You are on page 1of 269

1

Οδυσσέας Γκιλής
Επιμέλεια

ΛΟΙΜΩΔΗΣ ΝΟΣΟΣ
ΛΟΙΜΩΔΗ
ΛΟΙΜΩΞΗ

Αποσπάσματα από αρχαία, Βυζαντινά και θεολογικά κείμενα

Θεσσαλονίκη 2020
2
3

Εισαγωγικό σημείωμα

Σχετικές εργασίες, «Πανώλη, Χολέρα, πανούκλα, Λοιμός»,


επεξεργάζομαι με τίτλους, «Λοιμώδης νόσος-λοίμωξη». «Επιδημία».
Ανοσία, Θεραπεία, Μόλυνσις, Ψώρα, Λέπρα...
Έχω ήδη ανεβάσει στο Academia. Edu και στο Scrid. Com.
«Πνεύμων-πνευμονία», «Καρκίνος». «Φλεγμονή», «Οίδημα».
Ο πίνακας περιεχόμένων παραπέμπει στις αντίστοιχες σελίδες των
ενοτήτων και στο τέλος ευρετήριον λέξεων-εννοιών.

Περιεχόμενα

Εισαγωγικό σημείωμα..............................................................................................................3
Λεξικόν Δημητράκου τόμος Θ΄. Σελ. 4374................................................................................4
Λοιμός......................................................................................................................................4
Λοιμώδης Λοίμωξις, λοιμώσσω................................................................................................5
Χρονολογική ταξινόμηση αποσπασμάτων...............................................................................5
Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα.......................................................................................23
ΛΟΙΜΩΔΗΣ ΝΟΣΟΣ...............................................................................................................231
ΛΟΙΜΟΥ................................................................................................................................248
Περί λοιμώδους....................................................................................................................250
ΠΕΡΙ ΠΑΝΔΗΜΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ..........................................................................................257
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ.........................................................................................................................263
4

Λεξικόν Δημητράκου τόμος Θ΄. Σελ. 4374


Λοιμός
5

Λοιμώδης Λοίμωξις, λοιμώσσω

Χρονολογική ταξινόμηση αποσπασμάτων

 1. Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) Book 1 chap23 section 3 li. 8

 μονευόμενα ξυνέβησαν, αὐχμοί τε ἔστι παρ’ οἷς μεγάλοι καὶ


ἀπ’ αὐτῶν καὶ λιμοὶ καὶ ἡ οὐχ ἥκιστα βλάψασα καὶ μέρος
τι φθείρασα ἡ λοιμώδης νόσος· ταῦτα γὰρ πάντα μετὰ τοῦδε
(4) τοῦ πολέμου ἅμα ξυνεπέθετο. ἤρξαντο δὲ αὐτοῦ Ἀθηναῖοι
καὶ Πελοποννήσιοι λύσαντες τὰς τριακοντούτεις σπονδὰς αἳ
 

 2.Πλάτων. Leges (5-4 B.C.) Stephanus p. 709 section a li. 6

 βιασάμενος ἀνέτρεψε πολιτείας καὶ μετέβαλε νόμους, ἢ


πενίας χαλεπῆς ἀπορία· πολλὰ δὲ καὶ νόσοι ἀναγκάζουσι    (5)
καινοτομεῖν, λοιμῶν τε ἐμπιπτόντων, καὶ χρόνον ἐπὶ πολὺν
ἐνιαυτῶν πολλῶν πολλάκις ἀκαιρίαι. ταῦτα δὴ πάντα
6

προϊδών τις ᾄξειεν ἂν εἰπεῖν ὅπερ ἐγὼ νυνδή, τὸ θνητὸν


 

 3. Αριστοτέλης. 384-322 π. Χ. . Historia animalium (4 B.C.)


Bekker p. 602b li. 12

 τὸς ἡσυχάζουσι, πλείονος δὲ γενομένου τοῦ φωτὸς μᾶλλον


ὁρῶσιν.    (11)  Νόσημα δὲ λοιμῶδες μὲν οὐδὲν εἰς τοὺς ἰχθῦς
φαίνεται ἐμ-πῖπτον, οἷον ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων συμβαίνει πολλάκις
καὶ τῶν ζῳοτόκων καὶ τετραπόδων εἰς ἵππους καὶ βοῦς, καὶ τῶν
ἄλ-
 

 4. Αριστοτέλης. 384-322 π. Χ. . Historia animalium (4 B.C.)


Bekker p. 602b li. 20

 κότας ἐν πολλοῖς καὶ πίοσιν ἑαλωκότας καὶ τῷ γένει τῷ


αὐτῷ. Περὶ μὲν οὖν τῶν θαλαττίων τοῦτον ἔχει τὸν τρόπον.
  Τοῖς δὲ ποταμίοις καὶ λιμναίοις λοιμῶδες μὲν οὐδὲ τού-   (20)
τοις οὐδὲν γίνεται, ἐνίοις δ’ αὐτῶν ἴδια νοσήματα ἐμπίπτει, οἷ-
ον ὁ γλάνις ὑπὸ κύνα μάλιστα διὰ τὸ μετέωρος νεῖν ἀστροβλής
 

 5. Αριστοτέλης. 384-322 π. Χ. . Problemata (4 B.C.) Bekker p.


862a li. 5

  Διὰ τί, ὅταν ἐκ γῆς ἀτμὸς ἀνίῃ πολὺς ὑπὸ τοῦ ἡλίου,
τὸ ἔτος λοιμῶδες γίνεται; ἢ ὅτι ὑγρὸν ἀνάγκη καὶ ἔπομ-   (5)
βρον τὸ ἔτος σημαίνειν, καὶ τὴν γῆν ὑγρὰν ἀνάγκη εἶναι;
οἷον οὖν ἐν ἑλώδει τόπῳ ἡ οἴκησις γίνεται. νοσώδης δὲ ἡ
 

 6. Αριστοτέλης. 384-322 π. Χ. . Problemata (4 B.C.) Bekker p.


887a li. 30

 δὲ φθίσις, ὅτι πνεῦμα φαῦλον ποιεῖ καὶ βαρύ, τάχιστα δὲ


τὰ νοσήματα ταῦτα ἅπτεται πάντων, ὅσα τούτου φθειρομένου
γίνεται, οἷον τὰ λοιμώδη . ὁ δὲ πλησιάζων τοιοῦτον ἀναπνεῖ.
(30)
νοσεῖ μὲν οὖν, ὅτι νοσῶδες· ἀπὸ μόνου δέ, ὅτι ἐκπνεῖ, νοσεῖ,
οἱ δὲ ἄλλοι ἑτέραν· τὴν αὐτὴν δὲ νόσον, ὅτι ᾧ ἂν ἀσθενήσῃ,
 
7

 7. VITAE AESOPI Narr. Fict. Vita G (e cod. 397 Bibliothecae


Pierponti Morgan) (recensio 3) {1765.001} (A.D. 1) Section 142
li. 3 οἱ δὲ οὐ μετενόουν. (142) Αἴσωπος καταρασάμενος αὐτούς,
καὶ τὸν προστάτην τῶν Μουσῶν μάρτυρα προσκαλούμενος, ὅπως
ἐπακούσῃ αὐτοῦ ἀδίκως ἀπολλυμένου,
ἔρριψεν ἑαυτὸν ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ κάτω. καὶ οὕτω τὸν βίον
μετήλλαξεν. λοιμῷ δὲ
κατασχεθέντες οἱ Δέλφιοι χρησμὸν ἔλαβον παρὰ τοῦ Διὸς
ἐξιλάσκεσθαι τὸν
τοῦ Αἰσώπου μόρον. μετὰ ταῦτα, ἀκούσαντες οἱ ἀπὸ τῆς Ἑλλάδος
 

 8. Pseudo-APOLLODORUS Myth. Bibliotheca (sub nomine


Apollodori) {0548.001} (A.D. 1/2) Chapter 2 section 146 li. 3

 (146)     παριὼν δὲ Τεγέαν Ἡρακλῆς τὴν Αὔγην Ἀλεοῦ


θυγατέρα οὖσαν ἀγνοῶν ἔφθειρεν. ἡ δὲ τεκοῦσα κρύφα
τὸ βρέφος κατέθετο ἐν τῷ τεμένει τῆς Ἀθηνᾶς. λοιμῷ
δὲ τῆς χώρας φθειρομένης, Ἀλεὸς εἰσελθὼν εἰς τὸ
τέμενος καὶ ἐρευνήσας τὰς τῆς θυγατρὸς ὠδῖνας εὗρε.   (5)
 

 9. Μάξιμος. Dialexeis {0563.001} (A.D. 2) Lecture 5 chapter 4


section g li. 1

 χρὴ οἴχεσθαι τὸ πᾶν σῶμα, ἀλλὰ ἐκεῖνο σωζέσθω,


ὑμῶν ἀπολλυμένων.’ Τοῦτο καὶ τῷ σύμπαντι τούτῳ
(g) γίγνεσθαι φιλεῖ. Ἀθηναῖοι λοιμώττουσιν, σείονται
Λακεδαιμόνιοι, ἡ Θετταλία ἐπικλύζεται, ἡ Αἴτνη φλέ-
γεται· ὧν σὺ μὲν τὴν διάλυσιν φθορὰν καλεῖς· ὁ δὲ
 

 10. Μάξιμος. Dialexeis (A.D. 2) Lecture 7 chapter 4 section e li.


1

 Περικλῆς ἐκεῖνος, ἄνοσος καὶ ὑγιὴς μένων, ἐξώρθου    (5)


τὴν πόλιν καὶ ἀνίστη, καὶ ἀνεζωπύρει, καὶ ἀντετάττετο
(e) τῷ λοιμῷ καὶ τῷ πολέμῳ. Θέασαι δὴ καὶ τὴν δευτέραν
εἰκόνα. Ὅτε μὲν ὁ λοιμὸς ἐπέπαυτο, καὶ τὸ πλῆθος
ἔρρωτο, καὶ ἡ δύναμις ἤκμαζεν· τότε δὴ τὸ ἀρχικὸν
 
8

 11. Μάξιμος. Dialexeis (A.D. 2) Lecture 38 chapter 3 section b li.


4

 ἀνήρ, ὄνομα Ἐπιμενίδης· οὐδὲ οὗτος ἔσχεν εἰπεῖν αὑτῷ


διδάσκαλον· ἀλλ’ ἦν μὲν δεινὸς τὰ θεῖα, ὥστε τὴν
Ἀθηναίων πόλιν κακουμένην λοιμῷ καὶ στάσει διεσώ-
σατο ἐκθυσάμενος· δεινὸς δὲ ἦν ταῦτα, οὐ μαθών,   (5)
ἀλλ’ ὕπνον αὐτῷ διηγεῖτο μακρὸν καὶ ὄνειρον διδά-
 

 12. Μάξιμος. Dialexeis (A.D. 2) Lecture 41 chapter 4 section h li.


1

 ὁ τεχνίτης καλεῖ σωτηρίαν τοῦ ὅλου· μέλει γὰρ αὐτῷ


τοῦ ὅλου, τὸ δὲ μέρος ἀνάγκη κακοῦσθαι ὑπὲρ τοῦ    (5)
(h) ὅλου. Λοιμώττουσιν Ἀθηναῖοι, σείονται Λακεδαιμόνιοι,
ἡ Θετταλία ἐπικλύζεται, ἡ Αἴτνη φλέγεται. Καὶ πότε
Ἀθηναίοις ἀθανασίαν ὁ Ζεὺς ὑπέσχετο; ἐὰν γὰρ ἀπέλθῃ
 

 13. JUSTINUS MARTYR Apol. Apologia {0645.001} (A.D. 2)


Chapter 40 section 8 li. 3

 πρὶν ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως. (8) εἴρηνται δὲ οὕτως·


Μακάριος ἀνὴρ ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὁδῷ
ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδραν λοιμῶν οὐκ
ἐκάθισεν, ἀλλ’ ἢ ἐν τῷ νόμῳ κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν
τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός. (9) καὶ ἔσται ὡς
 

 14. VETTIUS VALENS Astrol. Anthologiarum lib. ix {1764.001}


(A.D. 2) P. 6 li. 30

 ψυχοποιά, ποτὲ δὲ καυματώδη. ἡ δὲ κεφαλὴ μέχρι μοίρας κγʹ


ἐν ἀέρι εὐκράτῳ, λοιμοποιὸς δὲ καὶ φθαρτικὴ ζῴων· τὰ δὲ ἐχό-
μενα φθαρτικά, εὐτελῆ, λοιμώδη . ἀστέρας δὲ ἔχει κζʹ, βορρόθεν
(7) συνανατέλλοντα τὰ λειπόμενα τοῦ Ἡνιόχου, τὰ λοιπὰ νοτόθεν
τοῦ Κήτους καὶ τὰ πρῶτα τοῦ Ποταμοῦ. Ἀφροδίτης, Σελήνης, Δή-
 

 15. Flavius PHILOSTRATUS Soph. Heroicus {0638.004} (A.D.


2-3) Olearius p. 711 li. 3
9

 (711) νόσον δὲ ἐς αἶγας, φασί, τρέψαι. καὶ ἡμεῖς δέ,


ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, ἐπιμελώμεθα ἡμῶν αὐτῶν, δεῖ
δὲ τοῖς φυλαττομένοις τὰ λοιμώδη διαίτης λεπτῆς
καὶ κινήσεων συντόνων. ἰατρικῆς μὲν γὰρ οὐχ ἡψά-
μην, σοφίᾳ δὲ καταληπτὰ ἅπαντα.“ καὶ εἰπὼν ταῦτα    (5)
 

 16. ORIGENES Theol. In Jeremiam (homiliae 12-20) {2042.021}


(A.D. 2-3) Homily 12 section 6 li. 7

 τὸν μαστιγούμενον εἶπεν ἔσεσθαι πανουργότερον καὶ


φρονιμώτερον    (5)
διὰ τὰς μάστιγας, ἀλλὰ τὸν ἄφρονά φησι μεταβάλλειν ἀπὸ
ἀφροσύνης
εἰς φρόνησιν διὰ τὰς προσαγομένας τῷ λοιμῷ μάστιγας· τοῦτο γὰρ
σημαίνεται ἐκ τοῦ ὀνόματος ἐνταῦθα τῆς πανουργίας. καὶ
μεταβάλλει
διὰ τοῦ βλέπειν ἑτέρους μαστιγουμένους ὁ ἄφρων. οὐκοῦν
συμφέρει
 

 17. NEMESIUS Theol. De natura hominis {0743.001} (A.D. 4)


Section 20 li. 33

 μὲν γαστὴρ κατωτέρω ἐστίν· ἡ δὲ καρδία ἀνωτέρω. συνή-


θως δὲ οἱ παλαιοὶ καρδίαν καὶ τὸ στόμα τῆς γαστρὸς κα-
λοῦσιν, ὡς Ἱπποκράτης καὶ Θουκυδίδης ἐν τῷ λοιμῷ λέγων
οὕτως·      ὁπότε εἰς τὴν καρδίαν στηρίξαι, ἀνέστρεφέν τε    (35)
 

 18. Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. (A.D. 4) Vol. 23 p. 76 li.


52

 ριος ὁ ἀνὴρ μετὰ τῆς τοῦ ἄρθρου προσθήκης εἴρηται.


  Καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη, καὶ ἐπὶ καθ-   (51)
έδραν λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν. Πρῶτοί εἰσιν οἱ τὴν
ψευδώνυμον ἔχοντες γνῶσιν, μηδὲν ἔχοντες ἑστηκὸς,
ἀλλ’ ἀνεξετάστοις κινούμενοι λογισμοῖς ἐν οἷς ἂν
 

 19. Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. (A.D. 4) Vol. 23 p. 928


li. 5
10

 τοὺς κόπους αὐτῶν τῇ ἀκρίδι· τοῦ ἀποκτείναν-


τος ἐν χαλάζῃ τὴν ἄμπελον αὐτῶν καὶ τὰς συκο-
μόρους αὐτῶν ἐν σκώληκι· τοῦ ἐκδόντος λοιμῷ    (5)
τὰ κτήνη αὐτῶν, καὶ τὰ κτήματα αὐτῶν οἰωνοῖς.
Ἀντὶ δὲ τοῦ, τῇ ἐρυσίβῃ, ὁ μὲν Σύμμαχος
 

 20. GREGORIUS NAZIANZENUS Theol. Contra Julianum


imperatorem 2 (orat. 5) {2022.019} (A.D. 4) Vol. 35 p. 701 li. 29

 συνατιμάσαντες, καὶ τοῖς ἀνέμοις δώσουσιν, ἵνα καὶ


τῆς ὀφειλομένης τιμῆς τοῖς τοιούτοις ἀποστερήσω-
σιν· οὐκ ἔτι καθέδραν λοιμῶν συγκροτήσαν-
τες, ταῖς κατ’ ἐπισκόπων, καὶ πρεσβυτέρων,    (30)
ἔτι δὲ καὶ προφητῶν, καὶ ἀποστόλων, καὶ αὐτοῦ τοῦ
 

 21. Αθανάσιος θεολόγος. . Expositiones in Psalmos {2035.061}


(A.D. 4) Vol. 27 p. 60 li. 33

   [Μακαρίους δὲ καλεῖ τοὺς μὴ πορευθέντας ἐν βουλῇ


ἀσεβῶν, μήτε μὴν στάντας ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν, μήτε
ἐπὶ καθέδραν λοιμῶν καθεστηκότας. Τρία γὰρ ἦν τὰ
τάγματα παρὰ Ἰουδαίοις κατὰ τοῦ Σωτῆρος ἐπανα-
στάντα, γραμματεῖς, Φαρισαῖοι, καὶ νομικοί· οἳ καὶ    (35)
 

 22. Αθανάσιος θεολόγος. . Expositiones in Psalmos {2035.061}


(A.D. 4) Vol. 27 p. 60 li. 47

 ὁ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ θάψας. Εἴρηται γὰρ   (45)


περὶ αὐτοῦ, ὡς οὐκ ἦν συγκατατιθέμενος τῇ βουλῇ
τῶν Ἰησοῦ προδοτῶν. Καὶ ἐπὶ καθέδραν λοιμῶν οὐκ
(61) ἐκάθισε. Διὰ τῆς καθέδρας τὴν διδασκαλίαν δηλοῖ, ὥς
φησιν· Ἐπὶ τῆς καθέδρας Μωσέως. Καθέδρα τοί-
 

 23. Αθανάσιος θεολόγος. . Expositiones in Psalmos {2035.061}


(A.D. 4) Vol. 27 p. 61 li. 3

 (61) ἐκάθισε. Διὰ τῆς καθέδρας τὴν διδασκαλίαν δηλοῖ, ὥς


φησιν· Ἐπὶ τῆς καθέδρας Μωσέως. Καθέδρα τοί-
νυν λοιμῶν ἡ διδασκαλία τῶν πονηρῶν.
11

  Ἡμέρας καὶ νυκτός. Τὸ σύντονον δηλοῖ. Οὐ γὰρ


ἠμελημένως δεῖ μελετᾷν τὸν νόμον τοῦ Κυρίου.   (5)
 

 24. Αθανάσιος θεολόγος. . Vita sanctae Syncleticae [Sp.]


{2035.104} (A.D. 4) Vol. 28 column 1501 li. 43

 πλατειῶν τοὺς ἀπρεπῶς γεγυμνωμένους, ἔτι γε μὴν


καὶ ἀκόλαστα ῥήματα λέγοντας; Ἐκ τούτων γὰρ
συμβαίνει ἀηδεῖς καὶ λοιμώδεις φαντασίας προσέρ-
χεσθαι.
  Ὁπηνίκα δὲ καὶ εἰς τοὺς οἴκους ἑαυτὰς καθ-   (45)
 

 25. Βασίλειος Καισαρείας. Homiliae super Psalmos {2040.018}


(A.D. 4) Vol. 29 p. 217 li. 28

 ἁμαρτίαν; Οὕτως γὰρ καὶ ἵππος, καὶ βοῦς, καὶ λίθος


μακαρισθήσεται. Ποῖον γὰρ ἄψυχον ἔστη ἐν ὁδῷ ἁμαρ-
τωλῶν, ἢ ποῖον ἄλογον ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν ἐκάθισε;
Μικρὸν μὲν οὖν ἀναμείνας, εὑρήσεις τὸ ἴαμα. Ἐπ-
άγει γάρ· Ἀλλ’ ἢ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα    (30)
 

 26. Βασίλειος Καισαρείας. Homiliae super Psalmos {2040.018}


(A.D. 4) Vol. 29 p. 220 li. 16

 έβαλεν ἡμῖν τὰ φυλακῆς ἄξια, μὴ πορευθῆναι ἐν βουλῇ


ἀσεβῶν, μὴ στῆναι ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν, μὴ καθεσθῆ-    (15)
ναι ἐπὶ καθέδρας λοιμῶν. Τῇ φύσει τῶν πρα-
γμάτων ἑπόμενος, τὴν τάξιν ταύτην τοῖς εἰρημένοις
ἐπέθηκεν. Βουλευόμεθα γὰρ πρότερον, εἶτα ἱστῶμεν
 

 27. Βασίλειος Καισαρείας. Homiliae super Psalmos {2040.018}


(A.D. 4) Vol. 29 p. 224 li. 33

 ἐκλογῇ τῶν ὁδῶν ἑκατέρων μὴ ἐπιβὰς τῆς ὁδοῦ ἀγού-


σης ἐπὶ τὰ χείρονα.
  Καὶ ἐπὶ καθέδρας λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν. Ἆρα
ταύτας λέγει τὰς καθέδρας, ἐφ’ ὧν ἀναπαύομεν
ἡμῶν τὰ σώματα; Καὶ τίς ἡ ἀπὸ τοῦ ξύλου πρὸς    (35)
 
12

 28. Βασίλειος Καισαρείας. Homiliae super Psalmos {2040.018}


(A.D. 4) Vol. 29 p. 225 li. 11

 ἐπὶ τῆς ἁμαρτίας. Εἰ δὲ καὶ τοῦτο πέπονθας, μὴ


ἐνιδρυνθῇς τῷ κακῷ. Μὴ τοίνυν καθεσθῇς ἐπὶ καθ-    (10)
έδρας τῆς τῶν λοιμῶν. Εἰ ἐνόησας καθέδραν τίνα
φησὶν ὁ λόγος, ὅτι τὴν διαρκῆ λέγει τοῦ κακοῦ προσ-
εδρίαν, ἐξέτασον λοιπὸν τίνας ὠνόμασε τοὺς λοιμούς.
 

 29. Βασίλειος Καισαρείας. Homiliae super Psalmos {2040.018}


(A.D. 4) Vol. 29 p. 228 li. 7

 κακίᾳ περίβλεπτον πολλοὺς τῶν εὐολισθήτων εἰς τὸν   (5)


ὅμοιον ζῆλον ἐφέλκεται. Ἐπεὶ οὖν ἄλλος ἐξ ἄλ-
λου τῆς φθορᾶς ἀναπίμπλαται, λοιμώσσειν τὰς ψυ-
χὰς οἱ τοιοῦτοι λεγέσθωσαν. Μὴ τοίνυν καθίσῃς ἐπὶ
καθέδρας λοιμῶν, ἢ μὴ μετάσχῃς συνεδρίου ἀνθρώ-
 

 30. Βασίλειος Καισαρείας. Homiliae super Psalmos {2040.018}


(A.D. 4) Vol. 29 p. 228 li. 9

 λου τῆς φθορᾶς ἀναπίμπλαται, λοιμώσσειν τὰς ψυ-


χὰς οἱ τοιοῦτοι λεγέσθωσαν. Μὴ τοίνυν καθίσῃς ἐπὶ
καθέδρας λοιμῶν, ἢ μὴ μετάσχῃς συνεδρίου ἀνθρώ-
πων φθορέων καὶ λυμεώνων, ἢ μὴ ἐναπομείνῃς    (10)
τοῖς κακῶς βουλευθεῖσιν. Ἀλλ’ ὁ μὲν λόγος ἔτι
 

 31. EUSTATHIUS Scr. Eccl. et Theol. Commentarius in


hexaemeron [Sp.] {4117.022} (A.D. 4) P. 748 li. 24

 καταφλέγον χώρας, καὶ τόπον σύνδενδρον. Ἱστοροῦσι


δὲ αὐτὸν τοιούτῳ τρόπῳ συνίστασθαι. Ἐπὰν ὄφεις
πλείονες κατακλεισθῶσιν ὁμοῦ, καὶ λοιμώξωσιν (ἐπει-
δήπερ τὸ ζῶόν ἐστι παμμίαρον), ἕκαστος τὸν πλησίον    (25)
κατεσθίει· καὶ ὁ ἰσχυρότερος ἀναλίσκων ὄφις τὸν
 

 32. Ιωάννης Χρυσόστομος. Adversus oppugnatores vitae


monasticae (lib. 1-3) {2062.003} (A.D. 4-5) Vol. 47 p. 360 li. 60
13

 κόν; Ἔρως καινός τις καὶ παράνομος εἰς τὸν ἡμέτερον


εἰσεκώμασε βίον· Νόσημα ἐπέπεσε χαλεπὸν καὶ ἀνίατον·
λοιμὸς κατέσκηψε πάντων λοιμῶν χαλεπώτερος· καινή    (60)
τις παρανομία ἐπενοήθη καὶ ἀφόρητος· οὐ γὰρ οἱ θετοὶ
(361) μόνον, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ τῆς φύσεως ἀνατρέπονται νόμοι.
 

 33. Ιωάννης Χρυσόστομος. De paenitentia (homiliae 1-9)


{2062.027} (A.D. 4-5) Vol. 49 p. 314 li. 55

 νομίας ἀναβαίνειν, εἰς τὸ κοινὸν τῆς ἀσελγείας διδα-


σκαλεῖον εἰσιέναι, εἰς τὸ δημόσιον τῆς ἀκολασίας γυ-
μνάσιον, ἐπὶ τὴν καθέδραν καθέζεσθαι τῶν λοιμῶν; Καὶ   (55)
γὰρ καὶ καθέδραν λοιμοῦ, καὶ ἀκολασίας γυμνάσιον, καὶ
διδασκαλεῖον ἀσελγείας, καὶ πάντα τὰ αἴσχιστα τὴν
 

 34. Ιωάννης Χρυσόστομος. De paenitentia (homiliae 1-9)


{2062.027} (A.D. 4-5) Vol. 49 p. 342 li. 37

 ελίπετε τὸν Κύριον, καὶ παρωργίσατε τὸν Ἅγιον τοῦ   (35)


Ἰσραήλ. Τί ἔτι πληγῆτε; Τί ἔχω ὑμᾶς πλῆξαι; λιμῷ,
ἢ λοιμῷ; Πᾶσα τιμωρία ἦλθε, καὶ ἡ κακία ὑμῶν οὐκ ἀν-
ηλώθη· Προστιθέντες ἀνομίας. Πᾶσα κεφαλὴ εἰς πόνον,
καὶ πᾶσα καρδία εἰς λύπην. Οὐκ ἔνι τραῦμα, οὐ μώ-
 

 35. Ιωάννης Χρυσόστομος. De fato et providentia (orationes 1-6)


{2062.060} (A.D. 4-5) Vol. 50 p. 756 li. 55

 φεύγεις τὴν ἐκεῖ διατριβὴν, κἂν μυρία σε ἕλκῃ πρὸς


τὴν οἴκησιν ἐκείνην, πάντων τὴν τοῦ σώματος ὑγίειαν
προτιθείς· ὅταν δὲ λόγου τοῦ λοιμώδους τινὲς ὦσιν    (55)
ἐμπεπλησμένοι, καὶ νοσήματος, οὐχὶ σῶμα διαφθεί-
ροντος μόνον, ἀλλὰ καὶ ψυχὴν ἀπολλύντος, καὶ χείρω
 

 36. Ιωάννης Χρυσόστομος. In principium Actorum (homiliae 1-


4) {2062.064} (A.D. 4-5) Vol. 51 p. 89 li. 37

 λέγων· Μακάριος ἀνὴρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ    (35)


ἀσεβῶν, καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη, καὶ
ἐπὶ καθέδραν λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν· ἀλλ’ ἐν
14

τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ


νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτὸς, καὶ
 

 37. Ιωάννης Χρυσόστομος. In illud: Propter fornicationes autem


unusquisque suam uxorem habeat {2062.070} (A.D. 4-5) Vol. 51
p. 210 li. 6

 καὶ ὁ Προφήτης μακαρίζει, λέγων· Μακάριος ἀνὴρ,


ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν, καὶ ἐν ὁδῷ   (5)
ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη, καὶ ἐπὶ καθέδραν λοιμῶν
οὐκ ἐκάθισεν· ἀλλ’ ἢ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέ-
λημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει
 

 38. Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad Innocentium papam (epist. 2)


{2062.095} (A.D. 4-5) Vol. 52 p. 536 li. 39

 ἔσται παράκλησις, τῆς ὑμετέρας ἀγάπης ἡ ἔνστασις·


ἐπεὶ καὶ ἡμᾶς τρίτον ἔτος τοῦτο ἐν ἐξορίᾳ διατρί-
βοντας, λιμῷ, λοιμῷ, πολέμοις, πολιορκίαις συνεχέσιν,
ἐρημίᾳ ἀφάτῳ, θανάτῳ καθημερινῷ, μαχαίραις    (40)
Ἰσαυρικαῖς ἐκδεδομένους, οὐχ ὡς ἔτυχε παρακαλεῖ
 

 39. Ιωάννης Χρυσόστομος. De Anna (sermones 1-5) {2062.114}


(A.D. 4-5) Vol. 54 p. 656 li. 23

 ριος ἀνὴρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν,


καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη, καὶ ἐπὶ καθέδραν
λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν· ἀλλ’ ἢ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου
τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετή-
σει ἡμέρας καὶ νυκτός· καὶ ἔσται ὡς τὸ ξύλον   (25)
 

 40. Ιωάννης Χρυσόστομος. Expositiones in Psalmos {2062.143}


(A.D. 4-5) Vol. 55 p. 437 li. 33

 ἐν καιρῷ σωτηρίας. Λόγοι πονηρίας καὶ οἱ πονηροὺς


ποιοῦντες τοὺς λέγοντας.
  ζʹ. Ὥσπερ γάρ εἰσιν ἀέρες λοιμώδεις καὶ νοσοποιοὶ,
οὕτω καὶ λόγοι. Ὅπερ γὰρ ἐργάζονται ἐν σώματι
15

ἐκεῖνοι, τοῦτο οὗτοι τῇ παραδεχομένῃ ψυχῇ. Εὔχεται   (35)


 

 41. Ιωάννης Χρυσόστομος. Expositiones in Psalmos {2062.143}


(A.D. 4-5) Vol. 55 p. 438 li. 44

 γων· Μακάριος ἀνὴρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ


ἀσεβῶν, καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη, καὶ
ἐπὶ καθέδραν λοιμῶν οὐκ ἐκάθισε. Δι’ αὐτὸ δὲ τοῦτο
εὑρίσκεις αὐτὸν ἀεὶ ἐν τοῖς ἁμαρτήμασιν εὐγνώμονα.   (45)
  Ὅτε γοῦν ἠρίθμησε τὸν λαὸν, ἔλεγεν· Ἐγὼ ἥμαρ-
 

 42. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Matthaeum (homiliae 1-90)


{2062.152} (A.D. 4-5) Vol. 58 column 701 li. 58

 ἕως ἂν ταῦτα πάντα γένηται. Ταῦτα πάντα, ποῖα;


εἰπέ μοι. Τὰ τῶν Ἱεροσολύμων, τὰ τῶν πολέμων, τὰ
τῶν λιμῶν, τὰ τῶν λοιμῶν, τὰ τῶν σεισμῶν, τὰ τῶν
ψευδοχρίστων, τὰ τῶν ψευδοπροφητῶν, τὸ πανταχοῦ
σπαρῆναι τὸ Εὐαγγέλιον, τὰς στάσεις, τὰς ταρα-    (60)
 

 43. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Matthaeum (homiliae 1-90)


{2062.152} (A.D. 4-5) Vol. 58 column 754 li. 23

 πάσχα ἀφεῖναι, ὑπὲρ τοῦ τὴν φονικὴν αὐτῶν ἐμπλῆσαι


ἐπιθυμίαν. Διὸ καὶ συνήχθησαν ἅπαντες, καὶ συνέδριον
ἦν λοιμῶν, καὶ ἐρωτῶσί τινα, βουλόμενοι σχῆμα περι-
θεῖναι τῇ ἐπιβουλῇ ταύτῃ δικαστηρίου. Οὐδὲ γὰρ ἦσαν
ἴσαι αἱ μαρτυρίαι, φησίν· οὕτω πεπλασμένον τὸ δικα-   (25)
 

 44. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Ephesios (homiliae


1-24) {2062.159} (A.D. 4-5) Vol. 62 p. 13 li. 57

 νον ἁμαρτημάτων ἀπήλλαξεν, ἀλλὰ καὶ ἐπεράστους    (55)


ἐποίησε. Καθάπερ ἂν εἴ τις λαβὼν ψωραλέον
τινὰ, καὶ λοιμῷ καὶ νόσῳ διεφθαρμένον, καὶ γήρᾳ
καὶ πενίᾳ καὶ λιμῷ, εὐθέως εὔμορφον νεώτερον ἐρ-
γάσαιτο, πάντας ἀνθρώπους νικῶντα τῷ κάλλει, σφο-
 
16

 45. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Hebraeos (homiliae


1-34) {2062.168} (A.D. 4-5) Vol. 63 p. 120 li. 42

 τον, εἶτα τὰ σώματα, ἀλλ’ εὐθέως εἰς τὴν ψυχὴν   (40)


εἰσπηδῶσα.
  Οὐχ ὁρᾷς τοὺς λοιμώττοντας πῶς φλεγμαίνουσι,
πῶς περιστρέφονται, πῶς δυσωδίας εἰσὶν ἐμπεπλη-
σμένοι, πῶς αὐτῶν αἰσχραὶ αἱ ὄψεις, πῶς ὅλοι ἀκά-
 

 46. Ιωάννης Χρυσόστομος. De siccitate [Sp.] {2062.301} (A.D.


4-5) Vol. 61 p. 723 li. 18

 αὐτὰ γὰρ τὰ ἄλογα ζῶα κινδυνεύει διὰ τὰς ἁμαρτίας


ἡμῶν. Ἀπεξηράνθη ἡ γῆ καὶ ὁ χόρτος αὐτῆς, μᾶλλον
δὲ οὐκ ἐβλάστησε, καὶ τῷ λοιμῷ διαφθείρεται! Καὶ
βοῦς μὲν ἐλεεινὸν μυκᾶται, καὶ οἷον ἐπιθανάτιον· τὰ δὲ
ποίμνια βληχᾶται γοερῷ τῷ βληχήματι, ὡς φλο-   (20)
 

 47. Ιωάννης Χρυσόστομος. Eclogae i-xlviii ex diversis homiliis


[Sp.] {2062.338} (A.D. 4-5) Vol. 63 p. 876 li. 54

 λοιμοῦ οὐδὲν διενήνοχεν, οὐ τὸν ἀέρα διαφθείρουσα


πρῶτον, εἶτα τὰ σώματα, ἀλλ’ εὐθέως εἰς τὴν ψυχὴν
εἰσπηδῶσα. Οὐχ ὁρᾷς τοὺς λοιμώττοντας, πῶς
φλεγμαίνουσι, πῶς περιστρέφονται, πῶς δυσωδίας    (55)
εἰσὶν ἐμπεπλησμένοι, πῶς αὐτῶν αἰσχρὰ ἡ ὄψις, πῶς
 

 48. Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos {4089.024} (A.D. 4-5)


Vol. 80 p. 865 li. 26

   αʹ. «Μακάριος ἀνὴρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ


ἀσεβῶν, καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη, καὶ ἐπὶ    (25)
καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν.» Ἐντεῦθεν ῥᾴδιον
συνιδεῖν, ὡς πάλαι παρ’ Ἑβραίοις τὰς ἐπιγραφὰς
εὑρόντες οἱ τὰς θείας ἡρμηνευκότες Γραφὰς, ταύτας
 

 49. Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos {4089.024} (A.D. 4-5)


Vol. 80 p. 868 li. 4
17

 νωνήσαντα, μήτε βεβαίαν τῶν ἁμαρτωλῶν δεξάμενον


τὴν βουλήν· τοῦτο γὰρ δὴ στάσιν ἐκάλεσεν· καὶ τὴν
μόνιμον τῶν λοιμῶν φυγόντα διαφθοράν. Τὸ δὲ μα-
κάριος ὄνομα θεία μὲν ὑπάρχει προσηγορία· καὶ    (5)
μάρτυς ὁ θεῖος Ἀπόστολος βοῶν· «Ὁ μακάριος καὶ
 

 50. Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos {4089.024} (A.D. 4-5)


Vol. 80 p. 1496 li. 13

   μηʹ. «Καὶ παρέδωκεν εἰς χάλαζαν τὰ κτήνη


αὐτῶν, καὶ τὴν ὕπαρξιν αὐτῶν τῷ πυρί.» Ὁ δὲ
Σύμμαχος οὕτως· Τοῦ ἐκδόντος λοιμῷ τὰ κτήνη
αὐτῶν, καὶ τὰ κτήματα αὐτῶν οἰωνοῖς. Ἀθρόαν
γὰρ δεξάμενα τελευτὴν, θοίνη τῶν σαρκοβόρων ὀρνί-    (15)
 

 51. Θεοδώρετος. Interpretatio in Jeremiam {4089.026} (A.D. 4-


5) Vol. 81 column 592 li. 27

 καὶ φάσκει μήτε τῇ νηστείᾳ αὐτῶν προσέξειν, μήτε    (25)


τὰς ὑπ’ αὐτῶν προσφερομένας δέξασθαι θυσίας,
ἀλλὰ λιμῷ καὶ λοιμῷ, καὶ σφαγῇ παραδώσειν. Τού-
των ἀκούσας ὁ προφήτης τῶν ψευδοπροφητῶν τὰς
προῤῥήσεις προφέρει, καί φησιν ἐκείνους τὰ ἐναν-
 

 52. Θεοδώρετος. Interpretatio in Jeremiam {4089.026} (A.D. 4-


5) Vol. 81 column 600 li. 32

   Παρεγγυᾷ δὲ αὐτῷ, μὴ γῆμαι, μηδὲ παιδοποιῆ-    (30)


σαι, ὡς καὶ τῶν τικτόντων, καὶ τῶν τικτομένων,
λιμῷ καὶ λοιμῷ, καὶ σφαγῇ, καὶ δουλείᾳ παραδοθη-
σομένων. Παρακελεύεται δὲ μήτε εὐφραινομένοις
συνευφραίνεσθαι, μήτε ἀλγοῦσι συναλγῆσαι.
 

 53. Θεοδώρετος. Interpretatio in Jeremiam {4089.026} (A.D. 4-


5) Vol. 81 column 673 li. 24

 ὅτι ἐν τούτοις τοῖς τόποις τὴν κατὰ τῶν υἱῶν καὶ


θυγατέρων ἐτόλμων μιαιφονίαν. «Διὰ τοῦτο, φησὶ,
παραδέδωκα τὴν πόλιν ταύτην λιμῷ, καὶ λοιμῷ, καὶ
18

σφαγῇ, καὶ δουλείᾳ.» Ἀλλ’ ὅμως τοῖς ἀνδραποδι-   (25)


ζομένοις μετὰ τὸν ὡρισμένον χρόνον ἐλευθερίας
 

 54. Θεοδώρετος. Interpretatio in Ezechielem {4089.027} (A.D. 4-


5) Vol. 81 p. 1052 li. 47

 δὲ εἰς σωτηρίαν, καθάπερ ἐν ταῖς ἤδη πρότερον γε-   (45)


γενημέναις πολιορκίαις συνέβη, ἀλλὰ πάντες ἁπαξ-
απλῶς, οἱ μὲν λιμῷ, οἱ δὲ λοιμῷ παρεδόθησαν· οἱ
δὲ ταῦτα διαβάντες, ἢ πολεμοῦντες ἀνῃρέθησαν, ἢ
πολιορκηθέντες ἐξηνδραποδίσθησαν· διδάσκει δὲ καὶ
 

 55. Θεοδώρετος. Interpretatio in Ezechielem {4089.027} (A.D. 4-


5) Vol. 81 p. 1092 li. 14

 δαίμονι τῷ τὴν πονηρίαν ἐνεργήσαντι ἐν τῷ ὁρωμέ-


νῳ Τυρίων ἄρχοντι· διὸ καὶ ἀπειλεῖ αὐτῷ ὄλεθρον
ἀπὸ ἀλλοτρίων, καὶ λοιμῶν, καὶ ἐθνῶν. Τοιοῦτοι δὲ
πάλαι ἦσαν οἱ διὰ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος τὴν     (15)
εἰς θεογνωσίαν μεταβολὴν δεξάμενοι. Διὸ καὶ ὁ θεῖος
 

 56. Θεοδώρετος. Interpretatio in Ezechielem {4089.027} (A.D. 4-


5) Vol. 81 p. 1092 li. 26

 ἐπ’ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ αὐτούς.»


Διὰ τούτων τοίνυν τῶν πάλαι ἀσυνέτων, καὶ ἀνοή-   (25)
των, καὶ πλανωμένων, καὶ στυγητῶν, καὶ λοιμῶν,
καὶ ἀλλοτρίων, καὶ ἐθνικῶν, τὴν τοῦ διαβόλου κατά-
λυσιν ὁ προφητικὸς προαγορεύει λόγος. Ἔστι δὲ
 

 57. Θεοδώρετος. Interpretatio in Ezechielem {4089.027} (A.D. 4-


5) Vol. 81 p. 1125 li. 11

 σεν, ἐξ αὐτοῦ δεξάμενα τὰς τῆς ἱδρύσεως ἀφορμὰς,


ἃ καὶ ἀπὸ τῶν ὀρέων καὶ ἀπὸ τῶν πεδίων φροῦδα    (10)
παντελῶς διὰ τῶν πάλαι μὲν λοιμῶν, μετὰ δὲ ταῦτα
πιστῶν ἐθνῶν, ἀπεφάνθη. «Καὶ κατέβησαν ἀπὸ τῆς
σκέπης αὐτοῦ πάντες οἱ λαοὶ τῆς γῆς, καὶ ἠδά-
 
19

 58. Θεοδώρετος. Interpretatio in Danielem {4089.028} (A.D. 4-


5) Vol. 81 p. 1512 li. 17

 Ἀντιόχου καταγωνισαμένου τὸν Πτολεμαῖον, ὡς    (15)


ἀσθενοῦς λοιπὸν καὶ οἱ πλησιόχωροι καταφρονήσουσι.
«Καὶ οἱ υἱοὶ τῶν λοιμῶν τοῦ λαοῦ σου ἐπαρθήσον-
ται, τοῦ στῆσαι ὅρασιν, καὶ ἐπαρθήσονται, καὶ
ἀσθενήσουσι.» Πάλιν ἐνταῦθα υἱοὺς λοιμῶν τοὺς λοι-
 

 59. Θεοδώρετος. Interpretatio in Danielem {4089.028} (A.D. 4-


5) Vol. 81 p. 1512 li. 19

 «Καὶ οἱ υἱοὶ τῶν λοιμῶν τοῦ λαοῦ σου ἐπαρθήσον-


ται, τοῦ στῆσαι ὅρασιν, καὶ ἐπαρθήσονται, καὶ
ἀσθενήσουσι.» Πάλιν ἐνταῦθα υἱοὺς λοιμῶν τοὺς λοι-
μοὺς προσηγόρευσεν· οἱ γὰρ πονηρίᾳ, φησὶ, καὶ μο-    (20)
χθηρίᾳ τρόπων συζῶντες, καὶ τὸ δυσσεβῶς ζῇν
 

 60. Θεοδώρετος. Haereticarum fabularum compendium


{4089.031} (A.D. 4-5) Vol. 83 p. 340 li. 2

 Ἵνα δὲ καὶ τῶν ἀναγνωσομένων τὰς γλώττας, καὶ    (55)


(340) τῶν ἀκουσομένων τὰς ἀκοὰς ἀποτρίψωμεν, καὶ τῆς
λοιμώδους ἀπαλλάξωμεν δυσοδμίας, καθάπερ τι
Χαλαστραῖον, καὶ μύρον εὐῶδες προσοίσομεν τὴν
τῶν εὐαγγελικῶν δογμάτων ἀλήθειαν, καὶ πᾶσαν
 

 61. CYRILLUS Alexandrinus Theol. Contra Julianum


imperatorem (lib. iii-x) {4090.111} (A.D. 4-5) Book 4 column 697
li. 51

 μονίους φησὶν Ἀπολλόδωρος τῷ Ἄρει θύειν ἄν-


θρωπον. Φοίνικες δὲ ἐν ταῖς μεγάλαις συμφοραῖς,   (50)
ἢ πολέμων, ἢ λοιμῶν, ἢ αὐχμῶν, ἔθυον τῶν φιλ-
τάτων τινὰ ψηφίζοντες Κρόνῳ. Καὶ μεθ’ ἕτερα·
Ἴστρος δὲ ἐν τῇ συναγωγῇ τῶν Κρητικῶν θυσιῶν,
 

 62. SIMPLICIUS Phil. Commentarius in Epicteti enchiridion


{4013.006} (A.D. 6) P. 130 li. 7
20

 Καὶ γὰρ πολὺν οἶνον πίνειν ἔστι, καὶ διὰ κρᾶσιν σώ-   (5)
ματος, καὶ διὰ κατάστασιν ἀέρος, ὥσπερ πρὸ κυνὸς,
καὶ ὑπὸ κύνα, καὶ διὰ λοιμῶδες χωρίον. Εἰ δὲ μὴ
οὕτως ποιοῦμεν, ὥστε τὰς μὲν πράξεις αὐτὰς, ὡς ἔχουσι,
κρίνειν, καὶ λέγειν, ὅτι ταχὺ, ὅτι πολὺ, τὴν δὲ ποιότητα
 

 63. Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones


secundum alphabeti litteras dispositae, quae tres libros conflant)
(fragmenta e cod. Vat. gr. 1236) {2934.018} (A.D. 7-8) Vol. 96 p.
356 li. 27

   Τρία προέβαλεν ἡμῖν τὰ φυλακῆς ἄξια, μὴ πορευ-    (25)


θῆναι ἐν βουλῇ ἀσεβῶν, μὴ στῆναι ἐν βουλῇ ἁμαρ-
τωλῶν, καὶ μὴ καθεσθῆναι ἐπὶ καθέδραν λοιμῶν.
  Μὴ καθεσθῇς ἐπὶ τῆς καθέδρας τῶν λοιμῶν.
Ἐξέτασον τίνας ὠνόμασε, ἐξέτασον τίνας τοὺς λοι-
 

 64. Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones


secundum alphabeti litteras dispositae, quae tres libros conflant)
(fragmenta e cod. Vat. gr. 1236) {2934.018} (A.D. 7-8) Vol. 96 p.
356 li. 28

 θῆναι ἐν βουλῇ ἀσεβῶν, μὴ στῆναι ἐν βουλῇ ἁμαρ-


τωλῶν, καὶ μὴ καθεσθῆναι ἐπὶ καθέδραν λοιμῶν.
  Μὴ καθεσθῇς ἐπὶ τῆς καθέδρας τῶν λοιμῶν.
Ἐξέτασον τίνας ὠνόμασε, ἐξέτασον τίνας τοὺς λοι-
μοὺς, ἢ δῆλον τοὺς μεταδιδόντας ἀλλήλους τοῦ πά-   (30)
 

 65. Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones


secundum alphabeti litteras dispositae, quae tres libros conflant)
(fragmenta e cod. Berol. B.N. gr. 46 [= parallela Rupefucaldina])
{2934.019} (A.D. 7-8) Vol. 96 p. 449 li. 21

 τρόπων ἀνδρός.
ΙΕʹ. Περὶ δωροδοκίας.   (20)
Ιϛʹ. Περὶ δημηγερτῶν λοιμῶν· καὶ ὅτι χρὴ φεύγειν
καὶ ἐκκλίνειν τὰς τοῦ δήμου ἀνασοβὰς καὶ ἀσυμ-
φωνίας.
 
21

 66. Ιωάννης Δαμασκηνός. Homilia in sabbatum sanctum


{2934.056} (A.D. 7-8) Vol. 96 p. 629 li. 10

 θεηγόρος Δαβίδ. Οὐ γὰρ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσε-


βῶν, οὐδὲ ὁδῷ ἁμαρτωλῶν ἑστὼς ἐφρυάξατο καὶ
ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐ κεκάθικε κατὰ τοῦ Κυρίου,    (10)
καὶ κατὰ τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ, μετὰ λαῶν ἀνόμων βου-
λευσάμενος. Οὐκ εἶπεν· Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον
 

 67. Ιωάννης Δαμασκηνός. Laudatio sanctae Barbarae


{2934.060} (A.D. 7-8) Vol. 96 p. 813 li. 13

 γέγραπται, ἀλλὰ καὶ τοῖς πανταχῆ τῆς οἰκουμένης


μετὰ θερμῆς σοι προσιοῦσι τῆς πίστεως, καὶ τὸ σὸν
ἐτήσιον ἐκτελοῦσι μνημόσυνον, τὰ λοιμώδη θεραπεύεται
τραύματα, καὶ πάσης ἡλικίας ἡ ἀηδὴς φυ-
γαδεύεται σκῆψις καὶ ὄχλησις, ἐνέργειαί τε δαιμονιώδεις τοῖς σοῖς
ἐμβριμήμασιν ἀπελαύνονται· οὐ    (15)
 

 68. Ιωάννης Δαμασκηνός. Passio sancti Artemii [Dub.]


{2934.062} (A.D. 7-8) Vol. 96 p. 1317 li. 50

 τὸν Πέρσην εἰρηνικὰς ποιησάμενος, τὴν Νίσιβιν πα-


ραδοὺς τοῖς Πέρσαις ἄνευ τῶν οἰκητόρων, ἐξῆλθεν
ἐκεῖθεν· ὁ γὰρ στρατὸς λιμῷ καὶ λοιμῷ διεφθείρετο.    (50)
Ἐλθὼν δὲ αὐτὸς ἐπὶ τῆς τῶν Ῥωμαίων γῆς, τῇ
τῶν Ἀνομοιητῶν αἱρέσει προσετέθη, ἤγουν Εὐνομια-
 

 69. NICEPHORUS I Hist., Scr. Eccl. et Theol. Breviarium


historicum de rebus gestis post imperium Mauricii (e cod. Vat. gr.
977) {3086.001} (A.D. 8-9) P. 12 li. 7

 οὐ γὰρ ἡ Αἴγυπτος αὐτοῖς τὸ λοιπὸν ἐπεσίτιζεν, ἐξ οὗ καὶ   (5)


τὰ πλεῖστα τῶν βασιλικῶν ἐπελελοίπει σιτηρεσίων. ἐν τού-
τοις καὶ νόσος λοιμώδης τοῖς ἐν τῇ πόλει ἐνσκήψασα θανάτῳ
τὰ πλήθη τὰ ἐν αὐτῇ διέφθειρεν. ὧν ἁπάντων ἕνεκεν πολλὴ
δυσθυμία καὶ ἀπορία τῷ κρατοῦντι περιεκέχυτο. καὶ οἴχε-
 
22

 70. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Vol. 110 p. 313 li. 15

 τινῶν σκευαζομένων, ὑγιοπονὴς καὶ συγκρατικὴ


τοῦ ἀνθρωπίνου σώματός ἐστιν ὥσπερ καὶ τὸ ἔμ-
παλαι φθοροποιὸς καὶ λοιμώδης ἡ δυσωδία, ὅθεν δὴ καί τις τῶν
ἰατροσοφιστῶν ἀκριβὴς ἄγαν ἔφη,   (15)
ὅτι εἰ καταλάβοι τὸν τελευτῶντα πρὸ τοῦ παρατραπῆναι τὸν νοῦν,
δύνασθαι διά τινος αὐτὸν κατα-
σκευῆς ἀρωμάτων ἐπὶ ὥραν ποιῆσαι νηφαλέον τὸν λογισμὸν αὐτοῦ
ἔχειν καὶ τὸ καθ’ ἑαυτὸν ἐκλαλῆσαι
 

 71. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Vol. 110 p. 424 li. 38

 ἀπολαύσουσιν ὡς τραπεζολάτραι καὶ κοιλιόδουλοι,


ἥτις γε τράπεζα εἰκότως ἂν κληθείη κυρίως καθέδρα
λοιμῶν καὶ ἀλόγων φάτνη. Εἰ γὰρ μὴ ἐκ πολλῆς
ἀλογίας καὶ ἀπροσεξίας ἀπεκτηνώθησαν, ἐπιλαθό-
μενοι τὸν συνιόντα εἰς πάντα τὰ ἔργα ἡμῶν καὶ    (40)
 

 72. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Vol. 110 p. 549 li. 46

 ΡΝΕʹ. Περὶ τῆς λοιμικῆς νόσου.


Ἐφ’ οὗ ἐπὶ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην τοῦ Θεοῦ    (45)
ὀργὴν μεγάλην ἐκπέμψαντος, λοιμώδης νόσος τὸ ἀν-
θρώπινον γένος διέφθειρεν (εἰς 359 ἐξάλειψιν)·
ἀπὸ γὰρ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης ἀτμοί τινες
 

 73. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Vol. 110 p. 580 li. 22

 έτρυχε· καὶ μυρίοι μὲν ὑπῆρχον οἱ κατὰ πόλεις   (20)


θνήσκοντες, πλεῖστοι δὲ οἱ κατὰ ἀγροὺς καὶ κώ-
μας, ἁπάντων σχεδὸν τροφῆς ἐνδείᾳ καὶ λοιμώδει
νόσῳ διεφθαρμένων. Καὶ γὰρ οἱ μὲν χόρτον δια-
μασσώμενοι καὶ τὴν ἕξιν λυμαινόμενοι διώλλυντο
 
23

 74.Φώτιος λεξικόν. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D. 9)


Alphabetic letter epsilon P. 20 li. 9

   κατασχόντος καὶ κοράκων πολλῶν γενομένων, τοὺς


  ἀνθρώπους θηρεύοντας αὐτοὺς καὶ περικαθαίροντας,  
  ἐᾶν ζῶντας· καὶ ἐπιλέγειν τῶ λοιμῶι, φεῦγ’ ἐς
  κόρακας· ὁ δὲ Αἴσωπος μυθικῶς· κολοιὸν μέγαν   (10)
  νομίσαντα τοῖς κόραξιν ἴσον εἶναι, πρὸς αὐτοὺς
 

 75.Φώτιος λεξικόν. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D. 9)


Alphabetic letter epsilon P. 23 li. 22

   χωρία, ὡς καὶ Ἀριστοτέλης ἐν τῶι ηʹ περὶ τῆς    (20)


  Πολιτείας.
Ἔσχατος Μυσῶν: Ἕλλησι λοιμῶι κρατουμένοις ὁ
  θεὸς ἔχρησεν ἐπὶ τὸν ἔσχατον Μυσῶν πλεῖν· οἱ δὲ
  τὸ μὲν πρῶτον ἠπόρουν· αὖθις δὲ τὴν Αἰολίδα
 

 76. Michael ATTALIATES Hist. Historia {3079.001} (A.D. 11) P.


30 li. 17

 τούτων φήμης ἐπιδραμούσης τὰς πρὸς ἥλιον λήγοντα δυνά-   (15)


μεις ὁ βασιλεὺς αὐτοῖς ἐπεστήσατο. οἱ δὲ τῆς τε ἀλλοτρίας
ἔτι καθεστῶτες ἀπείρατοι, καὶ νόσῳ λοιμώδει κατατρυχόμε-
νοι, ἀσυνήθως δὲ καὶ πρὸς τὰς Ῥωμαϊκὰς φάλαγγας ἀντι-
στρατεύεσθαι ἔχοντες, χεῖρας μὲν ἀντᾶραι τούτοις οὐκ ἐδο-
 

 77. Constantinus MANASSES Hist. et Poeta Compendium


chronicum {3074.001} (A.D. 12) li. 1726

 οἷς καὶ συνὼν γελοιασμοὺς καὶ παιδιὰς προυξένει.


ἀποσταλέντων δέ ποτε τῶν παίδων Ταρκυνίου   (1725)
ἐπὶ Δελφοὺς ὡς πεύσαιντο περὶ λοιμώδους νόσου,
καὶ Βροῦτος συνεπέμπετο τέρψων αὐτοὺς παιγνίοις.
οἱ μὲν οὖν τὸν Ἀπόλλωνα δώροις ἐδεξιοῦντο,
 

 78. Ιωάννης Τζέτζης. Argumentum et allegoriae in Homeri


Iliadem {9022.016} (A.D. 12) Section 1 li. 51
24

 καὶ τῶν νεκρῶν ἁπανταχοῦ συνήγοντο σωρεῖαι·


δεκάτῃ δὲ συνέδριον ὁ Ἀχιλεὺς ποιήσας,   (50)
ἠρώτα τί τὸ αἴτιον τῆς νόσου τῆς λοιμώδους.
  Ὁ Κάλχας δ’ ὁ τοῦ Θέστορος ὑιὸς καὶ Πολυμήλας,
οἶδα μέν, εἶπεν, Ἀχιλλεῦ, τῆς νόσου τὴν αἰτίαν,
 

 79. Ιωάννης Τζέτζης. Argumentum et allegoriae in Homeri


Iliadem {9022.016} (A.D. 12) Section 23 li. 54

 δι’ ἃς δυνάμεις ἔχοιμεν ζωογονεῖν καὶ τρέφειν,


καὶ ἀπολύειν τῶν κακῶν, ποτὲ καὶ ἀπολλύειν,
τῷ ἀνασπᾷν ἀπὸ τῆς γῆς ἀτμοὺς λοιμωδεστέρους,
Ἀπόλλων ὀνομάζεται, ἥλιος δὲ ὡς λάμπων,   (55)
δήλιος ὢν καὶ φανερός· καὶ ἥλιος, ἐκθλίψει·
 

 80. Ιωάννης Τζέτζης. Argumentum et allegoriae in Homeri


Iliadem {9022.016} (A.D. 12) Section 24 li. 296

 τοιαῦτα μὲν ἡ δυστυχὴς παισὶν ἁβρυνομένη,


ἀντιστρατεύεται δ’ αὐτῇ τύχη τις παλαμναία·   (295)
αὐθημερόν τε θνήσκουσι πάντα λοιμῷ τὰ τέκνα.
Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἔφαν δὲ τούτους κτεῖναι·
ἡλίῳ γὰρ ἀνάκεινται ταῦτα καὶ τῇ σελήνῃ·
 

 81. Ιωάννης Τζέτζης. Argumentum et allegoriae in Homeri


Iliadem {9022.016} (A.D. 12) Section 24 li. 299

 Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἔφαν δὲ τούτους κτεῖναι·


ἡλίῳ γὰρ ἀνάκεινται ταῦτα καὶ τῇ σελήνῃ·
ἐκ τοῦ θερμοῦ γὰρ καὶ ὑγροῦ γίνονται τὰ λοιμώδη ·
τὴν δὲ Νιόβην ἔφασαν ἔνδακρυν λίθον εἶναι,   (300)
ὅτι παντὸς ἀναίσθητος τῷ πάθει γεγονυῖα,
 

 82. Nicephorus GREGORAS Hist. et Scr. Rerum Nat. Epistulae


{4145.002} (A.D. 13-14) Epistle 105 li. 142

 ρησιαζόμενος, ἀλλ’ οὖν πηλῷ τὸ πρόσωπον ἀλειψάμενος κατ’


ἐκεῖνον   (140)τὸν νόμον τὸν Ἀττικόν, μόνην ἐμοὶ μετὰ τῆς
γλώττης διδότω τὴνἑαυτοῦ ἀκοήν, ἵν’ ὑπ’ αὐτῇ μάρτυρι, τὸ
25

λοιμῶδες, ὃ τῆς αὐτοῦ γλώττηςἀναίδην προχεῖται, σεμνῶς ἀφ’


ἡμῶν ἐξελάσωμεν, ἀληθείας ὑπεκκαύσαντες ἀντιφάρμακον φλόγα
κατὰ τοὺς τῶν Αἰγυπτίων

Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα

Θουκυδίδης ιστορίαι. “Thucydidis historiae, 2 vols.”, Ed. Jones, H.S.,


Powell, J.E.Oxford: Clarendon Press, 1:1942 (1st edn. rev.); 2:1942 (2nd
edn. rev.), Repr. 1:1970; 2:1967.Book 1, chapter 23, section 3, li. 8

...φθεῖσαι ἠρημώθησαν, αἱ μὲν ὑπὸ βαρβάρων, αἱ δ' ὑπὸ σφῶν


αὐτῶν ἀντιπολεμούντων (εἰσὶ δ' αἳ καὶ οἰκήτορας μετέβαλον
ἁλισκόμεναι), οὔτε φυγαὶ τοσαίδε ἀνθρώπων καὶ φόνος, ὁ
μὲν κατ' αὐτὸν τὸν πόλεμον, ὁ δὲ διὰ τὸ στασιάζειν. τά τε
πρότερον ἀκοῇ μὲν λεγόμενα, ἔργῳ δὲ σπανιώτερον βεβαιού-
μενα οὐκ ἄπιστα κατέστη, σεισμῶν τε πέρι, οἳ ἐπὶ πλεῖστον
ἅμα μέρος γῆς καὶ ἰσχυρότατοι οἱ αὐτοὶ ἐπέσχον, ἡλίου τε
ἐκλείψεις, αἳ πυκνότεραι παρὰ τὰ ἐκ τοῦ πρὶν χρόνου μνη-
μονευόμενα ξυνέβησαν, αὐχμοί τε ἔστι παρ' οἷς μεγάλοι καὶ
ἀπ' αὐτῶν καὶ λιμοὶ καὶ ἡ οὐχ ἥκιστα βλάψασα καὶ μέρος
τι φθείρασα ἡ λοιμώδης νόσος· ταῦτα γὰρ πάντα μετὰ τοῦδε
τοῦ πολέμου ἅμα ξυνεπέθετο. ἤρξαντο δὲ αὐτοῦ Ἀθηναῖοι
καὶ Πελοποννήσιοι λύσαντες τὰς τριακοντούτεις σπονδὰς αἳ
αὐτοῖς ἐγένοντο μετὰ Εὐβοίας ἅλωσιν. διότι δ' ἔλυσαν,
τὰς αἰτίας προύγραψα πρῶτον καὶ τὰς διαφοράς, τοῦ μή
τινα ζητῆσαί ποτε ἐξ ὅτου τοσοῦτος πόλεμος τοῖς Ἕλλησι
κατέστη. τὴν μὲν γὰρ ἀληθεστάτην πρόφασιν, ἀφανεστάτην
δὲ λόγῳ, τοὺς Ἀθηναίους ἡγοῦμαι μεγάλους γιγνομένους
καὶ φόβον παρέχοντας τοῖς Λακεδαιμονίοις ἀναγκάσαι ἐς τὸ
πολεμεῖν· αἱ δ' ἐς τὸ φανερὸν λεγόμεναι αἰτίαι αἵδ' ἦσαν
ἑκατέρων, ἀφ' ὧν λύσαντες τὰς σπονδὰς ἐς τὸν πόλεμον

Πλούταρχος. Numa (0007: 005)“Plutarch's lives, vol. 1”, Ed. Perrin,


B.Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1914, Repr. 1967.
Chapter 13, section 1, li. 3

οἱ Φιτιαλεῖς ἔπειθον ἐκδιδόναι τὸν ἄνδρα τοῖς  


Κελτοῖς, καταφυγὼν δὲ ἐκεῖνος εἰς τοὺς πολλοὺς
καὶ τῷ δήμῳ σπουδάζοντι χρησάμενος διεκρού-
26

σατο τὴν δίκην. μετ' ὀλίγον δὲ ἐπελθόντες οἱ


Κελτοὶ τὴν Ῥώμην πλὴν τοῦ Καπιτωλίου διε-
πόρθησαν. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐν τοῖς περὶ Κα-
μίλλου μᾶλλον ἀκριβοῦται.
 Τοὺς δὲ Σαλίους ἱερεῖς ἐκ τοιαύτης
λέγεται συστήσασθαι προφάσεως. ἔτος ὄγδοον
αὐτοῦ βασιλεύοντος λοιμώδης νόσος περιϊοῦσα
τὴν Ἰταλίαν ἐστρόβησε καὶ τὴν Ῥώμην. ἀθυ-
μούντων δὲ τῶν ἀνθρώπων ἱστορεῖται χαλκῆν
πέλτην ἐξ οὐρανοῦ καταφερομένην εἰς τὰς Νομᾶ
πεσεῖν χεῖρας. ἐπὶ δὲ αὐτῇ θαυμάσιόν τινα
λόγον λέγεσθαι ὑπὸ τοῦ βασιλέως, ὃν Ἠγερίας
τε καὶ τῶν Μουσῶν πυθέσθαι. τὸ μὲν γὰρ ὅπλον
ἥκειν ἐπὶ σωτηρίᾳ τῆς πόλεως, καὶ δεῖν αὐτὸ
φρουρεῖσθαι γενομένων ἄλλων ἕνδεκα καὶ σχῆμα
καὶ μέγεθος καὶ μορφὴν ἐκείνῳ παραπλησίων,
ὅπως ἄπορον εἴη τῷ κλέπτῃ δι' ὁμοιότητα τοῦ

Πλούταρχος. Camillus (0007: 011)“Plutarchi vitae parallelae, vol. 1.1,


4th edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1969.
Chapter 43, section 1, li. 1

προέπεμπον. τῇ δ' ὑστεραίᾳ συνελθόντες ἐψηφίσαντο τῆς


μὲν Ὁμονοίας ἱερόν, ὥσπερ ηὔξατο Κάμιλλος, εἰς τὴν
ἀγορὰν καὶ τὴν ἐκκλησίαν ἄποπτον ἐπὶ τοῖς γεγενημέ-
νοις ἱδρύσασθαι, ταῖς δὲ καλουμέναις Λατίναις μίαν ἡμέ-
ραν προσθέντας ἑορτάζειν τέτταρας, παραυτίκα δὲ θύειν
καὶ στεφανηφορεῖν Ῥωμαίους ἅπαντας. τῶν δ' ἀρχαιρε-  
σίων βραβευθέντων ὑπὸ Καμίλλου, κατεστάθησαν ὕπατοι
Μᾶρκος μὲν Αἰμίλιος ἐκ πατρικίων, Λεύκιος δὲ Σέξτιος
ἐκ δημοτῶν πρῶτος. καὶ τοῦτο πέρας αἱ Καμίλλου πρά-
ξεις ἔσχον.
 Ἐν δὲ τῷ κατόπιν ἐνιαυτῷ λοιμώδης νόσος ἐμπε-
σοῦσα τῇ Ῥώμῃ τὸν μὲν ἄλλον ὄχλον οὐ περιληπτὸν
ἀριθμῷ διέφθειρε, τῶν δ' ἀρχόντων τοὺς πλείστους.
ἐτελεύτησε δὲ καὶ Κάμιλλος, ἡλικίας μὲν οὕνεκα καὶ
βίου τελειότητος ὡς εἴ τις ἄλλος ἀνθρώπων ὡραῖος,
ἀνιάσας δὲ Ῥωμαίους ὡς οὐδὲ σύμπαντες οἱ τῇ νόσῳ
κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἀποθανόντες.  
 
27

Πλούταρχος. Pericles (0007: 012)“Plutarchi vitae parallelae, vol. 1.2,


3rd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1964.Chapter 34, section 5, li.
2

λαχοῦσιν. ἦν δέ τις παρηγορία καὶ ἀφ' ὧν ἔπασχον οἱ


πολέμιοι. καὶ γὰρ οἱ περιπλέοντες τὴν Πελοπόννησον
χώραν τε πολλὴν κώμας τε καὶ πόλεις μικρὰς διεπόρθη-
σαν, καὶ κατὰ γῆν αὐτὸς ἐμβαλὼν εἰς τὴν Μεγαρικὴν
ἔφθειρε πᾶσαν. ᾗ καὶ δῆλον ἦν, ὅτι πολλὰ μὲν δρῶντες
κατὰ γῆν κακὰ τοὺς Ἀθηναίους, πολλὰ δὲ πάσχοντες  
ὑπ' ἐκείνων ἐκ θαλάττης, οὐκ ἂν εἰς μῆκος πολέμου
τοσοῦτο προὔβησαν, ἀλλὰ ταχέως ἀπεῖπον, ὥσπερ ἐξ
ἀρχῆς ὁ Περικλῆς προηγόρευσεν, εἰ μή τι δαιμόνιον ὑπη-
ναντιώθη τοῖς ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς. νῦν δὲ πρῶτον
μὲν ἡ λοιμώδης ἐνέπεσε φθορὰ καὶ κατενεμήθη τὴν ἀκμά-
ζουσαν ἡλικίαν καὶ δύναμιν, ὑφ' ἧς καὶ τὰ σώματα κακού-
μενοι καὶ τὰς ψυχάς, παντάπασιν ἠγριώθησαν πρὸς τὸν
Περικλέα, καὶ καθάπερ [πρὸς] ἰατρὸν ἢ πατέρα τῇ νόσῳ
παραφρονήσαντες ἀδικεῖν ἐπεχείρησαν, ἀναπεισθέντες ὑπὸ
τῶν ἐχθρῶν ὡς τὴν μὲν νόσον ἡ τοῦ χωρικοῦ πλήθους εἰς
τὸ ἄστυ συμφόρησις ἀπεργάζεται, θέρους ὥρᾳ πολλῶν
ὁμοῦ χύδην ἐν οἰκήμασι μικροῖς καὶ σκηνώμασι πνιγη-
ροῖς ἀναγκαζομένων διαιτᾶσθαι δίαιταν οἰκουρὸν καὶ
ἀργὴν ἀντὶ καθαρᾶς καὶ ἀναπεπταμένης τῆς πρότερον,

Πλούταρχος. Marcius Coriolanus (0007: 016“Plutarchi vitae


parallelae, vol. 1.2, 3rd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1964.
Chapter 12, section 4, li. 3

φοραῖς καὶ ταραχαῖς ἀναγκαίως ἐπηκολούθησε κακά, ταῦ-


τα ποιούμενοι πρόφασιν ἐπὶ τοὺς πατρικίους. ἄσπορος
γὰρ ἡ πλείστη καὶ ἀγεώργητος ἀπελείφθη τῆς χώρας,
ἀγορᾶς δ' ἐπεισάκτου παρασκευὴν διὰ τὸν πόλεμον ὁ και-
ρὸς οὐκ ἔδωκεν. ἰσχυρᾶς οὖν ἀπορίας γενομένης, ὁρῶντες οἱ
δημαγωγοὶ μήτ' ἀγορὰν ἔχοντα μήτ', εἰ παρῆν ἀγορά, χρη-
μάτων εὐποροῦντα τὸν δῆμον, ἐνέβαλλον λόγους καὶ δια-
βολὰς κατὰ τῶν πλουσίων, ὡς ἐκεῖνοι τὸν λιμὸν ἐπάγοιεν
αὐτοῖς ὑπὸ μνησικακίας. ἐκ δὲ τῶν Οὐελιτρανῶν ἧκε πρε-
σβεία, τὴν πόλιν παραδιδόντων καὶ δεομένων ἀπ' αὐτῶν
ἀποίκους ἀποστέλλειν. νόσος γὰρ ἐμπεσοῦσα λοιμώδης
αὐτοῖς τοσοῦτον ὄλεθρον καὶ φθορὰν ἀπειργάσατο τῶν
28

ἀνθρώπων, ὥστε μόλις τὸ δέκατον τοῦ παντὸς ἀπολειφθῆ-


ναι μέρος. ἔδοξεν οὖν τοῖς νοῦν ἔχουσιν εἰς δέον γεγονέναι
καὶ κατὰ καιρὸν ἡ χρεία τῶν Οὐελιτρανῶν, διά τε τὴν
ἀπορίαν κουφισμοῦ δεομένοις, καὶ τὴν στάσιν ἅμα σκεδά-
σειν ἤλπιζον, εἰ τὸ θορυβοῦν μάλιστα καὶ συνεπηρμένον
τοῖς δημαγωγοῖς ὥσπερ περίσσωμα τῆς πόλεως νοσερὸν
καὶ ταραχῶδες ἀποκαθαρθείη. τούτους τε δὴ καταλέγον-
τες εἰς τὴν ἀποικίαν ἐξέπεμπον οἱ ὕπατοι, καὶ στρατείαν
ἐπήγγελλον ἑτέροις ἐπὶ τοὺς Οὐολούσκους,

Πλούταρχος. Caesar (0007: 048)“Plutarchi vitae parallelae, vol. 2.2,


2nd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1968.Chapter 40, section 4,
li. 1

περὶ αὐτὸν ἡγεμόνας ὡς ἡττημένου καὶ φεύγοντος ἔχε-


σθαι Καίσαρος. αὐτὸς μὲν γὰρ εὐλαβῶς εἶχε Πομπήϊος
ἀναρρῖψαι μάχην περὶ τηλικούτων, καὶ παρεσκευασμένος
ἄριστα πᾶσι πρὸς τὸν χρόνον, ἠξίου τρίβειν καὶ μαραίνειν  
τὴν τῶν πολεμίων ἀκμήν, βραχεῖαν οὖσαν. τὸ γάρ τοι
μαχιμώτατον τῆς Καίσαρος δυνάμεως ἐμπειρίαν μὲν εἶχε
καὶ τόλμαν ἀνυπόστατον πρὸς τοὺς ἀγῶνας, ἐν δὲ ταῖς
πλάναις καὶ ταῖς στρατοπεδείαις καὶ τειχοφυλακοῦντες
καὶ νυκτεγερτοῦντες ἐξέκαμνον ὑπὸ γήρως, καὶ βαρεῖς
ἦσαν τοῖς σώμασι πρὸς τοὺς πόνους, δι' ἀσθένειαν ἐγκατα-
λείποντες τὴν προθυμίαν. τότε δὲ καί τι Νόσημα λοιμῶδες
ἐλέχθη, τὴν ἀτοπίαν τῆς διαίτης ποιησάμενον ἀρχήν, ἐν
τῇ στρατιᾷ περιφέρεσθαι τῇ Καίσαρος, καὶ τὸ μέγιστον,
οὔτε χρήμασιν ἐρρωμένος οὔτε τροφῆς εὐπορῶν, χρόνου
βραχέος ἐδόκει περὶ αὑτῷ καταλυθήσεσθαι.
 Διὰ ταῦτα Πομπήϊον μάχεσθαι μὴ βουλόμενον μόνος
ἐπῄνει Κάτων φειδοῖ τῶν πολιτῶν· ὅς γε καὶ τοὺς πεσόν-
τας ἐν τῇ μάχῃ τῶν πολεμίων εἰς χιλίους τὸ πλῆθος
γενομένους ἰδών, ἀπῆλθεν ἐγκαλυψάμενος καὶ καταδα-
κρύσας. οἱ δ' ἄλλοι πάντες ἐκάκιζον τὸν Πομπήϊον
φυγομαχοῦντα καὶ παρώξυνον, Ἀγαμέμνονα καὶ βασιλέα

Πλούταρχος. Aetia Romana et Graeca (263d–304f) (0007: 084)


“Plutarchi moralia, vol. 2.1”, Ed. Titchener, J.B.Leipzig: Teubner, 1935,
Repr. 1971.Stephanus p. 289, section D, li. 2

Ῥωμαίων ὑπειλήφασιν); ἢ μᾶλλον, ὅτι τῆς Ῥώμης ἡ


29

τύχη παρέσχε τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν γένεσιν; ἢ φυσικώτε-


ρον ἔχει λόγον τὸ πρᾶγμα καὶ φιλοσοφώτερον, ὡς τὴν
τύχην πάντων οὖσαν ἀρχὴν καὶ τὴν φύσιν ἐκ τοῦ κατὰ
τύχην συνισταμένην, ὅταν τισὶν ὡς ἔτυχεν ὑποκειμένοις
τάξις ἐγγένηται;
 ’Διὰ τί τοὺς περὶ τὸν Διόνυσον τεχνίτας ‘ἱστρίω-
νας’ Ῥωμαῖοι καλοῦσιν;’ ἦ δι' ἣν αἰτίαν Κλούβιος
Ῥοῦφος (fr. 4 Peter) ἱστόρηκε; φησὶ γὰρ ἐν τοῖς
πάνυ παλαιοῖς χρόνοις Γαΐου τε Σουλπικίου καὶ Λικι-
νίου Στόλωνος ὑπατευόντων λοιμώδη νόσον ἐν Ῥώμῃ
γενομένην πάντας ὁμαλῶς διαφθεῖραι τοὺς ἐπὶ σκηνὴν
προερχομένους· δεηθεῖσιν οὖν αὐτοῖς ἐκ Τυρρηνίας ἐλ-
θεῖν πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς τεχνίτας, ὧν τὸν πρωτεύοντα
δόξῃ καὶ χρόνον πλεῖστον ἐνευημεροῦντα τοῖς θεάτροις
Ἵστρον ὀνομάζεσθαι· καὶ διὰ τοῦτο πάντας ‘ἱστρίωνας’
ἀπ' ἐκείνου προσαγορεύεσθαι.  

Πλούταρχος. De defectu oraculorum (409e–438d) (0007: 092)


“Plutarchi moralia, vol. 3”, Ed. Sieveking, W.Leipzig: Teubner, 1929,
Repr. 1972.Stephanus p. 410, section E, li. 1

μεγάλων, ὦ Δημήτριε, πολλαῖς ἔσται τέχναις ἐμποδών,


ἐπεὶ [καὶ] πολλῶν μὲν ἀποδείξεις παραιρεῖσθαι συμβήσεται
πολλῶν δὲ προαγορεύσεις. καίτοι καὶ ἡμῖν οὐ μικρὸν
ἀποδείκνυτε πρᾶγμα, λεαίνεσθαι ξυρῷ τὰ σώματα τοὺς
ἥρωας, ἐντυχόντες [γὰρ] Ὁμήρῳ (Κ 173) ξυρὸν ὀνομά-
σαντι, καὶ δανείζειν ἐπὶ τόκοις, ὅτι που (γ 367) ‘χρέος
ὀφέλλεσθαι’ φησίν ‘οὔτι νέον οὐδ' ὀλίγον,’ ὡς τοῦ ὀφέλ-
λεσθαι τὸ αὔξεσθαι δηλοῦντος. αὖθις δὲ τὴν νύκτα ‘θοήν’
εἰπόντος ἀγαπητῶς ἐμφύεσθε τῷ ῥήματι καὶ τοῦτ' ἐκεῖνό
φατε, φράζεσθαι τὴν σκιὰν τῆς γῆς ὑπ' αὐτοῦ κωνικήν,
οὖσαν ἀπὸ σφαιροειδοῦς. ἰατρικὴν δὲ λοιμῶδες θέρος
ἀραχνίων πλήθει προδηλοῦν καὶ θρίοις ἐαρινοῖς ὅταν
κορώνης ποσὶν εἴκελα γένηται τίς ἐάσει τῶν ἀξιούντων
μικρὰ σημεῖα μὴ γίγνεσθαι τῶν μεγάλων; τίς δ' ἀνέξεται
πρὸς χοῦν καὶ κοτύλην ὕδατος τὸ τοῦ ἡλίου μέγεθος
μετρούμενον, ἢ τῆς ἐνταῦθα πλινθίδος ἣν ποιεῖ γωνίαν
ὀξεῖαν κεκλιμένη πρὸς τὸ ἐπίπεδον, μέτρον εἶναι λεγο-
μένην τοῦ ἐξάρματος, ὃ ἐξῆρται τῶν πόλων ὁ ἀεὶ φανερὸς
ἀπὸ τοῦ ὁρίζοντος; ταῦτα γὰρ ἦν ἀκούειν τῶν ἐκεῖ  
30

προφητῶν. ὥστ' ἄλλο τι λεγόντων πρὸς αὐτοὺς οἱ βουλό-


μενοι τῷ ἡλίῳ κατὰ τὰ πάτρια τὴν νενομισμένην τάξιν

Ηρωδιανός ιστορικός. Ab excessu divi Marci (0015: 001)


“Herodiani ab excessu divi Marci lib. octo”, Ed. Stavenhagen, K.
Leipzig: Teubner, 1922, Repr. 1967.Book 1, chapter 12, section 1, li. 1

νης ἐξηρτημένη ἡ ναῦς ἠκολούθησεν· ὁμοῦ δὲ τὸ ἐναρ-


γὲς τῆς θεοῦ καὶ τὸ σεμνὸν τῆς παρθένου Ῥωμαῖοι
ἐθαύμασαν. τοσαῦτα μὲν δὴπερὶ τῆς Πεσσινουντίας
θεοῦ φιλοτιμότερον ἱστορήσθω, οὐκ ἄχαριν ἕξοντα γῶ-
σιν τοῖς τὰ Ῥωμαίων οὐκ ἀκριβοῦσιν. ὁ δὲ Κόμοδος
ἐκφυγὼν τὴν Ματέρνου ἐπιβουλὴν πλείονί τε περὶ αὑ-
τὸν ἐχρῆτο φρουρᾷ καὶ σπανίως τοῖς δήμοις ἐπεφαίνετο,
τὰ πλεῖστα ἐν προαστείοις καὶ τοῖς ἀπωτέρω τῆς πόλεως
βασιλικοῖς κτήμασιν διατρίβων καὶ ἑαυτὸν δικαστηρίων
ἀπείργων καὶ βασιλικῶν πράξεων.
 συνέβη δὲ κατ' ἐκεῖνο καιροῦ λοιμώδη νόσον κατασχεῖν
τὴν Ἰταλίαν· μάλιστα δὲ τὸ πάθοςἐν τῇ Ῥωμαίων
πόλει ἤκμασεν ἅτε πυλυανθρώπῳ τε οὔσῃ φύσει καὶ τοὺς
πανταχόθεν ὑποδεχομένῃ, πολλή τέ τις φθορὰ ἐγένετο
ὑποζυγίων ἅμα καὶ ἀνθρώπων. τότε ὁ Κόμοδος συμ-
βουλευσάντων αὐτῷ τινῶν ἰατρῶν ἐς τὴν Λαύρεντον ἀνε-
χώρησεν· εὐψυχέστερον γὰρ ὂν τὸ χωρίον καὶ μεγίστοις
κατάσκιον δαφνηφόροις ἄλσεσιν (ὅθεν καὶ τὸ ὄνομα τῷ
χωρίῳ) σωτήριον εἶναι ἐδόκει, καὶ πρὸς τὴν τοῦ ἀέρος
φθορὰν ἀντέχειν ἐλέγετο εὐωδίᾳ τε τῆς τῶν δαφνῶν
ἀποφορᾶς καὶ τῇ τῶν δένδρων ἡδείᾳ σκιᾷ.

Φίλων Ιουδαίος De confusione linguarum (0018: 013)


“Philonis Alexandrini opera quae supersunt, vol. 2”, Ed. Wendland, P.
Berlin: Reimer, 1897, Repr. 1962.
Section 22, li. 7

πάντα κοινῇ, ἐπειδὰν ὁ μὲν νοῦς ὅσα ἀφροσύναι καὶ δειλίαι ἀκολασίαι
τε καὶ ἀδικίαι σπείρουσι θερίσῃ, ὁ δὲ θυμὸς τὰς ἐκμανεῖς καὶ παρα-
φόρους λύττας καὶ ὅσα ἄλλα ὠδίνει κακὰ τέκῃ, ἡ δὲ ἐπιθυμία τοὺς ὑπὸ
νηπιότητος ἀεὶ κούφους ἔρωτας καὶ τοῖς ἐπιτυχοῦσι σώμασί τε καὶ
πράγμασι προσιπταμένους ἐπιπέμψῃ πανταχόσε· τότε γὰρ ὥσπερ ἐν
σκάφει  
ναυτῶν, ἐπιβατῶν, κυβερνητῶν κατά τινα φρενοβλάβειαν ἐπ' ἀπωλείᾳ
31

τούτου συμφρονησάντων καὶ οἱ ἐπιβουλεύσαντες αὐτῇ νηὶ οὐχ ἥκιστα


συναπώλοντο. βαρύτατον γὰρ κακῶν καὶ σχεδὸν ἀνίατον μόνον ἡ πάν-
των τῶν ψυχῆς μερῶν πρὸς τὸ ἁμαρτάνειν συνεργία, μηδενὸς οἷα ἐν
πανδήμῳ συμφορᾷ δυνηθέντος ὑγιαίνειν, ἵνα τοὺς πάσχοντας ἰᾶται, ἀλλὰ
καὶ τῶν ἰατρῶν ἅμα τοῖς ἰδιώταις καμνόντων, οὓς ἡ λοιμώδης νόσος
ἐφ' ὁμολογουμένῃ συμφορᾷ πιέσασα κατέχει. τοῦ παθήματος τούτου
σύμβολον ὁ μέγας ἀναγραφεὶς παρὰ τῷ νομοθέτῃ κατακλυσμός ἐστι,
τῶν τε ἀπ' οὐρανοῦ καταρρακτῶν τοὺς κακίας αὐτῆς λάβρῳ φορᾷ χει-
μάρρους ἐπομβρούντων καὶ τῶν ἀπὸ γῆς, λέγω δὲ τοῦ σώματος, πηγῶν
ἀναχεουσῶν τὰ πάθους ἑκάστου ῥεύματα πολλὰ ὄντα καὶ μεγάλα, ἅπερ
εἰς ταὐτὸν τοῖς προτέροις συνιόντα καὶ ἀναμιγνύμενα κυκᾶταί τε καὶ τὸ
δεδεγμένον ἅπαν τῆς ψυχῆς στροβεῖ χωρίον δίναις ἐπαλλήλοις. “ἰδὼν”
γάρ φησι “κύριος ὁ θεός, ὅτι ἐπληθύνθησαν αἱ κακίαι τῶν ἀνθρώπων
ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ πᾶς τις διανοεῖται ἐν τῇ καρδίᾳ ἐπιμελῶς τὰ πονηρὰ
πάσας τὰς ἡμέρας” ἔγνω τὸν ἄνθρωπον, λέγω δὲ τὸν νοῦν,

Φίλων Ιουδαίος De somniis (lib. i–ii) (0018: 019)“Philonis Alexandrini


opera quae supersunt, vol. 3”, Ed. Wendland, P.Berlin: Reimer, 1898,
Repr. 1962.Book 2, section 129, li. 2

ελεύσεσθε, τὴν μὲν δεξιὰν εἴσω χεῖρα συναγαγόντες, τὴν δὲ ἑτέραν


ὑπὸ τῆς ἀμπεχόνης παρὰ ταῖς λαγόσι πήξαντες, ἵνα μηδ' ἄκοντές τι
τῶν εἰς τὸ σωθῆναι παράσχησθε; καὶ καθεδεῖσθε ἐν τοῖς συναγωγίοις
ὑμῶν, τὸν εἰωθότα θίασον ἀγείροντες καὶ ἀσφαλῶς τὰς ἱερὰς βίβλους
ἀναγινώσκοντες κἂν εἴ τι μὴ τρανὲς εἴη διαπτύσσοντες καὶ τῇ πατρίῳ
φιλοσοφίᾳ διὰ μακρηγορίας ἐνευκαιροῦντές τε καὶ ἐνσχολάζοντες; ἀλλὰ
γὰρ ἀποσεισάμενοι πάντα ταῦτα πρὸς τὴν ἑαυτῶν καὶ γονέων καὶ τέκνων
καὶ τῶν ἄλλων οἰκειοτάτων καὶ φιλτάτων σωμάτων, εἰ δὲ δεῖ τἀληθὲς
εἰπεῖν, καὶ κτημάτων καὶ χρημάτων, ὡς μηδὲ ταῦτα ἀφανισθείη, βοή-
θειαν ἀποδύσεσθε. καὶ μὴν οὗτος αὐτὸς ἐγὼ τὰ λεχθέντα, ἔφη, πάντα
εἰμί, τυφώς, πόλεμος, κατακλυσμός, κεραυνός, λιμηρὰ καὶ λοιμώδης
νόσος, ὁ τινάττων καὶ κυκῶν τὰ παγίως ἑστῶτα σεισμός, εἱμαρμένης
ἀνάγκης οὐκ ὄνομα, ἀλλ' ἐμφανὴς ἐγγὺς ἑστῶσα δύναμις. τί οὖν τὸν
ταῦτα λέγοντα ἢ διανοούμενον αὐτὸ μόνον εἶναι φῶμεν; ἆρ' οὐκ ἐκτό-
πιον; ὑπερωκεάνιον μὲν οὖν ἢ μετακόσμιόν τι καινὸν κακόν, εἴ γε τῷ
πάντα
μακαρίῳ ὁ πάντα βαρυδαίμων ἑαυτὸν ἐξομοιοῦν ἐτόλμησεν. ὑπερθεῖτ' ἂν
οὗ-
τος ἥλιον καὶ σελήνην καὶ τοὺς ἄλλους ἀστέρας βλασφημεῖν, | ὁπότε τι
τῶν
ἐλπισθέντων κατὰ τὰς ἐτησίους ὥρας ἢ μὴ συνόλως ἢ μὴ ῥᾳδίως ἀποβαί-
νοι, φλογμὸν μὲν θέρους, κρυμὸν δὲ [καὶ] χειμῶνος βαρὺν
32

κατασκήπτοντος,
ἔαρος δὲ καὶ μετοπώρου, τοῦ μὲν πρὸς εὐκαρπίαν ἐστειρωμένου, τοῦ
δὲ πρὸς νοσημάτων γενέσεις εὐτοκίᾳ χρωμένου; πάντα μὲν οὖν ἀνα

Φίλων Ιουδαίος De Abrahamo (0018: 020)“Philonis Alexandrini opera


quae supersunt, vol. 4”, Ed. Cohn, L.Berlin: Reimer, 1902, Repr. 1962.
Section 136, li. 7

λυμανοῦντες ἀλλοτρίους γάμους διέφθειρον, ἀλλὰ καὶ ἄνδρες ὄντες


ἄρρεσιν ἐπιβαίνοντες, τὴν κοινὴν πρὸς τοὺς πάσχοντας οἱ δρῶντες φύσιν
οὐκ αἰδούμενοι, παιδοσποροῦντες ἠλέγχοντο μὲν ἀτελῆ γονὴν
σπείροντες,
ὁ δ' ἔλεγχος πρὸς οὐδὲν ἦν ὄφελος, ὑπὸ βιαιοτέρας νικωμένων ἐπι-
θυμίας. εἶτ' ἐκ τοῦ κατ' | ὀλίγον ἐθίζοντες τὰ γυναικῶν ὑπομένειν
τοὺς ἄνδρας γεννηθέντας θήλειαν κατεσκεύασαν αὐτοῖς νόσον, κακὸν
δύσμαχον, οὐ μόνον τὰ σώματα μαλακότητι καὶ θρύψει γυναικοῦντες,
ἀλλὰ καὶ τὰς ψυχὰς ἀγεννεστέρας ἀπεργαζόμενοι, καὶ τό γε ἐπ'
αὐτοὺς ἧκον μέρος τὸ σύμπαν ἀνθρώπων γένος διέφθειρον· εἰ γοῦν
Ἕλληνες ὁμοῦ καὶ βάρβαροι συμφωνήσαντες ἐζήλωσαν τὰς τοιαύτας
ὁμιλίας, ἠρήμωντο ἂν ἑξῆς αἱ πόλεις ὥσπερ λοιμώδει νόσῳ κενωθεῖσαι.
λαβὼν δὲ ὁ θεὸς οἶκτον ἅτε σωτὴρ καὶ φιλάνθρωπος τὰς μὲν
κατὰ φύσιν ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν συνόδους γινομένας ἕνεκα παίδων
σπορᾶς ηὔξησεν ὡς ἔνι μάλιστα, τὰς δ' ἐκφύλους καὶ ἐκθέσμους δια-
μισήσας ἔσβεσε καὶ τοὺς ὀργῶντας ἐπὶ ταύτας προβαλόμενος οὐχὶ τὰς
ἐν ἔθει καινουργήσας δ' ἐκτόπους καὶ παρηλλαγμένας τιμωρίας
ἐτιμωρήσατο.  
κελεύει γὰρ ἐξαίφνης τὸν ἀέρα νεφωθέντα πολὺν ὄμβρον οὐχ ὕδατος
ἀλλὰ πυρὸς ὕειν· ἀθρόας δὲ νιφούσης ἀδιαστάτῳ καὶ ἀπαύστῳ ῥύμῃ
φλογός, ἐκαίοντο μὲν ἀγροὶ καὶ λειμῶνες καὶ λάσια ἄλση καὶ ἕλη
δασύτατα καὶ δρυμοὶ βαθεῖς, ἐκαίετο δ' ἡ πεδιὰς καὶ ὁ τοῦ σίτου καὶ

Φίλων Ιουδαίος De vita Mosis (lib. i–ii) (0018: 022“Philonis


Alexandrini opera quae supersunt, vol. 4”, Ed. Cohn, L.
Berlin: Reimer, 1902, Repr. 1962.Book 1, section 39, li. 2

ὁ σίδηρος εἵπετο· ἐπιστάταςγὰρ τῶν ἔργων ἀνηλεεστάτους καὶ


ὠμοθύμους
οὐδενὶ συγγνώμης μεταδιδόντας ᾑρεῖτο, οὓς “ἐργοδιώκτας” (Exod. 3, 7
al.)
ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος ὠνόμαζον. εἰργάζοντο δ' οἱ μὲν πηλὸν εἰς πλίνθον
33

σχηματίζοντες, οἱ δὲ πανταχόθεν ἄχυρα συγκομίζοντες – πλίνθου γὰρ


ἄχυρα δεσμός – , οἱ δ' ἦσαν ἀποτεταγμένοι πρὸς οἰκιῶν καὶ τειχῶν καὶ
πόλεων κατασκευὰς καὶ διωρύχων ἀνατομάς, ὑλοφοροῦντες αὐτοὶ μεθ'
ἡμέραν καὶ νύκτωρ ἄνευ διαδοχῆς, οὐδεμίαν ἔχοντες ἀνάπαυλαν, ἀλλ'
οὐδ' ὅσον καταδαρθεῖν αὐτὸ μόνον ἐώμενοι, | πάντα καὶ τὰ τῶν
δημιουργῶν
καὶ τὰ τῶν ὑπουργῶν δρᾶν ἀναγκαζόμενοι, ὡς ἐν βραχεῖ τὰ σώματα
αὐτοῖς  
ἀπαγορεύειν, ἅτε καὶ τῆς ψυχῆς προαναπιπτούσης. ἄλλοι γοῦν ἐπ'
ἄλλοις ἐξέθνῃσκον ὡς ὑπὸ λοιμώδους φθορᾶς, οὓς ἀτάφους ἔξω τῶν
ὁρίων ἀπερρίπτουν οὐδὲ κόνιν ἐπαμήσασθαι τοῖς σώμασιν ἐῶντες ἀλλ'
οὐδὲ δακρῦσαι συγγενεῖς ἢ φίλους οὕτως οἰκτρῶς διαφθαρέντας· ἀλλὰ
καὶ τοῖς ἀδουλώτοις πάθεσι τῆς ψυχῆς, ἃ μόνα σχεδὸν ἐξ ἁπάντων
ἐλεύθερα ἡ φύσις ἀνῆκε, δεσποτείαν ἐπηπείλουν οἱ ἀσεβεῖς ἀνάγκης
ἀνυποίστῳ βάρει δυνατωτέρας πιέζοντες. ἐπὶ δὴ τούτοις ἀθυμῶν
καὶ δυσχεραίνων διετέλει μήτ' ἀμύνασθαι τοὺς ἀδικοῦντας μήτε βοηθεῖν
τοῖς ἀδικουμένοις ἱκανὸς ὤν· ἃ δ' οἷός τε ἦν, διὰ λόγων ὠφέλει
παραινῶν τοῖς μὲν ἐφεστῶσι μετριάζειν καὶ τὸ σφοδρὸν τῶν ἐπιταγμάτων

ὑπανιέναι καὶ χαλᾶν, τοῖς δ' ἐργαζομένοις φέρειν τὰ παρόντα γενναίως


ἄνδρας τε εἶναι τὰ φρονήματα καὶ μὴ συγκάμνειν τὰς ψυχὰς τοῖς

Φίλων Ιουδαίος De vita Mosis (lib. i-ii) Book 1, section 133, li. 6

ζεται καὶ ἐπεμπίπτουσα βιαίως εὖ μάλα ἐγχρίμπτεται. τότε δὲ καὶ


θεήλατος ἦν ἡ προσβολή, ὡς δεδιπλασιάσθαι τὴν ἐξ αὐτῆς ἐπιβουλὴν
οὐκέτι μόνον τοῖς φυσικοῖς κεχρημένης πλεονεκτήμασιν, ἀλλὰ καὶ τοῖς
ἐκ θείας ἐπιφροσύνης, ἣ τὸ ζῷον ὥπλιζε καὶ πρὸς ἀλκὴν ἀνήγειρε κατὰ
τῶν ἐγχωρίων. μετὰ τὴν κυνόμυιαν εἵπετο τιμωρία πάλιν ἄνευ συμ-
πράξεως ἀνθρωπίνης, βοσκημάτων θάνατος· βουκόλια γὰρ καὶ αἰπόλια
καὶ ποίμνια μεγάλα καὶ ὅσαι ὑποζυγίων καὶ ἄλλων θρεμμάτων ἰδέαι
πᾶσαι μιᾷ ἡμέρᾳ, ὡς ἀφ' ἑνὸς συνθήματος, ἀγεληδὸν διεφθείροντο,
τὴν ἀνθρώπων | ἀπώλειαν, ἣ μικρὸν ὕστερον ἔμελλε γίνεσθαι, προ-
μηνύουσαι καθάπερ ἐν ταῖς λοιμώδεσι νόσοις· λέγεται γὰρ προάγων
τις εἶναι λοιμικῶνἀρρωστημάτων ἡ ζῴων ἀλόγων αἰφνίδιος φθορά.
μεθ' ἣν ἡ δεκάτη καὶ τελευταία δίκη πάσας ὑπερβάλλουσα τὰς
προτέρας ἐπεγένετο, θάνατος Αἰγυπτίων οὔτε πάντων – οὐ γὰρ ἐρη-
μῶσαι τὴν χώραν προῃρεῖτο ὁ θεὸς ἀλλὰ νουθετῆσαι μόνον – οὔτε
τῶν πλείστων ἀνδρῶν ὁμοῦ καὶ γυναικῶν ἐξ ἁπάσης ἡλικίας, ἀλλὰ τοῖς  
ἄλλοις ζῆν ἐφιεὶς μόνων τῶν πρωτοτόκων καταψηφίζεται θάνατον ἀρξά-
μενος ἀπὸ τοῦ πρεσβυτάτου τῶν βασιλέως παίδων καὶ λήξας εἰς τὸν
34

τῆς ἀφανεστάτης ἀλετρίδος. περὶ γὰρ μέσας νύκτας οἱ πρῶτοι πατέρας


καὶ μητέρας προσειπόντες καὶ ὑπ' ἐκείνων υἱοὶ πάλιν πρῶτον ὀνομα-
σθέντες ὑγιαίνοντες καὶ τὰ σώματα ἐρρωμένοι πάντες ἀπ' οὐδεμιᾶς

Φίλων Ιουδαίος De vita Mosis (lib. i-ii) Book 1, section 236, li. 4

τῶν γὰρ τὰ βέλτιστα διεξιόντων δυοῖν οἱ τἀναντία φάσκοντες δέκα


περιῆσαν οὕτως, ὥστε καὶ σύμπασαν ὑπηγάγοντο τὴν πληθὺν ἐκείνων
μὲν ἀλλο-τριώσαντες, ἑαυτοῖς δ' οἰκειωσάμενοι. περὶ δὲ τῆς χώρας ταὐτὰ
πάντες   ἀπεφαίνοντο γνώμῃ μιᾷ τὸ κάλλος καὶ τῆς πεδιάδος καὶ τῆς
ὀρεινῆς ἐκδιη-γούμενοι· “τί δ' ὄφελος” εὐθὺς ἀνεβόησαν “ἡμῖν
ἀλλοτρίων ἀγαθῶν καὶ ταῦτα πεφρουρημένων κραταιᾷ χειρὶ πρὸς τὸ
ἀναφαίρετον;” καὶ τοῖς δυσὶν
ἐπιδραμόντες μικροῦ καταλεύουσιν αὐτοὺς ἡδονὴν ἀκοῆς τοῦ
συμφέροντος
καὶ ἀπάτην ἀληθείας προκρίναντες. ἐφ' οἷς ὁ ἡγεμὼν ἠγανάκτει καὶ
ἅμα ηὐλαβεῖτο, μή τι θεήλατον κατασκήψῃ κακὸν οὕτως ἐκθύμως ἀπι-
στοῦσι τοῖς χρησμοῖς· ὅπερ καὶ ἐγένετο· τῶν γὰρ κατασκόπων οἱ μὲν
δειλοὶ δέκα λοιμώδει νόσῳ διαφθείρονται μετὰ τῶν ἐκ τοῦ πλήθους
συναπονοηθέντων, μόνοι δ' οἱ συμβουλεύσαντες δύο μὴ ὀρρωδεῖν ἀλλ'
ἐφίεσθαι τῆς ἀποικίας ἐσώθησαν, ὅτι καταπειθεῖς ἐγένοντο τοῖς λογίοις,
γέρας ἐξαίρετον λαβόντες τὸ μὴ παραπολέσθαι.
 Τοῦτ' αἴτιον ἐγένετο τοῦ μὴ θᾶττον ἥκειν εἰς ἣν ἀπῳκίζοντο
γῆν. δυνάμενοι γὰρ ἔτει δευτέρῳ μετὰ τὴν ἀπ' Αἰγύπτου μετανάστασιν
τὰς ἐν Συρίᾳ πόλεις καὶ τὰς κληρουχίας ἐννέμεσθαι, τὴν ἄγουσαν καὶ
ἐπίτομον ἐκτραπόμενοι ὁδὸν ἐπλάζοντο, δυσαναπορεύτους καὶ μακρὰς
ἀνοδίας ἄλλας ἐπ' ἄλλαις ἀνευρίσκοντες εἰς ἀνήνυτον ψυχῆς τε καὶ
σώματος κάματον, δίκας ἀναγκαίας τῆς ἄγαν ἀσεβείας ὑπομένοντες.
ὀκτὼ γοῦν ἐνιαυτοὺς πρὸς τοῖς τριάκοντα δίχα τοῦ | παρεληλυθότος

Φίλων Ιουδαίος De providentia (0018: 033)“Philo, vol. 9”, Ed. Colson,


F.H.Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1941, Repr. 1967.
Fragment 2, section 55, li. 5

πρὸς ἀλήθειάν εἰσιν, ἐπειδὴ τὰ Θεοῦ κριτήρια τῶν


κατὰ τὸν ἀνθρώπινον νοῦν πάντων ἀκριβέστερα·
δεύτερον δέ, τὸ προμηθὲς ἐπὶ τὰ τῶν ἐν κόσμῳ
συνεκτικώτατα ἐφορᾶν ἀγαπᾷ, καθάπερ ἐν ταῖς
βασιλείαις καὶ στραταρχίαις, ἐπὶ τὰς πόλεις καὶ
35

τὰ στρατόπεδα, οὐκ ἐπί τινα τῶν ἠμελημένων,


καὶ ἀφανῶν ἕνα τὸν προστυχόντα. λέγουσι δέ
τινες, καθάπερ ἐν ταῖς τυραννοκτονίαις καὶ τοὺς
συγγενεῖς ἀναιρεῖσθαι νόμιμόν ἐστι ὑπὲρ τοῦ
μεγέθει τῆς τιμωρίας ἐπισχεθῆναι τὰ ἀδικήματα,
τὸν αὐτὸν τρόπον κἀν ταῖς λοιμώδεσιν νόσοις
παραπόλλυσθαί τινας τῶν μὴ ὑπαιτίων, ἵνα πόρ-
ρωθεν οἱ ἄλλοι σωφρονίζωνται, δίχα τοῦ ἀναγκαῖον
εἶναι τοὺς ἐμφερομένους ἀέρι νοσώδει νοσεῖν,
ὥσπερ καὶ τοὺς ἐν νηῒ χειμαζομένους κινδυνεύειν
ἐξ ἴσου. τὰ δ' ἄλκιμα τῶν θηρίων
γέγονεν (οὐ γὰρ ὑποσιωπητέον, εἰ καὶ τῷ δεινὸς
εἰπεῖν εἶναι προλαβὼν τὴν ἀπολογίαν διέσυρες)  
ἀσκήσεως ἕνεκα τῆς πρὸς τοὺς πολεμικοὺς ἀγῶνας.
τὰ γὰρ γυμνάσια καὶ αἱ συνεχεῖς θῆραι συγκροτοῦσι
καὶ νευροῦσιν εὖ μάλα τὰ σώματα, καὶ πρὸ τῶν

Aeschines Orat., Epistulae [Sp.] (0026: 004)“Eschine. Discours, vol. 2”,


Ed. Martin, V., de Budé, G.Paris: Les Belles Lettres, 1928, Repr. 1962.
Epistle 1, section 2, li. 1

εστέρως, ὡς ἐδυνάμην. Ὑμεῖς δὲ καὶ ἐκ τῶν εἰρημένων


λόγων καὶ ἐκ τῶν παραλειπομένων αὐτοὶ τὰ δίκαια καὶ τὰ
συμφέροντα ὑπὲρ τῆς πόλεως ψηφίσασθε.  

[ΑΙΣΧΙΝΟΥ] ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ

Αἰσχίνης Φιλοκράτει χαίρειν

 Λύσαντες ἐκ Μουνιχίας ἑσπέρας λαμπρῷ σφόδρα


Σκίρωνι περὶ μέσην ἡμέραν κατήχθημεν εἰς Κορησὸν τὴν
Κείων. Καθίσαντες δὲ ἡμέρας ἐννέα, σκαιὸς γὰρ ἦν ὁ
ἄνεμος, εἶτα ἑσπέρας πάλιν λύσαντες ἅμα τῇ ἕῳ εἰς
Δῆλον ἤλθομεν.
         Δήλιοι δὲ ἐνόσουν λοιμώδη τινὰ νόσον·
τὰ μὲν πρόσωπα ἐπίμπλαντο λεύκης καὶ τὰς τρίχας λευκοὶ
ἐγίγνοντο, ὁ δὲ τράχηλος καὶ τὰ στέρνα ἀνῴδει, πυρετοὶ
δ' οὐκ ἐγίγνοντο οὐδὲ ἀλγηδόνες μεγάλαι οὐδὲ τὰ κάτω
μέρη παρήλλαττεν οὐδέν τι. Ταῦτα δὲ ἐπείθοντο κατὰ
36

μῆνιν Ἀπόλλωνος αὑτοῖς συμβεβηκέναι, ταφέντος ἐν τῇ


νήσῳ τινὸς τῶν ἐπιφανῶν, οὐ πρότερον εἰωθός· ἐκ τούτου
προσβαλεῖν αὑτοῖς τὸν θεὸν τὴν νόσον ταύτην ὑπελάμ-
βανον.

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De temperamentis lib. iii “Galeni de


temperamentis lib. iii”, Ed. Helmreich, G.Leipzig: Teubner, 1904, Repr.
1969.
Kühn Vol. 1, p. 530, li. 1

εὐκράτους μὲν τὰς πλείους ὥρας γίγνεσθαι, μίαν δ' ἐξ αὐ-


τῶν, εἴπερ ἄρα, τὴν δύσκρατον· οἱ δὲ τοὐναντίον ἐπιδεῖξαι
σπεύδουσιν, ὡς οὐδεμία τῶν ὡρῶν ἐστιν εὔκρατος, ἀλλ' ἐξ
ἀνάγκης ἐν αὐταῖς ἐπικρατεῖ νῦν μὲν τὸ ψυχρόν, αὖθις δὲ
τὸ θερμόν, καὶ νῦν μέν, εἰ τύχοι, τὸ ξηρόν, αὖθις δὲ τὸ
ὑγρόν. ἐγὼ δὲ τοσοῦτον ἀποδέω ἢ θερμὸν καὶ ὑγρὸν ἀπο-
φαίνειν τὸ ἔαρ, ἢ ὅ τί περ ἂν εὔκρατον ᾖ, θερμὸν καὶ
ὑγρὸν εἶναι συγχωρεῖν, ὥστε πᾶν τοὐναντίον ἀποφαίνομαι
χειρίστην εἶναι κατάστασιν κράσεως τοῦ περιέχοντος ἡμᾶς
ἀέρος τὴν θερμὴν καὶ ὑγράν, ἣν ἐν μὲν ταῖς ὥραις οὐκ
ἂν εὕροις ὅλως, ἐν δὲ ταῖς νοσώδεσι καὶ | λοιμώδεσι κατα-
στάσεσιν ἐνίοτε συμπίπτει, καθάπερ που καὶ Ἱπποκράτης  
ἐμνημόνευσε λέγων· ‘ὗεν ἐν καύμασιν ὕδατι λάβρῳ δι' ὅλου’.
τοῦτο γὰρ ἴδιόν ἐστιν ὑγρᾶς καὶ θερμῆς καταστάσεως ὕειν
συνεχῶς ἐν καύμασιν. εἰ δ' ἤτοι μόνον εἴη καῦμα, καθάπερ
ἐπὶ τοῦ κατὰ φύσιν ἔχοντος θέρους, ἢ ὕοι μὲν ἀλλ' ἐν
κρύει, καθάπερ ἐν χειμῶνι, θερμὴν καὶ ὑγρὰν οὐχ οἷόν τε
τὴν τοιαύτην εἶναι κατάστασιν. ἆρ' οὖν ἄνοσον ἐκεῖνο τὸ
θέρος, ἐν ᾧ, φησίν, ὗεν ἐν καύμασιν ὕδατι λάβρῳ δι' ὅλου;
καὶ μὴν ἄνθρακας ἐν τούτῳ γενέσθαι διηγεῖται, σαπέντων
δηλονότι τῶν ἐν τῷ σώματι περιττωμάτων καί τινας ἰχῶρας

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . Quod animi mores corporis


temperamenta sequantur (0057: 027)“Claudii Galeni Pergameni
scripta minora, vol. 2”, Ed. Marquardt, J., Müller, I., Helmreich,
G.Leipzig: Teubner, 1891, Repr. 1967.Kühn Vol. 4, p. 788, li. 16

οὐσίᾳ, μὴ οὐκ ἀσώματος ᾖ. πῶς γὰρ ἂν ὑπὸ τῆς τοῦ


σώματος κοινωνίας εἰς τὴν ἐναντίαν ἑαυτῆς φύσιν
37

ἀχθείη μήτε ποιότης τις οὖσα τοῦ σώματος μήτ' εἶδος


μήτε πάθος μήτε δύναμις; ἀλλὰ τοῦτο μὲν ἐάσωμεν,
ἵνα μὴ τὸ πάρεργον ἡμῖν γένηται [αὖ] πολὺ μεῖζον  
ἔργου οὗ προὐθέμεθα. τὸ δ' ὑπὸ τῶν τοῦ σώματος
κακῶν δυναστεύεσθαι τὴν ψυχὴν ἐναργῶς ἐν μελαγχο-
λίαις καὶ φρενίτισι καὶ μανίαις φαίνεται. τὸ μὲν γὰρ
ἀγνοῆσαι διὰ Νόσημα σφᾶς τ' αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐπιτη-
δείους, ὅπερ ὅ τε Θουκυδίδης συμβῆναι πολλοῖς φησιν
ἔν τε τῇ λοιμώδει νόσῳ τῇ νῦν γενόμενον ἔτεσιν οὐ
πολλοῖς [ἣν] καὶ ἡμεῖς ἐθεασάμεθα, παραπλήσιον εἶναι
δόξει τῷ μὴ βλέπειν διὰ λήμην ἢ ὑπόχυσιν οὐδὲν
αὐτῆς τῆς ὀπτικῆς δυνάμεως πεπονθυίας· ‖ τὸ δ' ἀνθ'
ἑνὸς τρία βλέπειν αὐτῆς τῆς ὀπτικῆς δυνάμεώς ἐστι
μέγιστον πάθος, ᾧ τὸ φρενιτίζειν ἔοικεν.
 Ὅτι δὲ καὶ ὁ Πλάτων αὐτὸς οἶδε βλα-
πτομένην τὴν ψυχὴν ἐπὶ τῇ κακοχυμίᾳ τοῦ σώματος,
ἡ ἑξῆς ῥῆσις ἤδη δηλώσει· ‘ὅπου γὰρ ἂν οἱ τῶν ὀξέων
καὶ τῶν ἁλυκῶν φλεγμάτων ἢ καὶ ὅσοι πικροὶ καὶ

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De differentiis febrium lib. ii (0057:


045)
“Claudii Galeni opera omnia, vol. 7”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch,
1824, Repr. 1965.Vol. 7, p. 279, li. 8

συνδιατίθησιν ὡσαύτως κᾀκεῖνα τῷ χρόνῳ. τὰ μὲν κε-


φάλαια τοῦ λόγου ταῦτα· χρὴ δὲ ἀποδεῖξαί τε ἅμα τὰ
εἰρημένα καὶ τὰς διαγνώσεις ἑκάστου γένους τῶν πυρετῶν  
ἐπελθεῖν. εὐθὺς δὲ ἀναγκαῖον εἰπεῖν τι καὶ περὶ τῆς γεννή-
σεως αὐτῶν.
 Ὅτι μὲν οὖν ἐπὶ κόποις, καὶ θυμοῖς, καὶ
λύπαις, ἐγκαύσεσί τε καὶ ἐμψύξεσι, καὶ ἀγρυπνίαις, καὶ
ἀπεψίαις, καὶ μέθαις, καὶ πλησμοναῖς ὁρῶνται πυρέττοντες
ἔνιοι, πᾶσιν ἀνθρώποις ἐστὶν ἤδη τοῦτό γε πρόδηλον, ὑπ'
αὐτῆς τοῦ πράγματος τῆς ἐναργείας δεδιδαγμένοις. καὶ μὲν
δὴ καὶ ὅτι λοιμώδους ἀέρος κατάστασις ἤνεγκε πυρετὸν, οὐδὲ
τοῦτο ἀγνοοῦσιν, οἷς μέτεστι συνέσεως, ὥσπερ γε καὶ ὅτι
συνδιατρίβειν τοῖς λοιμώττουσιν ἐπισφαλές. ἀπολαῦσαι γὰρ
κίνδυνος ὥσπερ ψώρας τινὸς ἢ ὀφθαλμίας. ἐπισφαλὲς δὲ
καὶ τοῖς ὑπὸ φθόης συνεχομένοις συνδιημερεύειν, καὶ ὅλως
ὅσοι σηπεδονῶδες ἐκπνέουσιν, ὡς καὶ τοὺς οἴκους, ἐν οἷς
κατάκεινται, δυσώδεις ὑπάρχειν. ἔγνωσται δὲ πρὸς τῆς μα-
κρᾶς πείρας, καὶ ὡς οἱ καταλύσαντες ἔθος γυμνασίων ἄλλοις
38

τέ τισιν ἁλίσκονται νοσήμασι καὶ οὐχ ἥκιστα τοῖς πυρετώ-


δεσι. καὶ μέν γε καὶ ὡς ἡ καλουμένη πληθώρα φέρει πυρε-
τοὺς, ἐδέσματά τέ τινα μοχθηρὰ, καὶ φάρμακα, καὶ τὰ περὶ  

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De differentiis febrium lib. ii Vol. 7, p.


285, li. 16

κάρδαμα καὶ πράσα καὶ κράμβας ὤκιμά τε καὶ ἀκαλήφας, ὅσα


τ' ἄλλα καλοῦσιν ἄγρια, καθάπερ καὶ τὰς λαψάνας παρ'
ἡμῖν, τά τε φύσει μὲν χρηστὰ, διὰ σηπεδόνα δέ τινα τὴν ἴσην
τοῖς εἰρημένοις ἢ καὶ μείζονα πολλάκις ἐπικτησάμενα κακίαν,
ὥσπερ καὶ πυροὶ καὶ κριθαὶ καὶ τἄλλα γεύματα σύμπαντα
σιτηρὰ, τὰ μὲν ὑπὸ χρόνου μήκους εἰς σηπεδονώδη διάθεσιν
ἀχθέντα, τὰ δὲ εὐρῶτος ἐμπλησθέντα διὰ μοχθηρὰν ἀπόθε-
σιν, ἔνια δὲ καὶ κατὰ τὴν πρώτην γένεσιν ὑπ' ἐρυσίβης κα-
κωθέντα. τοιαῦτα γοῦν ἐδέσματα καὶ νῦν ἀναγκασθέντες
ἐσθίειν πολλοὶ διὰ λιμὸν οἱ μὲν ἀπέθανον ἀπὸ σηπεδονωδῶν
τε καὶ πυρετῶν, οἱ δὲ ἐξανθήμασιν ἑάλωσαν ψω-
ρώδεσί τε καὶ λεπρώδεσιν. ὅταν μὲν οὖν ἀνάμεστον ᾖ τὸ
σῶμα τοιούτων χυμῶν, ἔμφραξις δὲ μηδεμία κατὰ μηδὲν τῶν  
σπλάγχνων ᾖ, ἀκωλύτως δὲ διαπνέηται καὶ ἀναψύχηται κατὰ
τὸ δέρμα σύμπαν τὸ ζῶον, ὑγιαίνει μὲν, ἀλλ' ἐπίκαιρόν τε
καὶ σφαλερὰν ἔχει τὴν ὑγείαν. ἐπειδὰν δὲ ἤτοι τὸ ἐκτὸς πέ-
ρας στεγνωθῇ, ἢ ἐμφραχθῇ τὰς ἐν τῷ βάθει διόδους, ἐπὶ
μὲν ταῖς στεγνώσεσι τὸ νῦν εἰρημένον, ἐπὶ δὲ ταῖς ἐμ-
φράξεσι τὸ μετ' ὀλίγον εἰρησόμενον ἕπεται γένος τῶν πυρετῶν.
οὐδὲν οὖν θαυμαστὸν οὐδὲ διὰ τί τῶν ἀπεπτησάντων οἱ μὲν
ἐπύρεξαν, οἱ δὲ οὔ. τοῖς μὲν ἤδη κακοχύμοις οὖσι καὶ κακῶς

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De differentiis febrium lib. ii Vol 7, p.


289, li. 13

 Αἱ δὲ θερμότεραι τοῦ περιέχοντος ἡμᾶς


ἀέρος καταστάσεις, οἷαι περὶ κυνὸς ἐπιτολὴν γίνονται μάλι-
στα, διὰ μὲν τῆς εἰσπνοῆς ἄντικρυς αὐτὴν θερμαίνουσι τὴν
καρδίαν· ἔξωθεν δὲ περικεχυμέναι τῷ σώματι σύμπαν αὐτὸ
θερμὸν ἀποφαίνουσι, καὶ μάλιστα τὰς ἀρτηρίας, ὡς ἂν ἑλ-
κούσας τι καὶ τῆς οὐσίας αὐτῆς τοῦ περιέχοντος ἡμᾶς ἀέρος,
οἷς ἅπασι συνδιατίθεσθαι τὴν καρδίαν ἀναγκαῖόν ἐστι, καὶ
θερμὴν ἀμέτρως γινομένην αὐτὴν πρώτην τε καὶ μάλιστα τὴν
πυρετώδη διάθεσιν ἴσχειν, ἐπιπέμπειν τε παντὶ τῷ σώματι.
κατὰ δὲ τὰς λοιμώδεις καταστάσεις ἡ εἰσπνοὴ μάλιστα αἰτία.
39

γίνεται μὲν γάρ ποτε καὶ διὰ τοὺς ἐν τῷ σώματι χυμοὺς ἐπι-
τηδείους πρὸς σῆψιν ὑπάρχοντας, ὅταν ἀφορμήν τινα βρα-
χεῖαν ἐκ τοῦ περιέχοντος εἰς ἀρχὴν πυρετοῦ λάβῃ τὸ ζῶον·
ὡς τὰ πολλὰ δὲ ἐκ τῆς ἀναπνοῆς ἄρχεται τοῦ πέριξ ἀέρος ὑπὸ
σηπεδονώδους ἀναθυμιάσεως μιανθέντος. ἡ δὲ ἀρχὴ τῆς  
σηπεδόνος ἤτοι πλῆθός τι νεκρῶν ἐστι μὴ καυθέντων, ὡς ἐν
πολέμοις εἴωθε συμπίπτειν· ἢ ἐκ τελμάτων τινῶν, ἢ λιμνῶν
ἀναθυμιάσεις ὥρᾳ θέρους· ἔστι δ' ὅτε κατάρχει μὲν ἄμετρος
θερμασία τοῦ περιέχοντος, ὡς ἐπὶ τοῦ καταλαβόντος Ἀθη-
ναίους λοιμοῦ, καθά φησιν ὁ Θουκυδίδης·

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De differentiis febrium lib. ii Vol. 7, p.


290, li. 8

χεῖαν ἐκ τοῦ περιέχοντος εἰς ἀρχὴν πυρετοῦ λάβῃ τὸ ζῶον·


ὡς τὰ πολλὰ δὲ ἐκ τῆς ἀναπνοῆς ἄρχεται τοῦ πέριξ ἀέρος ὑπὸ
σηπεδονώδους ἀναθυμιάσεως μιανθέντος. ἡ δὲ ἀρχὴ τῆς  
σηπεδόνος ἤτοι πλῆθός τι νεκρῶν ἐστι μὴ καυθέντων, ὡς ἐν
πολέμοις εἴωθε συμπίπτειν· ἢ ἐκ τελμάτων τινῶν, ἢ λιμνῶν
ἀναθυμιάσεις ὥρᾳ θέρους· ἔστι δ' ὅτε κατάρχει μὲν ἄμετρος
θερμασία τοῦ περιέχοντος, ὡς ἐπὶ τοῦ καταλαβόντος Ἀθη-
ναίους λοιμοῦ, καθά φησιν ὁ Θουκυδίδης· ἀλλ' ἐν καλύβαις
πνιγηραῖς ὥρᾳ θέρους διαιτωμένων ὁ φθόρος κατὰ τὸ σῶμα
ἐγίνετο. τῷ δ' εἶναι τοὺς ἐν τῷ σώματι χυμοὺς ἐκ μοχθηρᾶς
διαίτης ἐπιτηδείους εἰς σῆψιν ἀρχὴ τοῦ λοιμώδους γίνεται
πυρετοῦ. τάχα δὲ καὶ κατὰ τὸ συνεχὲς ἐξ Αἰθιοπίας ἐῤῥύη
τινὰ σηπεδονώδη μιάσματα τοῖς ἐπιτηδείως ἔχουσι σώματα
βλαβῆναι πρὸς αὐτῶν, αἴτια πυρετοῦ γενησόμενα. χρὴ γὰρ
μεμνῆσθαι τούτου ἀεὶ παρ' ὅλον αὐτὸν τὸν λόγον, ὡς οὐδὲν
τῶν αἰτίων ἄνευ τῆς τοῦ πάσχοντος ἐπιτηδειότητος ἐνεργεῖν
πέφυκεν· ἢ οὕτως ἂν οἵ τ' ἐν ἡλίῳ θερινῷ διατρίψαντες ἅπαν-
τες ἐπύρεττον οἵ τ' ἐπὶ πλέον κινηθέντες, ἢ οἰνωθέντες, ἢ θυ-
μωθέντες, ἢ λυπηθέντες. οὕτω δ' ἂν, οἶμαι, καὶ περὶ κυνὸς ἐπι-
τολὴν ἅπαντες ἐνόσουν ἔν τε τοῖς λοιμοῖς ἀπέθνησκον·

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De differentiis febrium lib. ii Vol. 7, p.


292, li. 5

ἀφράκτοις τε καὶ ἀθλίπτοις ὑπάρχουσι, γυμνάσια δὲ σύμμε-


τρα καὶ σώφρων δίαιτα· κᾄπειτα ἐπὶ ταύταις ταῖς ὑποθέ-
40

σεσιν ἐννόησον, ὅπως ἑκάτερα τῶν σωμάτων εἰκός ἐστι διατί-


θεσθαι πρὸς τῶν ἀναπνεομένων εἰς αὐτὰ σηπεδονωδῶν ἀέρων.
ἆρ' οὐκ εἰκὸς τὰ μὲν εὐθὺς ὑπὸ τῆς πρώτης εἰσπνοῆς ἀρχήν
τε τοῦ σήπεσθαι λαμβάνειν, ἐπὶ πλεῖστόν τε προσέρχε-  
σθαι κακώσεως· ὅσα δὲ ἀπέριττα καὶ καθαρὰ, τὰ μὲν μηδό-
λως, τὰ δὲ ἐπ' ὀλίγον πάσχειν, ὡς ῥᾴστην αὐτοῖς γίγνεσθαι
τὴν εἰς τὸ κατὰ φύσιν ἐπάνοδον; οὕτω δὲ κᾀπειδὰν ἡ κατὰ
τὸν ἀέρα κρᾶσις ἀμέτρως ἐκτραπῇ τοῦ κατὰ φύσιν ἐς ὑγρό-
τητά τε καὶ θερμότητα, λοιμώδη μὲν ἀνάγκη γενέσθαι νοσή-
ματα, πάσχειν δ' ἐν αὐτοῖς μάλιστα τοὺς ἤδη προπεπληρω-
μένους ὑγρότητος περιττῆς· ὡς ὅστις γε συμμέτροις τε πόνοις
καὶ βίῳ κεκοσμημένῳ χρῆται, τὸ πάμπαν ἀπαθὴς διαμένει
κατὰ πάσας τὰς τοιαύτας διαθέσεις. οὗτος ὁ λόγος ἐφ' ἑνὸς
μὲν εἴρηται παραδείγματος, ἀληθεύεται δὲ ὅμως ἐπὶ παντὸς
γένους αἰτίας. καὶ ὅστις γε προῄρηται τελέως ἐν αὐτῷ γυμ-
νάσασθαι, τὸ περὶ τῶν προκαταρκτικῶν αἰτίων ἀναγινωσκέ-
τω βιβλίον· ἐγὼ δὲ ἐν τῷ παρόντι μήκους φειδόμενος ἑνὶ κε-
φαλαίῳ σύμπαντα περιλαβὼν αὐτὸν ἀπαλλάξομαι. χρὴ γὰρ
ἐφ' ἑκάστου τῶν αἰτίων, ᾗ τινι μάλιστα ἐπισκεψάμενον

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De differentiis febrium lib. ii Vol. 7, p.


293, li. 8

καὶ ἀντιβαινούσας αὐτῷ διαθέσεις τῶν σωμάτων, εὖ εἰδότα


ὡς ταῖς μὲν ὁμολογούσαις ἑτοίμη βλάβη, ταῖς δὲ ἐναντιου-  
μέναις τε καὶ ἀπομαχομέναις, εἰς ὅσον ἂν ἥκῃ δυνάμεως καὶ
μεγέθους ἡ ἐναντίωσις, εἰς τοσοῦτον ἀηττήτοις ὑπάρξει δια-
μένειν, οἶδα γοῦν ἔγωγέ ποτε τοιαύτης καταστάσεως γενο-
μένης, οἵαν Ἱπποκράτης ἐν Κρανῶνι γενέσθαι φησὶν, ἄν-
θρακας ἐπιδημήσαντας οὐκ ὀλίγους, ὧν ἥ τε γένεσις καὶ ἄλλα
σύμπαντα καθ' ὃν ἐκεῖνος ἔγραψε τρόπον ἠκριβοῦτο. καὶ
μέντοι καὶ ὅσα κατὰ τὸ τρίτον τῶν ἐπιδημιῶν ἐπὶ τῆς λοιμώδους ἔγραψε
καταστάσεως, καὶ ταῦτα σύμπαντα καθ' ἑτέραν
ὁμοίαν ἐκείνῃ κατάστασιν ὡσαύτως ἐγίνετο. κεφάλαιον δὲ
αὐτῶν ἦν, ὡς αὐτὸς ὁ Ἱπποκράτης ἐδήλωσεν, ἡ σηπεδὼν,
καὶ ἡμεῖς τοῦτο προγινώσκοντες εὐθὺς ἀρχομένης τῆς κατα-
στάσεως, ὅσα μὲν ὑγρὰ τῶν σωμάτων ἑωρῶμεν, εὐθὺς ἐκ
παντὸς τρόπου ξηραίνειν ἐπεχειροῦμεν· ὅσα δὲ ξηρότερα, τὴν
ἀρχαίαν φύσιν ἐπὶ τούτων ἐφυλάττομεν· ὅσα δὲ περιττωμα-
τικὰ, καθάρσεσιν ἐξιώμεθα· τὰς δὲ ἐμφράξεις τῶν πόρων
ἐξεφράττομέν τε καὶ διεῤῥύπτομεν. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἤδη πως
ἔχεται τῆς θεραπευτικῆς μεθόδου, καὶ δῆλον ὅτι δι' ἐκείνης
τῆς πραγματείας ἐπὶ πλεῖστον εἰρήσεται.
41

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De differentiis febrium lib. ii Vol. 7, p.


295, li. 2

τρόπον ἐκεῖνο τὸ πολυθρύλλητον ῥῆμα, τὸ δηλοῖ δὲ ἡ ἴησις.


 Ἔστι μὲν οὖν καὶ ἡ προφυλακὴ λεγομένη
κατά τινα τοιοῦτον τρόπον ἴασις. ἀμέλει καὶ συγκέχυται
πολλαχόθι τὰ ὀνόματα παρὰ τοῖς ἰατροῖς. ὥσπερ γὰρ ἐν
ἑτέρῳ δέδεικται γράμματι, πᾶν ἔργον ἰατροῦ τῶν περὶ τὸ
σῶμα σφαλμάτων ἐπανορθωτικόν ἐστιν. ἀλλ' οὐδὲν
εἰς τὰ παρόντα τῆς τοιαύτης δεῖ λεπτολογίας, εἴτε γὰρ εἰς δύο
τέμνεις ὀνόματα τὸ σύμπαν, ἴασιν καὶ προφυλακὴν, εἴτε εἰς
ἓν ἄμφω συνάγεις, ἴασιν ὀνομάζων, οὐ μικρὸν τεκμήριόν  
ἐστι τοῦ μὴ πάσχειν ὁμοίως ὑπὸ τῆς τοιαύτης αἰτίας ἅπαντας
ἡ τῶν κωλυθέντων ἁλῶναι τοῖς ἐπιδημίοις τε καὶ λοιμώδεσι
νοσήμασι διάθεσις. εἷς μὲν γὰρ καὶ πρῶτος σκοπός ἐστιν ἐπὶ
πάντων κοινὸς, ἀπέριττον ὅτι μάλιστα καὶ εὔπνουν εἶναι τὸ
σῶμα· δεύτερος δὲ ἐφεξῆς τῷδε, ὡς πρὸς τὴν δυναστεύουσαν
αἰτίαν ἀπομάχεσθαι ὡς δυνατόν. ὅσοις δὲ τἀναντία τούτων
ὑπάρχει, τάχιστά τε πάσχουσι καὶ μάλιστα κάμνουσιν. ἐπεὶ
δὲ τῶν λοιμωδῶν ἐμνημόνευσα πυρετῶν ὑπὸ σηπεδόνος ἁπάν-
των γινομένων, ἄξιον ἐπιστάντα τὸν λόγον ἐν τῷδε δια-
σκέψασθαι περὶ παλαιοῦ δόγματος, ἅπαντα πυρετὸν ἐπὶ τῇ
τῶν χυμῶν σήψει φάσκοντος γενέσθαι. κινδυνεύει γὰρ οὖν
δοξάζειν ὧδε καὶ ὁ τῶν ἀπ' Ἀθηναίου χορὸς, ἄνδρες οὐχὶ

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De differentiis febrium lib. ii Vol. 7, p.


295, li. 8

εἰς τὰ παρόντα τῆς τοιαύτης δεῖ λεπτολογίας, εἴτε γὰρ εἰς δύο
τέμνεις ὀνόματα τὸ σύμπαν, ἴασιν καὶ προφυλακὴν, εἴτε εἰς
ἓν ἄμφω συνάγεις, ἴασιν ὀνομάζων, οὐ μικρὸν τεκμήριόν  
ἐστι τοῦ μὴ πάσχειν ὁμοίως ὑπὸ τῆς τοιαύτης αἰτίας ἅπαντας
ἡ τῶν κωλυθέντων ἁλῶναι τοῖς ἐπιδημίοις τε καὶ λοιμώδεσι
νοσήμασι διάθεσις. εἷς μὲν γὰρ καὶ πρῶτος σκοπός ἐστιν ἐπὶ
πάντων κοινὸς, ἀπέριττον ὅτι μάλιστα καὶ εὔπνουν εἶναι τὸ
σῶμα· δεύτερος δὲ ἐφεξῆς τῷδε, ὡς πρὸς τὴν δυναστεύουσαν
αἰτίαν ἀπομάχεσθαι ὡς δυνατόν. ὅσοις δὲ τἀναντία τούτων
ὑπάρχει, τάχιστά τε πάσχουσι καὶ μάλιστα κάμνουσιν. ἐπεὶ
δὲ τῶν λοιμωδῶν ἐμνημόνευσα πυρετῶν ὑπὸ σηπεδόνος ἁπάν-
των γινομένων, ἄξιον ἐπιστάντα τὸν λόγον ἐν τῷδε δια-
σκέψασθαι περὶ παλαιοῦ δόγματος, ἅπαντα πυρετὸν ἐπὶ τῇ
42

τῶν χυμῶν σήψει φάσκοντος γενέσθαι. κινδυνεύει γὰρ οὖν


δοξάζειν ὧδε καὶ ὁ τῶν ἀπ' Ἀθηναίου χορὸς, ἄνδρες οὐχὶ
φαυλότατοι τά τ' ἄλλα τῆς τέχνης καὶ οὐχ ἥκιστα πυρετῶν ἐπι-
στήμης, περὶ ὧν κᾀγὼ τό γε πλεῖστον αὐτοῖς σύμφημι, πλὴν
ἕν τι παρίημι, τοὺς ἐφημέρους ὀνομαζομένους πυρετούς. οὐ
γάρ μοι δοκοῦσιν οὗτοι σήψεσιν ἕπεσθαι χυμῶν, ἀλλ' ὁ μὲν
ἐπ' ἐγκαύσει πυρέξας ὑπὸ τῆς τοῦ δρῶντος αἰτίου θερμασίας  
ἀλλοιοῦσθαι πέφυκε· τῷ δ' ἐπὶ θυμῷ πυρέττοντι,

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De differentiis febrium lib. ii Vol. 7, p.


375, li. 1

κᾀπὶ τῷ αἵματι σηπομένῳ. τοὺς μὲν γὰρ ἐφημέρους πυρετοὺς,


ἐκθερμανθέντος αὐτοῦ μόνον, οὐ μέν τοι σαπέντος, ἐλέγο-
μεν γίγνεσθαι. κατὰ δὲ τὰς σήψεις, ἀνάγκη γάρ ποτε καὶ τὸ
αἷμα σήπεσθαι, ζητητέον ἐστὶ τὴν ἰδέαν τῶν πυρετῶν. εὑρε-
θήσεσθαι δὲ εἰκὸς αὐτὴν, ἂν πρότερον ἐξεύρωμεν πῶς σήπε-
ται αἷμα. δοκεῖ μὲν γὰρ ὀρθῶς Ἀριστοτέλης εἰρηκέναι τὴν
σῆψιν ὑπὸ θερμότητος ἀλλοτρίας γίγνεσθαι. λέγει δ' ἀλλο-
τρίαν τὴν ἔξωθεν, οὐκ ἔμφυτον οὐδ' οἰκείαν ἑκάστου τῶν
ὄντων. αὕτη μὲν γὰρ πέφυκεν πέπτειν, ἡ δ' ἀλλοτρία
διαφθείρειν, ὅπέρ ἐστι σήπειν. ἔξωθεν δὲ θερμότης ἐπιγί-  
γνεται τῷ αἵματι κατά τε τὰς ἐγκαύσεις καὶ τὰς λοιμώδεις
καταστάσεις, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, ἅπαντας τοὺς πυρετοὺς, ὑφ'
ἧς ἄν τινος αἰτίας εἰς γένεσιν ἥκωσιν. ἀλλὰ κᾀπειδὰν
ἔν τινι μορίῳ τοῦ ζώου τὸ αἷμα πλέον ἀθροισθὲν ὑπὲρ τὴν
δύναμιν αὐτοῦ γένηται, διαφθείρεται, καὶ μάλισθ' ὅταν ἐμ-
φραχθῇ διὰ πάχος ἐν μικροῖς ἀγγείοις, ἢ σφηνωθῇ διὰ πλῆ-
θος, ὁποῖόν τι συμβαίνει κατά τε τοὺς βουβῶνας καὶ τὰ φύ-
ματα, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, ἁπάσας τὰς φλεγμονάς. ἐν γὰρ
ταῖς τοιαύταις διαθέσεσι κατὰ διττὴν αἰτίαν φθείρεται τὸ
αἷμα, τῷ τε μὴ διαπνεῖσθαι καὶ τῷ μὴ κρατεῖσθαι πρὸς τῆς
φύσεως. ὅτι δὲ καὶ τὰ μὴ διαπνεόμενα σήπεσθαι πέφυκεν,

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De comate secundum Hippocratem


liber (0057: 052)
“Galeni de comate secundum Hippocratem liber”, Ed. Mewaldt, J.
Leipzig: Teubner, 1915; Corpus medicorum Graecorum, vol. 5.9.2.
Kühn Vol. 7, p. 647, li. 3
43

δεικται διὰ τῶν ῥήσεων, ἐν οἷς ἀγρυπνίαν τὸ κῶμα γνοὺς ἐφαίνετο,


καί τις ἴσως ἔχειν ἤδη τὸ πᾶν δόξειεν ἄν· ἀλλ', ἂν βραχὺ περιμείνας
ἀκούσῃ ἐκ τοῦ αὐτοῦ βιβλίου τοῦ τρίτου τῶν Ἐπιδημιῶν ῥήσεων ἑτέ-
ρων, οὐχ ὅπως τὸ πᾶν, ἀλλ' οὐδὲ τὸ ἥμισυ τοῦ παντὸς ἑαυτὸν εὑρήσει
γιγνώσκοντα.       
 Σκόπει γοῦν, ἐπί τινος ἀρρώστου γυναικὸς ἃ λέγει· “ἑτέρην
ἐξ ἀποφθορῆς περὶ πεντάμηνον, Ἱκέτεω γυναῖκα, πῦρ ἔλαβεν· ἀρχο-
μένη κωματώδης καὶ πάλιν | ἄγρυπνος.” φαίνεται γὰρ διαστέλλων
κατὰ ἀντίθεσιν τὸ κῶμα τῆς ἀγρυπνίας ὡς ἐναντία. αὖθις δ' ἐν τῇ
λοιμώδει καταστάσει· “κωματώδεις”, φησίν, “ἐπὶ πολλοῖς καὶ πάλιν
ἄγρυπνοι.” καὶ μετ' ὀλίγα· “διὰ παντὸς δὲ τοῖς πλείστοισιν ἢ βαρὺ
κῶμα παρείπετο ἢ μικροὺς καὶ λεπτοὺς ὕπνους κοιμᾶσθαι.” καὶ πάλιν·
“ἐν Θάσῳ τὸν Πάριον, ὃς κατέκειτο ὑπὲρ Ἀρτεμισίου, πυρετὸς ἔλαβεν
ὀξύς, κατ' ἀρχὰς συνεχής, καυσώδης, ἀρχόμενος κωματώδης καὶ πάλιν
ἄγρυπνος.” ἐν ἅπασι γὰρ τούτοις ἀντιτίθησι τὴν ἀγρυπνίαν τῷ κώ-
ματι, συνήθως οὖν οὕτως ἑρμηνεύων· μυριάκις γοῦν εὑρήσεις αὐτόν,  
ὅταν ἐναντίων πραγμάτων μνημονεύῃ, τὸν τρόπον τοῦτον γράφοντα,
μᾶλλον δὲ οὐδέποτ' ἄλλως. οἷον ἐκ πολλῶν ὀλίγα παραγράψω ἐκ
ταὐτοῦ βιβλίου· κάλλιον γὰρ ἐξ ἑνὸς εἶναι δοκεῖ πάντα τὰ παρα-
δείγματα λαβεῖν.

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De comate secundum Hippocratem


liber Kühn Vol. 7, p. 647, li. 14

ἄγρυπνοι.” καὶ μετ' ὀλίγα· “διὰ παντὸς δὲ τοῖς πλείστοισιν ἢ βαρὺ


κῶμα παρείπετο ἢ μικροὺς καὶ λεπτοὺς ὕπνους κοιμᾶσθαι.” καὶ πάλιν·
“ἐν Θάσῳ τὸν Πάριον, ὃς κατέκειτο ὑπὲρ Ἀρτεμισίου, πυρετὸς ἔλαβεν
ὀξύς, κατ' ἀρχὰς συνεχής, καυσώδης, ἀρχόμενος κωματώδης καὶ πάλιν
ἄγρυπνος.” ἐν ἅπασι γὰρ τούτοις ἀντιτίθησι τὴν ἀγρυπνίαν τῷ κώ-
ματι, συνήθως οὖν οὕτως ἑρμηνεύων· μυριάκις γοῦν εὑρήσεις αὐτόν,  
ὅταν ἐναντίων πραγμάτων μνημονεύῃ, τὸν τρόπον τοῦτον γράφοντα,
μᾶλλον δὲ οὐδέποτ' ἄλλως. οἷον ἐκ πολλῶν ὀλίγα παραγράψω ἐκ
ταὐτοῦ βιβλίου· κάλλιον γὰρ ἐξ ἑνὸς εἶναι δοκεῖ πάντα τὰ παρα-
δείγματα λαβεῖν.
 δύο γυναῖκας ἀναγράφων πρὸ τῆς λοιμώδους καταστάσεως, ἐπὶ
μὲν τῆς προτέρας φησίν· |“πέμπτῃ πάντα παρωξύνθη, πολλὰ παρέλεγε
καὶ πάλιν ταχὺ κατενόει”, ἑξῆς δ' ἐν τῷ λοιμῷ πολλοὺς ἀρρώστους
γράφει, πρῶτον δὲ ἁπάντων, οὗ μικρὸν πρόσθεν ἐμνημόνευσα, ποικίλως
τε καὶ ἀνωμάλως νοσήσαντα καὶ πολλὰς πολλάκις ἐπὶ τἀναντία μετα-
βολὰς ποιησάμενον· ἄρχεται δὲ τοῦτον τὸν τρόπον· “ἐν Θάσῳ τὸν
Πάριον, ὃς κατέκειτο ὑπὲρ Ἀρτεμισίου, πυρετὸς ἔλαβεν ὀξύς.” ἀλλ'
οὐδὲν εἰς τὸν παρόντα λόγον χρείατῶν πρώτων ἡμερῶν, ὧν δὲ χρῄζω,
44

τούτων μνημονεύσω. “ἑνδεκάτῃ ἵδρωσεν οὐ δι' ὅλου, περιέψυξεν, ταχὺ


δὲ πάλιν ἀνεθερμάνθη”· σαφῶς γὰρτῷ “περιέψυξε” τὸ “ἀνεθερμάνθη”
ἐναντίον. | ἑξῆς δέ· “τριακοστῇ τετάρτῃ ἄπυρος, κοιλίη οὐ ξυνίστατο,

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De difficultate respirationis lib. iii


(0057: 056)
“Claudii Galeni opera omnia, vol. 7”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch,
1824, Repr. 1965.Vol. 7, p. 847, li. 13

εἴτε αὐτὸ τὸ διὰ τέλεος τὸ διὰ χρόνου δηλοῦν ὑπολαμβάνοιμεν,


εἴθ' ἕτερόν τι. μήτε τοίνυν οὐδ' ἄπορόν ἐστιν, ἀλλ' ἐπηρεά-
ζομεν ἡμᾶς αὐτοὺς μάτην. οὐ γὰρ διακόπτει τὸ σπανίως
παρεμπῖπτον ἐν οὐδενὶ τῶν οὕτως λεγομένων τὴν ἐν τῷ
καθόλου γιγνομένην ἀπόφανσιν, ὥσπερ εἰ καὶ οὕτως ἐλέγο-
μεν· ταύτῃ τῇ γυναικὶ διὰ παντὸς μὲν τοῦ χρόνου μέγα καὶ
ἀραιὸν ἦν τὸ πνεῦμα, παρενέπιπτε δέ ποτε κατὰ τὸ σπάνιον
ἡ βραχύπνοια. καὶ ὅτι γε αὐτῷ τῷ Ἱπποκράτει σύνηθές ἐστι
τὸ τοιοῦτον, ἔκ τε τῶν ἄλλων ἔστιν ἐπιδεῖξαι βιβλίων κᾀξ
αὐτοῦ τοῦ τρίτου τῶν ἐπιδημιῶν, ἐν ᾧ καὶ ἥδε ἡ ἄῤῥωστος
γέγραπται. τὴν γὰρ λοιμώδη κατάστασιν ἐκδιηγούμενος ᾧδέ
πως ἤρξατο· ἔτος νότιον, ἔπομβρον, ἄπνοια διὰ τέλεος. καί
τι βραχὺ προελθών φησιν· ἐτήσια σμικρὰ διεσπασμένα ἔπνευ-
σεν. ἀλλὰ δι' αὐτὸ τοῦτ' ἄπνουν εἶπε τὸ ἔτος, ὅτι μήτ'
ἄλλοι τινὲς ἄνεμοι μήθ' οἱ ἐτήσιοι καλούμενοι συνεχῶς τε
καὶ ἀξιολόγως ἔπνευσαν, ἀλλὰ μικρά τε καὶ διεσπασμένως·  
Ἀπολλώνιόν τε τὸν ἐν Ἀβδήροις τρισκαιδέκατον ἀπὸ ταύτης
τῆς καταστάσεως γράφων, ὁπότε περὶ πασῶν τῶν αὐτοῦ διει-
λέχθη τῶν κατὰ τὴν νόσον ἡμερῶν, ἐπὶ τῇ τελευτῇ τοῦ παν-
τὸς λόγου προσέθηκε· παράληρος διὰ τέλεος· καίτοι μικρὸν
ἄνω περὶ αὐτοῦ γράψας αὐτοῖς ὀνόμασιν

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De difficultate respirationis lib. iii Vol.


7, p. 866, li. 4

ἡμεῖς γε καὶ τὴν αἰτίαν εἰρήκαμεν καὶ τὴν γνώμην τἀνδρὸς


ἐξηγησάμεθα, καὶ χρὴ μεταβάντας ἤδη τὸ λοιπὸν μέρος τοῦ
προτεθέντος λόγου διελθεῖν. ὅταν μὲν γὰρ ἡ παραφροσύνη
τελέως νικήσῃ τὴν ἐναντίαν διάθεσιν, αὕτη μόνη κατὰ τὴν
ἑαυτῆς δύναμιν ἀλλοιοῖ τὴν ἀναπνοὴν, ὡς ἐπὶ τοῦ προγεγραμ-
μένου γέγραπται νεανίσκου, τοῦ κατὰ τὸ τρίτον τῶν ἐπιδη-
μιῶν ὑστάτου γεγραμμένου· ἀλλὰ μὴν καὶ ὅτι τοῦ πόνου τε-  
45

λέως κρατοῦντος, οὐδὲν παρεμφαίνεται τῆς κατὰ τὴν παρα-


φροσύνην δυσπνοίας, ἐπ' Ἀναξίωνος ἐδείξαμεν, ὃς ἐν τῷ τρίτῳ
καὶ αὐτὸς γέγραπται τῶν ἐπιδημιῶν, ὄγδοος ἀπὸ τῆς λοιμώ-
δους καταστάσεως· ἐπὶ δ' αὖ τῆς Δεάλκους γυναικὸς, ἧς καὶ
πρόσθεν ἐμνημονεύσαμεν, ὀγδόης μὲν ἀπὸ τούτου, πεντεκαι-
δεκάτης δὲ μετὰ τὴν λοιμώδη κατάστασιν γεγραμμένης, ὡς τὰ
πολλὰ μὲν ἡ παραφροσύνη κρατεῖ, σπανιάκις δὲ καὶ κρατεῖται.
ἀλλὰ τὰς μὲν ῥήσεις ὀλίγον ἔμπροσθεν, ἡνίκ' ἐξηγούμην οἷόν
τι δηλοῖ τὸ διὰ χρόνου, παρέγραψα, νυνὶ δὲ καὶ τὰς διαθέσεις
αὐτὰς τὰς μαχομένας ἐρῶ, ἑπόμενος κᾀνταῦθα ταῖς ὑφ' Ἱππο-
κράτους εἰρημέναις λέξεσιν. ἐπώδυνος μὲν οὖν διάθεσις οὐδε-
μία ταύτῃ τῇ ἀνθρώπῳ συμβῆναι φαίνεται, κατάψυξις δὲ ἐπε-
κράτησε, μαραινομένης τῆς ἐμφύτου θερμασίας. ἐκ γὰρ τοῦ
γεγράφθαι περὶ αὐτῆς, πυρετοὶ πρὸς χεῖρα λεπτοὶ, ἀκρέων

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De difficultate respirationis lib. iii Vol.


7, p. 866, li. 6

προτεθέντος λόγου διελθεῖν. ὅταν μὲν γὰρ ἡ παραφροσύνη


τελέως νικήσῃ τὴν ἐναντίαν διάθεσιν, αὕτη μόνη κατὰ τὴν
ἑαυτῆς δύναμιν ἀλλοιοῖ τὴν ἀναπνοὴν, ὡς ἐπὶ τοῦ προγεγραμ-
μένου γέγραπται νεανίσκου, τοῦ κατὰ τὸ τρίτον τῶν ἐπιδη-
μιῶν ὑστάτου γεγραμμένου· ἀλλὰ μὴν καὶ ὅτι τοῦ πόνου τε-  
λέως κρατοῦντος, οὐδὲν παρεμφαίνεται τῆς κατὰ τὴν παρα-
φροσύνην δυσπνοίας, ἐπ' Ἀναξίωνος ἐδείξαμεν, ὃς ἐν τῷ τρίτῳ
καὶ αὐτὸς γέγραπται τῶν ἐπιδημιῶν, ὄγδοος ἀπὸ τῆς λοιμώ-
δους καταστάσεως· ἐπὶ δ' αὖ τῆς Δεάλκους γυναικὸς, ἧς καὶ
πρόσθεν ἐμνημονεύσαμεν, ὀγδόης μὲν ἀπὸ τούτου, πεντεκαι-
δεκάτης δὲ μετὰ τὴν λοιμώδη κατάστασιν γεγραμμένης, ὡς τὰ
πολλὰ μὲν ἡ παραφροσύνη κρατεῖ, σπανιάκις δὲ καὶ κρατεῖται.
ἀλλὰ τὰς μὲν ῥήσεις ὀλίγον ἔμπροσθεν, ἡνίκ' ἐξηγούμην οἷόν
τι δηλοῖ τὸ διὰ χρόνου, παρέγραψα, νυνὶ δὲ καὶ τὰς διαθέσεις
αὐτὰς τὰς μαχομένας ἐρῶ, ἑπόμενος κᾀνταῦθα ταῖς ὑφ' Ἱππο-
κράτους εἰρημέναις λέξεσιν. ἐπώδυνος μὲν οὖν διάθεσις οὐδε-
μία ταύτῃ τῇ ἀνθρώπῳ συμβῆναι φαίνεται, κατάψυξις δὲ ἐπε-
κράτησε, μαραινομένης τῆς ἐμφύτου θερμασίας. ἐκ γὰρ τοῦ
γεγράφθαι περὶ αὐτῆς, πυρετοὶ πρὸς χεῖρα λεπτοὶ, ἀκρέων
ψύξις, τοῦτο δηλοῦται, κᾀκ τοῦ περιστέλλεσθαι δι' ὅλου τοῦ
νοσήματος. εἰπὼν γὰρ, ἐξ ἀρχῆς δὲ περιεστέλλετο,
46

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De difficultate respirationis lib. iii Vol.


7, p. 869, li. 11

περὶ τῆς ὀγδόης ἡμέρας διηγούμενος, πρωῒ μὲν ἐκοιμήθη, φησὶ,


μικρὰ, ταχὺ δὲ ψύξις, ὀψὲ δὲ πάλιν ἀνεθερμάνθη. αὖθις δ'
ἐπὶ τῆς δεκάτης ἡμέρας, πολλὴ ψύξις, φησί. ἐκ τῶνδε μὲν οὖν
δῆλον ὅτι καὶ ψύξις ἦν, οὐ μόνον πόνος καὶ παραφροσύνη
τῷ Πυθίωνι. ὅτι δὲ ἐπεκράτει μὲν ἡ βραχύπνοια, ἦν δέ τις καὶ
μακρόπνοια, γένοιτ' ἂν σαφὲς ἐν τῇ τῆς δευτέρας ἡμέρας διη-
γήσει. γέγραπται γὰρ ὡδὶ, βραχύπνοος ἐπὶ χρόνον πολύν.
τοῦτο γὰρ τὸ, χρόνον πολὺν, ἐνδεικτικόν ἐστι τοῦ γε μὴ μόνην
εἶναι τὴν βραχύπνοιαν, ἀλλὰ καὶ τοῦ πλεονεκτεῖν αὐτὴν τῆς
(ἐπὶ) μακροπνοίας. γέγραπται δὲ καὶ οὗτος ὁ Πυθίων ἐν τῷ
τρίτῳ τῶν ἐπιδημιῶν, τρίτος μετὰ τὴν λοιμώδη κατάστασιν,
ὥστ' ἔνεστιν ἑκάστῳ καθ' ἑαυτὴν ἐπὶ πλέον ἐνδιατρίβειν ταῖς
τοῦ παλαιοῦ ῥήσεσιν, ἵνα μὴ πάσας αὐτὰς ἡμεῖς παραγρά-
φοντες μακρὸν ποιῶμεν τὸν λόγον.
 Ἀλλὰ καὶ ὅτι μηδεμίαν λέξιν ἐναντίαν τοῖς
ὑφ' ἡμῶν λεγομένοις ἑκόντες εἶναι παραλείπομεν, εἴ τις ἐπ'
αὐτὰ τὰ βιβλία παραγένηται, μάλιστ' ἂν πεισθείη. καὶ διὰ
τοῦτο μηνύομεν ἡμεῖς, ἐν τίνι τε τῶν βιβλίων ὁ ἄῤῥωστος,
ὑπὲρ οὗ ποτ' ἂν ἑκάστοτε διαλεγόμενοι τύχωμεν, γέγραπται  
καὶ πόστος ἐστὶν ἢ ἀπὸ τῆς ἀρχῆς, ἢ ἀπὸ καταστάσεως ἀριθ-
μοῦντι, πρὸς τὸ μὴ καταμέλλειν διὰ ταῦτά τινα, καὶ περὶ τὴν

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De difficultate respirationis lib. iii Vol.


7, p. 880, li. 14

κατὰ τὸ ὑποχόνδριον ἔπαρμα σὺν ὀδύνῃ, καὶ μετ' ὀλίγον,


ὑποχονδρίου πόνος, καὶ αὖθις ἑξῆς, περὶ δὲ κληῗδα ἀριστε-
ρὰν πόνος παρέμενεν. ἐπὶ δὲ τοῦ τρίτου τῶν ἀῤῥώστων,
γυνὴ δὲ ἦν αὕτη, ὥσπερ καὶ ἡ πρὸ αὐτῆς, κεφαλῆς, φησι,
καὶ τραχήλου καὶ στήθεος πόνος ἰσχυρὸς, καὶ μετ' ὀλίγον, οἱ
πόνοι παρέμενον.
 Οὗτοι μὲν δὴ οἱ τεσσαρεσκαίδεκα ἄῤῥωστοι
ἐκ τοῦ πρώτου τῶν ἐπιδημιῶν εἰσιν, ἐφεξῆς οὕτως ὑφ' Ἱπ-
ποκράτους, ὥσπερ καὶ ἡμεῖς αὐτῶν ἐμνημονεύσαμεν, γεγραμ-
μένοι· ἐν δὲ τῷ τρίτῳ τῶν ἐπιδημιῶν δώδεκα μέν εἰσιν οἱ
πρὸ τῆς λοιμώδους καταστάσεως, ἑκκαίδεκα δὲ οἱ μετ' αὐτὴν,
ὁμολογοῦντες ἅπαντες οἷς ἐξ ἀρχῆς ὑπεθέμεθα. καὶ οἶδα
47

σαφῶς, ὅτι παραλιπὼν μὲν αὐτοὺς, καὶ τοῖς βουλομένοις


ἐπισκοπεῖσθαι τὴν ἐν ἅπασιν ὁμολογίαν ἐπιτρέψας ἰδίᾳ καὶ
καθ' ἑαυτοὺς ἀναλέγεσθαι τὰς ὑπὸ τοῦ παλαιοῦ γεγραμμένας  
διηγήσεις, οὐ διὰ τὸ φυλάττεσθαι μακρολογεῖν δόξω τοῦτο
δρᾷν, ἀλλὰ διὰ τὸ μὴ δύνασθαι τὰς ἐξ ἀρχῆς ὑποθέσεις ἐν
ὅλῳ τῷ λόγῳ διασώζειν· εἰ δὲ πάντας ἑξῆς ἐπίοιμι, φλύαρός
τις εἶναι δόξω καὶ ληρώδης, ἃ καὶ καθ' ἑαυτὸν ἕκαστος ἱκανὸς
ἦν ἐξετάζειν, αὐτὸς ταῦτα μάτην παραγράφων. οὐ μὴν δὲ
ἀλλ' εἰ πάντως με χρὴ θάτερον ὑπομεῖναι τῶν ἀτόπων, ἤτοι

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De difficultate respirationis lib. iii Vol.


7, p. 884, li. 6

αὐτῶν, ἃς διηγεῖται, τὸ μὲν καθόλου ἀποφάναι φλεγμοναὶ τῶν


ὑστερῶν εἰσι, κατὰ μέρος δὲ, ὅσα ταύταις ἕπεται παθήματα.
μίαν δ' ἔτι τὴν λοιπὴν καρδίαν ἀλγῆσαί φησι, μὴ προσθεὶς,
ἀσώδης, ἀλλὰ καὶ ἱδρῶσαι ψυχρὸν, καὶ δι' ὅλου τοῦ νοσή-
ματος φρικώδη γενέσθαι, καὶ καταψυχομένην μεγάλως, καὶ  
μόγις ἀναθερμαινομένην, ἢ οὐδ' ὅλως. ὥστε δῆλον ὅτι καὶ
αὐτὴ βραχύπνους μὲν ἦν πάντως κατ' ἀμφοτέρας τὰς διαθέ-
σεις, τήν τε τῆς ὀδύνης καὶ τὴν τῆς καταψύξεως, οὐ μὴν
ἠξίωσέ γε οὐδ' ἐπὶ ταύτης εἰπεῖν περὶ δυσπνοίας ὁ
Ἱπποκράτης, ὡς πάνυ σαφοῦς.
 Ἑξῆς δ' ἐστὶν ἡ λοιμώδης κατάστασις, μεθ'
ἣν πάλιν πρῶτον μὲν ἄῤῥωστον γράφει τὸν Πάριον, ἐφ' ᾧ
κατὰ τὴν τελευτὴν τοῦ λόγου, ἔνθα τὰ ἐν ὅλῳ τῷ σώματι
διηνεκῶς παραμείναντα γράφει, πρόσκειται καὶ τοῦτο· μετὰ
πόνων ἄγρυπνος· δεύτερον δὲ τὸν ἐν Θάσῳ, περὶ οὗ φησι,
βῆχες δὲ συνεχέες, ὑγραὶ, πολλαί· τρίτος δέ ἐστι Πυ-
θίων, ὃν ἐξηγήσασθαι φθάνομεν, καὶ τέταρτος ὁ φρενιτικὸς,
καὶ πέμπτος ὁ ἀρξάμενος ἐξαίφνης τὸν δεξιὸν μηρὸν ἀλγεῖν,
τοῦ ῥεύματος δ' εἰς τὰ κατὰ τὴν κεφαλὴν ἐπανελθόντος, εὐ-
θὺς μὲν παραφρονήσας, εὐθὺς δὲ καὶ ἀποθανὼν, ὁμοίως τῷ
κατὰ τὸ πρῶτον τῶν ἐπιδημιῶν, ἀρξαμένῳ μὲν ἀπὸ τοῦ κατὰ

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De difficultate respirationis lib. iii Vol.


7, p. 886, li. 11
48

καὶ ὀλιγοχρόνιος γενομένη, τὴν ἀναπνοὴν οὐκ ἠλλοίωσε. εἶθ'


ἑξῆς ἐστι τὸ γύναιον τὸ ἐκ τῆς λύπης ἀρξάμενον, ἐφ' ᾧ γρά-
φει· πόνοι μεγάλοι συνεχεῖς, ἀλλὰ καὶ σπασμοὶ πολλοί, φησι.
γράφει δ' ἐν ἀφορισμοῖς περὶ σπασμῶν ὧδε· ἐν τοῖσι πυρε-
τοῖσι τὸ πνεῦμα προσκόπτον, κακὸν, σπασμὸν γὰρ σημαίνει·
καὶ τοίνυν καὶ τὸ τῆς δυσπνοίας εἶδος τῇ γυναικὶ ταύτῃ, τὸ
μέν τι κατὰ τὰς ὀδύνας, τὸ δέ τι κατὰ τοὺς σπασμοὺς ἐγένετο·
διὰ τοῦτ' οὖν καίτοι παραφρονήσασα, μέγα καὶ ἀραιὸν οὐκ
ἔσχεν, οἷα νικηθὲν ὑφ' ἑτέρων δυοῖν ἰσχυροτέρων διαθέσεων.
μετὰ ταῦτα δὲ ἡ ἐν Λαρίσσῃ παρθένος, ἡ δωδεκάτη μετὰ τὴν
λοιμώδη κατάστασιν γεγραμμένη, διὰ πλῆθος αἵματος νοσή-
σασα, καὶ κριθεῖσα τῇ τε διὰ ῥινῶν αἱμοῤῥαγίᾳ καὶ ἱδρῶτι
καὶ γυναικείοις τότε πρῶτον ἐπιφανεῖσιν, οὐδεμίαν ἔσχε κατα-
σκευὴν δυσπνοίας οὐδεμιᾶς. τῷ δὲ μετὰ ταῦτα Ἀπολλωνίῳ
τῷ ἐν Ἀβδήροις ὑποχονδρίου δεξιοῦ, φησιν, ἔπαρμα σὺν
ὀδύνῃ· ἀλλὰ καὶ ὅτι διὰ παντὸς ἦν μεγαλόσπλαγχνος καὶ
συνήθης αὐτῷ περὶ τὸ ὑποχόνδριον ὑπῆρχεν ὀδύνη, καὶ τοῦτ'  
ἐν ἀρχῇ γέγραπται τῆς διηγήσεως. οὐδὲν οὖν θαυμαστὸν, εἰ
καὶ παρεφρόνησε, μὴ δυσπνοῆσαι κατὰ τὸ τῆς παραφροσύνης
εἶδος αὐτὸν, οὕτως μεγάλην διάθεσιν ὀδυνηρὰν ἐν ὑποχονδρίῳ
κεκτημένον. ἑξῆς δὲ τούτου ἡ ἐν Κυζίκῳ τὰς διδύμους θυγα

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De praesagitione ex pulsibus lib. iv


(0057: 062)
“Claudii Galeni opera omnia, vol. 9”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch,
1825, Repr. 1965.Vol. 9, p. 336, li. 13

κατὰ τὰς κοιλίας οὐσίᾳ, τεθέρμανται μὲν ἤδη τηνικαῦτα καὶ


οὐκέτι μόνον θερμαίνεται, τῇ δυσκρασίᾳ δὲ αὐτῆς ἕπεται
δυνάμεως ἀσθένεια. καὶ ἢν ἐπιπλέον θερμανθῇ, καὶ δι' ὅλης
αὐτῆς τὸ πυρετῶδες δέξηται θερμὸν, τὸν καλούμενον ἑκτικὸν
ἐπιφέρει πυρετόν. ἐνίοτε δ' ἔμπαλιν ἢ ὡς νῦν εἴρηται συμ-
βαίνει, ψυχροτέρας μὲν τοῦ κατὰ φύσιν ἐν ταῖς κοιλίαις τῆς
καρδίας οὐσίας περιεχομένης, τοῦ σώματος δὲ αὐτῆς ἐπιπλέον
τεθερμασμένου. καὶ γίγνεται τοῦτο τοῖς ἠθροικόσι μὲν
ὠμοὺς καὶ ψυχροὺς καὶ φλεγματώδεις χυμοὺς, ἤτοι δὲ σφο-
δρότατα θυμωθεῖσιν, ἢ ἀγρυπνήσασιν ἀμέτρως μετὰ φροντί-
δος ἰσχυρᾶς, ἢ διὰ λοιμώδη τινὰ εἰσπνοὴν ἁπτομένου τοῦ σώ-
ματος αὐτοῦ τῆς καρδίας, ἤ τινος ὅλως δηλητηρίου ποιότητος
ἰδιότητα καθ' ὁντιναοῦν τρόπον ἐπὶ τὴν καρδίαν ἀφικομένης.
ταυτὶ μὲν οὖν ἀνεμνήσθην πρὸς τὸ μὴ θαυμάζειν τινὰ πῶς
49

ἐγχωρεῖ θερμότητος ἐπικρατούσης ἀκμάζειν τῆς καρδίας τὸν


τόνον. ἐπανέλθωμεν οὖν αὖθις ἐφ' ἃ λέγοντες ἀπελίπομεν.  
ἡ γάρτοι θερμότης ἡ ἐν τῇ καρδίᾳ τρέπει μὲν, ὡς εἴρηται,
τοὺς σφυγμούς. ἀλλ' ἐπεὶ διττὴ κατ' εἶδός ἐστιν, ἡ μὲν ἑτέρα
καὶ σηπεδόνος χυμῶν ἔγγονος, ἧς ἡ ποιότης δριμεῖά τέ ἐστι
καὶ καπνώδης, ἡ δὲ ἑτέρα μεθ' ὑγρότητος ἡδείας, αὐτῷ μόνῳ
τῷ ποσῷ τοῦ κατὰ φύσιν ἀποκεχωρισμένη, μόνιμος μέν ἐστι

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De praesagitione ex pulsibus lib. iv


Vol. 9, p. 342, li. 15

μὴ γινώσκειν ὅτι πυρέττει τὸν κάμνοντα. γίνονται δ' οἱ


τοιοῦτοι τῶν σφυγμῶν οὐκ ἐξ ἀνάγκης μὲν μείζονες τῶν κατὰ
φύσιν, ἐνίοτε δ' οὐδὲ πυκνότεροι, θάττονες μέντοι πάντως.
καὶ ὀρθῶς ἄρα τοῦτο τοῖς πλείστοις τε καὶ ἀρίστοις τῶν ἰα-
τρῶν ἐπιστεύθη, τῶν πυρεττόντων τοὺς σφυγμοὺς ἀχώρι-
στον ἔχειν τὸ τάχος. ἀλλὰ περὶ μὲν τούτων καὶ αὖθις. ὅπερ
δὲ λέγοντες ἀπελίπομεν, ἐπειδὰν ὑπὸ σηπεδονώδους ποιότητος
ὁ εἰσπνεόμενος ἀὴρ μιανθῇ, καὶ ἅψηται τοῦ σώματος τῆς καρ-
δίας ἡ σηπεδὼν, οἱ τοιοῦτοι γίνονται σφυγμοί. καὶ οὐδὲν ἔτι
θαυμαστὸν οὔθ' ὅτι τοὺς σφυγμοὺς ἔχουσιν ὁποίους εἰρήκα-
μεν οἱ οὕτω λοιμώττοντες οὔθ' ὅτι λοιμώδη τὴν ἀναπνοὴν
οὔθ' ὅτι τεθνήξονται πάντως. τί γὰρ ἄκος εὑρεθείη τῆς ἐν
τῇ καρδίᾳ σηπεδόνος; ὡς ὅσοις γε τὸ σηπεδονῶδες τοῦτο θερ-
μὸν εἰς τοὺς ἐν ταῖς κοιλίαις ἐτράπετο χυμοὺς μᾶλλον ἤπερ  
εἰς αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ σπλάγχνου, πολλοὶ τούτων ἐσώθησαν.
ἡ διάγνωσις δ' αὐτῶν τῶν λοιμωττόντων, εἰ πρῶτον μὲν αἰ-
σθάνονται πυρέττοντες· ἔπειτα δὲ, εἰ μὴ διαπαντὸς ὡσαύτως
πυρέττοιεν· ἔτι δὲ πρὸς τούτοις, εἰ μὴ διάτονον ἔχοιεν τὸν
σφυγμόν. οἱ γὰρ ἐπὶ δυσκρασίᾳ τοῦ σώματος αὐτοῦ τῆς καρ-
δίας ἅπαντες ἄτονοι. αἱ μὲν δὴ κατὰ θερμότητα δυσκρασίαι
τῆς καρδίας ὁποίους τινὰς ἐργάζονται τοὺς σφυγμοὺς

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De praesagitione ex pulsibus lib. iv


Vol. 9, p. 357, li. 8

βαλανείων ἐκθεραπεύηται. ἵνα δ' ἀπορώτερον ἔτι ποιήσω τὸν


λόγον, οὐδ' ἐκ τῶν οὔρων ἔνεστιν ἀκριβῆ διάγνωσιν ἐν ταῖς
τοιαύταις διαθέσεσιν ἀεὶ λαμβάνειν, ἀλλ' ἐστὶν ἀμφίβολα καὶ  
ταῦτα τοῖς πλείστοις αὐτῶν, καὶ χροιᾷ καὶ συστάσει τοῖς
50

κατὰ φύσιν ἐοικότα. μύριοι τοιοῦτοι κατὰ τὸν πολυχρόνιον


λοιμὸν ὤφθησαν ἡμῖν, ἐφ' ὧν ἦν θεάσασθαι τοὺς ἰατροὺς
ἰδιώταις ὁμοίους, ἐνίους δὲ καὶ πολὺ χείρους ἰδιώτου συνετοῦ.
καὶ πολλούς γ' οὖν τῶν ἰδιωτῶν εἰ καὶ μηδὲν ἄλλο, τὴν γοῦν
ἐκπνοὴν τῶν καμνόντων ἐστὶν ἰδεῖν ἐπισκοπουμένους, καὶ εἰ
δυσώδης φαίνοιτο τὰ χείρω προσδοκῶντας. ἐκείνοις μὲν οὖν
ἐκ πείρας εὕρηται κατὰ τοὺς λοιμώδεις πυρετοὺς τὸ τοιοῦτον
γνώρισμα· σοὶ δ' οὐκ ἐκ τῆς πείρας μόνον, ἀλλὰ κᾀκ τοῦ
λόγου φαινέσθω. συνεπισκοποῦνται δὲ δή που καὶ τὰ κατὰ
τὸ στόμα μόρια, καὶ εἰ βραχύ τι τῆς λοιμώδους ἐμφαίνοιτο
χρόας αὐτοῖς, ἀποφαίνονται λοιμώττειν τοὺς οὕτως
ἔχοντας. ἰατρῷ δέ γ' οἶμαι μᾶλλον ἰδιώτου φαίνεσθαι καὶ
ταῦτα, τοῖς μὲν γὰρ ἐρυσιπελατώδης, τοῖς δ' ὁμοία τοῖς
ἐσθιομένοις ἕρπησιν ἡ χρόα φανεῖται, διεσπαρμένη κατὰ
πλείονα μόρια τῆς κατ' ἀρχὰς, ὡς οἶμαι. καὶ εἰ ἐπι-
βάλοι τῷ θώρακι τὴν χεῖρα πεπειραμένος ἰατρὸς ἐν δια-
γνώσει πυρετώδους θερμασίας, οὐδὲ αὐτὸν λαθεῖν ἐάσει

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De praesagitione ex pulsibus lib. iv


Vol. 9, p. 357, li. 11

ταῦτα τοῖς πλείστοις αὐτῶν, καὶ χροιᾷ καὶ συστάσει τοῖς


κατὰ φύσιν ἐοικότα. μύριοι τοιοῦτοι κατὰ τὸν πολυχρόνιον
λοιμὸν ὤφθησαν ἡμῖν, ἐφ' ὧν ἦν θεάσασθαι τοὺς ἰατροὺς
ἰδιώταις ὁμοίους, ἐνίους δὲ καὶ πολὺ χείρους ἰδιώτου συνετοῦ.
καὶ πολλούς γ' οὖν τῶν ἰδιωτῶν εἰ καὶ μηδὲν ἄλλο, τὴν γοῦν
ἐκπνοὴν τῶν καμνόντων ἐστὶν ἰδεῖν ἐπισκοπουμένους, καὶ εἰ
δυσώδης φαίνοιτο τὰ χείρω προσδοκῶντας. ἐκείνοις μὲν οὖν
ἐκ πείρας εὕρηται κατὰ τοὺς λοιμώδεις πυρετοὺς τὸ τοιοῦτον
γνώρισμα· σοὶ δ' οὐκ ἐκ τῆς πείρας μόνον, ἀλλὰ κᾀκ τοῦ
λόγου φαινέσθω. συνεπισκοποῦνται δὲ δή που καὶ τὰ κατὰ
τὸ στόμα μόρια, καὶ εἰ βραχύ τι τῆς λοιμώδους ἐμφαίνοιτο
χρόας αὐτοῖς, ἀποφαίνονται λοιμώττειν τοὺς οὕτως
ἔχοντας. ἰατρῷ δέ γ' οἶμαι μᾶλλον ἰδιώτου φαίνεσθαι καὶ
ταῦτα, τοῖς μὲν γὰρ ἐρυσιπελατώδης, τοῖς δ' ὁμοία τοῖς
ἐσθιομένοις ἕρπησιν ἡ χρόα φανεῖται, διεσπαρμένη κατὰ
πλείονα μόρια τῆς κατ' ἀρχὰς, ὡς οἶμαι. καὶ εἰ ἐπι-
βάλοι τῷ θώρακι τὴν χεῖρα πεπειραμένος ἰατρὸς ἐν δια-
γνώσει πυρετώδους θερμασίας, οὐδὲ αὐτὸν λαθεῖν ἐάσει
τὴν διάθεσιν. ἐπισκεπτέον δ' οὐχ ἥκιστα καὶ τὰ οὖρα.  
καὶ γὰρ ἀνατεταραγμένα τισὶν αὐτῶν φαίνεται καὶ ὑδατω-
δέστερα καὶ λεπτότερα πολὺ τοῦ κατὰ φύσιν ἐνίοις. ταῦτα
51

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De praesagitione ex pulsibus lib. iv


Vol. 9, p. 358, li. 16

γε ποιήσαιτο χρηστὸν, ἔτι καὶ μᾶλλον ἀναμφισβήτητα, τήν


γε ὑπόστασιν ἔχοντα λευκὴν καὶ λείαν καὶ ὁμαλήν. τοῖς δ'
ἐναιωρήμασι μάλιστα προσεκτέον τὸν νοῦν. ἔνια γὰρ αὐτῶν
ὑποπέλιδνά πως ὄντα λανθάνει, καθάπερ ἄλλα πλατείαις
ἀράχναις ἐοικότα, δίκην ἐρίων ἐπιβεβλημένων ἀλλήλαις. εἰ
μὲν οὖν τι τοιοῦτον εὑρίσκοις, ἢ ὅλως μηδὲν ἐμφερόμενον
ἐναιώρημα τοῖς οὔροις, ἐν τῇ χείρονι μερίδι ταῦτα πάντα
τίθεσο. τῶν δ' ἐναντίων φανέντων ὁποῖα διῆλθον ἀρτίως,
ἀδύνατόν ἐστιν ἐν κακῇ διαθέσει τὸν ἄνθρωπον εἶναι. ἔκ τε
οὖν τούτων διορίζεσθαι, πότερον ἀνωμαλία τίς ἐστι περὶ αὐ-
τὸν, ἢ λοιμώδης εἰσβολὴ νοσήματος ὀλεθρίου πυρετὸν ἑκτι-
κὸν ἔχοντος, ἐπί τε τοῖς μετὰ τὸ λουτρὸν, ἀπόσιτοί τε γάρ
εἰσι καὶ διψῶσι πλέον ἢ προσῆκεν, ἐπιθυμοῦσί τε ψυχροῦ.  
προσεπιθεωρεῖν δὲ ἀκριβῶς αὐτῶν προσήκει καὶ τοὺς ὀφθαλ-
μούς. ἐν γὰρ τῷ λούεσθαι μάλιστα γίνονται κατάδηλοι, θερ-
μοὶ καὶ φλογώδεις ἀποτελούμενοι, ἔνιοι δ' ἐντεῦθεν ἀρξάμε-
νοι διαμένουσιν, οὓς δὴ σαφῶς γνωριοῦμεν ὅτι λοιμώττουσι.
ἀλλὰ λοιμοῦ μὲν ὁποῖος ἡμῖν ἐγένετο καί ἐστιν ἔτι μηδέ-
ποτ' εἴη πειραθῆναι τοῖς ἀνθρώποις. εἰδέναι μέντοι χρὴ καὶ
ἄλλως γινομένους ἄνευ λοιμῶν τοὺς αὐτοὺς τούτους πυρε-
τοὺς, ὥσπερ καὶ γέγραπται περὶ αὐτῶν ἅπασι τοῖς

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De praesagitione ex pulsibus lib. iv


Vol. 9, p. 359, li. 9

κὸν ἔχοντος, ἐπί τε τοῖς μετὰ τὸ λουτρὸν, ἀπόσιτοί τε γάρ


εἰσι καὶ διψῶσι πλέον ἢ προσῆκεν, ἐπιθυμοῦσί τε ψυχροῦ.  
προσεπιθεωρεῖν δὲ ἀκριβῶς αὐτῶν προσήκει καὶ τοὺς ὀφθαλ-
μούς. ἐν γὰρ τῷ λούεσθαι μάλιστα γίνονται κατάδηλοι, θερ-
μοὶ καὶ φλογώδεις ἀποτελούμενοι, ἔνιοι δ' ἐντεῦθεν ἀρξάμε-
νοι διαμένουσιν, οὓς δὴ σαφῶς γνωριοῦμεν ὅτι λοιμώττουσι.
ἀλλὰ λοιμοῦ μὲν ὁποῖος ἡμῖν ἐγένετο καί ἐστιν ἔτι μηδέ-
ποτ' εἴη πειραθῆναι τοῖς ἀνθρώποις. εἰδέναι μέντοι χρὴ καὶ
ἄλλως γινομένους ἄνευ λοιμῶν τοὺς αὐτοὺς τούτους πυρε-
τοὺς, ὥσπερ καὶ γέγραπται περὶ αὐτῶν ἅπασι τοῖς
ἀξιολόγοις ἰατροῖς, καὶ καλοῦσί γε λοιμώδεις αὐτοὺς, ὑπὲρ ὧν
τῆς ἰδέας ἁπάσης ἐν ταῖς τῶν πυρετῶν διαφοραῖς ἐπὶ πλέον
52

εἴρηται. νυνὶ μὲν γὰρ οὐχ ὡς ἄν τις κάλλιστα διαγινώσκοι


πυρετοὺς ὁ λόγος, ἀλλ' ὡς ἂν ἐκ σφυγμοῦ κάλλιστα. καὶ
ἴσως καὶ πλείω τοῦ δέοντος εἴρηται περὶ τῶν ἀπὸ τοῦ σώμα-
τος αὐτοῦ τῆς καρδίας ἀναπτομένων πυρετῶν, αὖθις οὖν
ἀνάγωμεν ἐπὶ τοὺς σφυγμοὺς τὸν λόγον, ὅσον ὑπόλοιπόν
ἐστι τῶν ἑκτικῶν πυρετῶν ἐξηγούμενοι. γίνονται μὲν γὰρ, ὡς
εἴρηται, καὶ τῶν λοιμωδῶν οὐκ ὀλίγοι καταρχὰς εὐθέως ἑκ-
τικοὶ, διαφέροντες ἁπάντων τῶν ἄλλων πυρετῶν, οἳ ἐν
ἰσχυρᾷ σηπεδόνι. γίνονται δὲ καὶ διὰ λύπην ἐνίοτε καὶ  

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De praesagitione ex pulsibus lib. iv


Vol. 9, p. 359, li. 17

ἄλλως γινομένους ἄνευ λοιμῶν τοὺς αὐτοὺς τούτους πυρε-


τοὺς, ὥσπερ καὶ γέγραπται περὶ αὐτῶν ἅπασι τοῖς
ἀξιολόγοις ἰατροῖς, καὶ καλοῦσί γε λοιμώδεις αὐτοὺς, ὑπὲρ ὧν
τῆς ἰδέας ἁπάσης ἐν ταῖς τῶν πυρετῶν διαφοραῖς ἐπὶ πλέον
εἴρηται. νυνὶ μὲν γὰρ οὐχ ὡς ἄν τις κάλλιστα διαγινώσκοι
πυρετοὺς ὁ λόγος, ἀλλ' ὡς ἂν ἐκ σφυγμοῦ κάλλιστα. καὶ
ἴσως καὶ πλείω τοῦ δέοντος εἴρηται περὶ τῶν ἀπὸ τοῦ σώμα-
τος αὐτοῦ τῆς καρδίας ἀναπτομένων πυρετῶν, αὖθις οὖν
ἀνάγωμεν ἐπὶ τοὺς σφυγμοὺς τὸν λόγον, ὅσον ὑπόλοιπόν
ἐστι τῶν ἑκτικῶν πυρετῶν ἐξηγούμενοι. γίνονται μὲν γὰρ, ὡς
εἴρηται, καὶ τῶν λοιμωδῶν οὐκ ὀλίγοι καταρχὰς εὐθέως ἑκ-
τικοὶ, διαφέροντες ἁπάντων τῶν ἄλλων πυρετῶν, οἳ ἐν
ἰσχυρᾷ σηπεδόνι. γίνονται δὲ καὶ διὰ λύπην ἐνίοτε καὶ  
θυμὸν ἐξ ἀρχῆς ἔνιοι τῶν ἑκτικῶν. ἄλλως δ' οὐκ εἶδον γι-
γνόμενον οὐδένα πυρετὸν ἑκτικὸν εὐθέως ἀπὸ τῆς ἀρχῆς,
ἀλλ' ἐπὶ προήκοντι τῷ χρόνῳ πολλοῖς τῶν ἄλλων ἐπιγίγνον-
ται. καὶ διορίζει σαφῶς αὐτοὺς ἥ τε μόνιμος ἰσότης, εἰ καί
τινι τῶν ἄλλων ἐπιπλέκοιντο, καθάπερ ἐδείξαμεν, ὅσα τ' ἄλλα
κατὰ τὴν περὶ τῆς διαφορᾶς τῶν πυρετῶν εἴρηται πραγμα-
τείαν. ἡ δ' ἀπὸ τῶν σφυγμῶν διάγνωσις, ὡς ὀλίγον πρόσθεν
εἶπον, ἐν ἀρχῇ μὲν ἔτι καὶ περὶ τὰς πρώτας ἡμέρας

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De crisibus lib. iii (0057:


064)“Galenos. Περὶ κρίσεων”, Ed. Alexanderson, B.Göteborg: Elanders,
1967; Studia Graeca et Latina Gothoburgensia 23.Kühn Vol. 9, p. 629,
li. 1

καὶ μάλισθ' ὅταν ἱκανῶς ἄπεπτον ᾖ μεγάλην γενέσθαι μεταβολήν, ἵν'


53

ἀσφαλὴς ἐλπισθῇ κρίσις. μεγάλη δ' ἐστὶ μεταβολὴ πέπονα τελέως


οὐρῆσαί τε καὶ πτύσαι. τοιαῦτα δ' οὐχ ὑπέκειτο κατὰ τὴν ἑπτακαιδεκά-
την, ὥστ' οὐκ ἐνδέχεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἡμέραν τὸν τοιοῦτον
ἄρρωστον
ἀπαλλαγῆναι τοῦ νοσήματος ἢ καὶ κριθῆναι τελέως, ἀλλ' ἀρχεῖ μετα-
βολήν τινα ἀξιόλογον γενέσθαι. δυνήσεται γὰρ ἔν τινι τῶν ἐφεξῆς κρισί-
μων ἡ τελεία λύσις ἀπαντῆσαι.
 Ἆρ' οὖν ὑπόθεσις μόνον ἐστὶν ὁ λόγος ἢ καί τις ὦπται τοιοῦτος
ἄρρωστος; ἐμοὶ μὲν δὴ δοκεῖ ταῦτ' ἔχειν ἅπαντα τὰ νῦν εἰρημένα ὁ ἐν
τῷ τρίτῳ τῶν Ἐπιδημιῶν ὑφ' Ἱπποκράτους γεγραμμένος ὄγδοος ἀπὸ τῆς
λοιμώδους καταστάσεως. ἔχει δ' ἡ σύμπασα ῥῆσις ὧδε· “ἐν
Ἀβδήροις Ἀναξίων ὃς κατέκειτο παρὰ τὰς Θρηικίας πύλας. πυρετὸς
ὀξὺς ἔλαβε, πλευροῦ δεξιοῦ ὀδύνη ξυνεχής, βὴξ ξηρά, οὐδὲν ἔπτυε τὰς
πρώτας, διψώδης, ἄγρυπνος. οὖρα δ' εὔχροα, λεπτὰ καὶ πολλά. ἕκτῃ
παράληρος, πρὸς δὲ τὰ θερμάσματα οὐδὲν ἐνεδίδου. ἑβδόμῃ ἐπίπονος. ὅ
τε γὰρ πυρετὸς ἐπέτεινεν, οἵ τε πόνοι οὐ ξυνεδίδοσαν, αἵ τε βῆχες ἠνώ-
χλεον, δύσπνους τε ἦν. ὀγδόῃ ἀγκῶνα ἔταμον, ἐρρύη πολὺ οἷον ἔδει,
ξυνέδωκαν οἱ πόνοι. αἱ μέντοι βῆχες αἱ ξηραὶ παρείποντο. ἑνδεκάτῃ
ξυνέδωκαν οἱ πυρετοί, σμικρὰ περὶ κεφαλὴν ἵδρωσε, βῆχες καὶ τὰ ἀπὸ
πνεύμονος ὑγρότερα. ἑπτακαιδεκάτῃ ἤρξατο μικρὰ πέπονα πτύειν.  

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De methodo medendi lib. xiv (0057:


066)
“Claudii Galeni opera omnia, vol. 10”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig:
Knobloch, 1825, Repr. 1965.Vol. 10, p. 366, li. 9

ἀφείην ἐπὶ τὰς νομὰς, ὥστ' ἔχειν χρῆσθαι γάλακτι παντὶ,


παχεῖ μὲν ἐκ τῶν βοῶν, λεπτῷ δ' ἐκ τῶν ὄνων, μέσῳ δ'  
ἀμφοῖν ἐκ τῶν αἰγῶν. οἱ παλαιοὶ δὲ καὶ γυναῖκα θηλάζουσαν
ἐφίστων τοῖς τῇ φθόῃ κάμνουσι· κᾀγὼ δὲ ἀποδέχομαι τὴν
γνώμην αὐτῶν, ὅτι τε τὸ οἰκεῖον ᾑροῦντο καὶ ὅτι πρὶν ψυ-
γῆναι τῷ πέριξ ἀέρι. καί σοι τοῦτ' ἔστω μέγιστον παράγγελμα
γάλακτος χρήσεως ἐπὶ πάντων οἷς γάλακτος χρεία, αὐτίκα
πίνειν ἀμελχθὲν, τῷ ζώῳ παρεστῶτα· προσεπεμβάλλειν δὲ
καὶ μέλιτος, ὅτῳ τυροῦσθαι πέφυκεν ἐν τῇ γαστρί· εἰ δ'
ὑπελθεῖν αὐτό ποτε θᾶττον βουληθείης, καὶ ἁλῶν. ἐκεῖνος
μέν γε οὖν ὁ νεανίας ἐκ τῆς λοιμώδους νόσου κατὰ τὴν ἀρτη-
ρίαν ἕλκος ἔχων ὑγιὴς ἐγένετο καὶ ἄλλοι μετ' αὐτὸν ὁμοίως.
ἑτέρῳ δὲ μειρακίῳ περὶ ἔτος ὀκτωκαιδέκατον ἐκ κατάῤῥου
πλείοσιν ἡμέραις γενομένου τὰ μὲν πρῶτα μετὰ βη-
χὸς αἷμα θερμὸν εὐανθὲς οὐ πολὺ, μετὰ δὲ ταῦτα ἀνεπτύ-
σθη τι καὶ τοῦ χιτῶνος αὐτοῦ μέρος, ὃς ὑπαλείφων ἔνδοθεν
54

τὴν ἀρτηρίαν εἰς τὴν φάρυγγά τε καὶ τὸ στόμα διὰ τοῦ


λάρυγγος ἀνεφέρετο. ἐδόκει δέ μοι τῷ τε πάχει τεκμαιρο-
μένῳ καὶ τῇ τοῦ κάμνοντος αἰσθήσει τοῦ λάρυγγος ὑπάρ-
χειν τὸ ἔνδοθεν σῶμα· καὶ μέντοι καὶ ἐβλάβη τοὐντεῦθεν  
εἰς τὴν φωνὴν ὁ ἄνθρωπος· ἀλλὰ καὶ οὕτως ἐν χρόνῳ μὲν

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De methodo medendi lib. xiv


Vol. 10, p. 733, li. 15

σης τρόπον· οὐ μὴν ἐκρυήσεταί γε αὐτῶν οὐδεμία τηκεδὼν


αἰσθητή. ταῦτ' οὖν γινώσκοντί σοι καὶ ἡ τῶν συντηκτικῶν
πυρετῶν ἐπιμέλεια κατὰ τὰς αὐτὰς γινέσθω μεθόδους
ἐπί τε ψυχροῦ δόσιν ὅτι τάχιστα παραγιγνομένῳ καὶ διὰ
τῶν ὑγραινόντων καὶ ψυχόντων τρέφοντι. μελίκρατον δ'
οἰομένῳ πολεμιώτατον εἶναι, ᾧ μάλισθ' ὁρᾷς χρωμένους ἐπὶ
τῶν τοιούτων πυρετῶν τοὺς πλείστους τῶν ἰατρῶν. ἀλλὰ
περὶ μὲν τῶν συντηκόντων πυρετῶν αὖθις ἐξέσται διελθεῖν,
ὥσπερ γε καὶ περὶ τῶν ἐν λοιμοῖς πυρετῶν ἑκτικῶν, οἷος ὁ
νῦν ἐπιδημῶν ἐστιν, εἰρήσεται γὰρ περὶ τοῦδε κατὰ τοὺς λοι-
μώδεις πυρετούς. τῶν δ' ἄλλων ἑκτικῶν καὶ μαρασμωδῶν
αὐτάρκως εἰρῆσθαι νομίζω τὴν μέθοδον τῆς ἰάσεως.  

ΓΑΛΗΝΟΥ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ     ΒΙΒΛΙΟΝ Λ.

 Τῶν δ' ἐπὶ χυμοῖς σηπομένοις ἀναπτομέ-


νων πυρετῶν οἱ πρῶτοι μὲν εἴρηνται σκοποὶ πρόσθεν ἡνίκα
ἐδείκνυον ὅπως ἐγχωρεῖ καὶ δύο καὶ τρεῖς αὐτοὺς ποιῆσαι,
κᾂν εἰ βουληθείημεν ἕνα. νυνὶ δ' ὥσπερ ἐπὶ τῶν ἄλλων πυρε-
τῶν ἐκ τῆς τῶν πρώτων γενῶν τομῆς ἄχρι τῶν ἐσχάτων
εἰδῶν ἀφικόμεθα τέμνοντες, οὕτω πρᾶξαι πειραθῶμεν κᾀπὶ
τῆς προκειμένης διαφορᾶς, ἐκεῖνο πρότερον ἀναμνήσαντες ὃ

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De simplicium medicamentorum


temperamentis ac facultatibus lib. xi (0057: 075)“Claudii Galeni opera
omnia, vols. 11–12”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1826, Repr.
1965.Vol. 12, p. 191, li. 17

οῦντας συνεχῶς. ἐν δὲ τῷ μεγάλῳ τούτῳ λοιμῷ παραπλησίῳ


τὴν ἰδέαν ὄντι τῷ κατὰ Θουκυδίδην γενομένῳ πάντες οἱ
πιόντες τούτου τοῦ φαρμάκου διὰ ταχέων ἐθεραπεύθησαν,
55

ὅσους δ' οὐδὲν ὤνησεν ἀπέθανον πάντες, οὐδ' ὑπ' ἄλ-


λου τινὸς ὠφελήθησαν, ᾧ καὶ δῆλον ὅτι μόνους τοὺς ἀνιά-
τως ἔχοντας οὐκ ὠφέλησε. πίνεται δὲ μετ' οἴνου λεπτοῦ τὴν
σύστασιν, κεραμένου μετρίως μὲν, εἰ ἀπύρετος εἴη παντάπα-
σιν ὁ ἄνθρωπος ἢ βραχὺ πυρεταίνοι, πάνυ δ' ὑδαροῦς, εἰ
πυρέττοι μειζόνως. οὐ μὴν οὐδὲ σφοδροὶ κατὰ τὴν θερμα-
σίαν εἰσὶν οἱ λοιμώδεις πυρετοί. περὶ δὲ τῶν ξηρανθῆναι
δεομένων ἑλκῶν τί δεῖ καὶ λέγειν ὁπηλίκην ἔχει δύναμιν ἡ  
Ἀρμενικὴ βῶλος αὕτη; καλεῖν δ' ἔξεστί σοι, καθάπερ ἔφην,
καὶ λίθον αὐτὴν, ὡς ὁ δοὺς ὠνόμαζεν, καὶ γῆν, ὡς ἂν ἐγὼ
φαίην, ἐπειδὴ καὶ τέγγεται τοῖς ὑγροῖς.
 Περὶ λίθων. [αʹ. Περὶ ἐνεργουσῶν ποιο-
τήτων τῶν λίθων.] Τῶν αὐτοφυῶν σωμάτων εἰσὶ καὶ αἱ
λίθοι, διαφέρουσαι τῆς συνήθως ὀνομαζομένης γῆς τῷ μὴ
τέγγεσθαι. δυνάμεις δ' ἔχουσι τὰς μὲν κατὰ τὴν ἰδιότητα
τῆς ὅλης οὐσίας, τὰς δὲ κατὰ τὰς δραστικὰς ποιότητας. ὅπως
δ' ἀλλήλων διαφέρει ταῦτα πρόσθεν εἴρηται.

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De simplicium medicamentorum


temperamentis ac facultatibus lib. xi Vol. 12, p. 285, li. 6

ἧττον δὲ τὸ τῶν ψυχροτέρων. περὶ ἀνθρωπείου οὔρου. ἀν-


θρώπου δὲ οὖρον ἁπάντων τῶν ἄλλων οὔρων σχεδόν ἐστιν
ἀσθενέστατον, ὅτι μὴ τῶν ἡμέρων ὑῶν, ὧν ἐκτέμνουσι τοὺς
ὄρχεις. ἐκείνων γὰρ ἥ τε κρᾶσις ὅλου τοῦ σώματος ὁμοία
τῇ τῶν ἀνθρώπων ἐστὶν τό τ' οὖρον ὡσαύτως ἀσθενές.  
ἰσχυρὸν δὲ καὶ τῶν ἐν τοῖς ὄρεσι κάπρων, ὡς καὶ διὰ τῆς
ὀσμῆς φαίνεται δριμυτάτης οὔσης. κᾀπὶ τῶν ἄλλων δὲ ζώων
ἁπάντων ἔνεστί σοι διὰ τῆς ὀσμῆς γνωρίζειν τὴν δύναμιν
αὐτοῦ. τὸ μὲν γὰρ γεύεσθαι τῶν οὔρων ἐκείνων βδελυρώτα-
τον, ὅπου καὶ τὸ τῶν παίδων οὖρον οὐχ ὑπέμεινέ τις ἀνὴρ
ἀξιόλογος ἤθει καὶ βίῳ πιεῖν, ὁπότε λοιμωδῶς ἐνόσησεν ἐν
Συρίᾳ, καθ' ἣν πολλοὶ πεπωκότες οὖρόν τινες καὶ παίδων
καὶ ἀνδρῶν ἐδόκουν ἐκ τούτου διασεσῶσθαι. ῥυπτικῆς μὲν
οὖν δυνάμεως εἴπερ τι καὶ ἄλλο τὸ τῶν ἀνθρώπων ἐστὶν
οὖρον, ὡς δηλοῦσι πολλοὶ καὶ οἱ γναφεῖς, τὰ ῥυπαρὰ τῶν
ἀμφιεσμάτων ἐκκαθαίροντές τε καὶ ἀποῤῥύπτοντες ἡμῖν αὐ-
τῷ. ταύτην δὲ τὴν δύναμιν αὐτοῦ καὶ οἱ ἰατροὶ θεασάμε-
νοι ψώραν καὶ λέπραν ἀποσμήχουσί τε καὶ καταντλοῦσιν
τῶν ἑλκῶν τὰ πολλῆς ὑγρότητος μεστὰ καὶ ῥύπου καὶ ἀκα-
θαρσίας, καὶ πολύ γε μᾶλλον ὅταν ἔχῃ τι σηπεδονῶδες. ἀλλὰ
καὶ τοῖς αἰδοίοις, ὅταν οὕτω πάσχῃ, τὸ οὖρον ἐνίασιν καὶ
56

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De compositione medicamentorum


secundum locos lib. x (0057: 076)“Claudii Galeni opera omnia, vols.
12–13”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 12:1826; 13:1827, Repr.
1965.Vol. 13, p. 196, li. 12

πολυειδεῖς ἄλλαι ποιότητές τε καὶ συστάσεις, ὥσπερ


ἀπὸ τῆς γαστρὸς ἀπεπτούσης. ἀλλ' ἐν μὲν τῇ γαστρὶ τῶν
σιτίων αὐτῶν αἱ διαφοραὶ σαφῶς φαίνονται, κατὰ δὲ τὸ
ἧπαρ τῆς ἀναδοθείσης τροφῆς μιγνυμένης τῷ προϋπάρχοντι
κατὰ τὸ σπλάγχνον αἵματι. συνδιαφθείρεται γὰρ ἐν τῷ χρόνῳ
καὶ τοῦτο τῇ μὴ πεφθείσῃ κατ' αὐτὸ τροφῇ. θερμῆς μὲν
οὖν κατὰ τὸ σπλάγχνον τῆς δυσκρασίας οὔσης αἱ συντήξεις
γίνονται, πρῶτον μὲν τῶν χυμῶν, εἶτα καὶ τῆς σαρκὸς αὐ-
τῆς τοῦ ἥπατος, καὶ κενοῦται διὰ τῆς γαστρὸς δυσώδης
πάνυ χολὴ παχεῖα καὶ κατακορὴς τῇ χροιᾷ, καθάπερ ἐν τοῖς
λοιμώδεσι πυρετοῖς. ψυχρᾶς δὲ δυσκρασίας οὔσης οὔτε συνε-
χεῖς ἐκκρίσεις οὔτε πολλαὶ γίνονται. χρονίζει δὲ τὸ πάθος
καὶ δι' ἡμερῶν τινων καταῤῥήσσει ἡ γαστὴρ αὐτοῖς ἀθρο-
ώτερον, οὔθ' ὁμοίαν ἐχόντων τὴν δυσωδίαν τοῖς διὰ θερ-
μότητα συντακεῖσιν οὔθ' ὁμοίαν τὴν χρόαν ἢ τὴν σύστασιν,
ἀλλ' ἧττόν τε δυσώδη διαχωρεῖται τούτοις, ἰδέαν τε
σεσηπότος αἵματος, οὐ συντετηκυίας ἔχοντα σαρκὸς, ἐνίοτε  
δ' ἄν σοι τὸ διαχωρούμενον οἷον αἷμα μέλαν εἶναι φανείη,
θεωροῦντι δὲ ἀκριβῶς οὔτε αἷμα μέλαν ἐστὶν οὔτε θρόμ-
βος, ἀλλ' οἷον ἰλύς τις αἵματος παχέος ἐγγὺς τῇ μελαίνῃ
χολῇ, καὶ πλείω γε καὶ δύσκριτα χρώματα κατὰ τὴν

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis de natura hominis


librum commentarii iii (0057: 085)“Galeni in Hippocratis de natura
hominis commentaria tria”, Ed. Mewaldt, J.Leipzig: Teubner, 1914;
Corpus medicorum Graecorum, vol. 5.9.1.Kühn Vol. 15, p. 10, li. 5

ἀνθρώπου βιβλίον οὐκ εἶναι τῶν γνησίωνἹπποκράτους, ἀλλ', ὡς


αὐτοὶ καλεῖν εἰώθασι, νόθον, ἀπατηθέντες ἐκ τῶν ἐν αὐτῷ
διεσκευασμένων
τε καὶ παρεγγεγραμμένων, ὑπὲρ ὧν ἐπὶ πλέον μὲν ἐν αὐτοῖς τούτοις
ἐπιδείξω τοῖς ὑπομνήμασιν, ἀρκεῖ δὲ νῦν ἐρεῖν, ὅσα κἀν τῷ Περὶ τῶν
γνησίων τε καὶ νόθων Ἱπποκράτους συγγραμμάτων ὑπομνήματι εἴρηται,
κατὰ λέξιν οὕτως ἔχοντα· “τούτου τοῦ βιβλίου τὸ μὲν κατὰ τὸΑ
γράμμα μέρος τὸ πρῶτον εἰςς καὶμ στίχους ἐξήκει, | δεικνύον ἐκ θερ-
57

μοῦ καὶ ψυχροῦ καὶ ξηροῦ καὶ ὑγροῦ τὰ τῶν ζῴων σώματα γεγονέναι
μετὰ τοῦ καὶ διδάξαι περὶ τῆς τῶν χυμῶν φύσεως· τὸ δὲ ἀπὸ τοῦδε
ποικίλον τοῦτό ἐστιν· τὸ μὲν γὰρ πρῶτον αὐτοῦ μέρος διακρίνει τὰς
σποραδικὰς ὀνομαζομένας νόσους ἀπὸ τῶν ἐπιδημίων τε καὶ λοιμωδῶν
ἰδίαν τε θεραπείαν ἑκατέρου τοῦ γένους ἐν τῷ καθόλου διδάσκει, τὸ
δὲ μετ' αὐτὸ φλεβῶν ἀνατομὴν διέρχεται, κἄπειτα περὶ νοσημάτων ἐστὶ  
ποικίλη διδασκαλία· καὶ μετ' αὐτὴν ὑγιεινὴ δίαιτα πρὸς ἰδιώτας γεγραμ-
μένη, κἄπειθ' ἑξῆς ὅπως ἄν τις τοὺς παχυτέρους ἀνθρώπους λεπτύ-
νειεν ἢ τοὺς λεπτοτέρους σαρκώσειεν, οἷς ἔζευκται διδασκαλία περὶ ἐμέ-
των, εἶτά τις ὑπογραφὴ διὰ βραχέων διαίτης παιδίων καὶ μετὰ ταύτην
γυναικῶν, εἶτα τῶν γυμναζομένων, εἶτ' ἐπὶ τέλει πρόσκειται διὰ στίχων
ὡς δέκα περὶ τῶν ἐγκεφάλου νόσων εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχε προσερριμμένον.
εὔδηλον οὖν ὅτι τὸ μὲν ὅλον βιβλίον ἐκ πολλῶν διεσκεύασται καὶ σύγ-
κειται σχεδὸν εἰς ἑξακοσίους στίχους ἢ βραχύ τι ἧττον ἐκτεταμένον.

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis de victu acutorum


commentaria iv (0057: 087)
“Galeni in Hippocratis de victu acutorum commentaria iv”, Ed.
Helmreich, G.
Leipzig: Teubner, 1914; Corpus medicorum Graecorum, vol. 5.9.1.
Kühn Vol. 15, p. 429, li. 1

μεθόδου βιβλίων, εἴρηται δὲ κἀν τῷ Περὶ τῶν καθ' Ἱπποκράτην στοι-


χείων ἐπ' ὀλίγον, ἐν συντόμῳ δὲ λόγῳ Περὶ τῆς τῶν νοσημάτων δια-
φορᾶς ἓν ἔχεις ὑπόμνημα ἡμέτερον. νυνὶ δ' ἀκολουθεῖν προσήκει ταῖς
ῥήσεσιν· οὗτος γὰρ ὁ σκοπὸς τῆς ἐξηγήσεως, ὡς, εἴ γέ τις ἐν ταῖς
ἐξηγήσεσι τὰς ἀποδείξεις γράφοι, μακρὸν ἀνύσας λόγον, ἕνεκα τῆς τῶν
νοσημάτων ἰάσεως, τὸ κυριώτατον ἀφεὶς ἔσται μέρος ὅ τί περ ἂν εἰς
τὴν ἴασιν τῶν ὀλεθριωτάτων νοσημάτων διαφέρῃ. τὸ μὲν οὖν κεφά-
λαιον τῆς προκειμένης ῥήσεως τοῦτ' ἔστι, τὰ δὲ κατὰ μέρος τῆς λέξεως
ἐφεξῆς δίειμι. |
      
Ὅταν γὰρ μὴ λοιμώδεος νούσου τρό-
πος τις κοινὸς ἐπιδημήσῃ, ἀλλὰ σποράδες ἔωσιν αἱ νοῦσοι καὶ
παραπλήσιοι, ὑπὸ τούτων τῶν νοσημάτων ἀποθνῄσκουσι
πλείους ἢ ὑπὸ τῶν ἄλλων τῶν συμπάντων.
      
 Δηλοῖ διὰ τοῦ λόγου τούτου τὰ μέν τινα πολλοῖς γίνεσθαι νοσή-
58

ματα καθ' ἕνα χρόνον, ἅπερ ὅταν μὲν ὀλέθρια γένηται, λοιμὸν ὀνο-
μάζουσιν, ὅταν δ' ἐπιεικέστερα, ἑτέρᾳ τινὶ προσηγορίᾳ δηλοῦσιν ἐπί-
δημα καλοῦντες· ὥστ' εἶναι τὸ μὲν ἐπίδημον Νόσημα τὸ κατὰ χρόνον
τινὰ πλεονάσαν ἔν τινι χωρίῳ, τὸν δὲ λοιμὸν ἐπιδημίαν ὀλέθριον. ἔστι  
δὲ καὶ ἄλλο γένος νοσημάτων κοινὸν πολλοῖς, τὰ ἔνδημα καλούμενα.

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis de victu acutorum


commentaria iv Kühn Vol. 15, p. 430, li. 4

δημα καλοῦντες· ὥστ' εἶναι τὸ μὲν ἐπίδημον Νόσημα τὸ κατὰ χρόνον


τινὰ πλεονάσαν ἔν τινι χωρίῳ, τὸν δὲ λοιμὸν ἐπιδημίαν ὀλέθριον. ἔστι  
δὲ καὶ ἄλλο γένος νοσημάτων κοινὸν πολλοῖς, τὰ ἔνδημα καλούμενα.
τούτοις δ' ἀντίκεινται πᾶσιν αἱσποράδες νόσοι, διαφερόντως ἐνοχλοῦσαι
τοὺς νοσοῦντας, οὐ κατὰ τὸν κοινὸν τρόπον συνιστάμεναι.
 τί ποτ' οὖν ἐστι τὸ λεγόμενον ὑπ' αὐτοῦἀλλὰ σποράδες
ἔωσιν αἱ νοῦσοι καὶ παραπλήσιοι; τοὐναντίον | γὰρ ἐχρῆν εἰρῆσθαι
καὶ μὴ παραπλησίας αὐτὰς ἀλλήλαις ὑπάρχειν, ὅπερ ἔστι μὴ ὁμοίας, εἴ
γε τῇ τῶν νοσημάτων ὁμοιότητι τὸ ἔνδημον καὶ τὸ ἐπίδημον καὶ τὸ
λοιμῶδες ἐκρίνετο. δυοῖν οὖν θάτερον, ἢ βελτίονα νομιστέον τὴν τοι-
αύτην γραφὴνἀλλὰ σποράδες ἔωσιν αἱ νοῦσοι καὶ μὴ παρα-
πλήσιοι, ἢ παραπλησίας αὐτὰς εἰρῆσθαι χρὴ δοκεῖν οὐκ ἀλλήλαις,
ἀλλὰ ταῖς ἔμπροσθεν εἰρημέναις, τουτέστι ταῖς συνήθεσιν, ἐπειδὴ
σπανιώ-
τερον μὲν ἐπίδημά τε καὶ λοιμικὰ γίνεται νοσήματα, τὰ δ' ὑπ' αὐτοῦ
καλούμενα σποραδικὰ συνήθως· ὑπὲρ ὧν καὶ νῦν ὁ λόγος αὐτῷ γενή-
σεται, καθάπερ ὑπὲρ τῶν ἐπιδήμων μὲν ἐν τοῖς τῶν Ἐπιδημιῶν βι-
βλίοις, τῶν ἐνδήμων δὲ κατὰ τὸ Περὶ ὑδάτων καὶ ἀέρων καὶ τόπων.
ἴδιον δὲ οὐδὲν ἐξαίρετον ἐποίησε σύγγραμμα περὶλοιμωδῶν, ἐπειδὴ
τῶν ἐπιδήμων ἓν ὑπάρχον αὐτὸ δι' ἐκείνων ἐδίδαξεν.
      

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis de victu acutorum


commentaria iv
Kühn Vol. 15, p. 430, li. 12

καὶ μὴ παραπλησίας αὐτὰς ἀλλήλαις ὑπάρχειν, ὅπερ ἔστι μὴ ὁμοίας, εἴ


γε τῇ τῶν νοσημάτων ὁμοιότητι τὸ ἔνδημον καὶ τὸ ἐπίδημον καὶ τὸ
λοιμῶδες ἐκρίνετο. δυοῖν οὖν θάτερον, ἢ βελτίονα νομιστέον τὴν τοι-
αύτην γραφὴνἀλλὰ σποράδες ἔωσιν αἱ νοῦσοι καὶ μὴ παρα-
πλήσιοι, ἢ παραπλησίας αὐτὰς εἰρῆσθαι χρὴ δοκεῖν οὐκ ἀλλήλαις,
ἀλλὰ ταῖς ἔμπροσθεν εἰρημέναις, τουτέστι ταῖς συνήθεσιν, ἐπειδὴ
59

σπανιώ-
τερον μὲν ἐπίδημά τε καὶ λοιμικὰ γίνεται νοσήματα, τὰ δ' ὑπ' αὐτοῦ
καλούμενα σποραδικὰ συνήθως· ὑπὲρ ὧν καὶ νῦν ὁ λόγος αὐτῷ γενή-
σεται, καθάπερ ὑπὲρ τῶν ἐπιδήμων μὲν ἐν τοῖς τῶν Ἐπιδημιῶν βι-
βλίοις, τῶν ἐνδήμων δὲ κατὰ τὸ Περὶ ὑδάτων καὶ ἀέρων καὶ τόπων.
ἴδιον δὲ οὐδὲν ἐξαίρετον ἐποίησε σύγγραμμα περὶλοιμωδῶν, ἐπειδὴ
τῶν ἐπιδήμων ἓν ὑπάρχον αὐτὸ δι' ἐκείνων ἐδίδαξεν.       
Οἱ μὲν οὖν ἰδιῶται οὐ κάρτα γινώ-
σκουσι τοὺς ἐς ταῦτα διαφέροντας τῶν πέλας. |       
 Τοὺς εἰς ταῦτα τὰ νοσήματα διαφέροντας τῶν πέλας ἰατροὺς οὐ
πάντῃ γινώσκειν τοὺς ἰδιώτας φησίν· δῆλον δ', ὅτι τὰ ὀξέα λέγει, περὶ
ὧν προειρήκει.       

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis prorrheticum i


commentaria iii (0057: 088)“Galeni in Hippocratis prorrheticum I
commentaria iii”, Ed. Diels, H.Leipzig: Teubner, 1915; Corpus
medicorum Graecorum, vol. 5.9.2.Kühn Vol. 16, p. 551, li. 10

      
 Οὐκ ‘αὐτοὶψόφου καθαπτόμενοι‘ βέλτιον ἦν εἰπεῖν, ἀλλ' ‘ὧν ὁ
ψόφος καθάπτεται’. τὸ μέντοι λεγόμενον ἀληθές ἐστιν· ὑπὸ γὰρ τῶν
ψόφων θορυβοῦνται παραπλησίως τοῖς δειλοῖς, ὅταν ἐξαίφνης ἀκούσωσι
μεγάλης βροντῆς ἢ θηρίον τι θεάσωνται πλησίον. ἀλλὰ καὶβραχυπόται
πάντες εἰσὶν οἱ φρενιτικοί, καίτοι διάθεσιν ἔχοντες θερμὴν καὶ ξηράν,
ὥστε καὶ τὴν γλῶτταν ἔχειν διὰ τὴν πολλὴν ξηρότητα τραχεῖαν. ἐδί-
δαξε δὲ ὁἹπποκράτης ἡμᾶς, ὅτι τούτοις ἡ γνώμη νοσεῖ, κατὰ τὸν
Ἀφορισμόν, ἐν ᾧ φησιν· “ὁκόσοι πονέοντές τι τοῦ σώματος τὰ πολλὰ
τῶν πόνων μὴ αἰσθάνονται, τουτέοισιν ἡ γνώμη νοσεῖ”. καὶ μέντοι κἀν
τῷ τρίτῳ τῶν Ἐπιδημιῶν ἐν τῇ λοιμώδει καταστάσει περὶ τῶν φρενι-
τικῶν αὐτὸς εἶπεν· “ἄδιψοι δὲ οὗτοι πάνυ ἦσαν”. τρομώδεις δὲ οὐ πάν-
τες ἐγίνοντο οἱ φρενιτικοί, ἀλλ' οἱ χείριστα διακείμενοι, καθάπερ εἴρηται
καὶ πρόσθεν. ἔνιοι δὲβραχυπόπται γράψαντες ἀξιοῦσιν ἀκούειν τοὺς
ὑποτοπουμένους τὰ βραχύτατα· καὶ τοῦτο μαρτυρεῖν φασι τὸψόφου
καθαπτό|μενοι, τουτέστι ταραττόμενοι διὰ τὸ καὶ βραχύτατα ὑπο-
τοπεῖσθαι, τουτέστιν ὑποπτεύειν.  

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum primum


epidemiarum commentarii iii (0057: 089)“Galeni in Hippocratis
epidemiarum librum i commentaria iii”, Ed. Wenkebach, E.Leipzig:
60

Teubner, 1934; Corpus medicorum Graecorum, vol. 5.10.1.Kühn Vol.


17a, p. 11, li. 11

ἐπιχώριά ἐστι, καὶ χωρίς, ἤν τι κοινὸν κατάσχηι ἐκ μεταβολῆς.” καὶ


κατωτέρω πάλιν· “τοῦτο μὲν τὸ Νόσημα αὐτέοισι σύντροφόν ἐστι καὶ
θέρεος καὶ χειμῶνος.” ἀλλὰ μηδὲ τοῦτό σε παρέλθηι ἐν ταῖς προ-
γεγραμμέναις ῥήσεσιν εἰρημένον ἐν ἄλλοις τέ τισι τῶν Ἱπποκράτους,]
καὶ τοίνυν τὰ μὲν ἔνδημα νοσήματά ἐστιν, ὅσα πλεονάζει διὰ παν-
τὸς ἔν τινι χώρᾳ, [ἅπερ δὴ καὶ ἔνδημα προσαγορεύεται,] τῶν κοι-
νῶν πολλοῖς ὄντα καὶ αὐτά, καθάπερ καὶ ὁ Λοιμός. ἔστι γὰρ καὶ
οὗτος ἐκ τῶν κοινῶν νοσημάτων, ὡς αὐτὸς αὖ καὶ περὶ τοῦδε σαφῶς
ἐδήλωσεν ἐν τῷ Περὶ διαίτης ὀξέων, [ὧδέ πως εἰπών· “ὅταν γὰρ μὴ
λοιμῶδες νόσου τρόπος τις κοινὸς ἐπιδημήσηι, ἀλλὰ σποράδες ὦσιν αἱ
νοῦσοι καὶ μὴ παραπλήσιαι αὐτέοισιν, ὑπὸ τούτων τῶν νοσημάτων οἱ
πλείους ἀπόλλυνται ἢ ὑπὸ τῶν ἄλλων τῶν συμπάντων.” δῆλον
οὖν] ὡς ἐκ τοῦ γένους τῶνἐπιδημίων νοσημάτων, ὅσα κακο-
ηθέστατα γίνεται καὶ λοιμώδη καλεῖται· τὸ δὲ τῶνἐπιδημίων ἐκ
τοῦ τῶν πανδήμων τε καὶ παγκοίνων γένους ἐστίν, ὃ ταῖς σποράδεσι
νόσοις ἀντιδιαιρεῖται· ταῦτα μὲν οὕτως αὐτὸςδιεῖλε καὶ ὠνόμασεν,
τοὺς λοιμοὺς | δὲ πάντες ἄνθρωποι καλοῦσί τε καὶ γινώσκουσιν ὄντας
ὀλέθρια νοσήματα καὶ πέμπουσί γε πολλάκις εἰς θεοὺς περὶ τῆς ἰάσεως
αὐτῶν πυνθανόμενοι. [οὐ μόνον δὲ ἐνταῦθα τὸ ἐπιδημήσειν γέγραφεν,  
ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ Προγνωστικόν, ἐν ᾧ φησι· “χρὴ δὲ καὶ τὰς φορὰς

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum primum


epidemiarum commentarii iii Kühn Vol. 17a, p. 11, li. 15

γεγραμμέναις ῥήσεσιν εἰρημένον ἐν ἄλλοις τέ τισι τῶν Ἱπποκράτους,]


καὶ τοίνυν τὰ μὲν ἔνδημα νοσήματά ἐστιν, ὅσα πλεονάζει διὰ παν-
τὸς ἔν τινι χώρᾳ, [ἅπερ δὴ καὶ ἔνδημα προσαγορεύεται,] τῶν κοι-
νῶν πολλοῖς ὄντα καὶ αὐτά, καθάπερ καὶ ὁ Λοιμός. ἔστι γὰρ καὶ
οὗτος ἐκ τῶν κοινῶν νοσημάτων, ὡς αὐτὸς αὖ καὶ περὶ τοῦδε σαφῶς
ἐδήλωσεν ἐν τῷ Περὶ διαίτης ὀξέων, [ὧδέ πως εἰπών· “ὅταν γὰρ μὴ
λοιμῶδες νόσου τρόπος τις κοινὸς ἐπιδημήσηι, ἀλλὰ σποράδες ὦσιν αἱ
νοῦσοι καὶ μὴ παραπλήσιαι αὐτέοισιν, ὑπὸ τούτων τῶν νοσημάτων οἱ
πλείους ἀπόλλυνται ἢ ὑπὸ τῶν ἄλλων τῶν συμπάντων.” δῆλον
οὖν] ὡς ἐκ τοῦ γένους τῶνἐπιδημίων νοσημάτων, ὅσα κακο-
ηθέστατα γίνεται καὶ λοιμώδη καλεῖται· τὸ δὲ τῶνἐπιδημίων ἐκ
τοῦ τῶν πανδήμων τε καὶ παγκοίνων γένους ἐστίν, ὃ ταῖς σποράδεσι
νόσοις ἀντιδιαιρεῖται· ταῦτα μὲν οὕτως αὐτὸςδιεῖλε καὶ ὠνόμασεν,
τοὺς λοιμοὺς | δὲ πάντες ἄνθρωποι καλοῦσί τε καὶ γινώσκουσιν ὄντας
61

ὀλέθρια νοσήματα καὶ πέμπουσί γε πολλάκις εἰς θεοὺς περὶ τῆς ἰάσεως
αὐτῶν πυνθανόμενοι. [οὐ μόνον δὲ ἐνταῦθα τὸ ἐπιδημήσειν γέγραφεν,  
ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ Προγνωστικόν, ἐν ᾧ φησι· “χρὴ δὲ καὶ τὰς φορὰς
τῶν νοσημάτων τῶν ἀεὶ ἐπιδημεόντων ταχέως ἐνθυμέεσθαι καὶ μὴ
λανθάνειν τῆς τε ὥρης τὴν κατάστασιν.” ἐν αὐτοῖς δὲ τοῖς τῶν Ἐπι-
δημιῶν ποτὲ μέν ἐστιν ἀκοῦσαι λέγοντος αὐτοῦ· “ἐπεδήμησαν δὲ καὶ
δυσεντερίαι κατὰ θέρος πολλαί·” ποτὲ δὲ “καὶ ἄλλαι πυρετῶν

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum primum


epidemiarum commentarii iii Kühn Vol. 17a, p. 13, li. 3

μησαν ἰδέαι”. “καὶ γὰρ ἄλλοις τὸ Νόσημα ἐπιδήμιον ἦν.”]


 γέγραπται δὲ τοῦτο τοὔνομα τὸ “ἐπίδημον“ ἐν τισὶ μὲν τῶν
ἀντιγράφων διὰ τεσσάρων συλλαβῶν, τῆς τελευταίας ἐκ τοῦ μ καὶ ο
καὶ ν συνεστηκυίας, ἐν τισὶ δὲ διὰ πέντε, διά τε τοῦ μ καὶ ι κἄπειτα
καθ' ἑτέραν συλλαβὴν τὴν τελευταίαν τοῦ ο καὶ ν. μεμνῆσθαιδὲ
χρὴ τούτων εἰςτὸ τὰ μέλλοντα λέγεσθαι γιγνώσκειν, ὡς ἔνια μὲν
τῶν νοσημάτων κοινῇ πολλοὺς καταλαμβάνει, ἃ δὴ λέγεται κοινά,
ἔνια δ' ἕκαστον ἰδίᾳ, τὰ σποραδικὰ προσαγορευόμενα. τῶν δὲ κοινῶν
τὰ μὲν ἔνδημά [τε] ἐστι, | τὰ δὲἐπίδημά τε καὶἐπιδήμια, διὰ
τεττάρων ἢ πέντε συλλαβῶν, ὡς εἴρηται, γραφόμενα καὶ λεγόμενα.
τούτων δὲ τὰ χαλεπώτατα λοιμώδη καλεῖται, τὴν αἰτίαν ἐκ τῆς περὶ
τὸν ἀέρα καταστάσεως ἔχοντα καὶ αὐτά, καθάπερ ὅλον τὸ γένος τῶν
ἐπιδημίων νοσημάτων. γέγραφε δὲκατὰ τοῦτο τὸ βιβλίον καὶ
λοιμώδεις τινὰς καταστάσεις, ὥσπερ καὶ τὴν ἐν τῷ τρίτῳ[, διότι καὶ
τῷ γένει ὁ λοιμὸςἐπιδήμιόν ἐστι Νόσημα].
 ταῦτα μὲν οὖν ἄμεινόν ἐστι διωρίσθαιπρὸ τῆς μελλούσης ἔσε-
σθαι τῶν κατὰ μέρος ἐξηγήσεως. μετὰ ταῦτα δὲ εἰς ἐκείνην ἤδη τρέ-
ψομαι, τοσοῦτον ἔτι προειπών, ὅπερ καὶ ἐνἄλλοις πολλοῖς τῶν
ὑπ' ἐμοῦ γεγραμμένων βιβλίων εἰρῆσθαι φθάνει, προτρέποντός μου
γυμνάζεσθαι τοὺς ἐκμαθεῖν θέλοντας τὴν ἰατρικὴν τέχνην ἐν τοῖς κατὰ
μέρος αἰσθητοῖς, ὡς διαγινώσκειν αὐτούς, ἃ καθόλου προμεμαθήκασιν.

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum primum


epidemiarum commentarii iii Kühn Vol. 17a, p. 13, li. 6

καὶ ν συνεστηκυίας, ἐν τισὶ δὲ διὰ πέντε, διά τε τοῦ μ καὶ ι κἄπειτα


καθ' ἑτέραν συλλαβὴν τὴν τελευταίαν τοῦ ο καὶ ν. μεμνῆσθαιδὲ
χρὴ τούτων εἰςτὸ τὰ μέλλοντα λέγεσθαι γιγνώσκειν, ὡς ἔνια μὲν
τῶν νοσημάτων κοινῇ πολλοὺς καταλαμβάνει, ἃ δὴ λέγεται κοινά,
62

ἔνια δ' ἕκαστον ἰδίᾳ, τὰ σποραδικὰ προσαγορευόμενα. τῶν δὲ κοινῶν


τὰ μὲν ἔνδημά [τε] ἐστι, | τὰ δὲἐπίδημά τε καὶἐπιδήμια, διὰ
τεττάρων ἢ πέντε συλλαβῶν, ὡς εἴρηται, γραφόμενα καὶ λεγόμενα.
τούτων δὲ τὰ χαλεπώτατα λοιμώδη καλεῖται, τὴν αἰτίαν ἐκ τῆς περὶ
τὸν ἀέρα καταστάσεως ἔχοντα καὶ αὐτά, καθάπερ ὅλον τὸ γένος τῶν
ἐπιδημίων νοσημάτων. γέγραφε δὲκατὰ τοῦτο τὸ βιβλίον καὶ
λοιμώδεις τινὰς καταστάσεις, ὥσπερ καὶ τὴν ἐν τῷ τρίτῳ[, διότι καὶ
τῷ γένει ὁ λοιμὸςἐπιδήμιόν ἐστι Νόσημα].
 ταῦτα μὲν οὖν ἄμεινόν ἐστι διωρίσθαιπρὸ τῆς μελλούσης ἔσε-
σθαι τῶν κατὰ μέρος ἐξηγήσεως. μετὰ ταῦτα δὲ εἰς ἐκείνην ἤδη τρέ-
ψομαι, τοσοῦτον ἔτι προειπών, ὅπερ καὶ ἐνἄλλοις πολλοῖς τῶν
ὑπ' ἐμοῦ γεγραμμένων βιβλίων εἰρῆσθαι φθάνει, προτρέποντός μου
γυμνάζεσθαι τοὺς ἐκμαθεῖν θέλοντας τὴν ἰατρικὴν τέχνην ἐν τοῖς κατὰ
μέρος αἰσθητοῖς, ὡς διαγινώσκειν αὐτούς, ἃ καθόλου προμεμαθήκασιν.
ταῦτα δὲ αὐτὰ τὰ κατὰ μέρος ἀρχὴν τῆςτῶν καθόλου συστάσεως
οἱ ἐμπειρικοί φασιν εἶναι, λέγοντες ἀληθῆ ἐκεῖνα τῶν θεωρημάτων
ὅσα τὴν σύστασιν ἐξ ἐμπειρίας ἔσχηκεν. ἡμῖν δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλὰ καὶ

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum primum


epidemiarum commentarii iii Kühn Vol. 17a, p. 37, li. 4

καὶ ὑγροτέρα καθεστῶσα, συντελέσει δὲ κἂν κατὰ τὸ ἕτερον τούτων


[εἰ] ἀμέτρως ᾖ κεκραμένη, καθάπερ ἡΚρανὼν ἐν κοίλῳ καὶ μεσημ-
βρινῷ χωρίῳ κειμένη καὶ διὰ τοῦτο μάλιστα σηπεδονώδεσι νοσήμασι,
τοῖς ἄνθραξιν, ἁλοῦσα, πρὸς τοῖς ἄλλοις ἀτόποις ἔτι καὶ διὰ τὸ τὰ
βόρεια τῶν πνευμάτων ἀπεστράφθαι καύμασι καὶ ταῖς καλουμέναις
νηνεμίαις κατεχομένη.Κρανὼν μὲν οὖν τοιαύτη,Θάσος δὲ τοὔμ-
παλιν. ἔστραπται γὰρ πρὸς τὰ βόρεια καὶ ψυχρὰ πνεύματα καταντι-
κρὺς τῆς |Θρᾴκης κειμένη. γενομένης οὖν τῆς καταστάσεως ὅλης
ἐπὶ τὰ νότια καὶ μετ' αὐχμῶν, οὐκ ἦν εὐάλωτον τὸ χωρίον, ὅσον ἐφ'
ἑαυτῷ, τῇ καταστάσει. εἰ γὰρ μεσημβρινὸν ἦν ἔτι καὶ κοῖλον, ἐσχάτως
ἂν ἡ εἰρημένη κατάστασις ἐγεγόνει λοιμώδης αὐτῇ.  
Ὕδατα πολλά, συνεχέα μαλθακῶς.
      
 Τρισσῶςὕδατα γίνεταιπολλά, ποτὲ μὲν διὰ τὸν ὑετὸν αὐτὸν
ἀθρόως ἐκρηγνύμενον, ἐνίοτε δὲ τῷ μήκει τοῦ χρόνου, κἂν ψεκάδες
ὦσι μόναι καθ' ἑκάστην ἡμέραν γινόμεναι, καί ποτ' ἀμφοῖν ἅμα συν-
ελθόντων. ἔχεις δὲ αὐτῶν πάντων παραδείγματα γεγραμμένα κατὰ
τὰ τῶν Ἐπιδημιῶν βιβλία, τοῦ μὲν πρώτου τρόπου τὴν κατάστασιν,
ἧς ἄρχεται τόνδε τὸν τρόπον· “ἐνΘάσῳ πρὸ ἀρκτούρουὀλίγον
καὶ ἐπ' ἀρκτούρῳ ὕδατα πολλά,μεγάλα ἐν βορείοις·“ δηλοῖ γὰρ
τοῦτο τὸ “μεγάλα” πλῆθος ὕδατος ἀθρόου. τοῦ δὲ δευτέρου τρόπου
63

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum iii


epidemiarum commentarii iii (0057: 090)“Galeni in Hippocratis
epidemiarum librum iii commentaria iii”, Ed. Wenkebach, E.Leipzig:
Teubner, 1936; Corpus medicorum Graeorum, vol. 5.10.2.1.Kühn Vol.
17a, p. 611, li. 8

 Ἐγὼ μὲν ἀπηλλάχθαι τελέως ἐβουλόμην ἤδη τῆς περὶ τοὺς χα-
ρακτῆρας ἀδολεσχίας. ἐπεὶ δὲ καὶ τῶν ἑταίρων πολλοὶ συντελεσθῆναι
τὸν λόγον ἅπαντα ποθοῦσιν ἐμοί τε πολὺ μέρος ἤδη τῆς φλυαρίας
ταύτης διήνυσται, | προσθεῖναι τὸ κατάλοιπον οὐκ ὀκνήσω. προῃρούμην  

μὲν οὖν, ὥσπερ εἴωθα τοὺς μηδὲν συντελοῦντας εἰς τὴν τέχνην λόγους
ἰδίᾳ γράφειν, οὕτως καὶ τούτῳ βιβλίον ἓν ἀναθεῖναι κατὰ μόνας γε-
γραμμένον, ἵν' ἔχοιεν οἱ καὶ τὰ τοιαῦτα περιεργάζεσθαι βουλόμενοι
σχολάζειν ἀχρήστοις φλυαρίαις. ἐπεὶ δ' ὁρῶ προεληλυθὸς ἤδη τὸ
δεύτερον ὑπόμνημα τοῦτο καὶ μῆκος ἀξιόλογον εἰληφός, ὥς με δύνασθαι
μηκέτι κατ' αὐτὸ τούς θ' ὑπολοίπους ἀρρώστους ἐξηγήσασθαι καὶ
προσθεῖναι τὴν λοιμώδη κατάστασιν ἐφεξῆς γεγραμμένην αὐτῶν, οὐ
μὴν οὐδὲ διασπάσαι βούλομαι τὴν τῆς καταστάσεως ἐξήγησιν, ὡς μέρος
μὲν αὐτῆς κατὰ τοῦτο γεγράφθαι τὸ ὑπόμνημα, τὸ δ' ὑπόλοιπον ἐν τῷ
μετ' αὐτό, διὰ τοῦτο καὶ τὸν περὶ τῶν χαρακτήρων λόγον ἐν τῷδε
συμπληρώσω, περιλαμβάνων τοῦτον τὸν πολὺν λῆρον. ἐὰν γὰρ ὅσα
λέλεκται τοῖς γράψασι περὶ τῶν χαρακτήρων τούτων εἰς ἐξέτασιν ἄγω
διακρίνων τά τ' ὀρθῶς εἰρημένα καὶ τὰ μὴ τοιούτως, οὐχ ἑνός,ἀλλὰ
τριῶν εἰς τοῦτο δεήσομαι βιβλίων.

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum iii epidemiarum


commentarii iii
Kühn Vol. 17a, p. 617, li. 11

ἄρρωστον τὴν κυναγχικὴν ἐπὶ τῷ τέλει πρόσκειται τὸ “κυναγχικὴ” καί


τισιν ἄλλοις ἀρρώστοις ἐπὶ τῇ τελευτῇ τῆς διηγήσεως προσγέγραπταί
τι τοιοῦτον, δι' οὗ τὸ χρήσιμον ἐμφαίνεται τῆς ἱστορίας, εὐλογώτερόν
ἐστιτῷ προτέρῳ τῶν ἀρρώστων προσγεγράφθαι τὸὀξύ. τάχα δ' ὁ
τοὺς χαρακτῆρας προσγράψας καὶ τοῦτο προσέγραψε, καὶ μικρὸν
ὕστερον
ἐπὶ τοῦ δεκάτου κατὰ τὴν τάξιν ἀρρώστου περὶ τῶν οὕτω προς-
64

γεγραμμένων εἰρήσεται τελέως.  


 

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΡΟΣΚΕΙΜΕΝΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΩΝ ΤΩΙ ΠΡΟ-


    ΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΙ ΑΡΡΩΣΤΩΙ

      
 Ἐπειδὴ βέλτιον ἔδοξεν εἶναι τὴν λοιμώδη κατάστασιν εἰς τὸ τρίτον
ὑπόμνημα φυλάξαι, προσθήσω τοῖς προειρημένοις ἔνια τῶν ἠμφισβητη-
μένων τοῖς ἰατροῖς περὶ τῶν προσγεγραμμένων σημείων τῇ διηγήσει
τοῦδε τοῦ μειρακίουτοῦ κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν ἀποθανόντος.
ὁ μὲν γὰρΖήνων ἔγραψε τούσδε τοὺς χαρακτῆρας· πρῶτον μὲν
ἁπάντωντὸ πεῖ, τὴν διὰ μέσου γραμμὴν εὐθεῖαν ὀρθὴν
ἔχον, ὃ τοῦ πιθανοῦ σημεῖον διὰ παντὸς εἶναι γέγραπται,
δεύτερον δὲτὸ ξ καὶ τρίτον ἐπ' αὐ|τῷτὸ ζ καὶ τέταρτοντὸ θ,
τὸ μὲν οὖνζῆτα τὴν ἑβδόμην ἡμέραν δηλοῦν φησι, τὸ
δὲ θ τὸνθάνατον. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐπὶ πάντων κοινά.τὸ δὲ ξ τοῦ
ξένου σημεῖον εἶναι βούλεται.ξένον δέ τι γεγονέναι φησὶτῷ

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum iii epidemiarum


commentarii iii
Kühn Vol. 17a, p. 625, li. 85

βιβλίων, ὅσα τοῖς ῥήτορσιν ἢ ἱστορικοῖς ἢ γραμματικοῖς ἢτραγῳδο-


ποιοῖς ἢ κωμῳδοποιοῖς ἢ φιλοσόφοις γέγραπται, κατατρίψει μὲν ἐν
τούτῳ τὸν χρόνον, ἀποστήσεται δὲτῆς ὠφελείας, μηδὲν ἄλλο κατὰ
πᾶσαν τὴν ἀσχολίαν ταύτην περιποιούμενος ἀλλ' ἢ γενεαλογίαν ὀνό-
ματος μήτε εἰς διάγνωσιν νοσημάτωνμήτ' εἰς θεραπείαν μήτ' εἰς
πρόγνωσιν ὄντος χρησίμου.
 κάλλιον οὖν ἴσως καταπαῦσαι ἤδη τὸ δρᾶμα τριμερὲς γεγονός,
ἵνα μὴ πλείονα τρίβωμεν χρόνον ἐν τῇ τῶν ἐφεξῆς δυοῖν μερῶν
προσθέσει, καὶ ταῦτ' ἤτοι τραγῳδίαν ἢ κωμῳδίαν ὑποκρινόμενοι. ἐπὶ
τοὺς ὑπολοίπους οὖν ἀρρώστους ἐλθόντες (εἰσὶ δὲ τέτταρες ἔτι πρὸ
τῆς λοιμώδους καταστάσεως γεγραμμένοι), τουτὶ τὸ δεύτερον ὑπό-  
μνημα καταπαύσομεν ἐπ' αὐτοῖς, τοῦ τρίτου δ'ἀπ' αὐτοῦ τοῦ λοι-
μοῦ τῆς ἐξηγήσεως ἄρξασθαι χρησιμώτερον.
      
Ἔνατοςἄρρωστος. Ἡ παρὰ Τι-
σαμένῳ γυνὴ κατέκειτο, ᾗ τὰ εἰλεώδεα δυσφόρως ὥρμη-
σεν. ἔμετοι πολλοί, ποτὸν κατέχειν οὐκ ἠδύνατο. πόνοι
περὶ ὑποχόνδρια. καὶ ἐν τοῖσι κάτω | κατὰ κοιλίην πόνοι.
στρόφοι συνεχέες. οὐ διψώδης. ἐπεθερμαίνετο, ἄκρεα
65

ψυχρὰ διὰ τέλεος. ἀσώδης, ἄγρυπνος. οὖρα ὀλίγα, λεπτά.


διαχωρήματα ὠμά, λεπτά, ὀλίγα. ὠφελεῖν οὐδὲν ἠδύνατο,

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum iii epidemiarum


commentarii iii
Kühn Vol. 17a, p. 646, li. 1

των μελάνων· ἀεὶ γὰρ ὀλέθρια τὰδυσώδη, καθότι καὶ αὐτὸς ἐν


Προγνωστικῷ φησι· “πᾶσαί τε αἱ ὑπόσαπροι καὶ δυσώδεες ὀδ-
μαὶ κακαὶ ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐμουμένοισι.”
 τὸ δ' ἐπὶ | τῷ τέλει προσγεγραμμένονκαῦσος ὁμοίαν ἀτοπίαν
ἔχει τῷ κατὰ τὴν πρὸ ταύτης ἄρρωστον ἐπὶ τέλει γεγραμμένῳ “φρε-
νῖτις”.  
      

ΓΑΛΗΝΟΥ ΕΙΣ ΤΟ ΤΡΙΤΟΝ ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΩΝ ΕΠΙΔΗΜΙΩΝ


 ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΡΙΤΟΝ

      
λοιμώδη κατάστασιν ἐνταῦθα γράφοντοςἹπποκράτους, ὅσα
πρὸς τὴν ἐξήγησιν ὧν ἐρεῖν μέλλει χρήσιμά ἐστιν ἐν τοῖς ἔμπροσθεν
ὑφ' ἡμῶν ἐξηγηθεῖσι διὰ κεφαλαίων ὑπομνήσας, οὕτως ἐπὶ τὰς ῥήσεις
αὐτοῦ παραγενήσομαι. πρῶτον μὲν οὖν ὅτι κατάστασιν οὐ μόνον τὴν
παρὰ φύσιν ἐν τῷ περιέχοντι κρᾶσιν, ἀλλὰ καὶ πᾶσαν ἰδέαν ἅπαντος
πράγματος οὕτως εἴωθεν ὀνομάζειν ἀναμνησθῶμεν· εἶθ' ὅτι κατὰ φύ-
σιν ἐστί τις ἑκάστῃ κρᾶσις τῶν ὡρῶν· | εἶθ' ὅτι διὰ τὴν εἰς τὸ παρὰ
φύσιν ἐκτροπὴν αὐτῶν ἐν τοῖς σώμασιν ἡμῶν γίγνεται τὰ νοσήματα.
σὺν τούτοις δ' ἀναμνησθῶμεν ὧν ἐν τοῖς Ἀφορισμοῖς ἔγραψεναὐτὸς
λέγων ὧδε· “τῶν δὲ καταστάσεων τοῦ ἐνιαυτοῦ τὸ μὲν ὅλον οἱ αὐχμοὶ
τῶν ἐπομβριῶνεἰσιν ὑγιεινότεροι καὶ ἧσσον θανατώδεες. νοσήματα

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum iii epidemiarum


commentarii iii
Kühn Vol. 17a, p. 667, li. 7

ἀνομοιότητα, καθάπερ ὀλίγον ἔμπροσθεν εἴρηται. |  


Φθινώδεες πολλοί.       
 Λέλεκταί μοι καὶ πρόσθεν, ὡς τοῦ καταρρυέντος ἐκ τῆς κεφαλῆς
εἰς τὴν φάρυγγα τὸ διὰ τοῦ λάρυγγος εἰς τὴν τραχεῖαν ἀρτηρίαν
66

ἀφικόμενον κατὰ τὸν πνεύμονα τὰς τοιαύτας διαθέσεις εἰργάσατο.


       Τὰ μὲν ἐπιδημήσαντα νοσή-ματα ταῦτα.       
 Τῶνἐπιδημίων νοσημάτων ἕν τι καὶ τὸ λοιμῶδές ἐστιν, ὡς
κἀν τῷ Περὶ διαίτης ὀξέων ἐλέγετο· “ὅταν γὰρ μὴ λοιμώδεος νούσου
τρόπος τις κοινὸςἐπιδημήσῃ, ἀλλὰ σποράδες ἔωσιν αἱ νοῦσοι.” οὐ
γὰρ δὴ νοσήματός τινος ὄνομά ἐστινἐπίδημον ἢ λοιμῶδες, ἀλλ'
ὅτιπερ ἂν ἅμα πολλοῖς ἐν ἑνὶ γένηταιχρόνῳ τε καὶ χωρίῳ, τοῦτ'
ἐπίδημον ὀνομάζεται. προσελθόντος δ' αὐτῷ τοῦ πολλοὺς ἀναιρεῖν,
λοιμὸς γίγνεται. |        Ἑκάστου δὲ τῶν ὑπογεγραμ-μένων εἰδέων ἦσαν οἱ
κάμνοντες καὶ ἔθνῃσκον πολλοί. συνέπιπτε δ' ἐφ' ἑκάστοισι τούτων ὧδε.

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum iii epidemiarum


commentarii iii
Kühn Vol. 17a, p. 667, li. 8

Φθινώδεες πολλοί.
      
 Λέλεκταί μοι καὶ πρόσθεν, ὡς τοῦ καταρρυέντος ἐκ τῆς κεφαλῆς
εἰς τὴν φάρυγγα τὸ διὰ τοῦ λάρυγγος εἰς τὴν τραχεῖαν ἀρτηρίαν
ἀφικόμενον κατὰ τὸν πνεύμονα τὰς τοιαύτας διαθέσεις εἰργάσατο.
      
Τὰ μὲν ἐπιδημήσαντα νοσή-
ματα ταῦτα.
      
 Τῶνἐπιδημίων νοσημάτων ἕν τι καὶ τὸ λοιμῶδές ἐστιν, ὡς
κἀν τῷ Περὶ διαίτης ὀξέων ἐλέγετο· “ὅταν γὰρ μὴ λοιμώδεος νούσου
τρόπος τις κοινὸςἐπιδημήσῃ, ἀλλὰ σποράδες ἔωσιν αἱ νοῦσοι.” οὐ
γὰρ δὴ νοσήματός τινος ὄνομά ἐστινἐπίδημον ἢ λοιμῶδες, ἀλλ'
ὅτιπερ ἂν ἅμα πολλοῖς ἐν ἑνὶ γένηταιχρόνῳ τε καὶ χωρίῳ, τοῦτ'
ἐπίδημον ὀνομάζεται. προσελθόντος δ' αὐτῷ τοῦ πολλοὺς ἀναιρεῖν,
λοιμὸς γίγνεται. |
      
Ἑκάστου δὲ τῶν ὑπογεγραμ-
μένων εἰδέων ἦσαν οἱ κάμνοντες καὶ ἔθνῃσκον πολλοί.
συνέπιπτε δ' ἐφ' ἑκάστοισι τούτων ὧδε.
      

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum iii epidemiarum


commentarii iii
67

Kühn Vol. 17a, p. 667, li. 10

 Λέλεκταί μοι καὶ πρόσθεν, ὡς τοῦ καταρρυέντος ἐκ τῆς κεφαλῆς


εἰς τὴν φάρυγγα τὸ διὰ τοῦ λάρυγγος εἰς τὴν τραχεῖαν ἀρτηρίαν
ἀφικόμενον κατὰ τὸν πνεύμονα τὰς τοιαύτας διαθέσεις εἰργάσατο.
      
Τὰ μὲν ἐπιδημήσαντα νοσήματα ταῦτα.
      
 Τῶνἐπιδημίων νοσημάτων ἕν τι καὶ τὸ λοιμῶδές ἐστιν, ὡς
κἀν τῷ Περὶ διαίτης ὀξέων ἐλέγετο· “ὅταν γὰρ μὴ λοιμώδεος νούσου
τρόπος τις κοινὸςἐπιδημήσῃ, ἀλλὰ σποράδες ἔωσιν αἱ νοῦσοι.” οὐ
γὰρ δὴ νοσήματός τινος ὄνομά ἐστινἐπίδημον ἢ λοιμῶδες, ἀλλ'
ὅτιπερ ἂν ἅμα πολλοῖς ἐν ἑνὶ γένηταιχρόνῳ τε καὶ χωρίῳ, τοῦτ'
ἐπίδημον ὀνομάζεται. προσελθόντος δ' αὐτῷ τοῦ πολλοὺς ἀναιρεῖν,
λοιμὸς γίγνεται. |
      
Ἑκάστου δὲ τῶν ὑπογεγραμ-
μένων εἰδέων ἦσαν οἱ κάμνοντες καὶ ἔθνῃσκον πολλοί.
συνέπιπτε δ' ἐφ' ἑκάστοισι τούτων ὧδε.
      
 Ἐκ μὲν τοῦ φάναι καὶἔθνῃσκον πολλοὶ λοιμώδη τὰ ἐπι-
δημήσαντα νοσήματα δηλοῖ γεγονέναι, πολυειδῶν δ' αὐτῶν γενομένων

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum iii epidemiarum


commentarii iii
Kühn Vol. 17a, p. 668, li. 4

τρόπος τις κοινὸςἐπιδημήσῃ, ἀλλὰ σποράδες ἔωσιν αἱ νοῦσοι.” οὐ


γὰρ δὴ νοσήματός τινος ὄνομά ἐστινἐπίδημον ἢ λοιμῶδες, ἀλλ'
ὅτιπερ ἂν ἅμα πολλοῖς ἐν ἑνὶ γένηταιχρόνῳ τε καὶ χωρίῳ, τοῦτ'
ἐπίδημον ὀνομάζεται. προσελθόντος δ' αὐτῷ τοῦ πολλοὺς ἀναιρεῖν,
λοιμὸς γίγνεται. |
      
Ἑκάστου δὲ τῶν ὑπογεγραμ-
μένων εἰδέων ἦσαν οἱ κάμνοντες καὶ ἔθνῃσκον πολλοί.
συνέπιπτε δ' ἐφ' ἑκάστοισι τούτων ὧδε.
      
 Ἐκ μὲν τοῦ φάναι καὶἔθνῃσκον πολλοὶ λοιμώδη τὰ ἐπι-
δημήσαντα νοσήματα δηλοῖ γεγονέναι, πολυειδῶν δ' αὐτῶν γενομένων
ὑπὲρ ἑκάστου κατὰ μόνας εἰπεῖν ἐπαγγέλλεται διὰ τῶν ἐφεξῆς.
      
Πολλοῖσι μὲν τὸ ἐρυσίπελας
68

μετὰ προφάσιος ἐπὶ τοῖσι τυχοῦσι καὶ πάνυ ἐπὶ σμικροῖσι


τρωματίοισιν ἐφ' ὅλῳ τῷ σώματι, μάλιστα δὲ τοῖς περὶ
ἑξήκοντα ἔτεα περὶ κεφαλήν, εἰ καὶ σμικρὸν ἀμεληθείη.  
πολλοῖσι δὲ καὶ ἐν θεραπείαις ἐοῦσι μεγάλαι φλεγμοναὶ
ἐγίνοντο, καὶ τὸ ἐρυσίπελας πολὺ ταχὺ πάντοθεν ἐπε-
νέμετο. |  

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum iii epidemiarum


commentarii iii Kühn Vol. 17a, p. 674, li. 1

πυρετῶν διεφθάρησαν τὰ μόρια καί τινες αὐτῶν δι' αὐτὸ τοῦτο


μάλιστ'ἐσώθησαν, ἐκκριθείσης τῆς κακοχυμίας διὰ τῶν μορίων, ὧν
αὕτη διέσηψεν.ἐπλανᾶτο γάρ, ὡς αὐτὸς ὠνόμασε,δι' ὅλουτοῦ
σώματος τὸ ῥεῦμα, τουτέστιν ἀλόγως καὶ ἀτάκτως καὶ ὡς ἔτυχεν
ἐφέρετο, μηδὲ προγνῶναί τινος ἰατροῦ δυναμένου τεχνικῶς, εἰς ὅ τι
κατασκήψει.
      
Ἦν δὲ πάντων χαλεπώτατα τῶν τοιούτων, ὅτε περὶ ἥβην καὶ αἰδοῖα
γένοιτο. |
      
 Καὶ χωρὶς λοιμώδους καταστάσεως, ὅταν ἐν τούτοις τοῖς χωρίοις
ἤτοι φλεγμονή τις ἢ ἐρυσίπελας γένηται, ῥᾷστά τε σήπεται καὶ συμ-  
παθείας ἐργάζεται τῶν ὑπερκειμένων μορίων. διὸ καὶ πολλάκις ἀναγ-
καζόμεθα μετὰ τοῦ περικόψαι τὰ σεσηπότα τὴν οἷον ῥίζαν ἐκκαίειν.
οὐδὲν οὖν θαυμαστόν, τοιαύτης καταστάσεως γιγνομένης, ὡς καὶ βρα-
χίονα καὶ πῆχυν καὶ μηρὸν καὶ κνήμην καὶ πλευρὰν καὶ κεφαλὴν δια-
σήπειν, ἐπὶ πλεῖστον ἥκειν κακώσεωςτὰ περὶ αἰδοῖα.
      

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum iii epidemiarum


commentarii iii
Kühn Vol. 17a, p. 709, li. 15

      
Τῶν δὲ οὕτως ἐχόντων πολλοὶ
μὲν ὀξέως ἀπώλλυντο, πολλοῖσι δὲ καὶ μακρότερα δι-
ῆγεν. Ὡς δ' ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι, πάντες, καὶ οἱ τὰ
μακρὰ νοσέοντες καὶοἱ τὰ ὀξέα, ἐκ τῶν κατὰ κοιλίην
ἀπέθνῃσκον μάλιστα.πάντας γὰρ κοιλίη συναπήνεγκεν.
      
69

 Καὶ ὁ καθ' ἡμᾶς γενόμενος οὗτος ὁ μακρότατος λοιμὸςἐκ τῶν


διὰ τῆς κοιλίας κενουμένων σχεδὸνἅπαντας ἀνεῖλεν. ἦν δὲ
συντηκτικὰ τὰ κενούμενα, καὶ τοῦτ' ἔοικεν ἀχώριστον εἶναι σύμπτωμα
τοῦ καλουμένου λοιμώδους ἰδίως πυρετοῦ, καταλαμβάνοντος τοὺς
ἀνθρώπους καὶ χωρὶς λοιμοῦ. |  
Ἀπόσιτοι πάντες μὲν ἐγέ-
νοντο καὶ ἐπὶ πᾶσι τοῖσι προγεγραμμένοισιν, ὡς ἐγὼ
οὐδὲ πώποτε ἐνέτυχον, πολὺ δὲ μάλιστα οὗτοι καὶ οἱ ἐκ
τούτων καὶ τῶν ἄλλων δ' οἱ ὀλεθρίως ἔχοντες.
      
 Καὶ τοῦτο τὸ σύμπτωμαπάντας κατέλαβε τοὺς ἐν τῷ νῦν
γενομένῳ λοιμῷ τῷ μακρῷ καὶ δι' αὐτό γε τοῖς πλείστοις ἀποθανεῖν
συνέβη. ὅσοι γοῦν ἀνδρειότερον βιαζόμενοι σφᾶς αὐτοὺς προσεφέροντο
τὰ διδόμενα σιτία, σχεδὸν ἅπαντες ἐσώθησαν. οἱ πλεῖστοι δ' ἀποθανεῖν

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum iii epidemiarum


commentarii iii
Kühn Vol. 17a, p. 732, li. 10

σθαι τὰς νόσους, ὡςτεταρταίους ἀποθνῄσκειν τοὺς νοσοῦντας. τὸ


δ' ἐπὶ τῶν πυρετῶν πιθανόν, ὅτι τε πολλῷ χρόνῳ κατωπτημένης
τῆς παχείας ὕλης εἰκὸς ἦν εἰς μελαγχολικὸν περίττωμα μετάπτωσιν  
γενέσθαι καὶ ὅτι τοῦ ἔτους ἡ ὥρα φθινόπωρον ἦν. ἀλλ' οὐκ ἂν
ἀπέθανον πολλοὶ τεταρταίων πυρετῶν πλεονασάντων· καὶ γὰρ καὶ
ἡμεῖς ἀκίνδυνον ἴσμεν ὅσον ἐφ' ἑαυτῷ τὸν πυρετὸν τοῦτον, καὶ ὁ
Ἱπποκράτης οὕτως ἀπεφήνατο περὶ αὐτοῦ.
      
 

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΠΙ ΤΕΛΕΙ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ

      
 Μετὰ τὴν λοιμώδη κατάστασιν ἀρρώστων ἐστὶν ἑκκαίδεκα διήγησις
ἄχρι τοῦ τέλους τῆς βίβλου. κἄπειτα προσγέγραπταί τινα, περὶ ὧν
ὀρθῶς μοι δοκεῖ γινώσκειν ὁΔιοσκουρίδης, ἀξιῶν αὐτὰ μετὰ τὴν
κατάστασιν εὐθέως γεγράφθαι, καὶ κατά γε τὴν ἰδίαν ἔκδοσιν ἐν τούτῳ
τῷ χωρίῳ τοῦ συγγράμματος ἔταξεν αὐτά. καὶ ἡμεῖς οὖν ἐνταῦθα τὴν
ἐξήγησιν αὐτῶν ποιησόμεθα, τοσοῦτον προειπόντες, ὡς φαίνεταί μοι
καὶ ταῦτα προσγεγραφέναι τις ἕτερος, οὐκ αὐτὸς ὁἹπποκράτης
γεγραφέναι.
70

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum iii epidemiarum


commentarii iii
Kühn Vol. 17a, p. 736, li. 8

    
 

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΝ ΑΡΡΩΣΤΩΝ

      
 Ἑκκαίδεκα μετὰ τὴν κατάστασινἀρρώστους ἔγραψεν ὁ
Ἱπποκράτης, ὡς μέν τινες οἴονται, τῶν ἐν αὐτῇ νοσησάντων,  
ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς εἶπεν ἐπὶ τῇ τελευτῇ τῆς διηγήσεως τῶν κατ' αὐτὴν
γενομένων οὕτως· “ἦν δὲ πᾶσι τοῖς ὑπογεγραμμένοις χαλεπώτατον
μὲν τὸ ἔαρ.” ἐγχωρεῖ δὲ καὶ ἐπὶ τῶν προγεγραμμένων εἰρῆσθαι τὸ
“ὑπογεγραμμένον”, οὔσης γε καὶ τοιαύτης χρήσεως παρὰ τοῖς πολλοῖς.
ἐν γὰρ τοῖς ἓξ καὶ δέκα τούτοις ἀρρώστοις ἕτερον εἶδός ἐστι νόσων
παρὰ τὰς εἰρημένας ὑπ' αὐτοῦ κατὰ τὴν λοιμώδη κατάστασιν. ἐξηγή-
σεως δ' οὐκέτι δεῖται μακρᾶς τὰ περὶ τῶν ἀρρώστων τούτων γεγραμ-
μένα τοῖς μεμνημένοις ὧν προεξηγήμεθα. σχεδὸν γὰρ ἁπάντων ἤδη
τῶν συμπτωμάτων τε καὶ σημείων ἐμνημόνευσεν ὁἹπποκράτης,
ὥστε μηδὲν ὑπολείπεσθαι κατὰ τοὺς λεχθησομένους ἀρρώστους, ὃ
μὴ καὶ πρόσθεν εἴρηται. διὰ κεφαλαίων οὖν οἷον ἐπιτομήν τινα ποιή-
σομαι τῶν κατ' αὐτοὺς γεγραμμένων, εἴ πού τι παρεμπίπτοι τῶν
ἔμπροσθενοὐκ εἰρημένων, ἐκεῖνο μόνον ἐξηγησάμενος. |
      

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum vi


epidemiarum commentarii vi (0057: 091)“Galeni in Hippocratis
sextum librum epidemiarum commentaria i–vi”, Ed. Wenkebach,
E.Leipzig: Teubner, 1940; Corpus medicorum Graecorum, vol.
5.10.2.2.Kühn Vol. 17a, p. 882, li. 10

σημαινομένοιν ἐγχωρεῖ προσθεῖναι καὶ ἄλλο τρίτον, ἵναπεμφιγώδεις


ἀκούσωμεν εἰρῆσθαι τοὺς οἷον σπινθήρων ἐξαλλομένων καὶ | ἀπαντών-
των τῇ χειρὶ φαντασίαν ἀποστέλλοντας· καὶ εἶεν ἂν οἱ τοιοῦτοι πυρετοὶ
συνθετοί τινες ἐκ δυοῖν ἁπλῶν τῶν ἤδη προειρημένων, τοῦ τε πνευ-
ματώδους καὶ πυρώδους. ἐναντιωθήσεται δὲ τῇ ἐξηγήσει ταύτῃ μόνον
ἕν, εἴ γε προσκέοιτοκατά τινα τῶν ἀντιγράφων τῷπεμφιγώδεες
71

τὸἰδεῖν. εἰκότως οὖν ἀφῃρήκασιν αὐτό τινες. οἱ δὲ οὐκ ἀφελόντες


ἤτοι τοὺς μετὰ φλυκταινῶν ἤκουσαν ἢ τοὺς τῆς ψυχῆς ἁπτομένους.  
ἐπεὶ δὲ οἱ μετὰ φλυκταινῶν ἀπὸ συμπτώματος ὀνομάζονται, πιθανῶς
ἂν ἀκούοιμεν ἀπὸ συμβεβηκότος οὕτως αὐτὸν ὀνομάζειν τοὺς λοιμώ-
δεις πυρετούς· ἔστι γὰρ ἀμέλει καὶ τοῦθ' ἕν τι πυρετῶν εἶδος. ὅτι δ'
ἐν αὐτῷ φλύκταιναι γίνονται, καὶ ὁΘουκυδίδης μαρτυρεῖ γράφων
οὕτως· “καὶ τὸ μὲν ἔξωθεν ἁπτομένῳ σῶμα οὔτε ἄγαν θερμὸν ἦν
οὔτε χλωρόν, ἀλλ' ὑπέρυθρον, πελιδνόν, φλυκταίναις μικραῖςκαὶ ἕλ-
κεσιν ἐξηνθηκός.” ὅσοι δὲ τοὺς τῆς ψυχῆς ἁπτομένους πυρετοὺς εἰρῆ-
σθαί φασιπεμφιγώδεις, πόρρω τῆς προκειμένης τῶν πυρετῶν
διαφορᾶς ἀπεχώρησαν. ὠνόμαζον γὰρ | ἔνιοι τῶνπαλαιῶν καὶ φρε-
νιτικόν τινα πυρετόν, ὥσπερ ἀμέλει καὶ ληθαργικὸν καὶ πλευριτικὸν
καὶ περιπνευμονικόν. ἀλλ' ὁ νῦν προκείμενοςἐν τῇ ῥήσει κατάλογος
τῶν πυρετῶν ἀπὸ τῆς κατὰ τὴν θερμασίαν διαφορᾶς ἐστιν, ἐν ᾗ δύναται
καὶ ὁ λοιμώδης περιέχεσθαι, σηπεδονῶδες ἔχων τὸ θερμόν,

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum vi epidemiarum


commentarii vi
Kühn Vol. 17a, p. 883, li. 5

δεις πυρετούς· ἔστι γὰρ ἀμέλει καὶ τοῦθ' ἕν τι πυρετῶν εἶδος. ὅτι δ'
ἐν αὐτῷ φλύκταιναι γίνονται, καὶ ὁΘουκυδίδης μαρτυρεῖ γράφων
οὕτως· “καὶ τὸ μὲν ἔξωθεν ἁπτομένῳ σῶμα οὔτε ἄγαν θερμὸν ἦν
οὔτε χλωρόν, ἀλλ' ὑπέρυθρον, πελιδνόν, φλυκταίναις μικραῖςκαὶ ἕλ-
κεσιν ἐξηνθηκός.” ὅσοι δὲ τοὺς τῆς ψυχῆς ἁπτομένους πυρετοὺς εἰρῆ-
σθαί φασιπεμφιγώδεις, πόρρω τῆς προκειμένης τῶν πυρετῶν
διαφορᾶς ἀπεχώρησαν. ὠνόμαζον γὰρ | ἔνιοι τῶνπαλαιῶν καὶ φρε-
νιτικόν τινα πυρετόν, ὥσπερ ἀμέλει καὶ ληθαργικὸν καὶ πλευριτικὸν
καὶ περιπνευμονικόν. ἀλλ' ὁ νῦν προκείμενοςἐν τῇ ῥήσει κατάλογος
τῶν πυρετῶν ἀπὸ τῆς κατὰ τὴν θερμασίαν διαφορᾶς ἐστιν, ἐν ᾗ δύναται
καὶ ὁ λοιμώδης περιέχεσθαι, σηπεδονῶδες ἔχων τὸ θερμόν, ὁ φρενιτι-
κὸς δὲ οὐ δύναται διά τε τὸ μὴ σύνηθες εἶναι, καθάπερ ἄλλοις, οὕτω
καὶ τῷἹπποκράτει πυρετῶν ἰδέαν ὀνομάζειν τὴν φρενῖτιν † οὔτε
ἀπὸ συμπτώματος, ὥσπερ ὁ τὰς φλυκταίνας γεννῶν, εἴη λελεγμένος,
ἐν ταῖς εἰρημέναις διαφοραῖς αὐτὸν περιέχεσθαι, καθάπερ καὶ τοὺς
ἄλλους, ὧν ἀρτίως ἐμνημόνευσεν. εὑρίσκεται γὰρ ὁ τῶν φρενιτικῶν
πυρετὸς τὴν θερμασίαν ἔχων δακνώδη διὰ παντὸς ὁμοτόνως ἐν παντὶ
χρόνῳ τῆς ἐπιβαλλομένης ἁφῆς, ὥστ' εἰρῆσθαι πρῶτον ἁπάντων αὐτῶν.
οὐκοῦν οὐδ' ὅσοι τοὺςἁλμυρώδεις πυρετοὺς εἰρῆσθαί φασιν ἀπὸ
τῆς αὐτῆς τοῖς κάμνουσιν ἐν τῷ στόματι γινομένης αἰσθήσεως, ἀποδεξό-
μεθα τὴν ἐξήγησιν αὐτῶν. φαίνεται γὰρ ὁἹπποκράτης
72

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum vi epidemiarum


commentarii vi
Kühn Vol. 17a, p. 884, li. 3

ἀπὸ συμπτώματος, ὥσπερ ὁ τὰς φλυκταίνας γεννῶν, εἴη λελεγμένος,


ἐν ταῖς εἰρημέναις διαφοραῖς αὐτὸν περιέχεσθαι, καθάπερ καὶ τοὺς
ἄλλους, ὧν ἀρτίως ἐμνημόνευσεν. εὑρίσκεται γὰρ ὁ τῶν φρενιτικῶν
πυρετὸς τὴν θερμασίαν ἔχων δακνώδη διὰ παντὸς ὁμοτόνως ἐν παντὶ
χρόνῳ τῆς ἐπιβαλλομένης ἁφῆς, ὥστ' εἰρῆσθαι πρῶτον ἁπάντων αὐτῶν.
οὐκοῦν οὐδ' ὅσοι τοὺςἁλμυρώδεις πυρετοὺς εἰρῆσθαί φασιν ἀπὸ
τῆς αὐτῆς τοῖς κάμνουσιν ἐν τῷ στόματι γινομένης αἰσθήσεως, ἀποδεξό-
μεθα τὴν ἐξήγησιν αὐτῶν. φαίνεται γὰρ ὁἹπποκράτης ἁπάσας ἐφ-
εξῆς τὰς πρὸς χεῖρα διαγνώσεις εἰρηκέναι κατὰ τὴν τῆς | θερμασίας
διαφοράν, ἐν ᾗ τὸ γένος ὅλον ἐστὶ καὶ ἡ οὐσία τῶν πυρετῶν. εἰ γὰρ
καὶ τὸν λοιμώδη δεξαίμεθα λελέχθαιπεμφιγώδη, τὴν μὲν προς-
ηγορίαν ἀπὸ συμβεβηκότος ἕξει, τὸ δ' εἶδος αὐτὸ κατὰ τὴν οἰκείαν
οὐσίαν τῶν πυρετῶν. κατὰ τὸν αὐτὸν δὲ λόγον οὐδ' οἱ τοὺςἁλμυρώ-
δεις εἰρῆσθαι φάντες, ὅσοι πάνθ' ὅσων ἂν ὁ κάμνων γεύηται φαί-
νεσθαι ποιοῦσιν ἁλμυρά, τῶν προκειμένων ἐν τῇ νῦν διδασκαλίᾳ δια-
φορῶν τοῦ πυρετοῦ μνημονεύουσι. καὶ εἴπερ ἐν τῇ τῶν πυρετῶν δια-
φορᾷ καὶ τούτους ὁἹπποκράτης ἐτίθετο, πάντως ἂν κἀκείνους ἅμ'  
αὐτοῖς εἶπεν, ἐφ' ὧν καὶ τὸ σίαλον αὐτὸ καὶ πάνθ' ὅσων ἂνὁ νοσῶν
γεύηται πικρὰ φαίνεται. ταύτας μὲν οὖν τὰς διαφορὰς οὐκ ἐν ταῖς
τῶν πυρετῶν, ἀλλ' ἐν ταῖς τῶν χυμῶν διαγνώσεσιν ἄμεινον τίθεσθαι,
τοὺς δὲ πυρετοὺς ἐν ταῖς τῆς θερμασίας. ὥσπερ γὰρ οἱ χυμοὶ ταῖς

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum vi epidemiarum


commentarii vi
Kühn Vol. 17a, p. 885, li. 8

γεύσεσίν εἰσιν αἰσθητοί, κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον οἱ πυρετοὶ τῇ ἁφῇ. ὅτι
δὲ οὐδὲ τὸδεινοὶ καλῶς προσέθηκαν οἱ περὶ τὸνΣαβῖνον οὕτως
γράψαντες τὴν λέξιν· “οἱ δὲ πεμφιγώδεες ἰδεῖν δεινοί”, καὶ πρόσθεν
μὲν εἶπον, ἀλλὰ καὶ νῦν ἀνα|μνήσω·δεινοὺς γὰρἰδεῖν αὐτοὺς εἰ-
ρῆσθαιλέγουσι πρὸς ἡμῶν μέν, ἐὰν μετὰ φλυκταινῶν καὶ ἑλκώσεων
γίνωνται, κατ' αὐτοὺς δέ, ὅταν παρακόπτωσι καὶ φοβερὸν ἐμβλέπωσιν.
περὶ δὲ τούτων ἀμφοτέρων ἥντινα χρὴ γνώμην ἔχειν, προειρήκαμεν.
ὁμοίως δὲ ἥμαρτον καὶ οἱ πνευματώδεις μὲν αὐτοὺς εἰρῆσθαι λέγοντες,
73

οὐ πρὸς τὴν ἁφὴν τὴν διάγνωσιν ἀναφέροντες, ἀλλ' ἐπὶ δυσπνοίας


εἶδος, ἐν ᾧ μέγα καὶ πυκνὸν γίνεται τὸ πνεῦμα. πιθανώτατον οὖν
ἐστιν ἢ πρὸς τὴν ἁφὴν πνευματώδη νομίζειν ἢ τὸν λοιμώδη λελέχθαι
πεμφιγώδη. προστεθέντος δὲ κατὰτὴν ῥῆσιν τῷπεμφιγώδεες
τοῦδεινοί, ὁ λοιμώδης μόνος ἐστὶ δηλούμενος, οὗ τὸ πρὸς ἄλλους
διαφέρον ἐστὶ τὸ σηπεδονῶδες εἶναι τὸ θερμόν, οἷόνπερ κἀν τῷ νῦν
γενομένῳ πολυχρονιωτάτῳ λοιμῷ. διὰ τοῦτο οὖν οὐδὲ θερμοὶ καὶ δια-
καεῖς ἐφαίνοντο τοῖς ἁπτομένοις οἱ λοιμώττοντες, καίτοι τά γ' ἔνδον
ἰσχυρῶς διακαιόμενοι, καθάπερ καὶ ὁΘουκυδίδης ἔφη· “καὶ τὸ μὲν
ἔξωθεν ἁπτομένῳ σῶμα οὔτ' ἄγαν θερμὸν ἦν οὔτε χλωρόν [ἦν], ἀλλ' |
ὑπέρυθρον, πελιδνόν, φλυκταίναις σμικραῖς καὶ ἕλκεσιν ἐξηνθηκός. τὰ
δὲ ἐντὸς οὕτως ἐκαίετο, ὥστε μήτε τῶν πάνυ λεπτῶν ἱματίων καὶ  
σινδονίων τὰς ἐπιβολάς, μηδ' ἄλλο τι ἢ γυμνοὶ ἀνέχεσθαι.”

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum vi epidemiarum


commentarii vi
Kühn Vol. 17a, p. 885, li. 10

γράψαντες τὴν λέξιν· “οἱ δὲ πεμφιγώδεες ἰδεῖν δεινοί”, καὶ πρόσθεν


μὲν εἶπον, ἀλλὰ καὶ νῦν ἀνα|μνήσω·δεινοὺς γὰρἰδεῖν αὐτοὺς εἰ-
ρῆσθαιλέγουσι πρὸς ἡμῶν μέν, ἐὰν μετὰ φλυκταινῶν καὶ ἑλκώσεων
γίνωνται, κατ' αὐτοὺς δέ, ὅταν παρακόπτωσι καὶ φοβερὸν ἐμβλέπωσιν.
περὶ δὲ τούτων ἀμφοτέρων ἥντινα χρὴ γνώμην ἔχειν, προειρήκαμεν.
ὁμοίως δὲ ἥμαρτον καὶ οἱ πνευματώδεις μὲν αὐτοὺς εἰρῆσθαι λέγοντες,
οὐ πρὸς τὴν ἁφὴν τὴν διάγνωσιν ἀναφέροντες, ἀλλ' ἐπὶ δυσπνοίας
εἶδος, ἐν ᾧ μέγα καὶ πυκνὸν γίνεται τὸ πνεῦμα. πιθανώτατον οὖν
ἐστιν ἢ πρὸς τὴν ἁφὴν πνευματώδη νομίζειν ἢ τὸν λοιμώδη λελέχθαι
πεμφιγώδη. προστεθέντος δὲ κατὰτὴν ῥῆσιν τῷπεμφιγώδεες
τοῦδεινοί, ὁ λοιμώδης μόνος ἐστὶ δηλούμενος, οὗ τὸ πρὸς ἄλλους
διαφέρον ἐστὶ τὸ σηπεδονῶδες εἶναι τὸ θερμόν, οἷόνπερ κἀν τῷ νῦν
γενομένῳ πολυχρονιωτάτῳ λοιμῷ. διὰ τοῦτο οὖν οὐδὲ θερμοὶ καὶ δια-
καεῖς ἐφαίνοντο τοῖς ἁπτομένοις οἱ λοιμώττοντες, καίτοι τά γ' ἔνδον
ἰσχυρῶς διακαιόμενοι, καθάπερ καὶ ὁΘουκυδίδης ἔφη· “καὶ τὸ μὲν
ἔξωθεν ἁπτομένῳ σῶμα οὔτ' ἄγαν θερμὸν ἦν οὔτε χλωρόν [ἦν], ἀλλ' |
ὑπέρυθρον, πελιδνόν, φλυκταίναις σμικραῖς καὶ ἕλκεσιν ἐξηνθηκός. τὰ
δὲ ἐντὸς οὕτως ἐκαίετο, ὥστε μήτε τῶν πάνυ λεπτῶν ἱματίων καὶ  
σινδονίων τὰς ἐπιβολάς, μηδ' ἄλλο τι ἢ γυμνοὶ ἀνέχεσθαι.” εἴρηταί γε
μὴν ἡ πέμφιξ κἀν ταῖς Κνιδίαις γνώμαις, ἃς εἰςΕὐρυφῶντα τὸν
[καὶ] ἰατρὸν ἀναφέρουσι,κατὰ τήνδε τὴν λέξιν· “οὐρέει ὀλίγον

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum vi epidemiarum


74

commentarii vi
Kühn Vol. 17a, p. 889, li. 15

τόν, ἐφ' οὗ τὰ διαχωρήματα πελιὰ φαίνεται. τούτοις γὰρ ἀκόλουθόν


ἐστι καὶ μέλανα καλεῖν πυρετόν, ἐφ' οὗ μελάνων ἔκκρισις γίνεται.
 καταλείπεταιμὲν οὖν ἔτι τὸ τέλος τῆς ῥήσεως ἐξηγήσασθαι,
γεγραφότος αὐτοῦκαὶ τὰ ἄλλα [καὶ τὰ] τοιαῦτα, τουτέστι τοῖς
εἰρημένοις. εἰρήκει δ' ὑστέρας τὰς κατὰ τὴν χρόαν διαφοράς, οὐ
κατὰ τὴν οὐσίαν αὐτὴν οὔσας τῶν πυρετῶν, ἐγγυτέρω γε μὴν τῶν
ἄλλων τῶν ἀπό τινος συμβεβηκότος γινομένων, ὥσπερ ὅταν ἤτοι δια-
λείποντας ἢ συνεχεῖς λέγωμεν εἶναι τοὺς πυρετούς, καὶ τῶν διαλει-
πόντων τὸν μὲν τριταῖον, τὸν δὲ ἀμφημερινόν, τὸν δὲ τεταρταῖον, καὶ
τῶν συνεχῶν τὸν μὲν ἡμιτριταῖον, τὸν δὲ καυσώδη, τὸν δὲ κρυμνώδη,
τὸν δὲ τυφώδη, τὸν δὲ λοιμώδη , τὸν δὲ ἑλώδη, τὸν δὲ ἠπίαλον. ὁ δὲ
Πραξαγόρας καὶ φρενιτικοὺς καὶ λη|θαργικοὺς καὶ πρός γε τούτοις
ἰκτερικούς τινας ὀνομάζει πυρετοὺς ἐν ταῖς διαφοραῖς τῶν ὀξέων. οἱ
δὲνεώτεροι καὶ συνοχόν τινα καλοῦσι πυρετόν, οὐ μόνον συνεχῆ,
καὶ διαφοράς γε αὐτοῦ τίθενται τόν τε ὁμότονον ἢ ἀκμαστικὸν ὀνο-  
μαζόμενον καὶ τὸν ἐπακμαστικὸν καὶ τὸν παρακμαστικόν. καθ' ἑτέ-
ραν δ' αὖ τομὴν κοινὴν καὶ πρὸς τὰς ἄλλας νόσους ἐνίους μὲν
ὀξεῖς πυρετοὺς ὀνομάζομεν, ἐνίους δὲ χρονίους καὶ κατ' ἄλλην εὐήθεις
τε καὶ κακοήθεις. καὶ μέντοι καί τινας μὲν τεταγμένους ἢ ἀτάκτους,
ἄλλους δ' αὖ πάλιν περιοδίζοντας καὶ πεπλανημένους. ἔνιοι δὲτῶν
παλαιῶν καὶ τοὺς ἀπὸ διαφερόντων μορίων ἀναπτομένους ἀπ' ἐκεί

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis librum vi epidemiarum


commentarii vi
Kühn Vol. 17b, p. 335, li. 8

ψεν) ἐναργῶς φαίνονται κεφαλαλγίας ἰώμενοι τὰς ἐπὶ πλήθει φυσώδους


πνεύματος γινομένας.
 ταυτὶ μὲν οὖν ἅπαντα μέχρι τοῦκυκεὼν ἐπιδέδεικταί μοι τοῦ
προτεθέντος ἐξ | ἀρχῆς ἔχεσθαι, κακῶς ὑπὸ τῶν ἐξηγησαμένων εἰς
πλείους
λόγους τεμνόμενα. ἐπὶ δὲ τὴν ἑξῆς λέξιν μεταβῶμεν ἀπέχεσθαι δοκοῦ-
σαν ἐμοί γε καὶ μᾶλλον ἁπασῶν τῶν ἔμπροσθεν ἤπερ ἀλλήλων ἐκεῖναι.
δύναται δ', ὡς ἐγώ φημι, καὶ αὐτὴ περὶ μὲνὀδυνῶν εἰρῆσθαι, καθά-  
περ ἐκεῖναι, διαφέρειν δ' αὐτῶν τῇκακίᾳ. γίνονται γάρ τινεςὀδύ-
ναι κακοήθεις ὑπὸ τῶνκακούργων εἴτ' οὖν φαρμάκων ἃ δηλητήρια
καλοῦσιν, εἴτε θηρίων ἰοβόλων, εἴτε καὶ χυμῶν τινων ἐκ διαίτης μοχ-
θηρᾶς ἢ λοιμώδους ἀέρος ἐν τῷ σώματι γεννηθέντων. ἐπὶ τούτων οὖν
φημι λελέχθαι ταῦτα τὰ βοηθήματα,γάλα, σκόροδα, οἶνος ἀπε-
75

ζεσμένος, ὄξος, ἅλες. γάλα μὲν ἐπὶ τῶν κατὰ διάβρωσιν ἀναι-
ρούντων (ἐπικράσεως γὰρ δεῖται),σκόροδα δ' ἐπὶ τῶν κατὰ σφοδρὰν
ψῦξιν,οἶνος δ' ἐπὶ τῶν κατὰ μετρίαν. προσκειμένου δὲ αὐτῷ τοῦ
ἀπεζεσμένος δυνατόν ἐστιν ἀκούειν τὸν ἱκανῶς θερμόν, ἐγχωρεῖ
δὲ καὶ τὸν οὕτως ἀφεψημένον, ὡς γίνεσθαι τὸ καλούμενον σίραιον.
ἐπικρατητικὸν γάρ τοι καὶ τοῦτ' ἐστὶ τῶν δριμυτή|των διαβρωτικῶν.
ὄξος δ' ἕνεκα τοῦ τέμνειν χυμοὺς κολλώδεις, ὡς ἐπὶ τῶν μυκήτων,
ἢ καὶ ψύξεως ἕνεκεν, ὡς ἐπὶ θαψίας. τοὺς δ'ἅλας, ὡς ἐκδαπανῆσαι

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis aphorismos


commentarii vii (0057: 092)“Claudii Galeni opera omnia, vols. 17.2 and
18.1”, Ed. Kühn, C.G.
Leipzig: Knobloch, 1829, Repr. 1965.Vol. 17b, p. 470, li. 16

τὰς νύκτας, ἐν ταύταις γὰρ ἡμῖν ἔθος ἐστὶ κοιμᾶσθαι.


διακοπτομένων οὖν τῶν ὕπνων ὑπὸ τῆς ταραχῆς ἐναργῶς
ἡ δυσφορία διαγινώσκεται, καίτοι τῆς ἡμέρας ὁμοίαν ἐχού-
σης ταραχὴν, ἐπειδὰν ἡ μετ' αὐτὴν νὺξ ἔχῃ τὴν κρίσιν.
τὸ δὲ ἐπὶ τέλει τοῦ ἀφορισμοῦ γεγραμμένον, ἡ δ' ἐπιοῦσα
εὐφορωτέρη ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατὰ τὰ πολλὰ τῶν ἀντιγρά-
φων οὐ φέρεται. βούλεται δ' ἡμᾶς διδάσκειν ὡς ἡ μετὰ
τὴν κρίσιν νὺξ εὐφορωτέρα τῆς προηγησαμένης ἐστὶν ὡς
ἐπὶ τὸ πολὺ, διὰ τὸ τῶν κρίσεων τὰς πλείους εἰς ἀγαθὸν
τελευτᾶν. ἴσμεν γὰρ ὡς τῶν νοσούντων οἱ σωζόμενοι πλείους
εἰσὶ ἀποθνησκόντων, πλὴν εἰ μή ποτε λοιμώδης ἡ κατά-
στασις γενηθείη.       –   –   –   
      ιδʹ. Ἐν τῇσι τῆς κοιλίης ῥύσεσιν αἱ μεταβολαὶ τῶν
 διαχωρημάτων ὠφελέουσιν, ἢν μὴ ἐς τὰ πονηρὰ μεταβάλλῃ.
      –   –   –    Αἱ μεταβολαὶ τῶν διαχωρημάτων πολλὰς ἰδέας ἐκκε-
νοῦσαι χυμῶν ἀκριβέστερον ἐκκαθαίρουσι τὸ σῶμα, πλὴν εἰ
μὴ συντήξεως καὶ σηπεδόνος ἔχοιεν σημεῖα. περὶ ὧν ἐν τῷ
προγνωστικῷ διῆλθεν αὐτὸς, ἔνθα καὶ λιπαρῶν

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis aphorismos commentarii


vii
Vol. 17b, p. 683, li. 1

αὐτό τε τὸ αἷμα τὸ κατὰ τὸ ἧπαρ ἔχει πολλὴν ἰλὺν τοιαύ-


την ἀῤῥωστήσει τε τὸ σπλάγχνον, ὡς μὴ κατέχειν ἐν ἑαυτῷ
τὰ περιττὰ δυνάμενον, τηνικαῦτα ὑποχωρεῖ τὰ καλούμενα
μέλανα, περὶ ὧν ὁ λόγος ἐστὶν αὐτῷ νῦν. προσέθηκε δ'
ἐν τῷ λόγῳ τὸ οἷον αἷμα, τοιοῦτον δηλῶν ὁποῖόν τι γίγνε-
76

ται τὸ αἷμα τὸ μελανθὲν ἐν τῇ διὰ τῶν ἐντέρων φορᾷ,


τοιαῦτ' ἔστι τὰ μέλανα. τελέως γὰρ ἠλίθιόν ἐστιν ὑπολαμ-
βάνειν αἵματι τῷ κατὰ φύσιν ἔχοντι ταῦτα ἐοικέναι τὰ μέ-
λανα. γενήσεται γὰρ ἐρυθρά τε καὶ μέλανα ταῦτα. καί-
τοι γε ἀδύνατον ἅμα ταὐτὸν ἐρυθρόν τε καὶ μέλανα ὑπάρ-  
χειν, πάμπολλα τοιαῦτα διαχωρήματα κατὰ τὴν λοιμώδη
νόσον εἴδομεν ταύτην τὴν μακρὰν, οὐ μᾶλλόν τι τοῖς ὀλε-
θρίως ἔχουσιν ἢ τοῖς σωθησομένοις ἐπιφανέντα, οὐ μὴν
ἀρχομένων τε καὶ αὐξανομένων τῶν νοσημάτων ἑωρᾶτο. συν-
τήξεις γὰρ ἦσαν αἱ τότε κενούμεναι ξανθαί τε καὶ πυῤ-
ῥαὶ τὸ χρῶμα. τὰ δ' ὕστερον ἐπιφαινόμενα μέλανα, κα-
θάπερ αἵματος τρὺξ, ἤτοι γε ὑπεροπτηθέντος αὐτοῦ τὴν
γένεσιν ἔσχεν ἢ σηπεδόνα τινὰ ἀλλόκοτον, ἀνάλογον ταῖς ἐν
τῇ γαστρὶ γενομέναις ἀπεψίαις, ὅταν εἰς μοχθηροὺς χυμοὺς
ἡ διαφθορὰ τελευτήσει. διὸ καὶ κατ' ἀρχὰς μὲν οὐδέποτε
ἐπ' ἀγαθῷ φαίνεται τοιαῦτα, μεγάλην κάκωσιν ἐνδεικνύμενα

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . In Hippocratis aphorismos commentarii


vii
Vol. 18a, p. 146, li. 5

γμονή τις καὶ χωρὶς φλεγμονῆς χυμῶν σηπεδὼν ἀνάπτῃ τὴν


πυρετώδη θερμασίαν, ὀνίνησι τὰ λουτρὰ πρὶν ἤτοι κενωθῆ-
ναι τοὺς λυποῦντας χυμοὺς ἢ πεφθῆναι. ἀλλὰ τά γε
τοιαῦτα νοσήματα πλευρίτιδάς τε καὶ περιπνευμονίας ἡπα-
τίτιδάς τε καὶ σπληνίτιδας ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ, σύμπτωμα
τιθέμενοι τὸν πυρετὸν αὐτὸν, οὐκ αὐτὸ πάθος. ἐφ' ὧν δὲ  
χωρὶς μορίου φλεγμονῆς οἱ κατὰ τὰς φλέβας χυμοὶ σηπό-
μενοι πυρετοὶ ἀνάπτουσιν, ἐπ' ἐκείνων μόνων ἔλεγον ὑπὸ
πυρετοῦ τὸν ἄνθρωπον ὀχλεῖσθαι καὶ πυρετὸν ἔχειν αὐτὸν,
ἐπ' ἐκείνων δὲ καὶ τὰς διαφορὰς τῶν πυρετῶν ἔγραψαν,
ἠπίαλον καὶ λειπυρίαν, ἑλκώδη τε καὶ τυφώδη καὶ λοιμώδη
καὶ καῦσον. ἡπατίτην δὲ τὸν πυρετὸν καὶ σπληνῖτιν ἢ
περιπνευμονίην ἢ πλευρίτην οὐδεὶς εἶπεν, ὥστε νῦν ὁ λόγος
ἐστὶ τῷ Ἱπποκράτει περὶ τῶν αὐτῶν πυρετῶν μορίων ἄνευ
φλεγμονῆς. κατὰ μέντοι τὰ πλεῖστα τῶν ἀντιγράφων οὐχ
ὕδατος, ἀλλ' ἱδρῶτος γέγραπται, τοιαύτην τινὰ ἔννοιαν ἐν-
δεικνυμένης τῆς γραφῆς· ἐὰν πυρετὸς μὴ ὑπὸ χολῆς ἔχῃ,
πολὺς ἱδρὼς ἀπὸ τῆς κεφαλῆς καταῤῥέων λύει τὸν πυρετὸν,
οὐ δήπου τῆς κεφαλῆς μόνης ἐκχεῖσθαι τὸν ἱδρῶτα λέγοντος
τοῦ Ἱπποκράτους, ἀλλ' ἀπὸ πρώτου φαινομένου μορίου
περὶ παντὸς τοῦ σώματος δηλοῦντος. ἐπὶ ταύτῃ τῇ γραφῇ
77

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . Adversus Lycum libellus (0057: 093)


“Galeni adversus Lycum et adversus Iulianum libelli”, Ed. Wenkebach,
E.Berlin: Akademie–Verlag, 1951; Corpus medicorum Graecorum, vol.
5.10.3.Kühn Vol. 18a, p. 223, li. 6

ἐν ταῖς αἰσθήσεσιν ἃς ἅπαντες γιγνώσκουσιν, οὔτ' ἐν τοῖς χρώμασι καὶ


λευκὸν καὶ μέλαν καὶ φαιὸν καὶ ξανθὸν καὶ πυρρὸν ἐρυθρόν τε καὶ
φοινικοῦν καὶ κυανοῦν. οὐδὲν γὰρ χρῶμα χρώματος ᾗ χρῶμά ἐστι
διαφέρει. μαί-  νονται τοίνυν ἅπαντες ἰατροὶ καὶ φιλόσοφοι χρωμάτων
μὲν ἡγούμενοι διαφορὰς εἶναι τὰς εἰρημένας, χυμῶν δὲ τὸν ὀξὺν καὶ
πικρὸν καὶ δριμὺν ὅσους τ' ἄλλους ὀλίγον ἔμπροσθεν εἶπον, | ὥσπερ καὶ
τῶν αἰσθήσεων αὐ-τῶν. οὔτε γὰρ χρῶμα χρώματος, ᾗ χρῶμά ἐστι,
διαφέρει, ὡς οὐδ' αἴσθησις αἰσθήσεως, οὔτε χυμὸς χυμοῦ, καθάπερ οὐδὲ
πυρετὸς πυρετοῦ, μὴ [δὲ] ὅτι θερμὸν θερμοῦ. μαίνονται τοίνυν οἱ
γράψαντες ἰατροὶ πυρετῶν διαφο-ρὰς πολλὰς καὶ τὸν καῦσον καὶ τὸν
λειπυρίαν καὶ τὸν ἠπίαλον καὶ τὸν τυφώδη καὶ τὸν λοιμώδη καὶ τὸν
ἡμιτριταῖον ἀμφημερινόν τε καὶ τρι-ταῖον καὶ τεταρταῖον. ἀλλὰ καὶ αὐτὸς
ὁΛύκος ἑτέρωθι γράφει πυρετῶν
διαφορὰς ὥσπερ γε καὶ τῶν ἄλλων σχεδὸν ἁπάντων πραγμάτων.
 Τί ποτ' οὖν δόξαν αὐτῷ νῦν ἐπελάθετο τοῦ τέμνειν ἕκαστον τῶν
ἄλλων εἰς τὰς οἰκείας διαφοράς, ὅς γε ‘καὶ περὶ τοῦ τῶν ἀχύρων ἐξ-
απτομένου πυρός, ᾧ χρῆσθαι τοῖς τὸν χρυσὸν ἐργαζομένοις ἔθος, οὐδε-
μίαν εἶναι νομίζει διαφορὰν [ἀλλὰ] πρὸς τὸ τῶν ἄλλων ὑλῶν·οὐδὲ γὰρ
τὸ πῦρ τοῦ πυρός, ᾗ πῦρ ἐστι,διαφέρειν, ἀλλὰ κατὰ τὸ
μᾶλλόν τε καὶ ἧττον. | ἰσχυρὸν γὰρ εἶναί τι καὶ ἀσθενὲς πῦρ συγ-
χωρεῖ, καὶ τό γε τῶν ἀχύρων ἀσθενέστατον εἶναι νομίζωνεὐταμίευτον
εἶναί φησιπρὸς τὴν ἐργασίαν τοῦ χρυσοῦ. διατήκεσθαι γὰρ

Διονύσιος Αλικαρνασσέας 60 π. Χ.-7 π. Χ. Antiquitates Romanae


(0081: 001)“Dionysii Halicarnasei antiquitatum Romanarum quae
supersunt, 4 vols.”, Ed. Jacoby, K.Leipzig: Teubner, 1:1885; 2:1888;
3:1891; 4:1905, Repr. 1967.Book 12, chapter 9, section 1, li. 3

τὴν διάλυσίν τε καὶ ἀπότηξιν τῆς χιόνος. τοῦτο τὸ


πάθος οὔτε πρότερόν ποτε γενόμενον ἐν ἱστορίας
γραφῇ περὶ ταῦτα τὰ χωρία παρειλήφαμεν οὔθ' ὕστε-
ρον ἕως τοῦ καθ' ἡμᾶς χρόνου, μετρίῳ γέ τινι βορειό-
τερα τοῦ μέσου, κατὰ τὸν ὑπὲρ Ἀθηνῶν γραφόμενον
δι' Ἑλλησπόντου παράλληλον. τότε δὲ πρῶτον καὶ
78

μόνον ἐξέβη τῆς εἰωθυίας κράσεως ἡ τοῦ περιέχοντος


τήνδε τὴν γῆν φύσις. Ambr.
 Ἑορτὰς ἦγον οἱ Ῥωμαῖοι τὰς καλου-
μένας τῇ ἐπιχωρίῳ γλώττῃ στρωμνὰς ὑπὸ τῶν Σιβυλ-
λείων κελευσθέντες χρησμῶν. νόσος γάρ τις λοιμώδης
γενομένη θεόπεμπτός τε καὶ ὑπὸ τέχνης ἀνθρωπίνης  
ἀνίατος εἰς ζήτησιν αὐτοὺς ἤγαγε τῶν χρησμῶν.
ἐκόσμησάν τε στρωμνὰς τρεῖς, ὡς ἐκέλευον οἱ χρησμοί,
μίαν μὲν Ἀπόλλωνι καὶ Λητοῖ, ἑτέραν δὲ Ἡρακλεῖ καὶ
Ἀρτέμιδι, τρίτην δὲ Ἑρμῇ καὶ Ποσειδῶνι· καὶ διετέ-
λουν ἐφ' ἡμέρας ἑπτὰ δημοσίᾳ τε καταθύοντες καὶ
ἰδίᾳ κατ' οἰκείαν δύναμιν ἅπαντες τοῖς θεοῖς ἀπαρχό-
μενοι, ἑστιάσεις τε λαμπροτάτας ἐπιτελοῦντες καὶ
ξένων τοὺς παρεπιδημοῦντας ὑποδεχόμενοι.

Διονύσιος Αλικαρνασσέας 60 π. Χ.-7 π. Χ. De Demosthenis dictione


(0081: 006)“Dionysii Halicarnasei quae exstant, vol. 5”, Ed. Usener, H.,
Radermacher, L.Leipzig: Teubner, 1899, Repr. 1965.Section 39, li. 64

αἳ δὲ ὑπὸ σφῶν αὐτῶν ἀντιπολεμούντων, εἰσὶ δὲ αἳ


καὶ οἰκήτορας μετέβαλον ἁλισκόμεναι, οὔτε φυγαὶ
τοσαίδε ἀνθρώπων καὶ φόνος ὃ μὲν κατ' αὐτὸν τὸν
πόλεμον, ὃ δὲ διὰ τὸ στασιάζειν. τά τε πρότερον ἀκοῇ
μὲν λεγόμενα, ἔργῳ δὲ σπανιώτερον βεβαιούμενα οὐκ
ἄπιστα κατέστη σεισμῶν τε πέρι, οἳ ἐπὶ πλεῖστον ἅμα
μέρος γῆς καὶ ἰσχυρότατοι οἱ αὐτοὶ ἐπέσχον, ἡλίου τ'
ἐκλείψεις, αἳ πυκνότεραι παρὰ τὰ ἐκ τοῦ πρὶν
χρόνου μνημονευόμενα συνέβησαν, αὐχμοί τ' ἔστιν
παρ' οἷς μεγάλοι καὶ ἀπ' αὐτῶν καὶ λιμοὶ καὶ ἡ οὐχ
ἥκιστα βλάψασα καὶ μέρος τι φθείρασα ἡ λοιμώδης
νόσος.’ ἡ μὲν δὴ πρώτη τῶν ἁρμονιῶν ἡ γεννικὴ καὶ
αὐστηρὰ καὶ μεγαλόφρων καὶ τὸ ἀρχαιοπρεπὲς διώκουσα
τοιάδε τίς ἐστι κατὰ τὸν χαρακτῆρα.
 ἡ δὲ μετὰ ταύτηνἡ γλαφυρὰ καὶ θεατρικὴ καὶ
τὸ κομψὸν αἱρουμένη πρὸ τοῦ σεμνοῦ τοιαύτη· ὀνο-
μάτων αἰεὶ βούλεται λαμβάνειν τὰ λειότατα καὶ μαλα-
κώτατα, τὴν εὐφωνίαν θηρωμένη καὶ τὴν εὐμέλειαν, ἐξ
αὐτῶν δὲ τὸ ἡδύ. ἔπειτα οὐχ ὡς ἔτυχεν ἀξιοῖ ταῦτα  
τιθέναι οὐδὲ ἀπερισκέπτως συναρμόττειν θάτερα τοῖς
ἑτέροις, ἀλλὰ διακρίνουσα τὰ ποῖα τοῖς ποίοις [καὶ]
79

Διονύσιος Αλικαρνασσέας 60 π. Χ.-7 π. Χ. De Thucydide (0081: 010)


“Dionysii Halicarnasei quae exstant, vol. 5”, Ed. Usener, H.,
Radermacher, L.Leipzig: Teubner, 1899, Repr. 1965.Section 20, li. 66

ὑπὸ σφῶν αὐτῶν ἀντιπολεμούντων, εἰσὶ δὲ αἳ καὶ


οἰκήτορας μετέβαλον ἁλισκόμεναι· οὔτε φυγαὶ τοσαίδε
ἀνθρώπων καὶ φόνος ὃ μὲν κατ' αὐτὸν τὸν πόλεμον,
ὃ δὲ διὰ τὸ στασιάζειν. τά τε πρότερον ἀκοῇ μὲν
λεγόμενα, ἔργῳ δὲ σπανιώτερον βεβαιούμενα οὐκ ἄπιστα
κατέστη σεισμῶν τε πέρι, οἳ ἐπὶ πλεῖστον ἅμα μέρος
γῆς καὶ ἰσχυρότατοι οἱ αὐτοὶ ἐπέσχον, ἡλίου τε
ἐκλείψεις, αἳ πυκνότεραι παρὰ τὰς ἐκ τοῦ πρὶν χρό-
νου μνημονευομένας ξυνέβησαν, αὐχμοί τε ἔστι παρ'
οἷς μεγάλοι, καὶ ἀπ' αὐτῶν καὶ λιμοί· καὶ ἡ οὐχ
ἥκιστα βλάψασα καὶ μέρος τι φθείρασα, ἡ λοιμώδης
νόσος· ταῦτα γὰρ πάντα μετὰ τοῦδε τοῦ πολέμου ἅμα
ξυνεπέθετο. ἤρξαντο δὲ αὐτοῦ Ἀθηναῖοι καὶ Πελοπον-
νήσιοι λύσαντες τὰς τριακοντούτεις σπονδάς, αἳ αὐτοῖς
ἐγένοντο μετ' Εὐβοίας ἅλωσιν. διότι δὲ ἔλυσαν, τὰς
αἰτίας προέγραψα πρῶτον καὶ τὰς διαφορὰς τοῦ μή
τινα ζητῆσαί ποτε, ἐξ ὅτου τοσοῦτος πόλεμος τοῖς Ἕλ-
λησι κατέστη.’ Τὰ μὲν δὴ περὶ τὸ πραγματικὸν μέρος
ἁμαρτήματά τε καὶ κατορθώματα τοῦ συγγραφέως ταῦτά
ἐστι.

Αριστοτέλης. 384-322 π. Χ. . , Historia animalium “Aristote. Histoire


des animaux, vols. 1–3”, Ed. Louis, P.Paris: Les Belles Lettres, 1:1964;
2:1968; 3:1969.Bekker p. 602b, li. 12

ᾠῶν καὶ τοῦ γόνου διαφθείρεται τὸ πολὺ διὰ τὰς ἀλέας· οὗ


γὰρ ἂν ἐφάψωνται, πᾶν τοῦτο λυμαίνονται.
                     Ἁλίσκονται δὲ
μάλιστα οἱ ἰχθύες πρὸ ἡλίου ἀνατολῆς καὶ μετὰ τὴν δύσιν,
ὅλως δὲ περὶ δυσμὰς ἡλίου καὶ ἀνατολάς· οὗτοι γὰρ λέ-
γονται εἶναι ὡραῖοι βόλοι, διὸ καὶ τὰ δίκτυα ταύτην τὴν
ὥραν ἀναιροῦνται οἱ ἁλιεῖς. Μάλιστα γὰρ ἀπατῶνται οἱ
ἰχθύες τῇ ὄψει κατὰ τούτους τοὺς καιρούς· τῆς μὲν γὰρ νυκ-  
τὸς ἡσυχάζουσι, πλείονος δὲ γενομένου τοῦ φωτὸς μᾶλλον
ὁρῶσιν.
 Νόσημα δὲ λοιμῶδες μὲν οὐδὲν εἰς τοὺς ἰχθῦς φαίνεται ἐμ-
πῖπτον, οἷον ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων συμβαίνει πολλάκις καὶ τῶν
80

ζῳοτόκων καὶ τετραπόδων εἰς ἵππους καὶ βοῦς, καὶ τῶν ἄλ-
λων εἰς ἔνια καὶ ἥμερα καὶ ἄγρια· νοσεῖν μέντοι γε δο-
κοῦσιν· τεκμαίρονται δ' οἱ ἁλιεῖς τῷ ἐνίους ἁλίσκεσθαι λε-
πτοὺς καὶ ἠσθενηκόσιν ὁμοίους καὶ τὸ χρῶμα μεταβεβλη-
κότας ἐν πολλοῖς καὶ πίοσιν ἑαλωκότας καὶ τῷ γένει τῷ
αὐτῷ. Περὶ μὲν οὖν τῶν θαλαττίων τοῦτον ἔχει τὸν τρόπον.
 Τοῖς δὲ ποταμίοις καὶ λιμναίοις λοιμῶδες μὲν οὐδὲ τού-
τοις οὐδὲν γίνεται, ἐνίοις δ' αὐτῶν ἴδια νοσήματα ἐμπίπτει, οἷ-
ον ὁ γλάνις ὑπὸ κύνα μάλιστα διὰ τὸ μετέωρος νεῖν ἀστροβλής

Αριστοτέλης. 384-322 π. Χ. . , Historia animalium Bekker p. 602b, li.


20

τὸς ἡσυχάζουσι, πλείονος δὲ γενομένου τοῦ φωτὸς μᾶλλον


ὁρῶσιν.
 Νόσημα δὲ λοιμῶδες μὲν οὐδὲν εἰς τοὺς ἰχθῦς φαίνεται ἐμ-
πῖπτον, οἷον ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων συμβαίνει πολλάκις καὶ τῶν
ζῳοτόκων καὶ τετραπόδων εἰς ἵππους καὶ βοῦς, καὶ τῶν ἄλ-
λων εἰς ἔνια καὶ ἥμερα καὶ ἄγρια· νοσεῖν μέντοι γε δο-
κοῦσιν· τεκμαίρονται δ' οἱ ἁλιεῖς τῷ ἐνίους ἁλίσκεσθαι λε-
πτοὺς καὶ ἠσθενηκόσιν ὁμοίους καὶ τὸ χρῶμα μεταβεβλη-
κότας ἐν πολλοῖς καὶ πίοσιν ἑαλωκότας καὶ τῷ γένει τῷ
αὐτῷ. Περὶ μὲν οὖν τῶν θαλαττίων τοῦτον ἔχει τὸν τρόπον.
 Τοῖς δὲ ποταμίοις καὶ λιμναίοις λοιμῶδες μὲν οὐδὲ τού-
τοις οὐδὲν γίνεται, ἐνίοις δ' αὐτῶν ἴδια νοσήματα ἐμπίπτει, οἷ-
ον ὁ γλάνις ὑπὸ κύνα μάλιστα διὰ τὸ μετέωρος νεῖν ἀστροβλής
τε γίνεται καὶ ὑπὸ βροντῆς νεανικῆς καροῦται. Πάσχει δέ
ποτε τοῦτο καὶ ὁ κυπρῖνος, ἧττον δέ. Οἱ δὲ γλάνεις ἐν τοῖς
βραχέσι καὶ ὑπὸ δράκοντος τοῦ ὄφεως τυπτόμενοι ἀπόλλυν-
ται πολλοί. Ἐν δὲ τῷ βαλέρῳ καὶ τίλωνι ἑλμὶς ἐγγινο-
μένη ὑπὸ κύνα μετεωρίζει τε καὶ ἀσθενῆ ποιεῖ· μετέωρος
δὲ γινόμενος ὑπὸ τοῦ καύματος ἀπόλλυται. Τῇ δὲ χαλκίδι
Νόσημα ἐμπίπτει νεανικόν· φθεῖρες ὑπὸ τὰ βράγχια γινό-
μενοι πολλοὶ ἀναιροῦσιν.

Αριστοτέλης. 384-322 π. Χ. . , Problemata (0086: 036)“Aristotelis


opera, vol. 2”, Ed. Bekker, I.Berlin: Reimer, 1831, Repr. 1960.
Bekker p. 862a, li. 5
81

νεσθαι. τοῖς δὲ ἀραιοτέροις πυρετῶν γινομένων, τοὺς ἀπὸ


πλείστης ἀπεψίας γινομένους πυρετοὺς καύσους συμβαίνει γί-
νεσθαι, διὰ τὸ τοῖς τοιούτοις ἐσκεδάσθαι μὲν μᾶλλον κατὰ
πᾶν τὸ σῶμα τὰ ὑγρὰ ἢ τοῖς πυκνοσάρκοις, συνισταμένης
δὲ τῆς σαρκὸς αὐτῶν ὑπὸ τοῦ χειμῶνος θερμαινόμενα τὰ
ὑγρὰ πυρετοὺς ποιεῖν. ἡ γὰρ παντὸς τοῦ σώματος ὑπερ-  
βάλλουσα θερμότης ἐστὶ πυρετός· ἐπιτεινομένη δὲ διὰ τὸ
πλῆθος τῆς ἐνυπαρχούσης αὐτοῖς ὑγρότητος καῦσος γί-
νεται.
 Διὰ τί, ὅταν ἐκ γῆς ἀτμὸς ἀνίῃ πολὺς ὑπὸ τοῦ ἡλίου,
τὸ ἔτος λοιμῶδες γίνεται; ἢ ὅτι ὑγρὸν ἀνάγκη καὶ ἔπομ-
βρον τὸ ἔτος σημαίνειν, καὶ τὴν γῆν ὑγρὰν ἀνάγκη εἶναι;
οἷον οὖν ἐν ἑλώδει τόπῳ ἡ οἴκησις γίνεται. νοσώδης δὲ ἡ
τοιαύτη ἐστίν. καὶ τὰ σώματα δὴ τότε ἀνάγκη περίττωμα
πολὺ ἔχειν, ὥστε ἐν τῷ θέρει ἔχειν ὕλην νοσώδη.
 Διὰ τί γίνεται τὰ ἔτη νοσώδη, ὅταν γένηται φορὰ
τῶν μικρῶν βατράχων τῶν φρυνοειδῶν; ἢ ὅτι ἕκαστον εὐ-
σθενεῖ ἐν τῇ οἰκείᾳ χώρᾳ τῆς φύσεως; καὶ ταῦτα δὴ φύ-
σει ἐστὶν ὑγρά, ὥστε ἔπομβρον καὶ ὑγρὸν σημαίνει τὸν
ἐνιαυτὸν γίνεσθαι. τὰ δὲ τοιαῦτα ἔτη νοσώδη ἐστίν· ὑγρὰ
γὰρ τὰ σώματα ὄντα πολὺ ἔχει τὸ περίττωμα,

Αριστοτέλης. 384-322 π. Χ. . , Problemata Bekker p. 887a, li. 30

ροίας κατὰ τὰς οἰκείας δυνάμεις, οὕτω καὶ ἡ ὄψις αὐτὸ


πάσχει καὶ ἀπὸ τῶν ἡδέων καὶ λυπηρῶν;
 Διὰ τί ἀπὸ φθίσεως καὶ ὀφθαλμίας καὶ ψώρας οἱ
πλησιάζοντες ἁλίσκονται, ἀπὸ δὲ ὕδρωπος καὶ πυρετῶν καὶ
ἀποπληξίας οὐχ ἁλίσκονται, οὐδὲ τῶν ἄλλων; ἢ ἡ μὲν ὀφ-
θαλμία, ὅτι εὐκινητότατον ὁ ὀφθαλμός, καὶ μάλιστα ὁμοιοῦ-
ται τῷ ὁρωμένῳ τῶν ἄλλων, οἷον κινεῖται ἀπὸ κινουμένου
ὥστε καὶ ἀντιβλέπων τεταραγμένῳ ταράττεται μάλιστα; ἡ
δὲ φθίσις, ὅτι πνεῦμα φαῦλον ποιεῖ καὶ βαρύ, τάχιστα δὲ
τὰ νοσήματα ταῦτα ἅπτεται πάντων, ὅσα τούτου φθειρομένου
γίνεται, οἷον τὰ λοιμώδη . ὁ δὲ πλησιάζων τοιοῦτον ἀναπνεῖ.
νοσεῖ μὲν οὖν, ὅτι νοσῶδες· ἀπὸ μόνου δέ, ὅτι ἐκπνεῖ, νοσεῖ,
οἱ δὲ ἄλλοι ἑτέραν· τὴν αὐτὴν δὲ νόσον, ὅτι ᾧ ἂν ἀσθενήσῃ,
τούτῳ ἀναπνεῖ τοιοῦτον οἷον εἰ πεπονθὼς ἦν. ἡ δὲ ψώρα μᾶλ-
λον τῶν ἄλλων, οἷον λέπρας καὶ τῶν τοιούτων, ὅτι ἐπιπολῆς
τε καὶ γλίσχρον τὸ ἀπορρέον· τὰ γὰρ κνησμώδη τοιαῦτα.
διὸ αὐτὰ τῷ ἐπιπολῆς γίνεσθαι καὶ γλίσχρον εἶναι ἅπτε-
82

ται. τῶν δ' ἄλλων τὰ μὲν οὐχ ἅπτεται διὰ τὸ μὴ ἐπι-


πολῆς γίνεσθαι, τὰ δὲ ὄντα ἐπιπολῆς, ὅτι προσμένει διὰ
ξηρότητα.   

Αίλιος Ηρωδιανός 2ος μ. Χ. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e


codd. Paris. 2543 + 2570) (0087: 036)“Herodiani partitiones”, Ed.
Boissonade, J.F.London, 1819, Repr. 1963.P. 80, li. 5

 Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς λυ συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ


υ ψιλοῦ γράφεται· οἷον· λύπη· λυπηρόν· λύχνος· λυχνία·
λύω· λύσις· λύμη, ἡ βλάβη· λυμεὼν, ὁ βλαπτικός· λυ-
μαίνω, ῥῆμα, τὸ βλάπτω· λύκος· Λυκόφρων, καὶ Λυκομή-
δης, κύρια· λύρα· λυρῳδός· λυρικὸς ποιητής· λύσσα, ἡ
μανία· λυσσῶ, τὸ μαίνομαι· λύγος, τὸ βεργίον· Λυδία,  
χώρα, καὶ Λυδὸς ἀνήρ· Λύδιον μέλος· Λυκαονία, χώρα·
Λυκαονεὺς ἀνήρ· Λυαῖος, καὶ Λύσιππος, κύρια· λυπρόγεως
γῆ, ἡ ἄκαρπος· καὶ τὰ λοιπά.
 Πλὴν τοῦ λοιδορῶ· λοιδορισμὸς, καὶ λοιδορία, ἡ ὕβρις·
λοιβὴ, ἡ σπονδή· λοιμὸς, ἡ λοιμικὴ νόσος· λοιμώδης νό-
σος· λοῖσθος, τὸ ἔσχατον· λοίσθιον, τὸ αὐτό· λοιγὸς, ὁ
ὄλεθρος· καὶ λοιμὸς, ὁ φθορεύς· λοίγιον, τὸ ὀλέθριον· λοιπὸν,
ἀντὶ τοῦ διὰ τοῦτο· καὶ λοιπὸν, τὸ ἐπίλοιπον· καὶ τὰ
ἕτερα.

ἈΡΧΗ ΤΟΥ Μ.

 Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς με συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ


ε ψιλοῦ γράφεται· οἷον· μέγας· μέγιστος· μέγεθος· μεγε-
θύνω· μέτρον· μετρῶ· μέλας· μελαίνω· μέλι· μέλισσα·
μένω, τὸ ἐπιμένω· μέσος· μεσότης· μελαγχολῶ· μελαγ-
χολία· μέλος· μελῳδία· μέρος· μερίζω· μερισμός·

Θεόφραστος 371-287 π. Χ. Frag Theophrasti Eresii opera, quae


supersunt, omnia”, Ed. Wimmer, F.Paris: Didot, 1866, Repr. 1964.
Fragment 174, section 5, li. 3

δὲ ἥ τε μαλακὴ καὶ νοτίδα ἔχουσα καὶ δροσοβόλος.


Χαλεπαὶ μὲν οὖν καὶ αἱ ἀκρίδες, χαλεπώτεροι δὲ
οἱ ἀττέλεβοι καὶ τούτων μάλιστα οὓς καλοῦσι βρού-
83

κους, Ἡ δὲ γένεσις αὐτῶν ἐξ ἀλλήλων. Τινὲς δὲ


οἴονται οὐκ ἀκριβεῖ σημείῳ τῷ (τὸ) χρῶμα παραπλη-
σίως τινὰς αὐτῶν ἔχειν τοῖς ἐν τῇ χώρᾳ ὅτι καὶ αὐτό-
ματος. Δῆλον γὰρ ὅτι τὸ τοιοῦτον ἀπὸ τῆς τροφῆς
ἀλλ' οὐκ ἀπὸ τῆς γενέσεως προσλαμβάνουσιν.
         Ἡ δὲ φθορὰ τούτων ἡ μέν ἐστιν οἷον φυσική τις καὶ λοιμώδης. Ὑπὸ
κύνα γὰρ οἰστρᾷ καὶ ἐγγίνεταί τι σκω-
λήκιον ἐν τῇ κεφαλῇ καὶ φθείρεται· ἡ δὲ ἐν τῇ μετα-
κινήσει καὶ τῇ πτήσει· ὅταν γὰρ ἀρθῶσιν ὑπὸ τῶν
ἀνέμων καταφέρονται εἰς τὴν θάλασσαν καὶ φθείρονται.
Φθείρονται δὲ καὶ διὰ χειμῶνα καὶ ψῦχος καὶ αὐτὰ
καὶ τὰ ὠὰ αὐτῶν. Φθείρονται δὲ καὶ ἐκ μηχανῆς
ἀνθρώπων· τάφρους γὰρ ποιοῦντες συνελαύνουσιν αὐτὰ
εἰς αὑτοὺς καὶ καταχωννύντες διαφθείρουσι.
         Ὅτι τῶν ὄφεων δύο τινὰ τῆς γενέσεως αἴτιά ἐστιν. Ἢ
γὰρ ἀὴρ ἔπομβρος ἢ πόλεμοι καὶ χύσεις αἱμάτων.

Θεόφραστος 371-287 π. Χ. Fragmenta Fragment 174, section 7, li. 9

Ἐξ οὗ ποτὲ καὶ περὶ Θετταλίαν πλῆθος ὄφεων ἱστο-


ροῦσι γενέσθαι.
         Ὅτι καὶ αἱ μύες ἐν ταῖς ἀρούραις
ἀθρόον γίνονται, καὶ ἐν τοῖς αὐχμοῖς μᾶλλον ἢ ἐν ταῖς  
ἐπομβρίαις· πολέμιον γὰρ αὐταῖς τὰ ὕδατα· πολύγονον
δὲ τὸ ζῶον· ἀπόλλυται δὲ τῇ μὲν ἐμφανεῖ καὶ ἔξωθεν
φθορᾷ διὰ πλῆθος ὑδάτων· τοῦτο γὰρ καὶ ἔξω χειμάζει
καὶ εἰς τὰς μυωπίας παρεισρεῖ. Φθείρουσι δ' αὐτοὺς
καὶ αἱ ἄγριαι γαλαῖ. Ἔστι δέ τις αὐτῶν καὶ ἀφανὴς
καὶ ἀθρόα φθορὰ καθάπερ τις ἐπισυμβαίνουσα λοιμώ-
δης· τίκτεται γὰρ καὶ τούτων ἐν τῇ κεφαλῇ σκώληξ
καὶ φθείρονται· ὃ καὶ οἱ ἔμπειροι ἐπισκοποῦντες, ἐπὰν
ἴδωσι, τὴν φθορὰν αὐτῶν προνοοῦσι καὶ προαγγέλλου-
σιν.
         Ὅτι οἱ μύες ἱστοροῦνται καὶ σίδηρον κατεσθίειν
καὶ χρυσίον· διὸ καὶ ἀνατέμνοντες αὐτοὺς οἱ ἐν τοῖς
χρυσείοις τὸν χρυσὸν ἀνιμῶνται. Ὅτι ἐν Αἰγύπτῳ
δίποδάς φασιν μύας γίνεσθαι καὶ μεγάλους· ἔχουσι δὲ
οὗτοι καὶ τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἀλλ' οὐ βαδίζουσιν
ἐπ' αὐτοῖς, χρῶνται δ' αὐτοῖς οἷα χερσίν· ὅταν δὲ φεύ-
γωσι πηδῶσι. (Photii Bibl. 278, 7.)
84

Αίλιος Αριστείδης 117-189 μ. Χ. Ἱεροὶ λόγοι βʹ (0284: 024)“Aristides,


vol. 1”, Ed. Dindorf, W.Leipzig: Reimer, 1829, Repr. 1964.Jebb p. 299,
li. 11

λογίοις καὶ πρότερον καὶ ὕστερον γενομένοις, κατὰ ταυτὸν


ἀμφοτέροις ἐδηλώθη μετὰ τοιαύτης τῆς βοηθείας.
 Φέρε δὴ τὸν ἐξ ἀρχῆς ἀποδῶμεν λόγον, καὶ συν-
άψωμεν ὡς ἔσχε τὰ τῆς χρησμῳδίας τῆς περὶ τῶν ἐτῶν.
ὅτι μὲν γὰρ ἅπαντα τοῦτον τὸν χρόνον αὐτὸς ἦν ὁ σώζων
καὶ ἡμέραν ἐφ' ἡμέρᾳ δωρούμενος, μᾶλλον δὲ καὶ νῦν
αὐτός ἐστιν ὁ σώζων, συνίσασιν ὅσοι καὶ μικρόν τι τῶν  
ἡμετέρων ἴσασιν. ἀλλ' ἐπειδὴ διεγένετο χρόνος ὁ τῆς
προρρήσεως, συνέβη τοιάδε. μικρὸν δὲ ἀναλήψομαι. ἔτυχον
μὲν ὢν ἐν τῷ προαστείῳ κατὰ θέρους ἀκμὴν, νόσος δὲ
κατέσχε λοιμώδης πάντας σχεδὸν τοὺς προσχώρους. τῶν
δὲ οἰκετῶν τὸ μὲν πρῶτον δύο καὶ τρεῖς ἔκαμνον, ἔπειτα
ἄλλος καὶ ἄλλος· ἔπειτ' ἔκειντο ἅπαντες καὶ νεώτεροι καὶ
πρεσβύτεροι· τελευταῖος δὲ ἐλήφθην ἐγώ. ἰατροὶ δὲ ἐφοί-
των ἐξ ἄστεος καὶ τοῖς ἀκολούθοις αὐτῶν ἐχρώμεθα δια-
κόνοις, οἱ δέ τινες καὶ αὐτοὶ προσεδρεύοντες ἀντὶ διακό-
νων ἦσαν. ἔκαμνε δὲ καὶ ὑποζύγια, καὶ εἴ που κινηθείη
τις, εὐθὺς πρὸ θυρῶν ἔκειτο· ὥστε οὐδ' ἂν πλῷ χρή-
σασθαι περὶ τῶν συμβαινόντων ἐξῆν ἔτι ῥᾳδίως. πάντα
δ' ἦν μεστὰ ἀθυμίας, οἰμωγῆς, στόνου, δυσκολίας ἁπά-
σης, ἦσαν δὲ κἀν τῇ πόλει νόσοι δειναί.

Αίλιος Αριστείδης 117-189 μ. Χ. Ἱεροὶ λόγοι δʹ (0284: 026)“Aristides,


vol. 1”, Ed. Dindorf, W.Leipzig: Reimer, 1829, Repr. 1964.Jebb p. 323,
li. 1

δὲ οὕτω διδόντων ἐγένετο ἀπὸ τούτων ἤδη τῶν χρόνων


μεταβολὴ περὶ πᾶν τὸ σῶμα καὶ τὴν δίαιταν σαφὴς, καὶ
τόν τε ἀέρα ὑπῆρξε μᾶλλον φέρειν καὶ ὁδοιπορεῖν ἐπιεικῶς
οὐδὲν ἔλαττον τῶν πρὸς ὑπερβολὴν ἐρρωμένων. καὶ τῶν
σκεπασμάτων τὰ περιττὰ ἀφῃρέθη, οἵ τε ἀνώνυμοι κα-
τάρροι καὶ σφάκελοι περὶ τὰς φλέβας καὶ τὰ νεῦρα ἀπε-
παύσαντο. τροφὴ δέ πως ἤδη διῳκεῖτο καὶ ἀγῶνας ἐντελεῖς
ἠγωνιζόμεθα οἴκοι τε κἀν τοῖς δημοσίοις. καὶ δὴ καὶ πό-
λεις εἰσήλθομεν ἡγουμένου τοῦ θεοῦ μετὰ τῆς ἀγαθῆς
φήμης καὶ τύχης. καὶ χρόνοις δὴ ὕστερον ἡ λοιμώδης
85

ἐκείνη συνέβη νόσος, ἧς ὅ τε σωτὴρ καὶ ἡ δέσποινα Ἀθηνᾶ


περιφανῶς ἐρρύσαντό με. καὶ ἓξ μῆνας μέν τινας θαυ-
μαστῶς ὡς τὸ μετὰ τοῦτο διήγαγον· ἔπειτα ἡ ξηρότης
πολλὴ ξυνέβη καὶ ἕτερα ἠνώχλησεν· ἃ πάντα ὁ θεὸς
καθίστη τε καὶ σὺν αὐτῷ γε εἰρῆσθαι καθίστησι ταῖς
ἐφημέροις διαίταις καὶ προρρήσεσι. τότε δ' οὖν ὡς ἐπανῆλ-
θον ἀπὸ τοῦ Αἰσήπου, εὐθὺς μὲν προσιόντος ἐγίγνοντο
φῆμαι καὶ παιδίων καὶ ἄλλων ἀγαθαὶ καὶ παίζοντα ἐν
αὐτοῖς ἐβόα, καλῶς κυρίῳ. καὶ ἡ τροφὸς εὐθὺς ἀνειστήκει
καὶ ἀπήντα καὶ ἔρρωτο καὶ ἦν ἅπερ εἰκὸς ἐν τοῖς τοιού

Αίλιος Αριστείδης 117-189 μ. Χ. Εἰς τὸ ἐναντίον (0284: 030)“Aristides,


vol. 1”, Ed. Dindorf, W.Leipzig: Reimer, 1829, Repr. 1964.Jebb p. 390,
li. 31

εἰ τότε τις ταῦτ' εἰπὼν ἔπεισε, μάλιστα μὲν ἐξ ἀρχῆς μὴ


πλεῖν εἰς Αἴγυπτον, εἰ δὲ μὴ, τάς γε δευτέρας τριήρεις
μὴ πέμπειν, ὡς οὐδ' ὁτιοῦν ἂν πρᾶγμα τῇ πόλει συνέβη,
ἢ τά γε δεύτερα οὐκ ἂν προσαπώλετο. ἀλλὰ μὴν εἰ πάν-
τες ἐπίστασθε ὅτι κἀκεῖνα ἡμαρτήθη γνώμῃ συμβούλων
καὶ τῷ τοὺς κωλύοντας ἔλαττον σχεῖν, ὁρᾶτε μή ποτε
καὶ νῦν τῆς ἡμετέρας ἥττης αὐτοὶ τὴν δίκην δῶτε. ἐνθυ-
μεῖσθε δ' ὡς οὐδ' ἀπὸ τῶν ἐν Κύπρῳ ποτὲ νικῶν πολλῶν
καὶ μεγάλων περιεγένετο ἡμῖν αὐτήν γε κτήσασθαι τὴν
Κύπρον, ἀλλ' ἀφέντες αὐτὴν ἀνεχωρήσαμεν. ὡς δὲ καὶ
τὸ χωρίον λοιμῶδες οὗ τὸ στρατόπεδον πάντες ἴσως πυν-  
θάνεσθε. ἃ χρὴ λογιζομένους οὐκ εἰ μετὰ παιάνων ἐκ-
πλεύσαντας ἀπράκτους ὑποδεξόμεθα ἀφόρητον νομίζειν,
ἀλλ' ἐκεῖνο πάντων ἂν γενέσθαι σχετλιώτατον, εἰ οὓς
τότε ὡς ἀρχὴν ἐπικτησομένους καὶ μετὰ τοιούτου σχήματος
ἐξεπέμπομεν, τούτους ὑπ' ἄλλων ποτὲ φωνῶν ζητήσομεν,
καὶ ἡ τότε ἅμιλλα μέχρι Αἰγίνης οὐκ ἐάσει νῦν αὐτοὺς
εἰς τοὺς οἰκείους λιμένας ἀποσωθῆναι. ἐμοὶ μὲν εἴρηται·
εὔχομαι δὲ δυοῖν θάτερον, ἢ καὶ ὑμῖν συνδοκεῖν, ἢ γνώ-
μης ἁμαρτεῖν αὐτὸς καὶ δειλίαν ὕστερον μόνος ἐξ ἁπάν

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία 155-235 μ. Χ. (0385: 001)“Cassii


Dionis Cocceiani historiarum Romanarum quae supersunt, 3 vols.”, Ed.
Boissevain, U.P.Berlin: Weidmann, 1:1895; 2:1898; 3:1901, Repr. 1955.
86

Book 2, chapter 7, section 5, li. 3

... ρωνιον ἐκ τῆς ἐμφύτου τοῖς ἀνθρώποις πρός τε τὸ ὅμοιον


φιλονεικίας καὶ πρὸς τὸ ἄρχειν ἑτέρων ἐπιθυμίας. πολλάς τε καὶ
περὶ τούτου δικαιώσεις ἀλλήλοις προσήνεγκον, εἴ πως ἐκείνης γε
οἱ ἕτεροι ὁποτεροιοῦν ἐθελούσιοι τοῖς ἑτέροις παραχωρήσειαν.
οὐδὲνδ' ἐπέραναν, ἀλλ' ὑπὲρ αὐτῆς ἀγωνίσασθαι συνέθεντο.
M. 11 (p. 139).
 Δίωνος βιβλίον βʹ “καὶ μηδὲν ἕτερον δεινὸν προσδεχομένοις
ἐπιθέμενος.” Bekk. Anecd. p. 139 15.  
 ὅτι ὁ Τοῦλλος πρὸς τοὺς πολεμίους κράτιστος ἐνομίζετο, τοῦ
δὲ δὴ θείου πάνυ καταφρονήσας παρημέλει, μέχρις οὗ νόσου λοι-
μώδους γενομένης καὶ αὐτὸς ἠρρώστησε· τότε γὰρ τῶν τε ἄλλων
θεῶν δι' ἀκριβείας ἐπεμελήθη, καὶ τοὺς Σαλίους τοὺς Κολλίνους
προσκατέστησε. V. 4 (p. 569).
 ὅτι συνεὶς ὁ Μάρκιος ὡς τοῖς βουλομένοις εἰρηνεῖν οὐκ ἐξαρ-
κεῖ τὸ μηδὲν ἀδικεῖν, οὐδέ ἐστι τὸ ἄπραγμον ἄνευ τοῦ δραστηρίου
σωτήριον, ἀλλ' ὅσῳ τις αὐτοῦ ὀριγνᾶται, εὐεπιθετώτερος τοῖς πολ-
λοῖς γίγνεται, μετεβάλετο· οὔτε γὰρ τὸ ἐπιθυμοῦν ἡσυχίας ἰσχυρὸν
πρὸς φυλακὴν ἄνευ τῶν πρὸς τὸν πόλεμον παρασκευῶν ἑώρα ὄν,
καὶ τὸ τερπνὸν τῆς ἀπραγμοσύνης τάχιστα καὶ ῥᾷστα τοῖς πέρα  
τοῦ καιροῦ σπουδάζουσιν αὐτὴν ἀπολλύμενον ᾐσθάνετο.

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία 155-235 μ. Χ. Book 66, chapter 24,


section 1, li. 1

λάνεον καὶ τοὺς Πομπηίους, ἐν θεάτρῳ τοῦ ὁμίλου αὐτῆς καθημέ-


νου, κατέχωσε. τοσαύτη γὰρ ἡ πᾶσα κόνις ἐγένετο ὥστ' ἀπ' αὐτῆς
ἦλθε μὲν καὶ ἐς Ἀφρικὴν καὶἐς Συρίαν καὶ ἐς Αἴγυπτον, ἦλθε
δὲ καὶ ἐς τὴν Ῥώμην, καὶ τόν τε ἀέρα τὸν ὑπὲρ αὐτῆς ἐπλήρωσε
καὶ τὸν ἥλιον ἐπεσκίασε. καὶ συνέβη κἀνταῦθα δέος οὐ μικρὸν
ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας οὔτ' εἰδόσι τοῖς ἀνθρώποις τὸ γεγονὸς οὔτ' εἰ-
κάσαι δυναμένοις, ἀλλ' ἐνόμιζον καὶ ἐκεῖνοι πάντα ἄνω τε καὶ κάτω
μεταστρέφεσθαι, καὶ τὸν μὲν ἥλιον ἐς τὴν γῆν ἀφανίζεσθαι, τὴν
δὲ γῆν ἐς τὸν οὐρανὸν ἀνιέναι.
 ἡ μὲν οὖν τέφρα αὕτη οὐδὲν μέγα τότε κακὸν αὐτοὺς εἰργάσατο
(ὕστερον γὰρ νόσον σφίσι λοιμώδη δεινὴν ἐνέβαλε), πῦρ δὲ δὴ
ἕτερον ἐπίγειον τῷ ἑξῆς ἔτει πολλὰ πάνυ τῆς Ῥώμης, τοῦ Τίτου
πρὸς τὸ πάθημα τὸ ἐν τῇ Καμπανίᾳ γενόμενον ἐκδημήσαντος, ἐπε-
νείματο· καὶ γὰρ τὸ Σεραπεῖον καὶ τὸ Ἰσεῖον τά τε σέπτα καὶ τὸ
Ποσειδώνιον τό τε βαλανεῖον τὸ τοῦ Ἀγρίππου καὶ τὸ πάνθειον τό
87

τε διριβιτώριον καὶ τὸ τοῦ Βάλβου θέατρον καὶ τὴντοῦ Πομπηίου  


σκηνήν, καὶ τὰ Ὀκταουίεια οἰκήματα μετὰ τῶν βιβλίων, τόν τε
νεὼν τοῦ Διὸς τοῦ Καπιτωλίου μετὰ τῶν συννάων αὐτοῦ κατέ-
καυσεν. οὕτω [τε] τὸ κακὸν οὐκ ἀνθρώπινον ἀλλὰ δαιμόνιον ἐγένετο·
πάρεστι γὰρ ἐκ τούτων ὧν κατέλεξα παντί τῳ τεκμήρασθαι καὶ
τἆλλα τὰ ἀπολλύμενα. ὁ δ' οὖν Τίτος τοῖς μὲν Καμπανοῖς δύο

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία 155-235 μ. Χ. Book 75, chapter 13,


section 2, li. 1

ὁ Σεουῆρος ἐπὶ τούτοις διηπορήθη ὥστε τινὸς τῶν ἀμφ' αὐτὸν ὑπο-
σχομένου αὐτῷ ἐάν γε αὐτῷ δώσῃ πεντακοσίους καὶ πεντήκοντα
μόνους τῶν Εὐρωπαίων στρατιωτῶν, ἄνευ τοῦ τῶν ἄλλων κινδύ-
νου τὴν πόλιν ἐξαιρήσειν, ἔφη πάντων ἀκουόντων “καὶ πόθεν το-
σούτους στρατιώτας ἔχω;” πρὸς τὴν ἀπείθειαν τῶν στρατιωτῶν
τοῦτο εἰπών. Xiph. 369, 17 – 311, 5 R. St.
 εἴκοσι δ' οὖν ἡμέρας τῇ πολιορκίᾳ προσεδρεύσας ἐς τὴν Πα-
λαιστίνην μετὰ τοῦτο ἦλθε καὶ τῷ Πομπηίῳ ἐνήγισε, καὶ ἐς τὴν
Αἴγυπτον τὴν ἄνω διὰ τοῦ Νείλου ἀνέπλευσε καὶ εἶδε πᾶσαν
αὐτὴν πλὴν βραχέων· οὐ γὰρ ἠδυνήθη πρὸς τὰ τῆς Αἰθιοπίας
μεθόρια διὰ λοιμώδη νόσον ἐσβαλεῖν. καὶ ἐπολυπραγμόνησε πάντα
καὶ τὰ πάνυ κεκρυμμένα· ἦν γὰρ οἷος μηδὲν μήτε ἀνθρώπινον μήτε
θεῖον ἀδιερεύνητον καταλιπεῖν· κἀκ τούτου τά τε βιβλία πάντα τὰ
ἀπόρρητόν τι ἔχοντα, ὅσα γε καὶ εὑρεῖν ἠδυνήθη, ἐκ πάντων ὡς
εἰπεῖν τῶν ἀδύτων ἀνεῖλε καὶ τὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου μνημεῖον συνέ-
κλεισεν, ἵνα μηδεὶς ἔτι μήτε τὸ τούτου σῶμα ἴδῃ μήτε τὰ ἐν ἐκεί-
νοις γεγραμμένα ἀναλέξηται. Xiph. 311, 5 – 14 R. St., et Exc. Val.
346 (p. 737) = Suid. s. v. Σεβῆρος σοφιστὴς Ῥωμαῖος (unde s. v. οἷος
et ἀναλεξάμενος).  

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία 155-235 μ. Χ. (versio 1 in volumine 1)


(0385: 002)“Cassii Dionis Cocceiani historiarum Romanarum quae
supersunt, vol. 1”, Ed. Boissevain, U.P.Berlin: Weidmann, 1895, Repr.
1955.P. 17, li. 6

...τὸν Ὁράτιον, φόνου ἐκρίθη· ἐς δὲ τὸν δῆμον ἔκκλητον αἰτήσας ἀφείθη.


οἱ δὲ Ἀλβανοὶ τότε μὲν ὑπήκοοι τῶν Ῥωμαίων ἐγένοντο, ὕστερον δὲ τὰς
συνθήκας ἀθετήσαντες καὶ ὡς ὑπήκοοι πρὸς συμμαχίαν κληθέντες,
μεταθέσθαι δὲ πρὸς τοὺς πολεμίους ἐν τῷ καιρῷ τῆς μάχης
ἐπιχειρήσαντες  
88

[Zonaras 7, 6, 6 – 7, 2 (2, 24, 13 sqq. B. = 2, 103, 13 sqq. D.)]

καὶ συνεπιθέσθαι Ῥωμαίοις, γνωσθέντες ἐκολάσθησαν· καὶ πολλοὶ


μὲν ἐκτάνθησαν καὶ ὁ αὐτῶν ἐξηγούμενος Μέττιος, οἱ ἄλλοι δὲ μετανά-
στασιν ἔπαθον, καὶ ἡ πόλις αὐτῶν Ἄλβα κατεσκάφη, πεντακόσιά που
ἔτη Ῥωμαίοις νομισθεῖσα μητρόπολις.
 πρὸς μὲν οὖν τοὺς πολεμίους ὁ Τοῦλλος κράτιστος ἔδοξε, τοῦ θείου
δὲ παρημέλει. νόσου δ' ἐνσκηψάσης λοιμώδους καὶ αὐτὸς νοσήσας εἰς
δεισιδαιμονίαν ἀπεκλίνεν (ultima tria verba ex Plut. Num. 22, 7).
ἐσχηκέναι μέντοι τοῦ βίου λέγεται τέλος (καταφλεχθεὶς ὑπὸ κεραυνῶν,
ἢ ex Plut. Num. 22, 7) ἐπιβουλευθεὶς ὑπὸ Μαρκίου Ἄγκου, ὃς θυγα-
τριδὴς ἐτύγχανεν, ὡς εἴρηται, τοῦ Νομᾶ. ἐβασίλευσε δὲ Ῥωμαίων ἔτη
δύο ἐπὶ τριάκοντα.
 7. Διεδέξατο δὲ αὐτὸν Μάρκιος παρ' ἑκόντων τῶν Ῥωμαίων τὴν βασι-
λείαν λαβών. ἦν δὲ τὴν χεῖρα οὐκ ἄρτιος· τὴν γὰρ ἀγκύλην πεπήρωτο,
ὅθεν καὶ Ἄγκος ἐπώνυμον ἔσχηκεν. ἐπιεικὴς δὲ ὢν ἠναγκάσθη μετα-
βαλέσθαι, καὶ πρὸς στρατείας ἐτράπετο. οἱ γὰρ λοιποὶ Λατῖνοι διά τε  

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία 155-235 μ. Χ. (Xiphilini epitome)


(0385: 010)“Cassii Dionis Cocceiani historiarum Romanarum quae
supersunt, vol. 3”, Ed. Boissevain, U.P.Berlin: Weidmann, 1901, Repr.
1955.Dindorf-Stephanus p. S214, li. 25

λάνεον καὶ τοὺς Πομπίους, ἐν θεάτρῳ τοῦ ὁμίλου αὐτῆς καθημένου,


κατέχωσε. τοσαύτη γὰρ ἡ πᾶσα κόνις ἐγένετο ὥστ' ἀπ' αὐτῆς ἦλθε
μὲν καὶ ἐς Ἀφρικὴν καὶἐς Συρίαν καὶ ἐς Αἴγυπτον, ἦλθε δὲ καὶ
ἐς τὴν Ῥώμην, καὶ τόν τε ἀέρα τὸν ὑπὲρ αὐτῆς ἐπλήρωσε καὶ τὸν
ἥλιον ἐπεσκίασε. καὶ συνέβη κἀνταῦθα δέος οὐ μικρὸν ἐπὶ πολλὰς
ἡμέρας οὔτ' εἰδόσι τοῖς ἀνθρώποις τὸ γεγονὸς οὔτ' εἰκάσαι δυνα-
μένοις, ἀλλ' ἐνόμιζον καὶ ἐκεῖνοι πάντα ἄνω τε καὶ κάτω καταστρέ-
φεσθαι, καὶ τὸν μὲν ἥλιον ἐς τὴν γῆν ἀφανίζεσθαι, τὴν δὲ γῆν ἐς
τὸν οὐρανὸν ἀνιέναι. ἡ μὲν οὖν τέφρα αὕτη οὐδὲν μέγα τότε κα-
κὸν αὐτοὺς εἰργάσατο (ὕστερον γὰρ νόσον σφίσι λοιμώδη δεινὴν ἐνέ-
βαλε), πῦρ δὲ δὴ ἕτερον ἐπίγειον τῷ ἑξῆς ἔτει πολλὰ πάνυ τῆς Ῥώ-
μης, τοῦ Τίτου πρὸς τὸ πάθημα τὸ ἐν τῇ Καμπανίᾳ γενόμενον
ἐκδημήσαντος, ἐπενείματο· καὶ γὰρ τὸ Σεραπεῖον καὶ τὸ Ἰσεῖον τά τε
Σέπτα καὶ τὸ Ποσειδώνιον τό τε βαλανεῖον τὸ τοῦ Ἀγρίππου καὶ
τὸ πάνθειον τό τε διριβετώριον καὶ τὸ τοῦ Βάλβου θέατρον καὶ τὴν
Πομπηίου σκηνήν, καὶ τὰ Ὀκταουίεια οἰκήματα μετὰ τῶν βιβλίων,
τόν τε νεὼν τοῦ Διὸς τοῦ Καπιτωλίου μετὰ τῶν συννάων αὐτοῦ
κατέκαυσεν. οὕτω τε τὸ κακὸν οὐκ ἀνθρώπινον ἀλλὰ δαιμόνιον
89

ἐγένετο· πάρεστι γὰρ ἐκ τούτων ὧν κατέλεξα παντί τῳ τεκμήρας-


θαι καὶ τἄλλα τὰ ἀπολλύμενα. ὁ δ' οὖν Τίτος τοῖς μὲν

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. 110-180 μ. Χ. “Pausaniae Graeciae


descriptio, 3 vols.”, Ed. Spiro, F.Leipzig: Teubner, 1903, Repr.
1:1967.Book 1, chapter 3, section 4, li. 15

πταῖσμα Λακεδαιμονίωντὸ ἐν Λεύκτροις καὶ ὡς ἐς


Πελοπόννησον ἐσέβαλον Βοιωτοὶ καὶ τὴν συμμαχίαν
Λακεδαιμονίοις τὴν παρ' Ἀθηναίων ἐλθοῦσαν· ἐν δὲ
τῇ γραφῇ τῶν ἱππέων ἐστὶ μάχη, ἐν ᾗ γνωριμώτατοι
Γρύλος τε ὁ Ξενοφῶντος ἐν τοῖς Ἀθηναίοις καὶ κατὰ
τὴν ἵππον τὴν Βοιωτίαν Ἐπαμινώνδας ὁ Θηβαῖος.
ταύτας τὰς γραφὰςΕὐφράνωρ ἔγραψεν Ἀθηναίοις
καὶ πλησίον ἐποίησεν ἐν τῷ ναῷ τὸν Ἀπόλλωνα Πα-
τρῷον ἐπίκλησιν· πρὸ δὲ τοῦ νεὼ τὸν μὲνΛεωχάρης,
ὃν δὲ καλοῦσιν ἈλεξίκακονΚάλαμις ἐποίησε. τὸ δὲ
ὄνομα τῷ θεῷ γενέσθαι λέγουσιν, ὅτι τὴν λοιμώδη
σφίσι νόσον ὁμοῦ τῷ Πελοποννησίων πολέμῳ πιέζουσαν
κατὰ μάντευμα ἔπαυσεν ἐκ Δελφῶν.
 ᾠκοδόμηται δὲ καὶ Μητρὸς θεῶν ἱερόν, ἣνΦει-
δίας εἰργάσατο, καὶ πλησίον τῶν πεντακοσίων καλου-
μένων βουλευτήριον, οἳ βουλεύουσιν ἐνιαυτὸν Ἀθη-
ναίοις· Βουλαίου δὲ ἐν αὐτῷ κεῖται ξόανον Διὸς καὶ
Ἀπόλλων τέχνηΠεισίου καὶ Δῆμος ἔργονΛύσωνος.
τοὺς δὲ θεσμοθέτας ἔγραψεΠρωτογένης Καύνιος,
Ὀλβιάδης δὲ Κάλλιππον, ὃς Ἀθηναίους ἐς Θερμο-  
πύλας ἤγαγε φυλάξοντας τὴν ἐς τὴν Ἑλλάδα Γαλατῶν

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. 110-180 μ. Χ. Book 1, chapter 43,


section 7, li. 12

αὐτὸν ἔπη κοινὰ ὅμως ὄντα τοῖς Ἀργείων ἐνταῦθα


δηλώσω. ἐπὶ Κροτώπου λέγουσιν ἐν Ἄργει βασιλεύον-
τος Ψαμάθην τὴν Κροτώπου τεκεῖν παῖδα ἐξ Ἀπόλλω-
νος, ἐχομένην δὲ ἰσχυρῶς τοῦ πατρὸς δείματι τὸν
παῖδα ἐκθεῖναι· καὶ τὸν μὲν διαφθείρουσιν ἐπιτυχόν-
τες ἐκ τῆς ποίμνης κύνες τῆς Κροτώπου, Ἀπόλλων δὲ
Ἀργείοις ἐς τὴν πόλιν πέμπει Ποινήν. ταύτην τοὺς
παῖδας ἀπὸ τῶν μητέρων φασὶν ἁρπάζειν, ἐς ὃ Κόροι-
βος ἐς χάριν Ἀργείοις φονεύει τὴν Ποινήν. φονεύσας
90

δὲ – οὐ γὰρ ἀνίει σφᾶς δεύτερα ἐπιπεσοῦσα νόσος


λοιμώδης – Κόροιβος ἑκὼν ἦλθεν ἐς Δελφοὺς ὑφέξων
δίκας τῷ θεῷ τοῦ φόνου τῆς Ποινῆς. ἐς μὲν δὴ τὸ
Ἄργος ἀναστρέφειν οὐκ εἴα Κόροιβον ἡ Πυθία, τρί-
ποδα δὲ ἀράμενον φέρειν ἐκέλευεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, καὶ  
ἔνθα ἂν ἐκπέσῃ οἱ φέροντι ὁ τρίπους, ἐνταῦθα Ἀπόλ-
λωνος οἰκοδομῆσαι ναὸν καὶ αὐτὸν οἰκῆσαι. καὶ ὁ
τρίπους κατὰ τὸ ὄρος τὴν Γερανίαν ἀπολισθὼν ἔλαθεν
αὐτοῦ ἐκπεσών· καὶ Τριποδίσκους κώμην ἐνταῦθα
οἰκῆσαι. Κοροίβῳ δέ ἐστι τάφος ἐν τῇ Μεγαρέων
ἀγορᾷ· γέγραπται δὲ ἐλεγεῖα τὰ ἐς Ψαμάθην καὶ τὰ
ἐς αὐτὸν ἔχοντα Κόροιβον, καὶ δὴ καὶ ἐπίθημά ἐστι

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. 110-180 μ. Χ.


Book 3, chapter 9, section 2, li. 7

τὰς ναῦς. Ἀγησίλαος δὲ – ἀπεδείχθη γὰρ διαβιβάσαι


τε ἐς τὴν Ἀσίαν τὸν στρατὸν καὶ δυνάμεως ἡγεμὼν
τῆς πεζῆς – περιέπεμπεν ἔς τε Πελοπόννησον πλὴν
Ἄργους καὶ ἐς τοὺς Ἕλληνας τοὺς ἐκτὸς Ἰσθμοῦ, συμ-
μαχεῖν σφισιν ἐπαγγέλλων. Κορίνθιοι μὲν οὖν, καίπερ
ἐς τὰ μάλιστα ἔχοντες προθύμως μετασχεῖν τοῦ ἐς τὴν
Ἀσίαν στόλου, κατακαυθέντος σφίσιν ἐξαίφνης ναοῦ
Διὸς ἐπίκλησιν Ὀλυμπίου, ποιησάμενοι πονηρὸν οἰωνὸν
καταμένουσιν ἄκοντες. Ἀθηναίοις δὲ ἦν μὲν ἡ πρό-
φασις ἐκ τοῦ Πελοποννησίων πολέμου καὶ ἐκ νόσου
τῆς λοιμώδους ἐπανήκειν τὴν πόλιν ἐς τὴν πρότερόν
ποτε οὖσαν εὐδαιμονίαν· πυνθανόμενοι δὲ δι' ἀγγέλων
ὡς Κόνων ὁ Τιμοθέου παρὰ βασιλέα ἀναβεβηκὼς εἴη,  
κατὰ τοῦτο ἡσύχαζον μάλιστα. ἀπεστάλη δὲ καὶ ἐς
Θήβας πρεσβεύειν Ἀριστομηλίδας, μητρὸς μὲν τῆς
Ἀγησιλάου πατήρ, Θηβαίοις δὲ εἶχεν ἐπιτηδείως καὶ
ἐγεγόνει τῶν δικαστῶν, οἳ Πλαταιεῦσιν ἁλόντος τοῦ
τείχους ἀποθανεῖν τοὺς ἐγκαταληφθέντας ἔγνωσαν.
Θηβαῖοι μὲν οὖν κατὰ τὰ αὐτὰ Ἀθηναίοις ἀπείπαντο,
οὐ φάμενοι βοηθήσειν· Ἀγησίλαος δέ, ὡς αὐτῷ τά τε
οἴκοθεν καὶ παρὰ τῶν συμμάχων τὸ στράτευμα ἤθροι

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. 110-180 μ. Χ.


Book 4, chapter 9, section 1, li. 6

τὸν ἀρχαῖον ἐπετάχθησαν. ἐς δὲ τὴν ἐπιοῦσαν μάχης


91

μὲν οὐδέτεροι διενοοῦντο ἄρχειν οὐδὲ ἱστάναι πρότεροι


τρόπαιον, προϊούσης δὲ τῆς ἡμέρας ὑπὲρ ἀναιρέσεως
τῶν νεκρῶν ἐπεκηρυκεύοντο, καὶ ἐπειδὴ παρὰ ἀμφοτέ-
ρων συνεχωρήθη, θάψειν ἔμελλον ἤδη τὸ ἐντεῦθεν.  
 τοῖς δὲ Μεσσηνίοις μετὰ τὴν μάχην πονηρὰ γίνε-
σθαι τὰ πράγματα ἤρχετο· δαπάνῃ τε γὰρ χρημάτων
ἀπειρήκεσαν, ἃ τῶν πόλεων ἀνήλισκον ἐς τὰς φρουράς,
καὶ οἱ δοῦλοι παρὰ τοὺς Λακεδαιμονίους ηὐτομόλουν,
τοῖς δὲ καὶ νόσος ἐνέπεσε καὶ ταραχὰς μὲν παρέσχεν
ὡς εἴη λοιμώδης , οὐ μὴν ἐς ἅπαντάς γε ἐχώρησεν.
βουλευομένοις δὲ πρὸς τὰ παρόντα ἐδόκει τὰ μὲν πολλὰ
πολίσματα τὰ ἐς μεσόγαιαν πάντα ἐκλείπειν, ἐς δὲ τὸ
ὄρος ἀνοικίζεσθαι τὴν Ἰθώμην. ἦν δὲ καὶ πόλισμα
αὐτόθι οὐ μέγα, ὃ καὶ Ὅμηρόν φασιν ἔχειν ἐν κατα-
λόγῳ·       καὶ Ἰθώμην κλιμακόεσσαν.
ἐς τοῦτο τὸ πόλισμα ἀνῳκίζοντο, ἐπεκτείνοντες τὸν
ἀρχαῖον περίβολον ἔρυμα εἶναι πᾶσιν αὔταρκες. ἦν
δὲ τὸ χωρίον καὶ ἄλλως ἐχυρόν· ἡ γὰρ Ἰθώμη μεγέθει
τε οὐδενὸς ἀποδεῖ τῶν ὀρῶν ὁπόσα ἐντός ἐστιν ἰσθμοῦ

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. 110-180 μ. Χ. Book 5, chapter 4,


section 6, li. 3

κον, καὶ σφᾶς ἐπιστάμενος ὅμως παρίημι· οὐ γάρ τί


μοι καταβῆναι τὸν λόγον ἠθέλησα ἐς ἄνδρας ἰδιώτας.
χρόνῳ δὲ ὕστερον Ἴφιτος, γένος μὲν ὢν ἀπὸ Ὀξύλου,
ἡλικίαν δὲ κατὰ Λυκοῦργον τὸν γράψαντα Λακεδαι-
μονίοις τοὺς νόμους, τὸν ἀγῶνα διέθηκεν ἐν Ὀλυμπίᾳ
πανήγυρίν τε Ὀλυμπικὴν αὖθις ἐξ ἀρχῆς καὶ ἐκεχει-
ρίαν κατεστήσατο, ἐκλιπόντα ἐπὶ χρόνον ὁπόσος δὴ
οὗτος ἦν· αἰτίαν δὲ δι' ἥντινα ἐξέλιπε τὰ Ὀλύμπια,
ἐν τοῖς ἔχουσιν ἐς Ὀλυμπίαν τοῦ λόγου δηλώσω. τῷ
δὲ Ἰφίτῳ, φθειρομένης τότε δὴ μάλιστα τῆς Ἑλλάδος
ὑπὸ ἐμφυλίων στάσεων καὶ ὑπὸ νόσου λοιμώδους,
ἐπῆλθεν αἰτῆσαι τὸν ἐν Δελφοῖς θεὸν λύσιν τῶν κα-
κῶν· καί οἱ προσταχθῆναί φασιν ὑπὸ τῆς Πυθίας ὡς
αὐτόν τε Ἴφιτον δέοι καὶ Ἠλείους τὸν Ὀλυμπικὸν
ἀγῶνα ἀνανεώσασθαι. ἔπεισε δὲ Ἠλείους Ἴφιτος καὶ
Ἡρακλεῖ θύειν, τὸ πρὸ τούτου πολέμιόν σφισιν Ἡρα-
κλέα εἶναι νομίζοντας. τὸν δὲ Ἴφιτον τὸ ἐπίγραμμα
τὸ ἐν Ὀλυμπίᾳ φησὶν Αἵμονος παῖδα εἶναι, Ἑλλήνων
92

δὲ οἱ πολλοὶ Πραξωνίδου καὶ οὐχ Αἵμονος εἶναί φασι·


τὰ δὲ Ἠλείων γράμματα ἀρχαῖα ἐς πατέρα ὁμώνυμον
ἀνῆγε τὸν Ἴφιτον.

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. 110-180 μ. Χ.


Book 7, chapter 7, section 1, li. 6

οὐ πολλοῖς καταχθέντας ὑπὸ Κασσάνδρου μηδὲ σώζειν


τὰ οἰκεῖα ἀξιόχρεως εἶναι· Ἀθηναίοις δὲ εὔνοια μὲν
παρὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ τῶν ἔργων μάλιστα ὑπῆρχε τῶν
ὕστερον, ἀναπαύσασθαι δὲ οὔ ποτε ἐκ τοῦ Μακεδόνων
πολέμου παρῆν αὐτοῖς.  
 Ἑλλήνων δὲ οὐ τασσομένων τηνικαῦτα ἔτι ἐν κοινῷ,
ἰδίᾳ δὲ ἑκάστων κατὰ σφᾶς συνισταμένων, οἱ Ἀχαιοὶ
μάλιστα ἴσχυον· τυράννων τε γὰρ πλὴν Πελλήνης αἱ
ἄλλαι πόλεις τὸν χρόνον ἅπαντα ἀπείρως ἐσχήκεσαν
αἵ τε ἐκ πολέμων καὶ ἀπὸ τῆς νόσου συμφοραὶ τῆς
λοιμώδους οὐκ ἐς τοσοῦτο Ἀχαιοῖς ἐφ' ὅσον τοῖς ἄλλοις
ἐγένοντο Ἕλλησι. συνέδριόν τε οὖν Ἀχαϊκὸν καλού-
μενον καὶ ἀπὸ κοινοῦ λόγου βουλεύματά τε ἦν Ἀχαιοῖς
καὶ τὰ ἔργα. ἀθροίζεσθαι δὲ ἐς Αἴγιόν σφισιν ἔδοξεν·
αὕτη γὰρ μετὰ Ἑλίκην ἐπικλυσθεῖσαν πόλεων ἐν Ἀχαΐᾳ
τῶν ἄλλων δόξῃ προεῖχεν ἐκ παλαιοῦ καὶ ἴσχυεν ἐν
τῷ τότε. Ἑλλήνων δὲ τῶν λοιπῶν Σικυώνιοι συνε-
δρίου πρῶτοι τοῦ Ἀχαιῶν μετέσχον, μετὰ δὲ Σικυω-
νίους ἐσῄεσαν ἤδη καὶ τῶν ἄλλων Πελοποννησίων οἱ
μὲν αὐτίκα, οἱ δὲ χρόνον τινὰ ἐπισχόντες· τοὺς δὲ καὶ
ἐκτὸς οἰκοῦντας τοῦ ἰσθμοῦ συντελεῖν ἐς Ἀχαιοὺς

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. 110-180 μ. Χ. Book 7, chapter 10,


section 3, li. 7

Ἀλευάδου προεδόθη, Θήβας δὲ Ἀτταγῖνος καὶ Τιμη-


γενίδας προδιδόασι φερόμενοι τὰ πρῶτα ἐν Θήβαις.  
Πελοποννησίων δὲ καὶ Ἀθηναίων πολεμησάντων Ξενίας
Ἠλεῖος ἐπεχείρησεν Ἦλιν Λακεδαιμονίοις καὶ Ἄγιδι
προδοῦναι, οἵ τε Λυσάνδρου καλούμενοι ξένοι χρόνον
οὐδένα ἀνίεσαν πατρίδας ἐγχειρίζοντες Λυσάνδρῳ τὰς
ἑαυτῶν. κατὰ δὲ τὴν Φιλίππου βασιλείαν τοῦ Ἀμύν-
93

του Λακεδαίμονα πόλεων μόνην οὐ προδοθεῖσαν τῶν


ἐν Ἕλλησιν εὕροι τις ἄν· αἱ δὲ ἄλλαι πόλεις αἱ ἐν τῇ
Ἑλλάδι ὑπὸ προδοσίας μᾶλλον ἢ ὑπὸ νόσου πρότερον
τῆς λοιμώδους ἐφθάρησαν. Ἀλεξάνδρῳ δὲ τῷ Φιλίππου
παρέσχεν ἡ εὐτυχία μικρὰ ἀνδρῶν προδοτῶν καὶ οὐκ
ἄξια λόγου προσδεηθῆναι. ἐπεὶ δὲ τὸ ἐν Λαμίᾳ πταῖ-
σμα ἐγένετο Ἕλλησιν, Ἀντίπατρος μέν, ἅτε διαβῆναι
ποιούμενος σπουδὴν πρὸς τὸν ἐν τῇ Ἀσίᾳ πόλεμον,
ἐβούλετο εἰρήνην ἐν τάχει συντίθεσθαι, καί οἱ διέφερεν
οὐδὲν εἰ Ἀθήνας τε ἐλευθέραν καὶ τὴν πᾶσαν Ἑλλάδα
ἀφήσει· Δημάδης δὲ καὶ ὅσον προδοτῶν Ἀθήνῃσιν
ἄλλο ἦν, ἀναπείθουσιν Ἀντίπατρον μηδὲν ἐς Ἕλληνας
φρονῆσαι φιλάνθρωπον, ἐκφοβήσαντες δὲ Ἀθηναίων
τὸν δῆμον ἔς τε Ἀθήνας καὶ πόλεων τῶν ἄλλων τὰς

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. 110-180 μ. Χ.


Book 7, chapter 17, section 2, li. 2

Ἑλληνικοῦ προεστηκότων. ὁ δὲ πόλεμος ἔσχεν οὗτος


τέλος Ἀντιθέου μὲν Ἀθήνῃσιν ἄρχοντος, ὀλυμπιάδι
δὲ ἑξηκοστῇ πρὸς ταῖς ἑκατόν, ἣν ἐνίκα Διόδωρος
Σικυώνιος.
 ἐς ἅπαν δὲ ἀσθενείας τότε μάλιστα κατῆλθεν ἡ
Ἑλλάς, λυμανθεῖσα κατὰ μέρη καὶ διαπορθηθεῖσα ἐξ
ἀρχῆς ὑπὸ τοῦ δαίμονος. Ἄργος μέν, ἐς πλεῖστον
ἀφικομένην δυνάμεως πόλιν ἐπὶ τῶν καλουμένων
ἡρώων, ὁμοῦ τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Δωριέας ἐπέλιπε τὸ
ἐκ τῆς τύχης εὐμενές· τὸ δὲ ἔθνος τὸ Ἀττικόν, ἀπὸ
τοῦ Πελοποννησίων πολέμου καὶ νόσου τῆς λοιμώδους  
ἀνενεγκόν τε καὶ αὖθις ἀνανηξάμενον, ἔτεσιν ἔμελλεν
οὐ πολλοῖς ὕστερον ἡ Μακεδόνων ἀκμὴ καθαιρήσειν·
κατέσκηψε δὲ ἐκ Μακεδονίας καὶ ἐς τὰς Βοιωτίας Θή-
βας τὸ Ἀλεξάνδρου μήνιμα. Λακεδαιμονίοις δὲ Ἐπα-
μινώνδας ὁ Θηβαῖος καὶ αὖθις ὁ Ἀχαιῶν πόλεμος
ἐγένετο· ὅτε δὲ καὶ μόγις, ἅτε ἐκ δένδρου λελωβημένου
καὶ αὔου τὰ πλείονα, ἀνεβλάστησεν ἐκ τῆς Ἑλλάδος
τὸ Ἀχαϊκόν, καὶ αὐτὸ ἡ κακία τῶν στρατηγησάντων
ἐκόλουσεν ἔτι αὐξανόμενον. χρόνῳ δὲ ὕστερον ἐς Νέ-
ρωνα ἡ βασιλεία περιῆλθεν ἡ Ῥωμαίων, καὶ
94

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. 110-180 μ. Χ.


Book 8, chapter 41, section 8, li. 5

 περιέχεται δὲ ἡ Φιγαλία ὄρεσιν, ἐν ἀριστερᾷ μὲν


ὑπὸ τοῦ καλουμένου Κωτιλίου, τὰ δὲ ἐς δεξιὰν ἕτερον
προβεβλημένον ἐστὶν αὐτῆς ὄρος τὸ Ἐλάιον. ἀπέχει
δὲ τῆς πόλεως ἐς τεσσαράκοντα τὸ Κωτίλιον μάλιστα
σταδίους· ἐν δὲ [τῷ] αὐτῷ χωρίον τέ ἐστι καλούμενον
Βᾶσσαι καὶ ὁ ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ἐπικουρίου,
λίθου καὶ αὐτὸςκαὶ ὁ ὄροφος. ναῶν δὲ ὅσοι Πελο-
ποννησίοις εἰσί, μετά γε τὸν ἐν Τεγέᾳ προτιμῷτο οὗ-
τος ἂν τοῦ λίθου τε ἐς κάλλος καὶ τῆς ἁρμονίας ἕνεκα.
τὸ δὲ ὄνομα ἐγένετο τῷ Ἀπόλλωνι ἐπικουρήσαντι ἐπὶ
νόσῳ λοιμώδει, καθότι καὶ παρὰ Ἀθηναίοις ἐπωνυμίαν
ἔλαβεν Ἀλεξίκακος ἀποτρέψας καὶ τούτοις τὴν νόσον.
ἔπαυσε δὲ ὑπὸ τὸν Πελοποννησίων καὶ Ἀθηναίων
πόλεμον καὶ τοὺς Φιγαλέας καὶ οὐκ ἐν ἑτέρῳ καιρῷ·
μαρτύρια δὲ αἵ τε ἐπικλήσεις ἀμφότεραι τοῦ Ἀπόλλω-
νος ἐοικός τι ὑποσημαίνουσαι καὶἸκτῖνος ὁ ἀρχι-
τέκτων τοῦ ἐν Φιγαλίᾳ ναοῦ γεγονὼς τῇ ἡλικίᾳ κατὰ
Περικλέα καὶ Ἀθηναίοις τὸν Παρθενῶνα καλούμενον
κατασκευάσας. ἐδίδαξε δὲ ὁ λόγος ἤδη μοι τὸ ἄγαλμα
εἶναι τοῦ Ἀπόλλωνος Μεγαλοπολιτῶν ἐν τῇ ἀγορᾷ.
 ἔστι δὲ ὕδατος ἐν τῷ ὄρει τῷ Κωτιλίῳ πηγή,

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. 110-180 μ. Χ.


Book 9, chapter 5, section 1, li. 5

τὸ ῥεῦμα ἀποτραπεῖσιν ἐς τὰ κάτω καὶ προελθοῦσιν


ὅσον τεσσαράκοντα στάδια ἔστιν ἐρείπια Σκώλου· Δή-
μητρος δὲ καὶ Κόρης ἐν τοῖς ἐρειπίοις οὐκ ἐξειργα-
σμένος ὁ ναός, ἡμίεργα δὲ καὶ ταῖς θεαῖς ἐστι τὰ ἀγάλ-
ματα. ἀποκρίνει δὲ καὶ νῦν ἔτι ἀπὸ τῆς Θηβαίων τὴν
Πλαταιίδα ὁ Ἀσωπός.
 γῆν δὲ τὴν Θηβαΐδα οἰκῆσαι πρῶτον λέγουσιν  
Ἔκτηνας, βασιλέα δὲ εἶναι τῶν Ἐκτήνων ἄνδρα αὐτό-
χθονα Ὤγυγον· καὶ ἀπὸ τούτου τοῖς πολλοῖς τῶν ποιη-
τῶν ἐπίκλησις ἐς τὰς Θήβας ἐστὶν Ὠγύγιαι. καὶ τού-
τους μὲν ἀπολέσθαι λοιμώδει νόσῳ φασίν, ἐσοικίσασθαι
δὲ μετὰ τοὺς Ἔκτηνας ἐς τὴν χώραν Ὕαντας καὶ
Ἄονας, Βοιώτια ἐμοὶ δοκεῖν γένη καὶ οὐκ ἐπηλύδων
95

ἀνθρώπων. Κάδμου δὲ καὶ τῆς Φοινίκων στρατιᾶς


ἐπελθούσης μάχῃ νικηθέντες οἱ μὲν Ὕαντες ἐς τὴν
νύκτα τὴν ἐπερχομένην ἐκδιδράσκουσι, τοὺς δὲ Ἄονας
ὁ Κάδμος γενομένους ἱκέτας καταμεῖναι καὶ ἀναμιχθῆ-
ναι τοῖς Φοίνιξιν εἴασε. τοῖς μὲν οὖν Ἄοσι κατὰ κώ-
μας ἔτι ἦσαν αἱ οἰκήσεις· Κάδμος δὲ τὴν πόλιν τὴν
καλουμένην ἔτι καὶ ἐς ἡμᾶς Καδμείαν ᾤκισεν. αὐξη-
θείσης δὲ ὕστερον τῆς πόλεως, οὕτω τὴν Καδμείαν

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. 110-180 μ. Χ.


Book 9, chapter 5, section 9, li. 5

δὲ καὶπερὶ λίθων καὶ θηρίων, ὅτι καὶ ταῦτα ᾄδων


ἦγε. Μυρὼ δὲ Βυζαντία, ποιήσασα ἔπη καὶ ἐλεγεῖα,
Ἑρμῇ βωμόν φησιν ἱδρύσασθαι πρῶτον Ἀμφίονα καὶ
ἐπὶ τούτῳ λύραν παρ' αὐτοῦ λαβεῖν. λέγεται δὲ καὶ
ὡς ἐν Ἅιδου δίκην δίδωσιν ὁ Ἀμφίων ὧν ἐς Λητὼ
καὶ τοὺς παῖδας καὶ αὐτὸς ἀπέρριψε· κατὰ δὲ τὴν τιμω-
ρίαν τοῦ Ἀμφίονος ἔστινἔπη ποιήσεως Μινυάδος,
ἔχει δὲ ἐς Ἀμφίονα κοινῶς καὶ ἐς τὸν Θρᾷκα Θάμυριν.
ὡς δὲ τὸν οἶκον τὸν Ἀμφίονος καὶ Ζήθου τὸν μὲν
ἡ νόσος ἡ λοιμώδης ἠρήμωσε, Ζήθῳ δὲ τὸν παῖδα
ἀπέκτεινεν ἡ τεκοῦσα κατὰ δή τινα ἁμαρτίαν, ἐτεθνήκει
δὲ ὑπὸ λύπης καὶ αὐτὸς ὁ Ζῆθος, οὕτω Λάιον ἐπὶ
βασιλείᾳ κατάγουσιν οἱ Θηβαῖοι.
 Λαΐῳ δὲ βασιλεύοντι καὶ γυναῖκα ἔχοντι Ἰοκάστην
μάντευμα ἦλθεν ἐκ Δελφῶν ἐκ τοῦ παιδός οἱ τὴν
τελευτήν, εἰ τέκοι τινὰ Ἰοκάστη, γενήσεσθαι. καὶ ὁ
μὲν ἐπὶ τούτῳ τὸν Οἰδίποδα ἐκτίθησιν· ὁ δὲ καὶ τὸν
πατέρα ἀποκτενεῖν ἔμελλεν, ὡς ηὐξήθη, καὶ τὴν μητέρα
ἔγημε. παῖδας δὲ ἐξ αὐτῆς οὐ δοκῶ οἱ γενέσθαι,
μάρτυρι Ὁμήρῳ χρώμενος, ὃς ἐποίησεν ἐν Ὀδυσσείᾳ

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. 110-180 μ. Χ.


Book 9, chapter 8, section 2, li. 4

ἐρείπια καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλσος Δήμητρος καὶ Κόρης. τὰ


δὲ ἀγάλματα ἐν τῷ ποταμῷ τῷ παρὰ τὰς Ποτνιὰς **
τὰς θεὰς ὀνομάζουσιν. ἐν χρόνῳ δὲ εἰρημένῳ δρῶσι
καὶ ἄλλα ὁπόσα καθέστηκέ σφισι καὶ ἐς τὰ μέγαρα
καλούμενα ἀφιᾶσιν ὗς τῶν νεογνῶν· τοὺς δὲ ὗς τού-
96

τους ἐς τὴν ἐπιοῦσαν τοῦ ἔτους ὥραν ἐν Δωδώνῃ


φασὶν ἐπι ** λόγῳ τῷδε ἄλλος πού τις πεισθήσεται.
ἐνταῦθα καὶ Διονύσου ναός ἐστιν Αἰγοβόλου. θύοντες
γὰρ τῷ θεῷ προήχθησάν ποτε ὑπὸ μέθης ἐς ὕβριν,
ὥστε καὶ τοῦ Διονύσου τὸν ἱερέα ἀποκτείνουσιν· ἀπο-
κτείναντας δὲ αὐτίκα ἐπέλαβε νόσος λοιμώδης , καί
σφισιν ἀφίκετο ἴαμα ἐκ Δελφῶν τῷ Διονύσῳ θύειν
παῖδα ὡραῖον· ἔτεσι δὲ οὐ πολλοῖς ὕστερον τὸν θεόν
φασιν αἶγα ἱερεῖον ὑπαλλάξαι σφίσιν ἀντὶ τοῦ παιδός.
δείκνυται δὲ ἐν Ποτνιαῖς καὶ φρέαρ· τὰς δὲ ἵππους
τὰς ἐπιχωρίους τοῦ ὕδατος πιούσας τούτου μανῆναι
λέγουσιν.
 ἐκ δὲ τῶν Ποτνιῶν ἰοῦσιν ἐς Θήβας ἔστιν ἐν
δεξιᾷ περίβολος τῆς ὁδοῦ [τε] οὐ μέγας καὶ κίονες ἐν
αὐτῷ· διαστῆναι δὲ Ἀμφιαράῳ τὴν γῆν ταύτῃ νομί-
ζουσιν, ἐπιλέγοντες καὶ τάδε ἔτι, μήτε ὄρνιθας ἐπὶ

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. 110-180 μ. Χ.


Book 9, chapter 22, section 1, li. 6

ἀνθρώπους ἡ γῆ τρέφει. οὕτω χρὴ πάντα τινὰ μήτε ἐπί-


δρομον τὴν γνώμην μήτε ἀπίστως ἔχειν ἐς τὰ σπανιώ-
τερα, ἐπεί τοι καὶ ἐγὼ πτερωτοὺς ὄφεις οὐ θεασάμενος
πείθομαι·πείθομαι δὲ ὅτι ἀνὴρ Φρὺξ ἤγαγεν ἐς
Ἰωνίαν σκορπίον ταῖς ἀκρίσιν ὁμοιότατα πτερὰ ἔχοντα.  
 ἐν Τανάγρᾳ δὲ παρὰ τὸ ἱερὸν τοῦ Διονύσου Θέμι-
δός ἐστιν, ὁ δὲ Ἀφροδίτης, καὶ ὁ τρίτος τῶν ναῶν
Ἀπόλλωνος, ὁμοῦ δὲ αὐτῷ [καὶ] Ἄρτεμίς τε καὶ Λητώ.
ἐς δὲ τοῦ Ἑρμοῦ τὰ ἱερὰ τοῦ τε Κριοφόρου καὶ ὃν
Πρόμαχον καλοῦσι, τοῦ μὲν ἐς τὴν ἐπίκλησιν λέγουσιν
ὡς ὁ Ἑρμῆς σφισιν ἀποτρέψαι νόσον λοιμώδη περὶ
τὸ τεῖχος κριὸν περιενεγκών, καὶ ἐπὶ τούτῳΚάλαμις
ἐποίησεν ἄγαλμα Ἑρμοῦ φέροντα κριὸν ἐπὶ τῶν ὤμων·
ὃς δ' ἂν εἶναι τῶν ἐφήβων προκριθῇ τὸ εἶδος κάλλι-
στος, οὗτος ἐν τοῦ Ἑρμοῦ τῇ ἑορτῇ περίεισιν ἐν κύκλῳ
τὸ τεῖχος ἔχων ἄρνα ἐπὶ τῶν ὤμων· τὸν δὲ Ἑρμῆν
λέγουσι τὸν Πρόμαχον Ἐρετριέων ναυσὶν ἐξ Εὐβοίας
ἐς τὴν Ταναγραίαν σχόντων τούς τε ἐφήβους ἐξαγα-
γεῖν ἐπὶ τὴν μάχην καὶ αὐτὸν ὅτε ἔφηβον στλεγγίδι
ἀμυνόμενον μάλιστα ἐργάσασθαι τῶν Εὐβοέων τροπήν.
κεῖται δὲ ἐν τοῦ Προμάχου τῷ ἱερῷ τῆς [τε] ἀνδράχνου
97

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. 110-180 μ. Χ.


Book 9, chapter 36, section 3, li. 10

θανεν ἐν τῇ μάχῃ καὶ οἱ τῶν Ἀργείων λογάδες.


τοὺς δὲ Φλεγύας πολέμῳ μάλιστα Ἑλλήνων χαίρειν
μαρτυρεῖ μοι καὶ ἔπη τῶν ἐν Ἰλιάδι περὶ Ἄρεως καὶ
Φόβου τοῦ Ἄρεως πεποιημένα,
 τὼ μὲν ἄρ' εἰς Ἐφύρους πόλεμον μέτα θωρήσσεσθον
 ἠὲ μετὰ Φλεγύας μεγαλήτορας·
Ἐφύρους δὲ ἐνταῦθα ἐμοὶ δοκεῖν τοὺς ἐν τῇ Θες-
πρωτίδι ἠπείρῳ λέγει. τὸ μὲν δὴ Φλεγυῶν γένος
ἀνέτρεψεν ἐκ βάθρων ὁ θεὸς κεραυνοῖς συνεχέσι καὶ
ἰσχυροῖς σεισμοῖς· τοὺς δὲ ὑπολειπομένους νόσος ἐπι-
πεσοῦσα ἔφθειρε λοιμώδης , ὀλίγοι δὲ καὶ ἐς τὴν Φω-
κίδα διαφεύγουσιν ἐξ αὐτῶν.
 Φλεγύᾳ δὲ οὐ γενομένων παίδων ἐκδέχεται Χρύσης
τὴν ἀρχήν, Χρυσογενείας τε ὢν τῆς Ἄλμου καὶ Ποσει-
δῶνος. τούτῳ δὲ υἱὸς γίνεταιτῷ Χρύσῃ Μινύας, καὶ
ἀπ' αὐτοῦ Μινύαι καὶ νῦν ἔτι ὧν ἦρχεν ὀνομάζονται.
πρόσοδοι δὲ ἐγίνοντο τῷ Μινύᾳ τηλικαῦται μέγεθος
ὡς ὑπερβαλέσθαι τοὺς πρὸ αὐτοῦ πλούτῳ· θησαυρόν
τε ἀνθρώπων ὧν ἴσμεν Μινύας πρῶτος ἐς ὑποδοχὴν
χρημάτων ᾠκοδομήσατο. Ἕλληνες δὲ ἄρα εἰσὶ δεινοὶ
τὰ ὑπερόρια ἐν θαύματι τίθεσθαι μείζονι ἢ τὰ οἰκεῖα,

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. 110-180 μ. Χ.


Book 9, chapter 38, section 3, li. 3

πεποιημένα ἀνετέθη μὲν ἐπ' ἐμοῦ, λίθου δέ ἐστι καὶ


ταῦτα. ἔστι δέ σφισι καὶ κρήνη θέας ἀξία· καταβαί-
νουσι δὲ ἐς αὐτὴν ὕδωρ οἴσοντες. θησαυρὸς δὲ ὁ
Μινύου, θαῦμα ὂν τῶν ἐν Ἑλλάδι αὐτῇ καὶ τῶν
ἑτέρωθι οὐδενὸς ὕστερον, πεποίηται τρόπον τοιόνδε·
λίθου μὲν εἴργασται, σχῆμα δὲ περιφερές ἐστιν αὐτῷ,
κορυφὴ δὲ οὐκ ἐς ἄγαν ὀξὺ ἀνηγμένη· τὸν δὲ ἀνω-
τάτω τῶν λίθων φασὶν ἁρμονίαν παντὶ εἶναι τῷ οἰκο-
δομήματι. τάφοι δὲ Μινύου τε καὶ Ἡσιόδου· κατα-
δέξασθαι δέ φασιν οὕτω τοῦ Ἡσιόδου τὰ ὀστᾶ. νόσου
καταλαμβανούσης λοιμώδους καὶ ἀνθρώπους καὶ τὰ
βοσκήματα ἀποστέλλουσι θεωροὺς παρὰ τὸν θεόν· τού-
98

τοις δὲ ἀποκρίνασθαι λέγουσι τὴν Πυθίαν, Ἡσιόδου


τὰ ὀστᾶ ἐκ τῆς Ναυπακτίας ἀγαγοῦσιν ἐς τὴν Ὀρχο-
μενίαν, ἄλλο δὲ εἶναί σφισιν οὐδὲν ἴαμα. τότε δὲ
ἐπερέσθαι δεύτερα, ὅπου τῆς Ναυπακτίας αὐτὰ ἐξευ-
ρήσουσι· καὶ αὖθις τὴν Πυθίαν εἰπεῖν ὡς μηνύσοι
κορώνη σφίσιν. οὕτω τοῖς θεοπρόποις ἀποβᾶσιν ἐς
τὴν γῆν πέτραν τε οὐ πόρρω τῆς ὁδοῦ καὶ τὴν ὄρνιθα
ἐπὶ τῇ πέτρᾳ φασὶν ὀφθῆναι· καὶ τοῦ Ἡσιόδου δὲ τὰ
ὀστᾶ εὗρον ἐν χηραμῷ τῆς πέτρας. καὶ ἐλεγεῖα ἐπὶ

Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις. 110-180 μ. Χ. Book 10, chapter 11,


section 5, li. 8

καὶ ἐπὶ θαλάσσῃ λουτρά ἐστιν ἐπιτήδεια,εἰ δέξεταί


σε ἠπίως τὸ ὕδωρ, ἐπεὶ ἄλλως γε χαλεπὸν ὑπὸ ζεστό-
τητός ἐστιν ἐμβαίνεσθαι.οἱ δὲ θησαυροὶ Θηβαίων ἀπὸ ἔργου τῶν ἐς πόλε-
μον, καὶ Ἀθηναίων ἐστὶν ὡσαύτως· Κνιδίους δὲ οὐκ
οἶδα εἰ ἐπὶ νίκῃ τινὶ ἢ ἐς ἐπίδειξιν εὐδαιμονίας ᾠκο-
δομήσαντο, ἐπεὶ Θηβαίοις γε ἀπὸ ἔργου τοῦ ἐν Λεύ-
κτροις καὶ Ἀθηναίοις ἀπὸ τῶν ἐς Μαραθῶνα ἀποβάν-
των ὁμοῦ Δάτιδί εἰσιν οἱ θησαυροί. Κλεωναῖοι δὲ
ἐπιέσθησαν μὲν κατὰ τὸ αὐτὸ Ἀθηναίοις ὑπὸ νόσου
τῆς λοιμώδους, κατὰ δὲ μάντευμα ἐκ Δελφῶν ἔθυσαν
τράγον ἀνίσχοντι ἔτι τῷ ἡλίῳ, καὶ – εὕραντο γὰρ
λύσιν τοῦ κακοῦ – τράγον χαλκοῦν ἀποπέμπουσι τῷ
Ἀπόλλωνι. Ποτιδαιατῶν δὲ τῶν ἐν Θρᾴκῃ καὶ Συρα-
κουσίων, τῶν μέν ἐστιν ὁ θησαυρὸς ἀπὸ τοῦ Ἀττικοῦ
τοῦ μεγάλου πταίσματος, Ποτιδαιᾶται δὲ εὐσεβείας
τῆς ἐς τὸν θεὸν ἐποίησαν.
 ᾠκοδόμησαν δὲ καὶ Ἀθηναῖοι στοὰν ἀπὸ χρημάτων
ἃ ἐν τῷ πολέμῳ σφίσιν ἐγένετο ἀπό τε Πελοποννησίων  
καὶ ὅσαι Πελοποννησίοις ἦσαν τοῦ Ἑλληνικοῦ σύμ-
μαχοι. ἀνάκειται δὲ καὶ πλοίων τὰ ἄκρα κοσμήματα

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. 37-100 μ. Χ. (0526: 001)


“Flavii Iosephi opera, vols. 1–4”, Ed. Niese, B.
Berlin: Weidmann, 1:1887; 2:1885: 3:1892; 4:1890, Repr. 1955.
Book 15, chapter 243, li. 1

σαμεν· οὐ γὰρ ἀπαθὴς οὐδ' οἷος ἂν ἐκ συνηθείας ἦν ὁ πρὸς αὐτὴν


ἔρως, ἀλλὰ καὶ πρότερον ἦρξεν ἐνθουσιαστικῶς καὶ τῇ παρρησίᾳ τῆς
99

συμβιώσεως οὐκ ἀπενικήθη μὴ πλείων ἀεὶ γίνεσθαι· τότε μέντοι καὶ


μᾶλλον ἐδόκει κατὰ νέμεσίν τινα τῆς κατὰ τὴν Μαριάμμην ἀπωλείας
ἐπιθέσθαι, καὶ πολλάκις μὲν ἀνακλήσεις ἦσαν αὐτῆς, πολλάκις δὲ
καὶ θρῆνος ἀσχήμων, ἐπενόει δὲ πᾶν εἴ τι δυνατὸν εἰς ψυχαγωγίαν
πότους καὶ συνουσίας αὐτῷ πραγματευόμενος, καὶ τούτων οὐδὲν ἤρκει.
τὰς οὖν διοικήσεις τῶν κατὰ τὴν βασιλείαν παρῃτεῖτο καὶ τοσοῦ-
τον ἥττητο τοῦ πάθους, ὥστ' αὐτὸν ἤδη καὶ καλεῖν τὴν Μαριάμ-
μην προστάξαι τοῖς ὑπηρέταις ὡς ζῶσαν ἔτι καὶ δυναμένην ὑπα-
κούειν. οὕτως δὲ ἔχοντος ἐπιγίνεται λοιμώδης νόσος, ἣ καὶ τῶν
ὄχλων τοὺς πλείους καὶ τῶν φίλων αὐτοῦ τοὺς ἐντιμοτάτους δι-
έφθειρεν καὶ παρέσχεν ἅπασιν ἐξυπονοῆσαι κατὰ μῆνιν τοῦτο συν-
ενεχθῆναι τῶν κατὰ τὴν γενομένην παρανομίαν ἐπὶ τῇ Μαριάμμῃ.
χεῖρον οὖν διετίθει καὶ τοῦτ' αὐτὸ τὸν βασιλέα, καὶ τέλος εἰς τὰς
ἐρημίας αὑτὸν διδοὺς καὶ προφάσει κυνηγεσίων ταύταις ἐναδημο-  
νῶν οὐκ ἔφθη πλείους διενεγκεῖν ἡμέρας καὶ περιπίπτει νόσῳ
δυσχερεστάτῃ· φλόγωσις γὰρ ἦν καὶ πεῖσις ἰνίου καὶ τῆς διανοίας
παραλλαγή· τῶν τε θεραπευμάτων οὐδὲν ὅ τι καὶ πρὸς ὠφέλειαν
ἐξήνυεν, ἀλλ' ἐναντιούμενα τέως εἰς ἀπόγνωσιν ἦγεν. ὅσοι τε περὶ
αὐτὸν ἦσαν ἰατροὶ τὰ μὲν οἷς αὐτοὶ προσέφερον βοηθήμασιν οὐδὲν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. 37-100 μ. Χ. Book 15,


chapter 301, li. 3

ἐκ τοῦ φιλοκαλεῖν καὶ μνημεῖα φιλανθρωπίας ἀπολιπεῖν ἐν ὑστέρῳ.  


 Κατὰ τοῦτον μὲν οὖν τὸν ἐνιαυτὸν τρισκαιδέκατον ὄντα
τῆς Ἡρώδου βασιλείας πάθη μέγιστα τὴν χώραν ἐπέλαβεν, εἴτε δὴ
τοῦ θεοῦ μηνίσαντος ἢ καὶ κατὰ περιόδους οὕτως ἀπαντήσαντος
τοῦ κακοῦ· πρῶτον μὲν γὰρ αὐχμοὶ διηνεκεῖς ἐγένοντο, καὶ διὰ τὸ
τοιοῦτον ἄκαρπος ἡ γῆ μηδ' ὅσα κατ' αὐτὴν ἀναβλαστάνειν, ἔπειτα
καὶ τῆς διαίτης κατὰ τὴν ἔνδειαν τῶν σιτίων ἐξαλλαττομένης νό-
σοι τῶν σωμάτων καὶ πάθος ἤδη λοιμικὸν ἐκράτει, διηνεκῶς ἀντ-
εφοδιαζομένων αὐτοῖς τῶν κακῶν. τό τε γὰρ ἠπορῆσθαι θερα-
πείας καὶ τροφῆς ἐπέτεινεν εἰς πλέον ἀρξαμένην ἰσχυρῶς τὴν λοι-
μώδη νόσον ἥ τε φθορὰ τῶν οὕτως ἀπολλυμένων ἀφῃρεῖτο καὶ
τοὺς περιόντας εὐθυμίας, ἐπεὶ προσαρκεῖν ταῖς ἀπορίαις ἐξ ἐπι-
μελείας [οὐκ] ἐδύναντο. φθαρέντων γε μὴν τῶν ἐπ' ἔτος καρπῶν
καὶ τῶν ὅσοι πρότερον ἀπέκειντο δεδαπανημένων, οὐδὲν εἰς ἐλπίδα
χρηστὴν ὑπελείπετο μᾶλλον ἢ κατὰ προσδοκίαν ἐπιτείνοντος τοῦ
κακοῦ καὶ οὐδὲ κατ' ἐκεῖνον τὸν ἐνιαυτὸν μόνον, ὥστ' αὐτοῖς εἶναι
μὲν οὐδὲν ὑπόλοιπον, ἀπολωλέναι δὲ καὶ τῶν περιόντων τὰ σπέρ-
ματα μηδὲ τὸ δεύτερον ἀνείσης τῆς γῆς. ἥ τε ἀνάγκη πολλὰ διὰ
τὰς χρείας ἐκαινούργει. καὶ τὰς ἀπορίας οὐκ ἐλάττους εἶναι συν-
100

έβαινεν αὐτῷ τῷ βασιλεῖ, τῶν τε φόρων, οὓς ἐλάμβανεν ἀπὸ τῆς


γῆς, ἀφῃρημένῳ καὶ τὰ χρήματα δεδαπανηκότι πρὸς φιλοτιμίαν ὧν

Φλάβιος Ιώσηπος 37-100 μ. Χ. De bello Judaico lib. vii (0526: 004)


“Flavii Iosephi opera, vol. 6”, Ed. Niese, B.Berlin: Weidmann, 1895,
Repr. 1955.Book 6, section 2, li. 2

σκύβαλα, καὶ τὸ μηδ' ὄψει φορητὸν πάλαι τότε γενέσθαι τροφήν.


ταῦτα Ῥωμαῖοι μὲν ἀκούοντες ἠλέησαν, οἱ στασιασταὶ δὲ καὶ βλέ-
ποντες οὐ μετενόουν, ἀλλ' ἠνείχοντο μέχρις αὐτῶν προελθεῖν· πε-
πήρωντο γὰρ ὑπὸ τοῦ χρεών, ὃ τῇ τε πόλει καὶ αὐτοῖς ἤδη παρῆν.  

Φλαυίου Ἰωσήπου ἱστορία Ἰουδαϊκοῦ πολέμου πρὸς Ῥωμαίους


βιβλίον ϛʹ.

 Τὰ μὲν οὖν τῶν Ἱεροσολύμων πάθη προύκοπτεν καθ'


ἡμέραν ἐπὶ τὸ χεῖρον τῶν τε στασιαστῶν μᾶλλον παροξυνομένων
ἐν ταῖς συμφοραῖς καὶ τοῦ λιμοῦ μετὰ τὸν δῆμον ἤδη κἀκείνους
νεμομένου. τό γε μὴν πλῆθος τῶν σεσωρευμένων ἀνὰ τὴν πόλιν
πτωμάτων ὄψει τε φρικῶδες ἦν καὶ λοιμώδη προσέβαλλεν ὀσμὴν
πρός τε τὰς ἐκδρομὰς ἐμπόδιον τοῖς μαχομένοις· ὥσπερ γὰρ διὰ
παρατάξεως φόνῳ μυρίῳ γεγυμνασμένης χωροῦντας ἔδει τὰ σώματα
πατεῖν. οἱ δ' ἐπιβαίνοντες οὔτ' ἔφριττον οὔτ' ἠλέουν οὔτε κλῃ-
δόνα κακὴν σφῶν αὐτῶν ὑπελάμβανον τὴν εἰς τοὺς κατοιχομένους
ὕβριν, πεφυρμένοι δ' ὁμοφύλῳ φόνῳ τὰς δεξιὰς ἐπὶ τὸν πρὸς τοὺς
ἀλλοφύλους πόλεμον ἐξέθεον, ὀνειδίζοντες, ἔμοιγε δοκεῖν, τὸ θεῖον
εἰς βραδυτῆτα τῆς ἐπ' αὐτῶν κολάσεως· οὐ γὰρ ἐλπίδι νίκης ὁ
πόλεμος, ἤδη δὲ ἀπογνώσει σωτηρίας ἐθρασύνετο. Ῥωμαῖοι δὲ  
καίτοι πολλὰ περὶ τὴν τῆς ὕλης συγκομιδὴν ταλαιπωρούμενοι τὰ
χώματα διήγειραν μιᾷ καὶ εἴκοσιν ἡμέραις, κείραντες, ὡς προείρηται,

Φλάβιος Ιώσηπος 37-100 μ. Χ. De bello Judaico lib. vii


Book 6, section 421, li. 4

θησαν. ἐφθάρησαν δὲ αὐτῶν ἐν αἷς διέκρινεν ὁ Φρόντων ἡμέραις


ὑπ' ἐνδείας χίλιοι πρὸς τοῖς μυρίοις, οἱ μὲν ὑπὸ μίσους τῶν φυ-
λάκων μὴ μεταλαμβάνοντες τροφῆς, οἱ δ' οὐ προσιέμενοι διδομένην·
πρὸς δὲ τὸ πλῆθος ἦν ἔνδεια καὶ σίτου.
 Τῶν μὲν οὖν αἰχμαλώτων πάντων, ὅσα καθ' ὅλον ἐλήφθη
τὸν πόλεμον, ἀριθμὸς ἐννέα μυριάδες καὶ ἑπτακισχίλιοι συνήχθη,
101

τῶν δὲ ἀπολομένων κατὰ πᾶσαν τὴν πολιορκίαν μυριάδες ἑκατὸν


καὶ δέκα. τούτων τὸ πλέον ὁμόφυλον μὲν ἀλλ' οὐκ ἐπιχώριον·
ἀπὸ γὰρ τῆς χώρας ὅλης ἐπὶ τὴν τῶν ἀζύμων ἑορτὴν συνεληλυθότες
ἐξαπίνης τῷ πολέμῳ περιεσχέθησαν, ὥστε τὸ μὲν πρῶτον αὐτοῖς
τὴν στενοχωρίαν γενέσθαι λοιμώδη φθοράν, αὖθις δὲ καὶ λιμὸν
ὠκύτερον. ὅτι δ' ἐχώρει τοσούτους ἡ πόλις, δῆλον ἐκ τῶν ἐπὶ
Κεστίου συναριθμηθέντων, ὃς τὴν ἀκμὴν τῆς πόλεως διαδηλῶσαι
Νέρωνι βουλόμενος καταφρονοῦντι τοῦ ἔθνους παρεκάλεσεν τοὺς
ἀρχιερεῖς, εἴ πως δυνατὸν εἴη τὴν πληθὺν ἐξαριθμήσασθαι· οἱ δ'
ἐνστάσης ἑορτῆς, πάσχα καλεῖται, καθ' ἣν θύουσιν μὲν ἀπὸ ἐνάτης
ὥρας μέχρις ἑνδεκάτης, ὥσπερ δὲ φατρία περὶ ἑκάστην γίνεται θυ-
σίαν οὐκ ἐλάσσων ἀνδρῶν δέκα, μόνον γὰρ οὐκ ἔξεστιν δαίνυσθαι,
πολλοὶ δὲ καὶ συνείκοσιν ἀθροίζονται, τῶν μὲν θυμάτων εἰκοσιπέντε  
μυριάδας ἠρίθμησαν, πρὸς δὲ πεντακισχίλια ἑξακόσια. γίνονται
ἀνδρῶν, ἵν' ἑκάστου δέκα δαιτυμόνας θῶμεν, μυριάδες ἑβδομήκοντα

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . Definitiones medicae (0530:


041)“Claudii Galeni opera omnia, vol. 19”, Ed. Kühn, C.G.
Leipzig: Knobloch, 1830, Repr. 1965.Vol. 19, p. 400, li. 10

λάκις δὲ καὶ ἐμέτων, περιψύξεις ἐπιφέρων καὶ ταχεῖαν κα-  


θαίρεσιν τῆς δυνάμεως μετὰ δίψους καὶ ἀγρυ-
πνίας καὶ μικρότητος σφυγμῶν.
 ρϟβʹ. Στεγνὸς πυρετός ἐστιν ὁ ἐναντίος τῷ ῥοώδει
οὐκ ἐπιφέρων ἐκκρίσεις, τοὺς σφυγμοὺς μεγάλους διαφυλάτ-
των, ἰσχναίνων βραδύτερον κατὰ τὸν χρόνον τὸ σῶμα.
 ρϟγʹ. Ἰκτεριώδης ἐστὶ πυρετὸς ὁ τὴν χροιὰν ὁμοίαν
ἰκτέρῳ παρασκευάζων, ἧπαρ μετεωρίζων, γλῶσσαν ἐπιξηραί-
νων, τὴν ἐπιφάνειαν δεινὴν, ἀεὶ αὐχμηρὰν καὶ ὠχρὰν παρα-
σκευάζων.
 ρϟδʹ. Λοιμώδης πυρετὸς ἔστιν ὁ μετὰ πολλῆς θερ-
μασίας δίψος ἀθεράπευτον ἐπιφέρων, ἐμέτους χολῆς παν-
τοίας, δυσώδεις κοιλίας ἐκκρίσεις βρομωδῶν φέρων, ὥστε
ἐμφερῆ εἶναι τὰ ἀποκρινόμενα τῷ ἀπὸ τῶν ἑλῶν βρομῷ·
οὖρα πολλὰ καὶ δυσώδη, ἐξανθήματα, σφυγμοὺς ταχεῖς μι-
κροὺς καὶ ἀμυδροὺς ἐπιτελῶν.
 ρϟεʹ. Τυφώδης ἐστὶν, οἵ τινες ἐλαιώδη καὶ
νοτώδη προσαγορεύουσιν, ἱδρῶτας ἐπιφέρων δυσώδεις. ἢ  
τυφώδης ἐστὶ πυρετὸς ὁ μετὰ νωθρείας γιγνόμενος καὶ μετ'
ἐπιστάσεως ἐξιστάμενος.
 ρϟστʹ. Νωθρός ἐστιν πυρετὸς ὁ μετὰ καρηβαρείας
102

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De signis ex urinis (fort. auctore


Magno Emeseno) (0530: 046)“”Anecdota Graeca minora vi: Pseudo–
Galen, de signis ex urinis””, Ed. Moraux, P., 1985; Zeitschrift für
Papyrologie und Epigraphik 60.Line 62

ἀνάγεσθαί τινα πτύσματα ἄπεπτα καὶ λεπτὰ τὸ θολοῦσθαι τὰ


οὖρα μετὰ τὴν οὔρησιν ἢ θολερὰ μένειν. σημεῖον ἐφημέρων τῶν
διὰ λύπην δριμύτερα, τῶν δὲ διὰ θυμὸν θερμότερα, τῶν δὲ διὰ
πύκνωσιν ὑπόλευκα. σημεῖον τῶν ἀφημερινῶν λευκότης καὶ
λεπτότης οὔρων ἢ ἐρυθρότης ἢ παχύτης θολερά. σημεῖον
τριταίων ἢ πυρρὰ ἢ ὑπόπυρρα. σημεῖον τεταρταίων πολυειδῆ
καὶ ἄπεπτα. σημεῖον πλεονασμοῦ φλέγματος ὑπόστασις παχεῖα.  
σημεῖον ἱδρῶτος μεγίστου καὶ κρίσεως μελλούσης γενέσθαι κατὰ
τὴν τετάρτην ἢ τὴν ἕκτην οὖρον φανὲν ὡς σεμίδαλις.
σημεῖον ὀδύνης νεφρῶν καὶ καταψύξεως οὖρα παχέα καὶ
γαλακτώδη. σημεῖον λοιμώδους νόσου οὖρα λευκὰ ἐναιώρημα
ἔχοντα. σημεῖον θανάτου οὖρον ἐξ ἀρχῆς κόκκινον καὶ
ἀνυπόστατον ἄνω ὑμένα ἔχον, ὑπόστασιν δὲ ἔχον οὐ θανάσιμον,
ἀλλὰ μακρονοσίαν δηλοῖ, μετὰ δὲ ἑπτὰ ἡμέρας ἀρχόμενον τοῦ
λευκαίνεσθαι παύεσθαι δηλοῖ τὸν νόσον. σημεῖον διαγνώσεως
πύου τὸ προηγήσασθαι ὀδύνην καὶ αἷμα διουρηθῆναι, ἀλλὰ καὶ
τὸ ἐπ' ἀνθράκων ὄζειν τὸ χῦμα. σημεῖον λιθιάσεως κύστεως
καὶ τῶν νεφρῶν παχύτης γαλακτοειδής. σημεῖον τοῦ πολὺν
τὸν αἱματικὸν χυμὸν ἐν τῷ σώματι εἶναι παχύτης καὶ ἐρυθρότης
οὔρου. τοιοῦτον οὖρον ἐν συνεχέσι πυρετοῖς καὶ ἐν ὀξέσι
κατ' ὀλίγον οὐρούμενον κίνδυνον σημαίνει. ὡσαύτως τοιοῦτον

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De signis ex urinis (fort. auctore Magno


Emeseno) Line 96

φαίνεται δὲ πολλάκις καὶ δύο καὶ τρία τοιαῦτα. σημεῖον


συλλήψεως ἕτερον κονιορτὸς ἄνω ἐσκορπισμένος ἢ ὡς στῦλος
ἱστάμενος. σημεῖον συνουσίας ῥαμμάτιά τινα κατὰ τὸν ἀφρὸν
φαινόμενα. σημεῖον οὔρου ἀρίστου τὸ ὑπόξανθον ἢ ὑπόπυρρον
καὶ τὸ εἶναι τῇ συστάσει σύμμετρον, ἀναλόγως ἔχειν τῷ ποσῷ
τοῦ πινομένου καὶ ὑπόστασιν ἔχειν λευκὴν καὶ λείαν καὶ
ὁμαλήν. σημεῖον τοῦ μικροῦ δεῖν μὴ ἐγχειρῆσαι τὴν φύσιν
τῇ πέψει τῶν χυμῶν λευκότης τοῦ χύματος. τοῦτο τὸ  
σημεῖόν ἐστι καὶ σημεῖον ψύξεως ἐπικρατούσης ἢ διὰ κρᾶσιν
103

ἢ διὰ δίαιταν ἢ δι' ἡλικίαν ἢ διὰ ψυχρὸν ἀρρώστημα. τοῦτο


τὸ σημεῖόν ἐστι καὶ σημεῖον φρενίτιδος ὀλεθρίας καὶ λοιμώδους
ἀρρωστήματος καὶ ἀξιολόγων ἐμφράξεων. σημεῖον μετρίου
πυρετοῦ ἤτοι ἐφημέρου διὰ κόπον καὶ ἀργυπνίαν καὶ θερμοτέραν
δίαιταν πυρρότης καὶ ξανθότης τοῦ χύματος. σημεῖον θερμότητος
ἢ οὔσης ἢ ὅσον οὔπω μελλούσης γενέσθαι ἐρυθρότης καὶ ὑπερυ-
θρότης. σημεῖον ἀρχῆς ἑκτικῶν πυρετῶν ἐλαιόχρους καὶ
ἐλαιοφανὴς θεωρία. σημεῖον ἀδυναμίας τῆς πεπτικῆς δυνάμεως
αἱ ἐξ ἀρχῆς συστάσεις παχεῖαι καὶ μὴ διακρινόμεναι. σημεῖον
ἀμετρίας ψύξεως καὶ ξηρότητος καί τινος ἐμφράξεως καὶ ἀτονίας
σπλάγχνων διά τινας δυσκρασίας λεπτότης συστάσεως, οὐχ ἧττον
δὲ καὶ θερμότητος μετὰ ξηρότητος καὶ ἀργυπνίας καὶ σκοτοδίνης,

Ιούλιος Πολυδεύκης 2ος αι, μ.Χ. “Pollucis onomasticon, 2 vols.”, Ed.


Bethe, E.Leipzig: Teubner, 9.1:1900; 9.2:1931, Repr. 1967; Lexicographi
Graeci 9.1–9.2.Book 4, section 204, li. 1

βουβὼν περὶ βουβῶνας οἴδημα μετὰ φλεγμονῆς. αἱμορροῒς γίνεται


μὲν κατὰ τὴν ἕδραν ἐντός, ἔστι δ' ὁμοία μόροις ὠμοῖς· πολλάκις
δὲ καὶ ὑπεροχῆς ἄνευ γίνεται ῥαγὰς αἱμορραγοῦσα. τυφλὴ αἱμορ-
ροῒς οἴδημα λεῖον ἐρυθρόν, ἐντὸς τῆς ἕδρας, οὕτω κληθὲν ἐπεὶ ἔσθ'
ὅτε οὐχ αἱμορροεῖ. κονδύλωμα περὶ τὴν στεφάνην τοῦ δακτυλίου
εὐίατον οἴδημα. συκαῖ περὶ τὴν ἕδραν κονδυλώματα μεγάλα, οὐκ
ἐπίπονα. ἐντεροκήλη ὀλίσθημα ἐντέρου εἰς τὸν ὄσχεον, εἰς ὄγκον
αἰρόμενον· ὑδροκήλη περὶ θατέρῳ τῶν διδύμων ὑδατώδης συλλογή,
μεταξὺ τοῦ δευτέρου καὶ τετάρτου ὑμένος· πωροκήλη πώρωμα περὶ
τὸν ὄσχεον ἐξ ἀποστήματος, σαρκοκήλη σκιρώδης καὶ παχεῖα ἐπ' ὀσχέῳ
διάθεσις. στεάτωμα πιμελῆς παραρροὴ ὑπὸ τῷ δέρματι. λοιμώδη
ἕλκη περὶ τὰ παρίσθμια καὶ τὴν σταφυλήν. ἐσχάρωσις νομὴ δύσχρους,
εἰς τὴν φάρυγγα καὶ τὴν ἀρτηρίαν καὶ τὸν στόμαχον καταφερομένη
μετὰ τοῦ ἀνοιδαίνειν τὸν τράχηλον. περιγραφὴ περί τι μέρος τοῦ
σώματος στενότης ἄπονος, μέλαινα ὑπέρυθρος ἢ πελιδνή, ψιλὴ ἢ
τετριχωμένη. πῶλυψ σὰρξ ῥινὶ ἐπιφυομένη, μυξῶδες ὑγρὸν ἀφιεῖσα,
ἐπιφράττουσα τὴν ἀναπνοήν. ὄζαινα ἕλκωσις ἐν τῷ βάθει τῶν μυκτή-
ρων μέχρι τῶν καλουμένων ἡθμοειδῶν σαρκῶν, πυῶδες καὶ δυσῶδες
ὑγρὸν ἀφιεῖσα, τὴν αἴσθησιν ἐμποδίζουσα. δρακόντιον ἐκ τῶν περὶ
κνήμαις καὶ μηροῖς ἑλκῶν ἐκπῖπτόν τι νευρῶδες ἐφθαρμένον, σπανίως
μὲν τοῖς ἄλλοις ἐπιγινόμενον, Αἰθίοψι δ' ἐνοχλοῦν. κέρατα ἐν τῷ
104

Ιούλιος Πολυδεύκης 2ος αι, μ.Χ. Book 5, section 110, li. 6

ἀέρι διακείμενον, ἀναπεπταμένῳ ἀέρι, φαιδρῷ, κούφῳ, ἐλαφρῷ,


διαφανεῖ, ἐλευθέρῳ, λαμπρῷ, διαυγεῖ. καὶ τοὐναντίον νοσῶ-
δες νοσερὸν νοσηρὸν ἐπίνοσον, ἐπίκηρον, ἐπισφαλές σφαλερόν,
ἐπικίνδυνον κινδυνῶδες, φθινῶδες, δύσωρον, βαρύ, ζοφῶδες, σκοτῶ-
δες, δυσφεγγές, ἀνήλιον, ἄκρατον, ἄνισον ταῖς ὥραις, χειμέριον δυς-
χείμερον, κρυῶδες κρυμῶδες, παγετῶδες, κάτομβρον, ἐπίπνουν, συν-
νέφελον, διάπυρον ἔμπυρον πυρῶδες, φλογῶδες, πνιγηρόν, καυ-
ματῶδες, ζέον περιζέον, φλέγον, καῖον ὑπερκαῖον, κατηφές, κατα-
πνεόμενον, κατήνεμον συνήνεμον, δύσθερον, ὑγρόν δίυγρον ὑδα-
τῶδες, χιονῶδες, αὐχμῶδες αὐχμηρόν, χολῶδες, ἀνήμερον, νο-
σοποιόν, φθοροποιόν, ἔξωρον, λοιμῶδες, κακῶς ἔχον οὐρανοῦ, καὶ
ὅσα ἄλλα ἔστιν εἰπεῖν λόγῳ.
 τὰ δὲ πράγματα τοῦ μὲν δυσχειμέρου χειμών, ψῦχος, ἄνεμος,
ὄμβρος, ὑετός, κρυμός κρύος, παγετός, χιών, κρύσταλλος, πάχνη,
ζάλη, χαλάζα, τοῦ δὲ δυσθέρου πνῖγος, καῦμα, φλέγμα καὶ καθ'
Ὅμηρον (?) πῦρ πυρετός ἀλέα, θάλπος. καὶ ῥήματα τοῦ μὲν  
χειμάζεσθαι, ῥιγοῦν, ψύχεσθαι, καταπνεῖσθαι, ὕεσθαι, καὶ ἐπίρρημα
τὸ ψυχρῶς, ὅτι ποιητικὸν τὸ ῥιγηλῶς· τοῦ δὲ φλέγεσθαι, θάλπεσθαι,
ἀλεαίνεσθαι, πυρέττειν, καὶ ἐπίρρημα μόνον πνιγηρῶς, ἀλεεινῶς.
 Οὐκ ἀποτρέψομαι, οὐκ ἀποσχήσομαι, οὐ παύσομαι, οὐκ
ὀκνήσω, οὐ φυλάξομαι, οὐ παραιτήσομαι, οὐκ ἀναδύσομαι, οὐκ

Ιπποκράτης ιατρός. 460-377 π. Χ. De diaeta in morbis acutis


“Oeuvres complètes d'Hippocrate, vol. 2”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière,
1840, Repr. 1961.Section 2, li. 13

χρὴ ποιέειν καὶ ὀρθῶς, καὶ ὁκόσα ταχέως ἔργα, ταχέως, καὶ
ὁκόσα καθαρίως, καθαρίως, καὶ ὁκόσα ἀνωδύνως διαχειρίζε-  
σθαι, ὡς ἀνωδυνώτατα ποιέειν, καὶ τἄλλα πάντα τὰ τοιουτό-
τροπα διαφερόντως τῶν πέλας ἐπὶ τὸ βέλτιον ποιέειν χρή.
Μάλιστα δ' ἂν ἐπαινέσαιμι ἰητρὸν, ὅστις ἐν τοῖσιν ὀξέσι νου-
σήμασιν, ἃ τοὺς πλείστους τῶν ἀνθρώπων κτείνει, ἐν τουτέοισι
διαφέρων τι τῶν ἄλλων εἴη ἐπὶ τὸ βέλτιον. Ἔστι δὲ ταῦτα
ὀξέα, ὁκοῖα ὠνόμασαν οἱ ἀρχαῖοι πλευρῖτιν, καὶ περιπλευμο-
νίην, καὶ φρενῖτιν, καὶ λήθαργον, καὶ καῦσον, καὶ τἄλλα νου-
σήματα ὁκόσα τουτέων ἐχόμενά ἐστιν, ὧν οἱ πυρετοὶ τὸ ἐπίπαν
ξυνεχέες. Ὅταν γὰρ μὴ λοιμώδεος νούσου τρόπος τις κοινὸς
ἐπιδημήσῃ, ἀλλὰ σποράδεες ἔωσιν αἱ νοῦσοι καὶ παραπλήσιοι,  
105

ὑπὸ τουτέων τῶν νουσημάτων ἀποθνήσκουσι μᾶλλον ἢ ὑπὸ τῶν


ἄλλων τῶν ξυμπάντων. Οἱ μὲν οὖν ἰδιῶται οὐ κάρτα γιγνώ-
σκουσι τοὺς ἐς ταῦτα διαφέροντας τῶν πέλας, ἑτεροίων τε  
μᾶλλον ἰημάτων ἐπαινέται καὶ ψέκται εἰσίν. Ἔπειτα μέγα
σημεῖον τόδε, ὅτι οἱ δημόται ἀξυνετώτατοι αὐτοὶ ἑωυτῶν
περὶ τουτέων τῶν νουσημάτων εἰσὶν ὡς μελετητέα
εἶναι· οἱ γὰρ μὴ ἰητροὶ ἰητροὶ δοκέουσιν εἶναι μάλιστα διὰ  
ταύτας τὰς νούσους ῥηΐδιον γὰρ τὰ ὀνόματα ἐκμανθάνειν,
ὁκοῖα νενόμισται προσφέρεσθαι πρὸς τοὺς τὰ τοιαῦτα κάμνοντας.

Flavius Philostratus Soph., Heroicus (0638: 004)“Flavii Philostrati


opera, vol. 2”, Ed. Kayser, C.L.Leipzig: Teubner, 1871, Repr. 1964.
Olearius p. 711, li. 3

Παλαμήδης “ὦ Ὀδυσσεῦ”, ἔφη “τοὺς λύκους ὁ


Ἀπόλλων προοίμιον λοιμοῦ ποιεῖται καὶ τοξεύει μὲν
αὐτούς, καθάπερ τοὺς ὀρέας τε καὶ τοὺς κύνας ἐν-
ταῦθα, πέμπει δὲ πρότερον παρὰ τοὺς νοσήσοντας
εὐνοίας ἕνεκα τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ φυλάξασθαι.
εὐχώμεθα οὖν Ἀπόλλωνι Λυκίῳ τε καὶ Φυξίῳ, τὰ
μὲν θηρία ταῦτα τοῖς ἑαυτοῦ τόξοις ἐξελεῖν, τὴν
νόσον δὲ ἐς αἶγας, φασί, τρέψαι. καὶ ἡμεῖς δέ,
ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, ἐπιμελώμεθα ἡμῶν αὐτῶν, δεῖ
δὲ τοῖς φυλαττομένοις τὰ λοιμώδη διαίτης λεπτῆς
καὶ κινήσεων συντόνων. ἰατρικῆς μὲν γὰρ οὐχ ἡψά-
μην, σοφίᾳ δὲ καταληπτὰ ἅπαντα.” καὶ εἰπὼν ταῦτα
τὴν μὲν τῶν κρεῶν ἀγορὰν ἐπέσχε καὶ τὰ στρατιω-
τικὰ τῶν σιτίων ἐκέλευσε παραιτήσασθαι, τραγήμασι
δὲ καὶ λαχάνοις ἀγρίοις διῆγε τὸν στρατὸν πειθομέ-
νους αὐτῷ καὶ πᾶν τὸ ἐκ Παλαμήδους θεῖόν τε
ἡγουμένους καὶ χρησμῶδες· καὶ γὰρ δὴ ὁ Λοιμός,
ὃν προὔλεγεν, ἐνέσκηψε μὲν ἐς τὰς Ἑλλησποντικὰς
πόλεις ἀρξάμενος, φασίν, ἐκ τοῦ Πόντου, προσέ-
πεσε δὲ καὶ τῷ Ἰλίῳ, τῶν δὲ Ἑλλήνων οὐδενὸς

Pseudo-Justinus Martyr, De resurrectione “Corpus apologetarum


Christianorum saeculi secundi, vol. 3, 3rd edn.”, Ed. Otto, J.C.T.Jena:
Mauke, 1879, Repr. 1971.Morel p. 595, section C, li. 8

καὶ οὐκέτι δυνάμενον ἀναζῆσαι; Ταῦτα γὰρ καὶ πρὸ τοῦ μα-
θεῖν τὴν ἀλήθειαν παρὰ Πυθαγόρου καὶ Πλάτωνος ἠκούομεν.
Εἰ οὖν ταῦτα ἔλεγεν ὁ σωτὴρ καὶ μόνης τῆς ψυχῆς τὴν ζωὴν
106

εὐηγγελίζετο, τί καινὸν ἡμῖν ἔφερε παρὰ Πυθαγόραν καὶ Πλά-


τωνα καὶ τὸν τούτων χορόν; Νῦν δὲ τὴν καινὴν καὶ ξένην
εὐαγγελιζόμενος ἦλθεν ἀνθρώποις ἐλπίδα. Ξένον δὲ ἄρα ἦν
καὶ καινὸν τὸ τὸν θεὸν ὑπισχνεῖσθαι μὴ τῇ ἀφθαρσίᾳ τὴν
ἀφθαρσίαν τηρεῖν, ἀλλὰ τὴν φθορὰν ἀφθαρσίαν ποιεῖν. Ἀλλὰ
γὰρ οὐκ ἄλλως λυμαίνεσθαι τὸν λόγον δυνάμενος ὁ τῆς πο-  
νηρίας ἄρχων ἐξέπεμψε τοὺς ἀποστόλους αὐτοῦ, κακὰς καὶ
λοιμώδεις διδασκαλίας εἰσάγοντας, ἐκλεξάμενος αὐτοὺς ἐκ
τῶν σταυρωσάντων τὸν σωτῆρα ἡμῶν, οἵτινες τὸ μὲν ὄνομα
τοῦ σωτῆρος ἔφερον, τὰ δὲ ἔργα τοῦ πέμψαντος αὐτοὺς ἐποί-
ουν, δι' οὓς καὶ τῷ ὀνόματι ἠκολούθησεν ἡ βλασφημία. Εἰ
δὲ μὴ ἀνίσταται ἡ σάρξ, διὰ τί καὶ φυλάσσεται καὶ οὐ μᾶλλον
αὐτῇ συγχωροῦμεν χρήσασθαι ταῖς ἐπιθυμίαις, καὶ οὐ μι-
μούμεθα τοὺς ἰατρούς, οἵτινες, ἐπειδὰν ἀπεγνωσμένον ἔχωσιν
ἄνθρωπον σώζεσθαι μὴ δυνάμενον, ἐπιτρέπουσιν αὐτῷ ταῖς
ἐπιθυμίαις ὑπηρετεῖν; Ἴσασι γὰρ ὅτι ἀπόλλυται. Ὅπερ
ἀμέλει ποιοῦσιν οἱ τὴν σάρκα μισοῦντες, ἐκβάλλοντες αὐτὴν
τῆς κληρονομίας, τὸ ὅσον ἐπ' αὐτοῖς· διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ὡς

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae lib. septem (0715: 001)


“Paulus Aegineta, 2 vols.”, Ed. Heiberg, J.L.Leipzig: Teubner, 9.1:1921;
9.2:1924; Corpus medicorum Graecorum, vols. 9.1 & 9.2.
Book 7, chapter 11, section 5, li. 26

οἴνου Φαλερίνου ξ̸β· βαλὼν εἰς ὅλμον ὀπὸν ὑποκιστίδος, σμύρναν,


σαγαπηνὸν, στύρακα, ἀκακίαν, ὀποπάνακα, παραστάζων μέλι ὀλίγον
καὶ κόπτων διάλυε, εἶτα τὸν οἶνον ἐπιβαλών, ὥστε ὑπερέχειν, βρέχε
ἡμέραςγ, εἶτα τὰ λοιπὰ κόψας ἕνωσον· ἀπηφρίσθω δὲ τὸ μέλι. ἀπο-  
τίθεται δὲ εἰς ἀργυρᾶ ἢ ὑέλινα σκεύη μὴ πάνυ πλήρη, παρ' ἕκαστά τε
ἀποπωματίζεται. ἡ δὲ χρῆσις αὐτῆς ἐπείξεως μὲν οὔσης ἐπί τε θηριο-
δήκτων καὶ δηλητήριον εἰληφότων μετὰ ἑπταετίαν ἐστὶ καρύου Πον-
τικοῦ μέγεθος μετ' οἴνου κυάθωνγ δὶς τῆς ἡμέρας πινομένης, ὁμοίως
δὲ καὶ πρὸς τοὺς ὑπό τινος αἰτίας ἀδήλου κινδυνεύσαντας τῆς ἐν τῷ
σώματι διαφθορᾶς μιμησαμένης θανασίμου φαρμάκου ποιότητα,
καθάπερ
ἐπὶ τῶν λοιμωδῶν μάλιστα γίνεται, ἅπαξ τῆς ἡμέρας· ἐπὶ δὲ τῶν
ἄλλων παθῶν μετὰ δεκαετίαν ἡ χρῆσις αὐτῆς ἐστιν καὶ μέχριςκ ἐτῶν,
ἐπὶ δὲ βηχῶν καὶ θώρακος ἀλγημάτων ἢ πλευροῦ ἀπυρέτοις μὲν μετ'
οἰνομέλιτος, πυρέσσουσι δὲ μεθ' ὑδρομέλιτος, εἰς νύκτα κυάμου
107

Αἰγυπτίου
μέγεθος, αἱμοπτυϊκοῖς δὲ πᾶσιν προσφάτοις μὲν ἐν ὀξυκράτῳ, χρονίοις
δὲ ἐν ἀφεψήματι συμφύτου κυάμου Αἰγυπτίου μέγεθος πρωὶ καὶ ὀψέ,
ἐμπνευματουμένοις δὲ καὶ στροφουμένοις ἢ κοιλιακοῖς μεθ' ὕδατος
θερμοῦ κυάμου Αἰγυπτίου μέγεθος ἕωθεν. ὄρεξιν δὲ ἐπιτεταμένην ἀνε-
γείρει ῥίγους τε καὶ περιψύξεως καὶ χολεμεσίας προπινομένη τῶν προ-
καταβολῶν ἀπαλλάσσει ἔμμηνά τε κινεῖ καὶ τὰ νεκρὰ τῶν ἐμβρύων
ἀποβάλλει κυάμου Αἰγυπτίου μέγεθος πινομένη μετὰ μελικράτου ἢ

Erotianus Gramm., Med., Vocum Hippocraticarum collectio (0716:


001)“Erotiani vocum Hippocraticarum collectio cum fragmentis”, Ed.
Nachmanson, E.Göteborg: Eranos, 1918.Klein p. 95, li. 6

   τὰ σκευάρι' ἐποίησε μυττωτόν πολύν.


ἔνιοι δὲ πλακοῦντα διὰ λαχάνου συντεθέντα. οἱ δὲ τὸν
λεγόμενον ζῦθον. ἡμεῖς μέντοι γε συγκατατιθέμεθα τοῖς
λέγουσιν μυττωτὸν εἶναι τὸ διὰ σκορόδου τρίμμα. εἴρηται δὲ
παρὰ τὸ μυσάττεσθαι τὴν δυσωδίαν, ὡς εἶναι μυσσωτόν. |
μεγαλόσπλαγχνον· τὸν διὰ φλεγμονὴν ἐν ἐπάρσει τὰ
σπλάγχνα ἔχοντα.
Μοδοσαέως· ὄνομα τόπου.
μεθίησιν·Ἐπικλῆς μέν φησιν ἐμπίπτει. ἔστι δὲ
μᾶλλον ἀφίησι.  
μεμιασμένον· λοιμῶδες γεγονός.
μᾶσσον·Βακχεῖος μέν φησιν ἔλασσον,Ἡρακλεί-
δης δ' ὁ Ταραντῖνος πλεῖον.
μεῖον· ἔλαττον.
μᾶζα· φύραμα ἐξ ἀλφίτου γινόμενον, πινόμενον ποτὲ
μὲν μετ' ὀξυμέλιτος, ποτὲ δὲ μετ' ὀξυκράτου ἢ ὑδρομέλιτος
ἢ μεθ' ὕδατος. ἔστι δὲ τρόφιμον.
μανδραγόρου ῥίζαν· περιφραστικῶς τὸν μανδραγόραν.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber ii (0718: 002)“Aëtii Amideni lib.


medicinales i–iv”, Ed. Olivieri, A.Leipzig: Teubner, 1935; Corpus
medicorum Graecorum, vol. 8.1.Chapter 12, li. 23

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber v (0718: 005)“Aëtii Amideni libri


medicinales v–viii”, Ed. Olivieri, A.Berlin: Akademie–Verlag, 1950;
Corpus medicorum Graecorum, vol. 8.2.
Chapter P, line 159. Ϟε Περὶ πανδήμων καὶ ἐπιδήμων καὶ λοιμωδῶν
108

νοσημάτων...

… ξηραίνει γὰρ αὐτῶν τὸ ἕλκος, ὡς μηκέτι βήττειν ἔτι. ἐφ' ὧν δὲ


μετὰ τὴν ἀπαλλαγὴν τοῦ πάθους ἀφυλακτότερον διαιτηθέντων ὑπο-
στροφὴ πάλιν τοῦ νοσήματος ἐγένετο, καὶ τούτους ἡ ἐκ τῆς Ἀρμενίας
βῶλος ὠφέλησεν, καὶ ἔτι μᾶλλον τοὺς δυσπνοοῦντας χρονίως. ἐν δὲ
τῷ μεγάλῳ τούτῳ λοιμῷ πάντες οἱ πιόντες τούτου διὰ ταχέων ἐθε-
ραπεύθησαν· ὅσους δὲ οὐδὲν ὤνησεν, ἀπέθανον πάντες, οὐδ' ὑπ' ἄλλου
τινὸς ὠφεληθέντες· ᾧ καὶ δῆλον ὅτι μόνους τοὺς ἀνιάτως ἔχοντας οὐκ
ὠφέλησεν. πίνεται δὲ μετ' οἴνου λεπτοῦ τὴν σύστασιν μετρίως κεκρα-
μένου, εἰ ἀπύρετος εἴη παντάπασιν ὁ ἄνθρωπος ἢ καὶ βραχὺ πυρέτ-
τοι, πάνυ δὲ ὑδαροῦς, εἰ πυρέττοι μειζόνως. οὐ μὴν οὐδὲ σφοδροὶ
κατὰ τὴν θερμασίαν εἰσὶν οἱ λοιμώδεις πυρετοί. περὶ δὲ τῶν ξηρανθῆ-
ναι δεομένων ἑλκῶν τί δεῖ καὶ λέγειν πηλίκην δύναμιν ἔχει ἡ Ἀρμε-
νιακὴ βῶλος αὕτη; ὀνομάζεται δὲ τῇ μὲν ἐκείνων φωνῇζαρνακέ,
κατὰ δὲ τὴν τῶν Σύρωνζαριναχά· τὸ δὲ ὄρος ἐν ᾧ γεννᾶται πό-
λεως ἐστὶν ὀνομαζομένηςΒαγανανά, ὁ δὲ ἀγρὸς ἐν ᾧ τὸ ὄρος ἐστὶν
ὀνομάζεταιἈγαράκ.
 Λίθος αἱματίτης ἀπὸ τῆς κατὰ τὴν χρόαν ὁμοιότητος οὕτως ὀνο-
μάζεται· παρατριβόμενος γὰρ θυίαις ἢ ἀκόναις αἱματώδη χυλὸν ἀνίη-
σιν. τοσοῦτον δὲ τῆς ψύξεως μετέχει ὅσον καὶ τῆς στύψεως. καὶ μόνῳ δ'
αὐτῷ ἐχρησάμην τραχέων γεγονότων βλεφάρων, εἰ μὲν ἅμα φλεγμονῇ
τοιαῦτα εἴη γεγονότα, δι' ὠοῦ τὴν ἄνεσιν ποιούμενος,

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber v “Aëtii Amideni lib. medicinales v–viii”,


Ed. Olivieri, A.Berlin: Akademie–Verlag, 1950; Corpus medicorum
Graecorum, vol. 8.2.Chapter P, li. 159

κράσεσι γιγνομένων πυρετῶν χωρὶς


φλεγμονῆς καὶ σήψεως. Κηρωτὴ ἐμ-
ψύχουσα Ϟγ Περὶ ἑκτικῶν καὶ μαρασμωδῶν πυ-
ρετῶν
Ϟδ Ἑκτικῶν πυρετῶν θεραπεία
Ϟε Περὶ πανδήμων καὶ ἐπιδήμων καὶ λοιμωδῶν νοσημάτων
Ϟϛ Ἐκ τῶν Ῥούφου περὶ λοιμοῦ
Ϟζ Περὶ τῶν ἐπὶ πλήθει ὠμῶν χυμῶν
συγκοπτομένων  
Ϟη Περὶ τῶν διὰ ξανθὴν χολὴν συγκοπτο-
μένων
Ϟθ Περὶ τῶν ἐπὶ λεπτοῖς χυμοῖς συγ-
κοπτομένων
109

ρ Περὶ τῶν ἄλλων προφάσεων ἐφ'


ὧν γίνονται συγκοπαί
ρα Περὶ ὀδύνης συγκοπὰς ἐπιφερούσης

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber v Chapter 95, li. 1

οἷόν τε τὴν μίξιν τοῦ μέλιτος κατὰ τοὺς ἑκτικοὺς πυρετοὺς πάντας·
δοτέον δὲ τὴν μὲν πρώτην τὸ γάλα τῆς ὄνου κυάθου μὴ πλέον, εἰς-
αχθείσης τῆς ὄνου εἰς τὸν κοιτῶνα πρὸς τὸ θερμὸν ἔτι ὑπάρχον τὸ
γάλα ποθῆναι. εἰ οὖν καλῶς πεφθείη καὶ μὴ διαφθαρείη, ἔξεστιν αὐξῆσαι
τὸ πλῆθος προστιθέντας κατὰ δόσιν ἥμισυ κυάθου. τὴν δὲ λοιπὴν δίαι-
ταν ποιεῖσθαι, ὡς ἐπὶ τῶν ξηρῶν τῆς γαστρὸς δυσκρασιῶν, ὡς ἐν τῷ
οἰκείῳ τόπῳ ἐν τῷθ λόγῳ ῥηθήσεται. ὅσῳ δέ ἐστιν ἡ τῶν ἑκτικῶν πυ-
ρετῶν θερμασία θερμοτέρα ἐκείνων, τοσούτῳ καὶ τῶν βοηθημάτων δεῖ-
ται ψυχροτέρων καὶ ἀκριβείας πλείονος, μὴ βλάβη τις παρέποιτο ἰσχυ-
ροτέροις βοηθήμασι χρησαμένων ἡμῶν.
 Περὶ πανδήμων καὶ ἐπιδήμων καὶ λοιμωδῶν νοσημάτων. πανδή-
μους καὶ κοινὰς νόσους ὀνομάζουσι τὰς πολλοῖς ἀνθρώποις ἅμα συμ-  
πιπτούσας, ὧν ὥσπερ ἡ γένεσις οὕτω καὶ ἡ αἰτία κοινή. κοινά τε οὖν
ἐδέσματα πονηρὰ τίκτουσι νοσήματα κοινὰ καὶ ὕδατος μοχθηροῦ πόσις
ταλαιπωρίαι τε ἄμετροι καὶ πόνοι συνήθεις ἐκλείποντες ἔνδειαί τε καὶ
πλησμοναί, λιμοῦ καταστάντος καὶ εὐθηνίας ἐπιγενομένης. καὶ χωρίου
δὲ φύσις κοινὰ νοσήματα πολλάκις ἐπήνεγκε τοῦ εἰσπνεομένου ἀέρος
ὑπὸ σηπεδονώδους ἀναθυμιάσεως μιανθέντος. ἡ δὲ αἰτία τῆς τοιαύτης
σηπεδονώδους ἀναθυμιάσεως ἤτοι πλῆθος νεκρῶν ἐστιν, ὡς ἐν πολέμοις
γίγνεται, ἢ ἐκ τελμάτων τινῶν ἢ λιμνῶν ἢ βαράθρου τινὸς παρακειμένου
καὶ ἀναθυμίασιν δηλητηριώδη καὶ πονηρὰν ἀναπέμποντος·

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber v Chapter 95, li. 19

σηπεδονώδους ἀναθυμιάσεως ἤτοι πλῆθος νεκρῶν ἐστιν, ὡς ἐν πολέμοις


γίγνεται, ἢ ἐκ τελμάτων τινῶν ἢ λιμνῶν ἢ βαράθρου τινὸς παρακειμένου
καὶ ἀναθυμίασιν δηλητηριώδη καὶ πονηρὰν ἀναπέμποντος· ταῦτα μὲν
οὖν συνεχῶς εἴωθε συμπίπτειν καὶ ὁ περιέχων δὲ ἡμᾶς ἀὴρ συν-
εχῶς παρατρέπει τὰς κράσεις, ἤτοι θερμότερος ἀμέτρως ἢ ξηρότερος
ἢ ψυχρότερος ἢ ὑγρότερος γιγνόμενος· τοῖς μὲν γὰρ ἄλλοις αἰτίοις
οὐ πάντες ἅμα περιπίπτομεν οὔτε δι' ὅλης ἡμέρας ὁμιλοῦμεν, ὁ δὲ πε-
ριέχων ἡμᾶς ἀὴρ ἔξωθέν τε περικέχυται πᾶσι καὶ διὰ τῆς εἰσπνοῆς ἕλ-
κεται. ἀναγκαῖον οὖν συνδιατίθεσθαι ταῖς κατὰ τὴν κρᾶσιν αὐτοῦ με-
ταβολαῖς καὶ τὰ τῶν ζῴων σώματα. ἔστι δὲ ὅτε ὑγρότερος καὶ θερμό-
τερος ὁ περιέχων ἡμᾶς ἀὴρ γιγνόμενος λοιμώδη κατάστασιν φέρει.
110

τὸ δὲ εἶναι τοὺς ἐν τῷ σώματι χυμοὺς ἐκ μοχθηρᾶς διαίτης εἰς σῆψιν


ἐπιτηδείους ἀρχὴ τοῦ λοιμώδους γίγνεται πυρετοῦ, ὡς ὅταν γέ τις
συμμέτροις τε πόνοις καὶ βίῳ σώφρονι καὶ κεκολασμένῳ χρῆται, τὸ
πάμπαν ἀπαθὴς διαμένει κατὰ πάσας τὰς τοιαύτας διαθέσεις. καὶ ἡμεῖς
τοῦτο προγινώσκοντες εὐθὺς ἀρχομένης τῆς καταστάσεως, ὅσα μὲν
ὑγρὰ τῶν σωμάτων ἑωρῶμεν, ἐκ παντὸς τρόπου ξηραίνειν ἐπεχειροῦμεν,
ὅσα δὲ ξηρότερα φύσει, τὴν ἀρχαίαν φύσιν ἐπὶ τούτων ἐφυλάξαμεν,
ὅσα δὲ περιττωματικά, καθάρσεσιν ἐξιώμεθα, τὰς δὲ ἐμφράξεις τῶν
πόρων ἐξεφράττομέν τε καὶ διερρύπτομεν καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν ὑγείαν τοῖς
σώ-μασιν ἐφυλάττομεν τἀναντία προσάγοντες,

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber v Chapter 95, li. 21

καὶ ἀναθυμίασιν δηλητηριώδη καὶ πονηρὰν ἀναπέμποντος· ταῦτα μὲν


οὖν συνεχῶς εἴωθε συμπίπτειν καὶ ὁ περιέχων δὲ ἡμᾶς ἀὴρ συν-
εχῶς παρατρέπει τὰς κράσεις, ἤτοι θερμότερος ἀμέτρως ἢ ξηρότερος
ἢ ψυχρότερος ἢ ὑγρότερος γιγνόμενος· τοῖς μὲν γὰρ ἄλλοις αἰτίοις
οὐ πάντες ἅμα περιπίπτομεν οὔτε δι' ὅλης ἡμέρας ὁμιλοῦμεν, ὁ δὲ πε-
ριέχων ἡμᾶς ἀὴρ ἔξωθέν τε περικέχυται πᾶσι καὶ διὰ τῆς εἰσπνοῆς ἕλ-
κεται. ἀναγκαῖον οὖν συνδιατίθεσθαι ταῖς κατὰ τὴν κρᾶσιν αὐτοῦ με-
ταβολαῖς καὶ τὰ τῶν ζῴων σώματα. ἔστι δὲ ὅτε ὑγρότερος καὶ θερμό-
τερος ὁ περιέχων ἡμᾶς ἀὴρ γιγνόμενος λοιμώδη κατάστασιν φέρει.
τὸ δὲ εἶναι τοὺς ἐν τῷ σώματι χυμοὺς ἐκ μοχθηρᾶς διαίτης εἰς σῆψιν
ἐπιτηδείους ἀρχὴ τοῦ λοιμώδους γίγνεται πυρετοῦ, ὡς ὅταν γέ τις
συμμέτροις τε πόνοις καὶ βίῳ σώφρονι καὶ κεκολασμένῳ χρῆται, τὸ
πάμπαν ἀπαθὴς διαμένει κατὰ πάσας τὰς τοιαύτας διαθέσεις. καὶ ἡμεῖς
τοῦτο προγινώσκοντες εὐθὺς ἀρχομένης τῆς καταστάσεως, ὅσα μὲν
ὑγρὰ τῶν σωμάτων ἑωρῶμεν, ἐκ παντὸς τρόπου ξηραίνειν ἐπεχειροῦμεν,
ὅσα δὲ ξηρότερα φύσει, τὴν ἀρχαίαν φύσιν ἐπὶ τούτων ἐφυλάξαμεν,
ὅσα δὲ περιττωματικά, καθάρσεσιν ἐξιώμεθα, τὰς δὲ ἐμφράξεις τῶν
πόρων ἐξεφράττομέν τε καὶ διερρύπτομεν καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν ὑγείαν τοῖς
σώ-μασιν ἐφυλάττομεν τἀναντία προσάγοντες, καὶ ὁτὲ μὲν ἀναψύξεσι
χρώ-  μεθα, εἰ οὕτω τύχοι, ὁτὲ δὲ θερμάσμασι. καὶ ἀνακαίων δέ τις πυρὰν

πολλὴν δύναιτ' ἂν μεταβάλλειν ἐπὶ τὸ θερμὸν καὶ ξηρὸν τὸν ἀέρα ὡς

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber v Chapter 133, li. 7

ὀστοῦ ἑλκώσεως ἐπιμελείᾳ. τὰς δὲ τροφὰς γλυκυτέρας αὐτοῖς προς-


ενεκτέον ἐστοχασμένως ποιοῦντας τὴν μίξιν τῶν γλυκέων διὰ τοὺς ἐνο-
χλοῦντας πυρετούς, καὶ τῆς κοιλίας δὲ ἐπιμελητέον, μάλιστα τῶν περὶ
111

τὴν ἕδραν τόπων κουφιζομένων.


 Τίς ἐπιμέλεια τῶν ἐν πυρετοῖς ἐξανθημάτων ἐν ὅλῳ τῷ σώματι
ἢ ἔν τισι μέρεσι. Ἐκ τῶν Ἡροδότου. ἐπὶ τῶν πυρεττόντων συνεχέστατα
γίγνεται ἐξανθήματα περὶ τὰ χείλη καὶ τὰς ῥῖνας περὶ τὰς λύσεις τῶν πυ-
ρετῶν ὡς ἐπίπαν, κατ' ἀρχὰς δὲ τῶν πυρετῶν οὐ τῶν ἁπλουστέρων,
ἀλλὰ τῶν κακοχυμοτέρων περὶ ὅλον τὸ σῶμα ἢ τοῖς πλείστοις αὐτοῦ
μέρεσιν ἐξανθήματα γίνεταί τισι μώλωψιν ἐμφερῆ τοῖς ἀπὸ κωνώπων
δήγμασιν. ἐν δὲ τοῖς κακοηθεστέροις καὶ λοιμώδεσι πυρετοῖς ἑλκώδη
ταῦτα γίγνεται, τινὰ δὲ καὶ ἄνθραξι παραπλήσια. πάντα δὲ πλήθους
διεφθορότος καὶ τὴν ἕξιν διαβιβρώσκοντος χυμοῦ ἐστι σημεῖα· τὰ δὲ ἐν
προσώπῳ γιγνόμενα κακοηθέστερα πάντων ἐστί· χείρω δὲ τὰ πλείονα
τῶν ἐλαττόνων καὶ τὰ μείζονα τῶν βραχυτέρων καὶ τὰ ταχέως ἀφανι-
ζόμενα τῶν πλείονα χρόνον ἐπιμενόντων, χείρω δὲ τὰ πυροῦντα τῶν
κνησμοὺς ἐπιφερόντων. καὶ τὰ μὲν ἐπιγιγνόμενα τῆς κοιλίας ἐφεστώ-
σης καὶ μέτρια τὰ διαχωρήματα ποιούσης ἀγαθά, τὰ δὲ ῥεούσης τῆς
κοιλίας γινόμενα καὶ ἐμέτων ἐνοχλούντων πονηρά· εἰ δ' ἐπιγενόμενα
ξηραίνοι τὴν κοιλίαν, ἀγαθά. παρέπονται δὲ τοῖς ἐξανθήμασι κακοή-
θειαι τῶν πυρετῶν, ἐκ τοῦ πλείστου δὲ καὶ συγκοπαί.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber v Chapter 133, li. 41

μαλακτέον· κατεχέτωσαν δὲ τὸ ἐνιέμενον ἑσπέρας πᾶσαν τὴν νύκτα.


καὶ συστολῇ δὲ τῶν σιτίων χρηστέον χάριν τοῦ πάντοθεν καθαιρεθῆναι
τὸ πλῆθος· ἐν δὲ ταῖς ἐπισημασίαις χάριν τῶν ἐπιγιγνομένων περὶ
τὸν στόμαχον σφοδροτάτων δηγμῶν χλιαρὸν ὕδωρ ποτίσαντες ἐμεῖν
κελεύομεν δακτύλων ἢ πτερῶν καθέσει. τροφὰς δὲ κατακεραστικὰς
παραθετέον, οἷον πτισσάνης χυλὸν ἢ χόνδρου μετὰ μελικράτου. καύσου
δὲ πυρετοῦ ἐνοχλοῦντος, συγχρίειν τὸ σῶμα ὑδρελαίῳ νίτρον βραχὺ
ἔχοντι· τά τε γὰρ ἐξανθήματα περὶ τὴν ἐπιφάνειαν κρατεῖ καὶ τὴν ἐν
τῷ βάθει ὕλην ἐφέλκεται καὶ ἐμψύχει τὸ βάθος καὶ πολλάκις ἱδρῶτας
ἤνεγκεν ἐξατμίσαι τὸ πολὺ τῶν δριμέων ὑγρῶν δυναμένους. ἐπὶ δὲ
τῶν λοιμωδῶν καὶ ἀνθρακωδῶν φλεβοτομίαν μὲν παραλαμβάνομεν
εὐθὺς κατ' ἀρχάς, τὰς δὲ ἀσιτίας οὐκέτι. φαυλοτέραν γὰρ τὴν ὕλην ἡ
ἀσιτία ποιεῖ καὶ συγκόπτει τὴν δύναμιν ἐπὶ τούτων, ἣν ἄθραυστον
βουλόμεθα τηρεῖν, ἐν πᾶσι μὲν πυρετοῖς, μάλιστα δὲ ἐν τοῖς λοιμώδεσιν.
εἰ μὲν οὖν ἐπιδέχοιντο οἱ τόποι, καταχρίειν τὰ ἐξανθήματα
φαρμάκῳ παχεῖ διὰ ῥοδίνου καὶ ψιμυθίου καὶ λιβάνου καὶ οἴνου γλυ-
κυτάτου ἢ λιθαργύρου καὶ μάννῃ μετὰ ῥοδίνου· τὰ δὲ ἄλλα μέρη
κηρωτῇ καταλαμβανέσθω διὰ τῆς αὐτῆς ὕλης ἐσκευασμένῃ. ἁρμόδιον
δὲ ἐπ' αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ ἐπὶ τῶν πυρικαύστων προσαγόμεναι. καὶ
τὰ μὲν περὶ τὸ πρόσωπον ἐξανθήματα τοῖς διὰ θερμοῦ προσκλύσμασι
παρηγορήσομεν. τὰ δὲ ἐν λοιπῷ σώματι διὰ σπόγγων πυριατέον ἐπὶ
112

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber v Chapter 133, li. 45

κελεύομεν δακτύλων ἢ πτερῶν καθέσει. τροφὰς δὲ κατακεραστικὰς


παραθετέον, οἷον πτισσάνης χυλὸν ἢ χόνδρου μετὰ μελικράτου. καύσου
δὲ πυρετοῦ ἐνοχλοῦντος, συγχρίειν τὸ σῶμα ὑδρελαίῳ νίτρον βραχὺ
ἔχοντι· τά τε γὰρ ἐξανθήματα περὶ τὴν ἐπιφάνειαν κρατεῖ καὶ τὴν ἐν
τῷ βάθει ὕλην ἐφέλκεται καὶ ἐμψύχει τὸ βάθος καὶ πολλάκις ἱδρῶτας
ἤνεγκεν ἐξατμίσαι τὸ πολὺ τῶν δριμέων ὑγρῶν δυναμένους. ἐπὶ δὲ
τῶν λοιμωδῶν καὶ ἀνθρακωδῶν φλεβοτομίαν μὲν παραλαμβάνομεν
εὐθὺς κατ' ἀρχάς, τὰς δὲ ἀσιτίας οὐκέτι. φαυλοτέραν γὰρ τὴν ὕλην ἡ
ἀσιτία ποιεῖ καὶ συγκόπτει τὴν δύναμιν ἐπὶ τούτων, ἣν ἄθραυστον
βουλόμεθα τηρεῖν, ἐν πᾶσι μὲν πυρετοῖς, μάλιστα δὲ ἐν τοῖς λοιμώ-
δεσιν. εἰ μὲν οὖν ἐπιδέχοιντο οἱ τόποι, καταχρίειν τὰ ἐξανθήματα
φαρμάκῳ παχεῖ διὰ ῥοδίνου καὶ ψιμυθίου καὶ λιβάνου καὶ οἴνου γλυ-
κυτάτου ἢ λιθαργύρου καὶ μάννῃ μετὰ ῥοδίνου· τὰ δὲ ἄλλα μέρη
κηρωτῇ καταλαμβανέσθω διὰ τῆς αὐτῆς ὕλης ἐσκευασμένῃ. ἁρμόδιον
δὲ ἐπ' αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ ἐπὶ τῶν πυρικαύστων προσαγόμεναι. καὶ
τὰ μὲν περὶ τὸ πρόσωπον ἐξανθήματα τοῖς διὰ θερμοῦ προσκλύσμασι
παρηγορήσομεν. τὰ δὲ ἐν λοιπῷ σώματι διὰ σπόγγων πυριατέον ἐπὶ
πολὺ καὶ μάλιστα τὰ κνησμώδη. ἑρπηστικῶν δὲ γιγνομένων τῶν ἑλκῶν
καὶ ἀσβέστου βραχὺ παραμικτέον· θαυμαστῶς γὰρ ἀναξηραίνει καὶ τὸ  
νομῶδες αὐτῶν ἵστησι. τὰ δὲ ἤδη νεμόμενα φακῷ ἑφθῷ μετὰ σιδίων
καὶ μέλιτος ἢ ἀρνογλώσσῳ ἢ πολυγόνῳ ἢ ῥοδίνῳ μετὰ ἄρτου

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber viii (0718: 008)“Aëtii Amideni lib.


medicinales v–viii”, Ed. Olivieri, A.Berlin: Akademie–Verlag, 1950;
Corpus medicorum Graecorum, vol. 8.2.Chapter P, li. 77

Γαληνοῦ μϛ Διάχριστοι στοματικαί, ἤτε διὰ μό-


ρων ἢ διὰ ῥοιῶν ἢ διὰ καρύων ἢ
δι' ὄμφακος καὶ αἱ παραπλήσιοι
μζ Καθολικὴ διδασκαλία περὶ τῆς χρή-
σεως πάντων τῶν στοματικῶν δια-
χρίστων
μη Περὶ τῶν ἐν τοῖς παρισθμίοις φλεγ-
μονῶν ἐκ τῶν Φιλουμένου
μθ Περὶ τῶν ἐν παρισθμίοις ἐσχαρωδῶν καὶ λοιμωδῶν ἑλκῶν
ν Περὶ συνάγχης καὶ κυνάγχης  
να Περὶ ἀντιάδων
νβ Τῶν ἀπαγχομένων ἀνάκλησις καὶ τῶν
113

ἐκ ναυαγίου ἢ ἐξ ὕδατος μελλόντων


πνίγεσθαι
νγ Περὶ τῶν καταπειρομένων εἰς τὰ
παρίσθμια ἀκανθῶν ἢ ὀστοῦ καὶ τῶν
εἰς τὸν λάρυγγα παραρρεόντων
νδ Πρὸς ὀστοῦ κατάποσιν καὶ πρὸς ἀνα-
βολὴν τῶν καταπειρομένων

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber viii Chapter 49, li. 2

τῇ διαιρέσει ἐπικλινέσθω τὸ κεφάλιον πρὸς τὴν τοῦ ὑγροῦ ἔκκρισιν.


μετὰ δὲ τὴν χειρουργίαν ὕδωρ γαλακτῶδες προσδιδόσθω πλειστάκις·
μετὰ δὲ διάστημα ἱκανὸν τῆς χειρουργίας καὶ ταῖς ἑξῆς ἡμέραις
μελίκρατον διακλυζέσθω, διάχριστος δὲ προσφερέσθω ἡ ἐπὶ τῶν ἡλκω-
μένων παρισθμίων ἁρμόδιος, οἷά ἐστιν ἡ Αἰγυπτία κροκηρὰ καὶ αἱ παρα-
πλήσιοι. ἔστι δὲ ἡ Αἰγυπτία αὕτη· κρόκου 𐅻γ μέλιτος λιτρʹ9α ς ῥοδί-
νου ἐλαίουγοβ τήλεως καὶ λινοσπέρμου ἑψηθέντων τοῦ χυλοῦ 𐆄γ·
τὸν κρόκον τῷ χυλῷ λείου καὶ ἐπιβαλὼν τὸ ἔλαιον καὶ ἑνώσας καὶ
ἀπαφρίσας τὸ μέλι ἐπίβαλλε καὶ μίξας χρῶ.
 Περὶ τῶν ἐν παρισθμίοις ἐσχαρωδῶν καὶ λοιμικῶνἑλκῶν. τὰ ἐν
παρισθμίοις γιγνόμενα λοιμώδη καὶ ἐσχαρώδη ἕλκη τὰ πολλὰ μὲν
ἄρχεται μὴ προηγησαμένου ῥευματισμοῦ τῶν παρισθμίων, ἔστι δ' ὅτε  
ἀπὸ τῶν συνήθως γιγνομένων περὶ τὰ παρίσθμια φλεγμονῶν ἀποτε-
λεῖται ἀγριωθεισῶν τῶν φλεγμονῶν. γίγνεται δὲ συνεχέστατα μὲν παι-
δίοις, ἤδη δὲ καὶ τελείοις καὶ μάλιστα τοῖς κακοχύμοις ἐν ταῖς περὶ τὸ
ἔαρ συμβαινούσαις λοιμικαῖς καταστάσεσιν. ἐπὶ δὲ τῶν παίδων ὡς ἐπί-
παν ἄφθης προηγησαμένης ἀποτελεῖται τὸ πάθος. ἔστι δὲ τὰ μὲν
αὐτῶν λευκὰ σπίλοις ὅμοια, τὰ δὲ τεφρώδη τὴν χρόαν ἢ ἐσχάραις
ταῖς ἀπὸ καυτηρίων προσεικότα. παρέπεται δὲ τοῖς πάσχουσι ξηρότης
περὶ τὴν κατάποσιν καὶ πνιγμὸς ἀθρόως ἐπιπίπτει, καὶ μᾶλλον ὅταν
ἐρύθημα ὑπὸ τὸν ἀνθερεῶνα γίγνοιτο,

Αρεταίος ιατρός. De causis et signis acutorum morborum (lib. 1)


(0719: 001)“Aretaeus, 2nd edn.”, Ed. Hude, K.Berlin: Akademie–Verlag,
1958; Corpus medicorum Graecorum, vol. 2.Book 1, chapter 7, section 4,
li. 1

ἀλλὰ καὶ μιᾷ· εἰσπνοῇ θνῄσκουσι ὥνθρωποι, πρὶν τὸ σῶμα κακόν τι


παθέειν· ἀτὰρ καὶ ἀπὸ γλώσσης κυνὸς εἰσπνεύσαντος μοῦνον ἐς τὴν
ἀναπνοήν, οὔτι μὴν ἐνδακόντος, λυσσᾷ ὁ ἄνθρωπος. τοιήνδε ὦν τῆς
114

ἀναπνοῆς τὴν τροπὴν οὐκ ἀδύνατον γίγνεσθαι ἔνδοθεν· ἐπεὶ καὶ ἄλλα
μυρία τῶν ἐν ἀνθρώπῳ τὴν ωὐτὴν ἰδέην τοῖσι ἔξωθεν αἰτίοισι ἴσχει·
χυλοὶ φθείροντες ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν· ἀτὰρ καὶ νοῦσοι φαρμάκοισι δηλη-
τηρίοισι ἴκελαι, καὶ ἀπὸ φαρμάκων ἐμέουσι, ὁκοῖα πυρετῶν εἵνεκα.
ὅθεν οὐδ' ἀπεοικὸς ἐν τῷ λοιμῷ τῷ ἐν Ἀθήνῃσι μετεξετέρους δοκέειν
ἐς τὰ φρέατατὰ ἐν τῷ Πειραιεῖ ὑπὸ Πελοποννησίων ἐμβεβλῆσθαι
φάρμακα· οὐ γὰρ ξυνίεσαν ὥνθρωποι τὸ ξυνὸν τοῦ κακοῦ τοῦ λοιμώδεος
πρὸς τὰ δηλητήρια. ξύνεστι δὲ τοῖσι μὲν κυναγχικοῖσι φλεγμονὴ
παρισθμίων, φαρυγγέθρου, παντὸς τοῦ στόματος· γλῶσσα προπετὴς ὑπὲρ

τοὺς ὀδόντας καὶ τὰ χείλεα· σιελοχόοι· φλέγμα παχύτατον ἀπορρέον


καὶ ψυχρόν· ἐρυθροὶ τὰ πρόσωπα καὶ ἐπηρμένοι· ὀφθαλμοὶ ἐξίσχοντες,
ἀναπετέες, ἐξέρυθροι· τὸ ποτὸν ἐς τὰς ῥῖνας ἀνακόπτεται. πόνοι καρ-
τεροί, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῆς πνιγὸς ξυνδιωκόμενοι ἀμαυροῦνται· θώρηξ  
καὶ κραδίη φλέγεται· ποθὴ ψυχροῦ ἠέρος· εἰσπνέουσι δὲ σμικρὸν πάνυ,
ἔστε καὶ ἀπεπνίχθησαν, ἐμφραγείσης τῆς ἐς τὸν θώρηκα διόδου. ἐνίοισι
δὲ ἐς πνεύμονα ἡ ξύνδοσις ῥηϊδίως, οἱ δὲ μεταστάσει θνῄσκουσι· πυρε-
τοὶ νωθροί, μαλακοί, οὐδὲν ὠφελέοντες. εἰ δέ τῳ ἐς ἀγαθὸν τρέποιτο,
ἀποστάσιες γίγνονται ἔνθα καὶ ἔνθα παρ' οὖς ἔξω ἢ ἔνδον ἐς τὰ παρ

Αρεταίος ιατρός. De causis et signis acutorum morborum (lib. 1)


Book 1, chapter 9, section 1, li. 3

τῶν ὑμένων γίγνεται· ἔσθ' ὅπῃ δὲ καὶ ἐνστάζει τι τοῦ ὑγροῦ λάθρῃ
ἐς τὴν ἀρτηρίην, ὅθεν ἀναβήσσουσι. ἐπὶ δὲ τῇ σταφυλῇ καὶ τῷ κίονι
δύσπνοια ἐπὶ μᾶλλον καὶ κάρτα θολερὴ κατάποσις· καὶ γὰρ ἐς τὰς
ῥῖνας ἐπὶ τῶνδε τὸ ὑγρὸν ἀναθλίβεται ξυμπαθείῃ τῶν παρισθμίων.
γηραιοῖσι ὁ κίων ξυνήθης, σταφυλὴ δὲ νέοισι καὶ ἀκμάζουσι· πολύαιμοι
γὰρ καὶ ἐπιφλεγμαίνει μᾶλλον. ἡβάσκουσι δὲ καὶ παιδίοισι τὰ ὑμενώ-
δεα. τάμνειν δὲ πάντα μὲν ἀσινέα· ἐπὶ δὲ τῇ σταφυλῇ ἔτι ἐρυθριώσῃ
αἱμορραγίη καὶ πόνοι καὶ φλεγμονῆς ἐπίδοσις.
 Περὶ τῶν κατὰ τὰ παρίσθμια ἑλκῶν. Ἕλκεα ἐν τοῖσι παρ-
ισθμίοισι γίγνεται, τὰ μὲν ξυνήθεα, εὐήθεα καὶ ἀσινέα, τὰ δὲ ξένεα,
λοιμώδεα καὶ κτείνοντα. εὐήθεα μὲν ὁκόσα καθαρά ἐστι καὶ σμικρὰ
καὶ ἀβαθῆ, οὐδὲ ἐπιφλεγμαίνει, καὶ ἀνώδυνα· λοιμώδεα δὲ ὁκόσα πλα-
τέα, κοῖλα, ῥυπαρά, ἐπιπάγῳ λευκῷ, ἢ πελιδνῷ, ἢ μέλανι ξυνεχόμενα·  
ἄφθαι τοὔνομα τοῖσι ἕλκεσι. ἢν δὲ καὶ ὁ ἐπίπαγος ἴσχῃ βάθος, ἐσχάρη
τὸ πάθος καὶ ἔστι καὶ καλέεται· ἐν κύκλῳ δὲ τῆς ἐσχάρης ἐρύθημα
γίγνεται καρτερὸν καὶ φλεγμονὴ καὶ πόνος φλεβῶν, ὡς ἐπ' ἄνθρακος,
καὶ σμικρὰ διεξανθήματα ἀραιὰ γιγνόμενα, ἔπειτα προσεπιγιγνόμενα
ξυνήφθη τε ἂν καὶ πλατὺ ἕλκος ἐγένετο. κἢν μὲν ἔξω ἐς τὸ στόμα
νέμηται, ἐπὶ τὴν κιονίδα ἧκέ τε μὴν καὶ τὴν ἀπέταμε καὶ ἐς τὴν γλῶς-
115

σαν ἐσκεδάσθη καὶ ἐς οὖλα καὶ ἐς χαλινούς· καὶ ὀδόντες ἐκινήθησαν


καὶ ἐμελάνθησαν, καὶ ἐς τὸν τράχηλον ἡ φλεγμονὴ ἐξώκειλε.

Αρεταίος ιατρός. De causis et signis acutorum morborum (lib. 1)


Book 1, chapter 9, section 1, li. 4

ἐς τὴν ἀρτηρίην, ὅθεν ἀναβήσσουσι. ἐπὶ δὲ τῇ σταφυλῇ καὶ τῷ κίονι


δύσπνοια ἐπὶ μᾶλλον καὶ κάρτα θολερὴ κατάποσις· καὶ γὰρ ἐς τὰς
ῥῖνας ἐπὶ τῶνδε τὸ ὑγρὸν ἀναθλίβεται ξυμπαθείῃ τῶν παρισθμίων.
γηραιοῖσι ὁ κίων ξυνήθης, σταφυλὴ δὲ νέοισι καὶ ἀκμάζουσι· πολύαιμοι
γὰρ καὶ ἐπιφλεγμαίνει μᾶλλον. ἡβάσκουσι δὲ καὶ παιδίοισι τὰ ὑμενώ-
δεα. τάμνειν δὲ πάντα μὲν ἀσινέα· ἐπὶ δὲ τῇ σταφυλῇ ἔτι ἐρυθριώσῃ
αἱμορραγίη καὶ πόνοι καὶ φλεγμονῆς ἐπίδοσις.
 Περὶ τῶν κατὰ τὰ παρίσθμια ἑλκῶν. Ἕλκεα ἐν τοῖσι παρ-
ισθμίοισι γίγνεται, τὰ μὲν ξυνήθεα, εὐήθεα καὶ ἀσινέα, τὰ δὲ ξένεα,
λοιμώδεα καὶ κτείνοντα. εὐήθεα μὲν ὁκόσα καθαρά ἐστι καὶ σμικρὰ
καὶ ἀβαθῆ, οὐδὲ ἐπιφλεγμαίνει, καὶ ἀνώδυνα· λοιμώδεα δὲ ὁκόσα πλα-
τέα, κοῖλα, ῥυπαρά, ἐπιπάγῳ λευκῷ, ἢ πελιδνῷ, ἢ μέλανι ξυνεχόμενα·  
ἄφθαι τοὔνομα τοῖσι ἕλκεσι. ἢν δὲ καὶ ὁ ἐπίπαγος ἴσχῃ βάθος, ἐσχάρη
τὸ πάθος καὶ ἔστι καὶ καλέεται· ἐν κύκλῳ δὲ τῆς ἐσχάρης ἐρύθημα
γίγνεται καρτερὸν καὶ φλεγμονὴ καὶ πόνος φλεβῶν, ὡς ἐπ' ἄνθρακος,
καὶ σμικρὰ διεξανθήματα ἀραιὰ γιγνόμενα, ἔπειτα προσεπιγιγνόμενα
ξυνήφθη τε ἂν καὶ πλατὺ ἕλκος ἐγένετο. κἢν μὲν ἔξω ἐς τὸ στόμα
νέμηται, ἐπὶ τὴν κιονίδα ἧκέ τε μὴν καὶ τὴν ἀπέταμε καὶ ἐς τὴν γλῶς-
σαν ἐσκεδάσθη καὶ ἐς οὖλα καὶ ἐς χαλινούς· καὶ ὀδόντες ἐκινήθησαν
καὶ ἐμελάνθησαν, καὶ ἐς τὸν τράχηλον ἡ φλεγμονὴ ἐξώκειλε. καὶ οἵδε
μὲν οὐ πολυήμεροι θνῄσκουσι φλεγμονῇ καὶ πυρετοῖσικαὶ κακωδίῃ

Αρεταίος ιατρός. De causis et signis acutorum morborum (lib. 1)


Book 2, chapter 3, section 2, li. 3

ἐπικλήσιος τοῦδε τοῦ πάθεος. ὦ κύφων, οὗ κακοῦ ἐστι οὔνομα· τί μὲν


γὰρ μέζον ἢ ὠκύτερον συγκοπῆς δυνάμιος; τί δὲ οὔνομα ἕτερον ἐς
ἐπίκλησιν τοῦδε τοῦ πρήγματος μᾶλλον εὔσημον; τί δὲ καρδίης ἄλλο  
καιριώτερον ἐς ζωὴν ἢ ἐς θάνατον; οὐδὲ τὴν συγκοπὴν ἄπιστον τῆς
καρδίης νοῦσον ἔμμεναι, ἢ αὐτὴν σίνος τῆς ἐν αὐτέῃ τοῦ ζῆν δυνά-
μιος· τοσόνδε τάχος τοῦ ὀλέθρου, τοιήδε καὶ ἰδέη. ἔστι γὰρ τὸ πάθος
λύσις τῶν δεσμῶν τῆς ἐς ζωὴν δυνάμιος, ἀντίξουν τῇ συστάσει τοῦ
ἀνθρώπου ἐόν· τῆσδε γὰρ ἀπρὶξ λαβόμενον οὐ μεθίησι, ἀλλ' ἐς διάλυ-
σιν τρέπει. καὶ οὐ μέγα τὸ θῶμα· καὶ γὰρ καὶ ἕτερα πάθεα ἴδια καὶ
ἐπίκαιρά τινων μερέων ἐστί, οἷσίπερ ἐμφύνει, καὶ τουτέων ἐξάπτεται·
116

βουβῶνες μὲν οἱ λοιμώδεες ἥπατος καὶ σφόδρα κακοήθεες, ἐξ ἄλλου


δὲ γίγνονται οὐδενός· νεύρων δὲ τέτανος, ἐπιληψίη δὲ κεφαλῆς. ὧδε
ὦν καὶ ἡ συγκοπὴ καρδίης ἐστὶ καὶ ζωῆς νοῦσος. ὁκόσοι δὲ στομάχου
ἡγέονται τὸ πάθος ἔμμεναι, οὕνεκα σιτίοισί τε καὶ οἴνῳ, μετεξετέροισι
δὲ καὶ ψυχρῷ, ἡ δύναμις ἐστάθη καὶ τὸ κακὸν ἐξελάθη, οἵδε μοι δο-
κέουσι καὶ τὴν φρενῖτιν τριχῶν τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ δέρματος νοῦσον
ἡγέεσθαι, οὕνεκεν κουρῇ καὶ τέγξει αὐτέων ῥηΐζουσι οἱ φρενιτικοί. ἀλλὰ
γὰρ τῆς καρδίης γειτόνημα καίριόν ἐστι ὁ στόμαχος, ἐξ οὗπερ ἕλκει ἡ
καρδίη οἰκεῖον ἢ ἀξύμφορον· καὶ γὰρ καὶ διὰ πνεύμονος ἕλκει πνεῦμα
ἐς ἀναπνοὴν ἡ καρδίη, ἀλλ' οὐχὶ πνεύμων ἐξ ἴσης ἀρχῆς ἀναπνεῖ. οὐ
γὰρ ἐν τοῖσι ὀργάνοισι αἱ δυνάμιες, ἀλλ' ἔνθα ἡ ἀρχὴ ζωῆς ἦν καὶ

Anonymi Medici Med., Περὶ τῆς τῶν πυρετῶν διαφορᾶς (0721: 020)
“Oeuvres de Rufus d'Éphèse”, Ed. Daremberg, C., Ruelle, C.É.
Paris: Imprimerie Nationale, 1879, Repr. 1963.P. 606, li. 17

ἐκεῖ σφηνοῦται καὶ κώλυμα γίνεται τοῦ πνεύματος.


..............................................................
 Πόθεν καὶ πῶς γίνονται τὰ λοιμικὰ νοσήματα, καὶ τίς ἡ αἰτία τούτων;
Τῶν δὲ
λοιμικῶννοσημάτων, ἡ εἰσπνοὴ μάλιστα αἰτία· γίνεται δὲ ποτὲ καὶ διὰ
τοὺς ἐν τῷ
σώματι χυμοὺς ἐπιτηδείους πρὸς σήψεις ὑπάρχοντας, ὅταν ἀφορμήν τέ
τινα ταχεῖαν
ἐκ τοῦ περιέχοντος πυρετοῦ λάβῃ τὸ ζῶον· ὡς τὰ πολλὰ δὲ, ἐκ τῆς
ἀναπνοῆς γάρ
τοι τοῦ περὶ ἀέρος ὑπὸ σηπεδονώδους ἀναθυμιάσεως μιανθέντος. Τίς ἡ
τῆς σηπεδόνος
ἀρχή; ἡ δὲ ἀρχὴ τῆς σηπεδόνος ἤτοι πλῆθος τι νεκρῶν ἐστι μὴ καυθέντων
ἐν πο-
λέμῳ, ἢ ἐκ τέλματος, ἢ λιμνῶν, ἢ βαράθρου τινὸς παρακειμένου καὶ
ἀναθυμίασιν
δηλητηριώδη καὶ πονηρὰν παραπέμποντος ὥρᾳ θέρους. Τὸ δ' εἶναι καὶ
τοὺς κατὰ
τὸ σῶμα χυμοὺς ἐκ πονηρᾶς διαίτης ἐπιτηδείους πρὸς σῆψιν, ἀρχὴ τοῦ
λοιμώδους
γίνονται πυρετοῦ. Οὐδὲν γὰρ τῶν αἰτίων ἄνευ τῆς τοῦ πάσχοντος
ἐπιτηδειότητος
ἐνεργεῖν πέφυκε. Καὶ ψύξις πολλάκις ἤνεγκε λοιμικὰ νοσήματα· πυκνοῖ
γὰρ τὴν
ἐπιφάνειαν, καὶ ἀδιαπνευστοῦσιν οἱ χυμοὶ, καὶ τῇ σήψει ποιοῦσι πυρετόν.
Ἀλλὰ καὶ
117

ἐπὶ ξηρότητι λοιμικὰ νοσήματα γίνονται, καθώς φησινὍμηρος κύνας


ἀργοὺς ὡς
ξηρότερον πάθος πρῶτον, ὥσπερ καὶ αἱ θερμότεραι τοῦ περιέχοντος ἡμᾶς
ἀέρος
καταστάσεις· οἷα περὶ κυνὸς ἐπιτολὴν ἄρτι. Διὰ μὲν τῆς εἰσπνοῆς
θερμαίνουσι τὴν
καρδίαν, ἔξωθεν δὲ περικεχυμένου τῷ σώματι σύμπαντος τοῦ θερμοῦ,
ἀποφαίνουσι
καὶ μάλιστα τὰς ἀρτηρίας ὡς ἀνελκούσας τι τοῦ περιέχοντος ἀέρος·
συνδιατίθεσθαι δὲ τὴν καρδίαν καὶ τὸ ἐν αὐτῇ ἔμφυτον θερμὸν καὶ
θέρμης ἀμέτρου γινομένης τὴν πυρετώδη διάθεσιν ἰσχεῖν.

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1–16, 24–25, 43–50)


(0722: 001)“Oribasii collectionum medicarum reliquiae, vols. 1–4”, Ed.
Raeder, J.Leipzig: Teubner, 6.1.1:1928; 6.1.2:1929; 6.2.1:1931;
6.2.2:1933; Corpus medicorum Graecorum, vols. 6.1.1–6.2.2.
Book 9, chapter 2, section 6, li. 7

ἐργαζόμενον τὸ φθινόπωρον· πολὺ γὰρ θερμότερόν ἐστι κατὰ τὴν


μεσημβρίαν ἢ κατὰ τὴν ἕω τε καὶ τὴν ἑσπέραν, ὥστε οἱ τὰς τέσσαρας
συζυγίας τῶν κράσεων εἰςτὰς τέσσαρας ὥρας νεῖμαι σπουδάζοντες
ἴστωσαν οὐ μόνον ἦρι κακῶς προσάπτοντες ὑγρότητα καὶ θερμότητα
κράσεως, ἀλλὰ καὶ φθινοπώρῳ ψυχρότητά τε καὶ ξηρότητα. ἐγὼ δὲ
τοσούτου δέω θερμὸν καὶ ὑγρὸν ἀποφαίνειν τὸ ἔαρ, ἢ ὅ τί περ ἂν
εὔκρατον ᾖ, θερμὸν καὶ ὑγρὸν εἶναι συγχωρεῖν τοῖς καὶ τοῦτο ἀπο-
φαινομένοις, ὥστε πᾶν τοὐναντίον ἀποφαίνεσθαι, χειρίστην εἶναι
κατάστασιν κράσεως τοῦ περιέχοντος ἡμᾶς ἀέρος τὴν θερμὴν καὶ
ὑγράν, ἣν ἐν μὲν ταῖς ὥραις οὐκ ἂν εὕροις ὅλως, ἐν δὲ ταῖς νοσώδε-
σιν, εἴτε καὶ λοιμώδεσι, καταστάσεσιν ἐνίοτε συμπίπτει, καθ' ἣν κρᾶσιν
καὶ σήπεσθαι πάντα πέφυκεν. ὁπόταν δ' αἱ ὧραι τὴν προσήκουσαν
ἁπάσαις φυλάττωσι κρᾶσιν, ὑγιεινότατον μὲν ἐν αὐταῖς ἔσται τὸ ἔαρ,  
ὀξυτάτας δὲ νόσους καὶ θανατωδεστάτας, ὡς ἐν ὥραις, οἴσει τὸ φθινό-
πωρον, ἐπειδὴ τὸ μὲν ἔαρ εὐκρατότατόν ἐστι, τὸ δὲ φθινόπωρον † τῶν
μὲν ὑπαρχόντων τῆς αὐτῆς ἡμέρας ὁτὲ μὲν θάλπος, ὁτὲ δὲ ψῦχος ἴσχοντα
διαδέχεσθαι τὴν θερινὴν ὥραν, ἐν ᾗ πολλοῖς μὲν οἱ χυμοὶ κατωπτήθη-
σαν, ἐνίοις δὲ καὶ ἡ δύναμις ἔκαμεν. οὐ μόνον δὲ κατὰ τοῦτο μοχθη-
ρόν ἐστι τὸ φθινόπωρον, ἀλλὰ καὶ ὅτι πρότερον μὲν οἱ χυμοὶ τὴν
ἐπὶ τὸ δέρμα κίνησιν ἐκινοῦντο, κατὰ δὲ τὸ φθινόπωρον εἰς τὸ βάθος
ὑπὸ τῆς τοῦ περιέχοντος ψύξεως ὠθοῦνται. ταῦτα μὲν οὖν ἅπασιν

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


118

Book 9, chapter 11, section 5, li. 1

... εὔπνοοί τε δὴ καὶ διαθέσεσι ταῖς περὶ θώρακα πάσαις ἐπιτή-


δειοι, λεπτοί, καὶ κεφαλῇ πεπονθυίᾳ καὶ τοῖς αἰσθητηρίοις ἅπασιν
ἐπιτήδειοι· οἱ δὲ ταπεινοὶ τοῖς προειρημένοις ἀνάρμοστοι, διαφορου-
μένοις δὲ καὶ συγκοπτομένοις ἐπιτήδειοι καὶ γέρουσιν. οἱ δὲ παρα-
θαλάττιοι τόποι τοῖς τε ὑδρωπικοῖς καὶ τοῖς ὑπὸ ῥεύματος οὑτινοσοῦν
ἐνοχλουμένοις ἁρμόδιοι, καὶ ὅπου δεῖ ἀμύξαι ἢ θάλψαι ἢ ἀναστομῶσαι·
ἀγαθοὶ δὲ καὶ νευρικοῖς καὶ ἀρθριτικοῖς πᾶσιν· ἐπιτήδειοι δὲ καὶ
ὀρέξεσι κεκακωμέναις. οἱ δὲ μεσόγαιοι ψυχρότεροι τῶν παραθαλαττίων,
καὶ πρὸς μὲν τὰ ὀξέα νοσήματα, ἐὰν μήτε ἑλώδεις ὦσι μήτε κοῖλοι,
κρείττους τῶν παραθαλαττίων, πρὸς δὲ τὰ χρόνια χείρους. οἱ δ'
ἑλώδεις κακοὶ μὲν ἀεί, θέρους δὲ καὶ λοιμώδεις. κακοὶ δὲ καὶ οἱ πρὸς
μετάλλοις· ξηροὶ γὰρ καὶ πνιγώδεις. οἱ δὲ βαθύγειοι, εὔχυμοι ὄντες,
ταῖς ξηροτέραις ἁρμόζουσι διαθέσεσιν· οἱ δ' ἀργιλώδεις διαλυτικοὶ τοῦ
τόνου, ἔκλυτον ἔχοντες τὴν ἀναθυμίασιν· οἱ δὲ πυρρόγειοι ξηραντι-
κώτεροι τούτων· οἱ δὲ μελάγγειοι τόποι πάντων ἄριστοι.

Ἀθηναίου περὶ τόπων· ἐκ τοῦλ λόγου τοῦ Περὶ βοηθημάτων.

 Οἱ μὲν ὑψηλοὶ τῶν τόπων εἰσὶ ψυχρότεροι καὶ εὐπνούστεροι,


ψυχρότεροι μὲν διὰ τὸ ἀπ' ὀλίγου τοῦ ἐπιπέδου ὀλίγας ἔχειν τὰς
ἀπὸ τοῦ ἡλίου ἀντανακλάσεις, εὔπνοοι δὲ διὰ τὸ πανταχόθεν ἐξανεῷ-
χθαι καὶ μηδὲν ἔχειν τὸ ἐπιπροσθοῦν τοῖς πνεύμασιν· διόπερ ὑγιεινῶς

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 43, chapter 41, section t, li. 1

 Ὅσα δὲ τῶν ἑλκῶν εἰς πλείονα χρόνον ἐκπίπτει, συνουλοῦται


μὲν πολλάκις, μετὰ χρόνον δ' οὐ πολὺν ἀναφλεγμαίνει τε καὶ αὖθις
ἀναρρήγνυται, λυομένης αὐτῶν τῆς οὐλῆς· ὅταν γὰρ ἐκ τῶν προς-
φερομένων φαρμάκων ἡ κατὰ τοῦ πεπονθότος ὀστοῦ σὰρξ ἐπικειμένη
ξηρανθεῖσα συνουλωθῇ, παραχρῆμα μὲν ὑγιάσθαι τελέως δοκεῖ, κατὰ
βραχὺ δὲ πάλιν ἰχῶρός τινος ἐπιρρέοντος ἐκ τοῦ φθειρομένου κατὰ
τὸ βάθος ὀστοῦ, φλεγμονή τέ τις αὖθις ὑπογίνεται, καὶ πύου γένεσις
ἕπεται, διαβιβρώσκοντος μὲν τὴν οὐλήν, ἑλκοῦντος δὲ τὴν σάρκα.
τίς οὖν ἡ τῶν τοιούτων ἑλκῶν ἴασίς ἐστιν; ξήρανσις ἐπὶ τοσοῦτον ὡς
ἀποστῆναι τὸ πεπονθὸς τοῦ ὀστοῦ μέρος.

Ἐκ τῶν Ῥούφου. Περὶ λοιμώδους ἕλκους.


119

 Καλεῖται δέ τι καὶ λοιμῶδες ἕλκος, ᾧ συνεδρεύει φλεγμονὴ ἰσχυ-


ρὰ καὶ πυρετὸς ὀξὺς καὶ παραφροσύνη. ἐνίοις δὲ καὶ οἱ βουβῶνες
ἐπωδύνως σκληρύνονται, καὶ οὐκ εἰς μακρὰν ἐπὶ τούτοις τοῖς ἕλκεσιν
ἀπόλλυνται. γίνεται δὲ τὰ πολλὰ τοῖς περὶ τὰ ἕλη οἰκοῦσιν.  

Ἐκ τῶν Ἀρχιγένους. Περὶ λοιμικῶν ἑλκῶν.

 Τὸ δὲ λοιμῶδες καλούμενον ἕλκος οὐκ ἐν στόματι μόνον, ἀλλὰ


καὶ ἐπὶ τοῦ λοιποῦ γίνεται σώματος, μάλιστα δ' ἐν κνήμαις. ἀλλὰ
τὸ μὲν ἐν στόματι ἕλκωσίς ἐστι περὶ τὰ τῆς κιονίδος ἢ τῆς ὑπερῴας
μέρη λευκὴ καὶ δυσώδης, νομὴν ἔχουσα ταχεῖαν, καί ποτε μὲν εἴσω,
ἔσθ' ὅτε δ' ἐπὶ τοὺς ἐκτὸς τόπους. τῇ μὲν οὖν εἴσω βηχία παρέπεται,

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 43, chapter 41, section 1, li. 1

μὲν πολλάκις, μετὰ χρόνον δ' οὐ πολὺν ἀναφλεγμαίνει τε καὶ αὖθις


ἀναρρήγνυται, λυομένης αὐτῶν τῆς οὐλῆς· ὅταν γὰρ ἐκ τῶν προς-
φερομένων φαρμάκων ἡ κατὰ τοῦ πεπονθότος ὀστοῦ σὰρξ ἐπικειμένη
ξηρανθεῖσα συνουλωθῇ, παραχρῆμα μὲν ὑγιάσθαι τελέως δοκεῖ, κατὰ
βραχὺ δὲ πάλιν ἰχῶρός τινος ἐπιρρέοντος ἐκ τοῦ φθειρομένου κατὰ
τὸ βάθος ὀστοῦ, φλεγμονή τέ τις αὖθις ὑπογίνεται, καὶ πύου γένεσις
ἕπεται, διαβιβρώσκοντος μὲν τὴν οὐλήν, ἑλκοῦντος δὲ τὴν σάρκα.
τίς οὖν ἡ τῶν τοιούτων ἑλκῶν ἴασίς ἐστιν; ξήρανσις ἐπὶ τοσοῦτον ὡς
ἀποστῆναι τὸ πεπονθὸς τοῦ ὀστοῦ μέρος.

Ἐκ τῶν Ῥούφου. Περὶ λοιμώδους ἕλκους.

 Καλεῖται δέ τι καὶ λοιμῶδες ἕλκος, ᾧ συνεδρεύει φλεγμονὴ ἰσχυ-


ρὰ καὶ πυρετὸς ὀξὺς καὶ παραφροσύνη. ἐνίοις δὲ καὶ οἱ βουβῶνες
ἐπωδύνως σκληρύνονται, καὶ οὐκ εἰς μακρὰν ἐπὶ τούτοις τοῖς ἕλκεσιν
ἀπόλλυνται. γίνεται δὲ τὰ πολλὰ τοῖς περὶ τὰ ἕλη οἰκοῦσιν.  

Ἐκ τῶν Ἀρχιγένους. Περὶ λοιμικῶν ἑλκῶν.

 Τὸ δὲ λοιμῶδες καλούμενον ἕλκος οὐκ ἐν στόματι μόνον, ἀλλὰ


καὶ ἐπὶ τοῦ λοιποῦ γίνεται σώματος, μάλιστα δ' ἐν κνήμαις. ἀλλὰ
τὸ μὲν ἐν στόματι ἕλκωσίς ἐστι περὶ τὰ τῆς κιονίδος ἢ τῆς ὑπερῴας
μέρη λευκὴ καὶ δυσώδης, νομὴν ἔχουσα ταχεῖαν, καί ποτε μὲν εἴσω,
120

ἔσθ' ὅτε δ' ἐπὶ τοὺς ἐκτὸς τόπους. τῇ μὲν οὖν εἴσω βηχία παρέπεται,
καὶ ἐν τῷ χρέμπτεσθαι ἐσχάριον ἀνάγεται ἢ δίαιμον ἢ ἰχωροειδές·

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 43, chapter 42, section 1, li. 1

τὸ βάθος ὀστοῦ, φλεγμονή τέ τις αὖθις ὑπογίνεται, καὶ πύου γένεσις


ἕπεται, διαβιβρώσκοντος μὲν τὴν οὐλήν, ἑλκοῦντος δὲ τὴν σάρκα.
τίς οὖν ἡ τῶν τοιούτων ἑλκῶν ἴασίς ἐστιν; ξήρανσις ἐπὶ τοσοῦτον ὡς
ἀποστῆναι τὸ πεπονθὸς τοῦ ὀστοῦ μέρος.

Ἐκ τῶν Ῥούφου. Περὶ λοιμώδους ἕλκους.

 Καλεῖται δέ τι καὶ λοιμῶδες ἕλκος, ᾧ συνεδρεύει φλεγμονὴ ἰσχυ-


ρὰ καὶ πυρετὸς ὀξὺς καὶ παραφροσύνη. ἐνίοις δὲ καὶ οἱ βουβῶνες
ἐπωδύνως σκληρύνονται, καὶ οὐκ εἰς μακρὰν ἐπὶ τούτοις τοῖς ἕλκεσιν
ἀπόλλυνται. γίνεται δὲ τὰ πολλὰ τοῖς περὶ τὰ ἕλη οἰκοῦσιν.  

Ἐκ τῶν Ἀρχιγένους. Περὶ λοιμικῶν ἑλκῶν.

 Τὸ δὲ λοιμῶδες καλούμενον ἕλκος οὐκ ἐν στόματι μόνον, ἀλλὰ


καὶ ἐπὶ τοῦ λοιποῦ γίνεται σώματος, μάλιστα δ' ἐν κνήμαις. ἀλλὰ
τὸ μὲν ἐν στόματι ἕλκωσίς ἐστι περὶ τὰ τῆς κιονίδος ἢ τῆς ὑπερῴας
μέρη λευκὴ καὶ δυσώδης, νομὴν ἔχουσα ταχεῖαν, καί ποτε μὲν εἴσω,
ἔσθ' ὅτε δ' ἐπὶ τοὺς ἐκτὸς τόπους. τῇ μὲν οὖν εἴσω βηχία παρέπεται,
καὶ ἐν τῷ χρέμπτεσθαι ἐσχάριον ἀνάγεται ἢ δίαιμον ἢ ἰχωροειδές·
ἀναβαινούσης δὲ τῆς νομῆς, ἔτι μᾶλλον βηχία γίνεται. ποιεῖ δ' ἐπὶ
τούτων ὁ ἐν στόματι συνεχὴς ἀνακογχυλιασμὸς ὅ τε διὰ φακοῦ καὶ
..δων....ας, σιδίων καὶ κορυφάνων ἢ κηκῖδος ὀμφακίνου ἀφέψημα
καὶ βάτου ἀκρεμόνων ἀγριελαίας τε καὶ ἐλαίας ἡμέρου φύλλων ἢ καὶ
σχίνου ἑλξίνης τε καὶ χυλοῦ ὑποκιστίδος ἢ στυπτηρία σχιστή,

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 44, chapter 14, section 1, li. 7

περιεχομένων χυμῶν εἴς τι κύριον μόριον. ἐκείνῳ γοῦν ἐφάνη τὸ


ἧπαρ φλεγμῆναν· ἀτὰρ οὖν ἤδη προκεκμηκυίας τῆς δυνάμεως τῷ
μήκει τοῦ χρόνου τῇ λύσει τῆς φλεγμονῆς οὐκ ἐξήρκεσεν ὁ κάμνων.

Ἐκ τῶν Ῥούφου. Περὶ βουβῶνος.


121

 Βουβὼν ὁ μὲν ἐπὶ ταῖς τυχούσαις αἰτίαις φανερῶς παρὰ τράχη-


λον καὶ μασχάλας καὶ μηροὺς ἀνιστάμενος ἄνευ τε πυρετοῦ καὶ σὺν
πυρετῷ· ἀνάγκη δὲ τὸν ἐπὶ βουβῶνι πυρετὸν φρικώδη εἶναι, καὶ εἰ
μηδὲν ἄλλο συναίτιον ᾖ, λύεσθαι ῥᾳδίως ἄνευ κινδύνου· περὶ τούτου
Δημόκριτός φησιν ὅτι, μολύβδου μετὰ φοινικηΐου περιαφθέντος,  
ἢ τὸ παράπαν ἀφλέγμαντος γίνεται ἢ πολλῷ δὴ ῥηΐζει· οἱ δὲ λοι-
μώδεις καλούμενοι βουβῶνες θανατωδέστατοι καὶ ὀξύτατοι, οἳ μάλιστα
περὶ Λιβύην καὶ Αἴγυπτον καὶ Συρίαν ὁρῶνται γινόμενοι· ὧν μεμνη-
μονεύκασιν οἱ περὶ τὸνΔιονύσιον τὸν κυρτόν.Διοσκουρίδης
δὲ καὶΠοσειδώνιος πλεῖστα διεληλύθασιν ἐν τῷ περὶ τοῦ κατ'
αὐτοὺς γενομένου λοιμοῦ ἐν Λιβύῃ· παρακολουθεῖν δ' ἔφασαν αὐτῷ
πυρετὸν ὀξὺν καὶ ὀδύνην δεινὴν καὶ σύστασιν ὅλου τοῦ σώματος καὶ
παραφροσύνην καὶ βουβώνων ἐπανάστασιν μεγάλων τε καὶ σκληρῶν
καὶ ἀνεκπυήτων, οὐ μόνον ἐν τοῖς εἰθισμένοις τόποις, ἀλλὰ κατ' ἰγ-
νύας καὶ ἀγκῶνας, καίτοι ἐνταῦθα μὴ πάνυ τι γινομένων τῶν τοιού-
των φλεγμονῶν. τάχα δὲ καὶ τὸ παρ'Ἱπποκράτει βουβωνῶδες
πάθος τὴν εἰρημένην διάθεσιν δηλοῖ. γένοιτο δ' ἄν ποτε καὶ ἐν

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 44, chapter 14, section 4, li. 2

περὶ Λιβύην καὶ Αἴγυπτον καὶ Συρίαν ὁρῶνται γινόμενοι· ὧν μεμνη-


μονεύκασιν οἱ περὶ τὸνΔιονύσιον τὸν κυρτόν.Διοσκουρίδης
δὲ καὶΠοσειδώνιος πλεῖστα διεληλύθασιν ἐν τῷ περὶ τοῦ κατ'
αὐτοὺς γενομένου λοιμοῦ ἐν Λιβύῃ· παρακολουθεῖν δ' ἔφασαν αὐτῷ
πυρετὸν ὀξὺν καὶ ὀδύνην δεινὴν καὶ σύστασιν ὅλου τοῦ σώματος καὶ
παραφροσύνην καὶ βουβώνων ἐπανάστασιν μεγάλων τε καὶ σκληρῶν
καὶ ἀνεκπυήτων, οὐ μόνον ἐν τοῖς εἰθισμένοις τόποις, ἀλλὰ κατ' ἰγ-
νύας καὶ ἀγκῶνας, καίτοι ἐνταῦθα μὴ πάνυ τι γινομένων τῶν τοιού-
των φλεγμονῶν. τάχα δὲ καὶ τὸ παρ'Ἱπποκράτει βουβωνῶδες
πάθος τὴν εἰρημένην διάθεσιν δηλοῖ. γένοιτο δ' ἄν ποτε καὶ ἐν
αἰδοίῳ ὁ τοιοῦτος βουβών, ὥσπερ καὶ τὸ ἕλκος τὸ λοιμῶδες καὶ ὁ
πυρετὸς ὃν λοιμώδη καλοῦσιν· τὸ μέντοι πλεῖστον ἐπιδήμια τὰ τοι-
αῦτά ἐστιν, ὥστε κοινὰ εἶναι ἡλικιῶν καὶ φύσεων ἔν τισιν ὥραις
ἐξαιρέτως
ἀπαντῶντα. ἡ δ' ἱστορία παντὸς τοῦ τοιούτου χρησίμη, ἵνα τὸν μὲν
συνήθη βουβῶνα θεραπεύωμεν ὡς οὐδὲν δύσκολον ἔχοντα, τὸν δὲ
λοιμώδη μετὰ προαγορεύσεως καὶ προσοχῆς ἀκριβεστέρας.

Περὶ τερμίνθου.
122

 Εἶδός τι φύματος καὶ ἡ καλουμένη τέρμινθός ἐστιν, ἀλλὰ τοῖς


νῦν ἰατροῖς οὐ πάνυ σύνηθες τὸ ὄνομα·Πραξαγόρας δὲ καὶ τὰ
συμπίπτοντα αὐτῷ γράφει, ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ μαθητὴς αὐτοῦΞε

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 44, chapter 14, section 4, li. 3

μονεύκασιν οἱ περὶ τὸνΔιονύσιον τὸν κυρτόν.Διοσκουρίδης


δὲ καὶΠοσειδώνιος πλεῖστα διεληλύθασιν ἐν τῷ περὶ τοῦ κατ'
αὐτοὺς γενομένου λοιμοῦ ἐν Λιβύῃ· παρακολουθεῖν δ' ἔφασαν αὐτῷ
πυρετὸν ὀξὺν καὶ ὀδύνην δεινὴν καὶ σύστασιν ὅλου τοῦ σώματος καὶ
παραφροσύνην καὶ βουβώνων ἐπανάστασιν μεγάλων τε καὶ σκληρῶν
καὶ ἀνεκπυήτων, οὐ μόνον ἐν τοῖς εἰθισμένοις τόποις, ἀλλὰ κατ' ἰγ-
νύας καὶ ἀγκῶνας, καίτοι ἐνταῦθα μὴ πάνυ τι γινομένων τῶν τοιού-
των φλεγμονῶν. τάχα δὲ καὶ τὸ παρ'Ἱπποκράτει βουβωνῶδες
πάθος τὴν εἰρημένην διάθεσιν δηλοῖ. γένοιτο δ' ἄν ποτε καὶ ἐν
αἰδοίῳ ὁ τοιοῦτος βουβών, ὥσπερ καὶ τὸ ἕλκος τὸ λοιμῶδες καὶ ὁ
πυρετὸς ὃν λοιμώδη καλοῦσιν· τὸ μέντοι πλεῖστον ἐπιδήμια τὰ τοι-
αῦτά ἐστιν, ὥστε κοινὰ εἶναι ἡλικιῶν καὶ φύσεων ἔν τισιν ὥραις
ἐξαιρέτως
ἀπαντῶντα. ἡ δ' ἱστορία παντὸς τοῦ τοιούτου χρησίμη, ἵνα τὸν μὲν
συνήθη βουβῶνα θεραπεύωμεν ὡς οὐδὲν δύσκολον ἔχοντα, τὸν δὲ
λοιμώδη μετὰ προαγορεύσεως καὶ προσοχῆς ἀκριβεστέρας.

Περὶ τερμίνθου.

 Εἶδός τι φύματος καὶ ἡ καλουμένη τέρμινθός ἐστιν, ἀλλὰ τοῖς


νῦν ἰατροῖς οὐ πάνυ σύνηθες τὸ ὄνομα·Πραξαγόρας δὲ καὶ τὰ
συμπίπτοντα αὐτῷ γράφει, ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ μαθητὴς αὐτοῦΞε-
νοφῶν. φασὶ δ' ἀνωτάτω μὲν ἐπικεῖσθαι τῷ ἕλκει φλύκταιναν μέ

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 44, chapter 14, section 5, li. 3

καὶ ἀνεκπυήτων, οὐ μόνον ἐν τοῖς εἰθισμένοις τόποις, ἀλλὰ κατ' ἰγ-


123

νύας καὶ ἀγκῶνας, καίτοι ἐνταῦθα μὴ πάνυ τι γινομένων τῶν τοιού-


των φλεγμονῶν. τάχα δὲ καὶ τὸ παρ'Ἱπποκράτει βουβωνῶδες
πάθος τὴν εἰρημένην διάθεσιν δηλοῖ. γένοιτο δ' ἄν ποτε καὶ ἐν
αἰδοίῳ ὁ τοιοῦτος βουβών, ὥσπερ καὶ τὸ ἕλκος τὸ λοιμῶδες καὶ ὁ
πυρετὸς ὃν λοιμώδη καλοῦσιν· τὸ μέντοι πλεῖστον ἐπιδήμια τὰ τοι-
αῦτά ἐστιν, ὥστε κοινὰ εἶναι ἡλικιῶν καὶ φύσεων ἔν τισιν ὥραις
ἐξαιρέτως
ἀπαντῶντα. ἡ δ' ἱστορία παντὸς τοῦ τοιούτου χρησίμη, ἵνα τὸν μὲν
συνήθη βουβῶνα θεραπεύωμεν ὡς οὐδὲν δύσκολον ἔχοντα, τὸν δὲ
λοιμώδη μετὰ προαγορεύσεως καὶ προσοχῆς ἀκριβεστέρας.

Περὶ τερμίνθου.

 Εἶδός τι φύματος καὶ ἡ καλουμένη τέρμινθός ἐστιν, ἀλλὰ τοῖς


νῦν ἰατροῖς οὐ πάνυ σύνηθες τὸ ὄνομα·Πραξαγόρας δὲ καὶ τὰ
συμπίπτοντα αὐτῷ γράφει, ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ μαθητὴς αὐτοῦΞε-
νοφῶν. φασὶ δ' ἀνωτάτω μὲν ἐπικεῖσθαι τῷ ἕλκει φλύκταιναν μέ-
λαιναν ὡς τὸ πολύ, ἧς ἐκραγείσης τὸ ὑποκάτω ὅμοιον ἀποσεσυρμένῳ
εἶναι· τούτου δὲ διαιρεθέντος πύον εὑρίσκεται. τάχα δὲ τέρμινθος
ἐκλήθη διὰ τὸ ποικίλον τῆς χροιᾶς, ὅτι καὶ ὁ καρπὸς τῆς τερμίνθου
ποικίλος, εἴ γε ἡ μὲν φλύκταινα μέλαινα, τὸ δὲ τῷ ἀποσύρματι ἐοι-
κὸς ἐνερευθές, καὶ τὸ πύον ἡσυχῇ λευκόν.

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 45, chapter 30, section 30, li. 1

τῶν πυρετῶν ἥκοιεν καὶ ἐκ προσαγωγῆς, καὶ ὁ πόνος μικρὸς εἴη καὶ
τὸ οἴδημα μαλακόν, καὶ πᾶν ἔξω τρέποιτο, ὥστε μήτε συναγχικόν τι
εἶναι, μήτε γλῶσσαν ἐπιξηραίνεσθαι, καὶ εἰ τῆς νόσου μὴ ἀπέπτου
οὔσης, καὶ εἰ αὐτὸ τὸ οἴδημα συμπεπαίνοιτο ἢ ἄλλως διαλύοιτο, καὶ
εἰ μὴ νῦν μὲν ἐξίσχοι, νῦν δ' ἀφανίζοιτο, τὰ οὕτως γινόμενα τοὺς
πυρετοὺς παύει. παύει δὲ καὶ ληθάργους καὶ παραφροσύνας· ἧσσον
μὴν ληθάργῳ ἀγαθὸν ἢ παραφροσύνῃ· τὸ δέ τι καὶ μέλλον ἐπὶ πνεύ-
μονα ὁρμᾶν ὑπεδέξατο. σκληρὰ δὲ καὶ ἀνεκπύητα τὰ οἰδήματα ἔσθ'
ὅτε λύεται σὺν γαστρὸς ταραχῇ καὶ οὔροις πολλοῖς παχέσι, καὶ ἥδε
ἡ λύσις οὐ παροξύνει τὸν πυρετὸν οὔτε ἀνακαλεῖται εἰς ὑποστροφήν.
ἐν δὲ τοῖς λοιμώδεσι πυρετοῖς αἱ ἀποσκήψεις τὴν μεγίστην ἀσφάλειαν
ἔχουσιν· γίνονται δὲ παντοδαπαὶ μὲν ὥσπερ τῶν τοιούτων πυρετῶν·
τὸ γοῦν πλεῖστον εἰς ἄκρα κατασκήπτει σὺν πόνοις καὶ ἕλκεσι καὶ
ἄρθρων ἀποπτώσεσι, καί ποτε οἶδα γνάθους ἀποψιλωθείσας καὶ ὀδόν-
τας μελανθέντας καὶ μεγάλα τῶν γνάθων ὀστᾶ ἐν χρόνῳ ἀποστάντα.
124

κρίνεται δὲ καὶ ἰκτέρῳ πυρετός, ἀλλὰ δεῖ μὴ αὐτίκα καὶ ἐν ἀρχαῖς


ἐπιφαίνεσθαι, ὡς τοῦτο δεινὸν πρὶν ἐκ τῆς ἑβδόμης ἐξανθῆσαι τὸν
ἴκτερον, καὶ σημαίνει καθ' ἧπαρ πονηρεύεσθαι τὴν νόσον. ἐπὶ δὲ τοῖς
καύσοις τὰ ῥίγη ἀγαθά, ἢν ἰσχύῃ ὁ νοσῶν· τοῖς δὲ πάνυ ἀρρώστοις
θανατώδη. καὶ ἄλλας δὲ συνεχείας πυρετῶν ῥίγη διέστησε καὶ εἰς
περιόδους ἵδρυσεν. οὐ φαῦλον δ' οὐδὲ διάρροια ἐπὶ πυρετῷ·

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de


morbis popularibus (0726: 001)“Scholia in Hippocratem et Galenum,
vol. 2”, Ed. Dietz, F.R.Königsberg: Borntraeger, 1834, Repr. 1966.
Vol. 2, p. 33, li. 3

μὲν πᾶσαι οὐσιώδεις διαφοραί εἰσι. καὶ ἀπὸ τῶν συμ-


βεβηκότων· καὶ αὗται ἢ ἐγγὺς ἢ πόῤῥω τῆς οὐσίας. εἰ
γὰρ εἴποι πυρετὸν νοτιώδη, οἷός ἐστιν ὁ ἀμφημερινὸς,
ἢ πομφολυγώδη, τὰ ἀπὸ τῆς οὐσιώδους συμβεβηκότα λέγει.
πομφόλυγας δὲ ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ τὰς ἀκτῖνας τοῦ
ἡλίου, καὶ τούτους φασὶ λέγειν πεμφιγώδεις, τοὺς
ἀπὸ ἡλιοκαΐας γινομένους. ἄλλοι φασὶ πέμφιγα τὴν ψυ-
χήν. πεμφιγώδεις οὖν φασὶ, τοὺς ἁπτομένους τὴν ψυχὴν  
μετὰ παραφροσύνης. πέμφιγας δὲ λέγει τὰς φλυκταίνας
τὰς ἀπὸ παχυτέρου αἵματος γινομένας, καὶ ἁπλῶς τοὺς
λοιμώδεις καὶ ἀνθρακώδεις πυρετούς. εἰσὶ καὶ ἄλλαι δια-
φοραὶ χρωμάτων λαμβανόμεναι, ὡς τὸ ἐξέρυθρον καὶ
ἔξωχρον· τῶν γὰρ ἀπεχόντων εἰσὶ ταῦτα. ἀλλ' ὅρα τέχνην
ἀνδρός. εἶδος γὰρ τὸ ἐρυθρόν ποτέ ἐστιν, ἐξέρυθρον
προσέθηκε, οὐκ ἐτόλμησε δὲ εἰπεῖν ὑποπέλιδνον.
πρηέες τῇ χειρὶ, ἵνα δηλώσῃ τοὺς ἐφημέρους,δα-
κνώδεις δὲ, ἵνα δηλώσῃ τὸν καῦσον,ἐξερύθρους δὲ,
ἵνα δηλώσῃ τὸν σύνοχον,πέλιον δὲ, τὸν τεταρταῖον,
ἐπαναδιδόντας δὲ, τὸν ἀμφημερινὸν,ξηρὸν δὲ καὶ
ψυχρὸν, ἵνα τὸν ἑκτικὸν,πεμφιγώδεις δὲ, τοὺς λοι-
μώδεις· ὅθεν προσέθηκε τὸ,ἰδεῖν δεινοί.

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol. 2, p. 33, li. 13

λοιμώδεις καὶ ἀνθρακώδεις πυρετούς. εἰσὶ καὶ ἄλλαι δια-


φοραὶ χρωμάτων λαμβανόμεναι, ὡς τὸ ἐξέρυθρον καὶ
ἔξωχρον· τῶν γὰρ ἀπεχόντων εἰσὶ ταῦτα. ἀλλ' ὅρα τέχνην
125

ἀνδρός. εἶδος γὰρ τὸ ἐρυθρόν ποτέ ἐστιν, ἐξέρυθρον


προσέθηκε, οὐκ ἐτόλμησε δὲ εἰπεῖν ὑποπέλιδνον.
πρηέες τῇ χειρὶ, ἵνα δηλώσῃ τοὺς ἐφημέρους,δα-
κνώδεις δὲ, ἵνα δηλώσῃ τὸν καῦσον,ἐξερύθρους δὲ,
ἵνα δηλώσῃ τὸν σύνοχον,πέλιον δὲ, τὸν τεταρταῖον,
ἐπαναδιδόντας δὲ, τὸν ἀμφημερινὸν,ξηρὸν δὲ καὶ
ψυχρὸν, ἵνα τὸν ἑκτικὸν,πεμφιγώδεις δὲ, τοὺς λοιμώδεις· ὅθεν
προσέθηκε τὸ,ἰδεῖν δεινοί. φοβεροὶ γάρ
εἰσι τοῖς ὁρῶσι. τὸ δὲἁλμυρώδεες, οὐ φαίνεται ἐν
βιβλίοις, εἰ μήπω εἴπωμεν, ὅτι καὶ ὁ ἁλμυρὸς χυμὸς
δάκνει.τῇ χειρὶ δὲ προσέθηκεν, εἰδὼς τὴν διάγνωσιν ἐκ
τῆς χειρὸς γινομένην.
      
ιθʹ. Αἱ συντάσιες τοῦ σώματος καὶ οἱ σκληρυσμοὶ τῶν
 ἄρθρων κακὸν, καὶ αὐτὸς διαλελυμένος κακὸν, καὶ αἱ
 κατακλάσιες τῶν ἄρθρων κακόν. ὄμματος θράσος πα-
 ρακρουστικὸν, καὶ αἱ ῥίψιες καὶ αἱ κατακλάσιες
 κακόν.  –   

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol. 2, p. 185, li. 31

πᾶσαι δὲ αἱ δοῦλαι καὶ κακοήθως, διὰ τὸ συνεχῶς τῷ


ἀέρι προσομιλεῖν, καὶ διὰ τὸ κακόχυμον τῆς δουλικῆς δι-
αίτης. τούτων οὖν πάντων τῶν νοσημάτων γενομένων ἐν
τῷ λοιμῷ, πολλοὶ μὲν ἀπέθανον, ὀλίγοι δὲ περιεγένοντο
οἱ ἐῤῥωμένοι. περιεγένοντο δὲ, οἷς ἐπέσκηψεν ἡ ὕλη
παρὰ τὸν λάρυγγα. εἰ δέ ποτε παρὰ τὰ φωνητικὰ ὄργανα,
ὡς καὶ τὴν διάλεκτον ἐμποδισθῆναι, οὗτοι ἐσώζοντο,
καὶ χρόνιον ἐγένετο. χρόνιον δὲ οὐκ ἐν ἀνθρώπῳ. ποῦ
γὰρ συνάγχη χρόνιος; ἀλλὰ χρόνιος πάσῃ τῇ πόλει·
πολὺν γὰρ χρόνον ἐπηρέασεν αὐτόν. μέχρι μὲν οὖν
τούτου ἐπίδημον ἦν τὸ Νόσημα, ἄρτι δὲ καὶ λοιμῶδες
ἐγένετο, πολλῶν ἀρξαμένων τελευτᾷν. ὁ δὲ θάνατος ὡς
ἐπιτοπλεῖστον ἀπὸ κυνάγχης ἐγίνετο. λοιπὸν ἄκουε, θαυ-
μασίως κυνάγχη ἐγένετο. διετείνετο οὖν τὰ περὶ τὸν θώ-  
ρακα, ἐντεῦθεν ἡ κεφαλὴ διετείνετο καὶ φλέβες αἱ περὶ
τοὺς τραχήλους καὶ τοὺς κροτάφους. κακόηθες γὰρ γενό-
μενον Νόσημα ἤρξατο μεταδιδόναι καὶ τοῖς ἔξωθεν μορί-
οις. εἰ δέ ποτε καὶ πνεῦμα μέγα ἐγένετο, τοῦτο ἦν ση-
μεῖον θανάτου. εἶτα, ἀλλὰ τοῦτο ἄπορον δοκεῖ εἶναι· εἰ
126

γὰρ μεγάλη ἦν ἡ ἀναπνοὴ, δηλονότι πολὺς εἰσεφέρετο


ὁ ἀήρ. πολὺς δὲ οὐκ ἂν εἰσεφέρετο, μὴ λυθείσης

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol. 2, p. 188, li. 13

διὰ τῶν ἄνω. αὐτοῦ γάρ ἐστι λόγος λέγων, μηδέποτε διὰ
τοῦ πάσχοντος κενοῦν, μήπως ὡς ἀσθενὴς ἐπισύρηται·
ἀλλὰ καθάρσεις λέγει τοὺς ἀναγαργαρισμούς. καὶ τοῖς
ἀποφλεγματικοῖς δὲ χρησάμενος οὐδὲν ὠφέλησεν. τοιαῦτα
μὲν ἦν τὰ βοηθήματα, ὧν ἐπιγράφει ὁ Ἱπποκράτης, ἀλλ'
οὐκ εἶχε τὸ Νόσημα. τὰ γὰρ ἐπιῤῥηγνύμενα καὶ ἐπιγενό-
μενα συμπτώματα κακοηθέστερα ἦσαν· ἢ μᾶλλον ἐπιῤ-
ῥηγνύμενα, ὅτι τῷ χρόνῳ μὴ δυνηθεῖσα διαφορηθῆναι
ἡ ὕλη καὶ δριμυτέρα γενομένη κατὰ διάβρωσιν ἐποίησε
ῥῆξιν, ἢ ἐκ τῆς φύσεως μεταβληθεῖσα εἰς πῦον ἐῤῥάγη
καὶ ἐποίησεν ἀπόστημα. τοιαύτη ἡ τοῦ λοιμώδους ἀέρος
κατάστασις.
      
βʹ. Πρῶτον μὲν ἐπὶ τοῖσιν αὐχμοῖσιν ὀφθαλμία ἐπεδήμη-
 σαν ὀδυνώδεες.  –  
      
 Τινὲς τοῦτον τὸν λόγον τοῦ ἀνωτέρου χωρίζουσι καί
φασιν, ὅτι ἄνω εἶπεν ὁ Ἱπποκράτης περὶ τοιᾶσδε κατα-
στάσεως· φησὶ δὲ ὅτι, ἀλλ' ἢ εἶδον θέρος ξηρὸν ἔαρι γε-
γονὸς, ἐν ᾧ πολλαὶ ὀφθαλμίαι ἐπεδήμησαν. ὁ δὲ Γαλη-
νὸς συνάπτει αὐτὸν τῷ ἄνω λόγῳ. φησὶ γὰρ Ἱπποκράτης

Theophilus Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos (0728: 001)
“Scholia in Hippocratem et Galenum, vol. 2”, Ed. Dietz, F.R.
Königsberg: Borntraeger, 1834, Repr. 1966.Vol. 2, p. 305, li. 5

 {ΔΑΜ.} Ἡ μὲν κρίσις ὀξύῤῥοπός ἐστιν ἐν νόσῳ με-


ταβολὴ πρὸς ὑγείαν ἢ θάνατον. γίνεται δὲ τῆς φύσεως
διακρινούσης ἀπὸ τῶν χρηστῶν τὰ μοχθηρὰ καὶ παρα-
σκευαζούσης πρὸς τὴν ἔκκρισιν. εἰκότως οὖν ἐπὶ τῇ τοι-
αύτῃ ταραχῇ δυσφοροῦσιν οἱ κάμνοντες. γίνεται δὲ κατὰ
τὰς νύκτας ἡ δυσφορία κατάφορος, διότι ἔθος ἡμῖν κατὰ  
127

ταύτας κοιμᾶσθαι. διακοπτομένων οὖν τῶν ὕπνων ἐναρ-


γὴς ἡ δυσφορία, ἡ δ' ἐπιοῦσα νὺξ ὡς ἐπὶ πολὺ εὐφορω-
τέρα διὰ τὸ τῶν κρίσεων τὰς πλείστας εἰς ἀγαθὸν τελευ-
τᾷν. ἴσμεν γὰρ, ὡς οἱ σωζόμενοι πλείους ἐν τοῖς νοσοῦσι
τῶν ἀποθνησκόντων, εἰ μὴ λοιμώδης εἴη κατάστασις.
      
ιδʹ. Ἐν τῇσι τῆς κοιλίης ῥύσεσι, αἱ μεταβολαὶ τῶν διαχω-
 ρημάτων ὠφελέουσιν, ἢν μὴ ἐς πονηρὰ μεταβάλλῃ.  –  
      
 {ΘΕΟΦ.} Ἐνταῦθα παραδίδωσι διάγνωσιν, ἵνα βεβαι-
ότερον μάθῃς, εἰ τελεία ἡ κρίσις ἐστὶν ἢ οὔ. καί φησιν,
ὅτι σκόπει τῆς κατὰ γαστρὸς ἐκκρίσεως τὰ διαχωρήματα,
ὁποίαν μεταβολὴν ἴσχουσιν, ἆρα πάλαι ξανθὰ ἢ πελιδνὰ
φερόμενα νῦν ἤρξαντο ἐπὶ τὸ κάλλιον μεταβάλλειν ἢ οὔ;
καὶ εἰ μὲν ἐπὶ τὸ κάλλιον εὕρῃς τὴν μεταβολὴν, γί

Alexander Phil., Problemata (lib. 1–2) [Sp.] (0732: 002)


“Physici et medici Graeci minores, vol. 1”, Ed. Ideler, J.L.
Berlin: Reimer, 1841, Repr. 1963.Book 1, section 88, li. 8

σαν ἐπιθυμιῶν, ὥςπερ μοι δέδεικται κατὰ τὸ δεύτερον βι-


βλίον τῶν ἀλληγοριῶν τῶν εἰς θεοὺς ἀναπλαττομένων πι-
θανῶν ἱστοριῶν·
 Διὰ τί λοιμικῆς καταστάσεως οἱ μὲν ἀπόλλυνται
οἱ δ' οὔ; ὅτι παρὰ τὴν ἰδιότητα τῆς κράσεως; εἰ μὲν γὰρ
εἴη τις ἔχων τὸ σῶμα μεστὸν κακόχυμον, δῆλον ὡς ὁ εἰς-
πνεόμενος σηπεδονώδης ἀὴρ συνδιαφθείρει καὶ ὅπερ ἔχου-
σιν ὀλίγον χρηστόν· καὶ οὕτως πᾶς χυμὸς αὐτοῖς συν-
διαφθαρείς, ἀνίατα τίκτει πάθη καὶ πλείονα· καὶ οὕτως  
θνήσκουσιν. εἰ δὲ εἴη ἀπέριττον καὶ εὔχυμον, οὐδὲν ἢ
βραχύ τι βλάπτει τούτους ὁ λοιμώδης ἀήρ. ὅτι δὲ ἡ ἐπιτη-
δειότης ἐφέλκεται τὸ δρῶν αἴτιον ἐνεργεῖν, δηλοῦσιν αἱ
ἐκτὸς ὗλαι. δρῦές εἰσι δυσπαθεῖς καὶ πρὸς ἔξαψιν οὐχ
ἕτοιμοι μᾶλλον. πολλῷ δὲ πλέον κάλαμοι εὐπαθέστεροι
καὶ πρὸς ἔξαψιν ἕτοιμοι μᾶλλον· πολλῷ δὲ πλέον στυ-
πεῖον· ἀλλ' ἐάν τις διάβροχον ὕδατος παρασκευάσῃ τὸ στυ-
πεῖον, καὶ χλωροὺς λάβῃ καλάμους, τὴν δὲ δρῦν ἄγαν ξη-
ρὰν εἰ καὶ θείω, καταπάσσοι τὸ ἀνεπιτήδειον, ἑτοιμότατα
ἐργάζεται πρὸς ἔκκαυσιν πυρὶ προςενέγκας, τὸ δὲ στυπεῖον
οὐδὲ ὅλως καήσεται· τούτῳ τῷ παραδείγματι χρώμενος,
λύσεις τὸ ζητούμενον, τίνος ἕνεκα κόπος πυρετὸν
128

Alexander Phil., In librum de sensu commentarium (0732: 007)


“Alexandri in librum de sensu commentarium”, Ed. Wendland, P.
Berlin: Reimer, 1901; Commentaria in Aristotelem Graeca 3.1.
P. 99, li. 14

τοῦ ἐν αὐτοῖς ὑγροῦ. διὰ τοῦτο γοῦν τὰ ἐν τοῖς θερμοῖς τε καὶ ξηροῖς
τόποις εὐωδέστερα, καὶ ἡ θερμή τε καὶ ξηρὰ γῆ, ὅταν πρῶτον ὕδωρ
δέξηται, εὐώδης διὰ τὴν ἐνυπάρχουσαν αὐτῇ θερμότητα· λεπτοὶ γὰρ καὶ
ξηροὶ οἱ ἀπ' αὐτῆς χυμοὶ τότε. αἱ δὲ ἀηδεῖς καὶ μοχθηραὶ τῶν ὀσμῶν
διὰ ψυχρότητα καὶ ἀπεψίαν γίνονται τοῦ ἐνυπάρχοντος ὑγροῦ τῶν ἀφ' ὧν

αἱ ὀσμαί. ὅτι δὲ ὑγιείας χάριν αἱ ἀπὸ τούτων ὀσμαὶ † δέχονται τοῖς


ἀνθρώποις ὑπὸ τῆς φύσεως καὶ οὐδενὸς ἄλλου, ἔδειξε διὰ τοῦ τὰς μὲν ἐπὶ

τοῖς χυμοῖς ἡδείας ὀσμάς, ἃς κατὰ συμβεβηκὸς εἶπε, πολλάκις νοσώδεις


εἶναι (πληροῦσι γὰρ τὰς κεφαλὰς αἱ ποτῶν τέ τινων καὶ βρωμάτων
ὀσμαί)·
ἡ δὲ ἀπὸ τῶν τοιούτων ἡδεῖα ὀσμὴ ἀεὶ σχεδὸν καὶὁπωσοῦν ἔχουσιν
ὑγιεινή τε καὶὠφέλιμος· καὶ γὰρ ἐν ταῖς λοιμώδεσιν ἡ ἀπὸ τούτων ὀσμὴ
ὑγιεινοτέρους πεπίστευται φυλάσσειν.
 Εἰπὼν δὲ ἴδιον ἀνθρώπου τὸ τῶν ὀσμῶν τούτων ἀντιλαμβάνεσθαι,
πῶς ἴδιον ἐδήλωσεν· οὐ γὰρ ὅτι μόνον, ἀλλ' ὅτι μάλιστα, ἐπεὶ καὶ τῶν
ἐναίμων τινά φησι τῆς τοιαύτης ὀσμῆς αἴσθησιν ἔχειν, ὡς τὰ τετράποδα
καὶ
ὅσα ἀναπνεῖ (ταῦτα γὰρ λέγοι ἂν μετέχεινμᾶλλον τῆς τοῦ ἀέρος φύσεως).

ἀναφερομένων γὰρ τῶν ὀσμῶν διὰ τῆς ἀναπνοῆςπρὸς τὸν ἐγκέ-


φαλον, διὰ τὴν ἀπ' αὐτῶν θερμότητα καὶ κουφότητα ὑγιεινότερον
διατίθεται
ταῦτα τὰ μέρη. ἡ γὰρ εὐώδης ὀσμή, καθάπερ εἰρήκαμεν,θερμὴ τὴν
φύσιν· καὶ γὰρ ἡ γένεσις αὐτῶν τοιαύτη. ὥσπερ δὲ ἐπ' ἄλλων τινῶν ἡ
φύσις τῷ αὐτῷ πρὸς πλείω χρῆται (τῇ γοῦν γλώττῃ καὶ ἐπὶ τῇ τῶν

Alexander Phil., In librum de sensu commentarium P. 109, li. 8

ἀλλ' οὐδὲ ἡ ὀσμὴ μόνη, ἀλλὰ καὶ τοῦ ψυχροῦ ὕδατος πρόσκλυσις
τονώσασα,
καὶ ἂν πληγῇ τις· ἃ οὐδεὶςἂν εἴποι τρέφειν.  
 Ἀλλ' ὅτι μὲν τὸ ὀσφραντόν, καθὸ ὀσφραντόν ἐστιν, οὐ τρέφει, δῆλον
εἶναί φησι. προσέθηκε δὲ τὸ ᾗὀσφραντόν, ἐπεὶ κατὰ συμβεβηκὸς
129

δύναται καὶ τὸ ὀσφραντὸν τρέφειν· τῇ γὰρ τροφῇ συμβέβηκεν ὀσφραντῇ


εἶναι, ὡς προείρηται. ὅτι μέντοι τὰ ὀσφραντὰ τὰ ἁπλῶς καὶ τῇ ἑαυτῶν
φύσει τοιαῦταεἰς ὑγίειαν συμβάλλεται τοῖς ἀνθρώποις, καὶ διὰ τῆς
αἰσθήσεώς φησιν εἶναι γνώριμον· ὑγιεινότερον γὰρ διάγουσιν οἱ ἐν ταῖς
τοιαύταις ὀσμαῖς ἀναστροφὰς ποιούμενοι καὶ ἧττον ἁλίσκονται πάθεσί
τισιν,
ὡς γνώριμον γίνεται μάλιστα ἐν τοῖς λοιμώδεσι καταστήμασιν. ἀλλὰ καὶ
ἐκ τῶν εἰρημένων δῆλον τοῦτο· ἥ τε γὰρ τῶν τοιούτων εὐωδία διὰ
θερμότητα εὔκρατος, δι' ἣν καὶ ὑφ' ἧς ἡ πέψις ἡ ἐν αὐτοῖς, καὶ ὁ περὶ
τὴν κεφαλὴν τόπος, μάλιστα τοῖς ἀνθρώποις ψυχρὸς ὢν διὰ τὴν τοῦ ἐγκε-
φάλου ὑγρότητα καὶ δεόμενος τοιαύτης ἐπικουρίας. καὶ ἔστι, φησίν,
ἀνάλογον ὡς ὁχυμὸς πρὸς τὸ θρεπτικὸν καὶτὰ τρεφόμενα ἀναπληρῶν
αὐτῶν τὴν κατὰ τοῦτο ἔνδειαν τῇ προσκρίσει, οὕτωτὸ ὀσφραντὸν πρὸς
ὑγίειαν· πάλιν γὰρ αὖ τοῦτο εἰς τὴν ὑγίειαν συντελοῦν ἀναπληροῖ τῇ
οἰκείᾳ θερμότητι τὴν περὶ τὴν κεφαλὴν πλεονάζουσαν ψυχρότητα.
p. 445b3

Ἀπορήσειε δ' ἄν τις, εἰ πᾶν σῶμα εἰς ἄπειρον διαιρεῖται, ἆρα καὶ τὰ
παθήματα τὰ αἰσθητά;

Alexander Phil., In Aristotelis meteorologicorum libros commentaria


(0732: 008)“Alexandri Aphrodisiensis in Aristotelis meteorologicorum
libros commentaria”, Ed. Hayduck, M.Berlin: Reimer, 1899;
Commentaria in Aristotelem Graeca 3.2.P. 60, li. 31

μεταβολὴν ἐξ ἀρχῆς εἰς τέλος. δοκεῖ δὲ τὸ εἰρημένον ἔχειν ἀκατάλ-


ληλόν τι. ὡς γὰρ φθανούσης διὰ τάχους τῆς ἀπωλείας τῶν ἐθνῶν τὴν
μνήμην τὴν περὶ αὐτῶν λέγειν δοκεῖ. οὗ τοὐναντίον γίνεσθαι λέγει· διὰ
γὰρ τὸ βραδέως αὐτῶν γίνεσθαι τὰς φθορὰς φθάνουσι προαπόλλυσθαι οἱ
μνημονεύσαντες ἄν. διὸ εἴη ἂν τὸ λεγόμενον ἴσον τῷ καὶ λανθάνουσιν
ὅλων τῶν ἐθνῶν ἀπώλειαι γινόμεναι καὶ φθοραὶ τῆς μνήμης τῶν δι' ἃ
ἀπόλλυνται. ἑξῆς δὲ τίνες αἱ φθοραὶ καὶ πῶς γίνονται, δι' ἃς οὐ
μνημονεύε-
ται τὰ τοιαῦτα τῶν περὶ τὴν γῆν πάθη καταλέγει. καὶ φησὶ μεγίστας
μὲν καὶ ταχίστας γίνεσθαι φθορὰς ἀνθρώπων ἐν τοῖς πολέμοις, ἐν οἷς καὶ
πόλεις καὶ ἔθνη πολλὰ ἀνάστατα συμβαίνει γίνεσθαι, ἄλλας δὲ νόσοις
ταῖς λοιμώδεσι, τὰς δὲ δι' ἀφορίας τῆς γῆς, δι' ἃς μετανίστανται ἀπ'
αὐτῆς οἱ
σωζόμενοι, καὶ αὗται αἱ μὲν ἀθρόοι γινόμεναι, αἱ δὲ κατ' ὀλίγον ἀφο-
ρωτέρας γινομένης τῆς γῆς. ἐφ' ὧν φησι καὶ λανθάνειν τὰς μεταναστά-  
σεις τῶν ἐθνῶν κατ' ὀλίγον καὶ οὐκ ἀθρόως γινομένας· οὐ γὰρ ἅμα πάν-
130

τες ἀπανίστανται, ἀλλ' οἱ μὲν ἀπίασιν, οἱ δὲ μένουσιν, ὅσους ἡ χώρα


τρέφειν οἵα τε ἔτι· καὶ τοῦτο ἕως τούτου ποιεῖν, μέχρις ἂν τέλεον ἐξ-
ασθενήσασα ἡ χώρα μηκέτι μηδὲν πλῆθος δύνηται τρέφειν. ἀπὸ δὴ τῆς
τῶν πρώτων ἀπολείψεως ἕως τῶν ἐσχάτων τὴν χώραν καταλιπόντων
εἰκὸς γίνεσθαι μακροὺς χρόνους, ὡς μηδένα τῶν ὕστερον ἀπαιρόντων
μεμνῆσθαι τι καὶ πρῶτοί τινες ἀπῆραν, διὰ τὸ γενεὰς ἐν μέσῳ πλείους
γεγονέναι. ὡς δὲ μεταναστάσεις τῶν ἐθνῶν λανθάνουσι γινόμεναι
πολλάκις διὰ τὴν

Alexander Med., Epistula de lumbricis (0744: 004)“Alexander von


Tralles, vol. 2”, Ed. Puschmann, T.Vienna: Braumüller, 1879, Repr.
1963.Vol. 2, p. 589, li. 13

   

Σημεῖα τοῦ ὑποκεῖσθαι ἕλμινθας.

 Διαγνώσῃ δὲ τοὺς ἕλμινθας ἔκ τε τῶν προηγησαμένων ἀγρυπνιῶν τε


πολλῶν τε καὶ ἀπεψιῶν ὧν προηγοῦνται παχύτεραί τε καὶ πλειότεραι
τῶν ἐδεσμάτων ἐδωδαὶ καὶ βαλανείων συνέχειαι μετὰ τροφήν· γίνονται
δ' αὐτοῖς στρόφοι καὶ νύξεις καὶ δήξεις καὶ συστολαί τινες ἀνειδεῖς εἰς
ἄρθρα. ἤδη δὲ συνεχόμενοι τῷ πάθει καὶ τῶν ἑλμίνθων αὐξανομένων ἐπὶ
πλέον καὶ οἱ σφυγμοὶ μικροὶ γίνονται καὶ ἀμυδροὶ καὶ ἐνίοτε ἐκλείπουσι
καὶ παλινδρομοῦσιν. οἱ δὲ ἁφῇ καταψύχονται καὶ παραφρονοῦσι καὶ
τρύζουσι τοὺς ὀδόντας καὶ τῇ γλώττῃ τὰ χείλη τρίβουσι καὶ λοιμῶδες καὶ

σηπεδονῶδες ἀναπνέουσι διὰ τοῦ στόματος καὶ ἀνορεκτοῦσι καὶ, ἣν ἂν


προσενέγκωσι τροφὴν, ἐμοῦσι καὶ ταύτην εὐθὺς καὶ στρέφονται συνεχῶς
καὶ
ἀποροῦντες ἀνακλίσεως ἄλλοτε ἐν ἄλλῳ τόπῳ ῥίπτουσι μέχρι πολλοῦ
καὶ τελευταῖον, ὅταν ἔχωσιν ἐσχάτως, ἱδροῦντες ψυχρόν τε καὶ
συγκοπτικόν.
ταῦτά ἐστι τῶν ἐχόντων ἕλμινθας σημεῖα. μηκέτι δὲ μηδὲν ἄλλως βοηθεῖν

καὶ προσφέρειν ὀρθῶς ἢ ὅσα πεπίστευται τοὺς ἕλμινθας ἀναιρεῖν.


   

Theophilus Protospatharius et Stephanus Atheniensis Med., De febrium


differentia (0746: 001)“Theophili et Stephani Atheniensis de febrium
differentia ex Hippocrate et Galeno”, Ed. Sicurus, D.Florence: Bengini,
131

1862.P. 22, li. 28

δείους πρὸς σῆψιν ὑπάρχοντας, ὅτ' ἂν ἀφορμήν τε τινὰ βρα-


χεῖαν ἐκ τοῦ περιέχοντος πυρετοῦ λάβῃ τὸ ζῶον, ὡς τὰ πολ-
λὰ δὲ ἐκ τῆς ἀναπνοῆς τοῦ πέριξ ἀέρος, ὑπὸ σηπεδωνώδους
ἀναθυμιάσεως μιανθέντος.
    

(ιηʹ.) Τίς ἡ τῆς σηπεδόνος ἀρχή.

 Ἡ δὲ ἀρχὴ τῆς σηπεδόνος ἤτοι πλῆθός τι νεκρῶν ἐστὶ, μὴ


καυθέντων ἐν πολέμοις, ἢ ἐκ τέλματος, ἢ λιμνῶν, ἢ βαρά-
θρου τινὸς περικειμένου, καὶ ἀναθυμίασιν δηλητηριώδη καὶ πο-
νηρὰν ἀναπέμποντος ὥρᾳ θέρους· τὸ δὲ εἶναι καὶ τοὺς κατὰ
σῶμα χυμοὺς ἐκ πονηρᾶς διαίτης ἐπιτηδείους πρὸς τὴν σῆψιν,
ἀρχὴ τοῦ λοιμώδους γίνονται πυρετοῦ· οὐδὲν γὰρ τῶν αἰτίων
ἄνευ τῆς τοῦ πάσχοντος ἐπιτηδειότητος ἐνεργεῖν πέφυκε· καὶ
ψύξις πολλάκις ἤνεγκε νοσήματα· πυκνοὶ γὰρ τὴν ἐπιφάνειαν,
ἀδιαπνευστοῦσιν οἱ χυμοὶ, καὶ τῇ σήψει ποιοῦσι πυρετόν.
Ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ξηρότητι λοιμικὰ νοσήματα γίνονται, καθὰ φησὶν  
Ὅμηρος κύνας ἀργοὺς, ὡς ξηρότερον πάθος πρῶτον, ὥςπερ καὶ
αἱ θερμότεραι τοῦ περιέχοντος ἡμᾶς ἀέρος καταστάσεις· οἷα περὶ
κυνὸς ἐπιτολὴν ἄρτι, διὰ μὲν τῆς εἰςπνοῆς θερμαίνουσι τὴν
καρδίαν, ἔξωθεν δὲ περικεχυμένου τῷ σώματι σύμπαντος τοῦ
θερμοῦ ἀποθερμαίνουσι, καὶ μάλιστα τὰς ἀρτηρίας, ὡς ἀνελ-
κούσας τι τοῦ περιέχοντος ἀέρος.

Clemens Romanus et Clementina Theol., Homiliae [Sp.] (1271: 006)


“Die Pseudoklementinen I. Homilien, 2nd edn.”, Ed. Rehm, B., Irmscher,
J., Paschke, F.Berlin: Akademie–Verlag, 1969; Die griechischen
christlichen Schriftsteller 42.Homily 11, chapter 10, section 5, li. 1

ζων γὰρ ἡ κόλασιςτῷ εἰς μείζονα ἀσεβήσαντι, ἥττων δὲ τῷ εἰς τὸν


ἥττονα ἁμαρτήσαντι. ὡς οὖν πάντων μείζων ὁ θεός, οὕτως μείζονα
ὑφέξει κόλασιν ὁ εἰς αὐτὸν ἀσεβήσας ὡς εἰς μείζονα ἁμαρτήσας, οὐκ
αὐτοῦ αὐτόχειρος ἀμυνομένου, ἀλλὰ πάσης τῆς κτίσεως ἐπὶ τούτῳ ἀγα-
νακτούσης καὶ φυσικῶς ἐπεξερχομένης. οὐ γὰρ δώσει τῷ βλασφήμῳ οὐχ
ἥλοις τὸ φῶς, οὐ γῆ τοὺς καρπούς, οὐ πηγὴ τὸ ὕδωρ, οὐκ ἐν ᾅδῃ τῇ ψυ-
χῇ ὁ ἐκεῖ καθεστὼς ἄρχων τὴν ἀνάπαυσιν, ὁπότε καὶ νῦν ἐπὶ τῆς
τοῦ κόσμου προθεσμίας ὑφεστώσης παραγανακτεῖ πᾶσα ἡ κτίσις. διὸ
οὔτε τελείως οὐρανὸς ὑετοὺς παρέχει οὔτε γῆ τοὺς καρπούς, διὸ οἱ
132

πλείονες λυμαίνονται. ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ ἀὴρ θυμῷ ὑπεκκαιόμενος πρὸς


λοιμώδη κρᾶσιν μεταβάλλεται. πλὴν ὅσων ἀπολαύομεν ἀγαθῶν, τῷ  
αὑτοῦ ἐλέῳ εἰς τὴν ἡμετέραν φιλανθρωπίαν βιάζεται τὴν κτίσιν. οὕτως
ὑμῖν τοῖς ἀτιμάζουσιν τὸν τῶν ὅλων δημιουργὸν ἡ πᾶσα κτίσις χαλεπαί-
νει. κἂν γὰρ τῇ τοῦ σώματος λύσει τὴν κόλασιν ἐκφύγητε, πῶς τὴν
ψυχὴν ὑμῶν ἄφθαρτον οὖσαν διὰ τῆς φθορᾶς φυγεῖν δυνήσεσθε;
ἀθάνατος
γὰρ ἡ ψυχὴ καὶ τῶν ἀσεβῶν, οἷς ἄμεινον ἦν μὴ ἄφθαρτον αὐτὴν ἔχειν.
κολαζομένη γὰρ ὑπὸ τοῦ ἀσβέστου πυρὸς ἀπεράντῳ τιμωρίᾳ καὶ
μὴ θνῄσκουσα, ἐπὶ κακῷ τῷ αὑτῆς τέλος λαβεῖν οὐκ ἔχει. ἀλλ' ἴσως ἐρεῖ
τις
ὑμῶν· Φοβεῖς ἡμᾶς, Πέτρε. διδάξατε οὖν ἡμᾶς πῶς σιγῶντες ἐροῦμεν
τὰ ὄντα ὡς ἔστιν· ἄλλως γὰρ αὐτὰ ὑμῖν σημαίνειν οὐ δυνάμεθα.

Vettius Valens Astrol., Anthologiarum lib. ix (1764: 001)


“Vettii Valentis anthologiarum lib.”, Ed. Kroll, W.Berlin: Weidmann,
1908, Repr. 1973.P. 6, li. 30

Ταῦρός ἐστι θηλυκόν, στερεόν, κείμενον ἐν τῇ ἐαρινῇ τροπῇ,


ὀστῶδες, μελοκοπούμενον, ἀνατέλλον ἐκ τῶν ὀπισθίων, δῦνον δὲ
ὀρθόν· οὗτος πλεῖστον μέρος ἐν τῷ ἀφανεῖ κόσμῳ κεῖται. ἔστι
δὲ εὐδιεινόν. τὰ δὲ κατὰ μέρος ἀπὸ μοίρας αʹ ἕως εʹ τὸν περὶ
τὰς Πλειάδας τόπον ἐπέχει εὐτελῆ καὶ φθαρτικόν, λοιμικόν, βρον-
τοποιόν, σεισμώδη, κεραυνοποιόν, ἀστραπὰς γεννῶντα· αἱ δὲ ἑξῆς
βʹ μοῖραι πυρώδεις, ὁμιχλώδεις. τὰδὲ δεξιὰ πρὸς τῷ Ἡνιόχῳ
εὔκρατα, ψυχικά. τὰ δὲ ἀριστερὰ εὐτελῆ, κινητικά, ποτὲ δὲ καὶ
ψυχοποιά, ποτὲ δὲ καυματώδη. ἡ δὲ κεφαλὴ μέχρι μοίρας κγʹ
ἐν ἀέρι εὐκράτῳ, λοιμοποιὸς δὲ καὶ φθαρτικὴ ζῴων· τὰ δὲ ἐχό-
μενα φθαρτικά, εὐτελῆ, λοιμώδη . ἀστέρας δὲ ἔχει κζʹ, βορρόθεν  
συνανατέλλοντα τὰ λειπόμενα τοῦ Ἡνιόχου, τὰ λοιπὰ νοτόθεν τοῦ
Κήτους καὶ τὰ πρῶτα τοῦ Ποταμοῦ. Ἀφροδίτης, Σελήνης, Δή-
μητρος, ἔτι Ἄρεως, Ἑρμοῦ. βορρόθεν δύνει Ἀρκτοφύλαξ ἄχρι τῆς
ζώνης καὶαἱ κνῆμαι τοῦ Ὀφιούχου ἄχρι τῶν γονάτων, νοτόθεν
δὲσυνανατέλλει ὁ Ὠρίων ξίφος ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἀνατε-
τακώς, τῇ εὐωνύμῳ κατέχει τὸ λεγόμενον Κηρύκειον, ἐζωσμένος
κατὰ μέσον τοῦ σώματος. ἐστὶ δὲ τὸ ζῴδιον κόσμου περιποιητι-
κόν, γεῶδες, χωρικόν, γεωργικόν, δουλελεύθερον, κατωφερές, ὀλι-
γόγονον, ἡμίφωνον καὶ ἄφωνον, ἀγαθόν, ἀμετάβολον, ἐργαστικόν,
ἀτελές, σημαῖνον περὶ θεμελίων, κτημάτων.

Γρηγόριος Νύσσης. In illud: Quatenus uni ex his fecistis mihi fecistis


133

(vulgo De pauperibus amandis ii) (2017: 011)


“Gregorii Nysseni opera, vol. 9.1”, Ed. van Heck, A.Leiden: Brill, 1967.
Vol. 9, p. 124, li. 13

διευλαβεῖται καὶ διὰ τὸ μὴ παθεῖν τι τῶν ἀβουλήτων φεύγειν


οἴεται χρῆναι τὸν προσεγγισμὸν τῶν τοιούτων. λόγοι ταῦτα
καὶ προφάσεις καὶ πλάσματα καὶ τῆς περὶ τὰς ἐντολὰς τοῦ
θεοῦ ῥᾳθυμίας εὐπρόσωπά τινα προκαλύμματα. τὸ δ' ἀληθὲς
οὐχ οὕτως ἔχει· οὐδεὶς γὰρ ὕπεστι φόβος τῇ τῆς ἐντολῆς
ἐργασίᾳ. μηδεὶς κακῷ τὸ κακὸν θεραπευέτω. πόσους γὰρ
ἔστιν ἰδεῖν ἐκ νεότητος καὶ μέχρι γήρως ταῖς θεραπείαις
τούτων ἀποσχολάζοντας καὶ οὐδέν τι τῆς κατὰ φύσιν
εὐεξίας τοῦ σώματος διὰ τῆς τοιαύτης σπουδῆς ἀμαυρώσαν-
τας; οὐδὲ γὰρ εἰκός ἐστι γενέσθαι ταῦτα. ἀλλ' ἐπειδή τινα
τῶν νοσημάτων, οἷον αἱ λοιμώδεις ἐπιφοραὶ καὶ ὅσα τοιαῦτα
τῆς ἔξωθεν αἰτίας ἠρτημένα, ὅταν ἐκ διαφθορᾶς ἀέρος ἢ
ὕδατος γίνηται, ὕποπτα τοῖς πολλοῖς ἐστιν, ὡς ἐκ τῶν προ-
εαλωκότων καὶ πρὸς τοὺς προσεγγίζοντας διαβαίνοντα,
(οὐδὲ ἐκεῖ τοῦ πάθους, ὡς οἶμαι, τῷ ὑγιαίνοντι τὴν ἀρρωστίαν
ἐκ διαδόσεως ἐμποιοῦντος, ἀλλὰ τῆς κοινῆς ἐπιφορᾶς τὴν
ὁμοιότητα τοῦ ἀρρωστήματος ἐπαγούσης) ἔσχεν αἰτίαν ἡ
νόσος ὡς ἐκ τῶν προεαλωκότων καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς δια-
βαίνουσα. ἐνταῦθα δὲ ἔνδοθεν συνισταμένης τῆς τοῦ τοιούτου
πάθους κατασκευῆς καί τινα τοῦ αἵματος ἐκ τῆς παρεγχύσεως
τῶν φθοροποιῶν χυμῶν διαφθορὰν ὑπομένοντος ἐν τῷ

Γρηγόριος Νύσσης. Contra Eunomium (2017: 030)


“Gregorii Nysseni opera, vols. 1.1 & 2.2”, Ed. Jaeger, W.
Leiden: Brill, 1960.Book 3, chapter 3, section 29, li. 4

τους, ταραχῆς τε καὶ ἀτοπίας πλήρεις καὶ πᾶν


ὅ τι βούλεται· φαυλιζέτω κατ' ἐξουσίαν ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς
ἀνεξόμεθα· αἰσχύνη γάρ ἐστι τῷ γε νοῦν ἔχοντι οὐ τὸ
λοιδοροῦντος ἀκούειν, ἀλλὰ πρὸς τὸ ῥηθὲν ἐπιστρέφεσθαι,
ἔχει δέ τι καὶ χρήσιμον ἴσως τὸ καθ' ἡμῶν αὐτὸν κε-
χρῆσθαι τῇ φύσει· τάχα γὰρ τὴν κακήγορον αὐτοῦ γλῶσσαν  
εἰς ἡμᾶς ἀσχολήσας μικρὰν γοῦν ἐκεχειρίαν τῆς κατὰ τοῦ
θεοῦ μάχης ποιήσεται. οὐκοῦν ἐμφορείσθω κατ' ἐξουσίαν
τῶν ὕβρεων, καὶ ὁ ἀντιλέγων οὐκ ἔσται. οὐδὲ γὰρ εἴ τις
ἄτοπον καὶ δυσῶδες πνέοι κατὰ σωματικὴν δυσκρασίαν ἢ
κατά τινα λοιμώδη καὶ δύστροπον ἀρρωστίαν, προκαλέσαιτο
134

ἂν τὸν ὑγιαίνοντα πρὸς ζῆλον τοῦ δυστυχήματος, ὡς ἑλέσθαι


τινὰ τῷ ἴσῳ κακῷ δι' οἰκείας νόσου τὴν τοῦ ὀδωδότος
ἀηδίαν ἀμύνεσθαι. ἐλεεῖν γάρ, οὐ μιμεῖσθαι τοὺς τοιού-
τους ἡ κοινὴ συμβουλεύει φύσις. οὐκοῦν παρέντες ὅσα
τοιαῦτα κατὰ σπουδὴν τῷ λόγῳ κατέμιξε σκώπτων, σχε-
τλιάζων, ἀγανακτῶν, λοιδορούμενος, μόνον τὸν περὶ τῶν
δογμάτων ἐπισκεψώμεθα λόγον. ἀναλαβόντες τοίνυν ἐξ
ἀρχῆς ἐν μέρει πρὸς ἕκαστον τῶν ἐγκλημάτων στησόμεθα.
 Ἀρχὴ τῆς κατηγορίας ἦν τὸ ἐπαισχύνεσθαι ἡμᾶς τῷ
σταυρῷ τοῦ ὑπὲρ ἡμῶν καταδεξαμένου τὸ πάθος.

Γρηγόριος Νύσσης. Vita sanctae Macrinae (2017: 041)


“Grégoire de Nysse. Vie de sainte Macrine”, Ed. Maraval, P.
Paris: Cerf, 1971; Sources chrétiennes 178.Section 37, li. 5

αὐτὴν θαύματος, ὃ δὴ καὶ μόνον ἐγγράψας τῇ ἱστορίᾳ,


καταπαύσω τὴν συγγραφήν. Ἐπειδὴ γὰρ ἐπαυσάμεθα τῶν
δακρύων καὶ εἰς ὁμιλίαν κατέστημεν· «Ἄκουε, φησὶ πρός  
με λέγων ἐκεῖνος, οἷον καὶ ὅσον ἀγαθὸν τῆς ἀνθρωπίνης
μετέστη ζωῆς.» Καὶ ταῦτα εἰπὼν οὕτως ἄρχεται τοῦ διηγή-
ματος.
 »Ἐγένετό τις ἡμῖν ἐπιθυμία ποτὲ τῇ τε γαμετῇ καὶ
ἐμοὶ καταλαβεῖν κατὰ σπουδὴν τὸ τῆς ἀρετῆς φροντιστήριον·
οὕτω γὰρ οἶμαι χρῆναι, φησί, τὸν χῶρον ἐκεῖνον κατονο-
μάζεσθαι, ἐν ᾧ τὴν διαγωγὴν εἶχεν ἡ μακαρία ψυχή.
Συνῆν δὲ ἡμῖν καὶ τὸ θυγάτριον, ᾧ τις ἐκ λοιμώδους
ἀρρωστίας συνέβη περὶ τὸν ὀφθαλμὸν συμφορά· καὶ ἦν
θέαμα εἰδεχθὲς καὶ ἐλεεινόν, παχυνθέντος τοῦ περὶ τὴν
κόρην χιτῶνος καὶ ἐκ τοῦ πάθους ὑπολευκαίνοντος. Ὡς δὲ
ἐντὸς ἦμεν τῆς θείας ἐκείνης διαγωγῆς, διελόμενοι κατὰ
γένος τὴν ἐπίσκεψιν τῶν ἐν τόπῳ φιλοσοφούντων
ἐγώ τε καὶ ἡ ὁμόζυγος, ἐγὼ μὲν ἐν τῷ ἀνδρῶνι ἤμην,
ὧν καθηγεῖτο Πέτρος ὁ σὸς ἀδελφός, ἡ δὲ τοῦ παρθενῶνος
ἐντὸς γενομένη τῇ ἁγίᾳ συνῆν.

Ευσέβιος. Praeparatio evangelica (2018: 001)


“Eusebius Werke, Band 8: Die Praeparatio evangelica”, Ed. Mras, K.
Berlin: Akademie–Verlag, 43.1:1954; 43.2:1956; Die griechischen
christlichen Schriftsteller 43.1 & 43.2.Book 8, chapter 14, section 55, li.
3
135

αἱ τῶν στοιχείων μεταβολαὶ ταῦτα γεννῶσιν, οὐ προηγούμενα ἔργα


φύσεως,
ἀλλ' ἑπόμενα τοῖς ἀναγκαίοις καὶ τοῖς προηγουμένοις ἐπακολουθοῦντα. εἰ

δέ τινες τῶν χαριεστέρων συναπολαύουσι τῆς ἀπὸ τούτων βλάβης, οὐκ


αἰτιατέον  
τὴν διοίκησιν. πρῶτον μὲν γὰρ οὐκ εἴ τινες ἀγαθοὶ παρ' ἡμῖν νομίζονται,
καὶ
πρὸς ἀλήθειάν εἰσιν, ἐπειδὴ τὰ θεοῦ κριτήρια τῶν κατὰ τὸν ἀνθρώπινον
νοῦν
πάντων ἀκριβέστερα· δεύτερον δὲ τὸ προμηθὲς ἐπὶτὸ τῶν ἐν κόσμῳ συν-
εκτικώτατονὁρᾶν ἀγαπᾷ, καθάπερ ἐν ταῖς βασιλείαις καὶ στραταρχίαις
ἐπὶ τὰς πόλεις καὶ τὰ στρατόπεδα, οὐκ ἐπί τινα τῶν ἠμελημένων καὶ
ἀφανῶν ἕνα
τὸν προστυχόντα. λέγουσιδέ τινες, καθάπερ ἐν ταῖς τυραννοκτονίαις
καὶ τοὺς συγγενεῖς ἀναιρεῖσθαι νόμιμόν ἐστιν ὑπὲρ τοῦ μεγέθει τῆς
τιμωρίας
ἐπισχεθῆναι τὰ ἀδικήματα, τὸν αὐτὸν τρόπον κἀν ταῖς λοιμώδεσι νόσοις
παραπ-
όλλυσθαί τινας τῶνμὴ ὑπαιτίων, ἵνα πόρρωθεν οἱ ἄλλοι σωφρονίζωνται,
δίχα τοῦ ἀναγκαῖον εἶναι τοὺς ἐμφερομένους ἀέρι νοσώδει νοσεῖν, ὥσπερ
καὶ
τοὺς ἐν νηὶ χειμαζομένους κινδυνεύειν ἐξίσου. τὰ δ' ἄλκιμα τῶν θηρίων
γέγονεν (οὐ γὰρ ὑποσιωπητέον, εἰ καὶ τῷ δεινὸς εἰπεῖν εἶναι προλαβὼν
τὴν
ἀπολογίαν διέσυρες) ἀσκήσεως ἕνεκα τῆς πρὸς τοὺς πολεμικοὺς ἀγῶνας.
τὰ
γὰρ γυμνάσια καὶ αἱ συνεχεῖς θῆραι συγκροτοῦσι καὶ νευροῦσιν εὖ μάλα
τὰ
σώματα καὶ πρὸ τῶν σωμάτων τὰς ψυχὰς ἐθίζουσιν ἐχθρῶν ἐξαπιναίους
ἐφό-
δους τῷ καρτερῷ τῆς ῥώμης ἀλογεῖν. τοῖς δὲ τὰς φύσεις εἰρηνικοῖς ἔξε-
στιν οὐ μόνον τειχῶν ἐντός, ἀλλὰ καὶ κλισιάδων θαλαμευομένοις ἀποζῆν
ἀνεπι-
βουλεύτως, ἔχουσιν εἰς ἀπόλαυσιν ἀφθονωτάτας ἡμέρων ἀγέλας· ἐπειδὴ
σῦς

Ευσέβιος. Historia ecclesiastica (2018: 002)


“Eusèbe de Césarée. Histoire ecclésiastique, 3 vols.”, Ed. Bardy, G.
Paris: Cerf, 1:1952; 2:1955; 3:1958, Repr. 3:1967; Sources chrétiennes
31, 41, 55.Book 2, chapter 1, section 12, li. 4
136

τε ἔμπλεως δυνάμεως κηρύττει πρῶτος τοῖς αὐτόθι τὸν λόγον,


τοσαύτη δ' αὐτῷ θεία συνήργει χάρις, ὡς καὶ Σίμωνα τὸν μάγον
μετὰ πλείστων ὅσων τοῖς αὐτοῦ λόγοις ἑλχθῆναι. ἐπὶ τοσοῦ-
τον δ' ὁ Σίμων βεβοημένος κατ' ἐκεῖνο καιροῦ τῶν ἠπατημένων
ἐκράτει γοητείᾳ, ὡς τὴν μεγάλην αὐτὸν ἡγεῖσθαι εἶναι δύναμιν
τοῦ θεοῦ. τότε δ' οὖν καὶ οὗτος τὰς ὑπὸ τοῦ Φιλίππου δυνάμει
θείᾳ τελουμένας καταπλαγεὶς παραδοξοποιίας, ὑποδύεται καὶ
μέχρι λουτροῦ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν καθυποκρίνεται· ὃ καὶ
θαυμάζειν ἄξιον εἰς δεῦρο γινόμενον πρὸς τῶν ἔτι καὶ νῦν τὴν
ἀπ' ἐκείνου μιαρωτάτην μετιόντων αἵρεσιν, οἳ τῇ τοῦ σφῶν
προπάτορος μεθόδῳ τὴν ἐκκλησίαν λοιμώδους καὶ ψωραλέας
νόσου δίκην ὑποδυόμενοι, τὰ μέγιστα λυμαίνονται τοὺς οἷς ἐνα-
πομάξασθαι οἷοί τε ἂν εἶεν τὸν ἐν αὐτοῖς ἀποκεκρυμμένον δυσαλθῆ
καὶ χαλεπὸν ἰόν. ἤδη γέ τοι πλείους τούτων ἀπεώσθησαν,
ὁποῖοί τινες εἶεν τὴν μοχθηρίαν, ἁλόντες, ὥσπερ οὖν καὶ ὁ Σίμων
αὐτὸς πρὸς τοῦ Πέτρου καταφωραθεὶς ὃς ἦν, τὴν προσήκουσαν
ἔτισεν τιμωρίαν.
 ἀλλὰ γὰρ εἰς αὔξην ὁσημέραι προϊόντος τοῦ σωτηρίου κη-
ρύγματος, οἰκονομία τις ἦγεν ἀπὸ τῆς Αἰθιόπων γῆς τῆς αὐτόθι
βασιλίδος, κατά τι πάτριον ἔθος ὑπὸ γυναικὸς τοῦ ἔθνους εἰς
ἔτι νῦν βασιλευομένου, δυνάστην· ὃν πρῶτον ἐξ ἐθνῶν πρὸς  

Ευσέβιος. Historia ecclesiastica Book 9, chapter 8, section 5, li. 6

 αὐτὸς μὲν οὖν περὶ τὸν πρὸς Ἀρμενίους πόλεμον ἅμα


τοῖς αὐτοῦ στρατοπέδοις κατεπονεῖτο, τοὺς δὲ λοιποὺς τῶν
τὰς ὑπ' αὐτὸν πόλεις οἰκούντων δεινῶς ὁ λιμός τε ἅμα καὶ
ὁ λοιμὸς κατετρυχέτην, ὡς ἑνὸς μέτρου πυρῶν δισχιλίας καὶ
πεντακοσίας Ἀττικὰς ἀντικαταλλάττεσθαι.
         μυρίοι μὲν οὖν ἐτύγχανον οἱ κατὰ πόλεις θνῄσκοντες, πλείους δὲ
τούτων οἱ κατ' ἀγρούς τε καὶ κώμας, ὡς ἤδη καὶ τὰς πάλαι τῶν
ἀγροίκων πολυάνδρους ἀπογραφὰς μικροῦ δεῖν παντελῆ
παθεῖν ἐξάλειψιν, ἀθρόως σχεδὸν ἁπάντων ἐνδείᾳ τροφῆς
καὶ λοιμώδει νόσῳ διεφθαρμένων.
         τινὲς μὲν οὖν τὰ
ἑαυτῶν φίλτατα βραχυτάτης τροφῆς τοῖς εὐπορωτέροις
ἀπεμπολᾶν ἠξίουν, ἄλλοι δὲ τὰς κτήσεις κατὰ βραχὺ διαπι-
πράσκοντες εἰς ἐσχάτην ἐνδείας ἀπορίαν ἤλαυνον, ἤδη δέ
τινες σμικρὰ χόρτου διαμασώμενοι σπαράγματα καί τινας
ἀνέδην φθοροποιοὺς ἐσθίοντες πόας, τὴν τῶν σωμάτων ἕξιν
λυμαινόμενοι διώλλυντο.
137

Ευσέβιος. Historia ecclesiastica Book 9, chapter 8, section 11, li. 5

ἡμέραις πλείοσιν ἄταφα διερριμμένα θέαν τοῖς ὁρῶσιν


οἰκτροτάτην παρέχειν.
         ἤδη γέ τοι καὶ κυνῶν τινες
ἐγίνοντο βορά, δι' ἣν μάλιστα αἰτίαν οἱ ζῶντες ἐπὶ τὴν
κυνοκτονίαν ἐτράποντο δέει τοῦ μὴ λυσσήσαντας ἀνθρωπο-
φαγίαν ἐργάσασθαι.
         οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ ὁ λοιμὸς πάντας
οἴκους ἐπεβόσκετο, μάλιστα δ' οὓς ὁ λιμὸς διὰ τὸ εὐπορεῖν
τροφῶν οὐχ οἷός τε ἦν ἐκτρῖψαι· οἱ γοῦν ἐν περιουσίαις,
ἄρχοντες καὶ ἡγεμόνες καὶ μυρίοι τῶν ἐν τέλει, ὥσπερ
ἐπίτηδες τῇ λοιμώδει νόσῳ πρὸς τοῦ λιμοῦ καταλελειμμένοι,
ὀξεῖαν καὶ ὠκυτάτην ὑπέμενον τελευτήν. πάντα δ' οὖν
οἰμωγῶν ἦν ἀνάπλεα, κατὰ πάντας τε στενωποὺς ἀγοράς τε
καὶ πλατείας οὐδ' ἦν ἄλλο τι θεωρεῖν ἢ θρήνους μετὰ τῶν
συνήθων αὐτοῖς αὐλῶν τε καὶ κτύπων.
         τοῦτον δὴ τὸν
τρόπον δυσὶν ὅπλοις τοῖς προδεδηλωμένοις λοιμοῦ τε ὁμοῦ
καὶ λιμοῦ στρατεύσας, ὅλας ὁ θάνατος ἐν ὀλίγῳ γενεὰς
ἐνεμήθη, ὡς ὁρᾶν ἤδη δυεῖν καὶ τριῶν σώματα νεκρῶν ὑπὸ
μίαν ἐκφορὰν προκομιζόμενα.

Ευσέβιος. Vita Constantini (2018: 020)


“Eusebius Werke, Band 1.1: Über das Leben des Kaisers Konstantin”,
Ed. Winkelmann, F.Berlin: Akademie–Verlag, 1975; Die griechischen
christlichen Schriftsteller.Book 2, chapter 28, section 1, li. 2

θήσεις πανώλεθροι, ἐντεῦθεν ἐλαττώσεις μὲν τῶν πρὸς τὰς χρείας ἀναγ-
καίων, πλῆθος δὲ τῶν ἐπηρτημένων δεινῶν, ἐντεῦθεν οἱ τῆς τοσαύτης
ἀρχηγοὶ δυσσεβείας ἢ ἀνατλάντες τὰ ἔσχατα θάνατον πανώλεθρον
ἐδυστύχησαν, ἢ ζωὴν αἰσχίστην διάγοντες θανάτου ταύτην βαρυτέραν
ἐπέγνωσαν, καὶ οἷον ἰσομέτρους ταῖς ἀδικίαις τὰς τιμωρίας ἐκομίσαντο.
τοσοῦτον γὰρ ἕκαστος εὕρατο συμφορῶν, ὅσον τις καὶ καταπολεμῆσαι
τὸν θεῖον ὡς ᾤετο νόμον ὑπ' ἀλογίας προήχθη, ὥστ' αὐτοῖς μὴ παρὰ
τὴν ζωὴν εἶναι βαρέα μόνον, ἀλλὰ καὶ τῶν ὑπὸ γῆς κολαστηρίων
χαλεπώτερον προσδοκᾶσθαι τὸν φόβον.  
 Τοιαύτης δὴ καὶ οὕτω βαρείας δυσσεβείας τὰ ἀνθρώπεια κατεχούσης,
καὶ τῶν κοινῶν οἷον ὑπὸ νόσου λοιμώδους τινὸς ἄρδην διαφθαρῆναι
138

κινδυνευόντων καὶ θεραπείας σωτηρίου πολλῆς χρῃζόντων, τίνα τὸ


θεῖον ἐπινοεῖ κουφισμόν, τίνα τῶν δεινῶν ἀπαλλαγήν; ἐκεῖνο δὲ πάντως
νοητέον θεῖον, ὃ μόνον τε καὶ ὡς ὄντως ἔστι καὶ διαρκῆ κατὰ παντὸς
ἔχει τοῦ χρόνου τὴν δύναμιν. πάντως δὲ οὐ κόμπος τὸ τὴν παρὰ τοῦ
κρείττονος εὐποιίαν ὁμολογοῦντα σεμνολογεῖσθαι. τὴν ἐμὴν ὑπηρεσίαν
πρὸς τὴν ἑαυτοῦ βούλησιν ἐπιτηδείαν ἐζήτησέν τε καὶ ἔκρινεν, ὃς ἀπὸ
τῆς πρὸς Βρεττανοῖς ἐκείνης θαλάσσης ἀρξάμενος καὶ τῶν μερῶν, ἔνθα
δύεσθαι τὸν ἥλιον ἀνάγκῃ τινὶ τέτακται κρείττονι, ἀπωθούμενος καὶ
διασκεδαννὺς τὰ κατέχοντα πάντα δεινά, ἵν' ἅμα μὲν ἀνακαλοῖτο τὸ
ἀνθρώπειον γένος τὴν περὶ τὸν σεμνότατον νόμον θεραπείαν τῇ παρ'
ἐμοῦ

Επιφάνιος Panarion (= Adversus haereses) (2021: 002)


“Epiphanius, Bände 1–3: Ancoratus und Panarion”, Ed. Holl, K.
Leipzig: Hinrichs, 1:1915; 2:1922; 3:1933; Die griechischen christlichen
Schriftsteller 25, 31, 37.Vol. 1, p. 294, li. 18

τει αὐτῶν πᾶσαν ῥίζαν τῆς κακίας, περὶ χηρῶν νεωτέρων παραγ-
γέλλων «χήρας» φησίν «νεωτέρας παραιτοῦ· μετὰ γὰρ τὸ καταστρη-
νιᾶσαι τοῦ Χριστοῦ γαμεῖν θέλουσιν, ἔχουσαι κρίμα, ὅτι τὴν πρώ-
την πίστιν ἠθέτησαν»· «ἀλλὰ γαμείτωσαν τεκνοποιείτωσαν οἰκοδε-
σποτείτωσαν». εἰ δὲ ὁ ἀπόστολος λέγει τεκνογονεῖν [οἰκοδεσποτεῖν],
οὗτοι δὲ παραιτοῦνται τὴν τεκνογονίαν, ὄφεώς ἐστι καὶ κακῆς διδα-
σκαλίας τὸ ἐπιχείρημα. ἡττώμενοι γὰρ τῇ ἡδονῇ τῆς πορνείας ἐπι-
νοοῦσιν ἑαυτοῖς ἀκαθαρσίας προφάσεις, ὅπως δόξωσι πληροφορεῖν
τὴν ἑαυτῶν ἀσέλγειαν. καὶ ἔδει μὲν ἀληθῶς ταῦτα μήτε λέγεσθαι
μήτε ἐν συντάγμασι καταξιοῦσθαι γράφεσθαι, θάπτεσθαι δὲ ὥσπερ
νεκρόν τινα ὀδωδότα καὶ λοιμώδη ἀποφορὰν πνέοντα, ἵνα μὴ καὶ
διὰ τῆς ἀκοῆς λυμήνηται τοὺς ἀνθρώπους. καὶ εἰ μὲν παρεληλύθει
ἡ τοιαύτη αἵρεσις καὶ οὐκέτι ἦν ἐν τῷ βίῳ, ἀγαθὸν ἦν ταύτην θάψαι
καὶ μήτε ὅλως περὶ αὐτῆς εἰπεῖν. ἐπειδὴ δὲ καὶ ἔστι καὶ πράττεται,
προετράπημεν δὲ ὑπὸ τῆς ὑμῶν τιμιότητος περὶ πάντων εἰπεῖν,
μέρη αὐτῆς διηγησάμην ἀναγκασθείς, ἵνα τὸ φιλάληθες μὴ παρασιω-
πήσω, ἀλλὰ ὑφηγήσωμαι εἰς ἀποτροπὴν μὲν τῶν ἀκουόντων, εἰς
ἐξαγωγὴν δὲ τῶν πραττόντων. πόθεν γὰρ οὐκ ἔχομεν δεῖξαι τοὺς
παρ' αὐτοῖς φόνους καὶ τερατώδη ἔργα καὶ τελετὰς διαβόλου ἐξ ἐπι-
πνοίας τοῦ αὐτοῦ διαβόλου τοῖς ἐμβεβροντημένοις δοθείσας;
 15. Καὶ εὐθὺς μὲν οὖν ἐλέγχονται εἰς ὃ φαντασιοῦνται καὶ

Επιφάνιος Panarion (= Adversus haereses) Vol. 1, p. 305, li. 11


139

κακὰς αὐτῶν πράξεις τὸ ἀνταπόδομα ἀποδοθήσεται αὐτοῖς. ἀδεῶς


γὰρ τὸν νοῦν αὐτῶν εἰς οἶστρον ἐκδεδωκότες πάθεσιν ἡδονῶν μυρίων
ἑαυτοὺς παραδεδώκασι. φασὶ γὰρ ὅτι ὅσα νομίζεται παρὰ ἀνθρώποις
κακὰ εἶναι οὐ κακὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ φύσει καλά (οὐδὲν γάρ ἐστι φύσει
κακόν), τοῖς δὲ ἀνθρώποις νομίζεται εἶναι φαῦλα. καὶ ταῦτα πάντα
ἐάν τις πράξῃ ἐν τῇ μιᾷ ταύτῃ παρουσίᾳ, οὐκέτι μετενσωματοῦται
αὐτοῦ ἡ ψυχὴ εἰς τὸ πάλιν ἀντικαταβληθῆναι, ἀλλὰ ὑπὸ ἓν ποιήσασα
πᾶσαν πρᾶξιν ἀπαλλαγήσεται, ἐλευθερωθεῖσα καὶ μηκέτι χρεωστοῦσά
τι τῶν πρὸς πρᾶξιν ἐν τῷ κόσμῳ. ποίαν δὲ πρᾶξιν δέδια πάλιν
εἰπεῖν, μὴ βορβόρου δίκην κεκαλυμμένου ὀχετὸν ἀποκαλύψω καί τισι
δόξω λοιμώδους δυσοδμίας ἐργάζεσθαι τὴν ἐμφόρησιν. ἀλλ' ὅμως
ἐπειδήπερ ἐξ ἀληθείας συνεχόμεθα τὰ παρὰ τοῖς ἠπατημένοις ἀπο-
καλύψαι, σεμνότερον εἰπεῖν τε καὶ τῆς ἀληθείας μὴ ἔξω βαίνειν
ἐμαυτὸν καταναγκάσω. τί δὲ ἀλλ' ὅτι πᾶσαν ἀρρητουργίαν καὶ
ἀθέμιτον πρᾶξιν, ἣν οὐ θεμιτὸν ἐπὶ στόματος φέρειν, οὗτοι πράτ-
τουσιν καὶ πᾶν εἶδος ἀνδροβασιῶν καὶ λαγνιστέρων ὁμιλιῶν πρὸς
γυναῖκας ἐν ἑκάστῳ μέλει σώματος· μαγείας τε καὶ φαρμακείας καὶ
εἰδωλολατρείας ἐκτελοῦντες τοῦτο εἶναί φασιν ἐργασίαν ἀποδόσεως  
τῶν ἐν τῷ σώματι ὀφλημάτων εἰς τὸ μηκέτι ἐγκαλεῖσθαι ἢ μέλλειν
τι πράξεως ἔργον ἀπαιτεῖσθαι, καὶ τούτου ἕνεκα μὴ ἀποστρέφεσθαι
τὴν ψυχὴν μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀπαλλαγὴν καὶ πάλιν εἰς

Επιφάνιος Panarion (= Adversus haereses) Vol. 2, p. 48, li. 19

ἑαυτοῦ δύναμιν; εἰ δὲ τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν βούλεται ἐγκαταμῖξαι, οὐκ


ἄρα ἀλλοτρία ἡ ὕλη. εἰ δὲ καὶ ἔστιν ἀλλοτρία, τίς αὐτῷ τῆς ὕλης
παρέσχε τὴν ἐξουσίαν; καὶ πρῶτον λέγε μοι, ὦ ἀπατεών, πότερον
μισῶν τὴν ψυχὴν κατέδησεν αὐτὴν τῇ ὕλῃ ἢ ἀγνοῶν τὸ ἐσόμενον;
ἀλλ' οἶδα ὅτι οὐδέτερον τούτων ἐρεῖς. ὕλην γὰρ οὐ λέγομεν τὸ
σῶμα, μὴ γένοιτο, οὐδὲ τὰς τοῦ θεοῦ κτίσεις· ἀλλὰ ὕλην τινὰ οἶδεν
ἡ γραφὴ μετὰ ταύτην τὴν φαύλην εἰς δὲ κατασκευὰς ἑκάστῃ τέχνῃ
καὶ ἐργασίᾳ προκειμένην, ἄλλην τινά, λέγω δὲ τὴν ἐκ διανοίας φυο-
μένην ῥυπαρὰν ἐνθύμησιν καὶτοὺς βορβορώδεις λογισμοὺς τῆς
ἁμαρτίας. φύονται γὰρ ὡς ἀπὸ πηλοῦ δυσοδμία τε καὶ ἀκάθαρτος
ἀποφορὰ λοιμώδεις τε καὶ βορβορώδεις *, ὡς ὁ μακάριος Δαυὶδ διω-
κόμενος καὶ διαβαλλόμενος [ὡς] ὑπὸ πονηρῶν ἀνθρώπων ἔλεγεν
»ἐνεπάγην εἰς ὕλην βυθοῦ» καὶ τὰ ἑξῆς.
 5. Ἐπειδὴ δέ σοι δοκεῖ, Ἡρακλέων, τοῦτο λέγεσθαι ὕλην, τῶν
ἀνθρώπων τὰ σώματα καὶ τὸν ἐνθάδε κόσμον ἅπαντα, ἐπὶ ποίῳ
σκοπῷ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ὁ Δημιουργὸς τῇ ὕλῃ ἐγκατέμιξεν; εἰ
μὲν τὸ πονηρὸν ἀγνοῶν, οὐ δύναται δημιουργεῖν ὁ μὴ γινώσκων ὃ
βούλεται δημιουργῆσαι. οὔτε γὰρ ἡμεῖς τι πράττομεν καθ' ἑκάστην
140

τέχνην, ἐργαζόμενοι ὅπερ οὐ νοοῦμεν. καὶ προενθυμούμεθα γὰρ ὃ


ἐπιτελεῖν βουλόμεθα καὶ οἴδαμεν πρὶν ποιῆσαι ὃ ἐπιτελέσαι προῃρή-
μεθα. καίτοι γε ἡμεῖς ἀσθενεῖς ὄντες καὶ πολλὰ ἀποδέοντες τῆς

Βαλέριος Αψίνης. Ars rhetorica (2027: 001)“Rhetores Graeci, vol. 1”,


Ed. Spengel, L.Leipzig: Teubner, 1856, Repr. 1966.P. 357, li. 19

 Ὁπόταν ἀδίκημά τι μέγα τινος κατηγορῶμεν, οἷον


τυραννίδα, ὡς εἰ Κριτίαν κρίνοντες, ἁρμόσει ἐπισημηνα-
μένῳ τὸ μέγεθος τοῦ τολμήματος, ὡς οὐκ ἐφικτὸν λόγῳ,
οὕτως εἰσβάλλειν εἰς τὴν διήγησιν· καὶ ἔσται καθ' ὑπο-
γραφὴν ὁ λόγος.
 Ὁπόταν ἀδίκημά τινος κατηγορῶμεν, δοκοῦν μικρὸν
εἶναι, ἄξιον τοῦτο αὐτὸ ἐπισημηνάμενον, ὡς οὐ χρὴ
προλαμβάνειν οὐδὲ προκαταγινώσκειν τοῦ ἀγῶνος, ὡς
περὶ μικρῶν, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἀκρόασιν οὕτω διη-
γεῖσθαι.
 Ὁπόταν πάθος τι μέλλωμεν διεξιέναι, οἷον λοιμώδη
φθορὰν ἤ τι τοιοῦτον, ἁρμόσει ἐπισημηνάμενον ἐν κατα-
στάσει, ὡς ἔστιν οἰκτρὰ καὶ ἀνιαρὰ τὰ ῥηθησόμενα,
ἀναγκαῖα δέ, οὕτως εἰσβάλλειν εἰς τὴν διήγησιν, εἶτα
προαγαγεῖν δι' ὑπογραφῆς τὸν λόγον· ταῖς γὰρ ὑπογρα-
φαῖς μάλιστα τὰ πάθη χαίρει ἐν ταῖς διηγήσεσι. μὴ πει-
ρῶ εἰς τὰ καθ' ἕκαστα καθιέναι· εἰ δὲ μή γε, εἰς εὐτέ-
λειαν ἐκπεσεῖται ὁ λόγος· ἀλλὰ τὰ μὲν προφανῶς εἰπὲ ἐν
εἴδει, τὰ δ' ἐν γένει· ἔνια δὲ καὶ ἀποσιωπᾶν καὶ παρα-
λείπειν.

Βαλέριος Αψίνης. Ars rhetorica P. 405, li. 19

 Πάθος ποιοῦσιν αἱ ἀντεξετάσεις μάλιστα πρὸς τὰ


πρότερα, οἷον πρότερον μὲν ἐν ᾧ ἦν ἡ τύχη καὶ ὅτι λαμ-
προτέρα, νῦν δὲ οἵοις περιπέπτωκεν, ὡς παρ' Εὐριπίδῃ,
  πρῶτον μὲν οὖν μοι τἀγάθ' ἐξᾷσαι φίλον·
  πρὸς γὰρ κακοῖσι πλείον' οἶκτον ἐμβαλῶ.
 Πάθος ποιοῦσι καὶ αἱ παραθέσεις πρὸς ἕτερον· οἷον
εἰ λέγοις ἐν ἐκείνῳ τῷ ζητήματι· οἱ Ἀθηναῖοι πρεσβεύ-
ονται ἐπὶ τῶν τριάκοντα πρὸς Λακεδαιμονίους ἀξιοῦντες
ὑφ' ἑνὸς τυραννεῖσθαι· εἰ οὖν λέγοις, οὐδὲν τοσοῦτον ἡ
λοιμώδης νόσος, οὐχ ἡ Σικελία ἤνεγκε ταῖς Ἀθήναις πά-
θος, ὅσον οἱ τριάκοντα. ἐκεῖνα μὲν γὰρ εἴς γε μοῖράν τινα
141

τῆς δυνάμεως ἐλυμήναντο, οἱ δὲ διὰ πάντων διήκουσι.


 Πάθος ποιοῦσι καὶ αἱ ὑπερβολαὶ ἐν τῷ ἀορίστῳ·
τούτων δὲ δεινότερα οὐ γέγονεν οὐδὲ μείζω πράγματα
ἐφ' ἡμῶν ἐν τοῖς Ἕλλησιν, οἶμαι δὲ οὐδ' ἐν τῷ πρόσθεν
χρόνῳ.
 Πάθος ποιοῦσι καὶ αἱ ποιότητες τῶν προσώπων ἐξε-
ταζόμεναι, τίς ὢν δεινὰ πέπονθεν, οἷον ὅτι καλὸς κἀγα-
θός, ἢ ὅτι εὐεργέτης·

Αθανάσιος θεολόγος. ., Vita sanctae Syncleticae [Sp.] (2035: 104);


MPG 28.Vol. 28, p. 1501, li. 42

όδοις συνεχῶς χρώμεθα. Διὰ γὰρ τῶν αἰσθήσεων


ἡμῶν, κἂν μὴ βουλώμεθα, οἱ κλέπται εἰσίασι. Πῶς
γὰρ δύναται οἶκος, καπνοῦ ἐκ τῶν ἔξωθεν κινηθέν-
τος, καὶ τῶν θυρίδων ἀνοιγεισῶν, μὴ μελαίνεσθαι.
Ἀναγκαίως οὖν παραιτεῖσθαι προσήκει τὰς εἰς τὴν
ἀγορὰν προελεύσεις. Εἰ γὰρ ἐπαχθὲς καὶ βαρὺ ἡγού-
μεθα ἀδελφοὺς καὶ γονεῖς γυμνοὺς θεάσασθαι, πόσῳ
μᾶλλον ἐπιβλαβὲς ἡμῖν ἔσται θεωρῆσαι ἐπὶ τῶν
πλατειῶν τοὺς ἀπρεπῶς γεγυμνωμένους, ἔτι γε μὴν
καὶ ἀκόλαστα ῥήματα λέγοντας; Ἐκ τούτων γὰρ
συμβαίνει ἀηδεῖς καὶ λοιμώδεις φαντασίας προσέρ-
χεσθαι.
 Ὁπηνίκα δὲ καὶ εἰς τοὺς οἴκους ἑαυτὰς καθ-
είρξωμεν, οὐδὲ ἐκεῖ ὀφείλομεν ἔχειν τὸ ἀμέριμνον,
ἀλλ' ἀγρυπνεῖν· γέγραπται γάρ· Γρηγορεῖτε. Ὅσον
δὲ ἑαυτὰς ἀσφαλιζόμεθα πρὸς σωφροσύνην, τοσοῦτον
δριμυτέροις συναπτόμεθα λογισμοῖς. Ὁ γὰρ προς-
θεὶς, φησὶ, γνῶσιν, προστίθησιν ἄλγημα. Ὅσον
γὰρ προκόπτουσιν οἱ ἀθληταὶ, τοσοῦτον μείζοσι συν-
άπτονται ἀνταγωνισταῖς. Ὅρα πόσον ἀνέπτης, καὶ
οὐκ ὀλιγωρήσῃς πρὸς τὰ παρόντα.

Joannes Stobaeus Anthologus, Anthologium (2037: 001)


“Ioannis Stobaei anthologium, 5 vols.”, Ed. Wachsmuth, C., Hense, O.
Berlin: Weidmann, 1–2:1884; 3:1894; 4:1909; 5:1912, Repr. 1958.
Book 4, chapter 37, section 18, li. 18

καὶ συγκοπτομένοις ἐπιτήδειοι· καὶ γέρουσι δὲ ἁρμόζουσι


142

μᾶλλον τῶν ὑψηλῶν. οἱ δὲ παραθαλάττιοι τόποι τοῖς


τε ὑδρωπικοῖςκαὶ τοῖς ὑπὸ ῥεύματος οὑτινοσοῦν ἐνοχ-
λουμένοις ἁρμόδιοι, καὶ ὅπου δεῖ ἀμύξαι ἢ θάλψαι ἢ
ἀναστομῶσαι, ἀγαθοὶ δὲ καὶ νευρικοῖς ἢ ἀρθριτικοῖς
πᾶσιν, ἐπιτήδειοι δὲ καὶ εἰς ὄρεξιν κεκακωμένοις. οἱ δὲ
μεσόγειοι ψυχρότεροι τῶν παραθαλαττίων καὶ πρὸς μὲν
τὰ ὀξέα νοσήματα, ἐάν γε μὴ ἑλώδεις ὦσι μηδὲ κοῖλοι,
κρείττους τῶν παραθαλαττίων, πρὸς δὲ τὰ χρόνια χεί-
ρους. οἱ δὲ ἑλώδεις κακοὶ μὲν ἀεί, θέρους δὲ καὶ λοι-  
μώδεις. οἱ δὲ πετρώδεις θέρους μὲν πνιγώδεις, χειμῶνος
δὲ χαλεπῶς ψυχροί· οὐ φαῦλοι δὲ πρὸς ὑγείαν. οἱ δὲ
παραποτάμιοι ψυχροὶ καὶ ἀνώμαλοι, ἀτροφίαις μόναις
ἐπιτήδειοι ταῖς διὰ ξηρότητα συνισταμέναις. χείρους δὲ
τούτων οἱ τελματώδεις· οὐ γὰρ μόνον φαῦλον τὸν ἀέρα
κατασκευάζουσιν, ἀλλὰ καὶ τοὺς καρποὺς κακίους, στό-
μαχόν τε λυμαίνονται καὶ τὰ σπλάγχνα σκληροῦσιν καὶ
κακοεξίας καὶ κακοχυμίας καὶ ὕδρωπας ἀποτελοῦσι. κακοὶ
[γὰρ] δὲ καὶ οἱ πρὸς μετάλλοις τισὶν ὑφεστῶτες· ξηροὶ
γὰρ καὶ πνιγώδεις. οἱ δὲ βαθύγειοι εὐχυμότεροι ὄντες
ταῖς ξηροτέραις ἁρμόζουσι διαθέσεσιν. οἱ δὲ ἀργιλώδεις

Salaminius Hermias Sozomenus Scr. Eccl., Historia ecclesiastica (2048:


001)“Sozomenus. Kirchengeschichte”, Ed. Bidez, J., Hansen, G.C.
Berlin: Akademie–Verlag, 1960; Die griechischen christlichen
Schriftsteller 50.Book 7, chapter 26, section 4, li. 1

μαρτυροῦσιν οἱ ἐπιχώριοι, μέγιστα δὲ τὰ περὶ τὴν ἀναίρεσιν τοῦ δράκον-


τος, ὃς περὶ τὰς καλουμένας Χαμαιγεφύρας παρὰ τὴν λεωφόρον ἐφώλευε
καὶ
πρόβατα καὶ αἶγας, ἵππους τε καὶ βόας καὶ ἀνθρώπους ἐξήρπαζεν. οὐ
γὰρ ξίφος ἢ δόρυ φέρων οὐδὲ ἄλλο τι βέλος ἔχων ἐπὶ τουτὶ τὸ θηρίον
ἦλθεν·
ἀλλ' ὡς ᾔσθετο καὶ τὴν κεφαλὴν ὡς ἐφορμῆσον ἐξανέστησεν,
ἀντιπρόσωπον
αὐτῷ εἰς σταυροῦ σύμβολον τὸν ἀέρα τῷ δακτύλῳ κατεσήμανε καὶ ἐπέ-
πτυσε. τὸ δὲ τὸν σίελον εἰς τὸ στόμα δεξάμενον αὐτίκα κατέπεσε· καὶ
νεκρὸν κείμενον οὐ μεῖον τῶν παρ' Ἰνδοῖς ἱστορουμένων ἑρπετῶν
διεφάνη
τὸ μέγεθος· ἀμέλει τοι, ὡς ἐπυθόμην, ὑπὸ ζεύγεσιν ὀκτὼ εἰς τὸ πλησίον
πεδίον ἐξελκύσαντες αὐτὸ οἱ ἐπιχώριοι κατέκαυσαν, ὅπως μὴ διασαπεὶς
τὸν
ἀέρα λυμήνηται καὶ λοιμώδη ποιήσῃ. Δονάτῳ δὲ τούτῳ τάφος ἐστὶν
143

ἐπίσημος εὐκτήριος οἶκος ἀπ' αὐτοῦ τὴν ἐπωνυμίαν ἔχων, παρὰ τοῦτον δὲ

πηγὴ ὑδάτων πολλῶν, ἣν οὐ πρότερον οὖσαν εὐξαμένου αὐτοῦ τὸ θεῖον


ἀνέ-
δωκεν· ἦν μὲν γὰρ οὗτος ὁ χῶρος παντελῶς ἄνυδρος. ἐξ ὁδοιπορίας δέ
ποτε ἐνθάδε παραγενόμενος λέγεται τῶν ἀμφ' αὐτὸν ἀπορίᾳ ὕδατος
ταλαι-
πωρουμένων τῇ χειρὶ τὴν γῆν λαχήνας εὔξασθαι· ἅμα δὲ τῇ εὐχῇ ἄφθονον

ἀναβλύσαι ὕδωρ καὶ ἐξ ἐκείνου μὴ διαλιπεῖν. ἀλλὰ τῶνδε μὲν μάρτυρες


οἱ
τὴν Ἰσωρίαν οἰκοῦντες κώμην Εὐροίας καθ' ἣν τάδε συνέβη.
 Ἐν τούτῳ δὲ Τόμεως καὶ τῆς ἄλλης Σκυθίας τὴν ἐκκλησίαν ἐπετρόπευε
Θεότιμος Σκύθης, ἀνὴρ ἐν φιλοσοφίᾳ διατραφείς· ὃν ἀγάμενοι τῆς

Horapollo Gramm., Hieroglyphica (translatio Philippi) (2052: 001)


“Hori Apollinis hieroglyphica”, Ed. Sbordone, F.Naples: Loffredo, 1940.
Book 1, section 57, li. 4

... τόπον αὐτῷ μερίσας, οὗτος πρὸς τὴν ἑαυτοῦ μητέρα ἐπὶ γάμον
ἥκει, καὶ ἐᾷ τοῦτον ζῆν· εἰ δὲ μὴ ἐπιτρέψειεν αὐτῷ ποιήσασθαι πρὸς
τὴν μητέρα γάμον, ἀναιρεῖ αὐτόν, ἀνδρειότερος καὶ ἀκμαιότερος ὑπάρ-
χων· εἰς δὲ τὸ κατώτατον μέροςτῶν σκήπτρων ὄνυχας δύο ἱπποπο-
τάμου, ὅπως οἱ ἄνθρωποι τοῦτο ὁρῶντες καὶ τὸν περὶ αὐτοῦ λόγον ἐπι-
γινώσκοντες, προθυμότεροι εἰς εὐεργεσίαν ὑπάρχωσι.  

[Πῶς ἀχάριστον πρὸς τοὺς ἑαυτοῦ εὐεργέτας].

 Ἀχάριστον δὲ καὶ μάχιμον τοῖς ἑαυτοῦ εὐεργέταις σημαίνοντες, πε-


ριστερὰν ζωγραφοῦσιν. ὁ γὰρ ἄρσην, ἰσχυρότερος γενόμενος, διώκει τὸν
ἑαυτοῦ πατέρα ἀπὸ τῆς μητρός, καὶ οὕτως αὐτῇ πρὸς γάμον μίσγεται.
καθαρὸν δὲ τοῦτο τὸ ζῷον ὑπάρχειν δοκεῖ, ἐπειδὴ οὔσης λοιμώδους κα-
ταστάσεως, καὶ παντὸς ἐμψύχου τε καὶ ἀψύχου νοσωδῶς διατιθεμένου  
εἰς τοὺς ἐσθίοντας, τοῦτο μόνον οὐ μεταλαμβάνει τῆς τοιαύτης κακίας,
διόπερ κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸν οὐδὲν ἕτερον τῷ βασιλεῖ ἐν τροφῆς μέρει
παρατίθεται, εἰ μὴ μόνον περιστερά, τὸ δὲ αὐτὸ καὶ τοῖς ἐν ἁγνείαις
οὖσι, διὰ τὸ ὑπηρετεῖσθαι τοῖς θεοῖς. ἱστορεῖται δὲ ὅτι οὐ χολὴν ἔχει
τοῦτο τὸ ζῷον.  

Asterius Sophista Scr. Eccl., Commentarii in Psalmos (homiliae 31)


144

(2061: 001)“Asterii sophistae commentariorum in Psalmos quae


supersunt”, Ed. Richard, M.Oslo: Bro̸gger, 1956; Symbolae Osloenses,
fasc. suppl. 16.Homily 18, section 20, li. 9

Διηγήσομαι πάντα τὰ θαυμάσιά σου, τὰ ἐν δημιουργίᾳ,


τὰ ἐν προνοίᾳ, τὰ ἐν τῇ νομοθεσίᾳ, τὰ ἐν προφητείαις, τὰ ἐν τῇ
σῇ παρουσίᾳ, τὰ ἐν τῇ δικαιοκρισίᾳ.Εὐφρανθήσομαι
καὶ ἀγαλλιάσομαι ἐν σοί, ψαλῶ τῷ ὀνόματί σου,
ὕψιστε. Καὶ διὰ τί εὐφραινόμενος ψάλλειν εἶπεν; Ἵνα καὶ σὲ
διδάξῃ εὐημεροῦντα καὶ ἑορτάζοντα καὶ ἡμέραν εὐφροσύνης
ἄγοντα, μὴ ᾄδειν θεατρικὰ ᾄσματα, μηδὲ ψάλλειν πορνικὰ με-
λῳδήματα, μηδὲ θεῶν καὶ δαιμόνων ὄργανον τὴν θεολόγον
γλῶσσαν ἐργάζεσθαι, ἀλλ' ἵνα εὐφραινόμενος ψάλλῃς καὶ δοξάζῃς
τὸν θεὸν λέγων·Εὐφρανθήσομαι καὶ ἀγαλλιάσομαι ἐν
σοί, ψαλῶ τῷ ὀνόματί σου. Οὐχ οὕτω γὰρ ἡ λοιμώδης
ἀναθυμίασις καταβλάπτει τὴν ὄσφρησιν ὡς ἡ ἐν εὐωχίαις αἰσχρο-
λογία διαφθείρει τὴν ψυχήν. Λέγει ὁ ἀπόστολος·Φθείρουσιν
ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί. Ἀλλ' οἱ μὲν αἰσχρολόγοι βορ-  
βόρου καὶ δυσωδίας λάκκον τὴν γλῶσσαν ἐργάζονται· ἐγὼ δὲ
τῇ ψαλμῳδίᾳ τὸ στόμα μυρίζομαι·Ψαλῶ τῷ ὀνόματί σου,
ὕψιστε. Καὶ ἐπειδὴ ὁ ψαλμὸς ὡς ῥάβδος κύνα διώκει τὸν
δαίμονα, ἅμα ἔμπροσθεν ἔψαλλεν, εὐθέως ὁ δαίμων ὀπίσω ἔφευγε.
Διὸ ἐπάγει·Ἐν τῷ ἀποστραφῆναι τὸν ἐχθρόν μου εἰς
τὰ ὀπίσω. Ἐχθρὸν δὲ λέγει τὸν διάβολον. Καὶ μάρτυς ὁ σωτὴρ
ἐν τῇ παραβολῇ τῶν ζιζανίων εἰπών·

Ιωάννης Χρυσόστομος. , De fato et providentia (orationes 1–6) (2062:


060); MPG 50.Vol 50, pg 756, ln 55

τὸ μέσον τῶν συμβουλευόντων, λόγου χρείαν ἔχειν


πρὸς τὸ μαθεῖν, ὅτι τὸ μὲν σωτήριον, τὸ δὲ βλαβερόν;
Μὴ, παρακαλῶ, μὴ τῶν ἀλόγων ὦμεν ἀλογώτεροι,
ἀλλ' ἀποπηδῶμεν, καὶ μὴ ἐπικλίνωμεν τὰς ἀκοάς·
Φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί· καὶ συγ-
γνώμης οὐκ ἔστι τυχεῖν τοὺς ἀπατηθέντας. Τίνος γὰρ
ἕνεκεν, ἂν μὲν λοιμικὸν χωρίον ἴδῃς καὶ ἐπίνοσον,
φεύγεις τὴν ἐκεῖ διατριβὴν, κἂν μυρία σε ἕλκῃ πρὸς
τὴν οἴκησιν ἐκείνην, πάντων τὴν τοῦ σώματος ὑγίειαν
προτιθείς· ὅταν δὲ λόγου τοῦ λοιμώδους τινὲς ὦσιν
ἐμπεπλησμένοι, καὶ νοσήματος, οὐχὶ σῶμα διαφθεί-
ροντος μόνον, ἀλλὰ καὶ ψυχὴν ἀπολλύντος, καὶ χείρω
καὶ φαυλοτέραν ἐργαζομένου, οὐκ ἀποπηδᾷς; Ἄκου-
145

σον, φησί τις σοφὸς ἀνὴρ, μὴ στήσῃς, ἀλλ' ἀποπή-


δησον, μὴ ἐγχρονίσῃς, καὶ τὴν βραχυτάτην ἐν τού-
τοις δεδοικὼς διατριβήν. Ταῦτα δὲ λέγομεν, οὐ τὴν
ἰσχὺν τῶν παρ' ἐκείνοις δογμάτων δεδοικότες, ἀλλὰ  
τὴν ὑμετέραν ἀσθένειαν φοβούμενοι. Ἡμῖν γὰρ τῇ
τοῦ Θεοῦ χάριτι ἀραχνίων ἀσθενέστερα τὰ ἐκείνων
φαίνεται, τοῖς τεθεμελιωμένοις τῇ πίστει,

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Expositiones in Psalmos (2062: 143); MPG


55.Vol 55, pg 437, ln 33

καὶ βίου ἠμελημένου ἡδέως ἀκούονται λόγοι, καὶ τὰ


τοιαῦτα, ἐκ πονηρίας πολλῆς προϊέμενοι· ὥσπερ δέ
εἰσιν ἔννοιαι καὶ ῥήματα πονηρίας, οὕτω καὶ ζωῆς.
Διὸ καὶ ἔλεγον οἱ μαθηταὶ τῷ Χριστῷ, Ῥήματα
ζωῆς αἰωνίου ἔχεις· καὶ πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα;
Λέγεται δὲ ῥήματα ζωῆς, τὰ ζωὴν παρέχοντα· λέγε-
ται δὲ καὶ ῥήματα σωτηρίας, τὰ σωτηρίαν περιποι-
οῦντα. Διὸ καί τις σοφὸς λέγει, Μὴ κωλύσῃς λόγον
ἐν καιρῷ σωτηρίας. Λόγοι πονηρίας καὶ οἱ πονηροὺς
ποιοῦντες τοὺς λέγοντας.
 ζʹ. Ὥσπερ γάρ εἰσιν ἀέρες λοιμώδεις καὶ νοσοποιοὶ,
οὕτω καὶ λόγοι. Ὅπερ γὰρ ἐργάζονται ἐν σώματι
ἐκεῖνοι, τοῦτο οὗτοι τῇ παραδεχομένῃ ψυχῇ. Εὔχεται
τοίνυν καὶ οὗτος δι' ὧν ἐπήγαγε, καὶ λέγει· Μὴ ἀφῇς
τὴν καρδίαν μου δέξασθαι λόγους τοιούτους, μὴ ἀφῇς
ἐκεῖ κλιθῆναι. Εἶδες πῶς δείκνυσι τὸ αὐτεξούσιον, καὶ
ὅτι οὐκ ἐν ἑαυτῇ τὴν πονηρίαν ἡ φύσις ἔχει, ἀλλ'
ἀπὸ ῥᾳθυμίας κλινομένη δέχεται; Τοῦ προφασίζεσθαι
προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις. Αὕτη μάλιστά ἐστιν ἡ τῆς
ἀπωλείας ὁδὸς, ὅταν ἢ αὐτὴ ἡ ἁμαρτοῦσα ψυχὴ τὸν

Cyrillus Scr. Eccl., Catecheses ad illuminandos 1–18 (2110: 003)


“Cyrilli Hierosolymorum archiepiscopi opera quae supersunt omnia, 2
vols.”, Ed. Reischl, W.C., Rupp, J.Munich: Lentner, 1:1848; 2:1860,
Repr. 1967.Catechesis 4, chapter 1, li. 8

τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς


ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοι-
χεῖα τοῦ κόσμου, καὶ τὰ ἑξῆς.
146

 Μιμεῖται τὴν ἀρετὴν ἡ κακία, καὶ τὸ ζιζάνιον βιάζεται


σῖτος νομισθῆναι· σχήματι μὲν πρὸς τὸν σῖτον ἐξομοιούμενον,
ἐκ δὲ τῆς γεύσεως ὑπὸ τῶν διακριτικῶν ἐξελεγχόμενον. Καὶ ὁ
Διάβολος μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτὸς, οὐχ ἵνα ἐπανέλ-
θῃ ὅπου καὶ ἦν· [ὥσπερ γὰρ ἄκμων, ἀνήλατον τὴν καρδίαν κτη-
σάμενος, ἀμετανόητον λοιπὸν ἔχει τὴν προαίρεσιν] ἀλλ' ἵνα τοὺς
ἰσάγγελον βίον πολιτευομένους, ἀβλεψίας σκότει, καὶ ἀπιστίας
λοιμώδει περιβάλλῃ καταστάσει. Πολλοὶ λύκοι περιάγουσιν ἐν ἐν-
δύμασι προβάτων, προβάτων μὲν ἐνδύματα κεκτημένοι, οὐ μὴν
καὶ ὄνυχας καὶ ὀδόντας· ἀλλὰ τὴν ἥμερον περικείμενοι δορὰν
καὶ τῷ σχήματι τοὺς ἀκάκους ἀπατῶντες, τὴν φθοροποιὸν τῆς  
ἀσεβείας ἐκ τῶν ὀδόντων προσχέουσιν ἰόν. Χρεία τοίνυν θείας ἡμῖν
χάριτος, καὶ νηφαλίου διανοίας καὶ βλεπόντων ὀφθαλμῶν· ἵνα
μήτε τὸ ζιζάνιον ὡς σῖτον φαγόντες, ἐξ ἀγνοίας βλαβῶμεν· μήτε
τὸν λύκον πρόβατον ὑπολαβόντες, θηρευθῶμεν· μήτε ἄγγελον
ἀγαθὸν, τὸν ὀλεθροποιὸν Διάβολον ὑποπτεύσαντες, καταποθῶ-
μεν. Περιέρχεται γὰρ ὡς λέων ὠρυόμενος, ζητῶν τίνα κατα-
πίῃ, κατὰ τὴν γραφήν. Διὰ τοῦτο ἡ Ἐκκλησία νουθετεῖ,

Cyrillus Scr. Eccl., Catecheses ad illuminandos 1-18 Catechesis 6,


chapter 22, li. 11

 Σκυθιανός τις ἦν ἐν Αἰγύπτῳ, Σαρακηνὸς τὸ γένος,


οὐδὲν κοινὸν οὔτε πρὸς Ἰουδαϊσμὸν οὔτε πρὸς Χριστιανισμὸν
κεκτημένος. Οὗτος τὴν Ἀλεξάνδρειαν οἰκήσας, καὶ τὸν Ἀριστο-
τελικὸν μιμησάμενος βίον, τέσσαρας βίβλους συνέταξε, μίαν κα-
λουμένην Εὐαγγέλιον, οὐ Χριστοῦ πράξεις περιέχουσαν, ἀλλ'
ἁπλῶς μόνον τὴν προσηγορίαν· καὶ μίαν ἄλλην καλουμένην Κε-
φαλαίων· καὶ μίαν τρίτην, Μυστηρίων· καὶ τετάρτην, ἣν νῦν  
περιφέρουσι, Θησαυρόν. Μαθητὴς δὲ ἦν τούτου Τερέβινθος
ὀνόματι. Ἀλλὰ τὸν προῃρημένον Σκυθιανὸν ἐλθεῖν εἰς τὴν Ἰου-
δαίαν καὶ λυμήνασθαι τὴν χώραν, νόσῳ θανατώσας ὁ Κύριος,
ἔπαυσε τὴν λοιμώδη κατάστασιν.
 Ὁ δὲ τῆς κακίας μαθητὴς Τερέβινθος, κληρονόμος ὢν
τοῦ χρυσοῦ καὶ τῶν βιβλίων καὶ τῆς αἱρέσεως, παραγενόμενος
ἐν τῇ Παλαιστίνῃ, καὶ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ γνωριζόμενος καὶ κατα-
γινωσκόμενος, ἔκρινεν εἰς τὴν Περσίδα μετελθεῖν. Ἵνα δὲ μὴ
ἐκ τῆς προσηγορίας κἀκεῖ γνωρίζηται, Βουδδᾶν μετωνόμασεν
ἑαυτόν. Ἀλλ' εἶχεν ἐκεῖ καὶ τοὺς ἀνταγωνιστὰς, τοὺς τοῦ Μί-
θρα· καὶ πολλῶν λόγων κινουμένων καὶ διαπληκτισμῶν, ἠλέγχετο.
147

Καὶ πέρας συνελαυνόμενος, προσφεύγει τινὶ χήρᾳ. Εἶτα ἐπὶ δώ-


ματος ἀνελθὼν, καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς ἀερίους δαίμονας,

Libanius Rhet., Soph., Progymnasmata (2200: 006)


“Libanii opera, vol. 8”, Ed. Foerster, R.Leipzig: Teubner, 1915, Repr.
1997.Progymnasma 11, section 24, subsection 5, li. 4

ἐν ἀνθρώποις τάφος τοσούτων σωμάτων γαστὴρ αὕτη


τὴν ἄσπαρτον μιμουμένη καὶ θυμὸς ἀπαραίτητος δα-
πάνην ὅλης εἰρεσίας ναυτικῆς. ὁ γάρ σοι, Πολύφημε,
λογισμὸς ὄκνον οὐκ ἔχει οὐδ' ἐβουλεύσω ποτὲ ἀνθρώ-
πινον, ἀλλ' ἔλεον μὲν ἐξῴκισας σεαυτοῦ, δίκῃ δὲ λοι-
δορῇ πάντοτε, χαίρεις δὲ τροφαῖς ἀθέσμοις. παρὰ μικρὸν
ὅλον ὁρῶ βίον δαπανώμενον.
         τίς ἡ τοσαύτη φθορὰ τῶν σωμάτων; τίς πολλὴ νόσος κατέσχε ψυχὰς
ἀνθρω-πίνας; νενίκηκας τὴν ἐξ Αἰθιοπίας καταβαίνουσαν λοιμώδη
νόσον. ὦ πόλεμοι παλαιοὶ καὶ τάξεις ἀρχαῖαι καὶ μάχαι συνεχεῖς.
      

Τίνας ἂν εἴποι λόγους Ὀδυσσεὺς τοὺς μνηστῆρας ἀνελών;

 Ἓν ἀγώνισμά μοι κατελείπετο καὶ τοῦτο ἔχει


τέλος εὐτυχὲς καὶ κεῖται τὸ τῶν μνηστήρων πλήρωμα.  
οἴχονται πάντες οἱ τοῖς ἐμοῖς ἀναιδῶς χρώμενοι. καὶ
τῆς ὕβρεως μὲν ἐλευθέρα ἡ γυνή, ἐλεύθερος δὲ τῆς
ἐπιβουλῆς ὁ παῖς, ἐμοὶ δὲ περίεστι τῶν οἴ-
κοι κρατεῖν.

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis (2580: 003)“Ioannis Laurentii


Lydi liber de ostentis et calendaria Graeca omnia”, Ed. Wachsmuth,
C.Leipzig: Teubner, 1897.Section 12, li. 27

ἅπασαν ζώνην καλῶς ἂν λαμβάνοιτο, καὶ διαφερόντως τὴν


Μαυρουσίων, οἳ καὶ προσεχεῖς εἰσὶ τῇ πρὸς δυσμὰς Εὐ-
ρώπῃ, μόνῳ τῷ λεγομένῳ κατὰ τοὺς ἐπιχωρίους φρέτῳ
οἱονεὶ πορθμῷ ἀπ' αὐτῆς διεστῶτες.
 Πέρας δὲ λοιμώξουσιν οἱ νικήσαντες, ὡς α[ἱρετὴν
αὐτοῖς] γεν[έσθαι καὶ] τὴν ἐν πολέμῳ ἀπώλειαν,
αὐχμὸς δὲ ἐξ αὐτοῦ καὶ λιμὸς [ἔσται καὶ] διαφερόν-
τως [τῇ Αἰγύπτῳ], ὡς ἐλεεινὴν τὴν ζωὴν τοῖς περι-
148

λειφθεῖσι νομισθῆναι· νόσος γὰρ βαρεῖα ἐπιπεσεῖται


τῇ νέᾳ ἡλικίᾳ, καὶ ὁ Νεῖλος ἀποστραφήσεται, καὶ  
ἀνομβρία λοιμώδης ἔσται. Εἰ δὲ ἐπὶ δύσιν ἀπίδοι,
ἕως τῶν Ἡρακλέους στηλῶν πόλεμος καὶ ἀπώλεια
ἔσται τῶν στρατευμάτων καὶ λιμὸς καὶ πτώσεις τῶν
βοσκημάτων. Εἰ δὲ ἐπὶ τὸν Βοώτην νεύοι, κρύος
ἀπηνὲς ἄχρι Εὐξείνου καὶ χειμῶνες ἀήθεις ἐπισχεθή-
σονται, καὶ πολέμιοι καταδραμοῦνται τὴν χώραν. καὶ
τὴν μὲν ἀρχὴν ἐλαττωθήσονται οἱ ἐγχώριοι, δυνάμεως
δ' ὕστερον συντρεχούσης οὐ μόνον ἡττηθήσονται οἱ
πολέμιοι, ἀλλὰ καὶ αἰχμάλωτοι οἱ ἡγεμόνες αὐτῶν ἐν
δεσμοῖς ἔσονται· εἶτα ἐκεῖθεν ἐπὶ μεσημβρίαν μετε-
λεύσεται ὁ νικήσας στρατός, καὶ τῶν ἐ[κεῖ ἀνθέξεται

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis Section 14, li. 16

Εὐφρατησίαν τε καὶ Φοινίκην καὶ Ταυροκιλικίαν γενή-


σεται. καὶ οὐ μόνον ἐν ἡμέρᾳ, ἀλλὰ καὶ ἐν νυκτὶ
οὕτως ἡ ἀχλὺς πυκνωθήσεται ὡς καὶ λαμπάδας ἀνημ-
μένας ἀποσβέννυσθαι. τοῖς δὲ καρποῖς ἐμφυήσεται ἡ
λεγομένη αἶρα καὶ ὑγρασία τις σηπτικὴ καὶ βλαπτικὴ
τοῖς ἀμητοῖς· ἐκτροπαί τε ποταμῶν καὶ ὄμβρων ῥήξεις
βιαιοτέρων καὶ κεραυνῶν βολαὶ ἔσονται, καὶ οὐδὲν
ἧττον ὁ αὐχμὸς ἐπιτελεῖ, ὡς καὶ τοὺς ἀεννάους τῶν
ποταμῶν ἀναφρυγῆναι. εἰ δὲ ἐπὶ νότον, ἔτι μᾶλλον
ξηρότερον ἔσται καὶ λοιμωδέστερον τὸ τοῦ ἀέρος κα-  
τάστημα, τοῦ Νείλου ὑποξηρανθέντος, ὥστε ἑρπετῶν
πάντα πληρωθῆναι. εἰ δὲ ἐπὶ τὴν ἄρκτον, ὁ μὲν
αὐχμὸς τῷ ψυχρῷ τοῦ κέντρου ἡττηθήσεται, πῦρ δὲ
ταῖς ὕλαις ἀδοκήτως καὶ τοῖς ὄρεσιν ἐμπεσεῖται, ὡς
μηδὲ τοὺς ἐν τοῖς ἄκροις ἢ φρουρίοις διατρίβοντας
ἔξω τῆς βλάβης γενέσθαι· θάνατός τε πολὺς ἔσται,
καὶ μάλιστα ἐπὶ τῆς Αἰγύπτου. ὅταν δὲ ἀνίσχων
πρὸς δυσμὰς ὁρᾷ, κεραυνοὺς μὲν τῇ χώρᾳ, πτῶσιν δὲ
τοῖς βοσκήμασι μαντεύεται, ἐμπρησμοί τε ἔσονται βαρεῖς.

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis Section 32, li. 44

 κʹ. εἰ βροντήσῃ, λιμὸν ἀλλ' οὐκ εἰς μακρὰν δηλοῖ.


 καʹ. εἰ βροντήσῃ, οἱ μύες φθαρήσονται, εὐθηνία
δὲ οὐ σίτου μόνον ἀλλὰ καὶ νομῆς, καὶ ἰχθύων πλῆθος.
 κβʹ. εἰ βροντήσῃ, εὐετηρίαν δηλοῖ.
149

 κγʹ. εἰ βροντήσῃ, ἄνεμος νοσώδης πνεύσει.


 κδʹ. εἰ βροντήσῃ, φρούριον τῇ πολιτείᾳ χρηστὸν
ὑπὸ πολεμίοις τελέσει.  
 κεʹ. εἰ βροντήσῃ, πόλεμος ἐπικίνδυνος ἔσται· καὶ
ἄνεμος νοσώδης πνεύσει.
 κϛʹ. εἰ βροντήσῃ, πόλεμον ἐμφύλιον καὶ πτῶσιν
πολλῶν δηλοῖ· ὄμβροι τε ἔσονται λοιμώδεις.
 κζʹ. εἰ βροντήσῃ, τὰ αὐτὰ ἀπειλεῖ.
 κηʹ. εἰ βροντήσῃ, τῆς συγκλήτου πολλοὶ ἀθυμίᾳ
φθαρήσονται.
 κθʹ. εἰ βροντήσῃ, οἱ μὲν χείρους κάλλιον πράξου-
σιν, αἱ δὲ ἐσόμεναι ὀπῶραι φθαρήσονται.
 λʹ. εἰ βροντήσῃ, θεοφιλέστερον οἱ ἄνθρωποι ζήσον-
ται· καὶ εἰκότως σύμμετρα τὰ κακά.

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis Section 42, li. 49

Τοξότην ἐχούσης σελήνης ἐπὶ τῆς τοῦ θερινοῦ


κέντρου τροπῆς, πλημμύρα ἔσται ὑδάτων ἀτμοί τε καὶ
χαλαζώδεις ὄμβροι, καὶ φθορὰ τῶν πτηνῶν, καὶ ναυ-
άγια οὐ μικρά, καὶ ἐλαττώσεις μὲν τῶν ὑγρῶν καρ-
πῶν, ἀφθονία δὲ τῶν ξηρῶν.
 Ὅταν γε μὴν τὸναἰγόκερων ἔχῃ σελήνη ἐπὶ τῆς
ἐν θέρει τροπῆς, οὕτως ἐπομβρήσει ὁ ἀὴρ ὡς ἐμποδὼν  
γενέσθαι τῇ συναγωγῇ τῶν καρπῶν καὶ μεταμελῆσαι
τοῖς γεωργοῖς τῆς ἐπὶ τῷ σπόρῳ σπουδῆς· ἐκ παρα-
δόξου δὲ οἱονεὶ τῆς προνοίας οἴνου μὲν καὶ ἐλαίου
ἀφθονία, ἥκιστα δὲ λοιμῶδες τὸ τοῦ ἀέρος κατάστημα.
 Τῷ δ'ὑδροχόῳ ἢ τοῖςἰχθύσιν ἐνδιατριβούσης
σελήνης τὰ αὐτὰ μὲν ἔσται σχεδὸν περὶ τὴν τῶν
καρπῶν ἐκδοχήν, ἐλάττους δὲ ἔσονται οἱ ἰχθύες πρὸς
αὐτούς, καὶ διαφερόντως οἱ ποτάμιοι καὶ ὅσοι θαλάς-
σης ἔξω μειωθήσονται.

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis Section 55, li. 13

λαιστίνῃ καὶ τῇ Ἰουδαίᾳ ἀπειλεῖ, ἐπὶ δὲ τῆς Εὐρώπης


Βρεταννίαις, Γαλατίαις, Γερμανίαις, Βαστάρναις. οἱ
δὲ βασιλεῖς στρατεύσονται κατὰ τῶν πολεμίων, ἀλλ'
οὐκ εὐτυχῶς· ἐλαττωθέντων γὰρ αὐτοῖς τῶν στρατευ-
150

μάτων οἱ στρατηγοὶ ἄπρακτοι ἀναζεύξουσι. πλείων


δὲ ἔσται ἐπὶ τῆς ἀνατολῆς ἡ τῶν ἀνδρῶν βλάβη παρὰ
τὰς γυναῖκας, ὅτι ἄρρεν ζῴδιον ὁ κριός.  
Ἥλιος ἐν ταύρῳ. εἰ σάλον συμβαίη γενέσθαι,
ἐπὶ μὲν τῆς ἄνω Ἀσίας Πέρσαις καὶ Αἰθίοψι τοῖς παρ'
Ἰνδὸν ποταμὸν τῇ τε παραλίᾳ τῆς μικρᾶς Κυκλάσι τε
καὶ Κύπρῳ ταῖς νήσοις ὄλεθρος ἐπικείσεται λοιμώδης ,
ὥστε καὶ αὐτὰ τὰ ὑποζύγια τῶν εἰρημένων χωρίων
φθαρῆναι· ἐκπύρωσίς τε αὐτοῖς βαρεῖα καὶ λοιμώδης ,
ἐκτροπαί τε ποταμῶν ἄσχετοι συμβήσονται, καὶ ἐπὶ τοῦ
θέρους λεῖψις τῶν ποταμίων ὑδάτων. ταῖς δὲ θήλεσι
τῶν ζῴων, λογικῶν τε καὶ ἀλόγων, πλείων ἡ βλάβη,
ὅτι θῆλυ ζῴδιον ὁ ταῦρος.
Ἥλιος ἐν διδύμοις. εἰ κίνημα γῆς ὁποιδήποτε
συμβήσεται, ἐπὶ μὲν τῆς μεγάλης Ἀσίας Ὑρκανίαν,
Ἀρμενίαν ἑκατέραν, Ἀμαδιανήν, ἐπὶ δὲ Λιβύης ἢ

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis Section 55, li. 15

δὲ βασιλεῖς στρατεύσονται κατὰ τῶν πολεμίων, ἀλλ'


οὐκ εὐτυχῶς· ἐλαττωθέντων γὰρ αὐτοῖς τῶν στρατευ-
μάτων οἱ στρατηγοὶ ἄπρακτοι ἀναζεύξουσι. πλείων
δὲ ἔσται ἐπὶ τῆς ἀνατολῆς ἡ τῶν ἀνδρῶν βλάβη παρὰ
τὰς γυναῖκας, ὅτι ἄρρεν ζῴδιον ὁ κριός.  
Ἥλιος ἐν ταύρῳ. εἰ σάλον συμβαίη γενέσθαι,
ἐπὶ μὲν τῆς ἄνω Ἀσίας Πέρσαις καὶ Αἰθίοψι τοῖς παρ'
Ἰνδὸν ποταμὸν τῇ τε παραλίᾳ τῆς μικρᾶς Κυκλάσι τε
καὶ Κύπρῳ ταῖς νήσοις ὄλεθρος ἐπικείσεται λοιμώδης ,
ὥστε καὶ αὐτὰ τὰ ὑποζύγια τῶν εἰρημένων χωρίων
φθαρῆναι· ἐκπύρωσίς τε αὐτοῖς βαρεῖα καὶ λοιμώδης ,
ἐκτροπαί τε ποταμῶν ἄσχετοι συμβήσονται, καὶ ἐπὶ τοῦ
θέρους λεῖψις τῶν ποταμίων ὑδάτων. ταῖς δὲ θήλεσι
τῶν ζῴων, λογικῶν τε καὶ ἀλόγων, πλείων ἡ βλάβη,
ὅτι θῆλυ ζῴδιον ὁ ταῦρος.
Ἥλιος ἐν διδύμοις. εἰ κίνημα γῆς ὁποιδήποτε
συμβήσεται, ἐπὶ μὲν τῆς μεγάλης Ἀσίας Ὑρκανίαν,
Ἀρμενίαν ἑκατέραν, Ἀμαδιανήν, ἐπὶ δὲ Λιβύης ἢ
μᾶλλον Εὐρώπης (ὅτι μέρος Εὐρώπης Λιβύη) Μαρ-
μαρικὴν καὶ Νασαμωνίτιδα καὶ ἁπλῶς τὴν

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis Section 56, li. 4


151

συμφορῶν οὐδεὶς οὐδενὶ ἔσται πιστός, οὐδὲ μητέρες


τέκνοις. πτώσεις τε καὶ ἀφανισμοὶ οἴκων, ἐμπρησμοί  
τε βαρεῖς. τύραννος πρὸς τούτοις ὠμότατος ταράξει
τοὺς νόμους, ὡς μηδὲ αὐτῶν τῶν ἱερῶν φείσασθαι.
τὰ δὲ τῶν συμφορῶν τοῖς ἄρρεσι τῶν ζῴων, καὶ
λογικῶν διαφερόντως, πλέον ἐπιπεσεῖται, ὅτι ἄρρεν
καὶ ἀνθρωποειδὲς ζῷον οἱ δίδυμοι.
Ἥλιος ἐν καρκίνῳ. εἰ σάλον ἐπιγενέσθαι
συμβαίη καθ' ὁντιναοῦν τόπον, ἐπὶ μὲν τῆς ἄνω
Ἀσίας τὰ προσεχῆ Πέρσαις ταραχθήσεται, νόσοι τε
λοιμώδεις ἐμπεσοῦνται τοῖς σώμασι τῶν ἐν αὐτοῖς ἐν-
δόξων, ὡς ἐρήμους ἀρχόντων γενέσθαι τὰς πόλεις
αὐτῶν. οἱ δὲ μετ' αὐτοὺς τῶν πραγμάτων ἀνθεξόμενοι,
ψήφῳ τοῦ πλήθους καὶ αὐτῶντῶν ἀρίστων ἀφελ-
κύσουσι τὰ τέκνα τῶν γονέων, καὶ ἀποδῶνται μακράν.
ἐπὶ δὲ τῆς κάτω Ἀσίας Βιθυνία Φρυγία τε πᾶσα, καὶ
Εὐρώπης μὲν ἡ Κολχική, ἣν νῦν προσαγορεύουσι
Λαζικήν, Λιβύης δὲ ἡ μέχρι Νουμιδίας Ἀφρικὴ τοῖς
αὐτοῖς ὁμιλήσει κακοῖς. ἐκλείψεις τε σεληνιακαὶ ἔσον-
ται, ὅτι σελήνης οἶκος ὁ καρκίνος. πλείων δὲ ὕβρις
γυναιξὶ γενήσεται, καὶ διαφερόντως ταῖς ἑταιριζομέναις,

Michael Psellus Polyhist., Oratoria minora (2702: 009)


“Michaelis Pselli oratoria minora”, Ed. Littlewood, A.R.
Leipzig: Teubner, 1985.Oration 7, li. 16

ποδός, ἀλλὰ σκιαμαχήσας ἄντικρυς καὶ οὐδ' ὅσον ὁ Ἰξίων πρὸς τὸ τῆς
Ἥρας ἐληλυθὼς εἴδωλον. οὐ γὰρ ἀλληγορεῖν νῦν τὸν μῦθον προῄρημαι.  

εἶτα οὐκ ᾔσθησαι ὅτι σὲ καὶ ὁ πολιτικὸς εὐθὺς ἀπελαύνει νόμος; μᾶλλον
δέ. εἰ μὲν φωράσει, κολάζει· εἰ δ' οὖν ὥσπερ οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς
βλάπτοντας
ἀναιροῦσι τὸν νόμον, οὕτω δὴ καὶ τὰς σὰς γραφὰς ἐμπιπρᾷ. καὶ τό γε
μεῖζον ὅτι καὶ ὁ τοῖς σοῖς μυστηρίοις προσεσχηκὼς οὐχ ὡς ἀπὸ τῶν
Ἐλευσινίων ἄπεισι λαμπρός τε καὶ γεγηθώς, ἀλλ' ἀπομόργνυται τοῦ
μιάσματος. καὶ ἀποκλείει τούτῳ θύραν παρρησίας ὁ νόμος, ὥσπερ
Μωαβίταις καὶ Ἀμμανίταις ὁ παλαιὸς εἰς θεὸν ἀσεβήσασι. τοσοῦτον τῆς
νοσερᾶς ἐπεσπάσω ἀτμίδος καὶ τοσαύτης ἀνεπλήσθης τῆς λώβης καὶ τῆς
τοῦ σώματος ὕβρεως, ὡς καὶ τοῖς ἐγγίσασιν εὐθὺς τοῦ λοιμώδους
μεταδι-
δόναι νοσήματος. καὶ τοὺς μὲν ἄλλους ὁ νόμος πυρὸς ἀπείργει καὶ
152

ὕδατος, ἤν τι τῶν ἐπιρρήτων φωράσῃ ποιήσαντας, σὺ δὲ ἑαυτὸν καὶ


φωτὸς ἀπεστέρησας κολάσας τοῦ ἐνθυμήματος. καὶ ὁ μὲν ὄφις προς-
ερπύσας εἶτα δακὼν αὖθις ὑπείσεισι τὴν χειάν, σὺ δὲ οὐδὲ τοσοῦτον τοῦ
φωλεοῦ προελήλυθας οὐδ' ὄπισθεν βαλὼν ἀπελήλυθας, ἀλλ' ὑπὸ σκότῳ
που κατὰ τῆς σκιᾶς ἡμῶν ψηφισάμενος, οὐδὲ ἀνέγνως ὥσπερ οἱ παλαιοὶ
ῥήτορες τὴν συγγραφὴν ἐπὶ βήματος, ἀλλ' ἕτερον τρόπον τὴν τοῦ μύθου
Ἔριν μεμίμησαι. ἐκείνη μὲν γὰρ χρυσοῦν ἀφῆκε μῆλον ἀμφίβολον ταῖς
καλαῖς ἐπὶ τὸ συσσίτιον τῶν θεῶν, σὺ δὲ ἐναγὲς βιβλίον καὶ λοίδορον,

Evagrius Scholasticus Scr. Eccl., Historia ecclesiastica (2733: 001)


“The ecclesiastical history of Evagrius with the scholia”, Ed. Bidez, J.,
Parmentier, L.London: Methuen, 1898, Repr. 1979.P. 177, li. 7

ἔμαθεν ὁ Χοσρόης ὀλίγους τῇ πόλει κομιδῆ ἐναπομεῖναι,


ἐξώρους τε καὶ ἀώρους, τῆς σφριγώσης ἡλικίας ἐκποδὼν
γενομένης, ἔγνω τοῦ μάρτυρος εἶναι τὸ θαῦμα· καὶ δείσας
καὶ τὴν Χριστιανῶν πίστιν ἀγάμενος, ἀπῆρε πρὸς τὰ  
οἰκεῖα. Ὃν καί φασιν ἐν ταῖς τελευταίαις ἀναπνοαῖς τῆς
θείας ἀξιωθῆναι παλιγγενεσίας.
 29. Ἀφηγήσομαι δὲ καὶ τὰ περὶ τῆς ἐπισκηψάσης
νόσου, τοῦτο δεύτερον καὶ πεντηκοστὸν ἔτος, μὴ πρότερον
ἱστορηθέν, κρατησάσης καὶ πᾶσαν γῆν ἐπινεμηθείσης.
Τῆς γὰρ Ἀντιόχου πρὸς Περσῶν ἁλούσης, ἔτεσιν ὕστερον
δύο, πάθος ἐπεδήμησε λοιμῶδες ἔν τισι μὲν συμφερόμενον
τῷ ὑπὸ Θουκυδίδου γραφέντι, ἔν τισι δὲ πολλῷ διαλλάττον.
Καὶ ἦρχθαι μὲν ἐξ Αἰθιοπίας καὶ νῦν ἐλέγετο. Τὴν δὲ
πᾶσαν ἀμοιβαδὸν διέδραμεν οἰκουμένην, οὐδένας ἀνθρώπων
οἶμαι ἀπειράτους τοῦ νοσήματος καταλελοιπός. Καὶ ἔνιαι
μὲν πόλεις ἐπὶ τοσοῦτον κατεσχέθησαν ἄχρι καὶ τοῦ
παντάπασι κενὰς οἰκητόρων γενέσθαι. Ἔστι δὲ οὗ
ἐπιλαβόμενον τὸ πάθος κουφότερον μετῆλθεν. Οὔτε δὲ
κατὰ περίοδόν τινα τεταγμένην ἐνέσκηπτεν, οὔτε αὖ
ἐπισκῆψαν ὁμοίως ἀπεχώρει· ἀλλά τινας μὲν τόπους
χειμῶνος ἀρχομένου κατεῖχεν, ἑτέρους δὲ ἦρος διατελοῦν

Evagrius Scholasticus Scr. Eccl., Historia ecclesiastica P. 185, li. 12

στρέψαντος, Θωμᾶ δὲ ἐν τῷ τῶν νοσούντων καταγωγίῳ


ἀνὰ τὸ προάστειον Δάφνην ἐν τῇ ἀποπορεύσει ἐπὶ τὸν
ἀγήρω μεταστάντος βίον. Οὗ τὸν νεκρὸν ἔθεντο ἐν τοῖς
τῶν ἐπηλύδων τάφοις. Ἐπειδὴ δέ, ἑνὸς καὶ δευτέρου
153

τεθέντοιν, ὕπερθεν αὐτοῖν τὸ αὐτοῦ σῶμα γέγονε, μέγιστον


θαῦμα τοῦ θεοῦ καὶ μετὰ θάνατον αὐτὸν ἀναδεικνύντος –  
ἀπεπέμποντο γὰρ μακρὰν ἀποκρουόμενοι – , θαυμάσαντες
τὸν ἅγιον Ἐφραιμίῳ διαγγέλλουσι. Καὶ μετὰ δημοτε-
λοῦς ἀγερωχίας καὶ πομπῆς μετακομίζεται ὁ πανάγιος
αὐτοῦ νεκρὸς ἀνὰ τὴν Ἀντιόχου, ἔν τε τῷ κοιμητηρίῳ
τιμᾶται, τὴν τηνικαῦτα φοιτήσασαν λοιμώδη νόσον τῇ
μεταθέσει παύσας. Οὗ καὶ τὴν ἐτησίαν ἑορτὴν μέχρι
ἡμῶν παῖδες Ἀντιοχέων μεγαλοπρεπῶς ἄγουσιν. Ἀλλ'
ἐπὶ τὸ προκείμενον τοῦ λόγου τὴν ῥύμην μεταγάγωμεν.
 36. Ἀνθίμου ὥς μοι λέλεκται τοῦ θρόνου τῆς βασι-
λίδος ἐκβεβλημένου, Ἐπιφάνιος τὴν ἐπισκοπὴν διαδέ-
χεται. Μετὰ δὲ αὖ Ἐπιφάνιον Μηνᾶς, ἐφ' οὗ καὶ θαῦμα
γέγονε λόγου πολλοῦ ἄξιον. Ἔθος παλαιὸν βούλεται
ἀνὰ τὴν βασιλεύουσαν, ὅταν πολύ τι χρῆμα τῶν ἁγίων
μερίδων τοῦ ἀχράντου σώματος Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν
ἐναπομείνῃ, παῖδας ἀφθόρους μεταπέμπτους γίνεσθαι

Joannes Damascenus Scr. Eccl., Theol., Laudatio sanctae Barbarae


(2934: 060); MPG 96.Vol. 96, p. 813, li. 13

ἕλκεσι λοιμικοῖς, ἢ ἑτέρᾳ νόσῳ καμνόντων, καὶ ἑτέ-


ροις μώλωψι κατατρυχομένων τὰ σώματα, τῶν σω-
τηρίων ὑδάτων ἁψάμενα, θᾶττον θανασίμῳ ἀπονίπτε-
ται νοσήματι. Καὶ ἔστιν τοῖς περιοίκοις, καὶ τοῖς
μακράν που ἀπῳκισμένοις ὁ τόπος ἐπίσημός τε καὶ
διαβόητος, καὶ πρὸς θεραπείαν τοῖς χρῄζουσι περι-
σπούδαστος. Καὶ οὐκ ἐν ἐκείνῳ μόνον τῷ χώρῳ ἥ
σοι δεδωρημένη καλλονὴ, καὶ χάρις ἰαματικὴ περι-
γέγραπται, ἀλλὰ καὶ τοῖς πανταχῆ τῆς οἰκουμένης
μετὰ θερμῆς σοι προσιοῦσι τῆς πίστεως, καὶ τὸ σὸν
ἐτήσιον ἐκτελοῦσι μνημόσυνον, τὰ λοιμώδη θερα-
πεύεται τραύματα, καὶ πάσης ἡλικίας ἡ ἀηδὴς φυ-
γαδεύεται σκῆψις καὶ ὄχλησις, ἐνέργειαί τε δαιμονιώδεις τοῖς σοῖς
ἐμβριμήμασιν ἀπελαύνονται· οὐ
μὴν ἀλλὰ καὶ πάντων ἐκλυτροῦνται κινδύνων καὶ περιστάσεων, οἵ σε
πρὸς ἄμυναν ἐπίκουρον προσκα-
λούμενοι.
 κγʹ. Μὴ τοίνυν λείπῃς, ἁγνὴ ἀειπάρθενε, τοὺς
σοὺς ἐποπτεύουσα συμπαθεῖ τῷ βλέμματι πρόσφυ-
γας, ἀλλὰ καὶ τὸν τουτί σοι προσπεφωνηκότα εὐτε-
154

λὲς, καὶ ἐξίτηλον τῆς εὐφημίας λογίδριον, παραπολὺ


μὲν τῆς σῆς ὑπερφεροῦς ἀξίας ἀπολειπόμενον, εὐτε-
λοῦς δὲ προθυμίας οὐκ ἔλαττον αὐτῷ πεφροντισμένον

Joannes Camaterus Astrol., Astron., Introductio in astronomiam


(3014: 001)“Johannes Kamateros. Εἰσαγωγὴ ἀστρονομίας”, Ed. Weigl, L.
Leipzig: Teubner, 1908.Line 889

καὶ πρὸς γυναῖκας θάνατον ἔνδοξας καὶ μεγάλας.


 Εἰ δὲ καὶ πάλινκεραυνὸς ἐπισκήψει πρὸς γαῖαν,
φθορὰν σημαίνει γυναικῶν παρθένων καὶ σωφρόνων,  
πτῶσιν δὲ τὸ δεινότατον πρὸς βασιλίδα τάχα,
ταῖς δὲ παρθένοις γυναιξὶν συμφορά τε καὶ λῦπαι
καὶ ἅλωσις γενήσεται ἐξ ἀνδρῶν δυσμενέων.
 Σελήνης δ' οὔσης ἐν αὐτῷ τῷ τῆς Παρθένου ζώδιῳ
βροντὴ καταρραγήσεται ἐὰν πρὸς τὴν ἡμέραν,
ὑγρότερον κατάστημα γενήσεται πρὸς κόσμον
καὶ ἀφθονία τῶν καρπῶν ἀλλὰ τῶν καταξήρων,
πτῶσις δὲ πέλει γυναιξί· ἂν πρὸς νύκτα, λοιμώδης
εὐθὺς ἐπιφανήσεται τῇ καταδύσει νόσος
καὶ θηρῶν ἡ ἐπέλευσις δεινὴ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους,
πεσοῦνται δὲ καὶ δυνατοὶ ἄνδρες ἐν ἐξουσίᾳ.

Joannes Camaterus Astrol., Astron., Introductio in astronomiam


Line 3250

Λαμπαδίας.

Ὁμοῖος λαμπαδίας δὲ λαμπάδα καιομένην


Ἑρμοῦ τε καὶ τοῦ Ἄρεοςτὴν φύσιν ἔχων οὗτος
ἀνίσχων πρὸς ἀνατολὰςἰδὼν ἀκτῖνας φέρει,
ἀχλὺν ἀέρος γίνεσθαι, βλάπτεσθαι τὰς ἀμπέλους,
ἀποτίκτουσαν σκώληκαν τὸν καλούμενον ἶπαν,
τοῖς δὲ καρποῖς φυήσεται ἡ λεγομένη αἶρα,
καὶ κεραυνῶν ἐπιβολὰς κοσμικῶς φέρει ταῦτα,
ὥστε καὶ τὴν ἀέναον ῥύσιν τῶν ποταμίων
ξηρανθῆναι τὰ μάλιστα ἐξ αὐχμώδουςτοῦ πάχους.  
εἰ δ' ἐπὶ νότον ἀφορᾷ, ξηρῶδες καὶ λοιμῶδες
155

ἀέρος τὸ κατάστημα καὶ ξηρανσίαν Νείλου


καὶ πληθισμὸν τῶν ἑρπετῶν ἀνὰ πᾶσαν τὴν γαῖαν.
εἰ δὲ πρὸς ἄρκτον ὁ ἀστὴρ, τὸ πολὺ τῆς ἀχλύος
τῷ ψυχρῷ ἡττηθήσεται τοῦ κέντρου, πλὴν τὸ πῦρ δὲ
ἀδοκήτως ἐν ὄρεσι καὶ ὕλαις ἐμπεσεῖται,
ὡς μηδ' ἐκτὸς γενήσεσθαι τοὺς ἐν ἄκροις ἰόντας
ἢ μᾶλλον καὶ ἐν ταῖς φρουραῖς, τῆς δεινῆς βλάβης λέγω.
θάνατος δὲ πληθὺς ἔσταιμάλιστα Αἰγυπτίοις.
ὅταν δὲ καὶ πρὸς τὰς δυσμὰς ἀστὴρ οὗτος προσβλέψει,
κεραυνούς τε καὶ ἐμπρησμοὺς μαντεύεται ταῖς χώραις

Γεώργιος ΚεδρηνόςCompendium historiarum (3018: 001)


“Georgius Cedrenus Ioannis Scylitzae ope, 2 vols.”, Ed. Bekker, I.
Bonn: Weber, 1:1838; 2:1839; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.
Vol. 1, p. 214, li. 19

ναίους ἐπολέμει καὶ νόμους ἐξετίθει. τότε καὶ Δαίδαλος καὶ ὁ


Ἴκαρος καὶ ὁ Ταῦρος ἕνεκεν τῆς Πασιφάης τῆς Μίνωος ἐθρυ-
λοῦντο γυναικός. ἐκ τοῦ Ταύρου μὲν οὖν νοταρίου αὐτῆς ὄντος
μοιχευθεῖσα ἔτεκεν υἱόν, ὃς Μινώταυρος ἐκλήθη. ἡ δὲ Πασιφάη
ὑπὸ Μίνωος μετὰ δύο δουλίδων κλεισθεῖσα ἐν οἰκήματι νόσῳ τελευ-
τᾷ. Ἴκαρος δὲ τῆς εἰρκτῆς ὑπαλύξας, ὡς ἔπλει, ἐποντίσθη. Δαί-
δαλος δὲ ἐσφάγη.
 Ἡρακλῆς δὲ καὶ αὐτός, ὁ τοῖς ἄθλοις πολυθρύλητος, μετὰ
τὴν ἀπὸ Κολχίδος μετὰ τῶν Ἀργωναυτῶν ὑποστροφὴν ἐν Λιβύῃ
γενόμενος καὶ Ἀνταίῳ συμβαλὼν δαιμονιώδη τινὰ καὶ μυσαρὰ
φάσματα τελοῦντι, καὶ νικήσας αὐτόν, νόσῳ λοιμώδει περιπίπτει,
καὶ μανεὶς εἰς πῦρ ἑαυτὸν ῥίψας τελευτᾷ.
 Μετὰ Μίνωα Μινώταυρος ὁ Πασιφάης καὶ Ταύρου βασι-
λεύει. ὕβριν δὲ οἱ συγκλητικοὶ τὸ ὑπὸ μοιχογεννήτου βασιλεύε-  
σθαι ἡγούμενοι, Θησέα προτρέπονται τὸν υἱὸν Αἰγέως βασιλέως
Θεσσαλίας εἰς πόλεμον κατ' αὐτοῦ διαπερᾶν. ὑπισχνοῦνται δὲ αὐτῷ
αὐτόν τε προδοῦναι Μινώταυρον καὶ Ἀριάδνην τὴν Μίνωος καὶ
Πασιφάης καὶ πᾶσαν Κρήτην. διαπερᾷ γοῦν εἰς τὴν Κρήτην ἐξ-
αίφνης ὁ Θησεύς. ὁ γοῦν στρατηγὸς καὶ πάντες τὸν Μινώταυρον
ἐν Γορτύνῃ ἀφέντες σχῆμα φυγῆς ἐποιήσαντο.

Γεώργιος ΚεδρηνόςCompendium historiarum


Vol. 1, p. 222, li. 7

εἰς τὸ μέσον τέθεικε τοῦ στρατοῦ. ἐντεῦθεν ἐφορμήσας κατὰ τῆς


156

λεγομένης Λεγοπόλεως τοῖς παισὶ ..... Βρίσου θυγατέρα Ἱππο-


δάμειαν, γυναῖκα οὖσαν Ἀμύντου βασιλέως ἐκείνης τῆς πόλεως,
ὃς οὐ παρῆν τότε. μετὰ ταῦτα δὲ Λυκίους καὶ Λυκάονας κατὰ  
τῶν Ἑλλήνων εἰς συμμαχίαν ἐπικαλεσάμενος, ἐπειδὴ ἧκε σὺν ὄχλῳ
πολλῷ καὶ θυμῷ βαρεῖ, τῷ Ἀχιλλεῖ συμβαλὼν οὐ μόνον τὴν θυ-
γατέρα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῆς καὶ τὴν αὐτοῦ πόλιν οὐδὲν ὤνη-
σεν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ πάντες ἔργον πολέμου γεγό-
νασι. καὶ τὰ μὲν ἄλλα πάντα τῷ στρατῷ ἐμερίσθη, τὴν δὲ Χρυ-
σηΐδα ὁ Ἀγαμέμνων, Ἱπποδάμειαν δὲ τὴν καὶ Βρισηΐδα ὁ Ἀχιλ-
λεὺς λόγῳ ἐκράτησαν παλλακῶν. λοιμώδους δὲ νόσου ἐνσκηψάσης
τῷ στρατῷ, τῇ τοῦ Κάλχαντος μαντείᾳ Χρυσηῒς τῷ πατρὶ ἀποδί-
δοται, Βρισηΐδα δὲ τὴν τοῦ Ἀχιλλέως ἀφαιρεῖται Ἀγαμέμνων
ἄχρι καιροῦ. ἐντεῦθεν χολωθεὶς Ἀχιλλεὺς ἀπέσχετο μετὰ τῶν
Μυρμιδόνων τοῦ τοῖς Τρωσὶ πολεμεῖν, ἕως ἰσχυροῖς πολέμοις
ὕστερον οἱ περὶ τὸν Ἀγαμέμνονα κατανικώμενοι δώροις πολλοῖς
καὶ παρακλήσεσιν ἐδυσώπησαν αὐτὸν ἐξελθεῖν μετ' αὐτῶν. Αἴας
δὲ ὁ Τελαμώνιος πρὸς τοὺς ἐν Χερρονήσῳ Θρᾷκας γενόμενος ἐπο-
λιόρκει· ὃν Πολυμήστωρ ὁ τούτων βασιλεὺς φοβηθεὶς χρυσὸν
ἐδίδου πολύν, καὶ σῖτον τοσοῦτον ὅσον τῷ Ἀχαϊκῷ στρατῷ εἰς
ἐνιαυτὸν ἐξαρκέσαι. εἶχε δὲ ἐκεῖ Πολύδωρον τὸν πάντων τῶν

Γεώργιος ΚεδρηνόςCompendium historiarum


Vol. 1, p. 452, li. 6

τῶν Χριστιανῶν πίστεως σπουδαστής, συνέσει καὶ ἐπιεικείᾳ κε-


κοσμημένος. ὡρμᾶτο δὲ ἀπὸ Βόστρας τῆς Εὐρώπης, ἔνθα καὶ
πόλιν ᾠκοδόμησεν, ὀνομάσας αὐτὴν Φιλιππούπολιν. οὗτος σπον-
δὰς εἰρηνικὰς ἐποίει μετὰ Σαπώρου βασιλέως Περσῶν, ὃς ἐθαυ-  
μάζετο ἐπὶ μεγέθει σώματος· μέχρι γὰρ ἐκείνου τοῦ χρόνου τηλι-
κοῦτος ἄνθρωπος οὐκ ὤφθη. ἀνῃρέθη δὲ ἅμα τῷ υἱῷ ὑπὲρ Χρι-
στιανῶν κατὰ Δεκίου ἀγωνιζόμενος.
 Οὐαλεριανὸς ἔτος ἕν· καὶ ἐσφάγη ὑπὸ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. ἐφ'
οὗ ἐπὶ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην τοῦ θεοῦ ὀργὴν μεγάλην ἐκπέμψαν-
τος λοιμώδης νόσος τὸ ἀνθρώπινον γένος διέφθειρεν. ἀπὸ γὰρ
τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης ἀτμοί τινες ἀνῄεσαν, καὶ πρὸς τούτοις
ἄνεμοι καὶ αὖραι τῶν ποταμῶν καὶ λιμνῶν ἀνιμήσεις ἀπέπνεον, ὡς
νομίζειν νεκρῶν ἰχῶρας εἶναι τὰς δρόσους. συνεχεῖς οὖν ἐκ τού-
του λοιμοὶ τὴν γῆν συνεῖχον καὶ βαρέα καὶ ἀνίατα νοσήματα, καὶ
ἄπειρον καὶ ἀναρίθμητον γενέσθαι τῶν ἀνθρώπων τὸν ὄλεθρον,
ὥστε τοὺς πλείονας τῶν τεθνεώτων ἀτάφους ὑπολιμπάνεσθαι.
 Μετὰ δὲ Οὐαλεριανὸν ἐβασίλευσε Γάλλος καὶ Βουλουσιανὸς
ἔτη βʹ μῆνας ηʹ. καὶ ἐπεκράτει ὁ λοιμὸς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις,
157

κινηθεὶς ἀπὸ Αἰθιοπίας μέχρι τῆς δύσεως, ὡς μηδεμίαν πόλιν


μεῖναι τούτου ἄμοιρον. πολλάκις δὲ καὶ δὶς τῆς πόλεως ἐπήρχετο.

Γεώργιος ΚεδρηνόςCompendium historiarum


Vol. 1, p. 468, li. 20

σεβοῦς θρασύτητος τὴν κατὰ τοῦ θεοῦ μεγαλαυχίαν, ὅτι δὴ τῆς


περὶ τὰ εἴδωλα σπουδῆς αὐτοῦ καὶ τῆς καθ' ἡμῶν ἕνεκα πολιορ-
κίας μὴ λιμὸν μηδὲ λοιμὸν μήτε μὴν πόλεμον ἐπὶ τὸν αὐτοῦ συμ-
βῆναι καιρὸν ἐνηβρύνετο. ταῦτα δὴ οὖν ἅμα καὶ κατὰ ταυτὸν
ἐπῆλθον, καὶ τῆς κατ' αὐτὸν καταστροφῆς περιειλήφει τὰ προοί-
μια. αὐτὸς μὲν οὖν τὸν πρὸς Ἀρμενίους πόλεμον ἅμα τοῖς αὐτοῦ
στρατοπέδοις κατεπονεῖτο, τοὺς δὲ λοιποὺς τῶν τὰς ὑπ' αὐτὸν πό-
λεις καὶ χώρας οἰκούντων δεινῶς ὁ λιμὸς ἅμα καὶ ὁ λοιμὸς κατέ-
τρυχε, καὶ μυρίοι μὲν ἐτύγχανον οἱ κατὰ πόλεις θνήσκοντες,
πλείους δὲ οἱ κατ' ἀγροὺς καὶ κώμας, ἁπάντων σχεδὸν τροφῆς
ἐνδείᾳ καὶ λοιμώδει νόσῳ διεφθαρμένων. καὶ γὰρ οἱ μὲν χόρτον
διαμασώμενοι καὶ τὴν ἕξιν λυμαινόμενοι διώλλυντο, οἱ δὲ ἀπε-
σκληκότες ὥσπερ εἴδωλα νεκρά, ὧδε κἀκεῖσε ψυχορραγοῦντες ἐν-
σειόμενοί τε καὶ περιολισθαίνοντες, κατέπιπτον ἐν ταῖς πλατείαις.  
ὅθεν νεκρὰ σώματα καὶ γυμνά, ἐφ' ἡμέραις πλείοσιν ἄταφα διερ-
ριμμένα, θέαν οἰκτρὰν καὶ ἐλεεινὴν παρεῖχον τοῖς ὁρῶσιν, ἤδη γέ
τοι καὶ κυνῶν τινὲς ἐγένοντο βορά. οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ ὁ λοιμὸς
πάντας οἴκους ἐπενέμετο. μετ' οὐ πολὺ δὲ καὶ αὐτοὶ οἱ τύραννοι
ἄξια τῆς δυσσεβείας αὐτῶν τὰ ἐπίχειρα ἐκομίσαντο, οἱονεὶ ἀρρα-
βῶνα τῶν μελλόντων αὐτοὺς μετὰ θάνατον διαδέξασθαι τιμωριῶν
ἐντεῦθεν κομιζόμενοι. νόσῳ γὰρ δεινοτάτῃ ὁ Διοκλητιανὸς μετὰ

Γεώργιος ΚεδρηνόςCompendium historiarum Vol. 2, p. 7, li. 21

 Τῷ εʹ ἔτει ἄδειαν εὑρὼν ὁ Κοπρώνυμος ἐν τῇ ἀνατολῇ ὡς


τῶν Ἀράβων πρὸς ἀλλήλους μαχομένων, Γερμανίκειαν παραλαμ-
βάνει καὶ ἐπιστρατεύει Δουλιχίᾳ καὶ Ἀσσυρίᾳ. προσελάβετο δὲ
καὶ τοὺς πρὸς μητρὸς συγγενεῖς, καὶ ἐν Βυζαντίῳ μετῴκισε, σὺν
αὐτοῖς δὲ καὶ πολλοὺς Σύρους μονοφυσίτας. γέγονε δὲ ἀπὸ ιʹ Αὐ-
γούστου ἕως ιεʹ σκότος ὁμιχλῶδες.
 Τῷ ϛʹ ἔτει ἐγένετο σεισμὸς μέγας ἐν Παλαιστίνῃ καὶ ἐν τῷ
Ἰορδάνῃ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Συρίᾳ, μηνὶ Ἰανουαρίῳ εἰς τὴν ιηʹ, ὥρᾳ
δʹ. καὶ ἀναρίθμητοι μυριάδες τεθνήκασιν, ἐκκλησίαι τε καὶ μο-
ναστήρια πεπτώκασι, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ἔρημον τῆς ἁγίας
πόλεως. τῷ αὐτῷ ἔτει λοιμώδης θάνατος ἀπὸ Σικελίας καὶ Κα-
158

λαβρίας ἀρξάμενος οἷόν τι πῦρ ἐπινεμόμενον ἐπὶ τὴν Μονεμβα-


σίαν καὶ Ἑλλάδα καὶ τὰς παρακειμένας νήσους ἦλθε δι' ὅλης τῆς  
ιδʹ ἰνδικτιῶνος. τῇ δὲ ιεʹ ἤρξαντο ἐν τῇ βασιλίδι πόλει αἴφνης
ἀοράτως γίνεσθαι ἔν τε τοῖς τῶν ἀνθρώπων ἱματίοις καὶ ἐν τοῖς
τῶν ἐκκλησιῶν ἐπίπλοις σταυρία ἐλαιώδη πλεῖστα. ἐγένετο οὖν
ἐντεῦθεν τοῖς ἀνθρώποις λύπη καὶ ἀθυμία πολλὴ τῇ τοῦ τοιούτου
σημείου ἀπορίᾳ. ἐγένετο δὲ καὶ θεομηνία ποικίλων παθῶν, ἀφει-
δῶς τοὺς λαοὺς ὀλοθρεύουσα, οὐ μόνον τοὺς ἐν τῇ πόλει ἀλλὰ καὶ
πάσῃ τῇ περιχώρῳ. ἐγένοντο δὲ καὶ φαντασίαι, ὡς πολλοὺς τῶν
ἀνθρώπων ἐν ἐκστάσει γινομένους νομίζειν ξένοις τισὶ καὶ βριαροῖς

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis (3023:


002)“Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta,
vol. 2: excerpta de virtutibus et vitiis, pts. 1 & 2”, Ed. Büttner–Wobst, T.,
Roos, A.G.Berlin: Weidmann, 2.1:1906; 2.2:1910.Vol. 1, p. 109, li. 11

Τὰ συμβαίνοντα δὲ Ἰουδαίοις Ῥωμαῖοι ἀκούοντες ἠλέησαν, οἱ


στασιασταὶ δὲ καὶ βλέποντες οὐ μετενόουν, ἀλλ' ἠνείχοντο μέχρις
αὐτῶν προελθεῖν· πεπήρωντο γὰρ ὑπὸ τοῦ χρεών, ὃ τῇ τε πόλει
καὶ αὐτοῖς ἤδη παρῆν.  τέλος τοῦ εʹ λόγου ἁλώσεως Ἰωσήπου.

Λόγος ϛʹ.

71. Καὶ τὰ μὲν τῶν Ἱεροσολύμων πάθη προύκοπτε καθ' ἡμέ-


ραν ἐπὶ τὸ χεῖρον, τῶν τε στασιαστῶν μᾶλλον παροξυνομένων ταῖς
συμφοραῖς καὶ τοῦ λιμοῦ μετὰ τοῦ δήμου ἤδη κἀκείνους νεμομέ-
νου· τό γε μὴν πλῆθος τῶν σεσωρευμένων ἀνὰ τὴν πόλιν πτω-
μάτων ὄψει τε φρικῶδες ἦν καὶ λοιμώδη προσέβαλλεν ὀσμήν,
πρὸς δὲ τὰς ἐκδρομὰς ἐμπόδιον τοῖς μαχομένοις. ὥσπερ γὰρ διὰ
παρατάξεως φόνῳ μυρίῳ γεγυμνασμένους χωροῦντας ἔδει τὰ σώ-
ματα πατεῖν. οἱ δ' ἐπιβάντες οὔτ' ἔφριττον οὔτ' ἠλέουν οὔτε
κληδόνα κακὴν σφῶν αὐτῶν ὑπελάμβανον τὴν εἰς τοὺς κατοιχο-
μένους ὕβριν· πεφυρμένοι δ' ὁμοφύλῳ φόνῳ τὰς δεξιὰς ἐπὶ τὸν
πρὸς τοὺς ἀλλοφύλους πόλεμον ἐξέθεον, ὀνειδίζοντες, ἔμοιγε δο-
κεῖν, τὸ θεῖον εἰς βραδυτῆτα τῆς ἐπ' αὐτοὺς κολάσεως· οὐ γὰρ
ἐλπίδι νίκης ὁ πόλεμος, ἤδη δ' ἀπόγνωσις σωτηρίας ἐθρασύνετο.
72. Ὅτι οἱ σικάριοι λεγόμενοι συνέστησαν ἐπὶ τοὺς ὑπακούειν

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis Vol. 2, p.


236, li. 3
159

λους καὶ πρὸς τοὺς ἀλλοφύλους παρὰ πᾶσαν τὴν τοῦ Νουμᾶ
ἀρχὴν διεγένοντο. καὶ ἐκεῖνος οὐκ ἀθεεί σφισι ἐξ ἴσου τῷ Ῥω-
μύλῳ ὑπάρξαι ἔδοξεν. φασὶ δὲ αὐτὸν οἱ τὰ σαφέστατα Σαβίνων
εἰδότες, ἐν τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἐν ᾗ ἡ Ῥώμη ἐκτίσθη γεγεννῆσθαι.
οὕτω μὲν δὴ δι' ἀμφοτέρους αὐτοὺς καὶ ἰσχυρὰ ταχὺ καὶ εὔκος-
μος ἡ πόλις ἐγένετο, τοῦ μὲν τὰ πολεμικὰ αὐτὴν ἀναγκαίως ἅτε
καὶ νεόκτιστον οὖσαν ἀσκήσαντος, τοῦ δὲ τὰ εἰρηνικὰ προσεκδι-
δάξαντος, ὥστ' αὐτὴν ἐν ἑκατέρῳ ὁμοίως διαπρέψαι.  
4. Ὅτι ὁ Τοῦλλος πρὸς τοὺς πολεμίους κράτιστος ἐνομίζετο
τοῦ δὲ δὴ θείου πάνυ καταφρονήσει παρημέλει, μέχρις οὗ νόσου
λοιμώδους γενομένης καὶ αὐτὸς ἠρρώστησε. τότε γὰρ τῶν τε ἄλ-
λων θεῶν δι' ἀκριβείας ἐπεμελήθη καὶ τοὺς Σαλίους τοὺς Κολλί-
νους προσκατέστησε.
5. Ὅτι Ταρκύνιος πλούτῳ καὶ συνέσει καὶ εὐτραπελίᾳ πολλῇ
πανταχοῦ κατὰ καιρὸν χρώμενος οὕτω τὸν Μάρκιον διέθηκεν ὥστε
καὶ ἐς τοὺς εὐπατρίδας καὶ ἐς τὴν βουλὴν ὑπ' αὐτοῦ καταλεχθῆ-
ναι στρατηγός τε πολλάκις ἀποδειχθῆναι καὶ τὴν ἐπιτροπείαν
τῶν παίδων αὐτοῦ καὶ τῆς βασιλείας πιστευθῆναι. καὶ γὰρ τοῖς
ἄλλοις προσφιλὴς οὐδὲν ἧττον ἦν, καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἑκόντων
αὐτῶν ἐπρώτευσεν. αἴτιον δὲ ὅτι πάντα ἀφ' ὧν ἰσχύειν ἔμελλε
πράττων οὐκ ἐξεφρόνει, ἀλλ' ἐν τοῖς πρώτοις ὢν συνεστέλλετο.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis Vol. 2, p.


385, li. 17

βασάνοις ἰσχυρῶς πάντα ὑπ' αὐτοῦ ἠκρίβωσεν, ἐν οὐδενὶ λόγῳ


τὸ ἀξίωμα τὸ τότε αὐτῷ ποιησάμενος.
345. Ὅτι ὁ Λαῖτος τὴν Νίσιβιν πολιορκουμένην ὑπὸ Πάρ-
θων ἔσωσεν. καὶ ἀπ' αὐτῆς ἐπὶ πλεῖον ἐδοξάσθη, ὢν καὶ ἐς
τἆλλα καὶ ἐς τὰ ἴδια καὶ ἐς τὰ δημόσια καὶ ἐν τοῖς πολέμοις καὶ
ἐν τῇ εἰρήνῃ ἄριστος.
346. Ὅτι ὁ Σεβῆρος ἐς τὴν Ἀραβίαν ἐκ τῆς Συρίας καὶ ἐς
τὴν Παλαιστίνην ἦλθε καὶ τῷ Πομπηίῳ ἐνήγισε, καὶ ἐς τὴν Αἴγυπ-
τον τὴν ἄνω διὰ τοῦ Νείλου ἀνέπλευσε καὶ εἶδε πᾶσαν αὐτὴν
πλὴν βραχέων· οὐ γὰρ ἠδυνήθη πρὸς τὰ τῆς Αἰθιοπίας μεθόρια
διὰ λοιμώδη νόσον ἐσβαλεῖν. καὶ ἐπολυπραγμόνησε πάντα καὶ τὰ
πάνυ κεκρυμμένα· ἦν γὰρ οἷος μηδὲν μήτ' ἀνθρώπειον μήτε θεῖον
ἀδιερεύνητον ἐᾶν· κἀκ τούτου τά τε βιβλία πάντα τὰ ἀπόρρητόν
τι ἔχοντα, ὅσα γε καὶ εὑρεῖν ἠδυνήθη, ἐκ πάντων τῶν ἀδύτων
ἀνεῖλε καὶ τὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου μνημεῖον συνέκλεισεν, ἵνα μηδεὶς
ἔτι μήτε τὸ τούτου σῶμα ἴδῃ μήτε τὰ ἐν ἐκείνοις γεγραμμένα
160

ἀναλέξηται.  
347. Ὅτι ὁ Πλαυτιανὸς τὸν Αἰμίλιον Σατορνῖνον ἀποκτείνας
τῶν ἄλλων τῶν μετ' αὐτῶν ἀρξάντων τοῦ δορυφορικοῦ πάντα τὰ
ἰσχυρότατα περιέκοψεν, ὅπως μηδεὶς φρόνημα ἀπὸ τῆς προ-
στασίας αὐτῶν σχὼν τῇ τῶν σωματοφυλάκων ἡγεμονίᾳ ἐφεδρεύσῃ·

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De insidiis (3023:


003)“Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta,
vol. 3: excerpta de insidiis”, Ed. de Boor, C.Berlin: Weidmann, 1905.
P. 86, li. 24

ἐβούλοντο, καιρὸν ἐπιτήδειον νομίσας λαβών τε δορυφόρου σχῆμα


ἐπεπήδησε διαχρήσασθαι τῷ Κομόδῳ. ἀλλ' εἷς τῶν σὺν αὐτῷ
κακούργων παροξυνθεὶς ὑπὸ φθόνου προδιαγγέλλει τοῖς τοῦ
βασιλέως οἰκείοις· καὶ συλλαβόντες τὸν Μάτερνον ἀπέτεμον αὐτοῦ
τὸν αὐχένα. Κόμοδος δὲ τοῖς ἑαυτοῦ θεοῖς ὁμολογήσας χαριστη-
ρίους τιμὰς ὑπέρ τε τῆς σωτηρίας καὶ τῆς βασιλείας ἐπανη-
γύριζεν.
Ὁ δὲ Κόμοδος ἐκφυγὼν τὴν Ματέρνου ἐπιβουλὴν πλείονί τε
φρουρᾷ ἐχρήσατο καὶ σπανίως τοῖς δήμοις ἐφαίνετο, τὰ πλεῖστα
ἐν προαστείοις διατρίβων. συνέβη γὰρ κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον
καὶ λοιμώδη νόσον κατασχεῖν τὴν Ἰταλίαν καὶ πολλοὺς διαφθεί-
ρειν. ἐπέσχε δὲ καὶ λιμὸς κατ' αὐτὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐκ τοιαύτης
αἰτίας. Κλέανδρός τις, τῷ μὲν γένει Φρὺξ συναυξηθείς τε τῷ
Κομόδῳ, εἰς τοσοῦτον ὑπ' αὐτοῦ τιμῆς προῆλθεν, ὡς καὶ τὴν τοῦ
σώματος φρουρὰν καὶ τοῦ θαλάμου καὶ τῶν στρατιωτῶν πρόνοιαν
ἐγχειρισθῆναι· ὑπὸ δὲ πλούτου καὶ τρυφῆς ἀνεπείσθη καὶ πρὸς
βασιλείας ἐπιθυμίαν προῆλθεν· ὠνούμενος δὲ πλεῖστον σῖτον
ἀπέκλειεν, ἐλπίζων τόν τε δῆμον καὶ τὸ στρατόπεδον ἐν σπάνει
καταστήσας, ἐπιδόσεσι λαμπραῖς ἁλόντας ὑπαγαγέσθαι· καὶ
γυμνάσιον καὶ λουτρὸν μέγιστον κατασκευάσας τούτους ἐδελέαζεν.

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon (lib. 1–4) (3043: 001)


“Georgii monachi chronicon, 2 vols.”, Ed. de Boor, C.
Leipzig: Teubner, 1904, Repr. 1978 (1st edn. corr. P. Wirth).
P. 259, li. 13

ριον αὐτῆς ὑπάρχει ὁ παράδεισος, οὗ αἱ χῶραι τῶν ἐσωτά-


των Ἰνδῶν πλησιάζουσαι, πάντες σχεδὸν οἱ καρποὶ εὐωδέ-
στατοί εἰσι καὶ ἀρωματώδεις. διὰ γὰρ αὔρας τῶν ἀνέμων
κατακομιζομένης καὶ μεταδιδομένης αὐτοῖς τῆς εὐωδίας ἐκ
161

τῶν τοῦ παραδείσου φυτῶν συλλαμβάνουσιν ὥσπερ τὰ τῶν


ἀλλήλοις πλησιαζόντων φοινίκων καὶ μεταδιδόντων διὰ τῶν
ἀνέμων ἀλλήλοις ἐκ τῶν ἀρρένων τὸ σπερμογόνον ἄνθος.
πᾶσα τοίνυν εὐωδία καὶ μάλιστα ἡ διὰ τῶν Ἰνδικῶν ἀρω-
μάτων χωρίς τινος ὑγρᾶς ἐλαίου ἢ ἄλλων τοιούτων σκευα-
ζομένη ὑγιοποιὸς καὶ συγκρατικὴ τοῦ ἀνθρωπείου σώματός
ἐστιν, ὥσπερ καὶ τὸ ἔμπαλιν φθοροποιὸς καὶ λοιμώδης ἡ
δυσωδία. ὅθεν δὴ καί τις τῶν ἰατροσοφιστῶν ἀκριβὴς
ἄγαν ἔφασκεν, ὅτι, εἰ καταλάβοι τὸν τελευτῶντα πρὸ τοῦ
παρατραπῆναι τὸν νοῦν δύνασθαι διά τινος αὐτὸν κατα-
σκευῆς ἀρωμάτων ἐπὶ ὥραν ποιῆσαι νηφάλιον τὸν λογισμὸν
αὐτοῦ ἔχειν καὶ τὰ καθ' ἑαυτὸν ἐκλαλῆσαι καὶ διαθέσθαι.
ὅπερ οὖν καὶ ἡμεῖς πείρᾳ τοῦτο παρειλήφαμεν καὶ αὐτόπται
γεγόναμεν, μαρτυροῦσι δὲ καὶ ἄλλοι πλεῖστοι μέχρι τῆς δεῦρο
τοῦτο γινόμενον βλέποντες ὑπὸ τῶν ἀκριβῶς καὶ περιεσκεμ-
μένως τὴν ἐπιστήμην ἐξησκημένων.  

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon (lib. 1-4) P. 465, li. 14

 Μετὰ δὲ Μάρκον ἐβασίλευσεν Ἰουστιλλιανὸς ἔτη βʹ καὶ


φλεβοτομηθεὶς ἐξεχύθη τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐν τῷ καθεύδειν καὶ
λιποθυμήσας ἀπέθανεν.

[λϛʹ. Περὶ Φιλίππου.]

 Μετὰ δὲ Ἰουστιλλιανὸν ἐβασίλευσε Φίλιππος ἔτη ϛʹ καὶ


κτίσας πόλιν ἐν τῇ Εὐρώπῃ καὶ καλέσας αὐτὴν Φιλιππό-
πολιν ἐσφάγη ἐν τῷ παλατίῳ.

[λζʹ. Περὶ Οὐαλλεριανοῦ.]

 Μετὰ δὲ Φίλιππον ἐβασίλευσεν Οὐαλλεριανὸς ἔτος αʹ


καὶ ἐσφάγη ὑπὸ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. ἐφ' οὗ, ἐπὶ πᾶσαν τὴν
οἰκουμένην τοῦ θεοῦ ὀργὴν μεγάλην ἐκπέμψαντος, λοιμώδης
νόσος τὸ ἀνθρώπινον γένος διέφθειρεν εἰς ἐξάλειψιν. ἀπὸ
γὰρ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης ἀτμοί τινες ἀνῄεσαν καὶ
πρὸς τούτοις ἄνεμοι καὶ αὖραι τῶν ποταμῶν καὶ λιμνῶν
ἀνιμήσεις ἀπέπνεον, ὡς νομίζειν νεκρῶν ἰχῶρας εἶναι τὰς
δρόσους. συνεχεῖς οὖν ἐκ τούτου λοιμοὶ τὴν γῆν συνεῖχον
καὶ βαρεῖα καὶ ἀνίατα νοσήματα, ὡς ἄπειρον καὶ ἀναρίθμη-  
162

τον γενέσθαι τῶν ἀνθρώπων τὸν ὄλεθρον. θρῆνοι δὲ καὶ


οἰμωγαὶ διὰ τὸ πλῆθος τῶν ὀλλυμένων ἐγίνοντο πανταχοῦ
κατ' οὐδὲν τῶν ἐπὶ τοῦ θανάτου τῶν πρωτοτόκων Αἰγύπτου
ἀπολειπόμενοι. οὐ γὰρ ἦν οἰκία, ἐν ᾗ οὐκ ἦν τεθνηκὼς

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon (lib. 1-4) P. 484, li. 6

σπουδῆς αὐτοῦ καὶ τῆς καθ' ἡμῶν ἕνεκα πολιορκίας μὴ


λιμὸν μηδὲ λοιμὸν μήτε μὴν πόλεμον ἐπὶ τῶν αὐτοῦ συμ-
βῆναι καιρῶν ἐναβρύνετο. ταῦτα δ' οὖν ἅμα καὶ κατὰ
ταὐτὸ ἐπῆλθον καὶ τῆς κατ' αὐτοῦ καταστροφῆς περιειλήφει
τὰ προοίμια. καὶ αὐτὸς μὲν οὖν περὶ τὸν πρὸς Ἀρμενίους  
πόλεμον ἅμα τοῖς αὐτοῦ στρατοπέδοις κατεπονεῖτο, τοὺς δὲ
λοιποὺς τῶν τὰς ὑπ' αὐτὸν πόλεις καὶ χώρας οἰκούντων
δεινῶς ὁ λιμός τε ἅμα καὶ ὁ λοιμὸς κατέτρυχεν. καὶ μυ-
ρίοι μὲν ἐτύγχανον οἱ κατὰ πόλιν θνήσκοντες, πλείους δὲ
οἱ κατὰ ἀγροὺς καὶ κώμας ἁπάντων σχεδὸν τροφῆς ἐνδείᾳ
καὶ λοιμώδει νόσῳ διεφθαρμένων. καὶ γὰρ οἱ μὲν χόρτον
διαμασώμενοι καὶ τὴν ἕξιν λυμαινόμενοι διώλλυντο, οἱ δὲ
ἀπεσκληκότες ὥσπερ εἴδωλα νεκρὰ ὧδε κἀκεῖσε ψυχορρα-
γοῦντες ἐνσειόμενοί τε καὶ περιολισθαίνοντες κατέπιπτον ἐν
ταῖς πλατείαις, ὅθεν νεκρὰ καὶ γυμνὰ σώματα ἐφ' ἡμέραις
πλείοσιν ἄταφα διερριμμένα θέαν οἰκτράν τε καὶ ἐλεεινὴν
παρεῖχε τοῖς ὁρῶσιν. ἤδη γέ τοι καὶ κυνῶν τινες ἐγίνοντο
βορά, οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ ὁ λοιμὸς πάντας οἴκους ἐπενέμετο.
τοιαῦτα τοίνυν τῆς Μαξιμίνου μεγαλαυχίας τὰ ἐπίχειρα καὶ
τοιοῦτον αὐτοῦ τὸ δύσμορον τέλος. ἐν στήλῃ γὰρ καθ'
ἡμῶν ἀνέγραψεν ὡς χριστιανῶν πάντων ἀναιρεθέντων, ὡς

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon breve (lib. 1–6) (redactio recentior)


(3043: 002); MPG 110.Vol. 110, p. 313, li. 15

ποὶ εὐωδέστατοί εἰσι καὶ ἀρωματώδεις. Διὰ γὰρ τῆς


αὔρας τῶν ἀνέμων καταυγαζομένης καὶ ἀποδιδομέ-
νης αὐτοῖς τῆς εὐωδίας ἐκ τῶν τοῦ παραδείσου
φυτῶν συλλαμβάνουσιν, καὶ ὥσπερ τὰ τῶν ἀλλήλοις
πλησιαζόντων φοινίκων καὶ μεταδιδόντων διὰ τῶν
ἀνέμων ἀλλήλοις ἐκ τῶν ἀῤῥένων τὸ σπερμολόγον
ἄνθος. Πᾶσα τοίνυν εὐωδία καὶ μάλιστα ἡ τῶν Ἰν-
163

δικῶν ἀρωμάτων χωρίς τινος ὑγρᾶς ἐλαίου ἢ ἄλλων


τινῶν σκευαζομένων, ὑγιοπονὴς καὶ συγκρατικὴ
τοῦ ἀνθρωπίνου σώματός ἐστιν ὥσπερ καὶ τὸ ἔμ-
παλαι φθοροποιὸς καὶ λοιμώδης ἡ δυσωδία, ὅθεν δὴ καί τις τῶν
ἰατροσοφιστῶν ἀκριβὴς ἄγαν ἔφη,
ὅτι εἰ καταλάβοι τὸν τελευτῶντα πρὸ τοῦ παρατραπῆναι τὸν νοῦν,
δύνασθαι διά τινος αὐτὸν κατα-
σκευῆς ἀρωμάτων ἐπὶ ὥραν ποιῆσαι νηφαλέον τὸν λογισμὸν αὐτοῦ ἔχειν
καὶ τὸ καθ' ἑαυτὸν ἐκλαλῆσαι
καὶ διαθέσθαι, ὅπερ οὖν καὶ ἡμεῖς εἰς πεῖραν τούτου παρειλήφαμεν καὶ
αὐτόπται γεγόναμεν· μαρ-
τυροῦσι δὲ (48h) καὶ ἄλλοι πλεῖστοι μέχρι τῆς δεῦρο τοῦτο γενόμενον
βλέποντες ὑπὸ τῶν ἀκριβῶς καὶ
περιεσκεμμένως τὴν ἐπιστήμην ἐξησκημένων.»
ΟΗʹ. Βασιλεία Ἰηοῦ.
 Μετὰ δὲ Ἰωρὰμ ἐβασίλευσεν Ἰηοῦ, υἱὸς Σαφὰτ
τοῦ Ναμεσίου· αὐτὸν γὰρ τὸν βασιλέα Ἰωρὰμ εὑ-
ρὼν ἰατρευόμενον τὰ τραύματα, κατετόξευσεν Ἰηοῦ,
καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ ἐν τῇ πόλει Σαμαρείας

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 549, li. 46

πολλοὶ ἐμαρτύρησαν. (6) Τοῦτον διαδέχεται Γάλλος καὶ Βολοσιανὸς


ἔτη βʹ. ΡΝΔʹ. Βασιλεία Οὐαλεριανοῦ.
Τούτους Οὐαλεριανὸς καὶ Γαλλιανὸς διαδέχονται
ἔτη ιεʹ.
 Μετὰ δὲ Φίλιππον ἐβασίλευσε Οὐαλεριανὸς
ἔτος αʹ καὶ ἐσφάγη ὑπὸ τοῦ λαοῦ.
ΡΝΕʹ. Περὶ τῆς λοιμικῆς νόσου.
Ἐφ' οὗ ἐπὶ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην τοῦ Θεοῦ
ὀργὴν μεγάλην ἐκπέμψαντος, λοιμώδης νόσος τὸ ἀν-
θρώπινον γένος διέφθειρεν (εἰς 359 ἐξάλειψιν)·
ἀπὸ γὰρ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης ἀτμοί τινες  
ἀνῄεσαν· καὶ πρὸς τούτοις ἄνεμοι καὶ αὖραι τῶν
ποταμῶν καὶ λιμνῶν ἀνιμήσεις ἀνέπνεον, ὡς
νομίζειν νεκρῶν ἰχῶρας εἶναι τὰς δρόσους. Συν-
εχῶς οὖν ἐκ τοῦ τοιούτου λοιμοῦ τὴν γῆν συν-
εῖχε βαρέα καὶ ἀνίατα νοσήματα, ὡς ἄπειρον
καὶ ἀναρίθμητον γενέσθαι τῶν ἀνθρώπων τὸν ὄλε-
θρον· θρῆνοί τε καὶ οἰμωγαὶ διὰ τὸ πλῆθος τῶν
ὀλλυμένων ἐγίνετο πανταχοῦ καὶ, οὐδὲν τῶν ἐπὶ
164

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 580, li. 22

μεγαλαυχίαν (διήλεγξεν), ὅτι δὴ τῆς περὶ τὰ εἴδωλα


σπουδῆς αὐτοῦ καὶ τῆς καθ' ἡμῶν ἕνεκα πολιορκίας,
μὴ λιμὸν μηδὲ λοιμὸν, μήτε μὴν πόλεμον ἐπὶ τῶν
αὐτοῦ συμβῆναι καιρῶν ἐναμβρύνετο. Ταῦτα δ' οὖν
ἅμα κατ' αὐτὸν ἐπῆλθε καὶ τῆς κατ' αὐτὸν
καταστροφῆς περιειλήφει τὰ προοίμια· τοὺς δὲ
λοιποὺς τῶν τὰς ὑπ' αὐτὸν πόλεις καὶ χώρας οἰ-
κούντων δεινῶς ὁ λιμός (τε) ἅμα καὶ ὁ λοιμὸς κατ-
έτρυχε· καὶ μυρίοι μὲν ὑπῆρχον οἱ κατὰ πόλεις
θνήσκοντες, πλεῖστοι δὲ οἱ κατὰ ἀγροὺς καὶ κώ-
μας, ἁπάντων σχεδὸν τροφῆς ἐνδείᾳ καὶ λοιμώδει
νόσῳ διεφθαρμένων. Καὶ γὰρ οἱ μὲν χόρτον δια-
μασσώμενοι καὶ τὴν ἕξιν λυμαινόμενοι διώλλυντο
οἱ δὲ ἀπεσκληκότες ὥσπερ εἴδωλα νεκρὰ, ὧδε κἀ-
κεῖσε ψυχοῤῥαγοῦντες, ἐνσειόμενοί τε καὶ περιο-
λισθαίνοντες κατέπιπτον ἐν ταῖς πλατείαις, ὅθεν
νεκρὰ καὶ γυμνὰ σώματα ἐφ' ἡμέρας πλείονας
ἄταφα διεῤῥιμμένα, 381 θέαν οἰκτράν (τε) καὶ
ἐλεεινὴν τοῖς ὁρῶσι παρεῖχεν· ἤδη δέ τοι καὶ
κυνῶν τινες ἐγένοντο βρῶμα. Οὐχ ἥκιστα δὲ ὁ

Georgius Syncellus Chronogr., Ecloga chronographica (3045: 001)


“Georgius Syncellus. Ecloga chronographica”, Ed. Mosshammer, A.A.
Leipzig: Teubner, 1984.P. 192, li. 3

πάντων κατεκράτει. ὡς δὲ καὶ τῷ Θησεῖ τοῦ ἀγῶνος μετεδόθη καὶ τὸν


Ταῦρον κατεπάλαισε, συνέβη καὶ τοὺς παῖδας διασωθῆναι καὶ τὴν πόλιν
ἀφεθῆναι τοῦ δασμοῦ, ὡς Φιλόχορος ἱστόρησεν ἐν δευτέρᾳ Ἀτθίδος.
 Οἱ Ἐπίγονοι τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας ἐστράτευσαν.
 Φαίδρα Ἱππολύτου ἠράσθη.
 Μίνως ἐπὶ Σικελίαν στρατεύσας διὰ Δαίδαλον ἀναιρεῖται ὑπὸ τῶν Κω-
κάλου θυγατέρων.
 Κατὰ τούτους τοὺς χρόνους Σαμψὼν ἦν, ὁ παρ' Ἕλλησι βοώμενος Ἡρα-
165

κλῆς, ὃς μετὰ τοὺς ἄθλους καὶ τὴν Ἀνταίου ἀναίρεσιν τοῦ γηγενοῦς ἐν
Λιβύῃ καὶ τὸν ἐν Ὀλυμπίᾳ ἀγῶνα καὶ τὴν πρώτην ὑπ' αὐτοῦ ἅλωσιν
Τροίας ἐπὶ Λαομέδοντος πατρὸς Πριάμου βασιλέως Τροίας λοιμώδει
νόσῳ περιπεσὼν εἰς πῦρ ἐνήλατο καὶ οὕτως ἐξ ἀνθρώπων ἐγένετο, βιώ-
σας τὰ πάντα ἔτη νβʹ. τινὲς δὲ πρὸ τούτου μικρὸν ἱστοροῦσι γενέσθαι
Ἡρακλῆν, ἄλλοι τε πλείονα ἔτη ζῆσαί φασιν αὐτόν.

ΚΟΣΜΟΥ ΕΤΗ

 Ἰαεὶρ τὸν Γαλααδίτην κριτὴν ἔδωκεν ὁ θεὸς τῷ Ἰσραὴλ μετὰ τὸν Θω-
λᾶν, ὃς εἶχεν υἱοὺς λβʹ καὶ λβʹ πόλεις, ὧν ἦρχον. οὗτος ἔκρινε τὸν λαὸν
ἔτη κʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος ͵δρπαʹ.
 Ἀμμανῖται ἐκράτησαν τοῦ Ἰσραὴλ ἔτη ιηʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος ͵δσαʹ.
 Μετὰ τὸν Γαλααδίτην Ἰαεὶρ ἁμαρτήσας ὁ Ἰσραὴλ παρεδόθη Ἀμμανί-
ταις δουλεύειν ἔτη ιηʹ. ἐξομολογησαμένοις δὲ αὐτοῖς τῷ θεῷ ἐδόθη
αὐτοῖς

Georgius Syncellus Chronogr., Ecloga chronographica


P. 430, li. 21

λὴν κατ' οὐρανὸν φερόμενον.


 Λούκιος Καῖσαρ Πάρθους ὑποτάξας κατ' αὐτῶν ἐθριάμβευσεν.
 Οὐολόγεσσος Πάρθων βασιλεὺς τὴν Ῥωμαίων χώραν κατέδραμε.
 Περεγρῖνος ὁ φιλόσοφος ἐν τῇ πανηγύρει πῦρ ἀνάψας ἑαυτὸν ἐνέπρησε
μιμούμενος Κάλανον Βραχμᾶνον τὸν κατὰ Ἀλέξανδρον γυμνοσοφιστήν.
 Πολύκαρπος ὁ ἱερώτατος Σμύρνης ἐπίσκοπος τῷ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυ-
ρίῳ ἐτελειώθη διωγμοῦ κατὰ τὴν Ἀσίαν γεγονότος.
 Πολλοὶ δὲ καὶ κατὰ τὰς Γαλλίας νομίμως ὑπὲρ Χριστοῦ ἤθλησαν, ὧν τὰ
μαρτύρια ἀναγέγραπται εἰς μνημόσυνον τοῖς μετέπειτα.
 Ῥωμαῖοι Γερμανοὺς καὶ Σαυρομάτας καὶ Δάκας Κουάδους κατεπά-
λαισαν, λοιμώδης τε νόσος ἐπικρατήσασα μέχρι Ῥώμης ἔφθασε.
 Λούκιος αὐτοκράτωρ ἐνάτῳ τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἔτει ἐτελεύτησεν.
 Ἀπολλινάριος ἐπίσκοπος Ἱεραπόλεως τῆς ἐν Ἀσίᾳ, ἱερὸς ἀνήρ, ἤκμαζε,
καὶ Μελίτων Σαρδιανῶν ἐπίσκοπος τῆς Λυδίας, ὃς καὶ βίβλον ἀπολογίας
Ἀντωνίνῳ ὑπὲρ Χριστιανῶν ἐπέδωκε.  
 Διονύσιος ἐπίσκοπος Κορίνθου, ἱερὸς ἀνήρ, ἐγνωρίζετο.
 Ὀππιανὸς ἁλιευτικῶν ποιητὴς ἤκμαζε Κίλιξ τῷ γένει.
 Ταῖς Χριστιανῶν εὐχαῖς ὁ Ῥωμαίων στρατὸς δίψει διαφθείρεσθαι μέλ-
λων ἐν Κουάδοις περισῴζεται θεοῦ ὕσαντος καὶ τοὺς πολεμίους Γερμα-
νοὺς καὶ Σαυρομάτας σκηπτῷ διαφθείραντος, ὡς καὶ αὐτὸς Ἀντωνῖνος
ἐπιστέλλων μαρτυρεῖ. Περτίναξ ἡγεῖτο τοῦ στρατοῦ.
166

Michael Glycas Astrol., Hist., Annales (3047: 001)“Michaelis Glycae


annales”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber, 1836; Corpus scriptorum historiae
Byzantinae.P. 450, li. 11

λως τὸν βουλόμενον ἐξωνεῖθαι λίθους μαργάρους καὶ ὅσα


τοιαῦτα. γίνεται ταῦτα· συνῆκτο χρήματα. σκορπίζει
ταῦτα τῷ στρατῷ, ὁρμᾷ κατὰ τῶν ἐναντίων, τροποῦται, σκυ-
λεύει, νικητὴς ὑποστρέφει. τίθησι λοιπὸν χρήματα τῇ ἀγορᾷ.
τίνος ἕνεκεν; ὥστε καὶ πάλιν τὸν θέλοντα τὰ ἐξωνηθέντα δι-
δόναι καὶ τὸ τίμημα λαβεῖν.
 Μετὰ τοῦτον Κόμμοδος ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἔτη ιβʹ. οὗτος
γυναιξὶ μὲν καὶ μίμοις συνέχαιρε, τοὺς δυνατοὺς καὶ πρού-
χοντας διὰ ξίφους ἐθανάτου, ἐφ' ᾧ καὶ διὰ φαρμάκου τῆς
ζωῆς ἐξίστατο. οὗτος ὁ Κόμμοδος θηλυμανὴς ἐγένετο τρόπῳ
τοιούτῳ. κατ' ἐκεῖνο καιροῦ Νόσημα τῇ πόλει λοιμῶδες ἐπέ-
σκηψε. πτοηθεὶς οὖν μή ποτε καὶ αὐτὸς τῷ τοιούτῳ φθορο-
ποίῳ διαφθαρείη νοσήματι, μύροις πολυτιμήτοις κατεχρίσατο.
καὶ τὴν μὲν ἀπὸ τοῦ νοσήματος βλάβην ἐξέφυγεν, ἀλλὰ κα-
τωφερὴς ἐντεῦθεν εἰς ἀφροδίσια γέγονε.
 Μετὰ τοῦτον Περτίναξ μῆνας βʹ. μετὰ τοῦτον Σεβῆρος
ἔτη ιζʹ, ἐφ' οὗ Κλήμης ὁ στρωματεὺς καὶ Σύμμαχος καὶ
Ὠριγένης. οὗτος τὸ Ζεύξιππον λουτρὸν ἔκτισεν ἐν Βυζαντίῳ,
καὶ τὸ πρῶτον κτίσμα τῷ ἱπποδρομίῳ παρέδωκεν. ὁ μέντοι
Ὠριγένης ἀκμάζων τότε τοῖς θείοις λόγοις πολλοὺς ἐχειραγώγει
πρὸς τὴν ἀλήθειαν, πιστούς τε καὶ ἀπίστους· ἀφ' ὧν καὶ  

Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum (3074: 001)


“Constantini Manassis breviarium historiae metricum”, Ed. Bekker, I.
Bonn: Weber, 1837; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.Line 1726

τὸ προσδοκώμενον κακόν, τὸν ἐκ τοῦ ξίφους πότμον.


ἐντεῦθεν κατωνόμαστο τοῖς ἀγνοοῦσι Βροῦτος·
δηλοῖ δ' ἡ λέξις τὸν μωρὸν καὶ φρένας βεβλαμμένον.
μετάγει δ' οὖν Ταρκύνιος τοῦτον ἐν ἀνακτόροις,
κήδεσθαι μὲν ὡς συγγενοῦς κἀκ τῶν αὐτῶν αἱμάτων
τοῦ Βρούτου προσποιούμενος καὶ δῆθεν κατοικτείρων,
τὸ δ' ἀληθὲς βουλόμενος συμπαίστορα τοῖς τέκνοις
τοῖς ἑαυτοῦ χαρίζεσθαι ψυχαγωγίας χάριν,
οἷς καὶ συνὼν γελοιασμοὺς καὶ παιδιὰς προυξένει.
ἀποσταλέντων δέ ποτε τῶν παίδων Ταρκυνίου
ἐπὶ Δελφοὺς ὡς πεύσαιντο περὶ λοιμώδους νόσου,
167

καὶ Βροῦτος συνεπέμπετο τέρψων αὐτοὺς παιγνίοις.  


οἱ μὲν οὖν τὸν Ἀπόλλωνα δώροις ἐδεξιοῦντο,
ὁ Βροῦτος βακτηρίαν δὲ ξυλίνην διατρήσας
ὅλην δι' ὅλης ὡς αὐλὸν χρυσῆν ἔκρυψε ῥάβδον,
καὶ ταύτην ὡς ἀνάθημα κεχάριστο τῷ Φοίβῳ.
ἀλλ' οὗτοι τὴν εὐμήχανον σοφίαν τὴν τοῦ Βρούτου
καὶ τὸ στερρὸν καὶ δυνατὸν μηδ' ὅλως ἐπιγνόντες
κατέπαιζον ἐτώθαζον ὕβριζον ἐμωκῶντο
τοιοῦτον προσενέγκαντα τῷ χρησμοδότῃ δῶρον.
μέλλοντες δὲ τοῦ Δελφικοῦ τεμένους μεταβαίνειν

Κωνσταντίνος Μανασσής. Vita Oppiani (3074: 002)


“”De Oppiani vita antiquissima””, Ed. Colonna, A., 1964; Bollettino del
comitato per la preparazione dell'edizione nazionale dei classici greci e
latini 12.Line 44

καὶ βίβλους ἐνεχείρισεν αὐτῷ τὰς πονηθείσας,


τοσαύτην τὴν ἀγάπησιν ἔσχε πρὸς βασιλέως,
ὡς κελευσθῆναι ζήτησιν τὴν πρὸς θυμῶν ἐκφῆναι,
ὁ δὲ ζητεῖ τὴν τοῦ πατρὸς καταγωγὴν ἐκ νήσου,
κατευστοχεῖ τοῦ θελητοῦ, λαμβάνει τὸν γενέτην,
ἀπαριθμεῖται καὶ χρυσὸς αὐτῷ πρὸς βασιλέως,
ἑνὸς στατῆρος ὤνιον ἕνα τιθέντος στίχον.
καὶ ταῦτα μὲν ἐνταῦθά μοι στήτω τοῦ πρόσω δρόμου·
τὰ γὰρ πολλὰ παρίημι μῆκος ἐκφεύγων λόγου,
ὅτι τεθναίη σὺν πατρὶ στραφεὶς ἐν τῇ Ναζάρβῳ,
λοιμώδους νόσου καὶ φθορᾶς τὴν πόλιν βοσκηθείσης,
ὅτι θανόντος ἄγαλμα πολυτελὲς ὁ δῆμος
ἔστησαν ἐπιγράψαντες ἔπαινον ἐλεγείοις,
ὅτι τυγχάνει προσφυῶς πᾶνυ τοι γνωματεύων,
τὰ πράγματα δ' ὑπόψια δείκνυσι παραβάλλων,
καὶ τελευταῖον ὡς πολὺ τὸ λεῖον ἐν τοῖς λόγοις,
ὃ τοῦ σαφοῦς σκευαστικὸν οἷά περ ἄνθος ἔχει,
ἠδ' οἶδε τὴν πυκνότητα τὴν τῶν ἐνθυμημάτων,
ὃ δυσχερὲς τοῖς ῥήτορσι καὶ παντελῶς ἐργῶδες.  

Michael Attaliates Hist., Historia (3079: 001)“Michaelis Attaliotae


historia”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber, 1853; Corpus scriptorum historiae
Byzantinae.P. 30, li. 17
168

Ἴστρον παγγενεὶ διαβάντες μετ' οὐ πολὺ τοῖς Ῥωμαϊκοῖς ἐγκα-


τεσκήνωσαν τόποις, γένος ἀντὶ πάσης ἄλλης ἐπιστήμης καὶ
τέχνης τὴν μεθ' ὅπλων ἐπιδρομὴν ἠσκηκός, καὶ βίον ἔχον τὸ
ἐν ῥομφαίᾳ καὶ τόξῳ καὶ βέλει συνεχῶς διαζῆν, μυσαρὸν δὲ
τὰ πρὸς τὸ ζῆν καὶ τὴν ἄλλην διαγωγήν, καὶ μιαροφαγιῶν
οὐδαμῶς ἀπεχόμενον. τοῦτο πονηρᾷ τινὶ τύχῃ τοῖς Ῥωμαίοις
ἐπεισκωμάσαν ὁρίοις πολλὰ δεινὰ καὶ λόγῳ ῥηθῆναι καθεξῆς
μὴ δυνάμενα ἐς ὕστερον διαπέπραχε. τέως δ' οὖν τῆς περὶ
τούτων φήμης ἐπιδραμούσης τὰς πρὸς ἥλιον λήγοντα δυνά-
μεις ὁ βασιλεὺς αὐτοῖς ἐπεστήσατο. οἱ δὲ τῆς τε ἀλλοτρίας
ἔτι καθεστῶτες ἀπείρατοι, καὶ νόσῳ λοιμώδει κατατρυχόμε-
νοι, ἀσυνήθως δὲ καὶ πρὸς τὰς Ῥωμαϊκὰς φάλαγγας ἀντι-
στρατεύεσθαι ἔχοντες, χεῖρας μὲν ἀντᾶραι τούτοις οὐκ ἐδο-
κίμασαν, τοὺς δὲ ἀρχηγοὺς αὐτῶν καὶ συνταγματάρχας δόν-
τες ἐνέχυρον, καὶ δούλωσιν οὕτως ὑποκρινάμενοι, φιλανθρω-
πίας ἐντεῦθεν τυγχάνουσι. καὶ λύσις τότε τῆς στρατιᾶς δια-  
γίνεται, τῶν Ῥωμαίων ἀρκεσθέντων τούτοις καὶ χειροήθεις
οἰηθέντων ποιῆσαι τοὺς μηδέποτε γενομένους μηδ' ἕξιν ἔχον-
τας γίνεσθαι. καὶ οἱ μὲν ἀρχηγοὶ τούτων τῷ βασιλεῖ παρα-
πέμπονται, οἱ δὲ λοιποὶ τοῖς ἰδίοις χάραξι συνετηρήθησαν

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Breviarium historicum de rebus


gestis post imperium Mauricii (e cod. Vat. gr. 977) (3086: 001)
“Nicephori archiepiscopi Constantinopolitani opuscula historica”, Ed. de
Boor, C.Leipzig: Teubner, 1880, Repr. 1975.P. 12, li. 7

οὐ δοριάλωτον ἑλὼν ὡς αὐτὸν ἤγαγεν (ἐν τούτῳ γὰρ αὐτῷ


τὰ τῆς ἐλπίδος ὠνειροπολεῖτο καὶ ἔκειτο), μεγάλα τε ἐπ'
αὐτῷ ἠγανάκτει καὶ τέλος εἰς ἀσκὸν αὐτῷ ἀπέδειρε τὴν δο-
ράν, πικρὸν αὐτῷ καὶ βίαιον καταστήσας τὸν θάνατον. Ῥω-  
μαίων δὲ τοὺς πρεσβευτὰς ἰδίᾳ διαστείλας ὡς ἕκαστον φρου-
ραῖς ἀσφαλεστάταις ἀπέθετο καὶ ἐκάκου τὰ μέγιστα.
 Ταῦτα οὐ μικρῶς ἠνία τὸν βασιλέα καὶ ἐπετάραττεν.
ἐφ' οἷς καὶ λιμὸς τηνικαῦτα τῇ πολιτείᾳ ἐπεφύη βαρύτατος·
οὐ γὰρ ἡ Αἴγυπτος αὐτοῖς τὸ λοιπὸν ἐπεσίτιζεν, ἐξ οὗ καὶ
τὰ πλεῖστα τῶν βασιλικῶν ἐπελελοίπει σιτηρεσίων. ἐν τού-
τοις καὶ νόσος λοιμώδης τοῖς ἐν τῇ πόλει ἐνσκήψασα θανάτῳ
τὰ πλήθη τὰ ἐν αὐτῇ διέφθειρεν. ὧν ἁπάντων ἕνεκεν πολλὴ
δυσθυμία καὶ ἀπορία τῷ κρατοῦντι περιεκέχυτο. καὶ οἴχε-
σθαι διὰ ταῦτα πρὸς Λιβύην βουλομένῳ ἦν. καὶ αὐτόθι
χρήματα τέως πλεῖστα χρυσόν τε καὶ ἄργυρον καὶ λίθων
τοὺς τιμιωτάτους προύπεμπεν· ὧν οὐκ ὀλίγιστα καταίροντα
169

κλύδωνι μεγίστῳ περιπεπτώκει καὶ τοῖς ποντικοῖς ῥείθροις


βρύχια γέγονεν. ταῦτα τοίνυν τῶν πολιτῶν αἰσθόμενοι, ὡς
δυνατὰ ἦν αὐτοῖς, διεκώλυον. ὁ γοῦν ἱεράρχης ἐπὶ τοῦ
ἱεροῦ τοῦτον καλέσας ὅρκοις ἐνταῦθα περιεδέσμει ὡς ἥκιστα
τῆς βασιλευούσης ἐξίστασθαι. οἷς εἴξας τὰς μὲν παρούσας

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Refutatio et eversio definitionis


synodalis anni 815 (3086: 012)“Nicephori Patriarchae
Constantinopolitani Refutatio et Eversio Definitionis Synodalis Anni
815”, Ed. Featherstone, J.M.Turnhout: Brepols, 1997; Corpus
Christianorum, Series Graeca 33.Chapter 23, li. 41

θεηλάτους πληγάς, καὶ οἷα κατ' ἐκείνους τοὺς χρόνους τοῖς


ἀνθρώποις ἐγκατέσκηψεν, δίκας τοὺς ὑπευθύνους εἰσπραττό-
μενα; ἐκ μὲν τῆς γῆς ὁποῖον τῶν βρασμῶν καὶ τοῦ φρικώδους
ἐκείνου κλόνου τὸ χρῆμα, τὰ ἐρείπια κείμενα πτώματα κατὰ
τὴν βασιλεύουσαν ἐκβοήσειαν. τὰ ἐξ ὑδάτων παράδοξα τέρα-
τα μαρτυρείτωσαν, ἃ δὴ εἰς κρυστάλλου μεταπαγέντα φύσιν,
ἐν ἴσῳ δὲ τοῖς ὑψηλοτάτοις τῶν ὀρέων ὑπεραιρόμενά τε καὶ
κορυφούμενα, τῷ πλήθει καὶ τῷ μεγέθει, βάσιμον τοῖς ἀνθρώ-
ποις τὴν ὑγρὰν τῆς θαλάσσης φύσιν παρέσχοντο· ὧν δή τινα τῇ
πόλει προσρήξαντα, ἱκανῶς τά τε τείχη διέσεισεν καὶ τοὺς
ἐντὸς ἐτάραξέν τε καὶ εἰς ἔκπληξιν ἤγαγεν. ὅση δὲ ἡ λοιμώδης
φθορὰ τοὺς ἀθλίους ἐπενέμετο (βουβὼν ἐπῆρτο, καὶ θάνατος
αὐτίκα παρῆκτο), οὐδὲ τὸν ἀριθμὸν τῶν ὀλλυμένων ἐξειπεῖν
οἵα τε γλῶσσα ἀνθρώπων γενήσεται. τὰ ἐκ τοῦ αἰθερίου τό-
που δείματα ἐξαίσια οἷα· καὶ γὰρ ἐδόκει τοὺς ἀστέρας ἅπαν-
τας, τοῦ οὐρανίου ἐν ᾧ ἐπεπήγεσαν χώρου ἀπορρηγνυμένους,
ῥαγδαίως κατὰ γῆς φέρεσθαι, οὕτω καὶ τῶν στοιχείων καὶ
πάσης πασχούσης τῆς κτίσεως, οὐκ ἐνεγκάσης τὴν εἰς τὸν
κτίσαντα παρὰ τῶν δυσσεβούντων πλημμέλειαν. ὧν τὰ πολλὰ
καὶ μέχρι τοῦ δεῦρο ἀναγγέλλουσιν ἄνθρωποι, κήρυκες τῶν ἐπὶ
τοῖς παρανομοῦσι παθῶν περισῳζόμενοι.

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Refutatio et eversio definitionis


synodalis anni 815 Chapter 76, li. 12

ἐξέβημεν. φασὶ τοίνυν·εἴδωλα δὲ ταύτας εἰπεῖν φει-


σάμενοι. τοὺς ἀπὸ τοῦ φωτὸς τῆς ἀληθείας ἐξολισθήσαντας
καὶ πρὸς τὸ σκότος τοῦ ψεύδους ἐθελουσίως αὐτομολήσαντας
ἀνάγκη τῇ πολυσχιδεῖ περιαλωμένους πλάνῃ πολλαῖς περιπί-
170

πτειν ταῖς σκολιότησιν καὶ πλείστοις ἐναντιώμασιν περιέλκε-


σθαι καὶ προσκόμμασιν. τοῦτο καὶ οἱ ἄγαν πολυμαθεῖς καὶ
σοφοὶ καὶ ἀγχίνοι πεπονθότες νῦν σαφῶς καταφαίνονται·
τῶν ὀρθῶν γὰρ τῆς εὐσεβείας δογμάτων ἐκπεπτωκότες, οὐ
μόνον τῇ εὐαγεῖ ἡμῶν ἀντεπεξάγουσι δόξῃ, ἤδη δὲ καὶ ἑαυτοῖς  
ἐνταῦθα ἀντίθετοι γινόμενοι προδήλως ἁλίσκονται. οὗτοι γὰρ
τὴν Πλατανῖτιν ἐκείνην ἢ πλανῆτιν λοιμώδη συμμορίαν καὶ
Ἰουδαϊκὴν σπείραν ἀσπασίως ἐπαγγειλάμενοι ἀποδέχεσθαι καὶ
χερσὶν ὑπτίαις τὰ παρ' αὐτῆς καθοριζόμενα περιφέροντες, φυ-
λάσσειν τεἀκαινοτόμητα κατισχυριζόμενοι καὶ κανόνα
τιθέμενοι ἀπαράβατον καὶ τοῦ παντὸς τιμώμενοι, ὅπως αὐτοῖς
σύμφωνοι ἐνταῦθα τυγχάνουσιν καὶ ἀκόλουθοι, ἐπιμελῶς
διασκέπτεσθαι ἄξιον. ὁ μὲν οὖν ἐκείνων σκοπὸς ὅλος καὶ ἡ
πρόθεσις ἥ τε πραγματεία καὶ ἡ πᾶσα σπουδή, ἡ ἄθροισίς τε ἡ
πολύανδρος ὁ σκυλμός τε καὶ ἡ ἐξέτασις καὶ ἡ βάσανος, ἡ
πολυπραγμοσύνη καὶ ἔρευνα, τοῦ χρόνου ἡ πλείστη τριβὴ καὶ
παρέλκυσις, ὁ τοσοῦτος πόνος καὶ ἡ φροντὶς πρὸς οὐδὲν ἕτερον

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Refutatio et eversio definitionis


synodalis anni 815 Chapter 189, li. 33

ἃ τὸν ἀέρα ἀναδιδόμενα κατεμόλυνεν, καὶ τὸ ἐπιβώμιον λύ-


θρον, οἷς ὁ πονηρὸς ἔχαιρε δαίμων, ταῖς τῶν προσεδρευ-
όντων νεωκόρων τελεταῖς θεραπευόμενος; ποῦ τῶν μολυ-
σμῶν τούτων αἱ καθάρσεις καὶ τῶν τελετῶν αἱ ἀφαγνί-
σεις καὶ τἄλλα ἃ ποιεῖν Χριστιανοὺς ἐχρῆν, συνιστῶντα μὲν
τῆς καθ' ἡμᾶς πίστεως τὴν καθαρότητα, κατασοβοῦντα δὲ τῶν
βδελυρῶν εἰδώλων τὴν μυσαρότητα; τοσούτου πράγματος το-
σαύτης ἔδει τῆς σπουδῆς, παραμετρουμένης τῷ μεγέθει τοῦ
κακοῦ καὶ τῶν πόνων καὶ τῶν φροντίδων εἰς ὅσον ἀνάλογον,
ὥστε στῆσαι τὴν φορὰν τοῦ δεινοῦ, καὶ τὸ εἰσφθαρὲν κατὰ τὴν
τοιαύτην ἀρχὴν λοιμῶδες Νόσημα καὶ πολιτείαν ὅλην διαλαβὸν
ἀνακόψαι, ψυχὰς ἀθλίων ἀνθρώπων καταβοσκόμενον καὶ πυ-
ρὸς δραστικώτερον καὶ ὀξύτερον κατανεμόμενον, τά τε τῆς
θρησκείας ἀνασώσασθαι δίκαια καὶ ἀνθρώποις τὴν ἐλευθερίαν
χαρίσασθαι· πανταχοῦ γὰρ γῆς τὰ παρ' αὐτοῖς ὑβριζόμενα καὶ
καθαιρούμενα ἅγια παρὰ Χριστιανοῖς τιμώμενα ὑπῆρχε καὶ
προσκυνούμενα. πῶς οὖν καὶ πόθεν ἡμῖν ταῦτα πάντα ἐμφανῆ
κατασταθήσεται, εἰ πᾶσαν συγγραφὴν καὶ ἱστορίαν ὑπερπλήρη
τούτων ἑωρῶμεν τυγχάνουσαν; οὐδὲ γὰρ ἐνὸν τοσοῦτον κα-
κὸν λήθῃ παραδραμεῖν, ᾄδεσθαι δὲ εἰς δεῦρο κατὰ δήμους
καὶ ἀγορὰς καὶ πόλεις καὶ ἀγροὺς παρὰ πάσης ἡλικίας
171

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1–12) (3135:


001)“Ioannis Zonarae epitome historiarum, 3 vols.”, Ed. Dindorf,
L.Leipzig: Teubner, 1:1868; 2:1869; 3:1870.Vol. 1, p. 166, li. 32

των σώματα εὑρέθησαν. καὶ ἀπῆρε τὸ περιλειφθὲν


τῆς στρατιᾶς ἐξ Ἱερουσαλήμ. Σεναχηρεὶμ δὲ πολιορ-
κῶν τὸ Πηλούσιον ἔλυσε τὴν πολιορκίαν, μυῶν ἐν
νυκτὶ μιᾷ καταφαγόντων τὰ τόξα τῶν Ἀσσυρίων καὶ
τὰ λοιπὰ τῶν ὅπλων αὐτῶν. τοῦτο ἐν μὲν τῇ τῶν
Βασιλειῶν οὐκ ἀναγράφεται βίβλῳ, Ἰώσηπος δὲ ἱστο-
ρεῖ ἐν Ἡροδότῳ εὑρών. τὸν δὲ Βηρωσὸν τὰ Χαλ-
δαϊκὰ συγγραψάμενον φάσκειν φησὶν ὡς ἐπανελθὼν
ὁ Σεναχηρεὶμ ἀπὸ τοῦ τῶν Αἰγυπτίων πολέμου κα-
τέλαβε τὴν σὺν τῷ Ῥαψάκῃ στρατιὰν εἰς Ἱεροσόλυμα·
καὶ τοῦ θεοῦ λοιμώδη νόσον ἐνσκήψαντος τοῖς Ἀσσυ-  
ρίοις, ἐν μιᾷ νυκτὶ μυριάδες ὀκτωκαίδεκα φθείρονται
καὶ πεντακισχίλιοι σὺν ἡγεμόσι καὶ ταξιάρχαις. δεί-
σας οὖν ἐκεῖνος περὶ τῇ λοιπῇ στρατιᾷ, ἀπαίρει ἐκεῖ-
θεν μετὰ τῆς περιλειφθείσης δυνάμεως καὶ ἄπεισιν
εἰς Νινευί. καὶ μετ' ὀλίγον ἐπιβουλευθεὶς παρὰ τῶν
πρεσβυτέρων παίδων ἀνῃρέθη, τῶν μὲν ἀνῃρηκότων
αὐτὸν φυγόντων, Ναχορδὰν δὲ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ τὴν
ἀρχὴν διαδεξαμένου. Ἐζεκίας δὲ τοῦ φόβου ἀπαλλα-
γεὶς τῷ θεῷ ηὐχαρίστει. καὶ μετ' ὀλίγον νοσήσαντι
αὐτῷ προσελθὼν Ἡσαΐας κατ' ἐντολὴν τοῦ θεοῦ εἶπε

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12)


Vol. 2, p. 103, li. 21

ὡς ὑπήκοοι πρὸς συμμαχίαν κληθέντες, μεταθέσθαι


δὲ πρὸς τοὺς πολεμίους ἐν τῷ καιρῷ τῆς μάχης ἐπι-
χειρήσαντες καὶ συνεπιθέσθαι Ῥωμαίοις, γνωσθέν-
τες ἐκολάσθησαν· καὶ πολλοὶ μὲν ἐκτάνθησαν καὶ ὁ
αὐτῶν ἐξηγούμενος Μέττιος, οἱ ἄλλοι δὲ μετανάστα-
σιν ἔπαθον, καὶ ἡ πόλις αὐτῶν Ἄλβα κατεσκάφη,
πεντακόσιά που ἔτη Ῥωμαίοις νομισθεῖσα μητρό-
πολις.
 Πρὸς μὲν οὖν τοὺς πολεμίους ὁ Τοῦλλος κρά-
τιστος ἔδοξε, τοῦ θείου δὲ παρημέλει. νόσου δ' ἐν-
σκηψάσης λοιμώδους καὶ αὐτὸς νοσήσας εἰς δεισι-
172

δαιμονίαν ἀπέκλινεν. ἐσχηκέναι μέντοι τοῦ βίου


λέγεται τέλος καταφλεχθεὶς ὑπὸ κεραυνῶν, ἢ ἐπι-
βουλευθεὶς ὑπὸ Μαρκίου Ἄγκου, ὃς θυγατριδοῦς
ἐτύγχανεν, ὡς εἴρηται, τοῦ Νόμα. ἐβασίλευσε δὲ
Ῥωμαίων ἔτη δύο ἐπὶ τριάκοντα.
 Ἐπεὶ δ' Ὁστίλλιος ἐτελεύτησε, διεδέξατο τὴν βα-
σιλείαν ὁ Μάρκιος, παρ' ἑκόντων τῶν Ῥωμαίων ταύ-  
την λαβών. ἦν δὲ τὴν χεῖρα οὐκ ἄρτιος· τὴν γὰρ
ἀγκύλην πεπήρωτο, ὅθεν καὶ Ἄγκος ἐπώνυμον ἔσχη-
κεν. ἐπιεικὴς δὲ ὢν ἠναγκάσθη μεταβαλέσθαι, καὶ

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12)


Vol. 3, p. 56, li. 23

μεγέθεις, ἔπειτα πῦρ πολὺ καὶ καπνὸς ἄπλετος, ὡς


καὶ τὸν ἥλιον συγκρυφθῆναι καὶ σκότος ἐκ φωτὸς
γενέσθαι. καὶ τέφρα δὲ ἀνεφυσήθη ἀμύθητος, ὡς
τῆς τε γῆς καὶ τῆς θαλάσσης καὶ τοῦ ἀέρος κατασκε-
δασθῆναι παντὸς καὶ τοὺς ἰχθύας τά τε ὄρνεα δια-
φθαρῆναι, καὶ δύο πόλεις, τό τε Ἑρκουλάνεον καὶ
τοὺς Πομπηίους, ἐν θεάτρῳ τοῦ δήμου αὐτῶν καθ-
ημένου, καταχωσθῆναι. τοσαύτη δ' ἦν ἡ τέφρα
ὥστε τι αὐτῆς καὶ ἐς Ἀφρικὴν ἐλθεῖν καὶ εἰς Συ-
ρίαν καὶ εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ εἰς αὐτὴν τὴν Ῥώ-
μην· ἐξ ἧς ὕστερον λοιμώδης νόσος ἐνέσκηψεν.
 Ὁ δ' οὖν Τίτος τοῖς Καμπανοῖς καὶ οἰκιστὰς
ἔπεμψε καὶ χρήματα ἐδωρήσατο ἄλλα τε καὶ τὰ τῶν
ἀκληρονομήτων. αὐτὸς δὲ οὐδὲν παρ' οὐδενός, καίτοι
πολλῶν διδόντων, ἐδέξατο· πολλὰ δὲ τῶν δημοσίων
ἔργων ἀνέστησεν οἴκοθεν. καὶ ἀγῶνας ἐποίησε θαυ-
μαστούς, ἐν οἷς σφαιρία ξύλινα μικρὰ ἄνωθεν ἐρ-
ρίπτει, σύμβολον ἔχοντα τὸ μὲν ἐδωδίμου τινός, τὸ
δὲ ἐσθῆτος, ἄλλο χρυσοῦ, ἵππων, ὑποζυγίων, βοσκη-
μάτων, ἀνδραπόδων· ἃ οἱ ἁρπάζοντες πρὸς τοὺς  
δοτῆρας αὐτῶν ἀπάγοντες τὸ ἐπιγεγραμμένον ἐλάμ

Laonicus Chalcocondyles Hist., Historiae (3139: 001)“Laonici


Chalcocandylae historiarum demonstrationes, 2 vols. in ”, Ed. Darkó, E.
Budapest: Academia Litterarum Hungarica, 1:1922; 2.1:1923; 2.2:1927.
Vol. 2, p. 111, li. 23
173

πευε τὸν βασιλέα δώροις, ὥστε μηδὲν αὐτῷ χαλεπὸν ἐπὶ νοῦν
βαλέσθαι τὸν βασιλέα Ἀμουράτην. ἦν γὰρ δὴ αὐτῷ διαφορὰ
πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ Θεόδωρον τὸν νεωστὶ ἀφιγμένον ἐπὶ
Βυζάντιον διαδεξόμενον τὴν ἀρχὴν παρὰ τοῦ ἀδελφοῦ. καὶ ἔπρατ-
τεν οὗτος τὰ πρὸς βασιλείαν ἐναντιούμενος τῷ ἀδελφῷ, καὶ
ὕστερόν τε ἐξηνέχθη αὐτῷ ἐς εὐφανῆ διαφοράν, καὶ ἐστρατεύετο
ἐπὶ Βυζαντίου βασιλέα Θεόδωρος ὁ ἀδελφός, τήν τε Σηλυβρίαν
ἐπιτετραμμένος καὶ τὴν περίοικον ταύτης. αἰτούμενος γὰρ ἱκανὴν
πρόσοδον αὐτῷ ἐς τὸ ἀποζῆν οὐκ ἐτύγχανεν, ὅθεν ἐς πόλεμόν
τε καθίστατο τῷ ἀδελφῷ καὶ ἐστρατεύετο. ὕστερον μέντοι, πρὶν
ἢ ὁτιοῦν διαπράξασθαι αὐτῷ, ἐτελεύτησε νόσῳ λοιμώδει τὸν βίον  
ἀπολιπών. Κωνσταντῖνος μὲν δή, ὁ τῆς Πελοποννήσου ἡγεμών,
τήν τε χώραν τοῦ βασιλέως καταστρεψάμενος, Πίνδον τε καὶ
Βοιωτίαν καὶ τοὺς Λοκροὺς τοὺς Ὀζόλας καλουμένους, καὶ τήν
τε χώραν ἐδῄου καὶ πολεμῶν οὐκ ἀνίει, ἀλλ' ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν
ἐστρατεύετο, ὡς καὶ πρότερόν μοι δεδήλωται. ἐνταῦθα πυθόμενος
ἕκαστα ὁ βασιλεὺς οὐκ ἠνέσχετο, ἀλλὰ περιαγγέλλων τὸν στρα-
τὸν αὐτῷ παρεῖναι ἐς τὰς Φερρὰς τῆς τε Ἀσίας καὶ Εὐρώπης
ἐξήλαυνεν ἀπὸ Ἀδριανουπόλεως. ἀνέγνωσε δ' αὐτὸν στρατεύεσθαι
ἐπὶ Πελοπόννησον καὶ Νέρης ὁ τῶν Ἀθηνῶν τύραννος, οὐχ
ἥκιστα δὲ καὶ Τουραχάνης ὁ Θετταλίας ὕπαρχος. ὁ μέντοι

Georgius Pachymeres Hist., Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (lib. vii de


Andronico Palaeologo) (3142: 002)“Georgii Pachymeris de Michaele et
Andronico Palaeologis lib. tredecim, vol. 2”, Ed. Bekker, I.
Bonn: Weber, 1835; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.
P. 415, li. 7

ἔπειτα πῦρ ἐναύσαντες οἱ ἐχθροὶ τὰ ἐκεῖ κάλλη εἰς τέλος ἠμάθυ-


ναν. τότε καὶ Ἀτμὰν ὑποστρέφων σὺν τοῖς ἀμφ' αὑτόν, ἐπεὶ
συνῆσαν σφίσι κατὰ συμμαχίαν καὶ Βηλοκωμῖται, προσλαβὼν
ἐκείνους κενῇ τῶν ἐποίκων Βηλοκώμῃ προσβάλλει καὶ κατὰ κρά-  
τος αἱρεῖ, καὶ τοὺς μὲν κτείνει, αὐτὸς δὲ μυρίον πλοῦτον εὑρὼν
ἐξολβίζεται, καὶ τὰ πιστά οἱ τῆς ἀσφαλείας ἐκ τῶν ὀχυρωμάτων
περιποιεῖ. τούτων ἀπώνατο τῶν δεινῶν καὶ Προῦσα, μόνη πε-
ριλειφθεῖσα τῶν ἔξωθεν καλλονῶν. τούτων καὶ Πηγαὶ παραθα-
λασσία πόλις τῶν δυσχερῶν ἐπειράθη. τῶν γὰρ ἔξω πάντων
συγκλεισθέντων ἐντός, ὅσοι καὶ τὸ ξίφος ἔφυγον, ἐντίκτει νόσον
λοιμώδη τὸ συνεπτύχθαι λιμῷ καὶ κακοπαθείαις. ἔτι δὲ καὶ τῇ
νόσῳ ἐς ἑκατοστύας ἔπιπτον. τοῖς δὲ καὶ πρόστιμον ἐτέθη παρὰ
βασιλέως ζημίας εἰς χιλιάδας ἐπ' αἰτίᾳ τοῦ μὴ τὸν μέγαν δέξα-
σθαι δοῦκα, οὕτω τοῦ βασιλέως Μιχαὴλ μετὰ τὴν ἐκεῖθεν ἐπά-
174

νοδον ἐπαγγείλαντος, καὶ δέει τοῦ μὴ παθεῖν κἀκείνους τὰ τοῖς


Κυζικηνοῖς ξυμβάντα. οὐδὲ γὰρ ἀνεκτὰ οὐδ' ὅσον καὶ ὑποσχεῖν
δυνατὰ τἀκεῖ τολμηθέντα ἠγγέλλοντο. βίοι γὰρ ἡρπάζοντο καὶ
γυναῖκες ὑβρίζοντο καὶ κόρια διεφθείροντο. καὶ ὁ μὲν ἔχων εὐ-
θὺς ἐσκυλεύετο, ἀγαπητὸν ἔχων εἰ διδοὺς σώζοιτο· ὁ δὲ μὴ ἔχων
τῇ τοῦ ἔχειν ὑποψίᾳ κατεδικάζετο, καὶ αἰώραις δειναῖς καὶ βα-
σάνοις ἠτάζετο, ἔγκλημα φέρων τὸ μὴ χρημάτων θέλειν τὴν

Γεώργιος Σφραντζής. Chronicon sive Minus [Sp.] (3143: 001)


“Georgios Sphrantzes. Memorii 1401–1477”, Ed. Grecu, V.
Bucharest: Academie Republicii Socialiste România, 1966; Scriptores
Byzantini 5.Chapter 3, section 1, li. 21

Μορέαν ἐλεύσεως· καὶ τοῦ θανάτου τοῦ ἀμηρᾶ Μουλσουμάνου παρὰ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦ Μωσῆ καὶ τῆς τριετοῦς μάχης αὐτοῦ δὴ τοῦ Μωσῆ μετὰ
τοῦ βασιλέως τοῦ ἁγίου κὺρ Μανουήλ· καὶ τῆς περὶ τὰ μέρη τῆς
Λαρίσσου
ἐκτυφλώσεως Ὀρχάνη, τοῦ υἱοῦ τοῦ Μουλσουμάνου· καὶ τῆς ἐλεύσεως
ἀπὸ τῆς Ἀνατολῆς εἰς τὴν Δύσιν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ Μεχέμετι τοῦ καὶ
Κυρίτζη καὶ τῆς ἥττης καὶ ἐπιστροφῆς αὐτοῦ εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ πά-
λιν ἐλεύσεως αὐτοῦ διὰ τῆς Πόλεως εἰς τὴν Δύσιν καὶ τῆς νίκης αὐτοῦ
καὶ τοῦ θανάτου τοῦ Μωσῆ· ἔτι δὲ καὶ τοῦ δευτέρου υἱοῦ τοῦ ἁγίου τοῦ
βασιλέως κὺρ Μανουήλ, Κωνσταντίνου τὸν θάνατον ἐν τῇ Μονεμβασίᾳ,
ἀλλὰ δὴ καὶ δύο θυγατέρων αὐτοῦ· καὶ τῆς γεννήσεως εἰς τὴν Πόλιν τοῦ
αὐθεντοπούλου κὺρ Μιχαὴλ καὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ ὑπὸ λοιμώδους
νοσή-
ματος καὶ τοῦ θανάτου ὁμοίως τοῦ τζαλαπῆ κὺρ Δημητρίου· καὶ τῆς γεν-
νήσεως τοῦ αὐθεντοπούλου κὺρ Δημητρίου καὶ τοῦ αὐθεντοπούλου κὺρ
Θωμᾶ· καὶ ἄλλων τινῶν μερικῶν ἀναγκαίων. Ταῦτα δὴ πάντα διὰ τὸ τῆς
ἡλικίας μου ἀτελὲς πάντη, οὐ καλῶς εἰδότος μου καὶ ἀκριβῶς, ἐν ᾧ δὴ
χρόνῳ καὶ μηνὶ ἐγένοντο καὶ πῶς, σιωπῇ παραλείπω.
 Τὸν δὲ Ἰούλιον μῆνα τοῦ κα-ου ἔτους ἐξελθὼν ἀπὸ τῆς Πό-
λεως ἀπῆλθεν εἰς τὴν νῆσον Θάσον ὁ ἅγιος βασιλεὺς κὺρ Μανουὴλ καὶ
ἀπῆρεν αὐτὴν τὸν Σεπτέβριον τοῦ κβ-ου ἔτους. Εἶτ' ἀπ' ἐκεῖ ἀπῆλθεν εἰς
τὴν Θεσσαλονίκην καὶ εἰς τὸν Μορέαν καὶ ἔκτισε τὸ Ἑξαμίλιον.  
 Τῷ κβ-ῳ ἔτει Μαρτίῳ γὰρ ἔσωσεν ἐν τῷ λιμένι τῶν Κεχρεῶν

Γεώργιος Σφραντζής. Chronicon sive Minus [Sp.]


Chapter 21, section 8, li. 4
175

τορος ἱερομόναχος καὶ πνευματικὸς Μακάριος ὁ Μακρὺς ὀνομαζόμενος,


ἀνὴρ ἄριστος κατά τε λόγον καὶ ἀρετὴν καὶ σύνεσιν, ἐποίησαν ὁρισμῷ
τοῦ βασιλέως δεσπότην τὸν αὐθεντόπουλον κὺρ Θωμᾶν.  
 Καὶ τῷ λθ-ῳ ἔτει μηνὶ Σεπτεβρίῳ εὐεργετήθην ἐγὼ τὸ κεφαλά-
τικον τῆς Πάτρας.
 Καὶ τῷ αὐτῷ ἔτει ἐν μηνὶ Ὀκτωβρίῳ ἀπῆρεν ὁ μπεϊλαρμπεῒς τῶν
Τουρκῶν ὁ Σινάνης τὰ Ἰωάννινα καὶ τὴν αὐτῶν περιοχήν.
 Καὶ τῇ κϛ-ῃ Μαρτίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἐν ἡμέρᾳ καὶ ὥρᾳ τῇ
αὐτῇ, ἐν ᾗ καὶ τὰ προγεγονότα μοι συνέβησαν, ἐδεξάμην καὶ τὸ ἀπευ-
κταῖον ἐμοὶ μήνυμα δι' ὁρισμοῦ τοῦ αὐθεντός μου ἀπὸ τὴν Βοστίτζαν,
ὅτι τῇ τοῦ παρελθόντος Ἰαννουαρίου ζ-ῃ τέθνηκε λοιμώδει νόσῳ ὁ ἄρις-
τος κἀμοῦ φίλος ὁ Μακάριος καὶ ὢν καὶ καλούμενος ὁ Μακρύς, ὁ παρ'
ὀφθαλμῷ μὲν πατριαρχικῷ ὑπερηφάνῳ καὶ ἀπλήστῳ ἀγαρικῇ καρδίᾳ
αἱρε-
τικός, παρὰ δὲ ὀφθαλμῷ παντοκρατορικῷ ἀκοιμήτῳ καὶ ἀληθείᾳ δικα-
ζούσῃ ὀρθόδοξος. Ὃς καὶ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἐπανῆλθεν ἀπὸ
τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τὴν μονὴν τοῦ Παντοκράτορος ἔλαβε παρακινήσει
καὶ συνεργείᾳ ἰδικῇ μου· ὡς οἱ πάντες ἠπίσταντο. καὶ συνάρσει μὲν πρῶ-
τον τοῦ παντοκράτορος θεοῦ, ἔπειτα δὲ σπουδῇ καὶ ἐπιμελείᾳ ἐμοῦ τε
κἀκείνου, πᾶν εἴ τι καλὸν καὶ πρὸς σύστασιν καὶ εὐκοσμίαν εἰς αὐτὴν
μονὴν προεχώρησε.

Γεώργιος Σφραντζής. Chronicon sive Minus [Sp.] Chapter 28, section 5,


li. 2

ρᾶς κατὰ Ἑξαμιλίου καὶ τῆ ι-ῃ Δεκεμβρίου ἀπῆρεν αὐτὸ καὶ τὸ ἐχά-
λασε· καὶ ἀπελθόντος αὐτοῦ καὶ ἕως εἰς τὴν Πάτραν, τὴν χώραν καὶ τὴν
μόνην ἀπῆρε καὶ κατέκαυσε καὶ ἠφάνισε.
 Καὶ τὸν Αὔγουστον τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐστάλην πάλιν ἐγὼ εἰς τὴν
Πόλιν καὶ δι' ἄλλας μὲν δουλείας καὶ διὰ τὴν εἰς τὴν Τραπεζοῦνταν καὶ
τὴν Γοτθίαν συνοικεσίου διὰ τοῦ αὐθεντός μου δουλείαν, ἐπεὶ προεσύν-
τυχαν ἀπ' ἐκεῖσε, εἰς ἃ μέρη καὶ ἱερομόναχον τὸν Ἰσίδωρον, τὸν ὕστε-
ρον χρηματίσαντα καὶ Ἀθηνῶν, καὶ ἀνθρώπους μου ἔστειλα καὶ ἔγραψα.  

 Καὶ προσμένοντός μου ἐκεῖ, τὸν Ἰούνιον τοῦ νϛ-ου ἔτους ἀπέ-
θανεν ἀπὸ λοιμώδους νοσήματος εἰς τὴν Σηλυμβρίαν ὁ δεσπότης κὺρ
Θεόδωρος· καὶ φέροντες αὐτὸν εἰς τὴν Πόλιν ἔθαψαν ἐν τῇ τοῦ Παντο-
κράτορος μονῇ.
 Καὶ τῇ ιε-ῃ τοῦ Αὐγούστου μηνὸς τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἀπέθανεν
ἐμοὶ ὁ υἱὸς Ἀλέξιος, ζήσας χρόνους εʹ καὶ μῆνας ιαʹ, θάνατος καὶ σφό-
δρα μου καθήψατο, οὐκ εἰδότος μου τοῦ ἀθλίου τὰ μέλλοντά μοι συμ-
βήσεσθαι λυπηρότερα.
176

 Καὶ τῇ λα-ῃ τοῦ Ὀκτωβρίου μηνὸς τοῦ νζ-ου ἔτους ἀπέθανε


καὶ ὁ βασιλεὺς κὺρ Ἰωάννης χρονῶν ὑπάρχων νϛʹ καὶ μηνῶν ιʹ καὶ ἡμε-
ρῶν ιεʹ. Καὶ ἐτάφη τῇ α-ῃ Νοεμβρίου εἰς τὴν μονὴν τοῦ Παντοκρά-
τορος, αὐτοκρατορήσας χρόνους κγʹ καὶ μῆνας γʹ καὶ ἡμέρας ιʹ.

Γεώργιος Σφραντζής. Chronicon sive Minus [Sp.]


Chapter 37, section 9, li. 2

ναν, ἐν τῇ Πάτρᾳ τὸν Φευρουάριον ἐπανέστρεψα μετ' αὐτῶν, πολλὰ


κακο-
παθήσας καὶ ἐξοδιάσας.
 Τὸν δ' Ὀκτώβριον, ἐν ᾧ δὴ ἐγὼ εἰς τὰ περὶ τὴν Ἀνδριανούπολιν
διέτριβον, ἐλθόντος τοῦ Τουραχάνη μετὰ καὶ τῶν υἱῶν αὐτοῦ καὶ πολ-
λοῦ φωσάτου ὑπὲρ βοηθείας τῶν αὐθεντῶν καὶ δεσποτῶν, τοὺς Ἀλβανί-
τας ἐδούλωσαν, ὁπωσδήποτε κακώσαντες, καὶ τὸν ψευδοδεσπότην ἐδίω-
ξαν.
 Ἐν ὧ δὴ χρόνῳ καὶ τῇ β-ᾳ Ἰαννουαρίου ἐγεννήθη καὶ τῷ δεσπό-
τῃ κὺρ Θωμᾶ καὶ ὁ κὺρ Μανουὴλ ὁ Παλαιολόγος.
 Καὶ τὸν Σεπτέβριον τοῦ ξδ-ου ἔτους ἀπέθανε Θάμαρ ἡ καλή μου
θυγάτηρ ἐν τῷ τοῦ ἀμηρᾶ σαραγίῳ λοιμώδει νόσῳ,  – ἰού, ἱού μοι τῷ
ἀθλίῳ γενέτῃ,  – οὖσα χρονῶν ιδ-ων καὶ μηνῶν εʹ.
 Ἐμοῦ δὲ τοῦ ἀθλίου οὐκ εἰδότος τοῦτο τῇ κε-ῃ τοῦ Ὀκτωβρίου
ἀπεστάλην ἀποκρισιάρης εἰς τὴν αὐθεντίαν τῶν Βενετικῶν, δουκὸς ὄντος

αὐτοῦ δὴ τοῦ Φραντζέσκω Φούσκαρι· ὑφ' ὧν καὶ ἐτιμήθηκα καὶ εὐεργε-


τήθηκα καὶ διὰ χρημάτων καὶ γραμμάτων.  
 Καὶ τῇ ϛ-ῃ Ἀπριλλίου ἐπανέστρεψα εἰς τὴν Πάτραν, θεοῦ καὶ
μόνου βοηθείᾳ ἀπὸ τοῦ ὑπερβάλλοντος τῆς θαλάσσης κακοῦ, οὗπερ καθ'
ὁδὸν ἡμᾶς συνήντησεν.
 Καὶ τὸν Ἰούνιον τοῦ αὐτοῦ χρόνου ἀπῆρεν ὁ ἀμηρᾶς τὴν πό-
λιν τῶν Ἀθηναίων.

Γεώργιος Σφραντζής. Chronicon sive Minus [Sp.] Chapter 44, section 3,


li. 1

 Καὶ τούτου γενομένου, ὡς ἠκούσαμεν παρά τινων, ἄπεμψε καὶ


ὁ δεσπότης τὴν τοῦ ἀμηρᾶ πρὸς αὐτὸν πρόσοδον καὶ τὸ χρέος τῆς δου-
λείας εἰς τὰ φωσάτα, εἰπόντος· “Ἐγώ εἰμι γέρων καὶ ἀσθενής· ὁ ἐκπλη-
ρῶν τὴν δουλοσύνην ἀπέθανε. Λοιπὸν ἡ πολλὴ πρόσοδος ἂς δοθῇ, ὅπου
ὁρίσῃς· ἐμοὶ δὲ ἂς δοθῇ, ὅσον νὰ ζῶ, καθήμενος ἐνταῦθα μετά τινων
ὀλίγων.” Ἀπελογήσατο ὁ ἀμηρᾶς· “Καλῶς λέγει· καὶ ἂς χωρίσῃ τοὺς
177

θέλει.” Καὶ ἐχώρισε· καὶ δέδωκε πρὸς αὐτὸν ἄσπρα ʹν, ἵνα ἔχῃ αὐτὰς
ἀπὸ τὸ κουμέρκι τοῦ ἀλεύρου, τοὺς δὲ πλείονας τῶν ὑποχειρίων αὐτοῦ
περιορίσας ἀπῆρεν, ἵνα εὑρίσκωνται εἰς τὴν Πόλιν. Ἄλλοι δὲ εἶπον ἄλ-
λως γεγονέναι καὶ μέλλομεν μαθεῖν καὶ διηγήσεσθεν.
 Τοῦ δ' αὐτοῦ χρόνου τὸ θέρος ἐγεγόνει τοσαύτη λοιμώδης νόσος
εἴς τε τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ τὴν Ἀνδριανούπολιν καὶ τὴν Καλλί-
πολιν καὶ τὰ πέριξ αὐτῶν κάστρη καὶ κωμοπόλεις καὶ χώρας, οἵα οὐ
γέγονε παρόπισθε χρόνους πολλούς. Τεθνήκασι γάρ, ὡς λέγουσι, μυριά-
δες πολλαὶ ἀνθρώπων, οὐ χιλιάδες, σὺν αὐτοῖς δὲ καὶ ἡ τοῦ δεσπότου
θυγάτηρ.
 Τοῦ δὲ οϛ-ου ἔτους Νοεμβρίῳ μηνὶ ἀπῆλθον κἀγὼ εἰς τὴν
Ἁγίαν Μαῦραν, παρακινήσει τῆς βασιλίσσης κυρᾶς Ἑλένης καὶ πενθε-
ρᾶς τοῦ αὐθεντὸς τοῦ τόπου ἐκείνου κυροῦ Λεονάρδου, ἵνα καὶ τὸν τό-
πον καὶ τοὺς ἐκεῖσε ἀναθεωρήσω καὶ ὡς δῆθεν ἀνεψιοῦ τοῦ μακαρίτου
αὐθεντός μου τοῦ βασιλέως κυροῦ Κωνσταντίνου καὶ ὑπὲρ τοῦ πατρὸς

Δούκας Ιστορία Τουρκοβυζαντινή. (3146: 001)“Ducas. Istoria Turco–


Bizantină (1341–1462)”, Ed. Grecu, V.Bucharest: Academia Republicae
Popularis Romanicae, 1958; Scriptores Byzantini 1.
Chapter 30, section 7, li. 6

καὶ τοῦ δεσπότου. Ἔχει γὰρ ὁ Σέρβος ἐν τῇ περαίᾳ πόλεις ἱκανάς. Ὡς


δυνα-
τωτέρους τοίνυν καὶ μαχιμωτέρους, ἔδωκεν αὐτὴν πρὸς τοὺς Οὔγγρους,
ἵνα φυ-
λάττωσιν. Καὶ γὰρ ὁ δεσπότης εἶχε περάσας τὸν Ἴστρον, ὅτε ὁ Μουρὰτ
ἐζήτει
τὸ Σμέδροβον, καὶ ἦν αὐλιζόμενος ἐν ταῖς αὐτοῦ πόλεσιν, ἔχων
φυλλάσσοντας
αὐτὸν τοὺς Οὔγγρους. Ἐν τούτῳ καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐχθροδῶς διετέθησαν εἰς
αὐτόν.
 Ἐλθὼν δὲ ἐν τῷ Πελογράδῳ καὶ τὰς σκηνὰς πήξας γύροθεν καὶ πετρο-
βολισμοὺς πολλοὺς κατασκευάσας, μικρούς τε καὶ μεγάλους, καὶ χώματα
ἀνεγεί-
ρας καὶ διὰ τοῦ ποταμοῦ τριήρεις ἐπέκεινα τῶν ἑκατὸν πλέειν ἑτοιμάσας,
ἐν ὅλοις
ἓξ μησὶν παρακαθίσας καὶ διὰ ξηρᾶς καὶ διὰ τοῦ ποταμοῦ, οὐδὲν ὤνησεν,
ἀλλὰ
μᾶλλον ἀπεβάλετο καὶ πολλοὺς τῶν μεγιστάνων καὶ τῶν δούλων αὐτοῦ
διά τε
τῆς λοιμώδους νόσου καὶ διὰ τῶν μηχανῶν τῶν πεμπομένων ἐκ τοῦ
178

κάστρου.  
Ἔπεμπον γὰρ εἰς αὐτοὺς βολίδας μολυβδίνας, ὅσον καρύου Ποντικοῦ τὸ
μέγε-
θος, ἀπὸ κατασκευῆς χαλκῆς ἐχούσης ἐντὸς τὰς βολίδας καθ' ὁρμαθὸν
πέντε
ἢ καὶ δέκα. Ἐξόπισθεν οὖν τῆς χαλκῆς καλάμου βοτάνης σκευασία ἐκ
νίτρου, τεά-
φης καὶ καρβούνου ἰτέας πλήρης, ὁρμὴν οὖν ἀσπίθης ἤγουν σπινθῆρος
πυρὸς
εἰ πλησιάσειεν τῇ ἀναμιγῇ ταύτῃ, αἴφνης ἐξάπτει καὶ στενοχωρουμένου
τοῦ πνεύ-
ματος ὑπὸ τῶν βολίδων ἐξ ἀνάγκης ὠθεῖ τὰς βολίδας καὶ ὠθουμένων ἡ
πρὸς τὴν
βοτάνην ἐγγὺς ὠθεῖ τὴν πρὸ αὐτῆς, ἡ δ' αὐτὴ τὴν ἔμπροσθεν. Καὶ οὕτως
ἡ δύ-
ναμις μέχρι τὴν εἰς τὸ στόμιον προκειμένην βολίδα πέμπεται καὶ
ἀποπέμπει ταύ-
την ἄχρι μιλίου ὁδόν, καὶ τὸν τυχόντα εἴτε ἄνθρωπον εἴτε ζῷον, εἰ καὶ
σιδηρο-
φοροῦσιν· ἀλλ' ἡ δύναμις τῆς βοτάνου τόσον ὑπερισχύει, ὅσῳ καὶ
περονήσασα

Δούκας Ιστορία Τουρκοβυζαντινή. Chapter 44, section 2, li. 5

Πόλει φέρων προσαγορεύσεις χαροποιοὺς τῷ μεγάλῳ ἡγεμόνι.” – Οἱ δὲ


εἶπον·
“Ἄφες ἃ λέγεις. Σήμερον ἐγεγόνει· καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλως κληθῆναι
ἡγεμὼν
Λέσβου, πλὴν τοῦ ἐλθεῖν καὶ λαβεῖν τὴν ἡγεμονίαν παρὰ τοῦ
ὑψηλοτάτου ἡγε-
μόνος. Ἄπιθι τοίνυν καὶ λαβὼν αὐτὸν ἐλθέ. Εἰ δ' ἄλλως γένηται, ἐκεῖνος
οἶδε
τὸ μέλλον.” –  
 Στραφεὶς δ' ἐγὼ ἐν Μιτυλήνῃ καὶ λαβὼν τὸν ἡγεμόνα σὺν μερικοῖς
ἄρχουσι, Λατίνοις τε καὶ Ῥωμαίοις, ἀναθέντες εἰς Θεὸν τὰς ἐλπίδας,
ἐξήλθο-
μεν τῆς νήσου καὶ διαβάντες τὴν Χεῤῥόνησον ἤλθομεν εἰς Ἀδριανοῦ. Ὁ
δὲ
ἡγεμὼν τόπον ἐκ τόπου ἀμείβων διὰ τὴν πληγὴν τοῦ βουβῶνος, ἦν γὰρ
τῷ τότε
καιρῷ ἐν τῇ Χεῤῥονήσῳ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Θράκῃ τοσαύτη λοιμώδης
νόσος, ὡς
179

ἀτάφους πολλοὺς ῥίπτεσθαι ἐν ταῖς τριόδοις, μαθόντες οὖν, ὅτι ὁ ἡγεμὼν


ἐν τῇ
Φιλιππουπόλει διάγει, καὶ ἡμεῖς ἐν αὐτῇ εὑρόντες δὲ τὸν ἡγεμόνα πρὸ
δύο ἡμέ-
ρας ἀπάραντα, ἦν γὰρ καὶ ἐκεῖ τὸ δεινὸν τῆς νόσου, καὶ πρὸς τὰ τῆς
Σοφίας
μέρη στρατεύοντα, καὶ ἡμεῖς ἀπὸ Φιλίππου ἀπάραντες καὶ ὄρη δύσβατα
διαβάν-
τες, τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἤλθομεν εἴς τινα κώμην Βουλγάρων Ἰζλατὴ
καλουμένην
Ἐκεῖ καὶ τὸ στρατόπεδον σὺν τῷ τυράννῳ κατουνεῦον ἦν. Ἐλθόντες δὲ
καὶ σὺν
δώροις πλείστοις ἐμφανισθέντες τοῖς πατρικίοις, τῷ τε Μαχμούτ-πασια
καὶ τῷ
Σεητῆ Ἀχμάτ-πασια, τῇ ἐπαύριον τῷ ἡγεμόνι ἐμφανεῖς γεγόναμεν· καὶ
ἀσπα-
σάμενος ὁ Μιτυλήνης ἡγεμὼν τὴν τοῦ τυράννου χεῖρα, ἐξήλθαμεν. Τῇ
ἐπαύριον
δὲ διὰ τῶν πατρικίων μήνυμα ἐγεγόνει πρὸς τὸν ἡμέτερον ἡγεμόνα παρὰ
τοῦ

Michael Critobulus Hist., Historiae (3147: 004)“Critobuli Imbriotae


historiae”, Ed. Reinsch, D.R.Berlin: De Gruyter, 1983; Corpus fontium
historiae Byzantinae 22. Series Berolinensis.Book 5, chapter 17, section
1, li. t

ήλασαν ὅτι πλείστην ἀνδραπόδων, ἀνδρῶν, γυναικῶν, παίδων, βοσκη-


μάτων παντοίων, ἐπίπλων, πάντων ἁπλῶς, καὶ κατήγαγον ἀπὸ τῶν
ὀρῶν ἐν τῷ στρατοπέδῳ.
ὁ δὲ τῶν Ἰλλυριῶν ἡγεμὼν Ἀλέξανδρος, ὡς ἔγνω τὴν ἀρχὴν
κατειλημμένα τὰ ὄρη τῇ στρατιᾷ, φυγὰς εὐθὺς ᾤχετο οὐδ' ὅποι γῆς
εἴη ἐξακουόμενος. βασιλεὺς δὲ δῃώσας πᾶσαν τὴν χώραν καὶ δια-
φθείρας ἐπὶ τὸ Κροῦες ὥρμησε καὶ γενόμενος ἐν αὐτῷ στρατοπεδεύεται
πρὸ αὐτοῦ καὶ χάρακα βαλόμενος καὶ κύκλῳ περιλαβὼν τῷ στρατῷ
καὶ μηχανὰς ἐπιστήσας ἐπολιόρκει.

ὅρα τὴν ἀρχὴν τῆς λοιμώδους νόσου πόθεν ἐνέσκηψε

ἐν ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις θέρους μεσοῦντος ἤδη καὶ ἡ λοιμώδης νόσος


παντὶ τῷ θέματι Θρᾴκης τε καὶ Μακεδονίας ἐνέσκηψεν
ἀρξαμένη μὲν ἀπὸ Θετταλίας καὶ τῶν ταύτῃ προσχώρων οὐκ οἶδ' ὅθεν
180

αὐτοῖς τὴν ἀρχὴν ἐπελθοῦσα, ἐπινεμησαμένη δὲ καὶ διαφθείρασα  


πάσας τὰς ἐν τῇ μεσογείᾳ καὶ παραλίᾳ τούτων πόλεις καὶ χώρας· δια-
βᾶσα δὲ καὶ ἐς τὴν Ἀσίαν πᾶσαν τὴν παραλίαν Ἑλλησπόντου τε καὶ
Προποντίδος διέφθειρε καὶ ἠρήμωσεν καὶ ἐς τὴν μεσόγειαν ἀναβᾶσα
τήν τε τοῦ Προυσίου καὶ τὰ περὶ αὐτὴν ἅπαντα καὶ μέχρι Γαλατίας
καὶ δὴ καὶ Γαλατίαν αὐτὴν ἐλυμήνατο καὶ ἠφάνισεν.

Michael Critobulus Hist., Historiae Book 5, chapter 17, section 1, li. 2

ὁ δὲ τῶν Ἰλλυριῶν ἡγεμὼν Ἀλέξανδρος, ὡς ἔγνω τὴν ἀρχὴν


κατειλημμένα τὰ ὄρη τῇ στρατιᾷ, φυγὰς εὐθὺς ᾤχετο οὐδ' ὅποι γῆς
εἴη ἐξακουόμενος. βασιλεὺς δὲ δῃώσας πᾶσαν τὴν χώραν καὶ δια-
φθείρας ἐπὶ τὸ Κροῦες ὥρμησε καὶ γενόμενος ἐν αὐτῷ στρατοπεδεύεται
πρὸ αὐτοῦ καὶ χάρακα βαλόμενος καὶ κύκλῳ περιλαβὼν τῷ στρατῷ
καὶ μηχανὰς ἐπιστήσας ἐπολιόρκει.

ὅρα τὴν ἀρχὴν τῆς λοιμώδους νόσου πόθεν ἐνέσκηψε

ἐν ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις θέρους μεσοῦντος ἤδη καὶ ἡ λοι-


μώδης νόσος παντὶ τῷ θέματι Θρᾴκης τε καὶ Μακεδονίας ἐνέσκηψεν
ἀρξαμένη μὲν ἀπὸ Θετταλίας καὶ τῶν ταύτῃ προσχώρων οὐκ οἶδ' ὅθεν
αὐτοῖς τὴν ἀρχὴν ἐπελθοῦσα, ἐπινεμησαμένη δὲ καὶ διαφθείρασα  
πάσας τὰς ἐν τῇ μεσογείᾳ καὶ παραλίᾳ τούτων πόλεις καὶ χώρας· δια-
βᾶσα δὲ καὶ ἐς τὴν Ἀσίαν πᾶσαν τὴν παραλίαν Ἑλλησπόντου τε καὶ
Προποντίδος διέφθειρε καὶ ἠρήμωσεν καὶ ἐς τὴν μεσόγειαν ἀναβᾶσα
τήν τε τοῦ Προυσίου καὶ τὰ περὶ αὐτὴν ἅπαντα καὶ μέχρι Γαλατίας
καὶ δὴ καὶ Γαλατίαν αὐτὴν ἐλυμήνατο καὶ ἠφάνισεν.

Michael Critobulus Hist., Historiae Book 5, chapter 19, section 3, li. 3

μάτην πονεῖν καὶ κόπτειν αὐτόν τε καὶ τὴν στρατιὰν ἐνὸν λιμῷ τε καὶ
πολιορκίᾳ μακρᾷ περιγενέσθαι τοῦ ἄστεος.
         καὶ δὴ δόξαν οὕτω
καταλιπὼν στρατηγὸν αὐτοῦ μετὰ στρατιᾶς ἱκανῆς, ἀκραιφνοῦς καὶ
νεήλυδος, ὥστε δύνασθαι πολιορκεῖν τε τὸ ἄστυ καὶ πάσης τῆς ἔξω
χώρας κρατεῖν, αὐτὸς διαδοὺς τήν τε λείαν ἅπασαν καὶ τὰ ἀνδράποδα
πάσῃ τῇ στρατιᾷ καὶ ἀπολύσας αὐτοὺς ᾔει σὺν τῇ ἰδίᾳ αὐλῇ τὴν ἐπὶ τὸ
Βυζάντιον.
         πυθόμενος δὲ καθ' ὁδὸν τήν τε χώραν ἅπασαν Θρᾴκης
τε καὶ Μακεδονίας καὶ τὰς ἐν αὐτῇ πόλεις, δι' ὧν ἔμελλε ποιεῖσθαι
τὴν πάροδον, τῇ λοιμώδει νόσῳ κατεχομένας τε καὶ διαφθειρομένας
181

κακῶς καὶ δὴ καὶ τὴν μεγάλην πόλιν αὐτὴν ἀγομένην καὶ φερομένην
ὑπό τε τῆς λύμης καὶ τοῦ δεινοῦ, μεταβαλὼν εὐθὺς ᾔει τὴν ἐπί τε τὸν
Αἵμονα καὶ τὴν ἄνω Μυσίαν· ταύτην τε γὰρ ἐπυνθάνετο καὶ τὰ ὑπὲρ
τὸν Αἵμονα πάντα καθαρεύειν τῆς νόσου.
         καταλαβὼν δὲ τά τε
περὶ Νικόπολιν καὶ Βυδήνην χωρία ὑγιεινά τε ὄντα καὶ κράσεως
εὐκαίρου λαχόντα διαγέγονε τὸ φθινόπωρον ὅλον αὐτοῦ διατρίβων.
μετὰ μικρὸν δὲ μαθὼν λωφῆσαν ἤδη τὸ πάθος καὶ τοῦ λυποῦντος
καθαρεύειν τὴν Πόλιν (εἶχε γὰρ ἀγγέλους συχνοὺς καθ' ἡμέραν σχεδὸν
ἐκ διαδοχῆς διαθέοντας καὶ ἀγγέλλοντας τὰ ἐκεῖ) χειμῶνος ἀρχομένου

Pseudo-Codinus Hist., Patria Constantinopoleos (3168: 005)


“Scriptores originum Constantinopolitanarum, pt. 2”, Ed. Preger, T.
Leipzig: Teubner, 1907, Repr. 1975.Book 2, section 7, li. 3

Τὴν Ἥραν λέγουσιν εἶναι τὸν ἀέρα· καὶ ἐπεὶ ὁ ἀὴρ καθαίρει,
ποιοῦσι τῆς Ἥρας τὸ ἄγαλμα βαστάζειν ψαλίδα ἀπὸ μετα-
φορᾶς ψαλίδος τῆς ἀποκειρούσης τὰς τρίχας καὶ καθαρὸν
ἀποδεικνυούσης τὸ σῶμα.
Περὶ ἀγάλματος βαστάζοντος πύργον. Τὴν
Δήμητραν οἱ παλαιοὶ τὴν γῆν καλοῦσιν· καὶ ἐπειδὴ ἕδρα
πάσης πόλεως ἡ γῆ ἐστιν, ὡς βαστάζουσα τὰς πόλεις πλάτ-
τεται πυργοφόρος.
Περὶ ἀγάλματος κτένα φέροντος. Τῆς Ἀφρο-
δίτης τὸ ἄγαλμα κτένα φέρει. ἐπειδὴ συνέβη ποτὲ ταῖς τῶν
Ῥωμαίων γυναιξὶ κνήφην λοιμώδη γενέσθαι, καὶ ξυρουμένων
αὐτῶν πασῶν γεγόνασιναὐταῖς οἱ κτένες ἀχρεῖοι· εὐξα-
μένας δὲ τῇ Ἀφροδίτῃ ἀνατριχωθῆναι, τιμῆσαί τε αὐτὴν  
ἀγάλματι κτένα φέρουσαν. Πλάττουσιν δὲ αὐτὴν καὶ γένειον
ἔχειν, ὅτι τε καὶ ἄρρενος καὶ θηλείας ὄργανα ἔχει· αὐτὴν
γὰρ λέγουσιν τὴν ἔφορον γενέσεως τοῦ παντός, καὶ ἀπὸ τῆς
ὀσφύος καὶ ἄνωθεν λέγουσιν αὐτὴν ἄρρενα, τὰ δὲ κάτω
θήλειαν. Πλάττουσι δὲ αὐτὴν καὶ ἔφιππον, ἐπειδὴ καὶ ὁ
Αἰνείας ὁ υἱὸς αὐτῆς πλεύσας μέχρι τῆς δύσεως μετὰ τοῦτο
ἵππῳ ἐπέβη καὶ τὴν μετέρα ἐτίμησε τοιούτῳ ἀγάλματι.
Περὶ ἀγάλματος τοῦ Διός. Ἄγαλμα πλάττουσι

Σφραντζής ιστορικός. Chronicon sive Maius (partim sub auctore


Macario Melisseno) (3176: 001)“Georgios Sphrantzes. Memorii 1401–
1477”, Ed. Grecu, V.Bucharest: Academie Republicii Socialiste
România, 1966; Scriptores Byzantini 5.P. 206, li. 31
182

μάχης αὐτοῦ δὴ τοῦ Μωσῆ μετὰ τοῦ βασιλέως κὺρ Μανουὴλ καὶ τῆς περὶ

τὰ μέρη τῆς Λαρίσσης ἐκτυφλώσεως Ὀρχάνου, τοῦ υἱοῦ τοῦ Μουσου-


λμάνου,παρὰ τοῦ θείου αὐτοῦ Μωσῆ καὶ τῆς ἐλεύσεως ἀπὸ τῆς
ἀνατολῆς εἰς τὴν δύσιν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ Μεεμέτη τοῦ καὶ Κυρίτζη καὶ

τῆς ἀποστροφῆς εἰς τὴν ἀνατολὴν καὶ πάλιν ἐλεύσεως αὐτοῦ διὰ τῆς Πό-
λεωςἐν τῇ Θράκῃ, ἤτοι ἐν τῇ Εὐρώπη, καὶ τῆς νίκης αὐ-
τοῦ. Καὶ τὸν θάνατον τοῦ Μωσῆεἴπω, ἔτι δὲ καὶ τοῦ δευτέρου υἱοῦ τοῦ
βασιλέως κὺρ Μανουήλ,τοῦ πρώτου Κωνσταντίνου τὸν θά-
νατον ἐν τῇ Μονεμβασίᾳ· ἀλλὰ καὶ περὶ δύο θυγατέρων αὐτοῦ καὶ τῆς
γεννήσεως τοῦ αὐθεντοπούλου κὺρ Μιχαὴλ καὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ ὑπὸ
λοιμώδους νοσήματος ὁμοίως καὶ τοῦ θανάτου τοῦ τζελεπῆ κὺρ
Δημητρίου,
τοῦ υἱοῦ τοῦ σουλτὰν Μπαγιαζήτου, τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ
ἀμηρᾶ Μεεμέτη·  – αὐτὸς δὲ γενόμενος Χριστιανός, ὡς πρὸ ὀλί-
γου ἔφημεν, καὶ τῷ θείῳ βαπτίσματι ἀναγεννηθείς, ὁ βασιλεὺς
καὶ ὁ ἀμηρᾶς Μεεμέτης, ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, πλεῖστα σιτηρέσια
ἔδωσαν αὐτῷ, ζήσας μετὰ τὸ βαπτισθῆναι ἔτη ἑπτὰ πρὸς κύριον
ἐξεδήμησε. Καὶ περὶ τῆς γεννήσεως τῶν αὐθεντοπούλων κὺρ Δημητρίου
καὶ κὺρ Θωμᾶ, ταῦτα δὲ διὰ τὸ τῆς ἡλικίας μου ἀτελὲς οὐ καλῶς καὶ
ἀκρι-βῶς εἰδότος μου·   καὶ τὰ πρὶν τῆ γεννήσεως τῆς ἐμῆς ὅσα
εἰρήκαμεν, ὑπὸ ἀξιοπίστων καὶ σοφῶν συγγραφέων γεγραμμένα μέρος

Σφραντζής ιστορικός. Chronicon sive Maius (partim sub auctore Macario


Melisseno) P. 248, li. 26

κὺρ Θωμᾶ,  – εἰς τὴν αὐτοῦ τάξιν ἦν εἰς ὑπηρεσίαν ἐπὶ τραπέζης καὶ κελ-
λιώτης αὐτοῦ,  – ὡς ὡρίσθημεν παρὰ τοῦ βασιλέως καὶ πατρὸς αὐτοῦ καὶ
ἡτοιμαζόμεθα, καὶ ἀφ' οὗ ὁ μὲν πρῶτος μου ἀδελφὸς ἦν εἰς τὴν Πελο-
πόννησον μετὰ τοῦ βασιλέως· ὁ δὲ μετ' ἐμὲ ἕτερος, ὡς ἐπῆλθεν ὁ θάνα-
τος τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, ἀφεὶς πατέρα καὶ μητέρα καὶ ἀδελφοὺς ἀπῆλθεν
εἰς τὴν μονὴν τὴν λεγομένην τοῦ Χαρσιανίτου, οὗ ἦν καὶ ὁ κατὰ ἀλή-
θειαν ὄντως διδάσκαλος ὁ κὺρ Ἰωσὴφ, κἀκεῖσε ἔγινε μοναχός.
 Ἐν ἐκείνῳ τῷ ἔαρι καὶ θέρει λοιμοῦ γεγονότος ἐν τῇ Κωνσταντι-
νουπόλει ἀπέθανε καὶ ἡ δέσποινα κυρὰ Ἄννα ἡ ἀπὸ τῆς Ῥωσσίας λοι-
μώδει νόσῳ καὶ ἐτάφη ἐν τῇ τοῦ Λιβὸς μονῇ.
 XXVII. Ἐν δὲ τῇ ἀρχῇ τοῦ ʹϛϡκϛ-ου ἔτους ἐστάλη εἰς Πελοπόν-
νησον ὁ αὐθεντόπουλος κὺρ Θωμᾶς παρὰ τοῦ βασιλέως καὶ πατρὸς
αὐτοῦ·
ἐν ὧ δὴ χρόνῳ ἐπανέστρεψεν εἰς Κωνσταντινούπολιν καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ
183

πατὴρ αὐτοῦ κἀμὲ εἰς τὸ κελλίον αὐτοῦ προσηγάγετο Μαρτίου ιζ-ῃ, ὑ-


πάρχοντός μου ἐτῶν ιϛʹ ϛʹʹ, ἐκείνου δὲ τοῦ ἀειμνήστου καὶ μακαρίτου
ἐτῶν ἑξήκοντα ὀκτὼ ἥμισυ.
 Καὶ τῷ ʹϛϡκζ-ῳ ἔτει μηνὶ Νοεμβρίῳ ἦλθεν εἰς τὴν Κωνσταντι-
νούπολιν καὶ ἡ δέσποινα κυρὰ Σοφία ἡ τοῦ Μοντεφεῤῥάτου μαρκίωνος  
θυγάτηρ καὶ τῇ ιθ-ῃ τοῦ Ἰαννουαρίου ηὐλογήθη αὐτὴν καὶ ἐστέφθη ὁ
βασιλεὺς κὺρ Ἰωάννης ἐν τῇ ἁγίᾳ Σοφίᾳ καὶ μεγάλη ἑορτὴ ἐγένετο ἐν

Σφραντζής ιστορικός. Chronicon sive Maius (partim sub auctore Macario


Melisseno) P. 300, li. 16

ἄριστος κατά τε λόγον καὶ ἀρετὴν καὶ σύνεσινκαὶ διερχόμενοι


τὴν Πελοπόννησον ἐποίησαν δι' ὁρισμοῦ τοῦ βασιλέως δεσπό-
την τὸν αὐθεντόπουλον κὺρ Θωμᾶν.
 Καὶ τῷ ͵ϛϡλθ-ῳ ἔτει μηνὶ Σεπτεμβρίῳ εὐηργετήθην ἐγὼ, τὴν τῆς
Πάτρας ἡγεμονίαν.
 Καὶ τῷ αὐτῷ ἔτει ἐν μηνὶ Ὀκτωμβρίῳ ἀπῆρεν ὁ μπεγλάρμπεης τῶν
Τουρκῶν τοὔνομα Σινάνης τὰ Ἰωάννινα καὶ τὴν αὐτῶν περιοχήν.
 Καὶ τῇ κϛ-ῃ Μαρτίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἐν ἡμέρᾳ καὶ ὥρᾳ τῇ αὐτῇ, ἐν
ᾗ καὶ τὰ προγεγονότα μοι συνέβη, ἐδεξάμην καὶ τὸ λυπηρὸν ἐμοὶ μήνυμα

παρὰ τοῦ αὐθεντός μου διὰ γράμματος ἐκ τῆς Βοστίτζας, ὅτι τοῦ παρελ-
θόντος Ἰανουαρίου ζ-ῃ τέθνηκε λοιμώδει νόσῳ ὁ ἄριστος κἀμοῦ φίλος
Μακά-
ριος ὁ καὶ Μακρὴς καλούμενος, ὁ παρ' ὀφθαλμῷ μὲν πατριαρχικῷ
ὑπερηφάνῳ
καὶ ἀπλήστῳ ἀγαρικῆ καρδίᾳ αἱρετικός, παρὰ δὲ ὀφθαλμῷ παντοκρατο-
ρικῷ ἀκοιμήτῳ καὶ ἀληθεῖᾳ δικαζούσῃ ὀρθόδοξος ὤν. Ὅς τινι καιρῷ
καὶ εἰς Κωνσταντινούπολιν ἐπανῆλθεν ἀπὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τὴν
μόνην τοῦ Παντοκράτορος ἔλαβε παρακινήσει καὶ συνεργίᾳ ἐμῇ, ὡς οἱ
πάντες ἐπίσταντο· καὶ συνάρσει μὲν πρῶτον τοῦ παντοκράτορος θεοῦ,
ἔπειτα δὲ σπουδῇ τε καὶ ἐπιμελείᾳ ἐμοῦ τε κἀκείνου, καὶ πᾶν καλὸν πρὸς
σύστασιν καὶ εὐκοσμίαν εἰς τὴν αὐτὴν μονὴν προεχώρησε.
 Καὶ τῷ τέλει τοῦ ἔαρος αὐτοῦ δὴ τοῦ ἔτους ἦλθεν ὁ Τουραχάνης καὶ
κατεχάλασεν αὖθις τὰ τοῦ Ἰσθμοῦ τείχη καὶ πολλὴ λοιμικὴ νόσος

Σφραντζής ιστορικός. Chronicon sive Maius (partim sub auctore Macario


Melisseno) P. 344, li. 28

ρέλαβεν αὐτὸν καὶ ἐπόρθησεν. Καὶ ἀπελθόντος αὐτοῦ εἰς Πάτραν, τὴν
Πάτρας πόλιν μόνην παρέλαβε καὶ ἐνέπρησε καὶ ἠφάνισε.
184

 Καὶ τῷ Αὐγούστῳ μηνὶ τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐστάλην πάλιν ἐγὼ εἰς
τὴν Κωνσταντινούπολιν ὑπὲρ πολλῶν τίνων ὑποθέσεων καὶ περὶ τῆς
Τρα-
πεζοῦντος καὶ τῆς Γοτθίας καὶ περί τινος συνοικεσίου διὰ τὸν αὐθέντην
μου, ἐπεὶ ἀπ' ἐκεῖσε προεσύντυχον· ἔνθα ἱερομονάχους καὶ ἐκ τῶν
ἀνθρώ-
πων μου προέστειλα ἐν ἐκείνοις τοῖς μέρεσιν, ἐξαιρέτως δὲ καὶ τὸν ἱερο-
μόναχον τὸν Ἰσίδωρον, τὸν καὶ ὕστερον χρηματίσαντα μητροπολίτην
Ἀθηνῶν, μεθ' ὧν ἔγραψα.
 Καὶ προσμένοντός μου ἐκεῖ τῷἸουλίῳ μηνὶ τοῦ ͵ϛϡνϛ-ου ἔτους
ἀπέθανεν ὑπὸ λοιμώδους νοσήματος ὁ δεσπότης κὺρ Θεόδωρος ἐν τῇ
Σηλυβρίᾳ καί, κομίσαντες τὸ λείψανον αὐτοῦ ἐν τῇ Πόλει, ἔθαψαν αὐ-
τὸν ἐν τῇ τοῦ Παντοκράτορος μονῇ.
 Καὶ τῇ ιε-ῃ τοῦ Αὐγούστου μηνὸς τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἀπέθανέ μοι ὁ
υἱὸς Ἀλέξιος, ζήσας χρόνους πέντε καὶ μῆνας ἕνδεκα· οὗ ὁ θάνατος σφό-
δρα μου καθήψατο, οὐκ εἰδότος μου τοῦ ἀθλίου τὰ μέλλοντά μοι συμβῆ-
ναι λυπηρότερα.  
 Καὶ τῇ λα-ῃ τοῦ Ὀκτωμβρίου μηνὸς τοῦ ͵ϛϡνζ-ου ἔτους ἀπέθανε
καὶ ὁ βασιλεὺς κὺρ Ἰωάννης, ἐτῶν ὑπάρχων νϛʹ καὶ μηνῶν δέκα καὶ ἡ-
μερῶν ιεʹ, καὶ ἐτάφη τῇ πρώτῃ Νοεμβρίου ἐν τῇ μονῇ τοῦ Παντοκρά-
τορος, αὐτοκρατορήσας ἔτη εἴκοσι τρία, μῆνας τρεῖς καὶ ἡμέρας δέκα.

Σφραντζής ιστορικός. Chronicon sive Maius (partim sub auctore Macario


Melisseno) P. 524, li. 14

ἐν τῇ Πάτρᾳ τῷ Φεβρουαρίῳ μηνὶ μετ' αὐτῶν ἐπανέστρεψα, πολλὰ κα-


κοπάθησας καὶ καταναλώσας ἐν τῇδε τῇ ἀποδημίᾳ.
 6. Καὶ ὅτε ἐγὼ εἰς Ἀνδριανούπολιν διέτριβον, τῷ Ὀκτωμβρίῳ δὴ
μηνὶ ἦλθεν ὁ Τουραχάνης μετὰ τῶν υἱῶν αὑτοῦ καὶ πολλῶν στρατοπέδων

εἰς βοήθειαν τῶν αὐθέντων καὶ δεσποτῶν καὶ τοὺς Ἀλβανίτας παντέλως
ἐδούλωσαν, τούς ποτε ἀφηνιάσαντας, καὶ τὸν ψευδοδεσπότην αὐτῶν
ἐδιώξαν.
 7. Ἐν ᾧ δὴ χρόνῳ καὶ τῇ β-ᾳ Ἰαννουαρίου μηνὸς ἐγεννήθη τῷ
δεσπότῃ κὺρ Θωμᾷ ὁ κὺρ Μανουὴλ ὁ Παλαιολόγος.
 8. Καὶ τῷ Σεπτεμβρίῳ μηνὶ τοῦ ͵ϛϡξδ-ου ἔτους ἀπέθανε Θάμαρ
ἡ καλή μου θυγάτηρ αἰχμάλωτος οὖσα ἐν τῷ τοῦ ἀμηρᾶ σαῤῥαγίῳ λοι-
μώδει νόσῳ, οὖσα ἐτῶν ιδ-ων καὶ μηνῶν πέντε.
Ἥν ποτε διὰ προστάγματος τοῦ ἀοιδίμου βασι-
λέως κὺρ Κωνσταντίνου τοῦ αὐθεντός μου ἐδεδώκειν
εἰς σύνευνον τῷ κληρονόμῳ καὶ αὐθέντῃ τῆς Αἴνου
185

καὶ τῆς Ἰθώμης καὶ τῶν περὶ αὐτήν, ὡς προέφην ἐντοῖς


πρώην βιβλίοις.
 Ἔγωγε ὁ ἄθλιος οὐκ οἶδα τὸν τούτης θάνατον· οἴ μοι, οἴ μοι τῷ
ἀθλίῳ γενέτῃ! Καὶ τῇ κε-ῃ τοῦ Ὀκτωμβρίῳ ἀπεστάλην πρέσβυς πρὸς τὴν
τῶν Ἑνετῶν ἀριστοκρατίαν, δουκὸς ὄντος ἔτι αὐτοῦ τοῦ Φραγκίσκου
Φού-
σκαρι, ὑφ' ὧν εὐηργετήθην διὰ χρημάτων τε καὶ γραμμάτων. Καὶ τῇ ϛ-ῃ
τοῦ Ἀπριλλίου ἐπανέστρεψα εἰς τὴν Πάτραν, θεοῦ καὶ μόνον βοηθείᾳ

Σφραντζής ιστορικός. Chronicon sive Maius (partim sub auctore Macario


Melisseno) P. 568, li. 12

ἀμηρᾶς ὑποπτεύων μήτοι καὶ ὁ δεσπότης ἐν τῇ τοιαύτῃ συμβουλῇ ἦν καὶ


δρα-
πετεύσῃ, ἐξώρισεν ἐν τῷ Διδυμοτείχῳ καὶ ἦρεν αὐτοῦ πᾶν σιτηρέσιον·
καὶ οὕτω κα-
κῶς διέκειτο. Μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν ἐρχομένου τοῦ ἀμηρᾶ ἀπὸ τοῦ
κυνηγίου καὶ μέλ-
λοντος διελθεῖν, ὅθεν ὁ εἰρημένος δεσπότης ἦν, ἐξῆλθεν ὁ δεσπότης
πεζηπορῶν καὶ
συναντήσας προσεκύνησε τὸν ἀμηρᾶν τὸν καὶ γαμβρὸν αὑτοῦ. Ἰδὼν δὲ
τοῦτον ὁ ἀμη-
ρᾶς περιπατοῦντα ἐλυπήθη σφόδρα· καὶ μᾶλλον σπλαγχισθεὶς τὸ γῆρας
αὐτοῦ ἐκέλευ-
σε δοθῆναι αὐτῷ ἵππον τινὰ ἐκ τῶν αὐθεντικῶν. Καὶ ἀναβὰς ἦλθε σὺν
αὐτῷ ἐν τῇ
Ἀνδριανουπόλει· καὶ εἰς σιτηρέσιον αὐτοῦ δέδωκεν ἄσπρα χιλιάδας
πεντήκοντα ἐκ
τοῦ κομερκίου τοῦ ἀλεύρου. Καὶ τοῦτο ἀληθέστερον.
 14. Τοῦ δ' αὐτοῦ χρόνου τῷ θέρει ἐγεγόνει τοσαύτη λοιμώδης νό-
σος ἔν τε τῇ Κωνσταντινουπόλει, Ἀνδριανουπόλει καὶ Καλλιουπόλει καὶ
τοῖς πέριξ αὐτῶν πόλεσι καὶ κώμαις, ἄστεσί τε καὶ χώραις, οἷα οὐ γέ-
γονεν ἐν τοῖς παρελθοῦσι χρόνοις ἐκ πολλοῦ καιροῦ, ὥστε τεθνήκασιν,
ὥς φασι, μυριάδες πολλαὶ ἀνθρώπων οὐ χιλιάδες· ἐν οἷς δὲ καὶ ἡ τοῦ
δεσπότου θυγάτηρἡ ἀμήρισσα ἀπέθανε.
 15. Τοῦ δὲ ͵ϛϡοϛ-ου ἔτους Νοεμβρίῳ μηνὶ ἀπῆλθον κἀγὼ εἰς τὴν
Ἁγίαν Μαύραν παρακινήσει τῆς βασιλίσσης κυρᾶς Ἑλένηςκαὶ πεν-
θεροῦ τοῦ αὐθεντὸς τοῦ τόπου ἐκείνου κὺρ Λεονάρδου, ἵνα καὶ τὸν
τόπον ἐκεῖσε ἀναθεωρήσω καὶ ὡς δῆθεν ἀνεψιοῦ τοῦ μακαρίτου τοῦ αὐ-
θέντου μου τοῦ βασιλέως κὺρ Κωνσταντίνου καὶ ὑπὲρ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
186

Joannes Actuarius Med., De diagnosi (3188: 003)“Physici et medici


Graeci minores, vol. 2”, Ed. Ideler, J.L.Berlin: Reimer, 1842, Repr. 1963.
Book 1, chapter 30, li. 19

τοῦ συμμέτρου ἐπὶ τὸ ὑφειμένον χωροῦντα τοῦ χρώμα-


τος, ὠχρὰ καὶ ὕπωχρα ἂν εἴη, χαροπά τε καὶ λευκά, οἷον
τὰ ὑδατώδη καὶ γαλακτώδη, ἃ δὴ κατὰ τὸ μᾶλλόν τε καὶ
ἧττον τὴν διαμαρτίαν ἐπισημαίνει τῆς πέψεως· ὠχρὰ μὲν
γὰρ ἧττον διαπεφευγέναι δηλοῖ τὴν πέψιν, μᾶλλον δὲ τὰ
ὕπωχρα, ἐφεξῆς δὲ τούτοις τὰ χαροπά. τὰ δέ γε λευκὰ καὶ
οἷον ὑδατώδη, μικροῦ δεῖν μηδ' ἐγχειρῆσαι δηλοῖ τὴν φύ-
σιν τῇ πέψει τῶν χυμῶν. καὶ ταῦτα μὲν ἐπικρατούσης
γίνεται ψύξεως ἤτοι διὰ κράσιν ἢ δίαιταν ἢ ἡλικίαν ἢ ἐπὶ
ψυχρὸν ἀρρώστημα· ἔσθ' ὅτε γε μὴν ἐπὶ φρενίτισιν ὀλε-
θρίαις, καὶ λοιμώδεσί τισιν ἀρρωστήμασι, καὶ ἀξιολόγοις
τισὶν ἐμφράξεσι, λευκά τισιν ἐπιφαίνεται οὖρα, καὶ τὰ
μὲν ὡς ἄνω τρέχοντος τοῦ χρωννύντος χυμοῦ, τὰ δ' ὡς
διϋλιζόμενα. ἐκεῖνα δ' ὡς ἐπ' ὠμοτέροις λέγομεν συνί-
στασθαι χυμοῖς, συσσαπεῖσι καὶ μηκέτι διακριθεῖσι συν-
αναφαινόμενα· οἷς δεῖ σε παρηκολουθηκότα μὴ κατὰ τοὺς
πολλοὺς ἀπατᾶσθαι. καὶ τὰ μὲν ἐπὶ τὸ λευκὸν ἀπὸ τοῦ
συμμέτρου ἀποχωροῦντα οὖρα, τοιαῦτα ἂν εἴῃ, καὶ διὰ
τοιαύτης γένοιτ' ἂν αἰτίας. ἃ δ' ἐπὶ τὸ πλέον τῆς βαφῆς
χωρεῖ, πρῶτα μὲν ἂν εἴῃ πυρρά τε καὶ ξανθά, ἐφεξῆς δὲ

Aeneas Phil., Rhet., Theophrastus sive de animarum immortalitate et


corporum resurrectione dialogus (4001: 001)“Enea di Gaza.
Teofrasto”, Ed. Colonna, M.E.Naples: Iodice, 1958.P. 35, li. 2

οἴονται. Καὶ ὁ Πρωτεὺς θεὸς εἷναι τοῖς Αἰγυπτίοις νομίζεται καὶ ἡ Ἑλένη
τῶν ἱερῶν αὐτῷ κοινωνεῖ, ἣν Ξένην Ἀφροδίτην ὀνομάζουσιν οἱ τελού-
μενοι· καὶ Ἰταλοὶ θεοῖς συναριθμοῦσι τοὺς βασιλεῖς ἅπαντας καταλέ-
γοντες. Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος τρεισκαιδέκατος θεὸς παρ' Ἀθηναίοις ἀνη-
γορεύετο, ἀλλὰ πολλάκις τραυματίας γενόμενος καὶ νοσήσας, ἐπειδὴ
ἀπέθανεν, ἐγνώσθη τὴν φύσιν θνητὸς ὑπάρχων ὁ τέως εἰς τοὺς θεοὺς
ἀναγεγραμμένος. Οὕτω καλὰ τοῖς ἀνθρώποις μαθήματα τὰ τῶν καλῶν
παθήματα γίγνεται. Καὶ τὸ ὅλον, ἢ γὰρ πρὸς ἐπίδειξιν ἀρετῆς πάθοι
ἂν κακῶς ὁ ἄνθρωπος ἢ πρὸς παῦλαν κακίας· εἰ δὲ οὐ παύεται, πρὸς  
παράδειγμα τοῖς ἄλλοις ἡ τιμωρία. Καὶ σεισμοὶ καὶ αὐχμοὶ καὶ ἐπικλύσεις

καὶ ἡ λοιμώδης νόσος καὶ ἀήθεις ἀστέρες καὶ καρπῶν ἀφορίαι καὶ
κεραυνῶν φοραὶ ἀνθρώπων κακίαν ἐκχεομένην ἐξείργουσιν· τὴν γὰρ
187

πάνδημον ὕβριν δημοσία μάστιξ παιδευέτω, τὸ μέρος ἐκτέμνουσα, ὡς ἂν


τὸ ὅλον σωθῇ, οἷον ἰατρὸς ἄριστος, τοῦ πάθους ἐπιβρίσαντος καὶ ἐπι-
νεμομένου, τὸ σκέλος τοῖς διακόπτειν τεταγμένοις παραδίδωσιν, ὡς ἂν
τῷ λοιπῷ σώματι ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος ᾖ. Σὺ δὲ τὸν ἰατρὸν οὐ τὴν νόσον
κακίζεις, ἣν δι' ἀπιστίαν καὶ λήθην ὧν ὁ ἰατρὸς προηγόρευε συνέβη
γενέσθαι.

Συμπλίκιος. In Aristotelis quattuor libros de caelo commentaria


(4013: 001)“Simplicii in Aristotelis de caelo commentaria”, Ed. Heiberg,
J.L.Berlin: Reimer, 1894; Commentaria in Aristotelem Graeca 7.
Vol. 7, p. 650, li. 6

 Πρὸς τοῦτο δὲ ὁ Πρόκλος ὑπαντῶν μέμφεται τῷ πυραμίδα τὸ πῦρ


ποιοῦντι καὶ μὴ μένοντι ἐπὶ τῶν Πλατωνικῶν ὑποθέσεων, τὴν πυραμίδα
σπέρμα πυρὸς λέγοντος τοῦ Πλάτωνος ἀλλ' οὐχὶ πῦρ· τὸ γὰρ πῦρ
ἄθροισμα
πυραμίδων διὰ σμικρότητα ἀοράτων κατὰ μίαν, οὐδὲ ἕως ἂν εἰς πῦρ
διαιρῆται τὸ πῦρ, εἰς πυραμίδας διαιρεῖται, ἡ δὲ μία πυραμὶς οὐκέτι  
πῦρ, ἀλλὰ στοιχεῖον πυρός, ἀόρατος οὖσα διὰ σμικρότητα. ἐὰν οὖν αὕτη
διαιρεθῇ, τὸ μέρος αὐτῆς οὔτε στοιχεῖον οὔτε ἐκ στοιχείων, εἴπερ μὴ
εἰς πυραμίδας ἢ εἰς τὰ ἐπίπεδα διαιρεθείη. καὶ τί θαυμαστὸν εἶναί
τι ἄτακτον ἐν τοῖς τῇδε σώμασι; καὶ γὰρ καὶ ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς τῶν στοι-
χείων μεταβολῇ, εἴποι ἂν ὁ Πρόκλος, γίνονταί τινες διαφοραί, αἵτινες καὶ
τὰ λοιμώδη καταστήματα ποιοῦσιν ὅλῳ τῷ γένει εἰς τὸ παρὰ φύσιν
ἐκτρέ-
πουσαι τὰ στοιχεῖα. “τί δὲ καὶ ἀδύνατον, φησί, τὸ τμῆμα τοῦτο πιε-
ζόμενον καὶ ὑπὸ τῶν περιεχόντων εἰδοποιούμενον μορφοῦσθαι πάλιν εἰς
πυραμίδα ἢ ἄλλο τι τῶν στοιχείων ἐξομοιούμενον τοῖς περιέχουσιν αὐτὸ
καὶ θλίβουσιν;” ἀλλ', εἰ τοῦτο, τίς χρεία τῆς εἰς τὰ ἐπίπεδα διαλύσεως,
καὶ μὴ τὸ περιεχόμενον σῶμα ὑπὸ τοῦ περιέχοντος μεταβάλλεται; μήποτε

οὖν ἡ μία πυραμίς, ὅταν βιασθῇ, θᾶττον εἰς τὰ ἐπίπεδα διαλύεται, εἴπερ
συνεστῶσα τέμνεται, εἰ δὲ καὶ διαιρεθείη ἢ αὐτὴ ἢ ἐπίπεδον, ἐπειδὴ καὶ
ταῦτα φθαρτὰ τῷ διαιρετὰ εἶναί ἐστιν, ὕλη πάλιν ἄλλου γίνεται ἢ μετ'
ἀλλήλων ἢ μετ' ἄλλων συμφυομένων τῶν διαιρεθέντων μερῶν.
      

Συμπλίκιος. Commentarius in Epicteti enchiridion (4013: 006)


“Theophrasti characteres”, Ed. Dübner, F.Paris: Didot, 1842.
P. 130, li. 7
188

μὲν γινόμενα αὐτὰ καθ' ἑαυτὰ κρίνειν, καὶ, εἰ λούεταί


τις ταχέως, ὅτι ταχέως λούεται, λέγειν· μὴ μέντοι
ποιότητα προστιθέναι, ἢ ὅτι καλῶς, ἢ ὅτι κακῶς,
ἕως ἂν τὸν σκοπὸν μάθωμεν. Τί γὰρ, εἰ καμὼν, καὶ  
ἀγρυπνήσας νύκτωρ, καὶ δεόμενος τῆς τοῦ λουτροῦ
θεραπείας; Ἀλλ' ὁ σκοπὸς ἐπιφέρει τὴν ποιότητα τοῦ
καλῶς, ἢ μὴ καλῶς. Καὶ τοῦτον δεῖ περιμένειν πρὸ
τοῦ τῷ ταχέως λούεσθαι τὸ κακῶς ἢ καλῶς προσφέρειν.
Καὶ γὰρ πολὺν οἶνον πίνειν ἔστι, καὶ διὰ κρᾶσιν σώ-
ματος, καὶ διὰ κατάστασιν ἀέρος, ὥσπερ πρὸ κυνὸς,
καὶ ὑπὸ κύνα, καὶ διὰ λοιμῶδες χωρίον. Εἰ δὲ μὴ
οὕτως ποιοῦμεν, ὥστε τὰς μὲν πράξεις αὐτὰς, ὡς ἔχουσι,
κρίνειν, καὶ λέγειν, ὅτι ταχὺ, ὅτι πολὺ, τὴν δὲ ποιότητα
μὴ προσφέρομεν, ἕως ἂν τὸν σκοπὸν μάθωμεν· συμβαίνει,
ἄλλων μὲν αἰσθάνεσθαι, (τοῦτο γάρ ἐστι τὸ, φαντασίας
καταληπτικὰς λαμβάνειν, τοῦτ' ἔστιν, ἐπ' ἄλλων μὲν
καταλαμβάνειν τὸ φαινόμενον,) ὡς τὸ ταχὺ, καὶ πολύ·
ἐπ' ἄλλοις δὲ συγκατατίθεσθαι, τοῦτ' ἔστι, τὴν κρίσιν
ἐπάγειν, τὸ φανὲν ἢ κακῶς ἢ καλῶς λέγοντας. Ἄτοπον
δὲ τοῦτο, τὸ, ἄλλο τι θεασάμενον, ἄλλο τι περὶ αὐτοῦ
λέγειν. Καὶ βούλεται μὲν, οἶμαι, μήτε ἐπαινεῖν,

Joannes Philoponus Phil., In Aristotelis libros de anima commentaria


(4015: 008)“Ioannis Philoponi in Aristotelis de anima libros
commentaria”, Ed. Hayduck, M.Berlin: Reimer, 1897; Commentaria in
Aristotelem Graeca 15.Vol. 15, p. 487, li. 10

ψυχή ἐστιν αἰτία τῶν ὀνειράτων, ὅταν ζητοῦσα εὕρῃ, καὶ ἡ θεία ἔκλαμ-  
ψις, ὅτε τὰ μέλλοντα προλέγομεν. εἰ οὖν φησιν “ὅθεν σφίσιν αἰεὶ καὶ τὸ
φρονεῖν ἀλλοῖα παρίσταται”, ὡς πρὸς τοὺς ὀνείρους ἀπέβλεψεν τοὺς ἀπὸ
τῆς λογικῆς ψυχῆς. ἀλλοία δὲ γίνεται ἡ φρόνησις ἐν ὀνείροις, διότι ἐν
νυκτὶ ἐναργέστεραι αἱ φυσικαὶ δυνάμεις εἰσὶ καὶ ἀμβλύνεται ἡ λογική, ἐν
δὲ τῇ ἡμέρᾳ αὕτη μᾶλλον ἐνεργεῖ. ἐγκαλεῖ δὲ πάλιν Ἀριστοτέλης τῷ
Ἐμπεδοκλεῖ οὐ μόνον ὅτι σύγχυσιν ἐποιήσατο τῶν ὀνομάτων, ἀλλ' ὅτι
καὶ
εἰπὼν ὡς τὸ ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ γινώσκεται, περὶ μὲν γνώσεως εἶπε, περὶ
δὲ ἀπάτης οὐκ εἶπε· καίτοι ἐχρῆν περὶ ἀπάτης μᾶλλον εἰπεῖν ἢ περὶ ἐπι-
στήμης, διότι πλέον οὗ γινώσκομεν ἀπατώμεθα. τούτου δὲ αἴτιον ἡ γένε-
σις καὶ ἡ ἐν τῇ ὕλῃ ἀμβλυωπία τῆς ψυχῆς. ὥσπερ γὰρ τῶν ἐν λοιμώδει
χωρίῳ ὄντων πλείους νοσοῦσι τῶν ὑγιαινόντων, οὕτω καὶ τῶν ἐν γενέσει
ψυχῶν μᾶλλον αὐθεντεῖ ἄγνοια ἤπερ γνῶσις. ἐπειδὴ οὖν μᾶλλον ἀπατώ-
189

μεθα, ἐχρῆν αὐτὸν πλέον περὶ ἀπάτης διαλεχθῆναι· οὐδὲ γὰρ ὁ Ἐμπεδο-
κλῆς δοξάζει μὴ εἶναι ἀπάτην. αὐτὴ γὰρ ἡ δόξα ἡ λέγουσα μὴ εἶναι
ἀπάτην ἠλέγχθη ὑπὸ Πλάτωνος. εἰ μὲν οὖν μὴ δοξάζει εἶναι ἀπάτην,
τοῖς Πρωταγορείοις ἐλεγχέσθω λόγοις· εἰ δὲ δοξάζει, διὰ τί μὴ εἶπεν τὸ
αἴτιον αὐτῆς; εἰ μή τι ἄρα συνάξομεν ὅτι εἰ ἡ γνῶσις τοῦ ὁμοίου ἐστὶ
γνῶσις, ἡ ἀπάτη ἄρα τοῦ ἀνομοίου ἐστὶ θίξις, καὶ διὰ τοῦ ἀντικειμένου
ἠθέλησε καὶ τὸ ἀντικείμενον ὑπακουσθῆναι. καὶ τοῦτο μὲν αὐτῷ συνά-
γεται, ἡμεῖς δὲ οὐ συγχωροῦμεν τὴν ἐπιστήμην τοῦ ὁμοίου γνῶσιν εἶναι,

Αγαθίας Σχολαστικός ιστορικόςHistoriae (4024: 001)“Agathiae


Myrinaei historiarum lib. quinque”, Ed. Keydell, R.Berlin: De Gruyter,
1967; Corpus fontium historiae Byzantinae 2. Series Berolinensis.P. 43,
li. 28
πόλεως ἀναστάντες ἴοιεν ἀνὰ τὰ πρόσω. 2 καὶ τοίνυν αὐτίκα ἐχώρουν,
ἀφέντες δὲ ἐν δεξιᾷ τὸν Ἰόνιον κόλπον καὶ ἅπασαν τὴν παράκτιόν τε καὶ
ψαμαθώδη πορείαν ἀνὰ τοὺς πρόποδας τοῦ Ἀπινναίου ὄρους ἐπορεύ-
θησαν. οὕτω τε ἰθὺ Αἰμιλίας καὶ Ἀλπισκοτίας ἐλθόντες μόλις τὸν Πάδον
ἐπεραιοῦντο. 3 καταλαβόντες δὲ Βενετίαν τὴν χώραν ἐς Κένετα τὴν
πόλιν κατήκοον σφῶν ἐν τῷ τότε οὖσαν ηὐλίζοντο, αὐτοῦ τε τὸ λοιπὸν
ἐν τῷ ἀσφαλεῖ διαιτώμενοι ἤσχαλλόν γε ὅμως καὶ ἐδυσφόρουν, καὶ πολύ
τι ὑπῆρχε διαφανὲς τῆς γνώμης τὸ ἀνιώμενον. αἴτιον δὲ ἦν, ὅτι δὴ
αὐτοῖς ἐλάχιστα ἐκ τῆς λείας ἐλείπετο καὶ ἐδόκει ἄκαρπα καὶ ἀνόνητα
διαπεπονηκέναι. 4 ἀλλ' οὐ μέχρι τοῦδε μόνον αὐτοῖς τὰ τῶν δυστυχη-
μάτων ἐχώρει. ὀλίγῳ γὰρ ὕστερον καὶ νόσος τις λοιμώδης ἔφθειρε τὰ
πλήθη ἐξαπιναίως ἐπεισπεσοῦσα. 5 καὶ οἱ μὲν αὐτῶν μοχθηρὸν ἀποκα-
λοῦντες τὸν περικείμενον σφίσιν ἀέρα αἴτιον ἐκεῖνον τοῦ πάθους γεγενῆ-
σθαι ἡγοῦντο, οἱ δὲ ὅτι πολέμους τε συχνοὺς καὶ ὁδοιπορίας μακρὰς
διανύσαντες ἀθρόον ἐς τὸ ἁβροδίαιτον μετεβέβληντο, τὴν τῆς διαίτης  
παραλλαγὴν ᾐτιῶντο· τὴν δέ γε ὡς ἀληθῶς ἀρχήν τε καὶ ἀνάγκην τῆς
ξυμφορᾶς οὐ μάλα διενοοῦντο. ἦν δὲ ἄρα οἶμαι ἡ ἀδικία καὶ τὸ περιϋβρί-
σθαι πρὸς αὐτῶν τά τε θεῖα ἀφειδῶς καὶ ἀνθρώπεια νόμιμα. 6 αὐτὸς
δὴ οὖν ὁ στρατηγὸς καὶ μάλα ἔνδηλος ἦν, ὅτι δὴ αὐτὸν θεήλατοι μετῆλ-
θον ποιναί. παραπλήξ τε γὰρ ἐγεγόνει καὶ ἐλύττα περιφανῶς, καθάπερ
οἱ ἔκφρονες καὶ μεμηνότες, κλόνος τε αὐτὸν ἐπεῖχε μυρίος καὶ οἰμωγὰς

Αγαθίας Σχολαστικός ιστορικόςHistoriae P. 175, li. 28

αὐτοῖς τὴν ὅλην τῆς θέσεως εὐκοσμίαν καὶ τὰς τῶν μετάλλων φύσεις
λεπτότατα κατεξητασμένας τῶν τε προτεμενισμάτων τὸ εὐπρεπὲς ἅμα
καὶ ἀναγκαῖον μεγέθη τε καὶ ὑψώματα καὶ ὅσα ἰθύγραμμα σχήματα καὶ
ὅσα κυκλικὰ καὶ ὅσα ἐκκρεμῆ καὶ προτεταμένα. γνοίης δὲ ἂν ἐκ τῶν
ἐπῶν καὶ ὅπως ἀργύρῳ τε καὶ χρυσῷ τὸ ἱερώτερον χωρίον καὶ τοῖς
190

ἀπορρήτοις ἀποκεκριμένον πολυτελέστατα καταπεποίκιλται, καὶ εἴ τι


ἄλλο πρόσεστι μέγα ἢ ἐλάχιστον γνώρισμα, οὐ μεῖον ἢ οἱ θαμὰ ἐν αὐτῷ
περιπάτους ποιούμενοι καὶ ἅπαντα διασκοποῦντες. 9 ἀλλὰ γὰρ ἥδε
μὲν ἡ δευτέρα τοῦ νεὼ ἐπισκευὴ καὶ ἀνόρθωσις ὀλίγῳ ὕστερον χρόνῳ
ἀπείργασται καὶ ξυνετελέσθη.
 10. Ἐκείνου δὲ τοῦ ἔτους ἅμα ἦρι ἀρχομένῳ ἡ λοιμώδης νόσος
αὖθις τῇ πόλει ἐνέπεσε καὶ μυρία διέφθειρε πλήθη, λήξασα μὲν ἐς τὸ
παντελὲς οὐδ' ὁπωστιοῦν, ἐξ οὗ τὴν ἀρχήν, φημὶ δὴ κατὰ τὸ
πέμπτονκαὶ δέκατον ἔτος τῆς Ἰουστινιανοῦ βασιλείας, ἐν τῇ καθ'
ἡμᾶς εἰσήρρησεν οἰκουμένῃ. 2 μεταβᾶσα δὲ πολλάκις μεταξὺ ἄλλοτε
ἄλλοθι καὶ τόπον ἐκ τόπου λυμηναμένη καὶ ταύτῃ τοῖς λειπομένοις  
ἀνακωχῆς τινος μεταδοῦσα, τότε δὴ οὖν πάλιν ἐς τὸ Βυζάντιον ἐπανῆκεν,

ὥσπερ, οἶμαι, τὸ πρότερον ἐξηπατημένη καὶ θᾶττον δήπου τοῦ δέοντος


ἐνθένδε ἀπαλλαγεῖσα. 3 ἔθνησκον τοιγαροῦν πολλοὶ ἐξαπιναίως
καθάπερ ἀποπληξίᾳ ἰσχυρᾷ κάτοχοι γεγενημένοι· οἱ δέ γε πλεῖστον
διαρκοῦντες μόλις πεμπταῖοι ἀπώλλυντο. ἡ δὲ τῆς νόσου ἰδέα παρα

Αγαθίας Σχολαστικός ιστορικόςHistoriae P. 176, li. 19

θέρμης ἡγησαμένης μήτε ἄλλου ἀλγήματος, ἀλλὰ δρῶντες ἔτι τὰ εἰθις-


μένα, οἴκοι τε καὶ ἀνὰ τὰς λεωφόρους οὕτω παρασχὸν κατέπιπτον καὶ
ἀθρόον ἄπνοι ἐγίγνοντο, ὥσπερ τὸν θάνατον σχεδιάσαντες· καὶ ἅπασα
μὲν ἡλικία χύδην ἐφθείρετο, μάλιστα δὲ τὸ ἀκμάζον τε καὶ ἡβάσκον, καὶ
ἐν τούτῳ πλέον οἱ ἄρρενες· τὸ γὰρ δὴ θῆλυ οὐ μάλα ὅμοια ἔπασχεν.
5 τὰ μὲν οὖν παλαίτατα τῶν Αἰγυπτίων λόγια καὶ οἱ παρὰ Πέρσαις ἔτι
τῆς τῶν μετεώρων κινήσεως δαημονέστατοι χρόνων τινῶν περιόδους ἐν
τῷ ἀπείρῳ αἰῶνι συμφέρεσθαι λέγουσι, νῦν μὲν ἀγαθὰς καὶ εὐδαίμονας,
νῦν δὲ μοχθηρὰς καὶ ἀποφράδας, εἶναί τε τὴν παροῦσαν περιφορὰν ἐκ
τῶν κακίστων ἐκείνων καὶ ἀπαισίων· ἐντεῦθεν τοιγαροῦν πολέμους τε
ἁπανταχοῦ ξυνίστασθαι καὶ στάσεις ταῖς πόλεσι καὶ τὰ λοιμώδη πάθη
μόνιμά τε εἶναι καὶ συνημμένα. 6 ἕτεροι δὲ ὀργὴν τοῦ κρείττονος αἰτίαν
εἶναί φασι τῆς φθορᾶς, μετιοῦσαν ἀξίως τὰ τοῦ ἀνθρωπείου γένους
ἀδικήματα καὶ τὸ πλῆθος ὑποτεμνομένην. 7 ἐμοὶ δὲ διαιτᾶν ἑκατέρᾳ
δόξῃ καὶ ἀποφαίνεσθαι τὴν ἀληθεστάτην οὐκ ἐγχειρητέα, τυχὸν μὲν
οὐδὲ ἐπισταμένῳ, τυχὸν δέ, εἰ καὶ εἰδείην, ἀλλ' οὐκ ἀναγκαῖον τοῦτό
γε εἶναι δοκοῦν οὐδὲ τῷ παρόντι λόγῳ προσῆκον· μόνου γάρ μοι τοῦ
ξυμβεβηκότος εἰ καὶ διὰ βραχέων ἐπιμνησθέντι ὁ τῆς ἱστορίας ἐκτεθε-
ράπευται νόμος.
 11. Τούτων δὲ οὕτω ξυνενεχθέντων ἐπεγένετο καὶ ἄλλα ἄττα τῇ
πόλει κατ' ἐκεῖνο τοῦ καιροῦ ταραχῆς τε καὶ θορύβου ἀνάμεστα καὶ οὐχ
191

Αγαθίας Σχολαστικός ιστορικόςHistoriae P. 177, li. 17

μενοι τύχῃ, καὶ τὴν ἐκροὴν τῆς λίμνης τὴν ἐς τὸν Εὔξεινον Πόντον
φερομένην, ἄπορον τέως δοκοῦσαν, τότε δὴ ὁτῳοῦν τρόπῳ διαπεραιω-
θέντες, ἀλώμενοι δὲ ὅμως ἀνὰ τὴν ὀθνείαν, πλεῖστα ὅσα τὸ ἰθαγενὲς
ἐλυμήναντο, ἀπροσδόκητα προσπεσόντες, ὡς καὶ τοὺς προτέρους
οἰκήτορας ἀπελάσαντες αὐτοὶ τὴν ἐκείνων κατέχειν. 4 ἤμελλον δὲ ἄρα
οὐκ ἐπὶ μακρότατον διαμένειν, ἀλλὰ πρόρριζοι τὸ λεγόμενον ἀπολεῖσθαι.

αὐτίκα γοῦν Οὐλτίζουροί τε καὶ Βουρούγουνδοι μέχρι μὲν Λέοντος


τοῦ αὐτοκράτορος καὶ τῶν ἐν τῷ τότε Ῥωμαίων γνώριμοί τε ὑπῆρχον
καὶ ἄλκιμοι εἶναι ἐδόκουν· ἡμεῖς δὲ οἱ νῦν οὔτε ἴσμεν αὐτοὺς οὔτε, οἶμαι,
εἰσόμεθα, τυχὸν μὲν διαφθαρέντας, τυχὸν δὲ ὡς πορρωτάτω μετανα-
στάντας. 5 ἐκείνου γε μὴν τοῦ ἔτους, ἐν ᾧ δὴ ἔφην τὴν λοιμώδη νόσον
τῇ πόλει ἐνσκῆψαι, τὰ λοιπὰ τῶν Οὔννων γένη ἐσῴζετο καὶ ἦσαν ἔτι
ὀνομαστότατα. κατιόντες δὲ ὅμως οἱ Οὖννοι ἐς τὰ πρὸς νότον ἄνεμον
οὐ πόρρω τῆς ὄχθης τοῦ Ἴστρου ποταμοῦ ηὐλίζοντο, ἡνίκα ἦν αὐτοῖς
βουλομένοις. 6 τότε δὴ οὖν τοῦ χειμῶνος ἐπιλαβομένου, τὰ μὲν ῥεῖθρα
τοῦδε τοῦ ποταμοῦ κατὰ τὸ εἰωθὸς ὑπὸ τοῦ κρύους ἐπήγνυτο ἐς βάθος
καὶ ἦσαν ἤδη σκληρὰ καὶ βάσιμα καὶ ἱππήλατα. Ζαβεργὰν δὲ ὁ τῶν
Κοτριγούρων Οὔννων ἡγεμὼν σὺν πλείστοις ὅσοις ἱππόταις ἐπιδραμὼν
καθάπερ χέρσον τὰς δίνας ἐς τὴν Ῥωμαίων ἐπικράτειαν εὐκολώτατα
διαβαίνει· ἔρημά τε εὑρὼν τὰ ἐκείνῃ χωρία καὶ μηδενὸς αὐτῷ κωλύ-
ματος γιγνομένου ἀνὰ τὰ πρόσω πορευομένῳ, αὐτίκα ὅ γε Μυσίαν τε

Προκόπιος ιστορικόςDe bellis (4029: 001)“Procopii Caesariensis


opera omnia, vols. 1–2”, Ed. Wirth, G. (post J. Haury)Leipzig: Teubner,
1:1962; 2:1963.Book 8, chapter 20, section 46, li. 4

ἀνθρώποις, τά τε δένδρα καρποῖς ἐν ἐπιτηδείῳ γινο-


μένοις ὡραίοις ἀνθεῖ, τά τε λήϊα τῶν ἄλλων οὐδὲν
καταδεέστερον τέθηλεν· ἀλλὰ καὶ ὕδασιν ἡ χώρα ἐνα-
βρυνομένη διαρκῶς φαίνεται. πρὸς δύοντα δὲ πᾶν
τοὐναντίον, ὥστε ἀμέλει ἀνθρώπῳ μὲν οὐδὲ ἡμιώριον
δυνατόν ἐστιν ἐνταῦθα βιῶναι, ἔχις δὲ καὶ ὄφεις ἀνά-
ριθμοι καὶ ἄλλων θηρίων παντοδαπὰ γένη διακεκλή-
ρωται τὸν χῶρον ἐκεῖνον. καὶ, τὸ δὴ παραλογώτατον,
οἱ ἐπιχώριοι λέγουσιν ὡς, εἴ τις ἄνθρωπος τὸ τεῖχος
ἀμείψας ἐπὶ θάτερα ἴοι, εὐθυωρὸν θνήσκει, τὸ λοιμῶδες τῶν ἐκείνῃ
ἀέρων ὡς ἥκιστα φέρων, τοῖς τε
192

θηρίοις ἐνθάδε ἰοῦσιν ὁ θάνατος εὐθὺς ὑπαντιάζων


ἐκδέχεται. ἐνταῦθα δέ μοι γενομένῳ τῆς ἱστορίας
ἐπάναγκές ἐστι λόγου μυθολογίᾳ ἐμφερεστάτου ἐπιμνη-
σθῆναι, ὃς δή μοι οὔτε πιστὸς τὸ παράπαν ἔδοξεν
εἶναι, καίπερ ἀεὶ πρὸς ἀνδρῶν ἐκφερόμενος ἀναρίθμων,
οἳ δὴ τῶν μὲν πρασσομένων αὐτουργοὶ, τῶν δὲ λόγων
αὐτήκοοι ἰσχυρίζοντο γεγονέναι, οὔτε παριτέος παντά-
πασιν, ὡς μὴ τά γε ἀμφὶ Βριττίᾳ τῇ νήσῳ ἀναγρα-  
φόμενος ἀγνοίας τινὸς τῶν τῇδε ξυμβαινόντων διηνε-
κῶς ἀπενέγκωμαι δόξαν.

Προκόπιος ιστορικόςDe aedificiis (lib. 1–6) (4029: 003)


“Procopii Caesariensis opera omnia, vol. 4”, Ed. Wirth, G. (post J.
Haury)Leipzig: Teubner, 1964.Book 3, chapter 5, section 15, li. 1

Δάρας περιβόλῳ πεποίηται, πύργον ἕκαστον φρούριον


ἐχυρὸν τεκτηνάμενος. οὗ δὴ τὰς δυνάμεις ἁπάσας καὶ
τὸν ἐν Ἀρμενίαις στρατηγὸν ἱδρύσασθαι καταστησάμενος
κρείσσους τοὺς Ἀρμενίους διεπράξατο τὸ λοιπὸν εἶναι
ἢ δεδιέναι τὴν Περσῶν ἔφοδον.
 Ἐς μέντοι τὰ Βιζανὰ οὐδὲν εἴργασται τῷ βασιλεῖ
τούτῳ ἐξ αἰτίας τοιᾶσδε. κεῖται μὲν ἐν τῷ ὁμαλῷ τὸ
χωρίον, πεδία τε ἀμφ' αὐτὸ ἐπὶ μακρὸν ἱππήλατά ἐστιν,
ὕδατος δὲ σηπεδόνες πολλαὶ ξυνισταμένου ἐνταῦθά εἰσι.
καὶ ἀπ' αὐτοῦ τοῖς μὲν πολεμίοις ἐπιμαχώτατον, τοῖς δὲ
οἰκήτορσι λοιμωδέστατον αὐτὸ ξυμβαίνει εἶναι. ὧν δὴ
ἕνεκα τὸ χωρίον τοῦτο ὑπεριδὼν ἑτέρωθι πόλιν ἐδείματο
αὐτοῦ βασιλέως ἐπώνυμον, ἀξιολογωτάτην τε καὶ ἄμαχον
ὅλως ἐν χωρίῳ Τζουμινᾷ καλουμένῳ, ὅπερ σημείοις μὲν
τρισὶ Βιζανῶν διέχει, ἐν κρημνώδει δὲ μάλιστα κείμενον
εὐεξίας ἀέρων εὖ ἔχει.
 Τὰ μὲν οὖν ἐν Ἀρμενίοις Ἰουστινιανῷ βασιλεῖ τῇδέ
πη ἔχει. τὰ δὲ δὴ κατὰ τὰ Τζάνων ἔθνη ἀναγράψασθαί
μοι ἐνταῦθα τοῦ λόγου οὔ τι ἀπὸ τρόπου ἔδοξεν εἶναι,
ἐπεὶ καὶ πρόσοικοι Ἀρμενίοις εἰσίν. αὐτόνομοι μὲν
Τζάνοι ἐκ παλαιοῦ καὶ ἄναρχοι ᾤκουν, θηριώδη τινὰ

Sophonias Phil., In Aristotelis libros de anima paraphrasis (4030:


001)“Sophoniae in libros Aristotelis de anima paraphrasis”, Ed.
Hayduck, M.Berlin: Reimer, 1883; Commentaria in Aristotelem Graeca
23.1.P. 116, li. 2
193

τοῦ διάφορα γίνεσθαι τοῖς ἀνθρώποις ἀποδιδούς, τῷ τὰς αἰσθήσεις


διαφόρους
εἶναι, ἀφ' ὧν ταῦτα· “ὅθεν σφίσιν ἀεί”, φησί, “καὶ τὸ φρονεῖν ἀλλοῖα
παρίστα-
ται”, φρόνησιν τὴν ἐν τοῖς ὕπνοις φαντασίαν τιθέμενος. εἰς τοῦτο φέρει
καὶ
τὸ τοῦ ποιητοῦ·
  τοῖος γὰρ νόος ἐστὶν ἐπιχθονίων ἀνθρώπων,
  οἷον ἐπ' ἦμαρ ἄγῃσι θεός.
πάντες γὰρ οὗτοι τὸ νοεῖν σωματικὸν ὥσπερ καὶ τὸ αἰσθάνεσθαι
ὑπολαμβάνουσι,
καὶ αἰσθάνεσθαί τε καὶ φρονεῖν τῷ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον ὥσπερ καὶ ἐν τοῖς
κατ' ἀρχὰς
λόγοις διωρισάμεθα. καίτοι ἔδει ἅμα εἰπεῖν αὐτοὺς καὶ περὶ τοῦ
ἠπατῆσθαι· καὶ  
οἰκειότερον γὰρ τοῖς ζώοις καὶ πλείω χρόνον ἐν τούτῳ διατελεῖ ἡ ψυχή.
ὥσπερ
γὰρ οἱ ἐν λοιμώδει χωρίῳ διατρίβοντες νοσοῦσι τὸν πλεῖστον χρόνον,
οὕτω καὶ ἡ
ψυχὴ πεσοῦσα ἐν τῇ ὕλῃ τὸν πλεῖστον χρόνον τὴν ἀπάτην νοσεῖ, τόν τε
ἐκ τῆς
παιδικῆς ἡλικίας χρόνον μέχρι τῆς μαθήσεως, οἱ πολλοὶ δὲ πολλάκις καὶ
τὸν σύμ-
παντα βίον. καὶ αὐτοὶ δὲ οἱ ἐπιστήμονες ὀλίγον πάνυ χρόνον ἐν τῇ θεωρίᾳ
διά-
γουσι, τὰ πολλὰ δὲ πρὸς ἀλλήλους ἠσχόληνται, καὶ τῶν γε τῆς νυκτὸς
ἐξαιρέτων
τὰ πολλὰ ἐν εἰδώλοις καὶ ἀπάταις διατρίβει ἡ ψυχή, καὶ τῆς ἡμέρας γοῦν
οὐκ
ὀλίγον. τοιγαροῦν ἀνάγκη ἢ ὥσπερ ἔνιοι λέγουσιν, ὧν κορυφαῖος
Πρωταγόρας,
πάντα τὰ φαινόμενα εἶναι ἀληθῆ, ἢ τὴν τοῦ ἀνομοίου θίξιν ἀπάτην εἶναι·
τοῦτο γὰρ ἐναντίον τῷ τὸ ὅμοιον γινώσκειν τῷ ὁμοίῳ, εἴπερ κατὰ τοὺς
δια-
λεκτικούς, εἰ τῷ ἐναντίῳ τὸ ἐναντίον, καὶ τὸ ἐναντίον τῷ ἐναντίῳ. οὐχ
οὕτω
δὲ ἔχει, ἀλλ' ἡ αὐτὴ καὶ μία ἐπιστήμη τῶν ἐναντίων· ὁ γὰρ τὸ ἀγαθὸν

Proclus Phil., In Platonis Alcibiadem i (4036: 007)“Proclus Diadochus.


Commentary on the first Alcibiades of Plato”, Ed. Westerink, L.G.
194

Amsterdam: North–Holland, 1954.Section 256, li. 16

 Οὐ δεῖ δὲ θαυμάζειν εἰ τὸ κατὰ φύσιν πλέον εἶναι τοῦ παρὰ φύσιν
λέγοντες, καὶ τοῦτο μὲν εἰς στενὸν συνελαύνεσθαι, τὸ δὲ κατὰ φύσιν
ἐπικρατεῖν ἐν τῷ παντί, τῶν ἀνθρώπων τοὺς πλείστους λέγομεν
ἀνεπιστήμονας καὶ κακούς, ἐλαχίστους δὲ τοὺς ἐπιστήμονας. οὐ γάρ
ἐστι ταῖς ψυχαῖς κατὰ φύσιν ὁ μετὰ τῶν σωμάτων βίος οὐδὲ ἡ
γενεσιουργὸς ζωή, τοὐναντίον δὲ ἡ χωριστὴ καὶ ἄϋλος καὶ ἀσώματος
αὐταῖς μᾶλλον προσήκει. καὶ ὅταν μὲν ὦσιν ἐν τῇ γενέσει, τοῖς ἐν
λοιμώττοντι χωρίῳ ποιουμένοις τὰς διατριβὰς ἐοίκασιν, ὅταν δὲ ἔξω
τῆς γενέσεως, αὐτὸ τοῦτοὅ φησιν ὁ Πλάτων, τοῖς ἐνλειμῶνι
διαιτωμένοις. ὥσπερ οὖν οὐδὲν θαυμαστὸν ἐν λοιμώδεσι τόποις πλείους
εἶναι τοὺς νοσοῦντας τῶν κατὰ φύσιν διακειμένων, οὕτω δὴ καὶ ἐν τῇ
γενέσει πλείους εἶναι ψυχὰς τὰς ἐμπαθεῖς καὶ μοχθηρὰς οὐδὲν
θαυμαστόν. τοὐναντίον μέντ' ἂν εἴη θαυμαστόν, εἴ τινες ἠμφιεσμέναι
τοιαῦτα σώματα καὶ περιβεβλημέναι τοιούτους δεσμοὺς καὶ περι-
εστοιχισμέναι τοσαύτῃ μεταβολῇ νήφουσι καὶ καθαραὶ καὶ ἀπαθεῖς
διαμένουσι. καὶ εἴποι ἂν καὶ πρὸς τὰς τοιαύτας ψυχάς, οἶμαι, ἄφρων
κριτὴς καὶ τὸν οὕτω ζῶντα, ἐν τοῖς ἐνύλοις ἀΰλως καὶ ἐν τοῖς θνητοῖς
ἀχράντως·
’θαῦμά μ' ἔχει πῶς οὔ τι πιὼν τάδε φάρμακ' ἐθέλχθης‘.
ὄντως γὰρ ἔοικεν ἡ λήθη καὶ ἡ πλάνη καὶ ἡ ἄγνοια φαρμακείᾳ τινὶ

Φώτιος βιβλιοθήκη. “Photius. Bibliothèque, 8 vols.”, Ed. Henry,


R.Paris: Les Belles Lettres, 1:1959; 2:1960; 3:1962; 4:1965; 5:1967;
6:1971; 7:1974; 8:1977.Codex 221, Bekker p. 178a, li. 20

... καὶ οὔρων διαγνώσεως, καὶ τί δηλοῦσι ταῦτα· καὶ


περὶ διαχωρημάτων σημειώσεως καὶ διακρίσεως ἐμέτων τε
προγνώσεως, καὶ τῆς ἐξ αὐτῶν σημειώσεως· αἱμορραγίας
τε ἐκ ῥινῶν καὶ τῆς γυναικείας καθάρσεως· περί τε τῶν
κριτικῶν σημείων τῶν κατὰ τοὺς ἱδρῶτας καὶ τὰς ἀπο-
στάσεις, καὶ τῆς ἀπὸ τῶν πτυέλων τεκμηριώσεως· καὶ
ὅτι ὁ ἄριστος ἰατρὸς εἴσεται εἰ βεβαίως τὸ Νόσημα λέλυται
καὶ εἰ μὴ λέλυται, κἂν δοκῇ, τήν τε ἡμέραν καὶ ὥραν
ἐν ᾗ ὁ νοσῶν τὸν βίον ἀπολείψει.
    Περί τε πανδήμων καὶ ἐπιδήμων καὶ λοιμωδῶν νοσημάτων ἔκθεσιν
ποιεῖται,
καὶ περὶ τῶν κατὰ διαφόρους αἰτίας συγκοπτομένων,
καὶ περὶ τῆς κατὰ διαφόρους αἰτίας ἐπισυμβαινούσης
τῷ ζῴῳ λειποθυμίας, περί τε τῆς ἐν πυρετοῖς κεφα-
λαλγίας καὶ ἀγρυπνίας καὶ ὠταλγίας καὶ ὀφθαλμίας  
195

καὶ ἀμαυρώσεως, καὶ ἐφ' ὧν αἵματος ῥύσις ἐν πυρετοῖς


συμβαίνει, τῆς τούτων ἀποθεραπείας, ὅπως τε προ-
νοητέον κατὰ τοὺς πυρετοὺς, κύστεώς τε καὶ δυσουρίας,
καὶ τῶν περὶ ὀσφὺν ἀλγημάτων ἑλκωθέντος τοῦ ἱεροῦ
ὀστοῦ καὶ ὀσχέου ἢ δακτυλίου. Καὶ περὶ ἐξανθημάτων
καθ' ὅλον τὸ σῶμα ἢ καὶ κατὰ μέρος συμβαινόντων

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 278, Bekker p. 528a, li. 11

ὑψηλοῖς καὶ ὑπερᾶραι ταῦτα μὴ δύνασθαι, ἢ διὰ τὸ ἐπι-


τήδειον τῆς χώρας· τοιαύτη ἥ τε μαλακὴ καὶ νοτίδα
ἔχουσα καὶ δροσοβόλος.
              Χαλεπαὶ μὲν οὖν καὶ αἱ ἀκρί-
δες, χαλεπώτεροι δὲ οἱ ἀττέλεβοι, καὶ τούτων μάλιστα
οὓς καλοῦσι βρούκους. Ἡ δὲ γένεσις αὐτῶν ἐξ ἀλλήλων.
Τινὲς δὲ οἴονται οὐκ ἀκριβεῖ σημείῳ, τῷ χρώματι παρα-
πλήσιά τινας αὐτῶν ἔχειν τοῖς ἐν τῇ χώρᾳ, ὅτι καὶ
αὐτόματος· δῆλον γὰρ ὅτι τὸ τοιοῦτον ἀπὸ τῆς τροφῆς,
ἀλλ' οὐκ ἀπὸ τῆς γενέσεως λαμβάνουσιν. Ἡ δὲ
φθορὰ τούτων ἡ μέν ἐστιν οἷον φυσική τις καὶ λοιμώδης
(ὑπὸ κύνα γὰρ οἰστρᾷ, καὶ ἐγγίνεταί τι σκωλήκιον ἐν τῇ
κεφαλῇ, καὶ φθείρεται), ἡ δὲ ἐν τῇ μετακινήσει καὶ τῇ
πτήσει· ὅταν γὰρ ἀρθῶσιν, ὑπὸ τῶν ἀνέμων καταφέ-
ρονται εἰς τὴν θάλασσαν καὶ φθείρονται. Φθείρονται δὲ
καὶ διὰ χειμῶνα καὶ ψύχος καὶ αὐτὰ καὶ τὰ ὠὰ αὐτῶν.
Φθείρονται δὲ καὶ ἐκ μηχανῆς ἀνθρώπων· τάφρους γὰρ
ποιοῦντες συνελαύνουσιν εἰς αὐτάς, καὶ καταχων-
νύντες διαφθείρουσιν.

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 278, Bekker p. 528a, li. 31

               Ὅτι καὶ οἱ μύες ἐν ταῖς ἀρού-  


ραις ἀθρόον γίνονται, καὶ ἐν τοῖς αὐχμοῖς μᾶλλον ἢ ἐν
ταῖς ἐπομβρίαις· πολέμιον γὰρ αὐτοῖς τὰ ὕδατα. Πολύ-
γονον δὲ τὸ ζῷον. Ἀπόλλυται δὲ τῇ μὲν ἐμφανεῖ καὶ ἔξω-
θεν φθορᾷ διὰ πλῆθος ὑδάτων· τοῦτο γὰρ ἔξω χει-
μάζει καὶ εἰς τὰς μυωπίας παρεισρεῖ. Φθείρουσι δ' αὐ-
τοὺς καὶ αἱ ἄγριαι γαλαῖ. Ἔστι δέ τις αὐτῶν καὶ ἀφανὴς
καὶ ἀθρόα φθορὰ καθάπερ τις ἐπισυμβαίνουσα λοιμώ-
δης· τίκτεται γὰρ καὶ τούτοις ἐν τῇ κεφαλῇ σκώληξ, καὶ
φθείρονται. Ὃ καὶ οἱ ἔμπειροι ἐπισκοποῦντες, ἐπὰν ἴδωσι,
196

τὴν φθορὰν αὐτῶν προνοοῦσι καὶ προαγγέλλουσιν. Ὅτι


οἱ μῦες ἱστοροῦνται καὶ σίδηρον κατεσθίειν καὶ χρυσίον·
διὸ καὶ ἀνατέμνοντες αὐτοὺς οἱ ἐν τοῖς χρυσείοις τὸν
χρυσὸν ἀνιμῶνται.

Theophanes Confessor Chronogr., Chronographia (4046: 001)


“Theophanis chronographia, vol. 1”, Ed. de Boor, C.
Leipzig: Teubner, 1883, Repr. 1963.P. 422, li. 29

πεντεκαιδεκάτης σκότος ἐγένετο ὁμιχλῶδες. τότε Μαρουὰμ ἐκνικήσας


καὶ ἀπολαβὼν Ἔμεσαν ἀναιρεῖ πάντας τοὺς συγγενεῖς καὶ ἀπελευ-
θέρους Ἰσάμ, καθαιρεῖ δὲ καὶ τὰ τείχη Ἡλιουπόλεως καὶ Δαμασκοῦ
καὶ Ἱεροσολύμων, ἀναιρῶν πολλοὺς δυνατοὺς καὶ ἀκρωτηριάσας τοὺς
ἐν αὐταῖς ταῖς πόλεσι περιλειφθέντας.
  ϛʹ. γʹ. ιγʹ. ιζʹ. γʹ.
Τούτῳ τῷ ἔτει ἐγένετο σεισμὸς μέγας ἐν Παλαιστίνῃ καὶ τῷ
Ἰορδάνῃ καὶ πάσῃ τῇ Συρίᾳ μηνὶ Ἰαννουαρίῳ ιηʹ, ὥρᾳ δʹ, καὶ πολλαὶ
μυριάδες καὶ ἀναρίθμητοι τεθνήκασιν, ἐκκλησίαι τε καὶ μοναστήρια
πεπτώκασιν, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ἔρημον τῆς ἁγίας πόλεως.
Τῷ δ' αὐτῷ ἔτει λοιμώδης θάνατος ἀπὸ Σικελίας καὶ Καλαβρίας
ἀρξάμενος οἷόν τι πῦρ ἐπινεμόμενον ἐπὶ τὴν Μονοβασίαν καὶ Ἑλλάδα  
καὶ τὰς παρακειμένας νήσους ἦλθε δι' ὅλης τῆς ιδʹ ἰνδικτιῶνος προ-
μαστίζων τὸν ἀσεβῆ Κωνσταντῖνον καὶ ἀναστέλλων τῆς κατὰ τῶν
ἁγίων ἐκκλησιῶν καὶ τῶν σεπτῶν εἰκόνων μανίας, εἰ καὶ ἀδιόρθω-
τος ἔμεινεν, ὡς Φαραὼ τὸ πάλαι. ἡ δὲ αὐτὴ λοιμικὴ νόσος τοῦ
βουβῶνος ἀνέδραμε τῇ εʹ ἐπινεμήσει ἐν τῇ βασιλίδι πόλει. ἤρξατο
δὲ αἴφνης ἀοράτως γίνεσθαι ἔν τε τοῖς τῶν ἀνθρώπων ἱματίοις καὶ
εἰς τὰ τῶν ἐκκλησιῶν ἱερὰ ἐνδύματακαὶ εἰς τὰ βῆλα σταυρία
ἐλαιώδη πλεῖστα. ἐγένετο οὖν ἐντεῦθεν τοῖς ἀνθρώποις λύπη καὶ
ἀθυμία πολλὴ τῇ τοῦ τοιούτου σημείου ἀπορία· κατέλαβε δὲ καὶ

Geoponica, Geoponica (4080: 001)“Geoponica”, Ed. Beckh, H.


Leipzig: Teubner, 1895.Book 8, chapter 11, section 1, li. 3

Ὀμφακίτης οἶνος.

 Οὗτος ὁ οἶνος εὐστόμαχος, παραλυτικοῖς, ναρκῶσι,


197

τρέμουσι, σκοτωματικοῖς, νεφριτικοῖς, στροφουμένοις,


καὶ πρὸς τὰς λοιμώδεις νόσους ἐπιτήδειος.

Geoponica, Geoponica Book 18, chapter 13, section 1, li. 2

Περὶ ἰάσεως τῶν προβάτων. Λεοντίνου.

 Προνοεῖν χρή, ὅπως μηδὲ τὴν ἀρχὴν νόσῳ λοιμώδει περιπέσῃ τὰ


πρόβατα.          ἔαρος τοίνυν ἀρχο-μένου, ἐλελίσφακον ὄρειον καὶ τὴν
πράσιον βοτάνην ἅμα κοπέντα τῷ ποτῷ μικτέον, ἐπὶ ιδʹ ἡμέραις· τοῦτο
δὲ καὶ μετοπώρῳ ἐπὶ τὰς ἴσας ἡμέρας ποιητέον. εἰ
δὲ ἄρα καὶ παραλάβοι ἡ νόσος, τοῖς αὐτοῖς χρηστέον.  
Καὶ κυτίσσου δὲ χόρτος ὠφελεῖ ἐσθιόμενος, καὶ
καλάμου σκληροτάτου ῥίζαι ἁπαλώταται εἰς τὸ ποτὸν
διαβρεχόμεναι.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (4083: 001)“Eustathii


archiepiscopi Thessalonicensis commentarii ad Homeri Iliadem
pertinentes, vols. 1–4”, Ed. van der Valk, M.Leiden: Brill, 1:1971;
2:1976; 3:1979; 4:1987.Vol. 1, p. 36, li. 24

τούτου δὲ ἰδιωτικώτερον καὶ ἡ μοναξία ἔοικε λέγεσθαι. Τὸ δὲ μάχεσθαι


ἑρμηνεία νῦν ἐστι τῆς βασιλικῆς ἔριδος δηλοῦν πολλὴν οὕτως αὐτὴν
εἶναι, ὡς
καὶ μαχεῖσθαι ἂν αὐτοὺς κατὰ τὸ «ὃ δ' Ἀτρείδην ἐξεναρίζοι». [Λείπει δὲ
τὸ
ὥστε ἐν τῷ μάχεσθαι, ἵνα ᾖ «ἔριδι ξυνέηκεν ὥστε μάχεσθαι» ἢ καὶ ἄλλως

λείπει ἄρθρον, ἵνα λέγῃ «ἔριδι τῇ τοῦ μάχεσθαι», ἢ καὶ ἑτέρως, καθ'
ἑρμηνείαν,
ἔριδι ἤγουν αὐτόχρημα μάχῃ. οὐ γὰρ ἁπλῶς διαστήτην τόπῳ μακρῷ ἢ ἐξ
ἀγορᾶς
λυθείσης ἢ ἀπὸ συμπλοκῆς μαχίμου, ἀλλὰ κατὰ ἔριν μάχιμον.] Ὅτι τὸ
μὲν
προσεχὲς αἴτιον τῆς τοῦ Ἀχιλλέως μήνιδος ἡ τῆς Βρισηΐδος ἐστὶν
ἀφαίρεσις,
τὸ δὲ πρὸ τούτου αἴτιον ἡ τοῦ βασιλέως διαμάχη, τὸ δὲ ἔτι πορρώτερον ὁ
Λοιμός, ὑπὲρ οὗ λαλήσας ὁ Ἀχιλλεὺς ἠτίμωται· τὸ δὲ ἐπέκεινα ὁ ἥλιος,
198

ὃν
λοιμωδῶν νοσημάτων φασὶν αἴτιον. Σημείωσαι οὖν ὅτι εἰπὼν ὁ ποιητής,

(v. 9) ὡς ὁ Ἀπόλλων ὁ τῆς Λητοῦς καὶ τοῦ Διὸς υἱὸς συνέβαλεν εἰς
φιλονεικίαν
τοὺς βασιλεῖς, ὅμοιον λέγει ὡς ἐὰν εἶπεν, ὅτι ὁ ἥλιος αὐτοὺς εἰς
φιλονεικίαν
συνέμιξε. καὶ ἔστι πολλὰ τοιαῦτα πόρρω αἴτια παρὰ τοῖς παλαιοῖς, ὧν ἓν
καὶ
τὸ τοῦ Ἀναχάρσιδος, ὃς ἐρωτηθείς «διὰ τί παρὰ Σκύθαις οὔκ εἰσιν
αὐληταί;»
εἶπε «διότι οὐδὲ ἄμπελοι». μακρὰν γὰρ καὶ ἐκεῖνος ἀνέβη· τὸ μὲν γὰρ
ἐγγὺς
ἦν εἰπεῖν, ὅτι οὐδὲ μέθη παρὰ Σκύθαις ἐστὶν οὐδὲ οἶνος· ὁ δὲ ἀνέδραμεν
ἐπὶ τὸ
πορρώτερον αἴτιον, τὰς ἀμπέλους. Ἰστέον δὲ ὅτι καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος
ἤγουν
τοῦ ἡλίου πορρωτέρω αἴτιόν ἐστιν ἡ τοῦ Διὸς βουλὴ ἡ ἀνωτέρω ῥηθεῖσα,
ἵνα  
πλακείη ὁ λόγος οὕτως· ἡ τοῦ Διὸς βουλὴ κινήσασα τὸν Ἀπόλλωνα
πεποίηκε
λοιμόν· οὗ ζητηθέντος ἀφαιρεθεὶς ὁ Ἀχιλλεὺς τὴν Βρισηΐδα ἐμήνισε.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 1, p. 52, li. 21

γίνεται καὶ τὸ φρεσί κοινῶς καὶ τὸ φρασί Δωρικῶς παρὰ Πινδάρῳ· [οὕτω
δὲ
κατὰ τὸ μήν καὶ μέν καὶ μάν τριφορεῖται καὶ ὁ Πρίαπος δέ· οὐ γὰρ μόνον
διὰ
τοῦα προφέρεται ἀλλὰ καὶ Πρίεπος καὶ Πρίηπος λέγεται.] (v. 36) Ὅτι
παρὰ τῷ
ποιητῇ ἐπαμφοτερίζει ἡ ἄρχουσα τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ ἐν μὲν τῷ
«Ἀπόλλωνι
ἄνακτι» [καὶ πρὸ τούτων ἐν τῷ «ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος»] καὶ ἀλλαχοῦ δὲ
ἐκτείνεται Ἀττικῶς καίτοι τῆς ἐν τῇ παραληγούσῃ τῶν προθέσεων
ἀναλογίας
συστέλλεσθαι ἀπαιτούσης αὐτό. ἐν δὲ τῷ «ἐχώσατο Φοῖβος Ἀπόλλων»
καὶ ἐν
ἄλλοις μυρίοις τόποις συστέλλεται. οὕτω δὲ καὶ τὸ Κρονίων διφορεῖται
παρὰ
τῷ ποιητῇ καὶ ἄλλα οὐκ ὀλίγα, εἰ καὶ οἱ νῦν στρυφνοὶ λογισταὶ τῶν
199

στιχουργούν-
των μονόχρονα τὰ τοιαῦτα εἶναι θέλουσιν. Ἀπόλλων δὲ παρὰ τοῖς
παλαιοῖς
οὐκ εὐφήμως μέν, ὅμως δὲ φοβερώτερον ὁ ἥλιος, εἰς ὃν ἀναφέρεται τὰ
λοιμώδη
νοσήματα. ὥσπερ γὰρ Ποσειδῶν πῇ μὲν σεισίχθων τὸ φοβερόν, πῇ δὲ
ἀσφάλιος
τὸ εὔφημον, οὕτω καὶ ἥλιος πῇ μὲν ἀπόλλων, πῇ δὲ ἀλεξίκακος.
εὐκράτως μὲν
γὰρ ἔχουσαι διὰ τοῦ ἡλίου αἱ ὧραι ὑγείας εἰσὶν αἴτιαι, δυσκράτως δὲ
διακείμεναι  
ἀπόλλουσιν. οὕτω δὲ καὶ φωσφόρος ὢν ὁ αὐτὸς ἥλιος ὅμως νυκτὶ
ἐοικέναι μετ'
ὀλίγα λεχθήσεται διὰ τὴν νοσερὰν ἢ νοτίαν τοῦ ἀέρος κατάστασιν. ὅτι δέ
τινες
ἐπελέγοντο τὰ φοβερὰ ἐπίθετα, δηλοῦσι καὶ οἱ ἐν ταῖς ἱστορίαις βασιλεῖς,
ὁ Πολι-
ορκητὴς καὶ ὁ Κεραυνός· καὶ ὁ Ἄρης δὲ ἀπὸ τοῦ βλάπτειν ὀνομασθῆναι
δοκεῖ,
ἐπεὶ καὶ βροτολοιγὸς ὁ αὐτός. τινὲς μέντοι ἐκ τοῦ ἀπολύειν παράγουσι τὸ
Ἀπόλ-
λων, ἵνα ᾖ μᾶλλον εὐφημότερον ἀπολύων τοὺς ἐν κατοχῇ κακώσεων.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 1, p. 66, li. 1

ρεῖν ἤθελεν, οἷον τὸν Δία εἰς οὐρανὸν ἀνάγειν ἢ ἥλιον ἢ ἀέρα ἢ νοῦν,
Ἀθηνᾶν
δὲ εἰς φρόνησιν ἢ γῆν ἢ αἰθέρα, Ἥραν δὲ εἰς ἀέρα ἢ βασιλείαν, Ἄρην δὲ
εἰς
θυμὸν ἢ πόλεμον καὶ Ἥφαιστον εἰς πῦρ καὶ ἄλλους εἰς ἄλλα· ἀλλὰ πάντα
κατὰ
τὸ προφερόμενον καὶ προφαινόμενον τοῦ μύθου ἐνόει. εἰ δὲ καὶ τρόπος
ποιη-
τικὸς ἡ ἀλληγορία, ἀλλ' ἐκεῖνος ἀλληγορίαν ῥητορικὴν ἐνόει, τουτέστι
σχῆμά
τι ῥητορικὸν ἀλληγορίαν οὕτω καλούμενον, περὶ οὗ ἐν τοῖς μετὰ ταῦτα
ῥηθήσεται.
(v. 47) Ὅτι τὸ «ὃ δ' ἤϊε νυκτὶ ἐοικώς» ἡ μὲν ἀλληγορία ἐπὶ Ἀπόλλωνος
ἤγουν ἡλίου λέγει, ὡς ἐν τῷ καιρῷ τοῦ λοιμοῦ μὴ καθαρῶς
ἀκτινοβολοῦντος
μηδὲ φοίβου ὄντος ταῖς ἀκτῖσι κατὰ τὸ «ἡλίου φοίβῃ φλογί», ὃ δή φησιν
Αἰσχύλος, ἀλλὰ διὰ τὴν παχύτητα τοῦ ἀέρος ἀμυδρὰν καὶ ἀμαυρὰν καὶ
200

ζοφώδη  
κατάστασιν ἔχοντος. ὅτι γὰρ λοιμώδης νόσος ἦν ἡ τοῦ Ἀπόλλωνος
τοξεία
κατὰ τῶν Ἀχαιῶν καὶ ὅτι τοῦ τοιούτου κακοῦ αὐτὸς αἴτιος, πάντες οἱ
παλαιοί
φασι. καὶ οὕτω μὲν ἡ ἀλληγορία. ἡ δὲ ῥητορικὴ ἐπιβολὴ νυκτὶ ἐοικέναι
λέγει
τὸν βλοσυρὸν καὶ ἄγριον τὴν ἰδέαν, ὥσπερ αὖ ἥμερον τὸν μὴ τοιοῦτον,
τὸ
μὲν ἀπὸ τῆς ἡμέρας – πραῢ γάρ τι καὶ εὐπρόσωπον ἡ ἡμέρα – ἐκεῖνο δὲ
ἀπὸ
τῆς νυκτὸς δυσπροσόπτου οὔσης καὶ διὰ τοῦτο φοβερᾶς. ὅθεν καὶ δειδία
λέγεται παρὰ τὸ δεδιέναι. διὰ τοῦτο καὶ τὸν Ἕκτορά που νυκτὶ ἐοικέναι
τὰ ὑπώπια λέγει διὰ τὸ δεινὸν καὶ δυσαντίβλεπτον. [Τοῦ δὲ ἤϊε τὸ θέμα
ἐΐω, ἐξ οὗ συνῃρημένον τὸ εἴω, περὶ οὗ ῥηθήσεται καὶ ἐν τοῖς ἑξῆς.
ἰστέον δὲ ὅτι τὸ »νυκτὶ ἐοικώς» παραβολικόν τί ἐστιν, ὡς ἐν τοῖς ἑξῆς
ῥηθήσεται, ὅπου κεῖται τὸ »ἠΰτ' ὀμίχλη».

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 1, p. 67, li. 8

τούτοις βούλεται λέγουσα, ὅτι τοῦ περὶ Ἕλληνας λοιμοῦ ἡ μὲν ἱστορία
φυσικὸν
αἴτιον ὑλικὸν δίδωσι, τήν, ὡς εἰκός, φθοροποιὸν μεταβολὴν τοῦ
περιέχοντος
ἐξ ἀναθυμιωμένων σηπεδόνων, ἃς ὁ περὶ τὴν Ἴδην τόπος ἀνεδίδου ὑπὸ
ἀνάγοντι  
τῷ Ἀπόλλωνι τουτέστι τῷ ἡλίῳ οὐ μόνον πολυπῖδαξ ὤν, ἀλλὰ καὶ
πολυπόταμος
κατὰ τὴν παλαιὰν ἱστορίαν τήν τε ἄλλην καὶ τὴν Ὁμηρικήν. ὃς δὴ λοιμὸς
ἀπά-
νευθε νεῶν ἐκ τῶν ἐνδοτέρω πεδιάδων ἀρξάμενος πρῶτα μὲν πάσης
νομαδιαίας
ἐκεῖ ἀγέλης ἥψατο διὰ τὸ ἐγγυτέρω εἶναι τοῦ πρωτοπαθοῦς ἀέρος καὶ
εὐθὺς
μεταλαμβάνειν αὐτοῦ τῇ κάτω πρὸς τὴν γῆν νεύσει, πλέον δὲ τοὺς ὀρέας
ἔβλαψεν, οἳ καὶ αὐτοὶ κάτω κεκυφότες, ἀδιαφορήτου σήψεως μετέχοντες,
ἔτι
καὶ διὰ τὸ ἐξ ἀνομοειδῶν καὶ διαφερόντων τῇ φύσει σύνθετοι εἶναι,
εὐπαθέστε-
ρον εἶχον πρὸς τὸ λοιμῶδες πάθος καὶ ἄλλως αὐχμηρῶς καὶ ξηρῶς τῆς
κρά-
σεως ἔχοντες, καθὰ καὶ οἱ κύνες, ὥς φασιν οἱ παλαιοί, ὡς μὴ ἀντέχειν τῇ
τοῦ
201

ἀέρος θερμότητι, ναὶ μὴν καὶ ὀσφρήσεως εὖ ἔχοντες καὶ δι' αὐτὸ ῥᾷον
φθειρό-
μενοι. φασὶ γὰρ τὰς ἡμιόνους ἀπολειφθείσας τινῶν ἀνευρίσκειν δι'
ὀσφρήσεως
τὴν ὁδόν. ὅθεν καὶ αὐταὶ μὲν ῥᾷον ὑπὸ τοῦ λοιμοῦ ἔπασχον, μάλιστα δὲ
οἱ
καθαροῦ ἀέρος δεόμενοι κύνες ᾔσθοντο τοῦ κακοῦ διὰ τὴν ὀξύτητα καὶ
αὐτοὶ
τῆς ὀσφρήσεως ὀξὺ μετειληφότες τῆς κακώσεως καὶ μάλιστα ἐὰν καὶ
ἀργοὶ
καθ' Ὅμηρον ἦσαν, ὅ ἐστι λευκοί, ὡς τῶν λευκῶν, φασί, σωμάτων διὰ τὸ
ἀραιότερον εὐπαθεστέρων ὄντων ἤπερ τὰ μέλανα. πρωτοπαθῶς μὲν οὖν
ὀρέες καὶ κύνες ἐκακώθησαν, δευτέρως δὲ καὶ ἄλλα ζῷα, εἰ καὶ Ὅμηρος
ἐκεῖνα σιγᾷ τρόπῳ ποιητικῷ ἐκ μέρους δηλώσας τὸ πᾶν. εἶτα καὶ
ἀνθρώποις ἐπεδήμησε

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 1, p. 67, li. 23

καθαροῦ ἀέρος δεόμενοι κύνες ᾔσθοντο τοῦ κακοῦ διὰ τὴν ὀξύτητα καὶ
αὐτοὶ
τῆς ὀσφρήσεως ὀξὺ μετειληφότες τῆς κακώσεως καὶ μάλιστα ἐὰν καὶ
ἀργοὶ
καθ' Ὅμηρον ἦσαν, ὅ ἐστι λευκοί, ὡς τῶν λευκῶν, φασί, σωμάτων διὰ τὸ
ἀραιότερον εὐπαθεστέρων ὄντων ἤπερ τὰ μέλανα. πρωτοπαθῶς μὲν οὖν
ὀρέες
καὶ κύνες ἐκακώθησαν, δευτέρως δὲ καὶ ἄλλα ζῷα, εἰ καὶ Ὅμηρος ἐκεῖνα
σιγᾷ
τρόπῳ ποιητικῷ ἐκ μέρους δηλώσας τὸ πᾶν. εἶτα καὶ ἀνθρώποις
ἐπεδήμησε
τὸ κακὸν ὀψέ ποτε ταῖς ναυσὶν ἐπιχωριάσαν διά τε τὸ ἀνωφορεῖσθαι
αὐτοῖς τὸ
τῆς ὀσφρήσεως αἰσθητήριον καὶ διὰ τὸ ἀφεστάναι τῶν τόπων, ἐν οἷς οἱ
φαῦλοι
αὐχμοὶ τὸν ἀέρα ἔχραναν καὶ διὰ τὸ τῆς τροφῆς ἴσως καθάρειον καὶ τὸ
τοῦ σώ-
ματος ἐκ γυμνασίων ἀπέριττον. καὶ οὕτω μὲν ἡ ἱστορία θεωρεῖ τὰ τοῦ
λοιμοῦ
[ἐφιστῶσα καὶ ὡς, εἰ μὴ πρωτοπαθῶς γῆθεν εἰσφρεῖται τὸ λοιμῶδες, ὡς
τοῖς
χερσαίοις προσπίπτειν, ἀλλ' ἐκ διεφθορότος τοῦ ὑψοῦ ἀέρος ἐστὶ τὸ
κακόν, πτηνὰ
προπειρῶνται τοῦ πάθους καὶ οἱ ἀκροβολισμοὶ τοῦ ὀλέθρου κατ' αὐτῶν
202

γίνονται.]
ὁ δὲ μῦθος τὰ οἰκεῖα τερατευόμενος ἄλλως αὐτὸν αἰτιολογεῖ θεομηνίαν
αἰτιώ-
μενος τοῦ πανδήμου τούτου πάθους καὶ ὕβριν τὴν εἰς τὸν μυθικὸν
Ἀπόλλωνα,
ἣν ὁ βασιλεὺς μέν, ὡς προερρέθη, ἐξελάλησεν, ὁ δὲ δῆμος ἀκούσας οὐκ
ἐδυσχέ-
ρανεν, ὡς δέον ὂν γραφῆναι ἀσεβείας τὸν Ἀγαμέμνονα, εἴγε διὰ τὴν
Χρυσηΐδα
καὶ Ἀπόλλωνα ὕβρισε καὶ Δία δὲ ἱκέσιον καὶ τὰς αὐτοῦ θυγατέρας Λιτὰς
παρεῖ-
δε, περὶ ὧν ἐν τοῖς μετὰ ταῦτα φιλοσοφεῖ ὁ ποιητὴς λέγων μὴ χρῆναι
παρα-
βλέπειν αὐτάς. δῆλον δὲ ὅτι πολλὰ τοιαῦτα οἱ μῦθοι τερατεύονται, ὡς δι'
ἑνὸς
ἀνθρώπου ἀτασθαλίαν καί, καθὰ Εὐριπίδης φησίν, ἐξ ἰδίας ἀνοίας κοινὰ
κακὰ

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 3, p. 742, li. 12

ἐναντίον τῷ τάττειν καὶ ἁρμόττειν. ἡ μὲν οὖν οἰκοδομὴ ἁρμονίας τάξιν


ἔχει,
ἡ δὲ ταύτης καταβολὴ σύγχυσιν. (v. 365) Τὸ δὲ «ἤϊε» Ἀρίσταρχος μὲν
δασύνει
ἀπὸ τοῦ ἵημι ἥσω διὰ τὴν ἕσιν τῶν βελῶν, Ἡρῳδιανὸς δὲ καὶ οἱ περὶ
Κράτητα
ψιλοῦσιν ἀπὸ τῆς ἰάσεως, ἰατρὸς γάρ. ἢ ἀπὸ τοῦ ἰέναι, ἤγουν ἔρχε-
σθαι, Ὑπερίων γάρ. Καὶ μὴν Ἀριστάρχῳ μάχεται καὶ ὁ κανών, ὁ τὸη
πρὸ φωνήεντος ὂν ψιλοῦσθαι ἀπαιτῶν, ταὐτὸν δὲ εἰπεῖν κατὰ τοὺς
παλαιούς,
ὁ χαρακτήρ. ἀεὶ γὰρ τὸη πρὸ φωνήεντος ψιλοῦται, οἷον ἠΰτε, «ἠΰς τε
μέγας
τε», ἠώς, ἡ ἡμέρα, καίτοι τῆς ἕω δασυνομένης, ἠέλιος, καὶ ταῦτα τοῦ
ἥλιος
δασὺ πνεῦμα ἔχοντος. [Ὅτι δὲ ἀφαίρεσιν ἔπαθεν ὁ ἤϊος τοῦ ἰῶτα εἴτε ἀπὸ

τοῦ ἰῶ γίνεται εἴτε ἀπὸ τοῦ ἵημι, κατὰ τὸ πλῆρες γὰρ τετρασυλλαβεῖ ὁ
ἰήϊος,
καὶ ὅτι Διονύσου ἐστὶν ἐπίθετον, καὶ ὅτι καὶ πάθει λοιμώδει ἐπιτίθεται,
ὅθεν
καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ «ἤϊοι» τρισυλλάβως, ἢ τετρασυλλάβως «ἰήϊοι
κάματοι»
203

λέγονται οἱ λοιμικοί, καὶ ὅτι δοκεῖ τὸ ἰήϊος καὶ ἀπὸ τοῦ ἰή γίνεσθαι, ὅπερ
ἐστὶν
ἐπιφώνημα λαλούμενον ἐν τόποις, ὅπου τὸ θεῖον τιμᾶται, ὡς δῆλον καὶ ἐκ
τοῦ
»ἰὴ παιάν», ὅθεν καὶ τὸ ἱερὸν παρῆκται, δηλοῦται καὶ ἀλλαχοῦ.] (v. 368
s.)
Ὅτι τὸ «ἀλλήλοισί τε κεκλόμενοι καὶ θεῷ χεῖρας ἀνίσχοντες μεγάλ'
εὐχετόωντο ἕκαστος» δυσπραγίας ἑτεροίας τε καὶ τὴν ἐν μάχῃ ἐπίτασιν
δηλοῖ καὶ σωτη-ρίας ἀπόγνωσιν. [Ὅρα δὲ τὸ «ἀνίσχοντες», ἤγουν ἄνω
ἔχοντες. πολλαὶ δὲ λέξεις τοιαύτης ἐννοίας εἰσὶν ἐκ τοῦ ἀνέχειν καὶ
ἀνίσχειν ὡρμημέναι. ἀνίσχει γοῦν ἥλιος δι' ἀνατολῆς καὶ ὑπερανίσχει καὶ
ὑπερανέχει ὄρος τῶν αὐτοῦ ταπει-νοτέρων, καὶ ἄλλαις δὲ προθέσεσι τὰ
τοιαῦτα ἐπὶ σημασίας ὁμοίας ᾠκείωνται,

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 4, p. 960, li. 7

ἐν Σιπύλῳ. (v. 602) Ἰστέον δὲ ὅτι τὴν Νιόβην οἱ μὲν Ταντάλου, οἱ δὲ


Πέλοπος
κατάγουσι, καὶ γυναῖκα δέ τινες μὲν Ζήθου φασίν, οἱ δὲ Ἀμφίονος, ἕτεροι
δὲ
Ἀλαλκομενέως. καὶ ἡ συμφορὰ δὲ αὐτῆς κατὰ μέν τινας ἐν Λυδίᾳ, κατὰ
δέ τινας
ἐν Θήβαις γενέσθαι λέγεται. Σοφοκλῆς δὲ τοὺς μὲν παῖδας αὐτῇ ἐν
Θήβαις  
ἀπολέσθαι φησίν, αὐτὴν δὲ εἰς Λυδίαν ἐλθεῖν. ὁ δὲ τῶν παίδων αὐτῇ
ἀριθμὸς
Ὁμήρῳ μὲν κατὰ ἑξάδα μετρεῖται θυγατέρων καὶ ἑξάδα υἱῶν,
προτεθεισῶν ἐν
τῷ μέτρῳ τῶν θηλειῶν, ἢ ἁπλοϊκῶς, ὡς Ὁμήρῳ ἔδοξεν, ἢ καὶ
συνδιατιθεμένης
τῆς ποιήσεως, ἐπεὶ προσπαθέστερον ἡ μήτηρ εἶχεν αὐταῖς. Εὐριπίδης δὲ
θυγατέρας ἑπτὰ Νιόβης ἱστορεῖ. τῶν δὲ ἔτι νεωτέρων οἱ μὲν
δεκατέσσαρας
τοὺς παῖδας εἶπον, οἱ δὲ εἴκοσι. δοκεῖ δὲ ὁ τῶν παίδων τῆς Νιόβης
θάνατος ἐξ
αἰτίας λοιμώδους γενέσθαι, ἢ καὶ ἄλλως ἀπὸ αἰφνιδίου πάθους τινός,
ὅθεν
Ἀπόλλωνι καὶ Ἀρτέμιδι ἀνάπτεται, οἳ τοῦ τοιούτου θανάτου εἰσὶν αἴτιοι,
τόξοις λεγόμενοι βάλλειν τοὺς οὕτω θνῄσκοντας. φησὶν οὖν καὶ
Ἱπποκράτης ἐν τῷ Περὶ ὀξέων, ὅτι τοὺς ὑπὸ ὀρθοπνοίης καὶ κυνάγχης
ἀπολλυμένους ᾤοντο βλητοὺς εἶναι, διὰ τὸ αἴφνης δηλαδὴ καὶ μετ'
ὀδύνης τελευτᾶν. [Τροπικῶς δὲ ὥσπερ Ἀπόλλωνος τόξα, οὕτω καὶ
Ἀρτέμιδος αἱ λοιμώδεις βολαί. δίδωσι δὲ ἡ τροπὴ καὶ τῷ Ἔρωτι τόξον. ἡ
204

δ' αὐτὴ καὶ τὸν εἰς μέθην οἶνον τόξα καλεῖ κωμικώτερον ἐν τῷ «ἀέξονται
φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες».] (v. 603 et 607) Ἐνταῦθα δὲ
παρασημειοῦνται οἱ παλαιοὶ κεῖσθαι διηγηματικὴν ἀναστροφήν. εἰπὼν
γάρ, φασί, δώδεκα παῖδας ἐν μεγάροις ὀλωλέναι τῇ Νιόβῃ, τότε δὴ ἐπάγει
τὸ φύσει πρῶτον, ἤγουν τὴν προηγησαμένην τοῦ ὀλέθρου αἰτίαν,

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 4, p. 960, li. 12

Ὁμήρῳ μὲν κατὰ ἑξάδα μετρεῖται θυγατέρων καὶ ἑξάδα υἱῶν,


προτεθεισῶν ἐν
τῷ μέτρῳ τῶν θηλειῶν, ἢ ἁπλοϊκῶς, ὡς Ὁμήρῳ ἔδοξεν, ἢ καὶ
συνδιατιθεμένης
τῆς ποιήσεως, ἐπεὶ προσπαθέστερον ἡ μήτηρ εἶχεν αὐταῖς. Εὐριπίδης δὲ
θυγατέρας ἑπτὰ Νιόβης ἱστορεῖ. τῶν δὲ ἔτι νεωτέρων οἱ μὲν
δεκατέσσαρας
τοὺς παῖδας εἶπον, οἱ δὲ εἴκοσι. δοκεῖ δὲ ὁ τῶν παίδων τῆς Νιόβης
θάνατος ἐξ
αἰτίας λοιμώδους γενέσθαι, ἢ καὶ ἄλλως ἀπὸ αἰφνιδίου πάθους τινός,
ὅθεν
Ἀπόλλωνι καὶ Ἀρτέμιδι ἀνάπτεται, οἳ τοῦ τοιούτου θανάτου εἰσὶν αἴτιοι,
τόξοις
λεγόμενοι βάλλειν τοὺς οὕτω θνῄσκοντας. φησὶν οὖν καὶ Ἱπποκράτης ἐν
τῷ
Περὶ ὀξέων, ὅτι τοὺς ὑπὸ ὀρθοπνοίης καὶ κυνάγχης ἀπολλυμένους ᾤοντο
βλητοὺς εἶναι, διὰ τὸ αἴφνης δηλαδὴ καὶ μετ' ὀδύνης τελευτᾶν.
[Τροπικῶς δὲ
ὥσπερ Ἀπόλλωνος τόξα, οὕτω καὶ Ἀρτέμιδος αἱ λοιμώδεις βολαί. δίδωσι
δὲ ἡ
τροπὴ καὶ τῷ Ἔρωτι τόξον. ἡ δ' αὐτὴ καὶ τὸν εἰς μέθην οἶνον τόξα καλεῖ
κωμικώτερον ἐν τῷ «ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες».] (v.
603 et
607) Ἐνταῦθα δὲ παρασημειοῦνται οἱ παλαιοὶ κεῖσθαι διηγηματικὴν
ἀναστροφήν. εἰπὼν γάρ, φασί, δώδεκα παῖδας ἐν μεγάροις ὀλωλέναι τῇ
Νιόβῃ,
τότε δὴ ἐπάγει τὸ φύσει πρῶτον, ἤγουν τὴν προηγησαμένην τοῦ ὀλέθρου
αἰτίαν,
τὸ ὅτι ἰσάσκετο τῇ Λητοῖ. παρασημαίνονται δὲ οἱ αὐτοὶ καὶ ὅτι οὐχ' ἧττον
τὸ τῆς
Νιόβης πάθος τοῦ κατὰ τὸν Πρίαμον. εἰ γὰρ καὶ πλείους αὐτῷ παῖδες
ὤλοντο,
ἀλλὰ Νιόβη μὲν πάντων ἅμα ἐστέρητο, καὶ ἄθρουν αὐτῇ τὸ κακόν, ὁ δὲ
οὐχ'
205

οὕτως. (v. 605 s.) Ὅρα δὲ ὅτι τε τὸ «Ἀπόλλων πέφνεν ἀπ' ἀργυρέοιο
βιοῖο», καὶ τὸ «Ἄρτεμις ἰοχέαιρα» ἥνωταί πως κατὰ νοῦν, ἐκ βιοῦ γὰρ ἰοὶ

Θεοδώρετος. Graecarum affectionum curatio (4089: 001)“Théodoret


de Cyr. Thérapeutique des maladies helléniques, 2 vols.”, Ed. Canivet,
P.Paris: Cerf, 1958; Sources chrétiennes 57.
Book 3, section 14, li. 4

ἐμηχανήσατο Κύριος. Ἐπειδὴ γὰρ ἡ μετρία τοῦ ἡλίου θερμότης  


καὶ σώμασιν ἐπιτηδεία καὶ σπέρμασι καὶ φυτοῖς – τὰ μὲν γὰρ
αὔξει καὶ τρέφει, τοὺς δὲ καρποὺς πεπαίνει καὶ ὡρίμους ποιεῖ – ,
σφοδροτέραν ἔστιν ὅτε παρασκευάζει προσβάλλειν τὴν ἀκτῖνα, ὡς
ἀνιᾶσαι μὲν τῶν ἀνθρώπων τὰ σώματα καὶ τῶν ἄλλων γε ζῴων,
διαφθεῖραι δὲ τῶν σπερμάτων καὶ τῶν φυτῶν τὰς ὠδῖνας, ἵνα μὴ
ζωῆς τοῦτον ὑπολάβωμεν αἴτιον, ἀλλ' ὑπουργὸν εἶναι πιστεύω-
μεν τοῦ θείου θελήματος. Καὶ μέντοι καὶ τὸν ἀέρα ζωῆς μὲν
ἡμῖν ἀπέφηνε ξυνεργόν· τοῦτον γάρ τοι οὐ μόνον ἡμεῖς, ἀλλὰ
καὶ τῶν ἀλόγων ἕκαστον ἀναπνέον διαζῇ, καὶ τῇ εἰσροῇ τὴν
ἔμφυτον κεράννυσι θερμασίαν· ἀλλ' ὅμως καὶ λοιμώδης ἐκ τοῦ
ἀέρος ἐπιγίνεται νόσος, καὶ φθείρεται τὰ σώματα τῇ εὐκρασίᾳ τῇ
τούτου τρεφόμενα, ὅπως ἂν μὴ καὶ τοῦτον θεὸν ὑπολάβωμεν,
ἀλλὰ τρεπτὸν καὶ ἀλλοιωτὸν ὁρῶντες ἀποδράσωμεν τὴν προσκύ-
νησιν. Καὶ τὴν γῆν δὲ ὡσαύτως φερέσβιον μὲν καὶ πλουτοδότει-
ραν καὶ μητέρα καὶ τιθήνην καὶ κοινὸν ἔδαφος ἀπέφηνεν ὁ δημι-
ουργός· ἀλλ' ὡς ἂν μὴ ταῦτα ὁρῶντες ἀποβουκοληθῶμεν καὶ
θεοποιήσωμεν ὡς ἀγαθῶν χορηγόν, πολλὰ καὶ ταύτῃ καὶ διάφορα
ξυνεκλήρωσε πάθη· καὶ γὰρ ψυχρότητος αὐτῇ καὶ θερμότητος
ἀμετρία λυμαίνεται, καὶ πέρα τῆς χρείας ὑομένη διαλύεται καὶ
διαφθείρει καὶ τὰ φυτὰ καὶ τὰ σπέρματα· καὶ αὖ πάλιν,

Θεοδώρετος. Haereticarum fabularum compendium (4089: 031);


MPG 83.Vol. 83, p. 340, li. 2

ἐδέξατο. Τὸ δὲ τρίτον τοὺς μεταξὺ τούτων κἀκείνων


δηλώσει βεβλαστηκότας, οἳ διαφόρων δογμάτων πα-
τέρες ἐγένοντο. Ἐν δὲ τῷ τετάρτῳ τὰς νεωτέρας
ἐπιδείξομεν αἱρέσεις, τὴν Ἀρείου φημὶ, καὶ Εὐνο-
μίου, καὶ ὅσαι μετ' ἐκείνας ἐφύησαν, μέχρι ταύτης
206

τῆς ἐσχάτης, ἣν ἀθρόον ὁ Δεσπότης ἀνέσπασε πρόῤ-


ῥιζον. Ἐν μὲν οὖν τοῖσδε τοῖς τέτταρσι βιβλίοις,
τὴν πολυσχεδῆ τῶν αἱρέσεων γυμνώσομεν πλάνην.
Ἵνα δὲ καὶ τῶν ἀναγνωσομένων τὰς γλώττας, καὶ  
τῶν ἀκουσομένων τὰς ἀκοὰς ἀποτρίψωμεν, καὶ τῆς
λοιμώδους ἀπαλλάξωμεν δυσοδμίας, καθάπερ τι
Χαλαστραῖον, καὶ μύρον εὐῶδες προσοίσομεν τὴν
τῶν εὐαγγελικῶν δογμάτων ἀλήθειαν, καὶ πᾶσαν
αἵρεσιν τῆς τῶν θείων λογίων διδασκαλίας ἀντίπαλον
ἐπιδείξομεν. Τοὺς μέντοι τῶν παλαιῶν αἱρέσεων
μύθους ἐκ τῶν παλαιῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων
συνέλεξα, Ἰουστίνου τοῦ φιλοσόφου καὶ μάρτυρος,
καὶ Εἰρηναίου τοῦ τὰ Κελτικὰ καὶ γεωργήσαντος καὶ
φωτίσαντος ἔθνη, καὶ Κλήμεντος, ὃς ἐπίκλην Στρω-
ματεὺς προσηγόρευται, καὶ Ὠριγένους, καὶ Εὐσε-
βίου, τοῦ τε Παλαιστινοῦ, καὶ τοῦ Φοίνικος,

Nicephorus Gregoras Hist., Historia Romana (4145: 001)


“Nicephori Gregorae historiae Byzantinae, 3 vols.”, Ed. Schopen, L.,
Bekker, I.Bonn: Weber, 1:1829; 2:1830; 3:1855; Corpus scriptorum
historiae Byzantinae.Vol. 2, p. 797, li. 18

συνεζύγη· ᾗ συνῳκήκει πρότερον ὁ Παλαιολόγος Ἀνδρόνικος, ὃν


πνιγῆναι κατὰ τὸν περὶ Διδυμότειχον καὶ Ἀδριανούπολιν ποταμὸν
ἀνωτέρω που δεδηλώκαμεν. βραχὺν δ' ἐκεῖ διατετριφότα χρόνον
ἔπειθ' ἑκόντα προὔπεμπε τὸν Ἰωάννην σύν γε τῇ νέᾳ συζύγῳ
λαμπρῶς ἡ πενθερὰ ἐς τὸ τῆς Τραϊανουπόλεως ἔγγιστα φρούριον,
τὴν τῶν Ἀδήλων λέγω μονήν. ἔνθα τὰς τῶν οἰκήσεων ἐπαύλεις
καὶ τοὺς ἀγροὺς ἐκ πολλοῦ πρὸς Καντακουζηνοῦ κεκλήρωται τοῦ
βασιλέως. ἐδεδίει γὰρ ἐκείνη, μὴ χειρωσάμενος ἐκεῖνος τὸ τῶν
Ἐπιβατῶν φρούριον μετὰ τῶν χρημάτων ἐκεῖθεν ἐξόριστον ταύ-
την ποιήσηται. (Ε.) Κατὰ τοῦτον μέντοι τὸν χρόνον Νόσημα
τοῖς ἀνθρώποις ἐνέσκηψε βαρὺ καὶ λοιμῶδες, ἀρξάμενον ἀπὸ
Σκυθῶν καὶ Μαιώτιδος καὶ τῶν τοῦ Τανάϊδος ἐκβολῶν ἦρος
ἄρτι καθισταμένου, καὶ διήρκεσεν ἅπαντα τὸν ἐνιαυτὸν ἐκεῖνον,
μεταβαῖνον καὶ διαφθεῖρον ὡσαύτως μόνην ἐς τἀκριβὲς τὴν παρά-
λιον οἰκουμένην, πόλεις ὁμοῦ καὶ χώρας, τάς τε ἡμετέρας καὶ
ὅσαι κατὰ τὸ συνεχὲς διήκουσιν ἄχρι Γαδείρων τε καὶ στηλῶν
Ἡρακλείων. δευτέρου δ' ἐπιόντος ἔτους μετέβη καὶ ἐς τὰς τοῦ
Αἰγαίου νήσους. ἔπειτα καὶ Ῥοδίων ἥψατο, καὶ Κυπρίων ὁμοίως,  
καὶ ὅσοι τὰς ἄλλας νέμονται νήσους. ἐπενέμετο δὲ τὸ πάθος ἐπί-
207

σης ἄνδρας καὶ γυναῖκας, πλουσίους καὶ πένητας, γηραιοὺς καὶ


νέους, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, οὐδεμιᾶς οὔθ' ἡλικίας οὔτε τύχης

Anonymi De Astrologia Dialogus Astrol., De astrologia dialogus (=


Hermippus) (fort. auctore Joanne Catrario) (4374: 001)
“Anonymi christiani Hermippus De astrologia dialogus”, Ed. Kroll, W.,
Viereck, P.Leipzig: Teubner, 1895; Bibliotheca scriptorum Graecorum et
Romanorum Teubneriana.P. 41, li. 14

καὶ πολλῶν ἐκείνων οὐσῶν ταῦτ' ἀλλήλοις οὐ συμφωνεῖ,


ἄλλως τε οὐ δεῖ πλείονος λόγου τὰ καθ' ἕκαστον τῇ
φύσει γενέσθαι.
εʹ Τὸ δὲ καὶ τὰς ζωὰς αὐτὰς τοῖς ποικίλοις
σχήμασι φάσκειν ὁρίζεσθαι ποίαν ὑπερβολὴν ἀνοίας
ἐκπέφευγεν; ἢ πόθεν τις αὐτοὺς ἐλέγχειν πειρώμενος
ἀπειροκαλίας ἔγκλημα φεύξεται; πρῶτον μὲν γὰρ ὁρῶμεν
γένος σχεδὸν ὅλον τῶν αὐτῶν εἰδῶν καὶ ἠθῶν· εἶτα
ἐκ νοσωδῶν νοσώδεις γενομένους καὶ αὖ ἐξ εὐεκτικῶν
ἐρρωμένους· καὶ τρίτον, ὅτι τὰ ἑλώδη τῶν χωρίων καὶ
κοῖλα τοῦ θέρους λοιμώδεις διαθέσεις καὶ θάνατοι
παρὰ φύσιν ἐπέχουσιν, οἱ δὲ ἐν τοῖς ὑψηλοῖς καὶ
εὔπνοις κάλλιστα ἀπαλλάσσουσι. προσκείσθω δέ, εἰ
βούλει, καὶ τέταρτον, τὸ μακροβιωτέρους μὲν ἐν ταῖς
θερμοτέραις, τοὐναντίον δ' ἐν ταῖς ψυχροτέραις οἰκή-
σεσι γίνεσθαι· ἃ πάντα οὐκ ἂν συνέβαινεν, εἰ παρ'
ἐκείνοις ἦν ὁ ὅρος τῆς τελευτῆς· ἀνάγκη γάρ, εἰ τὸ
τοιόνδε σχῆμα μακροβίους πάντας τοὺς κατὰ ταὐτὸ
τεχθέντας καθίστη· τὸ αὐτὸ δὲ εἰκὸς ἐν πάσαις ἢ
πολλαῖς τῶν οἰκήσεων εἶναι καὶ κατὰ ταῦτα ἔδει
πάντας μακροβίους ἢ βραχυβίους γίνεσθαι.

Joannes Antiochenus Hist., Fragmenta (4394: 001)


“FHG 4”, Ed. Müller, K.Paris: Didot, 1841–1870.Fragment 119, li. 82

καιρὸν ἐπιτήδειον νομίσας, λαβών τε δορυφόρου σχῆμα


ἐπεπήδησε διαχρήσασθαι τῷ Κομόδῳ. Ἀλλ' εἷς τῶν
σὺν αὐτῷ κακούργων παροξυνθεὶς ὑπὸ φθόνου, προδιαγ-
γέλλει τοῖς τοῦ βασιλέως οἰκείοις· καὶ συλλαβόντες τὸν
Μάτερνον, ἀπέτεμον αὐτοῦ τὸν αὐχένα. Κόμοδος δὲ
τοῖς ἑαυτοῦ θεοῖς ὁμολογήσας χαριστηρίους τινὰς, ὑπέρ
τε τῆς σωτηρίας καὶ τῆς βασιλείας ἐπανηγύριζεν.
208

 4. Ὁ δὲ Κόμοδος ἐκφυγὼν τὴν Ματέρνου ἐπιβου-


λὴν, πλείονί τε φρουρᾷ ἐχρήσατο, καὶ σπανίως τοῖς δή-
μοις ἐφαίνετο, τὰ πλεῖστα ἐν προαστείοις διατρίβων.
Συνέβη γὰρ κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον καὶ λοιμώδη νόσον
κατασχεῖν τὴν Ἰταλίαν, καὶ πολλοὺς διαφθείρειν.
Ἐπέσχε δὲ καὶ λιμὸς κατ' αὐτὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκ
τοιαύτης αἰτίας. Κλέανδρός τις, τῷ μὲν γένει Φρὺξ,
συναυξηθείς τε τῷ Κομόδῳ, εἰς τοσοῦτον ὑπ' αὐτοῦ τι-
μῆς προῆλθεν, ὡς καὶ τὴν τοῦ σώματος φρουρὰν καὶ
τὴν τοῦ θαλάμου καὶ τῶν στρατιωτῶν πρόνοιαν ἐγχει-
ρισθῆναι· ὑπὸ δὲ πλούτου καὶ τρυφῆς ἀνεπείσθη καὶ
πρὸς βασιλείας ἐπιθυμίαν προῆλθεν· ὠνούμενος δὲ πλεῖ-
στον σῖτον, ἀπέκλειεν, ἐλπίζων τόν τε δῆμον καὶ τὸ
στρατόπεδον ἐν σπάνει καταστήσας,

Concilia Oecumenica (ACO), Concilium universale Ephesenum anno


431 (5000: 001)“Acta conciliorum oecumenicorum, vol. 1.1.1–1.1.7”, Ed.
Schwartz, E.Berlin: De Gruyter, 1.1.1–1.1.3:1927; 1.1.4:1928;
1.1.5:1927; 1.1.6:1928; 1.1.7:1929, Repr. 1.1.1:1965; 1.1.6:1960;
1.1.7:1962.Tomëvolumëpart 1,1,1, p. 75, li. 10

σκληρῶς μὲν καὶ παραλόγως, ὅμως δὲ ὑπὲρ δόξης πεποιηκέναι καὶ τὰ


ἑξῆς ἐνδίκως ἐθέλειν·
οὐ γὰρ ἑτέρως ἂν ἐθέλοντος ἀνεξόμεθα.  
 Τῶι ἀγαπητῶι ἀδελφῶι Κυρίλλωι Κελεστῖνος. Τῆι ἡμετέραι στυγνότητι
τὰ διὰ
τοῦ υἱοῦ ἡμῶν Ποσειδωνίου τοῦ διακόνου ἀποσταλέντα παρὰ τῆς σῆς
ἁγιότητος γράμματα
ἀπέδωκεν εὐθυμίαν καὶ ἀντικατηλλαξάμεθα τὸ ἧδον πρὸς τὸ λυποῦν.
ἀποβλέποντες γὰρ
καὶ ἐννοοῦντες ἅπερ εἶπεν ὁ τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐκκλησίαν
διεστραμμέναις προσομιλίαις
ταράττειν ἐπιχειρῶν, οὐ σμικρῶι κατ' αὐτὴν τὴν ψυχὴν πεπληγμένοι
πόνωι διαφόροις σκέ-
ψεων κέντροις βασανιζόμεθα ἐννοοῦντες ὅπως βοηθηθεῖεν εἰς τὸ
ἐμμένειν τῆι πίστει· ὡς
δὲ τὴν ἡμετέραν διάνοιαν εἰς τὰ παρὰ τῆς σῆς ἀδελφότητος γραφέντα
μετεστήσαμεν,
ὤφθη ἡμῖν εὐθὺς ἑτοιμοτάτη θεραπεία, δι' ἧς ἡ λοιμώδης νόσος
ὑγιεινῶι φαρμάκωι ἀπελαθείη, φημὶ δὴ τὴν τῆς καθαρᾶς πηγῆς ἔκροιαν
τὴν ἀπὸ τοῦ λόγου τῆς σῆς ἀγάπης ἐκρέ-ουσαν, δι' οὗ πᾶσα καθαριεῖται ἡ
ἰλὺς τοῦ κακῶς διαχεομένου ῥείθρου καὶ πᾶσιν ἀνοίγεται
209

ὁ τρόπος τῆς δεούσης περὶ τὴν ἡμετέραν πίστιν ἐννοίας. ὥσπερ οὖν
ἐκεῖνον καὶ στίζο-
μεν καὶ μεμφόμεθα, οὕτως τὴν σὴν ἁγιότητα ὥσπερ παροῦσαν ἐν τοῖς
ἰδίοις γράμμασιν
τῆι τοῦ κυρίου ἀγάπηι περιπλεκόμεθα, ὁρῶντες ὅτι ἓν καὶ τὸ αὐτὸ περὶ
τοῦ δεσπότου φρο-
νοῦμεν. καὶ θαυμαστὸν οὐδὲν τὸν προνοητικώτατον τοῦ κυρίου ἱερέα
ὑπὲρ τοῦ τῆς
πίστεως ἔρωτος τοιαύτηι διαμάχεσθαι ἀρετῆι, ὥστε τῆι ἀτόπωι τῶν
ἐναντίων τόλμηι ἀν-
θίστασθαι καὶ τοὺς ἑαυτῶι ἐμπεπιστευμένους τοιαύταις ὑπομνήσεσι
βεβαιοῦν. ὥσπερ τοί-
νυν ἐκεῖνα ἡμῖν πικρά, οὕτω ταῦτά ἐστιν ἡδέα· ὥσπερ ἐκεῖνα ἰλυώδη,

Concilia Oecumenica (ACO), Concilium universale Ephesenum anno


431 Tomëvolumëpart 1,1,1, p. 77, li. 8

κίνησε τῆς κοινωνίας, καὶ γινωσκέτω ὅτι αὐτὸς τὴν ἡμετέραν κοινωνίαν
ἔχειν οὐ δύναται,
ἐὰν ἐν ταύτηι τῆι τῆς διαστροφῆς ὁδῶι παραμείνηι ἐναντιούμενος τῆι
ἀποστολικῆι διδαχῆι.
συναφθείσης σοι τοίνυν τῆς αὐθεντίας τοῦ ἡμετέρου θρόνου, τῆι
ἡμετέραι διαδοχῆι χρη-  
σάμενος ταύτην ἐκβιβάσεις ἀκριβεῖ στερρότητι τὴν ἀπόφασιν ἵνα ἢ ἐντὸς
δέκα ἡμερῶν
ἀριθμουμένων ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς ὑπομνήσεως ταύτης τὰ κακὰ
κηρύγματα ἑαυτοῦ ἐγγρά-
φωι ὁμολογίαι ἀθετήσηι καὶ ἑαυτὸν διαβεβαιώσηται ταύτην κατέχειν τὴν
πίστιν περὶ τῆς
γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν ἣν καὶ ἡ Ῥωμαίων καὶ ἡ τῆς σῆς
ἁγιότητος ἐκ-
κλησία καὶ ἡ καθόλου καθοσίωσις κατέχει, ἢ ἐὰν μὴ τοῦτο ποιήσηι,
εὐθὺς ἡ σὴ ἁγιότης
ἐκείνης τῆς ἐκκλησίας προνοησομένη μάθηι αὐτὸν παντὶ τρόπωι ἀπὸ τοῦ
ἡμετέρου σω-
ματίου ἀποκινητέον, ὃς οὔτε τῶν θεραπευόντων ἴασιν ἠθέλησε
καταδέξασθαι καὶ εἰς ἀπώ-
λειαν αὐτοῦ τε καὶ πάντων τῶν αὐτῶι ἐμπεπιστευμένων καθὼς λοιμώδης
ἠπείχθη.
 Τὰ δὲ αὐτὰ ἐγράψαμεν πρὸς τοὺς ἁγίους ἀδελφοὺς καὶ συνεπισκόπους
ἡμῶν Ἰωάννην
Ῥοῦφον Ἰουβενάλιον καὶ Φλαβιανόν, ἵνα φανερὰ ἦι ἡ περὶ αὐτοῦ ἡμῶν,
μᾶλλον δὲ ἡ τοῦ
210

Χριστοῦ ἡμῶν θεία ἀπόφασις.


 Τῶι ἀγαπητῶι ἀδελφῶι Νεστορίωι Κελεστῖνος. Ἐφ' ἡμέρας τινὰς τῆς
ζωῆς ἡμῶν
μετὰ τὸ ἀνόσιον καὶ πολλάκις κατακριθὲν δόγμα Πελαγίου καὶ
Κελεστίου ἡ καθολικὴ πίστις
εἰρήνευσεν, ὁπότε ἐκείνους μετὰ τῶν ἑπομένων τῆι δόξηι αὐτῶν ἥ τε
Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύσις
ἀκοντίωι συμφωνούσης ἀποφάσεως ἔπληξεν. αὐτίκα ὁ τῆς ἁγίας μνήμης
Ἀττικὸς ὁ δι-
δάσκαλος τῆς καθολικῆς πίστεως καὶ ἀληθῶς τοῦ μακαρίου Ἰωάννου καὶ
εἰς ταῦτα διάδοχος
οὕτως ἐκείνους ἐδίωξεν ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ βασιλέως, ὥστε αὐτοῖς μηδὲ τοῦ

Concilia Oecumenica (ACO), Concilium universale Ephesenum anno


431 Tomëvolumëpart 1,1,7, p. 128, li. 11

τέλος ταῖς πράξεσι ταῖς ὑμετέραις παρακαλῶ ἀποκρίνασθαι, ἐπειδὴ οὐ


θέλομεν κἂν ἐν
τῶι τυχόντι γοῦν ὑμᾶς ὑστερῆσαι τοῖς τὰ μέγιστα κατορθώσασι βοηθείαι
τῶν τῆς γῆς
βασιλέων. τούτοις προστίθεσθε οἷς ἐγράψαμεν εἰδότες γινώσκουσιν καὶ
αὐτοῖς τί τοῖς
ἰδίοις ὀφείλουσι παρασχεῖν καιροῖς· γινώσκουσιν ὅτι τοῖς θεμελίοις τῆς
καθολικῆς πίστεως
ἡ ἰδία αὐτῶν συνέστηκε βασιλεία, καθαρὰ παρὰ τῶν ἁγίων κληρονόμων
τῆς πατρώιας
καὶ παππώιας πίστεως ἡ φλὲψ φυλάττεται· βρύει ἀπ' αὐτῶν ἄφθορος διὰ
τῶν ἀπογόνων·
οὐδέποτε ταύτην ἐν τούτοις τίς ποτε ἰλὺς συνεθόλωσε· φυλάττει τῆς
πηγῆς τῆς ἰδίας
τὸν ἀρχαῖον τῆς πίστεως δρόμον, ὅταν τοῦτο ὅπερ εἴληφε τὸ γένος,
ὁρᾶται ἐν τοῖς
ἐκγόνοις. κύνα καὶ ἐργάτην κακὸν ὁμοῦ διώξωμεν· ποιήσατε παρόντες
ὑμεῖς ὅπερ προ-
τρεπόμεθα ἡμεῖς ἀπόντες. γενικῶς γὰρ τὴν φροντίδα ταύτην πᾶσι μὲν
χρεωστοῦμεν, ἐξαιρέτως δὲ προσῆκον ἡμᾶς Ἀντιοχεῦσι κινδυνεύουσι
βοηθῆσαι, οὓς ἡ λοιμώδης νόσος ἐπολιόρκησε. λύσωμεν τῶν
συνδέσμων πάντων τὴν πόλιν, ἐν ἧι, ὡς αἱ Πράξεις τῶν ἀποστόλων
λέγουσι, χρηματίσαντας πρώτως ἔγνωμεν Χριστιανοὺς ἡμᾶς. πάσηι οὖν
δυνάμει τούτους ἐπαμύνωμεν οἷς κατὰ τὴν θρηισκείαν χρεωστεῖν ἡμᾶς
γιγνώσκομεν ὃ καλούμεθα.
 Ταύτην τὴν φροντίδα τὴν ἡμετέραν παρόντες ἐδοκίμασαν οἱ
211

θεοφιλέστατοι υἱοὶ καὶ


πάνυ ἡμῖν καταθύμιοι Ἰωάννης τε ὁ πρεσβύτερος καὶ Ἐπιθυμητὸς ὁ
διάκονος, οὕστινας
παραγενομένους πρὸς ἡμᾶς θᾶττον ἀπελύσαμεν, φροντιστικώτερον τοῦτο
πράττοντες ἵν'
οὓς ταῖς ἡμέραις τῆς δεσποτικῆς γεννήσεως ἐδεξάμεθα, τούτους τῶι
καιρῶι τῆς ἀναστά-
σεως τῆς δεσποτικῆς ἀποκαταστήσωμεν. περὶ δὲ τούτων τῶν μετὰ
Νεστορίου τὴν
αὐτὴν φρονησάντων ἀσέβειαν καὶ κοινωνοὺς ἑαυτοὺς τῶν τούτου
ἀσεβημάτων προσθεμέ

Concilia Oecumenica (ACO), Concilium universale Ephesenum anno


431 Tomëvolumëpart 1,1,7, p. 129, li. 22

θέντηι βασιλεῖ συμβασιλεύοντες τοὺς πολεμίους ταύτης τῆς πίστεως τῆι


ὑμετέραι ἀνδρείαι
ἐνικήσατε, τὸν ἐπουράνιον ἀνακαλούμενοι θρίαμβον, δι' οὗ τῆι εὐλαβεῖ
βασιλείαι τεῖχος
παράσχητε εἰς τὸ διηνεκές. ἀληθῶς γὰρ προφητικὴ φωνὴ τῆι ὑμετέραι
δόξηι συμβαίνει
καὶ ἡ βασιλεία ὑμῶν λέγεσθαι δύναται ταύτηι τῆι ὑποθέσειβασιλεία
πάντων τῶν
αἰώνων, ὅτι ἐκδικηθείσης τῆς πίστεως τοῖς ἀξίοις γνωρίζεται καὶ
αὐξομένης τῆς ἁγίας
θρηισκείας ἡ παραφυλακὴ τῆς Χριστιανότητος ἡ ἐμφυτευθεῖσα τῆι σῆι
εὐσεβείαι πάντοτε
αὔξεται, ἐνδοξότατε καὶ γαληνότατε βασιλεῦ αὔγουστε. ἰδοὺ νῦν οἱ οἶκοι
τοῦ κυρίου
εὐχαῖς σχολάζουσι καὶ τὴν ὑμετέραν ἀνὰ πάσας τὰς ἐκκλησίας τῶι θεῶι
ἡμῶν προσάγοντες
θυσίας παρατίθενται βασιλείαν, οὐδὲν ἀποκινήσαντος ἢ διαταράξαντος
τοῦ τολμήματος τοῦ
σκανδάλου, εἰ καὶ τὰ μάλιστα ὁ λοιμώδης λόγος ἐπὶ πολὺ τὰς ψυχὰς
τῶν ἀνθρώπων τραυ-
ματίζει. τὴν σωτηρίαν ἅπασι τῶν ἰδίων ψυχῶν, πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν
προνοοῦντες,
ἀπεδώκατε· αὕτη ἐστὶν ἀληθὴς καὶ ἐπαινετὴ τῆς ὑμετέρας βασιλείας ἡ
φιλανθρωπία, δι'
ἧς οὐ γαῖ, οὐκ ἐπαρχίαι, ἀλλὰ πάντων αἱ ψυχαὶ ἐξεδικήθησαν. λογίσασθε
ταύτην εἶναι
212

νίκην τὴν παντὶ τῶι κόσμωι σωτήριον, ἥντινα οὐκ ἐκ πολέμων, οὐ


ξίφεσιν, ἀλλὰ μόνηι
θεοσεβείαι τῆι περὶ θεὸν προσκείμενοι ἐπορίσασθε. μένει ἐνταῦθα τῆς
ὑμετέρας δόξης ἡ στήλη
καὶ μενεῖ, ὥστε μηδεμίαν αὐτὴν ἡλικίαν, μηδεμίαν χρόνου παλαιότητα
ἐξαλεῖψαι· αἰωνία γάρ
ἐστιν ἥνπερ ἡ τοῦ αἰωνίου βασιλέως ἀγάπη παρέσχηται. οὕτως ἡ τοῦ
Ἁβραὰμ πίστις
τῶι κόσμωι διαλάμπει, Δαυὶδ τοῦ βασιλέως ὁ ἄξιος περὶ θεοῦ ζῆλος
αἰώνιος γέγονε· τοὺς
γὰρ ἐχθροὺς τοῦ θεοῦ ἰδίους εἶναι ἐνόμιζεν ἐχθροὺς καὶ ἐμίσει οὓς τῶι
θεῶι μισητοὺς
εὕρισκε. καὶ Ἠλίας ὁ προφήτης τοὺς τὰ ψευδῆ προφητεύοντας οὐκ
ἠρκέσθη ἐλέγξαι,

Scholia In Aristophanem, Scholia in Lysistratam “Scholia Graeca in


Aristophanem”, Ed. Dübner, F.Paris: Didot, 1877, Repr.
1969.Argumentum-scholion sch lys, verse 645, li. 22

δοκεῖ δὲ Ἀγαμέμνων σφαγιάσαι τὴν Ἰφιγένειαν ἐν


Βραυρῶνι, οὐκ ἐν Αὐλίδι. καὶ ἄρκτον ἀντ' αὐτῆς οὐκ
ἔλαφον φονευθῆναι. ὅθεν μυστήριον ἄγουσιν αὐτῇ.
Ἄλλως.) ἄρκτος τις δοθεῖσα εἰς τὸ ἱερὸν τῆς Ἀρτέμιδος
ἡμερώθη. ποτὲ οὖν μία τις παρθένος ἔπαιξε πρὸς αὐτῇ,
καὶ ἐξύσθη ἡ ὄψις αὐτῆς ὑπὸ τῆς ἄρκτου. καὶ λυπηθεὶς
ὁ ἀδελφὸς αὐτῆς ἀνεῖλε τὴν ἄρκτον. ἡ δὲ Ἄρτεμις ὀρ-
γισθεῖσα ἐκέλευσε παρθένον πᾶσαν μιμήσασθαι τὴν
ἄρκτον πρὸ τοῦ γάμου, καὶ περιέπειν τὸ ἱερὸν κροκω-
τὸν ἱμάτιον φοροῦσαν. καὶ τοῦτο ἀρκτεύεσθαι ἐλέγετο.
– οἱ δὲ καὶ λοιμώδη νόσον τοῖς Ἀθηναίοις ἐμπεσεῖν.
καὶ ὁ θεὸς εἶπεν λύσιν τῶν κακῶν ἔσεσθαι, ἐὰν τῆς τε-
λευτησάσης ἄρκτου ποινὰς ἀρκτεύειν τὰς ἑαυτῶν παρ-
θένους ἀναγκάσωσι. δηλωθέντος δὲ τοῦ χρησμοῦ τοῖς
Ἀθηναίοις, ἐψηφίσαντο μὴ πρότερον συνοικίζεσθαι
ἀνδρὶ παρθένον, εἰ μὴ ἀρκτεύσειεν τῇ θεῷ. R.
κἀκανηφόρουν ποτ' οὖσα: Ταῖς πομπαῖς ἐκα-
νηφόρουν αἱ παρθένοι. ἐφόρουν δὲ καὶ λοπάδας τινὰς
ὁλοχρύσους.
213

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera) (5025:


001)“Scholia vetera in Hesiodi opera et dies”, Ed. Pertusi, A.
Milan: Società Editrice Vita e Pensiero, 1955.
Prolegomenon-scholion sch, section-verse 287-290, li. 16

ἰλαδόν, ὡς Πλούταρχος (frg. 20 Bernard.) ἐξηγήσατο,


τὸ πᾶσαν ἐγκολπίσασθαι κακίαν ὁμοῦ δηλοῦν, ἀλλὰ τὸ ἑκά-
στην ἀθρόαν λαβεῖν μὴ κατὰ μικρὸν ὑποφερομένην, ἀλλ' ὁμοῦ
πᾶσαν ἐφελκομένην· οἷον ἀκολασίαν ὅλην ἅμα καὶ ἀδικίαν
ὡσαύτως. διὸ καὶἰλαδὸν εἶπε δηλῶν ὡς οὐ μό-
νον κατὰ βραχὺ δυνατὸν κακωθῆναί τινας, ἀλλὰ καὶ ἀθρόως.
καὶ τὴν αἰτίαν προσέθηκεν ὅτι ἐγγὺς ἡμῶν ἡ κακία καὶ ἡ
ἐπ' αὐτὴν ὁδὸςὀλίγη, καθάπερ ἡ πρὸς τοὺς ἐγγὺς
οἰκοῦντας. αἴτιον δὲ τοῦ ἐγγὺς ἡμῶν αὐτὴν οἰκεῖν τὸ
τὴν γένεσιν τόπον εἶναι τῶν κακῶν. ὥσπερ οὖν τῶν ἐν
λοιμώδει τόπῳ κατοικούντων ἐγγὺς κατοικοῦσιν αἱ νόσοι,
οὕτω δὴ καὶ τῶν ἐν γενέσει ψυχῶν ἐγγὺς οἰκεῖν τὴν κακίαν
ἀληθές, ἧς ἐστιν οἶκος ἡ γένεσις. τὴν δ' αὖ ἀρετὴν οὐκ
οὖσαν τῇ γενέσει σύμφυλον, ἀλλὰ τοῖς ἔξω τῆς ὑλικῆς
στάσεως, εἰκότως φησὶ πόρρω μὲν οἰκεῖν ἡμῶν,ἱδρῶ-
τα δὲ πρὸ αὐτῆς εἶναι ὑπὸ τῶν θεῶν τεθέντα, δι' οὗ χρὴ
πρὸς αὐτὴν ἐλθεῖν καὶ πόρρω οὖσαν ἑλεῖν, ἐπίπονον οὖσαν
τὴν θήραν αὐτῆς καὶ δυσέφικτον, καθὰ τὰ ἑξῆς δηλοῖ.  
ἱδρῶτα: ἱδρῶτα [καὶ] οὐ παρὰ αὐτήν, ἀλλὰ
πρὸ τοῦ γενέσθαι εἰς αὐτήν.

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni) (5025:
002)“Poetae minores Graeci, vol. 2 [Scholia ad Hesiodum]”, Ed.
Gaisford, T.Leipzig: Kühn, 1823.Prolegomenon-scholion sch, p. -verse
285, li. 14

λήλοις οὐχ ἕπεται. Τούτου δὲ ὄντος ψευδοῦς, οὐκ ἀποδεκτέον τὸ,


ἹΛΑΔΟΝ, ὡς Πλούταρχος ἐξηγήσατο, τὸ πᾶσαν ἐγκολπίσασθαι
κακίαν ὁμοῦ δηλοῦν· ἀλλὰ τὸ, ἑκάστην ἀθρόαν λαβεῖν, μὴ
κατὰ μικρὸν ὑποφερομένην, ἀλλ' ὁμοῦ πᾶσαν ἐφελκόμενον·
οἷον ἀκολασίαν ὅλην, ἅμα καὶ ἀδικίαν ὡσαύτως. Διὸ καὶ
ἹΛΑΔΟΝ εἶπε, δηλῶν ὡς οὐ μόνον κατὰ βραχὺ κακωθῆναι
τινὰς δυνατὸν, ἀλλὰ καὶ ἀθρόως. Καὶ τὴν αἰτίαν προσέθηκεν,
ὅτι ἐγγὺς ἡμῶν ἡ κακία, καὶ ἡ ἐπ' αὐτὴν ὁδὸς ὀλίγη, καθάπερ ἡ
πρὸς τοὺς ἐγγὺς οἰκοῦντας. Αἴτιον δὲ τοῦ ἐγγὺς ἡμῶν αὐτὴν οἰ-
214

κεῖν, τὸ τὴν γένεσιν τόπον εἶναι τῶν κακῶν. Ὥσπερ οὖν τῶν ἐν λοι-
μώδει τόπῳ κατοικούντων ἐγγὺς κατοικοῦσιν αἱ νόσοι, οὕτω
δὴ καὶ τῶν ἐν γενέσει ψυχῶν ἐγγὺς οἰκεῖν τὴν κακίαν ἀληθὲς,
ἧς ἐστιν οἶκος ἡ γένεσις. Τὴν δ' αὖ ἀρετὴν οὐκ οὖσαν τῇ
γενέσει σύμφυλον, ἀλλὰ τοῖς ἔξω τῆς ὑλικῆς στάσεως, εἰκό-
τως φησὶ πόῤῥω μὲν οἰκεῖν ἡμῶν, ἱδρῶτα δὲ πρὸ ἑαυτῆς εἶναι
ὑπὸ τῶν θεῶν τεθέντα, δι' οὗ χρὴ πρὸς αὐτὴν ἐλθεῖν καὶ πόῤ-
ῥω οὖσαν ἑλεῖν, ἐπίπονον οὖσαν τὴν θήραν αὐτῆς καὶ δυσέ-
φικτον, καθὰ τὰ ἑξῆς δηλοῖ. PROCLUS.

Σχόλια στον Θουκυδίδη. (scholia vetera et recentiora) “Scholia in


Thucydidem ad optimos codices collata”, Ed. Hude, K.Leipzig: Teubner,
1927, Repr. 1973.Book 1, chapter 23, section 3, li. 10

στασιάζειν?: ἀπὸ κοινοῦ τὸ ξυνηνέχθη γενέσθαι ABFGMc2


τά τε πρότερον ἀκοῇ μὲν λεγόμενα κτἑ.: καὶ τὰ λεγό-
μενα, φησίν, ὅτι ἐγένοντο πρότερον, ἅπερ σπανιώτερον ἔργῳ
βεβαιοῦντο, τουτέστιν ὅτι τοιαῦτα ἔστιν ὅτε ἐγένοντο. καὶ
ἐβεβαιοῦντο τὰ λεγόμενα ἀκοῇ, ἔργῳ· καὶ τὰ λεγόμενα τοίνυν
οὐκ ἄπιστα κατέστη. πόθεν; ἐκ τοῦ συμβῆναι τοιαῦτα. καὶ
γὰρ ἐλέγετο, φησί, περὶ σεισμῶν καὶ ἐκλείψεων ἡλίου καὶ  
αὐχμῶν, καὶ γεγόνασιν ἐν τῷ καιρῷ τοῦ πολέμου δεινότερα
τοιαῦτα, ὥστε πιστευθῆναι καὶ τὰ λεγόμενα πρότερον c1καὶ
ἀπ' αὐτῶν κτἑ.: σημείωσαι ὅτι ἀπὸ τῶν αὐχμῶν λιμὸς καὶ
Λοιμός c1 ʃ σημείωσαι· τὴν λοιμώδη νόσον τῶν παθημάτων
λέγει μείζονα c1βλάψασα: τοὺς Ἀθηναίους μετὰ
κτἑ.: ἡ σύνταξις· μετὰ τοῦ πολέμου ἅμα. παρέλκον τὸ ἅμα
κεῖται c1
        τὰς τριακοντούτεις σπονδάς: μετὰ λϛʹ ἔτη
τῶν Μηδικῶν ἐγένοντο αἱ τριακοντούτεις σπονδαί, καὶ ἐφυλά-
χθησαν ἔτη ιδʹ, ὡς γενέσθαι ἔτη νʹ ἀπὸ τῶν Μηδικῶν ἕως
τῶν Πελοποννησιακῶν

Σχόλια στον Θουκυδίδη. (scholia vetera et recentiora) Book 2, chapter


50, section 1, li. 2

ἀπορία: ἡ ἀδυναμία.οὐκ ἐμαραίνετο: οὐχ ὑπέπιπτε.


παρὰ δόξαν: παρ' ἐλπίδα.ἔχοντές τι δυνάμεως: μερι-
κὴν δύναμιν.τοῦ νοσήματος: τῆς δυσεντερίας ABFMc2
215

ἐκ τῶν μεγίστων: ἐκ παραδόξου· λείπει δὲ κινδύνων


ABFGMc2ἀντίληψις: ἀντὶ τοῦ ἐπίσκηψις BFMc2
        διέ-
φευγον: τὸν θάνατον δηλονότι.τῶν ὀφθαλμῶν: ἀπὸ
κοινοῦ τὸ στερισκόμενοι ABFGMg2ἀναστάντας: ὑγιάναντας
BFGMc2.
ἐν τῷδε: τῷ ῥηθησομένῳ.οὐ προσῄει: ὥσπερ
ἀπὸ τῆς ὀσφρήσεως γιγνώσκοντα ὅτι λοιμώδη ἐστὶ τὰ σώματα
ABFGMc2
        τεκμήριον δέ: τοῦ λόγου μου.περὶ τοιοῦ-
τον οὐδέν: περὶ τὸ σαρκοβορεῖν.  
ἐπὶ πᾶν: ἀντὶ τοῦ καθόλου ABFGc2τὴν ἰδέαν:
τὴν φύσιν.καὶ ἄλλο: λείπει Νόσημα ABFGMc2οὐδὲν τῶν
εἰωθότων: ἀλλά τι ἄηθες καὶ ἄτοπον.
        ἕν τε οὐδέν:
τὸ σχῆμα καινοπρεπές ABFGMc2ξυνενεγκόν: λυσιτελῆσαν.
πρὸς αὐτό: τὸ Νόσημα ABFc2ξυνῄρει: συναγαγὸν
ἠφάνιζε.

Σχόλια στον Θουκυδίδη. (scholia vetera et recentiora)


Book 6, chapter 26, section 2, li. 2

BCFἀπούσης: γῆς.πόθῳ ὄψεως καὶ θεωρίας: τὸ θεω-


ρίας ἀντὶ τοῦ ἱστορίας κεῖται, ἵνα ᾖ, ποθοῦντες τὴν ἀλλο-
δαπὴν καὶ ἰδεῖν καὶ ἱστορῆσαι Mvc2καὶ στρατιώτης: ἤγουν  
τὸ στρατιωτικὸν πλῆθος.ἀργύριον οἴσειν: ἀντὶ τοῦ ἀποί-
σεσθαι καὶ λήψεσθαι.
παρακαλέσας: ἀντὶ τοῦ ἐπικελευσάμενος αὐτῷ
Gvc2
        ἄκων μέν: περιττὸς ὁ μέν σύνδεσμος Mvc2μέντοι:
ὁ μέντοι ἀντὶ τοῦ δέ κεῖται Mvc2λόγον: ἀριθμόν.
ἄρτι: ἤγουν τότε ἤδη.ἀπὸ τῆς νόσου: ἤγουν
τῆς λοιμώδους.ἐπιγεγενημένης: αὐξηθείσης.διὰ τὴν
ἐκεχειρίαν: ἤγουν τὴν ἄνεσιν τοῦ πολέμου.
ἐν δὲ τούτῳ: τῷ καιρῷ δηλονότι.οἱ Ἑρμαῖ
λίθινοι: τετράγωνος ἐργασία Patm. ʃ ἐπειδή φασι τὸν Ἑρ-
μῆν λόγου καὶ ἀληθείας ἔφορον εἶναι, διὰ τοῦτο καὶ τὰς εἰκόνας
αὐτοῦ τετραγώνους καὶ κυβοειδεῖς κατεσκεύαζον, αἰνιττόμενοι
ὅτι τὸ τοιοῦτον σχῆμα, ἐφ' ἃ μέρη πέσῃ, πανταχόθεν βάσιμον
καὶ ὄρθιόν ἐστιν. οὕτω καὶ ὁ λόγος καὶ ἡ ἀλήθεια ὁμοία ἐστὶ
πανταχόθεν αὐτὴ αὑτῇ, τὸ δὲ ψεῦδος πολύχουν καὶ πολυσχιδὲς
καὶ ἑαυτῷ μάλιστα ἀσύμφωνον κατὰ τὸ ἐπιχώριον:
216

Σούδα λεξικόν. (9010: 001)“Suidae lexicon, 4 vols.”, Ed. Adler, A.


Leipzig: Teubner, 1.1:1928; 1.2:1931; 1.3:1933; 1.4:1935, Repr.
1.1:1971; 1.2:1967; 1.3:1967; 1.4:1971; Lexicographi Graeci 1.1–1.4.
Alphabetic letter alpha, entry 3958, li. 8

Ἀρκῶ· δοτικῇ. ἰσχύω, ὑπομεῖναι δύναμαι. ὁ πολὺς ἤδη


βίοτος ἀπολέλοιπεν, οὐδ' ἔτ' ἀρκῶ.
Ἀρκτέον: δεῖ ἄρχεσθαι.
Ἄρκτος ἢ Βραυρωνίοις· ἀρκτευόμεναι γυναῖκες τῇ Ἀρτέ-
μιδι ἑορτὴν ἐτέλουν, κροκωτὸν ἠμφιεσμέναι, οὔτε πρεσβύτιδες ιʹ ἐτῶν,
οὔτε ἐλάττους εʹ, ἀπομειλισσόμεναι τὴν θεόν· ἐπειδὴ ἄρκτος ἀγρία
ἐπιφοιτῶσα διέτριβεν ἐν τῷ δήμῳ Φλαυιδῶν· καὶ ἡμερωθεῖσαν αὐτὴν
τοῖς ἀνθρώποις σύντροφον γενέσθαι. παρθένον δέ τινα προσπαίζειν
αὐτῇ καὶ ἀσελγαινούσης τῆς παιδίσκης παροξυνθῆναι τὴν ἄρκτον καὶ
καταξέσαι τῆς παρθένου· ἐφ' ᾧ ὀργισθέντας τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῆς
κατακοντίσαι τὴν ἄρκτον, καὶ διὰ τοῦτο λοιμώδη νόσον τοῖς Ἀθηναίοις
ἐμπεσεῖν. χρηστηριαζομένοις δὲ τοῖς Ἀθηναίοις εἶπε λύσιν τῶν κακῶν
ἔσεσθαι, εἰ τῆς τελευτησάσης ἄρκτου ποινὰς ἀρκτεύειν τὰς ἑαυτῶν
παρθένους ἀναγκάσουσι. καὶ ἐψηφίσαντο οἱ Ἀθηναῖοι μὴ πρότερον
συνοικίζεσθαι ἀνδρὶ παρθένον, εἰ μὴ ἀρκτεύσειε τῇ θεῷ.
Ἀρκτεῦσαι· Λυσίας τὸ καθιερωθῆναι πρὸ γάμων τὰς παρθέ-
νους τῇ Ἀρτέμιδι ἀρκτεύειν ἔλεγε. καὶ γὰρ αἱ ἀρκτευόμεναι παρθένοι
καλοῦνται, ὡς Εὐριπίδης καὶ Ἀριστοφάνης δηλοῖ.
Ἀρκτῖνος, Τήλεω, τοῦ Ναύτεω ἀπογόνου, Μιλήσιος, ἐποποιὸς,
μαθητὴς Ὁμήρου, ὡς λέγει ὁ Κλαζομένιος Ἀρτέμων ἐν τῷ περὶ
Ὁμήρου· γεγονὼς κατὰ τὴν θʹ Ὀλυμπιάδα, μετὰ υιʹ ἔτη τῶν Τρωϊκῶν.

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter alpha, entry 4653, li. 2

κατορθωμάτων ὁμοιότροπον ἐπωνομάσθη.


Ἀφριόεν: ἀφρῶδες. ἀφριόεν κοναβηδὸν ἐπιπρίουσα γένειον.
Ἀφρῖτις: εἶδος ἀφύας. ζήτει ἐν τῷ ἀφύα.
Ἀφροδίσιον: ἔργον Ἀφροδίτης. λαμβάνεται δὲ ἐπὶ τῶν
λάγνων, τῶν ἐρωτικῶς περὶ τὴν συνουσίαν καὶ σφοδρῶς διακειμένων.
Ἀφροδίσιον: ἰδίως τὸ τῆς Ἀφροδίτης ἕδος. ὁ δὲ διῆλθε
τῷ λόγῳ φιλοτίμως τε καὶ σὺν Ἀφροδίτῃ οὐ μάλα περιττῇ. Αἰλια-
νός. καὶ παροιμία·Ἀφροδίσιος ὅρκος οὐκ ἐμποίνιμος, ἐπὶ
τῶν δι' ἔρωτα ὀμνυόντων πολλάκις καὶ ἐπιορκούντων.
Ἀφροδίτη· ταύτης τὸ ἄγαλμα πλάττουσι κτένα φέρον, ἐπειδὴ
συνέβη ποτὲ ταῖς τῶν Ῥωμαίων γυναιξὶ κνήφην- Η παρασιτική κνήφη είναι μια
217

λοιμώδη γενέσθαι,
κνησμώδης δερματοπάθεια-
καὶ ξυρουμένων πασῶν γεγόνασιν αὐταῖς οἱ κτένες ἀχρεῖοι· εὐξαμένας
δὲ τῇ Ἀφροδίτῃ ἀνατριχωθῆναι, τιμῆσαί τε αὐτὴν ἀγάλματι κτένα
φέρουσαν καὶ γένειον ἔχουσαν· διότι καὶ ἄρρενα καὶ θήλεα ἔχει ὄργανα.
ταύτην γὰρ λέγουσιν ἔφορον γενέσεως πάσης, καὶ ἀπὸ τῆς ὀσφύος
καὶ ἄνω λέγουσιν αὐτὴν ἄρρενα, τὰ δὲ κάτω θήλειαν. πλάττουσι δὲ
αὐτὴν καὶ ἔφιππον, ὅτι Αἰνείας ὁ υἱὸς αὐτῆς πλεύσας μέχρι τῆς
δύσεως μετὰ τοῦτο ἵππῳ ἐπέβη, καὶ τὴν μητέρα ἐτίμησε τοιούτῳ
ἀγάλματι.

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter kappa, entry 1872, li. 1

Κνημίς: τὸ ὑπόδημα.
Κνημοί: ἐξοχαὶ τῶν ὀρῶν. ὁππότε μιν κνημούς τε κατὰ
λασίους τε χαράδρας.
Κνησείοντα: ἐπιθυμητικῶς ἔχοντα τοῦ κνᾶσθαι.
Κνησθείην, Κνῆσμα καὶΚνησμονὴ καὶΚνησμός· ἐκ τοῦ
κνήθω.
Κνηστιῶντες τὰς ἀκοάς: ἀντὶ τοῦ ἐπιθυμητικῶς ἔχοντες
ἀκούειν.
Κνῆστις: μάχαιρα. Ὅμηρος· κνήστι χαλκείῃ. καὶ ἐν Ἐπγράμμασι· καὶ τὰν
εὐχάλκωτον ἐΰγναπτόν τε κρεάγραν καὶ κνῆστιν. Κνήφην λοιμώδη
γενέσθαι συνέβη ποτὲ ταῖς τῶν Ῥωμαίων γυναιξί.
Κνίδη: βοτάνη. καὶΚνίδειος καρπός, τῆς Κνίδου.
Κνίζων· αἰτιατικῇ. λυπῶν, ἢ τέμνων. παρὰ τὸ κνῶ, τὸ
κόπτω. τοῦτο παρὰ τὸ κνῶ, τὸ κινῶ. κνῶ, κνήθω, κνίζω, τὸ ἐξ
ἐπιπολῆς καὶ ἰσχνῶς ξύω. ἀλλ' ἀρότρῳ βραχύβωλον ἐπικνίζοντι
χαράσσων.
Κνίζων: Ἀκύλας ἐρευνῶν, Θεόδοτος χαράσσων, Σύμμαχος
ἔχων ἢ συλλέγων.

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter lambda, entry 758, li. 1

καὶ τὸ μέλαν. οἱ δὲ λέγουσιν Ἀρίγνωτον κιθαρωδὸν ὄντα ᾄδειν τὸν


ὄρθιον καλούμενον νόμον καὶ τὸν λευκόν· οἵτινες ἐθαυμάζοντο κατ'
ἐκεῖνον τὸν χρόνον. τοῦ δὲ Ἀριφράδους παρὰ φύσιν ἀσελγαίνοντος
ταῖς γυναιξί.
Λοιδορησμός: ἡ λοιδορία.
Λοιδορία. καὶ Λοιδορῶ δοτικῇ· τὰ δὲ παθητικὰ αἰτιατικῇ.
Λοιμεύεται: φθοροποιεῖ, βλάπτει. καὶΛοιμός, ἡ φθορο-
ποιὸς νόσος. δυσκρασία ἀέρος καὶ τροπὴ λοιμικὴ κατάστασις λέ-
218

γεται.
Λοιμός: ὁ φθορεύς.
Λοιμώδης : ὁ ὀλέθρου παραίτιος.
Λοιμοί: οἱ μὴ μόνον σφᾶς αὑτοὺς λυμαινόμενοι, ἀλλὰ καὶ ἑτέροις
τῆς λύμης μεταδιδόντες.
Λοιπάς καὶΛοιπαδάριον.  
Λοιπόν: ἐπίρρημα.
Λοίσθιον: τὸ ἔσχατον. καὶΛοίσθιος ἡμέρα, ἐσχάτη.
Λοῖσθος: ὁ ἔσχατος. καὶΛοίσθῳ, ἐσχάτῳ. εἶθ' ὅγε
λοῖσθος ἄχθος ἀπορρίψας οἴχεται εἰς ἀΐδαν. περὶ Ἀλκμᾶνος ὁ λόγος.
Λοισθώνη: ἡ θρασεῖα.

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter sigma, entry 182, li. 4

ἀλλὰ τούτων μὲν ἁπάντων Σεβῆρος προκατήρξατο· ὁ δὲ τούτου υἱὸς


Ἀντωνῖνος ἐτελεσιούργησεν. ὅτι Σεβῆρος ἐλθὼν ἐπὶ τὴν Ἀλεξάν-
δρειαν εὗρεν ἐπιγραφὴν ἐν τῇ πόρτῃ, τοῦ κυροῦ Νίγρου ἡ πόλις.
καὶ ἀγανακτοῦντος αὐτοῦ πρὸς τοῦτο, ἀπήντησεν ὁ τῶν Ἀλεξανδρέων
δῆμος, κράζων, οἴδαμεν, εἰρήκαμεν τοῦ κυροῦ Νίγρου ἡ πόλις· σὺ γὰρ
εἶ ὁ κύριος τοῦ Νίγρου. καὶ δεξάμενος τὸ ἕτοιμον τῆς ἀπολογίας
συνεχώρησεν αὐτοῖς.
Σεβῆρος, σοφιστής· Ῥωμαῖος. οὗτος εἰς Ἀραβίαν ἐκ τῆς
Συρίας καὶ ἐς τὴν Παλαιστίνην ἦλθε καὶ εἰς τὴν Αἴγυπτον τὴν ἄνω
διὰ τοῦ Νείλου ἀνέπλευσε καὶ εἶδε πᾶσαν αὐτὴν πλὴν βραχέων· οὐ
γὰρ ἠδυνήθη πρὸς τὰ τῆς Αἰθιοπίας μεθόρια διὰ λοιμώδη νόσον
ἐσβαλεῖν. καὶ ἐπολυπραγμόνησε πάντα, καὶ τὰ πάνυ κεκρυμμένα· ἦν
γὰρ οἷος μηδὲν μήτ' ἀνθρώπειον μήτε θεῖον ἀδιερεύνητον ἐᾶν. κἀκ
τούτου τά τε βιβλία πάντα τὰ ἀπόρρητόν τι ἔχοντα, ὅσα γε καὶ εὑρεῖν
ἠδυνήθη, ἐκ πάντων τῶν ἀδύτων ἀνεῖλε καὶ τὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου
μνημεῖον συνέκλεισεν, ἵνα μηδεὶς ἔτι μήτε τὸ τούτου σῶμα ἴδῃ μήτε τὰ
ἐν ἐκείνοις γεγραμμένα ἀναλέξηται. οὗτος τὸ γένος ἦν Λίβυς, ἐς
πραγμάτων διοίκησιν γενναῖος ἅμα καὶ θυμοειδής, σκληρῷ τε βίῳ καὶ
τραχεῖ ἐνειθισμένος πόνοις τε ἀνέχων ῥᾷστα, νοῆσαί τε ταχὺς καὶ τὸ
νοηθὲν ἐπιτελέσαι ὀξύς. οὗτος μετὰ τὸ εἰσελθεῖν εἰς τὰ βασίλεια τῶν
Ἀλβίνου φίλων ἐπὶ τῆς συγκλήτου κατηγόρει γράμματά τε αὐτῶν καὶ

Ignatius Biogr., Poeta, Vita Nicephori (9012: 002)


“Nicephori archiepiscopi Constantinopolitani opuscula historica”, Ed. de
Boor, C.Leipzig: Teubner, 1880, Repr. 1975.P. 146, li. 16

ὁμολογίας ἡμῶν πονηρίαν καττύσαντας καὶ τοῦ βίου πέπαυκε


219

καὶ τῆς ἀξίας, καὶ ἡ τῆς εἰρήνης ἐπώνυμος ἅμα τῷ υἱεῖ


Κωνσταντίνῳ ἅτε κλῆρον πατρῷον τὸ τῆς βασιλείας ἐκ θεοῦ
σκῆπτρον κομίζεται· Εἰρήνη, τὸ κραταιόφρον ἐκεῖνο καὶ φιλό-
θεον γύναιον· εἴπερ γυναῖκα θέμις καλεῖν τὴν καὶ ἀνδρῶν
τῷ εὐσεβεῖ διενεγκοῦσαν φρονήματι, δι' ἧς θεὸς τὴν τότε
τῇ ἐκκλησίᾳ παρερπύσασαν ὄφεως δίκην σκολιωτάτην διχό-
νοιαν πρὸς ὀρθοτομίαν οἴκτῳ φιλανθρωπίας συνήλασεν. αὕτη
τοιγαροῦν ὁμήγυριν ἱερῶν ἀνδρῶν ἐκ τῶν τῆς οἰκουμένης
τερμάτων συναγηγέρθαι ἐν τῇ κατὰ Νίκαιαν τῆς Βιθυνίας
μητροπόλει ἐπ' ἀναιρέσει τῆς λοιμώδους ταύτης νόσου θεσπί-
σασα, θεοῦ λοιπὸν ἐπαμύνοντος ἐτέλει τὸ βούλημα. ἧς ἡγεῖτο
μὲν Ταράσιος ὁ τῆς βασιλίδος ἱερώτατος πρόεδρος, Ἀδριανοῦ
τε τοῦ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης, καὶ Πολιτιανοῦ τοῦ τῆς
Ἀλεξανδρείας, Θεοδωρήτουτε τοῦ τῆς Ἀντιοχείας, καὶ Ἡλία
τοῦ τῆς Αἰλίας ὑπῆρχον τοποτηρηταὶ ὁσιώτατοι. τούτοις δὴ
τοῖς προκρίτοις ἐξάρχουσι καὶ Νικηφόρος ὑπὲρ πολλοὺς συν-
ηλικιώτας συνοδοιπορεῖν προτετίμητο, τὸ κατὰ τὴν ἱερὰν
ἐκείνην σύνοδον ἐγχειρισθεὶς βασιλικὸν ἐπιφώνημα, δι' οὗ
τὸ εἰλικρινὲς τῆς πίστεως πᾶσιν ἐπικηρυκευσάμενος καὶ ὡς
ἐξ ἀπόπτου περιωπῆς τὴν τῶν σεπτῶν εἰκόνων ἐπιβοήσας

Πλούταρχος. Parallela minora [Sp.] (305a-316b) Stephanus p. 310,


section B, li. 9

 ΠΟΠΛΙΟΣ Δέκιος Ῥωμαῖος πρὸς Ἀλβανοὺς


πολεμῶν ὄναρ εἶδεν, ἐὰν ἀποθάνῃ, ῥώμην προσποιήσειν  
Ῥωμαίοις. ἐλθὼν οὖν εἰς μέσους καὶ πολλοὺς φονεύσας
ἀνῃρέθη. ὁμοίως δὲ καὶ ὁ υἱὸς αὐτοῦ Δέκιος ἐν τῷ πρὸς
Γάλλους πολέμῳ τοὺς Ῥωμαίους διέσῳσεν· ὡς Ἀριστείδης
Μιλήσιος (FHGr. IV 323).
 ΚΥΑΝΙΠΠΟΣ γένει Συρακούσιος μόνῳ Διονύσῳ
οὐκ ἔθυεν· ὁ δὲ θεὸς ὀργισθεὶς μέθην ἐνέσκηψε, καὶ ἐν
τόπῳ σκοτεινῷ τὴν θυγατέρα ἐβιάσατο Κυάνην· ἡ δὲ
τὸν δακτύλιον περιελομένη ἔδωκε τῇ τροφῷ, ἐσόμενον
ἀναγνώρισμα. λοιμωξάντων δὲ καὶ τοῦ Πυθίου εἰπόντος
μὲν δεῖν τὸν ἀσεβῆἀποτροπαίοις θεοῖς σφαγιάσαι, τῶν
δ' ἄλλων ἀγνοούντων τὸν χρησμόν, γνοῦσα ἡ Κυάνη καὶ
ἐπιλαβομένη τῶν τριχῶν εἷλκε καὶ αὐτὴ κατασφάξασα
τὸν πατέρα ἑαυτὴν ἐπέσφαξε· καθάπερ Δοσίθεος ἐν τῷ
τρίτῳ Σικελικῶν (FHGr. IV 401).
 ΤΩΝ Διονυσίων ἐν τῇ Ῥώμῃ ἀγομένων Ἀρούν-
τιος ἐκ γενετῆς ὑδροπότης ἐξουδένιζε τὴν τοῦ θεοῦ
δύναμιν· ὁ δὲ μέθην ἐνέβαλε καὶ ἐβιάσατο τὴν θυγατέρα
220

Μεδουλλίναν νυκτὶ λαθραίᾳ. ἡ δὲ ἐκ δακτυλίου γνοῦσα


τὸ γεγονὸς καὶ πρεσβύτερα τῆς ἡλικίας φρονήσασα,

Γαληνός ιατρός. 130-210 μ. Χ. . De methodo medendi lib. xiv


Vol. 10, p. 362, li. 16

τι παραῤῥεῖν εἰς τὴν τραχεῖαν ἀρτηρίαν. καὶ τοίνυν οὕτω


πραττόντων αἰσθάνεσθαι σαφῶς ἔφασκε τῆς ἀπὸ τοῦ φαρ-
μάκου στύψεως περὶ τὸ ἕλκος, εἴτε κατὰ διάδοσιν γιγνομέ-
νης, εἴτε καὶ αὐτοῦ τοῦ φαρμάκου περὶ τὸ ἕλκος δροσοειδῶς
παραῤῥέοντος εἰς τὴν ἀρτηρίαν καὶ παρηθουμένου. ἦν δὲ
οὐδ' αὐτὸς ὁ κάμνων ἄπειρος τῆς ἰατρικῆς, ἀλλά τις τῶν
ἐκ τριβῆς τε καὶ γυμνασίας ἐμπειρικῶς ἰατρευόντων. αἰσθά-
νεσθαί τε οὖν ἔλεγε παραῤῥέοντος εἰς τὴν ἀρτηρίαν τοῦ φαρ-
μάκου καί ποτε καὶ βῆχα κινοῦντος, ἀντεῖχε μέντοι πολλὰ
μὴ βήττων. καὶ τοίνυν αὐτὸς προθυμηθεὶς ἐν Ῥώμῃ μὲν,
ἔνθα περ ἐλοίμωξεν, ἄλλας τρεῖς ἡμέρας ἐπέμεινε μετὰ τὴν
ἐννάτην· μετὰ ταῦτα δ' ἐνθεὶς ἑαυτὸν πλοίῳ κατέπλευσε
μὲν πρῶτον ἐπὶ τὴν θάλατταν διὰ τοῦ ποταμοῦ, τετάρτῃ  
δ' ὕστερον ἡμέρᾳ πλέων ἐν ταῖς Ταβίαις γίγνεται, καὶ κέ-
χρηται τῷ γάλακτι θαυμαστήν τινα δύναμιν ὄντως ἔχοντι καὶ
οὐ μάτην ἐπῃνημένῳ. καί μοι δοκεῖ καιρὸς ἥκειν εἰπεῖν τι
περὶ γάλακτος χρήσεως οὐ τοῦ κατὰ τὰς Ταβίας μόνον,
ἀλλὰ καὶ τοῦ ἄλλου παντός. οὐδὲ γὰρ τοὺς ἐν Ἰταλίᾳ μόνῃ
χρὴ θεραπεύειν, ἀλλ' ὅσον οἷόν τε τοὺς πανταχόθι. τῷ
μὲν οὖν ἐν ταῖς Ταβίαις γάλακτι πολλὰ συνετέλεσεν εἰς ἀρε-
τήν· αὐτό τε τὸ χωρίον ὑψηλὸν ὑπάρχον αὐτάρκως,

Lucianus Soph., Quomodo historia conscribenda sit Section 15, li. 16

“Κρεπέρῃος Καλπουρνιανὸς Πομπηϊουπολίτης


συνέγραψε τὸν πόλεμον τῶν Παρθυαίων καὶ
Ῥωμαίων, ὡς ἐπολέμησαν πρὸς ἀλλήλους, ἀρξάμε-
νος εὐθὺς συνισταμένου.” ὥστε μετά γε τοιαύτην
ἀρχὴν τί ἄν σοι τὰ λοιπὰ λέγοιμι – ὁποῖα ἐν
Ἀρμενίᾳ ἐδημηγόρησεν τὸν Κερκυραῖον αὐτὸν
ῥήτορα παραστησάμενος, ἢ οἷον Νισιβηνοῖς λοιμὸν  
τοῖς μὴ τὰ Ῥωμαίων αἱρουμένοις ἐπήγαγεν παρὰ
Θουκυδίδου χρησάμενος ὅλον ἄρδην πλὴν μόνου
τοῦ Πελασγικοῦ καὶ τῶν τειχῶν τῶν μακρῶν, ἐν
οἷς οἱ τότε λοιμώξαντες ᾤκησαν; τὰ δ' ἄλλα καὶ
221

ἀπὸ Αἰθιοπίας ἤρξατο, ὡς τότε, καὶ ἐς Αἴγυπτον


κατέβη καὶ ἐς τὴν βασιλέως γῆν τὴν πολλήν, καὶ
ἐν ἐκείνῃ γε ἔμεινεν εὖ ποιῶν. ἐγὼ γοῦν θάπτοντα
ἔτι αὐτὸν καταλιπὼν τοὺς ἀθλίους Ἀθηναίους ἐν
Νισίβι ἀπῆλθον ἀκριβῶς εἰδὼς καὶ ὅσα ἀπελθόντος
ἐρεῖν ἔμελλεν. καὶ γὰρ αὖ καὶ τοῦτο ἐπιεικῶς
πολὺ νῦν ἐστι, τὸ οἴεσθαι τοῦτ' εἶναι τοῖς Θουκυ-
δίδου ἐοικότα λέγειν, εἰ ὀλίγον ἐντρέψας τὰ αὐτοῦ
ἐκείνου λέγοι τις. νὴ Δία κἀκεῖνο ὀλίγου δεῖν
παρέλιπον· ὁ γὰρ αὐτὸς οὗτος συγγραφεὺς πολλὰ

Oenomaus Phil., Fragmenta Fragment 1, li. 6

 Τίθησι γοῦν ὁμοῦ καὶ ἀπελέγχει τὸν χρησμὸν εὖ


μάλα τις τῶν νέων ἀνδρικῷ λογισμῷ, Γοήτων φώραν
ἐν οἰκείῳ συγγράμματι πεποιημένος. Οὗ καὶ αὐτοῦ
τῶν φωνῶν ἀλλὰ μὴ τῶν ἐμῶν ἄκουε, πρὸς τὸν χρη-
σμῳδὸν ὧδέ πως ἀποτεινομένου· Τί δ'; οὐκ Ἀθηναῖοι
τὸν Ἀνδρόγεων ἀποκτείναντες, καὶ λοιμώξαντες ἐπὶ
τούτῳ, εἶπον ἂν μετανοεῖν; Ἢ μὴ λεγόντων, οὔ σε
προσῆκον ἦν εἰπεῖν, μετανοεῖτε, μᾶλλον ἤ,
 Λοιμοῦ καὶ λιμοῦ τέλος ἔσσεται, ἤνπερ ἑαυτῶν
 σώματ' ἀπὸ κλήρου ἄῤῥεν καὶ θῆλυ νέμητε
 Μίνωϊ, εἰς ἅλα δῖαν ἀποστέλλοντες, ἀμοιβὴν
 τῶν ἀδίκων ἔργων· οὕτω θεὸς ἵλαος ἔσται.
Ἐῶ γὰρ τὸ Ἀνδρόγεω μὲν Ἀθήνησιν ἀποθανόντος
ὑμᾶς ἀγανακτεῖν, τῶν δὲ τοσούτων καὶ πανταχόθι
καὶ πάντοτε καθεύδειν. Καίτοι εἰδὼς ὅτι ἐθαλασσο-
κράτει τότε ὁ Μίνως, καὶ μέγα ἐδύνατο, καὶ πᾶσα ἡ

[Dositheus] Hist., Fragmenta Fragment 4, li. 5

καὶ ἔπεμψε κρύφα τραφησόμενον. Ἀκμάσας δὲ ὁ νεα-


νίας τήν τε μητέρα καὶ τὸν μοιχὸν ἀπέκτεινε, καὶ
ἀπελύθη ὑπὸ τῆς συγκλήτου· ὡς ἱστορεῖ Δοσίθεος ἐν
τρίτῳ Ἰταλικῶν.

ΣΙΚΕΛΙΚΑ. E LIBRO TERTIO.


222

 Idem ib. c. 19: Κυάνιππος γένει Συρακούσιος μόνῳ


Διονύσῳ οὐκ ἔθυεν· ὁ δὲ θεὸς ὀργισθεὶς μέθην ἐνέσκηψε,
καὶ ἐν τόπῳ σκοτεινῷ τὴν θυγατέρα ἐβιάσατο, Κυάνην.
Ἡ δὲ τὸν δακτύλιον περιελομένη ἔδωκε τῇ τροφῷ, ἐσό-
μενον ἀναγνώρισμα. Λοιμωξάντων δὲ, καὶ τοῦ Πυθίου
εἰπόντος μὲν, δεῖν τὸν ἀσεβῆ τροπαίοις θεοῖς σφαγιάσαι,
τῶν δ' ἄλλων ἀγνοούντων τὸν χρησμὸν, γνοῦσα ἡ Κυάνη,
καὶ ἐπιλαβομένη τῶν τριχῶν, εἷλκε, καὶ αὐτὴ κατα-
σφάξασα τὸν πατέρα, ἑαυτὴν ἐπέσφαξε· καθάπερ Δο-
σίθεος ἐκ τῷ τρίτῳ Σικελικῶν.

Ευσέβιος. Praeparatio evangelica Book 5, chapter 19, section 1, li. 1

ὥστε καὶ μέχρι τῶν Σωκράτους χρόνων πλέον ἢ πεντακοσίοις ὕστερον


ἔτεσιν ὁ δεινὸς οὗτος καὶ ἀπανθρωπότατος δασμὸς μνήμην παρ'
Ἀθηναίοις
διεφύλαττεν. τοῦτο δὲ ἦν ἄρα τὸ καὶ Σωκράτει τὴν ἀναβολὴν τοῦ
θανάτου
πεποιημένον. τίθησιν γοῦν ὁμοῦ καὶ ἀπελέγχει τὸν χρησμὸν εὖ μάλα τις
τῶν νέων ἀνδρικῷ λογισμῷ Γοήτων φώραν ἐν οἰκείῳ συγγράμματι
πεποιη-
μένος· οὗ καὶ αὐτοῦ τῶν φωνῶν, ἀλλὰ μὴ τῶν ἐμῶν ἄκουε, πρὸς τὸν
χρησμῳ-
δὸν ὧδέ πως ἀποτεινομένου·

ιθʹ. ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩ ΚΕΛΕΥΣΑΝΤΑ ΔΙΣ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΑΣ


ΤΕ ΚΑΙ ΚΟΡΑΣ ΣΦΑΓΗΣΟΜΕΝΟΥΣ ΕΚΠΕΜΠΕΣΘΑΙ ΤΟΙΣ
ΚΡΗΣΙΝ ΥΠΟ ΑΘΗΝΑΙΩΝ

        “Τί δ'; οὐκ Ἀθηναῖοι τὸν Ἀνδρόγεων ἀποκτείναντες καὶ


λοιμώξαντες ἐπὶ τούτῳ εἶπον ἂν μετανοεῖν; ἢ μὴ λεγόντων, οὔ σε
προσῆκον ἦν εἰπεῖν ‘με-τανοεῖτε’ μᾶλλον ἢ  
  λιμοῦ καὶ λοιμοῦ τέλος ἔσσεται, ἤνπερ ἑαυτῶν
  σώματ' ἀπὸ κλήρου ἄρσεν καὶ θῆλυ νέμητε
  Μίνωϊ, εἰς ἅλα δῖαν ἀποστέλλοντες, ἀμοιβὴν
  τῶν ἀδίκων ἔργων· οὕτω θεὸς ἵλαος ἔσται.
        ἐῶ γὰρ τὸ Ἀνδρόγεω μὲν Ἀθήνησιν ἀποθανόντος ὑμᾶς ἀγανακτεῖν,
τῶν
δὲ τοσούτων καὶ πανταχόθι καὶ πάντοτε καθεύδειν. καίτοι εἰδὼς ὅτι
ἐθαλασσο-
223

κράτει τότε ὁ Μίνως καὶ μέγα ἠδύνατο καὶ πᾶσα ἡ Ἑλλὰς τοῦτον
ἐθεράπευεν

Iamblichus Phil., De vita Pythagorica Chapter 19, section 92, li. 2

ὄντως τὸν Ἀπόλλωνα, ἔκ τε ὧν ἑώρα περὶ αὐτὸν σεμνω-


μάτων καὶ ἐξ ὧν προεγίνωσκεν ὁ ἱερεὺς γνωρισμάτων,
Πυθαγόρᾳ ἀπέδωκεν ὀιστόν, ὃν ἔχων ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐξῆλθε,
χρήσιμον αὐτῷ ἐσόμενον πρὸς τὰ συμπίπτοντα δυσμήχανα
κατὰ τὴν τοσαύτην ἄλην. ἐποχούμενος γὰρ αὐτῷ καὶ τὰ
ἄβατα διέβαινεν, οἷον ποταμοὺς καὶ λίμνας καὶ τέλματα
καὶ ὄρη καὶ τὰ τοιαῦτα, καὶ προσλαλῶν, ὡς λόγος, καθαρ-
μούς τε ἐπετέλει καὶ λοιμοὺς ἀπεδίωκε καὶ ἀνέμους ἀπὸ
τῶν εἰς τοῦτο ἀξιουσῶν πόλεων βοηθὸν αὐτὸν γενέσθαι.
Λακεδαίμονα γοῦν παρειλήφαμεν μετὰ τὸν ὑπ' ἐκείνου
γενόμενον αὐτῇ καθαρμὸν μηκέτι λοιμῶξαι, πολλάκις πρό-  
τερον τούτῳ τῷ παθήματι περιπεσοῦσαν διὰ τὴν δυστρα-
πελίαν τοῦ τόπου, καθ' ὃν ᾤκισται, τῶν Ταϋγέτων ὀρῶν
πνῖγος ἀξιόλογον αὐτῇ παρεχόντων διὰ τὸ ὑπερκεῖσθαι,
καὶ Κρήτης Κνωσσόν. καὶ ἄλλα τοιαῦτα τεκμήρια ἱστορεῖ-
ται τῆς τοῦ Ἀβάριδος δυνάμεως. δεξάμενος δὲ Πυθαγόρας
τὸν ὀιστὸν καὶ μὴ ξενισθεὶς πρὸς τοῦτο, μηδὲ τὴν αἰτίαν
ἐπερωτήσας δι' ἣν ἐπέδωκεν, ἀλλ' ὡς ἂν ὄντως ὁ θεὸς
αὐτὸς ὤν, ἰδίᾳ καὶ αὐτὸς ἀποσπάσας τὸν Ἄβαριν τόν τε
μηρὸν τὸν ἑαυτοῦ ἐπέδειξε χρύσεον, γνώρισμα παρέχων
τοῦ μὴ διεψεῦσθαι, καὶ τὰ καθ' ἕκαστα τῶν ἐν τῷ ἱερῷ

Origenes Theol., Contra Celsum Book 7, section 6, li. 32

τοσοῦτον διὰ φιλοσοφίαν ἀνδρῶν εἶπεν αὐτὸν ἁπάντων


σοφώτατον ὅσον διὰ τὰς θυσίας καὶ ἃς προσήνεγκε κνίσσας
αὐτῷ τε καὶ τοῖς λοιποῖς δαίμοσι.
 Καὶ διὰ ταῦτα ἐοίκασι μᾶλλον ποιεῖν οἱ δαίμονες τὰ
ἀξιούμενα ὑπὸ τῶν αὐτοῖς προσαγόντων ἢ διὰ τὰ ἔργα τῆς
ἀρετῆς. Διόπερ διαγράφων τὰ γινόμενα ὁ τῶν ποιητῶν
ἄριστος Ὅμηρος καὶ διδάσκων, τίνα μάλιστά ἐστι τὰ
πείθοντα τοὺς δαίμονας ποιεῖν ἃ βούλονται οἱ θύοντες,
εἰσήγαγε τὸν Χρύσην, ἕνεκεν ὀλίγων στεφάνων καὶ μηρίων
ταύρων καὶ αἰγῶν τυγχάνοντα ὧν ᾔτησε καθ' Ἑλλήνων διὰ
τὴν θυγατέρα, ἵνα λοιμώξαντες ἀποδώσειαν αὐτῷ τὴν
Χρυσηΐδα. Μέμνημαι δὲ παρά τινι τῶν Πυθαγορείων,
224

ἀναγράψαντι περὶ τῶν ἐν ὑπονοίᾳ παρὰ τῷ ποιητῇ λελεγμέ-


νων, ἀναγνοὺς ὅτι τὰ τοῦ Χρύσου πρὸς τὸν Ἀπόλλωνα ἔπη
καὶ ὁ ἐξ Ἀπόλλωνος ἐπιπεμφθεὶς τοῖς Ἕλλησι λοιμὸς
διδάσκει ὅτι ἠπίστατο Ὅμηρος πονηρούς τινας δαίμονας,
χαίροντας ταῖς κνίσσαις καὶ ταῖς θυσίαις, μισθοὺς ἀποδιδόναι
τοῖς θύσασι τὴν ἑτέρων φθοράν, εἰ τοιοῦτο οἱ θύοντες
εὔχοιντο.
 Καὶ ὁ «Δωδώνης» δὲ «μεδέων δυσχειμέρου», παρ' ᾧ
εἰσιν οἱ προφῆται «ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι», ἀποδοκιμάσας

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis Section 12, li. 21

ἅπαντας καὶ αὐτὸν ἀνδραποδισθῆναι καὶ δεθῆναι τὸν


ἡγεμόνα τοῦ ἔθνους.  
 Ἰστέον δὲ ὡς Λιβύην τὴν ἀπὸ τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης
ἄχρι Γαδείρων ἢ Ταρτησσοῦ ἢ τῆς λεγομένης παρὰ Μαυ-
ρουσίοις Γάδεως λαμβάνειν χρεών. οὐδὲ γὰρ περὶ Αἴγυπτον
μόνην τὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλ' ἀπολύτως περὶ τὴν Λιβυκὴν
ἅπασαν ζώνην καλῶς ἂν λαμβάνοιτο, καὶ διαφερόντως τὴν
Μαυρουσίων, οἳ καὶ προσεχεῖς εἰσὶ τῇ πρὸς δυσμὰς Εὐ-
ρώπῃ, μόνῳ τῷ λεγομένῳ κατὰ τοὺς ἐπιχωρίους φρέτῳ
οἱονεὶ πορθμῷ ἀπ' αὐτῆς διεστῶτες.
 Πέρας δὲ λοιμώξουσιν οἱ νικήσαντες, ὡς α[ἱρετὴν
αὐτοῖς] γεν[έσθαι καὶ] τὴν ἐν πολέμῳ ἀπώλειαν,
αὐχμὸς δὲ ἐξ αὐτοῦ καὶ λιμὸς [ἔσται καὶ] διαφερόν-
τως [τῇ Αἰγύπτῳ], ὡς ἐλεεινὴν τὴν ζωὴν τοῖς περι-
λειφθεῖσι νομισθῆναι· νόσος γὰρ βαρεῖα ἐπιπεσεῖται
τῇ νέᾳ ἡλικίᾳ, καὶ ὁ Νεῖλος ἀποστραφήσεται, καὶ  
ἀνομβρία λοιμώδης ἔσται. Εἰ δὲ ἐπὶ δύσιν ἀπίδοι,
ἕως τῶν Ἡρακλέους στηλῶν πόλεμος καὶ ἀπώλεια
ἔσται τῶν στρατευμάτων καὶ λιμὸς καὶ πτώσεις τῶν
βοσκημάτων. Εἰ δὲ ἐπὶ τὸν Βοώτην νεύοι, κρύος
ἀπηνὲς ἄχρι Εὐξείνου καὶ χειμῶνες ἀήθεις

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis Section 32, li. 27

 ιαʹ. εἰ βροντήσῃ, εὐχαριστείτωσαν ἄνθρωποι τῷ


θεῷ· ἄνεμος γὰρ ἐξ ἀνατολῶν ῥεύσει.
 ιβʹ. εἰ βροντήσῃ, ἐνύπνια τοῖς ἀνθρώποις πλείονα
δόξει.
 ιγʹ. εἰ βροντήσῃ, ἐπικερδῆ μὲν τὸν καιρὸν, λοιμικὸν
225

δὲ ἀπειλεῖ, ἕλμισι δὲ ἐντοσθίοις κακοῖ τὰ σώματα.


 ιδʹ. εἰ βροντήσῃ, ἑρπετὰ τοῖς ἀνθρώποις ἠρέμα
πως λυμαίνεται.
 ιεʹ. εἰ βροντήσῃ, ὁ μὲν ἰχθὺς ἀφθονώτατος, λοιμώξει δὲ τὰ ἔνυδρα
θηρία, καὶ τὰ κοινὰ δῆθεν καλλίονα.
 ιϛʹ. εἰ βροντήσῃ, ἀκρίδες καὶ μυῶν ἀρουραίων γέ-
νεσις, τῷ δὲ βασιλεῖ κίνδυνος, καὶ σίτου ἀφθονία ἔσται.
 ιζʹ. εἰ βροντήσῃ, νομὴν ἄφθονον τοῖς κτήνεσι δηλοῖ.
 ιηʹ. εἰ βροντήσῃ, πόλεμον δηλοῖ καὶ τοῖς ἀστειοτέ-
ροις λύπας.
 ιθʹ. εἰ βροντήσῃ, γυναικῶν εὐπραγίας.
 κʹ. εἰ βροντήσῃ, λιμὸν ἀλλ' οὐκ εἰς μακρὰν δηλοῖ.
 καʹ. εἰ βροντήσῃ, οἱ μύες φθαρήσονται, εὐθηνία
δὲ οὐ σίτου μόνον ἀλλὰ καὶ νομῆς, καὶ ἰχθύων πλῆθος.
 κβʹ. εἰ βροντήσῃ, εὐετηρίαν δηλοῖ.

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis Section 48, li. 5

βασιλείαν αὐλὴν ὁ κίνδυνος ἐνσκήψει. εἰ δὲ κατ'


ἀγαλμάτων κατενεχθῇ, ποικίλας καὶ ἐπαλλήλους τὰς
συμφορὰς τοῖς πράγμασιν ἀπειλεῖ· εἰ γὰρ χαρακτῆρες
ἰδεῶν τινῶν καὶ κόσμια πόλεων τὰ ἀγάλματα ὑπω-
πτεύθητοῖς παλαιοῖς, ἀρὰ τοῖς πράγμασιν ἡ περὶ
αὐτὰ ὕβρις.
Ἥλιοςἐν ταύρῳ. ἐὰν κεραυνὸς κατενεχθῇ
ἐπὶ καρποφόρον δένδρον, εὐκαρπίαν τοῖς κατ' αὐτὸ
καρποῖς σημαίνει· τῷ δὲ γένει τῶν βοῶν ἐπιβλαβὲς
τὸ σημεῖον τοῦτο. εἰ δὲ ἐπὶ ποταμὸν κατενεχθείη ὁ
κεραυνός, λοιμώξει τὸ ὕδωρ καὶ τρόμος ἐπιγενήσεται
τοῖς σώμασι τῶν ἀνθρώπων, ἀνατροπὴ δὲ τῶν ποτα-
μίων ἰχθύων γενήσεται. εἰ δὲ εἰς θάλασσαν κατὰ
τόδε καιροῦ κατενεχθείη ὁ κεραυνός, ἀγαθὰ σημαίνει
τοῖς πλησιοχώροις· οἱ γὰρ πειρατεύοντες χείρω πρά-
ξουσιν. εἰ δὲ ἐπὶ τείχους κατενεχθείη, οὐ καλὸν τοῖς
βοσκήμασιν· ἢ γὰρ διαφθαρήσονται ἢ ὑπὸ πολεμίων
διαρπαγήσονται. εἰ δὲ καὶ μέρος τοῦ τείχους τῇ βολῇ
τοῦ κεραυνοῦ καταφθαρείη, ταῖς νομαῖς τῶν χωρίων
ἔσται λοιμὸς καὶ ἔφοδος πολεμίων οὐκ εὐχερὴς εἰς
ἄμυναν, καὶ ἄλλαι δέ τινες βλάβαι κάρτα σφαλεραὶ

Ιωάννης Λαυρέντιος Λύδος. De ostentis Section 49, li. 4


226

ἄμυναν, καὶ ἄλλαι δέ τινες βλάβαι κάρτα σφαλεραὶ


προσγενήσονται. εἰ δὲ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον ἐπὶ  
ἱερὸν ὁ κεραυνὸς κατενεχθείη, χωρίων δημοσίας ζη-
μίας ἀπειλεῖ· δεῖ δὲ ὅμως τοὺς ἐφόρους τῶν τοιούτων
ἱερῶν θεραπεύειν εἰς τὸ ἀποστρέψαι τὰ ἀπειλούμενα.
εἰ δὲ κατ' ἰδιωτικῆς ἢ βασιλικῆς οἰκίας κατενεχθείη κε-
ραυνός, συμφορὰς ἀναισίους παραδηλοῖ τοῖς κεκτημένοις.
Ἥλιοςἐν διδύμοις. κατὰ τὴν ἐπιτολὴν
ταύτην εἰ κεραυνὸς ἐπὶ δένδρου καρπίμου κατε-
νεχθείη, βλάψει τοὺς γεωργικοὺς καὶ τὰ καρποφόρα
δένδρα, οὐχ ἥκιστα δὲ ποταμοὺς καὶ πηγάς· λοιμώξει
δὲ τὸ ὕδωρ ὡς πᾶσαν καταφθεῖραι ἡλικίαν. εἰ δὲ
ἐπὶ θαλάσσης, πολεμίων ἔφοδον ἀπειλεῖ· τὸ δὲ πολὺ
μέρος ἢ νόσῳ φθαρήσεται ἢ πολεμίοις παραδοθήσε-
ται, ὡς σφόδρα μετρίους ἀπολειφθῆναι. εἰ δὲ νότου
πνέοντος κατὰ δημοσίου χωρίου κατενεχθείη κεραυνός,
παντελῆ φθορὰν ἀνθρώποις ἀπειλεῖ· δύο δέ τινες
κατὰ τῆς βασιλείας ἐπαναστήσονται, ὡς μερισθῆναι
τὴν βουλὴν καθ' ἑαυτήν· μικρὸν δὲ ὕστερον ἑκάτερος
αὐτῶν ἀποφθαρήσεται, πολλοὶ δὲ χάριν ἐκείνων κιν-
δυνεύσουσιν. εἰ δὲ ἐπὶ τείχους κατὰ τόδε καιροῦ

Sextus Julius Africanus Hist., Cesti (fragmenta) Book 1, chapter 2, li. 84

νου. Οὐ φέρει θάνατον ταῦτα μονήμερον, οὐδὲ τὸν χρησάμενον εὐθέως


ἀναιρεῖ, λοιμοῦ τέχνῃ τοῦτον καὶ τὸν οὐ φαγόντα καταλαμβάνοντος·
ἀνακίρναται πᾶσι καὶ εἰς τὸν ὁμοδίαιτον μέτεισιν· εἰς οἰκίαν, εἰς πόλιν,
εἰς στράτευμα, εἰς ἔθνος ἡ ἐπιβουλὴ μετοικεῖ. Τοιοῦτον αὐτοῖς μόρον  
ἐρινὺς προξενεῖ. Ταῦτα δίκαια κατὰ βαρβάρων δεῖπνα ποινῶν, χεο-
μένης ἐπὶ πάντα νόσου καὶ ἀπαραιτήτου καταλαμβανούσης τοὺς πο-
λεμίους συμφορᾶς.
 Εἰ δὲ πεφοβήμεθα μὴ μάτην τοιαύτῃ χρησώμεθα παρασκευῇ, ἤτοι
δι' ὑποψίαν οὐ χρησαμένων, ἢ ἐξ αὐτομόλων τοῦτο μεμαθηκότων,
ἑστιάσαντες, παρ' αὐτούς, ἢ τοὺς κακούργους, ἢ τοὺς αἰχμαλώτους
ἀπολύσωμεν· οἱ δὲ ὁμιλήσαντες αὐτοῖς [οἱ πολέμιοι] εὐθὺ λοιμώξουσιν.
Ἐπίβουλον αὐτοῖς φιλανθρωπίαν πέμπω.
 Ποτίσωμεν αὐτοὺς ὁμοίως τοιαύτῃ φιλοτησίᾳ. Τρισσὰ γένη ζῴων
ἅπερ ἐν πενταγώνῳ δευτέρῳ κεῖται, πρὸς σημείοις ὑπάτης ὑπάτων,
γάμμα ἀπεστραμμένον καὶ γάμμα ὀρθόν, ταῦτα σύγκοπτε, ὡς ἰχῶρα
γενέσθαι τὰ πάντα, καὶ ὕδατι πλείστῳ ζέσας μέχρι τοῦ πᾶσαν ἀναλω-
θῆναι τὴν τῶν ἑψημένων πιμελήν, ἔγχεε τῶν πολεμίων ὑδρεύματι.
227

Ὀγκωθήσεται τὰ σώματα τῶν πεπωκότων, αὐτῶν τε καὶ ὑποζυγίων,


εἶτα οἴδησις μετ' ὀδύνης αὐτοῖς ἐπιστήσεται, καί τις ὁρῶν αὑτὸν ἄλλον
ἐξ ἄλλου γεγενημένον, τὴν παροῦσαν μορφὴν οὐκ ἐπιγνούς, καὶ φυγῇ
βραδὺς καὶ τελευτῇ, τὸν γειτνιῶντα θάνατον περιμένων, τάχος ἐφόδου

Joannes Camaterus Astrol., Astron., Introductio in astronomiam


Line 501

Μαρμαρικὴν, Νασαμωνὶν καὶ Σύρτιν τὴν μεγάλην


λιμῷ προσεπιστήσονται μετοικίζουσαι πᾶσαι  
ἐμπρησμοῖς τε καὶ ταῖς δειναῖς μεγάλαις καὶ βαρείαις·
ὠμότατος δὲ τύραννος ταύτας διαταράξει,
ἀλλὰ καὶ πτῶσιν πλείοσι τῶν ἀρρένων σημαίνει.
Βροντὴ δ' εἰ πάλιν ἐνεχθῇ Σελήνης περιούσης,
πάντα θεοσεβέστατα, εἰ ἐν ἡμέρᾳ, μηνύει,
εἰ δὲ νυκτὶ γενήσεται, τούτων τὰ ἐναντία.
 Καὶκεραυνὸς ὁ καυστικὸς Ἡλίου ἐν Διδύμοις
εἰ μὲν ἐν δένδρῳ ἐνεχθῇ, καρπῶν φθορὰν ἁπάντων,
οὐχ ἥκιστα δὲ ποταμῶν λοιμώξεται τὸ ὕδωρ
καταφθαρῆναι ἅπασαν ἀνθρώπων ἡλικίαν·
ἂν δὲ καὶ πρὸς τὴν θάλασσαν, ἔφοδον πολεμίων
ἢ νόσον καταβλάπτουσαν τοὺς περιχώρους ταύτης.
εἰ δὲ καὶ νότου πνεύσαντος ὁ κεραυνὸς ἐμπέσῃ,
ἐν χωροπέδῳ κάκιστον· φθαρῇ γὰρ πᾶς ὁ τόπος.
τότεδὲ καὶ ἀγέρωχοι ἄνδρες ἐπαναστάντες
ἐπὶ δυσὶ ταῖς κεφαλαῖς κατὰ τῆς βασιλείας
μερίζοντες καὶ τὴν βουλὴν ἔσται διχοτομία
καὶ διαφθαρεῖται ἕκαστος ἐκ τῆς ἀντιστασίας,
πολλοὶ δὲ τούτων ἕνεκα σφαγῶσιν ἐκ τοῦ πλήθους.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De legationibus P. 3, li. 5

 ιαʹ. Προκοπίου Καισαρέως.


 ιβʹ. Πρίσκου ῥήτορος.
 ιγʹ. Μάλχου σοφιστοῦ.
 ιδʹ. Μενάνδρου προτίκτορος.
 ιεʹ. Θεοφυλάκτου ἀπὸ ἐπάρχων καὶ ἀντιγραφέως τοῦ
  Σιμοκάττου.  
228

Ὅσους ἐδέξαντο πρέσβεις βασιλέων Ῥωμαίων ἐθνικοί, καὶ


ποίῳ σχήματι τούτους ἐδέξαντο, καὶ μεθ' ὁποίας δοχῆς.
Ἐκ τῆς ἱστορίας Πέτρου πατρικίου καὶ μαγίστρου.

1. Ὅτι Βαλλεριανὸς εὐλαβηθεὶς τὴν ἔφοδον τῶν Περσῶν, (ἐλοίμωξε γὰρ


τὸ στράτευμα αὐτοῦ, καὶ μᾶλλον οἱ Μαυρούσιοι), χρυσίον
ἄφατον συναγαγὼν ἔπεμψε πρέσβεις πρὸς Σαπώρην ἐπὶ μεγάλαις
δόσεσι τὸν πόλεμον καταλῦσαι βουλόμενος. ὁ δὲ τά τε περὶ τοῦ
λοιμοῦ μαθὼν τῇ τε παρακλήσει Βαλλεριανοῦ πλέον ἐπαρθείς,
τοὺς πρέσβεις παρελκύσας, ἀπράκτους αὐτοὺς ἀπολύσας εὐθὺς
ἐπηκολούθησεν.
2. Ὅτι Ὀδέναθος τὸν Σαπώρην πολὺ ἐθεράπευεν ὡς ὑπερ-
βεβηκότα κατὰ πολὺ τοὺς Ῥωμαίους. βουλόμενος δὲ αὐτὸν ὑπα-
γαγέσθαι πέμπει δῶρα μεγαλοπρεπῆ καὶ ἄλλα ἀγώγιμα, ὧν ἡ
Περσὶς οὐκ ἦν εὔφορος, καμήλοις ἐπιθείς. καὶ γράμματα πέμπει
δεήσεως δύναμιν ἔχοντα, καὶ ὅτι οὐδὲν Πέρσαις ὑπεναντίον αὐτὸς

Joannes Philoponus Phil., In Aristotelis analytica posteriora


commentaria Vol. 13,3, p. 102, li. 14

p. 75b12Διὰ τοῦτο τῇ γεωμετρίᾳ οὐκ ἔστι δεῖξαι ὅτι τῶν ἐν-


 αντίων μία ἐπιστήμη, ἀλλ' οὐδ' ὅτιοἱ δύο κύβοι κύβος.

 Τὸ μὲν γὰρ δεικνύναιὅτι τῶν ἐναντίων μία ἐπιστήμη οὐ γεω-


μετρίας ἴδιον, διότι μὴ ἐκ τῶν ὑποκειμένων τῇ γεωμετρίᾳ εἰλημμένοι
εἰσὶν
οἱ ὅροι, μᾶλλον δὲ διαλεκτικῆς, ἥτις τὴν πρώτην μιμουμένη φιλοσοφίαν
τὰ πάντα ἀποδεικνύναι πειρᾶται ὥσπερ πάντων αὐτῇ ὑποκειμένων.
ὁμοίως
οὐδὲ ὅτι οἱ δύο κύβοι κύβος γεωμετρίας ἔστιν ἀποδεῖξαι, στερεομετρίας
δὲ μᾶλλον· γεωμετρία μὲν γὰρ περὶ τὰ ἐπίπεδα ἔχει, στερεομετρία δὲ περὶ

τὰ στερεά. τὸ δὲὅτι οἱ δύο κύβοι εἷς κύβος τοῦτό φησι, πῶς οἷόν τε τοὺς
δύο κύβους ἕνα κύβον ποιῆσαι. ἢ καὶ τὴν πολυθρύλλητον ἱστορίαν
αἰνίττε-
ται. Δηλίοις γὰρ λοιμώξασιν ἔχρησεν ὁ θεὸς ἀπαλλαγήσεσθαι τοῦ λοι-
μοῦ, εἰ τὸν βωμὸν διπλασιάσωσιν· ἦν δὲ οὗτος κύβος. οἱ δὲ λαβόντες
ἕτερον κύβον ἴσον ἐπιτεθείκασι τῷ βωμῷ. τοῦ λοιμοῦ δὲ μὴ παυσαμένου
ἔχρησεν ὁ θεὸς μὴ πεποιηκέναι αὐτοὺς τὸ προσταχθέν· ὁ μὲν γὰρ προς-
έταξε διπλασιάσαι τὸν βωμόν, οἱ δὲ κύβον ἐπὶ κύβῳ ἐπέθηκαν. καὶ ἦλ-
229

θον πρὸς Πλάτωνα λέγοντες, πῶς ἂν τὸν κύβον διπλασιάσαιεν. ὁ δὲ πρὸς


αὐτούς φησιν ‘ἔοικεν ὑμῖν ὀνειδίζειν ὁ θεὸς ὡς ἀμελοῦσι γεωμετρίας.’
τὴν
δὲ τοῦ κύβου δίπλωσιν εὑρεθήσεσθαί φησιν, εἰ δύο εὐθείαις δύο μέσαι
ἀνάλογον
εὑρεθῶσι. καὶ τοῦτο τὸ πρόβλημα τοῖς μαθηταῖς προεβάλλετο. καί τινες
γοῦν τῶν μαθητῶν περὶ τῆς τούτων εὑρέσεως γεγράφασιν. ὁ μὲν γὰρ
γεω-
μέτρης ἔδειξεν ὅτι τριῶν εὐθειῶν ἀνάλογον οὐσῶν,
Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 1, p. 70, li. 19

πατὴρ ἐπὶ τῷ Ἀργείῳ τὸν ὅρκον ἐδέξατο. ἀλλ' οὕτω μὲν Ἕλληνες τοὺς
νεκροὺς ἔκαιον τὰ ὀστᾶ μόνα κατέχοντες καὶ θάπτοντες εἰς μνήμην τῶν
καιομένων. Αἰγύπτιοι δὲ τοὺς νεκροὺς ἐταρίχευον, ἵνα ὅλον τὸ σῶμα τοῦ
ποτε
ζῶντος ἔχωσιν εἰς μνήμης ζώπυρον. πῶς δὲ ἐταρίχευον ἱστορεῖ
Ἡρόδοτος.
δῆλον δὲ ὅτι οὐ πᾶσιν ἤρεσκεν ἡ τῶν νεκρῶν καῦσις. τῶν τις οὖν
παλαιῶν
ἀχθόμενος, ὡς μιαινομένου τοῦ πυρός, οἷς ὡμίλει νεκροῖς σώμασιν,
ἐπικαλεῖται
τὸν τοῦ πυρὸς κλοπέα Προμηθέα λέγων «ἐπάρηξον, βοήθησον, κλέψον,
εἰ
δυνατόν, καὶ πάλιν τὸ πῦρ». Ὅτι ἐν τῷ «αἰεὶ δὲ πυραὶ νεκύων καίοντο
θαμειαί»
πυραὶ λέγονται αἱ μεγάλαι πυρκαϊαί. καὶ ἴσως παρ' Ὁμήρῳ ἡ πυρὰ μὲν
καὶ αἱ
πυραὶ ἐπὶ νεκρῶν καύσεως, τὸ πῦρ δὲ καὶ τὰ πυρὰ ἐπὶ τοῦ ἄλλως ἁπλῶς
ἀναπτομένου πυρός. καίεσθαι δέ φησιν ἄρτι νεκροὺς τοὺς τῶν
λοιμωξάντων.
οἱ γὰρ μετὰ ταῦτα πολέμου νόμῳ πεσόντες ἐν τῇ τοῦ Ἀχιλλέως μήνιδι
«ἑλώρια
ἐγίνοντο κύνεσί τε καὶ οἰωνοῖς», ὡς ἔφθασεν εἰπεῖν ὁ ποιητής, ὃς
μεθοδεύσει
κατὰ τὸ δυνατὸν καὶ τὴν τούτων ταφήν, ὡς ἐν τοῖς μετὰ ταῦτα ῥηθήσεται.
τὸ
δὲ αἰεί καὶ τὸ θαμειαί τὸ πολυπληθὲς δηλοῦσι τῶν καιομένων. σημείωσαι
δὲ ὅτι
καίονται οὐ μόνον σώματα, ἀλλὰ καὶ πυραί. τοῦτο δὲ ἀντὶ τοῦ
ἐξάπτονται.
θαμειαὶ δὲ αἱ ἀλλεπάλληλοι καὶ πυκναὶ παρὰ τὸ θαμά τὸ πυκνῶς, ὅπερ ἐκ
τοῦ
ἅμα γέγονε. προϋπόκειται δὲ τοῦ θαμειαί ἀρσενικὸν ὄνομα θαμὸς ὁ
230

πυκνός, ὃ
πλεονασμῷ τῆςει διφθόγγου γέγονε θαμειός, ὥσπερ φατὸς φατειός, ἀφνὸς

ἀφνειός, σπερχὸς Σπερχειός, ἀδελφὸς ἀδελφειός, ἀρνὸς ἀρνειός. ὁ δὲ


πλεονασμὸς
τοῦθ διὰ τὴν δασεῖαν τοῦ ἅμα, ὁποῖόν τι καὶ ἐπὶ τοῦ θειλοπεδεύειν φασὶν
οἱ

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 1, p. 538, li. 7

λοι, οὓς χειριζόμενοι ἐρρίπτουν εἰς μῆκος οἱ γυμναζόμενοι. εἰ δὲ ἦν ἐκ


σιδήρου,
σόλος τὸ τοιοῦτον ἐλέγετο. γίνεται δὲ δίσκος ἀπὸ τοῦ δίκω, τὸ βάλλω καὶ
ἀφίημι,
πλεονασμῷ τοῦσ. ἐκ τούτου δὲ καὶ δίκτυον, τὸ κατὰ ὑγροῦ ἀφιέμενον, ὡς
καὶ  
βόλος ἀπὸ τοῦ βάλλειν. Αἰγανέα δὲ εἶδος ἀκοντίου ἐλαφροῦ παρὰ τὸ
ἄγαν
ἵεσθαι, ἤτοι πέμπεσθαι, ἢ διὰ τὸ δεξιὸν εἶναι εἰς θήραν αἰγῶν κατὰ τοὺς
παλαιούς, οἵ φασι καί, ὅτι αἰγανέα, ἧς ἡ ἀγκύλη ἐξ αἰγείου δορᾶς.
Λέγουσι δὲ
ἀγκύλην τὴν τῆς αἰγανέας λαβήν. κεῖται δὲ ὁ στίχος οὗτος καὶ ἐν
Ὀδυσσείᾳ ἐπὶ
τῶν μνηστήρων. διὸ καὶ λέγουσιν ἐνταῦθα οἱ παλαιοὶ ἐπαινοῦντες τὴν
τοιαύτην
γυμναστικήν, ὅτι χρὴ τοὺς εἰωθότας κινεῖσθαι μὴ ἀγυμναστεῖν. οὐ γὰρ ἂν
λοιμώξαιεν. καὶ μετ' ὀλίγα, ὅτι, εἴγε καὶ μνηστῆρες γυμνάζονται καὶ τὰ
ἑξῆς.
Σημείωσαι δέ, ὅτι, ὥσπερ εἶδος ἀκοντίου ἡ αἰγανέα, οὕτω καὶ σίγυμνον
παρὰ
Λυκόφρονι καὶ γαῖος ἢ γαῖον, δόρυ ὁλοσίδηρον, παρὰ Παυσανίᾳ, ἢ
ἐμβόλειον
ὁλοσίδηρον. καὶ ἡ ἀγκύλη δὲ ἀκόντιόν ἐστί τι, ὅθεν καὶ οἱ ἀκοντισταὶ
ἀγκυλισταί.
ἀπ' αὐτῆς δὲ καί τι ἑκηβόλον μεσάγκυλον παρωνόμασται, ὡς δηλοῖ παρ'
Εὐριπίδῃ τὸ «πρῶτα μὲν τόξοισι καὶ μεσαγκύλοις σφενδόναις θ'
ἑκηβόλοις».
Ἴσως δὲ πολυωνυμίας λόγῳ ταὐτόν ἐστιν ἀγκύλην εἰπεῖν καὶ
μεσάγκυλον.
τὸ δὲ ῥηθὲν σίγυμνον σίγυννον ἕτεροι γράφουσιν, ὡς Ἀπολλώνιος·
«σιγύννους
ἰθὺς ἀνασχόμενοι», καί φασιν ἀσπιδίσκια ἤγουν μικρὰ πελτάρια τὴν
λέξιν
231

ἀλλαχοῦ σημαίνειν, ἐνταῦθα δὲ δόρατα ὁλοσίδηρα, καὶ εἰς μὲν σημασίαν


εὖ
σφυρηλατοῦσιν αὐτὰ λέγοντες καὶ Κυπρίων γλώσσης εἶναι. βάπτουσι δὲ

Eustathius Scr. Eccl., Theol., Commentarius in hexaemeron [Sp.]


P. 748, li. 24

τίθεται, καὶ οὕτως ἐκπίνει τὸ ὕδωρ ἐκ τῆς πηγῆς.


Ἀγρεύων δὲ τοὺς μυοξοὺς ἐκτυφλοῖ καὶ τρέφει, καὶ
πεπανθέντας κατεσθίει αὐτούς. Ἐὰν δὲ γυμνὸν θεά-
σηται ἄνθρωπον, οὐ πρόσεισιν· εἰ δὲ ἐνδεδυμένον,
ἐφάλλεται.
 Ὁ δὲ βασιλίσκος ἰὸν θανατηφόρον ἀποπέμπει τῷ
ὀφθαλμῷ, ὥστε τὸν θεασάμενον παραχρῆμα ἀπονε-
κροῦσθαι. Τὸ δὲ φύσημα αὐτοῦ τυγχάνει πύρινον,
καταφλέγον χώρας, καὶ τόπον σύνδενδρον. Ἱστοροῦσι
δὲ αὐτὸν τοιούτῳ τρόπῳ συνίστασθαι. Ἐπὰν ὄφεις
πλείονες κατακλεισθῶσιν ὁμοῦ, καὶ λοιμώξωσιν (ἐπει-
δήπερ τὸ ζῶόν ἐστι παμμίαρον), ἕκαστος τὸν πλησίον
κατεσθίει· καὶ ὁ ἰσχυρότερος ἀναλίσκων ὄφις τὸν
ἀσθενέστερον, καὶ πληρωθεὶς πάντων τῶν ὄφεων ἰοῦ,
ὧν κατεδήδοκε, βασιλίσκος γίγνεται ἰὸν ἔχων χαλε-
πώτατον, ὡς καὶ ἀπὸ μόνου τοῦ ὀφθαλμοῦ θανατοῦν.
 Ὁ δὲ κάνθαρος, ἐκ τῆς βοείας ὄνθου κυκλοτερὲς
σχῆμα πλασάμενος, ἀντιπρόσωπος κυλινδεῖ. Φασὶ δὲ
αὐτὸν ἑξάμηνον ἐπάνω τῆς γῆς, καὶ σπερμαίνειν εἰς
τὴν ὄνθιον σφαῖραν, καὶ τίκτειν ἄῤῥενα κάνθαρον· οὐ

Anonymus De Philosophia Platonica Phil., Prolegomena philosophiae


Platonicae (fort. auctore Elia, olim sub auctore Olympiodoro) Section 5,
li. 15

τὸν Σωκράτην διαλεγόμενον καὶ λέγοντα ὅτι ‘ἴσως μὲν οὖν τὸ τῆς
ποιότητος ὄνομα ξένον σοι δόξειεν εἶναι καὶ οὐκ εἰωθός’. δηλοῖ δὲ καὶ
Ἀριστοτέλης ἐν Κατηγορίαις λέγων ‘ποιότητα δὲ λέγω’, εἰπὼν τὸ ‘λέγω’
ἀπ' αὐτοῦ τοῦ θεμένου τοὔνομα· εἰ γὰρ ἦν ἐν καταχρήσει, πάντως ἂν
οὐ ‘λέγω’ ἀλλὰ ‘λέγεται’ εἶπεν, εἴωθεν γὰρ αὐτὸς καὶ ἅπαντες δ' οἱ
παλαιοὶ τοῦτο ποιεῖν. εὗρε δὲ καὶ τὸ τῶν ἀντιπόδων ὄνομα καὶ τὸ τοῦ
μήκους ἀριθμοῦ. πράγματα δ' εὗρεν φυσικὰ ἠθικὰ θεολογικὰ πολιτικά.
φυσικὰ μὲν ὅτι ἔδειξεν τὴν μαγνῆτιν λίθον μὴ ἕλκουσαν τὸν σίδηρον,
ἀλλ' ὅτι ὁ ἀήρ ἐστιν ὁ ὠθῶν αὐτὸν πρὸς αὐτήν. μαθηματικὰ δὲ εὗρεν
232

τὴν μέσην καλουμένην ἀνάλογον, περὶ ἧς ἐν τῇ Ἀποδεικτικῇ λόγον


ἐποιησάμεθα. λοιμωξάντων γὰρ τῶν Ἀθηναίων ἔπεμψαν ἐν Δέλφοις
χρησόμενοι τί ποιήσαντες παύσαιντο τοῦ λοιμοῦ· ἔχρησεν δὲ αὐτοῖς ὁ
θεὸς διπλασιάσαντας τὸν βωμὸν οὕτως θῦσαι. τυγχάνοντος δὲ τοῦ
βωμοῦ κύβου ἕτερον κύβον ἐπῳκοδόμησαν οἰόμενοι τοῦτο εἶναι τὸ ὑπὸ
τοῦ χρησμοῦ λεγόμενον· εἶθ' ὡς οὐδὲ τοῦτο ποιησάντων ἐπαύσαντο, ἐπὶ
τὸν Πλάτωνα πορευθέντες ἤροντο αὐτὸν τί δέοι ποιεῖν. ὁ δὲ φησὶν ὅτι
’ὀνειδίζει ὑμῖν ὁ θεὸς ὡς ἀπείροις γεωμετρίας’· ἔδειξε γὰρ μὴ ἰδιωτικῶς
τὸ διπλάσιον ἐννοῆσαι, ἀλλ' εὑρεῖν μέσην τινὰ ἀνάλογον καὶ τούτῳ
διπλασιάσαι ταύτην· ὅθεν οὕτω ποιησάντων παραυτίκα ἐπαύσαντο ⟦τὰ⟧
τοῦ λοιμοῦ. εὗρεν δὲ καὶ ἠθικά· τὸ γοῦν μὴ ἐπὶ μισθῷ διδάσκειν, ἠθικὸν
ὄν, πρῶτος εὗρεν. ἀμέλει Πυθαγόρας, καὶ οἱ πρὸ αὐτοῦ ἅπαντες,

Scholia In Aeschylum, Scholia in Aeschylum (scholia vetera)


Play Ch, hypothesis-epigram-scholion 278-290, li. 2

κόμιζ'] καθ' ἑαυτὸ ἀντὶ τοῦ σῶζε ἡμᾶς. δύνασαι γὰρ


ἀπὸ σμικρᾶς αἰτίας ἀνοικοδομῆσαι τὸν πεσόντα δόμον.
ἀπαγγελεῖ] μὴ δυνάμενος ἐχεμυθεῖν.
ἐν κηκῖδι] ἐν ἀναδόσει φλογὸς ἰσχυρᾶι.
πισσήρει] καιόμενα γὰρ τὰ ξύλα πίσσαν ἀνίησιν.  
ἐξορθιάζων] ἀνατεταμένα βοῶν.
ταυρούμενον] ἢ ἐμὲ ζημίαν μεμφόμενον ἢ Αἴγισθον τὸν μὴ
ζημιωθέντα ποινὴν ἐπὶ τῶι φόνωι τοῦ πατρός.
αὐτόν· τὸν Ἀγαμέμνονα ἔφασκε τελεσιουργεῖν.
τὰ μὲν ... λυμανθὲν δέμας] τοὺς μὲν γὰρ πολίτας λοιμώξειν ἐκ γῆς
ἔφασκεν πρὸς ἀφοσίωσιν Ἀγαμέμνονος ὡς μὴ ἐκδικήσαντας, ἡμᾶς δὲ
σωματικῶς φθαρῆναι.
δυσφρόνων μειλίγματα] τῶν ἐχθρῶν μειλίγματα· αἱ κολάσεις
γὰρ τῶν ἀδικούντων μειλίγματά εἰσι τῶν ἀδικηθέντων.
ἀρχαίαν φύσιν] τὴν ὑγιᾶ καὶ ἐξ ἀρχῆς οὖσαν ἡμῖν.
λευκὰς δὲ κόρσας] ἢ μέχρι γήρως ἀτυχήσομεν ἢ παραυτὰ
γηράσομεν. παρὰ τὸαἶψα γὰρ ἐν κακότητι βροτοὶ καταγη-
(ράσκουσιν).
κόρσας] τρίχας.
ὁρῶντα] τὸν ἐν σκότωι νῦν κινοῦντα τὴν ὀφρῦν λαμπρῶς ἡμᾶς
ἐπεξιέναι ἔλεγεν.

Scholia In Aristophanem, Scholia in equites (scholia vetera et recentiora


233

Triclinii) Argumentum-dramatis personae-scholion sch eq, section-verse


84b, li. 28

υἱόν. ἐγκότως δὲ διακείμενοι πρὸς Θεμιστοκλέα διὰ τὸν τειχισμὸν τῆς


Ἀττικῆς, μεταστέλλονται αὐτὸν εἰς κρίσιν, φάσκοντες Παυσανίαν
ὡμολογηκέναι καὶ αὐτὸν κοινωνεῖν τῇ προδοσίᾳ. Ἀθηναίων δὲ
βουλομένων ἀποστέλλειν αὐτόν, φυγὼν ἧκε πρὸς Ἀρταξέρξην. καὶ
Μηδικὴν φωνὴν μαθὼν ἐδίδαξεν αὐτὸν πῶς ἔσωσε τὸν πατέρα Ξέρξην
μὴ συγχωρήσας τοῖς Ἕλλησι διαλῦσαι τὰ ἐπὶ Σηστοῦ καὶ Ἀβύδου
διαζεύγματα. ἐφ' οἷς εὐχαριστήσας ὁ βασιλεὺς δωρεῖται αὐτῷ τρεῖς
πόλεις, Μαγνησίαν εἰς σῖτον, Λάμψακον εἰς οἶνον, Μυοῦντα εἰς
ὄψα, ὡς δὲ Νεάνθης, καὶ Περκώτην εἰς στρωμνὴν καὶ Παλαίσκηψιν εἰς
στολήν.
στρατὸν δὲ παραλαβὼν ἀπ' αὐτοῦ ἐπὶ πορθήσει τῆς Ἑλλάδος περὶ τὴν
Ἰωνίαν
ἐν Μαγνησίᾳ γενόμενος, θύων, ὡς εἴρηται ἄνω, τελευτᾷ, καὶ κατὰ
θάνατον
τὸν μισοβάρβαρον ἐνδεικνύμενος τρόπον. λοιμωξάντων δὲ Ἀθηναίων, ὁ
θεὸς
εἶπε μετάγειν τὰ ὀστᾶ Θεμιστοκλέους. Μαγνήτων δὲ μὴ συγχωρούντων,
ᾐτήσαντο ἐπὶ τριάκοντα ἡμέραις ἐναγίσαι τῷ τάφῳ. καὶ περισκηνώσαντες

τὸ χωρίον λάθρα κομίζουσιν ἀνορύξαντες τὰ ὀστᾶ. Σύμμαχος δέ φησι


ψεύδεσθαι
περὶ Θεμιστοκλέους. οὔτε γὰρ Ἡρόδοτος οὔτε Θουκυδίδης ἱστορεῖ. ἔστι
γοῦν
ἀπὸ Σοφοκλέους Ἑλένης
  “ἐμοὶ δὲ λῷστον αἷμα ταύρειον πιεῖν,
  καὶ μὴ 'πὶ πλεῖον τῶνδ' ἔχειν δυσφημίας.”
τινὲς δέ φασιν ὅτι Σοφοκλῆς περὶ Θεμιστοκλέους τοῦτό φησι. ψεύδονται
δέ· οὐ γάρ ἐστι πιθανόν.

Scholia In Aristophanem, Scholia in plutum (scholia vetera et fort.


recentiora sub auctore Moschopulo) Argumentum-scholion sch plut,
verse 627, li. 25

ἀλόγως, ἀλλὰ τῇ τε τῆς νέας κωμῳδίας συνηθείᾳ, ἐν


ᾗ αἱ παραβάσεις ἐπαύσαντο, ὡς προείρηται, καὶ ἅμα
δεῖξαι βουλόμενος ὡς ἄρα τάχιστα πάνυ ὁ Πλοῦτος ἀνέ-
βλεψεν.⟧
ὦ πλεῖστα Θησείοις μεμυστιλημένοι: [Ὁ θεράπων
ἔρχεται ἀγγέλλων τὸν Πλοῦτον ἀναβλέψαντα.] μετὰ
234

τὸ χαρίσασθαι τὴν δημοκρατίαν τοῖς Ἀθηναίοις τὸν


Θησέα, Λύκος τις συκοφαντήσας ἐποίησεν ἐξοστρακι-
σθῆναι τὸν ἥρωα· ὁ δὲ παραγενόμενος εἰς Σκῦρον διῆγε
παρὰ Λυκομήδει τῷ δυνάστῃ τῆς νήσου, ὃς ζηλοτυπή-
σας ἀναιρεῖ αὐτὸν δόλῳ. Ἀθηναῖοι δὲ λοιμώξαντες καὶ
κελευσθέντες ἐκδικῆσαι τῷ Θησεῖ, τὸν μὲν Λυκομήδην
ἀνεῖλον, τὰ δὲ ὀστᾶ μεταστειλάμενοι καὶ τὸ Θησεῖον
οἰκοδομήσαντες ἰσοθέους αὐτῷ τιμὰς νέμουσιν.  – Ἄλ-
λως. Ταῖς ὀγδόαις τὰ Θησεῖα ἦγον καὶ ἀνεῖτο ἡ ὀγδόη
πᾶσα τῷ Θησεῖ, ἐν Ἀθήναις δὲ δημοτελὴς ἑορτὴ συν-
τείνουσα πρὸς τὴν τοῦ ἥρωος τιμήν. ἐκαρύκευον δὲ
ζωμόν. Ἄλλως. V. (διανομαὶ καὶ εὐωχίαι τοῖς Θη-
σείοις ἐγίνοντο. ἑορτὴ δὲ αὐτῷ ἐπετελεῖτο, ἐπειδὴ αὐτὸς
συνήγαγε τὴν Ἀττικὴν, πρότερον σποράδην καὶ κατὰ
κώμας οἰκουμένην.) [μεμυστιλημένοι, εὐωχημένοι,

ΛΟΙΜΩΔΗΣ ΝΟΣΟΣ

Θουκυδίδης ιστορίαι. “Thucydidis historiae, 2 vols.”, Ed. Jones, H.S.,


Powell, J.E.Oxford: Clarendon Press, 1:1942 (1st edn. rev.); 2:1942 (2nd
edn. rev.), Repr. 1:1970; 2:1967.Book 1, chapter 23, section 3, li. 8

φθεῖσαι ἠρημώθησαν, αἱ μὲν ὑπὸ βαρβάρων, αἱ δ' ὑπὸ σφῶν


αὐτῶν ἀντιπολεμούντων (εἰσὶ δ' αἳ καὶ οἰκήτορας μετέβαλον
ἁλισκόμεναι), οὔτε φυγαὶ τοσαίδε ἀνθρώπων καὶ φόνος, ὁ
μὲν κατ' αὐτὸν τὸν πόλεμον, ὁ δὲ διὰ τὸ στασιάζειν. τά τε
πρότερον ἀκοῇ μὲν λεγόμενα, ἔργῳ δὲ σπανιώτερον βεβαιού-
μενα οὐκ ἄπιστα κατέστη, σεισμῶν τε πέρι, οἳ ἐπὶ πλεῖστον
ἅμα μέρος γῆς καὶ ἰσχυρότατοι οἱ αὐτοὶ ἐπέσχον, ἡλίου τε
ἐκλείψεις, αἳ πυκνότεραι παρὰ τὰ ἐκ τοῦ πρὶν χρόνου μνη-
μονευόμενα ξυνέβησαν, αὐχμοί τε ἔστι παρ' οἷς μεγάλοι καὶ
ἀπ' αὐτῶν καὶ λιμοὶ καὶ ἡ οὐχ ἥκιστα βλάψασα καὶ μέρος
τι φθείρασα ἡ λοιμώδης νόσος· ταῦτα γὰρ πάντα μετὰ τοῦδε
τοῦ πολέμου ἅμα ξυνεπέθετο. ἤρξαντο δὲ αὐτοῦ Ἀθηναῖοι
καὶ Πελοποννήσιοι λύσαντες τὰς τριακοντούτεις σπονδὰς αἳ
αὐτοῖς ἐγένοντο μετὰ Εὐβοίας ἅλωσιν. διότι δ' ἔλυσαν,
τὰς αἰτίας προύγραψα πρῶτον καὶ τὰς διαφοράς, τοῦ μή
τινα ζητῆσαί ποτε ἐξ ὅτου τοσοῦτος πόλεμος τοῖς Ἕλλησι
κατέστη. τὴν μὲν γὰρ ἀληθεστάτην πρόφασιν, ἀφανεστάτην
δὲ λόγῳ, τοὺς Ἀθηναίους ἡγοῦμαι μεγάλους γιγνομένους
καὶ φόβον παρέχοντας τοῖς Λακεδαιμονίοις ἀναγκάσαι ἐς τὸ
235

πολεμεῖν· αἱ δ' ἐς τὸ φανερὸν λεγόμεναι αἰτίαι αἵδ' ἦσαν


ἑκατέρων, ἀφ' ὧν λύσαντες τὰς σπονδὰς ἐς τὸν πόλεμον

Πλούταρχος. Numa “Plutarch's lives, vol. 1”, Ed. Perrin, B.Cambridge,


Mass.: Harvard University Press, 1914, Repr. 1967.Chap 13, sec 1, li. 3

οἱ Φιτιαλεῖς ἔπειθον ἐκδιδόναι τὸν ἄνδρα τοῖς  


Κελτοῖς, καταφυγὼν δὲ ἐκεῖνος εἰς τοὺς πολλοὺς
καὶ τῷ δήμῳ σπουδάζοντι χρησάμενος διεκρού-
σατο τὴν δίκην. μετ' ὀλίγον δὲ ἐπελθόντες οἱ
Κελτοὶ τὴν Ῥώμην πλὴν τοῦ Καπιτωλίου διε-
πόρθησαν. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐν τοῖς περὶ Κα-
μίλλου μᾶλλον ἀκριβοῦται.
 Τοὺς δὲ Σαλίους ἱερεῖς ἐκ τοιαύτης
λέγεται συστήσασθαι προφάσεως. ἔτος ὄγδοον
αὐτοῦ βασιλεύοντος λοιμώδης νόσος περιϊοῦσα
τὴν Ἰταλίαν ἐστρόβησε καὶ τὴν Ῥώμην. ἀθυ-
μούντων δὲ τῶν ἀνθρώπων ἱστορεῖται χαλκῆν
πέλτην ἐξ οὐρανοῦ καταφερομένην εἰς τὰς Νομᾶ
πεσεῖν χεῖρας. ἐπὶ δὲ αὐτῇ θαυμάσιόν τινα
λόγον λέγεσθαι ὑπὸ τοῦ βασιλέως, ὃν Ἠγερίας
τε καὶ τῶν Μουσῶν πυθέσθαι. τὸ μὲν γὰρ ὅπλον
ἥκειν ἐπὶ σωτηρίᾳ τῆς πόλεως, καὶ δεῖν αὐτὸ
φρουρεῖσθαι γενομένων ἄλλων ἕνδεκα καὶ σχῆμα
καὶ μέγεθος καὶ μορφὴν ἐκείνῳ παραπλησίων,
ὅπως ἄπορον εἴη τῷ κλέπτῃ δι' ὁμοιότητα τοῦ

Πλούταρχος. Camillus (0007: 011)“Plutarchi vitae parallelae, vol. 1.1,


4th edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1969.Chapter 43, sec 1, li. 1

προέπεμπον. τῇ δ' ὑστεραίᾳ συνελθόντες ἐψηφίσαντο τῆς


μὲν Ὁμονοίας ἱερόν, ὥσπερ ηὔξατο Κάμιλλος, εἰς τὴν
ἀγορὰν καὶ τὴν ἐκκλησίαν ἄποπτον ἐπὶ τοῖς γεγενημέ-
νοις ἱδρύσασθαι, ταῖς δὲ καλουμέναις Λατίναις μίαν ἡμέ-
ραν προσθέντας ἑορτάζειν τέτταρας, παραυτίκα δὲ θύειν
καὶ στεφανηφορεῖν Ῥωμαίους ἅπαντας. τῶν δ' ἀρχαιρε-  
σίων βραβευθέντων ὑπὸ Καμίλλου, κατεστάθησαν ὕπατοι
Μᾶρκος μὲν Αἰμίλιος ἐκ πατρικίων, Λεύκιος δὲ Σέξτιος
ἐκ δημοτῶν πρῶτος. καὶ τοῦτο πέρας αἱ Καμίλλου πρά-
ξεις ἔσχον.
 Ἐν δὲ τῷ κατόπιν ἐνιαυτῷ λοιμώδης νόσος ἐμπε-
236

σοῦσα τῇ Ῥώμῃ τὸν μὲν ἄλλον ὄχλον οὐ περιληπτὸν


ἀριθμῷ διέφθειρε, τῶν δ' ἀρχόντων τοὺς πλείστους.
ἐτελεύτησε δὲ καὶ Κάμιλλος, ἡλικίας μὲν οὕνεκα καὶ
βίου τελειότητος ὡς εἴ τις ἄλλος ἀνθρώπων ὡραῖος,
ἀνιάσας δὲ Ῥωμαίους ὡς οὐδὲ σύμπαντες οἱ τῇ νόσῳ
κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἀποθανόντες.  
 

Φίλων Ιουδαίος De confusione linguarum (0018: 013)


“Philonis Alexandrini opera quae supersunt, vol. 2”, Ed. Wendland, P.
Berlin: Reimer, 1897, Repr. 1962.Section 22, li. 7

πάντα κοινῇ, ἐπειδὰν ὁ μὲν νοῦς ὅσα ἀφροσύναι καὶ δειλίαι ἀκολασίαι
τε καὶ ἀδικίαι σπείρουσι θερίσῃ, ὁ δὲ θυμὸς τὰς ἐκμανεῖς καὶ παρα-
φόρους λύττας καὶ ὅσα ἄλλα ὠδίνει κακὰ τέκῃ, ἡ δὲ ἐπιθυμία τοὺς ὑπὸ
νηπιότητος ἀεὶ κούφους ἔρωτας καὶ τοῖς ἐπιτυχοῦσι σώμασί τε καὶ
πράγμασι προσιπταμένους ἐπιπέμψῃ πανταχόσε· τότε γὰρ ὥσπερ ἐν
σκάφει  
ναυτῶν, ἐπιβατῶν, κυβερνητῶν κατά τινα φρενοβλάβειαν ἐπ' ἀπωλείᾳ
τούτου συμφρονησάντων καὶ οἱ ἐπιβουλεύσαντες αὐτῇ νηὶ οὐχ ἥκιστα
συναπώλοντο. βαρύτατον γὰρ κακῶν καὶ σχεδὸν ἀνίατον μόνον ἡ πάν-
των τῶν ψυχῆς μερῶν πρὸς τὸ ἁμαρτάνειν συνεργία, μηδενὸς οἷα ἐν
πανδήμῳ συμφορᾷ δυνηθέντος ὑγιαίνειν, ἵνα τοὺς πάσχοντας ἰᾶται, ἀλλὰ
καὶ τῶν ἰατρῶν ἅμα τοῖς ἰδιώταις καμνόντων, οὓς ἡ λοιμώδης νόσος
ἐφ' ὁμολογουμένῃ συμφορᾷ πιέσασα κατέχει. τοῦ παθήματος τούτου
σύμβολον ὁ μέγας ἀναγραφεὶς παρὰ τῷ νομοθέτῃ κατακλυσμός ἐστι,
τῶν τε ἀπ' οὐρανοῦ καταρρακτῶν τοὺς κακίας αὐτῆς λάβρῳ φορᾷ χει-
μάρρους ἐπομβρούντων καὶ τῶν ἀπὸ γῆς, λέγω δὲ τοῦ σώματος, πηγῶν
ἀναχεουσῶν τὰ πάθους ἑκάστου ῥεύματα πολλὰ ὄντα καὶ μεγάλα, ἅπερ
εἰς ταὐτὸν τοῖς προτέροις συνιόντα καὶ ἀναμιγνύμενα κυκᾶταί τε καὶ τὸ
δεδεγμένον ἅπαν τῆς ψυχῆς στροβεῖ χωρίον δίναις ἐπαλλήλοις. “ἰδὼν”
γάρ φησι “κύριος ὁ θεός, ὅτι ἐπληθύνθησαν αἱ κακίαι τῶν ἀνθρώπων
ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ πᾶς τις διανοεῖται ἐν τῇ καρδίᾳ ἐπιμελῶς τὰ πονηρὰ
πάσας τὰς ἡμέρας” ἔγνω τὸν ἄνθρωπον, λέγω δὲ τὸν νοῦν,

Φίλων Ιουδαίος De somniis (lib. i–ii) (0018: 019)“Philonis Alexandrini


opera quae supersunt, vol. 3”, Ed. Wendland, P.Berlin: Reimer, 1898,
Repr. 1962.Book 2, section 129, li. 3

ὑπὸ τῆς ἀμπεχόνης παρὰ ταῖς λαγόσι πήξαντες, ἵνα μηδ' ἄκοντές τι
τῶν εἰς τὸ σωθῆναι παράσχησθε; καὶ καθεδεῖσθε ἐν τοῖς συναγωγίοις
237

ὑμῶν, τὸν εἰωθότα θίασον ἀγείροντες καὶ ἀσφαλῶς τὰς ἱερὰς βίβλους
ἀναγινώσκοντες κἂν εἴ τι μὴ τρανὲς εἴη διαπτύσσοντες καὶ τῇ πατρίῳ
φιλοσοφίᾳ διὰ μακρηγορίας ἐνευκαιροῦντές τε καὶ ἐνσχολάζοντες; ἀλλὰ
γὰρ ἀποσεισάμενοι πάντα ταῦτα πρὸς τὴν ἑαυτῶν καὶ γονέων καὶ τέκνων
καὶ τῶν ἄλλων οἰκειοτάτων καὶ φιλτάτων σωμάτων, εἰ δὲ δεῖ τἀληθὲς
εἰπεῖν, καὶ κτημάτων καὶ χρημάτων, ὡς μηδὲ ταῦτα ἀφανισθείη, βοή-
θειαν ἀποδύσεσθε. καὶ μὴν οὗτος αὐτὸς ἐγὼ τὰ λεχθέντα, ἔφη, πάντα
εἰμί, τυφώς, πόλεμος, κατακλυσμός, κεραυνός, λιμηρὰ καὶ λοιμώδης
νόσος, ὁ τινάττων καὶ κυκῶν τὰ παγίως ἑστῶτα σεισμός, εἱμαρμένης
ἀνάγκης οὐκ ὄνομα, ἀλλ' ἐμφανὴς ἐγγὺς ἑστῶσα δύναμις. τί οὖν τὸν
ταῦτα λέγοντα ἢ διανοούμενον αὐτὸ μόνον εἶναι φῶμεν; ἆρ' οὐκ ἐκτό-
πιον; ὑπερωκεάνιον μὲν οὖν ἢ μετακόσμιόν τι καινὸν κακόν, εἴ γε τῷ
πάντα
μακαρίῳ ὁ πάντα βαρυδαίμων ἑαυτὸν ἐξομοιοῦν ἐτόλμησεν. ὑπερθεῖτ' ἂν
οὗ-
τος ἥλιον καὶ σελήνην καὶ τοὺς ἄλλους ἀστέρας βλασφημεῖν, | ὁπότε τι
τῶν
ἐλπισθέντων κατὰ τὰς ἐτησίους ὥρας ἢ μὴ συνόλως ἢ μὴ ῥᾳδίως ἀποβαί-
νοι, φλογμὸν μὲν θέρους, κρυμὸν δὲ [καὶ] χειμῶνος βαρὺν
κατασκήπτοντος,
ἔαρος δὲ καὶ μετοπώρου, τοῦ μὲν πρὸς εὐκαρπίαν ἐστειρωμένου, τοῦ
δὲ πρὸς νοσημάτων γενέσεις εὐτοκίᾳ χρωμένου; πάντα μὲν οὖν ἀνα-
σείων κάλων ἀχαλίνου στόματος καὶ κακηγόρου γλώττης, ὥσπερ τὸν

Διονύσιος Αλικαρνασσέας 60 π. Χ.-7 π. Χ. De Demosthenis dictione


(0081: 006)“Dionysii Halicarnasei quae exstant, vol. 5”, Ed. Usener, H.,
Radermacher, L.Leipzig: Teubner, 1899, Repr. 1965.Section 39, li. 65

καὶ οἰκήτορας μετέβαλον ἁλισκόμεναι, οὔτε φυγαὶ


τοσαίδε ἀνθρώπων καὶ φόνος ὃ μὲν κατ' αὐτὸν τὸν
πόλεμον, ὃ δὲ διὰ τὸ στασιάζειν. τά τε πρότερον ἀκοῇ
μὲν λεγόμενα, ἔργῳ δὲ σπανιώτερον βεβαιούμενα οὐκ
ἄπιστα κατέστη σεισμῶν τε πέρι, οἳ ἐπὶ πλεῖστον ἅμα
μέρος γῆς καὶ ἰσχυρότατοι οἱ αὐτοὶ ἐπέσχον, ἡλίου τ'
ἐκλείψεις, αἳ πυκνότεραι παρὰ τὰ ἐκ τοῦ πρὶν
χρόνου μνημονευόμενα συνέβησαν, αὐχμοί τ' ἔστιν
παρ' οἷς μεγάλοι καὶ ἀπ' αὐτῶν καὶ λιμοὶ καὶ ἡ οὐχ
ἥκιστα βλάψασα καὶ μέρος τι φθείρασα ἡ λοιμώδης
νόσος.’ ἡ μὲν δὴ πρώτη τῶν ἁρμονιῶν ἡ γεννικὴ καὶ
αὐστηρὰ καὶ μεγαλόφρων καὶ τὸ ἀρχαιοπρεπὲς διώκουσα
τοιάδε τίς ἐστι κατὰ τὸν χαρακτῆρα.
 ἡ δὲ μετὰ ταύτηνἡ γλαφυρὰ καὶ θεατρικὴ καὶ
238

τὸ κομψὸν αἱρουμένη πρὸ τοῦ σεμνοῦ τοιαύτη· ὀνο-


μάτων αἰεὶ βούλεται λαμβάνειν τὰ λειότατα καὶ μαλα-
κώτατα, τὴν εὐφωνίαν θηρωμένη καὶ τὴν εὐμέλειαν, ἐξ
αὐτῶν δὲ τὸ ἡδύ. ἔπειτα οὐχ ὡς ἔτυχεν ἀξιοῖ ταῦτα  
τιθέναι οὐδὲ ἀπερισκέπτως συναρμόττειν θάτερα τοῖς
ἑτέροις, ἀλλὰ διακρίνουσα τὰ ποῖα τοῖς ποίοις [καὶ]
παρατιθέμενα μουσικωτέρους ποιεῖν δυνήσεται τοὺς

Διονύσιος Αλικαρνασσέας 60 π. Χ.-7 π. Χ. De Thucydide (0081: 010)


“Dionysii Halicarnasei quae exstant, vol. 5”, Ed. Usener, H., adermacher,
L.Leipzig: Teubner, 1899, Repr. 1965.Section 20, li. 67

οἰκήτορας μετέβαλον ἁλισκόμεναι· οὔτε φυγαὶ τοσαίδε


ἀνθρώπων καὶ φόνος ὃ μὲν κατ' αὐτὸν τὸν πόλεμον,
ὃ δὲ διὰ τὸ στασιάζειν. τά τε πρότερον ἀκοῇ μὲν
λεγόμενα, ἔργῳ δὲ σπανιώτερον βεβαιούμενα οὐκ ἄπιστα
κατέστη σεισμῶν τε πέρι, οἳ ἐπὶ πλεῖστον ἅμα μέρος
γῆς καὶ ἰσχυρότατοι οἱ αὐτοὶ ἐπέσχον, ἡλίου τε
ἐκλείψεις, αἳ πυκνότεραι παρὰ τὰς ἐκ τοῦ πρὶν χρό-
νου μνημονευομένας ξυνέβησαν, αὐχμοί τε ἔστι παρ'
οἷς μεγάλοι, καὶ ἀπ' αὐτῶν καὶ λιμοί· καὶ ἡ οὐχ
ἥκιστα βλάψασα καὶ μέρος τι φθείρασα, ἡ λοιμώδης
νόσος· ταῦτα γὰρ πάντα μετὰ τοῦδε τοῦ πολέμου ἅμα
ξυνεπέθετο. ἤρξαντο δὲ αὐτοῦ Ἀθηναῖοι καὶ Πελοπον-
νήσιοι λύσαντες τὰς τριακοντούτεις σπονδάς, αἳ αὐτοῖς
ἐγένοντο μετ' Εὐβοίας ἅλωσιν. διότι δὲ ἔλυσαν, τὰς
αἰτίας προέγραψα πρῶτον καὶ τὰς διαφορὰς τοῦ μή
τινα ζητῆσαί ποτε, ἐξ ὅτου τοσοῦτος πόλεμος τοῖς Ἕλ-
λησι κατέστη.’ Τὰ μὲν δὴ περὶ τὸ πραγματικὸν μέρος
ἁμαρτήματά τε καὶ κατορθώματα τοῦ συγγραφέως ταῦτά
ἐστι.
 Τὰ δὲ περὶ τὸ λεκτικόν, ἐν ᾧ μάλιστα ὁ χαρακτὴρ

Αίλιος Ηρωδιανός 2ος μ. Χ. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e


codd. Paris. 2543 + 2570) (0087: 036)“Herodiani partitiones”, Ed.
Boissonade, J.F.London, 1819, Repr. 1963.P. 80, li. 6

υ ψιλοῦ γράφεται· οἷον· λύπη· λυπηρόν· λύχνος· λυχνία·


239

λύω· λύσις· λύμη, ἡ βλάβη· λυμεὼν, ὁ βλαπτικός· λυ-


μαίνω, ῥῆμα, τὸ βλάπτω· λύκος· Λυκόφρων, καὶ Λυκομή-
δης, κύρια· λύρα· λυρῳδός· λυρικὸς ποιητής· λύσσα, ἡ
μανία· λυσσῶ, τὸ μαίνομαι· λύγος, τὸ βεργίον· Λυδία,  
χώρα, καὶ Λυδὸς ἀνήρ· Λύδιον μέλος· Λυκαονία, χώρα·
Λυκαονεὺς ἀνήρ· Λυαῖος, καὶ Λύσιππος, κύρια· λυπρόγεως
γῆ, ἡ ἄκαρπος· καὶ τὰ λοιπά.
 Πλὴν τοῦ λοιδορῶ· λοιδορισμὸς, καὶ λοιδορία, ἡ ὕβρις·
λοιβὴ, ἡ σπονδή· λοιμὸς, ἡ λοιμικὴ νόσος· λοιμώδης νό-
σος· λοῖσθος, τὸ ἔσχατον· λοίσθιον, τὸ αὐτό· λοιγὸς, ὁ
ὄλεθρος· καὶ λοιμὸς, ὁ φθορεύς· λοίγιον, τὸ ὀλέθριον· λοιπὸν,
ἀντὶ τοῦ διὰ τοῦτο· καὶ λοιπὸν, τὸ ἐπίλοιπον· καὶ τὰ
ἕτερα.

ἈΡΧΗ ΤΟΥ Μ.

 Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς με συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ


ε ψιλοῦ γράφεται· οἷον· μέγας· μέγιστος· μέγεθος· μεγε-
θύνω· μέτρον· μετρῶ· μέλας· μελαίνω· μέλι· μέλισσα·
μένω, τὸ ἐπιμένω· μέσος· μεσότης· μελαγχολῶ· μελαγ-
χολία· μέλος· μελῳδία· μέρος· μερίζω· μερισμός·
Μεῤῥὰ, ὄνομα πηγῆς, ἣν πικρὰν οὖσαν ἐγλύκανεν ὁ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. 37-100 μ. Χ. (0526: 001)


“Flavii Iosephi opera, vols. 1–4”, Ed. Niese, B.
Berlin: Weidmann, 1:1887; 2:1885: 3:1892; 4:1890, Repr. 1955.
Book 15, chapter 243, li. 1

σαμεν· οὐ γὰρ ἀπαθὴς οὐδ' οἷος ἂν ἐκ συνηθείας ἦν ὁ πρὸς αὐτὴν


ἔρως, ἀλλὰ καὶ πρότερον ἦρξεν ἐνθουσιαστικῶς καὶ τῇ παρρησίᾳ τῆς
συμβιώσεως οὐκ ἀπενικήθη μὴ πλείων ἀεὶ γίνεσθαι· τότε μέντοι καὶ
μᾶλλον ἐδόκει κατὰ νέμεσίν τινα τῆς κατὰ τὴν Μαριάμμην ἀπωλείας
ἐπιθέσθαι, καὶ πολλάκις μὲν ἀνακλήσεις ἦσαν αὐτῆς, πολλάκις δὲ
καὶ θρῆνος ἀσχήμων, ἐπενόει δὲ πᾶν εἴ τι δυνατὸν εἰς ψυχαγωγίαν
πότους καὶ συνουσίας αὐτῷ πραγματευόμενος, καὶ τούτων οὐδὲν ἤρκει.
τὰς οὖν διοικήσεις τῶν κατὰ τὴν βασιλείαν παρῃτεῖτο καὶ τοσοῦ-
τον ἥττητο τοῦ πάθους, ὥστ' αὐτὸν ἤδη καὶ καλεῖν τὴν Μαριάμ-
μην προστάξαι τοῖς ὑπηρέταις ὡς ζῶσαν ἔτι καὶ δυναμένην ὑπα-
κούειν. οὕτως δὲ ἔχοντος ἐπιγίνεται λοιμώδης νόσος, ἣ καὶ τῶν
ὄχλων τοὺς πλείους καὶ τῶν φίλων αὐτοῦ τοὺς ἐντιμοτάτους δι-
έφθειρεν καὶ παρέσχεν ἅπασιν ἐξυπονοῆσαι κατὰ μῆνιν τοῦτο συν-
240

ενεχθῆναι τῶν κατὰ τὴν γενομένην παρανομίαν ἐπὶ τῇ Μαριάμμῃ.


χεῖρον οὖν διετίθει καὶ τοῦτ' αὐτὸ τὸν βασιλέα, καὶ τέλος εἰς τὰς
ἐρημίας αὑτὸν διδοὺς καὶ προφάσει κυνηγεσίων ταύταις ἐναδημο-  
νῶν οὐκ ἔφθη πλείους διενεγκεῖν ἡμέρας καὶ περιπίπτει νόσῳ
δυσχερεστάτῃ· φλόγωσις γὰρ ἦν καὶ πεῖσις ἰνίου καὶ τῆς διανοίας
παραλλαγή· τῶν τε θεραπευμάτων οὐδὲν ὅ τι καὶ πρὸς ὠφέλειαν
ἐξήνυεν, ἀλλ' ἐναντιούμενα τέως εἰς ἀπόγνωσιν ἦγεν. ὅσοι τε περὶ
αὐτὸν ἦσαν ἰατροὶ τὰ μὲν οἷς αὐτοὶ προσέφερον βοηθήμασιν οὐδὲν

Βαλέριος Αψίνης. Ars rhetorica (2027: 001)“Rhetores Graeci, vol. 1”,


Ed. Spengel, L.Leipzig: Teubner, 1856, Repr. 1966.P. 405, li. 19

καὶ καθ' ἕκαστα.


 Πάθος ποιοῦσιν αἱ ἀντεξετάσεις μάλιστα πρὸς τὰ
πρότερα, οἷον πρότερον μὲν ἐν ᾧ ἦν ἡ τύχη καὶ ὅτι λαμ-
προτέρα, νῦν δὲ οἵοις περιπέπτωκεν, ὡς παρ' Εὐριπίδῃ,
  πρῶτον μὲν οὖν μοι τἀγάθ' ἐξᾷσαι φίλον·
  πρὸς γὰρ κακοῖσι πλείον' οἶκτον ἐμβαλῶ.
 Πάθος ποιοῦσι καὶ αἱ παραθέσεις πρὸς ἕτερον· οἷον
εἰ λέγοις ἐν ἐκείνῳ τῷ ζητήματι· οἱ Ἀθηναῖοι πρεσβεύ-
ονται ἐπὶ τῶν τριάκοντα πρὸς Λακεδαιμονίους ἀξιοῦντες
ὑφ' ἑνὸς τυραννεῖσθαι· εἰ οὖν λέγοις, οὐδὲν τοσοῦτον ἡ
λοιμώδης νόσος, οὐχ ἡ Σικελία ἤνεγκε ταῖς Ἀθήναις πά-
θος, ὅσον οἱ τριάκοντα. ἐκεῖνα μὲν γὰρ εἴς γε μοῖράν τινα
τῆς δυνάμεως ἐλυμήναντο, οἱ δὲ διὰ πάντων διήκουσι.
 Πάθος ποιοῦσι καὶ αἱ ὑπερβολαὶ ἐν τῷ ἀορίστῳ·
τούτων δὲ δεινότερα οὐ γέγονεν οὐδὲ μείζω πράγματα
ἐφ' ἡμῶν ἐν τοῖς Ἕλλησιν, οἶμαι δὲ οὐδ' ἐν τῷ πρόσθεν
χρόνῳ.
 Πάθος ποιοῦσι καὶ αἱ ποιότητες τῶν προσώπων ἐξε-
ταζόμεναι, τίς ὢν δεινὰ πέπονθεν, οἷον ὅτι καλὸς κἀγα-
θός, ἢ ὅτι εὐεργέτης· ὡς περὶ τῶν Φωκέων ὁ

Γεώργιος ΚεδρηνόςCompendium historiarum (3018: 001)


“Georgius Cedrenus Ioannis Scylitzae ope, 2 vols.”, Ed. Bekker, I.
Bonn: Weber, 1:1838; 2:1839; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.
Vol. 1, p. 452, li. 6

τῶν Χριστιανῶν πίστεως σπουδαστής, συνέσει καὶ ἐπιεικείᾳ κε-


κοσμημένος. ὡρμᾶτο δὲ ἀπὸ Βόστρας τῆς Εὐρώπης, ἔνθα καὶ
πόλιν ᾠκοδόμησεν, ὀνομάσας αὐτὴν Φιλιππούπολιν. οὗτος σπον-
241

δὰς εἰρηνικὰς ἐποίει μετὰ Σαπώρου βασιλέως Περσῶν, ὃς ἐθαυ-  


μάζετο ἐπὶ μεγέθει σώματος· μέχρι γὰρ ἐκείνου τοῦ χρόνου τηλι-
κοῦτος ἄνθρωπος οὐκ ὤφθη. ἀνῃρέθη δὲ ἅμα τῷ υἱῷ ὑπὲρ Χρι-
στιανῶν κατὰ Δεκίου ἀγωνιζόμενος.
 Οὐαλεριανὸς ἔτος ἕν· καὶ ἐσφάγη ὑπὸ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. ἐφ'
οὗ ἐπὶ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην τοῦ θεοῦ ὀργὴν μεγάλην ἐκπέμψαν-
τος λοιμώδης νόσος τὸ ἀνθρώπινον γένος διέφθειρεν. ἀπὸ γὰρ
τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης ἀτμοί τινες ἀνῄεσαν, καὶ πρὸς τούτοις
ἄνεμοι καὶ αὖραι τῶν ποταμῶν καὶ λιμνῶν ἀνιμήσεις ἀπέπνεον, ὡς
νομίζειν νεκρῶν ἰχῶρας εἶναι τὰς δρόσους. συνεχεῖς οὖν ἐκ τού-
του λοιμοὶ τὴν γῆν συνεῖχον καὶ βαρέα καὶ ἀνίατα νοσήματα, καὶ
ἄπειρον καὶ ἀναρίθμητον γενέσθαι τῶν ἀνθρώπων τὸν ὄλεθρον,
ὥστε τοὺς πλείονας τῶν τεθνεώτων ἀτάφους ὑπολιμπάνεσθαι.
 Μετὰ δὲ Οὐαλεριανὸν ἐβασίλευσε Γάλλος καὶ Βουλουσιανὸς
ἔτη βʹ μῆνας ηʹ. καὶ ἐπεκράτει ὁ λοιμὸς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις,
κινηθεὶς ἀπὸ Αἰθιοπίας μέχρι τῆς δύσεως, ὡς μηδεμίαν πόλιν
μεῖναι τούτου ἄμοιρον. πολλάκις δὲ καὶ δὶς τῆς πόλεως ἐπήρχετο.

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon (lib. 1–4) (3043: 001)“Georgii


monachi chronicon, 2 vols.”, Ed. de Boor, C.Leipzig: Teubner, 1904,
Repr. 1978 (1st edn. corr. P. Wirth).P. 465, li. 15

[λϛʹ. Περὶ Φιλίππου.]

 Μετὰ δὲ Ἰουστιλλιανὸν ἐβασίλευσε Φίλιππος ἔτη ϛʹ καὶ


κτίσας πόλιν ἐν τῇ Εὐρώπῃ καὶ καλέσας αὐτὴν Φιλιππό-
πολιν ἐσφάγη ἐν τῷ παλατίῳ.

[λζʹ. Περὶ Οὐαλλεριανοῦ.]

 Μετὰ δὲ Φίλιππον ἐβασίλευσεν Οὐαλλεριανὸς ἔτος αʹ


καὶ ἐσφάγη ὑπὸ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. ἐφ' οὗ, ἐπὶ πᾶσαν τὴν
οἰκουμένην τοῦ θεοῦ ὀργὴν μεγάλην ἐκπέμψαντος, λοιμώδης
νόσος τὸ ἀνθρώπινον γένος διέφθειρεν εἰς ἐξάλειψιν. ἀπὸ
γὰρ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης ἀτμοί τινες ἀνῄεσαν καὶ
πρὸς τούτοις ἄνεμοι καὶ αὖραι τῶν ποταμῶν καὶ λιμνῶν
ἀνιμήσεις ἀπέπνεον, ὡς νομίζειν νεκρῶν ἰχῶρας εἶναι τὰς
δρόσους. συνεχεῖς οὖν ἐκ τούτου λοιμοὶ τὴν γῆν συνεῖχον
καὶ βαρεῖα καὶ ἀνίατα νοσήματα, ὡς ἄπειρον καὶ ἀναρίθμη-  
τον γενέσθαι τῶν ἀνθρώπων τὸν ὄλεθρον. θρῆνοι δὲ καὶ
οἰμωγαὶ διὰ τὸ πλῆθος τῶν ὀλλυμένων ἐγίνοντο πανταχοῦ
242

κατ' οὐδὲν τῶν ἐπὶ τοῦ θανάτου τῶν πρωτοτόκων Αἰγύπτου


ἀπολειπόμενοι. οὐ γὰρ ἦν οἰκία, ἐν ᾗ οὐκ ἦν τεθνηκὼς
καὶ ἀπόζων, καὶ οἱ μὲν τῶν ἐθνῶν ἀπηνεῖς ἄνθρωποι τὴν

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon breve (lib. 1–6) (redactio recentior)


(3043: 002); MPG 110.Vol. 110, p. 549, li. 46

πολλοὶ ἐμαρτύρησαν.
(6) Τοῦτον διαδέχεται Γάλλος καὶ Βολοσιανὸς
ἔτη βʹ.
ΡΝΔʹ. Βασιλεία Οὐαλεριανοῦ.
Τούτους Οὐαλεριανὸς καὶ Γαλλιανὸς διαδέχονται
ἔτη ιεʹ.
 Μετὰ δὲ Φίλιππον ἐβασίλευσε Οὐαλεριανὸς
ἔτος αʹ καὶ ἐσφάγη ὑπὸ τοῦ λαοῦ.
ΡΝΕʹ. Περὶ τῆς λοιμικῆς νόσου.
Ἐφ' οὗ ἐπὶ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην τοῦ Θεοῦ
ὀργὴν μεγάλην ἐκπέμψαντος, λοιμώδης νόσος τὸ ἀν-
θρώπινον γένος διέφθειρεν (εἰς 359 ἐξάλειψιν)·
ἀπὸ γὰρ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης ἀτμοί τινες  
ἀνῄεσαν· καὶ πρὸς τούτοις ἄνεμοι καὶ αὖραι τῶν
ποταμῶν καὶ λιμνῶν ἀνιμήσεις ἀνέπνεον, ὡς
νομίζειν νεκρῶν ἰχῶρας εἶναι τὰς δρόσους. Συν-
εχῶς οὖν ἐκ τοῦ τοιούτου λοιμοῦ τὴν γῆν συν-
εῖχε βαρέα καὶ ἀνίατα νοσήματα, ὡς ἄπειρον
καὶ ἀναρίθμητον γενέσθαι τῶν ἀνθρώπων τὸν ὄλε-
θρον· θρῆνοί τε καὶ οἰμωγαὶ διὰ τὸ πλῆθος τῶν
ὀλλυμένων ἐγίνετο πανταχοῦ καὶ,

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1–12) (3135: 001)


“Ioannis Zonarae epitome historiarum, 3 vols.”, Ed. Dindorf, L.
Leipzig: Teubner, 1:1868; 2:1869; 3:1870.Vol. 3, p. 56, li. 23

μεγέθεις, ἔπειτα πῦρ πολὺ καὶ καπνὸς ἄπλετος, ὡς


καὶ τὸν ἥλιον συγκρυφθῆναι καὶ σκότος ἐκ φωτὸς
γενέσθαι. καὶ τέφρα δὲ ἀνεφυσήθη ἀμύθητος, ὡς
τῆς τε γῆς καὶ τῆς θαλάσσης καὶ τοῦ ἀέρος κατασκε-
δασθῆναι παντὸς καὶ τοὺς ἰχθύας τά τε ὄρνεα δια-
φθαρῆναι, καὶ δύο πόλεις, τό τε Ἑρκουλάνεον καὶ
243

τοὺς Πομπηίους, ἐν θεάτρῳ τοῦ δήμου αὐτῶν καθ-


ημένου, καταχωσθῆναι. τοσαύτη δ' ἦν ἡ τέφρα
ὥστε τι αὐτῆς καὶ ἐς Ἀφρικὴν ἐλθεῖν καὶ εἰς Συ-
ρίαν καὶ εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ εἰς αὐτὴν τὴν Ῥώ-
μην· ἐξ ἧς ὕστερον λοιμώδης νόσος ἐνέσκηψεν.
 Ὁ δ' οὖν Τίτος τοῖς Καμπανοῖς καὶ οἰκιστὰς
ἔπεμψε καὶ χρήματα ἐδωρήσατο ἄλλα τε καὶ τὰ τῶν
ἀκληρονομήτων. αὐτὸς δὲ οὐδὲν παρ' οὐδενός, καίτοι
πολλῶν διδόντων, ἐδέξατο· πολλὰ δὲ τῶν δημοσίων
ἔργων ἀνέστησεν οἴκοθεν. καὶ ἀγῶνας ἐποίησε θαυ-
μαστούς, ἐν οἷς σφαιρία ξύλινα μικρὰ ἄνωθεν ἐρ-
ρίπτει, σύμβολον ἔχοντα τὸ μὲν ἐδωδίμου τινός, τὸ
δὲ ἐσθῆτος, ἄλλο χρυσοῦ, ἵππων, ὑποζυγίων, βοσκη-
μάτων, ἀνδραπόδων· ἃ οἱ ἁρπάζοντες πρὸς τοὺς  
δοτῆρας αὐτῶν ἀπάγοντες τὸ ἐπιγεγραμμένον

Γεώργιος Σφραντζής. Chronicon sive Minus [Sp.] (3143: 001)


“Georgios Sphrantzes. Memorii 1401–1477”, Ed. Grecu, V.
Bucharest: Academie Republicii Socialiste România, 1966; Scriptores
Byzantini 5.Chapter 44, section 3, li. 1

 Καὶ τούτου γενομένου, ὡς ἠκούσαμεν παρά τινων, ἄπεμψε καὶ


ὁ δεσπότης τὴν τοῦ ἀμηρᾶ πρὸς αὐτὸν πρόσοδον καὶ τὸ χρέος τῆς δου-
λείας εἰς τὰ φωσάτα, εἰπόντος· “Ἐγώ εἰμι γέρων καὶ ἀσθενής· ὁ ἐκπλη-
ρῶν τὴν δουλοσύνην ἀπέθανε. Λοιπὸν ἡ πολλὴ πρόσοδος ἂς δοθῇ, ὅπου
ὁρίσῃς· ἐμοὶ δὲ ἂς δοθῇ, ὅσον νὰ ζῶ, καθήμενος ἐνταῦθα μετά τινων
ὀλίγων.” Ἀπελογήσατο ὁ ἀμηρᾶς· “Καλῶς λέγει· καὶ ἂς χωρίσῃ τοὺς
θέλει.” Καὶ ἐχώρισε· καὶ δέδωκε πρὸς αὐτὸν ἄσπρα ʹν, ἵνα ἔχῃ αὐτὰς
ἀπὸ τὸ κουμέρκι τοῦ ἀλεύρου, τοὺς δὲ πλείονας τῶν ὑποχειρίων αὐτοῦ
περιορίσας ἀπῆρεν, ἵνα εὑρίσκωνται εἰς τὴν Πόλιν. Ἄλλοι δὲ εἶπον ἄλ-
λως γεγονέναι καὶ μέλλομεν μαθεῖν καὶ διηγήσεσθεν.
 Τοῦ δ' αὐτοῦ χρόνου τὸ θέρος ἐγεγόνει τοσαύτη λοιμώδης νόσος
εἴς τε τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ τὴν Ἀνδριανούπολιν καὶ τὴν Καλλί-
πολιν καὶ τὰ πέριξ αὐτῶν κάστρη καὶ κωμοπόλεις καὶ χώρας, οἵα οὐ
γέγονε παρόπισθε χρόνους πολλούς. Τεθνήκασι γάρ, ὡς λέγουσι, μυριά-
δες πολλαὶ ἀνθρώπων, οὐ χιλιάδες, σὺν αὐτοῖς δὲ καὶ ἡ τοῦ δεσπότου
θυγάτηρ.
 Τοῦ δὲ οϛ-ου ἔτους Νοεμβρίῳ μηνὶ ἀπῆλθον κἀγὼ εἰς τὴν
Ἁγίαν Μαῦραν, παρακινήσει τῆς βασιλίσσης κυρᾶς Ἑλένης καὶ πενθε-
ρᾶς τοῦ αὐθεντὸς τοῦ τόπου ἐκείνου κυροῦ Λεονάρδου, ἵνα καὶ τὸν τό-
244

πον καὶ τοὺς ἐκεῖσε ἀναθεωρήσω καὶ ὡς δῆθεν ἀνεψιοῦ τοῦ μακαρίτου
αὐθεντός μου τοῦ βασιλέως κυροῦ Κωνσταντίνου καὶ ὑπὲρ τοῦ πατρὸς

Δούκας Ιστορία Τουρκοβυζαντινή. “Ducas. Istoria Turco–Bizantină


(1341–1462)”, Ed. Grecu, V.Bucharest: Academia Republicae Popularis
Romanicae, 1958; Scriptores Byzantini 1.Chapter 44, section 2, li. 5

Πόλει φέρων προσαγορεύσεις χαροποιοὺς τῷ μεγάλῳ ἡγεμόνι.” – Οἱ δὲ


εἶπον·
“Ἄφες ἃ λέγεις. Σήμερον ἐγεγόνει· καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλως κληθῆναι
ἡγεμὼν
Λέσβου, πλὴν τοῦ ἐλθεῖν καὶ λαβεῖν τὴν ἡγεμονίαν παρὰ τοῦ
ὑψηλοτάτου ἡγε-
μόνος. Ἄπιθι τοίνυν καὶ λαβὼν αὐτὸν ἐλθέ. Εἰ δ' ἄλλως γένηται, ἐκεῖνος
οἶδε
τὸ μέλλον.” –  
 Στραφεὶς δ' ἐγὼ ἐν Μιτυλήνῃ καὶ λαβὼν τὸν ἡγεμόνα σὺν μερικοῖς
ἄρχουσι, Λατίνοις τε καὶ Ῥωμαίοις, ἀναθέντες εἰς Θεὸν τὰς ἐλπίδας,
ἐξήλθο-
μεν τῆς νήσου καὶ διαβάντες τὴν Χεῤῥόνησον ἤλθομεν εἰς Ἀδριανοῦ. Ὁ
δὲ
ἡγεμὼν τόπον ἐκ τόπου ἀμείβων διὰ τὴν πληγὴν τοῦ βουβῶνος, ἦν γὰρ
τῷ τότε
καιρῷ ἐν τῇ Χεῤῥονήσῳ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Θράκῃ τοσαύτη λοιμώδης
νόσος, ὡς
ἀτάφους πολλοὺς ῥίπτεσθαι ἐν ταῖς τριόδοις, μαθόντες οὖν, ὅτι ὁ ἡγεμὼν
ἐν τῇ
Φιλιππουπόλει διάγει, καὶ ἡμεῖς ἐν αὐτῇ εὑρόντες δὲ τὸν ἡγεμόνα πρὸ
δύο ἡμέ-
ρας ἀπάραντα, ἦν γὰρ καὶ ἐκεῖ τὸ δεινὸν τῆς νόσου, καὶ πρὸς τὰ τῆς
Σοφίας
μέρη στρατεύοντα, καὶ ἡμεῖς ἀπὸ Φιλίππου ἀπάραντες καὶ ὄρη δύσβατα
διαβάν-
τες, τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἤλθομεν εἴς τινα κώμην Βουλγάρων Ἰζλατὴ
καλουμένην
Ἐκεῖ καὶ τὸ στρατόπεδον σὺν τῷ τυράννῳ κατουνεῦον ἦν. Ἐλθόντες δὲ
καὶ σὺν
δώροις πλείστοις ἐμφανισθέντες τοῖς πατρικίοις, τῷ τε Μαχμούτ-πασια
καὶ τῷ
Σεητῆ Ἀχμάτ-πασια, τῇ ἐπαύριον τῷ ἡγεμόνι ἐμφανεῖς γεγόναμεν· καὶ
ἀσπα-
σάμενος ὁ Μιτυλήνης ἡγεμὼν τὴν τοῦ τυράννου χεῖρα, ἐξήλθαμεν. Τῇ
245

ἐπαύριον
δὲ διὰ τῶν πατρικίων μήνυμα ἐγεγόνει πρὸς τὸν ἡμέτερον ἡγεμόνα παρὰ
τοῦ

Michael Critobulus Hist., Historiae (3147: 004)“Critobuli Imbriotae


historiae”, Ed. Reinsch, D.R.Berlin: De Gruyter, 1983; Corpus fontium
historiae Byzantinae 22. Series Berolinensis.Book 5, chapter 17, section
1, li. 2

ὁ δὲ τῶν Ἰλλυριῶν ἡγεμὼν Ἀλέξανδρος, ὡς ἔγνω τὴν ἀρχὴν


κατειλημμένα τὰ ὄρη τῇ στρατιᾷ, φυγὰς εὐθὺς ᾤχετο οὐδ' ὅποι γῆς
εἴη ἐξακουόμενος. βασιλεὺς δὲ δῃώσας πᾶσαν τὴν χώραν καὶ δια-
φθείρας ἐπὶ τὸ Κροῦες ὥρμησε καὶ γενόμενος ἐν αὐτῷ στρατοπεδεύεται
πρὸ αὐτοῦ καὶ χάρακα βαλόμενος καὶ κύκλῳ περιλαβὼν τῷ στρατῷ
καὶ μηχανὰς ἐπιστήσας ἐπολιόρκει.

ὅρα τὴν ἀρχὴν τῆς λοιμώδους νόσου πόθεν ἐνέσκηψε

ἐν ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις θέρους μεσοῦντος ἤδη καὶ ἡ λοι-


μώδης νόσος παντὶ τῷ θέματι Θρᾴκης τε καὶ Μακεδονίας ἐνέσκηψεν
ἀρξαμένη μὲν ἀπὸ Θετταλίας καὶ τῶν ταύτῃ προσχώρων οὐκ οἶδ' ὅθεν
αὐτοῖς τὴν ἀρχὴν ἐπελθοῦσα, ἐπινεμησαμένη δὲ καὶ διαφθείρασα  
πάσας τὰς ἐν τῇ μεσογείᾳ καὶ παραλίᾳ τούτων πόλεις καὶ χώρας· δια-
βᾶσα δὲ καὶ ἐς τὴν Ἀσίαν πᾶσαν τὴν παραλίαν Ἑλλησπόντου τε καὶ
Προποντίδος διέφθειρε καὶ ἠρήμωσεν καὶ ἐς τὴν μεσόγειαν ἀναβᾶσα
τήν τε τοῦ Προυσίου καὶ τὰ περὶ αὐτὴν ἅπαντα καὶ μέχρι Γαλατίας
καὶ δὴ καὶ Γαλατίαν αὐτὴν ἐλυμήνατο καὶ ἠφάνισεν.

Σφραντζής ιστορικός. Chronicon sive Maius (partim sub auctore


Macario Melisseno) (3176: 001)“Georgios Sphrantzes. Memorii 1401–
1477”, Ed. Grecu, V.Bucharest: Academie Republicii Socialiste
România, 1966; Scriptores Byzantini 5.P. 568, li. 13

πετεύσῃ, ἐξώρισεν ἐν τῷ Διδυμοτείχῳ καὶ ἦρεν αὐτοῦ πᾶν σιτηρέσιον·


καὶ οὕτω κα-
κῶς διέκειτο. Μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν ἐρχομένου τοῦ ἀμηρᾶ ἀπὸ τοῦ
κυνηγίου καὶ μέλ-
λοντος διελθεῖν, ὅθεν ὁ εἰρημένος δεσπότης ἦν, ἐξῆλθεν ὁ δεσπότης
πεζηπορῶν καὶ
246

συναντήσας προσεκύνησε τὸν ἀμηρᾶν τὸν καὶ γαμβρὸν αὑτοῦ. Ἰδὼν δὲ


τοῦτον ὁ ἀμη-
ρᾶς περιπατοῦντα ἐλυπήθη σφόδρα· καὶ μᾶλλον σπλαγχισθεὶς τὸ γῆρας
αὐτοῦ ἐκέλευ-
σε δοθῆναι αὐτῷ ἵππον τινὰ ἐκ τῶν αὐθεντικῶν. Καὶ ἀναβὰς ἦλθε σὺν
αὐτῷ ἐν τῇ
Ἀνδριανουπόλει· καὶ εἰς σιτηρέσιον αὐτοῦ δέδωκεν ἄσπρα χιλιάδας
πεντήκοντα ἐκ
τοῦ κομερκίου τοῦ ἀλεύρου. Καὶ τοῦτο ἀληθέστερον.
 14. Τοῦ δ' αὐτοῦ χρόνου τῷ θέρει ἐγεγόνει τοσαύτη λοιμώδης νό-
σος ἔν τε τῇ Κωνσταντινουπόλει, Ἀνδριανουπόλει καὶ Καλλιουπόλει καὶ
τοῖς πέριξ αὐτῶν πόλεσι καὶ κώμαις, ἄστεσί τε καὶ χώραις, οἷα οὐ γέ-
γονεν ἐν τοῖς παρελθοῦσι χρόνοις ἐκ πολλοῦ καιροῦ, ὥστε τεθνήκασιν,
ὥς φασι, μυριάδες πολλαὶ ἀνθρώπων οὐ χιλιάδες· ἐν οἷς δὲ καὶ ἡ τοῦ
δεσπότου θυγάτηρἡ ἀμήρισσα ἀπέθανε.
 15. Τοῦ δὲ ͵ϛϡοϛ-ου ἔτους Νοεμβρίῳ μηνὶ ἀπῆλθον κἀγὼ εἰς τὴν
Ἁγίαν Μαύραν παρακινήσει τῆς βασιλίσσης κυρᾶς Ἑλένηςκαὶ πεν-
θεροῦ τοῦ αὐθεντὸς τοῦ τόπου ἐκείνου κὺρ Λεονάρδου, ἵνα καὶ τὸν
τόπον ἐκεῖσε ἀναθεωρήσω καὶ ὡς δῆθεν ἀνεψιοῦ τοῦ μακαρίτου τοῦ αὐ-
θέντου μου τοῦ βασιλέως κὺρ Κωνσταντίνου καὶ ὑπὲρ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
παθόντος μου ζημίαν μεγίστην, ὡς προεδήλωσα ἐν τῷ λη-ῳ ἔτει, ἵνα ἀπο

Aeneas Phil., Rhet., Theophrastus sive de animarum immortalitate et


corporum resurrectione dialogus (4001: 001)“Enea di Gaza.
Teofrasto”, Ed. Colonna, M.E.Naples: Iodice, 1958.P. 35, li. 2

οἴονται. Καὶ ὁ Πρωτεὺς θεὸς εἷναι τοῖς Αἰγυπτίοις νομίζεται καὶ ἡ Ἑλένη
τῶν ἱερῶν αὐτῷ κοινωνεῖ, ἣν Ξένην Ἀφροδίτην ὀνομάζουσιν οἱ τελού-
μενοι· καὶ Ἰταλοὶ θεοῖς συναριθμοῦσι τοὺς βασιλεῖς ἅπαντας καταλέ-
γοντες. Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος τρεισκαιδέκατος θεὸς παρ' Ἀθηναίοις ἀνη-
γορεύετο, ἀλλὰ πολλάκις τραυματίας γενόμενος καὶ νοσήσας, ἐπειδὴ
ἀπέθανεν, ἐγνώσθη τὴν φύσιν θνητὸς ὑπάρχων ὁ τέως εἰς τοὺς θεοὺς
ἀναγεγραμμένος. Οὕτω καλὰ τοῖς ἀνθρώποις μαθήματα τὰ τῶν καλῶν
παθήματα γίγνεται. Καὶ τὸ ὅλον, ἢ γὰρ πρὸς ἐπίδειξιν ἀρετῆς πάθοι
ἂν κακῶς ὁ ἄνθρωπος ἢ πρὸς παῦλαν κακίας· εἰ δὲ οὐ παύεται, πρὸς  
παράδειγμα τοῖς ἄλλοις ἡ τιμωρία. Καὶ σεισμοὶ καὶ αὐχμοὶ καὶ ἐπικλύσεις

καὶ ἡ λοιμώδης νόσος καὶ ἀήθεις ἀστέρες καὶ καρπῶν ἀφορίαι καὶ
κεραυνῶν φοραὶ ἀνθρώπων κακίαν ἐκχεομένην ἐξείργουσιν· τὴν γὰρ
πάνδημον ὕβριν δημοσία μάστιξ παιδευέτω, τὸ μέρος ἐκτέμνουσα, ὡς ἂν
τὸ ὅλον σωθῇ, οἷον ἰατρὸς ἄριστος, τοῦ πάθους ἐπιβρίσαντος καὶ ἐπι-
νεμομένου, τὸ σκέλος τοῖς διακόπτειν τεταγμένοις παραδίδωσιν, ὡς ἂν
247

τῷ λοιπῷ σώματι ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος ᾖ. Σὺ δὲ τὸν ἰατρὸν οὐ τὴν νόσον


κακίζεις, ἣν δι' ἀπιστίαν καὶ λήθην ὧν ὁ ἰατρὸς προηγόρευε συνέβη
γενέσθαι.
{Θεόφραστος}
 Εὖ λέγειν μοι δοκεῖς καὶ καλόν, ὡς ἔοικε, μετατίθεσθαι. Οὐ γὰρ
ἔτι με τῶν ἐνταῦθα γινομένων οὐδὲν ἐκβιάζεται προβεβιωκέναι τὴν

Αγαθίας Σχολαστικός ιστορικόςHistoriae “Agathiae Myrinaei


historiarum lib. quinque”, Ed. Keydell, R.Berlin: De Gruyter, 1967;
Corpus fontium historiae Byzantinae 2. Series Berolinensis.P. 175, li. 28

αὐτοῖς τὴν ὅλην τῆς θέσεως εὐκοσμίαν καὶ τὰς τῶν μετάλλων φύσεις
λεπτότατα κατεξητασμένας τῶν τε προτεμενισμάτων τὸ εὐπρεπὲς ἅμα
καὶ ἀναγκαῖον μεγέθη τε καὶ ὑψώματα καὶ ὅσα ἰθύγραμμα σχήματα καὶ
ὅσα κυκλικὰ καὶ ὅσα ἐκκρεμῆ καὶ προτεταμένα. γνοίης δὲ ἂν ἐκ τῶν
ἐπῶν καὶ ὅπως ἀργύρῳ τε καὶ χρυσῷ τὸ ἱερώτερον χωρίον καὶ τοῖς
ἀπορρήτοις ἀποκεκριμένον πολυτελέστατα καταπεποίκιλται, καὶ εἴ τι
ἄλλο πρόσεστι μέγα ἢ ἐλάχιστον γνώρισμα, οὐ μεῖον ἢ οἱ θαμὰ ἐν αὐτῷ
περιπάτους ποιούμενοι καὶ ἅπαντα διασκοποῦντες. 9 ἀλλὰ γὰρ ἥδε
μὲν ἡ δευτέρα τοῦ νεὼ ἐπισκευὴ καὶ ἀνόρθωσις ὀλίγῳ ὕστερον χρόνῳ
ἀπείργασται καὶ ξυνετελέσθη.
 10. Ἐκείνου δὲ τοῦ ἔτους ἅμα ἦρι ἀρχομένῳ ἡ λοιμώδης νόσος
αὖθις τῇ πόλει ἐνέπεσε καὶ μυρία διέφθειρε πλήθη, λήξασα μὲν ἐς τὸ
παντελὲς οὐδ' ὁπωστιοῦν, ἐξ οὗ τὴν ἀρχήν, φημὶ δὴ κατὰ τὸ
πέμπτονκαὶ δέκατον ἔτος τῆς Ἰουστινιανοῦ βασιλείας, ἐν τῇ καθ'
ἡμᾶς εἰσήρρησεν οἰκουμένῃ. 2 μεταβᾶσα δὲ πολλάκις μεταξὺ ἄλλοτε
ἄλλοθι καὶ τόπον ἐκ τόπου λυμηναμένη καὶ ταύτῃ τοῖς λειπομένοις  
ἀνακωχῆς τινος μεταδοῦσα, τότε δὴ οὖν πάλιν ἐς τὸ Βυζάντιον ἐπανῆκεν,

ὥσπερ, οἶμαι, τὸ πρότερον ἐξηπατημένη καὶ θᾶττον δήπου τοῦ δέοντος


ἐνθένδε ἀπαλλαγεῖσα. 3 ἔθνησκον τοιγαροῦν πολλοὶ ἐξαπιναίως
καθάπερ ἀποπληξίᾳ ἰσχυρᾷ κάτοχοι γεγενημένοι· οἱ δέ γε πλεῖστον
διαρκοῦντες μόλις πεμπταῖοι ἀπώλλυντο. ἡ δὲ τῆς νόσου ἰδέα

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (4083: 001)


“Eustathii archiepiscopi Thessalonicensis commentarii ad Homeri
Iliadem pertinentes, vols. 1–4”, Ed. van der Valk, M.Leiden: Brill,
1:1971; 2:1976; 3:1979; 4:1987.Vol. 1, p. 66, li. 1

ρεῖν ἤθελεν, οἷον τὸν Δία εἰς οὐρανὸν ἀνάγειν ἢ ἥλιον ἢ ἀέρα ἢ νοῦν,
Ἀθηνᾶν
248

δὲ εἰς φρόνησιν ἢ γῆν ἢ αἰθέρα, Ἥραν δὲ εἰς ἀέρα ἢ βασιλείαν, Ἄρην δὲ


εἰς
θυμὸν ἢ πόλεμον καὶ Ἥφαιστον εἰς πῦρ καὶ ἄλλους εἰς ἄλλα· ἀλλὰ πάντα
κατὰ
τὸ προφερόμενον καὶ προφαινόμενον τοῦ μύθου ἐνόει. εἰ δὲ καὶ τρόπος
ποιη-
τικὸς ἡ ἀλληγορία, ἀλλ' ἐκεῖνος ἀλληγορίαν ῥητορικὴν ἐνόει, τουτέστι
σχῆμά
τι ῥητορικὸν ἀλληγορίαν οὕτω καλούμενον, περὶ οὗ ἐν τοῖς μετὰ ταῦτα
ῥηθήσεται.
(v. 47) Ὅτι τὸ «ὃ δ' ἤϊε νυκτὶ ἐοικώς» ἡ μὲν ἀλληγορία ἐπὶ Ἀπόλλωνος
ἤγουν ἡλίου λέγει, ὡς ἐν τῷ καιρῷ τοῦ λοιμοῦ μὴ καθαρῶς
ἀκτινοβολοῦντος
μηδὲ φοίβου ὄντος ταῖς ἀκτῖσι κατὰ τὸ «ἡλίου φοίβῃ φλογί», ὃ δή φησιν
Αἰσχύλος, ἀλλὰ διὰ τὴν παχύτητα τοῦ ἀέρος ἀμυδρὰν καὶ ἀμαυρὰν καὶ
ζοφώδη  
κατάστασιν ἔχοντος. ὅτι γὰρ λοιμώδης νόσος ἦν ἡ τοῦ Ἀπόλλωνος
τοξεία
κατὰ τῶν Ἀχαιῶν καὶ ὅτι τοῦ τοιούτου κακοῦ αὐτὸς αἴτιος, πάντες οἱ
παλαιοί
φασι. καὶ οὕτω μὲν ἡ ἀλληγορία. ἡ δὲ ῥητορικὴ ἐπιβολὴ νυκτὶ ἐοικέναι
λέγει
τὸν βλοσυρὸν καὶ ἄγριον τὴν ἰδέαν, ὥσπερ αὖ ἥμερον τὸν μὴ τοιοῦτον,
τὸ
μὲν ἀπὸ τῆς ἡμέρας – πραῢ γάρ τι καὶ εὐπρόσωπον ἡ ἡμέρα – ἐκεῖνο δὲ
ἀπὸ
τῆς νυκτὸς δυσπροσόπτου οὔσης καὶ διὰ τοῦτο φοβερᾶς. ὅθεν καὶ δειδία
λέγεται παρὰ τὸ δεδιέναι. διὰ τοῦτο καὶ τὸν Ἕκτορά που νυκτὶ ἐοικέναι
τὰ
ὑπώπια λέγει διὰ τὸ δεινὸν καὶ δυσαντίβλεπτον. [Τοῦ δὲ ἤϊε τὸ θέμα ἐΐω,
ἐξ
οὗ συνῃρημένον τὸ εἴω, περὶ οὗ ῥηθήσεται καὶ ἐν τοῖς ἑξῆς. ἰστέον δὲ ὅτι
τὸ »νυκτὶ ἐοικώς» παραβολικόν τί ἐστιν, ὡς ἐν τοῖς ἑξῆς ῥηθήσεται, ὅπου
κεῖται τὸ »ἠΰτ' ὀμίχλη».

Concilia Oecumenica (ACO), Concilium universale Ephesenum anno


431 (5000: 001)“Acta conciliorum oecumenicorum, vol. 1.1.1–1.1.7”, Ed.
Schwartz, E.Berlin: De Gruyter, 1.1.1–1.1.3:1927; 1.1.4:1928;
1.1.5:1927; 1.1.6:1928; 1.1.7:1929, Repr. 1.1.1:1965; 1.1.6:1960;
1.1.7:1962.Tomëvolumëpart 1,1,1, p. 75, li. 10
249

σκληρῶς μὲν καὶ παραλόγως, ὅμως δὲ ὑπὲρ δόξης πεποιηκέναι καὶ τὰ


ἑξῆς ἐνδίκως ἐθέλειν·
οὐ γὰρ ἑτέρως ἂν ἐθέλοντος ἀνεξόμεθα.  
 Τῶι ἀγαπητῶι ἀδελφῶι Κυρίλλωι Κελεστῖνος. Τῆι ἡμετέραι στυγνότητι
τὰ διὰ
τοῦ υἱοῦ ἡμῶν Ποσειδωνίου τοῦ διακόνου ἀποσταλέντα παρὰ τῆς σῆς
ἁγιότητος γράμματα
ἀπέδωκεν εὐθυμίαν καὶ ἀντικατηλλαξάμεθα τὸ ἧδον πρὸς τὸ λυποῦν.
ἀποβλέποντες γὰρ
καὶ ἐννοοῦντες ἅπερ εἶπεν ὁ τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐκκλησίαν
διεστραμμέναις προσομιλίαις
ταράττειν ἐπιχειρῶν, οὐ σμικρῶι κατ' αὐτὴν τὴν ψυχὴν πεπληγμένοι
πόνωι διαφόροις σκέ-
ψεων κέντροις βασανιζόμεθα ἐννοοῦντες ὅπως βοηθηθεῖεν εἰς τὸ
ἐμμένειν τῆι πίστει· ὡς
δὲ τὴν ἡμετέραν διάνοιαν εἰς τὰ παρὰ τῆς σῆς ἀδελφότητος γραφέντα
μετεστήσαμεν,
ὤφθη ἡμῖν εὐθὺς ἑτοιμοτάτη θεραπεία, δι' ἧς ἡ λοιμώδης νόσος
ὑγιεινῶι φαρμάκωι ἀπελαθείη, φημὶ δὴ τὴν τῆς καθαρᾶς πηγῆς ἔκροιαν
τὴν ἀπὸ τοῦ λόγου τῆς σῆς ἀγάπης ἐκρέ-
ουσαν, δι' οὗ πᾶσα καθαριεῖται ἡ ἰλὺς τοῦ κακῶς διαχεομένου ῥείθρου
καὶ πᾶσιν ἀνοίγεται
ὁ τρόπος τῆς δεούσης περὶ τὴν ἡμετέραν πίστιν ἐννοίας. ὥσπερ οὖν
ἐκεῖνον καὶ στίζο-
μεν καὶ μεμφόμεθα, οὕτως τὴν σὴν ἁγιότητα ὥσπερ παροῦσαν ἐν τοῖς
ἰδίοις γράμμασιν
τῆι τοῦ κυρίου ἀγάπηι περιπλεκόμεθα, ὁρῶντες ὅτι ἓν καὶ τὸ αὐτὸ περὶ
τοῦ δεσπότου φρο-
νοῦμεν. καὶ θαυμαστὸν οὐδὲν τὸν προνοητικώτατον τοῦ κυρίου ἱερέα
ὑπὲρ τοῦ τῆς
πίστεως ἔρωτος τοιαύτηι διαμάχεσθαι ἀρετῆι, ὥστε τῆι ἀτόπωι τῶν
ἐναντίων τόλμηι ἀν-
θίστασθαι καὶ τοὺς ἑαυτῶι ἐμπεπιστευμένους τοιαύταις ὑπομνήσεσι
βεβαιοῦν. ὥσπερ τοί-
νυν ἐκεῖνα ἡμῖν πικρά, οὕτω ταῦτά ἐστιν ἡδέα· ὥσπερ ἐκεῖνα ἰλυώδη,
οὕτω ταῦτα

Concilia Oecumenica (ACO), Concilium universale Ephesenum anno


431 Tomëvolumëpart 1,1,7, p. 128, li. 11

τέλος ταῖς πράξεσι ταῖς ὑμετέραις παρακαλῶ ἀποκρίνασθαι, ἐπειδὴ οὐ


250

θέλομεν κἂν ἐν
τῶι τυχόντι γοῦν ὑμᾶς ὑστερῆσαι τοῖς τὰ μέγιστα κατορθώσασι βοηθείαι
τῶν τῆς γῆς
βασιλέων. τούτοις προστίθεσθε οἷς ἐγράψαμεν εἰδότες γινώσκουσιν καὶ
αὐτοῖς τί τοῖς
ἰδίοις ὀφείλουσι παρασχεῖν καιροῖς· γινώσκουσιν ὅτι τοῖς θεμελίοις τῆς
καθολικῆς πίστεως
ἡ ἰδία αὐτῶν συνέστηκε βασιλεία, καθαρὰ παρὰ τῶν ἁγίων κληρονόμων
τῆς πατρώιας
καὶ παππώιας πίστεως ἡ φλὲψ φυλάττεται· βρύει ἀπ' αὐτῶν ἄφθορος διὰ
τῶν ἀπογόνων·
οὐδέποτε ταύτην ἐν τούτοις τίς ποτε ἰλὺς συνεθόλωσε· φυλάττει τῆς
πηγῆς τῆς ἰδίας
τὸν ἀρχαῖον τῆς πίστεως δρόμον, ὅταν τοῦτο ὅπερ εἴληφε τὸ γένος,
ὁρᾶται ἐν τοῖς
ἐκγόνοις. κύνα καὶ ἐργάτην κακὸν ὁμοῦ διώξωμεν· ποιήσατε παρόντες
ὑμεῖς ὅπερ προ-
τρεπόμεθα ἡμεῖς ἀπόντες. γενικῶς γὰρ τὴν φροντίδα ταύτην πᾶσι μὲν
χρεωστοῦμεν,
ἐξαιρέτως δὲ προσῆκον ἡμᾶς Ἀντιοχεῦσι κινδυνεύουσι βοηθῆσαι, οὓς ἡ
λοιμώδης νόσος ἐπολιόρκησε. λύσωμεν τῶν συνδέσμων πάντων τὴν
πόλιν, ἐν ἧι, ὡς αἱ Πράξεις τῶν ἀποστόλων λέγουσι, χρηματίσαντας
πρώτως ἔγνωμεν Χριστιανοὺς ἡμᾶς. πάσηι οὖν
δυνάμει τούτους ἐπαμύνωμεν οἷς κατὰ τὴν θρηισκείαν χρεωστεῖν ἡμᾶς
γιγνώσκομεν ὃ
καλούμεθα.
 Ταύτην τὴν φροντίδα τὴν ἡμετέραν παρόντες ἐδοκίμασαν οἱ
θεοφιλέστατοι υἱοὶ καὶ
πάνυ ἡμῖν καταθύμιοι Ἰωάννης τε ὁ πρεσβύτερος καὶ Ἐπιθυμητὸς ὁ
διάκονος, οὕστινας
παραγενομένους πρὸς ἡμᾶς θᾶττον ἀπελύσαμεν, φροντιστικώτερον τοῦτο
πράττοντες ἵν'
οὓς ταῖς ἡμέραις τῆς δεσποτικῆς γεννήσεως ἐδεξάμεθα, τούτους τῶι
καιρῶι τῆς ἀναστά-σεως τῆς δεσποτικῆς ἀποκαταστήσωμεν. περὶ δὲ
τούτων τῶν μετὰ Νεστορίου τὴν αὐτὴν φρονησάντων ἀσέβειαν καὶ
κοινωνοὺς ...

ΛΟΙΜΟΥ

Βαγγέλης Στεργιόπουλος 17 Ιουλίου 2018,

Λέξεις που έλκουν αμφότερες την καταγωγή τους από την αρχαία
ελληνική γλώσσα, τα ουσιαστικά λιμός και Λοιμός πολύ συχνά
251

συγχέονται από ορθογραφικής και εννοιολογικής απόψεως λόγω της


ηχητικής ταύτισής τους.

Στις γραμμές που ακολουθούν θα επιχειρήσουμε να καταστήσουμε σαφή


τη διαφοροποίηση των δύο ομόηχων αυτών λέξεων ως προς την
ορθογραφία, αλλά και να αναδείξουμε το εντελώς διαφορετικό
σημασιολογικό περιεχόμενό τους.

Το ουσιαστικό λιμός σημαίνει τη μεγάλη πείνα που μαστίζει ολόκληρο


πληθυσμό, τη σιτοδεία, την παρατεταμένη έλλειψη τροφίμων για τη
συντήρηση ανθρώπων και ζώων.

Όπως γίνεται αντιληπτό, σε περιόδους λιμού, που μπορεί να οφείλεται σε


ξηρασία ή σε άλλες φυσικές καταστροφές, οι ανθρώπινες απώλειες είναι
ανυπολόγιστες.

Λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας που ανήκουν στην ίδια οικογένεια
είναι τα ρήματα λιμοκτονώ (πεθαίνω από πείνα ή ασιτία, πένομαι,
βρίσκομαι σε έσχατη ένδεια, είμαι πάμφτωχος) και λιμάζω (υποφέρω ή
πεθαίνω από την πείνα), η μετοχή λιμασμένος (πεινασμένος), τα
ουσιαστικά λιμοκτονία (θάνατος από πείνα), λίμα (έντονη πείνα,
λαιμαργία) και λιμοκοντόρος (πεινασμένος ή φτωχός νέος που ντύνεται
και καλλωπίζεται επιδεικτικά, για να κάνει εντύπωση), καθώς και το
επίθετο λιμώδης (πειναλέος, θεονήστικος).

Το ουσιαστικό Λοιμός δηλώνει κάθε ευρέως εξαπλούμενη επιδημική


νόσο βαριάς μορφής (συνώνυμα, η λοιμική και το λοιμικό), προπάντων
δε την πανώλη (στην αρχαία ελληνική γλώσσα, ο/η πανώλης, το
πανώλες, σιγμόληκτο δικατάληκτο επίθετο, που σήμαινε αυτόν που
καταστρέφει τα πάντα) ή πανούκλα, βαρύτατη λοιμώδη νόσο, αιτία
θανατηφόρων επιδημιών κατά την αρχαιότητα και το Μεσαίωνα.

Στις λέξεις της ίδιας οικογένειας συγκαταλέγονται τα ουσιαστικά


λοίμωξη (η διείσδυση παθογόνων μικροβίων σε ένα ζωντανό οργανισμό
και τα επακόλουθα παθολογικά φαινόμενα) και λοιμοκαθαρτήριο
(χώρος υγειονομικής κάθαρσης και απομόνωσης), τα επίθετα λοιμώδης
(αυτός που μπορεί να προκαλέσει, να συνοδεύσει ή να προκύψει από μια
λοίμωξη, π.χ., λοιμώδης νόσος, λοιμώδες Νόσημα, λοιμώδης
μονοπυρήνωση), λοιμογόνος (αυτός που προκαλεί λοίμωξη, π.χ.,
λοιμογόνος παράγοντας) και λοιμικός (ο αναφερόμενος στο λοιμό, ο
σχετιζόμενος με το λοιμό).
252

Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στα ομόηχα ουσιαστικά λιμός και


Λοιμός, παραθέτουμε χαρακτηριστικό απόσπασμα από ευχή που λέγεται
στις ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας:

«Έτι δεόμεθα υπέρ τού διαφυλαχθήναι την αγίαν εκκλησίαν και την
πόλιν ταύτην, και πάσαν πόλιν και χώραν από λοιμού, λιμού, σεισμού,
καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας…»

Aelius Theon Rhet., Progymnasmata (0607: 001)“Rhetores Graeci, vol.


2”, Ed. Spengel, L.Leipzig: Teubner, 1854, Repr. 1966.P. 118, li. 18

ὄψιν ἄγων τὸ δηλούμενον. γίνεται δὲ ἔκφρασις προσώ-


πων τε καὶ πραγμάτων καὶ τόπων καὶ χρόνων. προσώ-
πων μὲν οὖν, οἷον τὸ Ὁμηρικόν,
  γυρὸς ἔην ὤμοις, μελανόχροος, οὐλοκάρηνος.
καὶ τὰ περὶ τοῦ Θερσίτου,
  φολκὸς ἔην, χωλὸς δ' ἕτερον πόδα, τὼ δέ οἱ ὤμω
  κυρτὼ ἐπὶ στῆθος·
καὶ τὰ ἑξῆς, καὶ παρ' Ἡροδότῳ τὸ εἶδος τῆς ἴβιδος
καὶ τῶν ἵππων τῶν ποταμίων καὶ τῶν κροκοδείλων τῶν
Αἰγυπτίων. πραγμάτων δὲ οἷον [φράσις] πολέμου, εἰ-
ρήνης, χειμῶνος, λιμοῦ, λοιμοῦ, σεισμοῦ. τόπων δὲ οἷ-
ον λειμῶνος, αἰγιαλῶν, πόλεων, νήσων, ἐρημίας, καὶ
τῶν ὁμοίων. χρόνων δὲ οἷον ἕαρος, θέρους, ἑορτῆς, καὶ
τῶν τοιούτων. αἱ δὲ καὶ τρόπων εἰσὶν ἐκφράσεις, ὁποῖ-
αι τῶν σκευῶν καὶ τῶν ὅπλων καὶ τῶν μηχανημάτων,
ὃν τρόπον ἕκαστον παρεσκευάσθη, ὡς παρὰ μὲν Ὁμή-
ρῳ ἡ ὁπλοποιΐα, παρὰ Θουκυδίδῃ δὲ ὁ περιτειχισμὸς
τῶν Πλαταιέων καὶ ἡ τοῦ μηχανήματος κατασκευή,κε-
ραίαν μεγάλην δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν
ἅπασαν. ἐν δὲ τῇ ἐνάτῃ Κτησίας, οἷοντὰ εἴδωλα τῶν
Περσῶν ἐπὶ τοῖς μακροῖς ξύλοις ὁρῶντες

Georgius Pachymeres Hist., Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (lib. vii de


Andronico Palaeologo) (3142: 002)“Georgii Pachymeris de Michaele et
Andronico Palaeologis lib. tredecim, vol. 2”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber,
1835; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.P. 360, li. 12
253

...μου” ἔφη “καὶ βασιλεῦ, ἐμοὶ μὲν σύνηθες πρὸς τὸν κύριον Ἀθα-
νάσιον ἐκ διαλειμμάτων τινῶν καιριακῶν παραγίνεσθαι. καὶ δὴ
καὶ παραγεγονὼς τὴν σήμερον κατηφείας εὗρον τὸν ἄνδρα μεστὸν
καὶ πλήρη συννοίας ὅσον εἰκάσαι. ὅθεν καὶ πρός με λέγων τὸ
ποιοῦν τὴν κατήφειαν ἐκ θάρρους οὗ πρὸς ἐκεῖνον ἔχω, ὀργήν
φησι θείαν ἐφειμένην τοῖς ἐνθάδε κατανοῶ καὶ αἴθ' εἴ τις ἴοι
καὶ βασιλεῖ ἀγγείλειε τὴν ἐμὴν συμβουλήν, μοναῖς ἁπάσαις
προστάξαι, πλὴν ἐκ τῆς σήμερον, παννύχους τοὺς ἐν αὐταῖς καὶ
ἐκτενεῖς ἱκετείας ἐπιτελεῖν, λέγοντας καὶ αὐτὴν τὴν ἐκτενῆ δέη-
σιν, ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν ἀπὸ λι-
μοῦ λοιμοῦ σεισμοῦ καταποντισμοῦ, καὶ ταῦτα πράττειν καὶ
τὴν σήμερον καὶ τὴν αὔριον καὶ τὴν μετ' ἐκείνην, καὶ ἐς ἀεὶ σχε-
δὸν ἐξιλεουμένους τὸ θεῖον διὰ τῆς συνεχοῦς παρακλήσεως. οὕτω
γάρ, οἶμαι, καὶ θεὸς ἀνεὶς τὴν ὀργὴν εὐμενὴς ἡμῖν γένοιτο.
ταῦτ' ἀκούσας ἐγὼ ἐλθὼν τῷ Ἡρακλείας μητροπολίτῃ τὸν λόγον
ἐκοινωσάμην, καὶ ὃς παρευθὺς ἐπείγει μοι τὴν πρὸς τὴν βασι-
λείαν σου ἄφιξιν ἐφ' ᾧπερ ἀνενεγκεῖν ὅσον παρὰ τοῦ ἀνδρὸς
ἤκουσα. πάρειμι τοίνυν καὶ λέγω, καὶ ὡς δόξει τῇ ἐκ θεοῦ βα-
σιλείᾳ σου, κελευέτω τε καὶ πραττέτω. πλὴν εἰ ἐν φροντίδι
ποιεῖς τὸν λόγον τῇ προσηκούσῃ, αὐτόθεν ἄρχεσθαι τὸ ἔργον κέ-  
λευε γίνεσθαι κατὰ τὴν τοῦ εἰπόντος παραγγελίαν.

Περί λοιμώδους

Diogenes Laertius Biogr., Vitae philosophorum (0004: 001)


“Diogenis Laertii vitae philosophorum, 2 vols.”, Ed. Long, H.S.
Oxford: Clarendon Press, 1964, Repr. 1966.Book 5, section 44, li. 15

  
  Περὶ καταφάσεως καὶ ἀποφάσεως αʹ,
  Καλλισθένης ἢ περὶ πένθους αʹ,
  Περὶ κόπων αʹ,
  Περὶ κινήσεως αʹ βʹ γʹ,
  Περὶ λίθων αʹ,
  Περὶ λοιμῶν αʹ,
  Περὶ λιποψυχίας αʹ,
  Μεγαρικὸς αʹ,
  Περὶ μελαγχολίας αʹ,
  Περὶ μετάλλων αʹ βʹ,
254

  Περὶ μέλιτος αʹ,


  Περὶ τῶν Μητροδώρου συναγωγῆς αʹ,
  Μεταρσιολογικῶν αʹ βʹ,

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis de victu acutorum commentaria iv


(0057: 087)“Galeni in Hippocratis de victu acutorum commentaria iv”,
Ed. Helmreich, G.Leipzig: Teubner, 1914; Corpus medicorum raecorum,
vol. 5.9.1.Kühn Vol. 15, p. 430, li. 12

καὶ μὴ παραπλησίας αὐτὰς ἀλλήλαις ὑπάρχειν, ὅπερ ἔστι μὴ ὁμοίας, εἴ


γε τῇ τῶν νοσημάτων ὁμοιότητι τὸ ἔνδημον καὶ τὸ ἐπίδημον καὶ τὸ
λοιμῶδες ἐκρίνετο. δυοῖν οὖν θάτερον, ἢ βελτίονα νομιστέον τὴν τοι-
αύτην γραφὴνἀλλὰ σποράδες ἔωσιν αἱ νοῦσοι καὶ μὴ παρα-
πλήσιοι, ἢ παραπλησίας αὐτὰς εἰρῆσθαι χρὴ δοκεῖν οὐκ ἀλλήλαις,
ἀλλὰ ταῖς ἔμπροσθεν εἰρημέναις, τουτέστι ταῖς συνήθεσιν, ἐπειδὴ
σπανιώ-
τερον μὲν ἐπίδημά τε καὶ λοιμικὰ γίνεται νοσήματα, τὰ δ' ὑπ' αὐτοῦ
καλούμενα σποραδικὰ συνήθως· ὑπὲρ ὧν καὶ νῦν ὁ λόγος αὐτῷ γενή-
σεται, καθάπερ ὑπὲρ τῶν ἐπιδήμων μὲν ἐν τοῖς τῶν Ἐπιδημιῶν βι-
βλίοις, τῶν ἐνδήμων δὲ κατὰ τὸ Περὶ ὑδάτων καὶ ἀέρων καὶ τόπων.
ἴδιον δὲ οὐδὲν ἐξαίρετον ἐποίησε σύγγραμμα περὶλοιμωδῶν, ἐπειδὴ
τῶν ἐπιδήμων ἓν ὑπάρχον αὐτὸ δι' ἐκείνων ἐδίδαξεν.
      

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae lib. septem (0715: 001)


“Paulus Aegineta, 2 vols.”, Ed. Heiberg, J.L.Leipzig: Teubner, 9.1:1921;
9.2:1924; Corpus medicorum Graecorum, vols. 9.1 & 9.2.
Book 2, chapter p, section 1, li. 30

κϛʹ. Περὶ συνεχῶν πυρετῶν.


κζʹ. Θεραπεία συνεχῶν πυρετῶν.
κηʹ. Καυσωδῶν διάγνωσις.
κθʹ. Καυσωδῶν θεραπεία.
λʹ. Πυρετοῦ ἐπὶ ἐρυσιπελατώδει δια-
θέσει διάγνωσις καὶ θεραπεία.
λαʹ. Ἑκτικῶν πυρετῶν διάγνωσις.
λβʹ. Ἑκτικῶν πυρετῶν θεραπεία.
λγʹ. Περὶ ἡμιτριταίων.  
λδʹ. Περὶ πανδήμων νοσημάτων.
λεʹ. Ἐκ τῶν Ῥούφου περὶ λοιμοῦ.
λϛʹ. Περὶ τῶν ἐπὶ πλήθει χυμῶν ὠμῶν
συγκοπτομένων.
255

λζʹ. Περὶ τῶν ἐπὶ λεπτοῖς χυμοῖς συγ-


κοπτομένων.
ληʹ. Περὶ τῶν ἄλλων προφάσεων, ἐφ'
αἷς γίνονται συγκοπαί.
λθʹ. Περὶ ὀδύνης.
μʹ. Περὶ συντήξεως.
μαʹ. Περὶ τῆς ἐν πυρετοῖς ἀγρυπνίας.
μβʹ. Θεραπεία καταφορᾶς.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae lib. septem Book 2, chapter 35,


section t, li. 1

ἐναντίως κεκραμένα τῷ περιέχοντι πρὸς τῷ μηδὲν ἀδικεῖσθαι γίνεται


βελτίω τὴν ἀμετρίαν τῆς κράσεως τῆς ἐναντίας ἀμετρίας κολαζούσης·
καὶ ὁ γινώσκων τοῦτο τὴν ὑγείαν φυλάξει τοῖς σώμασι τἀναντία προς-
άγων, ποτὲ μὲν ἀναψύξεσι χρώμενος, εἰ οὕτως τύχοι, ποτὲ δὲ θερ-
μάσμασιν, ὕδατος μὲν ἐπαγωγαῖς ἀναψύχων καὶ ἀργίαις καὶ τροφῶν
ἐνδείαις καὶ πόσεως πλεονασμοῖς, τῇ δὲ σκέπῃ θερμαίνων καὶ πόνοις
καὶ σιτίῳ πλείονι καί ποτε ἐλάσσονι. καὶ πυρὰν δέ τις ἀνακαίων πολλὰ
δύναιτο ἂν μεταβάλλειν ἐπὶ τὸ θερμὸν καὶ ξηρὸν τὸν ἀέρα τέως ὑγρὸν
ὄντα, καθάπερ ποιῆσαί φασιν Ἄκρωνα τὸν Ἀκραγαντῖνον.
      
    

Ἐκ τῶν Ῥούφου περὶ λοιμοῦ.

 Πάντα ἂν γένοιτο ἐν λοιμῷ τὰ δεινότατα, καὶ οὐδὲν ἀποκεκρι-


μένον ὥσπερ καθ' ἕκαστον νόσημα· καὶ γὰρ παραφροσύναι γένοιντ' ἂν
καὶ χολῆς ἔμετοι καὶ ὑποχονδρίων ἐντάσεις καὶ πόνοι καὶ ἱδρῶτες
πολλοὶ καὶ ψύξεις ἀκραίων καὶ διάρροιαι χολώδεις, λεπταί, φυσώδεις,
καὶ οὖρα ὑδατώδη, λεπτά, χολώδη, μέλανα, ὑποστάσεις κακὰς ἔχοντα
καὶ ἐναιωρήματα οἷα δὴ κάκιστα, ἀπὸ ῥινῶν στάξεις, καύματα ἐν θώ-
ρακι, γλῶσσαι καταπεφρυγμέναι, διψώδεις, ἄσηροι, ἄγρυπνοι, σπασμοὶ
βίαιοι καὶ ἄλλα πολλὰ πονηρά. εἰ δέ τις συνίδοι μέλλοντα ἥξειν λοιμὸν
προσέχων ταῖς τε ὥραις πονηραῖς οὔσαις καὶ τοῖς ἐπιτηδεύμασιν εἰς
ὑγείαν οὐ συμφέρουσιν ζῴοις τε ἄλλοις προαπολλυμένοις,

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber v (0718: 005)“Aëtii Amideni lib.


medicinales v–viii”, Ed. Olivieri, A.Berlin: Akademie–Verlag, 1950;
Corpus medicorum Graecorum, vol. 8.2.Chapter P, li. 160
256

Ϟα Περὶ συντήξεως
Ϟβ Περὶ τῶν ἐν ταῖς θερμαῖς καὶ ξηραῖς
κράσεσι γιγνομένων πυρετῶν χωρὶς
φλεγμονῆς καὶ σήψεως. Κηρωτὴ ἐμ-
ψύχουσα
Ϟγ Περὶ ἑκτικῶν καὶ μαρασμωδῶν πυρετῶν
Ϟδ Ἑκτικῶν πυρετῶν θεραπεία
Ϟε Περὶ πανδήμων καὶ ἐπιδήμων καὶ
λοιμωδῶν νοσημάτων
Ϟϛ Ἐκ τῶν Ῥούφου περὶ λοιμοῦ
Ϟζ Περὶ τῶν ἐπὶ πλήθει ὠμῶν χυμῶν
συγκοπτομένων  
Ϟη Περὶ τῶν διὰ ξανθὴν χολὴν συγκοπτο-
μένων
Ϟθ Περὶ τῶν ἐπὶ λεπτοῖς χυμοῖς συγ-
κοπτομένων
ρ Περὶ τῶν ἄλλων προφάσεων ἐφ'
ὧν γίνονται συγκοπαί
ρα Περὶ ὀδύνης συγκοπὰς ἐπιφερούσης
ρβ Περὶ λειποθυμίας

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber v Chapter 96, li. 1

τοῦτο προγινώσκοντες εὐθὺς ἀρχομένης τῆς καταστάσεως, ὅσα μὲν


ὑγρὰ τῶν σωμάτων ἑωρῶμεν, ἐκ παντὸς τρόπου ξηραίνειν ἐπεχειροῦμεν,
ὅσα δὲ ξηρότερα φύσει, τὴν ἀρχαίαν φύσιν ἐπὶ τούτων ἐφυλάξαμεν,
ὅσα δὲ περιττωματικά, καθάρσεσιν ἐξιώμεθα, τὰς δὲ ἐμφράξεις τῶν
πόρων
ἐξεφράττομέν τε καὶ διερρύπτομεν καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν ὑγείαν τοῖς σώ-
μασιν ἐφυλάττομεν τἀναντία προσάγοντες, καὶ ὁτὲ μὲν ἀναψύξεσι χρώ-  
μεθα, εἰ οὕτω τύχοι, ὁτὲ δὲ θερμάσμασι. καὶ ἀνακαίων δέ τις πυρὰν
πολλὴν δύναιτ' ἂν μεταβάλλειν ἐπὶ τὸ θερμὸν καὶ ξηρὸν τὸν ἀέρα ὡς
ὑγρὸν γιγνόμενον καὶ ψυχρόν, καθάπερ ποιῆσαί φασιν Ἱπποκράτην ἐν
Ἀθηναίοις καὶ Ἄκρωνα τὸν Ἀκραγαντῖνον.
 Ἐκ τῶν Ῥούφου περὶ λοιμοῦ. πάντα δ' ἂν γένοιτο ἐν λοιμῷ τὰ
δεινότατα καὶ οὐδὲν ἀποκρύπτεται ὥσπερ καθ' ἕκαστον νόσημα. τὰ
γὰρ πλεῖστα καὶ ποικίλα καὶ παραφροσύναι διάφοροι γίγνονται καὶ
χολῆς ἔμετοι καὶ ὑποχονδρίων ἐντάσεις καὶ πόνοι καὶ ἱδρῶτες πολλοὶ
καὶ ψύξεις ἀκρωτηρίων καὶ διάρροιαι χολώδεις λεπταὶ φυσώδεις καὶ
οὖρα τοῖς μὲν ὑδατώδη λεπτά, τοῖς δὲ χολώδη, τοῖς δὲ μέλανα, ὑπο-
στάσεις κακὰς ἔχοντα καὶ ἐναιωρήματα κάκιστα, ἀπὸ ῥινῶν αἵματος
στάξεις, καύματα ἐν θώρακι, γλῶσσαι καταπεφρυγμέναι, ἀγρυπνίαι,
257

σπασμοὶ βίαιοι καὶ ἄλλα δὲ πονηρά, ἕλκη καὶ ἀνθρακώδη καὶ πάνδεινα
γένοιτ' ἂν ἐν λοιμῷ κατά τε τὸ ἄλλο σῶμα καὶ ἐν προσώπῳ καὶ πα-
ρισθμίοις.

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1–16, 24–25, 43–50)


(0722: 001)“Oribasii collectionum medicarum reliquiae, vols. 1–4”, Ed.
Raeder, J.Leipzig: Teubner, 6.1.1:1928; 6.1.2:1929; 6.2.1:1931;
6.2.2:1933; Corpus medicorum Graecorum, vols. 6.1.1–6.2.2.
Book 43, chapter 41, section t, li. 1

 Ὅσα δὲ τῶν ἑλκῶν εἰς πλείονα χρόνον ἐκπίπτει, συνουλοῦται


μὲν πολλάκις, μετὰ χρόνον δ' οὐ πολὺν ἀναφλεγμαίνει τε καὶ αὖθις
ἀναρρήγνυται, λυομένης αὐτῶν τῆς οὐλῆς· ὅταν γὰρ ἐκ τῶν προς-
φερομένων φαρμάκων ἡ κατὰ τοῦ πεπονθότος ὀστοῦ σὰρξ ἐπικειμένη
ξηρανθεῖσα συνουλωθῇ, παραχρῆμα μὲν ὑγιάσθαι τελέως δοκεῖ, κατὰ
βραχὺ δὲ πάλιν ἰχῶρός τινος ἐπιρρέοντος ἐκ τοῦ φθειρομένου κατὰ
τὸ βάθος ὀστοῦ, φλεγμονή τέ τις αὖθις ὑπογίνεται, καὶ πύου γένεσις
ἕπεται, διαβιβρώσκοντος μὲν τὴν οὐλήν, ἑλκοῦντος δὲ τὴν σάρκα.
τίς οὖν ἡ τῶν τοιούτων ἑλκῶν ἴασίς ἐστιν; ξήρανσις ἐπὶ τοσοῦτον ὡς
ἀποστῆναι τὸ πεπονθὸς τοῦ ὀστοῦ μέρος.

Ἐκ τῶν Ῥούφου. Περὶ λοιμώδους ἕλκους.

 Καλεῖται δέ τι καὶ λοιμῶδες ἕλκος, ᾧ συνεδρεύει φλεγμονὴ ἰσχυ-


ρὰ καὶ πυρετὸς ὀξὺς καὶ παραφροσύνη. ἐνίοις δὲ καὶ οἱ βουβῶνες
ἐπωδύνως σκληρύνονται, καὶ οὐκ εἰς μακρὰν ἐπὶ τούτοις τοῖς ἕλκεσιν
ἀπόλλυνται. γίνεται δὲ τὰ πολλὰ τοῖς περὶ τὰ ἕλη οἰκοῦσιν.  

Ἐκ τῶν Ἀρχιγένους. Περὶ λοιμικῶν ἑλκῶν.

 Τὸ δὲ λοιμῶδες καλούμενον ἕλκος οὐκ ἐν στόματι μόνον, ἀλλὰ


καὶ ἐπὶ τοῦ λοιποῦ γίνεται σώματος, μάλιστα δ' ἐν κνήμαις. ἀλλὰ
τὸ μὲν ἐν στόματι ἕλκωσίς ἐστι περὶ τὰ τῆς κιονίδος ἢ τῆς ὑπερῴας
μέρη λευκὴ καὶ δυσώδης, νομὴν ἔχουσα ταχεῖαν, καί ποτε μὲν εἴσω,
ἔσθ' ὅτε δ' ἐπὶ τοὺς ἐκτὸς τόπους. τῇ μὲν οὖν εἴσω βηχία παρέπεται,

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 43, chapter 42, section t, li. 1
258

βραχὺ δὲ πάλιν ἰχῶρός τινος ἐπιρρέοντος ἐκ τοῦ φθειρομένου κατὰ


τὸ βάθος ὀστοῦ, φλεγμονή τέ τις αὖθις ὑπογίνεται, καὶ πύου γένεσις
ἕπεται, διαβιβρώσκοντος μὲν τὴν οὐλήν, ἑλκοῦντος δὲ τὴν σάρκα.
τίς οὖν ἡ τῶν τοιούτων ἑλκῶν ἴασίς ἐστιν; ξήρανσις ἐπὶ τοσοῦτον ὡς
ἀποστῆναι τὸ πεπονθὸς τοῦ ὀστοῦ μέρος.

Ἐκ τῶν Ῥούφου. Περὶ λοιμώδους ἕλκους.

 Καλεῖται δέ τι καὶ λοιμῶδες ἕλκος, ᾧ συνεδρεύει φλεγμονὴ ἰσχυ-


ρὰ καὶ πυρετὸς ὀξὺς καὶ παραφροσύνη. ἐνίοις δὲ καὶ οἱ βουβῶνες
ἐπωδύνως σκληρύνονται, καὶ οὐκ εἰς μακρὰν ἐπὶ τούτοις τοῖς ἕλκεσιν
ἀπόλλυνται. γίνεται δὲ τὰ πολλὰ τοῖς περὶ τὰ ἕλη οἰκοῦσιν.  

Ἐκ τῶν Ἀρχιγένους. Περὶ λοιμικῶν ἑλκῶν.

 Τὸ δὲ λοιμῶδες καλούμενον ἕλκος οὐκ ἐν στόματι μόνον, ἀλλὰ


καὶ ἐπὶ τοῦ λοιποῦ γίνεται σώματος, μάλιστα δ' ἐν κνήμαις. ἀλλὰ
τὸ μὲν ἐν στόματι ἕλκωσίς ἐστι περὶ τὰ τῆς κιονίδος ἢ τῆς ὑπερῴας
μέρη λευκὴ καὶ δυσώδης, νομὴν ἔχουσα ταχεῖαν, καί ποτε μὲν εἴσω,
ἔσθ' ὅτε δ' ἐπὶ τοὺς ἐκτὸς τόπους. τῇ μὲν οὖν εἴσω βηχία παρέπεται,
καὶ ἐν τῷ χρέμπτεσθαι ἐσχάριον ἀνάγεται ἢ δίαιμον ἢ ἰχωροειδές·
ἀναβαινούσης δὲ τῆς νομῆς, ἔτι μᾶλλον βηχία γίνεται. ποιεῖ δ' ἐπὶ
τούτων ὁ ἐν στόματι συνεχὴς ἀνακογχυλιασμὸς ὅ τε διὰ φακοῦ καὶ
..δων....ας, σιδίων καὶ κορυφάνων ἢ κηκῖδος ὀμφακίνου ἀφέψημα
καὶ βάτου ἀκρεμόνων ἀγριελαίας τε καὶ ἐλαίας ἡμέρου φύλλων ἢ καὶ

Ορειβάσιος ιατρός. Synopsis ad Eustathium filium (0722: 004)


“Oribasii synopsis ad Eustathium et lib. ad Eunapium”, Ed. Raeder, J.
Leipzig: Teubner, 1926, Repr. 1964; Corpus medicorum Graecorum, vol.
6.3.Book 6, chapter 25, section t, li. 1

ελέγχεται· τὰ δ' ἐναντίως κεκραμένα τῷ περιέχοντι πρὸς τῷ μηδὲν


ἀδικεῖσθαι γίνεται βελτίω, τὴν ἀμετρίαν τῆς κράσεως τῆς ἐναντίας
ἀμετρίας κολαζούσης, καὶ ὁ γινώσκων τοῦτο τὴν ὑγείαν φυλάξει τοῖς
σώμασι τἀναντία προσάγων, ποτὲ μὲν ἀναψύξεσι χρώμενος, εἰ οὕτως
τύχοι, ποτὲ δὲ θερμάσμασιν, ὕδατος μὲν ἐπαγωγαῖς ἀναψύχων καὶ ἀρ-  
γίαις καὶ τροφῶν ἐνδείαις καὶ πόσεως πλεονασμοῖς, τῇ δὲ σκέπῃ θερ-
μαίνων καὶ πόνοις καὶ σιτίῳ πλείονι καὶ ποτῷ ἐλάσσονι. καὶ πυρὰν δέ
τις ἀνακαίων πολλὰ δύναιτο ἂν μεταβαλεῖν ἐπὶ τὸ θερμὸν καὶ ξηρὸν
259

τὸν ἀέρα τέως ὑγρὸν ὄντα, καθάπερ ποιῆσαί φασινἌκρωνα τὸν


Ἀκραγαντῖνον.

Ἐκ τῶν Ῥούφου. Περὶ λοιμῶν.

 Πάντα ἂν γένοιτο ἐν λοιμῷ τὰ δεινότατα, καὶ οὐδὲν ἀποκεκρι-


μένον ὥσπερ καθ' ἕκαστον νόσημα· καὶ γὰρ παραφροσύναι γένοιντο
ἂν καὶ χολῆς ἔμετοι καὶ ὑποχονδρίων ἐντάσεις καὶ πόνοι καὶ ἱδρῶτες
πολλοὶ καὶ ψύξεις ἀκρέων καὶ διάρροιαι χολώδεις, λεπταί, φυσώδεις,
καὶ οὖρα ὑδατώδη, λεπτά, χολώδη, μέλανα, ὑποστάσεις κακὰς ἔχοντα,
καὶ ἐναιωρήματα οἷα δὴ κάκιστα, ἀπὸ ῥινῶν στάξεις, καύματα ἐν θώ-
ρακι, γλῶσσαι καταπεφρυγμέναι, διψώδεις, ἀσηροί, ἄγρυπνοι, σπασμοὶ
βίαιοι καὶ ἄλλα πολλὰ πονηρά. καὶ ἑλκούμενα γένοιντο δ' ἂν ἐν
λοιμῷ. καὶ τῶν δεινῶν τι οὐ δεινόν, καὶ τῶν οὐ δεινῶν δεινόν. εἰ δέ τις
συνίδοι μέλλοντα ἥξειν λοιμὸν προσέχων ταῖς τε ὥραις πονηραῖς οὔσαις

Theophilus Apol., Ad Autolycum “Theophilus of Antioch. Ad


Autolycum”, Ed. Grant, R.M.Oxford: Clarendon Press, 1970.
Book 2, section 9, li. 7

τινες τῇ ψυχῇ ἐκνήψαντες ἐξ αὐτῶν εἶπον ἀκόλουθα τοῖς προφήταις,


ὅπως εἰς μαρτύριον αὐτοῖς τε καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις περί τε θεοῦ
μοναρχίας καὶ κρίσεως καὶ τῶν λοιπῶν ὧν ἔφασαν.
      
Οἱ δὲ τοῦ θεοῦ ἄνθρωποι, πνευματοφόροι πνεύματος ἁγίου καὶ
προφῆται γενόμενοι, ὑπ' αὐτοῦ τοῦ θεοῦ ἐμπνευσθέντες καὶ σοφις-
θέντες, ἐγένοντο θεοδίδακτοι καὶ ὅσιοι καὶ δίκαιοι. διὸ καὶ κατ-
ηξιώθησαν τὴν ἀντιμισθίαν ταύτην λαβεῖν, ὄργανα θεοῦ γενόμενοι
καὶ χωρήσαντες σοφίαν τὴν παρ' αὐτοῦ, δι' ἧς σοφίας εἶπον καὶ
τὰ περὶ τῆς κτίσεως τοῦ κόσμου, καὶ τῶν λοιπῶν ἁπάντων. καὶ
γὰρ Περὶ λοιμῶν καὶ λιμῶν καὶ πολέμων προεῖπον. καὶ οὐχ εἷς ἢ
δύο ἀλλὰ πλείονες κατὰ χρόνους καὶ καιροὺς ἐγενήθησαν παρὰ
Ἑβραίοις, ἀλλὰ καὶ παρὰ Ἕλλησιν Σίβυλλα καὶ πάντες φίλα
ἀλλήλοις καὶ σύμφωνα εἰρήκασιν, τά τε πρὸ αὐτῶν γεγενημένα καὶ
τὰ κατ' αὐτοὺς γεγονότα καὶ τὰ καθ' ἡμᾶς νυνὶ τελειούμενα· διὸ καὶ
πεπείσμεθα καὶ περὶ τῶν μελλόντων οὕτως ἔσεσθαι, καθὼς καὶ τὰ
πρῶτα ἀπήρτισται.
      

Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum (3074:


260

001)“Constantini Manassis breviarium historiae metricum”, Ed. Bekker,


I.Bonn: Weber, 1837; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.Line 1726

τὸ προσδοκώμενον κακόν, τὸν ἐκ τοῦ ξίφους πότμον.


ἐντεῦθεν κατωνόμαστο τοῖς ἀγνοοῦσι Βροῦτος·
δηλοῖ δ' ἡ λέξις τὸν μωρὸν καὶ φρένας βεβλαμμένον.
μετάγει δ' οὖν Ταρκύνιος τοῦτον ἐν ἀνακτόροις,
κήδεσθαι μὲν ὡς συγγενοῦς κἀκ τῶν αὐτῶν αἱμάτων
τοῦ Βρούτου προσποιούμενος καὶ δῆθεν κατοικτείρων,
τὸ δ' ἀληθὲς βουλόμενος συμπαίστορα τοῖς τέκνοις
τοῖς ἑαυτοῦ χαρίζεσθαι ψυχαγωγίας χάριν,
οἷς καὶ συνὼν γελοιασμοὺς καὶ παιδιὰς προυξένει.
ἀποσταλέντων δέ ποτε τῶν παίδων Ταρκυνίου
ἐπὶ Δελφοὺς ὡς πεύσαιντο περὶ λοιμώδους νόσου,
καὶ Βροῦτος συνεπέμπετο τέρψων αὐτοὺς παιγνίοις.  
οἱ μὲν οὖν τὸν Ἀπόλλωνα δώροις ἐδεξιοῦντο,
ὁ Βροῦτος βακτηρίαν δὲ ξυλίνην διατρήσας
ὅλην δι' ὅλης ὡς αὐλὸν χρυσῆν ἔκρυψε ῥάβδον,
καὶ ταύτην ὡς ἀνάθημα κεχάριστο τῷ Φοίβῳ.
ἀλλ' οὗτοι τὴν εὐμήχανον σοφίαν τὴν τοῦ Βρούτου
καὶ τὸ στερρὸν καὶ δυνατὸν μηδ' ὅλως ἐπιγνόντες
κατέπαιζον ἐτώθαζον ὕβριζον ἐμωκῶντο
τοιοῦτον προσενέγκαντα τῷ χρησμοδότῃ δῶρον.

ΠΕΡΙ ΠΑΝΔΗΜΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum primum epidemiarum


commentarii iii Kühn volume 17a, page 11, line 16

<καὶ τοίνυν τὰ μὲν ἔνδημα νοσήματά ἐστιν,> ὅσα πλεονάζει διὰ παν-
τὸς ἔν τινι χώρᾳ, [ἅπερ δὴ καὶ ἔνδημα προσαγορεύεται,] τῶν κοι-
νῶν πολλοῖς ὄντα καὶ αὐτά, καθάπερ καὶ ὁ Λοιμός. ἔστι γὰρ καὶ
οὗτος ἐκ τῶν κοινῶν νοσημάτων, ὡς αὐτὸς αὖ καὶ περὶ τοῦδε σαφῶς
ἐδήλωσεν ἐν τῷ Περὶ διαίτης ὀξέων, [ὧδέ πως εἰπών· “ὅταν γὰρ μὴ
λοιμῶδες νόσου τρόπος τις κοινὸς ἐπιδημήσηι, ἀλλὰ σποράδες ὦσιν αἱ
νοῦσοι καὶ μὴ παραπλήσιαι αὐτέοισιν, ὑπὸ τούτων τῶν νοσημάτων οἱ
πλείους ἀπόλλυνται ἢ ὑπὸ τῶν ἄλλων τῶν συμπάντων.” δῆλον
οὖν] ὡς ἐκ τοῦ γένους τῶν <ἐπιδημίων> νοσημάτων, ὅσα κακο-
ηθέστατα γίνεται καὶ λοιμώδη καλεῖται· τὸ δὲ τῶν <ἐπιδημίων> ἐκ
τοῦ τῶν πανδήμων τε καὶ παγκοίνων γένους ἐστίν, ὃ ταῖς σποράδεσι
νόσοις ἀντιδιαιρεῖται· ταῦτα μὲν οὕτως αὐτὸς <διεῖλε καὶ> ὠνόμασεν,
261

τοὺς λοιμοὺς | δὲ πάντες ἄνθρωποι καλοῦσί τε καὶ γινώσκουσιν ὄντας


ὀλέθρια νοσήματα καὶ πέμπουσί γε πολλάκις εἰς θεοὺς περὶ τῆς ἰάσεως
αὐτῶν πυνθανόμενοι. [οὐ μόνον δὲ ἐνταῦθα τὸ ἐπιδημήσειν γέγραφεν,  
ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ Προγνωστικόν, ἐν ᾧ φησι· “χρὴ δὲ καὶ τὰς φορὰς
τῶν νοσημάτων τῶν ἀεὶ ἐπιδημεόντων ταχέως ἐνθυμέεσθαι καὶ μὴ
λανθάνειν τῆς τε ὥρης τὴν κατάστασιν.” ἐν αὐτοῖς δὲ τοῖς τῶν Ἐπι-
δημιῶν ποτὲ μέν ἐστιν ἀκοῦσαι λέγοντος αὐτοῦ· “ἐπεδήμησαν δὲ καὶ
δυσεντερίαι κατὰ θέρος πολλαί·” ποτὲ δὲ “καὶ ἄλλαι πυρετῶν ἐπεδή-
μησαν ἰδέαι”. “καὶ γὰρ ἄλλοις τὸ νόσημα ἐπιδήμιον ἦν.”]

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 2, chapter p,


section 1, line 29

κϛʹ. Περὶ συνεχῶν πυρετῶν.


κζʹ. Θεραπεία συνεχῶν πυρετῶν.
κηʹ. Καυσωδῶν διάγνωσις.
κθʹ. Καυσωδῶν θεραπεία.
λʹ. Πυρετοῦ ἐπὶ ἐρυσιπελατώδει δια-
θέσει διάγνωσις καὶ θεραπεία.
λαʹ. Ἑκτικῶν πυρετῶν διάγνωσις.
λβʹ. Ἑκτικῶν πυρετῶν θεραπεία.
λγʹ. Περὶ ἡμιτριταίων.  
λδʹ. Περὶ πανδήμων νοσημάτων.
λεʹ. Ἐκ τῶν Ῥούφου περὶ λοιμοῦ.
λϛʹ. Περὶ τῶν ἐπὶ πλήθει χυμῶν ὠμῶν
συγκοπτομένων.
λζʹ. Περὶ τῶν ἐπὶ λεπτοῖς χυμοῖς συγ-
κοπτομένων.
ληʹ. Περὶ τῶν ἄλλων προφάσεων, ἐφ'
αἷς γίνονται συγκοπαί.
λθʹ. Περὶ ὀδύνης.
μʹ. Περὶ συντήξεως.
μαʹ. Περὶ τῆς ἐν πυρετοῖς ἀγρυπνίας.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 2, chapter 34,


section t, line 1
262

ἐκθερμαίνονται. τοιοῦτος μέν τίς ἐστιν ὁ ἀκριβὴς ἡμιτριταῖος ἐξ ἰσο-


σθενοῦς κράσεως δυοῖν πυρετοῖν γινόμενος, τριταίου διαλείποντος καὶ
ἀμφημερινοῦ συνεχοῦς. ὁ δὲ οὐκ ἀκριβὴς ἤτοι τὸν χολώδη πλείονα
κέκτηται ἢ τὸν φλεγματώδη· ὃς δὴ καὶ μᾶλλόν ἐστιν εὐίατος ἑτοίμως
δυναμένου τοῦ ἥττονος νικᾶσθαι χυμοῦ ὑπό τε τῆς τοῦ πλείονος ἐπι-
κρατείας καὶ τῆς ἀπὸ τῆς τέχνης ἐπικουρίας· εἰ μὲν γὰρ ἐπικρατέστερον
εἴη τὸ φλέγμα, τοῖς ἐπὶ ἀμφημερινοῦ λελεγμένοις μάλιστα κεχρήμεθα
βοηθήμασιν, εἰ δὲ ἡ ξανθὴ χολή, τοῖς ἐπὶ τριταίου, καθόλου πρὸς τὸ
κατεπεῖγον ἐνιστάμενοι μηδὲ θατέρου παντάπασιν ἀμελοῦντες.
      
   

Περὶ τῶν πανδήμων νοσημάτων.

 Πανδήμους καὶ κοινὰς νόσους τὰς πολλοῖς ἅμα συμπιπτούσας ὀνο-


μάζουσιν, ὧν ὥσπερ ἡ γένεσις οὕτως καὶ ἡ αἰτία κοινή. κοινά τε οὖν
ἐδέσματα πονηρὰ τίκτουσι νοσήματα κοινὰ καὶ ὕδατος μοχθηροῦ πόσις
ταλαιπωρίαι τε ἄμετροι καὶ πόνοι συνήθεις ἐκλειφθέντες ἔνδειαί τε
καὶ πλησμοναὶ λιμοῦ κατασχόντος ἢ εὐθηνίας γενομένης· καὶ χωρίων
δὲ φύσεις κοινὰ νοσήματα πολλάκις ἐπήνεγκαν, ἐνίοτε μὲν ἑλωδῶν,
ἐνίοτε δὲ ἐχόντων βάραθρον παρακείμενον ἀναθυμίασιν δηλητηριώδη
καὶ πονηρὰν ἀναπέμπον. ταῦτα μὲν οὖν οὐ συνεχῶς εἴωθεν συμ-
πίπτειν, ὁ δὲ περιέχων ἡμᾶς ἀὴρ τρέπει τὰς κράσεις ἤτοι θερμότερος
ἀμέτρως ἢ ψυχρότερος ἢ ξηρότερος ἢ ὑγρότερος γινόμενος.

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber v Chapter P, line 158

<Ϟ> Περὶ τῶν περὶ τὰ σπλάγχνα ἐρυσι-


πελατωδῶν διαθέσεων
<Ϟα> Περὶ συντήξεως
<Ϟβ> Περὶ τῶν ἐν ταῖς θερμαῖς καὶ ξηραῖς
κράσεσι γιγνομένων πυρετῶν χωρὶς
φλεγμονῆς καὶ σήψεως. Κηρωτὴ ἐμ-
ψύχουσα
<Ϟγ> Περὶ ἑκτικῶν καὶ μαρασμωδῶν πυρετῶν
<Ϟδ> Ἑκτικῶν πυρετῶν θεραπεία
<Ϟε> Περὶ πανδήμων καὶ ἐπιδήμων καὶ λοιμωδῶν νοσημάτων
263

<Ϟϛ> Ἐκ τῶν Ῥούφου περὶ λοιμοῦ


<Ϟζ> Περὶ τῶν ἐπὶ πλήθει ὠμῶν χυμῶν συγκοπτομένων  
<Ϟη> Περὶ τῶν διὰ ξανθὴν χολὴν συγκοπτο-μένων
<Ϟθ> Περὶ τῶν ἐπὶ λεπτοῖς χυμοῖς συγ-κοπτομένων

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber v Chapter 95, line 1

οἷόν τε τὴν μίξιν τοῦ μέλιτος κατὰ τοὺς ἑκτικοὺς πυρετοὺς πάντας·
δοτέον δὲ τὴν μὲν πρώτην τὸ γάλα τῆς ὄνου κυάθου μὴ πλέον, εἰς-
αχθείσης τῆς ὄνου εἰς τὸν κοιτῶνα πρὸς τὸ θερμὸν ἔτι ὑπάρχον τὸ
γάλα ποθῆναι. εἰ οὖν καλῶς πεφθείη καὶ μὴ διαφθαρείη, ἔξεστιν αὐξῆσαι
τὸ πλῆθος προστιθέντας κατὰ δόσιν ἥμισυ κυάθου. τὴν δὲ λοιπὴν δίαι-
ταν ποιεῖσθαι, ὡς ἐπὶ τῶν ξηρῶν τῆς γαστρὸς δυσκρασιῶν, ὡς ἐν τῷ
οἰκείῳ τόπῳ ἐν τῷ <θ> λόγῳ ῥηθήσεται. ὅσῳ δέ ἐστιν ἡ τῶν ἑκτικῶν πυ-
ρετῶν θερμασία θερμοτέρα ἐκείνων, τοσούτῳ καὶ τῶν βοηθημάτων δεῖ-
ται ψυχροτέρων καὶ ἀκριβείας πλείονος, μὴ βλάβη τις παρέποιτο ἰσχυ-
ροτέροις βοηθήμασι χρησαμένων ἡμῶν.
 Περὶ πανδήμων καὶ ἐπιδήμων καὶ λοιμωδῶν νοσημάτων. πανδή-
μους καὶ κοινὰς νόσους ὀνομάζουσι τὰς πολλοῖς ἀνθρώποις ἅμα συμ-  
πιπτούσας, ὧν ὥσπερ ἡ γένεσις οὕτω καὶ ἡ αἰτία κοινή. κοινά τε οὖν
ἐδέσματα πονηρὰ τίκτουσι νοσήματα κοινὰ καὶ ὕδατος μοχθηροῦ πόσις
ταλαιπωρίαι τε ἄμετροι καὶ πόνοι συνήθεις ἐκλείποντες ἔνδειαί τε καὶ
πλησμοναί, λιμοῦ καταστάντος καὶ εὐθηνίας ἐπιγενομένης. καὶ χωρίου
δὲ φύσις κοινὰ νοσήματα πολλάκις ἐπήνεγκε τοῦ εἰσπνεομένου ἀέρος
ὑπὸ σηπεδονώδους ἀναθυμιάσεως μιανθέντος. ἡ δὲ αἰτία τῆς τοιαύτης
σηπεδονώδους ἀναθυμιάσεως ἤτοι πλῆθος νεκρῶν ἐστιν, ὡς ἐν πολέμοις
γίγνεται, ἢ ἐκ τελμάτων τινῶν ἢ λιμνῶν ἢ βαράθρου τινὸς παρακειμένου
καὶ ἀναθυμίασιν δηλητηριώδη καὶ πονηρὰν ἀναπέμποντος·

Ορειβάσιος ιατρός. Synopsis ad Eustathium filium Book 6, chapter 24,


section t, line 1

θατέρου δὲ τοῦ φλεγματώδους πλεονεκτοῦντος, ἐπικρατοῦσι μὲν αἱ


ψύξεις τῶν ἄκρων, ὀλίγαι δ' εἰσὶν αἱ φρῖκαι· οὐ μὴν οὐδὲ διψώδεις
εἰσὶν οὐδὲ καυσώδεις. ἐπειδὰν δ' ἴσοι κατὰ τὸ μέγεθος ὑπάρχωσιν ὅ
τε τριταῖος διαλείπων καὶ ὁ ἀμφημερινὸς συνεχής, ἡ μὲν εἰσβολὴ τοῦ
παροξυσμοῦ μετὰ φρίκης γίνεται. καὶ ἡνίκα μὲν ἂν ὁ ἐκ τοῦ φλεγ-
264

ματώδους ἐπικρατήσῃ, συστολαὶ γίνονται καὶ φρῖκαι· εἰ δ' ὁ θερμότερος


ἐπικρατήσειεν, ἀθρόως ἐκθερμαίνονται. τοιοῦτος μέν τίς ἐστιν ὁ ἀκρι-  
βὴς ἡμιτριταῖος ἐξ ἰσοσθενοῦς κράσεως δυοῖν πυρετοῖν γινόμενος, τρι-
ταίου διαλείποντος καὶ ἀμφημερινοῦ συνεχοῦς· ὁ δ' οὐκ ἀκριβὴς ἤτοι
τὸν χολώδη χυμὸν πλείονα κέκτηται ἢ τὸν φλεγματώδη.

Περὶ τῶν πανδήμων νοσημάτων.

 Πανδήμους καὶ κοινὰς νόσους τὰς πολλοῖς ἅμα συμπιπτούσας ὀνο-


μάζουσιν, ὧν ὥσπερ ἡ γένεσις, οὕτω καὶ ἡ αἰτία κοινή. κοινά τε οὖν
ἐδέσματα πονηρὰ τίκτουσι νοσήματα κοινὰ καὶ ὕδατος μοχθηροῦ πόσις
ταλαιπωρίαι τε ἄμετροι καὶ πόνοι συνήθεις ἐλλειφθέντες ἔνδειαί τε
καὶ πλησμοναί, λιμοῦ κατασχόντος ἢ εὐθηνίας γενομένης. καὶ χωρίου
δὲ φύσις κοινὰ νοσήματα πολλάκις ἐπήνεγκεν, ἐνίοτε μὲν ἑλώδους,
ἐνίοτε δ' ἔχοντος βάραθρον παρακείμενον ἀναθυμίασιν δηλητηριώδη
καὶ
πονηρὰν ἀναπέμπον. ταῦτα μὲν οὖν <οὐ> συνεχῶς εἴωθε συμπίπτειν·
ὁ δὲ περιέχων ἡμᾶς ἀὴρ συνεχῶς ἡμῶν τρέπει τὰς κράσεις,

Ορειβάσιος ιατρός. Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Book 3, chapter 1,


section t, line 1

κινοῦσαι τὰ περιττώματα (φθειρῶν γοῦν πλῆθος ἐπὶ τῶν κακοχύμων


γεννᾶται), στέαρ λεόντειον ἁπάντων μᾶλλον στεάτων τῶν ἐν τοῖς τετρά-
ποσι (τὸ δὲ τῶν ταύρων ἔλαττον), στέαρ χοίρειον ἀδήκτως (ἔλαττον
δὲ τὸ μόσχειον, τὸ δὲ χρονίζον στέαρ μᾶλλον ἑαυτοῦ), ὀστᾶ κεκαυμένα
ἱκανῶς, ἔρια κεκαυμένα, ἐχίνων ἀμφοτέρων ἡ τέφρα.  
 Ὁ μὲν οὖν πρῶτος τῆς διδασκαλίας εἴρηται τρόπος, νῦν δ' ὁ
δεύτερος λεχθήσεται τῶν παρὰ φύσιν διαθέσεων τὰς εὐπορίστους ἰάσεις
ἐξηγούμενος, τῶν τε ἐσχάτως ὀξέων, ἐφ' ὧν ἀναμένειν τὸν ἰατρὸν
οὐκ ἀσφαλές, καὶ τῶν εὐμεταχειρίστων καὶ ἄνευ τεχνίτου τὴν ἐπανόρ-
θωσιν δεχομένων.

Περὶ τῶν πανδήμων νοσημάτων.

 Πανδήμους καὶ κοινὰς νόσους τὰς πολλοῖς ἅμα συμπιπτούσας


ὀνομάζουσιν, ὧν ὥσπερ ἡ γένεσις, οὕτω καὶ ἡ αἰτία κοινή· ὕδατος
265

μοχθηροῦ πόσις ταλαιπωρίαι τε ἄμετροι καὶ πόνοι συνήθεις ἐαθέντες


ἔνδειαί τε καὶ πλησμοναί, λιμοῦ κατασχόντος ἢ εὐθηνίας γενομένης.
καὶ χωρίου δὲ φύσις κοινὰ νοσήματα πολλάκις ἐπήνεγκεν, ἐνίοτε μὲν
ἑλώδους, ἐνίοτε δ' ἔχοντος βάραθρον παρακείμενον ἀναθυμίασιν δηλη-
τηριώδη καὶ πονηρὰν ἀναπέμπον. ταῦτα μὲν οὖν οὐ συνεχῶς εἴωθε
συμπίπτειν· ὁ δὲ περιέχων ἡμᾶς ἀὴρ συνεχῶς ἡμῶν τρέπει τὰς κρά-
σεις, ἤτοι θερμότερος ἀμέτρως ἢ ψυχρότερος ἢ ξηρότερος ἢ ὑγρότερος
γινόμενος· τοῖς μὲν γὰρ ἄλλοις αἰτίοις οὔτε πάντες ἅμα περιπίπτομεν
Ευσέβιος. Demonstratio evangelica Book 8, chapter 3, section 12, line 4

         ὁ γοῦν Ἀκύλας φησίν· «διὰ τοῦτο


χάριν ὑμῶν Σιὼν χώρα ἀροτριαθήσεται, καὶ Ἱερουσαλὴμ λιθολογη-
θήσεται». ὑπὸ γὰρ ἀλλοφύλων ἀνδρῶν κατοικισθεῖσα εἰσέτι καὶ
σήμερον λιθολογεῖται, πάντων καθ' ἡμᾶς αὐτοὺς τῶν τὴν πόλιν οἰ-
κούντων τοὺς ἀπὸ τῆς πτώσεως αὐτῆς λίθους ἀναλεγομένων εἴς τε
τὰ ἴδια καὶ κοινὰ καὶ δημόσια οἰκοδομήματα.
         καὶ ἔστιν ὀφθαλμοῖς
παραλαβεῖν σκυθρωπὸν θέαμα, τοὺς ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ καὶ αὐτῶν
τῶν πάλαι ἀδύτων καὶ ἁγίων λίθους εἰς τὰ τῶν εἰδώλων τεμένη εἴς
τε τὰ τῶν πανδήμων θεαμάτων κατασκευάσματα ἀπειλημμένους.
ὧν οὕτως ἐναργῶς τοῖς πᾶσιν ὁρωμένων, καὶ ὁ καινὸς νόμος καὶ
λόγος ὁ τῆς καινῆς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ τοῦ Χριστοῦ διαθήκης
ἐκεῖθέν ποθεν προελθὼν δῆλος ἂν εἴη.
         ἐφ' ᾧ μυρία πλήθη λαῶν ἔθνη τε παντοῖα, τῶν πατρίων ἀποστάντα
θεῶν καὶ τῆς παλαιᾶς δεισιδαίμονος πλάνης, τὸν ἐπὶ πάντων θεὸν
ἀνακαλεῖται.          διὸ καὶ κατηξίωται τῆς βαθυτάτης εἰρήνης, ὡς μηκέτι
πολυαρχίας εἶναι μηδὲ βασιλείας κατὰ τόπους, μηδὲ «ἔθνος ἐπ' ἔθνος
ῥομφαίαν» αἴρειν, μηδ'   ὡς τὸ πρὶν πολέμοις τοῖς κατ' ἀλλήλων
σχολάζειν, ἀναπαύεσθαι δὲ

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 221, Bekker page 178a, line 19

              Περί τε σφυγμῶν σημειώ-σεως καὶ οὔρων διαγνώσεως, καὶ τί


δηλοῦσι ταῦτα· καὶ περὶ διαχωρημάτων σημειώσεως καὶ διακρίσεως
ἐμέτων τε προγνώσεως, καὶ τῆς ἐξ αὐτῶν σημειώσεως· αἱμορραγίας
τε ἐκ ῥινῶν καὶ τῆς γυναικείας καθάρσεως· περί τε τῶν
κριτικῶν σημείων τῶν κατὰ τοὺς ἱδρῶτας καὶ τὰς ἀπο-
στάσεις, καὶ τῆς ἀπὸ τῶν πτυέλων τεκμηριώσεως· καὶ
266

ὅτι ὁ ἄριστος ἰατρὸς εἴσεται εἰ βεβαίως τὸ νόσημα λέλυται


καὶ εἰ μὴ λέλυται, κἂν δοκῇ, τήν τε ἡμέραν καὶ ὥραν
ἐν ᾗ ὁ νοσῶν τὸν βίον ἀπολείψει.
   Περί τε πανδήμων καὶ ἐπιδήμων καὶ λοιμωδῶν νοσημάτων ἔκθεσιν
ποιεῖται, καὶ περὶ τῶν κατὰ διαφόρους αἰτίας συγκοπτομένων,
καὶ περὶ τῆς κατὰ διαφόρους αἰτίας ἐπισυμβαινούσης
τῷ ζῴῳ λειποθυμίας, περί τε τῆς ἐν πυρετοῖς κεφα-
λαλγίας καὶ ἀγρυπνίας καὶ ὠταλγίας καὶ ὀφθαλμίας  
καὶ ἀμαυρώσεως, καὶ ἐφ' ὧν αἵματος ῥύσις ἐν πυρετοῖς
συμβαίνει, τῆς τούτων ἀποθεραπείας, ὅπως τε προ-
νοητέον κατὰ τοὺς πυρετοὺς, κύστεώς τε καὶ δυσουρίας,
καὶ τῶν περὶ ὀσφὺν ἀλγημάτων ἑλκωθέντος τοῦ ἱεροῦ
ὀστοῦ καὶ ὀσχέου ἢ δακτυλίου.

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ

Αγαθίας, 186, 187, 188, 244 Διονύσιος Αλικαρνασσέας, 75, 76, 234,
Αθανάσιος θεολόγος., 10, 139 235
Αίλιος Ηρωδιανός, 80, 236 Δούκας Ιστορία, 175, 176, 241
Αίτιος ιατρός, 105, 106, 107, 108, 109, ἐπιδημιῶν, 38, 42, 43, 44, 45
110, 111, 253, 259 Ἐπιδημιῶν, 41, 51, 56, 57, 60, 251
ἄνοσος, 7 ἐπιδήμων, 56, 57, 105, 106, 107, 192,
ἀποθεραπείας, 192, 263 251, 253, 260, 263
Αρεταίος ιατρός, 111, 112, 113 Ευσέβιος, 9, 132, 133, 134, 135, 219, 262
Αριστοτέλης, 6, 77, 78, 79 Ευστάθιος, 194, 195, 196, 197, 198, 199,
Αριστοτέλης., 6, 77, 78, 79 200, 201, 226, 227, 245
ἀσθένειαν, 26, 142 Θεοδώρετος, 15, 16, 17, 18, 202, 203
Βαλέριος Αψίνης., 137, 237 θεραπεία, 106, 206, 246, 251, 253, 258,
Βασίλειος Καισαρείας, 10, 11 260
Γαληνός ιατρός, 34, 35, 36, 37, 38, 39, θεραπείας, 135, 185
40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, θεραπεύεται, 19
51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, Θουκυδίδης, 5, 9, 23, 35, 37, 230, 231
62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, ἰατρικὴν, 27, 59, 60
73, 74, 99, 100, 217, 251, 257 ἰατρὸς, 48, 184, 192, 200, 244, 263
Γεώργιος Μοναχός, 20, 21, 158, 159, 160, Ιούλιος Πολυδεύκης, 101
161, 238, 239 Ἱπποκράτης, 9, 34, 38, 45, 67, 68, 124,
Γεώργιος Σφραντζής, 171, 172, 173, 174, 201
240 Ἱπποκράτους, 51, 54, 58, 74
Γρηγόριος Νύσσης, 130, 131, 132 Ιωάννης Δαμασκηνός, 18, 19
δηλητήρια, 72, 112 Ιωάννης Ζωναράς, 168, 169, 240
δηλητηριώδη, 107, 108, 114, 129, 259, Ιωάννης Τζέτζης, 22
260, 261 Ιωάννης Χρυσόστομος, 12, 13, 14, 15,
142
267

κακοηθεστέροις, 109 171, 179, 185, 188, 196, 205, 210, 211,
Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος, 212, 213, 214, 215
155, 156, 157, 225 λοιμώδης, 5, 20, 23, 24, 25, 26, 29, 45, 49,
λιμός, 134, 160, 161, 248, 249 60, 69, 71, 73, 76, 77, 80, 82, 87, 89, 93,
λιμοῦ, 98, 107, 135, 156, 218, 220, 249 94, 95, 97, 124, 125, 138, 142, 145, 147,
λιμώδης, 248 148, 152, 154, 155, 158, 159, 160, 161,
λοιμικὰ νοσήματα, 114, 129 163, 166, 167, 170, 174, 176, 183, 184,
λοιμικὴ, 80, 181, 194, 215, 236 187, 192, 193, 197, 202, 206, 207, 208,
λοιμικῶν ἀρρωστημάτων, 31 209, 222, 232, 233, 234, 235, 236, 237,
Λοιμοί, 215 238, 239, 240, 241, 243, 244, 245, 246,
Λοιμός, 3, 4, 58, 103, 195, 211, 215, 248, 247
249, 257 Λοιμώδης πυρετὸς, 99
λοιμοῦ, 12, 15, 37, 49, 67, 103, 119, 120, λοιμώδους, 3, 13, 18, 22, 31, 35, 37, 38,
135, 161, 180, 197, 199, 220, 224, 225, 41, 44, 48, 51, 62, 66, 67, 72, 86, 88, 89,
226, 229, 239, 245, 249, 250, 258, 260 90, 91, 95, 96, 100, 107, 108, 114, 116,
λοιμοῦ,, 12, 37, 249 117, 118, 124, 129, 132, 133, 135, 136,
λοιμῷ, 7, 9, 12, 13, 14, 15, 16, 20, 22, 41, 141, 142, 149, 153, 156, 164, 165, 169,
52, 67, 71, 106, 111, 123, 252, 254, 256 172, 173, 175, 177, 178, 179, 181, 201,
λοιμώδεα, 112, 113 203, 213, 216, 242, 250, 257
λοιμώδεες, 113 λοιμωδῶν, 36, 39, 50, 55, 56, 57, 104,
λοιμώδει, 21, 30, 32, 35, 41, 57, 92, 134, 106, 107, 109, 110, 192, 195
135, 143, 153, 155, 160, 162, 165, 170, λοιμωδῶν ἐμνημόνευσα πυρετῶν, 39
172, 174, 178, 181, 186, 190, 200, 210 λοιμωδῶν νοσημάτων, 260
λοιμώδεις, 10, 14, 36, 40, 48, 49, 50, 53, λοιμωδῶν πυρετῶν, 36
59, 60, 104, 106, 116, 122, 131, 137, λοιμωδῶς ἐνόσησεν, 53
139, 143, 146, 148, 194, 201, 204 λοιμῶι, 21
λοιμώδεις καὶ νοσοποιοὶ, 14, 143 λοιμῶν, 5, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 17,
λοιμώδεις καταστάσεις, 36 18, 19, 20, 49, 50
λοιμώδεις πυρετοί, 53, 106 λοιμῶξαι, 220
λοιμώδεος, 55, 64, 65, 102, 111 λοιμώξαιεν, 227
λοιμώδεος νούσου, 55, 64, 65, 102 λοιμώξαντες, 218, 220, 221, 231
λοιμῶδες, 6, 18, 23, 26, 27, 56, 58, 64, 65, λοιμωξάντων, 217, 226, 229, 230
77, 78, 79, 83, 102, 105, 116, 117, 118, Λοιμωξάντων, 219
119, 120, 123, 128, 147, 150, 152, 164, λοιμώξει, 223
168, 185, 189, 198, 199, 204, 251, 254, λοιμώξεται, 224
255, 258 λοίμωξη, 3, 249
λοιμώδεσι, 31, 34, 39, 54, 109, 115, 121, λοιμώξουσιν, 145, 221, 224
126, 133, 191 λοιμώξωσιν, 12, 228
λοιμώδεσι νόσοις·, 31 λοιμώσσειν, 11
λοιμώδεσί τισιν ἀρρωστήμασι, 183 λοιμώττοντας, 15
λοιμώδεσιν, 33, 126 λοιμώττουσιν, 7, 35
λοιμώδεσιν νόσοις, 33 Λοιμώττουσιν, 8
λοιμωδέστατον, 190 Μάξιμος, 7, 8
λοιμωδέστερον, 146 νοσεῖ, 6, 57, 79, 190
λοιμωδεστέρους, 22 Νόσημα, 6, 12, 26, 35, 56, 58, 59, 60, 77,
λοιμώδη, 6, 8, 19, 22, 27, 28, 33, 38, 42, 78, 123, 124, 164, 168, 192, 204, 212,
43, 44, 46, 47, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 65, 249
67, 68, 70, 71, 72, 74, 75, 79, 84, 85, 86, νοσήματα, 6, 56, 57, 58, 59, 63, 65, 74,
87, 94, 98, 99, 101, 103, 107, 108, 111, 78, 79, 107, 114, 116, 129, 139, 154,
119, 120, 129, 130, 131, 136, 138, 140, 159, 161, 196, 238, 239
144, 150, 151, 156, 157, 158, 167, 169,
268

νοσήματος, 13, 43, 49, 51, 105, 142, 149, Παλλάδιος ιατρός, 122, 123
150, 164, 173, 179, 181, 212 πανδήμων, 58, 105, 106, 107, 192, 252,
νοσημάτων, 30, 55, 56, 58, 59, 62, 63, 64, 253, 258, 259, 260, 261, 262, 263
65, 74, 105, 106, 107, 114, 123, 131, πάσχοντες, 25
192, 195, 234, 251, 253, 258, 259, 260, Παύλος ιατρός., 104, 251, 252, 258, 259
261, 262, 263 Παυσανίας Ελλάδος περιήγησις, 87, 88,
νοσημάτων ἰάσεως, 55 89, 90, 91, 92, 93, 94, 95, 96
νόσοι, 5, 56, 82, 148, 210, 211 Περὶ λοιμικῶν, 116, 117, 118, 254, 255
νόσον, 6, 8, 25, 27, 28, 30, 33, 42, 74, 79, περὶ λοιμοῦ, 106, 252, 253, 254
84, 85, 86, 87, 92, 94, 97, 100, 103, 121, Περὶ λοιμώδους, 254, 255
145, 150, 157, 158, 169, 171, 184, 188, Περὶ λοιμῶν, 251, 256
205, 210, 211, 213, 215, 224, 244 Πλάτων, 5, 35, 191
νόσος, 3, 5, 20, 23, 24, 26, 29, 76, 77, 80, Πλούταρχος, 23, 24, 25, 26, 27, 210, 211,
82, 87, 89, 93, 94, 95, 97, 131, 138, 145, 216, 232
152, 154, 159, 161, 163, 166, 170, 174, Ποτιδαιᾶται, 96
176, 177, 178, 181, 184, 187, 194, 197, Ποτιδαιατῶν, 96
202, 206, 208, 215, 222, 232, 233, 234, πυρετοῖς, 54, 100, 108, 109, 110, 121, 192,
235, 236, 237, 238, 239, 240, 241, 242, 252, 259, 263
244, 245, 246, 247, 249 πυρετὸν, 35, 39, 49, 50, 67, 74, 118, 119,
νόσος·, 5 120, 121, 122, 125
νόσου, 20, 22, 51, 58, 84, 86, 88, 89, 90, πυρετοὺς, 40, 48, 50, 69, 70, 72, 78, 107,
91, 95, 96, 100, 121, 131, 133, 135, 150, 121, 192, 260, 263
153, 156, 161, 164, 165, 169, 175, 176, Σούδα, 213, 214
177, 178, 187, 213, 216, 224, 239, 241, Συμπλίκιος, 184, 185
242, 245 Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα, 194, 195,
νόσους, 55, 67, 72, 107, 115, 194, 259, 196, 197, 198, 199, 200, 201, 226, 227,
260, 261, 262 245
νόσῳ, 14, 21, 24, 25, 30, 32, 35, 92, 97, Σχόλια στον Θουκυδίδη, 211, 212
124, 134, 135, 144, 151, 153, 155, 160, ὑγιὴς, 7, 51, 184, 244
162, 165, 170, 171, 172, 174, 178, 180, Φίλων Ιουδαίος, 28, 29, 30, 31, 32, 233,
181, 182, 194, 223, 233, 237 234
νοσῶδες, 6, 79 Φλάβιος Ιώσηπος, 96, 97, 98, 236
Ορειβάσιος ιατρός, 115, 116, 117, 118, φλεγμονὴ, 112, 113, 116, 117, 118, 254,
119, 120, 121, 254, 255, 261 255
πάθος, 35, 54, 74, 75, 97, 111, 112, 113, Φώτιος βιβλιοθήκη, 192, 263
114, 119, 120, 129, 131, 138, 150, 178,
198, 202, 204

TLG Texts doing_search λοιμωδης νοσος tlg Go

UTF-8 search TLG Texts

TLG Texts doing_search λοιμωξ tlg Go

UTF-8 search TLG Texts


269

TLG Texts doing_search λοιμωδ tlg Go

UTF-8 search TLG Texts

You might also like