολλόδωρος ἐν χρονικῶν δʹ «εἰς Δῶρον οὖσαν ἐπιθα-
λάττιον πόλιν». καὶ Ἀλέξανδρος ἐν Ἀσίᾳ «Δῶρος τ' ἀγχίαλός τ' Ἰόπη
προύχουσα θαλάσσης». καὶ Χάραξ ιαʹ «Τρύφων ἐν Δώρῳ τῆς κοίλης
Συρίας πόλει πολιορκούμενος ὑπ' Ἀντιόχου ἔφυγεν εἰς Πτολεμαΐδα
τὴν Ἄκην λεγομένην». ἔστι καὶ Καρίας Δῶρος πόλις, ἣν συγκαταλέγει

Αίλιος Ηρωδιανός καθολική προσωδία. Part+volume 3,1, p. 216, line 3

 Τὰ εἰς τος διβράχεα μονογενῆ βαρύνεται, ὁπότε μὴ ἐπὶ ἀθροίσμα-


τος ἢ κύριά εἰσιν ἀπὸ ἐπιθετικῶν ἢ ἔχει ἀντέμφασιν, βάτος, λάτος,
βρότος τὸ αἷμα, βροτός δὲ ὁ φθαρτός τὸ τριγενές, πότος τὸ συμ-
πόσιον, ποτός δὲ τὸ πινόμενον, πάτος ἡ ἀναστροφή, Στράτος τὸ
μὴ ἐπὶ τοῦ ἀθροίσματος, ἔστι δὲ πόλις Ἀκαρνανίας, στρατός δὲ τὸ
σύναγμα, κρότος, κότος, μίτος, νότος, σκότος. τὸ δὲ Κριτός
καὶ Κλιτός ὀξύνεται.
 Τὰ εἰς τος διβράχεα ἐπιθετικὰ μὴ ἐπὶ ἀριθμοῦ ταττόμενα ὀξύνεται,  
260

βατός, φατός, θετός, δετός, ἐτός ὁ ἀληθής ἀπὸ τοῦ εἰμί, ὃ δηλοῖ
τὸ ὑπάρχω. πλυτός. τὸ δὲ τρίτος ἐπὶ ἀριθμοῦ.
 Τὰ εἰς τος δισύλλαβα παραληγόμενα ι μακρῷ βαρύνεται, σῖτος –  
ὥσπερ παρὰ τὸ ἐργάζομαι γίνεται ἐργαστής καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ ἐργάτης
βαρυνόμενον καὶ ἀπὸ τοῦ δεσποστής δεσπότης, οἰστός οἶτος, οὕτω καὶ
παρὰ τὸ σέσεισται σειστός ἀποβολῇ τοῦ σ καὶ ε σῖτος – Τρῖτος ὁ
ποταμός, ῥῖτος φρέαρ, τὸ μέντοι λιτός τριγενές.
 Τὰ εἰς τος δισύλλαβα παραληγόμενα τῷ υ προσηγορικὰ ὀξύνεται,
βρυτός ὁ βρύων, χυτός, ῥυτός, λυτός, κλυτός, πλυτός, τρυ-
τός. τὸ δὲ Βύτος κύριον βαρύνεται.
 Τὰ εἰς τος δισύλλαβα ἔχοντα τὴν πρὸ τέλους συλλαβὴν εἰς ρ κατα-
λήγουσαν ἢ καθ' ὅλου εἰς ἀμετάβολον βαρύνεται, εἰ μὴ ἐπιθετικὰ εἴη
ἔχοντα θηλυκόν, φόρτος, χόρτος, μύρτος καὶ Μύρτος ἡ πόλις,

Αίλιος Ηρωδιανός καθολική προσωδία. Part+volume 3,1, p. 216, line 6

πόσιον, ποτός δὲ τὸ πινόμενον, πάτος ἡ ἀναστροφή, Στράτος τὸ


μὴ ἐπὶ τοῦ ἀθροίσματος, ἔστι δὲ πόλις Ἀκαρνανίας, στρατός δὲ τὸ
σύναγμα, κρότος, κότος, μίτος, νότος, σκότος. τὸ δὲ Κριτός
καὶ Κλιτός ὀξύνεται.
 Τὰ εἰς τος διβράχεα ἐπιθετικὰ μὴ ἐπὶ ἀριθμοῦ ταττόμενα ὀξύνεται,  
βατός, φατός, θετός, δετός, ἐτός ὁ ἀληθής ἀπὸ τοῦ εἰμί, ὃ δηλοῖ
τὸ ὑπάρχω. πλυτός. τὸ δὲ τρίτος ἐπὶ ἀριθμοῦ.
 Τὰ εἰς τος δισύλλαβα παραληγόμενα ι μακρῷ βαρύνεται, σῖτος –  
ὥσπερ παρὰ τὸ ἐργάζομαι γίνεται ἐργαστής καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ ἐργάτης
βαρυνόμενον καὶ ἀπὸ τοῦ δεσποστής δεσπότης, οἰστός οἶτος, οὕτω καὶ
παρὰ τὸ σέσεισται σειστός ἀποβολῇ τοῦ σ καὶ ε σῖτος – Τρῖτος ὁ
ποταμός, ῥῖτος φρέαρ, τὸ μέντοι λιτός τριγενές.
 Τὰ εἰς τος δισύλλαβα παραληγόμενα τῷ υ προσηγορικὰ ὀξύνεται,
βρυτός ὁ βρύων, χυτός, ῥυτός, λυτός, κλυτός, πλυτός, τρυ-
τός. τὸ δὲ Βύτος κύριον βαρύνεται.
 Τὰ εἰς τος δισύλλαβα ἔχοντα τὴν πρὸ τέλους συλλαβὴν εἰς ρ κατα-
λήγουσαν ἢ καθ' ὅλου εἰς ἀμετάβολον βαρύνεται, εἰ μὴ ἐπιθετικὰ εἴη
ἔχοντα θηλυκόν, φόρτος, χόρτος, μύρτος καὶ Μύρτος ἡ πόλις,
ἄρτος, μίλτος, δέλτος, κίρτος· παρὰ Σιμωνίδῃ ἡ χρῆσις. Τοῦρ-
τος· οὕτως καλεῖ Ἀρτεμίδωρος τοὺς οἰκήτορας τῆς Τουρδητανίας. Ἄλ-
τος χωρίον πλησίον Θεσσαλονίκης. Πάλτος πόλις Συρίας. Ἀρτεμίδωρος.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ παθῶν (0087: 009)“Grammatici Graeci, vol.


3.2”, Ed. Lentz, A.Leipzig: Teubner, 1870, Repr. 1965.Part+volume 3,2,
p. 247, line 10
261

συγκοπὴν τοῦ ι κνήμη· οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Φιλόξενος.


 E. Gud. 331, 4 coll. E. M. 522, 38: κνώδαλα, ὡς λέγει Ἡρω-
διανός, κυρίως μὲν τὰ τῆς θαλάσσης ζῷα διὰ τὸ ἐν ἁλὶ κινεῖσθαι κινώ-  
δαλά τινα ὄντα. καταχρηστικῶς δὲ ἐπὶ πάντων τῶν θηρίων ἡ λέξις
τίθεται.
 E. M. 680, 57, Favorin. 371, 1: Πόλυβος: συγκοπὴ καὶ οὐχ
ὑφαίρεσις· εἰ γὰρ κατ' ἔλλειψιν ἐγένετο τοῦ υ, ὤφειλεν εἶναι Πολύβος
ἀπὸ τοῦ Πολύβους ὡς ὠκύπους ὠκύπος, ἀρτίπους ἀρτίπος, ἀελλόπους
ἀελλόπος· ἀλλ' οὐ παροξύνεται, ἀλλὰ προπαροξύνεται, ὥστε ἢ ἀπὸ
τοῦ Πολύβοος ἢ ἀπὸ τοῦ Πολύβιος συγκοπῇ Πόλυβος. περὶ παθῶν.
 E. M. 715, 49: σῖτα ἢ ἀπὸ τοῦ σῖτος μεταπεποίηται ἢ ἀπὸ τοῦ σιτία.
Ἡρωδιανὸς περὶ παθῶν.
 σπάρτα· ἐκ τοῦ σπείρω τὸ ἑλίσσω, ἐξ οὗ καὶ σπείρημα,
τὸ τοῦ ὄφεως ἕλιγμα. σπάρτον οὖν ἐξ αὐτοῦ καὶ
σπαρτίον ὑποκοριστικόν. καὶ ὥσπερ μηρία μῆρα, οὕτως καὶ
σπαρτία σπάρτα κατὰ συγκοπήν. περὶ παθῶν.
 E. M. 111, 50 coll. Favorin. 112, 20: ἄντα: σημαίνει τὸ ἐξ
ἐναντίας· καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ὠκέα ὦκα, κρατέα κράτα καὶ ὑπερθέσει
κάρτα καὶ σαφέα σάφα, οὕτως οὖν καὶ ἀντία οἷον «ἀντί' Ἀλεξάνδροιο
θεὰ κατέθηκε φέρουσα» (Γ 425) κατὰ συγκοπὴν ἄντα. ἢ παρὰ τὸ ἀντῶ
ἄντα ὡς σιγῶ σῖγα καὶ ἠρεμῶ ἠρέμα· Ἡρωδιανός.  

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ παθῶν


Part+volume 3,2, p. 300, line 8

εἰ δὲ διὰ τοῦ ε, ἐστὶν ἑνικόν. ἀπὸ γὰρ τοῦ ἐδῶ ὁ παρακείμενος ἤδεκα,
διπλασιασμῷ ἐδήδεκα, ὁ παθητικὸς ἐδήδεσμαι, τὸ τρίτον ἐδήδεσται καὶ
ἀποβολῇ ἐδήδεται καὶ Ἰωνικῶς ἐδήδαται. Ἡρωδιανός.
φύλλων κεκλαμένων· εἰ μὲν οὕτως, ἀντὶ τοῦ κεκλασμένων,
ὥστε πρὸς ἀντίθεσιν εἶναι πρός τι, ἐνδεία τοῦ σ.
εἰσὶ δέ τινες εἰρηκότες κεκλιμένων. περὶ παθῶν. E. M. 500, 27.  
 Ep. Cr. I 227, 27: τὸ κόμη ἐκ τοῦ κόσμος· ὥσπερ γὰρ κόσμον
ὁ δημιουργὸς ἐνέθηκε τῷ ἀνθρώπῳ τὰς τρίχας.
 E. M. 477, 18, Choer. Epim. in Psalm. 162, 13: ποταμός:
παρὰ τὸ ποτάζω ποτάσω ποτασμός ποταμός. οὕτως Ἡρωδιανός.
 E. M. 714, 34: σῖτος: λέγει ὁ τεχνικός, ὅτι ὥσπερ παρὰ τὸ
ἐργάζομαι γίνεται ἐργαστής καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ ἐργάτης βαρυνόμενον
καὶ ἀπὸ τοῦ δεσποστής δεσπότης οἰστός οἶτος, οὕτω καὶ παρὰ τὸ σέσει-
σται σειστός· ἀποβολῇ τοῦ σ καὶ ε σῖτος.
 E. M. 258, 7: δεσπότης: παρὰ τὸ δεσπόζω δεσπόσω δεδέσποκα
δεδέσποσμαι τὸ τρίτον δεδέσποσται· δεσποστής ἐξ αὐτοῦ καὶ τῇ ἐλλείψει
262

τοῦ σ ἀνεβιβάσθη ὁ τόνος.


 περικτίται· ὥς φησιν Ἡρωδιανός, σημαίνει τοὺς κρίστας,
ἔλλειψις οὖν τοῦ σ. ἡ δὲ χρῆσις παρ' Ἀπολλωνίῳ·
»τὸν δ' ἀμφὶ περικτίται ἠγερέθοντο».

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ παθῶν


Part+volume 3,2, p. 300, line 11

φύλλων κεκλαμένων· εἰ μὲν οὕτως, ἀντὶ τοῦ κεκλασμένων,


ὥστε πρὸς ἀντίθεσιν εἶναι πρός τι, ἐνδεία τοῦ σ.
εἰσὶ δέ τινες εἰρηκότες κεκλιμένων. περὶ παθῶν. E. M. 500, 27.  
 Ep. Cr. I 227, 27: τὸ κόμη ἐκ τοῦ κόσμος· ὥσπερ γὰρ κόσμον
ὁ δημιουργὸς ἐνέθηκε τῷ ἀνθρώπῳ τὰς τρίχας.
 E. M. 477, 18, Choer. Epim. in Psalm. 162, 13: ποταμός:
παρὰ τὸ ποτάζω ποτάσω ποτασμός ποταμός. οὕτως Ἡρωδιανός.
 E. M. 714, 34: σῖτος: λέγει ὁ τεχνικός, ὅτι ὥσπερ παρὰ τὸ
ἐργάζομαι γίνεται ἐργαστής καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ ἐργάτης βαρυνόμενον
καὶ ἀπὸ τοῦ δεσποστής δεσπότης οἰστός οἶτος, οὕτω καὶ παρὰ τὸ σέσει-
σται σειστός· ἀποβολῇ τοῦ σ καὶ ε σῖτος.
 E. M. 258, 7: δεσπότης: παρὰ τὸ δεσπόζω δεσπόσω δεδέσποκα
δεδέσποσμαι τὸ τρίτον δεδέσποσται· δεσποστής ἐξ αὐτοῦ καὶ τῇ ἐλλείψει
τοῦ σ ἀνεβιβάσθη ὁ τόνος.
 περικτίται· ὥς φησιν Ἡρωδιανός, σημαίνει τοὺς κρίστας,
ἔλλειψις οὖν τοῦ σ. ἡ δὲ χρῆσις παρ' Ἀπολλωνίῳ·
»τὸν δ' ἀμφὶ περικτίται ἠγερέθοντο».
 E. Or. 29, 1: ἀγαθός: παρὰ τὸ ἀγῶ τὸ θαυμάζω, οὗ παραγωγὸν
ἄγημι, ὅθεν ἄγαμαι παθητικόν· παρὰ δὲ τὸ ἀγῶ ἀγάζω γίνεται, ὡς
σκεδῶ σκεδάζω· ἀφ' οὗ ὄνομα ῥηματικὸν ἀγαστός καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ
καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς θ ἀγαθός ὡς ἐπὶ τοῦ κρεμῶ κρεμάστρα κρεμάθρα.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ ὀρθογραφίας (0087: 011)“Grammatici Graeci,


vol. 3.2”, Ed. Lentz, A.
Leipzig: Teubner, 1870, Repr. 1965.Part+volume 3,2, p. 418, line 3

 Eustath. ad Dionys. 815: τὸ Δορύλαιον τὸ καὶ Δορυλάϊον, κατὰ


δὲ τὴν ὀρθογραφικὴν τέχνην Δορυλάειον διὰ διφθόγγου.
 E. M. 604, 42: νηρίτης σημαίνει τὸν θαλάσσιον κοχλίαν. τινὲς
λέγουσιν ἀπὸ τοῦ Νηρεύς γίνεσθαι· ἀλλ' ὤφειλε γράφεσθαι διὰ διφθόγ-
γου ὁ τεχνικὸς λέγει νηρείτης ὡς Ὠρεύς Ὠρέος Ὠρεΐτης καὶ Ὠρεί-
263

της. ἀλλ' ἔστιν νέω νῶ· τὸ ἀπαρέμφατον νεῖν οἷον «πεζῇ πορεύου·
νεῖν γὰρ οὐκ ἐπίστασαι» ὁ μέλλων νήσω· ἐκ τούτου γίνεται νηρός,
λέγεται ὁ ἰχθῦς ἀπὸ τοῦ νήχεσθαι, ἐξ οὗ νηρίτης ὡς τόπος τοπίτης.  
 E. M. 703, 14: λέγει Ὦρος διὰ διφθόγγου ῥειτός καὶ ὀξύνεται, ὁ
δὲ Ἡρωδιανὸς διὰ τοῦ ι ῥῖτος, καὶ βαρύνεται ὡς σῖτος.
 E. Orion. 108, 26: Νέαιρα τὸ ἔσχατον τῆς κοιλίας. νέατον τὸ
ἔσχατον. ὅθεν καὶ λαγών τὸ αὐτὸ εἴρηται παρὰ τὸ λήγειν. Ἡρω-
διανὸς ἐν τῇ ὀρθογραφίᾳ.
 In E. M. 599, 3 postquam inepta explicatio (a νέεσθαι) allata
est, quae ipsis verbis sumpta est ex Choerob. Orthogr. 241 haec
altera sequitur nunc non satis ab illa distincta:
 νέαιρα καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι νείαιρα ὡς τὸ «νειαίρῃ δ' ἐν γαστρὶ
διὰ ζωστῆρος ἔλασσεν» (Ε 539) ὡς νέατος νείατος «νείατον ἐς κενεῶνα»
(Ε 857) καὶ «ἔκειτο δὲ νείατος ἄλλων» (Ζ 295). παρὰ τὸ νέος γίνεται
νέατος ὥσπερ παρὰ τὸ μέσον γίνεται μέσατον καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ ὀρθογραφίας Part+volume 3,2, p. 430, line 19

ἴσκω. ἀμέλει ἔστιν εἴδω εἴσω διὰ τῆς ει διφθόγγου. καὶ προσελθόντος
τοῦ κ διίσταται τὸ ι καὶ γίνεται ἐΐσκω διὰ μὴ δύνασθαι τὴν ει δίφθογ-
γον προηγεῖσθαι, ἡνίκα ἐστὶν τὸ σκ ἐν συλλήψει· ἡνίκα δὲ γίνεται
σύλληψις, ἀποβάλλει τὸ ε καὶ γίνεται ἴσκω διὰ τοῦ ι.
 Αἱ ἀναδιπλασιάσεις ἀεὶ διὰ τοῦ ι γράφονται, τιτρώσκω.
 Τὰ ἀμφιβαλλόμενα κατὰ τὴν πρώτην συλλαβήν, ἔχοντα δὲ ἐν τῇ
δευτέρᾳ συλλαβῇ τὸ ι ἢ τὸ υ διὰ τοῦ ι γράφεται, δριμύς, ἰλύς, Τῖφυς,
Τῖρυς, κῖκυς, βριθύς, πίτυς, Ἶρις, ἶβις, Ἶσις, ῥιπίς, Βιθυνία, Λακινία.
 Πολλά ἐστιν ὀνόματα ἀπὸ ῥημάτων γινόμενα γραφομένων τῶν
ῥημάτων διὰ διφθόγγου, τῶν δὲ ὀνομάτων διὰ τοῦ ι οἷον πείθω πιθα-
νός, οἰκτείρω οἰκτιρμός, σείω σῖτος, νείφω νιφετός, λείχω λίχανος.
οὕτω καὶ παρὰ τὸ λείπω λιμός.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ ὀρθογραφίας Part+volume 3,2, p. 449, line 26

ρισος, Μήρισος, Μάρισος, Πάμισος, Κρίμισος, Μόρμισος, Νάϊσος,


ὕρισος.
τὸ δὲ παράδεισος ἀπὸ τοῦ δεῖσα ἔχει τὴν ει δίφθογγον.
 Τὰ διὰ τοῦ ισος ἐπὶ ποταμῶν ὀξύνεται καὶ διὰ τοῦ ι γράφεται
Ἰλισός, Κηφισός, Ἀμνισός. εἰ δέ τι βεβαρυτόνηται, τοῦτο παρώνυμον
ὤφθη ἀπὸ θηλυκοῦ Ἄρνισος Ἄρνισα, Λάρισος Λάρισα.
 Τὰ εἰς στος ὑπερθετικὰ δισύλλαβα ὄντα φυλάττει τὴν δίφθογγον,
λῴων λῷστος, ῥᾴων ῥᾷστος, μείων μεῖστος, πλείων πλεῖστος. εἰ δὲ
264

εἴη ὑπὲρ δύο συλλαβάς, ἀποβάλλει τὸ ε, ἀρείων ἄριστος, χερείων χεί-


ριστος.
 Τὰ διὰ τοῦ ιτος ἀποστρέφεται τὴν ει δίφθογγον οἷον ἄτιτος ὁ
ἀτιμώρητος, ἀκόνιτος, Ἐπαφρόδιτος, ἀδήριτος, σῖτος, μίτος, λιτός,
Τρῖτος, ῥῖτος· δεῖ προσθεῖναι χωρὶς τοῦ κλειτός ὁ εὔδοξος καὶ τὰ παρ'
αὐτό· ταῦτα γὰρ διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφεται οἷον πολύκλειτος, ἀγα-
κλειτός, Ἡράκλειτος. τὸ δὲ ἄσειστος πολύσειστος οὐκ ἀντίκειται ἡμῖν,
ἐπειδὴ οὐκ ἔστι διὰ τοῦ ιτος ἀλλὰ διὰ τοῦ ειστος.
 Τὰ εἰς φος μονογενῆ μὴ ὄντα οὐδέτερα ἁπλᾶ μὴ ὄντα Ἰταλικὰ ἑνὶ
φωνήεντι θέλει παραλήγεσθαι οἷον λόφος, ζόφος, κέκφος, σέρφος, γρῖ-
φος, ἔριφος, Τήλεφος, Κίνυφος, Σέριφος. πρόσκειται «μονογενῆ» διὰ τὸ

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ ὀρθογραφίας Part+volume 3,2, p. 578, line 3

ἰχθύος. γράφεται δὲ διὰ τοῦ ι τῷ λόγῳ τῶν διὰ τοῦ ινη.


 ῥινός: σημαίνει δὲ τὸ δέρμα. διὰ τοῦ ι γράφεται. ἢ γὰρ παρὰ
τὸ ῥινή, ὅπερ ἐστὶν εἶδος ἰχθύος, ὅπερ διὰ τοῦ ι γράφεται, ἢ παρὰ
τὸ ῥίον, ὃ σημαίνει τὸ ἄκρον. καὶ γὰρ τὸ δέρμα ἄκρον ἐστὶ καὶ οἱονεὶ
ἐπιφάνεια τῆς σαρκός.
 ῥιπή: ι. παρὰ τὸ ῥίπτω.
 ῥιπίδιον.
 Ῥῖτος: ῥιτοί δέ εἰσι ποταμοὶ δύο διὰ φάραγγος ὑπὸ γῆν ῥέον-  
τες ἐν τῷ Θριασίῳ πλησίον Ἐλευσῖνος. (λέγει Ὦρος διὰ διφθόγγου ῥει-
τός καὶ ὀξύνει ὡς κλειτός.) ὁ δὲ Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ καθόλου λέγει,
ὅτι διὰ τοῦ ι γράφεται καὶ βαρύνεται οἷον ῥῖτος, σῖτος, Τρῖτος. ἔστι
δὲ ὄνομα ποταμοῦ.
 ῥοβδεῖ ἀναρριπτεῖ μετ' ἤχου.  – ῥοιβδεῖ· ῥοιζεῖ· διώκει· ῥοφεῖ.
– ῥοιζεῖ· διώκει. ὁρμᾷ. τρέχει.
 ῥοδωνιά: ι ὡς ἰωνιά.
 ῥοθεῖν καὶ ῥοχθεῖν.
 Ῥοίτειον: ει. ἐπειδὴ τὰ διὰ τοῦ ειον τρισύλλαβα μακρὰν ἔχοντα
τὴν παραλήγουσαν οὐδέποτε διὰ τοῦ ι γράφεται οἷον Σίγειον, Λύκειον,
ἔστι δὲ τόπος, γένειον, βρένθειον.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ ὀρθογραφίας Part+volume 3,2, p. 581, line 7

ὀσπρίων. Ἀμμώνιος δὲ ἱστορεῖ, ὡς οἱ Ἀττικοὶ ὀξύνοντες τὸ ὄνομα


τὸ ι βραχύνουσι· καὶ ἡ τριβὴ τῆς ἀναγνώσεως ἐκτείνει αὐτό. εὑρίσκεται
δὲ καὶ τὸ βραχύ, ὡς παρ' Εὐριπίδῃ Φρίξῳ «ἀνοῖξαι μὲν σιροὺς οὐκ
265

ἠξίου», εἰσὶ δὲ καὶ ὀρύγματά τινα σιροί.  


 σίσυρνα μὲν χιτῶνος εἶδος, σισύρα δὲ διφθέρα, εἰς ἀμπεχόνην
καὶ στρωμνὴν ἐπιτηδείως ἔχουσα, καθάπερ τὰ κώδια καὶ αἱ μηλωταί.
 Σίσυφος: ι. (τὸ γὰρ θεός σιός λέγουσιν οἱ Λάκωνες διὰ τοῦ ι.
ἀπὸ οὖν τοῦ σιός καὶ τοῦ σοφός γέγονε σιόσοφος καὶ σίσυφος οἱονεὶ
σοφὸς καθάπερ θεός?)
 σιτεία: ι καὶ ει ἡ παράδοσις.
 σῖτος: λέγει ὁ τεχνικὸς ὅτι ὥσπερ παρὰ τὸ ἐργάζομαι γίνεται
ἐργαστής καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ ἐργάτης βαρυνόμενον καὶ ἀπὸ τοῦ δεσπο-
στής δεσπότης οἰστός οἶτος, οὕτω καὶ παρὰ τὸ σέσεισται σειστός ἀπο-
βολῇ τοῦ σ καὶ τοῦ ε σῖτος διὰ τοῦ ι· καὶ ἄλλως, ὅτι τὰ διὰ τοῦ
ιτος ἀποστρέφεται τὴν ει δίφθογγον οἷον Τρῖτος, μίτος, Ἐπαφρόδιτος.
 σίφων: ι.
 σκαμωνία εἶδος βοτάνης.
 σκαφεῖον: ει. ὥσπερ γὰρ ἐργαλεῖον. παρὰ τὸ σκαφεύς.
 σκιάδειον: ει διὰ τὸν χαρακτῆρα εἴρηται.
 σκινδαλαμός σκόλοψ. τινὲς δὲ διὰ τοῦ χ σχινδαλαμός. ἄλλοι
δὲ σκινδαλμός.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ ὀρθογραφίας Part+volume 3,2, p. 581, line 10

ἠξίου», εἰσὶ δὲ καὶ ὀρύγματά τινα σιροί.  


 σίσυρνα μὲν χιτῶνος εἶδος, σισύρα δὲ διφθέρα, εἰς ἀμπεχόνην
καὶ στρωμνὴν ἐπιτηδείως ἔχουσα, καθάπερ τὰ κώδια καὶ αἱ μηλωταί.
 Σίσυφος: ι. (τὸ γὰρ θεός σιός λέγουσιν οἱ Λάκωνες διὰ τοῦ ι.
ἀπὸ οὖν τοῦ σιός καὶ τοῦ σοφός γέγονε σιόσοφος καὶ σίσυφος οἱονεὶ
σοφὸς καθάπερ θεός?)
 σιτεία: ι καὶ ει ἡ παράδοσις.
 σῖτος: λέγει ὁ τεχνικὸς ὅτι ὥσπερ παρὰ τὸ ἐργάζομαι γίνεται
ἐργαστής καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ ἐργάτης βαρυνόμενον καὶ ἀπὸ τοῦ δεσπο-
στής δεσπότης οἰστός οἶτος, οὕτω καὶ παρὰ τὸ σέσεισται σειστός ἀπο-
βολῇ τοῦ σ καὶ τοῦ ε σῖτος διὰ τοῦ ι· καὶ ἄλλως, ὅτι τὰ διὰ τοῦ
ιτος ἀποστρέφεται τὴν ει δίφθογγον οἷον Τρῖτος, μίτος, Ἐπαφρόδιτος.
 σίφων: ι.
 σκαμωνία εἶδος βοτάνης.
 σκαφεῖον: ει. ὥσπερ γὰρ ἐργαλεῖον. παρὰ τὸ σκαφεύς.
 σκιάδειον: ει διὰ τὸν χαρακτῆρα εἴρηται.
 σκινδαλαμός σκόλοψ. τινὲς δὲ διὰ τοῦ χ σχινδαλαμός. ἄλλοι
δὲ σκινδαλμός.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ ῥηματικῶν ὀνομάτων (0087: 027)


266

“Grammatici Graeci, vol. 3.2”, Ed. Lentz, A.Leipzig: Teubner, 1870,


Repr. 1965.Part+volume 3,2, p. 900, line 36

μείωται τὸ δορός ὁ δεδαρμένος, εἰ καὶ ἐκ τοῦ δείρω γίνεται.


 E. Or. 100, 4: τὰ εἰς ρος ῥηματικὰ τῇ ει διφθόγγῳ θέλει παρα-
λήγεσθαι οἷον ἀΐσσω αἴγειρος, μάσσω μάγειρος, ὀνῶ ὄνειρος.
 Arc. 75, 8: τὸ Σῶσος ἀπὸ τοῦ σώσω βαρύνεται, ὡσαύτως καὶ Βλῶ-
σος παρὰ τὸν βλώσω μέλλοντα γεγονός.
 St. B. Ταρσός τινὲς παρὰ τὸ τερσανθῆναι, οἱ δὲ παρὰ τὸ τερσῆ-
ναι, ἄλλοι δὲ παρὰ τὸν ταρσόν.
 Herod. in E. M. 714, 34: ὥσπερ παρὰ τὸ ἐργάζομαι γίνεται ἐρ-
γαστής καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ ἐργάτης βαρυνόμενον καὶ ἀπὸ τοῦ δεσποστής
δεσπότης, οἰστός οἶτος, οὕτω καὶ παρὰ τὸ σέσεισται σειστός καὶ ἀπο-
βολῇ τοῦ σ καὶ ε σῖτος.
 Arc. 87, 5: τὰ εἰς τος ῥηματικὰ πρὸ τοῦ τ τὸ κ ἢ τὸ π ἔχοντα
ὀξύνεται, πλεκτός, ἑλκτός, πνικτός, θελκτός, πεμπτός, ἑκτός ὁ ἐχόμενος.
 Arc. 80, 25: τὰ διὰ τοῦ ατος ῥηματικὰ ἀπὸ τῶν εἰς μι ἢ ἀπὸ
δευτέρας συζυγίας τῶν περισπωμένων προπαροξύνεται, ἐρατός, ἐλατός,
περατός, θεατός, φυρατός, ἰατός.  
 Arc. 83, 10: τὰ εἰς τος ἁπλᾶ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς ἔχοντα πρὸ
τοῦ τ ψιλὸν κατ' ἐπιπλοκὴν ἐπιθετικὰ ὄντα καὶ ῥηματικὰ ὀξύνεται, ἑλι-
κτός, ἀμελκτός, χαρακτός, ὀρεκτός.  – 83, 8: ὀξύνεται ἱμερτός, ἐγερ-
τός, ὑφαντός ῥηματικά.
 Arc. 83, 22: τὰ εἰς στος ἐπιθετικὰ ἁπλᾶ ῥηματικὰ ὑπὲρ δύο συλ

Αίλιος Ηρωδιανός. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris.


2543 + 2570) P. 115, line 10

ψιλοῦ γράφεται· οἷον· πύλη· πυλωρός· πυλὼν, πυλῶνος·  


πῦρ, πυρός· πυρκαϊὰ, ἡ φλόξ· πυρπολῶ, καὶ πυρακτῶ,
τὸ φλέγω· πύθομαι, τὸ ἀκούω, καὶ μανθάνω· Πυθαγόρας,
κύριον· Πύθιος, ὁ Ἀπόλλων· πυθμὴν, τὸ βάθος, καὶ κλίνε-
ται πυθμένος· πυκινὸν, τὸ πυκνόν· πύματον, τὸ ἔσχατον·
πύον, τὸ ἕλκος, καὶ κλίνεται πύου· Πύλος, νῆσος, ὅθεν
καὶ Πύλιος Νέστωρ· Πυλάδης, κύριον· καὶ πυξὶς, ἡ βί-
βλος, ἡ γενικὴ πυξίδος· πυξίον, τὸ αὐτό· πὺξ, ὁ γρόνθος,
ὅθεν καὶ πυγμή· καὶ πυγμάχος, ὁ μετὰ τοῦ γρόνθου μαχό-
μενος· πυῤῥίχη, εἶδος ὀρχήσεως· Πύῤῥος, κύριον· πυρὸς, ὁ
σίτος· πυῤῥάκης, ὁ πυῤῥός· πυῤῥωπὸς, ὁ πυῤῥοὺς ἔχων
ὀφθαλμούς· πυῤῥαμὶς, τὸ ἐκ πλατέος εἰς ὀξὺ λῆγον· Πυ-
ρήνη, ὄρος· πυγὴ, ἡ ἕδρα τοῦ σώματος· καὶ τὰ λοιπά.
267

 Πλὴν τοῦ ποιῶ· ποίησις· ποίημα· ποιητής· ποιητικός·


ποιὸν, οὐδέτερον· ποιότης, ἡ γεῦσις· ποῖος, ὁ ποταμός·  
ποικίλος· ποικιλία· ποικίλλω, ῥῆμα· ποιμὴν, ποιμένος·
ποιμαίνω, ῥῆμα, τὸ βόσκω· ποίμνη, τὸ πλῆθος τῶν προ-
βάτων· ποιμνίον, τὸ αὐτό· ποινὴ, ἡ τιμωρία· ποινηλατῶ,
τὸ τιμωροῦμαι· ποία, ἡ βοτάνη, ὅθεν καὶ ποιῆεν γήδιον, τὸ
βοτανῶδες· Ποίας, κύριον, καὶ κλίνεται Ποίαντος· καὶ ποῖ,
ἀντὶ τοῦ ποῦ.

Αίλιος Ηρωδιανός. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris.


2543 + 2570) P. 124, line 7

 Τὰ ἀπὸ τῆς σι συλλαβῆς ἀρχόμενα διὰ τοῦ ἰῶτα


γράφονται· οἷον· σιγῶ· σιγή· σιωπή· σίδηρος· σιδηρόφρακτος,
ὁ ὡπλισμένος· Σιδὼν, πόλις, καὶ κλίνεται Σιδῶνος· Σίδης,
ἡ πόλις· Σιβύλλα, κύριον· σίελος, τὸ σάλος, σίκερα,  
πόμα σκευαστόν· σικινὶς, εἶδος ὀρχήσεως· σίκυα, τὰ
τετράγγουρα, ὅθεν καὶ σικυήλατον· σίμβλον, τὸ τῶν
μελισσῶν οἴκημα· σιμικίνθιον, τὸ φακιόλιον· σιμὸς,
ὁ πατζός· Σιμόεις, ποταμός· σίνω, τὸ βλάπτω· σίνηπι·
Σινώπη, χώρα· Σινωπεὺς ἀνήρ· σιπύη, ἡ ἀρτο-
θήκη· Σιχὰρ, καὶ Σισάρα, κύρια· καὶ Σισυφός· σι-
ρὸς, ὁ λάκκος· σισύρα, ἡ γοῦνα· σῖτος, τὸ σιτάριον· σῖτον, τὸ βρῶμα·
σίζω, τὸ ἠχῶ· σιγαλώεις, ὁ
λαμπρός· καὶ τὰ λοιπά.
 Πλὴν τοῦ σημεῖον· σημαίνω· σήμαντρον, τὸ δήλωμα·
σῆμα, τὸ μνημεῖον· σημαία, τὸ φλάμουλον· Σηλυβρία,
καὶ Σηστὸς, πόλεις· σήθω, τὸ κοσκινίζω· σηκὸς, ὁ ναὸς
καὶ ἡ μάνδρα τῶν προβάτων, ὅθεν καὶ σηκίτης ἀρνός·
Σὴμ, ὄνομα Ἑβραϊκόν· σὴς, ὁ σκώληξ, καὶ κλίνεται
σητός· σηπία, ἰχθύς· σήραγξ, ὁ τράφος, καὶ κλίνεται
σήραγγος· καὶ σηραγγώδης τόπος· σὴρ, ὁ σκώληξ, καὶ
κλίνεται σηρός· σηρικὸν ὕφασμα, τὸ μεταξωτόν·

Αίλιος Ηρωδιανός. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris.


2543 + 2570) P. 177, line 2

 Πλὴν τοῦ χιλὸς, ἡ τροφή· ψιλὸς, ὁ γυμνός· νεογιλὸς, ὁ


νέος. Σὺν τούτοις, καὶ δαψιλῶς.
268

 Τὰ διὰ τοῦ ητος ὀξύτονα ὀνόματα διὰ τοῦ η γράφον-


ται· οἷον· μισητός· στυγητός· τρυγητός· φορητός· ἀτραπη-
τὸς, ἡ ὁδός· ἀμητὸς, ὁ θερισμός· ἄμητος δὲ, ὁ τοῦ θέρους
καιρός· θηητὸς, ὁ θαυμαστὸς καὶ παράδοξος.
 Πλὴν τοῦ ἁμαξιτός· ἀτραπιτὸς, ἡ ὁδός· θεμιτὸς, ὁ δί-
καιος· καὶ περιττός.
 Τὰ διὰ τοῦ ιτος προπαροξύτονα, διὰ τοῦ ἰῶτα γράφονται·  
οἷον· Θεοδώριτος, κύριον· ἀπείριτος, ὁ πολύς· ἀπρόϊτος·
ἀπρόσιτος· ἀθέμιτος· ἐπαφρόδιτος· ἀδήριτος, ὁ ἀφιλονεί-
κητος· καὶ πραιπόσιτος, ἀξίωμα.
 Πλὴν τοῦ ἀήττητος· ἀπτόητος· ἀτρόμητος· ἀτημέλητος·
Θεαίτητος, κύριον· θεοδώρητος, ὁ ἐκ θεοῦ δεδωρημένος· καὶ
τὰ ὅμοια. Σὺν τούτοις καὶ Μίλητος, νῆσος, θηλυκόν.
 Ἡράκλειτος δὲ, καὶ Πολύκλειτος, κύρια, δίφθογγα.
 Τὰ διὰ τοῦ ιμος προπαροξύτονα διὰ τοῦ ἰῶτα γράφε-
ται· οἷον· ὄψιμος· ἄνθιμος· πρώϊμος· ἔντιμος· ἄτιμος· καὶ
τὰ ὅμοια.

Αίλιος Ηρωδιανός. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris.


2543 + 2570) P. 177, line 3

νέος. Σὺν τούτοις, καὶ δαψιλῶς.


 Τὰ διὰ τοῦ ητος ὀξύτονα ὀνόματα διὰ τοῦ η γράφον-
ται· οἷον· μισητός· στυγητός· τρυγητός· φορητός· ἀτραπη-
τὸς, ἡ ὁδός· ἀμητὸς, ὁ θερισμός· ἄμητος δὲ, ὁ τοῦ θέρους
καιρός· θηητὸς, ὁ θαυμαστὸς καὶ παράδοξος.
 Πλὴν τοῦ ἁμαξιτός· ἀτραπιτὸς, ἡ ὁδός· θεμιτὸς, ὁ δί-
καιος· καὶ περιττός.
 Τὰ διὰ τοῦ ιτος προπαροξύτονα, διὰ τοῦ ἰῶτα γράφονται·  
οἷον· Θεοδώριτος, κύριον· ἀπείριτος, ὁ πολύς· ἀπρόϊτος·
ἀπρόσιτος· ἀθέμιτος· ἐπαφρόδιτος· ἀδήριτος, ὁ ἀφιλονεί-
κητος· καὶ πραιπόσιτος, ἀξίωμα.
 Πλὴν τοῦ ἀήττητος· ἀπτόητος· ἀτρόμητος· ἀτημέλητος·
Θεαίτητος, κύριον· θεοδώρητος, ὁ ἐκ θεοῦ δεδωρημένος· καὶ
τὰ ὅμοια. Σὺν τούτοις καὶ Μίλητος, νῆσος, θηλυκόν.
 Ἡράκλειτος δὲ, καὶ Πολύκλειτος, κύρια, δίφθογγα.
 Τὰ διὰ τοῦ ιμος προπαροξύτονα διὰ τοῦ ἰῶτα γράφε-
ται· οἷον· ὄψιμος· ἄνθιμος· πρώϊμος· ἔντιμος· ἄτιμος· καὶ
τὰ ὅμοια.
269

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών.


“Theophrastus. Enquiry into plants, 2 vols.”, Ed. Hort, A.
Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1916, Repr. 1:1968;
2:1961.
Book 1, ch. 3, Sec. 1, line 14

καὶ μέγιστα καὶ σχεδὸν ὑφ' ὧν πάντ' ἢ τὰ


πλεῖστα περιέχεται τάδε, δένδρον θάμνος φρύ-
γανον πόα.
 Δένδρον μὲν οὖν ἐστι τὸ ἀπὸ ῥίζης μονοστέλεχες  
πολύκλαδον ὀζωτὸν οὐκ εὐαπόλυτον, οἷον ἐλάα
συκῆ ἄμπελος· θάμνος δὲ τὸ ἀπὸ ῥίζης πολύ-
κλαδον, οἷον βάτος παλίουρος. φρύγανον δὲ τὸ
ἀπὸ ῥίζης πολυστέλεχες καὶ πολύκλαδον οἷον
καὶ θύμβρα καὶ πήγανον. πόα δὲ τὸ ἀπὸ ῥίζης
φυλλοφόρον προϊὸν ἀστέλεχες, οὗ ὁ καυλὸς σπερ-
μοφόρος, οἷον ὁ σῖτος καὶ τὰ λάχανα.
 Δεῖ δὲ τοὺς ὅρους οὕτως ἀποδέχεσθαι καὶ λαμ-
βάνειν ὡς τύπῳ καὶ ἐπὶ τὸ πᾶν λεγομένους· ἔνια
γὰρ ἴσως ἐπαλλάττειν δόξειε, τὰ δὲ καὶ παρὰ τὴν
ἀγωγὴν ἀλλοιότερα γίνεσθαι καὶ ἐκβαίνειν τῆς
φύσεως, οἷον μαλάχη τε εἰς ὕψος ἀναγομένη
καὶ ἀποδενδρουμένη· συμβαίνει γὰρ τοῦτο καὶ
οὐκ ἐν πολλῷ χρόνῳ ἀλλ' ἐν ἓξ ἢ ἑπτὰ μησὶν,
ὥστε μῆκος καὶ πάχος δορατιαῖον γίνεσθαι, δι' ὃ
καὶ βακτηρίαις αὐταῖς χρώνται, πλείονος δὲ χρό-
νου γινομένου κατὰ λόγον ἡ ἀπόδοσις· ὁμοίως

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 4, ch. 8, Sec. 14, line 2

τῷ ἀπὸ τῶν κριθῶν καὶ γίνεται γλυκέα σφόδρα·


χρῶνται δὲ πάντες ὥσπερ τραγήμασι.
 Τοῖς δὲ βουσὶ καὶ τοῖς προβάτοις ἅπαντα μὲν
τὰ φυόμενα ἐδώδιμά ἐστιν, ἓν δέ τι γένος ἐν ταῖς
λίμναις καὶ τοῖς ἕλεσι φύεται διαφέρον, ὃ καὶ
χλωρὸν νέμονται καὶ ξηραίνοντες παρέχουσι κατὰ
χειμῶνα τοῖς βουσὶν ὅταν ἐργάσωνται· καὶ τὰ
σώματα ἔχουσιν εὖ σίτου ἄλλο λαμβάνοντες
270

οὐθέν.
 Ἔστι δὲ καὶ ἄλλο παραφυόμενον αὐτόματον
ἐν τῷ σίτῳ· τοῦτο δέ, ὅταν ὁ σῖτος ᾖ καθαρός,
ὑποπτίσαντες καταβάλλουσι τοῦ χειμῶνος ὑγ-
ρὰν εἰς γῆν· βλαστήσαντος δὲ τεμόντες καὶ
ξηράναντες παρέχουσι καὶ τοῦτο βουσὶ καὶ
ἵπποις καὶ τοῖς ὑποζυγίοις σὺν τῷ καρπῷ τῷ ἐπι-
γινομένῳ· ὁ δὲ καρπὸς μέγεθος μὲν ἡλίκον σή-
σαμον, στρογγύλος δὲ καὶ τῷ χρώματι χλωρός,
ἀγαθὸς δὲ διαφερόντως. ἐν Αἰγύπτῳ μὲν οὖν
τὰ περιττὰ σχεδὸν ταῦτα ἄν τις λάβοι.
 Ἕκαστοι δὲ τῶν ποταμῶν ἐοίκασιν ἴδιόν
τι φέρειν, ὥσπερ καὶ τῶν χερσαίων.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 7, ch. 3, Sec. 3, line 7

μάραθον καὶ ἄνηθον καὶ κύμινον γυμνοσπέρματα,


βλίτον δὲ καὶ τεύτλιον καὶ ἀδράφαξυς καὶ
ὤκιμον ἐμφλοιοσπέρματα, θριδακίνη δὲ παππο-
σπέρματον.
 Πάντα δὲ πολύκαρπα καὶ πολυβλαστῆ, πολυ-
καρπότατον δὲ τὸ κύμινον. ἴδιον δὲ καὶ ὃ λέγουσι
κατὰ τούτου· φασὶ γὰρ δεῖν καταρᾶσθαί τε καὶ
βλασφημεῖν σπείροντας, εἰ μέλλει καλὸν ἔσεσθαι
καὶ πολύ.
 Δυσξήραντα δὲ πάντα μὲν ὡς εἰπεῖν πλὴν τοῦ
κυμίνου, οὐχ ὡς ὁ σῖτος· οὗτος γὰρ κἂν ἅπαξ  
ἁδρυνθῇ ταχὺ ξηραίνεται καὶ ἀποπίπτει· δυς-
ξηραντότερα δὲ τὰ ἐμφλοιοσπέρματα καὶ τούτων
μάλιστα τὸ ὤκιμον. ἅπαντα δὲ ξηρανθέντα
πολυκαρπότερα γίνεται, δι' ὃ καὶ προαφαι-
ροῦντες αὐτὰ ξηραίνουσιν. ἅπαντα δὲ πολύχοα
καὶ πολυσπέρματα, πολυκαρπότατον δὲ τὸ
ὤκιμον.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 8, ch. 3, Sec. 1, line 2

καίπερ ἔνιοι συνεγγὺς ὄντες· τὰ γὰρ ἐν Σαλαμῖνι


προτερεῖ πολὺ τῶν ἄλλων τῶν ἐν τῇ Ἀττικῇ καὶ
ὅλως τὰ ἐπιθαλάττια καὶ εἰς ταῦτα καὶ εἰς τοὺς
ἄλλους καρπούς, ὡς τὰ περὶ τὴν Ἀκτὴν καλου-
271

μένην τῆς Πελοποννήσου καὶ τὰ ἐν Φαλύκῳ


τῆς Μεγαρίδος· πλὴν ἐνταῦθά γε συμβάλλεται
καὶ τὸ λεπτόγεων εἶναι καὶ ψαφαρὰν τὴν
χώραν. καὶ τὰ μὲν περὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν
τελείωσιν οὕτως ἔχει.
 Διαφέρει δὲ καθ' ὅλα τὰ γένη τὰ διῃρη-
μένα τῶν γενῶν, οἷον σῖτος χεδροπὰ τὰ θερινά,
καὶ καθ' ἕκαστον γένος τὰ ὁμογενῆ. τὰ μὲν γὰρ
σιτώδη τὸ φύλλον ἔχει καλάμου, τῶν δὲ χεδρο-  
πῶν τὰ μὲν περιφερές, οἷον ὁ κύαμος καὶ σχεδὸν
τὰ πλεῖστα, τὰ δὲ προμηκέστερον, οἷον ὁ πισὸς
καὶ ὁ λάθυρος καὶ ὁ ὦχρος καὶ τὰ τοιαῦτα. καὶ
τὰ μὲν ἰνώδη τὰ δ' ἄφλεβα καὶ ἄϊνα. τὸ δὲ
σήσαμον καὶ τὸ ἐρύσιμον ἰδιώτερα παρὰ ταῦτα.
 Πάλιν ὁ καυλὸς τῶν μὲν γονατώδης καὶ κοῖλος,
δι' ὃ καὶ καλεῖται κάλαμος· ὁ δὲ τοῦ κυάμου
κοῖλος, τῶν δ' ἄλλων χεδροπῶν ξυλωδέστερος,

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 8, ch. 6, Sec. 6, line 6

ἀνθεῖ· μετὰ δὲ τὴν ἀπάνθησιν ὀλίγου πάμπαν


ὕδατος δεῖται· σύνεγγυς γὰρ ἡ τελείωσις. ἀλλ'
ὅταν ἁδρυνθῇ καὶ βλάπτειν δοκεῖ τὰ σιτώδη καὶ
κριθὴν δὲ πυροῦ μᾶλλον.
 Ἐν Αἰγύπτῳ δὲ καὶ Βαβυλῶνι καὶ Βάκτροις,
ὅπου μὴ ὕεται ἡ χώρα ἢ σπανίως, αἱ δρόσοι τὸ
ὅλον ἐκτρέφουσιν. ἔτι καὶ οἱ περὶ Κυρήνην καὶ
Εὐεσπερίδας τόποι. καιριώτατα δὲ πᾶσιν ὡς
ἁπλῶς εἰπεῖν τὰ ἠρινά· δι' ὃ καὶ ἡ Σικελία
πολύσιτος· πολλὰ γὰρ τοῦ ἦρος καὶ μαλακὰ
γίνεται, τοῦ δὲ χειμῶνος ὀλίγα. ζητεῖ δὲ ἡ μὲν
λεπτόγεως πολλὰ κατὰ μικρόν· ἡ δὲ πίειρα καὶ
πλῆθος μὲν ἐνεγκεῖν δύναται καὶ ἀϋδρίαν – πρὸς
δὲ τὴν χώρας ἀϋδρίαν πόντια πνεύματα καὶ αὖραι
δοκοῦσι ξυμφέρειν, ἄλλα δὲ παρ' ἄλλοις τοιαῦτα,
καθάπερ καὶ πρότερον εἴρηται,  – ὡς ἐπὶ τὸ πᾶν
δὲ μᾶλλον αὐχμὸς ἢ ἐπομβρία ξυμφέρει τῷ σίτῳ·
οἱ γὰρ ὄμβροι καὶ ἄλλως ἐναντίοι καὶ πολλάκις
αὐτὰ τὰ σπέρματα διαφθείρουσιν, εἰ δὲ μὴ πλῆ-  
θός γε ποιοῦσι βοτάνης, ὥστε καταπνίγεσθαι καὶ
272

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 8, ch. 11, Sec. 1, line 9

εἶναι ἢ ὑγρὸς ἢ ξηρός· οὗτος δ' ἦν ὁ γονεύων· δι'


ὃ καὶ ἐν οἷς εἰώθασι γίνεσθαι οὐκ ἀεὶ γίνονται.
 Τῶν δὲ σπερμάτων οὐχ ἡ αὐτὴ δύναμίς
ἐστιν εἴς τε τὴν βλάστησιν καὶ εἰς θησαυρισμόν.  
ἔνια μὲν γὰρ βλαστάνει καὶ τελειοῦται τάχιστα
καὶ θησαυρίζεται κράτιστα, καθάπερ ἔλυμος καὶ
κέγχρος· ἔνια δὲ βλαστάνει μὲν εὖ ταχέως δὲ
σήπεται, καθάπερ ὁ κύαμος καὶ μᾶλλον ὁ τερά-
μων· ταχὺ δ' ἡ ἀφάκη καὶ ὁ δόλιχος· κριθὴ δὲ
πυροῦ θᾶττον· θᾶττον δὲ καὶ ὁ κονιορτώδης
σῖτος καὶ ὁ ἐν οἰκήμασι κονιατοῖς ἢ ἀκονιάτοις.
 Γίνεται δὴ φθειρομένοις σπέρμασι ἴδια ζῶα,
καθάπερ ἐλέχθη, πλὴν ἐρεβίνθου· μόνος γὰρ οὗτος
οὐ ζωογονεῖ. καὶ σηπομένοις μὲν πᾶσι σκώληξ
κοπτομένοις δὲ καθ' ἕκαστον ἴδιον. πάντων δὲ
μάλιστα διαμένουσιν ἐρέβινθος καὶ ὄροβος, τού-
των δ' ἔτι μᾶλλον ὁ θέρμος· ἀλλ' ἔοικέ γ' οὗτος
ὥσπερ ἀγρίῳ.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 8, ch. 11, Sec. 4, line 3

μὸν ἀποτίθεσθαι· διαμένει δὲ καὶ περὶ Κυζικὸν


ἐπὶ πλείω. μέγα δὲ πρὸς διαμονὴν καὶ τὸ ξηρὰ
θερίζειν· ἐλάττων γὰρ ἡ ὑγρότης· θερίζουσι δ'
ἐγχυλότερα τὰ μὲν χεδροπὰ πρὸς τὸ μᾶλλον καὶ
ῥᾷον συλλέξαι, ταχὺ γὰρ καταρρεῖ καὶ αὐανθέντα  
θρύπτεται, τοὺς δὲ πυροὺς καὶ γένος τι κριθῶν
διὰ τὸ βελτίους εἰς τὰ ἄλφιτα γίνεσθαι μὴ ἀπε-
ξηραμμένας.
 Δι' ὃ καὶ εἰς θώμους συντιθέασι καὶ πυροὺς καὶ
κριθάς, καὶ δοκοῦσιν ἁδρύνεσθαι ἐν θώμῳ μᾶλλον
ἢ λιποσαρκεῖν. οὐκ ἐσθίεται δὲ σῖτος, ὅταν ὑσθεὶς
θερισθῇ· ἀθέριστος δὲ μάλιστα διαμένει ὁ πυρός,
ἔτι δὲ μᾶλλον ὁ θέρμος· οὐδὲ γὰρ θερίζουσι
τοῦτον πρότερον ἢ ὕδωρ γενέσθαι, διὰ τὸ ἐκπηδᾶν
θεριζόμενον καὶ ἀπόλλυσθαι τὸ σπέρμα.
 Πρὸς ἔκφυσιν δὲ καὶ τὴν ὅλην σπορὰν ἄριστα
δοκεῖ τὰ ἑνάενα· τὰ δὲ δίενα χείρω καὶ τὰ τρίενα,
τὰ δ' ὑπερτείνοντα σχεδὸν ἄγονα, πρὸς δὲ τὴν
273

σίτησιν ἀρκοῦντα. βίος γάρ ἐστιν ἑκάστοις ὡρις-


μένος εἰς γονήν. καίτοι καὶ ταύταις παραλλάττει
ταῖς δυνάμεσι διὰ τοὺς τόπους ἐν οἷς ἂν θησαυρί

Θεόφραστος. De causis plantarum (lib. 1) (0093: 002)


“Theophrastus. De causis plantarum, book one”, Ed. Dengler, R.E.
Philadelphia: University of Pennsylvania Press, 1927.
Book 1, ch. 18, Sec. 2, line 1

καὶ ἀντισπάσαι τὴν εἰς τὴν βλάστησιν ὁρμὴν ὅπως καρποτοκῶσιν.


 Ἐν τῷ αὐτῷ δέ πως γένει τῆς αἰτίας ἐστὶ καὶ τὸ μὴ τὴν ἀρίστην
καὶ πίειραν καὶ βαθύγειον ἀρίστην εἶναι τοῖς δένδροις ἀλλὰ τὴν δευτέραν,

τῷ δὲ σίτῳ ἐκείνην. ἐν μὲν γὰρ τῇ ἀρίστῃ κατὰ βάθους ἰούσης τῆς


ῥίζης καὶ τῆς χώρας εὐτραφοῦς πλείω τῆς συμμέτρου τροφὴν ἐπισπῶνται,

ἐν δὲ τῇ λεπτογείῳ καὶ μὴ βαθείᾳ τὰς ῥίζας ἀναγκαῖον ἐπιπολαιοτέρας


εἶναι καὶ τὴν τροφὴν ἐλάττω καὶ σύμμετρον· ἐπεὶ καὶ ἐν ταῖς ψαφαραῖς
καὶ ταῖς πετρώδεσι δύνανται λαμβάνειν ἱκανὴν καθιέντα καὶ βιαζόμενα
ταῖς ῥίζαις, ἔτι δὲ καὶ καταψύχειν τὰς ῥίζας ἥ γε πετρώδης δοκεῖ μᾶλλον
ὅπερ ἐπιζητεῖ τὰ δένδρα.
 ὁ δὲ σῖτος ἐν μὲν ταῖς ἀγαθαῖς συλλαμβάνει μὲν πλείω διὰ τὸ μὴ
κατὰ βάθους εἶναι τὰς ῥίζας· ἐν δὲ ταῖς μοχθηραῖς καὶ καταξηραίνεται
διὰ τὸ μὴ ἔχειν πολλάς· καταψύξεως δὲ δεῖται διὰ τὸ μὴ κατὰ βάθους  
εἶναι. ὅταν δὲ ἐπομβρίαι γένωνται, οὐ πολὺς ὁ διασῳζόμενος καὶ
χείρων ἐστίν. ἐπεὶ καὶ οἱ τῶν δένδρων καρποὶ διὰ τὸ κρατεῖσθαι τῷ
πλήθει τῆς τροφῆς ἐξίστανται τῶν γενῶν ὥσπερ ἐλέχθη πρότερον.
 ἄτοπον δ' ἂν δόξειεν τὸ τῶν ὁμογενῶν ἔνια τὰ μὲν εἶναι πρώϊα, τὰ
δὲ ὄψια καθάπερ συκαῖ τέ τινες καὶ ἄμπελοι καὶ μηλέαι καὶ ἄπιοι καὶ
τἆλλα· τῶν γὰρ ζώων οὐδὲν τοιοῦτον πλὴν κυνός, ἀλλὰ παρισόχρονα
κατὰ
τὰς κυήσεις καὶ τὰς ἐκτροφάς, ἀλλὰ μόνον παραλάττει ταῖς ὥραις κατὰ
τοὺς τόπους καὶ μάλιστά γε ξυνανθρωπευόμενα. τάχα μὲν οὖν καὶ αἱ

Θεόφραστος. De causis plantarum (lib. 2–6) (0093: 014)


“Theophrasti Eresii opera, quae supersunt, omnia”, Ed. Wimmer, F.
Paris: Didot, 1866, Repr. 1964.Book 2, ch. 4, Sec. 2, line 5

χρηστότατα τὰ δ' ὑπὲρ γῆς φαῦλα (ὁτὲ δὲ ὁ μὲν ἀὴρ


εὔτροφος τὰ δὲ τῆς γῆς φαῦλα) καθάπερ ὅταν ἀμμώ-
δης ἢ κεραμὶς ἢ κατακεκαυμένη τις τυγχάνῃ· ῥίζωσιν
γὰρ καὶ τροφὴν οὐδεμία τῶν τοιούτων ἔχει. Καὶ
σχεδὸν αἱ μὲν ἀβλαστεῖς εἰσιν αὗται καὶ εἴ τις ἄρα
274

δίυγρος ὅλως ἢ πηλώδης.


         (Τῶν) δὲ βλαστητικῶν
καὶ ἐγκάρπων οὐ κακῶς ἡ διαίρεσις ἡ πρὸς τὰ σπέρ-
ματα καὶ τὰ δένδρα λέγεται τῷ τὴν μὲν πίειραν ἀμεί-
νω σιτοφόρον τὴν δὲ λεπτοτέραν δενδροφόρον εἶναι.
Λαμβάνει γὰρ ὥσπερ καὶ πρότερον εἴπομεν ὁ σῖτος
καὶ ἁπλῶς τὰ ἐπέτεια τὴν ἐπιπολῆς τροφὴν ἣν δεῖ μὴ
ὀλίγην μηδ' εὐξήραντον εἶναι καθάπερ ἐν ταῖς λεπταῖς,
τὰ (δὲ) δένδρα διὰ τὸ μεγάλας καὶ ἰσχυρὰς ἔχειν τὰς
ῥίζας καὶ τὴν ἐκ βάθους.

Θεόφραστος. De causis plantarum (lib. 2-6) Book 3, ch. 9, Sec. 2, line 1

διακαθάρσει λεκτέον τοὺς χρόνους ἄλλως τε εἰ καὶ


μετ' ἐκείνην εὐθὺς κοπρίζειν δεῖ· ἅμα δὲ καὶ οὐδ' ἂν
δύναιντο δέχεσθαι συνεχῶς ἀλλ' ἀφαυαίνονται διὰ τὴν
θερμότητα. Τὸ γὰρ τὴν ψιλὴν κοπρίζειν οὐχ ὅμοιον·
ἐν ἐκείνῃ μὲν γὰρ εἰς πολλὰ μερίζεται καὶ ἐξαναλί-
σκεται τὰ δεχόμενα τῶν σπερμάτων, ἐνταῦθα δὲ εἰς
αὐτὰς τὰς ῥίζας δύεται καὶ οὐ δύναται πᾶν διαδιδόναι
τοῖς καρποῖς οὐχ ὁμοίως εὔτροφον (ὂν) οὐδὲ πολύχουν,
ὥστε πάλιν ἄλλης καὶ ἄλλης ἐπιγινομένης ὡς ἐκθερ-
μαινόμενον αὐαίνεται.
         Ἐπεὶ καὶ ὁ σῖτος, ἄν τις
κατακόρως χρῆται καὶ [μὴ] ἐπιγίνηται πλῆθος ὕδατος·
δι' ὃ καὶ ταῖς ἐπομβρίαις χρησιμώτερος ὅ γε συνεχὴς
καὶ πλείων κοπρισμὸς, ἐν δὲ ταῖς αὐχμώδεσι καὶ λε-
πταῖς ὁ σύμμετρος. Διὰ ταῦτα δὲ ἴσως οὐδὲ ἡ δρι-
μυτάτη τοῖς δένδροις ἁρμόττει. Καίτοι δόξειεν ἂν
ἄτοπον εἶναι τὸ μὴ τοῖς ἰσχυροτάτοις τὴν ἰσχυροτά-
την· ἀλλ' ἐν τῷ προειρημένῳ τὸ αἴτιον ληπτέον. Ἐπεὶ
καὶ τοῖς λαχάνοις διὰ τοῦθ' ἁρμόττει μεθ' ὑδρείας ἡ
χύλωσις καὶ ὅλως ὅτι πολλῷ τῷ ὑγρῷ χρῶνται καὶ καθ'  
ἡμέραν καὶ αὐτὰ φύσει ὑγρά· φυλλοφορεῖν γὰρ

Θεόφραστος. De causis plantarum (lib. 2-6) Book 3, ch. 20, Sec. 5, line
10

προεργασάμενον τὴν γῆν ὀψὲ ποιεῖσθαι τὸν σπόρον.


Σπείρειν δὲ δεῖ τὸν μὲν πρωϊνὸν μανὸν τὸν δὲ
ὄψιον πυκνόν· ὁ μὲν γὰρ οὐκ ἔχει ῥίζωσιν ὁ δὲ ἔχει
275

καὶ γίνεται πολυσχιδής. Ταῦτα μὲν οὖν καὶ τὰ


τοιαῦτα, πλείω γάρ ἐστι, διακριβοῦν εἴ τις θέλει τὰς
ἐργασίας μᾶλλον, ἕκαστα δεῖ σκοπεῖν πρὸς τὴν χώραν·
ἔνιαι γὰρ οὐ δέχονται τὰς ἀκριβείας ἀλλὰ διαμάρτοι
ἂν ὁ ποιῶν. Ὅπερ ἔπαθέ τις ἀνελθὼν εἰς Συρακού-
σας ἐκ Κορίνθου τὴν ἐργασίαν τὴν ἐντεῦθεν μεταφέ-
ρων· καὶ γὰρ τὸ χωρίον τὸ δοκοῦν ἀγαθὸν ἐκλιθολογή-
σας διέφθειρεν· ἐξεπήγνυτο γοῦν ὁ σῖτος οὐκ ἔχων
οὐδεμίαν προβολὴν ἐξαιρεθέντων τῶν λίθων. Καί τις
ἐν Συρίᾳ κατὰ βάθος ἀρόσας ἀνεξήρανεν· ὑπὸ γὰρ τοῦ
θέρους διακαιομένη (ἡ γῆ) ἐπὶ πλεῖον ὑπόπετρος οὖσα
διέκαιε (δι' ὃ) καὶ μικροῖς ἀρότροις οἱ Σύροι χρῶνται.
Ταῦτα μὲν οὖν πειρατέον ἐπικρίνειν.

Θεόφραστος. De causis plantarum (lib. 2-6) Book 3, ch. 22, Sec. 2, line
11

         Δι' ὃ καὶ ἡ μὲν ἀχιλληῒς κριθὴ


καὶ λευκὴ καὶ μέλαινα ἐρυσιβώδης, ὀρθοὶ γὰρ οἱ στά-
χυες, ἡ δ' ἐτεόκριθος ἀσφαλὴς, ἀπονεύει γάρ. Τὰ δὲ
προσήνεμα τῶν χωρίων ἧττον ἐρυσιβοῦνται· διὰ γὰρ
τὴν κίνησιν ἀποσείεται καὶ ἀποπίπτει τὸ ὑγρόν. Ἐπεὶ
καὶ ὅταν ὕσαντος πνεῦμα ἐπιγένηται καὶ πάλιν ἐπι-
λαμβάνῃ νὺξ ἧττον· τὸ μὲν γὰρ διέσεισεν ὁ δ' ἥλιος
(οὐκ) εὐθὺς ἐπιγενόμενος οὐκ ἐποίησε σῆψιν ἀλλ' ἀνε-
ξηράνθη πρότερον. Ἡ δ' ἐρυσίβη σαπρότης τις οὐδὲν
δὲ σαπρὸν ἄνευ θερμότητος ἀλλοτρίας. Μάλιστα δὲ
ἐρυσιβοῦται σῖτος ταῖς πανσελήνοις διὰ τὸ καὶ τὴν σε-  
λήνην τῇ θερμότητι σήπειν τῇ ἑαυτῆς. Ἀσθενέστερα
δὲ καὶ ἐπικηρότερα πάνθ' ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν τὰ λευκὰ
τῶν μελάνων καὶ ἐπὶ τῶν φυτῶν ἐστι καὶ ἐπὶ τῶν
ζώων. Ὅτι μὲν οὖν οἰκεῖα τὰ σπέρματα ταῖς χώραις
ληπτέον φανερὸν ἐκ πολλῶν.

Θεόφραστος. De causis plantarum (lib. 2-6) Book 4, ch. 3, Sec. 4, line 5

ποιεῖν καὶ πάσχειν. Ὅλως δ' ὡς ἐν γένει λαβεῖν ξη-


ρότατα τῶν σπερμάτων τὰ στεφανωματικὰ καὶ τὰ τῶν
λαχάνων ὅθεν καὶ τάχιστα τὰς ἰκμάδας ἕλκει· δι' ὃ
καὶ κρεμαννύουσιν αὐτὰ καὶ οὐ ῥαίνουσι τὰ οἰκήματα
276

οὐδ' ὕδωρ εἰσφέρουσιν ὅλως.


         Ἡ δὲ διαμονὴ θη-
σαυριζομένων πρός τε τοὺς σπόρους καὶ πρὸς τὰς ἄλλας
χρείας παραπλησία καὶ τοῖς σιτηροῖς, γόνιμα μὲν εἰς
τετραετίαν μάλιστα χρήσιμα δὲ πρὸς τἆλλα πλείω
χρόνον ὥσπερ ὁ σῖτος εἰς τροφήν. Καὶ τοῦτο δὲ καὶ
κατὰ λόγον ὥσπερ καὶ τοῖς ζώοις πρῶτον ἀπολιπεῖν
τὴν τῆς γονῆς (δύναμιν). Καὶ γὰρ ἐν τούτοις ἡ ἀρχὴ
τοῦ γεννᾷν ὅπερ ἄν τις ὡς σπέρμα θείη τὸ δὲ λοιπὸν
ὡς τροφὴν καὶ ὕλην προσηρτημένην· ἀλλὰ τὸ ὅλον
καλεῖται σπέρμα δι' ὃ καὶ ζῆν αὐτά φασι καὶ μὴ ζῆν
ὅταν διαμένῃ ταύτῃ ἢ φθαρῇ καθάπερ καὶ τὰ ὠά·
συμβαίνει δὲ [καὶ] τοῦτο καὶ τοῖς βαλανώδεσι καὶ τοῖς
ἄλλοις. Εἰς βλάστησιν δὲ τὰ ἔνα τῶν νέων οὐκ ἄλογον
εἶναι βελτίω, ξυνεστηκότα τε καὶ οἷον αὐτὰ αὑτῶν ὄντα
μᾶλλον. Πρόσεστι γάρ τις καὶ τούτων πέψις ἀπο

Θεόφραστος. De causis plantarum (lib. 2-6)


Book 4, ch. 16, Sec. 1, line 1

ὥσπερ ἀνάμιξίν τινα γίνεσθαι τοῦ ἔξωθεν. Σηπόμενον


δὲ ἕκαστον ἴδιον γεννᾷ ἐκ τῆς οἰκείας ὑγρότητος οἷον
οἱ μὲν πυροὶ καὶ αἱ κριθαὶ τοὺς κίας ὁ δὲ κύαμος τὸν
ὑπό τινων καλούμενον μίδαν· ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ φακοὶ
καὶ αἱ ἀφάκαι καὶ πίσοι καὶ ἄλλα. Τὸ δὲ αἴτιον κοινὸν
πλειόνων· οὐ γὰρ μόνον ἐν τοῖς καρποῖς ἀλλὰ καὶ ἐν
τοῖς δένδροις καὶ μετὰ ταῦτα τοῖς ξύλοις· καὶ ὅλως ὅσα
τῶν ἀψύχων ζωογονεῖται διαφόρους ποιεῖ πάσας τὰς
μορφὰς ὡς ἂν ἐξ ἑτέρας ὕλης.
 Ὁ δὲ κονιορτώδης σῖτος θᾶττον σήπεται καὶ
ὁ ἐν τοῖς κονιατοῖς ἢ ἀκονιάτοις οἰκήμασι διὰ τὸ πλείω
θερμότητα ἔχειν. Καὶ γὰρ ὁ κονιορτὸς θερμὸς ἅτε
ξηρὸς ὢν καὶ τὸ κονίαμα ὅταν ἀναδέξηται τηρεῖ τὴν
θερμότητα· ἐπεὶ καὶ ἀθρόος καὶ κατὰ βάθους ὢν, πλείων
γὰρ ἡ θερμότης. Θᾶττον δὲ πολὺ κόπτεται κριθὴ
πυροῦ διὰ τὸ μανότερον εἶναι καὶ γυμνότερον. Τά-
χιστα δ' ὁ κύαμος· θερισθεὶς γὰρ εὐθὺς καὶ συντεθεὶς
ἐνιαχοῦ καθάπερ ἐν Θετταλίᾳ.

Θεόφραστος. De causis plantarum (lib. 2-6)


277

Book 4, ch. 16, Sec. 3, line 2

γυμνὴ, δι' ὃ καὶ ἄλλῃ τινὶ δυνάμει. Τὸ δ' ὅλον


ἄκοπα τὰ μὲν ξηρότητι δι' ὃ καὶ ἡ κάχρυς χρονιώτερον,
τὰ δὲ ἀμιξίᾳ καὶ καθαρότητι καθάπερ ὁ χόνδρος, τὰ δὲ
χυμῶν φύσει καὶ δυνάμει φυσικῇ καθάπερ ἐρέβινθος,
θέρμος, σήσαμον, τὰ δὲ τῷ πολὺ τὸ ἀποστέγον ἔχειν
ὥσπερ ὁ ὦχρος, ἅμα δὲ τοῦτό γε καὶ ξηρὸν καὶ θερμόν.
Τῷ δὲ σίτῳ κοπέντι βοήθεια ταχίστη τὸ εἰς τὴν ἅλω
φέροντας ἀπικμῆσαι. Καὶ τούτων μὲν σχεδὸν ἐνταῦθά
που τὸ αἴτιον.
         Ὃ δὲ παρά τινων ζητεῖται διὰ τί
ποτε ὁ κεκομμένος σῖτος καὶ παλαιὸς ὕδατος μὲν ἐπι-
χεομένου θερμοῦ διαβλαστάνει,  – ταύτην γὰρ δὴ διά-
πειραν λαμβάνουσιν εἰ φύσιμος ὅταν ἐμβάλλοντες εἰς
σκαφίον ἐπιχέωσι,  – σηπόμενος δ' οὐ διαβλαστάνει,
– καίτοι ἡ σῆψις ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐν ὑγρῷ ἐστι,  – κο-
μιδῆ δόξειεν ἂν παρ' ὁμωνυμίαν εἶναι. Διαφέρει γὰρ
ἥ τε φθαρτικὴ καὶ ἡ γόνιμος θερμότης καὶ ἡ ὑγρότης
δὲ ὡσαύτως. Ἔστι δ' ἡ μὲν σήπουσα ἀλλοτρία καὶ
φθαρτικὴ, ἡ δὲ τοῦ ὕδατος τοῦ θερμοῦ συμμετρίαν τινὰ
ἔχουσα· δεῖται γὰρ τοιαύτης πρὸς τὴν βλάστησιν.
Ἐπεὶ τρόπον τινὰ παρόμοιον καὶ εἴ τις ἀποροίη

Θεόφραστος. De causis plantarum (lib. 2-6)


Book 5, ch. 9, Sec. 9, line 5

δὲ νόσος καὶ φθορά. Παραπλήσιον δὲ τὸ συμβαῖνον


καὶ ὅταν ἐξαυχμῶσι δι' ἀνυδρίαν, οὐδὲ γὰρ τότε δια-
διδόασιν. Βοήθεια δὲ καὶ φυλακὴ πρὸς τὰς ἐνδείας
τὸ κινεῖν ἀεὶ καὶ ὁμαλίζειν τὴν γῆν· οὕτω γὰρ τοῦ θέ-
ρους ἕλξει τινὰ ἰκμάδα καὶ τοῦ χειμῶνος ἐνυπάρξει
μᾶλλον τὸ θερμὸν, ὃ διαδίδωσι τὴν τροφήν.
         Ἐξ
ὑπερβολῆς δὲ διὰ τὴν ἐπομβρίαν. Τότε γὰρ διὰ τὴν
ἀτροφίαν,  – ἀτροφεῖ γὰρ τὸ μὴ κρατοῦν μηδὲ πέτ-
τον,  – ἐκλευκαίνεταί τε καὶ ἀπόλλυται τὰ δένδρα,
καθάπερ ὁ σῖτος· ἐνίοτε δὲ οὐκ ἀπόλλυται μὲν, εἰς δὲ
τὴν καρπογονίαν νοσοῦσιν· ἀκαρπεῖ γὰρ τὸ μὴ πέττον
μηδὲ κρατοῦν. Τῇ δὲ συκῇ καὶ νόσημά τι συμβαίνει
περὶ τὰς ῥίζας, ὃ καλοῦσι λοπᾷν· τοῦτο δ' οἷον μάδισίς
τίς ἐστι τῶν ῥιζῶν καὶ (τῶν) μικρὸν ἐπάνω διὰ τὴν
278

πολυϋδρίαν.

Θεόφραστος. De causis plantarum (lib. 2-6)


Book 5, ch. 18, Sec. 2, line 5

νοι τινές εἰσιν ὡρισμένοι· πάντα γὰρ ζῇ μέχρι τινὸς


εἶτ' ἀπόλλυται· ζῆν δὲ λέγω δυνάμει· φθείρονται δὲ
φυσικῶς ἀποξηραινόμενα καὶ ὥσπερ διαπνεούσης ἅμα
τῆς θερμότητος καὶ ὑγρότητος· αἱ δὲ ἄλλαι πᾶσαι παρὰ
φύσιν οἷον ὅσα θηριοῦται καὶ ἀνυγραίνεται καὶ ἄλλως
πως ἐξίσταται·
         δι' ὃ καὶ τὰ μὲν πολύλοπα καὶ
πολυχίτωνα καὶ λιπαρὰ καὶ δριμέα καὶ πικρὰ καὶ
ὀστώδη καὶ ξηρὰ πάντα πολυχρόνια· τὰ δ' ἄλλα ταχὺ
ἐξίσταται· τὰ μὲν γὰρ ὑπ' ἀλλήλων θερμαινόμενα κα-
θάπερ ὁ σῖτος καὶ τὰ χεδροπὰ, τὰ δ' ὑπὸ τοῦ ἀέρος
καὶ τῶν ἔξωθεν ὑγραινόμενα καθάπερ τὰ τῶν λαχά-
νων καὶ τῶν στεφανωμάτων· οἷον γὰρ μαδᾷ καὶ εἰς
διαβλάστησιν ὁρμᾶται· ζωοῦται δὲ θᾶττον καὶ φθείρε-
ται τῶν χεδροπῶν τὰ τεράμονα· γλυκύτερα γὰρ ἐν
τούτῳ δὲ ἡ ζωοποιΐα· καὶ ἅμα θᾶττον ἐξίσταται δι'
ἀσθένειάν τε καὶ διὰ τὸ ὥσπερ ἐν πέρατι εἶναι· καὶ
τοῦ σίτου δὲ ὡσαύτως ὁ γλυκύτερος.
         Μέγα δ' οἱ
τόποι διαφέρουσιν εἰς φυλακὴν ἐὰν ὦσι ξηροὶ καὶ
ψυχροί. Διαμένουσι γὰρ πλείω χρόνον ὥσπερ ἔν

Θεόφραστος. De causis plantarum (lib. 2-6) Book 6, ch. 13, Sec. 3, line
11

         Τοῦτο γὰρ


καὶ ἐπὶ τῶν ἀγρίων καὶ τῶν ἡμέρων ὁρῶμεν, ὧν αἱ  
ῥίζαι πικραὶ καὶ ὀπώδεις τούτων τοὺς καρποὺς γλυκεῖς
ὄντας ὡς ἂν ἐξ ἀπέπτου τινὸς πεπεμμένους ὄντας·
ταὐτὸν δὲ καὶ ἐν ταῖς τῶν φαρμάκων δυνάμεσιν ὑπο-
ληπτέον συμβαίνειν ὥστ' οὐκ ἄλογον εἰς ἔνια μὲν τὰς
ῥίζας ἰσχύειν μᾶλλον εἰς ἔνια δὲ τῶν λοιπῶν τι με-
ρῶν. Ἐπεὶ καὶ ῥίζαι ῥιζῶν ἐν τοῖς ὁμογενέσι καὶ
σπέρματα σπερμάτων καὶ τἆλλα μέρη πολὺ διαφέ-
ρουσιν ἰσχύϊ διὰ τὸν ἀέρα ἑκάστης χώρας, ὥσπερ καὶ
279

ὁ σῖτος καὶ οἱ ἄλλοι καρποὶ τῇ βαρύτητι καὶ κου-


φότητι διὰ τὰς τροφάς.
         Καὶ διὰ τοῦτο φάρ-
μακα φαρμάκων ἀμείνω κατὰ τοὺς τόπους οὐ μα-
κρὰν ἀπέχοντας· οἷον ὁ ἐκ τῆς Οἴτης ἐλλέβορος τοῦ ἐν
τῷ Παρνασῷ· δοκεῖ γὰρ ἰσχυρότερος εἶναι οὗτος καὶ
οὐχ ἁρμόττειν εἰς τὴν χρείαν. Ἡ δὲ ἰσχὺς ἐκ παρα-
πλησίας τινὸς αἰτίας γίνεται καὶ ἐπὶ τῶν καρπῶν· καὶ
γὰρ ἐνταῦθα σκληρότητί τε τοῦ ἀέρος καὶ πλήθει τῆς
τροφῆς βαρεῖς γίνονται διὰ τὸ πολὺ τὸ γεῶδες ἔχειν
ὥσπερ οἱ ἐν τῇ Βοιωτίᾳ· κἀκεῖ διὰ τὰς ὁμοίας αἰτίας.

Στράβων Γεωγραφικά. (0099: 001)“Strabonis geographica, 3 vols.”,


Ed. Meineke, A.Leipzig: Teubner, 1877, Repr. 1969.
Book 3, ch. 2, Sec. 6, line 1

ζοντι· τοῦτο δὲ πρόσφορόν ἐστι ταῖς ἐμπορικαῖς ὁλκά-


σιν. ἔχουσι δὲ καὶ οἱ ἄνεμοι τάξιν οἱ πελάγιοι· πρός-
εστι δὲ καὶ ἡ νῦν εἰρήνη, τῶν λῃστηρίων καταλυθέν-
των, ὥσθ' ἡ σύμπασα ὑπάρχει ῥᾳστώνη τοῖς πλοϊζο-
μένοις. ἴδιον δέ τί φησι Ποσειδώνιος τηρῆσαι κατὰ τὸν
ἀνάπλουν τὸν ἐκ τῆς Ἰβηρίας, ὅτι οἱ εὖροι κατ' ἐκεῖνο
τὸ πέλαγος ἕως τοῦ Σαρδῴου κόλπου πνέοιεν ἐτησίαι·
διὸ καὶ τρισὶ μησὶν εἰς Ἰταλίαν κατᾶραι μόλις παραδιε-
νεχθεὶς περί τε τὰς Γυμνησίας νήσους καὶ περὶ Σαρ-
δόνα καὶ τὰ ἄλλα ἀπαντικρὺ τούτων μέρη τῆς Λιβύης.
 Ἐξάγεται δ' ἐκ τῆς Τουρδητανίας σῖτός τε καὶ οἶ-
νος πολὺς καὶ ἔλαιον οὐ πολὺ μόνον ἀλλὰ καὶ κάλλι-
στον· καὶ κηρὸς δὲ καὶ μέλι καὶ πίττα ἐξάγεται καὶ κόκ-
κος πολλὴ καὶ μίλτος οὐ χείρων τῆς Σινωπικῆς γῆς. τά
τε ναυπήγια συνιστᾶσιν αὐτόθι ἐξ ἐπιχωρίας ὕλης,
ἅλες τε ὀρυκτοὶ παρ' αὐτοῖς εἰσι καὶ ποταμῶν ἁλμυ-
ρῶν ῥεύματα οὐκ ὀλίγα· οὐκ ὀλίγη δὲ οὐδὲ ἐκ τῶν
ὄψων ταριχεία οὐκ ἔνθεν μόνον ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς ἄλλης
τῆς ἐκτὸς στηλῶν παραλίας, οὐ χείρων τῆς Ποντικῆς.
πολλὴ δὲ καὶ ἐσθὴς πρότερον ἤρχετο, νῦν δὲ ἔρια μᾶλ-  
λον τῶν κοραξῶν.

Στράβων Γεωγραφικά. Book 4, ch. 5, Sec. 5, line 14

ταύτης καὶ τῶν ἄλλων τῶν ταύτῃ τόπων ὅτι μὲν πέ-
280

πλασται, φανερὸν ἐκ τῶν γνωριζομένων χωρίων· κα-


τέψευσται γὰρ αὐτῶν τὰ πλεῖστα, ὥσπερ καὶ πρότερον
εἴρηται, ὥστε δῆλός ἐστιν ἐψευσμένος μᾶλλον περὶ
τῶν ἐκτετοπισμένων. πρὸς μέντοι τὰ οὐράνια καὶ τὴν
μαθηματικὴν θεωρίαν ἱκανῶς δόξει κεχρῆσθαι τοῖς
πράγμασι ... τοῖς τῇ κατεψυγμένῃ ζώνῃ πλησιάζουσι
τὸ τῶν καρπῶν εἶναι τῶν ἡμέρων καὶ ζῴων τῶν μὲν
ἀφορίαν παντελῆ τῶν δὲ σπάνιν, κέγχρῳ δὲ καὶ
ἀγρίοις λαχάνοις καὶ καρποῖς καὶ ῥίζαις τρέφεσθαι·
παρ' οἷς δὲ σῖτος καὶ μέλι γίγνεται, καὶ τὸ πόμα ἐντεῦ-
θεν ἔχειν· τὸν δὲ σῖτον, ἐπειδὴ τοὺς ἡλίους οὐκ ἔχουσι
καθαρούς, ἐν οἴκοις μεγάλοις κόπτουσι, συγκομισθέν-  
των δεῦρο τῶν σταχύων· αἱ γὰρ ἅλως ἄχρηστοι γίνον-
ται διὰ τὸ ἀνήλιον καὶ τοὺς ὄμβρους.
 Μετὰ δὲ τὴν ὑπὲρ τῶν Ἄλπεων Κελτικὴν καὶ τὰ
ἔθνη τὰ ἔχοντα τὴν χώραν ταύτην περὶ αὐτῶν τῶν
Ἄλπεων λεκτέον καὶ τῶν κατοικούντων αὐτάς, ἔπειτα
περὶ τῆς συμπάσης Ἰταλίας, φυλάττουσιν ἐν τῇ γραφῇ
τὴν αὐτὴν τάξιν ἥνπερ δίδωσιν ἡ τῆς χώρας φύσις.

Στράβων Γεωγραφικά. Book 6, ch. 3, Sec. 9, line 30

ζῆν ἀνθρώπινον τάξει τε διαίτης καὶ τῇ πρὸς ἀνθρώ-


πους ἡμερότητι τοὺς ἐπιεικεῖς, ἀπὸ δὲ τῶν κακούργων
καὶ μιαρῶν φυγῇ. εἴρηται δὲ καὶ τὰ παρὰ τοῖς Ἑνετοῖς
διατεθρυλημένα περὶ τοῦ ἥρωος τούτου καὶ αἱ νομι-
σθεῖσαι τιμαί. δοκεῖ δὲ καὶ ὁ Σιποῦς Διομήδους εἶναι
κτίσμα διέχων τῆς Σαλαπίας ὅσον τετταράκοντα καὶ
ἑκατὸν σταδίους, καὶ ὠνομάζετό γε Σηπιοῦς Ἑλληνι-
κῶς ἀπὸ τῶν ἐκκυματιζομένων σηπιῶν. μεταξὺ δὲ τῆς
Σαλαπίας καὶ τοῦ Σιποῦντος ποταμός τε πλωτὸς καὶ
στομαλίμνη μεγάλη· δι' ἀμφοῖν δὲ τὰ ἐκ Σιποῦντος
κατάγεται καὶ μάλιστα ὁ σῖτος. δείκνυται δὲ τῆς Δαυ-
νίας περὶ λόφον ᾧ ὄνομα Δρίον ἡρῷα, τὸ μὲν Κάλχαν-
τος ἐπ' ἄκρᾳ τῇ κορυφῇ (ἐναγίζουσι δ' αὐτῷ μέλανα
κριὸν οἱ μαντευόμενοι, ἐγκοιμώμενοι ἐν τῷ δέρματι),
τὸ δὲ Ποδαλειρίου κάτω πρὸς τῇ ῥίζῃ διέχον τῆς θα-
λάττης ὅσον σταδίους ἑκατόν· ῥεῖ δ' ἐξ αὐτοῦ ποτά-
μιον πάνακες πρὸς τὰς τῶν θρεμμάτων νόσους. πρό-
κειται δὲ τοῦ κόλπου τούτου πελάγιον ἀκρωτήριον ἐπὶ  
τριακοσίους ἀνατεῖνον σταδίους πρὸς τὰς ἀνατολὰς
281

τὸ Γάργανον, κάμπτοντι δὲ τὴν ἄκραν πολισμάτιον


Οὔριον καὶ πρὸ τῆς ἄκρας αἱ Διομήδειαι νῆσοι. ἔστι

Στράβων Γεωγραφικά. Book 11, ch. 7, Sec. 2, line 8

τὸ πέλαγος τοῦτο τῷ Ποντικῷ. ταῦτα μὲν οὖν τὰ χω-


ρία λυπρά.
 Ἡ δ' Ὑρκανία σφόδρα εὐδαίμων καὶ πολλὴ καὶ τὸ
πλέον πεδιὰς πόλεσί τε ἀξιολόγοις διειλημμένη, ὧν
ἐστι Ταλαβρόκη καὶ Σαμαριανὴ καὶ Κάρτα καὶ τὸ βα-
σίλειον Τάπη, ὅ φασι μικρὸν ὑπὲρ τῆς θαλάττης ἱδρυ-
μένον διέχειν τῶν Κασπίων πυλῶν σταδίους χιλί-
ους τετρακοσίους. σημεῖα δὲ τῆς εὐδαιμονίας· ἡ μὲν
γὰρ ἄμπελος μετρητὴν οἴνου φέρει, ἡ δὲ συκῆ με-
δίμνους ἑξήκοντα, ὁ δὲ σῖτος ἐκ τοῦ ἐκπεσόντος καρ-
ποῦ τῆς καλάμης φύεται, ἐν δὲ τοῖς δένδρεσι σμηνουρ-
γεῖται καὶ τῶν φύλλων ἀπορρεῖ μέλι· τοῦτο δὲ γίνεται
καὶ τῆς Μηδίας ἐν τῇ Ματιανῇ καὶ τῆς Ἀρμενίας ἐν τῇ
Σακασηνῇ καὶ τῇ Ἀραξηνῇ. τῆς μέντοι προσηκούσης
ἐπιμελείας οὐκ ἔτυχεν οὔτε αὐτὴ οὔτε ἡ ἐπώνυμος αὐ-
τῇ θάλαττα ἄπλους τε οὖσα καὶ ἀργός· νῆσοί τέ εἰσιν
οἰκεῖσθαι δυνάμεναι, ὡς δ' εἰρήκασί τινες καὶ χρυσῖ-
τιν ἔχουσαι γῆν. αἴτιον δ' ὅτι καὶ οἱ ἡγεμόνες οἵ τ' ἐξ  
ἀρχῆς ἐτύγχανον βάρβαροι ὄντες οἱ τῶν Ὑρκανῶν,
Μῆδοί τε καὶ Πέρσαι καὶ οἱ ὕστατοι Παρθυαῖοι,

Στράβων Γεωγραφικά. Book 15, ch. 1, Sec. 18, line 28

τὸν καρπὸν τέλειον καὶ καλόν. τὴν δ' ὄρυζάν φησιν ὁ


Ἀριστόβουλος ἑστάναι ἐν ὕδατι κλειστῷ, πρασιὰς δ'  
εἶναι τὰς ἐχούσας αὐτήν· ὕψος δὲ τοῦ φυτοῦ τετρά-
πηχυ πολύσταχύ τε καὶ πολύκαρπον· θερίζεσθαι δὲ
περὶ δύσιν πληιάδος καὶ πτίσσεσθαι ὡς τὰς ζειάς· φύ-
εσθαι δὲ καὶ ἐν τῇ Βακτριανῇ καὶ Βαβυλωνίᾳ καὶ Σου-
σίδι· καὶ ἡ κάτω δὲ Συρία φύει. Μέγιλλος δὲ τὴν ὄρυ-
ζαν σπείρεσθαι μὲν πρὸ τῶν ὄμβρων φησίν, ἀρδείας
δὲ καὶ φυτείας [μὴ] δεῖσθαι ἀπὸ τῶν κλειστῶν ποτιζο-
μένην ὑδάτων. περὶ δὲ τοῦ βοσμόρου φησὶν Ὀνησί-
κριτος διότι σῖτός ἐστι μικρότερος τοῦ πυροῦ, γεννᾶ-
ται δ' ἐν ταῖς μεσοποταμίαις, φρύγεται δ' ἐπὰν ἀλοη-
θῇ, προομνύντων μὴ ἀποίσειν ἄπυρον ἐκ τῆς ἅλω τοῦ
μὴ ἐξάγεσθαι σπέρμα.
282

 Τὴν δ' ὁμοιότητα τῆς χώρας ταύτης πρός τε τὴν


Αἴγυπτον καὶ τὴν Αἰθιοπίαν καὶ πάλιν τὴν ἐναντιό-
τητα παραθεὶς ὁ Ἀριστόβουλος, διότι τῷ Νείλῳ μὲν
ἐκ τῶν νοτίων ὄμβρων ἐστὶν ἡ πλήρωσις τοῖς Ἰνδικοῖς
δὲ ποταμοῖς ἀπὸ τῶν ἀρκτικῶν, ζητεῖ πῶς οἱ μεταξὺ
τόποι οὐ κατομβροῦνται· οὔτε γὰρ ἡ Θηβαῒς μέχρι
Συήνης καὶ τῶν ἐγγὺς Μερόης οὔτε τῆς Ἰνδικῆς τὰ

Στράβων Γεωγραφικά. Book 16, ch. 4, Sec. 25, line 9

φιλίαν ἐλεγχθεὶς δὲ πρὸς ταύτῃ τῇ πονηρίᾳ καὶ ἄλλα


κακουργῶν καὶ ἀποτμηθεὶς τὴν κεφαλήν.
 Τὴν μὲν οὖν ἀρωματοφόρον διαιροῦσιν εἰς τέττα-
ρας μερίδας, ὥσπερ εἰρήκαμεν· τῶν ἀρωμάτων δὲ λί-
βανον μὲν καὶ σμύρναν ἐκ δένδρων γίνεσθαί φασι, κα-
σίαν δὲ καὶ ἐκ θάμνων· τινὲς δὲ τὴν πλείω ἐξ Ἰνδῶν
εἶναι, τοῦ δὲ λιβάνου βέλτιστον τὸν πρὸς τῇ Περσίδι.
κατ' ἄλλην δὲ διαίρεσιν σύμπασαν τὴν εὐδαίμονα πεν-
ταχῆ σχίζουσιν εἰς βασιλείας, ὧν ἡ μὲν τοὺς μαχίμους
ἔχει καὶ προαγωνιστὰς ἁπάντων, ἡ δὲ τοὺς γεωργοὺς
παρ' ὧν ὁ σῖτος εἰς τοὺς ἄλλους εἰσάγεται, ἡ δὲ τοὺς
βαναυσοτεχνοῦντας, καὶ ἡ μὲν σμυρνοφόρος, ἡ δὲ λι-
βανωτοφόρος· αἱ δ' αὐταὶ καὶ τὴν κασίαν καὶ τὸ κιν-
νάμωμον καὶ τὴν νάρδον φέρουσι· παρ' ἀλλήλων δ'
οὐ μεταφοιτᾷ τὰ ἐπιτηδεύματα, ἀλλ' ἐν τοῖς πατρίοις
διαμένουσιν ἕκαστοι. οἶνος δ' ἐκ φοινίκων ὁ πλείων.
ἀδελφοὶ τιμιώτεροι τῶν τέκνων· κατὰ πρεσβυγένειαν
καὶ βασιλεύουσιν οἱ ἐκ τοῦ γένους καὶ ἄλλας ἀρχὰς
ἄρχουσι· κοινὴ κτῆσις ἅπασι τοῖς συγγενέσι, κύριος
δὲ ὁ πρεσβύτατος· μία δὲ καὶ γυνὴ πᾶσιν, ὁ δὲ φθά-
σας εἰσιὼν μίγνυται προθεὶς τῆς θύρας τὴν ῥάβδον·

Python Trag., Fragmentum (0337: 001)“Tragicorum Graecorum Frag.,


vol. 1”, Ed. Snell, B.Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1971.
Frag.1, line 17

τὴν Πυθιονίκης ...  ... ἐκμαθεῖν δέ σου ποθῶ


μακρὰν ἀποικῶν κεῖθεν, Ἀτθίδα χθόνα
τίνες τύχαι καλοῦσιν ἢ πράττουσι τί.
283

{Β} ὅτε μὲν ἔφασκον δοῦλον ἐκτῆσθαι βίον,


ἱκανὸν ἐδείπνουν· νῦν δὲ τὸν χέδροπα μόνον
καὶ τὸν μάραθον ἔσθουσι, πυροὺς δ' οὐ μάλα.
{Α} καὶ μὴν ἀκούω μυριάδας τὸν Ἅρπαλον
αὐτοῖσι τῶν Ἀγῆνος οὐκ ἐλάττονας
σίτου διαπέμψαι καὶ πολίτην γεγονέναι.
{Β} Γλυκέρας ὁ σῖτος οὗτος ἦν, ἔσται δ' ἴσως
αὐτοῖσιν ὀλέθρου κοὐχ ἑταίρας ἀρραβών  

Δίων Κάσσιος. Historiae Romanae (0385: 001)


“Cassii Dionis Cocceiani historiarum Romanarum quae supersunt, 3
vols.”, Ed. Boissevain, U.P.Berlin: Weidmann, 1:1895; 2:1898; 3:1901,
Repr. 1955.Book 41, ch. 51, Sec. 1, line 1

τινὰς ἀμφοτέρων ὁμοίως. αὐτοῦ δὲ δὴ τοῦ Δυρραχίου ὁ Καῖσαρ  


μεταξὺ τῶν τε ἑλῶν καὶ τῆς θαλάσσης νυκτός, ὡς καὶ προδοθησο-
μένου ὑπὸ τῶν [τε] ἀμυνομένων, πειράσας εἴσω μὲν τῶν στενῶν
παρῆλθε, προσπεσόντων δέ οἱ ἐνταῦθα πολλῶν μὲν κατὰ πρόσωπον
πολλῶν δὲ καὶ κατόπιν, οἳ πλοίοις παρακομισθέντες ἐξαίφνης
αὐτῷ ἐπέθεντο, καὶ συχνοὺς ἀπέβαλε καὶ ὀλίγου καὶ αὐτὸς ἐφθάρη.
γενομένου δὲ τούτου ὁ Πομπήιος ἐπιθαρσήσας ἐπεβούλευσε νυκτὸς
τῷ περιτειχίσματι, καὶ ἐκείνου τέ τι ἀπροσδόκητος προσπεσὼν
εἷλε, καὶ φόνον τῶν αὐλιζομένων πρὸς αὐτῷ πολὺν εἰργάσατο.
 ὁ οὖν Καῖσαρ, ὡς ταῦτά τε συνεβεβήκει καὶ ὁ σῖτος αὐτὸν
ἐπελελοίπει (ἥ τε γὰρ θάλασσα καὶ ἡ γῆ πᾶσα ἡ πλησία ἀλλοτρία
αὐτῷ ἦν, καί τινες διὰ ταῦτα καὶ ἀπηυτομολήκεσαν), δείσας μὴ
ἤτοι προσεδρεύων καταπολεμηθῇ ἢ καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων ἐγκαταλει-
φθῇ, πάντα μὲν τὰ ᾠκοδομημένα κατέστρεψε, πάντα δὲ τὰ παρα-
βεβλημένα προσδιέφθειρε, καὶ μετὰ τοῦτο ἐξαίφνης ἄρας ἐς Θες-
σαλίαν ὥρμησεν. ἐν γὰρ τῷ αὐτῷ τούτῳ χρόνῳ ᾧ τὸ Δυρράχιον
ἐπολιορκεῖτο, Λούκιός τε Κάσσιος Λογγῖνος καὶ Γναῖος Δομίτιος
Καλουῖνος ἔς τε τὴν Μακεδονίαν καὶ ἐς τὴν Θεσσαλίαν ὑπ' αὐτοῦ
πεμφθέντες, Λογγῖνος μὲν ἐνταῦθα ὑπό τε τοῦ Σκιπίωνος καὶ ὑπὸ
Σαδάλου Θρᾳκὸς ἰσχυρῶς ἐσφάλη,

Δίων Κάσσιος. Historiae Romanae Book 49, ch. 8, Sec. 5, line 1

ἀμφότεροι, ἐπειδὴ μηδὲν ἐπέραινον, πρὸς τὸ Ἀρτεμίσιον ἀφίκοντο.


284

καὶ ὁ μὲν Γάλλος ἐπέρρωσε τὸν Σέξτον, ὁ δὲ δὴ Λέπιδος τῷ τε


Καίσαρι διηνέχθη (αὐτός τε γὰρ ἐκ τοῦ ἴσου πάντα αὐτῷ διοικεῖν
ὡς καὶ συνάρχων ἠξίου, καὶ ἐκεῖνος ἐς πάντα αὐτῷ ὡς καὶ ὑπο-
στρατήγῳ οἱ ἐχρῆτο), κἀκ τούτου πρός τε τὸν Σέξτον ἀπέκλινε καὶ
ἐκοινολογεῖτο αὐτῷ δι' ἀπορρήτων. ὑποτοπήσας οὖν τοῦτο ὁ Καῖ-
σαρ, καὶ μήτε ἐκφῆναι τολμῶν, μὴ καὶ ἐκ τοῦ φανεροῦ αὐτὸν πο-
λεμώσηται, μήτ' αὖ ἀποκρύψασθαι ἀσφαλῶς δυνάμενος (ὕποπτον
μὲν γὰρ ἐνόμιζεν εἰ μὴ συμβουλεύοιτό τι αὐτῷ, δεινὸν δ' εἰ πάντα
ἀνακοινοῖτο), διακινδυνεῦσαι ὅτι τάχιστα, πρὶν νεοχμωθῆναί τι,
ἔγνω, καίτοι τῶν ἄλλων ἕνεκα ἥκιστα ἐπειγόμενος· οὔτε γὰρ σῖτος
οὔτε χρήματα τῷ Σέξτῳ ὑπῆν, ἐξ ὧν ἤλπιζεν αὐτὸν ἀμαχεὶ οὐ πολλῷ  
ὕστερον καταλύσειν. ἐπεὶ δ' οὖν ἔκρινε τοῦτο, αὐτός τε κατὰ γῆν
τὸν στρατὸν ἐξάγων πρὸ τοῦ στρατοπέδου προπαρέτασσε, καὶ ὁ
Ἀγρίππας ἅμα ἐπιπλέων ἀπεσάλευεν· ὁ γὰρ Σέξτος πολὺ ταῖς δυ-
νάμεσιν αὐτῶν ἐλαττούμενος οὐδετέρωσε ἀντεπεξῄει. καὶ τοῦτο καὶ
ἐπὶ πλείους ἡμέρας ἐγένετο. τέλος δὲ δείσας μὴ καὶ καταφρονηθεὶς
διὰ ταῦθ' ὑπὸ τῶν συμμάχων ἐγκαταλειφθῇ, ἀνταναχθῆναί ποτε
ταῖς ναυσὶ προσέταξε· καὶ γάρ τινα ἐλπίδα ἐν ταύταις μᾶλλον
εἶχεν. ὡς οὖν τό τε σημεῖον ἤρθη καὶ ἡ σάλπιγξ ὑπεσήμηνεν,

Δίων Κάσσιος. Historiae Romanae Book 62, ch. 5, Sec. 5, line 6

ἡμεῖς μὲν καὶ κρατοῦντες αἱροῦμεν αὐτοὺς καὶ βιασθέντες ἐκφεύ-


γομεν, κἂν ἄρα καὶ ἀναχωρῆσαί ποι προελώμεθα, ἐς τοιαῦτα ἕλη
καὶ ὄρη καταδυόμεθα ὥστε μήτε εὑρεθῆναι μήτε ληφθῆναι· ἐκεῖνοι
δὲ οὔτε διῶξαί τινα ὑπὸ τοῦ βάρους οὔτε φυγεῖν δύνανται, κἂν
ἄρα καὶ ἐκδράμωσί ποτε, ἔς τε χωρία ἀποδεδειγμένα καταφεύγουσι,
κἀνταῦθα ὥσπερ ἐς γαλεάγρας κατακλείονται. ἔν τε οὖν τούτοις
παρὰ πολὺ ἡμῶν ἐλαττοῦνται, καὶ ἐν ἐκείνοις, ὅτι οὔτε λιμὸν οὔτε
δίψος, οὐ ψῦχος οὐ καῦμα ὑποφέρουσιν ὥσπερ ἡμεῖς, ἀλλ' οἱ μὲν
καὶ σκιᾶς καὶ σκέπης σίτου τε μεμαγμένου καὶ οἴνου καὶ ἐλαίου
δέονται, κἂν ἄρα τι τούτων αὐτοὺς ἐπιλίπῃ διαφθείρονται, ἡμῖν
δὲ δὴ πᾶσα μὲν πόα καὶ ῥίζα σῖτός ἐστι, πᾶς δὲ χυμὸς ἔλαιον,
πᾶν δὲ ὕδωρ οἶνος, πᾶν δὲ δένδρον οἰκία. καὶ μὴν καὶ τὰ χωρία
ταῦτα ἡμῖν μὲν συνήθη καὶ σύμμαχα, ἐκείνοις δὲ δὴ καὶ ἄγνωστα
καὶ πολέμια· καὶ τοὺς ποταμοὺς ἡμεῖς μὲν γυμνοὶ διανέομεν, ἐκεῖ-
νοι δὲ οὐδὲ πλοίοις ῥᾳδίως περαιοῦνται. ἀλλ' ἴωμεν ἐπ' αὐτοὺς
ἀγαθῇ τύχῃ θαρροῦντες. δείξωμεν αὐτοῖς ὅτι λαγωοὶ καὶ ἀλώπε-
κες ὄντες κυνῶν καὶ λύκων ἄρχειν ἐπιχειροῦσιν.”
 ταῦτα εἰποῦσα λαγὼν μὲν ἐκ τοῦ κόλπου προήκατο μαντείᾳ
τινὶ χρωμένη, καὶ ἐπειδὴ ἐν αἰσίῳ σφίσιν ἔδραμε, τό τε πλῆθος
285

πᾶν ἡσθὲν ἀνεβόησε, καὶ ἡ Βουδουῖκα τὴν χεῖρα ἐς τὸν οὐρανὸν


ἀνατείνασα εἶπε “χάριν τέ σοι ἔχω, ὦ Ἀνδράστη, καὶ

Δίων Κάσσιος. Historiae Romanae (versio 1 in volumine 1) (0385: 002)


“Cassii Dionis Cocceiani historiarum Romanarum quae supersunt, vol.
1”, Ed. Boissevain, U.P.Berlin: Weidmann, 1895, Repr. 1955.P. 27, line 3

[Zonaras 7, 10, 2. 3 (2, 35, 3 sqq. B. = 2, 112, 13 sqq. D.)]

[Zonaras 7, 10, 3 – 6 (2, 35, 10 sqq. B. = 2, 112, 21 sqq. D.)]

τι τῶν ἀναγκαίων συνδιοικεῖν, ἀλλ' ἵνα δήλη αὐτῶν ἡ βραχύτης γίνοιτο


ἅπασι, κἀντεῦθεν καταφρονοῖντο· τὰ δὲ πλεῖστα καθ' ἑαυτὸν ἢ καὶ
μετὰ τῶν υἱέων ἔπραττε. δυσπρόσιτός τε καὶ δυσπροσήγορος ἦν, καὶ
τῇ ὑπεροψίᾳ καὶ τῇ ὠμότητι ὁμοίως ἐχρῆτο πρὸς ἅπαντας, καὶ τυραννι-
κώτερον αὐτός τε καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ προσεφέροντο ἅπασι. διὰ ταῦτα
δὲ καὶ τοὺς δορυφόρους ὑπόπτους ἔχων, ἐκ τῶν Λατίνων προσηταιρίσατο

δορυφορικόν, καὶ ἐς τὰς τῶν Ῥωμαίων τάξεις Λατίνους ἀνέμιξεν, ἵνα


οἱ μὲν Λατῖνοι ἰσομοιρίας τοῖς Ῥωμαίοις τυχόντες εὔνοιαν αὐτῷ ἐντεῦ-
θεν ὀφείλωσι, καὶ οἱ Ῥωμαῖοι ἧττον ἐκφοβῶσιν αὐτόν, μηκέτι κατὰ
σφᾶς ὄντες, ἀλλὰ τοῖς Λατίνοις συνοπλιτεύοντες.
 Γαουίνοις δὲ μάχην συνῆψε, καὶ κακῶς μὲν ἠγωνίσατο, δόλῳ δὲ
αὐτοὺς ἐχειρώσατο. αὐτομολῆσαι γὰρ αὐτοῖς Σέξτῳ ὑπέθετο τῷ υἱῷ·

Δίων Κάσσιος. Historiae Romanae (versio 1 in volumine 1)


P. 148, line 4

θέντων συνήρπασέ τις τῶν Ῥωμαίων αὐτὸν καὶ ἐνέβαλεν εἰς τὸ δεσμω-
τήριον, συνεπαινούντων τῶν Μαμερτίνων.
 καὶ ὁ μὲν οὕτως ὅλην ἀνάγκῃ τὴν Μεσσήνην ἐξέλιπεν, οἱ Καρχη-
δόνιοι δὲ ἐκόλασαν μὲν τὸν Ἄννωνα, κήρυκα δὲ τοῖς Ῥωμαίοις ἔπεμψαν
τήν τε Μεσσήνην ἐκλιπεῖν κελεύοντες καὶ ἐκ πάσης ἀπελθεῖν Σικελίας
ἐν ἡμέρᾳ ῥητῇ· καὶ στρατιὰν ἀπεστάλκασιν. ὡς δ' οὐκ ἐπείθοντο οἱ  

[Zonaras 8, 9, 4 – 7 (2, 134, 22 sqq. B. = 2, 198, 20 sqq. D.)]

Ῥωμαῖοι, τούς τε μισθοφοροῦντας παρ' αὐτοῖς ἐξ Ἰταλίας ἀπέκτειναν


286

καὶ τῇ Μεσσήνῃ προσέβαλον, (συνῆν δὲ καὶ ὁ Ἱέρων αὐτοῖς), καὶ τὴν


πόλιν ἐπολιόρκουν καὶ τὸν πορθμὸν ἐφύλασσον, ὡς μήτε στράτευμα
μήτε σῖτος αὐτοῖς κομισθῇ. ὃ μαθὼν ὁ ὕπατος ἤδη πλησιάζων, ὡς εὗρε
συχνοὺς αὐτῶν πολλαχῇ κατὰ πρόφασιν ἐμπορίας ἐλλιμενίζοντας, ἐξη-
πάτησε σφᾶς ὅπως διέλθῃ τὸν πορθμὸν ἀσφαλῶς, καὶ ἔλαθε νυκτὸς τῇ
Σικελίᾳ προσορμισάμενος. καὶ προσπλεύσας οὐ πόρρω τοῦ στρατοπέδου
τοῦ Ἱέρωνος αὐτίκα συνέμιξε, νομίζων φοβερώτατος αὐτοῖς ἐκ τοῦ
ἀθρόου
φανήσεσθαι. ἀντεπεξελθόντων δ' αὐτῶν τὸ μὲν τῶν Ῥωμαίων ἱππικὸν
ἠλαττώθη, τὸ δ' ὁπλιτικὸν ὑπερέσχε. καὶ ὁ Ἱέρων τότε μὲν εἰς τὰ ὄρη,
ἐς δὲ τὰς Συρακούσας ὕστερον ἀπεχώρησεν.

Δίων Κάσσιος. Historiae Romanae (versio 1 in volumine 1)


P. 205, line 19

καὶ σκεδαννυμένου, ῥᾷον κάτω σφῶν διεπεραιώθη. καταληφθεὶς οὖν ὁ


Σκιπίων κατὰ χώραν ἔμεινε, καὶ ἐμαχέσατ' ἄν, εἰ μὴ νυκτὸς οἱ Γαλάται
οἱ μετ' αὐτοῦ ηὐτομόλησαν. ὁ δ' οὖν Σκιπίων ἐπὶ τούτῳ ταραχθεὶς καὶ
ὑπὸ τοῦ τραύματος ταλαιπωρήσας ὑπὸ νύκτα αὖθις ἐξανέστη καὶ ἐπὶ
μετεώρου τὸ τάφρευμα ἐποιήσατο· δίωξις δὲ αὐτοῦ οὐκ ἐγένετο. μετὰ
δὲ τοῦτο ἀφίκοντο καὶ οἱ Καρχηδόνιοι, καὶ τὸν ποταμὸν διὰ μέσου ποιη-
σάμενοι ἐστρατοπεδεύσαντο.
 Ὁ μὲν οὖν Σκιπίων διά τε τὸ τραῦμα καὶ διὰ τὰ συμβεβηκότα
ἀνεῖχε καὶ δύναμιν μετεπέμπετο, Ἀννίβας δὲ πολλὰ πειράσας
παρακινῆσαι
πρὸς μάχην αὐτόν, ἐπεὶ οὔτε τοῦτ' ἠδυνήθη καὶ τροφῆς ἐσπάνισε,
φρουρίῳ
προσέβαλεν ἐν ᾧ σῖτος πολὺς τῶν Ῥωμαίων ἔκειτο. καὶ μηδὲν περαίνων,
τὸν φρούραρχον διέφθειρε χρήμασι, κἀκεῖνό τε προδοθὲν ἔλαβε καὶ τὰ
ἄλλα σχεῖν τὰ μὲν ὅπλοις, τὰ δὲ χρυσίῳ ἐπήλπισε. κἀν τούτῳ ὁ Λόγγος
τὴν Σικελίαν τῷ ὑποστρατήγῳ πιστεύσας πρὸς τὸν Σκιπίωνα κεκλημένος
ἀφίκετο. καὶ οὐ πολλῷ ὕστερον ὑπὸ φιλοτιμίας, καὶ ὅτι τινὰς κατα-
τρέχοντας τὴν χώραν ἐκράτησεν, εἰς παράταξιν ὥρμησεν. καὶ ἐσφάλη
ἐνέδραις περιπεσών· καὶ τοῦ Ἀννίβου ἐπεξελθόντος μετὰ τῶν πεζῶν καὶ
τῶν ἐλεφάντων, οἱ μετ' αὐτοῦ ἐτράπησαν εἰς φυγήν, καὶ πολλοὶ διεφθά-
ρησαν φόνῳ, πολλοὶ δὲ καὶ εἰς τὸν ποταμὸν ἀπερισκέπτως ἐμπεσόντες
ἐπνίγησαν, ὡς ὀλίγους μετὰ τοῦ Λόγγου περισωθῆναι. νικήσας μέντοι ὁ
Ἀννίβας οὐκ ἔχαιρεν, ὅτι στρατιώτας τε πολλοὺς καὶ τοὺς ἐλέφαντας

Δίων Κάσσιος. Historiae Romanae (Xiphilini epitome) (0385: 010)


“Cassii Dionis Cocceiani historiarum Romanarum quae supersunt, vol.
287

3”, Ed. Boissevain, U.P.Berlin: Weidmann, 1901, Repr. 1955.


Dindorf-Stephanus p. S161, line 21

ἐκείνων πανοπλίας νομίζειν. ἐξ οὗπερ ἡμεῖς μὲν καὶ κρατοῦντες


αἱροῦμεν αὐτοὺς καὶ βιασθέντες ἐκφεύγομεν, κἂν ἄρα καὶ ἀναχωρῆ-
σαί ποι προελώμεθα, ἐς τοιαῦτα ἕλη καὶ ὄρη καταδυόμεθα ὥστε μήτε
εὑρεθῆναι μήτε ληφθῆναι· ἐκεῖνοι δὲ οὔτε διῶξαί τινα ὑπὸ τοῦ βά-
ρους οὔτε φυγεῖν δύνανται, κἂν ἄρα καὶ ἐκδράμωσί ποτε, ἔς τε χωρία
ἀποδεδειγμένα καταφεύγουσι, κἀνταῦθα ὥσπερ ἐς γαλεάγρας κατα-
κλείονται. ἔν τε οὖν τούτοις παρὰ πολὺ ἡμῶν ἐλαττοῦνται, καὶ ἐν
ἐκείνοις, ὅτι οὔτε λιμὸν οὔτε δίψος, οὐ ψῦχος οὐ καῦμα ὑποφέρου-
σιν ὥσπερ ἡμεῖς, ἀλλ' οἱ μὲν καὶ σκιᾶς καὶ σκέπης σίτου τε μεμαγ-
μένου καὶ οἴνου καὶ ἐλαίου δέονται, κἂν ἄρα τι τούτων αὐτοὺς ἐπι-
λίπῃ διαφθείρονται, ἡμῖν δὲ δὴ πᾶσα μὲν πόα καὶ ῥίζα σῖτος ἐστί,
πᾶς δὲ χυμὸς ἔλαιον, πᾶν δὲ ὕδωρ οἶνος, πᾶν δὲ δένδρον οἰκία.
καὶ μὴν καὶ τὰ χωρία ταῦτα ἡμῖν μὲν συνήθη καὶ σύμμαχα, ἐκεί-
νοις δὲ δὴ καὶ ἄγνωστα καὶ πολέμια· καὶ τοὺς ποταμοὺς ἡμεῖς
μὲν γυμνοὶ διανέομεν, ἐκεῖνοι δὲ οὐδὲ πλοίοις ῥᾳδίως περαιοῦνται.
ἄλλ' ἴωμεν ἐπ' αὐτοὺς ἀγαθῇ τύχῃ θαρροῦντες. δείξωμεν αὐτοῖς
ὅτι λαγωοὶ καὶ ἀλώπεκες ὄντες κυνῶν καὶ λύκων ἄρχειν ἐπιχειροῦ-  
σιν.” ταῦτα εἰποῦσα λαγὼν μὲν ἐκ τοῦ κόλπου προήκατο μαντείᾳ
τινὶ χρωμένη, καὶ ἐπειδὴ ἐν αἰσίῳ σφίσιν ἔδραμε, τό τε πλῆθος
πᾶν ἡσθὲν ἀνεβόησε, καὶ ἡ Βουδουῖκα τὴν χεῖρα ἐς τὸν οὐρανὸν
ἀνατείνασα εἶπε “χάριν τέ σοι ἔχω, ὦ Ἀνδράστη,

Alexis Comic., Frag. (0402: 001)“Comicorum Atticorum Frag., vol. 2”,


Ed. Kock, T.Leipzig: Teubner, 1884.Frag.tit 178-180, line 1

οὐκ ᾠόν, οὐ ξύλ', οὐ σκάφην, οὐ τήγανον,  


οὐχ ἱμονιάν, οὐ λάκκον εἶδον, οὐ φρέαρ·
οὐ στάμνος ἔστι· διακενῆς δ' ἕστηκ' ἐγὼ
ἔχων μάχαιραν, προσέτι περιεζωσμένος.
      ἡμίοπτα μὲν
τὰ κρεάδι' ἐστί, τὸ περίκομμ' ἀπόλλυται·
ὁ γόγγρος ἑφθός, τὰ δ' ἀκροκώλι' οὐδέπω.
εἶτα τετρακότυλον ἐπεσόβει κώθωνά μοι,
παλαιὸν οἴκων κτῆμα.
ἔσει περιπατῶν σιτόκουρος.

Alexis Comic., Frag. (0402: 002)


“Frag. comicorum Graecorum, vol. 3”, Ed. Meineke, A.
288

Berlin: Reimer, 1840, Repr. 1970.


Play Par, frag.tit, line 1

Καλοῦσι δ' αὐτὸν πάντες οἱ νεώτεροι


παράσιτον ὑποκόρισμα· τῷ δ' οὐδὲν μέλει.
δειπνεῖ δ' ἄφωνος Τήλεφος, νεύων μόνον
πρὸς τοὺς ἐπερωτῶντάς τι, ὥστε πολλάκις
αὐτὸν ὁ κεκληκὼς τὰ Σαμοθρᾴκι' εὔχεται
λῆξαι πνέοντα καὶ γαληνίσαι ποτέ.
χειμὼν ὁ μειρακίσκος ἐστὶ τοῖς φίλοις.  
    Καὶ γὰρ βούλομαι
ὕδατός σε γεῦσαι· πρᾶγμα δ' ἐστί μοι μέγα
φρέατος ἔνδον ψυχρότερον Ἀραρότος.

Crates Comic., Frag. (0433: 001)“Comicorum Atticorum Frag., vol. 1”,


Ed. Kock, T.Leipzig: Teubner, 1880.Frag.33, line 4

ΤΟΛΜΑΙ

πρῶτα μὲν ταλαντιαῖος ὅστις ἔστ' αὐτῶν λέγε.


ποιμαίνει δ' ἐπισίτιον,
ῥιγῶν δ' ἐν μετὰ βύξου,
δέξετ' ἐπὶ μισθῷ
σῖτος.  
καὶ δὴ ποδεῖα τριμίτινα
ἀστραγαλωτή (τις) μάστιξ
ὄνος ἐν μελίτταις
ἐξ ὅτου ἦλθον

ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ

Φλάβιος Ιώσηφος. Antiquitates Judaicae (0526: 001)


“Flavii Iosephi opera, vols. 1–4”, Ed. Niese, B.Berlin: Weidmann,
1:1887; 2:1885: 3:1892; 4:1890, Repr. 1955.Book 3, ch. 255, line 1
289

ρίνων ἀσσαρῶνας δύο μετὰ ζύμης γεγονότων, θυμάτων δὲ ἄρνας


δύο· ταῦτα μὲν γὰρ τῷ θεῷ προσάγειν νόμιμον μόνον, εἰς δὲ
δεῖπνον τοῖς ἱερεῦσι σκευάζεται καὶ καταλιπεῖν οὐδέν ἐστιν ἐξ αὐ-
τῶν εἰς τὴν ἐπιοῦσαν συγκεχωρημένον· ὁλοκαυτωθησομένους μό-
σχους τε θύουσι τρεῖς καὶ κριοὺς δύο καὶ ἄρνας τεσσαρεσκαίδεκα,
ἐρίφους δὲ δύο ὑπὲρ ἁμαρτημάτων. ἔστι δ' οὐδεμία τῶν ἑορτῶν,
καθ' ἣν οὐχ ὁλοκαυτοῦσιν οὐδὲ τῶν πόνων τῶν ἐπὶ τοῖς ἔργοις
ἄνεσιν οὐ διδόασιν, ἀλλ' ἐν πάσαις νόμιμον τό τε τῆς θυσίας  
εἶδος καὶ τὸ τῆς ἀργίας ἀταλαίπωρον καὶ πρὸς εὐωχίαις εἰσὶ τε-
θυκότες.
 Ἐκ μέντοι τοῦ κοινοῦ σῖτος ὀπτὸς ζύμης ἄμοιρος, ἀσσαρῶνες
δ' εἴκοσι καὶ τέσσαρες εἰς τοῦτο ἀναλοῦνται. ὀπτῶνται δὲ ἀνὰ δύο
διαιρεθέντες μὲν τῇ πρὸ τοῦ σαββάτου, τῷ δὲ σαββάτῳ πρωῒ κομι-
σθέντες ἐπὶ τῆς ἱερᾶς τραπέζης τίθενται κατὰ ἓξ εἰς ἀλλήλους τετραμ-
μένοι. δύο δὲ χρυσέων ὑπερκειμένων πινάκων λιβανωτοῦ γεμόντων
διαμένουσιν ἕως τοῦ ἑτέρου σαββάτου· καὶ τότε μὲν ἀντ' ἐκείνων
ἄλλοι κομίζονται, οἱ δὲ τοῖς ἱερεῦσι πρὸς τροφὴν δίδονται, καὶ
τοῦ λιβανωτοῦ θυμιωμένου ἐπὶ τῷ ἱερῷ πυρί, ἐφ' ᾧ καὶ ὁλοκαυ-
τοῦσι τὰ πάντα, λιβανωτὸς ὑπὲρ ἐκείνου ἄλλος ὑπὲρ τῶν ἄρτων
προστίθεται. θύει δ' ὁ ἱερεὺς ἐκ τῶν ἰδίων ἀναλωμάτων, καὶ δὶς
ἑκάστης ἡμέρας τοῦτο ποιεῖ, ἄλευρον ἐλαίῳ μεμαγμένον

Φλάβιος Ιώσηφος. De bello Judaico libri vii Book 5, Sec. 425, line 1

τοὺς Ῥωμαίους διαδιδράσκοντες, ὁπότε κατενέγκαιεν εὐπόρουν πρὸς


ἃ δέοιντο. διηφίει γὰρ τοὺς πολλοὺς ὁ Τίτος εἰς τὴν χώραν ὅποι
βούλοιτο ἕκαστος, καὶ τοῦτ' αὐτὸ μᾶλλον πρὸς αὐτομολίαν παρε-
κάλει τῶν μὲν εἴσω κακῶν στερησομένους, μὴ δουλεύσοντας δὲ Ῥω-
μαίοις. οἱ δὲ περὶ τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν Σίμωνα περιεφύλαττον
τὰς τούτων ἐξόδους πλέον ἢ τὰς Ῥωμαίων εἰσόδους, καὶ σκιάν τις
ὑπονοίας παρασχὼν μόνον εὐθέως ἀπεσφάττετο.
 Τοῖς γε μὴν εὐπόροις καὶ τὸ μένειν πρὸς ἀπώλειαν ἴσον
ἦν· προφάσει γὰρ αὐτομολίας ἀνῃρεῖτό τις διὰ τὴν οὐσίαν. τῷ
λιμῷ δ' ἡ ἀπόνοια τῶν στασιαστῶν συνήκμαζε, καὶ καθ' ἡμέραν
ἀμφότερα προσεξεκαίετο τὰ δεινά. φανερὸς μὲν γὰρ οὐδαμοῦ σῖτος
ἦν, ἐπεισπηδῶντες δὲ διηρεύνων τὰς οἰκίας, ἔπειθ' εὑρόντες μὲν
ὡς ἀρνησαμένους ᾐκίζοντο, μὴ εὑρόντες δ' ὡς ἐπιμελέστερον κρύ-
ψαντας ἐβασάνιζον. τεκμήριον δὲ τοῦ τ' ἔχειν καὶ μὴ τὰ σώματα
τῶν ἀθλίων, ὧν οἱ μὲν ἔτι συνεστῶτες εὐπορεῖν τροφῆς ἐδόκουν,  
οἱ τηκόμενοι δὲ ἤδη παρωδεύοντο, καὶ κτείνειν ἄλογον ἐδόκει τοὺς
ὑπ' ἐνδείας τεθνηξομένους αὐτίκα. πολλοὶ δὲ λάθρα τὰς κτήσεις
290

ἑνὸς ἀντηλλάξαντο μέτρου πυρῶν μὲν εἰ πλουσιώτεροι τυγχάνοιεν


ὄντες, οἱ δὲ πενέστεροι κριθῆς, ἔπειτα κατακλείοντες αὑτοὺς εἰς
τὰ μυχαίτατα τῶν οἰκιῶν τινὲς μὲν ὑπ' ἄκρας ἐνδείας ἀνέργαστον
τὸν σῖτον ἤσθιον, οἱ δ' ἔπεσσον ὡς ἥ τε ἀνάγκη καὶ τὸ δέος

Φλάβιος Ιώσηφος. De bello Judaico libri vii Book 7, Sec. 296, line 1

ὀρυκτὴ δ' ὁδὸς ἐκ τοῦ βασιλείου πρὸς ἄκραν τὴν κορυφὴν ἀνέφερε
τοῖς ἔξωθεν ἀφανής. οὐ μὴν οὐδὲ ταῖς φανεραῖς ὁδοῖς ἦν οἷόν τε
χρήσασθαι ῥᾳδίως πολεμίους· ἡ μὲν γὰρ ἑῴα διὰ τὴν φύσιν, ὡς
προείπαμεν, ἐστὶν ἄβατος, τὴν δ' ἀπὸ τῆς ἑσπέρας μεγάλῳ κατὰ
τὸ στενότατον πύργῳ διετείχισεν ἀπέχοντι τῆς ἄκρας πήχεων οὐκ
ἔλαττον διάστημα χιλίων, ὃν οὔτε παρελθεῖν δυνατὸν ἦν οὔτε ῥᾴδιον
ἑλεῖν· δυσέξοδος δὲ καὶ τοῖς μετὰ ἀδείας βαδίζουσιν ἐπεποίητο.
οὕτως μὲν οὖν πρὸς τὰς τῶν πολεμίων ἐφόδους φύσει τε καὶ χειρο-
ποιήτως τὸ φρούριον ὠχύρωτο.
 Τῶν δ' ἔνδον ἀποκειμένων παρασκευῶν ἔτι μᾶλλον ἄν τις
ἐθαύμασε τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν διαμονήν· σῖτός τε γὰρ ἀπέκειτο
πολὺς καὶ πολὺν χρόνον ἀρκεῖν ἱκανώτατος οἶνός τε πολὺς ἦν καὶ
ἔλαιον, ἔτι δὲ παντοῖος ὀσπρίων καρπὸς καὶ φοίνικες ἐσεσώρευντο.
πάντα δὲ εὗρεν ὁ Ἐλεάζαρος τοῦ φρουρίου μετὰ τῶν σικαρίων ἐγ-
κρατὴς δόλῳ γενόμενος ἀκμαῖα καὶ μηδὲν τῶν νεωστὶ κειμένων
ἀποδέοντα· καίτοι σχεδὸν ἀπὸ τῆς παρασκευῆς εἰς τὴν ὑπὸ Ῥω-
μαίοις ἅλωσιν ἑκατὸν ἦν χρόνος ἐτῶν· ἀλλὰ καὶ Ῥωμαῖοι τοὺς περι-
λειφθέντας τῶν καρπῶν εὗρον ἀδιαφθόρους. αἴτιον δ' οὐκ ἂν
ἁμάρτοι τις ὑπολαμβάνων εἶναι τὸν ἀέρα τῆς διαμονῆς ὕψει τῷ
περὶ τὴν ἄκραν πάσης ὄντα γεώδους καὶ θολερᾶς ἀμιγῆ κράσεως.
εὑρέθη δὲ καὶ παντοίων πλῆθος ὅπλων ὑπὸ τοῦ βασιλέως

Septuaginta, Genesis (0527: 001)“Septuaginta, vol. 1, 9th edn.”, Ed.


Rahlfs, A.Stuttgart: Württembergische Bibelanstalt, 1935, Repr. 1971.
Ch. 41, Sec. 35, line 3

         περὶ δὲ τοῦ δευτερῶσαι τὸ ἐνύπνιον Φαραω δίς, ὅτι ἀληθὲς ἔσται τὸ

ῥῆμα τὸ παρὰ τοῦ θεοῦ, καὶ ταχυνεῖ ὁ θεὸς τοῦ ποιῆσαι αὐτό.
νῦν οὖν σκέψαι ἄνθρωπον φρόνιμον καὶ συνετὸν καὶ κατάστη-
σον αὐτὸν ἐπὶ γῆς Αἰγύπτου·
         καὶ ποιησάτω Φαραω καὶ κατα-
στησάτω τοπάρχας ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἀποπεμπτωσάτωσαν πάντα τὰ
291

γενήματα τῆς γῆς Αἰγύπτου τῶν ἑπτὰ ἐτῶν τῆς εὐθηνίας


         καὶ
συναγαγέτωσαν πάντα τὰ βρώματα τῶν ἑπτὰ ἐτῶν τῶν ἐρχομέ-
νων τῶν καλῶν τούτων, καὶ συναχθήτω ὁ σῖτος ὑπὸ χεῖρα Φαραω,
βρώματα ἐν ταῖς πόλεσιν φυλαχθήτω·
         καὶ ἔσται τὰ βρώματα
πεφυλαγμένα τῇ γῇ εἰς τὰ ἑπτὰ ἔτη τοῦ λιμοῦ, ἃ ἔσονται ἐν γῇ
Αἰγύπτῳ, καὶ οὐκ ἐκτριβήσεται ἡ γῆ ἐν τῷ λιμῷ.
 Ἤρεσεν δὲ τὰ ῥήματα ἐναντίον Φαραω καὶ ἐναντίον πάντων
τῶν παίδων αὐτοῦ,

Septuaginta, Genesis Ch. 42, Sec. 2, line 1

τοῖς Αἰγυπτίοις Πορεύεσθε πρὸς Ιωσηφ, καὶ ὃ ἐὰν εἴπῃ ὑμῖν,


ποιήσατε.
         καὶ ὁ λιμὸς ἦν ἐπὶ προσώπου πάσης τῆς γῆς· ἀνέῳ-
ξεν δὲ Ιωσηφ πάντας τοὺς σιτοβολῶνας καὶ ἐπώλει πᾶσι τοῖς
Αἰγυπτίοις.
         καὶ πᾶσαι αἱ χῶραι ἦλθον εἰς Αἴγυπτον ἀγοράζειν
πρὸς Ιωσηφ· ἐπεκράτησεν γὰρ ὁ λιμὸς ἐν πάσῃ τῇ γῇ.
 Ἰδὼν δὲ Ιακωβ ὅτι ἔστιν πρᾶσις ἐν Αἰγύπτῳ, εἶπεν τοῖς υἱοῖς
αὐτοῦ Ἵνα τί ῥᾳθυμεῖτε;
         ἰδοὺ ἀκήκοα ὅτι ἔστιν σῖτος ἐν Αἰγύπτῳ·
κατάβητε ἐκεῖ καὶ πρίασθε ἡμῖν μικρὰ βρώματα, ἵνα ζῶμεν καὶ μὴ
ἀποθάνωμεν.
         κατέβησαν δὲ οἱ ἀδελφοὶ Ιωσηφ οἱ δέκα πρίασθαι
σῖτον ἐξ Αἰγύπτου·
         τὸν δὲ Βενιαμιν τὸν ἀδελφὸν Ιωσηφ οὐκ  
ἀπέστειλεν μετὰ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ· εἶπεν γάρ Μήποτε συμβῇ
αὐτῷ μαλακία.
 Ἦλθον δὲ οἱ υἱοὶ Ισραηλ ἀγοράζειν μετὰ τῶν ἐρχομένων·
ἦν γὰρ ὁ λιμὸς ἐν γῇ Χανααν.

Septuaginta, Threni seu Lamentationes (0527: 051)


“Septuaginta, vol. 2, 9th edn.”, Ed. Rahlfs, A.
Stuttgart: Württembergische Bibelanstalt, 1935, Repr. 1971.
Ch. 2, Sec. 12, line 1

βασιλέα αὐτῆς καὶ ἄρχοντας αὐτῆς ἐν τοῖς ἔθνεσιν·


οὐκ ἔστιν νόμος, καί γε προφῆται αὐτῆς οὐκ εἶδον ὅρασιν παρὰ
  κυρίου.
292

Ἐκάθισαν εἰς τὴν γῆν, ἐσιώπησαν πρεσβύτεροι θυγατρὸς Σιων,


ἀνεβίβασαν χοῦν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῶν, περιεζώσαντο σάκκους,
κατήγαγον εἰς γῆν ἀρχηγοὺς παρθένους ἐν Ιερουσαλημ.
Ἐξέλιπον ἐν δάκρυσιν οἱ ὀφθαλμοί μου, ἐταράχθη ἡ καρδία μου,
ἐξεχύθη εἰς γῆν ἡ δόξα μου ἐπὶ τὸ σύντριμμα τῆς θυγατρὸς τοῦ
  λαοῦ μου
ἐν τῷ ἐκλιπεῖν νήπιον καὶ θηλάζοντα ἐν πλατείαις πόλεως.
Ταῖς μητράσιν αὐτῶν εἶπαν Ποῦ σῖτος καὶ οἶνος;
ἐν τῷ ἐκλύεσθαι αὐτοὺς ὡς τραυματίας ἐν πλατείαις πόλεως,
ἐν τῷ ἐκχεῖσθαι ψυχὰς αὐτῶν εἰς κόλπον μητέρων αὐτῶν.
Τί μαρτυρήσω σοι ἢ τί ὁμοιώσω σοι, θύγατερ Ιερουσαλημ;
τίς σώσει σε καὶ παρακαλέσει σε, παρθένος θύγατερ Σιων;
ὅτι ἐμεγαλύνθη ποτήριον συντριβῆς σου· τίς ἰάσεταί σε;
Προφῆταί σου εἴδοσάν σοι μάταια καὶ ἀφροσύνην
καὶ οὐκ ἀπεκάλυψαν ἐπὶ τὴν ἀδικίαν σου τοῦ ἐπιστρέψαι αἰχμα-
  λωσίαν σου
καὶ εἴδοσάν σοι λήμματα μάταια καὶ ἐξώσματα.

Γαληνός ιατρός. De optima secta ad Thrasybulum liber (0530:


043)“Claudii Galeni opera omnia, vol. 1”, Ed. Kühn, C.G.
Leipzig: Knobloch, 1821, Repr. 1964.Volume 1, p. 213, line 12

προσειληφὸς τὸ αὐτῷ γένει διαφέρον ἐνδείξεται. ἐπεὶ οὖν


τὸ γένος τῆς προσφορᾶς ἐνδείκνυται, κατ' ἐκείνην ἡ δύνα-
μις καὶ τὴν ποσότητα καὶ τὴν ποιότητα ἐνδείξεται. χωρὶς
μὲν γὰρ διαφορᾶς τὸ γένος τῆς προσφορᾶς ἐνδείκνυται. δια-
φορὰν δὲ προσειληφυῖα, καὶ τὸ ἐν τῷ γένει διάφορον ἐν-
δείξεται. φαίνεται δὲ καὶ Ἱπποκράτης σκοπὸν τῆς ποσῆς
τροφῆς τὴν δύναμιν ποιῶν, δι' ὧν τὰ αὐξανόμενα πλεῖστον
ἔχει, φησὶ, τὸ ἔμφυτον θερμὸν, πλείστης οὖν δεῖται τρο-
φῆς. εἰ δὲ μὴ, τὸ σῶμα ἀναλίσκεται, καὶ τὴν ποιότητα ἐκ
τῆς κατὰ δύναμιν διαφορᾶς λαμβάνειν δῆλόν ἐστιν. φησὶ
γάρ που, σῖτος νέοισι μὲν ἄκρως ἀκμάζουσιν ἀμετάβλητος,
γέρουσι δ' ἐς τέλος μεταβεβλημένος. ἐκ τούτων μὲν οὖν
φανερόν ἐστιν, ὡς ἡ δύναμις ἄνευ μὲν διαφορᾶς τὸ γένος
τῆς προσφορᾶς ἀπαιτεῖ· μετὰ διαφορᾶς δὲ τὴν ποιότητα.
καιρὸς δ' οὔτε ποιότητα τροφῆς ἐνδείκνυται, οὔτε ποσότητα.
ἔτι τοίνυν, εἴπερ οἱ καιροὶ τῶν νοσημάτων ἐνδείκνυνται τὴν  
ποιότητα καὶ τὴν ποσότητα τῆς τροφῆς, ἤτοι ἐπὶ τῇ αὐ-
τῶν ὑπομονῇ, ἤτοι ἐπὶ τῇ ἀναιρέσει τοῦτο ἐνδείξονται. τὸ
γὰρ ἐνδεικνύμενον ἢ τὴν τήρησιν ἑαυτοῦ, ἢ τὴν ἀναίρεσιν
293

ἐπιδείκνυται. εἰ μὲν τοίνυν τὴν ἔνδειξιν οἱ καιροὶ τῆς πο-


σῆς καὶ ποιᾶς ποιοῦνται τροφῆς,

Λυσίας. , Κατὰ τῶν σιτοπωλῶν (0540: 022)“Lisia. I discorsi”, Ed.


Albini, U.Florence: Sansoni, 1955.Sec. 8, line 5

 Χρῆν μὲν τοίνυν, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἱκανὴν εἶναι ταύ-


την τὴν κατηγορίαν, ἐπειδὴ οὗτος μὲν ὁμολογεῖ συμπρία-
σθαι, ὁ δὲ νόμος ἀπαγορεύων φαίνεται, ὑμεῖς δὲ κατὰ τοὺς
νόμους ὀμωμόκατε ψηφιεῖσθαι· ὅμως δ' ἵνα πεισθῆτε ὅτι
καὶ κατὰ τῶν ἀρχόντων ψεύδονται, ἀνάγκη [καὶ] μακρό-
τερον εἰπεῖν περὶ αὐτῶν. ἐπειδὴ γὰρ οὗτοι τὴν αἰτίαν εἰς
ἐκείνους ἀνέφερον, παρακαλέσαντες τοὺς ἄρχοντας ἠρωτῶ-
μεν. καὶ οἱ μὲν τέτταρες οὐδὲν ἔφασαν εἰδέναι τοῦ πράγμα-
τος, Ἄνυτος δ' ἔλεγεν ὡς τοῦ προτέρου χειμῶνος, ἐπειδὴ
τίμιος ἦν ὁ σῖτος, τούτων ὑπερβαλλόντων ἀλλήλους καὶ
πρὸς σφᾶς αὐτοὺς μαχομένων συμβουλεύσειεν αὐτοῖς παύ-
σασθαι φιλονικοῦσιν, ἡγούμενος συμφέρειν ὑμῖν τοῖς παρὰ
τούτων ὠνουμένοις ὡς ἀξιώτατον τούτους πρίασθαι· δεῖν  
γὰρ αὐτοὺς ὀβολῷ μόνον πωλεῖν τιμιώτερον. ὡς τοίνυν
οὐ συμπριαμένους καταθέσθαι ἐκέλευεν αὐτούς, ἀλλὰ μὴ
ἀλλήλοις ἀντωνεῖσθαι συνεβούλευεν, αὐτὸν ὑμῖν Ἄνυτον
μάρτυρα παρέξομαι. Καὶ [ὡς] οὗτος μὲν ἐπὶ τῆς προτέ-
ρας βουλῆς τούτους εἶπε τοὺς λόγους, οὗτοι δὲ τῆτες
συνωνούμενοι φαίνονται.

Ιούλιος Πολυδεύκης. Onomasticon Book 6, Sec. 34, line 4

στοφάνης φησίν (Lysistr 18)     ἡ μὴν παιδίον


  κατέκλινεν, ἡ δ' ἔλουσεν, ἡ δ' ἐψώμισεν.
 ἀπὸ δὲ κρεῶν, ἢ ὡς Ξενοφῶν (Cyrop I 4. 13) κρεαδίων, κρεω-
φάγος κρεωφαγία, κρεανομία, κρεωσιτεῖν, κρεωπῶλαι κρεωπωλεῖν.
ἥμερα κρέα, θήρεια κρέα σύεια, χοίρεια, ὀρνίθεια, πολυπόδεια,
περδίκεια, λαγῶα. σχελίδες λαγωῶν, τεμάχια κρεῶν. κρεωδαίτης  
δ' ὁ διατέμνων, ὃν καὶ μάγειρον καὶ ἄρταμον ἔνιοι καλοῦσιν· ἔστι
δὲ καὶ παρὰ Λακεδαιμονίοις ἀρχή τις ὁ κρεωδαίτης.
 ἀπὸ δὲ σιτίων σῖτα σιτία, σιτεῖσθαι σιτούμενος σίτησις, σιτη-
ρέσιον κακόσιτος ἀπόσιτος φιλόσιτος ἄσιτος εὔσιτος, σιτοφάγος,
σιτικός, πολύσιτος ὀλιγόσιτος μετριόσιτος, σύςσιτος συσσιτεῖν,
ἀείσιτος,
294

ἐπίσιτις ἐπισιτισμός, παρασιτεῖν καὶ παρὰ τοῖς νεωτέροις παράσιτος


ἔστι δὲ καὶ παρὰ τοῖς παλαιοῖς τοὔνομα, οὐ μὴν ἐφ' οὗ νῦν, ἀλλ'
ἱερᾶς ὑπηρεσίας τοὔνομα, ὁ ἐπὶ τὴν τοῦ ἱεροῦ σίτου ἐκλογὴν αἱρού-
μενος· καὶ ἀρχεῖόν τι Ἀθήνησι παρασίτιον καλούμενον, ὡς ἐν τῷ νόμῳ
τοῦ βασιλέως ἔστιν εὑρεῖν. ἐπὶ μέντοι τοῦ παρασιτεῖν κατὰ λιχνείαν
ἢ κολακείαν πρῶτος Ἐπίχαρμος (fg 34 Kaib) τὸν παράσιτον ὠνόμασεν,
εἶτα Ἄλεξις (II p 363). Ὅμηρος (P 575) δ' αὐτὸν εἰλαπιναστὴν λέγει·
  ἐπεί οἱ ἑταῖρος ἔην φίλος εἰλαπιναστής.
κακοσιτία, ἀποσιτία, σπανοσιτία, ἀσιτία, συσσιτία, συσσίτιον, οἰκοσιτία
Ιούλιος Πολυδεύκης. Onomasticon Book 6, Sec. 34, line 6

  κατέκλινεν, ἡ δ' ἔλουσεν, ἡ δ' ἐψώμισεν.


 ἀπὸ δὲ κρεῶν, ἢ ὡς Ξενοφῶν (Cyrop I 4. 13) κρεαδίων, κρεω-
φάγος κρεωφαγία, κρεανομία, κρεωσιτεῖν, κρεωπῶλαι κρεωπωλεῖν.
ἥμερα κρέα, θήρεια κρέα σύεια, χοίρεια, ὀρνίθεια, πολυπόδεια,
περδίκεια, λαγῶα. σχελίδες λαγωῶν, τεμάχια κρεῶν. κρεωδαίτης  
δ' ὁ διατέμνων, ὃν καὶ μάγειρον καὶ ἄρταμον ἔνιοι καλοῦσιν· ἔστι
δὲ καὶ παρὰ Λακεδαιμονίοις ἀρχή τις ὁ κρεωδαίτης.
 ἀπὸ δὲ σιτίων σῖτα σιτία, σιτεῖσθαι σιτούμενος σίτησις, σιτη-
ρέσιον κακόσιτος ἀπόσιτος φιλόσιτος ἄσιτος εὔσιτος, σιτοφάγος,
σιτικός, πολύσιτος ὀλιγόσιτος μετριόσιτος, σύςσιτος συσσιτεῖν,
ἀείσιτος,
ἐπίσιτις ἐπισιτισμός, παρασιτεῖν καὶ παρὰ τοῖς νεωτέροις παράσιτος
ἔστι δὲ καὶ παρὰ τοῖς παλαιοῖς τοὔνομα, οὐ μὴν ἐφ' οὗ νῦν, ἀλλ'
ἱερᾶς ὑπηρεσίας τοὔνομα, ὁ ἐπὶ τὴν τοῦ ἱεροῦ σίτου ἐκλογὴν αἱρού-
μενος· καὶ ἀρχεῖόν τι Ἀθήνησι παρασίτιον καλούμενον, ὡς ἐν τῷ νόμῳ
τοῦ βασιλέως ἔστιν εὑρεῖν. ἐπὶ μέντοι τοῦ παρασιτεῖν κατὰ λιχνείαν
ἢ κολακείαν πρῶτος Ἐπίχαρμος (fg 34 Kaib) τὸν παράσιτον ὠνόμασεν,
εἶτα Ἄλεξις (II p 363). Ὅμηρος (P 575) δ' αὐτὸν εἰλαπιναστὴν λέγει·
  ἐπεί οἱ ἑταῖρος ἔην φίλος εἰλαπιναστής.
κακοσιτία, ἀποσιτία, σπανοσιτία, ἀσιτία, συσσιτία, συσσίτιον, οἰκοσιτία
οἰκόσιτος σιτοδοτεῖν, σιτοδόκη σιτίζειν. παῖδας σιτευτοὺς Ξενο-
φῶν (An V 4. 32) ἔφη. ἀποσυσσιτεῖν. σιτομέτρης γὰρ καὶ

Ιούλιος Πολυδεύκης. Onomasticon Book 6, Sec. 36, line 4

σιτικός, πολύσιτος ὀλιγόσιτος μετριόσιτος, σύςσιτος συσσιτεῖν,


ἀείσιτος,
ἐπίσιτις ἐπισιτισμός, παρασιτεῖν καὶ παρὰ τοῖς νεωτέροις παράσιτος
ἔστι δὲ καὶ παρὰ τοῖς παλαιοῖς τοὔνομα, οὐ μὴν ἐφ' οὗ νῦν, ἀλλ'
ἱερᾶς ὑπηρεσίας τοὔνομα, ὁ ἐπὶ τὴν τοῦ ἱεροῦ σίτου ἐκλογὴν αἱρού-
μενος· καὶ ἀρχεῖόν τι Ἀθήνησι παρασίτιον καλούμενον, ὡς ἐν τῷ νόμῳ
295

τοῦ βασιλέως ἔστιν εὑρεῖν. ἐπὶ μέντοι τοῦ παρασιτεῖν κατὰ λιχνείαν
ἢ κολακείαν πρῶτος Ἐπίχαρμος (fg 34 Kaib) τὸν παράσιτον ὠνόμασεν,
εἶτα Ἄλεξις (II p 363). Ὅμηρος (P 575) δ' αὐτὸν εἰλαπιναστὴν λέγει·
  ἐπεί οἱ ἑταῖρος ἔην φίλος εἰλαπιναστής.
κακοσιτία, ἀποσιτία, σπανοσιτία, ἀσιτία, συσσιτία, συσσίτιον, οἰκοσιτία
οἰκόσιτος σιτοδοτεῖν, σιτοδόκη σιτίζειν. παῖδας σιτευτοὺς Ξενο-
φῶν (An V 4. 32) ἔφη. ἀποσυσσιτεῖν. σιτομέτρης γὰρ καὶ σιταγωγὰ
πλοῖα καὶ σιτηγοῦντες καὶ σιτοφύλακες καὶ τὰ τοιαῦτα οὐκ ἀπὸ σιτίων
ἀλλ' ἀπὸ σίτου ὠνόμασται, ὡς καὶ τὸ ἐσιτοῦντο παρὰ Θουκυδίδῃ(?).
καὶ Σιτηρέσιον, καὶ σιτοδεία.
 ἀπὸ δ' ἀλφίτων ἀλφιτοσιτεῖν, ἀλφιτοποιία, ἀλφίτια ὡς Ὑπερ-
είδης (fg 225 Bl), ἄλφιτα δεύσασθαι, μᾶζαν μάξασθαι, ἀλφιτοπω-
λητήρια, καὶ γυνὴ ἀφιτοπωλήτρια. ἀπὸ δ' ὄψων ὀψωνεῖν,  
ὀψοφάγος ὀψοφαγεῖν, ὀψοφαγίστατος κατοψοφαγεῖν, ὀψοφαγία
ὡς Αἰσχίνης (I 67), ὀψοποιός, ὀψαρτυτὴς ὡς Ὑπερείδης (fg 251
Bl) ὀψοποιούμενος ὡς Δημοσθένης (LIV 4). καὶ τόπος Ἀθήνησιν,

Ιούλιος Πολυδεύκης. Onomasticon Book 6, Sec. 155, line 1

ἐλεύθερον, παρανομῶν, ἐκλείπων τὴν ναῦν, παραβαίνων συνθήκας.


καὶ ἕτερα δ' ἔστιν ἀδικήματα ὧν τοὺς ἀδικήσαντας οὐκ ἔστιν ὀνομά-
ζειν, ἀλογίου, κακώσεως, ἀποπομπῆς, ἐπιτροπῆς, ἀπολείψεως, παρα-
πρεσβείας, ἐξούλης, σίτου, καρποῦ, λιπομαρτυρίου λιποταξίου λιποναυ-
τίου, εἱργμοῦ, κακοῦ ἤθους, κακοῦ βίου, αἰκίας, βλάβης, ἀπαγωγῆς,
βουλεύσεως, δήμου καταλύσεως, δημοσίων ἀδικημάτων, δωροξενίας,
ξενίας, ψευδεγγραφῆς ψευδοκλητείας, ἀποστασίου ἀπροστασίου,
παρανόμων, ἀπρόσκλητον δίκην εἰσελθεῖν, τὴν μὴ οὖσαν λαχεῖν,  
παρακαταθήκην ἀποστερῆσαι, καταβάλλειν, τιτρώσκειν. καὶ περὶ τού-
των καὶ μετοχαῖς ἔστι χρῆσθαι.
 Ὅσα ἄν τις εἴποι ἐκ τοῦ ὁμο σύνθετα. ὁμόσπονδος ὁμόσιτος,
ὁμοήθης, ὁμότροπος, ὁμόδουλος, ὁμόνους, ὁμόφωνος, ὁμόγλωττος,
ὁμοτράπεζος, ὁμόφυλος, ὁμόδημος, ὁμωρόφιος, ὁμότιμος, ὁμότεχνος,
ὁμόσκηνος, ὁμοδίαιτος, ὁμογνώμων, ὁμομήτριος ὁμοπάτριος, ὁμώ-
νυμος, ὁμόχρως, ὁμόψηφος, ὁμοβώμιος, ὁμογενής ὁμόγονος, ὁμο-
ειδής, ὁμομήτωρ ὁμοπάτωρ, ὁμοθυμαδόν, ὁμολογία· ὁ γὰρ ὁμόλογος
βίαιόν τε ὁμοῦ καὶ εὐτελές. ὁμότιτθον δὲ Δείναρχος (inc or fg 24 Tur)
εἴρηκεν, καὶ Πλάτων ὁμότροπον (Phaed 83 D) καὶ ὁμόζυγα (Phaedr
256 A), καὶ Θουκυδίδης (II 96) ὁμόσκευον. ὁμόδοξον δ' ἂν εἴποις,
Πλάτωνος (Rpb 310 E) εἰπόντος ὁμοδοξίαν· οἱ γὰρ ὁμογάλακτες ἴδιον
τῶν Ἀττικῶν, τὸ δ' ὁμοερκὴς σκληρόν, εἰ καὶ παρὰ Σόλωνι(?).
296

Ιούλιος Πολυδεύκης. Onomasticon Book 8, Sec. 33, line 6

σβήτησις, παρακαταβολή, διαμαρτυρία, ἐπίσκηψις, ἀμφισβήτησις μέν,


ὅστις ἀμφισβητοῖ κλήρου κατὰ γένος ὡς οὐκ ὄντος υἱοῦ τῷ τεθνεῶτι,
παρακαταβολὴ δέ, ὅστις ἀντιλέγοι ὡς αὐτὸς δικαιότερος ὢν ἔχειν τὸν
κλῆρον ἐξ ἀγχιστείας ἢ διαθηκῶν· παρακατέβαλλε δὲ τῆς οὐσίας τὸ
δέκατον, ὡς προσεισοίσων ἐὰν ἡττηθῇ. διαμαρτυρία δέ, ὅστις δια-
μαρτυροῖτο μὴ ἐπίδικον εἶναι τὸν κλῆρον ὡς ὄντος υἱοῦ. ἐπίσκηψις
δέ, εἴ τις τὴν διαμαρτυρίαν ὡς ψευδῆ αἰτιῷτο· Ἰσαῖος (fg 137 Tur)
δὲ καὶ τὸ ἐπὶ φόνῳ προειπεῖν εἰς Ἄρειον πάγον· ‘ἐπίσκεψαι, ἔφη,
εἰς Ἄρειον πάγον· αὐτῷ ἐπέσκημμαι.’ ἀντιγραφὴ δὲ ἐκαλεῖτο
ἐπὶ τῶν κατὰ γένος ἀμφισβητούντων. τὰς δ' ἐπὶ τῷ σίτῳ δίκας ἐν
ᾠδείῳ ἐδίκαζον· σῖτος δέ ἐστιν αἱ ὀφειλόμεναι τροφαί. ἦν δὲ δίκη
καὶ εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν καλουμένη, ὁπότε τις ἐγγυήσαιτο ἢ αὐ-
τόν τινα ἢ τὰ χρήματα, οἷον τὰ κλοπαῖα, ἃ καὶ κλέμματα καὶ κλο-  
πιμαῖα καὶ φώρια, παρὰ δὲ Πλάτωνι (Lg 955 B) καὶ κλεμμάδια. Σόλων
μέντοι τὸ κλέμμα κλέπος ἐν τοῖς νόμοις ὠνόμασεν. τὸν δὲ κλέπτην
εἴποις ἂν καὶ κλεπτίσκον ὡς Εὔπολις (I p 364. 420 Ko)· Φερεκράτης
(I p 204. 219 Ko) δ' εἴρηκε καὶ κλεπτίδης. ἡ δὲ βεβαιώσεως δίκη,
ὁπότ' ἄν τις πριάμενος οἰκίαν ἢ χωρίον ἀμφισβητοῦντός τινος ἀνάγῃ
ἐπὶ τὸν πρατῆρα· τὸν δὲ προσήκει βεβαιοῦν, ἢ μὴ βεβαιοῦντα ὑπεύ-
θυνον εἶναι τῆς βεβαιώσεως. εἰ δ' ὁ ἀνάγων ἐπὶ τὸν πρατῆρα ἡττη-
θείη, τὸ μὲν ἀμφισβητηθὲν τοῦ κρατήσαντος ἐγίνετο, ὁ δ' ἡττηθεὶς τὴν

Πολύβιος. Historiae (0543: 001)“Polybii historiae, vols. 1–4”, Ed.


Büttner–Wobst, T.Leipzig: Teubner, 1:1905; 2:1889; 3:1893; 4:1904,
Repr. 1:1962; 2–3:1965; 4:1967.Book 6, ch. 15, Sec. 4, line 3

εἰς ἕκαστον εἶδος εἴρηται· τίνα δὲ τρόπον ἀντιπράτ-


τειν βουληθέντα καὶ συνεργεῖν ἀλλήλοις πάλιν ἕκα-
στα τῶν μερῶν δύναται νῦν ῥηθήσεται. ὁ μὲν γὰρ
ὕπατος, ἐπειδὰν τυχὼν τῆς προειρημένης ἐξουσίας
ὁρμήσῃ μετὰ τῆς δυνάμεως, δοκεῖ μὲν αὐτοκράτωρ
εἶναι πρὸς τὴν τῶν προκειμένων συντέλειαν, προς-
δεῖται δὲ τοῦ δήμου καὶ τῆς συγκλήτου, καὶ χωρὶς
τούτων ἐπὶ τέλος ἄγειν τὰς πράξεις οὐχ ἱκανός ἐστι.
297

δῆλον γὰρ ὡς δεῖ μὲν ἐπιπέμπεσθαι τοῖς στρατοπέ-


δοις ἀεὶ τὰς χορηγίας· ἄνευ δὲ τοῦ τῆς συγκλήτου
βουλήματος οὔτε σῖτος οὔθ' ἱματισμὸς οὔτ' ὀψώνια  
δύναται χορηγεῖσθαι τοῖς στρατοπέδοις, ὥστ' ἀπρά-
κτους γίνεσθαι τὰς ἐπιβολὰς τῶν ἡγουμένων, ἐθε-
λοκακεῖν καὶ κωλυσιεργεῖν προθεμένης τῆς συγκλή-
του. καὶ μὴν τό γ' ἐπιτελεῖς ἢ μὴ γίνεσθαι τὰς
ἐπινοίας καὶ προθέσεις τῶν στρατηγῶν ἐν τῇ συγ-
κλήτῳ κεῖται· τοῦ γὰρ ἐπαποστεῖλαι στρατηγὸν ἕτε-
ρον, ἐπειδὰν ἐνιαύσιος διέλθῃ χρόνος, ἢ τὸν ὑπάρ-
χοντα ποιεῖν ἐπίμονον, ἔχει τὴν κυρίαν αὕτη. καὶ
μὴν τὰς ἐπιτυχίας τῶν ἡγουμένων ἐκτραγῳδῆσαι καὶ
συναυξῆσαι καὶ πάλιν ἀμαυρῶσαι καὶ

Πολύβιος. Historiae Book 10, ch. 44, Sec. 6, line 2

άσαι φελλοὺς βραχὺ κατὰ πλάτος ἐνδεεῖς τῶν στο-


μάτων, ἐν δὲ τούτοις μέσοις ἐμπεπηγέναι (βακτη-
ρίας διῃρημένας εἰς) ἴσα μέρη τριδάκτυλα, καθ'
ἕκαστον δὲ μέρος εἶναι περιγραφὴν εὔσημον. ἐν
ἑκάστῳ δὲ μέρει γεγράφθαι τὰ προφανέστατα καὶ
καθολικώτατα τῶν ἐν τοῖς πολεμικοῖς συμβαινόν-
των, οἷον εὐθέως ἐν τῷ πρώτῳ, διότι “πάρεισιν
ἱππεῖς εἰς τὴν χώραν,” ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ διότι
“πεζοὶ βαρεῖς,” ἐν δὲ τῷ τρίτῳ “ψιλοί,” τούτων δ'
ἑξῆς “πεζοὶ μεθ' ἱππέων,” εἶτα “πλοῖα,” μετὰ δὲ
ταῦτα “σῖτος,” (καὶ) κατὰ τὸ συνεχὲς οὕτω, μέχρις
ἂν ἐν πάσαις γραφῇ ταῖς χώραις τὰ μάλιστ' ἂν ἐκ
τῶν εὐλόγων προνοίας τυγχάνοντα καὶ συμβαίνοντα
κατὰ τοὺς ἐνεστῶτας καιροὺς ἐκ τῶν πολεμικῶν.
τούτων δὲ γενομένων ἀμφότερα κελεύει τρῆσαι τὰ
ἀγγεῖα πρὸς ἀκρίβειαν, ὥστε τοὺς αὐλίσκους ἴσους
εἶναι καὶ κατ' ἴσον ἀπορρεῖν· εἶτα πληρώσαντας
ὕδατος ἐπιθεῖναι τοὺς φελλοὺς ἔχοντας (τὰς) βακτη-
ρίας, κἄπειτα τοὺς αὐλίσκους ἀφεῖναι ῥεῖν ἅμα.
τούτου δὲ συμβαίνοντος δῆλον ὡς ἀνάγκη πάντων
ἴσων καὶ ὁμοίων ὄντων,

Πολύβιος. Historiae Book 10, ch. 45, Sec. 3, line 4


298

 Ταῦτα δὲ βραχὺ μέν τι τῆς διὰ τῶν συνθημάτων


πυρσείας ἐξήλλαχεν, ἀκμὴν δ' ἐστὶν ἀόριστα. δῆλον
γὰρ [ἔσται] ὡς οὔτε προϊδέσθαι τὰ μέλλοντα πάντα
δυνατὸν οὔτε προϊδόμενον εἰς τὴν βακτηρίαν γρά-
ψαι· λοιπὸν ὁπόταν ἐκ τῶν καιρῶν ἀνυπονόητά
τινα συμβαίνῃ, φανερὸν ὡς οὐ δύναται δηλοῦσθαι
κατὰ ταύτην τὴν ἐπίνοιαν. καὶ μὴν οὐδ' αὐτῶν τῶν
ἐν τῇ βακτηρίᾳ γεγραμμένων οὐδέν ἐστιν ὡρισμένον.
πόσοι γὰρ ἥκουσιν ἱππεῖς ἢ πόσοι πεζοὶ καὶ ποῦ τῆς
χώρας καὶ πόσαι νῆες καὶ πόσος σῖτος, οὐχ οἷόν τε
διασαφῆσαι· περὶ γὰρ ὧν ἀδύνατον γνῶναι πρὶν  
ἢ γενέσθαι, περὶ τούτων οὐδὲ συνθέσθαι πρὸ τοῦ
δυνατόν. τὸ δὲ συνέχον ἐστὶ τοῦτο· πῶς γὰρ ἄν τις
βουλεύσαιτο περὶ τοῦ βοηθεῖν μὴ γινώσκων πόσοι
πάρεισι τῶν πολεμίων ἢ ποῦ; πῶς δὲ θαρρήσαι
πάλιν ἢ τοὐναντίον ἢ καθόλου διανοηθείη τι μὴ
συνεὶς πόσαι νῆες ἢ πόσος σῖτος ἥκει παρὰ τῶν
συμμάχων;

Πολύβιος. Historiae Book 10, ch. 45, Sec. 5, line 5

κατὰ ταύτην τὴν ἐπίνοιαν. καὶ μὴν οὐδ' αὐτῶν τῶν


ἐν τῇ βακτηρίᾳ γεγραμμένων οὐδέν ἐστιν ὡρισμένον.
πόσοι γὰρ ἥκουσιν ἱππεῖς ἢ πόσοι πεζοὶ καὶ ποῦ τῆς
χώρας καὶ πόσαι νῆες καὶ πόσος σῖτος, οὐχ οἷόν τε
διασαφῆσαι· περὶ γὰρ ὧν ἀδύνατον γνῶναι πρὶν  
ἢ γενέσθαι, περὶ τούτων οὐδὲ συνθέσθαι πρὸ τοῦ
δυνατόν. τὸ δὲ συνέχον ἐστὶ τοῦτο· πῶς γὰρ ἄν τις
βουλεύσαιτο περὶ τοῦ βοηθεῖν μὴ γινώσκων πόσοι
πάρεισι τῶν πολεμίων ἢ ποῦ; πῶς δὲ θαρρήσαι
πάλιν ἢ τοὐναντίον ἢ καθόλου διανοηθείη τι μὴ
συνεὶς πόσαι νῆες ἢ πόσος σῖτος ἥκει παρὰ τῶν
συμμάχων;
 Ὁ δὲ τελευταῖος (τρόπος), ἐπινοηθεὶς διὰ Κλεο-
ξένου καὶ Δημοκλείτου, τυχὼν δὲ τῆς ἐξεργασίας δι'
ἡμῶν, (πάντη πάντως) μέν ἐστιν ὡρισμένος καὶ
πᾶν τὸ κατεπεῖγον δυνάμενος ἀκριβῶς διασαφεῖν,
κατὰ δὲ τὸν χειρισμὸν ἐπιμελείας δεῖ καὶ παρατη-
ρήσεως ἀκριβεστέρας. ἔστι δὲ τοιοῦτος. τὸ τῶν
στοιχείων πλῆθος ἑξῆς δεῖ λαμβάνοντας διελεῖν εἰς
πέντε μέρη κατὰ πέντε γράμματα. λείψει δὲ τὸ τε-
λευταῖον ἑνὶ στοιχείῳ· τοῦτο δ' οὐ βλάπτει πρὸς
299

Πολύβιος. Historiae Book 32, ch. 9, Sec. 5, line 1

μετ' αὐτῶν ταττομένας· αὗται δ' εἰσὶν Ἐπέτιον καὶ


Τραγύριον· ὁμοίως δὲ καὶ τῶν Δαορσῶν ἐγκαλούντων,
ἐξαπέστειλεν ἡ σύγκλητος πρεσβευτὰς τοὺς περὶ Γάιον  
Φάννιον ἐποπτεύσοντας τὰ κατὰ τὴν Ἰλλυρίδα, καὶ
μάλιστα τούτων τὰ κατὰ τοὺς Δελματεῖς. οὗτοι δέ,
μέχρι μὲν ἔζη Πλευρᾶτος, ὑπήκουον ἐκείνῳ· μεταλ-
λάξαντος δὲ τούτου τὸν βίον, καὶ διαδεξαμένου Γεν-
θίου τὴν βασιλείαν, ἀποστάντες ἀπὸ τούτου τοῖς
ὁμόροις προσεπολέμουν καὶ κατεστρέφοντο τοὺς ἀστυ-
γείτονας, ὧν ἔνιοι καὶ φόρους αὐτοῖς ἔφερον· ὁ δὲ
φόρος ἦν θρέμματα καὶ σῖτος. 8καὶ οἱ μὲν περὶ Φάν-
νιον ἐπὶ τούτοις ἐξώρμησαν.  –  
 Ὅτι ὁ βασιλεὺς Ἀριαράθης παρ-
εγένετο εἰς τὴν Ῥώμην ἔτι θερείας οὔσης·
τότε δέ, παρειληφότων ὑπάτων τὰς ἀρχὰς τῶν περὶ
τὸν Σέξτον Ἰούλιον (καὶ Λεύκιον Αὐρήλιον), ἐγίνετο
περὶ τὰς κατ' ἰδίαν ἐντεύξεις, οἰκείαν ποιούμενος περι-
κοπὴν καὶ φαντασίαν τῆς ὑποκειμένης περιστάσεως.
παρῆσαν δὲ καὶ παρὰ Δημητρίου πρέσβεις οἱ περὶ τὸν
Μιλτιάδην πρὸς ἑκατέραν τὴν ὑπόθεσιν ἡρμοσμένοι·
καὶ γὰρ πρὸς Ἀριαράθην ἀπολογεῖσθαι καὶ κατηγορεῖν

Κλαύδιος Αιλιανός. , Varia historia (0545: 002)


“Claudii Aeliani de natura animalium libri xvii, varia historia, epistolae,
Frag., vol. 2”, Ed. Hercher, R.Leipzig: Teubner, 1866, Repr. 1971.
Book 6, Sec. 12, line 8

Ἥρας νεῷ ἕστηκεν αὐτοῦ εἰκὼν γυμνὸν αὐτὸν δει-


κνῦσα, καὶ ὡμολόγει τὴν πρᾶξιν τοῦ Γέλωνος τὸ
γράμμα.  Διονύσιος δὲ ὁ δεύτερος τὴν ἀρχὴν εἶχεν εὖ μάλα
περιπεφραγμένην τοῦτον τὸν τρόπον. ναῦς μὲν ἐκέ-
κτητο οὐκ ἐλάττους τῶν τετρακοσίων, ἑξήρεις καὶ πεν-
τήρεις· πεζῶν δὲ δύναμιν ἐς δέκα μυριάδας, ἱππεῖς
δὲ ἐννεακισχιλίους. ἡ δὲ πόλις τῶν Συρακοσίων
300

λιμέσιν ἐκεκόσμητο μεγίστοις, καὶ τεῖχος αὐτῇ περιε-


βέβλητο ὑψηλότατον· σκεύη δὲ εἶχεν ἕτοιμα ναυσὶν
ἄλλαις πεντακοσίαις, τεθησαύριστο δὲ αὐτῇ καὶ σῖτος
ἐς ἑκατὸν μεδίμνων μυριάδας. καὶ ὁπλοθήκη νενη-
σμένη ἀσπίσι καὶ μαχαίραις καὶ δόρασι καὶ κνημῖσι
καὶ θώραξι καὶ καταπέλταις· ὁ δὲ καταπέλτης εὕρημα
ἦν αὐτοῦ Διονυσίου. εἶχε δὲ καὶ συμμάχους παμ-
πόλλους. καὶ τούτοις ἐπιθαρρῶν ὁ Διονύσιος ἀδά-
μαντι δεδεμένην ᾤετο τὴν ἀρχὴν κεκτῆσθαι. ἀλλ'
οὗτός γε πρώτους μὲν ἀπέκτεινε τοὺς ἀδελφούς· εἶδε
δὲ καὶ τοὺς υἱοὺς βιαίως ἀποσφαγέντας καὶ τὰς θυ-
γατέρας καταισχυνθείσας εἶτα ἀποσφαγείσας γυμνάς.
οὐδεὶς δὲ τῶν ἀπ' αὐτοῦ ταφῆς τῆς νομιζομένης

Apollodorus Gramm., Frag. (0549: 005)“FHG 1”, Ed. Müller, K.


Paris: Didot, 1853.Frag.171a, line 1

νίους ἐν Θεσσαλίᾳ, ὡς Ἀπολλόδωρος ἱστορεῖ.


 Schol. codicis Hamburgensis ad. Hom. Odyss.
*A, 259: [Ἐξ Ἐφύρης ἀνιόντα παρ' Ἴλλου Μερμερί-
δαο.] Ἰάσων ἅμα τῇ Μηδείᾳ ἐν Ἐφύρᾳ τῆς Θεσπρω-
τίας παραγενόμενος ἴσχει Φέρητα· οὗ Μέρμερος· οὗ
Ἴλλος· οἵτινες ἐβασίλευσαν Θεσπρωτίας· ὡς ἱστορεῖ
Ἀπολλόδωρος ὁ Ἀθηναῖος.
 Eustath. ad Odyss. Β, 328: Ἢ καὶ ἀπὸ Ἐφύρης
τῆς προϊστορηθείσης, τῆς διὰ Μήδειαν πολυφαρμά-
κου, ὡς ἱστορεῖ Ἀπολλόδωρος ὁ Ἀθηναῖος.
 Suidas: Κάλυμνος, ὁ ἐν Αἰγύπτῳ σῖτος· ἀντὶ τοῦ
Καλύμνιος· Ὁ γὰρ Φιλάδελφος ἐκ Καλυδνῶν
μετήγαγε τὸ σπέρμα. Ὁ (δὲ) Ἀπολλόδω-
ρος φησὶ λέγεσθαι Καλύδνας ὡς Καλύβας.
 Etymol. M: Κάλυμνος ὁ ἐν Αἰγύπτῳ σῖτος. Ἀντὶ
τοῦ Καλύμνιος. Ὁ γὰρ Φιλάδελφος ἐκ Καλυδνῶν·
μετήνεγκε τὸ σπέρμα. «Νήσους τε Καλυδνὰς», ἃς
Ἀπολλόδωρος φησὶ λέγεσθαι Καλύδνας ὡς Καλύβας.

Apollodorus Gramm., Frag. Frag.171b, line 1

τίας παραγενόμενος ἴσχει Φέρητα· οὗ Μέρμερος· οὗ


Ἴλλος· οἵτινες ἐβασίλευσαν Θεσπρωτίας· ὡς ἱστορεῖ
Ἀπολλόδωρος ὁ Ἀθηναῖος.
301

 Eustath. ad Odyss. Β, 328: Ἢ καὶ ἀπὸ Ἐφύρης


τῆς προϊστορηθείσης, τῆς διὰ Μήδειαν πολυφαρμά-
κου, ὡς ἱστορεῖ Ἀπολλόδωρος ὁ Ἀθηναῖος.
 Suidas: Κάλυμνος, ὁ ἐν Αἰγύπτῳ σῖτος· ἀντὶ τοῦ
Καλύμνιος· Ὁ γὰρ Φιλάδελφος ἐκ Καλυδνῶν
μετήγαγε τὸ σπέρμα. Ὁ (δὲ) Ἀπολλόδω-
ρος φησὶ λέγεσθαι Καλύδνας ὡς Καλύβας.
 Etymol. M: Κάλυμνος ὁ ἐν Αἰγύπτῳ σῖτος. Ἀντὶ
τοῦ Καλύμνιος. Ὁ γὰρ Φιλάδελφος ἐκ Καλυδνῶν·
μετήνεγκε τὸ σπέρμα. «Νήσους τε Καλυδνὰς», ἃς
Ἀπολλόδωρος φησὶ λέγεσθαι Καλύδνας ὡς Καλύβας.
 Strabo VIII: Περὶ δὲ τῆ
Ἑλλάδος καὶ Ἑλλήνων καὶ Πανελλήνων ἀντιλέγε-
ται. ... Ἀπολλόδωρος δὲ μόνους τοὺς ἐν τῇ Θετταλίᾳ
καλεῖσθαι φησὶν Ἕλληνας (Il. Β, 684)·

Appianus Hist., Annibaica (0551: 008)“Appiani historia Romana, vol.


1”, Ed. Viereck, P., Roos, A.G., Gabba, E.Leipzig: Teubner, 1939, Repr.
1962 (1st edn. corr.).Sec. 226, line 2

οὕτω παραλλὰξ ἡ πόλις εὐτυχιῶν καὶ συμφορῶν ἐπει-


ρᾶτο. Κελτιβήρων δ' ὅσοι διέφυγον ἐκ τοῦ κακοῦ, οἳ
μὲν ἐς τὰ οἰκεῖα, οἳ δ' ἐς Ἀννίβαν ἐχώρουν.
 ὃ δ', ἐπί τε τῷ ἀδελφῷ καὶ στρατιᾷ τοσῇδε δι'
ἀπειρίαν ὁδῶν αἰφνίδιον ἀπολωλυίᾳ δυσφορῶν καὶ
τεσσαρεσκαιδέκατον ἔτος ἔχων ἐν πόνοις ἀτρύτοις, ἐξ  
οὗ Ῥωμαίοις ἐν Ἰταλίᾳ διεπολέμει, πάντων τε ὧν εἰλήφει
πρότερον, ἐκπεπτωκώς, ἐς Βρυττίους, ὅπερ αὐτῷ λοιπὸν
ἔθνος ὑπήκοον ἦν, ἀνεχώρει καὶ ἡσύχαζεν ὡς ἑτέρας
δυνάμεως ἀφιξομένης ἀπὸ Καρχηδόνος. οἳ δ' ἔπεμψαν
μὲν αὐτῷ ναῦς ἑκατὸν στρογγύλας, ἐφ' ὧν σῖτός τε ἦν
καὶ στρατιὰ καὶ χρήματα, οὐδενὸς δ' ἐρετικοῦ παραπέμ-
ποντος αὐτὰς ἄνεμος ἐς Σαρδόνα κατήνεγκεν, καὶ ὁ τῆς
Σαρδόνος στρατηγὸς ἐπιπλεύσας μακραῖς ναυσὶν κατέδυσε
μὲν αὐτῶν εἴκοσιν, ἑξήκοντα δ' ἔλαβεν, αἱ δὲ λοιπαὶ
διέφυγον ἐς Καρχηδόνα. καὶ ὁ Ἀννίβας ἔτι μᾶλλον
ἀπορούμενός τε καὶ τὰ παρὰ Καρχηδονίων ἀπεγνωκώς,
οὐδὲ Μάγωνος αὐτῷ τι, τοῦ ξενολογοῦντος ἐν Κελτοῖς
καὶ Λίγυσιν, ἐπιπέμποντος, ἀλλὰ τὸ μέλλον ἔσεσθαι
περιορωμένου, συνιδών, ὅτι μένειν ἐπὶ πλεῖον οὐ δυνήσεται,
αὐτῶν ἤδη Βρυττίων ὡς ἀλλοτρίων ὅσον
302

Appianus Hist., Syriaca (0551: 013)“Appiani historia Romana, vol. 1”,


Ed. Viereck, P., Roos, A.G., Gabba, E.Leipzig: Teubner, 1939, Repr.
1962 (1st edn. corr.).Sec. 139, line 5

πάμπαν ἐξεπλάγη, [καὶ] νομίσας αὑτῷ τὸ δαιμόνιον


ἐπιβουλεύειν· παρὰ γὰρ λόγον ἕκαστα χωρεῖν, Ῥωμαίων
μὲν ἐν τῇ θαλάσσῃ κρατούντων, ἐν ᾗ πολὺ προύχειν
αὐτὸς ἐνόμιζε, Ῥοδίων δ' Ἀννίβαν ἐς Παμφυλίαν κατα-
κεκλεικότων, Φιλίππου δὲ Ῥωμαίους παραπέμποντος
ἀβάτους ὁδούς, ὃν μάλιστα μνησικακήσειν αὐτοῖς ὧν
ἔπαθεν, ὑπελάμβανεν. ὑπὸ δὴ τῶνδε πάντων ἐκταρασσό-
μενός τε καὶ θεοῦ βλάπτοντος ἤδη τοὺς λογισμούς, ὅπερ
ἅπασι προσιόντων ἀτυχημάτων ἐπιγίνεται, Χερρόνησον
ἐξέλιπεν ἀλογίστως, πρὶν καὶ ἐς ὄψιν ἐλθεῖν τοῖς πολε-
μίοις, οὔτε μετενεγκών, ὅσος ἦν ἐν αὐτῇ σῖτος σεσωρευ-
μένος πολὺς ἢ ὅπλα ἢ χρήματα ἢ μηχαναί, οὔτε ἐμπρήσας,
ἀλλ' ὑγιεῖς ἀφορμὰς τοσάσδε τοῖς πολεμίοις καταλιπών.
Λυσιμαχέας τε αὐτῷ καθάπερ ἐκ πολιορκίας συμφεύ-
γοντας μετ' οἰμωγῆς ἅμα γυναιξὶ καὶ παιδίοις ὑπερεώρα,
μόνου τοῦ διάπλου τοῦ περὶ Ἄβυδον εἶρξαι τοὺς πολεμίους
ἐπινοῶν καὶ τὴν λοιπὴν ἔτι ἐλπίδα τοῦ πολέμου πᾶσαν
ἐν τούτῳ τιθέμενος. οὐ μὴν οὔτε τὸν διάπλουν ἐφύλαξεν
ὑπὸ θεοβλαβείας, ἀλλ' ἐς τὸ μεσόγαιον ἠπείχθη ἐπανελ-  
θεῖν, φθάσων τοὺς πολεμίους, οὔτε τινὰ φυλακὴν ἐν
τῷ διάπλῳ κατέλιπεν.

Appianus Hist., Bellum civile (0551: 017)“Appian's Roman history,


vols. 3–4 (ed. H. White)”, Ed. Viereck, P.Cambridge, Mass.: Harvard
University Press, 1913, Repr. 3:1964; 4:1961.Book 1, ch. 8, Sec. 69, line
4

ἀναμνήσας ὁ Μάριος ἐς τὴν πόλιν ἐσῆλθεν,


ὑπανοιχθείσης αὐτῷ πύλης περὶ ἕω, καὶ τὸν
Κίνναν ἐσεδέξατο. ἀλλ' οὗτοι μὲν αὐτίκα ἐξεώ-
σθησαν Ὀκταουίου καὶ Πομπηίου σφίσιν ἐπιδρα-
μόντων· κεραυνῶν δὲ πολλῶν ἐς τὸ τοῦ Πομπηίου
στρατόπεδον καταρραγέντων ἄλλοι τε τῶν ἐπι-
φανῶν καὶ ὁ Πομπήιος ἀπώλετο.
303

 Μάριος δ' ἐπεὶ τῆς ἀγορᾶς τῆς ἔκ τε


θαλάσσης καὶ ἄνωθεν ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ φερομένης
κατέσχεν, ἐπὶ τὰς ἀγχοῦ τῆς Ῥώμης πόλεις
διετρόχαζεν, ἔνθα σῖτος ἦν τοῖς Ῥωμαίοις προσε-
σωρευμένος. ἄφνω δὲ τοῖς φρουροῦσιν αὐτὸν
ἐπιπίπτων εἷλε μὲν Ἄντιον καὶ Ἀρικίαν καὶ
Λανούβιον καὶ ἄλλας πόλεις, ἔστιν ἃ καὶ προ-
διδόντων τινῶν· ὡς δὲ καὶ τῆς κατὰ γῆν ἐκράτησεν
ἀγορᾶς, εὐθαρσῶς ἐβάδιζεν ἐπὶ τὴν Ῥώμην αὐτίκα
διὰ τῆς ὁδοῦ τῆς καλουμένης Ἀππίας, πρίν τινα
αὐτοῖς ἀγορὰν ἄλλην ἑτέρωθεν ἀχθῆναι. τοῦ δ'
ἄστεος ἑκατὸν σταδίους αὐτός τε καὶ Κίννας καὶ
οἱ στρατηγοῦντες αὐτοῖς Κάρβων τε καὶ Σερτώριος
ἀποσχόντες ἐστρατοπέδευσαν, Ὀκταουίου καὶ

Chariton Scr. Erot., De Chaerea et Callirhoe Book 3, ch. 2, Sec. 10, li3

καί, κἂν πιστευθῶ, τὴν ἀλήθειαν, ‘ὑποδοχεύς εἰμι λῃστοῦ;’ μελέτα,


Διονύσιε, τὴν δίκην. τάχα δὲ ἐρεῖς αὐτὴν ἐπὶ τοῦ μεγάλου βασιλέως.
ἄριστον οὖν τότε λέγειν ‘ἐγὼ γυναῖκα ἐλευθέραν ἐπιδημήσασαν οὐκ
οἶδ' ὅπως ἤκουσα· ἐκδομένην ἑαυτὴν ἐν τῇ πόλει φανερῶς κατὰ
νόμους ἔγημα.’ πείσω δὲ ταύτῃ μᾶλλον καὶ τὸν πενθερὸν ὡς οὐκ
ἀνάξιός εἰμι τῶν γάμων. καρτέρησον, ψυχή, προθεσμίαν σύντομον,
ἵνα τὸν πλείω χρόνον ἀπολαύσῃς ἀσφαλοῦς ἡδονῆς. ἰσχυρότερος
γενήσομαι πρὸς τὴν κρίσιν, ἀνδρός, οὐ δεσπότου νόμῳ χρώμενος.”
 Ἔδοξεν οὕτως καὶ καλέσας Λεωνᾶν “ἄπιθι” φησὶν “εἰς τὴν
πόλιν· μεγαλοπρεπῶς ἑτοίμασον τὰ πρὸς τὸν γάμον· ἐλαυνέσθωσαν
ἀγέλαι· σῖτος καὶ οἶνος διὰ γῆς καὶ θαλάσσης κομιζέσθω· δημοσίᾳ
τὴν πόλιν εὐωχῆσαι προῄρημαι.” πάντα διατάξας ἐπιμελῶς τῆς
ὑστεραίας αὐτὸς μὲν ἐπὶ ὀχήματος ἐποιεῖτο τὴν πορείαν, τὴν δὲ
Καλλιρόην (οὐδέπω γὰρ ἐβούλετο δεικνύναι τοῖς πολλοῖς) ἐκέλευσε
περὶ τὴν ἑσπέραν διὰ πορθμείου κομισθῆναι μέχρι τῆς οἰκίας ἥτις
ἦν ἐπ' αὐτοῦ τοῦ λιμένος τοῦ Δοκίμου λεγομένου· Πλαγγόνι δὲ τὴν
ἐπιμέλειαν αὐτῆς ἐνεχείρισε. μέλλουσα τοίνυν ἀπαλλάσσεσθαι τῶν
ἀγρῶν ἡ Καλλιρόη τῇ Ἀφροδίτῃ πρῶτον ἐπηύξατο καὶ εἰσελθοῦσα
εἰς τὸν νεών, πάντας ἐκβαλοῦσα, ταῦτα εἶπε πρὸς τὴν θεόν· “δέσποινα
Ἀφροδίτη, μέμψομαί σοι δικαίως ἢ χάριν γνῶ; σύ με οὖσαν παρ-
θένον ἔζευξας Χαιρέᾳ καὶ νῦν μετ' ἐκεῖνον ἄλλῳ με νυμφαγωγεῖς.
304

Clemens Alexandrinus Theol., Eclogae propheticae (0555: 005)


“Clemens Alexandrinus, vol. 3, 2nd edn.”, Ed. Stählin, O., Früchtel, L.,
Treu, U.Berlin: Akademie–Verlag, 1970; Die griechischen christlichen
Schriftsteller 17.Ch. 25, Sec. 2, line 2

πίστιν ἀντὶ ἀπιστίας, καὶ τὰ ἑξῆς. οὕτως ἀπὸ τῶν ὑλικῶν ἐπὶ τὰ
πνευματικὰ μεταγόμεθα «φορέσαντες τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου».
 Ὁ Ἰωάννης φησίν, ὅτι «ἐγὼ μὲν ὑμᾶς ὕδατι βαπτίζω, ἔρχεται δέ
μου [ὁ] ὀπίσω ὁ βαπτίζων ὑμᾶς ἐν πνεύματι καὶ πυρί.» πυρὶ δὲ
οὐδένα ἐβάπτισεν· «ἔνιοι δέ», ὥς φησιν Ἡρακλέων, «πυρὶ τὰ ὦτα
τῶν σφραγιζομένων κατεσημήναντο», οὕτως ἀκούσαντες τὸ ἀποστο-
λικόν. «τὸ γὰρ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ τοῦ διακαθᾶραι τὴν ἅλω,
καὶ συνάξει τὸν σῖτον εἰς τὴν ἀποθήκην, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει
πυρὶ ἀσβέστῳ.» πρόσκειται οὖν τῷ «διὰ πυρὸς» τὸ «διὰ πνεύματος»,
ἐπειδὴ ὡς ὁ σῖτος ἀπὸ τοῦ ἀχύρου διακρίνεται (τουτέστιν ἀπὸ τοῦ
ὑλικοῦ ἐνδύματος) διὰ πνεύματος καὶ τὸ ἄχυρον χωρίζεται διὰ τοῦ
πνεύματος λικμώμενον, οὕτως τὸ πνεῦμα διαχωριστικὴν ἔχει δύναμιν
ἐνεργειῶν ὑλικῶν. ἐπεὶ δὲ τὰ μὲν ἐξ ἀγεννήτου καὶ ἀφθάρτου γέγονεν,
τὰ σπερματικὰ ζωῆς, συνάγεται ὡς ὁ πυρὸς καὶ ἀποτίθεται, τὸ δὲ
ὑλικόν, μέχρι σύνεστι τῷ κρείττονι, μένει· ὅταν δὲ ἐκείνου χωρισθῇ,
ἀπόλλυται· ἐν ἑτέρῳ γὰρ εἶχε τὸ εἶναι. τοῦτο γοῦν χωριστικὸν μὲν  
δυνάμει, τὸ πνεῦμα, ἀναλωτικὸν δὲ τὸ πῦρ, πῦρ δὲ τὸ ὑλικὸν νοη-
τέον. ἀλλ' ἐπεὶ μὲν τὸ σῳζόμενον σίτῳ ἔοικεν, τὸ δὲ περιπεφυκὸς
τῇ ψυχῇ τῷ ἀχύρῳ, καὶ τὸ μὲν ἀσώματον, τὸ δὲ χωριζόμενον ὑλικόν
ἐστιν, ἀντέθηκεν τῷ μὲν ἀσωμάτῳ τὸ πνεῦμα,

Epictetus Phil., Gnomologium Epicteteum (e Stobaei libris 3–4) (0557:


005)“Epicteti dissertationes ab Arriano digestae”, Ed. Schenkl, H.
Leipzig: Teubner, 1916, Repr. 1965.Sententia 42, line 2

κοῦντας εὐνοίᾳ καὶ πίστει καὶ φιλίᾳ στήριζε· καὶ οὐδὲν εἰς αὐ-
τὴν εἰσελεύσεται βλαβερόν, οὐδ' ἂν τὸ σύμπαν τῆς κακίας παρα-
τάξηται στῖφος.
 Μὴ πίναξι καὶ γραφαῖς τὴν οἰκίαν σου περίβαλλε,
ἀλλὰ σωφροσύνῃ κατάγραφε. τὸ μὲν γὰρ ἀλλοῖον τῶν ὀφθαλ-  
μῶν ἐστιν ἐπίκαιρος γοητεία, τὸ δὲ σύμφυτος καὶ ἀνεξάλειπτος
καὶ ἀίδιος οἰκίας κόσμος.
 Ἀντὶ βοῶν ἀγέλης πειρῶ φίλων ἀγέλας ἐναγελάζε-
σθαί σου τῇ οἰκίᾳ.
 Ὥσπερ λύκος ὅμοιον κυνί, οὕτω καὶ κόλαξ καὶ μοι-
χὸς καὶ παράσιτος ὅμοιον φίλῳ. πρόσεχε τοιγαροῦν, μὴ ἀντὶ
305

κυνῶν φυλάκων λάθῃς λυμεῶνας εἰσδεχόμενος λύκους.


 Τὸ μὲν γύψῳ λευκανθίζουσαν σπουδάζειν θαυμάζε-
σθαι τὴν οἰκίαν ἀπειροκάλου, τὸ δὲ ἦθος χρηστότητι κοινωνίας
λαμπρύνειν φιλοκάλου ἅμα καὶ φιλανθρώπου.
 Ἐὰν θαυμάζῃς τὰ μικρὰ πρὸ τῶν μεγάλων, κατα-
φρονήσῃ· ἐὰν δὲ καταφρονήσῃς τῶν μικρῶν μεγάλως, θαυμασθήσῃ.
 Οὐδὲν μικρότερον φιλοκερδείας καὶ φιληδονίας καὶ
ἀλαζονείας· οὐδὲν κρεῖσσον μεγαλοφροσύνης καὶ ἡμερότητος καὶ
φιλανθρωπίας καὶ εὐποιίας.  

Heron Mech., Stereometrica (0559: 010)“Heronis Alexandrini opera


quae supersunt omnia, vol. 5”, Ed. Heiberg, J.L.Leipzig: Teubner, 1914.
Ch. 2, subch. 54, Sec. 1, line 1

 ἐὰν δὲ ᾖ ὁ μόδιος ξεστῶν κη, ποίει τὸ στερεὸν


τοῦ ποδισμοῦ τῆς ἀποθέσεως τοῦ σίτου ἤτοι κριθῶν
διὰ τῶν α 𐅵ʹ ζʹ ιδʹ· καὶ τοσοῦτοι ἔσονται μόδιοι.
 Δεῖ δὲ εἰδέναι ἐν τῇ ἀποθέσει τοῦ σίτου ἤτοι κριθῶν, ὅτι, ἂν πρόσφατος
ἀποτεθῇ, ψυγόμενος ὁ στερεὸς
ποὺς ἀποποιεῖ μέρος ιʹ νεʹ οὕτως·
 ὄντος σίτου ἐξ ἀποθέσεως ὁ στερεὸς ποὺς ἔχει
ξέστας νε, ἕκαστος ξέστης Γο κ. εἰ δὲ πρόσφατος ἐτέθη,
ἔχει ὁ στερεὸς ...  

Μέτρησις ὁρίων διαφόρων.

 Σῖτος ἀπόθετος ἀποτεθεὶς πρὸ φανεροῦ χρόνου


εὑρέθη εἰς τὸν στερεὸν πόδα μοδίων β 𐅵 ἀπὸ ξεστῶν
κβ· γίνονται ξέσται Ἰταλικοὶ νε ἀπὸ Γο κ· ἐπιβάλλου-
σιν εἰς τὸν στερεὸν πόδα λίτραι Ϟα β̸. ἐν δὲ τῷ
προσφάτως ἀποτεθέντι ἐν τοῖς ὁρίοις εὑρέθησαν εἰς
τὸν στερεὸν πόδα μόδιοι β ξέσται μδ [καὶ] Γο κ· γί-
νονται λίτραι π· ὅπερ ὅριον ἐμετρήθη.
 Ὅριον κριθῶν ἀποκειμένων πρὸ φανεροῦ χρόνου·
καὶ εὑρέθησαν εἰς τὸν στερεὸν πόδα τῶν κριθῶν μό-
διοι β 𐅵ʹ ἀπὸ ξεστῶν κβ ἐξ Γο κ· γίνονται λίτραι Ϟα β̸.
ἐν δὲ ταῖς προσφάτως ἀποτεθείσαις κριθαῖς εὑρέθησαν

Heron Mech., Liber geeponicus [Sp.] (0559: 016)


“Heronis Alexandrini geometricorum et stereometricorum reliquiae”, Ed.
306

Hultsch, F.Berlin: Weidmann, 1864.Sec. 200, line 2

ἡ ἐπιφάνεια τοῦ αὐτοῦ τετρασείρου; ποιῶ οὕτως· λάμβανε


τὴν περίμετρον ἀπὸ τῆς διαμέτρου· γίνονται πόδες ιθʹ παρὰ
τὸ ζʹʹ· ταῦτα ποιῶ ἐπὶ τὴν κάθετον τῶν γʹ ποδῶν· γίνον-
ται νϛʹ 𐅵 ιδʹʹ· τοσούτων ἔσται ἡ ἐπιφάνεια τοῦ μέτρου.
Μέτρησις ὀκταγώνου.
 Ἔστω ὀκτάγωνον ἰσόπλευρον καὶ ἰσογώνιον καταγράψαι·
ποίει τετράγωνον σχῆμα καὶ βλέπε αὐτοῦ τὴν διάγωνον·
καὶ ὅταν εὕρῃς τὸ ἥμισυ τῆς διαγώνου, λάμβανε ἀπὸ γω-
νίας εἰς γωνίαν, καὶ εὑρίσκεις στῆσαι τὰς πλευράς.
Μέτρησις ὁρίων διαφόρων.
 Σῖτος ἀπόθετος ἀποτεθεὶς πρὸ φανεροῦ χρόνου εὑρέθη  
εἰς τὸν στερεὸν πόδα μοδίων βʹ 𐅵 ἀπὸ ξεστῶν κβʹ· γίνον-
ται ξέσται Ἰταλικοὶ νεʹ. ἀπὸ κʹ ἐπιβάλλει εἰς τὸν στερεὸν
πόδα λίτρας Ϟαʹ βʹʹ. ἐν δὲ προσφάτως ἀποτεθέντι ἐν τοῖς
ὁρίοις εὑρέθησαν εἰς τὸν στερεὸν πόδα μόδιοι βʹ ξεστῶν
μδʹ καὶ οὐγγιῶν κʹ. γίνονται λίτραι πʹ, ὅπερ ὅριον ἐμετρήθη.
 Ὅριον κριθῶν ἀποκειμένων πρὸ φανεροῦ χρόνου· καὶ
εὑρέθησαν εἰς τὸν στερεὸν πόδα τῶν κριθῶν μόδιοι βʹ 𐅵
ἀπὸ ξεστῶν κβʹ ἐξ οὐγγιῶν κʹ· γίνονται λίτραι Ϟαʹ βʹʹ. ἐν
δὲ ταῖς προσφάτως ἀποτεθείσαις κριθαῖς εὑρέθησαν εἰς τὸν
στερεὸν πόδα ξέσται Ἰταλικοὶ μηʹ

Dio Chrysostomus Soph., Orationes Oration 46, Sec. 9, line 7

ἔχω, ἀλλ' ἔστι μοι ἡ πᾶσα ἐπικαρπία ἐξ οἴνου καὶ βοσκημά-


των. ἀλλ' ἀργύριον δανείζων οὐ βούλομαι παρέχειν εἰς τὴν
τοῦ σίτου ὠνήν. οὔκουν οὐδὲ περὶ τούτου οὐδέν με δεῖ λέγειν.
οἴδατε γὰρ ὑμεῖς καὶ τοὺς δανείζοντας ἐν τῇ πόλει καὶ τοὺς δανει-
ζομένους. τί οὖν ἐστιν ὅ γε ἐγὼ ποιῆσαι δυνάμενος, ὥστε
ἀπαλλάξαι ὑμᾶς τῆς ἀπορίας, οὐ βούλομαι, ἢ διότι πρὸς ἐμὲ οὕτως
ἔχετε; ὅτι νὴ Δία τὰς στοὰς ἐπὶ τῶν θερμῶν ᾠκοδόμηκα καὶ
ἐργαστήρια· τοῦτο γάρ ἐστιν, ὅ φασιν ἔνιοι ἀδικεῖσθαι ὑπ' ἐμοῦ
τὴν πόλιν. καὶ τίνα πώποτε ἢ ὑμεῖς ἢ ἄλλος τις ἀνθρώπων
ἐμέμψατο ἐν ἀγρῷ αὑτοῦ οἰκίαν οἰκοδομοῦντα; ἢ παρὰ τοῦθ' ὁ
σῖτος πλείονός ἐστι; καίτοι πέντε μυριάδων ἐώνημαι τὸ χωρίον,
τῷ παντὶ πλείονος τιμῆς τῆς ἀξίας. ἀλλ' ἐγὼ αἰσχύνομαι νὴ τὸν
Δία καὶ τοὺς θεούς, εἴ τις τῶν πολιτῶν, οὐ γὰρ δή γε ἡ πόλις,
οὕτω μοχθηρός, ὥστε λυπεῖσθαι καὶ φθονεῖν, ἐάν τινα ἴδῃ στοὰν
ἢ ἐργαστήριον ᾠκοδομηκότα.
 καὶ μὴν τό γε πρᾶγμα, ἐφ' ᾧ παρωξύνθητε, δεῖται μέν τινος
ἐπιμελείας ἀληθῶς, οὐ μέντοι ἀνήκεστόν ἐστιν οὐδὲ ὥστε τοιαῦτα  
307

ποιεῖν. ἡ γὰρ τιμὴ τοῦ σίτου τῆς μὲν συνηθείας παρ' ἡμῖν πλείων
γέγονεν, οὐ μὴν ὥστε ἀπειπεῖν. ἀλλ' εἰσὶ πόλεις, ἐν αἷς ἀεὶ το-
σούτου ἐστίν, ὅταν ἄριστα ἔχῃ. πάλιν αὖ θορυβεῖτε, ὥσπερ ἐμοῦ
λέγοντος ὅτι καὶ παρ' ὑμῖν αὐτὸν τοσούτου προσήκει εἶναι καὶ

Πολύαινος. Strategemata (0616: 001)“Polyaeni strategematon libri


viii”, Ed. Woelfflin, E., Melber, J.Leipzig: Teubner, 1887, Repr.
1970.Book 5, ch. 1, Sec. 3, line 8

ποιήσειν ἐπήγγειλε. τῶν δὲ πολιτῶν ἁπάντων ἐπὶ τὴν


θέαν προελθόντων τὰς πύλας κλείσας προσέταξε τοῖς
δορυφόροις τὰ ὅπλα τῶν οἰκιῶν ἐκφέρειν.  
 Φάλαρις πολιορκούντων Ἀκραγαντίνων Σικανοὺς
οὐ δυνάμενος ἑλεῖν αὐτοὺς πολὺν σῖτον παρεσκευα-
σμένους, διελύσατο τὸν πόλεμον· ἀλλὰ καὶ τὸν ἀπὸ
τοῦ στρατοπέδου σῖτον αὐτοῖς παρακατέθετο συνθέ-
μενος ἀπολήψεσθαι τὸν θερίζεσθαι μέλλοντα. ἀσμένως
ἐδέξαντο οἱ Σικανοί. ὁ δὲ Φάλαρις τοὺς σιτοφύλακας
αὐτῶν ἔπεισεν ἀργυρίῳ διαφθείρας τὰς ὀροφὰς τῶν
οἰκημάτων διελεῖν, ὅπως ὁ σῖτος ὑόμενος κατασαπείη·
τὸν δὲ θερισθέντα κατὰ συνθήκας αὐτὸς ἀπέλαβεν.
ἀναγκαίως οὖν τὸν μὲν ἀπὸ τῆς χώρας τῷ Φαλάριδι
ἀποδόντες, τὸν δὲ ἐν τῇ πόλει διεφθαρμένον εὑρόντες
ὑπήκουσαν αὐτῷ διὰ τὴν σιτοδείαν.
 Φάλαρις πρὸς Τεῦτον ἄρχοντα Οὐέσσης, ἥπερ
εὐδαιμονεστάτη καὶ μεγίστη Σικανῶν πόλις, ἔπεμψε
τοὺς μνηστευσομένους αὐτῷ τὴν ἐκείνου θυγατέρα.
ὑποσχομένου δὲ στρατιώτας ἀγενείους ἐπὶ τῶν ζευγῶν
καθίσας ἔπεμψε στολὰς γυναικῶν ἔχοντας ὡς θερα-
παινίδας δῶρα τῇ κόρῃ κομιζούσας.

Πολύαινος. Strategemata Book 7, ch. 15, Sec. 3, line 6

 Ξέρξης κατασκόπων Ἑλλήνων ἁλόντων ἐν τῷ στρα-


τοπέδῳ κολάζει μὲν τοὺς ἄνδρας οὐδαμῶς, κελεύει δὲ
περιαχθέντας ἰδεῖν τὴν δύναμιν ἅπασαν. ἐπεὶ δὲ εἶδον,  
’ἄπιτε τοίνυν’ ἔφη ‘καὶ τοῖς Ἕλλησιν ἀπαγγείλατε, ὅσα
ἐμοῦ δεικνύντος ἑωράκατε.’
 Ξέρξης ἐναυλόχει περὶ Ἄβυδον. σιτηγοὶ νῆες
Ἑλληνικαὶ παραπλέουσαι ἁλίσκονται ὑπὸ τῶν βαρβά-
ρων. τοῖς μὲν δὴ ἔδοξε καταδῦσαι τὰς ὁλκάδας αὐτοῖς
308

ἀνδράσιν, Ξέρξης δὲ τοὐναντίον ἤρετο ‘ποῖ πλεῖτε;’


φησάντων ἐς τὴν Ἑλλάδα, ‘καὶ ἡμεῖς’ ἔφη ‘ἐκεῖσε,
ὥστε ὁ σῖτος τοῖς Ἕλλησιν ἀγόμενος ἡμέτερός ἐστιν.
ἄπιτε δή.’ ταῦτα οἱ σωθέντες ἀπαγγείλαντες τοῖς
Ἕλλησιν οὐ μικρὰν ἔκπληξιν αὐτοῖς παρέσχον.
 Ξέρξης ἐν Θερμοπύλαις πολλῶν βαρβάρων πεσόν-
των ἀποκρυπτόμενος τὸ πλῆθος τῶν νεκρῶν προσέταξε
τοῖς οἰκείοις αὐτῶν διὰ νυκτὸς τοὺς αὑτοῖς προσήκοντας
γῇ κατακρύψαι.

Πολύαινος. Excerpta Polyaeni (0616: 002)


“Polyaeni strategematon libri viii”, Ed. Woelfflin, E., Melber, J.
Leipzig: Teubner, 1887, Repr. 1970.Excerpt 57, Sec. 22, line 5

 Ὅτι Δωρόθεος μιᾷ νηὶ ὑπὸ δύο τριήρων διωκόμενος


ἔφευγεν εἰς τὸν λιμένα προηγούμενος αὐτῶν οὐ πολὺ, κάμψας
δὲ τὴν ἄκραν τοῦ λιμένος εὐθὺς ἐπέστρεψε τὴν ναῦν, εἰς-
ιούσης τῆς προτέρας κατὰ τὸν λιμένα ἐμβαλὼν ἐκ πλαγίου
αὐτὴν μὲν κατέδυσε, τὴν δὲ ἑτέραν εἰς φυγὴν ἔτρεψεν.
 Ὅτι Ξέρξης σιτηγοὺς ναῦς Ἑλληνικὰς κρατήσας συμ-
βουλευόντων τινῶν καταδῦσαι ταύτας αὐτοῖς ἀνδράσιν τοὐ-
ναντίον αὐτὸς ἐποίει. ἐρωτήσας γοῦν ‘ὅποι πλεῖτε’, ἐπειδὴ
ἔφασαν ὡς πρὸς Ἑλλάδα, ‘καὶ ἡμεῖς, ἔφη, ἐκεῖσε, ὥστε καὶ
ὁ τοῖς Ἕλλησιν ἀγόμενος σῖτος ἡμέτερός ἐστιν.’ οἱ γοῦν
σωθέντες ἀπαγγείλαντες τοῖς Ἕλλησιν εἰς ἔκπληξιν ἔφερον
αὐτούς.

Ιπποκράτης ιατρός. De prisca medicina (0627: 001)“Oeuvres


complètes d'Hippocrate, vol. 1”, Ed. Littré, É.
Paris: Baillière, 1839, Repr. 1973.Sec. 10, line 24

τὸ σῶμα καὶ τὴν γνώμην, χάσμης τε καὶ νυσταγμοῦ καὶ δίψης


πλήρεες· ἢν δὲ ἐπιδειπνήσωσι, καὶ φῦσα καὶ στρόφος καὶ ἡ κοιλίη
καταρρήγνυται· καὶ πολλοῖσιν ἀρχὴ νούσου αὕτη μεγάλης ἐγέ-
νετο, ἢν τὰ αὐτὰ σιτία, ἃ μεμαθήκεσαν ἅπαξ ἀναλίσκειν, δὶς
προσενέγκηται, καὶ μηδὲν ἔτι πλέον. Τοῦτο δὲ, ἢν ἀριστῇν μεμα-
θηκώς τις, καὶ οὕτως αὐτέῳ ξυμφέρον, μὴ ἀριστήσῃ, ὅταν τά-
χιστα παρέλθῃ ἡ ὥρη, εὐθὺς ἀδυναμίη δεινὴ, τρόμος, ἀψυχίη· ἐπὶ
τούτοισιν ὀφθαλμοὶ χλωρότεροι, οὖρον παχὺ καὶ θερμὸν, στόμα πι-
309

κρὸν, καὶ τὰ σπλάγχνα οἱ δοκέει κρεμᾶσθαι, σκοτοδινίη, δυσθυμίη,


δυσεργίη· ταῦτα δὲ πάντα, καὶ ὅταν δειπνέειν ἐπιχειρήσῃ, ἀηδέ-  
στερος μὲν ὁ σῖτος, ἀναλίσκειν δὲ οὐ δύναται ὅσα ἀριστιζόμενος
πρότερον ἐδείπνεε· ταῦτα δὲ αὐτὰ μετὰ στρόφου τε καὶ ψόφου
καταβαίνοντα ξυγκαίει τὴν κοιλίην, δυσκοιτέουσί τε καὶ ἐνυ-
πνιάζονται τεταραγμένα καὶ θορυβώδεα· πολλοῖσι δὲ καὶ τουτέων
αὕτη ἀρχὴ νούσου ἐγένετο.
 Σκέψασθαι δὲ χρὴ διὰ τίνας προφάσιας αὐτέοισι ταῦτα ξυν-
έβη· τῷ μὲν, οἶμαι, μεμαθηκότι μονοσιτέειν, ὅτι οὐκ ἀνέμεινε τὸν
χρόνον τὸν ἱκανὸν μέχρις αὐτέου ἡ κοιλίη τῶν τῇ προτεραίῃ
προσενηνεγμένων σιτίων ἀπολαύσῃ τελέως, καὶ ἐπικρατήσῃ, καὶ
λαπαχθῇ τε καὶ ἡσυχάσῃ, ἀλλ' ἐπιζέουσάν τε καὶ ἐζυμωμένην καινὰ
ἐπεσηνέγκατο· αἱ δὲ τοιαῦται κοιλίαι πολλῷ τε βραδύτερον πέσσουσι,

Ιπποκράτης ιατρός. De diaeta in morbis acutis (0627: 004)“Oeuvres


complètes d'Hippocrate, vol. 2”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière, 1840, Repr.
1961.Sec. 5, line 10

 Τὰς δὲ πτισάνας χρὴ ἐκ κριθέων τε ὡς βελτίστων εἶναι καὶ


κάλλιστα ἡψῆσθαι, καὶ ἄλλως ἢν μὴ τῷ χυλῷ μούνῳ μέλλῃς
χρέεσθαι. Μετὰ γὰρ τῆς ἄλλης ἀρετῆς τῆς πτισάνης τὸ ὀλισθη-  
ρὸν τὴν κριθὴν καταπινομένην ποιέει μὴ βλάπτειν· οὐδαμοῦ γὰρ
προσίσχει, οὐδὲ μένει κατὰ τὴν τοῦ θώρηκος ἴξιν. Ὀλισθη-
ροτάτη τε καὶ ἀδιψοτάτη καὶ εὐπεπτοτάτη καὶ ἀσθενεστάτη
ἐστὶν ἡ κάλλιστα ἑφθὴ, ὧν πάντων δεῖ. Ἢν οὖν μὴ προστι-
μωρήσῃ τις ὁκόσων δέεται αὐτάρκης εἶναι ὁ τρόπος τῆς τοι-
αύτης πτισανοῤῥοφίης, πολλαχῆ βεβλάψεται. Ὁκόσοισι γὰρ
σῖτος αὐτίκα ἐγκατακέκλεισται, ἢν μή τις ὑποκενώσας τὸ
ῥόφημα δώῃ, τὴν ὀδύνην ἐνεοῦσαν προσπαροξύνειεν ἂν,  
καὶ μὴ ἐνεοῦσαν εὐθὺς ἐμποιήσειεν ἂν, καὶ πνεῦμα πυ-
κνότερον γένοιτ' ἄν· κακὸν δὲ τοῦτό ἐστιν· ξηραντικὸν γὰρ
πλεύμονος, καὶ κοπῶδες ὑποχονδρίων καὶ ἤτρου καὶ φρενῶν.
Τοῦτο δὲ, ἢν ἔτι τῆς ὀδύνης τοῦ πλευροῦ ξυνεχέος ἐούσης,
καὶ πρὸς τὰ θερμάσματα μὴ χαλώσης, καὶ τοῦ πτυέλου μὴ ἀνιόν-
τος, ἀλλὰ καταγλισχραινομένου ἀσαπέως, ἢν μὴ λύσῃ τις  
τὴν ὀδύνην, ἢ κοιλίην μαλθάξας, ἢ φλέβα ταμὼν, ὁκότερον ἂν
τουτέων ξυμφέρῃ, τὰς δὲ πτισάνας ἢν οὕτως ἔχουσι διδῷ, τα-
χέες οἱ θάνατοι τῶν τοιουτέων γίγνονται.

Ιπποκράτης ιατρός. De diaeta in morbis acutis


Sec. 6, line 14
310

μοῦνον, ἔστιν ὅπη καὶ διαφερόντως τιμωρητέον. Χρὴ δὲ τό


γε πάμπαν οὕτω ποιέειν· ἢν νεοβρῶτι ἐόντι αὐτέῳ καὶ
κοιλίης μήπω ὑποκεχωρηκυίης ἄρξηται ὁ πυρετὸς, ἤν τε
ξὺν ὀδύνῃ, ἤν τε ἄνευ ὀδύνης, ἐπισχεῖν τὴν δόσιν τοῦ ῥοφήματος,
ἔστ' ἂν οἴηται κεχωρηκέναι ἐς τὸ κάτω μέρος τοῦ ἐντέρου τὸ
σιτίον. Χρέεσθαι δὲ ποτῷ, ἢν μὲν ἄλγημά τι ἔχῃ, ὀξυμέλιτι χει-  
μῶνος μὲν θερμῷ, θέρεος δὲ, ψυχρῷ· ἢν δὲ πολλὴ δίψα ᾖ,
μελικρήτῳ καὶ ὕδατι. Ἔπειτα, ἢν μὲν ἄλγημά τι ἐνῇ,
ἢ τῶν ἐπικινδύνων τι ἐμφαίνηται, διδόναι τὸ ῥόφημα μήτε
πουλὺ μήτε παχὺ, μετὰ δὲ τὴν ἑβδόμην, ἢν ἰσχύῃ.
Ἢν δὲ μὴ ὑπεληλύθῃ ὁ παλαιότερος σῖτος νεοβρῶτι
ἐόντι, ἢν μὲν ἰσχύῃ τε καὶ ἀκμάζῃ τῇ ἡλικίῃ, κλύσαι·
ἢν δὲ ἀσθενέστερος ᾖ, βαλάνῳ προσχρήσασθαι, ἢν μὴ αὐ-
τόματα διεξίῃ καλῶς. Καιρὸν δὲ τῆς δόσιος τοῦ ῥοφήματος τόνδε
μάλιστα φυλάσσεσθαι, κατ' ἀρχὰς καὶ διὰ παντὸς τοῦ νου-
σήματος· ὅταν μὲν οἱ πόδες ψυχροὶ ἔωσιν, ἐπισχεῖν χρὴ
τοῦ ῥοφήματος τὴν δόσιν, μάλιστα δὲ καὶ τοῦ ποτοῦ ἀπέχεσθαι·
ὁκόταν δὲ ἡ θέρμη καταβῇ ἐς τοὺς πόδας, τότε διδόναι, καὶ  
νομίζειν μέγα δύνασθαι τὸν καιρὸν τοῦτον ἐν πάσῃσι τῇσι
νούσοισιν· οὐχ ἥκιστα δὲ ἐν τῇσιν ὀξείῃσι, μάλιστα δὲ ἐν
τῇσι μᾶλλον πυρετώδεσι καὶ ἐπικινδυνοτάτῃσιν.

Ιπποκράτης ιατρός. De morbis popularibus (= Epidemiae)


Book 4, ch. 1, Sec. 14, line 2

μέρεος· ἀριστερὰ δὲ ἴλλαινεν αἰνῶς ὀδυνώμενος· τράχηλος σκληρὸς


ἐπεγένετο· τρίτην ὥρην ἴσως ὠδυνήθη ὕστερον.
 Μετὰ πληϊάδων δύσιν ὁ θεράπων ὁ τοῦ Ἀττικοῦ, ὑπὸ τεταρ-
ταίου ἁλισκόμενος, τυφώδης, ἱδρύθη. Ἕτερος τὴν αὐτὴν ὥρην
ἀληθεῖ τυφωμανίῃ· ἐς ἰσχία καὶ σκέλεα ἦλθεν ὀδύνη, ἐπαύετο,
ποσταῖος οὐ γινώσκω. Ταύτην τὴν ὥρην, φρικώδεες, ἐμετώδεες,
καὶ μετὰ κρίσιν ἀπόσιτοι, καὶ χολώδεες, καὶ σπλῆνες μεγάλοι  
σκληροὶ, ὀδυνώδεες, καὶ αἰμοῤῥαγικοί· τισὶ δὲ τὴν αὐτὴν ὥρην μετὰ
πληϊάδων δύσιας, ἐκ ῥινῶν αἷμα χλοῶδες ἐπὶ πλάνησιν.
 Ἐν Κρανῶνι, τῇ Νικοστράτου λειφθείσῃ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ
ἔφθασεν αὐτίκα ἀκράτεια τραχήλου καὶ τῶν ἄλλων· καὶ σῖτος
ἐγκατεκλείσθη μέχρι δεκάτης. Πνεῦμα πυκνὸν, σμικρόν· ἀκρασίη·
ψηλαφῶσα δακτύλους· παραλέγουσα· ἱδρῶτες· εἱλκύσθη ἐπὶ τὰ
δεξιὰ τράχηλος, στόμα, ὄμμα, ῥίς. Οὔρων ὑπόστασις, λευκὴ, ὀροβώ-
δης· ἑτέρη, λευκὴ, ξυσματώδης· ἄλλη ὑπόχλωρος, λεκιθώδης· ταύτῃ
ἔστιν ὅτε ὡς πιμελῶδες ἐφίστατο· τοῦτο ἀθρόον, οὐκ ἐπιπολὺ
311

διεσκεδασμένον, οἷον τὸ ἐναιώρημα διεστηκὸς, οἷον ἐξ οἵου τὸ


ὑφιστάμενον ἔπειτα οὐρεῖται· καὶ τὸ μέν τι τοιοῦτον,

Ιπποκράτης ιατρός. De morbis popularibus (= Epidemiae)


Book 5, ch. 1, Sec. 6, line 6

 Εὐρυδάμας, ἐν Οἰνειάδῃσιν, ἐν περιπλευμονίῃ δεκαταῖος


ἤρχετο παρακόπτειν· ἰητρευόμενος δὲ κατενόησέ τε, καὶ τὰ πτύαλα
ἐγένετο καθαρώτερα, καὶ προχωρέουσα ἡ νοῦσος ἐπὶ τὸ βέλτιον,
ὕπνος τε αὐτέῳ κατεχύθη πουλὺς, καὶ τὰ ὄμματα ἰκτερώδεα ἐγένετο,
καὶ ἀπέθανε πρὸς τὰς εἴκοσιν ἡμέρας.
 Ἐν Οἰνειάδῃσιν ἀνὴρ νούσῳ εἴχετο· ὁκότε ἄσιτος εἴη, ἔμυζεν
αὐτοῦ ἐν τῇ γαστρὶ ἰσχυρῶς, καὶ ὠδυνᾶτο· καὶ ὅτε φαγόντι τὰ σιτία
τριφθείη, καὶ χρόνος ἐπιγένοιτο μετὰ τὴν βρῶσιν τοῦ σιτίου, μετ'
οὐ πολὺ ταὐτὸ τοῦτο ἔπασχεν. Καὶ ἔφθινε τὸ σῶμα, καὶ ἐτήκετο,
καὶ τροφὴ οὐκ ἐγένετό οἱ ἀπὸ τῶν σιτίων ἐσθίοντι· καὶ ὑπεχώρεεν
ὁ σῖτος πονηρὸς καὶ ξυγκεκαυμένος. Ὁκότε δὲ νεωστὶ βεβρωκὼς
εἴη, αὐτὸν τοῦτον τὸν χρόνον ἥκιστα ἔμυζε, καὶ τὸ ἄλγος εἶχεν
αὐτόν. Οὗτος φάρμακα πίνων παντοδαπὰ καὶ ἄνω καὶ κάτω, οὐδὲν
ὠφελέετο· φλεβοτομούμενος δὲ ἐν μέρει ἑκατέρην τὴν χεῖρα, ἕως ἔξαι-
μος ἐγένετο, ἔπειτα ὠφελήθη, καὶ ἀπηλλάγη τοῦ κακοῦ.
 Εὐπόλεμος ἐν Οἰνειάδῃσιν ὠδυνᾶτο ἰσχυρῶς ἰσχίον τὸ δεξιὸν,
καὶ τὸν βουβῶνα, καὶ τὴν πλησίον ξυμβολὴν πρὸς τοῦ ἰσχίου ἀπὸ
τοῦ βουβῶνος, καὶ τοῦ ἰσχίου τὸ πρόσθεν. Τούτῳ αἷμα ἀφῃρέθη ἀπὸ
τοῦ σφυροῦ πουλὺ πάνυ, καὶ μέλαν, καὶ παχύ· καὶ φάρμακον ἔπιεν  
ἐλατήριον, καὶ ἐκαθάρθη πουλλά· καὶ ῥηΐων μέν τι ἐγένετο·

Ιπποκράτης ιατρός. De morbis popularibus (= Epidemiae)


Book 6, ch. 5, Sec. 5, line 4

σῶμα, ἱδρῶτες, κνησμοὶ, σκορδινισμοὶ, καὶ ὅσα τοιαῦτα.


 Ἀνθρώπου ψυχὴ αἰεὶ φύεται μέχρι θανάτου· ἢν δὲ ἐκπυρωθῇ
ἅμα τῇ νούσῳ καὶ ἡ ψυχὴ, τὸ σῶμα φέρβεται.  
 Νοῦσοι ξύντροφοι ἐν γήραϊ καὶ διὰ πεπασμὸν λείπουσι, καὶ
διὰ λύσιν, καὶ δι' ἀραίωσιν.
 Ἴησις ἀντίνοον, μὴ ὁμονοεῖν τῷ πάθει· τὸ ψυχρὸν καὶ ἐπι-
κουρέει καὶ κτείνει.
 Ὁκόσα δὲ ἐκ θυμοῦ, ταῦτα· ὀξυθυμίη ἀνασπᾷ καρδίην καὶ
312

πλεύμονα ἐς ἑωυτὰ, καὶ ἐς κεφαλὴν τὰ θερμὰ καὶ τὸ ὑγρόν· ἡ δ' εὐ-


θυμίη ἀφίει καρδίην. Πόνος, τοῖσιν ἄρθροισι καὶ σαρκὶ
σῖτος, ὕπνος σπλάγχνοισιν. Ψυχῆς περίπατος, φροντὶς ἀνθρώ-
ποισιν.
 Ἐν τοῖσι τρώμασι τὸ αἷμα ξυντρέχει, βοηθητέον ὡς τὸ κε-
νὸν πληρωθῆναι.  
 Ἢν οὖς ἀλγέῃ, εἰρίον περὶ τὸν δάκτυλον ἐλίξας, ἐγχέειν
ἄλειφα θερμὸν, ἔπειτα ἐπιθεὶς ἔσω ἐν τῷ θέναρι τὸ εἰρίον ὑπὸ τὸ οὖς
ἐπιθεῖναι, ὡς δοκέῃ τί οἱ ἐξιέναι, ἔπειτα ἐπὶ πῦρ ἐπιβάλλειν·
ἀπάτη.

Ιπποκράτης ιατρός. De morbis popularibus (= Epidemiae)


Book 7, ch. 1, Sec. 70, line 1

ἔτεα τέσσαρα διετέλεσεν· θέρμαι λεπταὶ ἐν ἀρχῇ ἐγένοντο. Ἐλλέ-


βορος οὐκ ὠφέλησεν, ἀλλὰ ὀλιγοσιτίη, ἀλλὰ τὸ συμπιασθῆναι·  
ἐσθίειν ἄρτον· οἶνον μέλανα· ὄψα, ὁποῖα ἐθέλοι· ἀπέχεσθαι δριμέων,
ἁλυκῶν, λιπαρῶν, ὀποῦ σιλφίου, λαχάνων ὠμῶν· περιπατεῖν πουλλά·
γαλακτοποσίη οὐ ξυνήνεγκεν, ἀλλὰ σήσαμον πίνειν, καθαρὸν, ὠμὸν,
ὅσον ὀξύβαφον, σὺν οἴνῳ μαλθακῷ.
 Τιμοχάρει, χειμῶνος, κατάῤῥους, μάλιστα ἐς τὰς ῥῖνας·
ἀφροδισιάσαντι, ἐξηράνθη πάντα· κόπος, θέρμη ἐπεγένετο· κεφαλὴ
βαρέη· ἱδρὼς ἀπὸ κεφαλῆς πουλύς· κατέῤῥει δὲ καὶ κατὰ τοῦ σώμα-
τος ὅλου· ἦν δὲ καὶ ὑγιαίνων ἱδρώδης· τριταῖος ὑγιάνθη.
 Ὁ τοῦ Κλεομένεος παῖς, χειμῶνος ἀρξάμενος, ἀπόσιτος,
ἄνευ πυρετοῦ ἐτρύχετο, καὶ ἤμει τὰ σιτία καὶ φλέγμα, μῆνας δὲ
δύο ἡ ἀσιτίη παρηκολούθησεν.

Ιπποκράτης ιατρός. De morbis popularibus (= Epidemiae)


Book 7, ch. 1, Sec. 107, line 4

λαὶ, μᾶλλον δὲ παιδίοισι· παρὰ τὰ ὦτα πουλλοῖσιν, οἷα τοῖσι σατύ-


ροισιν· ὁτὲ δὲ ὁ πρὸ τούτου τοῦ χρόνου χειμὼν σφόδρα χειμερινὸς ἐγέ-
νετο ἐν χιόνι καὶ ὄμβροισι βορείοισιν.
 Τῷ Τιμώνακτος παιδίῳ ὡς διμηνιαίῳ ἐξανθήματα ἐν σκέ-
λεσι, καὶ ἐν ἰσχίοισι, ὀσφύϊ, ὑπογαστρίῳ, καὶ οἰδήματα σφόδρα
ἐνερευθῆ. Καταστάντων δὲ τούτων, σπασμοὶ καὶ ἐπιληπτικὰ ἐγέ-
νοντο ἄνευ πυρετῶν ἡμέρας πολλὰς, καὶ ἐτελεύτησεν.
 Τῷ τοῦ Πολεμάρχου ξυνέβη μὲν τῷ ἔμπροσθεν χρόνῳ ἐμ-  
πυωθῆναί τε καὶ ἀποχρέμψασθαι· ὕστερον δὲ θέρμαι αὐτῷ ἦσαν, καὶ
313

ὑδρωπιώδης τε ἦν, καὶ ἐπίσπληνος, καὶ ἀσθματώδης, πρὸς αἶπος εἴ


ποτε ἴοι, καὶ ἀδύνατος, καὶ διψώδης, καὶ ἀπόσιτος ἐπιεικῶς ἔστιν
ὅτε, καὶ βηχία ξηρὰ ἐπὶ πουλὺν χρόνον οὕτως ἐγίνετο· ὑπεφέρετο,
καὶ εἰ μή τι εὔλυτος γίνοιτο κοιλίη κάτω, πλήρης ἐγένετο ἄνω, καὶ
ἆσθμα καὶ πνίγμα ἐγίνετο μᾶλλον. Τέλος δὲ κατάῤῥοος, καὶ ἀπό-
χρεμψις ἐπικατῆλθε, καὶ βήξ· ἡ δὲ ἀπόχρεμψις, παχέα καὶ ὠχρὰ
πῦα· καὶ πυρετὸς σφοδρός· καὶ ἐδόκει λῆξαι, καὶ ἡ βὴξ πρηϋτέρη,
καὶ ἡ ἀπόχρεμψις καθαρή. Ὑπέστρεψε, πάλιν ὀξὺς πυρετός· πνεῦμα
πυκνόν· ἐτελεύτησε, πλὴν προσεῤῥίγωσε πόδας, καὶ κατεψύχθη·
μετὰ ταῦτα πνεῦμα μᾶλλον ἐγκατελήφθη· ἡ οὔρησις ἔστη· τὰ ἄκρεα
κατεψύχθη· ἔμφρων ἐτελεύτησε τριταῖος ἀπὸ τῆς ὑποστροφῆς.
 Τῷ τοῦ Θυνοῦ σφόδρα ἐν πυρετῷ καυσώδει ἐλιμοκτονήθη·

Ιπποκράτης ιατρός. De humoribus (0627: 015)“Oeuvres complètes


d'Hippocrate, vol. 5”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière, 1846, Repr. 1962.
Sec. 1, line 16

τροφή· ἀναῤῥοπίη, καταῤῥοπίη· τὰ αὐτόματα ἄνω καὶ κάτω, ἃ


ὠφελέει καὶ βλάπτει· ξυγγενὲς εἶδος, χώρη, ἔθος, ἡλικίη, ὥρη,
κατάστασις νούσου, ὑπερβολὴ, ἔλλειψις, οἷσιν ὁκόσον λείπεται, ἢ
οὔ· κάθαρσις καὶ κένωσις, ἄκη· ἔκκλισις· παροχέτευσις ἢ ἐς
τὴν κεφαλὴν, ἢ ἐς τὰ πλάγια, ᾗ μάλιστα ῥέπει· ἢ ἀντίσπα-
σις, ἐπὶ τοῖσιν ἄνω, κάτω, ἄνω, ἐπὶ τοῖσι κάτω· ἢ ξηρῆναι·  
ἢ οἷσι τὰ κάτω, ἢ ἄνω ἐκπλύνεται, ἢ οἷσι παρηγορήσεται· μὴ τὰ
ἐκκεχυμωμένα ἐς τὸ ἔσω ἀπολαμβάνειν, ἀλλὰ τὰς ἀφόδους ξηραίνειν.
Τάραξις, κατάκλυσις, διάνιψις, οἷσιν ἀποστήσεται πρὸς ἕδρην, ὅθεν
ἀθέλγεται, ἢ φάρμακον, ἢ ἕλκος, ἢ χυμός τις συνεστηκὼς, ἢ βλά-
στημα, ἢ φῦσα, ἢ σῖτος, ἢ θηρίον, ἢ καῦμα, ἢ ἄλλο τι πάθος.
 Σκεπτέα ταῦτα· τὰ αὐτόματα λήγοντα, ἢ οἷον αἱ ἀπὸ καυμά-
των ἐπεγειρόμεναι φλυκτίδες, ἐφ' οἷσιν οἷα βλάπτει ἢ ὠφελέει,
σχήματα, κίνησις, μετεωρισμὸς, παλινίδρυσις, ὕπνος, ἐγρήγορσις,
ἁλύκη, χάσμη, φρίκη, ἅτε ποιητέα ἢ κωλυτέα, φθάσαι. Παίδευ-
σις ἐμέτου, κάτω διεξόδου, πτυάλου, μύξης, βηχὸς, ἐρεύξιος, λυ-
γμοῦ, φύσης, οὔρου, πταρμοῦ, δακρύων, κνησμῶν, τιλμῶν, ψαυσίων,
δίψης, λιμοῦ, πλησμονῆς, ὕπνων, πόνων, ἀπονίης, σώματος, γνώ-
μης, μαθήσιος, μνήμης, φωνῆς, σιγῆς.
 Τῇ ὑστερικῇ καθάρσεις, τὰ ἄνωθεν καταῤῥηγνύμενα, καὶ

Ιπποκράτης ιατρός. De semine, de natura pueri, de morbis iv (0627:


024)“Oeuvres complètes d'Hippocrate, vol. 7”, Ed. Littré, É.
314

Paris: Baillière, 1851, Repr. 1962.Sec. 12, line 28

ὁρέομεν ἀεί. Δῆλος οὖν ὁ ἐκλογισμός ἐστι τοῦ πνεύματος, ὅτι ἐν τῷ


ξύλῳ ἐὸν θερμὸν ἀντισπᾷ ἕτερον ψυχρὸν, ἀφ' οὗ τρέφεται, ἐς
ἑωυτὸ, καὶ ἀπὸ ἑωυτοῦ ἀφίησιν· εἰ μὲν γὰρ μὴ ἀντέσπα, οὐκ ἂν τὸ
πνεῦμα εἱλίσσετο ἔξω ἰόν· πᾶν γὰρ τὸ θερμὸν τῷ ψυχρῷ τρέφεται
τῷ μετρίῳ· καὶ ὁκόταν διαθερμανθῇ τὸ ὑγρὸν τὸ ἐν τῷ ξύλῳ ἐνεὸν,
πνεῦμα γενόμενον χωρέει ἔξω· καὶ τῇδε ἐξιὸν ἔξω τὸ θερμὸν τὸ ἐν
τῷ ξύλῳ ἐνεὸν ἀντισπᾷ ἕτερον ψυχρὸν, ἀφ' οὗ τρέφεται. Ποιέει δὲ  
τοῦτο καὶ φύλλα χλωρὰ, ὅταν καίηται, πνεῦμα γὰρ ἴσχει· ἔπειτα
ῥήγνυσι τὸ πνεῦμα καὶ ὁδὸν ποιέεται καὶ χωρέει ἔξω ἑλισσόμενον,
χωρέον δὲ ψόφον παρέχει, ᾗ τὴν εἰσπνοὴν ποιέεται· καὶ χέδροπα
καὶ σῖτος καὶ ἀκρόδρυα θερμαινόμενα πνεῦμα ἴσχει, καὶ ἔξω ἐξέρ-
χεται ῥαγὴν ποιησάμενον· καὶ ἢν νοτερὰ ἔῃ, πλέον τὸ πνεῦμα
ἀφίησι καὶ τὴν ῥαγὴν μέζω ποιέεται. Καὶ τί δεῖ μακρηγορέειν;
πάντα γὰρ ὁκόσα θερμαίνεται, πνεῦμα ἀφίησι, καὶ ἕτερον ψυχρὸν
κατὰ τοῦτο ἀντισπᾷ, ἀφ' οὗ τρέφεται· καὶ αὗταί μοι ἀνάγκαι προη-
γμέναι εἰσὶν, ὅτι ἡ γονὴ θερμαινομένη ἐν τῇσι μήτρῃσι πνεῦμα ἴσχει
καὶ ἀφίησιν· ἅμα δὲ καὶ ἀπὸ τῆς μητρὸς πνεούσης πνοὴν ἴσχει καὶ ἡ
γονή· ὁκόταν γὰρ ἡ μήτηρ ψυχρὸν ἑλκύσῃ ἐς ἑωυτὴν ἀπὸ τοῦ ἠέρος,
ἐπαυρίσκεται ἡ γονή· θερμὴ δέ ἐστιν ἅτε δὴ ἐν θερμῷ ἐοῦσα· καὶ
τότε δὴ πνεῦμα ἴσχει καὶ ἀφίησι. Καὶ ἡ γονὴ ὑμενοῦται φυσωμένη·
περιτέταται γὰρ ἀμφ' αὐτὴν τὸ ἔξωθεν, συνεχὲς γινόμενον,

Ιπποκράτης ιατρός. De affectionibus (0627: 025)


“Oeuvres complètes d'Hippocrate, vol. 6”, Ed. Littré, É.
Paris: Baillière, 1849, Repr. 1962.Sec. 60, line 1

 Τὸ μέλι ξὺν μὲν ἑτέροις ἐσθιόμενον καὶ τρέφει καὶ εὔχροιαν
παρέχει, αὐτὸ δὲ ἐφ' ἑωυτοῦ λεπτύνει μᾶλλον ἢ κομίζει, καὶ γὰρ
διουρέεται καὶ διακαθαίρεται μᾶλλον τοῦ μετρίου.  
 Τὰ διαχωρητικὰ ἐν τῇ κοιλίῃ θερμαίνεται ταχὺ, καὶ θερμαι-
νόμενα μαραίνεται καὶ τήκεται, καὶ τὴν διαχώρησιν διὰ τοῦτο τα-
χείην παρέχει· ὅσα δὲ στάσιμα τῶν σιτίων, καὶ θερμαίνεται βρα-
δέως, καὶ θερμαινόμενα ξηραίνεται καὶ ξυνίσταται, καὶ διὰ τοῦτο
περίσκληρα γινόμενα οὐ διαχωρέει. Τὰ διαχωρητικὰ ἔγχυλά ἐστι
καὶ φύσει θερμὰ, τὰ δὲ οὐρητικὰ ξηρὰ καὶ ψυχρά.
 Ὁ σῖτος καὶ ὁ οἶνος διαφέρουσι μὲν καὶ αὐτοὶ ἑωυτῶν φύσει
ἐς ἰσχὺν καὶ ἀσθενείην καὶ κουφότητα καὶ βαρύτητα· διαφέρει δὲ καὶ
χώρη χώρης ἐξ ὁκοίης ἂν ᾖ, καὶ εὔυδρος ἐοῦσα καὶ ἄνυδρος, καὶ
εὐήλιος καὶ πολύσκιος, καὶ ἀγαθὴ καὶ φλαύρη, ὥστε ἅπαντα ταῦτα
ξυμβάλλεται ἐς τὸ ἰσχυρότερα ἕκαστα τῶν σιτίων εἶναι καὶ ἀσθενέ-
315

στερα.
 Ὁκόσοι ὑγιαίνοντες ἀρτοφαγέειν εἰώθασι, ταῦτα διδόναι
τούτοισι καὶ ἐν τῇσι νούσοισιν. Ὅταν ἢ σιτία ἢ ποτὰ πλέω τοῦ εἰω-
θότος τις λάβῃ, ἢ μὴ τὰ εἰωθότα τελέσῃ, ἀπεμέσαι παραχρῆμα ἄρι-
στον. Ὀπώρη καὶ ἀκρόδρυα διὰ τόδε μετὰ τὸ σιτίον λυπηρότερά
ἐστι καὶ ὑγιαίνοντι καὶ ἀσθενέοντι

Ιπποκράτης ιατρός. De diaeta i–iv (0627: 031)


“Oeuvres complètes d'Hippocrate, vol. 6”, Ed. Littré, É.
Paris: Baillière, 1849, Repr. 1962.Sec. 90, line 45

γῆν ἀπό τινος ὕδατος ἢ θαλάσσης ὁρῇν νοῦσον σημαίνει, ὑγρασίης


πολλῆς ἐνεούσης ἐν τῷ σώματι· ἀλλὰ χρὴ τοῖσιν ἐμέτοισι καὶ τῇ
ἀναριστήσει καὶ τοῖσι πόνοισι καὶ τοῖσι ξηροῖσι διαιτήμασι χρῆσθαι,
ἔπειτα προσάγειν ἐξ ὀλίγων καὶ ὀλίγοισιν. Ἀλλ' οὐδὲ μέλαιναν ὁρῇν
τὴν γῆν οὐδὲ κατακεκαυμένην δοκεῖ ἀγαθὸν, ἀλλὰ κίνδυνος ἰσχυροῦ
νοσήματος ἀντιτυχεῖν καὶ θανασίμου· ξηρασίης γὰρ ὑπερβολὴν
σημαίνει εἶναι ἐν τῇ σαρκί· ἀλλὰ χρὴ τούς τε πόνους ἀφελεῖν τοῦ τε
σίτου ὁκόσα ξηρά τε καὶ θερμὰ καὶ δριμέα καὶ οὐρητικά· διαιτῆ-
σθαί τε τῆς τε πτισάνης καθέφθῳ τῷ χυλῷ, καὶ πᾶσι τοῖσι μαλα-
κοῖσι καὶ κούφοισιν ὀλίγοισι, ποτῷ δὲ πλέονι ὑδαρεῖ λευκῷ, λου-
τροῖσι πολλοῖσι θερμοῖσιν· ἀλλὰ μὴ ἄσιτος λουέσθω, μαλακευνείτω,
ῥᾳθυμεέτω, ψῦχος καὶ ἥλιον φυλασσέσθω· εὔχεσθαι δὲ Γῇ καὶ  
Ἑρμῇ καὶ τοῖσιν ἥρωσιν. Εἰ δὲ κολυμβῇν ἐν λίμνῃ ἢ ἐν θαλάσσῃ
ἢ ἐν ποταμοῖσι δοκέει, οὐκ ἀγαθόν· ὑπερβολὴν γὰρ ὑγρασίης σημαί-
νει· ξυμφέρει δὲ τούτῳ ξηραίνειν τῇ διαίτῃ, τοῖσί τε πόνοισι πλείοσι
χρῆσθαι· πυρέσσοντι δὲ ἀγαθόν· σβέννυται γὰρ τὸ θερμὸν ὑπὸ τῶν
ὑγρῶν.

Ιπποκράτης ιατρός. De visu (0627: 047)“Oeuvres complètes


d'Hippocrate, vol. 9”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière, 1861, Repr. 1962.
Sec. 9, line 4

 Νυκτάλωπος φάρμακον· πινέτω ἐλατήριον, καὶ τὴν κεφα-


λὴν καθαιρέσθω, καὶ κατάξας τὸν αὐχένα ὡς μάλιστα, πιέσας
πλεῖστον χρόνον. Ἐπανιεὶς δὲ διδόναι ἐν μέλιτι βάπτων ἧπαρ βοὸς
ὠμὸν καταπιεῖν μέγιστον ὡς ἂν δύνηται, ἓν ἢ δύο.
 Ἤν τινι οἱ ὀφθαλμοὶ ὑγιέες ἐόντες διαφθείροιεν τὴν ὄψιν,
τουτέῳ χρὴ ταμόντα κατὰ τὸ βρέγμα, ἐπαναδείραντα, ἐκπρίσαντα τὸ
ὀστέον, ἀφελόντα τὸν ὕδρωπα, ἰῆσθαι· καὶ οὕτως ὑγιέες γίνονται.
316

 Ὀφθαλμίης τῆς ἐπετείου καὶ ἐπιδημίου ξυμφέρει κάθαρ-  


σις κεφαλῆς καὶ τῆς κάτω κοιλίης· καὶ εἰ ἔχοι τὸ σῶμα, αἵματος
ἀφαίρεσις ξυμφέρει πρὸς ἔνια τῶν τοιούτων ἀλγημάτων, καὶ σι-
κύαι κατὰ τὰς φλέβας. Σῖτος ὀλίγος ἄρτος, καὶ ὕδατος πόσις. Κα-
τακεῖσθαι δὲ ἐν σκότῳ, ἀπό τε καπνοῦ καὶ πυρὸς καὶ τῶν ἄλλων
λαμπρῶν, πλαγίων, ἄλλοτε ἐπὶ τὰ δεξιὰ, ἄλλοτε ἐπ' ἀριστερά.
Μὴ τέγγειν τὴν κεφαλὴν, ἐπειδὰν οὐ ξυμφέρει. Κατάπλασμα
ὀδύνης μὴ ἐνεούσης, ἀλλ' ὡς ῥεύματος ἐπέχοντος, οὐ συμφέρει.
Οἰδημάτων ἀνωδύνων καὶ μετὰ τὰ δριμέα φάρμακα τῆς ὀδύνης
ἐπαλειφόμενα, ἐπειδὰν ἥ τε ὀδύνη παύσηται καὶ διαχωρισθῇ
μετὰ τὴν ἐσάλειψιν τοῦ φαρμάκου, τότε συμφέρει καταπλάσσειν
τῶν καταπλασμάτων ὅ τι ἄν σοι δοκέῃ ξυμφέρειν. Οὐδὲ διαβλέ-
πειν ξυμφέρει πουλὺν χρόνον, δάκρυον γὰρ προκαλέεται, οὐ δυνά-
μενος ὁ ὀφθαλμὸς πονέειν πρὸς τὰ λαμπρά· ἀλλ' οὐδὲ ξυμμύειν

Flavius Philostratus Soph., Vitae sophistarum (0638: 003)


“Flavii Philostrati opera, vol. 2”, Ed. Kayser, C.L.
Leipzig: Teubner, 1871, Repr. 1964.Ch. 1, Olearius p. 527, line 12

γὰρ χρήματα ταῦτα τοῖς ξυμβαλομένοις ἀπέδωκεν


ἐπανεὶς τὸν μισθὸν τῆς ἀκροάσεως.
 Ἔδοξε δὲ ὁ σοφιστὴς οὗτος τεχνικώτατός τε καὶ
φρονιμώτατος τὸ ἐπιχειρηματικὸν ἐν ἐπινοίᾳ τεχνικῇ
κείμενον ἱκανῶς ἐκπονῆσαι, καὶ ἑρμηνεῦσαι μὲν
ἀποχρῶν, νοῆσαι δὲ καὶ τὰ νοηθέντα τάξαι ἀπέριττος.
διαφαίνονται δὲ τοῦ λόγου καὶ λαμπρότητες λήγουσαι
ταχέως, ὥσπερ τὸ τῆς ἀστραπῆς σέλας. δηλοῦται δὲ
τοῦτο ἐν πᾶσι μέν, μάλιστα δὲ ἐν τοῖσδε· κατηγο-
ρῶν μὲν γὰρ τοῦ Λεπτίνου διὰ τὸν νόμον, ἐπεὶ μὴ
ἐφοίτα τοῖς Ἀθηναίοις ἐκ τοῦ Πόντου σῖτος, ὧδε
ἤκμασεν· “κέκλεισται τὸ στόμα τοῦ Πόντου
νόμῳ καὶ τὰς Ἀθηναίων τροφὰς ὀλίγαι
κωλύουσι συλλαβαί, καὶ ταὐτὸν δύναται
Λύσανδρος ναυμαχῶν καὶ Λεπτίνης νο-
μομαχῶν”. ἀντιλέγων δὲ τοῖς Ἀθηναίοις ἀπορίᾳ
χρημάτων βουλευομένοις πωλεῖν τὰς νήσους ὧδε
ἔπνευσεν· “λῦσον, ὦ Πόσειδον, τὴν ἐπὶ
Δήλῳ χάριν, συγχώρησον αὐτῇ πωλουμένῃ  
φυγεῖν.” ἐσχεδίαζε μὲν οὖν κατὰ τὸν Ἰσαῖον, οὗ
δὴ καὶ ἠκροάσατο, μισθοὺς δὲ γενναίους ἐπράττετο
317

Aristophanes Gramm., Aristophanis historiae animalium epitome


Pseudo-Justinus Martyr, Quaestiones et responsiones ad orthodoxos
(0646: 009)“Corpus apologetarum Christianorum saeculi secundi, vol. 5,
3rd edn.”, Ed. Otto, J.C.T.Jena: Mauke, 1881, Repr. 1969.
Morel p. 403, Sec. D, line 7

Ἐρώτησις κβʹ.

 Εἰ τῷ σίτῳ συναυξάνεσθαι τὰ ζιζάνια ὁ δεσπότης Χρι-


στὸς ἀπεφήνατο, πῶς τὰ μὲν ζιζάνια πεπλήθυνται, σχεδὸν
δὲ ὁ σῖτος ἐξέλιπε; Καὶ τίς ἡ ἀπόδειξις τοῦ εἶναι σῖτον τὸν
ἐκλείψαντα; Πῶς δὲ τῆς συναυξήσεως τούτων ἡ πρόῤῥησις οὐ
διέψευσται;

Ἀπόκρισις.

 Ἀπόδειξις τοῦ σῖτον εἶναι τὸν ἐκλείψαντα αὕτη ἐστὶν ἡ


παρ' αὐτοῦ πρόῤῥησις λέγουσα· Διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν
ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. Καὶ πάλιν· Ἐν
ὑστέροις καιροῖς ἀφίστανταί τινες τῆς πίστεως καὶ προσέχουσι
πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις ἀνθρώπων. Καὶ πάλιν·
Ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας ἀποστρέφονται, πρὸς δὲ τοὺς μύθους
ἐκτραπήσονται. Καὶ πάλιν·

Pseudo-Justinus Martyr, Quaestiones et responsiones ad orthodoxos


Morel p. 404, Sec. B, line 4

Ἀπόκρισις.

 Ἀπόδειξις τοῦ σῖτον εἶναι τὸν ἐκλείψαντα αὕτη ἐστὶν ἡ


παρ' αὐτοῦ πρόῤῥησις λέγουσα· Διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν
ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. Καὶ πάλιν· Ἐν
ὑστέροις καιροῖς ἀφίστανταί τινες τῆς πίστεως καὶ προσέχουσι
πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις ἀνθρώπων. Καὶ πάλιν·
Ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας ἀποστρέφονται, πρὸς δὲ τοὺς μύθους
318

ἐκτραπήσονται. Καὶ πάλιν· Εἰσελεύσονται εἰς ὑμᾶς λύκοι


βαρεῖς, μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου, τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μα-
θητὰς ὀπίσω αὑτῶν. Ὅτι δὲ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος
οὐκ ἐκλείπει ὁ σῖτος, δηλοῖ ὁ κύριος λέγων· Διὰ δὲ τοὺς
ἐκλεκτούς, οὓς ἐξελέξατο ὁ πατήρ, κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι
ἐκεῖναι. Ἀλλ' εἰ μὲν συνέβη τι τῷ σίτῳ τὸ μὴ εἰρημένον περὶ
αὐτοῦ αὐξομένου τε καὶ ἐκλείποντος, δῆλον ὅτι διέψευσται ὁ
περὶ αὐτοῦ λόγος· εἰ δὲ ἐξ ἀρχῆς τοῦ κηρύγματος ἕως τῆς
συντελείας τοῦ αἰῶνος πάντα τὰ συμβησόμενα αὐτῷ διὰ τῶν
προῤῥήσεων δέδοται, φανερὸν ὑπάρχει ὅτι οὐδαμῶς διέψευσται
ὁ περὶ αὐτοῦ λόγος. Ἀλλ' εἰ μὲν ἔστι τὰ ζιζάνια, ἀνάγκη
εἶναι καὶ τὸν σῖτον· ἐκ γὰρ τῆς ἀλλήλων παραθέσεως ὁ μὲν
σῖτος γνωρίζεται ὅπερ ἐστίν, ὡσαύτως καὶ τὰ ζιζάνια· καὶ
θατέρου μὴ ὄντος οὐδὲ τὸ ἕτερον γνωρίζεται ὅπερ ἐστίν.

Pseudo-Justinus Martyr, Quaestiones et responsiones ad orthodoxos


Morel p. 404, Sec. C, line 4

θητὰς ὀπίσω αὑτῶν. Ὅτι δὲ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος


οὐκ ἐκλείπει ὁ σῖτος, δηλοῖ ὁ κύριος λέγων· Διὰ δὲ τοὺς
ἐκλεκτούς, οὓς ἐξελέξατο ὁ πατήρ, κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι
ἐκεῖναι. Ἀλλ' εἰ μὲν συνέβη τι τῷ σίτῳ τὸ μὴ εἰρημένον περὶ
αὐτοῦ αὐξομένου τε καὶ ἐκλείποντος, δῆλον ὅτι διέψευσται ὁ
περὶ αὐτοῦ λόγος· εἰ δὲ ἐξ ἀρχῆς τοῦ κηρύγματος ἕως τῆς
συντελείας τοῦ αἰῶνος πάντα τὰ συμβησόμενα αὐτῷ διὰ τῶν
προῤῥήσεων δέδοται, φανερὸν ὑπάρχει ὅτι οὐδαμῶς διέψευσται
ὁ περὶ αὐτοῦ λόγος. Ἀλλ' εἰ μὲν ἔστι τὰ ζιζάνια, ἀνάγκη
εἶναι καὶ τὸν σῖτον· ἐκ γὰρ τῆς ἀλλήλων παραθέσεως ὁ μὲν
σῖτος γνωρίζεται ὅπερ ἐστίν, ὡσαύτως καὶ τὰ ζιζάνια· καὶ
θατέρου μὴ ὄντος οὐδὲ τὸ ἕτερον γνωρίζεται ὅπερ ἐστίν.

Erotianus Gramm., Med., Vocum Hippocraticarum collectio (0716:


001)“Erotiani vocum Hippocraticarum collectio cum fragmentis”, Ed.
Nachmanson, E.Göteborg: Eranos, 1918.Klein p. 115, line 15

ρ γράψας στρεγγίδα ἐν βʹ Ἐξηγητικῷ τῆς δʹ Ἐπιδημίας


χρυσᾶ φησι ταινίδια εἶναι, οἷς χρῶνταί τινες τῶν θεωρῶν, οὐ
κατὰ λόγον νοήσας. οὐ γὰρ διὰ τοῦ ρ, ἀλλὰ διὰ τοῦ λ
γράφεται. καὶ οὐκ ἔστι χρυσοῦν ταινίδιον, ὡς αὐτὸς οἴεται,
ἀλλ' ἡ συνήθης ξύστρα, καθὼς καὶ Μένανδρος μέμνηται
καὶ οἱ λοιποὶ τῶν ἀρχαίων.
 σκεθρή· ὁμοία.  σαπρά· σεσηπότα, ὡς καὶ Ἱππῶναξ ἐν αʹ Ἰάμβων
319

φησί·       μαδῶντα δὴ καὶ σαπρόν.


 σῖτος πονηρός· νῦν τὸν σῖτον ἀντὶ κοπρίου τέταχεν.
 στενυγρῶσαι· ἀποστεγνῶσαι καὶ πυκνῶσαι τόπον
τινά, ἐν ᾧ ἡ ὑγρασία ἐστί.  
 σκελιφρούς· τοὺς λεπτοὺς καὶ σκελετώδεις.
 στόμαχος κύστεως· οὕτω καλεῖ τὸν τῆς κύστεως
τράχηλον. καὶ τὸν τῆς μήτρας ἐν αʹ Γυναικείων στόμαχον
καλεῖ. |
 συνασκήσει· συναρμόσει.
 στριφνούς· πυκνούς. καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Ἀχαρ-
νεῦσί φησι· ‘στριφνοὶ γέροντες, πρίνινοι, ἀτέραμνοι, Μαραθω-
νομάχαι καὶ σφενδάμνινοι’.

Aretaeus Med., De curatione acutorum morborum libri duo (0719:


003)“Aretaeus, 2nd edn.”, Ed. Hude, K.Berlin: Akademie–Verlag, 1958;
Corpus medicorum Graecorum, vol. 2.Book 2, ch. 4, Sec. 2, line 2

 Θεραπεία χολέρης. Ἐν χολέρῃ ἡ τῶν φερομένων ἐπίσχεσις  


κακόν· ἄπεπτα γάρ. χρὴ ὦν ἡμᾶς, εἰ ῥηϊδίως αὐτόματα, δέχεσθαι, ἢν
δὲ μή, ὀτρύνειν διδόντας ὕδατος εὐκρήτου ῥομφάνειν, ξυνεχές γε μήν,
ὀλίγον δέ, ὅκως μὴ ἐντάσιες ἔωσι κεναὶ στομάχῳ σπασμώδεες. ἢν δὲ
καὶ στρόφοι ἔωσι καὶ ποδῶν ψύξιες, τέγγειν μὲν τὴν κοιλίην λίπαϊ
θερμῷ ξὺν πηγάνῳ καὶ κυμίνῳ ἑψηθέντι, ἐς τὰς τῶν φυσέων διακρί-
σιας· καὶ ἐπιτιθέναι εἴριον καὶ τὼ πόδε λιπαίνοντα ἡσυχῇ τρίβειν, ἀμφα-
φόωντα μᾶλλον ἢ πιέζοντα· ἀτὰρ καὶ μέχρι τῶν γουνάτων γιγνέσθω
τάδε, ἐς ἀνάκλησιν θέρμης. καὶ μέσφι μὲν κόπρια κάτωθεν διαχωρέει,
ἄνωθεν δὲ χωρέει χολώδεα, τάδε χρὴ ποιέειν. ἢν δὲ ὑπεληλύθῃ μὲν
ὁ πᾶς παλαιὸς σῖτος, χολαὶ δὲ διΐωσι καὶ χολώδης ἔμετος καὶ διάτα-
σις ἔῃ, ἠδὲ καὶ ἄση καὶ ἀπορίη καὶ ἀδυναμίη, ψυχροῦ ὕδατος κυάθους
δύο ἢ τρεῖς διδόναι ἔς τε τὴν τῆς κοιλίης στῦψιν, ὅκως ἐπίσχῃ τὴν
παλίρροιαν, ἠδὲ τὸν στόμαχον αἰθόμενον ἐμψύξῃ. ξυνεχέως δὲ τόδε,
ἐπὴν τὸ ποθὲν ἐμέσῃ, πρήσσειν· ῥηϊδίως μὲν τὸ ψυχρὸν ἐν τῇ κοιλίῃ
θάλπεται, ἀτὰρ ἠδὲ ἐξεμεῖ ὁ στόμαχος ἀχθηδόνι τοῦ θερμοῦ καὶ ψυ-
χροῦ, ξυνεχέως δὲ ποθέει ψυχρὸν ποτόν. ἢν δὲ καὶ σφυγμοὶ μὲν ἐς
τὸ σμικρὸν ξυμπέσωσι ἠδὲ ἐς τὸ ξυνεχὲς καὶ πυκνὸν διώκωνται, ἱδρὼς
δὲ περὶ μέτωπα καὶ κληῗδας καὶ πάντῃ τοῦ σώματος στάγδην ῥέῃ καὶ
γαστὴρ μὴ ἐπίσχηται καὶ ὁ στόμαχος ἐμέῃ

Anonymi Medici Med., De cibis (0721: 017)


“Anecdota medica Graeca”, Ed. Ermerins, F.Z.
Leiden: Luchtmans, 1840, Repr. 1963.Ch. 2, line 2
320

Περὶ τροφῆς σπερμάτων καὶ καρπῶν.

 Ὁ σῖτος πλεονάζει τῇ θερμότητι καὶ ὑπάρχει βελτιώ-


τερος πάντων τῶν σπερμάτων, γεννᾷ δὲ αἷμα εὔχρηστον
καὶ πάνυ καλόν. ἡ δὲ κριθὴ πλησιάζει τὴν ψυχρότητα
καί ἐστιν ἡ τροφὴ αὐτῆς ἐλαττοτέρα τῆς τροφῆς τοῦ σί-
του, οὐχ ἁρμόζει δὲ τοῖς τὴν φύσιν ἔχουσι θερμοτέραν.
ἡ ὄρυζα σύμμετρος (μέσον) θερμότητος καὶ ψυχρότητος,
ὑπάρχει δὲ κωλυτικὴ τῆς φύσεως· εἰ δὲ ἑψηθῇ μετὰ ἀρ-
τύματος γίνεται εὔκοιλος. ὑοσκύαμος πλησιάζει τῇ ψυ-
χρότητι καὶ τίκτει φῦσαν καὶ πνεῦμα ἐν τῇ κοιλίᾳ καὶ
βάρος ἐν τῇ κεφαλῇ· ἑψηθεὶς δὲ μετὰ ὄξους κωλύει τὴν

Anonymi Medici Med., De cibis Ch. 5, line 47

των πλὴν ὅτι σκληρότεραί εἰσιν αἱ μεγάλαι τρίγλαι. μέ-


σοι δὲ εὐχύμων καὶ κακοχύμων εἰσὶν οἱ θάργοι, βού-
γλωσσα, ψισσίον. καὶ καθόλου τῶν ἰχθύων κάλλιστοι,
ὅσοι μὲν γλισχρότητά τινα καί τινα μέν γε ἀηδίαν ἔχου-
σιν ἐν τῇ γεύσει.  
 Τῶν δὲ πεζῶν ζώων αἱ σάρκες τῶν τρυφερῶν χοιρι-
δίων, οἷον τὰ ἐνιαύσια καὶ τὰ μήπω διετίαν πληρώ-
σαντα, καὶ τὰ μαστάρια καὶ οἱ πόδες· τοῦδε χείρους αἱ
ῥῖνες καὶ τὰ ὦτα. τῶν δὲ ἀγρίων ζώων ἡ σὰρξ εὐχυμο-
τέρα τῶν ἡμέρων. Ἄρτος καθαρὸς καὶ καλῶς ἐσκευα-
σμένος· χόνδρος (σίων), σῖτος ἁδρομερὴς ἀληλεσμένος,
κριθαὶ ἀπολεπισθεῖσαι καὶ καλῶς ἑψηθεῖσαι. Τῶν δ'
ὀσπρίων κύαμοι, τῶν δ' ὀπωρῶν σῦκα ὥριμα καὶ στα-
φυλαὶ ὥριμοι κρεμαστοῦσαι ἐπ' ὀλίγῳ· ἰσχάδες ταχὺ
μὲν πεφθεῖσαι εὔχυμοι, χρονίσασαι δ' ἐν τῇ γαστρὶ κα-
κόχυμοι γίνονται, μετὰ δὲ καρύων ἐσθιόμεναι κάλλισται,
ὅσοι δὲ μετ' ἄλλου τινὸς τῶν ἐδεσμάτων ἐσθίουσι τὰ
σῦκα καὶ τὰς ἰσχάδας οὐκ ὀλίγα βλάπτονται. τὰ κάστανα
οὐ κακόχυμα πλὴν δύσπεπτα, ἑφθὰ δὲ γενόμενα

Anonymi Medici Med., De cibis Ch. 7, line 16

φροὶ, σπλάγχνα πάντα, ἐγκέφαλος, οὐρὰ καὶ τῶν τε-  


λείων ζώων οἱ ὄρχεις. καὶ αἱ χῆνες πλὴν τῶν πτερύγων,
φάσσαι, κίχλαι, κόσσυφοι καὶ αἱ τῶν μικρῶν στρουθίων
321

σάρκες σκληρότεραι, καὶ ἔτι μᾶλλον τρυγόνος καὶ νήσσης


καὶ πλέον ἡ τοῦ ταὼ καὶ αἱ τῶν ὠτίδων καὶ αἱ κοι-
λίαι πᾶσαι τῶν πτηνῶν. δύσπεπτοι οἱ κοχλίαι, τυρὸς
παλαιὸς, κογχύλη, ἀστακοὶ, παγουρία, καρκίνοι, κα-
ραβίδες, καρίδες, ὀκτάποδες, σηπίαι, μοσχῖται, κα-
λαμάρια, βάτοι, λειόβατοι, ῥῖναι, δρακόντιον, κο-
βίδια, σκορπίδια, τρίγλαι, ὄρφοι, φάγρια. ὠὰ ἔκζε-
στα, ὀπτὰ καὶ ταγηνιστά· σῖτος ἑφθὸς, φάβα, αὖχος,
λόβοι τῶν φασουλίων καὶ αὐτά, λάθυρις, ἐρέβινθος,
ὄρυζα, θερμία, σοῦρβα ἄωρα, σταφυλὴ ὀξύνη, φοίνικες
πάντες, ξυλοκέρατα, κίτρον πλὴν τοῦ φλοίου, γογγυλὶς
ὠμοτέρα, βολβοὶ οἱ ὠμότεροι, δαῦκος καὶ πᾶσαι αἱ ῥῖ-
ζαι τῶν λαχάνων, καὶ αὐτὰ δὲ τὰ λάχανα, πάντα
πλὴν μαιουλίων, καὶ ἰντύβου, καὶ τῶν οἴνων οἱ παχεῖς
καὶ νέοι δύσπεπτοι καὶ τὸ ὕδωρ πάνυ.

Anonymi Medici Med., De cibis Ch. 21, line 9

Ὅσα πολύτροφα.

 Χοίρεια κρέα, βοῶν ἐγκέφαλος, ὄρχεις, καρδία, τῆς


ῥάχεως ὁ μυελὸς καὶ ἄλλος πᾶς· τὰ πτερύγια τῶν ὀρνί-
θων, καὶ τῶν χηνῶν καὶ πάντων πετεινῶν· καὶ τῶν
ὀστρακοδέρμων τὰ σκληρότερα, οἷον κηρύκια, κοχλίαι,
ἀστακοὶ, παγούρια, καρίδια, ὀκταπόδια, σηπίαι, καλα-
μάρια καὶ τὰ τοιαῦτα· ναρκὴ, τρύγων, βάτοι, λειόβα-
τοι, ῥῖναι, τρίγλαι· ὁ σεμιδαλίτης ἄρτος καὶ ὁ καθα-
ρὸς ἀλευρίτης, σῖτος ἑψητὸς, σεμίδαλις, κύαμοι, ἐρέ-
βινθοι, φασιούλια, αὖχος, τήλη, βολβοὶ δὶς ἑψηθέντες·
μέλι τὸ ἀπαφρισθὲν καὶ εὐκρατόμελι καλῶς ἑψηθέν· λου-
πινάρια, κάστανα, φακῆ· γλυκεῖς φοίνικες, σταφίδες γλυ-
κεῖαι καὶ λιπαραί· βαλάνια, γογγύλια· οἱ παχεῖς τῶν
οἴνων καὶ ῥούσιοι, πλέον δὲ τούτων οἱ μέλανες, γλυ-
κεῖς καὶ παχεῖς, καὶ στύφοντες.

Anonymi Medici Med., De cibis Ch. 25, line 2

Ὅσα θερμαίνει.
322

 Σῖτος ἑψητὸς καὶ οἱ ἐξ αὐτοῦ ἄρτοι, ἤτοι αὐτόζυ-


μοι, τήλη, οἱ γλυκεῖς φοίνικες· μῆλα τὰ γλυκέα, σήσα-
μον, καναβοῦρι, σταφυλαὶ γλυκεῖαι, σέλινον, εὔζωμον,
ῥάφανον, γόγγυλιν, σίνηπι, κάρδαμον, δαῦκος, σκό-
ροδον, οἶνοι γλυκεῖς, θερμότεροι δὲ οἱ ξανθοὶ οἶνοι καὶ
οἱ παλαιοί.

Anonymi Medici Med., Περὶ τροφῶν δυνάμεως (0721: 021)


“Anecdota Atheniensia et alia, vol. 2”, Ed. Delatte, A.
Paris: Droz, 1939.P. 469, line 6

Περὶ σπερμάτων καὶ καρπῶν.

 Ὁ σῖτος ἔχει πλεονάζουσαν τὴν θέρμην καὶ ὑπάρχει


βελτίων πάντων τῶν τε βρωμάτων καὶ καρπῶν. γεννᾷ
γοῦν αἷμα χρηστὸν καὶ πάνυ καλόν. ἡ δὲ κριθὴ ἔχει
τὴν ψυχρότητα πλεονάζουσαν καὶ ἔστιν ἧττον τρόφιμος
τοῦ σίτου. οὐχ ἁρμόζει γοῦν τοῖς ἔχουσι τὴν κρᾶσιν ψυχρὰν
καὶ ὑγράν· πλείστους γὰρ ἀνέμους γεννᾷ. ἁρμόζει δὲ τοῖς
ἔχουσι φύσιν θερμοτέραν. ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς ὅς ἐστι πτισάνη,
ὑπάρχει ψυχρὸς καὶ ὑγρός· καὶ ὠφελεῖ τοὺς ὀξεῖς πυρετοὺς
καὶ τὰ ἐν τῷ θώρακι πάθη· καταπραΰνει τὴν θέρμην καὶ
παύει τὴν δίψαν. ἡ ὄρυζα σύμμετρός ἐστι μέσον θερμότη-
τος καὶ ψυχρότητος· ὑπάρχει γοῦν σταλτικὴ κοιλίας·

Palladius Med., Commentarii in Hippocratis librum sextum de


morbis popularibus (0726: 001)“Scholia in Hippocratem et Galenum,
vol. 2”, Ed. Dietz, F.R.Königsberg: Borntraeger, 1834, Repr. 1966.
Volume 2, p. 13, line 29

τούτου τοῦ πάθους θέλει νῦν διαλεχθῆναι ὁ Ἱπποκράτης,


πάλιν τῷ τόπῳ. τῆς οὖν διδασκαλίας μάθωμεν τὰ
περὶ τὴν λέξιν καὶ τὴν διάνοιαν καὶ οὕτω τὸν λογισμόν.
μέμνηται οὖν ὀδύνης βαρείης.
 Τὸ τοῦ βαρέος ὄνομα ὁμώνυμόν ἐστι. λέγεται γὰρ
βαρὺ καὶ τὸ βάρους ἔχον συναίσθησιν ὃ ἐπὶ ἀμφοτέ-
ρων νῦν ὁ λόγος ἁρμόζει. μέμνηται δὲ καὶ φλέγματος.
ἀλλ' εἴωθε μὲν Ἱπποκράτης φλέγμα λέγειν τὴν φλόγω-
323

σιν, ποτὲ δὲ καὶ τὸν ψυχρὸν καὶ ὑγρὸν χυμὸν, ὥσπερ δὴ


καὶ νῦν. μέμνηται δὲ καὶ σίτου. τοῦτο δὲ κατὰ τριῶν
φέρεται σημαινομένων. λέγεται γὰρ σῖτος ὁ χιλὸς, λέγε-
ται σῖτος καὶ ἡ κόπρος, ὡς ἀπὸ σίτου γενομένη, λέ-
γεται σῖτος καὶ τὸ αἷμα τὸ μέλλον τρέφειν τὸ σῶμα.
νῦν οἴδαμεν τὸ, τί ἐστι καὶ τὸ ἰῶδες ὅτι ἤδη κακοή-
θους χολῆς. ταῦτα μὲν περὶ τῆς λέξεως αὐτοῦ.  
 Λέγει δὲ ταῦτα Ἱπποκράτης, ὅτι γίνεται λιθίασις, καὶ
ὀφείλεις ταύτην θεραπεῦσαι. γίνεται οὖν ἐπὶ τοῦ λίθου
ὀδύνη βαρεῖα. μεμαθήκαμεν γὰρ ὅτι αὐτὴ ἡ κοιλότης τοῦ
νεφροῦ οὐκ ἔχει νεῦρα, ἔνθεν οὐδὲ ὀδυνᾶται, ἀλλὰ
βαρεῖται ἐκ τοῦ ἄχθους τοῦ λίθου. εἰ δὲ εἴπῃς ὅτι σφο-
δρὰν καὶ χαλεπὴν ἔχει τὴν ὀδύνην, τοῦτο γίνωσκε ὅτι

Palladius Med., Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Volume 2, p. 13, line 30

πάλιν τῷ τόπῳ. τῆς οὖν διδασκαλίας μάθωμεν τὰ


περὶ τὴν λέξιν καὶ τὴν διάνοιαν καὶ οὕτω τὸν λογισμόν.
μέμνηται οὖν ὀδύνης βαρείης.
 Τὸ τοῦ βαρέος ὄνομα ὁμώνυμόν ἐστι. λέγεται γὰρ
βαρὺ καὶ τὸ βάρους ἔχον συναίσθησιν ὃ ἐπὶ ἀμφοτέ-
ρων νῦν ὁ λόγος ἁρμόζει. μέμνηται δὲ καὶ φλέγματος.
ἀλλ' εἴωθε μὲν Ἱπποκράτης φλέγμα λέγειν τὴν φλόγω-
σιν, ποτὲ δὲ καὶ τὸν ψυχρὸν καὶ ὑγρὸν χυμὸν, ὥσπερ δὴ
καὶ νῦν. μέμνηται δὲ καὶ σίτου. τοῦτο δὲ κατὰ τριῶν
φέρεται σημαινομένων. λέγεται γὰρ σῖτος ὁ χιλὸς, λέγε-
ται σῖτος καὶ ἡ κόπρος, ὡς ἀπὸ σίτου γενομένη, λέ-
γεται σῖτος καὶ τὸ αἷμα τὸ μέλλον τρέφειν τὸ σῶμα.
νῦν οἴδαμεν τὸ, τί ἐστι καὶ τὸ ἰῶδες ὅτι ἤδη κακοή-
θους χολῆς. ταῦτα μὲν περὶ τῆς λέξεως αὐτοῦ.  
 Λέγει δὲ ταῦτα Ἱπποκράτης, ὅτι γίνεται λιθίασις, καὶ
ὀφείλεις ταύτην θεραπεῦσαι. γίνεται οὖν ἐπὶ τοῦ λίθου
ὀδύνη βαρεῖα. μεμαθήκαμεν γὰρ ὅτι αὐτὴ ἡ κοιλότης τοῦ
νεφροῦ οὐκ ἔχει νεῦρα, ἔνθεν οὐδὲ ὀδυνᾶται, ἀλλὰ
βαρεῖται ἐκ τοῦ ἄχθους τοῦ λίθου. εἰ δὲ εἴπῃς ὅτι σφο-
δρὰν καὶ χαλεπὴν ἔχει τὴν ὀδύνην, τοῦτο γίνωσκε ὅτι
ἐξῆλθεν ἐκ τῆς κοιλότητος ὁ λίθος, καὶ ἦλθε παρὰ τὴν

Palladius Med., Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Volume 2, p. 116, line 14
324

      
ιαʹ. Ἐν Αἴνῳ ἐν λιμῷ ὀσπριοφαγέοντες σκελέων ἀκρατέες
 ἐγίγνοντο.  –  
      
 Οὗτος ὁ λόγος σύμφωνος τῇ ἐπιγραφῇ· ἐπίδημον γὰρ
ὑπόκειται νόσημα, ὡς δηλοῖ ἡ πόλις, λιμὸς τέξασα τὴν
συμφοράν. ἀλλ' Ἱπποκράτης τόπου μέμνηται, ἐπειδὴ πρὸς
ὑπόμνησιν αὐτοῖς γράφει, ἢ ἵνα καὶ ἐκ τοῦ τόπου δη-
λώσῃ σοι καὶ τὴν κακοήθειαν τοῦ νοσήματος. Αἶνος δὲ
πέπονθε τὴν λιμόν. Αἶνος δὲ Θρᾴκης πόλις, ἐν ᾗ πο-
λὺς σῖτος ὢν, πόλεσι καὶ ἄλλαις χορηγεῖ. λέγει οὖν ὅτι
ἐν τῇ Αἴνῳ, ἔνθα πολύς ἐστι σῖτος, σιτοδεία ἐξαίφνης
ἐγένετο, οὐκ ἐπ' ὀλίγῳ χρόνῳ, ἀλλὰ συνεχῶς, ἵνα καὶ ὁ
χρόνος συνεπιβοηθήσῃ. οὗτοι οὖν εἰωθότες ἄρτῳ κεχρῆ-
σθαι, ἐν λιμῷ ὀσπρίοις ἐχρήσαντο· ἐντεῦθεν ἐπὶ τῇ ἀθρόᾳ
μεταβολῇ ἐτάραξαν τὴν φύσιν· οἱ δὲ πένητες, μὴ εὐπο-
ροῦντες κἂν ὀσπρίων ἐσθίειν, ἴσως δὲ καὶ οἱ εὔποροι,
τῆς λιμοῦ κρατησάσης, ἐπὶ τροφὴν ἀλόγων ἐτράποντο·
ὀρόβους γὰρ καὶ βαλάνους ἤσθιον. ἐντεῦθεν ἠσθένησαν
αἱ δυνάμεις. οὐ γὰρ ἐπαιδεύθησαν τὰ μόρια τοιούτῳ τρέ-
φεσθαι χυμῷ· ἔνθεν, μὴ βασταζουσῶν τῶν δυνάμεων τὰ

Palladius Med., Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Volume 2, p. 135, line 25

μὲν οὖν ἡ ὀξυθυμία. ἡ δὲ εὐθυμία ἀπολύει μὲν δεδεμέ-


νην τὴν καρδίαν, παύει δὲ καὶ πάντα τὰ εἰρημένα συμ-
πτώματα. ἐν ἑνὶ μόνῳ δεῖ προσχεῖν, ὅτι οὐ καλῶς ὁ Ἱπ-
ποκράτης τῇ ὀξυθυμίᾳ τὴν εὐθυμίαν ἔταξε. τῇ γὰρ εὐ-
θυμίᾳ ἡ ἀθυμία ἀντίκειται. ἔστι γὰρ ἡ εὐθυμία ὁ ἐν
καιρῷ θυμὸς ὁ ὑπὲρ πατρίδος ἢ συγγενῶν. οὐκοῦν ἀθυ-
μία τὸ ἐν καιρῷ θυμοῦ μὴ ἐγείρεσθαι τὴν ὄρεξιν. ὀξυ-
θυμία δέ ἐστιν ὁ ὑπερόριος θυμὸς καὶ ὑπὲρ πράγματος
μὴ προσήκοντος. ταύτῃ δὲ οὐκ ἀντίκειται ἡ ἀθυμία.
      
ζʹ. Πόνος τοῖσι ἄρθροισι καὶ σαρξὶ, σῖτος, ὕπνος σπλάγ-
 χνοισι.  –  
      
 Περὶ ἄλλου λόγου νῦν διαλέγεται, καὶ εὐθὺς μέμνηται
325

πόνου. τὸ δὲ τοῦ πόνου ὄνομα πολλὰ σημαίνει παρὰ


Ἱπποκράτει. πόνος ἡ ὀδύνη, ὡς τὸ, δύο πόνων ἅμα γι-
νομένων, καὶ ὡς τὸ, ἐν ᾧ νοσήματι ὕπνος, πόνον. καὶ τὸ
γυμνάσιον, ὡς ἓξ πόνοι. καὶ τὰ χαλεπὰ νοσήματα, ὡς
τὸ, ὅκου μὲν οὖν κάτοξυ. ἐνταῦθα καὶ τὰ τοῦ γυμνασίου·
λέγει γὰρ ὅτι οἱ μύες διὰ κίνησιν γεγόνασιν. οὐκοῦν τὸ
γυμνάσιον σῖτος αὐτοῖς, τουτέστι τροφὴ καὶ ὠφέλεια,

Palladius Med., Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus
Volume 2, p. 135, line 34

ζʹ. Πόνος τοῖσι ἄρθροισι καὶ σαρξὶ, σῖτος, ὕπνος σπλάγ-


 χνοισι.  –  
      
 Περὶ ἄλλου λόγου νῦν διαλέγεται, καὶ εὐθὺς μέμνηται
πόνου. τὸ δὲ τοῦ πόνου ὄνομα πολλὰ σημαίνει παρὰ
Ἱπποκράτει. πόνος ἡ ὀδύνη, ὡς τὸ, δύο πόνων ἅμα γι-
νομένων, καὶ ὡς τὸ, ἐν ᾧ νοσήματι ὕπνος, πόνον. καὶ τὸ
γυμνάσιον, ὡς ἓξ πόνοι. καὶ τὰ χαλεπὰ νοσήματα, ὡς
τὸ, ὅκου μὲν οὖν κάτοξυ. ἐνταῦθα καὶ τὰ τοῦ γυμνασίου·
λέγει γὰρ ὅτι οἱ μύες διὰ κίνησιν γεγόνασιν. οὐκοῦν τὸ
γυμνάσιον σῖτος αὐτοῖς, τουτέστι τροφὴ καὶ ὠφέλεια,
ἐπειδὴ κίνησις κρατύνει, ἀργίη τήκει. καλὴ μὲν ἡ ἐξήγη-  
σις, κακόζηλος δέ. οὐκ ἂν γὰρ ἐτόλμα εἰπεῖν Ἱπποκρά-
της τὴν ὠφέλειαν σῖτος. ἀλλ' οὕτω δεῖ τὸν λόγον ἐξηγή-
σασθαι, ὅτι ἑκάστῳ μορίῳ ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ γυμνασία
ἐστί. τοῖς γὰρ μυσὶ τὸ γυμνάσιον ὠφέλιμον, ἐπειδὴ τότε
γινομένης τῆς πέψεως, τρέφονται. ἀλλ' οὐκ ἀεὶ ὕπνος
ὠφέλιμος. οὐδὲ γὰρ ἐκχολουμένῳ σώματι, ἢ γέμοντι πε-
ριττωμάτων, ἀλλ' ὅτε σῖτος δοθῇ, ἵνα ἀσχολουμένης τῆς
θερμασίας περὶ τὴν πέψιν αὐτῶν,

Theophilus Protospatharius Med., De corporis humani fabrica libri


quinque (0729: 005)“Theophili Protospatharii de corporis humani
fabrica libri v”, Ed. Greenhill, G.A.Oxford: Oxford University Press,
1842.Book 4, Sec. 28, line 6
326

περιφερής. Ὄργανον δέ ἐστι διαλεκτικόν τε καὶ


γευστικὸν, τὴν κίνησιν χορηγουμένη ἀπὸ τῆς ἑβδό-
μης συζυγίας τῶν ἀπ' ἐγκεφάλου πεφυκότων νεύρων.
Ἡ δὲ ἔκφυσις αὐτῆς ἀπὸ τοῦ ὑοειδοῦς ὀστοῦ γίνεται,
καὶ ἔστι συνδεδεμένη τῇ ῥίζῃ τῆς γλώττης.
 Ὅτι δὲ τοῦ στόματος δύο γένυες εἰσὶν, ἡ μὲν ἄνω,  
ἡ δὲ κάτω, φανερὸν [παντί.] Κινεῖται δὲ μόνη ἡ κάτω
διὰ τὸ λεαίνεσθαι τὰς τροφὰς, μένει δὲ τὸ ἓν ἀκί-
νητον· εἰ γὰρ τὰ δύο ἐκινοῦντο, ἔμειναν ἂν τὰ ἀμφό-
τερα ἀνενέργητα. Ἀλλ' ὥσπερ ἐπὶ τῶν δημητριακῶν
λίθων ὁρῶμεν ὅτι λεαίνεται ὁ σῖτος, τοῦ κάτω μένον-
τος ἀσαλεύτου, τοῦ δὲ ἄνω κινουμένου, ἀνάπαλιν
γίνεται ἐπὶ τῶν ζώων· εἰ γὰρ τὸ ἄνω τῆς γένυος
ἐκινεῖτο, ἐσαλεύετο ἂν ὁ ἐγκέφαλος, βλάβην οὐ τὴν
τυχοῦσαν προσφέρων. Τὸν ἄνθρωπον [δὲ ἡ] τοῦ
ἀγαθοῦ Θεοῦ πρόνοια πρὸς τὸ συμφέρον ἀπενείματο·
κατασπᾶται δὲ ἡ κάτω γένυς ὑπὸ τοῦ μυώδους πλα-
τύσματος, [ἐκφυομένου] μὲν ἀπ' ἀμφοτέρων τῶν
ἀκρωμίων, [καταφυομένου] δὲ πρὸς τὸ κάτω μέρος
τῆς γένυος ἕως τοῦ ἄκρου αὐτοῦ. Ἔοικε δὲ τὸ μυῶδες  
πλάτυσμα γυναικείῳ φιαλίῳ, τῷ ὀνομαζομένῳ

Alexander Phil., In Aristotelis metaphysica commentaria (0732: 004)


“Alexandri Aphrodisiensis in Aristotelis metaphysica commentaria”, Ed.
Hayduck, M.Berlin: Reimer, 1891; Commentaria in Aristotelem Graeca
1.P. 372, line 26

ὡς τὸ κοιμώμενον, τοῦ εἶναι καὶ ἐπ' ἐκείνου καὶ ἐπὶ τούτου κατηγορου-
μένου· ὁμοίως καὶ ἐπίστασθαι καὶ τὸ ἐνεργοῦν κατ' ἐπιστήμην καὶ τὸ
δυνάμενον· ἔστι δὲ ἴσον τὸ ἐπίστασθαι τῷ ἐπιστάμενον εἶναι. ὁ αὐτὸς
λόγος καὶ ἐπὶ τοῦ ἠρεμεῖν. καὶ ἐπὶ τῶν οὐσιῶν δὲ ὁμοίως σημαίνεσθαί
φησιν ὑπὸ τοῦ εἶναι καὶ τὸ δυνάμει καὶ τὸ ἐνεργείᾳ, οὐσίας εἰπὼν αὐτὰ
τὰ πράγματα τὰ ὑποκείμενα πρὸς ἀντιδιαίρεσιν τῶν προειρημένων πραγ-
μάτων ἐπὶ ἐνεργειῶν εἰρημένα καὶ ἕξεων καὶ ἠρεμιῶν, ἅπερ ἦν ταῖς
οὐσίαις συμβεβηκότα. ὅταν γάρ, φησίν, ἐν τῷ ἀργῷ λίθῳ Ἑρμῆν τις
λέγῃ εἶναι, ὅτι δύναται γενέσθαι Ἑρμῆς ἐξ αὐτοῦ λέγει. ἀλλὰ καὶ τὸ
ἥμισυ
τῆς γραμμῆς δυνάμει ἐστὶν ἐν τῇ μὴ διῃρημένῃ, καὶ τὴν γραμμὴν ἐν ταῖς
οὐσίαις θείς, ἐπεί τισιν οὕτως ἐδόκει. ὁμοίως καὶ σῖτός ἐστιν ὁ μηδέπω
ἁδρὸς δυνάμει. εἰπὼν δὲ ταῦτα προσέθηκε πότε δὲ δυνατὸν καὶ πότε
οὔπω, ἐν ἄλλοις διοριστέον· οὐ γὰρ ἐφ' ὁτουοῦν τῶν ὄντων τὸ δυ-
327

νατὸν κατηγορητέον, ἀλλ' ἐπὶ τοῦ ἤδη ὄντος καὶ δυναμένου εἰς ἐκεῖνο
προσεχῶς μεταβάλλειν, ὃ λέγεται δύνασθαι ἢ δέξασθαι αὐτό· τὸν μὲν γὰρ

ἤδη ὄντα λίθον ἐρεῖ τις Ἑρμῆν εὐλόγως δυνάμει, οὐκέτι μέντοι καὶ τὴν
γῆν καὶ τὸ ὕδωρ, ἐξ ὧν ὁ λίθος, Ἑρμῆν ἐρεῖ τις δυνάμει. καὶ τὸ μὲν
παιδίον δυνάμει ἐπιστῆμον, οὐ μὴν καὶ τὸ ἔμμηνον· καὶ τὸ σκυλάκιον δυ-
νάμει ὁρῶν, οὐ μὴν καὶ τὸ ἔτι κατὰ γαστρὸς ὄν. ποιήσεται δὲ τὸν λόγον
περὶ μὲν τοῦ κατὰ συμβεβηκὸς ὄντος καὶ περὶ τοῦ ὡς ἀληθοῦς ἐν τῷ
μετὰ τοῦτο, περὶ δὲ τοῦ καθ' αὑτὸ ὄντος ἐν τῷ Ζ καὶ Η,

Alexander Phil., In Aristotelis metaphysica commentaria


P. 550, line 20

δὲ λέξις ἡ ὅμως δὲ τὸ ἀνάλογον ἐν ἑκάστῳ, καὶ ὡς ἐν ταῖς οὐσίαις


τὸ τῆς ὕλης κατηγορούμενον αὐτὴ ἡ ἐνέργεια, καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις
ὁρισμοῖς μάλιστα ἔχει τινὰ ἀσάφειαν. ὃ δὲ λέγει τοιοῦτον ἂν εἴη. οὐ-
δὲν τούτων οὐσία ἐστὶν οὐδὲ συνδυαζόμενον τῇ ὕλῃ· ὅμως ἐν ἑκάστῳ
τού-
των ἤτοι τοῦ οὐδοῦ καὶ τῶν ἄλλων τὸ ἀνάλογόν ἐστι, τουτέστιν ἔχουσιν
ἀναλογίαν πρὸς τὰς οὐσίας, καὶ ὥσπερ ἐν ταῖς οὐσίαις τὸ
κατηγορούμενον
τῆς ὕλης οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἢ αὐτὴ ἡ ἐνέργεια, τουτέστιν αὐτὸ τὸ εἶδος,
ὃ δὴ καὶ ὁριζόμεθα (τοῦτο γὰρ δεῖ προσυπακούειν), οὕτω καὶ ἐν τοῖς ἄλ-
λοις ὁρισμοῖς, τοῖς μὴ οὐσιῶν οὖσιν ἀλλὰ τεχνητῶν, τὰ εἴδη ὁριστέον.

p. 1043a12 Φανερὸν δὴ ἐκ τούτων ὅτι ἡ ἐνέργεια ἄλλη ἄλλης ὕλης.

 Ἐπειδὴ γὰρ ὕλη κρυστάλλου μὲν ὕδωρ ἐστὶν ἀλλ' οὐ σῖτος, σωροῦ
δὲ σῖτος ἀλλ' οὐχ ὕδωρ, οἰκίας δὲ ξύλα καὶ λίθοι ἀλλ' οὐχ ὕδωρ καὶ μέλι
(ταῦτα γὰρ ὕλη τοῦ μελικράτου), δῆλον ὡς ἄλλη ἐνέργεια καὶ εἶδος
ἄλλην
ὕλην ἔχει καὶ ἄλλη ἄλλην, καὶ ἔμπαλιν ἄλλης ὕλης ἄλλη τυγχάνει οὖσα
ἐνέργεια καὶ ἄλλης ἄλλη. τοῦ μὲν ὕδατος καὶ μέλιτος ἐνέργεια καὶ εἶδος
ἡ σύνθεσις, τῶν δὲ σίτων καὶ κριθῶν μῖξις καὶ ἄλλων ἄλλη. καὶ διὰ τὸ
πᾶν εἶδος φυσικόν τε καὶ τεχνητὸν ἐν ὕλῃ τὸ εἶναι ἔχειν τινὲς ὁριζόμενοι
τὴν ὕλην ἀποδιδόασιν, ὥσπερ οἱ λέγοντες οἰκία ἐστὶ ξύλα καὶ λίθοι καὶ
πλίνθοι, ἢ ὀργή ἐστι ζέσις τοῦ περὶ τὴν καρδίαν αἵματος. οἱ δὴ οὕτως
ὁριζόμενοι τὴν δυνάμει οἰκίαν καὶ τὴν δυνάμει ὀργὴν ὁρίζονται·
328

Alexander Phil., In Aristotelis metaphysica commentaria


P. 550, line 21

τὸ τῆς ὕλης κατηγορούμενον αὐτὴ ἡ ἐνέργεια, καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις


ὁρισμοῖς μάλιστα ἔχει τινὰ ἀσάφειαν. ὃ δὲ λέγει τοιοῦτον ἂν εἴη. οὐ-
δὲν τούτων οὐσία ἐστὶν οὐδὲ συνδυαζόμενον τῇ ὕλῃ· ὅμως ἐν ἑκάστῳ
τού-
των ἤτοι τοῦ οὐδοῦ καὶ τῶν ἄλλων τὸ ἀνάλογόν ἐστι, τουτέστιν ἔχουσιν
ἀναλογίαν πρὸς τὰς οὐσίας, καὶ ὥσπερ ἐν ταῖς οὐσίαις τὸ
κατηγορούμενον
τῆς ὕλης οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἢ αὐτὴ ἡ ἐνέργεια, τουτέστιν αὐτὸ τὸ εἶδος,
ὃ δὴ καὶ ὁριζόμεθα (τοῦτο γὰρ δεῖ προσυπακούειν), οὕτω καὶ ἐν τοῖς ἄλ-
λοις ὁρισμοῖς, τοῖς μὴ οὐσιῶν οὖσιν ἀλλὰ τεχνητῶν, τὰ εἴδη ὁριστέον.

p. 1043a12 Φανερὸν δὴ ἐκ τούτων ὅτι ἡ ἐνέργεια ἄλλη ἄλλης ὕλης.

 Ἐπειδὴ γὰρ ὕλη κρυστάλλου μὲν ὕδωρ ἐστὶν ἀλλ' οὐ σῖτος, σωροῦ
δὲ σῖτος ἀλλ' οὐχ ὕδωρ, οἰκίας δὲ ξύλα καὶ λίθοι ἀλλ' οὐχ ὕδωρ καὶ μέλι
(ταῦτα γὰρ ὕλη τοῦ μελικράτου), δῆλον ὡς ἄλλη ἐνέργεια καὶ εἶδος
ἄλλην
ὕλην ἔχει καὶ ἄλλη ἄλλην, καὶ ἔμπαλιν ἄλλης ὕλης ἄλλη τυγχάνει οὖσα
ἐνέργεια καὶ ἄλλης ἄλλη. τοῦ μὲν ὕδατος καὶ μέλιτος ἐνέργεια καὶ εἶδος
ἡ σύνθεσις, τῶν δὲ σίτων καὶ κριθῶν μῖξις καὶ ἄλλων ἄλλη. καὶ διὰ τὸ
πᾶν εἶδος φυσικόν τε καὶ τεχνητὸν ἐν ὕλῃ τὸ εἶναι ἔχειν τινὲς ὁριζόμενοι
τὴν ὕλην ἀποδιδόασιν, ὥσπερ οἱ λέγοντες οἰκία ἐστὶ ξύλα καὶ λίθοι καὶ
πλίνθοι, ἢ ὀργή ἐστι ζέσις τοῦ περὶ τὴν καρδίαν αἵματος. οἱ δὴ οὕτως
ὁριζόμενοι τὴν δυνάμει οἰκίαν καὶ τὴν δυνάμει ὀργὴν ὁρίζονται· ὕλη γὰρ
τῆς μὲν οἰκίας τὰ ξύλα καὶ οἱ λίθοι, τῆς δὲ ὀργῆς τὸ αἷμα, ἃ δὴ δύναν

Alexander Phil., In Aristotelis metaphysica commentaria


P. 585, line 27

ἐνεργοῦν πρότερον.

 Δείξας ὅτι τῷ λόγῳ προτέρα ἐνέργεια δυνάμεως δείκνυσιν ὅτι τῷ


χρόνω τρόπον μέν τινά ἐστιν ἐνέργεια δυνάμεως προτέρα, τρόπον δέ τινα

οὐκ ἔστιν. λαμβάνει δὲ εἰς τὴν τούτου δεῖξιν λίαν ὁμολογούμενον καὶ
ἐναργὲς ἀξίωμα ἢ λῆμμα, ὅτι τὸ τῷ εἴδει τὸ αὐτὸ ἐνεργοῦν πρότερόν
ἐστιν. ὁ γὰρ Σωφρονίσκος ὁ τὸν Σωκράτην ἐνεργήσας, τουτέστι ποιήσας,
329

τῷ εἴδει ὄντα τὸν αὐτὸν τῷ Σωφρονίσκῳ ἀλλ' οὐ τῷ ἀριθμῷ, πρότερός


ἐστι Σωκράτους· ὁ γὰρ Σωφρονίσκος καὶ ὁ Σωκράτης τῷ μὲν εἴδει οἱ
αὐτοί εἰσι, τῷ δ' ἀριθμῷ οὔ. τὸ μὲν οὖν τῷ εἴδει τὸ αὐτὸ ἐνεργοῦν,
ὥσπερ εἴρηται, πρότερον, τὸ δὲ γεγονός, ἓν ὂν καὶ ταὐτὸν τῷ ἀριθμῷ,
ὕστερον. ἀλλὰ καὶ ὁ σῖτος ὁ καταβληθεὶς ἐν τῇ γῇ καὶ ποιήσας ἕτερον
σῖτον τῷ εἴδει ὄντα τὸν αὐτὸν τῷ ποιήσαντι πρότερός ἐστι τοῦ ποιηθέν-
τος, καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ὡσαύτως. τοῦτο προληφθὲν λέγει ὅτι εἰ μὲν ὡς
πρὸς τὸ γεγονὸς καὶ τὸ ποιηθὲν ἀποβλέψειέ τις, ἐστὶ τὸ σπέρμα καὶ ἡ ὕλη

καὶ ὅλως ἡ δύναμις (δύναμιν γὰρ τὴν ὕλην λέγει) προτέρα τῷ χρόνῳ τοῦ
εἴδους καὶ τῆς ἐνεργείας. τὸ γὰρ σπέρμα καὶ τὸ καταμήνιον, ἅπερ δυνάμει

ἦσαν Σωκράτης, ἐνεργείᾳ δὲ οὔπω, πρότερά εἰσι τῷ χρόνῳ τοῦ


Σωκράτους,
καὶ τουδὶ τοῦ σίτου ἡ ὕλη, ἥτις ἦν δυνάμει ὅδε ὁ σῖτος, προτέρα ἦν τῷ
χρόνῳ αὐτοῦ. εἰ μὲν οὖν, ὡς εἴρηται, πρὸς τὴν ὕλην ἐπιβλέψειέ τις καὶ
τὴν δύναμιν, εὑρήσει τὴν δύναμιν ἐνεργείας προτέραν. ἐπεὶ δὲ τὸ σπέρμα
ἐξ ἐνεργείᾳ ὄντος ἀνθρώπου γέγονε καὶ τὸ ὁρατικὸν ἐκ τοῦ ἐνεργείᾳ
ὁρῶντος

Alexander Phil., In Aristotelis metaphysica commentaria


P. 674, line 26

ἄλλου καὶ ἄμπελος ἐξ ἑτέρου. καὶ ἐπεί, ὡς λέγομεν, ἄλλα ἐξ ἄλλων γί-
νεται, οὐχ ἱκανῶς εἴρηκεν Ἀναξαγόρας εἰπὼν ‘ἦν ὁμοῦ πάντα’, τουτέστιν

ἦν ἡ ὕλη ἐξ ἧς τὰ πάντα, ἀλλ' ἔδει αὐτὸν εἰπεῖν ὁποῖα πράγματα ἐξ


ὁποίας ὕλης γίνεται. διαφέρουσι γὰρ οὐ τῷ εἴδει μόνον ἀλλὰ καὶ τῇ ὕλῃ.
ἀνθρώποις μὲν γὰρ ὕλη σάρκες καὶ ὀστᾶ, ἀνδριάντι δὲ χαλκὸς καὶ χαλκῷ
ὕδωρ καὶ ἄλλῳ ἄλλη. εἰ γὰρ μὴ ἦσαν αἱ προσεχεῖς ἑκάστῳ ὗλαι σχεδὸν
ἄπειροι (οὐδὲν γὰρ ἐκ τῆς ἀνειδέου γίνεται, εἰ μὴ μόνα τὰ ἁπλᾶ), ἓν ἂν
ἦν τὸ πᾶν· ἐπειδὴ γὰρ τὸ ποιητικὸν ὁ νοῦς ἕν ἐστιν, εἰ καὶ ἡ προσεχὴς
ἑκάστῳ ὕλη μία ἦν, ἓν ἂν ἦν τὸ γεγονός. τὸ γὰρ ἐκεῖνο ἐγένετο ἐνερ-
γείᾳ, οὗ ἡ ὕλη ἦν δυνάμει, δηλωτικόν ἐστι τοῦ ἓν ἂν ἐγεγόνει, ὃ ἠδύ-
νατο γενέσθαι ἡ ὕλη, ἀλλ' οὐ πολλά. ὡς γὰρ ὁ σῖτος δυνάμει ὢν ἄστα-
χυς ἐξ αὐτοῦ μόνος ὁ ἄσταχυς γίνεται, οὐκέτι δὲ καὶ ἄμπελος ἢ ἐλαία,
οὕτως εἰ ἦν ἡ ὕλη μία, ἓν ἂν ἦν τὸ γεγονός, καὶ οὐ τὸ τυχὸν ἀλλ' ὃ ἦν
δυνάμει. ταῦτα εἰπὼν ὥσπερ συμπέρασμα τῶν λεχθέντων ἐπήγαγε τὸ τρία

δὴ τὰ αἴτια καὶ αἱ ἀρχαί, ὕλη εἶδος στέρησις.


330

Ιππιατρικά. Hippiatrica Berolinensia (0738: 001)


“Corpus hippiatricorum Graecorum, vol. 1”, Ed. Oder, E., Hoppe, K.
Leipzig: Teubner, 1924, Repr. 1971.Ch. 34, Sec. 4, line 16

χρισιν τοῦ φαρμάκου, καὶ ἱστᾶν χειμῶνος ἐν τόπῳ θερμῷ


ἐσκεπασμένον. ἐν δὲ τῇ μίξει τοῦ οἴνου τῇ εἰς τὸ ἔλαιον ἄθε-
τον τὴν σύγχρισιν ἐπέγνων· ἀναψύχων γὰρ ὁ οἶνος ἐπισυν-
δεσμεύει. ὠφέλιμον δὲ τούτῳ καὶ τὸ ἀλείφειν αὐτὸν πισσελαίῳ  
καὶ γυμνάζειν | ὡσαύτως. ἔστω δὲ ἡ πίσσα μὴ πολλή· στε-
νοῦνται γὰρ οἱ πόροι, καὶ οὐ συμβαίνει ἱδρῶσαι. ἐπὶ δὲ τῶν
τοιούτων αἵματος ἀφαιρέσει οὐ χρηστέον, καὶ μηδεὶς λεγέτω,
ὅτι οἱ πρὸ ἡμῶν ἐχρήσαντο. παρῆλθεν γὰρ αὐτοὺς
τοῦτο· διακοπτομένων γὰρ τῶν ἐν τοῖς κροτάφοις ἀγγείων
καὶ ἐξαιματιζομένων, παραξηραίνεται τὸ νευρῶδες τῶν χελυ-
νίων καὶ οὐκ ἔστιν ἐν κινήσει, καὶ μένει ἄσιτος. οἱ δὲ ταῖς
καυτηρίαις χρώμενοι πρὸς τὰ τοιαῦτα, εἰς κόπον φέρουσιν· καὶ
περιγενόμενος γὰρ ὁ τοιοῦτος ἐλάττων ἐστὶν εἰς τὴν ὑπηρε-
σίαν τὸν ἐπίλοιπον χρόνον.

Nemesius Theol., De natura hominis (0743: 001)


“Nemesius of Emesa (typescript)”, Ed. Einarson, B.; Corpus medicorum
Graecorum (in press).Sec. 1, line 216

ποτὲ δὲ καὶ διὰ μέσου τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἐλαίου καὶ πάντων
τῶν καλουμένων ὑγρῶν καρπῶν (οὐδὲν γὰρ ἕτερον οἶνός ἐστιν
ἢ ὕδωρ ὑπ' ἀμπέλου πεποιωμένον). ὁμοίως δὲ καὶ πυρὸς με-
ταλαμβάνομεν, ποτὲ μὲν προσεχῶς ὑπ' αὐτοῦ θαλπόμενοι
ποτὲ δὲ διὰ μέσων ὧν ἐσθίομεν ἢ πίνομεν (ἐν πᾶσι γὰρ ἢ πλείων
ἢ ἐλάττων μοῖρα τοῦ πυρὸς ἐγκατέσπαρται)· τὸν αὐτὸν τρό-
πον καὶ τοῦ ἀέρος, προσεχῶς μὲν ἀναπνέοντες καὶ περικε-  
χυμένον ἡμῖν ἔχοντες καὶ ἐν τῷ ἐσθίειν καὶ πίνειν ἕλκον-
τες, διὰ μέσων δὲ τῶν ἄλλων πάντων ὧν προσφερόμεθα·
τὴν δὲ γῆν προσεχῶς μὲν ἡμεῖς οὐδαμῶς, διὰ μέσων δέ τινων
(γῆ μὲν γὰρ σῖτος γίνεται, σῖτον δὲ ἡμεῖς ἐσθίομεν)· κόρυδοι
μὲν γὰρ καὶ περιστεραὶ πολλάκις καὶ πέρδικες τὴν γῆν σι-
τοῦνται· ἄνθρωπος δὲ διὰ μέσων τῶν σπερμάτων καὶ τῶν
ἀκροδρύων καὶ τῶν σαρκῶν. ἐπειδὴ δὲ οὐ μόνον δι' εὐπρέ-
πειαν ἀλλὰ καὶ δι' εὐαισθησίαν τὴν κατὰ τὴν ἁφὴν ᾗ μά-
λιστα πλεονεκτεῖ πάντα τὰ ζῷα ὁ ἄνθρωπος οὐ περιέθηκεν
331

ἡμῖν οὔτε δέρμα παχὺ ὡς τοῖς βουσὶ καὶ τοῖς ἄλλοις τοῖς
παχυδέρμοις, οὔτε τρίχας μεγάλας καὶ πυκνὰς ὡς ταῖς
αἰξὶ καὶ τοῖς προβάτοις καὶ λαγωοῖς, οὔτε φολίδας ὡς
τοῖς ὄφεσι καὶ τοῖς ἰχθύσιν, οὔτε ὄστρακα ὡς ταῖς χελώ-
ναις καὶ τοῖς ὀστρέοις, οὔτε ἁπαλόστρακα ὡς τοῖς καράβοις,

Posidonius Phil., Frag. (1052: 001)“Posidonios. Die Fragmente, vol. 1”,


Ed. Theiler, W.Berlin: De Gruyter, 1982.Frag.309a, line 108

τῶν δὲ στοιχείων τὰ μὲν προσεχῶς τε ἅμα, τὰ δὲ καὶ διὰ μέσου τινῶν


προσφερόμεθα, ὡς ὕδωρ ποτὲ μὲν καθ' ἑαυτό, ποτὲ δὲ καὶ διὰ μέσου τοῦ
οἴνου καὶ τοῦ ἐλαίου καὶ πάντων τῶν καλουμένων ὑγρῶν καρπῶν. οὐδὲν
γὰρ ἕτερόν ἐστιν οἶνος ἢ ὕδωρ ὑπ' ἀμπέλου πεποιωμένον· ὁμοίως δὲ καὶ
πυρὸς μεταλαμβάνομεν, ποτὲ μὲν προσεχῶς ὑπ' αὐτοῦ θαλπόμενοι, ποτὲ
δὲ διὰ μέσου ὧν ἐσθίομεν ἢ πίνομεν. ἐν πᾶσι γὰρ ἢ πλείων ἢ ἐλάττων
μοῖρα τοῦ πυρὸς ἐγκατέσπαρται. τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τοῦ ἀέρος προσε-
χῶς μὲν ἀναπνέοντες καὶ περικεχυμένον ἡμῖν ἔχοντες καὶ ἐν τῷ ἐσθίειν
καὶ πίνειν ἕλκοντες· διὰ μέσου δὲ τῶν ἄλλων πάντων, ὧν προσφερόμεθα.
τὴν δὲ γῆν προσεχῶς μὲν ἡμεῖς οὐδαμῶς· διὰ μέσου δέ τινων. γῆ μὲν
γὰρ σῖτος γίνεται· σῖτον δὲ ἡμεῖς ἐσθίομεν. κόρυδοι μὲν γὰρ καὶ περι-
στεραὶ πολλάκις καὶ πέρδικες τὴν γῆν σιτοῦνται· ἄνθρωπος δὲ διὰ μέσου

τῶν σπερμάτων καὶ τῶν ἀκροδρύων καὶ τῶν σαρκῶν. ἐπειδὴ δὲ οὐ μόνον
δι' εὐπρέπειαν, ἀλλὰ καὶ δι' εὐαισθησίαν τὴν κατὰ τὴν ἁφὴν, ᾗ μάλιστα
πλεονεκτεῖ πάντα τὰ ζῷα ὁ ἄνθρωπος, οὐ περιέθηκεν ἡμῖν οὔτε δέρμα
παχὺ, ὡς τοῖς βουσὶ καὶ τοῖς ἄλλοις τοῖς παχυδέρμοις, οὔτε τρίχας μεγά-
λας καὶ πυκνάς, ὡς ταῖς αἰξὶ καὶ τοῖς προβάτοις καὶ λαγωοῖς, οὔτε
φολίδας, ὡς τοῖς ὄφεσι καὶ τοῖς ἰχθύσιν, οὔτε ὄστρακα, ὡς ταῖς χελώ-
ναις καὶ τοῖς ὀστρέοις, οὔτε ἁπαλόστρακα, ὡς τοῖς καράβοις, οὔτε πτέ-
ρυγας, ὡς τοῖς ὀρνέοις, ἀναγκαίως ἐσθῆτος ἐδεήθημεν, τῆς
ἀναπληρούσης
ἐν ἡμῖν, ὅπερ ἡ φύσις τοῖς ἄλλοις ἐδωρήσατο. διὰ ταῦτα μὲν οὖν τροφῆς

Clemens Romanus et Clementina Theol., Epistula i ad Corinthios


(1271: 001)“Clément de Rome. Épître aux Corinthiens”, Ed. Jaubert, A.
Paris: Cerf, 1971; Sources chrétiennes 167.Ch. 56, Sec. 15, line 1

θήσῃ κακῶν ἐπερχομένων.


         Ἀδίκων καὶ ἀνόμων καταγε-
λάσῃ, ἀπὸ δὲ θηρίων ἀγρίων οὐ μὴ φοβηθῇς·
332

         θῆρες γὰρ


ἄγριοι εἰρηνεύσουσίν σοι.
         Εἶτα γνώσῃ, ὅτι εἰρηνεύσει σου
ὁ οἶκος· ἡ δὲ δίαιτα τῆς σκηνῆς σου οὐ μὴ ἁμάρτῃ.
         Γνώ-
σῃ δέ, ὅτι πολὺ τὸ σπέρμα σου, τὰ δὲ τέκνα σου ὥσπερ τὸ
παμβότανον τοῦ ἀγροῦ.
         Ἐλεύσῃ δὲ ἐν τάφῳ ὥσπερ σῖτος
ὥριμος κατὰ καιρὸν θεριζόμενος, ἢ ὥσπερ θημωνιὰ ἅλωνος
καθ' ὥραν συγκομισθεῖσα.»
         Βλέπετε, ἀγαπητοί,
πόσος ὑπερασπισμός ἐστιν τοῖς παιδευομένοις ὑπὸ τοῦ
δεσπότου· πατὴρ γὰρ ἀγαθὸς ὢν παιδεύει εἰς τὸ ἐλεηθῆναι
ἡμᾶς διὰ τῆς ὁσίας παιδείας αὐτοῦ.
 Ὑμεῖς οὖν οἱ τὴν καταβολὴν τῆς στάσεως ποιή-
σαντες ὑποτάγητε τοῖς πρεσβυτέροις καὶ παιδεύθητε εἰς
μετάνοιαν κάμψαντες τὰ γόνατα τῆς καρδίας ὑμῶν.

Bolus Med., Phil., Περὶ συμπαθειῶν καὶ ἀντιπαθειῶν (sub nomine


Democriti) (1306: 001)“Nepualii fragmentum περὶ τῶν κατὰ ἀντιπάθειαν
καὶ συμπάθειαν et Democriti περὶ συμπαθειῶν καὶ ἀντιπαθειῶν”, Ed.
Gemoll, W., 1884; Städtisches Realprogymnasium zu Striegau.Sec. 19,
line 1

         Λέων δὲ πρίνου πετάλων ἁψάμενος ἀκινητεῖ καὶ λύκος ἀκίνητος


μένει, σκίλλης αὐτῷ
προσενεχθείσης.
         Πελαργοὶ πέταλα πλατάνου ταῖς ἰδίαις νοσσιαῖς ἐπιτιθέασι,
δεδοικότες τὴν τῶν
νυκτερίδων πρόσψαυσιν καὶ αἱ νυκτερίδες ναρκῶσιν ἁψάμεναι πλατάνου.

         Πολύποσιν ἐπιτεθὲν πή-


γανον ἀκινήτους ποιεῖ.
         Ὄφις, καλάμῳ πληγεὶς ἅπαξ, ναρκᾷ, κινεῖται δὲ, πολλάκις
τυπτόμενος.
Μυρσίναι δὲ ναρθήκων πρὸς δύσιν βληθέντων θάλλουσιν.
         Οὖρον λύκου ἐπουρήσασα γυνὴ
ἄτοκος γίνεται.
         Ὑπὸ ἀνθρώπου λεπροῦ σῖτος πατούμενος καρπὸν οὐκ ἀναφύει.
         Συκῆ εὔκαρ-
πος μένει πεντεκαιδεκάτης οὔσης τῆς θεοῦ ὀλύνθων αὐτῇ περιαφθέντων
333

ἢ καὶ φυκίων αὐτῇ περιαφθέν-


των θαλασσίων ἢ μίλτου τὰ στελέχη περιχριομένης.
         Θαλλοὶ ἐν αἰγιαλῷ κείμενοι ἐλαίας, πολύ-
ποδας ἐκ τῆς θαλάσσης ἐπισπῶνται.
 Ἵνα δὲ μὴ ἐπὶ τῶν αὐτῶν μένωμεν ὑποδειγμάτων, μέγιστε αὐτοκράτορ,
τὸν τῆς ἀντιπαθείας ἐρευνήσωμεν λόγον.

Aelius Dionysius Attic., Ἀττικὰ ὀνόματα Alphabetic letter sigma, entry


20, line 1

ρον μήτε τραγικοὺς μήτε Θουκυδίδην ἢ Πλάτωνα κεχρῆσθαι αὐτοῖς ...


καὶ Ὅμηρος δὲ ποιητὴς  
ὢν καὶ ῥαψῳδῶν προσεῖχεν οὐκ ἄλλως τῷ ὄγκῳ. διὸ καὶ ἀρχόμενος τῆς
ποιήσεως οὐκ ἰωνίζει
οὐδὲ ‘θεή’ (Α 1) λέγει, ἵνα μὴ συστείλας τὰ χείλη στενὸν τὸν ὄγκον
ποιοίη.
 Σιληνοί· δαίμονές τινες κομψοὶ τὰ εἰς ὄρχησιν καὶ εἰς Διονύσου τελετάς,
οἱ Σάτυ-
ροι. Εὔπολις (II 575 M. = fr. 443 K.).
 σιλλαίνει· μυλλαίνει, διὰ τῶν ὀφθαλμῶν σκώπτει καὶ μυλλίζει.
 σίλλοι· εἶδος ποιήσεως κωμικῆς, καὶ σιλλογράφοι οἱ ταύτην μετιόντες.
 σιλλοῦν· τοὺς ὀφθαλμοὺς ἠρέμα παραφέρειν ἐν τῷ διαφαυλίζειν καὶ
διασύρειν.
οὕτως Ἄρχιππος (II 729 M. = fr. 52 K.).
 σῖτος· πᾶς ὁ σιτικὸς καρπός, οὐχ ὁ πυρὸς μόνον. καὶ αὐτὰ τὰ σιτία.
Θουκυδίδης
τετάρτῃ (26, 3)· ‘καὶ τῶν νεῶν οὐκ ἐχουσῶν ὅρμον αἱ μὲν σῖτον ἐν τῇ γῇ
ᾑροῦντο, αἱ δὲ μετέωροι
ὥρμουν’.
σίτου ἐκβολή· Θουκυδίδης (IV 1, 1), ὅταν ὁ στάχυς τῆς κάλυκος
ἐκφύηται,
οὐχ ὅταν ἐκ τῆς γῆς ἀναδιδῶται τὰ σπέρματα.
 σκαιεμβατεῖν (com. fr. ad. 1143 K.)· τὸ σκαιῶς καὶ ἀρρύθμως ἐμβαίνειν
ὀρχούμενον, τὸ ἐν τῇ συνηθείᾳ κενεμβατεῖν.

Favorinus Phil., Rhet., Frag. (1377: 003)“Favorino di Arelate. Opere”,


Ed. Barigazzi, A.Florence: Monnier, 1966.Frag.78, line 1

πρῶτος λόγον ἠρώτησε – Φαβωρῖνος δέ φησι Παρμενίδην – καὶ


ἄλλους συχνούς.  
 Diog. L. IX 34 – 35 (de Democrito) Φαβωρῖνος δέ φησιν ἐν
Παντοδαπῇ ἱστορίᾳ λέγειν Δημόκριτον περὶ Ἀναξαγόρου ὡς οὐκ
334

εἴησαν αὐτοῦ αἱ δόξαι αἵ τε περὶ ἡλίου καὶ σελήνης, ἀλλ' ἀρχαῖαι·


τὸν δὲ ὑφῃρῆσθαι· διασύρειν τε αὐτοῦ τὰ περὶ τῆς διακοσμήσεως
καὶ τοῦ νοῦ, ἐχθρῶς ἔχοντα πρὸς αὐτόν, ὅτι δὴ μὴ προσήκατο αὐτόν.
 Diog. L. IX 50 (de Protagora) (διήκουσε δ' ὁ Πρωταγόρας
Δημοκρίτου) – ἐκαλεῖτό [τε] Σοφία, ὥς φησι Φαβωρῖνος ἐν Παν-
τοδαπῇ ἱστορίᾳ – καὶ πρῶτος ἔφη....  
σητάνειος σῖτος  
 Ἄργιλος ἡ πρὸς τῷ Στρυμόνι ποταμῷ πόλις. ὠνομάσθη δὲ
ἐπειδὴ ὑπὸ Θρᾳκῶν ὁ μῦς ἄργιλος καλεῖται, σκαπτόντων δὲ εἰς
τὸ θεμελίους καταβαλέσθαι πρῶτος μῦς ὤφθη.
 Steph. Byz. Αὐταριᾶται· ἔθνος Θεσπρωτικόν. Χάραξ ἐν ἑβδό-
μῃ Χρονικῶν (fr. 21 JF Gr Hist II A, p. 48) καὶ Φαβωρῖνος
ἐν Παντοδαπαῖς καὶ Ἐρατοσθένης.  

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάδρου. Recensio α sive Recensio vetusta (1386:


001)“Ιστορία Μεγάλου Αλεξάδρου. vol. 1”, Ed. Kroll, W.
Berlin: Weidmann, 1926.Book 2, ch. 16, Sec. 7, line 4

μάχην. καὶ ἦν μὲν Περσικὸν πλῆθος ἄμετρον καὶ ἅρματα δρεπανηφόρα


ἐτύγχανε. τῶν δὲ Μακεδόνων προῆγεν ὁ Ἀλέξανδρος ἐγκαθίσας τὸν Βου-
κέφαλον ἵππον· προσεγγίσαι δὲ τούτῳ οὐδεὶς ἠδύνατο διὰ τὴν ἐν αὐτῷ
θειότητα. ὡς οὖν ἑκατέρους ἔκλῃζεν ἡ πολέμιος σάλπιγξ, πολύς [δὲ]
τις θροῦς συνεκλονεῖτο καὶ κλαγγὴ τῶν στρατῶν· προθυμίᾳ δὲ ἦλθον εἰς
δῆριν. καὶ οἱ μὲν λίθοις ἠμύναντο, οἱ δὲ τοῖς βέλεσιν ἐσκέπασαν τὸν
ἀέρα,
ἄλλοι δὲ μαχαίραις ἐξοιστροῦντο· καὶ πολλοὶ μὲν ὤλοντο, πολὺς δὲ
ὀδυρμὸς
ὠρώρει· καὶ οἱ μὲν ἐσφάζοντο, ἕτεροι δὲ ἡμισφαγεῖς ἔκειντο. πολλῶν δὲ
Περσῶν ὀλεθρίως τελευτώντων ὁ Δαρεῖος ἔστρεφε τὰς ἡνίας τοῦ ἰδίου
ἅρματος, καὶ πᾶν τὸ πλῆθος τῶν Περσῶν εἰς φυγὴν ὥρμα. δρεπανηφόρων

δὲ πολλῶν ἁρμάτων τροχαζόντων οἱ πεζοὶ ἐθερίζοντο ὥσπερ σῖτος ὑπ'


ἀρότρῳ.
 Ὁ οὖν Δαρεῖος ἐλθὼν ἐπὶ τὸν Στράγγαν ποταμὸν αὐτὸς μὲν διεπέ-
ρασεν ἔτι αὐτὸν πεπηγότα εὑρών· τὸ δὲ ἄλλο πλῆθος ὡς ἦλθεν αὐτὸν
διαπερᾶσαι, κάτωθεν διελύθη τὸ κῦμα καὶ ἥρπασε πάντας. οἱ δὲ μὴ
φθάσαντες διαπερᾶσαι τὸν ποταμὸν ὑπὸ τῶν Μακεδόνων ἀνῃροῦντο. ὁ
δὲ
Δαρεῖος φυγὰς γενηθεὶς καὶ εἰσελθὼν εἰς τὰ βασίλεια ἔρριψεν ἑαυτὸν ἐπὶ
τοῦ ἐδάφους, οἰμώζων καὶ δακρύων διὰ τὸ ἀπολωλεκέναι πολὺ πλῆθος
ἀνδρῶν καὶ ὡς ἐρημώσας πᾶσαν τὴν Περσίδα. ἔλεγε δέ· ‘Ποῖος ἀστὴρ
οὐράνιος ἔβαλε τὴν Περσικὴν βασιλείαν, ἵνα Δαρεῖος ὁ τοσαύτας πόλεις
335

καὶ ἔθνη ὑποτάξας καὶ νήσους καταδουλωσάμενος, ὁ ἡλίῳ συνανατείλας,

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάδρου. Recensio Byzantina poetica (cod.


Marcianus 408) Line 4792

φύλλα δὲ πλεῖστα τῶν δενδρῶν ἦσαν αὐτοῦ κυκλόθεν·


κείμεναι τούτῳ πάρησαν πολλαὶ πεπόναι μᾶλλον,
ὀπῶραι καλλιστόταται, κάρυα καὶ σικύαι.
Ἰδὼν δ' αὐτὸν Ἀλέξανδρος ἠσπάσατο τὸ τάχος.
Αὐτὸς Δανδάμης ἔφησε καθήμενος πρὸς τοῦτον·
»Χαίροις, Ἀλέξανδρε, καὐτός,» μηδὲν αὐτὸν τιμήσας
ὡς βασιλέα μέγιστον· ἐκ γῆς γὰρ οὐκ ἠγέρθη,
ἀλλ' ἦν αὐτὸς καθήμενος γυμνότερος ὑπέρου.
Ἔνθεν καὶ προσηρώτησεν Ἀλέξανδρος Δανδάμῃ·
»Κτήματα πάρεισιν ὑμῖν;» Αὐτός «Οὐχί» προσεῖπεν,
»οὐδὲν τετράποδον ἡμῖν, οὐ σίδηρος, οὐ σῖτος,
οὐκ οἴκων ἐποικοδομαί, χρυσὸς οὔκουν, οὐ ξίφος,
οὐκ ἄργυρος, οὐ μόλυβος, οὐκ ἄρτος, οἶνος οὔπω.
Οὐκ ἔχομεν ἱμάτιον, οὐδὲ κρεωφαγίαν,
οὐδὲ τῶν πρὸς ἀπόλαυσιν ἔχομεν συντεινόντων
ἢ συντελούντων μάλιστα τῶν πρὸς τὴν γεωργίαν,
ἀλλ' ἔχομεν τὸν κάλλιστον ἀέρα καὶ γλυκώδη,
τὸν εὔκρατον καὶ κάθυγρον καὶ πλήρης εὐωδίας,
τὸν πάσης ἀρρωστίας τε φθορᾶς ἀπηλλαγμένον·
ἔχομεν φῶς τὸν ἥλιον, ἀστέρας καὶ σελήνην·
πρόσπεινοι δ' ὅταν γένωμεν, ἐν κατακόμοις δένδροις

Αρποκρατίων. ., Lexicon in decem oratores Atticos (1389: 001)


“Harpocrationis lexicon in decem oratores Atticos, vol. 1”, Ed. Dindorf,
W.Oxford: Oxford University Press, 1853, Repr. 1969.P. 168, line 12

στολῇ. νῆσός ἐστι πλησίον Τροιζῆνος, ὡς Ἑκαταῖος ἐν περιόδῳ τῆς


γῆς ἔφη. ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον Εἰρήνη ἡ Καλαύρεια, καθά φησιν
Ἀντικλείδης.
        Κανηφόροι: Λυκοῦργος ἐν τῷ κατὰ Λυκόφρονος. περὶ τῶν κανη-
φόρων Φιλόχορος ἐν βʹ Ἀτθίδος φησὶν ὡς Ἐριχθονίου βασιλεύοντος
πρῶτον κατέστησαν αἱ ἐν ἀξιώματι παρθένοι φέρειν τὰ κανᾶ τῇ θεῷ,
ἐφ' οἷς ἐπέκειτο τὰ πρὸς τὴν θυσίαν, τοῖς τε Παναθηναίοις καὶ ταῖς
ἄλλαις πομπαῖς.
        Καρκίνος: Λυσίας ἐν τῇ περὶ τοῦ κυνὸς ἀπολογίᾳ, εἰ γνήσιος,
336

“ἐλυμαίνοντο γάρ μου τὸν καρκίνον εἰσφοιτῶσαι αἱ κύνες.” καὶ ὅταν


ὁ σῖτος ῥιζωθῇ κατὰ τῆς γῆς, κεκαρκινῶσθαί φασι· Φερεκράτης Αὐ-
τομόλοις      ὁπόταν σχολάζῃς, νίψον, ἵνα τὰ λήϊα      συγκαρκινωθῇ.

Αρποκρατίων. ., Lexicon in decem oratores Atticos P. 274, line 1

        Σίμων: ὄνομα κύριον.


        Σινώπη: Δημοσθένης ὑπὲρ Κτησιφῶντος. Ἡρόδικος ἐν ϛʹ Κω-
μῳδουμένων φησὶν ὅτι Σινώπη ἡ ἑταίρα Ἄβυδος ἐλέγετο διὰ τὸ γραῦς
εἶναι.
        Σιπύα: Λυσίας ἐν τῷ περὶ ἡμικληρίου τῶν Μακαρτάτου χρημά-
των. σιτηρὸν ἀγγεῖόν ἐστιν ἡ σιπύα, ἔστι δὲ πολλάκις παρὰ τοῖς
ἀρχαίοις κωμικοῖς· Εὔπολις Χρυσῷ γένει, Ἀριστοφάνης Τελμη-
σεῦσιν.
        Σιτηρέσιον: τὸ διδόμενόν τισιν εἰς τροφήν· Δημοσθένης ἐν τῷ
περὶ τριηραρχήματος.  
        Σῖτος: Δημοσθένης ἐν τῷ κατ' Ἀφόβου αʹ. σῖτος καλεῖται ἡ
διδομένη πρόσοδος εἰς τροφὴν ταῖς γυναιξὶν ἢ τοῖς ὀρφανοῖς, ὡς ἐξ
ἄλλων τε μαθεῖν ἔστι καὶ ἐκ τοῦ Σόλωνος αʹ ἄξονος καὶ ἐκ τῆς Ἀριστο-
τέλους Ἀθηναίων πολιτείας. Τιμαχίδας δὲ ἡγεῖται παρὰ τοῖς Ἀτ-
τικοῖς σῖτον λέγεσθαι τὸν τόκον, ἀγνοεῖ δὲ ὅτι ἓν ἀνθ' ἑνὸς οὐδέποτε
παρ' αὐτοῖς ὁ τόκος σῖτος καλεῖται.
        Σιτοφύλακες: Δείναρχος ἐν τῇ κατὰ Καλλισθένους εἰσαγγελίᾳ.
ἀρχή τις ἦν Ἀθήνησιν ἥτις ἐπεμελεῖτο ὅπως ὁ σῖτος δικαίως πραθή-
σεται καὶ τὰ ἄλφιτα καὶ οἱ ἄρτοι. ἦσαν δὲ τὸν ἀριθμὸν ιʹ, εʹ μὲν ἐν
ἄστει, εʹ δ' ἐν Πειραιεῖ, ὡς Ἀριστοτέλης ἐν Ἀθηναίων πολιτείᾳ.  
        Σκαμβωνίδαι: Λυκοῦργος ἐν τῇ διαδικασίᾳ Κροκωνιδῶν.

Εκαταίος. Frag. (1390: 002)“FGrH #264”.


Volume-Jacobyʹ-F 3a,264,F, frag.25, line 1348

ὄχλων συντρεχόντων καὶ τὸν πράξαντα δεινότατα διατιθέντων, καὶ τοῦτ'


ἐνίοτε πραττόντων
ἄνευ κρίσεως. (7) διὰ δὲ τὸν ἐπὶ τούτοις φόβον οἱ θεασάμενοι τεθνηκός τι
τούτων τῶν
ζώιων ἀποστάντες μακρὰν βοῶσιν, ὀδυρόμενοί τε καὶ μαρτυρόμενοι
κατειλῆφθαι τετελευ-
τηκός. ⟦(8) οὕτω δ' ἐν ταῖς τῶν ὄχλων ψυχαῖς ἐντέτηκεν ἡ πρὸς τὰ ζῶια
ταῦτα
337

δεισιδαιμονία⟧.
(84) ἀπίστων δὲ φαινομένων πολλοῖς τῶν εἰρημένων καὶ μύθοις
παραπλησίων πολλῶι  
παραδοξότερα φανήσεται τὰ μετὰ ταῦτα ῥηθησόμενα. λιμῶι γάρ ποτε
πιεζομένων τῶν
κατ' Αἴγυπτόν φασι πολλοὺς ἀλλήλων μὲν ἅψασθαι διὰ τὴν ἔνδειαν, τῶν δ'
ἀφιερωμένων
ζώιων τὸ παράπαν μήτ' αἰτίαν σχεῖν μηδένα προσενηνέχθαι. (2) ἀλλὰ μήν
γε καὶ καθ'
ἣν ἂν οἰκίαν εὑρεθῆι κύων τετελευτηκώς, ξυρῶνται πάντες οἱ κατ' οἶκον
ὄντες ὅλον τὸ
σῶμα καὶ ποιοῦνται πένθος· καὶ τὸ τούτου θαυμασιώτερον, ἐὰν οἶνος ἢ
σῖτος ἤ τι τῶν πρὸς
τὸν βίον ἀναγκαίων τυγχάνηι κείμενον ἐν τοῖς οἰκήμασιν οὗ τὸ ζῆν ἐξέλιπέ
τι τῶν θηρίων,
οὐκ ἂν ἔτι χρήσασθαι πρὸς οὐδὲν αὐτοῖς ὑπομείνειαν. (3) κἂν ἐν ἄλληι
χώραι που στρα-
τευόμενοι τύχωσι, λυτρούμενοι τοὺς αἰλούρους καὶ τοὺς ἱέρακας
κατάγουσιν εἰς Αἴγυπτον.
καὶ τοῦτο πράττουσιν ἐνίοτε τῶν ἐφοδίων αὐτοὺς ὑπολιπόντων. (4) τὰ δὲ
γινόμενα
περὶ τὸν Ἆπιν τὸν ἐν Μέμφει ποικίλον καὶ τὸν Μνεῦιν τὸν ἐν Ἡλιουπόλει
καὶ τὰ περὶ
τὸν τράγον τὸν ἐν Μένδητι, πρὸς δὲ τούτοις τὸν κροκόδειλον τὸν κατὰ τὴν
Μοίριδος λίμνην

Ignatius Scr. Eccl., Epistulae vii genuinae (recensio media) (1443: 001)
“Ignace d'Antioche. Polycarpe de Smyrne. Lettres. Martyre de
Polycarpe,  4th edn.”, Ed. Camelot, P.T.Paris: Cerf, 1969; Sources
chrétiennes 10.Epistle 4, ch. 4, Sec. 1, line 5

Χριστιανός, ἀλλὰ καὶ εὑρεθῶ. Ἐὰν γὰρ εὑρεθῶ, καὶ λέγεσθαι


δύναμαι καὶ τότε πιστὸς εἶναι, ὅταν κόσμῳ μὴ φαίνωμαι.
Οὐδὲν φαινόμενον καλόν. Ὁ γὰρ θεὸς ἡμῶν Ἰησοῦς Χρις-
τὸς ἐν πατρὶ ὢν μᾶλλον φαίνεται. Οὐ πεισμονῆς τὸ ἔργον,
ἀλλὰ μεγέθους ἐστὶν ὁ Χριστιανισμός, ὅταν μισῆται ὑπὸ
κόσμου.
 Ἐγὼ γράφω πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις καὶ ἐντέλλομαι
πᾶσιν ὅτι ἐγὼ ἑκὼν ὑπὲρ θεοῦ ἀποθνήσκω, ἐάνπερ ὑμεῖς μὴ
κωλύσητε. Παρακαλῶ ὑμᾶς, μὴ εὔνοια ἄκαιρος γένησθέ μοι.
Ἄφετέ με θηρίων εἶναι βοράν, δι' ὧν ἔστιν θεοῦ ἐπιτυχεῖν.
338

Σῖτός εἰμι θεοῦ καὶ δι' ὀδόντων θηρίων ἀλήθομαι, ἵνα καθαρὸς
ἄρτος εὑρεθῶ τοῦ Χριστοῦ.
         Μᾶλλον κολακεύσατε τὰ θηρία,
ἵνα μοι τάφος γένωνται καὶ μηθὲν καταλίπωσι τῶν τοῦ σώμα-  
τός μου, ἵνα μὴ κοιμηθεὶς βαρύς τινι γένωμαι. Τότε ἔσομαι
μαθητὴς ἀληθῶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτε οὐδὲ τὸ σῶμά μου ὁ
κόσμος ὄψεται. Λιτανεύσατε τὸν Χριστὸν ὑπὲρ ἐμοῦ, ἵνα διὰ
τῶν ὀργάνων τούτων θεῷ θυσία εὑρεθῶ.

Ignatius Scr. Eccl., Epistulae interpolatae et epistulae suppositiciae


(recensio longior) [Sp.] Epistle 12, ch. 4, Sec. 1, line 4

καὶ τότε πιστὸς εἶναι, ὅταν κόσμῳ μὴ φαίνωμαι.


         οὐδὲν φαινόμενον αἰώνιον·   τὰ γὰρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τὰ δὲ μὴ
βλεπόμενα αἰώνια. οὐ πεισμονῆς τὸ ἔργον, ἀλλὰ μεγέθους ἐστὶν ὁ
Χριστιανισμός· ὅταν μισῆται ὑπὸ
κόσμου. φιλεῖται παρὰ θεοῦ. εἰ ἐκ τοῦ κόσμου γάρ, φησί, τού-
του ἦτε, ὁ κόσμος ἂν ἐφίλει τὸ ἴδιον· νυνὶ δὲ οὔκ ἐστε ἐκ τοῦ
κόσμου, ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς· μείνατε παρ' ἐμοί.
 Ἐγὼ γράφω πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις καὶ ἐντέλλομαι πᾶσιν, ὅτι ἑκὼν
ὑπὲρ θεοῦ ἀποθνήσκω, ἐάνπερ ὑμεῖς μὴ κωλύσητε. παρακαλῶ ὑμᾶς, μὴ
εὔνοια
ἄκαιρος γένησθέ μοι. ἄφετέ με θηρίων εἶναι βρῶμα, δι' ὧν ἔστιν θεοῦ
ἐπιτυχεῖν. σῖτός εἰμι τοῦ θεοῦ καὶ δι' ὀδόντων θηρίων ἀλήθομαι, ἵνα
καθαρὸς ἄρτος θεοῦ εὑρεθῶ.
         μᾶλλον κολακεύσατε τὰ θηρία, ἵνα μοι τάφος γένων-
ται καὶ μηθὲν καταλίπωσι τῶν τοῦ σώματός μου, ἵνα μὴ κοιμηθεὶς βαρύς
τινι εὑρεθήσωμαι· τότε δὲ ἔσομαι μαθητὴς ἀληθὴς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτε
οὐδὲ
τὸ σῶμά μου ὁ κόσμος ὄψεται. λιτανεύσατε τὸν κύριον ὑπὲρ ἐμοῦ, ἵνα
διὰ
τῶν ὀργάνων τούτων θεῷ θυσία εὑρεθῶ.
         οὐχ ὡς Πέτρος καὶ Παῦλος δια-
τάσσομαι ὑμῖν· ἐκεῖνοι ἀπόστολοι Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐγὼ δὲ ἐλάχιστος·
ἐκεῖ-
νοι ἐλεύθεροι ὡς δοῦλοι θεοῦ, ἐγὼ δὲ μέχρι νῦν δοῦλος. ἀλλ' ἐὰν πάθω,
ἀπελεύθερος γενήσομαι Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀναστήσομαι ἐν αὐτῷ
ἐλεύθερος.
339

Irenaeus Theol., Adversus haereses (liber 5) (1447: 008)


“Irénée de Lyon. Contre les hérésies, livre 555voo. 22pub Cerf”, Ed.
Rousseau, A., Doutreleau, L., Mercier, C.Paris: Cerf, 1969; Sources
chrétiennes 153.Frag.22, line 46

πλασθεὶς ἐν ἀρχῇ ὁ ἄνθρωπος διὰ τῶν χειρῶν τοῦ Θεοῦ,


τουτέστιν Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, γίνεται κατ' εἰκόνα καὶ
ὁμοίωσιν Θεοῦ, τοῦ μὲν ἀχύρου ἀποσκευαζομένου, ὅπερ
ἐστὶν ἡ ἀποστασία, τοῦ δὲ σίτου εἰς ἀποθήκην ἀναλαμβα-
νομένου, ὅπερ ἐστὶν οἱ τὴν πρὸς Θεὸν πίστιν καρποφο-
ροῦντες. Καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἡ θλῖψις ἀναγκαία τοῖς σῳζο-
μένοις, ἵνα, τρόπον τινὰ λεπτυνθέντες καὶ συμφυραθέντες
διὰ τῆς ὑπομονῆς τῷ Λόγῳ τοῦ Θεοῦ καὶ πυρωθέντες,
ἐπιτήδειοι ἔσονται εἰς τὴν τοῦ Βασιλέως εὐωχίαν,
ὡς εἶπέ τις τῶν ἡμετέρων διὰ τὴν πρὸς τὸν
Θεὸν μαρτυρίαν κατακριθεὶς πρὸς θηρία, ὅτι «σῖτός  
εἰμι τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ ὀδόντων θηρίων ἀλήθο-
μαι, ἵνα καθαρὸς Θεοῦ ἄρτος εὑρεθῶ».
 Τὰς δὲ αἰτίας ἀπεδώκαμεν ἐν ταῖς πρὸ ταύτης
βίβλοις, δι' ἃς ἀνέσχετο ὁ Θεὸς τοῦτο οὕτως γενέσθαι, καὶ
ἀπεδείξαμεν ὅτι πάντα τὰ τοιαῦτα ὑπὲρ τοῦ σῳζομένου
ἀνθρώπου γέγονεν, τὸ αὐτεξούσιον αὐτοῦ πεπαίνοντα πρὸς
τὴν ἀθανασίαν καὶ ἐπιτηδειότερον αὐτὸν πρὸς τὴν εἰς ἀεὶ
ὑποταγὴν τοῦ Θεοῦ καταρτίζοντα.  

Pausanias Attic., Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγή


Alphabetic letter omicron, entry 16*, line 1

ὑπὸ τῶν Ἀττικῶν. Ἀρίσταρχος γὰρ Κρατῖνον (II 203 M. = fr. 348 K.)
ὑποθέσθαι φησὶν Ὄκνον
τινὰ ἐν Ἅιδου σχοινίον πλέκοντα, ὄνον δὲ τὸ πλεκόμενον ἀπεσθίοντα
[οἷον ἀποκείροντα].
 ὁ Κρὴς τὴν θάλασσαν (cf. Alcm. fr. 115 Bgk.; Alc. fr. 223 Lob.)· ἰδὼν
γὰρ αὐτὴν γαληνίζουσαν ἔφη· ‘εἰ μὴ ᾔδειν σε’.
 ὀκτώπουν· σκορπίον. Κρατῖνος Θρᾴτταις (II 65 M. = fr. 77 K.)·
  ’ὀκτώπουν ἀνεγείρεις·’
παροιμία γάρ· ‘σκορπίον [ὀκτώπουν] ἀνεγείρεις’. ἐν δὲ ταῖς Αἰσχύλου
Ξαντρίαις (fr. 169 N.2)
340

ἡ Λύσσα ἐπιθειάζουσα ταῖς Βάκχαις φησίν· ‘ἐκ ποδῶν δ' ἄνω


      ὑπέρχεται σπαραγμὸς εἰς ἄκρον κάρα,
      κέντημα γλώσσης, σκορπίου βέλος λέγω’.
 ὄμπνιος λειμών· ὁ σῖτος καὶ οἱ Δημητριακοὶ καρποί· ἐπεὶ Ὀμπνία ἡ
Δημήτηρ
λέγεται.
 ὄνος ἄγων μυστήρια (cf. Ar. ran. 159)· ἐπὶ τῶν ἑτέροις κακοπαθούντων
καὶ
παρεχόντων εὐφροσύνην διὰ τὸ τῷ καιρῷ τῶν μεγάλων μυστηρίων ἐξ
ἄστεος Ἐλευσῖνάδε τοὺς
ὄνους κομίζειν αὐτοῖς τὰ ἐπιτήδεια. τότε γὰρ θλίβονται μᾶλλον τὰ πρὸς
τὴν χρείαν ἀγόμενα βαστά-
ζοντες.

Pausanias Attic., Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγή


Alphabetic letter pi, entry 25, line 1

N.)· ‘μέγα φρονεῖ μᾶλλον ἢ Πηλεὺς ἐπὶ τῇ μαχαίρᾳ’. ἐδόκει σωφροσύνης


γέρας, ἡφαιστότευκτος,
ἣν εἰλήφει μάχαιραν ὁ Πηλεύς. λαμβάνεται δὲ ἐπὶ τῶν σπανίων καὶ
τιμιωτάτων κτημάτων. [διὰ
γὰρ σωφροσύνης ὑπερβολὴν παρὰ θεῶν λαβεῖν φασι τὸν Πηλέα ξίφος
Ἡφαίστου κατασκευάσαντος].
 πηνήκη· περικεφαλαία τριχωτὴ καὶ περιθετὴ κόμη· ἔνθεν καὶ πηνηκίζειν
τὸ ἀπα-
τᾶν. τῆς δὲ περιθετῆς κόμης τὸ μὲν ἔντριχον, τὸ δὲ προκόμιον, τὸ δὲ
πηνήκην ἐκάλουν.
 πιππίζειν καὶ τιτίζειν· μίμησις ὀρνέων φωνῶν.
 πλέθρον· τὸ τοῦ σταδίου ἕκτον μέρος, ὅπερ ἐστὶ πηχῶν ἑξήκοντα ἓξ
διμοίρου.
ὅλον γὰρ τὸ στάδιόν ἐστι τετρακοσίων.
 πλήξαντα καὶ πληγέντα τὸν Ἡρακλέα· ἐπεὶ μεταξὺ Πίσης καὶ Ἤλιδος
δαι-
δάλειον ἀνδριάντα ἀγνοήσας ὡς ἄνδρα ἔπληξε λίθῳ, ὁ δὲ ἀντικρούσας
ὀπίσω ἔπληξεν αὐτόν.
 πλόχανον· πλέγμα, ᾧ ὁ σῖτος καθαίρεται.
 πόλεις παίζειν· τὰς νῦν χώρας καλουμένας ἐν ταῖς ἑξήκοντα ψήφοις.
 πόπανα· πλακούντια πλατέα καὶ λεπτὰ καὶ περιφερῆ.
 πρεσβύτερος Κόδρου· παροιμία ἐπὶ τῶν πάνυ παλαιῶν ἀπὸ τοῦ
βασιλεύσαντος
Ἀθήνησι Κόδρου.  
 Προμυλαία· θεὸς προμύλιος, ἣν ἀφιδρύοντο ἐν τοῖς μυλῶσιν ὡς
Εὔνοστον.
341

 πρὸ ὁδοῦ· τὸ ἀναγκαιότερον καὶ ὡς εἰπεῖν προὔργου.


 προόδων· ὁ τοὺς ὀδόντας ἐξωτέρω ἔχων τοῦ δέοντος.
 πρὸς δύο οὐδ' [ὁ] Ἡρακλῆς· ταύτης τῆς παροιμίας τὴν αἰτίαν ὁ Δοῦρις
(FG Hist 76, 93) οὕτως ἀφηγεῖται· Ἡρακλέα φησὶ βωμὸν εἱσάμενον ἐπὶ
τῷ Ἀλφειῷ πυγμῆς

Philo Mech., Parasceuastica et poliorcetica (1599: 002)


“Exzerpte aus Philons Mechanik B. VII und VIII”, Ed. Diels, H.,
Schramm, E.Berlin: Reimer, 1920; Abhandlungen der preussischen
Akademie der Wissenschaften, Philosoph.–hist. Kl., no. 12.
Thevenot p. 88, line 19

συγκόψας τὸν τῆς τήλεως καρπὸν διὰ πετρῶν


εἰς τοὺς σιροὺς ἀποτιθῇ τοὺς εἰρημένους
καρπούς, ἢ τὴν κόνυζαν ἢ τὴν ὀρίγανον ὡς ἔχει
διαμίσγων ἐν τοῖς σιροῖς θησαυρίζῃς τὰ
ὄσπρια· (28) κἂν οὔρῳ ἔξωθεν ἐπιρρύτους ποιήσῃς
τοὺς σιτοβολῶνας, διαφυλάττουσιν ἀφθάρτους
τοὺς καρπούς.
 (29) δεῖ δὲ τὰ τοιαῦτα οἰκοδομήματα
καὶ χώνας ἔχειν ἐν μέσαις ταῖς ὀροφαῖς, ἵνα
ἐὰν βουλώμεθα, βάλληται καὶ κατακομίζη-
ται ῥᾳδίως καταρρέων ὁ σῖτος εἰς τὸ κάτω
οἴκημα. (30) τίθεσθαι δὲ προσήκει μὴ ἔλαττον
εἰς ἐνιαυτὸν τὸν σῖτον τὴν πόλιν· ἀγοράζειν  
δὲ δεῖ ὅταν εὐωνότατος ᾖ καὶ διελθόντος τοῦ
χρόνου τὸν μὲν παλαιὸν ἀναλίσκειν, νέον δὲ
ἄλλον τίθεσθαι πρὸς τὰς γινομένας πολιορ-
κίας καὶ τὰς συμβαινούσας σιτοδείας.

Philo Mech., Parasceuastica et poliorcetica Thevenot p. 90, line 31

            τοὺς δύο χοέας ὄξους βελτίστου ὅσον κύαθον ζέσαντος


             ἐγχέαι καὶ μετ' οὐ πολὺν χρόνον χρήσιμα γίνεται.
 (55) δεῖ δὲ καὶ τρυπητῆρα χαλκοῦν ἢ κερα-
             μεοῦν κατασκευάσαι μὴ ἔλασσον ἢ τέσσαρας χωροῦντα  
μετρητάς, ἐν ᾧ παρασκευάσαντί τε φελλὸν καὶ
 ἐμπήξαντι βακτηρίαν, ἣ τριδάκτυλα ἴσα μέρη
 διαιρεῖται, καὶ διαγράψαντι ἐν ταῖς μοί-
342

ραις ἔσται γεγραμμένα τάδε· νῆες σῖτος ξύλα


ὅπλα στρατιῶται καὶ ἄλλο ἐάν τι θέλῃς
γράψαι τῶν κατὰ πολιορκίαν ἢ κατἄλλην τινα
          χρείαν παρα-
σκευαζομένων καὶ ἐκλειπόντων· (56) τούτων

Philoxenus Gramm., Frag. (1602: 001)“Die Fragmente des


Grammatikers Philoxenos”, Ed. Theodoridis, C.Berlin: De Gruyter, 1976;
Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker 2.
Frag.541, line 5

a. Or. 95, 23 in sede Philoxeni: λεπτός· παρὰ τὸ λέπω, ὅ ἐστι λεπίζω.


b. Et. Gen. λ 66 Adler – Alpers (unde EM 560, 42): λεπτός· ... ἢ λέπω
λεπτός, ὁ ἐξελεπισμένος.
Or. 94, 3 (unde Et. Gud. 369, 32 St.; EM 564, 41): λίβανος· παρὰ τὸ
λείβω, τὸ σπένδω. τὸ εἰς σπονδὰς καὶ θυσίας ἐπιτήδειον. οὕτω Φιλόξενος.

Et. Gen. λ 183 Adler – Alpers (ex Choer. Orth.), unde Et. Sym. cod. V
ap. Gaisf. EM 1611 D: λιτός· σημαίνει τὸν εὐτελῆ καὶ ἀποίκιλον χιτῶνα.
λέγει ὁ Δίδυμος (p. 339 Schmidt) παρὰ τὸ λεῖος εἶναι διὰ τῆς ει. ἡ δὲ
παράδοσις διὰ τοῦ ι, ὥς φησιν Φιλόξενος· τὰ γὰρ διὰ τοῦ ιτος ἀποστρέ-
φονται τὴν διὰ τῆς ει διφθόγγου γραφήν, οἷον σῖτος, ἐπαφρόδιτος,
λήϊτος, Θεοδώριτος, Μούνιτος. οὕτως οὖν καὶ τὸ λιτὸς διὰ τοῦ ι.
Et. Gud. 375, 54 St. et cod. z p. 298 (de cod. z vide Gaisf. EM 1624 F):
μάγειρος· ... Φιλόξενος δὲ λέγει, ὅτι παρ' Αἰολεῦσιν ἡ γραφὴ διὰ τοῦ
ι ἐστὶ μάγιρος.
Schol. A ad Ν 809 a Erbse (ex Herodiano, vide 2, 88, 22 L.): {μακρὰ}
βιβάσθων· Τυραννίων (fr. 32 Planer) περισπᾷ, οὐχ ὑγιῶς· ὁ γὰρ
χαρακτὴρ βαρεῖαν τάσιν ἀπαιτεῖ, εἴτε ἀπὸ τοῦ βιβῶ βιβάθω γενομένου
τοῦ ῥήματος περιπλεονάσαντος τοῦ σ, ὥς φησι Φιλόξενος, εἴτε ἀπὸ
ὀνόματος τοῦ βιβαστὸς βιβάσθων, ὡς ἀϊστὸς ἀΐσθων· γίνεται γάρ τινα
κτλ.  

Pytheas Perieg., Frag. (1650: 001)“Pytheas von Massalia”, Ed. Mette,


H.J.Berlin: De Gruyter, 1952.Frag.6g, line 14

ἃ δ' εἴρηκε Πυθέας περί τε ταύτης καὶ τῶν ἄλλων τῶν


ταύτηι τόπων ὅτι μὲν πέπλασται, φανερὸν ἐκ τῶν γνωρι-
ζομένων χωρίων· κατέψευσται γὰρ αὐτῶν τὰ πλεῖστα,
ὥσπερ καὶ πρότερον εἴρηται (s. F 6a), ὥστε δῆλός ἐστιν
ἐψευσμένος μᾶλλον περὶ τῶν ἐκτετοπισμένων. πρὸς μέντοι
343

τὰ οὐράνια καὶ τὴν μαθηματικὴν θεωρίαν ἱκανῶς ἂν


δόξειε κεχρῆσθαι τοῖς πράγμασι τοῖς τῆι κατεψυγμένηι
ζώνηι πλησιάζουσι, τὸ τῶν καρπῶν εἶναι τῶν ἡμέρων καὶ
ζώιων τῶν μὲν ἀφορίαν παντελῆ, τῶν δὲ σπάνιν, κέγχρωι
δὲ καὶ ἄλλοις λαχάνοις καὶ καρποῖς καὶ ῥίζαις τρέφεσθαι,
παρ' οἷς δὲ σῖτος καὶ μέλι γίγνεται, καὶ τὸ πόμα ἐντεῦθεν
ἔχειν· τὸν δὲ σῖτον, ἐπειδὴ τοὺς ἡλίους οὐκ ἔχουσι
καθαρούς, ἐν οἴκοις μεγάλοις κόπτουσι, συγκομισθέντων
δεῦρο τῶν σταχύων· αἱ γὰρ ἅλως ἄχρηστοι γίνονται
διὰ τὸ ἀνήλιον καὶ τοὺς ὄμβρους.
  –   –   – VII 3, 1: ... διὰ δὲ τὴν ἄγνοιαν τῶν τόπων
τούτων οἱ τὰ Ῥιπαῖα Ὄρη καὶ τοὺς Ὑπερβορείους μυθο-
ποιοῦντες λόγου ἠξίωνται, καὶ ἃ Πυθέας ὁ Μασσαλιώ-  
της κατεψεύσατο τῆς παρωκεανίτιδος, προσχήματι χρώ-
μενος τῆι περὶ τὰ οὐράνια καὶ τὰ μαθηματικὰ ἱστορίαι.
ἐκεῖνοι μὲν οὖν ἐάσθωσαν ... (es folgt Poseidonios Περὶ

Vitae Homeri, Vita Herodotea (1805: 001)“Homeri opera, vol. 5”, Ed.
Allen, T.W.Oxford: Clarendon Press, 1912, Repr. 1969.Line 57

 εʹ. Ὁ παῖς δὲ ἦν τε φύσιν ἔχων ἀγαθήν, ἐπιμελίης τε


καὶ παιδεύσιος προσγενομένης αὐτίκα πολλὸν τῶν πάντων
ὑπερεῖχε. χρόνου δὲ ἐπιγενομένου ἀνδρούμενος οὐδὲν τοῦ
Φημίου ὑποδεέστερος ἦν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ. καὶ οὕτως ὁ μὲν
Φήμιος ἐτελεύτησε τὸν βίον, καταλιπὼν πάντα τῷ παιδί,
οὐ πολλῷ δὲ ὕστερον καὶ ἡ Κρηθηῒς ἐτελεύτησεν. ὁ δὲ
Μελησιγένης ἐπὶ τῇ διδασκαλίᾳ καθειστήκει· καθ' ἑωυτὸν
δὲ γενόμενος μᾶλλον ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ἑωρᾶτο. καὶ αὐτοῦ
θωυμασταὶ καθειστήκεισαν οἵ τε ἐγχώριοι καὶ τῶν ξένων
οἱ ἐσαπικνεόμενοι. ἐμπόριον γὰρ ἦν ἡ Σμύρνη, καὶ σῖτος
ἐξήγετο πολὺς αὐτόθεν ἐκ τῆς ἐπικειμένης χώρας δαψιλέως
κάρτα ἐσαγόμενος ἐς αὐτήν. οἱ οὖν ξένοι, ὁκότε παύσοιντο
τῶν ἔργων, ἀπεσχόλαζον παρὰ τῷ Μελησιγένει ἐγκαθίζοντες.
 ϛʹ. Ἦν δὲ ἐν αὐτοῖς τότε καὶ Μέντης ναύκληρος ἀπὸ τῶν
περὶ Λευκάδα τόπων καταπεπλευκὼς ἐπὶ σῖτον, ἔχων ναῦν,
πεπαιδευμένος τε ἀνὴρ ὡς ἐν ἐκείνῳ τῷ χρόνῳ καὶ πολυΐστωρ·
ὅς μιν ἔπεισε τὸν Μελησιγένη μεθ' ἑωυτοῦ πλεῖν καταλύσαντα
τὴν διδασκαλίαν, μισθόν τε λαμβάνοντα καὶ τὰ δέοντα πάντα,
καὶ ὅτι χώρας καὶ πόλιας θεήσασθαι ἄξιον εἴη αὐτῷ ἕως νέος
ἐστί. καί μιν οἴομαι μάλιστα τούτοισι προαχθῆναι·

Theon Gramm., Frag. (1838: 002)“De Theone grammatico eiusque


344

reliquiis”, Ed. Giese, K., 1867; Diss. Dresden.P. 39, line 16

 Etym. Angel. (ed. Ritschl. p. XII) s. v. Δόρυ· δρύον ἂν


εἴη περὶ (παρὰ) τὴν δρῦν, οἷον δρύϊνον. οὕτως εὗρον ἐν ὑπο-
μνήματι Θέωνος εἰς τὴν Ὀδύσσειαν (V. 162. 371).
Et. M. s. v. Ἄκμηνος.
Λέγεται καὶ ἐπὶ τοῦ ἀκμάζοντος Ὀδυσσείας· (XXIII. 191.)
“θάμνος ἐὴν τανύφυλλος ἐλαίης, ἑρκέων ἔντος Ἄκμηνος, θαλέ-
θων.” Ὁ θάλλων καὶ ἀνθῶν· παρὰ τὸ ἀκμή, ὃ σημαίνει τὴν
ἡλικίαν· τοῦτο παρὰ τὸ ἄγω, ἀγή, καὶ πλεονασμῷ τοῦ Κ, καὶ
τροπῇ τοῦ Γ εἰς Μ, ἀκμῆ, ἄκμηνος.
Et. M. Ἄκμηνος σίτοιο, ἄγευστος, ἄσι-
τος, διὰ τοῦ Η. Ὁ γὰρ διὰ τοῦ ΗΝΟΣ τύπος τὴν ὀξεῖαν
ποθεῖ. Καὶ οἱ μὲν ἁπλῆν παρὰ τὴν ἀκμὴν λέγουσιν· οἱ δὲ
σύνθετον, ἤτοι κατὰ στέρησιν τῆς ἱκμάδος, οὐδὲ τὸν μὴ κεκμη-
κότα περὶ τὰ σιτία. Ὁ δὲ Ἀρίσταρχος τὸν ἄκμηνον λέγει
προπαροξυτόνως παρὰ τὴν ἀκμήν· Θέων δὲ ὀξύνεσθαι ἀξιοῖ
ὡς ἀγαθός. ἔνιοι δὲ προπερισπῶσιν. Ἢ παρὰ τὴν ἀκτήν, τὸν
σῖτον.
[ Ἀρετή] αἱρετή τις ἐστίν· ἣν αἱροῦνται πάντες, οὕτως Δίδυμος
ἐν ὑπομνήμασιν .... ὡς δὲ ἐν ὑπομνήσει εὗρον Θέωνος, ἀρεστή.  
καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ, ἀρετή, ἡ πᾶσιν ἀρέσκουσα.

Θεμίστιος. Πενταετηρικός (2001: 008)


“Themistii orationes quae supersunt, vol. 1”, Ed. Schenkl, H., Downey,
G.Leipzig: Teubner, 1965.Harduin p. 115, Sec. a, line 5

των εἰς τοὺς τὰ ὅπλα φέροντας μόνους ἡ ἀπόλαυσις περι-


ίσταται, καὶ τὸ πρᾶγμα οὐδαμῶς ἴσον, μισθοφορεῖν μὲν
ὑπὲρ τοῦ κρατεῖν τῶν πολεμίων, τῶν ἄθλων δὲ μὴ κοι-
νωνεῖν τοὺς μισθοδότας. ὅταν δὲ ἅπαντες γίνωνται
μερῖται τοῦ κέρδους, οἱ μὲν πλείω λαμβάνοντες ἐκ τῶν
πολεμίων, οἱ δὲ ἐλάττω διδόντες ἐκ τῶν οἰκείων, τοῦτο
ἄν τις φαίη τὸ τρόπαιον τῆς κοινῆς εὐδαιμονίας, καὶ ταύ-
την τὴν νίκην ἀληθινήν, δι' ἣν ἅμα Σκύθαις καὶ τῶν δασμο-
λόγων ὑπερφρονήσομεν, καὶ οὐκ ἔσονταί μοι τῶν βαρ-  
βάρων οἱ πράκτορες φοβερώτεροι, οὐδὲ ἐκκενωθήσεται
πρὶν εἰσελθεῖν ὁ σῖτος τοῖς γεωργοῖς, οὐδὲ παρεστήξουσιν
οἱ δανείζοντες τοῖς τρυγῶσιν, οὐδὲ ἀνεόρταστος ὁ χειμὼν
τῶν ταμιείων εὐρωτιώντων, ἀλλ' ἐπιχειλῆ πᾶσι τὰ ἀγαθά,
καὶ τότε αἰσθήσομαι τῶν λαφύρων τῶν Σκυθικῶν, ὅταν
345

μηδεὶς τὰ ἐμὰ λάφυρα ποιῆται.

Θεμίστιος. Περὶ τοῦ μὴ δεῖν τοῖς τόποις ἀλλὰ τοῖς ἀνδράσι προσέχειν
(2001: 027)“Themistii orationes quae supersunt, vol. 2”, Ed. Schenkl, H.,
Downey, G., Norman, A.F.Leipzig: Teubner, 1971.Harduin p. 336, Sec.
d, line 2

ἄπτερα, καὶ ἄμουσα πάντα, ὅσα δὲ μουσικά, καὶ πτηνά, ἡ


ἀηδών, ὁ κύκνος, ὁ τέττιξ. καὶ μή με ἄλλως νομίσῃς
ὡραΐζεσθαι τῷ κύκνῳ καὶ τῇ ἀηδόνι, καθάπερ οἱ κομψοὶ
σοφισταὶ οἱ κομμοῦντες τοὺς λόγους οἷον φυκίῳ κέχρηνται
τούτοις τοῖς ὀρνέοις, ἀλλ' ἐκεῖνό σοι ἐκ τούτων ἐνδεί-
κνυμι, μὴ στερεόν τι μηδὲ ἀκίνητον πρᾶγμα μουσικὴν μηδὲ
ἐφ' ἑνὸς ἰσχύειν τόπου, ὥσπερ τὰ ὕδατα ὅσα μαντικὰ
καὶ τὰ πνεύματα.
 Εἰ δὲ ὅθεν πρῶτον ἐφάνησαν λόγοι, μόνην ἐκείνην
πρέπειν τὴν πόλιν εἰς παιδείαν ὑπολαμβάνεις, ἀλλ' οὐδ'
ὅθεν σῖτος ἐφάνη τὸ πρῶτον οὐδ' ὅθεν οἶνος, ἐκεῖσε μόνον
πυροὶ καὶ ἄμπελοι φύονται, ἀλλ' ὄψει τοὺς σιταγωγοῦν-
τας, ὅτι ἐπ' Αἴγυπτον πλέουσι καὶ Θρᾴκην καὶ Βόσπορον
καὶ Χερρόνησον. γνοίης δ' ἂν καὶ αὐτοὺς Ἀθηναίους παρ'  
ἄλλων τὸν σῖτον ἐπαγομένους, παρ' ὧν ὁ Τριπτόλεμος
ἦν καὶ τὸ ἅρμα τῶν δρακόντων ἀνίπτατο. καίτοι καὶ
ἵππων ἅρμα ὑπ' Ἐρεχθέως πρῶτον ζευχθῆναι λέγεται,
ἀλλὰ νῦν ἐν ἁπάσαις σχεδὸν ταῖς πόλεσιν ἡνιοχοῦσιν
Ἰλλυριοί, πόσοι δὲ Αἰγύπτιοι, πόσοι δὲ Θρᾷκες. καὶ
ὅπλισιν δὲ λόγος ἐν τῇ Ἀττικῇ πρῶτον φανῆναι, καὶ τί
γὰρ οὐ πρῶτον, ὁπότε καὶ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον;

Θεμίστιος. Analyticorum posteriorum paraphrasis (2001: 038)


“Themistii analyticorum posteriorum paraphrasis”, Ed. Wallies, M.
Berlin: Reimer, 1900; Commentaria in Aristotelem Graeca 5.1.
Volume 5,1, p. 15, line 25

φυλασσόμενα, ὡς τὸ σχῆμα καὶ τὰ πέρατα· δύναται γὰρ σχῆμα μὲν εἶναι


μὴ δύο δὲ ἔχειν ὀρθάς, οἷον τετράγωνον ἢ πολύγωνον· μόνῳ δὲ τούτῳ καὶ

σωζομένῳ συσσώζεται καὶ φθειρομένῳ συναφανίζεται. καλῶς οὖν


εἴρηται
’οὗ πρώτου ἀφαιρεθέντος τὸ κατηγορούμενον συναναιρεῖται’·
συναναιρεῖται
346

μὲν γὰρ καὶ τῷ σχήματι καὶ τοῖς πέρασιν, ἀλλ' οὐ πρώτοις.


 Τούτων τοίνυν ἡμῖν διωρισμένων δῆλον ὡς ἐκ τῶν καθόλου καὶ
τῶν καθ' αὑτὰ ὑπαρχόντων ἐστὶν ἡ ἀπόδειξις· εἰ γάρ ἐστιν ἡ ἀποδεικτικὴ
ἐπιστήμη ἐξ ἀναγκαίων ἀρχῶν καὶ ἀδυνάτων ἄλλως ἔχειν, μόνα δὲ
ἀναγκαίως
κατηγορεῖται τὰ καθ' αὑτὰ ὑπάρχοντα καὶ καθόλου τοῖς πράγμασι,
φανερὸν
ὅτι ἐκ τοιούτων τινῶν ἡ ἀπόδειξις. τούτῳ τῷ λόγῳ τινὲς παραβάλλουσιν
’εἰ τὰ σώματα τῶν ζῴων ἐκ ξηρῶν καὶ ὑγρῶν, σῖτος δὲ καὶ οἶνος ξηρὸν
καὶ ὑγρόν, ἐκ σίτου καὶ οἴνου τῶν ζῴων ἐστὶ τὰ σώματα’. ἀλλ', ὦ
βέλτιστε,
οὐκ ἀπέδειξας ὅτι ταῦτα μόνα ξηρὰ καὶ ὑγρά· Ἀριστοτέλης δὲ πρῶτον
ἀπέδειξεν ὅτι μόνα τὰ οὕτως ὑπάρχοντα ἀναγκαῖα. καίτοι καὶ ἄλλα πολλὰ

τῶν συμβεβηκότων ἀναγκαίως ὑπάρχειν τοῖς ὑποκειμένοις ἂν εἴποις, οἷον

τὸ λευκὸν τῇ χιόνι· ἀλλ' ὅτι γε φύσιν ἔχει τισὶν ἑτέροις μὴ ἀναγκαίως


ὑπάρχειν,

Θεμίστιος. In Aristotelis physica paraphrasis (2001: 039)


“Themistii in Aristotelis physica paraphrasis”, Ed. Schenkl, H.
Berlin: Reimer, 1900; Commentaria in Aristotelem Graeca 5.2.
Volume 5,2, p. 148, line 28

ἀριθμός, τοῦτο σημεῖον. πᾶν πλέον ἢ ἔλαττον ἀριθμῷ κρίνεται, ἀριθμὸς


ἄρα τις ὁ χρόνος. ὅτι δὲ κατὰ τὸ πρότερον καὶ ὕστερον ἀναγκαίως προς-
τεθείκαμεν, ἐκεῖθεν δῆλον· ἀριθμοῦνται γὰρ κινήσεις καὶ πλείους ἅμα ὡς
ἐπὶ σοῦ, φέρε, ὅτι καὶ αὔξεις καὶ θερμαίνῃ καὶ προβαίνεις τόπον ἐκ τόπου

καὶ ὅτι τρεῖς ἅμα κινήσεις κινῇ, ἀλλ' οὐχ ὁ τοιοῦτος ἀριθμὸς τῆς κινή-
σεως χρόνος ἐστίν, ἀλλ' ὁ κατὰ τὸ πρότερόν τε καὶ ὕστερον. οὐ δεῖ
δὲ θαυμάζειν, εἰ τὸ ἀριθμούμενον τῆς κινήσεως χρόνον εἰπόντες ἐν τῷ
ὁρισμῷ τὸν ἀριθμὸν μετελάβομεν· λέγεται γὰρ καὶ τὸ ἀριθμούμενον
ἀριθμός, ὡς καὶ τὸ μετρούμενον μέτρον· διχῶς γὰρ καὶ τὸ μέτρον, ᾧ
μετροῦμεν, οἷον ἡ χοῖνιξ ἡ ξυλίνη καὶ ὁ χοεὺς ὁ κεράμειος, καὶ τὸ μετρο-
ύμενον ἀπ' αὐτῶν, ὁ σῖτος ὁ ἐν τῇ χοίνικι καὶ ὁ οἶνος ὁ ἐν τῷ χοΐ·
ἐσθίομεν γὰρ χοίνικα οὐ τὴν ξυλίνην καὶ χόα πίνομεν οὐ τὸν χαλκοῦν.
οὕτως δὲ καὶ ἀριθμὸς οὐχ ὁ ἐκ τῶν μονάδων μόνον, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀριθμού-

μενος· ἐκεῖνος μὲν γὰρ διωρισμένος καὶ οὐ συνεχὴς καὶ οὐδ' ἂν τὴν
οὐσίαν ἐσήμαινεν ἡμῖν τοῦ χρόνου, ἀλλὰ μᾶλλον ἔργον καί τι ἐποίει, τὸ
δὲ ἀριθμούμενον οὐδὲν κωλύει καὶ συνεχὲς εἶναι, ὡς τὸ ἑνδεκάπηχυ
δόρυ.
347

Martyrium Pionii, Martyrium Pionii presbyteri et sodalium (2005:


001)“The acts of the Christian martyrs”, Ed. Musurillo, H.
Oxford: Clarendon Press, 1972.Ch. 4, Sec. 14, line 4

Ποίησον ἡμῖν θεούς, καὶ μοσχοποιῆσαι, καὶ τὰ λοιπὰ ὅσα ἐποίησαν;


ὑμᾶς γὰρ δύνανται πλανᾶν. ἐπεὶ ἀναγινωσκέτωσαν ὑμῖν τὴν
βίβλον τῶν Κριτῶν, τὰς Βασιλείας, τὴν Ἔξοδον, καὶ πάντα ἐν οἷς
ἐλέγχονται.
         ἀλλὰ ζητοῦσι διὰ τί τινες μηδὲ βιασθέντες ἑαυτοῖς
ἦλθον ἐπὶ τὸ θῦσαι; καὶ δι' ἐκείνους πάντων Χριστιανῶν καταγι-
νώσκετε;
         νομίσατε τὰ παρόντα ἅλωνι ὅμοια εἶναι· ποῖος σωρὸς
μείζων, ἀχύρου ἢ τοῦ σίτου; ὅταν γὰρ ἔλθῃ ὁ γεωργὸς ἐν τῷ πτύῳ
διακαθᾶραι τὴν ἅλωνα, τὸ ἄχυρον κοῦφον ὂν εὐκόλως ὑπὸ τοῦ ἀερίου
πνεύματος μεταφέρεται, ὁ δὲ σῖτος ἐν ταὐτῷ μένει.
         ἴδετε πάλιν
τὴν εἰς θάλασσαν βαλλομένην σαγήνην· μὴ πάντα ἃ συνάγει εὔχρηστά
ἐστιν; οὕτω καὶ τὰ παρόντα.

Γρηγόριος Νύσσης. , In sanctum pascha (vulgo In Christi resurrectionem


oratio iii) Volume 9, p. 259, line 24

καὶ ὁ μὲν κεραμεὺς οὕτως μικρὸν τῆς τοῦ θεοῦ δυνάμεως


κτίσμα, ὁ δὲ θεὸς ἀπιστεῖται ὑπισχνούμενος ἀνακαινίζειν
τὸν τεθνηκότα. πολλῆς ταῦτα τῆς ἀνοίας ἐστίν.
 Θεωρήσωμεν καὶ τὸ τοῦ σίτου ὑπόδειγμα, ᾧ Παῦλος ὁ
πάνσοφος παιδεύει τοὺς ἄφρονας λέγων· Ἄφρων σύ, ὃ
σπείρεις, οὐ ζωοποιεῖται, ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ, καὶ ὃ σπείρεις,
οὐ τὸ σῶμα τὸ γενησόμενον σπείρεις, ἀλλὰ γυμνὸν κόκκον,
εἰ τύχοι, σίτου ἤ τινος τῶν λοιπῶν σπερμάτων, ὁ δὲ θεὸς
δίδωσιν αὐτῷ σῶμα, καθὼς ἠθέλησεν. ἀκριβῶς προσέχωμεν
τῇ γενέσει τοῦ σίτου, καὶ τάχα τὸν περὶ ἡμῶν λόγον διδαχθη-
σόμεθα. ὁ σῖτος ῥίπτεται εἰς τὴν γῆν, διασαπεὶς δὲ ἐν τῇ
νοτίδι καὶ, ὡς ἂν εἴποι τις, τελευτήσας ἀπολήγει εἴς τινα
γαλακτώδη οὐσίαν, ἥτις παγεῖσα μικρὸν ὀξὺ καὶ λευκὸν  
γίνεται κέντρον, αὐξηθεῖσα δὲ ὅσον προκύψαι τῆς γῆς ἐκ
τοῦ λευκοῦ πρὸς τὸ ἠρέμα χλοαινόμενον μεταβάλλεται,
εἶτα γίνεται πόα καὶ κόμη τῶν βώλων, ἐφαπλωθεῖσα δὲ
αὐτοῖς καὶ σκεδασθεῖσα μετρίως πολυσχιδῆ κάτωθεν ὑποτρέ-
φει τὴν ῥίζαν τῷ μέλλοντι βάρει τὴν ὑποβάθραν προευτρεπί-
ζουσα· καὶ ὥσπερ οἱ ἱστοὶ τῶν πλοίων πλείστοις πανταχόθεν
348

διατείνονται κάλοις, ἵνα πάγιοι μένωσιν ἰσορρόποις ταῖς


ὁλκαῖς ἀντισπώμενοι, οὕτως αἱ σχοινοειδεῖς ἀποφύσεις

Γρηγόριος Νύσσης. , In sanctum pascha (vulgo In Christi resurrectionem


oratio iii) Volume 9, p. 260, line 10

γαλακτώδη οὐσίαν, ἥτις παγεῖσα μικρὸν ὀξὺ καὶ λευκὸν  


γίνεται κέντρον, αὐξηθεῖσα δὲ ὅσον προκύψαι τῆς γῆς ἐκ
τοῦ λευκοῦ πρὸς τὸ ἠρέμα χλοαινόμενον μεταβάλλεται,
εἶτα γίνεται πόα καὶ κόμη τῶν βώλων, ἐφαπλωθεῖσα δὲ
αὐτοῖς καὶ σκεδασθεῖσα μετρίως πολυσχιδῆ κάτωθεν ὑποτρέ-
φει τὴν ῥίζαν τῷ μέλλοντι βάρει τὴν ὑποβάθραν προευτρεπί-
ζουσα· καὶ ὥσπερ οἱ ἱστοὶ τῶν πλοίων πλείστοις πανταχόθεν
διατείνονται κάλοις, ἵνα πάγιοι μένωσιν ἰσορρόποις ταῖς
ὁλκαῖς ἀντισπώμενοι, οὕτως αἱ σχοινοειδεῖς ἀποφύσεις
τῆς ῥίζης ἀντιλαβαὶ τῶν ἀσταχύων γίνονται καὶ ἐρείσματα.
ἐπειδὰν δὲ εἰς κάλαμον ὁ σῖτος διαναστῇ καὶ πρὸς τὸ ὕψος
ἐπείγηται, γόνασιν αὐτὸν καὶ κόμβοις ὁ θεὸς ὑπερείδει οἷον
οἰκίαν τινὰ συνδέσμοις ἀσφαλιζόμενος διὰ τὴν προσδοκωμένην
τῆς κόμης βαρύτητα. εἶτα τῆς ἰσχύος ἑτοιμασθείσης τὴν
κάλυκα σχίσας προάγει τὸν ἄσταχυν. καὶ πάλιν ἐκεῖ θαύματα
κρείττονα· στοιχηδὸν γὰρ ὁ σῖτος αὐτῷ περιφύεται καὶ τῶν
κόκκων ἕκαστος ἐξαίρετον ἔχει τὴν ἀποθήκην καὶ τελευταῖοι
προβέβληνται οἱ ἀνθέρικες ὀξεῖς καὶ λεπτοί, ὅπλα οἶμαι
κατὰ τῶν σπερμολόγων ὀρνίθων, ἵνα ταῖς ἐκείνων ἀκμαῖς
νυττόμενοι τῷ καρπῷ μὴ λυμαίνωνται. ὁρᾷς, ὅσην εἷς κόκκος
διασαπεὶς θαυματουργίαν ἔχει καὶ μόνος πεσὼν μεθ' ὅσων

Γρηγόριος Νύσσης. , In sanctum pascha (vulgo In Christi resurrectionem


oratio iii) Volume 9, p. 260, line 15

φει τὴν ῥίζαν τῷ μέλλοντι βάρει τὴν ὑποβάθραν προευτρεπί-


ζουσα· καὶ ὥσπερ οἱ ἱστοὶ τῶν πλοίων πλείστοις πανταχόθεν
διατείνονται κάλοις, ἵνα πάγιοι μένωσιν ἰσορρόποις ταῖς
ὁλκαῖς ἀντισπώμενοι, οὕτως αἱ σχοινοειδεῖς ἀποφύσεις
τῆς ῥίζης ἀντιλαβαὶ τῶν ἀσταχύων γίνονται καὶ ἐρείσματα.
ἐπειδὰν δὲ εἰς κάλαμον ὁ σῖτος διαναστῇ καὶ πρὸς τὸ ὕψος
ἐπείγηται, γόνασιν αὐτὸν καὶ κόμβοις ὁ θεὸς ὑπερείδει οἷον
οἰκίαν τινὰ συνδέσμοις ἀσφαλιζόμενος διὰ τὴν προσδοκωμένην
τῆς κόμης βαρύτητα. εἶτα τῆς ἰσχύος ἑτοιμασθείσης τὴν
κάλυκα σχίσας προάγει τὸν ἄσταχυν. καὶ πάλιν ἐκεῖ θαύματα
κρείττονα· στοιχηδὸν γὰρ ὁ σῖτος αὐτῷ περιφύεται καὶ τῶν
349

κόκκων ἕκαστος ἐξαίρετον ἔχει τὴν ἀποθήκην καὶ τελευταῖοι


προβέβληνται οἱ ἀνθέρικες ὀξεῖς καὶ λεπτοί, ὅπλα οἶμαι
κατὰ τῶν σπερμολόγων ὀρνίθων, ἵνα ταῖς ἐκείνων ἀκμαῖς
νυττόμενοι τῷ καρπῷ μὴ λυμαίνωνται. ὁρᾷς, ὅσην εἷς κόκκος
διασαπεὶς θαυματουργίαν ἔχει καὶ μόνος πεσὼν μεθ' ὅσων
ἐγείρεται· ἄνθρωπος δὲ οὐδὲν προσλαμβάνει πλέον, ὃ δὲ εἶχεν,
ἀπολαμβάνει, καὶ διὰ τοῦτο τῆς γεωργίας τοῦ σίτου ὁ
ἡμέτερος ἀνακαινισμὸς εὐκολώτερος ἀναφαίνεται.

Γρηγόριος Νύσσης. , Contra Eunomium (2017: 030)


“Gregorii Nysseni opera, vols. 1.1 & 2.2”, Ed. Jaeger, W.
Leiden: Brill, 1960.Book 2, ch. 1, Sec. 352, line 7

θεια. ἐπειδή, φησίν, ἑαυτῷ ταύτας ἐπέθηκε τὰς


προσηγορίας ὁ κύριος οὔτε τι πρῶτον νοῶν
οὔτε δεύτερον οὔτε λεπτότερόν τι ἢ ἀκριβέ-
στερον, οὐκ ἔστιν ἐξ ἐπινοίας εἶναι ταῦτα
εἰπεῖν τὰ ὀνόματα. πῶς μέμνηται τοῦ ἰδίου σκο-
ποῦ; πῶς οἶδε τοὺς λόγους καθ' ὧν τὸν πόλεμον ἐνε-
στήσατο; ἐμνήσθη τινὸς τῶν ὑποτρεχόντων τῇ συνηθείᾳ
πρὸς τὴν ἑρμηνείαν τῆς ἐπινοίας ὁ καθηγητὴς ὁ ἡμέ-  
τερος καὶ ἐν τοῖς κατωτέροις τῶν ὑποδειγμάτων τὸν
νοῦν διασαφήσας οὕτως προσβιβάζει τοῖς ἄνω τὴν θεω-
ρίαν τοῦ λόγου. εἶπεν γὰρ ὅτι καθ' ἑαυτὸν ὁ σῖτος
ἕν τι πρᾶγμα κατὰ τὴν ὑπόστασιν φαίνεται, πρὸς δὲ τὰς
ἐπιθεωρουμένας αὐτῷ ποικίλας ἰδιότητας ἐξαλλάσσει τὰς
κλήσεις καὶ σπόρος γινόμενος καὶ καρπὸς καὶ τροφὴ καὶ
ὅσα γίνεται, τοσαῦτα ὀνομαζόμενος. παραπλησίως δέ, φησί,
καὶ ὁ κύριος ἐστὶ μὲν καθ' ἑαυτὸν ὅ τι ποτὲ κατὰ τὴν
φύσιν ἐστί, ταῖς δὲ τῶν ἐνεργειῶν διαφοραῖς συνονομαζόμενος
οὐ μίαν ἐπὶ πάντων ἴσχει προσηγορίαν, ἀλλὰ καθ' ἑκάστην
ἔννοιαν τὴν ἐξ ἐνεργείας ἐγγινομένην ἡμῖν μεταλαμβάνει τὸ
ὄνομα. τί οὖν ὁ λόγος ἡμῶν διὰ τῶν εἰρημένων ἐλέγχεται
ὁ εἰπὼν δυνατὸν εἶναι πολλὰς ἐφαρμόζεσθαι προσηγορίας

Γρηγόριος Νύσσης. , Contra Eunomium


Book 2, ch. 1, Sec. 353, line 10

κλήσεις καὶ σπόρος γινόμενος καὶ καρπὸς καὶ τροφὴ καὶ


ὅσα γίνεται, τοσαῦτα ὀνομαζόμενος. παραπλησίως δέ, φησί,
καὶ ὁ κύριος ἐστὶ μὲν καθ' ἑαυτὸν ὅ τι ποτὲ κατὰ τὴν
350

φύσιν ἐστί, ταῖς δὲ τῶν ἐνεργειῶν διαφοραῖς συνονομαζόμενος


οὐ μίαν ἐπὶ πάντων ἴσχει προσηγορίαν, ἀλλὰ καθ' ἑκάστην
ἔννοιαν τὴν ἐξ ἐνεργείας ἐγγινομένην ἡμῖν μεταλαμβάνει τὸ
ὄνομα. τί οὖν ὁ λόγος ἡμῶν διὰ τῶν εἰρημένων ἐλέγχεται
ὁ εἰπὼν δυνατὸν εἶναι πολλὰς ἐφαρμόζεσθαι προσηγορίας
κατὰ τὰς τῶν ἐνεργειῶν διαφορὰς καὶ τὴν πρὸς τὰ ἐνεργού-
μενα σχέσιν ἑνὶ κατὰ τὸ ὑποκείμενον ὄντι τῷ υἱῷ τοῦ θεοῦ,
ὡς καὶ ὁ σῖτος εἷς ὢν ἐκ τῶν ποικίλων περὶ αὐτοῦ νοημά-
των διαφόροις ἐπωνυμίαις ἐπιμερίζεται; πῶς οὖν ἀνατρέπει
τὰ εἰρημένα ὁ λέγων περὶ ἑαυτοῦ ταῦτα τὸν Χριστὸν τὰ
ὀνόματα λέγειν; οὐ γὰρ ὅστις ὁ κατονομάσας τὸ ζητούμενον
ἦν, ἀλλὰ περὶ τῆς τῶν ὀνομάτων ἐννοίας ἡ θεωρία προ-
έκειτο πότερον φύσιν ἐνδείκνυται ἢ ἐπινοητικῶς ἐκ τῶν ἐν-
εργειῶν ὀνομάζεται. ἀλλ' ὁ δριμὺς οὗτος καὶ ἀμφιλαφὴς
τὴν διάνοιαν ἀνατρέπων τὸν ἀποδοθέντα περὶ τῆς ἐπινοίας
λόγον τὸν εἰπόντα δυνατὸν εἶναι ἑνὶ τῷ ὑποκειμένῳ πολλὰς
ἐξευρίσκειν προσηγορίας κατὰ τῶν ἐνεργειῶν τὰς σημασίας
ἰσχυρῶς κέχρηται καθ' ἡμῶν τῇ μάχῃ λέγων μὴ παρ'

Γρηγόριος Νύσσης. , Contra Eunomium


Book 2, ch. 1, Sec. 365, line 7

οὐκ ἄτοπον, ἀθέμιτον δὲ μᾶλλον, τούτοις πα-  


ραβάλλειν τὸν ἀγέννητον; καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐπάγει
κατὰ τὸ ὁμότιμον τὸν περὶ τοῦ σίτου καὶ τοῦ κυρίου λόγον,
ἴσον εἰς ἀτοπίαν κρίνων ἑνὶ τούτων παραβάλλειν τὸν θεόν.
παντὶ δὲ γνώριμον πάντως τὸ τοιοῦτόν ἐστιν, ὅτι τὰ ἴσῳ
τῷ μέτρῳ τινὸς ἀφεστηκότα καὶ αὐτὰ πρὸς ἄλληλα τὸ ἴσον
ἔχει· ὥστε κατὰ τὸν σοφὸν θεολόγον ὁ τῶν αἰώνων ποιητὴς
καὶ πάσης περιδεδραγμένος τῶν ὄντων τῆς φύσεως ἰσο-
στάσιος ἀνεδείχθη τῷ βραχυτάτῳ σπέρματι, εἴπερ ἐπίσης
ἀπολείπεται τῆς πρὸς τὸν θεὸν συγκρίσεως καὶ αὐτὸς καὶ
ὁ σῖτος.
 Ἀλλ' ἡ μὲν ἀσέβεια τοῦ λόγου τοσαύτη. καιρὸς δ'
ἂν εἴη καὶ αὐτὴν ἐξετάσαι τὴν εἰς τὴν βλασφημίαν κατα-
σκευήν, ἐν τίνι πρὸς ἑαυτὴν τῷ λόγῳ δι' ἀκολουθίας συνήρ-
τηται. εἰπὼν γὰρ ἄτοπον εἶναι τῷ σίτῳ καὶ τῷ Χριστῷ
τὸν θεὸν παραβάλλειν περὶ τοῦ σίτου φησὶν ὅτι οὐκ ἔστιν
ὁ θεὸς καθ' ὁμοιότητα τούτων πρὸς μεταβολὴν ἐπιτήδειος,
περὶ δὲ τοῦ μονογενοῦς τὸ μὴ εἶναι αὐτὸν πρὸς μεταβολὴν
ἐπιτήδειον σιωπήσας καὶ διὰ τούτου σαφῶς ἐνδειξάμενος τὸ
ταπεινὸν τῆς ἀξίας, ἐν τῷ μὴ δεῖν αὐτὸν ὡς καὶ τὸν σῖτον
τῷ θεῷ συγκρίνειν ἀφῆκε τὸν λόγον μετέωρον, οὐδενὶ ἄλλῳ
351

Γρηγόριος Νύσσης. , In Canticum canticorum (homiliae 15) (2017:


032)“Gregorii Nysseni opera, vol. 6”, Ed. Langerbeck, H.
Leiden: Brill, 1960.Volume 6, p. 12, line 15

ὡς εἴ τις ἀκατέργαστα προθείη πρὸς ἀνθρωπίνην βρῶσιν


ἐπὶ τραπέζης τὰ λήϊα, μὴ τρίψας τὴν καλάμην, μὴ τῷ λικμητῷ
διακρίνας ἐκ τῶν ἀχύρων τὰ σπέρματα, μὴ λεπτύνας τὸν σῖτον
εἰς ἄλευρον, μηδὲ κατασκευάσας ἄρτον τῷ καθήκοντι
τρόπῳ τῆς σιτοποιΐας. ὥσπερ οὖν τὸ ἀκατέργαστον γένημα
κτηνῶν ἐστι καὶ οὐκ ἀνθρώπων τροφή, οὕτως εἴποι τις
ἂν ἀλόγων μᾶλλον ἢ λογικῶν εἶναι τροφὴν μὴ κατεργασθέντα
διὰ τῆς λεπτοτέρας θεωρίας τὰ θεόπνευστα ῥήματα οὐ
μόνον τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ἀλλὰ καὶ τὰ πολλὰ τῆς εὐαγ-
γελικῆς διδασκαλίας· τὸ πτύον τὸ διακαθαῖρον τὴν ἅλωνα,
τὸ ἀποφυσώμενον ἄχυρον, ὁ παραμένων σῖτος τοῖς ποσὶ τοῦ
λικμήτορος, τὸ ἄσβεστον πῦρ, ἡ ἀγαθὴ ἀποθήκη, τὸ τῶν
κακῶν εὔφορον δένδρον, ἡ ἀπειλὴ τῆς ἀξίνης ἡ φοβερῶς
τῷ δένδρῳ τὴν ἀκμὴν προδεικνύουσα, οἱ πρὸς τὴν ἀνθρω-
πίνην φύσιν μεταποιούμενοι λίθοι.
 Ταῦτά μοι διὰ τῶν πρὸς τὴν σύνεσίν σου γραμμάτων  
ἀπολογία τις γεγράφθω πρὸς τοὺς μηδὲν πλέον παρὰ τὴν
πρόχειρον τῆς λέξεως ἔμφασιν ἐκ τῶν θείων ῥημάτων
ἀναζητεῖν νομοθετοῦντας. εἰ δὲ τοῦ Ὠριγένους φιλοπόνως
περὶ τὸ βιβλίον τοῦτο σπουδάσαντος καὶ ἡμεῖς γραφῇ
παραδοῦναι τὸν πόνον ἡμῶν προεθυμήθημεν,

Γρηγόριος Νύσσης. , Vita sanctae Macrinae (2017: 041)


“Grégoire de Nysse. Vie de sainte Macrine”, Ed. Maraval, P.
Paris: Cerf, 1971; Sources chrétiennes 178.Sec. 39, line 9

 Ὅσα δὲ καὶ ἄλλα τοιαῦτα παρὰ τῶν συνεζηκότων


αὐτῇ καὶ δι' ἀκριβείας τὰ κατ' αὐτὴν ἐπισταμένων ἠκού-
σαμεν, οὐκ ἀσφαλὲς οἶμαι προσθεῖναι τῷ διηγήματι.
Οἱ γὰρ πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὰ ἑαυτῶν μέτρα τὸ
πιστὸν ἐν τοῖς λεγομένοις κρίνουσι, τὸ δὲ ὑπερβαῖνον τὴν
τοῦ ἀκούοντος δύναμιν ὡς ἔξω τῆς ἀληθείας ταῖς τοῦ
ψεύδους ὑπονοίαις ὑβρίζουσι. Διὸ παρίημι τὴν ἄπιστον
352

ἐκείνην ἐν τῷ λιμῷ γεωργίαν, πῶς ἐκβαλλόμενος ὁ πρὸς


τὴν χρείαν σῖτος οὐδεμίαν αἴσθησιν ἐποίει τῆς ὑφαιρέσεως,
ἐν τῷ ὁμοίῳ διαμένων ὄγκῳ καὶ πρὶν διαδοθῆναι ταῖς τῶν
αἰτούντων χρείαις καὶ μετὰ τοῦτο, καὶ ἄλλα τούτων
παραδοξότερα, παθῶν ἰάσεις καὶ δαιμόνων καθάρσεις καὶ
ἀψευδεῖς προρρήσεις τῶν ἐκβησομένων· ἃ πάντα τοῖς
μὲν δι' ἀκριβείας ἐγνωκόσιν ἀληθῆ εἶναι πιστεύεται, κἂν  
ὑπὲρ πίστιν ᾖ, ἐπὶ δὲ τῶν σαρκωδεστέρων ἔξω τοῦ ἐνδεχο-
μένου νομίζεται, οἳ οὐκ ἴσασιν ὅτι «κατὰ τὴν ἀναλογίαν
τῆς πίστεως» καὶ ἡ τῶν χαρισμάτων διανομὴ παραγίνεται,
μικρὰ μὲν τοῖς ὀλιγοπιστοῦσι, μεγάλη δὲ τοῖς πολλὴν
ἔχουσιν ἐν ἑαυτοῖς τὴν εὐρυχωρίαν τῆς πίστεως.

Γρηγόριος Νύσσης. , De oratione dominica orationes v (2017: 047)


“Gregor's Bischof's von Nyssa Abhandlung von der Erschaffung des
Menschen und fünf Reden auf das Gebet”, Ed. Oehler, F.
Leipzig: Engelmann, 1859.
P. 280, line 19

νὲς, τὸ εὔπνουν, τὸ εὔστομον ὠκύμορόν τινα καὶ ἀκαριαίαν


παρέχεται τῇ αἰσθήσει τὴν χάριν· ἀπὸ δὲ τῆς ὑπερῴας
ἀδιάκριτος τῶν ἐμβαλλομένων ἡ διαφορὰ, ὁμοτίμως τὰ
πάντα τῆς φύσεως πρὸς δυςωδίαν ἀλλοιούσης. Ὁρᾷς τὸ
πέρας τῆς ὀψοποιΐας; ὁρᾷς τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ὀψαρτυ-
τικῆς μαγγανείας; Τὸν ἄρτον αἴτει διὰ τὴν τῆς ζωῆς
χρείαν, τούτου σε ὀφειλέτην ἐποίησεν ἡ φύσις τῷ σώ-
ματι. Τὰ δ' ὅσα παρεύρηται ταῖς τῶν τρυφώντων ἐπι-
νοίαις, ταῦτα τῆς τῶν ζιζανίων ἐστὶ παρασπορᾶς. Ὁ σπό-
ρος τοῦ οἰκοδεσπότου ὁ σῖτός ἐστιν, ἐκ δὲ τοῦ σίτου ὁ
ἄρτος γίνεται. Ἡ δὲ τρυφὴ τὸ ζιζάνιον, ὃ παρεσπάρη
παρὰ τοῦ ἐχθροῦ τῷ σίτῳ. Ἀλλ' ἀφέντες οἱ ἄνθρωποι
διὰ τῶν ἀναγκαίων λειτουργεῖν τῇ φύσει ὄντως συμπνί-
γονται, καθώς φησί που ὁ λόγος, ταῖς περὶ τὰ μάταια
σπουδαῖς, καὶ ἀτελεςφόρητοι μένουσι, πρὸς ταῦτα τῆς ψυ-
χῆς ἑαυτὴν εἰς τὸ διηνεκὲς ἀσχολούσης. Τάχα μοι δοκεῖ
τοιοῦτόν τι καὶ ὁ Μωϋσῆς δι' αἰνιγμάτων φιλοσοφεῖν,
τῆς κατὰ τὴν γεῦσιν ἡδονῆς σύμβουλον τὸν ὄφιν παραστή-
σας τῇ Εὔᾳ. Φασὶ γὰρ τὸ θηρίον τοῦτο, τὸν ὄφιν,

Γρηγόριος Νύσσης. , Dialogus de anima et resurrectione (2017: 056);


353

MPG 46.Volume 46, p. 125, line 40

σώματος ἀρχὴν τῆς συστάσεως οἴεσθαι. Καὶ ὥσπερ


τῆς ῥίζης τὴν ἀποσπάδα λαβοῦσα παρὰ τῶν γεηπό-
νων ἡ γῆ δένδρον ἐποίησεν, οὐκ αὐτὴ τὴν αὐξητικὴν
ἐνθεῖσα τῷ τρεφομένῳ δύναμιν, ἀλλὰ μόνον τὰς πρὸς
τὴν αὔξησιν ἀφορμὰς ἐνιεῖσα τῷ ἐκκειμένῳ· οὕτω
φαμὲν, καὶ τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἀποσπώμενον πρὸς
ἀνθρώπου φυτείαν, καὶ αὐτὸ τρόπον τινὰ ζῶον εἶναι
ἐξ ἐμψύχου ἔμψυχον, ἐκ τρεφομένου τρεφόμενον. Εἰ
δὲ μὴ πάσας τὰς τῆς ψυχῆς ἐνεργείας καὶ κινήσεις
ἡ βραχύτης ἀποσπάδος ἐχώρησε, θαυμαστὸν οὐ-
δέν. Οὐδὲ γὰρ ἐν τῷ σπέρματι σῖτος εὐθὺς κατὰ
τὸ φαινόμενον στάχυς ἐστὶ (πῶς γὰρ τοσοῦτον
ἐν τοσούτῳ χωρήσειεν); ἀλλὰ τῆς γῆς αὐτὸν ταῖς
καταλλήλοις τιθηνουμένης τροφαῖς, στάχυς ὁ σῖτος
γίνεται, οὐκ ἐξαλλάσσων ἐν τῇ βολῇ τὴν φύ-
σιν, ἀλλ' ἐμφαίνων ἑαυτὸν καὶ τελειοῦν τῇ
τῆς τροφῆς ἐνεργείᾳ. Ὥσπερ οὖν ἐπὶ τῶν φυομέ-
νων σπερμάτων κατὰ λόγον ἡ αὔξησις ἐπὶ τὸ
τέλος πρόεισι· τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἐπὶ τῆς  
ἀνθρωπίνης συστάσεως, πρὸς λόγον τῆς σωμα-
τικῆς ποσότητος, καὶ ἡ τῆς ψυχῆς

Γρηγόριος Νύσσης. , Dialogus de anima et resurrectione


Volume 46, p. 125, line 43

ἐνθεῖσα τῷ τρεφομένῳ δύναμιν, ἀλλὰ μόνον τὰς πρὸς


τὴν αὔξησιν ἀφορμὰς ἐνιεῖσα τῷ ἐκκειμένῳ· οὕτω
φαμὲν, καὶ τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἀποσπώμενον πρὸς
ἀνθρώπου φυτείαν, καὶ αὐτὸ τρόπον τινὰ ζῶον εἶναι
ἐξ ἐμψύχου ἔμψυχον, ἐκ τρεφομένου τρεφόμενον. Εἰ
δὲ μὴ πάσας τὰς τῆς ψυχῆς ἐνεργείας καὶ κινήσεις
ἡ βραχύτης ἀποσπάδος ἐχώρησε, θαυμαστὸν οὐ-
δέν. Οὐδὲ γὰρ ἐν τῷ σπέρματι σῖτος εὐθὺς κατὰ
τὸ φαινόμενον στάχυς ἐστὶ (πῶς γὰρ τοσοῦτον
ἐν τοσούτῳ χωρήσειεν); ἀλλὰ τῆς γῆς αὐτὸν ταῖς
καταλλήλοις τιθηνουμένης τροφαῖς, στάχυς ὁ σῖτος
γίνεται, οὐκ ἐξαλλάσσων ἐν τῇ βολῇ τὴν φύ-
σιν, ἀλλ' ἐμφαίνων ἑαυτὸν καὶ τελειοῦν τῇ
τῆς τροφῆς ἐνεργείᾳ. Ὥσπερ οὖν ἐπὶ τῶν φυομέ-
νων σπερμάτων κατὰ λόγον ἡ αὔξησις ἐπὶ τὸ
354

τέλος πρόεισι· τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἐπὶ τῆς  


ἀνθρωπίνης συστάσεως, πρὸς λόγον τῆς σωμα-
τικῆς ποσότητος, καὶ ἡ τῆς ψυχῆς διαφαίνεται δύνα-
μις· πρῶτον μὲν διὰ τοῦ θρεπτικοῦ καὶ αὐξητικοῦ
τοῖς ἔνδοθεν πλασσομένοις ἐγγινομένη. Μετὰ ταῦτα
δὲ τὴν αἰσθητικὴν χάριν τοῖς εἰς φῶς προελθοῦσιν

Γρηγόριος Νύσσης. , Dialogus de anima et resurrectione


Volume 46, p. 156, line 1

ἐν τοῖς σπέρμασι θαυματοποιουμένων προερμηνεύ-


εται, ὡς τῆς θείας δυνάμεως ἐν τῷ περιόντι τῆς
ἐξουσίας, οὐ μόνον ἐκεῖνο τὸ διαλυθέν σοι πάλιν ἀπο-
διδούσης, ἀλλὰ μεγάλα τε καὶ καλὰ προστιθεί-
σης, δι' ὧν σοι πρὸς τὸ μεγαλοπρεπέστερον ἡ
φύσις κατασκευάζεται. «Σπείρεται,» φησὶν, «ἐν
φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ,
ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρε-
ται ἐν δόξῃ· σπείρεται σῶμα ψυχικὸν, ἐγείρεται σῶμα
πνευματικόν.» Ὡς γὰρ καταλιπὼν μετὰ τὸ διαλυ-  
θῆναι ἐν τῇ βώλῳ σῖτος τὴν ἐν τῷ ποσῷ βρα-
χύτητα, καὶ τὴν ἐν τῷ ποιῷ σχήματος αὐτοῦ
ἰδιότητα, ἑαυτὸν οὐκ ἀφῆκεν, ἀλλ' ἐν αὐτῷ μένων
στάχυς γίνεται, πάμπολλα διαφέρων αὐτὸς
ἑαυτοῦ, μεγέθει, καὶ κάλλει, καὶ ποικιλίᾳ, καὶ σχή-
ματι· κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἡ ἀνθρωπίνη
φύσις ἐναφεῖσα τῷ θανάτῳ πάντα τὰ περὶ αὐτὴν
ἰδιώματα, ὅσα διὰ τῆς ἐμπαθοῦς διαθέσεως ἐπεκτή-
σατο, τὴν ἀτιμίαν λέγω, τὴν φθορὰν, τὴν ἀσθένειαν,
τὴν κατὰ τῆς ἡλικίας διαφορὰν,

Ευσέβιος. Praeparatio evangelica (2018: 001)


“Eusebius Werke, Band 8: Die Praeparatio evangelica”, Ed. Mras, K.
Berlin: Akademie–Verlag, 43.1:1954; 43.2:1956; Die griechischen
christlichen Schriftsteller 43.1 & 43.2.Book 2, ch. 1, Sec. 47, line 3

ζῴων τιμῆς. τοῦ γὰρ πλήθους τὸ παλαιὸν ἀφισταμένου τῶν βασιλέων καὶ
συμφρονοῦντος εἰς τὸ μηκέτι βασιλεύεσθαι, ἐπινοῆσαί τινα διάφορα
355

σεβάσματα
αὐτοῖς τῶν ζῴων παρασχεῖν, ὅπως ἑκάστων τὸ μὲν παρ' αὐτοῖς τιμώμενον

σεβομένων, τῶν δὲ παρὰ τοῖς ἄλλοις ἀφιερωμένων καταφρονούντων


μηδέποτε
ὁμονοῆσαι δύνωνται πάντες οἱ κατ' Αἴγυπτον. ὅταν δὲ ἀποθάνῃ τι τῶν
εἰρημένων ζῴων, σινδόνι καλύψαντες καὶ μετ' οἰμωγῆς τὰ στήθη
καταπληξά-
μενοι ἐν ἱεραῖς θήκαις θάπτουσιν. ὃς δ' ἄν τι τούτων τῶν ζῴων ἑκὼν δια-
φθείρῃ, θανάτῳ περιπίπτει, πλὴν ἐὰν αἴλουρον ἢ τὴν ἶβιν ἀποκτείνῃ·
ταῦτα
δὲ ἐάν τε ἑκὼν ἐάν τε ἄκων ἀποκτείνῃ τις, πάντως θανάτῳ περιπίπτει.
ἀλλὰ
μὴν καὶ καθ' ἣν ἂν οἰκίαν εὑρεθῇ κύων τετελευτηκώς, ξυρῶνται πάντες
ὅλον
τὸ σῶμα καὶ ποιοῦνται πένθος· κἂν οἶνος ἢ σῖτος ἤ τι τῶν πρὸς τὸν βίον
ἀναγ-
καίων τύχῃ κείμενον ἐν τῷ οἴκῳ, οὐκ ἂν ἔτι χρήσασθαι αὐτοῖς
ὑπομείνειαν.
 τρέφουσι δὲ τὸν Ἆπιν ἐν Μέμφει καὶ τὸν Μνεῦιν ἐν Ἡλίου πόλει καὶ τὸν
τράγον ἐν Μένδητι καὶ τὸν κροκόδειλον ἐν τῇ Μοίριδος λίμνῃ καὶ τὰ
λοιπὰ θηρία  

Ευσέβιος. Historia ecclesiastica (2018: 002)


“Eusèbe de Césarée. Histoire ecclésiastique, 3 vols.”, Ed. Bardy, G.
Paris: Cerf, 1:1952; 2:1955; 3:1958, Repr. 3:1967; Sources chrétiennes
31, 41, 55.Book 3, ch. 6, Sec. 2, line 2

διὰ τοῦ λιμοῦ ἀναγκαῖον ἡγοῦμαι συμφορὰς παραθέσθαι, ὡς ἂν


ἐκ μέρους ἔχοιεν οἱ τῇδε τῇ γραφῇ ἐντυγχάνοντες εἰδέναι ὅπως
αὐτοὺς τῆς εἰς τὸν Χριστὸν τοῦ θεοῦ παρανομίας οὐκ εἰς μακρὸν
ἡ ἐκ θεοῦ μετῆλθεν τιμωρία. φέρε δὴ οὖν, τῶν Ἱστοριῶν τὴν
πέμπτην τοῦ Ἰωσήπου μετὰ χεῖρας αὖθις ἀναλαβών, τότε
πραχθέντων δίελθε τὴν τραγῳδίαν·
 »τοῖς γε μὴν εὐπόροις, φησί, καὶ τὸ μένειν πρὸς ἀπωλείας
ἴσον ἦν· προφάσει γὰρ αὐτομολίας ἀνῃρεῖτό τις διὰ τὴν οὐσίαν.
τῷ λιμῷ δ' ἡ ἀπόνοια τῶν στασιαστῶν συνήκμαζεν, καὶ καθ'
ἡμέραν ἀμφότερα προσεξεκάετο τὰ δεινά. φανερὸς μέν γε
οὐδαμοῦ σῖτος ἦν, ἐπεισπηδῶντες δὲ διηρεύνων τὰς οἰκίας,
ἔπειθ' εὑρόντες μὲν ὡς ἀρνησαμένους ᾐκίζοντο, μὴ εὑρόντες δὲ
ὡς ἐπιμελέστερον κρύψαντας ἐβασάνιζον. τεκμήριον δὲ τοῦ
τ' ἔχειν καὶ μή, τὰ σώματα τῶν ἀθλίων· ὧν οἱ μὲν ἔτι συνες-
356

τῶτες εὐπορεῖν τροφῆς ἐδόκουν, οἱ τηκόμενοι δὲ ἤδη παρωδεύοντο,


καὶ κτείνειν ἄλογον ἐδόκει τοὺς ὑπ' ἐνδείας τεθνηξομένους
αὐτίκα. πολλοὶ δὲ λάθρα τὰς κτήσεις ἑνὸς ἀντικατηλλάξαντο
μέτρου, πυρῶν μέν, εἰ πλουσιώτεροι τυγχάνοιεν ὄντες, οἱ δὲ
πενέστεροι κριθῆς· ἔπειτα κατακλείοντες ἑαυτοὺς εἰς τὰ μυχαί-
τατα τῶν οἰκιῶν, τινὲς μὲν ὑπ' ἄκρας ἐνδείας ἀνέργαστον τὸν  
σῖτον ἤσθιον, οἳ δ' ἔπεσσον

Ευσέβιος. Historia ecclesiastica Book 3, ch. 36, Sec. 12, line 4

ὁπόθεν ῥητοῖς συγκέχρηται, τοιαῦτά τινα περὶ τοῦ Χριστοῦ


διεξιών·
 »ἐγὼ δὲ καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασιν ἐν σαρκὶ αὐτὸν οἶδα καὶ
πιστεύω ὄντα. καὶ ὅτε πρὸς τοὺς περὶ Πέτρον ἐλήλυθεν, ἔφη
αὐτοῖς. λάβετε, ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε ὅτι οὐκ εἰμὶ δαιμόνιον
ἀσώματον· καὶ εὐθὺς αὐτοῦ ἥψαντο καὶ ἐπίστευσαν».
 οἶδεν δὲ αὐτοῦ τὸ μαρτύριον καὶ ὁ Εἰρηναῖος, καὶ τῶν ἐπιστο-
λῶν αὐτοῦ μνημονεύει, λέγων οὕτως·
 »ὡς εἶπέν τις τῶν ἡμετέρων, διὰ τὴν πρὸς θεὸν μαρτυρίαν
κατακριθεὶς πρὸς θηρία, ὅτι σῖτος εἰμι θεοῦ καὶ δι' ὀδόντων
θηρίων ἀλήθομαι, ἵνα καθαρὸς ἄρτος εὑρεθῶ».
 καὶ ὁ Πολύκαρπος δὲ τούτων αὐτῶν μέμνηται ἐν τῇ φερο-
μένῃ αὐτοῦ πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολῇ, φάσκων αὐτοῖς ῥήμασιν·  
 »παρακαλῶ οὖν πάντας ὑμᾶς πειθαρχεῖν καὶ ἀσκεῖν πᾶσαν
ὑπομονήν, ἣν εἴδετε κατ' ὀφθαλμοὺς οὐ μόνον ἐν τοῖς μακαρίοις
Ἰγνατίῳ καὶ Ῥούφῳ καὶ Ζωσίμῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν ἄλλοις τοῖς ἐξ
ὑμῶν καὶ ἐν αὐτῷ Παύλῳ καὶ τοῖς λοιποῖς ἀποστόλοις, πεπεις-
μένους ὅτι οὗτοι πάντες οὐκ εἰς κενὸν ἔδραμον, ἀλλ' ἐν πίστει
καὶ δικαιοσύνῃ, καὶ ὅτι εἰς τὸν ὀφειλόμενον αὐτοῖς τόπον εἰσὶν
παρὰ κυρίῳ, ᾧ καὶ συνέπαθον. οὐ γὰρ τὸν νῦν ἠγάπησαν αἰῶνα,

Ευσέβιος. Commentaria in Psalmos (2018: 034); MPG 23–24.


Volume 23, p. 109, line 14

τα μεταδιώκουσιν. Εἰ δέ τις αὐτοῖς περὶ τῶν θειοτέ-


ρων καὶ ἐπουρανίων λέγοι, ἐρωτᾷν εἰώθασιν· Καὶ τίς
ἆρά ἐστιν ὁ δείξων ἡμῖν ταῦτα; Ἀλλ' ἐκεῖνοι μὲν
τοιοῦτοί τινες. Ἡμεῖς δὲ παρ' οἷς ἐσημειώθη τὸ φῶς
τοῦ προσώπου σου, ὦ Κύριε, καὶ τὸν δείξοντα καὶ
357

τὸν δώσοντα ἡμῖν αὐτὰ ἐπιστάμεθα ὑπὸ τοῦ σου


φωτὸς εἰς τὴν γνῶσιν αὐτῶν ἐληλυθότες· Ἔδωκας
εὐφροσύνην εἰς τὴν καρδίαν μου.
 Ἀπὸ καρποῦ τοῦ σίτου καὶ οἴνου καὶ ἐλαίου
αὐτῶν ἐπληθύνθησαν. Ἐπεὶ δὲ πολλαχοῦ τῶν Γρα-
φῶν ἐν εὐλογίαις σῖτος καὶ οἶνος τοῖς ἁγίοις κεῖνται
ἐν ἐπαγγελίᾳ, ὡς τοῦ ἐναντίου τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἡ
τούτων στέρησις· ἄξιον ἀποστῆσαι τῆς κατὰ τὸ ῥητὸν
ψιλὸν ὑπολήψεως, τούς τε ἀκεραιοτέρους τῶν πεπι-
στευκότων, καὶ τοὺς διὰ τὴν μικρότητα τῆς ἐπαγ-
γελίας ἑτέρῳ Θεῷ ἀναπλαττομένῳ ὑπ' αὐτῶν βουλο-
μένους προσκυνεῖν· καὶ φιλοτιμητέον τὸ ποικίλον
τῶν σωματικῶν βρωμάτων ἀναγαγεῖν ἐπὶ ταῦτα, ὧν
μεταλαμβάνουσα κατ' ἀξίαν ἑκάστη ψυχὴ ἁγιάζεταί
τε καὶ εὐεκτεῖ καὶ ἰσχυροποιεῖται πρὸς τὸ δύνασθαι
τὰ ἐπιβάλλοντα αὐτῇ ἔργα ἐπιτελεῖν· Ἐγὼ δὲ οἶμαι

Ευσέβιος. Commentaria in Psalmos Volume 23, p. 1277, line 17

 Τοῦ ἐξαγαγεῖν ἄρτον ἐκ τῆς γῆς, καὶ οἶνος


εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου· τοῦ ἱλαρῦναι πρό-
σωπον ἐν ἐλαίῳ, καὶ ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου
στηρίζει. Ἄξιον ἐνταῦθα ζητῆσαι τίνος χάριν εἰπὼν
ὁ Δαυῒδ, ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῖς κτήνεσιν, ἐπή-
γαγε· Τοῦ ἐξαγαγεῖν ἄρτον ἐκ τῆς γῆς, ἀπὸ τοῦ
σίτου δηλαδὴ κατασκευαζόμενον. Τί ποτέ ἐστιν ὅπερ
αἰνίξασθαι βούλεται; Ὅτι τὸ αὐτὸ σπέρμα κοινὴ
γίνεται ἐδωδὴ καὶ ἀλόγοις καὶ ἀνθρώποις, οὐ κατὰ
τὸ αὐτό. Καὶ τοῦτο δὲ τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας. Σκόπει
δέ· Καταβάλλεται σῖτος, τέως μὲν ἀνθρώπων ἐστὶ
τροφὴ μόνον· ἐπειδὰν δὲ βλαστάνῃ, ἄνεισι καὶ τὴν
τῶν ἀλόγων ἔχων τροφήν. Ὥσπερ γὰρ αὐτὸ τὸ εἶναι
δι' ἡμᾶς ἔλαβε τὰ ζῶα, οὕτω καὶ ἡ τροφὴ αὐτῶν ἐκ
τῆς ἡμετέρας τροφῆς ἔχει τὴν ἀρχήν. Ἡ γὰρ χλόη
διὰ τοῦτο προηγουμένως γέγονεν, ἵνα τὸν σῖτον δια-
τηρῇ. Εἶδες οὖν τὰ ἄλογα οὐ μόνον ἡμῖν δουλεύοντα,
ἀλλὰ καὶ τὴν τροφὴν τῶν ἀλόγων τῇ ἡμετέρᾳ τροφῇ
ὑπηρετουμένην, καὶ τῇ τάξει πάλιν τὸ αὐτὸ τοῦτο
μιμουμένην. Ὥσπερ γὰρ πρότερον ἄλογα, καὶ τότε
ἄνθρωπος, ἐπειδὴ διὰ τὸν ἄνθρωπον τὰ ἄλογα
358

Επιφάνιος. , Panarion (= Adversus haereses) (2021: 002)


“Epiphanius, Bände 1–3: Ancoratus und Panarion”, Ed. Holl, K.
Leipzig: Hinrichs, 1:1915; 2:1922; 3:1933; Die griechischen christlichen
Schriftsteller 25, 31, 37.Volume 3, p. 105, line 10

οὖν ἀπελθόντες ἐκριζώσωμεν τὰ ζιζάνια; ὁ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἔφη· οὔ, μή  


πως ἐκριζοῦντες τὰ ζιζάνια ἐκριζώσητε καὶ τὸν σῖτον. ἀλλ' ἄφετε ἕως
καιροῦ τοῦ θερισμοῦ, καὶ ἐρῶ τοῖς θερισταῖς· συλλέξατε τὰ ζιζάνια καὶ
δήσατε δεσμάς, τὸν δὲ σῖτον ἀπόθεσθε ἐν τῇ ἀποθήκῃ, καὶ ἑτοι-
μάσατε τὰ ζιζάνια εἰς τὸ κατακαῆναι πυρὶ ἀσβέστῳ». τῶν δὲ μαθητῶν
αὐτοῦ ἐπὶ τῆς οἰκίας λεγόντων· «εἰπὲ ἡμῖν τὴν παραβολὴν τῶν ζιζανίων»,

ὁ δὲ ἐπιλύει καὶ οὐ κρύπτει, ἵνα μὴ συγχωρήσῃ τῷ ἀπατεῶνι κατὰ τῆς


ἀληθείας λαβὴν ἔχειν. ἀποκρίνεται οὖν σαφῶς ὁ κύριος καὶ λέγει «ὁ τὸ
καλὸν σπέρμα σπείρας ἐστὶν ὁ θεός. ὁ δὲ ἀγρός ἐστιν ὁ κόσμος, τὰ
ζιζάνιά
εἰσιν οἱ πονηροὶ ἄνθρωποι, ὁ ἐχθρὸς ἄνθρωπός ἐστιν ὁ διάβολος, οἱ θερι-
σταί εἰσιν οἱ ἄγγελοι, ὁ θερισμός ἐστιν ἡ συντέλεια τοῦ αἰῶνος, ὁ σῖτός
ἐστιν οἱ καλοὶ ἄνθρωποι. ὅτε ἀποστέλλει ὁ κύριος τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ
καὶ συνάγουσι τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀπὸ τῆς αὐτοῦ βασιλείας καὶ παραδι-
δόασιν αὐτοὺς εἰς τὸ καῆναι». καὶ θεωρεῖτε, υἱοὶ τῆς ἀληθείας, ὅτι
αὐτὰ ἃ βούλεται λέγειν καθ' ἑαυτοῦ προβάλλεται οὗτος ὁ ἀνακαινισθεὶς
ἡμῖν ἀντὶ τῶν περὶ Ἰαννῆν καὶ Ἰαμβρῆν. αὐτὸς μὲν γὰρ ἀρνεῖται τὸν
κόσμον τοῦ θεοῦ εἶναι· ὧδε δὲ ὁ σωτὴρ τὸν κόσμον ἔφη εἶναι τὸν ἀγρόν,
τὸν δὲ οἰκοδεσπότην καὶ κύριον τοῦ ἀγροῦ τὸν θεόν, τουτέστι τὸν
αὐτοῦ πατέρα, καὶ αὐτὸν ἐσπαρκέναι τὸ καλὸν αὐτοῦ σπέρμα. καὶ
οὐδὲ διεῖλε ψυχὰς ἀπὸ σωμάτων ἢ σώματα ἀπὸ ψυχῶν, ἀλλὰ τὸν μὲν
ἐχθρὸν ἄνθρωπον ἔφη ἐσπαρκέναι τὰ ζιζάνια, ἅ εἰσιν οἱ πονηροὶ
ἄνθρωποι,

Επιφάνιος. , Tractatus de numerorum mysteriis [Sp.] (2021: 018);


MPG 43.Volume 43, p. 513, line 45

ἔργων αὐτοῦ ὁ Θεός. Ἑπτὰ ἐκδικούμενα παρέλυσε


τὸν Κάϊν ἀνελών. Ἑπτὰ γὰρ ἁμαρτίας ὁ μιαρὸς
ἐργασάμενος, φθόνον, δόλον, φόνον ἀδελφοῦ, φόνων
διδάσκαλος πρῶτος, μῦσος (τοῦ) οὕτω βίῳ γε-
νόμενος, γονεῖς λυπήσας, ἐψεύσατο Θεόν. Ἑπτὰ
359

καὶ τιμωρίαις ὑπέπεσε· ᾤκει κατηραμένην τὴν


γῆν, εἰργάζετο, ἀφορῶν ἔστενεν, ἔτρεμεν, ἀπ'
ὄψεως ἦν, ἠγωνία τὸν παριόντα, σημεῖον εἶχε δημο-
σιεῦον αὐτόν. Ἕβδομος Ἐνὼχ, μετὰ τὸν Ἀδὰμ, ὃς
εὐηρέστησε τῷ Θεῷ, καὶ ὡς σῖτος ζιζανίων, τῶν
ἀσεβῶν ἐχωρίσθη. Ἑπτὰ τὸ πρῶτον, καὶ ἑπτὰ τὸ
δεύτερον ἔτη περὶ Ῥαχὴλ Ἰακὼβ τῷ Λάβαν ἐδού-
λευσεν. Ἑπτὰ προβάτων ἀμνοὺς Ἀβραὰμ τῷ Ἀβι-
μέλεχ ἐχαρίσατο τῆς τοῦ φρέατος δεσποτείας μαρ-
τύριον. Ἑπτὰ βόες στίλε λιμοῦ, καὶ ἑπτὰ
στάχυες πίνακες εὐθηνίαν διέγραψαν, τοῦ Φαραὼ τὸ
ἐνύπνιον. Ἑπτὰ σάλπιγγας ἱερὰς ἐβάστασεν Ἰησοῦς
ὁ τοῦ Ναυῆ, ὁπηνίκα τῆς Ἱεριχῶ τὰ τείχη κατ-
ήνεγκεν. Ἑβδόμῳ ἔτει τῆς δουλείας Ἑβραίους ἀπο-  
λύουσιν Ἰουδαῖοι.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Epistulae (2022: 001)


“Saint Grégoire de Nazianze. Lettres, 2 vols.”, Ed. Gallay, P.
Paris: Les Belles Lettres, 1:1964; 2:1967.
Epistle 26, Sec. 2, line 1

ΤΩΙ ΑΥΤΩΙ

 Ὡς μικρολόγως ἡμῖν ἥκει τὰ λάχανα παρ' ὑμῶν·


καὶ τί γὰρ ἄλλο ἢ χρυσολάχανα; Καίτοι γ' ὁ πᾶς πλοῦτος
ὑμῖν κῆποι καὶ ποταμοὶ καὶ ἄλση καὶ παράδεισοι, καὶ
λαχανηφόρος ὑμῖν ἡ χώρα, ὡς χρυσοφόρος ἄλλοις, καὶ
   λειμώνια φύλλα νέμεσθε.
 Ὁ δὲ σῖτος ὑμῖν, ἡ μυθικὴ μακαρία· καὶ ὁ ἄρτος, ὃ δὴ λέγεται, ἄρτος
ἀγγέλων, οὕτως ἄσπαστός τε καὶ ἄπιστος.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Contra Julianum imperatorem 2 (orat. 5)


(2022: 019); MPG 35.Volume 35, p. 677, line 23

 ΙΑʹ. Ἀνὴρ γάρ τις τῶν οὐκ ἀδοκίμων ἐν Πέρ-


σαις, τὸν ἐπὶ Βαβυλῶνι πρὸς Κῦρον Ζώπυρον
μιμησάμενος, ὡς δή τι τῷ Περσῶν βασιλεῖ,
360

μᾶλλον δὲ μέγιστα καὶ ἐπὶ μεγίστοις προσκεκρου-


κὼς, καὶ δύσνους μὲν τοῖς ἐκείνου μάλιστα, εὔνους
δὲ τοῖς Ῥωμαίων πράγμασι διὰ τοῦτο τυγχάνων,
καὶ τὸ πιστεύεσθαι λαβὼν ἐκ τοῦ πλάσματος· Τί
ταῦτα, φησὶν, ὦ βασιλεῦ; Πῶς οὕτω σαθρῶς
περὶ τοσούτου βουλεύεσθε πράγματος; Τίς ὁ
νηΐτης οὗτός σοι σῖτος καὶ ὁ περιττὸς φόρτος, ὁ
τῆς ἀνανδρίας διδάσκαλος; Οὐδὲν γὰρ οὕτω
δύσμαχον καὶ φιλόνεικον, ὡς γαστὴρ, καὶ
τὸ ἐν χερσὶν ἔχειν τὴν σωτηρίαν. Ἀλλ' εἴ τι
ἐμοὶ πείθῃ, τὸ μὲν ναυτικὸν τοῦτο χαίρειν
ἐάσεις, καὶ τὴν ἑπομένην ἔκλυσιν τῷ γενναίῳ
τούτῳ στρατῷ· αὐτὸς δὲ δι' ἄλλης ὁδοῦ εὐ-
πορωτέρας τε καὶ ἀσφαλεστέρας, ἧς ἐγώ σοι
καθηγητὴς (ἔμπειρος δὲ εἴ τις ἄλλος φημὶ τῆς
χώρας εἶναι τῆς Περσικῆς), ἐμβαλεῖς τε εἰς τὴν
πολεμίαν, καὶ τῶν κατὰ γνώμην τυχὼν ἐπαν

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Contra Julianum imperatorem 2 (orat. 5)


Volume 35, p. 677, line 40

πορωτέρας τε καὶ ἀσφαλεστέρας, ἧς ἐγώ σοι


καθηγητὴς (ἔμπειρος δὲ εἴ τις ἄλλος φημὶ τῆς
χώρας εἶναι τῆς Περσικῆς), ἐμβαλεῖς τε εἰς τὴν
πολεμίαν, καὶ τῶν κατὰ γνώμην τυχὼν ἐπαν-
ήξεις· ἡμᾶς δὲ τηνικαῦτα εὖ ποιήσεις, ἡνίκα ἂν
ἔργῳ πεῖραν λάβῃς τῆς ἡμετέρας εὐνοίας
καὶ παραινέσεως.
 ΙΒʹ. Ὡς δὲ εἶπε ταῦτα, καὶ εἰπὼν ἔπεισεν, εὔ-
πιστον γὰρ ἡ κουφότης, καὶ τοῦ Θεοῦ μάλιστα
συνελαύνοντος, ἅπαντα ἦν ὁμοῦ τὰ δεινά· τὰς μὲν
ναῦς εἶχε τὸ πῦρ, καὶ ὁ σῖτος οὐκ ἦν, καὶ προσῆν ὁ
γέλως· αὐτόχειρ γὰρ ἡ σφαγὴ σχεδόν· τὰ δὲ τῶν
ἐλπίδων φροῦδα, καὶ ὁ ὁδηγὸς συναπῆλθε
ταῖς ὑποσχέσεσιν. Ἐν κύκλῳ δὲ οἱ πολέμιοι, καὶ
περιῤῥέων ὁ πόλεμος· ἥ τε πρόοδος οὐ ῥᾳδία, ἡ
τροφὴ δὲ οὐκ εὔπορος· ἐν ἀθυμίῃ δὲ ὁ στρατὸς, καὶ
δι' ὀργῆς εἶχον τὸν βασιλέα· ἐλείπετο δὲ χρη-
στῆς ἐλπίδος οὐδέν· μία δὲ ὡς ἐν τοῖς παροῦσιν ἐδό-
κει μόνη, τῆς πονηρᾶς ἀπαλλαγῆναι βασιλείας καὶ
361

στρατηγίας.  

Maximus Rhet., Περὶ τῶν ἀλύτων ἀντιθέσεων (fort. auctore Maximo


Byzantio) (2025: 002)“Prolegomenon sylloge”, Ed. Rabe, H.
Leipzig: Teubner, 1931; Rhetores Graeci 14.Volume 14, p. 434, line 16

ποίηκε. λέγοντος γὰρ Αἰσχίνου ὅτι ‘καὶ Χερρόνησος


ὑμῖν ἀπὸ τῆς εἰρήνης περιγέγονε καὶ εἰρήνην ἄγετε ἀντὶ
πολέμου καὶ τριήρεις ἔχετε τριακοσίας καὶ σκεύη ταύ-
ταις καὶ χρήματα’, οὐ δυνάμενος πρὸς ἅπαντα ταῦτα
ὁ Δημοσθένης ἀντιστῆναι ἀθρόως οὐδὲ ὡς οὐκ ἔστιν
ἀληθῆ δεῖξαι διεῖλε τὴν ἀντίθεσιν εἰς τρία μέρη καὶ
κατὰ μέρος εἰσαγαγὼν οὕτως τῇ διαιρέσει μεθώδευσε
τὴν ἄλυτον ἀντίθεσιν καὶ ταῖς λύσεσιν ἐσοφίσατο, ἀλύ-
των ὄντων καὶ τῶν μερῶν. ἐν μὲν γὰρ τῇ πρώτῃ τῇ
’Χερρόνησον ἔχετε, ἐξ ἧς σῖτος ἄφθονος ὑμῖν κομίζεται’
ἐν τῇ εἰσαγωγῇ τὴν δοκοῦσαν λύσιν διὰ τῆς ἀντικατη-  
γορίας παρέστησεν εἰπὼν οὕτως «ἂν τοίνυν ἀντὶ Φω-
κέων καὶ Πυλῶν Χερρόνησος ὡς περίεστι τῇ πόλει λέγῃ,
πρὸς Διὸς καὶ θεῶν μὴ ἀποδέξησθε»· ‘ἐδύνασθε γὰρ ἄν,
εἰ καὶ μὴ διὰ τοῦτον, καὶ Χερρόνησον καὶ Πύλας καὶ
Φωκέας ἔχειν’. ἡ μὲν γὰρ ἀληθὴς ἦν λύσις ἐκείνη ὅτι
’οὐ περιγέγονε Χερρόνησος’· ἐπεὶ δὲ ψεῦδος ἦν, τὸ σό-
φισμα ἐκείνῳ γέγονεν ὅτι ‘περι γέγονεν, ἀλλ' οὐκ ἀντὶ
Φωκέων καὶ Πυλῶν’. πάλιν δὲ τὸ δεύτερον τῆς ἀντι-
θέσεως μέρος εἰσήγαγε λέγων «οἶδα τοίνυν,

Αθανάσιος θεολόγος. , Apologia contra Arianos sive Apologia


secunda (2035: 005)“Athanasius Werke, vol. 2.1”, Ed. Opitz, H.G.
Berlin: De Gruyter, 1940.Ch. 18, Sec. 2, line 1

δρείας τέσσαρες κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρόν, καίτοι μηδὲ εἰς Τύρον
ἐξελθόντες, ὑπερόριοι παρ'
αὐτῶν γεγόνασιν. ἆρα τίνες οἱ θρήνων καὶ δακρύων ἄξιοι; οὐχ οἱ καὶ τὰ
πρῶτα ποιή-
σαντες καὶ δεύτερα συνάπτειν μὴ παραιτούμενοι καὶ πάντα
362

συκοφαντοῦντες, ἵνα ἐπί-


σκοπον ἀπολέσωσι μὴ ὑπείκοντα τῇ τῆς ἀσεβείας αὐτῶν αἱρέσει; διὰ
τοῦτο ἡ ἔχθρα
τῶν περὶ Εὐσέβιον, διὰ τοῦτο τὰ ἐν Τύρῳ κινηθέντα, διὰ τοῦτο αἱ
προσποίητοι κρίσεις,
διὰ τοῦτο νῦν καὶ χωρὶς κρίσεως παρ' αὐτῶν ὡς πεπληροφορημένων
γράμματα, διὰ
τοῦτο αἱ πρὸς τὸν πατέρα τῶν βασιλέων καὶ πρὸς αὐτοὺς τοὺς
εὐσεβεστάτους βασιλεῖς
διαβολαί.
 Οἷα γὰρ καὶ νῦν κατείρηται ὁ συλλειτουργὸς ἡμῶν Ἀθανάσιος,
ἀναγκαῖον ὑμᾶς
εἰδέναι, ἵνα καὶ ἐκ τούτου καταγνῶτε τῆς πονηρίας αὐτῶν καὶ γινώσκητε,
ὅτι μηδὲν
ἄλλο ἢ φονεῦσαι ζητοῦσι τὸν ἄνδρα. σῖτος παρὰ τοῦ πατρὸς τῶν
βασιλέων ἐδίδοτο
πρὸς τὰς τῶν χηρῶν διατροφὰς ἰδίᾳ μὲν Λιβύας, ἰδίᾳ δέ τισιν ἐξ
Αἰγύπτου. τοῦτον
πάντες λαμβάνουσιν ἄχρι νῦν Ἀθανασίου μηδὲν ἐξ αὐτοῦ κομιζομένου
πλὴν μόνου τοῦ
συγκάμνειν αὐτοῖς. ἀλλὰ νῦν ἐκείνων λαμβανόντων, μὴ μεμψαμένων,
ὁμολογούντων λαμ-
βάνειν, διαβέβληται Ἀθανάσιος ὡς ὅλον τὸν σῖτον πιπράσκων καὶ εἰς τὸ
ἴδιον ἀπο-
φερόμενος. καὶ τοῦτο ἔγραψε βασιλεὺς αἰτιώμενος ἐκ τῶν γεγενημένων
διαβολῶν. τίνες
τοίνυν οἱ διαβεβληκότες; οὐχ οἱ καὶ τὰ πρῶτα ποιήσαντες καὶ τὰ δεύτερα
κινεῖν μὴ
παραιτούμενοι; τίνες οἱ τῶν γραμμάτων τούτων αἴτιοι τῶν παρὰ τοῦ
βασιλέως

Αθανάσιος θεολόγος. , Historia Arianorum (2035: 009)


“Athanasius Werke, vol. 2.1”, Ed. Opitz, H.G.Berlin: De Gruyter, 1940.
Ch. 31, Sec. 2, line 2

δέδωκε, μὴ ἄλλως ποιήσειν, ἢ ὡς ἂν ὁ λαὸς βούληται καὶ τῷ ἐπισκόπῳ


καταθυμίως
τυγχάνοι. ἀλλ' ἡ πρὸς τὴν ἀσέβειαν σπουδὴ πάντων ἀθρόως αὐτὸν
ἐπιλαθέσθαι
πεποίηκεν. οὐ δεῖ δὲ θαυμάζειν, εἰ μετὰ τοσαῦτα γράμματα καὶ
τοσούτους ὅρκους ἠλλοιώθη
Κωνστάντιος, ὅπουγε καὶ ὁ τῆς Αἰγύπτου τότε τύραννος Φαραὼ
363

πολλάκις ἐπαγγελ-
λόμενος καὶ διὰ τοῦτο λαμβάνων τῶν βασάνων ἄνεσιν μετετίθετο, ἕως
εἰς τέλος ἀπώλετο
σὺν αὐτοῖς τοῖς ὁμονοήσασιν αὐτῷ.
 Τούτους μὲν οὖν κατὰ πόλιν πρῶτον ἐβιάζετο μετατίθεσθαι, γενόμενος
δὲ ἐν τῇ
Ἀρελατῷ καὶ τῇ Μεδιολάνῳ λοιπόν, ὡς οἱ αἱρετικοὶ συνεβούλευσαν καὶ
ὑπέθεντο, οὕτως
αὐτὸς ἔπραττε, μᾶλλον δὲ οὕτως καὶ αὐτοὶ διεπράττοντο καὶ ἐνήλλοντο
κατὰ πάντων  
ἔχοντες τὴν ἐξουσίαν. καὶ εὐθὺς ὧδε μὲν ἐντολαὶ καὶ γράμματα πρὸς τὸν
ἔπαρχον,
ἵνα τέως ὁ σῖτος ἀφαιρεθῇ παρὰ Ἀθανασίου καὶ δοθῇ τοῖς τὰ Ἀρείου
φρονοῦσι, καὶ
ἵνα ἐξῇ ὑβρίζειν τοῖς βουλομένοις τοὺς μετ' αὐτοῦ συναγομένους. ἀπειλή
τε ἦν τοῖς
δικασταῖς, εἰ μὴ συνάγοιντο μετὰ τῶν Ἀρειανῶν. ἦν δὲ ταῦτα προοίμια
τῶν μετὰ
ταῦτα γενομένων διὰ τοῦ δουκὸς Συριανοῦ. εἰς δὲ τὰ ἔξω μέρη
προστάγματα πάλιν,
καὶ νοτάριοι κατὰ πόλιν καὶ παλατινοὶ φέροντες ἀπειλὰς ἀπεστέλλοντο
πρός τε τοὺς
ἐπισκόπους καὶ τοὺς δικαστάς, ἵν' οἱ μὲν δικασταὶ ἐπείγωσιν, οἱ δὲ
ἐπίσκοποι ἢ ἵνα
κατὰ Ἀθανασίου γράφωσι κοινωνίαν ἔχοντες πρὸς τοὺς Ἀρειανοὺς ἢ
τιμωρίαν αὐτοὶ
μὲν ὑπομένωσιν ἐξοριστίας, οἱ δὲ τούτοις συνερχόμενοι λαοὶ δεσμὰ καὶ

Αθανάσιος θεολόγος. , Apologia de fuga sua (2035: 012)


“Athanase d'Alexandrie. Apologie à l'empereur Constance. Apologie
pour sa fuite”, Ed. Szymusiak, J.–M.Paris: Cerf, 1958; Sources
chrétiennes 56.Sec. 14, line 21

φθινοπώρου καὶ χειμῶνός ἐστι καιρός, οὕτως κατὰ τὸ


γεγραμμένον «καιρὸς τοῦ ἀποθανεῖν καὶ καιρὸς τοῦ ζῆν
ἐστι». Διὰ τοῦτο τῆς μὲν κατὰ Νῶε γενεᾶς ὁ χρόνος
ἀπετμήθη, καὶ ὡς τοῦ καιροῦ πάντων παρόντος, συνεστάλη
τὰ ἔτη, καὶ τῷ Ἐζεκίᾳ προσετέθησαν ἔτη δέκα καὶ πέντε.
Τοῦ δὲ Θεοῦ ἐπαγγελλομένου τοῖς γνησίως αὐτῷ λατρεύουσιν,
ὅτι «τὸν ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν σου ἀναπληρώσω», ὁ μὲν
Ἀβραὰμ «πλήρης ἡμερῶν» ἀποθνῄσκει, ὁ δὲ Δαυὶδ
παρεκάλει λέγων· «μὴ ἀναγάγῃς με ἐν ἡμίσει ἡμερῶν
364

μου». Καὶ ὁ μὲν εἷς τῶν φίλων τοῦ Ἰὼβ Ἐλιφὰζ τοῦτο
καλῶς εἰδὼς ἔλεγεν· «ἐλεύσῃ δὲ ἐν τάφῳ ὥσπερ σῖτος  
ὥριμος κατὰ καιρὸν θεριζόμενος, ἢ ὥσπερ θημωνία ἅλωνος
καθ' ὥραν συγκομισθεῖσα»· ὁ δὲ Σολομών, ἐπισφραγίζων
τούτου τὴν φωνήν, φησίν· «ἀφαιροῦνται ἄωροι ψυχαὶ
παρανόμων». Διὸ καὶ παραινεῖ ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ λέγων·
»μὴ ἀσεβήσῃς πολὺ καὶ μὴ γίνου σκληρός, ἵνα μὴ
ἀποθάνῃς ἐν οὐ καιρῷ σου».

Αθανάσιος θεολόγος. , Homilia de semente [Sp.] (2035: 069); MPG 28.


Volume 28, p. 148, line 45

κύτητα μεταβαλοῦσαι, ἐπιχέουσι μὲν ἐπὶ τὸ πρός-


ωπον τῆς γῆς· μονοειδὴς δὲ ὑετὸς, καταβὰς, πολυει-
δεῖς ἐργάζεται σπόρους. Καὶ σῖτον μὲν ἐργάζεται,
κύαμον δὲ καὶ κέγχρον καὶ ὄλυραν. Ἓν μὲν τὸ κατα-
βὰν, καὶ πολλὰ τὰ βλαστώμενα· καὶ τὸ μονοειδὲς τῶν
ὑετῶν εἰς πολύχουν καρποφορίαν διασπείρεται· ἵνα
δειχθῇ, μὴ τῇ τοῦ σπείραντος εὐμαρείᾳ, ἀλλὰ τῇ τοῦ
Θεοῦ ἐνεργείᾳ γίνεσθαι τὸ καρποφορούμενον. Καὶ
πρῶτον μὲν ὁ σπόρος χλόη τις ὥσπερ ἀναβαίνει, καὶ
πολλάκις σίτῳ ζιζάνιον συνέσπαρται· ἡ δὲ ὁμοιότης
τῶν φύλλων οὐ συγχωρεῖ φανῆναι, τί μὲν σῖτος, τί δὲ
ζιζάνιον. Ὅταν δὲ ὁ σπόρος εὐθυτενὴς γένηται, καὶ
εἰς ὕψος γένηται, ὁ στάχυς διακρίνει, καὶ ἡ καρπο-
φορία δείκνυσι τὸ ὑποκείμενον, τί μὲν σῖτος, τί δὲ ζι-
ζάνιον.
 Ἐνόησας τὸ λεγόμενον, ἐλθέ μοι λοιπὸν ἐπὶ τὸ
πνευματικώτερον. Ἔσπειρεν ὁ Ἰησοῦς διὰ τῶν ἀπο-
στόλων τὸν λόγον τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν
κατὰ πάσης τῆς οἰκουμένης. Ἀκοὴ δεξαμένη τὸ
κήρυγμα κατέχει παρ' ἑαυτῇ· καὶ τέως μὲν βλά-
στην φυλλάδος ἐργάζεται σπουδὴν

Αθανάσιος θεολόγος. , Homilia de semente [Sp.]


Volume 28, p. 149, line 44

τὸ πρόσωπον. Ἐξῆλθεν ὁ ἐπίσημος, συνεξῆλθεν ὁ


ὑποκριτὴς, καὶ ἀπέχει τὸν μισθόν. Δι' ἀνθρώπων
ἦλθεν, ἀνθρώπῳ ἤρεσε, παρὰ Θεοῦ οὐδὲν ἔλαβεν· οὐ
γὰρ ἐκείνῳ ἔδειξε τὴν διάνοιαν. Τοιαῦτα τῆς Ἐκκλη-
σίας τὰ ζιζάνια.
 Ἀλλ' ἔχει τι θαυμάσιον ὁ γεωργὸς τῆς Ἐκκλη-
365

σίας Λόγος· καὶ γὰρ ζιζάνια σιτοποιεῖ, ἐὰν θέλῃ.


Ἐπειδὴ γὰρ αὐτοπροαίρετος ἡ τῶν ἀνθρώπων κίνη-
σις, καὶ αὐτεξούσιος ἡ γνώμη, ἐπὶ σοὶ κεῖται τὸ
πρᾶγμα· εἰ θέλεις ζιζάνια, εἶ ἀλόγων ζώων τροφή·
εἰ θέλεις, μεταβάλλῃ καὶ γίνῃ σῖτος. Εἰκόνα ζητεῖς
τῶν λόγων, λάμβανε ἀπὸ δένδρων τὸ ζητούμενον. Ἡ
ἀγριέλαιος, ἐπικεντρισθεῖσα, καλλιέλαιος γίνεται, καὶ
ἄμπελος ἀγρία, ἡμερωτάτης ἀμπέλου κλῆμα δεξα-
μένη, ἐπιλανθάνεται μὲν τῶν τῆς ῥίζης παλαιοτήτων,
ἀναλαμβάνει δὲ τὴν καινότητα τῶν παλαιῶν. Ἐπι-
λάθου καὶ σὺ τῶν πρώτων, καὶ ἀνάλαβε τὰ λεγόμενα·
καὶ τοῦ ζιζανίου πάρες, τὸ δὲ σιτῶδες ἀνάλαβε· ἵνα
δυνηθῇς καὶ αὐτὸς εἴσω ἅλωνος ἐκκλησιαστικῆς γε-
νέσθαι νοητῆς.

Αθανάσιος θεολόγος. , Quaestiones in scripturam sacram [Sp.] (2035:


080); MPG 28.Volume 28, p. 740, line 52

υἱοῦ μου ὡς ὀσμὴ ἀγροῦ πλήρης, ὃν εὐλογήσαι Κύ-


ριος, καὶ δῴη σοι Κύριος ἀπὸ τῆς δρόσου τοῦ οὐ-
ρανοῦ καὶ ἀπὸ τῆς πιότητος τῆς γῆς, καὶ πλῆθος
σίτου καὶ οἴνου, καὶ δουλευσάτωσάν σοι ἔθνη,» καὶ τὰ
ἑξῆς.
 Ἀπόκ. Ἀγρός ἐστιν ὁ κόσμος· δρόσος δὲ οὐρανοῦ ἡ
θεότης· πιότης δὲ τῆς γῆς ἡ ἀνθρωπότης. Ὥσπερ τοίνυν
ἡ δρόσος μὲν ἀοράτως κάτεισι, κάτω δὲ συνισταμένη
γίνεται δήλη· οὕτως ἀόρατος ὢν ὁ Θεὸς Λόγος, διὰ
τῆς σαρκὸς ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη, καὶ τοῖς ἀνθρώποις
συνανεστράφη. Καὶ ὁ σῖτος δὲ καὶ ὁ οἶνος τῶν θείων
μυστηρίων αἰνίγματα. Δουλεύουσι πάντα τὰ ἔθνη τῷ
Χριστῷ.  

Βασίλειος θεολόγος. Homiliae in hexaemeron Homily 5, Sec. 5, line 13

ἐξ ἐπιμελείας καὶ γεωργίας ἡμῖν προσγινομένην; Οὐκ


εὐθὺς ἐκέλευσε σπέρμα καὶ καρπὸν ἀναδοθῆναι, ἀλλὰ
βλαστῆσαι καὶ χλοάσαι τὴν γῆν, καὶ τότε εἰς σπέρμα
τελειωθῆναι, ἵνα τὸ πρῶτον ἐκεῖνο πρόσταγμα διδασκά-
366

λιον τῇ φύσει γένηται πρὸς τὴν ἑξῆς ἀκολουθίαν. Πῶς οὖν


κατὰ γένος, φησὶν, ἡ γῆ προφέρει τὰ σπέρματα, ὁπότε
σῖτον πολλάκις καταβαλόντες, τὸν μέλανα τοῦτον πυρὸν
συγκομίζομεν; Ἀλλὰ τοῦτο οὐχὶ πρὸς ἕτερον γένος ἐστὶ
μεταβολὴ, ἀλλ' οἱονεὶ νόσος τις καὶ ἀρρωστία τοῦ σπέρματος.
Οὐ γὰρ ἀπέθετο τὸ εἶναι σῖτος, ἀλλ' ἐμελάνθη διὰ τῆς
καύσεως, ὡς καὶ ἐξ αὐτῆς ἐστι τῆς προσηγορίας μαθεῖν.
Τῇ ὑπερβολῇ γὰρ τοῦ κρύους ὑπερκαεὶς, πρὸς ἑτέραν
καὶ χρόαν καὶ γεῦσιν μετέπεσεν. Καὶ μέντοι καὶ πάλιν
λέγεται, ἐπειδὰν γῆς ἐπιτηδείας καὶ ἀέρων εὐκράτων λάβηται,
πρὸς τὸ ἀρχαῖον εἶδος ἐπανιέναι. Ὥστε οὐδὲν παρὰ τὸ
πρόσταγμα εὕροις ἂν ἐν τοῖς φυομένοις ἐπιτελούμενον.
Ἡ δὲ λεγομένη αἶρα, καὶ ὅσα λοιπὰ νόθα σπέρματα τοῖς
τροφίμοις ἐγκαταμέμικται, ἅπερ ζιζάνια προσαγορεύειν
σύνηθες τῇ Γραφῇ, οὐκ ἐκ τῆς τοῦ σίτου μεταβολῆς  
γίνεται, ἀλλ' ἐξ οἰκείας ἀρχῆς ὑπέστη, ἴδιον ἔχοντα γένος.

Βασίλειος θεολόγος. Homiliae in hexaemeron Homily 9, Sec. 3, line 70

ἑαυτὸν κατατείνει, ἕως ἂν τὴν ἀρκοῦσαν τροφὴν ἐναπόθηται


τοῖς ταμιείοις· καὶ οὐδὲ τοῦτο ῥᾳθύμως, ἀλλὰ σοφῇ τινι
ἐπινοίᾳ τὴν τροφὴν ἐπιπλεῖστον διαρκεῖν μηχανώμενος.
Διακόπτει γὰρ ταῖς ἑαυτοῦ χηλαῖς τῶν καρπῶν τὸ μεσαίτατον,
ὡς ἂν μὴ ἐκφυέντες ἄχρηστοι πρὸς τροφὴν αὐτῷ γένοιντο.
Καὶ διαψύχει τούτους, ὅταν αἴσθηται αὐτῶν διαβρόχων·
καὶ οὐκ ἐν παντὶ προβάλλει καιρῷ, ἀλλ' ὅταν προαίσθηται
τοῦ ἀέρος ἐν εὐδινῇ καταστάσει φυλαττομένου. Ἀμέλει
οὐκ ἂν ἴδοις ὄμβρον ἐκ νεφῶν ἐπιρρυέντα παρ' ὅσον χρόνον
ἐκ τῶν μυρμήκων ὁ σῖτος προβέβληται. Τίς ἐφίκηται
λόγος; ποία χωρήσει ἀκοή; τίς ἐξαρκέσει χρόνος πάντα
εἰπεῖν καὶ διηγήσασθαι τοῦ τεχνίτου τὰ θαύματα; Εἴπωμεν
καὶ ἡμεῖς μετὰ τοῦ προφήτου, Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου,  
Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας. Οὐ τοίνυν ἡμῖν πρὸς
ἀπολογίαν αὔταρκες, τὸ μὴ γράμμασι διδαχθῆναι τὰ συμφέ-
ροντα, τῷ ἀδιδάκτῳ τῆς φύσεως νόμῳ τὴν τοῦ λυσι-
τελοῦντος αἵρεσιν δεξαμένοις. Οἶδας τί ποιήσεις τῷ πλησίον
καλόν; Ὃ σεαυτῷ βούλει παρ' ἑτέρου γενέσθαι. Οἶδας ὅ τι
ποτέ ἐστι τὸ κακόν; Ὃ οὐκ ἂν αὐτὸς παθεῖν ἕλοιο παρ'
ἑτέρου.
367

Βασίλειος θεολόγος. Homilia in illud: Destruam horrea mea (2040:


007)“Saint Basile. Homélies sur la richesse”, Ed. Courtonne, Y.
Paris: Didot, 1935.Sec. 3, line 7

διελέγετο. Ταύτῃ τῇ νυκτὶ παρελαμβάνετο, καὶ εἰς ἔτη πολλὰ τὴν


ἀπόλαυ-σιν ἐφαντάζετο. Συνεχωρήθη πάντα βουλεύσασθαι, καὶ φανερὰν
ἑαυτοῦ ποιῆσαι τὴν γνώμην, ἵνα ἀξίαν τῆς προαιρέσεως δέξηται τὴν
ἀπόφασιν.
  – Ὃ μὴ πάθῃς σύ. Διὰ τοῦτο γὰρ γέγραπται, ἵνα φύγωμεν τὴν
ὁμοίωσιν. Μίμησαι τὴν γῆν, ἄνθρωπε· καρποφόρησον ὡς ἐκείνη, μὴ χεί-
ρων φανῇς τῆς ἀψύχου. Ἐκείνη μὲν οὖν τοὺς καρποὺς οὐκ εἰς ἑαυτῆς
ἀπόλαυσιν, ἀλλ' εἰς τὴν σὴν ὑπηρεσίαν ἐξέθρεψε· σὺ δὲ ὃν ἂν ἐπιδείξῃ
τῆς
εὐποιΐας καρπὸν, σεαυτῷ τοῦτον συνάγεις, διότι τῶν ἀγαθῶν ἔργων αἱ
χάριτες ἐπὶ τοὺς διδόντας ἐπαναστρέφουσιν. Ἔδωκας τῷ πεινῶντι, καὶ
σὸν
γίνεται τὸ δοθὲν μετὰ προσθήκης ἐπανελθόν. Ὣσπερ γὰρ ὁ σῖτος, εἰς τὴν

γῆν πεσὼν, κέρδος τῷ προεμένῳ γίνεται· οὕτως ὁ ἄρτος, εἰς τὸν


πεινῶντα
καταβληθεὶς, πολύχουν τὴν ὠφέλειαν εἰς ὕστερον ἀναδίδωσιν. Ἔστω οὖν

σοι τὸ πέρας τῆς γεωργίας ἀρχὴ τῆς ἐπουρανίου σπορᾶς· Σπείρατε γὰρ,
φησὶν, ἑαυτοῖς εἰς δικαιοσύνην· Τί οὖν ἀδημονεῖς, τί κόπτεις σεαυτὸν,
πηλῷ καὶ πλίνθοις τὸν πλοῦτον ἐναποκλεῖσαι φιλονεικῶν; Χρεῖσσον
ὄνομα
καλὸν ὑπὲρ πλοῦτον πολύν· Εἰ δὲ θαυμάζεις τὰ χρήματα διὰ τὴν ἀπ'
αὐτῶν τιμὴν, σκόπει πόσῳ πρὸς δόξαν λυσιτελέστερον, μυρίων παίδων
πατέρα προσαγορεύεσθαι, ἢ μυρίους ἔχειν στατῆρας ἐν βαλλαντίῳ.

Βασίλειος θεολόγος. Homilia in illud: Destruam horrea mea


Sec. 5, line 1

τιμήματα, ἀλλὰ καὶ ζυγομαχεῖς περὶ τοῦ πλείονος, καὶ ὅπως ἂν πολὺ
λαβὼν ἔλαττον δῴης φιλονεικεῖς, πανταχόθεν βαρύνων τὴν συμφορὰν τῷ

ἀθλίῳ. Οὐ δάκρυόν σοι ἐλεεινὸν, οὐ στεναγμὸς καρδίαν μαλάσσει· ἀλλ'  


ἄκαμπτος εἶ καὶ ἀμείλικτος. Πάντα χρυσὸν βλέπεις, χρυσὸν φαντάζῃ·
τοῦτό σοι καὶ καθεύδοντι ἐνύπνιον, καὶ ἐγρηγορότι ἐνθύμιον. Ὥσπερ γὰρ

οἱ ὑπὸ μανίας παράφοροι οὐ τὰ πράγματα βλέπουσιν, ἀλλὰ τὰ ἐκ τοῦ


πάθους φαντάζονται· οὕτως σοι ἡ ψυχὴ, τῇ φιλοχρηματίᾳ κατασχεθεῖσα,
368

πάντα χρυσὸν, πάντα ἄργυρον βλέπει. Ἥδιον ἂν ἴδοις τὸν χρυσὸν ἢ τὸν
ἥλιον. Εὔχῃ τὰ πάντα πρὸς τὴν τοῦ χρυσοῦ φύσιν μεταβληθῆναι, καὶ
ἐπινοεῖς μέντοι καθ' ὅσον οἷόν τε.
  – Ποίαν γὰρ μηχανὴν διὰ χρυσὸν οὐ κινεῖς; Ὁ σῖτος χρυσός σοι
γίνεται, ὁ οἶνος εἰς χρυσὸν μεταπήγνυται, τὰ ἔριά σοι ἀποχρυσοῦται·
πᾶσα ἐμπορία, πᾶσα ἐπίνοια χρυσόν σοι προσάγει. Αὐτὸς ἑαυτὸν ὁ
χρυσὸς
ἀπογεννᾷ πολυπλασιαζόμενος ἐν δανείσμασι· καὶ κόρος οὐκ ἔστι, καὶ
τέλος
τῆς ἐπιθυμίας οὐκ ἐξευρίσκεται. Τῶν μὲν γὰρ παίδων τοῖς λίχνοις
ἀφειδῶς
πολλάκις ἐνδίδομεν τῶν περισπουδάστων ὑπερεμπίπλασθαι, ὥστε τῷ
ὑπερ-
βάλλοντι κόρῳ τὴν ἀποστροφὴν ἐμποιῆσαι· ὁ δὲ πλεονέκτης οὐχ οὕτως·
ἀλλ' ὅσῳ πλειόνων ἐμφορεῖται, πλειόνων ἐφίεται· Πλοῦτος ἐὰν ῥέῃ, μὴ
προστίθεσθε καρδίᾳ· Σὺ δὲ κατέχεις τὸν παραῤῥέοντα, καὶ περιφράσσεις

Βασίλειος θεολόγος. Homiliae super Psalmos Volume 29, p. 400, line 31

Οὐ γὰρ τοσοῦτον οὐρανοῦ καὶ γῆς σύστασις, καὶ


θαλάσσης, καὶ ἀέρος, καὶ τῶν μεγίστων στοιχείων ἡ
γένεσις, καὶ εἴ τι ὑπερκόσμιον νοεῖται, καὶ εἴ τι κα-
ταχθόνιον, τὴν δύναμιν παρίστησι τοῦ Θεοῦ Λόγου,
ὅσον ἡ περὶ τὴν ἐνανθρώπησιν οἰκονομία, καὶ ἡ πρὸς
τὸ ταπεινὸν καὶ ἀσθενὲς τῆς ἀνθρωπότητος συγκα-
τάβασις. Τῇ ὡραιότητί σου καὶ τῷ κάλλει σου.
Τὸ ὡραῖον τοῦ κάλλους διαφέρει· ὅτι τὸ μὲν
ὡραῖον λέγεται τὸ συμπεπληρωμένον εἰς τὸν ἐπιτή-
δειον καιρὸν πρὸς τὴν οἰκείαν ἀκμήν· ὡς ὡραῖος ὁ
σῖτος, ὁ ὥριμος ἤδη πρὸς θερισμόν· καὶ ὡραῖος ὁ
καρπὸς τῆς ἀμπέλου, ὁ τὴν οἰκείαν πέψιν εἰς τε-
λείωσιν ἑαυτοῦ διὰ τῆς τοῦ ἔτους ὥρας ἀπολαβὼν,
καὶ ἐπιτήδειος εἰς ἀπόλαυσιν· κάλλος δέ ἐστι τὸ
ἐν τῇ συνθέσει τῶν μελῶν εὐάρμοστον ἐπανθοῦσαν
αὐτῷ τὴν χάριν ἔχον. Περίζωσαι οὖν τὴν ῥομφαίαν
σου ἐπὶ τὸν μηρόν σου, δυνατέ. Τῇ ὡραιότητί
σου, τουτέστιν, ἐν τῷ πληρώματι τῶν καιρῶν· καὶ
τῷ κάλλει σου, τῇ θεωρητῇ καὶ νοητῇ θεότητι.
Ἐκεῖνο γὰρ τὸ ὄντως καλὸν, τὸ κατάληψιν πᾶσαν
ἀνθρωπίνην καὶ δύναμιν ὑπερβαῖνον,
369

Βασίλειος θεολόγος. Homilia exhortatoria ad sanctum baptisma


(2040: 029); MPG 31.Volume 31, p. 428, line 36

ἔπιεν ἐκεῖνος ἐκ τῆς πνευματικῆς πέτρας, εἰ μὴ τυ-


πικῶς ἐβαπτίσθη· οὐδέ σοί τις δώσει τὴν ἀληθινὴν
πόσιν, ἐὰν μὴ ἀληθινῶς βαπτισθῇς. Ἔφαγεν ἄρτον
ἀγγέλων ἐκεῖνος μετὰ τὸ βάπτισμα· σὺ δὲ πῶς βρώσῃ
τὸν ζῶντα ἄρτον, ἂν μὴ πρότερον ὑποδέξῃ τὸ
βάπτισμα; Εἰσῆλθεν ἐκεῖνος εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγ-
γελίας διὰ τὸ βάπτισμα· σὺ δὲ πῶς ἐπανέλθῃς εἰς
τὸν παράδεισον, μὴ σφραγισθεὶς τῷ βαπτίσματι; Ἢ
οὐκ οἶδας, ὅτι φλογίνη ῥομφαία τέτακται φυλάσσειν
τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου ζωῆς, τοῖς μὲν ἀπίστοις φοβερὰ
καὶ φλογίζουσα, τοῖς δὲ πεπιστευκόσιν εὐπρόσιτος
καὶ ἵμερον ἐπιλάμπουσα; Καὶ στρέφεσθαι αὐτὴν
ἐποίησεν ὁ Δεσπότης· ὅταν μὲν γὰρ ἴδῃ πιστὸν, τὰ
νῶτα δίδωσιν· ὅταν δέ τινα τῶν ἀσφραγίστων, κατὰ
στόμα προσαπαντᾷ.
 Ἠλίας ἅρμα πυρὸς καὶ ἵππους πυρίνους πρὸς αὐ-
τὸν ἐλθόντας οὐ κατεπλάγη, ἀλλ' ἐπιθυμίᾳ τῆς
ἄνω πορείας τῶν φοβερῶν κατετόλμησε, καὶ μετὰ
περιχαρείας ἐπέβη τῶν φλογίνων ὀχημάτων, ὁ
ἐν σαρκὶ ζῶν ἔτι· σὺ δὲ, οὐ πυρίνων ἁρμάτων ἐπι-
βήσεσθαι μέλλων, ἀλλὰ δι' ὕδατος καὶ Πνεύματος

Βασίλειος θεολόγος. Asceticon magnum sive Quaestiones (regulae


fusius tractatae) (2040: 048); MPG 31.Volume 31, p. 953, line 32

ἐπανορθοῦσθαι, οἰκείας ἑκάστῳ πταίσματι τὰς θε-


ραπείας προσάγοντα, ὥστε τὸ αὐτὸ καὶ ἐπι-
τίμησιν ἔχειν τοῦ ἁμαρτήματος, καὶ γυμνάσιον
ἀπαθείας τῇ ψυχῇ γίνεσθαι. Οἷον, ὠργίσθη πρὸς
τὸν ὁμήλικα; τοῦτον θεραπεῦσαι, καὶ ὑπηρετῆσαι
αὐτῷ κατὰ ἀναλογίαν τοῦ τολμήματος ἀναγκασθήτω.
Ὁ γὰρ πρὸς τὴν ταπείνωσιν ἐθισμὸς οἷον ἐκτέ-
μνει τῆς ψυχῆς τὸ θυμούμενον, τῆς ἐπάρσεως
ὡς τὰ πολλὰ ἡμῖν τὴν ὀργὴν ἐμποιούσης. Ἥψατο
βρωμάτων παρὰ καιρόν; ἐπὶ πλεῖστον τῆς ἡμέρας
370

ἀπόσιτος ἔστω. Ἀμέτρως ἢ ἀσχημόνως σιτούμενος


κατεγνώσθη; κατὰ τὸν καιρὸν τῆς τροφῆς εἰργόμε-
νος τῶν σιτίων, ὁρᾷν τοὺς ἄλλους κατ' ἐπιστήμην
ἐσθίοντας ἀναγκαζέσθω, ὥστε καὶ κολάζεσθαι τῇ
ἀποχῇ, καὶ διδάσκεσθαι τὴν σεμνότητα. Λόγον ἀφῆ-
κεν ἀργὸν, ὕβριν εἰς τὸν πλησίον, ψεῦδος, ἄλλο τι
τῶν ἀπηγορευμένων; Τῇ τε γαστρὶ καὶ τῇ σιωπῇ
σωφρονιζέσθω.

Βασίλειος θεολόγος. Sermones de moribus a Symeone Metaphrasta


collecti (2040: 075); MPG 32.Volume 32, p. 1160, line 38

κατατείνει, ἕως ἂν τὴν ἀρκοῦσαν τροφὴν ἐναπόθηται


τοῖς ταμιείοις· καὶ οὐδὲ τοῦτο ῥᾳθύμως, ἀλλὰ σοφῇ
τινι ἐπινοίᾳ τὴν τροφὴν ἐπιπλεῖστον διαρκεῖν μηχα-
νώμενος. Διακόπτει γὰρ ταῖς ἑαυτοῦ χηλαῖς τῶν
καρπῶν τὸ μεσαίτατον, ὡς ἂν μὴ ἐκφυέντες ἄχρη-
στοι πρὸς τροφὴν αὐτῷ γένοιντο· καὶ διαψύχει τού-
τους, ὅταν αἴσθηται αὐτῶν διαβρόχων· καὶ οὐκ ἐν
παντὶ προβάλλει καιρῷ, ἀλλ' ὅταν προαίσθηται τοῦ
ἀέρος ἐν εὐδινῇ καταστάσει φυλαττομένου. Ἀμέλει
οὐκ ἂν ἴδοις ὄμβρον ἐκ νεφῶν ἐπιῤῥυέντα, παρ' ὅσον
χρόνον ἐκ τῶν μυρμήκων ὁ σῖτος προβέβληται. Μί-
μησαι τὴν γῆν, ἄνθρωπε, καρποφόρησον ὡς ἐκείνη,
μὴ χείρων φανῇς τῆς ἀψύχου. Ἐκείνη μὲν γὰρ τοὺς
καρποὺς οὐκ εἰς ἑαυτῆς ἀπόλαυσιν, ἀλλ' εἰς τὴν σὴν
ὑπηρεσίαν ἐξέθρεψε. Σὺ δὲ ὃν ἂν ἐπιδείξῃ τῆς εὐ-
ποιίας καρπὸν, σεαυτῷ τοῦτον συνάγεις, διότι τῶν
ἀγαθῶν ἔργων αἱ χάριτες ἐπὶ τοὺς διδόντας ἐπανα-
στρέφουσιν. Ἔδωκας τῷ πεινῶντι, καὶ σὸν γίνεται
τὸ δοθὲν, μετὰ προσθήκης ἐπανελθόν. Ὥσπερ γὰρ ὁ
σῖτος εἰς τὴν γῆν πεσὼν, κέρδος τῷ προεμένῳ γίνε-
ται· οὕτως ὁ ἄρτος εἰς τὸν πεινῶντα καταβλη

Βασίλειος θεολόγος. Sermones de moribus a Symeone Metaphrasta


collecti Volume 32, p. 1184, line 46
371

τὴν σπουδὴν μεταφέρουσι, καὶ οὐ παύονται τῆς κατὰ


τὴν δυναστείαν ὁρμῆς, ἕως ἂν ὑψωθέντες, ἀπὸ με-
τεώρου τοῦ πτώματος ἑαυτοὺς καταῤῥήξωσι.
 Καὶ ὥσπερ οἱ ὑπὸ μανίας παράφοροι οὐ τὰ
πράγματα βλέπουσιν, ἀλλὰ τὰ ἐκ τοῦ πάθους φαν-
τάζονται· οὕτως ἡ τοῦ πλεονέκτου ψυχὴ τῇ φιλο-
χρηματίᾳ καταχωσθεῖσα, πάντα χρυσὸν, πάντα
ἄργυρον βλέπει. Ἥδιον ἂν ἴδῃ τὸν χρυσὸν, ἢ τὸν
ἥλιον. Εὔχεται πάντα πρὸς τὴν τοῦ χρυσοῦ φύσιν μετα-
βληθῆναι, καὶ ἐπινοεῖ μέντοι καθ' ὅσον οἷόν τε. Ποίαν
γὰρ μηχανὴν διὰ χρυσὸν οὐ κινεῖ; Ὁ σῖτος χρυσὸς
αὐτῷ γίνεται· ὁ οἶνος εἰς χρυσὸν μεταπήγνυται· τὰ
ἔρια αὐτῷ ἀποχρυσοῦται· πᾶσα ἐμπορία, πᾶσα ἐπί-
νοια χρυσὸν αὐτῷ προσάγει. Αὐτὸς ἑαυτὸν ὁ
χρυσὸς ἀπογεννᾷ, πολυπλασιαζόμενος ἐν δανείσμασι·
καὶ τέλος τῆς ἐπιθυμίας οὐκ ἐξευρίσκεται. Τῶν μὲν
γὰρ παίδων τοῖς λίχνοις ἀφειδῶς πολλάκις ἐνδίδομεν
τῶν περισπουδάστων ὑπερεμπίμπλασθαι, ὥστε  
τῷ ὑπερβάλλοντι κόρῳ τὴν ἀποστροφὴν ἐμποιῆσαι.
Ὁ δὲ πλεονέκτης, οὐχ οὕτως· ἀλλ' ὅσῳ πλειόνων
ἐμφορεῖται, πλειόνων ἐφίεται. Τὸ μὲν πῦρ ἐπειδὰν

Ωριγένης. , Frag. in Jeremiam (in catenis) (2042: 010)


“Origenes Werke, vol. 3”, Ed. Klostermann, E.Leipzig: Hinrichs, 1901;
Die griechischen christlichen Schriftsteller 6.Frag.19, line 8

ἀπὸ τοῦ εἰπόντος· οὐχὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐγὼ πληρῶ;
λέγει κύριος.
 Ἐπειδὴ καὶ οἱ ψευδοπροφῆται ἀπεχρῶντο τῷ «τάδε λέγει
κύριος», τοὺς ἀληθεῖς προφήτας ὑποκρινόμενοι, ἔδει σημείων διαστελ-
λόντων ἑκατέρους. ἦν μὲν οὖν, κατὰ τὸν ἀπόστολον, πνευμάτων
διακρίσεως χάρισμα, καὶ ὁ τοῦτο ἔχων διέκρινε πνεύματα, τά τε
θεῖα ὄντα καὶ τὰ πονηρά, καθάπερ ἀργυραμοιβὸς τὸ νόμισμα τὸ
δόκιμόν τε καὶ κίβδηλον. χωρὶς δὲ τῆς καθολικῆς ἐπιστήμης καὶ τὸ
νῦν εἰρημένον ἀρκεῖ πρὸς διάκρισιν. ὁ γὰρ λόγος μου, φησίν, οὐ
διάκενος καὶ τρόφιμος ἀλόγων, ἀλλ' οἱονεὶ σῖτος καὶ λογικῶν
τροφή.
 Τί δὲ τὸ ἄχυρον πρὸς τὸν σῖτον εἶπεν, ἀλλ' οὐ πρὸς
372

κριθήν· παρέθηκε γὰρ ὁ κύριος ἄρτους, τοὺς μὲν κριθίνους τοῖς


ἀλογωτέροις, τοὺς δὲ πυρίνους τοῖς λογικοῖς. διὸ καὶ νῦν οὐκ ἔφη·
τί τὸ ἄχυρον πρὸς τὴν κριθήν, ἀλλὰ πρὸς τὸν σῖτον, τὴν
λογικὴν ἀκριβῶς παραστήσας τροφήν. ἔστι δὲ καὶ ἄλλο σημεῖον, ὅτι
οἱ λόγοι κυρίου ὡς πέλυξ κόπτων πέτραν. ὅταν ὁ ἀκροατὴς
ἐλεγχόμενος καίηται ὥστε λέγειν· «οὐχὶ ἡ καρδία μου καιομένη ἦν
ἐν ἐμοί», πῦρ καὶ σῖτός ἐστιν ὁ λόγος· εἰ δὲ τέρπεται τῶν καθ'
ἡδονὴν ἀκροώμενος, ἄχυρα. ἀλλὰ καὶ πέλυξ ἐστὶν ὁ τοῦ θεοῦ λόγος,

Ωριγένης. , Homiliae in Lucam (2042: 016)


“Origenes Werke, vol. 9, 2nd edn.”, Ed. Rauer, M.
Berlin: Akademie–Verlag, 1959; Die griechischen christlichen
Schriftsteller 49 (35).Homily 26, p. 155, line 3

ἁγίῳ καὶ πυρὶ» λέγεται «πτύον ἔχειν


ἐν τῇ χειρὶ καὶ διακαθαίρειν τὴν ἅλω-
να, καὶ τὸν μὲν σῖτον εἰς τὴν ἀποθή-
κην συνάγειν, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαίειν
πυρὶ ἀσβέστῳ». Καὶ βούλομαι ἰδεῖν,
τίνα τρόπον ὁ κύριός μου Ἰησοῦς
ἔχει «πτύον», καὶ τίνος ἀνέμου πνέ-
οντος, καὶ ταῦτα σφοδροῦ – ἐν γὰρ  
νηνεμίᾳ ἄχρηστόν ἐστι τὸ πτύον –  
τὸ μὲν «ἄχυρον» χωρίζεται εἰς οἰ-
κεῖον τόπον, ὁ δὲ «σῖτος» νικήσας τὸν
ἄνεμον καταφέρεται ἐπὶ τὸ αὐτό.
 Καὶ ὅρα, μήποτε οἱ πειρασμοὶ οἱ
»τὸ ἄχυρον» χωρίζοντες ὁ ἄνεμός
ἐστιν ὁ ἀποδεικνὺς «τὸν σῖτον», ὅτι
ἐστὶ σῖτος.
 Ὅταν μὲν οὖν πειραζομένης σου
τῆς ψυχῆς ἡττηθῇς, οὐχ ὁ πειρας-
μὸς «ἄχυρόν» σε πεποίηκεν, ἀλλ'
ὄντα σε «ἄχυρον» ἤτοι κοῦφον καὶ
ἄπιστον ἤλεγξεν.  

Ωριγένης. , Homiliae in Lucam Homily 28, p. 166, line 12

γραφή, τὰ ὑπὸ τοῦ Ἰησοῦ συναχθέντα


εἰς τὰς ἀποθήκας τῶν ψυχῶν τῶν
ἀποστολικῶν καὶ τῶν διαδεχομέ-
373

νων αὐτοὺς θρέψῃ τὴν Αἴγυπτον,


τὸν κόσμον, μάλιστα δὲ τοὺς ἀδελ-
φοὺς αὐτοῦ, περὶ ὧν γέγραπται·
»διηγήσομαι τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελ-
φοῖς μου». Ἔχουσι καὶ οἱ ἄλλοι
ἄνθρωποι λόγους περὶ σωφροσύνης,
λόγους περὶ δικαιοσύνης, λόγους περὶ
τῶν λοιπῶν ἀρετῶν· οὗτος ὁ σῖτός
ἐστιν, ὃν Ἰωσὴφ ἔδωκε τοῖς Αἰγυπ-
τίοις. Ἄλλος δὲ σῖτος, ὃν μερίζει
τοῖς ἰδίοις ἀδελφοῖς ἀπὸ τῆς Γεσέμ,
ἀπὸ τῆς ἀνατολικῆς γῆς· οὗτός ἐστιν
ὁ σῖτος, ὃν ὁ Ἰησοῦς ἔδωκε τοῖς
ἰδίοις μαθηταῖς· σῖτος εὐαγγελικός
τε καὶ ἀποστολικός. Διὰ τούτου ἀρ-
τοποιῶμεν, «παλαιὰν» δὲ «ζύμην» μὴ
παραλάβωμεν, ἵνα καινὸν ἄρτον ἀπὸ
τῶν ἱερῶν γραμμάτων ποιήσωμεν.  

Ωριγένης. , Homiliae in Lucam Homily 28, p. 166, line 14

ἀποστολικῶν καὶ τῶν διαδεχομέ-


νων αὐτοὺς θρέψῃ τὴν Αἴγυπτον,
τὸν κόσμον, μάλιστα δὲ τοὺς ἀδελ-
φοὺς αὐτοῦ, περὶ ὧν γέγραπται·
»διηγήσομαι τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελ-
φοῖς μου». Ἔχουσι καὶ οἱ ἄλλοι
ἄνθρωποι λόγους περὶ σωφροσύνης,
λόγους περὶ δικαιοσύνης, λόγους περὶ
τῶν λοιπῶν ἀρετῶν· οὗτος ὁ σῖτός
ἐστιν, ὃν Ἰωσὴφ ἔδωκε τοῖς Αἰγυπ-
τίοις. Ἄλλος δὲ σῖτος, ὃν μερίζει
τοῖς ἰδίοις ἀδελφοῖς ἀπὸ τῆς Γεσέμ, ἀπὸ τῆς ἀνατολικῆς γῆς· οὗτός ἐστιν
ὁ σῖτος, ὃν ὁ Ἰησοῦς ἔδωκε τοῖς ἰδίοις μαθηταῖς· σῖτος εὐαγγελικός
τε καὶ ἀποστολικός. Διὰ τούτου ἀρτοποιῶμεν, «παλαιὰν» δὲ «ζύμην» μὴ
παραλάβωμεν, ἵνα καινὸν ἄρτον ἀπὸ τῶν ἱερῶν γραμμάτων ποιήσωμεν.  
»Εἰπὲ τῷ λίθῳ τούτῳ, ἵνα γένηται ἄρτος».
374

Ωριγένης. , Philocalia sive Ecloga de operibus Origenis a Basilio et


Gregorio Nazianzeno facta (cap. 1–27) (2042: 019)
“The philocalia of Origen”, Ed. Robinson, J.A.
Cambridge: Cambridge University Press, 1893.Ch. p, Sec. 1b, line 69

ἅμα τῷ σίτῳ συνήγαγον καὶ τὰ ἄχυρα; σῖτον δὲ λέγειν τινὰ τῶν


παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς εὖ μάλα συγκεχωρήμεθα· ἐπείπερ, κατὰ τὸν
σοφώτατον Κύριλλον, ‘οὐ πάντα ὅσα λέγουσιν οἱ αἱρετικοὶ φεύγειν
καὶ παραιτεῖσθαι χρή· πολλὰ γὰρ ὁμολογοῦσιν ὧν καὶ ἡμεῖς ὁμολο-
γοῦμεν.’ οὐκ ἄρα δὴ οὖν Βασίλειος καὶ Γρηγόριος ἅμα τῷ σίτῳ συνε-
φόρησαν ἡμῖν καὶ τὰ ἄχυρα· πῶς γάρ; ἀλλὰ τῶν τὰς ὁδοὺς Κυρίου
διαστρεφόντων τινὲς τῆς ἑλληνικῆς Ὠριγένους ποικίλως ἀντιποιού-
μενοι δυσσεβείας, καθ' ὁμοιότητα τοῦ τὸν καθηγητὴν αὐτῶν ὑποσκε-
λίσαντος διαβόλου, τῷ ἡμετέρῳ σίτῳ τὰ ἄχυρα νῦν συνανέμιξαν, ὡς
ἐκεῖνος ἔκπαλαι τῷ δεσποτικῷ ἀγρῷ τὰ ζιζάνια. ἡμέτερος γὰρ ὁ
σῖτος· καὶ ἡμέτερα, ἔνθα ἂν εὑρεθεῖεν, τὰ ὀρθόδοξα δόγματα· ὧν οἱ
θεόπνευστοι κήρυκες διὰ τῆς οἰκείας πανσόφου διδασκαλίας, κατὰ τὸ
δεδομένον αὐτοῖς ἄνωθεν τῆς διακριτικῆς δυνάμεως πτύον, τοῦ ἀχύρου
τὸν σῖτον ἀποκαθάραντες, τὸν μὲν εἰς τὴν καλὴν ἀποθήκην τὴν
ἐκκλησίαν εἰσήγαγον, τὸ δὲ τῷ πυρὶ παραδεδώκασι τῷ ἀσβέστῳ, κἂν
Ὠριγένης μὴ βούληται.

Ωριγένης. , In Jesu Nave homiliae xxvi (Frag. e catenis) (2042: 025)


“Origenes Werke, vol. 7”, Ed. Baehrens, W.A.
Leipzig: Teubner, 1921; Die griechischen christlichen Schriftsteller 30.
P. 429, line 20

Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν οἱ υἱοὶ Ἰούδα ἀπολέσαι αὐτούς· καὶ


κατῴκησεν ὁ Ἰεβουσαῖος μετὰ τῶν υἱῶν Ἰούδα ἕως τῆς σήμερον ἡμέ-
ρας». Ἐρωτητέον τοὺς ἐκ παντὸς τρόπου προϊσταμένους τοῦ γράμ-  
ματος, πῶς «ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας» φησίν; ὅπερ ἐν τῇ Γραφῇ μέχρι
τῆς συντελείας τοῦ παρόντος αἰῶνος δηλοῖ κατὰ τό· «Οὗτος πατὴρ
Μωαβιτῶν ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας», καὶ πάλιν· «μὴ ἀπόστητε ἀπὸ
Κυρίου ἐν ταῖς σήμερον ἡμέραις», ἀντὶ τοῦ ὅσον τὸ σήμερον καλεῖται.
Μηκέτι οὖν «τῶν υἱῶν Ἰούδα» «κατοικούντων ἐν Ἱερουσαλήμ» πῶς
»ὁ Ἰεβουσαῖος οἰκεῖ μετ' αὐτοῦ»; Τοιγαροῦν ἐπί τι νοητὸν ἀναδράμω-
μεν ὅμοιον, τὴν περὶ τῶν «ζιζανίων» εἰληφότες παραβολήν· «ἃ τῷ  
σίτῳ κατέλειπε συναυξάνεσθαι, μὴ συνεκριζωθῇ τούτοις ὁ σῖτος». Ἐν
γὰρ τῇ Ἐκκλησίᾳ εἰσὶν «Ἰεβουσαῖοι» καταπατούμενοι, ἁμαρτωλοί τε
καὶ τῆς πίστεως ἀλλότριοι. Καὶ οὐκ ἄν τις ἐν τῷ παρόντι παύσειε
βίῳ τοιούτους ἔχειν τὴν Ἐκκλησίαν καὶ μόνων ὑπάρχειν ἁγίων. Τί
375

γὰρ ἄν τις ποιήσειε περὶ τῶν ἀμφιβόλων ἁμαρτωλῶν, ὅτε καὶ τοὺς
φανεροὺς ἀπελάσειεν;

Ωριγένης. , Scholia in Apocalypsem (scholia 1, 3–39) (2042: 042)


“Der Scholien–Kommentar des Origenes zur Apokalypse Johannis”, Ed.
Diobouniotis, C., von Harnack, A.Leipzig: Hinrichs, 1911; Texte und
Untersuchungen 38.3.Scholion 38, line 42

ἑξακισχιλιοστὸν ἔτος. καὶ διὰ τοῦτο ἐν παντὶ τούτῳ τῷ χρόνῳ


πλασθεὶς ἐν ἀρχῇ ὁ ἄνθρωπος διὰ τῶν χειρῶν τοῦ θεοῦ, του-
τέστιν υἱοῦ καὶ πνεύματος, γίνεται κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν θεοῦ,
τοῦ μὲν ἀχύρου ἀποσκευαζομένου, ὅπερ ἐστὶν ἡ ἀποστασία, τοῦ
δὲ σίτου εἰς ἀποθήκην ἀναλαμβανομένου, ὅπερ ἐστὶν οἱ πρὸς θεὸν
πίστει καρποφοροῦντες. καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἡ θλῖψις ἀναγκαία τοῖς
σωζομένοις, ἵνα τρόπον τινὰ λεπτυθέντες καὶ συμφυραθέντες διὰ
τῆς ὑπομονῆς τῷ λόγῳ τοῦ θεοῦ καὶ πυρωθέντες ἐπιτήδειοι ἔσον-
ται εἰς τὴν τοῦ βασιλέως εὐωχίαν, ὡς εἶπέ τις τῶν ἡμετέρων, διὰ
τὴν πρὸς τὸν θεὸν μαρτυρίαν κατακριθεὶς πρὸς θηρία· ὅτι σῖτός
εἰμι τοῦ θεοῦ καὶ διὰ ὀδόντων θηρίων ἀλήθομαι, ἵνα
καθαρὸς θεοῦ ἄρτος εὑρεθῶ. τὰς δὲ αἰτίας ἀπεδώκαμεν ἐν
ταῖς πρὸ ταύτης βίβλοις, δι' ἃς ἀνέσχετο ὁ θεὸς τοῦτο οὕτως
γενέσθαι, καὶ ἀπεδείξαμεν ὅτι πάντα τὰ τοιαῦτα ὑπὲρ τοῦ σωζο-
μένου ἀνθρώπου γέγονεν, τὸ αὐτεξούσιον αὐτοῦ πεπαίνοντα πρὸς
τὴν ἀθανασίαν καὶ ἐπιτηδειότερον αὐτὸν πρὸς τὴν εἰς ἀεὶ ὑποταγὴν
καταρτίζοντα. καὶ μεθ' ἕτερα· καὶ διὰ τοῦτο ἐν τῷ τέλει ἀθρόως
ἐντεῦθεν τῆς ἐκκλησίας λαμβανομένης ἔσται, φησίν, θλῖψις, οἵα
οὐκ ἐγένετο ἀπ' ἀρχῆς οὐδὲ μὴ γένηται. ἔσχατος γὰρ ἀγὼν
οὗτος τῶν δικαίων, ὃν νικήσαντες στεφανοῦνται τῇ ἀφθαρσίᾳ· καὶ

Ωριγένης. , Frag. in Psalmos 1–150 [Dub.] (2042: 044)


“Analecta sacra spicilegio Solesmensi parata, vols. 2 and 3”, Ed. Pitra,
J.B.2:Paris; 3:Venice: 2:Tusculum; 3:St. Lazarus Monastery, 2:1884;
3:1883, Repr. 1966.Psalm 4, verse 8, line 18

νες, διὰ τὴν σμικρότητα τῆς ἐπαγγελίας,


ἑτέρῳ Θεῷ ὑπ' αὐτῶν ἀναπεπλασμένῳ προς-
κύνειν ἠβουλήθησαν· τῶν γὰρ κρειττόνων
μεταλαμβάνουσα, ἑκάστη ψυχὴ ἁγιάζεταί
τε καὶ εὐεκτεῖ πρὸς τὸ δύνασθαι τὰ ἐπι-
βάλλοντα αὐτῇ ἔργα ἐπιτελεῖν. Καὶ εἰς τὸν
376

αἰῶνα δὲ τὸν μέλλοντα ταῦτα Παῦλος εἰς-


ήγαγεν. Μήτις ὑμᾶς κρινέτω ἐν βρώσει ἢ
ἐν πόσει, ἢ ἐν μέρει ἑορτῆς, ἢ νουμηνίας
σαββάτων, ἅ ἐστι σκιὰ τῶν μελλόντων.  –  
Σῖτος καὶ οἶνος καὶ ἔλαιον πληθύνει ἁμαρ-
τωλούς· εὐφροσύνη δὲ Θεοῦ εὐφραίνει δι-
καίους.
 Εἰς τὸ τέλος ὑπὲρ τῆς κληρονο-

Ωριγένης. , Selecta in Deuteronomium (Frag. e catenis) (2042: 053);


MPG 12.Volume 12, p. 809, line 17

ῥυηκὼς, ἀλλὰ πάγιος, ἃ δὴ οὐρανοῦ λόγος, καὶ ἀπαγ-


γέλλων ἡμῖν τὰ οὐράνια.
 Ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεός σου εἰσαγάγῃ σε εἰς γῆν
ἀγαθὴν καὶ πολλήν. Ἡμῖν ὁ Χριστὸς οὐ ταῦτα
δώσειν ὑπέσχετο, ἀλλὰ οὐρανῶν βασιλείαν, καὶ γῆν
ἀγαθὴν καὶ ἀΐδιον, ἧς χείμαῤῥος ὁ Χριστὸς, ποτίζων
τοῖς τῆς σοφίας νάμασιν. Ἐκπορεύονται δὲ οἱ χεί-
μαῤῥοι διὰ τῶν πεδίων καὶ ταπεινῶν καὶ γονίμων
ἀνθρώπων, καὶ διὰ τῶν ὑψηλῶν ὀρέων, τῶν ἀνατει-
νομένων διὰ τὸ ὕψος τῆς θεωρίας εἰς οὐρανούς. Ἐκεῖ
ὁ σῖτος ὁ στηρίζων καρδίαν ἀνθρώπου, καὶ κριθὴ τοὺς
ὑποδεεστέρους τρέφουσα. Ἐκεῖ ἡ ἀληθινὴ ἄμπελος ὁ
Χριστός. Ἐκεῖ τὸ ἔλαιον τὸ λιπαῖνον τῶν ὁσίων τὰς
κεφαλάς. Ὁμοίως καὶ ῥοαὶ, τὸ γλυκὺ μὲν ἔνδοθεν
φέρουσαι, τῆς πολιτείας δὲ τὸ αὐστηρὸν ἔξωθεν ἐν-
δυσάμεναι. Ἐκεῖ ἡ συκῆ, οὐχ ἡ ἄκαρπος καὶ φύλλοις
κομῶσα, ἀλλ' ἡ πλουτοῦσα τοῦ πνεύματος τὴν γλυ-
κύτητα. Ἐκεῖ ὁ γλυκασμὸς τοῦ φάρυγγος τοῦ Σωτῆ-
ρος ὁ ἐπιθυμητὸς, καὶ τὰ χείλη τῆς ἐν τῷ ᾄσματι
νύμφης κηρίον ἀποστάζοντα, καὶ οἱ λίθοι οἱ ἅγιοι, οἱ
ἐπὶ τῆς γῆς κυλισθέντες πρὸς πειρασμοὺς ἀνένδοτοι,

Ωριγένης. , Selecta in Deuteronomium (Frag. e catenis)


Volume 12, p. 816, line 1

τοῦτο χαλεπωτάτην προξενῆσαι τοῖς Ἑβραίοις· αὕτη


δὲ ἦν τὸ ἀποστῆναι μὲν τοῦ Θεοῦ, τελεσθῆναι δὲ τῷ
Βεελφεγώρ· ὅπερ καὶ γέγονεν.
 Οὐκ ἐνεχυράσεις μύλον οὐδὲ ἐπιμύλιον. Ὅτι
377

μονόλιθον, φησὶν, ἀδύνατον συντρίψαι τὸν σῖτον·


δίδυμον γὰρ ἀῤῥενόθηλυ κατασκευάζεται μύλος.
Ἐπεὶ οὖν καὶ Ἰουδαῖοι μίαν διαθήκην ἔχουσιν·
ὁμοίως δὲ καὶ πᾶσα αἵρεσις δοκοῦσα ταύτην τὴν
καινὴν μόνην ἔχειν, οὐκ ἀλήθουσι ἐν τῷ μυλῶνι
τούτῳ, ἵνα γεύσωνται τοῦ ἐπουρανίου ἄρτου· ἐὰν  
γὰρ, φησὶ, μὴ συντριβῇ καὶ ἀληθῇ ὁ σῖτος, ἄσιτοι
μένουσιν. Ἐκ τούτου οὖν καὶ αὐτὸς ὁρμώμενος τὸν
προκείμενον σαφηνίζω νόμον, «Οὐκ ἐνεχυράσεις μύ-
λον,» τουτέστιν, οὐ μὴ βεβηλώσεις τὴν παλαιὰν καὶ
οὐ μὴ ἀπώσεις αὐτὴν τῆς σῆς οἰκίας· «οὐδὲ ἐπιμύ-
λιον·» ἀντὶ τοῦ, τὴν καινὴν, «ὅτι ψυχὴν οὗτος ἐνε-
χυράζει,» τουτέστι τούτοις τρέφεται ἡ ψυχὴ ἀπολαύ-
ουσα νοητῶν ἐδεσμάτων.

Ωριγένης. , Selecta in Psalmos [Dub.] (Frag. e catenis) (2042: 058);


MPG 12.Volume 12, p. 1505, line 17

 Ὡς ἐκλείπει καπνὸς, κ. τ. ἑ. Ταῖς παραβο-


λαῖς ἐμφαντικωτέραν τῶν ἐναντίων τὴν ἀπ-
ώλειαν ἐργάσασθαι βουλόμενος, ἐμνημόνευσε καὶ κα-
πνοῦ καὶ κηροῦ· αὕτη γὰρ ἡ κηροῦ φύσις πυρὶ πλη-
σιάζοντος τήκεσθαι καὶ ἀπόλλυσθαι. Οὕτως οὖν,
φησὶν, ἅπαντας αὐτοὺς ἀναλώσεις, ὥσπερ τὸ πῦρ τὸν
κηρόν.
 Τοῦ αὐτοῦ. Οὐ πῦρ ὡς ἄγγελοι, οὐδὲ φῶς ὡς
οἱ δίκαιοι, ἀλλ' ὡς καπνός εἰσιν οἱ μισοῦντες, καπνὸς
ὁ βλαβερὸς ὄμμασιν. «Ὡς τήκεται κηρὸς ἀπὸ προς-
ώπου πυρὸς,» καὶ τὰ ἑξῆς. Ὥσπερ σῖτος μὲν οἱ δί-
καιοι, ἄχυρον δὲ οἱ ἄδικοι· οὕτω μέλι μὲν οἱ σοφοὶ,
κηρὸς δὲ οἱ ἑτερόδοξοι, ὃς καὶ τήκεται ὑπὸ τοῦ ἐν τῷ
δικαίῳ πυρὸς καθαιροῦντος τὸ σύστημα τῶν ἐναντίων
τῷ ἀληθεῖ λόγῳ. Τὸ δὲ πῦρ τοῦτο ὁ Θεός ἐστι· τὸ δὲ
αὐτὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ τήκει μὲν ἁμαρτωλοὺς, δι-
καίους δὲ εὐφραίνει.

Ωριγένης. , Expositio in Proverbia (Frag. e catenis) (2042: 075); MPG


17.Volume 17, p. 192, line 19

 Οὗτος χειρὶ χεῖρας ἐμβάλλει ἀδίκως, ὁ κακῶν γινό-


μενος πραγμάτων καὶ δογμάτων διδάσκαλος· οὗτος
δὲ σπείρει δικαιοσύνην, ὁ περὶ ἀρετῶν καὶ Θεοῦ γνώ-
378

σεως προϊέμενος λόγους.


 Τοῖς εἰς τὰ ἴδια σπείρουσι, καὶ πλείονα ποιοῦσιν,
ἀντίκεινται οἱ συνάγοντες καὶ ἐλαττούμενοι· οἱ γὰρ
τὰ ἴδια σπείροντες, εἰσὶν οἱ εἰς τὸ πνεῦμα σπείροντες,
καὶ ζωὴν θερίζοντες· οἱ δὲ συνάγοντες καὶ ἐλαττού-
μενοι, εἰσὶν οἱ εἰς τὴν σάρκα σπείροντες, καὶ φθορὰν
συνάγοντες ἑαυτοῖς.
 Σῖτος ὁ θεῖος λόγος, ὂν κατακρύψαντες οἱ Ἰουδαῖοι,
κατέλιπον αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν.  – Ὅμοιόν ἐστι τούτῳ
καὶ τὸ ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις
λεγόμενον· τὸ, Οὐδεὶς λύχνον ἅψας, τίθησιν αὐ-
τὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ' ὑπὸ τὴν λυχνίαν, τοῦ
φαίνειν πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ· ὥσπερ γὰρ ὁ σῖτος
τροφή ἐστι τῷ σώματι, οὕτως ἡ θεία γνῶσις τῇ
ψυχῇ· ὁ δὲ τὴν τῶν ἀμφοτέρων τροφὴν ἔχων καὶ μὴ
παρέχων, ἀλλ' ὑπὲρ τούτων μισθὸν ἀπαιτεῖ τοῖς οὐκ
ἔχουσι δοῦναι, ὑπολίποιτο αὐτὸν τοῖς δαίμοσιν.

Ωριγένης. , Expositio in Proverbia (Frag. e catenis) Volume 17, p. 192,


line 24

ἀντίκεινται οἱ συνάγοντες καὶ ἐλαττούμενοι· οἱ γὰρ


τὰ ἴδια σπείροντες, εἰσὶν οἱ εἰς τὸ πνεῦμα σπείροντες,
καὶ ζωὴν θερίζοντες· οἱ δὲ συνάγοντες καὶ ἐλαττού-
μενοι, εἰσὶν οἱ εἰς τὴν σάρκα σπείροντες, καὶ φθορὰν
συνάγοντες ἑαυτοῖς.
 Σῖτος ὁ θεῖος λόγος, ὂν κατακρύψαντες οἱ Ἰουδαῖοι,
κατέλιπον αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν.  – Ὅμοιόν ἐστι τούτῳ
καὶ τὸ ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις
λεγόμενον· τὸ, Οὐδεὶς λύχνον ἅψας, τίθησιν αὐ-
τὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ' ὑπὸ τὴν λυχνίαν, τοῦ
φαίνειν πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ· ὥσπερ γὰρ ὁ σῖτος
τροφή ἐστι τῷ σώματι, οὕτως ἡ θεία γνῶσις τῇ
ψυχῇ· ὁ δὲ τὴν τῶν ἀμφοτέρων τροφὴν ἔχων καὶ μὴ
παρέχων, ἀλλ' ὑπὲρ τούτων μισθὸν ἀπαιτεῖ τοῖς οὐκ
ἔχουσι δοῦναι, ὑπολίποιτο αὐτὸν τοῖς δαίμοσιν. Γράφει
δὲ καὶ δημοκατάρατον, ὅτι ὑπὸ τὸν δῆμον τῶν ἀγγέ-
λων καὶ πάντων τῶν δικαίων ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως,
ἐπικατάρατος ἔσται.

Ωριγένης. , Expositio in Proverbia (Frag. e catenis)


379

Volume 17, p. 212, line 29

χολῆς εὑρήσεις.
 Μὴ εἴπῃς καθ' ὑπερηφανίαν κινούμενος· ἐγὼ μό-
νος τοῖς ἐχθροῖς πολεμήσω, ἀλλ' ὑπόμεινον τὸν Κύ-
ριον καὶ ἐπικαλοῦ, ἵνα σοι βοηθήσῃ· μὴ θάῤῥει
σαυτῷ ὡς χωρὶς Κυρίου δυνάμενος· ὅτι γὰρ χωρὶς
αὐτοῦ οὐκ ἔστι βοηθὸς, λέγει Δαυΐδ· Οὐ γὰρ ἐπὶ τῷ
τόξῳ μου ἐλπιῶ.
 Ἐπὶ μὲν τῶν αἰσθητῶν, στάθμιον μέγα καὶ μικρόν
φαμεν εἶναι, ἐν οἷς χρυσὸς, ἄργυρος, χαλκὸς, μέ-
ταξα, καὶ ὅσα ἄλλα σταθμίζονται· μέτρα δὲ τὰ
ἐν ἀγγείοις μετρούμενα, σῖτος, οἶνος, ἔλαιον, καὶ
ὄσπρια· ἄλλως τε δὲ τὸν παρά τισι θρασύδειλον λε-
γόμενον, μέγα καὶ μικρὸν εἶναι στάθμιον νομίζω·
καθόλου δὲ πᾶσαν ὑπερβολὴν καὶ ἔλλειψιν· τοῦτο
στάθμιον μέγα καὶ μικρόν ἐστιν· ἑκάτερα γὰρ κακίαι,
καὶ μέτρα δισσά· ἄλλως τε καὶ ὁ εὖ μὲν πάσχειν
ὑφ' ἑτέρων βουλόμενος, αὐτὸς δὲ ὁμοίως ἄλλους ἀνα-
παύειν μὴ προαιρούμενος, μέτρα ἔχει δισσά·
Ωριγένης. , Expositio in Proverbia (Frag. e catenis)
Volume 17, p. 228, line 49

τῷ μὴ θέλοντι πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς


ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν· καὶ γὰρ ὁ Κύριος ἐν τοῖς
Εὐαγγελίοις νενομοθέτηκεν εὔχεσθαι ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν
ἡμῶν, ἤγουν τῶν ἀνθρώπων.
 Ἡ μάχαιρα δὲ τοῦ πνεύματος, ἥ ἐστι ῥῆμα
Θεοῦ, οὐ σαρκίνη, ἀντὶ τοῦ οὐκ αἰσθητή· ὃς δ' ἂν
παραδοθῇ πταίσας αὐτῷ, συντριβήσεται ὀστᾶ ὑπὸ
ὑπέρου τυπτόμενα· καὶ ἀφανισθήσεται ὀστᾶ ὑπὸ
πυρὸς καυσούμενα· ἢ ὃς δ' ἂν παραδοθῇ αὐτῷ εἰς
μετάνοιαν, συντριβήσεται τῷ λόγῳ τῆς σοφίας αὐτοῦ
ὡς σῖτος, εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸν ἡδὺν ἄρτον.  – Τοὺς
φθειρομένους καὶ παλαιωθέντας ἀνθρώπους κατὰ τὰς
ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἀναλίσκει ἡ μάχαιρα τοῦ
Θεοῦ εἰς ἀφανισμὸν παντελῆ. Ἢ τοὺς ἐκ κακίας εἰς
θεογνωσίαν ἐλθόντας ἀνθρώπους, σὺν νεύροις ἀναλί-
σκει ἐκ τῶν πράξεων τῶν πονηρῶν· ἵνα ἀποθέμενοι  
τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, ἐνδύσωνται τὸν νέον τὸν κατὰ
Θεὸν κτισθέντα, ὃς καὶ ἄβρωτός ἐστι δαίμοσιν, ὑπὸ
τοῦ Κυρίου καθαρισθεὶς, καὶ ἀπεχόμενος πάσης κα-
380

κίας· ἐπάγει γὰρ, ὥστε ἄβρωτα εἶναι νεοσσοῖς ἀετῶν·


ἢ καὶ ὅτι συγκαέντα καὶ τεφρωθέντα λοιπὸν ἄβρωτα

Hephaestion Astrol., Apotelesmatica (2043: 001)


“Hephaestionis Thebani apotelesmaticorum libri tres, vol. 1”, Ed.
Pingree, D.Leipzig: Teubner, 1973.P. 324, line 9

σεσθαι ἐν ἡμέραις ξδ, βορρᾶν δὲ ἀνερχομένη ἐν τοῖς


ἀρκτῴοις τόποις καὶ δυσκόλως εὑρεθήσεσθαι μηνύει.  
 Καὶ ἐκ τῆς τῶν ζῳδίων φύσεως καταστοχαστέον τὸν
τόπον εἰς ὃν ἀπελεύσεται ὁ φυγών· οἷον Ἰχθύες μὲν
λιμνώδεις καὶ ἑλώδεις σημαίνουσιν, ὁμοίως Ὑδροχόος,
Αἰγόκερως ὑδρηλὰ χωρία καὶ παραθαλάσσια, ὁ δὲ
Τοξότης τραχεῖς, ἀμπελῶνας, Κριὸς δὲ νομαίους καὶ
πεδινούς, ὁ δὲ Ταῦρος ἐπιπέδους καὶ πεπονημένους
τόπους, οἱ δὲ Δίδυμοι ..., Καρκίνος δὲ ἐνύδρους καὶ
χερσαίους, ὑψηλούς, Λέων δὲ προσάντεις καὶ τραχεῖς καὶ
ἐρήμους, ἡ δὲ Παρθένος σιτοςπόρους, ὁ δὲ Ζυγὸς πεδι-
νούς, ὁ Σκορπίος τραχεῖς καὶ λῃστρικούς, ἔχοντας καὶ
ἀμπελῶνας, ὁ δὲ Ὑδροχόος παραποταμίους καὶ ἑλώδεις.
 Τινὲς δὲ καὶ τὰ κέντρα ἐμέρισαν οὕτως· τὸ μὲν δῦνον
τῷ φεύγοντι, τὸ δὲ μεσουράνημα τῷ δεσπότῃ, τὸν δὲ
ὡροσκόπον τοῖς βασταχθεῖσιν, τὸ δὲ ἀντιμεσουράνημα
τῷ ἀπαντήσαντι. τινὲς δὲ πάλιν καὶ οὕτως ἀπονέμουσιν·
τὴν μὲν Σελήνην καὶ τὸν ὡροσκόπον τῷ φεύγοντι, τὸν
δὲ Ἥλιον καὶ τὸ μεσουράνημα τῷ κυρίῳ.

Salaminius Hermias Sozomenus Scr. Eccl., Historia ecclesiastica


Book 1, ch. 13, Sec. 4, line 3

πενομένοις διένειμε. σπουδαίου γὰρ εἶναι φιλοσόφου κατεῖδεν μὴ μόνον


ἑαυτὸν γυμνῶσαι χρημάτων, ἀλλὰ καὶ εἰς δέον ταῦτα ἀναλῶσαι.
συγγενό-
μενος δὲ τοῖς κατ' αὐτὸν σπουδαίοις τὰς πάντων ἐζήλωσεν ἀρετάς· δοκι-
μάσας δὲ τὸν ἀγαθὸν βίον ἡδὺν ἔσεσθαι τῇ συνηθείᾳ καὶ χαλεπὸν ὄντα τὰ

πρῶτα, τρόπους περινοῶν συντονωτέρας ἀσκήσεως, καθ' ἡμέραν


381

ἐπεδίδου
τῇ ἐγκρατείᾳ, καὶ ὡς ἀεὶ ἀρχόμενος ἀνενέου τὴν προθυμίαν, ταῖς μὲν
ταλαι-
πωρίαις τοῦ σώματος τὰς ἡδονὰς κολάζων, θεοσόφῳ δὲ προαιρέσει τοῖς
πάθεσι τῆς ψυχῆς ἀντιταττόμενος. ἦν δὲ αὐτῷ τροφὴ μόνος ἄρτος καὶ
ἅλας,
ὕδωρ δὲ ποτόν, καὶ ἀρίστου καιρὸς δυόμενος ἥλιος. πολλάκις δὲ δύο καὶ
πλείους ἡμέρας διέμενεν ἄσιτος. ἠγρύπνει δὲ ἀεὶ μέν, ὡς εἰπεῖν,
ὁλοκλήρους
νύκτας, καὶ εὐχόμενος τῆς ἡμέρας ἐφήπτετο· εἰ δ' ἄρα καὶ ὕπνου
ἐγεύσατο,
ἐπὶ ῥιπὸς ἀκαριαῖον ἐκάθευδε. τὰ πολλὰ δὲ καὶ χαμαὶ κείμενος αὐτὴν
μόνην
τὴν γῆν στρωμνὴν ἐποιεῖτο. ἐλαίου τε τὴν ἀλοιφὴν καὶ λουτρῶν καὶ τῶν
παραπλησίων τὴν χρῆσιν παρῃτεῖτο, ὡς ὑγρότητι τὸ σύντονον τοῦ
σώματος  
εἰς τὸ χαῦνον μεταβάλλουσαν. φασὶ δὲ μηδὲ γυμνὸν αὐτὸν θεαθῆναί
ποτε.
γράμματα δὲ οὐδὲ ἠπίστατο οὐδὲ ἐθαύμαζεν, ἀλλὰ νοῦν ἀγαθὸν ὡς πρες-
βύτερον τῶν γραμμάτων καὶ αὐτὸν τούτων εὑρετὴν ἐπῄνει. ἐγένετο δὲ
πρᾶος τὰ μάλιστα καὶ φιλανθρωπότατος καὶ ἐχέφρων καὶ ἀνδρεῖος,

Philostorgius Scr. Eccl., Historia ecclesiastica (Frag. ap. Photium)


(2058: 001)“Philostorgius. Kirchengeschichte, 3rd edn.”, Ed.
Winkelmann, F. (post J. Bidez)Berlin: Akademie–Verlag, 1981; Die
griechischen christlichen Schriftsteller.Book 12, frag.3, line 10

 Ὅτι, Στελίχωνος ἀνῃρημένου, οἱ συνόντες βάρβαροι τὸν ἐκείνου


παῖδα λαβόντες τὴν ταχίστην ᾤχοντο. καὶ τῇ Ῥώμῃ πλησιάσαντες,
τὸν μὲν ἐφεῖσαν εἴς τι τῶν ἀσύλων ἱερὸν καταφυγεῖν, οἱ δὲ τὰ
τῆς πόλεως πέριξ ἐπόρθουν, τὸ μὲν τῷ Στελίχωνι τιμωροῦντες,
τὸ δὲ λιμῷ πιεζόμενοι. ἐπεὶ δὲ παρὰ Ὀνωρίου γράμμα κρεῖττον τῆς
ἀσυλίας γενόμενον ἀναιρεῖ τὸν Εὐχέριον, διὰ ταῦτα συμμίξαντες οἱ
βάρβαροι Ἀλλαρίχῳ εἰς τὸν πρὸς Ῥωμαίους αὐτὸν ἐξορμῶσι πόλεμον.
 Ὁ δὲ θᾶττον 8καταλαμβάνει τὸν Πόρτον. μέγιστον δὴ οὗτος
νεώριον Ῥώμης, λιμέσι τρισὶ περιγραφόμενον καὶ εἰς πόλεως μικρᾶς
παρατεινόμενον μέγεθος· ἐν τούτῳ δὲ καὶ ὁ δημόσιος ἅπας σῖτος
κατὰ παλαιὸν ἔθος ἐταμιεύετο. 8ἑλὼν δὲ ῥᾷον 8τὸν Πόρτον, καὶ τῇ
σιτοδείᾳ ἢ ταῖς ἄλλαις μηχαναῖς πολιορκήσας τὴν Ῥώμην κατὰ
κράτος αἱρεῖ· καὶ 8ψηφισαμένων τῶν Ῥωμαίων (τοῦτο γὰρ αὐτοῖς  
Ἀλλάριχος ἐνεδίδου), Ἄτταλον αὐτοῖς 8ἀναγορεύει βασιλέα. οὗτος δὲ
382

Ἴων μὲν ἦν τὸ γένος, Ἕλλην δὲ τὴν δόξαν, τῆς αὐτῆς δὲ πόλεως


ἔπαρχος.

Philostorgius Scr. Eccl., Historia ecclesiastica (Frag. ap. Photium)


Book 12, frag.9, line 10

ἄχρι τελείως τὸ φλέγον ἐναπέσβη τῷ πελάγει.


 Ὅτι κατὰ πολλοὺς τόπους τῶν σεισμῶν γενομένων ὤφθησαν
ὀροφαὶ οἰκιῶν ἀπ' ἀλλήλων μετὰ μεγάλων πατάγων καὶ ἀραγμῶν
διαστᾶσαι, ὡς καὶ τοὺς ἔνδον παρατυχόντας καθαρῶς τῇ ὄψει τὸν
οὐρανὸν ὑποβάλλειν· καὶ μετὰ τὴν τοσαύτην διάστασιν οὕτως πάλιν
ἁρμοσθεῖσαί τε καὶ συναφθεῖσαι, ὡς μηδεμίαν αἴσθησιν τοῦ νεωτε-
ρισθέντος μηδενὶ παρασχεῖν. τὸ αὐτὸ δὲ τοῦτο πάθος καὶ περὶ τὰ
ἐδάφη πολλαχοῦ συνηνέχθη. καὶ γὰρ σιτοβολῶνες τοὺς κάτωθεν
οἰκοῦντας ἀπέπνιξαν, τὸν σῖτον αὐτοῖς ἀθρόον ἐπιχεάμενοι διὰ τῶν  
πάτων· καὶ πάλιν οὕτως παρέσχον τὸ ἔδαφος ἡρμοσμένον, ὡς
ἐξαπορεῖν ἅπαντας πόθεν ὁ φονεὺς ἐπερρύη σῖτος.
 Καὶ ἄλλα δὲ τοιουτότροπα πάθη τηνικαῦτα ἐνεοχμώθη, δεικνύντα
μὴ φυσικῇ τινι ταῦτα προελθεῖν ἀκολουθίᾳ, ὡς Ἑλλήνων παῖδες
ληροῦσιν, ἀλλὰ θείας ἀγανακτήσεως μάστιγας ἐπαφεθῆναι.
 Ὅτι διαφόροις ἐπιχειρήμασι κατασκευάζειν πειρᾶται τοὺς
σεισμοὺς μήτε διὰ πλημμύραν ὑδάτων συνίστασθαι μήτε πνευμάτων
ἐναπολαμβανομένων τοῖς κόλποις τῆς γῆς, ἀλλὰ μηδὲ γῆς τινος ὅλως
παρεγκλίσει, μόνῃ δὲ τῇ θείᾳ γνώμῃ πρὸς ἐπιστροφὴν καὶ διόρθωσιν
τῶν ἁμαρτανομένων. καὶ ταῦτά φησιν ἰσχυριζόμενον λέγειν, διότι
τὰ τηλικαῦτα πάθη μὴ δύναται μηδέτερον τῶν εἰρημένων στοιχείων
κατὰ φυσικὴν ἀποτελεῖν δύναμιν.

Asterius Sophista Scr. Eccl., Commentarii in Psalmos (homiliae 31)


(2061: 001)“Asterii sophistae commentariorum in Psalmos quae
supersunt”, Ed. Richard, M.Oslo: Bro̸gger, 1956; Symbolae Osloenses,
fasc. suppl. 16.Homily 5, Sec. 16, line 6

κύαμον καὶ φακὸν καὶ μέλι καὶ βούτυρον καὶ πρόβατα καὶ γαλα-
θηνὰ μοσχάρια. Ἐπεὶ οὖν ἐν τῇ στενοχωρίᾳ καὶ τῇ θλίψει
τοῦ λιμοῦ καὶ τοῦ διωγμοῦ εὐθηνίαν αὐτῷ ὁ θεὸς πρὸς ἀπόλαυσιν
ἔδωκεν, εὐχαριστῶν ἔλεγεν· Ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς μοι. Ὅτε
ὁ λιμὸς πλέον τοῦ Ἀβεσσαλὼμ ἐπολιόρκει με, τότε μοι ὁ θεὸς τὴν
ἔρημον γῆν ῥέουσαν μέλι καὶ γάλα ἐποίησε. Μηδεὶς οὖν ἡμῶν
διὰ τὸν θεὸν διωκόμενος ἢ εἰς μακρὰν γῆν πεμπόμενος λιμὸν φοβηθῇ·
Οὐ λιμοκτονήσει γὰρ κύριος ψυχὴν δικαίου. Ἐθλίβετο
383

καὶ ἐπλατύνετο καὶ ὁ τῶν μαρτύρων χορός· ἐθλίβετο μὲν μαστι-


ζόμενος, ἐπλατύνετο δὲ ὡς νικητὴς στεφανούμενος· ἐθλίβετο ταῖς
μάστιξι πειρώμενος, ἐπλατύνετο ὡς σῖτος ὥριμος εἰς τὰς ἐν οὐρανῷ
ἀποθήκας συγκομιζόμενος· ἐθλίβετο ὡς πηλὸς πατούμενος,
ἐπλατύνετο οὐρανὸς γινόμενος· ἐθλίβετο ὡς ἄργυρος χωνευόμενος,
ἐπλατύνετο κειμήλιον τῷ θεῷ προσφερόμενος. Ἐν θλίψει
ἐπλάτυνάς μοι. Ἔλεγε καὶ ὁ λῃστὴς ὁ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ θλι-
βόμενος καὶ μετάρσιος ἐν παραδείσῳ γινόμενος· Ἐν θλίψει
ἐπλάτυνάς μοι. Ὁ τῶν παροδιτῶν φονεύς, τοῦ παραδείσου
νομεύς· ὁ ἐπὶ γῆς κατάδικος, τῶν οὐρανίων κάτοικος· ὁ κάτω
προσηλούμενος, ἄνω πολιτογραφούμενος· ὁ τοῦ τυράννου ὀπαδός,
τοῦ βασιλέως ἀκόλουθος· ὁ τοῦ πυρὸς ἄξιος, βασιλείας μέτοχος.
Ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς μοι. Ἀπὸ τοῦ λῃστοῦ καὶ τοῦ σταυροῦ

Asterius Sophista Scr. Eccl., Commentarii in Psalmos (homiliae 31)


Homily 21, Sec. 10, line 17

ὑγρᾶς διέκρινε. Τὴν τετάρτην τοῦ νεανίσκου· τὰς τέσσαρας


ἀρετὰς ἀστροφορῶν καὶ ὡς φωστὴρ ἐν κόσμῳ φαινόμενος. Καὶ
γὰρ οἱ φωστῆρες τῇ τετάρτῃ γέγοναν. Τὴν πέμπτην
ἡλικίαν τὴν τοῦ μεσήλικος· τὰ πέντε σου ζῷα τῶν αἰσθήσεων
χαλιναγωγῶν, ἵνα μὴ εἰς ἁμαρτίαν σκιρτήσωσι. Καὶ γὰρ τὰ
ζῷα τῇ πέμπτῃ ἐγένοντο. Τὴν ἕκτην τὴν τοῦ πρεσβύτου·
τὴν ἐξ ἀρχῆς σου κίνησιν λόγῳ ὡς ἄνθρωπος ἀσφαλιζόμενος
καὶ τὸν χοῦν καὶ τὸν πηλὸν τοῦ σώματος πλάττων καὶ ῥυθμίζων
ταῖς ἀρεταῖς. Καὶ γὰρ τῇ ἕκτῃ ὁ ἄνθρωπος γέγονε. Τὴν
ἑβδόμην τὴν τοῦ γέροντος πεπολιωμένην πολιτείᾳ καὶ εὐσεβείᾳ  
ἀναπαύων ἐν τῇ γῇ ὅτε ὡς λευκοφόρος ἄσταχυς καὶ ὡς σῖτος
ὥριμος ἀπελεύσῃ ἐν τῷ τάφῳ, κατὰ καιρὸν συγκομιζόμενος καὶ
ὡς ἐν ἑβδόμῃ ἀναπαυόμενος. Καὶ γὰρ τῇ ἑβδόμῃ καὶ ὁ πατὴρ τῶν
ἔργων ἐπαύσατο, καὶ ὁ υἱὸς ἀπὸ τῶν ἔργων αὐτοῦ τῶν εὐαγγε-
λικῶν κατέπαυσεν ἐν τῷ τάφῳ. Τὴν ὀγδόην λοιπὸν περίμενε,
τὴν ἀπὸ τῆς σκηνῆς ἔξοδον καὶ τὴν ἀπὸ τοῦ τάφου ἀναχώρησιν
καὶ τὴν ἐκ νεκρῶν ἔγερσιν. Καὶ γὰρ τῇ ὀγδόῃ ἐκ νεκρῶν ἀνέστη ὁ
κύριος. Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῆς ὀγδόης.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Adversus oppugnatores vitae monasticae


384

(lib. 1–3) (2062: 003); MPG 47.Vol 47, pg 339, ln 30

τοσοῦτον ἀπέσχεν ἀτιμότερος ἐκείνου φανῆναι διὰ ταῦτα,


ὡς καὶ αὐτῷ τῷ τυράννῳ ἐκ τούτου φανῆναι αἰδέσιμος.
Τοιοῦτόν ἐστιν ἀρετή· οὐ δι' ὧν ἐργάζεται μόνον, ἀλλὰ
καὶ δι' ὧν πάσχει κακῶς, οὐχ ἑαυτὴν, ἀλλὰ καὶ τοὺς
ποιοῦντας οὐκ ἀφιεῖσα κρύπτεσθαι καὶ λανθάνειν. Τί δὲ
ὁ τούτου διδάσκαλος Σωκράτης; πόσῳ Ἀρχελάου λαμ-
πρότερος ἦν; Καίτοι ὁ μὲν βασιλεὺς ἦν, καὶ ἐν πολλῷ
πλούτῳ διῆγεν· ὁ δὲ ἐν Λυκείῳ διέτριβε, καὶ ἑνὸς ἱματίου
πλέον εἶχεν οὐδὲν, καὶ τοῦτο μόνον καὶ χειμῶνος καὶ
θέρους καὶ ἐν πάσαις ταῖς ὥραις τοῦ ἔτους περιβεβλη-
μένος ἐφαίνετο· ἀνυπόδετός τε ἔζη διαπαντὸς, καὶ ἄσιτος
ἅπασαν διεκαρτέρει τὴν ἡμέραν, ἄρτον τε ἐσιτεῖτο μό-
νον, καὶ τοῦτο ἦν αὐτῷ ὄψον καὶ σιτίον· καὶ οὐδὲ ταύτην
οἴκοθεν παρετίθετο τὴν τράπεζαν, ἀλλὰ παρ' ἑτέρων
λαμβάνων, οὕτως ἐσχάτῃ συνέζη πενίᾳ· καὶ τοσοῦτον
ἦν τοῦ βασιλέως λαμπρότερος, ὡς πολλάκις αὐτὸν κα-
λοῦντος ἐκείνου πρὸς ἑαυτὸν, μὴ θελῆσαι τὸ Λύκειον
ἀφεῖναι, καὶ πρὸς τὸν ἐκείνου πλοῦτον ἐλθεῖν. Καὶ ἀπὸ
τῆς δόξης δὲ τῆς κρατούσης νῦν καὶ τὰ πρότερα φαίνεται.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , De virginitate (2062: 009)


“Jean Chrysostome. La virginité”, Ed. Musurillo, H., Grillet, B.
Paris: Cerf, 1966; Sources chrétiennes 125.Sect 79, ln 31

ἀφθονίᾳ καθίστησιν. Οὐ γὰρ ἀμπέλων αὐτοῖς ἐδέησεν οὐδὲ


ληνῶν οὐδὲ ληΐων οὐδὲ ἀμητοῦ. Ἀλλὰ τὸ μὲν ποτὸν αὐτοῖς
ἄφθονον παρεῖχον καὶ ἡδὺ πηγαὶ καὶ ποταμοὶ καὶ λίμναι,
τράπεζαν δὲ τῷ μὲν ἄγγελος κατεσκεύαζε θαυμαστήν τινα καὶ
παράδοξον καὶ μείζονα ἢ κατ' ἀνθρωπίνην συνήθειαν. «Ὁ γὰρ
εἷς ἄρτος», φησί, «πρὸς τεσσαράκοντα ἡμερῶν ἀσιτίαν  
διήρκεσε.» Τὸν δὲ ἡ τοῦ πνεύματος χάρις πολλάκις ἔτρεφε
θαυματουργοῦντα, καὶ οὐκ αὐτὸν μόνον ἀλλὰ καὶ δι' ἐκείνου
ἑτέρους. Ὁ δὲ προφήτου πλέον Ἰωάννης, οὗ μείζων ἐν γεννη-
τοῖς γυναικῶν οὐκ ἐγήγερται, οὐδὲ ἀνθρωπίνης ἐδεήθη τροφῆς·
οὐ γὰρ σῖτος καὶ οἶνος καὶ ἔλαιον ἀλλ' ἀκρίδες καὶ μέλι
ἄγριον τὴν τοῦ σώματος αὐτοῦ διεκράτουν ζωήν. Εἶδες ἀγγέ-
λους ἐπὶ τῆς γῆς; Εἶδες παρθενίας ἰσχύν; Τοὺς αἵματι καὶ
σαρκὶ συμπεπλεγμένους, τοὺς χαμαὶ ἐρχομένους, τοὺς ἀνάγκῃ
φύσεως ὑποκειμένους θνητῆς ὡς ἀσωμάτους, ὡς τὸν οὐρανὸν
385

ἤδη λαχόντας, ὡς ἀθανασίαν μετειληφότας, οὕτως ἅπαντα


ποιεῖν παρεσκεύαζεν.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , De Christi precibus (= Contra Anomoeos,


homilia 10) (2062: 018); MPG 48.Vol 48, pg 785, ln 28

ραν αὔξομεν περιουσίαν. Ἀλλ' ἐλαττοῦσθαί σοι τὰ τῆς


δόξης νομίζεις, ὅταν μετὰ πολλῶν ᾖς εἰδὼς, ἃ μόνος
οἶδας αὐτός. Καὶ μὴν τότε αὔξεται καὶ τὰ τῆς δόξης,
καὶ τὰ τῆς ὠφελείας, ὅταν τὸν φθόνον καταπατήσῃς,
ὅταν τὴν βασκανίαν σβέσῃς, ὅταν φιλαδελφίαν ἐπιδείξῃ
πολλήν· ἂν δὲ μόνος εἰδὼς περιίῃς, ἄνθρωποι μὲν ὡς
βάσκανον καὶ μισάδελφον ἀποστραφήσονται καὶ μισή-
σουσιν, ὁ δὲ Θεὸς ὡς πονηρὸν τὴν ἐσχάτην ἀπαιτήσει
σε δίκην· χωρὶς δὲ τούτων, καὶ αὐτή σε ταχέως ἡ
χάρις ἔρημον ἐγκαταλιποῦσα οἰχήσεται. Ἐπεὶ καὶ ὁ
σῖτος, ἂν μὲν ἐν ταῖς ἀποθήκαις ᾖ διηνεκῶς κείμε-
νος, δαπανᾶται, σητὸς αὐτὸν κατεσθίοντος· ἂν δὲ ἐξ-
ενεχθεὶς εἰς τὰς ἀρούρας καταβάλληται, πολυπλασιά-
ζεται καὶ ἀνανεοῦται πάλιν. Οὕτω καὶ λόγος πνευμα-
τικὸς, ἐὰν ἔνδον διαπαντὸς ἀποκλείηται, φθόνῳ καὶ
ὄκνῳ καὶ τηκεδόνι φθειρομένης τῆς ψυχῆς καὶ κατ-
εσθιομένης, κατασβέννυται ταχέως· ἂν δὲ, ὥσπερ
εἰς ἄρουραν εὔφορον, εἰς τὰς τῶν ἀδελφῶν ψυχὰς
διασπείρηται, πολυπλασίων ὁ θησαυρὸς καὶ τοῖς ὑπο-
δεχομένοις, καὶ τῷ κεκτημένῳ.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Ad eos qui scandalizati sunt


Ch. 9, Sec. 5, line 5

τε φαινόμενον καὶ τὴν παλαιότητα ἀποθέμενον καὶ μετὰ


πολλῆς ὀρθούμενον τῆς σφοδρότητος καὶ δορυφόρους οἷον
ἔχοντα καὶ φύλακας καὶ καλάμην πρὸς ὕψος ἐγείροντα καὶ
τέρποντα τὸν θεατὴν καὶ τρέφοντα καὶ πολὺ παρέχοντα
τὸ κέρδος, τότε ἂν ἐξεπλάγη μειζόνως, ὅτι διὰ τοιούτων
ἐπὶ τοιαύτην ἤχθη εὐθηνίαν καὶ φαιδρότητα ὁ καρπός.
 Καὶ σὺ τοίνυν, ἄνθρωπε, μάλιστα μὲν μὴ περιεργάζου
τὸν κοινὸν ἁπάντων ἡμῶν Δεσπότην· εἰ δὲ οὕτω φιλόνεικος
εἶ καὶ τολμηρὸς ὡς μαίνεσθαι τὴν μανίαν ταύτην, κἂν τὸ
386

τέλος ἀνάμεινον τῶν γινομένων. Εἰ γὰρ ὁ γηπόνος ὁλόκληρον


ἀναμένει χειμῶνα, οὐ πρὸς ταῦτα ἅπερ ὁ σῖτος πάσχει
βλέπων κατὰ τὴν ὥραν τοῦ κρυμοῦ, ἀλλὰ πρὸς ἐκεῖνα ὧν
ἀπολαύειν μέλλει· πολλῷ μᾶλλον καὶ αὐτὸς ἐπὶ τοῦ τὴν
οἰκουμένην γεωργοῦντος πᾶσαν καὶ τὰς ψυχὰς τὰς ἡμετέρας,
δίκαιος ἂν εἴης ἀναμένειν τὸ τέλος· ἐγὼ δὲ τέλος οὐ τὸ
ἐν τῷ παρόντι βίῳ μόνον λέγω – πολλάκις γὰρ τοῦτο καὶ
ἐνταῦθα ἔσται – ἀλλὰ καὶ τὸ ἐν τῷ μέλλοντι. Πρὸς ἓν γὰρ
βλέπει τέλος ἑκατέρων τῶν βίων τούτων ἡ οἰκονομία, τὴν
σωτηρίαν τὴν ἡμετέραν καὶ τὴν εὐδοκίμησιν. Εἰ γὰρ καὶ
τῷ χρόνῳ διῄρηται, ἀλλὰ τῷ σκοπῷ συνῆπται· καὶ ὥσπερ  

Ιωάννης Χρυσόστομος. , De Chananaea [Dub.] (2062: 101); MPG 52.


Vol 52, pg 450, ln 6

χρυσίῳ; Καθαρὸν ἀποτελεῖ. Τί ἐργάζεται ἡ θλίψις


τῷ φέροντι; Τὴν ὑπομονήν. Ὑψηλότερον κατασκευά-
ζει, ῥᾳθυμίαν περικόπτει, συνάγει τὴν ψυχὴν, σω-
φρονέστερον ποιεῖ τὸν λογισμόν. Ἐπήγαγον πειρα-
σμὸν, ἵνα τὰ πρόβατα ἀπελάσωσι, καὶ τὸ ἐναντίον
ἐξέβη· εἰσήγαγε γὰρ ποιμένα.
 Ἐν τίσι τὰ ἡμέτερα; Ἐν εὐδοκιμήσει. Ἐν τίσι   
τὰ ἐκείνων; Ἐν αἰσχύνῃ. Ποῦ εἰσι τὰ ἐκείνων; Οὐδὲ
φαίνονται. Τὴν ἀγορὰν περιέρχομαι, καὶ οὐδένα
βλέπω. Φύλλα ἦν, καὶ ἀνέμου φυσήσαντος ἐξέπεσεν·
ἄχυρα ἦν, καὶ ἀνεῤῥιπίσθη, καὶ ὁ σῖτος ἐφάνη
ὥριμος· μόλυβδος ἦν, καὶ ἐτάκη, καὶ τὸ χρυσίον
διέμεινε καθαρόν. Τίς αὐτοὺς ἐλαύνει; Οὐδείς· ἀλλὰ
τὸ συνειδὸς πολέμιον ἔχουσι συνοικοῦντα μετὰ τὴν
ἁμαρτίαν. Ἴσασι τί ἔπραξαν. Ἐπεὶ καὶ ὁ Κάϊν
ἐβούλετο σφάξαι τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· ἀλλ' ὅτε ἐβού-
λετο σφάξαι, ἡ ἐπιθυμία ἤνθει· ἐπειδὴ δὲ τὴν ἁμαρ-
τίαν εἰργάσατο, στένων καὶ τρέμων πανταχοῦ τῆς
οἰκουμένης περιήρχετο. Οὗτοι δὲ, εἰ καὶ μὴ ἔσφαξαν
τῇ πείρᾳ, ἀλλὰ ἔσφαξαν τῇ γνώμῃ. Ἡ σφαγὴ
προεχώρησεν ὅσον κατὰ τὴν ἐκείνων πονηρίαν· ἡ δὲ
387

Ιωάννης Χρυσόστομος. , De confessione pretiosae crucis [Sp.] (2062:


111); MPG 52.
Vol 52, pg 843, ln 61

τῶν εἰρημένων; τί δὲ ἐργῶδες; τί δὲ οὐ ῥᾴδιον;


Οὕτω γάρ ἐστιν οὐχὶ δυνατὰ μόνον, ἀλλὰ καὶ εὔκολα,
ὅτι πολλοὶ καὶ τὸ μέτρον ὑπερηκόντισαν, οὐκ ἄδικα
γραμματεῖα διασπάσαντες μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰ ὄντα
ἀποδυσάμενοι πάντα· οὐ στέγῃ καὶ τραπέζῃ τοὺς πτω-
χοὺς ὑποδεχόμενοι, ἀλλὰ καὶ τῷ τοῦ σώματος ἱδρῶτι
κάμνοντες, ὥστε αὐτοὺς διαθρέψαι, οὐ συγγενεῖς
μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐχθροὺς εὐεργετοῦντες.
 Τί δὲ ὅλως καὶ δύσκολον τῶν εἰρημένων; Οὐδὲ
γὰρ εἶπεν, Ὑπέρβηθι τὸ ὄρος, διάβηθι τὸ πέλαγος,
διάσκαψον γῆς πλέθρα τόσα καὶ τόσα, ἄσιτος διάμενε,
σάκκον περιβαλοῦ· ἀλλὰ, Μετάδος τῆς οἰκίας, μετάδος
τοῦ ἄρτου, τὰ ἀδίκως κείμενα γραμματεῖα διάῤῥηξον.
Τί τούτων εὐκολώτερον, εἰπέ μοι; Εἰ δὲ καὶ δύσκολα
εἶναι νομίζεις, σκόπει μοι καὶ τὰ ἔπαθλα, καὶ ἔσται
σοι ῥᾴδια πάντα. Καθάπερ γὰρ οἱ βασιλεῖς ἐν ταῖς
ἱπποδρομίαις πρὸ τῶν ἀγωνιζομένων στεφάνους καὶ   
ἱμάτια καὶ βραβεῖα τιθέασιν· οὕτω δὴ καὶ ὁ Χριστὸς,
ἐν μέσῳ τίθησι τῷ σταδίῳ τὰ ἔπαθλα, καθάπερ διὰ
πολλῶν χειρῶν τῶν τοῦ προφήτου ῥημάτων ἐκτείνων
αὐτά. Καὶ οἱ μὲν βασιλεῖς, ἅτε ἄνθρωποι ὄντες,

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In Genesim (homiliae 1-67)


Vol 54, pg 548, ln 41

πτίοις. Καὶ ἐπειδὴ πάντας ἐπενέμετο τοῦ λιμοῦ ἡ ἀνά-


γκη, Πᾶσαι, φησὶν, αἱ χῶραι ἦλθον εἰς Αἴγυπτον
ἀγοράζειν σῖτον· ἐπεκράτει γὰρ ὁ λιμὸς ἐν πάσῃ
τῇ γῇ. Ὅρα μοι κατὰ μικρὸν ἀρχὴν λαμβάνουσαν
τῶν ὀνειράτων τοῦ Ἰωσὴφ τὴν ἔκβασιν. Ἐπικρατή-
σαντος γὰρ τοῦ λιμοῦ, καὶ καταλαβόντος καὶ τὴν Χα-
ναὰν, ἔνθα κατῴκει ὁ Ἰακὼβ ὁ τούτου πατὴρ, Μα-
388

θὼν ὅτι ἔστι πρᾶσις σίτου ἐν Αἰγύπτῳ, εἶπε,


φησὶ, τοῖς παισὶν αὐτοῦ· Ἵνα τί ῥᾳθυμεῖτε; Ἰδοὺ
ἀκήκοα ὅτι ἔστι σῖτος ἐν Αἰγύπτῳ. Κατάβητε
πρίασθαι ἡμῖν μικρὰ βρώματα, ἵνα ζῶμεν, καὶ μὴ
ἀποθάνωμεν. Τί, φησὶν, ἐνταῦθα κάθησθε; Ἄπιτε
εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ τὰ πρὸς διατροφὴν ἡμῖν κομί-
ζετε. Ταῦτα δὲ ἅπαντα ἐγίνετο, ἵνα τῇ ὄψει
παραβάλλωσιν ἅπαντα οἱ τοῦ Ἰωσὴφ ἀδελφοὶ, καὶ
τὴν σύγκρισιν τοῦ ἐνυπνίου, ἣν αὐτοὶ[ς] συνέκριναν,
ἡνίκα ἤκουσαν τοῦ Ἰωσὴφ τὸ ὅραμα διηγουμένου,
εἰς ἔργον ἀγάγωσι. Κατέβησαν γὰρ, φησὶν, οἱ δέκα
ἀδελφοὶ, καὶ τὸν Βενιαμὶν οὐκ ἔλαβον, ὃς ἦν ἀδελ-
φὸς τοῦ Ἰωσὴφ ὁμομήτριος.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In Genesim (homiliae 1-67)


Vol 54, pg 563, ln 3

φησὶν, αὐτοῖς κατὰ σῶμα.


 Τί ἐστι, Κατὰ σῶμα; Τὸ ἀρκοῦν ἑκάστῳ. Ἔθος
γὰρ τῇ Γραφῇ ποτὲ μὲν ἀπὸ τῆς ψυχῆς τὸν πάντα
ἄνθρωπον καλεῖν, ποτὲ δὲ ἀπὸ τοῦ σώματος. Καὶ
καθάπερ ἀνωτέρω ἔλεγεν, Ἐν ἑβδομήκοντα πέντε
ψυχαῖς κατέβη Ἰακὼβ εἰς Αἴγυπτον, ἵνα εἴπῃ ἑβδο-
μήκοντα πέντε ἄνδρας καὶ γυναῖκας· οὕτω καὶ ἐν-
ταῦθα, Κατὰ σῶμα, ἀντὶ τοῦ, καθ' ἕκαστον ἄνθρω-  
πον. Καὶ πάσης τῆς Αἰγύπτου καὶ Χαναὰν λιμῷ δια-
φθειρομένης, οὗτοι ἐν εὐετηρίᾳ ἐτύγχανον, καθάπερ
ἐκ πηγῶν ἔχοντες ἐπιῤῥέοντα τὸν σῖτον. Σῖτος γὰρ,
φησὶν, οὐκ ἦν ἐν πάσῃ τῇ γῇ. Ἐνίσχυσε γὰρ ὁ
λιμὸς σφόδρα. Ἐξέλιπε δὲ ἡ γῆ Αἰγύπτου καὶ ἡ
γῆ Χαναὰν ἀπὸ τοῦ λιμοῦ.
 δʹ. Ὅρα τοῦ Θεοῦ τὴν ἄφατον κηδεμονίαν, ὅπως πρὸ
τῆς ἐπιτάσεως τοῦ λιμοῦ τὸν δίκαιον εἰς τὴν Αἴγυ-
πτον κατήγαγεν, ἵνα μηδεμίαν αἴσθησιν λάβῃ τῆς
στενοχωρίας τῆς μελλούσης καταλαμβάνειν τὴν Χα-
ναάν. Καὶ πάντων ἐκεῖ κατατρεχόντων, Συνήγαγε,
φησὶν, Ἰωσὴφ ἅπαν τὸ ἀργύριον τῶν τε ἐν Αἰγύ-
πτῳ καὶ τῶν ἐν τῇ Χαναὰν, καὶ οὕτω τὸν σῖτον

Ιωάννης Χρυσόστομος. , De sacerdotio (lib. 7) [Sp.] (2062: 119); MPG


389

48.Vol 48, pg 1067, ln 56

Ὑψιπέτης ὑπάρχει ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανὸν, ὀξυτάτως


προσφέρουσα τῷ Θεῷ τὰ αἰτήματα ἡμῶν· πρεσβεύει
τῷ Δεσπότῃ ὑπὲρ τῶν δούλων. Καὶ πρόσχωμεν, ἀδελ-
φοὶ, τηλαυγῶς εἰς τοῦτο τὸ μυστικὸν καὶ φρικτὸν
διήγημα, ὅτι ἄνευ τῆς σεμνῆς ἱερωσύνης ἄφεσις
ἁμαρτιῶν βροτοῖς οὐ δίδοται· θέτε τὸν νοῦν ὑμῶν,
ἀδελφοί· ὑμεῖς γάρ ἐστε ἐρασταὶ τῆς εὐσεβείας, αὐ-
γάζοντες τὸ φῶς τῶν διδαγμάτων. Τί ἐστιν ὃ πρώην
ἐλέξαμεν περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης; Τὸ
κλῆμα τῆς ἀμπέλου, καὶ ὁ κόκκος τοῦ σίτου, καὶ ἡ
ἱερωσύνη ὁμόνοιαν κέκτηνται· τὸ κλῆμα καὶ ὁ σῖτος
παιδίσκαι ὑπάρχουσιν, ἡ δὲ ἱερωσύνη ἐλευθέρα πέ-
φυκε. Ὅταν οὖν συναχθῶσιν αἱ τρεῖς τοῦ αὐλισθῆναι
ἐπάνω τῶν θησαυρῶν, προσφέρει τῷ βασιλεῖ ἑκάστη
τὴν δύναμιν τῶν ἰδίων καρπῶν εἰς εὐωδίαν· τὸ κλῆ-
μα προΐησι τὸ αἷμα, ὁμοίως καὶ ὁ σῖτος τὸν ἄρτον, ἡ
δὲ ἱερωσύνη εὐπαῤῥησιάστως ὑψηλοπετεῖ ἀπὸ γῆς εἰς   
οὐρανὸν, ἄχρις ἂν θεωρήσῃ αὐτὸν τὸν ἀόρατον, καὶ
προσκυνήσασα ἔμπροσθεν τοῦ ὑψηλοῦ θρόνου, ἱστα-
μένη δέηται ὑπὲρ τῶν δούλων πρὸς τὸν Δεσπότην,
βαστάζουσα δάκρυα καὶ στεναγμοὺς τῶν συνδούλων

Ιωάννης Χρυσόστομος. , De precatione (orat. 1–2) [Sp.] (2062: 130);


MPG 50.Vol 50, pg 780, ln 48

συντελούντων εἰς εὐσέβειαν εἰσελθεῖν εἰς ψυχὴν προς-


ευχῆς καὶ δεήσεως ἔρημον· ἀλλ' ὥσπερ ἀτείχιστος
πόλις ῥᾳδίως ἂν ὑπὸ τοῖς πολεμίοις γένοιτο, κατὰ
πολλὴν τοῦ κωλύσοντος ἐρημίαν· οὕτω δὴ καὶ ψυ-
χὴν μὴ τετειχισμένην προσευχαῖς ῥᾳδίως ὁ διάβολος
ὑφ' ἑαυτὸν ποιεῖται, καὶ πάσης ἁμαρτίας εὐχερῶς
ἀναπίμπλησι. Πρῶτον μὲν γὰρ ὅταν ἴδῃ ψυχὴν πε-
φραγμένην προσευχαῖς, οὐ τολμᾷ γενέσθαι πλησίον,
δεδοικὼς τὴν ἰσχὺν καὶ τὴν δύναμιν, ἣν αἱ προσευ-
χαὶ παρέχουσι, μᾶλλον τρέφουσαι τὴν ψυχὴν, ἢ τὰ
σώματα σῖτος· ἔπειτα οἱ προσευχόμενοι σπουδαίως,
οὐχ ὑπομένουσιν οὐδὲν παθεῖν τῆς προσευχῆς ἀνάξιον,
ἀλλ' αἰσχυνόμενοι τὸν Θεὸν, ᾧ διελέχθησαν ἄρτι,
πᾶσαν ἀπωθοῦνται ταχέως τοῦ Πονηροῦ μηχανὴν,
ἐνθυμούμενοι παρ' ἑαυτοῖς, ὅσον ἐστὶ κακὸν, ἄρτι τῷ
Θεῷ λαλήσαντα, καὶ δεηθέντα περὶ σωφροσύνης καὶ
390

ὁσιότητος, εὐθὺς ἐπὶ τὸν διάβολον μεταστῆναι, καὶ


παραδέξασθαι τῇ ψυχῇ τὰς αἰσχρὰς ἡδονὰς, καὶ δοῦ-
ναι τῷ διαβόλῳ πάροδον ἐπὶ τὴν διάνοιαν, ἣν ἄρτι
Θεὸς ἐπεσκέψατο, καὶ συγχωρῆσαι τοῖς δαίμοσιν ἐμ-  
βατεύειν εἰς ψυχὰς, ἐν αἷς ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Expositiones in Psalmos (2062: 143); MPG


55.Vol 55, pg 98, ln 27

μενος ὁ Ἰωάννης τοιοῦτόν τι λέγει; Ἤδη δὲ καὶ ἡ


ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται. Τί οὖν;
δρυτόμον ὁ Θεὸς μιμεῖται ἀξίνῃ κόπτοντα ξύλα; καὶ
ἀξίνην ἐκληπτέον καὶ ξύλα; Ἄπαγε· ὥσπερ οὐδὲ
ἄχυρα καὶ σῖτον, ὅταν λέγῃ· Οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ
χειρὶ αὐτοῦ, καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα αὐτοῦ,
καὶ τὸν μὲν σῖτον συνάξει εἰς τὴν ἀποθήκην αὐ-
τοῦ, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ. Τίς
οὖν ἐστιν ἡ ἀξίνη; Ἡ τιμωρία καὶ ἡ κόλασις. Τίνα
δὲ τὰ δένδρα; Οἱ ἄνθρωποι. Τίνα δὲ τὰ ἄχυρα; Οἱ
φαῦλοι. Τίς ὁ σῖτος; Οἱ χρηστοί. Τί τὸ πτύον; Ἡ
διάκρισις. Οὕτω καὶ ἐνταῦθα ῥομφαία, καὶ τόξον,
καὶ βέλη, ἡ κόλασις καὶ ἡ τιμωρία ἐστίν. Εἶτα τὴν
μέλλησιν, καὶ τὸ ἀφεστηκέναι μὲν τὴν τιμωρίαν, μὴ
πολὺ δὲ ἀφεστηκέναι, ἀλλ' ἐπὶ θύραις εἶναι, τῷ τεῖναι
καὶ ἑτοιμάσαι παρέστησε. Σκεύη δὲ θανάτου τὰ
βέλη φησίν. Ὥσπερ σκεύη γεωργίας, τὰ γεωργίαν
ποιοῦντα· καὶ ναυτιλίας, τὰ πλεῖν ἡμᾶς παρασκευά-
ζοντα· καὶ ὑφαντικῆς, τὰ ὑφαίνειν ποιοῦντα· οὕτω
καὶ θανάτου σκεύη, τὰ θάνατον ἐργαζόμενα. Εἶτα
ἑρμηνεύων τίνα ἐστὶ τὰ σκεύη τοῦ θανάτου ἐπάγει,

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In Matthaeum (homiliae 1–90) (2062: 152);


MPG 57:13–472; 58:471–794.Vol 57, pg 183, ln 6

νων τῶν ἱερῶν, οὐ προησόμεθα πάντα, καὶ ἀποστη-


σόμεθα τῶν ὄντων, ἵνα μετὰ παῤῥησίας εἰς τὴν βασι-
λείαν εἰσέλθωμεν;
 ϛʹ. Καὶ ποίας ἄξιοι συγγνώμης ἐσμὲν, τὰ ἀποτει-
χίζοντα τὴν ἐκεῖσε ὁδὸν μετὰ πολλῆς περιβαλλόμενοι  
σπουδῆς, καὶ οὐ μόνον ἐν κιβωτίοις, ἀλλὰ καὶ ἐν γῇ κα-
τακρύπτοντες, παρὸν τῇ τῶν οὐρανῶν αὐτὰ παρα-
δοῦναι φυλακῇ; Ὡς νῦν γε τὸ αὐτὸ ποιεῖς, οἷον ἂν εἴ τις
391

γεωργὸς σῖτον λαβὼν ὥστε σπεῖραι λιπαρὰν ἄρου-


ραν, ἀφεὶς τὴν ἄρουραν, εἰς λάκκον τὸν σῖτον πάντα
κατορύξῃ, ἵνα μήτε αὐτὸς ἀπολαύσῃ, καὶ ὁ σῖτος
διαφθαρεὶς ἀπόληται. Ἀλλὰ τίς ὁ πολὺς λόγος αὐ-
τῶν, ὅταν ταῦτα ἐγκαλῶμεν ἡμεῖς; Οὐ μικράν τίνα
παραμυθίαν, φησὶ, φέρει τὸ εἰδέναι, ὅτι μετὰ ἀσφα-
λείας ἡμῖν ἀπόκειται ἔνδον ἅπαντα. Τὸ μὴ εἰδέναι
μὲν οὖν, ὅτι ἀπόκειται, παραμυθία. Εἰ γὰρ καὶ μὴ
λιμὸν δέδοικας, ἀλλ' ἕτερα χαλεπώτερα διὰ τὴν ἀπο-
θήκην ταύτην δεδοικέναι ἀνάγκη, θανάτους, πολέ-
μους, ἐπιβουλάς. Εἰ δὲ λιμός ποτε καταλάβοι, πάλιν
ὁ δῆμος ὑπὸ τῆς γαστρὸς καταναγκαζόμενος,
τὴν δεξιὰν ὁπλίζει κατὰ τῆς σῆς οἰκίας. Μᾶλλον

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In Matthaeum (homiliae 1-90)


Vol 57, pg 198, ln 18

τὴν δείκνυσι, καὶ τὴν τιμωρίαν ἀθάνατον εἰσάγει·


Κατακαύσει γὰρ, φησὶ, τὸ ἄχυρον πυρὶ ἀσβέστῳ.
Ὁρᾷς αὐτὸν τὸν τῶν πραγμάτων Κύριον, καὶ αὐτὸν
ὄντα τὸν γεωργὸν, κἂν τὸν Πατέρα ἀλλαχοῦ ταὐτὸ
λέγῃ· Ὁ Πατήρ μου γὰρ, φησὶν, ὁ γεωργός ἐστιν.
Ἐπειδὴ γὰρ εἶπεν, Ἀξίνη, ἵνα μὴ νομίσῃς πόνου
δεῖσθαι τὸ πρᾶγμα, καὶ δυσδιάκριτον εἶναι, ἐξ ἑτέρου
παραδείγματος καὶ τὴν εὐκολίαν εἰσάγει, δεικνὺς
πάντα αὐτοῦ τὸν κόσμον ὄντα· οὐ γὰρ ἂν τοὺς μὴ
ἑαυτοῦ ἐκόλασε. Νῦν μὲν οὖν πάντα ἀναμέμικται·
κἂν γὰρ φαίνηται διαλάμπων ὁ σῖτος, ἀλλ' ὅμως μετὰ
τῶν ἀχύρων κεῖται, ὡς ἐν ἅλωνι, οὐχ ὡς ἐν ἀπο-
θήκῃ· τότε δὲ πολλὴ ἔσται ἡ διάκρισις. Ποῦ νῦν εἰσιν
οἱ τῇ γεέννῃ διαπιστοῦντες; Καὶ γὰρ δύο τέθεικε,
καὶ ὅτι βαπτίσει Πνεύματι ἁγίῳ, καὶ ὅτι κατακαύσει
τοὺς ἀπειθοῦντας. Εἰ τοίνυν ἐκεῖνο πιστὸν, καὶ
τοῦτο πάντως. Διὰ γὰρ τοῦτο ἐφεξῆς τὰς δύο προῤ-
ῥήσεις τέθεικεν, ἵνα ἀπὸ τῆς ἤδη γενομένης καὶ τὴν
μηδέπω συμβᾶσαν πιστώσηται.
392

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In Matthaeum (homiliae 1-90)


Vol 57, pg 199, ln 4

χάριν ἀπὸ τοῦ πτύου καὶ τοῦ πυρὸς τοῦ ἀσβέστου


φοβεῖ· καὶ τῶν μὲν πρὸ τοῦ βαπτίσματος οὐδεμίαν
ποιεῖται διάκρισιν, ἀλλ' ἁπλῶς, Πᾶν δένδρον μὴ
ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται, φησὶ, τοὺς
ἀπίστους ἅπαντας κολάζων· μετὰ δὲ τὸ βάπτισμα
διαίρεσίν τινα ἐργάζεται, ἐπειδὴ πολλοὶ τῶν πιστευ-
σάντων ἀνάξιον ἔμελλον τῆς πίστεως ἐπιδείκνυσθαι  
βίον. Μηδεὶς τοίνυν γινέσθω ἄχυρον, μηδεὶς εὐρί-
πιστος ἔστω, μηδὲ ταῖς πονηραῖς ἐπιθυμίαις προ-
κείσθω, πανταχοῦ ῥᾳδίως ὑπ' αὐτῶν ἀναῤῥιπιζόμε-
νος. Ἂν μὲν γὰρ μείνῃς σῖτος, κἂν πειρασμὸς ἐπ-
ενεχθῇ, οὐδὲν πείσῃ δεινόν· καὶ γὰρ κατὰ τὴν ἅλω τῆς
ἁμάξης οἱ τροχοὶ οἱ πριστηροειδεῖς τὸν σῖτον οὐ δια-
τέμνουσιν· ἂν δὲ εἰς ἀχύρου μεταπέσῃς ἀσθένειαν,
καὶ ἐνταῦθα ἀνήκεστα πείσῃ κοπτόμενος ὑπὸ πάν-
των, καὶ ἐκεῖ τὴν ἀθάνατον ὑποστήσῃ κόλασιν. Οἱ γὰρ
τοιοῦτοι πάντες καὶ πρὸ τῆς ἐκεῖ καμίνου τροφὴ τοῖς
ἀλόγοις γίνονται ἐνταῦθα πάθεσιν, ὥσπερ τὸ ἄχυρον
τοῖς ἀλόγοις ζώοις· καὶ ἐκεῖ πάλιν ὕλη καὶ τροφὴ τῷ
πυρί. Τὸ μὲν οὖν εἰπεῖν ἐξ εὐθείας, ὅτι Αὐτὸς δικάσει
τοῖς γινομένοις, οὐχ οὕτως ἐποίει εὐπαράδεκτον τὸν

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In Matthaeum (homiliae 1-90)


Vol 57, pg 199, ln 58

τοῦ κόσμου, ὅτι δίκην ἀπαιτήσει τῶν πεπραγμένων,


ὅτι οὐ μέχρι τοῦ παρόντος τὰ ἡμέτερα, ἀλλ' ἐκεῖ
τὴν ἀξίαν ἕκαστος ὑποστήσεται τιμωρίαν. Ταῦτα γὰρ
ὄψει παραστῆσαι τέως οὐκ ἦν.
 ζʹ. Ταῦτ' οὖν εἰδότες, πολλῇ τῇ σπουδῇ χρώμεθα,
ἕως ἂν ὦμεν ἐν τῇ ἅλωνι· καὶ γὰρ ἔξεστιν ἐνταῦθα
οὖσι καὶ ἐξ ἀχύρου μεταβαλέσθαι εἰς σῖτον, ὥσπερ
οὖν καὶ ἀπὸ σίτου πολλοὶ γεγόνασιν ἄχυρον. Μὴ τοί-
νυν ἀναπέσωμεν, μηδὲ ἀνέμῳ παντὶ περιφερώμεθα,
μηδὲ τῶν ἀδελφῶν ἀποσχιζώμεθα τῶν ἡμετέρων, κἂν
μικροὶ δοκῶσιν εἶναι καὶ εὐτελεῖς· ἐπεὶ καὶ ὁ σῖτος
τοῦ ἀχύρου κατὰ μὲν τὸ μέτρον ἐλάττων, κατὰ δὲ
τὴν φύσιν βελτίων. Μὴ δὴ τὰς ἔξωθεν φαντασίας ἴδῃς·
τῷ πυρὶ γάρ εἰσι παρεσκευασμέναι· ἀλλὰ τὴν κατὰ   
393

Θεὸν ταπεινότητα, τὴν στεῤῥὰν ταύτην καὶ ἀδιάλυτον,


καὶ τμηθῆναι μὴ δυναμένην, μηδὲ ὑπὸ τοῦ πυρὸς
καιομένην. Διὰ γὰρ τούτους καὶ τῷ ἀχύρῳ μακροθυ-
μεῖ, ἵνα ἀπὸ τῆς πρὸς αὐτοὺς ὁμιλίας βελτίους γέ-
νωνται. Διὰ τοῦτο οὔπω κρίσις, ἵνα κοινῇ πάντες
στεφανωθῶμεν, ἵνα ἀπὸ πονηρίας πολλοὶ μεταβλη-
θῶσιν εἰς ἀρετήν. Φρίξωμεν τοίνυν, τῆς παραβολῆς

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In Matthaeum (homiliae 1-90)


Vol 57, pg 245, ln 3

σης· Ὅταν γὰρ ἔλθῃ, φησὶ, τὸ τέλειον, τότε τὸ


ἐκ μέρους καταργηθήσεται· ὅπερ ἔπαθεν ἡ Παλαιὰ
παρὰ τῆς Καινῆς. Ἀλλ' οὐ διὰ τοῦτο αὐτὴν διαβα-
λοῦμεν, καίτοι καὶ αὕτη ὑπεξίσταται, ὅταν τῆς βασι-
λείας ἐπιτύχωμεν· Τότε γὰρ τὸ ἐκ μέρους καταρ-
γηθήσεται, φησίν· ἀλλ' ὅμως μεγάλην αὐτὴν
εἶναί φαμεν. Ἐπεὶ οὖν καὶ μείζονα τὰ ἔπαθλα, καὶ
πλείων ἡ παρὰ τοῦ Πνεύματος δύναμις, εἰκότως καὶ  
μείζονα ἀπαιτεῖ τὰ χαρίσματα. Οὐκέτι γὰρ γῆ
ῥέουσα γάλα καὶ μέλι, οὐδὲ γῆρας λιπαρὸν, οὐδὲ πο-
λυπαιδία, οὐδὲ σῖτος καὶ οἶνος, καὶ ποίμνια καὶ βου-
κόλια· ἀλλ' οὐρανὸς, καὶ τὰ ἐν οὐρανοῖς ἀγαθὰ, καὶ
υἱοθεσία, καὶ ἀδελφότης ἡ πρὸς τὸν Μονογενῆ, καὶ
κοινωνία κληρονομίας, καὶ τὸ συνδοξασθῆναι καὶ
συμβασιλεῦσαι, καὶ τὰ μυρία ἔπαθλα ἐκεῖνα. Ὅτι δὲ
καὶ πλείονος βοηθείας ἀπελαύσαμεν, ἄκουσον τοῦ
Παύλου λέγοντος· Οὐδὲν ἄρα κατάκριμα νῦν τοῖς
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν,
ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα. Ὁ γὰρ νόμος τοῦ Πνεύματος
τῆς ζωῆς ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς
ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In Matthaeum (homiliae 1-90)


Vol 57, pg 362, ln 14

ετίμησεν αὐτοῖς λέγων· Οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός


ἐστε ὑμεῖς. Καὶ ἐνταῦθα δὲ οὐκ εἶπεν, Ὦ μιαροὶ καὶ
γόητες ὑμεῖς· ὦ βάσκανοι καὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων σω-
τηρίας ἐχθροί· ἀλλὰ, Τί ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς
καρδίαις ὑμῶν; Δεῖ τοίνυν μετ' ἐπιεικείας ἐξαίρειν τὸ
394

νόσημα. Ὁ γὰρ φόβῳ γενόμενος ἀνθρωπίνῳ βελτίων,


ταχέως ἐπανήξει πρὸς τὴν πονηρίαν πάλιν. Διὰ τοῦτο
καὶ τὰ ζιζάνια ἀφεθῆναι ἐκέλευσε, διδοὺς προθεσμίαν
μετανοίας. Πολλοὶ γοῦν αὐτῶν μετενόησαν, καὶ γεγό-
νασι σπουδαῖοι, πρότερον ὄντες φαῦλοι, οἷον ὁ Παῦλος, ὁ
τελώνης, ὁ λῃστής· καὶ γὰρ ζιζάνια ὄντες οὗτοι σῖτος
γεγόνασιν ὥριμος. Ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν σπερμάτων τοῦτο
ἀμήχανον· ἐπὶ δὲ τῆς προαιρέσεως ῥᾴδιόν τε καὶ εὔκο-
λον· οὐ γὰρ φύσεως ὅροις αὕτη δέδεται, ἀλλ' ἐλευθερίᾳ
προαιρέσεως τετίμηται. Ὅταν τοίνυν ἴδῃς ἐχθρὸν τῆς
ἀληθείας, θεράπευσον, ἐπιμέλησαι, πρὸς ἀρετὴν ἐπαν-
άγαγε, βίον ἐπιδεικνύμενος ἄριστον, λόγον παρεχόμενος
ἀκατάγνωστον, προστασίαν καὶ κηδεμονίαν παρέχων,
πάντα τρόπον κινῶν διορθώσεως, τοὺς ἀρίστους τῶν
ἰατρῶν μιμούμενος.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In Matthaeum (homiliae 1-90)


Vol 58, pg 486, ln 23

τοῦτό ἐστι καὶ συνεχόντων τὸ πᾶν. Οὐκ ἄρα ἀπεικότως


καρδίαν αὐτὸ κεκλήκαμεν ἀρετῆς. Ἀλλ' ἡ καρδία αὕτη,
ἐὰν μὴ πᾶσι χορηγῇ πνεῦμα, ταχέως σβέννυται.
Ὥσπερ οὖν καὶ ἡ πηγὴ, ἐὰν συνέχῃ τὰ νάματα παρ'
ἑαυτῇ, σήπεται· οὕτω καὶ οἱ πλουτοῦντες, ὅταν παρ'
ἑαυτοῖς τὰ ὄντα κατέχωσι. Διὰ τοῦτο καὶ ἐν τῇ κοινῇ
συνηθείᾳ λέγομεν, Πολλὴ ἡ σῆψις τοῦ πλούτου παρὰ τῷ
δεῖνι· καὶ οὐ λέγομεν, Πολλὴ ἡ ἀφθονία, πολὺς ὁ θη-
σαυρός. Καὶ γὰρ σῆψίς ἐστιν οὐχὶ τῶν κεκτημένων,
ἀλλὰ καὶ αὐτοῦ τοῦ πλούτου. Καὶ γὰρ τὰ ἱμάτια κείμενα
φθείρεται, καὶ τὸ χρυσίον ἰοῦται, καὶ ὁ σῖτος διαβιβρώ-
σκεται· καὶ ἡ ψυχὴ δὲ τοῦ ταῦτα ἔχοντος τούτων ἁπάν-
των μᾶλλον ταῖς φροντίσι καὶ ἰοῦται καὶ σήπεται. Κἂν
ἐθέλῃς φιλαργύρου ψυχὴν εἰς τὸ μέσον ἐξενεγκεῖν καθά-
περ ἱμάτιον ὑπὸ μυρίων βρωθὲν σκωλήκων, καὶ οὐκ ἔχον
οὐδὲν ὑγιὲς, οὕτως εὑρήσεις διατετρυπημένην πάντοθεν
αὐτὴν ὑπὸ φροντίδων, ὑπὸ τῶν ἁμαρτημάτων σεση-
πυῖαν, ἰωμένην. Ἀλλ' οὐχὶ τοῦ πένητος τοιαύτη, τοῦ
πένητος τοῦ ἑκόντος· ἀλλ' ἀποστίλβει μὲν ὡς χρυσίον,
λάμπει δὲ ὥσπερ μαργαρίτης, ἀνθεῖ δὲ ὥσπερ ῥόδον.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In Acta apostolorum (homiliae 1-55)


Vol 60, pg 370, ln 61
395

φησὶν, ὑπάρχοντος. Ὅρα καὶ ὁ τόπος διδάσκει μὴ ἀπὸ


στοχασμοῦ εἶναι, ἀνεύθετος ὤν· μᾶλλον δὲ ἀπὸ στο-
χασμοῦ φαίνονται λέγοντες ἐκείνων οἱ πλείους, οἳ καὶ
βουλεύονται ἀναχθῆναι ἐκεῖθεν· ἀλλ' οὐδὲν αὐτοῖς
πλέον ἐκ τούτου γίνεται· περιπίπτουσι γὰρ κλύδωνι,
καὶ ἐκβολὴν ὧν ἐπεφέροντο ποιοῦνται. Διὸ καὶ τοῦτο
δηλῶν, ἐπήγαγε· Σφοδρῶς δὲ χειμαζομένων ἡμῶν,
αὐτόχειρες τὴν σκευὴν τοῦ πλοίου ἐῤῥίψαμεν. Ἵνα
μὴ ἔχωσι μετὰ ταῦτα ἀπειθεῖν, ταῦτα συγχωρεῖται. Καὶ
χαλεπὸς χειμὼν ἐγείρεται, καὶ πολὺ τὸ σκότος γίνεται.
Εἶτα ἵνα μὴ ἀπόλωνται, καὶ ὁ σῖτος ῥίπτεται καὶ πάντα·  
τοῦτο γάρ ἐστι, Τὴν σκευὴν τοῦ πλοίου ἐῤῥίψαμεν.
Πολλῆς δὲ ἀσιτίας ὑπαρχούσης, εἶπεν ὁ Παῦλος·
Ἔδει πειθαρχήσαντάς μοι κερδῆσαι τὴν ζημίαν.
Εἶδες, πῶς οὐ μικρὰ πρὸς τὴν ἀκρόασιν συνεβάλετο καὶ
ὁ χειμὼν καὶ τὸ σκότος; Καὶ ὅρα πῶς πείθεται ὁ ἑκα-
τόνταρχος, ὥστε καὶ τὴν σκάφην ἀφεῖναι καὶ ἀπολέσαι.
Εἰ δὲ οἱ ναῦται οὐδέπω ἐπείσθησαν, ἀλλ' ὕστερον πεί-
θονται, μὴ θαυμάσῃς· καὶ γὰρ τὸ γένος τὸ τούτων ἰτα-
μόν πώς ἐστι καὶ σκληρὸν πρὸς τὸ πείθεσθαι.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In epistulam i ad Corinthios (homiliae 1–44)


(2062: 156); MPG 61.Vol 61, pg 142, ln 32

διαπλάττουσι σκεῦος; τοὺς τὴν μεταλλικὴν χωνεύον-


τας γῆν, πῶς τὴν γῆν χρυσίον ἀποφαίνουσι, καὶ
σίδηρον καὶ χαλκόν; πάλιν ἑτέρους τοὺς τὴν ὕελον
ἐργαζομένους, πῶς τὴν ἄμμον εἰς ἓν σῶμα συνεχὲς
καὶ διαυγὲς μετασκευάζουσι; Εἴπω τοὺς σκυτοδέψας,
τοὺς τὰ ἁλουργὰ ἐσθήματα βάπτοντας, πῶς ἕτερον
ἀνθ' ἑτέρου τὸ δεξάμενον τὴν βαφὴν ἀποφαίνουσιν;
εἴπω τὴν γέννησιν τὴν ἡμετέραν; οὐ σπέρμα βραχὺ
πρῶτον ἄμορφον καὶ ἀτύπωτον ἐνίεται εἰς τὴν ὑποδε-
χομένην μήτραν αὐτό; πόθεν οὖν ἡ τοσαύτη τοῦ ζώου
διάπλασις; Τί δὲ ὁ σῖτος; οὐ κόκκος γυμνὸς εἰς τὴν
γῆν καταβάλλεται; οὐ μετὰ τὸ καταβληθῆναι σήπε-
ται; πόθεν ἄσταχυς καὶ ἀνθέρικες καὶ καλάμη καὶ
τὰ ἄλλα πάντα; οὐ κεγχρὶς σύκου μικρὰ πολλάκις
ἐμπεσοῦσα εἰς γῆν, καὶ ῥίζαν καὶ κλάδους καὶ καρ-
πὸν ἤνεγκεν; Εἶτα τούτων μὲν ἕκαστον δέχῃ καὶ οὐ
περιεργάζῃ, τὸν δὲ Θεὸν μόνον ἀπαιτεῖς εὐθύνας
396

μετασκευάζοντα ἡμῶν τὸ σῶμα; καὶ ποῦ ταῦτα ἄξια


συγγνώμης;

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In epistulam i ad Corinthios (homiliae 1-44)


Vol 61, pg 357, ln 40

γεν, ὅτι Ὁ Θεὸς αὐτῷ δίδωσι σῶμα, καθὼς ἠθέλησε.


Μὴ τοίνυν περιεργάζου μηδὲ πολυπραγμόνει, πῶς
καὶ τίνι τρόπῳ, ὅταν Θεοῦ δύναμιν καὶ θέλημα ἀκού-
σῃς. Καὶ ἑκάστῳ τῶν σπερμάτων τὸ ἴδιον σῶμα.
Ποῦ τοίνυν τὸ ἀλλότριον; τὸ γὰρ ἴδιον δίδωσιν. Ὥστε
ὅταν λέγῃ, Οὐ τὸ γενησόμενον σπείρεις, οὐ τοῦτο
λέγει, ὅτι ἄλλη ἀντὶ ἄλλης οὐσίας ἀνίσταται, ἀλλ' ὅτι
βελτίων, ὅτι λαμπροτέρα. Ἑκάστῳ γὰρ, φησὶ,
τῶν σπερμάτων τὸ ἴδιον σῶμα. Ἐντεῦθεν λοιπὸν καὶ
τὴν διαφορὰν εἰσάγει τῆς τότε ἐσομένης ἀναστάσεως.
Μὴ γὰρ, ἐπειδὴ σῖτος σπείρεται καὶ πάντες στάχυες
ἀνέρχονται, διὰ τοῦτο νομίσῃς καὶ ἐν τῇ ἀναστάσει
ἰσοτιμίαν εἶναι. Μάλιστα μὲν γὰρ οὐδὲ ἐν τοῖς σπέρ-
μασι μία τάξις, ἀλλὰ τὰ μὲν τιμιώτερα, τὰ δὲ κατα-
δεέστερα. Διὸ καὶ ἐπήγαγεν, Ἑκάστῳ τὸ ἴδιον σῶ-
μα. Πλὴν ἀλλ' οὐκ ἀρκεῖται τούτῳ, ἀλλ' ἑτέραν ζη-
τεῖ διαφορὰν μείζονα καὶ σαφεστέραν. Ἵνα γὰρ μὴ
ἀκούσας, ὅπερ ἔφην, ὅτι πάντες ἀνίστανται, πάντας
τῶν αὐτῶν ἀπολαύειν νομίσῃς, προκατεβάλετο μὲν
καὶ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν τῆς ἐννοίας ταύτης τὰ σπέρ-
ματα, εἰπών·

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In epistulam ii ad Corinthios (homiliae 1-30)


Vol 61, pg 537, ln 13

σθεν κατεσκεύασεν, ὅτι ἐν μὲν τοῖς ἀναγκαίοις οὐδὲν


πλέον τῆς χρείας ἀφίησιν ἐπιζητεῖν, ἐν δὲ τοῖς
πνευματικοῖς πολλὴν τὴν περιουσίαν συμβουλεύει
ποιεῖσθαι.
 Διὸ καὶ ἀνωτέρω ἔλεγεν, Ἵνα αὐτάρκειαν ἔχον-
τες, περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν· καὶ ἐν-
ταῦθα, Ὁ ἐπιχορηγῶν ἄρτον εἰς βρῶσιν, πληθύ-
ναι τὸν σπόρον ὑμῶν· τουτέστι, τὸν πνευματικόν.
397

Οὐδὲ γὰρ ἁπλῶς ἐλεημοσύνην αἰτεῖ, ἀλλὰ τὴν μετὰ


δαψιλείας. Διὸ καὶ σπόρον αὐτὸ συνεχῶς καλεῖ.
Καθάπερ γὰρ ὁ σῖτος καταβαλλόμενος κομῶντα τὰ
λήϊα δείκνυσι· οὕτω καὶ ἡ ἐλεημοσύνη πολλὰ τὰ δρά-
γματα τῆς δικαιοσύνης ἐργάζεται, καὶ δείκνυσιν
ἄφατα τὰ γεννήματα. Ἐπευξάμενος δὲ αὐτοῖς εὐθη-
νίαν τοσαύτην, δείκνυσι πάλιν ποῦ ταύτην δαπανᾷν
χρὴ, λέγων. Ἵνα ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶ-
σαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι' ἡμῶν εὐχα-
ριστίαν τῷ Θεῷ. Οὐχ ἵνα εἰς τὰ μὴ δέοντα ἀν-
αλίσκητε, ἀλλ' εἰς ἐκεῖνα, ἃ πολλὴν φέρει τῷ Θεῷ
τὴν εὐχαριστίαν.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In epistulam ad Philippenses (homiliae 1–15)


(2062: 160); MPG 62.Vol 62, pg 265, ln 28

μὲν δῆλον, εἰ περὶ τοῦ νόμου φησὶ τὰ σκύβαλα· εἰκὸς


γὰρ αὐτὸν περὶ κοσμικῶν πραγμάτων τοῦτο λέγειν.
Εἰπὼν γὰρ, Ἅτινα ἦν μοι κέρδη, ταῦτα ἥγημαι
διὰ τὸν Χριστὸν ζημίαν, Ἀλλὰ μὲν οὖν καὶ ἡγοῦ-
μαι, φησὶ, πάντα ζημίαν. Πάντα εἶπε, καὶ τὰ πά-
λαι, καὶ τὰ παρόντα. Εἰ δὲ βούλει καὶ τὸν νόμον,
οὐδὲ οὕτως ὕβρισται. Τὸ γὰρ σκύβαλον ἀπὸ τοῦ σίτου
ἐστὶ, καὶ τὸ ἰσχυρὸν τοῦ σίτου τὸ σκύβαλόν ἐστι, τὸ
ἄχυρον λέγω. Ὥστε πρὸ τούτου χρήσιμον τὸ σκύβα-
λον ἦν· μετὰ γὰρ τοῦ σίτου αὐτὸ ἐκλέγομεν, καὶ εἰ
μή τι σκύβαλον ἦν, οὐκ ἂν ὁ σῖτος ἐγένετο. Οὕτω καὶ
ἐπὶ τοῦ νόμου.
 βʹ. Ὁρᾷς πῶς πανταχοῦ οὐκ αὐτὸ τοῦτο ζημίαν τὸ
πρᾶγμα καλεῖ, ἀλλὰ διὰ τὸν Χριστόν; Ἀλλὰ μὲν
οὖν καὶ πάντα ἡγοῦμαι ζημίαν. Διὰ τί; Πάλιν,
Διὰ τὸ ὑπερέχον τῆς γνώσεως, δι' ὃν τὰ πάντα
ἐζημιώθην. Εἶτα ἐπάγει, Διὸ καὶ ἡγοῦμαι πάντα
ζημίαν εἶναι, ἵνα Χριστὸν κερδήσω. Ὁρᾷς πῶς
ἐπιλαμβάνεται πάντοθεν τοῦ ἐρείσματος τοῦ Χρι-
στοῦ, καὶ οὐκ ἀφίησιν οὐδαμοῦ γυμνωθῆναι τὸν νό-
μον, οὐδὲ πληγὴν λαβεῖν, ἀλλὰ περιβάλλει πάντοθεν

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In epistulam ad Colossenses (homiliae 1–12)


398

(2062: 161); MPG 62.Vol 62, pg 336, ln 35

στρὶ, καὶ οὐκ ἀπώλλυτο; οὐχὶ ἄλογόν ἐστιν; οὐχὶ


ἁπλῶς κινεῖται; πῶς ἐφείσατο τοῦ δικαίου; πῶς αὐ-
τὸν οὐκ ἀπέπνιξεν ἡ θέρμη; πῶς οὐκ ἔσηψεν; Εἰ
γὰρ τὸ ἐν βυθῷ εἶναι μόνον ἄπορον, τὸ καὶ ἐν σπλάγ-
χνοις καὶ τῇ θέρμῃ ἐκείνῃ, πολλῷ μᾶλλον ἀπορώτε-
ρον. Πῶς γὰρ τὸν ἐκεῖθεν ἀέρα ἀνέπνει; πῶς ἤρκει
δύο ζώοις ἡ ἀναπνοή; πῶς δὲ αὐτὸν καὶ ἤμεσεν
ἀσινῆ; πῶς δὲ καὶ ἐφθέγγετο; πῶς δὲ καὶ ἐν ἑαυτῷ
ἦν, καὶ προσηύχετο; ἆρα ταῦτα οὐκ ἄπιστα; Ἂν
λογισμῷ ἐξετάζωμεν, ἄπιστα· ἂν δὲ πίστει, σφόδρα
πιστά. Εἴπω τι τούτου πλέον; Ὁ σῖτος ἐν τῷ κόλπῳ
τῆς γῆς φθείρεται, καὶ ἀνίσταται. Ὅρα τὰ θαύματα
ἐναντία, καὶ ἄλληλα νικῶντα· θαυμαστὸν τὸ μὴ
σαπῆναι, θαυμαστὸν τὸ σαπέντα ἀναστῆναι.
 Ποῦ εἰσιν οἱ τῇ ἀναστάσει διαπιστοῦντες καὶ λέ-
γοντες, Τόδε τὸ ὀστοῦν πῶς τῷδε συγκολλᾶται; καὶ
μυθώδη τοιαῦτα εἰσάγοντες; Εἰπέ μοι, πῶς ὁ Ἠλίας
ἀνῆλθεν ἐν πυρὸς ἅρματι; Τὸ πῦρ καίειν εἴωθεν, οὐκ
ἀνάγειν. Πῶς τοσοῦτον ζῇ χρόνον; ἐν τίνι τόπῳ ἐστί;
διὰ τί τοῦτο γέγονε; Ποῦ δὲ Ἐνὼχ μετετέθη; τροφῆς
ἀπολαύει οἵας καὶ ἡμεῖς; καὶ τί τὸ κωλύον ἐνταῦθα

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Frag. in Job (in catenis) (2062: 184); MPG


64.Vol 64, pg 589, ln 28

 »Ἀδίκων καὶ ἀνόμων καταγελάσῃ, ἀπὸ δὲ θη-


ρίων ἀγρίων οὐ μὴ φοβηθῇς· θῆρες γὰρ ἄγριοι εἰ-
ρηνεύσουσί σοι.»
 Ἁπλῶς δὲ, Οὐ μόνον οἱ ἔξωθεν εἰρηνικῶς πρὸς σὲ
διακείσονται, ἀλλὰ καὶ ἡ οἰκία πολλῆς ἀπολαύσεται
τῆς εἰρήνης, καὶ οἱ ἐν αὐτῇ ἀστασίαστοι, καὶ πρὸς
ἑαυτοὺς, καὶ πρὸς σὲ διαμενοῦσιν. Οὐδὲν γὰρ τούτου
ἴσον τοῦ κατὰ τὴν οἰκίαν εἰρηνεύειν· τί γὰρ ὄφελος
τῶν ἔξωθεν ἀπηλλάχθαι πολέμων, ταραχῆς ἔνδον
γέμοντα;
 »Ἐλεύσῃ δὲ ἐν τάφῳ, ὥσπερ σῖτος ὥριμος, κατὰ
καιρὸν θεριζόμενος· ἢ ὥσπερ θημωνία ἅλωνος καθ'
ὥραν συγκομισθεῖσα.»
399

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In Psalmum 50 [Sp.] (2062: 196); MPG 55.


Vol 55, pg 530, ln 56

δήμῳ τῷ Ἑβραϊκῷ διαλέγεται· Λαός μου, τί ἠδίκησά


σε, ἢ τί παρηνώχλησά σοι; Ἀποκρίθητί μοι. Καὶ
ὁ Υἱὸς αὐτοῦ ἔλεγε· Σαοὺλ, Σαοὺλ, τί με διώκεις;
Τί οὖν Παῦλος; Τίς εἶ, Κύριε, ὁ λαλῶν μοι; Ὢ
εὐγνώμονος δούλου! Εὐθέως τὴν δεσποτείαν ὡμολό-
γησε, Τίς εἶ, Κύριε; εἰπών. Ὁ δὲ Κύριος πρὸς αὐ-
τόν· Ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὁ Ναζαραῖος, ὃν σὺ διώ-
κεις· ἀλλὰ ἀναστὰς εἴσελθε εἰς Δαμασκὸν, κἀκεῖ
σοι λαληθήσεται τί σε δεῖ ποιεῖν. Καὶ ὅ ποτε λύκος,
νῦν πρόβατον· ὅ ποτε διώκτης, νῦν εὐαγγελιστής· ὅ
ποτε ζιζάνιον, νῦν σῖτος· ὅ ποτε πειρατὴς καὶ
καταποντιστὴς, νῦν κυβερνήτης λαοῦ· ὅ ποτε πορθῶν
τὴν Ἐκκλησίαν, νῦν πιστευόμενος αὐτήν· ὅ ποτε
τὰς ἀμπέλους ἐκκόπτων, νῦν φυτουργὸς γενόμενος·
ὅ ποτε μόλυβδος, νῦν χρυσὸς γενόμενος. Καὶ σὺ βόη-
σον, ἀγαπητὲ, ὅτι μέγας ὁ θόρυβος τῶν ἁμαρτημά-
των, καὶ εὐθέως ἀκούεις· Ἀλλὰ πολλὴ ἡ τοῦ Δεσπότου
φιλανθρωπία. Ἐγένετο γὰρ Θεὸς ἄνθρωπος, καὶ εἰς-
ῆλθεν εἰς μήτραν παρθενικὴν, καὶ ᾤκησεν.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In decollationem sancti Joannis [Sp.] (2062:


224); MPG 59.Vol 59, pg 488, ln 42

μακαρία Σουναμῖτις, ἥτις τὸν ἄνδρα παρακαλέσασα, δω-


μάτιον ᾠκοδόμησε τῷ Ἑλισσαίῳ, ἵνα διερχόμενος ἀκω-
λύτως ἔχῃ τὴν ἀνάπαυσιν, τεθεικυῖα αὐτῷ κλίνην καὶ
λυχνίαν καὶ τράπεζαν· κλίνην οὐ κενὴν ἱματίων, ἀλλ'
ἔχουσαν πρέποντα τῷ προφήτῃ τὰ στρώματα· λυχνίαν
οὐκ ἄνευ λύχνου, ἀλλὰ σὺν τῷ ἄρδοντι ἐλαίῳ τὸ φῶς·
τράπεζαν οὐκ ἔρημον ἄρτων, ἀλλ' ἔγκαρπον ἐδεσμάτων.
Τί δ' ἄν τις εἴπῃ περὶ τῆς μακαρίας ἐκείνης χήρας τῆς
τὸν προφήτην Ἠλίαν ὑποδεξαμένης; ᾗ οὐδὲν ἐνεπόδιζεν
ἡ πενία τῶν χρημάτων, διὰ τὸ πλούσιον τῆς προ-
αιρέσεως; ᾗ οὐ παρῆν οὐ σῖτος, οὐκ οἶνος, οὐ προσέψη-
μα, οὐκ ἄλλο τι τῶν γεηρῶν πρὸς τὴν τῆς πενίας παρα-
μυθίαν. Οὐ χώρα αὐτῇ σιτοφόρος σπέρμα ἄρτου προς-
400

έφερεν· οὐκ ἄμπελος αὐτῇ γλυκόῤῥυτον βότρυν ἐγεώργει·


οὐ δένδρον αὐτῇ ὀπώρας καρπὸν ἥδιστον προσέφερε.
Πῶς γὰρ, ᾗ οὔτε σπιθαμὴ γῆς ἀροσίμου τόπος ὑπῆρχεν,
οὔτε πηχυαῖον ἔδαφος πρὸς ἀμπέλου φυτείαν; ἀλλ' ἀεὶ
ἐν τῷ καιρῷ τοῦ θέρους ἐν ταῖς ἀρούραις κυρτοβατοῦσα,
τοὺς ἀποπίπτοντας τῶν δρεπανιστῶν παλάμαις ἀστάχυας
ἐρανιζομένη, συμμεμετρημένην τῷ ἐνιαυσιαίῳ κύκλῳ
τοῦ χρόνου τὴν τροφὴν ἀπετίθετο.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In duodecim apostolos [Sp.] (2062: 227);


MPG 59.Vol 59, pg 496, ln 42

λεύετο, πέτραι διεθρύπτοντο, οὐ δυνάμεναι φέρειν τὴν


ὕβριν τοῦ κτίσαντος· τότε Πέτρος ὤκλασε, τότε ὁ κορυ-
φαῖος ἠρνήσατο· καὶ τὸν ἄλογον τῆς ἡμέρας ἄγγελον,
ἔλεγχον εὐθὺς εὗρε τῆς προῤῥηθείσης ἀρνήσεως· Πρὶν
ἀλέκτορα φωνῆσαι, ἀπαρνήσῃ με τρίς. Ἀλλὰ πρῶτος
ἀρνησάμενος, πρῶτος ἐπὶ τὸν τάφον ἔδραμε, πρῶτος
εἶδεν ἀναστάντα τὸν ζωοδότην τῶν νεκρῶν, παρὰ Μαρίας
μαθὼν ὅπερ αὐτῷ οὐκ ἐθάῤῥησεν ὁ ἐπάνω τοῦ λίθου
καθήμενος ἄγγελος. Ἀλλ' ἔλθῃ μετ' αὐτὸν εἰς μέσον
Παῦλος ὁ πάνσοφος τῆς οἰκουμένης ῥήτωρ, ὁ ἀπὸ λύκου
ἀμνὸς, ὁ ἐξ ἀκανθῶν βότρυς, ὁ ἐκ ζιζανίων σῖτος, ὁ
ἀπὸ ἐχθροῦ φίλος, ὁ ἀπὸ Ἑβραίων μένων Ἑβραῖος, ὁ
παρ' ἐκείνοις Σαῦλος ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου, παρ'
ἡμῖν δὲ Παῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ κλητὸς ἀπόστολος, ὁ
ἀπὸ βλασφήμου θεολόγος, ὁ ἀπὸ διώκτου εὐαγγελιστὴς,
ὁ ἀπὸ πειρατοῦ κυβερνήτης, ὁ ἀπὸ προδότου στρατιώ-
της· ὁ μετὰ Πέτρου τὴν Ῥώμην λαχὼν εἰς ταφὴν, καὶ
μετ' αὐτοῦ καὶ ταύτην μὴ παρορῶν τὴν Συχέμ· ὁ κατὰ
τὸν Βενιαμὶν τοῦ Ἰωσὴφ ἀδελφὸς, καὶ κατὰ τὴν Θέκλαν
καὶ τῶν παίδων πατὴρ καὶ διδάσκαλος· ὁ πρὸ τῆς Δαμα-
σκοῦ τυφλὸς, καὶ καθ' ἑκάστην πόλιν τοῦ κηρύγματος

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In sanctum Stephanum protomartyrem


[Sp.] (2062: 229); MPG 59.Vol 59, pg 506, ln 4

Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. Ἀκούσατε,


οὐ λέγω, Πείσθητε· τὸ γὰρ ἄπιστον τῆς ὑμετέρας ἐπίς-
ταμαι γνώμης· ἀλλ' Ἀκούσατε. Ὁ Θεὸς τῆς δόξης
ὤφθη τῷ πατρὶ ἡμῶν Ἀβραὰμ ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ.
401

Οὐκ ἐν τῇ Ἱερουσαλὴμ, οὐκ ἐν τῷ περιβοήτῳ ναῷ, ἀλλ'


Ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ, ὅπου κατείδωλος ὑπῆρχεν ὁ χῶ-
ρος, ἔνθα ἀθέοις ἡ πατρὶς συνεπνίγετο· ἐν τῇ Μεσοπο-   
ταμίᾳ, ὅπου ξοάνοις ἀνεπέμπετο σέβας, ὅπου ξύλοις καὶ
λίθοις τὸ πανάγιον ἐνετίθεσαν ὄνομα, ἐκεῖ αὐτῷ ὤφθη.
ᾜδει γὰρ ὅτι ἐν ἀκάνθαις γίνεται ῥόδον, καὶ μέσον ζι-
ζανίων εὐγενὴς ἀνατελεῖ σῖτος· ὥσπερ ὁ πολύαθλος Ἰὼβ
ἐν τῇ ἀσώτῳ χώρᾳ τῇ Αὐσίτιδι ὡς ῥόδον ἐν ἀκάνθαις
ὤφθη, καὶ ὡς κρίνον ἐν τριβόλοις, καὶ ὡς φωστὴρ ἐν τῷ
σκότει τῆς ἀγνοίας ἔλαμπε ταῖς ἀρεταῖς, καὶ ὡς πύργος
ἐν καταστροφῇ ἦν πάσαις ταῖς ἄνω δυνάμεσιν εὔδηλος,
ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανὸν τὰ κατορθώματα ἐπαύξων, ἀπὸ
βάθους εἰς ὕψος τῆς δικαιοσύνης τοὺς καρποὺς ἐκπέμ-
πων· ὅθεν ὀσφρανθεὶς αὐτῶν ὁ Θεὸς τὸν καρπὸν, ὡς
καὶ τοῦ Νῶε μετὰ τὸν κατακλυσμὸν (Ὠσφράνθη γὰρ
Κύριος ὀσμὴν εὐωδίας), ἐμαρτύρει τῷ ἰδίῳ θεράποντι·

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In parabolam de filio prodigo [Sp.] (2062:


231); MPG 59.Vol 59, pg 517, ln 35

οὐκ ἀνάγκης, αἱ ἀρεταὶ ἅπασαι. Ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν


οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. Ἐκεῖ τῆς ψυχῆς ὅλον τὸν
πλοῦτον ἀπώλεσεν· ἐκεῖ τέρπων καὶ τερπόμενος
ἐναυάγησεν· ἐκεῖ παίζων καὶ ἐμπαιζόμενος πένης ἐγέ-
νετο· ἐκεῖ ψυχοφθόρους ἡδονὰς ἀγοράζων, καὶ γέλωτας
ὠνούμενος, πατέρας δακρύων ἔλαβε· καὶ τὰς μὲν ἀρετὰς,
ἃς εἶχεν, ἀπέβαλε· τὰς δὲ κακίας, ἃς οὐκ εἶχε, προς-
έλαβε. Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα (οὐ πέφυκε
γὰρ τοῖς αἰσχρῶς βιοῦσι παραμένειν ὁ πλοῦτος τῆς χά-
ριτος), ἐγένετο οὖν λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν
ἐκείνην. Ὅπου γὰρ τῆς σωφροσύνης ὁ σῖτος οὐ γεωρ-
γεῖται, ἐκεῖ λιμὸς ἰσχυρός· ὅπου τῆς ἐγκρατείας ἡ ἄμ-
πελος οὐ πεφύτευται, ἐκεῖ λιμὸς ἰσχυρός· ὅπου τῆς
ἁγνείας ὁ βότρυς οὐ ληνοπατεῖται, ἐκεῖ λιμὸς ἰσχυρός·
ὅπου τὸ οὐράνιον γλεῦκος οὐ βρύει, ἐκεῖ λιμὸς ἰσχυρός·
ὅπου εὐφορία κακῶν, ἐκεῖ πάντως ἀφορία τῶν ἀγαθῶν·
ὅπου εὐθηνία πράξεων πονηρῶν, ἐκεῖ πάντως σπάνις
τῶν ἀρετῶν· ὅπου τῆς φιλανθρωπίας τὸ ἔλαιον οὐ πη-
γάζει, ἐκεῖ λιμὸς ἰσχυρός. Τότε οὖν καὶ αὐτὸς ἤρξατο
ὑστερεῖσθαι. Οὐδὲν γὰρ αὐτῷ λοιπὸν ἔμεινεν, εἰ μὴ
μόνον τὰ τῆς ἀκρασίας κακὰ, ἐπειδὴ ἔπραξε τὰ τῆς
402

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In venerandum crucem [Sp.] (2062: 252);


MPG 59.Vol 59, pg 677, ln 60

οὐ σιτοποιὸν, οὐκ ἄλλο τι τῶν κατὰ τὸν βίον. Διὰ τοῦτο


μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν οὐκ ἔστιν Ἰωάννου τοῦ
Βαπτιστοῦ. Παῦλον δὲ μετὰ τῶν ἄλλων καὶ ἡ νηστεία,
ἢν ἐν τοῖς ὑπὲρ τῆς θλίψεως καυχήμασιν ἀπηριθμή-
σατο, εἰς τὸν τρίτον ἀνήγαγεν οὐρανόν. Κεφάλαιον δὲ
ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις, ὁ Κύριος ἡμῶν νηστείᾳ τὴν σάρκα,
ἢν ὑπὲρ ἡμῶν ἀνέλαβεν, ὀχυρώσας, οὕτως ἐν αὐτῇ τοῦ
διαβόλου τὰς προσβολὰς ὑπεδέξατο, ἡμᾶς τε παιδεύων
νηστείαις ἀλείφειν καὶ παιδοτριβεῖν ἑαυτοὺς πρὸς τοὺς
ἐν τοῖς πειρασμοῖς ἀγῶνας, καὶ τῷ ἀντιπάλῳ διὰ τῆς
ἐνδείας οἱονεὶ λαβὴν ἐνδιδούς. Ἀπρόσιτος γὰρ ἦν αὐτῷ
διὰ τὸ ὕψος τῆς θεότητος, εἰ μὴ διὰ τῆς ἐνδείας ὑπέβη
πρὸς τὸ ἀνθρώπινον. Ἐπανιὼν μέντοι εἰς οὐρανοὺς
τροφῆς ἥψατο, τὴν φύσιν τοῦ σώματος τοῦ ἀναστάντος
πιστούμενος.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In exaltationem venerandae crucis [Sp.]


(2062: 253); MPG 59.Vol 59, pg 679, ln 19

ἡσυχία· ἡδεῖα δὲ καὶ τοῖς λυπουμένοις ἡ ἐκ κατηφείας


εἰς εὐφροσύνην μετάθεσις· ἡδυτέρα δὲ καὶ τοῖς νοσοῦσιν
ἡ ἐξ ἀσθενίας εἰς ὑγίειαν καὶ εὐρωστίαν ἀνάληψις· ἡδεῖα
δὲ καὶ τοῖς πολεμίοις ἡ ἀπὸ ἔχθρας εἰς φιλίαν καὶ εἰ-
ρήνην βεβαίωσις· ἡδυτέρα δὲ καὶ ἡ ἀπὸ τοῦ σκότους
καὶ τῆς νυκτὸς εἰς τὴν ἡμέραν μετάπτωσις. Καὶ πᾶσα
πρᾶξις, ὡς ἔστιν εἰπεῖν, ἡδυτέραν ἔχει τὴν ἐργασίαν,
ὅταν ὄφελος μετὰ τοῖς ποθοῦσιν αὐτὴν ἀπεργάζηται.
Οὕτω γοῦν ὁρῶμεν καὶ τὴν ὑπὸ Θεοῦ δεδομένην ἡμῖν
ἀπόλαυσιν, τῇ μεταβολῇ τὴν εὐφροσύνην ἡμῖν παρεχο-
μένην. Σῖτος μὲν γάρ ἐστιν οὕτως ἡδύς· εἰς δὲ τὴν γῆν
μετὰ κόπου καταβαλλόμενος καὶ πολυπλασιαζόμενος,
ἡδύτερος ἀναδείκνυται μετὰ πάσης χαρᾶς εἰς πλῆθος
τροφῆς λαμβανόμενος. Εἷς μὲν γάρ ἐστι τῷ σπόρῳ
κόκκος εἰς ἀδηλίαν ῥιπτόμενος. Οὕτω καὶ φύσις ἀμπέλου
ἡδυτέραν ἡμῖν παρέχει τὴν ἀνάπαυσιν, τῇ μεταβολῇ τοῦ
καρποῦ τὸ ποτὸν ἀπὸ τοῦ ξύλου προφερομένη. Ἕλικες
μὲν γὰρ καὶ φύλλα δριμυτάτην καὶ στυπτικωτάτην
403

ἔχουσι τὴν ἐνέργειαν, ὡς μηδὲ στόματι δυνατὸν πρὸς


γεῦσιν ἐφάψασθαι·

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In sanctum pascha (sermo 6) [Sp.] (2062:


265)“Homélies pascales, vol. 1”, Ed. Nautin, P.
Paris: Cerf, 1950; Sources chrétiennes 27.Ch. 25, Sec. 2, line 6

μέχρι νῦν ἀπιστῶν· διὸ καταμαρτυρεῖται αὐτῶν τὸ θεῖον


πνεῦμα καὶ βοᾷ λέγον· «Αἱ χεῖρες ὑμῶν αἵματος
πλήρεις».
 Τὸ δὲ αἷμα ἐπὶ τὴν φλιὰν ὡς ἐπὶ τὴν ἐκκλησίαν,
καὶ ἐπὶ τῶν δύο σταθμῶν ὡς ἐπὶ τῶν δύο λαῶν.
Οὐ γὰρ ἀρνεῖται ὁ σωτὴρ πρὸς σὲ πρῶτον, ὦ Ἰσραήλ,
ἀπεσταλμένος· «Οὐ γὰρ ἀπεστάλην, φησί, πρὸς ὑμᾶς,
ἀλλὰ πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου
Ἰσραήλ»· ἐγὼ δὲ ὡς κυνίδιον ἀλλοτρίᾳ τραπέζῃ παρε-
καθεζόμην, τὸν μὲν ἄρτον μήπω φαγεῖν δυνάμενος, τὰς δὲ
ψιχίας τὰς ἐκπιπτούσας ἀναλέγων παράσιτος ἀλλοτρίας
τροφῆς· ἐπειδὴ δὲ οὐκ ἔγνως τὸ μάννα τὸ ἐκ τῶν οὐρανῶν,
εἰς ἐμὲ ὁ ἄρτος διὰ τῆς πίστεως μετετέθη καὶ ὁ ἀντὶ κυνὸς
υἱὸς ἤδη γιγνόμενος **.
 Ἐν νυκτὶ δὲ τὰ κρέα ἐσθίεται· ἔδυ γὰρ τὸ τοῦ
κόσμου φῶς ἐπὶ τῷ μεγάλῳ σώματι τοῦ Χριστοῦ·
«Λάβετε, φάγετε, τοῦτο μού ἐστι τὸ σῶμα».
 Τὰ δὲ κρέα ὀπτὰ πυρί· ἔμπυρον γὰρ λογικὸν
σῶμα τοῦ Χριστοῦ· «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν εἰς τὴν γῆν,
καὶ τί ἤθελον, εἰ ἤδη ἀνήφθη;».  

Ιωάννης Χρυσόστομος. , De jejunio, dominica quinta jejuniorum


[Sp.] (2062: 320); MPG 62.Vol 62, pg 731, ln 27

ἁμαρτίας ἡμῶν ὡς ἀκάνθας ἀνασπᾷ, καὶ τὴν δικαιο-


σύνην ὡς ἄνθος ἀνιστᾷ καὶ βλαστάνει· καλὸς τῆς
νηστείας ὁ κάματος, ὅτι κουφίζει τὴν ψυχὴν ἀπὸ
βάρους τῶν ἁμαρτιῶν, καὶ φορτίον ἐλαφρὸν τῶν ἐν-
τολῶν τοῦ Χριστοῦ χαρίζεται. Ἄρατε γὰρ τὸν ζυγόν
μου ἐφ' ὑμᾶς· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστός ἐστι, καὶ τὸ
φορτίον μου ἐλαφρόν. Ζυγὸς ἡ πίστις ἐστὶ πᾶσιν ἐπι-
κειμένη· φορτίον, τῶν ἐντολῶν τὰ ποιήματα, ὤμοις
ψυχῆς βασταζόμενα ἐν ἔργοις, ἐν οὐρανοῖς φανερού-
404

μενα. Διὰ νηστείας ὁ νομοθέτης Μωϋσῆς ἐγένετο ἔνδο-


ξος· νυχθήμερα τεσσαράκοντα ἄσιτος διαμείνας, εἶδε
Θεὸν εἰς πρόσωπον αὐτοῦ ὁμιλοῦντα, νεφέλην ἐπι-
σκιάζουσαν, καὶ δι' αὐτὴν τὸν Θεὸν λαλοῦντα αὐτῷ τὰ
συμφέροντα, στῦλον πυρὸς λάμποντα ἐν νυκτὶ καθοδ-
ηγὸν παρεμβολῆς Ἰσραὴλ, οὐρανοῦ πύλας ἀνοιγομένας,
ἀγγελικὸν ἐπὶ γῆς καταβαίνοντα ἄρτον, μάννα Θεοῦ
μεταλαμβάνοντα ἄνθρωπον, πέτραν σχιζομένην ἐν
ῥάβδῳ, καὶ προφέρουσαν ὕδατα, θάλασσαν γεννῶσαν
ξένον βρῶμα, ὀρτυγομήτραν, καὶ τρέφουσαν τὸν λαόν.
Πολλὰ καὶ ἕτερα σημεῖα εἶδε Μωϋσῆς διὰ τὸ προς-
έχειν νηστείᾳ. Ἀνατροπὴ θανάτου ἡ νηστεία.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , De eleemosyna [Sp.] (2062: 332); MPG 62.


Vol 62, pg 770, ln 66

ἐκεῖνος ἀποδίδωσι καὶ τοῖς πένησι τὰς δωρεὰς, ὁ ἐν-


ταῦθα τὴν ζωὴν ἡμῶν κυβερνῶν, καὶ ἐκεῖθεν ἡμᾶς δια-
σώσει, εἴ γε ποιῶμεν τὰ ἀρεστὰ αὐτῷ. Ὁ γὰρ ἐλεῶν
πτωχὸν δανείζει Θεῷ· κατὰ δὲ τὸ δόμα αὐτοῦ ἀντ-
αποδώσει αὐτῷ· κατὰ τὴν προαίρεσιν, λέγει. Ὅπου γὰρ
ἀγαθὴ προαίρεσις, ἐκεῖ δαψιλὴς χορηγία. Φοβηθῶμεν
τὴν ἡμέραν Κυρίου, ἐν ᾗ ἀποστελεῖ ὁ οἰκοδεσπότης εἰς
τὴν **ρίαν τοῦ σίτου, καὶ συνάξει τὸν μὲν σῖτον εἰς
τὴν ἀποθήκην, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ.
Ὁ γὰρ οἰκοδεσπότης ὁ Κύριός ἐστιν, οἱ δὲ θερισταί εἰ-
σιν οἱ ἄγγελοι, ὁ σῖτος δὲ οἱ δίκαιοι, τὸ δὲ ἄχυρον οἱ
ἁμαρτωλοί. Σπουδάσωμεν οὖν εὑρεθῆναι σῖτος ὥριμος
διὰ τῆς ἐλεημοσύνης, ἵνα εἰσέλθωμεν εἰς τὰς αἰωνίους
σκηνὰς, ἃς ἡτοίμασεν ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ' ἡμῶν· μεθ' οὗ
τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι δόξα, κράτος, τιμὴ
νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.  

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Eclogae i-xlviii ex diversis homiliis [Sp.]


Vol 63, pg 635, ln 19

γάρ ἐστιν ἴσον σβεσθέντα ἀνάψαι λύχνον, καὶ μηδα-


μῶς φαινόμενον δεῖξαι πῦρ· οὐδὲ κατενεχθεῖσαν οἰ-
κίαν ἀναστῆσαι, καὶ μηδὲ ὅλως ὑφεστῶσαν παρ-
αγαγεῖν. Ἐνταῦθα μὲν γὰρ εἰ μηδὲν ἄλλο, ἀλλ' ἡ ὕλη
405

ὑπέκειτο· ἐκεῖ δὲ οὐδὲ ἡ οὐσία ἐφαίνετο. Διὰ τοῦτο


τὸ δυσκολώτερον ἡμῖν εἶναι δοκοῦν ἐποίησε πρότε-
ρον, ἵνα ἐκ τούτου τὸ εὐκολώτερον παραδείξῃ. Καὶ
ἐπὶ τῆς γεννήσεως δὲ τῆς ἡμετέρας οὐ σπέρμα
βραχὺ, πρῶτον ἄμορφον καὶ ἀτύπωτον, ἐνίεται εἰς
τὴν ὑποδεχομένην μήτραν αὐτό; πόθεν οὖν ἡ τοσαύτη
τοῦ ζώου διάπλασις; Τί δὲ ὁ σῖτος; οὐ κόκκος γυ-
μνὸς εἰς τὴν γῆν καταβάλλεται; οὐ μετὰ τὸ κατα-
βληθῆναι σήπεται; πόθεν ἄσταχυς καὶ ἀνθέρικες καὶ
καλάμη καὶ τὰ ἄλλα πάντα; οὐ κεγχρὶς σύκου μι-
κρὰ πολλάκις ἐμπεσοῦσα εἰς γῆν, καὶ ῥίζαν καὶ κλά-
δους καὶ καρπὸν ἤνεγκεν; Εἶτα τούτων μὲν ἕκαστον
δέχῃ καὶ οὐ περιεργάζῃ, τὸν δὲ Θεὸν μόνον ἀπαιτεῖς
εὐθύνας, μετασκευάζοντα ἡμῶν τὸ σῶμα; καὶ ποῦ
ταῦτα συγγνώμης ἄξια; Καὶ τίνος ἕνεκεν ἀφῆκε
τὸν διάβολον ὁ Θεὸς, τοιοῦτον πονηρὸν ὄντα, ὥστε
ὑποσκελίζειν ἡμᾶς; Ἵνα τῷ φόβῳ συνωθούμενοι, καὶ

Ιωάννης Χρυσόστομος. , De eleemosyna [Sp.] (2062: 363); MPG 64.


Vol 64, pg 444, ln 14

 ΙΒʹ. Φοβηθῶμεν τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ἐν ἡμέρᾳ ᾖ ὁ


οἰκοδεσπότης τοὺς ἐργάτας καλεῖ εἰς τὴν σπεῖραν
τοῦ σίτου, καὶ συνάξει τὸν σῖτον εἰς τὰς ἀποθήκας,
τὰ δὲ ἄχυρα κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ. Ὁ γὰρ οἰκο-
δεσπότης ἐστὶν ὁ Κύριος, οἱ δὲ ἐργάται εἰσὶν οἱ ἄγ-
γελοι, οἱ συναγαγόντες τὸν κόσμον εἰς τὴν δίκην ἐν
τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ καὶ ἡμέρᾳ. Καὶ τοὺς μὲν δικαίους
συνάξουσιν εἰς τὰς αἰωνίους σκηνὰς, ἃς ἡτοίμασεν ὁ
ἀναληφθεὶς Κύριος, τοὺς δὲ ἁμαρτωλοὺς εἰς τὸ πῦρ
τὸ αἰώνιον. Σπουδάσωμεν οὖν εὑρεθῆναι σῖτος ὥρι-
μος διὰ τῆς ἐλεημοσύνης, ἵνα εἰσέλθωμεν εἰς τὰς αἰω-
νίους σκηνάς. Μεθ' οὗ τῷ Πατρὶ ἅμα τῷ Υἱῷ
καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι δόξα, κράτος, τιμὴ καὶ προς-
κύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.  

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Commentarius in Job (2062: 505)


406

“Johannes Chrysostomos. Kommentar zu Hiob”, Ed. Hagedorn, U.,


Hagedorn, D.Berlin: De Gruyter, 1990; Patristische Texte und Studien
35.Pg 74, ln 21

εἰρήνης.» οὐδὲν γὰρ τούτου ἴσον τοῦ κατὰ τὴν οἰκίαν εἰρηνεύειν.
τί γὰρ ὄφελος τῶν ἔξωθεν ἀπηλλάχθαι πολέμων ταραχῆς τὰ ἔνδον
γέμοντα.
 5,24b ἡ δὲ δίαιτα τῆς σκηνῆς σου οὐ μὴ ἁμάρτῃ.
 »οὐ μὴ πταίσῃ», φησίν, τουτέστιν· «οὐ μὴ δυσπραγήσῃ, οὐ μὴ
πάθῃ τι δεινόν.»
 »εἶτα καὶ ἐπὶ τῶν ἐκγόνων ἡ εὐπραγία ἐκταθήσεται καὶ οὐδὲ
ἄωρος ἥξει σοι θάνατος»·
 5,25a καὶ γνώσῃ, φησίν, ὅτι πολὺ τὸ σπέρμα σου, 25b τὰ
δὲ τέκνα σου ἔσται ὥσπερ τὸ παμβότανον τοῦ ἀγροῦ. 5,
26a ἀπελεύσῃ δὲ ἐν τάφῳ ὥσπερ σῖτος ὥριμος κατὰ και-
ρὸν αὐτοῦ θεριζόμενος 26b ἢ ὥσπερ θημωνιὰ ἅλωνος
καθ' ὥραν συγκομισθεῖσα. 5,27a ἰδοὺ ταῦτα, φησίν, οὕτως
ἐξιχνιασάμην, 27b ταῦτα δέ ἐστιν, ἃ ἀκηκόαμεν. 27c σὺ
δὲ γνῶθι σεαυτῷ, εἴ τι ἐποίησας.
 ὅρα, πῶς τὴν ὠφέλειαν τῶν εἰρημένων κατέστρεψεν ἅπασαν
καὶ χαλεπὴν ἔδωκε τὴν πληγήν. πῶς καὶ τίνι τρόπῳ; δεικνύς, ὅτι
οὐχὶ τῶν νουθετουμένων ἐστὶν οὐδὲ τῶν ἐχόντων ἐλπίδα. καὶ γὰρ
ἃ εἴρηκεν δῆθεν ἐπὶ τοῦ προσώπου αὐτοῦ εἴληφεν, ἐπὶ δὲ τοῦ
καθόλου τὸν λόγον ποιεῖται. «ταῦτα γάρ ἐστιν», φησίν,

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Job (5.1–6.29) (2102: 002)“Didymos


der Blinde. Kommentar zu Hiob, pt. 2”, Ed. Henrichs, A.
Bonn: Habelt, 1968; Papyrologische Texte und Abhandlungen 2.
Codex p. 152, line 20

θῇ” κατὰ τὸ εὐ[αγ]γελ[ικ]ὸν οὗτος ὁ


“ἄν(θρωπ)ος τῇ βασι[λεί]ᾳ τῶ[ν] οὐρανῶν”
ἐν τῷ ἀγρῷ τῇ ἑαυτ[οῦ] καρδίᾳ σπεί-
ρων, ἵνα καρποφορήσῃ “ἕκατον,
ἑξήκοντ[α, τριά]κοντα” κατ' ἀρχὰς
καὶ μέσα κ[αὶ τ]ελευταῖα, “σπείρω(ν)
ἐν δάκρυς[ι”, ἵ]να “ἐν ἀγαλλιάσει
θερίσῃ” κα[ὶ “ἐκ]ζητῶν τὸν κ(ύριο)ν, ἵνα
ἔλθῃ αὐτῷ [γεν]νήματα δικαιοσύ-
νης”. “ἐλ[εύς]ῃ δὲ ἐν τάφῳ ὥς-
περ σῖτος ὥρ[ι]μος κατὰ καιρὸν θε-
ριζόμενος ἢ ὥσπερ θημωνιὰ ἅ-
407

λωνος καθ' ὥ[ρ]αν συνκομισθεῖ-


σα.” οὐδὲν [ἔ]στιν τῶν ὄντων
ὃ μὴ ἔχει οἰ[κ]εῖ[ον] τέλος, κἂν ἐπὶ τέ-
χνης λάβη[τα]ι. ἡ φύσις καὶ ἡ τέ-
χνη τέλ[ος ἔχε]ι καὶ σκοπόν· φύ-
εται γὰρ ἄ[μπελ]ος διὰ τὴν ἀνθρώ-
που ἀπόλ[α]υ[σιν ε]ὔλογον καὶ οἰκο-
δομεῖτα[ι] τεχνίτης εἰς τὸ τελέσαι

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Job (5.1-6.29)


Codex p. 155, line 15

τὰ γ[ινόμ]ενα κα̣ὶ̣ παρὰ πολλῶν,


πολλ̣[ῷ] δὲ πλέ[ο]ν ὑπὸ θ(εο)ῦ. καὶ ὁ Ἐ-
λιφὰζ ο[ὖ]ν τοῦτο ἐπιστάμενος
ἅτε ἐντ[ρεχὴς] καὶ συνετός φησι(ν)
τὰ ἐκκ[είμενα τῇ] διανοίᾳ κινού-
μενος [τοιαύτῃ], ὅτι πράως καὶ
πρὸς ἐπ[ιστροφ]ὴν τὴν νουθεσί-
αν δεξ[άμενο]ς τέλος ἀγαθὸν ἕ-
ξει καὶ τ[ίμιον], ὅπερ δηλοῦται
αὐτῷ διὰ τ[ό· “ἐλεύς]ῃ ἐν τάφῳ ὥς-
περ σῖτος ὥρ[ιμο]ς κατὰ καιρὸν
θεριζόμενος.” χ̣[ωρ]εῖ δὲ αὐτῷ κατ'
ἀκολουθία[ν ὁ λ]όγος ἀπὸ τοῦ·
“μακάριος ἀν[ήρ], ὃν ἤλεγξεν
κ(ύριο)ς”, ὅτε καὶ πρ[ο]τρέπεται αὐτὸν  
μὴ “ἀναίνεσθαι παντοκράτο-
ρος νουθέτημα”, ὡς αὐτοῦ καὶ “τύ-
πτοντος καὶ ἰωμένου ἑξάκις τε
ἀπὸ ἀναγκῶν ῥυομένου λιμοῦ
καὶ πολέμου, ἀ̣[πὸ] μάστιγος γλώς-
σης καὶ σιδήρ[ου ἀ]ποκρύπτον

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Job (5.1-6.29)


Codex p. 155, line 31

ρος νουθέτημα”, ὡς αὐτοῦ καὶ “τύ-


πτοντος καὶ ἰωμένου ἑξάκις τε
ἀπὸ ἀναγκῶν ῥυομένου λιμοῦ
408

καὶ πολέμου, ἀ̣[πὸ] μάστιγος γλώς-


σης καὶ σιδήρ[ου ἀ]ποκρύπτον-
τος”, ἐξ οὗ συμβής[ε]ται τοῦτον,
ᾧ ταῦτα γίν[ε]ται, μὴ φοβεῖσθαι
κακῶν ἐπιφορὰν καὶ τὰ ἑξῆς. ἐ-
φ' οἷς ἅπασιν, φησίν, τέλος ἀγα-
θὸν διαδέξεται καιρίως καὶ ὡ-
ρίμως καθὰ σῖτος ἐν ἅλωνι συν-
αγόμενος. μακάριον δέ ἐστιν σῖ-
τον τοιοῦτον εἶναι, πε[ρὶ] οὗ ὁ ς(ωτ)ήρ
φησιν· “τὸ καλὸν σπέ[ρμ]α υἱοὶ τῆς
βασιλείας εἰ[σί]ν.” καὶ π[ερὶ τ]αὐτοῦ·
“ἐὰν μὴ ὁ κόκ[κ]ος τοῦ ς[ίτου] πεσὼ(ν)
εἰς τὴν γῆν ἀποθάν[ῃ, αὐ]τὸς μό-
νος μένει. ἐὰν δὲ ἀ[πο]θάνῃ,
πλείονα κα[ρ]πὸν [φέ]ρει.” καρπὸς
δὲ τούτου το[ῦ κόκκου ο]ὐκ αἰσθητὰ
γεννήματά [ἐστιν, ἀλλ'] ἄν(θρωπ)οι “υἱοὶ

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Job (5.1-6.29)


Codex p. 156, line 15

εἰς τὴν γῆν ἀποθάν[ῃ, αὐ]τὸς μό-


νος μένει. ἐὰν δὲ ἀ[πο]θάνῃ,
πλείονα κα[ρ]πὸν [φέ]ρει.” καρπὸς
δὲ τούτου το[ῦ κόκκου ο]ὐκ αἰσθητὰ
γεννήματά [ἐστιν, ἀλλ'] ἄν(θρωπ)οι “υἱοὶ
βασιλείας”. μ[έγα ἐστὶ] δὲ καὶ τὸ
μὴ ἀκοῦσαι· “ἐ[κτίλαι ς]ε καὶ μετ-
αναστεύσαι σε [ἀπὸ σκη]νώματος
καὶ τὸ ῥίζωμ[ά σου ἐκ] γῆς ζώντω(ν)”,
ἀλλ' οὕτω π[ληρω]θῆναι ἀρετῶ(ν)
ὡς ὁ πληρού[μ]ενος σῖτος καὶ και-  
ρίως θεριζ[όμ]ενός τε καὶ συνα-
γόμενος. κε[ῖται] δ' ἐκ παραλλή-
λου ὁ καιρὸς [καὶ] ἡ ὥρα ὡς ἐν τῶι·
“φυλάξετε τὸν νόμον τοῦτον
κατὰ καιροὺς ὡρῶν ἀφ' ἡμερῶ(ν)
εἰς ἡμέρας.” ἄμητος δ' ἐστὶν πνευ-
409

ματικὸς ψυχῆ[ς] τελείωσις. “πορευ-


όμενοι” γὰρ “ἐπορεύοντο καὶ ἔκλαι-
ον αἴροντ[ες τὰ] σπέρματα αὐτῶ(ν)”,
ὅπερ δηλο[ῖ τὴ]ν διὰ πόνων καὶ

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Ecclesiasten (11–12) (2102: 007)


“Didymos der Blinde. Kommentar zum Ecclesiastes, pt. 6”, Ed. Binder,
G., Liesenborghs, L.Bonn: Habelt, 1969; Papyrologische Texte und
Abhandlungen 9.Codex p. 346, line 2

 12,3c [καὶ ἤ]ρ̣|γησα̣[ν αἱ] ἀλήθουσαι, ὅτι ὠλιγώθησαν.


 [?] ἐκ π....σ̣ τρόπου ...α[......]|χει ἱσ̣[τορ]ί̣-
αν. εἰ γὰρ “καταργεῖται” ἡ “κοιλ̣[ία” καὶ τὰ “βρώ]ματα”
αὐτῆς, ὅταν [......] | ὁ βίος [....]ς καὶ ὁ κόσμος περιτ-  
τὸν το.[..... “ἤ]ργησαν αἱ ἀλήθουσα[ι” ......] | οὐκέ̣-
[τι ὄ]ντων τῶν “ἀληθομένων” λ.[......].[.....]τ̣ο ὅτι οὐ
τοῦ θ(εο)ῦ [..].[...]..[?] | εἰσι[ν. λ]έγει γοῦν ἐν Ἰ-
ηρεμίᾳ πρὸς τ[οὺς ψευδο]προφήτας τοὺς ἐπιμ[ειγνύοντας] |
τὰ λογικὰ “ἀχύροις”· εἰ τὸ “ἄχυρον” πρὸς τὸν {ἄνεμον}
“σῖτον” – ”λέγει κ(ύριο)ς, οὐχ ὥσπερ σῖ|τος οἱ λόγοι
μου;” – , οἱ τοῦ θ(εο)ῦ “λόγοι σῖτός” εἰσιν.
 οἱ δυνάμενοι διαιρεῖν αὐτοὺς καὶ | λεπτύνειν καὶ
παρασκευάζειν, οὗτοι “ἀλήθοντές” εἰσιν ἢ “ἀλήθουσαι”,
ἵνα | θηλυκῶς εἴπω κατὰ τὴν λέξιν. οἱ ἐκκλησιαστικῶς
διαιροῦντες τοὺς | “λόγους” τοῦ θ(εο)ῦ, “σῖτον” ὄντα,
τροφίμους ἄρτους ποιοῦσιν καὶ “σιμίδαλιν” προς|άγουσιν
εἰς τὸ θυσιαστήριον· εἰσὶν γὰρ καὶ θυσίαι διὰ “σιμιδά-
λεως” προσφε|ρόμεναι.
 οἱ ἀπὸ τῶ[ν] ἑτεροδόξων οὐχ ὡς δεῖ διαιροῦντες τοὺς
τοῦ θ(εο)ῦ “λόγους” | ἀλλ' ἐσφαλμένως καὶ εἰς ἀσέβειαν

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Zacchariam


Book 3, Sec. 228, line 7

[.............................]ο̣υ κατορθώματος. Οἷον


[............................ τ]ὴν ἐπίνοιαν ἀγαθὸν καὶ
[........................]ν καὶ ὠφέλιμον ἀγαθόν ἐστιν
[...........................]ες προσαγορεύεται καλόν.
410

[...............ὑμνῳδ]ὸν εἰπεῖν· «Ποίησον ἀγαθόν»


[.......................τὸ]ν μεγαλόφωνον Ἠσαΐαν μά-
[θετε καλὸν ποιεῖν ........]ε̣ρον Ἀπόστολον, τὸ καλὸν κα-
[τέχειν .......... ἀποστολι]κῇ φωνῇ· «Πάντα δοκιμάζετε,
[τὸ καλὸν κατέχετε, ἀπὸ παντ]ὸς εἴδους πονηροῦ ἀπέχεσθε.»
[»Ὅτι εἴ τι ἀγαθόν, αὐτοῦ· καὶ] εἴ τι καλόν, παρ' αὐτοῦ», ἁρμονί-
[ως ............... «σῖτος νε]ανίσκοις καὶ οἶνος εὐωδιά-
[ζων εἰς παρθένους» ......]ι̣ αἰσθητοῦ δὲ πυροῦ καὶ προχεί-
[ρου ...........]λ̣εται ταῦτα.
         Οὐ γὰρ πνευματικὴ καὶ
 [ψυ]-
χικοῦ ἀνθρώπου πρὸς τῷ μὴ δέχ[εσθαι] τὰ τοῦ πνεύματος,
μωρίαν αὐτὰ ἡγουμένου τῷ βεβλᾶφθ[αι τοῦ ἔ]σω ἀνθρώπου τὰς  
αἰσθήσεις. Πῶς γὰρ οὐκ ἐβλάβη ἡ ὄς[φ]ρ[ησι]ς καὶ γεῦσις τοῦ
μὴ γευομένου τοῦ Κυρίου κατὰ τὸ λεχ[θ]έ[ν· «Γ]εύσασθε καὶ
εἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος», καὶ ἡ ἀντιλημπτ[ικὴ] τῆς ἱερᾶς
πνοῆς τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, κατὰ τό· «Μύρον ἐκ[κεν]ωθὲν ὄνομά

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Zacchariam Book 4, Sec. 213, line 7

κουσιν οἱ χιλίαρχοι Ἰούδα ἑαυτοῖς τοὺς κατοικοῦντας Ἰερουσα-


λήμ, τιθέμενοι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡς δαλὸς πυρὸς ἐν ξύλοις καὶ ὡς
λαμπὰς πυρὸς ἐν καλάμῃ, ἵν' ἐκ δεξιῶν καὶ ἐξ εὐωνύμων κατα-
βρωθῶσιν κυκλόθεν οἱ λαοὶ πάντες.  
 Ὡς δαλὸς δὲ ἐν ξύλοις καὶ λαμπὰς ἐν καλάμῃ τίθενται
οἱ χιλίαρχοι τοῦ νοητοῦ Ἰούδα, ὅπως ἐν τῷ διαπύρῳ λόγῳ καὶ
φωτεινῷ καταφάγωσιν τὰς ἀκάρπους καὶ ὑλικὰς προαιρέσεις Τὰ
γὰρ δένδρα μὴ ποιοῦντα καλὸν καρπὸν ἐκκοπτόμενα καὶ εἰς πῦρ
βαλλόμενα ξύλα εἰσὶν κολάσει παραδιδόμενα, ἵνα ἀναλωθῇ ἡ
χειρίστη ποιότης αὐτῶν, ὡς αὖ οἱ ἀχυρώδεις, καλάμη καὶ οὐ
σῖτος ὄντες, ὑπὲρ πυρὸς ἀναλίσκονται. Εἴρηται γὰρ ἐν Εὐαγ-
γελίῳ ὅτι διακαθάραντος τοῦ Ἰησοῦ τὴν ἅλωνα ἐν ᾧ ἔχει ἐν τῇ
χειρὶ πτύῳ, ὁ μὲν σῖτος εἰς ἀποθήκην τῶν ἐπαγγελιῶν εἰσάγεται
– οὗτοι δ' εἰσὶν οἱ δίκαιοι ἄνδρες,  – τὸ δ' ἄχυρον ἀσβέστῳ πυρὶ
κατακαήσεται, ἀναλισκομένης τῆς χειρίστης προαιρέσεως τῶν
παρ' ἰδίαν προαίρεσιν ἀκάρπων εὑρεθέντων.
         Περὶ τῶν
τοιούτων ἐν Μιχαίᾳ τῷ προφήτῃ ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος λέγεται·
»Οἴμμοι ὅτι ἐγενήθην ὡς συνάγων καλάμην ἐν ἀμήτῳ καὶ ὡς
ἐπιφυλλίδα ἐν τρυγήτῳ οὐχ ὑπάρχοντος βότρυος τοῦ φαγεῖν τὰ
πρωτόγονα.» Εἰπὼν μετ' αἰνιγμοῦ τὴν ὑπάρξασαν ἀκαρπίαν,
411

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Zacchariam


Book 4, Sec. 213, line 9

λαμπὰς πυρὸς ἐν καλάμῃ, ἵν' ἐκ δεξιῶν καὶ ἐξ εὐωνύμων κατα-


βρωθῶσιν κυκλόθεν οἱ λαοὶ πάντες.  
 Ὡς δαλὸς δὲ ἐν ξύλοις καὶ λαμπὰς ἐν καλάμῃ τίθενται
οἱ χιλίαρχοι τοῦ νοητοῦ Ἰούδα, ὅπως ἐν τῷ διαπύρῳ λόγῳ καὶ
φωτεινῷ καταφάγωσιν τὰς ἀκάρπους καὶ ὑλικὰς προαιρέσεις Τὰ
γὰρ δένδρα μὴ ποιοῦντα καλὸν καρπὸν ἐκκοπτόμενα καὶ εἰς πῦρ
βαλλόμενα ξύλα εἰσὶν κολάσει παραδιδόμενα, ἵνα ἀναλωθῇ ἡ
χειρίστη ποιότης αὐτῶν, ὡς αὖ οἱ ἀχυρώδεις, καλάμη καὶ οὐ
σῖτος ὄντες, ὑπὲρ πυρὸς ἀναλίσκονται. Εἴρηται γὰρ ἐν Εὐαγ-
γελίῳ ὅτι διακαθάραντος τοῦ Ἰησοῦ τὴν ἅλωνα ἐν ᾧ ἔχει ἐν τῇ
χειρὶ πτύῳ, ὁ μὲν σῖτος εἰς ἀποθήκην τῶν ἐπαγγελιῶν εἰσάγεται
– οὗτοι δ' εἰσὶν οἱ δίκαιοι ἄνδρες,  – τὸ δ' ἄχυρον ἀσβέστῳ πυρὶ
κατακαήσεται, ἀναλισκομένης τῆς χειρίστης προαιρέσεως τῶν
παρ' ἰδίαν προαίρεσιν ἀκάρπων εὑρεθέντων.

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Job (in catenis) (2102: 014); MPG


39.Volume 39, p. 1133, line 40

ὅτι εἰς ὅσον τις ὑπὸ τὸν ἐν ἓξ ἡμέραις γεγενημένον


ὑπάρχει κόσμον, τὰς ἐν αὐτῷ ὑπομένει ἀνίας, καὶ
θλίψεις· κἂν ἅγιός τις ὑπάρχῃ, ἔχει τὴν ἐκ τοῦ
σώματος τῆς χρείας ἀνάγκην· ὑπερβὰς δὲ τὸν κό-
σμον, καὶ ἐν τῇ ἑβδοματικῇ ἀναπαύσει γεγενημένος,
οὐκ αἰσθήσεται κακώσεως· ἐπεὶ καὶ τοῦ ἀφιλάργυρον
ἔχοντος τὸν τρόπον οὐχ ἅπτεται ζημία. Ὁ δὲ νοῦς
τοιοῦτος· Ἐν τῷ νῦν αἰῶν· γυμνάσει σε, καὶ ἐν τῷ
μέλλοντί σε δοξάσει. Οὐκ ἀνάγκη δὲ ταῖς θεωρίαις
τὰς ἱστορίας ἐξομαλίζειν ἑξῆς.
 Στ. κϛʹ. Ἐλεύσῃ δὲ ἐν τάφῳ, ὥσπερ σῖτος ὥρι-
μος, κατὰ καιρὸν θεριζόμενος· ἢ ὥσπερ θημωνία
ἅλωνος καθ' ὥραν συγκομισθεῖσα.

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Psalmos 40–44.4 (2102: 020)


“Didymos der Blinde. Psalmenkommentar, pt. 5”, Ed. Gronewald, M.
Bonn: Habelt, 1970; Papyrologische Texte und Abhandlungen 12.
412

Codex p. 330, line 3

τὸ ζῷον· | οὐ γὰρ ἀφανισθέντος τοῦ σπέρματος ζῷ[ο]ν ἔξωθέν


ποθεν ἐπιγίνεται, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ σπέρμα πρό|τερον εἰς φύσιν
τραπέν, εἶτ' ἐκ φύσεω[ς] εἰς ἔνβρυον, μετὰ τὸ̣ ἔνβρυον ζῷον
γενόμενον ὑφίσταται | τὴν ἀπότεξιν.
 αὗται οὖν ἀλλαγαί εἰσιν, οὐκ̣ ἀλλοιώσεις· οὐδὲ γὰρ ποιό-
τητος μόνης γίνεται μεταβολή. | καὶ πολλά γε ἔστιν τοιαῦτα
{ἔστιν} εὑρεῖν. καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Παῦλος τοῖς σπέρμασιν χρησά-
μενος· | ὁ κόκκος τοῦ σίτου πρὸ σπορᾶς κόκκος ἐστίν. ὅταν δὲ
σπαρεὶς γεωργίας τύχῃ, γίνεται στάχυς· | ἀλλά, λέγουσιν ἄλ-
λοι, ἀλλὰ πάλιν σῖτος. οὐκ οἶδαν δὲ ὅτι παράδειγμά ἐστιν τὸ
λεχθέν. ἐλέχθη δὲ | [π]ολλάκις ὅτι οὐκ ἐξομαλίζονται τὰ παρα-
δείγματα, ἐπεὶ οὐκέτι παραδείγματά εἰσιν.
 πάλιν μὴ ταὐ|[τό]ν ἐστιν ἄρτι βρέφος καὶ παῖς. ὅμως τὸ
βρέφος εἰς τὸν παῖδα μεταβάλλει, καὶ οὐ λέγω ὅτι εἰς τὸ μὴ  
ὂν | καταστρέψαντος τοῦ βρέφους εἰσῆλθέν ποθεν ὁ παῖς,
ἀλλὰ αὐτὸ τὸ βρέφος μετέβαλεν κατά τε | αὔξησιν καὶ τὴν
ἄλλην ποιότητα, γέγονεν παῖς, {οὐ} μετηλικιώθη. καὶ κατὰ
μὲν τὴν ἡλικίαν | ἄλλο ἐστὶν βρέφος καὶ ἄλλο παῖς,

Pseudo-Macarius Scr. Eccl., Sermones 64 (collectio B) (2109: 001)


“Makarios/Symeon Reden und Briefe, 2 vols.”, Ed. Berthold, H.
Berlin: Akademie–Verlag, 1973; Die griechischen christlichen
Schriftsteller.Homily 2, ch. 6, Sec. 4, line 1

τὸ δὲ «διαφέρει ἐν δόξῃ» ἐν τῇ τῶν χαρισμάτων διαφορᾷ, ἐπειδὴ «ᾧ μὲν


δίδοται
λόγος σοφίας, ἄλλῳ δὲ λόγος γνώσεως» καὶ τὰ ἑξῆς.
 Ὥσπερ γὰρ λαμπάδες πολλαὶ ἑνὶ μὲν ἐλαίῳ καὶ ἑνὶ πυρὶ ἀνημμέναι
τυγχάνουσιν,
οὐκ ἴσῳ τῷ μέτρῳ τὴν αὐγὴν – εἰ τύχοι – τοῦ πυρὸς φαίνουσι, διὰ τὸ τὴν
μὲν
μείζονα τὴν δὲ ἐλάττονα εἶναι, οὕτω καὶ τὰ χαρίσματα τὰ διὰ πλειόνων
κατορ-
θωμάτων (τουτέστι τῷ ἐλαίῳ) αὐξηθέντα περισσοτέραν ἔχει τὴν
φαιδρότητα
τοῦ πνεύματος τοῦ ἁγίου.
 Καὶ ὥσπερ ἐν πόλει πολλῶν ὄντων τῶν ἐν αὐτῇ οἰκούντων καὶ ἑνὶ ἄρτῳ
καὶ
ἑνὶ ὕδατι τρεφομένων οἱ μὲν εἰσὶν αὐτῶν ἄνδρες, οἱ δὲ νήπιοι, καὶ
διαφορὰ πολλὴ
413

ἐν αὐτοῖς ἐστι.
 Καὶ ὥσπερ σῖτος ἐν τῇ αὐτῇ χώρᾳ ἐσπαρμένος διαφόρους σταχύας
ἀνατέλλει
πὴ μὲν πλείονας πὴ δὲ ἐλάττονας, ἐν τῇ αὐτῇ δὲ χώρᾳ, καὶ ἐν τῇ αὐτῇ
ἅλωνι
συνάγεται καὶ ἐν τῇ αὐτῇ ἀποθήκῃ ἀποτίθεται, οὕτω καὶ ἐν τῇ ἀναστάσει
τῶν νεκρῶν διαφορὰ δόξης τοῖς ἀνισταμένοις κεχάρισται κατὰ τὴν ἀξίαν
τῶν
κατορθωμάτων καὶ κατὰ τὴν μετουσίαν τοῦ ἀπὸ τοῦ νῦν οἰκοῦντος ἐν
αὐτοῖς  
ἁγίου πνεύματος, ἑνὸς ὄντος τοῦ περὶ αὐτοὺς φωτός – ὡς καὶ τοῦ περὶ

Pseudo-Macarius Scr. Eccl., Sermones 64 (collectio B)


Homily 46, ch. 1, Sec. 2, line 8

ἐκ τοῦ προσήκοντος λογισμοῦ. εἰ δέ φαμεν οὕτως ὑπὸ τοῦ δημιουργοῦ


ἐκτίσθαι,
ἄδικον κριτὴν λέγομεν τὸν θεὸν πέμποντα εἰς γέενναν τὸν σατανᾶν. εἰσὶ
γάρ
τινες τῶν αἱρετικῶν λέγοντες ὕλην ἄναρχον καὶ ὕλην ῥίζαν καὶ ῥίζαν
δύναμιν
καὶ ἰσοδυναμίαν. πρὸς τοῦτο οὖν ἔχεις εὐλόγως ἀντιθεῖναι ὅτι, “ποία
ἐστὶν ἡ νικῶσα δύναμις;” ἀνάγκη δὲ εἰπεῖν, ὅτι “ἡ τοῦ θεοῦ.” ἀποκρίνου·
“λοιπόν, οὐκέτι ἐστὶν ἰσόχρονος ἢ ἰσοδύναμος ὁ ἡττώμενος, ὦ λέγοντες
ἐν ὑπο-
στάσει τὸ κακόν. θεῷ οὐδέν ἐστιν ἐνυπόστατον κακὸν κατὰ τὸ ἀπαθὲς
αὐτοῦ
καὶ θεϊκόν. ἡμῖν δέ ἐστιν ἐνυπόστατον κακὸν ἐνεργοῦν πάσῃ δυνάμει καὶ
αἰσθή-
σει, πάσας ἐπιθυμίας ῥυπαρὰς ὑποβάλλον.” οὐ συνεκράθη δὲ οὕτως, ὃν
τρόπον
τινὲς λέγουσι τὴν μῖξιν τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ὕδατος, ἀλλ' ἔστιν ἐν μιᾷ χώρᾳ

σῖτος καθ' ἑαυτὸν καὶ τὰ ζιζάνια καθ' ἑαυτά, ἔστιν ἐν ἑνὶ οἴκῳ ὁ λῃστὴς
κατ'
ἰδίαν καὶ ὁ οἰκοδεσπότης κατ' ἰδίαν.
 Ἔστι πηγὴ ῥέουσα ὕδωρ καθαρὸν καὶ ὑπόκειται βόρβορος· ὅταν ταράξῃ
τις τὸν βόρβορον, ὅλη ἡ πηγὴ θολοῦται. οὕτω καὶ ἡ ψυχὴ ὅτε ταράσσεται
καὶ
θολοῦται, κιρνᾶται καὶ ἕν τι γίνεται ὁ σατανᾶς μετὰ τῆς ψυχῆς
(πνευμάτων
414

ὄντων ἀμφοτέρων), οἷον κατὰ τὸν καιρὸν τῆς πορνείας ἢ τοῦ φόνου· διὰ
τοῦτο
»ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμα» γίνεται. πλὴν ἐν ἄλλῃ ὥρᾳ καθ'
ἑαυτήν
ἐστι τῆς ψυχῆς ἡ ὑπόστασις, μεταμελομένης ἐφ' οἷς ἔπραξε, καὶ κλαίει
καὶ
εὔχεται ἐφ' οἷς ἐπλημμέλησε καὶ μνημονεύει θεοῦ. εἰ γὰρ πάντοτε ἦν
βεβυθις-
μένη εἰς τὸ κακόν, πῶς ἠδύνατο ταῦτα πράττειν, τοῦ σατανᾶ μηδέποτε
θέλοντος
εἰς μετάνοιαν ἔρχεσθαι τοὺς ἀνθρώπους; ἄσπλαγχνος γὰρ ὑπάρχει. καὶ

Pseudo-Macarius Scr. Eccl., Sermones 64 (collectio B) Homily 48, ch. 1,


Sec. 4, line 1

οὗτοι, καὶ πολλὴ διάστασις μεταξὺ τούτων κἀκείνων. οἱ γὰρ τῆς γῆς
κατοικήτορες καὶ τὰ τέκνα τοῦ αἰῶνος τούτου ἐοίκασι σίτῳ βεβλημένῳ
ἐν
σινίῳ τῆς γῆς ταύτης, σινιαζόμενοι ἐν ἀστάτοις λογισμοῖς τοῦ κόσμου, ἐν
σάλῳ
γηΐνων ἐπιθυμιῶν καὶ πολυπλόκων ἐννοιῶν ὑλικῶν τὰς ψυχάς,
κλυδωνίζοντος
τοῦ σινιάζοντος σατανᾶ διὰ τοῦ τῆς γῆς σινίου (τουτέστι τῶν γηΐνων
πραγμάτων).
πᾶν γὰρ τὸ ἁμαρτωλὸν τῶν ἀνθρώπων γένος ἀπὸ τῆς τοῦ Ἀδὰμ
ἐκπτώσεως,
παραβάντος τὴν ἐντολήν, ὑπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς πονηρίας ἐγένετο,
λαβόντα κατὰ
τοῦ Ἀδὰμ τὴν ἐξουσίαν καὶ λοιπὸν ἀπ' αὐτοῦ ἀπαύστοις λογισμοῖς
ἀπάτης καὶ
κλόνου σινιάζει καὶ προσκρούει τῷ σινίῳ τῆς γῆς πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ
αἰῶνος
τούτου.
 Ὥσπερ γὰρ ἄλλος ἐστὶν ὁ σῖτος· καὶ ἄλλο τὸ σίνιον· καὶ ἄλλος ὁ
σινιάζων
διὰ τοῦ σινίου τὸν σῖτον, ἰδοὺ γὰρ ἐν τῷ σινίῳ ὁ σῖτος ὑπὸ τοῦ
σινιάζοντος
προσκόπτει καὶ ἐν αὐτῷ ἀστάτως σαλευόμενος ἐνστρέφεται, οὕτω διὰ
τῶν
415

γηΐνων πραγμάτων πάντας τοὺς ἀνθρώπους κατέχει ὁ τῆς πονηρίας


ἄρχων καὶ
δι' αὐτῶν σαλεύει καὶ κλονεῖ καὶ σείει καὶ προσκόπτειν ποιεῖ
διαλογισμοῖς
ματαίοις καὶ αἰσχροῖς καὶ ἐπιθυμίαις καὶ δεσμοῖς γηΐνοις καὶ κοσμικοῖς,
ἀστά-
τως αἰχμαλωτίζων καὶ περικλονῶν καὶ δελεάζων· πᾶν τὸ ἁμαρτωλὸν
γένος τοῦ
Ἀδάμ, ὡς καὶ ὁ κύριος τοῖς ἀποστόλοις τὴν τοῦ πονηροῦ κατ' αὐτῶν ἐπα-
νάστασιν μέλλουσαν ἔσεσθαι προέλεγεν· «ἐξῃτήσατο ὑμᾶς ὁ σατανᾶς
τοῦ σινι-  
άσαι ὡς τὸν σῖτον· ἀλλ' ἐγὼ ἐδεήθην τοῦ πατρός μου, ἵνα μὴ ἐκλείπῃ ἡ
πίστις ὑμῶν».

Pseudo-Macarius Scr. Eccl., Sermones 64 (collectio B)


Homily 48, ch. 1, Sec. 4, line 2

κατοικήτορες καὶ τὰ τέκνα τοῦ αἰῶνος τούτου ἐοίκασι σίτῳ βεβλημένῳ


ἐν
σινίῳ τῆς γῆς ταύτης, σινιαζόμενοι ἐν ἀστάτοις λογισμοῖς τοῦ κόσμου, ἐν
σάλῳ
γηΐνων ἐπιθυμιῶν καὶ πολυπλόκων ἐννοιῶν ὑλικῶν τὰς ψυχάς,
κλυδωνίζοντος
τοῦ σινιάζοντος σατανᾶ διὰ τοῦ τῆς γῆς σινίου (τουτέστι τῶν γηΐνων
πραγμάτων).
πᾶν γὰρ τὸ ἁμαρτωλὸν τῶν ἀνθρώπων γένος ἀπὸ τῆς τοῦ Ἀδὰμ
ἐκπτώσεως,
παραβάντος τὴν ἐντολήν, ὑπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς πονηρίας ἐγένετο,
λαβόντα κατὰ
τοῦ Ἀδὰμ τὴν ἐξουσίαν καὶ λοιπὸν ἀπ' αὐτοῦ ἀπαύστοις λογισμοῖς
ἀπάτης καὶ
κλόνου σινιάζει καὶ προσκρούει τῷ σινίῳ τῆς γῆς πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ
αἰῶνος
τούτου.
 Ὥσπερ γὰρ ἄλλος ἐστὶν ὁ σῖτος· καὶ ἄλλο τὸ σίνιον· καὶ ἄλλος ὁ
σινιάζων
διὰ τοῦ σινίου τὸν σῖτον, ἰδοὺ γὰρ ἐν τῷ σινίῳ ὁ σῖτος ὑπὸ τοῦ
σινιάζοντος
προσκόπτει καὶ ἐν αὐτῷ ἀστάτως σαλευόμενος ἐνστρέφεται, οὕτω διὰ
τῶν
γηΐνων πραγμάτων πάντας τοὺς ἀνθρώπους κατέχει ὁ τῆς πονηρίας
ἄρχων καὶ
416

δι' αὐτῶν σαλεύει καὶ κλονεῖ καὶ σείει καὶ προσκόπτειν ποιεῖ
διαλογισμοῖς
ματαίοις καὶ αἰσχροῖς καὶ ἐπιθυμίαις καὶ δεσμοῖς γηΐνοις καὶ κοσμικοῖς,
ἀστά-
τως αἰχμαλωτίζων καὶ περικλονῶν καὶ δελεάζων· πᾶν τὸ ἁμαρτωλὸν
γένος τοῦ
Ἀδάμ, ὡς καὶ ὁ κύριος τοῖς ἀποστόλοις τὴν τοῦ πονηροῦ κατ' αὐτῶν ἐπα-
νάστασιν μέλλουσαν ἔσεσθαι προέλεγεν· «ἐξῃτήσατο ὑμᾶς ὁ σατανᾶς
τοῦ σινι-  
άσαι ὡς τὸν σῖτον· ἀλλ' ἐγὼ ἐδεήθην τοῦ πατρός μου, ἵνα μὴ ἐκλείπῃ ἡ
πίστις
ὑμῶν». ὁ γὰρ τῷ Κάϊν ὑπὸ τοῦ δημιουργοῦ ῥηθεὶς λόγος καὶ ἀπόφασις
εἰς τὸ προφανές

Pseudo-Macarius Scr. Eccl., Sermones 64 (collectio B)


Homily 49, ch. 2, Sec. 7, line 2

στᾶσαν διὰ τὴν χρονίαν πρόληψιν ἐν ἑαυτοῖς ἔσχομεν, οὕτω καὶ διὰ τοῦ
ξένου
τῆς φύσεως ἡμῶν τῆς ἐπουρανίου δωρεᾶς τοῦ ἁγίου πνεύματος
ἐξωσθῆναι
πάλιν ταύτην ἐκ τῆς φύσεως ἡμῶν χρὴ καὶ εἰς τὴν ἀρχαίαν καθαρότητα
ἀπο-
κατασταθῆναι. ἐὰν γὰρ μὴ ἐκείνην τὴν ἐξ οὐρανοῦ ἀγάπην τοῦ πνεύ-
ματος δεξώμεθα νῦν ἐν πολλῇ αἰτήσει καὶ δεήσει καὶ πίστει καὶ προσοχῇ
καὶ
ἀποστροφῇ τοῦ κόσμου, καὶ ἁγιασθῇ ἡ μιανθεῖσα ὑπὸ τῆς κακίας φύσις
ἡμῶν
ὑπὸ τῆς ἀγάπης ἐκείνης, ἥτις ἐστὶν ὁ κύριος, καὶ ἕως τέλους διαμείνωμεν

ἄπτωτοι ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ ἀναστρεφόμενοι, τῆς ἐπουρανίου


βασι-
λείας τυχεῖν οὐ δυνησόμεθα.
 Λεπτὸν δέ τινα λόγον καὶ βαθὺν κατὰ τὴν προσοῦσαν δύναμιν εἰπεῖν
βού-
λομαι. ἐσωματοποίησεν ἑαυτὸν ὁ ἄπειρος καὶ ἀόρατος καὶ ἀπρόσιτος
θεὸς διὰ
ἄπειρον καὶ ἀνεννόητον χρηστότητα καὶ ὡς εἰπεῖν συνεσμίκρυνεν, ἵνα
δυνηθῇ
συγκερασθῆναι τοῖς ἀοράτοις καὶ νοεροῖς αὐτοῦ κτίσμασιν, οἷον ψυχαῖς
ἁγίων
λέγω καὶ ἀγγέλοις, ἵνα δυνηθῶσι ζωῆς ἀθανάτου καὶ θεότητος μετασχεῖν.
417

ἕκαστον γὰρ κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν σῶμά ἐστιν, ὁ ἄγγελος, ἡ ψυχή, ὁ
δαίμων.
κἂν γὰρ λεπτά εἰσιν, ἀλλ' ὅμως ἐν ὑποστάσει καὶ χαρακτῆρι καὶ εἰκόνι
καὶ
κατὰ τὴν λεπτότητα τῆς φύσεως σῶμα τυγχάνει λεπτόν. ὥσπερ γὰρ ἐν
ὑποστάσει τοῦτο τὸ σῶμα παχύ ἐστιν, οὕτω καὶ ἡ ψυχὴ σῶμα οὖσα
λεπτὸν
περιεβάλετο καὶ ἐνεδύσατο τὰ μέλη τοῦ σώματος τούτου· περιεβάλετο
τὸν
ὀφθαλμὸν δι' οὗ ὁρᾷ, τὸ οὖς ὁμοίως δι' οὗ ἀκούει, τὴν χεῖρα καὶ
ἁπαξαπλῶς
ὅλον τὸ σῶμα καὶ τὰ μέλη αὐτοῦ περιέλαβεν ἡ ψυχὴ καὶ συνεκεράσθη
ὅλον

Pseudo-Macarius Scr. Eccl., Homiliae spirituales 50 (collectio H)


(2109: 002)
“Die 50 geistlichen Homilien des Makarios”, Ed. Dörries, H.,
Klostermann, E., Krüger, M.
Berlin: De Gruyter, 1964; Patristische Texte und Studien 4.
Homily 4, line 139

ἐξωσθῆναι πάλιν χρὴ καὶ εἰς τὴν ἀρχαίαν καθαρότητα ἀποκαταστῆναι.


καὶ εἰ μὴ ἐκείνην τὴν ἐξ οὐρανοῦ ἀγάπην τοῦ πνεύματος δεξόμεθα νῦν
ἐν πολλῇ αἰτήσει καὶ δεήσει καὶ πίστει καὶ προσευχῇ καὶ ἀποστροφῇ
τοῦ κόσμου, καὶ προσκολληθῇ τῇ ἀγάπῃ, ἥτις ἐστὶν ὁ κύριος, καὶ
ἁγιασθῇ ἡ μιανθεῖσα ὑπὸ τῆς κακίας φύσις ἡμῶν ὑπὸ τῆς ἀγάπης ἐκείνης
τοῦ πνεύματος, καὶ ἕως τέλους διαμείνωμεν ἄπτωτοι ἐν πάσαις ταῖς
ἐντολαῖς αὐτοῦ ἀκριβῶς ἀναστρεφόμενοι, τῆς ἐπουρανίου βασιλείας
τυχεῖν οὐ δυνησόμεθα.
 Λεπτὸν δέ τινα λόγον καὶ βαθὺν κατὰ τὴν προσοῦσάν μοι δύναμιν
εἰπεῖν βούλομαι· διὸ συνετῶς ἀκούσατε. ἐσωματοποίησεν ἑαυτὸν ὁ
ἄπειρος καὶ ἀπρόσιτος καὶ ἀποίητος θεὸς δι' ἄπειρον καὶ ἀνεννόητον
χρηστότητα, καὶ ὡς εἰπεῖν συνεσμίκρυνεν ἐκ τῆς ἀπροσίτου δόξης,
ἵνα συνενωθῆναι δυνηθῇ τοῖς ἀοράτοις αὐτοῦ κτίσμασιν (οἷον ψυχαῖς
ἁγίων καὶ ἀγγέλων λέγω), ἵνα δυνηθῶσι ζωῆς θεότητος μετασχεῖν. ἕ-
καστον γὰρ κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν σῶμά ἐστιν, ὁ ἄγγελος, ἡ ψυχή, ὁ  
δαίμων· ὅτι κἂν λεπτά ἐστιν, ὅμως ἐν ὑποστάσει καὶ χαρακτῆρι καὶ
418

εἰκόνι κατὰ τὴν λεπτότητα τῆς φύσεως αὐτῶν σώματα τυγχάνει λεπτά.
ὥσπερ ἐν ὑποστάσει τοῦτο τὸ σῶμα παχύ ἐστιν, οὕτω καὶ ἡ ψυχὴ
λεπτὴ οὖσα περιέλαβε τὸν ὀφθαλμὸν δι' οὗ ὁρᾷ, τὸ οὖς δι' οὗ ἀκούει,
ὁμοίως τὴν γλῶσσαν δι' ἧς λαλεῖ, τὴν χεῖρα, καὶ ἁπαξαπλῶς πᾶν τὸ

Pseudo-Macarius Scr. Eccl., Homiliae spirituales 50 (collectio H)


Homily 5, line 16

κἀκείνων. οἱ γὰρ τῆς γῆς οἰκήτορες καὶ τὰ τέκνα τοῦ αἰῶνος τούτου
ἐοίκασι σίτῳ βεβλημένῳ ἐν σινίῳ τῆς γῆς ταύτης, σινιαζόμενοι ἐν
ἀστάτοις
λογισμοῖς τοῦ κόσμου τούτου καὶ σάλῳ ἀπαύστῳ τῶν γηΐνων πραγ-
μάτων καὶ πολυπλόκων ἐννοιῶν ὑλικῶν τὰς ψυχάς, κλυδωνίζοντος
τοῦ σινιάζοντος σατανᾶ διὰ τοῦ σινίου (τουτέστι τῶν γηΐνων πραγ-  
μάτων) πᾶν τὸ ἁμαρτωλὸν γένος τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ τῆς τοῦ Ἀδὰμ
ἐκπτώσεως, παραβάντος τὴν ἐντολὴν καὶ ὑπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς πονηρίας
γεγονότος, λαβόντος αὐτοῦ τὴν ἐξουσίαν καὶ λοιπὸν ἀπαύστοις λογισμοῖς

ἀπάτης καὶ κλόνου σινιάζοντος καὶ προσκρούοντος τῷ σινίῳ τῆς γῆς


πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ αἰῶνος τούτου.  
 Ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ σινίῳ ὁ σῖτος ὑπὸ τοῦ σινιάζοντος προσκόπτει
καὶ ἐν αὐτῷ ἀστάτως σαλευόμενος στρέφεται, οὕτως διὰ τῶν γηΐνων
πραγμάτων πάντας τοὺς ἀνθρώπους κατέχει ὁ τῆς πονηρίας ἄρχων
καὶ δι' αὐτῶν σαλεύει καὶ κλονεῖ καὶ σείει καὶ προσκόπτειν ποιεῖ δια-
λογισμοῖς ματαίοις καὶ αἰσχραῖς ἐπιθυμίαις καὶ δεσμοῖς γηΐνοις καὶ
κοσμικοῖς, ἀστάτως αἰχμαλωτίζων καὶ κλονῶν καὶ δελεάζων πᾶν τὸ
ἁμαρτωλὸν γένος τοῦ Ἀδάμ, ὡς ὁ κύριος τοῖς ἀποστόλοις τὴν τοῦ
πονηροῦ κατ' αὐτῶν ἐπανάστασιν μέλλουσαν ἔσεσθαι προέλεγεν· «ἐξῃ-
τήσατο ὑμᾶς ὁ σατανᾶς σινιάσαι ὡς τὸν σῖτον· ἀλλ' ἐγὼ ἐδεήθην τοῦ
πατρός μου, ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις ὑμῶν». ὁ γὰρ τῷ Κάϊν ὑπὸ τοῦ
δημιουργοῦ ῥηθεὶς λόγος καὶ ἡ ἀπόφασις εἰς τὸ προφανές, τὸ «στένων

Pseudo-Macarius Scr. Eccl., Homiliae spirituales 50 (collectio H)


Homily 16, line 16

εἰ δέ φαμεν οὕτως ὑπὸ τοῦ δημιουργοῦ κτισθῆναι, ἄδικον κριτὴν λέγομεν

τὸν θεὸν πέμποντα εἰς πῦρ τὸν σατανᾶν. εἰσὶ γάρ τινες τῶν αἱρετικῶν
λέγοντες ὕλην ἄναρχον καὶ ὕλην ῥίζαν, καὶ ῥίζαν δύναμιν καὶ ἰσοδυνα-
μίαν. πρὸς τοῦτο οὖν ἔχεις εὐλόγως ἀντιθεῖναι ὅτι “ποία ἐστὶ λοιπὸν
ἡ νικῶσα δύναμις;” ἀνάγκη δὲ ὅτι ἡ τοῦ θεοῦ. λοιπὸν οὐκέτι ἐστὶν
ἰσόχρονος ἢ ἰσοδύναμος ὁ ἡττώμενος. οἱ λέγοντες ἐνυπόστατον τὸ
419

κακὸν οὐδὲν ἴσασι. θεῷ γὰρ οὐδέν ἐστι κακὸν ἐνυπόστατον κατὰ τὸ
ἀπαθὲς αὐτοῦ καὶ θεϊκόν. ἡμῖν δέ ἐστιν ἐνεργοῦν ἐν πάσῃ δυνάμει καὶ
αἰσθήσει, πάσας ἐπιθυμίας ῥυπαρὰς ὑποβάλλον. οὐ συνεκράθη δὲ οὕτως,
ὃν τρόπον τινὲς λέγουσι τὴν μῖξιν τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ὕδατος, ἀλλ' ὥς
ἐστιν ἐν μιᾷ χώρᾳ ὁ σῖτος καθ' ἑαυτὸν καὶ τὰ ζιζάνια καθ' ἑαυτά· ὥς
ἐστιν ἐν οἴκῳ ὁ λῃστὴς κατ' ἰδίαν καὶ ὁ οἰκοδεσπότης κατ' ἰδίαν.
 Ἔστι πηγὴ ῥέουσα ὕδωρ καθαρὸν καὶ ὑπόκειται βόρβορος· ὅταν
ταράξῃ τις τὸν βόρβορον, ὅλη ἡ πηγὴ θολοῦται. οὕτως καὶ ἡ ψυχὴ  
ὅταν ταράσσηται, θολοῦται καὶ κιρνᾶται τῇ κακίᾳ, καὶ ἕν τι γίνεται ὁ
σατανᾶς μετὰ τῆς ψυχῆς (πνεύματα ἀμφότερα), κατὰ τὴν πορνείαν ἢ
τὸν φόνον· διὰ τοῦτο «ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστι». πλὴν
ἐν ἄλλῃ ὥρᾳ καθ' ἑαυτήν ἐστιν ἡ ψυχὴ ἐνυπόστατος, μεταμελουμένη
ἐφ' οἷς ἔπραξε, καὶ κλαίει καὶ εὔχεται καὶ μνημονεύει θεοῦ. εἰ γὰρ πάντο-
τε ἦν ἡ ψυχὴ βεβυθισμένη εἰς τὸ κακόν, πῶς ἠδύνατο ταῦτα πράττειν,
τοῦ σατανᾶ μηδέποτε θέλοντος εἰς μετάνοιαν ἔρχεσθαι τοὺς ἀνθρώπους;

Pseudo-Macarius Scr. Eccl., Sermones 1–22, 24–27 (2109: 003)


“Neue Homilien des Makarius/Symeon”, Ed. Klostermann, E., Berthold,
H.Berlin: Akademie–Verlag, 1961; Texte und Untersuchungen 72.
Homily 27, Sec. 7, line 7

ἁμαρτίαν τῶν λογισμῶν τῆς κακίας, εἰ μὴ μόνον τὸ οὐράνιον τοῦ


Χριστοῦ πνεῦμα πνεύσει ἐν αὐτῇ; φησὶ γὰρ ὁ εὐαγγελιστής· «οὗ τὸ
πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα αὐτοῦ, καὶ τὸν
μὲν σῖτον συνάξει ἐν ἀποθήκῃ, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ».

 Παρακαλέσωμεν οὖν καὶ ἡμεῖς καὶ δεηθῶμεν τοῦ κυρίου ἡμέρας καὶ
νυκτὸς ἐν πόνῳ καρδίας καὶ πόθῳ στοργῆς ζητοῦντες αὐτὸν μόνον,
ἐπὶ μηδενὶ τοῦ κόσμου (ἡδονῇ ἢ δόξῃ ἢ ἀρχῇ ἢ ἑτέρῳ τινί) ἐπανα-
παυόμενοι ἢ μόνον πρὸς αὐτὸν τὴν ἐπιπόθησιν ἔχοντες, ἵνα συναγάγῃ
τοὺς ἐσκορπισμένους ἡμῶν λογισμούς, ἵνα τῆς ἐπισκέψεως καὶ τῆς
ἐπιμελείας αὐτοῦ καταξιωθέντες καὶ ὑπ' αὐτοῦ προσληφθέντες καὶ
τροποφορηθέντες τῆς αἰωνίου ζωῆς ἄξιοι γενώμεθα, ἵν' ὡς σῖτος κα-
θαρὸς καθαρισθέντες ἐν τῇ τῶν οὐρανῶν χώρᾳ ὑπ' αὐτοῦ ἀποτεθῶμεν.
ὥσπερ γὰρ ἐργάτης ἢ γεωργὸς πᾶσαν ὕλην καὶ βοτάνας καὶ χόρτον
καταλιμπάνων ἐπὶ τὴν ἐργασίαν καὶ συλλογὴν τοῦ σίτου πορεύεται
(οἶδε γὰρ ὅτι ἐκεῖθεν τὸ κέρδος καὶ τὴν ἀνάπαυσιν ἔχει), οὕτω καὶ
ὁ καλὸς καὶ ἀληθινὸς γεωργὸς τῆς ζωῆς ἡμῶν ὁ κύριος ἐν τῇ δευτέρᾳ
ἐπιδημίᾳ πάντα τὰ ἔθνη καὶ πάσας προαιρέσεις ὑλικὰς καὶ κοσμικάς,
ὡς μὴ χρησιμευούσας αὐτῷ καταλιμπάνων καὶ παριδών, ἐπὶ τοὺς
οἰκείους αὐτοῦ καὶ πιστοὺς καὶ φίλους καὶ μόνον αὐτὸν ἀγαπῶντας
420

καὶ ὡς σῖτος καλὸς «εἰς τὴν ἀποθήκην» τῆς ζωῆς αὐτοῦ καταρτισθέντας
ἔρχεται καὶ τούτους συνάγει μόνους εἰς τὴν ἐπουράνιον τοῦ πατρὸς

Pseudo-Macarius Scr. Eccl., Sermones 1-22, 24-27


Homily 27, Sec. 7, line 23

ἐπιδημίᾳ πάντα τὰ ἔθνη καὶ πάσας προαιρέσεις ὑλικὰς καὶ κοσμικάς,


ὡς μὴ χρησιμευούσας αὐτῷ καταλιμπάνων καὶ παριδών, ἐπὶ τοὺς
οἰκείους αὐτοῦ καὶ πιστοὺς καὶ φίλους καὶ μόνον αὐτὸν ἀγαπῶντας
καὶ ὡς σῖτος καλὸς «εἰς τὴν ἀποθήκην» τῆς ζωῆς αὐτοῦ καταρτισθέντας
ἔρχεται καὶ τούτους συνάγει μόνους εἰς τὴν ἐπουράνιον τοῦ πατρὸς
βασιλείαν, τοὺς δὲ λοιποὺς τῶν ἀκάρπων ἀνθρώπων παριδὼν ὡς χόρτον
ἄκαρπον «πυρὶ» παραδώσει, τοὺς τὸ θέλημα αὐτοῦ μὴ πεποιηκότας.
Σπουδάσωμεν οὖν καὶ ἡμεῖς ἐν πάσῃ ἀγαθῇ ἀναστροφῇ καὶ τῇ τῶν  
ἁγίων αὐτοῦ ἐντολῶν παραφυλακῇ καὶ πάσαις ταῖς τῆς ζωῆς ἐντολαῖς
πάντοτε ἐνέχεσθαι καὶ τὴν τοῦ πνεύματος μετουσίαν κομίσασθαι, ἵν'
ὥσπερ σῖτος καθαρὸς γενόμενοι ὑπ' αὐτοῦ συναχθῆναι εἰς τὴν βασι-
λείαν ἄξιοι γενώμεθα. Ἀμήν.  

Κύριλλος Catecheses ad illuminandos 1–18 (2110: 003)


“Cyrilli Hierosolymorum archiepiscopi opera quae supersunt omnia, 2
vols.”, Ed. Reischl, W.C., Rupp, J.Munich: Lentner, 1:1848; 2:1860,
Repr. 1967.Catechesis 4, ch. 1, line 2

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ Δʹ ΦΩΤΙΖΟΜΕΝΩΝ
Ἐν Ἱεροσολύμοις σχεδιασθεῖσα, ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΔΟΓΜΑ-
ΤΩΝ. Καὶ ἀνάγνωσις ἐκ τῆς πρὸς Κολοσσαεῖς· Βλέπετε μή
τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς
ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοι-
χεῖα τοῦ κόσμου, καὶ τὰ ἑξῆς.

 Μιμεῖται τὴν ἀρετὴν ἡ κακία, καὶ τὸ ζιζάνιον βιάζεται


σῖτος νομισθῆναι· σχήματι μὲν πρὸς τὸν σῖτον ἐξομοιούμενον,
ἐκ δὲ τῆς γεύσεως ὑπὸ τῶν διακριτικῶν ἐξελεγχόμενον. Καὶ ὁ
Διάβολος μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτὸς, οὐχ ἵνα ἐπανέλ-
θῃ ὅπου καὶ ἦν· [ὥσπερ γὰρ ἄκμων, ἀνήλατον τὴν καρδίαν κτη-
σάμενος, ἀμετανόητον λοιπὸν ἔχει τὴν προαίρεσιν] ἀλλ' ἵνα τοὺς
ἰσάγγελον βίον πολιτευομένους, ἀβλεψίας σκότει, καὶ ἀπιστίας
λοιμώδει περιβάλλῃ καταστάσει. Πολλοὶ λύκοι περιάγουσιν ἐν ἐν-
δύμασι προβάτων, προβάτων μὲν ἐνδύματα κεκτημένοι, οὐ μὴν
καὶ ὄνυχας καὶ ὀδόντας· ἀλλὰ τὴν ἥμερον περικείμενοι δορὰν
421

καὶ τῷ σχήματι τοὺς ἀκάκους ἀπατῶντες, τὴν φθοροποιὸν τῆς  


ἀσεβείας ἐκ τῶν ὀδόντων προσχέουσιν ἰόν.

Κύριλλος Catecheses ad illuminandos 1-18 Catechesis 18, ch. 6, line 15

ἄλλων ἀποτμηθέντα παντελῶς καὶ μεταφυτευθέντα ζωοποι-


εῖται καὶ καρποφορεῖ, ἄνθρωπος δέ, δι' ὃν κἀκεῖνα ἔστι, πε-
σὼν εἰς γῆν ἄρα οὐκ ἀναστήσεται; ὡς ἐν συγκρίσει δὲ τῶν
καμάτων, ποῖον μεῖζον, ἀνδριάντα τὸν μὴ ὄντα πλάσαι ἐξ ἀρ-
χῆς, ἢ τὸν πεσόντα ἀναχωνεῦσαι πάλιν εἰς τὸ αὐτὸ σχῆμα;
ὁ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ποιήσας ἡμᾶς θεὸς ἄρα τοὺς ὄντας καὶ
πεσόντας ἐγεῖραι πάλιν ἀδυνατεῖ;
 Ἀλλ' ἀπιστεῖς τοῖς γεγραμμένοις περὶ τῆς ἀναστάσεως
Ἕλλην τυγχάνων. ἐκ τῆς φύσεως τῶν ὄντων βλέπε τὰ πράγ-
ματα, καὶ ἐκ τῶν μέχρι σήμερον φαινομένων ἐννόησον. σπεί-
ρεται σῖτος, εἰ τύχοι, ἢ ἄλλο τι τῶν σπερμάτων γένος. πεσὼν
δὲ ὥσπερ τελευτᾷ καὶ σήπεται, καί ἐστιν ἄχρηστος εἰς βρῶ-
σιν λοιπόν. ἀλλ' ὁ σαπεὶς ἐγείρεται χλοερός, καὶ μικρὸς πε-
σὼν ἐγείρεται κάλλιστος. ὁ δὲ σῖτος δι' ἡμᾶς γεγένηται. διὰ
γὰρ τὴν ἡμετέραν χρῆσιν γέγονεν ὁ σῖτος καὶ τὰ σπέρματα,
οὐ δι' ἑαυτά. εἶτα τὰ μὲν δι' ἡμᾶς γενόμενα νεκρωθέντα
ζωοποιεῖται, ἡμεῖς δὲ ἄρα, δι' οὓς γέγονε κἀκεῖνα, νεκρωθέν-
τες οὐκ ἐγειρόμεθα;
 Χειμέριος ὁ καιρός, ὡς ὁρᾷς. ἕστηκε τὰ δένδρα νῦν
ὡς νεκρά. ποῦ γὰρ τὰ φύλλα τῆς συκῆς; ποῦ οἱ βότρυες τῆς
ἀμπέλου; ἀλλ' ἐν χειμῶνι ταῦτα νεκρά, καὶ ἐν ἔαρι χλοερά,

Palladius Scr. Eccl., Dialogus de vita Joannis Chrysostomi (2111: 004)


“Palladii dialogus de vita S. Joanni Chrysostomi”, Ed. Coleman–Norton,
P.R.Cambridge: Cambridge University Press, 1928.P. 68, line 18

ἕως ὑποδημάτων· τὰ λοιπὰ δὲ διένειμεν τοῖς παροῦσιν. καὶ


κοινωνήσας τῶν Δεσποτικῶν συμβόλων ποιεῖ τὴν τελευταίαν
ἐπὶ τῶν παρόντων προσευχήν, εἰπὼν τὸ ἐξ ἔθους ῥῆμα· “Δόξα
τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν,” ἐπισφραγισάμενός τε τὸ ὕστερον ἀμήν,
“ἐξῆρεν τοὺς πόδας,” τοὺς ὡραίως δραμόντας ἐπὶ σωτηρίᾳ τῶν
τὴν μετάνοιαν ἑλαμένων καὶ ἐλέγχῳ τῶν τὴν ἁμαρτίαν πλουσίως
γεωργησάντων (εἰ δὲ οὐδὲν ὤνησαν οἱ ἔλεγχοι τοὺς φαύλους,
τοῦτο οὐκ ἀτονία τοῦ παῤῥησιασαμένου, ἀλλ' ἰταμότης τῶν μὴ
ἀνασχομένων), “προστεθεὶς πρὸς τοὺς πατέρας αὐτοῦ,” τὴν κόνιν
422

ἀπομαξάμενος, καὶ πρὸς Χριστὸν διαπεράσας, ὡς γέγραπται·


“Ἥξεις δὲ εἰς τὸν τάφον σου ὥσπερ σῖτος ὥριμος κατὰ καιρὸν
θεριζόμενος· παρανόμων δὲ ψυχαὶ ἄωροι ἀποθανοῦνται.” το-
σοῦτος δὲ ἑσμὸς παρθένων καὶ ἀσκητῶν καὶ τῶν ἐπὶ σεμνότητι
μαρτυρουμένων παρῆν ἀπό τε Συρίας καὶ Κιλικίας καὶ Πόντου
καὶ Ἀρμενίας, ὡς τοὺς πολλοὺς νομίσαι ἀπὸ συνθήματος αὐτοὺς  
παραγενέσθαι. ἐνταφιασθεὶς δὲ καὶ ἑορτασθείς, καθάπερ ἀθλη-
τὴς νικηφόρος τὸ σωμάτιον, θάπτεται μετὰ τοῦ Βασιλίσκου ἐν
τῷ αὐτῷ μαρτυρίῳ.

Hippolytus Scr. Eccl., De benedictionibus Isaaci et Jacobi (2115: 033)


“Hippolyte de Rome. Sur les bénédictions d'Isaac, de Jacob et de Moïse”,
Ed. Brière, M., Mariès, L., Mercier, B.–C., 1954; Patrologia Orientalis
27.P. 8, line 7

παρεσιώπησεν ἡ γραφὴ ἐπὶ τοῦ Ἰωσήφ, ἀλλὰ ἑρμηνέα τοῦτον ἀπέφηνεν·


αὐτὸς γὰρ ἦν
ἑρμηνεὺς τῶν τοῦ πατρὸς ἀποκρύφων μυστηρίων. καὶ γὰρ ἡ γραφὴ λέγει·
«αὐτοὶ δὲ οὐκ
ἔγνωσαν ὅτι ἀκούει» αὐτῶν «ὁ Ἰωσήφ· ὁ γὰρ ἑρμηνεὺς ἀνὰ μέσον αὐτῶν
ἦν».
 Τί ὠφέλησαν οἱ ἀδελφοὶ ἔριφον τότε ἀποκτείναντες καὶ τὸν ἑαυτῶν
πατέρα  
πλανήσαντες; ἰδοὺ γὰρ ὁ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ βασιλεὺς ἐχρημάτισεν. τί
ἐμολύνατε τὸν
χιτῶνα τὸν ποικίλον τῷ αἵματι τοῦ ἐρίφου ψευδόμενοι καὶ
παρερμηνεύοντες τὰ ὑφ' ὑμῶν
γεγενημένα; ὁ δὲ πατὴρ χιτῶνα υἱοῦ τοῦτον εἶναι ὡμολόγει μεθ' ὑμῶν καὶ
ἔφερεν
τὸ γεγενημένον. σὺ δὲ πωλεῖς, Ἰούδα, τὸν Ἰωσὴφ ἐπιθυμίᾳ κόσμου
κρατούμενος. οἱ
δὲ ἀλλόφυλοι Ἰσμαηλῖται τοῦτον ἀγοράζουσιν, ἵνα εἰς Αἴγυπτον ἀχθῇ
κἀκεῖ δέσμιος
γένηται καὶ ὁράματα δι' αὐτοῦ ἀποκαλυφθῇ καὶ ὑπὸ Φαραῶ ζητηθῇ καὶ
βασιλεὺς
Αἰγύπτου κατασταθῇ καὶ τὸν δεύτερον θρόνον πιστευθῇ καὶ σῖτος πολὺς
δι' αὐτοῦ
συναχθῇ καὶ εἰς ἀποθήκην τηρηθῇ καὶ ἡ ἑβδομὰς ἐτῶν πληρωθῇ καὶ λαὸς
λιμώττων
τραφῇ καὶ ὑπὸ ἀδελφῶν. προσκυνηθῇ καὶ πατὴρ ὑπ' αὐτῶν ὁμολογηθῇ.

Arcadius Gramm., De accentibus [Sp.] (2116: 001)


423

“Ἐπιτομὴ τῆς καθολικῆς προσῳδίας Ἡρωδιανοῦ”, Ed. Schmidt, M.


Jena: Mauke, 1860.P. 79, line 7

μος) ὀξυτόνως, ὅρος, εἵρω γὰρ, ὀρός δὲ ὀξυτόνως


(τὸ ἀφυλιζόμενον τοῦ γάλακτος). τὸ μέντοι βορός (ὁ
πολλὰ ἐσθίων) καὶ τὸ χορός καὶ σορός ὁ τάφος καὶ
τορός ὀξύνονται· οὐ γὰρ γίνονται ἀπὸ τοιούτων ῥη-  
μάτων. σεσημείωται τὸ δορός (ὁ δεδαρμένος) εἰ καὶ
ἐκ τοῦ δείρω γίνεται.
 Τὰ εἰς ΡΟΣ δισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Υ βρα-
χεῖ βαρύνεται· Σύρος Τύρος. εἰ δὲ ἔχοι ἐκτεταμέ-
νον, κύρια μὲν ὄντα βαρύνεται· Κῦρος Σκῦρος
(ἡ νῆσος) Σφῦρος· μὴ οὕτω δὲ, ὀξύνεται· πυρός
(ὁ σῖτος) τυρός ξυρός.
 Τὰ εἰς ΡΟΣ μονογενῆ δισύλλαβα παραληγόμενα τῷ
Ω βαρύνεται· Δῶρος Βῶρος Χλῶρος (τὸ κύριον).
σεσημείωται τὸ σωρός (τὸ πλῆθος). τὰ μέντοι ἐπι-
θετικὰ ὀξύνεται· χλωρός βλωρός (ὁ ὑπόλευκος) ζω-
ρός (ὁ μικρός [?]) μωρός καὶ μῶρος ἀττικῶς.
 Τὰ εἰς ΡΟΣ δισύλλαβα παραληγόμενα τῇ ΑΙ δι-
φθόγγῳ, εἰ μὲν κύρια εἴη, βαρύνεται· Σφαῖρος Σκαῖ-
ρος· εἰ δὲ μὴ οὕτως, ὀξύνεται· καιρός. τὸ δαῖ-
ρος διφορεῖται (ἤτοι ὁ καυστικός).
 Τὰ εἰς ΡΟΣ δισύλλαβα τῇ ΑΥ διφθόγγῳ παραλη

Arcadius Gramm., De accentibus [Sp.] P. 90, line 15

μὴ ἐπ' ἀθροίσματος ἢ κύριά εἰσιν ἀπὸ ἐπιθετικῶν· βά-


τος λάτος βρότος (τὸ αἷμα, βροτός δὲ ὁ φθαρ-
τὸς τὸ τριγενές) πότος (τὸ συμπόσιον, ποτός δὲ τὸ
πινόμενον) πάτος (ἡ ἀναστροφή) Στράτος (τὸ μὴ
ἐπὶ τοῦ ἀθροίσματος, στρατός δὲ τὸ σύναγμα). τὸ
δὲ Κριτός καὶ Κλιτός ὀξύνεται.
 Τὰ εἰς ΤΟΣ διβράχεα ἐπιθετικὰ μὴ ἐπὶ ἀριθμοῦ
ταττόμενα ὀξύνεται· βατός φατός θετός πλυτός.
τὸ δὲ τρίτος ἐπὶ ἀριθμοῦ.
 Τὰ εἰς ΤΟΣ δισύλλαβα παραληγόμενα Ι μακρῷ βα-
ρύνεται· σῖτος Τρῖτος (ὁ ποταμὸς) ῥῖτος (φρέαρ).
τὸ μέντοι λιτός τριγενές.
 Τὰ εἰς ΤΟΣ δισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Υ προς-
ηγορικὰ ὀξύνεται· βρυτός (ὁ βρύων) χυτός ῥυτός
λυτός κλυτός.
 Τὰ εἰς ΤΟΣ δισύλλαβα ἔχοντα τὴν πρὸ τέλους
424

συλλαβὴν εἰς Ρ καταλήγουσαν ἢ καθ' ὅλου εἰς ἀμετά-


βολον βαρύνεται, εἰ μὴ ἐπιθετικὰ εἴη ἔχοντα θηλυκὸν·
φόρτος χόρτος Μύρτος (τὸ κύριον) ἄρτος μίλ-  
τος δέλτος. σεσημείωται κοντός καὶ παλτός ὀξυ-
νόμενα. τὸ δὲ σπαρτός κυρτός καρτός θικτός

Λιβάνιος. Epistulae 1–1544 (2200: 001)


“Libanii opera, vols. 10–11”, Ed. Foerster, R.
Leipzig: Teubner, 10:1921; 11:1922, Repr. 1997.
Epistle 350, Sec. 1, line 5

Σεβαστιανῷ.

 Εἰ καὶ μὴ πρότερον ἠπίστω, τίς τοὺς τρόπους Ἰουλια-


νός, ἐξῆν γε τῷ παρόντι τὸν ἄνδρα ἰδεῖν. ὅτε μὲν γὰρ ἦν ἐκ
τοῦ τῶν Αἰγυπτίων λιμένος φέρεσθαι χρυσόν, οὐδεὶς ἑώρα  
τοῦτον· ἐπεὶ δὲ τὰ κέρδη ἑτέρωσε τέτραπται, δεῖται δὲ ἀνδρὸς
ὁ σῖτος ἄμισθον εἰσοίσοντος τὴν ἀρετήν, ἐνταῦθα ἐπαινεῖται
καὶ πέμπεται. καὶ τίς δὴ τοῦδε χρησιμώτερος; καὶ πολλὰ
τοιαῦτα.
         Ἰουλιανὸν δὲ τὸ μὲν ἐρᾶν ἡσυχίας καὶ τὸ μὴ
κοῦφον ἄγειν γυναικὸς ἀφεστάναι καὶ παίδων ἔπειθε μένειν,
τοῦ δὲ μὴ δόξαι τοῖς ἀπείροις αὑτοῦ φεύγειν τὸν πόνον διὰ
τὸ μὴ λαβεῖν ἐνεῖναι, μετὰ μὲν δακρύων, ὅμως δὲ ὑπέστη
τὰς ὁλκάδας ἐμπιπλάναι.

Λιβάνιος. Epistulae 1-1544 Epistle 800, Sec. 2, line 2

Τῷ αὐτῷ.

 Ὤιμην σὲ ὑπὸ τῆς ἀρχῆς καὶ τῶν περικεχυμένων πραγ-


μάτων οὐκέθ' ὁμοίως ἀγαθὸν ἐπιστέλλειν εἶναι· σὺ δὲ ἄρα καὶ
τοῦτο πράττεις κἀκεῖνο ἐφύλαξας. ἐμὲ γοῦν τὸν οὐδὲν ἄλλο ἢ
γράφοντα νενίκηκας τῷ πλήθει.
         τὸ δέ γε κάλλος ἴσον, καὶ  
μικρός μοι σῖτος ἅπας καὶ χρυσὸς πρὸς τὴν ὥραν τῶν γραμ-
μάτων, ἐν οἷς ἡμᾶς ἀναγκάζεις μὴ σιγᾶν ὡς δόξοντας χρη-
μάτων ἕνεκα ἐπεσταλκέναι, εἰ ἅμα τῷ τὰ χρήματα ἔχειν ἀπο-
425

στησόμεθα τοῦ γράφειν.


         αἰσθάνομαι δὲ ὅτι γελᾷς ὑπὸ
σαυτῷ με λαβὼν καὶ γεγονὼς κύριος παίζειν τε καὶ τιμὰς
τάττειν πυρῶν καὶ κριθῶν. ἀλλ', εὖ ἴσθι, μᾶλλον ἔσῃ μου κύ-
ριος αὐτίκα καὶ δώσεις τι μεῖζον ὁ τὰ παρόντα θαυμάσας.
τότε σύ τε ἐμοῦ λέγοντος ἀκούσῃ καθήμενος, οὗ σοι πρέπει,
καὶ ἐγὼ σοῦ τὰς ἔριδας τῶν ἐν ταῖς δίκαις ῥεούσῃ φωνῇ δια-
λύοντος, καὶ ἐπαινεσόμεθα, σὺ μὲν εὐνοίᾳ τἀμά,

Λιβάνιος. Orationes 1–64 (2200: 004)“Libanii opera, vols. 1–4”, Ed.


Foerster, R.Leipzig: Teubner, 1.1–1.2:1903; 2:1904; 3:1906; 4:1908,
Repr. 1997.Oration 13, Sec. 31, line 10

ἀνορθοῦν ἐπαιδεύοντο.
         λεὼς δὲ τοῖς ἄστεσιν οὐκ
ἐκ τῶν ἀγρῶν οὐδὲ σύμμικτος οὐδὲ τῶν ἐπιτυχόντων,
ὥστε τὰ μὲν ἄψυχα τοῖς πρὶν ἐοικέναι, τὸ δὲ κυριώτε-
ρον χεῖρον εἶναι τοῦ πρόσθεν, ἀλλ' ἀπέδωκας πάσῃ
μηχανῇ τὰς μὲν οἰκίας τῷ τόπῳ, ταῖς δὲ οἰκίαις τὰ
σώματα. καὶ κατῄεσαν ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ παῖδες  
ἐκ δουλείας ἀδίκου πρὸς εὐδαιμονίαν ἀρχαίαν, καὶ
παρ' οἷς ἐτράφησαν ἐν οἰκετῶν τάξει, παρὰ τούτων
ἐτρέφοντο πάλιν ἐν δεσποτῶν νόμῳ. ἡ δὲ τροφὴ
σῖτος ἦν, μισθὸς εἰρήνης.
         πολλῶν δὲ ἀγγέλων
ὡς τὸν πρεσβύτερον θεόντων ᾔτησε μὲν στρατιὰν οὐ-
δείς, νίκην δὲ πάντες ἐμήνυον. ὁ δὲ λόγος φερόμενος
εἰς Μήδους ἐνέπεσεν. εἶθ' οἱ μὲν εὔχοντό σε περὶ
τὸν Ῥῆνον μένειν, οἱ δ' αὖ περὶ Ῥῆνον διαβῆναί
σε τὸν Τίγρητα καὶ σφίσι μὲν ἕτερον ἀντιταχθῆναι,
σὲ δὲ καὶ Πέρσαις ἐπιδεῖξαι τὴν αἰχμήν.
 Ἄγαμαι δὲ τῶν στρατιωτῶν ἐκείνων, οἳ στεφα-
νούμενόν σε τοῖς τροπαίοις ὁρῶντες οὐκ ἤνεγκαν μὴ
περιθεῖναι τὸν ἐκ λίθων στέφανον δεινὸν νομίζοντες

Λιβάνιος. Orationes 1-64 Oration 21, Sec. 16, line 3

ἐβουλόμην.
         ἐντεῦθεν ἡμεῖς μὲν ἐκαθεύδομεν, ὁ δ'
ἠπείγετο καὶ τῆς δευτέρας ἑσπέρας ἥπτετο Καππα-
δοκίας ὁρίων, εἶτα τῶν μετ' ἐκεῖνα, καὶ τῆς ἕκτης ἡμέ-
426

ρας μετὰ μέσην ἔδειξεν αὑτὸν τῷ βασιλεῖ λανθάνοντα


τοὺς ἁπάντων ὀφθαλμοὺς τῷ τὸ μὲν ἡγούμενον μὴ
εἶναι, τὸ δ' ἑπόμενον ἐν δυοῖν καὶ μάλιστα δὴ τῇ
τοῦ σώματος διὰ τῶν πόνων δαπάνῃ.
         πόνοι γὰρ
δὴ πόνοις συνήπτοντο καὶ τὸ διιστὰν εἰς ἀνάπαυλαν
ἦν οὐδέν, οὐ σῖτος, οὐκ ὄψον, οὐ ποτόν, οὐχ ὕπνος,
οὐκ ἐπιθυμία κλίνης. ὃς οὕτως εἴχετο τοῦ πρόσω,
ὥστε καὶ ταῖς διαδοχαῖς τῶν ὀρέων ἄχθεσθαι τοῖς τε
περὶ ταῦτα τάχεσιν ὡς βραδυτῆσιν ἐπιτιμᾶν· ἐπεὶ
οὐδὲ ὑπόδημα ἔλυσεν οὐδ' ἀναξυρίδα ἀφείλκυσεν οὐδ'
ἐγυμνώθη τῆς ἐνθένδε ἐσθῆτος, πρὶν ἐν τοῖς πρὸς
βασιλέα λόγοις τῆς ἡμέρας τὸ λοιπὸν ἀναλώσας ἧκεν
ἐπὶ λουτρόν. ὡς τά γε διὰ πάσης τῆς ὁδοῦ παραθέων  
ἠρίθμει, καὶ κάματος οὐδεὶς αὐτὸν ἐπὶ τοῦτο κατεβί-
βασεν, ὅν γε οὐδὲ αἱ πόλεις. τί ποτ' οὖν ἦν τὸ
τοῦτο ποιοῦν; σφοδρά τις ἐπιθυμία λῦσαι μὲν τῇ

Λιβάνιος. Orationes 1-64 Oration 26, Sec. 17, line 7

δεδιέναι. τὰς μὲν εἰσόδους ταύτας μηδέποτε ἴδοιμεν


μηδ' αὖ τὰς ἐπὶ τοὺς δυνατοὺς τῶν ἀσθενεστέρων
καταφυγάς, αἳ τοὺς μὲν ἐγύμνωσαν, τοῖς δὲ χρήματα
ἤνεγκαν.
 Καὶ τὰ πρὸς τοὺς τοῖς ὀρχουμένοις ὑπη-
ρετοῦντας, οἳ τοὺς ἄρχοντας αὐτοῖς ὑπηρετεῖν ἠξίουν,
οὕτως ὥσπερ νῦν ἐχέτω, μᾶλλον δέ, ὥσπερ εἶχε πρὸ
τοῦ τὴν πολλὴν ὕβριν δεξαμένου θεάτρου. ἐποίει δὲ
ταῦτα ἡ ἐπὶ τὸ θέατρον ὁδός σου τῆς αὐτῆς ἡμέρας
δευτέρα, πρᾶγμα οὐκ εἰωθός σοι. καὶ ἧκες μὲν εὖ
ποιῶν ἄσιτος καὶ ἄποτος, ὡς μηδέτερον ἐν τῷ προς-
ώπῳ δείξαις τοῖς κεκληκόσι, τοὺς δὲ τὸ τούτων γέμειν
συρίττειν ἀνέπειθεν.
         ταῖς μὲν οὖν τοιαύταις κλή-
σεσιν ἐρρῶσθαι λέγειν, ἐν δὲ ταῖς παρουσίαις, ἃς οὐκ
ἔνεστι διαφυγεῖν, τῶν μὲν δεικνυμένων μηδὲν φαίνου
θαυμάζων μηδὲ ἱστὰς πρὸς αὐτὰ τοὺς ὀφθαλμούς, τὸν
ὅμιλον δὲ μήτε ἐκφόβει μάτην μήτε θεράπευε, ἀλλ'
ἴσον ἀπεχέτω τρυφῆς τε καὶ ἀθυμίας. εἰ δὲ ἀσελγαίνοι
427

τι, ἀπειλαῖς σωφρονιζέσθω. ὃ καὶ πρὸς τὸν Ἀλεξαν-


δρέων δῆμον ἐκεῖνον τὸν ἕτοιμον εἰς ὀργὴν ἤδη τις  

Λιβάνιος. Orationes 1-64 Oration 28, Sec. 16, line 4

οὐκ ἔχοντα ἑστάναι τὸν δυστυχῆ προσαποστερῶν τῆς


θεραπείας τά τ' ἄλλα αὐτῷ καὶ τὸν ἀπειρηκότα αὐχένα
μείζονι κακῷ τούτῳ προσκατέλυε. καὶ ὁ μὲν ἅπαντα
ἔπραττεν ἐπὶ θανάτῳ καὶ τοῦτ' ἦν ἡ σπουδὴ τὸν νέον
ἀποθανεῖν, τῇ δὲ τῶν ἐπὶ τοῦ παίειν φιλανθρωπίᾳ
σέσωσται βελτιόνων τε τούτου φανέντων καὶ τοὺς αὑ-
τῶν προεμένων δακτύλους ἐπὶ τῇ 'κείνου σωτηρίᾳ.
καὶ μὴν ὁ κολάζων πρότερον, εἶτα κρίνων πῶς οὐ
τὰ μέγιστα συγχεῖ; ὁ δ' εἰδὼς οὐ δίκαια δεδρακὼς
ἐζήτει περιερχόμενος φάρμακον· οὐ μὴν εὗρεν. ἡ γὰρ
δὴ βαρβαλισσὸς καὶ ὁ σῖτος καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα  
τὸν ἀποδέκτην εἰς τιμωρίαν ἦγε, καίτοι κἀκείνῳ τις
λόγος ἦν, ἀλλ' οὐ τὸν Λάμαχον, ᾧ τὸ ἔργον ἦν δοῦ-
ναι χρυσίον καὶ ἐδεδώκει.
 Τί ποτ' οὖν αὐτὸν ἐποίει τῆς τοῦ Λαμάχου
τελευτῆς ἐπιθυμεῖν; λέγεται μὲν καὶ τὸ τῆς Ἀντι-
πάτρας, ὑπῆρξε δέ μοί τι καὶ ἄλλο μαθεῖν, ὅ μοι
πιστότερον εἶναι τοῦ τῆς Ἀντιπάτρας δοκεῖ. τί δαὶ
τοῦτο ἔστιν; εἱλκύσθη τοῖς σκεύεσι τοῖς ἀργυ-
ροῖς τοῖς πολλοῖς τοῖς κατὰ τῶν πόλεων. ὧν αὐτὸν
ἔγωγε ἠξίουν εἶναι κρείττονα βουλόμενόν

Λιβάνιος. Orationes 1-64 Oration 39, Sec. 10, line 8

εἰς ὅσας οἰκίας παρέδυ, πολλαὶ δὲ αὗται, πανταχοῦ


μὲν πολλαὶ διακονίαι, πανταχοῦ δὲ αἰτήσεις, πανταχοῦ
δὲ λήψεις, οὐδαμοῦ δὲ κόρος.
         ὁ δὲ καὶ ἀγροίκοις
ὁ κακοδαίμων δουλεύει πρᾶγμα ἐφ' ἑαυτὸν μεταθείς,
ὃ πρότερον τοὺς τῆς ἀρχῆς ὑπηρέτας ἀνεῖχεν, ὅθεν
δὴ καὶ ἀπολώλασιν. οἱ δ' ὑπὸ τοῖς ὄρεσι γῆν
ἀγαθὴν γεωργοῦντες Μιξιδήμῳ μᾶλλον ἢ σφίσιν αὐτοῖς
γεωργοῦσιν. ᾧ δέος οὐδὲν ἐκ τῶν ὡρῶν, ἀλλὰ δεῖ τά
γε εἰς τὸν φόρον ὑγιαίνειν ὁμοίως αὐτῷ. ἐντεῦθεν
αὐτῷ πολὺς μὲν ὁ σῖτος, πολλαὶ δὲ αἱ κριθαί, πολλὰ
δὲ πάντα. καὶ γὰρ δὴ καὶ αἱ γυναῖκες τῶν γεωργῶν
τούτῳ τὰ τῶν γυναικῶν ποιοῦσιν, ὃ ποιεῖ Μιξιδήμῳ
428

τὰς τραπέζας τὰς μεγάλας.


         ὁ δ' οὐκ αἰσχύνεται
τὴν πενίαν τῶν δι' αὐτὸν εἰς ταῦτα ἡκόντων, ἀλλ' ἐκ
τῶν ἀγρῶν ἐπιστολαὶ φοιτῶσι τὸ καὶ τὸ κελεύουσαι,  
τῷ δ' οὐκ ἔνι μὴ ποιεῖν, ἀλλ' ἀναπηδῶντα δεῖ τῶν
δεδωκότων εἶναι. μικρὸν δὲ αὐτῷ τὸ πολύ. καὶ πρὸς
τούτῳ γε εἰς ἑτέρας κώμας μεγάλας αὑτὸν εἰσάγει διὰ
πλέθρου πολλάκις ἑνός, οὗ καὶ περὶ τὴν τιμὴν

Λιβάνιος. Orationes 1-64 Oration 47, Sec. 13, line 13

ἦσαν εἶναι καὶ τὸν παλαιὸν ἀποσεισάμενοι ζυγὸν ἠξίουν


ὁρισταὶ τοῦ πῶς ἡμῖν αὐτοῖς χρηστέον εἶναι. ταῦτ'
οὐκ ἐνεγκόντες χρώμεθα δικαστηρίῳ. καὶ μαθὼν ὁ
καθήμενος, τίνες ὄντες εἰς τίνα παροινοῦσιν ἐν τίνι
τὰς ἐλπίδας ἔχοντες, τοὺς μὲν ἔδησε διπλῷ δεσμῷ, τῷ
τε οἰκήματι καὶ σιδήρῳ, τοὺς δὲ τὰ ὄντα φράσοντας
ἐκέλευσεν ἄγεσθαι. καὶ ταῦτα εἰπὼν καὶ χαλεπήνας  
πρὸς ἐμὲ μνησθέντα λύσεως ᾤχετο ἀπιὼν ἑτέρωσε, οἱ
δ' ἐπὶ τὸ τῶν πολλῶν πάλαισμα, τὸν οἶκον τοῦ στρα-
τηγοῦ, καὶ τὴν ἐναντίαν τοῖς δικαίοις ἀσπίδα.
καὶ κριθαὶ καὶ σῖτος καὶ νῆτται καὶ χιλὸς ἵπποις.
καὶ ὁ μὲν προσέταξεν ἐᾶν τοὺς λιπόντας τὴν τάξιν,
ὁ δὲ ὑπήκουσέ τε καὶ ὑπέσχετο. καὶ ὁ δικάζων ὃ μὲν
οὐκ ἦν, ἦν, ὃ δ' ἦν, οὐκ ἦν, ἀντὶ δικαστοῦ συνήγορος.
τοιγαροῦν εἷλκεν ὑπὸ τὴν ψῆφον ἡμᾶς καθ' ἑκάστην
ἡμέραν πέμπων ἄλλον ἐπ' ἄλλῳ, τὸ ἤδη βουλόμενος,
τὸ μήπω μεμφόμενος, σπεύδων ἐπὶ τὴν ἐχθρὰν τοῖς
θεοῖς χάριν. καὶ οὕτως ἦν δῆλος τὸ δίκαιον προησό-
μενος τῇ χάριτι, ὥσθ' οἱ νυκτὸς ἐξιόντες παρ' αὐτοῦ
τῶν ἡμῖν ἐπιτηδείων οἷς συντυγχάνοιεν ἔλεγον

Λιβάνιος. Declamationes 1-51 Declamation 13, (subdivision) 1, Sec. 63,


line 3

συμφορᾶς αὐτοὺς μηχανήσασθαι πυνθανόμεθα; πόσα


δὲ τῶν εἰς σωτηρίαν εὑρεῖν ἂν ἐρήμους βιαίως παρα-
τηροῦντας εἴ πως ἄρα ἐκπλεῦσαι λάθοιεν, ναυαγίαν
γὰρ μᾶλλον ἢ πολιορκίαν ἐβούλοντο, τὰ σιτία οὐ  
429

μέχρι τῆς χρείας, ἀλλ' ὥστε ἀποζῆν διαμετροῦντας,


διερευνωμένους τοὺς πολλοὺς τὰς τῶν δυνατωτέρων
οἰκίας, εἴ τῴ τι πλέον ἦν, ἰσομοιρίαν τούτου ποιοῦντας;
τὰ γὰρ ἴδια ἑκάστου συμφερόντως οὕτω διῃροῦντο.
τοτὲ μὲν οὖν καλῶς ἔτρεφον ἀλλήλους, ἐπειδὴ δὲ
ἅπαντα ἤδη ἐδήδεστο, τὰ ἴδια, τὰ δημόσια, καὶ ἦν οὐ
σῖτος, οὐχ ἱερεῖα, ἀλλὰ σαφῶς ἐξανήλωτο οὐ τὰ θύ-
σιμα μόνον, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἄθυτα, πᾶν γὰρ τὸ ἔμψυχον
ἐκτείνετο, καὶ ὅ τι ζῶον παραφανείη, τοῦτο ἦν αὐτοῖς
ἀποστροφὴ τοῦ κακοῦ, καὶ ἔλεον μέν τινα καὶ ταῦτα
εἶχε καὶ πολλοὶ τῶν γευσαμένων ὡς ἐπ' ἀνθρώποις
ὠλοφύροντο, ἐτολμήθη γοῦν ταῦτα πρῶτον, ἀλλ' ἐπεὶ
πάντων ἐπίλειψις ἦν καὶ ὁ λιμὸς εἶχεν αὐτοὺς μόνος,
σωτηρία δ' οὐκ ἦν οὔτε παρὰ τούτων οὔτε ἔνδον, ἀλλ'
οἱ μὲν προσήδρευον, οἱ δὲ ἠπόρουν, πολλοὶ δ' ἀπο-
ψύχοντες εἰς γῆν ἔπιπτον, τότε δὴ καὶ ταύταις ταῖς
τροφαῖς ἐπετίθεντο, οἱ μὲν ἐπὶ τοὺς κειμένους ὡς

Λιβάνιος. Declamationes 1-51 Declamation 14, (subdivision) 1, Sec. 5,


line 6

πατρίδος κάλλιον. ὑπὸ τοιαύτης ἤλπιζον, ὦ Ἀθη-


ναῖοι, γηροτροφήσεσθαι πολιτείας τοῦ παιδὸς μὲν ἃ
χρὴ ποιοῦντος, ἐμοῦ δὲ συνευδοκιμοῦντος. καὶ
γὰρ ὑπισχνεῖτο μὴ χείρων ἔσεσθαι τοῦ γένους ὁ κατά-
ρατος Κριτίας.
         τί οὖν αὐτὸν ἕτερον ἐποίησε; πόθεν
ἡ μεταβολή; τίνος κατηγορῆσαι, τίνος καταβοῆσαί με
δεῖ; ὢ πονηρὸν χωρίον Αἰγὸς ποταμοί. ὢ δυστυχοῦς
ναυμαχίας ἐκείνης ἣ Λακεδαιμονίοις μὲν παρέδωκε τὴν
πόλιν, ἐμὲ δὲ ἀπώλεσεν. εἰ γὰρ μὴ τὰς ναῦς εἷλεν
ἐκεῖ Λύσανδρος, οὔτ' ἂν εἴργετο τοῦ Πειραιῶς ὁ σῖτος
οὔτ' ἂν ὁ λιμὸς ἡμᾶς ἀνήλισκεν οὔτε τὰ τείχη κατε-
σκάπτομεν οὔτε πᾶν τὸ κελευόμενον ἐποιοῦμεν οὔθ' ὁ  
μετακινήσων τὴν πολιτείαν ἐφάνη.
         νῦν δ' ἡ μὴ δι-
καίως τὸν πόλεμον κρίνασα Τύχη τήν τε πόλιν ἐταπεί-
νωσε κἀκ τῆς ἐμῆς οἰκίας ἀνέδειξε τύραννον. ὃν ἐγὼ μὲν
ἠξίουν ἐμποδὼν ἵστασθαι τῷ Πείσωνι, τῷ Μηλοβίῳ,
τῷ Δρακοντίδῃ, τῷ Χαρικλεῖ, τοῖς ἄλλοις καὶ τὸ πλῆθος
ὑμῶν ἰσχυρότερον τῶν παρανόμου δυναστείας ἐπιθυ-
μούντων ποιεῖν. ὁ δέ, οἴμοι, πάντων αὐτὸς
430

Λιβάνιος. Declamationes 1-51 Declamation 28, (subdivision) t, Sec. 1,


line 1

ἄν με συνὼν διεφθαρμένος οὕτω καὶ γενόμενος τοῖς


ὑμετέροις παισὶ παραπλήσιος;
         ἐγὼ δὲ μάλιστα μὲν
οὐδένα ὁρᾶν βούλομαι, εἰ δ' ἄρα ἀνάγκη, ἐμοί τινα
παραπλήσιον, αὐχμῶντα καὶ μοχθηρὸν καὶ μήτε κατα-
γελῶντα μήτ' αὖ φιλεῖν με ἐθέλοντα. ἴσον γὰρ τοῦτο
ἐκείνῳ τἀδίκημα τίθημι. ἕως δ' ἂν μηδεὶς τοιοῦτος
φανῇ, ἔσται μοι καὶ παῖς καὶ φίλος καὶ συγγενὴς καὶ
πάντα ἁπλῶς ἡ ἐρημία. ἐκείνη μοι συμβιώσεται, ἐκείνη
με γηροβοσκήσει, ἐκείνη με καὶ τεθνεῶτα καλύψει.  

Λιβάνιος. Declamationes 1-51 Declamation 33, (subdivision) 1, Sec. 10,


line 2

         τίς ὁ νομοθέτης, ὦ δικασταί, τούτων τῶν περιττῶν ὑμεναίων;


λαμπτή-ρων δεῖ τόσων, παραπομπῆς, οἴνου πολλοῦ, μύρου,
κρόκου. ἑνὶ γὰρ οὐκ ἔνι λύχνῳ τὴν νύμφην ἄγειν;
ἄνευ θορύβου δὲ οὐκ ἄμεινον; χωρὶς θεατῶν δὲ οὐκ
εὐπρεπέστερον; εἰ δὲ μὴ πολλοὶ προσεστήκοιεν ταῖς
θύραις, οὐκ εἴσεται ὁ νυμφίος ἃ ποιητέον αὐτῷ πρὸς
τὴν κόρην; ἀλλ' ὅμως ἤνεγκα, φέρειν γὰρ ὑπὸ τῆς
προικὸς ἐπειθόμην.
         τὴν μὲν οὖν γυναῖκα ἐπαινῶ
τῆς μιμήσεως ἥν με ἐμιμήσατο ἄσιτος τὰ πολλὰ δια-  
τελοῦσα, τοῖς περιλείμμασι τῶν ἄρτων διατρεφομένη,
ὕδωρ αὐτή τε πίνουσα καὶ τὰς θεραπαινίδας ἐθίζουσα,
μόλις ταῖς νουμηνίαις λουομένη, λεπτὰ μὲν ὑφαινο-
μένη, πωλοῦσα δὲ μᾶλλον ἢ χρωμένη, ἐπικαττύουσα
τὰ σαπρὰ τῶν χιτωνίων, οὐδὲν δεομένη τραπέζης, ἀλλ'
ἐπὶ τῇ ταλασίᾳ σῖτον αἱρουμένη. τοιγαροῦν
ἔνδον αὐτὴν ἔχω καὶ στέργω καὶ θησαυρὸν ὀνομάζω.
 Ἡ μὲν οὖν παρ' ἑτέρων πρὸς ἡμᾶς ἐλθοῦσα
τοσοῦτον τῆς παιδείας ἐδέξατο, ὁ δὲ ἐξ ἐμοῦ φύς, ὁ
παρ' ἐμοὶ τραφείς, ὁ πολλοὺς ἐπαίνους ὑπὲρ χρημά
431

Λιβάνιος. Declamationes 1-51 Declamation 33, (subdivision) 1, Sec. 36,


line 9

νον οὐκ ἠριθμούμην. ἐκ τοῦ κιβωτίου τὴν ἐσθῆτα


ἐξελόμενος εὐτρέπιζον τῷ χρυσίῳ.
         εἶτά με ἐρωτᾷς
τί ἠδίκημαι. ἃ ἐχρῆν με ἔχειν οὐκ ἔχω. μείζω πληγῶν,
ὦ παῖ, τετόλμηταί σοι. φορητὸς ἂν ἦσθα παίων, εἴ με
εἰργάσω πλούσιον. ἡδόμην ἂν ῥαπίζοντος καὶ προπη-
λακίζοντος. καὶ πάντα ἂν ἦν μοι διὰ τὸ χρυσίον
μέτρια. νῦν δὲ ἀπέκτονάς με. διὰ σὲ γὰρ τεθνήξομαι.
οὐχ ὁρᾶτε, ὦ δικασταί, τὸ σῶμα ὡς συντέτηκέ μοι;
οὐχ ὁρᾶτε ὡς ἀσθενὲς φθέγγομαι καὶ ἀπολω-
λός; κακόσιτός εἰμι, φεύγω τὰς συνουσίας, ἀγρυπνίᾳ
ταλαιπωροῦμαι. τὸν κατάγελων οὐ φέρω.
         πρὸς γὰρ  
αὖ τοῖς ἄλλοις ἔστι μοι γείτων φθονερός. οὗτος, ἡνίκα
μὲν ἦν ἐν ἐλπίσιν ἡ αἴτησις, ἔκειτο ἐπὶ τοῦ σκίμποδος
λειποψυχῶν· ἐπεὶ δὲ ᾔσθετό μοι διαρρυέντα τὸν και-
ρόν, φαιδρὸς ἐκπεπήδηκε καὶ σκώπτει προσιὼν ἐρωτῶν
τὸν ἀριθμὸν τῶν ταλάντων οἷς ἐπηύξηκέ μοι τὸν οἶκον
ὁ παῖς. ἐφ' οἷς ἔγωγε ἀποπνίγομαι, καὶ οὐκ ἔστι μοι
παρεξιέναι τὴν οἰκίαν τὴν ἐκείνου γυμνῇ τῇ κεφαλῇ.
καὶ γὰρ αὖ καὶ αἱ θεράπαιναι τοῦ θεοῖς ἐχθροῦ

Λιβάνιος. Declamationes 1-51 Declamation 35, (subdivision) 1, Sec. 33,


line 2

θεῶν, ὦ πλούσιε, μὴ ζητήσῃς διαδύσεις μηδὲ ἐκτείνῃς


τὸ κακὸν πρῶτον μὲν ἐνθυμούμενος ὡς, εἰ καὶ σφόδρα
τὸν δῆμον ἐμίσεις, ἱκανήν σοι δέδωκε δίκην, ἔπειτα
ὁπόσον ἐξουσίας οἴσει σοι τὸ μηκέτι τῆς ἐμῆς ἀκού-
ειν φωνῆς τὴν πόλιν. ἐρεῖς ὅ τι ἐθέλεις, γράψεις ὅ τι
βούλει. θήσεις νόμους ἀρέσκοντας. τῶν νῦν ἐμὲ καὶ
τἀμὰ μιμουμένων ἐρημίαν θεάσῃ πολλήν. μεγάλους
ὄψει τοὺς σαυτοῦ κόλακας, τοὺς δὲ πένητας μικρούς,
καὶ τοὺς μὲν ἀγορεύοντας, τοὺς δὲ ἐγκεκαλυμμένους.
ἆρ' οὐκ ἄν, εἰ καὶ σὸς ἦν πᾶς ὁ πανταχοῦ καὶ  
παρὰ πᾶσι σῖτος, ἐλείπετ' ἂν τῶν τοσούτων ἀγαθῶν;
εἰ γάρ τις ὑπισχνεῖτό σοι δείξειν ἐμὲ τοιαῦτα αἰτοῦν-
τα ἐν τῷ βουλευτηρίῳ, οὐκ ἂν ἡδέως ἐπὶ τούτοις καὶ
432

πάσης ἀπέστης τῷ δήμῳ τῆς οὐσίας;

Λιβάνιος. Declamationes 1-51 Declamation 36, (subdivision) 1, Sec. 11,


line 15

πράξειν ἐπαγγειλάμενον πεῖσαι τὰ ὅπλα λαβεῖν. ἐπεὶ


δ' οὖν ἐνέπεσεν ἐξαίφνης εἰς τὴν χώραν ὁ πόλεμος,
ἡμεῖς μέν, ὅπερ ἦν ἀνδρῶν ἀγαθῶν, ἐξιέναι, κω-
λύειν, ἀποκρούεσθαι, τὰ τοιαῦτα ἐνεθυμούμεθα, ὁ δὲ
πλασάμενος σχῆμα δεδιότος καὶ τοῖς παροῦσιν ἀχθο-
μένου τὸ βῆμα καταλαβὼν κατεῖχε τὸν δῆμον μακρο-
λογῶν νῦν μὲν πολλῆς βουλῆς δεῖσθαι τὸ πρᾶγμα λέ-  
γων, νῦν δὲ τὴν τῶν ἐπελθόντων δύναμιν ἄμαχον εἶ-
ναι διῄει καὶ τῆς ὑστεραίας ὅμοια καὶ πάλιν παρα-
πλήσια. καὶ οἱ μὲν τῷ τείχει προσῄεσαν, ἡμεῖς δὲ
ἠκούομεν λόγων, ὁ δ' ἀντιλέγων ἐπεστομίζετο, ὁ δὲ σῖτος
ἐξανάλωτο.
         γνοὺς δὲ ὁ γενναῖος ἐκεῖνος εἰς ἔσχα-
τον ἀθυμίας ἡμᾶς ἥκοντας καὶ νομίσας ἤδη τὴν βουλὴν
αὑτῷ πρὸς τὸ πέρας ἰέναι ὁ μεθ' ἡμῶν καὶ πρὸ ἡμῶν
τρέμων καὶ συστελλόμενος θρασὺς ἐξαίφνης καὶ ἀν-
δρεῖος ἀπὸ τῆς τρυφῆς ἣν ἴστε καὶ τί ζητεῖτε; φησί.
λελύσθαι τὴν πολιορκίαν; ἐγὼ δίδωμι τοῦθ'
ὑμῖν. ἐγὼ πρυτανεύω τὴν νίκην. ἐγὼ κύριος
μηκέτ' ἐνοχλεῖσθαι τὴν πόλιν. ἀλλὰ δεῖ δή με
δωρεὰν προλαβεῖν.

Λιβάνιος. Declamationes 1-51 Declamation 51, (subdivision) 1, Sec. 2,


line 6

νης ἐκ πλουσίου γεγένημαι, ὁ πρὶν περιβεβλημένος


ἐσμὸν χρημάτων οὐχὶ βραχὺν ἁπάντων ἄρτι γυμνὸς
οὐδὲ γοῦν στατῆρός μοι περιλειφθέντος ἑνός. τὸν
πάντα δ' ὄλβον, ὅς μοι χρόνῳ καὶ κόπῳ καλῶς συν-
ελθόντοιν συνείλεκτο, ἦμαρ ἕν μ' ἀφείλετο.
         ὢ πό-
σαι με νύκτες οὐδ' ἄκροις ὀφθαλμοῖς τοῦ ὕπνου παρα-
γευόμενον ἔγνωσαν. ὢ πόσους ἑκάστης ἡμέρας ἀνέτλην
πόνους. πόσοις κρυμοῖς διερρωγόσι προσεπάλαισα ῥά-
κεσι. προσμαρτυρεῖ μου τῷ λόγῳ καὶ τρίβων οὑτοσὶ
ὃν περίκειμαι. ὢ πόσας ἡμέρας ἀπόσιτος διαγέγονα.
433

εἰ δ' ἔστιν ὅτε μοι καὶ τροφῆς ἐδέησε μετασχεῖν,


ἄρτος ἦν αὕτη καὶ οὗτος μέλας τε ἀκριβῶς καὶ κατε-  
σκληκώς, οὐ τῶν λίθων οὐδὲν ἢ βραχὺ διενηνοχώς.
πόμα δὲ ἀλλὰ καὶ τοῦτο ὕδωρ, ὅ μοι τὸ φρέαρ ἀνί-
ησιν ἄφθονον. ᾧπερ ἥδιον ἐχρώμην αὐτὸς ἢ τοῖς εὐ-
ώδεσι καὶ καλλίστοις τῶν οἴνων ἕτεροι.

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis (2580: 003)


“Ioannis Laurentii Lydi liber de ostentis et calendaria Graeca omnia”,
Ed. Wachsmuth, C.Leipzig: Teubner, 1897.Sec. 18, line 4

λάμπειν δόξῃ, φθορὰ ἔσται ἀνθρώπων. [εἰ δὲ] ἐν τῇ


πρώτῃ φυλακῇ ἡ σελήνη τὰς κεραίας συνάγῃ, εἰρήνη
[ἔσται]. εἰ δὲ ς[εις]μὸς γένηται, ἀπορίαν σημαίνει
τοῖς συναλλάγμασιν. ἐὰ[ν] ἄστρον ἐν ἡμέρᾳ φανῇ,
ἀνάγκη τὰ κοινὰ περ[ιστήσετ]αι. ἐὰν [κε]ραυνὸς [εἰς]
γῆν [πέσῃ, π]αῦλα τῶν κακ[ῶν. ἐὰν] ὁμί[χλη εἰς τὴν]
γῆν πέσῃ, συνοίσει τοῖς καρποῖς.
 [Σελήνη ἐν κριῷ]. εἰ ἡ σελήνη ταρ[αχώ]δης
φανῇ, πόλεμοι ἔσονται καὶ ἐπ[αναστάσεις]. εἰ δὲ
κατὰ τὴν [δευ]τέραν φυλακὴν ἡ σελήνη αἱματώδ[ης
φανῇ, ὁ] σῖτος ἔσται ἀφθονώτατος. ἐὰν ὁ Ἕσπερος
ἐγγίζῃ τῇ σελ[ήνῃ, πό]λεις π[όλεσι συρ]ραγήσονται
καὶ λιμὸς ἔσται. εἰ νυκτὸς πρηστὴρ κατ[εν]εχθείη,
βασιλ[εὺς τοῖς] ἑαυτοῦ ἐπιβουλεύσει. εἰ δὲ σεισμὸς
γ[ένηται], ἔνδειαν σί[του ση]μαίνει. εἰ δὲ ἦχος ἐκ
τοῦ οὐρανοῦ γ[ένηται, οἱ τῆς] Εὐρώπης τοῖς τῆς ἄνω
Ἀσίας πολεμήσουσιν. ἐὰν ἡ ἀ[ριστερὰ κεραία] τῆς
σελήνης δόξῃ ὑπερβάλλειν τὴν ἄλλ[ην, αὐχμὸς ἔσται
καὶ σίτου] ἀπορία. ἐὰν ἐν ἡμέρᾳ πρώτῃ τῆς φων[ῆς
.................. ἄ]νεμοι τὸν μῆνα καταπν[εύσουσιν].
 Σελήνη ἐν ταύρῳ. εἰ ἐκλίπῃ ὁ ἥλιος, ἐρήμω

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis Sec. 18, line 40

 Σελήνη ἐν διδύμοις. εἰ ἔκλειψις γένηται


434

ἡλιακή, μεταβολὴ ἔσται καὶ ἐπὶ τῶν πραγμάτων [ἕτ]ε-


ροι ἔσονται. εἰ δὲ τῆς πρώτης φυλακῆς ἐκλίπῃ ἡ σε-
λήνη, ἀκρίδες ἔσονται· εἰ δὲ ταραχώδης φανῇ, πόλεις
πρὸς πόλεις καταφεύξονται. ἐὰν ὁ τῆς Ἀφροδίτης
ἀστὴρ ταραχώδης γένηται, ἀνθρώπων φθορὰ ἔσται.
ἐὰν νυκτὸς ἀστὴρ πέσῃ, κακῶν σημεῖον, ὥσπερ εἰ ἐν
ἡ[μέρᾳ] ὀφθῇ. ἐὰν πρηστὴρ πέσῃ, θόρυβος ἔσται ταῖς
πόλεσι ταῖς πρὸς τὴν ἀνατολήν. εἰ σεισμὸς γένηται,
χάσματα τοπικὰ ἔσται. ἐὰν ὁμίχλη πυκνωθεῖσα εἰς
γῆν πέσῃ, σῖτος ἔσται πολύς. εἰ ὁ ἥλιος αἱματώδης
γένηται, ἀποβολὴ ἔσται ἀνθρώπων. ἐὰν πνεῦμα ἐξαί-
σιον πνεύσῃ ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας, σῖτος ἔσται πολύς.
ἐὰν ἀπὸ νεομηνίας ἕως ἐννάτης τοῦ μηνὸς τούτου
σεισμὸς γένηται, φθορὰν ἀνθρώπων ἀπειλεῖ. εἰ δὲ
ἀπὸ ἐννάτης ἕως δεκαεννάτης σεισμὸς γένηται, ὁ κρα-  
τῶν τῶν πραγμάτων κάκιστα διαγενήσεται, ἔσται δὲ
καὶ λιμὸς τοῖς κτήνεσι καὶ ὕδατος λεῖψις. εἰ ἀπὸ
εἰκοστῆς σεισμὸς γένηται, ταπείνωσιν τοῖς διὰ λόγων
ἀπειλεῖ, τῷ δὲ τόπῳ ἐναλλαγὴν ἄρχοντος. εἰ ἀπὸ
εἰκοστῆς πέμπτης ἕως τριακοστῆς σεισμὸς γένηται,

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis Sec. 18, line 42

ροι ἔσονται. εἰ δὲ τῆς πρώτης φυλακῆς ἐκλίπῃ ἡ σε-


λήνη, ἀκρίδες ἔσονται· εἰ δὲ ταραχώδης φανῇ, πόλεις
πρὸς πόλεις καταφεύξονται. ἐὰν ὁ τῆς Ἀφροδίτης
ἀστὴρ ταραχώδης γένηται, ἀνθρώπων φθορὰ ἔσται.
ἐὰν νυκτὸς ἀστὴρ πέσῃ, κακῶν σημεῖον, ὥσπερ εἰ ἐν
ἡ[μέρᾳ] ὀφθῇ. ἐὰν πρηστὴρ πέσῃ, θόρυβος ἔσται ταῖς
πόλεσι ταῖς πρὸς τὴν ἀνατολήν. εἰ σεισμὸς γένηται,
χάσματα τοπικὰ ἔσται. ἐὰν ὁμίχλη πυκνωθεῖσα εἰς
γῆν πέσῃ, σῖτος ἔσται πολύς. εἰ ὁ ἥλιος αἱματώδης
γένηται, ἀποβολὴ ἔσται ἀνθρώπων. ἐὰν πνεῦμα ἐξαί-
σιον πνεύσῃ ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας, σῖτος ἔσται πολύς.
ἐὰν ἀπὸ νεομηνίας ἕως ἐννάτης τοῦ μηνὸς τούτου
σεισμὸς γένηται, φθορὰν ἀνθρώπων ἀπειλεῖ. εἰ δὲ
ἀπὸ ἐννάτης ἕως δεκαεννάτης σεισμὸς γένηται, ὁ κρα-  
τῶν τῶν πραγμάτων κάκιστα διαγενήσεται, ἔσται δὲ
καὶ λιμὸς τοῖς κτήνεσι καὶ ὕδατος λεῖψις. εἰ ἀπὸ
εἰκοστῆς σεισμὸς γένηται, ταπείνωσιν τοῖς διὰ λόγων
ἀπειλεῖ, τῷ δὲ τόπῳ ἐναλλαγὴν ἄρχοντος. εἰ ἀπὸ
εἰκοστῆς πέμπτης ἕως τριακοστῆς σεισμὸς γένηται,
435

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis Sec. 20, line 21

καὶ πτῶσις τοῦ ἡγουμ[ένου τῆς] χώρ[ας]· εἰ δὲ ἀπὸ


ἑνδεκάτης ἕως λ, προνομὴν ἀπειλεῖ τῆ[ς χ]ώρας.
 Σελήνη ἐν σκορπίῳ. [εἰ κατὰ τὴν] πρώτην
τῆς νυκτὸς φυλακὴν αἱματώδ[ης ἡ σελήνη φανῇ, ἀντ]-
αρσίαν καὶ ἑτέρου προαγωγὴν δηλοῖ. εἰ ὁμιχλ[άνῃ ὁ
ἀὴρ ἢ ἐπὶ γῆ]ς ῥίψῃ τὴν ἀχλύν, φθορὰ ἔσται σίτου.
εἰ δὲ διάττῃ ἀστήρ, [φθορ]ὰν σίτου καὶ ἀνθρώπω[ν
ἀπειλε]ῖ, ὅταν μέντοι ἀπὸ ἀνατολῶν εἰς δυσμὰς ἐκ-
τρέχῃ. εἰ δὲ ἦ[χος ἐκ τῆς γ]ῆς γένηται, φυγὴν  
ἀπ[ειλεῖ]. εἰ δὲ αἱ κεραῖαι τῆς σελ[ήνης ς]υμ[πέ-
σωσι], σῖτος μὲν ἔς[ται πολύς, τετρα]πόδων δὲ θά-
[νατος καὶ θηρ]ίων ἔσται. εἰ σεισμὸς γέ[νηται, ἀνὴρ
ἀ]πολεῖ[ται μέγας. εἰ δ' ὁ Ἕ]σπ[ερο]ς ἐγγίσῃ τῆς
σελήνης, θόρυβοι ἔσονται.
 Σελήνη ἐν [τοξό]τῃ. [εἰ ἡ σελήνη αἱματώδης
φανῇ, πόλ]ει[ς μ]εγάλαι ἀνάστατοι ἔσονται. εἰ ἡ [σε-
λήνη ἀμαυρὰ γένηται κα]τὰ τὴν πρώτην φυλακὴν ἢ
κατὰ τὴν [μες]ομ[ηνίαν, οἱ περὶ τὰ βασί]λεια ταραχθή-
σονται· εἰ δὲ κ[ατὰ τὴν] δευτέραν φυλακήν, τοῖς ἐν
θαλάσσαις πόλεμον δηλοῖ· εἰ δὲ τῇ ἑ[ωθι]νῇ, ἀνὴρ
δυνατὸς ὑπὸ βασιλέως ταραχθήσεται.

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis Sec. 26, line 12

τοῦ ἡλίου ἐν ζυγῷ γενομένου ἐὰν βροντὴ γένηται,


θορύβους καὶ στάσεις σφαλερὰς μετὰ δυσμὰς ἡλίου
ἀναφθῆναι προλέγει, καὶ τῇ ἀμπέλῳ τὴν ἐκ θηρίων
βλάβην ἀπειλεῖ ἐπί τε Βακτρίας, Κασπίας, Σηρικῆς,
Θηβῶν τῶν ἄνω, Ὀάσεως, Τρωγλοδυτικῆς. ἡ δὲ ἐκ
τοῦ θορύβου βλάβη οὐ γυναικῶν, ἀνδρῶν δὲ μᾶλλον
καθάψεται, ἐπεὶ καὶ ἄρρεν τὸ ζῴδιον.
 Ὁ ἥλιος ἐν σκορπίῳ μηνὶ Νοεμβρίῳ. εἰ
κατὰ τοῦτο τοῦ καιροῦ βροντὴν γενέσθαι συμβαίη,
ἀνὴρ μὲν δυνατὸς ἐκ τοῦ πολιτεύματος πεσεῖται, ὁ
δὲ σῖτος ἄφθονος ἔσται ἐπί τε Κομμαγηνῆς Συρίας,
Κασπίας, Μαυριτανίας καὶ Γαιτουλίας. τὸ δὲ θῆλυ
γένος τῶν ζῴων κακωθήσεται, καὶ διαφερόντως ἐπὶ
τῶν χωρῶν τούτων, ὅτι θῆλυ ζῴδιον ὁ σκορπίος.
 Μηνὶ Δεκεμβρίῳ. τοῦ ἡλίου ἐπὶ τοξότην ἰόν-
τος εἰ βροντὴν ἐπιρραγῆναι συμβαίη, τοῖς Περσῶν
436

βασιλεῦσι κίνδυνος ἐπιπεσεῖται τῷ τε ἔθνει παντί. ἡ


δὲ Κελτικὴ πρὸς Ἱσπανίας καὶ Τυρρηνία καὶ ἡ εὐ-  
δαίμων Ἀραβία σφόδρα ταραχθήσεται, καὶ διαφερόν-
τως τοῖς ὅπλοις, ἐπεὶ καὶ ἄρρην ὁ τοξότης.

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis Sec. 32, line 5

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ

 αʹ. Εἰ βροντήσῃ, διχόνοιαν δηλοῖ τῇ πόλει.


 βʹ. εἰ βροντήσῃ, εὐθηνίαν προλέγει.
 γʹ. εἰ βροντήσῃ, πράγματα ἀναφύεται, δι' ὧν οἱ
ἐλάττους περιέσονται τῶν μειζόνων.
 δʹ. εἰ βροντήσῃ, κρείττων ὁ σῖτος.
 εʹ. εἰ βροντήσῃ, ζάλην τοῖς πράγμασι δηλοῖ, αἰσθη-
τοῖς τε καὶ ἀλόγοις νόσον.
 ϛʹ. εἰ βροντήσῃ, σκώληκες τῷ σίτῳ λυμανοῦνται.
 ζʹ. εἰ βροντήσῃ, τοῖς ὑπὸ τὴν δύσιν ἀνθρώποις
τε καὶ ἀλόγοις νόσοι.
 ηʹ. εἰ βροντήσῃ, ἀδδηφαγίας ἔσεσθαι δεῖ διὰ νό-
σους ἀπειλουμένας.
 θʹ. εἰ βροντήσῃ, δημοτῶν ἀνασκολοπισμοὶ ἔσονται,
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀφθονία τῶν ἐπιτηδείων.

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis Sec. 35, line 3

 κζʹ. εἰ βροντήσῃ, νόσους ἀκινδύνους δηλοῖ.


 κηʹ. εἰ βροντήσῃ, οἱ μὲν ἐνάλιοι ἰχθύες ἐπιδώσουσι,
τὰ δὲ θρέμματα φθαρήσεται.
 κθʹ. εἰ βροντήσῃ, λοιμικὸν καὶ νοσῶδες ἐπὶ πᾶσι
τὸ τοῦ ἀέρος κατάστημα.
 λʹ. εἰ βροντήσῃ, θάνατον συχνὸν ἀπειλεῖ.

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ

 αʹ. Εἰ βροντήσῃ, πόλεμον καὶ πτῶσιν ἀνδρῶν


εὐπόρων ἀπειλεῖ.
 βʹ. εἰ βροντήσῃ, ὁ μὲν σῖτος ἐλάττων, ἡ δὲ κριθὴ
437

κρείττων, καὶ θηρίων μὲν αὔξησις, φθίσις δὲ ἀνθρώ-


πων ἔσται.
 γʹ. εἰ βροντήσῃ, ἐμφύλιος ἔσται στάσις.
 δʹ. εἰ βροντήσῃ, οἱ ἄνθρωποι οὐ προσώποις μόνον
ἀλλὰ καὶ διανοίαις αὐταῖς ταραχθήσονται.
 εʹ. εἰ βροντήσῃ, ἄμητος πολὺς καὶ ἀνθρώπων ἀπώ-
λεια ἔσται.
 ϛʹ. εἰ βροντήσῃ, φθορὰ τῶν ξηρῶν καρπῶν, καὶ
διαφερόντως τῶν κριθῶν.
 ζʹ. εἰ βροντήσῃ, φθορὰν οὐκ εἰς μακρὰν ἀνθρώ

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis Sec. 38, line 8

ΜΑΙΟΣ

 αʹ. Εἰ βροντήσῃ, φυγὴν τῷ δήμῳ καὶ ἀτιμίαν


δηλοῖ.
 βʹ. εἰ βροντήσῃ, λιμὸν ἀπειλεῖ.
 γʹ. εἰ βροντήσῃ, ἐπείσακτον εὐθηνίαν δηλοῖ.
 δʹ. εἰ βροντήσῃ, εὔκρατος ἀήρ, καὶ οἱ καρποὶ εὐ-
θηνοὶ ἔσονται.
 εʹ. εἰ βροντήσῃ, ἐναλλαγὴ τῶν λυπηρῶν τοῖς πρά-
γμασιν ἔσται, καὶ πλείων ὁ σῖτος ἤπερ ἡ κριθή· τὰ
δὲ ὄσπρια φθαρήσεται.
 ϛʹ. εἰ βροντήσῃ, θᾶττον ἀκμάσαι τοὺς καρποὺς καὶ
φθαρῆναι δηλοῖ.
 ζʹ. εἰ βροντήσῃ, ὀρνέων καὶ ἰχθύων ἀφθονία ἔσται.
 ηʹ. εἰ βροντήσῃ, ἀπαίσιον τῷ δήμῳ.
 θʹ. εἰ βροντήσῃ, λοιμὸν σημαίνει, ἀλλὰ μετρίως
ἐπικίνδυνον.  

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis Sec. 42, line 11

 Εἰ κατὰ τὴν ἑνδεκάτην τοῦ καρκίνου μοῖραν


σελήνη εἴη ἐν κριῷ, ἔσονται ἀχλύες καὶ βρονταὶ
καὶ χάλαζαι, ταραχαὶ δὲ τοῖς δένδροις ἐκ βιαιοτέρων
πνευμάτων, καὶ ζάλη ἀερία, τίμιοί τε οἱ καρποί, καὶ
αὐχμηρὸν τὸ περιέχον ἐκ λοιμικῆς θερμασίας.
438

 Εἰ δὲ ἐν ταύρῳ, ἔνδεια μὲν ἔσται τῶν ἐπιτη-


δείων, ἐλαίου δὲ διαφερόντως, τὰ μέντοι σταθμῷ ἀπο-
διδόμενα εὐτελῆ ἔσται.
 Ἐν διδύμοις γε μὴν οὔσης τῆς σελήνης ἐπὶ τῆς
θερινῆς τροπῆς ἀμφίβολος ἔσται ὁ ἐνιαυτός· ἡγήσεται
μὲν γὰρ ὑγρότης, ἕψεται δὲ ξηρότης, καὶ ὁ μὲν σῖτος
ἐλάσσων, κρείττων δὲ ὁ οἶνος, καὶ οὐχ ἥκιστα τὸ
ἔλαιον ἀφθονώτατα διαρκέσει.
 Ἐν καρκίνῳ δὲ οὔσης σελήνης ἐπὶ τῆς θερινῆς
τροπῆς, ὡς προϋποδέδεικται (p. 62, 12), εὔφορος ὁ
ἐνιαυτὸς ἔσται περὶ πάντας τοὺς καρπούς, ξηρούς τε
καὶ ὑγρούς· εἰκότως οὖν εὐθηνίαν προσδοκητέον.
 Εἰ δὲ ἐπὶ τοῦ λέοντος σελήνης οὔσης ἡ θερινὴ
συνέλθοι τροπή, βροντώδη καὶ θυελλώδη ἄν τις ἐκ-
δέξαιτο τὸν ἀέρα· νεφώδης γὰρ ἔσται καὶ ἀχλυώδης,  
ὡς περιττευούσης τῆς ἐξ ὑπερῴων ὑγρασίας τοὺς μὲν

Orion Gramm., Etymologicum (2591: 001)


“Orionis Thebani etymologicon”, Ed. Sturz, F.G.
Leipzig: Weigel, 1820, Repr. 1973.
Alphabetic letter sigma, p. 146, line 19

καὶ στῆναι στερὸς, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ἑτέρου ρ, στεῤ-


ῥὸς, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ε, στερεός.
Στρηνιᾶν. παρὰ τὸ στερεῖν καὶ ἀποσπᾶν τὰς ἡνίας. καὶ
εἴρηται ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἀλόγων ζώων· τινὲς δὲ
παρὰ τὸ στρηνὲς, τὸ σκληρόν. στρηνὴς δὲ χρόμαδος
γενύων ἐγένετο.
Στεροπή. παρὰ τὸ στέρεσθαι τοὺς ὦπας τοῦ βλέπειν.
πλεονάζει δὲ τὸ α ἐν τῷ ἀστεροπή.
Σῦς. δύναται δὲ καὶ εἶναι παρὰ τὸ ὕεσθαι. ὕω ὕσω
ὕεσθαι, ὅ ἐστι βρέχεσθαι· ἐπεὶ τοῖς ὕδασι τέρπεται,
καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ, ὡς σῖτος, παρὰ τὸ σείω σει-
στὸς, καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ, καὶ ἐναλλαγῇ τόνου σίτος,
ὡς ἐργαστὴς ἐργατής.

Orion Gramm., Etymologicum Alphabetic letter sigma, p. 146, line 20

ῥὸς, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ε, στερεός.


Στρηνιᾶν. παρὰ τὸ στερεῖν καὶ ἀποσπᾶν τὰς ἡνίας. καὶ
εἴρηται ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἀλόγων ζώων· τινὲς δὲ
παρὰ τὸ στρηνὲς, τὸ σκληρόν. στρηνὴς δὲ χρόμαδος
439

γενύων ἐγένετο.
Στεροπή. παρὰ τὸ στέρεσθαι τοὺς ὦπας τοῦ βλέπειν.
πλεονάζει δὲ τὸ α ἐν τῷ ἀστεροπή.
Σῦς. δύναται δὲ καὶ εἶναι παρὰ τὸ ὕεσθαι. ὕω ὕσω
ὕεσθαι, ὅ ἐστι βρέχεσθαι· ἐπεὶ τοῖς ὕδασι τέρπεται,
καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ, ὡς σῖτος, παρὰ τὸ σείω σει-
στὸς, καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ, καὶ ἐναλλαγῇ τόνου σίτος,
ὡς ἐργαστὴς ἐργατής.
Σκίπων. παρὰ τὸ σκηρίπω, καὶ συγκοπῇ σκήρπω σκί-
πων.
Σιρμός. σιγμός τις. κατὰ ἀποβολὴν τοῦ γ.
Στρόβιλος. παρὰ τὸ στρέφω στρόφιλος καὶ στρόβιλος.
τρία δὲ σημαίνει, ἀνέμου συστροφὴν, ὀρχήσεως εἶδος,
καὶ τὸν κοχλίαν.
Σπόνδυλος. οἷον σφόνδυλος. παρὰ τὸ ἐσφίχθαι παρ'
ἀλλήλους.
Στέαρ. παρὰ τὴν στάσιν καὶ πῆξιν.

Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum


P. 1729, line 13

πάντοτε πεπληρωμένον νοημάτων τελείων κεκραμ-


μένων, πρὸς τὴν τῶν μανθανόντων ἐπιτηδειότητα·
πᾶσαν δὲ τετορευμένην ἔννοιαν αἰσχρὰν, ὀμφαλός
ἐστι τορευτὸς, οὐχ ὑστερούμενος κρᾶμα· ἡ δὲ τῶν
θείων βρωμάτων δεκτικὴ κοιλία μὲν τοῦ τροφίμου
τὸ εὐανθὲς ἔχουσα, θημωνία σίτου πεφραγμένη ἐν κρίνοις λέγεται· τάχα
δὲ καὶ ἡ ἀμέριμνος διάνοια,
καὶ τὴν βασιλικὴν μορφὴν αἰτοῦσα, θημωνία ἐστὶ
σίτου πεφραγμένη ἐν κρίνοις· ὁ δὲ τράχηλος, ὅτε
μὲν ἐπὶ ταπεινοφροσύνης ἐπῃνεῖτο, ὁρμίσκος ἐλέ-
γετο· ὅτε δὲ τοῖς πολεμίοις ἦν ἀπρόσιτος, πύργος
Δαβίδ· νῦν δὲ πύργος ἐλεφάντινος λεῖός τις ὢν, καὶ
μηδὲ μίαν ἔχων ἀντιλαβὴν, καὶ πᾶσι πτηνοῖς καὶ
ἑρπετοῖς ἀπροσπέλαστος, ἡλίῳ μόνῳ βατός· τοιοῦτον
γὰρ τὸ εὐσεβὲς φρόνημα, οὐ πάθεσι καμπτόμενον,
οὐ δόγμασιν εἶκον αἱρετικοῖς, ἀλλὰ μόνῳ Χριστῷ
ἀνακείμενον· καὶ τὸ θεωρητικὸν δὲ ἐκ πολλῆς μα-
θήσεως βελτιωθὲν, λίμναι εὐσεβῶν πλημμυρούσαις
τὸ τῶν ἐναρέτων λογισμοὺς ὕδωρ παραβάλλεται.
Ἐσσεβὼν γὰρ ἑρμηνεύεται λογισμοὶ ἐν πύλαις θυ-
γατρὸς πολλῶν· ὅσοι γὰρ προφῆται καὶ ἀπόστολοι,
440

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam (2598: 004); MPG 87.2.P. 2245,


line 54

ἀξιωθέντες, ἱερεῖς, καὶ γεγονότες στέφανος ὕβρεως


μισθωτοί τε Ἐφραΐμ, ὡς διαστρέψαι μὲν τὸν λαὸν,
ἀποδοκιμάσαι δὲ λίθον τὸν ἐκλεκτόν.
 Τὸ δὲ, καὶ παιδεύσῃ κρίματι Θεοῦ, ἢ κατὰ
Σύμμαχον, καὶ παιδεύσει αὐτὸν εἰς κρῖμα ὁ Θεὸς
αὐτοῦ παρίστησιν ὡς φυσικῇ διδασκαλίᾳ γεωργὸς,
καὶ δοθείσῃ παρὰ τοῦ Θεοῦ, τὰ περὶ τῆς διαφόρου
τῶν καρπῶν κρινεῖ καθάρσεως. Ἀντὶ δὲ τοῦ, τὸ δὲ
κύμινον μετὰ ἄρτου βρωθήσεται, Σύμμαχός φη-
σιν· Κύμινον δὲ ἐν βακτηρίᾳ, ἄρτος δὲ λεπτο-
κοπηθήσεται. Τὸ ἄρτος ἀντὶ τοῦ σῖτος εἰπών.
Ἀντὶ δὲ τοῦ, οὐ γὰρ εἰς τὸν αἰῶνα ἐγὼ ὑμῖν  
ὀργισθήσομαι. Οὐδὲ φωνὴ τῆς πικρίας μοῦ κα-
ταπατήσει ὑμᾶς, Θεοδοτίων καὶ Σύμμαχος ἐξέδω-
καν. Ἁλλ' οὐκ εἰς τέλος ἀλοῶν ἀλοήσει αὐτὸν,
οὐδὲ ταράξει τροχὸς ἀμάξης αὐτοῦ, οὐ δὲ ταῖς
ὁπλαῖς αὐτοῦ λεπτυνεῖ αὐτόν. Τοῦτ' ἔστιν,
Ἐπειδ' ἂν ὁ τῆς ἁμάξης τροχὸς περιέλθῃ τὸν σῖτον
λεπτύνων, τὴν περὶ αὐτὸν καλάμην ὁμοῦ καὶ τῶν
βοῶν ταῖς ὁπλαῖς αὐτὴν λεπτυνόντων,

Physiologus, Physiologus (redactio prima) (2654: 001)


“Physiologus”, Ed. Sbordone, F.Rome: Dante Alighieri–Albrighi, Segati,
1936, Repr. 1976.Sec. 12, line 24

τοῦ σίτου τὸν ἔξω τῆς τρύπης αὑτοῦ ἔσω κομίζει, γνῶθι ὅτι ἀὴρ χειμῶνος

ἔρχεται· εἰ δὲ ἀπὸ τῶν ἔσω κομίζει τὴν ἑαυτοῦ τροφὴν καὶ ἐφαπλοῖ,
γνῶθι ὅτι γαλήνη τοῦ ἀέρος ἐστίν].  
 Καὶ οἱ τέλειοι ἀσκηταὶ τὰ ῥήματα τῆς παλαιᾶς κρυψάντων ἀπὸ τοῦ
πνεύματος, μή ποτέ σε τὸ γράμμα ἀποκτείνῃ· Παῦλος γὰρ εἶπεν ὅτι «ὁ
Νόμος πνευματικός ἐστι». ψιλῷ γὰρ τῷ γράμματι προσεσχηκότες, οἱ
Ἰουδαῖοι ἐλιμοκτονήθησαν καὶ φονεῖς γεγόνασιν ἁγίων.
 Τρίτη φύσις τοῦ μύρμηκος. πολλάκις ἐν τῷ ἀγρῷ πορεύεται ὁ μύρμηξ  
ἐν καιρῷ τοῦ θερισμοῦ καὶ ἀναβαίνει ἐπὶ τὸν στάχυν, καὶ καταφέρει τὸν
κόκκον, καὶ πρὸ τοῦ ἀναβῆναι αὐτόν, ὀσμᾶται εἰς τὸ στέλεχος τοῦ
441

στάχυος,
καὶ ἀπὸ τῆς ὀσμῆς γινώσκει ἢ κριθή ἐστιν ἢ σῖτος· καὶ εἰ μὲν κριθή
ἐστιν, οὐκ ἀνέρχεται, εἰ δὲ σῖτος, ἀνέρχεται καὶ καταβιβάζει τὸν κόκκον.

ἡ γὰρ κριθὴ τροφὴ κτηνῶν ἐστι, καθὼς καὶ ὁ Ἰώβ φησιν· «ἀντὶ πυροῦ
ἄρα ἐξέλθοι μοι κριθή».
 Φεῦγε οὖν καὶ σὺ τὴν κτηνώδη τροφήν, καὶ λαβὲ τὸν σῖτον τὸν
ἀποτιθέμενον εἰς τὴν οὐράνιον ἀποθήκην. ἡ γὰρ κριθὴ παραβάλλεται
τῇ τῶν ἑτεροδόξων διδασκαλίᾳ, ὁ δὲ σῖτος τῇ ὀρθοτάτῃ τοῦ Χριστοῦ
πίστει.  

Physiologus, Physiologus (redactio prima) Sec. 12, line 25

ἔρχεται· εἰ δὲ ἀπὸ τῶν ἔσω κομίζει τὴν ἑαυτοῦ τροφὴν καὶ ἐφαπλοῖ,
γνῶθι ὅτι γαλήνη τοῦ ἀέρος ἐστίν].  
 Καὶ οἱ τέλειοι ἀσκηταὶ τὰ ῥήματα τῆς παλαιᾶς κρυψάντων ἀπὸ τοῦ
πνεύματος, μή ποτέ σε τὸ γράμμα ἀποκτείνῃ· Παῦλος γὰρ εἶπεν ὅτι «ὁ
Νόμος πνευματικός ἐστι». ψιλῷ γὰρ τῷ γράμματι προσεσχηκότες, οἱ
Ἰουδαῖοι ἐλιμοκτονήθησαν καὶ φονεῖς γεγόνασιν ἁγίων.
 Τρίτη φύσις τοῦ μύρμηκος. πολλάκις ἐν τῷ ἀγρῷ πορεύεται ὁ μύρμηξ  
ἐν καιρῷ τοῦ θερισμοῦ καὶ ἀναβαίνει ἐπὶ τὸν στάχυν, καὶ καταφέρει τὸν
κόκκον, καὶ πρὸ τοῦ ἀναβῆναι αὐτόν, ὀσμᾶται εἰς τὸ στέλεχος τοῦ
στάχυος,
καὶ ἀπὸ τῆς ὀσμῆς γινώσκει ἢ κριθή ἐστιν ἢ σῖτος· καὶ εἰ μὲν κριθή
ἐστιν, οὐκ ἀνέρχεται, εἰ δὲ σῖτος, ἀνέρχεται καὶ καταβιβάζει τὸν κόκκον.

ἡ γὰρ κριθὴ τροφὴ κτηνῶν ἐστι, καθὼς καὶ ὁ Ἰώβ φησιν· «ἀντὶ πυροῦ
ἄρα ἐξέλθοι μοι κριθή».
 Φεῦγε οὖν καὶ σὺ τὴν κτηνώδη τροφήν, καὶ λαβὲ τὸν σῖτον τὸν
ἀποτιθέμενον εἰς τὴν οὐράνιον ἀποθήκην. ἡ γὰρ κριθὴ παραβάλλεται
τῇ τῶν ἑτεροδόξων διδασκαλίᾳ, ὁ δὲ σῖτος τῇ ὀρθοτάτῃ τοῦ Χριστοῦ
πίστει.  

Martyrium Ignatii, Martyrium Ignatii Antiocheni (martyrium


Romanum) (2657: 002)“Patres apostolici, vol. 2, 3rd edn.”, Ed. Funk,
F.X., Diekamp, F.Tübingen: Laupp, 1913.Ch. 10, Sec. 6, line 4

τοῦ καὶ ἐπικήρου βίου διὰ Ἰησοῦν, ὃν ποθῶ. ἄπειμι πρὸς αὐτόν·
ἄρτος γάρ ἐστιν ἀθανασίας καὶ πόμα ζωῆς αἰωνίου. ὅλος αὐτοῦ
εἰμι καὶ πρὸς αὐτὸν ἐκτέτακά μου τὴν διάνοιαν, καὶ ὑπερορῶ σου
442

τὰ βασανιστήρια καὶ τῆς δόξης σου διαπτύω.


         Τραϊανὸς εἶπεν·
Ἐπειδὴ ἀλαζὼν καὶ ὑπερόπτης ἐστί, προσδήσαντες αὐτὸν δύο
λέοντας ἐπ' αὐτὸν ἐάσατε, ὅπως μηδὲ λείψανον αὐτοῦ ὑπολείπωνται.
 ὡς δὲ ἐάθη τὰ θηρία, θεασάμενος αὐτὰ ὁ μακάριος ἔφη πρὸς
τὸν δῆμον· Ἄνδρες Ῥωμαῖοι, οἱ τοῦδε τοῦ ἀγῶνος θεαταί, οὐ
φαύλης ἕνεκά τινος μομφῆς ταῦτα πάσχω, ἀλλ' ἕνεκα εὐσεβείας·
σῖτος γάρ εἰμι τοῦ θεοῦ καὶ δι' ὀδόντων θηρίων ἀλήθομαι, ἵνα
ἄρτος καθαρὸς γένωμαι.
         ἀκούων δὲ ταῦτα ὁ Τραϊανὸς με-
γάλως ἐξεπλήττετο λέγων· Μεγάλη ἡ ὑπομονὴ τῶν εἰς τὸν Χρι-  
στὸν ἐλπιζόντων· τίς γὰρ Ἑλλήνων ἢ βαρβάρων ὑπέμεινεν τοιαῦτα
παθεῖν ἕνεκα θεοῦ ἰδίου, οἷα οὗτος ὑπὲρ οὗ πεπίστευκε πάσχει;
 Ἰγνάτιος εἶπεν· Οὐκ ἀνθρωπίνης δυνάμεώς ἐστι τὸ στέγειν
ταῦτα, προθυμίας δὲ μόνης καὶ πίστεως ἐφελκομένης εἰς βοή-
θειαν Χριστόν.

Martyrium Ignatii, Martyrium Ignatii Antiocheni (martyrium


Romanum) Ch. 12, Sec. 1, line 4

         οἱ δὲ κατὰ τὴν Ῥώμην


ἀδελφοί, οἷς καὶ ἐπεστάλκει, ὥστε μὴ παραιτησαμένους αὐτὸν τῆς
μαρτυρίας τῆς ποθουμένης ἀποστερήσειν ἐλπίδος, λαβόντες αὐτοῦ
τὸ σῶμα ἀπέθεντο, ἔνθα ἦν ἐξὸν ἀθροιζομένους αἰνεῖν τὸν θεὸν
καὶ τὸν κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὸ ἅγιον πνεῦμα ἐπὶ τῇ
τελειώσει τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου καὶ μάρτυρος Ἰγνατίου. μνήμη
γὰρ δικαίου μετ' ἐγκωμίων.
 Οἶδεν δὲ αὐτοῦ τὸ μαρτύριον καὶ Εἰρηναῖος ὁ Λουγ-  
δούνου ἐπίσκοπος καὶ τῶν ἐπιστολῶν αὐτοῦ μνημονεύει λέγων
οὕτως· Εἴρηκέν τις τῶν ἡμετέρων διὰ τὴν πρὸς θεὸν μαρ-
τυρίαν κατακριθεὶς πρὸς θηρία, ὅτι σῖτός εἰμι τοῦ θεοῦ καὶ
δι' ὀδόντων θηρίων ἀλήθομαι, ἵνα καθαρὸς ἄρτος γένωμαι.
καὶ Πολύκαρπος δὲ ἐπίσκοπος ὢν τῆς ἐν Σμύρνῃ παροικίας
τούτων μέμνηται Φιλιππησίοις γράφων· Παρακαλῶ οὖν πάντας
ὑμᾶς, ἀδελφοί, πειθαρχεῖν καὶ ἀσκεῖν πᾶσαν ὑπομονήν, ἣν
εἴδετε κατ' ὀφθαλμοὺς οὐ μόνον ἐν τοῖς μακαρίοις Ἰγνατίῳ
καὶ Ῥούφῳ καὶ Ζωσίμῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν ἄλλοις πολλοῖς τοῖς ἐξ
ὑμῶν καὶ ἐν αὐτῷ τῷ Παύλῳ καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ πεπιστευ-
κόσιν, ὅτι οὗτοι πάντες οὐκ εἰς κενὸν ἔδραμον, ἀλλ' ἐν πίστει
καὶ δικαιοσύνῃ· καὶ ὅτι εἰς τὸν ὀφειλόμενον αὐτοῖς τόπον
εἰσὶν παρὰ κυρίῳ, ᾧ καὶ συνέπαθον.
443

Μιχαήλ Ψελλός. Opuscula logica, physica, allegorica, alia


Opusculum 55, line 1137

τούτου συνεχῶς γινομένου καὶ τῆς μὲν κεντούσης, τῶν δὲ μορίων


ἐγειρομένων γίνεται τὸ ῥῖγος. γίνεται δὲ καὶ ἀπὸ ψύξεως, τῇ ἀμέτρῳ
μεταβολῇ ξενιζομένης τῆς φύσεως τῶν μορίων καὶ πάλιν συνεχῶς ἐπ-
ανισταμένων πρὸς ἀπόκρισιν· τὸ γὰρ σύμμετρον φίλον τῇ φύσει, τὸ δὲ
ἄμετρον ἀλλότριον. γίνεται δὲ πρῶτον περίψυξις ἐξ ἧς φρίκη καὶ μετὰ
ταῦτα ῥῖγος.
 Ἄρτον καὶ οἶνον ἐν πυρετῷ διδόντες πῶς οὐκ ἀνάπτομεν αὐτόν; ὅτι
βραχὺν διδόαμεν, ὃς καὶ τῇ θέρμᾳ εὐκόλως ἀναδίδοται καὶ τρέφει τὰ
μόρια καὶ διεγείρει πρὸς πέψιν τοῦ νοσοποιοῦ χυμοῦ. ἰστέον δὲ ὡς
ταῦτα τὰ δύο πρὸς θρέψιν καὶ ῥῶσιν ἰσοδύναμά εἰσι. καὶ Ὅμηρος·
’σίτου καὶ οἴνοιο· τὸ γὰρ μένος ἐστὶ καὶ ἀλκή’. προτάττεται ὁ σῖτος ὡς
μόνος καὶ δι' ἑαυτοῦ τρέφων. ταῦτα καὶ ὀσφραινόμενα δύνανται ῥων-
νύειν, ὁμοίως καὶ τὸ μῆλον τῇ ὀσφρήσει ῥώννυσιν, ἐσθιόμενον δὲ ὡς
ἄρτος καὶ οὐ διὰ ποιότητα. ὄξος ἀνακτᾶται λειποθυμίαν τῷ τέμνειν
τὸν ἐν τῷ στομάχῳ χυμόν. καὶ ἕλικες ἀμπέλων καὶ ῥόδα καὶ τὰ ὅμοια
ἐπὶ τῶν πυρετῶν δύνανται καὶ ἐμψύχειν καὶ τονοῦν.

Μιχαήλ Ψελλός. Theologica (2702: 012)“Michaelis Pselli theologica,


vol. 1”, Ed. Gautier, P.Leipzig: Teubner, 1989.Opusculum 100, line 69

πρὸς τὸ πρᾶγμα ἔχει τὴν ἀφομοίωσιν.


 Καὶ πρῶτόν γε θεωρητέον τὸ πρᾶγμα. πλασθεὶς παρὰ θεοῦ ὁ ἄνθρωπος
κατ' ἀρχὰς νεύειν πρὸς ἐκεῖνον ἐπετράπη καὶ ἐπεστράφθαι πρὸς τὸν
πλάσαντα, ὥσπερ δὴ στρατιώτην πρὸς στρατηγόν. πολεμίου γὰρ ὑποκει-
μένου τοῦ πονηροῦ δαίμονος καὶ δὴ καὶ τοῖς τοῦ παραδείσου τείχεσι
πλησιάσαντος καὶ τὸ τῆς Ἐδὲμ χωρίον πολιορκεῖν μέλλοντος, ὁ τῆς ἡμε-
τέρας παρατάξεως στρατηγός, θείοις ὅπλοις κατακαλύψας τὸν ἄνθρωπον
καὶ σιδηροῦν ὅλον ποιήσας καὶ ἄτρωτον, ἐντὸς τῶν περιβόλων μένειν
προσέταξεν, ἵν' ὁμοῦ καὶ τοῖς θείοις ὅπλοις καταφραττόμενος καὶ τοῖς
ἀπορθήτοις τοῦ παραδείσου τείχεσι περιτειχιζόμενος ἀπρόσμαχός τε
ᾖ καὶ ἀπρόσιτος τῷ ἐχθρῷ. ἀλλ' οὗτος, ὥσπερ δὴ οἱ προδοσίαν κατὰ τῆς
444

ἑαυτῶν μελετῶντες πόλεως, πρῶτα μὲν πυλίδα τινὰ τῷ τείχει λεληθότως


ἀνέῳξε καὶ πάροδον ἐκεῖθεν ἐφ' ἑαυτὸν δέδωκε τῷ ἐχθρῷ· ἔπειτα ἐπεις-
ελθόντι τῷ πολεμίῳ τῆς φύσεως ἑαυτὸν ἐνεχείρισεν ἄγειν τε ὅπῃ βού-
λοιτο καὶ ἔχειν ὅπως ἐθέλοι. ὃς δὴ καὶ τὸν ἀντίμαχον στρατιώτην

Μιχαήλ Ψελλός. Theologica Opusculum 102, line 55

ἐγὼ γὰρ οὐ τῶν μισούντων, ἀλλὰ καὶ τῶν λίαν εὐνοούντων ὑμῖν, ὅτι μὴ
κατὰ μῖσος τὴν ἀφ' ὑμῶν διάστασιν πεποίηκα, ἀλλὰ δι' ἄκραν φιλίαν
ταύτην πέπονθα· οὐδὲν γὰρ ἧττον ὑμῶν ἠνιώμην πόρρωθεν ὑμῶν αὐλιζό-
μενος, ὥστε οὐ πεποίηκα ταύτην, ἀλλὰ μᾶλλον πέπονθα. τὸ δὲ ‘εἴπωμεν
ἀδελφοὶ’ ἀμαθῶς πάνυ τινὲς καὶ ἀνοήτως οὕτω συντάττουσιν, ‘εἴπωμεν
τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς τοῦτο αὐτό, ἀδελφοί’, τὴν τοῦ εἰπεῖν ἀγνοοῦντες
ὁμω-
νυμίαν. τὸ γὰρ ῥῆμα τοῦτο ποτὲ μὲν ὁμιλίας ἐστὶ σημαντικόν, ποτὲ δὲ
φιλικῆς προσφωνήσεως· ἐνταῦθα γοῦν δηλοῖ τὴν προσφώνησιν, ὥστε
κλητική ἐστι τὸ ‘ἀδελφοί’ καὶ οὐ κατ' εὐθεῖαν πτῶσιν κείμενον.
 ’Δῶμεν συγγνώμην ἀλλήλοις’. ὁρᾶτε ὅπως ἀφῃρέθη τὸ κάλυμμα τοῦ
αἰνίγματος καὶ ὥσπερ ἐπὶ τοῦ στάχυος τῶν ἐλύτρων διαρραγέντων ὁ
σῖτος
ἐφάνη καθαρός; ‘δῶμεν συγγνώμην ἀλλήλοις’. ἐπὶ τίσιν, ὦ θεολόγων
ἀκρότης; ἐφ' οἷς ἀνέστη Χριστός; καὶ τί δεῖ συγγνώμης τῷ πράγματι;
ἀλλ' ἐφ' οἷς διέστητε ἀπ' ἀλλήλων; καὶ διὰ τί πρὸς τοῦτο τὸν τῆς ἀνα-
στάσεως λόγον κεκίνηκας, καὶ τὴν μακρὰν περὶ τούτου περιττολογίαν
προτέθεικας; ἀλλὰ σὺ μὲν εὖ οἶδ' ὅτι οὐκ ἐπιστραφήσῃ τῶν χαμαιζήλων
ἡμῶν, ὅλος ἐπεστραμμένος πρὸς τὴν τριαδικὴν ἔλλαμψιν, ἧς καὶ πρώην
ἐξήρτησο· ἐγὼ δέ σοι τῆς τέχνης τίνων θρεπτήρια, ἣν δὴ παρὰ τῶν σῶν
λόγων μεμύημαι, τῆς ἀπορίας τὴν λύσιν προτέθεικα, κατ' ἔμφασιν ἐφερ-
μηνεύσας τὴν ἑορταστικήν σου ἅπασαν σύμφρασιν. ‘δῶμεν συγγνώμην
ἀλλήλοις, ἐγώ τε ὁ τυραννηθεὶς τὴν καλὴν τυραννίδα καὶ ὑμεῖς οἱ καλῶς

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 10, ch. 5, Sec. 7, line 15

ἔφοδος τοῦ τοσούτου Κελτικοῦ στρατεύματος τῶν μὲν


Χριστιανικῶν πραγμάτων ἀπόσχηται, δεινῶς δ' ἐπιβρίσειε
κατὰ τῶν βαρβάρων Ἰσμαηλιτῶν μέθῃ καὶ οἴνῳ καὶ τῷ
Διονύσῳ δεδουλευκότων. Τοῦτο γὰρ τὸ γένος Διονύσῳ τε
ὑπείκει καὶ Ἔρωτι καὶ πρὸς παντοίας μίξεις καταφορώ-
τατον καὶ μὴ συμπεριτεμνόμενον τῇ σαρκὶ καὶ τὰ πάθη,
καὶ ἔστιν οὐδὲν ἄλλο ἢ δοῦλον καὶ τρίδουλον τῶν τῆς
Ἀφροδίτης κακῶν. Ἔνθεν τοι καὶ τὴν Ἀστάρτην αὐτοὶ
445

καὶ τὴν Ἀσταρὼθ προσκυνοῦσι καὶ σέβονται καὶ τοῦ ἄστρου


τὸν τύπον περὶ πλείονος τίθενται καὶ τὴν χρυσῆν παρ'
ἐκείνοις Χοβάρ. Ὁ μέντοι σῖτος εἰς τὸν χριστιανισμὸν τοῖς
συμβολικοῖς τούτοις ἐξελαμβάνετο διὰ τὸ νηφάλιόν τε καὶ
τροφιμώτατον. Οὕτω μὲν οὖν οἱ μάντεις τὰς ἀμπέλους καὶ
τὸν πυρὸν ἐξεδέξαντο.
         Ἀλλὰ τὰ μὲν περὶ τῶν μάν-
τεων οὕτως ἐχέτω· τὰ δὲ κατὰ τὴν ἔφοδον τῶν βαρβάρων
οὕτω παρηκολουθήκει καὶ καινόν τι κατανοεῖν τοῖς γε νοῦν
ἔχουσιν ἐνῆν. Τῆς γὰρ τῶν τοσούτων ἐλεύσεως οὐχ ὁμοῦ
οὐδὲ κατὰ ταὐτὸν γινομένης (καὶ πῶς γὰρ τοσαῦτα πλήθη
ἐκ διαφόρων τόπων ἐξορμήσαντα ὁμαδὸν τὸν τῆς Λογγι-
βαρδίας πορθμὸν διανήξασθαι ἐνῆν;) οἱ μὲν πρῶτοι,

Θεόδωρος Στουδίτης. Epistulae (2714: 002)


“Theodori Studitae Epistulae, vol. 1–2”, Ed. Fatouros, G.
Berlin: De Gruyter, 1992; Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Series
Berolinensis 31.Epistle 177, line 8

Ναυκρατίῳ τέκνῳ

 Οἱ προμεμελετηκότες ἀκούειν τὰ θλιπτικὰ οὐ ξενοπαθοῦσιν ἐν


ταῖς ἀπευκταῖς ἀγγελίαις. διὸ οὔτ' ἐθροήμεθα, τέκνον, ἐν ταῖς τῶν
γραμμάτων σου ἀπαγγελίαις· ἐλεειναὶ δὲ ὅτι μάλιστα (πῶς γὰρ οὔ;),
ἔτι ἀφανιζομένων τῶν ἱερῶν ναῶν τοῦ θεοῦ τοῦ τε κατὰ τῶν εὐσε-
βούντων διωγμοῦ μᾶλλον κορυβαντιῶντος ἔσω τε καὶ ἔξω. δεῖ δὲ
ὅμως κωδωνισθῆναι πᾶσαν ψυχὴν καὶ κοσκινισθῆναι πάντα τόπον,
ἵνα τῶν ἀχύρων ὁ σῖτος διαχωρισθῇ, εἰ καὶ ὀλιγοστός· ἐπείπερ
ὀλίγοι, ὡς ὁ Κύριος ἔφη, οἱ ἐκλεκτοί. ἐλύπησεν ἡμᾶς οὐ μικρὸν ἡ
τοῦ Δημητριάδος κατάπτωσις· καί γε μὴ ἐπαινέσῃς ἄνδρα, φησίν,
ἕως ἐξόδου αὐτοῦ. τί γὰρ καὶ πεπόνθαμεν; οὔπω μέχρις αἵματος
ἀντεκατέστημεν πρὸς τὴν ἀσέβειαν ἀνταγωνιζόμενοι καὶ ἐκλελή-
σμεθα, ἀποστολικῶς εἰπεῖν, τῆς παρακλήσεως. ἀγωνία μοι περὶ τῶν
συλληφθέντων ὁμοῦ ἀδελφῶν, πῶς τὰ κατ' αὐτοὺς ἀποβῇ σκοποῦντι·
πλὴν ὅτι εἰθίσμεθα, ὥσπερ οἱ ἐν τοῖς χαλκείοις τῇ σφυροκοπίᾳ, μὴ
παραξενίζεσθαι ἐν ταῖς βαρείαις τῶν συμφορῶν ἀκοαῖς.
 Εὔχομαι τοίνυν ὡς ἁμαρτωλὸς εὖ πρᾶξαι αὐτούς· διὰ Χριστὸν γὰρ
ὁ ἀγὼν καὶ οὐ μικρολογύμενος ὡς ἐπὶ τῆς μοιχείας παρά τισι τῶν
446

Θεόδωρος Στουδίτης. Epistulae Epistle 381, line 99

μακροετίζοντες, πάρεξ τοῦ κατὰ Ἰουλιανὸν τὸν ἀποστάτην. Παῦλος


ὁ μέγας τριακονταπέντε ἔτεσιν διωκόμενος καὶ καθ' ἡμέραν
ἀποθνήσκων, καὶ σὺ ἐν πέντε χρόνοις ἠτονηκώς; Κλήμης ὁ πολύ-
αθλος εἰκοσιοκτὼ ἔτεσιν μαρτυρῶν, καὶ σὺ ἀχανιῶν ἐν βραχέσιν;
ποῦ μοι καιρὸς τὰ τῶν ἄλλων μαρτύρων λέγειν; οὐκ ἤκουσας τὴν
ὑπομονὴν Ἰώβ; οὐχὶ πεντεκαίδεκα ἔτη ἢ καὶ πρὸς ἕλκει πονήρῳ
ἐβασανίζετο πρὸς τοῖς ἐπενεχθεῖσιν αὐτῷ ἄλλοις τραγῳδήμασιν, καὶ
ταῦτα οὐ συνειδώς τι πεπραχέναι τῶν ἀριστερῶν, μᾶλλον μὲν οὖν γε
καὶ τῶν λίαν δεξιῶν; ἀλλὰ τί αὐτῷ ὁ χρηματισμός; ἵνα δίκαιος,
φησίν, ἀναφανῇς. οὕτω καὶ νῦν κοσκινίζει ἡ πρόνοια οἱονεὶ τοὺς
παρόντας, ἵνα τὰ ζιζάνια ἔτι ἐκριφῇ, ἵνα ὁ σῖτος ἐναπομείνοι καθα-
ρός. οὐκ ἀκούεις τί λέγει τῷ Ἱερεμίᾳ; κάθες αὐτοὺς εἰς τὸ χωνευτή-
ριον καὶ σκέψαι εἰ δοκίμιόν ἐστιν, καθὼς ἐγὼ ἐδοκιμάσθην ὑπὲρ
αὐτῶν. ἐνέγκωμεν ἔτι, ὦ γενναῖοι στρατιῶται Χριστοῦ. αἱ ἡμέραι
ὡσεὶ σκιαὶ παράγουσιν, κἂν οἱ διώκοντες ἐπιμένειν οἴωνται· εἰ ἐμὲ
ἐδίωξαν, φησίν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν· εἰ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν,
καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσουσιν. ἀλλὰ ταῦτα πάντα ποιήσουσιν ὑμῖν
διὰ τὸ ὄνομά μου, ὅτι οὐκ οἴδασι τὸν πέμψαντά με. ἐπ' ἀληθείας γὰρ
οὐκ οἴδασιν ὅτι ὁ θεὸς καὶ πατὴρ ἔπεμψεν τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν
μονογενῆ γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς
ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν οἰκουμένην τῷ ἰδίῳ πατρὶ κατακτήση

Ammonius Scr. Eccl., Frag. in Joannem (in catenis) (2724: 003)


“Johannes–Kommentare aus der griechischen Kirche”, Ed. Reuss, J.
Berlin: Akademie–Verlag, 1966; Texte und Untersuchungen 89.
Frag.145, line 4

εἰπών, θερισταὶ δὲ οἱ ἀπόστολοι. Jo 4, 37


 Οἱ προφῆταί εἰσιν οἱ σπείροντες, εἰ καὶ πολὺν ἔσχον κόπον ὡς πρῶτοι
τὰ τῆς εὐσεβείας σπέρματα ἐν ταῖς τῶν ἀνθρώπων ψυχαῖς
καταβαλλόμενοι·  
οἱ γὰρ μαθηταὶ οὐ τοσοῦτον ἔσχον κάματον ἀπὸ τῶν γραφῶν πείθοντες
τοὺς
ἀνθρώπους.
Jo 4, 38
 Ὡς ἐμοῦ ὄντος τοῦ σπόρου κἂν διὰ προφητῶν ἐλαλήθη πέμπω ὑμᾶς
θερίσαι. οἱ μαθηταὶ καὶ τοὺς Ἕλληνας τῶν γηίνων καὶ τοὺς Ἰουδαίους
τῶν
σαρκικῶν τοῦ νόμου λατρειῶν ἀποτέμνουσι καὶ εἰς τὴν ἅλω ἀποτίθενται,
447

ὅ ἐστι τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου στάχυς τριβόμενος γίνεται σῖτος ὁ


ζωοποιῶν τοὺς πιστούς.
Jo 4, 40
 Σαμαρεῖται αἰτοῦσι τὸν Χριστὸν μεῖναι πρὸς αὐτούς, οἵτινές εἰσιν
ἀλλογενεῖς, καὶ οἱ συγγενεῖς αὐτοῦ τὸ κατὰ σάρκα Ἰουδαῖοι ἐδίωκον
αὐτὸν ὅτι
»ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκειακοὶ αὐτοῦ»
Jo 4, 42
 Τὸ οὗτός ἐστιν ὁ σωτὴρ ἀντὶ τοῦ ὁ Χριστὸς ὡς πᾶσαν μέλλων σώζειν
τὴν οἰκουμένην διηνεκῶς εἶπεν τοῦτο.  

Φλάβιος Ιουστινιανός. Novellae (2734: 013)


“Corpus iuris civilis, vol. 3”, Ed. Schöll, R., Kroll, W.
Berlin: Weidmann, 1895, Repr. 1968.P. 719, line 18

θομεν δωρεάς, δι' ὧν θεσπίζομεν ἀφεῖσθαι πάντας


του. ἡμετέρους ὑποτελεῖς ἐλλειμμάτων παντοίων ὀφει-
λομένων παρ' αὐτῶν ἀπὸ τῆς τοῦ προτέρου κύκλου
πρώτης ἐπινεμήσεως καὶ αὐτῆς, εἰς ἣν τὰς προτέρας
ἡμῶν συνεκλείσαμεν δωρεάς, μέχρι τῆς ἄρτι παρελ-
θούσης ἑβδόμης ἐπινεμήσεως καὶ αὐτῆς, ὡς εἶναι
εἴκοσι δύο ἐτῶν ἐφεξῆς τὴν εἰς τοὺς ὑπηκόους παρ'
ἡμῶν γινομένην φιλοτιμίαν, καὶ μηδεμίαν ἐλλειμμάτων
εἴσπραξιν εἶναι πρὸς ἐκείνους ἀναγομένων τοὺς χρό-
νους. ταῦτα δέ φαμεν οὐ περὶ τῶν ἐν χρυσίῳ μόνον,
ἀλλὰ κἂν εἰ ἄργυρος ἢ σῖτος ἢ ἕτερον εἶδος τὸ χρεω-
στούμενον εἴη, καὶ τοῦτο μὲν εἰ τῶν θρόνων τῶν
σῶν τὸ παρὰ τῶν ὑποτελῶν ὀφειλόμενον εἴη, τοῦτο
δὲ εἰ τῆς παρὰ Ἰλλυριοῖς ἐπαρχότητος ἢ τῶν θείων
ἡμῶν θησαυρῶν, εἴτε ὑπὲρ φόρων εἴτε ὑπὲρ ἑτέρων
τίτλων ὁπωσοῦν εἰσαγομένων αὐτοῖς. κοινὴν γὰρ δὴ
πᾶσιν ἐφεξῆς τοῖς ἡμετέροις ὑποτελέσι ταύτην ἡμῶν
τὴν φιλοτιμίαν παρέχομεν, ὥστε οὐδεὶς ὑπὲρ τῶν χρό-
νων ἐκείνων ἐπ' αὐτοὺς λοιπὸν ἐνεχθήσεται τὴν

Φλάβιος Ιουστινιανός. Novellae P. 792, line 24

ἅπαντα τὸν σῖτον τὸν ἐπιβάλλοντα ταῖς αὐτοῦ ἐπαρχίαις τε καὶ πόλεσι
καὶ τόποις καὶ ἀνήκοντα τῇ τε ἐμβολῇ τῆς εὐδαίμονος ταύτης πόλεως καὶ
τῷ παρ' ἡμῶν φιλοτιμουμένῳ τροφίμῳ τῆς Ἀλεξανδρέων, οὐδε-
448

μιᾶς ἀναβολῆς περὶ τούτων γινομένης, οἷα καὶ παντὸς κινδύνου αὐτὸν
ὁρῶντος καὶ τὴν πειθομένην αὐτῷ
τάξιν· κινδυνευόντων καὶ τῶν στρατιωτῶν τῶν ἐπὶ τοῖς τόποις ὄντων καὶ
τῶν τριβούνων καὶ πάσης πολι-
τικῆς καὶ δημοσίας βοηθείας, εἰ μὴ πρὸς ταῦτα ἀμύνοιεν. δέον τὸ μὲν τῆς
ἐνταῦθα ἐκπεμπομένης αἰσίας
ἐμβολῆς μέτρον ἐμβληθῆναι μὲν παρ' αὐτοῦ ταῖς ποταμίαις ναυσὶν αὐτῷ
τῷ ἔργῳ μέχρι τῆς ἐνάτης τοῦ
αὐγούστου μηνὸς καὶ τὴν ἐπ' αὐτῷ πληναρίαν παρ' αὐτοῦ πραχθῆναι,
[καὶ] κατακομισθῆναι δὲ αὐτὸν τὸν
σῖτον εἰς τὴν Ἀλεξανδρέων μέχρι τῆς δεκάτης τοῦ σεπτεμβρίου μηνός,
καὶ παραδίδοσθαι τῷ περιβλέπτῳ
αὐγουσταλίῳ ἢ τοῖς παρ' αὐτοῦ εἰς τοῦτο προβαλλομένοις· τοῦ δὲ παρ'
ἡμῶν φιλοτιμουμένου τῇ μεγάλῃ
τῶν Ἀλεξανδρέων πόλει τροφίμου μέχρι τῆς πεντεκαιδεκάτης τοῦ
ὀκτωβρίου μηνός. ἐκεῖνο γὰρ τῶν ἀνωμο-
λογημένων ἐστίν, ὡς εἰ μὴ κατὰ τὰς εἰρημένας προθεσμίας πᾶς ὁ σῖτος,
τῆς τε αἰσίας ἐμβολῆς τῆς [τε]
ἐνταῦθα στελλομένης τοῦ τε τροφίμου τῆς Ἀλεξανδρέων, ἐκπεμφθείη
κατὰ τὴν Ἀλεξανδρέων καὶ ἅπας
παραδοθῇ τῷ περιβλέπτῳ αὐγουσταλίῳ, καὶ οὐ πᾶν αὐτὸς προσστήσοιτο
παντὸς κατὰ τριῶν ἀρτάβων ὑπὲρ
ἑκάστου νομίσματος τοῦ σίτου τὸ ἐλλεῖπον καὶ μὴ παραδοθὲν μέτρον ὁ
δὲ κίνδυνος οὗτος οὐ μέχρι τῆς
αὐτοῦ στήσεται ζωῆς οὐδὲ μέχρι τῆς ἀρχῆς, ἀλλὰ καὶ ἰδιώτης γενόμενος
καὶ τελευτήσας μακροτέραν τῆς αὐτοῦ
τελευτῆς ἕξει τὴν ἀπαίτησιν· κληρονόμοι τε γὰρ αὐτοῦ καὶ τὰ αὐτοῦ
πράγματα ταῖς τοιαύταις ἐνέξονται
δυσκολίαις, τῆς ἐκείνου ῥᾳθυμίας διηνεκῆ διδούσης κατ' αὐτῶν κίνδυνόν
τε καὶ φροντίδα καὶ εἴσπραξιν, ἕως
ἡ τοῦ παντὸς χρέους κατὰ τὸν εἰρημένον τρόπον γένηται διάλυσις. καὶ
οὐδὲ καινίζομέν τι τῶν μὴ μέχρι
νῦν γενομένων ἐπιζητοῦντες. ἴσμεν γάρ, ὡς καὶ Ἰωάννης ὁ ἐνδοξότατος
Κομήτου τοῦ τῆς μεγαλοπρεποῦς  
μνήμης παῖς πρὸ τῆς συμπληρώσεως τοῦ αὐγούστου μηνὸς τῆς ἄρτι
παρελθούσης πρώτης ἐπινεμήσεως τὸν
πάντα σῖτον εἰσήνεγκεν εἰς τὴν Ἀλεξανδρέων καὶ τὸ τηνικαῦτα τῷ τὴν
αὐγουσταλίαν ἔχοντι παρέδωκεν

Ησύχιος. In sanctum Procopium (homilia 14) (2797: 041)


“Les homélies festales d'Hésychius de Jérusalem, vol. 1. Les homélies i–
xv”, Ed. Aubineau, M.
449

Brussels: Societé des Bollandistes, 1978; Subsidia hagiographica 59.


Sec. 6, line 9

τέτακται· ὑπὲρ τούτου μήτε πειρασμοὺς φεῦγε μηδὲ κινδύνους


εὐλαβοῦ μηδὲ τοὺς ἱδρῶτας παραιτοῦ μηδὲ δειλία τὸν θάνατον.
 Μὴ φεῦγε πειρασμούς· «Μακάριος γὰρ ἀνήρ, ὃς ὑπομένει
πειρασμόν.» Μὴ παραιτοῦ διωγμούς, ἐπειδὴ «Μακάριοι οἱ
δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν.» Μὴ εὐλαβοῦ κίνδυνον· «Κίνδυνοι γὰρ ᾅδου εὕρο-
σάν με, καὶ τὸ ὄνομα κυρίου ἐπεκαλεσάμην», φησὶν ὁ Δαυίδ,
καὶ ὡς σύμμαχος ἐξ οὐρανῶν ἀπήντησεν. Μὴ δειλία τὸν
θάνατον· ἄρτι γὰρ ψαλλούσης τῆς ἐκκλησίας ἀκήκοας «Τίμιος
ἐναντίον κυρίου ὁ θάνατος τῶν ὁσίων αὐτοῦ», καὶ σφόδρα εἰκό-
τως. Ὁ γὰρ σῖτος πρὸ τοῦ θέρους, αὐτῷ θαρρεῖν οὐδαμῶς ὁ
γεωργὸς ἀνέχεται, ἐπειδὴ καὶ βροῦχον ὑφορᾶται καὶ τὴν ἀκρίδα
δέδοικε, τὴν ἐρυσίβην πεφόβηται, τὰς βολὰς ὑποπτεύων τῆς χαλά-
ζης οὐ παύεται, τῆς ἀνεμοφόρου πληγῆς ἀγωνιᾷ τὰ τραύματα·
ὅταν δὲ ὁ σῖτος τῇ δρεπάνῃ ληφθῇ καὶ ὑπὸ τὴν χεῖρα τοῦ θερίζον-
τος γένηται καὶ προστεθῇ τοῖς δράγμασι καὶ ταῖς ἁμάξαις σὺν
τῇ καλάμῃ βασταχθῇ καὶ καταλάβῃ τὴν ἅλωνα καὶ τὸ πτύον ἀνα-
βῇ καὶ λικμηθεὶς ἔσω τῆς ἀποθήκης ἐσφραγισμένος φυλάττηται,  
τότε ἐπ' αὐτῷ θαρρεῖ καὶ ὡς πλουτήσας εὐφραίνεται,

Βασίλειος θεολόγος. De vita et miraculis sanctae Theclae libri ii [Sp.]


Book 2, Sec. 35, line 2

ἐκ τῆς πορθμίδος τῆς καὶ περαιούσης αὐτὸν ὡς ἡμᾶς καταληφθεὶς


ὤλετο, πολλὰ τῇ περὶ πάντα προπετείᾳ μεμφόμενος, ὁ δὲ
καθ' ἕτερον πάλιν διαφθαρεὶς τρόπον καὶ αὐτὸς ὤλετο. Τὸν  
αὐτὸν δὲ ἄμφω καὶ χρόνον καὶ τόπον τῆς ἀπωλείας ἔσχον, ὡς δέ
φασι καὶ τὸν αὐτὸν ἔλαχον τάφον, τάχα δὲ καὶ τὸν τῆς τρυφῆς
καὶ ἁμαρτίας. Τοῦτο δὲ καὶ παρ' αὐτῶν τῶν ἐκείνοιν πολιτῶν,
τάχα δὲ καὶ συγγενῶν ἐπυθόμην. Ἤδη δὲ καὶ τρίτη δυὰς ἡμῖν
Εἰρηνουπολιτῶν λοιπὸν ὑπολείπεται, ἧς εἰ ἀμνημονήσομεν, μεγί-
στου θαύματος λήσομεν ἑαυτοὺς ἀποστεροῦντες.
 Πάππος τοιγαροῦν τις καὶ Αὐλέριος βουλευταὶ μὲν ἤστην
ἄμφω, καί τινος δὲ στρατιωτικοῦ δαπανήματος κοινωνοί. Σῖτος
δὲ ἦν, οἶμαι, τὸ δαπάνημα τοῦτο. Ὡς δὲ καὶ ὁ χρόνος προὔ-
κοπτε, καὶ ὁ σῖτος ἐπαναλίσκετο, τῶν στρατιωτῶν ἐν ἄρτοις
τοῦτον ἡμέρας ἑκάστης ἀποφερομένων, ὁ μὲν Αὐλέριος κατὰ τὸ
450

συμβὰν ἐπέξεισι τὸν βίον, ὁ δὲ Πάππος τῇ τούτου τελευτῇ πρὸς


ἐπιβουλὴν τῶν ἐκείνου παίδων κατεχρήσατο, τὸ μὲν κοινῇ προς-
ῆκον αὐτοῖς κέρδος εἰς ἑαυτὸν μόνον ἀπενεγκάμενος, τοῖς δὲ ἐκεί-
νου παισὶ τὰ ἐλλείμματα μόνον ἐγκαταλείψας· ὡς διπλοῦν εἶναι
λοιπὸν τὸ δυστύχημα, ὀρφανίαν τε καὶ τὴν τῶν ὄντων αὐτοῖς ἔτι
μικρῶν χρηματίων ἀπώλειαν.

Βασίλειος θεολόγος. De vita et miraculis sanctae Theclae libri ii [Sp.]


Book 2, Sec. 35, line 4

καθ' ἕτερον πάλιν διαφθαρεὶς τρόπον καὶ αὐτὸς ὤλετο. Τὸν  


αὐτὸν δὲ ἄμφω καὶ χρόνον καὶ τόπον τῆς ἀπωλείας ἔσχον, ὡς δέ
φασι καὶ τὸν αὐτὸν ἔλαχον τάφον, τάχα δὲ καὶ τὸν τῆς τρυφῆς
καὶ ἁμαρτίας. Τοῦτο δὲ καὶ παρ' αὐτῶν τῶν ἐκείνοιν πολιτῶν,
τάχα δὲ καὶ συγγενῶν ἐπυθόμην. Ἤδη δὲ καὶ τρίτη δυὰς ἡμῖν
Εἰρηνουπολιτῶν λοιπὸν ὑπολείπεται, ἧς εἰ ἀμνημονήσομεν, μεγί-
στου θαύματος λήσομεν ἑαυτοὺς ἀποστεροῦντες.
 Πάππος τοιγαροῦν τις καὶ Αὐλέριος βουλευταὶ μὲν ἤστην
ἄμφω, καί τινος δὲ στρατιωτικοῦ δαπανήματος κοινωνοί. Σῖτος
δὲ ἦν, οἶμαι, τὸ δαπάνημα τοῦτο. Ὡς δὲ καὶ ὁ χρόνος προὔ-
κοπτε, καὶ ὁ σῖτος ἐπαναλίσκετο, τῶν στρατιωτῶν ἐν ἄρτοις
τοῦτον ἡμέρας ἑκάστης ἀποφερομένων, ὁ μὲν Αὐλέριος κατὰ τὸ
συμβὰν ἐπέξεισι τὸν βίον, ὁ δὲ Πάππος τῇ τούτου τελευτῇ πρὸς
ἐπιβουλὴν τῶν ἐκείνου παίδων κατεχρήσατο, τὸ μὲν κοινῇ προς-
ῆκον αὐτοῖς κέρδος εἰς ἑαυτὸν μόνον ἀπενεγκάμενος, τοῖς δὲ ἐκεί-
νου παισὶ τὰ ἐλλείμματα μόνον ἐγκαταλείψας· ὡς διπλοῦν εἶναι
λοιπὸν τὸ δυστύχημα, ὀρφανίαν τε καὶ τὴν τῶν ὄντων αὐτοῖς ἔτι
μικρῶν χρηματίων ἀπώλειαν. Τί οὖν ἡ μάρτυς, ἡ μηδέποτε μηδὲ
τῶν ὑπερορίων ἀφροντιστοῦσα, ὁμοίως δὲ κηδομένη πάντων τῶν
πονούντων καὶ ἀδικουμένων; Σπεύδει καὶ ἐπικαταλαμβάνει τὴν
τοῦ ἠδικηκότος καὶ πόλιν καὶ ἑστίαν, καὶ κακὸν ὄναρ –

Ολυμπιόδωρος. , Commentarii in Job (2865: 001)


“Olympiodor Diakon von Alexandria. Kommentar zu Hiob”, Ed.
Hagedorn, U., Hagedorn, D.Berlin: De Gruyter, 1984; Patristische Texte
und Studien 24.P. 64, line 6l

ἀνθρώπους οὐ μὴ φοβηθήσῃ. καὶ γὰρ καὶ οὗτοι τὴν σὴν θεοσέβειαν


αἰσχυνόμενοι οὐκέτι σοι πολεμεῖν αἱρήσονται. καὶ τότε τῇ πείρᾳ
μαθήσῃ, ὡς εἰρηνεύσει σου μὲν ὁ οἶκος, ἡ δὲ πᾶσά σου τοῦ
451

βίου διαγωγὴ οὐ μὴ ἁμάρτῃ, ἀντὶ τοῦ· οὐκ ἔξω τῶν χρηστῶν ἐλ-
πίδων γενήσεται.  
5, 25 γνώσῃ δὲ ὅτι πολὺ τὸ σπέρμα σου, τὰ δὲ τέκνα σου ὥσπερ τὸ
παμβότανον τοῦ ἀγροῦ.
 ἀλλὰ καὶ πολύπαις ἔσῃ καὶ ὡραίων παίδων πατήρ· ἔσονταί σου
γὰρ τὰ παιδία ὡς τὸ παμβότανον τοῦ ἀγροῦ ἀντὶ τοῦ· ὡς
ἀγρὸς πάσαις βοτάναις ἀνθηρός.
5, 26 ἐλεύσῃ δὲ ἐν τάφῳ ὥσπερ σῖτος ὥριμος κατὰ καιρὸν θεριζόμενος ἢ
ὥσπερ θιμωνιὰ ἅλωνος καθ' ὥραν συγκομισθεῖσα.
 ἀλλὰ καὶ πλήρης ἡμερῶν ὥσπερ σῖτος πεπληρωμένος καὶ εἰς το-
μὴν ἐπιτήδειος τραφεὶς ἐν γήρᾳ καλῷ καταλύσεις τὸν βίον, ἢ
ὥσπερ θιμωνιὰ ἅλωνος κατὰ καιρὸν εἰς τὰς ἀποθήκας συγκο-
μισθεῖσα. θεώρει δέ, ὅτι πολυπαιδία καὶ πολυετία ἴδια πρὸς εὐ-
δαιμονίαν τοῖς παλαιοῖς ἐνενόμιστο. θιμωνιὰν δὲ ἅλωνος ἔφη,
ἵνα εἴπῃ, ὅτι ἐν πᾶσι κομῶν τοῖς ἀγαθοῖς μεταλλάξεις τὸν βίον.

Ολυμπιόδωρος. , Commentarii in Job P. 229, line 11

27, 20 νυκτὶ δὲ ὑφείλετο αὐτὸν γνόφος.


 ἔσται δὲ ὡς ἐν νυκτὶ τὰ κατ' αὐτὸν ἀνάμεστα σκότους, καὶ
κυκλοτερῶς ὡς γνόφος περιστήσονται αὐτὸν τὰ κακά.
27, 21 ἀναλήψεται αὐτὸν καύσων, καὶ ἀπελεύσεται καὶ λικμήσει
αὐτὸν ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ.
 οἰχήσεται δέ, φησίν, ὥσπερ ὑπὸ ἀνέμου καύσωνος ἀποφυσώμενος
καὶ ἀναρριπιζόμενος. καλῶς δὲ εἶπε καύσωνος, πῦρ γὰρ αὐτὸν
ἄσβεστον διαδέχεται. λικμῆσαι δέ ἐστι τὸ τῷ πτύῳ τὸν σῖτον
ἀναρριπτοῦντα τὸ χνοῶδες καὶ ἐλαφρὸν ταῖς τῶν ἀνέμων αὔραις
ἀπομερίζειν τοῦ σίτου. διακαθαριζομένης τοίνυν τῆς ἅλωνος ὁ μὲν
σῖτος ἀποκαθίσταται εἰς τὰς ἀποθήκας, τὸ δὲ ἄχυρον κατα-
καίεται πυρὶ ἀσβέστῳ, ὡς ἡ εὐαγγελική φησιν παραβολή.
27, 22 καὶ ἐπιρρίψει ἐπ' αὐτὸν καὶ οὐ φείσεται.
 ὡς λῃστὴς δηλονότι καὶ ἡ τιμωρία καὶ ὁ καύσων ἄνεμος ἐπιπίπ-
των ἐπὶ τὸν ἀσεβῆ.

Ολυμπιόδωρος. , Commentarii in Ecclesiasten (2865: 002); MPG 93.


Volume 93, p. 569, line 2

ψε Λόγος, μὴ ἐπιζητήσωμεν. Τὸ γὰρ ταῦτα ζητεῖν,


452

ἔκπληξις καὶ μανία φρενός. Ἀλλὰ μηδὲ περὶ δόγ-


ματα πολὺ ἀσεβήσῃς, ἀντὶ τοῦ. ἐπιπολύ. Ἀλλὰ
σπούδαζε τὸ ἀληθὲς εὑρεῖν, καὶ τῇ μετανοίᾳ λυ-
τροῦσθαι τὰ πταίσματα. Καὶ μὴ γίνου, φησὶ, σκλη-
ρὸς, τουτέστιν ἀμάλακτος, καὶ ἀντιπίπτων τῇ τοῦ
Πνεύματος διδασκαλίᾳ. Εἶτα κατὰ κοινοῦ ἐπάγει,
Ἵνα μὴ ἀποθάνῃς ἐν οὐ καιρῷ σου. Ἐν οὐ καιρῷ
ἀποθνήσκει ὁ μὴ τετελειωμένος ταῖς ἀρεταῖς, ἀλλὰ  
κακίᾳ συζήσας καὶ ἀποθανών. Τελευτᾷ δὲ ὥσπερ
σῖτος ὥριμος ὁ ταῖς ἀρεταῖς τελεσφορηθείς.
 »Ἀγαθὸν τὸ ἀντέχεσθαί σε ἐν τούτῳ· καί γε
ἀπὸ τούτου μὴ μιάνῃς τὴν χεῖρά σου, ὅτι ὁ φοβού-
μενος τὸν Θεὸν, ἐξελεύσεται τὰ πάντα.» Περὶ κα-
κίας καὶ ἀρετῆς διδάξας ἐπήγαγε, ὅτι ἀγαθὸν ἀντ-
έχεσθαι τῆς ἀρετῆς, μὴ μιαίνειν δὲ τὴν πρᾶξιν
(χεῖρα ὀνομαζομένην) ἀπὸ τῆς κακίας. Εἶτα περὶ
τοῦ ἁγνοῦ καὶ ἁγνοποιοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ φησι, ὅτι
Ὁ φοβούμενος τὸν Θεὸν ἐξελεύσεται τὰ πάντα,
πᾶσαν πρᾶξιν κατὰ ἀρετὴν διεξερχόμενος, καὶ ταῖς
προκοπαῖς τελειούμενος, καὶ πάντα διεκδύνων

Ολυμπιόδωρος. , Commentarii in Jeremiam (in catenis) (2865: 003);


MPG 93.Volume 93, p. 676, line 55

ἐμοῦ ἦσαν σοφισθέντες, τὸν λαόν μου ἀπέστρεφον ἂν


ἀπὸ τῶν πονηρῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν.
 »Ὁ προφήτης ἐν ᾧ τὸ ἐνύπνιόν ἐστι.» Ἐπειδή εἰσι
καὶ ἐκ Θεοῦ ἐνύπνια, δεῖγμα πάλιν ποιεῖται τῶν ψευ-
δῶν καὶ ἀληθινῶν ἐνυπνίων τὰ ἀποτελέσματα, ὅτι
τὰ μὲν ἐκ Θεοῦ ἐνύπνια, πάντως ἀληθεύει, τὰ δὲ ἐκ
δαιμόνων, οὐ πάντως. Πρὸς ἑκατέρους οὖν τοὺς προ-
φήτας ἁρμόζει ὁ λόγος, τούς τε ἀληθεῖς, καὶ ψευ-
δεῖς.
 »Τί τὸ ἄχυρον πρὸς τὸν σῖτον;» Ἄχυρον τροφὴ
πυρὸς, τῶν ψευδοπροφητῶν ὁ λόγος· σῖτος δὲ ἀνθρώ-
πῳ ζωτικὴν χαρίζεται δύναμιν, ὁ λόγος τοῦ ἀληθοῦς
προφήτου. Ποία γὰρ κοινωνία τῷ ψεύδει πρὸς τὴν
ἀλήθειαν;  
 »Οὐκ ἰδοὺ οἱ λόγοι.» Τουτέστιν, ἐνεργεῖς καὶ
δυνατοί.
453

Ολυμπιόδωρος. , Commentarii in Lamentationes (in catenis) (2865:


004); MPG 93.Volume 93, p. 740, line 12

ἐκ προαιρέσεως, φησὶν, τὰ γήϊνα πράγματα τῆς ἐαυ-


τῶν σωτηρίας προέκριναν.
 »Κατήγαγον εἰς γῆν.» Κατήνεγκαν εἰς τὰ γήϊνα
πράγματα τὰς συναγωγὰς, ἢ καὶ τὰς δυναμένας σώ-
ζεσθαι ψυχάς.
 »Ἐξέλιπον ἐν δάκρυσιν.» Ὅτι οὐχ ὑπὸ τῶν ἐθνι-
κῶν ὠχλήθη ἡ εὐσέβεια, ἀλλ' ὑπὸ τῶν νόθων υἱῶν
παρεφθάρησαν,
 »Ταῖς μητράσιν.» Αἱ ἁμαρτωλαὶ ψυχαὶ ταῖς Ἐκ-
κλησίαις.
 »Ποῦ σῖτος.» Ποῦ τοῦ μυστηρίου ἡ παῤῥησία;
Ταῦτά φασιν, ὡς μὴ ἀξιούμεναι τῶν μυστηρίων διὰ
τὰς ἁμαρτίας.
 »Ἐν τῷ ἐκλύεσθαι.» Τουτέστιν ὑφ' ἁμαρτίας καὶ
[ἴσ. Εἰς] θάνατον.
 »Ἐν τῷ ἐκχεῖσθαι.» Καίτοι ἐν κόλποις μητέ-
ρων ὑπάρχοντες, λιμῷ διδασκαλίας ἔτι ἐκλείπου-
σιν.

Oecumenius Phil., Rhet., Commentarius in Apocalypsin (2866: 001)


“The complete commentary of Oecumenius on the Apocalypse”, Ed.
Hoskier, H.C.Ann Arbor: University of Michigan Press, 1928.
P. 87, line 12

ὅτι ἄνθρωποί ἐσμεν, καὶ μὴ δίκην κτηνῶν ἐν χαλινῷ καὶ


κημῷ διελκώμεθα καὶ ἀποβουκολώμεθα παρὰ τῶν ὀλε-
θρίων τυράννων. καὶ ἤκουσά φησι φωνὴν ἐν μέσῳ τῶν τες-
σάρων ζώων λέγοντος· χοῖνιξ σίτου δηναρίου, καὶ τρεῖς χοίνι-
κες κριθῶν δηναρίου, καὶ τὸ ἔλαιον καὶ τὸν οἶνον μὴ ἀδικήσης.
ὁ λόγος καὶ ἡ διδασκαλία, σπέρμα παρὰ τῇ θείᾳ τροπολο-
γεῖται γραφῇ· γέγραπται γὰρ παρὰ τῷ Ματθαίῳ· ἐξῆλθεν
ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι· καὶ πάλιν φασὶ πρὸς τὸν κύριον
αὐτῶν οἱ τῶν δούλων εὐνούστατοι· κύριε, οὐχὶ καλὸν σπέρμα
ἔσπειρας ἐν τῷ ἀγρῷ; πόθεν οὖν ἔχει ζιζάνια; τοῦ δέ γε
σπέρματος, τὸ μέν ἐστι σῖτος, οἷον τὸ εὐαγγελικὸν κήρυγμα
ὡς ἀνδρᾶσι πρέπουσα τροφὴ τελείοις· καὶ τὰ αἰσθητήρια
454

γεγυμνασμένα ἔχουσι πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ.


τί δέ ἐστι κριθή; ἡ κατὰ τὸν Μωυσέως νόμον διδασκαλία,
ὡς πρεπεστέρα τοῦ σίτου, καὶ ἀκμάσασα, καὶ τροφὴ κτη-
νοπρεπὴς τὸν νήπιον τρέφουσα Ἰσραήλ. φησὶν οὖν ὁ χρη-
ματίζων ἐν μέσῳ τῶν τεσσάρων ζώων Θεός· χοῖνιξ σίτου
δηναρίου, καὶ τρεῖς χοίνικες κριθῆς δηναρίου. δι' ὧν αἰνίτ-
τεται λιμὸν εἶναι καὶ σπάνιν παρὰ τοῖς τότε ἀνθρώποις διδα-
σκαλίας εὐαγγελικῆς τε τῆς ἐκ τοῦ Κυρίου, καὶ νομικῆς,
κατὰ τὸ γεγραμμένον· δώσω αὐτοῖς οὐ λιμὸν ἄρτου οὐδὲ

Ιωάννης Μαλαλάς. ., Chronographia (2871: 001)


“Ioannis Malalae chronographia”, Ed. Dindorf, L.
Bonn: Weber, 1831; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.
P. 340, line 5

πρῴην μονομαχεῖον ἦν. ἔκτισε δὲ καὶ τὸ δημόσιον λουτρὸν πλη-


σίον τοῦ Ἱππικοῦ. ἔκτισε δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ θαυμαστὰ ἔργα
ἐν τῇ αὐτῇ πόλει.
 Ὁ δὲ θειότατος βασιλεὺς Βαλεντινιανὸς πολλοὺς συγκλητι-
κοὺς καὶ ἄρχοντας ἐπαρχιῶν ἐφόνευσεν, ὡς ἀδικοῦντας καὶ κλέ-
πτοντας καὶ ἁρπάζοντας. τὸν δὲ πραιπόσιτον τοῦ παλατίου αὐ-  
τοῦ ὀνόματι Ῥοδανόν, ἄνδρα δυνατώτατον καὶ εὔπορον καὶ διοι-
κοῦντα τὸ παλάτιον, ὡς πρῶτον ὄντα ἀρχιευνοῦχον καὶ ἐν μεγά-
λῃ τιμῇ ὄντα, ζῶντα ἔκαυσεν εἰς τὴν σφενδόνην τοῦ Ἱππικοῦ φρυ-
γάνοις, ὡς θεωρεῖ τὸ ἱππικὸν ὁ αὐτὸς βασιλεὺς Βαλεντινιανός.
ὁ γὰρ πραιπόσιτος αὐτοῦ Ῥοδανὸς ἥρπασεν οὐσίαν ἀπό τινος χή-
ρας γυναικὸς καλουμένης Βερονίκης, πλέξας αὐτῇ, ὡς ἐν δυνάμει
ὤν· καὶ προσῆλθεν ἐκείνη τῷ αὐτῷ Βαλεντινιανῷ βασιλεῖ. ἢ
μόνον δὲ ἐβασίλευσε, κατ' αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δικαστὴν τὸν πα-
τρίκιον Σαλούστιον· ὅστις κατέκρινε τὸν αὐτὸν πραιπόσιτον Ῥο-
δανόν. καὶ μαθὼν ὁ αὐτὸς βασιλεὺς τὸν ὅρον παρὰ τοῦ πατρι-
κίου Σαλουστίου, ἐκέλευσε τῷ αὐτῷ πραιποσίτῳ ἀναδοῦναι τῇ
χήρᾳ ἅπερ ἥρπασε παρ' αὐτῆς. καὶ οὐκ ἐπείσθη ὁ αὐτὸς Ῥοδα-
νὸς καὶ ἀνέδωκεν αὐτῇ, ἀλλ' ἐξεκαλέσατο τὸν πατρίκιον

Ιωάννης Μαλαλάς. ., Chronographia P. 340, line 17

ὤν· καὶ προσῆλθεν ἐκείνη τῷ αὐτῷ Βαλεντινιανῷ βασιλεῖ. ἢ


μόνον δὲ ἐβασίλευσε, κατ' αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δικαστὴν τὸν πα-
τρίκιον Σαλούστιον· ὅστις κατέκρινε τὸν αὐτὸν πραιπόσιτον Ῥο-
δανόν. καὶ μαθὼν ὁ αὐτὸς βασιλεὺς τὸν ὅρον παρὰ τοῦ πατρι-
455

κίου Σαλουστίου, ἐκέλευσε τῷ αὐτῷ πραιποσίτῳ ἀναδοῦναι τῇ


χήρᾳ ἅπερ ἥρπασε παρ' αὐτῆς. καὶ οὐκ ἐπείσθη ὁ αὐτὸς Ῥοδα-
νὸς καὶ ἀνέδωκεν αὐτῇ, ἀλλ' ἐξεκαλέσατο τὸν πατρίκιον Σαλού-
στιον. καὶ ἀγανακτήσας ὁ αὐτὸς βασιλεὺς ἐκέλευσε τῇ αὐτῇ γυ-
ναικὶ προσελθεῖν αὐτῷ, ὡς θεωρεῖ τὸ ἱππικόν· καὶ προσῆλθεν
αὐτῷ ἡ γυνὴ τῷ πέμπτῳ βαΐῳ πρωίας. καὶ ὡς ἵσταται ἔγγιστα
αὐτοῦ εἰς τὰ δεξιὰ ὁ αὐτὸς Ῥοδανὸς πραιπόσιτος, ἐκέλευσεν ὁ
αὐτὸς βασιλεύς, καὶ κατεσχέθη ἀπὸ τοῦ καθίσματος ἐπὶ πάσης
τῆς πόλεως, καὶ ἀπηνέχθη εἰς τὴν σφενδόνην τοῦ Ἱππικοῦ καὶ
ἐκαύθη. καὶ ἐχαρίσατο τῇ αὐτῇ χήρᾳ γυναικὶ ὁ αὐτὸς βασιλεὺς
Βαλεντινιανὸς πᾶσαν τὴν περιουσίαν τοῦ αὐτοῦ πραιποσίτου Ῥο-
δανοῦ· καὶ εὐφημίσθη ὑπὸ τοῦ δήμου παντὸς καὶ τῆς συγκλήτου,
ὡς δίκαιος καὶ ἀπότομος· καὶ ἐγένετο φόβος πολὺς εἰς τοὺς κα-
κοπράγμονας καὶ εἰς τοὺς ἁρπάζοντας τὰ ἀλλότρια, καὶ ἡ δικαιο-
σύνη ἐκράτει.  
 

Κύριλλος. Vita Sabae P. 123, line 10

καὶ τοὺς λίθους αὐτοῦ κάτω εἰς τὸν χείμαρρον. καὶ ἀναχωροῦσιν  
μετὰ τῆς ἀποσκευῆς αὐτῶν καὶ ἔρχονται εἰς τὴν λαύραν τοῦ Σουκᾶ
καὶ παρεκάλουν μεῖναι αὐτόθι. καὶ μαθὼν ὁ ἐν ἁγίοις Ἀκυλῖνος ὁ
τηνικαῦτα τὴν τοῦ Σουκᾶ ἡγεμονίαν ἐγκεχειρισμένος τὰ κατ'
αὐτοὺς ἀπωσάμενος αὐτοὺς οὐκ ἐδέξατο. αὐτοὶ δὲ μὴ δεχθέντες
ἀνεχώρησαν εἰς τὸν κατὰ νότον Θεκώων χείμαρρον, εἰς ὃν ἔμειναν
εὑρόντες ὕδωρ καὶ ἴχνη κελλίων ὑπὸ τῶν Ἀποσχιστῶν πάλαι οἰκοδο-
μηθέντων καὶ κτίσαντες ἑαυτοῖς κελλία Νέαν λαύραν τὴν τοποθεσίαν
ὠνόμασαν. τούτων οὕτως ἀναχωρησάντων ἐκ τῆς τοῦ πρεσβύτου
λαύρας οἱ λοιποὶ ἐκαρποφόρουν τῶι θεῶι τὴν τῆς καρδίας καθαρότητα
ἀνεμποδίστως ὥσπερ σῖτος αὐξανόμενος τῶν ζιζανίων ἐκριζωθέντων.
ὀλίγου δέ τινος χρόνου διελθόντος γνοὺς ὁ ἐν ἁγίοις Σάβας ποῦ
καταμένουσιν οἱ λειποτακτήσαντες μαθηταὶ αὐτοῦ, τά τε τῆς λαύρας
καὶ τοῦ Καστελλίου ἄλογα ἀναλωμάτων πεφορτωμένα λαβὼν ἄπεισι
πρὸς αὐτοὺς ἐκεῖσε. τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν τοῦτον θεωρήσαντες ἐρχό-
μενον ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους· ἰδοὺ καὶ ἐνταῦθα ὁ στραβὸς ἥκει.
ὁ δὲ ἅγιος πρεσβύτης κατανοήσας αὐτοὺς ἐν πολλῆι ὄντας στενο-
χωρίαι ἐκ τοῦ μήτε ἐκκλησίαν ἔχειν μήτε κεφαλήν, ἀλλ' εἰς τὸ προφη-
τεῖον τὸ ἐν Θεκώοις τοῦ ἁγίου Ἀμὼς κατὰ κυριακὴν κοινωνοῦντας
καὶ τῆι ἀταξίαι τῆς ἀναρχίας κεχρημένους καὶ πρὸς ἀλλήλους λοιπὸν
διαμαχομένους καὶ στασιάζοντας σπλαγχνισθεὶς εἰς αὐτοὺς ἀναφέρει
456

Ρωμανός Μελωδός. , Cantica dubia Hymn 79, proem-strophe strop, Sec.


1, line 6

Τὴν Ἐδὲμ Βηθλεέμ (App. Metr. B)

Ἀβραὰμ μὲν ποτὲ    τὸν υἷον ἐθυσίαζε


 τὴν σφαγὴν προτυπῶν    τοῦ τὰ πάντα κατέχοντος
 καὶ νῦν ἐν σπηλαίῳ    σπεύδοντος τεχθῆναι·
σὺ δέ, θεόφρον,    ὅλον προσήγαγες    σαυτὸν ὥσπερ σφάγιον,
 καὶ τῶν θηρίων    βρῶμα γενόμενος
 σῖτος καθαρὸς    ὤφθης τῷ κτίστῃ σου  
ἐν ἀποθήκαις    ἐπουρανίαις
 διαιωνίζων ἀληθῶς    καὶ τοῦ σοῦ ἔρωτος τρυφῶν,
δι' οὗ πάντα τὸν κόσμον    καταλείψας θεοφόρος
|:προσηγορεύθης,    Ἰγνάτιε πάνσοφε.:|
Ἱερῶς τῷ θεῷ    ἀπὸ βρέφους προσκείμενος
 οἰκειώθης αὐτῷ    ὡς υἱὸς γνησιώτατος,
 χειροθετηθεὶς δὲ    ταῖς αὐτοῦ παλάμαις
τῶν ἀποστόλων    ἴσον ἐτέλεσας    τὸν δρόμον, μακάριε·
 ἐν μέσῳ λύκων    ἀποστελλόμενος
 οἱ καὶ τὰ ὀστᾶ    τὰ σὰ σπαράξαντες,

Ρωμανός Μελωδός. , Cantica dubia Hymn 79, proem-strophe strop, Sec.


5, line 1

Ὁλικῶς τὸν Χριστὸν    ἀγαπήσας, πανεύφημε,


 ἐμιμήσω αὐτὸν    ὡς ἱεράρχης ἔννομος
 προθεὶς τὴν ψυχήν σου    ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου
καὶ βασιλέων    ἔμπροσθεν ἵστασο    μηδ' ὅλως πτοούμενος·
 ἀντὶ γὰρ πάντων,    ὧν σύπερ ἔπασχες
 κέρδος τὸν Χριστὸν    εἶχες ἀδάπανον,
αὐτὸν διώκων,    αὐτὸν κατέχων
 καὶ συσταυρούμενος αὐτῷ·    ἱνὰ καὶ ζήσῃς ἐν αὐτῷ·
διὰ τοῦτο ἀξίως    ὑπὸ πάντων θεοφόρος
|:προσηγορεύθης,    Ἰγνάτιε πάνσοφε.:|  
“Σῖτος εἴμι θεοῦ    καθαρός,” ἀνεκραύγαζες,
 “καὶ σπουδάζω λοιπὸν    ἀλησθῆναι δεινότατα
 ὑπὸ τῶν θηρίων,    ὅπως τῷ δεσπότῃ
ἔντιμος ἄρτος    ὅλος γενήσομαι    καὶ τούτου θεάσομαι
457

 κάλλος τὸ θεῖον·    ὃ φανταζόμενος


 ξίφος τε καὶ πῦρ    καὶ περιστάσεις δεινὰς
οὐδὲν ἡγοῦμαι,    Χριστὸν γὰρ ἔχω
 ἔνδον λαλοῦντα ἐν ἐμοί·    “Πρὸς τὸν πατέρα δεῦρο νῦν”.”
διὰ τοῦτο ἀξίως    ὑπὸ πάντων θεοφόρος
|:προσηγορεύθης,    Ἰγνάτιε πάνσοφε.:|
Ῥητορεύων, σοφέ,    τὰ θεόφθεγκτα δόγματα

Constitutiones Apostolorum, Constitutiones apostolorum (fort.


compilatore Juliano Ariano) (2894: 001)“Les constitutions apostoliques,
3 vols.”, Ed. Metzger, M.Paris: Cerf, 1:1985; 2:1986; 3:1987; Sources
chrétiennes 320, 329, 336.Book 7, ch. 20, line 9

εὐθείας ὁδοῦ, δυσσεβήσεις.  


 Περὶ δὲ βρωμάτων λέγει σοι ὁ Κύριος· «Τὰ
ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε.» Καί· «Πᾶν κρέας ἔδεσθε ὡς
λάχανα χλόης, τὸ δὲ αἷμα ἐκχεεῖς.» Οὐ γὰρ τὰ εἰσερχόμενα
εἰς τὸ στόμα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον, εἰς κοιλίαν γὰρ χωρεῖ
καὶ εἰς ἀφεδρῶνα ἐκβάλλεται, τὰ δὲ ἐκπορευόμενα κοινοῖ
τὸν ἄνθρωπον, λέγω δὴ βλασφημίαι, καταλαλιαὶ καὶ εἴ
τι τοιοῦτον. Σὺ δὲ φάγῃ τὸν μυελὸν τῆς γῆς μετὰ
δικαιοσύνης, ὅτι· «Εἴ τι καλόν, αὐτοῦ, καὶ εἴ τι ἀγαθόν,
αὐτοῦ· σῖτος νεανίσκοις καὶ οἶνος εὐωδιάζων παρθένοις·
τίς γὰρ φάγεται ἢ τίς πίεται παρὲξ αὐτοῦ;»
 Ἀπὸ δὲ τῶν εἰδωλοθύτων φεύγετε· ἐπὶ τιμῇ γὰρ
δαιμόνων θύουσι ταῦτα, ἐφ' ὕβρει δηλαδὴ τοῦ μόνου Θεοῦ·
ὅπως μὴ γένησθε κοινωνοὶ δαιμόνων.
 Περὶ δὲ βαπτίσματος, ὦ ἐπίσκοπε ἢ πρεσβύτερε,
ἤδη μὲν καὶ πρότερον διεταξάμεθα, καὶ νῦν δέ φαμεν ὅτι
οὕτως βαπτίσεις ὡς ὁ Κύριος ἡμῖν διετάξατο λέγων·
»Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες
αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ
ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα

Leontius Scr. Eccl., In sanctam parasceven (homilia 7) (2914: 008)


“Leontii presbyteri Constantinopolitani homiliae”, Ed. Datema, C., Allen,
P.Turnhout: Brepols, 1987; Corpus Christianorum. Series Graeca 17.
458

Line 64

καὶ ἀντὶ προσφορᾶς ὄξος προσάγοντας,


καὶ ἀντὶ δώρων καλάμῳ τύπτοντας,  
καὶ ἀντὶ κειμηλίων ἀκάνθινον στέφανον πλέκοντας,
καὶ τολμηρῶς βοῶντας· Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ' ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ
τέκνα ἡμῶν. Διὰ ταῦτα βουλευομένου τοῦ πατρὸς ἐξαλεῖψαι
παραυτὰ τὸ τῶν Ἰουδαίων φῦλον, ὁ μονογενὴς υἱὸς ὡς
μεσίτου τάξιν εἰληφὼς παρεκάλει τὸν πατέρα λέγων· «Πάτερ,
ἄφες αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποι-
οῦσιν. Πολλοὶ γὰρ ἐξ αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν· διὸ παρακαλῶ,
μὴ συνθερισθῇ ζιζανίοις σῖτος,
μὴ συναπόλλωνται λύκοις ἀρνειοί,
μὴ συνφθαρῶσι κόραξι περιστεραί,
μὴ συγκαυθῶσιν ἀκάνθαις ῥόδα.
Οὐ μόνον Καϊάφας ἐνταῦθα μαστίζων,
 ἀλλὰ καὶ Παῦλος ἐπιστρέφων·

Ιωάννης Δαμασκηνός. Dialectica sive Capita philosophica (recensio


fusior) (2934: 002)“Die Schriften des Johannes von Damaskos, vol. 1”,
Ed. Kotter, B.Berlin: De Gruyter, 1969; Patristische Texte und Studien
7.Sec. 50, line 17

 Ἰστέον δέ, ὅτι ποσότης μέν ἐστιν αὐτὸ τὸ μέτρον καὶ ὁ ἀριθμὸς ὁ
μετρῶν καὶ ἀριθμῶν, ποσὰ δὲ τὰ τῷ ἀριθμῷ καὶ τῷ μέτρῳ ὑποκείμενα
ἤγουν τὰ μετρούμενα καὶ ἀριθμούμενα. Τῶν δὲ ποσῶν τὰ μέν εἰσι διωρι-
σμένα, τὰ δὲ συνεχῆ. Συνεχὲς μὲν οὖν ἐστιν, ὅτε ἕν ἐστι τὸ μετρούμενον,
ὥσπερ ἓν ξύλον εὑρίσκεται δίπηχυ, τρίπηχυ, ἢ λίθος ἤ τι τῶν τοιούτων,  
καὶ ἓν ὑπάρχον μετρεῖται καὶ λέγεται συνεχές. Διωρισμένα δέ εἰσι τὰ
ἀπ' ἀλλήλων κεχωρισμένα ὡς ἐπὶ δέκα λίθων ἢ δέκα φοινίκων· ταῦτα
γὰρ κεχωρισμένα εἰσὶν ἀπ' ἀλλήλων. Ταῦτα οὖν ἀριθμεῖσθαι λέγονται,
εἰ μὴ διὰ σμικρότητα καὶ πλῆθος μετρηθῶσι μοδίῳ ἤ τινι τῶν τοιούτων
ὥσπερ σῖτος ἤ τι τοιοῦτον.
 Ὁρίζονται δὲ τὰ μὲν συνεχῆ, ὧν τὰ μόρια πρός τινα κοινὸν ὅρον
συνάπτουσιν· ἑνὸς γὰρ ὄντος τοῦ ξύλου τοῦ διπήχεος ἤγουν δύο
πήχεις ἔχοντος τὸ τέλος τοῦ ἑνὸς πήχεος καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ ἄλλου πήχεος
μία ἐστί, κεκολλημέναι γάρ εἰσι καὶ συνημμέναι καὶ οὔκ εἰσιν ἀπ' ἀλλή-
λων διῃρημέναι· τὰ δὲ διωρισμένα, ὧν τὰ μόρια πρός τινα κοινὸν
ὅρον οὐ συνάπτουσιν ὡς ἐπὶ δέκα λίθων. Ἐὰν γὰρ ἀριθμήσῃς πέντε καὶ
πέντε, οὐκ ἔχουσι κοινὸν ὅρον τὸν συνάπτοντα αὐτούς· εἰ γὰρ δώσεις
459

τι μεταξὺ τῶν πέντε καὶ τῶν πέντε, γίνονται ἕνδεκα καὶ οὐ δέκα· καὶ
αὐτὸ δὲ τὸ ὄνομα δηλοῖ τοῦ συνεχοῦς καὶ τοῦ διωρισμένου. Ὑπὸ μὲν
οὖν τὸ διωρισμένον ποσὸν ἀνάγεται ὁ ἀριθμὸς καὶ ὁ λόγος.

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti


litteras dispositae, quae tres libros conflant) (Frag. e cod. Vat. gr. 1236)
(2934: 018); MPG 95 & 96.Volume 95, p. 1272, line 21

πέτρας, εἰ μὴ τυπικῶς ἐβαπτίσθη· οὐδὲ σοί τις δώσει


τὴν ἀληθινὴν πόσιν, ἐὰν μὴ ἀληθῶς βαπτισθῇς.
Ἔφαγεν ἄρτον ἀγγέλων ἐκεῖνον ἐκεῖνος μετὰ τὸ βά-
πτισμα· σὺ δὲ οὐ βρώσῃ τὸν ζῶντα ἄρτον, ἐὰν μὴ
πρότερον ἀποδέξῃ τὸ βάπτισμα. Εἰσῆλθεν ἐκεῖνος εἰς
τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας διὰ τὸ βάπτισμα· σὺ δὲ
πῶς ἐπανέλθῃς εἰς τὸν παράδεισον, μὴ σφραγισθεὶς
τῷ βαπτίσματι; Ἢ οὐκ οἶδας ὅτι φλογίνη ῥομφαία
τέτακται φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου, τοῖς μὲν
ἀπίστοις φοβερὰ καὶ φλογίζουσα, τοῖς δὲ πεπιστευ-
κόσιν εὐπρόσιτος, καὶ ἡμέραν ἐπιλάμπουσα; ἀλλὰ
καὶ στρέφεσθαι αὐτὴν ἐποίησεν ὁ Δεσπότης. Ὅταν
μὲν γὰρ ἴδῃ πιστὸν, τὰ νῶτα δίδωσιν· ὅταν δέ τινα
τῶν ἀσφραγίστων, κατὰ στόμα προσαπαντᾷ. Ἠλίας
ἅρμα πυρὸς καὶ ἵππους πυρίνους ἐπ' αὐτὸν ἐλθόν-
τας οὐ κατεπλάγη, ἀλλ' ἐπιθυμίᾳ τῆς ἄνω πορείας
τῶν φοβερῶν κατετόλμησεν,

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti


litteras dispositae, quae tres libros conflant) (Frag. e cod.
Volume 95, p. 1464, line 3

περισσεύοντα. Αἰσχύνθητε κατέχοντες τὰ ἀλλότρια·


μιμήσασθε ἰσότητα Θεοῦ, καὶ οὐδεὶς ἔσται πένης.
 Μίμησαι τὴν γῆν, ἄνθρωπε, καρποφόρησον ὡς
ἐκείνη. Μὴ χείρων φανῇς τῆς ἀψύχου. Ἐκείνη μὲν
γὰρ τοὺς καρποὺς οὐκ εἰς ἑαυτῆς ἀπόλαυσιν, ἀλλ' εἰς
τὴν σὴν ὑπηρεσίαν ἐξέθρεψεν· Σὺ δὲ ὃν ἂν ἐπιδείξῃ
τῆς εὐποιΐας καρπὸν, σεαυτῷ τοῦτον συνάγεις. Διότι
τῶν ἀγαθῶν ἔργων αἱ χάριτες ἐπὶ τοὺς διδόντας ἐπ-  
αναστρέφουσιν. Ἔδωκας τῷ πεινῶντι, καὶ σὸν γίνεται
τὸ δοθὲν μετὰ προσθήκης ἐπανελθόν. Ὥσπερ γὰρ ὁ
460

σῖτος πεσὼν εἰς τὴν γῆν, κέρδος τῷ προιεμένῳ γί-


νεται, οὕτως ὁ ἄρτος εἰς τὸν πεινῶντα καταβληθεὶς,
πολύχουν τὴν ὠφέλειαν εἰς ὕστερον ἀναδίδωσιν. Ἔστω
οὖν σοι τὸ πέρας τῆς γεωργίας διὰ τῆς τῶν δεομένων
μεταλήψεως ἀρχὴ τῆς ἐπουρανίου σπορᾶς. Σπείρατε
γὰρ ἑαυτοῖς, φησὶν, εἰς δικαιοσύνην. Τί οὖν ἀδη-
μονεῖς; τί κόπτεις σεαυτὸν, πηλῷ καὶ πλίνθοις τὸν
πλοῦτον ἀποκλεῖσαι φιλονεικῶν; Κρεῖσσον ὄνομα
καλὸν ὑπὲρ πλοῦτον πολύν. Εἰ δὲ θαυμάζεις τὰ
χρήματα διὰ τὴν αὐτῶν τιμὴν, σκόπει πόσον πρὸς
δόξαν λυσιτελέστερον μυρίων παίδων πατέρα προς

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti


litteras dispositae, quae tres libros conflant) (Frag. e cod.
Volume 95, p. 1484, line 44

τεις ἐν ἀποθήκαις· τοῦ ἀνυποδήτου, τὸ ὑπόδημα, ὃ


παρὰ σοὶ κατασήπεται. Τοῦ χρῄζοντος τὸ ἀργύριον,
ὃ κατώρυξας ἔχεις· ὥστε τοσούτοις ἀδικεῖς, ὅσον
παρέχειν ἠδύνασο.
 Τί τὸ κωλύον, ὦ ἄνθρωπε, πρὸς τὴν μετάδοσιν; ὁ
πεινῶν τήκεται· ὁ γυμνητεύων πήγνυται, ὁ ἀπαι-
τούμενος ἄγχεται, καὶ σὺ τὴν ἐλεημοσύνην εἰς τὴν
αὔριον ἀναβάλλεις;
 Εὔχῃ τὰ πάντα πρὸς τὴν τοῦ χρυσοῦ φύσιν μετα-
βληθῆναι. Ποίαν δὲ μηχανὴν διὰ τὸν χρυσὸν οὐκ ἐν-
νοεῖς; ὁ σῖτος χρυσός σοι γίνεται, ὁ οἶνος εἰς χρυσὸν
μεταπήγνυται, τὰ ἔριά σοι ἀποχρυσοῦται· πᾶσα ἐπί-
νοια χρυσόν σοι προσάγει. Αὐτὸς ἑαυτὸν ὁ χρυσὸς
ἀπογεννᾷ πολυπλασιαζόμενον ἐν δανείσμασι, καὶ
κόρος οὐκ ἔστι, καὶ τὸ τέλος τῆς ἐπιθυμίας οὐκ
ἐξευρίσκεται.
 Ὅσῳ πλεονάζεις τῷ πλούτῳ, τοσοῦτον ἐλλείπεις
τῇ ἀγάπῃ. Διὰ τί ἀθυμεῖς, ὦ ἄνθρωπε, φθαρτὰ
προϊέμενος, καὶ βασιλείαν οὐρανῶν ἀντιλαμβάνων;
Διὰ τί ἀρνῇ τὸν αἰτοῦντα, καὶ ἀπαναίνῃ τὴν δόσιν,
μυρίας προφάσεις ἀναλωμάτων ἐπινοῶν;

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti


litteras dispositae, quae tres libros conflant) (Frag. e cod.
461

Volume 96, p. 29, line 16

ἐπιστρέψαι αὐτὸν ἔτι; Ἐγὼ πορεύσομαι πρὸς αὐ-


τὸν, καὶ αὐτὸς οὐκ ἀναστρέψει πρός με.»
 »Συνετέλεσαν ἐν ἀγαθοῖς τὸν βίον αὐτῶν, ἐν δὲ
ἀναπαύσει ᾅδου ἐκοιμήθησαν.»
 »Ἐκεῖ ἀναπαύσονται κατάκοποι τῷ σώματι, ὁμο-
θυμαδὸν οἱ αἰώνιοι οὐκ ἤκουσαν φωνὴν φορολόγου.
Μικρὸς καὶ μέγας ἐκεῖ ἐστιν, καὶ θεράπων δεδοι-
κὼς τὸν κύριον αὐτοῦ.»
 »Ἐὰν ἀποθάνῃ ἄνθρωπος, ζήσεται, συντελέσας
ἡμέρας βίου αὐτοῦ.»
 »Ἐλεύσῃ ἐν τάφῳ, ὥσπερ σῖτος ὥριμος κατὰ καιρὸν θεριζόμενος.»
 »Θάνατος ἀνδρὶ ἀνάπαυσις.»
 »Εὐλογία ἀπολλυμένου ἐπ' ἐμὲ ἔλθοι.»
 »Ἀγαθὸν πορευθῆναι εἰς οἶκον πένθους, ἢ εἰς οἶ-
κον πότου. Καρδία σοφῶν ἐν οἴκῳ πένθους· καρδία
δὲ ἀφρόνων ἐν οἴκῳ εὐφροσύνης.»
 »Ὅτι ἐπορεύθη ἄνθρωπος εἰς οἶκον αἰῶνος αὐτοῦ,
καὶ ἐκύκλωσαν ἐν ἀγορᾷ οἱ κοπτόμενοι.»

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti


litteras dispositae, quae tres libros conflant) (Frag. e cod.
Volume 96, p. 96, line 44

σήμερον, καὶ τὸν υἱόν μου φαγόμεθα αὔριον. Καὶ


ἕψησα τὸν υἱόν μου, καὶ ἐφάγομεν αὐτόν· καὶ εἶπον
αὐτῇ, Δὸς υἱόν σου τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ, καὶ φα-
γόμεθα αὐτόν· καὶ ἔκρυψεν αὐτόν. Καὶ ἤκουσεν ὁ
βασιλεὺς τὸν λόγον τῆς γυναικὸς, καὶ διέῤῥηξε τὰ
ἱμάτια αὐτοῦ.»
 »Ὁ τιμιουλκῶν σῖτον, δημοκατάρατος. Ὁ συν-
έχων σῖτον, ὑπολείποιτο αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι.»
 »Πενθεῖτε, ἱερεῖς, οἱ λειτουργοῦντες τῷ θυσιαστη-
ρίῳ, ὅτι τεταλαιπώρηκε πεδία. Πενθείτω ἡ γῆ, ὅτι
τεταλαιπώρηκεν ὁ σῖτος. Ἐξηράνθη ὁ οἶνος· ὠλι-
γώθη ἔλαιον· κατῃσχύνθησαν γεωργοί. Θρηνεῖτε
κτήματα ὑπὲρ πυροῦ καὶ κριθῆς· ἀπόλωλε τρυγητὸς
ἐξ ἀγροῦ. Ἡ ἄμπελος ἐξηράνθη, καὶ συκαῖ ὠλιγώ-
θησαν, ῥοὰ, καὶ φοίνιξ, καὶ μῆλον, καὶ πάντα τὰ
ξύλα τοῦ ἀγροῦ ἐξηράνθησαν· ὅτι κατῄσχυναν χαρὰν
υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων.»
462

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti


litteras dispositae, quae tres libros conflant) (Frag. e cod.
Volume 96, p. 97, line 2

γώθη ἔλαιον· κατῃσχύνθησαν γεωργοί. Θρηνεῖτε


κτήματα ὑπὲρ πυροῦ καὶ κριθῆς· ἀπόλωλε τρυγητὸς
ἐξ ἀγροῦ. Ἡ ἄμπελος ἐξηράνθη, καὶ συκαῖ ὠλιγώ-
θησαν, ῥοὰ, καὶ φοίνιξ, καὶ μῆλον, καὶ πάντα τὰ
ξύλα τοῦ ἀγροῦ ἐξηράνθησαν· ὅτι κατῄσχυναν χαρὰν
υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων.»
 »Ἐξέλιπον ἐν δάκρυσιν οἱ ὀφθαλμοί μου, ἐταρά-
χθη ἡ κοιλία μου· ἐξεχύθη εἰς γῆν ἡ δόξα μου, ἐπὶ
τὸ σύντριμμα τῆς θυγατρὸς τοῦ λαοῦ μου, ἐν τῷ  
ἐκδύσασθαι νήπια, καὶ θηλάζοντας ἐν πλατείαις
πόλεως. Ταῖς μητράσιν αὐτῶν εἶπον· Ποῦ σῖτος καὶ
οἶνος; ἐν τῷ ἐκχεῖσθαι ψυχὰς αὐτῶν εἰς κόλπον μη-
τέρων αὐτῶν. Ἴδε, Κύριε, καὶ ἐπίβλεψον, τίνι
ἐπεφοίτησας οὕτως; εἰ φάγονται γυναῖκες καρπὸν
κοιλίας αὐτῶν; Ἐπιφυλλίδα ἐποίησε μάγειρος.
Φονευθήσονται νήπια θηλάζοντα μαστούς;»

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti


litteras dispositae, quae tres libros conflant) (Frag. e cod. Berol. B.N. gr.
46 [= parallela Rupefucaldina]) (2934: 019); MPG 96.Volume 96, p. 500,
line 50

ται; ἀπορεῖν γὰρ αὐτοὺς παρασκευάζει τὰ γεγηρα-


κότα καὶ ἀτελῆ τῶν σωμάτων ὑπεξερχόμενα τοῦ
βίου, προσέτι δὲ καὶ ἠκροτηριασμένα. Ταῦτα γὰρ
ἡμῖν οἱ τῆς ἀναστάσεως ἄπιστοι συνεχῶς ἐπιλέγουσι,
καὶ ἀπαιτοῦσιν, ὅτι εἰ κοινὴ πάντων ἡ ἀνάστασις,
κοινὴ πάντων καὶ ἡ δόξα, εἴπερ δόξα ἡ ἀνάστασις.
Ἀλλὰ δεχέσθωσαν δι' ὑποδείγματος τὸν λόγον· οὐ
γὰρ κύριοι ἡμεῖς ἐν τοῖς περὶ τῶν τηλικούντων λό-
γοις λογίσασθαι, ὡς ἐξ ἑαυτῶν, ἀλλὰ τοῦ ταῦτα
παρὰ τοῦ Θεοῦ πιστευθέντος, καὶ κηρύξαι, καὶ μυ-
σταγωγῆσαι τὴν Ἐκκλησίαν· ὅτι σῖτος, ἤ τι τῶν
τοιούτων σπερμάτων, οὐ πᾶς σῶος, οὐδὲ ὑγιὴς,
463

ἀλλὰ καὶ διαβεβρωμένος καὶ ἀτελής· ἀδύνατον γὰρ


καὶ μὴ τοιούτους εἶναι ἐν τῷ σπόρῳ κόκκους· καὶ ὁ
Θεὸς αὐτῷ δίδωσι σῶμα καθὼς ἐθέλησε· πρῶτον
διὰ σηπεδόνος καὶ θανάτου διαλυθέντος τοῦ κόκκου·
εἶθ' οὕτως ἐπὶ τὸ σπαρὲν διὰ μέσου χωρούντων ῥί-
ζης φύλλου καὶ καλάμου ἀστάχυος· καὶ τότε τὸ  
ἴδιον ἐπιγίνεται σπέρμα, ὅπερ ἐσπάρη, οὔτε τὴν
θέσιν, οὔτε τὸ σχῆμα, οὔτε τὴν χρόαν, οὔτε τὸ μέγε-
θος ἀμεῖβον κατὰ τὴν ἑκάστου ἀπηρτισμένην φύσιν,

Ιωάννης Δαμασκηνός. Dialectica sive Capita philosophica (recensio


brevior) (2934: 067)“Die Schriften des Johannes von Damaskos, vol. 1”,
Ed. Kotter, B.Berlin: De Gruyter, 1969; Patristische Texte und Studien 7.
Sec. 33, line 17

 Ἰστέον δέ, ὅτι ποσότης μέν ἐστιν αὐτὸ τὸ μέτρον καὶ ὁ ἀριθμὸς ὁ
μετρῶν καὶ ἀριθμῶν, ποσὰ δὲ τὰ τῷ ἀριθμῷ καὶ τῷ μέτρῳ ὑποκείμενα
ἤγουν τὰ μετρούμενα καὶ ἀριθμούμενα. Τῶν δὲ ποσῶν τὰ μέν εἰσι διωρι-
σμένα, τὰ δὲ συνεχῆ. Συνεχὲς μὲν οὖν ἐστιν, ὅτε ἕν ἐστι τὸ μετρούμενον,
ὥσπερ ἓν ξύλον εὑρίσκεται δίπηχυ, τρίπηχυ, ἢ λίθος ἤ τι τῶν τοιούτων,  
καὶ ἓν ὑπάρχον μετρεῖται καὶ λέγεται συνεχές. Διωρισμένα δέ εἰσι τὰ
ἀπ' ἀλλήλων κεχωρισμένα ὡς ἐπὶ δέκα λίθων ἢ δέκα φοινίκων· ταῦτα
γὰρ κεχωρισμένα εἰσὶν ἀπ' ἀλλήλων. Ταῦτα οὖν ἀριθμεῖσθαι λέγονται,
εἰ μὴ διὰ σμικρότητα καὶ πλῆθος μετρηθῶσι μοδίῳ ἤ τινι τῶν τοιούτων
ὥσπερ σῖτος ἤ τι τοιοῦτον.
 Ὁρίζονται δὲ τὰ μὲν συνεχῆ, ὧν τὰ μόρια πρός τινα κοινὸν ὅρον
συνάπτουσιν· ἑνὸς γὰρ ὄντος τοῦ ξύλου τοῦ διπήχεος ἤγουν δύο
πήχεις ἔχοντος τὸ τέλος τοῦ ἑνὸς πήχεος καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ ἄλλου πήχεος
μία ἐστί, κεκολλημέναι γάρ εἰσι καὶ συνημμέναι καὶ οὔκ εἰσιν ἀπ' ἀλλή-
λων διῃρημέναι· τὰ δὲ διωρισμένα, ὧν τὰ μόρια πρός τινα κοινὸν
ὅρον οὐ συνάπτουσιν ὡς ἐπὶ δέκα λίθων. Ἐὰν γὰρ ἀριθμήσῃς πέντε καὶ
πέντε, οὐκ ἔχουσι κοινὸν ὅρον τὸν συνάπτοντα αὐτούς· εἰ γὰρ δώσεις
τι μεταξὺ τῶν πέντε καὶ τῶν πέντε, γίνονται ἕνδεκα καὶ οὐ δέκα· καὶ
αὐτὸ δὲ τὸ ὄνομα δηλοῖ τοῦ συνεχοῦς καὶ τοῦ διωρισμένου. Ὑπὸ μὲν
οὖν τὸ διωρισμένον ποσὸν ἀνάγεται ὁ ἀριθμὸς καὶ ὁ λόγος. Ἀριθμὸν δὲ
464

Adamantius Theol., De recta in deum fide (olim sub auctore Origene


Adamantio) (2950: 001)“Der Dialog des Adamantius περὶ τῆς εἰς θεὸν
ὀρθῆς πίστεως”, Ed. van de Sande Bakhuyzen, W.H.Leipzig: Hinrichs,
1901; Die griechischen christlichen Schriftsteller 4.P. 226, line 12

ἀστέρων· ἀστὴρ γὰρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ· οὕτω καὶ ἡ


ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. καὶ ὑποβὰς μετ' ὀλίγον λέγει· ἰδού,
μυστήριον ὑμῖν λέγω· πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες
δὲ ἀλλαγησόμεθα ἐν ἀτόμῳ, ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ
σάλπιγγι· σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρ-
τοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα. δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο
ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι
ἀθανασίαν.
 {ΜΑΡ.} Οὐ τοῦτο τὸ σῶμα λέγει ἀνίστασθαι, ἀλλ' ἕτερον ἀπὸ
τοῦ λέγειν· ὁ δὲ θεὸς δίδωσιν αὐτῷ σῶμα, καθὼς ἠθέλησεν.
 {ΑΔ.} Ὁ σῖτος, θαπτόμενος εἰς γῆν, αὖθις σῖτος ἀνίσταται καὶ ὁ
ἄνθρωπος παραδιδόμενος ἐν τῇ γῇ ἄνθρωπος ἀνίσταται, οὐχ ἕτερος
γινόμενος, κατὰ τὴν τοῦ ἀποστόλου φωνήν, λέγοντος· ἑκάστῳ δὲ
τῶν σπερμάτων τὸ ἴδιον σῶμα δίδωσιν.
 {ΕΥΤΡ.} Οὐδὲ ἑρμηνείας δεῖται ταῦτα, οὕτω φανερῶς καὶ ἀναμ-
φιλέκτως εἰρημένα ὑπὸ τοῦ ἀποστόλου, οὐ γὰρ ἐνδέχεται τὴν ψυχὴν
εἰς τὴν γῆν θάπτεσθαι, ἀθάνατον οὖσαν καὶ ὁμολογηθεῖσαν, τὴν δὲ
ὥσπερ σῖτον σπειρομένην σάρκα· ὁρῶμεν γὰρ ὅτι τὸ σῶμα ὥσπερ
σῖτος σπείρεται. σὺ γάρ, φησίν, ὃ σπείρεις οὐ ζωοποιεῖται ἐὰν
μὴ πρῶτον ἀποθάνῃ. τί οὖν ἐστι τὸ σπειρόμενον καὶ καταβαλλό-
μενον εἰς τὴν γῆν, δηλαδὴ ὅτι ἡ σάρξ.

Joannes Camaterus Astrol., Astron., Introductio in astronomiam


(3014: 001)“Johannes Kamateros. Εἰσαγωγὴ ἀστρονομίας”, Ed. Weigl, L.
Leipzig: Teubner, 1908.Line 1172

δυστυχὴς καὶ τοῖς γεωργοῖς ὁ καρπὸς ἐπιβαίνει.


εἰ δὲ πρὸς τὸ δημόσιον ὁ κεραυνὸς ἐμπέσῃ,
τὸ σκῆπτρον ἐπιλάβειε νέος αἴσχιστος λίαν
ἀνδρῶν ἀσώτων καὶ δεινῶν αὐτῷ προσβοηθούντων.
ἐπὶ δὲ τείχους ἐμπεσὼν, ἐκ πολέμων τὸ βάρος
δεινῶς ἐπιβλαβήσεται, ἔσχατον δ' ἀστοχήσουν
ἢ μᾶλλον δυστυχήσουσιν ἢ εἰπεῖν οἱ πολεμοῦντες·
ἕξουσι βλάβας ἐν αὐτοῖς πολεμοῦντες τὴν πόλιν.
 Σελήνης ἐν Σκορπίῳ τε εἰ βροντήσει συμβαίη,
465

ἀνὴρ πεσεῖται δυνατὸς πολιτευμάτων πρῶτος,


καὶ ἄφθονος γενήσεται ὁ σῖτος ἐν ταῖς χώραις,
τὰ θήλη κινδυνεύσουσιν ἐκ φύσεως ζῳδίου.

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum


Volume 1, p. 463, line 13

ὡς ἄνθρωπον ἰδίᾳ τιθέντες καὶ ἀνὰ μέρος, τὸν δὲ ὡς θεὸν φύσει


τε καὶ ἀληθείᾳ θεὸν ὀνομάζουσιν. ἄλλοι δὲ παρατετράφθαι φασὶ
τὸν ἐκ θεοῦ πατρὸς λόγον εἰς ὀστέων καὶ νεύρων καὶ σαρκὸς φύσιν,
ταῦτα πάντα δυσσεβῶς δογματίζοντες.”
 Τάκιτος ἐβασίλευσεν ἔτη βʹ. οὗτος Μαξιμῖνον συγγενῆ αὐ-
τοῦ ἐπέστησε τῇ Ἀσσυρίᾳ, ὃν διὰ τῆς ὑπ' αὐτοῦ γενομένης ἀδικίας
ἀνελόντες οἱ στρατιῶται, εἶτα φοβηθέντες μὴ ἐκδικήσῃ αὐτὸν ὁ
Τάκιτος, ἀπέκτειναν καὶ αὐτὸν ὑποθήκῃ Φλωριανοῦ.
 Πρόβος καὶ Φλωριανὸς ἐβασίλευσαν ἔτη δύο μῆνας δʹ. οὗ-
τος ὁ Πρόβος παράφρονα ἑαυτὸν ποιήσας ἀνεῖλε τὸν Φλωριανόν.
ἐπὶ αὐτοῦ βροχῆς γεγονυίας σῖτος μεμιγμένος τῷ ὕδατι πολὺς
κατηνέχθη, ὃν συναγαγόντες σωροὺς μεγάλους ἐποίησαν. ὡσαύ-
τως καὶ ψεκάδας ἀργύρου κατενεχθῆναί φασι. Βικτωρῖνος δὲ
φίλος τοῦ Πρόβου ᾔτησε φίλον αὐτοῦ ἄρχοντα γενέσθαι εἰς Βρετ-
τανίαν· ὁ δὲ ἀπελθὼν ἀντῆρεν. ὀνειδιζόμενος δὲ ὁ Βικτωρῖνος
δι' αὐτὸν ἀπεστάλη παύσων τὴν ἀνταρσίαν. προσποιησάμενος δὲ
ἀπὸ προσώπου φεύγειν τοῦ βασιλέως, ὡς φίλος τοῦ ἀντάραντος
ἀπεδέχθη καὶ ἀνεῖλεν αὐτόν. ὑποστρέψας δέ, ὡς ἐξῄει τοῦ πλοίου,
λύσας τὴν ἑαυτοῦ ζώνην ἔρριψεν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ εἰσῆλθε
λυσίζωνος εἰς τὸν βασιλέα. ὁ δὲ ὠργίσθη, δοκῶν ὑφ' ἑτέρου αὐ-
τὸν τοῦτο πεπονθέναι.

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum


Volume 1, p. 649, line 9

πάντας ἐκπλήττεσθαι καὶ λέγειν ὅτι ἰδοὺ οἱ ἀστέρες πίπτουσι· τί


ἄρα ἔσται οὐκ οἴδαμεν.  
 Τῷ ϛʹ καὶ ζʹ ἔτει τὰ τοῦ Βελισαρίου στρατηγήματα κατὰ
Λιβύην ἐγένοντο, ἅτινα Προκόπιος ὁ Καισαρεὺς ἐν ηʹ βιβλίοις
συνεγράψατο. οὗτος τὴν Καρχηδόνα κρατήσας καὶ ἄλλα ἔθνη
πολλά, τὸν δὲ Γιλίμερα φυγόντα εἰς Νουμιδίας τὸ ὄρος Παπ-
πούαν περιεστοίχισε. καταλιπών τε τὸν Φαρὰν εἰς πολιορκίαν
466

ἐκείνου εἰσῆλθεν ἐν Κωνσταντινουπόλει. ὁ δὲ Γιλίμερ ἐλεεινῶς


χειμαζόμενος γράφει τῷ Φαράν, ἀξιῶν πεμφθῆναί οἱ ἄρτον καὶ
σπόγγον καὶ κιθάραν· παρ' ἐκείνοις γὰρ τοῖς Μαυρουσίοις οὔτε
οἶνος οὔτε ἔλαιον οὔτε σῖτος γεωργεῖται, ἀλλὰ κριθὰς καὶ ὀλύρας
ὡς ἄλογα ζῷα ἑφθὰ σιτίζονται. ὁ δὲ Φαρὰς διηπόρει περὶ τού-
των, ἕως ὁ τὴν ἐπιστολὴν κομίσας ἔφη ὅτι ἄρτον μὲν ἐπιθυμεῖ
γεύσασθαι καὶ ἰδεῖν, τὸν σπόγγον δὲ διὰ τὸ τὰ δάκρυα ἀπομάτ-
τεσθαι, τὴν δὲ κιθάραν, ὅπως τὰς συμφορὰς αὐτοῦ ἐκτραγῳδοίη.
ταῦτα Φαρὰς ἀκούσας, περιαλγήσας τε καὶ τὴν ἀνθρωπίνην τύ-
χην ἐκμυκτηρίσας, πάντα ἐξέπεμψε. πάλιν δὲ ἐξαπέστειλεν ὁ
βασιλεὺς τὸν Βελισάριον στρατηγὸν μετὰ πλήθους ἀναριθμήτου
καὶ πλοίων καὶ χρυσοῦ πολλοῦ καταπολεμῆσαι Οὐανδήλους

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum


Volume 2, p. 303, line 5

δρασμὸν δὲ βουλευσάμενος ἁλίσκεται καὶ τῶν ὀφθαλμῶν στερεῖται.


Βάρδας δὲ ὁ Βοΐλας φιλίως πρὸς αὐτὸν διακειμένου τοῦ βασιλέως
ἀπεκάρη μοναχός, μηδὲν ἄλλο πεπονθὼς ἀνιαρόν.
 Συμεὼν δὲ ὁ τῶν Βουλγάρων ἄρχων τὴν Ἀδριανούπολιν
καταλαβὼν καὶ ταύτην χάραξι καὶ τάφροις περιστοιχίσας ἐπιμελῶς
ἐπολιόρκει. ἐστρατήγει δὲ τῆς πόλεως ὁ πατρίκιος Λέων, ὃν διὰ  
τὴν ὀξύρροπον πρὸς τοὺς πολέμους ὁρμὴν Μωρολέοντα ἐκάλουν.
οὗτος εὐψύχως τὴν πολιορκίαν ἐδέξατο, καὶ γενναιοτάτως ποτὲ
μὲν ἀπὸ τοῦ τείχους τοὺς προσιόντας τῶν Βουλγάρων ἠμύνετο,
ποτὲ δὲ τὰς πυλίδας ἀναπεταννὺς ἐπετίθετο σὺν ῥύμῃ ἀνυποστάτῳ
καὶ ῥᾳδίως ἐτρέπετο. ἐπεὶ δὲ ὁ σῖτος τοὺς ἐν τῇ πόλει ἐπιλελοί-
πει καὶ λιμὸς ἐπίεζε τοὺς ἔνδοθεν κραταιός, μηδαμόθεν ἐλπίδα
ἔχοντες ἐπισιτισμοῦ, τῇ ἐνδείᾳ πεισθέντες προδεδώκασι τὴν πόλιν
καὶ ἑαυτοὺς καὶ τὸν στρατηγὸν τοῖς Βουλγάροις· ὃν χειρωσάμενος
ὁ Συμεών, καὶ ὧν εἰς τοὺς Βουλγάρους ἐνεδείξατο μεμνημένος
κακῶν, μυρίαις αἰκίαις τιμωρησάμενος τελευταῖον ἀπέκτεινε θα-
νάτῳ πικρῷ. Βουλγάρους οὖν ἐπιστήσας φύλακας τῇ πόλει ὑπε-
χώρησεν· οἵτινες Ῥωμαϊκὸν στρατόπεδον ἀκηκοότες ἥκειν κατ'
αὐτῶν καταλιπόντες τὴν πόλιν ἔφυγον, καὶ πάλιν ἡ Ἀδριανούπο-
λις ὑπὸ Ῥωμαίους ἐγένετο.

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum


Volume 2, p. 466, line 4

Κρακρᾶς λαὸν ὅτι πλεῖστον ἀθροίσας καὶ τῷ Ἰωάννῃ ἑνωθείς,


467

προσλαβόμενοι δὲ καὶ Πατζινάκας, μέλλουσιν εἰσβολὴν κατὰ Ῥω-


μαίων ποιήσασθαι. τούτῳ τῷ γράμματι θορυβηθεὶς ἐπανῄει διὰ
ταχέων. ἐν τῷ παριέναι δὲ τό τε φρούριον εἷλε τὰ Βοσόγραδα καὶ
ἐνέπρησε, καὶ τὴν Βέρροιαν ἐπικτίσας, δῃώσας δὲ καὶ κατερει-
πώσας τὰ πέριξ Ὀστροβοῦ καὶ Μολισκοῦ, ἔστη τοῦ προσωτέρω
ἰέναι· ἀπηγγέλη γὰρ αὐτῷ ὡς ἡ μελετωμένη τῷ Κρακρᾷ καὶ τῷ  
Ἰωάννῃ κατὰ Ῥωμαίων ἔφοδος ἐνεποδίσθη, τῶν Πατζινάκων μὴ
δόντων συμμαχίαν αὐτοῖς. διὸ καὶ ὑποστρέψας πολιορκεῖ φρού-
ριον ἄλλο τὴν Σέταιναν, ἐν ᾗ βασίλεια ἦσαν τοῦ Σαμουὴλ καὶ
σῖτος ἀπέκειτο πολύς, ὃν τῷ λαῷ διαρπάσαι κελεύσας τἆλλα πάντα
κατέφλεξεν. ἐξέπεμψε δὲ καὶ κατὰ Ἰωάννου οὐ μακρὰν ἀπέχον-
τος τὸ τάγμα τῶν σχολῶν τῆς δύσεως καὶ τὸ τῆς Θεσσαλονίκης,
ἡγεμόνα ἔχοντα Κωνσταντῖνον τὸν Διογένην. τούτοις ἀπιοῦσιν
ἐνήδρευεν ὁ Ἰωάννης. μαθὼν δὲ τοῦτο ὁ βασιλεὺς καὶ μή τι
πάθοιεν φοβηθείς, παρὰ τοῦ λαοῦ ἐξιππασάμενος, καὶ μηδὲν
ἄλλο εἰπὼν ἀλλ' ἢ μόνον “ὅστις πολεμιστής, ἀκολουθείτω μοι,”
ἀπῄει κατὰ σπουδήν. τοῦτο γνόντες οἱ τοῦ Ἰωάννου σκόποι μετὰ
φόβου πρὸς τὸ τοῦ Ἰωάννου στρατόπεδον ἔρχονται, καὶ δειλίας
καὶ ταραχῆς τοῦτο ἐνέπλησαν, μηδὲν ἄλλο βοῶντες εἰ μὴ “βεζεῖτε,

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De legationibus (3023:


001)“Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta,
vol. 1: excerpta de legationibus, pts. 1–2”, Ed. de Boor, C.
Berlin: Weidmann, 1903.P. 110, line 18

ἀλλήλους ἐπεκηρυκεύοντο ἤδη. Βελισάριος δὲ οὐδέν τι ἧσσον ἐφύ-


λασσε τοῦ μὴ τοὺς βαρβάρους τὰ ἐπιτήδεια ἐσκομίζεσθαι, καὶ Βι-
τάλιον μὲν ἐς Βενετίους ἰόντα ὡς πλεῖστα ἐπάγεσθαι τῶν ἐκείνῃ
χωρίων ἐκέλευεν, αὐτὸς δὲ Ἰλδίγερα πέμψας τὸν Πάδον ἐφύλασσεν
ἑκατέρωθεν, ὅπως τε οἱ βάρβαροι μᾶλλον ἀπορίᾳ τῶν ἀναγκαίων
ἐνδώσουσιν καὶ τὰς ξυνθήκας ποιήσονται, ᾗ αὐτὸς βούλεται. καὶ
ἐπεὶ σῖτον πολὺν ἐν δημοσίοις οἰκήμασιν ἔτι ἐντὸς Ῥαβέννης ἀπο-
κεῖσθαι ἔγνω, τῶν τινα ταύτῃ ᾠκημένων ἀνέπεισε χρήμασι ταῦτα
δὴ τὰ οἰκήματα ξὺν τῷ σίτῳ λάθρα ἐμπρῆσαι. φασὶ δὲ καὶ
γνώμῃ Ματασούνθης τῆς τοῦ Οὐιττίγιδος γυναικὸς ταῦτα ἀπολω-
λέναι. ἐπειδή τε ὁ σῖτος ἐκ τοῦ αἰφνιδίου ἐκέκαυτο, οἱ μέν τινες
ἐξ ἐπιβουλῆς γεγενῆσθαι τὸ ἔργον ὑπετόπαζον, οἱ δὲ κεραυνῷ τὸν
χῶρον βεβλῆσθαι ὑπώπτευον, ἑκάτερά τε λογιζόμενοι Γότθοι τε
καὶ Οὐίττιγις ἐς ἀμηχανίαν ἔτι μᾶλλον ἐνέπιπτον οὐδὲ σφίσιν
αὐτοῖς πιστεύειν τὸ λοιπὸν ἔχοντες καὶ πρὸς τοῦ θεοῦ πολεμεῖσθαι
οἰόμενοι. ταῦτα μὲν οὖν ταύτῃ ἐπράσσετο, ἐν δὲ Ἄλπεσιν, αἳ
468

Γάλλους τε καὶ Λιγούρους διορίζουσιν, φρούρια συχνὰ ξυμβαίνει


εἶναι, οὗ δὴ Γότθοι ἐκ παλαιοῦ πολλοί τε καὶ ἄριστοι ξὺν γυναιξὶ
καὶ παισὶ τοῖς αὐτῶν ᾠκημένοι φυλακὴν εἶχον. οὕσπερ ἐπεί οἱ
Βελισάριος βούλεσθαι προσχωρεῖν ἤκουσεν, τῶν οἱ ἑπομένων τινὰ
Θωμᾶν ὄνομα ξὺν ὀλίγοις τισὶ παρ' αὐτοὺς ἔπεμψεν, ἐφ' ᾧ τὰ

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De legationibus


P. 167, line 2

τὸν υἱὸν ἔτι ὅμηρον δώσοι, οὔτε δύνασθαι ἔτι ἐκ μόνης τῆς οὐσίας
ἰδιώτης διάγειν. ἕως μὲν γὰρ ἦν μόνος μήπω ἔθνη τοσαῦτα περὶ
αὑτὸν ἔχων, μόνην ἂν τὴν οὐσίαν σφόδρα συστελλομένῳ ἴσως ἂν
ἐπαρκέσαι· νῦν δέ, ἐπείπερ αὐτὸν εἰς ἀνάγκην τοῦ ἔθνη συλλέξαι
κατέστησαν, ἐκ τῆς ἀνάγκης εἶναι ἢ τρέφειν τοὺς ἐλθόντας ἢ σὺν
αὐτοῖς πολεμεῖν, ἕως παθὼν ἢ δράσας ἓν ἀναμφισβήτητον τῷ
παντὶ πέρας ἐξοίσειεν. ταῦτα ὡς ἀπηγγέλθη, ἔδοξεν εἰς ἀκριβῆ
κατασκευάζεσθαι πόλεμον. καὶ τάγματα μὲν πάντα, ὅσα τε πρὸς
τῷ Πόντῳ καὶ κατὰ τὴν Ἀσίαν καὶ ὅσα τοῖς ἑῴοις ἐνίδρυτο μέρεσι,  
κατὰ τάχος ἐκάλει, καὶ παρῆν πανταχόθεν οὐκ ὀλίγον τι πλῆθος.
κατεσκευάζοντο δὲ ἅμαξαι σκευοφόροι καὶ βόες ἐωνοῦντο καὶ σῖτός
τε καὶ ὅσα χρήσιμα στρατοπέδῳ πάντα ἐγίνετο ἕτοιμα, ὡς αὐτοῦ
γε μέλλοντος Ἰλλοῦ ἐξιέναι.
8. Ὅτι ὁ Ζήνων Μαρτινιανὸν προβαλόμενος στρατηγόν, καὶ
τοῦ στρατοῦ ἐς ἀταξίαν ἐλθόντος, ὡς ταῦτα καλῶς ἔχειν ἐδόκει,
πέμπει ἄνδρας αὐτίκα παρὰ τὸν Βαλαμήρου λέγοντας, ὅτι οὐ δεῖ
τρίβειν ἔτι τὴν μάχην, ἀλλ' ἔργου νῦν ἔχεσθαι καὶ πληροῦν τὰς
ἐλπίδας, ἐφ' αἷς τῆς στρατηγίας ἠξιώθη Ῥωμαίων. ὁ δὲ ταῦτα
ἀκούσας ἀντιπέμπει καὶ αὐτὸς ὡς Βυζάντιον πρέσβεις λέγων, ὡς
οὐ πρότερον ἐγχειρήσοι τῷ ἔργῳ, εἰ μὴ καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ ἡ σύγ-
κλητος αὐτῷ ἐπομόσαιτο πᾶσα, ὡς οὐδέποτε ἐπὶ τῷ Τριαρίου

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De legationibus


P. 353, line 7

107. Ὅτι τῶν Ἰσσίων καὶ τῶν Δαοσσῶν πλεονάκις πεπρεσβευκό-


των εἰς τὴν Ῥώμην καὶ διασαφούντων, ὅτι Δελματεῖς τὴν χώραν ἀδι-
κοῦσι καὶ τὰς πόλεις τὰς μετ' αὐτῶν ταττομένας (αὗται δέ εἰσιν
Ἐπέτιον καὶ Τραγύριον), ὁμοίως δὲ καὶ τῶν Δαοσσῶν ἐγκαλούντων,  
ἐξαπέστειλεν ἡ σύγκλητος πρεσβευτὰς τοὺς περὶ Γάιον Φάννιον
ἐποπτεύσοντας τὰ κατὰ τὴν Ἰλλυρίδα, καὶ μάλιστα τούτων τὰ κατὰ
τοὺς Δελματεῖς. οὗτοι δέ, μέχρι μὲν ἔζη Πλευράτος, ὑπήκουον
469

ἐκείνῳ· μεταλλάξαντος δὲ τούτου τὸν βίον καὶ διαδεξαμένου Γενθίου


τὴν βασιλείαν, ἀποστάντες ἀπὸ τούτου τοῖς ὁμόροις προσεπολέμουν
καὶ κατεστρέφοντο τοὺς ἀστυγείτονας, ὧν ἔνιοι καὶ φόρους αὐτοῖς
ἔφερον· ὁ δὲ φόρος ἦν θρέμματα καὶ σῖτος. καὶ οἱ μὲν περὶ
Φάννιον ἐπὶ τούτοις ἐξώρμησαν.
108. Ὅτι ὁ βασιλεὺς Ἀριαράθης παρεγένετο εἰς τὴν Ῥώμην
ἔτι θερείας οὔσης· τότε δέ, παρειληφότων τούτων τὰς ἀρχὰς τῶν
περὶ τὸν Σέξτον Ἰούλιον, ἐγίνετο περὶ τὰς κατ' ἰδίαν ἐντεύξεις
οἰκείαν ποιούμενος περικοπὴν καὶ φαντασίαν τῆς ὑποκειμένης
περιστάσεως. παρῆσαν δὲ καὶ παρὰ Δημητρίου πρέσβεις οἱ περὶ
τὸν Μιλτιάδην πρὸς ἑκατέραν τὴν ὑπόθεσιν ἡρμοσμένοι· καὶ γὰρ
περὶ Ἀριαράθου ἀπολογεῖσθαι καὶ κατηγορεῖν αὐτοῦ παρεσκευάζετο
φιλαπεχθῶς. ἀπεστάλκει δὲ καὶ Ὁλοφέρνης πρεσβευτὰς τοὺς περὶ
Τιμόθεον καὶ Διογένην στέφανόν τε κομίζοντας τῇ Ῥώμῃ

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De cerimoniis aulae Byzantinae


(lib. 1.84-2.56) P. 701, line 5

αὐτὸς φιλεῖ κάτω τοὺς πόδας, καὶ κάθηται. ἔμπροσθεν δὲ


βαστάζουσιν ὁ κουροπαλάτης καὶ ὁ δηκουρίων τὰ χρυσᾶ
ῥαβδία. ἑκατέρωθεν δὲ κόμητες σχολῶν, οὓς ἂν κελεύσει,
παραβαδίζουσιν κρατοῦντες τὰ μῆλα τῆς καρούχας. καὶ
ἐπὰν φθάσουσιν εἰς τὰ ὀῤῥία, πρῶτον οἱ ἔπαρχοι κατέρχον-
ται, καὶ τότε ὁ δεσπότης. ὡς δὲ εἰσέλθῃ εἰς τὰ ὀῤῥία, ἀ-  
παντᾷ αὐτῷ φορῶν λευκὸν χλανίδιον ὁ κόμης τῶν ὀῤῥίων
καὶ σὺν αὐτῷ ὁ νουμεράριος, καὶ ἐπιδίδωσιν αὐτῷ τὴν γνῶ-
σιν τοῦ ἀποκειμένου σίτου, καὶ περιέρχεται, καὶ ὁρᾷ πάντα.
δεῖ δὲ παρακολουθεῖν τῷ βασιλεῖ καὶ ἀρχιτέκτωνα, ἵνα, ἐὰν
θελήσῃ πληροφορηθῆναι, εἰ ταῖς ἀληθείαις τοσοῦτος σίτος
ἀπόκειται, μετρήσῃ ὁ ἀρχιτέκτων τοὺς τόπους, οὓς ἂν συν-
ίδῃ ὁ βασιλεὺς, καὶ εἴπῃ αὐτῷ τὸ ἀληθές. καὶ ἐξερχόμε-
νος δίδωσι τῷ κόμητι τῶν ὀῤῥίων τετραγόνιον λιτρῶν δέκα,
καὶ ὁλοσήρικον στιχάριον, καὶ τῷ νουμεραρίῳ τὰ αὐτά. καὶ
ἐκεῖθεν ἐξελθὼν ἀνέρχεται εἰς τὸ ὄχημα, καὶ πάλιν οἱ ἔπαρ-
χοι συγκάθηνται τὰ ὅμοια ποιοῦντες, εἴτε δὲ δόξῃ αὐτῷ διὰ
τοῦ δεκίμου ὑποστρέψαι, εἴτε διὰ τῆς βαλνιαρίας. οἱ μὲν
κόμητες καὶ οἱ τριβοῦνοι ἔξω τοῦ μεγάλου τρικλίνου ἀκού-
ουσιν: LOCO, οἱ δὲ ἄλλοι ἄρχοντες εἰσέρχονται.
470

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De cerimoniis aulae Byzantinae


(lib. 1.1-92)
Volume 1, p. 146, line 3

διὰ τῆς Μανναύρας καὶ τῶν διαβατικῶν αὐτῆς τῶν ἀνω-


τέρων, καὶ διὰ τῆς ξυλίνης σκάλας εἰσέρχεται ἐν τοῖς
κατηχουμενίοις τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, καὶ εἰσελθὼν ὁ
βασιλεὺς ἐν τοῖς κατηχουμενίοις καὶ εὐξάμενος, ἅπτων
κηρούς, ὑπαλλάσσει, ὡσαύτως καὶ πάντες κατὰ τὴν ἰδίαν
τάξιν, τὰ ἀλλαξίματα αὐτῶν τὰ ἄσπρα. Τῆς δὲ λιτῆς
ἐγγιζούσης, δίδοται σιλέντιον καὶ ἐξέρχεται ὁ βασιλεὺς ἐκ
τοῦ μητατωρίου τῶν κατηχουμενίων, καὶ δέχονται αὐτὸν  
οἱ πατρίκιοι ἐν τῷ μεγάλῳ τρικλίνῳ τοῦ σεκρέτου μετὰ
πάσης τῆς συγκλήτου καὶ πίπτουσιν. Εἶτα λαβὼν νεῦμα ὁ
πραιπόσιτος παρὰ τοῦ βασιλέως, δίδωσι τῷ τῆς κατα-
στάσεως καὶ λέγει· «Κελεύσατε», καὶ αὐτοὶ ὑπερεύ-
χονται· «Εἰς πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς χρόνους.»
Κἀκεῖθεν δηριγευόμενος ὁ βασιλεὺς ὑπὸ πάντων βαστα-
ζόντων κηρία ὑποφίαλα, κατέρχεται διὰ τοῦ μεγάλου
κοχλιοῦ καὶ διὰ τοῦ διδασκαλείου, ἔνθα τὰ πασχάλια, καὶ
κατελθὼν τὰ γραδήλια, οὐκ εἰσέρχεται ἐν τῷ μεγάλῳ
νάρθηκι, ἀλλ' ἐκνεύσας ἀριστερὸν ἐπὶ τὸ μητάτον ἀπὸ τοῦ
τριγώνου, λέγων ὁ τῆς καταστάσεως κατὰ βάθρον· «Κα-
πλάτε, Δόμηνι» καὶ κατέρχεται τὰ γραδήλια τοῦ Ἀθύρα,
καὶ δέχεται ἐκεῖσε τὴν λιτήν. Ἅψας

Joannes Galenus Gramm., Allegoriae in Hesiodi theogoniam


P. 360, line 35

παραλλήλους γραμμὰς ποιεῖν κληρωσάμενος, διὸ καὶ ὄλβιος


καὶ ἀπήμαντος ἐν οὐρανῷ ναίειν λέγοιτ' ἄν. ἕκαστον δὲ
τῶν τοῦ Ἡρακλέους ἄθλων εἰ παραβάλλει τις εὐφυῶς
ταῖς ἐνεργείας τῶν λεγομένων ζωδίων, ἀληθέστατον εὑ-
ρήσει τὸ λεγόμενον. ὅτι δὲ καλῶς ἡμεῖς ἐξελαβόμεθα τὸν
μὲν Ἄρην εἰς τὸν πόλεμον, τὸν δὲ Διόνυσον εἰς τὸν
471

οἶνον, τὸν δὲ Ποσειδῶνα εἰς τὴν θάλασσαν, τὸν δ'


Ἥφαιστον εἰς τὸ πῦρ, καὶ ἄλλα ἄλλως, μαρτυρεῖ καὶ ἐν
τῷ μικροτέρῳ κρατῆρι ὁ Ὀρφεύς, τάδε λέγων·
  Ἑρμῆς δ' ἑρμηνεὺς τῶν πάντων ἄγγελός ἐστι,
  Νύμφαι ὕδωρ, πῦρ Ἥφαιστος, σῖτος Δημήτηρ,  
  ἡ δὲ θάλασσα Ποσειδάων μέγας ἠδ' Ἐνοσίχθων·
  καὶ πόλεμος μὲν Ἄρης, εἰρήνη δ' ἔστ' Ἀφροδίτη.
  οἶνος, τὸν φιλέουσι θεοὶ θνητοί τ' ἄνθρωποι,
  ὅν τε βροτοῖς εὗρεν λυπῶν κηλήτορα πασῶν
  ταυρογενὴς Διόνυσος ἐϋφροσύνην πόρε θνητοῖς
  ἡδίστην, πάσῃσί τ' ἐπ' εἰλαπίνῃσι πάρεστι,
  καὶ Θέμις, ἥπερ ἅπασι θεμιστεύει τὰ δίκαια,
  Ἥλιος, ὃν καλέουσιν Ἀπόλλωνα κλυτότοξον,
  Φοῖβον ἑκηβελέτην, μάντιν πάντων ἑκάεργον,
  ἰητῆρα νόσων, Ἀσκληπιόν.

Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Volume 110, p. 565, line 2

τῇ Ἀσσυρίων· (3) ὃν διὰ τὰς ὑπ' αὐτοῦ γενομέ-


νας ἀδικίας ἀνελόντες οἱ στρατιῶται, φοβηθέντες
μὴ ἐκδικήσῃ αὐτὸν ὁ Τάκιτος, ἀπέκτειναν αὐτόν·
καὶ γεγόνασι δύο βασιλεῖς, Πρόβος καὶ Φλωριανός.
ΡΞΖʹ. Βασιλεία Φλωριανοῦ.
 Μετὰ Τάκιτον ἐβασίλευσαν Πρόβος καὶ Φλω-
ριανὸς ἔτη βʹ, μῆνας βʹ.
(2) Οὗτος (οὖν) ὁ Πρόβος παράφρονα ἑαυτὸν ποιή-
σας ἀνεῖλε τὸν Φλωριανόν.  
ΡΞΗʹ Βασιλεία Πρόβου.
Ἐπὶ αὐτοῦ βροχῆς γεγονυίας, σῖτος κατηνέχθη
πολὺς, ὅν (καὶ) συναγαγόντες σωροὺς μεγάλους
ἐποίησαν· ὡσαύτως καὶ (ἐπὶ Αὐρηλιανοῦ, ὡς εἴρη-
ται, ἄνωθεν) ψεκάδας ἀργυρᾶς κατενεχθῆναί φασι.
(2) Βικτωρῖνος δὲ φίλος τοῦ Πρόβου ᾔτησε φί-
λον αὐτοῦ γενέσθαι ἄρχοντα εἰς Βρεττανίαν· ὁ
δὲ ἀπελθὼν ἀντῆρεν. 370 Ὀνειδιζόμενος οὖν ὁ
Βικτωρῖνος ἀπεστάλη παῦσαι τὴν ἀνταρσίαν.
Προσποιησάμενος οὖν (ὡς) ἀπὸ προσώπου φεύγειν
τοῦ βασιλέως (ὁ Βικτωρῖνος), φίλος ὢν τοῦ ἀντάρ-
του, ἀπεδέχθη (ὑπ' αὐτοῦ, ὃς) καὶ ἀνεῖλεν αὐτόν.
472

Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Volume 110, p. 1157, line 29

μενος ἁλίσκεται, καὶ τῶν ὀμμάτων στερίσκεται.


Βάρδαν τὸν Βοήλαν ἀπέκειραν μοναχὸν, τοῦ βασι-
λέως οἰκτείραντος φίλον τυγχάνοντα.
(15) Τοῦ δὲ πατρικίου τοῦ ἐπονομαζομένου
Μωρολέοντος Ἀδριανουπόλεως στρατηγοῦντος,
κρατίστου τὰ πολλὰ καὶ περιδεξίου τυγχάνοντος,
ὃς πλείστας κατὰ Βουλγάρων ἀνδραγαθίας ἐπεδείξατο,
(καὶ πάλιν) ὁ Βούλγαρος Συμεὼν σὺν παντὶ τῷ
στρατεύματι αὐτοῦ τὴν εἰρημένην πόλιν περιεκύ-
κλωσε, καὶ χάρακα περιβαλὼν ἰσχυρῶς ταύτην
ἐπολιόρκει· ἐπεὶ δὲ ὅ τε σῖτος τοὺς ἐν τῇ πόλει
ἐπελελοίπει καὶ λιμὸς ἐπίεζε χαλεπὸς – οὐδαμό-
θεν γὰρ εἶχον ἐπισιτίσασθαι – τῇ ἐνδείᾳ πιεζόμενοι
προδεδώκασιν ἑαυτούς (τε) καὶ τὸν στρατηγὸν τοῖς
Βουλγάροις, ὃν χειρωσάμενος Συμεών· καὶ
δεσμὰ καθ' ὅλου τοῦ σώματος περιβαλὼν, καὶ μυρίαις
αἰκίαις τοῦτον τιμωρησάμενος τελευταῖον ἀπέκτεινε
(θανάτῳ πικρῷ, ἀξίῳ τῆς ἑαυτοῦ ἀπηνεστάτης
καὶ ὠμοτάτης ψυχῆς). Βουλγάροις οὖν τὴν τῆς
πόλεως φυλακὴν παραδοὺς ὑπεχώρησεν· οἵ, τὴν κατ'
αὐτῶν τοῦ Ῥωμαίων στρατοῦ ἔφοδον ἀκηκοότες,

Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Volume 110, p. 1200, line 29

κρύους γενομένου καὶ τῶν σιτίων δαπανηθέντων


καταναρκήσαντες οἱ τοῦ στρατοῦ οἴκαδε ἠβουλή-
θησαν ἀναστρέψαι. Ὁ δὲ συνετώτατος Νικηφόρος
καὶ δοὺξ τῇ τῶν λόγων ἡδύτητι τούτους κατέσχεν.
Μαθὼν οὖν ὁ βασιλεὺς τὴν ἔνδειαν τοῦ στρατοῦ
ἐπισιτισμὸν παντοίων τροφῶν αὐτοῖς ἀπέστειλεν.  –  
Κατὰ δὲ τὸν Μάρτιον μῆνα πολέμου κροτηθέντος σφοδροῦ καὶ καρτερᾶς
μάχης γενομένης, παρέλαβον
Ῥωμαῖοι τὸ κάστρον.
(3) Ἐν δὲ τῷ Ὀκτωβρίῳ μηνὶ τοῦ βʹ ἔτους τῆς
βασιλείας Ῥωμανοῦ ἐγένετο σπάνη σίτου καὶ κριθῆς
473

ἐν τῇ πόλει· ἐπράθη γὰρ ὁ σῖτος τῷ νομίσματι μό-


διοι δʹ, ἡ δὲ κριθὴ μόδιοι ϛʹ. Οὐ πολὺς 858 οὖν
χρόνος παρῆλθε, καὶ εὐθὺς γέγονεν ὁ σῖτος μό-
διοι ηʹ, ἡ δὲ κριθὴ μόδιοι ιβʹ
(4) Τῷ δὲ Μαρτίῳ μηνὶ κατηγορήθη Βασίλειος
ὁ Πετεινὸς ὑπό τινων ὡς τῆς βασιλείας ἐφιέμενος,  
ὅστις ἐν ἐξορίᾳ παρεπέμφθη, ἐν ᾗ καὶ τελευτᾷ. Ὁ
δὲ βασιλεὺς μαθὼν τὴν τῆς Κρήτης ἅλωσιν ἐδόξασε
τὸν Θεόν. Μετ' οὐ πολὺ δὲ καὶ ὁ δομέστικος τῶν σχο-
λῶν Νικηφόρος κελεύσει τοῦ βασιλέως πρὸς τὴν
πόλιν εἰσῆλθε καὶ μετὰ τῶν λαφύρων

Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Volume 110, p. 1200, line 31

θησαν ἀναστρέψαι. Ὁ δὲ συνετώτατος Νικηφόρος


καὶ δοὺξ τῇ τῶν λόγων ἡδύτητι τούτους κατέσχεν.
Μαθὼν οὖν ὁ βασιλεὺς τὴν ἔνδειαν τοῦ στρατοῦ
ἐπισιτισμὸν παντοίων τροφῶν αὐτοῖς ἀπέστειλεν.  –  
Κατὰ δὲ τὸν Μάρτιον μῆνα πολέμου κροτηθέντος σφοδροῦ καὶ καρτερᾶς
μάχης γενομένης, παρέλαβον
Ῥωμαῖοι τὸ κάστρον.
(3) Ἐν δὲ τῷ Ὀκτωβρίῳ μηνὶ τοῦ βʹ ἔτους τῆς
βασιλείας Ῥωμανοῦ ἐγένετο σπάνη σίτου καὶ κριθῆς
ἐν τῇ πόλει· ἐπράθη γὰρ ὁ σῖτος τῷ νομίσματι μό-
διοι δʹ, ἡ δὲ κριθὴ μόδιοι ϛʹ. Οὐ πολὺς 858 οὖν
χρόνος παρῆλθε, καὶ εὐθὺς γέγονεν ὁ σῖτος μό-
διοι ηʹ, ἡ δὲ κριθὴ μόδιοι ιβʹ
(4) Τῷ δὲ Μαρτίῳ μηνὶ κατηγορήθη Βασίλειος
ὁ Πετεινὸς ὑπό τινων ὡς τῆς βασιλείας ἐφιέμενος,  
ὅστις ἐν ἐξορίᾳ παρεπέμφθη, ἐν ᾗ καὶ τελευτᾷ. Ὁ
δὲ βασιλεὺς μαθὼν τὴν τῆς Κρήτης ἅλωσιν ἐδόξασε
τὸν Θεόν. Μετ' οὐ πολὺ δὲ καὶ ὁ δομέστικος τῶν σχο-
λῶν Νικηφόρος κελεύσει τοῦ βασιλέως πρὸς τὴν
πόλιν εἰσῆλθε καὶ μετὰ τῶν λαφύρων καὶ τῆς αἰχμα-
λωσίας ἦλθε πεζῇ ἀπὸ τοῦ οἴκου αὐτοῦ εἰς τὸ Ἱππο-
δρόμιον μετὰ τοῦ ἀμηρᾶ Κρήτης τοῦ λεγομένου

Michael Glycas Astrol., Hist., Annales (3047: 001)“Michaelis Glycae


annales”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber, 1836; Corpus scriptorum historiae
Byzantinae.P. 456, line 9
474

... δυσφημῶν τὸν κύριον ἕνα τὸν καθ' ἡμᾶς καὶ κοινὸν
εἶναι, κατὰ προκοπὴν τὴν χάριν δεχόμενον, καὶ ἐν αὐτῷ τῷ  
βαπτίσματι τῆς τοῦ παναγίου πνεύματος δωρεᾶς γενόμενον
μέτοχον. ὁ δέ γε Νεστόριος ἀπὸ Γερμανικείας τῆς Συρίας
ὥρμητο. ἦν δὲ καί τις Ἰουλιανὸς ἐπίσκοπος μὲν Ἁλικαρνας-
σοῦ τῆς Ἀσίας, αἱρεσιάρχης δέ· τὴν γὰρ ἁγίαν σάρκα τοῦ
Χριστοῦ πρὸ τοῦ παθεῖν ἄφθαρτον ἔλεγεν εἶναι.
 Μετὰ δὲ Αὐρηλιανὸν Τάκιτος ἔτη βʹ. μετὰ τοῦτον Πρό-
βος καὶ Φλωριανὸς ἔτη βʹ μῆνας δʹ. τοῦτον δὴ τὸν Φλωρια-
νὸν ἀνεῖλεν ὁ Πρόβος, παράφρονα ποιήσας ἑαυτόν. τότε
δὴ καὶ βροχῆς γεγονυίας σῖτος μεμιγμένος τῷ ὕδατι πολὺς
ἄνωθεν κατηνέχθη. τοῦτον συνάγοντες σωροὺς μεγάλους ἐποίη-
σαν. ὡσαύτως καὶ ἐπὶ Αὐρηλιανοῦ ψεκάδας ἀργύρου κατε-
νεχθῆναι φασί.

Γεώργιος Μοναχός. Chronicon (continuatio) (redactio A)


P. 897, line 7

Τζάντζης δὲ ἐν ἑτέρῳ ὀχυρωτάτῳ καστελλίῳ διαφυγὼν καὶ λόγον


ἀπαθείας δεξάμενος ἐν τῇ πόλει εἰσεληλύθει, καὶ τῇ τοῦ μαγγλα-
βίτου ἀξίᾳ τιμηθεὶς ἐν τῷ οἴκῳ τῶν μαγγάνων διῃτᾶτο τηρούμε-
νος, δρασμὸν δὲ βουλευσάμενος ἁλίσκεται καὶ τῶν ὀφθαλμῶν  
στερίσκεται. Βάρδαν τὸν Βόϊλαν ἀπέκειραν μοναχόν, τοῦ βασι-
λέως οἰκτείραντος φίλον τυγχάνοντα.
 15. Τοῦ δὲ πατρικίου τοῦ ἐπονομαζομένου Μωρολέοντος
Ἀδριανούπολιν στρατηγοῦντος, κρατίστου πολλὰ καὶ δεξιοῦ τυγ-
χάνοντος, ὃς πλείστας κατὰ Βουλγάρων ἀνδραγαθίας ἐπεδείξατο,
καὶ πάλιν ὁ Βούλγαρος Συμεὼν σὺν παντὶ τῷ στρατεύματι αὐτοῦ
τὴν εἰρημένην πόλιν περιεκύκλωσαν. ἐπεὶ δὲ ὅ τε σῖτος τοὺς ἐν τῇ
πόλει ἐπιλελοίπει καὶ λιμὸς ἐπίεζε χαλεπός (οὐδαμόθεν γὰρ εἶχεν
ἐπισιτίσασθαι), τῇ ἐνδείᾳ πιεζόμενοι προδεδώκασιν ἑαυτούς τε
καὶ τὸν στρατηγὸν τοῖς Βουλγάροις· ὃν χειρωσάμενος Συμεὼν καὶ
δεσμὰ καθ' ὅλου τοῦ σώματος περιβαλών, καὶ μυρίαις αἰκίαις
τοῦτον τιμωρησάμενος, τελευταῖον ἀπέκτεινε θανάτῳ πικρῷ, ἀξίῳ
τῆς ἑαυτοῦ ἀπηνεστάτης καὶ ὠμοτάτης ψυχῆς. Βουλγάροις οὖν
τὴν τῆς πόλεως φυλακὴν παραδοὺς ὑπεχώρησεν· οἳ τὴν κατ' αὐ-
τῶν τοῦ Ῥωμαίων στρατοῦ ἔφοδον ἀκηκοότες, ταύτην καταλελοι-
πότες ἀπῆλθον, καὶ πάλιν ὑπὸ Ῥωμαίους αὐτὴ ἐγένετο.
475

Ιωάννης Σκυλίτζης. Synopsis historiarum Emperor life Roman1, Sec.


10, line 8

σάμενος ἁλίσκεται καὶ τῶν ὀφθαλμῶν στερεῖται. Βάρδας δὲ ὁ Βοΐλας  


φιλίως πρὸς αὐτὸν διακειμένου τοῦ βασιλέως ἀπεκάρη μοναχός, μηδὲν
ἄλλο ἀνιαρὸν πεπονθώς.
Συμεὼν δὲ ὁ τῶν Βουλγάρων καθηγεμὼν τὴν Ἀδριανούπολιν
καταλαβὼν καὶ ταύτην χάραξι καὶ τάφροις περιστοιχίσας ἐπιμελῶς
ἐπολιόρκει. ἐστρατήγει δὲ τῆς πόλεως ὁ πατρίκιος Λέων, ὃν διὰ τὴν
ὀξύρροπον πρὸς τοὺς πολέμους ὁρμὴν καὶ Μωρολέοντα ἐκάλουν. οὗτος
εὐψύχως τὴν πολιορκίαν ἐδέξατο, καὶ γενναιότατα ποτὲ μὲν ἀπὸ τοῦ
τείχους τοὺς προσιόντας τῶν Βουλγάρων ἠμύνετο, ποτὲ δὲ τὰς πύλας
ἀναπεταννὺς ἐπετίθετο σὺν ῥύμῃ ἀνυποστάτῳ καὶ ῥᾳδίως ἐτρέπετο.
ἐπεὶ δὲ ὁ σῖτος τοὺς ἐν τῇ πόλει ἐπιλελοίπει καὶ λιμὸς ἐπίεζε τοὺς ἔν-
δοθεν κραταιός, μηδαμόθεν ἐλπίδα ἔχοντες ἐπισιτισμοῦ, τῇ ἐνδείᾳ πιε-
σθέντες προδεδώκασι τὴν πόλιν καὶ ἑαυτοὺς καὶ τὸν στρατηγὸν τοῖς
Βουλγάροις. ὃν χειρωσάμενος ὁ Συμεών, καὶ ὧν εἰς τοὺς Βουλγάρους
ἐνεδείξατο μεμνημένος κακῶν, μυρίαις αἰκίαις τιμωρησάμενος
τελευταῖον ἀπέκτεινε θανάτῳ πικρῷ

Ιωάννης Σκυλίτζης. Synopsis historiarum Emperor life Bas2+Const8,


Sec. 40, line 27

στρατηγοῦντος ἐν Δοροστόλῳ Τζοτζικίου, τοῦ υἱοῦ τοῦ πατρικίου


Θευδάτου τοῦ Ἴβηρος, ὡς ὁ Κρακρᾶς λαὸν ὅτι πλεῖστον ἀθροίσας καὶ
τῷ Ἰωάννῃ ἑνωθείς, προσλαβόμενοι δὲ καὶ Πατζινάκας, μέλλουσιν
εἰσβολὴν κατὰ Ῥωμανίας ποιήσασθαι. τούτῳ τῷ γράμματι θορυβηθεὶς
ἐπανῄει διὰ ταχέων. ἐν τῷ παριέναι δὲ τό τε φρούριον εἷλε τὰ Βοσό-
γραδα καὶ ἐνέπρησε, καὶ τὴν Βέρροιαν ἐπικτήσας, δῃώσας δὲ καὶ κατε-
ρειπώσας τὰ πέριξ Ὀστροβοῦ καὶ Μολισκοῦ, ἔστη τοῦ προσωτέρω
ἰέναι. ἀπηγγέλη γὰρ αὐτῷ, ὡς ἡ μελετωμένη τῷ Κρακρᾷ καὶ τῷ
Ἰωάννῃ κατὰ Ῥωμαίων ἔφοδος ἐνεποδίσθη, τῶν Πατζινάκων μὴ δόν-
των συμμαχίαν αὐτοῖς. διὸ καὶ ὑποστρέψας πολιορκεῖ φρούριον ἄλλο
τὴν Σέτεναν, ἐν ᾗ βασίλεια ἦσαν τοῦ Σαμουὴλ καὶ σῖτος ἀπέκειτο πολύς,
ὃν τῷ λαῷ διαρπάσαι κελεύσας, τἆλλα πάντα κατέφλεξεν. ἐξέπεμψε
δὲ καὶ κατὰ Ἰωάννου οὐ μακρὰν ἀπέχοντος τὸ τάγμα τῶν σχολῶν
τῆς δύσεως καὶ τὸ τῆς Θεσσαλονίκης, ἡγεμόνα ἔχοντα Κωνσταντῖνον
τὸν Διογένην. τούτοις ἀπιοῦσιν ἐνήδρευσεν ὁ Ἰωάννης. μαθὼν δὲ τοῦτο
ὁ βασιλεὺς ἐξιππασάμενος, καὶ μηδὲν ἄλλο εἰπών, ἀλλ' ἢ ‘ὅστις πολε-
μιστής, ἀκολουθείτω μοι,’ ἀπῄει κατὰ σπουδήν. τοῦτο γνόντες οἱ τοῦ
Ἰωάννου σκοποὶ μετὰ φόβου πρὸς τὸ τοῦ Ἰωάννου στρατόπεδον ἔρ-
χονται, καὶ δειλίας καὶ ταραχῆς τοῦτο ἐνέπλησαν, μηδὲν ἄλλο βοῶντες,
476

ἀλλ' ἢ ‘βεζεῖτε, ὁ τζέσαρ.’ πάντων οὖν φευγόντων ἀκόσμως σὺν τῷ


Ἰωάννῃ, οἱ περὶ τὸν Διογένην ἀναθαρρήσαντες κατόπιν ἐδίωκον.

Michael Attaliates Hist., Historia P. 204, line 15

διὰ τὸ ἐνδεὲς τῆς τροφῆς ἀπαιτοῦσι. καὶ οἱ μὲν ἀξιολογώτεροι


τῶν ἀνθρώπων καὶ οἱ τῷ φούνδακι πλησιάζοντες ἐγίνωσκον
τὴν αὐτοῦ χαλεπότητα, καὶ ὅθεν τῷ κόσμῳ τὸ δεινὸν τῆς ἐν-
δείας ἀηδῶς ἐπεπόλασε· τὸ δ' ἄδικον κέρδος, ὡς φάρμακον
μέλιτι κατεσκευασμένον τε καὶ κλεπτόμενον, τοὺς κρατοῦντας
ἀπειροκάλως κατέθελγε, μέχρις ἂν σὺν τῷ κέρδει τούτου καὶ
τὴν οὐσίαν πᾶσαν καὶ τὴν σωτηρίαν ἀπέβαλον.
 Ἐν τούτοις οὖν τῶν βασιλικῶν φροντισμάτων ὑπόντων,
μᾶλλον δὲ τῶν τοῦ Νικηφόρου δεινῶν βουλευμάτων συναγο-
μένων, ἤρξατο μὲν ὑπορρεῖν ὁ σῖτος καὶ καταλήγειν τὰ τῆς
εὐθηνίας εἰς ἔνδειαν, ηὔξανε δὲ ὁ τῶν πολλῶν γογγυσμός, καὶ
μᾶλλον τῶν ἀκριβῶς ἐπισταμένων τὸ ἄτοπον, καὶ ὅσοι τῶν
γινομένων κακῶν ἐγγυτέρω καθίστατο. ἐθρυλλεῖτο δὲ καὶ
τὸ παρὰ τὸν Ἴστρον κατοικοῦν μιξοβάρβαρον. παράκεινται
γὰρ τῇ ὄχθῃ τούτου πολλαὶ καὶ μεγάλαι πόλεις, ἐκ πάσης
γλώσσης συνηγμένον ἔχουσαι πλῆθος, καὶ ὁπλιτικὸν οὐ μι-
κρὸν ἀποτρέφουσαι. πρὸς αἷς οἱ περαιωθέντες Σκύθαι τὸ  
πρότερον τὸν Σκυθικὸν ἐπιφέρουσι βίον. παρ' ὧν καταληι-
ζόμεναι, καὶ τὰς ἐκ τῶν βασιλικῶν ταμείων ἀποστελλομένας
ἐτησίως φιλοτιμίας σπουδῇ τοῦ Νικηφόρου περιεκόπτοντο. καὶ

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Refutatio et eversio definitionis


synodalis anni 815 (3086: 012)“Nicephori Patriarchae
Constantinopolitani Refutatio et Eversio Definitionis Synodalis Anni
815”, Ed. Featherstone, J.M.Turnhout: Brepols, 1997; Corpus
Christianorum, Series Graeca 33.Ch. 25, line 56

οὔπω πρόρριζοι ἀνατέμνεσθαι ἤμελλον. ἐξ ἐκείνου τοιγαροῦν


πλεῖστοι γνωσιμαχήσαντες, ὅσοι τὸ λυσιτελοῦν ἐπαισθέσθαι
ἱκανοὶ ἐτύγχανον, τὴν μὲν προάγουσαν καὶ προκατασχοῦσαν  
διέπτυσαν ἀπιστίαν, πρὸς δὲ τὴν εὐθυτάτην διδασκαλίαν
ἐτράποντο προσερχόμενοι, ὥστε τὴν παρὰ τοῦ ἱεράρχου γενο-
μένην τοῦ θρόνου παραίτησιν, τῆς εὐπιστίας γενέσθαι ἀνά-
στασιν. τελεώτερον δὲ τὸν στάχυν τῆς εὐσεβείας ἐπηύξησεν, οὐ
μετρίοις διηγωνισμένος τοῖς πόνοις καὶ διὰ πλειόνων καμάτων
τῆς διδασκαλίας ἀχθείς, ὁ μετ' ἐκεῖνον τῆς ἱερωσύνης διαδεξά-
477

μενος τὴν λειτουργίαν. καὶ γὰρ ἐπὶ τὴν προηρωμένην καλήν τε


καὶ γόνιμον γῆν ὁ καθαρὸς τῆς εὐσεβείας σῖτος πεσών, πολύ-
χουν τὸν ἄμητον ἐκαρποφόρησεν, ὡς εὔσταχυ καὶ εὐανθὲς τὸ
θεῖον γεώργιον ἀναδείκνυσθαι, τῶν μὲν εἰς τόνδε, τῶν δὲ εἰς
τόνδε πολλαπλασιασάντων τὸν ἀριθμὸν τὰ καταβαλλόμενα
σπέρματα. ὅσοι δὲ ταῖς ἀκάνθαις βραχεῖς τινες τῆς ἀπιστίας
ἐναπεπνίγησαν, ἄκαρποι δὲ λοιπὸν καὶ ἀδιόρθωτοι διαμεμενή-
κεσαν, τῆς παλαιᾶς καὶ χριστομάχου γεωργίας παραφυάδες
ἐτύγχανον καὶ τῆς Φαρισαϊκῆς ζύμης λείψανα, μεταμαθεῖν ἢ
βλαστῆσαι τὴν εὐσέβειαν οὐκ ἀνασχόμενοι οὐδὲ πρὸς τὸ φῶς
ἀνανεῦσαι τῆς ἀληθείας θελήσαντες.

Nicetas Choniates Hist., Scr. Eccl., Rhet., Historia (= Χρονικὴ διήγησις)


Reign Andron1,pt2, p. 349, line of p. 16

σιτούμενοι λέοντες μετὰ σιδηρέων κλοιῶν συνέχονται, καὶ πέδαις τοὺς


πόδας κακούμενον. ἐμφανισθεὶς δὲ οὕτως ἔχων καὶ παραστὰς Ἰσαακίῳ
τῷ βασιλεῖ ὕβρεσι βάλλεται, κατὰ κόρρης ῥαπίζεται, τοὺς γλουτοὺς
ἐπικρούεται, τὴν γένυν τίλλεται, τοὺς ὀδόντας ἐκριζοῦται, τὴν κεφαλὴν
ψιλοῦται τριχῶν, εἰς κοινὸν ἐκδίδοται παίγνιον πᾶσι τοῖς συνελθοῦσιν,
ἐμπαροινεῖται καὶ ὑπὸ γυναικῶν καὶ τύπτεται πυγμαῖς κατὰ στόματος,
καὶ τούτων ὁπόσαι μάλιστα ἢ θανάτῳ ὑπ' Ἀνδρονίκου ἀπεβάλοντο
τοὺς συνεύνους ἢ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπεσβεσμένους ἀπέλαβον. ἔπειτα τὴν
δεξιὰν χεῖρα πελέκει ἀποκοπεὶς παραρριπτεῖται αὖθις τῇ αὐτῇ φυλακῇ,
ἄσιτος, ἄποτος, ὑπ' οὐδενὸς μεταλαγχάνων οἱασοῦν κομιδῆς.
 Μεθ' ἡμέρας δέ τινας καὶ τὸν ἕτερον τῶν ὀφθαλμῶν ἐξορύττεται καὶ
καθεσθεὶς ἐπὶ καμήλου ψωριώσης διὰ τῆς ἀγορᾶς θριαμβεύεται, κατὰ γε-
ράνδρυον ἄφυλλον ᾠοῦ ψιλότερον ἀκαλυφές τε παντάπασι κρανίον
προφαίνων καὶ βραχεῖ ῥακίῳ τὸ σῶμα σκεπόμενος, θέαμα ἐλεεινὸν καὶ
πηγὰς ἐθέλον δακρύων ἡμέροις ὄμμασιν. ἀλλ' οἱ εὐηθέστατοι καὶ
ἀπαιδευτότατοι τῆς Κωνσταντίνου οἰκήτορες καὶ τούτων οἱ ἀλλαν-
τοπῶλαι πλέον καὶ βυρσοδέψαι καὶ ὅσοι τοῖς καπηλείοις διημερεύουσι
κἀκ τῶν καττυμάτων ἀποζῶσι γλίσχρως καὶ ταῖς ῥαφίσι τὸν ἄρτον
στενῶς συλλέγουσι, κατ' ἔθνεα συναθροισθέντες μυιῶν, αἳ τοὺς γαυλοὺς
ἀμφιπεριίπτανται ἔαρος καὶ περιχαίνουσι τὰ πιαλέα κισσύβια,

Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia Sec. 134, line 5

οἴστη, μαλλός· οἰσυπηρόν· οἰσύδρα, ὑδροχέα· οἶσον, σχοι-


478

νίον· οἰστρεῖον ὁρᾶν· οἶστρος· οἶστρα, σφόδρα· οἰσοπόνηρον,


λυπηρόν· οἴσυπος, ῥύπος, διὰ τῆς οι διφθόγγου γράφεται.
 Τὸ υ πρὸ τοῦ τ κατ' ἀρχὴν λέξεως σπάνιον πάνυ· τὸ
ὕτνον γὰρ εὕρομεν διὰ τοῦ υ ψιλοῦ, καὶ τὸ οἶτος, ὃ δηλοῖ τὸν
ὀδυρμὸν διὰ τῆς οι διφθόγγου καὶ μόνα.
 Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς τρυ συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ
υ ψιλοῦ γράφεται· τρυφάλεια κοινῇ προσκεφαλαία· τρυφα-
λὶς, κοινή· τρυφερός· τρυφὲν, κλασθέν· τρύζω· τρυφῶ· τρύ-
χεται· τρύγει, ξηραίνει· τρύγα πυθμένα· τρυγίας· τρύγη,
σῖτος· τρυσὸν, ἀσθενές· τρυλίζει, ὀδύρεται· τρύφη, διεσκε-
δάσθη· τρύμα, πόνος· τρυτᾶν, τρίβειν· τρυτα, ἄμητος· τρυ-
φὴ, σπατάλη, τρύσιππος ὁ γεγηρακὼς ἵππος· τρυγών· τρυ-
γίας· τρύπη· τρυγῳδία, ἡ νῦν κομῳδία· σεσημείωται τὸ
Τροίη ἐπὶ τῆς Ἰλίου· καὶ τὸ Τροίζην πόλις Ἄργους, διὰ τῆς
οι διφθόγγου γραφόμενα.
 Πᾶσα λέξις ἐκ τῆς τυ συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ υ ψι-
λοῦ γράφεται· τύχη· τύπος· τύραννος· τυκάνη, ᾧ ἀλῳῶσι·
τύλος· τύλη, τὸ τύλιον· τύχη· τυλὸν τὸ αἰδοῖον· τύνυτον τη-
λικοῦτον· τυπὶς, σφύρα· τύπης πλήκτης· τύτοον, μικρόν·
τύφος· Τυφῶς· τυφῶσαι, ἐμπρῆσαι· τύφεσθαι, μαίνεσθαι·

Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia Sec. 413, line 2

ὄνομα ποταμοῦ· νητός· ῥητός· κρητός· τρητός· Δωτός· Κνω-


τός· Ὦτος ὄνομα κύριον καὶ τὸ ὄρνεον· νῶτος ἐπὶ τῆς ψόας,
ἐπὶ γὰρ τοῦ ἀνεμοῦ διὰ τοῦ ο μικροῦ· πλωτός· στρωτός·
γνωτός· καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ σ γνωστός· πτωτός· βωτός·
οἷς ἀκόλουθον τὸ πρῶτος οὐ κατὰ τόνον ἀλλὰ κατὰ τὴν
γραφήν.
 Τὰ διὰ τοῦ οτος δισύλλαβα μονογενῆ βαρύτονα διὰ τοῦ
ο μικροῦ γράφονται· οἷον, βρότος· νότος ὁ ἄνεμος, ἐπὶ γὰρ
τῆς ψύας διὰ τοῦ ω· κρότος· σκότος· κότος.
 Τὰ διὰ τοῦ ιτος δισύλλαβα βαρύτονα διὰ μακροῦ τοῦ
ι γράφονται· οἷον, ῥῖτος· σῖτος· μῖτος· Τρῖτος ἐπὶ τοῦ πο-
ταμοῦ, ἐπὶ γὰρ τοῦ ἀριθμοῦ βραχὺ τὸ ι· ὁμοίως καὶ τὸ
τίτος διὰ βραχὺ τοῦ ι· τὸ λιτὸς ὃ κατὰ τὴν γραφὴν οὐ δὲ
κατὰ χρόνον, ἢ μόνον διήλλαξεν.
 Τὰ διὰ τοῦ υτος δισύλλαβα ὀξύτονα διὰ τοῦ υ ψιλοῦ
γράφονται ἀπὸ ῥημάτων γινόμενα· οἷον, χυτός· ῥυτός· βρυ-
τός· πλυτός· κλυτός· τρυτός.
479

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12)


Volume 2, p. 198, line 24

 Καὶ ὁ μὲν οὕτως ὅλην ἀνάγκῃ τὴν Μεσσήνην


ἐξέλιπεν, οἱ Καρχηδόνιοι δὲ ἐκόλασαν μὲν τὸν Ἄν-
νωνα, κήρυκα δὲ τοῖς Ῥωμαίοις ἔπεμψαν τήν τε
Μεσσήνην ἐκλιπεῖν κελεύοντες καὶ ἐκ πάσης ἀπελ-
θεῖν Σικελίας ἐν ἡμέρᾳ ῥητῇ· καὶ στρατιὰν ἀπεστάλ-
κασιν. ὡς δ' οὐκ ἐπείθοντο οἱ Ῥωμαῖοι, τούς τε
μισθοφοροῦντας παρ' αὐτοῖς ἐξ Ἰταλίας ἀπέκτειναν
καὶ τῇ Μεσσήνῃ προσέβαλον, συνῆν δὲ καὶ ὁ Ἱέρων
αὐτοῖς, καὶ τὴν πόλιν ἐπολιόρκουν καὶ τὸν πορθμὸν
ἐφύλασσον, ὡς μήτε στράτευμα μήτε σῖτος αὐτοῖς
κομισθῇ. ὃ μαθὼν ὁ ὕπατος ἤδη πλησιάζων, ὡς
εὗρε συχνοὺς αὐτῶν πολλαχῇ κατὰ πρόφασιν ἐμπο-
ρίας ἐλλιμενίζοντας, ἐξηπάτησε σφᾶς ὅπως διέλθῃ
τὸν πορθμὸν ἀσφαλῶς, καὶ ἔλαθε νυκτὸς τῇ Σικε-
λίᾳ προσορμισάμενος. καὶ προσπλεύσας οὐ πόρρω
τοῦ στρατοπέδου τοῦ Ἱέρωνος αὐτίκα συνέμιξε, νο-
μίζων φοβερώτατος αὐτοῖς ἐκ τοῦ ἀθρόου φανήσε-
σθαι. ἀντεπεξελθόντων δ' αὐτῶν τὸ μὲν τῶν Ῥω-  
μαίων ἱππικὸν ἠλαττώθη, τὸ δ' ὁπλιτικὸν ὑπερέσχε.
καὶ ὁ Ἱέρων τότε μὲν εἰς τὰ ὄρη, ἐς δὲ τὰς Συρα

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12)


Volume 2, p. 241, line 21

μετ' αὐτοῦ ηὐτομόλησαν. ὁ δ' οὖν Σκιπίων ἐπὶ τούτῳ


ταραχθεὶς καὶ ὑπὸ τοῦ τραύματος ταλαιπωρήσας ὑπὸ
νύκτα αὖθις ἐξανέστη καὶ ἐπὶ μετεώρου τὸ τάφρευμα
ἐποιήσατο· δίωξις δὲ αὐτοῦ οὐκ ἐγένετο. μετὰ δὲ
τοῦτο ἀφίκοντο καὶ οἱ Καρχηδόνιοι, καὶ τὸν ποταμὸν
διὰ μέσου ποιησάμενοι ἐστρατοπεδεύσαντο.
 Ὁ μὲν οὖν Σκιπίων διά τε τὸ τραῦμα καὶ διὰ τὰ
συμβεβηκότα ἀνεῖχε καὶ δύναμιν μετεπέμπετο, Ἀννί-
βας δὲ πολλὰ πειράσας παρακινῆσαι πρὸς μάχην
αὐτόν, ἐπεὶ οὔτε τοῦτ' ἠδυνήθη καὶ τροφῆς ἐσπά-
νισε, φρουρίῳ προσέβαλεν ἐν ᾧ σῖτος πολὺς τῶν
Ῥωμαίων ἔκειτο. καὶ μηδὲν περαίνων, τὸν φρού-
ραρχον διέφθειρε χρήμασι, κἀκεῖνό τε προδοθὲν
ἔλαβε καὶ τὰ ἄλλα σχεῖν τὰ μὲν ὅπλοις, τὰ δὲ χρυσίῳ
ἐπήλπισε. κἀν τούτῳ ὁ Λόγγος τὴν Σικελίαν τῷ
ὑποστρατήγῳ πιστεύσας πρὸς τὸν Σκιπίωνα κεκλη-
480

μένος ἀφίκετο. καὶ οὐ πολλῷ ὕστερον ὑπὸ φιλοτι-


μίας, καὶ ὅτι τινὰς κατατρέχοντας τὴν χώραν ἐκρά-
τησεν, εἰς παράταξιν ὥρμησεν. καὶ ἐσφάλη ἐνέδραις
περιπεσών· καὶ τοῦ Ἀννίβου ἐπεξελθόντος μετὰ τῶν  
πεζῶν καὶ τῶν ἐλεφάντων, οἱ μετ' αὐτοῦ ἐτράπησαν

Ιωάννης Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter zeta, p. 959, line 14

(Οὐδέτερον.)

Ζιγγίβερ. εἶδος ἀρώματος.


Ζιζάνιον. εἶδος βοτάνης τὸ ἄνευ σπορᾶς παρα-
 φυόμενον τῷ σίτῳ. παρὰ τὸ σῖτος καὶ τὸ ἱζάνω,
 τὸ ἐπικαθήμενον τῷ σίτῳ, σιτοϊζάνιον, τὸ τῷ
 σίτῳ παρεδρεῦον καὶ συναῦξον.
Ζιννίχιον. τὸ λῶρον τοῦ ὑποδήματος.  

Ιωάννης Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter kappa, p. 1240, line 13

Κοινόν. τὸ ἀκάθαρτον.
Κοινεῖον. πορνεῖον· καπηλεῖον.
Κοινοδήμιον. τὸ δημόσιον.
Κοκκύμηλα. εἶδος ὀπώρας.
Κόκκυ. ἐπιφώνημά τι.
Κοκκότιον. ὁ δῆμος ἑλληνιστὶ, ἁπάσης οἰκου-
 μένης.
Κόλον. τὸ κεκλασμένον δόρυ.
Κολοβόν. ἐλλιπές.
Κόλυθρον. εἶδος συκῆς.
Κόλυβα. σῖτος ἑψητός.
Κόλον. τὸ μὴ τέλειον, ἀλλὰ κολοβόν.
Κολλούριον. ἀπὸ τοῦ κολοβόν. κόλλιξ γὰρ  ὁ ἄρτος.
Κόμμι. τὸ ψιμμίθιον.
Κομμωτικόν. ἐπίπλαστον.
Κομίδιον. τὸ τοῦ δένδρου δάκρυον.
481

Κομμονιτήριον. ἔγγραφον ἐνταλτήριον εἰς ὑπό-


 μνησιν κατὰ Ῥωμαίους.  
Κονσίστριον. κατὰ Λατίνους θεῖον συνέδριον.
Κόνδυ. εἶδος ποτηρίου.

Ιωάννης Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter pi, p. 1595, line 1

 θω, τὸ κρύπτω, κευθὴν καὶ κυθμὴν πλεονα-


 σμῷ τοῦ μ, καὶ τροπῇ τοῦ κ εἰς π πυθμήν.
Πυκνίας. τὸ ἐν Ἀθήναις δικαστήριον.
Πυκνός. παρὰ τὸ πτύσσω, πτύκα, καὶ ἀποβολῇ
 τοῦ τ πύκα καὶ πυκνός.
Πύκτης. παγκρατιαστής· ἀθλητής.
Πυλοσάκης. κακῶν μεστός.
Πυλωρός. ὁ τῶν πυλῶν φύλαξ. παρὰ τὸ ὠρῶ, τὸ
 φυλάσσω.
Πύματος. ὁ ἔσχατος.  
Πυρός. ὁ σῖτος.
Πυῤῥός. ὁ ξανθός.
Πυρσός. ὁ λαμπτήρ· ἡ πυρκαϊά.
Πυρὴν, πυρῆνος. τὸ ὀστοῦν τῆς ἐλαίας.
Πύρνος. ἄρτου κόμμα.

Ιωάννης Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter sigma, p. 1666, line 14

Σπερμαίνω. γεννῶ.
Σπένδω. ἀναιρῶ. ὡς τό· ἐγὼ δὲ ἤδη σπένδομαι.
 [παρὰ τὸ σπείω σπένδω. παράγωγον καὶ οὐ
 πλεονασμός. ὥσπερ κυλίω κυλίνδω, καὶ ἀμείρω
 ἀμέρδω.]
Σπένδεται. θύεται. φύεται, φιλιοῦται.
Σπένδομαι. φιλιοῦμαι.
Σπένδοντος. προσφέροντος πίστιν ἢ σπονδήν. ἔστι
 δὲ καὶ τὸ φιλιοῦσθαι. σπονδὰς γὰρ ἐκάλουν τὰς
 ἐπὶ τῶν πολεμίων συμβιβάσεις.
Σπειρόμενος σῖτος. μικρόν. σπειρώμενος δὲ ὄφις,
 ὅ ἐστιν ἐντυλισσόμενος, μέγα.
Σπείρω. παρὰ τὸ σπῶ· ἅμα γὰρ καταβληθῆ-
 ναι τὴν σπορὰν, σπᾶται ὑπὸ τῆς γῆς τὸ χωρῆ-
 σαν εἰς αὐτήν. ὡσαύτως καὶ ἐπὶ τῶν θηλειῶν.
482

Ιωάννης Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter chi, p. 1864, line 17

Οὐδέτερον.)

Χυλάριον. τὸ ὑδαρῶδες, ὁ ἐκπεπιεσμένος σῖτος.


Χυτρεῖον. ἐν ᾧ αἱ χύτραι.
Χύτλα. κυρίως τὰ μεθ' ὕδατος ἔλαια. κατα-
 χρηστικῶς δὲ τὰ ἐναγίσματα, τὰ ἔντομα, τὰ  
 εὐνοῦχα. ἐπειδὴ ταῦτα μάλιστα ἔθυον τοῖς νε-
 κροῖς, ὡς ἄγονα ὄντα, καὶ ἀγόνοις αὐτοῖς οὖσι.

Ιωάννης Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter omega, p. 1892, line 5

(Οὐδέτερον.)

Ὡραῖον. εὔμορφον. ἰστέον, ὅτι ὡραῖον καὶ κάλ-


 λος διαφέρει, ὅτι τὸ μὲν ὡραῖον λέγεται τὸ
 συμπεπληρωμένον εἰς τὸν ἐπιτήδειον καιρὸν
 πρὸς τὴν οἰκείαν ἀκμήν· καὶ ὡραῖος ὁ σῖτος ὁ
 ὥριμος ἤδη πρὸς θερισμόν· καὶ ὡραῖος ὁ καρ-
 πὸς τῆς ἀμπέλου, ὁ τὴν οἰκείαν πέψιν εἰς τε-
 λείωσιν ἑαυτοῦ διὰ τῆς τοῦ ἔτους ὥρας ἀπολαύων,
 καὶ ἐπιτήδειος εἰς ἀπόλαυσιν γεγονώς· κάλλος
 δὲ, τὸ ἐν τῇ θέσει τῶν μελῶν εὐάρμοστον, καὶ
 ἐπανθοῦσαν αὐτῷ τὴν χάριν ἔχον.
Ὡρολογεῖον. λέγειν γὰρ τὸ μετρεῖν.

Georgius Pachymeres Hist., Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vii de


Andronico Palaeologo) (3142: 002)“Georgii Pachymeris de Michaele et
Andronico Palaeologis libri tredecim, vol. 2”, Ed. Bekker, I.
Bonn: Weber, 1835; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.
P. 434, line 14

θεν οὐκ ἦν ἀρωγή, ἔγνωσάν τισι συνωμοσίαις ταῖς πρὸς τοὺς


Πέρσας τὰ τῆς ἀνάγκης διευθετεῖν. ἀμέλει τοι καὶ πρὸς καιρὸν
ἐσπένδοντο Πέρσαις, καὶ σῖτον ἐκεῖθεν ἐλάμβανον. καὶ ὁ συνε-
θισμὸς τῆς ἐμπορίας μὴ μόνον ἐκείνους ἐξερχομένους ὠνεῖσθαι
483

τὰ ἀναγκαῖα ἐποίει, ἀλλὰ καὶ Πέρσας εἰσερχομένους ἀνέδην τὴν


πόλιν ἀπεμπολεῖν παρεσκεύαζε. τοῦτο πολλάκις πραχθὲν ἔν-
νοιαν εἰσάγει Πέρσαις ἁλώσεως, καὶ προδόταις κοινολογησάμενοι
τὰ εἰκότα ἐν προθεσμίαις πισταῖς τὰ κατὰ τῆς πόλεως ἐξειργά-
ζοντο. καὶ δὴ σάγμασι πλείστοις τὰ τῶν φορτίων ἐπισκευασάμε-
νοι, τὸ μὲν στράτευμα ἔγγιστά που ἐνεκρυφίαζον, ἅμα δὲ πολ-
λοὶ τὴν πόλιν εἰσῄεσαν. σῖτος δ' ἡ ἐμπορία ἦν, καὶ ἕκαστος
τῶν κανθώνων ζυγάδα φέρων τῶν φορτωμάτων τὰ κατὰ τὸν πό-
λεμον ἠχεῖα, οἷς ἐκεῖνοι κροτοῦντες τὴν μάχην ἀνάπτουσιν, ἐν-
τὸς συνεπῆγον τῶν σάκκων· καὶ ἀντὶ πιποῦς, τὸ τοῦ λόγου,  
σκορπίον οἱ πολῖται δεξάμενοι, ταῖς εὐθηνίαις ἐλπιδοκοπούμενοι
ἐν ἀνέσει ἦσαν. νὺξ δ' ἤδη περὶ αὐτοὺς ἦν, καὶ ἠγνόουν, καὶ
ταῖς ἀγαθαῖς προσδοκίαις ᾐώρηντο ἐν κακοῖς ἀναγκαίοις ὄντες.
ἐντεῦθεν καὶ νὺξ μὲν ἐκείνη ἐμμέσον μηδὲν ὑπειδομένοις τοῖς πο-
λίταις, οἱ δ' ἀναλαβόντες ἕκαστος τὰ ἠχεῖα πολέμου τρόπον ἀνε-
κυμβάλιζον. καὶ τοῖς μὲν διυπνισθεῖσιν ἔκπληξις ἐμπίπτει καὶ
ἀπορία τοῦ πῇ τραπῆναι καὶ ἐκφυγεῖν·

Georgius Pachymeres Hist., Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vii de


Andronico Palaeologo) P. 493, line 3

ἅμα πρὸς μὲν τὸν Μπυριγέριον πίστεις χρυσοβούλλειοι σχεδιά-


ζονται, αὐτὸς δὲ τὰ πολλὰ μὲν καὶ ἀφ' ἑαυτοῦ τῷ μεγάλῳ δουκὶ
προσνείμας, τὰ πλεῖστα δὲ καὶ ἐκ τῶν τὸν σῖτον συναγόντων κε-
λεύσας ἀναλαβεῖν, μετὰ πάσης εὐμενείας ἐκπέμπει. (8) τὸ δὲ
τοῦ ἐπισυναγομένου σιτοκρίθου τοῖόνδ' ἦν. τὰ μὲν γὰρ τῆς
ἀνατολῆς καὶ λίαν ἐξηπορήθη, ὡς μηδὲν ἔχειν ἐντεῦθεν τὴν βα-
σιλείαν, μᾶλλον μὲν οὖν καὶ ἀνάγκην καταστῆναι ὑπὲρ ἐκείνης  
ἐκκενοῦν χρήματα. ἡ δὲ τῶν Μακεδόνων καὶ δύσις πᾶσα καὶ
λίαν εὐφόρησεν, εἰ καὶ μὴ εὔωνοι οἱ καρποὶ ἐξ αὐτῶν ἀλώνων
ἦσαν, ἀλλ' ὡς ἐν καιρῷ μεγίστου λιμοῦ ὁ σῖτος διεπιπράσκετο,
τῶν κατ' ἀνατολὴν πρὸς δύσιν μετενηνεγμένων. ταῦτ' ἄρα καὶ
βασιλεὺς πόρους ἐπινοῶν, τοῦτο μὲν τῶν πρὸς τοὺς Ἰταλοὺς μι-
σθωμάτων ὑπερηφάνων ὄντων, τοῦτο δὲ καὶ τῶν ἐπὶ χρείαις ἄλ-
λαις δαπανημάτων, τὸ ἀφ' ἑκάστου γεωργοῦ ὀλίγιστον εἰς μεῖζον
ἅμα συμποσοῦν ἔγνω, καὶ ἀποστείλας ἀφ' ἑνὸς ἑκάστου τῶν
γεωργούντων ὑπὲρ συγκομιδῆς ζευγίτιδος σίτου μὲν μοδίους ἓξ
κριθῆς δὲ μοδίους τέσσαρας τοπικοὺς προστάσσει πράττειν. ἐκ
τούτων γοῦν καὶ τῷ μεγάλῳ δουκὶ κελεύσας δίδοσθαι ἀργύρου τε
καὶ χρυσίου ἀπεμπολούντων, καὶ ἀνακωχὴν τῶν ἐκείνου σχών,
τὰ περὶ τοῦ Μπυριγερίου διεβουλεύετο, ὡς αὐτίκα κἀκεῖνον προς
484

Ducas Hist., Historia Turcobyzantina Ch. 29, Sec. 4, line 27

ρεων ἄγουσι δοῦκαν ἐν Θεσσαλονίκῃ καὶ εἰσάγουσιν αὐτὸν ἐντὸς καὶ


ἐξάγουσι
τὸν δεσπότην Ἀνδρόνικον. Καὶ τὸν νέον δοῦκαν εὐφημήσαντες
ὑπέστρεψαν αἱ
τριήρεις ἐν Βοιωτίᾳ. Καὶ ἦν ἰδεῖν ἔκτοτε πλῆθος πολέμων, λέγοντες οἱ
Τοῦρκοι·
“Ἡ πόλις αὕτη ἡμετέρα ὑπάρχει· εἰ γὰρ ἡμεῖς ταύτην ἀσθενοῦσαν οὐκ
ἀπεδεί-
ξαμεν, οὐκ ἂν εἰς ὑμᾶς ἀπέκλινεν.” – Ἐν γὰρ τούτῳ τῷ φρονήματι
καρτερὰ
μάχη ἐγένετο καὶ ὑπερίσχυον οἱ Τοῦρκοι, ἐλίμωττον δὲ οἱ
Θεσσαλονικεῖς. Οἱ δὲ
Λατῖνοι φοβούμενοι, μή πως οἱ Ῥωμαῖοι στενοχωρηθέντες ποιήσωσιν
ἄνταρσιν
καὶ εἰσάξωσι τοὺς Τούρκους, τοὺς δὲ Βενετίκους διώξωσιν, ἦν γὰρ καί,
προλα-
βών, ἡ πόλις τῶν Τούρκων, ἤρξαντο τοὺς τῶν εὐγενῶν Ῥωμαίων οἴκους
μεταστέλλειν, τοὺς μὲν εἰς Εὔβοιαν, τοὺς δὲ ἐν Κρήτῃ, ἄλλους ἐν
Βενετίᾳ. Ἡ ᾀδομένη οὖν ἐπίπλαστος ἀφορμή, ὅτι τὰ πρὸς χρείαν εἰσὶ
σπάνια, οἷον σῖτος, κριθαί, ὄσπρια, κρέη καὶ ἄλλο εἴ τι τρόφιμον· διὰ τὸ
ἀραιῶσαι οὖν τὰς οἰκίας, μετοικησάτωσαν οἱ προύχοντες ἕνεκα τῆς
στενοχωρίας ταύτης καὶ εἰς τὸ μετέπειτα Θεοῦ ἀρωγοῦντος
ἐπανελεύσονται. Μετήγαγον οὖν πλείστους ὧδε κἀκεῖσε καὶ πολλοὺς ἐν
τῷ βυθῷ ἔῤῥιψαν, ἄλλους ὡς ἀπίστους ἐκόλαζον, τοὺς δὲ
ἐναπολειφθέντας ἐν μυρί-
αις ἀσελγείαις ἐκάκουν. Μετὰ δὲ τὸ ὑποστρέψαι τὸν Μωρὰτ ἐκ τῆς
Ἀσίας εἰς
Θρᾴκην, ἔστειλαν οἱ Βενέτικοι ἀποκρισιαρίους πρὸς αὐτόν, αἰτοῦντες
εἰρήνην.
Ὁ δὲ οὐκ ἀπόκρισιν παρέσχεν αὐτοῖς, ἀλλ' ἢ μόνον ὅτι· “Ἡ πόλις αὕτη
πατρι-
κόν μου κτῆμά ἐστι καὶ ὁ ἐμὸς πάππος Παγιαζὴτ δυνάμει χειρὶ παρὰ τῶν
Ῥωμαίων ταύτην ἔλαβεν.

Michael Critobulus Hist., Historiae (3147: 004)“Critobuli Imbriotae


485

historiae”, Ed. Reinsch, D.R.Berlin: De Gruyter, 1983; Corpus fontium


historiae Byzantinae 22. Series Berolinensis.Book 3, ch. 7, Sec. 3, line 2

ἐν τούτῳ δὲ καὶ οἱ στρατιῶται ἧκον οἱ σταλέντες ἐς προνομὴν


λείαν ὅτι πλείστην ἐλάσαντες ἀπό τε τῆς Ἠλείας καὶ τῆς ἄλλης προς-
χώρου· ἐλέγοντο δὲ ζῴων μέν, προβάτων τε καὶ βοῶν καὶ ἵππων, ἀμφὶ
τὰς πεντεκαίδεκα μυριάδας ἀγαγεῖν, ἀνδρῶν δὲ καὶ γυναικῶν καὶ
παιδίων ὑπὲρ τὰς τέσσαρας χιλιάδας.
         καὶ τὰ μὲν ἄλλα πάντα,
πρόβατά φημι καὶ βόας καὶ ἵππους, διένειμε πάσῃ τῇ στρατιᾷ, ἄνδρας
δὲ καὶ γυναῖκας καὶ παῖδας ἀπέστειλεν ἐς τὴν Κωνσταντίνου κατοικί-
ζων πᾶσαν τὴν ἔξω χώραν αὐτῆς. καὶ ὁ μὲν οὕτως.
         Κορινθίους δὲ
τετράμηνον ἤδη πολιορκουμένους ὁ σῖτος ἐπελελοίπει καὶ τἆλλα τῶν
ἀναγκαίων· καὶ πιεζόμενοι τῷ λιμῷ ὅμως ἀντεῖχον ἔτι κακῶς οὐδαμοῦ
σπονδῶν μεμνημένοι· ἐδεδίεσαν γάρ, μὴ σφόδρα ὠργισμένος αὐτοῖς ὢν
ὁ βασιλεὺς τῇ τριβῇ τῆς πολιορκίας κακόν τι μέγα ἐργάσηται ἐς αὐτούς,
ἄλλως θ' ὅτι καὶ πολλάκις προσκαλεσάμενος ἐπὶ συμβάσεις αὐτοὺς οὐκ
εἰσηκούσθη, ἀλλ' ἀπεστράφη.

Anonymi Exegesis In Hesiodi Theogoniam, Exegesis in Hesiodi


theogoniam (3156: 001)“Glossen und Scholien zur hesiodischen
Theogonie”, Ed. Flach, H.Leipzig: Teubner, 1876, Repr. 1970.
P. 381, line 31

Γίγαντές εἰσι, τοὺς κλῶνάς τε κέκτηνται ἀντὶ δοράτων,


καὶ ἀντ' ἀσπίδων τὰ στελέχη. ἢ Γίγαντας τὸν σῖτον, ὃς
τὰς ἀνθερίκας ἀντὶ δοράτων προβάλλεται, τὸ δὲ ἄχυρον
ἀντ' ἀσπίδος. ἐγέννησε δὲ καὶ τὰς Νύμφας τὰς ἐκ τῆς γῆς
ἀναφυομένας βοτάνας. ἐτυμολογεῖται δὲ παρὰ τὸ νέας
φαίνεσθαι, ἃς νύμφας μελιηδέας, ἤγουν ἐνηδόνους οἱ ἄν-
θρωποι κατὰ γῆν ὀνομάζουσι.
188. μήδεα δ' ὡς τὸ πρῶτον. οὐκ ἄλλως ἂν νοη-
θείη τοῦτο ἢ οὕτως, ὥσπερ ἐξ ἀρχῆς εἰσεκομίσθη ὁ
σῖτος καὶ εἰς πλοῖα εἰσεβλήθη, οὕτως ἐφέρετο ἀνὰ τὸ  
πέλαγος πολὺν χρόνον. οἱ γὰρ ἔμποροι οὐκ ἄλλως τὸν
σῖτον εἰς πλοῖα ἐνιᾶσιν, ἀλλ' ὡς ἐπ' ἄλλην χώραν μετα-
κομίσαιντο. διὸ καὶ τὸ πολὺν χρόνον προσέθηκεν. εἰ
μὲν γὰρ ἐπὶ τοῦ μύθου ἐτίθει, τὸ ἀεὶ προσέθηκεν ἄν.
ἐπὶ δὲ τῆς ἀλληγορίας οὐκέτι ἀλλὰ πολὺν χρόνον, του-
τέστι τοσοῦτον χρόνον φέρεται ἀνὰ τὸ πέλαγος, ὅσον
μετακομισθῆναι δεήσει πρὸς ἄλλας χώρας.
486

190. ἀμφὶ δὲ λευκός. τρεφομένων τῶν ἀνθρώπων


ὑπὸ τοῦ σίτου ἐξέρχεται ἀφρός, ἤγουν ἡ σπερμογόνος
δύναμις, ἤτοι ὁ σπόρος τῶν ἀνδρῶν.

Anonymi Exegesis In Hesiodi Theogoniam, Exegesis in Hesiodi


theogoniam P. 402, line 9

492. καρπαλίμως δ' ἔπειτα. ταχέως γοῦν ηὐξάνοντο


οἱ καρποί. τελεσθέντων δὲ τῶν χρόνων ἤμεσε πάλιν τὸν  
ἴδιον γόνον ὁ Κρόνος. μετεμψυχώσεις γάρ τινας οἱ πα-
λαιοὶ ἐδόξαζον, ὅτι εἰ μὲν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εὖ ζῶσα
διατεθῇ, ἔστω, εἰ δὲ μή, ἀφ' ἑνὸς σώματος εἰς ἕτερον
μετεπήδησε καὶ εἶχε τοῦτο εἰς τιμωρίαν. νῦν γοῦν περὶ
τούτων φησὶ τῶν μετεμψυχώσεων, ὅτι ὃν κατέπινε λίθον,
ἤτοι ψυχὴν ἀνθρωπείαν, πάλιν ἐξήμεσεν, ὃν ἄνθρωπον ὁ
Ζεύς, ἤτοι οἱ καρποί, ἐστήριξεν ἐν τῇ γῇ. ὑπὸ γὰρ τῶν
καρπῶν στηριζόμεθα. ἐστήριξε δὲ Ζεὺς ἐν Πυθοῖ. πυθό-
μενος γὰρ ὁ σῖτος ἐν τῇ γῇ, ἤτοι σηπόμενος καὶ οἷον
θνήσκων, πάλιν ἀναθάλλει, καὶ θάλλειν τοὺς ἀνθρώπους
ποιεῖ. ταῦτα μὲν οὕτως. εἰ δ' ὡς ἐν κεφαλαίῳ νοῆσαι
θελήσειας, ἔστιν οὕτως. ἡ Ῥέα, ἤτοι ἡ φθορὰ τοῦ χρό-
νου, ἣν καλῶς τῷ χρόνῳ συνέμιξεν, ἔδωκε τῷ Κρόνῳ,
ἤτοι τῷ χρόνῳ, λίθον ἀντὶ παιδός, ἤτοι τὴν γῆν, ἣν ἀφα-
νίσαι οὗτος οὐκ ἠδυνήθη.

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae (3169: 001)“Ioannis


Cantacuzeni eximperatoris historiarum libri iv, 3 vols.”, Ed. Schopen, L.
Bonn: Weber, 1:1828; 2:1831; 3:1832; Corpus scriptorum historiae
Byzantinae.Volume 1, p. 481, line 5

προσεκύνησέ τε καὶ ἠσπάσατο βασιλέα, καὶ συνδιῆγεν αὐτῷ


Φώκαιαν πολιορκῶν. παρεῖχέ τε ἄφθονον ἀγορὰν τῇ βασιλέως
στρατιᾷ, ταῖς ὑπ' αὐτὸν κελεύσας πόλεσι καὶ χώραις τὰ ἐπι-
τήδεια εἰς Φώκαιαν κομίζειν. πέμπτος μὲν οὖν ἠνύετο μὴν
Φωκαέων καὶ Μιτυληναίων πολιορκουμένων, μάλιστα δὲ κατὰ
τὴν Φώκαιαν συχναί τε καὶ καρτεραὶ ἐγίνοντο τειχομαχίαι καὶ  
ἑλεπόλεις προσήγοντο καὶ ἄλλαι μηχαναὶ πρὸς ἅλωσιν πόλεων
ἐξευρημέναι. ἐκπολιορκῆσαι δὲ οὐκ ἠδύναντο αὐτοὺς διά τε
καρτερότητα τειχῶν καὶ τὸ εὐρώστως ἀμύνεσθαι Λατίνους καὶ
487

μὴ ἐνδιδόναι. μηκυνομένης δὲ τῆς πολιορκίας ἐπὶ πλέον, ἐπεὶ


ὅ,τε σῖτος αὐτοῖς ἐνέδει ἤδη, καὶ τὴν πολιορκίαν ὑπώπτευον
οὐ ταχέως λύσειν βασιλέα πρὶν ἢ λιμῷ ἢ τειχομαχίᾳ παρα-
στήσεται αὐτοὺς, μηχανώμενοι τὸ ἐπὶ πλείονα χρόνον ἀντι-
σχήσειν, τοὺς μὲν Ῥωμαίους ὅσοι Φώκαιαν κατῴκουν ἐξήλασαν
πανοικεσίᾳ, αὐτοὶ δὲ τὸν σῖτον καὶ ὅσα ἕτερα ἦν ἐπιτήδεια συν-
αγαγόντες, εἰσήγαγον εἰς τὴν ἀκρόπολιν, ἣν αὐτοὶ ἐφρούρουν,
καὶ χρώμενοι αὐτοῖς ὑπέμενον τὴν πολιορκίαν. διατρίβοντί τε
κατὰ τὴν Φώκαιαν βασιλεῖ οἱ τοῦ Ἀϊτίνη παῖδες, ὃς ἦν σατρά-
πης Ἰωνίας, Χετὴρ καὶ Ἀμοὺρ, ὃν φθάσαντες πρότερον εἰρή-
καμεν στόλῳ καταπεπλευκέναι εἰς Θρᾴκην, καὶ τρίτος Σουλαϊ-
μάσας ὠνομασμένος, προσῆλθόν τε κατὰ φιλίαν καὶ

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Volume 2, p. 242, line 22

ὑπερορίους ἐξορμᾷν στρατείας, οἰόμενοι, ἂν κωλύσωσι, πρὸς


ἕτερόν τι τρέψεσθαι λυσιτελέστερον. βασιλεὺς δὲ τοῖς ἀπ'
ἀρχῆς ἐμμένων ὡς καλῶς βεβουλευμένοις, ἄρας ἐκ τοῦ στρα-
τοπέδου, ἧκε πρὸς Ἀξιὸν ὡς διαβησόμενος, συνείποντο δὲ καὶ
οἱ ἄλλοι, οἱ μὲν ἑκόντες, οἱ δ' ἀνάγκῃ. συμβὰν δὲ οὕτω,
περὶ τὰ ὀρεινὰ ὄμβρων ῥαγδαίων καταῤῥαγέντων, ἄπορος
ἐφαίνετο ὁ ποταμὸς ὑπὸ πλημμύρας. στρατοπεδευσάμενοι
δὲ ἐκεῖ, περιέμενον ὡς λωφησάντων περαιωσόμενοι τῶν ὑδά-
των. τὰ δὲ οὐδὲν ἧττον ἐπληθύνετο καὶ ὑποψίαν παρεῖχεν,
ὡς οὐκ ἐν ὀλίγῳ δίοδον παρέξοντα. ἐπιλελοίπει τε ἤδη καὶ
ὁ σῖτος τὴν στρατιάν. ὁρῶν δὲ καὶ ὁ βασιλεὺς, ὡς ὅ,τε πό-  
ρος οὐ ῥᾴδιος αὐτοῖς, καὶ τῶν ἐπιτηδείων δέοιτο ἡ στρατιὰ,
ἄκων μὲν καὶ δυσχεραίνων οὐ μετρίως καὶ τὴν γεγενημένην
πρότερον ἐπὶ τὸν Ἕβρον κωλύμην στρέφων ἐπὶ νοῦν, καὶ δε-
δοικὼς, μὴ καὶ αὖθις τὰ παρόντα κακῶν αἴτια μεγάλων κα-
ταστῇ, ἐπέλεγέ τε ἑαυτῷ, ὡς ἐν οἷς μὲν ὁ θεὸς εὐδοκεῖ, καὶ
ἡ κτίσις ἅπασα ὑπηρετεῖ, οἷς δὲ ἀντιτάττεται, καὶ ἡ κτίσις
δύσκολον ὁμοίως ἑαυτὴν παρέχεται. ἀνέστρεφε δ' οὖν ὅμως
εἰς Γυναικόκαστρον, γνώμην ἔχων, ὡς, τῇ στρατιᾷ σίτου πο-
ρισθέντος, αὖθις ἐπανέλθοι. ἤλπιζε γὰρ, ἄχρι τότε καὶ τὸν
ποταμὸν ἐνδώσειν πρὸς τὸν πόρον. πρωτοστράτωρ δὲ καὶ

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Volume 3, p. 127, line 17

μον ἔπειθον, ἑστῶτές τε ἀπὸ τῶν τειχῶν ἀπέσκωπτον εἰς


βασιλέα, πολλὴν αὐτοῦ φάσκοντες καταγινώσκειν ἀπειρίαν,
488

εἰ Κράλη μετὰ πολλαπλασίου στρατιᾶς ἐν ἑκκαίδεκα ἔτεσι πο-


λιορκοῦντος καὶ πλέον οὐδὲν ἀνύειν δυνηθέντος ἐκ τῶν ὅπλων,
εἰ μὴ ἑκόντες προσεχώρουν, αὐτὸς ἤλπισεν ἐν βραχεῖ περιγε-
νήσεσθαι τοσούτους ἄγων. βασιλεὺς δὲ ἤχθετο μὲν πρὸς τὴν
ἀποτυχίαν τῆς πόλεως· αὐτίκα τε ἀπεγίνωσκε τὸ τειχομαχεῖν
οὐ μόνον διὰ τὴν φυσικὴν ὀχυρότητα τῆς πόλεως καὶ τὴν ἐκ
τῶν τειχῶν, (ὑπὲρ ἥμισυ γὰρ ὕδασι περικλυζομένη, ἀπρός-
ιτός ἐστι πολεμίοις διὰ τὴν λίμνην· τὸ δὲ ἐπίλοιπον τείχεσιν
ὀχυρωτάτοις καὶ πύργοις μεγάλοις, ἔστι δ' ὅπου καὶ κρημνοῖς
καὶ φάραγξιν ἀβάτοις περιέχεται,) ἀλλ' ὅτι καὶ στρατιὰ οὐκ
ὀλίγη ἦν ἐκ Τριβαλῶν ἐγκαθιδρυμένη πρὸς τῇ πόλει φρουρᾶς
ἕνεκα, ὧν ἦρχον τέτταρες τῶν παρ' αὐτοῖς ἐπιφανῶν, οἷς συν-
ηγωνίζοντο προθύμως καὶ τῶν πολιτῶν οἱ δυνατοί. ὅμως  
ἐδόκει τὴν νύκτα αὐτοῦ αὐλισαμένους, εἰς τὴν ὑστεραίαν ἀνα-
χωρεῖν, καὶ μὴ τρίβειν τὸν καιρὸν ἐπιχειροῦντας ἀδυνάτοις.
τὰ ἴσα δὲ καὶ τοῖς ἐν τέλει Ῥωμαίων ἐδόκει πᾶσι καὶ τῆς στρα-
τιᾶς τοῖς ἡγεμόσιν. ἀδύνατον γὰρ κἀκεῖνοι ὑπενόουν τειχομαχίᾳ
τὴν λῆψιν τῆς πόλεως, ὅσον ἐκ τῆς κατὰ τὰς μάχας πείρας.

Pseudo-Sphrantzes Hist., Chronicon sive Maius (partim sub auctore


Macario Melisseno) (3176: 001)“Georgios Sphrantzes. Memorii 1401–
1477”, Ed. Grecu, V.Bucharest: Academie Republicii Socialiste
România, 1966; Scriptores Byzantini 5.P. 540, line 36

ἀντιναύλου, ἐξωπρασίας, κοσμιατικοῦ, καπηλιατικοῦ, μηνυατικοῦ,


ἐργαστηριατικοῦ,
μεταξιατικοῦ, τῆς ἀπαιτήσεως τοῦ πανίου τοῦ ἐν τῷ φόρῳ πωλουμένου,
ἔτι δὲ καὶ τοῦ
κεφαλαίου τοῦ σιταρίου τοῦ εἰσαποταχθέντος ἀπαιτεῖσθαι ἀπὸ τῶν
καραβίων ἢ ἑτέ-
ρου τινὸς κεφαλαίου τῶν νῦν ἐνεργουμένων ἢ καὶ εἰς τὸ ἑξῆς μελλόντων
ἐπινοηθή-
σεσθαι, ἀλλὰ διατηρῶνται ἁπάντων τούτων ἀνενόχλητοι καὶ ἀδιάσειστοι
παντελῶς.
Ὡσαύτως οὐδὲ οἱ πωλοῦντες πρὸς αὐτοὺς ἢ ἐξωνούμενοι ἀπὸ τῶν
πραγματειῶν αὐτῶν,
εἴτε ζῶά εἰσιν εἴτε γεννηματικὰ εἴδη ἢ καὶ ἄλλο τι, ἢ ἐν τῇ θεοδοξάστῳ
Κωνσταν-
τινουπόλει ἢ ἐν ἑτέροις τόποις τῆς βασιλείας μου ἀπαιτοῦνται χάριν
489

κομμερκίου ἕνε-
κεν δηλονότι τῆς δεφενδεύσεως τῶν τοιούτων Μονεμβασιωτῶν. Ἔσται
δέ, καὶ ὅταν
διακομίζωσι διὰ καραβίων τὰς τούτων πραγματείας εἴτε ἀπὸ τῆς ἄνω
θαλάσσης, εἴτε ἀπὸ τῆς κάτω εἴτε ἀπὸ τῆς θεομεγαλύντου
Κωνσταντινουπόλεως κόλπων, εἴτε σῖτος ἔνι εἴτε οἶνος εἴτε ἔτερόν τι
εἶδος, ἰσάζωνται μὲν οἱ δηλωθέντες Μονεμβασιῶται ἐν
τῷ κομμερκίῳ τῆς θεοφυλάκτου Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἵνα δίδωσιν,
ὅσον ἀνωτέρω διορίζεται ἡ βασιλεία μου· οἱ δὲ ἔχοντες τὰ καράβια
διαμένωσιν ἀνενόχλητοι
χάριν τῶν τοιούτων πραγματειῶν αὐτῶν, μήτε τετραμοιρίαν ἢ ἄλλην
ἀπαίτησίν τινα
χάριν τῆς τοιούτων ἐξουσίας παρά τινος ἀπαιτούμενοι. Ἐὰν δὲ
διέρχωνται μετὰ πραγμα-
τειῶν αὐτῶν, ἢ ἀπὸ δύσεως εἰς ἀνατολὴν ἢ ἀπὸ ἀνατολῆς εἰς δύσιν ἢ ἀπὸ
μέρους τῆς Ζα-
γορᾶς διαβιβάζοντες ζῶα ἢ ἄλλο τι, εἴτε εἰς τὴν Σωζόπολιν ἢ εἰς τὴν
Ἀγαθόπολιν ἢ
εἰς τὴν Μιδίαν καὶ τὰς λοιπὰς χώρας τῆς βασιλείας μου, ὀφείλωσι

Pseudo-Symeon Hist., Chronographia (partim edita e cod. Paris. gr.


1712) (3182: 001)“Theophanes Continuatus, Ioannes Cameniata,
Symeon Magister, Georgius Monachus”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber,
1838; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.P. 759, line 14

καθεζομένων τῇ νήσῳ, καὶ ἀπείρου χειμῶνος καὶ ὑετοῦ καὶ κρύους


γενομένου, καὶ τῶν σιτίων δαπανηθέντων, καταναρκήσαντες οἱ τοῦ
στρατοῦ οἴκαδε ἠβουλήθησαν ἀναστρέψαι. ὁ δὲ συνετώτατος
Νικηφόρος καὶ δοὺξ τῇ τῶν λόγων ἡδύτητι τούτους κατέσχεν.
μαθὼν οὖν ὁ βασιλεὺς τὴν ἔνδειαν τοῦ στρατοῦ ἐπισιτισμὸν παν-
τοίων τροφῶν αὐτοῖς ἀπέστειλεν. κατὰ δὲ τὸν Μάρτιον μῆνα
πολεμοῦ κροτηθέντος σφοδροῦ καὶ καρτερᾶς μάχης γενομένης παρ-
έλαβον οἱ Ῥωμαῖοι τὸ κάστρον.
 3. Ἐν δὲ τῷ Ὀκτωβρίῳ μηνὶ τοῦ βʹ ἔτους τῆς βασιλείας
Ῥωμανοῦ ἐγένετο σπάνη σίτου καὶ κριθῆς ἐν τῇ πόλει· ἐπράθη
γὰρ ὁ σῖτος τῷ νομίσματι μόδιοι δʹ, ἡ δὲ κριθὴ μόδιοι ϛʹ. οὐ
πολὺς οὖν χρόνος παρῆλθε, καὶ εὐθὺς γέγονεν ὁ σῖτος μόδιοι ηʹ, ἡ
δὲ κριθὴ μόδιοι ιβʹ.

Pseudo-Symeon Hist., Chronographia (partim edita e cod. Paris. gr.


490

1712) P. 759, line 15

γενομένου, καὶ τῶν σιτίων δαπανηθέντων, καταναρκήσαντες οἱ τοῦ


στρατοῦ οἴκαδε ἠβουλήθησαν ἀναστρέψαι. ὁ δὲ συνετώτατος
Νικηφόρος καὶ δοὺξ τῇ τῶν λόγων ἡδύτητι τούτους κατέσχεν.
μαθὼν οὖν ὁ βασιλεὺς τὴν ἔνδειαν τοῦ στρατοῦ ἐπισιτισμὸν παν-
τοίων τροφῶν αὐτοῖς ἀπέστειλεν. κατὰ δὲ τὸν Μάρτιον μῆνα
πολεμοῦ κροτηθέντος σφοδροῦ καὶ καρτερᾶς μάχης γενομένης παρ-
έλαβον οἱ Ῥωμαῖοι τὸ κάστρον.
 3. Ἐν δὲ τῷ Ὀκτωβρίῳ μηνὶ τοῦ βʹ ἔτους τῆς βασιλείας
Ῥωμανοῦ ἐγένετο σπάνη σίτου καὶ κριθῆς ἐν τῇ πόλει· ἐπράθη
γὰρ ὁ σῖτος τῷ νομίσματι μόδιοι δʹ, ἡ δὲ κριθὴ μόδιοι ϛʹ. οὐ
πολὺς οὖν χρόνος παρῆλθε, καὶ εὐθὺς γέγονεν ὁ σῖτος μόδιοι ηʹ, ἡ
δὲ κριθὴ μόδιοι ιβʹ.

Joannes Actuarius Med., De spiritu animali Book 2, ch. 5, setion 1, line


1

Κεφ. εʹ. Περὶ σιτωδῶν τροφῶν καὶ ὀσπρίων καὶ τῆς κατ' αὐτὰ
διαφορᾶς

Σῖτος τοίνυν (αὕτη γὰρ ἡ κοινὴ τοῖς πλείοσι τῶν


ἀνθρώπων τροφὴ) εἷς ὢν καὶ ὁ αὐτὸς τῷ εἴδει, οὐκ ἀεὶ  
ὁ αὐτὸς φαίνεται τῇ δυνάμει. ὁ μὲν γὰρ αὐτῶν πυρ-
ρὸς ἢ ναστὸς ἢ ἀμφότερα φαίνεται, ὁ δ' αὖ λευκὸς καὶ
κουφός, καὶ ἢ ῥυσσὸς ἢ πλήρης.
Οὐκ ὀλίγας δ' ἔχεις
ἐντεῦθεν καταμαθεῖν διαφοράς· οἱ μὲν γὰρ πυρρότεροι
καὶ θερμότεροι δοκοῦσι (καὶ τοῦτ' εἰδέναι θέμις, ὡς
ἐν τοῖς ὁμοειδέσι θερμότερα δοκεῖ τὰ πυρρότερα), οἱ δὲ
ναστότεροι, δυσκατεργαστότεροι καὶ πολυτροφώτεροι, ὥς-
περ οἱ ῥυσσοί τε καὶ ἰσχνοὶ δι' ἁμαρτίαν μᾶλλον τῆς

Joannes Actuarius Med., De spiritu animali Book 2, ch. 5, setion 5, line


1

στικοῖς μᾶλλον οἱ ναστότεροι αἱρετέοι, ἀεὶ διαφορουμέ-


491

νοις σφοδρότερον καὶ στερεωτέρας διὰ τοῦτο τροφῆς χρή-


ζουσιν. ὅσοις δὲ ἡ δίαιτα ἐν ἀγυμνάστῳ καὶ ἀταλαιπώρῳ
βίῳ, οἵ τε κουφότεροι καὶ οἱ μηδὲν διημαρτημένον ἐν τῇ
κατ' αὐτοὺς πεπάνσει ἔχοντες. ἀσθενεῖς γὰρ οἷον οἵδε καὶ
ἀτελεῖς.
Ἄμεινον δὲ μήτ' ὀσμῆς τινος ἀλλοτρίας μετέ-
χειν τούτους, οἷα εἰκὸς συμβαίνειν ἐκ τῶν κατ' αὐτοὺς
μεταλαμβάνειν ἀποθηκῶν, μήτ' ἐγκαταμεμῖχθαι τούτοις
ἀλλότρια σπέρματα.
Ἐπεὶ δέ σοι ὁ κοῦφος σῖτος μᾶλλον αἱρετέος δοκεῖ, καὶ τοῦτο ἐπὶ πᾶσιν
ὡσαύτως κείσθω. τοῖς μὲν γὰρ γυμναστικωτέροις τὰ παχύτερα δοτέον καὶ

πολυτροφώτερα· τὰ κουφότερα δὲ καὶ ὀλιγοτροφώτερα τοῖς


ἀταλαιπώρως βιοῦσι.
Δεῖ δέ σε λοιπὸν καὶ περὶ τῶν
κατὰ μέρος ἐπ' αὐτοῦ λεγομένων ἀκοῦσαι. καὶ χλωροῦ μὲν
ἔτι ὄντος, εἴ τις αὐτοῦ σπάσαι, μετρίου μὲν μετρίως ἂν
καὶ βλαβείη. ἔτι γὰρ ὑγρότερος ὢν οὐκ ἐφίσταται τοῖς
σπλάγχνοις, ἀλλ' ὕπεισι, μηδὲν κακὸν διαθείς· πλεονάσας
δὲ ἀδικεῖ, μείζονος κατεργασίας δεόμενος.

Joannes Actuarius Med., De urinis (3188: 002)


“Physici et medici Graeci minores, vol. 2”, Ed. Ideler, J.L.
Berlin: Reimer, 1842, Repr. 1963.
Book 6, ch. 7, Sec. 5, line 1

τὸ πολὺ τῆς ὕλης, σφοδρότατον δ' ἤγειραν πυρετόν, θο-


ρύβους δὲ καὶ ἀϋπνίας καὶ ἐξαισίους δίψας ἐπήγαγον.
Καί ποτε αὐτὸς ἐπί τινος γνωρίμου τὰ παραπλήσια
ἑωρακὼς νῦν ἂν διηγησαίμην κατὰ καιρόν.
Ὥρα μὲν
ἦν χειμῶνος καὶ ὁ ῥηθεὶς ἡμέτερος γνώριμος τὰ μέγιστα
ὑπό τινος ἀδικούμενος ἐθάμιζε μὲν πρὸ δείλης ἑῴας ἐγει-
ρόμενος περὶ τὰ βασιλεῖα, λύσιν εὑρεῖν ζητῶν τοῦ ἀδική-  
ματος.
Τὰς πλείους δ' ἂσιτος διημέρευε, κἄν ποτε αὐ-
τὸν ἐδέησεν ἅψασθαι βρώματος, τῶν δριμυτέρων ἢ ταρί-
χων τὸ πλέον ἐτύγχανεν.
Ἔστεγε δ' ἐφ' ἱκανὸν τὸ
σῶμα τὰς τοιαύτας τῶν βρωμάτων προσφορὰς διὰ τὴν
τοῦ περιέχοντος κατάστασιν· εἰκὸς δ' ἐκεῖνον διαμάχεσθαι
μὲν πρὸς τοὺς ἐναντίους, ἀδημονεῖν δ' ἐφ' ἑαυτοῦ ὡς τὰ
492

μέγιστα ζημιωθῆναι δεδιότα.


Ἠγρύπνει οὖν διὰ ταῦτα
καὶ ἄλλως δέ οἱ τὸ σῶμα αὐχμηρὸν ἐτύγχανεν καὶ βραχύ-
υπνον.

Aeneas Phil., Rhet., Theophrastus sive de animarum immortalitate et


corporum resurrectione dialogus (4001: 001)“Enea di Gaza.
Teofrasto”, Ed. Colonna, M.E.Naples: Iodice, 1958.P. 58, line 11

εἰργασμένους λίθους εἰς ὑποδοχὴν ψυχῆς νεκροῦ σώματος χρὴ προτιμᾶν


ἢ οὐδὲν διαφέρειν ὁμολογεῖν εἰς κοινωνίαν ψυχῆς τὸ συνεστηκὸς σῶμα
τοῦ διεσκεδασμένου, ἐπεὶ καὶ νῦν ἀφικνουμένη οὐ τέλεον εὑρίσκει τὸ
σῶμα, ἀλλ' ἄμορφον τὸ σπέρμα, ἀλλ' οὐ τὸ φαινόμενον ἰσχυρόν, ἀλ-
λ' ἡ ἔνδον λανθάνουσα δύναμις.
{Θεόφραστος}
 Πῶς οὖν ἑκάστη ψυχὴ τὸ ἑαυτῆς ἀναλήψεται σῶμα;
{Εὐξίθεος}
 Ἐξ ὕλης καὶ εἴδους τὸ σῶμα· ἡ μὲν οὖν ὕλη φθείρεται καὶ δια-
λύεται, μένει δὲ σῶος καὶ αὐτὸς τοῦ εἴδους ὁ λόγος. Ἢ οὐχ ὁρᾷς ὅτι
καὶ ὁ σῖτος, ὅταν αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι σπείραντες γῇ κρύψωσιν, αὐτὸς μὲν
ἐφθάρη καὶ ἐξεχύθη καὶ τέθνηκεν, ὁ δὲ δημιουργικὸς αὐτοῦ λόγος, πε-
πηγὼς καὶ συγκεκροτημένος καὶ οἷον ἀθάνατος καὶ ἐρρωμένος διαμένων
καὶ τὴν ἐν κύκλῳ τοῦ σπέρματος γῆν συλλέγων καὶ τὸ περικεχυμένον
ὑγρὸν ἐφέλκων καὶ τῇ θέρμῃ περιθάλπων, ἀναζωπυρεῖ κατασβεσθέντα
τὸν σῖτον καὶ ῥίζας ἐγκατέπηξε καὶ φύλλον ἐξέφυσε καὶ τὴν καλάμην
διήγειρε καὶ τοὺς στάχυας ἐξέθρεψε καὶ ἁπλῶς ἄνω τὸν κάτω σῖτον αὖθις

βιῶναι πεποίηκε; Καὶ ὁ τῶν ὀλυρῶν λόγος ὀλύρας διέσωσε καὶ ὁ τῶν
κυάμων
κυάμους, καὶ ἄπιστον τούτων οὐδέν· εἰ δὲ δέοι τὸν ἄνθρωπον
ἀνασωθῆναι,
φθόνος δαιμόνων καὶ ἀνθρώπων ἀπιστία. Εἰ τοίνυν ἐν τοῖς θνητοῖς ὁ τοῦ
εἴδους λόγος ἀθάνατος, ἦ πού γε τῆς ἀθανάτου ψυχῆς ἀθάνατος ὁ λόγος
καὶ

Simplicius Phil., In Aristotelis physicorum libros commentaria (4013:


004)“Simplicii in Aristotelis physicorum libros octo commentaria, 2
vols.”, Ed. Diels, H.Berlin: Reimer, 9:1882; 10:1895; Commentaria in
493

Aristotelem Graeca 9 & 10.Volume 9, p. 371, line 8

μηδὲ ὅτι βέλτιον οὕτως· ἐπειδὴ γὰρ οἱ ἕνεκά του ποιεῖν τὴν φύσιν
βουλόμενοι πιστοῦνται τοῦτο ἐκ τῆς χρείας μάλιστα τῶν ἐν τοῖς ζῴοις
μορίων (εἰ γὰρ οἱ μὲν ἐμπρόσθιοι ὀδόντες ὀξεῖς γεγόνασι πρὸς τὸ τέμνειν

τὴν τροφήν, οἱ δὲ γομφίοι πλατεῖς πρὸς τὸ λεαίνειν, δῆλον ὅτι οὐκ εἰκῇ
καὶ ὡς ἔτυχε γεγόνασιν, ἀλλὰ τοῦ ποιοῦντος πρὸς τὸ χρήσιμον καὶ τὸ
βέλτιον ἀφορῶντος), ταῦτα οὖν ἐκείνων λεγόντων, οἱ βουλόμενοι μὴ
ἕνεκά του
ποιεῖν τὴν φύσιν γίνεσθαι μὲν ἐξ ἀνάγκης φυσικῆς ἢ ὑλικῆς λέγουσι τὰ
γινόμενα, χρήσιμα δὲ καὶ ἐπωφελῆ κατὰ συμβεβηκὸς ἀποβαίνειν τῆς
φύσεως
οὐ τούτου ἕνεκα ποιούσης· ἀλλ' ὥσπερ ὁ Ζεὺς ὕσειεν ἂν καὶ ἐν θέρει,
οὐχ ἵνα δὲ τὸν σῖτον τὸν ἐν τῇ ἅλῳ ἀπολέσῃ, ἀλλὰ ὕσαντος συνέβη τὸν
σῖτον ἀπολέσθαι, οὕτω τί κωλύει λέγειν μὴ ὕειν μέν, ἵνα ὁ σῖτος αὐξηθῇ,
ἄλλως δὲ ὑετοῦ γενομένου καὶ τὸν σῖτον αὐξάνεσθαι συμβαίνειν,
γίνεσθαι δὲ τὸν ὑετὸν φύσει καὶ ὑλικῇ ἀνάγκῃ; τὴν γὰρ ἀνενεχθεῖσαν
ἀτμίδα ψυχθεῖσαν καὶ ὕδωρ γενομένην διὰ τὸ βάρος καταφέρεσθαι καὶ
τοῦτο εἶναι τὸν ὑετόν.

Simplicius Phil., In Aristotelis physicorum libros commentaria


Volume 9, p. 374, line 18

λωσε καὶ αὐτὸς διὰ τοῦ ἔστιν ἄρα τὸ ἕνεκά του ἐν τοῖς φύσει
γινομένοις καὶ οὖσι. καὶ γὰρ εἰ ἔστιν ἐν τοῖς φύσει γινομένοις τὸ
ἕνεκά του, τὰ μὲν φύσει ἕνεκά τού ἐστι πάντως, οὐ πάντα δὲ τὰ ἕνεκά
του φύσει. ὥσπερ ἐπειδὴ ἔστι τὸ τρέφεσθαι καὶ αὔξεσθαι ἐν τοῖς ζῴοις,
τὰ μὲν ζῷα τρέφεται καὶ αὔξεται, οὐ πᾶν δὲ τὸ τρεφόμενον καὶ αὐξό-
μενον ζῷόν ἐστι.” μήποτε δὲ καὶ συντόμως μὲν τὸ προκείμενον συνελο-
γίσατο καὶ καθόλου εἰπὼν ὅτι πάντα τὰ φύσει ἢ ἀεὶ ἢ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ
καὶ προσλαβὼν ὅτι τὰ ἐκ τύχης οὐκ ἀεὶ καὶ συναγαγὼν ἐν δευτέρῳ καὶ ἐν

πρώτῳ σχήματι, ὡς εἴρηται πρότερον. καὶ μέντοι ὡς ἐπὶ τῶν μορίων


προαγαγὼν τὸν λόγον διὰ τὸ ἐναργὲς ἐν τρίτῳ σχήματι μερικὸν συμπέ-
ρασμα συνήγαγεν. εἰ τοίνυν ὁ σῖτος ὑπὸ τοῦ ὑετοῦ αὔξεται κατὰ φύσιν
καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, δῆλον ὅτι οὐ κατὰ συμβεβηκὸς αὔξεται ὁ σῖτος ὑπὸ
τοῦ ὑετοῦ, ὥστε καὶ ἕνεκά του γίνεται ὁ ὑετὸς τοῦ αὔξεσθαι τὸν σῖτον,
ὥσπερ καὶ ἄλλων πολλῶν ἕνεκα γίνεται, ἅπερ οὐ κατὰ συμβεβηκὸς
ἕπεται
τῷ ὑετῷ. τὸ γὰρ αὐτὸ πολλῶν ἕνεκα γίνεται καὶ μικρῶν καὶ μεγάλων.
494

ἆρα οὖν καὶ τοῦ σαπῆναι ἕνεκα τὸν σῖτον; ἢ τοῦτο οὐκ ἔστι τῶν ὡς ἐπὶ
τὸ πολὺ τῷ ὑετῷ ἀκολουθούντων, ἀλλὰ τῶν ὡς ἐπ' ἔλαττον· διὸ κἂν
φύσει γίνεται, ἀλλὰ κατὰ ἀποτυχίαν τοῦ σκοποῦ τῆς φύσεως ὥσπερ τὰ
τέρατα. πλὴν καὶ εἰ ἕνεκα τοῦ σαπῆναι τὸν σῖτον γίνεται ὁ ὑετός, ἀλλ'
οὐχ ὑπὸ τῆς φύσεως ἕνεκα τούτου γίνεται, ἀλλ' ὑπὸ τοῦ τῇ φύσει χρω-
μένου δημιουργοῦ θεοῦ τοῦ πάντα κατὰ δίκην ἀπευθύνοντος.  

Simplicius Phil., In Aristotelis physicorum libros commentaria


Volume 9, p. 374, line 19

γινομένοις καὶ οὖσι. καὶ γὰρ εἰ ἔστιν ἐν τοῖς φύσει γινομένοις τὸ


ἕνεκά του, τὰ μὲν φύσει ἕνεκά τού ἐστι πάντως, οὐ πάντα δὲ τὰ ἕνεκά
του φύσει. ὥσπερ ἐπειδὴ ἔστι τὸ τρέφεσθαι καὶ αὔξεσθαι ἐν τοῖς ζῴοις,
τὰ μὲν ζῷα τρέφεται καὶ αὔξεται, οὐ πᾶν δὲ τὸ τρεφόμενον καὶ αὐξό-
μενον ζῷόν ἐστι.” μήποτε δὲ καὶ συντόμως μὲν τὸ προκείμενον συνελο-
γίσατο καὶ καθόλου εἰπὼν ὅτι πάντα τὰ φύσει ἢ ἀεὶ ἢ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ
καὶ προσλαβὼν ὅτι τὰ ἐκ τύχης οὐκ ἀεὶ καὶ συναγαγὼν ἐν δευτέρῳ καὶ ἐν

πρώτῳ σχήματι, ὡς εἴρηται πρότερον. καὶ μέντοι ὡς ἐπὶ τῶν μορίων


προαγαγὼν τὸν λόγον διὰ τὸ ἐναργὲς ἐν τρίτῳ σχήματι μερικὸν συμπέ-
ρασμα συνήγαγεν. εἰ τοίνυν ὁ σῖτος ὑπὸ τοῦ ὑετοῦ αὔξεται κατὰ φύσιν
καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, δῆλον ὅτι οὐ κατὰ συμβεβηκὸς αὔξεται ὁ σῖτος ὑπὸ
τοῦ ὑετοῦ, ὥστε καὶ ἕνεκά του γίνεται ὁ ὑετὸς τοῦ αὔξεσθαι τὸν σῖτον,
ὥσπερ καὶ ἄλλων πολλῶν ἕνεκα γίνεται, ἅπερ οὐ κατὰ συμβεβηκὸς
ἕπεται
τῷ ὑετῷ. τὸ γὰρ αὐτὸ πολλῶν ἕνεκα γίνεται καὶ μικρῶν καὶ μεγάλων.
ἆρα οὖν καὶ τοῦ σαπῆναι ἕνεκα τὸν σῖτον; ἢ τοῦτο οὐκ ἔστι τῶν ὡς ἐπὶ
τὸ πολὺ τῷ ὑετῷ ἀκολουθούντων, ἀλλὰ τῶν ὡς ἐπ' ἔλαττον· διὸ κἂν
φύσει γίνεται, ἀλλὰ κατὰ ἀποτυχίαν τοῦ σκοποῦ τῆς φύσεως ὥσπερ τὰ
τέρατα. πλὴν καὶ εἰ ἕνεκα τοῦ σαπῆναι τὸν σῖτον γίνεται ὁ ὑετός, ἀλλ'
οὐχ ὑπὸ τῆς φύσεως ἕνεκα τούτου γίνεται, ἀλλ' ὑπὸ τοῦ τῇ φύσει χρω-
μένου δημιουργοῦ θεοῦ τοῦ πάντα κατὰ δίκην ἀπευθύνοντος.
      

Simplicius Phil., In Aristotelis physicorum libros commentaria


Volume 10, p. 911, line 13

τοῦ εἴδους οἷον τῆς φθορᾶς ἢ τῆς γενέσεως ἢ αὐξήσεως εἶναι τὴν μὲν
κατὰ φύσιν τὴν δὲ παρὰ φύσιν, ὡς ἐπὶ τῆς ἄνω κινήσεως ἢ ἐπὶ τῆς κάτω,
δείκνυσιν ἐκ τοῦ τὸ βίαιον ἐν πάσαις ὁρᾶσθαι, τὸ δὲ βίαιον παρὰ φύσιν
εἶναι. καὶ φθορὰ οὖν ἂν εἴη φθορᾷ ἐναντία ἡ βίαιος τῇ κατὰ
495

φύσιν. ἀλλ' ἐπὶ μὲν φθορᾶς τὸ βίαιον δῆλον. καὶ γενέσεις δέ εἰσι βί-
αιοι καὶ οὐ κατὰ τὸν εἱρμὸν τῆς φύσεως γινόμεναι, ἃς ‘οὐχ εἱμαρμένας’
εἶπεν, ὅταν πρὸ ἡλικίας γεννᾷ τινα. καὶ σημειοῦνται ἐντεῦθεν οἱ ἐξηγη-
ταί, ὅτι τὴν εἱμαρμένην οἱ ἀπὸ τοῦ Περιπάτου ἐν τοῖς κατὰ φύσιν τίθεν-
ται, εἴπερ τὰς βιαίους καὶ παρὰ φύσιν κινήσεις οὐχ εἱμαρμένας εἶπεν. καὶ
αὐξήσεις δὲ παρὰ φύσιν εἶναί φησί τινας, ὡς τῶν ταχὺ διὰ τρυφὴν
ἡβώντων, οἳ καὶ γεννῷεν ἂν παρὰ φύσιν καὶ βίᾳ, καὶ σῖτος δὲ διὰ θέρ-
μην ταχὺ φύεται καὶ αὔξεται ἐν τοῖς Ἀδώνιδος καλουμένοις κήποις πρὸ
τοῦ ῥιζωθῆναι καὶ πιληθῆναι ἐν τῇ γῇ. καὶ ἐπὶ ἀλλοιώσεως δὲ τὸ κατὰ
φύσιν εὑρίσκει καὶ παρὰ φύσιν· οἱ μὲν γὰρ ἐν ταῖς κρισίμοις ἡμέραις
τῶν νόσων παυόμενοι κατὰ φύσιν ἀλλοιοῦνται καὶ βεβαίως, οἱ δὲ μὴ ἐν
κρισίμοις παρὰ φύσιν καὶ ἀβεβαίως. εἰπὼν δὲ καὶ γενέσει γένεσιν ἐν-
αντίαν εἶναι καὶ φθορᾷ φθορὰν ἐπέστησεν, ὅτι ἔσονται φθοραὶ ἐναν-
τίαι ἀλλήλαις. εἰ δὲ τοῦτο, ἐπειδὴ τῇ φθορᾷ καὶ ἡ γένεσις ἀντίκειται,
δύο ἑνὶ ἔσται ἐναντία· τῇ γὰρ φθορᾷ καὶ γένεσις ἔσται καὶ φθορὰ ἐναν-
τία. ὁμοίως δὲ καὶ τῇ γενέσει γένεσις καὶ φθορά, εἴπερ καὶ γενέσει γέ-
νεσις ἀντίκειται. ταύτην δὴ τὴν ἔνστασιν βραχέως ἐνδειξάμενος διὰ τοῦ

Ιωάννης Φιλόπονος. In libros de generatione animalium


commentaria (4015: 007 “Ioannis Philoponi (Michaelis Ephesii) in
libros de generatione animalium commentaria”, Ed. Hayduck, M.
Berlin: Reimer, 1903; Commentaria in Aristotelem Graeca 14.3.
Volume 14,3, p. 36, line 27

ἀληθῶς ζῷον ᾖ (τοιοῦτον δέ ἐστι τὸ ἐκ τῆς γονῆς καὶ τοῦ καταμηνίου


κρᾶμα καὶ σύστημα) ὥσπερ οὖν τὸ τοιοῦτον μῖγμα ἢ κύημα ἢ κρᾶμα ἢ
ζῷον ἢ ὅ τί ποτ' ἄλλο καλεῖν αὐτὸ χρεών, ἀμφότερα ἔχει τήν γε τοῦ
ἄρρενος καὶ τοῦ θήλεος ἀρχήν τε καὶ δύναμιν καὶ ἐξ ἀμφοτέρων
συνέστηκεν,
ὥσπερ τὸ οἰνόμελι ἐξ οἴνου καὶ μέλιτος, οὕτω καὶ τὸ σπέρμα, οἷον ὁ
καρπός, μῖγμά ἐστιν ἀρχῆς ἄρρενος καὶ θήλεος. ἐν δὲ τῷ καὶ γὰρ
ταῦτα ἤδη ἔχει τὸ ἐξ ἀμφοῖν, τὸ ταῦτα περὶ τῶν καρπῶν καὶ τῶν
φυτῶν εἴρηκεν. ἔχουσι γάρ, ὡς δειχθήσεται ἐν τῷ παρόντι λόγῳ, καὶ οἱ
καρποὶ καὶ τὰ φυτὰ ἐν ἑαυτοῖς ὥσπερ τὸ κύημα τὴν τοῦ ἄρρενος καὶ
θήλεος ἀρχήν· καὶ ἔστι καρπὸς μὲν τὸ ἐξ ἄλλου γεγονός, σπέρμα δὲ τὸ
ποιῆσαν ἄλλο· ὁ μὲν γὰρ ἐν τῇ αὔλακι πεσὼν σῖτος καλεῖται σπέρμα, ὁ
δ' ἐκ τούτου γεγονὼς καρπός.

Ιωάννης Φιλόπονος. In libros de generatione animalium commentaria


Volume 14,3, p. 132, line 21
496

p. 750a20 Ὅτι δὲ τοῖς πολυγόνοις τρέπεται εἰς τὸ σπέρμα ἡ τροφή,


φανερὸν ἐκ τῶν συμβαινόντων.

 Εἰπὼν πολλάκις ὅτι ἐν τοῖς πολυγόνοις τρέπεται ἡ τροφὴ εἰς σπέρματος


γένεσιν (λέγων σπέρμα τήν τε γονὴν καὶ τὸ καταμήνιον) πιστοῦται τοῦτο
ἐκ τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς. τὰ γὰρ δένδρα, φησί, τὰ πολυκαρπήσαντα
μετὰ τὴν τῶν καρπῶν φορὰν ξηραίνεται, ὡς τῆς τροφῆς, ὑφ' ἧς ἔμελλε
ζῆν καὶ εἶναι, ἀναλωθείσης εἰς τὴν τῶν καρπῶν αὔξησιν. ὁμοίως δὲ καὶ
τὰ χέδροπα καὶ ὁ σῖτος ξηραίνεται. ἀσαφῶς δὲ τοῦτο ἐδήλωσε διὰ τὸ
εἰπεῖν σῖτον καὶ χέδροπα οὐκ αὐτὸν τὸν σῖτον καὶ τὰ χέδροπα, ἀλλὰ τὴν
καλάμην, ἥτις γίνεται ἄχυρον. ξηραίνεται οὖν καὶ αὕτη ἡ καλάμη καὶ
σχεδὸν σπιθαμιαία γίνεται, ὅταν οἱ στάχυες μέγιστοι γένωνται καὶ
πολλοὺς
ἔχοντες πυρούς, διὰ τὸ τὴν τροφήν, ὑφ' ἧς ἡ καλάμη ηὐξῆσθαι ἔμελλε καὶ

εὐμήκης γενέσθαι, τραπῆναι εἰς τροφὴν τῶν πυρῶν καὶ αὔξησιν. ὁμοίως
δὲ τούτοις καὶ αἱ ἀλεκτορίδες πολυτοκήσασαι ἀποθνήσκουσιν.

Ιωάννης Φιλόπονος. In libros de generatione animalium commentaria


Volume 14,3, p. 238, line 28

ταχέως κινεῖσθαι. αἰτιᾶται οὖν αὐτοὺς λέγων μέχρι τινὸς λέγειν καλῶς,
ὅλως δὲ οὐ καλῶς. καὶ πῶς μέχρι τινὸς καλῶς λέγουσιν, ἐπήγαγεν
εἰπὼν τῷ μὲν γὰρ γένει ἔοικεν ὀρθῶς λέγεσθαι, λέγων γένος τὸ
ὑποκείμενον καὶ τὴν ὕλην, αὐτόν φημι τὸν ἀέρα. ἔστι δὲ ὃ λέγει ‘κατὰ
μὲν γὰρ τὸ γένος καὶ τὸ ὑλικὸν αἴτιον ὀρθῶς λέγουσιν· ἔστι γὰρ τὸ βαρὺ
ἐν μεγέθει τοῦ κινουμένου· ἀνάγκη γὰρ μέγεθος ἔχειν καὶ πολὺν εἶναι τὸν

ἀέρα, εἰ μέλλει βαρὺ φθέγγεσθαι, ἀλλ' οὐχ ἁπλῶς οὕτως, ἀλλὰ πρὸς τὴν
κινοῦσαν ἰσχύν’. ἐνδέχεται γὰρ τὸν κινούμενον ἀέρα αὐτὸν καθ' ἑαυτὸν
εἶναι πολύν, ἀλλὰ πρὸς τὴν κινοῦσαν ἰσχὺν ὀλίγον, ἐπεὶ καὶ ὁ
δεκαμεδιμναῖος
σῖτος αὐτὸς καθ' ἑαυτὸν πολύς ἐστιν, ἀλλὰ πρὸς τὴν τῶν πεντήκοντα
ἡμιόνων ἰσχὺν πάμπαν ὀλίγος. ὥστε κἂν εἴη ὁ κινούμενος ἀὴρ πολύς,
ὅμως
εἰ ἡ κινοῦσα αὐτὸν δύναμις μείζων εἴη, ὀξὺ φθέγγεται καὶ οὐ βαρύ. οὐ δεῖ
οὖν
ὁρᾶν, εἰ ἁπλῶς πολὺς ὁ κινούμενος ἀήρ, ἀλλ' ἐὰν πλείων ᾖ τῆς κινούσης
497

αὐτὸν δυνάμεως, οὕτω δὲ πλείων, ὥστε μὴ δύνασθαι ταχέως κινηθῆναι


ὑπ'  
αὐτῆς, ἀλλὰ βραδέως. εἰπὼν δὲ πῶς μέχρι τινὸς καλῶς λέγουσι, ἐνίσταται

πρὸς αὐτοὺς λέγων εἰ γὰρ τοῦτο, καὶ μικρὸν καὶ βαρὺ φθέγγεσθαι
οὐ ῥᾴδιον, τουτέστιν εἰ γάρ ἐστι τοῦτο ἀληθές, ἤτοι τὸ λέγειν ὅτι μόνον
τὸ κινούμενόν ἐστιν αἴτιον τοῦ βαρέως καὶ ὀξέως φθέγγεσθαι, οὐκ ἔσται
ῥᾴδιόν τινι ἅμα φθέγξασθαι βαρὺ καὶ μικρόν· νῦν δὲ ὥσπερ

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis libros de anima commentaria


(4015: 008)“Ioannis Philoponi in Aristotelis de anima libros
commentaria”, Ed. Hayduck, M.Berlin: Reimer, 1897; Commentaria in
Aristotelem Graeca 15.Volume 15, p. 67, line 31

p. 404a4 Ὧν τὴν πανσπερμίαν στοιχεῖον λέγει τῆς ὅλης φύσεως.

 Πανσπερμίαν φησὶ τὸ πλῆθος τῶν σχημάτων· ὥσπερ γὰρ ἐν τῇ παν-


σπερμίᾳ ἐστὶν ἐν τῷ σωρῷ καὶ σῖτος καὶ κριθὴ καὶ τὰ ἄλλα σπέρματα,
οὕτω καὶ ἐν τοῖς ἀτόμοις πανσπερμίαν εἶναι τῶν σχημάτων. ταύτης δὲ
τῆς δόξης φησὶν εἶναι καὶ Λεύκιππον· ἑταῖρος γὰρ ἦν Δημοκρίτου.  

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis libros de anima commentaria


Volume 15, p. 271, line 23

λόγῳ ὁ περὶ τῶν ἀντικειμένων λόγος. τὸ γὰρ ἔμψυχον καθὸ ἔμψυχόν


ἐστι τρέφεται, ὥστε τοῦ τρέφεσθαι αὐτὸ ἡ ψυχὴ αἴτιον· ὁμοίως καὶ τοῦ
αἰσθάνεσθαι τῷ ζῴῳ αἰτία ἡ ψυχή. τὸ δὲ τρεφόμενον τῇ τροφῇ τρέφε-
ται, καὶ τὸ αἰσθανόμενον αἰσθητοῦ αἰσθάνεται. ὥστε τῷ μέλλοντι περὶ
ψυχῆς τῆς τε θρεπτικῆς καὶ αἰσθητικῆς διαλαβεῖν δεῖ πρότερον εἰδέναι τί
ποτέ ἐστι τὸ τρέφεσθαι καὶ αἰσθάνεσθαι, καὶ τῷ ταῦτα γνῶναι θέλοντι
ἀναγκαῖον εἰδέναι τίς ποτέ ἐστιν ἡ τροφὴ καὶ τὸ αἰσθητόν. ἡ γὰρ αἴσθη-
σις αἰσθητοῦ ἐστιν αἴσθησις, καὶ τὸ τρεφόμενον τῇ τροφῇ τρέφεται·
ταῦτα δὲ τῶν πρός τι, τῶν δὲ πρός τι τὸ ἕτερον εἰδέναι θέλοντα
ἀναγκαῖον
καὶ τὸ λοιπὸν γιγνώσκειν. ὥστε ἀναγκαῖος τῷ περὶ τῆς ψυχῆς λόγῳ ὁ
περὶ τῶν ἀντικειμένων λόγος. ὁ γὰρ σῖτος ὡς μὲν σῖτος οὐκ ἔστι πρός τι,
ὡς δὲ τροφὴ πρός τί ἐστιν· ὁμοίως καὶ ὁ λίθος ὡς μὲν οὐσία τις οὐκ ἔστι
τῶν πρός τι, ὡς δὲ ὁρατὸς πρός τί ἐστιν· τὸ γὰρ ὁρατὸν τῇ ὁράσει ἐστὶν
498

ὁρατόν. πόθεν οὖν ὅτι ἡ ψυχὴ τροφῆς καὶ αἰσθήσεως τοῖς σώμασιν αἰτία,
ἵν'
οὕτως ἀναγκαῖος δειχθῇ ὁ περὶ τούτων λόγος; τοῦτο δείκνυσι διὰ τῶν
προκει-
μένων. τῶν γὰρ αἰτίων, φησί, πολλαχῶς λεγομένων (ἢ γὰρ ὑλικόν ἐστι τὸ
αἴτιον ἢ εἰδικὸν ἢ τελικὸν ἢ ποιητικόν) τετραχῶς οὖν τῶν αἰτίων λεγο-
μένων, κατὰ τοὺς τρεῖς τρόπους δείκνυσιν αἰτίαν οὖσαν τὴν ψυχὴν τοῖς
ζῶσιν, καὶ ὡς εἶδος καὶ ὡς τέλος καὶ ὡς ποιητικόν· ὅτι γὰρ οὐχ ὑλικὸν
αἴτιον ἡ ψυχή, προφανές. καὶ ὅτι μὲν ἡ ψυχὴ ὡς εἶδος τοῖς ζῶσιν
αἰτία, δείκνυσι διὰ δύο ἐπιχειρημάτων·

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis physicorum libros commentaria


(4015: 009)“Ioannis Philoponi in Aristotelis physicorum libros octo
commentaria, 2 vols.”, Ed. Vitelli, H.Berlin: Reimer, 16:1887; 17:1888;
Commentaria in Aristotelem Graeca 16 & 17.Volume 16, p. 87, line 22

ὑπετίθετο ὑλικὰς μὲν τὰς ὁμοιομερείας (ταύτας δὲ ἀπείρους εἶναι τὸν


ἀριθμόν)
καὶ τὴν ἐναντίωσιν, πρίν τε τὸ πᾶν γενέσθαι, πάσας ἅμα μεμῖχθαι· τὸν δὲ
νοῦν, ὃν καὶ ποιητικὸν αἴτιον ὑποτίθεται, ἀπό τινος χρόνου ἀρξάμενον
θελῆσαι
μὲν διακρῖναι ἀπ' ἀλλήλων πάντα, μὴ μὴν δυνηθῆναι τελείαν ποιήσασθαι
τὴν διάκρισιν, ἀλλὰ τὰ μὲν ἀνομοιομερῆ διέκρινε συγκείμενα καὶ αὐτὰ ἐκ

τῶν ὁμοιομερῶν, τὰ μέντοι ὁμοιομερῆ εἰλικρινῶς οὐκ ἴσχυσε διακρῖναι,


ἀλλ' οὖν ἐκεῖθεν ἀρχὴν τῇ ἐκκρίσει δόντα ἐσαεὶ τοῦτο ποιεῖν. οὕτως οὖν
γίνεσθαι πάντα ἐκ πάντων τῷ πάντα ἐν ἀλλήλοις ὑπάρχειν· εἶναι γὰρ ἐν
τῷ ξύλῳ καὶ σάρκα καὶ ὀστοῦν καὶ χρυσὸν καὶ πάντα ἁπλῶς, καλεῖσθαι
δὲ ἕκαστον ἐκ τοῦ πλεονάζοντος τοῦ ἐν αὐτῷ· ὥσπερ ἐπὶ σωροῦ
πανσπερμίας, εἰ ἐνυπάρχει πλέον τῶν λοιπῶν σπερμάτων ὁ σῖτος,
καλεῖται ὁ σωρὸς ἐκεῖνος σῖτος ἐκ τοῦ πλεονάζοντος, οὕτως ἔνθα μέν
ἐστι πλείων ἡ σὰρξ τῶν ἄλλων σάρκα τοῦτο καλεῖσθαι, ἔνθα δ' ὀστοῦν
ὁμοίως ὀστοῦν. ὡσαύτως καὶ ἐπὶ ξύλου καὶ χρυσοῦ καὶ τῶν λοιπῶν.
ὥσπερ οὖν εἴ τις ἀπὸ τῆς πανσπερμίας κρυπτομένας κριθὰς δι' ὀλιγότητα
ἐξαγάγῃ καὶ ποιήσει σωρείαν κριθῶν, οὐ γένεσιν κριθῶν οὗτος ἐποίησεν,
ἀλλ' ἔκφανσιν μόνον καὶ ἔκ-
κρισιν, οὕτως ἔχει καὶ ἐπὶ τῶν φυσικῶν πραγμάτων· ὅταν γὰρ ἐκ σαρκὸς
ὀστοῦν γίνηται ἤ τι ἕτερον, οὐκ ἔστι τοῦτο γένεσις κυρίως, ἀλλ' ἔκφανσις

μόνον καὶ ἔκκρισις τοῦ πρὶν κρυπτομένου. πλὴν ἐπὶ μὲν τοῦ σωροῦ τῆς
πανσπερμίας ἔστιν ἕν τι εἶδος εἰλικρινὲς ἐκκρῖναι, οἷον κριθάς, ἐπὶ δὲ τῶν
499

ὁμοιομερειῶν τοῦτο ἀδύνατον· οὐκ ἐνδέχεται γὰρ οὐδέποτε σάρκα


εἰλικρινῆ

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis physicorum libros commentaria


Volume 16, p. 87, line 23

καὶ τὴν ἐναντίωσιν, πρίν τε τὸ πᾶν γενέσθαι, πάσας ἅμα μεμῖχθαι· τὸν δὲ
νοῦν, ὃν καὶ ποιητικὸν αἴτιον ὑποτίθεται, ἀπό τινος χρόνου ἀρξάμενον
θελῆσαι
μὲν διακρῖναι ἀπ' ἀλλήλων πάντα, μὴ μὴν δυνηθῆναι τελείαν ποιήσασθαι
τὴν διάκρισιν, ἀλλὰ τὰ μὲν ἀνομοιομερῆ διέκρινε συγκείμενα καὶ αὐτὰ ἐκ

τῶν ὁμοιομερῶν, τὰ μέντοι ὁμοιομερῆ εἰλικρινῶς οὐκ ἴσχυσε διακρῖναι,


ἀλλ' οὖν ἐκεῖθεν ἀρχὴν τῇ ἐκκρίσει δόντα ἐσαεὶ τοῦτο ποιεῖν. οὕτως οὖν
γίνεσθαι πάντα ἐκ πάντων τῷ πάντα ἐν ἀλλήλοις ὑπάρχειν· εἶναι γὰρ ἐν
τῷ ξύλῳ καὶ σάρκα καὶ ὀστοῦν καὶ χρυσὸν καὶ πάντα ἁπλῶς, καλεῖσθαι
δὲ ἕκαστον ἐκ τοῦ πλεονάζοντος τοῦ ἐν αὐτῷ· ὥσπερ ἐπὶ σωροῦ
πανσπερ-
μίας, εἰ ἐνυπάρχει πλέον τῶν λοιπῶν σπερμάτων ὁ σῖτος, καλεῖται ὁ
σωρὸς ἐκεῖνος σῖτος ἐκ τοῦ πλεονάζοντος, οὕτως ἔνθα μέν ἐστι πλείων ἡ
σὰρξ τῶν ἄλλων σάρκα τοῦτο καλεῖσθαι, ἔνθα δ' ὀστοῦν ὁμοίως ὀστοῦν.
ὡσαύτως καὶ ἐπὶ ξύλου καὶ χρυσοῦ καὶ τῶν λοιπῶν. ὥσπερ οὖν εἴ τις ἀπὸ
τῆς
πανσπερμίας κρυπτομένας κριθὰς δι' ὀλιγότητα ἐξαγάγῃ καὶ ποιήσει
σωρείαν
κριθῶν, οὐ γένεσιν κριθῶν οὗτος ἐποίησεν, ἀλλ' ἔκφανσιν μόνον καὶ ἔκ-
κρισιν, οὕτως ἔχει καὶ ἐπὶ τῶν φυσικῶν πραγμάτων· ὅταν γὰρ ἐκ σαρκὸς
ὀστοῦν γίνηται ἤ τι ἕτερον, οὐκ ἔστι τοῦτο γένεσις κυρίως, ἀλλ' ἔκφανσις

μόνον καὶ ἔκκρισις τοῦ πρὶν κρυπτομένου. πλὴν ἐπὶ μὲν τοῦ σωροῦ τῆς
πανσπερμίας ἔστιν ἕν τι εἶδος εἰλικρινὲς ἐκκρῖναι, οἷον κριθάς, ἐπὶ δὲ τῶν

ὁμοιομερειῶν τοῦτο ἀδύνατον· οὐκ ἐνδέχεται γὰρ οὐδέποτε σάρκα

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis physicorum libros commentaria


Volume 16, p. 95, line 28

      

p. 187a31 Ἔτι δὲ ἐκ τοῦ γίνεσθαι ἐξ ἀλλήλων τὰ ἐναντία.


500

 Ὅτι καὶ ἔνθεν ὑπενόει ὁ Ἀναξαγόρας πάντα ἐν πᾶσιν εἶναι διὰ τὸ


μηδὲν μὲν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος γίνεσθαι, ὁρᾶσθαι δὲ ἐκ τῶν ἐναντίων γινό-
μενα, τὸ δὲ ἐναντίον φθαρτικὸν μᾶλλον ἢ γεννητικὸν εἶναι τῶν ἐναντίων.
ἔνθεν οὖν συνῆγεν ὅτι πάντα ἐν ἀλλήλοις εἰσί, μὴ φαίνεσθαι δὲ διὰ
σμικρότητα τῶν ὄγκων, ὀνομάζεσθαι δὲ ἕκαστον ἐκ τοῦ πλεονάζοντος,
ὥσπερ ἐπὶ τῆς πανσπερμίας· λέγεται γὰρ αὕτη, εἰ πλεονάζει τὸ τοῦ σίτου
εἶδος, σῖτος· οὕτως ἔνθα πλεονάζει σὰρξ ἢ ὕδωρ, οὕτω καλεῖσθαι. αἴτιον
δὲ αὐτῷ γέγονε τῆς ἀπάτης τὸ λαμβάνειν ὅτι δεῖ πάντως ἢ ἐκ τοῦ μη-
δαμῇ μηδαμῶς ὄντος γίνεσθαι τὰ γινόμενα, ἢ ἐκ τοῦ ὄντος· γίνεται μὲν  
γὰρ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, ἀλλ' οὐκ ἐκ τοῦ ἁπλῶς μὴ ὄντος, ἀλλ' ἐκ τοῦ τὶ
μὴ ὄντος, ὅπερ ἑξῆς καὶ ἐγκαλέσει αὐτῷ καὶ ἐπιλύσεται.
      

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis physicorum libros commentaria


Volume 16, p. 106, line 16

      

p. 188a3 Κεχωρισμένα μέντοι ἀπ' ἀλλήλων, οὐδὲν μέντοι ἧττον


    ὄντα, καὶ ἄπειρον ἕκαστον.

 Κεχωρισμένα εἶπεν ἀντὶ τοῦ κατ' ἐνέργειαν καὶ τοῖς τόποις δια-
κεκριμένα, οὐχ ὥσπερ ἐν τῇ ὕλῃ δυνάμει λέγομεν πάντα ἐνυπάρχειν (οὐ
γὰρ οὕτως ἔλεγεν ὁ Ἀναξαγόρας πάντα ἐν ἀλλήλοις ὑπάρχειν, ὥσπερ λέ-
γεται ἡ ὕλη πάντα εἶναι δυνάμει), ἀλλ' ὥσπερ ἐν τῇ πανσπερμίᾳ πάντα
ἐνυπάρχει κριθὴ καὶ σῖτος καὶ τὰ λοιπὰ τῶν σπερμάτων ἐνεργείᾳ ὄντα.
καὶ ἐνυπάρχουσιν οὖν, φησίν, ἐν ἑκάστῃ ὁμοιομερείᾳ ἄπειρα σώματα,
καὶ
οὐδὲν ἧττον ἕκαστον τῶν ἐνυπαρχόντων καὶ αὐτὸ ἄπειρόν ἐστιν· ἔστι γὰρ

καὶ ἐν ἐκείνῳ ἄπειρα.


      

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis physicorum libros commentaria


Volume 16, p. 146, line 7

ὕλης λέγωμεν γίνεσθαί τι, ἐπειδὴ οὐκ ἐκ τῆς πρώτης ἀλλ' ἐκ τῆς προσε-
χοῦς ὕλης λέγομεν γίνεσθαι, ἡ δὲ προσεχὴς ὕλη ἐπὶ τῶν κατ' οὐσίαν γι-
νομένων οὐχ ὑπομένει ἀλλ' ὅλη μεταβάλλει (οὐδὲν γὰρ τοῦ σπέρματος
501

καὶ τοῦ καταμηνίου ὑπομένει), τὸ δὲ τόδε πρόσρημα τὸ ὑπομένον ἐμφαί-

νει, διὰ τοῦτο ἐπὶ τῶν τοιούτων οὐ τὸ τόδε, ἀλλὰ τὸ ἐκ τοῦδε λέγομεν·
ἐπὶ γὰρ τῶν κατ' οὐσίαν γενέσεων οὐδὲν τῆς προσεχοῦς ὕλης, τοῦ σπέρ-
ματος λέγω καὶ τοῦ καταμηνίου, ὑπομένει πλὴν τῆς ὑποκειμένης πρώτης
ὕλης καὶ τοῦ τριχῇ διαστατοῦ. διὰ τοῦτο ἐπὶ πάσης οὐσιώδους γενέσεως
οὐ τὸ τόδε, ἀλλὰ τὸ ἐκ τοῦδε λέγομεν· οὐ γὰρ τὸν σῖτον λέγομεν γίνεσθαι

σῖτον, ἀλλ' ἐκ σίτου σῖτον καὶ ἐκ κριθῆς κριθήν, διότι ὁ σπέρματος καὶ
ὕλης λόγον ἐπέχων σῖτος οὐχ ὑπομένει, ὅταν ἐξ αὐτοῦ ἕτερος γίνηται σῖ-
τος, ἀλλὰ καθ' ὅλην τὴν οὐσίαν μεταβάλλει οὐδενὸς ὑπομένοντος τοῦ
αὐτοῦ,
πλήν, ὡς εἶπον, τῆς πρώτης ὕλης καὶ τοῦ τριχῇ διαστατοῦ. ἐπί τε οὖν
τῶν κατ' οὐσίαν γενέσεων διὰ τοῦτο μόνως τὸ ἐκ τοῦδέ φαμεν οὐ τὸ
τόδε, καὶ ἐπὶ τούτων ὅσαι κατ' οὐσίαν μὲν οὐκ εἰσί, μιμοῦνται δὲ τὰς κατ'
οὐσίαν γενέσεις· ἡ γὰρ ἐκ χαλκοῦ τοῦ ἀνδριάντος γένεσις κατ' οὐσίαν μὲν

γένεσις οὐκ ἔστι, μιμεῖται δέ πως τὴν κατ' οὐσίαν γένεσιν. διὰ τοῦτο οὖν,
ὅταν μὲν θερμανθῇ ὁ χαλκὸς ἢ ἐρυθρὸς γένηται ἢ κατά τινα τοιαύτην
μεταβολὴν μεταβάλῃ, ἥτις ἔοικε τῇ κατὰ συμβεβηκὸς μεταβολῇ,

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis physicorum libros commentaria


Volume 16, p. 146, line 8

χοῦς ὕλης λέγομεν γίνεσθαι, ἡ δὲ προσεχὴς ὕλη ἐπὶ τῶν κατ' οὐσίαν γι-
νομένων οὐχ ὑπομένει ἀλλ' ὅλη μεταβάλλει (οὐδὲν γὰρ τοῦ σπέρματος
καὶ τοῦ καταμηνίου ὑπομένει), τὸ δὲ τόδε πρόσρημα τὸ ὑπομένον ἐμφαί-

νει, διὰ τοῦτο ἐπὶ τῶν τοιούτων οὐ τὸ τόδε, ἀλλὰ τὸ ἐκ τοῦδε λέγομεν·
ἐπὶ γὰρ τῶν κατ' οὐσίαν γενέσεων οὐδὲν τῆς προσεχοῦς ὕλης, τοῦ σπέρ-
ματος λέγω καὶ τοῦ καταμηνίου, ὑπομένει πλὴν τῆς ὑποκειμένης πρώτης
ὕλης καὶ τοῦ τριχῇ διαστατοῦ. διὰ τοῦτο ἐπὶ πάσης οὐσιώδους γενέσεως
οὐ τὸ τόδε, ἀλλὰ τὸ ἐκ τοῦδε λέγομεν· οὐ γὰρ τὸν σῖτον λέγομεν γίνεσθαι

σῖτον, ἀλλ' ἐκ σίτου σῖτον καὶ ἐκ κριθῆς κριθήν, διότι ὁ σπέρματος καὶ
ὕλης λόγον ἐπέχων σῖτος οὐχ ὑπομένει, ὅταν ἐξ αὐτοῦ ἕτερος γίνηται σῖ-
τος, ἀλλὰ καθ' ὅλην τὴν οὐσίαν μεταβάλλει οὐδενὸς ὑπομένοντος τοῦ
αὐτοῦ,
πλήν, ὡς εἶπον, τῆς πρώτης ὕλης καὶ τοῦ τριχῇ διαστατοῦ. ἐπί τε οὖν
τῶν κατ' οὐσίαν γενέσεων διὰ τοῦτο μόνως τὸ ἐκ τοῦδέ φαμεν οὐ τὸ
τόδε, καὶ ἐπὶ τούτων ὅσαι κατ' οὐσίαν μὲν οὐκ εἰσί, μιμοῦνται δὲ τὰς κατ'
οὐσίαν γενέσεις· ἡ γὰρ ἐκ χαλκοῦ τοῦ ἀνδριάντος γένεσις κατ' οὐσίαν μὲν
502

γένεσις οὐκ ἔστι, μιμεῖται δέ πως τὴν κατ' οὐσίαν γένεσιν. διὰ τοῦτο οὖν,
ὅταν μὲν θερμανθῇ ὁ χαλκὸς ἢ ἐρυθρὸς γένηται ἢ κατά τινα τοιαύτην
μεταβολὴν μεταβάλῃ, ἥτις ἔοικε τῇ κατὰ συμβεβηκὸς μεταβολῇ,

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis physicorum libros commentaria


Volume 16, p. 210, line 26

τούτοις μὲν τὴν ὕλην φύσιν εἶναι, ἄλλοις δὲ τὸ εἶδος; ἔοικεν οὖν ὅσον ἐπὶ

τούτοις μηδέτερον εἶναι φύσις· οὔτε γὰρ ἄμφω δυνατὸν διὰ τὰ νῦν εἰρη-
μένα, οὔτε θάτερον μόνον διὰ τὴν ἐπιχείρησιν· ὅσον γὰρ ἐπ' αὐτῇ, ἀμφό-
τερα ἔσται, τοῦτο δὲ ἀδύνατον· οὐδὲν ἄρα τούτων φύσις. ἀλλ' ἡμεῖς
φαμεν
ὅτι τῷ ὄντι οὐκ ἔστι φύσις τὸ τεχνητὸν εἶδος, καὶ διὰ τοῦτο, ἐπεὶ μὴ φύσις

ἐστίν, οὐδὲ γίνεται ἐκ τῆς κλίνης κλίνη, τὸ μέντοι ξύλον εἶδος ὂν φυσικὸν

καὶ οὐχ ὕλη εἰκότως ξύλον ποιεῖ· ὥστε εἰ ἐκ τούτου στοχάζονται ὅτι ἡ
ὕλη φύσις, ἐκ τοῦ τὸ γινόμενον μὴ τὸ εἶδος εἶναι ἀλλὰ τὴν ὕλην, ὡς ἐπὶ
τῶν τεχνητῶν ἔχει, ἐπειδὴ δέδεικται καὶ ἡμῖν ὅτι τὸ εἶδός ἐστι τὸ γινό-
μενον ἐξ εἴδους (εἶδος γὰρ ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ ἵππος καὶ οἱ καρποὶ πάντες,
γίνεται δὲ ἄνθρωπος ἐξ ἀνθρώπου καὶ σῖτος ἐκ σίτου καὶ ἐπὶ τῶν λοιπῶν
ὁμοίως), τὸ εἶδος ἂν εἴη φύσις καὶ οὐχ ἡ ὕλη· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ γεν-
νητικὸν καὶ τὸ γεννώμενον. ὥστε τοῦτο μόνον ἂν εἴη φύσις καὶ ἐξ ὧν
ἐκεῖνοι κατασκευάζειν ἐπεχείρησαν, ὅτι ἡ ὕλη φύσις· διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ἡ

κλίνη οὐ γεννᾷ κλίνην ἀλλὰ ξύλον, ἐπειδὴ ἡ μὲν κλίνη οὐκ ἔστι φυσικὸν
εἶδος
ἀλλὰ τεχνητόν, τὸ δὲ ξύλον τῆς μὲν κλίνης ὕλη ἐστὶν ὡς τεχνητή, αὐτὸ δὲ

καθ' αὑτὸ φυσικόν ἐστιν εἶδος, ὥσπερ ἄνθρωπος καὶ σῖτος καὶ τὰ λοιπά.
 Τρίτον τῆς φύσεώς ἐστι σημαινόμενον τὸ ἐπὶ τῆς γενέσεως καὶ τῆς  
ὁδοῦ τῆς ἐπὶ τὸ εἶδος (τὴν γὰρ βλάστην καὶ ἔκφυσιν τῶν καρπῶν φύσιν
καλεῖν εἰώθαμεν), ἐξ οὗ πάλιν δείκνυται, ὅτι τὸ εἶδός ἐστι φύσις, οὐχ ἡ
ὕλη. πᾶσα γὰρ γένεσις παρωνύμως ἀπὸ τοῦ εἴδους ἐφ' ὃ κινεῖται τὴν

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis physicorum libros commentaria


Volume 16, p. 312, line 25
503

      

p. 198b16 Ἔχει δὲ ἀπορίαν τί κωλύει τὴν φύσιν.

 Ἐκθέμενος τὰ προβλήματα, ἀπορεῖ ἐντεῦθεν εἰς τὸ πρότερον, μήποτε


οὐχ ἕνεκά του ποιεῖ ἡ φύσις. ἀλλ' ὥσπερ ὕει ὁ Ζεὺς οὐχ ἵνα σῖτον
αὐξήσῃ, ἀλλ' ἐξ ἀνάγκης. τί οὖν φαμεν ‘κατὰ συμβεβηκὸς αὔξεται ὁ
σῖτος, καὶ οὐχ ἕνεκά του ὁ ὑετὸς ἀλλ' ἐξ ἀνάγκης, ὅτι δεῖ ἁπλῶς
ψυχθῆναι
τὸ ἀναχθέν’; καὶ εἰ ὅλως γίνεταί τι κατὰ συμβεβηκὸς ὑπὸ τῆς προ-
νοίας ἢ ὅλως βλάπτεταί τι ὑπὸ τῆς προνοίας, ἄξιον ζητῆσαι. φαμὲν οὖν
προνοίας διοικούσης τὸ πᾶν μηδὲν κατὰ τύχην μηδ' ὡς ἔτυχε γίνεσθαι,
ἀλλὰ πάντα ἀγαθοῦ τινος ἕνεκα, μηδὲ μὴν τὴν πρόνοιαν ποιεῖν τι κατὰ
συμβεβηκός. ἔστιν οὖν καὶ ἐν τῷ ὑετῷ τὸ κοσμικὸν ἀγαθόν· διὰ γὰρ τὴν  

τοῦ κόσμου διαμονὴν καὶ σύστασιν ἡ τῶν στοιχείων κατὰ κύκλον γίνεται

κίνησις· καὶ γὰρ τὰ διαρκῆ τὴν διαμονὴν ἔχοντα, ταῦτα κινεῖται κατὰ
κύκλον, λέγω δὴ τὰ οὐράνια. ἵνα οὖν καὶ τὰ στοιχεῖα διαμένῃ, τὴν κατὰ
κύκλον κινεῖται κίνησιν, καὶ διὰ τοῦτο ἐκ γῆς ὕδωρ, καὶ ἐξ ὕδατος ἀήρ,
καὶ ἐκ τούτων πῦρ, καὶ πάλιν ἀὴρ καὶ ὕδωρ καὶ γῆ,

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis physicorum libros commentaria


Volume 17, p. 741, line 32

ἀντιμετρεῖται ὁ χρόνος ὑπὸ τῆς κινήσεως· πολλὴν γὰρ λέγομεν


γεγενῆσθαι
τὴν κίνησιν τῷ χρόνῳ μετροῦντες αὐτήν, διότι πολὺς ὁ χρόνος, καὶ
ἔμπαλιν
πολὺν τὴν χρόνον τῇ κινήσει μετροῦντες αὐτόν, διότι πολλὴ γέγονεν ἡ κί-
νησις. ὥσπερ οὐ μόνον ὁ ἀμφορεὺς τῷ οἴνῳ μετρεῖται, ἀλλὰ καὶ ὁ οἶνος
τῷ ἀμφορεῖ· λέγομεν γὰρ μέγαν εἶναι τὸν ἀμφορέα τῷ τοσῷδε οἴνῳ
μετρήσαντες αὐτόν, καὶ πάλιν τὸν οἶνον τοσόνδε εἶναι μετρήσαν-
τες αὐτὸν τῷ ἀμφορεῖ, καὶ μέδιμνόν φαμεν τὸν τοσόνδε σῖτον
μετρηθέντα
τῷ μέτρῳ, καὶ τὸ μέτρον ὁμοίως μέδιμνον εἶναι ὁρίζοντες αὐτὸ καὶ
μετροῦντες τῷ τοσῷδε σίτῳ. μήποτε δὲ μόνως τὸ μέτρον ἐστὶ τὸ μετροῦν
τὸν σῖτον καὶ τὸν οἶνον, οὐ μέντοι καὶ ἀντιμετρεῖται ὑπ' αὐτοῦ. κἂν γὰρ
μετρῇ ὁ οἶνος τὸν ἀμφορέα καὶ ὁ σῖτος τὸν μέδιμνον, ἀλλὰ μετρηθέντα
πρότερον ἦν ὑπ' ἄλλου μέτρου, ὥστε τὸ κυρίως μετροῦν τὸ μέτρον ἐστίν.
504

εἰ δὲ καὶ τῷ οἴνῳ καὶ τῷ σίτῳ μετροῦμεν τὸν ἀμφορέα ἢ τὸν μέδιμνον,


ἀλλ' ὡς ἀόριστα ἔτι καὶ μήπω ὄντα μέτρα, ὥστε καὶ ταῦτα, εἰ καὶ
προσεχῶς ὑπὸ τοῦ σίτου καὶ τοῦ οἴνου μετρεῖται, ἀλλ' ὁρισθέντων ἤδη
τούτων καὶ μετρηθέντων ὑπὸ τῶν μέτρων. ὥστε τὸ κυρίως καὶ πρώτως
μετροῦν τὸ μέτρον ἐστίν. ἀλλά φημι ὅτι εἰ καὶ ὅδε ὁ μέδιμνος ὑπὸ τοῦ
μεμετρημένου σίτου ὑπ' ἄλλου μεδίμνου μετρεῖται, ἀλλ' οὖν ἁπλῶς καὶ
οἷον κατὰ τὴν πρώτην θέσιν καὶ ὁ μέδιμνος τῷ τοσῷδε ὡρίσθη σίτῳ
καὶ ὁ τοσόσδε σῖτος ὑπὸ τοῦ μεδίμνου μεμέτρηται, ἐπὶ δὲ τοῦ χρόνου
μήποτε οὐδὲ τοῦτο ἔστιν εἰπεῖν· οὐδὲ γὰρ πρῶτον μεμέτρηται ὑπὸ τοῦ

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis physicorum libros commentaria


Volume 17, p. 876, line 22

p. 245b1.

 Τοῦτο, φησί, λέγω πρῶτον, ὅπερ ἐστὶ πρὸς τὸ κινούμενον ἔσχατον,


τοῦτο δέ ἐστιν ἡ ἀλλοιωθεῖσα τροφὴ καὶ προσκριθεῖσα τοῖς μορίοις,
μήπω έντοι ἐξομοιωθεῖσα· ἔστι γὰρ καὶ ὁ ἄρτος καὶ ὁ σῖτος τροφή, ἀλλ'
οὐ συνεχὴς τῷ τρεφομένῳ.
      

p. 246b3 sq.

 Ἥ τε γὰρ ὑγεία συμμετρία ἐστὶ τῶν στοιχείων, ἔστιν ἄρα τῶν πρός
τι· ἡ γὰρ συμμετρία συμμέτρων συμμετρία. ὅτε τὰ ὁμοιομερῆ πρὸς
ἄλληλα
συμμέτρως ἔχουσι, γίνεται ἡ ἰσχύς, ὅτε δὲ τὰ ὀργανικά, κάλλος. καὶ ἡ
ἀσυμμετρία πάλιν τῶν αὐτῶν τούτων ποιεῖ τήν τε νόσον καὶ τὴν
ἀσθένειαν καὶ τὸ αἶσχος. ἔστι δὲ καὶ ἡ ἀσυμμετρία τῶν πρός τι·
ἀσυμμέτρων γάρ.
      

Ιωάννης Φιλόπονος. De aeternitate mundi (4015: 010)


“Ioannes Philoponus. De aeternitate mundi contra Proclum”, Ed. Rabe,
H.Leipzig: Teubner, 1899, Repr. 1963.P. 449, line 22

δεικται· καὶ πρὸς τῷ ἀτόπῳ καὶ παρ' αὐτὴν τὴν τῶν


πραγμάτων ἐστὶν ἐνάργειαν· τοὐναντίον γὰρ πᾶν τὸ
γιγνόμενον ἐξ οὐ τοιοῦδε γίνεται· ἐξ οὐ χαλκοῦ γὰρ
505

ὁ χαλκὸς γίνεται καὶ ἐξ οὐχ ὕδατος ὕδωρ καὶ ἐξ οὐκ


ἀνθρώπου ἄνθρωπος (λέγω δὲ κατὰ τὸ ὑλικὸν αἴτιον·
περὶ τούτου γὰρ νῦν ἡμῖν ὁ λόγος· εἰ γὰρ καὶ ἄνθρω-
πος ἄνθρωπον γεννᾷ, ἀλλὰ τὸ μέν ἐστιν ποιοῦν, τὸ δὲ
γιγνόμενον· οὐ περὶ τοῦ ποιητικοῦ δὲ νῦν αἰτίου ἡ
ζήτησις· ἀνάγκη γὰρ τὸ γιγνόμενον πᾶν ἐκ ποιοῦντος
γίγνεσθαι, εἴτε ὅμοιον εἴη τὸ ποιοῦν εἴτε ἀνόμοιον
τῷ γιγνομένῳ· καὶ γὰρ εἰ ἐκ σίτου σῖτος γίνεται,
ἀλλ' ὡς ἐκ ποιητικοῦ αἰτίου γίνεται· ἐνυπάρχουσιν
γὰρ οἱ δημιουργικοὶ τοῦ γιγνομένου λόγοι ἐν τῷ κατα-
βαλλομένῳ σπέρματι, ὡς καὶ ἐν τῷ ἀνθρωπείῳ καὶ
τοῖς λοιποῖς, τὴν δὲ ὕλην τό τε ἀρδεῦον ὕδωρ καὶ ἡ
παρακειμένη γῆ ὑποτίθησιν, ὡς καὶ ἡ μήτρα τὸ κατα-
μήνιον· διόπερ, εἰ ἐλλείποι τὸ ὕδωρ, οὐ διὰ τὸ  
ποιοῦν ἀλλὰ διὰ τὴν τῆς ὕλης ἔνδειαν ἀτέλεστος ὁ
καρπὸς γίνεται). εἰ οὖν πᾶν τὸ γιγνόμενον ἐξ οὐ
τοιοῦδε γίνεται κατὰ τὸ ὑλικὸν αἴτιον, οἷον ὁ ἄν-
θρωπος ἐξ οὐκ ἀνθρώπου καὶ τὸ πῦρ ἐξ οὐ πυρὸς

Ιωάννης Φιλόπονος. De opificio mundi (4015: 011)


“Joannis Philoponi de opificio mundi libri vii”, Ed. Reichardt, W.
Leipzig: Teubner, 1897.P. 81, line 11

ρον, ἐν ᾧ καὶ κόσμους ὑποστῆναι ἀπείρους. Ἀναξα-


γόρας δὲ τὰς ὁμοιομερείας· πάντα γὰρ εἶναι ἐν πᾶσιν,
ὀνομάζεσθαι δὲ ἕκαστον ἐκ τοῦ πλεονάζοντος· οἷον ἐν
τῇ τυχούσῃ σαρκὶ πᾶν ἁπλοῦν σῶμα καὶ σύνθετον
ἅπαν καὶ ἐν ὀστῷ πάλιν ὁμοίως καὶ ἐν χρυσῷ καὶ ἐν
χαλκῷ καὶ ἐν πυρὶ καὶ ἐν ὕδατι καὶ ἅπαξ ἁπλῶς ἐν
ἑκάστῳ καὶ τῷ σμικροτάτῳ τῶν ὄντων ἅπαντα· ἔκκρι-
σιν ἑκάστου μόνον, οὐδενὸς δὲ γένεσιν εἶναι, ὡς ἐπὶ
σωροῦ πανσπερμίας, οὗ τὸ πλέον ἐστὶ κριθή, εἰ [δὲ]
διακρίνειέ τις ἐξ αὐτοῦ σῖτον, λέγεται μὲν ἀπὸ κριθῆς
γεγονέναι σῖτος, τοῦτο δὲ οὐκ ἔστι γένεσις ἀληθῶς,
ἀλλὰ μόνον διάκρισις τῶν σπερμάτων, οὐδ' αὐτὴ κα-
θαρά. Ἐμπεδοκλῆς τε δύο κόσμων εἰς ἀλλήλους μετα-
βολήν φησι γίνεσθαι, τοῦ σφαίρου μὲν εἰς τουτονὶ
τὸν ὁρώμενον, τοῦ νείκους ἐπικρατοῦντος νῦν·
  ’ὡς καὶ ἐγώ’ φησί ‘δεῦρ' εἰμι φυγὰς θεόθεν
506

Ιωάννης Φιλόπονος. De vocabulis quae diversum significatum


exhibent secundum differentiam accentus (4015: 012)
“Iohannis Philoponi de vocabulis quae diversum significatum exhibent
secundum differentiam accentus”, Ed. Daly, L.W.
Philadelphia: American Philosophical Society, 1983.
Recensio c, alphabetic letter pi, entry 18, line 2

πλειών· ὁ ἐνιαυτός.
Πύλαιος· τὸ κύριον,
Πυλαῖος· ὁ ἀπὸ τῆς Πύλου Ἑρμῆς.
Πύρρος· τὸ κύριον,
πυρρός· ὁ ξανθὸς καὶ ὁ σῖτος.  
πορφύρα· τὸ ἱμάτιον,
πορφυρᾶ· τὸ ἐπίθετον.
Πλούτων· τὸ ὄνομα, ὁ Ἅδης,
πλουτῶν· ἡ μετοχή.
Πρασία· πόλις Πελοποννήσου,
πρασιά· τὸ γεωργικὸν σχῆμα.

Ιωάννης Φιλόπονος. De vocabulis quae diversum significatum exhibent


secundum differentiam accentus Recensio d, alphabetic letter pi, entry 20,
line 2

Πυλαῖος· ὁ ἀπὸ τῆς Πύλου.


Πύρρος· τὸ κύριον,
πυρρός· ὁ ξανθός καὶ ὁ σῖτος.
πορφύρα· τὸ ἱμάτιον,
πορφυρᾶ· τὸ ἐπίθετον.
ποῖος· τὸ ἐρωτηματικόν,
ποιός· ὁ πεποιημένος.  
Παρθενίκη· τὸ κύριον· ταύτῃ δὲ συγγενόμενος
Ὠκεανὸς τὴν Εὐρώπην καὶ Θράκην *,
παρθενική· ἡ παρθένος.
Πρασία· πόλις Πελοπονήσου,
πρασιά· τὸ γεωργικὸν σχῆμα.
πρών· ἡ μετοχὴ ὀξύνεται,
507

Ammonius Phil., In Aristotelis analytica priora [Sp.] (4016: 005)


“Ammonii in Aristotelis analyticorum priorum librum i commentarium”,
Ed. Wallies, M.Berlin: Reimer, 1899; Commentaria in Aristotelem
Graeca 4.6.P. 71, line 41

τῇ σχέσει ἐννέα γεγόνασι. καὶ λύει λέγων ὅτι πολλοί εἰσιν οἱ συλλογισμοί
(τρεῖς γάρ),
προέκειτο δὲ δεῖξαι οὐ τὸ πολλοὺς συλλογισμοὺς ἐκ τριῶν ὅρων, ἀλλὰ τὸ
ἕνα συλλο-
γισμὸν ἐκ τριῶν ὅρων πάντως. δευτέρα συνηγορία. καὶ τῷ ὑποκειμένῳ
δυνατὸν
πλείονας τῶν τριῶν εἶναι τοὺς ὅρους τοῦ συλλογισμοῦ, εἴ γ' ἐνδέχεται τὸ
αὐτὸ πρό-
βλημα ἄλλοτε δι' ἄλλου μέσου δεικνύναι, ὡς ὁ Πλάτων τὴν ἀθανασίαν
τῆς ψυχῆς ἐν
μὲν τῷ Φαίδωνι διὰ μέσου τοῦ ζωὴν ἐπάγειν τῷ σώματι· οὐδὲν γὰρ
ἐπιδέχεται τὸ
ἐναντίον οὗ ἐπάγει [ὅπου τὸ αὐτοκίνητον ἀθάνατον]· ἐν δὲ τῷ δεκάτῳ τῆς
Πολιτείας
εἰπών· ἡ ψυχὴ ὑπὸ τῆς ἰδίας κακίας οὐ φθείρεται· τοὐναντίον γὰρ
δοκοῦσιν οἱ κακοὶ
καὶ ζωτικώτεροι εἶναι καὶ μόνοι ζῆν διὰ τὰς πλεονεξίας καὶ τὴν τρυφήν·
τὸ μὴ φθει-
ρόμενον ὑπὸ τῆς ἰδίας κακίας ἄφθαρτόν ἐστιν, ἐπειδὴ πᾶν τὸ
φθειρόμενον ὑπὸ τῆς
ἰδίας κακίας φθείρεται, ὡς ὁ σίδηρος καὶ ὁ χαλκὸς ὑπὸ τοῦ ἰοῦ, ὁ σῖτος
ὑπὸ  
τῆς ἐρυσίβης. ἀλλὰ νῦν πάλιν πολλοὶ οἱ συλλογισμοί, ὅσῳ καὶ αἱ
προτάσεις τῶν
συλλογισμῶν μᾶλλον διεστήκασιν ἀλλήλων, καὶ ὅσα τὰ μέσα, τοσοῦτοι
καὶ οἱ συλλο-
γισμοί. καὶ τὸ αὐτὸ μὲν πρόβλημα διὰ πλειόνων ὅρων ἢ τριῶν, οὐ μὴν ὁ
εἷς συλλο-
γισμὸς περὶ οὗ ὁ λόγος. τρίτη συνηγορία. ἐνδέχεται κατηγορικὸν
συλλογισμὸν διὰ
πλειόνων ἢ τριῶν ὅρων προβαίνειν, ὡς ὁ Πλάτων ἐν Φαίδρῳ τὴν ψυχὴν
ἀθάνατον
ἀπέδειξε διὰ μέσου τοῦ αὐτοκινήτου καὶ ἀεικινήτου. ἀλλὰ πάλιν δύο εἰσὶ
συλλογισμοί,
ὅτι ἡ ψυχὴ ἀεικίνητον διὰ μέσου τοῦ αὐτοκινήτου, καὶ ὅτι ἀθάνατος διὰ
μέσου τοῦ ἀεικινήτου.
508

Syrianus Phil., Commentarium in Hermogenis librum περὶ στάσεων


(4017: 004)“Syriani in Hermogenem commentaria, vol. 2”, Ed. Rabe, H.
Leipzig: Teubner, 1893.P. 21, line 21

ὑμᾶς περὶ πολλοῦ ποιήσεται τοὺς ἀλλοτρίους, οὐδέ γε


ὁ ἰδίᾳ πονηρὸς οὐκ ἂν γένοιτο δημοσίᾳ χρηστός, οὐδ'
ὅστις ἐστὶν οἴκοι φαῦλος οὐδέποτ' ἂν ἐν Μακεδονίᾳ
κατὰ τὴν πρεσβείαν καλὸς κἀγαθὸς γένοιτ' ἄν· τὸν
γὰρ τόπον μόνον ἀλλ' οὐ τὸν τρόπον μετήλλαξεν.’
καὶ ὁρᾷς ὁπόσην ἡ τοῦ πατρὸς σχέσις ἀφορμὴν αὐτῷ
διαβολῆς κεχορήγηκεν. πάλιν υἱὸς εἰ τύχοι μελετώ-
μενος ἐκ τῆς πρὸς τοὺς πατέρας ὁσιότητος ἢ ῥᾳθυμίας
βελτίστου δόξαν ἢ πατραλοίου λήψεται, ὅ τε δεσπότης
ἐκ τῆς πρὸς τοὺς οἰκέτας ἰταμότητος ἢ φιλανθρωπίας
εὐπρόσιτος εἶναι καὶ τοῖς ἐντυγχάνουσιν ἢ βαρὺς καὶ
φιλαπεχθήμων δόξει, τόν τε οἰκέτην ἡ πρὸς τὸν
δεσπότην πίστις ἢ κακόνοια διελέγχει.  
 [134, 3] ‘τρίτην τὰ διαβεβλημένα, οἷον ἄσω-
τοι μοιχοὶ κόλακες’ διαβεβλημένα καλεῖ τὰ διὰ
τὴν φαυλότητα τοῦ τρόπου μισούμενα, ὧν αἱ πράξεις
αὐταὶ κατηγοροῦσιν. ἀπορήσειε δ' ἄν τις, πῶς καὶ
τοὺς μοιχούς, καθ' ὧν αἱ τοσαῦται παρὰ τῶν νόμων
τιμωρίαι, τοῖς κόλαξι συνέμιξεν, οὓς λοιδορεῖσθαι μὲν
εἰώθαμεν διὰ τὸ τῶν τρόπων ἀπατηλόν, οὐ μέντοι
κολάζουσιν οἱ νόμοι. ἔνιοι μὲν οὖν μοιχοὺς ἐξε

David Phil., Prolegomena philosophiae (4021: 001)


“Davidis prolegomena et in Porphyrii isagogen commentarium”, Ed.
Busse, A.Berlin: Reimer, 1904; Commentaria in Aristotelem Graeca
18.2.P. 54, line 12

οὔτε δὲ τίκτεται ἐξ ἄλλου ἀριθμοῦ κατὰ πολλαπλασιασμόν. εἰ δέ τις εἴποι

ὅτι ὁ ἑπτὰ καὶ τίκτει καὶ τίκτεται (προσλαμβάνων γὰρ μονάδα ἀποτελεῖ
τὸν ὀκτώ, ἀποτελεῖται δὲ ἐκ τοῦ ἓξ προσελθούσης τῆς μονάδος), λέγομεν
ὅτι αὕτη σύνθεσίς ἐστιν, οὐ μὴν πολλαπλασιασμός. ὀγδοὰς δὲ λέγεται
οἱονεὶ
ἀγοδυὰς παρὰ τὸ δύο ἄγειν· καὶ γὰρ διχοτομουμένη ἔρχεται ἄχρι τῆς
μονάδος· διαιρεῖται γὰρ εἰς τέσσαρα καὶ τέσσαρα, καὶ πάλιν εἰς δύο καὶ
δύο, καὶ αὖθις εἰς μονάδα καὶ μονάδα. εἰ δέ τις εἴποι ὅτι τούτῳ τῷ
λόγῳ καὶ ἡ τετρὰς ὤφειλεν ὀγδοὰς λέγεσθαι, διότι καὶ αὕτη
509

διχοτομουμένη
ἔρχεται ἄχρι τῆς μονάδος (καὶ γὰρ διαιρεῖται εἰς δύο καὶ δύο, καὶ πάλιν
εἰς μονάδα καὶ μονάδα), λέγομεν ὅτι αἱ ἐτυμολογίαι οὐκ ἀντιστρέφουσιν·
ἰδοὺ
γὰρ λέγεται σῖτος παρὰ τὸ σείεσθαι, καὶ οὐ μόνον ὁ σῖτος σείεται ἀλλὰ
καὶ
ἡ κριθὴ καὶ οἱ ἄλλοι καρποί, καὶ οὐ παρὰ τοῦτο λέγει τις ὅτι ὤφειλον καὶ

οἱ ἄλλοι καρποὶ σῖτος λέγεσθαι. διὰ τοῦτο οὖν λέγεται ὀγδοάς, διότι διὰ
μέσου ἄλλου ἀριθμοῦ ἄγει τὸν δύο· διὰ μέσου γὰρ τοῦ τέσσαρα ἄγει τὸν
δύο ὁ ὀκτώ· καὶ γὰρ ὁ ὀκτὼ ἀπὸ τοῦ τέσσαρα συνίσταται (δὶς γὰρ
τέσσαρα
ὀκτώ), ὁ δὲ τέσσαρα ἔχει ἐν ἑαυτῷ τὸν δύο. παρὰ οὖν τὸ διὰ μέσου
ἄλλου ἀριθμοῦ ἄγειν τὸν δύο λέγεται ὀγδοὰς οἱονεὶ ἀγοδυάς τις οὖσα.
ἐννεὰς
δὲ λέγεται παρὰ τὸ ἓν καὶ νέον. καὶ γὰρ αὕτη πολλαπλασιαζομένη ἕνα
νέον ἀριθμὸν φέρει καθ' ὕφεσιν μιᾶς μονάδος ἀπὸ τοῦ ἐννέα ἄχρι τῆς
μονάδος, οἱονεὶ δὶς ἐννέα δεκαοκτώ, τρὶς ἐννέα εἰκοσιεπτά, τετράκις

David Phil., Prolegomena philosophiae P. 54, line 14

τὸν ὀκτώ, ἀποτελεῖται δὲ ἐκ τοῦ ἓξ προσελθούσης τῆς μονάδος), λέγομεν


ὅτι αὕτη σύνθεσίς ἐστιν, οὐ μὴν πολλαπλασιασμός. ὀγδοὰς δὲ λέγεται
οἱονεὶ
ἀγοδυὰς παρὰ τὸ δύο ἄγειν· καὶ γὰρ διχοτομουμένη ἔρχεται ἄχρι τῆς
μονάδος· διαιρεῖται γὰρ εἰς τέσσαρα καὶ τέσσαρα, καὶ πάλιν εἰς δύο καὶ
δύο, καὶ αὖθις εἰς μονάδα καὶ μονάδα. εἰ δέ τις εἴποι ὅτι τούτῳ τῷ
λόγῳ καὶ ἡ τετρὰς ὤφειλεν ὀγδοὰς λέγεσθαι, διότι καὶ αὕτη
διχοτομουμένη
ἔρχεται ἄχρι τῆς μονάδος (καὶ γὰρ διαιρεῖται εἰς δύο καὶ δύο, καὶ πάλιν
εἰς μονάδα καὶ μονάδα), λέγομεν ὅτι αἱ ἐτυμολογίαι οὐκ ἀντιστρέφουσιν·
ἰδοὺ γὰρ λέγεται σῖτος παρὰ τὸ σείεσθαι, καὶ οὐ μόνον ὁ σῖτος σείεται
ἀλλὰ καὶ ἡ κριθὴ καὶ οἱ ἄλλοι καρποί, καὶ οὐ παρὰ τοῦτο λέγει τις ὅτι
ὤφειλον καὶ οἱ ἄλλοι καρποὶ σῖτος λέγεσθαι. διὰ τοῦτο οὖν λέγεται
ὀγδοάς, διότι διὰ μέσου ἄλλου ἀριθμοῦ ἄγει τὸν δύο· διὰ μέσου γὰρ τοῦ
τέσσαρα ἄγει τὸν
δύο ὁ ὀκτώ· καὶ γὰρ ὁ ὀκτὼ ἀπὸ τοῦ τέσσαρα συνίσταται (δὶς γὰρ
τέσσαρα
ὀκτώ), ὁ δὲ τέσσαρα ἔχει ἐν ἑαυτῷ τὸν δύο. παρὰ οὖν τὸ διὰ μέσου
ἄλλου ἀριθμοῦ ἄγειν τὸν δύο λέγεται ὀγδοὰς οἱονεὶ ἀγοδυάς τις οὖσα.
ἐννεὰς
δὲ λέγεται παρὰ τὸ ἓν καὶ νέον. καὶ γὰρ αὕτη πολλαπλασιαζομένη ἕνα
510

νέον ἀριθμὸν φέρει καθ' ὕφεσιν μιᾶς μονάδος ἀπὸ τοῦ ἐννέα ἄχρι τῆς
μονάδος, οἱονεὶ δὶς ἐννέα δεκαοκτώ, τρὶς ἐννέα εἰκοσιεπτά, τετράκις

Προκόπιος De bellis (4029: 001)“Procopii Caesariensis opera omnia,


vols. 1–2”, Ed. Wirth, G. (post J. Haury)Leipzig: Teubner, 1:1962;
2:1963.Book 1, ch. 12, Sec. 15, line 4

 Ἔπειτα δὲ οἵ τε Ἴβηρες ἐς Βυζάντιον παρεγένοντο


καὶ Πέτρος ἐς βασιλέα μετάπεμπτος ἦλθε, καὶ τὸ
λοιπὸν βασιλεὺς Λαζοῖς οὐ βουλομένοις ξυμφυλάσσειν
τὴν χώραν ἠξίου, στράτευμά τε καὶ Εἰρηναῖον ἄρχοντα  
πέμψας. ἔστι δὲ φρούρια ἐν Λαζοῖς δύο εὐθὺς εἰσιόντι
ἐκ τῶν Ἰβηρίας ὁρίων, ὧν ἡ φυλακὴ τοῖς ἐπιχωρίοις
ἐκ παλαιοῦ ἐπιμελὴς ἦν, καίπερ ταλαιπωρίᾳ πολλῇ
ἐχομένοις, ἐπεὶ οὔτε σῖτος ἐνταῦθα οὔτε οἶνος οὔτε
ἄλλο τι ἀγαθὸν γίνεται. οὐ μὴν οὐδέ τι ἑτέρωθεν
ἐσκομίζεσθαι διὰ τὴν στενοχωρίαν οἷόν τέ ἐστιν, ὅτι
μὴ φερόντων ἀνθρώπων. ἐλύμοις μέντοι τισὶν ἐν-
ταῦθα γιγνομένοις εἰθισμένον σφίσιν οἱ Λαζοὶ ἀποζῆν
ἴσχυον. τούτους ἐξαναστήσας ἐνθένδε βασιλεὺς τοὺς
φρουροὺς, στρατιώτας Ῥωμαίους ἐκέλευεν ἐπὶ τῇ φυ-
λακῇ τῶν φρουρίων καθίστασθαι. οἷς δὴ κατ' ἀρχὰς
μὲν ἐπιτήδεια μόλις Λαζοὶ ἔφερον,

Προκόπιος De bellis Book 2, ch. 28, Sec. 27, line 3

μονότροποι γὰρ, εἴπερ ἄλλοι τινὲς, οἱ Πέρσαι εἰσὶ


καὶ τὰ ἐς τὴν δίαιταν ὑπεράγαν σκληροί. καὶ αὐτοῖς
οἵ τε νόμοι δυσπρόσοδοί εἰσι πρὸς πάντων ἀνθρώπων
καὶ τὰ ἐπιτάγματα οὐδαμῆ ἀνεκτά. πρὸς μέντοι Λαζοὺς
καὶ διαφερόντως τὸ διαλλάσσον τῆς τε γνώμης ἀεὶ
καὶ τῆς διαίτης παρὰ πολὺ διαφαίνεται, ἐπεὶ Λαζοὶ
μὲν Χριστιανοί εἰσι πάντων μάλιστα, Πέρσαις δὲ ἀπ'
ἐναντίας αὐτῶν τὰ ἐς τὸ θεῖον ἅπαντα ἔχει. χωρὶς
δὲ τούτων ἅλες μὲν τῆς Λαζικῆς οὐδαμῆ γίνονται, οὐ
μὴν οὔτε σῖτος οὔτε οἶνος οὔτε τι ἄλλο ἀγαθὸν
φύεται. ἐκ δὲ Ῥωμαίων τῶν παραλίων ἅπαντα ταῖς
ναυσὶν ἐπεισέρχεται σφίσι, καὶ ταῦτα οὐ χρυσίον τοῖς
συμβάλλουσι προϊεμένοις, ἀλλὰ δέρρεις τε καὶ ἀνδρά-
ποδα καὶ εἴ τι ἄλλο ἐνταῦθα κατὰ πολὺ περιεῖναι
511

ξυμβαίνει· τούτου τε, ὡς τὸ εἰκὸς, ἀποκεκλεισμένοι


τὸ λοιπὸν ἤσχαλλον. ὧν δὴ ὁ Χοσρόης αἰσθόμενος
προτερῆσαι ξὺν τῷ ἀσφαλεῖ, πρίν τι ἐς αὐτὸν νεωτε-
ρίσειαν, ἐν σπουδῇ εἶχε. καί οἱ βουλευομένῳ ξυμ-
φορώτατον ἔδοξεν εἶναι Γουβάζην τὸν Λαζῶν βασιλέα  
ἐκποδὼν ὅτι τάχιστα ποιησαμένῳ Λαζοὺς ἐνθένδε παν

Προκόπιος De bellis Book 4, ch. 13, Sec. 24, line 2

σθαι ἀξύμφορον εἶναι ἐφαίνετο, τὰ δὲ ἐν Αὐρασίῳ


ἐξηρτύετο ὅπη οἱ ἐδόκει τοῖς ἐπιοῦσιν ὡς δυσκολώτατα
ἔσεσθαι. τοῦτο δὲ τὸ ὄρος ἡμερῶν μὲν ὁδῷ δέκα καὶ
τριῶν μάλιστα Καρχηδόνος διέχει, μέγιστον δὲ ἁπάν-
των ἐστὶν ὧν ἡμεῖς ἴσμεν. ἡμερῶν γὰρ τριῶν ἐνταῦθα
εὐζώνῳ ἀνδρὶ περίοδός ἐστι. καὶ τῷ μὲν ἐς αὐτὸ
ἰέναι βουλομένῳ δύσοδόν τέ ἐστι καὶ δεινῶς ἄγριον,
ἄνω δὲ ἥκοντι καὶ ἐν τῷ ὁμαλεῖ γενομένῳ πεδία τε
φαίνεται καὶ κρῆναι πολλαὶ ποταμούς τε ποιοῦσαι καὶ
παραδείσων πολύ τι χρῆμα θαυμάσιον οἷον. καὶ ὅ τε
σῖτος, ὃς ἐνταῦθα φύεται, ἥ τε ὀπώρα ἑκάστη διπλασία
τὸ μέγεθός ἐστιν ἢ ἐν τῇ ἄλλῃ ἁπάσῃ Λιβύῃ γίνεσθαι
πέφυκεν. ἔστι δὲ καὶ φρούρια ἐνταῦθά πη ἀπημελη-
μένα, τῷ μὴ δοκεῖν ἀναγκαῖα τοῖς ταύτῃ ᾠκημένοις
εἶναι. ἐξ ὅτου γὰρ τὸ Αὐράσιον Μαυρούσιοι Βανδί-  
λους ἀφείλοντο, οὐδείς πω ἐς αὐτὸ πολέμιος ἦλθεν
οὐδὲ ἐς δέος τοὺς βαρβάρους κατέστησεν, ἀλλὰ καὶ
πόλιν Ταμούγαδιν, ἣ πρὸς τῷ ὄρει ἐν ἀρχῇ τοῦ πεδίου
πρὸς ἀνίσχοντα ἥλιον πολυάνθρωπος οὖσα ᾤκητο,
ἔρημον ἀνθρώπων οἱ Μαυρούσιοι ποιησάμενοι

Προκόπιος De bellis Book 6, ch. 3, Sec. 1, line 3

οὓς δὴ ὁ Βώχας ἐν τῇ πρώτῃ ὁρμῇ ἔκτεινεν. ἐγένοντο


δὲ καὶ ἄλλαι οὐκ ἀξιόλογοι ξυμβολαὶ, ἅσπερ μοι
ξυγγράψαι οὔτι ἀναγκαῖον ἔδοξεν εἶναι. πάσας μέν-
τοι ἑπτὰ καὶ ἑξήκοντα ἐν τῇδε τῇ πολιορκίᾳ ξυνηνέχθη
γενέσθαι, καὶ δύο δὴ ἄλλας ὑστάτας, αἵ μοι ἐν τοῖς
ὄπισθεν λόγοις εἰρήσονται. τότε δὲ ὅ τε χειμὼν ἔληγε
καὶ τὸ δεύτερον ἔτος ἐτελεύτα τῷ πολέμῳ τῷδε,
ὃν Προκόπιος ξυνέγραψεν.
 Ἤδη δὲ τῆς θερινῆς τροπῆς ἀρξαμένης λιμός
512

τε ὁμοῦ καὶ λοιμὸς τοῖς ἐν τῇ πόλει ἐπέπεσε. καὶ


τοῖς στρατιώταις σῖτος μὲν ἔτι ἐλείπετο, ἄλλο δὲ
τῶν ἐπιτηδείων οὐδὲν, Ῥωμαίους δὲ τοὺς ἄλλους
ὅ τε σῖτος ἐπελελοίπει καὶ ὁ λιμὸς ἀκριβῶς ξὺν
τῷ λοιμῷ ἐπίεζεν. ὧν δὴ οἱ Γότθοι αἰσθόμενοι
μάχῃ μὲν διακινδυνεύειν πρὸς τοὺς πολεμίους οὐκέτι  
ἤθελον, ἐφύλασσον δὲ ὅπως αὐτοῖς μηδὲν τοῦ λοιποῦ
ἐσκομίζοιτο. ἐστὸν δὲ ὕδατος ὀχετὼ δύο μεταξὺ Λατί-
νης τε καὶ Ἀππίας ὁδοῦ, ὑψηλὼ ἐς ἄγαν, κυρτώ-
μασί τε ἐπὶ πλεῖστον ἀνεχομένω. τούτω δὴ τὼ
ὀχετὼ ἐν χώρῳ διέχοντι Ῥώμης σταδίοις πεντήκοντα
ξυμβάλλετόν τε ἀλλήλοιν καὶ τὴν ἐναντίαν ὁδὸν

Προκόπιος De bellis Book 6, ch. 3, Sec. 8, line 3

πάλιν δὲ ξυνιόντε καὶ χώραν τὴν προτέραν ἀπολα-


βόντε τὸ λοιπὸν διακέκρισθον, καὶ ἀπ' αὐτοῦ χῶρον
τὸν μεταξὺ ὀχύρωμα ξυμβαίνει τῷ ἐκ τῶν ὀχετῶν
περιβάλλεσθαι. τούτων δὲ τὰ κάτω κυρτώματα οἱ
βάρβαροι λίθοις τε καὶ πηλῷ φράξαντες φρουρίου
σχῆμα πεποίηνται κἀνταῦθα οὐχ ἧσσον ἢ ἐς ἑπτακισχι-
λίους ἐνστρατοπεδευσάμενοι φυλακὴν εἶχον τοῦ μηκέτι
τοὺς πολεμίους ἐς τὴν πόλιν τι τῶν ἐπιτηδείων ἐσκο-
μίζεσθαι. τότε δὴ Ῥωμαίους πᾶσα μὲν ἐλπὶς ἀγαθοῦ
ἐπελελοίπει, πᾶσα δὲ ἰδέα κακοῦ περιεστήκει. τέως
μὲν οὖν ὁ σῖτος ἤκμαζε, τῶν στρατιωτῶν οἱ εὐτολμό-
τατοι ἐναγούσης αὐτοὺς τῆς τῶν χρημάτων ἐπιθυμίας
τοῖς ἵπποις τε ὀχούμενοι καὶ ἄλλους ἐφέλκοντες ἐν
τοῖς ληΐοις ἐγίνοντο νύκτωρ τῆς πόλεως οὐ μακρὰν
ἄποθεν. τέμνοντές τε τοὺς ἀστάχυας καὶ τοῖς ἵπποις,
οὓς αὐτοὶ ἐφεῖλκον, ἐνθέμενοι, ἐς τὴν πόλιν λανθά-  
νοντες τοὺς πολεμίους ἐκόμιζον χρημάτων τε μεγάλων
Ῥωμαίων τοῖς εὐδαίμοσιν ἀπεδίδοντο. οἱ μέντοι ἄλλοι
βοτάναις τισὶν ἀπέζων, οἷαι πολλαὶ ἀμφί τε τὰ προά-
στεια καὶ τοῦ περιβόλου ἐντὸς γίνονται. βοτάνη γὰρ
γῆν τὴν Ῥωμαίων οὔτε χειμῶνος ὥρᾳ οὔτε ἐς ἄλλον

Προκόπιος De bellis Book 6, ch. 20, Sec. 15, line 2

ἐσπάνιζον, καίπερ ἐνδεεστέρως ἢ κατὰ τὴν χρείαν αὐτὰ


ἔχοντες, ὅμως τῇ ταλαιπωρίᾳ παρὰ δόξαν ἀντεῖχον,
513

ἥκιστα μὲν ἐς τροφῆς κόρον ἐρχόμενοι, ὅσον δὲ μὴ


λιμῷ ἀποθνήσκειν, χρώμενοι σιτίοις ἐς ἡμέραν ἑκά-
στην. ἐπεὶ δὲ ἅπαντα σφᾶς τὰ ἐπιτήδεια ἐπελελοίπει,
δέρρεις τε καὶ διφθέρας ὕδατι βρέχοντες πολύν τινα
χρόνον εἶτα ἤσθιον· Ἀλβίλας γὰρ, ὃς αὐτῶν ἦρχεν,
ἀνὴρ ἐν Γότθοις δόκιμος μάλιστα, ἐλπίσιν αὐτοὺς
κεναῖς ἔβοσκεν.
 Ἡνίκα τε αὖθις ἐπανιὼν ὁ χρόνος τὴν τοῦ θέρους
ὥραν ἤνεγκεν, ὁ σῖτος ἤδη ἐν τοῖς ληΐοις αὐτόματος
ἤκμαζεν, οὐχὶ τοσοῦτος μέντοι, ὅσος τὸ πρότερον, ἀλλὰ
πολλῷ ἥσσων. ἐπεὶ γὰρ ἐν ταῖς αὔλαξιν οὐκ ἀρότροις
οὐδὲ χερσὶν ἀνθρώπων ἐκέκρυπτο, ἀλλ' ἐπιπολῆς κεί-
μενος ἔτυχε, μοῖραν αὐτοῦ τινα ὀλίγην ἡ γῆ ἐνεργεῖν
ἴσχυεν. οὐδενός τε αὐτὸν ἔτι ἀμήσαντος, πόρρω ἀκμῆς
ἐλθὼν αὖθις ἔπεσε καὶ οὐδὲν τὸ λοιπὸν ἐνθένδε ἐφύη.
ταὐτὸ δὲ τοῦτο καὶ ἐν τῇ Αἰμιλίᾳ ξυμπεπτωκὸς ἔτυχε.
διὸ ἐκλιπόντες τὰ οἰκεῖα ταύτῃ ἄνθρωποι ἐς Πικηνὸν
ἦλθον, οὐκ ἂν οἰόμενοι τὰ ἐκείνῃ χωρία διὰ τὸ ἐπι-
θαλάττια εἶναι παντάπασι τῇ ἀπορίᾳ πιέζεσθαι. καὶ

Προκόπιος De bellis Book 6, ch. 28, Sec. 26, line 3

μίζεσθαι. καὶ Βιτάλιον μὲν ἐς Βενετίους ἰόντα ὡς


πλεῖστα ἐπάγεσθαι τῶν ἐκείνῃ χωρίων ἐκέλευεν, αὐτὸς  
δὲ Ἰλδίγερα πέμψας τὸν Πάδον ἐφύλασσεν ἑκατέρωθεν,
ὅπως τε οἱ βάρβαροι μᾶλλον ἀπορίᾳ τῶν ἀναγκαίων
ἐνδώσουσι καὶ τὰς ξυνθήκας ποιήσονται ᾗ αὐτὸς βού-
λεται. καὶ ἐπεὶ σῖτον πολὺν ἐν δημοσίοις οἰκήμασιν
ἔτι ἐντὸς Ῥαβέννης ἀποκεῖσθαι ἔγνω, τῶν τινα ταύτῃ
ᾠκημένων ἀνέπεισε χρήμασι ταῦτα δὴ τὰ οἰκήματα ξὺν
τῷ σίτῳ λάθρα ἐμπρῆσαι. φασὶ δὲ καὶ γνώμῃ Ματα-
σούνθης, τῆς Οὐιττίγιδος γυναικὸς, ταῦτα ἀπολωλέναι.
ἐπειδή τε ὁ σῖτος ἐκ τοῦ αἰφνιδίου ἐκέκαυτο, οἱ μέν
τινες ἐξ ἐπιβουλῆς γεγενῆσθαι τὸ ἔργον ὑπετόπαζον,
οἱ δὲ κεραυνῷ τὸν χῶρον βεβλῆσθαι ὑπώπτευον. ἑκά-
τερα δὲ λογιζόμενοι Γότθοι τε καὶ Οὐίττιγις ἐς ἀμη-
χανίαν ἔτι μᾶλλον ἐνέπιπτον, οὐδὲ σφίσιν αὐτοῖς
πιστεύειν τὸ λοιπὸν ἔχοντες καὶ πρὸς τοῦ θεοῦ πο-
λεμεῖσθαι οἰόμενοι. ταῦτα μὲν οὖν ταύτῃ ἐπράσσετο.
 Ἐν δὲ Ἄλπεσιν, αἳ Γάλλους τε καὶ Λιγούρους διο-
ρίζουσιν, ἅσπερ Ἄλπεις Κουτίας καλοῦσι Ῥωμαῖοι,
514

φρούρια συχνὰ ξυμβαίνει εἶναι. οὗ δὴ Γότθοι ἐκ


παλαιοῦ πολλοί τε καὶ ἄριστοι,

Προκόπιος De bellis Book 8, ch. 14, Sec. 24, line 4

“οὐδαμῆ ἔχοντας τὸ θεῖον ἀεὶ διασώζεσθαι μάλιστα


“εἴωθε.”
 Τοσαῦτα Ὀδόναχός τε καὶ Βάβας παρακελευσάμενοι
τάς τε πύλας ἀνέῳγον καὶ τὸ στράτευμα δρόμῳ ἐξῆγον,
ὀλίγων ἀπολελειμμένων ἐνταῦθά τινων ἐξ αἰτίας τοιᾶσδε.
τῶν τις Λαζῶν τῇ προτεραίᾳ, λόγιμος μὲν ὢν ἐν τούτῳ  
τῷ ἔθνει, ἐν Ἀρχαιοπόλει δὲ ᾠκημένος, ἔπρασσε πρὸς
Μερμερόην ἐπὶ τῇ πατρίδι προδοσίας πέρι. ὁ δέ οἱ
ἄλλο οὐδὲν ἐπήγγελλε χαρίζεσθαι Πέρσαις, πλήν γε
δὴ ὅπως, ἡνίκα ἐς τειχομαχίαν καθιστῶνται, τὰ οἰκία
ἐμπρήσῃ λάθρα, ἔνθα ὅ τε σῖτος καὶ τὰ λοιπὰ τῶν
ἐπιτηδείων ἀπέκειτο. ἐπέστελλε δὲ ταῦτα, δυοῖν γε-
νήσεσθαι τὸ ἕτερον λογισάμενος· ἢ γὰρ Ῥωμαίους
περὶ τὸ πῦρ τοῦτο σπουδάζοντάς τε καὶ διατριβὴν
ποιουμένους ἐνδώσειν σφίσι κατ' ἐξουσίαν ἐπιβατεύειν
τοῦ περιβόλου, ἢ τειχομαχοῦντας ἀποκρούεσθαι βου-
λομένους Πέρσας ταῦτα δὴ τὰ οἰκία ἐν ὀλιγωρίᾳ ποιή-
σεσθαι· καιομένων δὲ τῷ τρόπῳ τούτῳ τοῦ τε σίτου
καὶ τῶν ἄλλων ἐπιτηδείων πόνῳ σφᾶς οὐδενὶ πολιορκίᾳ
ἐν χρόνῳ ὀλίγῳ Ἀρχαιόπολιν ἐξαιρήσειν. τοιαύτῃ μὲν
γνώμῃ ὁ Μερμερόης τούτῳ δὴ τῷ Λαζῷ ταῦτα ἐπέ

Προκόπιος Historia arcana (= Anecdota) Ch. 22, Sec. 19, line 2

διαπορούμενος, ἐκ τῶν ἔν τε Βιθυνίᾳ καὶ Φρυγίᾳ


καὶ Θρᾴκῃ χωρίων πρίασθαι μέγα τι χρῆμα σίτου
ἠξίου. ἦν τε ἀναγκαῖον τοῖς ταύτῃ οἰκοῦσι μέχρι
μὲν ἐς τὴν θάλασσαν πόνῳ πολλῷ τὰ φορτία φέρειν,
ἐς Βυζάντιον δὲ ξὺν κινδύνῳ αὐτὰ ἐσκομίζεσθαι καὶ
βραχέα μὲν τιμήματα δῆθεν τῷ λόγῳ πρὸς αὐτοῦ
φέρεσθαι, τὴν ζημίαν δὲ αὐτοῖς ἐς τοσόνδε μεγέθους
καθίστασθαι ὥστε ἀγαπᾶν ἤν τις αὐτοὺς ἐῴη τόν τε
σῖτον οἴκῳ δημοσίῳ χαρίζεσθαι καὶ τίμημα ἕτερον ὑπὲρ
αὐτοῦ κατατιθέναι. τοῦτό ἐστι τὸ ἄχθος ὅπερ καλεῖν
συνωνὴν νενομίκασιν. ἐπεὶ δὲ οὐδ' ὣς σῖτος ἐν Βυ-
515

ζαντίῳ κατὰ τὴν χρείαν ἱκανὸς ἐγεγόνει, πολλοὶ τὸ


πρᾶγμα ἐς βασιλέα διέβαλλον. ἅμα δὲ καὶ οἱ στρα-
τευόμενοι σχεδόν τι ἅπαντες ἅτε τὰς εἰωθυίας οὐ
κεκομισμένοι ξυντάξεις, θορύβῳ τε ἀνὰ τὴν πόλιν καὶ  
ταραχῇ πολλῇ εἴχοντο. βασιλεὺς μὲν οὖν ἤδη τε
αὐτῷ χαλεπῶς ἔχειν ἔδοξε καὶ παραλύειν αὐτὸν τῆς
ἀρχῆς ἤθελε διά τε ταῦτα ἅπερ ἐρρήθη καὶ ὅτι χρή-
ματα δαιμονίως μεγάλα ἠκηκόει αὐτῷ ἀποκεκρύφθαι,
ἅπερ ἐκ τοῦ δημοσίου σεσυληκὼς ἔτυχε.

Προκόπιος De aedificiis (lib. 1–6) (4029: 003)“Procopii Caesariensis


opera omnia, vol. 4”, Ed. Wirth, G. (post J. Haury)Leipzig: Teubner,
1964.Book 1, ch. 7, Sec. 8, line 2

δρὸς τὴν ἀγαθοεργίαν ἀμείψασθαι διατεινόμενος χάριτι


μείζονι. ἐτύγχανε γὰρ Ἰουστινιανὸς βασιλεὺς χαλεπῶς
ἄγαν τοῦ σώματος ἔχων, ἐπεὶ ῥεύματος δεινόν τι χρῆμα
κατὰ τὸ γόνυ ἐπιπεσὸν συντριβῆναι ταῖς ὀδύναις τὸν
ἄνδρα ἐποίει· οὗπέρ οἱ αὐτὸς αἰτιώτατος ἦν. ἐν γὰρ ταῖς
ἡμέραις ἁπάσαις, αἵπερ τὴν Πασχαλίαν ἑορτὴν προτερεύ-
ουσαι νηστεῖαι καλοῦνται, σκληράν τινα βιοτὴν ἔσχε μὴ
ὅτι βασιλεῖ ἀλλόκοτον οὖσαν, ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπῳ ἀμηγέπη
τῶν πολιτικῶν ἁπτομένῳ. δυοῖν γὰρ ἡμέραιν διεγεγόνει
ἐς ἀεὶ ἀπόσιτος ὤν, καὶ ταῦτα μὲν ὄρθρου βαθέος διηνεκὲς
ἐκ τῶν στρωμάτων ἐξανιστάμενος καὶ προεγρηγορὼς τῆς
πολιτείας, ἀεί τε αὐτῆς ἔργῳ καὶ λόγῳ διαχειρίζων τὰ
πράγματα, ὄρθριός τε καὶ μεσημβρινός, καὶ οὐδέν τι ἧσσον
ἐπινυκτίδιος. πόρρω γὰρ τῶν νυκτῶν ἐς κοίτην ἰὼν ἐξαν-
ίστατο αὐτίκα δὴ μάλα, ὥσπερ χαλεπῶς τοῖς στρώμασιν
ἔχων. καὶ ἡνίκα δέ που τροφὴν αἴροιτο, οἴνου μὲν καὶ
ἄρτου καὶ τῶν ἄλλων ἐδωδίμων ἐκτὸς ἔμενε, βοτάνας δὲ
ἤσθιε μόνον, καὶ ταύτας ἀγρίας ἐπὶ χρόνου μῆκος τετα-
ριχευμένας ἁλσί τε καὶ ὄξει, ὅ τε πότος αὐτῷ τὸ ὕδωρ
ἐγίνετο μόνον.

Anonymi In Aristotelis Ethica Nicomachea Phil., In ethica


Nicomachea paraphrasis (pseudepigraphum olim a Constantino
Palaeocappa confectum et olim sub auctore Heliodoro Prusensi vel
Andronico Rhodio vel Olympiodoro) (4033: 003)
“Heliodori in ethica Nicomachea paraphrasis”, Ed. Heylbut, G.
Berlin: Reimer, 1889; Commentaria in Aristotelem Graeca 19.2.
516

P. 97, line 8

ἔστι μεταβαλεῖν αὐτὸ καὶ ποιῆσαι ἄχρηστον. ἔστι τοίνυν καὶ τὸ νό-
μισμα μέτρον, ὡς εἴρηται, τῆς τῶν πραγμάτων ἀξίας, καὶ αὐτοῦ μὲν οὐκ
ἔστι χρεία δι' ἑαυτό, ἔστι δὲ ὥσπερ ὑπάλλαγμα τῆς χρείας· διὰ τούτων  
τοίνυν τῶν μέτρων γνωσθείσης ἑκάστου τῆς ἀξίας τῶν ἔργων, ἡ ἀλλαγὴ
ἰσόρροπος ἔσται κατὰ τὸ ἀνάλογον. ἡ δὲ ἀναλογία ἔσται ἀντιπεπονθότως·

οὕτω γὰρ δυνατὸν ἰσασθῆναι τὴν ἀλλαγήν. ἀντιπεπονθότα δὲ λέγονται


παρὰ τοῖς μαθηματικοῖς, ὅταν ᾖ ὡς τὸ α πρὸς τὸ β, τὸ γ πρὸς τὸ δ· καὶ
ὡς τὸ α πρὸς τὸ γ, τὸ δ πρὸς τὸ β· εἰ τοῦτον τοίνυν τὸν τρόπον ἀνάλογον
ἔσται τὰ ἀλλασσόμενα καὶ οἱ ἀλλάσσοντες, δικαία ἔσται ἡ ἀλλαγή. ἔστω
α γεωργός γ σκυτοτόμος
β σῖτος δ ὑπόδημα
γὰρ σκυτοτόμος, ἐφ' οὗ γ, γεωργός, ἐφ' οὗ α, ὑποδήματα, ἐφ' οὗ δ, σῖτος,
ἐφ' οὗ β· κείσθω δὴ τὸν γεωργὸν πρὸς τὸν σκυτέα διπλάσιον λόγον ἔχειν,
ἔσται δὲ καὶ ὁ σῖτος διπλάσιος τῇ ἀξίᾳ τῶν ὑποδημάτων· εἰ τοίνυν ἔσται
ὡς ὁ γεωργὸς πρὸς τὸν σκυτέα τὰ ὑποδήματα πρὸς τὴν τροφὴν ἢ τὸν
σῖτον, διπλασίονα ἔσται τὰ ὑποδήματα τοῦ σίτου καὶ οὕτως ἔσονται ἄξια

τοῦ σίτου· εἰ δὲ μὴ οὕτως ἡ ἀλλαγὴ γένοιτο, οὐ δεῖ εἰς σχῆμα ἀναλογίας


ἄγειν αὐτά, οὐ γὰρ δυνατὸν ἰσασθῆναι. εἰ γὰρ μὴ ἔσται ὡς ὁ γεωργὸς
πρὸς τὸν σκυτέα τὸ ἔργον τοῦ γεωργοῦ, ὃ λαμβάνει ὁ σκυτεύς, πρὸς τὸ
ἔργον τοῦ σκυτέως, ὃ λαμβάνει ὁ γεωργός, οὐκ ἔσται ἰσότης, ἀλλ' ὅταν
ἀντιπεπονθότως ἔχωσι, τότε ἀλλαγὴ κυρίως καὶ κοινωνία γίνεται.

Anonymi In Aristotelis Ethica Nicomachea Phil., In ethica Nicomachea


paraphrasis (pseudepigraphum olim a Constantino Palaeocappa
confectum et olim sub auctore He P. 97, line 11

μισμα μέτρον, ὡς εἴρηται, τῆς τῶν πραγμάτων ἀξίας, καὶ αὐτοῦ μὲν οὐκ
ἔστι χρεία δι' ἑαυτό, ἔστι δὲ ὥσπερ ὑπάλλαγμα τῆς χρείας· διὰ τούτων  
τοίνυν τῶν μέτρων γνωσθείσης ἑκάστου τῆς ἀξίας τῶν ἔργων, ἡ ἀλλαγὴ
ἰσόρροπος ἔσται κατὰ τὸ ἀνάλογον. ἡ δὲ ἀναλογία ἔσται ἀντιπεπονθότως·

οὕτω γὰρ δυνατὸν ἰσασθῆναι τὴν ἀλλαγήν. ἀντιπεπονθότα δὲ λέγονται


παρὰ τοῖς μαθηματικοῖς, ὅταν ᾖ ὡς τὸ α πρὸς τὸ β, τὸ γ πρὸς τὸ δ· καὶ
ὡς τὸ α πρὸς τὸ γ, τὸ δ πρὸς τὸ β· εἰ τοῦτον τοίνυν τὸν τρόπον ἀνάλογον
ἔσται τὰ ἀλλασσόμενα καὶ οἱ ἀλλάσσοντες, δικαία ἔσται ἡ ἀλλαγή. ἔστω
α γεωργός γ σκυτοτόμος
β σῖτος δ ὑπόδημα
γὰρ σκυτοτόμος, ἐφ' οὗ γ, γεωργός, ἐφ' οὗ α, ὑποδήματα, ἐφ' οὗ δ, σῖτος,
517

ἐφ' οὗ β· κείσθω δὴ τὸν γεωργὸν πρὸς τὸν σκυτέα διπλάσιον λόγον ἔχειν,
ἔσται δὲ καὶ ὁ σῖτος διπλάσιος τῇ ἀξίᾳ τῶν ὑποδημάτων· εἰ τοίνυν ἔσται
ὡς ὁ γεωργὸς πρὸς τὸν σκυτέα τὰ ὑποδήματα πρὸς τὴν τροφὴν ἢ τὸν
σῖτον, διπλασίονα ἔσται τὰ ὑποδήματα τοῦ σίτου καὶ οὕτως ἔσονται ἄξια

τοῦ σίτου· εἰ δὲ μὴ οὕτως ἡ ἀλλαγὴ γένοιτο, οὐ δεῖ εἰς σχῆμα ἀναλογίας


ἄγειν αὐτά, οὐ γὰρ δυνατὸν ἰσασθῆναι. εἰ γὰρ μὴ ἔσται ὡς ὁ γεωργὸς
πρὸς τὸν σκυτέα τὸ ἔργον τοῦ γεωργοῦ, ὃ λαμβάνει ὁ σκυτεύς, πρὸς τὸ
ἔργον τοῦ σκυτέως, ὃ λαμβάνει ὁ γεωργός, οὐκ ἔσται ἰσότης, ἀλλ' ὅταν
ἀντιπεπονθότως ἔχωσι, τότε ἀλλαγὴ κυρίως καὶ κοινωνία γίνεται. ὅτι δὲ
ἡ χρεία συνέχει τὰς πολιτείας καὶ αὕτη τὰς κοινωνίας ποιεῖ καὶ τὰς

Anonymi In Aristotelis Ethica Nicomachea Phil., In ethica Nicomachea


paraphrasis (pseudepigraphum olim a Constantino Palaeocappa
confectum et olim sub auctore He P. 97, line 13

τοίνυν τῶν μέτρων γνωσθείσης ἑκάστου τῆς ἀξίας τῶν ἔργων, ἡ ἀλλαγὴ
ἰσόρροπος ἔσται κατὰ τὸ ἀνάλογον. ἡ δὲ ἀναλογία ἔσται ἀντιπεπονθότως·

οὕτω γὰρ δυνατὸν ἰσασθῆναι τὴν ἀλλαγήν. ἀντιπεπονθότα δὲ λέγονται


παρὰ τοῖς μαθηματικοῖς, ὅταν ᾖ ὡς τὸ α πρὸς τὸ β, τὸ γ πρὸς τὸ δ· καὶ
ὡς τὸ α πρὸς τὸ γ, τὸ δ πρὸς τὸ β· εἰ τοῦτον τοίνυν τὸν τρόπον ἀνάλογον
ἔσται τὰ ἀλλασσόμενα καὶ οἱ ἀλλάσσοντες, δικαία ἔσται ἡ ἀλλαγή. ἔστω
α γεωργός γ σκυτοτόμος
β σῖτος δ ὑπόδημα
γὰρ σκυτοτόμος, ἐφ' οὗ γ, γεωργός, ἐφ' οὗ α, ὑποδήματα, ἐφ' οὗ δ, σῖτος,
ἐφ' οὗ β· κείσθω δὴ τὸν γεωργὸν πρὸς τὸν σκυτέα διπλάσιον λόγον ἔχειν,
ἔσται δὲ καὶ ὁ σῖτος διπλάσιος τῇ ἀξίᾳ τῶν ὑποδημάτων· εἰ τοίνυν ἔσται
ὡς ὁ γεωργὸς πρὸς τὸν σκυτέα τὰ ὑποδήματα πρὸς τὴν τροφὴν ἢ τὸν
σῖτον, διπλασίονα ἔσται τὰ ὑποδήματα τοῦ σίτου καὶ οὕτως ἔσονται ἄξια

τοῦ σίτου· εἰ δὲ μὴ οὕτως ἡ ἀλλαγὴ γένοιτο, οὐ δεῖ εἰς σχῆμα ἀναλογίας


ἄγειν αὐτά, οὐ γὰρ δυνατὸν ἰσασθῆναι. εἰ γὰρ μὴ ἔσται ὡς ὁ γεωργὸς
πρὸς τὸν σκυτέα τὸ ἔργον τοῦ γεωργοῦ, ὃ λαμβάνει ὁ σκυτεύς, πρὸς τὸ
ἔργον τοῦ σκυτέως, ὃ λαμβάνει ὁ γεωργός, οὐκ ἔσται ἰσότης, ἀλλ' ὅταν
ἀντιπεπονθότως ἔχωσι, τότε ἀλλαγὴ κυρίως καὶ κοινωνία γίνεται. ὅτι δὲ
ἡ χρεία συνέχει τὰς πολιτείας καὶ αὕτη τὰς κοινωνίας ποιεῖ καὶ τὰς
ἑνώσεις, καθάπερ ἕν τι ὄν, δῆλον· καὶ γὰρ ὅταν μὴ χρείαν ἔχωσιν ἀλλή-
λων, οὐκ ἀλλάττονται οὐδὲ κοινωνοῦσιν ἀλλήλοις ἢ ὅταν ὁ
518

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 80, Bekker p. 61a, line 23

τὴν ἱερὰν νόσον ἔχοντες οὐ μόνον ἐκεῖσε οὐ γίνονται,


ἀλλὰ καὶ ἀλλαχόθεν παραγινόμενοι ἀπαλλάττονται
διὰ τὴν τοῦ ἀέρος εὐκρασίαν τοῦ νοσήματος.
                        Καὶ περὶ τῆς ψάμμου τῆς πολλῆς ἐκείνης καὶ τῶν
ὀρυσσομένων φρεά-
των, ὡς εἰς διακοσίους καὶ τριακοσίους, ἔσθ' ὅτε δὲ καὶ
εἰς πεντακοσίους πήχεις ὀρυσσόμενα ἀναβλύζουσι τὸ ῥεῖ-
θρον αὐτοῦ τοῦ στομίου προχεόμενον· ἐξ οὗ κατὰ διαδοχὴν
ἀρυόμενοι, ὅσοις κοινὸν γέγονε τὸ ἔργον, τὰς οἰκείας
ἀρούρας ποτίζουσιν οἱ γεωργοί. Καὶ ὅτι αἱ ὀπῶραι ἀεὶ
τοῖς δένδρεσι φέρονται, καὶ ὅτι ὁ σῖτος παντὸς κρείτ-
των σίτου καὶ χιόνος λευκότερος, καὶ ὅτι ἔσθ' ὅτε δὶς
τοῦ ἔτους σπείρεται ἡ κριθή, τρὶς δὲ ἀεὶ ἡ κέγχρος. Ἀρ-
δεύουσι δὲ τὰ γήδια αὑτῶν ἐν θέρει μὲν διὰ τρίτης  
ἡμέρας, ἐν χειμῶνι δὲ διὰ ἕκτης, ἐξ οὗ καὶ ἡ εὐφο-
ρία γίνεται. Καὶ ὅτι οὐδέποτε συννεφία γίνεται. Καὶ περὶ
τῶν ποιουμένων αὐτοῖς ὡρολογίων.

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 96, Bekker p. 80b, line 11

στροφῇ ἐκ τῶν εὐλαβῶν γυναικῶν παρεχομένων.


                             Καὶ
τὸν Κελτικὸν δὲ ὅμιλον ἀρειανίζοντα, ὁμογλώσσους χει-
ροτονήσας μετέστρεψεν εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν. Καὶ ἐπὶ τὸν
Ἴστρον πέμψας τοὺς νομάδας Σκύθας ἐπὶ τὸν Χριστια-
νισμὸν ἑκόντας εἱλκύσατο, καὶ τὴν Μαρκίωνος αἵρεσιν
κατὰ τὴν ἀνατολὴν φυομένην ἐξέτεμε. Καὶ τὰς νυκτε-
ρινὰς ψαλμῳδίας ἐπηύξησε. Μόνος δὲ ἤσθιεν, ὅτι τε  
οἶνον διὰ τὴν τῆς κεφαλῆς θέρμην οὐκ ἔπινεν, εἰ μή
που ἐν τῷ θέρει τὸν διὰ ῥόδου, καὶ ὅτι κακόσιτος ὢν
οὐκ ἐχρῆτο τοῖς παρακειμένοις αὐτῷ πολλάκις, ἀλλὰ
ἀντ' αὐτῶν ἄλλα ἐπεζήτει, καὶ τρίτον ὅτι πολλάκις
σχολάζων ἄσιτος δι' ἡμέρας ἔμενεν.

Φώτιος Commentarii in Matthaeum (in catenis) (4040:


519

028)“Matthäus–Kommentare aus der griechischen Kirche”, Ed. Reuss,


J.Berlin: Akademie–Verlag, 1957; Texte und Untersuchungen
61.Frag.9,col2, line 6

σπέρματος καταβληθέντος τῇ φύσει


ἐπισύροντας, τοὺς δὲ ἁμαρτωλοὺς
ἄχυρον ὅλον τὸ γένος διανοθεύ-
σαντας καὶ εἰς ἀλλόκοτον φύσιν διὰ
κακίας ἐντελευτήσαντας.   
 Ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τῶν ἄλλων
ἐπιστημῶν ἐστι τινὰ ὄργανα δια-
κριτικὰ τῶν κατὰ τὴν τέχνην καλῶν
τε καὶ ἐναντίων, οὕτω καὶ ἐν τοῖς
γεωργουμένοις ἡ ἅλως ἐστὶ καὶ τὸ
πτύον· ἐν γὰρ τῇ ἅλωνι ὁ σῖτος
ἀπὸ τοῦ ἀχύρου διακρίνεται. οἷς-
τισι παρεικάζει τήν τε ἐκκλησίαν
καὶ τὴν διακρίνουσαν τοῦ θεοῦ δύ-
ναμιν ἀπὸ τῶν ἀγαθῶν τοὺς μὴ
τοιούτους.  

Φώτιος Lexicon (Α – Δ) Alphabetic letter alpha, entry 3251, line 1

Αὐτόρεξον· αὐτόρεκτον, οἷον τὸν ἑαυτὸν ἀποκτείναντα·


ῥέξαι γὰρ τὸ θῦσαι. ἢ αὐτὸν ἐφ' ἑαυτὸν ὀρέγοντα τὴν χεῖρα. Ὅμηρος
(Δ 307)· “ἔγχει ὀρεξάσθω”.
Αὐτονομουμένη πόλις· ἡ τοῖς ἑαυτῆς νόμοις χρωμένη καὶ
οὐχ ὑπείκουσα ἑτέροις.
Αὑτόν· Σοφοκλῆς (fr. 924 N.2 = 1147 R.) ἀντὶ τοῦ ἐμαυτόν·
καὶ Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Ἰφικράτους (fr. 133 S.) καὶ ἄλλοι. σημαίνει
δὲ καὶ τὸ μόνον.
Αὐτόσσυτον· αὐτοκέλευστον. Σοφοκλῆς (fr. 515 N.2 = 559
R.).
Αὐτόσιτος· ὁ οἰκόσιτος.
Αὐτόσε· ἐκεῖσε.
αὐτοσχέδιον· ἐκ τοῦ σύνεγγυς τόπου, ἐκ χειρός.
Αὐτοσχεδιάζειν· Θουκυδίδης εἶπεν (1, 138, 3). καὶ αὐτο-
σχεδίασμα Πλάτων (fr. 87 K.), αὐτοσχεδιαστὴς δὲ Στράττις (fr. 4
Dem.).
520

Φώτιος Lexicon (Ε – Ω) (4040: 030)


“Φωτίου τοῦ πατριάρχου λέξεων συναγωγή, pts. 1–2”, Ed. Porson, R.
Cambridge: Cambridge University Press, 1822.
Alphabetic letter kappa, P. 132, line 12

Κάρδοπος: ἡ μάκτρα τοῦ ἀλεύρου.


Καρηβαρῶν: τὴν κεφαλὴν βαρούμενος ἀπὸ μέθης
 οἴνου.
Καρηβοᾶν: ὑπὸ ἤχων τὴν κεφαλὴν ἰλιγγιᾶν· ὑπὸ
 βοῆς ἐσκοτῶσθαι.
Κάρηνα: ἀκρόπολις.
Κάριος Ζεύς: ἐν Θεσσαλία καὶ Βοιωτία.
Καρκίνοι: ὑποδημάτων εἶδος.
Καρκίνος: πυράγρα.
Καρκίνος: Λυσίας· ἐλυμαίνοντο γάρ μου τὸν καρκίνον
 εἰσφοιτῶσαι, φησὶν, αἱ κύνες· καὶ ὅτ' ἂν ὁ σῖτος
 ῥιζωθηῖ κατὰ τῆς γῆς, κεκαρκινῶσθαι φασί·
 Φερεκράτης· Ὁπόταν σχολάζης, νῖψον, ἵνα τὰ
 λήϊα Συγκαρκινωθηῖ· λέγεται καρκίνος καὶ πάθος
 τι συμβαῖνον ἐν τοῖς σώμασιν, ὃ νῦν καρκίνωμα
 λέγεται· εὑρίσκεται δὲ πολλάκις· καὶ κύριον
 ὄνομα.
Καρκίνου ποιήματα: Μένανδρος Ψευδηρακλεῖ· αἰνιγ-
 ματώδη· ὁ γὰρ Καρκίνος Ὀρέστην, ὑπὸ Ἡλίου
 ἀναγκαζόμενον ὁμολογῆσαι ὅτι ἐμητροκτόνησεν,
 ἐποίησε δι' αἰνιγμάτων ἀποκρινόμενον.

Φώτιος Lexicon (Ε – Ω) Alphabetic letter lambda, P. 219, line 1

Λεοπετρία: λεῖος λίθος.


Λεωργόν: ἐν τωῖ ω, καὶ Ἀττικοὶ καὶ Ἴωνες· καὶ
 Ξενοφῶν· θερμουργότατον καὶ λεωργότατον· Δωρι-
 εῖς δὲ διὰ τοῦ ου, λεουργόν.
Λεώς: ὁ λαὸς, ὁ ὄχλος, Ἀττικῶς.
Λῆγε: παύου.
Ληθεδών: λήθη.
Λήθην κυνῶν: λήθην ἐμποιούντων φαρμάκων.
Ληΐδιον: ἱμάτιον· τριβώνιον· ληϊδίωι δὲ τριβωνώδης
 ἡ χλαμύς.  
Λήϊον: ὁ χλωρὸς σῖτος.
Ληϊσθείς: ληστευθείς.
Ληϊστάς: καὶ τοὺς ἐν τηῖ θαλάττηι.
521

Λήϊα: σιτοφόρα πεδία· χωράφια.


Ληϊσταί: ἀντὶ τοῦ πειραταί.
Ληϊτόν: δημόσιον.
Ληΐσατο: ἐμερίσατο ἢ ἐλαφυραγώγησεν.
Ληΐζεται: αἰχμαλωτίζει· διαρπάζει· πορθεῖ· ἐρη-
 μοῖ· ἴσως δὲ καὶ ἐν παθητικωῖ σημαινομένωι λέ-
 γεται.

Φώτιος Lexicon (Ε – Ω) Alphabetic letter lambda, P. 232, line 12

Λοφίας: ὁ τράχηλος.
Λοφαῖν: λόφου ἐπιθυμεῖν· οὕτως Ἀριστοφάνης.
Λόφος: γῆς ἀνάστημα· ἢ περικεφαλαία.
Λοφοπωλεῖν: ἐπινεύειν· οἱ γὰρ τοὺς λόφους πωλοῦν-
 τες, ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ἐπιτιθέμενοι συνεχῶς ἔνευον,
 ἵνα παραδείξωσιν ὑγιεῖς τὰς τρίχας καὶ ἀβρόχους
 τοῖς ὠνηταῖς.
Λούτριον: τὸ τῶν νενιμμένων ῥυπαρὸν ὕδωρ.
Λόφος: τράχηλος· καὶ τὸ τῆς περικεφαλαίας ἄκρον.
Λοχαγοῖς: στρατηγοῖς· ταξιάρχαις.
Λοχαῖος σῖτος: ὁ βαθύς· ἢ ὁ δι' ἐπομβρίαν κεκλη-
 μένος.
Λοχεία: ἡ τῶν τετοκυιῶν ἐπιμέλεια· ὡς νοσηλεία,
 ἡ τῶν καμνόντων.
Λοχεύει: ἐνεδρεύει.
Λοχεύονται: γεννῶσι.
Λόχοι: Λακεδαιμονίων δʹ, ὡς Ἀριστοφάνης· Θουκυ-
 δίδης δὲ εʹ· Ἀριστοτέλης ζʹ.
Λόχμη: πλαγία σύμφυτος καὶ λοχμώδης.
Λόχος: ἐνέδρα· τάξις.
Λοχῶντες: ἐνεδρεύοντες.

Φώτιος Lexicon (Ε – Ω) Alphabetic letter omicron, P. 342, line 13

Ὅπλα φωτός: αἱ τῶν ἀρετῶν ἐργασίαι.


Ὁπλή: ὁ κυκλοειδὴς ποὺς τῶν κτηνῶν· οἷον, βοῶν·
 προβάτων καὶ τῶν λοιπῶν τῶν ἐχόντων μικροὺς
 ὄνυχας ἐν τοῖς τῶν ποδῶν ὀπισθίοις.
Ὁπλιτεύειν: ὁπλίζεσθαι.
Ὁπλίττομαι: οὐ πείθομαι· καὶ τοῦτο Βοιώτιον· Ἀρι-
 στοφάνης Ἐκκλησιαζούσαις.
522

Ὄπνιος χείρ: πλουσία χείρ· πλούσιος.


Ὄπνιον νέφος: μέγα· πολύ· ηὐξημένον· Σοφοκλῆς
 Θησεῖ.
Ὄπνιος λειμών: ὁ σῖτος καὶ οἱ Δημητριακοὶ καρποί·
 ἐπεὶ Ὀπνία ἡ Δημήτηρ λέγεται.
Ὀπνιηρὸν ὕδωρ: τὸ τρόφιμον.
Ὅποι: ὅπου.
Ὅποι ποτέ: ὅπου ποτέ.

Φώτιος Lexicon (Ε – Ω) Alphabetic letter pi, P. 435, line 7

Πλόκιον: ἁλυσίου χρυσείου πλοκή.


Πληθόχωρον: τὸ πολλὰ χωροῦν.
Πληθόχορος: ὁ πολλὰ χορεύων· ἢ ὁ περὶ αὐτὸν πλῆ-
 θος χορείας συνιστῶν.  
Πληθοχορεία: ἡ ἐπὶ πολὺ ἐκτεινομένη χορεία.
Πλόκιον Γοργάδος: τὸν δοθέντα πλόκαμον τῆς Γορ-
 γόνης Ἀστεροπηῖ τηῖ Κηφέως· καθ' ὃν χρόνον Κη-
 φεὺς Ἡρακλεῖ συνεστράτευσεν εἰς Λακεδαίμονα,
 ἵνα τούτου ἀποδημοῦντος, ἡ πόλις ἀπόρθητος μείνη.
Πλύνεται: λοιδορεῖται· αἰσχρῶς ὑβρίζεται.
Πλόχανον: πλέγμα ωἷ ὁ σῖτος καθαίρεται.
Πλυνοί: πύελοι ἐν οἷς πλύνουσιν.
Πλυντήρια: ἑορτὴ Ἀθηναίων.
Πλύσμα: οὐ πλύμα.
Πλῶτες: εἶδος ἰχθύων.
Πλωθεύς: Πλωθεία δῆμος τῆς Αἰγηΐδος, καὶ ὁ δημό-
 της Πλωθεύς.
Πλωτόν: πλεόμενον.
Πνεύσας: σφοδρῶς ὀργισθείς.
Πνιγεύς: ὁ φοῦρνος.
Πνῖγος: καῦμα.

Φώτιος Lexicon (Ε – Ω) Alphabetic letter pi, P. 476, line 24

 οὐ λαμπυρίς.
Πῦρ ἐπὶ πυρί: παροιμία ἧς μέμνηται καὶ Πλάτων·
 κακὸν ἐπὶ κακωῖ.
Πυρεῖον: θυμιατήριον.
Πυριρραγής: σαθρός· ἄχρηστος· ἀπὸ τοῦ ἐν ταῖς
 καμίνοις διαρησσομένου κεράμου.
Πυροὶ ἐπικάλαμοι: οἱ μήπω θερισθέντες· ἢ οἱ ἐπὶ
523

 τῆς ἅλω· οἱ μήπω ἀπηλοημένοι· ἀλλ' ἐν τοῖς δράγ-


 μασιν ὄντες· ἢ πυροὶ ἐπικάλαμοι λέγονται οἱ ἐπὶ
 τῆς αὐτῆς γῆς, ἥτις οὐκ ἔσχεν ἀνάπαυμα, ἐπι-
 σπαρέντες· τουτέστιν, ὅτ' ἂν σῖτος ἐπὶ σίτωι χωρὶς
 διαλείμματος ἐπισπαρηῖ.
Πύρρα: μία πόλις τῶν ἐν Λέσβωι.
Πυρραῖς γένυσι: ξανθαῖς θριξίν.  
Πυρόεσσαν: ἐπίπνουν· πῦρ πνέουσαν.
Πυρὸς μένος: πῦρ περιφραστικῶς.
Πυρπαλάμην: ὁ ταχέως τι ἐπινοῶν καὶ παλαμώμενος
 ἴσα πυρί.
Πυρπολεῖται: καίεται· ἐμπυρίζεται.
Πυρρίχαις: ταῖς ἐνόπλοις ὀρχήσεσιν.
Πυρσεύει: πῦρ ἐξάπτει.

Φώτιος Lexicon (Ε – Ω) Alphabetic letter sigma, P. 514, line 6

 τὸν ἄνδρα διὰ τοῦ ἄρχοντος· ἢ καὶ ὑπὸ τοῦ ἀνδρὸς


 ἐκπεμφθεῖσα μὴ ἀπολαμβάνηι τὴν προῖκα, καὶ
 διαγένηται χρόνος, καὶ δίκην εἰσάγη πρὸς αὐτὸν,
 καὶ ἀπαιτηῖ τὴν προῖκα, καὶ τροφὰς ἀφ' ἧς ἀπηλ-
 λάγη ἡμέρας· αὕτη καλεῖται δίκη σίτου.  
Σιταρχία: ἡ σῖτον διδοῦσα τοῖς ἐπιβάταις.
Σιτηρέσιον: τὸ διδόμενον τισὶν εἰς τροφήν.
Σιτηρέσιον: ἐν τῶ ε· οὐ σιτηρόσιον.
Σιτίσεων: τροφῶν· δαπανῶν.
Σιτοδεία: λιμός· ἔνδεια.
Σῖτος: καλεῖται σῖτος καὶ ἡ διδομένη πρόσοδος εἰς
 τροφὴν ταῖς γυναιξίν· ἢ τοῖς ὀρφανοῖς· ὥς ἐστι
 μαθεῖν κἀκ τῶν τοῦ Σόλωνος πρώτου ἄξονος, καὶ
 ἐκ τῆς Ἀριστοτέλους Ἀθηναίων πολιτείας· Τιμα-
 χίδας δὲ ἡγεῖται παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς σῖτον λέγε-
 σθαι τὸν τόκον, οὐκ ὀρθῶς ἡγούμενος.
Σῖτος: πᾶς ὁ σιτικὸς καρπὸς, οὐχ ὁ πυρὸς μόνον· καὶ
 αὐτὰ τὰ σιτία· Θουκυδίδης δʹ· καὶ τῶν νεῶν οὐκ
 ἐχουσῶν ὅρμον, αἱ μὲν σῖτον ἐν τηῖ γηῖ ἡροῦντο, αἱ
 δὲ μετέωροι ὥρμουν.
Σίτου: τροφῆς.
Σίτου ἐκβολή: Θουκυδίδης· ὅτ' ἂν ὁ στάχυς τῆς κά-
 λυκος ἐκφύηται, οὐχ ὅτ' ἂν ἐκ τῆς γῆς ἀναδίδοται  τὰ σπέρματα.
Σιτούμενος: ἐσθίων.
Σιτοφύλακες: ἀρχή τις ἦν Ἀθήνησιν, ἥτις ἐπεμε-
 λεῖτο ὅπως ὁ σῖτος δικαίως πραθήσεται· καὶ τὰ
524

 ἄλφιτα· καὶ οἱ ἄρτοι· ἦσαν δὲ τὸν ἀριθμὸν πάλαι


 μὲν πεντεκαίδεκα ἐν ἄστει, πέντε δὲ ἐν Πειραιεῖ·
 ὕστερον δὲ λʹ μὲν ἐν ἄστει, εʹ δὲ ἐν Πειραιεῖ.
Σίττυβα: δερμάτια.
Σιτώνης: ὁ προεστὼς τοῦ δημοσίου σίτου.  
Σίφλος: μῶμος.
Σιφλώσειεν: μέμψειεν· ἐκφαυλίσειεν.
Σιφνιάζειν καὶ Λεσβιάζειν: ἀπὸ τῆς νήσου Σίφνου·
 ὡς καὶ τὸ Κρητίζειν· καὶ Σίφνιος δὲ ἀρραβὼν
 ὁμοίως· Σιφνιάζειν γὰρ τὸ ἅπτεσθαι τῆς πυγῆς

Cosmas Indicopleustes Geogr., Topographia Christiana (4061: 002)


“Cosmas Indicopleustès. Topographie chrétienne, 3 vols.”, Ed. Wolska–
Conus, W.Paris: Cerf, 1:1968; 2:1970; 3:1973; Sources chrétiennes 141,
159, 197.Book 7, Sec. 31, line 4

ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἐξ


οὐρανοῦ· οἷος ὁ χοϊκός, τοιοῦτοι καὶ οἱ χοϊκοί, καὶ οἷος ὁ ἐπου-
ράνιος, τοιοῦτοι καὶ οἱ ἐπουράνιοι· καὶ καθὼς ἐφορέσαμεν τὴν
εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσομεν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου·
τοῦτο δέ φημι, ἀδελφοί, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα βασιλείαν Θεοῦ
κληρονομῆσαι οὐ δύναται, οὐδὲ ἡ φθορὰ τὴν ἀφθαρσίαν
κληρονομεῖ.»
 Βούλεται ἐνταῦθα ἐκ παραλλήλου φυσικώτερον ἐπιχει-
ρῶν πείθειν τοὺς ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ κόσμου ἀναστρεφομένους,
καὶ ἐκ τοῦ κατὰ τὸν σῖτον παραδείγματος μετελήλυθεν ἐπὶ
τὴν τῶν νεκρῶν ἀνάστασιν λέγων ὅτι ὥσπερ ὁ σῖτος σπείρεται
καὶ διαλύεται, οὕτως καὶ τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων σπειρό-
μενα νεκρὰ ἐν τῇ γῇ διαλύεται, καὶ ὥσπερ μετὰ πολλῆς προς-
θήκης καὶ ἀσφαλείας καὶ κάλλους ἀναδίδοται, οὕτω καὶ τὰ
σώματα τῶν ἀνθρώπων μετὰ πολλῆς τιμῆς καὶ δόξης καὶ
δυνάμεως καὶ ἀφάτου κάλλους ἀνίστανται, διακρινόμενα ὑπὸ
τῆς παντοδυνάμου σοφίας καὶ ἀφάτου ἰσχύος τοῦ τὰ πάντα
κτίσαντος καὶ ἀνακτίζοντος Θεοῦ. Ἐν ᾧ γὰρ στοιχείῳ εὑρεθῇ
σῶμα ἀνθρώπειον δεδαπανημένον καὶ πεπεμμένον ὑπὸ ἑτέρων
μυρίων σωμάτων, τινασσόμενον ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ ἐκ θεμε-
λίων τὰ ζητούμενα ταῖς ἰδίαις ψυχαῖς ἀποδίδωσι· καὶ ὥσπερ  

Γεωπονικά. (4080: 00)“Geoponica”, Ed. Beckh, H.


Leipzig: Teubner, 1895.Book 1, ch. 12, Sec. 14, line 2
525

τούτῳ τῷ ἔτει χάλαζαν πολλὴν γίνεσθαι, καὶ χιόνας.


τοὺς δὲ ἐτησίας μὴ ὁμοίως πνεῖν. εὔχεσθαι δὲ δεῖ,
μὴ γενέσθαι σεισμούς, καὶ στρατείας κίνησιν.
         Ὅτε
δὲ ἐν διδύμοις ἐν οἴκῳ Ἑρμοῦ ὁ Ζεὺς γένηται, τὸ
ὅλον ἔτος ἕξει πνεῦμα νότιον καὶ λιβυκόν.
         ὁ δὲ
χειμὼν ἀρχόμενος μὲν ἔσται ἀνεμώδης, εὔκρατος δὲ
μεσάζων, καὶ λήγων παγώδης καὶ ἀνεμώδης·
         τὸ ἔαρ εὔκρατον καὶ λεπτὰ ἔχον ὕδατα, ἔσται δὲ σῖτος
πολύς·
         τὸ θέρος εὔκρατον, διὰ τὸ τοὺς ἐτησίας
ἀνέμους λαμπροὺς ἐπιπνεῦσαι ἐπὶ πολὺν χρόνον. ἐν
δὲ ταῖς ἅλωσιν οἱ καρποὶ διαψεύσονται, μάλιστα δὲ
ἐν Συρίᾳ.
         ἔσται δὲ περὶ τὸ φθινόπωρον νόσος,
καὶ μάλιστα τοῖς νέοις καὶ μεσήλιξι καὶ γυναιξίν.
ἔσονται δὲ καὶ ὀφθαλμίαι, τοῦ φθινοπώρου καυματώ-
δους ὄντος. ἔσται καὶ γυναικῶν θάνατος. τῶν ξυλι-
κῶν ὁ καρπὸς εὐφορήσει. λείψουσι δὲ καὶ αἱ πηγαὶ

Γεωπονικά. Book 2, chapter 47, section 10, line 5

         Καὶ ὁ ἕλιος δὲ οἶνος (τουτέστιν ὁ ἐν τοῖς ἕλεσι γιγνό-


μενος) σφόδρα ἐστὶν ὑγιεινός, ἐν ὑγείᾳ τοὺς χρωμέ-
νους διαφυλάττων.
         Καὶ ἡ πτισάνη δὲ τροφιμωτάτη καὶ σωτήριός ἐστι. καὶ ὁ κλιβανίτης
δὲ ἄρτος,
ἰσχνῶς πεπλασμένος, καὶ ἐν ἡλίῳ ξηρανθείς, χρησιμώ-
τατος πρὸς ὑγείαν ὑπάρχει. ὁ γὰρ ἐν τοῖς ἄλλοις τοῖς  
καλουμένοις φούρνοις ὀπτώμενος ἄρτος βαρυτέραν τὴν
πέψιν ποιεῖ.
         Ἐὰν δὲ καὶ τὸ ὕδωρ μὴ καλὸν ᾖ,
μηδὲ πότιμον, ἀλλὰ νοσερόν, ἑψείσθω ἕως ἂν τὸ δέ-
κατον αὐτοῦ ἀναλωθῇ, εἶτα διαψυχέσθω, καὶ οὕτως
ἀβλαβὲς ἔσται. οὕτω γὰρ καὶ τὸ θαλάττιον ὕδωρ
ἑψόμενον γλυκὺ γίνεται.

Γεωπονικά. Book 1, ch. 12, Sec. 22, line 3

Γενομένου δὲ τοῦ Διὸς ἐν λέοντι τῷ οἴκῳ τοῦ


526

Ἡλίου, ὁ χειμὼν ἔσται ἀρχόμενος μὲν ψυχρὸς καὶ


ὑδατώδης μετὰ μεγάλων πνευμάτων, ὡς καὶ δένδρα
καταπεσεῖν· μεσάζων δὲ εὔκρατος, καὶ λήγων κατά-
ψυχρος.
         τὸ ἔαρ ὕπομβρον, τὸ θέρος ἔαρι ὅμοιον·
καὶ λείψουσιν ἐν αὐτῷ αἱ πηγαὶ τῶν ὑδάτων, λείψει
δὲ καὶ βοσκὴ τοῖς ἀλόγοις.
         τὸ φθινόπωρον καυ-
ματῶδες καὶ ἐπίνοσον ἀπὸ κατάῤῥου καὶ βηχός· διὸ
χρὴ ἄρτῳ ὀλίγῳ χρῆσθαι, οἴνῳ δὲ πλείονι. ὁ σῖτος
ἔσται σύμμετρος. ἡ ἄμπελος καὶ ἡ ἐλαία εὐφορήσει.
εὔθετον τὸ ἔτος πρὸς ἐνοφθαλμισμόν, οὐ μὴν πρὸς
φυτείαν. τῶν μεγάλων βοσκημάτων ἔσται φθορά, τῶν
δὲ ἀγρίων πολυπλήθεια. ἀνὴρ ἐπίσημος τελευτήσει.
εὔχεσθαι δὲ δεῖ, ἵνα μὴ γένωνται σεισμοὶ καὶ πόλε-
μοι.

Γεωπονικά. Book 1, ch. 12, Sec. 26, line 3

ὡς πολλοὺς θαλασσωθῆναι τόπους.


         τὸ ἔαρ κάτομ-
βρον καὶ τοῖς δένδρεσι χαλεπόν. λήγοντος δὲ τοῦ
ἔαρος, χάλαζαι κατὰ τόπους ἔσονται. τὸ θέρος ἔπομ-
βρον, καὶ γνοφῶδες.
         καὶ χρὴ τὴν συγκομιδὴν τῶν
σιτικῶν καρπῶν συντόμως γενέσθαι, ἵνα μὴ ὑπ' ὄμ-
βρων φθαρῶσι.
         τὸ φθινόπωρον ἀνεμῶδες καὶ
ὑγιεινόν. ἡ ἄμπελος εὐφορήσει. ἐπιτήδειον τὸ ἔτος
πρὸς ἀμπέλων φυτείαν. ὁ σῖτος εὔφθαρτος ἔσται.
ὑγιεινὸν ὅλον τὸ ἔτος, μηδεμίαν ἔχον νόσον. εὔχεσθαι
δὲ δεῖ περὶ τῶν καρπῶν.
         Ἐν δὲ τῷ οἴκῳ τῆς
Ἀφροδίτης τῷ ζυγῷ γενομένου τοῦ Διός, ὁ χειμὼν
ἀρχόμενος μὲν ἔσται ὑδατώδης, εὔκρατος μεσάζων
καὶ ἀνεμώδης, λήγων δὲ κάθυγρος καὶ παχνώδης. τὸ
ἔαρ εὔκρατον, ἔχον ἀσθενήματα ἀπὸ κεφαλῆς. τοῦ δὲ
θέρους ἡ ἀρχὴ ἔαρι ἔσται ὁμοία. ταῖς ἐγκύοις γυναιξὶν
ἐπικίνδυνον ἔσται τὸ ἔτος.
527

Γεωπονικά. Book 1, ch. 12, Sec. 29, line 6

         Δημόκριτος δέ φησιν,


ἐν τούτῳ τῷ ἔτει μήτε ποταμοὺς ἔσεσθαι μεγάλους,
μήτε χάλαζαν πολλήν· τὸ δὲ φθινόπωρον ἔνυδρον
εἶναι.
         Ὅτε δὲ ἐν οἴκῳ Ἄρεως τῷ σκορπίῳ γένη-
ται ὁ Ζεύς, ὁ χειμὼν ἀρχόμενος ἔσται μετὰ χαλάζης
ψυχρός, καὶ μεσάζων δὲ θερμός, λήγων δὲ πραΰς. τὸ
ἔαρ ἔσται χειμερινὸν ἕως τροπῶν θερινῶν, ὄμβρων
καὶ βροντῶν γινομένων· λείψουσιν αἱ πηγαὶ τῶν ὑδά-
των· σῖτος μέσος, ἡ ἄμπελος καὶ ἡ ἐλαία εὐφορήσει,  
τῶν βοῶν ἔσται φθορά. Δημόκριτος δέ φησι, ποτα-
μοὺς μεγάλους ἔσεσθαι, καὶ νόσους περὶ τὸ φθινό-
πωρον.
         διὸ εὔχεσθαι δεῖ, ἵνα μὴ λοιμικὰ γένηται
πάθη. χρή, φησί, βρώμασι μὲν ὀλίγοις, ποτῷ δὲ
πλείονι χρῆσθαι.

Γεωπονικά. Book 2, ch. 27, Sec. 1, line 1

Περὶ σιτοβολίου ἤτοι ὡρείου, καὶ διαμονῆς σίτου. Ταραντίνου.

 Καλῶς ἀποκλείεται σῖτος ἐν ἀνωγέοις, τὸ φῶς


ἀπὸ ἀνατολῆς ἔχουσι· προσπνείσθω δὲ ὁ τόπος με-  
τρίως ἀπὸ βοῤῥᾶ καὶ ζεφύρου, καὶ ἀπεστράφθω νότου
καὶ τῶν τοιούτων ἀνέμων.
         ἐχέτω δὲ πυκνοὺς σω-
λῆνας, δι' ὧν ἥ τε θερμὴ ἀτμὶς ἐκπνέει, καὶ αὖρα
ψύχουσα εἰσπνέει. μὴ ἐχέτω δὲ νοτίδα, ἢ δυσωδίαν
τινά, ἢ ἀναθυμίασιν ἀηδῆ. μάλιστα δὲ ἱπποστασίων
καὶ βουστασίων καὶ τῶν τοιούτων, καὶ πάσης θέρμης
πόῤῥω ἔστω.

Γεωπονικά. Book 2, ch. 27, Sec. 8, line 3


528

θίου ἢ ἀβροτόνου ξηρὰ κλωνία ἐντιθέασιν, ἔτι γε μὴν


καὶ φύλλα ξηρὰ τῆς ἀειζώου βοτάνης.
         κάλλιον δὲ
τὴν ἀμμοκονίαν ἀμόργῃ βρέχειν. αὕτη γὰρ καὶ πάντα
τὰ θηρία διαφθείρει, καὶ τὸν σῖτον στερεώτερον καὶ
πυκνότερον ποιεῖ. διό τινες ἐφ' ἡμισείας τὴν ἀμόρ-
γην ἑψήσαντες καταῤῥαίνουσι τοὺς τοίχους, εἶτα ἐάσαν-
τες ξηρανθῆναι ἀποτίθενται τοὺς καρπούς.
         Πάντων
δὲ κάλλιον γῆν προετοιμάζειν ἐψυγμένην ἀργιλλώδη,  
ἢ ῥοιῶν φύλλα ξηρὰ καὶ σεσησμένα· καὶ ὅταν ὁ σῖτος
ἀποτεθῇ, εἰς ἕκαστον σίτου μέδιμνον ἐμπάσσειν χοίνικα
τῆς ἀργιλλώδους γῆς ἢ τῶν φύλλων.
         Χρησιμώτα-
τον δὲ κόνυζαν ἡμιψυγῆ τῷ ἐδάφει ὑποστρωννύειν
τοῦ σίτου, καὶ μετὰ δέκα πάλιν μεδίμνους σίτου ἐπι-
βάλλειν τὴν κόνυζαν, καὶ πάλιν σῖτον ἕως ἂν ἅπας
ἀποτεθῇ. ὁ γὰρ οὕτως ἀποτεθεὶς οὐ μόνον εἰς πολλὰ
ἔτη ἄσηπτος διαμένει, ἀλλὰ καὶ ἀποσώσει τὸν αὐτὸν
σταθμὸν ἐπὶ τῇ ἀρτοποιΐᾳ.          φύσει δὲ ὁ σῖτος πα

Γεωπονικά. Book 2, ch. 28, Sec. 1, line 1

βάλλειν τὴν κόνυζαν, καὶ πάλιν σῖτον ἕως ἂν ἅπας


ἀποτεθῇ. ὁ γὰρ οὕτως ἀποτεθεὶς οὐ μόνον εἰς πολλὰ
ἔτη ἄσηπτος διαμένει, ἀλλὰ καὶ ἀποσώσει τὸν αὐτὸν
σταθμὸν ἐπὶ τῇ ἀρτοποιΐᾳ.
         φύσει δὲ ὁ σῖτος πα-
λαιούμενος σφόδρα μελαίνεται, καὶ πικρὸς γίνεται,
ὅθεν δεῖται τῆς προειρημένης ἐπιμελείας.

Ὥστε καὶ αὔξησιν λαμβάνειν τὰ


ἀποκείμενα ἐν τοῖς ὡρείοις σπέρματα.
Ἀφρικανοῦ.

 Ὁ σῖτος ἐπίμετρον ποιήσει οὕτως· νίτρον καὶ


ἀφρόνιτρον λειώσας καὶ ἀναμίξας γῇ λεπτῇ, ἐπί-
βαλλε τοῖς σωροῖς. φυλάξει δὲ αὐτοὺς καὶ ἀκόπους
τὸ τοιοῦτον.  
529

Γεωπονικά. Book 4, ch. 15, Sec. 12, line 3

         Ἄλλοι εἰς


θαλάσσιον ὕδωρ ζέον, μὴ οὔσης δὲ θαλάσσης, εἰς
ἅλμην μιγέντος οἴνου τοὺς βότρυας ἀποβρέξαντες καὶ
ψύξαντες, ἀποτίθενται ἐν ἀχύροις κριθίνοις.
         Τινὲς
δὲ τέφραν συκίνην ἢ ἀμπελίνην ὕδατι ζέσαντες, καὶ τοὺς
βότρυας βρέξαντες καὶ ψύξαντες, ἀποτίθενται ἐν τοῖς
προειρημένοις ἀχύροις.
         Φυλάττονται δὲ αἱ στα-
φυλαὶ ἐπὶ πλεῖστον χρόνον καὶ ἐν ταῖς ἀποθήκαις
τοῦ σίτου κρεμαννύμεναι, καὶ μάλιστα ἐὰν ὁ σῖτος
ἀνακίνηται. ὁ γὰρ ἀνιστάμενος ἀπ' αὐτοῦ κονιορτός,
προσιζάνων αὐταῖς πολύ τι συμβάλλεται πρὸς διαμο-
νήν.
         Φυλάξεις τὰς σταφυλὰς καὶ οὕτως· ἑψήσας
ὄμβριον ὕδωρ, ὥστε τὸ τρίτον ὑπολειφθῆναι, ἐξαι-
θριάσας, τουτέστι διαψύξας, ἔμβαλε εἰς ἀγγεῖον κεκο-
νημένον· εἶτα τῆς πεπανθείσης σταφυλῆς λαβὼν βό-
τρυας στερεωτέρας τὰς ῥάγας ἔχοντας, διακαθάρας
αὐτῶν τοὺς ὄμφακας καὶ τὰς σαπρὰς ῥάγας ἔμβαλε,  
ὡς ὑπερέχειν τῶν βοτρύων τὸ ὕδωρ, καὶ πωμάσας

Γεωπονικά. Book 5, ch. 33, Sec. 5, line 2

τῆς ἐρυσίβης προληφθῆναι, ἀνασκευάσεις τὴν βλάβην


οὕτως· σικύων ἀγρίων ἢ κολοκυνθίδος τὰς ῥίζας ἢ τὰ
φύλλα συγκόψας, καὶ βρέξας ὕδατι, τὰ καταληφθέντα
ὑπὸ τῆς ἐρυσίβης κατάῤῥαινε πρὶν ἀνατεῖλαι τὸν
ἥλιον· τὸ δὲ αὐτὸ ποιεῖ καὶ σποδιὰ ὁμοίως βραχεῖσα
συκίνη ἢ δρυΐνη καὶ καταῤῥανθεῖσα.
         Φησὶ δὲ
Ἀπουλήϊος, ἐὰν δάφνης ἐν τῇ ἀρούρᾳ κλάδους βάλῃς,
μεταβαίνειν εἰς αὐτοὺς τὴν βλάβην τῆς ἐρυσίβης.
Εἰδέναι δὲ χρή, ὅτι ταῖς πανσελήνοις μάλιστα
πάντα ἐρυσιβοῦνται· ἐξαιρέτως δὲ ὁ σῖτος, διὰ τὸ
τότε τὴν σελήνην θερμοτάτην οὖσαν καὶ ὑγρὰν σήπειν
530

τῆς νυκτὸς τοὺς καρπούς.

Γεωπονικά. Book 5, ch. 43, Sec. 2, line 1

Πῶς δυνατὸν πρὸ τοῦ τρυγητοῦ προ-καταμανθάνειν τὴν ἐσομένην


πολυοινίαν καὶ καλλιοινίαν, ἢ κακοοινίαν. Δημοκρίτου.

 Ῥάγα, τουτέστι κόκκον, τοῖς δακτύλοις λάβε


ἠρέμα ἀπὸ τοῦ βότρυος· ἐὰν οὖν ὑγρόν τι ἐκπηδήσῃ,
εὐφορίαν δηλοῖ.
         τινὲς δέ, εἰ πολὺς σῖτος γένηται,
καὶ τὸν ὑγρὸν καρπὸν εὐθηνήσειν ὑπισχνοῦνται.
Τὸν δὲ οἶνον καλὸν καὶ δυνατὸν ἔσεσθαι τεκμαιρό-
μεθα, ἐὰν διὰ τοῦ ἔαρος ὄμβροι πλείους γένωνται.
τὸ αὐτὸ δηλοῦσιν ὄμβροι γινόμενοι, καὶ ὀροβιαίας
γενομένης τῆς σταφυλῆς καὶ ὀμφακιζούσης ἔτι.

Γεωπονικά. Book 14, ch. 22, Sec. 6, line 2

ὄρνισι.
         Τὰ δὲ νεόττια ταῖς πρώταις ἡμέραις ἔσω
μένειν χρή. εὐδίας δὲ οὔσης, ἐπὶ τὴν νομὴν προ-
άγωμεν, καὶ ἐπὶ τὸ ὕδωρ τροφῆς ἤδη κεκορεσμένα
προακτέον· προνοητέον δὲ μὴ ὑπὸ κνιδῶν ἤ τινος
ἀκάνθης νύσσοιντο.
         φυλακτέον δὲ ὁμοίως, μή πως  
ἐρίφου ἢ χοίρου τρίχας καταπίωσι. διαφθείρονται γὰρ
καταπίνοντα.
         ἅμα δὲ τῷ προελθεῖν τὰ νεόττια ἀπὸ
τῶν ὠῶν, ἄλφιτα καὶ σῖτος διαβραχεὶς διδόσθω εἰς
τροφήν, καὶ κάρδαμον χλωρόν.

Γεωπονικά. Book 14, ch. 22, Sec. 12, line 4

πολὺ ἡμέρας κθʹ, ψύχους δὲ ὄντος, ἡμέρας λʹ· ὅσας δὲ


ἡμέρας ἐπωάζει, κριθὰς βεβρεγμένας ἐν ὕδατι παρα-
531

θετέον.
         Μετὰ δὲ λʹ ἡμέρας εἴ τις βούλοιτο τὰ
ἥπατα αὐτῶν μεγάλα ποιῆσαι, ἰσχάδας ξηρὰς συγκόψας  
εἰς λεπτά, καὶ φυράσας ὕδατι, διὰ τοῦ στόματος
διδότω ἐπὶ ἡμέρας κʹ, ἢ τὸ γοῦν ἔλαττον ιζʹ ἐντιθέτω.
τινὲς δέ, πρὸς τὸ μέγα ποιῆσαι τὸ ἧπαρ, καὶ τὸν
χῆνα εἶναι λιπαρόν, τρέφουσιν οὕτως. ἐγκλείσαντες
αὐτὸν παραβάλλουσι σῖτον βεβρεγμένον, ἢ κριθὴν
ὁμοίως· ὁ μὲν γὰρ σῖτος λιπαίνει ταχέως, ἡ δὲ κριθὴ
λευκὸν ποιεῖ τὸ κρέας.

Γεωπονικά.
Book 15, ch. 1, Sec. 26, line 1

μετὰ τρυγητόν.
         οἱ θαλάττιοι ὄρνιθες ἐὰν ἑλκω-
θῶσι τὸ ῥάμφος, ὀριγάνῳ ἰῶνται. σκορπίον ἀναιρεῖ
ῥάφανος ἐπιτεθεῖσα αὐτῷ. ἐὰν ὁ πληγεὶς ὑπὸ σκορ-
πίου ὑπὲρ ὄνου καθίσῃ ὄρθιος πρὸς τῇ οὐρᾷ ἐπιβλέ-
πων, ὁ ὄνος ἀλγήσει ὑπὲρ αὐτοῦ. σημεῖον δέ, ὅτι
περδόμενος διατελεῖ.
         ἐὰν ὁ πληγεὶς ὑπὸ σκορπίου
εἰς τὸ οὖς εἴπῃ τοῦ ὄνου, σκορπίος με ἔπληξεν, οὐκ
ἀλγήσει, εἰς τὸν ὄνον μετελθούσης τῆς ἀλγηδόνος.
οἱ μύρμηκες, ἵνα ὁ σῖτος ἀποθησαυριζόμενος παρ'
αὐτῶν μὴ φύῃ, τὰς ἐντεριώνας τῶν ῥαγῶν ἀφαιροῦσι.
τὰ ἐν τῷ σπείρεσθαι σπέρματα ἁπτόμενα τοῦ
κέρατος τοῦ βοὸς ὑπὸ πυρὸς οὐ δαπανᾶται. καλεῖται
δὲ τὰ τοιαῦτα κερασβόλα.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 3, p. 478, line 29

καρτερὸς κρείττων ἐστὶ τοῦ ἁπλῶς μεμαῶτος μάχεσθαι, καὶ ὅτι ἄμφω
ταῦτα
πάνυ γοργῶς ἐπιμαρτύρεται τοῖς Αἴασιν ἐν τῷ «κείνων μένος καὶ χεῖρας
ἀάπτους», καὶ ὅτι τεχνικῶς ἄμφω τοὺς Αἴαντας ὕπερθεν τοῦ Ἕκτορος
θέμενος
ἐν τῇ πρὸς Ἀχιλλέα συγκρίσει οὐκ ἀμφοτέρους ἀλλὰ μόνον τὸν μείζονα
ἐσέμνυ-
νεν Αἴαντα. (v. 319) Τὸ δὲ «ὅτε μὴ αὐτός γε Κρονίων», καθὰ καὶ τὸ «ὅτι
532

μὴ
αὐτός γε» ἀρχαϊκά εἰσι, λαμβανόμενα ἀντὶ τοῦ «εἰ μὴ αὐτός γε». Ὁ δὲ
Κρονίων
καὶ ἐνταῦθα διὰ μέτρον ἐκτείνει τὴν παραλήγουσαν. (v. 320) Ὁ δὲ
αἰθόμενος
δαλὸς πρὸς διαστολὴν κεῖται νοουμένου πυρός, ὃ καὶ παρ' Ἡσιόδῳ κεῖται
ἐν τῷ «εὕει ἄτερ δαλοῦ». (v. 322) Δήμητρος δὲ ἀκτὴν τὴν ἀπὸ σίτου καὶ
τῶν σιτωδῶν λέγει τροφήν, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ δηλοῦται. καὶ γίνεται ἀπὸ
τοῦ ἄγω, ἤτοι κλῶ καὶ συντρίβω, μυλήφατος γὰρ σῖτος χρήσιμος εἰς
τροφήν, ἵνα ᾖ ἀκτὴ Δήμητρος τὸ κλάσμα τοῦ ἄρτου, ἢ ἀπὸ τοῦ ἄγω, τὸ
φέρω, ὃν ἡ Δημήτηρ ἄγει.  
μάλιστα δὲ κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἀπὸ τοῦ ἄγω, τὸ προάγω καὶ προτιμῶ, ἡ
προ-
αχθεῖσα καὶ προτιμηθεῖσα τῶν ἄλλων. Λείπει δὲ ἐνταῦθα τὸ δωρεάν, ὡς
ἂν
εἴη τὸ πλῆρες τοῦ λόγου Δημήτερος ἀκτὴν δωρεάν, ὡς καὶ ἐν τῷ ξυστόν
λείπει
τὸ δόρυ καὶ ἐν τῷ διπλόη συννοεῖται ἡ χλαῖνα καὶ ἐν τῷ ἔν γ' αὐτοσταδίῃ
λείπει ἡ μάχη, ὡς δηλοῖ τὸ «ἐν σταδίῃ ὑσμίνῃ». πλῆρες ὂν αὐτό. καὶ ὁ
ἑανὸς
δὲ ἔχει τὸν πέπλον ἐλλείποντα. οὕτω δὲ καὶ ἐν τῇ Ἀττικῇ Ποικίλῃ
ἐλλείπει ἡ
στοά, καὶ ἐν τῷ βροτός λείπει τὸ ἀνήρ, καὶ ἐν τῷ χείμαρρος λείπει τὸ
ποταμός.
ἄλλοι δὲ ἀρσενικῶς λέγουσι τὸν ἀκτήν.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 3, p. 652, line 24

διάθεσιν δραστηρίου μάχης ἔχουσι, τὰ δὲ μεταξὺ ταῦτα ἱστορίαις καὶ


μύθοις
κέκραται. (v. 314) Ἰστέον δὲ καὶ ὅτι τὸ «τραπείομεν εὐνηθέντε» δύναται
μὴ μόνον δηλοῦν τὸ τερφθῶμεν κοινότερον, ἀλλὰ καὶ ἄλλως
φιλοσοφώτερον
αὐτὸ δὴ τὸ τραπῶμεν, ὡς ἀπὸ τοῦ τρέπω, οἷα τῶν κατ' ἔρωτα παθῶν
τρέπειν
δυναμένων καὶ ἐξιστᾶν τῶν σπουδαιοτέρων ἐνεργειῶν. (v. 317) Τὸ δὲ
«ἠρα-
σάμην» ἀνάλογον μέν, ἀτριβὲς δὲ τοῖς λογογραφεῖν ἐθέλουσι. Τὸ δὲ
«Ἰξιονίης»
κτητικὸν ὄν, μὴ γραφὲν δὲ διὰ τῆς ει διφθόγγου, σημειῶδές ἐστι καὶ αὐτὸ
διὰ τὴν τοῦ διχρόνου παράληξιν, καθὰ καὶ ὁ Αἰπύτιος τύμβος καὶ τὰ ἄλλα
τὰ
533

προσεσημειωμένα. ὧν τῆς γραφῆς αἴτιος ὁ ἐν τῷ ἡρωϊκῷ μέτρῳ


ἀναγκαῖος
δακτυλισμός. [Τῷ τοιούτῳ δὲ χαρακτῆρι, τουτέστι τῇ ἐκ τῆς ει διφθόγγου

ἀπελεύσει τοῦ ε, συντακτέον πρὸς ἄλλοις οὐκ ὀλίγοις καὶ τὸ σείω, σῖτος,
εἰλῶ, ἴλιγγος, εἴρω, Ἶρις καὶ Ἶρος τὸ ἐν Ὀδυσσείᾳ κύριον, ἔτι δὲ καὶ τὸ  
σίλουρος καὶ τὰ συκάμινα, εἴπερ ἀληθὴς ὁ εἰπών· σίλουρον μὲν ἰχθὺν
αὐτὸν
Αἰγύπτιον γίνεσθαι παρὰ τὸ σείειν τὴν οὐρὰν συχνά, συκάμινα δὲ διὰ τὸ
σύκων
ἀμείνω εἶναι. τοῦ τοιούτου δὲ λόγου καὶ τὸ ἀλγινόεις ἐκ τοῦ ἀλγεινός, καὶ
τὸ
Ἰκόνιον ἐκ τῆς εἰκόνος.] (v. 318) Ὅρα δὲ ὅτι τὸν τοῦ Ἰξίονος Πειρίθοον
οὐδὲν ἐκώλυσεν ἡ πατρόθεν κακία γενέσθαι μήστωρα θεοῖς ἀτάλαντον.
Διόπερ
ὁ μῦθος Διὸς αὐτὸν εἶπεν, ὀκνήσας εἰπεῖν Ἰξίονος. ὃν πρῶτον φόνου τοῦ
μεγάλου κακοῦ κατάρξαι φασί, καὶ Ἥρας δὲ πλάττουσιν αὐτὸν

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 4, p. 305, line 23

πρᾶξαι ἄοκνον. διὸ Λακεδαιμόνιοι πίνοντες ὡπλίζοντο. (v. 171) Τοῖς δὲ


ῥηθεῖσιν ἐπάγει Ὀδυσσεὺς καὶ τὸ «ἀλλ' ἄγε λαὸν μὲν σκέδασον καὶ
δεῖπνον
ἄνωχθι ὅπλεσθαι». εἶτα λέγει καὶ περὶ τῶν βασιλικῶν δώρων, ἃ
δηλωθήσε-
ται. Δῆλον δ' ὅτι τὸ «λαὸν σκέδασον καὶ δειπνῆσαι κέλευσον», καὶ
«πάσασθαι
ἄνωχθι», καὶ τὸ «μὴ δὴ οὕτως ὄτρυνε Ἀχαιούς», ὡς καὶ πρὸ τούτων τὸ
«καὶ
ἄλλους ὄρνυθι λαούς» προβεβλῆσθαι πολέμαρχον, ὡς καὶ πρώην,
Ἀχαιοῖς τὸν
Ἀχιλλέα ἐκφαίνουσιν. [(v. 156) Ἰστέον δὲ ὅτι τε νῆστις ἥ τε ἐπὶ τοῦ
ἐντέρου καὶ
ὁ ἐνταῦθα παρὰ τῷ ποιητῇ ἐκ τοῦ νη στερητικοῦ μορίου γίνεται καὶ τοῦ
σῖτον, ἵνα ᾖ νήσιτις, καὶ ἐν συγκοπῇ νῆστις, καὶ ὅτι τῷ λόγῳ τούτῳ
ταὐτόν ἐστιν ὁ νῆστις καὶ ὁ ἄσιτος. στέρησίς τε γὰρ ἐν ἀμφοῖν, καὶ τὸ
σῖτον ἐν ἑκατέροις. συστοιχεῖ δὲ αὐτοῖς καὶ ὁ ἄπαστος κατὰ τὸ «κεῖται
ἄσιτος, ἄπαστος», καὶ ὅτι νήστιες καὶ εἶδός εἰσι κεστρέων κατὰ τὸν
εἰπόντα «εἴδη δὲ κεστρέων, οἳ καὶ
πλῶτες καλοῦνται, σφηνεὺς καὶ δακτυλεὺς καὶ νῆστις, ἐξ οὗ παροιμία τὸ
»κεστρεὺς νηστεύει», ἐπὶ τῶν δικαιοπραγούντων, ἐπειδὴ οὐ σαρκοφαγεῖ.
534

ὅθεν  
οὐδὲ τῶν τι θηρίων κατεσθίει τὸν γόνον τῶν κεστρέων, ἐπεὶ οὐδ' αὐτὸς
οὐδένα τῶν ἰχθύων. μνήμη τοιούτου κεστρέως παρὰ Εὐβούλῳ ἐν τῷ «ὡς
νῦν τετάρτην ἡμέραν βαπτίζεται νῆστις πονηροῦ κεστρέως τρίβων βίον»,
καὶ παρὰ Διφίλῳ

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 4, p. 305, line 24

ῥηθεῖσιν ἐπάγει Ὀδυσσεὺς καὶ τὸ «ἀλλ' ἄγε λαὸν μὲν σκέδασον καὶ
δεῖπνον
ἄνωχθι ὅπλεσθαι». εἶτα λέγει καὶ περὶ τῶν βασιλικῶν δώρων, ἃ
δηλωθήσε-
ται. Δῆλον δ' ὅτι τὸ «λαὸν σκέδασον καὶ δειπνῆσαι κέλευσον», καὶ
«πάσασθαι
ἄνωχθι», καὶ τὸ «μὴ δὴ οὕτως ὄτρυνε Ἀχαιούς», ὡς καὶ πρὸ τούτων τὸ
«καὶ
ἄλλους ὄρνυθι λαούς» προβεβλῆσθαι πολέμαρχον, ὡς καὶ πρώην,
Ἀχαιοῖς τὸν
Ἀχιλλέα ἐκφαίνουσιν. [(v. 156) Ἰστέον δὲ ὅτι τε νῆστις ἥ τε ἐπὶ τοῦ
ἐντέρου καὶ
ὁ ἐνταῦθα παρὰ τῷ ποιητῇ ἐκ τοῦ νη στερητικοῦ μορίου γίνεται καὶ τοῦ
σῖτον,
ἵνα ᾖ νήσιτις, καὶ ἐν συγκοπῇ νῆστις, καὶ ὅτι τῷ λόγῳ τούτῳ ταὐτόν ἐστιν

νῆστις καὶ ὁ ἄσιτος. στέρησίς τε γὰρ ἐν ἀμφοῖν, καὶ τὸ σῖτον ἐν
ἑκατέροις.
συστοιχεῖ δὲ αὐτοῖς καὶ ὁ ἄπαστος κατὰ τὸ «κεῖται ἄσιτος, ἄπαστος», καὶ
ὅτι
νήστιες καὶ εἶδός εἰσι κεστρέων κατὰ τὸν εἰπόντα «εἴδη δὲ κεστρέων, οἳ
καὶ
πλῶτες καλοῦνται, σφηνεὺς καὶ δακτυλεὺς καὶ νῆστις, ἐξ οὗ παροιμία τὸ
»κεστρεὺς νηστεύει», ἐπὶ τῶν δικαιοπραγούντων, ἐπειδὴ οὐ σαρκοφαγεῖ.
ὅθεν  
οὐδὲ τῶν τι θηρίων κατεσθίει τὸν γόνον τῶν κεστρέων, ἐπεὶ οὐδ' αὐτὸς
οὐδένα
τῶν ἰχθύων. μνήμη τοιούτου κεστρέως παρὰ Εὐβούλῳ ἐν τῷ «ὡς νῦν
τετάρτην
ἡμέραν βαπτίζεται νῆστις πονηροῦ κεστρέως τρίβων βίον», καὶ παρὰ
Διφίλῳ
ἐν τῷ «οὗτοι δεδειπνήκασιν, ὁ δὲ τάλας ἐγὼ κεστρεὺς ἂν εἴην ἕνεκα
νηστίας
ἄκρας».]
535

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 4, p. 315, line 12

μειωμένα. (v. 210) Ἐν δὲ τῷ «οὐ πόσις οὐδὲ βρῶσις» προέθετο, ὡς καὶ ἐν

ἄλλοις, τὴν πόσιν τῆς βρώσεως, οὕτω ποιῶν ὡς ἐπὶ πολύ. ἐρεῖ γὰρ καὶ
κατωτέρω «πόσιος καὶ ἐδητύος», μετ' ὀλίγα μέντοι «σίτοιο καὶ ποτοῖο».
(v. 212) Τὸ δὲ «κεῖται ἀνὰ πρόθυρον τετραμμένος», ἤγουν εἰς τὸ
πρόθυρον
ὁρῶν, ἔθος διδάσκει παλαιόν, οἷα ἔθους ὄντος οὕτω προτίθεσθαι τοὺς
νεκρούς,
ὡς ἐπὶ ἐξόδῳ τοῦ βίου γεγονότας. (v. 213 s.) Ἰστέον δὲ καὶ ὅτι ὁ πρὸ
ἔργου
παντὸς σπεύδων εἰς κίνδυνον ἐρεῖ ἂν «οὔ μοι μετὰ φρεσὶ ταῦτα μέμηλεν,
ἀλλὰ
φόνος τε καὶ αἷμα καὶ ἀργαλέος στόνος ἀνδρῶν». ἔνθα καιρία παρίσωσις
τὸ
φόνος καὶ στόνος. [(v. 209) Ἰστέον δὲ ὅτι τὸ «πρὶν δ' οὔ πως ἂν ἔμοιγε
φίλον
κατὰ λαιμόν» καὶ ἑξῆς, κατὰ σχῆμα συγχωρήσεως ἔφη ὁ Ἀχιλλεύς, ὡς
τοῖς μὲν
ἄλλοις ἀφιεὶς δειπνῆσαι πρὸ μάχης διὰ τὸ κοινὸν ἔθος, αὐτὸς δὲ ἄσιτος
ἐθέλων
διατελέσαι πανημέριος μαχόμενος διὰ τὸν Πάτροκλον.] (v. 215 – 20) Ὅτι
πρὸ
ὀλίγου μὲν ὁ Ἀχιλλεὺς ἠξίου αἶψα τοὺς Ἀχαιοὺς εἰς μάχην ἐξελθεῖν καὶ
μὴ
κλοτοπεύειν καὶ διατρίβειν, ὅτε καὶ αἰσθόμενος Ὀδυσσεὺς ὡς ἀδείπνους
ἐκεῖνος
βούλεται τοὺς Ἕλληνας εἰς μάχην ἐξαγαγεῖν, ἀντεῖπεν ὅσα ἔδει. ἐπεὶ δὲ ὁ

Ἀχιλλεὺς σαφέστερον ἐξήνεγκεν ὃ ἐβούλετο, ἐνταῦθα δὴ καὶ Ὀδυσσεὺς


παρρησιάζεται λαμπρότερον καί φησιν «ὦ Ἀχιλλεῦ, Πηλέος υἱέ, μέγα
φέρτατε

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 4, p. 440, line 7

ἐνταῦθα τὸ ἀνὰ τὸ ὄρος μαιμᾶν τὸ πῦρ ὡς ἐπὶ ἐμψύχου τοῦ πυρὸς


εἴρηται, οἷα
καὶ θεσπιδαοῦς, ὅ ἐστι θεόθεν, ταὐτὸν δ' εἰπεῖν ποιητικῶς Διόθεν, πεσόν-
τος καὶ δαίοντος. κυρίως γὰρ ἐπὶ ἐμψύχων τὸ μαιμᾶν. (v. 490) Ἄγκεα δὲ
536

καὶ
νῦν, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ, οἱ φαραγγώδεις καὶ οἷον ἀνακείμενοι δασεῖς τόποι.  

(v. 491) Ἀζαλέον δὲ ὄρος, ὅ ἐστι ξηρόν, ὑποτίθεται, ὡς ἂν ἐπαυξήσῃ τὸ


τοῦ
Ἀχιλλέως δραστήριον. οὐχ' οὕτω γὰρ τὸ πῦρ εἰς ὑγρὰν ὕλην δρᾷ, ὡς ὅτε
ταύτης
ξηρᾶς λάβηται. εἰ δὲ καὶ βαθεῖα ἡ ὕλη, συννοητέον δὲ ὡς καὶ δασεῖα, καὶ
ἄνεμος δὲ εἰλυφάζει, τουτέστι πανταχοῦ εἰλεῖ τὸ πῦρ, τότε πλείων ἡ
δρᾶσις τοῦ
πυρὸς γίνεται. (v. 492) Τρεῖς δὲ παραγωγὰς ἔχει τὸ εἰλυφάζειν. ἀπὸ γὰρ
τοῦ
εἰλῶ γίνεται εἰλύω, ἐξ οὗ εἰλυφῶ, εἶτα εἰλυφάζω, λέξις αὕτη πεζῷ λόγῳ
ἀπρόσιτος. Ἰστέον δὲ ὡς ἐν μὲν τῷ εἰλυφῶ συστέλλεται τὸ υ, ὡς δηλοῖ τὸ

»πάντῃ τ' εἰλυφόων ἄνεμος, καὶ ἀπαρτίζεται οὕτω μετρικὸς δάκτυλος. ἐν


δὲ τῷ
εἰλυφάζω ἐκτείνεται, ἵνα σπονδειακῶς ποδισθῇ. (v. 493) Σημείωσαι δὲ
ὅτι
σεμνύνας νῦν Ὅμηρος τὸν Ἀχιλλέα πλατείᾳ πυρίνῃ παραβολῇ.
σεμνότερον ἔτι
παραβολικὸν εὐθὺς ἐπήγαγε κόμμα, συναρτήσας τῇ τοῦ πυρὸς παραβολῇ,
ὡς
καὶ προεγράφη, τὸ «ἔθυνε σὺν ἔγχεϊ δαίμονι ἶσος». (v. 494) Ὅτι ἐφέπειν
καὶ
ἐνταῦθα τὸ διώκειν, ἐν τῷ «κτεινομένους ἐφέπων, ῥέε δ' αἵματι γαῖα
μέλαινα».
τὸ δέ γε ἀμφέπειν σύγκειται μὲν καὶ αὐτὸ ἐκ τοῦ ἕπειν, δηλοῖ δὲ τὴν κύκλ

υστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 4, p. 857, line 13

ἀσιγμοποιηθεῖσα ᾠδὴ καὶ τῷ Ἑρμιονεῖ δὲ Λάσῳ ἄσιγμος ὕμνος εἰς


Δήμητραν.]
(v. 1 – 2) Ὅτι οἰκεῖον λύσει ἀγῶνος ἢ ἁπλῶς συνάξεως λαοῦ τὸ «λῦτο δ'
ἀγών, λαοὶ δὲ θοὰς ἐπὶ νῆας ἕκαστοι ἐσκίδναντ' ἰέναι. Ἀγὼν δὲ καὶ νῦν τὸ

πλῆθος. παρὰ δὲ Βοιωτοῖς ἀγὼν κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἡ ἀγορά. ὅθεν καὶ
ἀγορανόμος ὁ ἀγωνάρχης, καὶ παρ' Αἰσχύλῳ «ἀγώνιοι θεοί» οἱ ἀγοραῖοι.
ἐτυμολογεῖται δὲ ἀγὼν ἢ παρὰ τὸ ἄγω, ἢ ἀπὸ Ἀγώνου, ἡνιόχου, φασί,
Πέλοπος, ἢ παρὰ τὴν α στέρησιν καὶ τὴν γωνίαν ἀγών, οἱονεὶ τόπος
κυκλοτερής,
537

γωνίαν οὐκ ἔχων καὶ διὰ τοῦτο εὐρύς. καὶ Ὅμηρος γὰρ φθάσας ἱερὸν
κύκλον
ἔφη τὴν ἀγοράν, καὶ Σοφοκλῆς δέ που «κυκλόεντα θῶκον ἀγορᾶς
εὐκλεῆ»
λέγει, καὶ Εὐριπίδης δὲ οὕτως οἶδεν ἐν τῷ «ἀγορᾶς χραίνων κύκλον». (v.
2 – 9)
Ὅτι λύπην Ἀχιλλέως ὑπογράφων τὴν ἐπὶ τῷ Πατρόκλῳ, δι' ἣν καὶ ἄσιτος
καὶ
ἄϋπνος ἦν, φησίν, ἃ καὶ ἐπὶ ἑτέρων ῥηθήσεταί τινων πασχόντων ὅμοια,
ὡς οἱ μὲν
ἄλλοι «δόρποιο μέδοντο ὕπνου τε γλυκεροῖο ταρπήμεναι· αὐτὰρ
Ἀχιλλεὺς κλαῖε
φίλου ἑτάρου μεμνημένος, οὐδέ μιν ὕπνος ᾕρει πανδαμάτωρ, ἀλλ'
ἐστρέφετ'
ἔνθα καὶ ἔνθα, Πατρόκλου ποθέων ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠΰ». ἅπερ καὶ

ἐνταῦθα, ὥς που καὶ ἐν τοῖς πρὸ τούτων, ἐκ παραλλήλου τὴν ἀνδρίαν


δηλοῦσιν, «ἠδ' ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα, ἀνδρῶν τε
πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων· τῶν» νῦν «μιμνησκόμενος
θαλερὸν κατὰ
Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 4, p. 878, line 25

κλαυθμόν, οὕτω κἀνταῦθα τὴν ἀδινὴν στοναχὴν οἷα μεθοδεύσας μὴ δέον


εἶναι
ἀκαίρως νῦν τοιούτοις ἐμπλατύνασθαι. (v. 125) Τὸν δὲ λάσιον ὄϊν
στεινόμενον
μαλλοῖς φησιν ἡ Ὀδύσσεια. Τὸ δὲ «ἱέρευτο» ἁπλῶς ἀντὶ τοῦ ἔσφακτο,
ἐπεὶ καὶ
ἱερεῖα τὰ σφάγια. (v. 128 – 31) Ὅτι τὸ κατὰ Πυθαγόραν μὴ ἐσθίειν
καρδίαν, ὅ
ἐστιν ἄλυπον καὶ ἀτάραχον διαμένειν τὸν ἄνθρωπον, [καί, ὡς εἰπεῖν,
ἀλυπίαν
ἀσκεῖν,] ἐκ τῶν Ὁμήρου παρέξεσται, εἰπόντος «τέκνον ἐμὸν, τέο μέχρις»,

ἤγουν μέχρι τίνος, «ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων σὴν ἔδεαι κραδίην,


μεμνημένος οὔτε
τι σίτου οὔτ' εὐνῆς», καὶ ἑξῆς. (v. 129) Τὸ δὲ «ἔδεαι» οὐκ ἐνέργειαν
δηλοῖ κα-
τὰ τὸ ἔδοντες καὶ ὅσα τοιαῦτα, πάθος δὲ μᾶλλον. ἐσθίεται γάρ τις τὴν
καρδίαν
ἀχεύων. ἔχει δέ τε καὶ ἀντιθετικὸν ὁ τόπος οὗτος. οἱονεὶ γάρ φησιν ὡς· τί
δήποτε τὴν καρδίαν ὀδυρμοῖς ἐδόμενος αὐτὸς ἄσιτος μένεις; (v. 129 –
31) Ἰστέον
538

δὲ ὅτι Θέτιδος εἰπούσης ἐν τῇ πρὸς τὸν υἱὸν προαναφωνήσει χρῆναι


μεμνῆσθαι
τὸν Ἀχιλλέα σίτου, ὡς ἐρρέθη, καὶ εὐνῆς, «ἀγαθὸν δέ», φησί, «γυναικί
περ ἐν
φιλότητι μίσγεσθαι, οὐ γάρ μοι δηρὸν βέῃ, ἀλλά τοι ἤδη ἄγχι παρέστηκε
θάνα-
τος καὶ μοῖρα κραταιή» ἀθετοῦσι τοὺς στίχους τούτους οἱ παλαιοί, διά τε
ἄλλα, καὶ μάλιστα διὰ τὴν εὐνήν, ὅ ἐστι μῖξιν. τοῖς γὰρ πολεμοῦσιν οὐ
τοιούτων  
ἀλλ' εὐτονίας χρεία, φασί, καὶ πνεύματος, ὡς καὶ τοῖς γυμναζομένοις. διὸ

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 4, p. 966, line 3

μυστριοπώλαις», καὶ ἑξῆς. δῆλον δ' ὅτι ὑποκοριστικὸν τὸ μυστρίον, ὅθεν


οἱ
μυστριοπῶλαι. (v. 624) Τοῦ δὲ ὀπτᾶν πολλὰ μὲν καὶ ἄλλα προῆκται, καὶ

παρὰ τῷ Ἀθηναίῳ δὲ ὀπτήσιμος γογγυλίς, ἤγουν ἐπιτηδεία ὀπτᾶσθαι.
(v. 626) Τὸ δὲ «νεῖμε», ταὐτὸν δ' εἰπεῖν, ἐπένειμεν, ἔστιν εἰπεῖν καὶ
νεμήσασθαι, ὡς δῆλον ἐκ τοῦ «τὰ δὲ λοιπὰ κρέα νεμησάμενοι». τοῦτο δὲ
καὶ
νωμῆσαι οἶδε λέγειν ὁ ποιητής.] (v. 629 s.) Ὅτι Πρίαμος μετὰ τὸ φαγεῖν
καθήμενος «θαύμαζ' Ἀχιλῆα, ὅσσος ἔην οἷός τε· θεοῖσι γὰρ ἄντα ἐῴκει».
(v. 631 s.) Εἶτα ἀντιστρέφων τὸ θάμβος ὁ ποιητής φησιν «αὐτὰρ Πρίαμον

θαύμαζεν Ἀχιλλεύς, εἰσορόων ὄψιν τ' ἀγαθὴν καὶ μῦθον ἀκούων. αὐτὰρ
ἐπεὶ
τάρπησαν ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες», ζητεῖ κοιμηθῆναι ὁ γέρων ὡς ἤδη
ἐκφροντίσας, εἰπὼν ὅσα καί τις ἐν πένθει μείνας ἐπὶ μακρὸν ἄϋπνος καὶ
ἄσιτος.
(v. 635 – 42) Φησὶ γὰρ «λέξον», ἤγουν κοίμισον, «νῦν με τάχιστα,
διοτρεφές,
ὄφρα καὶ ἤδη ὕπνῳ ὑπὸ γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες· οὐ γάρ πω
μύσαν
ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισιν ἐμοῖσιν, ἐξ οὗ σῇς ὑπὸ χερσὶν ἐμὸς πάϊς ὤλεσε
θυμόν, ἀλλ'
αἰεὶ στενάχω καὶ κήδεα μυρία πέσσω αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος
κατὰ
κόπρον. νῦν δὴ καὶ σίτου πασάμην», ὅ ἐστιν ἐγευσάμην, «καὶ αἴθοπα
οἶνον λαυ-
κανίης καθέηκα», τουτέστι λαιμοῦ, ὡς προγέγραπται ἐν τῷ φόνῳ τοῦ
Ἕκτορος,
539

»πάρος γε μὲν οὔ τι πεπάσμην». μέγα τοίνυν εἰς οἶκτον καὶ τὸ διὰ


τοσούτων
ἡμερῶν καὶ ἄϋπνον διατελέσαι τὸν γέροντα πενθοῦντα καὶ μηδέν τι
πάσασθαι.
Ἰστέον δὲ ὡς εἶχε μὲν ἀπαγαγεῖν Ὅμηρος αὐτίκα νῦν τοῦ ναυστάθμου

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου. Οδύσσεια. (4083: 003)“Eustathii


archiepiscopi Thessalonicensis commentarii ad Homeri Odysseam, 2
vols. in 1”, Ed. Stallbaum, G.Leipzig: Weigel, 1:1825; 2:1826, Repr.
1970.Volume 1, p. 35, line 46

καὶ ἐν τῷ, δαιτὸς ἐΐσης. δαὶς γὰρ ἐΐση, ἄλλως μὲν κοινότερον, ἡ
ἰσόμοιρος. κατὰ δὲ Ζηνόδοτον, ἡ
ἀγαθή. ὡς ἱστορεῖ καὶ Ἀθήναιος λέγων ὅτι ἐπεὶ ἡ τροφὴ τῷ ἀνθρώπῳ
ἀγαθὸν ἀναγκαῖον, ἐπεκτείνας
εἴρηκεν ἐΐσην. ἔνθα σημείωσαι τὸ ἐπεκτείνας, ὡς τοῦ Ζηνοδότου
ἐπέκτασιν δοξάζοντος καὶ τὸ ἀντὶ τοῦ
ἴσην, εἰπεῖν ἐΐσην. τούτοις δὲ ἐπάγει καὶ ὅτι ἐπεὶ οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι οἷς
οὐ παρῆν ἄφθονος τροφὴ,
ἄρτι φαινομένης, ἀθρόον ἐπ' αὐτὴν ἰόντες, βίᾳ ἥρπαζον. καὶ σὺν ἀκοσμίᾳ,
ἐγίνοντο καὶ φόνοι. ἐξ ὧν
εἰκὸς λεχθῆναι καὶ ἀτασθαλίαν τὴν ἐν θαλίαις ἁμαρτίαν, τέως μὲν, οὐκ
εἶχον ὅ, τι δράσουσιν. ὡς δὲ
παρεγένετο αὐτοῖς πολλὴ τροφὴ ἐκ τῆς Δήμητρος, διένεμον ἑκάστῳ ἴσην.
καὶ οὕτως εἰς κόσμον προῆλθε
τὰ δόρπα, πάντων εἰς ἶσον διαμεμοιραμένων. ὥς τε δαὶς ἐΐση ἡ
ἀνθρωπίνη τροφὴ, παρὰ τὸ δατεῖ-
σθαι ὅ ἐστι διαμοιρᾶσθαι ἐπίσης. καὶ οὐ κρέα μόνον, ἀλλὰ καὶ οἶνον καὶ
λοιπά. οὕτω δὲ καὶ δαιτρὸς,
ὁ ἴσην ἑκάστῳ μοῖραν δαιόμενος. ὅτι δὲ ἐπὶ μόνων ἀνθρώπων ἡ δαὶς κἂν
ὁ Ζηνόδοτος ἄλλο τι βούληται,
καὶ ἐν τοῖς εἰς τὴν Ἰλιάδα δεδήλωται. σῖτον δὲ οὐδετέρως, ἐπὶ ἄρτου. ὁ
σῖτος γὰρ, ἀκατέργαστος.  
(Vers. 139.) Ἰστέον δὲ, ὅτι παρὰ τὰ καθ' Ὅμηρον σῖτα, ἡ σπανοσιτία
σύγκειται. Ξενοφῶν. φοβού-
μενος τὴν σπανοσιτίαν. Ἐν δὲ τῷ λέγειν αἰδοίη ταμία, ὑποτίθεται ὅτι καὶ
τὰς ἐν τοῖς τοιούτοις ὑπουρ-
γούσας ἀμφιπόλους, σώφρονας εἶναι χρή. οὕτω γὰρ οὐκ ἂν ὁ δεσποτικὸς
αὐταῖς οἶκος ἐξαντλοῖτο.
(Vers. 140.) Εἴδατα δὲ, τὰ ὄψα ἔοικε λέγειν κατ' ἐξοχὴν, διαστέλλων
αὐτὰ πρὸς τὰ σῖτα, ἤτοι πρὸς
τοὺς ἄρτους. Τὸ δὲ ἐπιθεῖσα, γέγονε τοῖς παλαιοῖς ἀφορμὴ τοῦ εἰπεῖν
540

ἐπιτραπεζώματα τὰ ἐπιτιθέμενα
τραπέζαις βρώματα. εἰ δὲ ἐχρῆν τὰ αὐτὰ καὶ ἐπιθήματα λέγειν διὰ τὸ
ἐπιθεῖσα, ὅμως ἤρεσε τοῖς ὀνο-
ματοθέταις, σανιδίῳ τινὶ χαρίσασθαι τὸ τοιοῦτον ὄνομα. καὶ ζήτει εἰς τὸν
Ἀθήναιον. Χαριζομένη δὲ,
ἡ τὰ πρὸς χάριν καὶ ἡδονὴν ποιοῦσα, οὕτω γὰρ καὶ Ὀδυσσεὺς, ἐχαρίζετο
τῷ Διῒ ἱερὰ ῥέζων. Παρεόντα
δὲ βρώματα λέγει, τὰ ἐν τῷ ταμείῳ ἀπόθετα, ἤτοι ἕωλα. τὰ γὰρ
πρόσφατα, ὁ δαιτρὸς παρατίθησιν.
ἢ καὶ ἄλλως παρεόντα λέγει, τὰ ἐπὶ πολὺ παραμένοντα, ὁποῖα τὰ
ἁλίπαστα.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου. Οδύσσεια.


Volume 1, p. 37, line 9

δὲ ὅτι κήρυκας οἱ μὲν πλείους Ὁμηρικῶς οἴδασι. Κλείδημος δὲ κατὰ τὴν


τοῦ δειπνοσοφιστοῦ ἱστορίαν.  
καὶ τοὺς μαγείρους οὕτω καλεῖσθαι φησίν. ἐνταῦθα δὲ ἴσως, κήρυκας
τοὺς οἰνοχόους εἶπεν ὁ ποιητής.
οὓς καὶ ἐπεγχύτας ἔλεγον οἱ Ἑλλησπόντιοι. ὡς δὲ καὶ γυναῖκες
ἐῳνοχόουν, ὁ αὐτὸς ῥήτωρ δηλοῖ. λέγων
ὅτι Κλίνης γυναικός τινος οὕτω καλουμένης τῆς οἰνοχόου Πτολεμαίου
τοῦ βασιλέως, ἀνδριάντες ἵσταντο
κατὰ πολλὰ μέρη τῆς πόλεως μονοχίτωνες, ῥυτὸν κρατοῦντες ἐν ταῖς
χερσίν. ἔστι δὲ ποτηρίου εἶδος τὸ
ῥυτὸν ὡς ἐν ἄλλοις δηλοῦται σαφῶς. Χρὴ δὲ μὴ δούλους νοεῖν τοὺς
Ὁμηρικοὺς οἰνοχόους. δοῦλος γάρ
φασιν οὐδεὶς ἦν ἐν τοῖς τοιούτοις διακονῶν. ἀλλ' οἱ ἐλεύθεροί φασι τῶν
νέων, ᾠνοχόουν. ὡς καὶ ὁ τοῦ
Μενελάου υἱὸς καί τοι νυμφίος ὢν, ἐν αὐτοῖς τοῖς γάμοις. Ὅτι δὲ τὸ τὰς
χεῖρας νίπτεσθαι, κατὰ χει-
ρὸς καὶ κατὰ χειρῶν ὕδωρ λαμβάνειν ἢ διδόναι ἢ δίδοσθαι ἢ χεῖσθαι
ἐλέγετο, παραδιδόασιν οἱ πάλαι
ῥήτορες. παρ' οἷς ᾄδεταί τις παράσιτος ἐγκωμαζόντων τινῶν μὲν, τὸ ἀπὸ
λέρνης ὕδωρ κρήνης Ἀργείας.
τινῶν δὲ, τὸ ἀπὸ πειρήνης τῆς κατὰ Κόρινθον, αὐτὸς εἰπεῖν, ἄριστον εἶναι
τὸ κατὰ χειρῶν. ἤγουν τὸ
ἐν συσσιτίοις διδόμενον. Κερᾶν δὲ ἀφ' οὗ καὶ ὁ κρατὴρ καὶ τὸ κιρνᾶν καὶ
ὅσα τοιαῦτα, οὐ μόνον οἴνῳ
προσαρμόττει, ἀλλὰ καὶ ἑτέροις ὑγροῖς. ὡς δῆλον καὶ ἐκ τοῦ μελικρήτου.
καὶ ἐκ τοῦ, θυμῆρες κερά-
σασα κατὰ κρατός τε καὶ ὤμων. καὶ ἐξ ἄλλων δὲ διαφόρων. (Vers. 147.)
541

Τὸ δὲ παρενήνεον, λέξις
μέν ἐστι ποιητικὴ, καὶ τοῖς πεζολεκτοῦσιν ἀσυντελής. δηλοῖ δὲ τὸ
σωρεύειν, καὶ ἐμφαίνει τὸν πληθυσμὸν
τοῦ σίτου, ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω. ἵνα ᾖ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν, νανῶ.
καὶ ἐκτάσει, νηνῶ. ὅμοιον καὶ
τῶ, τητῶ. ἤτοι στερίσκω. τοιοῦτον καὶ τὸ ἀνακηκίειν ἐν Ἰλιάδι. ὅμοιον δὲ
καὶ τὸ κηκάζειν. ὅθεν ἐπι-
κήκαστον τὸ ἐπονείδιστον καὶ καταγέλαστον. ὅτι δὲ καὶ τὸ κακάζειν ἐν
χρήσει ἐστί, δῆλον. ἐπὶ ὀρνίθων ὀνοματοποιηθέν. (Vers. 149.)

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου. Οδύσσεια.


Volume 1, p. 67, line 2

ρεῖ κἀνταῦθα ὁ ποιητὴς εἰς ταλασιουργίαν καὶ εἰς τὸ ταῖς ἀμφιπόλοις


ἐπιτάσσειν. μῦθον μέντοι, μὴ
πρέπειν φησὶ γυναιξὶν, εἴγε κατὰ τὸ ὑμνούμενον, γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ
φέρει. φησὶ γοῦν ὁ Τηλέμα-
χος τῇ μητρί. εἰς οἶκον ἰοῦσα, τὰ σαυτῆς ἔργα κόμιζε. ἱστόν τ' ἠλακάτην
τε. καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε
ἐποίχεσθαι. μῦθος δ' ἄνδρεσσι μελήσει πᾶσι, μάλιστα δ' ἐμοί. τοῦ γὰρ
κράτος ἐστ' ἐνὶ οἴκῳ.
Ἰστέον δὲ ὅτι τὸ νόημα τοῦτο μετεχειρίσατό που καὶ ὁ Ἕκτωρ πρὸς
Ἀνδρομάχην αὐταῖς λέξεσι, τὸ
τέλος μόνον παραλλάξας. καὶ ἀντὶ τοῦ μῦθος, εἰπών. πόλεμος δ' ἄνδρεσσι
μελήσει. διδάσκοντος τοῦ
ποιητοῦ, ὅπως παρῳδητέον τὰ ἔπη. (Vers. 357.) Ἰστέον δὲ καὶ ὅτι τὸ εἰς
οἶκον ἰέναι, ταυτόν ἐστι
τῷ οἰκουρεῖν. ὅθεν οἰκούρια παρὰ τοῖς παλαιοῖς ὡς οἷον οἰκοφυλάκια, τὰ
ὑπὸ μητέρων παιδίοις ὑπο-
λειπόμενα παίγνια. ἐκ δὲ τοῦ οἴκου, καὶ οἰκίσκος παρὰ Ἀριστοφάνει,
περδικοτροφεῖον. οἷον. τί δὲ  
τὸν ὀρνίθειον οἰκίσκον φέρεις; καὶ οἰκεὺς παρὰ τοῖς παλαιοῖς Ἀθηναίοις,
ὁ οἰκογενὴς οἰκέτης. καὶ
οἰκέται, οἱ κατὰ τὴν οἰκίαν πάντες. καὶ οἰκοπορεῖα, τὰ κατ' οἰκίαν σκεύη.
καὶ οἰκόσιτος, ὁ οἴκοθεν
ἤτοι τὰ ἑαυτοῦ ἐσθίων. ἢ μισθωτὸς τρέφων ἑαυτόν. καὶ οἰκοτρύβλιον,
οἰκογενὲς παιδάριον. ταῦτα
πάντα τῶν παλαιῶν. οἵ φασιν, ὡς ἐκεῖθεν καὶ οἰκουρὸς δράκων φύλαξ τῆς
Πολιάδος. ἤγουν ἐν τῷ
νεῷ τῆς Πολιάδος διαιτώμενος. ὃ τινὲς προπερισπῶσι καθ' ὁμοιότητα τοῦ
μῶρος, ἵνα ᾖ οἰκοῦρος ὡς
μῶρος. (Vers. 358.) Ἠλακάτη δὲ λέγεται, τὸ ἐριουργὸν ἐργαλεῖον παρὰ
542

τὸ ἠλάσκω τὸ ἐν πλάνῃ εἰλοῦ-


μαι, περὶ ἣν τὸ ἔριον ἠλάσκει. ὃ ἑρμηνεύει τὴν ταλασίαν καὶ τὸ ταλάσιον.
κατὰ τὸν εἰπόντα Παυσα-
νίαν, ὅτι ταλάσια τὰ ἐριουργικά. καὶ ταλασία ἡ ἐριουργία. ἠλάκατα
μέντοι οὐδετέρως, τά τε περὶ
τὴν ἠλακάτην ἔρια ὡς καὶ ἐν τοῖς ἑξῆς δῆλον ἔσται, καὶ τὸ τόξα. ὅθεν
Ἄρτεμις χρυσηλάκατος. οἱ δὲ
ἠλακατῆνες ὅθεν γίνονται, ζητητέον. ἰχθύες δὲ οὗτοι θαλάσσιοι
κωβιώδεις, ταριχευόμενοι ὥς φησι
Παυσανίας.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου. Οδύσσεια.


Volume 1, p. 206, line 6

Δήμητρος καὶ Κόρης κάτοχος γενόμενος, εἴς τε Σικελίαν ἦλθε, καὶ ἐπὶ
πολλὴν ἄλλην γῆν ἐπλανήθη
τὰ ἐκείνης ὄργια δεικνύων. διὸ λόγον ἔσχεν, ὡς Δημήτηρ αὐτῷ μίσγεται.
τούτου φησὶν υἱὸς, Πάριος.
ᾧ ἐπώνυμον, τὸ ἐν Ἑλλησπόντῳ Πάριον ὡς οἰκιστῇ. ὅτι δὲ ἡ Δημήτηρ εἰς
γῆν ἀλληγορεῖται ὡς οἵα τις
γῆ μήτηρ, τεθρύληται. εἴη δὲ ἂν ἡ τοιαύτη εὐπλόκαμος, διὰ τοὺς ἐξ
ἀνθέων στεφάνους οἷς κόμη καλ-
λύνεται. Σημείωσαι δὲ ὅτι εἰ καὶ ταυτόν ποτε πλόκαμος καὶ πλοκαμὶς,
ἀλλ' οἱ παλαιοὶ, καὶ κόσμον  
γυναικεῖον τὴν πλοκαμῖδα εἶναι δηλοῦσιν. ἣν καὶ κορυφαίαν φασὶν,
ἤγουν κορυφήν. τὴν δ' αὐτὴν, καὶ
σκόλλυν καὶ κρέκαν μετὰ τοῦ ν ἢ καὶ χωρὶς τοῦ ν. κεῖται γοῦν ἐν
ῥητορικῷ λεξικῷ, ταῦτα. κρέκαν καὶ
κορυφαίαν, τὸ αὐτό. καὶ σκόλλυν. μάλιστα δὲ Ἀττικοὶ πλοκαμῖδα. καὶ
ἴσως ἐντεῦθεν καὶ εὐπλοκα-
μῖδες Ἀχαιαὶ, ὡς εὐκόσμητοι. Ἰστέον δὲ καὶ ὡς ἐκ τοῦ πλέκω μὲν, αἱ
εἰρημέναι λέξεις παρήχθησαν.
ἐκ δὲ τοῦ πέπλεχα, οὐ μόνον οἱ ἐν τῇ Ἰλιάδι πλοχμοὶ, ἀλλὰ καὶ τὸ
πλόχανον. ἔστι δὲ αὐτὸ, πλέγμα
τι κατὰ τοὺς παλαιοὺς, ᾧ καθαίρεται σῖτος. καὶ δοκεῖ κοσκινοειδές τι
ἐκεῖνο εἶναι. οὗ ἀναλογία κατὰ
τὸ, ὄχανον. κόπανον. ξόανον. ἕδρανον. ἤρανον. ἐξ οὗ πληθυντικὸν κατὰ
συγκοπὴν, ἦρα καὶ ἐπίηρα.
Πλοχμῷ δὲ ἀνάλογον, ὀχμός. οὗ ὄνομα παράγωγον ἀνάττικον μὲν τὸ
νεοχμός. Ἀττικὸν δὲ, ὁ συνεο-
χμὸς οὗ καὶ παρ' Ὁμήρῳ χρῆσις. ὧν θέμα, τὸ ἔχω. ἀφ' οὗ λόγῳ μὲν
543

παρακειμένου ἐνεργητικοῦ ἀῤῥή-


του τὸ, πέτρης ἔχμα, Ὁμηρικῶς. ἤγουν κράτημα. συνοχή. μέσου δὲ
παρακειμένου τολμήσαντος οὐδ'
αὐτοῦ ἐκφωνηθῆναι, τὸ πρόεγμα διὰ τοῦ γάμμα στοιχείου, καθ'
ὁμοιότητά τινα τοῦ, βρεχμὸς καὶ
βρέγμα. ἔστι δὲ πρόεγμα ὡς δηλοῖ ὁ Σουΐδας, στήριγμα. ὥστε εἶναι ἀπὸ
τοῦ ἔχω, τὸ ἔχμα τὸ πρόεγμα.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου. Οδύσσεια.


Volume 1, p. 342, line 20

φραστικόν. Ἔνθα τὸ, νέα μέν μοι, ἀνάπαιστον ἔχει πόδα ἐν καταρχῇ
στίχου, καταλογιζόμενον ἀντὶ
σπονδείου. (Vers. 260.) Τὸ δὲ ὑπὲρ μέγα λαῖτμα, ἢ ἀντὶ τῆς κατα
προθέσεως κεῖται, ἢ ἀντιπτωτι-
κῶς ἐῤῥέθη ἀντὶ τοῦ, ὑπὲρ ἄνω μεγάλου κύματος. (Vers. 266.) Ξεινήϊον
δὲ δωτίνης διαφέρειν δοκεῖ
κατὰ τὸ κειμηλιοῦσθαι καὶ μή. ποῖον δὲ ἂν εἴη κειμήλιον τῷ λαβόντι, εἴτε
τὸ ξεινήϊον εἴτε ἡ δωτίνη
τουτέστι τὸ δῶρον, ἐρευνάτω τις. οὐκ ἔστι γὰρ βεβαίως εἰπεῖν. ἴσως δὲ τὸ
δῶρον ἐκειμηλιοῦτο οἷα τιμιώ-
τερον. ξείνιον μὲν γὰρ δίδοται καὶ τῷ τυχόντι. δῶρον δὲ, τῷ ἀξίῳ λόγου
πλείονος. δύναται δέ τις
ἐρίζων ἐπαγωνίζασθαι καὶ εἰς τὸ ἀνάπαλιν. (Vers. 269.) Τὸ δὲ φέριστε,
κολακικῶς οὕτω λεχθὲν,
παρήνεγκε τὸν οὐκ ἔμφρονα Κύκλωπα εἰπεῖν τὸ, ἐπεὶ πολὺ φέρτεροι
ἐσμέν. ταυτὸν δὲ φέριστον εἰπεῖν
καὶ φέρτερον. (Vers. 270.) Ἐπιτιμήτωρ δὲ κατὰ τοὺς παλαιοὺς ὁ ἐπόπτης
καὶ βοηθός. εἴη δ' ἂν και-
ριώτερον εἰπεῖν τιμωρός. ἐκδικητής. παρὰ τὴν τιμὴν ἣ δηλοῖ τὴν ποινήν.
ἢ τιμητικὸς ἤγουν τιμῶν.
καθ' ὃ σημαινόμενον ἐῤῥέθη καὶ τὸ, ἐπετιμήθη ὁ σῖτος, ἤγουν τιμιώτατος
γέγονεν. ἔστι δὲ ἶσον τῷ
Ὁμηρικῷ ἐπιτιμήτορι καὶ τὸ εἰπεῖν ἐπιτιμητήν. Αἰσχύλος. ὡς ὁὐπιτιμητής
γε τῶν ἔργων βαρὺς, ἵνα ᾖ
ὡς θηρατὴς θηρήτωρ, οὕτω καὶ ἐπιτιμητὴς ἐπιτιμήτωρ. Ἱκέται δὲ ξένων
διαφέρουσι, καθότι ἅπας
μὲν ἱκέτης καὶ ξεῖνος. οὐ πᾶς δὲ ξεῖνος καὶ ἱκετεύει. καὶ ἔστι τὸ ξεῖνος
καθολικώτερον. (Vers. 271.)
Τὸ δὲ ὃς ξείνοις ὀπηδεῖ, ἑρμηνευτικόν ἐστι τοῦ ξείνιος. Ἐν δὲ τῷ, οὐ
Κύκλωπες Διὸς ἀλέγουσι καὶ ἑξῆς
ὅτι ὁ Πολύφημος ἀφ' ἑαυτοῦ καὶ τοὺς λοιποὺς ἐγχωρίους διαζωγραφεῖ,
544

οὐ γὰρ κατ' αὐτὸν ἀσεβεῖς ἐκεῖ-


νοι, προδεδήλωται. ἴσως δὲ καὶ ἑαυτὸν εἶναι κρίνει τοὺς ἄλλους
Κύκλωπας. διὸ ἐπάγει (Vers. 277.)
οὐδ' ἂν ἐγὼ Διὸς ἔχθος ἀλευάμενος πεφιδοίμην. μονονουχὶ λέγων ὡς ἐπεί
περ ἐγὼ τοιοῦτος, οὐκ ἂν
οὐδὲ οἱ λοιποὶ Κύκλωπες ἑτεροῖοι εἶεν. Τὸ δὲ πεφιδοίμην Ἰωνικός ἐστι
μέσος δεύτερος ἀόριστος.
(Vers. 279.) Τὸ δὲ ὅπῃ ἔσχες νῆα, ἀντὶ τοῦ, ἐπίσχες τοῦ πλέειν.
ἐνελιμένισας. τοῦτο δὲ οἱ μεθ' Ὅμη-
ρον κατασχεῖν λέγουσι καὶ προσχεῖν. προσίσχει γάρ τις λιμένι καὶ
κατέσχεν εἰς ὅρμο. Ὅρα δὲ τὸ πει

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου. Οδύσσεια.


Volume 1, p. 402, line 46

ἐξ ἁλὸς ἢ ἔξαλος αὐτῷ ἀβληχρὸς μάλα τοῖος ἐλεύσεται, ὃς κέ σε πέφνῃ


γήρᾳ ὑπὸ λιπαρῷ ἀρημένον.
ἀμφὶ δ' ἑταῖροι ἢ μᾶλλον ἀμφὶ δὲ λαοὶ ὄλβιοι ἔσονται. (Vers. 136.) ἐφ' οἷς
τὸν λόγον περαίνων κομ-
ματικῶς φησί· τάδε τοι νημερτέα εἴρω. καὶ ἔστιν ὁ λόγος οἰκεῖος μάντεϊ
ὃς θαῤῥεῖ μηδὲν ψεύδεσθαι.
(Vers. 125.) Ἰστέον δὲ ὅτι σήματος ὅ πέρ ἐστι σημείου ὑποκοριστικὸν
κοινότερον εὕρηται σημάτιον,
κατὰ τὸ γράμμα γράμματος γραμμάτιον. σημάδιον δὲ εἰπεῖν ἀκολουθεῖ
μὲν ἀναλογίᾳ τῇ, χεῖμα χειμά-
διον, κατὰ τὸ βασιλέων χειμάδιον. δοκεῖ δὲ ὅμως ἰδιωτικώτερον εἶναι.
(Vers. 127.) Τὸ δὲ ῥηθὲν ὑπὸ
τοῦ Τειρεσίου σῆμα τοιοῦτόν ἐστιν. ὡς ἐπεὶ ἀπορεῖν σε εἰκὸς ὦ Ὀδυσσεῦ
ποῖ δή ποτε τοιούτους ἄνδρας
εὑρήσεις, μὴ εἰδότας δηλαδὴ θάλασσαν καὶ νῆας, ἔστω σοι τῶν τοιούτων
σημεῖον καὶ γνώρισμα, τόδε,
εἴ τις ὁδίτης ἀντώμενος καὶ ἰδὼν φέροντά σε ἐπὶ ὤμου τὸ ἐρετμὸν ἤτοι
τὴν κώπην εἴποι φέρειν σε ἀθηρη-
λοιγὸν, ὅ ἐστι πτύον, λικμητήριον, τὸ τῶν ἀθέρων ὀλοθρευτικόν. ἐξ ὧν
καὶ τὸ ἀθερίζειν ἐν Ἰλιάδι.
ἐν γὰρ τῷ λικμᾶσθαι σῖτος μὲν ἀποτίθεται καὶ ἄχυρον δὲ τημελεῖται,
ἀθέρες δὲ οὐδαμοῦ εἰσὶν, ἅτε  
λεπτυνθέντες καὶ ῥιπισθέντες ἀνέμοις. ἔχει δὲ λόγον ἡ τοιαύτη ἑρμηνεία
καὶ διὰ τὸ πλάτην καλεῖσθαι
ἄμφω. πλάτη γὰρ θαλασσία τὸ ἐρετμόν. καὶ πλάτη χερσαία τὸ πτύον.
545

Σοφοκλῆς δὲ, φασὶ, παραφράζων


τὸ Ὁμηρικὸν φησίν·

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου. Οδύσσεια. Volume 2, p. 47, line 39

φιβολίαν τῆς προπαραληγούσης τοῦ ἱκανότατος. Τὸ δὲ σάω κατὰ


ἀποκοπὴν ἐκ τοῦ σάωζε γέγονεν.
(Vers. 233.) Ὅτι γοργὴ περὶ τόπου ἐρώτησις τὸ, τίς γῆ; τίς δῆμος; τίνες
ἀνέρες ἐγγεγάασιν; ἤγουν ὁποία
ἡ γῆ, Ἀσία ἢ Εὐρώπη; ποῖος δῆμος, Λάκων ἢ Πύλιος; οἱ ἄνδρες οἷοι,
δίκαιοι ἢ ἄδικοι; εἰκὸς δὲ χρησι-
μεῦσαι τινὶ καὶ ἑξῆς τὸ, (Vers. 234.) ἦ πού τις νήσων εὐδείελος ἠέ τις
ἀκτὴ κεῖται ἁλὶ κεκλιμένη ἐριβώ-
λακος ἠπείροιο. εὔλογος δὲ ἡ τοιαύτη τῷ Ὀδυσσεῖ ἀπορία. ἐν αἰγιαλῷ
γὰρ ὢν οὐκ οἶδεν εἴτε νήσου
ἐστὶν ἀκτὴ ὁ τόπος, εἴτε καὶ ἄλλως πέρας ἠπείρου. (Vers. 238.) Ὅτι
ἔπαινον ὁ ποιητὴς φράζων τῆς
Ἰθάκης διὰ τῆς μυθικῆς Ἀθηνᾶς ὑπὸ ἀκροατῇ τῷ Ὀδυσσεῖ, φησίν· οὐδέ τι
λίην οὕτω νώνυμός ἐστιν,
ἴσασι δέ μιν μάλα πολλοί, ἠμὲν ὅσοι ναίουσι πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, ἠδ'
ὅσσοι μετόπισθε ποτὶ ζόφον
ἠερόεντα. ἤτοι μὲν τρηχεῖα καὶ οὐχ' ἱππήλατός ἐστιν οὐδὲ λίην λυπρὴ,
αὐτὰρ οὐδ' εὐρεῖα τέτυκται. ἐν
μὲν γάρ οἱ σῖτος ἀθέσφατος, ἐν δέ τε οἶνος γίνεται, αἰεὶ δ' ὄμβρος ἔχει
τεθαλυῖά τε ἕρση. αἰγίβοτος
δ' ἀγαθὴ καὶ βούβοτος. ἔστι μὲν ὕλη παντοίη. ἐν δ' ἀρδμοὶ ἐπηετανοὶ
παρέασι. (Vers. 248.) τῷ τοι
ξεῖνε Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει, διὰ τὸν Ὀδυσσέα δηλαδὴ, ὃς ἐπ'
αὐτῇ πτολίπορθος ἐπονομά-
ζεται. τήν περ τηλοῦ, φασὶν, Ἀχαιΐδος ἔμμεναι αἴης. (Vers. 246.) φασὶ δὲ
οἱ παλαιοὶ, ψεύδεσθαι
τὴν ῥηθεῖσαν ἔκφρασιν, καὶ μὴ λέγειν τὸν ποιητὴν οἵα ἐστὶν ἡ κραναὴ
αὕτη νῆσος, ἀλλ' οἵαν εἶναι
χρὴ νῆσον εὐδαιμόνως οἰκουμένην. δίχα οὖν τῶν ἄλλων οὐδὲ βούβοτος ἡ
νῆσος, εἴ γε τὰ τοῦ Ὀδυσσέως
βουστάσιά, φασιν, ἐν ἠπείρῳ ἦν, εἰ μὴ ἄρα συλληπτικῶς ἴσως τῇ Ἰθάκῃ
συνεπινοητέον καὶ τὴν ἀντι-
κρὺ αὐτῆς κειμένην ἤπειρον. ἔστι δὲ εἰπεῖν καὶ ὡς ἐγκωμίου νόμῳ οὐ πᾶν
λέγει τὸ ἀληθὲς οὐδὲ περὶ τῆς  
Ἰθάκης, ἀλλὰ προσεπιτίθησιν αὐξήσει χρώμενος. (Vers. 248.) Σημείωσαι
δὲ ὡς ἄλλως ἐνταῦθα
ὁ ποιητὴς τὴν Ἀθηνᾶν ποιεῖ ἁπλοϊκώτερον σμικρύνουσαν τὸν τῆς Ἰθάκης
ἔπαινον ἐν τῷ εἰπεῖν καὶ εἰς
546

Τροίαν ἱκάνειν τὸ αὐτῆς ὄνομα. οὐδὲν γὰρ μέγα, εἴ περ εἰς Τροίαν μόνην
φθάνει. ποιεῖ δὲ Ὅμηρος

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου. Οδύσσεια. Volume 2, p. 115, line 14

δὲ καὶ γνωμικῶς δοκεῖ λέγεσθαι. (Vers. 89.) Καὶ σημείωσαι ὅτι τὸ τῆς
μνηστηροκτονίας δυσχερὲς καὶ
ἄπορον τοῦτο ἐστὶν, ὃ νῦν διὰ τοῦ Τηλεμάχου λαλεῖται, τὸ μὴ αὐτὸν ἕνα
Ὀδυσσέα δυνατὸν εἶναι τῶν
τοσούτων περιγενήσεσθαι. Ὁμήρου δὲ εἰς τοῦτο λύσεις πολλαὶ, ὧν μία
καὶ τὸ τὸν Ὀδυσσέα καὶ τριηκο-
σίοις ἂν ἔχειν ἀντιστῆναι. τέως μέντοι Ὀδυσσεὺς γνοὺς ἐνταῦθα μὴ ἂν
παραδεχθῆναι τοῦτον εἰπόντα
τῷ υἱῷ περιγενήσεσθαι τῶν τῆς γυναικὸς μνηστήρων, εὐθὺς ἐρεῖ τι πρὸς
τὸν τοιοῦτον λόγον τοῦ παι-
δός. ἐν τοῖς ἐφεξῆς δὲ καὶ πάνυ πείσει αὐτὸν ὡς ἐχέγγυος ὁ πατὴρ εἷς ὢν
τίσεσθαι τοὺς μνηστῆρας.
(Vers. 75.) Ἰστέον δὲ καὶ ὅτι αἰδὼς καὶ νέμεσις κωλύει τὴν Πηνελόπην
λαβεῖν ἄνδρα. ὧν τὸ μὲν δηλοῦ-
ται διὰ τοῦ, εὐνήν τ' αἰδομένη πόσιος, τὸ δὲ ἐν τῷ, δήμοιό τε φῆμιν.
ὑποπτεύει γὰρ τὴν ἐκ τοῦ δήμου
νέμεσιν. ὡς δὲ τὸ αἰδομένη διφορεῖται, ἔστι γὰρ καὶ αἰδουμένη, καὶ ὅτι ἐκ
τοῦ φημίζω φημίσω ἡ κατ'
ἀνθρώπου φῆμις, πολλαχοῦ δηλοῦται. (Vers. 83.) Ἐν δὲ τῷ, καὶ σῖτον
ἅπαντα, δυσχερὲς ἀρσενικοῦ
γένους νοῆσαι τὴν λέξιν. σῖτος μὲν γὰρ ὁ ἀκατέργαστος, ἐπὶ δὲ βρώματος
οὐδετέρως τὸ σῖτον λέγεται. ἔστιν
οὖν ἴσως θεραπεία ἢ τὸ εἰπεῖν, εἵματα ἅπαντα πέμψω καὶ τὸ σῖτον, ἢ καὶ
τὸ στίξαι εἰς τὸ σῖτον, εἶτα ἐπαγαγεῖν τὸ ἅπαντα οὐδετέρως ὡς ἐπὶ ὄψων.
(Vers. 87.) Τὸ δὲ, ἐμοὶ δ' ἄχος ἔσσεται, καὶ τὸ, πρῆξαι δ' ἀργα-
λέον τι, ὡς πρὸς τὸ, ἄνδρ' ἀπαμύνασθαι, ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ,
εἴρηνται. ἄχος μὲν γὰρ παθεῖν
τὸ χαλεπανθῆναι πρός τινος, πρῆξαι δὲ τὸ ἀπαμύνασθαι. (Vers. 88.) Ἐν
δὲ τῷ, μετὰ πλεόνεσσιν,
ἡ μετα συνήθως ἀντὶ τῆς εν προθέσεως κεῖται. (Vers. 91.) Ὅτι εὔλογον
τόλμαν λόγου δηλοῖ τὸ, ὦ
φίλ', ἐπεί μοι καὶ ἀμείψασθαι θέμις ἐστίν. Ὅτι ὁ μαθὼν ἔκ τινος κακὰ
πάσχειν ἐκεῖνον καὶ ἀνέχεσθαι
δύναται εἰπεῖν τοιαῦτα· ἦ μάλα μευ καταδάπτεται ἀκούοντος φίλον κῆρ,
οἷα φατὲ τοὺς δεῖνα ἀτά-
σθαλα μηχανάασθαι ἐν μεγάροις ἀέκητι σέθεν τοιούτου ἐόντος. εἰπέ μοι
ἠὲ ἑκὼν ὑποδάμνασαι,
547

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου. Οδύσσεια. Volume 2, p. 159, line 28

σχνεῖσθαι ἡ λέξις δηλοῖ. Τὸ δὲ ἄγειν καὶ νῦν ἐπὶ ἀψύχων κεῖται τῶν
κειμηλίων. (Vers. 530.) Ὅτι
ἄνεσιν δηλοῖ εὐφρόσυνον τὸ, οὗτοι δὲ ἠὲ θύρῃσι καθήμενοι, τουτέστι
πρὸ θυρῶν, ἑψιαάσθων,
ἢ αὐτοῦ κατὰ δώματα ἐπεὶ σφίσι θυμὸς ἐΰφρων, ἤγουν γλυκὺς, ἄπονος.
τῆς παλαιᾶς δέ, φασιν, Ἀτ-
θίδος ἑψιάσθων εἰπεῖν δυϊκῶς ἀντὶ τοῦ ἑψιάσθωσαν. ποιητικὴ δὲ λέξις τὸ
ἑψιᾶσθαι ἤτοι λόγον παίζειν·
καὶ δασύνεται, ὡς δῆλον ἐν τοῖς ἐφεξῆς ἐκ τοῦ, ἐφεψιόωνται γυναῖκες,
καὶ ἐκ τοῦ, ἀφεψιασάμην ἤτοι
ἀφωμίλησα, ὡς ἐν ῥητορικῷ κεῖται λεξικῷ. ἐκ τούτου δὲ ἴσως εἴρηται καὶ
Φιλέψιος, τὸ κείμενον παρὰ τῷ
κωμικῷ. οἱ δὲ παλαιοὶ ἑρμηνεύοντες τὴν λέξιν φασὶν οὕτως· ἑψιᾶται ἀντὶ
τοῦ, γελᾷ, παίζει, διαλέγε-
ται· καὶ ἑψία παιδία, γέλως, χλεύη· καὶ ἑψίαι ἑορταί. εἴτε δὲ ἀπὸ τοῦ
ἕπεσθαι γίνεται εἴτε παρὰ τὸ
ἕπω τὸ λέγω κατὰ πνευματισμὸν Ἀττικὸν, οὐκ ἔστι βεβαίως
ἀπισχυρίσασθαι. (Vers. 532.) Ἰστέον δὲ
καὶ, ὡς εἴ περ οἱ, ὡς ἐῤῥέθη, ἑψιώμενοι ἔχουσι καὶ πλοῦτον, ἁρμόσει
αὐτοῖς καὶ τὰ ἐφεξῆς. αὐτῶν
μὲν γὰρ κτήματ' ἀκήρατα κεῖτ' ἐν οἴκῳ, σῖτος καὶ μέθυ ἡδύ· τὰ μὲν
οἰκῆες ἔδουσι, καὶ τὰ ἑξῆς, ὡς
ἀλλαχοῦ προγέγραπται, ὅπου δυσφημοῦνται οἱ μνηστῆρες, ὡς ἀπὸ
ἀλλοτρίων εἰλαπινάζοντες, διὰ τὸ
μὴ ἄνδρα εἶναι οἷος Ὀδυσσεὺς ἀρὴν ἀπὸ οἴκου ἀμῦναι. Καὶ ὅρα ὅτι
ἀκήρατα φησὶ κτήματα οὐ τὰ
ἀκέραια· ἔδονται γάρ· ἀλλὰ τὰ μὴ κειρόμενα πρὸς βίαν καὶ λῃστρικῶς.
(Vers. 533.) Τὸ δὲ σῖτος καὶ οἶνος, ἑρμηνεία ἐστὶ τῶν ῥηθέντων
κτημάτων. Οἰκῆας δὲ κἀνταῦθα πάντας τοὺς ἐν τῷ οἴκῳ λέγει,
ὁποίας ἂν καὶ εἶεν τύχης. οὐ γὰρ δή που τὰ τῶν μνηστήρων δοῦλοι μόνοι
ἔδουσιν, ἀλλὰ πάντες οἱ αὐτοῖς οἰκειακοί. (Vers. 536.) κρίνει δ' ἐν
τούτοις ἡ Πηνελόπη καὶ εἰλαπίνην εἶναι τὴν τῶν μνηστή-
ρων ἐν τῷ τοῦ Ὀδυσσέως οἴκῳ δαῖτα, ἔνθα ἤματά, φησι, πάντα
εἰλαπινάζουσι πίνουσί τε οἶνον.
Καὶ ὅρα δαπάνην ἄμετρον, εἴ περ ὁσημέραι γίνεται ὑπὸ τοσούτων
ἀνδρῶν. Τὸ δὲ πίνουσί τε, συννοεῖται
μὲν καὶ τῇ εἰλαπίνῃ γινομένῃ ἐκ τοῦ λάπτειν καὶ πίνειν, ἢ κατὰ εἴλας
πίνειν, ἐξεφωνήθη δὲ ὅμως καὶ ἰδίᾳ πρὸς τὸ σαφέστερον. (Vers. 541.)
548

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου. Οδύσσεια. Volume 2, p. 159, line 31

θίδος ἑψιάσθων εἰπεῖν δυϊκῶς ἀντὶ τοῦ ἑψιάσθωσαν. ποιητικὴ δὲ λέξις τὸ


ἑψιᾶσθαι ἤτοι λόγον παίζειν·
καὶ δασύνεται, ὡς δῆλον ἐν τοῖς ἐφεξῆς ἐκ τοῦ, ἐφεψιόωνται γυναῖκες,
καὶ ἐκ τοῦ, ἀφεψιασάμην ἤτοι
ἀφωμίλησα, ὡς ἐν ῥητορικῷ κεῖται λεξικῷ. ἐκ τούτου δὲ ἴσως εἴρηται καὶ
Φιλέψιος, τὸ κείμενον παρὰ τῷ
κωμικῷ. οἱ δὲ παλαιοὶ ἑρμηνεύοντες τὴν λέξιν φασὶν οὕτως· ἑψιᾶται ἀντὶ
τοῦ, γελᾷ, παίζει, διαλέγε-
ται· καὶ ἑψία παιδία, γέλως, χλεύη· καὶ ἑψίαι ἑορταί. εἴτε δὲ ἀπὸ τοῦ
ἕπεσθαι γίνεται εἴτε παρὰ τὸ
ἕπω τὸ λέγω κατὰ πνευματισμὸν Ἀττικὸν, οὐκ ἔστι βεβαίως
ἀπισχυρίσασθαι. (Vers. 532.) Ἰστέον δὲ
καὶ, ὡς εἴ περ οἱ, ὡς ἐῤῥέθη, ἑψιώμενοι ἔχουσι καὶ πλοῦτον, ἁρμόσει
αὐτοῖς καὶ τὰ ἐφεξῆς. αὐτῶν
μὲν γὰρ κτήματ' ἀκήρατα κεῖτ' ἐν οἴκῳ, σῖτος καὶ μέθυ ἡδύ· τὰ μὲν
οἰκῆες ἔδουσι, καὶ τὰ ἑξῆς, ὡς
ἀλλαχοῦ προγέγραπται, ὅπου δυσφημοῦνται οἱ μνηστῆρες, ὡς ἀπὸ
ἀλλοτρίων εἰλαπινάζοντες, διὰ τὸ
μὴ ἄνδρα εἶναι οἷος Ὀδυσσεὺς ἀρὴν ἀπὸ οἴκου ἀμῦναι. Καὶ ὅρα ὅτι
ἀκήρατα φησὶ κτήματα οὐ τὰ
ἀκέραια· ἔδονται γάρ· ἀλλὰ τὰ μὴ κειρόμενα πρὸς βίαν καὶ λῃστρικῶς.
(Vers. 533.) Τὸ δὲ σῖτος καὶ
οἶνος, ἑρμηνεία ἐστὶ τῶν ῥηθέντων κτημάτων. Οἰκῆας δὲ κἀνταῦθα
πάντας τοὺς ἐν τῷ οἴκῳ λέγει,
ὁποίας ἂν καὶ εἶεν τύχης. οὐ γὰρ δή που τὰ τῶν μνηστήρων δοῦλοι μόνοι
ἔδουσιν, ἀλλὰ πάντες
οἱ αὐτοῖς οἰκειακοί. (Vers. 536.) κρίνει δ' ἐν τούτοις ἡ Πηνελόπη καὶ
εἰλαπίνην εἶναι τὴν τῶν μνηστή-
ρων ἐν τῷ τοῦ Ὀδυσσέως οἴκῳ δαῖτα, ἔνθα ἤματά, φησι, πάντα
εἰλαπινάζουσι πίνουσί τε οἶνον.
Καὶ ὅρα δαπάνην ἄμετρον, εἴ περ ὁσημέραι γίνεται ὑπὸ τοσούτων
ἀνδρῶν. Τὸ δὲ πίνουσί τε, συννοεῖται
μὲν καὶ τῇ εἰλαπίνῃ γινομένῃ ἐκ τοῦ λάπτειν καὶ πίνειν, ἢ κατὰ εἴλας
πίνειν, ἐξεφωνήθη δὲ ὅμως καὶ ἰδίᾳ
πρὸς τὸ σαφέστερον. (Vers. 541.) Ὅτι Πηνελόπης εἰπούσης ἔνδον τῷ
Εὐμαίῳ πρὸς τοῖς ἄλλοις, καὶ
ὡς εἴ περ Ὀδυσσεὺς ἔλθοι, αἶψά κε σὺν ᾧ παιδὶ βίας ἀποτίσεται ἀνδρῶν,
Τηλέμαχος μέγ' ἔπταρεν·
549

ἀμφὶ δὲ δῶμα σμερδαλέον κονάβησε· γέλασε δὲ Πηνελόπεια, καὶ


ἐπισπεύδει ἐλθεῖν τὸν ξένον εἰς αὐτὴν,

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου. Οδύσσεια. Volume 2, p. 269, line 27

ἴσως δὲ καὶ οὐδὲ ἔμελλε τὸν ὅλον ἐκπιεῖν οἶνον, ἀλλά τι μέρος αὐτοῦ, ὡς
εἰώθασι ποιεῖν οἱ, ὡς προε-
δηλώθη, προπίνοντες. τὰ δὲ τοιαῦτα γενικῇ συντάσσονται, ὅτε δηλαδὴ μὴ
τὸ πᾶν δαπανᾶται, ἀλλά τι
μέρος αὐτοῦ· οἷον, λέων βοὸς βεβρωκώς· καὶ ὄφις μυρμήκων φαγών· καὶ
ὅσα τοιαῦτα. (Vers. 12.)
Τὸ δὲ μέμβλετο, ποιητικὴ αὕτη λέξις, ἐκ τοῦ μεμέλητο γίνεται, ὅ ἐστι διὰ
μελήσεως ἦν, κατά τε συγκο-
πὴν καὶ ἐπένθεσιν τοῦ βῆτα δι' εὐφωνίαν καὶ συστολὴν τοῦ
παραλήγοντος η εἰς ε. Δαιτυμόνες δὲ νῦν οἱ
ἁπλῶς δαινύμενοι. ἐν μέντοι τῇ δ ῥαψῳδίᾳ ἐπὶ τῶν τὴν δαῖτα
παρασκευαζόντων εὕρηται ἡ λέξις
τεθεῖσα. οἱ δὲ ὕστερον ἐπὶ κλητῶν φίλων αὐτὴν τιθέασιν. (Vers. 15.) Ὅτι
Ὀδυσσεὺς Ἀντίνοον κατὰ
λαιμὸν ἐπισχόμενος βάλεν ἰῷ, ἀντικρὺ δ' ἁπαλοῖο δι' αὐχένος ἤλυθ'
ἀκωκή. (Vers. 17.) εἶτα διασκευά-
ζων, ὅπως ἔπεσε σφαζάδων καὶ οἷα ἔπαθε καὶ ἐποίησε, φησίν· ἐκλίνθη δ'
ἑτέρωσε, δέπας δέ οἱ ἔκπεσε
χειρὸς, βλημένου· αὐτίκα δ' αὐλὸς ἀνὰ ῥῖνας παχὺς ἦλθεν αἵματος
ἀνδρομέοιο, θοῶς δ' ἀφ' ἑαυτοῦ
τράπεζαν ὦσε ποδὶ πλήξας, ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔραζε· (Vers. 21.) σῖτός
τε κρέα τε ὀπτὰ φορύνετο,
τουτέστιν ἐμολύνετο ἢ αἵματι ἢ καὶ ἄλλως κυλιόμενα εἰς γῆν. Καὶ ὅρα
φράσιν ταύτην ἀπόζουσαν τῆς ἐν
Ἰλιάδι γλυκύτητος τῆς κατὰ ἐμβρίθειαν καὶ νοήματος καὶ φράσεως·
πολεμικὴ γὰρ ἡ διασκευή. καὶ εἰσὶ
τοιαῦτα καὶ ἐν τοῖς ἐφεξῆς. ὅλως γὰρ τὸ τῆς Ὀδυσσείας ἀνδρῶδες ἐν τῇ
ῥαψῳδίᾳ ταύτῃ κεῖται. μιᾷ δὲ
καὶ ἐνταῦθα βολῇ θανατοῖ ὁ ποιητὴς τοὺς βαλλομένους διὰ τὸ
ἀνδροφόνῳ φαρμάκῳ τοὺς ὀϊστοὺς βεβά-
φθαι, καθὰ καὶ ἐν τῇ ἄλφα ῥαψῳδίᾳ προείρηται. τοῦτο δὲ καὶ ἐπίτηδες ὁ
ποιητὴς πλάττει διὰ τὴν
τῶν ὀϊστῶν ἔνδειαν, ἵνα ἑνὸς ὀϊστοῦ ἕνα θανατοῦντος πλεῖον τὸ ἔργον
διὰ τοῦ τόξου γένηται.
(Vers. 15.) Τὸ δὲ ἐπισχόμενος ἀντὶ τοῦ καταστοχασάμενος. τοῦτο δὲ διὰ
τὸ ἐπέχειν τὴν χεῖρα καὶ
ἱστᾶν τὸν κατὰ σκοποῦ βάλλοντα. οἱ δὲ παλαιοὶ καὶ ἀντὶ τοῦ λαβόμενος
550

φασὶν, ἀστείως λέγοντες ὡς


ἀπὸ χερσὶ κρατοῦντος. ὡς γὰρ ὁ ἄγχων ἐπέχει τινὰ τοῦ λαιμοῦ, οὕτω καὶ
Ὀδυσσεὺς ἔβαλε τὸν Ἀντίνοον

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου. Οδύσσεια. Volume 2, p. 311, line 41

Ἑρμείας ἀκάκητα, ὃ καὶ ἐν ἄλλοις κληθεὶς ἐφάνη. οὕτω δὲ καὶ Ὀδυσσεὺς


πρὸ ὀλίγων ἦρχεν ὁδοῦ τῆς
ἀμφ' αὐτόν. Καὶ ὅρα ὡς τὸ τρίζειν ἐπὶ ψυχῶν εἰπὼν, κυριολεκτούμενον
ἐπὶ νυκτερίδων, παρεμυθήσατο
τὴν τροπὴν διὰ τῆς ῥηθείσης παραβολῆς. διὸ καὶ ἐπλεόνασε τῇ λέξει, τρὶς
αὐτὴν ἐνταῦθα (Vers. 5. 7. 9.)
διὰ τὸ καίριον. Ἰστέον δὲ ὅτι τρύζειν μὲν διὰ τοῦ υ ψιλοῦ ἐπὶ τρυγόνων,
αἳ καὶ ἀπὸ τοῦ τοιούτου
γίνονται ῥήματος, τρίζειν δὲ κυρίως ἐπὶ νυκτερίδων· ὧν καὶ ἴδιον δοκεῖ ὁ
ποιητὴς λέγειν τὸ ἀλλήλαις
συνέχεσθαι, ὃ καὶ ἴδιον ὁρμαθοῦ, καὶ τὸ τὰς ἀποπεσούσας ἄνωθεν ἐκ
πέτρας, ἐφ' ἧς εἰσὶ, τρισμὸν
ἀποτελεῖν, ὃς δὴ καὶ ἐπὶ μυῶν λέγεται. ὁμοίως δὲ τρίζειν καὶ ἐπὶ χιόνος,
ὅθεν καὶ χιὼν τετριγυῖα.
Ἰστέον δὲ ὅτι τε μυθικῶς ταῖς ψυχαῖς ἐπελέχθη τρισμὸς, οἷα λόγου μὲν
ἐνάρθρου ἐστερημέναις ἄλλως
δὲ θορυβούσαις, καὶ ὅτι τὰς εἰς νύκτερον τόπον ἀπιούσας προσφυῶς
ἐτόλμησεν ὁ ποιητικὸς λῆρος νυκτε-
ρίσι παραβαλεῖν, καὶ ὅτι τὸ τῆς νυκτερίδος ἄγρυπνον παρασίτῳ
ἐπεσκώφθη ἐγρηγορότι κολακικῶς·
παράσιτος γὰρ ἐν τοῖς τοῦ δειπνοσοφιστοῦ ἑαυτὸν σεμνύνων ἄλλα τέ
τινα γλυκέως λέγει περὶ ἑαυτοῦ
κατὰ εἰκασμὸν ἀστεῖον, καὶ ὅτι ἀναβῆναι πρὸς κλιμάκιον, Καππανεύς
εἰμι. ὑπομένειν πληγὰς, ἄκμων.
ὕδωρ δὲ πίνειν, βάτραχος. ἀπολαῦσαι θύμων λαχάνων τε, κάμπη. πρὸς τὸ
μὴ λοῦσθαι ἤγουν μὴ
λούεσθαι, ῥύπος. ὑπαίθριος χειμῶνα διάγειν, κόψιχος, ὅ πέρ ἐστι
κόσσυφος. πνῖγος ὑπομεῖναι καὶ
μεσημβρίας λαλεῖν, τέττιξ. ἐλαίῳ μὴ χρῆσθαι, κονιορτός. ἀνυπόδητος
ὄρθρου περιπατεῖν, γέρανος.
καθεύδειν μηδὲ μικρὸν, νυκτερίς. εἰς τοῦτο δὲ χρήσιμον καὶ λαγωός.
τούτοις προσθετέον ἐκεῖθεν καὶ  
τὸ, τύπτεσθαι, μύδρος εἰμί. τύπτειν, κεραυνός. τυφλοῦν τινὰ, ἀστραπή.
φέρειν τιν' ἄραντ', ἄνεμος.
ἀποπνῖξαι, βρόχος. θύρας μοχλεύειν, σεισμός. εἰσπηδᾶν, ἀκρίς. δειπνεῖν
ἀκλήτως, μυῖα. μὴ ἐξελ-
551

θεῖν, φρέαρ. Καὶ οὕτω μὲν ἡδέος ἀστεϊσμοῦ τοῦδε ἡ νυκτερὶς ἀφορμή.
(Vers. 6.) Θεσπέσιον δὲ
ἄντρον οὐχ' ἁπλῶς οὕτω παρέῤῥιπται, ἀλλ' ὅτι θεῖα τὰ ἄντρα ἐνομίζοντο
οἷα σύμβολα κόσμου κατὰ
Πορφύριον, ὡς καὶ ἐν τοῖς περὶ τοῦ Ἰθακησίου ἄντρου εἴρηται, ὃ καὶ
ἐπήρατον ἐῤῥέθη ἐκεῖ.

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο) Alphabetic letter alpha, entry 2448, line 1

ἀκλήϊστα· τὰ οὔπω κλεϊζόμενα, τὰ τῶν Βακχίων


*ἄκμα· νηστεία, ἔνδεια (2. Macc. 1,7) ASP
*ἀκμάζει· νεάζει, νεωτερίζει vgAS αὔξει gP
ἀκμαία· ἀκμάζουσα (b) θάλλουσα
*ἀκμαιοτάταις· νεωτάταις (vg)AS
*ἀκμαῖς· ὀξύτησιν (Eur. Bacch. 1207 ..) ASP
ἀκμαίων· ὀξέων
*ἀκμή· νεότης vgn ἡλικία (Eur. Alc. 316) A
*ἀκμὴ καλεῖ· καιρὸς καλεῖ (Eur. Hec. 1042) gAP
*ἄκμηνος· ἄσιτος (AS) νῆστις Sb ἄγευστος ἄρτου (Τ 163) AS
*ἀκμήν· ἔτι (Matth. 15,16?) ASP
*ἀκμῆτες· μὴ κάμνοντες gAS ἀκοπίαστοι (Λ 802) d
*ἀκμητί· ἀκαματεί Sp
ἄκμητοι· ἀκοπίαστοι
*ἀκμοθέτοιο· τοῦ τόπου, ἔνθα κεῖνται οἱ ἄκμονες (Σ 410) AS
ἀκμοθέτῳ· τῷ κοιλώματι, ἐν ᾧ ὁ ἄκμων τίθεται (Σ 476)
ἄκμονα· ἀλετρίβανον. Κύπριοι
Ἀκμονίδης· ὁ Χάρων. καὶ ὁ Οὐρανός. Ἄκμονος γὰρ παῖς
 (Callim. fr. 498?)

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο) Alphabetic letter alpha, entry 6617, line 1

ἀπορυπτόμενος· ἀπονιπτόμενος
ἀποσαλεύσας· ἐπιτηρήσας
ἀποσβέστῳ· νεκρῷ
ἀποσεσύκασται· τὰ σῦκα ἀποβέβληκε βρωθέντα (Amips.
 fr. 33)
*ἀποσεμνύνει· μεγαλύνει vgAn
ἀποσηκώσας· ὡς ἐν σηκῷ κατακλείσας
ἀποσημανῶ· ἀποδιώξω
552

*ἀποσημήνασθαι· σημειώσασθαι vgA


ἀποσχεῖν· ἀποδιώκειν (Ζ 96)
*[ἀπόσεται] ἀπόσιτος καὶ ἄσιτος· ἄτροφος (A) n
ἀποσιμοῦν· ἀποστρέφειν τὴν ἀκήν, ἢ πρὸς τὸ σιμὸν φέρεσθαι
ἀποσισάμενοι· ἀποῤῥίψαντες
ἀποσκαμυνθίζειν· ἀπομυκτηρίζειν

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο) Alphabetic letter alpha, entry 7856, line 1

*ἄστεος· πόλεως (Γ 140) vgASn


*ἄστεσι· πόλεσιν vgASn
ἄστυ· ἡ πόλις, [οὐκ Ἀθῆναι] ἀλλὰ καὶ ὁ περίβολος [καὶ πολί-
 της]  
ἀστὴ ἐλαία· ἡ ἐν ἀκροπόλει (com. ad. 745) ἡ καλουμένη
 πάγκυφος (Ar. fr. 727) διὰ χθαμαλότητα
ἀστηνεῖ· ἀδυνατεῖ
ἀστηνόν· δύστηνον (p) χαλεπόν (Callim. fr. 275)
ἀστῆνες· ταλαίπωροι, δυστυχεῖς
ἄστηρ· ἡ φαρέτρα S ἤγουν βελοθήκη
[ἀστήρει· σῖτος]
ἀστήρικτον· ἄπιστον
*ἀστηρίκτους· ἀσθενεῖς (2. Petr. 2,14) vgAS
*ἀστιβῆ· ἄβατον (Soph. Ai. 657) vgASn
ἀστίβους· ἀπατήτους

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο) Alphabetic letter beta, entry 811, line 1

βομβῶνας· βουβῶνας
(*)βοῶντες· κραυγάζοντες (Act. Apost. 17,6)
βομβυθυλεύματα· τὰ μαγειρικὰ ἀρτύματα· κατεσκευασμένα·
 ἔνιοι τὸ σὺν τῇ ὄνθῳ ἀρτύειν
βοώνητα· τιμῆς βοῶν ἠγορασμένα. [ἢ ἀνόσιος]. παρὰ Κυπρίοις
 δὲ ἀνόσιος
βοὸς κέρας· τὸ περιτιθέμενον τῇ ὁρμιᾷ κέρας κατὰ τὸ ἄγκιστρον.
 οἱ δὲ τρίχα (Ω 81)
βόοσκον· βουφορβόν. ὀρεινόμον
βοοσσόος· μάστιξ (Call. fr. 301) καὶ βούτης
βορά· θοίνη (Eur. Or. 189) *βρῶσις (vg.) σῖτος *τροφή (Iob
 38,39) (vgSP)
*βοῤῥᾶς· ἄνεμος PS ψυχρός. καὶ παγώδης vgS καὶ σκληρός,
 τροπικῶς καλούμενος διάβολος, ὁ παρὰ τὸ ὁρᾶσθαι ἐπιδέξιος
 (Prov. 27,16)
553

*βόρβορος· ὀχετὸς δυσώδης (Ierem. 45,6) S


βορβορυγή· ποιός τις ἦχος, ὃν καὶ κορκορυγὴν καλοῦσιν
βορβορίζει· γογγύζει. μολύνει. Κύπριοι
βορβορωπόν· αἰσχρόν, βορβόρῳ ἐμφερές
βορβύλα· πέμμα στρογγύλον διὰ μήκωνος καὶ σησάμης μεγέ-
 θους ἄρτου

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο)Alphabetic letter delta, entry 221, line 1

δαμώδεις· δημόται. ἢ οἱ ἐντελεῖς, παρὰ Λάκωσι


δάν· μακρῶς, ἢ πολὺν χρόνον. Ἠλεῖοι [καὶ χώρα περὶ Δαμασκὸν
 καὶ Σιδῶνα]  
*δανά· ξηρά, sp καύσιμα ⌊ξύλα (ο 322) p
[δαινά· ἢ δή, ὡσδί]
*Δαναοί· οἱ Ἕλληνες (Α 42 ..) sp
δανάκη· νομισμάτιόν τι βαρβαρικόν, δυνάμενον πλέον ὀβολοῦ
 ὀλίγῳ, Γʹ. ἐλέγετο δὲ καὶ ὁ τοῖς νεκροῖς διδόμενος ὀβολός (Callim.
 fr. 278)
δάνας· μερίδας. Καρύστιοι
δανδαλίδες· κάχρυες. κριθαί. ἢ σῖτος πεφρυγμένος
δάνδαλος· ὁ ἐριθακός, τὸ ὄρνεον
δανδαρίκαι· οἱ βολευταί
δανδαίνειν· ἀτενίζειν. φροντίζειν, μεριμνᾶν

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο) Alphabetic letter epsilon, entry 5852, line 1

ἐρικάς· ὁ ἐρεγμός, Κρῆτες δὲ ὠστριμάς· λέγουσι δὲ οὕτως καὶ

*ἐρικνωμένον· ῥυτίδας ἔχον r. Avg


ἐρικόμενος· σχιζόμενος (Ν 441)
ἐρίκη· εἶδος φυτοῦ
*ἐρικτά· σῖτος πεφρυγμένος· καὶ κοπτόμενος εἰς ἄλφιτα gn.
 σχιστὰ ἄλευρα (Lev. 2,14) Avgn
*ἐρικτόν· κοπανιστόν (Lev. 2,14) r. Ag
*ἐρικυδέα· λίαν ἔνδοξα A (g). μεγάλως ἔνδοξα (Γ 65) A
[ἐρίμη· ἔξοδος]
*ἐριμύκων· μεγαλοφώνων (Ψ 775) A. ἢ μυκώμενος, μεγάλως
 μυκῶν (A)
ἐρινάδες· ὄλυνθοι. ἢ συκαῖ ἄῤῥενες
ἐρινάζειν· συκᾶς περιάπτειν τοῖς ἐρινοῖς r εἰς τελεσφορίαν
ἐρινάς· νέας βοῦς
554

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο) Alphabetic letter theta, entry 367, line 1

θερμάστραι· κάμινοι (Callim. h. Del. 144)


θερμαστρίς· σκεῦος παραπλήσιον καρκίνῳ, ᾧ χρῶνται οἱ
 χρυσοχοῖ. καὶ ὄρχησις ἔντονος καὶ διάπυρος τάχους ἕνεκα
θέρμει· θερμαίνει
θέρμεσθαι· θερμαίνεσθαι
θέρμης· ὁ θέρους πνέων
θέρμον· τὸ θέρος. Βυζάντιοι
θερμόπλα· ἵππου νόσημα περὶ τοὺς πόδας  
*θερόμενος· θερμαινόμενος An
θέρονται· καίονται. χλιαίνονται, θερμαίνονται θέρος· σῖτος. τοῦ θερίζειν
ἡ ὥρα (λ 192) θερσόμενος· θερμανθησόμενος. ἀπὸ τοῦ θέρω ἐνεστῶτος
 (τ 507) θερουρότερος· ὁ χλωρὸς σῖτος ἀμηθείς *θερτήρια· ἑορτή τις AS
[θέσαι· θησαυρίσαι] [θεάσατο· ἐνεδύσατο]
θέσθαι· ὑποθέσθαι (Hyperid. fr. 198 Tur.). θησαυρίζεσθαι (ν 207)
*θέσθω· εὐτρεπιζέσθω (Β 382) np
θέσκελα· *θαυμαστά Avg. θεοείκελα. ἢ θεοκέλευστα. ⌊θεῖα Avg.
 θαυμάσια (Γ 130)

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο)Alphabetic letter kappa, entry 833, line 1

κάρκαρα· οὔλα ὁ διήτω καὶ τὰ ποικίλα τῇ ὄψει καὶ ἐπιτυρὰ


 παρὰ Σιμωνίδῃ (Sem. fr. 33). ἔνιοι τοὺς μάνδρας. Ῥίνθων (fr.
 20) ταὶ τῇ οὐρανίᾳ ἦρι
καρκαρίς· ξύλων ἢ φρυγάνων φορτίον. ἢ δεινή
κάρκαροι· τραχεῖς. καὶ δεσμοί (Sophr. fr. 147?)
καρκίνος· τὸ νῦν καρκίνωμα λεγόμενον. καὶ ὑποδήματα
 κοῖλα. καὶ δεσμός τις. καὶ ⌊ἡ πυράγρα T. ἢ *⌉εἶδος ζῴου.
 καὶ ἄστρον A
καρκινοῦται· ὅταν ῥιζοῦται ὁ σῖτος, καὶ σκληρύνεται
Καρκώ· Λαμία
κάρμα· γλεῦκος. τὸ πρῶτον ἀποθλιβόμενον διὰ τῶν χειρῶν.
 καὶ κούρευμα
*Κάρμηλος· ὄρος ἐν τῇ Φοινίκῃ (Amos 1,2 ..) Ans
κάρμορον· τὸν κηρὶ μεμορημένον  
555

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο) Alphabetic letter kappa, entry 876, line 1

*καρπίζουσι· ποτίζουσιν. εὔκαρπα ποιοῦσι (Eur. Bacch. 408)


 Agn κάρπιμα· δένδρα καρπὸν ἔχοντα
καρποβόλον· τὸ σιτοβόλον· Ἀργεῖοι
[κάρποδος· κάμπτρα, ὅπου τὸ ἄλευρον μαλάσσεται]
καρποῖς· βλαστήμασιν
καρπομανής· εἰς κόρον ἐξυβρίζουσα. Σοφοκλῆς Τυροῖ αʹ (fr.
 591)
καρπωμένη· καρπῷ πλήθουσα
καρπὸν ἔδουσιν· σῖτον ἐσθίουσιν (Ζ 142)
καρπός· τὸ ἄρθρον τῆς χειρός. καὶ σῖτος. καὶ τέκνα. καὶ τὰ ἔρια
καρποῦ δίκη· τῷ βλάψαντι καρπὸν οὕτως ἐδίκαζον
καρποῦμαι· τρυγῶ
[καρπύραι· ξύλων ξηρῶν κοπαί]
καρπῶ· καρπιοῦμαι
καρπωθέντα· τὰ ἐπὶ βωμοῦ καθαγισθέντα
κάρπωμα· κέρδος. γένος, σπέρμα. *προσφορά Aps, δῶρα,
 ⌊θυσία (Exod. 29,25 ..) vgp

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο) Alphabetic letter lambda, entry 494, line 1

λέγειν· εἰπεῖν. οἰκοδομεῖν. ἀριθμεῖν. καὶ ὀνομάζειν. Ἀττικοί


λέγεσθαι· συνάγειν, ἀθροίζειν. ἐκλέγεσθαι
*Λεβήδων· τόπος, ἐν ᾧ ἐθυσίαζον οἱ κατὰ τὴν Λιβανησίαν
 Ἀραβίαν Μωαβῖται (Isai. 15,2) vgnp
*λεγεών· πλῆθος στρατεύματος, ἢ τάγματος, ⌊ἓξ χιλιάδων
 ἑξακοσίων ἑξήκοντα ἕξ (Ev. Luc. 8,30 ..) g
λέγμα· τὸ εἰπεῖν
λέγνα· τὸ ἔσχατον ...
λέγνη· τὸ παρυφαινόμενον τῇ παραστροφίδι, ὅπερ ἦν παχὺ
 περὶ τὴν ᾤαν ἐκ ῥάμματος
λέγνος ἄνανδρος· σῖτος ὁ μὴ ἁδρός
λεγνώδεις· ποικίλας
λεγνῶσαι· ποικῖλαι
*[λέγξε· ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσεν (Δ 125) AS]
λεγοίμεθα· ‘εἰ γὰρ νῦν παρὰ νηυσὶ λεγοίμεθα’ (Ν 276) οἷον,
556

 εἴ τις τοὺς ἀρίστους εἰς μάχην διαλέγοι


*λέγοιτο· συλλέγοιτο n

Ησύχιος. Lexicon (Α – ΟAlphabetic letter lambda, entry 533, line 1

λειμωνοειδής· [ἀνθηρὸς τόπος]. [ἢ λειμών] χωρίον ἐν ᾧ


 λειμών, ἢ χωρίον ἐπίπεδον
λειμών· αὐλών. θάλασσα. ἢ *ἀνθηρὸς τόπος (ASg) np
λειμωνιὰς ἄρκτος· νύμφαι· ἐπειδὴ αἱ νύμφαι ἐν τοῖς λει-
 μῶσιν
[λείνα· ἔρια. Κύπριοι]
λειξοῦρα· τὸ δῶρον r. ἐκ τοῦ λείχω
λειόβατος· ἰχθῦς τις τῶν λευκοσάρκων
λειοκόνιτος S· ἡ τελείως εἰς κόνιν διαλελυμένη. λείως γὰρ
 τελείως
λεῖον· ὁ σῖτος. ἢ ὁμαλόν
λειόμερος· ταχυδιάνοιος
λείουρος· αἴλουρος S
*λείους· ὁμαλούς ASvg
λειούσματα ἢ λεγούσματα· εἶδος καταφράκτου. Γαλάται
[λειπαρῶ· παρακαλῶ]
λείπετ' ἄεθλα· ἀπετυγχάνετο (Ψ 640)  
λεῖπε φορῆναι· ἔλιπε φορεῖν (Β 107)
λειπογνώμων· ὁ μηκέτι βόλον ἔχων· ὁ δὲ τέλειος καὶ γεγη-
 ρακώς, μὴ ἔχων γνωρίσματα τῆς ἡλικίας
*λείποιτο· καταλείποι n

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο Alphabetic letter lambda, entry 1303, line 1

λοφυδνόν· οἰκτρόν (Ε 683) r


λόφουρος· ἐπίσημος. Λόφος ἐπὶ τοῦ αὐχένος νεῶν τάσσεται.
 ἢ ὑπερήφανος καὶ ὑψαύχην
λόφῳ· τραχήλῳ
[λοφωσός· ἐπιστήμων]
*λοχᾷ· θηρεύει, λεληθότως ἐνεδρεύει (Sap. 14,24?) ASvgn
*λοχαγενεῖς· ἡγεμόνες, στρατηγοί ASn, ταξίαρχοι (AS).
 ἄρχοντες τῆς ἐνέδρας Sn, οἱ συνάγοντες τοὺς στρατιώτας A
λοχάζεται· ἐνεδρεύει S
λοχαῖος· κλινόμενος σῖτος ἀπὸ τοῦ εὐτροφεῖν (Eur. fr. 725) (S)
*λοχεύει· τίκτει Sn. γεννᾷ (Σ)
*λοχευομένων· γεννωμένων AS [ἢ γεννώντων] (Ps. 77,71) n
557

*λοχῶντες· ἐνεδρεύοντες Avg


λοχήσατο· ἐνήδρευσεν
λοχια· κρυφαία ‖ γεννᾷ. αὔξει ‖ καὶ ἄρτος τῇ Ἀρτέμιδι γινόμε-
 νος. καὶ ἁδροὺς ἀστάχυας ἔχουσα

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο) Alphabetic letter mu, entry 1708, line 1

μοσσυνικοί· ξύλινοι πίνακες μεγάλοι, ὥστε ἐν αὐτοῖς καὶ


 ἄλφιτα μάσσειν· ἐν τῷ Πόντῳ δέ εἰσιν ...
Μόσυχλον· ὄρος Λήμνου (Antim. fr. 46 W.)
μοσχανὸς σῖτος· ὁ ἀπαρχόμενος. καὶ χόρτος ὁ ἤδη καρπὸν
 ἔχων
*μοσχεύματα· τὰ νεόφυτα (Sap. 4,3?) (ASn)
*μοσχεύσας· γεννήσας ASn
μόσχια· *ἁπαλὰ φυτά vgn. ἢ κρέα μοσχαρίου. ἢ κρομμύου τὸ
 σπέρμα
μοσχίδια· μοσχεύματα
μοσχίνδα· τὸ ἑξῆς. καὶ ἀνελλιπῶς
μοσχίναι· οἱ σκιρτητικοί
μόσχοι· οἱ νέοι βλαστοί
μόσχοισι· τοῖς νεοφύτοις βλαστήμασιν, ἁπαλοῖς κλαδίσκοις

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο) Alphabetic letter mu, entry 2071, line 1

μώνυχα· ἁπλῆν καὶ μὴ διεστῶσαν


[μῶρα· συκάμινα]
μωραίνει· ἀφραίνει, παρακόπτει, μαίνεται
μωρίαι· ἁμαρτίαι
μωρίαι· ἵπποι καὶ βοῦς ὑπὸ Ἀρκάδων
Μωριεῖς· οἱ τῶν Ἰνδῶν βασιλεῖς (Euphor. fr. 168 Pow.)
μώριον· πόα τις, ᾗ πρὸς φίλτρα χρῶνται r
μωρός· ἄφρων, μάταιος
μωρόν· ὀξύ. μάταιον. ἀμβλύ. βαρύ. δεινόν. νωθρόν. ὑλακτικόν.
 δηλοῖ δὲ καὶ τὸ πεπονηκὸς περί τι. καὶ ἠλίθιον hm  
[μώρτα· σῖτος r]
μωρωσός· ὁ τὴν διάνοιαν παντελῶς πεπληγώς
μῶσο· ζήτει ([Epich.] fr. 288)
μῶται· ζητεῖ. τεχνάζεται
μωύς· ἡ γῆ. Λυδοί
μῶυ· τὸ ὕδωρ rp παρ' Αἰγυπτίοις r
558

μώχεται· φθονεῖ
*μώψ· ὁ μὴ ὀξυδορκῶν, καθαροὺς δὲ ἔχων τοὺς ὀφθαλμούς v  

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο) Alphabetic letter omicron, entry 1519, line 1

 ASn
[ὄτρεα· ἡμίονος]
Ὀτρεὺς καὶ Μύγδων· βασιλεῖς Φρυγίας (Γ 186) n
ὀτρηρή· ἐνεργός. σπουδαία (Ζ 381) An
*ὀτρηρὴ ταμίη· ἡ τηροῦσα τὸν οἶκον (Ζ 381) ASn
*ὀτρηροί· ἀνδρεῖοι. ταχεῖς AS. ὀξεῖς vg. ἐνεργεῖς. δραστικοί
 ASvn. ὑπήκοοι. πιστοί ASg. σπουδαῖοι (α 109)
*ὀτρηρόν· τὰ αὐτά (A)
ὄτριχας· ὁμοιότριχας (Β 765) p
ὀτρύγη· χόρτος. καλάμη  
ὀτρυγηφάγου· περιττὸν τὸ ο. Τρύγη γὰρ ὁ σῖτος καὶ ὁ
 χόρτος (Archil. fr. 97 Bgk)
ὀτρῦναι· *παροξῦναι ASvgn. κελεύειν. σπεύδειν. *⌊παρορμᾶν
 (Θ 219) (An)
ὀτρυντήρ· κήρυξ. κελευστής. σαλπικτήρ
ὀτρυντύς· παρακέλευσις. προτροπή (Τ 234)

Ησύχιος. Lexicon (Π – Ω) (4085: 003)


“Hesychii Alexandrini lexicon, vols. 3–4”, Ed. Schmidt, M.
Halle: *n.p., 3:1861; 4:1862, Repr. 1965.
Alphabetic letter pi, entry 666, line 1

παρασαγγιλόγω· οἱ Πέρσαι τοὺς διαγγέλλοντας οὕτω λέγουσι


παρασάγγης· μέτρον ὁδοῦ, τριάκοντα σταδίους ἔχον
παρασαρῶσαι· ἐροὴ δὲ καὶ [κάλυθρον ἢ] κάλλυντρον τὸ σάρον. καὶ
 κόρηθρον καλεῖται
παρασεσυρμένοι· παρελκυσμένοι, ὑπεσκελισμένοι
παράσημα· τεράστια
παρασημαίνει· παραχαράττει. παραδηλοῖ
παράσημον· ἀδόκιμον, κίβδηλον. ἀπὸ τὸ καὶ νομισμάτων τὰ κίβδηλα
 παράσημα λέγεται
παράσιτοι· ἀρχὴ ἐπὶ τὴν τοῦ ἱεροῦ σίτου ἐκδοχήν ......  
παράσιτος· κοσσοτράπεζος
παρασιωπῶν· μακροθυμῶν
559

παρασκευάζεται· εὐτρεπίζεται, ἑτοιμάζετο


παρασπάς· φυτὸν ἀπεσπασμένον
παρασπάσησθε· ἀφέλησθε
παρασπίζουσα· σύνους(α). συνοικοῦσα
παρασπιστής· παρεστώς. ὁπλίτης
παρασπονδήσας· παραβὰς τὰς συνθήκας
παρασπονδοῦντες· ἐχθραίνοντες. πολεμοῦντες
παρασπῶν· συλῶν

Ησύχιος. Lexicon ( – Ω) Alphabetic letter pi, entry 2653, line 2

πνιγεύς· ὁ φιμὸς τῶν κτηνῶν. καὶ τοῦ ὑδραυλικοῦ ὀργάνου μέρος ἢ


 κλίβανος
πνῖγος· θάλπος. καῦμα
πνίξαντες· ὀπτήσαντες. ἔστι δὲ εἶδος ὀπτήσεως πνικτόν  
πνοή· ἀνάψυξις
πνοήπουν· ταχύ
πνόος· φθόγγος. πνοή
Πνύξ· τόπος Ἀθήνησιν, ἐν ᾧ αἱ ἐκκλησίαι ἤγοντο πάλαι μὲν πᾶσαι,
 νυνὶ δὲ ἅπαξ, ὅταν στρατηγὸν χειροτονῶσιν
πνύτο· ἔπνευσεν. ἐνόησεν. [καὶ πόα καὶ ἡ τῆς γῆς αὐτομάτως βλα-
 στάνουσα φυτεία. καὶ ὁ σῖτος. καὶ κοινῶς τὸ ἀπὸ ῥίζης φυλλοβο-
 λοῦν φυτόν
πνυτός· ἔμφρων, σώφρων
πόα· βοτάνη ἑκάστη
ποαλίς· εἶδος πικρίδος
ποάστριαι· οὐ μόνον αἱ τὴν πόαν ἐκ τοῦ σίτου, ἀλλὰ καὶ τὴν κα-
 λάμην ἐκτίλλουσαι, καὶ καθόλου αἱ τὰ κατ' ἀγροὺς μισθοῦ ἐργαζό μεναι

Ησύχιος. Lexicon (Π – Ω) Alphabetic letter pi, entry 4437, line 1

πυρισμαράγοις· τοῖς ἀπὸ πυρὸς ἠχοῦσιν


πυρῖτις· λίθος, ἀφ' οὗ πῦρ τίκτεται
Πυριφλεγέθων· ποταμὸς ἐν ᾅδου
πυρκαϊά· ἐμπυρισμός
πυρκόοι· ὑπὸ Δελφῶν ἱερεῖς δι' ἐμπύρων μαντευόμενοι
πύρνα· τρύφη. κλάσματα. σιτία
*πυρίη· ὅσαι τῆς μάζης συμπιέζουσι τῇ χειρὶ εἰς τὸ στόμα λαμ-
 βάνουσαι
πύρνηται· ἐσθίηται
πύρνοι· ζειαὶ κνηστώδεις. ἢ ὁ κατειργασμένος σῖτος. ἄλλοι χόρτος,
560

 ἄλλοι μαγίδα. καὶ οὐδετέρως (τ)ὰ πύρνα·


   ὡς ἂν πύρνα κατὰ μνηστῆρας ἀγείροι
πύρνος· ψωμός
πυροδαύσιον· μαγειρεῖον
πυρόεντι· θερμῷ
πυροί· πύρινοι κεκινημένοι
*πυρὸς αὐγή· ὁ καταυγαζόμενος καὶ καταφωτιζόμενος τόπος ὑπὸ
 πυρός
*πυρὸς δηΐοιο· ὑπὸ τοῦ πυρὸς τοῦ πολεμικοῦ
*πυρός· σῖτος

Ησύχιος. Lexicon (Π – Ω) Alphabetic letter sigma, entry 630, line 1

σίκλαι· ἐνώτια
σικλός· βάρβαρος σικός
σικύ(α)· εἶδος κολοκύντης. καὶ σκεῦος ἰατρικόν
σικυὸς σπερματίας· ὃν ἡμεῖς μηλοπέπονα
σικύς· ὁ γναφεύς
Σικυών· πόλις .....
σικυωνία· κολοκύντη
σικυώνια· ὑποδήματα γυναικεῖα. καὶ ψέλια
σίκχαι· κράσπεδα
σικχαζόμενος· σκωπτόμενος
σικχός· ὁ μικόρσιτος. ἢ ὁ ἀηδής
[σιλαίνει· σκώπτει, ὑβρίζει]
σιλαπορδῆσαι· ἁβρύνεσθαι, θρύπτεσθαι, χλιδᾶν
σίλβαι· ῥοιαί
σίλβη· εἶδος πέμματος (ἐκ) κριθῆς, σησάμης καὶ μήκωνος
σιλβία· σιδία

Ησύχιος. Lexicon (Π – Ω) Alphabetic letter sigma, entry 768, line 1

σιτνίδες· θυσία τις Νύμφαις ἐπιτελουμένη


σιτοβολῶνες· ὅρια
σιτοδ(ε)ία· λιμός, ἔνδεια σίτου
σιτοκάπηλοι· σιτοπῶλαι
σιτοκλονεῖσθαι· ὑπὸ δίψους ἐνοχλεῖσθαι. οἱ δὲ ὑπὸ δίψους κλύε-
 σθαι. καὶ τὸ φαγεῖν
σιτόκουρος· ὁ ἄχρηστος καὶ μάτην τρεφόμενος
561

σιτομνημονεῖν· ἀντὶ τοῦ τὰ σῖτα μετρεῖν· παρόσον ἀπεγράφοντο


 οἱ λαμβάνοντες παρὰ τῶν δεσποτῶν τὰ τεταγμένα μέτρα
σιτοποιός· ἀρτοκόπος. ἢ πέπτρια
σῖτος· τροφή
   σίτου καὶ κρειῶν ἠδ' οἴνου βεβρίθασι
 καὶ τόκος. καὶ ὁ μισθός
σίτου ἐκβολή· ἡ πρώτη ἔκφυσις τῆς χλόης
σιτούμενος· ἐσθίων
σίττα· ἐπιφώνημα αἰξίν
σίττας· ὄρνις ποιός. ἔνιοι δὲ τὸν ψιττακὸν λέγουσιν
σίττη· ὄρνις ποιός. οἱ δὲ δρυοκολάπτης
σίττον· οἱ μὲν γλαῦκα· ἢ κίσσαν· ἢ ἱέρακα  
σιττύβαι· δερματίναι στολαί. τὰ μικρὰ ἱμαντάρια

Ησύχιος. Lexicon (Π – Ω) Alphabetic letter chi, entry 458, line 1

χθών· ἡ γῆ ἀπὸ τῆς χύσεως


χιάζειν (καὶ) σιφνιάζειν· ......  
χῖαι· ὑποδήματος ἀνδρείου εἶδο[υ]ς
[χιαρόν· χλιαρόν, θερμόν]
χιαστὶ τίλλειν· ὡς τῶν Χίων κατεαγότων καὶ παρατιλλομένων
[χιδά· φρικτή]
χιδαλέον· τυφλόν. ἄγαμον. πεφρικός
χίδαδον· τὸ παιδίον
χίδαι· ἀντὶ τοῦ Κρῆτες
χιδᾶν· χ(ε)ιμάζεσθαι. δειλιᾶν
*χίδρα· στάχυες νεογενεῖς. ἢ τὰ ἐξ ὀσπρίων ἄλευρα. ἢ σῖτος νέος
 φ(ρ)υττόμενος. ἢ τὰ ὀσπριώδη σπέρματα
χίδρυ· ὄνομα δειλόν
*χίδρων· νέων καρπῶν. καὶ θερμῶν
χιλ[α]άγρα· ζωύφιόν τι
χιλίαρχος· χιλίων ἄρχων
χιλιοστή· τέλος ἀπὸ τῆς θυσίας
χιλός· ἡ τροφή. καὶ χιλὸν τὸ αὐτό. καὶ χόρτος τῶν βοσκημάτων.

Ησύχιος. Lexicon (Π – Ω) Alphabetic letter psi, entry 315, line 2

ψώθιον· τὸ ὑποκάτω τοῦ ἄρτου


ψώθια· τὰ τοῦ ἄρτου ἀποθραύσματα, καὶ τὰ ὑποκάτω
ψώϊζος· ἄφοδος ὑγρά, ἢ ὄνθος, δυσωδία, καὶ ἣν καλοῦσι μίνθα(ν)·
562

 οἱ δὲ αὐχμὸν ἢ μόλυσμα


ψώια· σαπρὰ δυσωδία
*ψώδη· γλῶττα
ψωκτόν· τράπεζαν
ψωλήκυσθος· οὐδενὸς ἄξιος
ψωλόν· τὸν ἀπεσκολυμμένον
ψώμηκες· οἱ τοῦ σίτου τὰς ῥίζας ἀπεσθίοντες. καὶ ὁ ἔγκατρος ὁ σῖ-
 τός φησι ἐξεψώμισεν, ἀπὸ τοῦ ζώου σχηματίσας
*ψωμιεῖ· θρέψει
ψῶμιγξ· σφήκωμα
ψωμοί· μέρη

Θεοδώρετος. Historia religiosa (= Philotheus) (4089: 004)“Théodoret


de Cyr. L'histoire des moines de Syrie, 2 vols.”, Ed. Canivet, P., Leroy–
Molinghen, A.Paris: Cerf, 1:1977; 2:1979; Sources chrétiennes 234,
257.Vita 3, Sec. 12, line 22

τὴν θύραν ἀνοίξας πρὸς ἑαυτὸν εἰσεδέξατο. Εὐσεβίῳ δὲ τῷ


θαυμασίῳ παρηγγύησε καὶ ὄσπριον ἐψῆσαι καὶ λάχανον
εἴπερ ἔχοι. Ἐπειδὴ δὲ τῆς ἀλλήλων διαλέξεως ἐνεπλήσθησαν
καὶ τὴν ἀλλήλων κατέμαθον ἀρετήν, κοινῇ τὴν τῆς ἐνάτης
ἐπετέλεσαν λειτουργίαν· ἧκε δὲ ὁ Εὐσέβιος τράπεζαν
φέρων καὶ ἄρτους προσφέρων. Ὁ δὲ μέγας Μαρκιανὸς τῷ
θεσπεσίῳ Ἀβίτῳ· «Δεῦρο, ἔφη, πάντων μοι προσφι-
λέστατε, καὶ ταύτης κοινωνήσωμεν τῆς τραπέζης.» Ὁ δὲ·
»Οὐκ οἶδα, ἔφη, πώποτε πρὸ τῆς ἑσπέρας σιτίων μεταλαβών,
πολλάκις δὲ καὶ δύο καὶ τρεῖς κατὰ ταὐτὸν ἄσιτος ἡμέρας
διατελῶ.» Ὁ δὲ μέγας Μαρκιανὸς· «Ἐμοῦ γοῦν εἵνεκα,
ἔφη, τήμερον ἀμειβέσθω τὸ ἔθος. Ἀσθενῶς γὰρ τὸ σῶμα
διακείμενος προσμένειν τὴν ἑσπέραν οὐ δύναμαι.» Ὡς δὲ
καὶ ταῦτα λέγων τὸν θαυμαστὸν Ἄβιτον οὐκ ἔπειθε,
στενάξαι τε λέγεται καὶ φάναι· «Ἀλλ' ἔγωγε ἀθυμῶ
λίαν καὶ δάκνομαι τὴν ψυχὴν ὅτι τοσοῦτον ὑπέμεινας πόνον,
ἵνα τινα φιλόπονον καὶ φιλόσοφον ἴδῃς, καὶ τῆς ἐλπίδος  
ψευσθεὶς κάπηλόν τινα καὶ ἄσωτον ἀντὶ φιλοσόφου τεθέασαι.»
Ἀνιαθέντος δὲ πρὸς ταῦτα τοῦ θειοτάτου Ἀβίτου καὶ
φήσαντος ὡς κρεῶν μεταλάβοι ἂν ἥδιον μᾶλλον ἢ τούτων

Θεοδώρετος. Historia religiosa (= Philotheus)


Vita 9, Sec. 3, line 14
563

τῆς πίστεως κοινωνοὺς καὶ τὸν αὐτὸν ἐφέλκοντας τῆς


εὐσεβείας ζυγόν. Ταύτην δὲ τὴν διατριβὴν ἀγαπήσας οὐ
σκηνὴν ἐξέτεινεν, οὐ καλύβην ἐπήξατο, οὐκ οἰκίσκον
ἀνήγειρεν, ἀλλ' ἐν ἀλλοτρίῳ τάφῳ τὸν πάντα διετέλεσε
χρόνον. Ὑπερῷον δὲ εἶχεν οὗτος καὶ δρύφακτόν τινα  
προβεβλημένον, ᾧ κλῖμαξ συνηρμοσμένη τοὺς ἀναβῆναι
βουλομένους ἐδέχετο. Ἐν τούτῳ καθειργμένος ὅτι πλεῖστον
διετέλεσε χρόνον ὕδατι μὲν ψυχρῷ χρώμενος, ἄρτον δὲ
μόνον σιτούμενος καὶ τοῦτον οὐ καθ' ἑκάστην ἡμέραν,
ἀλλὰ μίαν μὲν ἄσιτος διαμένων, τῇ δὲ ὑστεραίᾳ τούτων
αὐτῶν μεταλαγχάνων.
 Ἐπεὶ δέ τις ἀφίκετο κορυβαντιῶν καὶ μεμηνὼς καὶ
τῆς τοῦ πονηροῦ δαίμονος ἐνεργείας ἀνάπλεως, ἐκάθηρε
μὲν αὐτὸν προσευξάμενος καὶ τῆς διαβολικῆς ἐκείνης
ἠλευθέρωσε βακχείας. Ἀπιέναι δὲ μὴ βουλόμενον, ἀλλὰ
τῆς θεραπείας ἐκείνης ἀντιδοῦναι τὴν διακονίαν καθικε-
τεύσαντα σύνοικον ἐποιήσατο. Οἶδα καὶ τοῦτον ἐγὼ καὶ
τοῦ θαύματος μέμνημαι καὶ τὸν τῆς θεραπείας ἐθεασάμην
μισθὸν καὶ τῆς περὶ ἐμοῦ γενομένης αὐτοῖς ἀκήκοα διαλέξεως.
Ὁ μὲν γὰρ Δανιῆλος ἔλεγε – τοῦτο γὰρ ἦν αὐτῷ ὄνομα –  

Θεοδώρετος. Quaestiones et responsiones ad orthodoxos [Dub.]


(4089: 016)“Θεοδωρήτου ἐπισκόπου πόλεως Κύρρου πρὸς τὰς
ἐπενεχθείσας”, Ed. Papadopoulos–Kerameus, A.St. Petersburg:
Kirschbaum, 1895.P. 4, line 15

κθʹ. Εἰ ἡ τῶν παλμῶν παρατήρησις ὑπὸ τῶν εὐσεβῶν ἀπη-


γόρευται, διατί ταύτην οἱ βουλόμενοι ἀπωθεῖσθαι οὐ δύνανται;
λʹ. Εἰ εἰς θάνατον καὶ φθορὰν οἱ ἁλιεῖς τοὺς ἰχθύας λαμ-
βάνουσι, πῶς εἰς ζωὴν μέλλων ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους εἰσα-
γαγεῖν ἁλιεῖς τοὺς ἀποστόλους ὠνόμασεν;
λαʹ. Εἰ σώφρονι λογισμῷ τὰς γαμικὰς ἡδονὰς οἱ μοναχοὶ
ἀπεστράφησαν, διατί καθ' ὕπνους φαντάζονται; καὶ εἰ τῶν μυ-
στηρίων δεῖ ἀπέχεσθαι.
λβʹ. Εἰ τῷ σίτῳ συναυξάνεσθαι τὰ ζιζάνια ὁ Χριστὸς ἀπη-
γόρευσε, πῶς τὰ ζιζάνια πεπλήθυνται, ὁ δὲ σῖτος ἐξέλιπεν;
λγʹ. Εἰ πρὸ τοῦ πάθους ὁ κύριος ηὔχετο τηρηθῆναι παρὰ
τοῦ πατρὸς τοὺς μαθητάς, μετὰ δὲ ταῦτα Ἰούδας ἀπώλετο, πῶς
ἐδέχθη ἡ εὐχή;
λδʹ. Εἰ ὁ θεός ἐστι δημιουργὸς τῆς κτίσεως, πῶς τὰ Ἀπολ-
λωνίου τελέσματα ἐν τοῖς τῆς κτίσεως δύνανται μέρεσιν;
564

λεʹ. Εἰ ἐπαιδεύθη Μωυσῆς πάσῃ σοφίᾳ Αἰγυπτίων, πῶς


ἀστρονομίαν καὶ γεωμετρίαν καὶ ἀστρολογίαν οὐ μετῄει;
λϛʹ. Εἰ πάντα τὰ ὕδατα αἷμα ὑπὸ Μωσέως γέγονε, πῶς λέγει
ἡ γραφὴ τὸ “ἐποίησαν δὲ καὶ οἱ ἐπαοιδοὶ ὡσαύτως”;
λζʹ. Πῶς ὁ Μωυσῆς τὰ τοῦ Ἰωσὴφ ὀστᾶ ἐπιφερόμενος ἐναν

Θεοδώρετος. Quaestiones et responsiones ad orthodoxos [Dub.]


P. 41, line 12

ταιοῦται τῇ βουλῇ ἡττώμενος. ἱκανὸν οὖν ὑπάρχει πρὸς τὴν ἀπαλ-


λαγὴν τοῦ κακοῦ τὸ λυπηθῆναι ἐπὶ τῷ ἀβουλήτως συμβεβηκότι
καὶ δάκρυσιν ἀποπλύνειν τὸ μυσαρὸν τῶν οὕτως ἀβουλήτως ἐν ἡμῖν
ὑφισταμένων φαντασιῶν, ἀπέχεσθαι δὲ τοὺς οὕτω τὰ ἀβούλητα πά-
σχοντας τῆς κοινωνίας τῶν θείων μυστηρίων οὐδ' ὅλως δίκαιόν
ἐστιν· εἰ δὲ μή γε, ἀναιροῦμεν κατὰ τοῦτο τῶν βουλητῶν τε καὶ
τῶν ἀβουλήτων κακῶν τὴν διαφοράν.
  ΛΒʹ. Ἐρώτησις. Εἰ τῷ σίτῳ συναυξάνεσθαι τὰ ζιζάνια ὁ κύριος
καὶ δεσπότης Χριστὸς ἀπεφήνατο, πῶς τὰ μὲν ζιζάνια πεπλή-
θυνται, σχεδὸν δὲ ὁ σῖτος ἐξέλιπε; καὶ τίς ἡ ἀπόδειξις τοῦ εἶναι
σῖτον τὸν ἐκλείψαντα; πῶς δὲ τῆς συναυξήσεως τούτων ἡ πρόρ-
ρησις οὐ διέψευσται;
Ἀπόκρισις. Ἀπόδειξις τοῦ σῖτον εἶναι τὸν ἐκλείψαντα
αὕτη ἐστίν, ἡ περὶ αὐτοῦ πρόρρησις λέγουσα· “διὰ τὸ πληθυν-
θῆναι τὴν ἁμαρτίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν”. καὶ πά-
λιν· “ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀφίστανταί τινες τῆς πίστεως καὶ προ-
σέχουσι πνεύμασι πλάνης καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων”. καὶ πά-
λιν· “ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας ἀποστρέφονται, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους
ἐκτραπήσονται”. καὶ πάλιν· “εἰσελεύσονται λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς,
μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω

Θεοδώρετος. Quaestiones et responsiones ad orthodoxos [Dub.]


P. 41, line 24

ρησις οὐ διέψευσται;
Ἀπόκρισις. Ἀπόδειξις τοῦ σῖτον εἶναι τὸν ἐκλείψαντα
αὕτη ἐστίν, ἡ περὶ αὐτοῦ πρόρρησις λέγουσα· “διὰ τὸ πληθυν-
θῆναι τὴν ἁμαρτίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν”. καὶ πά-
λιν· “ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀφίστανταί τινες τῆς πίστεως καὶ προ-
σέχουσι πνεύμασι πλάνης καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων”. καὶ πά-
λιν· “ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας ἀποστρέφονται, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους
ἐκτραπήσονται”. καὶ πάλιν· “εἰσελεύσονται λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς,
μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω
αὑτῶν”. ὅτι δὲ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος οὐκ ἐκλείπει ὁ
565

σῖτος, δηλοῖ ὁ κύριος λέγων· “διὰ δὲ τοὺς ἐκλεκτούς, οὓς ἐξε-


λέξατο ὁ πατήρ, κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι”. ἀλλ' εἰ μὲν
συνέβη τι τῷ σίτῳ, τὸ μὴ εἰρημένον περὶ αὐτοῦ αὐξανομένου τε  
καὶ ἐκλειπομένου, δῆλον ὅτι διέψευσται ὁ περὶ αὐτοῦ λόγος· εἰ δὲ
ἐξ ἀρχῆς τοῦ κηρύγματος ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος πάντα
τὰ συμβησόμενα αὐτῷ διὰ τῶν προρρήσεων δεδήλωται, φανερὸν
ὑπάρχει ὅτι οὐδαμῶς διέψευσται ὁ περὶ αὐτοῦ λόγος, ἀλλ' εἰ μὲν
ἔστι τὰ ζιζάνια, ἀνάγκη εἶναι καὶ τὸν σῖτον· ἐκ γὰρ τῆς ἀλλή-
λων παραθέσεως ὁ μὲν σῖτος γνωρίζεται ὅπερ ἐστίν, ὡσαύτως καὶ
τὰ ζιζάνια· καὶ θατέρου μὴ ὄντος, οὐδὲ τὸ ἕτερον γνωρίζεται
ὅπερ ἐστίν.

Θεοδώρετος. Quaestiones in Octateuchum (4089: 022)


“Theodoreti Cyrensis quaestiones in Octateuchum”, Ed. Fernández
Marcos, N., Sáenz–Badillos, A.Madrid: Poliglota Matritense, 1979;
Textos y Estudios «Cardenal Cisneros» 17.P. 75, line 6

καὶ τῶν ἀπὸ γῆς ἀγαθῶν τὴν ἀφθονίαν· κατὰ δὲ τὴν τοῦ ἀγροῦ ἑρμη-
νείαν, αἰνίττεται τοῦ δεσπότου Χριστοῦ διὰ τῆς δρόσου μὲν τὴν θεότητα,
διὰ δὲ τῆς πιότητος τῆς γῆς τὴν ἐξ ἡμῶν ἀνθρωπότητα. καὶ γὰρ ὁ μα-
κάριος Δαβὶδ ταῦτα προαγορεύων ἔφη· «καταβήσεται ὡς  
ὑετὸς ἐπὶ πόκον, καὶ ὡσεὶ σταγόνες στάζου-
σαι ἐπὶ τὴν γῆν«. ὥσπερ γὰρ ἡ δρόσος ἀοράτως μὲν κά-
τεισι, κάτω δὲ συνισταμένη γίνεται δήλη, οὕτως ἀόρατος ὢν ὁ Θεὸς
λόγος διὰ τῆς σαρκὸς ἐπὶ γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη
καὶ «ἐφανερώθη ἐν σαρκί«, κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστολον. καὶ
ὁ σῖτος δὲ καὶ ὁ οἶνος τῶν θείων ἐστὶ μυστηρίων αἴνιγμα· τούτῳ συμ-
φωνεῖ τῷ λόγῳ καὶ τὰ ἑξῆς· «καὶ δουλευσάτωσάν σοι ἔθ-
νη· πάντα, γάρ φησιν, τὰ ἔθνη δουλεύσουσιν αὐτῷ«
ᾗ φησὶν ὁ θεῖος Δαβίδ· «καὶ προσκυνήσουσιν οἱ ἄρχοντες·
βασιλεῖς, γάρ φησι, Θαρσεῖς καὶ νῆσοι δῶρα προ-
σοίσουσι· βασιλεῖς ἀράβων καὶ Σαβὰ δῶρα
προσάξουσι καὶ προσκυνήσουσιν αὐτῷ πάντες
οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς«. ταύτην ἐκράτυνε τὴν εὐλογίαν καὶ
ἡνίκα αὐτὸν εἰς τὴν Μεσοποταμίαν ἐξέπεμψεν· «ἔσῃ, γάρ φησιν,
εἰς συναγωγὰς ἐθνῶν, καὶ δῴη σοι Κύριος τὴν
εὐλογίαν Ἀβραὰμ τοῦ πατρός σου«. τίς δὲ ἡ εὐλο

Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos (4089: 024); MPG 80.


566

Volume 80, p. 1165, line 41

 ιʹ. «Καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης μου, ἐφ' ὃν


ἤλπισα, ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ' ἐμὲ
πτερνισμόν.» Τοῦτο ὁ Ἀκύλας καὶ ὁ Θεοδοτίων
σαφέστερον εἰρήκασι· Καί γε ἀνὴρ εἰρήνης μου, ᾧ
ἐπεποίθησα. Ὁ δὲ Σύμμαχος οὕτως· Ἀλλὰ καὶ
ἄνθρωπος ὃς εἰρήνευέ μοι, ᾧ ἐπεποίθειν. Οὐ γὰρ
μόνον οἱ ἐχθροί μου κατεσκεύασάν μοι τὸν θάνατον,
ἀλλὰ καὶ ὁ συνών μοι ἄνθρωπος, καὶ τὴν εὔνοιαν,
καὶ τὴν εἰρήνην ὑποκρινόμενος, ὁμοτράπεζος ὤν μοι,
καὶ σύςσιτος, ὃν εἶχε δόλον ἐγύμνωσε. Δόλον
γὰρ τὴν πτέρναν ὠνόμασεν, ἐκ μεταφορᾶς τῶν
περὶ τάχους ἀγωνιζομένων, καὶ τῇ πτέρνῃ τοὺς
συνθέοντας πταίειν καὶ πίπτειν μηχανωμένων.  
Τοῦτο καὶ Ἡσαῦ ἀπατηθεὶς ὑπὸ τοῦ Ἰακὼβ, ἔφη
»Δικαίως ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰακὼβ, ἐπτέρ-
νικε γάρ με ἤδη δεύτερον τοῦτο· τάτε πρωτοτόκιά
μου εἴληφε, καὶ τὴν εὐλογίαν μου.»
 ιαʹ, ιβʹ. «Σὺ δὲ, Κύριε, ἐλέησόν με, καὶ ἀνάστη-
σόν με, καὶ ἀνταποδώσω αὐτοῖς. Ἐν τούτῳ ἔγνων
ὅτι τεθέληκάς με, ὅτι οὐ μὴ ἐπιχαρῇ ὁ ἐχθρός

Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos Volume 80, p. 1984, line 16

Ἱερουσαλὴμ δὲ οὐ τὰς οἰκοδομίας καλεῖ, ἀλλὰ τοὺς


ταύτης οἰκήτορας. «Εὐλόγησε τοὺς υἱούς σου ἐν
σοί.» Εὐπαιδίας γὰρ καὶ πολυπαιδίας εὐλογίαν λα-
βοῦσα εἰς πλῆθος ηὐξήθης.
 ιδʹ. «Ὁ τιθεὶς τὰ ὅριά σου εἰρήνην.» Δεδώρηταί
σοι καὶ πανταχόθεν εἰρήνην. Ἐκδειματωθέντες γὰρ
τῷ δέει τῶν ἀναιρεθέντων ἕτεροι πάλιν ἐπανελθεῖν
οὐ τολμῶσιν.» Καὶ στέαρ πυροῦ ἐμπιπλῶν σε.»
Ἐπέκλυσέ τε καὶ τοῖς ἀπὸ γῆς ἀγαθοῖς. Στέαρ γὰρ
πυροῦ τῶν καρπῶν τὴν ἀφθονίαν ἐκάλεσεν, ἀπὸ τοῦ
μέρους τὸ πᾶν ὀνομάσας. Πυρὸς γάρ ἐστιν ὁ σῖτος,
στέαρ δὲ πυροῦ ὁ κάλλιστος ἄρτος. Δεδήλωκε δὲ διὰ
τούτου καὶ τοὺς ἄλλους καρπούς. Ἀλλὰ ταύτης πάλαι
τῆς προνοίας ἀπήλαυον Ἰουδαῖοι· κατὰ δὲ τοῦ Σωτῆ-
ρος λυττήσαντες ἔρημοι πάντων ἐγένοντο τῶν ἀγα-
θῶν. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ προφητικὸς λόγος ταῦτα περὶ
567

ἐκείνων διεξελθὼν, τῶν ἐθνῶν προθεσπίζει τὴν σω-


τηρίαν.
 ιεʹ. «Ὁ ἀποστέλλων τὸ λόγιον αὑτοῦ τῇ γῇ, ἕως
τάχους δραμεῖται ὁ λόγος αὐτοῦ.» Λόγον ἐνταῦθα
εὐαγγελικὸν ἐκάλεσε κήρυγμα. Τοῦτο δὲ οὐκ Ἰουδαίοις

Θεοδώρετος. Interpretatio in Jeremiam (4089: 026); MPG 81.


Volume 81, p. 789, line 36

γεγηρακότας θρηνοῦντας, καὶ σάκκον περιεζωσμέ-


νους, καὶ αὐτὸς δὲ ὁ προφήτης βοᾷ·
 ιαʹ. Ἐξέλιπον ἐν δάκρυσιν οἱ ὀφθαλμοί μου,
ἐταράχθη ἡ κοιλία μου· ἐξεχύθη εἰς γῆν ἡ
δόξα μου ἐπὶ τὸ σύντριμμα τῆς θυγατρὸς τοῦ
λαοῦ μοῦ. Δείκνυσι δὲ καὶ τὸ πάντων ἐλεεινότατον
πάθος. «Ἐν τῷ ἐκλύεσθαι νήπια καὶ θηλάζοντα
ἐν πλατείαις πόλεως.» Ὁ γὰρ λιμὸς καὶ τὴν τῆς
φύσεως φιλοστοργίαν ἐνίκησε. Τοῦτο γὰρ ἐπ-
ήγαγεν·
 ιβʹ. Ταῖς μητράσιν αὑτῶν εἶπον, Ποῦ σῖτος καὶ
οἶνος; ἐν τῷ ἐκλύεσθαι αὐτούς. Λέγει δὲ μὴ
εὑρίσκειν ἀξίαν εἰκόνα τοῦ πάθους.
 ιγʹ. Τί γὰρ, φησὶ, μαρτυρήσω σοι, καὶ τί
ὁμοιώσω σοι, θύγατερ Ἱερουσαλήμ; Ἀναμιμνή-
σκει δὲ καὶ τῶν ψευδοπροφητῶν, τῶν τὰ χρηστὰ
προλεγόντων.
 ιδʹ. Προφῆται γάρ σου, φησὶν, εἶδόν σοι μά-
ταια, καὶ ἀφροσύνην· καὶ οὐκ ἀπεκάλυψαν τὴν
ἀδικίαν σου, τοῦ ἀποστρέψαι τὴν αἰχμα-
λωσίαν σου. Καὶ εἶδόν σοι λήμματα μάταια,

Θεοδώρετος. Interpretatio in Danielem (4089: 028); MPG 81.


Volume 81, p. 1489, line 52

καιρῷ, τῶν πλειόνων τὴν οἴκησιν τὴν ἐν Βαβυλῶνι


στερξάντων, πάλιν ὁ θεῖος προφήτης συνδιάγειν
αὐτοῖς ἀναγκάζεται, ἵνα μὴ ἔρημοι τῆς πνευματικῆς
κηδεμονίας γενόμενοι εἰς ἀσέβειαν παντελῶς ἐξωκεί-
λωσι. Τούτου χάριν, καὶ βασιλέως τὴν εὐσέβειαν τι-
μῶντος τοῦ τηνικάδε κρατοῦντος, καὶ πᾶσαν αὐτῷ
θεραπείαν προσφέροντος, καὶ τῶν ἄλλων προτιμῶν-
τος ἁπάντων, οὐδεμίαν ὁ μακάριος Δανιὴλ λαμ-
568

βάνει παραψυχὴν, ἀλλ' ἀνιᾷ καὶ λίαν αὐτὸν ἀλγύνει


τοῦ λαοῦ τὸ δυσπειθὲς, καὶ ἡ τῆς ἁγίας πόλεως
λήθη. Οὗ χάριν καὶ τρεῖς ἑβδομάδας ἄσιτος διετέ-
λεσεν· «Ἄρτον γὰρ, φησὶ, ἐπιθυμιῶν οὐκ ἔφαγον,
καὶ κρέας καὶ οἶνος οὐκ εἰσῆλθεν εἰς τὸ στόμα
μου, καὶ ἄλειμμα οὐκ ἠλειψάμην ἕως τριῶν ἡμερῶν  
ἑβδομάδων.» Οὐδεμίαν γὰρ, φησὶν, ἐπιμέλειαν ἐν
πάσαις ταύταις ταῖς ἡμέραις τῷ σώματι προσενή-
νοχα, οὐκ ἀλοιφὴν ἔξωθεν, οὐ τροφὴν ἔνδοθεν. Καλῶς
δὲ καὶ μάλα προσφόρως οὐκ ἐπὶ τῶν κρεῶν, ἀλλ' ἐπὶ
τοῦ ἄρτου, τὸ τῶν ἐπιθυμιῶν προστέθεικεν. Ὁ
γὰρ ἄρτος ἀναγκαία πάντων τροφή· κρεῶν γὰρ
ἀπολαύουσιν οἱ εὐπορώτεροι, ἄρτου δὲ πρὸς τοῖς εὐ

Θεοδώρετος. Interpretatio in Danielem Volume 81, p. 1492, line 19

ἐπιθυμιῶν προσηγόρευσεν, ὡς καὶ κοινὴν ὄντα τρο-


φὴν, καὶ πάσης τροφῆς ἐρασμιώτατον.
 δʹ. «Καὶ ἐν ἡμέρᾳ εἰκάδι καὶ τετάρτῃ τοῦ
μηνὸς τοῦ πρώτου, ἐν τῷ τρίτῳ ἔτει, ἐγὼ ἤμην
ἐχόμενα τοῦ ποταμοῦ τοῦ μεγάλου, αὐτός ἐστι
Τίγρις.» Ἐπισημήνασθαι δεῖ καὶ τὸν μῆνα, καὶ
τὰς τῆς νηστείας ἡμέρας, εἰς ἔλεγχον τῆς Ἰουδαίων
παρανομίας. Τῇ γὰρ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ τοῦ πρώτου
μηνὸς πρὸς ἑσπέραν τοῦ θείου νόμου προστάττοντος
ἐπιτελεῖν τὸ Πάσχα, ὁ μακάριος Δανιὴλ μέχρι τῆς
τετάρτης εἰκάδος ἄσιτος διετέλει. Εἰ δὲ εἴποιεν οἱ
Ἰουδαῖοι, ὅτι ἄρτον ἐπιθυμιῶν οὐκ ἔφαγεν, ἅτε δὴ
ἄρτους ἀζύμους ἐσθίων· πρῶτον μὲν τὴν οἰκείαν
ἄνοιαν καὶ διὰ τούτων ἐλέγχουσιν· ἄρτος γὰρ καλεῖ-
ται καὶ ὁ ζυμίτης, καὶ ὁ ἄζυμος.

Θεοδώρετος. Interpretatio in xii prophetas minores (4089: 029);


MPG 81.Volume 81, p. 1925, line 47

καὶ τοῖς ἐν νόμῳ, ἐσθίειν ἀπαγορεύει; «Καὶ πλήσου-


σιν ὡς φιάλας θυσιαστήριον·» ἀντὶ τοῦ, τῶν ἀπὸ
τῆς λείας θυμάτων.
 ιϛʹ. «Καὶ σώσει αὐτοὺς Κύριος ὁ Θεὸς αὐτῶν ἐν
569

τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ὡς πρόβατα λαὸν αὑτοῦ· διότι λίθοι


ἅγιοι κυλίονται ἐπὶ τῆς γῆς αὐτοῦ.» Τῶν γὰρ ἁγίων
εἵνεκα καὶ τοὺς ἄλλους περισώσει ὁ Θεὸς, καὶ
οἷα δὴ πρόβατα οἰκεῖα τῶν ἐπιόντων ἐλευθερώσει
θηρίων.
 ιζʹ. «Εἴ τι γὰρ ἀγαθὸν αὐτοῦ, καὶ εἴ τι καλὸν
παρ' αὐτοῦ, σῖτος νεανίσκοις, καὶ οἶνος εὐωδιάζων
εἰς παρθένους.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ιʹ.

 αʹ. «Αἰτεῖσθε παρὰ Κυρίου ὑετὸν καθ' ὥραν


πρῴϊμον καὶ ὄψιμον· Κύριος ἐποίησε φαντασίας,
καὶ ὑετὸν χειμέριον δώσει αὐτοῖς, ἑκάστῳ βοτάνην  
ἐν ἀγρῷ.» Αὐτὸς, φησὶ, καὶ σῖτον καὶ οἶνον χορηγεῖ,
ὥστε καὶ νεανίσκους τῷ σίτῳ στηρίζεσθαι, καὶ τὰς
παρθένους τὴν ἀπὸ τοῦ οἴνου εὐφροσύνην καρποῦ-
σθαι.

Θεοδώρετος. Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli (4089: 030);


MPG 82.Volume 82, p. 57, line 19

ἀλλὰ τὴν ἐκ ταύτης φυομένην εὐεργεσίαν. Ἐκ ταύ-


της γὰρ οἱ πιστεύσαντες τὴν σωτηρίαν τρυγῶσιν.
Οὕτω καὶ τῶν αἰσθητῶν πολλὰ κεκρυμμένην ἔχει
τὴν οἰκείαν ἐνέργειαν. Καὶ γὰρ τὸ πέπερι ψυχρὰν
μὲν ἔχει τὴν περιφάνειαν, καὶ τοῖς ἀγνοοῦσιν οὐ-
δεμίαν δείκνυσι θερμότητος ἔμφασιν. Ὁ δὲ τοῖς
ὀδοῦσιν λεπτύνας, τῆς πυροειδοῦς θερμότητος δέχε-
ται τὴν αἴσθησιν. Διά τοι τοῦτο ἰατρῶν παῖδες δυνά-
μει τοῦτο θερμὸν ὀνομάζουσιν, ὡς οὐ φαινόμενον
μὲν τοιοῦτο, δυνάμενον δὲ δειχθῆναι τοιοῦτον. Οὕτω
καὶ ὁ σῖτος δύναται μὲν εἶναι καὶ ῥίζα, καὶ καλάμη,
καὶ ἄσταχυς· οὐ φαίνεται δὲ τοιοῦτος, πρὶν εἰς τὰς
αὔλακας κατασπαρῆναι τῆς γῆς. Εἰκότως τοίνυν καὶ
ὁ θεῖος Ἀπόστολος δύναμιν Θεοῦ τὸ σωτήριον προς-
ηγόρευσε κήρυγμα, ὡς τοῖς πιστεύουσι μόνοις ἀπο-
καλύπτον τὴν δύναμιν, καὶ τὴν σωτηρίαν δωρούμε-
νον. Τοῦτο δὲ πᾶσιν ἔφη προσκεῖσθαι, καὶ Ἰουδαίοις
καὶ Ἕλλησι. Προτέθεικε δὲ τῶν Ἑλλήνων τοὺς Ἰου-
δαίους, ἐπειδὴ καὶ ὁ Δεσπότης Χριστὸς τούτοις πρώ-
570

τοις τοὺς ἱεροὺς ἀποστόλους ἀπέστειλε κήρυκας.


Οὕτω καὶ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Προφήτου φησί·

Θεοδώρετος. Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli Volume 82, p.


248, line 33

ἴδιον κόπον.» Οὐχ ἁπλῶς κατὰ τὸ ἔργον, ἀλλὰ κατὰ


τὸν τοῦ ἔργου κόπον. Οὗτος μὲν γὰρ πολλάκις δια-
κοσίους τῷ Σωτῆρι μετὰ πολλῆς εὐκολίας προσφέ-
ρει· ἐκεῖνος δὲ ἕνα ἢ δύο πλεῖστον ὑπομείνας πόνον
τῆς πλάνης ἐλευθεροῖ. Τοῦτο δὲ καὶ ἐπὶ νηστείας
καὶ σωφροσύνης ἔστιν ἰδεῖν. Ὁ μὲν γὰρ ὑπὸ τῆς
φύσεως βοηθούμενος κατορθοῖ δίχα πόνων τὴν σω-
φροσύνην· ὁ δὲ ὑπὸ τῆς φύσεως πολεμούμενος μετὰ
πλείστων πόνων ἀπολαύει τοῦ ποθουμένου. Καὶ ὁ
μὲν θερμοτέραν ἔχων τὴν κρᾶσιν μετὰ πολλῆς ὀδύνης
ἄσιτος τὴν ἑσπέραν προσμένει· ὁ δὲ καὶ δύο καὶ
τρεῖς ἡμέρας διατελεῖ, τροφῆς μὲν οὐ μεταλαγχάνων,
πόνον δὲ πλεῖστον οὐχ ὑπομένων. Οὗ δὴ χάριν ὁ δί-
καιος κριτὴς οὐ τὸ ἔργον, ἀλλὰ τὸν πόνον ὁρᾷ.
 θʹ. «Θεοῦ γάρ ἐσμεν συνεργοί.» Οἱ τὰ Ἀρείου
καὶ Εὐνομίου φρονοῦντες οὐδὲ τῷ Υἱῷ ταύτης τῆς
προσηγορίας μετέδωκαν, ἀλλ' ὑπουργὸν αὐτὸν ὀνο-
μάζουσιν.

Θεοδώρετος. Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli


Volume 82, p. 364, line 26

γὰρ εἶπεν, Οὐ φύεται ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ· τὰ δὲ ἡμέ-


τερα ὀνόματα τοῖς σπέρμασιν ἐπιτέθεικεν, ἐξ ἐκεί-
νων δεικνὺς τὴν ἡμετέραν ἀνάστασιν. Οὕτω δὲ καὶ ὁ
Κύριος ἔφη· «Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν
εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ,
πολὺν καρπὸν φέρει. «Οὕτω δείξας τὸν τρόπον τῆς
ἀναστάσεως, δείκνυσι καὶ τὴν τῶν σωμάτων ποιό-
τητα.
 ληʹ. «Ὁ δὲ Θεὸς αὐτῷ δίδωσι σῶμα καθὼς ἤθελε,
καὶ ἑκάστῳ τῶν σπερμάτων τὸ ἴδιον σῶμα.» Ὥσπερ
γὰρ ἀπὸ σίτου σῖτος φύεται, καὶ ἀπὸ φακοῦ φακὸς,
καὶ ἐξ ἑκάστου εἴδους τὸ αὐτὸ εἶδος· οὕτω καὶ τὰ
ἡμέτερα σώματα αὐτὰ μὲν ἀνίσταται, μετὰ δόξης
571

δὲ πλείονος, καὶ ἀφθαρσίας, καὶ ἀθανασίας. Τοῦτο


δὲ καὶ ἐπὶ τῶν σπερμάτων ἔστιν ἰδεῖν γινόμενον.
Γυμνὰ γὰρ σπειρόμενα μετὰ λαμπρῶν περιβολαίων
βλαστάνει. Ἀμφότερα τοίνυν, καὶ τὸν τρόπον τῆς
ἀναστάσεως, καὶ τὴν ποιότητα τῶν σωμάτων,
Θεοδώρετος. De providentia orationes decem (4089: 032); MPG 83.
Volume 83, p. 573, line 3

τητα, καὶ τὰς ψεκάδας διακρίνων, καὶ νῦν μὲν σμι-


κρὰς ἀφιεὶς, νῦν δὲ μεγάλας καὶ κρουνηδὸν φερομέ-
νας, καὶ οἷόν τινι κοσκίνῳ διαιρῶν τῶν νεφῶν τὰς
ὠδῖνας. Διὰ τοῦτο ἡ χειμέριος ὥρα, ἵνα σε τὸν ἀχά-
ριστον διαθρέψῃ, ἵνα σοι τῷ ἀγνώμονι παράσχῃ τῶν
ἀναγκαίων τὴν χρείαν. Ἔαρος δὲ πάλιν ἀρχομένου,
οἱ μὲν τῶν γηπόνων τέμνουσι τὰς ἀμπέλους, οἱ δὲ
ἑτέρας φυτεύουσι, χαυνούμενα δὲ τῇ τοῦ ἀέρος θερ-  
μότητι τὰ κλήματα, πρὸς ὠδῖνας ἐπείγεται. Τοῦ δὲ
θέρους ἀκμάζοντος, καὶ τοῦ ἡλίου σφόδρα τὸν ἀέρα
θερμαίνοντος, ὁ μὲν σῖτος εἰς ἀμητὸν τὸν γηπόνον
καλεῖ, περκῶσι δὲ σταφυλαὶ, βρίθουσι δὲ ἐλαῖαι τοῦ
καρποῦ τρεφομένου, πεπαίνεται δὲ τῶν ὀπωρῶν τὰ
γένη. Εἶτα τὸ μετόπωρον ἐπιγενόμενον, ταῦτα τελείως
πέπονα τοῖς φυτουργοῖς παραδίδωσιν· οἱ δὲ τὴν συλ-
λογὴν ποιησάμενοι, πάλιν ἅπτονται τῶν σπερμάτων.
Παῦσαι τοίνυν ἀχαριστῶν, καὶ τοῖς τῆς Προνοίας
δώροις τὴν Πρόνοιαν διαβάλλειν ἐπιχειρῶν, καὶ τοῖς
δοθεῖσιν ἀγαθοῖς τὸν τούτων δοτῆρα τοξεύων.

Κύριλλος Commentarius in xii prophetas minores


Volume 1, p. 79, line 10

γίας ὁ πάντα πᾶσι πλουσίως διανέμων Θεός. ἐνετείλατο  


γὰρ ταῖς νεφέλαις καθεῖναι τὸν ὑετὸν, τὴν εἰς νοῦν καὶ καρ-
δίαν παράκλησίν φημι. πλὴν ὅτι καὶ αὐτὴ τῶν ἀγγέλων
ἡ φύσις οὐδὲν μὲν ἴδιον ἔχει, πλουτεῖ δὲ πάντα παρὰ Θεοῦ,
δεδίδαχεν εἰπών ἐπακούσομαι τῷ οὐρανῷ, τουτέστι, πλήρη
τῶν παρ' ἐμοῦ ποιήσω τὸν οὐρανὸν, ἤτοι τοὺς ὄντας ἐν
οὐρανῷ, λογικὰς δηλονότι καὶ ἁγίας δυνάμεις, ὥστε δύνασθαι
καὶ αὐτὰς παρακαλεῖν τοὺς ἠλεημένους, καὶ τότε δὴ πάντως
ἐπακούσεται ἡ γῆ τὸν σῖτον καὶ τὸν οἶνον καὶ τὸ ἔλαιον· ἀντὶ
τοῦ, καρποφορήσουσιν οἱ ἐπὶ τῆς γῆς ἐλπίδα τὴν ἐπὶ ζωῇ
καὶ εὐφροσύνῃ καὶ ἱλαρότητι. καὶ ζωῆς μὲν τύπος ὁ σῖτος,
572

οἶνος γεμὴν εὐφροσύνης, ἱλαρότητος δὲ καὶ εὐεξίας τὸ ἔλαιον·


ἔνεστι γὰρ δὴ τοῖς πεπιστευκόσιν ἐλπὶς ἀγαθὴ, βεβαία τε
καὶ ἐρηρεισμένη. καὶ ἀποφοιτᾷ μέν τις τῆς φαυλότητος,
ἐφίεται δὲ παντὸς ἀγαθοῦ, καὶ τοῖς τοῦ Σωτῆρος ζυγοῖς ὑπο-
φέρει τὸν αὐχένα, καλῇ καὶ ἀναμφιβόλῳ καὶ ἀληθεῖ δὴ πάντως
ἐλπίδι τρεφόμενος τῆς εἰς τὸ μέλλον ζωῆς, καὶ ἵνα τοῖς ἄλλοις
ἁγίοις ἀναμὶξ εὐφραίνηται, καὶ ἱλαρωτάτην ἔχῃ τὴν καρδίαν.
ἔφη γάρ που περὶ τῶν ἁγίων ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὅτι “Καὶ
“εὐφροσύνη αἰώνιος ὑπὲρ κεφαλῆς αὐτῶν· ἐπὶ γὰρ κεφαλῆς
“αὐτῶν αἴνεσις καὶ ἀγαλλίαμα, καὶ εὐφροσύνη καταλήψεται

Κύριλλος Commentarius in xii prophetas minores


Volume 1, p. 301, line 2

“αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκὸς, οὐδὲ ἐκ θελήματος


“ἀνδρὸς, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν.” παρωθούμενοι δὴ
οὖν τὴν κατὰ σάρκα γέννησιν, τὴν πνευματικὴν οἰκειού-
μεθα, καθ' ἣν ἂν νοοῖτο παρθένος καθαρά τε καὶ πάναγνος
ἡ ἐξ ἐθνῶν ἐκκλησία, τουτέστιν οἱ εἰς Χριστὸν πιστεύσαντες,
οἷς καὶ ὁ θεσπέσιος Παῦλος ἐπιστέλλει σαφῶς “Ἡρμοσά-
“μην γὰρ ὑμᾶς ἑνὶ ἀνδρὶ παρθένον ἁγνὴν παραστήσαι τῷ
“Χριστῷ.”
Ἐξῆρται θυσία καὶ σπονδὴ ἐξ οἴκου Κυρίου· πενθεῖτε οἱ ἱερεῖς  
 οἱ λειτουργοῦντες θυσιαστηρίῳ. ὅτι τεταλαιπώρηκε τὰ πεδία,
 πενθείτω ἡ γῆ· ὅτι τεταλαιπώρηκε σῖτος, ἐξηράνθη οἶνος,
 ὠλιγώθη ἔλαιον, ἐξηράνθησαν.

Κύριλλος Commentarius in xii prophetas minores Volume 1, p. 302, line


7

ἁμαρτίας ἐσθίοντες θύματα. τοῦτο καὶ διὰ φωνῆς Ὠσηέ


φησιν ὁ τῶν ὅλων Θεός “Ἁμαρτίας λαοῦ μου φάγονται,
“καὶ ἐν ταῖς ἀδικίαις αὐτῶν λήγονται τὰς ψυχὰς αὐτῶν,”
τουτέστιν, ὅταν ἀδικῶσι, τὸ δοκοῦν τῷ νόμῳ πλημμελοῦντες  
οἱ λαοὶ, τότε δὴ τότε φησὶν οἱ τῶν θείων θυσιαστηρίων
ἱερουργοὶ λήψονται τῷ Θεῷ τὰς ἑαυτῶν ψυχὰς ὑπὲρ ἐκεί-
νων. τὸ δὲ λήψονταί φησιν, ἀντὶ τοῦ προσκομιοῦσιν ἤγουν
ἀναθήσουσι. λαμβάνεσθαι γὰρ ἐλέγετο τὸ ἀνατιθέμενον
τῷ Θεῷ.
573

 Τί δὲ καὶ ἡ πρόφασις τοῦ πένθους αὐτοῖς; τεταλαιπώρηκε


τὰ πεδία, φησὶ, καὶ μέντοι καὶ σῖτος, τῶν ἀκρίδων ὀδοῦσι
καταψιλούμενα, καὶ οἷον πυρὶ, τῇ ἐρισύβῃ καταπιμπράμενα.
καταφλέγει γὰρ ὥσπερ καὶ αὐαίνει τὰ ἐν ἀγροῖς. δεῖν δὲ δή
φησι καὶ αὐτὴν οἱονείπως κατολοφύρεσθαι τὴν γῆν, ἀπ-
ολωλότων αὐτῇ τῶν καρπῶν. τεταλαιπώρηκε γὰρ σῖτος,
ἐξηράνθη οἶνος, ὠλιγώθη ἔλαιον, ἐξηράνθησαν, τουτέστιν, οἴχεται
πάντα τὰ ἐξ αὐτῆς, καὶ τὰ ἐφ' οἷς ἦν εἰκὸς καταθαυμάζεσθαι
λίαν, ὡς καρπῶν ἀγαθῶν μητέρα καὶ τροφόν.
 Καὶ ταυτὶ μὲν ἡμῖν ὡς ἐν αἰσθητοῖς εἰρήσθω πράγμασιν·
καταθρηνήσει γεμὴν πᾶς, εἴ τις ἐστὶ δοκιμώτατος ἱερεὺς,
τοὺς ἐξ ἀμέτρου φρενοβλαβείας τὴν διὰ πίστεως κάθαρσιν

Κύριλλος Commentarius in xii prophetas minores


Volume 1, p. 310, line 23

“κεῖται·” μεμισήκασι δὲ τὰ διὰ Χριστοῦ θεσπίσματα.


ὡλόθρευται δὴ οὖν πᾶσα αὐτοῖς πνευματικὴ τροφὴ, οὐκ
αὐτὴ παθοῦσα τὸν ὄλεθρον, ἀλλὰ τοῖς πεπονθόσιν οὐκ ἔτι
παρακειμένη, καὶ ὅσον ἧκεν εἰς ἐκείνους, οὐδὲ ὑπάρχουσα
παντελῶς. ἀλλ' ὅ γε Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς τοῖς
εἰς αὐτὸν πιστεύουσι τὸ χρῆναι διανέμει τρυφᾶν, καὶ ἐν-
σπαταλᾶν ἀγαθοῖς τοῖς ἄνωθεν. γέγραπται γὰρ ὅτι “Οὐ
“λιμοκτονήσει Κύριος ψυχὴν δικαίου, ζωὴν δὲ ἀσεβῶν
“ἀνατρέψει.”
Ἐσκίρτησαν δαμάλεις ἐπὶ ταῖς φάτναις αὐτῶν, ἠφανίσθησαν
 θησαυροὶ, κατεσκάφησαν ληνοὶ, ὅτι ἐξηράνθη σῖτος. τί ἀπο-
 θήσομεν ἑαυτοῖς; ἔκλαυσαν βουκόλια βοῶν, ὅτι οὐχ ὑπῆρχε
 νομὴ αὐτοῖς, καὶ τὰ ποίμνια τῶν προβάτων ἠφανίσθη.  
 Καὶ τοῖς ἀλόγοις τῶν ζώων ἔσθ' ὅτε περιτίθησιν λόγον
ἡ θεόπνευστος γραφὴ, τὰς τῶν πραγμάτων φύσεις εἰς τὸ
εὔχαρί τε καὶ ἀστείως ἔχον εὐτέχνως διαποικίλλουσα, καὶ
οἷον ἐν ἤθει γράφουσα τὰς οἰκονομίας, ὧν ἂν πρέποι νοεῖν.
εἶτα τί τὸ θαῦμα, κἂν εἰ δαμάλεις λέγοι διασκιρτῆσαι τυχὸν,
κλαῦσαί τε βουκόλια βοῶν; ἀφορήτως γὰρ αὐτὰ καταπιέζον-
τος τοῦ λιμοῦ, τάχα πως καὶ ἀνεσκίρτησαν ἂν καὶ τεθνήκα-
σιν, εἴπερ ἦν αἴσθησις αὐτοῖς τῶν ἐπενηνεγμένων.

Κύριλλος Commentarius in xii prophetas minores


Volume 2, p. 256, line 4
574

γῆς δὲ τὴν οἰκείαν ἀνακοπτούσης ἰσχὺν, καὶ μὴν καὶ ῥομ-


φαίας ἤγουν ὀργῆς ἐπενηνεγμένης, ληΐοις τε ὁμοῦ καὶ ἀμπέ-
λοις συναυαινομένης ἐλαίας, καταβοσκομένης τε πρὸς τούτοις
ἀνθρώπους τε καὶ κτήνη.
 Οὐκοῦν τοῖς ὀκνοῦσιν ἀποπληροῦν τὰ εἰς δόξαν Θεοῦ,
καὶ τὰ δι' ὧν ἂν ὁρῷτο συνεστηκὼς ὁ οἶκος αὐτοῦ, τουτ-  
έστιν ἡ Ἐκκλησία, οὔτ' ἂν δρόσος γένοιτο πνευματικὸς,
τουτέστι παράκλησις ἡ ἐξ οὐρανοῦ ψυχὰς καὶ καρδίας
καταπιαίνουσα· οὔτε μὴν ἡ ἀπὸ γῆς εὐκαρπία, τουτέστι,
τὰ διὰ σώματος κατορθώματα· οὐ σῖτος, οὐκ οἶνος, οὐκ
ἐλαίου χρῆσις. ἀνίσχυες γὰρ πάντη τε καὶ πάντως ἔσονται,
καὶ τοῦ κατευφραίνεσθαι μακρὰν, καταπιανθεῖεν δ' ἂν οὐδα-
μῶς ἐλαίῳ τῷ νοητῷ τῷ τῆς ἀγαλλιάσεως, καὶ ἁπαξαπλῶς
ἄγευστοι καὶ ἀμέτοχοι τῆς εὐλογίας ἀπομενοῦσι τῆς διὰ
Χριστοῦ· καὶ πρός γε δὴ τούτοις ὑπενεχθήσονται τῇ ῥομφαίᾳ,
καὶ ἄμισθον παντελῶς ὑπομενοῦσι πόνον, κἂν εἴ τις αὐτοῖς
ἐπιεικείας ἐπιτηδεύοιτο τρόπος. στεφανοῦται γὰρ οὐδεὶς, “ἐὰν
“μὴ νομίμως ἀθλήσῃ,” κατὰ τὸ γεγραμμένον. οὐκοῦν ἡγώ-
μεθα περισπούδαστον καὶ τῶν ὅτι μάλιστα σεπτῶν τὴν εἰς
τὰ ἀμείνω σπουδήν· τετάχθω δὲ καὶ τὰ καθ' ἡμᾶς ἐν μείονι

Κύριλλος Commentarius in xii prophetas minores


Volume 2, p. 427, line 24

μενοι καταχώννυνταί τε καὶ γέγονεν, ὡς ἔφην, εὐωδία Θεῷ


τῆς ἐκείνων ἀθυροστομίας ἡ ἀπώλεια. καὶ σέσωκε Κύριος ὡς
πρόβατα τὸν λαὸν αὐτοῦ. ἐπειδὴ γάρ ἐστι τῶν ὅλων αὐτὸς
ποιητὴς, λαὸς αὐτοῦ λέγοιντο ἂν εἰκότως καὶ οἱ πάλαι
πλανώμενοι· πλὴν ὡς ἀγέλην ἀπεληλαμένην ὑπὸ λῃστῶν
σέσωκεν ὁ Χριστὸς, τοὺς ψευδοποιμένας ἐκβαλὼν, καὶ ὑπὸ
χεῖρα τιθεὶς ἰδίαν τὸ ἀνθρώπινον γένος. ἔστι γὰρ αὐτὸς ὁ
ποιμὴν ὁ καλὸς, ὁ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τεθεικὼς ὑπὲρ τῶν προ-
βάτων.
Διότι λίθοι ἅγιοι κυλίονται ἐπὶ τῆς γῆς αὐτοῦ. ὅτι εἴ τι ἀγαθὸν
 αὐτοῦ καὶ εἴ τι καλὸν παρ' αὐτοῦ, σῖτος νεανίσκοις καὶ οἶνος
 εὐωδιάζων εἰς παρθένους.
 Λίθους μὲν γὰρ ἁγίους τοὺς ἐν τῇ γῇ τοῦ Θεοῦ κυλιο-
μένους τοὺς ἐν ταῖς ἐκκλησίαις κατὰ καιροὺς ἁγίους, οἵπερ  
ἂν γένοιντο μυσταγωγοὶ καὶ διδάσκαλοι κατωνομάσθαι φα-
μέν. σύμμορφοι γὰρ γεγόνασι τῷ λίθῳ τῷ ἐκλεκτῷ καὶ
ἀκρογωνιαίῳ καὶ ἐντίμῳ, τῷ τεθειμένῳ παρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ
575

Πατρὸς εἰς τὰ θεμέλια Σιών· εἰ δὲ λίθος ὁ θεμέλιος, οἱ


συναρμολογούμενοί τε καὶ συμβιβαζόμενοι καὶ εἰς ναὸν
ἅγιον ἀνιστάμενοι τῷ Θεῷ, λίθοι κατ' αὐτὸν πιθανῶς ὀνο-
μάζονται. κυλίεσθαι γεμὴν αὐτοὺς εὖ μάλα φησὶ, τὸ ὡς

Κύριλλος Commentarius in xii prophetas minores


Volume 2, p. 428, line 16

ἅγιον ἀνιστάμενοι τῷ Θεῷ, λίθοι κατ' αὐτὸν πιθανῶς ὀνο-


μάζονται. κυλίεσθαι γεμὴν αὐτοὺς εὖ μάλα φησὶ, τὸ ὡς
οἶμαι πρὸς πᾶν ὁτιοῦν τῶν ἁγίων οἱονείπως εὔστροφον καὶ
γοργὸν, διὰ τούτου σημαίνων. οἱ γάρ τοι περιφερεῖς, ἤγουν
σφαιροειδεῖς τῶν λίθων, ὄκνου πως εἰσὶν ἀμείνους, καὶ τῶν
ἄλλων εἰς κίνησιν ἑτοιμότεροι, εἴ τις ἕλοιτο κινεῖν· εὐάγω-
γος δὲ λίαν εἰς τὸ Θεῷ δοκοῦν τῶν ἁγίων ὁ νοῦς. οὕτως
ἡμῖν ἐχόντων τῶν λίθων, πρέποι ἂν ἡμᾶς διακεῖσθαι καὶ
ἀραρότως. ὅτι εἴ τι ἀγαθὸν αὐτοῦ καὶ εἴ τι καλὸν παρ' αὐτοῦ,
δῆλον δὲ ὅτι τοῦ τὰ πάντα ἡμῖν τὰ πρὸς εὐσέβειαν καὶ ζωὴν
διανέμοντος Θεοῦ. ποῖα δὲ ταῦτά ἐστι; σῖτος νεανίσκοις,
καὶ οἶνος εὐωδιάζων εἰς παρθένους. τοῖς μὲν γὰρ ἀνδριζο-
μένοις καὶ νεανικῷ φρονήματι πρὸς τὸ αὐτῷ δοκοῦν ἀπο-
νενευκόσι, καὶ πληροῦν ἑλομένοις τὸ ἀγαθὸν, δοθήσεται παρ'
αὐτοῦ καὶ ἔτι μείζων ἰσχὺς, ὡς ἐν σίτῳ νοουμένη. στηρίζει
γὰρ ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου. τοῖς γεμὴν ἤδη διηγνισμένοις,
καὶ ἀμόλυντον ἔχουσι τὸν νοῦν, οἳ καὶ σεμναῖς καὶ ἁγίαις
παρθένοις παρεικάζοιντο ἂν εἰκότως, οἶνος δοθήσεται νοητὸς,
ἡ περὶ Θεοῦ δηλονότι σαφής τε καὶ ἀκιβδήλευτος γνῶσις,
ἡ κατευφραίνουσα καρδίαν ἀνθρώπου. οὐκοῦν νεανίσκοι τε
καὶ παρθένοι, οἱ κατά γε τοὺς ἀρτίως ἡμῖν ἀποδοθέντας

Κύριλλος Commentarius in xii prophetas minores


Volume 2, p. 429, line 11

πλησίον γὰρ οἱ τοιοίδε Θεοῦ· καὶ οὐ σχέσεσι τοπικαῖς·


ληρία γὰρ τοῦτο νοεῖν ἢ φράσαι· παραστήματι δὲ δια-
νοίας τῷ λίαν ἀλκιμωτάτῳ, καὶ τῇ πρὸς πᾶν ὁτιοῦν τῶν
ἀρίστων ἐφέσει καὶ ἀγάπῃ τῇ εἰς αὐτόν. ὥσπερ γὰρ
ἐξίστησιν ἡμᾶς καὶ οἷον ἀποφέρει μακρὰν ἡ φαυλότης·
οὕτω Θεῷ παρίστησιν ἡ ἀρετὴ, τὸ διιστᾶν ἡμᾶς καὶ
μεσολαβοῦν ἐκ μέσου γενέσθαι παρασκευάζουσα, φημὶ δὴ
τὴν ἁμαρτίαν.
Αἰτεῖσθε ὑετὸν παρὰ Κυρίου καθ' ὥραν, πρώϊμον καὶ ὄψιμον.
576

 Ὥσπερ γὰρ οὔτ' ἂν σῖτος ἐν ἀγροῖς γένοιτ' ἂν πόνου


δίχα, οὔτ' ἂν εὔβοτρύς τε καὶ εὔοινος ἀμπελών· οὕτω καὶ ἐν
ἡμῖν οὐκ ἂν γένοιτό τις εὐκαρπία πνευματικὴ, μὴ οὐχὶ Θεοῦ
καθιέντος ὑετοῦ δίκην εἰς νοῦν καὶ καρδίαν τῶν ἑαυτοῦ λο-
γίων. τὴν ἀποκάλυψιν, καὶ γνῶσιν ἡμῖν οἱονείπως ἐνστά-
ζοντος τοῦ τε ἀρχαίου καὶ νέου γράμματος, τουτέστι τοῦ
νομικοῦ καὶ εὐαγγελικοῦ· ὑετοὶ γὰρ οἱ τοιοίδε πρώϊμός τε καὶ
ὄψιμος εἶεν ἄν. ὅτι δὲ οὐκ ἀσυντελὴς εἰς ὄνησιν ἡ τοῦ
νόμου γνῶσις καὶ θεωρία πνευματικὴ, παιδαγωγεῖ δὲ μᾶλ-
λον ἡμᾶς διὰ τύπου καὶ σκιᾶς ἐπὶ τὸ Χριστοῦ μυστήριον,
πιστώσεται λέγων αὐτὸς ὁ Σωτὴρ τοῖς Ἰουδαίων δήμοις

Κύριλλος Commentarius in xii prophetas minores


Volume 2, p. 619, line 24

ἐπαινουμένων, παλινδρομήσας δὲ μᾶλλον ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν


τοῦ βίου σκαιότητα. περὶ τῶν τοιούτων φησὶ καὶ ὁ θεσπέ-
σιος μαθητής “Κρεῖσσον γὰρ ἦν αὐτοῖς μὴ ἐπεγνωκέναι
“τὴν ὁδὸν τῆς δικαιοσύνης, ἢ ἐπιγνοῦσιν εἰς τὰ ὀπίσω
“ἀνακάμψαι ἀπὸ τῆς παραδοθείσης αὐτοῖς ἁγίας ἐντολῆς·
“συμβέβηκε γὰρ αὐτοῖς τὸ τῆς ἀληθοῦς παροιμίας Κύων
“ἐπιστρέψας ἐπὶ τὸν ἴδιον ἔμετον, καὶ ὗς λουσαμένη εἰς
“κύλισμα βορβόρου.” οὐκοῦν ἐν ἴσῳ τοῖς ἀλλογενέσι καὶ
οἱ ποιοῦντες ἄνομα, οἳ καὶ ἔσονται καλάμη, καταφλεχθήσονται
δὲ οὕτως ὡσανεὶ κἀκείνη πυρὸς ἐπενηνεγμένου. συνάγεται
γὰρ ὁ σῖτος εἰς ἀποθήκην, καθὰ καὶ ὁ Σωτήρ φησι περὶ
τῶν ἁγίων θεριστῶν· τὸ δὲ ἄχυρον κατακαίεται πυρὶ ἀσβέ-
στῳ. καὶ οὐ μὴ ὑπολειφθῇ αὐτοῖς ῥιζα οὐδε κλῆμα, τουτέστιν,
οὐδεμίαν ἕξουσιν ἐλπίδα τοῦ καὶ αὖθις ἀναφυῆναι πρὸς ζωὴν,
ζωὴν δέ φημι τὴν ἀξιέραστόν τε καὶ ὡς ἐν δόξῃ τῇ παρὰ
Θεῷ, τὴν ὡς ἐν ἁγιασμῷ καὶ μακαριότητι νοουμένην. ῥιζης
μὲν γὰρ οὐκ εἰσάπαν ἐκκεκομμένης, οὔτε μὴν κλήματος
οἷον ἐκ βάθους ἐξῃρημένου, σώζεταί τις ἐλπὶς τοῦ καὶ  
ἀναφύναι πάλιν· “Ἔστι γὰρ δένδρῳ ἐλπὶς,” κατὰ τὸ γεγραμ-
μένον· “ἐὰν γὰρ ἐκκοπῇ, πάλιν ἐπανθήσει, καὶ ὁ ῥάδαμνος
“δὲ αὐτῆς οὐ μὴ ἐκλίπῃ.” εἰ δὲ δὴ κάτωθεν καὶ ἐξ αὐτῆς,

Κύριλλος Commentarii in Joannem (4090: 002)


“Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis
evangelium, 3 vols.”, Ed. Pusey, P.E.Oxford: Clarendon Press, 1872,
Repr. 1965.Volume 1, p. 296, line 14
577

δηλούμενον· σπόρον μὲν γὰρ νοήσεις τὸν νοητὸν καὶ πληθὺν


ἀσταχύων πνευματικῶν, τοὺς διὰ τῆς τῶν προφητῶν προ-
γεωργηθέντας φωνῆς εἰς τὴν μέλλουσαν ἀναδειχθήσεσθαι
πίστιν διὰ Χριστοῦ· λευκαίνεται δὲ πέπειρός τε καὶ ἕτοιμος
ἤδη πρὸς τὸ πιστεύειν γεγενημένος καὶ συμπεπηγμένος εἰς
εὐλάβειαν. ὁ δὲ τοῦ θερίζοντος σίδηρος, ὁ λαμπρός τε ἐστὶ
καὶ τομώτατος τῶν ἀποστόλων λόγος, τῆς μὲν κατὰ νόμον
λατρείας ἀποκείρων τοὺς ἀκροωμένους, ἐπὶ δὲ τὴν ἅλω μετα-
τιθεὶς, τουτέστιν, ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ· ἔνθα δὴ
τριβόμενοί τε καὶ πόνοις ἀγαθοῖς ἐνθλιβόμενοι, καθαρὸς
ἀποδειχθήσονται σῖτος τῆς τοῦ συνάγοντος ἀποθήκης
ἐπάξιος.
Ἤδη ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει, καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν
 αἰώνιον, ἵνα ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. ἐν γὰρ
 τούτῳ ὁ λόγος ἀληθινός ἐστιν, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων
 καὶ ἄλλος ὁ θερίζων.
 Λόγου, φησὶν, ὁ καιρὸς τοῦ καλοῦντος εἰς πίστιν, καὶ
τῶν νομικῶν τε καὶ προφητικῶν κηρυγμάτων τὴν εἰς τέλος
ἄφιξιν τοῖς ἀκροωμένοις ἐπιδεικνύοντος. ὁ μὲν γὰρ νόμος,
ὡς ἐν σκιαῖς ταῖς ἐν τύπῳ λατρείαις, προεδήλου τὸν ἀφιξό-
μενον, τουτέστι Χριστόν·

Κύριλλος De adoratione et cultu in spiritu et veritate (4090: 096);


MPG 68.Volume 68, p. 292, line 11

ἀφιγμένος, ἔστη τε λοιπὸν, καὶ κατηργήθη θάνατος,


καὶ τὴν πάλαι δεινήν τε καὶ διαφθείρουσαν χεῖρα
συνέστειλεν ὁ ὀλοθρευτής· οἶκος γάρ ἐστι τῆς κατὰ
φύσιν ζωῆς, τοῦτ' ἔστι Χριστοῦ. Ἅλω δὲ εἶναί φα-
μεν ὡς ἐξ ὁμοιώσεως καὶ εἰκόνος τὴν Ἐκκλησίαν, ἐφ'
ᾗ δραγμάτων, ἤγουν ἀσταχύων, συλλέγοντα[ι] δίκην
οἱ τῆς ἀπὸ κόσμου ζωῆς διὰ τοῦ λόγου τῶν ἁγίων
κειρόμενοι θεριστῶν, τοῦτ' ἔστιν, ἀποστόλων τε καὶ
εὐαγγελιστῶν, ἵνα καὶ εἰς τὰς ἄνω συγκομισθεῖεν
αὐλὰς, καὶ καθάπερ εἰς ἀποθήκην δεσποτικὴν, εἰς τὴν
ἐπουράνιον Ἱερουσαλὴμ, οἷά τις σῖτος εἰσφέροιντο
καθαρὸς, κατὰ τὴν τῶν ἀχρειοτέρων καὶ περιττῶν
ἀπόθεσιν πραγμάτων τε ἅμα καὶ φρονημάτων, ἅπερ
ὡς ἐν εἴδει τῶν ἀχύρων νοεῖται. Εἴρηται δέ που παρὰ
Χριστοῦ τοῖς ἁγίοις ἀποστόλοις· «Οὐχὶ ὑμεῖς λέγετε
578

ὅτι τετράμηνός ἐστι, καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; Ἰδοὺ


λέγω ὑμῖν· Ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν, καὶ
θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν
ἤδη. Ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει, καὶ συνάγει καρ-
πὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον.» Καὶ πάλιν· «Ὁ μὲν θερι-
σμὸς πολὺς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι.

Κύριλλος De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Volume 68, p. 532, line 45

{ΚΥΡ.} Ἢ γὰρ οὐχὶ ταῖς ἐν ὄρεσί τε καὶ ἐν ἀγροῖς


ἀκάνθαις παρεικάζοιτο ἂν εἰκότως τὰ τῶν ἀνοσίων
αἱρετικῶν συγγράμματα, καὶ ἡ τῶν παρ' Ἕλλησι
δογμάτων τερθρεία; τίς γὰρ ἂν γένοιτο ταῖς τῶν ἀν-
θρώπων ψυχαῖς ἐκεῖθεν ἡ ὄνησις, μᾶλλον δὲ ποῖον
οὐκ ἔσται βλάβος τοῖς εἰς νοῦν ἐθέλουσιν ἐκεῖνα λα-
βεῖν; Πυρὸς τοίνυν μόνου τροφὸς, ἡ ἄκανθα, καὶ φλο-
γὸς διατροφή. Ἀνακαίουσι δὲ καὶ φλόγας ἡμῖν τὰς
εἰς αἰῶνα καὶ τῶν πεπλανημένων τὰ ἐξίτηλα δόγ-
ματα, καὶ τὰ τῶν εἰδωλολατρῶν γραοπρεπῆ μυθά-
ρια· ἄσταχυς δὲ καὶ σῖτος, ἡμερωτάτη τροφὴ, καὶ
ἀνθρώποις ἐδώδιμα, καὶ ἀναγκαῖα πρὸς ὄνησιν·
συνέχει γὰρ ἡμᾶς εἰς ζωὴν, καὶ τύπος ἂν εἴη τῶν
τῆς ἀληθείας δογμάτων, δι' ὧν οἱ πεπιστευκότες ὡς
ἄρτῳ ζῶντι τρεφόμεθα καὶ ἀληθινῷ, τῷ Χριστῷ.
Ἔστι δὲ αὖ πεδίον λεῖον ὥσπερ τι καὶ ἄτραχυ, τοῖς
διαστείχειν εἰδόσιν ὀρθῶς ἡ θεόπνευστος Γραφή· «Πάν-
τα γὰρ ἐνώπιον τοῖς συνιοῦσι,» κατὰ τὸ γεγραμ-
μένον· «καὶ ὀρθὰ τοῖς εὑρίσκουσι γνῶσιν.» Οὐκοῦν
ἄκανθα μὲν ἡ μυσαρωτάτη καὶ βέβηλος

Κύριλλος De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Volume 68, p. 532, line 55

ἀνθρώποις ἐδώδιμα, καὶ ἀναγκαῖα πρὸς ὄνησιν·


συνέχει γὰρ ἡμᾶς εἰς ζωὴν, καὶ τύπος ἂν εἴη τῶν
τῆς ἀληθείας δογμάτων, δι' ὧν οἱ πεπιστευκότες ὡς
ἄρτῳ ζῶντι τρεφόμεθα καὶ ἀληθινῷ, τῷ Χριστῷ.
Ἔστι δὲ αὖ πεδίον λεῖον ὥσπερ τι καὶ ἄτραχυ, τοῖς
διαστείχειν εἰδόσιν ὀρθῶς ἡ θεόπνευστος Γραφή· «Πάν-
τα γὰρ ἐνώπιον τοῖς συνιοῦσι,» κατὰ τὸ γεγραμ-
579

μένον· «καὶ ὀρθὰ τοῖς εὑρίσκουσι γνῶσιν.» Οὐκοῦν


ἄκανθα μὲν ἡ μυσαρωτάτη καὶ βέβηλος ἀθυροστο-
μία τῶν διεστραμμένων· σῖτος δὲ καὶ ἄσταχυς ὁ
ψυχωφελής τε καὶ τροφιμώτατος τῆς ἀληθείας λό-  
γος· ψιλὸν δὲ πεδίον, ἡ θεόπνευστος Γραφή. Ὅταν
τοίνυν οἷά περ φλόγες, ἢ πῦρ τοῖς τῶν ἑτεροδόξων τε
καὶ Ἑλλήνων φενακισμοῖς οἱ τῶν ἁγίων μυσταγωγῶν
ἐπιφύοιντο λόγοι, τοῖς τῆς ἀληθείας συνηγοροῦντες
δόγμασι, καὶ τὰ κατὰ μόνης ἰόντων ἀκάνθης φησὶ,
καὶ καταφλεγόντων μὲν ὡς ἄχρηστον καὶ ἀγρίαν
ὕλην, τὰ παρ' ἐκείνοις συγγράμματα, μὴ συναδι-
κούντων δὲ σῖτον ἢ ἄσταχυν, τουτέστιν, νηφέτωσαν
οἱ μυσταγωγοὶ, μὴ ἄρα τι καταπημήνειαν τῶν τῆς

Κύριλλος De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Volume 68, p. 844, line 24

{ΠΑΛΛ.} Οὐκοῦν ἴθι τοι, φράζε τε σαφῶς· διανοῇ γὰρ


ὀρθῶς.
{ΚΥΡ.} Τάξιν μὲν δὴ ταῖς ἱερουργίαις τὴν ἀρίστην
ἐπιτιθεὶς, ὑποκαθίστησι τῷ ἀρχιερεῖ τὸ τάγμα τὸ
Λευϊτικὸν, ἐν τοῖς Ἀριθμοῖς οὕτω λέγων· «Καὶ τοῖς
Λευΐταις λαλήσεις, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· Ἐὰν λάβητε
παρὰ τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ τὸ ἐπιδέκατον, ὃ δέδωκα
ὑμῖν παρ' αὐτῶν ἐν κλήρῳ, καὶ ἀφελεῖτε ὑμεῖς ἀπ'
αὐτοῦ ἀφαίρεμα Κυρίῳ, ἐπιδέκατον ἀπὸ τοῦ ἐπι-
δεκάτου, καὶ λογισθήσεται ὑμῖν τὰ ἀφαιρέματα
ὑμῶν ὡς σῖτος ἀπὸ ἅλω, καὶ ἀφαίρεμα ἀπὸ ληνοῦ.
Οὕτως ἀφελεῖτε αὐτοὺς καὶ ὑμεῖς ἀπὸ πάντων τῶν
ἀφαιρεμάτων Κυρίου ἀπὸ πάντων τῶν ἐπιδεκάτων
ὑμῶν, ὅσα ἐὰν λάβητε παρὰ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ· καὶ
δώσετε ἀπ' αὐτῶν ἀφαίρεμα Κυρίῳ, Ἀαρὼν τῷ
ἱερεῖ ἀπὸ πάντων τῶν δομάτων ὑμῶν ἀφελεῖτε
ἀφαίρεμα Κυρίῳ, ἢ ἀπὸ πάντων τῶν ἀπαρχῶν τὸ
ἡγιασμένον ἀπ' αὐτοῦ. Καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς·

Κύριλλος Commentarius in Isaiam prophetam (4090: 103); MPG 70.


Volume 70, p. 60, line 26
580

Ἑτεροτρόπως δὲ τοῦτο καὶ ὁ σοφὸς ἡμῖν


Ματθαῖος διασαφεῖ λέγων περὶ Χριστοῦ· «Ἐγὼ μὲν
γὰρ ὑμᾶς βαπτίζω ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ δὲ ὀπί-
σω μου ἐρχόμενος, ἰσχυρότερός μου ἐστὶν, οὗ οὐκ
εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι, αὐτὸς ὑμᾶς βα-
πτίσει ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρί. Οὖ τὸ πτύον ἐν τῆ
χειρὶ αὐτοῦ, καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα αὐτοῦ, καὶ
συνάξει τὸν σῖτον αὐτοῦ εἰς τὴν ἀποθήκην, τὸ δὲ ἄχυ-
ρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ.» Οὐκοῦν συλλέγεται
ὁ μὲν σῖτος εἰς ἀποθήκην, τὸ δὲ ἄχρηστον ἅπαν,
τοῦτ' ἔστι, τὸ ἄχυρον πυρὸς εἴρηκεν ἔσεσθαι τροφήν.
Καὶ πῶς, εἴ τις ἕλοιτο μαθεῖν, ἡ τῶν προκειμένων
σαφηνιεῖ δύναμις. Ἕφη γὰρ εὐθύς· «Τοὺς δὲ ἀπει-
θοῦντας ἀπολέσω, καὶ ἀφελῶ πάντας ἀνόμους ἀπὸ
σοῦ, καὶ πάντας ὑπερηφάνους ταπεινώσω.» Διόλωλε
μὲν γὰρ τῶν ἐξ Ἰσραὴλ ἡ πάλαι πληθὺς, καὶ εἰς
Χριστὸν ἀσεβήσασα καὶ ἀρνησαμένη τὸν λυτρωτήν·
ἐξῄρηνται δὲ πάντες οἱ ὑπερήφανοι καὶ ζῶντες ἀνό-
μως, τοῦτ' ἔστιν, οἱ τῆς Ἰουδαίων Συναγωγῆς ἡγε-
μονεύειν λαχόντες, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαῖοι.

Κύριλλος Commentarius in Isaiam prophetam


Volume 70, p. 837, line 35

καταιγὶς διασπερεῖ αὐτούς.


 Αἰγυπτίων μὲν παῖδες συνενεγκόντες ἐξ ἀγρῶν
ἐπὶ τὴν ἅλωνα δράγματα, εἶτα βοῦς ἐπαφιέντες αὐ-
τοῖς, καὶ ἐν κύκλῳ περικομίζοντες καταλεπτύνουσι
ταῖς χηλαῖς τοὺς ἀστάχους. Διακρίνουσι δὲ καὶ δι-
ιστῶσι τῶν ἀχύρων σῖτον, οἵ γε μὴν ἐν ἑτέραις πόλεσι
καὶ χώραις ἁμάξαις χρώμενοι καὶ τροχοῖς πρηστη-
ροειδέσιν. Αὐτὸ δὴ τουτὶ μεμελετήκασι κατορθοῦν.
Ἰδοὺ τοίνυν, φησὶν, ὦ Ἰσραὴλ, πεποίηκά σε ὡς
τροχοὺς ἁμάξης ἀλοῶντας, καινοὺς, πρηστηροειδεῖς.
Καὶ τί τὸ ἀλοώμενον; ἄσταχυς ἄρα καὶ σῖτος, καὶ τὰ
ἐξ ἀγρῶν εἰς ἅλω συμπεφυρμένα; Οὐδαμῶς, ἀλλ'
ὄρη, καὶ βουνοί. Καὶ τίνες ἂν εἶεν οἱ τοιοίδε πάλιν;
Πρῶτον μὲν αἱ πονηραί τε καὶ ἀντικείμεναι δυνά-
μεις. Δέδωκε γὰρ ἡμῖν ὁ τῶν ὅλων Σωτὴρ πατεῖν
ἐπάνω ὄφεων, καὶ σκορπίων, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν
δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ. Εἶτα παρεικάζειν ἔοικεν ὄρεσι
581

καὶ βουνοῖς τοὺς ὑψηλὰ φρονεῖν εἰωθότας, καὶ ὑπ-


έρογκον ἔχοντας φρόνημα, ὑψοῦ τε ἠρμένους, καὶ ἐν
δυναστείαις ὄντας κοσμικαῖς, καὶ τοῖς ἁγίοις μυστ-
αγωγοῖς, κατεξανιστάντες ἑαυτοὺς, καὶ δίκην ὀρῶν

Κύριλλος Commentarii in Lucam (in catenis) (4090: 108); MPG 72.


Volume 72, p. 521, line 11

 Διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα αὑτοῦ.


 (A f. 56, E f. 158 b, F f. 789, H f. 168) Ἰδοὺ
δέ φησιν ὁ μακάριος Βαπτιστὴς, Χριστῷ διαφέρειν
ὡς Δεσπότῃ τὴν ἅλωνα· τοῦτο γὰρ σημαίνει τὸ αὐ-
τοῦ. Οὕτω γὰρ αὐτὴν καθαίρει, διιστὰς καὶ δια-
κρίνων ἀπὸ τοῦ σίτου τὸ ἄχυρον. Διανομέα τε καὶ
οἱονεὶ σημάντορα τῶν ἑκάστῳ πρεπόντων, ὀφθήσε-
σθαι λέγει, ὡς τὸν μὲν δίκαιόν τε καὶ ἀγαθὸν, σί-
του δίκην ταῖς οὐρανίαις εἰσκομίζειν αὐλαῖς, πυρὸς
δὲ ποιεῖσθαι τροφὴν, ἀχύρου τρόπον ἀποτιναχθέντα
τὸν ἄδικον. Ὁ μὲν γὰρ σῖτος, φησὶ, εἰς ἀποθήκην
εἰσκομίζεται, τουτέστιν ἀσφαλείας ἀξιοῦται τῆς παρὰ
Θεοῦ, φειδοῦς τε καὶ φυλακῆς καὶ ἀγάπης· τό γε μὴν
ἄχυρον ὡς ἄχρηστος ὕλη, πυρὶ δαπανᾶται. –  
(A f. 56 b, E f. 158 b, F f. 789 b, H f. 168 b) Ἄκουε
δὲ τί καὶ διὰ Ἱερεμίου φησὶν ὁ Θεὸς, σύγκρισιν
προφητῶν καὶ ψευδοπροφητῶν ποιούμενος· «Τί τὸ
ἄχυρον πρὸς τὸν σῖτον;» ἤγουν ἡ κουφολογία πρὸς
τὴν ἀλήθειαν. Ὁ μὲν γὰρ παρὰ Θεοῦ λόγος τροφι-
μωτάτην ἔχει τὴν δύναμιν· ὁ δὲ τῶν ἀνοσίων ψευδοδιδασκάλων,
εὐδιαθρυπτότατός τε καὶ ἀχυρώδης

Κύριλλος Thesaurus de sancta consubstantiali trinitate (4090: 109);


MPG 75.Volume 75, p. 601, line 34

ἀποδεικνύων τῆς οἰκείας φύσεως. Οὐκ ἄρα δοῦλόν


ἐστιν, εἰ δὲ τοῦτο, οὐ κτίσμα. Τὸ δὲ καὶ τὸ εἶναι
κτίσμα καὶ τὸ ἓν δούλων τετάχθαι διαφυγὸν, τῆς
θείας ἂν εἴη λοιπὸν οὐσίας δηλαδή.

ΑΛΛΟ.
582

 Συστενάζειν ὁ Παῦλος τὴν κτίσιν εἰπὼν, ἐπιφέρει·


»Οὐ μόνον δὲ, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ τὴν ἀπαρχὴν τοῦ
Πνεύματος ἔχοντες ἡμεῖς.» Καὶ τί τὸ ἐν τούτοις ζη-
τούμενον; Ἡ ἀπαρχὴ, τινός ἐστιν ἀπαρχὴ, καὶ
ὁμοειδὴς ἐκείνῳ πάντως, οὗ καὶ ἔστιν ἀπαρχή· οἷον
οἴνου μὲν οἶνος, σίτου δὲ ὁμοίως σῖτος. Εἰ τοίνυν ὡς
ἐν τῷ αἰῶνι τῷ μέλλοντι τελειοτάτην ἔχειν μέλλουσι
τῆς θεότητος τὴν μετουσίαν, ἐν ἀπαρχῆς ἡμῖν τάξει
τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐχορηγήθη, ἀνάγκη δὴ πᾶσα
τῆς θείας φύσεως εἶναι λέγειν αὐτὸ, ἧς καὶ ἔστιν
ἀπαρχή. Εἰ δὲ τοῦτο, οὐ κτίσμα, οὐδὲ ποίημά ἐστι,
Θεὸς δὲ μᾶλλον ὡς ἐκ Θεοῦ καὶ ἐν Θεῷ φυσικῶς.

Κύριλλος De exitu animi (homilia diversa 14) (4090: 119); MPG 77.
Volume 77, p. 1081, line 15

λύνονται, οἱ δὲ ἁμαρτωλοὶ τήκονται. Οἱ δίκαιοι


ὑψοῦνται, οἱ δὲ ἁμαρτωλοὶ ταπεινοῦνται. Οἱ δίκαιοι
θάλπονται, οἱ δὲ ἁμαρτωλοὶ μελαίνονται. Οἱ δίκαιοι
τῶν ἀγαθῶν κορέννυνται, οἱ δὲ ἁμαρτωλοὶ κλονίζον-
ται. Τοὺς δικαίους θρέψει θέα Θεοῦ, τοὺς ἁμαρτωλοὺς
λυπήσῃ θέα πυρός. Οἱ δίκαιοι σκεῦος ἐκλογῆς, οἱ
ἁμαρτωλοὶ σκεῦος γεέννης. Οἱ δίκαιοι χρυσὸς πεπυ-
ρωμένος, καὶ ἄργυρος δόκιμος καὶ λίθοι τίμιοι· οἱ
ἁμαρτωλοὶ ξύλα, καλάμη, χόρτος, πυρὸς ὑπέκκαυ-
μα. Οἱ δίκαιοι σῖτος βασιλείας, οἱ ἁμαρτωλοὶ, ἄχυρα
ἀπωλείας. Οἱ δίκαιοι σπόρος ἐκλεκτὸς, οἱ ἁμαρτωλοὶ
ζιζάνια πυρός. Οἱ δίκαιοι ἅλας θεῖον, οἱ ἁμαρτωλοὶ
βρῶμος καὶ δυσωδία. Οἱ δίκαιοι ναοὶ Θεοῦ ἀμίαντοι·
οἱ ἁμαρτωλοὶ, ναοὶ δαιμόνων μεμιασμένοι. Οἱ δίκαιοι
ἐν τῷ νυμφῶνι, οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς χάος ἀπέραντον.
Οἱ δίκαιοι ἐν φωτοφανείαις, οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐν ζόφῳ
θυέλλης. Οἱ δίκαιοι μετὰ ἀγγέλων, οἱ ἁμαρτωλοὶ μετὰ
δαιμόνων. Οἱ δίκαιοι σὺν ἀγγέλοις χορεύουσιν, οἱ
ἁμαρτωλοὶ μετὰ δαιμόνων θρηνοῦσιν.

Κύριλλος Collectio dictorum veteris testamenti [Sp.]


Volume 77, p. 1257, line 21
583

τὴν μετάνοιαν στρώννυσιν ἑαυτῇ, ἐπὶ τὴν πέτραν


τῶν στεῤῥῶν δογμάτων τῆς κατὰ Χριστὸν πίστεως,
ἕως καταπεμφθῶσιν αἱ τῶν θείων Γραφῶν γνώσεις
ἐκ τοῦ ὕψους τῆς πνευματικῆς θεωρίας, αἱ σβεστικαὶ
μὲν τῶν παθῶν, ἐξαπτικαὶ δὲ τῶν ἀρετῶν. Καὶ
ἐπήκουσε, φησὶν, ὁ Θεὸς τῇ γῇ. Μετὰ ταῦτα ἐπ-
ήκουσεν αὐτῇ, δεομένῃ τῆς ἄνωθεν ῥοπῆς, καὶ τρόπον
τινὰ δυσωπούσῃ διὰ τοῦ ἀκόσμου σχήματος. Γῆ μὲν
οὖν ἡ καρδία τοῦ μετανοοῦντος, ὄμβροι δὲ, αἱ τῶν
δακρύων ἐπιῤῥοαί. Εὐθηνία δὲ καρπῶν ἡ χορηγία
τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων. Καὶ σῖτος μὲν ὁ διὰ
πράξεως στηριγμὸς τῆς ψυχῆς. Οἶνος δὲ ἡ διὰ θεω-
ρίας εὐφροσύνη τοῦ νοῦ. Ἔλαιον δὲ ἡ δι' ἀμφοτέρων
ἱλαρότης καὶ κατάστασις, καὶ ὁ διὰ τοῦ ἁγίου Πνεύ-
ματος φωτισμός.
Καὶ ἔδωκε Κύριος θάνατον ἐν Ἰσραὴλ πρωῒ ἕως
ὥρας ἀρίστου.

Georgius Choeroboscus Gramm., De orthographia (epitome) (e cod.


Barocc. 50) (4093: 005)“Anecdota Graeca e codd. manuscriptis
bibliothecarum Oxoniensium, vol. 2”, Ed. Cramer, J.A.
Oxford: Oxford University Press, 1835, Repr. 1963.P. 238, line 13

λείβω, λείψω γίνεται, καὶ γὰρ ἔσπενδον ἐπὶ τῶν τεθνεότων· ἢ


παρὰ τὸ λείπω, λείψω· λείφανα γάρ εἰσιν τὰ ἐγκαταλίμ-
ματα.
 Λείχω: Διὰ τῆς ει διφθόγγου· ἀντιπαράκειται γὰρ αὐτῷ
τραπεζολοιχός.
 Λειχή: Δίφθογγος τὸ λει· ἢ γὰρ παρὰ τὸ λείχω γέγονεν,
καὶ γάρ φασιν ὅτι ἐκ τοῦ λείχειν τὸ πάθος ἐπαίρεται· ἢ παρὰ
τὸ λεῖον κατὰ ἀντίφρασιν· οἷον, τὸ μὴ ὂν λεῖον.
 Λιτός: ι κατὰ παράδοσιν· καὶ πάλιν τὰ διὰ τοῦ ιτος ἀπο-
στρεφόμενα τὴν ει δίφθογγον γράφεται· οἷον, σῖτος· Ἐπαφρό-
διτος· οὕτως καὶ λῖτος διὰ τοῦ ι· τὸ δὲ λιτὸς σημαίνει τὸν εὐ-
τελῆ καὶ ἄποικον χιτῶνα.
 Λεῖος: Διὰ τῆς ει διφθόγγου· ἀνεφάνη γὰρ τὸ ε ἐν τῷ
λεαίνω.
 Λεξείδιον: Διὰ τῆς ει διφθόγγου τὸ ξ· παρὰ γὰρ τὴν
λέξεως γενικὴν γέγονεν.
 Λιμπάνω: ι· παρὰ γὰρ τὸ λείπω γέγονεν, ὥσπερ λείβω
λιβὰς, καὶ νείφω νιφάς.
584

 Λείμαξ: Σημαίνει δὲ τὸν λειμῶνα, διὰ τῆς ει διφθόγγου.


 Λείαξ: Διὰ τῆς ει διφθόγγου· παρὰ γὰρ τὸ λεῖον γέγονεν

Georgius Choeroboscus Gramm., De orthographia (epitome) (e cod.


Barocc. 50) P. 256, line 17

συναλειφὴν ἐκ τῶν δύο εε εἰς τὴν ει δίφθογγον.


 Ῥεῖα: Διὰ τῆς ει διφθόγγου· παρὰ γὰρ τὸ ῥέω γέγονεν ῥέα,
καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι ῥεῖα διὰ τῆς ει διφθόγγου· τὸ γὰρ εὐχερὲς
ῥέπει ἔοικεν.
 Ῥείτης: Ἐξ οὗ τὸ βαθυῤῥείτης καὶ εὐῤῥείτης· παρὰ γὰρ τὸ
ῥέω ῥεΐτης, καὶ κατὰ συναίρεσιν ῥείτης
 Ῥειτός: ει δίφθογγος, ἢ ῥῖτος ι· ῥητοὶ δέ εἰσι ποταμοὶ δύο
διὰ φάραγγος ὑπὸ γῆν ῥέοντες· ἔνθα φησὶν ὡς πλήσιον Ἐλευ-
σῖνος· καὶ λέγουσιν ὅτι ὁ Ὧρος διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφει,
ὀξύτονον γὰρ ὡς τὸ κλειτός· ὁ δὲ Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ καθόλου
λέγει ὅτι διὰ τοῦ ι γράφεται, καὶ βαρύνεται· οἷον, ῥῖτος· σῖτος·
Τρῖτος, ἔστιν δὲ ὄνομα ποταμοῦ.
 Ῥίζα: Ἀπὸ τοῦ ἴζω, ἴζα, καὶ προσθήκῃ τοῦ ρ ῥίζα· ὥσπερ
τὸ κνίζω, κνίσω, καὶ κνίσα.
 Ῥιπίδιον· Ῥοιακων ζεῦγος· Ῥοίδια: Τὰ ὑποδήματα.
 Θηρέκλειον ζεῦγος: Θηρίκλειον κύλικος εἶδος.
 Σίγειον: Τὸ γει δίφθογγος, τῷ κανόνι τοῦ Ῥοίτειον· τὸ σι ι
παρὰ τὴν σιγήν.

Georgius Choeroboscus Gramm., De orthographia (epitome) (e cod.


Barocc. 50) P. 257, line 12

νίδης.
 Σέριφος: ι· τὰ γὰρ εἰς φος μονογενῆ ὄντα οὐδέτερα ἁπλᾶ,
μὴ ὄντα Ἰταλικὰ, ἑνὶ φωνήεντι θέλουσι παραλήγεσθαι· οἷον,
ἔριφος· Τέλεφος· κίνιφος σημαίνει δὲ τὸ ποικίλον· πρόσκειται
μονογενῆ, διὰ τὸ ὁ κοῦφος, ἡ κούφη, τὸ κοῦφον· μὴ ὄντα δὲ οὐ-
δέτερα, διὰ τὸ λαῖφος· ἁπλᾶ δὲ, διὰ τὸ φιλοῦφος, σημαίνει δὲ
τὸν συνουσιαστήν· Ἰταλικὰ δὲ διὰ τὸ Ῥοῦφος.
 Σφραγίς: ι· τὰ γὰρ εἰς ις ὀξύτονα θηλυκὰ ὑπὲρ μίαν συλ-
λαβὴν κοινολεκτούμενα ἀποστρέφει τὴν ει δίφθογγον· οἷον,
ἀσπίς· ῥανίς.
 Σῖτος: ι· ὥσπερ γὰρ παρὰ τὸ ἐργάζομαι γίνεται ἐργάστης,
585

καὶ κατὰ ἀποβολὴν τοῦ σ ἐργάτης ἐν βαρυτόνῳ τάσει· καὶ


παρὰ τὸ οἴσω γίνεται οἴστος, καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ οἶτος ἐν βαρυ-
τόνῳ τάσει, οὕτως καὶ παρὰ τὸ σείω γίνεται σειστὸς, καὶ ἀπο-
βολῇ τοῦ σ σῖτος διὰ τοῦ ι· καὶ ἄλλως, παρὰ τὸ σίω τὸ διὰ τοῦ
ι γραφόμενον· καὶ ἄλλως, ὅτι τὰ διὰ τοῦ ιτος ἀποστρέφονται
τὴν ει δίφθογγον· οἷον, Τρίτος· μίτος· Ἐπαφρόδιτος.
 Σκίρος: Διὰ τοῦ ι τὸ ἐπὶ τοῦ πάθους· ι ἡ παράδοσις.
 Σείω: Διὰ τῆς ει διφθόγγου· ὥσπερ γὰρ παρὰ τὸ πνέω
γέγονεν πνείω διὰ τῆς ει διφθόγγου ἐπενθέσει τοῦ ι, καὶ παρὰ τὸ
πλέω πλείω, οὕτως καὶ παρὰ τὸ σέω σείω διὰ τῆς ει δι

Georgius Choeroboscus Gramm., De orthographia (epitome) (e cod.


Barocc. 50) P. 257, line 16

μονογενῆ, διὰ τὸ ὁ κοῦφος, ἡ κούφη, τὸ κοῦφον· μὴ ὄντα δὲ οὐ-


δέτερα, διὰ τὸ λαῖφος· ἁπλᾶ δὲ, διὰ τὸ φιλοῦφος, σημαίνει δὲ
τὸν συνουσιαστήν· Ἰταλικὰ δὲ διὰ τὸ Ῥοῦφος.
 Σφραγίς: ι· τὰ γὰρ εἰς ις ὀξύτονα θηλυκὰ ὑπὲρ μίαν συλ-
λαβὴν κοινολεκτούμενα ἀποστρέφει τὴν ει δίφθογγον· οἷον,
ἀσπίς· ῥανίς.
 Σῖτος: ι· ὥσπερ γὰρ παρὰ τὸ ἐργάζομαι γίνεται ἐργάστης,
καὶ κατὰ ἀποβολὴν τοῦ σ ἐργάτης ἐν βαρυτόνῳ τάσει· καὶ
παρὰ τὸ οἴσω γίνεται οἴστος, καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ οἶτος ἐν βαρυ-
τόνῳ τάσει, οὕτως καὶ παρὰ τὸ σείω γίνεται σειστὸς, καὶ ἀπο-
βολῇ τοῦ σ σῖτος διὰ τοῦ ι· καὶ ἄλλως, παρὰ τὸ σίω τὸ διὰ τοῦ
ι γραφόμενον· καὶ ἄλλως, ὅτι τὰ διὰ τοῦ ιτος ἀποστρέφονται
τὴν ει δίφθογγον· οἷον, Τρίτος· μίτος· Ἐπαφρόδιτος.
 Σκίρος: Διὰ τοῦ ι τὸ ἐπὶ τοῦ πάθους· ι ἡ παράδοσις.
 Σείω: Διὰ τῆς ει διφθόγγου· ὥσπερ γὰρ παρὰ τὸ πνέω
γέγονεν πνείω διὰ τῆς ει διφθόγγου ἐπενθέσει τοῦ ι, καὶ παρὰ τὸ
πλέω πλείω, οὕτως καὶ παρὰ τὸ σέω σείω διὰ τῆς ει δι-
φθόγγου.
 Σπληνίον: Παρὰ τὴν σπληνὸς γενικήν.
 Σιδών: Ἐπὶ τοῦ πολίτου ὅτε ἀρσενικῶς λέγεται, καὶ ἐπὶ
τῆς πόλεως ὅτε θηλυκῶς· διὰ τοῦ ι γράφεται· ἐπειδὴ τὰ εἰς

Georgius Choeroboscus Gramm., Epimerismi in Psalmos (4093: 008)


“Georgii Choerobosci epimerismi in Psalmos, vol. 3”, Ed. Gaisford, T.
Oxford: Clarendon Press, 1842.P. 27, line 28

τικῆς, ὡς τὸ ζητῶ ἐζήτουν, καὶ τὰ παρ' αὐτοῖς δὲ δασύ-


586

νεται, ἕδος, ἑδραῖος, ἔδαφος, καὶ τὰ ὅμοια. Συντάσσεται


δὲ ἐπὶ πρόθεσις μετὰ δοτικῆς, καὶ γενικῆς, καὶ αἰτιατικῆς,
οἷον ἐπ' ἐμοῦ, ἐπ' ἐμοὶ, ἐπ' ἐμέ.
 ΛΟΙΜΩΝ γενικῆς τῶν πληθυντικῶν· ἡ εὐθεῖα ὁ λοιμός.
Πόθεν γίνεται; Παρὰ τὸ λιμὸςλείπω, πλεονασμῷ τοῦ Ο λοιμός.
Τὸ δὲ λιμὸς διὰ τί γράφεται διὰ τοῦ Ι; Διότι πολλά
εἰσιν ὀνόματα ἀπὸ ῥημάτων γινόμενα, καὶ γραφομένων τῶν
ῥημάτων διὰ διφθόγγου, τῶν δὲ ὀνομάτων διὰ τοῦ Ι, οἷον
πείθω πιθανὸς, λείχω λιχανὸς, οἰκτείρω οἰκτιρμὸς, σείω
σῖτος· οὕτως οὖν καὶ λείπω λιμός. Ἢ ὅτι πολλά εἰσιν
ὀνόματα συμπάσχοντα τῷ δηλουμένῳ, οἷον χεὶρ διὰ διφθόγ-
γου, χιρὰς δὲ, τὸ περὶ τὴν χεῖρα πάθος, διὰ τοῦ Ι· καὶ ἐμι-
μήσατο ἡ γραφὴ τὸ πάθος τῆς φωνῆς συμπαθοῦσα τῷ
δηλουμένῳ. Λοιμὸς διὰ τί ὀξύνεται; Τὰ εἰς μὸς καθαρὰ
δισύλλαβα διφθόγγῳ παραληγόμενα ἀπὸ συμφώνου ἀρχό-
μενα σπάνιά εἰσι καὶ ὀξύνονται, οἷον λαιμὸς, λοιμὸς, τὰ δὲ  
ἀπὸ φωνήεντος ἀρχόμενα βαρύνονται, οἷον αἷμος, οἷμος.
Χήρα δὲ, ἡ γυνὴ, διὰ τοῦ

Georgius Choeroboscus Gramm., Epimerismi in Psalmos


P. 33, line 9

σπώμενα δὲ συστέλλει, οἷον πύρω πυρῶ, φύρω φυρῶ, κύρω


κυρῶ, ἐξ οὗ καὶ τὸ κύριος ἔχει μακρὸν τὸ Υ, κύρω, καὶ ὁ  
μέλλων κυρῶ, καὶ Αἰολικῶς κύρσω. Ὁ κανών· οἱ Αἰολεῖς,
βαρύτονοι ὄντες, πλεονάζουσι τὸ Σ κατὰ τὸν μέλλοντα.
Καὶ διατί μὴ ἐπλεόνασεν ἄλλο σύμφωνον, ἀλλὰ τὸ Σ; Διότι
πᾶς μέλλων βαρύτονος πρὸ τοῦ Ω μεγάλου τὸ Σ θέλει ἔχειν
ἢ δυνάμει ἢ ἐνεργείᾳ. Τὸ δὲ κῦρος τὸ ΚΥ ψιλόν· διατί; Τὰ
διὰ τοῦ ΥΡΟΣ ὀνόματα εἴτε δισύλλαβα, εἴτε ὑπὲρ δύο συλ-
λαβὰς, εἴτε ὀξύτονα, εἴτε βαρύτονα, διὰ τοῦ Υ ψιλοῦ γρά-
φεται, οἷον τύρος, τότε βαρύτονον καὶ τὸ ὀξύτονον, Συρὸς,
τό τε κύριον καὶ τὸ προσηγορικὸν, πυρὸς ὁ σῖτος καὶ τὸ
ἐπίθετον, κῦρος τό τε ἐπὶ τῆς ἐξουσίας καὶ τὸ κύριον, ὑπὲρ δύο
συλλαβὰς, οἷον, ἰσχυρὸς, οἰζυρὸς, ἁλμυρὸς καὶ τὰ ὅμοια,
πλὴν τοῦ χοῖρος· τοῦτο δὲ γέγονε παρὰ τὸ χοῦν ἐρευνᾶν,
χόϊρος, καὶ κατὰ συναίρεσιν χοῖρος, ἢ παρὰ τὸ τοῦ χείρονος
ἐρᾶν.
Τὰ εἰς ΟΣ συντίθεται ὀκταχῶς· ἢ γὰρ φυλάττουσι τὸ Σ ὡς
τὸ λαὸς σῶος, λαοσσόος, θεὸς δοτὸς, θεόσδοτος, ἢ ἀπο-
βάλλουσι τὸ Σ, ὡς τὸ νίκος λαὸς, νικόλαος· ἢ ἀποβάλλουσι
587

τὸ Σ καὶ προσλαμβάνουσι τὸ Ι, ὡς τὸ πύλος, πυλιγενὴς, καὶ


ὁδὸς, ὁδοιπόρος, ἢ ἐμβάλλουσι τὸ Σ, καὶ τρέπουσι τὸ

Georgius Choeroboscus Gramm., Epimerismi in Psalmos


P. 106, line 23

 ἈΓΑΘΑ, παρὰ τὸ ἀγάθω τὸ θαυμάζω, ἀγαστὸς καὶ


ἀγαθός.
 ἘΣΗΜΕΙΩΘΗ, ἀόριστος πρῶτος παθητικὸς, τὸ θέμα ση-
μειόω, σημειῶ, ὁ μέλλων σημειώσω, ὁ παθητικὸς ἐσημειώθην
ἐσημειώθης ἐσημειώθη.
 ἘΦ' ἩΜΑΣ, πόσα μέρη λόγου εἰσίν; Ἐπὶ πρόθεσις, ἡμᾶς
ἀντωνυμίας πρωτοτύπου, αἰτιατικῆς τῶν πληθυντικῶν.
 ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ, πόθεν γίνεται; Παρὰ τὸ εὔφρων εὔφρονος,
τοῦτο παρὰ τὸ εὖ μόριον, καὶ τὸ φρῶ τὸ προϊῶ, οἱονεὶ
καλῶς προϊέμενος· καὶ κλίνεται εὔφρονος.
 ΣΙΤΟΣ, ποίου εἴδους τῶν παραγώγων; Ῥηματικοῦ. Καὶ
πόθεν γίνεται; Παρὰ τὸ σείω· ὁ παθητικὸς παρακείμενος,
σέσεισμαι, τὸ τρίτον σέσεισται, καὶ ἐξ αὐτοῦ σῖτος.
 ΟἾΝΟΣ, ποίου εἴδους τῶν ὑποπεπτωκότων τῷ ὀνόματι;
Προσηγορικοῦ. Ὄνομα ῥηματικόν. Καὶ πόθεν γίνεται; Παρὰ
τὸ οἴω τὸ ὑπολαμβάνω, ὁ οἰήσεως καὶ πλάνης αἴτιος τοῖς
ἀνθρώποις γινόμενος, ἢ παρὰ τὸ ὀνῶ τὸ ὠφελῶ.
 ΚΑΤΩΙΚΙΣΑΣ, ἀόριστος πρῶτος· τὸ θέμα κατοικίζω. Πόθεν
γίνεται; Ἐκ τοῦ κατοικῶ· τοῦτο ἐκ τοῦ κάτοικος, τοῦτο ἐκ
τῆς κατὰ προθέσεως καὶ τοῦ οἶκος, τὸ δὲ οἶκος παρὰ τὸ εἴκω
τὸ ὑποχωρῶ, ὁ μέλλων κατοικίσω, ὁ ἀόριστος κατῴκισα

Georgius Choeroboscus Gramm., De accentibus (excerpta e


Choerobosco, Aetherio, Philopono et aliis) (e codd. Urbin. 151 et
Laurent. 57.34) (4093: 013)
“”De accentibus excerpta ex Choerobosco, Aetherio, Philopono, aliis””,
Ed. Koster, W.J.W., 1931; Mnemosyne 59.
Excerpt 4, paragraph 25, line 3

ῥύπος παροξυνόμενον εὕρηται. Σημείωσαι, ὅτι τὸ καρ-


κίνος καὶ ἐχίνος ἡ συνήθεια παροξύνει.
 Τὰ διὰ τοῦ ιτης ἅπαντα μακρὸν ἔχουσι τὸ ι· πολί-
της, ὁπλίτης, ὅθεν αἱ τούτων εὐθεῖαι τῶν πληθυντικῶν
προπερισπῶνται· οἱ πολῖται, οἱ ὁπλῖται, οἱ Θερ-
588

σῖται· καὶ ἡ χρυσῖτις γῆ θηλυκόν.


 Τὰ διὰ τοῦ ιος παροξύνονται· ἐναντίος, νυμφίος,
πλὴν τοῦ δῖος καὶ Χῖος ἀνήρ.
 Τὰ εἰς ος μὴ καθαρῷ τῷ ι παραληγόμενα καὶ
ἐπ' αὐτοῦ τὸν τόνον ἔχοντα παροξύνονται· τρίτος,
κρίκος, καὶ τὰ λοιπά, πλὴν τοῦ σῖτος, ἶσος, μῖμος,
γρῖφος· ἡ συνήθεια παροξύνει τὸ γρίφος.
 Τὰ εἰς ιν καὶ εἰς ις δικατάληκτα μακρὸν ἔχουσι τὸ ι καὶ
ἐπὶ τῆς γενικῆς προπερισπῶνται· δελφῖνος, ἀκτῖνος·
τὰ δὲ μονοσύλλαβα τούτων ὀξύνονται μὲν ἐν τῇ γενικῇ καὶ
δοτικῇ, ἐν δὲ ταῖς ἄλλαις πτώσεσιν, ἔνθα τὸν τόνον ἡ πα-
ραλήγουσα δέχεται καὶ βραχεῖά ἐστιν ἡ λήγουσα, προπερι-
σπῶνται· ῥίν ῥινός, ῥῖνα ῥῖνε ῥῖνες ῥῖνας· οὕτω
καὶ ἐπὶ τῶν ὁμοίων. Διὰ τοῦτο οὐδὲ τὸ εὔριν προ-
περισπᾶται, ἐπειδὴ τὸ ι μακρόν ἐστιν.  

Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (α – ἁμωσγέπως)


(4097: 001)“Etymologicum magnum genuinum. Symeonis etymologicum
una cum magna grammatica. Etymologicum magnum auctum, vol. 1”,
Ed. Lasserre, F., Livadaras, N.Rome: Ateneo, 1976.Alphabetic letter
alpha, entry 64, line 5

 Ἀδευκής (δ 489)· ὁ ἀπροσδόκητος, [ἀν]είκαστος, ἄγνω-


στος· παρὰ τὸ δείκω, τὸ δεικνύω, δεικής καὶ ἀδεικής, καὶ τροπῇ
τοῦ ι εἰς υ ἀδευκής B, Sym. 129, EM 232, Et. Gud. α 51. Orio
24, 20.
 Ἀδήριτος (Ρ 42)· ἔστι δῆρις δηρίω, ὡς κόνις κονίω
[καὶ μῆτις] μητίω· τούτου τοῦ δηρίω ὁ παθητικὸς παρακείμενος  
δεδήριμαι, τὸ γʹ δεδήριται, καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀδήριτος. τὰ διὰ τοῦ ιτος
ἀποστρέφονται τὴν ει· ἄτιτος ἀκόνιτος [Μού]νιτος ὄνομα Ἑρμαφρό-
διτος Θεοδώρητος λίητος ἐπίκτητος σῖτος μίτος λῖτος, χωρὶς εἰ μὴ
ὦσι σύνθετα παρὰ τὸ κλειτος διὰ τὸ Ἡράκλειτος πολύκλειτος. περὶ
γὰρ τοῦ Ῥῖτος (Ῥῖτοι δ' εἰσὶ ποταμοὶ δύο) διάφοροι δόξαι γεγόνασιν·
ὁ μὲν Ἡρωδιανὸς (II 577, 34) βαρύνει αὐτὸ καὶ διὰ τοῦ ι γράφει
ὁμοίως τὸ σῖτος, ὁ δ' Ὦρος ὀξύνει καὶ διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφει
ὁμοίως τὸ κλειτός καὶ σειστός· σημαίνει δὲ τὸ σειόμενον, ἀλλ' οὐκ
ἔστι διὰ τοῦ [ιτος] B, Sym. 130, EM 257, Et. Gud. α 53. Choe-
rob. Orth. 170, 4.
 Ἀδευκέος (Ap. Rh. 1, 1037)· ἀπεοικυίας ἢ πικρᾶς· δεῦ-
589

κος γὰρ τὸ γλυκύ, ὅθεν καὶ Πολυδεύκης ἐκλήθη B, Sym. 131,


EM 233. Schol. ap. Rh.

Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (α – ἁμωσγέπως)


Alphabetic letter alpha, entry 64, line 9

τοῦ ι εἰς υ ἀδευκής B, Sym. 129, EM 232, Et. Gud. α 51. Orio
24, 20.
 Ἀδήριτος (Ρ 42)· ἔστι δῆρις δηρίω, ὡς κόνις κονίω
[καὶ μῆτις] μητίω· τούτου τοῦ δηρίω ὁ παθητικὸς παρακείμενος  
δεδήριμαι, τὸ γʹ δεδήριται, καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀδήριτος. τὰ διὰ τοῦ ιτος
ἀποστρέφονται τὴν ει· ἄτιτος ἀκόνιτος [Μού]νιτος ὄνομα Ἑρμαφρό-
διτος Θεοδώρητος λίητος ἐπίκτητος σῖτος μίτος λῖτος, χωρὶς εἰ μὴ
ὦσι σύνθετα παρὰ τὸ κλειτος διὰ τὸ Ἡράκλειτος πολύκλειτος. περὶ
γὰρ τοῦ Ῥῖτος (Ῥῖτοι δ' εἰσὶ ποταμοὶ δύο) διάφοροι δόξαι γεγόνασιν·
ὁ μὲν Ἡρωδιανὸς (II 577, 34) βαρύνει αὐτὸ καὶ διὰ τοῦ ι γράφει
ὁμοίως τὸ σῖτος, ὁ δ' Ὦρος ὀξύνει καὶ διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφει
ὁμοίως τὸ κλειτός καὶ σειστός· σημαίνει δὲ τὸ σειόμενον, ἀλλ' οὐκ
ἔστι διὰ τοῦ [ιτος] B, Sym. 130, EM 257, Et. Gud. α 53. Choe-
rob. Orth. 170, 4.
 Ἀδευκέος (Ap. Rh. 1, 1037)· ἀπεοικυίας ἢ πικρᾶς· δεῦ-
κος γὰρ τὸ γλυκύ, ὅθεν καὶ Πολυδεύκης ἐκλήθη B, Sym. 131,
EM 233. Schol. ap. Rh.
 Ἀδέψητον (υ 2)· [σημαίνει ὠμόν], ἀνέργαστον· δεψῶ
δεψήσω δεδέψηκα· ἀπὸ τοῦ ἕψω δὲ γίνεται B, Sym. 132, EM
234, Eust. 1880, 29.  
 

Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (littera λ) (4097:


003)“Bericht über Stand und Methode der Ausgabe des Etymologicum
genuinum”, Ed. Alpers, K.Copenhagen: Munksgaard, 1969; Danske
Videnskabernes Selskab, Hist.–filol. Meddelelser 44.3.
Alphabetic letter lambda, entry 183, line 4

μικρότερόν ἐστιν καὶ οὐ δύναται σκεπάσαι αὐτούς.


Λιπαρεῖν: σημαίνει τὸ παρακαλεῖν. ὡς παρὰ Φερεκράτει
ἐν Πετάλῃ· τί δ' αὐτὸ λίαν ὧδε λιπαρεῖς θεόν; παρὰ τὸ λίαν
παρεῖναι.
Λιρός: σημαίνει τὸν ἀναιδῆ. παρὰ τὸ λίαν ὁρᾶν· οἱ γὰρ
ἀναιδεῖς λίαν ὁρῶσιν.
Λιμβρός: ἡ σκοτεινὴ νύξ. παρὰ τὸ λίαν βαίνειν.
590

Λιτός: σημαίνει τὸν εὐτελῆ καὶ ἀποίκιλον χιτῶνα. λέγει


ὁ Δίδυμος παρὰ τὸ λεῖος εἶναι, ⌊διὰ τοῦ ΕΙ. ἡ δὲ παράδοσις⌋
διὰ τοῦ Ι, ὥς φησιν Φιλόξενος· τὰ γὰρ διὰ τοῦ ΙΤΟΣ ἀποστρέ-
φονται τὴν διὰ τῆς ΕΙ διφθόγγου γραφήν, οἷον· σῖτος ἐπα-  
φρόδιτος λήιτος Θεοδώριτος Μούνιτος. οὕτως οὖν καὶ λιτὸς διὰ
τοῦ Ι. δεῖ προσθεῖναι· χωρὶς τοῦ κλειτὸς καὶ τῶν παρ' αὐτό,
οἷον Ἡράκλειτος Πολύκλειτος ἀγάκλειτος. περὶ τοῦ Τρῖτος, ὅ
ἐστι φρέαρ ἐν τῇ Ἀττικῇ· ὁ μὲν Ἡρωδιανὸς βαρύνει καὶ διὰ
τοῦ Ι γράφει, ὁ δ' Ὦρος ὀξύνει καὶ διὰ τῆς ΕΙ διφθόγγου. τὸ
σειστὸς δὲ σημαῖνον τὸν σειόμενον οὐκ ἀντίκειται, ἀπὸ τοῦ
σείω ὄν. ἀλλ' οὐδὲ διὰ τοῦ ΙΤΟΣ, ἀλλὰ διὰ τοῦ ΕΙΣΤΟΣ
ἐστίν. τὸ δὲ Σηστὸς τὸ ὄνομα τῆς πόλεως καὶ θηλυκῶς λέγεται

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ἀάλιον – ζειαί)


Alphabetic entry alpha, p. 114, line 7

 Ἀμηγέπη· εἰς τὸ Ἀμωσγέπως.


 Ἀμησάμενος· εἰς τὸ Συναμησάμενος.
 Ἄμητος· ἐκ τοῦ ἀμῶ, τὸ θερίζω· τὸ δὲ ἀμῶ δευτέρας συζυγίας
τῶν περισπωμένων, ὁ μέλλων ἀμήσω, ἐξ αὐτοῦ ἄμητος. διαφέρει δὲ  
ἄμητος καὶ ἀμητός· ἄμητος γὰρ ὁ καιρὸς τοῦ θέρους, ἀμητός δὲ αὐτὸς
ὁ θερισμὸς καὶ ὁ καρπὸς ὁ ἀμώμενος. τὸ α μακρόν· τὸ α πρὸ τοῦ β ἢ μ
συστέλλεται· σεσημείωται τὸ ἀμητός καὶ ἀμῶ.
 Ἁμῖν· εἰς τὸ Ἡμῖν.
 Ἀμίς· οὐροδόχον ἀγγεῖον· παρὰ τὸ ὀμιχῶ ὀμίς καὶ ἀμίς, ὡς
ὀκριόεις ἀκριόεις· ἢ παρὰ τὸ ἄμη ἀμίς, ὡς σκάφη σκαφίς.
 Ἀμιχθαλόεσσα· ἀπρόσιτος καὶ ἀμιγής, ὡς ὁ ποιητὴς Ω 753
“καὶ Λῆμνον ἀμιχθαλόεσσαν”. ἀπρόσιτος δὲ διὰ τοὺς ἐνοικοῦντας
Σίντιας πειρατὰς ὄντας. παρὰ τὸ μίσγω μικτός· ὡς ἵππος Ἵππαλος,
οὕτω καὶ μικτός μίκταλος καὶ ἐν συνθέσει ἀμίκταλος καὶ ἀμικταλόεις,
καὶ τροπῇ ἀμιχθαλόεις καὶ τὸ θηλυκὸν ἀμιχθαλόεσσα.
 Ἀμμαξύς· εἰς τὸ Ἀμαμαξύς.
 Ἄμμες· ἀντωνυμία· Αἰολικὴ αἰτιατικὴ ἀντὶ τοῦ ἡμᾶς.
 Ἄμμε· οὐ πληθυντικοῦ, ἀλλὰ δυϊκοῦ ἀριθμοῦ. καὶ τινὲς μὲν ἀπὸ
τοῦ ἄμμες Αἰολικοῦ πληθυντικοῦ φασιν ἀποβολῇ τοῦ ς τὸ δυϊκὸν γε-
νέσθαι, ὡς Αἴαντες Αἴαντε· τινὲς δὲ ἄλλοθεν λέγουσι τὸ ἄμμες ἄμμε.
Αἰολικῶς δὲ ἐκ τοῦ ἡμεῖς ἢ Δωρικῶς ... ὅτι αἷμα ἡ ψυχὴ

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ἀάλιον – ζειαί)


Alphabetic entry alpha, p. 114, line 8

 Ἀμησάμενος· εἰς τὸ Συναμησάμενος.


591

 Ἄμητος· ἐκ τοῦ ἀμῶ, τὸ θερίζω· τὸ δὲ ἀμῶ δευτέρας συζυγίας


τῶν περισπωμένων, ὁ μέλλων ἀμήσω, ἐξ αὐτοῦ ἄμητος. διαφέρει δὲ  
ἄμητος καὶ ἀμητός· ἄμητος γὰρ ὁ καιρὸς τοῦ θέρους, ἀμητός δὲ αὐτὸς
ὁ θερισμὸς καὶ ὁ καρπὸς ὁ ἀμώμενος. τὸ α μακρόν· τὸ α πρὸ τοῦ β ἢ μ
συστέλλεται· σεσημείωται τὸ ἀμητός καὶ ἀμῶ.
 Ἁμῖν· εἰς τὸ Ἡμῖν.
 Ἀμίς· οὐροδόχον ἀγγεῖον· παρὰ τὸ ὀμιχῶ ὀμίς καὶ ἀμίς, ὡς
ὀκριόεις ἀκριόεις· ἢ παρὰ τὸ ἄμη ἀμίς, ὡς σκάφη σκαφίς.
 Ἀμιχθαλόεσσα· ἀπρόσιτος καὶ ἀμιγής, ὡς ὁ ποιητὴς Ω 753
“καὶ Λῆμνον ἀμιχθαλόεσσαν”. ἀπρόσιτος δὲ διὰ τοὺς ἐνοικοῦντας
Σίντιας πειρατὰς ὄντας. παρὰ τὸ μίσγω μικτός· ὡς ἵππος Ἵππαλος,
οὕτω καὶ μικτός μίκταλος καὶ ἐν συνθέσει ἀμίκταλος καὶ ἀμικταλόεις,
καὶ τροπῇ ἀμιχθαλόεις καὶ τὸ θηλυκὸν ἀμιχθαλόεσσα.
 Ἀμμαξύς· εἰς τὸ Ἀμαμαξύς.
 Ἄμμες· ἀντωνυμία· Αἰολικὴ αἰτιατικὴ ἀντὶ τοῦ ἡμᾶς.
 Ἄμμε· οὐ πληθυντικοῦ, ἀλλὰ δυϊκοῦ ἀριθμοῦ. καὶ τινὲς μὲν ἀπὸ
τοῦ ἄμμες Αἰολικοῦ πληθυντικοῦ φασιν ἀποβολῇ τοῦ ς τὸ δυϊκὸν γε-
νέσθαι, ὡς Αἴαντες Αἴαντε· τινὲς δὲ ἄλλοθεν λέγουσι τὸ ἄμμες ἄμμε.
Αἰολικῶς δὲ ἐκ τοῦ ἡμεῖς ἢ Δωρικῶς ... ὅτι αἷμα ἡ ψυχὴ κατ' Ἐμπε-
δοκλῆν fr. 105 Diels Vorsokr.. τινὲς δὲ καὶ Ὅμηρον οἴονται ταύτης  

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος –


ὦμαι) (4098: 002)“Etymologicum Graecae linguae Gudianum et alia
grammaticorum scripta e cdicibus manuscriptis nunc primum edita”, Ed.
Sturz, F.W.
Leipzig: Weigel, 1818, Repr. 1973.Alphabetic entry kappa, p. 296, line
31

Κάλυμνος, ὁ ἐν Αἰγύπτῳ σῖτος, ἀντὶ τοῦ καλύμνιος.


 ὁ γὰρ Φιλάδελφος ἐκ Καλυδνῶν μετήνεγκε τὸ σπέρμα,
 νήσους περὶ Καλυδρὰς, ἃς Ἀπολλόδωρος φησὶ λέγεσθαι
 Καλύδρας, ὡς καλύβας.
Καλυψὼ, ἡ μὴ ἁπλὴ, καλύπτουσα δέ τι διανοούμενον.
 διὸ καὶ Ὅμηρος. ἔνθα μὲν Ἄτλαντος θυγάτηρ δο-
 λόεσσα Καλυψώ.
Κάλχας, παρὰ τὸ κάλχη. κάλχη δέ ἐστι βοτάνη, ἀφ'
 ἧς πορφύρα βάπτεται. Κάλχας δέ ἐστιν ὁ τὰ βάθη
 τῶν μαντείων ἐρευνῶν· ἢ ὁ τοῖς βασιλεῦσιν τὰ ἐκ
 θεοῦ φανερῶν.
592

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)

Alphabetic entry kappa, p. 339, line 54

 παρθένον, παρὰ τὸ κορῶ τὸ ἐπιμελοῦμαι· ἐξ οὗ καὶ


 νεωκόρος· ὁ τοῦ λαοῦ ἐπιμελούμενος. Σελευκός.
Κόρη, κώλυσις τοῦ ῥεῖν ἤτοι πρὸ τοῦ τόκου, ἤγουν πρὸ
 τῶν αἱμάτων· κόρη δὲ ἡ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὡς ἐκ τοῦ
 κολλοῦ χέειν τὸ δάκρυον· λέγεται ἐκ τούτου κολλού-
 ριον τὸ κωλύον τὸ ῥέειν.
Κοριάξιος, διὰ τὸ τὴν κόρην ἔχειν ὀξεῖαν· ἢ τὴν κε-
 φαλήν.
Κοροπλάστης, ὁ τὰ ζῴδια πλάσσων· οὐ γὰρ μόνον
 κούρους, ἢ ὁμοίως κόρας πλάσσει, ἀλλὰ πᾶν ζῶον.
Κόρος, σίτος· ὁ κόρος εἴληπται ἐκ τῆς Ἑβραϊκῆς δια-
 λέκτου, ὃς καλεῖται χώρ· εἰσὶ δὲ μόδιοι λ· χὼρ δὲ
 λέγεται ἀπὸ τῆς τοῦ βουνοῦ ὑποθέσεως· χωρία γὰρ
 καλεῖται τὰ βουνία· λέγονται βουνοὶ βασανισθέντες
 οἱ λ, μόδιοι, φοντʹ. ποιοῦσι καμήλου.
Κορύβαντες, οἱ τὴν κόρην καταβάντες ἀναγαγεῖν καὶ
 μὴ ὑποστρέφειν.  
Κορυθαίολος, ἐκ τοῦ κόρυς κόρυθος, καὶ τοῦ αἰόλ-
 λω· εἰ γὰρ ἦν ἀπὸ τοῦ αἰολος ὀνόματος, ὤφειλε προ-
 παροξύνεσθαι· κανὼν γάρ ἐστιν ὁ λέγων· τὰ εἰς ος
 ὑπὲρ δύο συλλαβὰς, πρὸ μιᾶς τὸν τόνον ἔχοντα. ἐν

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)

Alphabetic entry omicron, p. 419, line 12

Ὅδε καὶ ὁδὶ διαφέρει· ὅδε μὲν γάρ ἐστιν ἀναφορικῶς,


 ὁδὶ δὲ δεικτικῶς, καὶ μόνον κατ' ἐπέκτασιν.
Ὀγδοὰς λέγεται οἱονεὶ ὀγδοδυὰς παρὰ τὸ δύο ἄγειν, δι-
 χοτομουμένη γὰρ, καὶ τὰ ταύτης μέρη εἰς μονάδας
 καταντʹ. διαιρεῖται γὰρ εἰς τέσσαρα καὶ τέσσαρα· καὶ
 τὰ τέσσαρα εἰς δύο, καὶ τὸ δύο εἰς μία, καὶ μία· εἰ δέ
593

 τις εἴπῃ ὅτι τούτῳ τῷ λόγῳ, καὶ ἡ τετρὰς ὤφειλεν ὀγ-


 δοὰς λέγεσθαι, διότι καὶ αὑτὴ, διχοτομουμένη ἔρχεται
 ἄχρι τῆς μονάδος, διαιρεῖται γὰρ εἰς δύο, καὶ τὰ δύο
 εἰς μία καὶ μία, λέγομεν, ὅτι αἱ ἐτυμολογίαι οὐκ ἀντι-
 στρέφουσιν. ἰδοὺ γὰρ λέγεται σῖτος παρὰ τὸ σείεσθαι,
 καὶ οὐ μόνον ὁ σῖτος σείεται, ἀλλὰ καὶ κριθὴ καὶ
 ἄλλοι καρποὶ, καὶ οὐ παρὰ τούτου λέγεται ἡ κριθὴ,
 ἢ ἄλλοι καρποὶ σῖτος.
Ὁδίτης, ὁ πολίτης, ἀμφότερον διὰ τοῦ ι, τῷ λόγῳ
 τοῦ λογχίτης.
Ὀδωδός, ὄδω καὶ ὄδωδα.
Ὁδός, παρὰ τὸ ἕω τὸ εἰσπέμπω, ἕω, ὁδός, ὡς σβέω
 σβοδὸς, καὶ μεταθέσει τοῦ β εἰς π σποδὸς, ἐκ δὲ
 τοῦ ἕω ἡ ὁδὸς δασύνεται.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)

Alphabetic entry omicron, p. 419, line 13

 ὁδὶ δὲ δεικτικῶς, καὶ μόνον κατ' ἐπέκτασιν.


Ὀγδοὰς λέγεται οἱονεὶ ὀγδοδυὰς παρὰ τὸ δύο ἄγειν, δι-
 χοτομουμένη γὰρ, καὶ τὰ ταύτης μέρη εἰς μονάδας
 καταντʹ. διαιρεῖται γὰρ εἰς τέσσαρα καὶ τέσσαρα· καὶ
 τὰ τέσσαρα εἰς δύο, καὶ τὸ δύο εἰς μία, καὶ μία· εἰ δέ
 τις εἴπῃ ὅτι τούτῳ τῷ λόγῳ, καὶ ἡ τετρὰς ὤφειλεν ὀγ-
 δοὰς λέγεσθαι, διότι καὶ αὑτὴ, διχοτομουμένη ἔρχεται
 ἄχρι τῆς μονάδος, διαιρεῖται γὰρ εἰς δύο, καὶ τὰ δύο
 εἰς μία καὶ μία, λέγομεν, ὅτι αἱ ἐτυμολογίαι οὐκ ἀντι-
 στρέφουσιν. ἰδοὺ γὰρ λέγεται σῖτος παρὰ τὸ σείεσθαι,
 καὶ οὐ μόνον ὁ σῖτος σείεται, ἀλλὰ καὶ κριθὴ καὶ
 ἄλλοι καρποὶ, καὶ οὐ παρὰ τούτου λέγεται ἡ κριθὴ,
 ἢ ἄλλοι καρποὶ σῖτος.
Ὁδίτης, ὁ πολίτης, ἀμφότερον διὰ τοῦ ι, τῷ λόγῳ
 τοῦ λογχίτης.
Ὀδωδός, ὄδω καὶ ὄδωδα.
Ὁδός, παρὰ τὸ ἕω τὸ εἰσπέμπω, ἕω, ὁδός, ὡς σβέω
 σβοδὸς, καὶ μεταθέσει τοῦ β εἰς π σποδὸς, ἐκ δὲ
 τοῦ ἕω ἡ ὁδὸς δασύνεται.
Ὀδυνᾶται, παρὰ τὸ ἐσθίειν καὶ ἔδειν τὴν ψυχὴν, κατὰ
594

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)

Alphabetic entry pi, p. 488, line 44

Πυρσὸς, φῶς· πυρσὸς δὲ ἔστι τὸ ἐκ φρυγανώδους ὕλης


 ἀναπτώμενον πῦρ· καὶ πυρὸς ὁ σῖτος.
Πυράκτων, σφοδρῶς καίων.
Πυθεία, πανήγυρις, ἑορτὴ Ἑλληνική.
Πίστις, εἰς τὸ ἐρώτησις.
Πώγων, παρὰ τὸ εἰπεῖν ἄγειν· ἔστι γὰρ ἔπω τὸ λέγω,
 καὶ ἄγω τὸ φέρω, καὶ ἐκ τούτων γίνεται ἐπώγων, καὶ
 ἀποβολῇ τοῦ ε πώγων· ὁ ἐπὶ τοῦ εἰπεῖν ἄγων.
Πώγων, παρὰ τὸ ἐν τῷ εἰπεῖν ἄγεσθαι· ἢ παρὰ τὸ
 πήσσω τὸ πηγνύω πήγων καὶ πώγων, ὁ ἐν τῷ εἰπεῖν
 ἑδραῖος καὶ ἀμετακίνητος ὤν.
Πωλοδαμνεῖν, παρὰ τὸ πῶλος, καὶ τὸ δαμνῶ, δαμνᾶς·

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)

Alphabetic entry sigma, p. 501, line 19

 τουτ'ἔστι τῶν θεῶν τὴν σοφίαν· σισύφους τοὺς θεοὺς


 λέγουσιν οἱ Λάκωνες, ὁ οὖν ὑπὸ τῶν σίων τουτ'ἔστι
 τῶν θεῶν σοφὸς, σιόσοφος εἴρηται, καὶ κατ' ἀποβολὴν
 τοῦ ο, καὶ μεταθέσει τοῦ ἄλλου ο εἰς υ, Σίσυφος.
Σίγμα, σιμάτιον τὸ ὂν, ὑπόσιμον, τὰ γὰρ σίγματα δὴ
 ὑπόσιγμα· ἢ παρὰ τὸ σιγμὸν τινὰ ποιεῖν τῇ φωνῇ,
 καὶ ὅτι πυρωθεὶς ὁ σίδηρος, ἐπαν' εἰς ὕδωρ βληθεὶς
 ἀπήχησιν ὁμοίαν τῆ ἐκφωνήσει τοῦ γράμματος δηλοῖ·
 ὁ δὲ τοῦ στοιχείου φθόγγος τοιοῦτόν ἐστι· λέγουσι γὰρ
 κατ' εἰκόνα τῆς σελήνης· σιγματοειδὴς γὰρ ἡ σελήνη.
Σιτοδεία, σημαίνει τὴν λίμον, παρὰ τὸ σίτος καὶ τὸ
 ἔνδεια, ὃ σημαίνει τὴν λεῖψιν, σιτοένδεια καὶ σιτο-
 δεία, ἡ τοῦ σίτου ἔνδεια, κατὰ συγκοπὴν σιτοδεία.
Σῖτος, εἶδος τῶν παραγώγων ῥηματικῶν, παρὰ γὰρ τὸ
 σείω γίνεται σειστὸς καὶ σῖτος, ἡ γὰρ ἀποβολὴ τοῦ σ
 ἀναπέμπει τὸν τόνον· τὸ σι ἰῶτα διάτι; τὰ διὰ τοῦ
 ιω ῥήματα, μὴ παρ' ἐνεστώτων· τὸ σι μακρὸν διάτι;
 κατὰ ποιητικὴν ἄδειαν· σῖτος διάτι βαρύνεται; ἐπειδὴ
 τὰ εἰς τος δισύλλαβα μονογενῆ, παραληγόμενα τῷ
595

 ἰῶτα ἐκτεταμένῳ βαρύνεται, οἷον κρῖτος, μῖτος, τρῖτος·


 οὕτως οὖν καὶ σῖτος· τὸ μέντοι λιτὸς τριγενὲς

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)

Alphabetic entry sigma, p. 501, line 22

 τοῦ ο, καὶ μεταθέσει τοῦ ἄλλου ο εἰς υ, Σίσυφος.


Σίγμα, σιμάτιον τὸ ὂν, ὑπόσιμον, τὰ γὰρ σίγματα δὴ
 ὑπόσιγμα· ἢ παρὰ τὸ σιγμὸν τινὰ ποιεῖν τῇ φωνῇ,
 καὶ ὅτι πυρωθεὶς ὁ σίδηρος, ἐπαν' εἰς ὕδωρ βληθεὶς
 ἀπήχησιν ὁμοίαν τῆ ἐκφωνήσει τοῦ γράμματος δηλοῖ·
 ὁ δὲ τοῦ στοιχείου φθόγγος τοιοῦτόν ἐστι· λέγουσι γὰρ
 κατ' εἰκόνα τῆς σελήνης· σιγματοειδὴς γὰρ ἡ σελήνη.
Σιτοδεία, σημαίνει τὴν λίμον, παρὰ τὸ σίτος καὶ τὸ
 ἔνδεια, ὃ σημαίνει τὴν λεῖψιν, σιτοένδεια καὶ σιτο-
 δεία, ἡ τοῦ σίτου ἔνδεια, κατὰ συγκοπὴν σιτοδεία.
Σῖτος, εἶδος τῶν παραγώγων ῥηματικῶν, παρὰ γὰρ τὸ
 σείω γίνεται σειστὸς καὶ σῖτος, ἡ γὰρ ἀποβολὴ τοῦ σ
 ἀναπέμπει τὸν τόνον· τὸ σι ἰῶτα διάτι; τὰ διὰ τοῦ
 ιω ῥήματα, μὴ παρ' ἐνεστώτων· τὸ σι μακρὸν διάτι;
 κατὰ ποιητικὴν ἄδειαν· σῖτος διάτι βαρύνεται; ἐπειδὴ
 τὰ εἰς τος δισύλλαβα μονογενῆ, παραληγόμενα τῷ
 ἰῶτα ἐκτεταμένῳ βαρύνεται, οἷον κρῖτος, μῖτος, τρῖτος·
 οὕτως οὖν καὶ σῖτος· τὸ μέντοι λιτὸς τριγενὲς ὂν ὀξύ-
 νεται.
Σιτώνης, ὁ ἀγοράζων τὸν σῖτον, κλίνεται σιτώνου· ὁ
 κανὼν· τὰ διὰ τοῦ ωνης ὀνόματα καὶ ωλης μονογενῆ

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)

Alphabetic entry sigma, p. 501, line 23

Σίγμα, σιμάτιον τὸ ὂν, ὑπόσιμον, τὰ γὰρ σίγματα δὴ


 ὑπόσιγμα· ἢ παρὰ τὸ σιγμὸν τινὰ ποιεῖν τῇ φωνῇ,
 καὶ ὅτι πυρωθεὶς ὁ σίδηρος, ἐπαν' εἰς ὕδωρ βληθεὶς
 ἀπήχησιν ὁμοίαν τῆ ἐκφωνήσει τοῦ γράμματος δηλοῖ·
 ὁ δὲ τοῦ στοιχείου φθόγγος τοιοῦτόν ἐστι· λέγουσι γὰρ
 κατ' εἰκόνα τῆς σελήνης· σιγματοειδὴς γὰρ ἡ σελήνη.
Σιτοδεία, σημαίνει τὴν λίμον, παρὰ τὸ σίτος καὶ τὸ
596

 ἔνδεια, ὃ σημαίνει τὴν λεῖψιν, σιτοένδεια καὶ σιτο-


 δεία, ἡ τοῦ σίτου ἔνδεια, κατὰ συγκοπὴν σιτοδεία.
Σῖτος, εἶδος τῶν παραγώγων ῥηματικῶν, παρὰ γὰρ τὸ
 σείω γίνεται σειστὸς καὶ σῖτος, ἡ γὰρ ἀποβολὴ τοῦ σ
 ἀναπέμπει τὸν τόνον· τὸ σι ἰῶτα διάτι; τὰ διὰ τοῦ
 ιω ῥήματα, μὴ παρ' ἐνεστώτων· τὸ σι μακρὸν διάτι;
 κατὰ ποιητικὴν ἄδειαν· σῖτος διάτι βαρύνεται; ἐπειδὴ
 τὰ εἰς τος δισύλλαβα μονογενῆ, παραληγόμενα τῷ
 ἰῶτα ἐκτεταμένῳ βαρύνεται, οἷον κρῖτος, μῖτος, τρῖτος·
 οὕτως οὖν καὶ σῖτος· τὸ μέντοι λιτὸς τριγενὲς ὂν ὀξύ-
 νεται.
Σιτώνης, ὁ ἀγοράζων τὸν σῖτον, κλίνεται σιτώνου·

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum (4099: 001)


“Etymologicum magnum”, Ed. Gaisford, T.
Oxford: Oxford University Press, 1848, Repr. 1967.
Kallierges p. 49, line 39

στερητικοῦ α, ἀκαμὴς, καὶ συγκοπῇ, ἀκμὴς, ἠργη-


κὼς, ἄκοπος.
 Ἄκμηνος: Λέγεται καὶ ἐπὶ τοῦ ἀκμάζοντος,
Ὀδυσσείας ιʹ,
 Θάμνος ἔην τανύφυλλος ἐλαίης, ἑρκέων ἐντὸς
 ἄκμηνος, θαλέθων.
Ὁ θάλλων, καὶ ἀνθῶν· παρὰ τὸ ἀκμὴ, ὃ σημαίνει
τὴν ἡλικίαν· τοῦτο παρὰ τὸ ἄγω, ἀγὴ, καὶ πλεο-
νασμῷ τοῦ κ, καὶ τροπῇ τοῦ γ εἰς μ, ἀκμὴ, ἄκμηνος.
 Ἄκμηνος σίτοιο.
Ἄγευστος, ἄσιτος, διὰ τοῦ η. Ὁ γὰρ δὰ τοῦ
ΗΝΟΣ τύπος τὴν ὀξεῖαν ποθεῖ. Καὶ οἱ μὲν ἁπλῆν
παρὰ τὴν ἀκμὴν λέγουσιν· οὕτως γὰρ τὴν ἀσιτίαν οἱ
Αἰολεῖς λέγουσιν· οἱ δὲ, σύνθετον, ἤτοι κατὰ στέρησιν
τοῦ κομεῖν, ὡς δηλοῖ τὸν ἀτημέλητον· οἱ δὲ, κατὰ
στέρησιν τῆς ἱκμάδος· οἱ δὲ, τὸν μὴ κεκμηκότα περὶ
τὰ σιτία. Ὁ δὲ Ἀρίσταρχος τὸν ἄκμηνον λέγει
προπαροξυτόνως, παρὰ τὴν ἀκμήν· Θέων δὲ ὀξύνεσθαι
ἀξιοῖ, ὡς ἀγαθός· ἔνιοι δὲ προπερισπῶσιν. Ἢ παρὰ
τὴν ἀκτὴν τὸν σῖτον.
 Ἄκμων: Σημαίνει τόν τε σίδηρον ἐφ' οὗ οἱ
597

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges p. 74, line


37

φασὶν ὑπὸ Λυκίων καλεῖσθαι· ὠρεῖν γὰρ τὸ φυλάτ-


τειν.
 Ἁλώνητα: Τὰ βάρβαρα ἀνδράποδα. Τοὺς
γὰρ ἅλας διδόντες τοῖς Θραξὶν ὠνοῦντο ἀνδράποδα.
 Ἁλῶναι: Ἅλωμι, ἁλώσω, ἥλων ὁ δεύτερος ἀό-
ριστος, τὸ πληθυντικὸν ἥλωμεν· τὸ ἀπαρέμφατον,
ἁλῶναι. Κυρίως ἐπὶ τῶν ἰχθύων σημαίνει ἀπολέ-
σθαι, ληφθῆναι.
 Ἀλῳή: Κῆπος, καὶ ἡ καρποφόρος χώρα, καὶ ὁ
τόπος ἐφ' οὗ ὁ σῖτος τρίβεται· καὶ ἡ ἄμπελος. Τὸ
δὲ ἄλως ἐπὶ μὲν τοῦ τόπου ψιλοῦται, ἐπὶ δὲ τῆς
ἅλωνος δασύνεται.
ἅλωσις ἐκ τοῦ ἁλῶ τὸ πορθῶ· τοῦτο ἐκ τοῦ ἅλως,
ὃ σημαίνει τὴν ἅλωνα. Εἰς αὐτὴν γὰρ πορθοῦνται καὶ
συντρίβονται οἱ στάχυες. Τοῦτο ἐκ τοῦ ἁλῶ τὸ συνα-
θροίζω· ἐξ οὗ καὶ δασύνεται. Τοῦτο ἐκ τοῦ ἃλς ἁλός.
 Ἀλώπηξ: Κλίνεται ἀλώπεκος. Σεσημείωται
ὅτι ἔτρεψε τὸ η εἰς ε ἐν τῇ γενικῇ. Καὶ ἔστιν
εἰπεῖν, ὅτι τὰ εἰς ΗΞ θηλυκὰ οὐ φαίνεται παραλη-
γόμενα τῷ ω, πήληξ ἡ περικεφαλαία· ἀντίπηξ,

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges p. 84, line 7

γῇ θάλασσαν σημαίνει, διὰ τὸ μὴ ἔχειν λιμένα·


οἷον,
 Καὶ Λῆμνον ἀμιχθαλόεσσαν.
Παρὰ τὸ ἄμικτος ἀμικτόεις, ὡς βροτὸς βροτόεις·
καὶ τροπῇ τοῦ κ εἰς χ, ἀμιχθόεις· καὶ τὸ θηλυκὸν,
ἀμιχθόεσσα, ὡς αὐδήεις αὐδήεσσα· καὶ πλεονασμῷ
τῆς ΑΛ συλλαβῆς ἀμιχθαλόεσσα. Ἢ διὰ τὸ τῶν
οἰκούντων ἀπρόσιτον καὶ ἀνήμερον, ὥς φησιν Ὅμηρος,
 Οἴχεται εἰς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους.
Οὕτως Ὦρος. Ἡ ἀπρόσιτος καὶ ἀμιγὴς, διὰ τὸ
τοὺς ἐνοικοῦντας πειρατὰς εἶναι.
 Ἄμμε:
 Ἀτρείδη, νῦν ἄμμε παλιμπλαγχθέντας ὀΐω.
598

Οὐκ ἔστι πληθυντικοῦ, ἀλλὰ δυϊκοῦ ἀριθμοῦ. Καὶ


τινὲς μὲν ἀπὸ τοῦ ἄμμες Αἰολικῶς πληθυντικοῦ
φασὶν ἀποβολῇ τοῦ σ τὸ δυϊκὸν γίνεσθαι, ὡς Αἴαντες
Αἴαντε· τινὲς δὲ ἄλλως λέγουσιν ἄμμε ἐκ τοῦ
ἡμεῖς Αἰολικῶς, ἢ Δωρικῶς.  

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges p. 411, line 48

μαι, ζάτρεον καὶ ζήτρειον. Ἢ παρὰ τὸ δεῖν, τὸ


δεσμεύειν, καὶ τὸ τρέω γίνεται δήτρειον, καὶ ζήτρειον
κατὰ τροπὴν εἰς ΕΙ διφθόγγου εἰς τὸ η· ἐν ᾧ δεῖσθαι
τρέουσιν. Εὕρηται δὲ καὶ διὰ τοῦ ι συνεσταλμένον.
Καὶ παρὰ Ἡρώδῃ,
 Ἄγε αὐτὸν εἰς τὸ ζήτρειον.
Ἔστι δὲ χωλίαμβον τὸ μέτρον. Τοῦτο δὲ ὁ μὲν
Ὦρος προπαροξύνει, ὡς τὸ γήτειον· ὁ δὲ Ὠριγένης
προπερισπᾶ. Χοιροβοσκός.
 Ζιζάνιον: Τὸ ἄνευ σπορᾶς συμπαραφυόμενον
τῷ σίτῳ. Καὶ γίνεται παρὰ τὸ σῖτος καὶ τὸ σίνω,
τὸ βλάπτω, σισάνιον καὶ ζιζάνιον, τὸ βλάπτον τὸν
σῖτον. Ἢ παρὰ τὸ σῖτος καὶ τὸ ἱζάνω, τὸ κάθημαι,
σιτοΐζανον, τὸ τῷ σίτῳ παρεδρεῦον καὶ συναυξάνον.
 Ζίω: Τὸ ζητῶ· ἐξ οὗ καὶ ζίεται, τὸ ζητεῖται.
 Ζιγνῶ: Τὸ σκυθρωπάζω· καὶ ζιγνῶσαι, τὸ σκυ-
θρωπάσαι.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges p. 411, line 50

κατὰ τροπὴν εἰς ΕΙ διφθόγγου εἰς τὸ η· ἐν ᾧ δεῖσθαι


τρέουσιν. Εὕρηται δὲ καὶ διὰ τοῦ ι συνεσταλμένον.
Καὶ παρὰ Ἡρώδῃ,
 Ἄγε αὐτὸν εἰς τὸ ζήτρειον.
Ἔστι δὲ χωλίαμβον τὸ μέτρον. Τοῦτο δὲ ὁ μὲν
Ὦρος προπαροξύνει, ὡς τὸ γήτειον· ὁ δὲ Ὠριγένης
προπερισπᾶ. Χοιροβοσκός.
 Ζιζάνιον: Τὸ ἄνευ σπορᾶς συμπαραφυόμενον
τῷ σίτῳ. Καὶ γίνεται παρὰ τὸ σῖτος καὶ τὸ σίνω,
599

τὸ βλάπτω, σισάνιον καὶ ζιζάνιον, τὸ βλάπτον τὸν


σῖτον. Ἢ παρὰ τὸ σῖτος καὶ τὸ ἱζάνω, τὸ κάθημαι,
σιτοΐζανον, τὸ τῷ σίτῳ παρεδρεῦον καὶ συναυξάνον.
 Ζίω: Τὸ ζητῶ· ἐξ οὗ καὶ ζίεται, τὸ ζητεῖται.
 Ζιγνῶ: Τὸ σκυθρωπάζω· καὶ ζιγνῶσαι, τὸ σκυ-
θρωπάσαι.
 Ζυγός: Παρὰ τὸ δύο ἄγειν, δυαγός· καὶ ἐν
συγκοπῇ, δυγὸς καὶ ζυγός· οἱ γὰρ Δωριεῖς τὸ δ εἰς ζ
τρέπουσιν. Ἢ παρὰ τὸ ἄγεσθαι καὶ ἐφέλκεσθαι ὑπ'
αὐτοῦ, δυγὸς καὶ ζυγός. Ἰστέον δὲ ὅτι τὸ ζ δια-
λύουσιν οἱ Δωριεῖς εἰς σ καὶ δ· οἷον, ζυγὸς, σδυγός·
ζευκτῆρες, σδευκτῆρες·

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges p. 486, line 25

λαβὴ τῆς γενικῆς τοῦ πρωτοτύπου ἀπὸ συμφώνου


ἄρχεται, οἷον κάλος κάλου· τότε γὰρ διὰ τοῦ ΙΔΙΟΝ
γίνεται ἡ παραγωγή· οἷον, γνώμη γνωμίδιον. Ἀλλὰ
συνεξηκολούθησε τῷ λαγῴδιον, στῴδιον· σημαίνει τὴν
στοάν.
 Καλύβη: Ἐκ τοῦ καλύπτω κατὰ μετάθεσιν τοῦ
π εἰς φ, οἱονεὶ καλύφη τὶς οὖσα.
 Καλυψώ: Ἡ μὴ ἁπλῆ, καλύπτουσα δὲ τὸ δια-
νοούμενον· Ὅμηρος,
 δολόεσσα Καλυψώ.
 Κάλυμνος: Ὁ ἐν Αἰγύπτῳ σῖτος· ἀντὶ τοῦ
καλίμνιος· ὁ γὰρ Φιλάδελφος ἐκ Καλυδνῶν μετ-
ήνεγκε τὸ σπέρμα.
 Νήσους τε Καλυδνάς.
Ἃς ὁ Ἀπολλόδωρος φησὶ λέγεσθαι Καλύδνας, ὡς
καλύβας.
 Κάλχας: Παρὰ τὸ καλχαίνειν, ὅ ἐστι κατὰ  
βάθος μεριμνᾶν· καὶ κάλχη, ἡ πορφύρα· ὅθεν παρ'
αὐτὴν πορφύρειν, τὸ μεριμνᾶν. Ἢ παρὰ τὸ κάλχη,
ὃ σημαίνει τὴν βοτάνην, δι' ἧς ἡ πορφύρα βάπτεται.
Κάλχας δὲ ἐστὶν, ὁ τὰ βάθη τῶν μαντειῶν ἐρευνῶν·

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges p. 567, line 44
600

ι συνεσταλμένον, μὴ ἐπιφερομένων αὐτῷ μήτε δύο


συμφώνων μήτε διπλοῦ, παροξύνεται, οἷον λιπέσθαι,
ἱκέσθαι, πιθέσθαι, οὕτως οὖν καὶ λιτέσθαι, οὐ τῷ λόγῳ
τοῦ ἐνεστῶτος παροξύνεται, ἀλλὰ τῷ χαρακτῆρι.
 Λίταργος κύων: Σημαίνει τὸν ταχύν· παρὰ τὸ
λίαν ἀργὸν εἶναι, ἤγουν ταχύν.
 Λιτός: Ὁ πένης καὶ δημότης· ἢ ὁ ἐκ λιτανείας
ζῶν· ἢ ὁ ἐπὶ τῆς γῆς κοιμώμενος. Λιτὸς σημαίνει
καὶ τὸν εὐτελῆ χιτῶνα καὶ ἀποίκιλον· παρὰ τὸ
λεῖος. Τὰ διὰ τοῦ ΙΤΟΣ ἀποστρέφεται τὴν ΕΙ
δίφθογγον, σῖτος, μῖτος, τρίτος, λιτός.
 Λιτί:
 Ἑανῷ λιτὶ κάλυψαν.
Ἰλιάδος ςʹ, ἀντὶ τοῦ λεπτῷ πέπλῳ· ἢ λιτῷ καὶ
ἀποικίλτῳ ὑφάσματι, ὅ ἐστι λινῷ. Οἱ δὲ, ἐξ ἀντι-
φράσεως, τῷ ποικίλῳ. Οἱ δὲ, ὅ φασιν Ἀττικοὶ
ληΐδιον. Δεῖ δὲ ὀξύνεσθαι τὸ λιτὶ, κατὰ τὸν κανόνα
Ἡρωδιανοῦ· Πᾶσα δοτικὴ δισύλλαβος ἐπὶ ὀνόματος
ὀξύνεσθαι θέλει, φωτὶ, θητί. Εἰσὶ δὲ οἳ προπερι-
σπῶσιν· οὐ καλῶς. Παραιτητέον δὲ τὸν Ἀσκαλω-
νίτην, οἰόμενον ἀπὸ τῆς λὶς εὐθείας κεκλίσθαι τὴν

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges p. 568, line 29

 Λοιγός: Ὁ ὄλεθρος. Παρὰ τὸ λείπω λοιπὸς


καὶ λοιγός· λεῖψιν γὰρ τῶν ἀνθρώπων ἐργάζεται.
Τὸ δὲ λοιμὸς σημαίνει τὴν λοιμικὴν νόσον· μετα-
φορικῶς δὲ τὸν βλαπτικὸν ἀέρα, γίνεται γὰρ παρὰ
τὸ λείπω λοιπὸς, καὶ λοιμὸς ἡ φθορά. Ἢ παρὰ τὸ
λίαν μᾶν, πλεονασμῷ τοῦ ο. Ἢ παρὰ τὸ λιμός.
Λιμὸς μέν ἐστιν ἔνδεια σίτου· λοιμὸς δὲ, ἔνδεια τῶν
σωμάτων. Γράφεται τὸ ΛΙ, ι· πολλὰ γάρ εἰσιν ὀνό-
ματα ἀπὸ ῥημάτων γινόμενα γραφομένων τῶν ῥημά-
των διὰ διφθόγγου, τῶν δὲ ὀνομάτων διὰ τοῦ ι· οἷον,
πείθω, πιθανός· οἰκτείρω, οἰκτιρμός· σείω, σῖτος·
νείφω, νιφετός· λείχω, λιχανός. Ἢ παρὰ τὸ λίαν
χαίνειν· ἢ ὅτι πολλά εἰσι συμπάσχοντα τῷ δηλου-
μένῳ· οἷον χεὶρ, διὰ διφθόγγου· χιρὰς δὲ, πάθος
περὶ τὴν χεῖρα, διὰ τοῦ ι. Καὶ ἐμιμήσατο τὸ
πάθος ἡ γραφή. Ἢ ὅτι τὰ εἰς ΜΟΣ ὀξύτονα τῷ υ
601

ἐκτεταμένῳ παραλήγονται, οἷον θυμὸς, ῥυμὸς, δρυμός.


Σεσημείωται τὸ λοιμὸς διὰ τῆς ΟΙ διφθόγγου γρα-
φόμενον. Τὰ εἰς ΜΟΣ καθαρὰ δισύλλαβα διφθόγγῳ
παραληγόμενα, ἀπὸ συμφώνου ἀρχόμενα,

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges p. 703, line 17

 Ῥεῖθρον: Παρὰ τὸ ῥέω, ῥέεθρον· καὶ κράσει,


ῥεῖθρον. Σημαίνει δὲ δύο, τὸ ῥεῦμα, καὶ τὸν λιμένα,
ἐν Ὀδυσσείᾳ.
 Ῥειώνη: Τὴν Ἥραν φησὶν Εὐφορίων.
 Ῥείτης: Ἐκ τοῦ ῥέω, ῥεΐτης· καὶ κατὰ συναί-
ρεσιν ῥείτης· ἐξ οὗ τὸ βαθυρρείτης καὶ ἐϋρρείτης.
 Ῥειτός: Ἢ ῥῖτος. Ῥειτοὶ δὲ ποταμοί εἰσι
δύο διὰ φάραγγος ὑπὸ γῆν ῥέοντες ἐν τῷ Θριασίῳ
πλησίον Ἐλευσῖνος. Λέγει Ὦρος διὰ διφθόγγου
ῥειτὸς, καὶ ὀξύνεται· ὁ δὲ Ἡρωδιανὸς, διὰ τοῦ ι
ῥῖτος, καὶ βαρύνεται, ὡς σῖτος.
 Ῥηγνύμενον: Προσρησσόμενον, φθειρόμενον τὸ
κῦμα, ἀπὸ τοῦ ῥήσσω· τοῦτο παρὰ τὸ ῥῶ, τὸ φθείρω·
καὶ ῥηγνύω ῥηγνύσω, ῥηγνύσκω.
 Ῥηγμίν: Κυρίως ἐπὶ τοῦ προσρησσομένου τῇ
γῇ ὕδατος, ὡς τὸ,
 ἁλὸς ῥηγμῖνα βαθεῖαν·

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges p. 711, line 49

 Σηταῖον: Χωρίον ἐστίν· ὠνόμασται δὲ ἀπὸ τῆς


Σηταίας τῆς αἰχμαλώτιδος Τρωάδος, ἥτις ἔπεισε
τὰς λοιπὰς συμφλέξαι τὰς ναῦς τῶν Ἑλλήνων·
διόπερ γνόντες οἱ Ἕλληνες ἀνεσκολόπισαν αὐτήν.
 Σητάνειοι πυροί: Εἴρηται παρὰ τὸ σῆτες·
σῆτες δὲ λέγουσιν οἱ Ἴωνες τὸ ἐπ' ἔτος. Δωριεῖς
δὲ σᾶτες σφόδρα σύνηθες ἔχοντες τὸ ὄνομα· Ἀτ-  
τικοὶ δὲ, μεταβαλόντες τὸ σ εἰς τ, ὡς σεῦτλον τεῦ-
τλον, τῆτες λέγουσιν· ὅθεν Δωριεῖς μὲν σατίνους
λέγουσιν· Ἀττικοὶ δὲ, τητίνους. Φαβωρῖνος δὲ
περὶ παντοδαπῆς ὕλης, οὕτως· σητάνειος σῖτος·
602

δηλοῖ δὲ ἡ λέξις τὸν καθαρόν· καὶ σητανείους πυ-


ροὺς, τοὺς ἐπετείους· Ὦρος.
 Σθένος: δύναμις· καὶ σθένω, τὸ δύναμαι.
Οἶμαι παρὰ τὸ θέω, θένος καὶ σθένος· ὁ γὰρ ταχὺς
καὶ δυνατὸς [θέει]. Ἢ παρὰ τὸ ἵστημι στήσω,
στένος καὶ σθένος.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges p. 714, line 34
ὡς Ἀριστοφάνης,
 Ἐν πέντε σισύραις [ἐγκεκορδυλημένος.]
 Σισύρνα: Ἔστι παχὺ περιβόλαιον, ἢ δερμά-
τινον ἱμάτιον. Λυκόφρων,
 Σισυρνοδῦται καρκίνοι.
 Σίσυφος: Κύριον. Τὸ θεὸς οἱ Λάκωνες σιὸς
λέγουσιν. Ἀπὸ οὖν τοῦ σιὸς καὶ τοῦ σοφὸς γίνε-
ται σιόσοφος καὶ σίσυφος, οἱονεὶ (σοφὸς) καθάπερ
θεός. Χοιροβοσκὸς καὶ Ὦρος. Ἢ ἀπὸ τῶν σιῶν
(τουτέστι τῶν θεῶν) σοφός.
 Σῖτος: Λέγει ὁ τεχνικὸς, ὅτι ὥσπερ παρὰ τὸ
ἐργάζομαι γίνεται ἐργαστὴς, καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ
ἐργάτης, βαρυνόμενον· καὶ ἀπὸ τοῦ δεσποστὴς δε-
σπότης, οἰστὸς οἶτος· οὕτω καὶ παρὰ τὸ σέσεισται,
σειστός· ἀποβολῇ τοῦ σ καὶ τοῦ ε, σῖτος. Λέγει
δὲ ὁ Ὦρος, ὅτι κρεῖττόν ἐστιν ἀπὸ τοῦ σίω τοῦ διὰ  
τοῦ ι γραφομένου γεγονέναι. Ἔστι γὰρ καὶ σίω
διὰ τοῦ ι, ᾧ χρῆται Ἀνακρέων· οἷον,
 

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges p. 714, line 37

 Σισυρνοδῦται καρκίνοι.
 Σίσυφος: Κύριον. Τὸ θεὸς οἱ Λάκωνες σιὸς
λέγουσιν. Ἀπὸ οὖν τοῦ σιὸς καὶ τοῦ σοφὸς γίνε-
ται σιόσοφος καὶ σίσυφος, οἱονεὶ (σοφὸς) καθάπερ
θεός. Χοιροβοσκὸς καὶ Ὦρος. Ἢ ἀπὸ τῶν σιῶν
(τουτέστι τῶν θεῶν) σοφός.
 Σῖτος: Λέγει ὁ τεχνικὸς, ὅτι ὥσπερ παρὰ τὸ
ἐργάζομαι γίνεται ἐργαστὴς, καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ
ἐργάτης, βαρυνόμενον· καὶ ἀπὸ τοῦ δεσποστὴς δε-
603

σπότης, οἰστὸς οἶτος· οὕτω καὶ παρὰ τὸ σέσεισται,


σειστός· ἀποβολῇ τοῦ σ καὶ τοῦ ε, σῖτος. Λέγει
δὲ ὁ Ὦρος, ὅτι κρεῖττόν ἐστιν ἀπὸ τοῦ σίω τοῦ διὰ  
τοῦ ι γραφομένου γεγονέναι. Ἔστι γὰρ καὶ σίω
διὰ τοῦ ι, ᾧ χρῆται Ἀνακρέων· οἷον,
 Θρηϊκίην σίοντα χαίτην.
Ἢ ὅτι πολλά εἰσιν ὀνόματα ἀπὸ ῥημάτων γινόμενα
γραφομένων. Ἢ τὰ διὰ τοῦ ΙΤΟΣ ἀποστρέφεται
τὴν ΕΙ δίφθογγον. Τὸ ΣΙ μακρὸν κατὰ ποιητικὴν
ἄδειαν. Βαρύνεται· τὰ εἰς ΤΟΣ δισύλλαβα μονογενῆ
παραληγόμενα τῷ ι ἐκτεινομένῳ βαρύνεται, κρῖτος,
μῖτος, Τρῖτος ὄνομα ποταμοῦ· ἐπὶ γὰρ τοῦ ἀριθμοῦ,

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges p. 714, line 46

δὲ ὁ Ὦρος, ὅτι κρεῖττόν ἐστιν ἀπὸ τοῦ σίω τοῦ διὰ  


τοῦ ι γραφομένου γεγονέναι. Ἔστι γὰρ καὶ σίω
διὰ τοῦ ι, ᾧ χρῆται Ἀνακρέων· οἷον,
 Θρηϊκίην σίοντα χαίτην.
Ἢ ὅτι πολλά εἰσιν ὀνόματα ἀπὸ ῥημάτων γινόμενα
γραφομένων. Ἢ τὰ διὰ τοῦ ΙΤΟΣ ἀποστρέφεται
τὴν ΕΙ δίφθογγον. Τὸ ΣΙ μακρὸν κατὰ ποιητικὴν
ἄδειαν. Βαρύνεται· τὰ εἰς ΤΟΣ δισύλλαβα μονογενῆ
παραληγόμενα τῷ ι ἐκτεινομένῳ βαρύνεται, κρῖτος,
μῖτος, Τρῖτος ὄνομα ποταμοῦ· ἐπὶ γὰρ τοῦ ἀριθμοῦ,
βραχύνεται τὸ ι· οὕτω καὶ σῖτος. Τὸ λιτὸς, οὐ
κατὰ τὴν γραφὴν, οὐδὲ κατὰ τὸν χρόνον, εἰ μὴ μόνον
περὶ τὸν τόνον διήλλαξε· τὸ μέντοι λιτὸς, τριγενὲς
ὂν, ὀξύνεται.
 Σῖτα: Ἢ ἐκ τοῦ σῖτος μεταπεποίηται, ἢ ἀπὸ
τοῦ σιτία. Ἡρωδιανὸς Περὶ Παθῶν.
 Σιτώνης σιτώνου: Σημαίνει τὸν σῖτον ἀγορά-
ζοντα καὶ ἀποτιθέμενον.
 Σιτοδεία: σίτου ἔνδεια, σιτοένδεια καὶ σιτοδεία.
Πάντες οὕτως. Ἢ ἀπὸ τοῦ σιτοδεὴς, σιτοδέεια·

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges p. 714, line 50
604

Ἢ ὅτι πολλά εἰσιν ὀνόματα ἀπὸ ῥημάτων γινόμενα


γραφομένων. Ἢ τὰ διὰ τοῦ ΙΤΟΣ ἀποστρέφεται
τὴν ΕΙ δίφθογγον. Τὸ ΣΙ μακρὸν κατὰ ποιητικὴν
ἄδειαν. Βαρύνεται· τὰ εἰς ΤΟΣ δισύλλαβα μονογενῆ
παραληγόμενα τῷ ι ἐκτεινομένῳ βαρύνεται, κρῖτος,
μῖτος, Τρῖτος ὄνομα ποταμοῦ· ἐπὶ γὰρ τοῦ ἀριθμοῦ,
βραχύνεται τὸ ι· οὕτω καὶ σῖτος. Τὸ λιτὸς, οὐ
κατὰ τὴν γραφὴν, οὐδὲ κατὰ τὸν χρόνον, εἰ μὴ μόνον
περὶ τὸν τόνον διήλλαξε· τὸ μέντοι λιτὸς, τριγενὲς
ὂν, ὀξύνεται.
 Σῖτα: Ἢ ἐκ τοῦ σῖτος μεταπεποίηται, ἢ ἀπὸ
τοῦ σιτία. Ἡρωδιανὸς Περὶ Παθῶν.
 Σιτώνης σιτώνου: Σημαίνει τὸν σῖτον ἀγορά-
ζοντα καὶ ἀποτιθέμενον.
 Σιτοδεία: σίτου ἔνδεια, σιτοένδεια καὶ σιτοδεία.
Πάντες οὕτως. Ἢ ἀπὸ τοῦ σιτοδεὴς, σιτοδέεια·
καὶ κατὰ ἀφαίρεσιν τοῦ ε.
 Σιφλός: Πλεονασμῷ τοῦ φ· καὶ κυρίως ὁ ἐσι-
νωμένος τοὺς ὀφθαλμούς· καταχρηστικῶς δὲ, καὶ
ἐπὶ ἄλλου μέρους σώματος. Ἰλιάδος ξʹ.

Καινή Διαθήκη. Catena in Matthaeum (catena integra) (e cod. Paris.


Coislin. gr. 23) (4102: 001)
“Catenae Graecorum patrum in Novum Testamentum, vol. 1”, Ed.
Cramer, J.A.Oxford: Oxford University Press, 1840, Repr. 1967.
P. 106, line 16

κινεῖν ὅπλα καὶ κατασφάττειν τοὺς αἱρετικοὺς, ἀνάγκη πολλοὺς


καὶ τῶν ἁγίων συγκαταβάλλεσθαι· ἢ ὅτι καὶ ἀπ' αὐτῶν τῶν
ζιζανίων εἰκὸς πολλοὺς μεταβάλλεσθαι, καὶ γίνεσθαι σῖτον· ἂν
τοίνυν προλαβόντες ἐκριζώσητε αὐτοὺς, λυμαίνεσθε τῷ μέλλοντι
γίνεσθαι σίτῳ· οὐ τοίνυν ἐπιστομίζειν καὶ ἐκκόπτειν τὴν παρρη-
σίαν τῶν αἱρετικῶν κωλύει, ἀλλὰ τὸ κατασφάττον αὐτούς. τίνος
χάριν “ἐρῶ,” φησι, “τοῖς θερισταῖς· συλλέξατε πρῶτον τὰ
“ζιζάνια;” ἵνα μὴ φοβήθωσιν οὗτοι· ἤγουν οἱ θερισταὶ, ὡς συν-
απαγομένου αὐτοῖς τοῦ σίτου. χρὴ δὲ σκοπεῖν, καὶ τοῦ δεσπότου
τὴν ἡμερότητα· ὅτι ἀναμένει τῶν ζιζανίων τὴν ἐπιστροφήν· ἴσως
γίνεται σῖτος· ἂν δὲ μέχρι τέλους μένωσι ζιζάνια, “τότε” φησὶν,
“ἐρῶ τοῖς θερισταῖς, συλλέξατε καὶ δήσατε εἰς δεσμὰς, πρὸς τὸ
“κατακαῦσαι αὐτά·” ὅπερ δηλοῖ, τὴν αἰώνιον αὐτῶν καταδίκην·
θεριστὰς δὲ, τοὺς Ἀγγέλους λέγει.
605

 “Κόκκῳ σινάπεως,” τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἀπείκασεν·


ἐπειδὴ ὥσπερ μικρὸν σπόρον ἔχει τὸ λάχανον τοῦτο, αὐξηθὲν δὲ
μεῖζον γίνεται τῶν λαχάνων πάντων, οὕτως καὶ ἐπὶ τοῦ κηρύγμα-
τος γέγονεν· καὶ γὰρ πάντων ἦσαν ἀσθενέστεροι οἱ Ἀπόστολοι,
καὶ πάντων ἐλάττους· ἀλλ' ὅμως ἐπειδὴ μεγάλη ἦν ἡ ἐν αὐτοῖς
δύναμις, ἐξηπλώθη πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης καὶ ἐξετάθη τὸ
κήρυγμα. διατί ἀλλαχοῦ φησι τὸν θερισμὸν ἤδη παρεῖναι, ὡς

Καινή Διαθήκη. Catena in Joannem (catena integra) (e codd. Paris.


Coislin. 23 + Oxon. Bodl. Auct. T.1.4) (4102: 005)
“Catenae Graecorum patrum in Novum Testamentum, vol. 2”, Ed.
Cramer, J.A.Oxford: Oxford University Press, 1841, Repr. 1967.
P. 223, line 29

“οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε;” ἵνα ὅταν αὐτοὺς ἀποστέλλῃ, μὴ


θορυβηθῶσιν ὡς εἰς πρᾶγμα ἐπίπονον πεμπόμενοι· τὸ γὰρ ἐπιπο-
νώτερον τὸ τῶν προφητῶν ἦν· διό φησιν, ἄλλοι κεκοπιάκασι,”
τουτέστιν, οἱ προφῆται, “καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσελη-
“λύθατε.”
 {Ἀμμωνίου.} Ὡς ἐμοῦ ὄντος τοῦ σπόρου, καὶ διὰ προφητῶν
ἐλαλήθη, πέμπω ὑμᾶς θερίσαι. οἱ μαθηταὶ καὶ τοὺς Ἕλληνας τῶν
γηΐνων καὶ τοὺς Ἰουδαίους τῶν σαρκικῶν τοῦ νόμου λατρειῶν ἀπο-
τέμνουσι, καὶ εἰς τὴν ἅλω ἀποτίθενται, ὃ ἐστὶ τὴν Ἐκκλησίαν, ὅπου
στάχυς τριβόμενος γίνεται σῖτος, ὁ ζωοποιῶν τοὺς πιστούς.
 Ὁ πνευματικὸς θερισμὸς, ὅ ἐστιν ἡ θεοσεβὴς ἐργασία, τὴν
μὲν ἀπόθεσιν καὶ τὸν ἀποθησαυρισμὸν ἐν οὐρανοῖς ἔχει, ἐν δὲ τῷ
μέλλοντι αἰῶνι ἀπόλαυσιν ἀτελεύτητον· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ καιρὸς
τῆς ἀνταποδόσεως.
 “Ἐκ τῆς πόλεως δὲ ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν
“Σαμαρειτῶν,” ἐπειδὴ συνεώρων ὅτι οὐκ ἂν ὑπὲρ τοῦ χαρίσασθαι  
ἑτέρῳ τὸν ἑαυτῆς ἐξεπόμπευσε βίον. Ἐμαρτύρει γὰρ λέγουσα
“ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα.” Διὸ καὶ ἐβούλοντο διηνεκῶς
κατέχειν αὐτόν. Τοῦτο γὰρ ὁ Εὐαγγελιστὴς ἐδήλωσεν εἰπὼν,
ὅτι “ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ' αὐτοῖς.” Αὐτὸς δὲ τοῦτο μὲν οὐκ

Καινή Διαθήκη. Catena in Acta (catena Andreae) (e cod. Oxon. coll.


nov. 58) P. 400, line 10

τρίτῃ αὐτόχειρες τὴν σκευὴν τοῦ πλοίου ἔρριψαν· μήτε  


δὲ ἡλίου, μήτε ἄστρων ἐπιφαινόντων ἐπὶ πλείονας ἡμέ-
606

ρας, χειμῶνος δὲ οὐκ ὀλίγου ἐπικειμένου, λοιπὸν περιῃ-


ρεῖτο πᾶσα ἐλπὶς τοῦ σώζεσθαι ἡμᾶς.
 {Τοῦ Χρυσοστόμου.} Τουτέστι τὰ ἱστία· ὅταν γὰρ σφοδρὸς
ἄνεμος ᾖ, τοῦτο γίνεται ἐγκοπτομένης τῆς πρύμνης· τὸ μὲν οὖν
γενόμενον ἀπὸ τοῦ καιροῦ ἐγένετο, τὸ δὲ θαῦμα μεῖζον, ὅτι ἐν καιρῷ
τοιούτῳ ἐκ μέσων ἐσώθησαν τῶν κινδύνων, αὐτός τε καὶ δι' αὐτὸν
οἱ λοιποί. Καὶ μετ' ὀλίγα – Εἶτα χαλεπὸς ὁ χειμὼν, πολὺ τὸ
σκότος· καὶ ἵνα μὴ ἐπιλάθωνται, καὶ τὸ πλοῖον διαλύεται, καὶ ὁ
σῖτος ῥίπτεται καὶ πάντα, ἵνα μὴ ἔχωσι μετὰ ταῦτα ἀναισχυν-
τεῖν· διὰ γὰρ τοῦτο καὶ τὸ πλοῖον διαλύεται καὶ ἐπισφίγγονται
αὐτῶν αἱ ψυχαί.
 Παραίνεσις Παύλου πρὸς τοὺς σὺν αὐτῷ περὶ ἐλπίδος σωτηρίας.
 Πολλῆς δὲ ἀσιτίας ὑπαρχούσης, τότε σταθεὶς ὁ Παῦ-
λος ἐν μέσῳ αὐτῶν εἶπεν, ἔδει μὲν, ὦ ἄνδρες, πειθαρχή-
σαντάς μοι μὴ ἀνάγεσθαι ἀπὸ τῆς Κρήτης, κερδῆσαί τε
τὴν ὕβριν ταύτην καὶ τὴν ζημίαν. καὶ τὰ νῦν παραινῶ
ὑμᾶς εὐθυμεῖν· ἀποβολὴ γὰρ ψυχῆς οὐδεμιᾶς ἔσται ἐξ
ὑμῶν, πλὴν τοῦ πλοίου. παρέστη γάρ μοι ταύτῃ τῇ
νυκτὶ τοῦ Θεοῦ, οὗ ἐγὼ λατρεύω, ἄγγελος,

Καινή Διαθήκη. Catena in epistulam ad Philippenses (typus Parisinus)


(e cod. Coislin. 204) (4102: 021)
“Catenae Graecorum patrum in Novum Testamentum, vol. 6”, Ed.
Cramer, J.A.Oxford: Oxford University Press, 1842, Repr. 1967.
P. 272, line 34

καλάμης· ἡ δὲ καλάμη καὶ ὁ στάχυς ποτὲ ἀπὸ σπόρου. τοῦτο


οὖν τὸ σκύβαλον ποτὲ χρησιμώτατον εἰς τὸ τεχθῆναι τὸν σπόρον·
ὥσπερ γὰρ ἀπὸ σπόρου ῥίζα καὶ καλάμη καὶ στάχυς, οὕτως ἀπὸ
τῆς πίστεως τοῦ Ἀβραὰμ ὡσπερεὶ ἀπὸ σπόρου ἡ ἀπὸ τῶν ἐν νόμῳ·
καὶ ἡ καλάμη τῶν προφητῶν καὶ ὁ στάχυς ἤδη τὸν Χριστὸν ἐν
τῷ κρυπτῷ προκαταγγέλλων· ὁ δὲ τούτων θερισμὸς καὶ ὁ ἀλοητὸς
ἐν τῇ πρώτῃ παρουσίᾳ τοῦ Σωτῆρος· “οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ
“καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα·” ὅτε λοιπὸν ἐπαύσατο μὲν ἡ κα-
λάμη τοῦ νόμου, ὥσπερ δὲ σκύβαλον ἐχωρίσθη, περιτομὴ, σαβ-
βάτων τηρήσις, καὶ τῶν ἄλλων· καὶ καθαρὸς ὁ τῆς πίστεως
σίτος, ὁ ἐναποκεκρυμμένος τῇ προφητικῇ καλάμῃ ἀπετέθη ταῖς  
ἀποθήκαις τοῦ κοινοῦ δεσπότου· τοῦτο οὖν τὸ τοῦ σκυβάλου ὄνομα
δείκνυσιν οἰκεῖον τὸν νόμον, καὶ ὥσπερ ἄνευ τοῦ νόμου τὸ τέλειον
τῆς χάριτος κατορθωθῆναι.
 Καὶ εὑρεθῶ ἐν αὐτῷ μὴ ἔχων ἐμὴν δικαιοσύνην τὴν
ἐκ τοῦ νόμου, ἀλλὰ τὴν διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ.
607

 Τὴν ἐκ Θεοῦ δικαιοσύνην εἰς δικαιοσύνην ἔχων. διὰ τὸ μηδὲν


αὐτὴν εἶναι, πρὸς ταύτην τὴν δικαιοσύνην ἔδραμεν· οἱ μὴ ἔχοντες
πῶς οὐ πολλῷ μᾶλλον ὀφείλουσι προστρέχειν αὐτῷ; καὶ καλῶς
εἶπεν “ἐμὴν δικαιοσύνην·” ἣν ἐκ πόνων καὶ ἱδρώτων ἐκτησάμην,
ἀλλὰ τὴν ἀπὸ τῆς χάριτος φησίν. εἰ τοίνυν ὁ κατορθώσας ἀπὸ

Julianus Scr. Eccl., Commentarius in Job (4105: 001)“Der


Hiobkommentar des Arianers Julian”, Ed. Hagedorn, D.Berlin: De
Gruyter, 1973; Patristische Texte uns Studien 14.P. 53, line 3

 5,24 εἶτα γνώσει, ὅτι εἰρηνεύσει σου ὁ οἶκος, ἡ δὲ δίαιτα τῆς σκηνῆς σου

{καὶ} οὐ μὴ ἁμάρτῃ.
 θεοῦ γάρ σοι εὐμενοῦς ὄντος οὐ μόνον ἀλλότριοι ὑποταγήσονται, ἀλλὰ
καὶ οἱ
ἐν τῷ οἴκῳ σου ἀστασίαστοι καὶ πρὸς ἑαυτοὺς καὶ πρὸς σὲ διαμενοῦσιν
μηδενὶ
περιπίπτοντες ἐκ φιλονεικίας ἁμαρτήματι.
 5,25 καὶ γνώσῃ, ὅτι πολὺ τὸ σπέρμα σου, τὰ δὲ τέκνα σου ὥσπερ τὸ
παμβότα-
νον τοῦ ἀγροῦ.
 εἰρήνης δὲ πανταχόθεν κυκλούσης διὰ τὴν παρὰ θεοῦ σοι εὐμένειαν
αἰφνίδιον  
σὺ ὁ ἄπαις πολύπαις ἀναφανήσει δίκην ἀρούρας κομώσης ληίοις καὶ
βριθομένης
ἀστάχυςι διὰ τὸ πολύχουν καὶ εὐανθές.
 5,26 ἀπελεύσει δὲ ἐν τάφῳ ὥσπερ σῖτος ὥριμος κατὰ καιρὸν αὐτοῦ
θεριζόμε-
νος ἢ ὥσπερ θημωνιὰ ἅλωνος καθ' ὥραν συγκομισθεῖσα.
 περίβλεπτος δὲ πᾶσι γεγονὼς καὶ τῷ πλήθει τῶν παίδων
περιεστοιχισμένος ὥς-
περ τισὶν ἔρνοις εἰς γῆρας λιπαρὸν ἐλθὼν πολυύμνητος ἐνθένδε ἀπελεύσῃ
πρὸς
θεὸν ἐν ὥρᾳ τελέσας τουτονὶ τὸν βίον.
 5,27 ἰδοὺ ταῦτα οὕτως ἐξιχνιάσαμεν, ταῦτά ἐστιν ἃ ἀκηκόαμεν· σὺ δὲ
γνῶθι
σεαυτῷ τί ἐποίησας.
 διὰ τούτων τὸ δυνατὸν καὶ φιλάνθρωπον τοῦ θεοῦ δείκνυσιν, καὶ τὰ
λοιπὰ τῷ
αὐτῷ λόγῳ τῆς προνοίας ὑπάγεται. ταῦτα δέ, φησίν, ἡμεῖς μὲν ἴςμεν
οὕτως,
σὺ δὲ εἰδείης τί ἐποίησας· οὐδὲν γὰρ μάτην γίνεται κατὰ τὰ ἀποδειχθέντα.
608

 6,1 – 3α Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει· εἰ γάρ τις ἱστῶν στήσαι μου τὴν
ὀργήν,

Julianus Scr. Eccl., Commentarius in Job


P. 269, line 13

ἄβατον καὶ ἀοίκητον καὶ τοῦ ἐκβλαστῆσαι ἔξοδον χλόης; τίς ἐστιν ὑετοῦ
πατήρ;
τίς δέ ἐστιν ὁ τετοκὼς συνοχὰς καὶ βώλους δρόσου; ἐκ γαστρὸς δὲ τίνος
ἐκπορεύ-
εται κρύσταλλος, πάχνην δὲ ἐν οὐρανῷ τίς τέτοκεν, ἣ καταβαίνει ὡς
ὕδωρ ῥέον;
 πάντα, φησί, τῷ ἐμῷ νεύματι γίνεται, ἀέρος τε μεταβολὴ καὶ ὄμβροι
ἐξαίσιοι
πρός τε αὐτάρκειαν καὶ περιουσίαν· ὕω γὰρ καὶ τῇ οἰκουμένῃ καὶ τῇ
ἀοικήτῳ, ἵ-
να μή τις νομίσῃ περιγραφῆναί μου τὴν δύναμιν εἰς τὴν οἰκουμένην, μὴ
ἐκτείνε-
σθαι δὲ εἰς τὴν ἀοίκητον. καὶ γὰρ καὶ πανταχόσε ὄμβρους ... κατὰ τὸ
εἰρη-
μένον· μερὶς μία βραχήσεται καὶ μερίς, ἐφ' ἣν οὐ βρέξω, ξη-
ρανθήσεται. οὐ γὰρ μόνον περὶ ἀνθρώπων μοι μέλει, ὧν ἐγὼ ἐποίησα δι'
ἀγα-
θότητα, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀλόγων φροντίζω, ἃ δι' αὐτοὺς ἐδημιούργησα· ὡς
γὰρ ἐκεί-
νοις σῖτος, οὕτω τούτοις χιλὸς ἐπιτήδειον· σῖτος γὰρ νεανίσκοις, χλόη
δὲ τῇ δουλείᾳ τῶν ἀνθρώπων.
 οὐκοῦν αἴτιος ἐγὼ τοῦ ὑετοῦ καὶ τοῦ πηγνυμένου κρυστάλλου καὶ τῆς
κατιού-
σης πάχνης· παχύνας τὸν ἀέρα γνώμῃ τῇ ἐμῇ καὶ ἐπισυναγαγὼν τὰ νέφη
ἐκθλίβω
τοὺς ὄμβρους. ἐπειδὰν δὲ κατιὸν τὸ ὕδωρ παγῇ ἐκ τῆς ἄγαν ψυχρότητος,
χιόνα ἀ-
ποστέλλω, τῷ δὲ ὑγρῷ πνεῦμά τι συμπλέξας μεταβάλλω εἰς χάλαζαν, κἀκ
τούτου
ἶριν θαυμαστὴν ἀποστέλλω σοφίᾳ τῇ ἐμῇ ὥσπερ γραμμαῖς τισιν εὐθείαις
λόγῳ θε-
ωρηταῖς καὶ νῷ περιληπταῖς. ἡ γὰρ ὑγρὰ οὐσία εἰς νέφος μεταβαλλομένη
ἐκ τοῦ  
609

κατὰ βραχὺ εἰς μικρὰς ῥανίδας νοτίζεται· ἐπὰν δὲ ὁ ἥλιος γένηται ἐν


δυσμαῖς,

Evagrius Scr. Eccl., Practicus (capita centum) (4110: 001)


“Évagre le Pontique. Traité pratique ou le moine, vol. 2”, Ed.
Guillaumont, A., Guillaumont, C.Paris: Cerf, 1971; Sources chrétiennes
171.Prologue-ch.-epilogue 19, line 2

ἐδεσμάτων ἐπιθυμεῖ, λιμὸς δὲ τὸν κόρον τοῦ ἄρτου μακαριό-


τητα εἶναι νομίζει.  
 Πάνυ πρὸς σωφροσύνην συμβάλλεται ἡ τοῦ ὕδατος ἔνδεια·
καὶ πειθέτωσάν σε τῶν Ἰσραηλιτῶν οἱ μετὰ Γεδεὼν τριακό-
σιοι τὴν Μαδιὰμ χειρωσάμενοι.  
 Ὡς ζωὴν καὶ θάνατον ἅμα συμβῆναι τῷ αὐτῷ τῶν οὐκ
ἐνδεχομένων ἐστίν, οὕτως ἀγάπην χρήμασι συνυπάρξαι τινὶ
τῶν ἀδυνάτων ἐστίν· ἀναιρετικὴ γὰρ οὐ μόνον χρημάτων
ἡ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ αὐτῆς ἡμῶν τῆς προσκαίρου ζωῆς.
 Ὁ φεύγων πάσας τὰς κοσμικὰς ἡδονὰς πύργος ἐστὶ τῷ
τῆς λύπης ἀπρόσιτος δαίμονι· λύπη γάρ ἐστι στέρησις ἡδονῆς  
ἢ παρούσης ἢ προσδοκωμένης· ἀδύνατον δὲ τὸν ἐχθρὸν
τοῦτον ἀπώσασθαι πρός τι τῶν ἐπιγείων ἔχοντας ἡμᾶς
προσπάθειαν· ἐκεῖ γὰρ ἵστησι τὴν παγίδα καὶ τὴν λύπην
ἐργάζεται ὅπου βλέπει μάλιστα νενευκότας ἡμᾶς.
 Ὀργὴ μὲν καὶ μῖσος αὔξει θυμόν· ἐλεημοσύνη δὲ καὶ
πραΰτης καὶ τὸν ὄντα μειοῖ.  

Ephraem Syrus Theol., De virtute, ad novitium monachum (capita


quattuor) (4138: 024)“Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔργα, vol. 2”, Ed.
Phrantzoles, Konstantinos G.Thessalonica: Το περιβόλι της Παναγίας,
1989.Sec. 4, line 22

ὄνομα αἰώνιον, διαγραψάμενοι ἐν τῷ ἐπιταφίῳ τὸν ἑαυτῶν χαρακτῆρα·


ἦλ-θεν ἑτέρα γενεά· ἐδόθη νομὴ ὑπὸ ἑτέρου ἐξουσίαν· οὗτοι δὲ τὸν
σωρὸν ἐκ-καθᾶραι εἰκότως βουλόμενοι, χαλίκων δίκην, τὰ ὀστᾶ αὐτῶν
μετήγαγον.
Καὶ τί ὠφέλησεν αὐτοῖς ὁ πολύτιμος σωρός, ἥ τε πυραμίς; Πάντα οὖν τὰ
τῆς ματαιότητος ἔργα εἰς οὐδὲν καταλύει. Οἱ δὲ εἰς Θεὸν πλουτοῦντες,
καὶ
ἐν αὐτῷ δοξασθέντες, οὐχ οὕτως· ζωὴν γὰρ αἰώνιον καὶ δόξαν
ἀκατάλυτον
610

ἡτοίμασαν ἑαυτοῖς. Ὥσπερ γὰρ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης καὶ
τοῦ
χοροῦ τῶν ἀστέρων, ἄχρι τοῦ νῦν οὐκ ἠμαυρώθη οὐδὲ μετεβλήθη εἰς πα-
λαίωσιν ἀπὸ κτίσεως αὐτῶν ἄχρι τοῦ νῦν· καὶ πᾶσα μὲν γενεὰ σαρκὸς καὶ

αἵματος, ὥσπερ σῖτος ὥριμος κατὰ καιρὸν θεριζόμενος, συστέλλεται, τὸ


δὲ
φῶς τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης καὶ τῶν ἀστέρων ὡσαύτως νεάζει καὶ
ἀκμά-
ζει καὶ φαιδρύνεται διὰ τὸν ὅρον τοῦ Δημιουργοῦ, ὃν ὥρισεν αὐτοῖς
ἄρχειν
τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτός· οὕτω καὶ τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν ὥρισεν βασι-  
λείαν οὐρανῶν καὶ χαρὰν ἀκατάλυτον. Καὶ ὥσπερ ἐν τούτῳ ἀψευδής,
οὕτω
καὶ ἐν ἐκείνῳ ἀληθής· καὶ ταῦτα μὲν παρελεύσεται, ὁπηνίκα βουληθείη ὁ
Δημιουργός, τῆς δόξης τῶν Ἁγίων οὐκ ἔσται τέλος. Σπουδάσωμεν τοιγα-
ροῦν ποιῆσαι καρποὺς μετανοίας, ἵνα μὴ ἀποκλεισθέντες τῆς χαρᾶς

Ephraem Syrus Theol., Sermones paraenetici ad monachos Aegypti


(4138: 036)“Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔργα, vol. 3”, Ed. Phrantzoles,
Konstantinos G.Thessalonica: Το περιβόλι της Παναγίας, 1990.
Oration 3, line 15

λόγοις αὐτῶν, ἀφεὶς αὐτοὺς λαλεῖν ἑαυτοῖς. Οἱ γὰρ λαλοῦντες τὰ μὴ ἀρέ-


σκοντα Θεῷ, οὐ φοβοῦνται τὸν Κύριον, οἱ αὐτοὶ ἐν ἀμελείᾳ διάγοντες·
ἀεὶ
τὸ στόμα αὐτῶν λαλεῖ ὑπέρογκα ἐν παντὶ καιρῷ. Σὺ δὲ τὸν Θεὸν ἔχε πρὸ
ὀφθαλμῶν σου. Γέγραπται γὰρ ἐν ψαλμῷ· προωρώμην τὸν Κύριον
ἐνώπιόν
μου διαπαντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μου ἐστίν, ἵνα μὴ σαλευθῶ. Καὶ μή σε
διδάξῃ
ὁ δεινὸς Ὄφις λέγειν· εἰ γὰρ οἱ γέροντες καὶ οὗτοι κακῶς ἀναστρέφονται,
τί
ποιήσω ἐγὼ νεώτερος ὤν; Ἀλλ' ἄκουσον τοῦ Κυρίου λέγοντος· πολλοὶ
κλη-
τοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί. Ἀγάπα οὖν τὸ σωθῆναι, ἵνα ἔσῃ εἷς τῶν
ἐκλεκτῶν.  
Οἱ γὰρ ποιοῦντες τὸ πονηρόν, εἴτε ἐν κοινοβίῳ, εἴτε ἐν οἱῳδήποτε τόπῳ,
αὐτοί εἰσιν οἱ υἱοὶ τοῦ Πονηροῦ, οἱ ἀφομοιωθέντες τοῖς ζιζανίοις ἀνὰ
μέσον
τοῦ σίτου. Γενοῦ οὖν σῖτος, ἵνα συναχθῇς εἰς τὰς ἀποθήκας τοῦ Κυρίου,
καὶ
611

μὴ ζιζάνιον κατακαῇς πυρὶ ἀσβέστῳ. Ἀλλὰ μηδὲ κρίνωμέν τινα, οὐ γὰρ


οἴ-
δαμεν πῶς διάγει ἐν τῷ κελλίῳ αὑτοῦ, ἢ ποῖον πόνον ἔχει πρὸς τὸν Θεόν.
Μήτε ἐὰν θεωρῶμεν γελῶντα ἢ λαλοῦντά τινα, ὅτι οὐκ ἴσμεν ὡς
διάκειται
ἐν τῷ κελλίῳ αὑτοῦ, ἢ ποῖον πόνον ἔχει πρὸς τὸν Θεόν. Διόπερ χρὴ
ἕκαστον
ἡμῶν ἑαυτῷ προσέχειν, διότι ἕκαστος ἡμῶν ὑπὲρ ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ
Θεῷ.
 Πρόσεχε ἐν ὅλῃ καρδίᾳ σου τῇ ψαλμωδίᾳ καὶ τῇ ἀναγνώσει τῶν
θείων Γραφῶν, καὶ σύμπινε τὴν ἐξ αὐτῶν γινομένην πιότητα ἐν τῇ ψυχῇ
σου, ὥσπερ νήπιον θηλάζον μασθόν· ἐξ αὐτῶν γὰρ μαθήσῃ τὰ ἆθλα τῶν
ἀρετῶν, καὶ ἔσται χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις τῇ καρδίᾳ σου.

Ephraem Syrus Theol., Paraenesis ad ascetas (ordine alphabetico)


(4138: 042)“Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔργα, vol. 3”, Ed. Phrantzoles,
Konstantinos G.Thessalonica: Το περιβόλι της Παναγίας, 1990.
P. 351, line 2

οὐκ ἔχει. Ῥᾴθυμος μὴ γινέσθω προστάτης δικαιοσύνης ἔργων· ἡ γὰρ


μέλις-
σα διαπαντὸς ἐργάζεται. Ῥεῖθρον Ἰορδάνου καθάρσιον ἁμαρτημάτων·
Χρι-
στὸς τοῦτον ἡγίασεν. Ῥεῖθρον δακρύων μοναχοῦ, ἄφεσις ἁμαρτημάτων·

Χριστὸς εἶπε· μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν ὅτι γελάσονται. Ῥιπίζεται
κοῦφος
μοναχὸς ὑπὸ λαίλαπος λογισμῶν· ῥήμασι δὲ εὐαγγελικοῖς στηρίζει
ἑαυτὸν ὁ
κρατῶν. Ῥῦσαι τὸν πλησίον, μοναχέ, ἀπὸ ἁμαρτίας, χωρὶς ὀνειδισμοῦ,
ὅση
σοι δύναμις· Θεὸς γὰρ τοὺς ἐπιστρέφοντας οὐκ ἀπωθεῖται. Ῥῆμα κακίας
καὶ
πονηρίας μὴ ἀποκλείσῃς ἐν καρδίᾳ σου κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου, μοναχέ,
ἵνα
δυνατὸς ᾖς τοῦ λέγειν· ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς
ἀφίε-  
μεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν. Ῥᾴθυμος μοναχὸς πνιγήσεται ὑπὸ λογισμῶν,
ὡς ὑπὸ ἀκανθῶν σίτος.
 Στέφανος καυχήσεως μοναχοῦ εἰρήνη καὶ ἁγιασμός· ὁ κεκτημένος αὐ-
τὰ ὄψεται τὸν Κύριον. Σωφροσύνη μοναχοῦ ἀνυψώσει κεφαλὴν αὐτοῦ,
καὶ
ἐν μέσῳ πολλῶν δοξάσει αὐτήν. Σοφία μοναχοῦ μὴ ἐν κοπολογίᾳ
612

γινέσθω,
ἀλλ' ἐν εὐσταθίᾳ καὶ πρᾳότητι δοξαζέσθω. Σοφὸς ἔσται ὁ τοιοῦτος, καὶ
πι-
στὸς οἰκονόμος εἰς πλῆθος ἀδελφῶν ἀποδειχθήσεται· σοφὸς γὰρ ἀληθῶς
ἐ-
στιν οὐχ ὁ τῷ λόγῳ διδάσκων, ἀλλ' ὁ τῷ ἔργῳ παιδεύων. Συνετὸς
μοναχὸς
φάλαγγι δαιμόνων πυκτεύσας ἄτρωτος διαμένει τῶν ἐκεῖθεν βελῶν.

Ephraem Syrus Theol., Sermo in sanctum Eliam prophetam (4138:


117)“Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔργα, vol. 6”, Ed. Phrantzoles,
Konstantinos G.Thessalonica: Το περιβόλι της Παναγίας, 1995.
P. 56, line 8

τας ἐξ ἀνόμων κτανθέντας, ζήλου πλησθεὶς καὶ πολλοῦ θυμοῦ, ἐπὶ λαὸν
ἄνομον
λόγον ὅρκου ἐκπέμψας τὸν οὐρανὸν ἔδησε, τὰ νέφη ἐσφράγισε τοῦ μὴ
βρέχειν, τὸν
εὔσπλαγχνον Θεὸν ἔπεισε λόγον δούλου τελέσαι. Βουλόμενος ἐνδεῖξαι
τοῖς πταί-  
σασι τὴν ἰσχὺν τοῦ ἀγαθοῦ Δεσπότου, κατ' αὐτοῦ αὐτοῖς ὀμνύει λέγων·
ζῇ γάρ,
φησί, Κύριος, οὗ ἐνώπιόν εἰμι, οὐ μὴ ἔλθῃ ὑετὸς ἢ δρόσος ἐπὶ τὴν γῆν, εἰ
μὴ διὰ
στόματος λόγων ἐμῶν χειλέων.
 Θαῦμα γὰρ παράδοξον ἐγένετο παρ' αὐτῷ! Ὁ γὰρ εὔσπλαγχνος Θεὸς
λόγον
εὐθὺς ἀκούσας δούλου ζῆλον ἔχοντος, κατ' αὐτοῦ ὀμόσαντος, εὐθὺς
ἀνεπλήρωσε τὴν
ἐκείνου κατ' αὐτῶν ἐν τῷ θεϊκῷ ζήλῳ γενομένην πρόρρησιν. Κλεισθέντος
δὲ οὐρα-
νοῦ καὶ σφραγισθέντων νεφῶν, ἅπαντα ἐξηράνθη ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς.
Ἄμπελος
ἐξηράνθη, σῖτος οὐκ ἐβλάστησε, πᾶν δένδρον καρποφόρον ἀπέκρυψε
τοὺς καρπούς.
Ἡ γῆ καρπὸν οὐκ ἔδωκε, χλόη οὐκ ὤφθη ἐν τῇ γῇ, καὶ ἁπλῶς ὁμοῦ πᾶν
χλοερὸν
ἀπὸ τῆς γῆς ἐκρύβη, καὶ τὰ ἐν αὐτῇ δένδρα ἠφανίσθη ἐξ αὐτῆς,
ἐκλείψασιν ὕδασιν
ἀποφάσει Ἠλιού. Οὐρανοῦ οὖν δεθέντος τοῦ μὴ βρέξαι ὑετόν, ὁ
εὔσπλαγχνος ἐπλή-
ρου τὴν ἀπόφασιν Ἠλιοῦ· καί γε μὴ βουλόμενος ἐπίορκον ἐνδεῖξαι τὸν
δοῦλον ὁ
613

Δεσπότης ὀμόσαντα κατ' αὐτοῦ πληρῶσαι τὸν ὅρκον, ἐπειρᾶτο τοῦ


λοιποῦ τὸν
δοῦλον μεταβαλεῖν ἐξ ὀργῆς εἰς οἰκτιρμούς. Ἐπέτρεψε γὰρ αὐτῷ ἐν
χειμάρρῳ  
καθῆσθαι καὶ τροφὴν ἀπέστειλε δι' ὀρνέου τοῦ κόρακος. Ὅμως δὲ ὁ
εὔσπλαγχνος
θέλων τὸν κόσμον σῶσαι, μεταβαλῶν Ἠλίαν ἐξήρανε τὸ ὕδωρ, ὅπως
τούτου δι-
ψήσας καὶ συχνὸς τοῖς πταίσασι λύσῃ τὴν ἀπόφασιν, ἣν ζηλώσας ἔδησεν.
Ὁ δὲ
θερμὸς ζηλωτὴς οὐδὲ οὕτως ἔκλινε λῦσαι ἅπερ ἔδησεν, ἀλλ' ἔμεινεν
ἄκαμπτος.

Ephraem Syrus Theol., Sermo de sacerdotio (4138: 119)


“Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔργα, vol. 6”, Ed. Phrantzoles, Konstantinos G.
Thessalonica: Το περιβόλι της Παναγίας, 1995.
P. 72, line 11

τοῦ βαθμοῦ τῆς ἱερωσύνης. Καί, ὡς οἶμαι, τοῦτό ἐστιν ὃ ὁ Παῦλος


ἐκπλαγεὶς
αἰνίττεται, λέγων· ὧ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! Ὡς
ἀνεξε-
ρεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ, καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ! Ὑψιπέτις
ὑπάρχει
ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανόν. Ὀξυτάτως προσφέρουσα τῷ Θεῷ τὰ αἰτήματα
ἡμῶν, πρε-
σβεύει τῷ Δεσπότῃ ὑπὲρ τῶν δούλων.
 Καὶ προσχῶμεν, ἀδελφοί, τηλαυγῶς εἰς τοῦτο τὸ μυστικὸν καὶ φρικτὸν
διήγημα· ὅτι ἄνευ τῆς σεμνῆς ἱερωσύνης ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν βροτοῖς
οὐ δίδο-
ται. Θέτε τὸν νοῦν ὑμῶν, ἀδελφοί· ὑμεῖς γάρ ἐστε ἐρασταὶ τῆς εὐσεβείας,
αὐγά-
ζοντες τὸ φῶς τῶν διδαγμάτων. Τί ἐστιν ἃ πρῴην ἐλέξαμεν περὶ τοῦ
μυστηρίου
τῆς ἱερωσύνης; Τὸ κλῆμα τῆς ἀμπέλου καὶ ὁ κόκκος τοῦ σίτου καὶ ἡ
ἱερωσύνη
ὁμόνοιαν κέκτηνται. Τὸ κλῆμα καὶ ὁ σῖτος παιδίσκαι ὑπάρχουσιν, ἡ δὲ
ἱερωσύνη
ἐλευθέρα. Ὅταν οὖν συναχθῶσιν αἱ τρεῖς τοῦ αὐλισθῆναι ἐπάνω τῶν
θησαυρῶν,
προσφέρει τῷ Βασιλεῖ ἑκάστη τὴν δύναμιν τῶν ἰδίων καρπῶν εἰς
614

εὐωδίαν· τὸ
κλῆμα προΐησι τὸ νᾶμα· ὁμοίως καὶ ὁ σῖτος τὸν ἄρτον· ἡ δὲ ἱερωσύνη
εὐπαρρη-
σιάστως ὑψιπετεῖ ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανόν, ἄχρις ἂν θεωρήσῃ αὐτὸν τὸν
ἀόρατον· καὶ  
προσκυνήσασα εὔχεται ὑπὲρ τῶν δούλων πρὸς τὸν Δεσπότην,
βαστάζουσα δάκρυα
καὶ στεναγμοὺς τῶν συνδούλων καὶ προσφέρουσα θερμῶς τῷ ἰδίῳ
Δεσπότῃ· ὁμοί-
ως παράκλησιν ἅμα καὶ μετάνοιαν, αἰτοῦσα συγχώρησιν καὶ ἔλεον καὶ
οἶκτον τῷ
εὐσπλάγχνῳ Βασιλεῖ, ὅπως τὸ παράκλητον Πνεῦμα συγκατέλθῃ καὶ
ἁγιάσῃ δῶρα,
τὰ ἐν γῇ προκείμενα. Καὶ ὅταν προσκομισθῇ μυστήρια φοβερά, πλήρη
ἀθανασίας,

Ephraem Syrus Theol., Sermo de sacerdotio P. 72, line 14

ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανόν. Ὀξυτάτως προσφέρουσα τῷ Θεῷ τὰ αἰτήματα


ἡμῶν, πρε-
σβεύει τῷ Δεσπότῃ ὑπὲρ τῶν δούλων.
 Καὶ προσχῶμεν, ἀδελφοί, τηλαυγῶς εἰς τοῦτο τὸ μυστικὸν καὶ φρικτὸν
διήγημα· ὅτι ἄνευ τῆς σεμνῆς ἱερωσύνης ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν βροτοῖς
οὐ δίδο-
ται. Θέτε τὸν νοῦν ὑμῶν, ἀδελφοί· ὑμεῖς γάρ ἐστε ἐρασταὶ τῆς εὐσεβείας,
αὐγά-
ζοντες τὸ φῶς τῶν διδαγμάτων. Τί ἐστιν ἃ πρῴην ἐλέξαμεν περὶ τοῦ
μυστηρίου
τῆς ἱερωσύνης; Τὸ κλῆμα τῆς ἀμπέλου καὶ ὁ κόκκος τοῦ σίτου καὶ ἡ
ἱερωσύνη
ὁμόνοιαν κέκτηνται. Τὸ κλῆμα καὶ ὁ σῖτος παιδίσκαι ὑπάρχουσιν, ἡ δὲ
ἱερωσύνη
ἐλευθέρα. Ὅταν οὖν συναχθῶσιν αἱ τρεῖς τοῦ αὐλισθῆναι ἐπάνω τῶν
θησαυρῶν,
προσφέρει τῷ Βασιλεῖ ἑκάστη τὴν δύναμιν τῶν ἰδίων καρπῶν εἰς
εὐωδίαν· τὸ
κλῆμα προΐησι τὸ νᾶμα· ὁμοίως καὶ ὁ σῖτος τὸν ἄρτον· ἡ δὲ ἱερωσύνη
εὐπαρρη-
σιάστως ὑψιπετεῖ ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανόν, ἄχρις ἂν θεωρήσῃ αὐτὸν τὸν
ἀόρατον· καὶ  
προσκυνήσασα εὔχεται ὑπὲρ τῶν δούλων πρὸς τὸν Δεσπότην,
615

βαστάζουσα δάκρυα
καὶ στεναγμοὺς τῶν συνδούλων καὶ προσφέρουσα θερμῶς τῷ ἰδίῳ
Δεσπότῃ· ὁμοί-
ως παράκλησιν ἅμα καὶ μετάνοιαν, αἰτοῦσα συγχώρησιν καὶ ἔλεον καὶ
οἶκτον τῷ
εὐσπλάγχνῳ Βασιλεῖ, ὅπως τὸ παράκλητον Πνεῦμα συγκατέλθῃ καὶ
ἁγιάσῃ δῶρα,
τὰ ἐν γῇ προκείμενα. Καὶ ὅταν προσκομισθῇ μυστήρια φοβερά, πλήρη
ἀθανασίας,

Ephraem Syrus Theol., Sermo adversus haereticos, in quo tum ex


margaritae tum ex aliorum claris argumentis ostenditur credendum
esse sanctam deiparam praeter naturae leges dominum ac deum
nostrum pro mundi salute et concepisse et peperisse (4138: 124)
“Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔργα, vol. 6”, Ed. Phrantzoles, Konstantinos G.
Thessalonica: Το περιβόλι της Παναγίας, 1995.P. 136, line 1

βάρος. Βραχὺς ὤν, μεγάλα δύναται· ἀλλὰ καὶ σύντομος εἰς τὸ


βασταχθῆναι, καὶ
εὐμετάθετος εἰς ἀποκατάστασιν. Ῥᾳδίως κρύπτεται καὶ δυσκόλως
εὑρίσκεται. Οὗτός
ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Οὖτός ἐστιν ὁ Θεὸς Λόγος, ἐν βραχεῖ
πολλὴν δύναμιν
μυστηρίων ἐμπεριέχων σαφῶς. Οὐ πρόκειται εἰς βρῶσιν, οὐ γάρ ἐστι
πρόσκαιρος.
Οὐκ ἔστι πενήτων εἰς χρῆσιν, ἀλλὰ τῶν ἐν γνώσει πλουτούντων ἡ
κατάληψις.
Οὐδεὶς αὐτὸν ἔχειν δύναται τῶν πτωχῶν ἐν ἀρετῇ· τελείων δὲ κτῆμα
γίνεται.
 Εἰσὶ βαθμοὶ ἐν οἴκῳ ὑψηλῷ, δι' ὧν τις ἐπὶ τὸ ἄκρον ἀνέρχεται. Καὶ ἐν τῷ
Εὐ-
αγγελίῳ διαφοραὶ τῶν προσιόντων Θεῷ τυγχάνουσιν οὖσαι. Πένης εἶ;
Γίνεταί σοι
ἄρτος εἰς τὴν τῆς πενίας παραμυθίαν. Ἀσθενὴς ὑπάρχεις; Λαχάνῳ σε
διατρέφει.
Τῷ πολυσάρκῳ σίνηπι ἐπιδίδωσι, καὶ τῷ ἡπατικῷ καὶ τῷ ἰκτεριῶντι οἶνος
προς-  
φέρεται. Ἄλλοις ὡς ἰχθὺς πρόκειται. Ἑτέροις σῖτος. Ἐνίοις δρέπανον.
Τισὶ δὲ καὶ
ἀξίνη γίνεται. Καὶ κρίθινος ἄρτος τοῖς ἀγροικοτέροις παρατίθεται. Καὶ
μάχαιραν
εἰς χειρουργίαν προσάγει, καὶ μαστίζει μάστιγι τῇ ἀπὸ σχοίνων, καὶ ἐν
616

ῥάβδοις
παιδεύει, καὶ ἐν βακτηρίαις καταπονεῖ.
 Ταῦτα πάντα βαθμοὺς ἔχει τὸ Εὐαγγέλιον. Ταῦτα πάντα ἐν παραβολαῖς
εἴρη-
ται. Καὶ οἶδε πλουσίους ἐν ἀρετῇ καὶ πένητας. Οἶδεν ἀσθενεῖς καὶ
ὑγιαίνοντας ἐν
τῇ πίστει. Γινώσκει δυνατοὺς καὶ ἀδρανεῖς ἐν εὐσεβείᾳ. Ἀναιρεῖ τῇ
μαχαίρᾳ πολ-
λούς, τῶν εἰδώλων ἀποσχίζων, καὶ τὴν ἀσέβειαν ἀπάγων ἀπὸ τοῦ
πλήθους. Ἐν
κρυπτῷ βλέπει· διὰ τοῦτο ἐπάγει τὸ πῦρ, ἵνα ἐκκαλύψῃ τὸ κρυπτόμενον,
καὶ ἵνα
ἀναλώσῃ τὸ κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ ἐπαιρόμενον.

Ephraem Syrus Theol., Encomium in sanctos quadraginta martyres


(4138: 144)“Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔργα, vol. 7”, Ed. Phrantzoles,
Konstantinos G.Thessalonica: Το περιβόλι της Παναγίας, 1998.
P. 150, line 13

σοῦς τοὺς Ἑβραίους ἀναπαύσας ἐν σκηναῖς, ἐν δὲ δωρεαῖς ἁγίαις


περιέστεψε Χρι-
στὸς τοὺς πιστοὺς ἀθλοφόρους ἀναρπάσας ἐν φωτί. Θαυμαστὴ ἡ κιβωτὸς
ἔνδον τοῦ
Ἰορδάνου, πλέον δὲ οἱ ἅγιοι ἐν μέσῳ τῶν ὑδάτων· τερπνὸς δὲ καὶ ὁ
νόμος, ἡ ῥάβδος
καὶ αἱ πλάκες, τερπνότερα τὰ ὀστᾶ τῶν Μαρτύρων ἐν πᾶσι· τίμιον καὶ τὸ
μάννα
καὶ ἡ στάμνος ἡ χρυσῆ, πολλῷ δὲ πλείω τούτων τὸ αἷμα τῶν ἁγίων. Ὡς
ἐκ τοῦ
Ἰορδάνου τοὺς λίθους οἱ Λευῖται ἦραν, δεῖξαι τὸ θαῦμα γενεαῖς
ἐρχομέναις, οὕτως
εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ κεῖνται τὰ αὐτὰ πάθη τῶν γενναίων
ἀθλητῶν.
 Οὕτω κατεκοσμήθη ἡ νέα Διαθήκη τοῖς τιμίοις αἵμασι τῶν θεολέκτων
ἀν-
δρῶν· οὕτως ἡ Ἐκκλησία τοῖς ὅπλοις τοῦ Πνεύματος ἱδρύθη καὶ ὑψώθη
ἀπὸ γῆς
εἰς οὐρανούς· οὕτω τὰ γεννήματα τῶν μαρτυρικῶν μελῶν ἐξέθρεψε τὰς
ψυχὰς τῶν
πιστῶν, καὶ σῖτος ἐκλογῆς ἐγένοντο τῷ Θεῷ, σπαρέντες ὑπεράνω τοῦ
πεδίου τῆς  
λίμνης, ἅπαντα κατὰ λόγον τὰ δέοντα πρὸς βλάστησιν ὁσίως δεξάμενοι
ἐν τοῖς
617

σώμασιν αὐτῶν· τὸ πάγος καὶ τὸ κρύος καὶ τὸ ψῦχος καὶ τὸ ῥῖγος, ἔπειτα
καὶ τὸ
θάλπος ἐκ τῆς ἄνωθεν ῥοπῆς, ἕως αὐτῶν ὁ στάχυς τῆς ψυχῆς ἔμεινεν ἐπὶ
τὰ ὑπέρ-
θυρα τῆς αἰωνίου ζωῆς.
 Ὦ βλαστοὶ ἐράσμιοι τῆς Παύλου ξυνωρίδος· πῶς τὴν πολυποίκιλον
μυῖαν
ἐτύφλωσαν! Ὦ καρποὶ ἀληθινοὶ τῆς Πέτρου γεωργίας· πῶς τὴν
λυσσομανοῦσαν
ἀκρίδα ἐφίμωσαν! Ὦ στέλεχοι ἅγιοι τῆς Χριστοῦ φυτουργίας· πῶς πάσας
τὰς ἐφό-
δους τῆς φθορᾶς ἐνίκησαν! Διέδωκαν τὰς ῥίζας τῷ βάθει τῆς ἀγάπης, καὶ
οὕτω τὸ
βίαιον ἔθραυσαν τῶν ἀνέμων· ἔστησαν καὶ τοῦ ζήλου τοὺς ὀξεῖς
ἄνθρακας,

Ephraem Syrus Theol., Encomium in sanctos quadraginta martyres


P. 152, line 3

ἐτύφλωσαν! Ὦ καρποὶ ἀληθινοὶ τῆς Πέτρου γεωργίας· πῶς τὴν


λυσσομανοῦσαν
ἀκρίδα ἐφίμωσαν! Ὦ στέλεχοι ἅγιοι τῆς Χριστοῦ φυτουργίας· πῶς πάσας
τὰς ἐφό-
δους τῆς φθορᾶς ἐνίκησαν! Διέδωκαν τὰς ῥίζας τῷ βάθει τῆς ἀγάπης, καὶ
οὕτω τὸ
βίαιον ἔθραυσαν τῶν ἀνέμων· ἔστησαν καὶ τοῦ ζήλου τοὺς ὀξεῖς
ἄνθρακας, καὶ ἀνε-
σκολόπισαν τοῦ βρόχου τὰ στόματα· ἐνέκρυψαν τὸν κόκκον ταῖς θήκαις
τοῦ Πνεύ-
ματος, καὶ ἔτρωσαν τὸν Ὄφιν τῇ ῥάβδῳ τῇ καλαμίνῃ· καὶ λοιπὸν πάντες
ὁμοῦ
σῶοι καὶ ἀμόλυντοι πρὸς τὴν τῶν δέκα μνῶν μετέστησαν ἀξίαν. Αὐτοί,
τὸ ὑψί-
κομον κάλλος, ἀμητὸς οὐράνιος Θεῷ ἀνηνέχθησαν. Ἐκ τῶν Εὐαγγελίων
τῶν  
λόγων ἀρδευθέντες, τὸν ἑκατοστιαῖον καρπὸν ἐξεβλάστησαν· διὸ καὶ
τυραννικῷ
θερισθέντες δρεπάνῳ δράγματα σωτηρίας τῇ γῇ ἀπετέθησαν, ταῖς
ἁμάξαις ἐκεῖθεν
ὡς σῖτος κομισθέντες ἐπὶ τὸν πλατύχωρον τῆς Ἐκκλησίας σηκόν, ὅπως
ταῖς ψαλ-
μῳδίαις πιστῶς πιαινόμενοι, καθ' ἑκάστην δίδωσιν ἔλεον τοῖς αἰτοῦσι.
618

 Τίς τοίνυν εἶδε ποτὲ τοιαῦτα παράδοξα δράγματα στάζοντα αἵματα καὶ
στέμ-
ματα; Τίς εἶδε βλαστήματα ἔχοντα δωρήματα, ἢ σώματα διδόντα
ἀνθρώποις ἰάμα-
τα; Τίς δὲ καθιστόρησε λίνον ἐν ἀμητῷ, θερισθὲν καὶ ἀνδρυνθὲν ὑπὸ τῶν
θερισάντων;
 Ἵνα γὰρ ἕνα ἐμπνέοντα ἴδωσιν οἱ τάλανες, οὐκ ἂν ἔλαβον αὐτὸν μετὰ
τῶν
ὁμοτίμων. Ἀλόγῳ φρονήματι τοίνυν ἐλεγχόμενοι τὸν ἕνα τοῦ ἀριθμοῦ
κλέψαι ἠβου-
λήθησαν. Ἀλλ' ἡ τούτου γηπόνος μήτηρ ἐπ' ὤμων ἀραμένη, κομίσασα
συνῆψε τοῖς

Severianus Scr. Eccl., Frag. in epistulam ad Philippenses (in catenis)


(4139: 044)“Pauluskommentar aus der griechischen Kirche aus
Katenenhandschriften gesammelt”, Ed. Staab, K.
Münster: Aschendorff, 1933.P. 314, line 10

 Τὸ σκύβαλον μέρος ἐστι καλάμης, ἡ δὲ καλάμη καὶ ὁ στάχυς


ποτὲ ἀπὸ τοῦ σπόρου. τοῦτο οὖν τὰ σκύβαλον ποτὲ χρησιμώτατον
εἰς τὸ τεχθῆναι τὸν σπόρον. ὥσπερ γὰρ ἀπὸ σπόρου ῥίζα καὶ καλάμη
καὶ στάχυς, οὕτως ἀπὸ τῆς πίστεως τοῦ Ἀβραὰμ ὡσπερεὶ ἀπὸ σπόρου ἡ
ἀπὸ τῶν ἐν νόμῳ, καὶ ἡ καλάμη τῶν προφητῶν καὶ ὁ στάχυς ἤδη τὸν
Χριστὸν ἐν τῷ κρυπτῷ προκαταγγέλλων. ὁ δὲ τούτων θερισμὸς καὶ ὁ
ἁλοητὸς ἐν τῇ πρώτῃ παρουσίᾳ τοῦ σωτῆρος, οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ
χειρὶ καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα. ὅτε λοιπὸν ἐπαύσατο μὲν
ἡ καλάμη τοῦ νόμου, ὥσπερ δὲ σκύβαλον ἐχωρίσθη περιτομή, σαββάτων
τήρησις καὶ τῶν ἄλλων, καὶ καθαρὸς ὁ τῆς πίστεως σῖτος ὁ
ἐναποκεκρυμ-
μένος τῇ προφητικῇ καλάμῃ ἀπετέθη ταῖς ἀποθήκαις τοῦ κοινοῦ
δεσπότου. τοῦτο οὖν τὸ τοῦ σκυβάλου ὄνομα δείκνυσιν οἰκεῖον τὸν
νόμον· καὶ ὥσπερ ἄνευ τοῦ σκυβάλου οὐχ οἷόν τε ἦν γενέσθαι σπόρον,
οὕτως οὐδὲ ἄνευ τοῦ νόμου τὸ τέλειον τῆς χάριτος κατορθωθῆναι.
Phil 3,13
 Τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος, οὐχ ὡς κακά, ἀλλ'
ὃ λέγει τοιοῦτόν ἐστιν· οὐκ ἀσχολοῦμαι εἰς τὸ ἀναμιμνήσκεσθαι τοὺς
ἀγῶνάς μου τοὺς παρελθόντας, ἀλλ' εἰς τὸ μεριμνᾶν, τί κατορθώσω εἰς
τὰ ἑξῆς. Phil 4,2  

Nicephorus Gregoras Hist., Historia Romana


Volume 1, p. 417, line 17
619

οὐδὲ γὰρ ἠξίωσε τῶν πάντων ἐκείνων οὐδεὶς ἐξελθὼν ἀφελέσθαι


τι τῶν ἁπάντων ἄνευ τιμῆς ἀργυρίου, καὶ ταῦτα τοσούτου παμ-
πληθοῦς τε καὶ σύρφακος ὄχλου συνόντος. ἀλλ' ἦσαν ἅπαντες
πρὸς τὴν τῶν ἀρχόντων ἐξουσίαν ἑπόμενοι, καθάπερ ποιμέσι τὰ
ποίμνια. καὶ ἦσαν ἀνὰ πάσας ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἱστάμενοι ἐπὶ
τῶν νεῶν, μηδαμῶς ἐνδιδόντες πρὸς τὴν ἀκμὴν ἐκείνην τῆς τοῦ
ἡλίου φλογός. τὰ δὲ τῶν Ῥωμαίων ἀκάτια κατὰ πλῆθος περιε-
κύκλουν αὐτοὺς, πᾶν ὅ,τι χρειῶδες ἐτύγχανέ σφισιν ἀφθόνως
κομίζοντα καὶ ἀντιλαμβάνοντα πλείονα ἢ ἐχρῆν τὸν μισθόν.
ἀλλ' οὐδὲ τῶν ἁλισκομένων ἐκείνων νεῶν ἁπασῶν τοῦ πληρώματος
ἐλυμήναντο τὸ παράπαν οὐδέν. ἦν γὰρ τῶν μὲν πλήρωμα σῖτος
καὶ κριθὴ, τῶν δὲ ὄψων ταρίχη, ὁπόσα γεωργοῦσι λίμναι Κω-
παΐδες τε καὶ Μαιώτιδες καὶ ποταμοὶ Τανάϊδες. ἀλλὰ διετήρησαν
ἐς τἀκριβὲς ἀλώβητα, ἕως ἀπολαβόντες τὸ χρέος ἀπέδοσαν ἅπαν-
τα. ἓν μὲν δὴ τοῦτο δεινὸν ἐπέστη τότε τῇ πόλει. δεινότερον δ'
ἂν ἦν, εἰ καὶ εἰς πέρας προὔβαινον τὰ λαθραῖα βουλεύματα. ὁ γὰρ
βασιλεὺς ἔξωθεν πρεσβείαν πρὸς αὐτοὺς κρύφα ἀπεστάλκει χρήμα-
τα ὑπισχνούμενος, εἰ συνεργοὶ συνεσκιασμένοι γένοιντό οἱ πρὸς τὴν  
τῆς πόλεως ἅλωσιν. τοῦτο μὲν οὖν οὐκ ἐγεγόνει, εἴτε μὴ δεξαμέ-
νων τῶν Βενετικῶν τὴν τοιαύτην πρεσβείαν, εἴτε οὐ ῥᾴδιον εἶναι
τοῦτο συννενοηκότων διὰ τὸ συνεχέσι φρουροῖς πεπυργωμένον εἶναι

Nicephorus Gregoras Hist., Historia Romana Volume 2, p. 844, line 13

πελάγει διαφέρει καλῶς οἰακιζομένη ναῦς τῆς ἄνευ οἰάκων καὶ


πόῤῥω παντὸς προμηθοῦς τοῖς πολλοῖς ἐκείνοις καὶ ἀνημέροις
κύμασιν ἐπιπηδώσης· οἷς πολλῷ δήπου βέλτιον ἂν ἦν οἴκοι καθη-
μένους ἀδοξεῖν καὶ μισεῖν παῤῥησίαν ὁμοῦ καὶ πολιτικὴν εὐγέ-
νειαν, ἢ τοσούτοις κινδύνοις παραβάλλεσθαι καὶ τοσαύτῃ δια-
κυβεύειν ἀφροσύνῃ τὸ ζῇν. (Ε.) Ὃ μὲν οὖν Ῥωμαίους ἔχειν, ἄρ-
χοντας ὀφείλοντας εἶναι, ἐχρῆν, τοῦτο Λατίνοις προσγέγονε πα-
ρελομένοις καὶ μεταθεῖσιν ἐντεῦθεν ἐκεῖσε διὰ πρόνοιαν οἰκονο-
μικὴν καὶ σεσοφισμένην σπουδήν. ἅπαντα γὰρ παρεσκεύασταί
σφισι λαμπρῶς, σῖτος καὶ ὅπλα καὶ χρήματα καὶ ναυτικὴ δύ-
ναμις τῆς τῶν Βυζαντίων διηνεκῶς ὑπερέχουσα. (ϛʹ.) Ὅθεν
ἐπεὶ καὶ νῦν οὐδὲν αὐτοῖς ἐμποδὼν ἐνομίζετο θαλαττοκρατεῖν
βουληθεῖσι, καὶ δεκατευτήριον ἴδιον ἑαυτοῖς καταστήσασθαι τὸν
αὐχένα τοῦ Πόντου, πρὸς φανερωτέραν ἤδη παρασπόνδησιν καὶ
ἀθέτησιν τῶν πάλαι γενομένων σφίσιν ἐς τοὺς Ῥωμαίων βασι-
λεῖς ὅρκων καὶ νόμων ἐξεῤῥάγησαν· καί τι μονῆρες ἀκάτιον λῃ-
στρικῶν ὁπλιτῶν ἐμπλήσαντές τε νυκτὸς καὶ πρὸς Ἱερὸν καὶ
620

αὐχένα τὸν διαπόντιον ἀναπλεύσαντες μίαν τινὰ Ῥωμαϊκὴν


ἁλιάδα κατέσχον, πολλῶν ἐκεῖ τηνικαῦτα δικτύοις χρωμένων ἐς
ἰχθύων ἄγραν, καὶ ξίφους ἔργον τοὺς πλείστους ἐπεποιήκεσαν.

Nicephorus Gregoras Hist., Historia Romana Volume 3, p. 92, line 16

ῥᾳδίως ἔξωθεν τἀπιτήδεια ἐσκομίζεσθαι.


 Ὃ δὴ καὶ μάλιστα πάντων μακρὰν ἐνεποίησε Βυζαν-
τίοις τὴν βλάβην. ὑπὲρ γὰρ τὰς ὀκτωκαίδεκα χιλιάδας πα-
ρεισενεχθέντος τῇ πόλει στρατοῦ ναυτικοῦ, πολλῶν ἐς ἡμέ-
ραν ἑκάστην τροφῶν δεομένου, μὴ μόνον ἅπανθ' ἑξῆς ἐν
βραχεῖ σπανίζειν ἐξεγένετο τἀπιτήδεια Βυζαντίοις, ἁπάντων
σχεδὸν ἐκ πολλοῦ πανταχόθεν ἀποκλεισθεῖσι διὰ τὰς μάχας,
τῶν τε ἄλλων ὁπόσα τραπέζης ἀναγκαίας εἰσὶ προσφορήματα,
καὶ ὅσα ὁ γείτων πορθμὸς τοῖς ἁλιεῦσι παρεῖχε τὰ χρήσιμα
ἐς ἡμέραν ἑκάστην τὸν ἅπαντα χρόνον, ἀλλ' ἤδη καὶ ὁ σῖτος
ἡμερῶν ὀλίγων ἐς τὸ διπλάσιον ἀνήγετο τοῦ χθὲς καὶ πρώην
τιμήματος. ὅθεν εἰς ἀπορίας ἐνέπιπτον μάλα μακρὰς οἵ τε
τῶν Βενετικῶν ἡγεμόνες, ἀκουσίου δαπανώσης τὸν χρόνον
ἀπραγμοσύνης αὐτῶν, ἅτε ἐφιεμένων μέν, οὐκ ἐχόντων δ'
ὅθεν ἐγχειροῖεν ἂν τοὺς πολεμίους ἀμύνεσθαι, ἀσφαλῶς οὑ-
τωσὶ πεφραγμένους ἔκ τε γῆς καὶ θαλάττης, ὡς εἴρηται. καὶ
μάλιστα πάντων τὴν τοῦ βασιλέως ψυχὴν αἱ τῶν λογισμῶν  
περιέκλυζον τρικυμίαι, συχνὰ τῶν καθ' αὑτὸν πραγμάτων
ἀνακυκλοῦντος τοὺς κύβους, οἷς πρόσωπον μὲν ἐλπίδων ὑπο-
τείνειν ἔπεισι χρηστόν, τοὐναντίον δ' ἅπαν ὡς ἐπίπαν ἔπειτα

Theophanes Continuatus, Chronographia (lib. 1-6) P. 405, line 1

βίτου ἀξίᾳ τιμηθεὶς ἐν τῷ οἴκῳ τῶν Μαγγάνων διῃτᾶτο τηρού-


μενος. δρασμὸν δὲ βουλευσάμενος ἁλίσκεται καὶ τῶν ὀμμάτων
στερεῖται. Βάρδαν δὲ τὸν Βοήλαν ἀπέκειραν μοναχόν, τοῦ βα-
σιλέως αὐτὸν κατοικτείροντος φίλον τυγχάνοντα.
 13 Τοῦ δὲ πατρικίου τοῦ οὕτως ἐπονομαζομένου Μωρο-
λέοντος, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν οἰκειότερον Θυμολέοντος, Ἀδριανουπό-
λεως στρατηγοῦντος, κρατίστου τὰ πολεμικὰ καὶ περιδεξίου τυγχά-
νοντος, ὃς πλείστας κατὰ Βουλγάρων ἀνδραγαθίας ἐπεδείξατο,
ὁ Βούλγαρος Συμεὼν τὴν εἰρημένην πόλιν σὺν παντὶ τῷ στρατεύ-
ματι περιεκύκλωσεν, καὶ χάρακα περιβαλὼν ἰσχυρῶς ταύτην ἐπο-  
621

λιόρκει. ἐπεὶ δὲ ὅ τε σῖτος τοὺς ἐν τῇ πόλει ἐπελελοίπει καὶ λιμὸς


ἐπίεζε κραταιός (οὐδαμόθεν γὰρ εἶχον ἐπισιτίσασθαι), τῇ ἐνδείᾳ
πιεζόμενοι προδεδώκασιν ἑαυτοὺς καὶ τὸν στρατηγὸν τοῖς Βουλ-
γάροις· ὃν χειρωσάμενος Συμεών, καὶ δεσμὰ καθ' ὅλου τοῦ σώ-
ματος περιβαλὼν καὶ μυρίαις αἰκίαις τοῦτον τιμωρησάμενος, τε-
λευταῖον ἀπέκτεινε θανάτῳ πικρῷ ἀξίῳ τῆς ἑαυτοῦ ἀπηνεστάτης
καὶ ὠμοτάτης ψυχῆς. Βουλγάροις οὖν τὴν τῆς πόλεως φυλακὴν
παραδοὺς ὑπεχώρησεν· οἳ τὴν κατ' αὐτῶν τοῦ Ῥωμαίων στρατοῦ
ἔφοδον ἀκηκοότες, ταύτην καταλιπόντες ἀπῆλθον, καὶ πάλιν ὑπὸ
Ῥωμαίους αὐτὴ ἐγένετο.
 14 Λέοντος δὲ τοῦ Τριπολίτου μετὰ δυνάμεως πολλῆς

Theophanes Continuatus, Chronographia (lib. 1-6) P. 479, line 3

ταξιν τῶν ἀρνητῶν τοῦ Χριστοῦ, καὶ Χριστὸς ὁ θεὸς συνεργήσει


ἡμῖν, καὶ ὀλέσει τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν, καὶ πορθήσεται τὸ κάστρον
τῶν ἀλαζόνων τοῦ Χριστοῦ.” καὶ ἄλλα πολλὰ πρὸς αὐτοὺς
παραινέσαντος ἀπεκρίθη εἷς ὑπὲρ πάντων “ἤνοιξας ἡμῶν τὰς
καρδίας, μάγιστρε. ἐστόμωσαν καὶ ὤξυναν οἱ λόγοι τὰς δυ-
νάμεις καὶ προθέσεις ἡμῶν. ἀνεπτέρωσας τὰς διανοίας ἡμῶν,
καὶ ἑπόμεθα τῇ σῇ βουλῇ καὶ προστάξει, καὶ σὺν σοὶ ἀποθα-
νοῦμεν.”  
 13 Ἐν δὲ τῷ Ὀκτωβρίῳ μηνὶ τοῦ δευτέρου ἔτους τῆς
βασιλείας Ῥωμανοῦ ἐγένετο σπάνη σίτου καὶ κριθῆς ἐν τῇ πόλει·
ἐκράθη γὰρ ὁ σῖτος τῷ νομίσματι μόδιοι δʹ καὶ ἡ κριθὴ μόδιοι ϛʹ.
καὶ ἦν θεάσασθαι τὸν ἐγρήγορον νοῦν Ἰωσὴφ προνοούμενον τὸ
κοινόν. εὐθὺς οὖν ἐξαποστέλλει εἰς τὴν ἀνατολὴν καὶ δύσιν τοῦ
ἐξελάσαι συνωνὰς καὶ ἐμπορευτικὰ πλοῖα καὶ τοῦ κωλῦσαι τοὺς
σιτοκαπήλους ἀποτιθέναι τὸν σῖτον· ἦν γὰρ ὁ ἀνὴρ δίκαιος καὶ
ἀκροσωπόληπτος καὶ πιστός. οὐ πολὺς οὖν ἐν μέσῳ χρόνος
παρῆλθεν, ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ τῷ νομίσματι ἐπράθη. τοιοῦτος γὰρ
ἐν ὁ ἀνήρ, σπουδαῖος καὶ θερμός, ὡς ἄλλον τῶν πρὸ αὐτοῦ ἢ
μετ' αὐτοῦ μὴ ἐξισωθῆναι.

Vitae Arati Et Varia De Arato, Sphaera (olim sub auctore Empedocle)


(4161: 014)“Commentariorum in Aratum reliquiae”, Ed. Maass, E.
Berlin: Weidmann, 1898, Repr. 1958.Sec. 1, line 121
622

Ἔχει δ' ἀριθμὸν ἐν μέρει πέμπτωι Λέων·


λεαίνεται γὰρ αἶα καὶ χαράσσεται,
θερμαῖς πυριφλόγοισι δ' ἡλίου βολαῖς
τὰ πρὶν βρύοντα γῆς ὕπερθεν αὔεται,
ὁ δ' ὀλλύων φλογμοῖσιν αὐδᾶται Λέων.
Ἐγγὺς δὲ τούτου Παρθένου κεῖται τύπος·
πρὸ τοῦ γὰρ εἰς τόδ' ἄστρον ἥλιον μολεῖν
ἄφθαρτα γαίης πάντα τηρεῖται γένη·
τὸ δ' οὐδέπω τὴν πεῖραν εἰληφὸς φθορᾶς
κατωνόμασται πᾶσι ‘παρθένου βίος’.
Χηλαὶ δ', ἐπειδὴ σῖτος εἰς δόμους βροτῶν  
γεωμόροισι χερσὶν ἐξηθροισμένος
πόνοισιν εἰς τὰ δώματ' ἐνσωρεύεται.
τότ' εἰς μέλαθρα συμφορούμενος τροφάς
παρέχει τροφαῖσι ταῖσιν ἠριθμημέναις.
Ὅταν δὲ Πλειὰς ὥριον τεύχηι σπόρον
ὃς ἐκκομίζει σπέρμα γῆς ἐν ἀγκάλαις
μόχθων ἔπ' ἄκρων ἐκτὸς εἰσφορούμενον,
ὕπερθεν ἤδη Σκορπίος τότ' οἴχεται·
σκορπίζεται γὰρ σῖτος εἰς δόμους χθονός,
ὅπως τέλειος καρπὸς αὐξηθῆι βροτοῖς.

Vitae Arati Et Varia De Arato, Sphaera (olim sub auctore Empedocle)


Sec. 1, line 130

κατωνόμασται πᾶσι ‘παρθένου βίος’.


Χηλαὶ δ', ἐπειδὴ σῖτος εἰς δόμους βροτῶν  
γεωμόροισι χερσὶν ἐξηθροισμένος
πόνοισιν εἰς τὰ δώματ' ἐνσωρεύεται.
τότ' εἰς μέλαθρα συμφορούμενος τροφάς
παρέχει τροφαῖσι ταῖσιν ἠριθμημέναις.
Ὅταν δὲ Πλειὰς ὥριον τεύχηι σπόρον
ὃς ἐκκομίζει σπέρμα γῆς ἐν ἀγκάλαις
μόχθων ἔπ' ἄκρων ἐκτὸς εἰσφορούμενον,
ὕπερθεν ἤδη Σκορπίος τότ' οἴχεται·
σκορπίζεται γὰρ σῖτος εἰς δόμους χθονός,
ὅπως τέλειος καρπὸς αὐξηθῆι βροτοῖς.
Μεθ' ὃν κύκλου φοραῖσι ταῖς πολυστρόφοις
εὔσημος οὐκ ἄσημός ἐστι Τοξότης
(ἐκ γῆς γὰρ ἤδη καρπὸς ἐκτοξεύεται)
τὰ νέρθε δεικνὺς γαστρὸς οὐ κεκρυμμένα
623

νέοις θ' ὕπερθε φύεται κεντρίσμασιν.

Commentaria In Dionysii Thracis Artem Grammaticam, Scholia


Vaticana (partim excerpta ex Georgio Choerobosco, Georgio (4175: 004)
“Grammatici Graeci, vol. 1.3”, Ed. Hilgard, A.
Leipzig: Teubner, 1901, Repr. 1965.P. 195, line 25

μὲν παροξύτονα, οἷον τύμβος τυμβίον (ὁ τάφος), τύβος τυβίον, κράμβη


κραμβίον, σάγος σαγίον, στλέγγος καὶ στλεγγίς [καὶ] στλεγγίον (λέγεται
δὲ καὶ τὸ κτένιον καὶ ἡ ξύστρα τῆς κεφαλῆς), παῖς παιδός παιδίον, δᾴς
δᾳδός δᾳδίον, ἕρκος ἑρκίον, ἀσκός ἀσκίον, σάρξ σαρκός σαρκίον, βίβλος

βιβλίον, σκύμνος σκυμνίον, ἀμνός (τὸ σταμνίον τῆς θυσίας) ἀμνίον καὶ
στάμνος σταμνίον, θάμνος θαμνίον, ἀρνός ἀρνίον, πυξίς πυξίον, κῆπος
κηπίον, σάρπη σαρπίον, θήρ θηρός θηρίον, χῶρος χωρίον, μηρός μηρίον,
κηρός κηρίον, ἠρίον (τὸ μνημεῖον) ἀπὸ τοῦ ἦρος (τοῦ τάφος) ὅπερ
ἄχρηστον, ὡς τὸ τύμβος τυμβίον, χρυσός χρυσίον, [καὶ] κισσός κισσίον
(τὰ ἐν ταῖς βίβλοις τιθέμενα σημεῖα), σῖτος σιτίον, πυκτίς πυκτίον, σπάρ-
τος σπαρτίον (τὸ σχοινίον), ἁπτρίον, οὗ τὸ πρωτότυπον τὸ ἅπτρος
ἄχρηστον, ἔστι δὲ καὶ θηλυκὸν ἅπτρα (ἡ τοῦ λύχνου θρυαλλίς), ψίξ
ψιχός ψιχίον· τὰ δὲ προπαροξύτονα, οἷον κάκκαβος κακκάβιον, κά-
ραβος καράβιον, ὄροβος (εἶδος βοτάνης) ὀρόβιον, λόγος λόγιον, λύγος
(τὸ βεργίον) λύγιον, κάδδος κάδδιον, λαμπάς λαμπάδος λαμπάδιον, ῥοά
καὶ ῥοιά [καὶ] ῥοίδιον, ὄνος ὀνίδιον, σπυρίς σπυρίδος· σπυρίδιον, λεκανίς

λεκανίδος λεκανίδιον, τράπεζα τραπέζιον, ὄρυζα ὀρύζιον, τοπάζιον (ὁ


λίθος) ἀπὸ τοῦ τόπαζος [λίθος], παραμυθία παραμύθιον, λήκυθος (τὸ
ἐλαιοδόχον ἀγγεῖον) ληκύθιον, παλάθη (ἡ βοτάνη) παλάθιον, ὁρμαθός
(τὸ πλῆθος) ὁρμάθιον, πέλεκυς πελέκιον, μύρμηξ μύρμηκος μυρμήκιον,  

Joannes Rhet., Commentarium in Hermogenis librum περὶ ἰδεῶν


(4235: 002)“Rhetores Graeci, vol. 6”, Ed. Walz, C.
Stuttgart: Cotta, 1834, Repr. 1968.6, P. 149, line 27

νείσαντο τρισχιλίας δραχμὰς ἐπὶ τόκῳ ἀπὸ Παμφίλου


καὶ τοῦ τὸν παρόντα λόγον κατὰ Διονυσιοδώρου ἐνστη-
σαμένου, ὑποθήκην μὲν δόντες τοῖς δανεισταῖς τὴν ἑαυ-
τῶν ναῦν, ᾗ πλεῦσαι ἔμελλον, ὑποσχόμενοι δ' ἐν τῷ
παρόντι γράμματι πλεῦσαι εἰς Αἴγυπτον καὶ ἐξ Αἰγύ-
πτου εἰς Ἀθήνας. Ἐν μὲν τῷ γράμματι ὁ Πάμφιλος
624

ἐγέγραπτο δανειστὴς, ὁ δὲ τὸν λόγον ἐνστησάμενος ἔξω-


θεν μετεῖχεν αὐτοῦ τοῦ δανείσματος. Ἀποπλεύσαντι δὲ
τῷ Παρμενίσκῳ καὶ ἐν Αἰγύπτῳ γενομένῳ ὁ Διονυσιό-
δωρος ἐν Ἀθήναις ἀπολειφθεὶς γράφει, ὡς εὔωνος ἐν
Ἀθήναις ὁ σῖτος εἴη, καὶ ὡς δεῖ λοιπὸν τῇ Ῥόδῳ προ-
σχόντα ἀποδόσθαι τὸν σῖτον, καὶ μὴ ἐς Ἀθήνας ἐκπλεῦ-
σαι· τοῦ δὲ Παρμενίσκου τοῦτο ποιήσαντος παρὰ τοὺς  
νόμους, οἳ κελεύουσι τοὺς ναυκλήρους καὶ τοὺς ἐπιβά-
τας πλεῖν εἰς ὅ τι ἂν συνθῶνται ἐμπόριον, ὁ Διονυσιό-
δωρος οὐδὲ τοὺς ἐγγραφέντας τόκους τῷ γράμματι ἠξίου
ἀποδοῦναι τοῖς δανεισταῖς, ἀλλ' εἰ βούλεσθε, φησὶ, κο-
μίζεσθαι τὸ μέρος τοῦ περιπεπλευσμένου, δώσω ὑμῖν
τοὺς εἰς Ῥόδον τόκους, καὶ ἐπὶ τούτοις ὁ μὲν ἐγγεγραμ-
μένος τῷ γράμματι τῶν δανειστῶν τὸ γραμματεῖον αὐ-
τοῦ ἐμφανίζων ἐγκαλεῖ τῷ Διονυσιοδώρῳ,

Lexica Segueriana, Glossae rhetoricae (e cod. Coislin. 345) (4289: 004)


“Anecdota Graeca, vol. 1”, Ed. Bekker, I.
Berlin: Nauck, 1814, Repr. 1965.Alphabetic entry delta, p. 237, line 21

Δευσοποιὸς πονηρία ἡ ἔμμονος καὶ ἀνίατος πονη-


 ρίᾳ, ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς πορφύρας τῆς ἔμμονον ἐχούσης
 τὴν χρόαν διὰ τὸ ἀκριβῶς καὶ κατόχως βεβάφθαι.
Διωβελία: ὀβελοὶ δύο, οὓς καθήμενος ὁ δῆμος ἐμι-
 σθοφόρει.
Δαρεικὸς στατήρ: Δαρεικοὶ στατῆρες ἐκαλοῦντο
 ἔχοντες δραχμῶν δύο ὁλκήν· ἐδύναντο δὲ δραχμὰς εἴκο-
 σιν. οἱ δὲ πέντε Δαρεικοὶ μνᾶν ἐδύναντο.
Δεῖγμα: δεῖγμά ἐστι τόπος τις ἐν τῷ Πειραιεῖ, ἔνθα
 ἐδείκνυτο σῖτος καὶ ἄλλα ὄσπρια διὰ δείγματος. ἀπὸ
 τούτου μέντοι καὶ τὴν προσηγορίαν ἔχει.
Διοπωπεύων: ἀντὶ τοῦ ἐποπτεύων, ἐφορῶν, ἐπισκο-
 πῶν· ἀφ' οὗ καὶ διοπωπέας τοὺς βασιλεῖς φασίν,
 ἐπεὶ ἐφεώρων τοὺς ἀρχομένους.
Δεκάτην ἑστιᾶσαι: τὸ τῇ δεκάτῃ ἡμέρᾳ τῆς γεννή-
 σεως τοῦ παιδὸς συγκαλεῖν τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς
 φίλους, καὶ τιθέναι ὄνομα τῷ παιδί, καὶ εὐωχεῖν τοὺς
 συνεληλυθότας.
625

Lexica Segueriana, Glossae rhetoricae (e cod. Coislin. 345)


Alphabetic entry eta, p. 263, line 4

Ἠλινδημένον: ἀνεστραμμένον. ἢ καλινδεῖσθαι.


Ἡμίεκτον: τὸ δωδέκατον μέρος τοῦ μεδίμνου. ἔστι
 γάρ τι μέτρον ἑκτεύς, ὅ πέρ ἐστι τὸ ἕκτον μέρος τοῦ
 μεδίμνου ἔχοντος χοίνικας τεσσαράκοντα ὀκτώ, ὥστε
 εἶναι τὸν ἑκτέα ὀκτὼ χοινίκων.
Ἡμιμέδιμνον: μέρος ἐστὶν ἥμισυ τοῦ μεδίμνου. τὸ  
 δὲ ἥμισυ ἔχει χοίνικας εἴκοσι τέσσαρας· ὁ γὰρ μέδι-
 μνος ἦν χοινίκων τεσσαράκοντα ὀκτώ.
Ἡμίσχοινον: δεσμὰ καὶ σχοινία ἐστὶ πρὸς τοῖς ὁλ-
 κοῖς, οἷς ὁ σῖτος ἀνεκομίζετο, ἐπιτήδεια, ὧν ἥμισύ ἐστι
 τὸ ἡμίσχοινον.
Ἡμίδραχμον: τὸ ἥμισυ τῆς δραχμῆς.
Ἡμικοτύλιον: τὸ ἥμισυ τῆς κοτύλης.
Ἤπειρον καὶ ἠπειρώτας: ἤπειρος ἡ Ἀσία, καὶ ἠπει ρῶται οἱ βάρβαροι.

Lexica Segueriana, Glossae rhetoricae (e cod. Coislin. 345)


Alphabetic entry pi, p. 291, line 26

 καζόμενοι. οὐδετέρως δὲ ῥητέον τὰ πρυτανεῖα.


Πωληταὶ τίνες εἰσίν: ἀρχή τις Ἀθήνῃσίν ἐστιν ἡ
 τῶν πωλητῶν ἀπὸ δέκα ἀνδρῶν, οἳ καὶ τὰ πιπρασκό-
 μενα ὑπὸ τῆς πόλεως πάντα τέλη καὶ μέταλλα καὶ
 μισθώσεις καὶ κτήματα δημευόμενα πωλοῦσι, καὶ
 φροντίζουσιν ὅπως ἡ τιμὴ τῶν πιπρασκομένων ἀπο-
 δοθῇ τῇ πόλει.
Πυροὶ ἐπικάλαμοι: οἱ μηδέπω θερισθέντες, ἀλλ' ἐνόν-
 τες ἐπὶ τῆς καλάμης καὶ φύοντες. ἢ οἱ μηδέπω ἀπη-
 λοημένοι, ἀλλ' ἔτι ἐν δράγμασιν ὄντες. ἢ οἱ ἀπὸ
 τοιαύτης γῆς, ἥτις ἀνάπαυμα οὐκ ἔσχεν, ἀλλὰ σῖτος
 ἐπὶ σίτῳ ἐσπάρη.
Προκαταβολή: ἡ νῦν λεγομένη θήκη.
Παλίμβολος: ὁ πονηρὸς ὁ πολλάκις μεταβαλλόμενος,
 ὃ καὶ Ὅμηρος Ἀλλοπρόσαλλον καλεῖ. ἢ ὁ δοῦλος
 ὁ διὰ πονηρίαν πιπρασκόμενος καὶ ἄλλοτε ἄλλους δε-
 σπότας κεκτημένος.
Πάτριος Ἀπόλλων Ἀθηναίοις διὰ τί ἐστιν: οἱ  
626

 πρῶτοι Ἀθηναίων γεγενημένοι γονέας ᾤοντο εἶναι γῆν


 καὶ ἥλιον· ὁ δὲ Ἀπόλλων ἥλιος εἶναι δοκεῖ· καὶ διὰ
 τοῦτο πάτριος Ἀπόλλων. ἢ ὅτι Ἀπόλλων μιγεὶς Κρε

Lexica Segueriana, Glossae rhetoricae (e cod. Coislin. 345)


Alphabetic entry sigma, p. 300, line 20

Σ.

Συνοίσειν: τὸ εἰς ταὐτὸ συμφέρειν. Ταραντῖνοι.


Σύνταξις: φόρος φερόμενος ἀπὸ τῶν ὑπηκόων.
Σιτοφύλακες: ἄρχοντες Ἀθήνῃσι κληρωτοί. οὗτοι
 δ' ἐπεμελοῦντο, ὅπως ὁ σῖτος δικαίως πραθήσεται,
 καὶ τὰ ἄλφιτα καὶ οἱ ἄρτοι κατὰ τὰς ὡρισμένας τι-
 μὰς καὶ τὸν σταθμόν.
Σκειραφεῖα: σκειραφεῖά ἐστι τὰ κυβεῖα, ἤτοι ἐπεὶ
 σκείραφός τίς ἐστιν ὄργανον κυβευτικόν, ἢ ἀπὸ Σκει-
 ράφου τινὸς κυβευτοῦ, ἢ ὅτι ἐν τῷ τῆς Σκειράδος
 Ἀθηνᾶς ἱερῷ οἱ κυβευταὶ ἔπαιζον, ἔξω τῆς πόλεως
 ὄντι.

Lexica Synonymica, Differentiae verborum (e cod. Paris. suppl. gr.


1238 servante litteram α tantum) (4307: 003)
“”Un' anonima raccolta di sinonimi greci nel cod. Par. suppl. gr. 1238“”,
Ed. Palmieri, V., 1986; Koinonia di Studi e Testi 10.
Alphabetic entry 46, line 1

δὲ ὕδωρ αἰτῆσαι καὶ πρὸ τοῦ φαγεῖν καὶ μετὰ [τὸ] φαγεῖν. λέγεται
δὲ καὶ ἄνευ τῆς προθέσεως νίψασθαι.
 Ἄρνησις καὶ ἀπαγόρευσις διαφέρει. ἡ μὲν ἄρνησις ἐπὶ
ἐγκλήματος ἐπιφερομένου λέγεται, ἡ δὲ ἀπαγόρευσις ἀποτροπὴ πράγ-
ματός τινός ἐστιν.  
 Ἀπόπληκτος μὲν ὁ ἠλίθιος, ἔμπληκτος δὲ ὁ εὐμετάβολος
καὶ φορᾶς μεστός.
627

 Ἀποστασίου μὲν δίκην ἔλεγον, ὁπόταν ἀπελεύθερος κρίνοιτο


ὡς ἀποστὰς τοῦ δεσπότου· ἀπροστασίου δέ, ὁπόταν μέτοικος ἐγκα-
λοῖτο ὡς μὴ ἔχων προστάτην.
 Ἄσιτος μέν ἐστιν ὁ μηδὲν φαγών, ἀπόσιτος δὲ ὁ διά τινα
ἀσχολίαν μὴ φαγών.
 Ἀστεῖος μὲν ὁ πιθανὸς καὶ χαρίεις ἢ καθόλου ἐπιδέξιος ἐν
πολιτικῇ ὁμιλίᾳ· ἀστυκὸς δὲ ὁ ἐν ἄστει διατρίβων.
 Αὐχὴν καὶ δέρη διαφέρει. αὐχὴν μὲν λέγεται τὸ ὄπισθεν
τοῦ τραχήλου, δέρη δὲ τὸ ἔμπροσθεν καθ' ὅ ἐστιν ὁ λάρυγξ.
 Ἀφείς ἐστιν, ὅταν τις ἀπολύσῃ τινὰ [τῶν ἐ]γκλημάτων
ὧν ἐγκαλεῖ αὐτῷ· ἀπαλλάξας δέ, ὅταν πείσῃ τὸν ἐγκαλοῦντα ἀπο-
στῆναι καὶ μηκέτι ἐγκαλεῖν.  

Etymologicum Symeonis, Etymologicum Symeonis (α – ἁμωσγέπως)


(4311: 001)“Etymologicum magnum genuinum. Symeonis etymologicum
una cum magna grammatica. Etymologicum magnum auctum, vol. 1”,
Ed. Lasserre, F., Livadaras, N.Rome: Ateneo, 1976.
Volume 1, p. 62, line 24

ἀδαήμων (Ν 811 ...)· ἄπειρος· ἀπὸ τοῦ δαίω, τὸ


μανθάνω, δαῶ δαήσω δαήμων καὶ ἀδαήμων· ἐκ τοῦ δαίω δαῶ
συστολῇ – 3 τοῦ τόνου Z39. Et. gen. 61.
ἀδδεές (Θ 423 ...)· ἄφοβε· ἀπὸ τοῦ δέος – 5 καὶ ἀδεής,
τὸ θηλυκὸν ἀδεής καὶ τὸ οὐδέτερον τὸ ἀδεές καὶ ἐν πλεονασμῷ
ἑτέρου δ γίνεται ἀδδεές Z39. Et. gen. 62.
ἀδευκής (δ 489)· ὁ ἀπροσδόκητος καὶ ἄγνωστος –  
10 ἀδευκής c 106 Z40. Et. gen. 63.
ἀδήριτος (Ρ 42)· ἔστι δῆρις δηρίω, ὥσπερ κόνις –  
63, 2 τὴν ει δίφθογγον· ἀδήριτος ἄτιτος – 3 Θεοδώρητος λήϊτος
ἐπίκτητος σῖτος λιτός μιτός, χωρὶς εἰ – 9 διὰ τοῦ ιτος. Et. gen. 64.
ἀδευκέος (Ap. Rh. 1, 1037)· ἀπεοικυίας – 63, 12 Πολυ-
δεύκης ἐκλήθη c 109 Z40. Et. gen. 65.
ἀδέψητον (υ 2)· σημαίνει ὠμόν – 63, 15 γίνεται c
110 Z46. Et. gen. 66.  
ἀδηφάγος· παρὰ τὸ ἄδην – 2 ἀδδηφάγος Z39. Et.
gen. 67.
ἁδεῖν (Γ 173)· τὸ ἀρέσαι – 5 ἐξ οὗ καὶ τὸ (Μ 80)
  ἅδε δ' Ἕκτορι μῦθος,
628

ὁ δεύτερος μέλλων ἁδῶ καὶ τὸ ἀπαρέμφατον ἁδεῖν c 111 Z48.


Et. gen. 68.

Etymologicum Symeonis, Etymologicum Symeonis (ἀνακωχῆς –


βώτορες) (4311: 002)“Etymologicum magnum genuinum. Symeonis
etymologicum una cum magna grammatica. Etymologicum magnum
auctum, vol. 2”, Ed. Lasserre, F., Livadaras, N.Athens: Parnassos Literary
Society, 1992.Volume 1, p. 270, line 26

 ἀστράβη· ἐπὶ σκεύους – 6 τοὺς καθεζομένους. ἔστι


δὲ τὸ σάγμα M'. Z321. Et. gen. 1324.
 ἀστράγαλος· ἐπὶ τοῦ ποδός· παρὰ – 11 τὴν βάσιν.
ἢ ὁ μὴ – 13 ἀστάγαλός τις ὢν καὶ ἀστράγαλος πλεονασμῷ
τοῦ ρ. ἐπὶ – 15 τοῦ α M' Z313. Et. gen. 1325.
 ἄσταχυς (Β 148)· παρὰ τὸ σῖτος σίταχύς τίς ἐστιν,
ὁ τὸν σῖτον συνέχων. ἢ στῶ στήσω στήκω καὶ ἐξ αὐτοῦ στάχυς.
ἢ ἑστήκω ἑστήξω ἕστηκα στάχυς καὶ ἄσταχυς πλεονασμῷ τοῦ α
M' Z314. Et. gen. 1326.
 ἀσύφηλον (Ι 647)· ἄτιμον – 271, 8 ἀνόητον. παρὰ τὸ
σοφός – 18 ἄγυρις καὶ ὄνομα ὄνυμα, γίνεται ἀσύφηλος M' Z315.
Et. gen. 1327.  
 ἀσφάραγος (Χ 328)· ὁ λαιμός· παρὰ τὸ σφαραγεῖν,
ὅ ἐστιν ἠχεῖν· δι' αὐτοῦ γὰρ ἡ φωνὴ φέρεται. ἢ παρὰ τὸ ἀσπαί-
ρω – 9 σπάραγος καὶ ἀσπάραγος καὶ τροπῇ τοῦ ψιλοῦ εἰς δασὺ
ἀσφάραγος – 11 λέγεται δὲ καὶ τὸ ἐξ ἀκανθῶν φυόμενον βλάστη

Zosimus Alchem., Περὶ τῆς κατὰ πλάτος ἐκδόσεως τὸ ἔργον (fort. pars
operis Χειρόμηκτα) (e cod. Venet. Marc. 299, fol. 145v) (4319: 016)
“Collection des anciens alchimistes grecs, vol. 2”, Ed. Berthelot, M.,
Ruelle, C.É.Paris: Steinheil, 1888, Repr. 1963.Volume 2, p. 160, line 14

 Φανερὰ δὲ ἔστω τὰ τῇ ἰώσει ὕστερον συλλειούμενα καὶ ὧδε


ἁρμῶσαι ἡ μαρτυρία ἡ λέγουσα ὅτι τὰ ἀνούσια σώματα καλῶς ἐνερ-
γοῦσιν χωρὶς πυρός. Τινὲς βούλονται δεύτερον καὶ τρίτον ἐν τῇ ἱώσει
βαλεῖν βοτάνας, ἄνθος ἀναγαλλίδος, καὶ ῥὰ, καὶ τὰ ὅμοια· καὶ κρό-
κον τινὲς χρῶνται καὶ ῥίζαν μανδραγόρου τὴν τὰ σφαιρία ἔχουσαν.
629

Ἐγὼ δὲ προσθήσω ὅτι χωρὶς αὐτῆς οὐδὲν βάπτεται· καὶ ταύτῃ


πάντα συλλειοῦται ἐν τῇ ἰώσει μετὰ κόμμεως. Ἐμνημόνευσαν δὲ
πάντες ὅτι οὐ δεῖ εἰς τοῦτο τὸ ὕδωρ ζύμην καταφθείρειν· καὶ
ὁμοιοῦται τῷ μέλλοντι βάπτεσθαι σώματι.
 Ἐὰν ἀργύρεον μέλλῃς βάπτειν, ἀργύρου πέταλον συνσήπειν·
ἐὰν δὲ χρυσοῦν, χρυσοῦ πέταλον συνσήπειν· ὁ γὰρ σῖτος σῖτον γεν-
νᾷ, καὶ ὁ λέων λέοντα, καὶ χρυσὸς χρυσόν. Ἐπίβαλλε
γὰρ, φησὶν, ἄργυρον κοινὸν, καὶ βάπτεις. Ὁ γὰρ εἷς ζωμὸς κατὰ τῶν
ἀμφοτέρων σήπειν κατηγορεῖται· ὅτι τοιοῦτος λόγος ἐν τῷ παρόντι
περὶ τῆς τοῦ φαρμάκου βαφῆς· τὸ γὰρ θεῖον ὕδωρ σκευασθὲν κατὰ
ἀλήθειαν, καὶ τὸ καλῶς συγκραθὲν τὰ φάρμακα βάπτει, καὶ ὅταν
βαφῇ τὸ φάρμακον, τότε καὶ αὐτὸ βάπτει. Διὰ τοῦτο ζύμας καὶ
προζύμια καὶ ὀξυζύμια, καὶ χρυσοζύμια, καὶ ὅσα κέκρυπται· ἐν δὲ
πᾶσι τὸ πᾶν εὑρίσκεται τοῖς νοοῦσιν.
 Ἰδοὺ οὖν τὰ δʹ σώματα πυρίμαχα, ὑπόστατα, τουτέστιν τὸ
ὕστερον σύνθεμα, οὗ καὶ αὐτοῦ συντεθέντος, παραλαμβάνομεν μέρος

[Isis Prophetissa] Alchem., Ἴσις προφῆτις τῷ υἱῷ (/Ωρῳ (redactio


prima) (e cod. Paris. B.N. gr. 2327, fol. 256r) (4334: 001)
“Collection des anciens alchimistes grecs, vol. 2”, Ed. Berthelot, M.,
Ruelle, C.É.Paris: Steinheil, 1888, Repr. 1963.Volume 2, p. 30, line 24

 Ταῦτα, τέκνον, διὰ προοίμιον ἀκηκοὼς, ἐννόησον τὴν τού-


των ὅλην δημιουργίαν τε καὶ γέννησιν· καὶ γνῶθι ὅτι ἄνθρωπος
ἄνθρωπον οἶδεν σπείρειν, καὶ ὁ λέων λέοντα, καὶ ὁ κύων κύνα.
Εἰ δέ τι τῶν παρὰ φύσιν συμβαίνει γενέσθαι ὥσπερ τέρας γεννᾶ-
ται καὶ οὐχ ἕξει σύστασιν· ἡ γὰρ φύσις τὴν φύσιν τέρπεται,
καὶ ἡ φύσις τὴν φύσιν νικᾷ.
 Αὐτῇ οὖν δυνάμεως θείας μετεσχηκότες καὶ παρουσίας εὐτυ-
χήσαντες, κἀκείνοις προσλαμπομένοις αὐτοῖς ἐξ αἰτήσεως, ἐξ ἄμμων,
καὶ οὐκ ἐξ ἄλλων οὐσιῶν. κατασκευάσαντες, ἐπέτυχον διὰ τὸ
τῆς οὔσης φύσεως ὑπάρχειν τὴν προσβαλλομένην ὕλην τοῦ κατα-
σκευαζομένου, Ὡς γὰρ προεῖπον ὅτι ὁ σῖτος σῖτον γεννᾷ, καὶ
ἄνθρωπος ἄνθρωπον σπείρει, οὕτως καὶ ὁ χρυσὸς χρυσὸν θερίζει,
τὸ ὅμοιον τὸ ὅμοιον. Ἐφανερώθη νῦν δὲ τὸ μυστήριον.  
 Καὶ λαβὼν ὑδράργυρον, πῆξον αὐτὴν ἢ διὰ βωλίου, ἢ διὰ
σώματος μαγνησίας, ἢ διὰ θείου, καὶ ἔχε, τοῦτό ἐστιν τὸ χλιαρο-
παγές. Μίξις εἰδῶν· τοῦ μολύβδου τοῦ χλιαροπαγοῦς μέρος
αʹ, καὶ λευκολίθου μέρη δύο, καὶ ὁμολίθου μέρος αʹ, καὶ ξαν-
θῆς σανδαράχης μέρος αʹ, καὶ βατραχίου μέρος αʹ. Ταῦτα συμ-
μίξας τῷ μολύβδῳ μὴ σκορπισθέντι ἀναχώνευσον τρίς.
 ΜΙΞΙΣ ΛΕΥΚΟΥ ΦΑΡΜΑΚΟΥ ΟΠΕΡ ΕΣΤΙ ΛΕΥΚΩΣΙΣ
630

ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ.  – Λαβὼν ὑδράργυρον τὴν διὰ χαλκοῦ


γενο

[Isis Prophetissa] Alchem., Ἴσις προφῆτις τῷ υἱῷ (/Ωρῳ (redactio


secunda) (e cod. Paris. B.N. gr. 2250, fol. 217r) (4334: 002)
“Collection des anciens alchimistes grecs, vol. 2”, Ed. Berthelot, M.,
Ruelle, C.É.Paris: Steinheil, 1888, Repr. 1963.Volume 2, p. 34, line 29

 Τούτοις πᾶσί με ἐφορκίσας παραγγέλλειν ἐπεχείρησε μηδενὶ


μεταδιδόναι εἰ μὴ μόνον τέκνῳ καὶ φίλῳ γνησίῳ. Σὺ δὲ αὐτὸς, ὦ
τέκνον, ἄπελθε πρός τινα γεωργὸν, καὶ ἐρώτησον αὐτὸν τί μέν ἐστι
τὸ σπειρόμενον, τί δέ ἐστι τὸ θεριζόμενον, καὶ μαθήσῃ ἀπ' αὐτοῦ
ὅτι ὁ σπείρων σῖτον σῖτον καὶ θερίζει, καὶ ὁ σπείρων κριθὴν κριθὴν
καὶ θερίζει.
 Καὶ ταῦτα, ὦ τέκνον, διὰ προοιμίου ἀκηκοώς κ.τ.λ.
ἡ γὰρ φύσις τὴν φύσιν τέρπει,
καὶ ἡ φύσις τὴν φύσιν νικᾷ.
 Δεῖ οὖν ἐξ ἄμμων καὶ οὐκ ἐξ ἄλλων οὐσιῶν κατασκευάζειν
τὴν ὕλην. Ὡς γὰρ προεῖπον ὅτι ὁ σῖτος τὸν σῖτον γεννᾷ καὶ ὁ  
ἄνθρωπος τὸν ἄνθρωπον, οὕτω καὶ ὁ χρυσὸς τὸν χρυσόν. Καὶ ἰδού
σοι πᾶν τὸ μυστήριον.
 Λαβὼν οὖν ὑδράργυρον, πῆξον αὐτὴν ἢ διὰ βωλίου, ἢ διὰ
σώματος μαγνησίας, ἢ διὰ θείου, καὶ ἔχε· τοῦτό ἐστι τὸ χλιαρο-
παγὲς κατὰ τὰς μίξεις τῶν εἰδῶν· τοῦ μολύβδου χλιαροπαγοῦς
μέρος ἕν, κ.τ.λ.  

Anonymi De Astrologia Dialogus Astrol., De astrologia dialogus (=


Hermippus) (fort. auctore Joanne Catrario) (4374: 001)
“Anonymi christiani Hermippus De astrologia dialogus”, Ed. Kroll, W.,
Viereck, P.eipzig: Teubner, 1895; Bibliotheca scriptorum Graecorum et
Romanorum Teubneriana.P. 56, line 16

τὸ μὲν λυσιτελοῦν τῆς οἰκείας δυνάμεως παρέχεσθαι


δύναιτο, τῆς δ' ἀπὸ τῆς ἀποστάσεως τοῦ θερμοῦ βλάβης
ἀνωτέρους τηροίη.
 Τὴν δ' οὖν τοιαύτην τοῦ ἡλίου πορείαν καὶ οἱ
ἄλλοι ἀστέρες διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν ἐφύλαξαν. ἀλλ'
ἐπεὶ ἀμήχανον ἦν γνῶναι, πῇ δὴ καὶ πότε γινόμενος
εἰς ἕκαστον τῶν κλιμάτων τὴν ἑαυτοῦ ἐνίησι δύναμιν,
631

ἔτι δὲ καὶ ὁ τῶν ἄλλων ἀστέρων ὅμιλος, ἐναργὲς σύμ-


βολον ὁ δημιουργὸς καὶ τούτου πᾶσι παρέσχετο. ἐπειδὴ
γὰρ πρῶτον καὶ κυριώτατον τῆς ἐν ἡμῖν ξηρᾶς τροφῆς
ὁ σῖτός ἐστιν, αὕτη δ' εἰς αὐτὸν ἀνατέθειται, ἔδειξεν,
ὡς ὁπότε ἐν ὁποιῳδήποτε κλίματι τοῦτον πεπαίνει καὶ
τελειοῖ, τότε καὶ τοῦ κλίματος ἐκείνου μάλιστα δεσπότης
καθίσταται, ἐνιεὶς μὲν καὶ πρότερον τὴν δύναμιν τὴν
αὑτοῦ, οὐ τοσοῦτον δέ. σκοποῦμεν γοῦν ἀρχόμενοι
πρῶτον ἀπὸ κριοῦ καὶ εὑρίσκομεν, ὡς ἐν τῇ πρώτῃ
τρισκαιδεκαμοιρίᾳ αὐτοῦ κατὰ τὸ πρῶτον κλίμα τοῦθ'
ὅπερ ἔφημεν διατίθησι, καὶ ἐν τῇ δευτέρᾳ κατὰ τὸ
δεύτερον καὶ ἐν τῇ τρίτῃ κατὰ τὸ τρίτον καὶ ἐφεξῆς.
διὰ τοῦτο καὶ οἱ φάσκοντες τὸν κόσμον τὸν τοῦ ἔαρος
παρῆχθαι καιρὸν οὐχ ἁμαρτάνουσι τἀληθοῦς. δέδεικται

Concilia Oecumenica (ACO), Synodus Constantinopolitana et


Hierosolymitana anno 536 (5000: 004)“Acta conciliorum
oecumenicorum, vol. 3”, Ed. Schwartz, E.Berlin: De Gruyter, 1940, Repr.
1965.Tome 3, p. 9, line 17

Παμφίλου ἐπισκόπου Ἀβύδων πρὸς τὸν αὐτὸν Πέτρον

 Τὸ πολύθρυπτον τῶν ἐμῶν παίδων, ἀγαπητέ, διεγείρει με κελαδεῖν


θρῆνον· εἰ γὰρ
ἐν οἵωι οἴκωι θνήισκει τις, ἐκεῖσε κλαυθμὸς φοιτᾶι. πῶς οὐκ
ἀποδακρύσομαι καὶ ἀπ-
οδύρωμαι τὸν ἀλιτηρίως ἐκ τῶν σῶν ἀγγείων καταγγισθέντα τῶν ἐμῶν
υἱῶν θάνατον,
οὓς ἔδει σε ὡς συναδελφὸν ἐπισπουδάσαι σὺν ἐμοὶ ἄξαι πρὸς τὸν θεόν;
τοὐναντίον
δὲ πέπρακταί σοι, θεοφιλέστατε· ἐγένου γὰρ αὐτῶν ὀλετὴρ καὶ οὐ ζωή,
πικρία καὶ οὐχ
ἡδύτης, ὄμφαξ καὶ οὐ πέπειρος βότρυς, ζιζάνιον καὶ οὐ σῖτος, καλάμη
καὶ οὐ χρυσός,
ἄκανθα καὶ οὐκ ἄνθος, ἐκταραγμὸς καὶ οὐ γαλήνη. τί γὰρ τῶν προέδρων
ἡμῶν καὶ
ἐπίσων οὐ προσχὼν τὰ σύμβολα εἶξας μὴ προσθέσθαι τῆι τριάδι τετράδα
632

ἐν τῶι τὸ
τρισάγιόν σε φάσκειν ἐν προσθήκηι σταυροῦ; αὕτη γὰρ δρακοντικὴ καὶ
ἰοβόλων αἱρέσεων
φωνὴ καὶ πύλη ἅιδου καὶ αἰώνιος πυλωρὸς θανάτου, Χριστιανῶν βρόχος,
ἀκάκων θή-
ρευμα, ὀρθοδόξων μῶμος, πιστῶν πρόπτωσις, σωφρόνων σκάμβωσις,
ἀσκητῶν σκάνδαλον,
οἷς ὑπώπτευσας γλυκὺς εἶναι σὺν τῆι ἐκφωνουμένηι σου ἐκθέσει τῆι
παρακοντιζούσηι
τὸν ἀποστολικὸν ὅρον καὶ τὰ εὐαγγέλια καὶ τὸ τῶν τιη σύμβολον τῶν τὴν

Concilia Oecumenica (ACO), Synodus Constantinopolitana et


Hierosolymitana anno 536 Tome 3, p. 92, line 14

καὶ πάσης μετουσίας πρὸς τὴν τῶν ὀρθὰ φρονεῖν ἐγνωκότων διάκρισιν
(δέος γὰρ μὴ τοὺς
ἀκεραιοτέρους ἐπὶ πλεῖον μιμητὰς τῶν οἰκείων βλασφημιῶν
καθελκύσωσι· πάντα γὰρ
τολμῶσιν ὡς ἔτυχε), καὶ δεόμεθα τῶν ἁγιωτάτων ὑμῶν διὰ ταύτης ἡμῶν
τῆς μετρίας
ἐπιστολῆς, ἧι καὶ ἐντέτακται τὰ ἐπιδοθέντα διδασκαλικά, γνῶσιν ἀληθῆ
παρειληφότας
τῶν Σεβήρου καὶ Πέτρου πλημμελημάτων ἐπικυρῶσαι καὶ τὴν παρ' ἡμῶν
νῦν ἡγησαμένην
διοίκησιν τοῖς θείοις ἐγνωσμένην κανόσιν, εἰ καὶ μηδὲν ἔχειν αὐτοὺς
ἔνθεσμον ἱερωσύνης
ἐγνώκαμεν πώποτε, ἀναγαγεῖν δὲ καὶ ἐπὶ τὸν εὐσεβέστατον καὶ
ὀρθόδοξον ἡμῶν βασιλέα,
ἐφ' ὧι τε μανθάνοντα τὰ περιεχόμενα τοῖς λιβέλλοις καὶ τὰ παρ' ἡμῶν
κριθέντα καὶ δι-
καίαν εἴδησιν ἔχοντα τῶν παρ' ὑμῶν ἤδη καλῶς καὶ ὁσίως ἐψηφισμένων,
θεσπίσαι ταῖς
ἡμῶν ἱκεσίαις πειθόμενον τέλεον ἐλευθερῶσαι τῆς ἐκείνων ψυχοφθόρου
βλάβης τὰς ἁγίας τοῦ
θεοῦ ἐκκλησίας. οὕτω γὰρ ἂν ὁ καθαρὸς σῖτος ἐπὶ τῆς εὐσεβοῦς αὐτῶν
βασιλείας
ἀδιάφθορος μένοι τῶν ζιζανίων χωρισθέντων, ὡς εἴθε πάλαι καὶ
πρόπαλαι. πρὸς γὰρ

Concilia Oecumenica (ACO), Synodus Constantinopolitana et


Hierosolymitana anno 536 ome 3, p. 223, line 8
633

Παμφίλου ἐπισκόπου Ἀβύδων πρὸς Πέτρον αἱρετικὸν ἐπίσκοπον


Ἀντιοχείας ὅτι οὐ δεῖ ἐν τῶι τρισαγίωι θεοπασχίαν λέγειν διὰ τῆς
προσθήκης τοῦ ὁ σταυρωθεὶς δι' ἡμᾶς

 Τὸ πολύθρυπτον τῶν ἐμῶν παίδων, ἀγαπητέ, διεγείρει με κελαδεῖν


θρῆνον· οἶδας
γὰρ ὅτι ἐν ὧι οἴκωι θνήισκει τις, ἐκεῖσε κλαυθμὸς φοιτᾶι. πῶς οὖν οὐκ
ἀποδυρήσομαι
τὸν ἀλιτηρίως ἐκ τῶν σῶν ἀγγείων καταγγισθέντα τῶν ἐμῶν υἱῶν
θάνατον, οὓς ἔδει
σε ὡς συναδελφὸν ἐπισπουδάσαι σὺν ἐμοὶ ἄξαι πρὸς τὸν θεόν;
τοὐναντίον δὲ πέ-
πρακταί σοι, θεοφιλέστατε· ἐγένου γὰρ αὐτῶν ὀλετὴρ καὶ οὐ ζωή, πικρία
καὶ οὐχ ἡδύτης,
ὄμφαξ καὶ οὐ πέπειρος βότρυς, ζιζάνιον καὶ οὐ σῖτος, καλάμη καὶ οὐ
χρυσός, ἄκανθα καὶ
οὐκ ἄνθος, ἐκταραγμὸς καὶ οὐ γαλήνη. τί γὰρ τῶν προτέρων ἡμῶν καὶ
ἐπίσων οὐ
προσέχων τὰ σύμβολα εἶξας μὴ προσθέσθαι τῆι τριάδι τετράδα ἐν τῶι τὸ
τρισάγιόν σε
φάσκειν ἐν προσθήκηι σταυροῦ; αὕτη γὰρ δρακοντικὴ καὶ ἰοβόλων
αἱρέσεων φωνὴ καὶ
πύλη ἅιδου καὶ αἰώνιος πυλωρὸς θανάτου, Χριστιανῶν βρόχος, ἀκάκων
θήρευμα, ὀρθο-
δόξων μῶμος, πιστῶν πρόπτωσις, σωφρόνων σκάμβωσις, ἀσκητῶν
σκάνδαλον, οἷς
ὑπώπτευσας γλυκὺς εἶναι σὺν τῆι ἐκφωνουμένηι σου ἐκθέσει τῆι
παρακοντιζούσηι τὸν
ἀποστολικὸν ὅρον καὶ τὰ εὐαγγέλια καὶ τῶν τιη τὸ σύμβολον τῶν τὴν
προσθήκην τὴν
ἐν τῶι τρισαγίωι ἀγνοούντων τὸ νοητὸν δηλητήριον. φράσον μοι· τίς οὖν
θεὸν
ἔφη σταυρὸν ὑπομεμενηκέναι; τί τὸν θεὸν λόγον γυμνοῖς ἀπὸ τῆς στολῆς;
τί διχάζεις τὸν
ἄτμητον τῆι σῆι σκαιότητι; τί παρατιτρώσκεις τὴν ἀλήθειαν;

Σχόλια στον Αίλιο Αριστείδη. .(5008: 001)“Aristides, vol. 3”, Ed.


Dindorf, W.
Leipzig: Reimer, 1829, Repr. 1964.Treatise Pan, Jebb pagëline-
634

Hypothesis-Epigram 91,1, line 45

παρ' Ἀθηναίοις ὁ λόγος ἐλέγετο, δημοκρατουμένοις ἀν-


θρώποις καὶ οἷς προσφιλεῖς ἦσαν οἱ νόμοι, διὰ τοῦτο
ἀπὸ νόμου κατήρξατο. μαρτυρεῖ δὲ καὶ Δημοσθένης ἐν
τῷ κατὰ Τιμοκράτους, νόμον καλέσας τὴν πόλιν. δεῖ δὲ
εἰδέναι ὅτι ὅσα ἐστὶ νόμου ἐγκώμια, ταῦτα ἀντέθηκεν
Ἀριστείδης τῷ παρόντι νόμῳ. ἐγκωμιάζεται δὲ – κρατεῖν.
Oxon. ἀναγκαῖον οὐ μόνον ἑαυτῷ, ἀλλὰ καὶ πᾶσιν ἀν-
θρώποις τὸ τῆς πόλεως ἐγκώμιον κατασκευάζει ἐν προοι-
μίοις ὁ ῥήτωρ, λέγων ὡς νόμος ἐπιτάττει τοὺς τροφέας
ἀμείβεσθαι. τοιοῦτοι δὲ οἱ Ἀθηναῖοι· καὶ γὰρ ἐξ αὐτῶν ὁ
σῖτος εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους δεδώρηται, καὶ τὸ τῶν λό-
γων χρῆμα, οὗ καὶ αὐτὸς ἐνταῦθα μετέσχε. εἰκότως δὲ
εἶπε τὸ παλαιὸς καὶ τὸ οἶμαι, διὰ μὲν τοῦ παλαιὸς δει-
κνὺς τὸ σεμνὸν, νόμου δὲ καὶ τούτου σεμνότερον, διὰ δὲ
τοῦ οἶμαι ἐμφαίνων ὡς οὐχ ἅπαντες τῶν βαρβάρων τοῦ-
τον τιμῶσι τὸν νόμον, ἀλλ' εἰσὶν αὐτῶν οἳ πρὸς τοὺς
γεγενηκότας θηρίων δίκην φαίνονται. καὶ τὸ μὲν τοῦ σί-
του κατὰ παραδρομὴν λέγεται, τὸ δὲ τῶν λόγων ἐπεξερ-
γάζεται.

Σχόλια στον Αίλιο Αριστείδη. .Treatise Pan, Jebb pagëline-Hypothesis-


Epigram 91,4, line 6

τινὲς δὲ οὐκ ἐπῄνεσαν τὴν σύνθεσιν τοῦ κώλου διὰ τὸ


ἐφεξῆς ἔχειν τὸν σύνδεσμον, ἀγνοοῦντες ὅτι ἐπίτασιν δη-
λοῖ, ἀντὶ τοῦ λογιζόμενοι πάντ' ἐλλογίμος (sic) εἶναι. D.
τελεῖν] ὑπάρχειν. A.
μάλιστα μὲν γὰρ] τοῦτο λέγει διὰ τὴν εἰς πᾶσαν
γῆν διασπορὰν τοῦ σίτου διὰ Τριπτολέμου καὶ Κε-  
λεοῦ, τῶν Ἀττικῶν ἀνδρῶν. προϊὼν δὲ λέξει τὴν ἱστο-
ρίαν. A. ἀντέπιπτεν αὐτῷ τὸ τῆς ὁμωνυμίας. ἐπειδὴ γὰρ
τροφεῦσι χάριν εἶπεν ἐκτίνειν, τροφὴ δὲ μᾶλλον ὁ σῖ-
τος νενόμισται, λύει τῇ προσθήκῃ τὴν ὁμωνυμίαν, καὶ
ταύτην Ἀθηναίοις ἀντιθεῖ· αὐτοὶ γὰρ εὑρεταὶ καὶ τού-
του γεγόνασι. διὰ δὲ τοῦ εἰπεῖν μάλιστα μὲν γὰρ τὸ
λεπτόγεων τῆς Ἀττικῆς ἐκάλυψεν, ἐπειδή γε εἰς τοῦτο
διεβάλλοντο, ἐκ περιτροπῆς αὐτὸς τοῦτο κατασκευάζει,
λέγων ὅτι καὶ αὐτοῦ τοῦ σίτου τὴν εὕρεσιν αὕτη
ἡ πόλις ἐφεῦρε παρὰ τῶν θεῶν δεξαμένη. διπλῆν δὲ
τὴν κατασκευὴν μία λέξις πεποίηκεν· ἐπειδὴ γὰρ καὶ ἡ τοῦ
635

σίτου καὶ ἡ τῶν λόγων τροφὴ καλεῖται, εἰκότως διπλῆς


ἐμνήσθη κατασκευῆς. καὶ τὸ μὲν τοῦ σίτου κατὰ παρα-
δρομῆν λέγει, τὸ δὲ τῶν λόγων ἐπεξεργάζεται. τοῦτο γὰρ

Σχόλια στον Αίλιο Αριστείδη. .


Treatise Pan, Jebb pagëline-Hypothesis-Epigram 91,4, line 23

τὴν κατασκευὴν μία λέξις πεποίηκεν· ἐπειδὴ γὰρ καὶ ἡ τοῦ


σίτου καὶ ἡ τῶν λόγων τροφὴ καλεῖται, εἰκότως διπλῆς
ἐμνήσθη κατασκευῆς. καὶ τὸ μὲν τοῦ σίτου κατὰ παρα-
δρομῆν λέγει, τὸ δὲ τῶν λόγων ἐπεξεργάζεται. τοῦτο γὰρ
αὐτῷ τὸ δοξαζόμενον, κἂν εἰ τύχη. τύχη γὰρ ἢ ἀπόρους
ἢ εὐπόρους δίδωσι πατέρας, ὅ τε χρόνος ἀφ' οὗ γέγονε
καὶ οὐχ ἑτέρου τινὸς εἶναι. D Oxon.
τῆς νενομισμένης ταυτησὶ τροφῆς] τῆς συνήθους,
τῆς ἐκ τῶν σιτίων. A.
καὶ κοινῆς] τοῦ σίτου λέγει· κοινὴ γὰρ ἀνθρώπων
καὶ ἀλόγων τροφὴ ὁ σῖτος· ὁ γὰρ μῦθος αὐτοὺς πρώτους
λέγει παρὰ θεῶν δεξαμένους τὰ σπέρματα δι' Ἅιδου καὶ
Κελεοῦ καὶ διὰ Τριπτολέμου. Oxon.
ἐπωνύμους] τροφέας. A.
ὁ συμπίπτων] συνερχόμενος. A.
κοινοὺς δὲ ἁπάντων τροφέας ὑμᾶς εἶναι] κοινω-
νοὺς δὲ διὰ τοῦ σίτου λέγει· κοινὴ γὰρ τροφὴ καὶ ἀν-
θρώπων καὶ ἀλόγων ὁ σῖτος. ὁ γὰρ μῦθος πρώτους αὐ-
τοὺς λέγει παρὰ θεῶν δεξαμένους τὰ σπέρματα διὰ Ἅιδου
καὶ Κελεοῦ καὶ Τριπτολέμου τοῖς ἄλλοις μεταδοῦναι. D.

Σχόλια στον Αίλιο Αριστείδη. .Treatise Pan, Jebb pagëline-Hypothesis-


Epigram 105,15, line 12

τὴν φύσιν] οὐ μόνον γυμνὰς τὰς Χάριτας χράφουσιν, ὅτι


δεῖ τὴν χάριν ἐπίδηλον εἶναι, ἀλλὰ καὶ πτερωτάς· δεῖ γὰρ
ταχέως αὐτὰς γίνεσθαι, ἵνα μὴ τοῦ χρόνου τὸ μῆκος τὴν
ἐντεῦθεν τέρψιν ἀμβλύνῃ. οἱ γραφεῖς τὰς Χάριτας
γυμνὰς γράφουσιν, αἰνιττόμενοι ὅτι δεῖ τὴν χάριν ἄδολον
εἶναι· τὸ γὰρ γυμνὸν καὶ φανερὸν ἄδολον. ὁ δὲ ῥήτωρ
636

ἔφη· ὃ διὰ τὸ τοὺς Ἀθηναίους τοῖς ἄλλοις τὰς εὐεργεσίας


θᾶττον ἐπιφέρειν, ταχείας ἀπέδειξαν ἔργῳ τὰς χάριτας. D.
εὖ γὰρ ποιοῦντες ἔφθανον τὴν ἐπιθυμίαν τῶν εὖ πα-
θεῖν δεομένων] καλῶς εἶπε δεομένων, καὶ οὐ δεησομένων.
ἐπειδὴ γὰρ ὁ σῖτος οἰκεία τροφὴ τοῖς ἀνθρώποις, τρόπον
τινὰ αὐτοῦ ἐδέοντο, εἰ καὶ μὴ ᾔδεσαν. ἔφθανον δὲ τὴν
ἐπιθυμίαν λέγει, ἐπειδὴ, εἰ ἔγνωσαν, παρ' Ἀθηναίοις εἶναι
τὸν σῖτον, ἐπεθύμησαν ἂν αὐτοῦ μετασχεῖν· πρὶν οὖν
τοῦτο γενέσθαι, Ἀθηναῖοι μετέδωκαν.
αἱ παρὰ τῶν Ἑλλήνων ἀπαρχαὶ] ἀπαρ-
χὰς οἱ Ἕλληνες εἰς τὴν Ἀττικὴν ἔπεμπον στάχυας ἀπὸ
τῶν Ἑλληνικῶν· καὶ τοῦτο σημεῖον καὶ δεῖγμα τοῦ λόγου
αὐτοῦ ποιεῖται, καὶ τὰς τοῦ θεοῦ μαντείας τούτου ἀντὶ
τοῦ ἀπόδειξιν λαμβάνει. D.
ἐπὶ τῶν προτέρων χρόνων] ὅτε τὰ τῶν Ἑλ

Σχόλια στον Αίλιο Αριστείδη. .Treatise Pan, Jebb pagëline-Hypothesis-


Epigram 106,1, line 4

θεὸς αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις ἐγένοντο. D.


τίθησι] περὶ Δήμητρα. C.
ἀγῶνας] τὰ Ἐλευσίνια.
ἐκ τῶν εὐεργεσιῶν] ἃς εὐεργέτηται παρὰ Δήμητρος·
λέγω τὸν σῖτον. C.
πιστουμένη] βεβαιοῦσα. C.
πρόγονοι δὲ τοῦ κοινοῦ βίου πᾶσιν ἀνθρώ-
ποις] ἤγουν τῆς κοινῆς τῶν ἀνθρώπων οὐσίας· ἐπειδὴ,
ὡς ἔφη πρῶτον, ἐνταῦθα ἄνθρωπος γέγονε· καὶ τῆς τρο-
φῆς· ἐπειδὴ ὁ σῖτος τοῖς ἄλλοις ἐντεῦθεν δέδοται. C.
ἄλλα καλλίω] τὰς περὶ τοὺς θεοὺς πανηγύ-
ρεις.
καὶ τοῦτο μὲν ἐνταυθοῖ λῆξαν τελέως ἡμῖν
διήνυσται] τὴν μὲν οὖν περὶ τοῦ σίτου ὄνησιν, ὅπως
τε αὐτοὶ τοῦτον ἔλαβον καὶ τοῖς ἄλλοις ἔδοσαν, ἀξίως
καὶ ἀνενδεῶς εἰρήκαμεν, τὰ δὲ μετὰ ταῦτα ἔχει τινὰ δυς-
κολίαν καὶ ἀπορίαν πότερα δεῖ πρότερα διηγεῖσθαι,
πότερα τὰ περὶ τῶν θεῶν· καὶ γὰρ ταῦτα συνάπτειν εἰκὸς
τοῖς προειρημένοις· καὶ γὰρ τὸ τοῦ σίτου θεῶν ἔργον ἦν
εἰς αὐτούς· ἢ τὴν τῶν Ἀθηναίων φιλανθρωπίαν·

Σχόλια στον Αίλιο Αριστείδη. .Treatise Pan, Jebb pagëline-Hypothesis-


Epigram 115,17, line 7
637

λανθρωπίας τεκμήρια. D.
πῶς οὐκ εἰς ταυτὸν ἥκει] ἀντὶ τοῦ ὅμοιον καὶ ἴσον·
ὥσπερ γὰρ ἐκεῖνο κοινὸν εὐεργέτημα πεποίηται πᾶσι μετα-
δοῦναι τοῦ σίτου, οὕτω καὶ τὸ ἀποικίας παραπλήσιον. D.
σμήνη] σμήνη εἶπεν, ἐπειδὴ παρέοικε τούτῳ
καὶ τὰ τῆς ἀποικίας πλήθη. σμῆνος γὰρ κυρίως καλεῖται
τὸ σύστημα τῶν μελισσῶν. D.
ἄλλως τε] τὸ ἄλλως τε, ὥσπερ δοκεῖ, ἀποκεκομμέ-
νον τοῦ ἄνω· ἀλλ' οὐκ ἔστι τοιοῦτον· ἀλλ' ἐπειδὴ τὰς
ἀποικίας τῇ τοῦ σίτου πομπῇ παρείκασε, τρέφει δὲ ὁ σῖ-
τος ἀνθρώπους, διὰ τοῦτο καὶ τοῦτο ἐδεήθη εἰπεῖν. λέγει
δὲ, ὥσπερ ὁ σῖτος τούτου χάριν πανταχῆ ἐξεπέμφθη, ἵνα
εἰς σύστασιν ἀνθρώπων εἴη, οὕτω καὶ οἱ πρὸς τὴν πόλιν
καταφυγόντες διὰ τοῦτο ἀπῳκίσθησαν, ἵνα δι' οἰκείας ἐρ-
γασίας τὸν βίον αὐτοῖς

Σχόλια στον Αίλιο Αριστείδη. .Treatise Pan, Jebb pagëline-Hypothesis-


Epigram 115,17, line 8

πῶς οὐκ εἰς ταυτὸν ἥκει] ἀντὶ τοῦ ὅμοιον καὶ ἴσον·
ὥσπερ γὰρ ἐκεῖνο κοινὸν εὐεργέτημα πεποίηται πᾶσι μετα-
δοῦναι τοῦ σίτου, οὕτω καὶ τὸ ἀποικίας παραπλήσιον. D.
σμήνη] σμήνη εἶπεν, ἐπειδὴ παρέοικε τούτῳ
καὶ τὰ τῆς ἀποικίας πλήθη. σμῆνος γὰρ κυρίως καλεῖται
τὸ σύστημα τῶν μελισσῶν. D.
ἄλλως τε] τὸ ἄλλως τε, ὥσπερ δοκεῖ, ἀποκεκομμέ-
νον τοῦ ἄνω· ἀλλ' οὐκ ἔστι τοιοῦτον· ἀλλ' ἐπειδὴ τὰς
ἀποικίας τῇ τοῦ σίτου πομπῇ παρείκασε, τρέφει δὲ ὁ σῖ-
τος ἀνθρώπους, διὰ τοῦτο καὶ τοῦτο ἐδεήθη εἰπεῖν. λέγει
δὲ, ὥσπερ ὁ σῖτος τούτου χάριν πανταχῆ ἐξεπέμφθη, ἵνα
εἰς σύστασιν ἀνθρώπων εἴη, οὕτω καὶ οἱ πρὸς τὴν πόλιν
καταφυγόντες διὰ τοῦτο ἀπῳκίσθησαν, ἵνα δι' οἰκείας ἐρ-
γασίας τὸν βίον αὐτοῖς πορίζωνται.
ἐξουσίας ἤδη πᾶσιν οὔσης ἐργάζεσθαι] οὐ γὰρ ἠδύ-
ναντο, πρὶν εἰς τὴν πόλιν καταφυγεῖν, ποιεῖν τι ὑπ' ἄλ-
λων ἀνάστατοι γεγονότες τῶν σφετέρων πατρίδων.
πᾶσιν] τοῖς τότε κατοικισθεῖσι.

Σχόλια στον Αίλιο Αριστείδη. .Treatise Tett, Jebb pagëline-Hypothesis-


Epigram 246,2, line 1
638

ὅσα μὴ ἀπῆν τό γε ἀτρεμεῖν] ἀντὶ τοῦ ὅσον· καὶ ἐφ' ὅσον


χρόνον οὐκ ἀπῆν αὐτῷ· τό γε ἀτρεμεῖν εἱστήκει μένων αὐτῷ,
ἢ ἀντὶ τοῦ ἀπῆν τὸ τρέμειν. ἢ ἀντὶ τοῦ ἕως οὗ μὴ ἀπῆν.
ἢ ἐν ὅσῳ μὴ ἀπῆν. BD.
τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον οἶμαι καὶ Περικλῆς]
ἵππῳ παραβάλλει τὸν δῆμον, Νέστορι δὲ τὸν Περικλέα. B.  
κατεῖχε τοὺς ἵππους] ἐνέμεινε τῇ τροπῇ. B.
τοῦ Νέστορος οὐδὲν χείρω τὴν φωνὴν ἐνό-
μιζον] πρὸς τὸ Ὁμηρικὸν “Τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος
γλυκίων ῥέεν αὐδή.” BD.
ὅ τε χιλὸς] ὁ σῖτος. B. ἐπειδὴ Ἀθηναίους
ἵπποις παρείκασε, διὰ τοῦτο καὶ χιλὸς εἶπε. χιλὸς γὰρ κυρίως
ἡ τῶν ἵππων τροφή. Oxon.
πονήρως] ἀτυχῶς. B.
ἤχθησαν] ἀνεστράφησαν. B.
ὥστ' ἔγνωσάν τε, ὃ ἔδρασαν, καὶ μετέγνωσαν]
σημαίνει τὴν ἀπολογίαν τοῦ ἁμαρτήματος

Σχόλια στον Αισχύλο.


“Scholia Graeca in Aeschylum quae exstant omnia, vols. 1 & 2.2”, Ed.
Smith, O.L.Leipzig: Teubner, 1:1976; 2.2:1982.Play Th, hypothesis-
epigram-scholion 357e, line 1

λόγος] ἡ φρόνησις. NaP


πάρα] παραστῆσαι. AbHa
ἀντιστροφὴ κώλων ιγʹ. T
ποδαπὸς δὲ ἤτοι ποικίλος καὶ διάφορος καὶ ἐκ πολλῶν εἰδῶν συν-
ιστάμενος. BaWYa
παντοδαπὸς] παντοῖος. AbHaV
παντοδαπὸς] ἐκ πολλῶν εἰδῶν συνιστάμενος. PPd
δάπεδον ἡ γῆ, ἀλλοδαπὸν τὸ ξένον ὥς φαμεν· ὁ δεῖνα ἄνθρωπος  
ἀλλοδαπός ἐστιν, ποδαπὸν τὸ ἀπὸ ποίου δαπέδου, παντοδαπὸν δὲ τὸ ἀπὸ
παντοίων δαπέδων ἀναδιδόμενον. AbHa
παντοδαπὸς] σῖτος, κριθή, κέγχρος, πάνθ' ὁμοῦ χρήματα. θT
παντοδαπὸς] διάφορος. Ξa
χαμάδις] εἰς τὴν γῆν. AbCDPPdXcVYa
χαμάδις] χαμαί, εἰς τὴν γῆν κείμενος, συρόμενος. BHRb
χαμάδις] χαμαί. FdQR1
χαμάδις] ἐπίγειος. θ
χαμάδις] ἤγουν χαμαὶ κείμενος. T
χαμάδις] κατὰ γῆς. A2Ξa
πεσὼν] ἐρριμμένος ὑπὸ τῶν πολεμίων. T
639

ἀλγύνει κυρήσας· τοῦτο ἄλλως εἰπεῖν ἔδει· ὁ τοῦτον εὑρὼν


λυπεῖται· οὐ γὰρ ὁ καρπὸς ἐντυγχάνει τινί, ἀλλά τις τῷ καρπῷ. ἐπήνεγκε

Σχόλια στον Αισχύλο. .Play Th, hypothesis-epigram-scholion 361b, l 1

ἀκριτόφυρτος] ἀδιαχώριστος. BDHHaYa


ἀκριτόφυρτος] ἀδιαίρετος. θT
ἀκριτόφυρτος] παμμιγής. A2Ξa
γᾶς δόσις] ὁ καρπός. BMNaPPdR1
γᾶς δόσις] σῖτος, κριθή, κέγχρος, πάνθ' ὁμοῦ χρήματα. θT
δόσις] δωρεά. CNc
οὐτιδανοῖς· ἤτοι ἀνευφράντοις, οὔ τι δάνος καὶ ἡδονὴν ἐμ-
ποιοῦσιν. οἱ γὰρ Δωριεῖς τὸ γάνος δάνος λέγουσι καὶ τὴν γῆν δᾶν καὶ τὸν
γνόφον δνόφον. εὐφυῶς δὲ τὸ ῥοθίοισι προσέθηκε τῷ οὐτιδανοῖς· ἐπει-
δὴ γὰρ τὰ ῥόθια καὶ τὰ τῆς θαλάσσης ὑγρὰ κέλευθα ἐπωφελῆ πᾶσι τυγχά-
νουσι – δι' αὐτῶν γὰρ ὁ πλοῦς τὰ ζωαρκῆ κομίζει ταῖς πόλεσιν ἐξ ὧν
αὗται
συνίστανται – ὁ ποιητὴς ἐνταῦθα εἰπὼν ῥοθίοις, ἵνα μὴ τοῖς ὠφελίμοις
νοήσῃ καὶ ζωογόνοις ταῖς πόλεσι, τὸ οὐτιδανοῖς τοῦτο προσέθηκεν,
ἤγουν τοῖς ἀνευφράντοις. BCHNcNdP2PdSjVWXaYYaYb  
οὐτιδανοῖς] ἀνευφράντοις, οὔ τι δάνος καὶ ἡδονὴν ἐμποιοῦσιν.

Σχόλια στον Αισχύλο. (scholia recentiora) (5010: 009)


“Aeschyli tragoediae superstites et deperditarum Frag., vol. 3 [Scholia
Graeca ex codicibus aucta et emendata]”, Ed. Dindorf, W.
Oxford: Oxford University Press, 1851, Repr. 1962.
Play Th, hypothesis-verse of play 357, line 1

φαίνει. ὁ γὰρ μήτε ἔλασσον μήτε ἴσον τῷ προλαβόντι λαβεῖν αἱ-


ρούμενος φαίνεται πλείονος ὀρεγόμενος. τινὲς δὲ τὸ λελιμμένοι διὰ
τοῦ ι γράφουσιν, οἷον λελιμμένοι καὶ ἐπιθυμοῦντες· ὤφειλε δὲ πρὸς
τοῦτο “μείονος καὶ ἴσου” γράφεσθαι, ἀλλὰ λαμβάνουσιν ἔξωθεν τὸ
λαβεῖν καὶ λέγουσιν, οὔτε μεῖον οὔτε ἴσον ἐπιθυμοῦντες λαβεῖν.
λελημμένοι οὖν διὰ τοῦ η ἐκ τοῦ λήβω τὸ λαμβάνω, τὸ δὲ λελιμ-
μένοι διὰ τοῦ ι ἐκ τοῦ λίπτω τὸ ἐπιθυμῶ. A.
λελιμμένοι] ἐπιθυμοῦντες λαβεῖν. B.
640

τίν' ἐκ τῶνδε] τῶν ἐν ἁλώσεσι συμβαινόντων. λέγει δὲ ὅτι


πάνθ' ὅσα ἂν εἴπωμεν ἐλάττω τῶν τότε συμβαινόντων ἐροῦμεν. B.
παντοδαπὸς δὲ καρπὸς] σῖτος, κριθὴ, κέγχρος, πάνθ' ὁμοῦ
χρήματα. B.
χαμάδις] ἐπίγειος. ἀλγύνει] λυπεῖ. κυρήσας] τίνι; τοῦτο δὲ
ἄλλως εἰπεῖν ἔδει, οὐ γὰρ ὁ καρπὸς ἐντυγχάνει τινὶ, ἀλλὰ τῷ καρπῷ
τις ἐντυγχάνει. B.
πικρὸν] ἐλεεινόν. O.
πικρὸν δ' ὄμμα] τὸ δὲ πικρὸν ὄμμα διὰ τοῦτό φησιν, ὅτι σκυλευό-
μεναι θρῆνον ἐγείρουσι καὶ τὸ αὐτῶν ὄμμα ἐκτήκουσι γόοις κατ'
Εὐριπίδην, ἢ ὅτι ὁρῶντες αὐτὰς ἕτεροι ἀθλίως ἑλκομένας δακρύων
σταλαγμοὺς ἐξ ὀφθαλμῶν καθιᾶσιν. θαλαμηπόλων] νέων νυμφῶν ἢ
οἰκουρῶν· θάλαμος γὰρ οὐ μόνον ὁ παστὸς, ἀλλὰ καὶ ὁ οἶκος.

Σχόλια στον Αισχύλο. (scholia recentiora) Play Th, hypothesis-verse of


play 361, line 14

ῥοθίοισι προσέθηκε τὸ οὐτιδανοῖς· ἐπειδὴ γὰρ τὰ ῥόθια καὶ τὰ τῆς


θαλάσσης ὑγρὰ κέλευθα ἐπωφελῆ πᾶσι τυγχάνουσι, δι' αὐτῶν γὰρ ὁ
πλοῦς τὰ ζωαρκῆ κομίζει ταῖς πόλεσιν, ἐξ ὧν αὐταὶ συνίστανται, ὁ
ποιητὴς ἐνταῦθα εἰπὼν ῥοθίοισιν, ἵνα μὴ τοῖς ὠφελίμοις νοήσῃ τις καὶ
ζωογόνοις, τὸ οὐτιδανοῖς προσέθηκε. Ἄλλως. ἐπειδὴ τὰ κύματα ἔσθ'
ὅτε ὠφέλειαν παρέχεται ταῖς πόλεσι· δι' αὐτῶν γὰρ ὁ πλοῦς τὰ ἐπι-
τήδεια κομίζει· προσέθηκεν ἐπίτηδες τὸ οὐτιδανοῖς, οἷον ἀχρείοις. τρο-
πικῶς δὲ ῥόθια εἶπε τὰ συνεχῆ κινήματα τῶν πολεμίων. Ἄλλως,
ταῖς ὑβριστικαῖς κινήσεσι τῶν πολεμίων. ἢ τούτους ῥόθιά φησιν,
ἐπειδὴ συντόνως πολεμοῦσι. A.
γᾶς δόσις] σῖτος. B.
δμωΐδες] ἐν γὰρ τῇ ἁλώσει οὐ μόνον γραῖαι γυναῖκες δου-
λείας ἀνάγκῃ φέρονται, ἀλλ' ἴδοις ἂν καὶ νέας δούλας γενομένας,
ἄρτι πρῶτον δυστυχησάσας τλήμονας καὶ ἀθλίας εἰς τὴν αὐτῶν εὐνὴν
αἰχμάλωτον, ζώντων τῶν οἰκείων ἀνδρῶν καὶ ὁρώντων αὐτὰς ὑφ' ἑτέρων
εἰς μίξιν βιαζομένας, ἅτε δυνατωτέρων. καὶ οὕτω μὲν εἴποις λαμ-
βάνων τὴν εἰς ἔξωθεν εἰς τὸ εὐνήν· ἑτέρως δὲ οὕτω, δοῦλαι δέ εἰσι
τότε νέαι γυναῖκες, ἐκ νέου δυστυχήσασαι τλήμονες καὶ ἀθλίαι, εὐτυ-
χούντων τῶν οἰκείων ἀνδρῶν τὴν αὐτῶν εὐνὴν αἰχμάλωτον, τουτέστιν
ὁρώντων αὐτὰς ὑπὸ τῶν πολεμίων πασχούσας ἄθεσμα καὶ οὐ δυνα-
μένων ἀμύνειν, μεῖζον γὰρ αὐτῶν ἰσχύουσιν οὗτοι· ὃ καὶ κρεῖττον. μὴ

Scholia In Aratum, Scholia in Aratum .(5013: 001)


“Scholia in Aratum vetera”, Ed. Martin, J.Stuttgart: Teubner, 1974.
Scholion 1046, line 2
641

τὸ πρῶτον, τουτέστι βαρούμεναι τῷ καρπῷ, οὐκ ἀ-


πείρητοί εἰσι χειμῶνος.
MΔUA – σχῖνοι ἀπείρητοι: ὅσα τὴν σχῖνον
ἐκ τοῦ ἀέρος ὠφελεῖ, ταῦτα καὶ τὸν σῖτον. ὁμοίως καὶ
τὰ βλάπτοντα. δείγματα οὖν τῶν σπόρων ὁ πρῶτος
ἐν τῇ σχίνῳ ἐστὶ τῶν πρώτων, καὶ τῶν μέσων ὁ μέσος,
καὶ ὁ τρίτος τῶν τελευταίων. οὕτω Πλούταρχος (fr. 18
Sandbach). πολλὸς δὲ ἀλωεὺς ὁ σπουδαῖος γε-
ωργὸς καὶ ἀροτρεύς.  
MΔKUAS – μή οἱ θέρος ἐκ χερὸς ἔρρῃ:
ῥεύσῃ, φθαρῇ. ὁ δὲ σῖτος, ὅταν ἀρχὴν ἔχῃ τοῦ ἀναφύες-
θαι, οὔτε ὑπερβολὴν χειμῶνος δύναται βαστάζειν, οὔτε
αὐχμοῦ συμπεσόντος (ἐν ἔαρι γὰρ φυόμενος τούτου
δοκεῖ ἀπαλλάττεσθαι), ἀλλ' ἐπειδὰν ἐμπέσῃ, ἀπόλλυται.
φησὶν οὖν ὅτι πρῖνοι οὐ καρποῦ μεσταὶ οὖσαι καὶ μέλαι-
ναι σχῖνοι οὐκ ἀπείρητοί εἰσι χειμῶνος. δυνατὸν οὖν ἐκ
τῆς τῶν καρπῶν αὐτῶν ἀναφύσεως συμβάλλειν καὶ
χειμῶνας καὶ καιρούς. ὁ μὲν οὖν τῆς πρίνου καρπὸς
σύμμετρος ὢν χειμῶνα δηλοῖ. ὁ δὲ πλείων τοῦ συνή-
θους αὐχμόν.

Σχόλια στον Αριστοφάνη. (scholia vetera et recentiora Triclinii) (5014:


001)“Prolegomena de comoedia. Scholia in Acharnenses, Equites,
Nubes”, Ed. Wilson, N.G.
Groningen: Bouma, 1975; Scholia in Aristophanem 1.1B.
Hypothesis-epigram-scholion sch ach, verse 548a, line 2

vet θορύβου στρατιωτῶν: τοῦ θορύβου τῶν πραττόντων, τῶν βοών-


των περὶ τοῦ δεῖν τριηράρχους εἶναι. REΓ3
Tr
περὶ τριηράρχου] ὅτι δεῖ τριηράρχους εἶναι. Lh
vet Tr μισθοῦ διδομένου: μισθοῦ μὲν τοῦ διδομένου τοῖς ἐμβαίνουσιν εἰς
τὰς ναῦς. παλλάδια δὲ ἐν ταῖς πρῴραις τῶν τριήρων ἦν ἀγάλματά τινα
ξύλινα
τῆς Ἀθηνᾶς καθιδρυμένα, ὧν ἐπεμελοῦντο μέλλοντες πλεῖν. REΓLh
Tr μισθοῦ διδομένου] τοῦ διδομένου τοῖς ἐμβαίνουσιν εἰς τὰς ναῦς. Lh
Tr παλλαδίων] ἀγαλμάτων τῆς Παλλάδος. Lh
Tr χρυσουμένων] καλλωπιζομένων. Lh
vet στοᾶς στεναχούσης: τῆς λεγομένης ἀλφιτοπώλιδος, ἣν ᾠκοδό-
μησε Περικλῆς, ὅπου καὶ ὁ σῖτος ἀπέκειτο τῆς πόλεως. ἦν δὲ περὶ τὸν
Πειραιᾶ. “στεναχούσης” δὲ διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἐκεῖ συναγομένων ἐπὶ
σιτις-
642

μῷ. EΓ
Tr στοᾶς] τῆς λεγομένης ἀλφιτοπώλιδος ἔνθα ὁ σῖτος ἀπέκειτο τῆς
πόλεως. Lh
Tr Περικλῆς στοάν τινα πεποίηκε περὶ Πειραιᾶ εἰς ἣν ὁ τῆς πόλεως
ἀπέκειτο σῖτος. ἐκστρατείας οὖν μελλούσης γενέσθαι καὶ πλοῦ συνήγετο
τὸ
ναυτικὸν ἐν αὐτῇ ἐπὶ σιτισμῷ, καὶ τῷ πλήθει θροῦς ἦρτο μέγιστος.
τούτου
χάριν τὸ “στεναχούσης” τῆς στοᾶς εἴρηκεν. Lh
vet τροπωτήρων: τῶν ἱμάντων τῶν συνδεόντων πρὸς τὸν πάτταλον,
λέγω δὴ τὸν σκαλμόν, τὴν κώπην. Ὅμηρος· “τροποῖς ἐν δερματίνοισι”,

Σχόλια στον Αριστοφάνη. (scholia vetera et recentiora Triclinii)


Hypothesis-epigram-scholion sch ach, verse 548b, line 1

vet Tr μισθοῦ διδομένου: μισθοῦ μὲν τοῦ διδομένου τοῖς ἐμβαίνουσιν εἰς
τὰς ναῦς. παλλάδια δὲ ἐν ταῖς πρῴραις τῶν τριήρων ἦν ἀγάλματά τινα
ξύλινα
τῆς Ἀθηνᾶς καθιδρυμένα, ὧν ἐπεμελοῦντο μέλλοντες πλεῖν. REΓLh
Tr μισθοῦ διδομένου] τοῦ διδομένου τοῖς ἐμβαίνουσιν εἰς τὰς ναῦς. Lh
Tr παλλαδίων] ἀγαλμάτων τῆς Παλλάδος. Lh
Tr χρυσουμένων] καλλωπιζομένων. Lh
vet στοᾶς στεναχούσης: τῆς λεγομένης ἀλφιτοπώλιδος, ἣν ᾠκοδό-
μησε Περικλῆς, ὅπου καὶ ὁ σῖτος ἀπέκειτο τῆς πόλεως. ἦν δὲ περὶ τὸν
Πειραιᾶ. “στεναχούσης” δὲ διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἐκεῖ συναγομένων ἐπὶ
σιτις-
μῷ. EΓ
Tr στοᾶς] τῆς λεγομένης ἀλφιτοπώλιδος ἔνθα ὁ σῖτος ἀπέκειτο τῆς
πόλεως. Lh
Tr Περικλῆς στοάν τινα πεποίηκε περὶ Πειραιᾶ εἰς ἣν ὁ τῆς πόλεως
ἀπέκειτο σῖτος. ἐκστρατείας οὖν μελλούσης γενέσθαι καὶ πλοῦ συνήγετο
τὸ
ναυτικὸν ἐν αὐτῇ ἐπὶ σιτισμῷ, καὶ τῷ πλήθει θροῦς ἦρτο μέγιστος.
τούτου
χάριν τὸ “στεναχούσης” τῆς στοᾶς εἴρηκεν. Lh
vet τροπωτήρων: τῶν ἱμάντων τῶν συνδεόντων πρὸς τὸν πάτταλον,
λέγω δὴ τὸν σκαλμόν, τὴν κώπην. Ὅμηρος· “τροποῖς ἐν δερματίνοισι”,
τουτέστι τοῖς τροπωτῆρσιν.
643

Σχόλια στον Αριστοφάνη. (scholia vetera et recentiora Triclinii)


Hypothesis-epigram-scholion sch ach, verse 548c, line 2

Tr μισθοῦ διδομένου] τοῦ διδομένου τοῖς ἐμβαίνουσιν εἰς τὰς ναῦς. Lh


Tr παλλαδίων] ἀγαλμάτων τῆς Παλλάδος. Lh
Tr χρυσουμένων] καλλωπιζομένων. Lh
vet στοᾶς στεναχούσης: τῆς λεγομένης ἀλφιτοπώλιδος, ἣν ᾠκοδό-
μησε Περικλῆς, ὅπου καὶ ὁ σῖτος ἀπέκειτο τῆς πόλεως. ἦν δὲ περὶ τὸν
Πειραιᾶ. “στεναχούσης” δὲ διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἐκεῖ συναγομένων ἐπὶ
σιτις-
μῷ. EΓ
Tr στοᾶς] τῆς λεγομένης ἀλφιτοπώλιδος ἔνθα ὁ σῖτος ἀπέκειτο τῆς
πόλεως. Lh
Tr Περικλῆς στοάν τινα πεποίηκε περὶ Πειραιᾶ εἰς ἣν ὁ τῆς πόλεως
ἀπέκειτο σῖτος. ἐκστρατείας οὖν μελλούσης γενέσθαι καὶ πλοῦ συνήγετο
τὸ
ναυτικὸν ἐν αὐτῇ ἐπὶ σιτισμῷ, καὶ τῷ πλήθει θροῦς ἦρτο μέγιστος.
τούτου
χάριν τὸ “στεναχούσης” τῆς στοᾶς εἴρηκεν. Lh
vet τροπωτήρων: τῶν ἱμάντων τῶν συνδεόντων πρὸς τὸν πάτταλον,
λέγω δὴ τὸν σκαλμόν, τὴν κώπην. Ὅμηρος· “τροποῖς ἐν δερματίνοισι”,
τουτέστι τοῖς τροπωτῆρσιν. REΓ  
Tr τροπωτήρων] τῶν ἱμάντων τῶν συνδεόντων τὰς κώπας ἐν τῷ σκαλ-
μῷ.

Σχόλια στον Αριστοφάνη. (scholia vetera et recentiora Triclinii)


Hypothesis-epigram-scholion sch ach, verse 759, line 2

ἀπήντησεν ὁ Δικαιόπολις ἀστείως. εἰ γὰρ ἀπώλλυσθε, φησίν,


ἀπηλλάττεσθε
ἂν πραγμάτων. EΓ
vet σὰ μάν: ἀντὶ τοῦ τί μήν; τί γὰρ ἄλλο καταλείπεται ἢ τοῦτο; REΓΓ3
Tr
ἀστείως καὶ οὗτος εἴρηκεν. εἰ γὰρ ἀπόλλοισθε, φησί, καὶ ἀπαλλάξεσθε
πραγμάτων. Lh
Tr σὰ μάν;] τί μήν; Lh
vet τί δ' ἄλλο Μεγαροῖ: λείπει τό, ἢ τοῦτο τὸ ἀπολέσαι ἡμᾶς σπου-
δάζειν. Su. Τ 560
vet Μεγαροῖ] ἀντὶ τοῦ εἰς τὰ Μέγαρα. REΓ3
vet Tr
ᾇπερ τοὶ θεοί: ἀντὶ τοῦ ὥσπερ οἱ θεοὶ πολυτίμητοί εἰσι καὶ τίμιοι,
οὕτω καὶ ὁ σῖτος πολλῆς τιμῆς ἐστι. παίζει οὖν. REΓLh
vet ἅλας οὖν φέρεις: ἐν Νισαίᾳ τῆς Μεγαρίδος ἅλες πήγνυνται. ἦν
δὲ ὁ τόπος ὑπήκοος τῶν Ἀθηναίων. EΓ
644

vet Tr ὑμὲς αὐτῶν ἄρχετε: διὰ τὸ θαλασσοκρατεῖν τοὺς Ἀθηναίους ἔφη


ὅτι ὑμεῖς αὐτῶν ἄρχετε. REΓLh
vet ὅκκ' ἐσβαλεῖτε: ἐσβαλεῖν ἐστι τὸ τινὰς ἐν ἀγρῷ εἰσελθόντας
ἐκκόψαι πάντα τὰ ἐν αὐτῷ. λέγει οὖν ὁ Μεγαρικὸς ὅτι “ποῖα σκόροδα”;
ἅτινα ὑμεῖς ἐπελθόντες τοῖς χωρίοις τῆς Μεγαρίδος καθαπερεὶ γήϊνοι
μύες
ἐκκόπτετε. ἀπὸ δὲ τῶν σκορόδων ἐσήμηνε καὶ τὰ ἄλλα πάντα. τούτων δὲ
ἐμνήσθη ὡς μηδὲ τῶν οὕτως εὐτελῶν φειδομένων τῶν Ἀθηναίων.

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in pacem (scholia vetera et


recentiora Triclinii) (5014: 008)“Scholia in Vespas, Pacem, Aves et
Lysistratam”, Ed. Holwerda, D.Groningen: Bouma, 1982; Scholia in
Aristophanem 2.2.Argumentum-dramatis personae-scholion sch pac,
verse 568c, line 1

καὶ θρίνακας καὶ σκεύη ἄλλα γεωργικά, δι' ὧν τὰς βώλους τῆς γῆς
ἔμελλον θραύσειν.
vet αἵ τε R θρίνακες: τὰ πτύα.
vet ἐργαλεῖον ᾧ ἀποχωρίζουσι τῶν σπερμάτων τὰ ἄχυρα. VΓ
vet παρέοικεν ἐν ταῖς ἅλωσι πρὸς τὸν ἄνεμον ἐπαίρουσι τὰ ἄχυρα ὑπὲρ
τοῦ
ἀποπτῆναι καὶ καθαρισθῆναι τὸν πυρὸν ἢ τὰς κριθὰς ἢ ἄλλο τι τῶν
τοιούτων
γεννημάτων. Γ
vet Tr ἀπαλλάξειεν R: μετακινήσειεν. RΓLh
vet Tr μετόρχιον: τὸ μεταξὺ τῶν ὄρχων. ὄρχοι δὲ VΓLh καλοῦνται VΓ τὰ
μέσα τῶν ἐλαιῶν καὶ τῶν ἀμπέλων. VΓLh
vet μετόρχιόν ἐστι τὸ μεταξὺ τῶν συμφύτων πεδίον, ἐν ᾧ ὁ σῖτος ἐν ἅλῳ
ἔσπαρται. παίζων οὖν εἶπεν· RVΓ ὅτι VΓ ἠδύνατό τις διασχίσας αὐτοὺς
ποιῆσαι
μετόρχιον, ἐπειδὴ πολλοί εἰσιν. RVΓ
vet μεταξύ, ἵνα αὐτοὶ ἀντὶ τῶν φυτῶν γένωνται. RVΓ
vet τινὲς μετόρχιον τὸ μεταξὺ τῶν φυτῶν. RVΓ  
vet μετόρχιον VΓ: τὸ μεταξὺ τῶν χωρίων, ὅπερ λέγεται ὄρχος. καλῶς ἄν,
φησί, μεταστήσειε τὰ φυτὰ ἀπὸ τῶν ἀρουρῶν τῶν σπειρομένων. RVΓ
vet Tr τριαινοῦν: ἠρέμα σκάπτειν καὶ ἐπισύρειν τὰς βώλους ὑπὲρ τοῦ
κρύπτειν τὰ σπέρματα.

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in ecclesiazusas .(5014: 013)


“Scholia Graeca in Aristophanem”, Ed. Dübner, F.
645

Paris: Didot, 1877, Repr. 1969.Argumentum-scholion sch eccl, verse 14,


line 2

μετὰ λύχνων σκοποῦσιν. (ῥύμης δὲ τῆς ὁρμῆς.)


ὅρμα φλογός: Σύμβολον ἡμῖν δίδου περὶ τῶν
συγκειμένων διὰ τῆς φλογός.
χορδουμένων: Κινουμένων. τοῦτο δὲ λέγει,
ἐπεὶ οἱ συνουσιάζοντες κινοῦνται.
ἀπορρήτους μυχούς: Τὸ αἰδοῖον λέγει τῆς γυ-
ναικὸς, διὰ τὸ μηδένα αὐτὸ βλέπειν.
(ἀφαύων: Ἀποξυρῶν.)
τρίχα: Τοῦ αἰδοίου τὴν ἐπικειμένην τρίχα.
στοάς: Τὰ ταμιεῖα στοὰς λέγουσι. καὶ γὰρ πα-
ραμήκη.  – ἐν αἷς ὁ σῖτος. R.
Σκίροις: Σκίρα ἑορτή ἐστι τῆς Σκιράδος Ἀθη-
νᾶς, Σκιροφοριῶνος ιβʹ. οἱ δὲ Δήμητρος καὶ Κόρης. ἐν
ᾗ ὁ ἱερεὺς τοῦ Ἐρεχθέως φέρει σκιάδειον λευκὸν, ὃ λέ-
γεται σκῖρον.

Scholia In Demosthenem, Scholia in Demosthenem .(fort. auctore


Ulpiano) (5017: 001)“Scholia Demosthenica, 2 vols.”, Ed. Dilts, M.R.
Leipzig: Teubner, 1:1983; 2:1986.Oration 19, Sec. 265, line 1

πολίν με ἠναγκάσατε ἐξιέναι. gT


μὴ σύγκλητος ἐκκλησία γένηται] ὅτι τρεῖς ἐκκλησίαι τοῦ μηνὸς
γίνονται ὡρισμέναι· ἡ δὲ σύγκλητος οὐχ ὡρισμένη. A
σύγκλητος ἐκκλησία ἡ γινομένη διά τι ἐξαίφνης κατεπεῖγον. F2Y
μὴ ... γένηται] σύγκλητος δὲ ἐκκλησία ἐκλήθη, ἐπειδὴ ἐν μὲν τοῖς
νομίμοις καὶ συνήθεσιν ἀφ' ἑαυτοῦ ὁ δῆμος συνέτρεχεν· ὅταν δὲ ἐξ
ἀνάγκης τινὸς σύλλογος γένηται, συγκαλοῦσί τινες περιιόντες. gT
καὶ τὰ πράγματα ἐκφύγοι τὸν Φίλιππον] οἷον τὸ κατασκάψαι Φωκέας.
ὅρα δὲ πῶς ἡμᾶς ἐδίδαξεν ἐνταῦθα ὅτι καὶ τῆς τρίτης πρεσβείας πεμφθεί-
σης παρὰ τῶν Ἀθηναίων ἔτι ἐσῴζοντο οἱ Φωκεῖς. A
οὔτε γὰρ σῖτος ἦν ἐν τῇ χώρᾳ] οἱ μὲν περὶ τῆς Μακεδονίας ἔλαβον, οἱ
δὲ περὶ τῆς Φωκίδος. εἶτα ἐπειδὴ εἰκὸς ἦν τινας ἐννοεῖν ὅτι ‘ἀλλ' ἔξωθεν
ἐπεισάξει’, λύων φησίν ‘οὔθ' ἡ σιτοπομπία δυνατή’. gT
ᾕρει] ἀντὶ τοῦ ‘ἐλάμβανε καὶ ἐχειροῦτο’, ἔστι δὲ ὡς ἐκ τοῦ ‘αἱρῶ’
ῥήματος περισπωμένου. A
τί λέγεις] πλάσις χαριέντως τοῦ προσώπου ἀντιλέγοντος. gT
ἀποστροφὴ πρὸς αὐτὸν ὡς ἀπὸ τῶν Ἀθηναίων. A
646

ἔδει δὲ μένειν] τοῦτο ὡς ἀπὸ τοῦ Δημοσθένους. τὸ δὲ ‘πῶς οὖν’


κατ' ἐρώτησιν. A
ἔδει ... μένειν] τοῦ ῥήτορος, ‘τί οὖν; ὅτι χρεία ἦν παραμεῖναι.’ gT
καὶ τέλος εἶχε τὸ μίσθωμα] ὡς μεσεγγυήσαντος Αἰσχίνου καὶ

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni) (5025:
002)“Poetae minores Graeci, vol. 2 [Scholia ad Hesiodum]”, Ed.
Gaisford, T.Leipzig: Kühn, 1823.Prolegomenon-scholion sch, p.-verse
32ter, line 17

συντόμως εἶπον, τὸ σαφές τε καὶ ἀληθέστατον· καὶ τὴν μυ-


θικὴν δὲ ἱστορίαν λεκτέον, ἀλλὰ καὶ ἀλληγορητέον μοι. Ἐκ
Κρήτης, ἢ μᾶλλον ἐκ Σικελίας, Ἅιδης ἀφήρπασε τὴν Δήμη-
τρος θυγατέρα τὴν κόρην. Διώκουσα δὲ ἡ Δημήτηρ, μέχρι
τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς Ἑλλάδος ἀφίκετο. Ὑπὸ Τριπτολέμου
δὲ τοῦ Κελεοῦ καὶ Μετανείρας παιδὸς τὰ περὶ τὴν παῖδα μα-
θοῦσα εἰς ἀμοιβὴν τῷ Τριπτολέμῳ τὰ σπέρματα δίδωσι, καὶ
πτερωτῶν ἅρμα δρακόντων· ὃς τούτῳ περιϊπτάμενος παν-
ταχοῦ, τὰ περὶ γεωργίας διδάσκει. Ταῦτα μὲν τὰ μυθώδη.
Τὸ δ' ἀληθὲς οὕτως ἔχει· μή πω τῶν γεωργικῶν ἐπιγνωσθέντων,
περὶ τὴν Σικελίαν καὶ τὴν Λιβύην σῖτος αὐτοματίζων ἐγί-
νετο, καὶ πάλιν ἐφθείρετο, μηδενὸς τοῦτον ἐπιγινώσκοντος.
Κέκροψ δὲ, ἤ τις ἕτερος, Ἄργον εἰς Λιβύην καὶ Σικελίαν
πέμψας, οὐκ οἶδα παρὰ τίνος μαθὼν, ἐκέλευσε συναγαγεῖν
σῖτον ἐκ τοῦ ἐκεῖ φυομένου, καὶ εἰς Ἑλλάδα μετακομίσαι· οὗ
δὴ γεγονότος, Τριπτόλεμος πρῶτος ἀρόσας, καὶ σπείρας ἢ
ἐν Ἀρόῃ χωρίῳ ἀπὸ τῆς πρώτης ἀροτριάσεως, ὃ νῦν Νέαι
Πάτραι καλοῦνται, ἢ κατὰ τοὺς πλείστους ἐν Ἐλευσῖνι τῆς
Ἀττικῆς, γεωργεῖ καὶ συγκομίζεται τοὺς καρπούς.

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, p.-verse 32ter, line 29

πέμψας, οὐκ οἶδα παρὰ τίνος μαθὼν, ἐκέλευσε συναγαγεῖν


σῖτον ἐκ τοῦ ἐκεῖ φυομένου, καὶ εἰς Ἑλλάδα μετακομίσαι· οὗ
δὴ γεγονότος, Τριπτόλεμος πρῶτος ἀρόσας, καὶ σπείρας ἢ
ἐν Ἀρόῃ χωρίῳ ἀπὸ τῆς πρώτης ἀροτριάσεως, ὃ νῦν Νέαι
647

Πάτραι καλοῦνται, ἢ κατὰ τοὺς πλείστους ἐν Ἐλευσῖνι τῆς


Ἀττικῆς, γεωργεῖ καὶ συγκομίζεται τοὺς καρπούς. Εἶτα καὶ
συγγραψάμενος τὰ περὶ γεωργίας, τοῖς πᾶσιν ἀνθρώποις
δέδωκε. Καὶ Δημήτηρ μὲν ἡ γῆ καλεῖται, ὅτι πάντων ἡ γῆ  
μήτηρ Κόρη δὲ νῦν καὶ Περσεφόνη, τὰ ἐκ τῆς γῆς κατ' ἔτος πρὸς
τὸ ζῇν διδόμενα· μᾶλλον δὲ σῖτος, καὶ τὰ γεωργικά· δί' ἃ πε-
ρισσοὶ φόνοι καὶ πόλεμοι γίνονται. Ταύτην οὖν τὴν κόρην,
ἤγουν τὸν νεάζοντα σῖτον, Ἅιδης ἀφήρπαζε. Φυόμενον
γὰρ τοῦτον, πρότερον συνέβαινε ἀφανίζεσθαι πάλιν διὰ ἄγνοιαν
γεωργίας, ὡς ἔφημεν· ὡς δὲ Ἄργου μετακομίσαντος, παρὰ
Τριπτολέμου ἐν Ἐλευσῖνι ἐσπάρη καὶ ἀνεφύη, καὶ πανταχοῦ
ἐδιδάχθη, ἔφασαν τὴν Δήμητραν εἰς Ἀθήνας ἐλθεῖν, ἤγουν τὰ
τῆς γῆς δωρήματα, καὶ παρὰ Τριπτολέμου μαθοῦσαν εὑρεῖν
τὴν κόρην, δι' Ἐλευσῖνος ἀνερχομένην ἐξ Ἅιδου λευκόπωλον.
Ἐκεῖ γὰρ κρυβεὶς καὶ σπαρεὶς ἐν τῇ γῇ ὁ σῖτος εἰς φῶς ἐξῆλ-
θε. Δράκοντες δὲ πτερωτοὶ, οἱ προφορικοὶ λόγοι,

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, p.-verse 32ter, line 38

μήτηρ Κόρη δὲ νῦν καὶ Περσεφόνη, τὰ ἐκ τῆς γῆς κατ' ἔτος πρὸς
τὸ ζῇν διδόμενα· μᾶλλον δὲ σῖτος, καὶ τὰ γεωργικά· δί' ἃ πε-
ρισσοὶ φόνοι καὶ πόλεμοι γίνονται. Ταύτην οὖν τὴν κόρην,
ἤγουν τὸν νεάζοντα σῖτον, Ἅιδης ἀφήρπαζε. Φυόμενον
γὰρ τοῦτον, πρότερον συνέβαινε ἀφανίζεσθαι πάλιν διὰ ἄγνοιαν
γεωργίας, ὡς ἔφημεν· ὡς δὲ Ἄργου μετακομίσαντος, παρὰ
Τριπτολέμου ἐν Ἐλευσῖνι ἐσπάρη καὶ ἀνεφύη, καὶ πανταχοῦ
ἐδιδάχθη, ἔφασαν τὴν Δήμητραν εἰς Ἀθήνας ἐλθεῖν, ἤγουν τὰ
τῆς γῆς δωρήματα, καὶ παρὰ Τριπτολέμου μαθοῦσαν εὑρεῖν
τὴν κόρην, δι' Ἐλευσῖνος ἀνερχομένην ἐξ Ἅιδου λευκόπωλον.
Ἐκεῖ γὰρ κρυβεὶς καὶ σπαρεὶς ἐν τῇ γῇ ὁ σῖτος εἰς φῶς ἐξῆλ-
θε. Δράκοντες δὲ πτερωτοὶ, οἱ προφορικοὶ λόγοι, καὶ οἱ γραπ-
τοὶ, οἱ πανταχοῦ περιπορευόμενοι, καὶ τὴν γεωργίαν διδάς-
κοντες. Ταῦτα μὲν τὰ μυθικὰ καὶ ἀλληγορούμενα. Ἔστι
δὲ καὶ ἑτέρα ἱστορία φερομένη περὶ τῆς Δήμητρος. Ὄσιρις,
ὁ καὶ Διόνυσος, μετὰ Ἴσιδος τῆς αὐτοῦ γυναικὸς τῆς καὶ Δή-
μητρος καλουμένης, καὶ στρατοῦ πλείστου, μετὰ μουσικῶν
καὶ αὐλῶν περιήρχετο, τὴν γεωργίαν καὶ φυτουργίαν διδάς-
κων. Ὅθεν αὐτὸν καὶ Διόνυσον ἐκάλεσαν, ὡς εὑρετὴν φυτουρ-
648

γίας· τὴν δὲ Ἴσιν Δήμητραν, ὡς τὰ τῆς γῆς δωρουμένην, καὶ


γεωργίαν διδάξασαν. TZETZES.

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, p.-verse 395bis, line 4

ἐγὼ δέ σοι οὐκέτι ἐφ' οἷς ἔδωκα δώσω. MOSCHOP.


ΟΥΚ ΕΠΙΔΩΣΩ. Οὐ χαριοῦμαι, ἐντεῦθεν καὶ
δωτίνη ἡ δωρεά. PROCLUS.
ΕΠΙΔΩΣΩ. Προῖκα καὶ κατὰ χάριν παρέξω,
οὐδ' ἐπιμετρήσω μέτρῳ τινὶ καὶ μεδίμνῳ. TZETZES.
ΟΥΔ' ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΩ. Ἀντὶ τοῦ οὐ χρήσω.
PROCLUS.
ΟΥΔ' ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΩ. Ἤγουν οὐδὲ ἐφ' οἷς
ἐμέτρησα μετρήσω. Ὥσπερ ἐφερμηνευτικὸν δοκεῖ τὸ ἐπιμετρή-
σω τοῦ ἐπιδώσω· τὸ μὲν γὰρ ἄδηλον εἶχε τὴν δόσιν, τὸ δὲ
ἐπιμετρήσω ὁρίζει ταύτην ὅτι σῖτος, ἢ τοιοῦτό τι μέτρῳ διδό-
μενον. MOSCHOP.
ΕΡΓΑΖΕΥ ΝΗΠΙΕ ΠΕΡΣΗ. Ἐργάζου ἀνόητε
Πέρση τὰ ἔργα, ἃ οἱ θεοὶ τοῖς ἀνθρώποις διετεκμῄραντο, ἀν-  
τὶ τοῦ ἐγνώρισαν, τεκμαίρεσθαι ἔδωκαν. Θεοὺς δὲ ἐνταῦθα
τὰ στοιχεῖα λέγει, ἀφ' ὧν τεκμαιρόμενοι οἱ ἄνθρωποι τὰ τῆς
γεωργίας ἔργα ἐργάζονται. MOSCHOP.
ΘΕΟΙ ΤΕΚΜΗΡΑΝΤΟ. Καλῶς εἶπε τὸ, ἐτεκμή-
ραντο· ἀπὸ γὰρ τῶν στοιχείων τεκμαιρόμεθα καὶ ἐργαζόμε-
θα· πρᾶγμα γὰρ δεινὸν μετὰ γυναικὸς καὶ τέκνων χρῄζειν.
PROCLUS.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. .(5026: 001)


“Scholia Graeca in Homeri Iliadem (scholia vetera), vols. 1–5, 7”, Ed.
Erbse, H.
Berlin: De Gruyter, 1:1969; 2:1971; 3:1974; 4:1975; 5:1977; 7:1988.
Book of Iliad 9, verse 125a1, line of scholion 2

ὑψαύχενας. b(BCE3)T  
 ex. οἳ ἀέθλια ποςςὶν ἄροντο: οὐκ ἐν Πελοποννήσῳ εἰσὶν
οἱ ἵπποι ἠγωνισμένοι (εἶεν γὰρ ἂν ἤδη γέροντες), ἀλλ' ἐν Ἰλίῳ νενική-
κασιν ἐπιταφίους ἀγῶνας b(BCE3E4)T ἀγωνιζόμενοι. T
649

 ex. οὔ κεν ἀλήϊος εἴη – μώνυχες ἵπποι: διακό-


πτει τὸ ὁμοειδὲς τοῦ καταλόγου, τῶν δώρων τὸ ὁμοειδὲς ἐκκλίνων.
ἅμα δὲ καὶ ἑκάστην μερίδα σπουδαίαν ἀποδείκνυσι καὶ δῶρα δώροις
προστίθησι καὶ τὴν ἔπειτα χάριν αὔξει. b(BCE3)T
 ex. | D(?) ἀλήϊος: πένης, ἄπορος· ἤτοι δὲ ἀπὸ τοῦ μὴ ἔχειν χώραν
σιτόσπορον , ἣν λήϊον καλεῖ, | ἢ ἀπὸ τοῦ μὴ ἔχειν λείαν· λείας δὲ λέγει
τὰς ἀγέλας τῶν θρεμμάτων. A
 ex. ἀλήϊος δὲ λέγεται ὁ μὴ ἔχων λήϊα. b(BCE3E4)
 ex. δώσω δ' ἑπτὰ γυναῖκας: ἐντέχνως τῶν δώρων μέσας
ἔταξε τὰς γυναῖκας, ἵνα μὴ ὑπόνοιαν παράσχῃ ὡς ἀκρασίαν κατα-
ψηφιζόμενος αὐτοῦ. b(BCE3E4)T καὶ περὶ μὲν ὧν οἶδε, μαρτυρεῖ·
περὶ δὲ τῶν Ἰλιάδων “αἵ κε μετ' Ἀργείην Ἑλένην b(BE3E4)T
κάλλισται ἔωσιν” (Ι 140). T
 Ariston. {δώσω δ' ἑπτὰ γυναῖκας} ἀμύμονα: ὅτι χωρὶς τοῦ ς
γραπτέον· οὐ γάρ ἐστι κατὰ τῶν γυναικῶν, ἀλλὰ κατὰ τῶν ἔργων.
ὕστερον δὲ (sc. Ι 270) ἐπὶ τῶν γυναικῶν, “αἳ κάλλει ἐνίκων” (Ι 130).

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. .Book of Iliad 19, verse 44b, line of
scholion 1

ναυστάθμῳ ἔμενον, καὶ οὗτοι τότε παρῆσαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. A


 {καί ῥ' οἵπερ τὸ πάρος περ:} τοὺς τρεῖς στίχους τού-
τους τοῖς ἑξῆς συνάπτειν βέλτιον, ὑποστίζοντας εἰς τὸ νηῶν (43),
δοτῆρες (44), μένεσκον (42). εἰς δὲ τὸ “Ἀχαιούς” (41) τελείαν
στιγμὴν θετέον. T  
 ex. οἵ περ: Μυρμιδόνες. ἢ οἱ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων. Til
 Ariston. νεῶν ἐν ἀγῶνι: ὅτι νεῶν ἀγῶνα τὸ ἄθροισμα τοῦ
ναυστάθμου. Aint
 ex. καὶ ταμίαι παρὰ νηυσὶν ἔσαν: τινὲς ἀπὸ κοινοῦ
τὸ “οἵ” (Τ 43), ‘καὶ οἳ ταμίαι παρὰ νηυσὶν ἔσαν’. T
 ex. σίτοιο δοτῆρες: σῖτον καὶ τὸν ἀκατέργαστον, “σῖτος
ἀθέσφατος” (ν 244), καὶ τὸν εἰργασμένον “σίτου θ' ἅπτεσθον” (δ 60),
πυρὸν δὲ μόνως τὸν ἀκατέργαστον. ἔνδειξιν δὲ τῆς ἀρετῆς Ἀχιλλέως
ἔχει ἡ τοῦ τοσούτου πλήθους συνέλευσις b(BCE3)T καὶ νόμου
ἀτελείας κυβερνήταις καὶ σίτου χορηγοῖς. T
 ex. σίτοιο: σῖτον τὸν εἰργασμένον καὶ ἀκατέργαστον, πυ-
ρὸν δὲ τὸν ἀκατέργαστον. T
 Ariston. καὶ μὴν οἱ τότε γ' εἰς ἀγορὴν ἴσαν, οὕνεκ'
Ἀχιλλεύς: ὅτι τῆς ὑπὸ Ἴλιον στρατιᾶς ἡγεῖτο ὁ Ἀχιλλεὺς καὶ πρὸ
τοῦ μηνῖσαι· διὸ νῦν πάλιν ἀποκαθίσταται ἡ ἡγεμονία. A
 ex. ἐξεφάνη: αἰφνίδιον ὤφθη. ὁ δὲ δέ ἀντὶ τοῦ γάρ.
650

Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. . .(5026: 007)


“Scholia Graeca in Homeri Odysseam, 2 vols.”, Ed. Dindorf, W.
Oxford: Oxford University Press, 1855, Repr. 1962.
Book 14, hypothesis-verse 384, line 1

τέκνοις τετραμμένος. B.Q.


οἱ μὲν – ]καὶ ὧδε καὶ ἐν τοῖς ἑξῆς δύο στίχοις τὸ ἄρθρον
ἐστί. H.
ἐξερέουσιν] ἀλλ' οἱ μὲν ἐν τῇ πόλει διατρίβοντες ζητοῦσι περὶ τοῦ
Ὀδυσσέως, καὶ ὅσοι λυποῦνται ἀπελθόντος αὐτοῦ καὶ ὅσοι χαίρουσιν,
οἱ μὲν ὡς ἐπιθυμοῦντες μαθεῖν εἰ ζῇ, οἱ δὲ εἰ ἀπέθανεν ὡς χαίροντες
ἐπὶ τούτῳ. B.Q.
ἐμὰ πρὸς δώματ'] γράφεται καὶ, ἐμὸν πρὸς σταθμόν. B.
ἀκειόμενον] θεραπεύοντα, ἀνορθοῦντα, φιλοκαλούμενον. τινὲς
δὲ ῥάπτοντα, καὶ ἀκεστρίας τὰς ῥαπτρίας. B.H.Q.
ὀπώρην] νῦν τὸ μετόπωρον. V. θέρος ὅτε θερίζεται ὁ σῖτος·
ὀπώρη ὅτε τρυγᾶται ἡ ὀπώρα· νῦν δὲ τὸ φθινόπωρον. H.
λείπει τὸ ξενίσω. Vind. 133.
οἷον] ἀντὶ τοῦ, οἷος οὐδὲ ὀμόσας ἐφειλκυσάμην σε εἰς πειθώ.
B.H. ἔφερόν σε εἰς τὸν ἐμὸν λόγον. H.
ἀλλ' ἄγε δὴ ῥήτρην] τὴν ἐπὶ ῥητοῖς καὶ ὁμολογουμένοις
πράγμασι συνθήκην καὶ ὁμολογίαν. V.Q.
ὕπερθεν] γρ. ὄπισθεν. Vind. 133.
μάρτυροι] ἀντὶ τοῦ μάρτυρες· ἡ γὰρ εὐθεῖα ὁ μάρτυρος. H.Q.
πέμψαι] ἀντὶ τοῦ πέμψον. B.
Δουλίχιον] πόλις τῆς Κεφαλληνίας. V. εἰς Κεφαλληνίαν.

Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. . .


Book 15, hypothesis-verse 312, line 4

Q.V.
πτωχεύσων] πτωχείαν ἀποποιησάμενος, ἢ τὰ πτωχοῖς ἁρ-
μόδια αἰτήσων. ἀπολύτως ἡ σε. H.
ὑπόθευ] συμβούλευσον. Q. καὶ ἅμ' ἡγεμόν'] γρ. καί μ'
ἡγεμόνα. H.
ὅς κέ με κεῖσε] ἔνθα οἱ μνηστῆρες εἰσίν. ἀπολύτως ἡ
651

με. H.
κοτύλην] ἐκπώματος ἤτοι ποτηρίου εἶδος τοσούτου καὶ μέ-
τρου B.V. ἤγουν ὕδωρ κοτύλης ἤτοι ποτηρίου. H.Q.
πύρνον] τὸ μὲν γένος ἄδηλον παρὰ τῷ ποιητῇ, ὁ δὲ τόνος ὡς
τόρνος. πύρνος ἐστὶ πύρινος ψωμὸς ἀπὸ τοῦ πυρός, ὁ σῖτος. B.
H.Q.
δρώοιμι] διακονοίην, δουλεύοιμι. τὴν δὲ σφίσιν ὀρθοτονητέον
καίπερ ἀπόλυτον οὖσαν. Q. τὸ δὲ, ἐθέλοιεν, οὕτως αἱ Ἀριστάρχου,
φασὶ, τρισυλλάβως τὸ ἐθέλω. H.
Ἑρμείαο ἕκητι] ὅτι κῆρυξ. καὶ γὰρ παρ' Ὁμήρῳ τὰ πολλὰ
οὗτοι ποιοῦσι. “κήρυκες δ' αὐτοῖσι καὶ ὀτρηροὶ θεράποντες οἱ μὲν ἀρ'  
οἶνον ἔμισγον” (Od. α, 109.). καὶ παρὰ τοῖς ἥρωσι δὲ κήρυκες οἱ
ταῦτα ὑπουργοῦντες.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. .(= D scholia) (5026: 017)


“Homeri Ilias, 2 vols.”, Ed. Heyne, C.G.
Oxford: Oxford University Press, 1834.
Book of Iliad 5, verse 90, line of scholion 3

ται οἱ μὴ ἀέναον τὸ ὕδωρ ἔχοντες, ἀλλὰ


χειμῶνος πληρούμενοι ὑπὸ τῶν συνεχῶν
ὄμβρων. Ὦκα. Ὀξέως. Ἐκέδασσε.
Ἐσκέδασσε, διεσκόρπισε. Γεφύρας. Τὰς
διαβάσεις τῶν ποταμῶν.
         Ἐεργμέναι. Περιπεφραγμέναι, ἠσφαλισμέναι.
Ἰσχανόωσιν. Ἐπέχουσι, λύουσιν.
Ἀλωάων. Χωρίων ἀμπελοφύτων, ἢ δεν-
δροφύτων. Σημαίνει δὲ καὶ τὴν ἅλων,
ἐν ᾗ ὁ σῖτος· ἔνιοι δὲ κήπων, ἀρουρῶν.
Ἐριθηλέων. Μεγάλως θαλλουσῶν, αὐ-
ξανομένων.
         Ἐξαπίνης. Ἐξαίφνης.
Ἐπιβρίσει. Ἐπιβαρήσει, ἢ σφοδρὸς ἐπ-
έλθῃ. Ὄμβρος. Μέγας ὑετός. βροχή.
Ἔργα. Νῦν τὰ γεώργια. Κατή-
ριπε. Κατέβαλεν. Αἰζηῶν. Νέων.

Σχόλια στον Λουκιανό. (scholia vetera et recentiora Arethae) (5029:


001)“Scholia in Lucianum”, Ed. Rabe, H.
Leipzig: Teubner, 1906, Repr. 1971.Lucianic work 33, Sec. 27, line 14
652

πάσαις γὰρ δοκεῖ τὸ μέν τι θεωρητικ⌊ὸν⌋ αὐτ⌊ῆς⌋ εἶναι τὸ


δὲ πρακτικ⌊όν⌋. εἰ δὲ ⌊            ⌋ οἱ μὲν ταῦτα οἱ δὲ
ἐκεῖνα περὶ πλείστου ποιούμενοι, οὐδὲν πρὸς ἔπος. οὐδὲ
γὰρ ἀριθμητικὴν διαστασιάσει καὶ τῷ μηδενὶ ἴσην ἀπο-
φανεῖ, εἴ τις τὸ χύμα τἀ⌊ριθμητικὸν⌋ αὐτὸς μὲν τὸν καθ'
ἑαυτὸν ἀποφανεῖ ἀριθμόν (τὸν ἀριθμοῦντά φημι), ἄλλος
δὲ τὸν ἐν σχέσει καὶ ἀριθμούμενον· οὐδὲ εἰ τοῦ ἀριθμου-
μένου ὁ μὲν ἐπὶ χρυσίνων τοῦτο λογίζ⌊οιτο⌋, ὁ δὲ ἐπί τινος
ἄλλης ὕλης, οὐδὲ εἰ ὁ μὲν τὸ ὑγρὸν καὶ συνεχὲς ὑποπί-
πτειν λέγοι τῷ ἀριθμῷ, τὸ ξηρὸν δὲ καὶ καθ' ἑαυτὸ διῃρη-
μένον (καὶ ὁ σῖτος φέρε ὁ ἐν τῷ μεδίμνῳ) ἐκβάλλειν πει-
ρῷτο τοῦ κατά τι κοινὸν μέτρον τῶν κόκκων συνεκτικὸν
ἀριθμεῖσθαι. ὡς γὰρ ἐνταῦθα περὶ τὴν ὕλην τὸ διάφορον
μιᾶς οὔσης τῆς ἐπιστήμης, οὕτω καὶ ἐπὶ φιλοσοφίας μία
μὲν ἡ φιλοσοφία ἤτοι ἡ ἐπιστήμη, ἀφ' ἧς ἐνδίδοται δογ-
ματίζειν τὸ διάφορον περὶ τὴν ὕλην. οἱ μὲν γὰρ τήνδε
τὴν ζωὴν ἐπέκρινάν τε καὶ ἠσπάσαντο, οἱ δὲ τήνδε,
ἐπέκριναν δὲ φιλοσοφί⌊ᾳ⌋ καὶ τοῖς τῆς φιλοσοφίας ὀρ-
γάνοις μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς παρὰ πᾶσι τῆς μεθόδου
οὔσης.

Scholia In Nicandrum, Scholia et glossae in Nicandri theriaca (scholia


vetera et recentiora) (5031: 001)“Scholia in Nicandri theriaka”, Ed.
Crugnola, A.Milan: Istituto Editoriale Cisalpino, 1971.Vita-scholion
569a, line 5

ζάλον δὲ τὸ βορβορῶδες κῦμα.


χιλοὶ ὅτε· ὅτε οἱ χιλοὶ πλήθουσι τοῦ σίτου καὶ
νεωστὶ ἀπέθεντο τὴν πόαν, τουτέστι τὸ βοτανῶδες καὶ
χλοῶδες. χιλοὶ δὲ ὑπό τινων ὁ Δημητριακὸς καρπός, ὑπὸ δὲ
ἄλλων αἱ κριθαὶ καλοῦνται. οὕτως οὖν, ὅτε χλωραί εἰσιν αἱ
τροφαί, ὅτε ἀνθεῖ σῖτος ὑπόχλωρος ὤν, λοιπὸν τοσοῦτον περι-
πατῶν καὶ ἐξιὼν τοῦ ποταμοῦ καταλιμπάνει τὸν ἰλυώδη βυθόν,
ὅσον δύναται φαγεῖν, μέχρις ἂν καταλάβῃ πάλιν τὸν ποταμὸν  
ὑποστρέφων. τὸ γὰρ στείβειν πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ κολυμ-
βᾶν εἶπε· κολυμβᾷ γὰρ τὸ ζῷον.
*χιλοί· χιλὸς κυρίως ὁ χόρτος τῶν βοσκημάτων v
653

*χλοάζουσι· γράφεται καὶ πλήθουσι G

Scholia In Oppianum, Scholia et glossae in halieutica (scholia vetera et


recentiora) (5032: 002)“Scholia et paraphrases in Nicandrum et
Oppianum in Scholia in Theocritum (ed. F. Dübner)”, Ed. Bussemaker,
U.C.Paris: Didot, 1849.Hypothesis-book 2, scholion 19, line 5

μων ἔργων. ἀλλοίοισι· διαφόροις. ἐπώνυμος· αἴτιος,


ἐπιστάτης· γράφεται ἐπίσκοπος ἤως ἐπιτηρητικός.
ἔπλετο· ὑπάρχει, ἐγένετο, ἐγίνετο. δαίμων· θεός.
Ἐπίσκοπον· ἐπιτηρητικὴν, ἐπιτηρητὴν, ἀξίαν·
γράφεται ἐπήρητον (ατον) ἤως ἐπιθυμητήν. ἤρατο·
ἔλαχεν, ἀπηνέγκατο, ἔλαβεν.
Δηώ· γῆ· σωματοποιεῖ τὴν γῆν ὡς θεάν. Δηὼ
ὁ (ἡ) θεὸς παρὰ τὸ δαίω τὸ καίω, δηὼ δ' ἡ γῆ παρὰ τὸ
δαίω τὸ μερίζω· μερίζεται γὰρ καὶ εἰς μικρὰ κόπτεται
γεωργουμένη. ζεύγλης· ἕνεκα. ἀρότοιο· ἀροτριασμοῦ,
ἀρότρου. ἀρότοιο· ἄροσις τῶν βοῶν καὶ σῖτος ἔργα
Δηοῦς, μέλαθρα καὶ φάρεα Ἀθηνᾶς, φάσγανα καὶ θώ-
ρακες Ἄρηος, Μουσῶν καὶ Ἀπόλλωνος ἀοιδὴ, ἆθλοι
Ἑρμοῦ, καὶ Ἡφαίστου σφῦρα καὶ ἄκμων.
Πυρῶν· σίτων. γέρας· τιμήν. ἀμητοῖο· καρποῦ,
ἤως τοῦ θέρους. ἀμητοῖο· ἕνεκα τοῦ θερισμοῦ· ἀμητὸς
ὁ θερισμὸς, ἄμητος δ' ὁ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ. Ἄμητος
καὶ ἀμητὸς διαφέρουσιν· ἄμητος γάρ ἐστιν ὁ καρπὸς  
ὁ τρυγώμενος, ἀμητὸς δ' ὁ καιρὸς τοῦ θέρους· ὡσαύτως
καὶ τρύγητος καὶ τρυγητός· τρύγητος γὰρ ὁ καρπὸς,

Scholia In Oppianum, Scholia et glossae in halieutica (scholia vetera et


recentiora) Hypothesis-book 3, scholion 463, line 3

φίαλον, ὑπὸ θαλάσσης κυκλουμένην, ἢ τὴν ἡγουμένην


ἐν θαλάσσῃ καὶ ἐξέχουσαν, ὑπὸ τῆς θαλάσσης κατα-
κλυζομένας πέτρας.  
Ὀξύτατον· πως, δυνατώτατον. τόθι· ὅπου.
σπιλάδεσσι· πέτραις. μέμυκεν· ἠχεῖ.
Εἴδατα· βρώματα, εἶδαρ εἴδατος. ἀγνυμέ-
νοισι· συντριβομένοις, κλωμένοις, κοπτομένοις. ἐπι-
σπείρει· ἐπιβάλλει, σκορπίζει.
654

Δήμητρι· ἄρτῳ, σίτῳ, ἀλεύρῳ, τῷ σίτῳ καθ'


Ἡσίοδον (ἔργ. 300?) καὶ τοὺς λοιποὺς ποιητὰς, ἀφ' οὗ
καὶ δημήτριος καρπὸς ὁ σῖτος. πεφυρμένον· μεμιγ-
μένον.
Ἀσπασίην· εὐάρεστον. ἀσπάσιοι· μετὰ χαρᾶς.
θρώσκουσιν· πηδῶσιν, ἐπέρχονται. ἐπειγόμενοι· σπεύ-
δοντες.
Παρέωσιν· ὑπάρχουσι, παρυπάρχουσιν. βόλον·
τὸ δίκτυον, εἰς τὸ ἄγκιστρον, εἰς τὴν ἄκραν τῆς ἄγρας·
βόλος γὰρ ὁ τόπος τῆς ἄγρας, βόλος τὸ ἄγκιστρον,
βόλος τὸ δίκτυον, καὶ ἡ δρόσος τοῦ οὐρανοῦ.
Αὐτός· ὁ ἁλιεύς. τρέπεται· τρέπει. λοξόν· πλά-
γιον. δέμας· σῶμα.

Scholia In Pindarum, Scholia et glossae in Olympia et Pythia (scholia


recentiora Triclinii, Thomae Magistri, Moschopuli, Germani) (collecta a
Triclinio) (5034: 004)“Scholia recentia in Pindari epinicia, vol. 1”, Ed.
Abel, E.Berlin: Calvary, 1891.Ode-treatise O 6, scholion-Sec. 160g, line
2

         Ὀρτυγίαν ἢ Συράκουσαν.  –  


νομίμῳ ἐξουσίᾳ.  – διεξάγων.
         ὑγιῆ, νόμιμα βουλευό-
μενος.  – ἐρυθρόπουν.
         περιέπει καὶ τιμᾷ.  – Δήμητρα ὁ σῖτος καὶ ἡ ἔφορος καρπῶν θεός.
Th. Λεύκιππον λέγει τὴν Περσεφόνην ἢ διότι ἔθος
ἐστὶ τοῖς ποιηταῖς τοιούτοις ἐπιθέτοις κοσμεῖν τοὺς θεούς, ὡς
καὶ ὄπισθεν φοινικόπεζαν εἶπε τὴν Δήμητραν, ἢ διότι λευκῷ
ἅρματι ἐποχουμένη εὑρέθη ὑπὸ τῆς μητρός, ὅτε ἁρπασθεῖσαν
ὑπὸ Πλούτωνος ἐζήτει αὐτήν.
τῆς Περσεφόνης.  – ἀμφέπει ἀπὸ κοινοῦ· ἐν
γὰρ τῇ Σικελίᾳ τὰ τῆς Περσεφόνης ἀνακαλυπτήρια ἐτελοῦντο.
ἤτοι τὸν ἐν τῇ Αἴτνῃ Δία ἀμφέπει.
M. Εἶπον δὲ τοῖς ἑταίροις μεμνῆσθαι τῶν
Συρακουσῶν τε καὶ τῆς Ὀρτυγίας, ἥντινα, ἤγουν τὴν Ὀρτυγίαν,

Scholia In Platonem, Scholia in Platonem .(5035: 001)


“Scholia Platonica”, Ed. Greene, W.C.Haverford, Pennsylvania:
American Philological Association, 1938.Dialogue Ti, Stephanus p. 52e,
line 2
655

σημείωσαι τὴν τοῦ δημιουργοῦ δημηγορίαν.


πλοκάνων (πλοχάνων A, sed χ in ras).
πλόχανόν ἐστι πλέγμα τι, ᾧ ὁ σῖτος καθαίρεται.
λέμμα.
λέμμα· φλοιός, λέπισμα.
δρυόχων.
τὰ στηρίγματα τῆς πηγνυμένης νεὼς δρυόχους φασίν.
εὐρῶτος.
σεσηπυίας ὑγρότητος.
σφακελίσαν.
σφακελισμός ἐστι σῆψις μυελοῦ, καὶ σφάκελος ἡ μετὰ σπασμοῦ τῆς
χολῆς πρόεσις, ὁ δὲ σπασμὸς οὗτος μετὰ φλεγμονῆς. ἰατροὶ δὲ τὴν
μελανίαν ἢ τὴν σφοδρὰν ὀδύνην, ἔνιοι δὲ τὴν τῶν ὀστέων σῆψιν.

Σχόλια στον θεόκριτο. .(5038: 001)


“Scholia in Theocritum vetera”, Ed. Wendel, K.
Leipzig: Teubner, 1914, Repr. 1967.Prolegomenon-anecdote-poem 1,
Sec.-verse 46d, line 2

χομένου καὶ τειρομένου.


πυρναίαις· περκαζούσαις, ὡρίμοις. οἱ δὲ τὰς ἤδη KGEAT
ὥραν ἐχούσας τροφῆς· πύρνον γὰρ ἔνιοι τὴν τροφὴν λέγουσιν.
ἢ πυρναίαις ταῖς τρωξίμοις· ἐπάγει γοῦν ἑξῆς (v. 49)·
’φοιτᾷ σινομένα τὰν τρώξιμον’.
K ἀπὸ τοῦ πύρνος ἡ τροφή. ἢ ἀπὸ τοῦ ὑπὸ τῶν ἀκτί-
νων πυροῦσθαι.
ταῖς περκαζούσαις, παρόσον παρὰ τῶν ἀκτίνων τοῦ GEAT
ἡλίου πυροῦνται.
πυρναίαις: ταῖς περκαζούσαις ἢ τρωξίμοις· πύρνος γὰρ ὁ σῖτος καὶ ἡ
τροφή.
ἀλωά: φυτεύσιμος γῆ.
GEAT ἀλωὴ σημαίνει τέσσαρα. κυρίως μὲν γὰρ ὁ ἀμπελόφυ-
τος τόπος ὡς κατὰ πολὺ λῴων τοῦ ἁπλῶς πεδίου. λέγεται
ἀλωὴ καὶ ὁ δενδροφόρος τόπος, ἐπεὶ δευτέρως καὶ αὐτὸς  
λῴων τῆς ἁπλῶς γῆς. ἀλλὰ καὶ ὁ λαχανηφόρος τόπος ὁμοίως
καὶ αὐτὸς διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν. ἀλωὴ δὲ καὶ ἡ ἅλως.
K κῶρος: ἀπὸ τοῦ κόρη κόρη ἡ τοῦ ὀφθαλμοῦ
οἱονεὶ χόρη τις οὖσα ἀπὸ τοῦ δι' αὐτῆς χεῖσθαι τὸ διορατικὸν
πνεῦμα. κόρη δὲ ἡ παρθένος ἡ ὑγροφυὴς καὶ τρυφερὰ ἀπὸ
τοῦ κορεῖν τὸ καλλωπίζειν, ὃ καὶ ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ εἴρηται.
656

Σχόλια στον θεόκριτο. .


Prolegomenon-anecdote-poem 1, Sec.-verse 58a, line 4

Καλυδῶνος εἰς Πελοπόννησον αὐτὸ διακομίσαντι· ἀντίκειται


γὰρ ἀλλήλων τὰ χωρία.          τινὲς δὲ γράφουσι Καλυδνίῳ, K
ἀγνοοῦντες ὡς αἱ Καλυδναὶ ἐγγὺς τῆς Κῶ εἰσιν. Ὅμηρος
(Β 677)· ‘καὶ Κῶν Εὐρυπύλοιο πόλιν νήσους τε Καλυδνάς.’
GEAT πορθμεῖ: ἴσως διαπορθμεύοντι ἐξ Αἰτωλίας εἰς Πελο-
πόννησον.
τυρόεντα: τυρός, τυρόεις παραγωγόν, τυρόεντα. KGEAT
τὸ τυ μακρόν, ροεντα με συνίζησις. τὰ εἰς ρος γὰρ δισύλλαβα
ὀξύτονα τῷ υ παραληγόμενα ἐκτείνουσιν αὐτό, οἷον τυρός,
πυρὸς ὁ σῖτος· τὸ πῦρ δὲ τοῦ πυρὸς βραχὺ καὶ τὰ ὅμοια.
τυρόεντα: ἐκ τοῦ τυρὸς τυρόεις. γίνεται δὲ παρὰ τὸ K
τηρῶ· γάλα γὰρ τηρούμενον ὁ τυρός. τὸ δὲ τηρῶ παρὰ τὸ
οὐρῶ τὸ φυλάσσω, πλεονασμῷ τοῦ τ τουρῶ καὶ τροπῇ τῆς ου
εἰς η τηρῶ. τὸ δὲ τυρὸς ἐκβολῇ τοῦ ο γέγονε.
μέγαν λευκοῖο γάλακτος: λείπει τὸ κύκλον. EgP
τυρόεντα: τυρόν· Ἰωνικὸν ἀντὶ πρωτοτύπου τὸ Eg
παραγωγόν.  

Σχόλια στον θεόκριτο. .Prolegomenon-anecdote-poem 3, Sec.-verse 48d,


line 5

ἓξ μῆνας παρὰ Περσεφόνῃ ποιεῖν, ὁμοίως δὲ καὶ παρὰ


Ἀφροδίτῃ. ἄτερ μαζοῖο: ἄνευ τοῦ συγκαθεύδειν καὶ προς-
στερνίζεσθαι. ὥστ' οὐδὲ φθίμενόν νιν: δοκεῖ γὰρ ὁ Ἄδωνις ἓξ P
μὲν μῆνας παρὰ Περσεφόνῃ, ἓξ δὲ παρὰ Ἀφροδίτῃ εἶναι.
λέγεται δὲ περὶ τοῦ Ἀδώνιδος, ὅτι καὶ ἀποθανὼν ὁ GUEAPT
Ἄδωνις ἓξ μῆνας ἐποίησεν ἐν ταῖς ἀγκάλαις τῆς Ἀφροδίτης,
ὥσπερ καὶ ἐν ταῖς ἀγκάλαις τῆς Περσεφόνης. τοῦτο δὲ τὸ
λεγόμενον τοιοῦτόν ἐστιν ἀληθῶς· ὅτι ὁ Ἄδωνις ἤγουν ὁ
σῖτος ὁ σπειρόμενος ἓξ μῆνας ἐν τῇ γῇ ποιεῖ ἀπὸ τῆς σπορᾶς
καὶ ἓξ μῆνας ἔχει αὐτὸν ἡ Ἀφροδίτη, τουτέστιν ἡ εὐκρασία
τοῦ ἀέρος· καὶ ἔκτοτε λαμβάνουσιν αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι.
ὁ τὸν ἄτροπον: ἄτρεπτον, ἀμετακίνητον, KGUEAT  
αἰώνιον καθεύδων ὕπνον. φασὶ γάρ, ὡς Ἐνδυμίωνος ἠράσθη
ἡ Σελήνη κατὰ τὸ Λάτμιον ὄρος τῆς Καρίας κυνηγετοῦντος.
φιλοκύνηγος δὲ ὢν ἡμέρας ὕπνωττε, κατὰ τὰς νύκτας δὲ λαμ-
πούσης τῆς Σελήνης ἐθήρευε διὰ τὸ τὰ θηρία κατὰ τοῦτον  
τὸν καιρὸν ἐξιέναι. οὕτως Νίκανδρος (cf. fgm. 24 Schneider
657

in sch. Apoll. infra cit.). μακαρίζω, φησί, διὰ τὸ ἐκεῖνον μὲν


φιλεῖσθαι ὑπὸ Σελήνης, ἐμὲ δὲ ὑπὸ σοῦ μισεῖσθαι.

Σχόλια στον θεόκριτο. .Prolegomenon-anecdote-poem 10, Sec.-verse


46/47d, line 4

κεῖσθαι ὑπὲρ τοῦ μὴ διατινάσσεσθαι καὶ ἐπὶ πλέον αὔξεσθαι·


οὕτω γὰρ ἂν λιπαρὸς διαμένοι ὁ καρπός.
UEAGPT ἁ τομά: παρατετηρημένως λέγει τοὺς τὰς ἀμάλας
θημονοθετοῦντας οὕτω τιθέναι ὥστε τοὺς στάχυας ἐμπνεῖσθαι
ὑπὸ τοῦ ζεφύρου ἢ βορέου· τὸν γὰρ κόκκον ἐνδοτέρω ὄντα
οὕτω συμβαίνει πιαίνεσθαι ἐμπνεόμενον.  
κόρθυος: τοῦ ἐκ τῶν ἀμαλῶν συγκειμένου θημῶνος. PT
τᾶς κόρθυος: τοῦ σωροῦ τοῦ σίτου. ὅταν γὰρ τὰ UEAGPT
δράγματα δεθῇ, τοὺς στάχυας σωρεύουσι πρὸς ἀλλήλους νε-
νευκότας, τὰ δὲ κῶλα αὐτῶν, ἅ τινες αὐλοὺς καλοῦσιν, ἔξω
τετραμμένα ἐῶσιν, ὅπως διὰ τῶν αὐλῶν ὁ σῖτος ῥιπιζόμενος
συμπίπτῃ τε καὶ ἄβροχος καὶ ἄσηπτος διαμείνῃ.
G ἢ ζέφυρον: ἡ σύνταξις οὕτως· ἡ τομὴ ὑμῖν τῆς κόρ-
θυος βλεπέτω ἐς βορέαν ἄνεμον ἢ ἐς ζέφυρον.
σῖτον ἀλοιῶντας: ἑτέρα παραίνεσις· δεῖ KUEAGPT
τοὺς μὲν ἀλοῶντας μεσημβρίας ἀλοᾶν διὰ τὸ ἐπιτήδειον εἶναι
τὸν καιρόν· τοὺς δὲ ἀμῶντας ἄρτι λευκαινομένης τῆς ἠοῦς
ἄρχεσθαι τοῦ ἀμητοῦ, λήγειν δὲ ἐπισκιαζομένης ἤδη τῆς γῆς
ἐκκλίνοντας τὸ καῦμα, τουτέστι τὸ μέσον τῆς ἡμέρας ἠρε-
μοῦντας.

Doctrina Patrum, Doctrina patrum (fort. auctore Anastasio Sinaïta vel


Anastasio Apocrisiario) P. 201, line 11

 Ἐξήγησις περὶ τοῦ δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ.


 Ἐκ τῶν σχολίων Ἡλίου.
 Μεταξὺ τοῦ μηδαμῇ μηδαμῶς καὶ τοῦ ἐνεργείᾳ ὄντος
ἐστίν, ὅπερ δυνάμει λέγεται, ὅπερ πῇ μέν ἐστι, πῇ δὲ οὐκ
ἔστιν, οἷον ὡς ἐπὶ τοῦ σπέρματος τοῦ ἀνθρώπου· τοῦτο γὰρ
πῇ μέν ἐστιν ἄνθρωπος, πῇ δὲ οὐκ ἔστι· δυνάμει μὲν γὰρ
ἄνθρωπός ἐστι, καθὸ δύναται ἀποτελέσαι ἄνθρωπον, ἐνεργείᾳ
δὲ οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ἀλλὰ σπέρμα ἀνθρώπου. ὡς ἐπὶ
658

τοῦ κόκκου τοῦ σίτου· τοῦτο γὰρ πῇ μὲν στάχυς ἐστί, πῇ


δὲ οὐκ ἔστι· δυνάμει μὲν γὰρ στάχυς ἐστί, καθὸ ἀποτελεῖ
στάχυν σπειρόμενος, ἐνεργείᾳ δὲ οὐκ ἔστι στάχυς, ἀλλὰ σῖτος.
καὶ τὸ χλιαρὸν ἐνεργείᾳ μὲν οὔτε ψυχρὸν οὔτε θερμόν ἐστι,
δυνάμει δὲ ναί, καθὸ δύναται γενέσθαι ψυχρὸν μὲν ψυχόμενον,
θερμὸν δὲ θερμαινόμενον. καὶ πάλιν τὸ παιδίον ἐνεργείᾳ
μὲν οὔτε ἀρετὴν λέγεται ἔχειν οὔτε κακίαν, δυνάμει δὲ ναί,
καθὸ δύναται ἔχειν.
 Διττὸν δέ ἐστι τὸ δυνάμει· τὸ μὲν γὰρ κατ' ἐπιτηδειό-
τητά ἐστι, τὸ δὲ καθ' ἕξιν. καὶ κατ' ἐπιτηδειότητα μέν ἐστιν,
ὡς ὅταν εἴπωμεν τὸ παιδίον δυνάμει γραμματικὸν εἶναι,
καθὸ ἔχει ἐπιτηδειότητα πρὸς τὸ γενέσθαι γραμματικόν,
καθ' ἕξιν δέ, ὡς ὅταν εἴπωμεν τὸν ἠρεμοῦντα γραμματικὸν

Appendix Proverbiorum, Appendix proverbiorum (9007: 001)


“Corpus paroemiographorum Graecorum, vol. 1”, Ed. von Leutsch, E.L.,
Schneidewin, F.G.Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1839, Repr.
1965.Centuria 4, Sec. 20, line 1

ἀναγκαῖα μείζω καὶ πλείω τῶν ἀναγκαίων κεκτημένων.


Κοίτη γὰρ ἡ κίστη, εἰς ἣν τὰ βρωτὰ ἐμβάλλουσιν, κάνης
δὲ, τὸ ἐπίθεμα τῆς κοίτης.
  Ὁ Λυδὸς τὸν ὄνον ἐλαύνει: ἐπὶ τοῦ παρ' ἀ-
ξίαν τὶ πράττοντος, παρόσον ἱππικώτατοι οἱ Λυδοί. Ὁ-
μοία ταύτῃ καὶ ἡ Ἀφ' ἵππων ἐπ' ὄνους.  
 Ὀλυμπικὴ στοά: ἐπὶ τοῦ λάλου, ἢ ὅτι εἰκὸς
ἔχειν τὴν στοὰν ἀντῳδὸν ἠχὼ, ἢ διὰ τὰς τῶν ἐκεῖ συνη-
γμένων βοάς.
 Ὄμπνιος καρπός: ὁ σῖτος καὶ οἱ Δημητριακοὶ
καρποί. Ὀμπνία γὰρ ἡ Δήμητρα.
 Ὄμφακας βλέπει: ἐπὶ τῶν δριμὺ βλεπόντων καὶ
ὀργιζομένων.
 Ὄνος εἰς Ἀθήνας: ἐπὶ τῶν ἀπαιδεύτων.

Σούδα. (9010: 001)“Suidae lexicon, 4 vols.”, Ed. Adler, A.


Leipzig: Teubner, 1.1:1928; 1.2:1931; 1.3:1933; 1.4:1935, Repr.
1.1:1971; 1.2:1967; 1.3:1967; 1.4:1971; Lexicographi Graeci 1.1–1.4.
Alphabetic letter alpha, entry 1373, line 1

Ἁλῶ· κατὰ περιποίησιν γενικῇ· ἐὰν δέ τις ἐπαχθῇ τῶν γονέων κακώσεως
659

ἡλωκώς. καὶ ἐὰν δέ τις ἁλῶ παρανόμων ἢ κλοπῆς.


Ἁλῶα: ἑορτή ἐστιν Ἀττική. Φιλόχορος δέ φησιν ὀνομασθῆναι
ἀπὸ τοῦ τότε τοὺς ἀνθρώπους τὰς διατριβὰς περὶ τὰς ἅλως ποι-
εῖσθαι.  
Ἁλωάς: ἁλωνίας, τοὺς τόπους ἔνθα ὁ σῖτος ἁλοᾶται. ἔστι δὲ
καὶ ἡ δενδροφόρος γῆ. ἀπὸ τοῦ ἀλοιῶ ἐστὶν ἁλῳὴ σὺν τῷ ι. ἔθων
Οἰνῆος ἁλῳήν. τὸ δὲ ἁλωὰς ἀπὸ τοῦ ἅλως, ἄνευ τοῦ ι.
λέγεται δὲ Ἅλωνος καὶ ἅλωνι ἡ δοτική. αὐτοῦ σοι παρ' ἅλωνι
δυηπαθὲς ἐργάτα μύρμηξ ἠρίον ἐκ βώλου διψάδος ἐκτισάμην.
Ἀλώβητον: ἄμωμον, ἀβλαβές.
Ἁλωαί: ἁλωνίαι ἢ παράδεισοι.
Ἁλῷεν: ληφθεῖεν, πορθηθεῖεν.
Ἀλωεύς: ὄνομα κύριον.
Ἁλωή: σιτοφόρος χώρα· Ἀλόη δέ. τὸ μυρεψικόν.
Ἀλώμενος: πλανώμενος. οἱ δὲ Γήπαιδες σποράδην ...

Σούδα. Alphabetic letter alpha, entry 3522, line 1

Ἀποσημήνασθαι: ἀφομοιοῦσθαι. καὶ Ἀποσημήνασα,


φανερώσασα, ἐξειποῦσα. Ἰώσηπος· ἀποσημήνασα δὲ τοῖς ἄρχουσι τῶν
Παλαιστηνῶν ἐνήδρευε στρατιωτῶν ἔνδον τινάς. Παλαιστῖνος δέ.
Ἀποσιμῶσαι: τὸ ἐπικύψαι καὶ τὴν πυγὴν προθεῖναι γυμνήν.
Φίλιππος. Θουκυδίδης δὲ τὸ μετεωρίσαι τὰς ναῦς.
Ἀποσιώπησις: σχήματος εἶδος· ὡς παρὰ Ἀριστοφάνει· ὦ
μηδαμῶς. ἔστι δὲ καὶ παρὰ Δημοσθένει τὸ ὅμοιον. ἀλλ' ὦ τί ἄν σέ
τις προσειπὼν ὀρθῶς προσείποι; εἰρηκότος γὰρ αὐτοῦ μηδαμῶς, εἶπεν,
ὦ μηδαμῶς.
Ἀπόσιτος: ἄσιτος, ἄτροφος. ὁ δὲ καὶ ἀπόσιτος ἡμέρας τε
καὶ νύκτας δύο πολλάκις ἔμενε, καὶ ταῖς τοῦ Πάσχα ἡμέραις ἀπόσιτος
ἦν, ὕδατι βραχεῖ ἀποζῶν. καὶ Ἀποσιτῶ, τὸ καταλιμπάνω τὸν σῖτον.
Ἀποσκευαζόμενος: ἀποβαλλόμενος, ἀπορριπτῶν, ἀπογυμ-
νῶν. ὁ δὲ γράφει παντὶ τρόπῳ τὸν Ἀλκιβιάδην ἀποσκευάσασθαι.
καὶ Ἀποσκευαζόμενοι, ἀποτιθέμενοι βάρος καὶ ἀποβάλλοντες. ἐκ
μεταφορᾶς τῶν διὰ τὴν ζάλην τῆς θαλάσσης ναυτῶν τὰ σκεύη νηὸς
ἀπορριπτούντων. καὶ αὖθις· ἀποσκευάζονταί τε τὸν κίνδυνον, εἶναι
Ῥωμαῖοι βεβαιωσάμενοι.

Σούδα. Alphabetic letter alpha, entry 3522, line 2


660

φανερώσασα, ἐξειποῦσα. Ἰώσηπος· ἀποσημήνασα δὲ τοῖς ἄρχουσι τῶν


Παλαιστηνῶν ἐνήδρευε στρατιωτῶν ἔνδον τινάς. Παλαιστῖνος δέ.
Ἀποσιμῶσαι: τὸ ἐπικύψαι καὶ τὴν πυγὴν προθεῖναι γυμνήν.
Φίλιππος. Θουκυδίδης δὲ τὸ μετεωρίσαι τὰς ναῦς.
Ἀποσιώπησις: σχήματος εἶδος· ὡς παρὰ Ἀριστοφάνει· ὦ
μηδαμῶς. ἔστι δὲ καὶ παρὰ Δημοσθένει τὸ ὅμοιον. ἀλλ' ὦ τί ἄν σέ
τις προσειπὼν ὀρθῶς προσείποι; εἰρηκότος γὰρ αὐτοῦ μηδαμῶς, εἶπεν,
ὦ μηδαμῶς.
Ἀπόσιτος: ἄσιτος, ἄτροφος. ὁ δὲ καὶ ἀπόσιτος ἡμέρας τε
καὶ νύκτας δύο πολλάκις ἔμενε, καὶ ταῖς τοῦ Πάσχα ἡμέραις ἀπόσιτος
ἦν, ὕδατι βραχεῖ ἀποζῶν. καὶ Ἀποσιτῶ, τὸ καταλιμπάνω τὸν σῖτον.
Ἀποσκευαζόμενος: ἀποβαλλόμενος, ἀπορριπτῶν, ἀπογυμ-
νῶν. ὁ δὲ γράφει παντὶ τρόπῳ τὸν Ἀλκιβιάδην ἀποσκευάσασθαι.
καὶ Ἀποσκευαζόμενοι, ἀποτιθέμενοι βάρος καὶ ἀποβάλλοντες. ἐκ
μεταφορᾶς τῶν διὰ τὴν ζάλην τῆς θαλάσσης ναυτῶν τὰ σκεύη νηὸς
ἀπορριπτούντων. καὶ αὖθις· ἀποσκευάζονταί τε τὸν κίνδυνον, εἶναι
Ῥωμαῖοι βεβαιωσάμενοι.

Σούδα. Alphabetic letter alpha iota, entry 278, line 1

Αἰπόλια: αἰγονόμια. καὶ Αἰπόλος, αἰγονόμος. καὶ


Αἰπολῶ· δοτικῇ.
Αἰπύ: ὑψηλόν, μέγα. Λευκάδος αἰπὺν ἔχων ναύταις τηλέ-
σκοπον ὄχθον. σὺ δ' ὁ τὸν οὐρανὸν διφρηλατῶν ἥλιε, πατρῴαν
τὴν ἐμὴν ὅταν χθόνα ἴδῃς, ἐπισχὼν χρυσόνωτον ἡνίαν ἄγγειλον ἄτας
τὰς ἐμάς.
Αἰπύκερως ἔλαφος: ὑψηλὰ κέρατα ἔχων.
Αἰπύς: ὁ ὀλέθριος.
Αἰπὺ οἱ ἐσσεῖται μάλα περ μεμαῶτι μάχεσθαι: μετα-
φορικῶς ἀντὶ τοῦ δυσπρόσβατον, δυσχερές.
Αἶρα: ὁ σῖτος. σημαίνει δὲ καὶ τὴν σφαῖραν. καὶ ὄνομα πόλεως.
Αἴρασθαι: προσενέγκασθαι. Κρατῖνος Τροφωνίῳ· οὐ σῖτον
αἴρεσθ', οὐχ ὕπνου λαχεῖν μέρος.
Αἶρε: πρόσφερε. Ὅμηρος· μή μοι οἶνον ἄειρε. καὶ Ἀριστο-
φάνης· αἶρ', αἶρε μάζαν ὡς τάχιστα κανθάρῳ.
Αἶρε δάκτυλον: παροιμία. τίθεται ἐπὶ τῶν ἀπαγορευόντων ἐν
τῇ ἀγωνίᾳ. ἐπαίρεσθαι γὰρ τὴν χεῖρα σύμβολον τοῦ νενικῆσθαι.
καὶ Πολύβιος· ὁ δὲ προσπεσὼν αἴρεται νίκην εὐτυχεστάτην.
Αἱρεθέν: θεληθέν.
Αἶρε μασχάλην: ἐπὶ τοῦ ὀρχήσασθαι.
661

Σούδα. Alphabetic letter kappa, entry 268, line 1

ἐπήγαγε, καλῶς· ἕτεροι γάρ εἰσιν οἷσιν εὔχομαι θεοῖς. διὸ λέγει ὁ
Διόνυσος· ἴδιοί τινές σοι, κόμμα καινόν. εἰ καὶ τὰ λοιπὰ προσέσχε
καλῶς τε καὶ εὖ.  
Καλπάζειν: τὸ ἁβρῶς βαδίζειν.
Κάλπις: ὑδρία.
Καλοί· Ἀριστοφάνης· ἐν τοῖσι τοίχοις ἔγραφον· Ἀθηναίοις
καλός. ἴδιον ἐραστῶν ἦν τὸ τὰ τῶν ἐρωμένων ὀνόματα γράφειν ἐν
τοῖς τοίχοις ἢ δένδροις ἢ φύλλοις δένδρων, οὕτως· ὁ δεῖνα καλός.
Καλυδῶνος: πόλις. καὶ Καλυδώνιος πορθμός.
Κάλυκας: σύριγγας. ῥόδα κεκαλυμμένα.
Κάλυμνος: ὁ ἐν Αἰγύπτῳ σῖτος. ἀντὶ τοῦ Καλύμνιος. ὁ γὰρ
Φιλάδελφος ἐκ Καλυδῶνος μετήγαγε τὸ σπέρμα. ὡς ὁ Ἀπολλόδωρός
φησι λέγεσθαι καλύδνας, ὡς καλύβας.
Καλλύνων· χθὲς μὲν καὶ πρώην δεδρακότες τοῦ καπηλείου, καὶ τούτου
βάθρα καλλύνων καὶ τοὔδαφος κορεῖν.
Κάλυντρα: κόσμητρα. ἀντὶ δὲ τοῦ δόρατος κάλυντρον φέ-
ρων καὶ κόσκινον ἀντὶ τῆς ἀσπίδος καὶ κόφινον ἀντὶ κράνους, ἐπὶ
ὄνου καθήμενος.
Κάλυξ: ἄνθος ῥόδου μεμυκός.
Καλύπτω· αἰτιατικῇ.

Σούδα. Alphabetic letter kappa, entry 394, line 6

δίχα λογισμοῦ πράττοντος.


Καρκάδονα: τοῦτο λέγεται Χάροντος δάνειον, συναγόμενον ἐκ
τοῦ ὀβολοῦ τοῦ συγκηδευομένου τοῖς τελευτῶσιν· οὐχ ὡς ἔνιοι πλανώ-
μενοι βοτάνης ὄνομά φασιν εἶναι.  
Καρκαίρω: ἠχῶ. ζήτει ἐν τῷ ψαμμοκοσιογάργαρα.
Καρκίνος, Ἀκραγαντῖνος, τραγικός. καὶ Καρκίνος, Θεοδέκτου
ἢ Ξενοκλέους, Ἀθηναῖος, τραγικός. δράματα ἐδίδαξεν ρξʹ, ἐνίκησε
δὲ αʹ. ἤκμαζε κατὰ τὴν ρʹ ὀλυμπιάδα, πρὸ τῆς Φιλίππου βασιλείας
τοῦ Μακεδόνος. τῶν δραμάτων αὐτοῦ ἐστιν Ἀχιλλεύς, Σεμέλη, ἢ
ἀρχή, ὡς Ἀθήναιός φησιν ἐν Δειπνοσοφισταῖς. Λυσίας· ἐλυμαίνοντο
γάρ μου τὸν καρκίνον εἰσφοιτῶσαι, φησίν, αἱ κύνες. καὶ ὅταν ὁ σῖτος
ῥιζωθῇ κατὰ τῆς γῆς, κεκαρκινῶσθαί φασι. Φερεκράτης· ὁπόταν
σχολάζῃς, νῆψον, ἵνα τὰ λήϊα συγκαρκινωθῇ. λέγεται καρκίνος καὶ
πάθος τι συμβαῖνον ἐν τοῖς σώμασιν· ὃ νῦν καρκίνωμα λέγεται.
εὑρίσκεται δὲ πολλάκις καὶ κύριον ὄνομα.
662

Σούδα. Alphabetic letter kappa, entry 1970, line 1

εὔγειον τὸ πεδίον, ἀλλ' οἷον εἰκασθῆναι ἐκκακαθαρμένον.


Κολῳός: θόρυβος.
Κολπίζω. Κόλπος, ἐπὶ θεοῦ, ὁ τῶν ἀγαθῶν θησαυρός·
χεὶρ δὲ ἡ ἐνέργεια. ἵνα τι ἀποστρέφεις τὴν χεῖρά σου ἐκ μέσου τοῦ
κόλπου σου;
Κολοιόπτερα ζῷα: ὁ κάνθαρος καὶ ἡ μηλολόνθη, καὶ εἴ τι
ἄλλο.
Κολοιὸς ποτὶ κολοιὸν ἱζάνει: φιλάλληλον γὰρ τὸ ζῷον
καὶ συναγελαστικόν. τάττεται δὲ ἐπὶ τῶν τοῖς ὁμοίοις προσομιλούντων.
Κολοιούς: ὀνόματα ὀρνέων μικρῶν.  
Κόλυβα: σῖτος ἑψητός.
Κολυβιστής: τραπεζίτης.
Κόλυθρον: εἶδος φυτοῦ.
Κολυμβάδα· ζήτει ἐν τῷ γεργέριμον.
Κολυμβήθρα: ὁ κόλυμβος.
Κόλυμβος: ὁ τοῦ λουτροῦ.
Κολύμβων: εἶδος νομίσματος.
Κολλύρα: εἶδος ἄρτου. ἢ ὁ μικρὸς ἄρτος, ὃν τοῖς παιδίοις
διδόασιν. ἢ εἶδος πλακοῦντος. καὶ Κολλυρίζω, τὸ τὰς λαλάγγας
τηγανίζω. καὶ ἐπιχωρίως κολλούρια, τὰ λαλάγγια.

Σούδα. Alphabetic letter lambda, entry 629, line 2

δεχόμενος ἠνάγκαζε μετ' αὐτοῦ θερίζειν· εἶτα ἀποκόπτων τὰς κεφαλὰς


τὸ ἄλλο σῶμα συνείλει ἐν τοῖς δράγμασιν. ἀπέθανε δὲ ὑπὸ Ἡρα-
κλέους· εἰς τιμὴν δὲ τοῦ Μίδου θεριστικὸς ὕμνος ἐπ' αὐτῷ συνεθέτη.
Λιφαιμεῖ: αἱμορροεῖ. λείπει τῷ αἵματι. Ἀππιανός· ὁ δὲ
Κελτὸς ἀγανακτῶν καὶ λιφαιμῶν ἐδίωκε τὸν Βαλέριον, συγκαταπεσεῖν
ἐπειγόμενος· ὑπὸ δὲ τοὺς πόδας ἀναχωροῦντος ἀεὶ τοῦ Βαλερίου κατ-
έπεσε πρηνὴς ὁ Κελτός. καὶ δεύτερον τοῦτο μονομάχιον ἐπὶ Κελτοῖς
ἐμεγαλαύχουν οἱ Ῥωμαῖοι.
Λιφερνῶν.
Λιχανός: ὁ μετὰ τὸν ἀντίχειρα δάκτυλος· διὰ τοῦ ι. λείχω,
λιχανός· οἰκτείρω, οἰκτιρμός· σείω, σῖτος.
Λιχνεύουσα: λίχνως ζητοῦσα.
Λιχνεία: πύκνωσις.
Λιχμήσονται: διὰ τοῦ χ, λείξουσιν. εἶτα περιλιχμησάμενοι οἱ
λέοντες τὰ τῶν ἁγίων σώματα. Λικμῶ δὲ διὰ τοῦ κ ἐπὶ τῆς ἅλω.
663

Λίχνος: προαπτόμενος τῶν ὄψων, κατεπιθυμῶν, λιμβός, λαί-  


μαργος. Αἰλιανός· ἀνὴρ λίχνον ὄμμα καὶ ἀσελγὲς πιαίνων κακῇ ἑστι-
άσει τὰ τῆς Φερεκράττης ὄργια ἐδίψησε θεάσασθαι ἀτέλεστος ὤν.
Λοβός: τὸ ἄκρον τοῦ ὠτίου. καὶ τὰ ἄκρα πάντα· καὶ τοῦ
ἥπατος. κυρίως δὲ τῶν ὤτων τὸ κάτω. καὶ τὸ ἀγγεῖον ἐρεβίνθου ἢ
κυάμου. καὶ ἐν θυτικῇ σημεῖόν τι ἐν τῷ ἥπατι. ἔνθεν Λώβη,

Σούδα. Alphabetic letter mu, entry 506, line 1

Μελία: εἶδος δένδρου. Ἀριστοφάνης Ὄρνισιν· ἱζόμενος με-


λίας ἐπὶ φυλλοκόμου.
Μελίβοιαν: τὴν Ὀλιζῶνα πόλιν.
Μελίβοιος: γεωργὸς ὁ τὸν Οἰδίπουν ἀναθρεψάμενος. καὶ ζήτει ἐν τῷ
Οἰδίπους.
Μελίδειον κηρίον.
Μελίαι: βέλη. δόρατα. μελίαι δ' ἦσαν αὐταῖς αἱ κερκίδες·  
φησὶν ὁ θεολόγος Γρηγόριος. καὶ ἐν Ἐπιγράμμασι· οὕτω τοι, μελία
ταναά, ποτὶ κίονα μακρὸν ἧσο, πανομφαίῳ Ζηνὶ μένουσ' ἱερά.
Μελιηδής: ὁ γλυκύτατος. καὶ Ὅμηρος· μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα.
Μελίνη: εἶδος ὀσπρίου. ἦν δὲ καὶ σῖτος ἀπὸ μελίνης, τοῦτο
γὰρ ἦν ἐν τῇ χώρᾳ πλεῖστον. καὶ αὖθις· ἐφέροντο ἀδεῶς οἶνον,
ὄσπρια, μελίνας, σῦκα. πάντα γὰρ ἀγαθὰ εἶχεν ἡ χώρα πλὴν ἐλαίου.
Μελίνη· Δημοσθένης ἐν Φιλιππικῷ. ὄσπριόν ἐστιν· ὅπερ καὶ
ἀρσενικῶς λέγεται· Σοφοκλῆς μὲν γὰρ καὶ Ἡρόδοτος καὶ Ξενοφῶν
θηλυκῶς εἶπον μελίνην. Ξενοφῶν δὲ ὁ αὐτὸς ἐν Ἀναβάσει καὶ μέλινον
καὶ μελίνους εἶπεν. ἔνιοι δὲ εἶδός τι κεγχρίου νομίζουσι τὴν μελίνην,
ὅπερ τινὰς καλεῖν ἔλυμον. Θεόφραστος δὲ ἐν ζʹ Περὶ φυτῶν ὡς δια-
φέροντα ταῦτα ἀναγράφει κέγχρον ἢ μελίνην ἢ ἔλυμον.

Σούδα. Alphabetic letter mu, entry 797, line 4

Μετ' ἴχνια: κατὰ ἴχνη πορεύεσθαι.


Μετοκλάζει: μετακαθίζει.
Μετ' ὀλίγον χρόνον· αἰτιατικῇ.
Μετόν: ἐξόν. Ἀριστοφάνης· οὐδ' ἂν κλέπτης οὐδεὶς ἔσται.
πῶς γὰρ κλέψαι; μετὸν αὐτῷ. ἀντὶ τοῦ μέτεστι.
Μετόπισθεν: ἐν ὑστέρῳ, μετὰ ταῦτα.
Μετόπωρον: τὸ φθινόπωρον, ὁ μετὰ τὴν ὀπώραν καιρός.
Μετόρχιον: τὸ μεταξὺ τῶν φυτῶν· ἢ τὸ μεταξὺ τῶν χωρίων,
ὅπερ λέγεται ὄρχος. μεταστήσειε, φησί, τὰ φυτὰ ἀπὸ τῶν ἀρουρῶν
τῶν σπειρομένων. ἢ μετόρχιόν ἐστι τὸ μεταξὺ τῶν συμφύτων πεδίον,
664

ἐν ᾧ ἢ σῖτος ἢ ἄλλο τι ἔσπαρται.


Μετουσία: κοινωνία.
Μετοχετεύειν: μετακομίζειν.
Μετοχή: ὁ περίβολος. Δαβίδ· ἧς ἡ μετοχὴ αὐτῆς ἐπιτοαυτό.
Μέτων: ὁ μαθηματικός. καὶ Μέτωνος ἐνιαυτός. οὗτος ὁ
Μέτων ἄριστος ἐγένετο ἰατρὸς καὶ ἀστρονόμος. τούτου ἐστὶν ὁ λεγό-
μενος Μέτωνος ἐνιαυτός. Καλλίστρατος δέ φησιν εἶναι αὐτοῦ ἐν Κο-
λωνῷ ἀνάθημά τι ἀστρονομικόν, Εὐφρόνιος δέ, ὅτι τῶν δήμων ἦν ἐκ
Κολωνοῦ. πρὸ Πυθοδώρου δὲ ἡλιοτρόπιον ἦν ἐν τῇ νῦν οὔσῃ ἐκκλησίᾳ
πρὸς τῷ τείχει τῷ ἐν Πνυκί. ἢ ὅτι ἐν Κολωνῷ κρήνην τινὰ κατ-  
εσκευάσατο· φησὶν ὁ Φρύνιχος Μονοτρόπῳ·

Σούδα. Alphabetic letter nu, entry 346, line 1

Νησίον· καὶ Νησιώτης, ὁ ἀπὸ νήσου. καὶ Νησύδριον,


νησίον μικρόν.
Νῆσις, Νήσιδος: ὄνομα πόλεως, καὶ ὄνομα θεᾶς. Νησῖδος
δὲ τὸ ὑποκοριστικόν. ἐν Ἐπιγράμμασι· ἀκταίης νησῖδος ἁλιξάντοισι
χοιράσι.
Νῆσος. ἐκ τοῦ νῶ, νήσω· ἡ οἷον ἐγκολυμβῶσα ὕδατι. ἤ, φασί, καὶ
ὡς ἀπὸ τοῦ ὀρνέου τῆς νήσσης, καθ' ὁμοιότητα. ἐντεῦθεν Νησίτης καὶ
πλεονασμῷ
Νησιώτης, ὡς ἀγροιώτης.
Νησώπη: νῆσος Λέσβου, τὸν Σίγριν, φασί, λιμένα ποιοῦσα.
Νηστεία: ἐκ τοῦ νηστεύω. καὶ Νήστιμος, ἡ τῆς νηστείας
ἡμέρα.
Νῆστις: ὁ ἄσιτος, καὶ τὸ μεταξὺ τῆς κοιλίας καὶ τοῦ στομάχου
ἔντερον. παρὰ τὸ νη στερητικὸν μόριον καὶ τὸ ἔδειν, ὁ ἐστερημένος
τοῦ ἔδειν, ἢ παρὰ τὸ νη στερητικὸν καὶ τὸ σῖτος. Νῆστίς θ', ἣ
δακρύοις γε πικροῖς νωμᾷ βρότειον γένος. τὸ ὕδωρ λέγων.
Νήτη: χορδὴ μουσικὴ ὀξὺν φθόγγον ἀποτελοῦσα.
Νὴ τήν: μὰ τήν. ἐλλειπτικόν, κατὰ τὸ μὰ τὸν καὶ μὰ τάς.  
Νὴ τὴν ἱερὰν κεφαλήν: τὸ νὴ κατωμοτικόν ἐστιν ἐπίρρημα,
τουτέστι μεθ' ὅρκου βεβαιωτικόν, ὥσπερ τὸ μὰ ἀπωμοτικόν, μεθ' ὅρκου
ἀρνητικόν.

Σούδα. Alphabetic letter nu, entry 346, line 3

Νῆσις, Νήσιδος: ὄνομα πόλεως, καὶ ὄνομα θεᾶς. Νησῖδος


δὲ τὸ ὑποκοριστικόν. ἐν Ἐπιγράμμασι· ἀκταίης νησῖδος ἁλιξάντοισι
665

χοιράσι.
Νῆσος. ἐκ τοῦ νῶ, νήσω· ἡ οἷον ἐγκολυμβῶσα ὕδατι. ἤ, φασί, καὶ
ὡς ἀπὸ τοῦ ὀρνέου τῆς νήσσης, καθ' ὁμοιότητα. ἐντεῦθεν Νησίτης καὶ
πλεονασμῷ
Νησιώτης, ὡς ἀγροιώτης.
Νησώπη: νῆσος Λέσβου, τὸν Σίγριν, φασί, λιμένα ποιοῦσα.
Νηστεία: ἐκ τοῦ νηστεύω. καὶ Νήστιμος, ἡ τῆς νηστείας
ἡμέρα.
Νῆστις: ὁ ἄσιτος, καὶ τὸ μεταξὺ τῆς κοιλίας καὶ τοῦ στομάχου
ἔντερον. παρὰ τὸ νη στερητικὸν μόριον καὶ τὸ ἔδειν, ὁ ἐστερημένος
τοῦ ἔδειν, ἢ παρὰ τὸ νη στερητικὸν καὶ τὸ σῖτος. Νῆστίς θ', ἣ
δακρύοις γε πικροῖς νωμᾷ βρότειον γένος. τὸ ὕδωρ λέγων.
Νήτη: χορδὴ μουσικὴ ὀξὺν φθόγγον ἀποτελοῦσα.
Νὴ τήν: μὰ τήν. ἐλλειπτικόν, κατὰ τὸ μὰ τὸν καὶ μὰ τάς.  
Νὴ τὴν ἱερὰν κεφαλήν: τὸ νὴ κατωμοτικόν ἐστιν ἐπίρρημα,
τουτέστι μεθ' ὅρκου βεβαιωτικόν, ὥσπερ τὸ μὰ ἀπωμοτικόν, μεθ' ὅρκου
ἀρνητικόν.

Σούδα. Alphabetic letter omicron, entry 306, line 1

Ὄμπνιον νέφος: μέγα, πολύ, ηὐξημένον. Σοφοκλῆς Θησεῖ.


καὶ Ὄμπνιος χείρ, ἡ πλουσία.
Ὄμπνιον ὕδωρ: τὸ τρόφιμον, καὶ πολύ. λέγεται καὶ
Ὀμπνιηρὸν ὕδωρ, τὸ τρόφιμον.
Ὄμπνιος: ἡ Δημήτηρ, αἰτία οὖσα τοῦ ἀναπνεῖν.
Ὄμπνιος λειμών: ὁ σῖτος, καὶ οἱ Δημητριακοὶ καρποί· ἐπεὶ
Ὀμπνία ἡ Δημήτηρ λέγεται.
Ὄμπνιος χείρ: πλουσία χείρ.
Ὁμοίας λαβάς: ἀντὶ τοῦ μεταλήψεις καὶ ἀντιμεταθέσεις.
Ὁμοίϊος: ὁ ὁμοίως πᾶσι χαλεπός.  
Ὁμοιομέρεια. Ἀναξαγόρας ὁ φιλόσοφος ἔλεγε τὴν σελήνην
οἰκήσεις ἔχειν καὶ λόφους καὶ φάραγγας. ἀρχὰς δὲ τὰς ὁμοιομερείας·
καθάπερ γὰρ ἐκ τῶν ψηγμάτων λέγομεν τὸν χρυσὸν συνεστάναι, οὕτως
ἐκ τῶν ὁμοιομερῶν μικρῶν σωμάτων τὸ πᾶν συγκεκρίσθαι.
Ὅμοιον, εἰ καὶ Φιλέας Ἀνδοκίδην ἱεροσυλίας ἐγράψατο, ὥσπερ
οὐκ αὐτὸς ὢν ὁ τῆς θεοῦ τὸ Γοργόνειον ἐξ ἀκροπόλεως ἀφελόμενος.

Σούδα. Alphabetic letter pi, entry 1800, line 1

Πλοῦτος· καὶ κτήσασθαι μέν ἐστιν αὐτὸν εὐμαρές, φυλάξασθαι


666

δὲ χαλεπόν. ζήτει ἐν τῷ Ἄτταλος.


Πλουτῶ· αἰτιατικῇ.
Πλούτων: ὁ ᾅδης. Ἀριστοφάνης· ὁ Πλούτων δίδωσι σχοι-
νίον Αἰσχύλῳ ἐπανιόντι· δὸς τοῦτο Κλεοφῶντι φέρων καὶ τοῦτο τοῖσι
πορισταῖς. σύμβολον θανάτου. ἴσως σχοινίον πρὸς ἀγχόνην ἤ τι
τοιοῦτον.
Πλόχανον: πλέγμα, ᾧ ὁ σῖτος καθαίρεται.
Πλοχμός: πλόκαμος.
Πλωάς: εἶδος ὄρνιθος.
Πλωθεύς· Πλωθία δῆμος τῆς Αἰγηΐδος. καὶ ὁ δημότης Πλωθεύς.
Πλωΐζω: πλέω. καὶ Πλῴζω, ὁμοίως.
Πλώϊμος ἀνήρ.
Πλώοντες: πλέοντες.
Πλώω: πλέω.
Πλώσιμον: διαβατόν. Σοφοκλῆς· μακρὸν τὸ δεῦρο πέλαγος,
οὐδὲ πλώσιμον. ἀντὶ τοῦ ἀδιάβατον.

Σούδα. Alphabetic letter pi, entry 3221, line 2

ἐπίπαν μία μάχη κρίνει, σπανίως δὲ δευτέρα, καὶ τὰς μάχας αὐτὰς
εἷς καιρὸς ὁ κατὰ τὴν πρώτην ἔφοδον καὶ σύμπτωσιν τῆς δυνάμεως·
κατὰ δὲ τοῦτον τὸν πόλεμον τἀναντία συνέβαινε τοῖς προειρημένοις.
τοὺς μὲν γὰρ κινδύνους ὡς ἐπίπαν ἡ νὺξ διέλυε, τῶν ἀνδρῶν οὔτ'
εἴκειν τῆς ψυχῆς οὔτε παρακαθιέναι τοῖς σώμασι βουλομένων διὰ τὸν
κόπον, ἀλλ' ἐξ ὑποστροφῆς καὶ μεταμελείας αὖθις ἄλλας ἀρχὰς ποι-
ουμένων· τόν γε μὴν ὅλον πόλεμον καὶ τὴν συνέχειαν τῶν ἐκ
διατάξεως διακρίσεων ὁ χειμὼν ἐπὶ ποσὸν διεῖργε. καθόλου γὰρ εἴ
τις διανοηθείη πύρινον πόλεμον, οὐκ ἂν ἕτερον ἢ τοῦτον νοήσειεν.  
Πυρίνῳ σίτῳ· γέρανοι γεωργοῦ κατενέμοντο χώρην ἐσπαρμέ-
νην νεωστὶ πυρίνῳ σίτῳ. Πυρὸς γὰρ ὁ σῖτος. Ὅμηρος· πυροί
τε ζειαί τε ἰδ' εὐρυφυὲς κρῖ λευκόν. ἔζων ἐν πᾶσι λαγῴοις καὶ
πύῳ καὶ πυριάτῃ, ἄξια τῆς γῆς ἀπολαύοντες καὶ τοῦ 'ν Μαραθῶνι
τροπαίου.
Πυρίτης ἄρτος: ὁ τοῦ σίτου. καὶ θηλυκῶς Πυρῖτις
λίθος. ὅτι τὸ ἐκ πυρίτου λίθου φῶς ἄφαντον λέγεται καὶ ζήτει ἐν τῷ
ἄφαντον φῶς.
Πυρίφλεκτος· ὡς ἐν τῷ, κάμινον παῖδες πυρίφλεκτον πάλαι. πυρ-
άφλεκτος δέ, ὡς ἐν τῷ, βάτος ἐν ὄρει πυράφλεκτος. ἐφλέγετο γάρ, οὐ
κατεφλέγετο δέ.
667

Σούδα. Alphabetic letter pi, entry 3230, line 2

ἐπερρώννυε τὸν θυμὸν ταῖς καθημέραν μελέταις, τροχάζειν ἀναγκάζων


καὶ ὑπὲρ τῶν ἵππων ἐν κόσμῳ ἀναπάλλεσθαι ἔς τε πυρρίχην τινὰ
ἐνόπλιον περιδινεῖσθαι καὶ θαμὰ τῇ σάλπιγγι καταβομβεῖσθαι τὸ ἐνυά-
λιον ἠχούσῃ. καὶ Πυρριχίζειν, μετὰ ὅπλων ὀρχεῖσθαι. καὶ
Πυρρίχιος ὄρχησις.
Πυρκαϊά: ἡ φλόξ.
Πύρνος: τὸ ἀπόκλασμα τοῦ ἄρτου.  
Πυρόεσσαν: ἐπίπνουν, πῦρ πνέουσαν.
Πυρόεις: ὁ πυρρός.
Πυροπίπας: ὁ Κλέων· διεβάλλετο γὰρ ὡς παιδεραστής. ἢ διὰ
τὴν ἐν τῷ πρυτανείῳ σίτησιν. Πυρὸς γὰρ ὁ σῖτος.
Πυρορραγής: σαθρός, ἄχρηστος. ἀπὸ τοῦ ἐν ταῖς καμίνοις
διαρρησσομένου κεράμου. Πυρορραγῆ κεράμια καλεῖται, ὅσα ἐν
τῷ πυρὶ ῥήγνυνται ἐν τῷ ὀπτᾶσθαι. Κρατῖνος ἐν Ὥραις· ἴσως πυρορ-
ραγὲς καὶ κακῶς ὠπτημένον. ὁ δὲ κέραμος πυρορραγὴς γενόμενος
σαθρὸν ἠχεῖ.
Πύρρος· οὗτος διέβη τὸ δεύτερον ἐς Ἰταλίαν, οὐ χωρούντων
αὐτῷ τῶν ἐν Σικελίᾳ πραγμάτων κατὰ νοῦν, διὰ τὸ μὴ βασιλικὴν
φανῆναι τὴν ἡγεμονίαν, ἀλλὰ δεσποτικὴν ταῖς πόλεσιν. ἐσαχθεὶς γὰρ
ἐς Συρακούσας ὑπό τε Σωσιστράτου κρατοῦντος τῆς πόλεως τότε καὶ
Θοίνωνος τοῦ φρουράρχου, παραλαβὼν παρ' ἐκείνων χρήματα καὶ ναῦς

Σούδα. Alphabetic letter pi, entry 3234, line 1

χος Νικίου, τῶν ἀθέων καὶ ἐξαγίστων δογμάτων ζηλωταί, πόρον


ὑποτίθενται χρημάτων ἀνοσίων, τοὺς ἱεροὺς ἀνοῖξαι τῆς Περσεφόνης
θησαυρούς· ἦν γὰρ ἱερὸν πολύχρυσον, ἐκ παντὸς τοῦ χρόνου πεφυλαγ-
μένον ἄθικτον ἔχον· ἐν ᾧ χρυσός τις ἄβυσσος, ἀόρατος τοῖς πολλοῖς
κατὰ γῆς κείμενος. ὑπὸ τούτων ἐξαπατηθεὶς τῶν κολάκων καὶ τὴν
ἀνάγκην κρείττονα παντὸς ἡγησάμενος τὴν γνώμην ἀνδράσι διακόνοις
τῆς ἱεροσυλίας ἐχρήσατο καὶ τὸν χρυσὸν ναυσὶν ἐνθέμενος ἀπέστειλεν
ἐς Τάραντα. ἡ δὲ δικαία πρόνοια τὴν αὑτῆς δύναμιν ἀπεδείξατο·
ἐναυάγησαν γὰρ αἱ νῆες, καὶ ὁ χρυσὸς ἀπεδόθη εἰς τὸ ἱερόν.
Πύρρος: ὄνομα κύριον.
Πυρός: ὁ σῖτος. Ὅμηρος· πυροί τε ζειαί τε. οἱ δὲ ἑφθοὶ πυροὶ
πρὸς συνουσίαν εἰσὶν ἐγερτικοί.  
Πυρρός: ὁ ξανθός. καὶ παροιμία· ἅπαξ πυρρὸς καὶ μὴ δέκατον χλωρός.
ἐπὶ τῶν δανειζόντων.
668

Πυρὸς μένος: πῦρ περιφραστικῶς.


Πυροφόρον: σιτοφόρον.
Πύρρων, Πλειστάρχου, Ἠλεῖος, φιλόσοφος· ὃς ἦν ἐπὶ Φιλίπ-
που τοῦ Μακεδόνος, κατὰ τὴν ριαʹ Ὀλυμπιάδα καὶ ἐπέκεινα. καὶ
πρότερον μὲν ἦν ζωγράφος, ὕστερον δὲ ὥρμησεν ἐπὶ φιλοσοφίαν καὶ
διήκουσε Βρύσωνος, τοῦ Κλεινομάχου μαθητοῦ, εἶτα Ἀλεξάνδρου, τοῦ
Μητροδώρου μαθητοῦ, τοῦ Χίου, οὗ διδάσκαλος ἦν Μητρόδωρος ὁ

Σούδα. Alphabetic letter sigma, entry 407, line 1

Σικυών: ἡ νῦν Ἑλλὰς καλουμένη, ἧς πρῶτος ἐβασίλευσεν


Αἰγιαλεύς. καὶ διήρκεσεν ἡ βασιλεία ἔτη ϡπαʹ. φυλάττει.
Σικυώνιος· καὶ Σικυώνιον πεδίον οὕτω καλοῦσι. καὶ παροι-
μία· Σικυώνιος ἐπαπέδυ.
Σίκυς: εἶδος ὀπώρας.
Σικχαντόν: ἀηδές.
Σικχός: σκώπτης. ἢ ὁ ἀνόρεκτος, καὶ ἀσθενής. Πλού-
ταρχος· τὰ ῥωμαλεώτερα τῶν ζῴων τοὺς στομάχους σκορπίους καὶ
ὄφεις ἐσθίοντα καταπέττει· οἱ δὲ σικχοὶ καὶ νοσώδεις ἄρτον καὶ ὕδωρ
προσφερόμενοι ναυτιῶσιν.
Σικχός: ὁ μικρὸς σῖτος.
Σίλας: ὄνομα κύριον. καὶ Σίλα θηλυκόν, ὄνομα κύριον.
Σιλβανός, φιλόσοφος· ὃς ἐπιεικὴς μὲν ἦν τὰ ἄλλα καὶ ἱερός,
ἁπλούστερος δὲ τὰ ἤθη καὶ ἐπιπόλαιος.
Σιλλαίνει: μυλλαίνει, διὰ τῶν ὀφθαλμῶν σκώπτει, καὶ μυλλί-
ζει. Σίλλος γὰρ ὁ μῖμος, ἢ ὁ μῶμος, καὶ ἡ κακολογία. καὶ
ὁ χλευασμός. καὶ ὁ ταύτας γράφων σιλλογράφος ἦν Τίμων Φλιά-
σιος, φιλόσοφος τῆς Πύρρωνος ἀγωγῆς.

Σούδα. Alphabetic letter sigma, entry 495, line 2

ἐξένισεν αὐτὸν καὶ τὴν θυγατέρα αὐτοῦ Ἀντίκλειαν συγκατέκλινεν αὐτῷ


καὶ ἔγκυον ἐξ αὐτοῦ γενομένην τὴν παῖδα συνῴκισε Λαέρτῃ· διὸ Σι-
σύφου ὁ Ὀδυσσεύς.  
Σῖτα· ὅτι Φιλοποίμην μετὰ δευτέραν ἡμέραν ἀπὸ τῆς πρὸς
πόλεμον ἐξόδου παρήγγειλε τὰ βʹ σῖτα τρία ποιεῖν, ὅτε βούλοιτο μίαν
ἡμέραν προσλαβεῖν· ποτὲ δὲ τὰ δύο, τέτταρα.
Σίττα: ὄνομα πόλεως. καὶ Σίττας, ὄνομα κύριον.
Σιτάκη: ὄνομα πόλεως.
Σίταλκος: ὁ τῶν Θρᾳκῶν βασιλεύς.
Σιτηρέσιον: τὸ διδόμενόν τισιν εἰς τροφήν. καὶ Σιτηρόν,
669

ὁ σῖτος.
Σιτίσεων: τροφῶν, δαπανῶν.
Σιτίζω· αἰτιατικῇ.
Σιτοβολίοις: ἀποθήκαις. τὰς δὲ οἰκίας τῆς πόλεως ἀκεραίους
διεφύλαξε καὶ τὰ τείχη, βουλόμενος σιτοβολίοις χρήσασθαι πρὸς παρα-
χειμασίαν. καὶ Σιτοβολῶνος.
Σιτοδεία: λιμός, ἔνδεια.
Σιτολία: ὄνομα πόλεως.
Σιτομετρεῖν: τὸ σῖτον παρέχειν. καὶ Σιτομέτριον, ἡ
σιτοδοσία. Πολύβιος· ὁ δὲ Φίλιππος διαδοὺς ὅτι μέλλει σιτομετρεῖν,

Σούδα. Alphabetic letter sigma, entry 502, line 1

Σιτοβολίοις: ἀποθήκαις. τὰς δὲ οἰκίας τῆς πόλεως ἀκεραίους


διεφύλαξε καὶ τὰ τείχη, βουλόμενος σιτοβολίοις χρήσασθαι πρὸς παρα-
χειμασίαν. καὶ Σιτοβολῶνος.
Σιτοδεία: λιμός, ἔνδεια.
Σιτολία: ὄνομα πόλεως.
Σιτομετρεῖν: τὸ σῖτον παρέχειν. καὶ Σιτομέτριον, ἡ
σιτοδοσία. Πολύβιος· ὁ δὲ Φίλιππος διαδοὺς ὅτι μέλλει σιτομετρεῖν,
ἐκήρυξεν, ὅσοι μὴ πλεῖον ἔχουσι λʹ ἡμερῶν σῖτον, ἀπογράφεσθαι πρὸς
αὐτόν. καὶ Σιτοποιεῖσθαι παρὰ Ξενοφῶντι τὸ τροφὴν λαμ-
βάνειν. σιτοποιεῖσθαί τε ἀνάγκη καὶ κοιμᾶσθαι. καὶ Σιτοπομπία.
Σῖτος: πᾶς ὁ σιτικὸς καρπός, οὐχ ὁ πυρὸς μόνον· καὶ αὐτὰ τὰ
σιτία. Θουκυδίδης δʹ· καὶ τῶν νεῶν οὐκ ἐχουσῶν ὅρμον, αἱ μὲν σῖτον
ἐν τῇ γῇ ᾑροῦντο, αἱ δὲ μετέωροι ὥρμων. ζήτει ἐν τῷ συνωνή.
Σῖτος καλεῖται καὶ ἡ διδομένη πρόσοδος εἰς τροφὴν ταῖς γυναιξὶν
ἢ τοῖς ὀρφανοῖς, ὡς ἔστι μαθεῖν καὶ ἐκ τῶν τοῦ Σόλωνος πρώην τοῦ
ἄξονος καὶ ἐκ τῆς Ἀριστοτέλους Ἀθηναίων πολιτείας. Τιμαχίδας δὲ
ἡγεῖται παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς σῖτον λέγεσθαι τὸν τόκον· οὐκ ὀρθῶς
ἡγούμενος.
Σίτου: τροφῆς. καὶ σίτου δίκη· ὅταν γυνὴ ἀποδικεῖν ποιησα-  
μένη πρὸς τὸν ἄνδρα διὰ τοῦ ἄρχοντος ἢ καὶ ὑπὸ τοῦ ἀνδρὸς ἐκ-
πεμφθεῖσα, μὴ ἀπολαμβάνῃ τὴν προῖκα, καὶ διαγένηται χρόνος, καὶ

Σούδα. Alphabetic letter sigma, entry 505, line 2

ἡγούμενος.
670

Σίτου: τροφῆς. καὶ σίτου δίκη· ὅταν γυνὴ ἀποδικεῖν ποιησα-  


μένη πρὸς τὸν ἄνδρα διὰ τοῦ ἄρχοντος ἢ καὶ ὑπὸ τοῦ ἀνδρὸς ἐκ-
πεμφθεῖσα, μὴ ἀπολαμβάνῃ τὴν προῖκα, καὶ διαγένηται χρόνος, καὶ
δίκην εἰσάγῃ πρὸς αὐτὸν καὶ ἀπαιτῇ προῖκα καὶ τροφάς, ἀφ' ἧς ἀπηλ-
λάγη ἡμέρας, αὕτη καλεῖται δίκη σίτου. καὶ σίτου ἐκβολή· Θουκυ-
δίδης, ὅταν ὁ στάχυς τῆς κάλυκος ἐκφύηται, οὐχ ὅταν ἐκ τῆς γῆς
ἀναδίδοται τὰ σπέρματα.
Σιτούμενος: ἐσθίων.
Σιτοφύλακες: ἀρχή τις ἦν Ἀθήνησιν, ἥτις ἐπεμελεῖτο, ὅπως ὁ
σῖτος δικαίως πραθήσεται καὶ τὰ ἄλφιτα καὶ οἱ ἄρτοι. ἦσαν δὲ τὸν
ἀριθμὸν ιεʹ μὲν ἐν ἄστει, εʹ δὲ ἐν Πειραιεῖ. καὶ Σιτοφυλακεῖον.
Σιτώνης: ὁ προεστὼς τοῦ δημοσίου σίτου.
Σιφλός: μῶμος. ψόγος, μέμψις.
Σιφλώσειεν: μέμψειεν, ἐκφαυλίσειεν.
Σιφνεύς: ὄνομα κύριον.

Σούδα. Alphabetic letter sigma, entry 1018, line 1

Σταχάνη· ἡ τρυτάνη. παρὰ τὴν στάσιν. καὶ παροιμία· Δι-


καιότερος σταχάνης.
Σταῖς: ἡ ζύμη. τρία εἰσὶν εἰς αις· παῖς ἀρσενικόν, δαῖς
θηλυκόν, σταῖς οὐδέτερον.
Σταιτίτης: εἶδος ἄρτου.
Στέαρ: παρὰ τῷ Δαβὶδ εὔνοια καὶ φιλαδελφία. τὸ στέαρ αὐτῶν
συνέκλεισαν· τὸ στόμα αὐτῶν ἐλάλησεν ὑπερηφανίαν.
Στέαρ παρὰ τῇ θείᾳ γραφῇ ἡ εὐπάθεια καὶ ἡ εὐκληρία λέγεται.
ἐξελεύσεται ὡς ἐκ στέατος ἡ ἀδικία αὐτοῦ. ἀντὶ τοῦ μετὰ πάσης ἀδείας
τὴν ἀδικίαν τολμῶσι.
Στέαρ πυροῦ: ὁ κάλλιστος σῖτος καὶ ἄρτος.
Στέατα: ἄλευρα. καὶ Εὐνάπιος· ὁ δὲ φέρων γράμματα ἐν
χαλκῷ στέατι περιπεπλασμένα, καθεὶς ἐν πήρᾳ ἐπιθείς τε καὶ ἄλλους
ἄρτους ὁμοίους, ὡς μή τινα γνῶναι τὸ ἀπόρρητον.  
Στεγανὰ πλοῖα: στερεά.

Σούδα. Alphabetic letter sigma, entry 1091, line 1

κρίσεως. στηλιτευτικὸς δὲ κέκληται ἐκ μεταφορᾶς τῆς στήλης, ἥ ἐστι  


λίθος ἢ χαλκὸς ἐπιμήκης, τετραγώνῳ σχήματι ἱδρυμένος· ἐν ᾗ γέγραπται
ἡ τοῦ στηλιτευομένου ὕβρις. πολλάκις δὲ καὶ εὐεργετῶν εὐεργεσίαι
ἀναγράφονται.
Στηλίς, στηλίδος: ἡ μικρὰ στήλη.
671

Στηλιτευθῆναι: φανερῶς δημοσιευθῆναι. ἐκ τῶν στηλῶν τῶν


δημοσίᾳ προτιθεμένων μεταφορικῶς.
Στηλιτεύω· αἰτιατικῇ. Στηλοῦμαι· δοτικῇ.
Στήνια καὶ Σκίρα: ἑορταὶ γυναικῶν.
Στήωσι: στῶσι.
Στήριγμα ἄρτου: οὐ μόνον σῖτος καὶ κριθή, ἀλλὰ πᾶν τὸ
τρέφειν δυνάμενον.
Στηριγμός: ὁ ἑδρασμός.
Στησάμενος: ποιήσας. περί τε Καλλίνικον καὶ Βάρρας τὸν
ἀγῶνα στησάμενος.
Στησιχόρειος: ἡ τοῦ Στησιχόρου πύλη.
Στησίχορος, Εὐφόρβου ἢ Εὐφήμου, ὡς δὲ ἄλλοι Εὐκλείδου ἢ

Σούδα. Alphabetic letter sigma, entry 1126, line 2

στοφάνης Γήρᾳ· εἰ παιδαρίοις ἀκολουθεῖν δεῖ, σφαῖραν καὶ στλεγγίδ'  


ἔχοντα. Δαιταλεῦσιν· οὐδέ ἐστιν αὕτη στλεγγὶς οὐδὲ λήκυθος. καλεῖται
στλεγγὶς καὶ χρυσοῦν ἔλασμα, τὸ περὶ τῇ κεφαλῇ τῶν γυναικῶν.
ἡ δὲ στλεγγὶς τῶν πρὸς τί ἐστι καὶ τῶν οὐ πρὸς τί. τὰ μὲν πρὸς ἕν
τι μόνον ἐστί, καὶ οὐκ ἄν τις αὐτοῖς πρὸς ἄλλο τι χρήσαιτο, ὥσπερ
τῇ ὄψει πρὸς μόνον τὸ ὁρᾶν· τὰ δὲ καὶ πρὸς ἄλλο τι, πρὸς ὃ οὐ
πέφυκε, χρήσαιτο ἄν τις. τῇ γοῦν στλεγγίδι οὐ πρὸς τὸ περιξύεσθαι
ἄν τις χρήσαιτο μόνον, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ ὕδωρ ἀρύσασθαι.
Στοά: τὸ ταμιεῖον· διὰ τὸ παράμηκες εἶναι. στοάς τε καρποῦ
βακχείου τε νάματος. ἐν αἷς ὁ σῖτος καὶ ὁ οἶνος. Ἀριστοφάνης.
Στοά, ἡ ἐν Ἀθήναις διατριβή· διὰ τοῦ ο μικροῦ· Στωϊκοὶ δὲ οἱ
ἀπ' αὐτῆς, διὰ τοῦ ω μεγάλου. ἥτις ὠνομάζετο Πεισιανάκτειος,
ὕστερον δὲ ζωγραφηθεῖσα Ποικίλη ἐκλήθη. ὅτι τὴν στοὰν τὴν ἐκτὸς
Ἐφέσου ἀποτεινομένην ἐς τὸ ἱερὸν θολικὴν κατεσκεύασε Δαμιανός,
Ἐφέσιος σοφιστής.

Σούδα. Alphabetic letter chi, entry 303, line 3

Χιβούλδιος· οὗτος ἦν ἐκ τῆς Ἰουστινιανοῦ βασιλέως οἰκίας,


ἐσάγαν μὲν δραστήριος τὰ πολέμια, ἐς τοσοῦτον δὲ χρημάτων κρείς-
σων, ὥστε ἀντὶ μεγίστου κτήματος ἐν τῇ οὐσίᾳ τῇ αὐτοῦ εἶχε τὸ
κεκτῆσθαι μηδέν. ὥστε τούτου στρατηγήσαντος Θρᾴκης καὶ ἐπὶ τῇ τοῦ
Ἴστρου φυλακῇ καταστάντος καὶ ἐν πολέμῳ ἀναιρεθέντος, συμβῆναι
τὸν Ἴστρον ἐσβατὸν κατ' ἐξουσίαν τοῖς βαρβάροις γενέσθαι καὶ τὰ Ῥω-
μαίων πράγματα γέγονε, ξύμπασά τε ἡ Ῥωμαίων ἀρχὴ ἀνδρὸς ἑνὸς
672

ἀρετῇ ἀντίρροπος γενέσθαι ἐν τῷ ἔργῳ τούτῳ οὐδαμῆ ἴσχυσεν.


Χιλή: τροφή. καὶ Χιλός, ἀρσενικῶς, ἡ τροφή. Ξενοφῶν· τὰ  
δὲ κτήνη πάντα χιλῷ ἔνδον ἐτρέφοντο. διὰ τῆς ἑτέρης χώρης, τῇ
χιλός τε ἵπποις καὶ ὕδατα ἦν. Ἡρόδοτος. ὅσος τε σῖτος καὶ χιλὸς
ἐν τῇ χώρᾳ εἴσω τειχῶν κομίζεσθαι. ἀρσενικὸν ὁ χιλός. καὶ
Ἀχιλλεύς, ὁ ἥρως, παρὰ τὸ μὴ μετασχεῖν χιλοῦ· μυελοῖς γὰρ ἐτρέ-
φετο. ὅτι ὁ χιλὸς ἐν χέρσῳ φύεται· τοῦτο δέ ἐστι χόρτος. ὅθεν τὸ ἐκκεχι-
λωμένην, ἀντὶ τοῦ ἐψευσμένην ἢ κεχερσωμένην, οἷον ἐξηλειμμένην.
Χίλια: ὁ ἀριθμός.

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ

Etymologicum Magnum, 590, 591, 592, 476, 498, 551, 561, 562, 569, 609, 656,
593, 594, 595, 596, 597 660, 664
LIDDELL & SCOTT, 9 ἄρτου, 130, 146, 147, 149, 222, 372, 382,
Αθανάσιος θεολόγος, 118, 119, 120, 121, 395, 435, 449, 476, 510, 526, 533, 545,
122, 357, 358, 359, 360 556, 562, 603, 656, 661, 664
Αθηναίος Δειπνοσοφιστές, 191, 193, 194, ἄρτους, 154, 158, 219, 242, 248, 367, 404,
195, 196 534, 556, 560, 562, 664
Αίλιος Ηρωδιανός, 254, 255, 256, 257, ἄχυρον, 122, 132, 135, 136, 141, 152, 155,
258, 259, 260, 261, 262, 263 156, 300, 342, 346, 367, 372, 385, 386,
Αισχύλος, 22 387, 388, 392, 399, 404, 406, 414, 446,
ἄλευρα, 9, 139, 555, 664 447, 480, 491, 513, 539, 570, 574, 575
ἄλευρον, 9, 285, 346, 549 Βασίλειος θεολόγος, 122, 123, 361, 362,
ἄλφιτα, 9, 37, 76, 93, 98, 168, 210, 248, 363, 364, 365, 366, 444, 445
254, 268, 290, 332, 518, 525, 547, 551, Γαληνός, 222, 223, 224, 225, 226, 227,
620, 664 228, 229, 230, 231, 288
Ἀλῳή, 591 Γεωπονικά, 519, 520, 521, 522, 523, 524
Απολλόδωρος, 90 Γεώργιος Κεδρηνός, 460, 461, 462
Αριστοτέλης, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81, Γεώργιος Μοναχός., 157, 158, 159, 160,
248, 249, 250, 252, 253, 254 466, 467, 469
Αριστοφάνης κωμικός, 41, 208, 209 Γρηγόριος Ναζιανζηνός, 114, 115, 116,
Αρποκρατίων, 90, 91, 92, 93 117, 118, 354, 355
ἄρτον, 58, 61, 106, 111, 113, 117, 119, Γρηγόριος Νύσσης, 109, 342, 343, 344,
129, 148, 170, 177, 187, 222, 224, 308, 345, 346, 347, 348, 349
346, 348, 352, 364, 368, 369, 375, 379, Δήμητρα, 630, 648, 652
384, 392, 398, 399, 454, 461, 472, 557, Δημητριακοὶ, 164, 335, 516, 652, 659
562, 607, 608, 662 Δημητριακοὶ καρποί, 164, 335, 516, 659
άρτος, 9 Δημοσθένης, 27, 91, 92, 163, 169, 199,
ἄρτος, 9, 109, 131, 145, 147, 176, 209, 200, 201, 202, 203, 291, 331, 356, 628,
256, 311, 317, 330, 333, 334, 348, 351, 657
352, 355, 362, 366, 369, 370, 376, 379, Δίδυμος Καίκος, 401, 402, 403, 404, 405,
398, 419, 428, 435, 437, 438, 452, 455, 406, 407
673

Εκαταίος, 332 Κάλυμνος ὁ ἐν Αἰγύπτῳ σῖτος, 296


Επιφάνιος, 113, 353, 354 καρπός, 329, 381, 490, 549, 633, 646,
Ευρυπίδης, 31, 32, 187 651, 652, 663
Ευσέβιος, 109, 110, 111, 112, 113, 350, κόκκος, 118, 119, 121, 122, 136, 144, 148,
351, 352 344, 384, 391, 398, 400, 407, 564, 607,
Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου 608
Ιλιάδα, 526, 527, 528, 529, 531, 532 Κόλυβα, 475, 656
Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου. κριθαί, 423, 479, 547
Οδύσσεια, 533, 534, 535, 536, 537, κριθὴ, 85, 160, 267, 271, 272, 315, 318,
538, 539, 540, 541, 542, 543, 544 371, 432, 436, 468, 485, 492, 495, 503,
Ηρόδοτος, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 504, 525, 587, 613, 615, 634
203, 204, 205 κριθῆς, 155, 157, 158, 160, 164, 285, 351,
Ησίοδος, 21 449, 457, 468, 479, 484, 495, 496, 500,
Ησύχιος, 444, 545, 547, 548, 549, 550, 554, 615
551, 552, 553, 554 κρίθινος ἄρτος, 609
Θεμίστιος, 340, 341 κυβερνήταις καὶ σίτου χορηγοῖς, 643
Θεοδώρετος, 129, 130, 131, 132, 133, Κύριλλος, 140, 141, 142, 143, 144, 145,
134, 135, 136, 137, 138, 139, 556, 557, 415, 416, 450, 565, 566, 567, 568, 569,
558, 559, 560, 561, 562, 563, 564, 565 570, 571, 572, 573, 574, 575, 576, 577
Θεόδωρος Στουδίτης, 157, 440, 441 Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος.,
Θεόφραστος, 81, 82, 83, 84, 85, 86, 87, 462, 463, 464, 465
88, 89, 101, 195, 487, 657 Κωνσταντίνος Μανασσής, 176, 177, 178
θεριζόμενος, 124, 170, 327, 359, 394, Λεξικόν Δημητράκου, 4
401, 402, 407, 417, 446, 456, 604 Λήϊα, 163, 515
θέρους, 22, 25, 45, 69, 138, 170, 181, 191, Λιβάνιος, 419, 420, 421, 422, 423, 424,
263, 270, 379, 395, 444, 507, 521, 548, 425, 426, 427
565, 584, 585, 647 λιμὸς, 146, 149, 160, 170, 287, 319, 378,
θημωνία, 107, 113, 124, 131, 145, 146, 383, 396, 424, 428, 429, 430, 461, 467,
157, 359, 394, 407, 434 469, 470, 506, 561, 580, 603, 614
Θουκυδίδης, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, Λοχαῖος, 163, 515
29, 30, 31, 167, 168, 182, 183, 184, 185, Λυσίας, 72, 73, 74, 75, 91, 163, 169, 194,
186, 291, 329, 514, 518, 653, 654, 663 288, 331, 514, 655
Ιούλιος Πολυδεύκης, 289, 290, 291 μάννα, 109, 141, 398, 399, 610
Ισοκράτης, 39, 40 Μαξιμος Διαλέξεις, 94
Ιστορία Μεγάλου Αλεξάδρου, 329 Μιχαήλ Ατταλιάτης, 171, 172, 173, 174,
Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός, 481, 482, 175
483 Μιχαήλ Ψελλός, 170, 438, 439
Ιωάννης Δαμασκηνός, 154, 155, 156, Νικηφόρος Γρηγοράς, 179, 180, 181
157, 453, 454, 455, 456, 457, 458 Ξενοφών, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49,
Ιωάννης Ζωναράς, 474, 475, 476, 477 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60,
Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος, 428, 429, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 211, 212,
430, 431, 432 213, 214, 215, 216, 217, 218, 219, 220,
Ιωάννης Μαλαλάς, 148, 149, 150, 151, 221, 222
449 Οικονομικός, 50, 51, 52, 53, 54
Ιωάννης Σκυλίτζης, 470 Ολυμπιόδωρος, 152, 153, 445, 446, 447,
Ιωάννης Τζέτζης, 178, 179 448
Ιωάννης Φιλόπονος, 490, 491, 492, 493, Ομηρικόν λεξικόν, 7
494, 495, 496, 497, 498, 499, 500, 501 Όμηρος, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17,
Ιωάννης Χρυσόστομος, 128, 129, 379, 18, 19, 20, 21
380, 381, 382, 383, 384, 385, 386, 387,
388, 389, 390, 391, 392, 393, 394, 395,
396, 397, 398, 399, 400, 401
674

Ὅμηρος, 77, 181, 196, 289, 290, 328, 230, 232, 251, 263, 275, 285, 287, 300,
438, 513, 530, 533, 540, 586, 591, 593, 303, 313, 314, 324, 326, 327, 329, 332,
619, 636, 637, 650, 654, 657, 660, 661 337, 338, 339, 341, 346, 351, 353, 357,
Όμηρος Οδύσσεια, 197, 198, 199 359, 361, 367, 369, 372, 377, 383, 385,
Ὄπνιος λειμών, 164, 516 386, 387, 388, 399, 400, 404, 410, 411,
Παλλήνην, 182 413, 414, 415, 425, 435, 436, 443, 446,
Πλάτων, 68, 69, 70, 71, 126, 169, 291, 447, 456, 459, 462, 478, 480, 482, 487,
501, 514, 517 488, 489, 491, 495, 496, 497, 498, 500,
Πλούταρχος, 90, 188, 189, 190, 191, 635 508, 509, 510, 511, 512, 517, 518, 522,
Πλόχανον, 164, 516, 660 525, 528, 533, 540, 549, 558, 563, 566,
Πολύαινος, 302, 303 573, 574, 575, 589, 590, 592, 593, 597,
Πολύβιος, 256, 292, 293, 294, 654, 663 598, 615, 618, 622, 623, 624, 630, 635,
Ποτειδαίᾳ, 182 640, 641, 643, 651, 653, 654, 663
Ποτείδαια, 182 σῖτον τὸν εἰργασμένον καὶ ἀκατέργαστον,
Ποτειδαίας, 182 643
Προκόπιος, 145, 146, 147, 148, 434, 435, σιτονόμου, 32
461, 504, 505, 506, 507, 508, 509 σιτοποιεῖν, 32, 60
Σιταρχία, 166, 517 σιτοποιὸν, 31, 35, 68, 397
Σιτηρέσιον, 92, 166, 290, 331, 517, 662 σιτοποιοὺς, 28, 29, 65, 139
σιτίζειν, 290 σιτοποιοῦσα, 109
σιτοβολίου, 521 σιτοπωλεῖν, 177, 178
σιτοδείαις, 40 σιτοπωλῶν, 72, 73, 74, 288
σιτοδείας, 127, 337 σῖτος, 8, 9, 14, 17, 22, 23, 24, 27, 30, 32,
σιτοδείην, 33 33, 37, 38, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 49,
σιτοδόκη, 290 50, 51, 52, 55, 56, 57, 61, 66, 73, 75, 76,
σιτοδοσίᾳ, 116 77, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 85, 86, 87, 88,
σιτοδοτεῖν, 290 89, 90, 91, 92, 93, 97, 105, 106, 108,
σιτοδοτῆσαι, 115 110, 112, 113, 114, 120, 121, 122, 124,
σιτοδοτῶν, 114 125, 128, 129, 131, 132, 135, 136, 137,
σιτοδοχεῖα, 134, 177, 178 138, 141, 142, 143, 147, 152, 153, 155,
σίτοιο, 8, 18, 20, 117, 118, 339, 529, 590, 159, 160, 162, 163, 164, 165, 166, 167,
643 168, 169, 170, 174, 176, 182, 183, 184,
Σίτοισι, 33, 36 185, 186, 187, 188, 189, 190, 191, 194,
σιτομέτρας, 80 195, 198, 199, 200, 201, 202, 203, 204,
σίτον, 158, 181 205, 207, 208, 209, 210, 211, 212, 213,
σῖτον, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 214, 215, 216, 217, 218, 219, 220, 221,
18, 19, 21, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 222, 223, 224, 225, 226, 227, 228, 229,
31, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 41, 42, 43, 44, 230, 231, 232, 233, 234, 235, 236, 237,
45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 238, 239, 240, 241, 242, 243, 245, 246,
56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 247, 248, 249, 250, 251, 252, 253, 254,
67, 68, 71, 72, 73, 74, 75, 76, 77, 78, 79, 255, 256, 257, 258, 259, 260, 261, 263,
80, 81, 84, 85, 88, 89, 90, 91, 92, 93, 94, 265, 266, 267, 268, 269, 270, 271, 272,
95, 96, 99, 100, 103, 105, 106, 107, 108, 273, 274, 275, 276, 277, 278, 279, 281,
111, 112, 114, 115, 116, 118, 119, 122, 282, 284, 285, 286, 287, 288, 289, 292,
123, 124, 125, 126, 127, 128, 129, 130, 293, 294, 295, 296, 298, 299, 300, 302,
131, 132, 133, 134, 135, 137, 138, 139, 303, 304, 305, 306, 307, 309, 310, 312,
140, 141, 143, 145, 146, 147, 148, 149, 313, 314, 315, 316, 317, 318, 319, 320,
150, 152, 153, 154, 155, 156, 157, 159, 321, 323, 324, 325, 326, 327, 328, 329,
161, 162, 166, 167, 169, 170, 171, 172, 330, 331, 332, 335, 336, 337, 338, 339,
173, 174, 175, 176, 177, 178, 179, 180, 340, 341, 342, 343, 344, 345, 346, 347,
181, 184, 185, 201, 203, 214, 218, 229, 348, 349, 350, 351, 352, 353, 354, 355,
675

356, 357, 358, 359, 360, 361, 362, 363, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 59, 60, 61,
364, 365, 366, 367, 368, 369, 370, 371, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 74, 75, 76,
372, 373, 374, 375, 377, 378, 380, 381, 77, 78, 80, 81, 82, 83, 84, 86, 87, 88, 89,
383, 384, 385, 386, 387, 388, 389, 390, 90, 91, 92, 94, 96, 97, 98, 100, 101, 103,
391, 392, 393, 394, 395, 396, 399, 400, 104, 106, 107, 109, 110, 111, 113, 115,
401, 402, 403, 404, 405, 406, 407, 408, 118, 119, 121, 122, 123, 124, 126, 127,
409, 410, 411, 413, 414, 415, 416, 417, 129, 130, 131, 132, 133, 134, 135, 136,
418, 419, 420, 421, 422, 423, 424, 427, 137, 138, 140, 141, 142, 143, 144, 145,
428, 429, 430, 431, 432, 433, 434, 435, 146, 148, 149, 150, 151, 153, 154, 155,
436, 437, 438, 439, 440, 441, 442, 443, 156, 157,158, 160, 161, 162, 163, 164,
444, 445, 446, 447, 448, 449, 450, 451, 165, 166, 168, 170, 171, 172, 174, 175,
452, 453, 455, 456, 457, 458, 459, 460, 179, 180, 192, 194, 195, 196, 201, 202,
461, 462, 463, 464, 466, 467, 468, 469, 203, 204, 208, 211, 214, 217, 229, 232,
470, 471, 472, 473, 474, 475, 476, 477, 234, 248, 250, 254, 265, 274, 278, 280,
478, 479, 480, 481, 482, 484, 485, 486, 282, 289, 290, 291, 301, 302, 311, 318,
487, 488, 489, 490, 491, 492, 493, 494, 319, 324, 329, 334, 341, 342, 343, 344,
495, 496, 497, 498, 499, 500, 501, 502, 345, 348, 352, 353, 360, 361, 370, 383,
503, 504, 505, 506, 507, 508, 509, 510, 384, 388, 392, 399, 400, 407, 414, 428,
511, 512, 513, 514, 515, 516, 517, 518, 430, 434, 435, 438, 443, 446, 448, 464,
519, 520, 521, 522, 523, 524, 525, 526, 468, 478, 481, 482, 484, 485, 494, 495,
527, 533, 536, 537, 539, 540, 541, 542, 496, 497, 498, 499, 508, 509, 510, 511,
546, 547, 548, 549, 550, 551, 552, 553, 512, 517, 518, 521, 522, 523, 526, 531,
554, 555, 558, 559, 561, 563, 565, 566, 533, 535, 553, 555, 556, 564, 575, 576,
567, 568, 569, 570, 571, 572, 573, 574, 588, 589, 590, 594, 597, 598, 604, 607,
575, 576, 577, 578, 579, 580, 581, 582, 608, 615, 628, 629, 630, 631, 643, 646,
583, 584, 585, 587, 588, 589, 590, 591, 651, 652, 660, 663, 664
592, 593, 594, 595, 596, 597, 598, 599, Σίτου ἐκβολή, 167, 168, 518
600, 601, 602, 604, 606, 607, 608, 609, σίτου τὸ σκύβαλόν, 392
610, 611, 612, 613, 614, 615, 616, 617, σιτουμένοις, 40
618, 619, 620, 621, 622, 623, 624, 625, σιτούμενος, 41, 99, 133, 289, 290, 365,
626, 627, 628, 629, 630, 631, 632, 633, 555, 557
634, 635, 636, 637, 638, 639, 640, 641, Σιτούμενος, 168, 518, 664
642, 643, 644, 645, 646, 647, 648, 649, σιτοῦνται, 58, 98, 99, 100, 101, 102, 131,
650, 651, 652, 653, 654, 655, 656, 657, 159, 176, 178, 327
658, 659, 660, 661, 662, 663, 664, 665, σιτοφάγῳ, 12, 77
666 σιτοφόρα, 163, 515
Σῖτος, 92, 105, 166, 167, 301, 302, 311, σιτοφόρον, 83, 88, 165, 269, 662
317, 331, 371, 373, 383, 398, 444, 445, σιτοφόρος, 117, 165, 172, 395, 653
452, 485, 517, 579, 588, 589, 590, 596, σιτοφύλακας, 74, 303
663 Σιτοφύλακες, 92, 93, 168, 332, 518, 620,
σῖτός, 18, 27, 109, 185, 199, 241, 244, 664
246, 247, 275, 277, 280, 286, 297, 322, σίτῳ, 38, 44, 48, 50, 51, 52, 82, 86, 109,
334, 348, 353, 367, 368, 370, 404, 437, 120, 135, 201, 213, 217, 240, 242, 265,
463, 543, 625 267, 268, 272, 292, 300, 313, 314, 346,
σῖτος καὶ οἶνος, 66, 97, 110, 176, 222, 348, 359, 369, 370, 409, 410, 413, 431,
237, 287, 299, 352, 380, 388, 541 462, 475, 498, 508, 558, 559, 563, 569,
Σῖτος καλεῖται καὶ ἡ διδομένη πρόσοδος, 592, 598, 619, 648, 660
663 Σούδα, 652, 653, 657, 658, 659, 660, 661,
σίτου, 8, 9, 10, 11, 12, 14, 15, 16, 17, 18, 662, 663, 665
19, 20, 21, 22, 23, 25, 26, 28, 31, 32, 33, σπείρεται ἡ κριθή, 512
34, 35, 39, 40, 42, 43, 44, 45, 46, 48, 49, Σταιτίτης, 664
676

στάχυν, 121, 156, 180, 191, 436, 472, 652 Σχόλια στον Ησίοδο, 640, 641, 642
στάχυς, 98, 120, 167, 168, 329, 348, 349, Σχόλια στον θεόκριτο, 649, 650, 651
359, 407, 442, 518, 599, 600, 611, 612, Σωκράτης Σχολαστικός, 126, 127
622, 652, 664 Φίλων Ιουδαίος, 206, 208
Συνέσιος, 126 Φλάβιος Ιουστινιανός, 442
σχιστὰ ἄλευρα, 547 Φλάβιος Ιώσηφος, 284, 285
Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα, 530, 642, φούρνοις ὀπτώμενος ἄρτος, 520
643, 645 Φώτιος, 162, 163, 164, 165, 166, 167,
Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια, 644 168, 512, 513, 514, 515, 516, 517
Σχόλια στον Αίλιο Αριστείδη, 627, 628, Ωριγένης, 104, 105, 106, 107, 366, 367,
629, 630, 631 368, 369, 370, 371, 372, 373, 374
Σχόλια στον Αισχύλο, 632, 633, 634
Σχόλια στον Αριστοφάνη, 635, 636, 637,
638, 639

TLG Texts doing_search σιτος tlg Go

UTF-8 search TLG Texts

You might also like